ΕL JAMES
Πενήντα αποχρώσεις του γκρι Απελευθέρωση ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Τιτίνα Σπερελάκη
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Μανούλα! Μανούλα! Η μανούλα κοιμάται κατάχαμα. Κοιμάται πολλή ώρα τώρα. Της χαϊδεύω τα μαλλιά επειδή της αρέσει. Δεν ξυπνάει. Την ταρακουνάω. Μανούλα! Η κοιλίτσα μου πονάει. Είναι πεινασμένη. Αυτός δεν είναι εδώ. Διψάω. Στην κουζίνα τραβάω μια καρέκλα προς τον νεροχύτη και πίνω. Το νερό πιτσιλάει το μπλε πουλόβερ μου, Η μανούλα κοιμάται ακόμα. Μανούλα, ξύπνα! Είναι ξαπλωμένη χωρίς να κουνιέται. Είναι κρύα. Φέρνω την
κουβερτούλα μου και σκεπάζω τη μανούλα και ξαπλώνω επάνω στο γλιτσιασμένο πράσινο χαλάκι δίπλα της. Η μανούλα κοιμάται ακόμα. Έχω δύο αυτοκινητάκια. Τρέχουν επάνω στο πάτωμα όπου κοιμάται η μανούλα. Νομίζω πως η μανούλα είναι άρρωστη. Ψάχνω κάτι να φάω. Στο ψυγείο βρίσκω μπιζέλια. Είναι κρύα. Τα τρώω αργά αργά. Κάνουν την κοιλίτσα μου να πονάει. Κοιμάμαι δίπλα στη μανούλα. Τα μπιζέλια τέλειωσαν. Στο ψυγείο υπάρχει κάτι. Μυρίζει παράξενα. Το γλείφω, και η γλώσσα μου κολλάει επάνω του. Το τρώω αργά αργά. Έχει άσχημη γεύση. Πίνω λίγο νερό. Παίζω με τα αυτοκινητάκια μου και κοιμάμαι πλάι στη μανούλα. Η μανούλα είναι τόσο κρύα και δε λέει να ξυπνήσει.
Η πόρτα ανοίγει απότομα. Σκεπάζω τη μαμά με την κουβερτούλα μου. Ήρθε αυτός. Γαμώτο! Τι σκατά έγινε εδώ; Α, η τρελή, γαμημένη τσούλα. Σκατά. Γαμώτο! Φύγε από μπροστά μου, σκατόπαιδο! Με κλοτσάει και χτυπάω το κεφάλι στο πάτωμα. Το κεφάλι μου πονάει. Παίρνει τηλέφωνο κάποιον και μετά φεύγει. Κλειδώνει την πόρτα. Είμαι ξαπλωμένος δίπλα στη μανούλα. Το κεφάλι μου πονάει. Είναι εδώ η αστυνομικίνα. Όχι. Όχι. Όχι! Μη με αγγίζεις. Μη με αγγίζεις. Μη με αγγίζεις! Μένω κοντά στη μανούλα. Όχι. Μη με πλησιάζεις! Η αστυνομικίνα· κρατάει την κουβερτούλα μου και με αρπάζει. Στριγκλίζω. Μανούλα! Μανούλα! Θέλω τη μανούλα μου.
Τα λόγια χάθηκαν. Δεν μπορώ να πω τα λόγια. Η μανούλα δε με ακούει. Δεν έχω άλλα λόγια. «Κρίστιαν! Κρίστιαν!» Η φωνή της είναι επιτακτική, Τον τραβάει από ~α βάθη του εφιάλτη, τα βάθη της απόγνωσής του. «Εδώ είμαι. Εδώ είμαι!» Ξυπνάει και τη βλέπει να σκύβει επάνω του. Τον αρπάζει από τους ώμους, τον ταρακουνάει, και στο πρόσωπό της "Είναι χαραγμένη η αγωνία. Τα γαλάζια της μάτια είναι ορθάνοιχτα και γεμάτα δάκρυα. «Άνα...» Η φωνή του είναι ένας ξέπνοος ψίθυρος, η γεύση του φόβου τού γανιάζει το στόμα. «Εδώ είσαι». «Φυσικά είμαι εδώ». «Είδα ένα όνειρο...»
«Το ξέρω. Εδώ είμαι, εδώ είμαι...» «Άνα...» Μουρμουρίζει το όνομά της και είναι σαν φυλαχτό απέναντι στον μαύρο πνιγηρό πανικό που κυριεύει το σώμα του. «Σώπα... Εδώ είμαι». Κουλουριάζεται γύρω του, τα μέλη της τον τυλίγουν προστατευτικά, η ζεστασιά της εισχωρεί στο κορμί του διώχνοντας τις σκιές, διώχνοντας τον φόβο. Είναι λιακάδα, είναι φως... Είναι δική του. «Σε παρακαλώ, ας μην τσακωνόμαστε...» Η φωνή του βγαίνει βραχνή καθώς τυλίγει τα μπράτσα του γύρω της. «Εντάξει».
«Οι όρκοι. Χωρίς υπακοή. Μπορώ να το δεχτώ. Θα βρούμε έναν τρόπο». Τα λόγια ξεπηδούν βιαστικά από' το στόμα του, σ’ ένα συνονθύλευμα συγκίνησης και σύγχυσης και άγχους. «Ναι. Θα βρούμε. Πάντα βρίσκουμε έναν τρόπο...» ψιθυρίζει, και τα χείλη της βρίσκονται πάνω στα δικά του κάνοντάς τον να σωπάσει, γυρίζοντάς τον πίσω στο παρόν. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑ
Μέσα ΑΠΟ ΤΑ ΚΕΝΑ της 7υράσινης ομπρέλας κοιτάζω με έναν αναστεναγμό ικανοποίησης τον πιο γαλάζιο, καλοκαιρινά γαλάζιο, μεσογειακά γαλάζιο ουρανό. Ο Κρίστιαν είναι ξαπλωμένος σε μια
ξαπλώστρα πλάι μου. Ο άντρας μου -ο σέξι, όμορφος άντρας μου, γυμνός από τη μέση κι επάνω και με ένα κομμένο τζινδιαβάζει ένα βιβλίο που προβλέπει την κατάρρευση του δυτικού τραπεζικού συστήματος. Απ’ ό,τι λένε, πρόκειται για βιβλίο που σε καθηλώνει. Δεν τον έχω ξαναδεί να κάθεται τόσο αμίλητος. Ποτέ. Θυμίζει περισσότερο φοιτητή παρά επιφανή διευθύνοντα σύμβουλο μιας από τις κορυφαίες ιδιόκτητες αμερικανικές εταιρείες. Στο τελευταίο σκέλος του μήνα του μέλιτος τεμπελιάζουμε κάτω από τον απογευματινό ήλιο στην παραλία ενός ξενοδοχείου στο Μονακό με το εύστοχο όνομα Beach Plaza Monte Carlo, αν και δε μένουμε εδώ. Ανοίγω τα μάτια και ατενίζω την «Ωραία μου Κυρία», που είναι αγκυροβολημένη
στο λιμάνι. Μένουμε φυσικά σε μια πολυτελή θαλαμηγό. Ναυπηγημένη το 1928, επιπλέει μεγαλόπρεπη στο νερό, βασίλισσα όλων των θαλαμηγών στο λιμάνι. Θυμίζει κουρδιστό παιδικό παιχνίδι. Ο Κρίστιαν τη λατρεύει και υποψιάζομαι πως έχει μπει στον πειρασμό να την αγοράσει. Ειλικρινά τώρα, τα αγόρια και τα παιχνίδια τους. Ακουμπισμένη στη ράχη της ξαπλώστρας, ακούω το Κρίστιαν Γκρέυ μιξ στο καινούριο μου iPod και λαγοκοιμάμαι στον απογευματινό ήλιο, φέρνοντας νωθρά στο μυαλό μου την πρόταση γάμου που μου έκανε. Ω, η ονειρεμένη πρόταση γάμου του στο λεμβοστάσιο... Σχεδόν μυρίζω την ευωδιά των αγριολούλουδων.
«Μπορούμε να παντρευτούμε αύριο;» μουρμουρίζει ο Κρίστιαν στο αυτί μου ενώ είμαι ξαπλωμένη επάνο3 στο στήθος του στο ανθισμένο κιόσκι μέσα στο λεμβοστάσιο, χορτασμένη από τον παθιασμένο μας έρωτα. «Μμμ...» «Ναι είναι αυτό;» Ακούω τη γεμάτη ελπίδα έκπληξή του. «Μμμ...» «Όχι;» «Μμμ...» Νιώθω το χαμόγελό του. «Δεσποινίς Στιλ, μήπως είστε ασυνάρτητη;»
Χαμογελάω. «Μμμ...» Γελάει και με αγκαλιάζει σφιχτά, φιλώντας με στην κορυφή του κεφαλιού. «Βέγκας λοιπόν! Αύριο». Ανασηκώνω νυσταγμένα το κεφάλι. «Δε νομίζω πως οι γονείς μου θα ενθουσιάζονταν...» Ανεβοκατεβάζει τις άκρες των δαχτύλων του στη ραχοκοκαλιά μου, χτυπώντας ελαφρά και χαϊδεύοντάς με απαλά. «Τι θες, Αναστάζια; Βέγκας; Έναν ανοιχτό γάμο με όλα τα συμπαρομαρτούντα; Πες μου». «Όχι ανοιχτό... Μόνο φίλους και συγγενείς». Σηκώνω τα μάτια επάνω του*
συγκινημένη από τη σιωπηλή ικεσία στα λαμπερά γκρίζα μάτια του τι θέλει; «Εντάξει». Γνέφει καταφατικά. « Πού;» Ανασηκώνω τους ώμους, «Θα μπορούσαμε να το κάνουμε εδώ;» ρωτάει διστακτικά, «Στο σπίτι των γονιών σου; Δε θα τους πείραζε;» Ρουθουνίζει, «Η μητέρα μου θα πετούσε στον έβδομοουρανό,,,» «Εντάξει, εδώ. Είμαι σίγουρη πω,ς η μαμά και ο μπαμπάς μου θα το προτιμούσαν». Μου χαϊδεύει τα μαλλιά, Θα μπορούσα να είμαι πιο ευτυχισμένη;
«Λοιπόν, ορίσαμε το πού. Τώρα το πότε», «Θα πρέπει σίγουρα να ρωτήσεις τη μητέρα σου», «Χμμμ,,.» Το χαμόγελο του Κρίστιαν παγώνει. « Της δίνω έναν μήνα και τέρμα, Σε θέλω πάρα πολύ για να περιμένω περισσότερο», «Κρίστιαν, μ’ έχεις... Με είχες εδώ και καιρό. Αλλά εντάξει έναν μήνα». Τον φιλάω στο στήθος, ένα απαλό, σεμνό φιλί, και του χαμογελάω. «Θα καείς...» μου ψιθυρίζει ο Κρίστιαν στο αυτί, διακόπτοντας τον υπνάκο μου. «Μόνο για σένα...» Του χαρίζω το πιο γλυκό μου χαμόγελο.
Ο απογευματινός ήλιος έχει μετακινηθεί, και βρίσκομαι ολόκληρη κάτω από την εκτυφλωτική λάμψη του. Χαμογελάει αχνά και με μια σβέλτη κίνηση τραβάει την ξαπλώστρα μου στη σκιά της ομπρέλας. «Μακριά από τον μεσογειακό ήλιο, κυρία Γκρέυ». «Σας ευχαριστώ για τον αλτρουισμό, κύριε Γκρέυ...» «Ευχαρίστησή μου, κυρία Γκρέυ, και δεν είμαι καθόλου αλτρουιστής. Αν καείτε, δε θα μπορώ να σας αγγίξω». Ανασηκώνει το φρύδι του, με τα μάτια του να αστράφτουν από κέφι, και η καρδιά μου λιώνει. «Υποψιάζομαι όμως ότι το ξέρετε και με κοροϊδεύετε...»
«Θα έκανα τέτοιο πράγμα;» ρωτάω σιγανά, παριστάνοντας την αθώα. «Ναι. Θα το έκανες και το κάνεις. Συχνά. Είναι ένα από τα πολλά πράγματα που αγαπάω σε σένα». Σκύβει και με φιλάει, δαγκώνοντας παιχνιδιάρικα το κάτω χείλος μου. «Ήλπιζα να με τρίψεις με λίγο αντιηλιακό ακόμα...» Στραβομουτσουνιάζω επάνω στα χείλη του. «Κυρία Γκρέυ, πρόκειται για βρόμικη δουλειά... Μα δεν μπορώ ν’ αρνηθώ την προσφορά. Ανασηκώσου!» με διατάζει, και η φωνή του είναι βραχνή.
Υπακούω, και τα δυνατά, ευλύγιστα δάχτυλά του με αλείφουν αργά και σχολαστικά με αντιηλιακό. «Πραγματικά είσαι πολύ όμορφη. Είμαι τυχερός...» μουρμουρίζει καθώς τα δάχτυλά του περνούν ξυστά από τα στήθη,μου απλώνοντας τη λοσιόν. «Ναι, είστε, κύριε Γκρέυ...» Τον κοιτάζω ψευτοντροπαλά μέσα από τις βλεφαρίδες μου. «Η σεμνότητα σας πάει, κυρία Γκρέυ. Γυρίστε από την άλλη. Θέλω να περιποιηθώ την πλάτη σας». Χαμογελώντας, περιστρέφομαι, κι εκείνος μου ξεκουμπώνει το φρικτά ακριβό μπικίνι μου.
«Πώς θα ένιωθες αν ήμουν τόπλες όπως οι άλλες γυναίκες στην παραλία;» ρωτάω. «Ενοχλημένος» λέει χωρίς δισταγμό. «Ούτε και τώρα που φοράς τόσο λίγα είμαι και πολύ ευτυχής». Σκύβει και μου ψιθυρίζει στο αυτί: «Μην πιέζεις την τύχη σου...». «Πρόκληση είναι αυτό, κύριε Γκρέυ;» «Όχι. Είναι δήλωση γεγονότος, κυρία Γκρέυ». Αναστενάζω και κουνάω το κεφάλι. Ω, ο Κρίστιαν... Ο δικός μου δεσποτικός, ζηλότυπος, μανιακός με τον έλεγχο Κρίστιαν. Όταν τελειώνει, με κοπανάει στα πισινά. «Καλή είσαι, τσούπρα...»
Το πανταχού παρόν, μονίμως δραστήριο BlackBerry βουίζει. Κατσουφιάζω, και χαμογελάει αχνά. «Για τα μάτια μου μόνο, κυρία Γκρέυ...» Ανασηκώνει το φρύδι του σε παιχνιδιάρικη προειδοποίηση, μου δίνει άλλη μία στα πισινά και κάθεται ξανά στην ξαπλώστρα του για να απαντήσει στο τηλεφώνημα. Η εσωτερική μου θεά γουργουρίζει. Απόψε θα μπορούσαμε ίσως να κάνουμε κάποιου είδους σόου για τα μάτια του μόνο. Χαμογελάει με νόημα, ανασηκώνοντας το φρύδι της. Μορφάζω στη σκέψη και παρασύρομαι πάλι στον απογευματινό μου υπνάκο. «MAM’SELLE? Up. Perrier pour moi, un Coca-Cola light pour ma femme, s’il vous
plait. Et quelque chose a manger... Laissezmoi voir Ια carte». Χμμμ... 0 Κρίστιαν με τα άπταιστα γαλλικά του με ξυπνάει. Οι βλεφαρίδες μου τρεμοπαίζουν στο εκτυφλωτικό φως του ήλιου και βλέπω τον Κρίστιαν να με παρακολουθεί, ενώ μια κοπέλα με λιβρέα απομακρύνεται κρατώντας ψηλά τον δίσκο της, με την ψηλή ξανθιά αλογοουρά της να ταλαντεύεται προκλητικά. «Διψάς;» ρωτάει. « Ναι ...» μουρμουρίζω νυσταγμένα. «Θα μπορούσα να σε παρακολουθώ όλη μέρα. Κουρασμένη; »
Κοκκινίζω. «Δεν κοιμήθηκα και πολύ χτες βράδυ...» «Ούτε κι εγώ!» Χαμογελάει, αφήνει το BlackBerry και σηκώνεται. Το σορτσάκι του είναι λίγο κατεβασμένο και εφαρμόζει με κείνο τον τρόπο, αφήνοντας να φαίνεται από κάτω το μαγιό του. Ο Κρίστιαν πετάει το σορτσάκι και τις σαγιονάρες, και χάνω τον ειρμό των σκέψεών μου. «Έλα να κολυμπήσουμε μαζί». Απλώνει το χέρι του και τον κοιτάζω ζαλισμένη. «Να κολυμπήσουμε;» επαναλαμβάνει με εύθυμο ύφος, γέρνοντας το κεφάλι του στο πλάι. Καθώς δεν αντιδρώ, κουνάει αργά το κεφάλι του.
«Νομίζω πως χρειάζεσαι κλήση αφύπνισης!» Ορμάει ξαφνικά και με σηκώνει στα χέρια του, ενώ εγώ στριγκλίζω, περισσότερο από έκπληξη παρά φόβο. «Κρίστιαν! Άσε με κάτω!» τσιρίζω. Κρυφογελάει. «Μόνο στη θάλασσα, μωρό μου...» Κάμποσοι από τους λουόμενους παρακολουθούν με κείνη την αφηρημένη αδιαφορία, τόσο τυπική, συνειδητοποιώ τώρα, των Γ άλλων καθώς ο Κρίστιαν με κουβαλάει γελώντας έως τη θάλασσα και μπαίνει τσαλαβουτώντας. Σφίγγω τα μπράτσα γύρω από τον λαιμό του. «Δε θα τολμήσεις...» λέω με κομμένη
την ανάσα, προσπαθώντας να πνίξω τα χάχανά μου. Χαμογελάει. «Ω Ανά, μωρό μου... Δεν έμαθες τίποτα στον λίγο καιρό που γνωριζόμαστε;» Με φιλάει και επωφελούμαι, περνώντας τα δάχτυλα από τα μαλλιά του, αρπάζοντας δύο τούφες και ανταποδίδοντας το φιλί του, ενώ εισβάλλω με τη γλώσσα στο στόμα του. Παίρνει απότομη ανάσα και γέρνει προς τα πίσα), με μάτια θολά και επιφυλακτικά. «Ξέρω το παιχνίδι σου...» ψιθυρίζει και βυθίζεται αργά στο δροσερό, καθαρό νερό παίρνοντάς με μαζί του, ενώ τα χείλη του βρίσκουν πάλι τα δικά μου.
Η ψύχρα της Μεσογείου ξεχνιέται γρήγορα καθώς τυλίγομαι γύρω από τον άντρα μου. «Νόμιζα πως ήθελες να κολυμπήσεις...» μουρμουρίζω επάνω στο στόμα του. «Μου αποσπάς την προσοχή». Ο Κρίστιαν περνάει τα δόντια του ξυστά από το κάτω χείλος μου. «Αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι θέλω τους καλούς ανθρώπους του Μόντε Κάρλο να δουν τη γυναίκα μου να γίνεται έρμαιο του πάθους...» Περνάω τα δόντια από το σαγόνι του, με τα αξύριστα γένια του να γαργαλούν τη γλώσσα μου, χωρίς να δίνω δεκάρα για τους καλούς ανθρώπους του Μόντε Κάρλο. «Άνα...» μουγκρίζει. Τυλίγει την αλογοουρά μου γύρω από τον καρπό του και τραβάει απαλά, γέρνοντας το κεφάλι
μου προς τα πίσω, εκθέτοντας τον λαιμό μου. Αφήνει φιλιά από το αυτί έως τον λαιμό μου. «Να σε πάρω μέσα στη θάλασσα;» προσθέτει σιγανά. «Ναι...» απαντάω χαμηλόφωνα. Ο Κρίστιαν τραβιέται και με κοιτάζει με μάτια ζεστά, παθιασμένα και εύθυμα. «Κυρία Γκρέυ, είστε αχόρταγη και πολύ ξεδιάντροπη... Τι είδους τέρας δημιούργησα;» «Ένα τέρας που σου ταιριάζει. Θα με ήθελες αλλιώς;» «Σε θέλω με όποιον τρόπο μπορώ να σ’ έχω, το ξέρεις αυτό. Μα όχι αυτήν τη στιγμή. Όχι με θεατές». Κουνάει το κεφάλι του, δείχνοντας προς την ακτή.
Tt; Όπως ήταν αναμενόμενο, διάφοροι από κείνους που είναι ξαπλωμένοι στον ήλιο εγκαταλείπουν την αδιαφορία τους και τώρα μας παρατηρούν με ενδιαφέρον. Ξαφνικά ο Κρίστιαν με αρπάζει από τη μέση και με πετάει στον αέρα, αφήνοντάς με να πέσω στο νερό και να βουλιάξω κάτω από τα κύματα στη μαλακή άμμο. Βγαίνω και πάλι στην επιφάνεια βήχοντας, φτύνοντας και χαχανίζοντας. «Κρίστιαν!» τον αποπαίρνω αγριοκοιτάζοντάς τον. Νόμιζα πως θα κάναμε έρωτα στη θάλασσα... Και θα σημειώναμε άλλη μία πρώτη φορά.
Δαγκώνει το χείλος του για να πνίξει το γέλιο. Τον πιτσιλάω και με πιτσιλάει κι εκείνος αμέσως. «Έχουμε όλη τη νύχτα...» λέει χαμογελώντας σαν ανόητος. «Τα λέμε, μωρό μου». Βουτάει κάτω από το νερό και ξαναβγαίνει στην επιφάνεια ένα μέτρο πιο πέρα. Μετά, με μια ρευστή, γεμάτη χάρη κίνηση, απομακρύνεται κολυμπώντας από την ακτή, από μένα. Να πάρει! Ο παιχνιδιάρης, σκανδαλιάρης Πενήντα! Προστατεύω τα μάτια μου από τον ήλιο και τον παρακολουθώ να ξεμακραίνει. Είναι τόσο πειραχτήρι... Τι μπορώ να κάνω για να τον φέρω πίσω; Όσο κολυμπάω προς την ακτή, σκέπτομαι τις επιλογές μου.
Στις ξαπλώστρες έχουν έρθει τα ποτά μας, και πίνω μια γρήγορη γουλιά κόκα κόλα light. Ο Κρίστιαν είναι μια αμυδρή κηλίδα στο βάθος. Χμμμ7.. Ξαπλώνω μπρούμυτα, και πασπατεύοντας το κούμπωμα, βγάζω το σουτιέν του μπικίνι μου και το πετάω στα τυφλά επάνω στην ξαπλώστρα του Κρίστιαν. Ορίστε... Να πόσο ξεδιάντροπη μπορώ να γίνω, κύριε Γκρέυ. Άρπα την. Κλείνω τα μάτια και αφήνω τον ήλιο να ζεστάνει το δέρμα μου... Να ζεστάνει τα κόκαλά μου. Και παρασύρομαι από τη ζεστασιά του, ενώ οι σκέψεις μου γυρίζουν στη μέρα του γάμου μου. «Μπορείς να φιλήσεις τη νύφη!» αναγγέλλει ο αιδεσιμότατος Γουόλς.
Χαμογελάω πλατιά στον άντρα μου, «Επιτέλους είσαι δική μου...» ψιθυρίζει και με τραβάει στην αγκαλιά του φιλώντας με σεμνά στα χείλη. Είμαι παντρεμένη. Είμαι η κυρία Κρίστιαν Γκρέυ. Είμαι ζαλισμένη από τη χαρά. «Είσαι όμορφη, Ανά...» μουρμουρίζει και χαμογελάει, με μάτια που λάμπουν από αγάπη και κάτι πιο σκοτεινό,' κάτι καυτό... «Μην αφήσεις κανέναν να σου βγάλει το νυφικό εκτός από μένα. Κατάλαβες;» Το χαμόγελό του καίει στους εκατό βαθμούς καθώς οι άκρες των δαχτύλων του κατεβαίνουν αργά στο μάγουλό μου, πυρπολώντας το αίμα μου.
Ανάθεμά με... Πώς το κάνει ακόμα κι εδώ, με όλους αυτούς να μας κοιτάζουν; Γνέφω βουβά. Χριστέ μου ελπίζω να μην μπορεί να μας ακούσει χάνεις. Ευτυχώς, ο αιδεσιμότατος Γουόλς έχει κάνει διακριτικά πίσω, Ρίχνω μια ματιά στο πλήθος που έχει συγκεντρωθεί φορώντας τα καλά του... Η μαμά μου, ο Ρέυ, ο Μπομπ και οι Γκρέυ χειροκροτούν. Ακόμα και η Κέιτ, η κουμπάρα μου, εκθαμβωτική με το απαλό ροζ φόρεμά της δίπλα στον κουμπάρο του Κρίστιαν, τον Έλλιοτ. Ποιος να το έλεγε πως οΈλλιοτ θα μπορούσε να γίνει τόσο σένιος. Όλοι έχουν τεράστια, πλατιά χαμόγελα - εκτός από την Γκρέις, που κλαίει με χάρη σ’ ένα κομψό λευκό μαντίλι.
«Έτοιμη για γλέντι, κυρία Γκρέυ;» μουρμουρίζει ο Κρίστιαν χαρίζοντάς μου το συνεσταλμένο του χαμόγελο. Λιώνω. Είναι θεϊκός μέσα σ’ ένα απλό μαύρο σμόκιν με ασημί γιλέκο και γραβάτα. Είναι τόσο κομψός... «Πιο έτοιμη δε γίνεται!» Χαμογελάω, εντελώς χαζά. Αργότερα η γαμήλια δεξίωση είναι στο φόρτε της... Ο Κάρρικ και η Γκρέις δίνουν ρέστα. Έχουν στήσει πάλι την τέντα με θέα προς τον κόλπο και την έχουν διακοσμήσει όμορφα σε απαλό ροζ, ασημί και ιβουάρ, αφήνοντας ανοιχτά τα πλαϊνά. Έχουμε την τύχη να είναι καλός ο καιρός, και οι τελευταίες αχτίδες του ήλιου λάμπουν επάνω στο νερό. Στη μια άκρη της τέντας
υπάρχει μια πίστα, στην άλλη ένας πλούσιος μπουφές. Ο Ρέυ και η μητέρα μου χορεύουν και γελούν. Η αίσθηση βλέποντάς τους μαζί είναι γλυκόπικρη. Ελπίζω ο Κρίστιαν κι εγώ να κρατήσουμε περισσότερο. Δεν ξέρω τι θα έκανα αν με άφηνε. Όποιος βιάζεται σκοντάφτει. Το ρητό με στοιχειώνει. Η Κέιτ είναι πλάι μου, πολύ όμορφη μέσα στο μακρύ μεταξωτό φόρεμά της. Μου ρίχνει μια ματιά και κατσουφιάζει. «Ει, υποτίθεται πως αυτή είναι η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής σου!» με* απόπαιρνες «Είναι...» ψιθυρίζω.
«Άνα, τι συμβαίνει; Παρακολουθείς τη μαμά σου και τον Ρέυ;» Γνέφω θλιμμένα. «Είναι ευτυχισμένοι». «Πιο ευτυχισμένοι χώρια...» «Έχεις αρχίσει να έχεις αμφιβολίες;» ρωτάει ανήσυχη. «Όχι, καθόλου. Απλώς... Τον αγαπάω τόσο πολύ». Παγώνω, ανίκανη ή απρόθυμη να εκφράσω τους φόβους μου. «Άνα, είναι προφανές ότι σε λατρεύει. Ξέρω πως το ξεκίνημα της σχέσης σας ήταν ασυνήθιστο, μα είδα πόσο ευτυχισμένοι ήσαστε και οι δύο τον τελευταίο μήνα!»
Μου αρπάζει τα χέρια και τα ζουλάει. «Άλλωστε, τώρα είναι πολύ αργά...» προσθέτει με ένα χαμόγελο. Χαχανίζω. Βασίσου στην Κέιτ για να σου επισημάνει το προφανές. Με τραβάει σ’ ένα Σπέσιαλ Αγκάλιασμα της Κάθριν Κάβανο. «Άνα, θα είσαι μια χαρά. Κι αν πειράξει έστω και μία τρίχα από τα μαλλιά σου, θα έχει να κάνει μαζί μου!» Με αφήνει και χαμογελάει σε κάποιον πίσω μου. «Γεια σου, μωρό μου...» Ο Κρίστιαν τυλίγει τα μπράτσα γύρω μου αιφνιδιάζοντάς με και με φιλάει στον κρόταφο. «Κέιτ» τη χαιρετάει. Εξακολουθεί να είναι ψυχρός απέναντί της, ακόμα κι έπειτα από έξι εβδομάδες.
«Γεια σου και πάλι, Κρίστιαν. Πάω να βρω τον κουμπάρο σου, που τυχαίνει να είναι χάι ο καλός μου!» Μας χαμογελάει και κατευθύνεται προς τον Έλλιοτ, που τα πίνει μαζί με τον αδερφό της, τονΊθαν, και τον φίλο μας τον Χοσέ. «Ώρα να φεύγουμε...» μουρμουρίζει ο Κρίστιαν. «Κιόλας; Είναι το πρώτο μου πάρτι όπου δε με νοιάζει να βρίσκομαι στο επίκεντρο της προσοχής...» Κάνω μεταβολή μέσα στην αγκαλιά του για να τον κοιτάξω καταπρόσωπο. «Σου αξίζει να βρίσκεσαι στο επίκεντρο. Είσαι εκθαμβωτική, Αναστάζια!» «Το ίδιο κι εσύ».
Χαμογελάει, και η έκφρασή του είναι πιο ζεστή. «Αυτό το όμορφο φόρεμα σου πάει...» «Αυτό το παλιόπραμα;» Κοκκινίζω από ντροπή και τραβάω τη λεπτεπίλεπτη δαντελένια γαρνιτούρα του λιτού εφαρμοστού νυφικού που μου σχεδίασε η μητέρα της Κέιτ. Μου αρέσει που η δαντέλα καλύπτει απλώς τον ώμο σεμνά αλλά και δελεαστικά, ελπίζω. Σκύβει και με φιλάει. «Πάμε. Δε θέλω να σε μοιράζομαι άλλο με όλους αυτούς τους ανθρώπους». «Μπορούμε να την κοπανήσουμε από τον ίδιο μας τον γάμο;»
«Μωρό μου, δικό μας είναι το πάρτι και μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Κόψαμε την τούρτα. Κι αυτήν τη στιγμή θα ήθελα να σ’ αρπάξω και να σε πάρω μακριά, για να σ’ έχω καταδική μου!» Χαχανίζω. «Θα μ’ έχετε για μια ολόκληρη ζωή, κύριε Γκρέυ!» «Πολύ χαίρομαι που το ακούω, κυρία Γκρέυ...» «Α, ώστε εδώ είστε πιτσουνάκια μου...»
εσείς
οι δύο,
Αναστενάζω από μέσα μου... Η μητέρα της Γκρέις μάς ανακάλυψε. «Κρίστιαν χρυσό μου ακόμα έναν χορό με τη γιαγιά σου;»
Ο Κρίστιαν σουφρώνει τα χείλη. «Φυσικά, γιαγιά...» «Κι εσύ, όμορφη Αναστάζια, πήγαινε να κάνεις ευτυχισμένο έναν γέρο χόρεψε με τον Θίο». «Τον Θίο, κυρία Τρεβέλυαν;» «Τον παππού Τρεβέλυαν. Και νομίζω πως μπορείς να με φωνάζεις γιαγιά. Τώρα εσείς οι δύο πρέπει να στρωθείτε για τα καλά στη δουλειά για τα δισέγγονά μου. Δε θ’ αντέξω πολύ καιρό ακόμα...» Μας χαρίζει ένα ανυπόκριτο χαμόγελο. Ο Κρίστιαν ανοιγοκλείνει με φρίκη τα βλέφαρα. «Έλα, γιαγιά» λέει πιάνοντάς τη βιαστικά από το χέρι και οδηγώντας τη στην πίστα. Γυρίζει να με κοιτάξει, πραγματικά
μουτρωμένος, και υψώνει το βλέμμα του στον ουρανό. «Τα λέμε, μωρό μου...» Καθώς προχωράω προς το μέρος του παππού Τρεβέλυαν, με διπλαρώνει ο Χοσέ. «Δε θα σου ζητήσω άλλον χορό. Νομίζω πως έχω μονοπωλήσει ήδη πολύ από τον χρόνο σου στην πίστα... Χαίρομαι που σε βλέπω ευτυχισμένη. Πάντως μιλάω σοβαρά, Άνα. Θα είμαι εδώ αν με χρειαστείς...» «Χοσέ, σ’ ευχαριστώ. Είσαι καλός φίλος». «Το εννοώ!» Τα σκούρα μάτια του λάμπουν γεμάτα ειλικρίνεια.
«Το ξέρω ότι το εννοείς. Σ’ ευχαριστώ, Χοσέ. Τώρα με συγχωρείς έχω ραντεβού με έναν γέρο». Ζαρώνει σαστισμένος το μέτωπό του. «Τον παππού του Κρίστιαν» διευκρινίζω. Χαμογελάει. «Καλή τύχη με τον παππού, Άννι, Καλή τύχη σε όλα!» «Ευχαριστώ, Χοσέ». Μετά τον χορό μου με τον πάντα γοητευτικό παππού του Κρίστιαν, στέκομαι δίπλα στην μπαλκονόπορτα, παρακολουθώντας τον ήλιο να χαμηλώνει αργά πάνω από το Σιάτλ, ρίχνοντας ζωηρές πορτοκαλιές και γαλαζοπράσινες σκιές στον κόλπο.
«Πάμε!» με πιέζει ο Κρίστιαν. «Πρέπει ν’ αλλάξω». Τον πιάνω από το χέρι, θέλοντας να τον τραβήξω μέσα από την μπαλκονόπορτα και να τον ανεβάσω επάνω μαζί μου. Σκυθρωπιάζει, χωρίς να καταλαβαίνει, και τραβάει απαλά το χέρι μου σταματώντας με. «Νόμιζα πως ήθελες να είσαι εσύ αυτός που θα μου βγάλει το νυφικό» εξηγώ. Τα μάτια του φωτίζονται. «Σωστά!» Μου χαμογελάει λάγνα. «Αλλά δεν πρόκειται να σε γδύσω εδώ. Δε θα φεύγαμε μέχρι... Δεν ξέρω...» Ανεμίζει τα μακριά του δάχτυλα αφήνοντας την πρόταση μισοτελειωμένη. Αλλά το νόημα είναι ξεκάθαρο, και κοκκινίζω, ελευθερώνοντας το χέρι του.
«Και ούτε να κατεβάσεις τα μαλλιά σου...» μουρμουρίζει απειλητικά. «Μα...» «Δεν έχει μα, Αναστάζια. Είσαι όμορφη. Και θέλω να είμαι αυτός που θα σε γδύσει». Ω... Κατσουφιάζω. «Ετοίμασε τα ρούχα που θα φορέσεις στο ταξίδι!» με προστάζει. «Θα τα χρειαστείς. Την κανονική βαλίτσα μας την έχει ο Τέυλορ». «Εντάξει». Τι έχει σχεδιάσει; Δε μου έχει πει πού θα πάμε. Για την ακρίβεια, δε νομίζω πως ξέρει κανείς πού θα πάμε. Ούτε η Μία ούτε η
Κέιτ κατάφεραν να του εκμαιεύσουν την πληροφορία. Επιστρέφω εκεί κοντά όπου περιφέρονται η μητέρα μου και η Κέιτ. « Δε θ’ αλλάξω ». «Τι;» λέει η μητέρα μου. «Ο Κρίστιαν δε θέλει ν’ αλλάξω...» Ανασηκώνω τους ώμους λες κι αυτό εξηγεί τα πάντα. Το μέτωπό της προς Στιγμήν ζαρώνει. «Δεν υποσχέθηκες να υπακούς...» μου υπενθυμίζει με τακτ. Η Κέιτ προσπαθεί να μεταμφιέσει το ρουθούνισμά της σε βήχα. Την κοιτάζω στενεύοντας τα μάτια. Ούτε αυτή ούτε η μητέρα μου ξέρουν για τον καβγά που
κάναμε ο Κρίστιαν κι εγώ σχετικά με αυτό το θέμα. Δε θέλω να αναβιώσω τη διαφωνία. Χριστέ μου... Τα μούτρα που μπορεί να κατεβάσει ο Πενήντα μου... Και οι εφιάλτες που έχει. Η ανάμνηση είναι τρομακτική. «Το ξέρω, μαμά, αλλά του αρέσει αυτό το φόρεμα και θέλω να τον ευχαριστήσω». Η έκφρασή της μαλακώνει. Η Κέιτ υψώνει το βλέμμα στον ουρανό και απομακρύνεται με τρόπο, για να μας αφήσει μόνες. «Είσαι τόσο όμορφη, αγάπη μου...» Η Κάρλα στερεώνει τρυφερά ένα τσουλούφι από τα μαλλιά μου και μου χαϊδεύει το πιγούνι. .«Είμαι τόσο περήφανη για σένα, γλυκιά μου... Θα κάνεις τον Κρίστιαν πολύ
ευτυχισμένο». Με τραβάει στην αγκαλιά της. Ω μαμά... «Δεν μπορώ να το πιστέψω πόσο μεγάλη φαίνεσαι αυτήν τη στιγμή. Ξεκινάς μια καινούρια ζωή... Απλώς να θυμάσαι πως οι άντρες είναι από άλλον πλανήτη και θα είσαι μια χαρά». Χαχανίζω. Πού να ήξερε πως ο Κρίστιαν είναι από άλλο σύμπαν. «Ευχαριστώ, μαμά». Ο Ρέυ έρχεται κοντά μας, χαμογελώντας μας γλυκά. «Έκανες ένα όμορφο κοριτσάκι, Κάρλα!» λέει και τα μάτια του λάμπουν από περηφάνια. Φαίνεται τόσο κομψός μέσα
στο μαύρο σμόκιν και το απαλό ροζ γιλέκο του. Δάκρυα τσούζουν τα μάτια μου. Οχ, όχι... Μέχρι στιγμής κατάφερα να μην κλάψω. «Κι εσύ την πρόσεχες και τη βοήθησες να μεγαλώσει, Ρέυ ...» Η φωνή της Κάρλα είναι νοσταλγική. «Και απόλαυσα κάθε στιγμή. Είσαι καταπληκτική νύφη, Άννι...» Ο Ρέυ στερεώνει το ίδιο τσουλούφι πίσω από το αυτί μου’. «Ω μπαμπά...» Πνίγω ένα αναφιλητό και με αγκαλιάζει με τον σύντομο, αδέξιο τρόπο του.
«Και θα γίνεις καταπληκτική σύζυγος...» ψιθυρίζει, και η φωνή του είναι βραχνή. Όταν μ’ αφήνει, ο Κρίστιαν βρίσκεται πάλι δίπλα μου. Ο Ρέυ τού σφίγγει ζεστά το χέρι. «Να μου προσέχεις το κορίτσι μου, Κρίστιαν...» «Αυτό σκοπεύω να κάνω, Ρέυ. Κάρλα». Γνέφει στον πατριό μου και φιλάει τη μητέρα μου. Οι υπόλοιποι καλεσμένοι έχουν σχηματίσει μια μεγάλη ανθρώπινη αψίδα έως το μπροστινό μέρος του σπιτιού. «Έτοιμη;» ρωτάει ο Κρίστιαν. «Ναι».
Πιάνοντάς με από το χέρι, με οδηγεί κάτω από τα τεντωμένα χέρια του πλήθους, ανάμεσα στις ευχές και στα συγχαρητήρια των καλεσμένων, που μας λούζουν με ρύζι. Στην άκρη της αψίδας μάς περιμένουν με χαμόγελα και αγκαλιές η Γκρέις και ο Κάρρικ. Μας αγκαλιάζουν και μας φιλούν και τους δύο. Η Γκρέις είναι ξανά συγκινημένη καθώς τους αποχαιρετάμε βιαστικά. Ο Τέυλορ περιμένει να μας πάρει με το Audi SUV. Καθώς ο Κρίστιαν μού κρατάει ανοιχτή την πόρτα, γυρίζω και πετάω την ανθοδέσμη με τα άσπρα και ροζ τριαντάφυλλα στο συγκεντρωμένο πλήθος των νεαρών γυναικών. Η Μία τη σηκώνει θριαμβευτικά, χαμογελώντας πλατιά.
Μπαίνω στο SUV γελώντας με το παράτολμο πιάσιμο της Μία, και ο Κρίστιαν σκύβει να μαζέψει την άκρη του νυφικού μου. Ότα^ πια βρίσκομαι στην ασφάλεια του αυτοκινήτου, εκείνος χαιρετάει τον κόσμο που περιμένει. Ο Τέυλορ του κρατάει ανοιχτή την πόρτα. « Συγχαρητήρια, κύριε». «Ευχαριστώ, Τέυλορ» αποκρίνεται Κρίστιαν και κάθεται πλάι μου.
ο
Ο Τέυλορ ξεκινάει, ενώ οι καλεσμένοι λούζουν το αυτοκίνητο με ρύζι. Ο Κρίστιαν με αρπάζει από το χέρι και μου φιλάει τις αρθρώσεις. «Μέχρι εδώ καλά, κυρία Γκρέυ;»
«Μέχρι εδώ υπέροχα, κύριε Γκρέυ! Πού πάμε;» «Στο Σι Τακ...» απαντάει χαμογελάει σαν σφίγγα.
λιτά
και
Χμμμ... Τι σχεδιάζει; Ο Τέυλορ δεν κατευθύνεται προς τον τερματικό σταθμό αναχωρήσεων όπως περιμένω, αλλά περνάει μια πύλη ασφαλείας και μπαίνει απευθείας στον διάδρομο απογείωσης. Τι; Και μετά το βλέπω το τζετ του Κρίστιαν... Grey Enterprises Holdings, Inc. με μεγάλα μπλε γράμματα στην άτρακτό του. «Μη μου πεις ότι θα κάνεις πάλι κατάχρηση εταιρικής περιουσίας...»
«Ω, το ελπίζω, Αναστάζια!» Ο Κρίστιαν χαμογελάει. Ο Τέυλορ σταματάει το Audi στη βάση της σκάλας που οδηγεί στο αεροπλάνο και πηδάει έξω, για να ανοίξει την πόρτα του Κρίστιαν. Κάνουν μια σύντομη συζήτηση, ύστερα ο Κρίστιαν μού ανοίγει την πόρτα και αντί να παραμερίσει ώστε να μου κάνει χώρο να βγω, σκύβει και με σηκώνει. Ποπό! «Τι κάνεις;» τσιρίζω. «Σε κουβαλάω πάνω από το κατώφλι» απαντάει. «Ω...» Στο σπίτι δεν υποτίθεται πως γίνεται αυτό;
Με ανεβάζει χωρίς προσπάθεια στη σκάλα, και ο Τέυλορ ακολουθεί με το βαλιτσάκι μου. Το αφήνει στο κεφαλόσκαλο και επιστρέφει στο Audi. Μέσα στον χώρο επιβατών αναγνωρίζω τον Στέφαν, τον πιλότο του Κρίστιαν, με τη στολή του. «Καλώς ορίσατε στο σκάφος, κύριε. Κυρία Γκρέυ!» λέει χαμογελώντας. Ο Κρίστιαν με αφήνει και σφίγγει το χέρι του Στέφαν. Δίπλα στον Στέφαν στέκεται μια γυναίκα με σκούρα μαλλιά γύρω στα... Πόσο να είναι; Τριάντα; Φοράει κι αυτή στολή. «Συγχαρητήρια και στους δύο!» συνεχίζει ο Στέφαν.
«Ευχαριστώ, Στέφαν. Αναστάζια, γνωρίζεις τον Στέφαν. Είναι ο κυβερνήτης μας σήμερα, κι αυτή είναι η συγκυβερνήτης Μπέιλυ». Καθώς ο Κρίστιαν τη συστήνει, η συγκυβερνήτης κοκκινίζει και πεταρίζει γρήγορα τα βλέφαρά της. Θέλω να υψώσω το βλέμμα στον ουρανό. Αλλο ένα θηλυκό εντελώς γοητευμένο από τον υπερβολικάόμορφο-για-το-δικό-τουκαλό άντρα μου. «Χαίρομαι για τη γνωριμία!» λέει όλο διαχυτικότητα η Μπέιλυ. Της χαμογελάω ευγενικά. Στο κάτω κάτω είναι δικός μου.
«Έχουν ολοκληρωθεί όλες οι προετοιμασίες;» ρωτάει ο Κρίστιαν καθώς ρίχνω μια ματιά στον χώρο επιβατών. Όλο το εσωτερικό είναι στο χρώμα του σφενταμιού με απαλό κρεμ δέρμα. Είναι όμορφο. Άλλη μία όμορφη κοπέλα με στολή στέκεται στην άλλη άκρη του χώρου επιβατών μια πολύ χαριτωμένη καστανή. «Έχουμε άδεια απογείωσης. Ο καιρός είναι καλός από δω μέχρι τη Βοστόνη». Τη Βοστόνη; «Αναταράξεις;» «Όχι πριν από τη Βοστόνη. Υπάρχει ένα μέτωπο καιρού πάνω από το Σάννον, που ίσως μας δυσκολέψει λίγο στο ταξίδι».
Το Σάννον; Της Ιρλανδίας; «Μάλιστα. Εντάξει. Ελπίζω να κοιμάμαι σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού!» λέει αποφασιστικά ο Κρίστιαν. Να κοιμάται; «Ξεκινάμε, κύριε» ανακοινώνει ο Στέφαν. «Σας αφήνουμε στα έμπειρα χέρια της Νατάλια, της αεροσυνοδού». Ο Κρίστιαν στρέφεται προς το μέρος της και σκυθρωπιάζει, αλλά γυρίζει στον Στέφαν με ένα χαμόγελο. «Θαυμάσια!» αποκρίνεται. Παίρνοντας το χέρι μου, με οδηγεί σε μια από τις πολυτελείς δερμάτινες θέσεις. Πρέπει να υπάρχουν δώδεκα συνολικά. «Κάτσε» λέει βγάζοντας το σακάκι και το κομψό λινό μπροκάρ γιλέκο
του. Καθόμαστε σε δύο θέσεις ο ένας απέναντι στον άλλο, με ένα μικρό γυαλιστερό τραπεζάκι ανάμεσά μας. «Καλώς ορίσατε στο σκάφος, κύριε, κυρία μου, και συγχαρητήρια ». Η Νατάλια βρίσκεται δίπλα μας, προσφέροντάς μας από ένα ποτήρι ροζ σαμπάνια. «Ευχαριστώ» αποκρίνεται ο Κρίστιαν, και η κοπέλα χαμογελάει ευγενικά και αποσύρεται στο πίσω μέρος του αεροπλάνου. «Σε μια ευτυχισμένη έγγαμη ζωή, Αναστάζια!» Ο Κρίστιαν σηκώνει το ποτήρι του και τσουγκρίζουμε η σαμπάνια είναι υπέροχη. «Bollinger;» ρωτάω.
« Η ίδια ...» «Την πρώτη φορά που την ήπια ήταν σε φλιτζάνια του τσαγιού...» λέω χαμογελώντας. «Τη θυμάμαι καλά εκείνη τη μέρα. Στην αποφοίτησή σου». «Πού πάμε;» Δεν μπορώ να τιθασέψω άλλο την περιέργειά μου. «Στο Σάννον» απαντάει ο Κρίστιαν, με μάτια που λάμπουν από έξαψη. Μοιάζει με μικρό αγοράκι. «Στην Ιρλανδία;» Πάμε στην Ιρλανδία! «Για ανεφοδιασμό» προσθέτει για να με βασανίσει.
«Μετά;» τον πιέζω. Το χαμόγελό του πλαταίνει και κουνάει το κεφάλι. «Κρίστιαν!» «Στο Λονδίνο» λέει κοιτάζοντάς με εξεταστικά, προσπαθώντας να ζυγίσει την αντίδρασή μου. Μου κόβεται η αναπνοή. Να πάρει! Σκέφτηκα πως μπορεί να πηγαίναμε στη Νέα Τόρκη ή στο Άσπεν ή ίσως στην Καραϊβική. Δεν μπορώ να το πιστέψω. Η φιλοδοξία της ζωής μου ήταν να επισκεφθώ την Αγγλία. Λάμπω από μέσα μου, με την ευτυχία να με φωτίζει. «Ύστερα στο Παρίσι».
Ορίστε; «Μετά στη νότια Γαλλία». Ποπό! «Ξέρω πως πάντα ονειρευόσουν να πας στην Ευρώπη...» λέει τρυφερά. «Θέλω να κάνω τα όνειρά σου πραγματικότητα, Αναστάζια». «Μα είσαι τα όνειρά μου που γίνονται πραγματικότητα, Κρίστιαν!» «Παρομοίως, κυρία Γκρέυ...» ψιθυρίζει. Ποπό... «Δέσε τη ζώνη σου». Χαμογελάω και κάνω.αυτό που μου λέει.
Καθώς το αεροπλάνο τροχοδρομεί στον διάδρομο απογείωσης, πίνουμε τη σαμπάνια μας χαμογελώντας ανόητα ο ένας στον άλλο. Δεν μπορώ να το πιστέψω. Στα είκοσι δύο μου βγαίνω τελικά έξω από τις Ηνωμένες Πολιτείες και πηγαίνω στην Ευρώπη και μάλιστα στο ΛονδίνοΓ Μόλις βρισκόμαστε στον αέρα, η Νατάλια μας σερβίρει κι άλλη σαμπάνια και ετοιμάζει το γαμήλιο τραπέζι μας. Και τι τραπέζι καπνιστός σολομός και στη συνέχεια ψητή πέρδικα με σαλάτα από πράσινα φασολάκια και πατάτες ντοφινουάζ, όλα μαγειρεμένα και σερβιρισμένα από την ικανότατη Νατάλια. «Επιδόρπιο, κύριε Γκρέυ;» ρωτάει.
Κουνάει το κεφάλι και περνάει το δάχτυλο από το κάτω χείλος του κοιτάζοντάς με ερωτηματικά, με σκοτεινό και ανεξιχνίαστο ύφος. «Όχι, ευχαριστώ...» τραυλίζω, μην μπορώντας να πάρω τα μάτια μου από τα δικά του. Τα χείλη του Κρίστιαν στραβώνουν σ’ ένα αινιγματικό χαμόγελο, και η Νατάλια αποσύρεται. «Ωραία...» μουρμουρίζει. «Είχα σχεδιάσει να πάρω εσένα για επιδόρπιο». Ω... Εδώ; << Έλα » λέει και σηκώνεται από το τραπέζι, τείνοντάς μου το χέρι. Με οδηγεί στο πίσω μέρος του χώρου επιβατών. «Εδώ
έχει ένα μπάνιο». Δείχνει μια μικρή πόρτα, ύστερα με οδηγεί παρακάτω, μέσα από έναν μικρό διάδρομο και μια πόρτα στο τέρμα του. Χρίστε μου... Ένα υπνοδωμάτιο. Ο χώρος είναι κρεμ και στις αποχρώσεις του σφενταμιού, και το μικρό διπλό κρεβάτι είναι σκεπασμένο με χρυσαφιά και καφέγκρι μαξιλάρια. Δείχνει πολύ άνετο. Ο Κρίστιαν γυρίζει και με τραβάει στην αγκαλιά του κοιτάζοντάς με. «Σκέφτηκα να περάσουμε την πρώτη νύχτα του γάμου μας στα τριάντα πέντε χιλιάδες πόδια. Είναι κάτι που δεν έχω ξανακάνει». Άλλη μία πρώτη φορά. Τον κοιτάζω χάσκοντας, ενώ η καρδιά μου
σφυροκοπάει... To Mile High Club.1 To έχω ακουστά. «Πρώτα όμως πρέπει να σε βγάλουμε απ’ αυτό το υπέροχο φόρεμα...» Τα μάτια του λάμπουν από αγάπη και κάτι πιο σκοτεινό, κάτι που αγαπάω... Κάτι που καλεί την εσωτερική μου θεά. Μου κόβει την ανάσα. «Γύρνα από την άλλη...» Η φωνή του είναι χαμηλή, επιτακτική και απίστευτα σέξι. Πώς μπορεί να εμποτίζει με τόσες υποσχέσεις αυτές τις τέσσερις λέξεις; Συμμορφώνομαι πρόθυμα, και τα χέρια του μετακινούνται στα μαλλιά μου. Τραβάει απαλά ένα ένα τα τσιμπιδάκια, με τα επιδέξια δάχτυλά του να εκτελούν με
σβελτάδα το έργο. Τα μαλλιά μου πέφτουν λίγα λίγα επάνω στους ώμους μου, τούφα τούφα, σκεπάζοντας την πλάτη και τα στήθη μου. Προσπαθώ να μείνω ακίνητη και να μην αναδεύομαι, αλλά λαχταράω το άγγιγμά του. Έπειτα από την ατέλειωτη, κουραστική, αλλά συναρπαστική μέρα μας τον θέλω ολόκληρο. «Έχεις τόσο όμορφοι μαλλιά, Ανά...» Το στόμα του είναι κοντά στο αυτί μου και νιώθω την ανάσα του, αν και τα χείλη του δε με αγγίζουν. Όταν τα μαλλιά μου ελευθερώνονται από τα τσιμπιδάκια, εκείνος περνάει τα δάχτυλα από μέσα τους, κάνοντάς μου απαλό μασάζ στο κρανίο. Ποπό! Κλείνω τα μάτια και απολαμβάνω την αίσθηση. Τα δάχτυλά του ταξιδεύουν προς τα κάτω και τραβάει, κάνοντας το
κεφάλι μου να γείρει προς τα πίσω, για να εκθέσει τον λαιμό μου. «Είσαι δική μου...» λέει ψιθυριστά, και τα δόντια του τραβούν τον λοβό μου. Αναστενάζω βαριά. «Σώπα τώρα!» με αποπαίρνει. Μαζεύει τα μαλλιά από τον ώμο μου και περνάει το δάχτυλό του από το επάνω μέρος της πλάτης μου, από τον έναν ώμο έως τον άλλο, ακολουθώντας την άκρη της δαντέλας του νυφικού μου. Αναριγώ από προσμονή. Μου δίνει ένα απαλό φιλί στην πλάτη, πάνω από το πρώτο κουμπί του νυφικού.
«Τόσο όμορφη...» λέει σιγανά, καθώς ξεκουμπώνει επιδέξια το πρώτο κουμπί. «Σήμερα μ’ έκανες τον πιο ευτυχισμένο άντρα στον κόσμο». Ξεκουμπώνει απίστευτα αργά τα κουμπιά ένα ένα, έως χαμηλά στην πλάτη μου. «Σ’ αγαπάω τόσο πολύ...» Δίνει απαλά φιλιά από τον αυχένα έως την άκρη του ώμου μου. Ανάμεσα σε κάθε φιλί μουρμουρίζει: «Σε. Θέλω. Τόσο. Πολύ. Θέλω, Να. Μπω. Μέσα. Σου. Είσαι. Δική. Μου...». Κάθε λέξη είναι μεθυστική. Κλείνω τα μάτια και γέρνω το κεφάλι, δίνοντάς του ευκολότερη πρόσβαση στον λαιμό μου. Γητεύομαι από τα μάγια του Κρίστιαν Γκρέυ, του άντρα μου. «Δική μου...» ψιθυρίζει ξανά. Κατεβάζει το φόρεμα από τα μπράτσα μου, αφήνοντας
το να σωριαστεί στα πόδια μου σαν ένα σύννεφο από ιβουάρ μετάξι και δαντέλα. «Γύρνα...» προσθέτει, και η φωνή του είναι ξαφνικά βραχνή. Γυρίζω, και του κόβεται η ανάσα. Φοράω έναν στενό ροζ σατέν κορσέ με ζαρτιέρες, ασορτί με το δαντελένιο σλιπάκι μου, και άσπρες μεταξωτές κάλτσες. Τα μάτια του Κρίστιαν ταξιδεύουν άπληστα στο σώμα μου, αλλά δε λέει τίποτε. Απλώς με κοιτάζει, με τις κόρες των ματιών του διεσταλμένες από λαχτάρα. «Σ’ αρέσει;» ρωτάω σιγανά, συνειδητοποιώντας πως ένα κοκκίνισμα συστολής βάφει τα μάγουλά μου. «Μ’ αρέσει δε θα πει τίποτα, μωρό μου... Είσαι εντυπωσιακή! Έλα». Μου απλώνει το
χέρι, και παίρνοντάς το, κάνω ένα βήμα για να βγω από το νυφικό. «Μείνε ακίνητη...» μουρμουρίζει και, χωρίς να παίρνει τα σκοτεινά μάτια του από τα δικά μου, περνάει το μεσαίο του δάχτυλο πάνω από τα στήθη μου, ακολουθώντας τη γραμμή του κορσέ. Η ανάσα μου ρηχαίνει, κι εκείνος επαναλαμβάνει το ταξίδι επάνω στα στήθη μου, με το δάχτυλό του να με διεγείρει και να στέλνει ρίγη στη ραχοκοκαλιά μου. Μετά σταματάει και στριφογυρίζει τον δείκτη του στον αέρα, δείχνοντάς μου πως θέλει να γυρίσω από την άλλη. Γι’ αυτόν, τούτη τη στιγμή, θα έκανα τα πάντα.
«Σταμάτα» λέει. Κοιτάζω προς το κρεβάτι, με την πλάτη γυρισμένη στον Κρίστιαν. Το μπράτσο του τυλίγεται στη μέση μου τραβώντας με πάνω του και χώνει τη μύτη του στον αυχένα μου. Χουφτώνει απαλά τα στήθη μου παίζοντας μαζί τους, ενώ οι αντίχειρές του κάνουν κύκλους επάνω στις ρώγες μου, έτσι που αυτές πιέζονται στο ύφασμα του κορσέ. «Δική μου...» ψιθυρίζει. «Δική σου...» αποκρίνομαι χαμηλόφωνα. Αφήνοντας τα στήθη μου παραπονεμένα, σέρνει τα χέρια του στο στομάχι, στην κοιλιά και στους μηρούς μου, με τους αντίχειρές του να περνούν ξυστά από τα γεννητικά (Ιου όργανα. Πνίγω ένα βογκητό.
Τα δάχτυλά του κατεβαίνουν στις ζαρτιέρες και με τη συνηθισμένη του επιδεξιότητα ξεκουμπώνει μία μία τις κάλτσες μου από μπροστά. Τα χέρια του ταξιδεύουν προς τους γλουτούς μου. «Δική μου...» λέει σιγανά, καθώς τα χέρια του απλώνονται στους γλουτούς μου και οι άκρες των δαχτύλων του αγγίζουν τα γεννητικά μου όργανα. «Αχ...» «Σώπα...» Τα χέρια του ταξιδεύουν στο πίσω μέρος των μηρών μου και ξεκουμπώνει και από πίσω τις κάλτσες μου. Σκύβοντας, τραβάει το κάλυμμα του κρεβατιού. «Κάτσε».
Αιχμάλωτη στα μάγια του, κάνω αυτό που μου λέει. Γονατίζει στα πόδια μου και τραβάει απαλά ένα ένα τα νυφικά μου Jimmy Choo. Αρπάζει την άκρη της αριστερής μου κάλτσας και μου τη βγάζει αργά, περνώντας τους αντίχειρές του πάνω από το πόδι μου... Επαναλαμβάνει τη διαδικασία με την άλλη κάλτσα. «Είναι σαν να ξετυλίγω τα χριστουγεννιάτικα δώρα μου...» Μου χαμογελάει μέσα από τις μακριές σκούρες βλεφαρίδες του. «Ένα δώρο που το είχες ήδη...» Κατσουφιάζει, έχοντας επιτιμητικό ύφος. « Α, όχι, μωρό μου... Αυτήν τη φορά είναι πραγματικά δικό μου».
«Κρίστιαν, ήμουν δική σου από τότε που είπα ναι». Γέρνω προς τα εμπρός, αγκαλιάζοντας με τα χέρια μου το αγαπημένο του πρόσωπο. «Είμαι δική σου. Πάντα θα είμαι δική σου, άντρα μου. Νομίζω όμως ότι φοράς πολλά ρούχα...» Σκύβω να τον φιλήσω και ξαφνικά γέρνει, με φιλάει στα χείλη και αρπάζει το κεφάλι μου στα χέρια του, ενώ τα δάχτυλά του μπλέκονται στα μαλλιά μου. «Άνα...» μουρμουρίζει. «Άνα μου». Τα χείλη του γυρεύουν πάλι τα δικά μου, η γλώσσα του είναι κτητικά πειστική. «Ρούχα...» ψιθυρίζω, και οι ανάσες μας σμίγουν καθώς σπρώχνω προς τα πίσω το γιλέκο του και παλεύει να το βγάλει, αφήνοντάς με προς στιγμήν.
Σταματάει και με κοιτάζει με τις κόρες διεσταλμένες, με μάτια γεμάτα λαχτάρα. «Άσε με, σε παρακαλώ...» Η φωνή μου είναι σιγανή και γλυκιά. Θέλω να γδύσω τον άντρα μου, τον Πενήντα μου. Κάθεται στις φτέρνες του, κι εγώ, σκύβοντας προς τα εμπρός, αρπάζω τη γραβάτα του -την ασημογκρίζα γραβάτα του, την αγαπημένη μουκαι τη λύνω αργά, βγάζοντάς την. Ανασηκώνει το πιγούνι του, για να με αφήσει να ξεκουμπώσω το επάνω κουμπί του άσπρου πουκάμισού του· μόλις το κάνω, προχωράω στα μανικετόκουμπα. Φοράει πλατινένια μανικετόκουμπα -με ένα Α κι ένα Κ μπλεγμένα μεταξύ τουςτο γαμήλιο δώρο μου. Όταν τα βγάζω, τα παίρνει από τα χέρια μου και τα σφίγγει στη
χούφτα του. Μετά φιλάει τη χούφτα του και τα χώνει στην τσέπη του παντελονιού του. «Κύριε Γκρέυ, πολύ ρομαντικό...» «Για σας, κυρία Γκρέυ καρδούλες και λουλούδια. Πάντα!» Παίρνω το χέρι του, και υψώνοντας το βλέμμα, φιλάω την απλή χρυσή βέρα χου. Αναστενάζει και κλείνει τα μάτια του. «Ανά...» τραυ?.ίζει, και το όνομά μου είναι προσευχή. Απλώνοντας το χέρι στο δεύτερο κουμπί του πουκάμισού του και αντιγράφοντας τις κινήσεις που έκανε κι εκείνος νωρίτερα, του δίνω ένα απαλό φιλί στο στήθος καθώς'ξεκουμπώνω ένα ένα τα κουμπιά,
ψιθυρίζοντας ανάμεσα σε κάθε φιλί: «Με. Κάνεις. Τόσο. Ευτυχισμένη. Σ’ αγαπάω...». Βογκάει και με μια γρήγορη κίνηση με αρπάζει από τη μέση και με ακουμπάει επάνω στο κρεβάτι, ακολουθώντας με. Τα χείλη του βρίσκουν τα δικά μου, τα χέρια του κουλουριάζονται γύρω από το κεφάλι μου, κρατώντας με, ακινητοποιώντας με καθώς οι γλώσσες μας απολαμβάνουν η μια την άλλη. Ξαφνικά ο Κρίστιαν ανασηκώνεται και στέκεται στα γόνατα, αφήνοντάς με με κομμένη την ανάσα να λαχταράω κι άλλο. «Είσαι τόσο όμορφη... Γυναίκα μου...» Περνάει τα χέρια του πάνω από τα πόδια μου, ύστερα αρπάζει το αριστερό μου πέλμα. «Έχεις τόσο όμορφα πόδια. Θέλω
να φιλήσω κάθε εκατοστό τους. Ξεκινώντας από δω». Πιέζει τα χείλη του επάνω στο μεγάλο μου δάχτυλο και μετά γδέρνει ελαφρά την πατούσα με τα δόντια του. Τα πάντα από τη μέση μου και κάτω συσπώνται. Η γλώσσα του γλιστράει στο κουντεπιέ μου και τα δόντια του περνούν ξυστά από τη φτέρνα και ανεβαίνουν έως τον αστράγαλό μου. Σφαδάζω από κάτω'του. «Ήσυχα, κυρία Γκρέυ...» με προειδοποιεί και ξαφνικά με γυρίζει μπρούμυτα και συνεχίζει το αργό ταξίδι με το στόμα του στο πίσω μέρος των ποδιών μου, στους μηρούς, τους γλουτούς, και μετά σταματάει. Βογκάω. «Σε παρακαλώ...»
«Σε θέλω γυμνή...» μουρμουρίζει και ξεκουμπώνει αργά τον κορσέ μου, ένα ένα γαντζάκι. Όταν πια έχει απλωθεί στο κρεβάτι από κάτω μου, περνάει τη γλώσσα του κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς μου. «Κρίστιαν, σε παρακαλώ...» «Τι θέλετε, κυρία Γκρέυ;» Τα λόγια του είναι μουρμουρητά και ηχούν κοντά στα αυτιά μου. Είναι σχεδόν ξαπλωμένος επάνω μου και τον αισθάνομαι σκληρό στους γλουτούς μου. «Εσένα». «Κι εγώ εσένα, αγάπη μου, ζωή μου...» ψιθυρίζει, και προτού το καταλάβω, με έχει γυρίσει ανάσκελα. Σηκώνεται σβέλτα και με μια επιδέξια κίνηση ξεφορτώνεται το
παντελόνι και το μποξεράκι του, έτσι που μένει υπέροχα γυμνός, να δεσπόζει τεράστιος και έτοιμος από πάνω μου. Η μικρή καμπίνα επισκιάζεται από την εκθαμβωτική ομορφιά του, τη λαχτάρα και την ανάγκη του για μένα. Σκύβει, μου βγάζει το σλιπάκι και μετά με κοιτάζει. «Δική μου» λέει άηχα. «Σε παρακαλώ...» τον εκλιπαρώ και χαμογελάει με ένα λάγνο, έκφυλο, δελεαστικό, τελείως Πενήντα χαμόγελο. Πέφτει ξανά στο κρεβάτι και φιλάει διαδοχικά το δεξί μου πόδι αυτήν τη φορά... Ώσπου φτάνει στο επάνω μέρος των μηρών μου. Σπρώχνει τα πόδια μου να ανοίξουν περισσότερο.
«Αχ, γυναίκα μου...» λέει χαμηλόφωνα, και ύστερα το στόμα του βρίσκεται πάνω μου. Σφαλίζω τα βλέφαρα και παραδίδομαι στην τόσο μα τόσο επιδέξια γλώσσα του. Τα χέρια μου κουλουριάζονται στα μαλλιά του και οι γοφοί μου ταλαντεύονται, σκλάβοι του ρυθμού του, και μετά ανασηκώνονται από το μικρό κρεβάτι. Με αρπάζει οιπό τους γοφούς για να με ακινητοποιήσει... Αλλά δε σταματάει το υπέροχο μαρτύριο. Είμαι κοντά, τόσο κοντά. «Κρίστιαν...» βογκάω. «Όχι ακόμα...» μουρμουρίζει και ανεβαίνει πιο ψηλά στο κορμί μου, ενώ η γλώσσα του βυθίζεται στον αφαλό μου. '
«Όχι!» Να πάρει! Νιώθω το χαμόγελό του στην κοιλιά μου καθώς το ταξίδι του συνεχίζεται προς τα επάνω. «Τόσο ανυπόμονη, κυρία Γκρέυ...Έχουμε χρόνο μέχρι να προσγειωθούμε στο Σμαραγδένιο Νησί». Φιλάει με ευλάβεια τα στήθη μου και τραβάει την αριστερή ρώγα με τα χείλη του. Σηκώνει τα μάτια του επάνω μου και είναι σκοτεινά σαν τροπική καταιγίδα έτσι όπως με διεγείρει. Ποπό... Το είχα ξεχάσει. Ευρώπη. «Άντρα μου, σε θέλω. Σε παρακαλώ...» Ανασηκώνεται από πάνω μου, με το σώμα του να σκεπάζει το δικό μου, στηρίζοντας το βάρος στους αγκώνες του. Αγγίζει με τη μύτη του τη δική μου, κι εγώ περνάω τα χέρια πάνω από τη ρωμαλέα, λυγερή πλάτη
του έως τους όμορφους όμορφους γλουτούς του. «Κυρία Γκρέυ... Γυναίκα μου. Στόχος μας η ευχαρίστησή σας». Τα χείλη του με αγγίζουν ελαφρά. «Σ’ αγαπάω ». «Κι εγώ σ’ αγαπάς...» «Ανοιχτά τα μάτια. Θέλω να σε βλέπω». «Κρίστιαν... Ααα!» φωνάζω βυθίζεται αργά μέσα μου.
καθώς
«Άνα, ω Άνα...» ψιθυρίζει και αρχίζει να κουνιέται. «ΤΙ ΔΙΑΟΛΟ ΚΑΝΕΙΣ;» φωνάζει ο Κρίστιαν ξυπνώντας με από το πολύ ευχάριστο όνειρό μου. Στέκεται
μουσκεμένος και όμορφος στην άκρη της ξαπλώστρας μου και με αγριοκοιτάζει. Τι έκανα; Οχ, όχι... Είμαι ξαπλωμένη ανάσκελα... Ανάθεμα, ανάθεμα, ανάθεμα. Και είναι έξαλλος. Σκατά! Είναι πραγματικά έξαλλος. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΥΟ
ΞΑΦΝΙΚΑ ΕΙΜΑΙ ΤΕΛΕΙΩΣ ΞΥΠΝΙΑ. Το ερωτικό μου όνειρο έχει ξεχαστεί. «Ήμουν ξαπλωμένη μπρούμυτα. Μάλλον γύρισα στον ύπνο μου...» λέω δειλά για να απολογηθώ.
Τα μάτια του πετούν φωτιές. Απλώνει το χέρι του, μαζεύει το σουτιέν του μπικίνι μου από την ξαπλώστρα του και μου το πετάει. «Φόρα το!» μουγκρίζει. «Κρίστιαν, κανένας δεν κοιτάζει...» «Άκου που σου λέω... Κοιτάζουν! Ο Τέυλορ και το προσωπικό ασφάλειας απολαμβάνουν το σόου!» γρυλίζει. Γαμώτο! Γιατί τους ξεχνάω συνεχώς; Αρπάζω πανικόβλητη τα στήθη μου για να τα κρύψω. Από το σαμποτάζ που κατέρριψε το Τσάρλι Τάνγκο και εξής η καταραμένη ασφάλεια μας ακολουθεί κατά πόδας. « Ναι! » προσθέτει αγριεμένος ο Κρίστιαν. «Και κάποιοι κωλοπαπαράτσι θα
μπορούσαν να σου τραβήξουν καμιά φωτογραφία. Θες να βρεθείς στο εξώφυλλο του Star; Γυμνή αυτήν τη φορά;» Σκατά! Οι παπαράτσι! Γαμώτο! Καθώς προσπαθώ βιαστικά και αδέξια να φορέσω το σουτιέν μου, το χρώμα στραγγίζει από το πρόσωπό μου. Ανατριχιάζω. Η δυσάρεστη ανάμνηση της πολιορκίας από τους παπαράτσι έξω από την Ανεξάρτητη Εκδοτική του Σιάτλ μετά τη διαρροή της πληροφορίας για τον αρραβώνα μας έρχεται απρόσκλητη στο μυαλό μου όλα μέρος του πακέτου Κρίστιαν Γκρέυ. <
« Ναι. Τώρα! » Ω, γαμώτο. Δε σηκώνει κουβέντα. Φοράει το σορτσάκι του, αν και το μαγιό του στάζει ακόμα, ύστερα το γκρίζο μπλουζάκι του. Η σερβιτόρα επιστρέφει στο λεπτό με την πιστωτική του κάρτα και τον λογαριασμό. Φοράω απρόθυμα το τιρκουάζ εξώπλατο φουστανάκι και τις σαγιονάρες μου. Μόλις η σερβιτόρα φεύγει, ο Κρίστιαν αρπάζει το βιβλίο και το BlackBerry και κρύβει την οργή του πίσω από ένα ζευγάρι αεροπορικά γυαλιά ηλίου με καθρέφτη. Εκπέμπει ένταση και θυμό. Η καρδιά μου σφίγγεται. Οι μισές γυναίκες στην παραλία είναι τόπλες δεν είναι δα και κανένα έγκλημα. Για την ακρίβεια, δείχνω παράταιρη
φορώντας το σουτιέν μου. Αναστενάζω μέσα'μου, ενώ η διάθεσή μου παίρνει την κατιούσα. Νόμιζα πως ο Κρίστιαν θα έβλεπε την αστεία πλευρά. Κατά κάποιον τρόπο...Ίσως αν είχα παραμείνει μπρούμυτα. Αλλά το χιούμορ του έχει κάνει φτερά. «Σε παρακαλώ, μη μου θυμώνεις...» ψελλίζω παίρνοντάς του από το χέρι το βιβλίο και το BlackBerry για να τα βάλω στο σακίδιό μου. «Πολύ αργά» αποκρίνεται ήρεμα υπερβολικά ήρεμα. «Ελα ». Πιάνοντάς με από το χέρι, κάνει νόημα στον Τέυλορ και στους δύο παρατρεχάμενούς του, τους Γάλλους σεκιουριτάδες Φιλίπ και Γκαστόν. Παραδόξως είναι μονοζυγωτικοί δίδυμοι. Μας παρακολουθούσαν υπομονετικά, όπως
κι όλους τους υπόλοιπους στην παραλία, από τη βεράντα. Μα γιατί τους ξεχνάω συνεχώς; Πώς; Ο Τέυλορ είναι ανέκφραστος πίσω από τα σκούρα γυαλιά του. Σκατά, Είναι κι αυτός έξαλλος μαζί μου. Ακόμα δεν έχω συνηθίσει να τον βλέπω ντυμένο τόσο σπορ, με σορτσάκι και μαύρο πόλο. Ο Κρίστιαν με οδηγεί στο ξενοδοχείο. Διασχίζουμε το λόμπι και βγαίνουμε στον δρόμο. Μένει σιωπηλός, με κατεβασμένα μούτρα και κακοδιάθετος, και φταίω μόνο εγώ. Ο Τέυλορ και η ομάδα του μας ακολουθούν κατά πόδας. «Πού πάμε;» ρωτάω διστακτικά, σηκώνοντας τα μάτια επάνω του. «Πίσω στο σκάφος». Δε με κοιτάζει.
Δεν έχω ιδέα τι ώρα είναι. Νομίζω γύρω στις πέντε ή έξι το απόγευμα. Όταν φτάνουμε στη μαρίνα, ο Κρίστιαν με οδηγεί στην αποβάθρα, όπου είναι αγκυροβολημένη η βενζινάκατος και το τζετ σκι που ανήκουν στην «Ωραία μου Κυρία». Ο Κρίστιαν λύνει το τζετ σκι, κι εγώ δίνω το σακίδιό μου στον Τέυλορ. Σηκώνω νευρικά τα μάτια επάνω του, αλλά η έκφρασή του, όπως και του Κρίστιαν, δεν προδίδει τίποτα. Κοκκινίζω στη σκέψη αυτού που είδε στην παραλία. «Ορίστε, κυρία Γκρέυ». Ο Τέυλορ μου δίνει ένα σωσίβιο από τη βενζινάκατο και το φοράω υπάκουα. Γιατί είμαι η μόνη που πρέπει να φοράει σωσίβιο; Ο Κρίστιαν και ο Τέυλορ ανταλλάσσουν ένα βλέμμα. Χριστέ μου είναι τσατισμένος
και με τον Τέυλορ; Στη συνέχεια ο Κρίστιαν ελέγχει τους ιμάντες στο σωσίβιό μου, σφίγγοντας δυνατά τον μεσαίο. «Καλή είσαι...» μουρμουρίζει μουτρωμένα, εξακολουθώντας να μη με κοιτάζει σκατά. Ανεβαίνει με χάρη στο τζετ σκι και μου απλώνει το χέρι. Το αρπάζω σφιχτά και καταφέρνω να περάσω το πόδι μου πάνω από to λάθισμα πίσω του χωρίς να πέσω στο νερό, ενώ ο Τέυλορ και οι δίδυμοι σκαρφαλώνουν στη βενζινάκατο. Ο Κρίστιαν με μια κλοτσιά απομακρύνει από την αποβάθρα το τζετ σκι, που αρχίζει να επιπλέει ήρεμα στα νερά της μαρίνας. «Κρατήσου!» με διατάζει.
Τυλίγω τα χέρια γύρω του. Αυτό είναι το αγαπημένο μου κομμάτι του ταξιδιού με τζετ σκι. Τον αγκαλιάζω σφιχτά, με τη μύτη χωμένη στην πλάτη του, απορώντας που κάποτε δεν ανεχόταν να τον αγγίζω έτσι. Μυρίζει όμορφα... Μυρίζει Κρίστιαν και θάλασσα. Συγχώρεσε με, Κρίστιαν, σε παραχαλώ. Τσιτώνεται. «Κρατήσου» λέει, και ο τόνος του είναι ηπιότερος. Του φιλάω την πλάτη και ακουμπάω επάνω του το μάγουλό μου κοιτάζοντας προς τη μαρίνα, όπου έχουν μαζευτεί κάμποσοι παραθεριστές για να παρακολουθήσουν το σόου. Ο Κρίστιαν γυρίζει το κλειδί, και με ένα μουγκρητό η μηχανή ζωντανεύει. Με ένα
στρίψιμο του γκαζιού, το τζετ σκι ορμάει προς τα εμπρός και γλιστράει με ταχύτητα επάνω στο σκοτεινό κρύο νερό, διασχίζοντας τη μαρίνα και βγαίνοντας στη μέση του λιμανιού με κατεύθυνση την «Ωραία μου Κυρία». Σφίγγομαι ακόμα περισσότερο επάνω του. Μου αρέσει αυτό είναι τόσο συναρπαστικό. Κάθε μυς στο νευρώδες κορμί του Κρίστιαν είναι εμφανής καθώς κολλάω επάνω του. Ο Τέυλορ έρχεται δίπλα μας με τη βενζινάκατο. Ο Κρίστιαν τού ρίχνει μια ματιά, μετά γκαζώνει ξανά και φεύγουμε μπροστά βολίδα, αναπηδώντας επάνω στο νερό σαν χαλίκι που το έχουν τινάξει επιδέξια. Ο Τέυλορ κουνάει το κεφάλι με καρτερική απόγνωση και κατευθύνεται προς το γιοτ, ενώ ο Κρίστιαν προσπερνάει
σαν βέλος την «Ωραία μου Κυρία», με κατεύθυνση την ανοιχτή θάλασσα. Ο θαλασσινός αφρός μάς ραντίζει, ο ζεστός αέρας μού ραπίζει το πρόσωπο και ανεμίζει τρελά γύρω μου την αλογοουρά μου. Μιλάμε για πολλή πλάκα. Η συγκίνηση από αυτήν τη βόλτα ίσως διώξει την κακή διάθεση του Κρίστιαν. Δεν μπορώ να δω το πρόσωπό του, όμως ξέρω πως το ευχαριστιέται ανέμελος, φέρεται μια φορά κι αυτός σύμφωνα με την ηλικία του. Διαγράφει ένα τεράστιο ημικύκλιο, και μελετάω την ακτογραμμή τα σκάφη στη μαρίνα, το μωσαϊκό των γραφείων και των διαμερισμάτων, κίτρινα, άσπρα ή στο χρώμα της ώχρας, και τα απόκρημνα βουνά από πίσω. Φαντάζει τόσο ανοργάνωτο -όχι τα πειθαρχημένα οικοδομικά τετράγωνα
που έχω συνηθίσει-, αλλά τόσο γραφικό. Ο Κρίστιαν μού ρίχνει μια ματιά πάνω από τον ώμο του και στα χείλη του παιχνιδίζει μια υποψία χαμόγελου. «Πάλι;» φωνάζει πάνω από τον θόρυβο της μηχανής. Γνέφω με ενθουσιασμό. Το απαντητικό του χαμόγελο είναι εκτυφλωτικό και ανοίγει το γκάζι, διαγράφοντας με ταχύτητα έναν κύκλο γύρω από την «Ωραία μου Κυρία», για να ξανοιχτεί πάλι στο πέλαγος... Και νομίζω πως με έχει συγχωρέσει. «Σ’ ΕΠΙΑΣΕ Ο ΗΛΙΟΣ...» λέει μειλίχια ο Κρίστιαν καθώς μου ξεκουμπώνει το σωσίβιο.
Προσπαθώ με αγωνία να εκτιμήσω τη διάθεσή του. Βρισκόμαστε στο κατάστρωμα του γιοτ, κι ένας από τους καμαρότους στέκεται σιωπηλός παραδίπλα, περιμένοντας το σωσίβιό μου. Ο Κρίστιαν τού το δίνει. «Κάτι άλλο, κύριε;» ρωτάει ο νεαρός. Μου αρέσει η γαλλική προφορά του. Ο Κρίστιαν μού ρίχνει μια ματιά, βγάζει τα γυαλιά του και τα κρεμάει στον γιακά της μπλούζας του. «Θες ένα ποτό;» με ρωτάει. «Χρειάζομαι ποτό;» Γέρνει το κεφάλι του στο πλάι. «Γιατί το λες αυτό;» Η φωνή του είναι μαλακή.
«Ξέρεις γιατί...» Σκυθρωπιάζει, σαν να ζυγίζει κάτι. στο μυαλό του. Ω, τι σκέφτεται; «Δύο τζιν τόνικ, παρακαλώ... Και μερικούς ξηρούς καρπούς και ελιές» λέει στον καμαρότο, που γνέφει καταφατικά και εξαφανίζεται αμέσως. Στρέφεται σε μένα. «Νομίζεις ότι θα σε τιμωρήσω;» Η φωνή του είναι μεταξένια. «Θες;» «Ναι». «Πώς;» «Κάτι θα σκεφτώ/Ισως όταν πιεις το ποτό σου...» Και είναι μια αισθησιακή απειλή.
Καταπίνω, και η εσωτερική μου θεά κοιτάζει με μισόκλειστα μάτια από την ξαπλώστρα της, όπου προσπαθεί να μαυρίσει με έναν ασημένιο ανακλαστήρα απλωμένο στον λαιμό της. Ο Κρίστιαν κατσουφιάζει πάλι. «Θες να τιμωρηθείς;» Πώς το ξέρει; «Εξαρτάται...» κοκκινίζοντας.
μουρμουρίζω
«Από τι;» Κρύβει το χαμόγελό του. «Από το αν θες να με πονέσεις ή όχι». To στόμα του πιέζεται σε μια σκληρή γραμμή, και η ευθυμία έχει ξεχαστεί.
Σκύβει προς τα εμπρός και με φιλάει στο μέτωπο. «Αναστάζια, είσαι γυναίκα μου, όχι υποτακτική μου. Ποτέ δε θέλω να σε πονέσω. Θα έπρεπε να το ξέρεις πια. Απλώς... Απλώς μη βγάζεις τα ρούχα σου δημοσίως. Δε σε θέλω γυμνή σε όλα τα ταμπλόιντ. Δεν το θες αυτό, και είμαι σίγουρος πως ούτε η μαμά σου και ο Ρέυ το θέλουν». Ω! Ο Ρέυ. Γαμώτο. Θα του ερχόταν ταμπλάς. Τι με έπιασε; Κατσαδιάζω νοερά τον εαυτό μου. Ο καμαρότος εμφανίζεται με τα ποτά και τα σνακ μας και τα αφήνει επάνω στο τραπέζι από ξύλο τικ.
«Κάτσε!» με προστάζει ο Κρίστιαν. Κάνω αυτό που λέει και βολεύομαι σε μια καρέκλα σκηνοθέτη. Ο Κρίστιαν κάθεται δίπλα μου και μου δίνει ένα τζιν τόνικ. «Εις υγείαν, κυρία Γκρέυ». «Εις υγείαν, κύριε Γκρέυ». Πίνω μια καλοδεχούμενη γουλιά. Είναι ό,τι πρέπει για τη δίψα, δροσερό και υπέροχο. Όταν σηκώνω τα μάτια επάνω του, με παρακολουθεί προσεκτικά, με ύφος ανερμήνευτο. Είναι πολύ εκνευριστικό... Δεν ξέρω αν είναι ακόμα θυμωμένος μαζί μου. Χρησιμοποιώ την πατενταρισμένη μου τεχνική απόσπασης της προσοχής. «Σε ποιον ανήκει το σκάφος;» τον ρωτάω. «Σ’ έναν Βρετανό ιππότη. Τον σερ Τάδε Τάδεσον. Ο προπάππους του άνοιξε ένα
μπακάλικο. Η κόρη του παντρεύτηκε τον διάδοχο ενός ευρωπαϊκού θρόνου». Ω! «Σούπερ πλούσιος;» Ο Κρίστιαν φαίνεται επιφυλακτικός. «Ναι...»
ξαφνικά
«Σαν και σένα...» μουρμουρίζω. «Ναι». Ω... «Και σαν και σένα...» ψιθυρίζει ο Κρίστιαν και πετάει μια ελιά μέσα στο στόμα του. Ανοιγοκλείνω γρήγορα τα μάτια... Στο μυαλό μου έρχεται μια εικόνα του με το σμόκιν και το ασημένιο γιλέκο του... Τα μάτια του να καίνε γεμάτα ειλικρίνεια
καθώς με κοιτάζει στη διάρκεια της γαμήλιας τελετής μας. Όλα όσα έχω είναι τώρα δικά σου, λέει, με τη φωνή του να αντηχεί καθαρά καθώς απαγγέλλει από μνήμης τους όρκους του. Όλα δικά μου; «Είναι παράξενο. Να πηγαίνεις από' το τίποτα στα...» Ανεμίζω το χέρι, για να δείξω τον πλουτο που μας περιβάλλει. «Στα πάντα». «Θα το συνηθίσεις». «Δε νομίζω πως θα το συνηθίσω ποτέ». Ο Τέυλορ κάνει την εμφάνισή του στο κατάστρωμα. «Κύριε, έχετε τηλεφώνημα».
Ο Κρίστιαν κατσουφιάζει, αλλά παίρνει το BlackBerry που του δίνει ο Τέυλορ. «Γκρέυ» πετάει και σηκώνεται από τη θέση του για να σταθεί στην πλώρη του γιοτ. Κοιτάζω τη θάλασσα, κλείνοντας τα αυτιά στη συζήτησή του με τη Ρος -νομίζω-, τη νούμερο δύο του. Είμαι πλούσια... Ζάπλουτη. Δεν έκανα τίποτα για να κερδίσω αυτά τα χρήματα... Απλώς παντρεύτηκα έναν πλούσιο. Ανατριχιάζω καθώς το μυαλό μου παρασύρεται πίσω στη συζήτησή μας περί προγαμιαίων συμβολαίων. Ήταν την Κυριακή μετά τα γενέθλιά του και καθόμασταν στο τραπέζι της κουζίνας απολαμβάνοντας ένα ράθυμο πρωινό... Όλοι μας. ΟΈλλιοτ, η Κέιτ, η Γκρέις κι εγώ συζητούσαμε τα πλεονεκτήματα του μπέικον έναντι του
λουκάνικου, ενώ ο Κάρρικ και ο Κρίστιαν διάβαζαν την κυριακάτικη εφημερίδα...
«Για δείτε εδώ!» τσιρίζει η Μία βάζοντας το netbook της επάνω στο τραπέζι της κουζίνας μπροστά μας. «Υπάρχει ένα κουτσομπολίστικο άρθρο στην ιστοσελίδα Seattle Nooz για τον αρραβώνα σου, Κρίστιαν!» «Κιόλας;» λέει έκπληκτη η Γκρέις. Ύστερα το στόμα της σουφρώνει, καθώς κάποια, προφανώς δυσάρεστη, σκέψη περνάει από το μυαλό της. Ο Κρίστιαν κατσουφιάζει.
Η Μία διαβάζει δυνατά το κομμάτι. «Έφτασε στα αυτιά μας εδώ στη Nooz πως ο πιο περιζήτητος εργένης του Σιάτλ, ο Κρίστιαν Γκρέυ, τελικά υπέκυψε, και στον αέρα ηχούν γαμήλιες καμπάνες! Ποια είναι όμως η τυχερή κυρία; Η Nooz το ψάχνει. Στοίχημα πως έχει να μελετήσει ένα τεράστιο προγαμιαίο συμβόλαιο...» Η Μία χαχανίζει και μετά σταματάει απότομα καθώς ο Κρίστιαν την αγριοκοιτάζει. Πέφτει σιωπή, και η ατμόσφαιρα στην κουζίνα των Γκρέυ κάνει βουτιά κάτω από το μηδέν. Οχ, όχι... Προγαμιαίο συμβόλαιο; Η σκέψη δε μου πέρασε ποτέ από το μυαλό. Ξεροκαταπίνω, νιώθοντας το αίμα να στραγγίζει από το πρόσωπό μου. Σε παρακαλώ, γη, άνοιξε τώρα να με
καταπιείς! Ο Κρίστιαν αναδεύεται αμήχανα στην καρέκλα του έτσι όπως τον κοιτάζωανήσυχα. « Όχι » μου λέει άηχα. «Κρίστιαν...» Ο τόνος του Κάρρικ είναι ήπιος. «Δεν το ξανασυζητάω!» πετάει ο Κρίστιαν στον Κάρρικ, που μου ρίχνει μια νευρική ματιά και ανοίγει το στόμα του να πει κάτι, «Όχι προγαμιαίο!» σχεδόν του φωνάζει ο Κρίστιαν και επιστρέφει μουτρωμένος στο διάβασμα της εφημερίδας του, αγνοώντας όλους τους άλλους στο τραπέζι. Όλοι κοιτάζουν μια εμένα και μια εκείνον... Ύστερα οπουδήποτε αλλού εκτός από τους δυο μας.
«Κρίστιαν...» μουρμουρίζω. «Θα υπογράψω ό,τι θέλετε εσύ και ο κύριος Γκρέυ». Χριστέ μου δε θα ήταν η πρώτη φορά που με βάζει να υπογράψω κάτι. Ο Κρίστιαν σηκώνει τα μάτια και με αγριοκοιτάζει. «Όχι!» αντιγυρίζει. Ασπρίζω ξανά. προστατέψει...»
«Είναι
για
να
σε
«Κρίστιαν, νομίζω πως θα πρέπει να το συζητήσετε κατ’ ιδίαν!» μας μαλώνει η Γκρέις. Αγριοκοιτάζει τον Κάρρικ και τη Μία, Ποπό μάλλον έχουν μπλέξει κι αυτοί! «Άνα, το θέμα δεν είσαι εσύ...» μουρμουρίζει καθησυχαστικά ο Κάρρικ. «Και σε παρακαλώ, φώναζέ με Κάρρικ».
Ο Κρίστιαν στενεύει τα μάτια κοιτάζοντας ψυχρά τον πατέρα του, και η καρδιά μου σφίγγεται. Να πάρει... Είναι πραγματικά θυμωμένος. Όλοι ξεκινούν μια ζωηρή συζήτηση, και η Μία με την Κέιτ πετάγονται όρθιες για να μαζέψουν το τραπέζι. «Σαφώς προτιμώ το λουκάνικο!» αναφωνεί οΈλλιοτ. Χαμηλώνω τα μάτια στα μπλεγμένα μου δάχτυλα. Να πάρει. Ελπίζω ο κύριος και η κυρία Γκρέυ να μη νομίζουν πως έχω βάλει otq μάτι τα λεφτά του Κρίστιαν. Ο Κρίστιαν απλώνει το χέρι και πιάνει μαλακά και τα δυο δικά μου. «Σταμάτα...»
Πώς ξέρει τι σκέφτομαι; «Αγνόησε τον πατέρα μου...» λέει ο Κρίστιαν, έτσι που μόνο εγώ τον ακούω. «Είναι πραγματικά τσατισμένος για την Ελένα. Όλα αυτά είχαν στόχο εμένα. Μακάρι να είχε κρατήσει η μαμά μου το στόμα της κλειστό». Ξέρω πως τον τσούζει ακόμα η χτεσινοβραδινή «κουβέντα» του με τον Κάρρικ για την Ελένα. «Έχει ένα δίκιο, Κρίστιαν. Είσαι πολύ πλούσιος, κι εγώ δε συνεισφέρω στον γάμο μας τίποτα, εκτός από τα φοιτητικά μου δάνεια...» Ο Κρίστιαν με κοιτάζει, και τα μάτια του είναι μελαγχολικά. «Αναστάζια, αν μ’
αφήσεις, μπορείς να τα πάρεις όλα αν θες. Μ’ άφησες ήδη μία φορά. Ξέρω πώς είναι...» Γαμώτο μου! «Αυτό ήταν άλλο...» ψιθυρίζω, συγκινημένη από την έντασή του. «Αλλά ίσως...Ίσως θελήσεις να μ’ αφήσεις εσύ». Η σκέψη με αρρωσταίνει. Ρουθουνίζει και κουνάει το κεφάλι του με προσποιητή απέχθεια. «Κρίστιαν, γνωρίζεις ότι θα μπορούσα να κάνω κάτι εξαιρετικά ανόητο κι εσύ...» Χαμηλώνω τα μάτια στα μπλεγμένα μου δάχτυλα, και ο πόνος με σουβλίζει. Δεν μπορώ να ολοκληρώσω την πρότασή μου. Αν χάσω τον Κρίστιαν... Γαμώτο!
«Σταμάτα. Σταμάτα τώρα! Το θέμα έχει κλείσει, Άνα. Δεν το συζητάμε άλλο. Όχι προγαμιαίο συμβόλαιο. Ούτε τώρα ούτε ποτέ!» Μου ρίχνει ένα δηκτικό βλέμμα που λέει «Παράτα τα», κι αυτό με κάνει να σωπάσω. Ύστερα στρέφεται στην Γκρέις. «Μαμά» λέει. «Μπορούμε να κάνουμε τον γάμο εδώ;» Και δεν το ανέφερε ξανά. Για την ακρίβεια, σε κάθε ευκαιρία προσπαθούσε να με καθησυχάσει σε σχέση με τα χρήματά του. Λέγοντας πως είναι και δικά μου. Ανατριχιάζω όταν θυμάμαι την τρελή φιέστα αγορών στην οποία ο Κρίστιαν απαίτησε να πάω μαζί με την Καρολάιν Άκτον -τον προσωπικό του θηλυκό ψωνιστή από το Neiman Marcusενόψει του μήνα του μέλιτος. Μόνο το μπικίνι μου
κόστισε πεντακόσια σαράντα δολάρια. Θέλω να πω, ωραίο είναι, αλλά ειλικρινά τώρα το ποσό είναι εξωφρενικό για τέσσερα τριγωνικά κομμάτια πανί. «Θα τα συνηθίσεις» λέει ο Κρίστιαν διακόπτοντας την ονειροπόλησή μου και ξαναπαίρνοντας τη θέση του στο τραπέζι. «Θα τα συνηθίσω;» «Τα λεφτά...» απαντάει, υψώνοντας το βλέμμα του στον ουρανό. Ω Πενήντα, μπορεί με τον καιρό. Σπρώχνω προς το μέρος του το μικρό πιατάκι με τα αλατισμένα αμύγδαλα και τα κάσιους. «Οι ξηροί καρποί σας, κύριε» λέω όσο πιο ανέκφραστα μπορώ, προσπαθώντας να
χωρέσω λίγο χιούμορ στην κουβέντα μας έπειτα από τις σκοτεινές μου σκέψεις και τη χοντράδα μου με το σουτιέν του μπικίνι. Χαμογελάει αμυδρά. Παίρνει ένα αμύγδαλο, ενώ τα μάτια του αστράφτουν πονηρά καθώς απολαμβάνει το αστειάκι μου. Γλείφει τα χείλη του. «Πιες το ποτό σου. Πάμε στο κρεβάτι». Ορίστε; «Πιες το» μου λέει άηχα, και τα μάτια του σκοτεινιάζουν. Ποπό! Το βλέμμα που μου ρίχνει θα μπορούσε να είναι από μόνο του υπεύθυνο για το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Παίρνω το ποτό μου και αδειάζω το ποτήρι, χωρίς
να τραβήξω τα μάτια από πάνω του. Το στόμα του ανοίγει διάπλατα, και βλέπω την άκρη της γλώσσας του ανάμεσα στα δόντια του. Μου χαμογελάει λάγνα. Με μια ρευστή κίνηση, σηκώνεται και σκύβει από πάνω μου, ακουμπώντας τα χέρια του στα μπράτσα της καρέκλας μου. «Θα σε τιμωρήσω παραδειγματικά. Έλα. Μην κατουρήσεις...» μου ψιθυρίζει στο αυτί. Μου κόβεται η αναπνοή. Να μην κατουρήσω; Πολύ αγενές. Το υποσυνείδητό μου σηκώνει τα μάτια από το βιβλίο του The Complete Works of Charles Dickens, τόμος 1γεμάτο ανησυχία.
«Δεν είναι αυτό που νομίζεις...» 0 Κρίστιαν χαμογελάει αχνά, απλώνοντάς μου το χέρι. «Έχε μου εμπιστοσύνη». Δείχνει τόσο σέξι και πρόσχαρος. Πώς να αντισταθώ; « Εντάξει ». Βάζω το χέρι μέσα στο δικό του, επειδή πολύ απλά θα του εμπιστευόμουν τη ζωή μου τι έχει σχεδιάσει; Η καρδιά μου αρχίζει να σφυροκοπάει με προσμονή. Διασχίζουμε το κατάστρωμα και περνάμε την πόρτα που οδηγεί στο πολυτελές, καλά εξοπλισμένο κυρίως σαλόνι, προχωράμε σ’ έναν στενό διάδρομο, περνάμε μέσα από την τραπεζαρία και κατεβαίνουμε τη σκάλα προς την κεντρική καμπίνα.
Η καμπίνα έχει Καθαριστεί από το πρωί, και το κρεβάτι έχει στρωθεί. Είναι όμορφο δωμάτιο. Με δύο φινιστρίνια δεξιά και αριστερά, είναι κομψά διακοσμημένο με έπιπλα από σκούρα καρυδιά και έχει κρεμ τοίχους και μαλακά χρυσαφιά και κόκκινα υφάσματα. Ο Κρίστιαν μού αφήνει το χέρι και τραβάει το μπλουζάκι του πάνω από το κεφάλι του, πετώντας το σε μια καρέκλα. Βγάζει τις σαγιονάρες του και ύστερα το σορτσάκι και το μαγιό του με μια κίνηση γεμάτη χάρη. Ποπό! Θα κουραστώ ποτέ να τον κοιτάζω γυμνό; Είναι πανέμορφος κι όλος δικός μου. Τα δέρμα του λάμπει τον έχει πιάσει κι αυτόν ο ήλιος, και τα μαλλιά του έχουν μακρύνει, πέφτοντας στο μέτωπό του. Είμαι τυχερό, πολύ τυχερό κορίτσι.
Με αρπάζει από το πιγούνι τραβώντας ελαφρά, έτσι που σταματάω να δαγκώνω το χείλος μου, και περνάει τον αντίχειρά του α7τό* το κάτω χείλος μου. «Έτσι μπράβο». Κάνει μεταβολή και προχωράει προς το εντυπωσιακό ερμάρι που φιλοξενεί τα ρούχα του. Βγάζει από το κάτω συρτάρι δύο ζευγάρια μεταλλικές χειροπέδες και μια αεροπορική μάσκα ύπνου. Χειροπέδες! Δεν έχουμε χρησιμοποιήσει ποτέ χειροπέδες, Ρίχνω μια σύντομη νευρική ματιά στο κρεβάτι. Πού διάολο θα τις στερεώσει; Στρέφεται και με κοιτάζει σταθερά, με μάτια που αστράφτουν με καταχθόνια λάμψη.
«Αυτές εδώ μπορεί να γίνουν πολύ οδυνηρές. Μπορούν να χωθούν στο δέρμα αν τραβήξεις πολύ δυνατά». Σηκώνει ψηλά το ένα ζευγάρι. «Μα πραγματικά θέλω να τις χρησιμοποιήσω επάνω σου τώρα». Γαμώτο μου! Το στόμα μου ξεραίνεται. «Ορίστε». Προχωράει με χάρη και μου δίνει το ένα ζευγάρι. «Θες να τις δοκιμάσεις πρώτα;» Φαίνονται συμπαγείς, το μέταλλο κρύο. Ελπίζω αόριστα να μη χρειαστεί ποτέ να φορέσω ένα τέτοιο ζευγάρι στ’ αλήθεια. Ο Κρίστιαν με παρακολουθεί εξεταστικά. «Πού είναΐ'τα κλειδιά;»Ή φωνή μου είναι διστακτική.
Απλώνει την παλάμη του, αποκαλύπτοντας ένα μικρό μεταλλικό κλειδί. «Αυτό ανοίγει και τα δύο ζευγάρια. Για την ακρίβεια, όλα τα ζευγάρια». Πόσα ζευγάρια έχει; Δε θυμάμαι να είδα κανένα στη μουσειακή σιφονιέρα. Μου χαϊδεύει το μάγουλο με τον δείκτη του, κατεβάζοντάς τον έως το στόμα μου. Σκύβει σαν να θέλει να με φιλήσει. «Θες να παίξεις;» ρωτάει χαμηλόφωνα, και τα πάντα στο κορμί μου κατευθύνονται προς τα κάτω έτσι όπως ο πόθος φουντώνει βαθιά μέσα στην κοιλιά μου. «Ναι...» απαντάω μουρμουρητά.
Χαμογελάει. «Ωραία!» Μου δίνει ένα απαλό φιλί στο μέτωπο. «Θα χρειαστούμε έναν κωδικό ασφαλείας». Ορίστε; «Το “σταμάτα” δε θα είναι αρκετό, επειδή μάλλον θα το πεις, αλλά δε θα το εννοείς». Τρίβει τη μύτη του στη δική μου είναι η μόνη επαφή ανάμεσά μας. Η καρδιά μου αρχίζει να σφυροκοπάει. Γαμώτο... Πώς το κάνει αυτό μόνο με τα λόγια; «Δεν πρόκειται να πονέσει. Θα είναι έντονο. Πολύ έντονο, επειδή δε θα σ’ αφήνω να κουνιέσαι. Εντάξει;»
Ποπό! Ακούγεται πολύ σέξι. Η ανάσα μου είναι υπερβολικά δυνατή. Γαμώτο... Έχω λαχανιάσει ήδη. Δόξα τω Θεώ που είμαι παντρεμένη με αυτό τον άνθρωπο, αλλιώς θα ντρεπόμουν πολύ. Τα μάτια μου κατεβαίνουν στη στύση του. «Εντάξει...» Η φωνή μου μόλις που ακούγεται. «Διάλεξε μια λέξη, Άνα» 1
Mile High Club (ή MHC): όρος της αργκό που αναφέρεται σε λέσχη ατόμων τα οποία έχουν σεξουαλική επαφή εν πτήσει. Δεν υπάρχει κανένας γνωστός θεσμοθετημένος οργανισμός με αυτό το όνομα. Παρ’ όλα αυτά, δεδομένου ότι, για να συμμετάσχει
κανείς στη «λέσχη», πρέπει να πληροί κάποιες προϋποθέσεις, τα προσόντα που απαιτούνται για να αποκτήσει κάποιος την ιδιότητα του μέλους επιδέχονται ποικίλες ερμηνείες. (Σ.τ.Ε.)
«Έναν κωδικό μαλακά.
ασφαλείας»
προσθέτει
«Γρανίτα...» αποκρίνομαι λαχανιασμένη. «Γρανίτα;» ρωτάει εύθυμα. «Ναί. Χαμογελάει και γέρνει πίσω να με κοιτάξει. «Ενδιαφέρουσα επιλογή... Σήκωσε τα μπράτσα σου». Τα σηκώνω, και ο Κρίστιαν αρπάζει το στρίφωμα του φουστανιού μου, το σηκώνει πάνω από το κεφάλι μου και το πετάει στο πάτωμα. Απλώνει το χέρι και του ξαναδίνω τις χειροπέδες. Αφήνει και τα δύο ζευγάρια στο κομοδίνο μαζί με τη μάσκα και τραβάει
με μια απότομη κίνηση το κάλυμμα του κρεβατιού, αφήνοντάς το να πέσει στο πάτωμα. «Γυρνά από την άλλη». Γορίζω, κι εκείνος -μου ξεκουμπώνει το σουτιέν του μπικίνι, που πέφτει στο πάτωμα. «Αύριο θα το συρράψω επάνω σου...» μουρμουρίζει και τραβάει το λαστιχάκι, ελευθερώνοντας τα μαλλιά μου. Τα μαζεύει στο ένα χέρι και τα τραβάει μαλακά, έτσι που κάνω ένα βήμα πίσω, ακουμπώντας επάνω του. Επάνω στο στήθος του. Στο ορθωμένο πέος του. Τραβάει το κεφάλι μου προς το πλάι φιλώντας με στον αυχένα, και μου κόβεται η ανάσα. «Ήσουν πολύ ανυπάκουη...» προσθέτει μιλώντας μου στο
αυτί, στέλνοντας υπέροχα ρίγη να με διαπεράσουν. «Ναι...» ψιθυρίζω. «Χμμμ... Τι θα κάνουμε γι’ αυτό;» «Θα μάθουμε να το ανεχόμαστε...» τραυλίζω. Τα απαλά λάγνα φιλιά του με τρελαίνουν. Χαμογελάει επάνω στον αυχένα μου. «Α, κυρία Γκρέυ... Πάντα αισιόδοξη». Ισιώνει το κορμί του. Πιάνει τα μαλλιά μου, τα χωρίζει προσεκτικά σε τρεις τούφες, τα πλέκει αργά και μετά στερεώνει στην άκρη το λαστιχάκι μου. Τραβάει ελαφρά την κοτσίδα μου και σκύβει στο αυτί μου. «Θα σου δώσω ένα μάθημα...» λέει σιγανά.
Με μια ξαφνική κίνηση, με αρπάζει από τη μέση, κάθεται στο κρεβάτι και με ρίχνει επάνω στο γόνατό του, έτσι που νιώθω το όργανό του να πιέζεται πάνω στην κοιλιά μου. Με σκαμπιλίζει στα πισινά, δυνατά. Τσιρίζω, ύστερα βρίσκομαι ανάσκελα στο κρεβάτι. Με κοιτάζει, και τα μάτια του είναι λιωμένο μολύβι. Είμαι έτοιμη να πάρω φωτιά. «Ξέρεις πόσο όμορφη είσαι;» Σέρνει τις άκρες των δαχτύλων του επάνω στον μηρό μου, έτσι που μυρμηγκιάζω... Παντού. Χωρίς να παίρνει τα μάτια του από πάνω μου, σηκώνεται από το κρεβάτι και παίρνει και τις δυο χειροπέδες. Μου αρπάζει το αριστερό πόδι και περνάει τη μια χειροπέδη γύρω από τον αστράγαλό μου. Ω!
Σηκώνοντας το δεξί μου πόδι, επαναλαμβάνει τη διαδικασία, έτσι που βρίσκομαι με ένα ζευγάρι χειροπέδες στερεωμένο σε κάθε αστράγαλο. Εξακολουθώ να μην έχω ιδέα πού θα τις δέσει. «Ανακάθισε!» με διατάζει, κι εγώ υπακούω αμέσως. «Τώρα αγκάλιασε τα γόνατά σου». Τρεμοπαίζω τα βλέφαρα, ύστερα τραβάω ψηλά τα πόδια μου, έτσι που διπλώνουν μπροστά μου, και τυλίγω τα μπράτσα γύρω τους. Σκύβει, μου ανασηκώνει το πιγούνι και μου δίνει ένα απαλό υγρό φιλί στα χείλη. Μετά μου φοράει τη μάσκα. Δε βλέπω τίποτα* το μόνο που ακούω είναι η γρήγορη ανάσα μου και ο ήχος του νερού που παφλάζει επάνω στα πλαϊνά του γιοτ καθώς σκαμπανεβάζει απαλά στο νερό.
Ποπό! Έχω διεγερθεί τόσο πολύ... Ήδη. «Ποιος είναι Αναστάζια;»
ο
κωδικός
ασφαλείας,
«Γρανίτα...» «Ωραία». Παίρνει το αριστερό μου χέρι, περνάει μια χειροπέδη γύρω από τον καρπό μου και μετά επαναλαμβάνει τη διαδικασία με το δεξί. Το αριστερό μου χέρι είναι δεμένο στον αριστερό μου αστράγαλο, το δεξί μου χέρι στο δεξί μου πόδι. Δεν μπορώ να ισιώσω τα πόδια μου. Γαμώτο μου! «Τώρα» μουρμουρίζει ο Κρίστιαν «θα σε γαμήσω μέχρι να ουρλιάξεις...».
Ορίστε; Κι όλος ο αέρας εγκαταλείπει το σώμα μου. Αρπάζει και τις δυο φτέρνες μου και με σπρώχνει προς τα πίσω, έτσι που πέφτω επάνω στο κρεβάτι. Δεν έχω άλλη επιλογή, παρά. μόνο να κρατήσω τα πόδια μου λυγισμένα. Οι χειροπέδες σφίγγονται καθώς τις τραβάω. Έχει δίκιο... Μπήγονται στη σάρκα μου σε βαθμό που προκαλούν πόνο... Η αίσθηση είναι παράξενη δεμένη και ανήμπορη επάνω σ’ ένα σκάφος. Τραβάει τους αστράγαλούς μου μακριά τον έναν από τον άλλο, και βογκάω. Φιλάει το εσωτερικό των μηρών μου, κι εγώ θέλω να στριφογυρίσω από κάτω του, αλλά δεν μπορώ. Δεν έχω στήριγμα για να κουνήσω τους γοφούς μου. Τα πόδια μου
βρίσκονται στον αέρα. Δεν μπορώ να κουνηθώ. «Θα πρέπει να απορροφήσεις όλη την ηδονή, Αναστάζια. Χωρίς κινήσεις...» λέει χαμηλόφωνα καθώς σέρνεται επάνω στο κορμί μου, φιλώντας με κατά μήκος της άκρης του μπικίνι μου. Τραβάει τα κορδόνια στις δύο άκρες, και τα κομμάτια του υφάσματος ανοίγουν* τώρα είμαι γυμνή και στο έλεός του. Φιλάει την κοιλιά μου, δαγκώνοντας τον αφαλό μου. « Αχ. ..» αναστενάζω. Θα είναι δύσκολο. Δεν είχα ιδέα. Ανεβαίνει προς τα στήθη μου, δίνοντας απαλά φιλιά και μικρές δαγκωματιές. «Σσσσς...» λέει καλοπιάνοντάς με. «Είσαι τόσο όμορφη, Άνα».
Βογκάω εκνευρισμένη. Κανονικά θα λίκνιζα τους γοφούς μου, αντιδρώντας στο άγγιγμά του με έναν δικό μου ρυθμό, όμως δεν μπορώ να κουνηθώ. Αναστενάζω και τραβάω τα δεσμά μου. Το μέταλλο χώνεται στο δέρμα μου. «Ααα!» φωνάζω. Αλλά πραγματικότητα δε με νοιάζει.
στην
«Με τρελαίνεις...» ψιθυρίζει. «Γι’ αυτό θα σε τρελάνω κι εγώ». Τώρα είναι ακουμπισμένος επάνω μου, με το βάρος του στους αγκώνες, και στρέφει την προσοχή του στα στήθη μου. Δαγκώνοντας, πιπιλίζοντας, στριφογυρίζοντας τις ρώγες μου ανάμεσα στα δάχτυλα και στους αντίχειρές του, φτάνοντάς με στα όρια. Δε σταματάει· με ξετρελαίνει ω, σε
παρακαλώ... Το σκληρό πιέζεται πάνω μου.
του
όργανο
«Κρίστιαν...» τον ικετεύω και νιώθω το θριαμβικό του χαμόγελο επάνω στο δέρμα μου. «Να σε κάνω να τελειώσεις έτσι;» μουρμουρίζει επάνω στη ρώγα μου, κάνοντάς τη να σκληρύνει ακόμα περισσότερο. «Ξέρεις ότι μπορώ...» Ρουφάει δυνατά, και φωνάζω έτσι όπως η ηδονή ορμάει από το στήθος μου κατευθείαν στους βουβώνες μου. Τραβάω ανήμπορη τις χειροπέδες, κατακλυσμένη από την αίσθηση. «Ναι...» κλαψουρίζω.
«Ω μωρό μου, θα ήταν πολύ εύκολο...» «Αχ, σε παρακαλώ...» «Σσσσς...» Τα δόντια του ξύνουν το πιγούνι μου έτσι όπως σέρνει τα χείλη του έως το στόμα μου, και μου κόβεται η ανάσα. Με φιλάει. Η έμπειρη γλώσσα του εισβάλλει στο στόμα μου δοκιμάζοντας, εξερευνώντας, κυριεύοντας, όμως η γλώσσα μου απαντάει στην πρόκλησή του και στριφογυρίζει επάνω στη δική του. Έχει γεύση δροσερού τζιν και Κρίστιαν Γκρέυ και μυρίζει θάλασσα. Αρπάζει το πιγούνι μου, κρατώντας το κεφάλι μου ακίνητο. «Ακίνητη, μωρό μου. Σε θέλω ακίνητη...» ψιθυρίζει επάνω στο στόμα μου.
«Θέλω να σε βλέπω». «Α, όχι, Άνα... Θα νιώσεις περισσότερα έτσι». Και, οδυνηρά αργά, κυρτώνει τους γοφούς του και μπαίνει ο μισός μέσα μου. Κανονικά θα έδινα ώθηση στους γοφούς μου προς τα επάνω για να τον συναντήσω, αλλά δεν μπορώ να κουνηθώ. Τραβιέται. . · «Αχ! Κρίστιαν, σε παρακαλώ...» «Ξανά;» με πειράζει με βραχνή φωνή. «Κρίστιαν!» Μπαίνει πάλι ελάχιστα μέσα μου, ύστερα τραβιέται ενώ με φιλάει, και τα δάχτυλά του τραβούν τη ρώγα μου. Υπερφόρτιση ηδονής.
«Όχι!» «Με θες, Αναστάζια;» «Ναι...» απαντάω ικετευτικά. «Πες μου το...» μουρμουρίζει, και η ανάσα του είναι τραχιά. Με διεγείρει άλλη μία φορά μέσα και έξω... « Σε θέλω παρακαλώ...»
...»
κλαψουρίζω.
«Σε
Ακούω τον σιγανό αναστεναγμό του επάνω στο αυτί μου. «Και θα μ’ έχεις, Αναστάζια...» Τραβιέται προς τα πίσω και χώνεται ορμητικά μέσα μου. Φωνάζω, ρίχνοντας πίσω το κεφάλι, τεντώνοντας τα δεσμά μου
καθώς πετυχαίνει το σημείο της ηδονής, και είμαι όλη αισθήσεις, παντού μια γλυκιά γλυκιά αγωνία, και δεν μπορώ να κουνηθώ.. Μένει ακίνητος, ύστερα κουνάει κυκλικά τους γοφούς του, και η κίνηση διαχέεται βαθιά μέσα μου. ‘ «Γιατί μ’ αψηφάς, Άνα;» «Κρίστιαν, σταμάτα...» Κουνιέται πάλι με κυκλικές κινήσεις βαθιά μέσα μου αγνοώντας την ικεσία μου, βγαίνοντας αργά και μετά εφορμώντας ξανά. «Πες μου... Γιατί;» ρωτάει σφυριχτά, κι έχω αμυδρά συνείδηση πως μιλάει μέσα από σφιγμένα δόντια.
Η απάντησή μου είναι μια ασυνάρτητη κραυγή. Είναι αβάσταχτο. «Πες μου...» «Κρίστιαν...» «Ανά, πρέπει να μάθω». Ορμάει πάλι μέσα μου και χώνεται πολύ βαθιά, και νιώθω την ηδονή να συσσωρεύεται... Η αίσθηση είναι τόσο έντονη με κατακλύζει, ανεβαίνοντας σπειροειδώς βαθιά μέσα από την κοιλιά μου σε κάθε μέλος, σε κάθε οδυνηρό μεταλλικό κρίκο. «Δεν ξέρω!» απαντάω φωναχτά. «Επειδή μπορώ. Επειδή σ’ αγαπάω! Σε παρακαλώ, Κρίστιαν...»
Βογκάει δυνατά και χώνεται βαθιά, επανειλημμένα, αμέτρητες φορές, και χάνομαι, προσπαθώντας να απορροφήσω την ηδονή. Το μυαλό μου ταξιδεύει. Το σώμα μου ταξιδεύει. Λαχταράω να ισιώσω τα πόδια μου, να ελέγξω τον οργασμό που έρχεται, αλλά είναι αδύνατο... Είμαι ανήμπορη. Είμαι δική του, μόνο δική του, να με κάνει ό,τι θέλει... Δάκρυα αναβρύζουν από τα μάτια μου. Είναι πολύ έντονο. Δεν μπορώ να τον σταματήσω. Δε θέλω να τον σταματήσω. Θέλω... Θέλω... Οχ, όχι, οχ, όχι... Είναι πολύ... «Αυτό είναι...» μουγκρίζει ο Κρίστιαν. «Νιώσ’ το, μωρό μου!» Εκρήγνυμαι γύρω του και ύστερα πάλι και πάλι, φωνάζοντοΓς δυνατά έτσι όπως ο οργασμός μου με κάνει κομμάτια,
κατακαίγοντάς με σαν πυρκαγιά, καταστρέφοντας τα πάντα. Είμαι αποστραγγισμένη και κουρελιασμένη, στο πρόσωπό μου κυλούν δάκρυα το κορμί μου συνεχίζει να πάλλεται και να τραντάζεται. Κι έχω επίγνωση πως ο Κρίστιαν γονατίζει, ακόμα μέσα μου, τραβώντας με στην αγκαλιά του. Αρπάζει με το ένα του χέρι το κεφάλι και με το άλλο την πλάτη μου και τελειώνει βίαια μέσα μου, ενώ τα σωθικά μου συνεχιζουν να τρέμουν από μετασεισμικές δονήσεις. Είναι εξαντλητικό, είναι εξουθενωτικό, είναι Κόλαση... Είναι Παράδεισος. Είναι ο ηδονισμός σε όλο του το μεγαλείο. Ο Κρίστιαν σκίζει τη μάσκα και με φιλάει. Φιλάει τα μάτια, τη μύτη, τα μάγουλά μου. Στεγνώνει τα μάτια μου με φιλιά,
κρατώντας το πρόσωπό μου ανάμεσα στα χέρια του. «Σας αγαπάω, κυρία Γκρέυ...» μουρμουρίζει. «Παρόλο που με κάνετε έξαλλο νιώθω τόσο ζωντανός μαζί σας». Δεν έχω αρκετή ενέργεια για να ανοίξω τα μάτια ή το στόμα μου και να απαντήσω. Με ξαπλώνει πάλι πολύ απαλά στο κρεβάτι και τραβιέται από μέσα μου. Διαμαρτύρομαι σχηματίζοντας με το στόμα άηχες λέξεις. Κατεβαίνει από το κρεβάτι και λύνει τις χειροπέδες. Όταν ελευθερώνομαι, μου τρίβει απαλά τους καρπούς και τους αστράγαλους, ύστερα ξαπλώνει πάλι δίπλα μου, τραβώντας με στην αγκαλιά του. Τεντώνω τα πόδια. Ποπό - πολύ ωραία αίσθηση. Νιώθω όμορφα. Ήταν
αναμφίβολα ο πιο έντονος οργασμός που άντεξα ποτέ. Χμμμ.,.Ένα σωφρονιστικό γαμήσι τύπου Κρίστιαν Γκρέυ Πενήντα Αποχρώσεις. Πραγματικά πρέπει να κάνω συχνότερα αταξίες. ΜΕ ΞΥΠΝΑΕΙ η πιεστική ανάγκη της κύστης μου. Όταν ανοίγω τα μάτια, είμαι αποπροσανατολισμένη. Έξω είναι σκοτεινά. Πού βρίσκομαι; Στο Λονδίνο; Στο Παρίσι; Ω - στο σκάφος. Νιώθω το σκαμπανέβασμά του και ακούω το σιγανό βουητό των μηχανών. Κινούμαστε. Πολύ παράξενο. Ο Κρίστιαν βρίσκεται πλάι μου και δουλεύει στο λάπτοπ, ντυμένος σπορ με ένα λευκό λινό πουκάμισο και δίμιτο παντελόνι, ξυπόλυτος. Τα μαλλιά του είναι ακόμα βρεγμένα, και μυρίζω το
αφρόλουτρό του, φρέσκο ακόμη από το ντους, και τη μυρωδιά του Κρίστιαν. Χμμμ... «Γεια...» μουρμουρίζει κοιτάζοντάς με τρυφερά. «Γεια...» Χαμογελάω, νιώθοντας ξαφνικά συνεσταλμένη. «Πόση ώρα κοιμόμουν;» «Καμιά ωρίτσα μόνο». «Ταξιδεύουμε;» «Σκέφτηκα, αφού χτες βράδυ φάγαμε έξω και πήγαμε στο μπαλέτο και στο καζίνο, απόψε να δειπνήσουμε στο σκάφος. Μια ήσυχη βραδιά a deux». Του χαμογελάω. «Πού πηγαίνουμε;»
«Στις Κάννες». « Εντάξει ». Τεντώνομαι, νιώθοντας πιασμένη. Όσο κι αν είχα γυμναστεί με τον Κλοντ, δε θα ήμουν προετοιμασμένη γι’ αυτό το απόγευμα. Σηκώνομαι επιφυλακτικά, έχοντας την ανάγκη να πάω στην τουαλέτα. Αρπάζω τη μεταξωτή μου ρόμπα και τη φοράω βιαστικά. Γιατί είμαι τόσο ντροπαλή; Αισθάνομαι τα μάτια του Κρίστιαν επάνω μου. Όταν τον κοιτάζω, στρέφεται στο λά;;τοπ του, με το μέτωπο ζαρωμένο. Καθώς πλένω αφηρημένα τα χέρια μου στον νιπτήρα, με τη σκέψη στη χτεσινή βραδιά στο καζίνο, η ρόμπα μου ανοίγει. Κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη σοκαρισμένη. '
Γαμώτο μου! Τι μου έκανε; ΚΕΦΑΛΑΊΟ ΤΡΙΑ
ΑΤΕΝΙΖΩ ΜΕ ΦΡΙΚΗ τα κόκκινα σημάδια σε όλο μου το στήθος. Πιπιλιές! Έχω πιπιλιές! Είμαι παντρεμένη με έναν από τους πιο αξιοσέβαστους επιχειρηματίες στις Ηνωμένες Πολιτείες, και με γέμισε βρομοπιπιλιές. Πώς δεν το ένιωσα όταν μου τις έκανε; Κοκκινίζω. Η ουσία είναι πως ξέρω ακριβώς τον λόγο ο κύριος Οργασμικός χρησιμοποιούσε την εκλεπτυσμένη σεξουαλική κινητική δεξιότητά του επάνω μου. Το υποσυνείδητό μου κρυφοκοιτάζει πάνω από τα γυαλιά του σε σχήμα ημισέληνου και κάνει αποδοκιμαστικά τς τς, ενώ,η
εσωτερική μου θεά σωριάζεται στη σεζ λονγκ της αναίσθητη. Κοιτάζω άναυδη το είδωλό μου. Οι καρποί μου έχουν κόκκινα σημάδια από τις χειροπέδες. Χωρίς αμφιβολία θα μελανιάσουν. Εξετάζω τους αστράγαλούς μου κι άλλα σημάδια. Να πάρει και να σηκώσει. Είμαι λες κι έχω πάθει ατύχημα. Κοιτάζω τον εαυτό μου, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω αυτό που βλέπω. Το σώμα μου είναι τόσο διαφορετικό τον τελευταίο καιρό. Έχει αλλάξει ανεπαίσθητα από τότε που τον γνώρισα... Έχω γίνει πιο λεπτή και είμαι σε καλύτερη φόρμα, τα μαλλιά μου είναι λαμπερά και όμορφα κομμένα. Τα νύχια μου είναι καλλωπισμένα με μανικιούρ, τα πόδια μου με πεντικιούρ, τα φρύδια μου βγαλμένα και καλοσχηματισμένα. Πρώτη
φορά στη ζωή μου είμαι περιποιημένη εκτός από αυτά τα φρικτά σημάδια. Δε θέλω να σκέφτομαι την περιποίηση αυτήν τη στιγμή. Είμαι μες στα νεύρα. Πώς τολμάει να με σημαδεύει έτσι, σαν έφηβη; Μέσα στο μικρό διάστημα που είμαστε μαζί δε μου έκανε ποτέ πιπιλιές. Είμαι χάλια. Ξέρω γιατί το έκανε. Ο βρομομανιακός με τον έλεγχο. Μάλιστα! Το υποσυνείδητό μου σταυρώνει τα χέρια του αυτήν τη φορά το παράκανε. Ορμάω έξω από το μπάνιο της καμπίνας και μπαίνω στην ντουλάπαδωμάτιο, αποφεύγοντας να του ρίξω έστω και μία ματιά. Βγάζω τη ρόμπα, φοράω τη φόρμα μου κι ένα φανελάκι. Ξεπλέκω την κοτσίδα, παίρνω μια βούρτσα από τον μικρό καθρέφτη και βουρτσίζω τις μπερδεμένες τούφες.
«Αναστάζια!» φωνάζει ο Κρίστιαν, και ακούω την αγωνία του. «Είσαι εντάξει;» Τον αγνοώ. Είμαι εντάξει; Όχι, δεν είμαι εντάξει. Έπειτα από αυτό που μου έκανε αμφιβάλλω αν θα μπορέσω να φορέσω μαγιό, για να μην πούμε για τα εξωφρενικά ακριβά μπικίνι μου, όλο τον υπόλοιπο μήνα του μέλιτος. Η σκέψη είναι ξαφνικά τόσο εξοργιστική. Πώς τολμάει; Θα του μάθω εγώ τι σημαίνει είσαι εντάξει. Βράζω, και η οργή χτυπάει κόκκινο. Μπορώ κι εγώ να φερθώ σαν έφηβη! Ξαναμπαίνοντας στο υπνοδωμάτιο, του εκσφενδονίζω τη βούρτσα και γυρίζω να φύγω αν και προλαβαίνω να δω τη σοκαρισμένη έκφραση και την αστραπιαία αντίδρασή του καθώς σηκώνει το μπράτσο για να προστατέψει το κεφάλι του. Η βούρτσα
αναπηδάει χωρίς αποτέλεσμα επάνω στον πήχη του, πέφτοντας στο κρεβάτι. Ορμάω έξω από την καμπίνα και ανεβαίνω τρέχοντας στο κατάστρωμα. Καταφεύγω στην πλώρη. Χρειάζομαι λίγο χώρο για να ηρεμήσω. Είναι σκοτεινά και ο αέρας ευχάριστος. Η ζεστή αύρα φέρνει τη μυρωδιά της Μεσογείου και την ευωδιά γιασεμιού και μπουκαμβίλιας από την ακτή. Η «Ωραία μου Κυρία» γλιστράει χωρίς κόπο στην ήρεμη σκούρα μπλε θάλασσα, και ακουμπάω τους αγκώνες στο ξύλινο παραπέτο ατενίζοντας τη μακρινή στεριά, όπου μικροσκοπικά φώτα τρεμοσβήνουν και λαμπυρίζουν. Παίρνω μια βαθιά, καταπραϋντική ανάσα, αρχίζοντας σιγά σιγά να ηρεμώ. Τον αισθάνομαι πίσω μου προτού τον ακούσω.
«Είσαι έξαλλη μαζί μου...» ψιθυρίζει. «Έλα, ρε Σέρλοκ!» «Πόσο έξαλλη;» «Σε κλίμακα από το ένα μέχρι το δέκα, νομίζω πως είμαι στο πενήντα. Ταιριαστό, ε;» « Τόσο έξαλλη.. .» Ακούγεται κατάπληκτος και εντυπωσιασμένος ταυτόχρονα. «Ναι. Μια έξαλλη που την έχουν ωθήσει στα όρια της βίας ...» αποκρίνομαι με σφιγμένα δόντια. Γυρίζω και τον αγριοκοιτάζω και μένει σιωπηλός, παρακολουθώντας με με μάτια γουρλωμένα και επιφυλακτικά. Από την
έκφρασή του, κι επειδή δεν έκανε καμία κίνηση να με αγγίξει, καταλαβαίνω πως βρίσκεται έξω από τα νερά του. «Κρίστιαν, θα πρέπει να σταματήσεις τις μονομερείς προσπάθειες να με υποτάξεις. Είπες αυτό που ήθελες στην παραλία. Πολύ αποτελεσματικά, απ’ ό,τι θυμάμαι». Ανασηκώνει ανεπαίσθητα τους ώμους. «Ε λοιπόν, δε θα ξαναβγάλεις το σουτιέν σου!» αποκρίνεται οξύθυμα. Κι αυτό δικαιολογεί αυτό που μου έκανε; Τον αγριοκοιτάζω. «Δε μ’ αρέσει να μου αφήνεις σημάδια. Όχι τόσο πολλά, εν πάση περιπτώσει. Είναι αυστηρό όριο...» λέω σφυριχτά.
«Δε μ’ αρέσει να βγάζεις τα ρούχα σου δημοσίως. Είναι αυστηρό όριο για μένα!» μουγκρίζει. «Νομίζω πως αυτό το εμπεδώσαμε...» αντιγυρίζω μέσα από τα δόντια μου. «Κοίτα με!» Τραβάω το φανελάκι μου, για να αποκαλύψω το επάνω μέρος του στήθους μου. Ο Κρίστιαν με κοιτάζει, τα μάτια του δεν αφήνουν τό πρόσωπό μου, με έκφραση επιφυλακτική και αβέβαιη. Δεν έχει συνηθίσει να με βλέπει τόσο έξαλλη. Δεν μπορεί να καταλάβει τι έκανε; Δεν μπορεί να καταλάβει πόσο γελοίος είναι; Θέλω να του φωνάξω, αλλά συγκρατούμαι δε θέλω να τον πιέσω πάρα πολύ. Ένας Θεός ξέρει τι θα έκανε. Τελικά αναστενάζει και σηκώνει
τα χέρια σε μια καρτερική, συμφιλιωτική χειρονομία. «Εντάξει...» έπιασα».
λέει
συμβιβαστικά.
«Το
Αλληλούια! «Ωραία!» Περνάει το χέρι μέσα από τα μαλλιά του. «Με συγχωρείς. Σε παρακαλώ, μη μου θυμώνεις...» Επιτέλους δείχνει μετανιωμένος μου μιλάει χρησιμοποιώντας τα δικά μου λόγια ως απάντηση. «Είσαι τόσο ανώριμος μερικές φορές!» τον αποπαίρνω πεισματάρικα, αλλά ο καβγατζίδικος τόνος έχει εξαφανιστεί από τη φωνή μου, και το ξέρει.
Κάνει ένα βήμα πιο κοντά και σηκώνει επιφυλακτικά το χέρι του, για να μου στερεώσει τα μαλλιά πίσω από το αυτί. «Το ξέρω...» παραδέχεται μαλακά. «Έχω πολλά να μάθω». Μου έρχονται ξανά στο μυαλό τα λόγια του δόκτορος Φλυν... Συναισθηματικά ο Κρίστιαν είναι έφηβος, Άνα. Παρέκαμψε εντελώς αυτήν τη φάση της ζωής του. Δίοχέτευσε όλη του την ενέργεια στην προσπάθεια να πετύχει ως επιχειρηματίας, και πέραν πάσης προσδοκίας τα κατάφερε. Ο συναισθηματικός του κόσμος πρέπει να καλύψει το χαμένο έδαφος.
Η καρδιά μου μαλακώνει κάπως. «Και οι δύο έχουμε πολλά να μάθουμε...» Αναστενάζω και σηκώνω προσεκτικά το χέρι, βάζοντάς το επάνω στην καρδιά του. Δεν τραβιέται όπως έκανε παλιά, αλλά τσιτώνεται. Βάζει το χέρι του επάνω στο δικό μου και χαμογελάει με το συνεσταλμένο του χαμόγελο. «Μόλις έμαθα πως έχετε καλό χέρι και καλό σημάδι, κυρία Γκρέυ. Δε θα το είχα φανταστεί ποτέ, μα, πάλι, συνεχώς σας υποτιμώ. Πάντα με εκπλήσσετε...» Του ανασηκώνω το φρύδι. «Εξάσκηση στη σκοποβολή με τον Ρέυ... Είμαι καλή στο σημάδι, με το χέρι και με όπλο, κύριε Γκρέυ, και καλά θα κάνετε να το θυμάστε».
«Θα προσπαθήσω, κυρία Γκρέυ, ή θα λάβω εγγυήσεις πως όλα τα αντικείμενα που ενδέχεται να εκτοξευτούν θα είναι καρφωμένα στη θέση τους και πως δε θα έχετε προσβαση σε όπλο...» αποκρίνεται με ένα αμυδρό χαμόγελο. Χαμογελάω κι εγώ αχνά, στενεύοντας τα μάτια. «Είμαι ευρηματική...» «Αυτό σίγουρα...» ψιθυρίζει και μου αφήνει το χέρι για να περάσει τα μπράτσα του γύρω μου. Τραβώντας με στην αγκαλιά του, χώνει τη μύτη στα μαλλιά μου. Τυλίγω τα μπράτσα γύρω του κρατώντας τον σφιχτά και νιώθω την ένταση να εγκαταλείπει το κορμί του καθώς τρίβει τη μύτη του επάνω μου.
«Με συγχώρεσες;» «Εσύ;» Αισθάνομαι το χαμόγελό του. «Ναι...» απαντάει. «Παρομοίως». Στεκόμαστε αγκαλιασμένοι κι έχω ξεχάσει το κάκιωμά μου. Μυρίζει όμορφα, ανώριμος ξε-ανώριμος. Πώς να του αντισταθώ; «Πεινάς;» λέει έπειτα από λίγο.Έχω τα μάτια κλειστά και το κεφάλι ακουμπισμένο στο στήθος του. «Ναι. Σαν λύκος! Όλη αυτή η... Εεε... Όλη αυτή η δραστηριότητα μου άνοιξε την
όρεξη. Αλλά δεν είμαι κατάλληλα ντυμένη για το δείπνο». Είμαι σίγουρη πως στην τραπεζαρία θα κοιτάζουν αποδοκιμαστικά το φανελάκι και τη φόρμα μου. «Εμένα μου φαίνεσαι μια χαρά, Αναστάζια. Άλλωστε το σκάφος είναι δικό μας αυτή την εβδομάδα. Μπορούμε να ντυνόμαστε όπως μας αρέσει. Σκέψου πως σήμερα στην Κυανή Ακτή είναι η Τρίτη του πρόχειρου ντυσίματος. Έτσι κι αλλιώς έλεγα να φάμε στο κατάστρωμα». «Ναι, θα μ’ άρεσε αυτό». Με φιλάει -ένα ειλικρινές φιλί συγγνώμηςκαι μετά κατευθυνόμαστε χέρι χέρι προς την πλώρη, όπου μας περιμένει το γκασπάτσο μας.
Ο ΚΑΜΑΡΟΤΟΣ ΜΑΣ ΣΕΡΒΙΡΕΙ την κρεμ μπριλέ και αποσύρεται διακριτικά. «Γιατί μου πλέκεις πάντα τα μαλλιά;» ρωτάω τον Κρίστιαν από περιέργεια. Καθόμαστε ο ένας κοντά στον άλλο στο τραπέζι, με το κάτω μέρος του ποδιού μου τυλιγμένο γύρω από το δικό του. Μένει προς στιγμήν ακίνητος καθώς ετοιμάζεται να πάρει το κουταλάκι του γλυκού και κατσουφιάζει. «Δε θέλω να πιαστούν πουθενά τα μαλλιά σου» απαντάει ήρεμα και χάνεται για λίγο στις σκέψεις του. «Συνήθεια, νομίζω...» λέει με συλλογισμένο ύφος. Ξαφνικά σκυθρωπιάζει, και τα μάτια του ανοίγουν διάπλατα, ενώ οι κόρες διαστέλλονται από φόβο.
Τι θυμήθηκε; Είναι κάτι οδυνηρό, κάποια παλιά παιδική ανάμνηση, φαντάζομαι. Δε θέλω να του θυμίζω τέτοια πράγματα. Σκύβω και βάζω τον δείκτη μου επάνω στα χείλη του. «Όχι, δεν έχει σημασία... Δεν είναι ανάγκη να ξέρω. Απλώς ήμουν περίεργη». Του χαρίζω ένα ζεστό, καθησυχαστικό χαμόγελο. Το ύφος του είναι επιφυλακτικό, αλλά έπειτα από λίγο χαλαρώνει ορατά και η ανακούφισή του είναι προφανής. Σκύβω να τον φιλήσω στην άκρη του,στόματός του. «Σ’ αγαπάω...» μουρμουρίζω, και χαμογελάει με το χαμόγελο που καίει καρδιές. Λιώνω. «Πάντα θα σ’ αγαπάω, Κρίστιαν».
«Κι εγώ εσένα» αποκρίνεται μαλακά. «Παρά την ανυπακοή μου;» Ανασηκώνω το φρύδι. «Λόγω της ανυπακοής σου, Αναστάζια!» απαντάει χαμογελαστά. Χώνω το κουτάλι στην καψαλισμένη ζάχαρη της κρούστας του γλυκού μου και κουνάω το κεφάλι. Θα καταλάβω ποτέ αυτό τον άντρα; Χμμμ... Αυτή η κρεμ μπριλέ είναι πεντανόστιμη. ΜΟΛΙΣ Ο ΚΑΜΑΡΟΤΟΣ μαζεύει τα πιάτα του γλυκού, ο Κρίστιαν παίρνει το μπουκάλι με το ροζέ και μου ξαναγεμίζει το ποτήρι.
Βεβαιώνομαι πως είμαστε μόνοι και ρωτάω: «Τι είναι αυτή η ιστορία με το να μην πάω στο μπάνιο;». «Θες πραγματικά Μισοχαμογελάει, και αστράφτουν λάγνα.
να μάθεις;» τα μάτια του
«Θέλω;» Τον κοιτάζω ανάμεσα από τις βλεφαρίδες μου και πίνω μια γουλιά κρασί. «Όσο πιο γεμάτη είναι η κύστη σου. τόσο πιο έντονος ο οργασμός, Ανά». Κοκκινίζω. «Ω... Κατάλαβα». Να πάρει. Αυτό εξηγεί πολλά. Χαμογελάει πλατιά, με πολύξερο ύφος. Θα είμαι πάντα σε μειονεκτική θέση με τον κύριο Σεξεπιδέξιο;
«Μάλιστα. Λοιπόν...» απεγνωσμένα να αλλάξω θέμα.
Παλεύω
Με λυπάται, «Τι θες να κάνουμε το υπόλοιπο βράδυ;» Γέρνει το κεφάλι του στο πλάι, χαρίζοντάς μου το λοξό του χαμόγελο. Ό,τί θέλεις, Κρίστιαν. Να δοκιμάσουμε πάλι τη θεωρία σου; Ανασηκώνω τους ώμους. «Ξέρω τι θέλω να κάνω...» μουρμουρίζει. Αρπάζοντας το ποτήρι με το κρασί του, σηκώνεται και μου απλώνει το χέρι. «Έλα». * Πιάνω το χέρι του και με οδηγεί στο κυρίως σαλόνι. To iPod του βρίσκεται στο επιτραπέζιο σύστημα ηχείων στο ντουλάπι. Το ανοίγει και διαλέγει ένα τραγούδι.
«Έλα να χορέψουμε». Με τραβάει στην αγκαλιά του. «Αν επιμένεις...» «Επιμένω, κυρία Γκρέυ». Ξεκινάει μια λικνιστική, γλυκανάλατη μελωδία. Λάτιν; Ο Κρίστιαν μού χαμογελάει και αρχίζει να κινείται, παίρνοντάς με μαζί του γύρω γύρω στο σαλόνι. Ένας άντρας τραγουδάει με πάθος, και η φωνή του είναι σαν ζεστή, λιωμένη καραμέλα. Το ξέρω το τραγούδι, αλλά δεν μπορώ να το προσδιορίσω. Χαμογελάει, και το βλέμμα του είναι γεμάτο ευθυμία. Μετά με τραβάει και με στριφογυρίζει κάτω από το μπράτσο του.
«Χορεύεις πολύ όμορφα» λέω. «Είναι σαν να ξέρω να χορεύω». . . Μου χαρίζει ένα αινιγματικό χαμόγελο χωρίς να πει τίποτα και αναρωτιέμαι αν είναι επειδή σκέφτεται εκείνη. .. Την κυρία Ρόμπινσον, τη γυναίκα που του έμαθε να χορεύει και να πηδάει. Δεν την έχω σκεφτεί εδώ και κάμποσο καιρό, Ο Κρίστιαν δεν την έχει αναφέρει μετά τα γενέθλιά του, και απ’ όσο ξέρω, η επαγγελματική τους σχέση έχει τελειώσει, Αν και απρόθυμα, πρέπει να το παραδεχτώ ήταν σπουδαία δασκάλα. Με κατεβάζει πάλι χαμηλά κρατώντας με από τη μέση και μου δίνει ένα γρήγορο φιλί στα χείλη.
«Θα μου έλειπε η αγάπη σου...» μουρμουρίζω, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του τραγουδιού. «Κάτι παραπάνω από το να μου λείπει η αγάπη σου» αποκρίνεται και με στριφογυρίζει ξανά. Μετά τραγουδάει τα λόγια χαμηλόφωνα στο αυτί μου, κόβοντάς μου την ανάσα, Το κομμάτι τελειώνει, και ο Κρίστιαν με κοιτάζει με καταχθόνια και λαμπερή ματιά. Όλη η ευθυμία έχει εξαφανιστεί, και ξαφνικά μου έχει κοπεί η αναπνοή. «Θα έρθεις στο κρεβάτι μαζί μου;» λέει σιγανά, και είναι μια θερμή παράκληση που με αγγίζει κατάκαρδα.
Κρίστιαν, με είχες δική σου απ' όταν είπα «Ναι» πριν από δυόμισι εβδομάδες. Ξέρω όμως πως αυτός είναι ο τρόπος του να ζητάει συγγνώμη και να βεβαιώνεται πως όλα είναι καλά ανάμεσά μας μετά το καβγαδάκι μας. ΟΤΑΝ ΞΥΠΝΑΩ, ο ήλιος λάμπει μέσα από τα φινιστρίνια, και το νερό αντανακλά σχέδια που λαμπυρίζουν επάνω στο ταβάνι της καμπίνας. Ο Κρίστιαν δε φαίνεται πουθενά. Τεντώνομαι και χαμογελάω. Χμμμ... Ευχαρίστως θα δεχόμουν οποτεδήποτε ένα σωφρονιστικό γαμήσι ακολουθούμενο από σεξ συμφιλίωσης. Είναι εκπληκτικό να πηγαίνεις στο κρεβάτι με δύο διαφορετικούς άντρες τον θυμωμένο Κρίστιαν και τον γλυκό άσε-με-ναεπανορθώσωμε-όποιον-τρόπο-μπορώ
Κρίστιαν. Δύσκολο να αποφασίσω ποιος από τους δύο μού αρέσει περισσότερο. Σηκώνομαι και κατευθύνομαι προς το μπάνιο. Ανοίγοντας την πόρτα, βρίσκω μέσα τον Κρίστιαν να ξυρίζεται γυμνός, εκτός από μια πετσέτα τυλιγμένη γύρω από τη μέση του. Γυρίζει και χαμογελάει πλατιά, χωρίς να ταράζεται που τον διακόπτω. Έχω ανακαλύψει πως ο Κρίστιαν δεν κλειδώνει ποτέ την πόρτα αν είναι μόνος του σ’ ένα δωμάτιο ο λόγος είναι τρομακτικός και δε θέλω να τον συλλογίζομαι. «Καλημέρα, κυρία Γκρέυ!» εκπέμποντας καλή διάθεση. «Καλημέρα και σε σας!»
λέει,
Ανταποδίδω το χαμόγελο, παρακολουθώντας τον να ξυρίζεται. Μου ο,ρέσει να τον παρακολουθώ να ξυρίζεται. Σηκώνει το πιγούνι του και ξυρίζεται από κάτω, διαγράφοντας μεγάλες, καλοζυγισμένες διαδρομές, και πιάνω τον εαυτό μου να αντιγράφει ασυνείδητα τις κινήσεις του. Τραβάω το επάνω χείλος μου προς τα κάτω, ακριβώς όπως κάνει κι εκείνος για να ξυρίσει το αυλάκι. Γυρίζει και μου χαμογελάει αχνά, με το μισό του πρόσωπο σκεπασμένο ακόμα με σαπουνάδα. «Απολαμβάνεις το σόου;» ρωτάει. Ω Κρίστιαν, θα μπορούσα να σε παρακολουθώ ώρες. «Ένα από τα αγαπημένα μου...» απαντάω μουρμουριστά, και σκύβει να μου δώσει ένα πεταχτό φιλί,
πασαλείφοντας σαπουνάδα.
το
πρόσωπό
μου
με
«Να σ’ το ξανακάνω;» ψιθυρίζει πονηρά και σηκώνει το ξυράφι. . . Του σουφρώνω τα χείλη. « Όχι ...» λέω χαμηλόφωνα, κάνοντας ότι κατεβάζω μούτρα. «Την άλλη φορά θα κάνω χαλάουα». Αναθυμάμαι τη χαρά του Κρίστιαν στο Λονδίνο όταν ανακάλυψε πως στη διάρκεια της μοναδικής σύσκεψης που είχε εκεί είχα ξυρίσει από περιέργεια τις τρίχες του εφηβαίου μου. Φυσικά δεν το είχα κάνει σύμφωνα με τα υψηλά στάνταρ του κυρίου Απαιτητικού... ***
«Τι διάολο έκανες;» αναφωνεί ο Κρίστιαν. Δεν μπορεί να συγκρατήσει την έντρομη ευθυμία του. Κάθεται στο κρεβάτι στη σουίτα μας στο ξενοδοχείο Μπράουν κοντά στο Πικκαντίλλι, ανάβει τη λάμπα στο κομοδίνο, με το στόμα του να σχηματίζει ένα ξαφνιασμένο «Ο». Πρέπει να είναι μεσάνυχτα. Κοκκινίζω, παίρνοντας το χρώμα των σεντονιών της αίθουσας ψυχαγωγίας, και προσπαθώ να κατεβάσω το σατέν νυχτικό μου για να μη βλέπει. Μου αρπάζει το χέρι για να με σταματήσει. «Άνα!» «Εεε... Ξυρίστηκα».
«Το βλέπω αυτό! Γιατί;» Χαμογελάει από το ένα αυτί έως το άλλο. Σκεπάζω το πρόσωπο με τα χέρια μου. Γιατί ντρέπομαι τόσο πολύ; «Ει...» λέει μαλακά και μου τραβάει το χέρι. «Μην κρύβεσαι». Δαγκώνει το χείλος του για να μη γελάσει. «Πες μου... Γιατί;» Τα μάτια του λάμπουν από κέφι. Γιατί το βρίσκει τόσο αστείο; «Πάψε να με κοροϊδεύεις...» «Δε σε κοροϊδεύω. Συγγνώμη... Είμαι ενθουσιασμένος!» αποκρίνεται. «Ω...» «Πες μου. Γιατί;»
Παίρνω βαθιά ανάσα. «Σήμερα το πρωί, όταν έφυγες για τη σύσκεψή σου, έκανα ένα ντους και μου ήρθαν στο μυαλό όλοι σου οι κανόνες». Ανοιγοκλείνει τα βλέφαρά του. Η ευθυμία έχει εξαφανιστεί από την έκφρασή του και με ατενίζει επιφυλακτικά. «Και τους έσβηνα έναν έναν και σκεφτόμουν τι συναισθήματα μου προκαλούσε καθένας τους και θυμήθηκα το ινστιτούτο καλλονής και σκέφτηκα πως... Πως αυτό σ’ αρέσει. Δεν ήμουν αρκετά γενναία ώστε να κάνω χαλάουα...» Η φωνή μου σβήνει σ’ έναν ψίθυρο. Με κοιτάζει με μάτια που λάμπουν αυτήν τη φορά όχι από θυμηδία για την ανοησία μου, αλλά από αγάπη.
« Ω Άνα ...» μουρμουρίζει. Σκύβει και με φιλάει τρυφερά. «Με μαγεύεις...» προσθέτει ψιθυριστά επάνω στα χείλη μου και με φιλάει ξανά, αρπάζοντας και με τα δυο του χέρια το πρόσωπό μου. Έπειτα από μια στιγμή χωρίς ανάσα, τραβιέται και ακουμπάει στον αγκώνα του. Το κέφι έχει επιστρέψει. «Νομίζω πως πρέπει να κάνω μια ενδελεχή επιθεώρηση του έργου των χεριών σας, κυρία Γκρέυ!» «Τι; Όχι!» Πλάκα κάνει! Σκεπάζομαι, προστατεύοντας την πρόσφατα αποψιλωμένη περιοχή μου. «Α, όχι, Αναστάζια...» Μου γραπώνει τα χέρια και τα τραβάει με δύναμη. Ύστερα μετακινείται σβέλτα, έτσι
που βρίσκεται ανάμεσα στα πόδια μου, κρατώντας μου τα χέρια ακίνητα στα πλάγια. Το φλογερό βλέμμα του θα μπορούσε να βάλει φωτιά σε ξερό προσάναμμα, αλλά προτού αναφλεγώ, σκύβει και περνάει τα χείλη του ξυστά από τη γυμνή μου κοιλιά, με κατεύθυνση τα γεννητικά μου όργανα. Σπαράζω από κάτω του, υποταγμένη απρόθυμα στη μοίρα μου. «Λοιπόν, τι έχουμε εδώ;» Ο Κρίστιαν μού δίνει ένα φιλί στο σημείο όπου έως σήμερα το πρωί είχα τρίχες — μετά τρίβει επάνω μου το αξύριστο πιγούνι του. « Αχ! » αναφωνώ. Ποπό... Είναι ευαίσθητο. Τα μάτια του Κρίστιαν γυρίζουν στα δικά μου, γεμάτα λάγνο πόθο. «Νομίζω πως κάτι
σου ξέφυγε...» λέει και τραβάει απαλά, ακριβώς από κάτω. «Ω... Να πάρει» τραυλίζω, ελπίζοντας πως αυτό θα βάλει τέλος στην ειλικρινά ενοχλητική εξέτασή του. «Έχω μια ιδέα!» Πετάγεται γυμνός από το κρεβάτι και κατευθύνεται προς το μπάνιο. Τι διάολο χάνει; Επιστρέφει έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα, κουβαλώντας ένα ποτήρι νερό, μια κούπα, το ξυράφι μου, το πινέλο του για το ξύρισμα, σαπούνι και μια πετσέτα. Βάζει το νερό, το πινέλο, το σαπούνι και το ξυράφι στο κομοδίνο και με κοιτάζει κρατώντας την πετσέτα. Οχ, όχι! Το υποσυνείδητό μου κλείνει με βρόντο το βιβλίο The Complete Works of
Charles Dickens, πετάγεται από την πολυθρόνα του και βάζει τα χέρια στη μέση. «Όχι. Όχι. Όχι! » τσιρίζω. «Κυρία Γκρέυ, αν μια δουλειά είναι να γίνει, πρέπει να γίνει σωστά. Σήκωσε τους γοφούς σου...» Τα μάτια του λάμπουν γκρίζα σαν καλοκαιριάτικη καταιγίδα. «Κρίστιαν! Δε θα με ξυρίσεις!» Γέρνει το κεφάλι του στο πλάι. «Γιατί όχι δηλαδή;» Κοκκινίζω. Δεν είναι προφανές; «Επειδή... Επειδή είναι πολύ...» «Προσωπικό;» ψιθυρίζει. «Άνα, λαχταράω αυτού του είδους τη στενή επαφή μαζί σου
το ξέρεις αυτό. Άλλωστε, μετά απ’ όλα αυτά που έχουμε κάνει, μη μου γίνεσαι τώρα μυγιάγγιχτη. Και γνωρίζω αυτό το μέρος του σώματός σου καλύτερα από σένα». Τον κοιτάζω με το στόμα ολάνοιχτο. Απ’ όλα τα αλαζονικά. .. Αλήθεια είναι, πράγματι το ξέρει αλλά και πάλι. «Απλώς είναι λάθος...» Η φωνή μου βγάζει κάτι το σεμνότυφο και κλαψιάρικο. «Δεν είναι λάθος είναι σέξι». Σέξι; Αλήθεια ; «Σε διεγείρει αυτό το πράγμα;» Δεν μπορώ να κρύψω την έκπληξη από τη φωνή μου.
Ρουθούνιζει. «Δεν το καταλαβαίνεις;» Ρίχνει μια ματιά στη στύση του. «Θέλω να σε ξυρίσω...» ψιθυρίζει. Ω... Τι στον διάολο; Ξαπλώνω, περνώντας το μπράτσο πάνω από το πρόσωπό μου για να μη βλέπω. «Αν σ’ αρέσει, Κρίστιαν, κάν’ το. Είσαι τόσο κίνκι...» μουρμουρίζω ανασηκώνοντας τους γοφούς μου. Απλώνει από κάτω μου την πετσέτα και μετά φιλάει το εσωτερικό του μηρού μου. «Ω μωρό μου, πόσο δίκιο έχεις...» Ακούω το φλοίσβισμα του νερού καθώς βουτάει το πινέλο του ξυρίσματος μέσα στο ποτήρι, ύστερα το απαλό στριφογύρισμα του πινέλου στην κούπα. Αρπάζει τον
αριστερό μου αστράγαλο και μου ανοίγει τα πόδια. Το κρεβάτι βουλιάζει έτσι όπως κάθεται ανάμεσά τους. «Πραγματικά, αυτήν τη στιγμή θα ήθελα να σε δέσω...» λέει σιγανά. «Υπόσχομαι να μην κουνιέμαι». «Ωραία». Περνάει το πινέλο με τη σαπουνάδα πάνω από το ηβικό οστό μου, και μου κόβεται η ανάσα. Είναι ζεστό. Το νερό στο ποτήρι πρέπει να είναι καυτό. Αναδεύομαι λιγάκι. Γαργαλάει... Αλλά με ευχάριστο τρόπο. «Μην κουνιέσαι!» με μαλώνει ο Κρίστιαν και στριφογυρίζει ξανά το πινέλο. «Αλλιώς στ’ αλήθεια θα σε δέσω!» προσθέτει
απειλητικά,'κι ένα υπέροχο κατεβαίνει στη ραχοκοκαλιά μου.
ρίγος
«Το έχεις ξανακάνει;» ρωτάω επιφυλακτικά μόλις απλώνει το χέρι του στο ξυράφι. «Όχι». «Α, ωραία...» αποκρίνομαι χαμογελαστά. «Άλλη μία πρώτη φορά, κυρία Γκρέυ...» «Μμμ... Μ’ αρέσουν οι πρώτες φορές». «Και μένα. Πάμε». Και απαλά, τόσο που με αφήνει εμβρόντητη, περνάει το ξυράφι πάνω από την ευαίσθητη σάρκα μου. «Μην κουνιέσαι...» προσθέτει αφηρημένα, και ξέρω ότι συγκεντρώνεται σκληρά.
Δεν περνούν παρά μόνο μερικά λεπτά, και αρπάζει την πετσέτα για να σκουπίσει όλη την περισσευούμενη σαπουνάδα. «Ορίστε τώρα είναι καλύτερα...» μουρμουρίζει με συλλογισμένο ύφος, και τελικά σηκώνω το μπράτσο για να τον κοιτάξω καθώς τραβιέται λίγο ώστε να θαυμάσει το έργο του. «Ευχαριστημένος;» φωνή.
ρωτάω
με
βραχνή
« Πολύ! » Χαμογελάει πονηρά και χώνει αργά το δάχτυλό του μέσα μου. *** «Μα είχε πλάκα...» λέει, και το βλέμμα του είναι λίγο εμπαικτικό.
«Για σένα μπορεί!» Προσπαθώ να σουφρώσω τα χείλη αλλά έχει δίκιο... Ήταν ερεθιστικό... «Απ’ ό,τι μπορώ να θυμηθώ, τα επακόλουθα ήταν πολύ ικανοποιητικά». Ο Κρίστιαν συνεχίζει το ξύρισμά του. Χαμηλώνω βιαστικά το βλέμμα στα δάχτυλά μου. Ναι, ήταν. Δεν είχα ιδέα πως η απουσία ηβικού τριχώματος θα έκανε τόσο μεγάλη διαφορά. «'Et, απλώς σε πειράζω... Αυτό δεν κάνουν οι σύζυγοι που είναι τρελά ερωτευμένοι με τις γυναίκες τους;» Ο Κρίστιαν μού ανασηκώνει το πιγούνι και με κοιτάζει, με τα μάτια του ξάφνου γεμάτα φόβο καθώς προσπαθεί να διαβάσει την έκφρασή μου.
Χμμμ... Η ώρα της ανταπόδοσης. «Κάτσε...» λέω σιγανά. Με κοιτάζει χωρίς να καταλαβαίνει. Τον σπρώχνω μαλακά προς το μοναδικό άσπρο σκαμνί του μπάνιου. Απορημένος, κάθεται και του παίρνω το ξυράφι από τα χέρια. «Άνα...» με προειδοποιεί συνειδητοποιεί την πρόθεσή μου.
όταν
Σκύβω και τον φιλάω. «Πίσω το κεφάλι...» ψιθυρίζω. Διστάζει. «Μία σας και μία μου, κύριε Γκρέυ».
Με κοιτάζει με επιφυλακτική, εύθυμη δυσπιστία. «Ξέρεις τι κάνεις;» ρωτάει χαμηλόφωνα. Κουνάω το κεφάλι αργά, εκούσια, προσπαθώντας να φαίνομαι όσο το δυνατόν πιο σοβαρή. Κλείνει τα μάτια, κουνάει το κεφάλι του και ύστερα το γέρνει προς τα πίσω υποκύπτοντας. Γαμώτο μου... Θα με αφήσει να τον ξυρίσω. Γλιστράω προσεκτικά το χέρι μέσα από τα βρεγμένα μαλλιά στο μέτωπό του και τα πιάνω σφιχτά, για να τον κρατήσω ακίνητο. Κλείνει ερμητικά τα μάτια και μισανοίγει τα χείλη παίρνοντας μια εισπνοή. Ανεβάζω πολύ απαλά με μία κίνηση το ξυράφι από τον λαιμό έως το πιγούνι του, αποκαλύπτοντας ένα μονοπάτι δέρματος
κάτω από τη σαπουνάδα. Ο Κρίστιαν εκπνέει. «Νόμιζες ότι θα σε πονέσω;» «Ποτέ δεν ξέρω τι θςχ κάνεις, Άνα, αλλά όχι όχι σκόπιμα». Περνάω το ξυράφι από τον λαιμό του προς τα επάνω, ανοίγοντας ένα μεγαλύτερο μονοπάτι στη σαπουνάδα. «Ποτέ δε Κρίστιαν».
θα
σε
πονούσα
σκόπιμα,
Ανοίγει τα μάτια και τυλίγει τα μπράτσα του γύρω μου έτσι όπως σέρνω απαλά το ξυράφι στο μάγουλό του, από την άκρη της φαβορίτας του προς τα κάτω.
«Το ξέρω» αποκρίνεται, γέρνοντας το πρόσωπο για να του ξυρίσω και το υπόλοιπο μάγουλο. Δύο ακόμα κινήσεις, κι έχω τελειώσει. «Τελειώσαμε, δίχως να χυθεί ούτε σταγόνα αίμα!» αναφωνώ χαμογελώντας με περηφάνια. Περνάει το χέρι του πάνω από το πόδι μου, έτσι που το νυχτικό μου ανεβαίνει στον μηρό μου, και με τραβάει προς το μέρος του, καθίζοντάς με καβάλα επάνω του. Σταθεροποιούμαι ακουμπώντας τα χέρια στα μπράτσα του. Είναι πραγματικά πολύ μυώδης. «Μπορώ να σε πάω κάπου σήμερα;»
«Δεν έχει ηλιοθεραπεία;» Ανασηκώνω χλευαστικά το φρύδι μου. Γλείφει νευρικά τα χείλη του. «Όχι. Δεν έχει ηλιοθεραπεία σήμερα. Σκέφτηκα πως ίσως ήθελες κάτι άλλο». «Κοίτα... Αφού με γέμισες πιπιλιές και ουσιαστικά έβαλες τέλος στην ηλιοθεραπεία, βέβαια. Γιατί όχι;» Επιλέγει συνετά να αγνοήσει τον τόνο μου. «Πρέπει να πάμε με το αυτοκίνητο, μα απ’ ό,τι έχω ακούσει, αξίζει μια επίσκεψη. Ο μπαμπάς με συμβούλεψε να το επισκεφθούμε. Είναι ένα χωριό επάνω σ’ έναν λόφο, που λέγεται Σαιν Πολ ντε Βανς. Έχει μερικές γκαλερί. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσαμε να διαλέξουμε μερικούς πί-
νακες ή γλυπτά για το καινούριο σπίτι αν βρούμε κάτι που μας αρέσει». Γέρνω προς τα πίσω και τον κοιτάζω. Τέχνη... Θέλει να αγοράσει τέχνη. Πώς μπορώ να αγοράσω τέχνη; «Τι;» ρωτάει. «Δεν έχω ιδέα από τέχνη, Κρίστιαν...» Ανασηκώνει τους ώμους του και μου χαμογελάει με επιείκεια. «Θα αγοράσουμε μόνο ό,τι μας αρέσει. Δεν πρόκειται για επένδυση». Επένδυση; Χριστέ μου... «Τι;» ρωτάει πάλι. Κουνάω το κεφάλι.
«Κοίτα... Ξέρω πως πήραμε τα σχέδια της αρχιτεκτόνισσας μόλις προχτές αλλά δεν είναι κακό να ρίξουμε μια ματιά, και το χωριό είναι μεσαιωνικό». Ω, η αρχιτεκτόνισσα. Έπρεπε να μου τη θυμίσει... Η Τζία Ματτέο, φίλη του Έλλιοτ, που δούλεψε στο σπίτι του Κρίστιαν στο Άσπεν. Στη διάρκεια των συναντήσεών μας δεν είχε μάτια παρά μόνο για τον Κρίστιαν. «Τι πάλι;» αναφωνεί ο Κρίστιαν. Κουνάω το κεφάλι. «Πες μου!» με πιέζει. Πώς μπορώ να του πω ότι δε μου αρέσει η Τζία; Η αντιπάθειά μου είναι παράλογη. Δε θέλω να δώσω την εντύπωση της ζηλιάρας συζύγου.
«Δεν είσαι ακόμα έξαλλη μαζί μου γι’ αυτό που έκανα χτες;» Αναστενάζει και χώνει το πρόσωπό του ανάμεσα στα στήθη μου. «Όχι. Πεινάω...» μουρμουρίζω, ξέροντας πολύ καλά πως αυτό θα του αποσπάσει την προσοχή από τέτοιου είδους ερωτήσεις. «Γιατί δεν το είπες;» Με κατεβάζει από τα πόδια του και σηκώνεται. ΤΟ ΣΑΙΝ ΠΟΑ ΝΤΕ ΒΑΝΣ είναι ένα οχυρωμένο μεσαιωνικό χωριό στην κορυφή ενός λόφου, ένα από τα πιο γραφικά μέρη που έχω δει ποτέ. Κάνω βόλτα αγκαζέ με τον Κρίστιαν στα στενά πλακόστρωτα δρομάκια του, με το χέρι μου στην κωλότσεπη του σορτς του. Ο Τέυλορ και ο Γκαστόν ή ο Φιλίπ -δεν τους ξεχωρίζωμας ακολουθούν κατά πόδας. Περνάμε μια
δενδρόφυτη πλατεία, όπου τρεις ηλικιωμένοι, ο ένας με παραδοσιακό μπερέ παρά τη ζέστη, παίζουν μπουλ.1 Το μέρος είναι γεμάτο τουρίστες, αλλά αισθάνομαι άνετα χωμένη κάτω από το μπράτσο του Κρίστιαν. Έχει τόσο πολλά να δεις: μικροί δρόμοι και σοκάκια που οδηγούν σε αυλές με περίτεχνες πέτρινες κρήνες, παλιά και σύγχρονα γλυπτά και συναρπαστικές μπουτίκ και μαγαζιά. Στην πρώτη γκαλερί ο Κρίστιαν κοιτάζει αφηρημένα τις ερωτικές φωτογραφίες μπροστά μας, πιπιλίζοντας ελαφρά το μπράτσο των αεροπορικών γυαλιών του. Είναι έργα της Φλοράνς Ντ’ελ γυμνές γυναίκες σε διάφορες πόζες. «Όχι ακριβώς αυτό που είχα στο μυαλό μου...» ψιθυρίζω αποδοκιμαστικά. Με
κάνουν να σκέφτομαι το κουτί με τις φωτογραφίες που βρήκα στην ντουλάπα του. Αναρωτιέμαι αν όντως τις κατέστρεψε. «Ούτε κι εγώ...» αποκρίνεται ο Κρίστιαν χαμογελώντας μου. Με παίρνει από το χέρι και προχωράμε στον επόμενο καλλιτέχνη και αναρωτιέμαι νωθρά αν θα έπρεπε να τον αφήσω να μου τραβήξει φωτογραφίες. Η επόμενη έκθεση είναι μιας ζωγράφου που ειδίκευεται στις νεκρές φύσεις φρούτα και λαχανικά από πολύ κοντινή απόσταση και σε ζωντανά, υπέροχα χρώματα. «Μ’ αρέσουν αυτά». Δείχνω τρεις πίνακες με πιπεριές. «Μου θυμίζουν εσένα να ψιλοκόβεις λαχανικά στο διαμέρισμά μου!» λέω χαχανίζοντας.
Το στόμα του Κρίστιαν στραβώνει καθώς προσπαθεί μάταια να κρύψει την ευθυμία του. «Νόμιζα πως τα κατάφερα επαρκώς...» μουρμουρίζει. «Απλώς ήμουν λίγο αργός, και εν πάση περιπτώσει» -με τραβάει στην αγκαλιά του«μου αποσπούσες την προσοχή. Πού θα τους έβαζες;». «Παρακαλώ;» Ο Κρίστιαν τρίβει τη μύτη του στο αυτί μου. «Τους πίνακες πού θα τους έβαζες;» Μου δαγκώνει τον λοβό και το νιώθω στους βουβώνες μου. «Στην κουζίνα...» απαντάω τραυλίζοντας. «Χμμμ... Καλή ιδέα, κυρία Γκρέυ».
Προσπαθώ να δω την τιμή. Πέντε χιλιάδες ευρώ καθένας. Γαμώτο μου! «Είναι πραγματικά ακριβοί...» λέω με κομμένη την ανάσα. «Και λοιπόν;» Τρίβει ξανά τη μύτη του επάνω μου. «Συνήθισέ το, Ανά». Με αφήνει και πηγαίνει στο γραφείο, όπου μια ασπροντυμένη κοπέλα τον κοιτάζει χάσκοντας. Θέλω να υψώσω το βλέμμα στον ουρανό, αλλά στρέφω πάλι την προσοχή μου στους πίνακες. Πέντε χιλιάδες ευρώ... Χριστέ μου! ΕΧΟΥΜΕ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ το φαγητό και χαλαρώνουμε πίνοντας καφέ στο ξενοδοχείο Λε Σαιν Πολ. Η θέα της γύρω εξοχής είναι εκπληκτική. Αμπέλια και
χωράφια με ηλιοτρόπια δημιουργούν ένα συνονθύλευμα στην πεδιάδα διανθισμένο εδώ κι εκεί με νοικοκυρεμένες μικρές γαλλικές αγροικίες. Η μέρα είναι καθαρή και όμορφη, και βλέπουμε πέρα έως τη θάλασσα, που γυαλίζει αμυδρά στον ορίζοντα. Ο Κρίστιαν διακόπτει την ονειροπόλησή μου, «Με ρώτησες γιατί σου πλέκω τα μαλλιά...» ψιθυρίζει. Ο τόνος του με θέτει σε κατάσταση συναγερμού. Φαίνεται ένοχος... «Ναι». Ω, γαμώτο... «Η κοκαϊνομανής πόρνη μ’ άφηνε να παίζω με τα μαλλιά της, νομίζω. Δεν ξέρω αν πρόκειται για ανάμνηση ή όνειρο». Ποπό! Η βιολογική του μητέρα.
Με κοιτάζει με έκφραση ανερμήνευτη. Η καρδιά μου σκαρφαλώνει στο στόμα μου. Τι να πω όταν λέει τέτοια πράγματα; «Μ’ αρέσει να παίζεις με τα μαλλιά μου...» Η φωνή μου είναι διστακτική. Με κοιτάζει αβέβαια. «Αλήθεια;» «Ναι». Είναι αλήθεια. Τον αρπάζω από το χέρι. «Νομίζω πως αγαπούσες τη βιολογική σου μητέρα, Κρίστιαν». Οι κόρες των ματιών του διαστέλλονται και με κοιτάζει ανέκφραστος, χωρίς να μιλάει. Γαμώτο μου... Μήπως το παρατράβηξα; Πες κάτι, Πενήντα σε παρακαλώ. Αλλά μένει ανυποχώρητα βουβός και με ατενίζει με ανεξιχνίαστα γκρίζα μάτια, ενώ η σιωπή
ανάμεσά χαμένος.
μας
παρατείνεται.
Φαίνεται
Χαμηλώνει το βλέμμα του στο χέρι μου που βρίσκεται πάνω στο δικό του και κατσουφιάζει. «Πες κάτι...» ψελλίζω, επειδή δεν αντέχω άλλο τη σιωπή. Κουνάει το κεφάλι του εκπνέοντας βαθιά. «Πάμε να φύγουμε...» Μου αφήνει το χέρι και σηκώνεται, με ύφος επιφυλακτικό. Μήπως το παράκανα; Δεν έχω ιδέα. Η καρδιά μου σφίγγεται και δεν ξέρω αν πρέπει να πω κάτι άλλο ή απλώς να το αφήσω να περάσει. Επιλέγω το τελευταίο και τον ακολουθώ υπάκουα έξω από το εστιατόριο.
Στον όμορφο στενό δρομάκο με πιάνει από το χέρι. «Πού θες να πάμε;» Μιλάει! Και δεν είναι έξαλλος μαζί μου δόξα σόι ο Θεός. Εκπνέω ανακουφισμένη και ανασηκώνω τους ώμους. «Απλώς χαίρομαι που μου μιλάς ακόμα...» «Ξέρεις πως δε μ’ αρέσει να μιλάω για όλες αυτές τις μαλακίες. Είναι παρελθόν. Τέρμα» αποκρίνεται ήρεμα. Όχι, Κρίστιαν, δεν είναι. Η σκέψη με θλίβει και πρώτη φορά αναρωτιέμαι αν θα τελειώσει ποτέ. Πάντα θα είναι Πενήντα Αποχρώσεις... Οι Πενήντα Αποχρώσεις μου. Θέλω να αλλάξει; Όχι, στην πραγματικότητα όχι μόνο στον βαθμό που
θέλω να αισθάνεται πως τον αγαπούν. Ρίχνοντάς του μια κλεφτή ματιά, εκμεταλλεύομαι τη στιγμή για να θαυμάσω τη σαγηνευτική ομορφιά του... Και είναι δικός μου. Και δεν είναι απλώς η γοητεία του πανέμορφου προσώπου και του σώματός του που με έχει μαγέψει. Εκείνο που με ελκύει, εκείνο που με τραβάει, είναι αυτό που βρίσκεται πίσω από την τελειότητα. Η εύθραυστη, πληγωμένη ψυχή του... Με κοιτάζει με κείνο το βλέμμα, το αφ’ υψηλού, το μισό εύθυμο, μισό επιφυλακτικό, το απόλυτα σέξι, ύστερα με χώνει κάτω από το μπράτσο του και προχωράμε ανάμεσα από τους τουρίστες προς το σημείο όπου ο Φιλίπ/Γκαστόν έχει παρκάρει την ευρύχωρη Mercedes.
Γλιστράω πάλι το χέρι μέσα στην κωλότσεπη του σορτς του, χαρούμενη που δεν είναι θυμωμένος. Ειλικρινά όμως, ποιο τετράχρονο πςαδί δεν αγαπάει τη μαμά του, όσο κακή μαμά κι αν είναι; Αναστενάζω βαθιά και τον αγκαλιάζω πιο σφιχτά. Ξέρω ότι πίσω μας καραδοκεί η ομάδα ασφάλειας και αναρωτιέμαι νωθρά αν έχουν φάει. Ο Κρίστιαν σταματάει έξω από μια μικρή μπουτίκ που πουλάει όμορφα κοσμήματα και κοιτάζει τη βιτρίνα, ύστερα εμένα. Αρπάζει το ελεύθερο χέρι μου και περνάει τον αντίχειρά του πάνω από την ξεθωριασμένη κόκκινη γραμμή του σημαδιού της χειροπέδης, επιθεωρώντας το. «Δεν πονάει...» τον καθησυχάζω.
Στριφογυρίζει, έτσι που ελευθερώνεται και το άλλο μου χέρι από την τσέπη του. Το αρπάζει κι αυτό, γυρίζοντάς το μαλακά από την άλλη για να εξετάσει τον καρπό μου. Το πλατινένιο ρολόι Omega που μου χάρισε στη διάρκεια του πρωινού την πρώτη μας μέρα στο Λονδίνο κρύβει την κόκκινη γραμμή. Η αφιέρωση με κάνει ακόμα να λιώνω. Αναστάζια, είσαι τα Περισσότερα, η αγαπη, η ζωη μου Κρίστιαν Παρά τα προβλήματα, παρά τις Πενήντα Αποχρώσεις του, ο άντρας μου μπορεί να γίνει πολύ ρομαντικός. Κοιτάζω τα αχνά σημάδια στους καρπούς μου. Από την άλλη,
μερικές φορές μπορεί να γίνει άγριος. Αφήνοντας το αριστερό μου χέρι, μου σηκώνει με τα δάχτυλα το πιγούνι και εξετάζει προσεκτικά την έκφρασή μου. Τα μάτια του είναι ανήσυχα. «Δεν πονούν...» επαναλαμβάνω. Τραβάει το χέρι μου προς τα χείλη του και δίνει ένα μικρό, απολογητικό φιλί στο μέσα μέρος του καρπού μου. «Έλα» λέει και με βάζει μέσα στο μαγαζί. «ΟΡΙΣΤΕ». Ο ΚΡΙΣΤΙΑΝ ανοίγει το πλατινένιο μπρασελέ που μόλις αγόρασε. Είναι υπέροχο, τόσο λεπτοδουλεμένο, το φιλιγκράν έχει σχήμα μικρών αφαιρετικών λουλουδιών με μικρά διαμάντια στην καρδιά τους. Το κουμπώνει γύρω από τον
καρπό μου. Είναι φαρδύ και μοιάζει με χειροπέδη και κρύβει τα κόκκινα σημάδια επίσης κόστισε τριάντα χιλιάδες ευρώ, σκέφτομαι, αν και στην πραγματικότητα δεν μπορούσα να παρακολουθήσω την κουβέντα στα γαλλικά με την πωλήτρια. Ποτέ δεν έχω ξαναφορέσει τόσο ακριβό πράγμα. «Να, Τώρα μουρμουρίζει.
είναι
καλύτερα...»
«Καλύτερα;» ρωτάω σιγανά, ατενίζοντας τα λαμπερά γκρίζα μάτια του, έχοντας συνείδηση πως η λιπόσαρκη πωλήτρια μας κοιτάζει ζηλόφθονα και αποδοκιμαστικά. «Ξέρεις γιατί...» απαντάει ο Κρίστιαν αβέβαια.
«Δεν το χρειάζομαι αυτό». Τινάζω τον καρπό μου, και η χειροπέδη κινείται. Το απογευματινό φως που μπαίνει από τα παράθυρα της μπουτίκ πέφτει επάνω της, και τα διαμάντια στέλνουν μικρά αστραφτερά ουράνια τόξα να χορέψουν στους τοίχους του μαγαζιού. «Εμένα μου χρειάζεται» αντιγυρίζει με απόλυτη ειλικρίνεια. Γιατί; Γιατί το χρειάζεται; Επειδή νιώθει ένοχος; Για ποιο πράγμα; Τα σημάδια; Τη βιολογική του μητέρα; Που δε μου ανοίγει την καρδιά του; Ω Πενήντα... «Όχι, Κρίστιαν, δεν το χρειάζεσαι. Μου έχεις δώσει κιόλας τόσο πολλά. Έναν μαγικό μήνα του μέλιτος, Λονδίνο, Παρίσι, Κυανή Ακτή... Και τον εαυτό σου. Είμαι
πολύ τυχερή κοπέλα...*» ψιθυρίζω, και τα μάτια του μαλακώνουν. «Όχι, Αναστάζια. Εγώ είμαι πολύ τυχερός άντρας». «Ευχαριστώ». Σηκώνομαι στις μύτες των ποδιών μου, τυλίγω τα χέρια γύρω από τον λαιμό του και τον φιλάω, όχι επειδή μου χάρισε το μπρασελέ, αλλά επειδή είναι δικός μου. ΟΤΑΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΜΕ στο αυτοκίνητο, έχει κλειστεί στον εαυτό του. Ατενίζει τα χωράφια με τα ζωηρόχρωμα ηλιοτρόπια, που τα κεφάλια τους ακολουθούν και απολαμβάνουν τον απογευματινό ήλιο. Ένας από τους δίδυμους -νομίζω πως είναι ο Γκαστόνοδηγεί, και ο Τέυλορ κάθεται δίπλα του στο μπροστινό κάθισμα. Ο
Κρίστιαν κάτι σκέφτεται με μελαγχολικό ύφος. Πιάνω το χέρι του και το ζουλάω καθησυχαστικά. Μου ρίχνει ένα βλέμμα και ύστερα μου αφήνει το χέρι και μου χαϊδεύει το γόνατο. Φοράω μια κοντή φαρδιά μπλε και άσπρη φούστα κι ένα μπλε στενό αμάνικο μπλουζάκι. Ο Κρίστιαν διστάζει, και δεν ξέρω αν το χέρι του θα ταξιδέψει προς τα επάνω στον μηρό μου ή προς' τα κάτω στη γάμπα μου. Τσιτώνομαι από προσμονή στο απαλό άγγιγμα των δαχτύλων του και η ανάσα μου κόβεται. Τι Θα κάνει; Διαλέγει να πάει προς τα κάτω, αρπάζοντας ξαφνικά τον αστράγαλό μου και τραβώντας το πόδι μου επάνω του. Περιστρέφομαι, έτσι που να τον κοιτάζω καταπρόσωπο. «Θέλω και το άλλο».
Ρίχνω μια νευρική ματιά προς τον Τέυλορ και τον Γκαστόν, που κρατούν αποφασιστικά τα μάτια καρφωμένα στον δρόμο εμπρός τους, και ανεβάζω και το άλλο μου πόδι επάνω του. Με ατάραχο ύφος πιέζει ένα κουμπί που υπάρχει στην πόρτα του. Μπροστά μας βγαίνει από κάποιο πλαίσιο ένα ελαφρώς χρωματισμένο διαχωριστικό, κι έπειτα από δέκα δευτερόλεπτα είμαστε ουσιαστικά απομονωμένοι. Ποπό... Έτσι εξηγείται γιατί το πίσω μέρος αυτού του αυτοκινήτου έχει τόσο πολύ χώρο για τα πόδια. «Θέλω να κοιτάξω τους αστράγαλούς σου...» εξηγεί ήρεμα ο Κρίστιαν. Το βλέμμα του είναι αγχωμένο. Τα σημάδια από τις χειροπέδες; Χριστέ μου... Νόμιζα πως το είχαμε λύσει αυτό. Δε θυμάμαι να
είδα σημάδια σήμερα το πρωί. Χαϊδεύει απαλά με τον αντίχειρά του το δεξί κουντεπιέ μου, κάνοντάς με να σπαρταρήσω. Ένα χαμόγελο παιχνιδίζει στα χείλη του και ξεκουμπώνει επιδέξια το ένα λουράκι. Το χαμόγελό του σβήνει καθώς βρίσκεται αντιμέτωπος με τα σκούρα κόκκινα σημάδια. «Δεν πονάει...» μουρμουρίζω. Μου ρίχνει μια ματιά, και η έκφρασή του είναι θλιμμένη, το στόμα του μια λεπτή γραμμή. Γνέφει μία φορά σαν να με πιστεύει, ενώ εγώ τινάζω το σανδάλι μου πετώντας το στο πάτωμα. Ξέρω όμως ότι τον έχω χάσει. Είναι ξανά αφηρημένος και μελαγχολικός και χαϊδεύει μηχανικά το πόδι μου, ενώ γυρίζει από την άλλη για να κοιτάξει πάλι έξω από το παράθυρο.
«Ει... Τι περίμενες;» ρωτάω μαλακά. Με κοιτάζει ανασηκώνοντας τους ώμους. «Δεν περίμενα να νιώσω έτσι όπως αισθάνομαι κοιτάζοντας αυτά τα σημάδια...» απαντάει. Ω! Τη μια στιγμή κουμπωμένος και την άλλη ομιλητικός; Πολύ... Πενήντα! Πώς να τον παρακολουθήσω; «Πώς νιώθεις;» Θλιμμένα μάτια με ατενίζουν. «Άσχημα...» τραυλίζει. Οχι, όχι... Ξεκουμπώνω τη ζώνη ασφαλείας και μετακινούμαι πιο κοντά του, αφήνοντας τα πόδια μου επάνω του. Θέλω να συρθώ στην αγκαλιά του και να τον σφίξω δυνατά
και θα το έκανα αν βρισκόταν μπροστά μόνο ο Τέυλορ. Ξέρω όμως πως είναι εκεί και ο Γκαστόν, κι αυτό δε με αφήνει να εκφραστώ ελεύθερα, παρά το διαχωριστικό. Αρπάζω τα χέρια του. «Αυτό που δε μ’ αρέσει είναι οι πιπιλιές...» ψιθυρίζω. «Όλα τα υπόλοιπα... Εκείνο που έκανες» -χαμηλώνω ακόμα περισσότερο τη φωνή μου«με τις χειροπέδες, αυτό το ευχαριστήθηκα... Για την ακρίβεια, δεν το ευχαριστήθηκα απλώς. Με απογείωσε. Μπορείς να μου το ξανακάνεις όποτε θες...». Αναδεύεται στη θέση του. «Σε απογείωσε;» Η εσωτερική μου θεά σηκώνει ξαφνιασμένη τα μάτια από την Τζάκι Κόλλινς της.
«Ναι...» απαντάω χαμογελώντας. Λυγίζω τα δάχτυλα των ποδιών μου στον καβάλο του, που έχει αρχίσει να σκληραίνει, και περισσότερο βλέπω παρά ακούω την απότομη εισπνοή του καθώς το στόμα του μισανοίγει. «Πρέπει να φοράτε τη ζώνη ασφαλείας σας, κυρία Γκρέυ...» Η φωνή του είναι χαμηλή, και τυλίγω πάλι τα δάχτυλα γύρω του. Παίρνει βαθιά ανάσα, και τα μάτια του σκοτεινιάζουν. Με αρπάζει προειδοποιητικά από τον αστράγαλο. Θέλει να σταματήσω; Να συνεχίσω; Κάνει μια παύση, συνοφρυώνεται, μετά βγάζει το πανταχού παρόν BlackBerry από την τσέπη του για να απαντήσει σ’ ένα τηλεφώνημα, κοιτάζοντας το ρολόι του. Το κατσούφιασμά του γίνεται ακόμα βαθύτερο.
«Μπάρνυ» πετάει. Να πάρει... Πάλι μας διακόπτει η δουλειά. Προσπαθώ να τραβήξω το πόδι μου, αλλά σφίγγει τα δάχτυλά του γύρω από τον αστράγαλό μου. «Στην αίθουσα των σέρβερ;» ρωτάει κατάπληκτος. «Ενεργοποιήθηκε το σύστημα πυρόσβεσης;» Φωτιά! Κατεβάζω τα πόδια από πάνω του, κι αυτήν τη φορά με αφήνει. Ακουμπάω την πλάτη στο κάθισμα, δένω τη ζώνη ασφαλείας και παίζω νευρικά με το μπρασελέ των τριάντα χιλιάδων ευρώ. Ο Κρίστιαν πιέζει ξανά το κουμπί στο χερούλι της πόρτας του, και το διαχωριστικό γυαλί κατεβαίνει.
«Τραυματίστηκε κανείς; Ζημιές; Μάλιστα... Πότε;» Ο Κρίστιαν ρίχνει ξανά μια ματιά στο ρολόι του, ύστερα περνάει τα δάχτυλα από τα μαλλιά του. «Όχι. Ούτε την πυροσβεστική ούτε την αστυνομία. Όχι ακόμα, εν πάση περιπτώσει». Φωτιά; Στο γραφείο του Κρίστιαν; Τον κοιτάζω άναυδη, ενώ το μυαλό μου τρέχει. Ο Τέυλορ μετακινείται, έτσι που να ακούει τη συζήτηση που έχει ο Κρίστιαν. «Έτσι, ε; Ωραία... Εντάξει. Θέλω λεπτομερή έκθεση ζημιών. Και πλή^ιη αναφορά για όσους είχαν πρόσβαση τις τελευταίες πέντε μέρες, συμπεριλαμβανομένου του προσωπικού καθαριότητας. Βρες την Άντρια και πες της να με πάρει... Ναι. Απ’ ό,τι φαίνεται, το
αργό είναι εξίσου αποτελεσματικό. Αξίζει το βάρος του σε χρυσάφι». Έκθεση ζημιών; Αργό; Μου ξυπνάει μακρινές μνήμες από το μάθημα χημείας πρόκειται για χημικό στοιχείο, νομίζω. «Το καταλαβαίνω πως είναι νωρίς... Στείλε μου ηλεκτρονικό μήνυμα σε δύο ώρες... Όχι. Θέλω να ξέρω... Ευχαριστώ που με πήρες». Ο Κρίστιαν το κλείνει και αμέσως μετά πληκτρολογεί ένα νούμερο στο BlackBerry. «Γουέλτς... Ωραία. Πότε;» Ο Κρίστιαν ρίχνει άλλη μία ματιά .στο ρολόι του. «Μία ώρα δηλαδή... Ναι. Είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο στην απομακρυσμένη αποθήκευση δεδομένων... Ωραία». Το κλείνει. «Φιλίπ, πρέπει να είμαι στο σκάφος σε λιγότερο από μία ώρα».
«Monsieur». Γαμώτο. Ο Φιλίπ είναι, όχι ο Γκαστόν. Το αυτοκίνητο ορμάει προς τα εμπρός. Ο Κρίστιαν με κοιτάζει με ανεξιχνίαστο βλέμμα. «Τραυματίστηκε κανείς;» ρωτάω ήρεμα. Ο Κρίστιαν γνέφει αρνητικά. «Πολύ μικρή ζημιά...» Απλώνει το χέρι και πιάνει το δικό μου, ζουλώντας το καθησυχαστικά. «Μην ανησυχείς γι’ αυτό το πράγμα. Το έχει αναλάβει η ομάδα μου». Και να τος, ο διευθύνων σύμβουλος που κρατάει τα ηνία, έχοντας τον πλήρη έλεγχο και χωρίς το παραμικρό ίχνος ταραχής. «Πού ήταν η φωτιά;»
«Στην αίθουσα των σέρβερ». «Στο Κτίριο Γκρέυ;» «Ναι». Οι απαντήσεις του είναι κοφτές, και καταλαβαίνω πως δε θέλει να το συζητήσει. «Γιατί τόσο μικρή ζημιά;» «Η αίθουσα των σέρβερ είναι εξοπλισμένη με τελευταίου τύπου σύστημα πυρόσβεσης». Φυσικά και είναι. «Άνα, σε παρακαλώ... Μην ανησυχείς». «Δεν ανησυχώ» αποκρίνομαι ψέματα.
«Δεν ξέρουμε με σιγουριά αν ήταν εμπρησμός» λέει, πετυχαίνοντας διάνα όσον αφορά τις ανησυχίες μου. Ανεβάζω τρομαγμένη το χέρι στον λαιμό μου. Το Τσάρλι Τάνγκο και τώρα αυτό; Έπεται συνέχεια; ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΣΣΕΡΑ ΕΙΜΑΙ ΑΝΗΣΥΧΗ. Ο Κρίστιαν είναι κλεισμένος στο γραφείο του σκάφους παραπάνω από μία ώρα τώρα. Δοκίμασα να διαβάσω, να δω τηλεόραση, να κάνω ηλιοθεραπεία -ηλιοθεραπεία με όλα μου τα ρούχα-, αλλά δεν μπορώ να χαλαρώσω και μου είναι αδύνατο να ξεφορτωθώ αυτό το αίσθημα νευρικότητας. Αφού άλλαξα κι
έβαλα ένα σορτσάκι κι ένα μπλουζάκι, βγάζω το παράλογα ακριβό μπρασελέ και πηγαίνω να βρω τον Τέυλορ. «Κυρία Γκρέυ...» λέει, σηκώνοντας ξαφνιασμένος τα μάτια από το μυθιστόρημα του Άντονυ Μπέρτζες. Κάθεται στο μικρό σαλονάκι έξω από το γραφείο του Κρίστιαν. «Θα ήθελα να πάω για ψώνια». «Μάλιστα, κυρία μου». Σηκώνεται. «Θα ήθελα να πάρω το τζετ σκι». Το στόμα του χάσκει. «Εμμμ...» Χάνει τα λόγια του και κατσουφιάζει. «Δε θέλω να απασχολήσω τον Κρίστιαν με αυτό το θέμα».
Πνίγει έναν αναστεναγμό. «Κυρία Γκρέυ... Εεε... Δε νομίζω πως ο κύριος Γκρέυ θα ένιωθε πολύ άνετα με αυτό, και θα μ’ άρεσε να κρατήσω τη δουλειά μου». Ω, για όνομα του Θεού! Θέλω να υψώσω το βλέμμα στον ουρανό, αλλά αντί γι’ αυτό στενεύω τα μάτια αναστενάζοντας βαθιά και*εκφράζοντας, νομίζω, τη σωστή ποσότητα εκνευρισμού και αγανάκτησης για το γεγονός ότι δεν είμαι κυρία της ίδιας μου της μοίρας. Από την άλλη δε θέλω να γίνει ο Κρίστιαν έξαλλος με τον Τέυλορ ή μαζί μου, εδώ που τα λέμε. Τον προσπερνάω με αποφασιστικό βήμα, χτυπάω την πόρτα του γραφείου και μπαίνω.
Ο Κρίστιαν μιλάει στο BlackBerry, ακουμπισμένος στο μαονένιο γραφείο. Σηκώνει τα μάτια του. «Άντρια, μισό λεπτό, σε παρακαλώ...» μουρμουρίζει στο τηλέφωνο με σοβαρό ύφος. Το βλέμμα του είναι γεμάτο από ευγενική προσδοκία. Γαμώτο. Γιατί νιώθω λες και μπήκα στο γραφείο του γυμνασιάρχη; Αυτός ο άνθρωπος χτες με είχε δεμένη με χειροπέδες. Αρνούμαι να τρομοκρατηθώ. Είναι ο άντρας μου. Ισιώνω τους ώμους και του χαμογελάω πλατιά. «Θα πάω για ψώνια. Θα πάρω μαζί μου ασφάλεια!» «Φυσικά. Πάρε τους δίδυμους και τον Τέυλορ μαζί» αποκρίνεται, και ξέρω πως
ό,τι κι αν συμβαίνει είναι σοβαρό, επειδή δε με ρωτάει τίποτε άλλο. Στέκομαι και τον κοιτάζω και αναρωτιέμαι αν μπορώ να βοηθήσω. «Τίποτε άλλο;» προσθέτει, Θέλει να φύγω. «Θες να σου φέρω κάτι;» ρωτάω. Χαμογελάει με το γλυκό, συνεσταλμένο χαμόγελό του. «Όχι, μωρό μου. Είμαι καλά» απαντάει. «Θα με φροντίσει το πλήρωμα...» «Εντάξει ». Θέλω να τον φιλήσω. Να πάρει ο διάολος. Μπορώ είναι άντρας μου. Προχωρώντας με αυτοπεποίθηση, του δίνω ένα φιλί στα χείλη, αιφνιδιάζοντάς τον.
«Αντρια, θα σε ψιθυριστά. Αφήνει
ξαναπάρω...»
λέει
το BlackBerry επάνω στο γραφείο πίσω του, με τραβάει στην αγκαλιά του και με φιλάει παθιασμένα. Όταν με αφήνει, μου έχει κοπεί η ανάσα, Τα μάτια του είναι σκοτεινά και γεμάτα πόθο. «Μου αποσπάς την προσοχή... Πρέπει να λύσω αυτό το πρόβλημα, για να μπορέσω να επιστρέψω στον μήνα του μέλιτός μου». Περνάει τον δείκτη του από το πρόσωπό μου και μου χαϊδεύει το πιγούνι, ανασηκώνοντάς μου το πρόσωπο. «Εντάξει. Με συγχωρείς...» «Σας παρακαλώ, μη ζητάτε συγγνώμη, κυρία Γκρέυ... Μ’ αρέσει να μου αποσπάτε την προσοχή». Με φιλάει στη γωνία του
στόματος. «Πήγαινε να ξοδέψεις μερικά χρήματα». Με αφήνει. «Αυτό θα κάνω...» Του χαμογελάω αμυδρά και βγαίνω από το γραφείο. Το υποσυνείδητό μου κουνάει το κεφάλι και σουφρώνει τα χείλη του. Δεν του είπες ότι πας με το τζετ σκι\ με μαλώνει με την τραγουδιστή φωνή του. Το αγνοώ... ΆρπΟια. Ο Τέυλορ περιμένει καρτερικά. «Πήραμε την αδεία από την ανώτερη διοίκηση... Φεύγουμε;» Χαμογελάω, προσπαθώντας να κρύψω τον σαρκασμό από τη φωνή μου. Ο Τέυλορ δεν κρύβει ένα χαμόγελο θαυμασμού. «Κυρία Γκρέυ, μετά από σας!»
Ο ΤΕΥΛΟΡ ΜΟΥ ΕΞΗΓΕΙ υπομονετικά τη λειτουργία του τζετ σκι και πώς θα το οδηγήσω. Έχει ένα ήρεμο, ευγενικό κύρος* είναι καλός δάσκαλος. Βρισκόμαστε στη βενζινάκατο, που σκαμπανεβάζει και ελίσσεται στα γαλήνια νερά του λιμανιού δίπλα στην «Ωραία μου Κυρία». Ο Γκαστόν παρακολουθεί με ύφος ανεξιχνίαστο πίσω από τα γυαλιά του, κι ένα μέλος του πληρώματος της «Ωραίας μου Κυρίας» βρίσκεται στο τιμόνι της βενζινακάτου. Χριστέ μου τρεις άνθρωποι μαζί μου απλώς επειδή θέλω να πάω για ψώνια. Είναι γελοίο. Κουμπώνοντας το σωσίβιό μου, χαμογελάω πλατιά στον Τέυλορ. Μου απλώνει το χέρι για να με βοηθήσει καθώς ανεβαίνω στο τζετ σκι.
«Στερεώστε το λουράκι του κλειδιού της μίζας γύρω από τον καρπό σας, κυρία Γκρέυ. Αν πέσετε, η μηχανή θα σβήσει αυτόματα» μου εξηγεί. « Εντάξει ». «Έτοιμη;» Γνέφω με ενθουσιασμό. «Πιέστε τη μίζα όταν θα έχετε απομακρυνθεί κάπου ενάμισι μέτρο από το σκάφος. Θα σας ακολουθήσουμε». «Οκέι». Σπρώχνει το τζετ σκι μακριά από τη βενζινάκατο, κι αυτό ξεμακραίνει επιπλέοντας ήρεμα στα νερά του κυρίως
λιμανιού. Όταν μου γνέφει πως όλα είναι εντάξει, πιέζω το κουμπί της μίζας, και η μηχανή παίρνει μπρος μουγκρίζοντας. «Εντάξει, κυρία Γκρέυ. Μαλακά, και θα τα καταφέρετε!» φωνάζει ο Τέυλορ. Πιέζω το γκάζι. Το τζετ σκι τινάζεται προς τα εμπρός, ύστερα σβήνει. Να πάρει! Πώς το κάνει ο Κρίστιαν να φαίνεται τόσο εύκολο; Ξαναπροσπαθώ, και ξανασβήνει. Να πάρει και να σηκώσει! «Σταθερά το γκάζι, κυρία Γκρέυ!» φωνάζει ο Τέυλορ. «Καλά, καλά, ψιθυριστά.
καλά...»
αποκρίνομαι
Ξαναπροσπαθώ, πιέζοντας πολύ απαλά τον μοχλό, και το τζετ σκι τινάζεται προς τα εμπρός αλλά αυτήν τη φορά συνεχίζει να πηγαίνει. Ναι! Προχωράει λίγο ακόμα. Χα χα! Ακόμα πηγαίνει! Θέλω να φωνάξω και να τσιρίξω από ενθουσιασμό, αλλά κρατιέμαι. Απομακρύνομαι με σταθερή ταχύτητα από το γιοτ επάνω στα νερά του κυρίως λιμανιού. Πίσω μου ακούω το βραχνό μουγκρητό της βενζινακάτου. Όταν πιέζω κι άλλο το γκάζι, το τζετ σκι ορμάει μπροστά, γλιστρώντας επάνω στο νερό. Με το ζεστό αεράκι στα μαλλιά μου κι έναν λεπτό θαλασσινό αφρό δεξιά και αριστερά μου, νιώθω ελεύθερη. Είναι σούπερ! Καθόλου παράξενο που ο Κρίστιαν δε με αφήνει ποτέ να οδηγήσω.
Αντί να κατευθυνθώ προς την ακτή περιορίζοντας τη διασκέδαση, κάνω στροφή και διαγράφω έναν κύκλο γύρω από την επιβλητική «Ωραία μου Κυρία». Ποπό μεγάλη πλάκαί Αγνοώ τον Τέυλορ και το μέλος του πληρώματος πίσω μου και κάνω ξανά έναν γρήγορο χόχλο γύρω από το γιοτ. Καθώς τελειώνω τον γύρο μου, εντοπίζω τον Κρίστιαν στο κατάστρωμα. Νομίζω πως με κοιτάζει με το στόμα ολάνοιχτο, αν και είναι δύσκολο να καταλάβω. Σηκώνω γενναία το χέρι από το τιμόνι και τον χαιρετάω με ενθουσιασμό. Φαντάζει θαρρείς και είναι φτιαγμένος από πέτρα, τελικά όμως σηκώνει το χέρι του σε κάτι που μοιάζει με σφιγμένο χαιρετισμό. Δεν μπορώ να διακρίνω την έκφρασή του χάι κάτι μου λέει πως δε θέλω. Έτσι, κατευθύνομαι προς τη μαρίνα, τρέχοντας
επάνω στο γαλάζιο νερό της Μεσογείου, που λαμπυρίζει κάτω από το τελευταίο απογευματινό φως. Φτάνω στην αποβάθρα, περιμένω και αφήνω τον Τέυλορ να σταματήσει πριν από μένα. Η έκφρασή του είναι παγωμένη, και η καρδιά μου σφίγγεται, αν και ο Γκαστόν δείχνει αόριστα εύθυμος. Αναρωτιέμαι στιγμιαία αν συνέβη κάτι που πάγωσε τις γαλλο-αμερικανικές σχέσεις, αλλά βαθιά μέσα μου υποψιάζομαι πως το πρόβλημα μάλλον είμαι εγώ. Ο Γκαστόν πηδάει από τη βενζινάκατο και τη δένει στο ρεμέτζο, ενώ ο Τέυλορ με καθοδηγεί να πάω δίπλα. Οδηγώ πολύ μαλακά το τζετ σκι δίπλα στη βενζινάκατο και το σταματάω πλάι του. Η έκφρασή του μαλακώνει λίγο.
«Απλώς σβήστε τη μηχανή, κυρία Γκρέυ» λέει ήρεμα, απλώνοντας το ένα χέρι να πιάσει το τιμόνι και το άλλο για να με βοηθήσει να μπω στη βενζινάκατο. Ανεβαίνω επάνω σβέλτα, εντυπωσιασμένη που δε σωριάζομαι μέσα. «Κυρία Γκρέυ...» συμπληρώνει νευρικά ο Τέυλορ, και τα μάγουλά του είναι πάλι ροζ. «Ο κύριος Γκρέυ δε νιώθει και πολύ άνετα όταν οδηγείτε το τζετ σκι». Είναι πολύ αμήχανος, και καταλαβαίνω πως έλαβε ένα οργισμένο τηλεφώνημα από τον Κρίστιαν. Ω καημένε μου, παθολογικά υπερπροστατευτικέ μου άντρα, τι θα σε κάνω;
Χαμογελάω ήρεμα στον Τέυλορ. «Μάλιστα... Λοιπόν, Τέυλορ, ο κύριος Γκρέυ δεν είναι εδώ, κι αν δε νιώθει και πολύ άνετα, είμαι σίγουρη ότι θα μου κάνει τη χάρη να μου το πει ο ίδιος όταν επιστρέψω στο σκάφος». Ο Τέυλορ δειλιάζει. «Πολύ καλά, κυρία Γκρέυ» αποκρίνεται με γαΧήνιο ύφος, δίνοντάς μου την τσάντα μου. Καθώς βγαίνω από το σκάφος, το μάτι μου πιάνει το απρόθυμο χαμόγελό του, που με κάνει να θέλω κι εγώ να χαμογελάσω. Δεν μπορώ να πιστέψω πόση αδυναμία έχω στον Τέυλορ, αλλά πραγματικά δε μου αρέσει να με κατσαδιάζει δεν είναι πατέρας μου ούτε άντρας μου.
Αναστενάζω. Ο Κρίστιαν είναι έξαλλος κι αυτήν τη στιγμή έχει αρκετές σκοτούρες. Τι με έπιασε; Καθώς στέκομαι στην αποβάθρα περιμένοντας τον Τέυλορ να βγει, νιώθω το BlackBerry να δονείται στην τσάντα μου και το βγάζω έξω. To «Your Love Is King» της Σαντέ είναι το ring tone μου για τον Κρίστιαν μόνο για τον Κρίστιαν. «Γεια...» μουρμουρίζω. «Γεια» λέει. «Θα γυρίσω στο σκάφος. Μη θυμώνεις». Ακούω τον μικρό άναρθρο αναστεναγμό της έκπληξής του. «Εμμμ...» «Ήταν διασκεδαστικό πάντως...» ψιθυρίζω.
Αναστενάζει. «Παρελθέτω απ’ εμού η σκέψη να περιορίσω τη διασκέδασή σας, κυρία Γκρέυ... Απλώς προσέχετε. Σας παρακαλώ». Ποπό! Άδεια να διασκεδάσω! «Θα προσέχω. Θες τίποτε από την πόλη;» «Μόνο εσένα, σώα». «Θα βάλω τα δυνατά μου ώστε να συμμορφωθώ, κύριε Γκρέυ...» «Χαίρομαι που το ακούω, κυρία Γκρέυ». «Στόχος μας η ευχαρίστησή αποκρίνομαι με ένα χάχανο.
σας!»
Ακούω το χαμόγελο στη φωνή του. «Έχω άλλο τηλεφώνημα τα λέμε, μωρό μου».
«Τα λέμε, Κρίστιαν». Κλείνει. Η κρίση για το τζετ σκι αποτράπηκε, συλλογίζομαι. Το αυτοκίνητο περιμένει, και ο Τέυλορ μου κρατάει την πόρτα ανοιχτή. Μπαίνοντας μέσα, του κλείνω το μάτι και κουνάει το κεφάλι του διασκεδάζοντας. Στο αυτοκίνητο ανοίγω το πρόγραμμα ηλεκτρονικών μηνυμάτων στο BlackBerry. Από: Ανασιάζια Γκρέυ Θέμα: Ευχαριστώ Ημερομηνία: 17 Αυγούστου 2011, 16:55 Προς Κρίστιαν Γκρέυ Που δεν είσαι τόσο γκρινιάρα. Η στοργική γυναίκα σου χχχ
Από: Κρίστιαν Γκρέυ Θέμα: Προσπαθώντας Να Παραμείνω Ψυχραιμος Ημερομηνία: 17 Αυγούστου 2011, 16:59 Προς: Αναστάζια Γκρέυ Παρακαλώ. Γύρνα πίσω σώα. Δεν πρόκειται για παράκληση. χ Christian Grey CEO & Υπερπροστατευτικος Σύζυγος, Grey Enterprises Holdings, Inc. H απάντησή του με κάνει να χαμογελάσω. Ο μανιακός μου με τον έλεγχο.
ΓΙΑΤΙ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΠλΩ για ψώνια; Σιχαίνομαι τα ψώνια. Βαθιά μέσα μου όμως ξέρω γιατί και προχωράω αποφασιστικά προσπερνώντας τη Chanel, την Gucci, την Dior και τις άλλες μπουτίκ των διάσημων σχεδιαστών, βρίσκοντας τελικά το αντίδοτο σ’ αυτό που με ενοχλεί σ’ ένα μικρό, παραφορτωμένο τουριστικό μαγαζί. Είναι ένα λιλιπούτειο ασημένιο μπρασελέ για τον αστράγαλο με μικρές καρδούλες και κουδουνάκια. Κουδουνίζει γλυκά και κοστίζει πέντε ευρώ. Μόλις το αγοράζω, το φοράω. Αυτή είμαι εγώ αυτό μου αρέσει. Νιώθω αμέσως πιο άνετα. Δε θέλω να χάσω την επαφή με το κορίτσι που του αρέσουν αυτά. Ποτέ. Βαθιά μέσα μου ξέρω πως δε με πνίγει μόνο ο ίδιος ο Κρίστιαν, αλλά και τα λεφτά του. Θα τα συνηθίσω ποτέ;
Ο Τέυλορ και ο Γκαστόν με ακολουθούν ευσυνείδητα μέσα από το πλήθος του απογεύματος, και γρήγορα ξεχνάω πως είναι εκεί. Θέλω να αγοράσω κάτι για τον Κρίστιαν, κάτι που θα του αποσπάσει το μυαλό από αυτό που συμβαίνει στο Σιάτλ. Αλλά τι να αγοράσω στον άνθρωπο που έχει τα πάντα; Σταματάω σε μια μικρή μοντέρνα πλατεία περιτριγυρισμένη από μαγαζιά και τα κοιτάζω ένα ένα. Όταν το μάτι μου πιάνει ένα κατάστημα με ηλεκτρονικά, μου έρχονται ξανά στο μυαλό η επίσκεψή μας πιο νωρίς σήμερα στην γκαλερί και η επίσκεψή μας στον Λούβρο. Κοιτούσαμε την Αφροδίτη της Μήλου εκείνη τη στιγμή... Τα λόγια του Κρίστιαν αντηχούν στο μυαλό μου: Όλοι μπορούμε να εκτιμήσουμε τη γυναικεία μορφή. Μας
αρέσει είτε είναι από μάρμαρο, λαδομπογιά, σατέν είτε σε ταινία. Αυτό μου δίνεμια ιδέα μια τολμηρή ιδέα. Απλώς χρειάζομαι βοήθεια για να διαλέξω τη σωστή, και μόνο ένας άνθρωπος μπορεί να με βοηθήσει. Βγάζω από την τσάντα μου το BlackBerry και παίρνω τον Χοσέ. «Ποιος...» μουρμουρίζει νυσταγμένα. «Χοσέ, η Άνα είμαι». «Άνα, γεια σου! Πού είσαι; Είσαι καλά;» Τώρα ακούγεται πιο ζωηρός, ανήσυχος. «Είμαι στις Κάννες, στη νότια Γαλλία, και είμαι μια χαρά».
«Νότια Γαλλία, ε; Σε κάποιο πολυτελές ξενοδοχείο;» «Εμμμ.,.Όχι. Μένουμε σε σκάφος». «Σκάφος;» «Μεγάλο σκάφος...» αναστενάζοντας.
διευκρινίζω
«Μάλιστα...» Ο τό.νος του γίνεται ψυχρός. Γαμώτο. Δεν έπρεπε να του τηλεφωνήσω. Δε μου χρειάζονται τέτοια αυτήν τη στιγμή. «Χοσέ, χρειάζομαι τη συμβουλή σου». «Τη συμβουλή μου;» Ακούγεται έκπληκτος. «Βέβαια!» αποκρίνεται, κι αυτήν τη φορά είναι πολύ πιο φιλικός. Του λέω το σχέδιό μου.
ΕΠΕΙΤΑ ΑΠΟ ΔΥΟ ΩΡΕΣ ο Τέυλορ με βοηθάει να βγω από τη βενζινάκατο και να ανέβω τη σκάλα προς το κατάστρωμα. Ο Γκαστόν βοηθάει τον ναύτη καταστρώματος με το τζετ σκι. Ο Κρίστιαν δε φαίνεται πουθενά, και τρέχω βιαστικά κάτω στην καμπίνα μας για να τυλίξω το δώρο του, νιώθοντας μια παιδιάστικη αίσθηση αγαλλίασης. «Έλειπες πολλή ώρα». Ο Κρίστιαν με ξαφνιάζει τη στιγμή που κολλάω το τελευταίο κομμάτι σελοτέιπ. Γυρίζω και τον βρίσκω να στέκεται στην πόρτα της καμπίνας, παρακολουθώντας με εξεταστικά. Θα έχω μπελάδες για το τζετ σκι; Ή μήπως είναι η φωτιά στο γραφείο του;
«Όλα υπό έλεγχο στο γραφείο σου;» ρωτάω διστακτικά. «Λίγο πολύ...» απαντάει, με ένα κατσούφιασμα ενόχλησης να περνάει φευγαλέα από το πρόσωπό του. «Έκανα μερικά ψώνια.,.» μουρμουρίζω, ελπίζοντας να του φτιάξω λίγο τη διάθεση και κάνοντας την προσευχή μου η ενόχλησή του να μην επικεντρώνεται σε μένα. Χαμογελάει εγκάρδια, και ξέρω πως είμαστε εντάξει. «Τι αγόρασες;» «Αυτό». Βάζω το πόδι μου επάνω στο κρεβάτι και του δείχνω την αλυσίδα για τον αστράγαλο.
«Πολύ ωραίο!» λέει. Με πλησιάζει και χαϊδεύει τα κουδουνάκια, που καμπανίζουν μελωδικά γύρω από τον αστράγαλό μου. Συνοφρυώνεται πάλι και γλιστράει τα δάχτυλά του απαλά κατά μήκος του σημαδιού, στέλνοντας μυρμηγκιάσματα στο πόδι μου. «Κι αυτό». Του απλώνω το κουτί, ελπίζοντας να του αποσπάσω την προσοχή. «Για μένα;» ρωτάει έκπληκτος. Γνέφω ντροπαλά. Παίρνει το κουτί και το κουνάει μαλακά. Χαμογελάει με το παιδιάστικο, εκτυφλωτικό χαμόγελό του και κάθεται δίπλα μου στο κρεβάτι. Σκύβοντας, αρπάζει το πιγούνι μου και με φιλάει.
« Ευχαριστώ...» λέει με συνεσταλμένη ευχαρίστηση. «Δεν το άνοιξες ακόμα». «Θα μ’ αρέσει ό,τι κι αν είναι!» Με κοιτάζει με μάτια που λάμπουν. «Δεν παίρνω πολλά δώρα». «Είναι δύσκολο να σου αγοράσει κανείς κάτι. Έχεις τα πάντα». «Έχω εσένα».. «Μ’ έχεις...» Του χαμογελάω. Αν με έχεις, λέει, Κρίστιαν... Ξετυλίγει στα γρήγορα το χαρτί συσκευασίας. «Μια Nikon;» Με κοιτάζει απορημένος.
«Ξέρω πως έχεις την ψηφιακή κόμπακτ μηχανή σου, αλλά "αυτή είναι... Εεε... Είναι για πορτρέτα και τέτοια. Έχει δύο φακούς». Ανοιγοκλείνει τα βλέφαρά του, εξακολουθώντας να μην καταλαβαίνει. «Σήμερα στην γκαλερί σ’ άρεσαν οι φωτογραφίες της Φλοράνς Ντ’ελ. Και θυμάμαι αυτό που είπες στον Λούβρο. Και φυσικά υπήρχαν κι εκείνες οι άλλες φωτογραφίες...» Ξεροκαταπίνω, βάζοντας τα δυνατά μου να μη θυμάμαι τις φωτογραφίες που βρήκα στην ντουλάπα του. Σταματάει να αναπνέει, και οι κόρες των ματιών του διαστέλλονται καθώς .αρχίζει να καταλαβαίνει. Συνεχίζω βιαστικά, προτού χάσω το κουράγιο μου.
«Σκέφτηκα πως ίσως... Εμμμ...Ίσως σ’ άρεσε να φωτογραφίσεις... εμένα». «Να φωτογραφίσω... εσένα;» Με κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό, αγνοώντας το κουτί στα πόδια του. Γνέφω καταφατικά, προσπαθώντας απεγνωσμένα να εκτιμήσω την αντίδρασή του. Τελικά ξανακοιτάζει το κουτί, και τα δάχτυλά του σέρνονται με υπνωτισμένο δέος επάνω στην εικόνα της μηχανής στο μπροστινό μέρος. Τι σκέφτεται; Ω, δεν είναι η αντίδραση που περίμενα, και το υποσυνείδητό μου με αγριοκοιτάζει σαν να είμαι κάποιο εξημερωμένο ζώο φάρμας. Ο Κρίστιαν δεν αντιδρά ποτέ με τον τρόπο που περιμένω.
Σηκώνει ξανά τα μάτια του, που είναι γεμάτα... Τι; Πόνο; «Γιατί νομίζεις πως τη θέλω αυτή;» ρωτάει με απορία. Όχι, όχι, όχι! Είπες ότι Θα σου αρέσει. «Δεν τη θες;» λέω, ενώ αρνιέμαι να λάβω υπόψη το υποσυνείδητό μου, που διερωτάται για ποιον λόγο θα ήθελε οποιοσδήποτε δικές μου ερωτικές φωτογραφίες. Ο Κρίστιαν ξεροκαταπίνει και περνάει το χέρι μέσα από τα μαλλιά του. Δείχνει τόσο χαμένος, τόσο μπερδεμένος. Παίρνει βαθιά ανάσα.
«Για μένα αυτού του είδους οι φωτογραφίες ήταν συνήθως ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο, Άνα. Ξέρω πως αντικειμενοποιούσα πολύ καιρό τις γυναίκες...» απαντάει και σταματάει αδέξια. «Και νομίζεις πως, αν μου τραβήξεις φωτογραφίες, θα... Εμμμ... Θα με αντικειμενοποιήσεις;»Όλος ο αέρας εγκαταλείπει το κορμί μου, και το αίμα στραγγίζει από το πρόσωπό μου. Στενεύει τα μάτια του. «Είμαι τόσο μπερδεμένος...» ψελλίζει. Όταν τα ξανανοίγει, είναι γουρλωμένα και επιφυλακτικά, γεμάτα από κάποιο δυνατό συναίσθημα.
Γαμώτο... Φταίω εγώ; Οι ερωτήσεις μου νωρίτερα για τη βιολογική του μητέρα; Η φωτιά στο γραφείο του; «Γιατί το λες αυτό;» ψιθυρίζω, με τον πανικό να ανεβαίνει στον λαιμό μου. Νόμιζα πως ήταν ευτυχισμένος. Νόμιζα πως ήμαστε ευτυχισμένοι. Νόμιζα πως τον έκανα ευτυχισμένο. Δε θέλω να τον μπερδεύω. Θέλω; Το μυαλό μου αρχίζει να τρέχει. Δεν έχει δει τον Φλυν σχεδόν τρεις εβδομάδες τώρα. Αυτό φταίει; Αυτός είναι ο λόγος που τον κάνει να διαλύεται; Γαμώτο. Μήπως πρέπει να τηλεφωνήσω στον Φλυν; Και σε μια μάλλον μοναδική στιγμή εξαιρετικής εμβρίθειας και διαύγειας, το πιάνω η φωτιά, το Τσάρλι Τάνγκο, το τζετ σκι... Φοβάται, φοβάται για μένα, και βλέποντας αυτά τα σημάδια στο
δέρμα μου, ο φόβος του πρέπει να εντείνεται. Ασχολείται με αυτά όλη τη μέρα, προκαλώντας σύγχυση στον εαυτό του, επειδή δεν είναι συνηθισμένος να νιώθει άβολα όταν προκαλεί πόνο. Η σκέψη με παγώνει. Ανασηκώνει τους ώμους, και τα μάτια του μετακινούνται ξανά στον καρπό μου, εκεί όπου βρισκόταν το μπρασελέ που μου αγόρασε το απόγευμα. Μπίνγκο! «Κρίστιαν, αυτά δεν έχουν σημασία». Σηκώνω τον καρπό μου, αποκαλύπτοντας το ξεθωριασμένο σημάδι. «Μου έδωσες έναν κωδικό ασφαλείας. Γαμώτο, χτες είχε πλάκα. Το ευχαριστήθηκα! Σταμάτα να το σκέφτεσαι και να κατεβάζεις μούτρα μ’ αρέσει το άγριο σεξ, σ’ το έχω ξαναπεί...»
Γίνομαι κατακόκκινη προσπαθώντας να διώξω τον αυξανόμενο πανικό μου. Με κοιτάζει εξεταστικά και δεν έχω ιδέα τι σκέφτεται. Ίσως ζυγίζει τα λόγια μου. Συνεχίζω κομπιάζοντας. «Πρόκειται για τη φωτιά; Νομίζεις ότι με κάποιον τρόπο συνδέεται με το Τσάρλι Τάνγκο; Γι’ αυτό ανησυχείς; Μίλα μου, Κρίστιαν σε παρακαλώ...» Με κοιτάζει χωρίς να λέει τίποτα, και η σιωπή παρατείνεται ανάμεσά μας ξανά, όπως έγινε σήμερα το απόγευμα. Να πάρει ο διάολος και να σηκώσει! Δεν πρόκειται να μου μιλήσει. Το ξέρω. «Μην το πολυσκέφτεσαι, Κρίστιαν...» τον αποπαίρνω ήρεμα, και τα λόγια αντηχούν,
σκαλίζοντας μια ανάμνηση από το πρόσφατο παρελθόν τα λόγια που μου είπε για το ανόητο συμβόλαιό του. Απλώνω το χέρι, παίρνω το κουτί από τα πόδια του και το ανοίγω. Με παρακολουθεί παθητικά, θαρρείς και είμαι ένα συναρπαστικό άγνωστο πλάσμα. Ξέροντας πως η μηχανή είναι ρυθμισμένη από τον υπερβολικά εξυπηρετικό πωλητή και έτοιμη να λειτουργήσει, τη βγάζω από το κουτί και αφαιρώ το καπάκι του φακού. Εστιάζω τη μηχανή επάνω του, και το όμορφο, αγχωμένο πρόσωπό του γεμίζει την οθόνη. Πιέζω το κουμπί και το κρατάω πατημένο, και δέκα φωτογραφίες της ανήσυχης έκφρασης του Κρίστιαν απαθανατίζονται ψηφιακά για τις επόμενες γενιές.
«Θα σε αντικειμενοποιήσω εγώ τότε...» μουρμουρίζω, πιέζοντας ξανά το κουμπί. Στο τελευταίο καρέ τα χείλη του συσπώνται σχεδόν ανεπαίσθητα. Ξαναπιέζω, κι αυτήν τη φορά χαμογελάει... Ένα αμυδρό χαμόγελο, αλλά πάντως χαμόγελο. Κρατάω πάλι πατημένο το κουμπί και τον βλέπω να χαλαρώνει μπροστά μου και να σουφρώνει τα χείλη* ένα κανονικό, στημένο, γελοίο σούφρωμα του τύπου «Μπλου Στιλ»1 που με κάνει να χαχανίσω. Ω, δόξα τω Θεώ. Ο κύριος Ευμετάβλητος επέστρεψε και ποτέ δεν έχω ξαναχαρεί τόσο πολύ που τον βλέπω. «Νόμιζα πως ήταν δικό μου δώρο...» τραυλίζει μουτρωμένος, αλλά νομίζω ότι με πειράζει.
«Κοίτα.,. Υποτίθεται πως θα ήταν διασκεδαστικό, αλλά κατά τα φαινόμενα αποτελεί σύμβολο της καταπίεσης των γυναικών». Συνεχίζω να του βγάζω φωτογραφίες και παρακολουθώ την ευθυμία να αυξάνεται στο πρόσωπό του σε υπερμεγέθυνση. 'Υστερα τα μάτια του σκοτεινιάζουν και παίρνει ύφος αρπακτικού. «Θες να καταπιεστείς;» μελιστάλαχτα.
μουρμουρίζει
«Όχι να καταπιεστώ. Όχι...» απαντάω κι εγώ σιγανά, τραβώντας άλλη μία φωτογραφία.
«Θα μπορούσα να σας καταπιέσω μέχρι αηδίας, κυρία Γκρέυ...» με απειλεί με βραχνή φωνή. «Το ξέρω πωςμπορείτε, κύριε Γκρέυ. Και το κάνετε, συχνά». Το πρόσωπό coo σοβαρεύει. Γαμώτο! Χαμηλώνω τη μηχανή και τον κοιτάζω. «Τι τρέχει, Κρίστιαν;» Η φωνή μου στάζει εκνευρισμό. Πες μου! Δε λέει τίποτα. Να πάρει! Είναι τόσο εξοργιστικός. Σηκώνω ξανά τη μηχανή στα μάτια μου. «Πες μου!» επιμένω.
«Τίποτε» αποκρίνεται και ξαφνικά εξαφανίζεται από το σκόπευτρο. Με μια γρήγορη, σβέλτη κίνηση, αφήνει το κουτί της μηχανής στο πάτωμα, με αρπάζει και με σπρώχνει στο κρεβάτι. Κάθεται καβάλα επάνω μου. << Ει! » αναφωνώ και του τραβάω κι άλλες φωτογραφίες, ενώ εκείνος μου χαμογελάει με κακό σκοπό. Ο Κρίστιαν αρπάζει τη μηχανή από τον φακό, και ο φωτογράφος γίνεται .το θέμα καθώς εστιάζει τη Nikon επάνω μου και πατάει το κουμπί που ελευθερώνει το κλείστρο. «Ώστε θέλετε να σας τραβήξω φωτογραφίες, κυρία Γκρέυ;» λέει εύθυμα. Το μόνο που βλέπω από το πρόσωπό του
είναι τα ανακατωμένα μαλλιά κι ένα πλατύ χαμόγελο στο λαξεμένο του στόμα. «Λοιπόν, για αρχή νομίζω πως θα πρέπει να γελάτε!» συμπληρώνει και με γαργαλάει ανελέητα κάτω από τα πλευρά, κάνοντάς με να στριγκλίσω και να χαχανίσω και να σπαρταρήσω από κάτω του, ώσπου του αρπάζω τον καρπό σε μια μάταιη προσπάθεια να τον κάνω να σταματήσει. Το χαμόγελό του γίνεται ακόμα πιο πλατύ και ανανεώνει τις προσπάθειές του ενώ τραβάει φωτογραφίες. «Όχι! Σταμάτα!» φωνάζω. «Πλάκα μού κάνεις;» μουγκρίζει και αφήνει τη μηχανή δίπλα μας, για να μπορεί να με βασανίσει και με τα δυο χέρια.
«Κρίστιαν...» τραυλίζω και βγάζω άναρθρες κραυγές θέλοντας να διαμαρτυρηθώ ανάμεσα στα γέλια μου. Δε με έχει ξαναγαργαλήσει. Γαμώτο σταμάτα! Τινάζω το κεφάλι δεξιά και άριστερά, προσπαθώντας να ξεφύγω από κάτω του, χαχανίζοντας και σπρώχνοντας τα χέρια του μακριά, αλλά είναι ανένδοτος μου χαμογελάει, απολαμβάνοντας το μαρτύριό μου. «Κρίστιαν, σταμάτα...» τον εκλιπαρώ και ξαφνικά σταματάει. Αρπάζοντας και τα δυο μου χέρια, τα κρατάει δεξιά και αριστερά από το κεφάλι μου και ορθώνεται επιβλητικός από πάνω μου. Είμαι λαχανιασμένη και με κομμένη την ανάσα από τα γέλια. Η αναπνοή του αντικατοπτρίζει τη δική μου και με κοιτάζει με... Τι; Τα πνευμόνια μου σταματούν να
λειτουργούν. Θαυμασμό; Αγάπη; Δέος; Να πάρει... Εκείνο το ύφος! «Είσαι, Τόσο. Όμορφη...» λέει σιγανά. Κοιτάζω το πολυαγαπημένο του πρόσωπο, βαμμένο από την ένταση του βλέμματός του, και είναι λες και με βλέπει πρώτη φορά. Σκύβοντας, κλείνει τα μάτια και με φιλάει εκστασιασμένος, Η αντίδρασή του είναι μια κλήση αφύπνισης στη λίμπιντο μου... Βλέποντάς τον έτσι, παραδομένο χάρη σε μένα. Ποπό... Μου αφήνει τα χέρια και λυγίζει τα δάχτυλά του μέσα στα μαλλιά μου, κρατώντας με μαλακά ακίνητη, και το σώμα μου ανυψώνεται και γεμίζει από τη διέγερσή μου, αντιδρώντας στο φιλί του. Και ξαφνικά η φύση του φιλιού του αλλάζει. Δεν είναι πια γλυκό, ευλαβικό και θαυμαστικό, αλλά αισθησιακό, βαθύ και
λαίμαργο με τη γλώσσα του να εισβάλλει στο στόμα μου, παίρνοντας χωρίς να δίνει. Είναι ένα φιλί με μια δριμύτητα απεγνωσμένη, γεμάτη ανάγκη. Καθώς ο πόθος ορμάει στο αίμα μου, ξυπνώντας στο πέρασμά του κάθε μυ και νεύρο, νιώθω ένα ρίγος ανησυχίας. Ω Πενήντα, τι τρέχει; Παίρνει απότομη ανάσα και βογκάει. «Ω, τι μου κάνεις.-:.» ψελλίζει σαν χαμένος. Ξαφνικά μετακινείται ξαπλώνοντας επάνω μου, πιέζοντάς με στο στρώμα με το ένα χέρι να πιάνει το πιγούνι μου, το άλλο να διατρέχει το κορμί μου, κατεβαίνοντας στο στήθος, στη μέση, στον γοφό και στους γλουτούς μου. Με ξαναφιλάει, σπρώχνοντας τα πόδια του μέσα στα δικά μου, ανασηκώνοντάς μου το γόνατο και
τρίβοντας το σώμα του στο δικό μου, με το σφριγηλό του πέος να τεντώνεται ανάμεσα στα ρούχα μας και να πιέζει τα γεννητικά μου όργανα. Βογκάω με κομμένη την ανάσα επάνω στα χείλη του, χαμένη στο φλογερό πάθος του. Απωθώ τους μακρινούς κώδωνες κινδύνου στο ’πίσω μέρος του μυαλού μου, ξέροντας ότι με θέλει, ότι με χρειάζεται και πως, όταν το θέμα είναι να επικοινωνήσει μαζί μου, αυτός είναι ο αγαπημένος του τρόπος έκφρασης. Τον φιλάω, αφήνοντας πάλι ελεύθερο τον εαυτό μου, περνώντας τα δάχτυλά μου μέσα από τα μαλλιά του, κάνοντας τα χέρια μου γροθιές, σφίγγοντας γερά. Έχει τόσο υπέροχη γεύση και τη μυρωδιά του Κρίστιαν, του Κρίστιαν μου.
Σταματάει απότομα, σηκώνεται και με τραβάει από το κρεβάτι, έτσι που σΐέκομαι μπροστά του ζαλισμένη. Ξεκουμπώνει το σορτσάκι μου και γονατίζει βιαστικά, τραβώντας το προς τα κάτω μαζί με το σλιπάκι μου. Πριν προλάβω να ξαναπάρω ανάσα, βρίσκομαι πάλι στο κρεβάτι από κάτω του, κι εκείνος ξεκουμπώνει το παντελόνι του. Ποπό! Δε βγάζει τα ρούχα του ούτε το μπλουζάκι μου. Κρατάει το κεφάλι μου και χωρίς κανένα προοίμιο χώνεται μέσα μου, κάνοντάς με να φωνάξω -περισσότερο από έκπληξη παρά από οτιδήποτε άλλο-, εξακολουθώ όμως να ακούω τον συριγμό της ανάσας του, που βγαίνει με προσπάθεια από τα σφιγμένα δόντια του.
«Ναι...» λέει σφυριχτά κοντά στο αυτί μου. Μένει ακίνητος, μετά στριφογυρίζει μία φορά τους γοφούς του σπρώχνοντας πιο βαθιά, κάνοντάς με να βογκήξω. «Σε χρειάζομαι...» μουγκρίζει, και η φωνή του είναι χαμηλή και βραχνή. Περνάει τα δόντια του πάνω από το σαγόνι μου δαγκώνοντας και πιπιλίζοντας και ύστερα με ξαναφιλάει, δυνατά. Τυλίγω τα πόδια και τα χέρια μου γύρω του, αγκαλιάζοντάς τον και κρατώντας τον σφιχτά επάνω μου, αποφασισμένη να σβήσω ό,τι είναι αυτό που τον στενοχωρεί, και αρχίζει να κουνιέται... Να κουνιέται σαν να προσπαθεί να χωθεί μέσα μου. Κινήσεις φρενιασμένες, αρχέγονες, απεγνωσμένες, και προτού χαθώ στον τρελό ρυθμό που εκείνος καθορίζει, αναρωτιέμαι και πάλι
στιγμιαία τι τον ωθεί, τι τον ανησυχεί. Αλλά το σώμα μου παίρνει τον έλεγχο σβήνοντας τη σκέψη, σκαρφαλώνοντας στα ύψη και συσσωρεύοντας αισθήσεις ώσπου αυτές με κατακλύζουν, συναντώντας τον ώθηση την ώθηση. Ακούγοντας την τραχιά ανάσα του, βαριά και άγρια στο αυτί μου. Ξέροντας πως έχει χαθεί μέσα μου... Βογκάω δυνατά, λαχανιάζοντας. Η ανάγκη που νιώθει για μένα είναι τόσο ερωτική. Κοντεύω... Κοντεύω... Και με οδηγεί ακόμα ψηλότερα, συνεπαίρνοντάς με, καταλαμβάνοντάς με, και το θέλω. Το θέλω τόσο πολύ... Γι’ αυτόν και για μένα. «Έλα μαζί μου...» λέει με κομμένη την ανάσα και ανασηκώνεται από πάνω μου, έτσι που πρέπει να λύσω τα χέρια που τον αγκαλιάζουν. «Άνοιξε τα μάτια σου!» με
προστάζει. «Θέλω να σε βλέπω». Η φωνή του είναι πιεστική, αδιάλλακτη. Τα βλέφαρά μου ανοίγουν μια στιγμή τρεμοπαίζοντας, και βλέπω την εικόνα του από πάνω μου το πρόσωπό του τσιτωμένο από τον πόθο, τα μάτια του ανυπόκριτα και λαμπερά. Το πάθος και η αγάπη του με σπρώχνουν στον γκρεμό και τελειώνω, ρίχνοντας πίσω το κεφάλι καθώς το κορμί μου πάλλεται γύρω του. «Αχ, Άνα!» φωνάζει και με ακολουθεί στην κορύφωση μπαίνοντας μέσα μου, μετά μένοντας ακίνητος και καταρρέοντας επάνω μου. Κυλάει στο κρεβάτι, έτσι που βρίσκομαι ξαπλωμένη από πάνω του, και είναι ακόμα μέσα μου.
Καθώς συνέρχομαι από τον οργασμό μου και το κορμί μου σταθεροποιείται και ηρεμεί, θέλω να κάνω ένα. αστείο για την αντικειμενοποίηση και την καταπίεση, αλλά συγκρατώ τον εαυτό μου, γιατί δεν είμαι σίγουρη για τη διάθεσή του. Σηκώνω τα μάτια από το στήθος του για να εξετάσω το πρόσωπό του. Τα βλέφαρά του είναι κλειστά και τα μπράτσα του τυλιγμένα γύρω μου, κρατώντας με σφιχτά. Φιλάω το στήθος του μέσα από το λεπτό ύφασμα του λινού πουκάμισού του. «Πες μου, Κρίστιαν... Τι συμβαίνει;» ρωτάω μαλακά και περιμένω με αγωνία να δω αν ακόμα και τώρα, χορτασμένος από το σεξ, θα μου πει. Νιώθω τα χέρια του να σφίγγονται γύρω μου ακόμα περισσότερο, αλλά αυτή είναι
η μόνη του αντίδραση. Δεν πρόκειται να μιλήσει. Μου έρχεται μια έμπνευση. «Σου δίνω επίσημο όρκο πως θα είμαι πιστή σου σύντροφος στην αρρώστια και την υγεία, θα στέκομαι πλάι σου στα καλά και τα κακά, θα μοιράζομαι τη χαρά και τη λύπη σου...» μουρμουρίζω. Παγώνει. Η μόνη του κίνηση είναι να ανοίξει διάπλατα τα ανεξιχνίαστα μάτια του και να με κοιτάξει καθώς συνεχίζω τους γαμήλιους όρκους μου. «Υπόσχομαι να σ’ αγαπάω ανεπιφύλακτα, να σε υποστηρίζω στους'στόχους και στα όνειρά σου, να σε τιμάω και να σε σέβομαι, να γελάω και να κλαίω μαζί σου, να μοιράζομαι μαζί σου τις ελπίδες και τα όνειρά μου και να σου προσφέρω
παρηγοριά σε στιγμές ανάγκης». Κάνω μια παύση, παρακινώντας τον νοερά να μου μιλήσει. Με παρακολουθεί με μισάνοιχτα χείλη, αλλά δε λέει τίποτα. «Και να σε νοιάζομαι όσο καιρό θα ζούμε...» Αναστενάζω. «Ω Άνα...» ψιθυρίζει και κουνιέται ξανά, διακόπτοντας την πολύτιμη επαφή μας, έτσι που τώρα είμαστε ξαπλωμένοι πλάι πλάι. Μου χαϊδεύει το πρόσωπο με την ανάστροφή της παλάμης του. «Ορκίζομαι επίσημα ότι θα σε προστατεύω και θα κρατάω σαν θησαυρό βαθιά στην καρδιά μου τον γάμο μας και σένα...» μουρμουρίζει, και η φωνή του βγαίνει βραχνή. «Υπόσχομαι να σ’ αγαπάω πιστά,
απαρνούμενος όλους τους άλλους, στα καλά και τα κακά, στην αρρώστια και την υγεία, όπου κι αν μας πάει η ζωή. Θα σε προστατεύω, θα σε εμπιστεύομαι και θα σε σέβομαι... Θα μοιράζομαι τις χαρές και τις λύπες σου και θα σου συμπαραστέκομαι στην ανάγκη. Υπόσχομαι να σε νοιάζομαι και να στηρίζω τις ελπίδες και τα όνειρά σου και να σε κρατάω ασφαλή στο πλευρό μου. Όλα όσα είναι δικά μου είναι τώρα δικά σου. Σου δίνω το χέρι, την καρδιά και την αγάπη μου απ’ αυτήν τη στιγμή και για όσο καιρό θα ζούμε...» Δάκρυα λιμνάζουν στα μάτια μου. Με κοιτάζει, και το πρόσωπό του μαλακώνει. «Μην κλαις...» λέει χαμηλόφωνα, και ο αντίχειράς του προλαβαίνει και σκουπίζει ένα ξεστρατισμένο δάκρυ.
«Γιατί δε θες να μου μιλήσεις; Σε παρακαλώ, Κρίστιαν...» Σφαλίζει τα βλέφαρά του σαν να πονάει. «Ορκίστηκα να σου προσφέρω παρηγοριά σε στιγμές ανάγκης. Σε παρακαλώ, μη με κάνεις να πατήσω τον όρκο μου...» τον εκλιπαρώ. Αναστενάζει και ανοίγει τα μάτια, έχοντας ύφος μελαγχολικό. «Είναι εμπρησμός» αποκρίνεται λιτά και ξαφνικά μοιάζει τόσο νέος και ευάλωτος. Ω, γαμώτο... «Και η πιο μεγάλη μου ανησυχία είναι πως έχουν στόχο εμένα. Κι αν έχουν στόχο
εμένα...» Σταματάει, συνεχίσει.
ανήμπορος
να
«... Θα μπορούσαν να πετύχουν εμένα...» τραυλίζω. Ασπρίζει, και ξέρω πως ανακάλυψα επιτέλους τη ρίζα της αγωνίας του. Του χαϊδεύω το πρόσωπο. «Ευχαριστώ...» μουρμουρίζω. Σκυθρωπιάζει. «Για ποιο πράγμα;» «Που μου το είπες». Κουνάει το κεφάλι κι ένα αμυδρό χαμόγελο εμφανίζεται στα χείλη του. «Μπορείτε να γίνετε πολύ πειστική, κυρία Γκρέυ...»
«Κι εσύ μπορείς να μουτρώνεις και να κρατάς όλα σου τα συναισθήματα μέσα σου και να ανησυχείς μέχρι θανάτου. Μάλλον θα πεθάνεις από καρδιά προτού φτάσεις στα σαράντα, κι εγώ σε θέλω εδώ πέρα πολύ περισσότερο από τόσο». «Εσύ θα είσαι ο θάνατός μου. Βλέποντάς σε στο τζετ σκι, παραλίγο να πάθω συγκοπή». Σωριάζεται πάλι στο κρεβάτι και βάζει το χέρι επάνω στα μάτια του τον νιώθω να ανατριχιάζει. «Κρίστιαν, τζετ σκι είναι... Ακόμα και τα παιδιά οδηγούν τζετ σκι. Μπορείς να φανταστείς πώς θα κάνεις όταν επισκεφθούμε το σπίτι σου στο Άσπεν και πάω πρώτη φορά να κάνω σκι;»
Του κόβεται η· ανάσα και γυρίζει να με κοιτάξει, κι εγώ θέλω να γελάσω βλέποντας τη φρίκη στο πρόσωπό του. «Στο σπίτι μας» λέει τελικά. Τον αγνοώ. «Είμαι ενήλικη, Κρίστιαν, και πολύ πιο ανθεκτική απ’ όσο φαίνομαι. Πότε θα το καταλάβεις;» Ανασηκώνει τους ώμους, και το στόμα του λεπταίνει. Αποφασίζω να αλλάξω θέμα. «Λοιπόν, η φωτιά... Ξέρει η αστυνομία για τον εμπρησμό; » «Ναι ». Το ύφος του είναι σοβαρό. «Ωραία».
«Τα μέτρα ασφάλειας θα γίνουν πιο αυστηρά» προσθέτει κατηγορηματικά. «Καταλαβαίνω». Ρίχνω μια ματιά στο σώμα του: φοράει ακόμα το σορτσάκι και το πουκάμισό του, κι εγώ είμαι ακόμα με το μπλουζάκι. Χριστέ μου αυτό θα πει ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε. Η σκέψη με κάνει να χαχανίσω. «Τι;» ρωτάει σαστισμένος ο Κρίστιαν. «Εσύ». «Εγώ;» «Ναι. Εσύ. Ακόμα ντυμένος». «Ω...» Κοιτάζει τον εαυτό του, μετά πάλι εμένα, και το πρόσωπό του φωτίζεται από
ένα τεράστιο χαμόγελο. «Ξέρετε πόσο δύσκολο μου είναι να κρατήσω τα χέρια μου μακριά σας, κυρία Γκρέυ ειδικά όταν χαχανίζετε σαν μαθητριούλα!» Α, ναι το γαργάλημα. Μπλιαχ! Το γαργάλημα. Κινούμαι γρήγορα καβαλώντας τον, αλλά καταλαβαίνει αμέσως τον κακό σκοπό μου και αρπάζει και τους δυο καρπούς μου. « Όχι! » λέει και το εννοεί. Του σουφρώνω τα χείλη, αλλά αποφασίζω πως δεν είναι έτοιμος γι’ αυτό. «Σε παρακαλώ, μη...» ψιθυρίζει. «Δε θα το άντεχα. Ποτέ δε με γαργάλησαν όταν ήμουν μικρός». Κάνει μια παύση, και χαλαρώνω τα χέρια μου, ώστε να μη χρειάζεται να με
κρατάει. «Παρακολουθούσα τον Κάρρικ να γαργαλάει τον Έλλιοτ και τη Μία, και φαινόταν πολύ διασκεδαστικό, μα εγώ... Εγώ...» Βάζω το δάχτυλο στα χείλη του. «Σώπα, ξέρω...» μουρμουρίζω και του δίνω ένα απαλό φιλί στα χείλη, στο σημείο όπου μόλις ακούμπησε ο δείκτης μου, και μετά κουλουριάζομαι στο στήθος του. Η γνωστή οδυνηρή λαχτάρα φουσκώνει μέσα μου και η βαθιά θλίψη που έχω στην καρδιά μου για τον Κρίστιαν ως μικρό παιδάκι με κυριεύει ξανά. Ξέρω πως θα έκανα τα πάντα γι’ αυτό τον άνθρωπο, επειδή τον αγαπάω τόσο πολύ. Τυλίγει τα χέρια του γύρω μου και πιέζει τη μύτη του μέσα στα μαλλιά μου, αναπνέοντας βαθιά και χαϊδεύοντάς μου
απαλά την πλάτη. Δεν ξέρω πόση ώρα μένουμε εκεί, όμως τελικά σπάω την άνετη σιωπή ανάμεσά μας. «Ποιο είναι το μεγαλύτερο διάστημα που έχεις περάσει χωρίς να δεις τον δόκτορα Φλυν;» «Δύο εβδομάδες. Γιατί; Έχεις καμιά ασυγκράτητη παρόρμηση να με γαργαλήσεις;» « Όχι ...» Γελάω πνιχτά. «Νομίζω πως σε βοηθάει». Ρουθουνίζει. «Πρέπει να με βοηθάει... Τον πληρώνω καλά». Μου τραβάει μαλακά τα μαλλιά, γυρίζοντάς μου το πρόσωπο για να τον κοιτάξω, κι εγώ σηκώνω το κεφάλι και συναντάω το βλέμμα του. «Ανησυχείτε για
την ευημερία μου, κυρία Γκρέυ;» ρωτάει σιγανά. «Κάθε καλή σύζυγος ανησυχεί για την ευημερία του αγαπημένου της συζύγου, κύριε Γκρέυ!» τον μαλώνω πειραχτικά. «Αγαπημένου;» ψιθυρίζει, και είναι μια δηκτική ερώτηση που αιωρείται ανάμεσά μας. «Πολυαγαπημένου!» Σπεύδω να τον φιλήσω και χαμογελάει με το συνεσταλμένο του χαμόγελο. «Θες να βγούμε στη στεριά για φαγητό;» «Θέλω να φάμε περισσότερο».
όπου
σ’
αρέσει
«Ωραία!» Χαμογελάει. «Στο σκάφος, όπου μπορώ να σε κρατάω ασφαλή. Ευχαριστώ για το δώρο». Απλώνει το χέρι του και αρπάζει τη φωτογραφική μηχανή. Κρατώντας τη σε κάποια απόσταση, τραβάει μια φωτογραφία των δυο μας έτσι όπως είμαστε αγκαλιασμένοι μετά το γαργάλημα, μετά τον έρωτα, μετά τις εξομολογήσεις. «Η ευχαρίστηση είναι όλη δική μου!» αποκρίνομαι χαμογελώντας, και τα μάτια του φωτίζονται. *** Περιφερόμαστε στο μεγαλόπρεπο, χρυσοποίκιλτο μεγαλείο του ανακτόρου των Βερσαλλιών. Κάποτε ταπεινό κυνηγετικό περίπτερο, μεταμορφώθηκε από
τον βασιλιά Ήλιο σε υπέροχη, πολυτελή έδρα εξουσίας, αλλά προτού τελειώσει ο δέκατος όγδοος αιώνας, είδε τον τελευταίο από κείνους τους απόλυτους μονάρχες. Η Αίθουσα των Κατόπτρων είναι μακράν η πιο εντυπωσιακή. Το πρώτο απογευματινό φως την πλημμυρίζει μπαίνοντας από τα δυτικά παράθυρα, λάμποντας επάνω στους καθρέφτες που γεμίζουν τον ανατολικό τοίχο και φωτίζοντας τη διακόσμηση από λεπτά φύλλα χρυσού και τους τεράστιους κρυστάλλινους πολυέλαιους. Είναι εντυπωσιακό. «Είναι ενδιαφέρον να βλέπεις πώς καταλήγει ένας δεσποτικός μεγαλομανής που απομονώνει τον εαυτό του μέσα^σε τόση χλιδή...» λέω σιγανά στον Κρίστιαν, που στέκεται δίπλα μου.
Με κοιτάζει και γέρνει το κεφάλι του στο πλάι, ατενίζοντάς με εύθυμα. «Και το νόημα είναι, κυρία Γκρέυ;» «Ω, απλώς μια διαπίστωση κάνω, κύριε Γκρέυ...» Ανεμίζω αμέριμνα το χέρι, δείχνοντας ολόγυρα. Με ακολουθεί υπομειδιώντας στο κέντρο της αίθουσας, όπου στέκομαι και χαζεύω τη θέα τους εντυπωσιακούς κήπους που αντανακλώνται στον καθρέφτη και τον εντυπωσιακό Κρίστιαν Γκρέυ, τον άντρα μου, που αντανακλάται καθώς με κοιτάζει με φωτεινό και έντονο βλέμμα. «Θα το έχτιζα αυτό για σένα...» ψιθυρίζει. «Μόνο για να δω πώς κάνει το φως τα μαλλιά σου να γυαλίζουν, εδώ ακριβώς, αυτήν τη στιγμή». Στερεώνει μια τούφα
πίσω από το αυτί μου. «Μοιάζεις με άγγελο». Μου δίνει ένα φιλί ακριβώς κάτω από τον λοβό, παίρνει το χέρι μου στο δικό του και προσθέτει σιγανά: «Εμείς οι δεσπότες τα κάνουμε αυτά για τις γυναίκες που αγαπάμε...». Κοκκινίζω με το κομπλιμέντο του χαμογελώντας ντροπαλά και τον ακολουθώ, διασχίζοντας την τεράστια αίθουσα. *** «Τι σκέφτεσαι;» ρωτάει μαλακά ο Κρίστιαν πίνοντας μια γουλιά από τον καφέ του μετά το δείπνο. «Τις Βερσαλλίες». «Κραυγαλέες, ε;» ρωτάει χαμογελαστά.
Ρίχνω μια ματιά στην πιο σεμνή μεγαλοπρέπεια της τραπεζαρίας της «Ωραίας μου Κυρίας» και σουφρώνω τα χείλη. «Αυτό δεν είναι καθόλου κραυγαλέο» λέει ο Κρίστιαν, κάπως αμυντικά. «Το ξέρω. Είναι όμορφο. Ο καλύτερος μήνας του μέλιτος που θα μπορούσε να ζητήσει μια κοπέλα». «Αλήθεια;» λέει, πραγματικά έκπληκτος, και χαμογελάει με το συνεσταλμένο του χαμόγελο. «Φυσικά και είναι». «Έχουμε μόνο δύο μέρες ακόμα. Υπάρχει κάτι που θα ήθελες να δεις ή να κάνεις;»
«Μόνο να είμαι μαζί σου...» απαντάω μουρμουριστά. Σηκόίνεται από το τραπέζι, κάνει τον γύρο και με φιλάει στο μέτωπο. «Μπορείς να κάνεις χωρίς εμένα για καμιά ωρίτσα; Πρέπει να ελέγξω τα μηνύματά μου, να δω τι γίνεται στην πατρίδα». « Βέβαια! » λέω κεφάτα, προσπαθώντας να κρύψω την απογοήτευσή μου που θα είμαι χωρίς αυτόν μία ώρα. Είναι παράξενο που θέλω να είμαι συνέχεια μαζί του; 1
Blue Steel: ονομασία μιας συγκεκριμένης πόζας στην ταινία «Ο άρχοντας της πασαρέλας». (Σ.τ.Ε.)
«Ευχαριστώ για τη φωτογραφική μηχανή...» συμπληρώνει χαμηλόφωνα και κατευθύνεται προς το γραφείο. ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΚΑΜΠΙΝΑ, αποφασίζω να ασχοληθώ με τη δική μου παραμελημένη αλληλογραφία και ανοίγω το λάπτοπ μου. Υπάρχουν μηνύματα από τη μαμά μου και την Κέιτ, που μου μεταφέρουν τα τελευταία κουτσομπολιά από την πατρίδα και ρωτούν πώς πάει ο μήνας του μέλιτος. Πολύ καλά, ώσπου κάποιος αποφάσισε να κάψει την GEH, Inc... Την ώρα που τελειώνω την απάντησή μου στη μαμά μου, ένα μήνυμα από την Κέιτ μπαίνει στα εισερχόμενά μου.
Από: Κάθριν Λ. Κάβανο Ημερομηνία: 17 Αυγούστου 2011, 11:45 Προς: Αναστάζια Γκρέυ Θεμα: θεέ μου!!! Άνα, μόλις έμαθα για τη φωτιά στο γραφείο του Κρίστιαν. Λες να είναι εμπρησμόε; K.xox Η Κέιτ είναι συνδεδεμένη! Ορμάω στο καινούριο παιχνιδάκι που ανακάλυψα -το Skype messaging— και βλέπω πως είναι διαθέσιμη. Πληκτρολογώ στα γρήγορα ένα μήνυμα. Άνα: Ει, είσαι εκεί;
Κέιτ: ΝΑΙ, Άνα! Τι κάνεις; Πώς είναι ο μήνας του μέλιτος; Είδες το μήνυμά μου; Γνωρίζει ο Κρίστιαν για τη φωτιά; Άνα: Καλά είμαι. Ο μήνας του μέλιτος είναι υπέροχος. Ναι, είδα το μήνυμά σου, Ναι, ο Κρίστιαν το ξέρει. Κέιτ: Το φαντάστηκα πως θα το ήξερε. Τα νέα για το τι έγινε είναι αποσπασματικά. Και ο Έλλιοτ δε μου λέει τίποτα. Άνα: Ψαρεύεις είδηση; Κέιτ: Με ξέρεις πολύ καλά. Άνα: Ο Κρίστιαν δε μου είπε πολλά. Κέιτ: Ο Έλλιοτ το έμαθε από την Γκρέις!
Οχ, όχι είμαι σίγουρη πως ο Κρίστιαν δε θέλει να μαθευτεί σε όλο το Σιάτλ. Δοκιμάζω την πατενταρισμένη τεχνική μου για απόσπαση προσοχής της πεισματάρας Κάβανο. Άνα: Τι κάνουν ο Έλλιοτ και ο Ίθαν; Κέιτ: Ο Ίθαν έγινε δεκτός στα μαθήματα ψυχολογίας του Σιάτλ-για το μάστερ του. Και ο Έλλιοτ είναι αξιαγάπητος. Άνα: Μπράβο, Ίθαν! Κέιτ: Τι κάνει ο αγαπημένος σου πρώην κυρίαρχος; Άνα: Κέιτ! Κέιτ: Τι; Άνα: ΞΕΡΕΙΣ ΤΙ!
Κέιτ: Οκέι. Συγγνώμη... Άνα: Καλά είναι. Παραπάνω από καλά. Ο Κέιτ: Αφού είσαι ευτυχισμένη, είμαι ευτυχισμένη. Άνα: Είμαι μακαρίως ευτυχισμένη. Κέιτ: © Πρέπει να φύγω. Μπορούμε να μιλήσουμε αργότερα; Άνα: Δεν είμαι σίγουρη. Δες αν είμαι συνδεδεμένη. Οι ζώνες ώρας είναι χάλια! Κέιτ: Είναι. Σ’ αγαπάω, Άνα. Άνα: Κι εγώ. Τα λέμε. χ Κέιτ: Τα λέμε. <31
Σιγά μη δεν ήταν η Κέιτ στο κατόπι αυτής της ιστορίας. Τψώνω το βλέμμα στον ουρανό και κλείνω το Skype, προτού δει ο Κρίστιαν τη συνομιλία. Δε θα εκτιμούσε ιδιαίτερα το σχόλιο περί πρώην Κυρίαρχου, και δεν είμαι σίγουρη πως είναι εντελώς πρώην... Αναστενάζω δυνατά. Η Κέιτ ξέρει τα πάντα, μετά τη μισομεθυσμένη βραδιά μας τρεις εβδομάδες πριν από τον γάμο, όταν τελικά υπέκυψα στην Ιερά Εξέταση Κάβανο. Ήταν ανακούφιση που μιλούσα τελικά με κάποιον. Ρίχνω μια ματιά στο ρολόι μου. Έχει περάσει περίπου μία ώρα από το δείπνο, και μου λείπει ο άντρας μου. Κατευθύνομαι πάλι προς το κατάστρωμα, για να δω αν τέλειωσε τη δουλειά του.
*** Βρίσκομαι στην Αίθουσα των Κατόπτρων, και ο Κρίστιαν στέκεται πλάι μου, χαμογελώντας μου με αγάπη και τρυφερότητα. Μοιάζεις με άγγελο. Του ανταποδίδω το χαμόγελο, αλλά όταν κοιτάζω στον καθρέφτη, στέκομαι μόνη, και η αίθουσα είναι γκρίζα και μουντή. Όχι! Το κεφάλι μου στρέφεται απότομα προς το πρόσωπό του και βλέπω πως το χαμόγελό του είναι θλιμμένο, μελαγχολικό. Μου στερεώνει μια τούφα πίσω από το αυτί. Ύστερα γυρίζει αμίλητος και απομακρύνεται αργά, με τον ήχο των βημάτων του να αντηχεί στους καθρέφτες καθώς προχωράει στην τεράστια αίθουσα προς την περίτεχνη δίφυλλη πόρτα στην άκρη. Ένας άνθρωπος μόνος, ένας
άνθρωπος δίχως είδωλο... Και ξυπνάω προσπαθώντας να αναπνεύσω, μιας και με πνίγει ο πανικός. << Ει.. .» ψιθυρίζει από δίπλα μου μες στο σκοτάδι, και η φωνή του είναι γεμάτη έγνοια. Ω, εδώ είναι. Είναι πλημμυρίζει ανακούφιση.
ασφαλής.
Με
«Ω Κρίστιαν...» ψελλίζω προσπαθώντας να ελέγξω τον σφυγμό μου, που σφυροκοπάει. Με τυλίγει στην αγκαλιά του και μόνο τότε συνειδητοποιώ πως στο πρόσωπό μου τρέχουν δάκρυα.
«Άνα, τι συμβαίνει;» Μου χαϊδεύει το μάγουλο, σκουπίζοντάς μου τα δάκρυα, και ακούω την αγωνία του. «Τίποτα... Ένας χαζός εφιάλτης». Με φιλάει στο μέτωπο και στα κλαμένα μου μάγουλα παρηγορώντας με. «Μόνο ένα κακό όνειρο, μωρό μου...» λέει σιγανά. «Σε κρατάω. Θά σε κρατήσω ασφαλή». Απολαμβάνοντας το άρωμά του, κουλουριάζομαι γύρω του, προσπαθώντας να αγνοήσω το αίσθημα απώλειας και καταστροφής που ένιωσα στο όνειρό μου. Κι εκείνη τη στιγμή καταλαβαίνω πως ο βαθύτερος, σκοτεινότερος φόβος μου θα ήταν να τον χάσω.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΝΤΕ ΑΝΑΔΕΥΟΜΑΙ, ΑΠΛΩΝΟΝΤΑΣ ενστικτωδώς το χέρι μου προς τον Κρίστιαν, απλώς για να νιώσω την απουσία του. Σκατά! Ξυπνάω αμέσως και κοιτάζω με αγωνία ολόγυρα στην καμπίνα. Ο Κρίστιαν με παρακολουθεί από τη μικρή ταπετσαρισμένη πολυθρόνα δίπλα στο κρεβάτι. Σκύβοντας, αφήνει κάτι στο πάτωμα, μετά σηκώνεται και ξαπλώνει στο κρεβάτι δίπλα μου. Φοράει το κομμένο σορτσάκι και το γκρίζο μπλουζάκι του. «Ει, μην πανικοβάλλεσαι... Όλα είναι εντάξει» λέει, και η φωνή του είναι σιγανή και καθησυχαστική θαρρείς και μιλάει σε στριμωγμένο άγριο ζώο. Μαζεύει τρυφερά τα μαλλιά από το πρόσωπό μου, και αμέσως
ηρεμώ. Τον βλέπω να προσπαθεί μάταια να κρύψει την έγνοια του. «Ήσουν πολύ νευρική τις τελευταίες μέρες...» μουρμουρίζει, με τις κόρες διεσταλμένες, τα μάτια σοβαρά. «Είμαι εντάξει, Κρίστιαν!» Του χαρίζω το πιο αστραφτερό μου χαμόγελο, επειδή δε θέλω να ξέρει πόσο ανησυχώ για τον εμπρησμό. Η οδυνηρή ανάμνηση των συναισθημάτων που ένιωσα όταν έγινε σαμποτάζ στο Τσάρλι Τάνγκο και ο Κρίστιαν ήταν αγνοούμενος -το απέραντο κενό, ο απερίγραπτος πόνοςαναδύεται συνεχώς' η θύμηση μου κατατρώει την καρδιά. Κρατώντας το χαμόγελο καρφωμένο στο πρόσωπό μου, προσπαθώ να την απωθήσω.
«Με παρακολουθούσες που κοιμόμουν;» «Ναι» απαντάει κοιτάζοντάς με σταθερά, μελετώντας με. «Μιλούσες». «Μπα;» Σκατά! Tt έλεγα; «Ανησυχείς...» προσθέτει, με το βλέμμα του γεμάτο έγνοια. Τίποτα δεν μπορώ να κρύψω από αυτό τον άνθρωπο; Σκύβει και με φιλάει ανάμεσα στα φρύδια. «Όταν συνοφρυώνεσαι, σχηματίζεται ένα μικρό V εδώ ακριβώς. Είναι απαλό στο φιλί. Μην ανησυχείς,, μωρό μου. Θα σε φροντίσω εγώ...» «Δεν ανησυχώ για μένα, μα για σένα...» γκρινιάζω. «Εσένα ποιος σε φροντίζει;»
Χαμογελάει με κατανόηση ακούγοντας τον τόνο μου. «Είμαι αρκετά μεγάλος και αρκετά άσχημος για να φροντίζω τον εαυτό μου. Έλα... Υπάρχει κάτι που θα ήθελα να κάνουμε προτού επιστρέψουμε σπίτι». Μου χαμογελάει με ένα μεγάλο, παιδιάστικο, ναι-είμαι-πραγματικάείκοσι-οχτώ-χρόνων χαμόγελο και μου κοπανάει μια στα πισινά. Τσιρίζω ξαφνιασμένη και συνειδητοποιώ πως σήμερα γυρίζουμε στο Σιάτλ. Μελαγχολώ. Δε θέλω να φύγω... Μου άρεσε που ήμουν μαζί του είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο και δεν είμαι έτοιμη να τον μοιραστώ με την εταιρεία και την οικογένειά του. Περάσαμε έναν μακάριο μήνα του μέλιτος. Με μερικά σκαμπανεβάσματα, το ομολογώ, αυτό όμως
είναι φυσικό για ένα νιόπαντρο ζευγάρι, φαντάζομαι. Ο Κρίστιαν όμως δεν μπορεί να συγκρατήσει την παιδιάστικη έξαψή του, και παρά τις σκοτεινές μου σκέψεις, αυτή είναι μεταδοτική. Όταν σηκώνεται σβέλτα από το κρεβάτι, τον ακολουθώ γεμάτη περιέργεια. Τι έχει στο μυαλό του; Ο ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΔΕΝΕΙ στον καρπό μου το κλειδί. «Θες να οδηγήσω;» « Ναι! » απαντάει χαμογελώντας. «Δεν είναι πολύ σφιχτό, ε;» «Μια χαρά είναι. Γι’ αυτό φοράς σωσίβιο;» Ανασηκώνω το φρύδι μου.
«Ναι». Δεν μπορώ να συγκρατήσω το χαχανητό μου. «Τόση εμπιστοσύνη στις οδηγικές μου ικανότητες, κύριε Γκρέυ;» «Όπως πάντα, κυρία Γκρέυ». «Πάντως μη μου κάνεις διάλεξη». Ο Κρίστιαν σηκώνει αμυντικά τα χέρια, αλλά είναι χαμογελαστός. «Θα τολμούσα;» «Ναι, θα τολμούσες, και ναι, τολμάς, και δεν μπορούμε να σταματήσουμε για να τσακωθούμε εδώ, σε τούτο το σημείο». «Σωστό επιχείρημα και καλά διατυπωμένο, κυρία Γκρέυ. Θα στεκόμαστε όλη μέρα σ’ αυτή την εξέδρα και θα συζητάμε για τις
οδηγικές σας ικανότητες ή θα πάμε να διασκεδάσουμε λιγάκι;» «Σωστό επιχείρημα και καλά διατυπωμένο, κύριε Γκρέυ». Αρπάζω το τιμόνι του τζετ σκι και το καβαλάω. Ο Κρίστιαν ανεβαίνει πίσω μου και κλοτσάει για να απομακρυνθούμε από το γιοτ. Ο Τέυλορ και δύο από τους ναύτες καταστρώματος κοιτάζουν με εύθυμο ύφος. Γλιστράμε προς τα εμπρός, και ο Κρίστιαν τυλίγει τα χέρια γύρω μου, σφίγγοντας τους μηρούς του επάνω στους δικούς μου. Ναι. Αυτό είναι που μου αρέσει σε τούτο το μεταφορικό μέσο. Βάζω το κλειδί στη μίζα και πατάω το κουμπί. Η μηχανή ζωντανεύει μουγκρίζοντας.
«Έτοιμος;» φωνάζω στον Κρίστιαν πάνω από τον θόρυβο. «Πιο έτοιμος δε γίνεται!» λέει, με το στόμα του κοντά στο αυτί μου. Τραβάω μαλακά τον μοχλό, και το τζετ σκι απομακρύνεται από την «Ωραία μου Κυρία», υπερβολικά συντηρητικά για τα γούστα μου. Ο Κρίστιαν με σφίγγει περισσότερο. Ανοίγω κι άλλο το γκάζι, τιναζόμαστε προς τα εμπρός και ενθουσιάζομαι όταν η μηχανή δε σβήνει. « Όπα! » φωνάζει από πίσω ο Κρίστιαν, αλλά το κέφι στη φωνή του είναι ολοφάνερο. Προσπερνάω με ταχύτητα την «Ωραία μου Κυρία», με κατεύθυνση την ανοιχτή
θάλασσα. Είμαστε αγκυροβολημένοι έξω από το Σαιν Λοράν ντυ Βαρ, και το αεροδρόμιο της Νίκαιάς Κοτ ντ’Αζύρ είναι φωλιασμένο στο βάθος, χτισμένο μέσα στη Μεσόγειο ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται. Έχω ακούσει κάμποσα αεροπλάνα να προσγειώνονται από την ώρα που φτάσαμε χτες το βράδυ. Αποφασίζω πως πρέπει να ρίξουμε μια ματιά από πιο κοντά. Ορμάμε προς το μέρος του, αναπηδώντας με ταχύτητα επάνω στα κύματα. Μου αρέσει και είμαι ενθουσιασμένη που ο Κρίστιαν μού επιτρέπει να οδηγήσω. Όλη η ανησυχία που αισθανόμουν τις τελευταίες δύο μέρες σβήνει καθώς γλιστράμε επάνω στο νερό προς το αεροδρόμιο.
«Την άλλη φορά που θα το κάνουμε αυτό θα έχουμε δύο τζετ σκι!» λέει δυνατά ο Κρίστιαν. Χαμογελάω, επειδή η σκέψη να παραβγώ μαζί του είναι συναρπαστική. Καθώς τρέχουμε επάνω στη δροσερή γαλάζια θάλασσα προς αυτό που μοιάζει να είναι το τέλος του διαδρόμου προσγείωσης, με ξαφνιάζει το βροντερό μουγκρητό από πάνω μας ενός αεριωθούμενου που έρχεται να προσγειωθεί. Είναι τόσο δυνατό, που πανικοβάλλομαι. Κάνω μια στραβοτιμονιά και ταυτόχρονα πατάω γκάζι, μπερδεύοντάς το με το φρένο. « Άνα! » φωνάζει ο Κρίστιαν, αλλά είναι πολύ αργά — εκτοξεύομαι από το πλάι του τζετ σκι ανεμίζοντας χέρια και πόδια,
παίρνοντας τον Κρίστιαν μαζί μου σε μια εντυπωσιακή βουτιά. Στριγκλίζοντας, βουλιάζω στην κρυστάλλινη γαλάζια θάλασσα και καταπίνω μια δυσάρεστη γουλιά νερό της Μεσογείου. Η θάλασσα είναι κρύα τόσο μακριά από την ακτή, αλλά βγαίνω ξανά στην επιφάνεια σ’ ένα κλάσμα του δευτερολέπτου χάρη στο σωσίβιό μου. Βήχοντας και φτύνοντας, σκουπίζω το θαλασσινό νερό από τα μάτια μου και κοιτάζω ολόγυρα για τον Κρίστιαν. Κολυμπάει ήδη προς το μέρος μου. Το τζετ σκι επιπλέει άκακα μερικά μέτρα μακριά μας, με τη μηχανή του σιωπηλή. «Είσαι καλά;»Όταν φτάνει κοντά μου, τα μάτια του είναι γεμάτα πανικό.
«Ναι...» λέω βραχνά, όμως δεν μπορώ να συγκρατήσω την αγαλλίασή μου. Βλέπεις, Κρίστιαν; Αυτό είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί επάνω σ’ ένα τζετ σκι! Με τραβάει στην αγκαλιά του, μετά αρπάζει το κεφάλι μου ανάμεσα στα χέρια του, εξετάζοντας από κοντά το πρόσωπό μου. «Βλέπεις; Δεν ήταν και τόσο άσχημο!» αναφωνώ χαμογελώντας καθώς επιπλέουμε. Τελικά μου χαμογελάει αχνά, εμφανώς ανακουφισμένος. «Όχι. Φαντάζομαι ότι δεν ήταν. Μόνο που βράχηκα...» γκρινιάζει, αλλά ο τόνος του είναι παιχνιδιάρικος.
«Κι εγώ βράχηκα». «Μ' αρέσεις βρεγμένή...» Με λοξοκοιτάζει πονηρά. «Κρίστιαν!» τον αποπαίρνω, δοκιμάζοντας να πάρω ύφος ιερής αγανάκτησης. Χαμογελάει και είναι υπέροχος. Ύστερα σκύβει και με φιλάει δυνατά. Όταν τραβιέται, μου έχει κοπεί η αναπνοή. «Έλα. Πάμε πίσω. Τώρα πρέπει να κάνω ντους. Θα οδηγήσω εγώ». *** Τεμπελιάζουμε στο σαλόνι της πρώτης θέσης της British Airways στο Χίθροου, έξω από το Λονδίνο, περιμένοντας την
ανταπόκριση για Σιάτλ. Ο Κρίστιαν είναι βυθισμένος στους Financial Times. Βγάζω τη φωτογραφική του μηχανή, θέλοντας να του τραβήξω μερικές φωτογραφίες ακόμα. Φαίνεται τόσο σέξι με το χαρακτηριστικό άσπρο λινό πουκάμισο και το τζιν του, με τα αεροπορικά γυαλιά χωμένα στο V του ανοιχτού πουκάμισού του. Το φλας τον ενοχλεί. Ανοιγοκλείνει τα μάτια και μου χαμογελάει με το συνεσταλμένο του χαμόγελο. «Πώς είστε, κυρί,α Γκρέυ;» ρωτάει. «Στενοχωρημένη που επιστρέφουμε σπίτι...» μουρμουρίζω. «Μ’ αρέσει να σ’ έχω όλο δικό μου».
Μου πιάνει σφιχτά το χέρι και το σηκώνει στα χείλη του, φιλώντας γλυκά τις αρθρώσεις μου. «Και μένα». «Αλλά;» ρωτάω, ακούγοντας τη λέξη που δεν έχει πει στο τέλος της απλής του δήλωσης. Συνοφρυώνεται. «Αλλά;» επαναλαμβάνει παραπειστικά. Γέρνω το κεφάλι στο πλάι, κοιτάζοντάς τον με την έκφραση πες μου, την οποία τελειοποιούσα τις δύο τελευταίες μέρες. Αναστενάζει, αφήνοντας την εφημερίδα του. «Θέλω να πιαστεί αυτός ο εμπρηστής και να βγει από τη ζωή μας...» «Α...» Θεμιτό ακούγεται αυτό, αλλά με εκπλήσσει η τραχύτητά του.
«Θα κόψω τα καρύδια του Γουέλτς αν επιτρέψει να ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο!» Ο απειλητικός του τόνος στέλνει ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά μου. Με κοιτάζει ατάραχος, και δεν ξέρω αν με προκαλεί να πω κάτι αστόχαστο ή κάτι άλλο. Κάνω το μόνο πράγμα που μπορώ να σκεφτώ για να μειώσω την ξαφνική ένταση ανάμεσά μας και σηκώνω τη μηχανή, τραβώντας του άλλη μία φωτογραφία. *** «Έλα, υπναρού... Φτάσαμε σπίτι» ψιθυρίζει ο Κρίστιαν. «Μμμ...» μουρμουρίζω, μη θέλοντας να εγκαταλείψω το δελεαστικό όνειρο με τον
Κρίστιαν και μένα επάνω σε μια κουβέρτα για πικ νικ στους Κιου Γκάρντενς. Τα ταξίδια είναι εξαντλητικά, ακόμα και στην πρώτην θέση. Είμαστε ξύπνιοι παραπάνω από δεκαοχτώ ώρες στη σειρά, νομίζοί η κούραση με έχει κάνει να χάσω τον λογαριασμό. Ακούω την πόρτα μου να ανοίγει, και ο Κρίστιαν γέρνει επάνω μου. Μου ξεκουμπώνει τη ζώνη ασφαλείας και με σηκώνει στην αγκαλιά του ξυπνώντας με. «Ει, μπορώ να περπατήσω...» διαμαρτύρομαι νυσταγμένα. Ρουθουνίζει. «Πρέπει να σε κουβαλήσω πάνω από το κατώφλι...»
Βάζω τα χέρια γύρω από τον λαιμό του. «Και τους τριάντα ορόφους;» τον προκαλώ χαμογελώντας. «Κυρία Γκρέυ, πολύ χαίρομαι που σας ανακοινώνω πως πήρατε λίγο βάρος». «Ορίστε;» Χαμογελάει. «Έτσι, άν δε σας πειράζει, θα χρησιμοποιήσουμε το ασανσέρ...» Στενεύει τα μάτια του, αν και ξέρω ότι με πειράζει. Ο Τέυλορ ανοίγει χαμογελώντας την πόρτα προς την είσοδο του Εσκάλα. «Καλώς ορίσατε στο σπίτι σας, κύριε Γκρέυ, κυρία Γκρέυ!» «Ευχαριστώ, Κρίστιαν.
Τέυλορ»
αποκρίνεται
ο
Χαρίζω ένα πολύ σύντομο χαμόγελο στον Τέυλορ και τον παρακολουθώ να επιστρέφει στο Audi, όπου ο Σόγερ περιμένει στο τιμόνι. «Τι εννοείς όταν λες ότι πήρα βάρος;» Αγριοκοιτάζω τον Κρίστιαν. Το χαμόγελό του γίνεται ακόμα πλατύτερο και με σφίγγει πιο πολύ επάνω στο στήθος του καθώς διασχίζει το λόμπι κουβαλώντας με. «Όχι πολύ...» με διαβεβαιώνει, αλλά ξαφνικά το πρόσωπό του σκοτεινιάζει. «Τι συμβαίνει;» Προσπαθώ να κρατήσω τον φόβο στη φωνή μου υπό έλεγχο.
«Πήρες λίγο από το βάρος'που έχασες όταν με παράτησες» απαντάει ήρεμα καθώς καλεί το ασανσέρ. Μια μελαγχολική έκφραση ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του. Η ξαφνική, αλλόκοτη αγωνία του μου σφίγγει την καρδιά. «Ει...» Λυγίζω τα δάχτυλα γύρω από το πρόσωπο και μέσα στα μαλλιά του, τραβώντας τον προς το μέρος μου. «Αν δεν είχα φύγει, θα στεκόσουν τώρα εδώ, έτσι;» Τα μάτια του λιώνουν, παίρνουν το χρώμα που έχουν τα σύννεφα της καταιγίδας, και χαμογελάει με το συνεσταλμένο του χαμόγελο, το αγαπημένο μου. «Οχι...» λέει και μπαίνει στο ασανσέρ συνεχίζοντας να με κρατάει. Σκύβει και με φιλάει τρυφερά. «Όχι, κυρία Γκρέυ. Δε θα
στεκόμουν έτσι, εδώ. Μα θα ήξερα ότι μπορώ να σε κρατήσω ασφαλή, επειδή δε θα με αψηφούσες». Ακούγεται αόριστα μετανιωμένος... Σκατά! «Μ’ αρέσει να σε αψηφάω». Δοκιμάζω το έδαφος. «Το ξέρω. Κι αυτό μ’ έκανε τόσο... Τόσο ευτυχισμένο». Μου χαμογελάει μες στο σάστισμά του. Ω, δόξα τω Θεώ. «Παρόλο που είμαι χοντρή;» ψιθυρίζω. Γελάει. «Παρόλο που είσαι χοντρή!» Με ξαναφιλάει, πιο φλογερά αυτήν τη φορά, και κουλουριάζω τα δάχτυλά μου
μέσα στα μαλλιά του κρατώντας τον επάνω μου, ενώ οι γλώσσες μας συστρέφονται σ’ έναν αργό, αισθησιακό χορό. Όταν το ασανσέρ σταματάει στο ρετιρέ με τον χαρακτηριστικό του ήχο, είμαστε και οι δύο με κομμένη την ανάσα. «Πολύ ευτυχισμένο...» μουρμουρίζει. Το χαμόγελό του τώρα είναι πιο σκοτεινό, τα μάτια χωμένα στις κόγχες τους και γεμάτα λάγνες υποσχέσεις. Κουνάει το κεφάλι σαν να θέλει να συνεφέρει τον εαυτό του και με κουβαλάει στον προθάλαμο. «Καλώς ορίσατε στο σπίτι, κυρία Γκρέυ!» Με ξαναφιλάει, πιο σεμνά αυτήν τη φορά, και μου χαρίζει το πατενταρισμένο χαμόγελο των χιλίων γιγαβάτ του Κρίστιαν Γκρέυ. Τα μάτια του ξεχειλίζουν από χαρά.
Νομίζω πως θα με αφήσει κάτω, αλλά δεν το κάνει. Διασχίζει κουβαλώντας με τον προθάλαμο, τον διάδρομο, μπαίνει στο μεγάλο δωμάτιο και με αφήνει στη νησίδα της κουζίνας, όπου κάθομαι με τα πόδια μου να κρέμονται. Βγάζει δύο ποτήρια σαμπάνιας από το ντουλάπι της κουζίνας κι ένα μπουκάλι παγωμένη σαμπάνια από το ψυγείο την αγαπημένη μας, Bollinger. Ανοίγει επιδέξια το μπουκάλι, χωρίς να χύσει ούτε σταγόνα, σερβίρει την απαλή ροζ σαμπάνια στα ποτήρια και μου δίνει το ένα. Παίρνοντας το άλλο, μου ανοίγει μαλακά τα πόδια κι έρχεται να σταθεί ανάμεσά τους, «Στην υγειά μας, κυρία Γκρέυ». «Στην υγειά μας, κύριε Γκρέυ...» αποκρίνομαι σιγανά, έχοντας επίγνωση πως
χαμογελάω συνεσταλμένα. Τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας και πίνουμε μια γουλιά. «Το ξέρω πως είσαι κουρασμένη...» ψιθυρίζει τρίβοντας τη μύτη του στη δική μου. «Αλλά θα ήθελα πραγματικά να πάμε στο κρεβάτι... Και όχι για να κοιμηθούμε ». Με φιλάει στη γωνία του στόματός μου. «Είναι η πρώτη μας νύχτα πίσω στο σπίτι μας, και είσαι στ’ αλήθεια δική μου...» Η φωνή του σβήνει καθώς μου δίνει τρυφερά φιλιά στον λαιμό. Είναι νωρίς το απόγευμα στο Σιάτλ, και είμαι ξεθεωμένη, αλλά ο πόθος ανθίζει βαθιά μέσα στην κοιλιά μου. Ο ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΚΟΙΜΑΤΑΙ δίπλα μου του καλού καιρού, ενώ εγώ ατενίζω τις ροζ και χρυσαφιές δέσμες φωτός της αυγής μέσα
από τα τεράστια παράθυρα. Το χέρι του είναι απλωμένο χαλαρά επάνω στο στήθος μου, και δοκιμάζω να ακολουθήσω την αναπνοή του σε μια προσπάθεια να ξανακοιμηφώ, αλλά μάταια. Έχω ξυπνήσει για τα καλά, με το ρολόι του σώματός μου ρυθμισμένο σε ώρα Γκρίνουϊτς και το μυαλό μου να τρέχει. Έγιναν τόσο πολλά τις τελευταίες τρεις εβδομάδες -ποιον κοροϊδεύω; Τους τελευταίους τρεις μήνες-, που νιώθω πως τα πόδια μου δεν έχουν αγγίξει τη γη. Και να με τώρα, κυρία Κρίστιαν Γκρέυ, παντρεμένη με τον πιο υπέροχο, σέξι, φιλάνθρωπο, εξωφρενικά πλούσιο μεγιστάνα που θα μπορούσε να γνωρίσει μια κοπέλα. Πώς έγιναν όλα τόσο γρήγορα;
Γυρίζω στο πλευρό μου για να μπορώ να τον κοιτάζω. Ξέρω πως με παρακολουθεί όταν κοιμάμαι, αλλά σπάνια έχω την ευκαιρία να ανταποδώσω τη φιλοφρόνηση. Δείχνει νέος και ανέμελος στον ύπνο του, με τις μακριές του ' βλεφαρίδες να του σκιάζουν το μάγουλο, μια ελαφριά σκιά από τα αξύριστα γένια του να του σκεπάζει το σαγόνι, και τα λαξεμένα του χείλη μισάνοιχτα, χαλαρά καθώς αναπνέει βαθιά. Θέλω να τον φιλήσω, να σπρώξω τη γλώσσα ανάμεσα στα χείλη του, να περάσω τα δάχτυλα πάνω από τα μαλακά, αλλά αγκαθωτά, γένια του. Πρέπει πραγματικά να καταπολεμήσω την παρόρμηση, για να μην τον αγγίξω, να μην τον ενοχλήσω. Χμμμ... Θα μπορούσα απλώς να του δαγκώσω λίγο τον λοβό και
να τον πιπιλίσω. Το υποσυνείδητό μου με αγριοκοιτάζει πάνω από τα γυαλιά του σε σχήμα ημισέληνου, σηκώνοντας τα μάτια από τον δεύτερο τόμο του βιβλίου The Complete Works of Charles Dickens, και με μαλώνει νοερά. Άσε ήσυχο τον καημένο τον άνθρωπο, Άνα! Τη Δευτέρα ξαναπιάνω δουλειά. Έχουμε τη σημερινή μέρα για να επιστρέψουμε στη ρουτίνα μας. Θα είναι παράξενο να μη βλέπω τον Κρίστιαν όλη τη μέρα, έχοντας περάσει σχεδόν κάθε λεπτό μαζί του τις τελευταίες τρεις εβδομάδες. Γ ορίζω ανάσκελα και ατενίζω το ταβάνι. Θα έλεγε κανείς ότι θα ήταν αποπνικτικό να περνάμε τόσο πολλές ώρες μαζί, αλλά δεν είναι καθόλου έτσι. Απόλαυσα κάθε στιγμή, ακόμα και τους καβγάδες μας. Κάθε
στιγμή... Εκτός από τα νέα για τη φωτιά στο Κτίριο Γκρέυ. Το αίμα μου παγώνει. Ποιος θα ήθελε να κάνει κακό στον Κρίστιαν; Το μυστήριο βασανίζει πάλι το μυαλό μου. Κάποιος στη δουλειά του; Μια πρώην; Ένας δυσαρεστημένος υπάλληλος; Δεν έχω ιδέα, και ο Κρίστιαν κρατάει το στόμα του κλειστό για όλα αυτά, δίνοντάς μου με το σταγονόμετρο όσο λιγότερες πληροφορίες μπορεί, σε μια προσπάθεια να με προστατέψει. Αναστενάζω. Ο αστραφτερός λευκός-και-σκοτεινός ιππότης μου προσπαθεί πάντα να με προστατέψει. Πώς θα τον κάνω να ανοιχτεί περισσότερο; Αναδεύεται, και κοκαλώνω, μη θέλοντας να τον ξυπνήσω, αλλά έχει το αντίθετο
αποτέλεσμα. Να πάρει! Δυο φωτεινά μάτια με ατενίζουν. «Τι συμβαίνει;» «Τίποτα. Ξανακοιμήσου...» Δοκιμάζω το καθησυχαστικό μου χαμόγελο. Τεντώνεται, τρίβει το πρόσωπό του και ύστερα μου χαμογελάει. «Τζετ λαγκ;» ρωτάει. «Αυτό είναι; Δεν μπορώ να κοιμηθώ». «Έχω την οικουμενική πανάκεια ακριβώς εδώ, μόνο για σένα, μωρό μου...» Χαμογελάει σαν σχολειαρόπαιδο, κάνοντάς με να υψώσω το βλέμμα στον ουρανό και να χαχανίσω ταυτόχρονα. Κι έτσι απλά, οι
σκοτεινές μου σκέψεις μπαίνουν στην άκρη και τα δόντια μου βρίσκουν τον λοβό του. Ο ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΚΙ ΕΓΩ κατευθυνόμαστε βόρεια στον αυτοκινητόδρομο 1-5 προς. τη γέφυρα 520 με το Audi R8. Πάμε για φαγητό στο σπίτι των γονιών του, ένα κυριακάτικο γεύμα για το καλωσόρισμα. Όλη η οικογένεια θα είναι εκεί, συν την Κέιτ και τονΊθαν. Θα είναι παράξενο να είμαστε με παρέα ενώ ήμαστε τόσο καιρό μόνοι μας. Δε βρήκα ευκαιρία να μιλήσω στον Κρίστιαν όλο το πρωί. Ήταν κλεισμένος στο γραφείο του, ενώ εγώ άδειαζα βαλίτσες. Είπε πως δε χρειαζόταν να το κάνω, ότι θα το έκανε η κυρία Τζόουνς. Αυτό όμως είναι άλλο ένα πράγμα που πρέπει να συνηθίσω το να έχω οικιακή βοηθό. Σέρνω αφηρημένα τα δάχτυλα στη
δερμάτινη επένδυση της πόρτας, για να αλλάξω κατεύθυνση στις ασυνάρτητες σκέψεις μου. Νιώθω κακόκεφη. Είναι το τζετ λαγκ; Ο εμπρησμός; «Θα μ’ άφηνες να το οδηγήσω αυτό;» ρωτάω, αιφνιδιασμένη που το λέω δυνατά. «Φυσικά!» απαντάει ο Κρίστιαν χαμογελώντας. «Ό,τι είναι δικό μου είναι και δικό σου. Αν το στραπατσάρεις όμως, θα σε πάω στο Κόκκινο Δωμάτιο Πόνου...» Μου ρίχνει μια γρήγορη ματιά χαμογελώντας μοχθηρά. Σκατά! Τον κοιτάζω άναυδη. Αστειάκι είναι αυτό; «Πλάκα κάνεις... Θα με τιμωρούσες επειδή στραπατσάρισα το αυτοκίνητό σου; Αγαπάς
το αυτοκίνητό σου περισσότερο από μένα;» τον πειράζω. «Περίπου το ίδιο» λέει και απλώνει το χέρι του για να μου ζουλήξει το γόνατο. «Μόνο που αυτό δε με ζεσταίνει τη νύχτα...» «Είμαι σίγουρη ότι μπορούμε να το κανονίσουμε. Θα μπορούσες να κοιμάσαι εδώ μέσα!» πετάω. Ο Κρίστιαν γελάει. «Ούτε μία μέρα δεν είμαστε στο σπίτι, και με πετάς κιόλας έξω;» Δείχνει κατευχαριστημένος. Τον κοιτάζω και μου χαμογελάει πλατιά, και παρόλο που θέλω να του θυμώσω, είναι αδύνατο όταν βρίσκεται σε τέτοια διάθεση. Τώρα που-το σκέφτομαι, είναι πιο ευδιάθετος από την
ώρα που βγήκε από το γραφείο του σήμερα το πρωί. Και συνειδητοποιώ πως είμαι οξύθυμη επειδή πρέπει να επιστρέψουμε στην πραγματικότητα και δεν ξέρω αν θα ξαναγίνει ο πιο κλειστός Κρίστιαν, αυτός που υπήρχε πριν από τον μήνα του μέλιτος, ή θα μπορέσω να κρατήσω τη νέα βελτιωμένη έκδοση. «Γιατί είσαι τόσο ευχαριστημένος;» ρωτάω. Μου σκάει άλλο ένα χαμόγελο. «Επειδή αυτή η συζήτηση είναι τόσο... φυσιολογική». «Φυσιολογική;» ρουθουνίζω. «Όχι μετά από τρεις εβδομάδες γάμου... Σίγουρα!» Το χαμόγελό του παγώνει.
«Πλάκα κάνω, Κρίστιαν...» μουρμουρίζω βιαστικά, μη θέλοντας να χαλάσω τη διάθεσή του. Μου κάνει εντύπωση πόσο ανασφαλής είναι μερικές φορές. Υποψιάζομαι πως ήταν πάντα έτσι, απλώς έκρυβε την ανασφάλειά του κάτω από την απειλητική εξωτερική εμφάνιση. Είναι πραγματικά πολύ εύκολο να τον πειράξεις, μάλλον επειδή δεν είναι συνηθισμένος. Πρόκειται για αποκάλυψη, και απορώ ξανά που υπάρχουν τόσο πολλά να μάθουμε ο ένας για τον άλλο. «Μην ανησυχείς. Θα περιοριστώ στο Saab...» προσθέτω σιγανά και γυρίζω να κοιτάξω έξω από το παράθυρο, προσπαθώντας να διώξω την κακή μου διάθεση.
«Ει! Τι τρέχει;» «Τίποτα». «Είσαι τόσο εξοργιστική μερικές φορές, Άνα... Λέγε». Στρέφομαι και του χαμογελάω αμυδρά. «Παρομοίως, Γκρέυ...» Κατσουφιάζει. «Προσπαθώ...» αποκρίνεται μαλακά. «Το ξέρω. Το ίδιο κι εγώ!» Χαμογελάω, και η διάθεσή μου φτιάχνει λιγάκι. Ο ΚΑΡΡΙΚ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΓΕΛΟΙΟΣ με τον σκούφο του σεφ και την ποδιά, που γράφει Licensed to Grill, καθώς στέκεται στο μπάρμπεκιου. Κάθε φορά που τον κοιτάζω,
με κάνει να χαμογελάω. Για την ακρίβεια, το κέφι μου έχει φτιάξει σημαντικά. Καθόμαστε όλοι γύρω από το τραπέζι στη βεράντα του σπιτιού της οικογένειας Γκρέυ, απολαμβάνοντας τον ήλιο των τελευταίων καλοκαιριάτικων ημερών. Η Γκρέις και η Μία φέρνουν στο τραπέζι διάφορες σαλάτες, ενώ ο Έλλιοτ και ο Κρίστιαν ανταλλάσσουν φιλικές βρισιές και συζητούν σχέδια για το καινούριο σπίτι. Ο Ίθαν με την Κέιτ μού κάνουν ανάκριση τρίτου βαθμού για τον μήνα του μέλιτος. Ο Κρίστιαν μού κρατάει το χέρι, παίζοντας με το δαχτυλίδι του γάμου και του αρραβώνα. «Επομένως, αν καταφέρεις να οριστικοποιήσεις τα σχέδια με την Τζία, έχω ένα άνοιγμα από τον Σεπτέμβριο μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου και μπορώ να διαθέσω
όλο το συνεργείο» λέει ο Έλλιοτ και τεντώνεται απλώνοντας το χέρι του γύρω από τον ώμο της Κέιτ, κάνοντάς τη να χαμογελάσει. «Η Τζία θα έρθει να συζητήσουμε τα σχέδια αύριο το βράδυ » αποκρίνεται ο Κρίστιαν. «Ελπίζω να μπορέσουμε να οριστικοποιήσουμε τα πάντα». Στρέφεται και με κοιτάζει με προσδοκία. Ω... Αυτό δεν το ήξερα. « Βέβαια! » Του χαμογελάω, κυρίως για χάρη της οικογένειάς του, αλλά τα κέφια μου βουλιάζουν πάλι στα τάρταρα. Γιατί παίρνει τέτοιες αποφάσεις χωρίς να μου το πει; Ή μήπως είναι η σκέψη της Τζία -όλο
στρογγυλούς γοφούς, πλούσιο στήθος, ακριβά, σινιέ ρούχα και άρωμα-, που χαμογελάει υπερβολικά προκλητικά στον άντρα μου; Το υποσυνείδητό μου με αγριοκοιτάζει. Δε σου έχει δώσει αφορμή για να ζηλεύεις! Γαμώτο. Σήμερα είμαι μια στα πάνω και μια στα κάτω μου. Τι μου συμβαίνει; «Άνα!» αναφωνεί η Κέιτ, βγάζοντάς με από την ονειροπόλησή μου. «Είσαι ακόμα στη νότια Γαλλία;» «Ναι!» απαντάω με ένα χαμόγελο. «Φαίνεσαι πολύ καλά...» αποκρίνεται, αν και σκυθρωπιάζει την ώρα που το λέει.
«Και οι δυο φαίνεστε πολύ καλά!» λέει η Γκρέις πρόσχαρα ενώ ο Έλλιοτ μας ξαναγεμίζει τα ποτήρια. «Στο ευτυχισμένο ζευγάρι!» Ο Κάρρικ χαμογελάει και σηκώνει το ποτήρι του. Όλοι στο τραπέζι τον μιμούνται. «Και συγχαρητήρια στον Ίθαν, που μπήκε στο πρόγραμμα ψυχολογίας του Σιάτλ!» παρεμβαίνει με περηφάνια η Μία. Του χαμογελάει με λατρεία, και ο Ίθαν της σκάει ένα αχνό χαμόγελο. Αναρωτιέμαι αν σημείωσε καμιά πρόοδο μαζί του. Είναι δύσκολο να καταλάβω. Ακούω τα χωρατά γύρω από το τραπέζι. Ο Κρίστιαν περιγράφει διεξοδικά το
δρομολόγιό μας τις τελευταίες τρεις εβδομάδες, διανθίζοντας την αφήγηση με μερικές λεπτομέρειες εδώ κι εκεί. Ακούγεται χαλαρός και με πλήρη έλεγχο, έχοντας ξεχάσει τον εμπρηστή. Εγώ από την άλλη δεν μπορώ να βελτιώσω τη διάθεσή μου. Τσιμπολογάω το φαγητό μου. Ο Κρίστιαν είπε χτες πως είμαι χοντρή. Αστειευόταν Ι Το υποσυνείδητό μου με αγριοκοιτάζει ξανά. Ο Έλλιοτ ρίχνει κατά λάθος το ποτήρι του στη βεράντα ξαφνιάζοντας τους πάντες, και ξάφνου επικρατεί αναστάτωση για να καθαριστεί. «Θα σε πάω στο λεμβοστάσιο και θα σ’ τις βρέξω αν δεν αλλάξεις μούτρα...» μουρμουρίζει ο Κρίστιαν.
Μου κόβεται η ανάσα από το σοκ και τον κοιτάζω με ολάνοιχτο στόμα. Ορίστε; Με πειράζει; «Δε θα τολμούσες!» γρυλίζω και βαθιά μέσα μου αισθάνομαι μια οικεία, καλοδεχούμενη έξαψη. Μου ανασηκώνει το φρύδι. Φυσικά και θα τολμούσε. Ρίχνω μια γρήγορη ματιά στην Κέιτ, στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού. Μας παρακολουθεί με ενδιαφέρον. Στρέφομαι πάλι στον Κρίστιαν, στενεύοντάς του τα μάτια. «Πρώτα πρέπει να με πιάσεις και φοράω ίσια παπούτσια...» προσθέτω σφυριχτά.
«Η προσπάθεια θα με διασκέδαζε πολύ...» ψιθυρίζει με ένα λάγνο χαμόγελο, και νομίζω πως αστειεύεται. Κοκκινίζω. Παραδόξως νιώθω καλύτερα. Την ώρα που τελειώνουμε το επιδόρπιο με τις φράουλες και την κρέμα, ανοίγουν οι ουρανοί. Πεταγόμαστε όλοι όρθιοι για να μαζέψουμε από το τραπέζι τα πιάτα και τα ποτήρια, μεταφέροντάς τα στην κουζίνα. «Πάλι καλά που ο καιρός άντεξε μέχρι να τελειώσουμε!» λέει η Γκρέις με ευχαρίστηση καθώς μπαίνουμε στο πίσω δωμάτιο. Ο Κρίστιαν κάθεται στο γυαλιστερό μαύρο όρθιο πιάνο, πατάει τη σουρντίνα και
ξεκινάει έναν γνωστό σκοπό που δεν μπορώ να καταλάβω αμέσως. Η Γκρέις μού ζητάει τις εντυπώσεις μου από το Σαιν Πολ ντε Βανς. Είχαν πάει με τον Κάρρικ πριν από πολλά χρόνια, στη διάρκεια του δικού τους μήνα του μέλιτος, και μου περνάει από το μυαλό πως είναι καλός οιωνός, βλέποντας πόσο ευτυχισμένοι είναι τώρα μαζί. Η Κέιτ και ο Έλλιοτ κάθονται αγκαλιασμένοι σ’ έναν από τους μεγάλους φουσκωτούς καναπέδες, ενώ οΊθαν, η Μία και ο Κάρρικ έχουν εμπλακεί σε εμβριθή συζήτηση για την ψυχολογία, νομίζω. Ξαφνικά, σαν ένας άνθρωπος, όλοι οι Γκρέυ παύουν να μιλούν και κοιτάζουν με το στόμα να χάσκει τον Κρίστιαν.
Τι; Ο Κρίστιαν σιγοτραγουδάει μόνος του στο πιάνο. Σωπαίνουμε όλοι, στήνοντας αυτί για να ακούσουμε την απαλή μουσική φωνή του και τους στίχους του «Wherever You Will Go». Τον έχω ξανακούσει να τραγουδάει· εκείνοι όχι; Σταματάει, συνειδητοποιώντας ξαφνικά τη νεκρική σιγή που έχει -επικρατήσει στο δωμάτιο. Η Κέιτ μου ρίχνει ένα ερωτηματικό βλέμμα και ανασηκώνω τους ώμους. Ο Κρίστιαν γυρίζει επάνω στο σκαμνί και κατσουφιάζει, συνειδητοποιώντας αμήχανος πως έχει γίνει το επίκεντρο της προσοχής. «Συνέχισε...» τον παροτρύνει η Γκρέις. «Δε σ’ έχω ξανακούσει να τραγουδάς, Κρίστιαν. Ποτέ...» Τον κοιτάζει εμβρόντητη.
Ο Κρίστιαν κάθεται στο σκαμνί κοιτάζοντάς την αφηρημένα κι έπειτα από μια στιγμή ανασηκώνει τους ώμους. Τα μάτια του στρέφονται νευρικά προς το μέρος μου και μετά πάλι στις τζαμόπορτες. Το υπόλοιπο δωμάτιο ξαφνικά ξεσπάει σε αμήχανη φλυαρία, και μένω να παρακολουθώ τον αγαπημένο μου άντρα. Η Γκρέις μού αποσπά την προσοχή, αρπάζοντας με από τα χέρια και ύστερα, ξαφνικά, κλείνοντάς με στην αγκαλιά της. «Ω αγαπημένο μου κορίτσι... Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ...» λέει ψιθυριστά, έτσι που μόνο εγώ την ακούω. Ένας κόμπος ανεβαίνει στον λαιμό μου. «Εμμμ...» Την αγκαλιάζω κι εγώ, μην
ξέροντας για ποιον ακριβώς λόγο με ευχαριστεί. Η Γκρέις χαμογελάει, με μάτια που αστράφτουν, και με φιλάει στο μάγουλο. Tt έχανα; «Πάω να φτιάξω λίγο τσάι...» συνεχίζει με φωνή βραχνή από δάκρυα που δεν έχουν κυλήσει. Πλησιάζω τον Κρίστιαν, που στέκεται τώρα όρθιος, κοιτάζοντας έξω από τις τζαμόπορτες. «Γεια...» τραυλίζω. «Γεια». Βάζει το μπράτσο του γύρω από τη μέση μου τραβώντας με κοντά του, κι εγώ χώνω το χέρι στην κω-λότσεπη του τζιν
του. Ατενίζουμε έξω τη βροχή. «Νιώθεις καλύτερα;» Γνέφω καταφατικά. «Ωραία». «Σίγουρα ξέρεις πώς να κάνεις ένα δωμάτιο να σωπαίνει». «Το κάνω συνεχώς...» χαμογελώντας μου.
αποκρίνεται
«Στη δουλειά, όχι εδώ». «Αλήθεια είναι. Όχι εδώ». «Δε σ’ έχει ξανακούσει ποτέ κανείς να τραγουδάς; Ποτέ;»
«Φαίνεται πως όχι» λέει ξερά. «Πάμε να φύγουμε;» Σηκώνω το βλέμμα επάνω του, προσπαθώντας να καταλάβω τη διάθεσή του. Τα μάτια του είναι τρυφερά και ζεστά και ελαφρώς απορημένα. Αποφασίζω να αλλάξω θέμα. «Θα μου τις βρέξεις;» ψιθυρίζω και ξαφνικά αισθάνομαι πεταλούδες* στο* στομάχι μου. Ίσως αυτό είναι που χρειάζομαι... Αυτό είναι που μου λείπει. Με κοιτάζει, και τα μάτια του σκοτεινιάζουν. «Δε θέλω να σε πονέσω, μα θα χαρώ πάρα πολύ να παίξω...»
Ρίχνω μια νευρική ματιά ολόγυρα στο μεγάλο δωμάτιο, αλλά κανένας δεν μπορεί να μας ακούσει. «Μόνο αν παρεκτραπείτε, κυρία Γκρέυ...» σκύβει και μου μουρμουρίζει στο αυτί. Πώς μπορεί να χωρέσει τόσες αισθησιακές υποσχέσεις μέσα σε πέντε λέξεις; «Θα δω τι μπορώ να κάνω...» αποκρίνομαι χαμογελώντας. ΜΕΤΑ ΤΟΥΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ κατευθυνόμαστε προς το αυτοκίνητο. «Ορίστε». Ο Κρίστιαν μου πετάει τα κλειδιά του R8. «Μην το τρακάρεις» προσθέτει εντελώς σοβαρά—, «γιατί θα τα πάρω στο κρανίο».
Το στόμα μου ξεραίνεται. Με αφήνει να οδηγήσω το αυτοκίνητό του; Η εσωτερική μου θεά φοράει τα δερμάτινα γάντια οδήγησης και ίσια παπούτσια. Ω, ναι\ φωνάζει. «Είσαι σίγουρος;» ρωτάω άηχα, έκπληκτη. «Ναι. Προτού αλλάξω γνώμη». Δε νομίζω πως έχει χαμογελάσει ποτέ τόσο πολύ. Υψώνει το βλέμμα του στον ουρανό και ανοίγει την πόρτα του οδηγού για να μπω. Βάζω μπρος προτού καν φτάσει στην πλευρά του συνοδηγού, και μπαίνει μέσα βιαστικά. «Ανυπομονείτε, κυρία Γκρέυ;» λέει με σαρκαστικό χαμόγελο.
« Πολύ! » Κάνω όπισθεν αργά και στρίβω στο δρομάκι. Καταφέρνω να μη μου σβήσει, εκπλήσσοντας τον εαυτό μου. Ο συμπλέκτης παραείναι ευαίσθητος. Προχωρώντας προσεκτικά στο δρομάκι, ρίχνω μια ματιά στον καθρέφτη και βλέπω τον Σόγερ και τον Ράιαν να μπαίνουν στο Audi SUV. Δεν είχα ιδέα πως η ασφάλεια μας είχε ακολουθήσει έως εδώ. Κάνω μια στάση προτού βγω στον κεντρικό δρόμο. «Είσαι σίγουρος;» «Ναι...» απαντάει σφιγμένα ο Κρίστιαν, αποκαλύπτοντάς μου ότι δεν είναι καθόλου σίγουρος.
Ω, τον καημένο, τον καημένο τον Πενήντα μου. Θέλω να γελάσω μαζί του και με τον εαυτό μου, επειδή είμαι νευρική και γεμάτη έξαψη. Ένα μικρό κομμάτι του εαυτού μου θέλει να ξεφύγει από τον Σόγερ και τον Ράιαν, ίσα για να σπάσω πλάκα. Ελέγχω την κυκλοφορία και μετά βγάζω προσεκτικά το R8 στον δρόμο. Ο Κρίστιαν τσιτώνεται γεμάτος ένταση, και δεν αντέχω στον πειρασμό. Ο δρόμος είναι άδειος. Πατάω με δύναμη το γκάζι και ορμάμε προς τα εμπρός. «Οχ, Ανά!» φωνάζει ο Κρίστιαν. «Πιο αργά θα σκοτωθούμε! » Ανασηκώνω αμέσως το πόδι από το γκάζι. Αυτό το αυτοκίνητο τα σπάει! «Συγγνώμη...» μουρμουρίζω,
προσπαθώντας να ακουστώ μετανιωμένη και αποτυγχάνοντας οικτρά. Ο Κρίστιαν μού χαμογελάει αχνά, για να κρύψει την ανακούφισή του, νομίζω. «Λοιπόν, αυτό μετράει ως παρεκτροπή» λέει αδιάφορα, και αμέσως επιβραδύνω. Ρίχνω μια ματιά στον καθρέφτη. Κανένα σημάδι του Audi SUV, απλώς ένα μοναχικό σκούρο αυτοκίνητο με φιμέ τζάμια από πίσω μας. Φαντάζομαι τον Σόγερ και τον Ράιαν ταραγμένους, να προσπαθούν αλλόφρονες να μας προλάβουν, και για κάποιον λόγο αυτό με συναρπάζει. Αλλά επειδή δε θέλω να προκαλέσω καρδιακό επεισόδιο στον αγαπημένο μου σύζυγο, αποφασίζω να φερθώ ευπρεπώς και ν χ οδηγήσω σταθερά, με ολοένα αυξανόμενη αυτοπεποίθηση, προς τη γέφυρα 520.
Ξαφνικά ο Κρίστιαν βλαστημάει και παλεύει να βγάλει το BlackBerry από την τσέπη του τζιν του. «Τι;» πετάει θυμωμένα σ’ αυτόν που είναι στην άλλη άκρη της γραμμής. « Όχι » λέει και κοιτάζει πίσω μας. «Ναι. Είναι». Ελέγχω στα γρήγορα τον καθρέφτη μου, αλλά δε βλέπω τίποτα παράξενο, μόνο μερικά αυτοκίνητα στα νώτα μας. To SUV είναι περίπου τέσσερα αυτοκίνητα πίσω, κι όλοι τρέχουμε με την ίδια ταχύτητα. «Μάλιστα...» Ο Κρίστιαν βγάζει έναν μεγάλο και βαθύ αναστεναγμό και τρίβει το μέτωπο με τα δάχτυλά του· εκπέμπει ένταση. Κάτι συμβαίνει. «Ναι... Δεν ξέρω». Μου piχνει μια ματιά και κατεβάζει το τηλέφωνο από το αυτί του. «Είμαστε μια
χαρά. Συνέχισε» λέει ήρεμα, χαμογελώντας μου, μόνο που το χαμόγελο δεν αγγίζει τα μάτια του. Γαμώτο... Η αδρεναλίνη χτυπάει κόκκινο στο σύστημά μου. Σηκώνει πάλι το τηλέφωνο. «Εντάξει, στην 520. Μόλις φτάσουμε. Ναι... Σύμφωνοι». Στερεώνει το τηλέφωνο στη βάση ηχείου, βάζοντάς το στην ανοιχτή ακρόαση. «Τι συμβαίνει, Κρίστιαν;» «Απλώς πρόσεχε πού πηγαίνεις, μωρό μου» απαντάει μαλακά. Κατευθύνομαι προς την έξοδο για την 520, με κατεύθυνση το Σιάτλ. Όταν ρίχνω μια
ματιά στον Κρίστιαν, κοιτάζει ευθεία μπροστά. «Δε θέλω να πανικοβληθείς» λέει ήρεμα. «Αλλά μόλις βρεθούμε επάνω στην 520, θέλω να πατήσεις τέρμα το γκάζι. Μας παρακολουθούν». Μας παρακολουθούν; Γαμώτο. Η καρδιά μου ανεβαίνει στο στόμα μου σφυροκοπώντας, το κρανίο μου μυρμηγκιάζει και ο,λαιμός μου σφίγγεται από πανικό. Μας παρακολουθεί ποιος; Τα μάτια μου στρέφονται απότομα στον καθρέφτη, κι όπως περίμενα, το σκούρο αυτοκίνητο που είδα νωρίτερα είναι ακόμα πίσω μας. Γαμώτο! Αυτό είναι; Προσπαθώ να διακρίνω μέσα από το φιμέ παρμπρίζ ποιος οδηγεί, αλλά δε βλέπω τίποτα.
«Κράτα τα μάτια σου στον δρόμο, μωρό μου» λέει μαλακά ο Κρίστιαν, όχι με τον άγριο τόνο που χρησιμοποιεί συνήθως όταν μιλάει για την οδήγησή μου. Ψυχραιμία! Καρπαζώνω νοερά τον εαυτό μου, για να υπερνικήσω τον τρόμο που απειλεί να με κατακλύσει. Κι αν αυτός που μας ακολουθεί είναι οπλισμένος; Οπλισμένος και στο κατόπι του Κρίστιαν; Γαμώτο! Με κυριεύει ένα κύμα ναυτίας. «Πώς ξέρουμε ότι μας παρακολουθούν;» Η φωνή μου είναι ένας αδύναμος, τσιριχτός ψίθυρος. «Η Dodge από πίσω μας έχει πλαστές πινακίδες». Πού το ξέρει;
Καθώς πλησιάζουμε την έξοδο προς την 520, βγάζω φλας. Είναι αργά το απόγευμα, και παρόλο που η βροχή έχει σταματήσει, το οδόστρωμα είναι βρεγμένο. Ευτυχώς, η κυκλοφορία είναι σχετικά αραιή. Η φωνή του Ρέυ αντηχεί στο κεφάλι μου από ένα μάθημα αυτοάμυνας, από τα πολλά που μου έκανε. Ο πανικός είναι αυτός που θα σε σκοτώσει ή θα γίνει αιτία να τραυματιστείς σοβαρά, Άννι. Παίρνω βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να ελέγξω τον ρυθμό της. Όποιος μας ακολουθεί έχει στόχο τον Κρίστιαν. Παίρνω άλλη μία βαθιά, σταθεροποιητική ανάσα, και το μυαλό μου αρχίζει να καθαρίζει, το στομάχι μου να ηρεμεί. Πρέπει να κρατήσω τον Κρίστιαν ασφαλή. Ήθελα να οδηγήσω αυτό το αυτοκίνητο και /)θελα να το οδηγήσω με
ταχύτητα. Λοιπόν, να η ευκαιρία μου. Σφίγγω το τιμόνι και ρίχνω μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη. Η Dodge μειώνει την απόσταση ανάμεσά μας. Κόβω ταχύτητα, αγνοώντας το ξαφνικό πανικόβλητο βλέμμα που μου ρίχνει ο Κρίστιαν, και καθυστερώ την είσοδό μου στην 520, έτσι που η Dodge αναγκάζεται να επιβραδύνει και να σταματήσει, για να περιμένει ένα άνοιγμα στην κυκλοφορία. Κατεβάζω ταχύτητα και σανιδώνω το γκάζι. To R8 ορμάει προς τα εμπρός, κολλώντας μας και τους δύο στην πλάτη του καθίσματος μας. Το κοντέρ ανεβαίνει απότομα στα εκατόν είκοσι χιλιόμετρα την ώρα.
«Πρόσεχε, μωρό μου» λέει ήρεμα ο Κρίστιαν, αν και είμαι σίγουρη πως κάθε άλλο παρά ήρεμος είναι. Κάνω οχτάρια ανάμεσα στις δύο λωρίδες κυκλοφορίας σαν μαύρο πιόνι στην ντάμα, ουσιαστικά υπερπηδώντας τα αυτοκίνητα και τα φορτηγά. Είμαστε πολύ κοντά στη λίμνη σ’ αυτήν τη γέφυρα. Είναι σαν να οδηγούμε πάνω στο νερό. Αγνοώ επιμελώς τα θυμωμένα, αποδοκιμαστικά βλέμματα των άλλων οδηγών. Ο Κρίστιαν σφίγγει τα χέρια μεταξύ τους στα πόδια του, μένοντας όσο πιο ήρεμος μπορεί, και παρά τις πυρετώδεις σκέψεις μου, αναρωτιέμαι αόριστα αν το κάνει για να μη μου αποσπάσει την προσοχή.
«Καλό κορίτσι...» μουρμουρίζει ενθαρρυντικά. Ρίχνει μια ματιά πίσω του. «Δε βλέπω την Dodge». «Είμαστε ακριβώς πίσω από το ΑΠ, κύριε Γκρέυ». Η φωνή του Σόγερ έρχεται μέσα από την ανοιχτή ακρόαση. «Προσπαθεί να σας προλάβει, κύριε. Θα επιχειρήσουμε να τον πλευρίσουμε, να μπούμε ανάμεσα σε σας και την Dodge». ΑΠ; Τι σημαίνει αυτό; «Ωραία, Η κυρία Γκρέυ τα πάει μια χαρά, Με αυτή την ταχύτητα, με την προϋπόθεση πως η κυκλοφορία παραμένει αραιή -και απ’ ό,τι βλέπω, είναι-, θα βγούμε από τη γέφυρα σε μερικά λεπτά», «Μάλιστα, κύριε».
Προσπερνάμε σαν αστραπή τον πύργο ελέγχου της γέφυρας και ξέρω πως έχουμε διασχίσει τη μισή λίμνη Ουάσινγκτον. Όταν ελέγχω την ταχύτητά μου, εξακολουθώ να τρέχω με εκατόν είκοσι, «Τα πας πραγματικά καλά, Άνα...» ψιθυρίζει πάλι ο Κρίστιαν, κοιτάζοντας από το πίσω τζάμι του R8. Γιά μια φευγαλέα στιγμή ο τόνος του μου θυμίζει την πρώτη μας φορά στην αίθουσα ψυχαγωγίας του, όταν με ενθάρρυνε υπομονετικά στη διάρκεια της πρώτης μας σκηνής. Η σκέψη μού αποσπά την προσοχή και τη διώχνω αμέσως. «Προς τα πού κατευθύνομαι;» ρωτάω, σχετικά πιο ήρεμη. Έχω πάρει πια το κολάι του αυτοκινήτου. Είναι απόλαυση να το
οδηγείς, τόσο αθόρυβο και εύκολο στον χειρισμό του, που δύσκολα πιστεύεις πόσο γρήγορα τρέχουμε. Το να οδηγείς με αυτή την ταχύτητα τούτο το αυτοκίνητο είναι εύκολο. «Κυρία Γκρέυ, κατευθυνθείτε προς τον 1-5 και μετά νότια. Θέλουμε να δούμε αν η Dodge θα σας ακολουθήσει μέχρι εκεί» λέει ο Σόγερ από την ανοιχτή ακρόαση. Τα φανάρια επάνω στη γέφυρα είναι πράσινα -δόξα τω Θεώ-, και συνεχίζω να τρέχω. Ρίχνω μια νευρική ματιά στον Κρίστιαν, που μου χαμογελάει καθησυχαστικά. Μετά το πρόσωπό του «Σκατά...» βρίζει σιγανά.
σοβαρεύει.
Υπάρχει μια ουρά μπροστά μας στο τέρμα της γέφυρας, και πρέπει ^α μειώσω ταχύτητα. Ρίχνοντας πάλι μια αγχωμένη ματιά στον καθρέφτη, μου φαίνεται πως εντοπίζω την Dodge. «Κάπου δέκα αυτοκίνητα πίσω μας;» «Ναι, τη βλέπω» απαντάει ο Κρίστιαν, κοιτάζοντας από το στενό πίσω τζάμι. «Αναρωτιέμαι ποιος διάολο είναι!» «Κι εγώ. Ξέρουμε αν είναι άντρας αυτός που οδηγεί;» ξεφουρνίζω προς το μέρος του στερεωμένου στη βάση BlackBerry. «Όχι, κυρία Γκρέυ. Θα μπορούσε να είναι άντρας ή γυναίκα. Τα τζάμια είναι πολύ σκούρα».
«Γυναίκα;» λέει ο Κρίστιαν. Ανασηκώνω τους ώμους. «Η κυρία Ρόμπινσόν σου;» υποδεικνύω, χωρίς να* πάρω τα μάτια από τον δρόμο. Ο Κρίστιαν τσιτώνεται και σηκώνει το BlackBerry από τη βάση του. «Δεν είναι κυρία Ρόμπινσόν μου!» γρυλίζει. «Έχω να της μιλήσω από τα γενέθλιά μου. Και η Ελένα δε θα έκανε τέτοιο πράγμα. Δεν είναι το στιλ της!» «Η Λέιλα;» «Βρίσκεται στο Κοννέτικατ με τους γονείς της. Σ’ το είπα». «Είσαι σίγουρος;»
Κάνει μια παύση. «Όχι. Μα αν είχε εξαφανιστεί, είμαι σίγουρος πως οι δικοί της θα είχαν ενημερώσει τον Φλυν. Καλύτερα να το συζητήσουμε όταν γυρίσουμε σπίτι. Συγκεντρώσου σ’ αυτό που κάνεις». «Μα μπορεί να είναι απλώς ένα τυχαίο αυτοκίνητο...» «Δεν το διακινδυνεύω. Ειδικά όταν έχει να κάνει με σένα» πετάει. Ξαναβάζει το BlackBerry στη βάση του κι έχουμε πάλι επαφή με την ομάδα ασφάλειας. Ω, γαμώτο... Δε θέλω να αναστατώσω τον Κρίστιαν αυτήν τη στιγμή. Ίσως αργότερα. Κρατάω το στόμα μου κλειστό. Ευτυχώς, η κυκλοφορία αραιώνει λίγο. Καταφέρνω να επιταχύνω στη διασταύρωση του
Μαουντλέικ που οδηγεί στον 1-5, κάνοντας πάλι οχτάρια ανάμεσα στα αυτοκίνητα. «Κι αν με σταματήσει η αστυνομία;» ρωτάω. «Αυτό θα ήταν καλό». «Όχι για το δίπλωμά μου». «Μην ανησυχείς γι’ αυτό» αποκρίνεται. Απρόσμενα, ακούω ευθυμία στη φωνή του. Πατάω πάλι το γκάζι και φτάνω τα εκατόν είκοσι. Ποπό! Αυτό το αυτοκίνητο τρέχει. Μου αρέσει είναι τόσο ξεκούραστο. Φτάνω τα εκατόν τριάντα πέντε. Δε νομίζω πως έχω οδηγήσει ξανά τόσο γρήγορα. Ήμουν
τυχερή αν ο Σκαραβαίος μου έπιανε ποτέ τα ογδόντα χιλιόμετρα την ώρα. «Έχει ξεφύγει από την κυκλοφορία και γκαζώνει». Η ασώματη φωνή του Σόγερ είναι ήρεμη και ενημερωτική. «Πάει με εκατόν σαράντα πέντε». Γαμώτο! Πιο γρήγορα! Πατάω το γκάζι, και το αυτοκίνητο πιάνει γουργουρίζοντας τα εκατόν πενήντα χιλιόμετρα έτσι όπως πλησιάζουμε στη διασταύρωση του 1-5. «Πάτα το, Κρίστιαν.
Άνα...»
μουρμουρίζει
ο
Κόβω στιγμιαία ταχύτητα καθώς μπαίνουμε στον 1-5. Ο διαπολιτειακός είναι σχετικά άδειος, και καταφέρνω να περάσω στη λωρίδα ταχείας κυκλοφορίας σ’ ένα κλάσμα
του δευτερολέπτου. Καθώς πατάω γκάζι, το υπέροχο R8 ορμάει προς τα εμπρός, και τρέχουμε στην αριστερή λωρίδα, ενώ οι κοινοί θνητοί παραμερίζουν για να μας αφήσουν να περάσουμε. Αν δε φοβόμουν τόσο πολύ, θα το απολάμβανα. * «Έπιασε τα εκατόν εβδομήντα πέντε χιλιόμετρα, κύριε». «Μείνε κοντά του, Λουκ!» γαβγίζει ο Κρίστιαν στον Σόγερ. Λουκ; Ένα φορτηγό κινείται αργά στη λωρίδα ταχείας κυκλοφορίας -γαμώτο!-, και αναγκάζομαι να πατήσω απότομα φρένο.
«Παλιοβλάκα!» βρίζει ο Κρίστιαν τον οδηγό καθώς τιναζόμαστε προς τα εμπρός στη θέση μας. Χαίρομαι που φοράμε ζώνες. «Πέρασέ τον από δεξιά, μωρό μου...» σφυρίζει ο Κρίστιαν μέσα από σφιγμένα δόντια. Ελέγχω τους καθρέφτες μου και μπαίνω δεξιά, αλλάζοντας τρεις λωρίδες. Προσπερνάμε τα πιο αργοκίνητα οχήματα και ύστερα ξαναμπαίνουμε στη λωρίδα ταχείας κυκλοφορίας. «Ωραία κίνηση, κυρία Γκρέυ...» μουρμουρίζει επιδοκιμαστικά ο Κρίστιαν. «Πού είναι οι μπάτσοι όταν τους χρειάζεσαι;»
«Δε θέλω να πάρω κλήση, Κρίστιαν...» αποκρίνομαι σιγανά, συγκεντρώνοντας την προσοχή μου στον δρόμο μπροστά μου. «Έχεις πάρει κλήση για υπερβολική ταχύτητα οδηγώντας έτσι;» « Όχι. ..» λέει, αλλά ρίχνοντάς του μια ματιά, βλέπω πως χαμογελάει αμυδρά. «Σ’ έχουν σταματήσει;» «Ναι». «Ω...» «Γοητεία. Το κλειδί είναι η γοητεία. Τώρα συγκεντρώσου. Πού είναι η Dodge, Σόγερ;» «Μόλις έπιασε τα εκατόν ογδόντα, κύριε» απαντάει ο Σόγερ.
Γαμώτο μου! Η καρδιά μου ανεβαίνει πάλι στο στόμα μου. Μπορώ να, οδηγήσω πιο γρήγορα; Πιέζω άλλη μία φορά το πόδι μου προς τα κάτω και προσπερνάω σαν βέλος τα άλλα αυτοκίνητα. «Αναβόσβησε τα φώτα!» με διατάζει ο Κρίστιαν όταν μια Ford Mustang αρνείται να παραμερίσει. «Μα αυτό θα με κάνει κωλόπαιδο...» «Γίνε κωλόπαιδο λοιπόν!» αντιγυρίζει. Χριστέ μου. Εντάξει! «Εμμμ... Πού είναι τα φώτα;» «Στο φλας. Τράβηξέ το προς το μέρος σου».
Το κάνω, και η Mustang παραμερίζει, αν και όχι προτού ο οδηγός μού ανεμίσει το μεσαίο του δάχτυλο με όχι και πολύ φιλικό τρόπο. Τον προσπερνάω βολίδα. «Αυτός είναι το κωλόπαιδο...» λέει ο Κρίστιαν σιγανά και ύστερα μου γαβγίζει: «Βγες στη Στιούαρτ!». Μάλιστα, κύριε! «Βγαίνουμε στην έξοδο της Στιούαρτ» ανακοινώνει ο Κρίστιαν στον Σόγερ. «Πηγαίνετε κύριε».
κατευθείαν
στο
Εσκάλα,
Κόβω ταχύτητα, ελέγχω τους καθρέφτες μου, βγάζω φλας, μετά αλλάζω με εκπληκτική άνεση τέσσερις λωρίδες στον
αυτοκινητόδρομο, με κατεύθυνση την έξοδο. Βγαίνοντας στην οδό Στιούαρτ, πηγαίνουμε νότια. Ο δρόμος είναι ήσυχος, με λίγα οχήματα. Πού είναι όλοι; «Σταθήκαμε πολύ τυχεροί με την κυκλοφορία. Αλλά αυτό σημαίνει πως το ίδιο ισχύει και για την Dodge. Μην κόβεις ταχύτητα, Άνα. Πήγαινέ μας σπίτι». «Δε θυμάμαι τον δρόμο...» ψελλίζω, πανικοβλημένη από το γεγονός ότι η Dodge είναι ακόμα στο κατόπι μας. «Ακολούθησε τη Στιούαρτ νότια μέχρι να σου πω...» Ο Κρίστιαν ακούγεται πάλι αγχωμένος. Περνάω τρία τετράγωνα, αλλά τα φανάρια γίνονται πορτοκαλί στη 1 ειλ Άβενιου.
«Πέρασέ τα, Άνα!» φωνάζει ο Κρίστιαν. Τρομάζω τόσο πολύ, που πατάω τέρμα το γκάζι, με αποτέλεσμα να κολλήσουμε και οι δύο στα καθίσματά μας, περνώντας με ταχύτητα το κόκκινο πια φανάρι. «Μπαίνει στη Στιούαρτ» λέει ο Σόγερ. «Μείνε κοντά του, Λουκ». «Λουκ;» «Έτσι τον λένε». Ρίχνω μια γρήγορη ματιά και βλέπω τον Κρίστιαν να με αγριοκοιτάζει σαν να είμαι τρελή. «Τα μάτια σου στον δρόμο!» πετάει.
Αγνοώ τον τόνο του. «Λουκ Σόγερ». «Nαι!» Ακούγεται εξοργισμένος. «Α...» Πώς και δεν το ήξερα; Ο άνθρωπος με ακολουθεί στη δουλειά τις τελευταίες έξι εβδομάδες, κι εγώ δεν ήξερα καν το μικρό του όνομα. «Εγώ είμαι αυτός, κυρία μου» αποκρίνεται ο Σόγερ ξαφνιάζοντάς με, παρόλο που μιλάει με την ήρεμη, μονότονη φωνή που χρησιμοποιεί πάντα. «Το ΑΠ κατεβαίνει τη Στιούαρτ, κύριε. Πηγαίνει όλο και πιο γρήγορα». «Εμπρός, Άνα. Λιγότερη κουβεντούλα, γαμώτο!» γρυλίζει ο Κρίστιαν.
«Έχουμε σταματήσει στο πρώτο φανάρι της Στιούαρτ» μας ενημερώνει ο Σόγερ. «Άνα, γρήγορα, εδώ μέσα!» φωνάζει ο Κρίστιαν, δείχνοντας ένα πάρκινγκ στη νότια πλευρά της Μπόρεν Άβενιου. Στρίβω, με τα λάστιχα να διαμαρτύρονται στριγκλίζοντας καθώς στρίβω το τιμόνι για να μπω στο γεμάτο πάρκινγκ. «Κάνε τον κύκλο. Γρήγορα!» με προστάζει ο Κρίστιαν. Οδηγώ όσο πιο γρήγορα μπορώ προς το πίσω μέρος, που δε φαίνεται από τον δρόμο. «Εκεί μέσα!» Ο Κρίστιαν δείχνει μια θέση. Σκατά! Θέλει να το παρκάρω. Να πάρει! «Κάν’ το, γαμώτο μου!» προσθέτει.
Και το κάνω... Τέλεια. Ισως η μόνη φορά που κατάφερα ποτέ να παρκάρω άψογα. «Είμαστε κρυμμένοι στο πάρκινγκ μεταξύ Στιούαρτ και Μπόρεν» λέει ο Κρίστιαν στο BlackBerry. «Εντάξει, κύριε!» Ο Σόγερ ακούγεται εκνευρισμένος. «Μείνετε εκεί όπου είστε. Θα ακολουθήσουμε το ΑΠ». Ο Κρίστιαν στρέφεται προς το μέρος μου, με τα μάτια του να ψάχνουν το πρόσωπό μου. «Είσαι εντάξει;» «Ασφαλώς...» ψιθυρίζω. Ο Κρίστιαν χαμογελάει αχνά. «Όποιος οδηγεί εκείνη την Dodge δεν μπορεί να μας ακούσει, ξέρεις...»
Και γελάω. «Περνάμε τη γωνία Στιούαρτ και Μπόρεν τώρα, κύριε. Βλέπω το πάρκινγκ. Σας προσπέρασε, κύριε». Ξεφυσάμε και οι δύο ταυτόχρονα από ανακούφιση. «Μπράβο, κυρία Γκρέυ. Ωραία οδήγηση!» Ο Κρίστιαν μού χαϊδεύει μαλακά το πρόσωπο με τις άκρες των δαχτύλων του, και η επαφή με κάνει να αναπηδήσω, παίρνοντας βαθιά ανάσα. Δεν είχα ιδέα πως κρατούσα την αναπνοή μου. «Αυτό σημαίνει πως θα πάψεις να παραπονιέσαι για την οδήγησή μου;» ρωτάω.
Γελάει με ένα δυνατό, εξαγνιστικό γέλιο. «Δε θα έφτανα στο σημείο να πω τέτοιο πράγμα...» «Σ’ ευχαριστώ που μ’ άφησες να οδηγήσω το αυτοκίνητό σου. Και μάλιστα κάτω από τόσο συναρπαστικές συνθήκες». Προσπαθώ απεγνωσμένα να κρατήσω τη φωνή μου ανάλαφρη. «Ίσως θα έπρεπε να οδηγήσω εγώ τώρα». «Για να είμαι ειλικρινής, δε νομίζω ότι μπορώ να βγω έξω αυτήν τη στιγμή για να σ’ αφήσω να κάτσεις εδώ. Τα πόδια μου είναι σαν ζελέ...» Ξαφνικά αναριγώ και τρέμω. «Είναι η αδρεναλίνη, μωρό μου» αποκρίνεται. « Τα πήγες απίστευτα καλά,
ως συνήθως. Με συναρπάζεις, Ανά! Ποτέ δε με απογοητεύεις». Μου αγγίζει τρυφερά το μάγουλο με την ανάστροφη της παλάμης του. Το πρόσωπό του είναι γεμάτο αγάπη, φόβο, θλίψη -τόσο πολλά συναισθήματα συγχρόνως-, και τα λόγια του με σπρώχνουν στον γκρεμό. Συγκλονισμένη. αφήνω να ξεφύγει ένα πνιχτό αναφιλητό από τον σφιγμένο λαιμό μου και βάζω τα κλάματα. «Όχι, μωρό μου... Όχι. Σε παρακαλώ, μην κλαις...» Απλώνει το χέρι του και, παρά τον περιορισμένο χώρο, με τραβάει πάνω από την κονσόλα του χειρόφρενου για να με πάρει στην αγκαλιά του. Απομακρύνοντας τα μαλλιά από το πρόσωπό μου, με φιλάει
στα μάτια, ύστερα στα μάγουλα, κι εγώ τυλίγω τα χέρια γύρω του, κλαίγοντας στον λαιμό του με σιγανά αναφιλητά. Χώνει τη μύτη του στα μαλλιά μου και με σφίγγει στην αγκαλιά του, κρατώντας με δυνατά. Καθόμαστε χωρίς να μιλάμε. Απλώς αγκαλιάζοντας ο ένας τον άλλο. Η φωνή του Σόγερ μάς ξαφνιάζει. «Το ΑΠ έκοψε ταχύτητα έξω από το Εσκάλα. Ελέγχει τη διασταύρωση». «Ακολούθησέ τον!» πετάει ο Κρίστιαν. Σκουπίζω τη μύτη μου με την ανάστροφη της παλάμης μου και παίρνω βαθιά ανάσα για να συνέλθω.
«Χρησιμοποίησε το πουκάμισό μου». Ο Κρίστιαν με φιλάει στον κρόταφο. «Συγγνώμη..*» τραυλίζω. Ντρέπομαι για το κλάμα μου. «Για ποιο πράγμα; Μη ζητάς συγγνώμη». Σκουπίζω ξανά τη μύτη μου. Μου ανασηκώνει το πιγούνι και μου δίνει ένα απαλό φιλί στα χείλη. «Τα χείλη σου είναι πολύ μαλακά όταν κλαις, όμορφο, γενναίο κορίτσι μου...» ψιθυρίζει. «Φίλα με πάλι...» Ο Κρίστιαν κοκαλώνει, με το ένα χέρι στην πλάτη μου, το άλλο στους γλουτούς μου.
«Φίλα με...» μουρμουρίζω και παρακολουθώ τα χείλη του να μισανοίγουν καθώς παίρνει μια απότομη εισπνοή. Εκείνος σκύβει από πάνω μου και βγάζει το BlackBerry από τη βάση του, πετώντας το στη θέση του οδηγού δίπλα στα πόδια μου. Ύστερα το στόμα του βρίσκεται πάνω μου καθώς γλιστράει το χέρι του στα μαλλιά μου κρατώντας με ακίνητη και σηκώνοντας το αριστερό του χέρι για να πιάσει το πρόσωπό μου. Η γλώσσα του εισβάλλει στο στόμα μου, κι εγώ την καλωσορίζω. Η αδρεναλίνη μετατρέπεται σε λαγνεία και ορμάει στο κορμί μου. Αρπάζω το πρόσωπό του, περνώντας τα δάχτυλά μου πάνω από τις φαβορίτες του, απολαμβάνοντας τη γεύση του. Η φλογερή ανταπόκρισή μου τον κάνει να βγάλει ένα χαμηλό και βαθύ
βογκητό, και η κοιλιά μου σφίγγεται γρήγορα και έντονα από πόθο. Το χέρι του κατεβαίνει στο κορμί μου, περνώντας ξυστά από το στήθος, τη μέση, έως τους γλουτούς μου. Μετακινώ ελάχιστα το σώμα μου. « Α! » λέει και τραβιέται μακριά μου με κομμένη την ανάσα. «Τι;» τραυλίζω επάνω στα χείλη του. «Άνα, είμαστε σ’ ένα πάρκινγκ στο Σιάτλ!» «Και λοιπόν;» «Λοιπόν, αυτήν τη στιγμή θέλω να σε γαμήσω και μου τρίβεσαι... Είναι άβολο». Τα λόγια του κάνουν τον πόθο μου να ξεφύγει από κάθε έλεγχο, σφίγγοντας ξανά
όλους τους μυς μου από τη μέση και κάτω. · «Γάμησέ με τότε...» Τον φιλάω στην άκρη του στόματός του. Τον θέλω, τώρα. Αυτό το κυνηγητό με τα αυτοκίνητα ήταν συναρπαστικό. Υπερβολικά συναρπαστικό. Τρομακτικό... Και ο φόβος έβαλε φωτιά στη λίμπιντό μου. Γέρνει προς τα πίσω να με κοιτάξει, και τα μάτια του είναι σκοτεινά και χωμένα στις κόγχες τους. «Εδώ;» Η φωνή του βγαίνει βραχνή. To στόμα μου ξεραίνεται. Πώς μπορεί να με ανάβει με μία μόνο λέξη; · · «Ναι. Σε θέλω... Τώρα».
Γέρνει το κεφάλι του στο πλάι και με κοιτάζει για λίγο. «Κυρία Γκρέυ, πολύ ξεδιάντροπο...» λέει σιγανά, έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα που μου φαίνονται αιώνας. Το χέρι του σφίγγεται γύρω από τα μαλλιά στον αυχένα μου κρατώντας με σταθερά στη θέση μου, και το στόμα του είναι πάλι στο δικό μου, πιο βίαια αυτήν τη φορά. Το άλλο του χέρι κατεβαίνει απαλά στο κορμί μου έως τους γλουτούς μου και προχωράει ακόμα χαμηλότερα, έως το μέσο του μηρού μου. Τα δάχτυλά μου κουλουριάζονται μέσα στα μακριά μαλλιά του. «Πολύ χαίρομαι που φοράς φούστα...» συμπληρώνει μουρμουριστά, χώνοντας το χέρι κάτω από την μπλε και άσπρη εμπριμέ φούστα μου για να μου χαϊδέψει τον μηρό.
Αναδεύομαι πάλι στην αγκαλιά του, και ο αέρας βγαίνει σφυριχτός ανάμεσα από τα δόντια του. «Μείνε ακίνητη!» γρυλίζει. Χουφτώνει τα γεννητικά μου όργανα με,το χέρι του, και κοκαλώνω αμέσως. Ο αντίχειράς του αγγίζει την κλειτορίδα μου, και η ανάσα μου κόβεται στον λαιμό μου έτσι όπως η ηδονή με διαπερνάει σαν ηλεκτρισμός βαθιά, βαθιά, βαθιά μέσα μου. «Ακίνητη...» ψιθυρίζει. Με φιλάει πάλι, ενώ ο αντίχειράς του κάνει απαλούς κύκλους γύρω μου, πάνω από την αραχνοΰφαντη δαντέλα του σινιέ εσώρουχου. Γλιστράει δύο δάχτυλα στο σλιπάκι μου και τα χώνει μέσα μου.
Βογκάω και κυρτώνω τους γοφούς προς το χέρι του. «Σε παρακαλώ...» λέω χαμηλόφωνα. «Ω... Είσαι τόσο έτοιμη» αποκρίνεται, βάζοντας και βγάζοντας το δάχτυλό του βασανιστικά αργά. «Σε φτιάχνουν τα κυνηγητά με αυτοκίνητο;» «Εσύ με φτιάχνεις...» Χαμογελάει άγρια και ξαφνικά τραβάει τα δάχτυλά του, αφήνοντάς με ανικανοποίητη. Περνάει το μπράτσο του κάτω από τα γόνατά μου, και αιφνιδιάζοντάς με, με σηκώνει και με γυρίζει ανάποδα, έτσι που κοιτάζω το παρμπρίζ.
«Βάλε τα πόδια σου δεξιά και αριστερά από τα δικά μου!» με διατάζει ενώνοντας τα πόδια του. Κάνω αυτό που μου λέει, ακουμπώντας τα πόδια μου στο πάτωμα δίπλα από τα δικά του. Περνάει τα χέρια του από τους μηρούς μου προς τα κάτω, ύστερα προς τα επάνω, σηκώνοντάς μου τη φούστα. «Τα χέρια στα γόνατα, μωρό μου. Σκύψε μπροστά. Σήκωσε στον αέρα αυτό τον υπέροχο κώλο... Πρόσεχε το κεφάλι σου». Γαμώτο! Πραγματικά θα το κάνουμε, και σε δημόσιο πάρκινγκ. Ελέγχω στα γρήγορα τον χώρο μπροστά μας και δε βλέπω κανέναν, αλλά νιώθω ένα ρίγος έξαψης να με διατρέχει. Είμαι σε δημόσιο χώρο! Πολύ σέξι αυτό! Ο Κρίστιαν αναδεύεται από
κάτω μου, και ακούω τον αποκαλυπτικό ήχο του φερμουάρ του. Βάζει το ένα του χέρι γύρω από τη μέση μου και με το άλλο τραβάει το δαντελένιο μου εσώρουχο προς το πλάι, καρφώνοντάς με με μια γρήγορη κίνηση. «Ααα!» φωνάζω και τρίβομαι πάνω του. Η ανάσα του βγαίνει σφυριχτή ανάμεσα από τα δόντια του. Το μπράτσο του τυλίγεται γύρω μου έως τον λαιμό μου και με αρπάζει κάτω από το πιγούνι. Το χέρι του ανοίγει, τραβώντας με πίσω και γέρνοντας το κεφάλι μου στο πλάι, έτσι που να μπορεί να φιλήσει τον λαιμό μου. To άλλο του χέρι με αρπάζει από τον γοφό και αρχίζουμε να κουνιόμαστε μαζί.*
Σπρώχνω με τα πόδια μου προς τα επάνω, και χώνεται μέσα μου μέσα έξω. Η αίσθηση είναι... Βογκάω δυνατά. Μπαίνει τόσο βαθιά έτσι. Το αριστερό μου χέρι κουλουριάζεται γύρω από το χειρόφρενο, το δεξί είναι στηριγμένο στην πόρτα. Τα δόντια του δαγκώνουν τον λοβό μου και τραβάει είναι σχεδόν οδυνηρό. Σπρώχνει μέσα μου, ξανά και ξανά. Ανασηκώνομαι και πέφτω, και καθώς κατασταλάζουμε σ’ έναν ρυθμό, γλιστράει το χέρι του κάτω από τη φούστα μου έως την κορυφή των μηρών μου και τα δάχτυλά του ερεθίζουν απαλά την κλειτορίδα μου πάνω από το αραχνοΰφαντο ύφασμα του εσώρουχού μου. «Αχ!»
«Κάνε. Γρήγορα...» μουρμουρίζει στο αυτί μου μέσα από τα σφιγμένα δόντια του, με το χέρι τυλιγμένο ακόμα γύρω από τον λαιμό μου, κάτω από το πιγούνι. «Πρέπει να το κάνουμε γρήγορα, Άνα». Και αυξάνει την πίεση των δαχτύλων του επάνω στα γεννητικά μου όργανα. «Ααα!» Νιώβω την οικεία συσσώρευση ηδονής να μεγαλώνει βαθιά μέσα μου. «Έλα, μωρό μου...» λέει βραχνά στο αυτί μου. «Θέλω να σ’ ακούσω». Βογκάω ξανά και είμαι όλο αισθήσεις, με τα μάτια ερμητικά κλειστά. Η φωνή του στο αυτί μου, η ανάσα του στον αυχένα μου, η ηδονή που διαχέεται από το σημείο όπου τα δάχτυλά του βασανίζουν το κορμί μου και καθώς χώνεται βαθιά μέσα μου. Και
χάνομαι. Το σώμα μου παίρνει τον έλεγχο, λαχταρώντας ανακούφιση. «Ναι...» λέει σφυριχτά στο αυτί μου ο Κρίστιαν. Ανοίγω στιγμιαία τα μάτια, ατενίζοντας σε παραφορά την ταπετσαρία της οροφής του R8, και τα ξανακλείνω σφιχτά καθώς τελειώνω γύρω του. « Ω Άνα ...» μουρμουρίζει με δέος και τυλίγει τα μπράτσα του γύρω μου, ορμώντας μέσα μου μια τελευταία φορά. Μετά μένει ακίνητος καθώς τελειώνει βαθιά μέσα μου. Περνάει τη μύτη κατά μήκος του σαγονιού μου και με φιλάει απαλά στον λαιμό, στο μάγουλο, στον κρόταφο έτσι όπως είμαι
ξαπλωμένη επάνω του, με το κεφάλι να χουζουρεύει στο στήθος του. «Ανακουφιστήκατε από την ένταση, κυρία Γκρέυ;» Ο Κρίστιαν κλείνει πάλι τα δόντια γύρω από τον λοβό μου και τον τραβάει. Το σώμα μου είναι στραγγισμένο, απόλυτα εξαντλημένο, και κλαψουρίζω. Αισθάνομαι το χαμόγελό του επάνω μου. «Στη δική μου περίπτωση σίγουρα βοήθησε» προσθέτει, κατεβάζοντάς με από πάνω του. «Έχασες τη φωνή σου;» «Ναι...» ψελλίζω. «Είσαι αχαλίνωτο πλάσμα, ε; Δεν είχα ιδέα πως είσαι τόσο επιδειξιμανής».
Ανακάθομαι αμέσως, τρομοκρατημένη, κι εκείνος τσιτώνεται. «Δεν παρακολουθεί κανείς, έτσι;» Κοιτάζω με άγχος ολόγυρα στο πάρκινγκ. «Νομίζεις πως θ’ άφηνα κάποιον να παρακολουθεί τη γυναίκα μου να τελειώνει;» Με χαϊδεύει στην πλάτη καθησυχαστικά, αλλά ο τόνος της φωνής του στέλνει ρίγη στη ραχοκοκαλιά μου. Στρέφομαι και τον κοιτάζω σκανδαλιάρικα. «Σεξ στο αυτοκίνητο!» αναφωνώ. Ανταποδίδει το χαμόγελο και στερεώνει μια τούφα μαλλιά πίσω από το αυτί μου. «Έλα να γυρίσουμε πίσω. Θα οδηγήσω εγώ». Ανοίγει την πόρτα για να κατέβω από την αγκαλιά του και να βγω στο πάρκινγκ. Όταν
κοιτάζο^, τον βλέπω να κουμπώνει βιαστικά το φερμουάρ του. Με ακολουθεί έξω και ύστερα μου ανοίγει την πόρτα για να ξαναμπώ μέσα. Κάνει γρήγορα τον κύκλο έως τη θέση του οδηγού, μπαίνει δίπλα μου, ξαναπαίρνει το BlackBerry και κάνει ένα τηλεφώνημα. «Πού είναι ο Σόγερ;» πετάει. «Και η Dodge; Γιατί δεν είναι ο Σόγερ μαζί σου;» Ακούει προσεκτικά τον Ράιαν, υποθέτω. «Αυτή;» λέει με κομμένη την ανάσα. «Μείνετε κοντά της». Το κλείνει και με κοιτάζει. Αυτή! Η οδηγός του αυτοκινήτου; Ποια θα μπορούσε να είναι — η Ελένα; Η Λέιλα;
«Ο οδηγός της Dodge είναι γυναίκα;» «Έτσι φαίνεται» απαντάει ήρεμα. Το στόμα του σφίγγεται σε μια λεπτή, θυμωμένη γραμμή. «Έλα να σε πάμε σπίτι...» μουρμουρίζει. Βάζει μπρος το R8 με ένα μουγκρητό και κάνει ομαλά όπισθεν, βγαίνοντας από τον χώρο παρκαρίσματος. «Πού είναι το... Εεε... Το ΑΠ; Τι σημαίνει αυτό, επί τη ευκαιρία; Ακούγεται πολύ,ΒϋΒΜ2». Ο Κρίστιαν χαμογελάει στιγμιαία καθώς βγάζει το αυτοκίνητο από το πάρκινγκ και ξαναβγαίνει στην οδό Στιούαρτ. «Σημαίνει Άγνωστο Πρόσωπο. Ο Ράιαν ήταν στο FBI».
«Στο FBI;» «Μη ρωτάς...» Ο Κρίστιαν κουνάει το κεφάλι. Είναι φανερό πως είναι βυθισμένος στις σκέψεις του. «Λοιπόν, πού είναι αυτό το θηλυκό ΑΠ;» «Στον 1-5, με κατεύθυνση νότια». Μου ρίχνει μια ματιά. Το βλέμμα του είναι βλοσυρό. Ποπό από παθιασμένος σε ήρεμος και από ήρεμος σε αγχωμένος μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα. Απλώνω το χέρι και του χαϊδεύω τον μηρό, γλιστρώντας νωχελικά τα χέρια μου στη μέσα ραφή του τζιν του, ελπίζοντας να του φτιάξω τη διάθεση. Κατεβάζει το χέρι του από το τιμόνι και σταματάει την αργή άνοδο του χεριού 'μου.
«Όχι » λέει. «Τα καταφέραμε μέχρι εδώ. Δε θες να τρακάρω τρία τετράγωνα από το σπίτι». Σηκώνει το χέρι μου στα χείλη του και μου δίνει ένα ψυχρό φιλί στον δείκτη μου, για να αφαιρέσει το κεντρί από την επίπληξή του. Ήρεμος, ψυχρός, αυταρχικός... Ο Πενήντα μου. Και πρώτη φορά εδώ και αρκετό καιρό με κάνει να νιώθω σαν ιδιότροπο παιδί. Τραβάω το χέρι μου και κάθομαι για λίγο σιωπηλή. «Γυναίκα;» * «Κατά τα φαινόμενα...» Αναστενάζει, στρίβει για να μπει στο υπόγειο γκαράζ του Εσκάλα και πληκτρολογεί τον κωδικό πρόσβασης στο πληκτρολόγιο ασφαλείας.
Η πόρτα ανοίγει, μπαίνει και παρκάρει μαλακά το R8 στον καθορισμένο χώρο του. «Μ’ αρέσει πολύ αυτό το αυτοκίνητο...» μουρμουρίζω. «Και μένα. Και μ’ αρέσει ο τρόπος με τον οποίο το χειρίστηκες και το πώς κατάφερες να μην το τρακάρεις». «Μπορείς να μου αγοράσεις ένα για τα γενέθλιά μου...» αποκρίνομαι, χαρίζοντάς του ένα αμυδρό χαμόγελο. Το στόμα του Κρίστιαν ανοίγει διάπλατα καθώς βγαίνω από το αυτοκίνητο. «Ένα άσπρο, νομίζω» προσθέτω σκύβοντας και χαμογελώντας του.
Χαμογελάει. «Αναστάζια Γκρέυ, δεν παύεις ποτέ να μ' εκπλήσσεις...» Κλείνω την πόρτα και προχωράω έως την άκρη του αυτοκινήτου για να τον περιμένω. Βγαίνει έξω με χάρη, παρακολουθώντας με με κείνο το ύφος... Εκείνο το ύφος που μιλάει βαθιά μέσα μου. Το ξέρω καλά αυτό το ύφος. Μόλις φτάνει μπροστά μου, σκύβει και μου ψιθυρίζει: «Σ’ αρέσει αυτό το αυτοκίνητο... Μ’ αρέσει αυτό το αυτοκίνητο. Σε πήδηξα στο εσωτερικό του. Ίσως θα πρέπει να σε πηδήξω κι επάνω του...». Μου κόβεται η ανάσα. Και μια κομψή ασημένια BMW μπαίνει μέσα στο γκαράζ. Ο Κρίστιαν την κοιτάζει ανήσυχος, μετά ενοχλημένος και μου χαμογελάει πονηρά.
«Φαίνεται όμως πως έχουμε παρέα... Έλα». Με αρπάζει από το χέρι και κατευθύνεται προς το ασανσέρ του γκαράζ. Πατάει το κουμπί κλήσης, και καθώς περιμένουμε, ο οδηγός της BMW έρχεται κοντά μας. « Γεια! » λέει χαμογελώντας μας εγκάρδια. Ο Κρίστιαν βάζει το χέρι γύρω μου και γνέφει ευγενικά. «Μόλις μετακόμισα δεκαέξι».
εδώ.
Διαμέρισμα
«Γεια χαρά!» Του ανταποδίδω το χαμόγελο. Έχει ευγενικά, ανοιχτοκάστανα μάτια.
Έρχεται το ασανσέρ, και μπαίνουμε όλοι μέσα. Ο Κρίστιαν με κοιτάζει με ύφος ανερμήνευτο. «Είσαι ο Κρίστιαν Γκρέυ» λέει ο νεαρός. Ο Κρίστιαν τού χαμογελάει σφιγμένα. «Νόα Λόγκαν». Απλώνει το χέρι του. Ο Κρίστιαν το πιάνει απρόθυμα. «Τι όροφο;» ρωτάει ο Νόα. «Πρέπει να πληκτρολογήσω έναν κωδικό». 1
Σύμβολο που σημαίνει πλάγια καρδιά. (Σ.τ.Ε.) 2
Από τα αρχικά των λέξεων «Bondage and Discipline, Dominance and Submission, Sadism and Masochism», που σημαίνουν: υποδούλωση και πειθαρχία, κυριαρχία και υποταγή, σαδισμός και μαζοχισμός. (Σ.τ.Ε.)
« Α...» «Ρετιρέ». « Ω! » O Νόα χαμογελάει πλατιά. «Φυσικά». Πιέζει το κουμπί για τον όγδοο όροφο, και οι πόρτες κλείνουν. «Η κυρία Γκρέυ, υποθέτω». « Ναι ...» Του χαμογελάω ευγενικά και ανταλλάσσουμε χειραψία. Ο Νόα κοκκινίζει λίγο καθώς με κοιτάζει ένα κλάσμα του δευτερολέπτου παραπάνω. Κοκκινίζω κι εγώ, και το χέρι του Κρίστιαν σφίγγεται γύρω μου. «Πότε μετακόμισες εδώ;» ρωτάω.
«Το περασμένο αρέσει το σπίτι».
Σαββατοκύριακο.
Μ’
Ακολουθεί μια άβολη σιωπή ώσπου να σταματήσει το ασανσέρ στον όροφο του Νόα. «Χάρηκα που σας γνώρισα και τους δύο...» λέει βγαίνοντας έξω και ακούγεται ανακουφισμένος. Οι πόρτες κλείνουν σιωπηλά πίσω του. Ο Κρίστιαν πληκτρολογεί τον κωδικό, και το ασανσέρ ανεβαίνει ξανά. «Συμπαθητικός φαίνεται...» μουρμουρίζω. «Δεν έχω συναντήσει άλλη'φορά γείτονα». Ο Κρίστιαν κατσουφιάζει. «Το προτιμώ έτσι...»
«Επειδή είσαι ερημίτης. Μου φάνηκε αρκετά ευχάριστος». «Ερημίτης;» «Ερημίτης. Κολλημένος στον φιλντισένιο πύργο σου!» δηλώνω κατηγορηματικά. Τα χείλη του Κρίστιαν στραβώνουν από κέφι. «Στον φιλντισένιο πύργο μας! Και νομίζω πως έχετε άλλο ένα όνομα να προσθέσετε στον κατάλογο των θαυμαστών σας, κυρία Γκρέυ». Υψώνω το βλέμμα στον ουρανό. «Κρίστιαν, εσύ νομίζεις πως οι πάντες είναι θαυμαστές μου...» «Μου ύψωσες το βλέμμα στον ουρανό;»
Ο σφυγμός μου επιταχύνεται. «Ασφαλώς και το ύψωσα...» ψιθυρίζω, και η ανάσα μου κόβεται στον λαιμό μου. Γέρνει το κεφάλι του στο πλάι, παίρνοντας το φλογερό, υπεροπτικό, κεφάτο ύφος του. «Και τι θα κάνουμε επ’ αυτού;» «Κάτι άγριο...» Ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα για να κρύψει την έκπληξή του. «Αγριο;» «Ναι, παρακαλώ». «Θες κι άλλο;» Γνέφω αργά. Οι πόρτες του ασανσέρ ανοίγουν, και βρισκόμαστε στο σπίτι.
«Πόσο άγριο;» μουρμουρίζει, και τα μάτια του σκοτεινιάζουν. Τον κοιτάζω χωρίς να μιλάω. Σφαλίζει στιγμιαία τα μάτια του και μετά με αρπάζει από το χέρι και με τραβάει στον προθάλαμο. Όταν ανοίγουμε απότομα τη δίφυλλη πόρτα, ο Σόγερ στέκεται στο χολ και μας κοιτάζει με προσμονή. «Σόγερ, θα ήθελα να μου δώσεις αναφορά σε μία ώρα» λέει ο Κρίστιαν.' «Μάλιστα, κύριε». Κάνοντας μεταβολή, ο Σόγερ κατευθύνεται ξανά προς το γραφείο του Τέυλορ. Έχουμε μία ώρα!
Ο Κρίστιαν με κοιτάζει. «Άγριο;» Γνέφω καταφατικά. «Λοιπόν, κυρία Γκρέυ, είστε τυχερή. Σήμερα ικανοποιώ αιτήματα!» ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΞΙ «Εχεις ΚΑΤΙ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΣΟΥ;» μουρμουρίζει ο Κρίστιαν, καρφώνοντας με με το αδιάντροπο βλέμμα του. Ανασηκώνω τους ώμους με ξαφνική ταραχή, νιώθοντας την ανάσα μου κομμένη. Δεν ξέρω αν είναι το κυνηγητό, η αδρεναλίνη, η κακή μου διάθεση νωρίτερα δεν καταλαβαίνω, αλλά το θέλω αυτό. Και το θέλω πολύ.
Μια απορημένη έκφραση περνάει φευγαλέα από το πρόσωπο του Κρίστιαν. «Κίνκι γαμήσι;» ρωτάει, και τα λόγια του είναι ένα απαλό χάδι. Γνέφω καταφατικά, νιώθοντας το πρόσωπό μου να παίρνει φωτιά. Γιατί αυτό το πράγμα με κάνει να ντρέπομαι τόσο πολύ; Έχω κάνει κάθε είδους κίνκι γαμήσια με αυτό τον άνθρωπο. Άντρας μου είναι, που να πάρει η ευχή! Αισθάνομαι αμήχανη επειδή το θέλω και ντρέπομαι να το παραδεχτώ; Το υποσυνείδητό μου με αγριοκοιτάζει. Πάψε να το πολυσκέφτεσαι. «Εν λευκώ;» Ψιθυρίζει την ερώτηση και με κοιτάζει εξεταστικά, θαρρείς και προσπαθεί να διαβάσει το μυαλό μου.
Εν λευκώ; Γαμώτο τι συνεπάγεται αυτό; «Ναι...» τραυλίζω νευρικά, και η έξαψη ανθίζει βαθιά μέσα μου. Χαμογελάει με ένα αργό, σέξι χαμόγελο. « Ελα...» λέει και με τραβάει προς τα σκαλιά. Η πρόθεσή του είναι σαφής. Αίθουσα ψυχαγωγίας! Στην κορυφή της σκάλας μού αφήνει το χέρι και ξεκλειδώνει την πόρτα της αίθουσας ψυχαγωγίας. Το κλειδί είναι στο μπρελόκ «ΝΑΙ / ΣΙΑΤΛ» που του χάρισα πριν από όχι και τόσο πολύ καιρό. «Μετά από σας, κυρία Γκρέυ» λέει ανοίγοντας την πόρτα. Η αίθουσα ψυχαγωγίας μυρίζει, καθησυχαστικά οικεία, δέρμα, ξύλο και
φρέσκο βερνίκι. Κοκκινίζω, ξέροντας πως η κυρία Τζόουνς πρέπει να μπήκε· και να καθάρισε όσο λείπαμε για μήνα του μέλιτος. Ο Κρίστιαν ανάβει τα φώτα, και οι σκουροκόκκινοι τοίχοι φωτίζονται με απαλό, διάχυτο φως. Στέκομαι και τον κοιτάζω, με την προσμονή να κυλάει πηχτή και βαριά στις φλέβες μου. Τι θα κάνει; Κλειδώνει την πόρτα και στρέφεται. Γέρνοντας το κεφάλι του στο πλάι, με κοιτάζει σκεπτικά και μετά κουνάει εύθυμα το κεφάλι του. «Τι θες, Αναστάζια;» ρωτάει μαλακά. «Εσένα...» Η μουρμουριστή.
απάντησή
μου
είναι
Χαμογελάει άχνά. «Εμένα μ’ έχεις. Με είχες από τότε που έπεσες μέσα στο γραφείο μου». «Τότε κάντε μου έκπληξη, κύριε Γκρέυ!» Το στόμα του στραβώνει με καταπιεσμένη ευθυμία και αισθησιακή υπόσχεση. «Όπως θέλετε, κυρία Γκρέυ!» Σταυρώνει τα χέρια και σηκώνει τον μακρύ του δείκτη στα χείλη μελετώντας με. «Λέω να αρχίσουμε απαλλάσσοντάς σας από τα ρούχα σας». Κάνει ένα βήμα. Αρπάζοντας το μπροστινό μέρος του κοντού τζιν μπουφάν μου, το ανοίγει και το σπρώχνει από τους ώμους μου, ρίχνοντάς το στο πάτωμα. Πιάνει το μαύρο φανελάκι μου από το κάτο) μέρος. «Σήκωσε τα χέρια».
Υπακούω, και το τραβάει πάνω από το κεφάλι μου. Σκύβοντας, μου δίνει ένα απαλό φιλί στα χείλη, με μάτια που λάμπουν από ένα σαγηνευτικό μείγμα πόθου και αγάπης. Το φανελάκι πάει να βρει το μπουφάν μου στο πάτωμα. «Ορίστε...» ψιθυρίζω κοιτάζοντάς τον νευρικά καθώς βγάζω από τον καρπό μου το λαστιχάκι για τα μαλλιά και του το απλώνω. Μαρμαρώνει, και οι κόρες των ματιών του διαστέλλονται στιγμιαία, αλλά χωρίς να προδίδουν τίποτα. Τελικά παίρνει το λαστιχάκι. «Γύρνα!» με προστάζει. Ανακουφισμένη, χαμογελάω μέσα μου και υπακούω αμέσως. Φαίνεται πως
ξεπεράσαμε αυτό το μικρό εμπόδιο. Μου μαζεύει τα μαλλιά και τα πλέκει γρήγορα και επιδέξια, δένοντάς τα με το λαστιχάκι. Τραβάει την κοτσίδα, ρίχνοντας το κεφάλι μου προς τα πίσω. «Καλή σκέψη, κυρία Γκρέυ...» μου λέει σιγανά στο αυτί, ύστερα μου δαγκώνει τον λοβό. «Τώρα γύρνα από την άλλη και βγάλε τη φούστα σου. Άσ’ τη να πέσει στο πάτωμα». Με αφήνει και κάνει ένα βήμα πίσω καθώς γυρίζω προ^το μέρος του. Χωρίς να πάρω τα μάτια μου από τα δικά του, ξεκουμπώνω το κουμπί και κατεβάζω το φερμουάρ της φαρδιάς φούστας, που πέφτει στο πάτωμα ανοίγοντας και μαζεύεται στα πόδια μου.
«Βγες από τη φούστα!» με διατάζει. Κάνω ένα βήμα προς το μέρος του, κι εκείνος γονατίζει γρήγορα μπροστά μου, αρπάζοντας τον δεξιό μου αστράγαλο. Μου ξεκουμπώνει επιδέξια ένα ένα τα σανδάλια, ενώ εγώ σκύβω εμπρός, ισορροπώντας με το ένα χέρι στον τοίχο, κάτω από τα κρεμαστάρια όπου κρέμονταν άλλοτε όλα του τα μαστίγια, οι βούρδουλες και τα ραβδιά. Το μαστίγιο με τις πολλές ουρές και το μαστίγιο ιππασίας είναι τα μόνα σύνεργα που απομένουν. Τα κοιτάζω με περιέργεια. Θα τα χρησιμοποιήσει; Έχοντας βγάλει τα παπούτσια μου, αφήνοντάς με μόνο με το δαντελένιο σουτιέν και το κιλοτάκι μου, ο Κρίστιαν κάθεται στις φτέρνες του και με ατενίζει.
«Είστε υπέροχο θέαμα, κυρία Γκρέυ!» Ξαφνικά γονατίζει, με αρπάζει από τους γοφούς και με τραβάει προς τα εμπρός, χώνοντας τη μύτη του στην κορυφή των μηρών μου. «Και αναδίδετε τη μυρωδιά σας και τη μυρωδιά μου και τη μυρωδιά του σεξ...» προσθέτει παίρνοντας βαθιά ανάσα. «Είναι μεθυστική». Με φιλάει πάνω από το δαντελένιο κιλοτάκι, και τα λόγια του μου κόβουν την ανάσα κάνουν τα σωθικά μου να λιώσουν. Είναι τόσο σκανδαλιάρης... Μαζεύοντας τα ρούχα και τα σανδάλια μου, σηκώνεται με μια γρήγορη, σβέλτη κίνηση, σαν αθλητής. «Πήγαινε να σταθείς δίπλα στο τραπέζι» λέει ήρεμα, δείχνοντας με το πιγούνι του. Γυρίζοντας, βαδίζει προς τη σιφονιέρα τών θαυμάτων.' Ρίχνει μια ματιά πίσω του
υπομειδιώντας. «Πρόσωπο στον τοίχο!» διατάζει. «Έτσι, δε θα ξέρεις τι σχεδιάζω. Στόχος μας η ευχαρίστησή σας, κυρία Γκρέυ, και θέλατε να σας κάνω έκπληξη». Στρέφομαι από την άλλη στήνοντας αυτί ξαφνικά η ακοή μου έχει οξυνθεί, έχει γίνει ευαίσθητη στον παραμικρό θόρυβο. Είναι καλός σ’ αυτό, στο να αυξάνει τις προσδοκίες, να τροφοδοτεί τον πόθο μου... Κάνοντάς με να περιμένω. Τον ακούω να αφήνει κάτω τα παπούτσια μου και, νομίζω, τα ρούχα μου επάνω στη σιφονιέρα, και ακολουθεί ο αποκαλυπτικός θόρυβος των παπουτσιών του, που πέφτουν στο πάτωμα ένα ένα. Χμμμ... Μου αρέσει ο ξυπόλυτος Κρίστιαν. Έπειτα από μια στιγμή τον ακούω να ανοίγει ένα συρτάρι.
Παιχνίδια! Ω, λατρεύω, λατρεύω, λατρεύω αυτή την προσμονή. Το συρτάρι κλείνει, και η αναπνοή μου επιταχύνεται. Πώς μπορεί ο ήχος ενός συρταριού να με μετατρέπει σε τρεμάμενη μάζα; Δεν είναι λογικό. Το ανεπαίσθητο σφύριγμα του ηχοσυστήματος που παίρνει μπρος μαρτυράει πως θα ακολουθήσει ένα μουσικό ιντερλούδιο. Ακούγεται ένα μοναχικό πιάνο, σιγανό και απαλό, και το δωμάτιο γεμίζει από πένθιμες συγχορδίες. Δεν αναγνωρίζω τον σκοπό. Στο πιάνο προστίθεται μια ηλεκτρική κιθάρα. Τι είναι αυτό; Μια αντρική φωνή μιλάει, και ίσα που ξεχωρίζω τα λόγια. Λέει πως δε φοβάται τον θάνατο. Ο Κρίστιαν με πλησιάζει νωχελικά, με τα ξυπόλυτα πόδια του να ηχούν στο ξύλινο πάτωμα. Τον νιώθω πίσω μου την ώρα που
μια γυναίκα αρχίζει να τραγουδάει... Να θρηνεί... Να τραγουδάει; «Αγριο λέτε, κυρία Γκρέυ;» μουρμουρίζει στο αριστερό μου αυτί. «Μμμ...» «Πρέπει να μου πεις να σταματήσω αν σου φανεί υπερβολικό. Αν πεις σταμάτα, θα σταματήσω αμέσως. Καταλαβαίνεις;» «Ναι». «Πρέπει να μου το υποσχεθείς». Παίρνω απότομη εισπνοή. Γαμώτο... Τι θα κάνει; «Το υπόσχομαι...» μουρμουρίζω με κομμένη την ανάσα. Θυμάμαι αυτό που είπε
νωρίτερα: Δε θέλω να σε πονέσω, αλλά θα χαρώ πάρα πολύ να παίξω... «Καλό κορίτσι...» Σκύβοντας, μου φιλάει τον γυμνό ώμο, μετά χώνει το δάχτυλο κάτω από την τιράντα του σουτιέν μου και χαράζει μια γραμμή στην πλάτη μου κατά μήκος της. Θέλω να βογκήξω. Πώς κάνει και το παραμικρό άγγιγμα τόσο ερωτικό; « Βγάλ’ το ...» μου ψιθυρίζει στο αυτί, κι εγώ υπακούω βιαστικά, αφήνοντας το σουτιέν μου να πέσει κάτω. Τα χέρια του κατεβαίνουν την πλάτη μου και χώνει τους αντίχειρες στο κιλοτάκι μου, κατεβάζοντάς το. «Κάνε ένα βήμα!» με προστάζει.
Υπακούω και πάλι, κάνοντας ένα βήμα για να βγάλω το κιλοτάκι. Μου δίνει ένα φιλί στους.γλουτούς και σηκώνεται. «Θα σου δέσω τα μάτια.Έτσι, θα είναι όλα πιο έντονα». Γλιστράει μια μάσκα αεροπορικού τύπου επάνω στα μάτια μου, και ο κόσμος μου βυθίζεται στο σκοτάδι. Η τραγουδίστρια στενάζει ασυνάρτητα... Μια σαγηνευτική, σπαρακτική μελωδία. «Σκύψε και ξάπλωσε στο τραπέζι...» Ο τόνος του είναι γλυκός. «Τώρα». Χωρίς δισταγμό, σκύβω επάνω στο τραπέζι και ακουμπάω τον κορμό μου στο καλογυαλισμένο ξύλο. Αγγίζοντας τη σκληρή επιφάνεια, το πρόσωπό μου γίνεται
κατακόκκινο. Το ξύλο είναι δροσερό επάνω στο δέρμα μου και μυρίζει μελισσοκέρι, με μια αψιά οσμή εσπεριδοειδούς. «Τέντωσε τα χέρια προς τα επάνω και κρατήσου από την άκρη». Εντάξει... Απλώνω τα χέρια και πιάνομαι από την άλλη άκρη του τραπεζιού. Eivat πολύ φαρδύ, κι έτσι τα χέρια μου είναι τελείως τεντωμένα. «Αν το αφήσεις, θα σ’ τις βρέξω. Καταλαβαίνεις;» «Ναι...» «Θες να σ’ τις βρέξω, Αναστάζια;»
Τα πάντα από τη μέση μου και κάτω σφίγγονται υπέροχα. Συνειδητοποιώ πως το ήθελα αυτό από τότε που με απείλησε την ώρα που τρώγαμε, και ούτε το κυνηγητό με τα αυτοκίνητα ούτε η στενή επαφή που ακολούθησε χόρτασε αυτή την ανάγκη. «Ναι...» Η φωνή μου είναι ένας τραχύς ψίθυρος. «Γιατί;» Ω... Πρέπει να υπάρχει λόγος; Ανασηκώνω τους ώμους. «Πες μου...» με καλοπιάνει. «Εμμμ...» Και από το πουθενά με χτυπάει δυνατά.
« Α! » φωνάζω. «Σώπα τώρα». Μου τρίβει απαλά τα πισινά στο σημείο όπου με χτύπησε. Ύστερα σκύβει από πάνω μου, με τους γοφούς του να μπήγονται στους γλουτούς μου, και με φιλάει ανάμεσα στις ωμοπλάτες, μετά σε όλη την πλάτη. Έχει βγάλει το πουκάμισό τού, έτσι που οι τρίχες του στήθους του με γαργαλούν και το ορθωμένο όργανό του πιέζεται πάνω μου, μέσα από το τραχύ ύφασμα του τζιν του. «Ανοιξε τα πόδια!» με προστάζει. Απομακρύνω τα πόδια μου το ένα από το άλλο. «Πιο πολύ».
Βογκάω και ανοίγω περισσότερο τα πόδια. «Καλό κορίτσι.:.» μουρμουρίζει. Σέρνει το δάχτυλό του επάνω στην πλάτη μου, κατά μήκος του χωρίσματος ανάμεσα στους γλουτούς μου κι επάνω στον πρωκτό μου, που σφίγγεται στο άγγιγμά του. «Θα διασκεδάσουμε με αυτό εδώ...» προσθέτει. Γαμώτο! Το δάχτυλό του συνεχίζει προς το περίνεό μου και χώνεται αργά μέσα μου. «Βλέπω πως είσαι πολύ μουσκεμένη, Αναστάζια. Από πρωτύτερα ή τώρα;» * Βογκάω, και αρχίζει να βγάζει και να βάζει το δάχτυλό του μέσα μου. Σπρώχνω το
κορμί μου επάνω στο χέρι απολαμβάνοντας την εισβολή.
του,
«Ω Άνα, νομίζω πως είναι και τα δύο... Νομίζω πως σ’ αρέσει να βρίσκεσαι εδώ, έτσι. Δική μου». Μου αρέσει — ω, μου αρέσει. Τραβάει έξω το δάχτυλό του και με χτυπάει άλλη μία φορά δυνατά. «Πες μου...» ψιθυρίζει, και η φωνή του είναι τραχιά και πιεστική. «Ναι, μ’ αρέσει...» κλαψουρίζω. Με ξαναχτυπάει δυνατά και φωνάζω, ύστερα χώνει δύο δάχτυλα μέσα μου. Τα τραβάει αμέσως έξω, απλώνοντας την
υγρασία πιο ψηλά, γύρω από τον πρωκτό μου. «Τι θα κάνεις;» ρωτάω με κομμένη την ανάσα. Ποπό... Θα με πηδήξει από πίσω; «Δεν είναι αυτό που νομίζεις...» λέει καθησυχαστικά. «Σ’ το είπα. Ένα ένα βήμα με αυτό, μωρό μου». Ακούω τον σιγανό ήχο υγρού που εκτοξεύεται, μάλλον από ένα σωληνάριο, μετά τα δάχτυλά του με τρίβουν πάλι εκεί. Με λιπαίνουν... Εκεί! Στριφογυρίζω καθώς ο φόβος μου συγκρούεται με την έξαψή μου για το άγνωστο. Με ξαναχτυπάει, χαμηλότερα, πετυχαίνοντας τα γεννητικά
μου όργανα. Βογκάω. Η αίσθηση είναι τόσο ωραία... «Μην κουνιέσαι. Και μην αφήσεις τα χέρια σου». «Αχ...» «Αυτό εδώ είναι λιπαντικό». Απλώνει κι άλλο επάνω μου. Προσπαθώ να μη σπαρταρήσω από κάτω του, αλλά η καρδιά μου σφυροκοπάει, ο σφυγμός μου έχει τρελαθεί καθώς με διαπερνούν ο πόθος και η αγωνία. «Ήθελα να σ’ το κάνω αυτό εδώ και αρκετό καιρό, Ανά».
Αναστενάζω βαριά. Και νιώθω κάτι δροσερό, μεταλλικά δροσερό, να διατρέχει τη ραχοκοκαλιά μου. «Σου έχω εδώ ένα μικρό δωράκι...» ψιθυρίζει ο Κρίστιαν. Μου έρχεται στο μυαλό μια εικόνα από την επίδειξη που μου έκανε. Γαμώτο μου! Πρωκτική σφήνα. Ο Κρίστιαν την περνάει από το χώρισμα ανάμεσα στους γλουτούς μου. Ποπό... «Θα τη χώσω μέσα σου, πολύ αργά». Μου κόβεται η ανάσα. Η προσμονή και η αγωνία με διαπερνούν σαν ηλεκτρικό ρεύμα. «Θα πονέσει;»
«Όχι, μωρό μου. Είναι μικρή. Μόλις μπει μέσα σου, θα σε γαμήσω πραγματικά άγρια». Συσπώμαι. Σκύβοντας από πάνω μου, με φιλάει άλλη μία φορά ανάμεσα στις ωμοπλάτες. «Έτοιμη;» ρωτάει. Έτοιμη; Είμαι έτοιμη γι’ αυτό; «Ναι...» ψελλίζω με το στόμα στεγνό. Περνάει πάλι ένα δάχτυλο πάνω από τον πρωκτό και το περίνεό μου και το χώνει μέσα μου. Γαμώτο. Eivat ο αντίχειράς του. Μου χουφτώνει τα γεννητικά όργανα, και τα δάχτυλά του χαϊδεύουν απαλά την κλειτορίδα μου. Αναστενάζω βαριά... Η
αίσθηση είναι ωραία... Και μαλακά, ενώ τα δάχτυλά του κάνουν τα μαγικά τους, σπρώχνει αργά την κρύα σφήνα μέσα μου. « Αχ! » βογκάω δυνατά στην άγνωστη αίσθηση. Οι μύες μου διαμαρτύρονται για την εισβολή. Κάνει έναν κύκλο μέσα μου με το δάχτυλό του και σπρώχνει τη σφήνα πιο δυνατά. Γλιστράει μέσα εύκολα. και δεν ξέρω αν είναι επειδή είμαι τόσο ξαναμμένη ή αν μου απέσπασε την προσοχή με τα επιδέξια δάχτυλά του, αλλά το κορμί μου δείχνει να τη δέχεται. Είναι βαριά... Και παράξενη... Εκεί! «Ω μωρό μου...»
Και το νιώθω. Εκεί όπου ο αντίχειράς του στριφογυρίζει μέσα μου... Και η σφήνα πιέζεται πάνω του... Οχ... Αχ... Στρίβει αργά τη σφήνα, αποσπώντας μου ένα μακρύ και βαθύ βογκητό. «Κρίστιαν...» τραυλίζω. Το όνομά του ένα ασυνάρτητο μάντρα καθώς προσαρμόζομαι στην αίσθηση. «Καλό κορίτσι...» μουρμουρίζει. Περνάει το ελεύθερο χέρι του πάνω από το πλευρό μου, ώσπου φτάνει στον γοφό μου. Τραβάει αργά τον αντίχειρά του, και ακούω τον αποκαλυπτικό ήχο του φερμουάρ που ανοίγει. Αρπάζοντας και τον άλλο μου γοφό, με τραβάει προς τα πίσω και μου ανοίγει ακόμα περισσότερο τα πόδια, με τη γάμπα του να πιέζει τη δική μου. «Μην αφήσεις το τραπέζι, Άνα» με προειδοποιεί.
«Όχι...» αποκρίνομαι με κομμένη την ανάσα. «Κάτι άγριο;' Πες μου αν Παραείναι άγριο. Καταλαβαίνεις;» «Ναι...» ψιθυρίζω, και ορμάει μέσα μου τραβώντας με ταυτόχρονα επάνω του, χώνοντας απότομα τη σφήνα ακόμα πιο μπροστά, πιο βαθιά... «Γαμώτο!» φωνάζω. Μένει ακίνητος, με την ανάσα του πιο τραχιά, και το λαχάνιασμά μου ταιριάζει με το δικό του. Προσπαθώ να αφομοιώσω όλες τις αισθήσεις: την υπέροχη πληρότητα, τη βασανιστική αίσθηση πως κάνω κάτι απαγορευμένο, την ερ(οτική ηδονή που αναδύεται από βαθιά μέσα μου. Τραβάει απαλά τη σφήνα.
Ποπό... Βογκάω και νιώθω την απότομη εισπνοή του - μια άναρθρη κραυγή αμιγούς, άφατης ηδονής. Βάζει φωτιά στο αίμα μου. Έχω νιώσει ποτέ τόσο ακόλαστη; Τόσο... «Πάλι;» ρωτάει χαμηλόφωνα. «Ναι...» «Μείνε μπρούμυτα!» με διατάζει. Βγαίνει από μέσα μου και ορμάει ξανά με φόρα. Ω... Το ήθελα αυτό. «Ναι...» αποκρίνομαι σφυριχτά. Και επιταχύνει τον ρυθμό, η αναπνοή του γίνεται πιο βαριά, ταιριάζοντας με τη δική μου καθώς διεισδύει μέσα μου. « Ω Άνα ...» λέει με κομμένη την ανάσα.
Μετακινεί το ένα του χέρι από τον γοφό μου και στρίβει πάλι τη σφήνα, τραβώντας την αργά, βγάζοντάς την έξω και σπρώχνοντάς την ξανά μέσα. Η αίσθηση είναι απερίγραπτη, και μου φαίνεται ότι θα λιποθυμήσω επάνω στο τραπέζι. Δε χάνει καθόλου τον ρυθμό του καθώς με παίρνει, ξανά και ξανά, ορμώντας βίαια και άγρια μέσα μου. Τα σωθικά μου σφίγγονται και τρεμουλιάζουν. «Ω, γαμώτο...» βογκάω. Θα διαλυθώ. «Ναι, μωρό μου...» μουγκρίζει. «Σε παρακαλώ...» τον ικετεύω και δεν ξέρω για ποιο πράγμα να σταματήσει, να μη σταματήσει ποτέ, να στρίψει πάλι τη σφήνα; Τα σωθικά μου σφίγγονται γύρω του και γύρω από τη σφήνα.
«Έτσι...» μουρμουρίζει και με χτυπάει δυνατά στον δεξιό γλουτό, και τελειώνω πέφτοντας, πέφτοντας, στριφογυρίζοντας, με το σώμα μου να πάλλεται-, και ο Κρίστιαν τραβάει μαλακά έξω τη σφήνα. «Γαμώτο!» φωνάζω, κι εκείνος αρπάζει τους γοφούς μου και τελειώνει δυνατά, κρατώντας με ακίνητη. Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΑΚΟΜΑ. Εδώ μέσα ο Κρίστιαν βάζει πάντα τα τραγούδια σε επανάληψη. Παράξενο. Είμαι κουλουριασμένη στην αγκαλιά του, με τα πόδια μας μπερδεμένα μεταξύ τους, το κεφάλι μου ακουμπισμένο στο στήθος του. Είμαστε στο πάτωμα της αίθουσας ψυχαγωγίας δίπλα στο τραπέζι.
«Καλώς όρισες πίσω...» λέει βγάζοντάς μου τη μάσκα. Ανοιγοκλείνω τα μάτια, για να προσαρμοστούν στο χαμηλό φως. Ανασηκώνοντάς μου το πιγούνι, μου δίνει ένα απαλό φιλί στα χείλη, ενώ τα μάτια του ψάχνουν με αγωνία τα δικά μου. Απλώνω το χέρι για να του χαϊδέψω το πρόσωπο. Χαμογελάει. «Λοιπόν, ανταποκρίθηκα στις οδηγίες;» ρωτάει με ευθυμία. Συνοφρυώνομαι. «Οδηγίες;» «Ήθελες άγριο...» απαντάει μαλακά.
Χαμογελάω πλατιά, επειδή δεν μπορώ να συγκρατηθώ. «Ναι. Νομίζω πως ανταποκρίθηκες...» Ανασηκώνει τα φρύδια του και μου ανταποδίδει το χαμόγελο. «Πολύ χαίρομαι που το ακούω! Αυτήν τη στιγμή φαίνεσαι καλογαμημένη Χ άι όμορφη». Μου χαϊδεύει το πρόσωπο, με τα μακριά του δάχτυλα να περνούν μαλακά πάνω από το μάγουλό μου. «Το νιώθω...» γουργουρίζω. Σκύβει και με φιλάει τρυφερά. Τα χείλη του είναι απαλά, ζεστά και δοτικά επάνω στα δικά μου. «Ποτέ δε με απογοητεύεις». Τραβιέται πίσω για να με κοιτάξει. «Πώς αισθάνεσαι;» Η φωνή του είναι γεμάτη έγνοια.
«Ωραία...» μουρμουρίζω, νιώθοντας ένα αναψοκοκκίνισμα να ανεβαίνει στο πρόσωπό μου. «Καλογαμημένη...» προσθέτου χαμογελώντας ντροπαλά. «Ποπό, κυρία Γκρέυ, έχετε πολύ πολύ βρόμικο στόμα...» Παριστάνει τον θιγμένο, αλλά ακούω το κέφι στη φωνή του. «Αυτό συμβαίνει επειδή είμαι παντρεμένη με ένα πολύ πολύ βρόμικο αγόρι, κύριε Γκρέυ». Χαμογελάει με ένα άκρως ανόητο χαμόγελο, και είναι μεταδοτικό. «Χαίρομαι που είσαι παντρεμένη μαζί του!» Πιάνει απαλά την κοτσίδα μου, τη σηκώνει στα χείλη του και φιλάει με σεβασμό την άκρη, ενώ τα μάτια του λάμπουν από αγάπη. Ποπό
είχα ποτέ ελπίδα να αντισταθώ σ’ αυτό τον άντρα; Πιάνω το αριστερό του χέρι και δίνω ένα φιλί στο δαχτυλίδι του γάμου, μια απλή πλατινένια βέρα ίδια με τη δική μου. «Δικός μου...» ψιθυρίζω. «Δικός σου» αποκρίνεται. Τυλίγει τα χέρια γύρω μου και πιέζει τη μύτη του στα μαλλιά μου. «Να σου κάνω μπάνιο;» «Χμμμ... Μόνο αν κάνεις κι εσύ μαζί μου». « Εντάξει » λέει. Με σηκώνει στα πόδια μου και στέκεται δίπλα μου. Φοράει ακόμα το τζιν του.
«Θα φορέσεις το... Εεε... Το άλλο σου τζιν;» Κατσουφιάζει. «Το άλλο τζιν;» «Εκείνο που φορούσες εδώ μέσα». «Εκείνο το τζιν;» βλέφαρα με απορία.
Ανοιγοκλείνει
τα
«Είσαι πολύ σέξι όταν το φοράς». «Μπα;» «Ναι... Μιλάμε, πραγματικά σέξι!» Χαμογελάει συνεσταλμένα. «Λοιπόν, για σας, κυρία Γκρέυ, ίσως το φορέσω...» Σκύβει να με φιλήσει, μετά αρπάζει από το τραπέζι το μικρό μπολ που περιέχει την
πρωκτική σφήνα, το σωληνάριο με το λιπαντικό, τη μάσκα και το κιλοτάκι μου. «Ποιος καθαρίζει αυτά τα παιχνίδια;» ρωτάω καθώς τον ακολουθώ δίπλα στη σιφονιέρα. Με κοιτάζει σκυθρωπός, σαν να μην καταλαβαίνει την ερώτηση. «Εγώ. Η κυρία Τζόουνς». «Τι;» Γνέφει καταφατικά, δείχνοντας να διασκεδάζει και να ντρέπεται ταυτόχρονα. Κλείνει τη μουσική. «Κοίτα... Εμμμ...» «Το έκαναν οι υποτακτικές συμπληρώνω την πρότασή του.
σου;»
Ανασηκώνει απολογητικά τους ώμους. «Ορίστε...» Μου δίνει το πουκάμισό του και το φοράω, τυλίγοντάς το γύρω μου. Η μυρωδιά του υπάρχει ακόμα στο λινό, και η δυσαρέσκειά μου για το πλύσιμο των πρωκτικών σφηνών ξεχνιέται. Αφήνει τα αντικείμενα επάνω στη σιφονιέρα. Με παίρνει από το χέρι, ξεκλειδώνει την πόρτα της αίθουσας ψυχαγωγίας και με οδηγεί έξω και μετά στο κάτω πάτωμα. Τον ακολουθώ πειθήνια. Η αγωνία, η κακή διάθεση, η έντονη συγκίνηση, ο φόβος και η έξαψη από το κυνηγητό με τα αυτοκίνητα έχουν εξαχνωθεί. Είμαι χαλαρή επιτέλους χορτασμένη και ήρεμη. Καθώς μπαίνουμε στο μπάνιο μας, χασμουριέμαι δυνατά και
τεντώνομαι... Νιώθοντας άνετα με τον εαυτό μου, έτσι για αλλαγή. «Τι συμβαίνει;» ρωτάει ο Κρίστιαν ανοίγοντας τη βρύση. Κουνάω το κεφάλι. «Πες μου...» συμπληρώνει μαλακά. Ρίχνει στο νερό λάδι μπάνιου με άρωμα γιασεμί, γεμίζοντας το δωμάτιο με το γλυκό, αισθησιακό άρωμά του. Κοκκινίζω. καλύτερα...»
«Απλώς
αισθάνομαι
Χαμογελάει. «Ναι... Η διάθεσή σας ήταν παράξενη σήμερα, κυρία Γκρέυ...» Σηκώνεται όρθιος και με τραβάει στην αγκαλιά του. «Το ξέρω πως ανησυχείς για τα πρόσφατα γεγονότα. Λυπάμαι που έχεις βρεθεί μπλεγμένη σ’ αυτά. Δεν ξέρω αν πρόκειται για βεντέτα, για κάποιον πρώην
υπάλληλο ή για επαγγελματική αντιζηλία. Αν σου συνέβαινε οτιδήποτε εξαιτίας μου...» Η φωνή του γίνεται πικρός ψίθυρος. Τυλίγω τα χέρια γύρω του. «Κι αν συμβεί κάτι σε σένα, Κρίστιαν;» Εκφράζω τον φόβο μου. Με κοιτάζει. «Θα τη βρούμε την άκρη. Τώρα έλα να βγάλεις αυτό το πουκάμισο και να μπεις στο μπάνιο». «Δεν πρέπει να μιλήσεις με τον Σόγερ;» «Μπορεί να περιμένει». Το στόμα του σφίγγεται, και νιώθω έναν ξαφνικό οίκτο για τον Σόγερ. Τι έκανε και σύγχυσε τον Κρίστιαν;
Ο Κρίστιαν με βοηθάει να βγάλω το πουκάμισό του και μετά, όταν στρέφομαι προς το μέρος του, κατσουφιάζει. Το στήθος μου έχει ακόμα ξεθωριασμένες μελανιές από τις πιπιλιές που μου έκανε στον μήνα του μέλιτος, αλλά αποφασίζω να μην αστειευτώ με το θέμα. «Αναρωτιέμαι αν ο Ράιαν πρόλαβε την Dodge». «Θα δούμε μετά το μπάνιο. Μπες μέσα». Μου απλώνει το χέρι, μπαίνω στο ζεστό μυρωδάτο νερό και κάθομαι επιφυλακτικά. « θχ ...» Τα πισινά μου πονούν, και το ζεστό νερό με κάνει να μορφάσω.
«Σιγά, μωρό μου...» με προειδοποιεί ο Κρίστιαν, αλλά τη στιγμή που το λέει, η άβολη αίσθηση εξαφανίζεται. Ο Κρίστιαν γδύνεται και μπαίνει στο νερό από πίσω μου, τραβώντας με πάνω στο στήθος του. Φωλιάζω ανάμεσα στα πόδια του και καθόμαστε τεμπέλικα, όλο ικανοποίηση, μέσα στο ζεστό νερό. Περνάω τα δάχτυλα από τα πόδια του, και μαζεύοντας την κοτσίδα μου στο ένα του χέρι, τη στριφογυρίζει μαλακά ανάμεσα στα δάχτυλά του. «Πρέπει να κοιτάξουμε τα σχέδια για το καινούριο σπίτι. Απόψε;» «Ασφαλώς».
Εκείνη η γυναίκα θα ξανάρθει. Το υποσυνείδητό μου σηκώνει τα μάτια του από τον τρίτο τόμο του βιβλίου The Complete Works of Charles Dickens και κοιτάζει βλοσυρά. Συμφωνώ με το υποσυνείδητό μου. Αναστενάζω. Δυστυχώς, τα σχέδια της Τζία Ματτέο είναι καταπληκτικά. «Πρέπει να ετοιμάσω τα πράγματά μου για τη δουλειά...» ψιθυρίζω. Κοκαλώνει. «Ξέρεις ότι δε χρειάζεται να ξαναπάς στη δουλειά...» μουρμουρίζει. Οχ, όχι... Όχι πάλι τα ίδια. «Κρίστιαν, τα είπαμε αυτά. Σε παρακαλώ, μην επαναφέρεις αυτήν τη συζήτηση».
Μου τραβάει την κοτσίδα, έτσι που το πρόσωπό μου ανασηκώνεται και γέρνει προς τα πίσω. «Απλώς λέω...» Μου δίνει ένα απαλό φιλί στα χείλη. ΦΟΡΑΩ ΦΟΡΜΑ κι ένα φανελάκι και αποφασίζω να φέρω τα ρούχα μου από την αίθουσα ψυχαγωγίας. Καθώς προχωράω στον 'διάδρομο, ακούω την υψωμένη φωνή του Κρίστιαν από το γραφείο του. Παγώνω. «Πού σκατά ήσουν; » Ω, γαμώτο... Φωνάζει στον Σόγερ. Ζαρώνω και τρέχω επάνω στην αίθουσα ψυχαγωγίας. Πραγματικά δε θέλω να ακούσω αυτό που έχει να του πει ο φωνακλάς Κρίστιαν εξακολουθεί να με τρομοκρατεί. Καημένε Σόγερ. Τουλάχιστον εγώ μπορώ να αντιγυρίσω τις φωνές.
Μαζεύω τα ρούχα μου και τα παπούτσια του Κρίστιαν, μετά προσέχω το μικρό πορσελάνινο μπολ με την πρωκτική σφήνα που βρίσκεται ακόμα επάνω στη σιφονιέρα. Λοιπόν... Υποθέτω πως πρέπει να την καθαρίσω. Την προσθέτω στον σωρό και ξανακατεβαίνω κάτω. Κοιτάζω νευρικά στο μεγάλο δωμάτιο, αλλά όλα είναι ήσυχα. Δόξα τω Θεώ. Ο Τέυλορ θα γυρίσει αύριο το βράδυ, και ο Κρίστιαν είναι γενικά πιο ήσυχος όταν είναι εδώ. Ο Τέυλορ περνάει σήμερα και αύριο λίγο ποιοτικό χρόνο με την κόρη του. Αναρωτιέμαι νωθρά αν θα τη γνωρίσω ποτέ. Η κυρία Τζόουνς βγαίνει από την αποθήκη. Ξαφνιάζουμε η μια την άλλη.
«Κυρία Γκρέυ δε σας είδα!» Ω, τώρα είμαι η κυρία Γκρέυ! «Γεια σας, κυρία Τζόουνς». «Καλώς ορίσατε στο σπίτι συγχαρητήρια!» λέει χαμογελώντας.
και
«Σας παρακαλώ, λέγετέ με Άνα...» «Κυρία Γκρέυ, δε θα αισθανόμουν άνετα...» Ω! Γιατί πρέπει να.αλλάξουν όλα απλώς επειδή φοράω ένα δαχτυλίδι; «Θα θέλατε να ελέγξετε τα μενού της εβδομάδας;» ρωτάει κοιτάζοντάς με με προσδοκία. Τα μενού;
«Εεε...» Να μια ερώτηση που δεν περίμενα να μου κάνουν. Χαμογελάει. «Όταν άρχισα να εργάζομαι για τον κύριο Γκρέυ, κάθε Κυριακή βράδυ έλεγχα μαζί του τα μενού της επόμενης εβδομάδας κι έφτιαχνα κατάλογο των πραγμάτων που μπορεί να χρειαζόταν από το παντοπωλείο». «Μάλιστα». «Να τα πάρω εγώ αυτά;» Απλώνει τα χέρια της για τα ρούχα μου. «Ω... Εμμμ... Δεν έχω τελειώσει ακόμα». Και κρύβουν το μπολ με την πρωκτική σφήνα!
Γίνομαι κατακόκκινη. Είναι θαύμα που μπορώ να κοιτάζω την κυρία Τζόουνς κατάματα. Ξέρει τι κάνουμε. Καθαρίζει το δωμάτιο. Χριστέ μου είναι πολύ παράξενο να μην είσαι μόνος στο σπίτι σου. «Όταν θα είστε έτοιμη, κυρία Γκρέυ. Θα χαρώ πολύ να συνεργαστώ μαζί σας». «Ευχαριστώ». Μας διακόπτει ένας κατάχλωμος Σόγερ· βγαίνει από το γραφείο του Κρίστιαν και διασχίζει με ζο^ηρό βήμα το μεγάλο δωμάτιο. Μας κουνάει ελαφρά το κεφάλι, χωρίς να κοιτάξει καμία μας κατάματα, και χώνεται στο γραφείο του Τέυλορ. Είμαι ευγνώμων για την παρέμβασή του, μιας κι αυτήν τη στιγμή δε θέλω να συζητήσω για μενού ή για πρωκτικές σφήνες με την κυρία
Τζόουνς. Χαρίζοντας της ένα σύντομο χαμόγελο, σπεύδω να επιστρέψω στο υπνοδωμάτιο. Θα συνηθίσω ποτέ να έχω υπηρετικό προσωπικό που στέκεται σούζα; Κουνάω το κεφάλι... Ίσως κάποια μέρα. Παρατάω τα παπούτσια του Κρίστιαν κάτω και τα ρούχα μου στο κρεβάτι και παίρνω το μπολ με την πρωκτική σφήνα στο' μπάνιο. Την κοιτάζω φιλύποπτα. Φαίνεται αρκετά άκακη και περιέργως καθαρή. Δε θέλω να το πολυσκεφτώ και την πλένω στα γρήγορα με νερό και σαπούνι. Φτάνει αυτό; Θα πρέπει να ρωτήσω τον κύριο Σεξπέρ αν πρέπει να αποστειρωθεί ή κάτι τέτοιο. Η σκέψη με κάνει να αναριγήσω. ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ ΠΟΥ Ο ΚΡΙΣΤΙΑΝ μού έχει παραχωρήσει τη βιβλιοθήκη. Τώρα φιλοξενεί ένα ελκυστικό άσπρο ξύλινο
γραφείο όπου μπορώ να δουλεύω. Βγάζω το λάπτοπ μου κι ελέγχω τις σημειώσεις μου αναφορικά με τα πέντε χειρόγραφα που διάβασα στον μήνα του μέλιτος. Ναι, έχω ό,τι χρειάζομαι. Ένα κομμάτι μου τρέμει στην ιδέα της επιστροφής στη δουλειά, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να πω κάτι τέτοιο στον Κρίστιαν. Θα άδραχνε την ευκαιρία για να με κάνει να παραιτηθώ. Θυμάμαι την αποπληξία που έπαθε ο Ρόουτς όταν του είπα ότι παντρεύομαι και με ποιον και το πώς έπειτα από λίγο η θέση μου οριστικοποιήθηκε. Τώρα συνειδητοποιώ πως ήταν επειδή παντρευόμουν το αφεντικό. Η σκέψη είναι δυσάρεστη. Δεν είμαι πια αναπληρώτρια επιμελήτρια είμαι η Αναστάζια Στιλ, επιμελήτρια.
Δεν έχω βρει ακόμα το κουράγιο να πω στον Κρίστιαν ότι δε θα αλλάξω το όνομά μου στη δουλειά. Νομίζω πως τα επιχειρήματά μου είναι ατράνταχτα. Χρειάζομαι κάποια απόσταση από κείνον, αλλά ξέρω πως, όταν τελικά το συνειδητοποιήσει, θα γίνει καβγάς. Θα έπρεπε ίσως να το συζητήσω μαζί του απόψε. Κάθομαι στην .καρέκλα μου και αρχίζω την τελευταία αγγαρεία της μέρας. Ρίχνω μια ματιά στο ψηφιακό ρολόι του λάπτοπ, που μου λέει πως είναι εφτά το απόγευμα. Ο Κρίστιαν δεν έχει βγει ακόμη από το γραφείο του, άρα έχω καιρό. Βγάζω την κάρτα μνήμης από τη Nikon και τη βάζω στο λάπτοπ για να μεταφέρω τις φωτογραφίες. Όσο "διαρκεί η διαδικασία,
σκέφτομαι τη μέρα που πέρασε. Γ όρισε ο Ράιαν; Ή είναι ακόμα στον δρόμο για το Πόρτλαντ; Πρόλαβε τη μυστηριώδη γυναίκα; Είχε ο Κρίστιαν νέα του; Θέλω μερικές απαντήσεις. Δε με νοιάζει που είναι απασχολημένος· θέλω να ξέρω τι συμβαίνει και ξαφνικά μου κακοφαίνεται που με κρατάει στο σκοτάδι. Σηκώνομαι, θέλοντας να πάω στο γραφείο του και να πατήσω πόδι, αλλά εκείνη τη στιγμή εμφανίζονται στην οθόνη οι φωτογραφίες από τις τελευταίες μέρες του μήνα του μέλιτος. Να πάρει και να σηκώσει! Δικές μου φωτογραφίες, δεκάδες από δαύτες. Την ώρα που κοιμάμαι, τόσο πολλές φωτογραφίες μου την ώρα που κοιμάμαι, με τα μαλλιά πεσμένα στο πρόσωπό μου ή απλωμένα στο μαξιλάρι, με
τα χείλη μισάνοιχτα... Σκατά να πιπιλίζω το δάχτυλό μου. Χρόνια έχω να πιπιλίσω το δάχτυλό μου! Τόσο πολλές φωτογραφίες. Δεν είχα ιδέα ότι τις είχε τραβήξει. Υπάρχουν μερικά μακρινά ενσταντανέ, ανάμεσα στα οποία ένα που με δείχνει σκυμμένη επάνω στο παραπέτο του γιοτ, να κοιτάζω κακόκεφα στο βάθος. Πώς δεν τον πρόσεξα όταν την τραβούσε; Χαμογελάω με τη φωτογραφία όπου είμαι κουλουριασμένη από κάτω του και γελάω με τα μαλλιά μου να πετάνε καθώς παλεύω να ξεφύγω από τα δάχτυλά του, που με βασανίζουν γαργαλώντας με. Και είναι κι εκείνη με τους δυο μας στο κρεβάτι, την οποία τράβηξε στην κεντρική καμπίνα τεντώνοντας το χέρι του. Είμαι κουλουριασμένη στο στήθος του, κι εκείνος κοιτάζει τη μηχανή, νέος, με ορθάνοιχτα
μάτια... Ερωτευμένος. Το άλλο του χέρι αγκαλιάζει το κεφάλι μου, κι εγώ χαμογελάω σαν ερωτευμένη ανόητη, αλλά δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από τον Κρίστιαν. Ω, ο όμορφος άντρας μου, με τα ανακατωμένα μαλλιά, τα λαμπερά γκρίζα μάτια, τα μισάνοιχτα χείλη του, που χαμογελούν. Ο όμορφος άντρας μου που δεν ανέχεται το γαργάλημα, που έως πριν από λίγο καιρό δεν ανεχόταν να τον αγγίζουν, κι όμως τώρα αντέχει το άγγιγμά μου. Πρέπει να τον ρωτήσω αν του αρέσει ή απλώς με αφήνει περισσότερο για δική μου ευχαρίστηση. Σκυθρωπιάζω κοιτάζοντας την εικόνα του και ξαφνικά τα συναισθήματά μου γι’ αυτόν με κατακλύζουν. Κάποιος θέλει να του κάνει κακό πρώτα το Τσάρλι Τάνγκο, μετά
η φωτιά στην GEH, κι αυτό το καταραμένο κυνηγητό με τα αυτοκίνητα. Μου κόβεται η ανάσα και φέρνω το χέρι στο στόμα μου, αφήνοντας έναν αθέλητο λυγμό. Παρατώντας τον υπολογιστή μου, πετάγομαι όρθια για να πάω να τον βρω όχι για να πατήσω πόδι-, μόνο για να δω αν είναι ασφαλής. Χωρίς να κάνω τον κόπο να χτυπήσω, εισβάλλω στο γραφείο του. Ο Κρίστιαν είναι καθισμένος και μιλάει στο τηλέφωνο. Σηκώνει τα μάτια με ενοχλημένη κατάπληξη, αλλά ο εκνευρισμός του εξαφανίζεται όταν βλέπει πως είμαι εγώ. «Δηλαδή δεν μπορείς να τη βελτιώσεις άλλο;» ρωτάει, συνεχίζοντας την τηλεφωνική του συνδιάλεξη, αν και δεν παίρνει τα μάτια του από πάνω μου.
Χωρίς να διστάσω, κάνω τον γύρο του γραφείου του, και στρίβει την καρέκλα του για να με κοιτάξει κατσουφιάζοντας. Καταλαβαίνω ότι σκέφτεται: τι θέλει; Όταν κάθομαι στα πόδια του, τα φρύδια του ανασηκώνονται από έκπληξη. Βάζω τα χέρια γύρω από τον λαιμό του και σφίγγομαι πάνω του. Με αγκαλιάζει επιφυλακτικά με το ένα χέρι. «Εεε... Ναι, Μπάρνυ. Μπορείς να περιμένεις ένα λεπτό;» Καλύπτει το μικρόφωνο του ακουστικού, ακουμπώντας το στον ώμο του. «Άνα, τι συμβαίνει;» Κουνάω το κεφάλι. Ανασηκώνοντας το πιγούνι μου, με κοιτάζει κατάματα. Ελευθερώνω το κεφάλι από τη λαβή του, το χώνω κάτω από το πιγούνι του και κουλουριάζομαι ακόμα περισσότερο στην
αγκαλιά του. Απορημένος, τυλίγει πιο σφιχτά το ελεύθερο χέρι του γύρω μου και με φιλάει στην κορυφή του κεφαλιού. «Εντάξει, Μπάρνυ. Τι έλεγες;» Συνεχίζει, στερεώνοντας το τηλέφωνο ανάμεσα στο αυτί και στον ώμο του, και πατάει ένα πλήκτρο στο λάπτοπ του. Στην οθόνη εμφανίζεται μια θολή ασπρόμαυρη εικόνα από κάμερα εσωτερικής παρακολούθησης. Ένας άντρας με σκούρα μαλλιά που φοράει ανοιχτόχρωμη φόρμα. Ο Κρίστιαν πιέζει άλλο ένα πλήκτρο, και ο άντρας βαδίζει προς την κάμερα, αλλά με σκυμμένο το κεφάλι. Όταν ο άντρας βρίσκεται πιο κοντά στην κάμερα, ο Κρίστιαν παγώνει την εικόνα. Στέκεται μέσα σ’ ένα φωτεινό άσπρο δωμάτιο με κάτι που μοιάζει με μακριά σειρά ψηλών
μαύρων ντουλαπιών στα αριστερά του. Πρέπει να είναι η αίθουσα των σέρβερ της GEH. «Εντάξει, Μπάρνυ. Άλλη μία φορά». Η οθόνη ζωντανεύει. Ένα κουτί εμφανίζεται γύρω από το κεφάλι του άντρα στην ταινία της εσωτερικής κάμερας, και ξαφνικά η εικόνα μεγεθύνεται. Ανακάθομαι, γοητευμένη. «Ο Μπάρνυ το κάνει αυτό;» ρωτάω ήρεμα. «Ναι» απαντάει ο Κρίστιαν. «Μπορείς να καθαρίσεις καθόλου την εικόνα;» λέει στον Μπάρνυ. Η εικόνα θολώνει, μετά εστιάζει κάπως πιο καθαρά στον άντρα, που κρατάει συνειδητά
χαμηλωμένο το κεφάλι, αποφεύγοντας την κάμερα. Καθώς τον κοιτάζω, ένα ρίγος αναγνώρισης διατρέχει τη ραχοκοκαλιά μου. Υπάρχει κάτι οικείο στη γραμμή του σαγονιού του. Έχει ατημέλητα κοντά μαύρα μαλλιά, που φαίνονται παράξενα και ξεχτένιστα... Και στην πιο καθαρή τώρα εικόνα βλέπω ένα σκουλαρίκι, έναν μικρό κρίκο. Γαμώτο μου! Ξέρω ποιος είναι αυτός! «Κρίστιαν...» ψιθυρίζω. «Αυτός είναι ο Τζακ Χάυντ». ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΦΤΑ « ΛΕΣ;» ΡΩΤΑΕΙ κατάπληκτος.
Ο
ΚΡΙΣΤΙΑΝ
«Είναι η γραμμή του σαγονιού του». Δείχνω στην οθόνη. «Και τα σκουλαρίκια και το σχήμα των ώμων του... Έχει και τη σωστή κορμοστασιά. Πρέπει να φοράει περούκα ή έκοψε κι έβαψε τα μαλλιά του». «Μπάρνυ, το ακούς αυτό;» Ο Κρίστιαν αφήνει το τηλέφωνο επάνω .στο γραφείο και το βάζει στην ανοιχτή ακρόαση. «Φαίνεται πως έχετε μελετήσει το πρώην αφεντικό σας λεπτομερώς, κυρία Γκρέυ...» μουρμουρίζει και δεν ακούγεται καθόλου ευχαριστημένος. Τον αγριοκοιτάζω, όμως με σώζει ο Μπάρνυ. «Μάλιστα, κύριε. Άκουσα την κυρία Γκρέυ. Αυτήν τη στιγμή περνάω από πρόγραμμα αναγνώρισης προσώπων όλες τις
ψηφιοποιημένες ταινίες από τις κάμερες εσωτερικής παρακολούθησης. Να δούμε πού αλλού πήγε αυτός ο μαλάκας -με συγχωρείτε, κυρία μουμέσα στην εταιρεία!» Ρίχνω μια αγχωμένη ματιά στον Κρίστιαν, ο οποίος αγνοεί τη βρισιά του Μπάρνυ. Μελετάει από κοντά την εικόνα της κάμερας παρακολούθησης. «Γιατί θα έκανε κάτι τέτοιο;» ρωτάω τον Κρίστιαν. Ανασηκώνει τους ώμους του. «Εκδίκηση ίσως... Δεν ξέρω. Δεν μπορείς να καταλάβεις γιατί ορισμένοι άνθρωποι συμπεριφέρονται όπως συμπεριφέρονται. Απλώς είμαι έξαλλος που δούλεψες κάποτε τόσο κοντά του!» Το στόμα του Κρίστιαν
πιέζεται σε μια σκληρή λεπτή γραμμή και τυλίγει το χέρι του γύρω από τη μέση μου. «Έχουμε και το περιεχόμενο του σκληρού του δίσκου, κύριε» προσθέτει ο Μπάρνυ. «Ναι, το θυμάμαι. Έχεις διεύθυνση του κυρίου Χάυντ;» ρωτάει απότομα ο Κρίστιαν. «Μάλιστα, κύριε». «Ειδοποίησε τον Γουέλτς». «Ασφαλώς. Θα εξετάσω επίσης τις κάμερες παρακολούθησης του δήμου, για να δω αν μπορώ να ανιχνεύσω τις κινήσεις του». «Έλεγξε τι αυτοκίνητο έχει». «Μάλιστα, κύριε».
«Μπορεί ο Μπάρνυ να τα κάνει όλα αυτά;» λέω ψιθυριστά. Ο Κρίστιαν γνέφει καταφατικά και μου χαρίζει ένα αυτάρεσκο χαμόγελο. «Τι υπήρχε στον σκληρό του δίσκο;» ρωτάω σιγανά. Το πρόσωπο του.Κρίστιαν σκληραίνει και κουνάει το κεφάλι του. «Τίποτα σημαντικό» απαντάει με σφιγμένα χείλη. Το χαμόγελό του έχει σβηστεί. «Πες μου...» «Όχι». «Ήταν για σένα ή για μένα;» «Για μένα...» απαντάει αναστενάζοντας.
«Τι είδους πράγματα; Για τον τρόπο ζωής σου;» Ο Κρίστιαν γνέφει αρνητικά και βάζει τον δείκτη επάνω στα χείλη του για να με κάνει να σωπάσω. Τον κοιτάζο> μουτρωμένη. Εκείνος όμως στενεύει τα μάτια, κι αυτό είναι ένα ξεκάθαρο σινιάλο για να κρατήσω τη στόμα μου κλειστό. «Είναι μια Camaro του 2006. Θα στείλω και στον Γουέλτς τις λεπτομέρειες της άδειας κυκλοφορίας!» λέει ο Μπάρνυ γεμάτος έξαψη από το τηλέφωνο. «Ωραία. Ενημέρωσέ με πού αλλού πήγε αυτός ο γαμιόλης μέσα στο κτίριό μου και σύγκρινε αυτή την εικόνα με κείνη που υπάρχει στο αρχείο προσωπικού της ΑΕΣ». Ο Κρίστιαν με κοιτάζει με συλλογισμένο
ύφος. «Θέλω να είμαι σίγουρος ότι ταιριάζουν». «Το έκανα ήδη, κύριε. Και η κυρία Γκρέυ έχει δίκιο. Είναι ο Τζακ Χάυντ»., Χαμογελάω πλατιά. Βλέπεις; Μπορώ να φανώ χρήσιμη. Ο Κρίστιαν τρίβει το χέρι στην πλάτη μου. «Μπράβο, κυρία Γκρέυ!» Χαμογελάει, ξεχνώντας το προηγούμενο πείσμα του. Στρέφει ξανά την προσοχή του στον Μπάρνυ. «Ενημέρωσέ με όταν θα έχεις εντοπίσει όλες του τις κινήσεις στα κεντρικά γραφεία. Έλεγξε επίσης όλα τα άλλ'* ακίνητα της GEH όπου μπορεί να είχε πρόσβαση και ενημέρωσε την ομάδα ασφάλειας να κάνει ακόμα έναν έλεγχο σε όλα αυτά τα κτίρια».
«Μάλιστα». «Ευχαριστώ, Μπάρνυ». Ο Κρίστιαν κλείνει το τηλέφωνο. «Λοιπόν, κυρία Γκρέυ, φαίνεται πως δεν είστε απλώς διακοσμητική, μα και χρήσιμη...» Τα μάτια του λάμπουν με πονηρή ευθυμία. Ξέρω πως με πειράζει. «Διακοσμητική;» ρωτάω σαρκαστικά, ανταποδίδοντας το πείραγμα. «Πολύ ...» απαντάει ήρεμα, δίνοντάς μου ένα απαλό, γλυκό φιλί στα χείλη. «Εσείς είστε πολύ πιο διακοσμητικός από μένα, κύριε Γκρέυ...» Χαμογελάει και με φιλάει πιο δυνατά, τυλίγοντας την κοτσίδα μου γύρω από τον
καρπό του και περνώντας τα χέρια γύρω μου. Όταν απομακρυνόμαστε ο ένας από τον άλλο για να πάρουμε ανάσα, η καρδιά μου σφυροκοπάει. «Πεινάς;» «Όχι». «Εγώ πεινάω». «Για ποιο πράγμα;» «Βασικά για φαγητό». «Θα σου φτιάξω κάτι!» αποκρίνομαι χαχανίζοντας. «Μ’ αρέσει αυτός ο ήχος». «Της φωνής μου να σου προτείνει φαγητό;»
«Του χαχανητού σου». Με φιλάει στα μαλλιά, ύστερα σηκώνεται. «Λοιπόν, τι θα θέλατε να φάτε, Κύριε;» ρωτάω γλυκά. Στενεύει τα μάτια. «Κάνετε την έξυπνη, κυρία Γκρέυ;» «Πάντα, κύριε Γκρέυ... Κύριε». Χαμογελάει σαν σφίγγα. «Μπορώ πάντα να σε βάλω στο γόνατό μου...» μουρμουρίζει προκλητικά. « Το ξέρω! » αποκρίνομαι χαμογελαστά. Βάζοντας τα χέρια μου στα μπράτσα της καρέκλας του γραφείου, σκύβω και τον φιλάω. «Αυτό είναι ένα από τα πράγματα
που μ’ αρέσουν σε σένα. Πάντως μάζεψε την παλάμη που σε τρώει πεινάς». Χαμογελάει με το συνεσταλμένο του χαμόγελο, και η καρδιά μου σφίγγεται. «Ω κυρία Γκρέυ, τι θα σας κάνω;» «Θα απαντήσεις στην ερώτησή μου. Τι θες να φας;» «Κάτι ελαφρύ. Κάνε μου έκπληξη!» απαντάει, αντιγράφοντας τα λόγια που του είπα νωρίτερα στην αίθουσα ψυχαγο^γίας. «Θα δω τι μπορώ να κάνω». Βγαίνω καμαρωτά από το γραφείο του και πηγαίνω στην κουζίνα. Η καρδιά μου σφίγγεται όταν βλέπω πως είναι εκεί η κυρία Τζόουνς. «Γεια σας, κυρία Τζόουνς».
«Κυρία Γκρέυ! Είστε έτοιμοι να φάτε κάτι;» «Χμμμ...» Ανακατεύει κάτι που μυρίζει υπέροχα σε μια κατσαρόλα επάνω στη φωτιά. «Ετοιμαζόμουν να φτιάξω σάντουιτς με μπαγκέτα για τον κύριο Γκρέυ και για μένα». Κάνει μια απειροελάχιστη παύση. «Βέβαια...» λέει. «Στον κύριο Γκρέυ αρέσει το γαλλικό ψωμί υπάρχει λίγο στο ψυγείο, κομμένο σε μήκος σάντουιτς. Θα χαιρόμουν να σας τα φτιάξω, κυρία μου». «Το ξέρω. Αλλά θα ήθελα να το κάνω εγώ». «Καταλαβαίνω. Θα σας κάνω χώρο».
«Τι μαγειρεύετε;» «Φτιάχνω μια σάλτσα μπολονέζ. Μπορεί να φαγωθεί οποτεδήποτε. Θα τη βάλω στην κατάψυξη!» Μου χαμογελάει εγκάρδια και σβήνει αμέσως τη φωτιά. «Εεε... Και τι αρέσει στον Κρίστιαν να έχουν μέσα τα... Τα σάντουιτς;» Συνοφρυώνομαι, καθώς με χτυπάει καταπρόσωπο αυτό που μόλις είπα βγάζει η κυρία Τζόουνς κάποιο συμπέρασμα; «Κυρία Γκρέυ, θα μπορούσατε να βάλετε οτιδήποτε μέσα σ’ ένα σάντουιτς, και από τη στιγμή που είναι σε γαλλικό ψωμί, θα το φάει». Χαμογελάμε η μια στην άλλη.
«Εντάξει, ευχαριστώ». Πηγαίνω στον καταψύκτη και βρίσκω το γαλλικό ψωμί κομμένο σε κατάλληλο μέγεθος μέσα σε αεροστεγή σακουλάκια. Τοποθετώ δύο κομμάτια σ’ ένα πιάτο, τα βάζω στον φούρνο μικροκυμάτων και τον ρυθμίζω στην απόψυξη. Η κυρία Τζόουνς έχει εξαφανιστεί. Γυρίζω κατσουφιασμένη στο ψυγείο να ψάξω για υλικά. Υποθέτω πως από μένα εξαρτάται να θέσω τις παραμέτρους με βάση τις οποίες η κυρία Τζόουνς κι εγώ θα δουλεύουμε μαζί. Μου αρέσει η ιδέα να μαγειρεύω για τον Κρίστιαν τα Σαββατοκύριακα. Η κυρία Τζόουνς είναι παραπάνω από ευπρόσδεκτη να το κάνει στη διάρκεια της εβδομάδας το τελευταίο που θα θέλω να κάνω όταν επιστρέφω στο σπίτι από τη δουλειά θα
είναι να μαγειρεύω. Χμμμ... Λίγο σαν τη ρουτίνα του Κρίστιαν με τις υποτακτικές του. Κουνάω το κεφάλι. Δεν πρέπει να το·πολυσκέφτομαι. Βρίσκω στο ψυγείο λίγο ζαμπόν και στο συρτάρι των λαχανικών ένα εντελώς ώριμο αβοκάντο. Τη στιγμή που προσθέτω λίγο αλάτι και λεμόνι στο λιωμένο αβοκάντο, ο Κρίστιαν ξεπροβάλλει από το γραφείο του με τα σχέδια του καινούριου σπιτιού στα χέρια. Τα βάζει στον πάγκο του πρωινού, με πλησιάζει αργά και τυλίγει τα χέρια του γύρω μου, φιλώντας με στον αυχένα. «Ξυπόλυτη και μουρμουρίζει.
στην
κουζίνα...»
«Ξυπόλυτη και γκαστρωμένη στην κουζίνα, δε λένε;» αποκρίνομαι χαμογελώντας αμυδρά. Κοκαλώνει, κι όλο του το σώμα τσιτώνεται. «Όχι ακόμα...» δηλώνει, με τον φόβο ολοφάνερο στη φωνή του. «Όχι! Όχι ακόμα!» Χαλαρώνει. «Σ’ αυτό συμφωνούμε, κυρία Γκρέυ». «Θες παιδιά πάντως, ε;» «Ναι, αμέ. Κάποια στιγμή. Αλλά δεν είμαι ακόμα έτοιμος να σε μοιραστώ». Με φιλάει πάλι στον αυχένα. Ω... Να με μοιραστεί;
«Τι φτιάχνεις; Καλό φαίνεται». Με φιλάει πίσω από το αυτί και ξέρω πως είναι για να μου αποσπάσει την προσοχή ένα υπέροχο ρίγος ταξιδεύει στη ραχοκοκαλιά μου. «Σάντουιτς». Χαμογελάει επάνω στον αυχένα μου και μου δαγκώνει τον λοβό. «Το αγαπημένο μου...» Του δίνω μια αγκωνιά. «Κυρία Γκρέυ, με πληγώνετε...» Πιάνει το πλευρό του σαν να πονάει. «Λαπά...» μουρμουρίζω αποδοκιμαστικά. «Λαπάς;» αναφωνεί σαν να μην το πιστεύει. Μου κοπανάει μια στα πισινά, κάνοντάς με
να τσιρίξω. «Τέλειωνε με το φαΐ μου, τσούπρα. Και αργότερα θα σου δείξω εγώ πόσο λαπάς μπορώ να γίνω...» Με ξαναχτυπάει χαϊδευτικά και πηγαίνει προς το ψυγείο. «Θες λίγο κρασί;» ρωτάει. «Ναι, ευχαρίστως». Ο ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΑΠΛΩΝΕΙ τα σχέδια της Τζιά επάνω στον πάγκο του πρωινού. Πραγματικά έχει μερικές εντυπωσιακές ιδέες. «Μ’ αρέσει η πρότασή της να κάνει όλο τον πίσω τοίχο του κάτω ορόφου γυάλινο, αλλά...» «Αλλά;» με παροτρύνει ο Κρίστιαν.
Αναστενάζω. «Δε θέλω να αφαιρέσω από το σπίτι όλο του τον χαρακτήρα...» «Χαρακτήρα;» «Ναι. Αυτό που προτείνει η Τζία είναι πολύ ριζοσπαστικό, μα... Εντάξει... Εγώ ερωτεύτηκα το σπίτι όπως είναι... Με όλα του τα ελαττώματα». Το μέτωπο του Κρίστιαν ζαρώνει, λες και του είναι αδιανόητο. «Μ’ αρέσει όπως είναι...» ψιθυρίζω. Θα γίνει έξαλλος; Με κοιτάζει σταθερά. «Θέλω αυτό το σπίτι να γίνει όπως θες εσύ. Ό,τι θες. Είναι δικό σου».
«Θέλω να σ’ αρέσει και σένα. Να είσαι κι εσύ ευτυχισμένος εκεί μέσα». «Θα είμαι ευτυχισμένος όπου είσαι εσύ. Τόσο απλά, Άνα». Το βλέμμα του είναι καρφωμένο στο δικό μου. Είναι απόλυτα, απόλυτα ειλικρινής. Τον κοιτάζω ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα, και η καρδιά μου φτερουγίζει. Χριστουλη μου... Στ9 αλήθεια με αγαπάει. «Κοίτα...» Ξεροκαταπίνω, παλεύοντας με τον μικρό κόμπο συγκίνησης που μου φράζει τον λαιμό. «Μ’ αρέσει ο γυάλινος τοίχος. Ισως θα μπορούσαμε να της ζητήσουμε να τον ενσωματώσει στο σπίτι κάπως πιο λειτουργικά».
Ο Κρίστιαν χαμογελάει. «Βέβαια! Ό,τι θες. Τι λες για τα σχέδια του επάνω ορόφου και του υπογείου;» «Αυτά μ’ αρέσουν». «Ωραία». Εντάξει... Κάνω την καρδιά μου πέτρα, για να θέσωτην ερώτηση του ενός εκατομμυρίου. «Θες να φτιάξεις αίθουσα ψυχαγωγίας;» Καθώς ρωτάω, νιώθω το οικείο κοκκίνισμα να ανεβαίνει στο πρόσωπό μου. Τα φρύδια του Κρίστιαν ανασηκώνονται. «Εσύ θες;» λέει, έκπληκτος και εύθυμος συγχρόνως. Ανασηκώνω τους ώμους. «Εεε... Αν θες».
Με κοιτάζει μια στιγμή. «Ας αφήσουμε τις επιλογές μας ανοιχτές προς το παρόν. Στο κάτω κάτω θα είναι σπίτι για οικογένεια». Με εκπλήσσει η σουβλιά της απογοήτευσης που αισθάνομαι. Φαντάζομαι πως έχει δίκιο... Αν και πότε θα κάνουμε οικογένεια; Θα μπορούσε να πάρει χρόνια. «Άλλο>στε μπορούμε να αυτοσχεδιάζουμε». «Μ’ αρέσουν ψιθυρίζω.
οι
αυτοσχεδιασμοί...»
Ο Κρίστιαν χαμογελάει. «Υπάρχει κάτι που θέλω να συζητήσουμε...» Μου δείχνει το κύριο υπνοδωμάτιο και ξεκινάμε μια λεπτομερή συζήτηση για μπάνια και χωριστές ντουλάπες-δωμάτια.
ΟΤΑΝ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΜΕ, εννιάμισι το βράδυ.
έχει
πάει
«Θα πας να ξαναδουλέψεις;» ρωτάω καθώς τυλίγει τα σχέδια. «Όχι αν δε θες...» μου απαντάει χαμογελαστά. «Τι θα ήθελες να κάνουμε;» «Θα μπορούσαμε να δούμε τηλεόραση». Δε θέλω να διαβάσω και δε θέλω να πάω στο κρεβάτι... Ακόμα. «Εντάξει». Ο Κρίστιαν συμφωνεί πρόθυμα και τον ακολουθώ στο δωμάτιο της τηλεόρασης. Έχουμε καθίσει εδώ τρεις τέσσερις φορές συνολικά, και συνήθως ο Κρίστιαν διαβάζει ένα βιβλίο. Δεν ενδιαφέρεται καθόλου για
την τηλεόραση. Κουλουριάζομαι δίπλα του στο' καναπέ, διπλώνοντας τα πόδια από κάτω μου και ακουμπώντας το κεφάλι στον ώμο του. Ανοίγει την επίπεδη τηλεόραση με το τηλεχειριστήριο και αρχίζει αδιάφορα να αλλάζει κανάλια. «Θες να δεις καμιά συγκεκριμένη βλακεία;» «Δε σ’ αρέσει και πολύ η τηλεόραση, ε;» μουρμουρίζω με ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Κουνάει το κεφάλι του. «Χάσιμο χρόνου. Αλλά θα δω κάτι μαζί σου». «Έλεγα να μπαλαμουτιαστούμε». Στρέφει απότομα το κεφάλι του προς το μέρος μου. «Να μπαλαμουτιαστούμε;» Με κοιτάζει σαν να έχω δύο κεφάλια.
Σταματάει το ατέλειωτο ζάπινγκ, αφήνοντας την τηλεόραση σε μια ανόητη ισπανόφωνη σαπουνόπερα. «Ναι» λέω γιατί είναι τόσο φρικαρισμένος; «Θα μπορούσαμε να πάμε στο κρεβάτι και να μπαλαμουτιαστούμε ». «Αυτό το κάνουμε συνεχώς. Πότε ήταν η τελευταία φορά που μπαλαμουτιάστηκες μπροστά στην τηλεόραση;» ρωτάω, ντροπαλά και πειραχτικά ταυτόχρονα. Ανασηκώνει τους ώμους και κουνάει το κεφάλι του. Πιέζοντας πάλι το τηλεχειριστήριο, αλλάζει μερικά κανάλια ακόμα και καταλήγει σ’ ένα παλιό επεισόδιο των «Χ-Files».
«Κρίστιαν;» «Δεν το έχω κάνει ποτέ» απαντάει ήρεμα. «Ποτέ;» «Όχι». «Ούτε καν με την κυρία Ρόμπινσον;» Ο Κρίστιαν ρουθουνίζει. «Μωρό μου, έκανα πολλά πράγματα με την κυρία Ρόμπινσον. Το μπαλαμούτι δεν ήταν ένα απ’ αυτά...» Μου χαμογελάει αχνά και μετά στενεύει τα μάτια με εύθυμη περιέργεια. «Εσύ;» Κοκκινίζω. «Φυσικά...» Εντάξει, περίπου... «Τι; Με ποιον;,»
Οχ, όχι... Δε θέλω να κάνω αυτήν τη συζήτηση. «Πες μου!» επιμένει. Χαμηλώνω το βλέμμα στα μπλεγμένα μου δάχτυλα. Μου σκεπάζει μαλακά τα χέρια με το δικό του. Όταν σηκώνω τα μάτια επάνω του, μου χαμογελάει. «Θέλω να μάθω. Για να μπορέσω να σπάσω στο ξύλο τον τύπο, όποιος κι αν ήταν!» Χαχανίζω. «Λοιπόν, η πρώτη φορά...» «Η πρώτη φορά; Γπάρχει παραπάνω από ένας καριόλης;» γρυλίζει. Χαχανίζω και πάλι. «Γιατί κατάπληκτος, κύριε Γκρέυ;»
τόσο
Σκυθρωπιάζει στιγμιαία, περνάει το χέρι από τα μαλλιά του και με κοιτάζει σαν να με βλέπει κάτω από εντελώς διαφορετικό φως. Ανασηκώνει τους ώμους του. «Απλώς είμαι. Θέλω να πω... Με δεδομένη την έλλειψη εμπειρίας που σε χαρακτηρίζει». Κοκκινίζω. «Ασφαλώς κάλυψα το χαμένο έδαφος από τότε που σε γνώρισα...» «Το κάλυψες!» αποκρίνεται χαμογελώντας. «Πες μου. Θέλω να ξέρω». Ατενίζω υπομονετικά γκρίζα μάτια, προσπαθώντας να ζυγίσω τη διάθεσή του. Θα γίνει έξαλλος ή πραγματικά θέλει να μάθει; Δε θέλω να κατεβάσει μούτρα... Είναι ανυπόφορος όταν κατεβάζει μούτρα.
«Θες στ’ αλήθεια να σου πω;» Γνέφει αργά μία φορά, και τα χείλη του στραβώνουν σ’ ένα εύθυμο, αλαζονικό χαμόγελο. «Έμεινα ένα* μικρό διάστημα στο Τέξας με τη μαμά και τον Σύζυγο Νούμερο Τρία. Πήγαινα δευτέρα γυμνοί σίου. Τον έλεγαν Μπράντλυ και συνεργαζόμασταν στο εργαστήριο φυσικής». «Πόσων χρόνων ήσουν;» <.< Δεκαπέντε». «Και τι κάνει τώρα αυτός;» «Δεν ξέρω». «Μέχρι ποια βάση1 έφτασε;»
«Κρίστιαν!» τον αποπαίρνω. Εκείνος με αρπάζει ξάφνου από τα γόνατα, στη συνέχεια από τους αστράγαλους και με γυρίζει, έτσι που πέφτω επάνω στον καναπέ. Γλιστράει μαλακά από πάνω μου, παγιδεύοντάς με κάτω του, με το ένα πόδι ανάμεσα στα δικά μου. Είναι τόσο ξαφνικό, ώστε βγάζω μια κραυγή έκπληξης. Αρπάζει τα χέρια μου και μου τα σηκώνει πάνω από το κεφάλι. «Αυτός ο Μπράντλυ λοιπόν έφτασε στην πρώτη βάση;» μουρμουρίζει, τρίβοντας τη μύτη του στη δική μου. Μου δίνει τρυφερά φιλιά στη γωνία του στόματός μου. «Ναι...» απαντάω σιγανά επάνω στα χείλη του.
Αφήνει το ένα του χέρι ώστε να μπορεί να με αρπάξει από το πιγούνι και να με κρατήσει ακίνητη, ενώ η γλώσσα του εισβάλλει στο στόμα μου. Παραδίδομαι στο φλογερό φιλί του. «Έτσι;» ψιθυρίζει ο Κρίστιαν τραβιέται για να πάρει ανάσα.
όταν
«Όχι... Καμία σχέση» καταφέρνω να πω, καθώς όλο το αίμα στο κορμί μου κατευθύνεται προς τα κάτω. Αφήνοντας το πιγούνι μου, περνάει το χέρι πάνω από το σώμα μου και το ανεβάζει ξανά στο στήθος μου. «Το έκανε αυτό; Σ’ άγγιξε έτσι;» Ο αντίχειράς του περνάει ξυστά από τη ρώγα μου, πάνω από το φανελάκι μου, μαλακά, επανειλημμένα, κι
αυτή σκληραίνει κάτω από το έμπειρο άγγιγμά του. «Όχι...» Σπαρταράω από κάτω του. «Έφτασε στη δεύτερη βάση;» μουρμουρίζει στο αυτί μου. Το χέρι του κατεβαίνει στα πλευρά μου, προσπερνάει τη μέση μου και πάει στον γοφό μου. Πιάνει τον λοβό μου ανάμεσα στα δόντια του και τον τραβάει μαλακά. « Όχι ...» ψελλίζω. Ο πράκτορας Μόλντερ ξεφουρνίζει από την τηλεόραση κάτι για τον πιο ανεπιθύμητο του FBI. «Και ο δεύτερος αποτέτοιος; Έφτασε στη δεύτερη βάση;»
Τα μάτια του πετούν φλόγες... Από θυμό; Έξαψη; Δύσκολο να καταλάβω. Μετακινείται στο πλάι μου και χώνει το χέρι του κάτω από τη φόρμα μου. «Όχι ...» τραυλίζω, παγιδευμένη στο αισθησιακό του βλέμμα. Ο Κρίστιαν χαμογελάει πονηρά. «Ωραία...» Το χέρι του χουφτώνει τα γεννητικά μου όργανα. «Χωρίς εσώρουχο, κυρία Γκρέυ. Επιδοκιμάζω...» Με ξαναφιλάει, και τα δάχτυλά του συνεχίζουν τα μαγικά τους, με τον αντίχειρά του να περνάει ξυστά από την κλειτορίδα μου βασανίζοντάς με, ενώ σπρώχνει τον δείκτη του μέσα μου υπέροχα αργά. «Υποτίθεται πως μπαλαμουτιαζόμαστε...» βογκάω.
Ο Κρίστιαν κοκαλώνει. «Νόμιζα πως αυτό κάνουμε». «Όχι. Χωρίς σεξ». «Ορίστε;» «Χωρίς σεξ...» «Χωρίς σεξ, ε;» Βγάζει το χέρι του από τη φόρμα μου. «Ορίστε». Περνάει τον δείκτη του πάνω από τα χείλη μου, και γεύομαι τη γλιστερή αλμύρα μου. Σπρώχνει το δάχτυλό του μέσα στο στόμα μου, επαναλαμβάνοντας αυτό που έκανε πριν από μια στιγμή. 'Υστερα μετακινείται και βρίσκεται ανάμεσα στα πόδια μου, με το σκληρό του πέος να
πιέζεται πάνω μου. Σπρώχνει μία φορά, δύο φορές και ξανά. Μου κόβεται η ανάσα, καθώς το ύφασμα της φόρμας μου τρίβεται ακριβώς με τον σωστό τρόπο. Σπρώχνει άλλη μία φορά και τρίβεται πάνω μου. «Αυτό θες;» μουρμουρίζει κουνώντας ρυθμικά τους γοφούς του, λικνίζοντας το κορμί του επάνω στο δικό μου. « Ναι. ..» απαντάω αναστενάζοντας βαριά. Το χέρι του επιστρέφει για να επικεντρωθεί ξανά στη ρώγα μου, ενώ τα δόντια του περνούν ξυστά από το σαγόνι μου.
«Ξέρεις πόσο σέξι είσαι, Άνα;» Η φωνή του είναι βραχνή καθώς λικνίζεται πιο δυνατά επάνω μου. Ανοίγω το στόμα για να αρθρώσω μια απάντηση και αποτυγχάνω οικτρά, βογκώντας δυνατά. Αιχμαλωτίζει πάλι το στόμα μου, τραβώντας το κάτω χείλος μου με τα δόντια του προτού ξαναχώσει τη γλώσσα του στο στόμα μου. Αφήνει τον άλλο μου καρπό, και τα χέρια μου ταξιδεύουν άπληστα στους ώμους και μέσα στα μαλλιά του την ώρα που με φιλάει. Όταν του τραβάω τα μαλλιά, βογκάει και σηκώνει τα μάτια του στα δικά μου. «Αχ...» «Σ’ αρέσει να σ’ αγγίζω;» ψιθυρίζω.
Το μέτωπό του ζαρώνει στιγμιαία, λες και δεν καταλαβαίνει την ερώτηση. Σταματάει να τρίβεται πάνω μου. «Φυσικά και μ’ αρέσει. Λατρεύω το άγγιγμά σου, Άνα! Είμαι σαν πεινασμένος σε συμπόσιο όταν πρόκειται για το άγγιγμά σου...» Η φωνή του είναι γεμάτη παθιασμένη ειλικρίνεια. Να πάρει... Γονατίζει ανάμεσα στα πόδια μου και με τραβάει προς τα επάνω για να μου βγάλει το φανελάκι. Από κάτω είμαι γυμνή. Αρπάζοντας την άκρη του πουκάμισού του, το βγάζει απότομα πάνω από το κεφάλι του και το πετάει κάτω, ύστερα με τραβάει έτσι γονατιστός στην αγκαλιά του, με τα
μπράτσα του να με κρατούν σφιχτά ακριβώς πάνω από τους γλουτούς. «Άγγιξέ με...» μουρμουρίζει. Ποπό... Απλώνω διστακτικά το χέρι και περνάω τις άκρες των δαχτύλων μου μέσα από τη μικρή τούφα του στέρνου του, πάνω από τις ουλές των καψιμάτων. Παίρνει απότομη εισπνοή, και οι κόρες των ματιών του διαστέλλονται, αλλά δεν είναι από φόβο. Είναι μια αισθησιακή αντίδραση στο άγγιγμά μου. Με παρακολουθεί προσεκτικά καθώς τα δάχτυλά μου γλιστρούν απαλά στο δέρμα του, πρώτα στη μια ρώγα και μετά στην άλλη. Ζαρώνουν κάτω από το χάδι μου. Σκύβοντας, δίνω απαλά φιλιά στο στήθος του, ενώ τα χέρια μου μετακινούνται στους ώμους του, νιώθοντας
τις σκληρές, λαξεμένες γραμμές νεύρων και μυών. Ποπό... Είναι σε καλή φόρμα. « Σε θέλω ...» τραυλίζει, και είναι πράσινο φως για τη λίμπιντο μου. Τα δάχτυλά μου μετακινούνται στα μαλλιά του, τραβώντας το κεφάλι του προς τα πίσω, έτσι που να μπορώ να διεκδικήσω το στόμα του. Η φωτιά φουντώνει και καίει ψηλά στην κοιλιά μου. Εκείνος αναστενάζει βαριά και με σπρώχνει πάλι στον καναπέ. Ανακάθεται και μου τραβάει τη φόρμα, ξεκουμπώνοντας ταυτόχρονα το φερμουάρ του. «Γκολ...» ψιθυρίζει και με γεμίζει γρήγορα. « Αχ ...» βογκάω, και κοκαλώνει, αρπάζοντας το πρόσωπό μου στα χέρια του.
«Σας αγαπάω, κυρία Γκρέυ...» λέει χαμηλόφωνα και, πολύ αργά, πολύ μαλακά, μου κάνει έρωτα, ώσπου διαλύομαι φωνάζοντας το όνομά του και τυλίγομαι γύρω του, μη θέλοντας να τον αφήσω ποτέ. ΕΙΜΑΙ ΞΑΠΛΩΜΕΝΗ ΕΠΑΝΩ στο στήθος του. Βρισκόμαστε στο πάτωμα του δωματίου της τηλεόρασης. «Ξέρεις, προσπεράσαμε εντελώς την τρίτη βάση». Τα δάχτυλά μου ακολουθούν τη γραμμή των θωρακικών μυών του. Γελάει. «Την επόμενη φορά!» Με φιλάει στην κορυφή του κεφαλιού. Σηκώνω τα μάτια για να κοιτάξω την τηλεόραση, που δείχνει τους τίτλους τέλους του επεισοδίου των «Χ-Files». Ο Κρίστιαν
απλώνει το χέρι, πιάνει το τηλεχειριστήριο και ανοίγει ξανά τον ήχο. «Σ’ άρεσε αυτή η σειρά;» ρωτάω. «Όταν ήμουν μικρός». Ω... Ο Κρίστιαν μικρός... Κικ μπόξινγκ και «Χ-Files» και καθόλου άγγιγμα. «Εσένα;» ρωτάει. «Ήταν πριν από την εποχή μου». «Είσαι πολύ μικρή...» Χαμογελάει τρυφερά. « Μ’ αρέσει να μπαλαμουτιάζομαι μαζί σας, κυρία Γκρέυ». «Παρομοίως, κύριε Γκρέυ». Τον φιλάω στο στήθος και μένουμε ξαπλωμένοι μες στη
σιωπή, παρακολουθώντας το «Χ-Files» να τελειώνει και να ξεκινούν οι διαφημίσεις. «Περάσαμε τρεις παραδεισένιες εβδομάδες. Παρά τα κυνηγητά με τα αυτοκίνητα και τις φωτιές και τα ψυχοπαθή πρώην αφεντικά. Θαρρείς και βρισκόμαστε στη δική μας ιδιωτική φούσκα...» μουρμουρίζω ονειροπόλα. «Χμμμ...» μουγκρίζει ο Κρίστιαν βαθιά μέσα από το λαρύγγι του. «Δεν είμαι σίγουρος αν είμαι ακόμα έτοιμος να σε μοιραστώ με τον υπόλοιπο κόσμο». «Επιστροφή στην πραγματικότητα αύριο..^» λέω σιγανά, προσπαθώντας να διώξω τη μελαγχολία από τη φωνή μου.
Ο Κρίστιαν αναστενάζει, περνώντας το άλλο του χέρι μέσα από τα μαλλιά του. «Η ασφάλεια θα είναι αυστηρή...» Βάζω το δάχτυλο επάνω στα χείλη του. Δε θέλω να ακούσω πάλι αυτήν τη διάλεξη. «Το ξέρω. Θα είμαι καλό παιδί, το υπόσχομαι». Πράγμα που μου θυμίζει... Μετακινούμαι και στηρίζομαι στον αγκώνα μου για να τον βλέπω καλύτερα. «Γιατί φώναζες στον Σόγερ;» Εκείνος τσιτώνεται αμέσως. Ω, γαμώτο! «Επειδή μας παρακολουθούσαν». «Δεν έφταιγε ο Σόγερ».
Με κοιτάζει κατάματα. «Δεν έπρεπε να σ’ αφήσουν να απομακρυνθείς τόσο από κοντά τους. Το ξέρουν αυτό». Κοκκινίζω από την ενοχή και ξαναπαίρνω τη θέση μου ακουμπώντας στο στήθος του. Δικό μου ήταν το λάθος. Ήθελα να τους ξεφύγω. «Δεν ήταν...». «Αρκετά!» Ο Κρίστιαν είναι ξαφνικά απότομος. «Δεν το συζητάω αυτό, Αναστάζια. Είναι γεγονός, και δε θα επιτρέψουν να ξανασυμβεί!» Αναστάζια! Είμαι Αναστάζια όταν έχω μπελάδες, ακριβώς όπως στο σπίτι με τη μητέρα μου.
«Εντάξει ...» τραυλίζω για να τον εξευμενίσω. Δε θέλω να τσακωθώ μαζί του. «Πρόλαβε ο Ράιαν τη γυναίκα με την Dodge;» «Όχι. Και δεν έχω πειστεί πως ήταν γυναίκα». «Μπα;» Σηκώνω πάλι τα μάτια. «Ο Σόγερ είδε κάποιον με τα μαλλιά δεμένα πίσω, αλλά τον είδε φευγαλέα. Υπέθεσε πως ήταν γυναίκα. Τώρα, με δεδομένο πως αναγνώρισες εκείνο τον γαμιόλη, μπορεί να ήταν αυτός. Έτσι είχε τα μαλλιά του...» Η απέχθεια είναι χειροπιαστή στη φωνή του Κρίστιαν. Δεν ξέρω τι συμπέρασμα να βγάλω από την είδηση. Ο Κρίστιαν περνάει το χέρι από τη
γυμνή μου πλάτη, αποσπώντας μου την προσοχή. «Αν σου συνέβαινε τίποτα...» μουρμουρίζει, και τα μάτια του είναι γουρλωμένα και σοβαρά. «Ξέρω...» αποκρίνομαι ψιθυριστά. «Έτσι αισθάνομαι κι εγώ για σένα». Αναριγώ στη σκέψη. «Έλα. Αρχίζεις να κρυώνεις» λέει και ανακάθεται. «Πάμε στο κρεβάτι. Μπορούμε να καλύψουμε εκεί την τρίτη βάση...» Χαμογελάει λάγνα, ευμετάβλητος όπως πάντα, παθιασμένος, θυμωμένος, αγχώμένος, σέξι οι Πενήντα Αποχρώσεις μου.
Πιάνω το χέρι του και με σηκώνει όρθια. Τον ακολουθώ ολόγυμνη μέσα από το μεγάλο δωμάτιο στην κρεβατοκάμαρα. ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡΩΙ, μόλις σταματάμε έξω από την ΑΕΣ, ο Κρίστιαν μού ζουλάει το χέρι. Με το σκούρο κοστούμι και την ασορτί γραβάτα, έχει την όψη του πανίσχυρου διευθυντικού στελέχους. Χαμογελάω. Έχει να ντυθεί τόσο κομψά από το μπαλέτο στο Μόντε Κάρλο. «Το ξέρεις πως δε χρειάζεται να το κάνεις αυτό;» ρωτάει χαμηλόφωνα ο Κρίστιαν. Μπαίνω στον πειρασμό να υψώσω το βλέμμα στον ουρανό. «Το ξέρω...» ψιθυρίζω, μη θέλοντας να με ακούσουν ο Ράιαν και ο Σόγερ από τα μπροστινά καθίσματα του Audi. Κατσουφιάζει, και
χαμογελάω. «Θέλω όμως» συνεχίζω. «Το ξέρεις αυτό». Σκύβω και τον φιλάω. Το κατσούφιασμά του δεν εξαφανίζεται. «Τι συμβαίνει;» Κοιτάζει αβέβαια τον Ράιαν και τον Σόγερ, που βγαίνουν από το αυτοκίνητο. «Θα μου λείψει αυτή η αίσθηση να σ’ έχω καταδική μου...» Απλώνω το χέρι να του χαϊδέψω το πρόσωπο. «Και μένα». Τον φιλάω. «Ήταν ένας υπέροχος μήνας του μέλιτος. Ευχαριστώ». «Πηγαίνετε στη δουλειά, κυρία Γκρέυ». «Κι εσείς, κύριε Γκρέυ».
Ο Σόγερ ανοίγει την πόρτα. Ζουλάω πάλι το χέρι του Κρίστιαν και βγαίνω στο πεζοδρόμιο. Όπως κατευθύνομαι προς το κτίριο, του κουνάω το χέρι. Ο Σόγερ μού ανοίγει την πόρτα και με ακολουθεί μέσα. «Γεια σου, Άνα!» Η Κλαιρ μού χαμογελάει πίσω από το γραφείο της ρεσεψιόν. «Γεια χαρά, Κλαιρ!» Ανταποδίδω το χαμόγελο. «Δείχνεις υπέροχη! Ωραίος ο μήνας του μέλιτος;» «Ο καλύτερος, ευχαριστώ. Πώς περάσατε εδώ;» «Ο γερο-Ρόουτς είναι ο ίδιος, αλλά η ασφάλεια έχει ενισχυθεί και γίνεται
επιθεώρηση στην αίθουσα των σέρβερ. Θα σ’ τα πει όμως η Χάνα». Σίγουρα θα μου τα πει. Χαμογελάω φιλικά στην Κλαιρ και κατευθύνομαι προς το γραφείο μου. Η Χάνα είναι η βοηθός μου. Είναι ψηλή, αδύνατη και ανελέητα αποτελεσματική, σε σημείο που μερικές φορές με πτοεί. Αλλά είναι γλυκιά απέναντί μου, παρά το γεγονός ότι είναι δύο χρόνια μεγαλύτερη. Μου έχει έτοιμο τον λάτε μου τον μόνο καφέ που την αφήνω να μου φέρνει. «Γεια σου, Χάνα!» λέω εγκάρδια. «Άνα, πώς ήταν ο μήνας του μέλιτος;»
«Φανταστικός! Ορίστε για σένα». Αφήνω επάνω στο γραφείο της το μικρό μπουκαλάκι με το άρωμα που της έφερα, και χτυπάει με αγαλλίαση τα χέρια της. «Αχ, σ’ ευχαριστώ!» αναφωνεί ενθουσιασμένη. «Η επείγουσα αλληλογραφία σου βρίσκεται πάνω στο γραφείο σου, και ο Ρόουτς θ.έλει να σε δει στις δέκα. Μόνο αυτά έχω να αναφέρω προς το παρόν». «Ωραία. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ και για τον καφέ». Μπαίνω στο γραφείο μου και αφήνω τον χαρτοφύλακα επάνω στο έπιπλο, κοιτάζοντας τα στοιβαγμένα γράμματα. Έχω πολλή δουλειά να κάνω.
ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΕΚΑ ακούω ένα δειλό χτύπημα στην πόρτα. «Εμπρός». Η Ελίζαμπεθ χώνει το κεφάλι από το άνοιγμα. «Γεια σου, Ανά. Ήθελα απλώς να σου πω καλώς όρισες». «Γεια σου. Πρέπει να πω, διαβάζοντας όλα αυτά τα γράμματα, πως εύχομαι να ήμουν ακόμα στη νότια Γαλλία». Η Ελίζαμπεθ γελάει, αλλά το γέλιο της είναι ψεύτικο, βεβιασμένο, και γέρνω το κεφάλι στο πλάι κοιτάζοντάς την, όπως κάνει με μένα ο Κρίστιαν.
«Χαίρομαι που γύρισες ασφαλής πίσω» λέει. «Θα σε δω σε μερικά λεπτά στη σύσκεψη με τον Ρόουτς». «Εντάξει ...» μουρμουρίζω, και κλείνει την πόρτα πίσω της. Κοιτάζω σκυθρωπά την κλειστή πόρτα. Τι ήταν πάλι αυτό; Ανασηκώνω τους ώμους και το ξεχνάω. Ηχεί το ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο είναι ένα μήνυμα από τον Κρίστιαν. Από: Κρίστιαν ΓΚρέυ Θέμα: Αμαρτωλές Σύζυγοι Ημερομηνία: 22 Αυγούστου 2011, 09:56 Πpos: Αναστάζια Στιλ Γυναίκα μου, Έστειλα το παρακάτω μήνυμα και γύρισε πίσω. Κι αυτό επειδή δεν
άλλαξες το όνομά σου. Θέλεις να μου πεis κάτι; Christian Grey CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc. Συνημμένο:
Από: Κρίστιαν Γκρέυ Θέμα: Φούσκα Ημερομηνία: 22 Αυγούστου 2011, 09:32 Προς: Αναστάζια Γκρέυ Κυρία Γκρέυ, Μου αρέσει να καλύπτω όλεε τιs βάσεις μαζί σου. Να έχειε μια υπέροχη πρώτη μέρα στη δουλειά.
Μου λείπει κιόλας η φούσκα μας. χ Christian Grey CEO που έχει επιστρέψει στον Πραγματικό Κόσμο, Grey Enterprises Holdings, Inc.
Σκατά. Πατάω αμέσως απάντηση.
Από: Αναστάζια Στιλ Θέμα: Μη Σπάσεις Τη Φούσκα Ημερομηνία: 22 Αυγούστου 2011, 09:58 Ilpos: Κρίστιαν Γκρέυ Άντρα μου,
Τρελαίνομαι να παίζω μπέιζμπολ στο κρεβάτι μαζί σας. Κύριε Γκρέυ, . . θέλω να κρατήσω το όνομά μου εδώ. θα εξηγήσω απόψε. Πηγαίνω σε μια σύσκεψη τώρα. Και μένα μου λείπει η φούσκα μας... ΥΓ. Μήπως έπρεπε να χρησιμοποιήσω το BlackBerry; Αναστάζια Στιλ Επιμελήτρια, ΑΕΣ
Θα γίνει μεγάλος καβγάς. Το διαισθάνομαι. Αναστενάζοντας, μαζεύω τα χαρτιά μου για τη σύσκεψη. Η ΣΥΣΚΕΨΗ ΔΙΑΡΚΕΙ δύο ώρες. Όλοι οι επιμελητές είναι εκεί, συν τον Ρόουτς και την Ελίζαμπεθ. Συζητάμε για το προσωπικό, τη στρατηγική, το μάρκετινγκ, την ασφάλεια και τα σχέδια για το τέλος της χρονιάς. Όσο προχωράει η σύσκεψη, νιώθω ολοένα και πιο άβολα. Υπάρχει μια ανεπαίσθητη αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο μου συμπεριφέρονται οι συνάδελφοι μια απόσταση κι ένας σεβασμός που δεν ήταν εκεί προτού φύγω για τον μήνα του μέλιτος. Και από την Κόρτνυ, την επικεφαλής του μη λογοτεχνικού τμήματος, εκπέμπεται ευθέως εχθρότητα. Μπορεί να γίνομαι απλώς παρανοϊκή, αλλά αυτό ίσως
εξηγεί κάπως τον παράξενο χαιρετισμό της Ελίζαμπεθ σήμερα το πρωί. Το μυαλό μου παρασύρεται πίσω στο γιοτ, μετά στην αίθουσα ψυχαγωγίας, ύστερα στο R8, που τρέχει να ξεφύγει από τη μυστηριώδη Dodge στον 1-5. Ίσως ο Κρίστιαν έχει δίκιο...Ίσως δεν μπορώ να το κάνω πια αυτό. Η σκέψη μού προκαλεί κατάθλιψη αυτό ήθελα ανέκαθεν να κάνω. Αν δεν μπορώ να κάνω αυτό, τότε τι; Καθώς επιστρέφω στο γραφείο μου, προσπαθώ να διώξω αυτές τις σκοτεινές σκέψεις. Μόλις κάθομαι στη θέση μου, ελέγχω στα γρήγορα τα ηλεκτρονικά μου μηνύματα. Τίποτε από τον Κρίστιαν. Ελέγχω το BlackBerry... Πάλι τίποτα. Ωραία. Τουλάχιστον δεν υπήρξε αρνητική αντίδραση στο
μήνυμά μου. Ίσως το συζητήσουμε απόψε, όπως ζήτησα. Δυσκολεύομαι να το πιστέψω, όμως αγνοώ το αίσθημα ανησυχίας και ανοίγω το πλάνο του μάρκετινγκ που μου έδωσαν στη σύσκεψη. ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΟ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΟ της Δευτέρας, η Χάνα μπαίνει στο γραφείο μου με ένα πιάτο για το συσκευασμένο μεσημεριανό μου, προσφορά της κυρίας Τζόουνς, και καθόμαστε να φάμε μαζί το φαγητό μας, συζητώντας τι θέλουμε να πετύχουμε στη διάρκεια της εβδομάδας. Με ενημερώνει και για τα κουτσομπολιά του γραφείου, τα οποία -αν λάβουμε υπόψη πως έλειπα τρεις εβδομάδεςείναι ελάχιστα. Την ώρα που φλυαρούμε, ακούγεται ένα χτύπημα στην πόρτα.
«Εμπρός». Ο Ρόουτς ανοίγει την πόρτα, και δίπλα του στέκεται ο Κρίστιαν. Προς στιγμήν μένω άναυδη. Ο Κρίστιαν μού ρίχνει ένα φαρμακερό βλέμμα, μπαίνει μέσα με τουπέ και μετά χαμογελάει ευγενικά στη Χάνα. «Γεια σου. Εσύ πρέπει να είσαι η Χάνα. Είμαι ο Κρίστιαν Γκρέυ» λέει. Η Χάνα τινάζεται όρθια και απλώνει το χέρι. «Κύριε Γκρέυ! Πο... Πολύ χαίρομαι που σας γνωρίζω...» τραυλίζει ενώ ανταλλάσσουν χειραψία. «Να σας φέρω έναν καφέ;» «Ναι, ευχαρίστως!» εγκάρδια.
απαντάει
εκείνος
Με ένα γρήγορο, απορημένο βλέμμα προς το μέρος μου, η Χάνα σπεύδει να βγει από το γραφείο προσπερνώντας τον Ρόουτς, που στέκεται εξίσου άναυδος με μένα στην πόρτα του γραφείου μου. «Με συγχωρείς, Ρόουτς. Θα ήθελα να πω δυο λόγια με τη δεσποινίδα Στιλ», Ο Κρίστιαν τονίζει το «δεσποινίδα ».,. Σαρκαστικά. Γι' αυτό είναι εδώ... Ω, γαμώτο! «Φυσικά, κύριε Γκρέυ. Ανά...» μουρμουρίζει ο Ρόουτς και κλείνει φεύγοντας την πόρτα του γραφείου μου. Ανακτώ την ικανότητα ομιλίας μου. «Κύριε Γκρέυ, πολύ χαίρομαι που σας βλέπω!» λέω, χαμογελώντας υπερβολικά γλυκά.
«Δεσποινίς Στιλ, μπορώ να κάτσω;» «Δική σου είναι η εταιρεία». Ανεμίζω το χέρι προς την καρέκλα που άδειασε η Χάνα. «Ναι, είναι!» Μου χαμογελάει άγρια, αλλά το χαμόγελο δε φτάνει στα μάτια του. Ο τόνος του είναι κοφτός. Ξεχειλίζει ένταση την αισθάνομαι παντού γύρω μου. Γαμώτο! Η καρδιά μου σφίγγεται. «Το γραφείο σου είναι πολύ μικρό» συμπληρώνει μόλις κάθεται απέναντί μου. «Με βολεύει». Με ατενίζει ουδέτερα, όμως ξέρω πως είναι έξαλλος. Παίρνω βαθιά ανάσα. Θα είναι δύσκολο.
«Λοιπόν, τι μπορώ να κάνω για σένα, Κρίστιαν;» «Απλώς επιθεωρώ τα περιουσιακά μου στοιχεία». «Τα περιουσιακά σου στοιχεία; Όλα;» «Όλα. Ορισμένα επανασχεδιασμό».
χρειάζονται
«Επανασχεδιασμό; Με ποιον τρόπο;» «Νομίζω πως ξέρεις...» Η φωνή του είναι απειλητικά χαμηλή. «Σε παρακαλώ μη μου πεις ότι διέκοψες τη μέρα σου μετά από τρεις εβδομάδες απουσίας ώστε να έρθεις εδώ και να
τσακωθείς μαζί μου για το όνομά μου». Δεν είμαι γαμημένο περιουσιακό στοιχείο! Αναδεύεται και σταυρώνει τα πόδια του. «Όχι ακριβώς να τσακωθώ. Όχι». «Κρίστιαν, δουλεύω!» «Εμένα μου φάνηκε πως κουτσομπόλευες με τη βοηθό σου». Τα μάγουλά μου παίρνουν φωτιά, «Ελέγχαμε το πρόγραμμά μας!» πετάω. «Και δεν απάντησες στην ερώτησή μου». Ακούγεται ένα χτύπημα στην πόρτα. «Εμπρός!» φωνάζω, υπερβολικά δυνατά. Η Χάνα ανοίγει την πόρτα και φέρνει έναν μικρό δίσκο. Γ αλατιέρα, ζαχαριέρα, καφέ
σε γαλλική πρέσα τα έχει δώσει όλα. Αφήνει τον δίσκο επάνω στο γραφείο μου. «Ευχαριστώ, Χάνα...» μουρμουρίζω. Ντρέπομαι που φώναξα τόσο δυνατά. «Χρει... Χρειάζεστε κάτι άλλο, κύριε Γκρέυ;» ρωτάει με κομμένη την ανάσα. Θέλω να υψώσω το βλέμμα στον ουρανό. «Όχι, ευχαριστώ. Τίποτε άλλο...» Της χαρίζει το εκτυφλωτικό του χαμόγελο, τη φοβερή γκομενοπαγίδα. Η Χάνα κοκκινίζει και βγαίνει έξω χαμογελώντας χαζά. Ο Κρίστιαν στρέφει ξανά την προσοχή του σε μένα.
«Λοιπόν, δεσποινίς μείνει;»
Στιλ, πού είχαμε
«Διέκοπτες αγενώς την εργάσιμη μέρα μου, ώστε να τσακωθείς μαζί μου για το όνομά μου». Ο Κρίστιαν ανοιγοκλείνει μία φορά τα μάτια κατάπληκτος, νομίζω, από την οξύτητα του τόνου μου. Μαζεύει σβέλτα μια αόρατη κλωστίτσα από το γόνατό του με τα επιδέξια μακριά δάχτυλά του. Μου αποσπά την προσοχή. Το κάνει επίτηδες. Τον κοιτάζω στενεύοντας τα μάτια. «Μ’ αρέσει να κάνω απρομελέτητες επισκέψεις πότε πότε. Κρατάει τη διοίκηση σε εγρήγορση, τις συζύγους στη θέση τους. Ξέρεις...» Ανασηκώνει τους ώμους, με το
στόμα του σφιγμένο σε μια αλαζονική γραμμή. Τις συζύγους στη θέση τους; «Δεν είχα ιδέα πως είχες χρόνο για τέτοια πράγματα» πετάω. Τα μάτια του παγώνουν. «Γιατί δε θες ν’ αλλάξεις το όνομά σου εδώ;» ρωτάει με νεκρικά ήρεμη φωνή. «Κρίστιαν, πρέπει να το συζητήσουμε τώρα αυτό;» «Είμαι εδώ. Δε βλέπω γιατί όχι». «Έχω ένα κάρο δουλειά να κάνω, μιας κι έλειπα τις τελευταίες τρεις εβδομάδες».
Το βλέμμα του είναι ψυχρό και εξεταστικό ακόμα και απόμακρο. Απορώ πώς μπορεί να φαίνεται τόσο παγερός έπειτα από το χτεσινό βράδυ, έπειτα από τις τελευταίες τρεις εβδομάδες. Σκατά... Πρέπει να είναι έξαλλος, πραγματικά έξαλλος. Πότε θα μάθει να μην αντιδρά υπερβολικά; «Ντρέπεσαι για μένα;» ρωτάει, και η φωνή του είναι απατηλά χαμηλή. «Όχι! Κρίστιαν, φυσικά όχι». Σκυθρωπιάζω. «Πρόκειται για μένα, όχι για σένα...» Χριστέ μου είναι εξοργιστικός μερικές φορές! Ανόητος αυταρχικός μεγαλομανής. «Πώς δεν πρόκειται για μένα;» Γέρνει το κεφάλι του στο πλάι σαστισμένος, με ένα
μέρος της αποστασιοποίησής του να χάνεται καθώς με κοιτάζει με ορθάνοιχτα μάτια, και συνειδητοποιώ πως είναι πληγωμένος. Γαμώτο μου τον πλήγωσα... Οχ, όχι... Είναι ο τελευταίος άνθρο^πος που θέλω να πληγώσω· πρέπει να τον κάνω να αντιληφθεί τη λογική μου, πρέπει να του εξηγήσω τη συλλογιστική μου σε σχέση με την απόφαση που πήρα. «Κρίστιαν, όταν ήρθα σ’ αυτήν τη δουλειά, σε είχα μόλις γνωρίσει» λέω υπομονετικά, παλεύοντας να βρω τις κατάλληλες λέξεις. «Δεν ήξερα ότι θα αγόραζες την εταιρεία...» Τι να πω γι’ αυτό το επεισόδιο της σύντομης ιστορίας μας; Τους παρανοϊκούς λόγους για τους οποίους το έκανε την τερατώδη μανία του με τον έλεγχο, τις τάσεις παρακολούθησης που έφτασαν σε βαθμό
παράνοιας, ξεφεύγοντας εντελώς, επειδή είναι τόσο πλούσιος. Ξέρω πως θέλει να με κρατάει ασφαλή, αλλά το βασικό πρόβλημα εδώ είναι πως πρόκειται για τον ιδιοκτήτη της ΑΕΣ. Αν δεν είχε ανακατευτεί, θα μπορούσα να συνεχίσω κανονικά και να μην είμαι αναγκασμένη να αντιμετωπίζω τις αγανακτισμένες και ψιθυριστές κατηγορίες των συναδέλφων μου. Πιάνω το κεφάλι στα χέρια μου, απλώς για να πάψω να τον κοιτάζω στα μάτια. «Γιατί είναι τόσο σημαντικό για σένα;» ρωτάω, προσπαθώντας απεγνωσμένα να τιθασέψω την καβγατζίδικη διάθεσή μου. Σηκώνω τα μάτια στο ατάραχο βλέμμα του, στα λαμπερά του μάτια, που δεν προδίδουν τίποτα. Η προηγούμενη πίκρα του τώρα έχει κρυφτεί. Αλλά ακόμα και τη στιγμή που
κάνω την ερώτηση, βαθιά μέσα μου ξέρω την απάντηση προτού τη διατυπώσει. «Θέλω να ξέρουν όλοι πως είσαι δική μου». «Είμαι δική σου κοίτα». Σηκώνω το αριστερό μου χέρι, δείχνοντας το δαχτυλίδι του γάμου και τη βέρα μου. «Δεν είναι αρκετό». «Δεν είναι αρκετό που σε παντρεύτηκα;» Η φωνή μου ένας ψίθυρος. Ανοιγοκλείνει τα βλέφαρά του, καταγράφοντας τον τρόμο στο πρόσωπό μου. Ποιες είναι οι επιλογές μου από δω και πέρα; Τι άλλο μπορώ να κάνω;
«Δεν εννοώ αυτό...» απαντάει και περνάει το χέρι μέσα από τα μαλλιά του, που έχουν μακρύνει υπερβολικά, έτσι ώστε να πέφτουν επάνω στο μέτωπό του. «Τι εννοείς;» Καταπίνει. «Θέλω ο κόσμος σου ν’ αρχίζει και να τελειώνει με μένα!» λέει με δριμύτητα. Το σχόλιό του με εκτροχιάζει εντελώς. Είναι σαν να με έχει χτυπήσει δυνατά στο στομάχι, διαολίζοντας και πληγώνοντάς με. Και μου έρχεται στο μυαλό η εικόνα ενός μικρού τρομαγμένου παιδιού με χαλκόχρωμα μαλλιά, γκρίζα μάτια και βρόμικα παράταιρα ρούχα που πλέουν επάνω του.
«Έτσι είναι» λέω αδόλευτα, επειδή είναι αλήθεια. «Απλώς προσπαθώ να ξεκινήσω μια καριέρα και δε θέλω να εκμεταλλευτώ το όνομά σου. Πρέπει να κάνω κάτι, Κρίστιαν. Δεν μπορώ να μένω φυλακισμένη στο Εσκάλα ή στο καινούριο σπίτι χωρίς να έχω να κάνω τίποτα... Θα τρελαθώ. Θα πάθω ασφυξία. Πάντα δούλευα και μ’ αρέσει. Αυτή εδώ είναι η δουλειά των ονείρων μου* είναι αυτό που ήθελα πάντα. Το γεγονός όμως ότι το κάνω δε σημαίνει πως σ’ αγαπάω λιγότερο. Είσαι όλος ο κόσμος για μένα...» Ο λαιμός μου πρήζεται και νιώθω κόμπους δακρύων να συσσωρεύονται στο πίσω μέρος των ματιών μου. Δεν πρέπει να κλάψω, όχι εδώ. Το λέω και το ξαναλέω μέσα στο μυαλό μου. Δεν πρέπει να κλάψω. Δεν πρέπει να κλάψω.
Με κοιτάζει χωρίς να μιλάει. Ύστερα ένα κατσούφιασμα περνάει από το πρόσωπό του, θαρρείς και ζυγίζει αυτά που είπα. «Σου προκαλώ ασφυξία;» Η φωνή του είναι παγερή και είναι η ηχώ μιας ερώτησης που μου έχει ξανακάνει. «Όχι... Ναι... Όχι». Αυτή η κουβέντα είναι πολύ εξοργιστική. Δεν είναι μια συζήτηση που θέλω να κάνω τώρα, εδώ. Κλείνω τα μάτια και τρίβω το μέτωπό μου, προσπαθώντας να καταλάβω πώς φτάσαμε σ’ αυτό το σημείο. «Κοίτα... Μιλούσαμε για το όνομά μου. Θέλω να διατηρήσω το όνομά μου εδώ, επειδή θέλω να κρατήσω κάποια απόσταση ανάμεσα σε σένα και μένα... Αλλά μόνο
εδώ, αυτό είναι όλο. Ξέρεις, όλοι πιστεύουν ότι πήρα τη δουλειά χάρη σε σένα, όταν η αλήθεια είναι...» Σταματάω μόλις οι κόρες των ματιών του διαστέλλονται. Οχ, όχι... Την πήρα χάρη σ’ αυτόν; «Θες να μάθεις γιατί πήρες τη δουλειά, Αναστάζια;» Αναστάζια; Σκατά... «Τι; Τι εννοείς;» Αναδεύεται στην καρέκλα του σαν για να πάρει θάρρος. Θέλω να μάθω; «Η διοίκηση εδώ σου έδωσε τη θέση του Χάυντ για να της κάνεις μπέιμτα σίτινγκ. Δεν ήθελαν τη δαπάνη της πρόσληψης ενός ανώτερου στελέχους όταν η εταιρεία βρισκόταν εν μέσω πώλησης. Δεν είχαν ιδέα τι θα έκανε ο νέος ιδιοκτήτης από τη
στιγμή που θα περνούσε στα χέρια του και, φρονίμως ποιούντες, δεν ήθελαν μια ακριβή απόλυση. Έτσι, σου έδωσαν τη θέση του Χάυντ για να την προσέχεις μέχρι ο νέος ιδιοκτήτης» -κάνει μια παύση, και τα χείλη του στραβώνουν σ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο, «εγώ δηλαδή, να πάρει τον έλεγχο...». Σκατά! «Τι θες να πεις;»Ώστε πράγματι χάρη σ’ αυτόν πήρα τη δουλειά. Γαμώτο! Έχω φρικάρει. Χαμογελάει και κουνάει το κεφάλι του με τον πανικό μου. «Χαλάρωσε. Στάθηκες στο ύψος των περιστάσεων, και με το παραπάνω. Τα πήγες πολύ καλά...» Υπάρχει ένα ελάχιστο ίχνος περηφάνιας στη φωνή του, και σχεδόν λιώνω.
«Ω...» μουρμουρίζω ασυνάρτητα, σαστισμένη ακόμη από τα νέα. Ξανακάθομαι στην καρέκλα μου, κοιτάζοντάς τον με ολάνοιχτο στόμα. Αναδεύεται ξανά. «Δε θέλω να σου προκαλώ ασφυξία, Ανά. Δε θέλω να σε βάλω σε χρυσό κλουβί. Εν πάση περιπτώσει...» Κάνει μια παύση, και το πρόσωπό του σκοτεινιάζει. «Εν πάση περιπτώσει, το λογικό κομμάτι μου δε θέλει ». Χαϊδεύει στοχαστικά το πιγούνι του καθώς το μυαλό του σκαρφίζεται κάποιο σχέδιο. Ω, πού το πάει με όλα αυτά; Ο Κρίστιαν σηκώνει ξαφνικά το βλέμμα, σαν να είναι έτοιμος να αναφωνήσει «Εύρηκα!». «Λοιπόν, ένας από τους λόγους
για τους οποίους είμαι εδώ, εκτός από το να ασχοληθώ με την αμαρτωλή μου σύζυγο» λέει στενεύοντας τα μάτια του, «είναι να συζητήσω τι θα κάνω με αυτή την εταιρεία». Αμαρτωλή σύζυγο; Δεν είμαι αμαρτωλή και δεν είμαι περιουσιακό στοιχείο! Σκυθρωπιάζω πάλι στον Κρίστιαν, και η απειλή των δακρύων υποχωρεί. «Ποια είναι λοιπόν τα σχέδιά σου;» Γέρνω το κεφάλι στο πλάι αντιγράφοντάς τον και δεν μπορώ να κρύψω τον σαρκαστικό μου τόνο. Τα χείλη του στραβώνουν σ’ ένα χαμόγελο. Ποπό αλλαγή διάθεσης, πάλι! Πώς θα μπορέσω ποτέ να παρακολουθήσω τον κύριο Ευμετάβλητο;
«Θ’ αλλάξω το όνομα της εταιρείας σε Εκδοτική Γκρέυ». Γαμώτο μου! «Και σ’ έναν χρόνο από τώρα θα είναι δική σου». Το στόμα μου ανοίγει πάλι διάπλατα αυτήν τη φορά ακόμα περισσότερο. «Αυτό είναι το γαμήλιο δώρο μου για σένα». Κλείνω το στόμα, μετά το ξανανοίγω, προσπαθώντας να αρθρώσω μια κουβέντα αλλά δεν υπάρχει τίποτα να πω. Το μυαλό μου είναι κενό.
«Θα πρέπει λοιπόν ν’ αλλάξω το όνομα σε Εκδοτική Στιλ;» Μιλάει σοβαρά. Να πάρει ο διάολος. «Κρίστιαν...» ψελλίζω όταν ο εγκέφαλός μου επανασυνδέεται τελικά με το στόμα μου. «Μου χάρισες ένα ρολόι... Δεν μπορώ να διευθύνω μια επιχείρηση». Γέρνει το κεφάλι στο πλάι και κατσουφιάζει επικριτικά. «Εγώ διηύθυνα την εταιρεία μου από είκοσι ενός ετών...» «Μα εσύ είσαι... εσύ. Μανιακός με τον έλεγχο και εξαιρετικό παιδί-θαύμα. Χριστέ μου, Κρίστιαν! Σπούδαζες οικονομικά στο Χάρβαρντ μέχρι που τα παράτησες. Τουλάχιστον έχεις κάποια ιδέα. Για όνομα του Θεού... Εγώ πουλούσα τρία χρόνια μπογιές και δεματικά καλωδίων με μερική απασχόληση. Έχω γνωρίσει ελάχιστα τον κόσμο και δεν ξέρω σχεδόν τίποτα!» Η
φωνή μου δυναμώνει, γίνεται πιο τσιριχτή και πιο διαπεραστική καθώς ολοκληρώνω τον εξάψαλμο μου. «Είσαι επίσης το πιο διαβασμένο άτομο που γνωρίζω!» με αντικρούει με ζέση. «Σ’ αρέσουν τα καλά βιβλία. Δεν μπορούσες να παρατήσεις τη δουλειά σου όσο βρισκόμασταν στον μήνα του μέλιτος. Πόσα χειρόγραφα διάβασες; Τέσσερα;» «Πέντε...» τραυλίζω. «Κι έγραψες πλήρεις αναφορές για όλα. Είσαι πολύ έξυπνη γυναίκα, Αναστάζια. Είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρεις!» «Είσαι τρελός;» «Τρελός για σένα...» ψιθυρίζει.
Και ρουθουνίζω, επειδή είναι το μόνο που μπορώ να κάνω. Στενεύει τα μάτια του. «Θα γίνεις περίγελος.. Αγοράζεις μια εταιρεία για το γυναικάκι που δε δούλεψε σε δουλειά πλήρους απασχόλησης παρά μερικούς μήνες στην ενήλικη ζωή της!» «Νομίζεις ότι δίνω δεκάρα για το τι σκέφτεται ο κόσμος; Άλλωστε δε θα είσαι μόνη σου». Τον κοιτάζω χάσκοντας. Πραγματικά του έχει στρίψει αυτήν τη φορά. «Κρίστιαν, κοίτα...» Πιάνω το κεφάλι στα χέρια μου τα συναισθήματά μου είναι ανάμεικτα, αποστραγγισμένα. Τρελός είναι; Και από κάπου σκοτεινά και βαθιά μέσα μου νιώθω
την ξαφνική, ανάρμοστη ανάγκη να γελάσω. Όταν σηκώνω πάλι το βλέμμα επάνω του, τα μάτια του γουρλώνουν. «Κάτι σας διασκεδάζει, δεσποινίς Στιλ;» «Ναι. Εσύ». Τα μάτια του ανοίγουν κι άλλο, σοκαρισμένα αλλά και εύθυμα. «Γελάς με τον άντρα σου; Δεν είναι καλό αυτό... Και δαγκώνεις και το χείλος σου». Τα μάτια του σκοτεινιάζουν... Με κείνο τον τρόπο. Οχ, όχι το ξέρω αυτό το ύφος. Ηδυπαθές, σαγηνευτικό, λάγνο... Όχι, όχι, όχι! Όχι εδώ. «Ούτε να το σκέφτεσαι...» τον προειδοποιώ, με τον πανικό φανερό στη*φωνή μου.
«Τι να μη σκέφτομαι, Αναστάζια;» «Το ξέρω αυτό το ύφος... Είμαστε στη δουλειά». Σκύβει προς τα εμπρός, με τα μάτια κολλημένα στα δικά μου, πεινασμένα και σαν λιωμένο μολύβι. Γαμώτο! Καταπίνω ενστικτωδώς. «Είμαστε σ’ ένα μικρό, σχετικά ηχομονωμένο γραφείο με πόρτα που κλειδώνει...» ψιθυρίζει. «Ανάρμοστη συμπεριφορά». προσεκτικά κάθε λέξη. «Όχι με τον άντρα σου».
Αρθρώνω
«Με το αφεντικό του αφεντικού του αφεντικού μου...» αντιγυρίζω σφυριχτά. «Είσαι η γυναίκα μου». «Κρίστιαν, όχι. Το εννοώ. Μπορείς να μου πετάξεις τα μάτια έξω απόψε. Μα όχι εδώ. Όχι τώρα!» Ανοιγοκλείνει τα μάτια του και μετά τα στενεύει ξανά. Και, απρόσμενα, βάζει τα γέλια. «Να σου πετάξω τα μάτια έξω;» Ανασηκώνει το φρύδι του σκανδαλισμένος. «Ίσως σας θυμίσω την υπόσχεσή σας, δεσποινίς Στιλ...» «Ω, σταμάτα τα “δεσποινίς Στιλ”!» πετάω και χτυπάω το γραφείο, ξαφνιάζοντας και
τους δυο μας. «Για όνομα του Θεού, Κρίστιαν... Αν σημαίνει τόσο πολλά για σένα, θ’ αλλάξω το όνομά μου!» Το στόμα του χάσκει και παίρνει βαθιά ανάσα. Και ύστερα χαμογελάει, ένα αστραφτερό, πλατύ, χαρούμενο χαμόγελο. Ποπό.,. «Ωραία!» Χτυπάει τα χέρια και ξαφνικά σηκώνεται. Τι έγινε πάλι «Αποστολή εξετελέσθη! Τώρα έχω δουλειά να κάνω. Με την άδειά σας, κυρία Γκρέυ». Ουφ αυτός ο εξοργιστικός!
άνθρωπος
είναι
τόσο
«Μα...» «Μα τι, κυρία Γκρέυ;» Ξεφυσάω. «Απλώς φύγε...» «Αυτό σκοπεύω να κάνω. Θα σε δω απόψε. Ανυπομονώ να σου πετάξω τα μάτια έξω...» Συνοφρυώνομαι. «Α, κι αυτό τον καιρό έχω ένα σωρό επαγγελματικές κοινωνικές υποχρεώσεις όπου θα ήθελα να με συνοδέψεις». Τον κοιτάζω χάσκοντας. Μπορείς να φύγεις, σε παρακαλώ ; «Θα βάλω την Άντρια να πάρει τη Χάνα για να σημειώσει τις ημερομηνίες στο ημερολόγιό σου. Υπάρχουν κάποιοι
άνθρωποι που πρέπει να γνωρίσεις. Από δω και στο εξής πρέπει να βάζεις τη Χάνα να διαχειρίζεται το πρόγραμμά σου». «Εντάξει...» μουρμουρίζω, εντελώς σαστισμένη, ζαλισμένη και αποσβολωμένη. Σκύβει πάνω από το γραφείο μου. Τι πάλι; Με έχει αιχμαλωτίσει το υπνωτιστικό του βλέμμα. «Μ’ αρέσει να κάνω μπίζνες μαζί σας, κυρία Γκρέυ...» Σκύβει πιο κοντά καθώς στέκομαι παράλυτη και μου δίνει ένα απαλό, τρυφερό φιλί στα χείλη. «Τα λέμε, μωρό μου...» προσθέτει σιγανά. Σηκώνεται απότομα, μου κλείνει το μάτι και φεύγει. Ακουμπάω το κεφάλι στο γραφείο μου, νιώθοντας λες και με έχει πατήσει εμπορική
αμαξοστοιχία η εμπορική αμαξοστοιχία που είναι ο αγαπημένος μου σύζυγος. Πρέπει να είναι ο πιο εκνευριστικός, ενοχλητικός, πεισματάρης άντρας στον πλανήτη. Ανακάθομαι και τρίβω μέσα σε αλλοφροσύνη τα μάτια μου. Τι συμφώνησα μόλις να κάνω; Εντάξει, η Άνα Γκρέυ θα διευθύνει την ΑΕΣ θέλω να πω, την Εκδοτική Γκρέυ. Ο άνθρωπος είναι παράφρων. Ακούγεται ένα χτύπημα στην πόρτα, και η Χάνα χώνει το κεφάλι από το άνοιγμα. «Είσαι εντάξει;» ρωτάει. Απλώς την κοιτάζω. Κατσουφιάζει. «Ξέρω πως δε σ’ αρέσει να το κάνω αλλά μπορώ να σου φτιάξω λίγο τσάι;»
Γνέφω καταφατικά. «Twinings English Breakfast, ελαφρύ και χωρίς ζάχαρη;» Γνέφω καταφατικά. «Έρχεται αμέσως, Άνα». Κοιτάζω ανέκφραστα την οθόνη του υπολογιστή μου, εξακολουθώντας να βρίσκομαι σε κατάσταση σοκ. Πώς μπορώ να τον κάνω να καταλάβει; Ηλεκτρονικό μήνυμα! Από: Αναστάζια Στιλ θέμα: ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ! Ημερομηνία: 22 Αυγούστου 2011, 14:23 Προς: Κρίστιαν Γκρέυ
Κύριε Γκρέυ, Την επόμενη φορά που θα έρθετε να με δείτε, κλείστε ραντεβού, ώστε να μπορώ τουλάχιστον να είμαι K0no)s προετοιμασμένη για την εφηβική αυταρχική μεγαλομανία σας. Δική σας Αναστάζια Γκρέυ <·—-— παρακαλώ, προσέξτε το όνομα. Επιμελήτρια, ΑΕΣ
Από: Κρίστιαν Γκρέυ θέμα: Πέταγμα των ματιών έξω Ημερομηνία: 22 Αυγούστου 2011, 14:34 Προς: Αναστάζια Στιλ
Αγαπητή μου κυρία Γκρέυ (έμφαση στο μου), Τι μπορώ να πω Προς υπεράσπιση του εαυτού μου: Έτυχε να βρίσκομαι στη γειτονιά. Και όχι, στοιχείο.
δεν
είστε
περιουσιακό
Είστε η πολυαγαπημένη μου σύζυγος. Oπως πάντα, μου φτιάχνετε τη μέρα. Christian Grey CEO & AuiapxiKOS ΜεγαλομανήΒ, Grey Enterprises Holdings, Inc.
Προσπαθεί να κάνει τον αστείο, αλλά δεν έχω όρεξη για γέλια. Παίρνω βαθιά ανάσα και επιστρέφω στην αλληλογραφία μου. Ο ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΕΙΝΑΙ ΣΙΩΠΗΛΟΣ όταν μπαίνω στο αυτοκίνητο εκείνο το απόγευμα. «Γεια...» μουρμουρίζω. «Γεια...» αποκρίνεται επιφυλακτικά όπως και θα έπρεπε. «Διέκοψες τη δουλειά κάποιου άλλου σήμερα;» ρωτάω, υπερβολικά γλυκά. Ένα ίχνος χαμόγελου περνάει από το πρόσωπό του. «Μόνο του Φλυν...»
1
χέρι ή το στόμα και η «τέταρτη βάση» στην πλήρη σεξουαλική επαφή. (Σ.τ.Ε.)
Ω... «Την επόμενη φορά που θα πας να τον δεις, θα σου δώσω μια λίστα με θέματα που θέλω να καλυφθούν...» λέω σφυριχτά. «Φαίνεστε κςχκόκεφη, κυρία Γκρέυ». Αγριοκοιτάζω σταθερά το πίσω μέρος του κεφαλιού του Ράιαν και του Σόγερ μπροστά μου. Ο Κρίστιαν έρχεται δίπλα μου. «Ει ...» λέει μαλακά και απλώνει το χέρι του να πιάσει το δικό μου. Όλο το απόγευμα, ενώ έπρεπε να είμαι συγκεντρωμένη στη δουλειά μου, προσπαθούσα να σκεφτώ τι να του πω. Όσο περνούσαν όμως οι ώρες, θύμωνα όλο και περισσότερο. Έχω βαρεθεί την ψηλομύτικη,
οξύθυμη και, ειλικρινά, παιδιάστικη συμπεριφορά του. Τραβάω απότομα το χέρι από το δικό του με ψηλομύτικο, οξύθυμο και παιδιάστικο τρόπο. «Είσαι, θυμωμένη μαζί μου;» ψιθυρίζει. «Ναι...» απαντάω σφυριχτά. Τυλίγοντας προστατευτικά τα χέρια γύρω από το σώμα μου, κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Μετακινείται πάλι δίπλα μου, αλλά δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να τον κοιτάξει. Δεν καταλαβαίνω γιατί είμαι τόσο έξαλλη μαζί του αλλά είμαι. Πραγματικά έξαλλη του κερατά. Μόλις σταματάμε έξω από το Εσκάλα, σπάω το πρωτόκολλο και πετάγομαι έξω από το αυτοκίνητο με τον χαρτοφύλακά
μου. Μπαίνω με βαριά βήματα στο κτίριο, χωρίς να κοιτάξω ποιος με ακολουθεί. Ο Ράιαν μπαίνει τρέχοντας πίσω μου στον προθάλαμο και ορμάει στο ασανσέρ, για να πατήσει το κουμπί κλήσης. «Τι;» του πετάω όταν βρίσκομαι πλάι του. Τα μάγουλά του κοκκινίζουν. «Συγγνώμη, κυρία μου...» ψελλίζει. Ο Κρίστιαν έρχεται και στέκεται δίπλα μου για να περιμένει το ασανσέρ, και ο Ράιαν αποσύρεται. «Ώστε δεν είσαι θυμωμένη μόνο με μένα;» μουρμουρίζει ο Κρίστιαν.
Τον αγριοκοιτάζω και βλέπω ένα ίχνος χαμόγελου στο πρόσωπό του. «Με κοροϊδεύεις;» Στενεύω τα μάτια. «Δε θα τολμούσα...» απαντάει, σηκώνοντας τα χέρια σαν να τον απειλώ με όπλο. Φοράει το σκούρο μπλε κοστούμι του και φαίνεται ατσαλάκωτος και καθαρός, με ανακατωμένα, αφρόντιστα μαλλιά και απονήρευτη έκφραση. «Χρειάζεσαι κούρεμα...» λέω χαμηλόφωνα. Γυρίζω από την άλλη και μπαίνω στο ασανσέρ. «Νομίζεις;» ρωτάει παραμερίζοντας τα μαλλιά από το μέτωπό του. Με ακολουθεί στο ασανσέρ.
«Ναι». Πληκτρολογώ τον κωδικό για το διαμέρισμά μας. «Ώστε τώρα μου μιλάς;» «Μετά βίας». «Για ποιο πράγμα ακριβώς είσαι έξαλλη; Χρειάζομαι μια ένδειξη...» λέει επιφυλακτικά. Στρέφομαι και τον κοιτάζω με το στόμα ολάνοιχτο. «Πραγματικά δεν έχεις ιδέα; Ασφαλώς, έτσι ευφυής που είσαι, θα έχεις κάποια υπόνοια... Δεν μπορώ να πιστέψω πως είσαι τόσο βραδύνους». Κάνει ένα ανήσυχο βήμα προς τα πίσω. «Στ’ αλήθεια είσαι έξαλλη. Νόμιζα πως τα
είχαμε λύσει όλα αυτά στο γραφείο σου...» ψελλίζει σαστισμένος.· «Κρίστιαν, απλώς υποχώρησα στις οξύθυμες απαιτήσεις σου. Αυτό είναι όλο». Οι πόρτες του ασανσέρ ανοίγουν, και ορμάω έξω. Ο Τέυλορ στέκεται στο χολ. Κάνει ένα βήμα πίσω και κλείνει γρήγορα το στόμα του καθώς τον προσπερνάω σαν βολίδα. «Γεια σου, Τέυλορ...» μουρμουρίζω. «Κυρία Γκρέυ» λέει. Πετώντας τον χαρτοφύλακά μου στο χολ, μπαίνω στο μεγάλο δωμάτιο'. Η κυρία Τζόουνς βρίσκεται στην ηλεκτρική κουζίνα.
«Καλησπέρα, κυρία Γκρέυ». «Γεια σας, κυρία Τζόουνς...» αποκρίνομαι σιγανά. Πηγαίνω κατευθείαν στο ψυγείο και βγάζω ένα μπουκάλι άσπρο κρασί. Ο Κρίστιαν με ακολουθεί στην κουζίνα και με παρακολουθεί σαν γεράκι καθώς παίρνω ένα ποτήρι από το ντουλάπι. Βγάζει το σακάκι του και το ακουμπάει πρόχειρα επάνω στον πάγκο. «Θες ένα ποτό;» ρωτάω μελιστάλαχτα. «Όχι, ευχαριστώ» απαντάει, χωρίς να παίρνει τα μάτια του από πάνο:> μου, και καταλαβαίνω πως αισθάνεται ανήμπορος. Δεν ξέρει τι να κάνει μαζί μου. Είναι
κωμικό σ’ ένα επίπεδο και τραγικό σε κάποιο άλλο. Ε λοιπόν, να πάει να γαμηθεί! Δυσκολεύομαι να εντοπίσω τον συμπονετικό εαυτό μου μετά τη συνάντησή μας το μεσημέρι. Βγάζει αργά τη γραβάτα του και ύστερα ανοίγει το επάνω κουμπί του πουκάμισού του. Σερβίρω στον εαυτό μου ένα μεγάλο ποτήρι sauvignon blanc, και ο Κρίστιαν περνάει το χέρι μέσα από τα μαλλιά του. Όταν γυρίζω, η κυρία Τζόουνς έχει εξαφανιστεί. Σκατά! Είναι η ανθρώπινη ασπίδα μου. Μμμ... Ωραία γεύση. «Σταμάτα...» ψιθυρίζει ο Κρίστιαν. Κάνει τα δύο βήματα που μας χωρίζουν κι έρχεται να σταθεί μπροστά μου. Στερεώνει μαλακά τα μαλλιά πίσω από το αυτί μου και μου χαϊδεύει τον λοβό με τις άκρες των
δαχτύλων του, στέλνοντας ένα ρίγος να με διαπεράσει. Αυτό μου έλειπε όλη τη μέρα; Το άγγιγμά του; Κουνάω το κεφάλι, κάνοντάς τον να αφήσει τον λοβό μου, και σηκώνω τα μάτια επάνω του. «Μίλα μου...» μουρμουρίζει. «Ποιος ο λόγος; Δε μ’ ακούς». «Ναι, σ’ ακούω. Είσαι ένας από τους λίγους ανθρώπους που ακούω». Πίνω άλλη μία γουλιά κρασί. «Το θέμα είναι το όνομά σου;» «Ναι και όχι. Το θέμα είναι το πώς αντιμετώπισες το γεγονός ότι διαφώνησα
μαζί σου!» Τον περιμένοντας να θυμώσει.
αγριοκοιτάζω,
Το μέτωπό του ζαρώνει. «Άνα, ξέρεις πως έχω... προβλήματα. Μου είναι δύσκολο να κάνω πίσω όταν πρόκειται για σένα. Το ξέρεις αυτό». «Μα δεν είμαι παιδί και δεν είμαι περιουσιακό στοιχείο». «Το ξέρω...» Αναστενάζει. «Τότε πάψε να με αντιμετωπίζεις σαν να είμαι...» αποκρίνομαι σιγανά, ικετεύοντας τον. Περνάει απαλά την ανάστροφη της παλάμης του από το μάγουλό μου και μου
χαϊδεύει το κάτω χείλος με τον αντίχειρά του. «Μη θυμώνεις... Μου είσαι τόσο πολύτιμη. Σαν ανεκτίμητο περιουσιακό στοιχείο ή σαν παιδί...» ψιθυρίζει, με μια μελαγχολική, ευλαβική έκφραση στο πρόσωπό του. Τα λόγια του μου αποσπούν την προσοχή. Σαν παιδί. Πολύτιμη σαν παιδί... Ένα παιδί θα ήταν πολύτιμο για κείνον! «Δεν είμαι τίποτε από τα δύο, Κρίστιαν. Είμαι γυναίκα σου. Αν πληγώθηκες που δε θα έπαιρνα το όνομά σου, έπρεπε να το πεις». «Πληγώθηκα;» Σκυθρωπιάζει έντονα, και ξέρω πως μελετάει στο μυαλό του την πιθανότητα. Ξαφνικά ισιώνει το κορμί του,
εξακολουθώντας να είναι κατσουφιασμένος, και ρίχνει μια γρήγορη ματιά στο ρολόι του. «Η αρχιτεκτόνισσα θα είναι εδώ σε λιγότερο από μία ώρα. Πρέπει να φάμε». Οχ, όχι... Μέσα μου αναστενάζω. Δε μου απάντησε, και τώρα πρέπει να αντιμετωπίσω την Τζία Ματτέο. Η άθλια μέρα μου μόλις έγινε αθλιότερη. Στραβοκοιτάζω τον Κρίστιαν. «Αυτή η συζήτηση δεν έχει τελειώσει...» μουρμουρίζω. «Τι άλλο έχουμε να πούμε;» «Θα μπορούσες εταιρεία».
να
πουλήσεις
την
Ο Κρίστιαν πουλήσω;»
ρουθουνίζει.
«Να
την
«Ναι». «Νομίζεις ότι θα έβρισκα αγοραστή στη σημερινή αγορά;» «Πόσο σου κόστισε;» «Ήταν σχετικά φτηνή...» Ο τόνος του είναι επιφυλακτικός. «Κι αν βάλει λουκέτο;» Σκάει ένα αχνό χαμόγελο. «Θα επιβιώσουμε. Μα δε θα την αφήσω να βάλει λουκέτο, Αναστάζια. Όχι όσο είσαι εσύ εκεί...» «Κι αν φύγω;»
«Για να κάνεις τι;» «Δεν ξέρω. Κάτι άλλο». «Είπες ήδη πως είναι η δουλειά των ονείρων σου. Και με συγχωρείς αν κάνω λάθος, αλλά υποσχέθηκα μπροστά στον Θεό, τον αιδεσιμότατο Γουόλς και σ’ ένα εκκλησίασμα αποτελούμενο από τους πιο κοντινούς και αγαπημένους μας ανθρώπους “να σε νοιάζομαι και να στηρίζω τις ελπίδες και τα όνειρά σου και να σε κρατάω ασφαλή στο πλευρό μου”». «Η απαγγελία των γαμήλιων όρκων σου δεν είναι τίμιο παιχνίδι». «Δεν υποσχέθηκα ποτέ να παίζω τίμια όταν πρόκειται για σένα. Άλλωστε» αποκρίνεται
«έχεις χρησιμοποιήσει κι εσύ τους όρκους σου σαν όπλο εναντίον μου». Κατσουφιάζω. Είναι αλήθεια. «Αναστάζια, αν είσαι ακόμα θυμωμένη μαζί μου, ξέσπασε πάνω μου αργότερα στο κρεβάτι...» Η φωνή του είναι ξαφνικά χαμηλή και γεμάτη αισθησιακή λαχτάρα, τα μάτια του φλογερά. Τι; Στο κρεβάτι; Πώς; Χαμογελάει με επιείκεια βλέποντας το ύφος μου. Περιμένει να τον δέσω; Να πάρει η οργή! «Να σου πετάξω τα μάτια έξω...» ψιθυρίζει. «Ανυπομονώ».
ΠοπόI « Γκέιλ! » φωνάζει ‘ξαφνικά, κι έπειτα από τέσσερα δευτερόλεπτα εμφανίζεται η κυρία Τζόουνς. Πού ήταν; Στο γραφείο του Τέυλορ; Άκουγε; Οχ, όχι... «Κύριε Γκρέυ;» «Θα θέλαμε να φάμε τώρα, παρακαλώ». «Πολύ καλά, κύριε». Ο Κρίστιαν δεν παίρνει τα μάτια από πάνω μου. Με παρακολουθεί με άγρυπνο βλέμμα, θαρρείς και είμαι κάποιο εξωτικό πλάσμα που είναι έτοιμο να αφηνιάσει. Πίνω μια γουλιά από το κρασί μου.
«Νομίζω πως θα πιω κι εγώ ένα ποτήρι μαζί σου...» λέει αναστενάζοντας και περνάει ξανά το χέρι από τα μαλλιά του. «ΔΕ ΘΑ ΤΟ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙΣ;» « Όχι ». Κοιτάζω το πιάτο με τα φετουτσίνι μου που μετά βίας άγγιξα, για να αποφύγω τη σκοτεινιασμένη έκφραση του Κρίστιαν. Πριν προλάβει να πει κάτι, σηκώνομαι και μαζεύω τα πιάτα μας από το τραπέζι. «Η Τζία θα είναι εδώ σε λίγη ώρα...» μουρμουρίζω. Το στόμα του Κρίστιαν στραβώνει σε μια δυσαρεστημένη γκριμάτσα, αλλά δε μιλάει. «Θα τα πάρω εγώ αυτά, κυρία Γκρέυ» λέει η κυρία Τζόουνς όταν μπαίνω στην κουζίνα.
«Ευχαριστώ». «Δε σας άρεσε;» ρωτάει ανήσυχη. «Ήταν πολύ καλό. Απλώς δεν πεινάω». Χαρίζοντάς μου ένα μικρό, συμπονετικό χαμόγελο, γυρίζει να αδειάσει το πιάτο μου και να τα βάλει όλα στο πλυντήριο. «Θα πάω να κάνω μερικά τηλεφωνήματα» ανακόινώ-vet ο Κρίστιαν, ρίχνοντάς μου ένα εξεταστικό βλέμμα προτού εξαφανιστεί στο γραφείο του. Αφήνω έναν αναστεναγμό ανακούφισης και κατευθύνομαι προς το δωμάτιό μας. Το δείπνο ήταν άβολο. Είμαι ακόμα έξαλλη με τον Κρίστιαν, και δε φαίνεται να πιστεύει πως έκανε κάτι κακό. Έκανε; Το
υποσυνείδητό μου ανασηκώνει το φρύδι του και με κοιτάζει καλοκάγαθα πάνω από τα γυαλιά του σε σχήμα ημισέληνου. Ναι, έκανε. Έκανε την κατάσταση στη δουλειά ακόμα πιο άβολη για μένα. Δεν περίμενε να συζητήσει το θέμα μαζί μου στη σχετική ησυχία του σπιτιού μας. Πώς θα ένιωθε αν ορμούσα στο γραφείο του και του υπαγόρευα τι πρέπει να κάνει; Και σαν να μην έφτανε αυτό, θέλει να μου δώσει την ΑΕΣ! Πώς διάολο θα μπορούσα να διοικήσω μια επιχείρηση; Δεν έχω ιδέα από επιχειρήσεις. Κοιτάζω έξω το περίγραμμα του ορίζοντα του Σιάτλ, λουσμένο στο ροζ περλέ φως του σούρουπου. Κι ως συνήθως, θέλει να λύσει τις διαφορές μας στην κρεβατοκάμαρα... Εμμμ... Στον προθάλαμο... Στην αίθουσα
ψυχαγωγίας... Στο υωμάτιο της τηλεόρασης... Επάνω στον πάγκο της κουζίνας... Σταμάτα! Το πράγμα καταλήγει πάντα στο σεξ με αυτόν. Το σεξ είναι ο μηχανισμός του για να τα βγάζει πέρα. Μπαίνω στο μπάνιο και κοιτάζω σκυθρωπή την εικόνα μου στον καθρέφτη. Η επιστροφή στον πραγματικό κόσμο είναι δύσκολη. Καταφέραμε να ξεπεράσουμε όλες μας τις διαφορές όσο βρισκόμασταν στη φούσκα μας, επειδή ήμαστε τόσο απορροφημένοι ο ένας από τον άλλο. Τώρα όμως; Παρασύρομαι για λίγο πίσω στον γάμο μου και θυμάμαι τις ανησυχίες μου εκείνη τη μέρα όποιος βιάζεται... Όχι, δεν πρέπει να σκέφτομαι έτσι. Ήξερα πως ήταν Πενήντα Αποχρώσεις όταν τον παντρεύτηκα. Απλώς πρέπει να παραμείνω
ψύχραιμη και να προσπαθήσω να λύσω το πρόβλημα συζητώντας μαζί του. Ρίχνω μια ματιά στον εαυτό μου στον καθρέφτη. Φαίνομαι χλωμή και τώρα έχω να αντιμετωπίσω κι αυτήν τη γυναίκα. Φοράω την ίσια γκρίζα φούστα μου και μια αμάνικη μπλούζα. Ωραία! Η εσωτερική μου θεά βγάζει το κατακόκκινο βερνίκι των νυχιών της. Ξεκουμπώνω δύο κουμπιά, εκθέτοντας λίγο ντεκολτέ. Πλένω το πρόσωπό μου, μετά ξαναβάφομαι προσεκτικά, βάζοντας περισσότερη μάσκαρα απ’ ό,τι συνήθως και επιπλέον γκλος στα χείλη μου. Σκύβοντας προς τα κάτω, βουρτσίζω ζωηρά τα μαλλιά μου από τις ρίζες προς τις άκρες. Όταν σηκώνομαι, τα μαλλιά μου είναι ένας καστανός καταρράκτης γύρω μου, που πέφτει στο
στήθος μου. Τα στερεώνω επιδέξια πίσω από τα αυτιά μου και πάω να βρω τα ψηλοτάκουνα αντί για τα ίσια παπούτσια μου. Όταν επιστρέφω στο μεγάλο δωμάτιο, ο Κρίστιαν έχει απλωμένα τα σχέδια του σπιτιού επάνω στο τραπέζι της τραπεζαρίας. Έχει βάλει να παίζει μουσική, που με κάνει να μείνω ακίνητη. «Κυρία Γκρέυ....» μουρμουρίζει ζεστά και ύστερα με κοιτάζει με ύφος αλλόκοτο. «Τι είναι αυτό;» ρωτάω. Η μουσική είναι εκπληκτική. «Το “Ρέκβιεμ” του Φορέ. Φαίνεσαι διαφορετική...» λέει αφηρημένος.
«Ω... Δεν το έχω ξανακούσει». «Είναι πολύ ηρεμιστική, χαλαρωτική μουσική» αποκρίνεται και ανασηκώνει το φρύδι του. «Έκανες κάτι στα μαλλιά σου;» «Τα βούρτσισα...» απαντάω χαμηλόφωνα. Οι στοιχειωμένες φωνές με παρασέρνουν. Παρατάει τα σχέδια στο τραπέζι κι έρχεται προς το μέρος μου περπατώντας αργά, στον ρυθμό της μουσικής. «Χόρεψε μαζί μου...» ψιθυρίζει. «Με αυτό; Είναι σοκαρισμένη.
ρέκβιεμ!»
τσιρίζω
« Ναι ». Με τραβάει στην αγκαλιά του και με κρατάει, χώνοντας τη μύτη στα μαλλιά
μου και λικνίζοντάς με απαλά. Αναδίδει τη θεϊκή μυρωδιά του. Αχ... Μου έλειψε. Τυλίγω τα χέρια γύρω του και πνίγω την παρόρμησή μου να βάλω τα κλάματα. Γιατί είσαι τόσο εξοργιστικός; «Σιχαίνομαι να τσακώνομαι μαζί σου». «Τότε πάψε να είσαι τόσο βλάκας». Κρυφογελάει, και ο αξιαγάπητος ήχος αντηχεί μέσα από το στήθος του. Με σφίγγει πιο δυνατά. «Βλάκας;» «Μαλάκας». «Προτιμώ το “βλάκας”». «Πρέπει. Σου ταιριάζει».
Γελάει ξανά και με φιλάει στην κορυφή του κεφαλιού μου. «Ρέκβιεμ;» μουρμουρίζω, κάπως σοκαρισμένη που χορεύουμε υπό τους ήχους του. Ανασηκώνει τους ώμους του. «Είναι απλώς ένα ωραίο μουσικό κομμάτι, Άνα...» Ο Τέυλορ βήχει διακριτικά στην είσοδο, και ο Κρίστιαν με αφήνει. «Η δεσποινίς Ματτέο είναι εδώ» αναγγέλλει. Ω, τι χαρά! «Να περάσει» αποκρίνεται ο Κρίστιαν. Απλώνει το χέρι του και πιάνει σφιχτά το δικό μου καθώς η δεσποινίς Τζία Ματτέο μπαίνει στο δωμάτιο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΧΤΩ Η ΤΖΙΑ ΜΑΤΤΕΟ είναι όμορφη γυναίκα ψηλή και όμορφη γυναίκα. Τα κοντά ξανθά, βαμμένα στο κομμωτήριο, τέλεια κομμένα και χτενισμένα μαλλιά της είναι σαν σοφιστικέ κορόνα γύρω από το κεφάλι της. Φοράει ένα ανοιχτό γκρίζο κοστούμι* το παντελόνι και το στενό σακάκι αγκαλιάζουν τις πλούσιες καμπύλες της. Τα ρούχα της φαίνονται ακριβά. Στη βάση του λαιμού της λάμπει ένα μοναχικό διαμάντι, ασορτί με τα διαμαντένια καρφάκια στα αυτιά της. Είναι πολύ περιποιημένη μια από κείνες τις γυναίκες που μεγάλωσαν με λεφτά και καλή ανατροφή, αν και η ανατροφή της φαίνεται να την έχει εγκαταλείψει απόψε* η γαλάζια
μπλούζα της είναι ξεκούμπωτη έως πολύ κάτω. Σαν τη δική μου. Κοκκινίζω. «Κρίστιαν. Άνα!» Χαμογελάει πλατιά, δείχνοντας τα τέλεια άσπρα δόντια της, και απλώνει ένα περιποιημένο χέρι για να ανταλλάξει χειραψία πρώτα με τον Κρίστιαν και ύστερα με μένα αυτό σημαίνει πως πρέπει να αφήσω το χέρι του Κρίστιαν. Είναι ελάχιστα πιο κοντή από κείνον, από την άλλη όμως φοράει πανύψηλα τακούνια. «Τζία...» λέει ευγενικά ο Κρίστιαν, κι εγώ χαμογελάω ψυχρά. «Φαίνεστε και οι δύο πολύ καλά μετά τον μήνα του μέλιτος» συμπληρώνει μαλακά, και τα καστανά της μάτια κοιτάζουν τον Κρίστιαν μέσα από τις μακριές, βαμμένες βλεφαρίδες της.
Ο Κρίστιαν με αγκαλιάζει και με τραβάει κοντά του. «Περάσαμε υπέροχα, ευχαριστώ». Αγγίζει φευγαλέα τον κρόταφό μου με τα χείλη του, αιφνιδιάζοντάς με. Βλέπεις... Είναι δικός μου. Ενοχλητικός ακόμα και εξοργιστικός-, αλλά δικός μου. Χαμογελάω. Αυτήν τη στιγμή πραγματικά σε αγαπάω Κρίστιαν Γκρέυ. Περνάω το χέρι γύρω από τη μέση του, μετά το χώνω στην κωλότσεπή του και του ζουλάω τα πισινά. Η Τζία μάς χαμογελάει απρόθυμα. «Καταφέρατε να ρίξετε μια ματιά στα σχέδια;» «Τα είδαμε...» μουρμουρίζω. Σηκώνω τα μάτια στον Κρίστιαν, ο οποίος μου χαμογελάει ανασηκώνοντας το φρύδι
με σαρκαστική ευθυμία. Τι τον διασκεδάζει; Η αντίδρασή μου απέναντι στην Τζία ή το ζούληγμα τόυ πισινού του; «Παρακαλώ» λέει ο Κρίστιαν. «Τα σχέδια είναι εδώ». Δείχνει προς το τραπέζι της τραπεζαρίας. Πιάνοντάς με από το χέρι, με οδηγεί προς τα εκεί, ενώ η Τζία μάς ακολουθεί. Θυμάμαι επιτέλους τους τρόπους μου.^ «Θες να πιεις κάτι;» ρωτάω. «Ένα ποτήρι κρασί;» «Πολύ ευχαρίστως» απαντάει η Τζιά. «Λευκό ξηρό αν έχετε». Σκατά! Sauvignon blanc αυτό είναι λευκό ξηρό. Σωστά; Φεύγοντας απρόθυμα από το
πλευρό του άντρα μου, κατευθύνομαι προς την κουζίνα. Ακούω το σφύριγμα του iPod καθώς ο Κρίστιαν κλείνει τη μουσική. «Θες κι άλλο κρασί, Κρίστιαν;» φωνάζω. «Ναι, ευχαριστώ, μωρό μου...» λέει γλυκά, χαμογελαστά. Ποπό μπορεί να γίνει τόσο αξιαγάπητος μερικές φορές, αλλά τόσο εξοργιστικός κάποιες άλλες. Όταν σηκώνω το χέρι για να ανοίξω το ντουλάπι, έχω επίγνωση πως τα μάτια του είναι καρφωμένα επάνω μου και με κυριεύει το αλλόκοτο συναίσθημα πως ο Κρίστιαν κι εγώ δίνουμε μια παράσταση, παίζοντας ένα παιχνίδι μαζί αλλά αυτήν τη φορά είμαστε στην ίδια πλευρά εναντίον της δεσποινίδας Ματτέο. Το ξέρει πως αυτή τον γουστάρει και το δείχνει καθαρά; Όταν συνειδητοποιώ
πως ίσως προσπαθεί να με καθησυχάσει, νιώθω ένα μικρό τσίμπημα ικανοποίησης. Ή ίσως στέλνει ένα δυνατό και ξεκάθαρο μήνυμα σ’ αυτήν τη γυναίκα πως είναι αγκαζέ. Δικός μου. Ναι, σκύλα δικός μου. Η εσωτερική μου θεά φοράει τη στολή της μονομάχου και δε χαρίζει κάστανα. Χαμογελώντας στον εαυτό μου, παίρνω τρία ποτήρια από το ντουλάπι και το ανοιγμένο μπουκάλι του sauvignon blanc από το ψυγείο και τα βάζω στον πάγκο του πρωινού. Η Τζία είναι σκυμμένη πάνω από το τραπέζι, ενώ ο Κρίστιαν στέκεται δίπλα της και της δείχνει κάτι στα σχέδια. «Νομίζω πως η Άνα έχει κάποιες απόψεις σχετικά με τον γυάλινο τοίχο, μα γενικά
είμαστε και οι δύο ικανοποιημένοι από τις ιδέες σου». «Ω, χαίρομαι!» αναφωνεί με ενθουσιασμό η Τζία, εμφανώς ανακουφισμένη, και την ώρα που το λέει, τον αγγίζει στιγμιαία στο μπράτσο, σε μια μικρή, ερωτιάρικη χειρονομία. Ο Κρίστιαν τσιτώνεται αμέσως, αλλά ανεπαίσθητα. Η Τζία δε φαίνεται καν να το προσέχει. Άσ’ τον ήσυχο, κυρά μου. Δε γουστάρει να τον αγγίζουν. Παραμερίζοντας αδιάφορα, έτσι που να μην τον φτάνει, ο Κρίστιαν στρέφεται προς το μέρος μου. «Διψάμε εδώ πέρα!» λέει.
«Έρχομαι αμέσως!» Ο Κρίστιαν παίζει το παιχνίδι. Εκείνη τον κάνει να αισθάνεται άβολα. Γιατί δεν το είδα νωρίτερα; Γι’ αυτό δεν τη γουστάρω. Είναι συνηθισμένος στις αντιδράσεις των γυναικών απέναντί του. Το έχω δει αρκετές φορές, και συνήθως δε δίνει καμία σημασία. Το άγγιγμα είναι διαφορετικό. Εντάξει λοιπόν, η κυρία Γκρέυ έρχεται να σε σώσει. Σερβίρω βιαστικά το κρασί, παίρνω και τα τρία ποτήρια στα χέρια μου και τρέχω πίσω στον ιππότη μου, που εκπέμπει σήμα κινδύνου. Προσφέροντας ένα ποτήρι στην Τζία, στέκομαι επίτηδες ανάμεσά τους. Μας χαμογελάει ευγενικά παίρνοντας το ποτήρι της. Δίνω το δεύτερο ποτήρι στον Κρίστιαν, που το παίρνει ανυπόμονα, με μια έκφραση εύθυμης ευγνωμοσύνης.
«Στη υγειά σάς!» λέει ο Κρίστιαν και στις δυο μας, αλλά κοιτάζοντας εμένα. Η Τζία κι εγώ σηκώνουμε τα ποτήρια μας απαντώντας με μια φωνή. Πίνω μια καλοδεχούμενη γουλιά κρασί. «Άνα, έχεις προβλήματα με τον γυάλινο τοίχο;» ρωτάει j] Τζία. «Ναι. Μ’ αρέσει μη με παρεξηγήσεις. Αλλά ήλπιζα να τον ενσωματώσουμε πιο οργανικά στο σπίτι. Στο κάτω κάτω ερωτεύτηκα το σπίτι όπως ήταν και δε θέλω να κάνω ριζικές αλλαγές». «Κατάλαβα». «Θέλω απλώς το σχέδιο να ταιριάζει, ξέρεις... Να είναι πιο σύμφωνο με το
υπάρχον σπίτι». Σηκώνω τα μάτια στον Κρίστιαν, που με κοιτάζει σκεπτικός. «Χωρίς μεγάλης κλίμακας ανακαινίσεις;» με ρωτάει. « Ναι ». Κουνάω το κεφάλι, για να δώσω έμφαση στα λόγια μου. * * «Σ’ αρέσει όπως είναι;» «Σε μεγάλο βαθμό, ναι. Πάντα ένιωθα πως χρειαζόταν απλώς λίγη φροντίδα και στοργή». Τα μάτια του Κρίστιαν λάμπουν τρυφερά. Η Τζία μάς κοιτάζει, και τα μάγουλά της γίνονται ροζ. « Εντάξε ι» αποκρίνεται. «Νομίζω πως πιάνω το νόημα, Κρίστιαν.
Τι θα έλεγες αν κρατούσαμε τον γυάλινο τοίχο, αλλά τον κάναμε ν’ ανοίγει σ’ ένα μεγαλύτερο deck, δηλαδή ένα δάπεδο εξωτερικού χώρου που να ταιριάζει στο μεσογειακό στιλ; Έχουμε κιόλας εκεί την πέτρινη βεράντα. Μπορούμε να βάλουμε κολόνες από ασορτί πέτρα, αραιά τοποθετημένες, για να μη χαθεί η θέα. Να προσθέσουμε μια γυάλινη οροφή ή να τη σκεπάσουμε με κεραμίδια, όπως και το υπόλοιπο σπίτι. Έτσι, θα γίνει ένας σκεπαστός ανοιχτός χώρος που θα παίζει τον ρόλο τραπεζαρίας και καθιστικού». Για να πούμε του στραβού το δίκιο... Αυτή η γυναίκα είναι καλή. «Ή, αντί για το deck, θα μπορούσαμε να ενσωματώσουμε ένα ξύλινο χρώμα δικής σας επιλογής στις γυάλινες πόρτες αυτό
ίσως θα μας βοηθούσε να κρατήσουμε το μεσογειακό πνεύμα» συνεχίζει. «Όπως τα έντονα μπλε παντζούρια στη νότια Γαλλία ...» μουρμουρίζω στον Κρίστιαν, που με παρακολουθεί προσεκτικά. Πίνει μια γουλιά κρασί και ανασηκώνει τους ώμους του με πολύ επιφυλακτικό τρόπο. Χμμμ... Δεν του αρέσει αυτή η ιδέα, αλλά δεν την απορρίπτει, δε μου πάει κόντρα ούτε με κάνει να νιώσω ανόητη. Θεέ μου αυτός ο άνθρωπος είναι ένα μάτσο αντιφάσεις. Στο μυαλό μου έρχονται τα χτεσινά του λόγια: Θέλω αυτό το σπίτι να γίνει όπως θες εσύ. Ό,τι θες. Είναι δικό σου. Θέλει να είμαι ευτυχισμένη. Ευτυχισμένη σε ό,τι κάνω. Βαθιά μέσα μου νομίζω πως το ξέρω. Είναι απλώς... Σταματάω τον
εαυτό μου. Μη σκέφτεσαι τον καβγά σας τώρα. Το υποσυνείδητό μου με αγριοκοιτάζει. Η Τζία κοιτάζει τον Κρίστιαν, περιμένοντας να πάρει εκείνος μια απόφαση. Παρακολουθώ τις κόρες των ματιών της να διαστέλλονται και τα γυαλιστερά της χείλη να μισανοίγουν. Η γλώσσα της περνάει βιαστικά από το επάνω χείλος της και μετά πίνει μια γουλιά κρασί. Όταν στρέφομαι στον Κρίστιαν, εξακολουθεί να κοιτάζει εμένα όχι αυτή. Ναι! Θα πω δυο λογάκια στη δεσποινίδα Ματτέο. «Άνα, τι θες να κάνεις;» λέει σιγανά ο Κρίστιαν, δείχνοντας ξεκάθαρα πως μεταθέτει την απόφαση σε μένα. «Μ’ αρέσει η ιδέα του deck».
«Και μένα». Ξαναγυρίζω στην Τζία. Ει, κυρά μου, εμένα κοίτα, όχι αυτόν. Εγώ παίρνω τις αποφάσεις σ’ αυτό το θέμα. «Νομίζω πως θα ήθελα να δω αναθεωρημένα σχέδια που να δείχνουν το μεγάλο deck και κολόνες που να ταιριάζουν με το σπίτι». Η Τζία τραβάει απρόθυμα τα άπληστα μάτια της από τον άντρα μου και μου χαμογελάει. Έχει την εντύπωση πως δε θα το προσέξω; «Βέβαια...» συναινεί προβλήματα;»
ευγενικά.
«Άλλα
Εκτός από το ότι πηδάς με τα μάτια τον άντρα μου; «Ο Κρίστιαν θέλει να κάνει αλλαγές στην κεντρική κρεβατοκάμαρα...» μουρμουρίζω. Από την είσοδο του μεγάλου δωματίου ακούγεται ένας διακριτικός βήχας. Γυρίζουμε και οι τρεις ταυτόχρονα και βλέπουμε τον Τέυλορ. «Τέυλορ;» λέει ο Κρίστιαν απορημένος. «Πρέπει να μιλήσουμε για κάτι επείγον, κύριε Γκρέυ». Ο Κρίστιαν με αγκαλιάζει από πίσω και απευθύνεται στην Τζία. «Σ’ αυτό το θέμα το κουμάντο το έχει η κυρία Γκρέυ. Έχει το ελεύθερο να κάνει ό,τι θέλει. Ό,τι επιθυμεί,
θα το έχει. Έχω πλήρη εμπιστοσύνη στο ένστικτό της. Είναι πολύ διορατική!» Η φωνή του αλλάζει ανεπαίσθητα. Διακρίνω ένα ίχνος περηφάνιας και μια συγκαλυμμένη προειδοποίηση προς την Τζία; Έχει εμπιστοσύνη στο ένστικτό μοι>; Ω, αυτός ο άνθρωπος είναι εξοργιστικός. Το ένστικτό μου τον άφησε σήμερα το μεσημέρι να μου τσαλαπατήσει τα συναισθήματα. Κουνάω εκνευρισμένη το κεφάλι, όμως είμαι ευγνώμων που λέει στη δεσποινίδα Προκλητική-και-ΔυστυχώςΚαλή-στη-Δουλειά-της ποιος ακριβώς έχει το πάνω χέρι. Του χαϊδεύω το μπράτσο καθώς το τραβάει από τον ώμο μου.
«Και τώρα με συγχωρείτε...» Ο Κρίστιαν μού σφίγγει τους ώμους και ακολουθεί τον Τέυλορ. Αναρωτιέμαι νωθρά τι τρέχει. «Λοιπόν... Η κεντρική κρεβατοκάμαρα;» ρωτάει νευρικά η Τζία. Σηκώνω το βλέμμα επάνω της και κάνω μια παύση, για να βεβαιωθώ πως ο Κρίστιαν και ο Τέυλορ δεν μπορούν να μας ακούσουν. Μετά, επιστρατεύοντας όλη την εσωτερική μου δύναμη και το γεγονός ότι τις τελευταίες πέντε ώρες έχω φουρκιστεί όσο δεν παίρνει, της τη λέω. «Δικαιολογημένα είσαι νευρική, Τζία, επειδή αυτήν τη στιγμή παίζεται η δουλειά σου σ’ αυτό το έργο. Είμαι σίγουρη πάντως
ότι θα τα πάμε μια χαρά εφόσον κρατήσεις τα χέρια σου μακριά από τον άντρα μου». Της κόβεται η ανάσα. «Διαφορετικά απολύεσαι. Καταλαβαίνεις;» Προφέρω κάθε λέξη με ευκρίνεια. Ανοιγοκλείνει γρήγορα τα βλέφαρά της, αποσβολωμένη. Δεν μπορεί να πιστέψει αυτό που μόλις είπα. Ούτε κι εγώ μπορώ να πιστέψω αυτό που μόλις είπα. Μένω όμως σταθερή, ατενίζοντας ατάραχη τα γουρλωμένα καστανά της μάτια. Μην χάνεις πίσω. Μην κάνεις πίσω! Αυτή την εξοργιστική ατάραχη έκφραση την έχω μάθει από τον Κρίστιαν, που παίζει τον ατάραχο όπως κανένας άλλος. Ξέρω πως η ανακαίνιση της κύριας κατοικίας των Γκρέυ
είναι πολύ σημαντικό έργο για το αρχιτεκτονικό γραφείο της Τζία ένας τίτλος τιμής για κείνην. Αυτήν τη δουλειά δεν μπορεί να τη χάσει. Και τούτη τη στιγμή δε δίνω μία αν είναι φίλη του Έλλιοτ. «Άνα κυρία Γκρέυ... Λυ... Λυπάμαι πάρα πολύ. Ποτέ δεν.. .» Κοκκινίζει, μην ξέροντας τι άλλο να πει. «Θέλω να είμαι σαφής. Ο άντρας μου δεν ενδιαφέρει ται για σένα». «Φυσικά...» ψελλίζει, ενώ το στραγγίζει από το πρόσωπό της.
αίμα
«Όπως είπα, ήθελα απλώς να είμαι σαφής». «Κυρία Γκρέυ, ζητώ... Ζητώ ειλικρινά συγγνώμη αν νομίζετε πως έχω...»
Κομπιάζει και σταματάει, ψάχνοντας ακόμα τι να πει. «Ωραία λοιπόν. Εφόσον καταλαβαινόμαστε, θα τα πάμε μια χαρά. Και τώρα θα σε ενημερώσω για το τι έχουμε σκεφτεί σχετικά με την κύρια κρεβατοκάμαρα και μετά θα ήθελα μια λεπτομερή έκθεση για τα υλικά που σκοπεύεις να χρησιμοποιήσεις. Όπως ξέρεις, ο Κρίστιαν κι εγώ είμαστε αποφασισμένοι αυτό το σπίτι να έχει οικολογικές προδιαγραφές βιωσιμότητας και θα ήθελα να τον καθησυχάσω σε σχέση με την προέλευση όλων των υλικών και τη φύση τους». «Φυ... Φυσικά...» τραυλίζει, με τα μάτια γουρλωμένα και. ειλικρινά, κάπως τρομοκρατημένη από μένα.
Να μια πρώτη φορά. Η εσωτερική μου θεά τρέχει γύρω γύρω στην αρένα, χαιρετώντας το ξέφρενο πλήθος. Η Τζία χτυπάει ελαφρά τα μαλλιά με το χέρι της, και συνειδητοποιώ πως πρόκειται για νευρική χειρονομία. «Η κύρια κρεβατοκάμαρα;» με παροτρύνει αγχωμένη. Η φωνή της είναι ένας ξέπνοος ψίθυρος. Τώρα που έχω το πάνω χέρι, αισθάνομαι να χαλαρώνω πρώτη φορά από τη συνάντησή μου με τον Κρίστιαν το μεσημέρι. Μπορώ να το κάνω. Η εσωτερική μου θεά δοξάζει την εσωτερική της σκύλα. Ο ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΕΡΧΕΤΑΙ ξανά κοντά μας ακριβώς τη στιγμή που τελειώνουμε.
«Όλα εντάξει;» λέει. Βάζει το χέρι του γύρω από τη μέση μου και γυρίζει στην Τζία. «Μάλιστα, κύριε Γκρέυ!»Ή Τζία χαμογελάει κεφάτα, αν και το χαμόγελό της δείχνει εύθραυστο. «Θα σας έχω τα αναθεωρημένα σχέδια σε δύο μέρες». «Θαυμάσια! Είσαι ικανοποιημένη;» με ρωτάει ευθέως, και το βλέμμα του είναι ζεστό και εξεταστικό. Γνέφω καταφατικά και, για κάποιον λόγο που δεν καταλαβαίνω, κοκκινίζω. «Καλύτερα να φεύγω!» λέει η Τζία, και πάλι υπερβολικά κεφάτα. Απλώνει το χέρι της, πρώτα σε μένα αυτήν τη φορά, ύστερα στον Κρίστιαν.
«Θα τα ξαναπούμε, Τζία...» μουρμουρίζω. «Ναι, κυρία Γκρέυ. Κύριε Γκρέυ». Ο Τέυλορ εμφανίζεται στην είσοδο του μεγάλου δωματίου. «Ο Τέυλορ θα σε συνοδέψει μέχρι έξω!» Η φωνή μου είναι αρκετά δυνατή, ώστε να την ακούσει ο Τέυλορ. Χτυπώντας και πάλι ελαφρά τα μαλλιά της, κάνει μεταβολή επάνω στα ψηλά τακούνια της και βγαίνει από το μεγάλο δωμάτιο, με τον Τέυλορ κατά πόδας. «Ήταν αισθητά πιο ψυχρή...» λέει ο Κρίστιαν, κοιτάζοντάς με απορημένος.
«Λες; Δεν το πρόσεξα...» αποκρίνομαι και ανασηκώνω τους ώμους, προσπαθώντας να διατηρήσω ουδέτερο ύφος. «Τι ήθελε ο Τέυλορ;» ρωτάω, εν μέρει επειδή είμαι περίεργη και εν μέρει επειδή θέλω να αλλάξω θέμα. Κατσουφιάζοντας, ο Κρίστιαν με αφήνει και αρχίζει να τυλίγει τα σχέδια που βρίσκονται πάνω στο τραπέζι. «Ήταν για τον Χάυντ». «Τι έγινε με τον Χάυντ;» ψιθυρίζω. «Τίποτα το ανησυχητικό, Άνα». Παρατώντας τα σχέδια, ο Κρίστιαν με τραβάει στην αγκαλιά του. «Φαίνεται πως έχει εβδομάδες να πάει στο διαμέρισμά του, αυτό είναι όλο». Φιλάει τα μαλλιά μου,
μετά με αφήνει και τελειώνει αυτό που έκανε. «Λοιπόν, τι αποφασίσατε;» ρωτάει, και ξέρω πως το κάνει επειδή δε θέλει να συνεχίσω τις ερωτήσεις για τον Χάυντ. «Μόνο αυτά που είχαμε συζητήσει. Νομίζω πως της αρέσεις» απαντάω ήρεμα. Ρουθουνίζει. «Της είπες τίποτα;» λέει. Κοκκινίζω. Πού το ξέρει; Μην έχοντας τι να πω, χαμηλώνω το βλέμμα στα δάχτυλά μου. «Ήμαστε ο Κρίστιαν και η Άνα όταν ήρθε, ο κύριος και η κυρία Γκρέυ όταν έφευγε». Ο τόνος του είναι κοφτός. «Ίσως της είπα κάτι...» μουρμουρίζω.
Όταν τον κρυφοκοιτάζω, με ατενίζει τρυφερά και σε μια στιγμή απροσεξίας φαίνεται ευχαριστημένος... Χαμηλώνει το βλέμμα του κουνώντας το κεφάλι, και η έκφρασή του αλλάζει. «Απλώς αντιδρά σ’ αυτό το πρόσωπο...» Ακούγεται αόριστα παγερός, ακόμα και αηδιασμένος. Ω Πενήντα, όχι! «Τι;» Το σαστισμένο ύφος μου του προκαλεί απορία. Οι κόρες των ματιών του διαστέλλονται από πανικό. «Δε ζηλεύεις, έτσι;» ρωτάει έντρομος. Κοκκινίζω και ξεροκαταπίνω, μετά κοιτάζω τα μπλεγμένα μου δάχτυλα. Ζηλεύω;
«Άνα, είναι σεξουαλικό αρπακτικό. Ούτε κατά διάνοια ο τύπος μου. Πώς είναι δυνατόν να τη ζηλεύεις; Να ζηλεύεις οποιαδήποτε; Τίποτα επάνω της δε με ενδιαφέρει». Όταν σηκώνω τα μάτια, με κοιτάζει με ολάνοιχτο στόμα, σαν να μου έχει φυτρώσει κι άλλο χέρι. Περνάει το χέρι μέσα από τα μαλλιά του. «Μόνο εσύ υπάρχεις, Άνα» προσθέτει ήρεμα. «Πάντα θα υπάρχεις μόνο εσύ». Ποπό! Παρατώντας πάλι τα σχέδια, ο Κρίστιαν έρχεται προς το μέρος μου και πιάνει το πιγούνι μου ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείκτη του. «Πώς είναι δυνατόν να πιστεύεις το αντίθετο; Σου έδωσα ποτέ την παραμικρή ένδειξη ότι θα μπορούσα να ενδιαφέρομαι έστω και ελάχιστα για οποιαδήποτε άλλη;»
Τα μάτια του κοιτάζουν τα δικά μου πετώντας φωτιές. «Όχι...» ψιθυρίζω. «Φέρομαι Απλώς σήμερα... Εσύ...»
ανόητα.
Όλα τα αντικρουόμενα συναισθήματα που ένιωσα νωρίτερα έρχονται ξανά στην επιφάνεια. Πώς να του πω πόσο μπερδεμένη είμαι; Έχω σαστίσει κι έχω εκνευριστεί από τη συμπεριφορά του σήμερα στο γραφείο μου. Το ένα λεπτό θέλει να μείνω στο σπίτι, το επόμενο μου χαρίζει μια εταιρεία. Πώς να τον παρακολουθήσω; «Εγώ τι ;» «Ω Κρίστιαν» -το κάτω χείλος μου τρέμει, «προσπαθώ να προσαρμοστώ σ’ αυτή την καινούρια ζωή που δεν είχα φανταστεί ποτέ
για τον εαυτό μου. Τα πάντα μού προσφέρονται στο πιάτο: η δουλειά, εσύ, ο όμορφος άντρας μου, που ποτέ... Ποτέ δεν ήξερα πως θα αγαπούσα έτσι, τόσο πολύ, τόσο γρήγορα, τόσο... Τόσο ανεξίτηλα». Παίρνω βαθιά ανάσα για να σταθεροποιηθώ, ενώ το στόμα του ανοίγει διάπλατα. «Αλλά είσαι σαν εμπορική αμαξοστοιχία και δε θέλω να μ’ εξωθείς να κάνω πράγματα, επειδή η κοπέλα που ερωτεύτηκες θα τσακιστεί. Και τι θα απομείνει; Το μόνο που θα απέμενε θα ήταν μια κούφια κοινωνική ακτινογραφία, που θα σερνόταν από φιλανθρωπική εκδήλωση σε φιλανθρωπική εκδήλωση...» Κάνω άλλη μία παύση, προσπαθώντας να βρω τα λόγια για να εκφράσω αυτό που αισθάνομαι. «Και τώρα θες να γίνω διευθύνουσα σύμβουλος
μιας εταιρείας, κάτι που δεν υπήρχε ποτέ ούτε στη φαντασία μου. Ταλαντεύομαι ανάμεσα σε όλες αυτές τις ιδέες, πασχίζοντας. Με θες (Ττρ σπίτι. Με θες να διοικώ μια εταιρεία. Είναι τόσο μπερδεμένο...» Σταματάω, γιατί τα δάκρυα απειλούν να ξεσπάσουν. Πνίγω έναν λυγμό. «Πρέπει να μ’ αφήσεις να πάρω τις δικές μου αποφάσεις, να διατρέξω τους δικούς μου κινδύνους, να διαπράξω τα δικά μου σφάλματα και να μ’ αφήσεις να μάθω απ’ αυτά. Πρέπει να μάθω να περπατάω προτού τρέξω, Κρίστιαν. Δεν το καταλαβαίνεις; Θέλω κάποια ανεξαρτησία. Αυτό σημαίνει για μένα το όνομά μου». Ορίστε, αυτό ήθελα να πω σήμερα το μεσημέρι. «Νιώθεις πως σ’ εξωθώ;» ψιθυρίζει.
Γνέφω καταφατικά. Κλείνει τα μάτια του ταραγμένος. «Απλώς θέλω να σου δώσω όλο τον κόσμο, Άνα. Τα πάντα κι ό,τι θες. Και να σε σώσω απ’ όλα αυτά. Να σε κρατήσω ασφαλή. Αλλά θέλω επίσης να ξέρουν οι πάντες πως είσαι δική μου. Πανικοβλήθηκα σήμερα όταν πήρα το μήνυμά σου. Γιατί δε μου είπες για το όνομά σου;» Κοκκινίζω. Έχει ένα δίκιο. «Το σκέφτηκα μόνο ρταν ήμαστε στον μήνα του μέλιτος και, εντάξει, δεν ήθελα να σπάσω τη φούσκα και το ξέχασα. Το θυμήθηκα μόλις χτες βράδυ. Και ύστερα ο Τζακ... Ξέρεις, μου απέσπασε την προσοχή. Με συγχωρείς... Έπρεπε να σ’ το έχω πει ή να το έχω συζητήσει μαζί σου, μα δεν
κατάφερνα ευκαιρία».
να
βρω
την
κατάλληλη
Το έντονο βλέμμα του Κρίστιαν με τρομοκρατεί. Είναι σαν να θέλει να εισχωρήσει με τη βία μέσα στο κρανίο μου, αλλά δε λέει τίποτα. «Γιατί πανικοβλήθηκες;» ρωτάω. «Απλώς δε θέλω να μου γλιστρήσεις μέσα από τα δάχτυλα...» «Για όνομα του Θεού, δεν πρόκειται να πάω πουθενά! Μα πότε θα το βάλεις στο απίστευτα χοντρό κεφάλι σου; Σ’ αγαπάω». Κουνάω το χέρι στον αέρα, όπως κάνει κι αυτός μερικές φορές, για να δώσω έμφαση στα λόγια μου. «Πιο πολύ από... “το φως, από τον αέρα και από τη λευτεριά”».
Τα μάτια του γουρλώνουν. «Θυγατρική αγάπη;» Μου χαμογελάει ειρωνικά. «Όχι!» Γελάω χωρίς να το θέλω. «Είναι το μόνο απόσπασμα που μου ήρθε στο μυαλό». «Ο τρελός βασιλιάς Ληρ;» «Ο πολυαγαπημένος τρελός βασιλιάς Ληρ». Του χαϊδεύω το πρόσωπο και γέρνει προς το μέρος του χεριού μου, κλείνοντας τα μάτια. «Θ’ άλλαζες το όνομά σου σε Κρίστιαν Στιλ για να ξέρουν όλοι πως ανήκεις σε μένα;» Τα μάτια του Κρίστιαν ανοίγουν διάπλατα και με κοιτάζει σαν να είπα μόλις πως η γη είναι επίπεδη. Σκυθρωπιάζει.
«Ανήκω σε σένα;» λέει δοκιμάζοντας τις λέξεις. «Δικός μου». «Δικός σου». Επαναλαμβάνει τα λόγια που είπαμε στην αίθουσα ψυχαγωγίας μόλις χτες. «Ναι, θα το έκανα. Αν σήμαινε τόσο πολλά για σένα». Ποπό! «Σημαίνει τόσο πολλά για σένα;» «Ναι». Είναι κατηγορηματικός. « Εντάξει ». Θα το κάνω αυτό για χάρη του. Θα του δώσω την επιβεβαίωση που χρειάζεται ακόμα.
«Νόμιζα πωα είχες συμφωνήσει ήδη σ’ αυτό». «Ναι. Αλλά τώρα που το συζητήσαμε περισσότερο, είμαι πιο ευτυχής με την απόφασή μου». «Ω...» ψιθυρίζει έκπληκτος. Μετά χαμογελάει με το όμορφο, παιδιάστικο, ναιείμαι-ακόμα-σχετικά-νέος χαμόγελο και μου κόβει την ανάσα. Αρπάζοντάς με από τη μέση, με στριφογυρίζει. Τσιρίζω και αρχίζω να χαχανίζω και δεν ξέρω αν είναι χαρούμενος ή ανακουφισμένος ή... Τι; «Κυρία Γκρέυ, ξέρεις τι σημαίνει αυτό για μένα;»
«Τώρα ξέρω ». Σκύβει και με φιλάει, ενώ τα δάχτυλά του μετακινούνται στα μαλλιά μου, κρατώντας με ακίνητη. «Σημαίνει ότι θα σου πετάξω τα μάτια έξω...» λέει σιγανά επάνω στα χείλη μου και τρίβει τη μύτη του στη δική μου. «Έτσι, ε;» Γέρνω προς τα πίσω για να τον κοιτάξω. «Δόθηκαν κάποιες υποσχέσεις. Έγινε μια προσφορά, υπάρχει μια συμφωνία...» απαντάει χαμηλόφωνα, και τα μάτια του αστράφτουν με λάγνα αγαλλίαση.
«Εμμμ...» Είμαι ακόμα σαστισμένη, προσπαθώντας να παρακολουθήσω τη διάθεσή του. «Υπαναχωρείς;» ρωτάει αβέβαια, και μια ερωτηματική σκιά περνάει από το πρόσωπό του. «Έχω μια ιδέα!» προσθέτει. Ω... Τι κίνχι γαμήσι είναι αυτό; «Ένα πραγματικά σημαντικό ζήτημα που πρέπει να φροντίσουμε» συνεχίζει, ξαφνικά σοβαρός πάλι. «Μάλιστα, κυρία Γκρέυ. Ένα ζήτημα υψίστης σημασίας». Για στάσου με κοροϊδεύει. «Τι;» μουρμουρίζω.
«Πρέπει να μου κόψεις τα μαλλιά. Κατά τα φαινόμενα, έχουν παραμακρύνει και δεν αρέσουν στη γυναίκα μου». «Δεν μπορώ να σου κόψω τα μαλλιά!» «Ναι,,μπορείς!» Ο Κρίστιαν χαμογελάει και κουνάει το κεφάλι, έτσι που τα μακριά μαλλιά του σκεπάζουν τα μάτια του. «Αν έχει η κυρία Τζόουνς να μας δανείσει ένα μπολ!» αποκρίνομαι χαχανίζοντας. Γελάει. «Εντάξει. Σωστό επιχείρημα και καλά διατυπωμένο! Θα φωνάξω τον Φράνκο να το κάνει...» Όχι! Ο Φράνκο δουλεύει για τη σπασαρχίδω! Ίσως θα μπορούσα να του πάρω λίγο τις άκρες. Στο κάτω κάτω έκοβα
επί χρόνια τα μαλλιά του Ρέυ και ποτέ δεν παραπονέθηκε. « Ελα». Τον αρπάζω από το χέρι. Τα μάτια του γουρλώνουν. Τον οδηγώ έως το μπάνιο μας, όπου τον αφήνω και αρπάζω την άσπρη ξύλινη καρέκλα που βρίσκεται στη γωνία. Τη βάζω μπροστά στον νιπτήρα. Όταν τον κοιτάζω, με ατενίζει με ευθυμία που δύσκολα κρύβει, με τους αντίχειρες χωμένους στις μπροστινές θηλιές του παντελονιού του, τα μάτια του όμως φλογερά. «Κάτσε». Του δείχνω την άδεια καρέκλα, προσπαθώντας να διατηρήσω την υπεροπλία.
«Θα με λούσεις;» Γνέφω καταφατικά. Ανασηκώνει έκπληκτος το φρύδι του, και προς στιγμήν νομίζω πως θα κάνει πίσω. «Εντάξει». Αρχίζει να ξεκουμπώνει αργά ένα ένα τα κουμπιά του άσπρου πουκάμισού του, ξεκινώντας από κείνο που βρίσκεται ακριβώς κάτω από τον λαιμό του. Σβέλτα, επιδέξια δάχτυλα μετακινούνται από κουμπί σε κουμπί, ώσπου το πουκάμισό του κρέμεται ανοιχτό. Ποπό... Η εσωτερική μου θεά σταματάει τους πανηγυρισμούς στην αρένα. Ο Κρίστιαν απλώνει το ένα μανικέτι με μια χειρονομία που λέει «Ξεκούμπωσέ το», και
το στόμα του στραβώνει με κείνο τον προκλητικό, σέξι τρόπο του. Ω... Μανικετόκουμπα. Παίρνω τον απλωμένο καρπό και βγάζω το πρώτο, έναν πλατινένιο δίσκο με τα αρχικά του χαραγμένα με απλά πλάγια γράμματα και μετά βγάζω το δίδυμό του. Όταν τελειώνω, τον κοιτάζω, και η εύθυμη έκφρασή του έχει χαθεί. Τη θέση της έχει πάρει κάτι πιο καυτό... Πολύ πιο καυτό. Απλώνω το χέρι και σπρώχνω το πουκάμισο από τους ώμους του, αφήνοντάς το να πέσει στο πάτωμα. «Έτοιμος;» ψιθυρίζω. «Για ό,τι θες, Ανά...» . Το βλέμμα μου ξεστρατίζει από τα μάτια στα χείλη του. Είναι μισάνοιχτα, έτσι που
να μπορεί να παίρνει πιο βαθιές ανάσες. Λαξεμένο, σμιλεμένο, όπως κι αν το λένε, είναι όμορφο στόμα και ξέρει ακριβώς τι να κάνει με αυτό. Πιάνω τον εαυτό μου να σκύβει για να τον φιλήσει. «Όχι.. .» λέει βάζοντας και τα δυο του χέρια στους ώμους μου. «Μη. Αν το κάνεις, δε θα κουρευτώ ποτέ». «Το θέλω αυτό» συνεχίζει, και τα'μάτια του είναι ολοστρόγγυλα και συγκινημένα για κάποιον ανεξήγητο λόγο. Είναι αφοπλιστικό. «Γιατί;» ρωτάω χαμηλόφωνα. Με κοιτάζει μια στιγμή, και οι κόρες των ματιών του διαστέλλονται ακόμα
περισσότερο. «Επειδή θα με κάνει να νιώσω πως με νοιάζεσαι». Η καρδιά μου ουσιαστικά σταματάει. Ω Κρίστιαν... Πενήντα μου. Και προτού το καταλάβω, τον έχω τυλίξει στην αγκαλιά μου και φιλάω το στέρνο του και τρίβω το μάγουλό μου επάνω στις τρίχες του στήθους του, που με γαργαλούν. «Άνα. Άνα μου...» ψιθυρίζει. Με κλείνει στην αγκαλιά του και στεκόμαστε ακίνητοι, αγκαλιασμένοι μέσα στο μπάνιο μας. Ω, πόσο μου αρέσει να βρίσκομαι στην αγκαλιά του. Έστω κι αν είναι ένας αυταρχικός, μεγαλομανής βλάκας, είναι ο δικός μου αυταρχικός, μεγαλομανής βλάκας, που χρειάζεται ισόβια δόση
τρυφερότητας και φροντίδας. Κάνω λίγο πίσω χωρίς να τον αφήσω. «Θες προθεματικά να το κάνω αυτό;» Γνέφει καταφατικά και μου χαρίζει το συνεσταλμένο του χαμόγελο. Του το ανταποδίδω και τραβιέμαι από την αγκαλιά του. «Τότε κάτσε» επαναλαμβάνω. Κάθεται υπάκουα, με την πλάτη στον νιπτήρα. Βγάζω τα παπούτσια μου και τα κλοτσάω εκεί όπου είναι πεσμένο το ζαρωμένο του πουκάμισο, κάτω στο πάτωμα. Φέρνω από το ντους το σαμπουάν Chanel. Το αγοράσαμε στη Γαλλία.
«Θα του άρεσε αυτό του Κυρίου;» Το σηκώνω και με τα δυο χέρια, λες και το πουλάω σε εκπομπή τηλεμάρκετινγκ. «Έχει έρθει απευθείας από τη νότια Γαλλία... Μ’ αρέσει η μυρωδιά του. Είναι η δική σου μυρωδιά...» συμπληρώνω ψιθυριστά, ξεφεύγοντας από το ύφος της τηλεπαρουσιάστριας. «Παρακαλώ...» απαντάει χαμογελαστά. Αρπάζω μια μικρή πετσέτα από τον θερμαντήρα πετσετών. Η κυρία Τζόουνς ξέρει πώς να κρατάει τις πετσέτες απαλές. «Σκύψε μποοστά!» τον προστάζω, κι εκείνος υπακούει. Τυλίγοντας την πετσέτα γύρω από τους ώμους του, ανοίγω στη συνέχεια τις βρύσες και γεμίζω τον νιπτήρα με χλιαρό νερό. «Σκύψε πίσω».
Ω, μου αρέσει να κάνω κουμάντο. Ο Κρίστιαν σκύβει προς τα πίσω, αλλά είναι πολύ ψηλός. Μετακινεί την καρέκλα προς τα εμπρός, μετά γέρνει προς τα πίσω όλη την καρέκλα, ώσπου η ράχη της ακουμπάει επάνω στον νιπτήρα. Τέλεια απόσταση. Ρίχνει το κεφάλι πίσω. Θαρραλέα μάτια με κοιτάζουν και χαμογελάω. Παίρνω ένα από τα ποτήρια που έχουμε στον καθρέφτη για να πίνουμε νερό, το βουτάω μέσα στο νερό και το γέρνω στο κεφάλι του Κρίστιαν, μουσκεύοντάς του τα μαλλιά. Επαναλαμβάνω τη διαδικασία, σκύβοντας από πάνω του. «Μυρίζετε τόσο όμορφα, κυρία Γκρέυ...» μουρμουρίζει και κλείνει τα μάτια του. Καθώς του βρέχω μεθοδικά τα μαλλιά, τον κοιτάζω με την ησυχία μου. Να πάρει... Θα
κουραστώ ποτέ να το κάνω αυτό; Μακριές σκούρες βλεφαρίδες σκιάζουν τα μάγουλά του, τα χείλη του είναι μισάνοιχτα, δημιουργώντας ένα μικρό σκούρο διαμαντένιο σχήμα, και αναπνέει μαλακά. Χμμμ... Πόσο θέλω να χώσο) τη γλώσσα μου... Ρίχνω νερό στα «Συγγνώμη...»
μάτια
του.
Σκατά!
Αρπάζει την άκρη της πετσέτας και γελάει σκουπίζοντας το νερό από τα μάτια του. «Ει, το ξέρω πως είμαι βλάκας, αλλά μη με πνίξεις!» Σκύβω και τον φιλάω στο μέτωπο χαχανίζοντας. «Μη με βάζεις σε πειρασμό!»
Κουλουριάζει το χέρι του πίσω από το κεφάλι μου και αναδεύεται, αιχμαλωτίζοντας τα χείλη μου στα δικά του. Μου δίνει ένα σύντομο φιλί, βγάζοντας έναν χαμηλό, όλο ικανοποίηση ήχο από τον λαιμό του. Ο θόρυβος συνδέεται με τους μυς βαθιά μέσα στην κοιλιά μου. Είναι πολύ σαγηνευτικός ήχος. Με αφήνει και ακουμπάει πάλι υπάκουα πίσω, κοιτάζοντάς με με προσμονή. Προς στιγμήν φαίνεται ευάλωτος, σαν παιδί. Μου σφίγγεται η καρδιά. Ρίχνω λίγο σαμπουάν στην παλάμη μου και το τρίβω επάνω στο κρανίο του, ξεκινώντας από τους κροτάφους και συνεχίζοντας στην κορυφή του κεφαλιού του και κάτω, στα πλάγια, διαγράφοντας ρυθμικά κύκλους με τα δάχτυλά μου. Κλείνει τα μάτια του και
βγάζει πάλι εκείνο μουρμουριστό ήχο.
τον
χαμηλό,
«Ωραία αίσθηση...» λέει έπειτα από μια στιγμή και χαλαρώνει κάτω από το σταθερό άγγιγμα των δαχτύλων μου. «Ναι, είναι». Τον ξαναφιλάω στο μέτωπο. «Μ’ αρέσει όταν μου ξύνεις το κρανίο με τα νύχια σου...» Τα βλέφαρά του είναι ακόμα κλειστά, όμως έχει ύφος μακάριας ευδαιμονίας δεν απομένει κανένα ίχνος από την ευάλωτη έκφραση. Χριστέ μου πόσο άλλαξε η διάθεσή του. Παρηγοριέμαι, επειδή ξέρω πως εγώ το έχω κάνει αυτό.
«Ψηλά το κεφάλι!» διατάζω, και υπακούει. Χμμμ... θα μπορούσα να το συνηθίσω αυτό. Τρίβω τη σαπουνάδα στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, ξύνοντας με τα νύχια μου το κρανίο του. «Πίσω». Γέρνει προς τα πίσω και του ξεπλένω τη σαπουνάδα χρησιμοποιώντας το ποτήρι. Αυτήν τη φορά καταφέρνω να μην τον πιτσιλίσω. «Άλλη μία φορά;» ρωτάω. «Ναι, ευχαριστώ». Τα μάτια του ανοίγουν τρεμοπαίζοντας, και το γαλήνιο βλέμμα του βρίσκει το δικό μου. Του χαμογελάω. «Επιστρέφω αμέσως, κύριε Γκρέυ...» Γυρίζω στον νιπτήρα που χρησιμοποιεί συνήθως ο Κρίστιαν και τον
γεμίζω με χλιαρό νερό. «Για ξέπλυμα» συμπληρώνω όταν το βλέμμα του γίνεται ερωτηματικό. Επαναλαμβάνω τη διαδικασία με το σαμπουάν, ακούγοντας τις βαθιές, ομαλές ανάσες του. Όταν τον έχω σαπουνίσει καλά, κλέβω άλλη μία στιγμή, για να θαυμάσω το όμορφο πρόσωπο του άντρα μου. Δεν μπορώ να του αντισταθώ. Του χαϊδεύω τρυφερά το μάγουλο και ανοίγει τα μάτια, παρακολουθώντας με σχεδόν νυσταγμένα μέσα από τις μακριές βλεφαρίδες του. Σκύβοντας, του δίνω ένα απαλό, σεμνό φιλί στα χείλη. Χαμογελάει, κλείνει τα μάτια του και αφήνει έναν αναστεναγμό απέραντης ικανοποίησης.
Ποιος να το έλεγε έπειτα από τον σημερινό μας καβγά πως θα μπορούσε να είναι τόσο χαλαρός. Και χωρίς σεξ; Σκύβω από πάνω του. «Μμμ...» μουγκρίζει επιδοκιμαστικά όταν το στήθος μου περνάει ξυστά από το πρόσωπό του. Αντιστέκομαι στον πειρασμό να το κουνήσω από πάνω του. Τραβάω την τάπα και χύνω τα σαπουνόνερα. Τα χέρια του κατεβαίνουν στους γοφούς μου και γύρω από τους γλουτούς μου. «Μη χαϊδεύεις το προσωπικό...» μουρμουρίζω δήθεν αποδοκιμαστικά.
«Μην ξεχνάς ότι είμαι κουφός» αποκρίνεται κρατώντας τα μάτια του κλειστά, καθώς γλιστράει τα χέρια από τους γλουτούς μου προς τα κάτω και αρχίζει να τραβάει τη φούστα μου. Τον χτυπάω στο χέρι. Απολαμβάνω τον ρόλο της κομμώτριας. Χαμογελάει με ένα μεγάλο παιδιάστικο χαμόγελο, σαν να τον έπιασα να κάνει κάτι απαγορευμένο, για το οποίο είναι κρυφά περήφανος. Απλώνω το χέρι να πιάσω πάλι το ποτήρι, αλλά αυτήν τη φορά χρησιμοποιώ το νερό από τον διπλανό νιπτήρα για να ξεπλύνω'προσεκτικά όλο το σαμπουάν από τα μαλλιά του. Εξακολουθώ να σκύβω από πάνω του, κι εκείνος κρατάει τα χέρια του στα πισινά μου, σέρνοντας τα δάχτυλά του εμπρός πίσω, επάνω κάτω... Εμπρός πίσω...
Χμμμ... Αναδεύομαι. Βγάζει ένα χαμηλό βογκητό. «Ορίστε. Ξεπλύθηκες». «Ωραία!» αναφωνεί. Τα δάχτυλά του σφίγγονται στα πισινά μου και ξαφνικά ανακάθεται, με τα βρεγμένα μαλλιά του να στάζουν επάνω του. Με τραβάει στα πόδια του, και τα χέρια του μετακινούνται από τους γλουτούς στον αυχένα μου, ύστερα στο πιγούνι μου, κρατώντας με ακίνητη. Μου κόβεται η ανάσα από την έκπληξη, και τα χείλη του βρίσκονται πάνω στα δικά μου, η γλώσσα του καυτή και σκληρή στο στόμα μου. Τα δάχτυλά μου λυγίζουν γύρω από τα βρεγμένα μαλλιά του, και σταγόνες νερού κυλούν στα μπράτσα μου* και καθώς βαθαίνει το φιλί, τα μαλλιά του μου
βρέχουν το πρόσωπο. Το χέρι του γλιστράει από το πιγούνι στο επάνω κουμπί της μπλούζας μου. «Φτάνει ο καλλωπισμός. Θέλω να σου πετάξω τα μάτια έξω και μπορούμε να το κάνουμε εδώ ή στο υπνοδωμάτιο. Εσύ αποφασίζεις». Τα μάτια του Κρίστιαν πετούν φωτιές, φλογερά και γεμάτα υποσχέσεις, ενώ τα μαλλιά του στάζουν νερά επάνω και στους δυο μας. Το στόμα μου ξεραίνεται. «Πώς θα γίνει, Αναστάζια;» ρωτάει καθα>ς με κρατάει στα πόδια του. «Είσαι βρεγμένος» απαντάω.
Σκύβει ξαφνικά το κεφάλι, περνώντας τα μουσκεμένα μαλλιά του από το μπροστινό μέρος της μπλούζας μου. Τσιρίζω και προσπαθώ να του ξεφύγω. Σφίγγει τα χέρια του γύρω μου. «Α, όχι... Δε θα φύγεις, μωρό μου». 'Οταν σηκώνει το κεφάλι του, μου χαμογελάει λάγνα, κι εγώ είμαι η Μις Βρεγμένη Μπλούζα 2011. Το τοπ μου έχει γίνει μούσκεμα και εντελώς διαφανές. Είμαι μουσκεμένη... Παντού. «Μ’ αρέσει η θέα...» μουρμουρίζει και σκύβει για να περάσει τη μύτη του γύρω γύρω από τη βρεγμένη ρώγα μου. Αναδεύομαι. «Απάντησέ μου, Ανά. Εδώ ή στο υπνοδωμάτιο;»
«Εδώ...» ψελλίζω μέσα σε παραζάλη. Στον διάολο το κούρεμα θα το κάνω αργότερα. Χαμογελάει αργά, και τα χείλη του στραβώνουν σ’ ένα αισθησιακό χαμόγελο, όλο φιλήδονες υποσχέσεις. «Καλή επιλογή, κυρία Γκρέυ...» αποκρίνεται σιγανά επάνω στα χείλη μου. Αφήνει το πιγούνι μου, και το χέρι του μετακινείται στο γόνατό μου. Γλιστράει ομαλά προς τα επάνω, ανασηκώνοντας τη φούστα μου και χαϊδεύοντας το δέρμα μου, κάνοντάς με να μυρμηγκιάσω. Τα χείλη του αφήνουν απαλά φιλιά από τη βάση του αυτιού μου και κατά μήκος του σαγονιού μου. «Ω, τι θα σου κάνω;» ψιθυρίζει. Τα δάχτυλά του σταματούν εκεί όπου τελειώνουν οι
κάλτσες μου. «Μ’ αρέσουν αυτές...» προσθέτει. Περνάει το δάχτυλό του κάτω από το λάστιχο και το σέρνει προς το εσωτερικό του μηρού μου. Μου κόβεται η ανάσα και αναδεύομαι πάλι στα πόδια του. Αναστενάζει βαριά. Ένα βογκητό που βγαίνει χαμηλά από τον λαιμό του. «Θα σου πετάξω τα μάτια έξω. Θέλω να μείνεις ακίνητη...» «Ανάγκασέ με...» τον προκαλώ με απαλή, μουρμουρίστε φωνή. Ο Κρίστιαν παίρνει απότομη ανάσα. Στενεύει τα μάτια του και με κοιτάζει με σέξι ύφος. «Ω κυρία Γκρέυ... Δεν έχετε παρά να το ζητήσετε». Το χέρι του
γλιστράει από το επάνω μέρος της κάλτσας στο σλιπάκι μου. «Ας σε απαλλάξουμε απ’ αυτό». Το τραβάει απαλά, και μετακινούμαι για να τον βοηθήσω. Η ανάσα του βγαίνει σφυριχτή από τα χείλη του. «Μείνε ακίνητη...» γκρινιάζει. «Βοηθάω...» αντιγυρίζω στραβομουτσουνιάζοντας, και αρπάζει το κάτω χείλος μου απαλά ανάμεσα στα δόντια του. «Ακίνητη!» γρυλίζει. Σπρώχνει το σλιπάκι προς τα κάτω και μου το βγάζει. Τραβώντας τη φούστα μου προς τα επάνω, τη μαζεύει γύρω από τους γοφούς μου και φέρνει και τα δυο του χέρια στη μέση μου, ανασηκώνοντάς με. Κρατάει ακόμα το σλιπάκι μου στα χέρια του.
«Κάτσε. Καβάλησέ με!» με προστάζει, κοιτάζοντάς με έντονα στα μάτια. Μετακινούμαι και τον καβαλάω, κοιτάζοντάς τον προκλητικά. Δώσ’ τα όλα, Πενήντα! «Κυρία Γκρέυ...» με προειδοποιεί. «Με τσιγκλίζετε;» Με κοιτάζει, εύθυμος αλλά ερεθισμένος. Ο συνδυασμός είναι σαγηνευτικός. «Ναι. Τι θα κάνεις γι’ αυτό;» Τα μάτια του φωτίζονται με ακόλαστη ικανοποίηση απέναντι στην πρόκλησή μου, και νιώθω τον ερεθισμό του από κάτω μου. .
«Σφίξε τα χέρια σου μεταξύ τους πίσω από την πλάτη σου...» Ω! Συμμορφώνομαι υπάκουα, και μου δένει επιδέξια τους καρπούς με το σλιπάκι μου. «Το σλιπάκι μου; Κύριε Γκρέυ, δεν ντρέπεστε καθόλου!» τον αποπαίρνω. «Όχι όταν πρόκειται για σας, κυρία Γκρέυ... Το ξέρετε όμως αυτό». Το βλέμμα του είναι έντονο και καυτό. Βάζοντας τα χέρια του γύρω από τη μέση μου, με μετακινεί έτσι που να κάθομαι λίγο πιο πίσω στα πόδια του. Νερό εξακολουθεί να στάζει στον λαιμό του κι επάνω στο στήθος του. Θέλω να σκύψω και να γλείψω τις σταγόνες. Αλλά τώρα που είμαι δεμένη, είναι πιο περίπλοκο.
Ο Κρίστιαν μού χαϊδεύει και τους δυο μηρούς και γλιστράει τα χέρια του προς τα γόνατά μου. Τα σπρώχνει απαλά να απομακρυνθούν περισσότερο το ένα από το άλλο, ενώ ανοίγει και τα δικά του πόδια, κρατώντας με σ' αυτήν τη θέση. Τα δάχτυλά του μετακινούνται στα κουμπιά της μπλούζας μου. «Δε νομίζω πως τη χρειαζόμαστε αυτή» λέει. Αρχίζει να ξεκουμπώνει μεθοδικά ένα ένα τα κουμπιά της βρεγμένης μπλούζας, που κολλάει επάνω μου, ενώ τα μάτια του δεν αφήνουν τα δικά μου. Γίνονται όλο και πιο σκοτεινά καθώς τελειώνει με το πάσο του αυτό που κάνει. Ο σφυγμός μου επιταχύνεται και η ανάσα μου γίνεται ρηχή. Δεν το πιστεύω. Σχεδόν δε με έχει αγγίξει ακόμα, και νιώθω έτσι
ξαναμμένη, ζαλισμένη... Έτοιμη. Θέλω να στριφογυρίσω. Αφήνει τη βρεγμένη μπλούζα μου να κρέμεται ανοιχτή, και χρησιμοποιώντας και τα δυο του χέρια, μου χαϊδεύει το πρόσωπο με τα δάχτυλα, περνώντας τον αντίχειρά του από το κάτω χείλος μου. Ξαφνικά χώνει τον αντίχειρά του στο στόμα μου. «Πιπίλισέ τον...» με διατάζει ψιθυριστά, τονίζοντας το -σ-. Κλείνω το στόμα γύρω του και κάνω ακριβώς αυτό. Ω... Μου αρέσει τούτο το παιχνίδι. Έχει ωραία γεύση. Τι άλλο θα μου άρεσε να πιπιλίσω; Οι μύες στην κοιλιά μου σφίγγονται στη σκέψη. Τα χείλη του μισανοίγουν όταν γδέρνω με τα δόντια και δαγκώνω τη ρώγα του αντίχειρά του.
Βογκάει και βγάζει αργά τον υγρό αντίχειρά του από το στόμα μου, σέρνοντάς τον επάνω στο πιγούνι μου, στον λαιμό μου, φτάνοντας στο στέρνο μου. Τον χώνει μέσα στο σουτιέν μου και το τραβάει απότομα προς τα κάτο}, ελευθερώνοντας το στήθος μου. Το βλέμμα του δεν αφήνει το δικό μου. Παρακολουθεί κάθε αντίδραση που μου προκαλεί το άγγιγμά του, κι εγώ παρακολουθώ αυτόν. Είναι σέξι. Βασανιστικό. Κτητικό. Μου αρέσει. Επαναλαμβάνει τις ίδιες κινήσεις με το άλλο χέρι, έτσι που και τα δυο μου στήθη είναι ελεύθερα, και τα χουφτώνει απαλά, περνώντας και τους δυο αντίχειρες πάνω από τις ρώγες, διαγράφοντας αργούς κύκλους, ερεθίζοντας και διεγείροντάς τες,
κάνοντάς τες να σκληρύνουν και να μακρύνουν κάτω από το επιδέξιο άγγιγμά του. Προσπαθώ, πραγματικά προσπαθώ να μην κινηθώ, αλλά οι ρώγες μου συνδέονται απευθείας με τους βουβώνες μου, κι έτσι βογκάω και ρίχνω πίσω το κεφάλι, κλείνοντας τα μάτια και εγκαταλείποντας τον εαυτό μου στο γλυκό γλυκό μαρτύριο. «Σσσσς...» Η καθησυχαστική φωνή του Κρίστιαν έρχεται σε αντίθεση με τον βασανιστικό ομαλό ρυθμό των διεγερτικών δαχτύλων του. «Μην κουνιέσαι, μωρό μου... Μην κουνιέσαι». Αφήνοντας το ένα στήθος, απλώνει το χέρι του πίσω μου και το ακουμπάει ανοιχτό στον αυχένα μου. Σκύβοντας προς τα εμπρός, παίρνει τη ρώγα μου στο στόμα του και ρουφάει δυνατά, με τα βρεγμένα μαλλιά του να με γαργαλούν.
Ταυτόχρονα ο αντίχειράς του σταματάει να χαϊδεύει την άλλη ρώγα μου, που έχει μακρύνει. Την πιάνει ανάμεσα στον αντίχειρά και στον δείκτη του, τραβώντας και στρίβοντάς τη μαλακά. «Αχ, Κρίστιαν...» βογκάω και ανακάθομαι πιο μπροστά στα πόδια του. Αλλά εκείνος δε σταματάει. Συνεχίζει το αργό, νωχελικό, αγωνιώδες μαρτύριο. Και το σώμα μου καίει καθώς η ηδονή γίνεται πιο σκοτεινή. «Κρίστιαν, σε παρακαλώ...» κλαψουρίζω. «Μμμ...» μουρμουρίζει βαθιά μέσα στο στήθος του. «Θέλω να τελειώσεις έτσι».
Η ρώγα μου κερδίζει μια μικρή ανάπαυλα καθώς τα λόγια του μου χαϊδεύουν το δέρμα, και είναι θαρρείς και απευθύνεται σ’ ένα βαθύ, σκοτεινό κομμάτι της ψυχής μου που μόνο εκείνος γνωρίζει. Όταν συνεχίζει, αυτήν τη φορά με τα δόντια του, η ηδονή είναι σχεδόν αφόρητη. Αναστενάζοντας δυνατά, σπαρταράω στα πόδια του, προσπαθώντας να πετύχω κάποια πολύτιμη τριβή επάνω στο παντελόνι του. Τραβάω μάταια το σλιπάκι μου, που με κρατάει δεμένη, ενώ καίγομαι από λαχτάρα να τον αγγίξω, αλλά χάνομαι χάνομαι σ’ αυτή την ύπουλη αίσθηση. «Σε παρακαλώ...» ψιθυρίζω ικετεύοντας, και η ηδονή διατρέχει το κορμί μου από τον λαιμό έως τα πόδια, έως τα δάχτυλα των
ποδιών μου, κάνοντας τα πάντα στο διάβα της να σφιχτούν. «Έχεις τόσο όμορφα στήθη, Άνα...» λέει βογκώντας. «Κάποια μέρα θα τα γαμήσω». Τι διάολο σημαίνει αυτό; Ανοίγοντας τα μάτια, τον κοιτάζω με ολάνοιχτο στόμα καθώς με βυζαίνει, και το δέρμα μου τραγουδάει κάτω από το άγγιγμά του. Δεν αισθάνομαι πια τη μουλιασμένη μπλούζα μου, τα βρεγμένα μαλλιά του... Τίποτα πέρα από το κάψιμο. Και καίει υπέροχα δυνατά και χαμηλά, βαθιά μέσα μου, και κάθε σκέψη εξατμίζεται καθώς το σώμα μου σφίγγεται και ανοίγει... Έτοιμο. Φτάνοντας... Λαχταρώντας την ανακούφιση. Και δε σταματάει βασανίζει, τραβάει, με τρελαίνει. Θέλω... Θέλω...
«Αφέσου...» μουρμουρίζει, και αφήνομαι δυνατά, με τον οργασμό μου να συνταράζει όλο μου το κορμί. Σταματάει το γλυκό βασανιστήριο και τυλίγει τα μπράτσα του γύρω μου, σφίγγοντάς με πάνω του καθώς το σώμα μου ηρεμεί μετά την κορύφωση, κάθε αντίδραση που μου προκαλεί το άγγιγμά του, κι εγώ παρακολουθώ αυτόν. Είναι σέξι. Βασανιστικό. Κτητικό. Μου αρέσει. Επαναλαμβάνει τις ίδιες κινήσεις με το άλλο χέρι, έτσι που και τα δυο μου στήθη είναι ελεύθερα, και τα χουφτώνει απαλά, περνώντας και τους δυο αντίχειρες πάνω από τις ρώγες, διαγράφοντας αργούς κύκλους, ερεθίζοντας και διεγείροντάς τες, κάνοντάς τες να σκληρύνουν και να μακρύνουν κάτω από το επιδέξιο άγγιγμά του. Προσπαθώ, πραγματικά προσπαθώ να
μην κινηθώ, αλλά οι ρώγες μου συνδέονται απευθείας με τους βουβώνες μου, κι έτσι βογκάω και ρίχνω πίσω το κεφάλι, κλείνοντας τα μάτια και εγκαταλείποντας τον εαυτό μου στο γλυκό γλυκό μαρτύριο. «Σσσσς...» Η καθησυχαστική φωνή του Κρίστιαν έρχεται σε αντίθεση με τον βασανιστικό ομαλό ρυθμό των διεγερτικών δαχτύλων του. «Μην κουνιέσαι, μωρό μου... Μην κουνιέσαι». Αφήνοντας το ένα στήθος, απλώνει το χέρι του πίσω μου και το ακουμπάει ανοιχτό στον αυχένα μου. Σκύβοντας προς τα εμπρός, παίρνει τη ρώγα μου στο στόμα του και ρουφάει δυνατά, με τα βρεγμένα μαλλιά του να με γαργαλούν. Ταυτόχρονα ο αντίχειράς του σταματάει να χαϊδεύει την άλλη ρώγα μου, που έχει μακρύνει. Την πιάνει ανάμεσα στον
αντίχειρά και στον δείκτη του, τραβώντας και στρίβοντάς τη μαλακά. «Αχ, Κρίστιαν...» βογκάω και ανακάθομαι πιο μπροστά στα πόδια του. Αλλά εκείνος δε σταματάει. Συνεχίζει το αργό, νωχελικό, αγωνιώδες μαρτύριο. Και το σώμα μου καίει καθώς η ηδονή γίνεται πιο σκοτεινή. «Κρίστιαν, σε παρακαλώ...» κλαψουρίζω. «Μμμ...» μουρμουρίζει βαθιά μέσα στο στήθος του. «Θέλω να τελειώσεις έτσι». Η ρώγα μου κερδίζει μια μικρή ανάπαυλα καθώς τα λόγια του μου χαϊδεύουν το δέρμα, και είναι θαρρείς και απευθύνεται σ’ ένα βαθύ, σκοτεινό κομμάτι της ψυχής μου
που μόνο εκείνος γνωρίζει. Όταν συνεχίζει, αυτήν τη φορά με τα δόντια του, η ηδονή είναι σχεδόν αφόρητη. Αναστενάζοντας δυνατά, σπαρταράω στα πόδια του, προσπαθώντας να πετύχω κάποια πολύτιμη τριβή επάνω στο παντελόνι του. Τραβάω μάταια το σλιπάκι μου, που με κρατάει δεμένη, ενώ καίγομαι από λαχτάρα να τον αγγίξω, αλλά χάνομαι χάνομαι σ’ αυτή την ύπουλη αίσθηση. «Σε παρακαλώ...» ψιθυρίζω ικετεύοντας, και η ηδονή διατρέχει το κορμί μου από τον λαιμό έως τα πόδια, έως τα δάχτυλα των ποδιών μου, κάνοντας τα πάντα στο διάβα της να σφιχτούν. «Έχεις τόσο όμορφα στήθη, Άνα...» λέει βογκώντας. «Κάποια μέρα θα τα γαμήσω».
Tι διάολο σημαίνει αυτό; Ανοίγοντας τα μάτια, τον κοιτάζω με ολάνοιχτο στόμα καθώς με βυζαίνει, και το δέρμα μου τραγουδάει κάτω από το άγγιγμά του. Δεν αισθάνομαι πια τη μουλιασμένη μπλούζα μου, τα βρεγμένα μαλλιά του... Τίποτα πέρα από το κάψιμο. Και καίει υπέροχα δυνατά και χαμηλά, βαθιά μέσα μου, και κάθε σκέψη εξατμίζεται καθώς το σώμα μου σφίγγεται και ανοίγει... Έτοιμο. Φτάνοντας... Λαχταρώντας την ανακούφιση. Και δε σταματάει βασανίζει, τραβάει, με τρελαίνει. Θέλω... Θέλω... «Αφέσου...» μουρμουρίζει, και αφήνομαι δυνατά, με τον οργασμό μου να συνταράζει όλο μου το κορμί. Σταματάει το γλυκό βασανιστήριο και τυλίγει τα μπράτσα του
γύρω μου, σφίγγοντας με πάνω του καθώς το σώμα μου ηρεμεί μετά την κορύφωση. Όταν ανοίγω τα βλέφαρα, με κοιτάζει έτσι όπως είμαι ακουμπισμένη στο στήθος του. «Θεέ μου, μ’ αρέσει να σε παρακολουθώ να τελειώνεις, Άνα!» Η φωνή του είναι γεμάτη θαυμασμό. «Αυτό ήταν...» Χάνω τα λόγια μου. «Ξέρω». Σκύβει και με φιλάει, με το χέρι του ακόμα στον αυχένα μου, κρατώντας με έτσι, γέρνοντάς μου το κεφάλι με τέτοιον τρόπο> ώστε να μπορεί να με φιλήσει βαθιά με αγάπη, με ευλάβεια. Χάνομαι στο φιλί του.
Τραβιέται για να πάρει ανάσα, και τα μάτια του έχουν το χρώμα τροπικής καταιγίδας. «Τώρα θα σε γαμήσω. Άγρια...» μουρμουρίζει. Να πάρει! Αρπάζοντάς με από τη μέση, με σηκώνει από τους μηρούς του κατεβάζοντάς με στα γόνατά του και απλώνει το δεξί χέρι στο κουμπί του μπλε μαρέν παντελονιού του. Ανεβοκατεβάζει τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού στον μηρό μου, σταματώντας κάθε φορά εκεί όπου τελειώνουν οι κάλτσες μου. Με παρακολουθεί προσεκτικά. Είμαστε πρόσωπό με πρόσωπο και είμαι ανήμπορη, δεμένη με το σουτιέν και το σλιπάκι μου, καθισμένη στα πόδια του, κοιτάζοντας τα όμορφα γκρίζα μάτια του. Με κάνει να νιώθω ακόλαστη, αλλά και απόλυτα
συνδεδεμένη μαζί του δεν ντρέπομαι ούτε αισθάνομαι άβολα. Αυτός είναι ο Κρίστιαν, ο άντρας μου, ο εραστής μου, ο αυταρχικός μεγαλομανής μου, ο Πενήντα μου. Ο έρωτας της ζωής μου. Απλώνει το χέρι στο φερμουάρ του, και το στόμα μου ξεραίνεται βλέποντας το στητό όργανό του να ελευθερώνεται. Χαμογελάει αχνά. «Σ’ αρέσει;» ψιθυρίζει. «Μμμ...» μουρμουρίζω θαυμαστικά. Τυλίγει το χέρι γύρω από τον εαυτό του και το ανεβοκατεβάζει.... Ποπό! Σηκώνω τα μάτια και τον κοιτάζω μέσα από τις βλεφαρίδες μου. Γαμώτο. Είναι τόσο σέξι. «Δαγκώνετε το χείλος σας, κυρία Γκρέυ...»
«Επειδή πεινάω». «Πεινάς;» Το στόμα του ανοίγει από έκπληξη, και οι κόρες των ματιών του διαστέλλονται ελάχιστα. «Μμμ...» συμφωνώ γλείφοντας τα χείλη μου. Μου χαρίζει το αινιγματικό του χαμόγελο και δαγκώνει το κάτω χείλος του συνεχίζοντας να χαϊδεύεται. Γιατί με ανάβει τόσο πολύ να βλέπω τον άντρα μου να αυτοϊκανοποιείται; «Μάλιστα... Έπρεπε να έχεις φάει το φαΐ σου». Ο τόνος του είναι κοροϊδευτικός και επικριτικός ταυτόχρονα. «Αλλά ίσως μπορώ να σε διευκολύνω...» Βάζει τα χέρια
του στη μέση μου. «Σήκω» λέει μαλακά, και ξέρω τι πρόκειται να κάνει. Σηκώνομαι όρθια, και τα πόδια μου δεν τρέμουν πια. «Γονάτισε». Κάνω αυτό που μου λέει και γονατίζω στα δροσερά πλακάκια του μπάνιου. Γλιστράει προς τα εμπρός στην καρέκλα του. «Φίλησέ με» λέει·, κρατώντας το ορθωμένο πέος του. Σηκώνω τα μάτια επάνω του και περνάει τη γλώσσα πάνω από τα δόντια του. Είναι ερεθιστικό, πολύ ερεθιστικό να βλέπω τον πόθο του, τον γυμνό του πόθο για μένα και το στόμα μου. Σκύβοντας μπροστά, με τα
μάτια μου στα δικά του, φιλάω την ακμή της ερεθισμένης άκρης του. Τον παρακολουθώ να παίρνει βαθιά ανάσα και να σφίγγει τα δόντια του. Πιάνει το κεφάλι μου από το πλάι, και περνάω τη γλώσσα μου πάνω από τη βάλανο. Γεύομαι τη μικρή σταγόνα στην κορυφή. Μμμ... Έχει ωραία γεύση. Το στόμα του ανοίγει ακόμα περισσότερο, καθώς του κόβεται η ανάσα. Ορμάω επάνω του και τον παίρνω στο στόμα μου ρουφώντας δυνατά. «Αχ...» Ο αέρας βγαίνει σφυριχτός ανάμεσα από τα δόντια του και κυρτώνει τους γοφούς, μπαίνοντας βαθύτερα μέσα στο στόμα μου. Αλλά δε σταματάω. Καλύπτοντας τα δόντια με τα χείλη μου, σπρώχνω και μετά τραβάω. Μετακινεί και τα δυο του χέρια, έτσι που
να αγκαλιάζει εντελώς το κεφάλι μου, χώνοντας τα δάχτυλα μέσα στα μαλλιά μου. Μπαίνει και βγαίνει αργά στο στόμα μου, ενώ η ανάσα του επιταχύνεται και γίνεται πιο τραχιά. Στριφογυρίζω τη γλώσσα μου γύρω από την άκρη και σπρώχνω ξανά, σε τέλεια αντίστιξη μαζί του. «Χριστέ μου, Ανά...» Αναστενάζει βαριά και κλείνει σφιχτά τα μάτια του. Έχει χαθεί. Και είναι μεθυστική η αντίδρασή του σε μένα. Εμένα. Και πολύ αργά τραβάω πίσω τα χείλη μου, έτσι που μένουν μόνο τα δόντια μου. «Ααα!» Ο Κρίστιαν παύει να κουνιέται. Σκύβει μπροστά και με αρπάζει, τραβώντας με στα πόδια του. «Φτάνει!» μουγκρίζει.
Απλώνοντας τα χέρια πίσω μου, με ελευθερώνει με ένα-τράβηγμα από το σλιπάκι μου. Λυγίζω τους καρπούς και κοιτάζω κάτω από τις βλεφαρίδες μου τα φλογερά μάτια που με ατενίζουν με αγάπη και λαχτάρα και πόθο. Και συνειδητοποιώ πως είμαι εγώ που θέλω να του πετάξω τα μάτια έξω. Τον θέλω πολύ. Θέλω να τον παρακολουθήσω να γίνεται κομμάτια από κάτω μου. Αρπάζω το σκληρό του όργανο και τον καβαλάω. Βάζοντας το άλλο μου χέρι στον ώμο του, πολύ μαλακά και αργά, κατεβαίνω επάνω του. Βγάζει έναν λαρυγγικό άγριο ήχο βαθιά μέσα από τον λαιμό του, και απλώνοντας το χέρι, μου βγάζει την μπλούζα, αφήνοντάς τη να πέσει στο πάτωμα. Τα χέρια του γλιστρούν στους γοφούς μου.
«Ακίνητη...» λέει βραχνά, ενώ τα χέρια του χώνονται στη σάρκα μου. «Σε παρακαλώ, άσε με να το απολαύσω. Να σε απολαύσω». Σταματάω. Ποπό... Τον νιώθω τόσο καλά μέσα μου. Μου χαϊδεύει το πρόσωπο, με μάτια γουρλωμένα και παράφορα, με τα χείλη μισάνοιχτα καθώς αναπνέει. Λυγίζει το σώμα του από κάτω μου, κι εγώ βογκάω, σφαλίζοντας τα βλέφαρά μου. «Αυτό είναι το αγαπημένο μου μέρος...» τραυλίζει. «Μέσα σου. Μέσα στη γυναίκα μου». Ω, γαμώτο! Κρίστιαν... Δεν μπορώ να κρατηθώ. Τα δάχτυλά μου γλιστρούν στα βρεγμένα μαλλιά του, τα χείλη μου γυρεύουν τα δικά του και αρχίζω να κουνιέμαι. Επάνω κάτω στις μύτες των
ποδιών μου, απολαμβάνοντάς τον, απολαμβάνοντας τον εαυτό μου. Βογκάει δυνατά, και τα χέρια του είναι στα μαλλιά μου και γύρω από την πλάτη μου, ενώ η γλώσσα του εισβάλλει στο στόμα μου άπληστα, παίρνοντας όλα εκείνα που του προσφέρω με τη θέλησή μου. Έπειτα απ’ όλο αυτό τον καβγά σήμερα, τον εκνευρισμό μου· μαζί του, τον δικό του μαζί μου έχουμε ακόμη αυτό. Πάντα θα το έχουμε αυτό. Τον αγαπάω τόσο πολύ, που είναι συγκλονιστικό. Τα χέρια του χουφτώνουν τους γλουτούς μου και με ελέγχει, κουνώντας με πάνω κάτω, συνεχώς, στον δικό του ρυθμό. Στο καυτό αβίαστο τέμπο του. «Αχ ...» βογκάω ανήμπορη μέσα στο στόμα του καθώς παρασύρομαι.
«Ναι. Ναι, Άνα...» λέει σφυριχτά, και γεμίζω φιλιά το πρόσωπο, το πιγούνι, το σαγόνι, τον λαιμό του. «Μωρό μου...» μουρμουρίζει, αιχμαλωτίζοντας πάλι το στόμα μου. «Ω Κρίστιαν... Σ’ αγαπάω. Πάντα θα σ’ αγαπάω...» Μου έχει κοπεί η ανάσα και θέλω να ξέρει, θέλω να είναι σίγουρος για μένα μετά τη σημερινή σύγκρουση βουλήσεων. Αναστενάζει δυνατά και τυλίγει σφιχτά τα μπράτσα του γύρω μου καθώς τελειώνει με έναν πένθιμο λυγμό, κι αυτό είναι αρκετό αρκετό για να με σπρώξει πάλι στον γκρεμό. Σφίγγω τα χέρια γύρω από το κεφάλι του και αφήνομαι, τελειώνοντας γύρω του, ενώ δάκρυα αναβρύζουν από τα
μάτια μου, από τη μεγάλη αγάπη μου για κείνον. «Εϊ...» ΛΕΕΙ ΧΑΜΗΛΟΦΩΝΑ, ρίχνοντάς μου πίσω το πιγούνι και κοιτάζοντάς με με ήρεμη ανησυχία. «Γιατί κλαις; Σε πόνεσα;» «Όχι...» ψιθυρίζω καθησυχαστικά. Μου τραβάει τα μαλλιά από το πρόσωπο, σκουπίζει ένα μοναχικό δάκρυ με τον αντίχειρά του και με φιλάει τρυφερά στα χείλη. Είναι ακόμα μέσα μου. Αναδεύεται; και μορφάζω καθώς τραβιέται έξω μου. «Τι συμβαίνει, Άνα; Πες μου...» Ρουφάω τη μύτη μου. «Απλώς... Απλώς μερικές φορές με συγκλονίζει το πόσο σ’ αγαπάω...» ψελλίζω.
Έπειτα από ένα δευτερόλεπτο μου χαμογελάει με το ιδιαίτερο, συνεστάλμένο χαμόγελό του που φυλάει μόνο για μένα, νομίζω. «Κι εσύ την ίδια επίδραση έχεις επάνω μου...» αποκρίνεται σιγανά, ξαναφιλώντας με. Χαμογελάω, και μέσα μου η ξεδιπλώνεται και τεντώνεται νωθρά. «Αλήθεια;» Χαμογελάει αμυδρά. «Το ξέρεις...» «Μερικές φορές το ξέρω. Όχι πάντα». «Παρομοίως, κυρία*Γκρέυ».
χαρά
Χαμογελάω και του δίνω απαλά, ανάλαφρα φιλιά στο στήθος. Τρίβω τη μύτη επάνω στις τρίχες του στέρνου του. Εκείνος μου χαϊδεύει τα μαλλιά και περνάει το χέρι πάνω από την πλάτη μου. Μου ξεκουμπώνει το σουτιέν και κατεβάζει την τιράντα στο ένα μου μπράτσο. Μετακινούμαι, και τραβάει την τιράντα προς τα κάτω στο άλλο μου μπράτσο, πετώντας το σουτιέν στο πάτωμα. «Μμμ... Δέρμα επάνω στο δέρμα...» μουρμουρίζει επιδοκιμαστικά, τυλίγοντάς με πάλι στην αγκαλιά του. Με φιλάει στον ώμο και περνάει τη μύτη του πάνω από το αυτί μου. «Μυρίζετε θεϊκά, κυρία Γκρέυ». «Το ίδιο κι εσείς, κύριε Γκρέυ...» Τρίβω ξανά τη μύτη επάνω του και αναπνέω τη μυρωδιά του, που είναι τώρα ανακατεμένη με τη μεθυστική μυρωδιά του σεξ. Θα
μπορούσα να μείνω έτσι χωμένη στην αγκαλιά του, χορτασμένη και ευτυχισμένη, για πάντα. Είναι ακριβώς ό,τι χρειάζομαι έπειτα από μια γεμάτη μέρα, κατά τη διάρκεια της οποίας γύρισα στη δουλειά, τσακώθηκα κι έβαλα στη θέση του ένα παλιοθήλυκο. Εδώ θέλω να είμαι, και παρά τη λόξα του με τον έλεγχο, τη μεγαλομανία του, εδώ ανήκω. Ο Κρίστιαν χώνει τη μύτη στα μαλλιά μου και εισπνέει βαθιά. Αφήνω έναν αναστεναγμό ικανοποίησης και αισθάνομαι το χαμόγελό του. Και καθόμαστε, με τα χέρια του ενός σφιχτά γύρω από τον άλλο, χωρίς να μιλάμε. Τελικά η πραγματικότητα επιβάλλει την παρουσία της.
«Είναι αργά» λέει ο Κρίστιαν, ενώ τα δάχτυλά του μου χαϊδεύουν μεθοδικά την πλάτη. «Τα μαλλιά σου εξακολουθούν να θέλουν κόψιμο». Κρυφογελάει. «Πράγματι, κυρία Γκρέυ... Έχετε την ενέργεια να ολοκληρώσετε τη δουλειά που αρχίσατε;» «Για σας, κύριε Γκρέυ, οτιδήποτε!» Τον φιλάω πάλι στο στήθος και σηκώνομαι απρόθυμα. «Μη φύγεις». Αρπάζοντάς γοφούς, με γυρίζει από την και μετά ξεκουμπώνει τη αφήνοντάς τη να πέσει στο απλώνει το χέρι.
με από τους άλλη. Ισιώνει φούστα μου, πάτωμα. Μου
Το παίρνω και κάνω ένα βήμα εμπρός, βγαίνοντας από τη φούστα μου. Τώρα φοράω μόνο κάλτσες και ζαρτιέρες. «Είστε υπέροχο θέαμα, κυρία Γκρέυ!» Κάθεται ξανά στην καρέκλα και σταυρώνει τα χέρια, θαυμάζοντάς με από πάνω έως κάτω. Απλώνω τα χέρια και κάνω μια στροφή για χάρη του. «Θεέ μου, είμαι τυχερό κάθαρμα!» «Ναι, είσαι...» Χαμογελάει. «Βάλε το πουκάμισό μου και μπορείς να μου κόψεις τα μαλλιά. Αν μείνεις έτσι, θα μου αποσπάς την προσοχή και δε θα φτάσουμε ποτέ στο κρεβάτι...»
Δεν μπορώ να συγκρατήσω το χαμόγελό μου. Ξέροντας ότι παρακολουθεί κάθε μου κίνηση, προχωράω καμαρωτά προς το σημείο όπου αφήσαμε τα παπούτσια μου και το πουκάμισό του. Σκύβοντας αργά, απλώνω το χέρι και πιάνω το πουκάμισο, το μυρίζω -μμμ.. και ύστερα το φοράω. Τα μάτια του Κρίστιαν είναι ολοστρόγγυλα. Έχει ξανακουμπώσει το φερμουάρ του και με παρακολουθεί προσεκτικά. «Φοβερό σόου, κυρία Γκρέυ...» «Έχουμε ψαλίδι;» λέω αθώα, πεταρίζοντας τις βλεφαρίδες μου. «Στο γραφείο μου...» απαντάει βραχνά. «Πάω να ψάξω».
Τον αφήνω και μπαίνώ στο υπνοδωμάτιό μας. Αρπάζω τη χτένα μου από το μπουντουάρ και κατευθύνομαι προς το γραφείο του. Καθώς μπαίνω στον κεντρικό διάδρομο, βλέπω πως η πόρτα του γραφείου του Τέυλορ είναι ανοιχτή. Η κυρία Τζόουνς στέκεται ένα βήμα μέσα από την πόρτα. Σταματάω, μένοντας μαρμαρωμένη στη θέση μου. Ο Τέυλορ περνάει τα δάχτυλα πάνω από το πρόσωπό της και της χαμογελάει γλυκά. Ύστερα σκύβει και τη φιλάει. Γαμώτο! Ο Τέυλορ χάι η χυρία Τζόουνς; Κοιτάζω χάσκοντας από έκπληξη θέλω να πω, νόμιζα... Τέλος πάντων, το είχα υποπτευθεί με κάποιον τρόπο. Αλλά προφανώς είναι ζευγάρι! Κοκκινίζω, νιώθοντας σαν ηδονοβλεψίας, και
καταφέρνω να πείσω τα πόδια μου να κουνηθούν. Διασχίζω τρέχοντας το μεγάλο δωμάτιο και μπαίνω στον χώρο μελέτης του Κρίστιαν. Ανάβοντας το φως, πηγαίνω στο γραφείο του. Ο Τέυλορ και η κυρία Τζόουνς... Ποπό! Είμαι σαστισμένη. Πάντα πίστευα πως η κυρία Τζόουνς είναι μεγαλύτερη από τον Τέυλορ. Ω, πρέπει να το χωνέψω. Ανοίγω το επάνω συρτάρι και μεμιάς η προσοχή μου αποσπάται, καθώς βρίσκω ένα όπλο. Ο Κρίστιαν έχει όπλο! Περίστροφο. Γαμώτο μου! Δεν είχα ιδέα πως ο Κρίστιαν έχει όπλο. Το βγάζω έξω, ελευθερώνω την ασφάλεια κι ελέγχω τον κύλινδρο. Είναι γεμάτο, αλλά ελαφρύ... Πολύ ελαφρύ. Πρέπει να είναι από ανθρακόνημα. Τι το θέλει ο Κρίστιαν το όπλο, Χριστέ μου ελπίζω να ξέρει να το
χρησιμοποιεί. Οι συνεχείς προειδοποιήσεις του Ρέυ για τα όπλα περνούν σαν σφαίρα από το μυαλό μου. Ποτέ δεν ξέχασε τη στρατιωτική του εκπαίδευση. Λυτά θα σε σκοτώσουν, Άνα. Πρέπει να ξέρεις τι κάνεις όταν χειρίζεσαι όπλο. Αφήνω το όπλο στη θέση του και βρίσκω το ψαλίδι. Το βουτάω γρήγορα και τρέχω πίσω στον Κρίστιαν, με το κεφάλι μου να βουίζει. Ο Τέυλορ και η κυρία Τζόουνς... Το περίστροφο... Στην είσοδο του μεγάλου δωματίου πέφτω επάνω στον Τέυλορ. «Κυρία Γκρέυ, με συγχωρείτε...» Το πρόσωπό του γίνεται αμέσως κατακόκκινο μόλις προσέχει το ντύσιμό μου.
«Εμμμ... Τέυλορ, γεια σου... Εεε... Κόβω τα μαλλιά του Κρίστιαν...» ξεφουρνίζω όλο αμηχανία. Ο Τέυλορ ντρέπεται όσο κι εγώ. Ανοίγει το στόμα του να πει κάτι και ύστερα το κλείνει γρήγορα και παραμερίζει. «Μετά από σας, κυρία μου!» λέει με επισημότητα. Νομίζω πως έχω το χρώμα του παλιού μου Audi, του σπέσιαλ υποτακτικού. Θα μπορούσε να είναι πιο δυσάρεστη η κατάσταση; «Ευχαριστώ...» τραυλίζω και ορμάω στον διάδρομο. Ανάθεμα! Θα συνηθίσω ποτέ το γεγονός ότι δεν είμαστε μόνοι μας; Μπαίνω σαν σίφουνας στο μπάνιο, αλαφιασμένη.
«Τι συμβαίνει;» Ο Κρίστιαν στέκεται μπροστά στον καθρέφτη κρατώντας τα παπούτσια μου. Όλα μου τα σκόρπια ρούχα είναι τώρα τακτικά διπλωμένα πλάι στον νιπτήρα. «Μόλις έπεσα επάνω στον Τέυλορ». «Ω...» Ο Κρίστιαν «Ντυμένη έτσι».
συνοφρυώνεται.
Ω, γαμώτο. «Δεν έφταιγε ο Τέυλορ». Το κατσούφιασμα του Κρίστιαν γίνεται βαθύτερο. «Όχι. Αλλά και πάλι...» «Είμαι ντυμένη». «Μετά βίας».
«Δεν ξέρω ποιος από ντράπηκε περισσότερο». τεχνική απόσπασης της ήξερες πως εκείνος και Εντάξει... Μαζί;»
τους δυο μας Δοκιμάζω την προσοχής. «Το η Γκέιλ είναι...
Ο Κρίστιαν γελάει. «Ναι. Φυσικά και το ήξερα!» «Και δε μου το είπες ποτέ;» «Νόμιζα ότι το ήξερες». «Όχι». «Ανά, είναι ενήλικοι. Ζουν κάτω από την ίδια στέγη. Είναι και οι δύο ελεύθεροι. Και οι δύο.ελκυστικοί».
Κοκκινίζω, νιώθοντας ανόητη που δεν το είχα παρατηρήσει. «Καλά, αν το θέτεις έτσι... Απλώς νόμιζα πως η Γκέιλ είναι μεγαλύτερη από τον Τέυλορ». «Είναι, αλλά όχι πολύ». Με κοιτάζει σαστισμένος. « Σε κάποιους άντρες αρέσουν οι μεγαλύτερες γυναίκες...» Κάνει μια απότομη παύση, και οι κόρες των ματιών του διαστέλλονται. Του στραβομουτσουνιάζω. «Το ξέρω...» πετάω. Ο Κρίστιαν φαίνεται μετανιωμένος. Μου χαμογελάει τρυφερά. Ναι! Η τεχνική απόσπασης της προσοχής ήταν επιτυχής! Το υποσυνείδητό μου υψώνει το βλέμμα του στον ουρανό με τι κόστος όμως; Τώρα
η ακατονόμαστη έχει κάνει αισθητή την παρουσία της ανάμεσά μας. «Πράγμα που μου θυμίζει...» λέει κεφάτα. «Tt;» μουρμουρίζω οξύθυμα. Αρπάζοντας την καρέκλα, τη γυρίζω έτσι που να βλέπει τον καθρέφτη πάνω από τους νιπτήρες. «Κάτσε!» τον προστάζω. Ο Κρίστιαν με κοιτάζει με κεφάτη επιείκεια, αλλά κάνει αυτό που του λέω και κάθεται ξανά στην καρέκλα. Αρχίζω να χτενίζω τα απλώς υγρά τώρα μαλλιά του. «Σκεφτόμουν ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε κάποιες
Ο Κρίστιαν ατενίζει τον εαυτό του στον καθρέφτη και δείχνει ευχάριστα αιφνιδιασμένος. Σκάει ένα χαμόγελο. «Σπουδαία δουλειά, κυρία Γκρέυ!» Στρέφει το κεφάλι δεξιά και αριστερά και τυλίγει το μπράτσο του γύρω μου. Τραβώντας με πάνω του, φιλάει και τρίβει τη μύτη του στην κοιλιά μου. «Ευχαριστώ» λέει. «Ευχαρίστησή μου». Σκύβω και του δίνω ένα σύντομο φιλί. «Είναι αργά. Κρεβάτι!» Μου παιχνιδιάρικα μια στα πισινά.
δίνει
«Α! Πρέπει να καθαρίσω εδώ μέσα». Το πάτωμα είναι γεμάτο τρίχες.
Ο Κρίστιαν σκυθρωπιάζει, λες και δε θα του περνούσε ποτέ από το μυαλό. «Εντάξει, θα φέρω τη σκούπα...» αποκρίνεται με ξινισμένο ύφος. «Δε θέλω να έρθει σε δύσκολη θέση το προσωπικό με την ακατάλληλη περιβολή σου». «Ξέρεις πού είναι η σκούπα;» ρωτάω αθώα. Αυτό κάνει τον Κρίστιαν να μαρμαρώσει. «Εμμμ.,.Όχι». Γελάω . «Θα πάω εγώ!» ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΞΑΠΛΩΝΩ στο κρεβάτι περιμένοντας τον Κρίστιαν, σκέφτομαι πόσο διαφορετικά θα μπορούσε να έχει τελειώσει αυτή η μέρα. Ήμουν τόσο έξαλλη μαζί του νωρίτερα, κι αυτός μαζί μου. Πώς θα τα βγάλω πέρα με τις ανοησίες του ότι
μπορώ να διοικήσω μια εταιρεία; Δεν έχω καμία όρεξη να διοικώ τη δική μου εταιρεία. Δεν είμαι εκείνος. Πρέπει να του κόψω τη φόρα. Ίσως θα έπρεπε να έχω έναν κωδικό ασφαλείας για τις περιπτώσεις που γίνεται αυταρχικός και δεσποτικός, όταν γίνεται βλάκας. Χαχανίζω. Ίσως ο κωδικός ασφαλείας θα έπρεπε να είναι βλάκας. Βρίσκω τη σκέψη πολύ δελεαστική. «Τι;» ρωτάει καθώς χώνεται στο κρεβάτι δίπλα μου, φορώντας μόνο το παντελόνι της πιτζάμας του. «Τίποτε. Απλώς μια ιδέα...» «Τι ιδέα;» Απλώνεται πλάι μου.
Δε θα πετύχει, αλλά θα το δοκιμάσω. «Κρίστιαν, δε νομίζω ότι θέλω να διοικώ μια εταιρεία». Στηρίζεται στον αγκώνα του και με κοιτάζει. «Γιατί το λες αυτό;» «Επειδή δεν είναι κάτι που επιθύμησα ποτέ». «Είσαι κάτι Αναστάζια».
παραπάνω
από
ικανή,
«Μ’ αρέσει να διαβάζω βιβλία, Κρίστιαν. Η διοίκηση μιας εταιρείας θα με αποσπάσει απ’ αυτό». «Θα μπορούσες να είσαι το δημιουργικό μυαλό».
Κατσουφιάζω. «Βλέπεις» συνεχίζει, «η διοίκηση μιας επιτυχημένης εταιρείας έχει να κάνει με την αναγνώριση του ταλέντου των ανθρώπων που έχεις στη διάθεσή σου. Αν εκεί βρίσκονται τα ταλέντα και τα ενδιαφέροντά σου, τότε διαρθρώνεις την εταιρεία έτσι ώστε να διευκολύνεις αυτό το πράγμα. Μην απορρίπτεις εκ των προτέρων την ιδέα, Αναστάζια. Είσαι πολύ ικανή κοπέλα. Νομίζω ότι μπορείς να κάνεις ό,τι θες αν το πάρεις απόφαση». Ποπό! Πώς είναι δυνατόν να ξέρει ότι θα ήμουν καλή σ’ αυτό; «Επιπλέον με βασανίζει το γεγονός ότι αυτό θα μου τρώει πολύ χρόνο».
Ο Κρίστιαν συνοφρυώνεται. «Χρόνο που θα μπορούσα να αφιερώνω σε σένα...» Χρησιμοποιώ το μυστικό μου όπλο. Το βλέμμα του σκοτεινιάζει. «Ξέρω τι κάνεις...» μουρμουρίζει εύθυμα. Γαμώτο! «Τι;» Παριστάνω την αθώα. «Προσπαθείς να μου αποσπάσεις την προσοχή από το θέμα που συζητάμε. Πάντα αυτό κάνεις. Απλώς μην απορρίψεις την ιδέα, Ανά. Σκέψου το. Αυτό μόνο ζητάω». Σκύβει και με φιλάει σεμνά, ύστερα σέρνει το δάχτυλό του στο μάγουλό μου.
Αυτή η συζήτηση πρόκειται να γίνει και να ξαναγίνει. Του χαμογελάω και κάτι που είπε πιο νωρίς σήμερα μου έρχεται απρόσκλητο στο μυαλό. «Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;» Η φωνή μου είναι σιγανή, επιφυλακτική. «Φυσικά». «Πιο πριν σήμερα είπες πως, αν ήμουν θυμωμένη μαζί σου, θα έπρεπε να ξεσπάσω επάνω σου στο κρεβάτι. Τι εννοούσες;» Μαρμαρώνει. «Τι νόμισες πως εννοούσα;» Να πάρει! Κοολύτερα να το πω. «Πως ήθελες να σε δέσω».
Τα φρύδια του ανασηκώνονται από κατάπληξη. «Εεε... Όχι. Δεν εννοούσα καθόλου αυτό». «Ω...» Αιφνιδιάζομαι από την ελαφριά σουβλιά απογοήτευσης που νιώθω. «Θες να με δέσεις;» ρωτάει, προφανώς διαβάζοντας σωστά την έκφρασή μου. Ακούγεται σοκαρισμένος. Κοκκινίζω. «Κοίτα...» «Άνα, δεν...» Σταματάει, και κάτι σκοτεινό περνάει από το πρόσωπό του. «Κρίστιαν...» ψελλίζω πανικόβλητη. Αναδεύομαι γυρίζοντας στο πλάι, ακουμπισμένη στον αγκώνα μου όπως κι
εκείνος. Του χαϊδεύω το πρόσωπο. Τα μάτια του είναι μεγάλα και γεμάτα φόβο. Κουνάει το κεφάλι του θλιμμένα. Σκατά! «Κρίστιαν, σταμάτα. Δεν έχει σημασία. Νόμιζα πως αυτό εννοούσες». Μου πιάνει το χέρι και το βάζει επάνω στην καρδιά του. που χτυπάει σαν τρελή. Γαμώτο! Τι είναι; «Άνα, δεν ξέρω πως θα αισθανόμουν αν μ’ άγγιζες και ήμουν δεμένος...» Το κρανίο μου μυρμηγκιάζει. Είναι σαν να εξομολογείται κάτι βαθύ και σκοτεινό. «Όλα αυτά είναι ακόμα τόσο καινούρια...» Η φωνή του βγαίνει χαμηλή και βραχνή.
Γαμώτο. Ήταν μια απλή ερώτηση, και συνειδητοποιώ πως έχει διανύσει πολύ δρόμο, αλλά έχει ακόμα πολύ δρόμο να κάνει. Ω Πενήντα, Πενήντα, Πενήντα. Το άγχος μού σφίγγει την καρδιά. Σκύβω, και παγώνει, αλλά του δίνω ένα απαλό φιλί στη γωνία του στόματός του. «Κρίστιαν, κατάλαβα λάθος. Σε παρακαλώ, μη στενοχωριέσαι γι’ αυτό το θέμα. Σε παρακαλώ, μην το σκέφτεσαι...» Τον φιλάω. Σφαλίζει τα βλέφαρά του, αναστενάζει και ανταποκρίνεται, σπρώχνοντάς με πάνω στο στρώμα, με τα χέρια του να σφίγγουν το πιγούνι μου. Και γρήγορα χανόμαστε. .. Χανόμαστε ξανά ο ένας στον άλλο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΝΙΑ Οταν ΞΥΠΝΑΩ πριν από το ξυπνητήρι την επόμενη μέρα, ο Κρίστιαν είναι τυλιγμένος γύρω μου σαν κισσός, με το κεφάλι του στο στήθος μου, το μπράτσο του γύρω από τη μέση μου και το πόδι του ανάμεσα στα δικά μου. Και είναι στη δική μου πλευρά του κρεβατιού. Πάντα το ίδιο γίνεται: αν τσακωθούμε αποβραδίς, έτσι καταλήγει, κουλουριασμένος γύρω μου, κάνοντάς με να ζεσταίνομαι και να αισθάνομαι άβολα. Ω Πενήντα. Είναι τόσο στερημένος, σε κάποιο επίπεδο. Ποιος να το έλεγε. Η γνωστή εικόνα του Κρίστιαν ως βρόμικου, άθλιου παιδιού με στοιχειώνει. Του χαϊδεύω απαλά τα πιο κοντά σήμερα μαλλιά του, και η μελαγχολία μ^ου υποχωρεί. Αναδεύεται,
και τα νυσταγμένα του μάτια συναντούν τα δικά μου. Τα ανοιγοκλείνει μια δυο φορές ξυπνώντας. «Γεια...» μουρμουρίζει και χαμογελάει. « Γεια! » Μου αρέσει να ξυπνάω και να βλέπω αυτό το χαμόγελο. Τρίβει τη μύτη του στο στήθος μου, κι ένα μουρμουρητό βγαίνει βαθιά μέσα από τον λαιμό του. Το χέρι του ταξιδεύει κάτω από τη μέση μου, περνώντας πάνω από το δροσερό σατέν του νυχτικού μου. «Τι δελεαστική λιχουδιά που είσαι...» λέει σιγανά. «Αλλά όσο δελεαστική*κι*αν είσαι» ρίχνει μια ματιά στο ξυπνητήρι, «πρέπει να σηκωθώ». Τεντώνεται,
ξεμπερδεύει τα μέλη του από τα δικά μου και σηκώνεται. Μένω ξαπλωμένη, βάζοντας τα χέρια πίσω από το κεφάλι μου, και απολαμβάνω το θέαμα τον Κρίστιαν να γδύνεται για το ντους του. Είναι τέλειος. Δε θα άλλαζα ούτε τρίχα από τα μαλλιά του. «Θαυμάζετε τη θέα, κυρία Γκρέυ;» Ο Κρίστιαν ανασηκώνει χλευαστικά το φρύδι του. «Είναι υπέροχη θέα, κύριε Γκρέυ!» . Χαμογελάει και μου πετάει το παντελόνι της πιτζάμας του, που παραλίγο να προσγειωθεί στα μούτρα μου, αλλά το πιάνω έγκαιρα, χαχανίζοντας σαν μαθητριούλα. Με ένα πονηρό χαμόγελο,
τραβάει το πάπλωμα, βάζει το γόνατό του στο κρεβάτι, με αρπάζει από τους αστράγαλους και με σέρνει προς το μέρος του, έτσι που το νυχτικό μου τραβιέται προς τα επάνω. Τσιρίζω, κι εκείνος γλιστράει επάνω στο κορμί μου, δίνοντας μικρά φιλιά στο γόνατο, στον μηρό μου, στο... Ω... Κρίστιαν!
«ΚΑΛΗΜΕΡΑ, ΚΥΡΙΑ ΓΚΡΕΥ» χαιρετάει η κυρία Τζόουνς.
με
Κοκκινίζω από ντροπή καθώς τη θυμάμαι με τον Τέυλορ χτες το βράδυ. «Καλημέρα...» αποκρίνομαι, κι εκείνη μου δίνει ένα φλιτζάνι τσάι.
Κάθομαι στο σκαμνί του μπαρ δίπλα στον άντρα μου, που λάμπει: φρεσκομπανιαρισμένος, τα μαλλιά του υγρά, με ένα κολλαριστό άσπρο πουκάμισο κι εκείνη την ασημογκρίζα γραβάτα, την αγαπημένη μου. Έχω γλυκές αναμνήσεις από αυτήν τη γραβάτα. «Πώς είστε, κυρία Γκρέυ;» ρωτάει, και τα μάτια του είναι ζεστά. «Νομίζω πως ξέρετε, κύριε Γκρέυ...» Τον κοιτάζω μέσα από τις βλεφαρίδες μου. Χαμογελάει. «Φάε!» με διατάζει. «Δεν έφαγες χτες». Ω, ο αυταρχικός Πενήντα! «Αυτό έγινε επειδή φερόσουν σαν βλάκας».
Η κυρία Τζόουνς ρίχνει στον νεροχύτη κάτι που κροταλίζει δυνατά, κάνοντάς με να τιναχτώ. Ο Κρίστιαν δείχνει να μη δίνει σημασία στον θόρυβο. Αγνοώντας τη, με κοιτάζει ανέκφραστα. «Βλάκας ξε-βλάκας, φάε». Ο τόνος του είναι σοβαρός. Δε σηκώνει κουβέντα. «Εντάξει! Παίρνω κουτάλι, τρώω γκρανόλα...» μουρμουρίζω σαν οξύθυμος έφηβος. Απλώνω το χέρι για να πάρω το ελληνικό γιαούρτι και ρίχνω λίγο επάνω στα δημητριακά μου, συνοδεύοντάς τα με μια χούφτα μύρτιλα. Κοιτάζω την κυρία Τζόουνς, κι' εκείνη πιάνει το βλέμμα μου. Χαμογελάω, και ανταποκρίνεται κι αυτή με ένα ζεστό χαμόγελο. Μου έχει ετοιμάσει το
αγαπημένο μου πρόγευμα, το οποίο έμαθα στη διάρκεια του μήνα του μέλιτος. «Ίσως χρειαστεί να πάω στη Νέα Υόρκη αργότερα αυτή την εβδομάδα». Η ανακοίνωση του Κρίστιαν διακόπτει την ονειροπόλησή μου. « Ω...» «Αυτό σημαίνει πως θα μείνω εκεί το βράδυ. Θέλω να έρθεις μαζί μου». «Κρίστιαν, δε θα μου δώσουν άδεια...» Με κοιτάζει με το ύφος που λέει «Μωρ’ τι μας λες... Εγώ είμαι το αφεντικό». Αναστενάζω. «Το ξέρω πως η εταιρεία είναι δική σου. αλλά έλειπα τρεις εβδομάδες. Σε
παρακαλώ... Πώς περιμένεις να διοικήσω την εταιρεία αν δεν είμαι ποτέ εκεί; Θα είμαι μια χαρά εδώ. Υποθέτω πως θα πάρεις μαζί σου τον Τέυλορ, όμως ο Σόγερ και'ο Ράιαν θα μείνουν εδώ...» Σταματάω, μιας και ο Κρίστιαν μού χαμογελάει. «Τι;» πετάω. «Τίποτα. Εσύ» απαντάει. Κατσουφιάζω. Με κοροϊδεύει;'Υστερα μια δυσάρεστη σκέψη μού περνάει από το μυαλό. «Πώς θα πας στη Νέα Υόρκη;» «Με το τζετ της εταιρείας. Γιατί;» «Ήθελα απλώς να μάθω αν θα πάρεις το Τσάρλι Τάνγκο...» Η φωνή μου είναι χαμηλή, κι ένα ρίγος διατρέχει τη ραχοκοκαλιά μου. Θυμάμαι την τελευταία
φορά που πέταξε με το ελικόπτερό του. Ένα κύμα ναυτίας με τυλίγει καθώς θυμάμαι τις ώρες αγωνίας που πέρασα περιμένοντας νέα. Ήταν ίσως η χειρότερη στιγμή της ζωής μου. Παρατηρώ πως και η κυρία Τζόουνς έχει μαρμαρώσει. Προσπαθώ να διώξω την ιδέα. «Δε θα πετούσα για Νέα Υόρκη με το Τσάρλι Τάνγκο. Δεν έχει τόση εμβέλεια. Άλλωστε η επισκευή θα ολοκληρωθεί σε δύο εβδομάδες». Δόξα τω Θεώ. Ύο χαμόγελό μου οφείλεται εν μέρει σε ανακούφιση αλλά και στη γνώση πως η πτώση του Τσάρλι Τάνγκο έχει απασχολήσει σε μεγάλο βαθμό το μυαλό και τον χρόνο του Κρίστιαν τις τελευταίες εβδομάδες.
«Χαίρομαι που κοντεύει να επισκευαστεί, μα...» Σταματάω. Μπορώ να του πω πόσο νευρική θα είμαι την επόμενη φορά που θα πετάξει; «Τι;» ρωτάει τελειώνοντας την ομελέτα του. Ανασηκώνω τους ώμους. «Άνα;» λέει πιο αυστηρά. «Απλώς... Ξέρεις. Την τελευταία φορά που πέταξες με αυτό, νόμιζα... Νομίζαμε πως είχες...» Δεν καταφέρνω να ολοκληρώσω τη φράση, και η έκφραση του Κρίστιαν μαλακώνει. «Ει...» Μου χαϊδεύει το πρόσωπο με την ανάστροφη της παλάμης του. «Εκείνο ήταν σαμποτάζ». Μια σκοτεινή έκφραση περνάει από το πρόσωπό του, και για μια στιγμή
αναρωτιέμαι υπεύθυνος.
αν
ξέρει
ποιος
ήταν
«Δε θ’ άντεχα να σε χάσω...» τραυλίζω. «Πέντε άνθρωποι απολύθηκαν εξαιτίας αυτού του γεγονότος, Ανά. Δε θα ξανασυμβεί». «Πέντε;» Γνέφει καταφατικά, με πρόσωπο σοβαρό. Να πάρει η οργή! «Τώρα που το θυμήθηκα... Στο γραφείο σου υπάρχει ένα όπλο». Συνοφρυώνεται με την ανακολουθία μου, και μάλλον και με τον επικριτικό τόνο μου, αν και δεν το εννοώ έτσι.
«Είναι της Λέιλα» αποκρίνεται τελικά. «Είναι γεμάτο». «Πού το ξέρεις;» Το κατσούφιασμά του γίνεται πιο έντονο. «Το έλεγξα χτες βράδυ». Με αγριοκοιτάζει. «Δε θέλω να ανακατεύεσαι με όπλα. Ελπίζω να έβαλες ξανά την ασφάλεια!» Του ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα, κατάπληκτη για λίγο. «Κρίστιαν, αυτό το περίστροφο δεν έχει ασφάλεια... Δεν ξέρεις τίποτε από όπλα;» Τα μάτια του γουρλώνουν. «Εμμμ... Όχι».
Ο Τέυλορ βήχει διακριτικά από την είσοδο. Ο Κρίστιαν τού γνέφει. «Πρέπει να φύγουμε» λέει ο Κρίστιαν. Σηκώνεται, αφηρημένος, και φοράει το γκρίζο σακάκι του. Τον ακολουθώ στο χολ. Έχει το όπλο της Λέιλα! Το νέο με έχει αφήσει εμβρόντητη και αναρωτιέμαι τι να απέγινε. Είναι ακόμα στο — πού ήταν; Ανατολικό κάτι. Νιου Χαμσάιρ; Δεν μπορώ να θυμηθώ. «Καλημέρα, Τέυλορ» λέει ο Κρίστιαν. «Καλημέρα, κύριε Γκρέυ, Κυρία Γκρέυ». Γνέφει και στους δυο μας, αλλά φροντίζει να μη με κοιτάξει κατάματα.
Είμαι ευγνώμων, γιατί θυμάμαι τη νεγκλιζέ αμφίεσή μου όταν πέσαμε ο ένας επάνω στον άλλο χτες το βράδυ. «Πάω μια στιγμή να βουρτσίσω τα δόντια μου...» μουρμουρίζω ο Κρίστιαν βουρτσίζει πάντα τα δικά του δόντια πριν από το πρωινό. Δεν καταλαβαίνω γιατί. «ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΖΗΤΗΣΕΙΣ από τον Τέυλορ να σε μάθει να ρίχνεις με όπλο» λέω καθώς κατεβαίνουμε με το ασανσέρ. Ο Κρίστιαν με κοιτάζει εύθυμα. «Έτσι λες;» ρωτάει ξερά. «Ναι». «Αναστάζια, μισώ τα όπλα. Η μητέρα μου έχει περιποιηθεί πολλά θύματα εγκλημάτων
με όπλα, και ο πατέρας μου είναι σφοδρός πολέμιος των όπλων. Μεγάλωσα με τις δικές τους ηθικές αξίες: Και στηρίζω τουλάχιστον δύο πρωτοβουλίες ελέγχου των όπλων εδώ στην Ουάσινγκτον». «Ω... Κουβαλάει όπλο ο Τέυλορ;» Το στόμα του Κρίστιαν «Μερικές φορές...»
λεπταίνει.
«Δεν το εγκρίνεις;» ρωτάω καθώς ο Κρίστιαν με οδηγεί έξω από το ασανσέρ στο ισόγειο. «Όχι» απαντάει με σφιγμένα χείλη. «Ας πούμε απλώς ότι ο Τέυλορ κι εγώ έχουμε πολύ διαφορετικές απόψεις σε σχέση με τον έλεγχο των όπλων».
Είμαι με τον Τέυλορ σ’ αυτό το θέμα. Ο Κρίστιαν μού κρατάει την πόρτα του προθάλαμου και κατευθύνομαι προς το αυτοκίνητο. Δε με έχει αφήσει να οδηγήσω μόνη μου έως την ΑΕΣ από τότε που ανακάλυψε πως το Τσάρλι Τάνγκο είχε υποστεί σαμποτάζ. Ο Σόγερ χαμογελάει ευγενικά, κρατώντας μου ανοιχτή την πόρτα την ώρα που μπαίνουμε στο αυτοκίνητο. «Σε παρακαλώ...» Απλώνω το μπράτσο και πιάνω το χέρι του Κρίστιαν. «Με παρακαλάς τι;» «Μάθε να ρίχνεις...»
Υψώνει το βλέμμα του στον ουρανό. «Όχι. Τέρμα η συζήτηση». Και είμαι πάλι ένα παιδί που το αποπαίρνουν. Ανοίγω το στόμα να πω κάτι αιχμηρό, αλλά αποφασίζω πως δε θέλω να αρχίσω την εργάσιμη μέρα μου με κακή διάθεση. Αντί γι’ αυτό, σταυρώνω τα χέρια και πιάνω τον Τέυλορ να με κοιτάζει από τον καθρέφτη. Τραβάει το βλέμμα του και συγκεντρώνεται στον δρόμο μπροστά του, όμως κουνάει λίγο το κεφάλι, με εμφανή εκνευρισμό. Χμμμ... Ο Κρίστιαν τον βγάζει κι αυτόν από τα ρούχα του μερικές φορές. Η σκέψη με κάνει να χαμογελάσω, και η διάθεσή μου φτιάχνει.
«Πού είναι η Λέιλα;» ρωτάω καθώς ο Κρίστιαν κοιτάζει,έξω από το παράθυρό του. «Σου είπα. Στο Κοννέτικατ με την οικογένεια της». Μου ρίχνει μια ματιά. «Το έλεγξες; Στο κάτω κάτω έχει μακριά μαλλιά. Θα μπορούσε να είναι αυτή που οδηγούσε την Dodge». «Ναι, το έλεγξα. Έχει γραφτεί σε μια σχολή καλών τεχνών στο Χάμντεν. Ξεκίνησε αυτή την εβδομάδα». «Της μίλησες;» ψιθυρίζω, κι όλο το αίμα στραγγίζει από το πρόσωπό μου. Ο Κρίστιαν στρέφει απότομα το κεφάλι ακούγοντας τον τόνο μου. «Όχι. Ο Φλυν τής
μίλησε». Ψάχνει το πρόσωπο μου για μια ένδειξη ποΙ> θα μαρτυράει τις σκέψεις μου. «Μάλιστα...» ανακουφισμένη.
μουρμουρίζω
«Τι;» «Τίποτα». Ο Κρίστιαν αναστενάζει. «Άνα... Τι είναι;» Ανασηκώνω τους ώμους, μη θέλοντας να παραδεχτώ την παράλογη ζήλια μου. Ο Κρίστιαν συνεχίζει. «Την επιτηρώ στενά, ελέγχω ότι μένει στη δική της πλευρά της ηπείρου. Πάει καλύτερα, Άνα. Ο Φλυν την έστειλε σ’ έναν ψυχίατρο στο Νιου Χέιβεν, κι όλες οι εκθέσεις είναι πολύ θετικές.
Ενδιαφερόταν πάντα για την τέχνη, κι έτσι...» Κάνει μια παύση, με το πρόσωπό του να ψάχνει ακόμα το δικό μου. Κι αυτήν τη στιγμή υποψιάζομαι πως πληρώνει για τα μαθήματά της. Θέλω να μάθω; Πρέπει να τον ρωτήσω; Θέλω να πω, δεν είναι πως δεν έχει την οικονομική ευχέρεια. Αλλά γιατί νιώθει την υποχρέωση να το κάνει; Αναστενάζω. Οι αποσκευές του Κρίστιαν δε συγκρίνονται καν με τον Μπράντλυ Κεντ από το μάθημα φυσικής και τις μισερές προσπάθειές του να με φιλήσει. Ο Κρίστιαν απλώνει το χέρι να πιάσει το δικό μου. «Μην το κουράζεις, Αναστάζια...» λέει χαμηλόφωνα.
Του ανταποδίδω το καθησυχαστικό ζούληγμα. Ξέρω πως κάνει αυτό που θεωρεί σωστό. ΣΤΑ ΜΙΣΑ ΤΟΥ ΠΡΩΙΝΟΥ κάνω ένα διάλειμμα από τις συσκέψεις. Σηκώνοντας το τηλέφωνο να πάρω την Κέιτ, βλέπω ένα ηλεκτρονικό μήνυμα από τον Κρίστιαν. Από: Κρίστιαν Γκρέυ θέμα: Κολακεία Ημερομηνία: 23 Αυγούστου 2011, 09:54 Προς: Αναστάζια Γκρέυ Κυρία Γκρέυ, Δέχτηκα τρειs φιλοφρονήσεις για το νέο μου κούρεμα. Οι φιλοφρονήσεις από το προσωπικό μου είναι κάτι το καινούριο. Πρέπει να φταίει το γελοίο χαμόγελό μου όποτε θυμάμαι το
χτεσινό βράδυ. Είστε πραγματικά μια υπέροχη, ταλαντούχα γυναίκα. Και καταδική μου. Christian Grey CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.
To διαβάζω και λιώνω.
Από: Αναστάζια Γκρέυ θέμα: Προσπαθώ να συγκεντρωθώ Ημερομηνία: 23 Αυγούστου 2011, 10:48 Προς: Κρίστιαν Γκρέυ Κύριε Γκρέυ,
Προσπαθώ να δουλέψω και δε θέλω να μου αποσπούν την προσοχή με υπέροχες αναμνήσεις. Μηπως είναι τώρα η ώρα να ομολογήσω πως έκοβα τακτικά τα μαλλιά του Ρέυ; Δεν είχα ιδέα πως θα ήταν τόσο χρήσιμη εξάσκηση. Και ναι, είμαι δική σου, κι εσύ, αυταρχικέ μου άντρα, που αρνείσαι να ασκήσει το συνταγματικό σου δικαίωμα σύμφωνα με τη Δεύτερη Τροπολογία, η οποία αφορά την κατοχή όπλου, είσαι δικος μου. Αλλά μην ανησυχείς, γιατί θα σε προστατεύω. Πάντα. Αναστάζια Γκρέυ Επιμελήτρια, ΑΕΣ
Από: Κρίστιαν Γκρέυ · · θέμα: Κουμπουροφόρα Ημερομηνία: 23 Αυγούστου 2011, 10:53 fIpos: Αναστάζια Γκρέυ Κυρία Γκρέυ, Χαίρομαι που βλέπω πως μιλήσατε στο τμήμα πληροφορία και αλλάξατε το όνομά σας. :D θα κοιμάμαι ασφαλής στο κρεβάτι μου ξέροντας ότι δίπλα μου κοιμάται η οπλοφορούσα γυναίκα μου. Christian Grey CEO και Οπλοφοβικό$, Grey Enterprises Holdings, Inc. Οπλοφοβικός; Τι διάολο είναι αυτό;
Από: Αναστάζια Γκρέυ θέμα: Μακροσκελείς λέξειε Ημερομηνία: 23 Αυγούστου 2011, 10:58 Προς: Κρίστιαν Γκρέυ Κύριε Γκρέυ, Άλλη μία φορά με θαμπώνετε με τις γλωσσικές σας δεξιότητες. Γιά την ακρίβεια, με τις δεξιότητέε σας γενικά, και νομίζω πως ξέρετε σε τι αναφέρομαι. Αναστάζια Γκρέυ Επιμελήτρια, ΑΕΣ
ΑΠΌ: ΚΡΊΣΤΙΑΝ ΓΚΡΈΥ ΘΈΜΑ: ΟΧΙ ΗΜΕΡΟΜΗΝΊΑ: 23 ΑΥΓΟΎΣΤΟΥ 2011,11:01 ΠΡΟΣ: ΑΝΑΣΤΆΖΙΑ ΓΚΡΈΥ Κυρία Γκρέυ, Με φλερτάρετε; Christian Grey Σοκαρισμένοε CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.
Από: Αναστάζια Γκρέυ Θέμα: Θα Προτιμούσες... Ημερομηνία: 23 Αυγούστου 2011, 11:04 Προς: Κρίστιαν Γκρέυ
Να φλερτάρω με κάποιον άλλο; Αναστάζια Γκρέυ Γενναία Επιμελήτρια, ΑΕΣ
Από: Κρίστιαν Γκρέυ Θέμα: Γκρρρ... Ημερομηνία: 23 Αυγούστου 2011, 11:09 Προς: Αναστάζια Γκρέυ ΟΧΙ! Christian Grey Κτητικός CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.
Από: Αναστάζια Γκρέυ Θέμα: Ποπό...ημερομηνία: 23 Αυγούστου 2011, 11:14 Προς: Κρίστιαν Γκρέυ Μου γρυλίζεις Επειδή είναι μάλλον σέξι. Αναστάζια Γκρέυ Αναστατωμένη (με την καλή έννοια) Επιμελήτρια, ΑΕΙ
Από: Κρίστιαν Γκρέυ · Θέμα: Πρόσεχε Ημερομηνία: 23 Αυγούστου 2011,11:16 Προς: Αναστάζια Γκρέυ
Με φλερτάρετε και παίζετε μαζί μου, κυρία Γκρέυ: Μπορεί να σας κάνω μια επίσκεψη το απόγευμα. Christian Grey CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.
Από: Αναστάζια Γκρέυ Θέμα: Ox, Όχι! Ημερομηνία: 23 Αυγούστου 2011, 11:20 Προς: Κρίστιαν Γκρέυ θα φερθώ.ευπρεπώς. Δε θα ήθελα το αφεντικό του αφεντικού του αφεντικού μου να βρεθεί από πάνω μου στη δουλειά.
Τώρα άφησέ με να συνεχίσω τη δουλειά μου. Το αφεντικό του αφεντικού του αφεντικού μου μπορεί να με ξαποστείλει με καμιά κλοτσιά στον κώλο. Αναστάζια Γκρέυ Επιμελήτρια, ΑΕΣ
Από: Κρίστιαν Γκρέυ Θέμα: &*%$&*&* Ημερομηνία: 23 Αυγούστου 2011, 11:23 Προς: Αναστάζια Γκρέυ Πίστεψέ με όταν λέω πως υπάρχουν πολλά πράγματα που
θα ήθελε να κάνει στον κώλο σου αυτήν τη στιγμή. Η κλοτσιά δεν είναι ένα από αυτά. Christian Grey CEO και οπαδος του Κώλου, Grey Enterprises Holdings, Inc.
H απάντησή του με κάνει να χαχανίσω.
Από: Αναστάζια Γκρέυ Θέμα: Δίνε Του! Ημερομηνία: 23 Αυγούστου 2011,11:26 Προς: Κρίστιαν Γκρέυ
Δεν έχειε να αυτοκρατορία;
διοικήσει
μια
Πάψε να με ενοχλείς. Έχει έρθει το επόμενο ραντεβού μου. Νόμιζα πως βυζιών...
ήσουν
οπαδόε
των
Σκέψου τον κώλο μου και θα σκεφτώ τον δικό σου... Αναστάζια Γκρέυ Τώρα Μουσκεμένη Επιμελήτρια, ΑΕΣ *** Δεν μπορώ να μη νιώθω πεσμένο το ηθικό μου καθώς ο Σόγερ με πηγαίνει στο γραφείο
την Πέμπτη. Το επαπειλούμενο επαγγελματικό ταξίδι του Κρίστιαν στη Νέα Υόρκη έγινε πραγματικότητα, και παρόλο που λείπει μόνο μερικές ώρες, τον πεθύμησα ήδη. Ανοίγω τον υπολογιστή μου και με περιμένει ένα ηλεκτρονικό μήνυμα. Η διάθεσή μου βελτιώνεται αμέσως. Από: Κρίστιαν Γκρέυ Θέμα: Μου Λείπει Ήδη Ημερομηνία: 25 Αυγούστου 2011, 04:32 Προς: Αναστάζια Γκρέυ . . Κυρία Γκρέυ, Ήσαστε αξιαγάπητη σήμερα το πρωί. Να φερθείτε ευπρεπώς όσο θα λείπω. Σας αγαπάω.
Christian Grey CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.
Θα είναι η πρώτη νύχτα που περνάμε χώρια μετά τον γάμο μας. Σκοπεύω να πιω μερικά κοκτέιλ με την Κέιτ - αυτό θα με βοηθήσει να κοιμηθώ. Ενστικτωδώς, απαντάω στο μήνυμά του, αν και ξέρω πως βρίσκεται ακόμα στο αεροπλάνο.
Από: Αναστάζια Γκρέυ Θέμα: Να Φερθείς Ευπρεπώς! Ημερομηνία: 25
Αυγούστου 2011, 09:03 Προς: Κρίστιαν Γκρέυ Ενημέρωσέ με μόλις προσγειωθείς έστε τότε θα ανησυχώ. Και θα φερθώ ευπρεπώς. Σε ποσους μπελάδες μπορώ να μπλέξω με την Κέιτ; Αναστάζια Γκρέυ Επιμελήτρια, ΑΕΣ
Πατάω «αποστολή» και πίνω μια γουλιά από τον λάτε μου, μια ευγενική χορηγία της Χάνα. Ποιος να το έλεγε πως θα άρχιζε να μου αρέσει ο καφές. Παρά το γεγονός ότι απόψε θα βγω με την Κέιτ, αισθάνομαι θαρρείς και μου λείπει ένα κομμάτι του
εαυτού μου. Αυτήν τη στιγμή βρίσκεται στα τριάντα πέντε χιλιάδες πόδια κάπου πάνω από τις μεσοδυτικές πολιτείες, με κατεύθυνση τη Νέα Τόρκη. Δεν το είχα φανταστεί ότι θα ένιωθα τόσο ανάστατη και αγχωμένη απλώς επειδή λείπει ο Κρίστιαν. Ασφαλώς με τον καιρό δε θα έχίο αυτή την αίσθηση απώλειας και αβεβαιότητας. Έτσι δεν είναι; Αφήνω έναν βαθύ αναστεναγμό και συνεχίζω τη δουλειά μου. Γύρω στην ώρα του φαγητού αρχίζω μανιωδώς να ελέγχω το ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο και το BlackBerry για κάποιο μήνυμα. Πού είναι; Προσγειώθηκε με ασφάλεια; Η Χάνα ρωτάει αν θέλω μεσημεριανό, όμως είμαι πολύ ανήσυχη και της κάνω νόημα να φύγει. Ξέρω πως είναι
παράλογο, αλλά έχω ανάγκη να μάθω πως έφτασε καλά. Χτυπάει το τηλέφωνο του γραφείου μου, ξαφνιάζοντάς με . «Άνα Στ... Γκρέυ». «Γεια!» Η φωνή του Κρίστιαν είναι ζεστή κι έχει ένα ίχνος ευθυμίας. Με πλημμυρίζει ανακούφιση. «Γεια!» Χαμογελάω από το ένα αυτί έως το άλλο. «Πώς ήταν η πτήση σου;» «Ατέλειωτη. Τι θα κάνεις με την Κέιτ;» Οχ, όχι... «Απλώς θα βγούμε για ένα ποτάκι». Ο Κρίστιαν δε λέει τίποτα.
«Ο Σόγερ και η καινούρια -η Πρέσκοτθα έρθουν να μας προσέχουν!» λέω πρόθυμα, προσπαθώντας να τον κατευνάσω. «Νόμιζα πως η Κέιτ θα ερχόταν στο διαμέρισμα». «Θέλει να πιούμε ένα ποτό στα γρήγορα». Σε παρακαλώ, άφησέ με να βγω! Ο Κρίστιαν αναστενάζει βαριά. «Γιατί δε μου το είπες;» ρωτάει ήρεμα. Υπερβολικά ήρεμα. Δίνω μια νοερή κλοτσιά στον εαυτό μου. «Κρίστιαν. θα είμαστε μια χαρά... Έχω εδώ τον Ράιαν, τον Σόγερ και την Πρέσκοτ. Ένα ποτό στα γρήγορα είναι μόνο...»
Ο Κρίστιαν μένει αποφασιστικά σιωπηλός, και ξέρω πως δεν είναι ευχαριστημένος. «Την έχω δει ελάχιστα από τότε που σε γνώρισα. Σε παρακαλώ... Είναι η καλύτερή μου φίλη». «Ανά, δε θέλω να σε κρατήσω μακριά από τους φίλους σου. Νόμιζα όμως ότι θα ερχόταν στο διαμέρισμα». «Εντάξει...» Συναινώ. «Θα μείνουμε μέσα». «Μόνο όσο αυτός ο παλαβός κυκλοφορεί ελεύθερος. Σε παρακαλώ...» «Είπα εντάξει...» μουρμουρίζω, βράζοντας μέσα μου, και υψώνω το βλέμμα στον ουρανό.
Ο Κρίστιαν ρουθουνίζει σιγανά στο τηλέφωνο. «Πάντα το καταλαβαίνω όταν μου υψώνεις το, βλέμμα στον ουρανό...» Αγριοκοιτάζω το ακουστικό. «Κοίτα... Με συγχωρείς. Δεν ήθελα να σε ανησυχήσω. Θα το πω στην Κέιτ». «Ωραία...» αποκρίνεται χαμηλόφωνα, με φανερή ανακούφιση. Νιώθω τύψεις που τον ανησυχήσει. «Πού είσαι;»
έκανα
να
«Στον διάδρομο προσγείωσης του JFK». «Α... Δηλαδή μόλις προσγειώθηκες». «Ναι. Μου ζήτησες να σε πάρω όταν προσγειωθώ».
Χαμογελάω. Το υποσυνείδητό μου με αγριοκοιτάζει. Βλέπεις; Κάνει αυτό που λέει πως Θα χάνει. «Λοιπόν, κύριε Γκρέυ, χαίρομαι που ο ένας από μας είναι σχολαστικός...» Γελάει. «Κυρία Γκρέυ, το ταλέντο σας στα σχήματα υπερβολής δεν έχει όρια! Τι θα σας κάνω;» «Είμαι σίγουρη ότι θα σκεφτείς κάτι ευρηματικό. Αυτό κάνεις συνήθως». «Με φλερτάρεις;» «Ναι». Νιώθω το χαμόγελό του. «Πρέπει να φύγω. Ανά, κάνε αυτό που σου είπα, σε
παρακαλώ... Η ομάδα ασφάλειας ξέρει τη δουλειά της». «Ναι, Κρίστιαν. Εντάξει!» Ακούγομαι πάλι εκνευρισμένη. Χριστέ μου, το έπιασα το μήνυμα! «Θα σε δω αύριο βράδυ. Θα σε πάρω αργότερα». «Για να μου κάνεις έλεγχο;» «Ναι». «Αχ, Κρίστιαν!» τον αποπαίρνω. «Au revoir, κυρία Γκρέυ». «Au revoir, Κρίστιαν. Σ’ αγαπάω».
Παίρνει απότομη εισπνοή. «Κι εγώ εσένα, Άνα...» Κανένας μας δεν το κλείνει. «Κλείσε, Κρίστιαν...» ψιθυρίζω. «Είσαι αυταρχικό πλασματάκι, ε;» «Το δικό σου αυταρχικό πλασματάκι». «Δικό μου...» μουρμουρίζει. «Κάνε αυτό που σου λέω. Κλείσε». «Μάλιστα, Κύριε!» Κλείνω και χαμογελάω ηλίθια στο τηλέφωνο. Έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα ηλεκτρονικό μήνυμά εμφανίζεται εισερχόμενά μου.
ένα στα
Από: Κρίστιαν Γκρέυ θέμα: Παλάμες με φαγούρα Ημερομηνία: 25 Αυγούστου 2011, 13:42 EDT1 Προς: Αναστάζια Γκρέυ Κυρία Γκρέυ, Είστε διασκεδαστική, onoos πάντα, στο τηλέφωνο. Το εννοώ. Κάνε αυτό που σου είπα. θέλω να ξέρω πως είσαι ασφαλής. Σε αγαπάω.
Christian Grey CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.
Ειλικρινά τώρα, αυτός είναι o αυταρχικός. Ένα τηλεφώνημα όμως ήταν αρκετό, κι όλο μου το άγχος εξαφανίστηκε. Έφτασε με ασφάλεια και τρώγεται για μένα, ως συνήθως. Προς στιγμήν συγχαίρω τον εαυτό μου. Θεέ μου - τον αγαπάω αυτό τον άνθρωπο. Η Χάνα μού χτυπάει την πόρτα αποσπώντας μου την προσοχή και με επαναφέρει στο τώρα. Η ΚΕΙΤ ΕΙΝΑΙ ΚΟΥΚΛΑ. Με το στενό άσπρο τζιν και το κόκκινο φανελάκι της είναι έτοιμη να βάλει φωτιά στην πόλη.
Όταν μπαίνω στη ρεσεψιόν, κουβεντιάζει ζωηρά με την Κλαιρ. « Άνα! » φωνάζει και με αρπάζει στην αγκαλιά της με τον χαρακτηριστικό της τρόπο. Ύστερα με σπρώχνει για να με κοιτάξει. «Για δες... Η γυναίκα του μεγιστάνα! Ποιος να το έλεγε, μικρή μου Άνα Στιλ. Δείχνεις τόσο... σοφιστικέ!» αναφωνεί χαμογελώντας. Υψώνω το βλέμμα στον ουρανό. Φοράω ένα ανοιχτό κρεμ αμάνικο φόρεμα με μπλε μαρέν ζώνη και μπλε μαρέν γόβες. «Χαίρομαι που σε βλέπω, Κέιτ». Την αγκαλιάζω κι εγώ. «Λοιπόν, πού πάμε;»
«Ο Κρίστιαν διαμέρισμα».
θέλει
να
πάμε
στο
«Οχ, αλήθεια; Δεν μπορούμε να πιούμε στα κλεφτά ένα γρήγορο κοκτέιλ στο Zig Zag; Έχω κλείσει τραπέζι». Ανοίγω το στόμα να διαμαρτυρηθώ. «Σε παρακαλώ...» κλαψουρίζει και σουφρώνει χαριτωμένα τα χείλη της. Πρέπει να το έχει κολλήσει από τη Μία. Κανονικά δε σουφρώνει ποτέ τα χείλη. Θα μου άρεσε πραγματικά ένα κοκτέιλ στο Zig Zag. Διασκεδάσαμε τόσο πολύ την τελευταία φορά που πήγαμε εκεί, και είναι κοντά στο διαμέρισμα της Κέιτ. Υψώνω το δάχτυλο. «Ένα».
Χαμογελάει. «Ένα...» Με πιάνει αγκαζέ και κατευθυνόμαστε προς το αυτοκίνητο, το οποίο είναι παρκαρισμένο στο ρείθρο του δρόμου, με τον Σόγερ στο τιμόνι. Μας ακολουθεί η δεσποινίς Μπελίντα Πρέσκοτ, καινούρια στην ομάδα ασφάλειας - μια ψηλή Αφροαμερικανίδα με ντόμπρους τρόπους. Δεν έχω ακόμα πολλά πολλά μαζί της, ίσως επειδή είναι πολύ ψυχρή και επαγγελματίας. Δεν έχω καταλήξει ακόμη, αλλά όπως και η υπόλοιπη ομάδα, έχει επιλεγεί προσωπικά από τον Τέυλορ. Είναι ντυμένη όπως και ο Σόγερ, με αυστηρό σκούρο κοστούμι. Μπορείς να μας πας στο Zig Zag, σε παρακαλώ, Σόγερ;»
Ο Σόγερ στρέφεται να με κοιτάξει και ξέρω πως θέλει να πει κάτι. Προφανώς έχει πάρει τις εντολές του. Διστάζει. «Στο Zig Zag Cafe. Θα πιούμε μόνο ένα ποτό». Ρίχνω μια λοξή ματιά στην Κέιτ, που αγριοκοιτάζει τον Σόγερ. Τον καημένο. «Μάλιστα, κυρία μου». «Ο κύριος Γκρέυ ζήτησε να πάτε στο διαμέρισμα!» λέει τσιριχτά η Πρέσκοτ. «Ο κύριος Γκρέυ δεν £ίναι εδώ!» αντιγυρίζω. « Στο Zig Zag, παρακαλώ».
«Μάλιστα, κυρία μου» αποκρίνεται ο Σόγερ ρίχνοντας ένα λοξό βλέμμα στην Πρέσκοτ, που κρατάει συνετά το στόμα της κλειστό. Η Κέιτ με κοιτάζει με το στόμα ολάνοιχτο, σαν να μην πιστεύει στα μάτια και τα αυτιά της. Σουφρώνω τα χείλη και ανασηκώνω τους ώμους. Εντάξει, είμαι λίγο πιο δυναμική απ’ ό,τι παλιά. Η Κέιτ γνέφει καθώς ο Σόγερ μπαίνει στην απογευματινή κυκλοφορία. «Ξέρεις, αυτή η πρόσθετη ασφάλεια έχει τρελάνει την Γκρέις και τη Μία» λέει αδιάφορα η Κέιτ. Την κοιτάζω χάσκοντας, αμήχανη. «Δεν το ήξερες;» Φαίνεται να μην το πιστεύει.
«Τι να ξέρω;» «Η ασφάλεια για όλους τους Γκρέυ έχει τριπλασιαστεί. Παραπάνω από τριπλασιαστεί, για την ακρίβεια». «Αλήθεια;» «Δε σ’ το είπε;» Κοκκινίζω. « Όχι ...» Να πάρει ο διάολος, Κρίστιαν! «Ξέρεις γιατί;» «Ο Τζακ Χάυντ»; «Τι σχέση έχει ο Τζακ; Νόμιζα πως μόνο τον Κρίστιαν είχε στο μάτι». Μου κόβεται η αναπνοή. Χριστέ μου... Γιατί δε μου το είπε; «Από τη Δευτέρα» συμπληρώνει η Κέιτ.
Την περασμένη Δευτέρα; Χμμμ... Αναγνωρίσαμε τον Τζακ την Κυριακή. Γιατί όμως για όλους τους Γκρέυ; «Πού τα ξέρεις όλα αυτά;» «Ο Έλλιοτ». Φυσικά. «Ο Κρίστιαν δε σου είπε τίποτε απ’ όλα αυτά, ε;» Ξανακοκκινίζω. « Όχι ...» «Ω Ανά, πολύ ενοχλητικό...» Αναστενάζω. Όπως πάντα, η Κέιτ έχει πετύχει διάνα, με τον συνηθισμένο ισοπεδωτικό της τρόπο.
«Ξέρεις γιατί;» Αν ο Κρίστιαν δε σκοπεύει να μου πει, τότε ίσως μου εξηγήσει η Κέιτ. «Ο Έλλιοτ είπε πως είχε κάποια σχέση με πληροφορίες που ήταν αποθηκευμένες στον υπολογιστή του Τζακ Χάυντ όταν ήταν στην ΑΕΣ». Να πάρει και να σηκώσει! «Πλάκα μού κάνεις! »Ένα κύμα θυμού σηκώνεται μέσα μου πώς τα ξέρει η Κέιτ αυτά, ενώ εγώ όχι; Σηκώνω τα μάτια και βλέπω τον Σόγερ να με παρατηρεί από τον καθρέφτη. Το κόκκινο φανάρι πρασινίζει, και πατάει γκάζι, επικεντρώνοντας την προσοχή του στον δρόμο. Βάζω το δάχτυλο στα χείλη, και η Κέιτ συγκατανεύει. Στοίχημα .πως και ο Σόγερ ξέρει, ενώ εγώ όχι.
«Τι κάνει ο Έλλιοτ;» ρωτάω για να αλλάξω κουβέντα. Η Κέιτ χαμογελάει ανόητα, λέγοντάς μου όσα θέλω να μάθω. Ο Σόγερ σταματάει στην άκρη της στοάς που οδηγεί στο Zig Zag Cafe, και η Πρέσκοτ μού ανοίγει την πόρτα. Πετάγομαι έξω, και η Κέιτ βγαίνει από πίσω μου. Πιανόμαστε αγκαζέ και προχωράμε στη στοά ακολουθούμενες από την Πρέσκοτ, που έχει κεραυνοβολημένο ύφος. Ω, για όνομα του Θεού ένα απλό ποτό είναι μόνο... Ο Σόγερ φεύγει για να παρκάρει το αυτοκίνητο. «ΛΟΙΠΟΝ, από πού γνωρίζει ο Έλλιοτ την Τζία;» ρωτάω πίνοντας μια γουλιά από το δεύτερο μοχίτο φράουλα.
Το μπαρ είναι ατμοσφαιρικό και ζεστό, και δε θέλω να φύγω. Η Κέιτ κι εγώ δε σταματήσαμε να μιλάμε. Είχα ξεχάσει πόσο μου αρέσει να βγαίνω μαζί της. Είναι λυτρωτικό να βρίσκομαι έξω, χαλαρή, απολαμβάνοντας την παρέα της Κέιτ. Σκέφτομαι να στείλω ένα SMS στον Κρίστιαν, αλλά υστέρα απορρίπτω την ιδέα. Απλώς θα γίνει έξαλλος και θα με αναγκάσει να επιστρέψω στο σπίτι σαν άτακτο παιδί. «Μη μου μιλάς γι’ αυτήν τη σκύλα!» πετάει η Κέιτ. Η αντίδρασή της με κάνει να γελάσω. «Πού είναι το αστείο, Στιλ;» αντιγυρίζει απότομα, αλλά όχι στα σοβαρά.
«Το ίδιο νιώθω κι εγώ». «Μπα;» «Ναι. Τα έριχνε στον Κρίστιαν». «Τα είχε με τον Έλλιοτ...» Η Κέιτ σουφρώνει τα χείλη. «Όχι!» Γνέφει καταφατικά, με τα χείλη πιεσμένα στο πατενταρισμένο κατσούφιασμα της Κάθριν Κάβανο. «Για λίγο. Πέρυσι, νομίζω. Είναι αριβίστρια. Καθόλου παράξενο που έβαλε στο μάτι τον Κρίστιαν». «Ο Κρίστιαν είναι πιασμένος. Της είπα να τον αφήσει ήσυχο, αλλιώς θα την απολύσω».
Η Κέιτ με κοιτάζει πάλι χάσκοντας, έκπληκτη. Γνέφω περήφανα, και σηκώνει το ποτήρι της για να με χαιρετήσει, εντυπωσιασμένη και χαμογελώντας πλατιά. «Κυρία Αναστάζια Τσουγκρίζουμε.
Γκρέυ.
Μπράβο!»
«ΕΧΕΙ ΟΠΛΟ Ο ΕΛΛΙΟΤ;» «Όχι. Είναι σφοδρός πολέμιος των όπλων». Η Κέιτ αναδεύει το τρίτο της ποτό. «Το ίδιο και ο Κρίστιαν. Νομίζω πως σ’ αυτό άσκησαν επιρροή η Γκρέις και ο Κάρρικ...» μουρμουρίζω. Νιώθω κάπως ζαλισμένη. «Ο Κάρρικ είναι καλός άνθρωπος». Η Κέιτ γνέφει καταφατικά.
«Ήθελε προγαμιαίο τραυλίζω θλιμμένα.
συμβόλαιο...»
« Ω Άνα ...» Απλώνει το χέρι της πάνω από το τραπέζι και με αρπάζει από το μπράτσο. «Απλώς φρόντιζε για το παιδί του. Όπως γνωρίζουμε και οι δύο, έχεις τη λέξη “άπληστη” γραμμένη με τατουάζ στο κούτελό σου!» Μου χαμογελάει, της βγάζω τη γλώσσα και μετά χαχανίζω. «Ωρίμασε, κυρία Γκρέυ!» συμπληρώνει χαμογελώντας. Ακούγεται σαν τον Κρίστιαν. «Κάποια μέρα θα κάνεις το ίδιο για τον γιο σου». «Τον γιο μου;» Δε μου είχε περάσει καν από το μυαλό πως τα παιδιά μου θα είναι πλούσια. Να πάρει. Δε θα τους λείπει τίποτα. Και το εννοώ... Τίποτα. Χρειάζεται περισσότερη σκέψη αυτό όχι τώρα όμως.
Ρίχνω μια ματιά στην Πρέσκοτ και στον Σόγερ, που κάθονται παραδίπλα, παρακολουθώντας εμάς και το βραδινό πλήθος από ένα ακριανό τραπέζι, με ένα ποτήρι ανθρακούχο μεταλλικό νερό στο χέρι. «Νομίζεις ότι πρέπει να φάμε;» ρωτάω. «Όχι. Πρέπει να πιούμε» απαντάει η Κέιτ. «Γιατί τόση όρεξη για πιοτό;» «Επειδή δε σε βλέπω πια αρκετά. Δεν ήξερα ότι θα πήγαινες να παντρευτείς τον πρώτο τύπο που σου πήρε τα μυαλά...» Σουφρώνει τα χείλη της. «Ειλικρινά, παντρεύτηκες τόσο γρήγορα, που νόμιζα πως είσαι έγκυος».
Χαχανίζω. «Όλοι νόμιζαν πως είμαι έγκυος! Μην ξαναρχίσουμε την ίδια κουβέντα. Σε παρακαλώ... Και πρέπει να πάω στην τουαλέτα». Η Πρέσκοτ με συνοδεύει. Δε λέει τίποτα. Δε χρειάζεται. Εκπέμπει αποδοκιμασία σαν ραδιενεργό ισότοπο. «Δεν έχω βγει έξω μόνη μου από τότε που παντρεύτη-χα» λέω άηχα στην κλειστή πόρτα της τουαλέτας. Στραβώνω τα μούτρα, ξέροντας ότι στέκεται από την άλλη μεριά της πόρτας περιμένοντας όσο κατουράω. Τι ακριβώς θα κάνει ο Χάυντ μέσα σ’ ένα μπαρ; Ο Κρίστιαν απλώς είναι υπερβολικός όπως πάντα.
«ΚΕΙΤ, ΕΙΝΑΙ φεύγουμε».
ΑΡΓΑ.
Πρέπει
να
Είναι δέκα και τέταρτο, κι έχω κατεβάσει το τέταρτο μοχίτο φράουλα. Αισθάνομαι σαφώς την επίδραση του αλκοόλ, ζεστή και θολή. Ο Κρίστιαν θα είναι μια χαρά. Εντέλει. «Βέβαια, Άνα. Χάρηκα πολύ που σε είδα. Φαίνεσαι πολύ περισσότερο, δεν ξέρω... Σίγουρη. Ο γάμος προφανώς σου πάει». Το πρόσωπό μου φωτίζεται. Από το στόμα της δεσποινίδας Κάθριν Κάβανο αυτό είναι πραγματική φιλοφρόνηση. «Όντως...» ψιθυρίζω, κι επειδή μάλλον έχω παραπιεί, δάκρυα λιμνάζουν πίσω από τα βλέφαρά μου. Θα μπορούσα να είμαι πιο
ευτυχισμένη; Παρά τις αποσκευές του, τη φύση του, τις Πενήντα Αποχρώσεις του, γνώρισα και παντρεύτηκα τον άντρα των ονείρων μου. Αλλάζω βιαστικά κουβέντα για να πνίξω τις συγκινητικές μου σκέψεις, γιατί ξέρω ότι διαφορετικά θα κλάψω. «Πέρασα πράγματι πολύ καλά απόψε». Αρπάζω την Κέιτ από το χέρι. «Ευχαριστώ που μ’ έσυρες έξω!» Αγκαλιαζόμαστε. Όταν με αφήνει, γνέφω στον Σόγερ, που δίνει στην Πρέσκοτ τα κλειδιά του αυτοκινήτου. «Είμαι σίγουρη πως η δεσποινίς Άψογη Πρέσκοτ έχει πει ήδη στον Κρίστιαν ότι δεν είμαι σπίτι. Θα είναι έξαλλος...»
μουρμουρίζω στην Κέιτ και ίσως σκεφτεί κάποιον υπέροχο τρόπο για να με τιμωρήσει... Ελπίζω. «Γιατί χαμογελάς σαν βλαμμένο, Άνα; Σ’ αρέσει να κάνεις τον Κρίστιαν έξαλλο;» «Όχι. Στην πραγματικότητα όχι. Αλλά γίνεται εύκολα έξαλλος. Είναι πολύ αυταρχικός μερικές φορές». Τις περισσότερες φορές. «Το πρόσεξα...» αποκρίνεται σαρκαστικά η Κέιτ. ΣΤΑΜΑΤΑΜΕ ΕΞΩ από το διαμέρισμα της Κέιτ. Με αγκαλιάζει σφιχτά.
«Μη χαθείς...» λέει σιγανά και με φιλάει στο μάγουλο. Μετά βγαίνει από το αυτοκίνητο. Της κουνάω το χέρι, νιώθοντας μια παράξενη νοσταλγία. Μου έλειψαν οι κοριτσίστικες κουβέντες. Σε κάνουν να γελάς και να χαλαρώνεις, κι αυτό μου θυμίζει πως είμαι ακόμα νέα. Πρέπει να προσπαθήσω περισσότερο να βλέπω την Κέιτ,' αλλά η αλήθεια είναι πως μου αρέσει να βρίσκομαι στη φούσκα μου με τον Κρίστιαν. Χτες το βράδυ πήγαμε μαζί σ’ ένα φιλανθρωπικό δείπνο. Υπήρχαν τόσο πολλοί κοστουμαρισμένοι άντρες και κομψές, περιποιημένες γυναίκες που μιλούσαν για την αγορά ακινήτων και την οικονομική δυσπραγία και τα χρηματιστήρια που πέφτουν. Θέλω να πω,
ήταν πληκτικό, πραγματικά πληκτικό. Γι’ αυτό, είναι αναζωογονητικό να χαλαρώνω και να διασκεδάζω με κάποιον της ηλικίας μου. Το στομάχι μου γουργουρίζει. Δεν έχω φάει ακόμα. Σκατά ο Κρίστιαν! Ψαχουλεύω στην τσάντα μου και βγάζω το BlackBerry. Να πάρει και να σηκώσει πέντε αναπάντητες κλήσεις! Ένα SMS...
*Π0Υ ΔΙΑΟΛΟ ΕΙΣΑΙ;*
Κι ένα ηλεκτρονικό μήνυμα.
Από: Κρίστιαν Γκρέυ θέμα: θυμωμένοε. Δε με εχεις ξαναδεί θυμωμένο Ημερομηνία: 26 Αυγούστου 2011, 00:42 EST2 Προς: Αναστάζια Γκρέυ Αναστάζια, Ο Σόγερ μού λέει πως πινεις κοκτέιλ σ’ ένα μπαρ ενώ είπες ότι δε θα το έκανες. 'Eχειs ιδέα πόσο έξαλλος είμαι αυτήν τη στιγμή; θα σε δω αύριο.
Christian Grey CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.
Η καρδιά μου σφίγγεται. Ω, γαμώτο! Έχω μπλέξει άσχημα. To υποσυνείδητό μου με αγριοκοιτάζει, μετά ανασηκώνει τους ώμους με ύφος «Όπως έστρωσες, θα κοιμηθείς». Τι περίμενα; Μου περνάει η σκέψη να του τηλεφωνήσω, αλλά είναι αργά και μάλλον κοιμάται.,.Ή πηγαινοέρχεται. Αποφασίζω πως ένα γρήγορο SMS ίσως είναι αρκετό. *ΕΙΜΑΙ ΑΚΟΜΑ ΣΩΑ. ΠΕΡΑΣΑ ΚΑΛΑ. ΜΟΥ ΛΕΙΠΕΙΣ -ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ, ΜΗ ΜΟΥ ΘΥΜΩΝΕΙΣ.*
Κοιτάζω το BlackBerry, παρακαλώντας να μου απαντήσει, αλλά είναι δυσοίωνα σιωπηλό. Αναστενάζω. Η Πρέσκοτ σταματάει έξω από το Εσκάλα, και ο Σόγερ βγαίνει για να μου ανοίξει την πόρτα. Καθώς στεκόμαστε περιμένοντας το ασανσέρ, αρπάζω την ευκαιρία να τον ανακρίνω. «Τι ώρα σε πήρε ο Κρίστιαν;» Ο Σόγερ κοκκινίζει, «Γύρω στις εννιάμισι, κυρία μου...» «Γιατί δε διέκοψες την κουβέντα μου με την Κέιτ για να του μιλήσω;» «Ο κύριος Γκρέυ μού είπε να μην το κάνω».
Σουφρώνω τα χείλη. Έρχεται το ασανσέρ, και ανεβαίνουμε σιωπηλοί. Ξαφνικά είμαι ευγνώμων που ο Κρίστιαν έχει μια ολόκληρη νύχτα για να συνέλθει από την υστερία του και που βρίσκεται στην άλλη άκρη της χώρας. Αυτό μου δίνει λίγο χρόνο. Από την άλλη μού λείπει... Οι πόρτες του ασανσέρ ανοίγουν, και για μια στιγμή στυλώνω το βλέμμα στο τραπέζι του προθάλαμου. Τι δεν πάει κριλά .στην εικόνα; Το βάζο με τα λουλούδια έχει γίνει κομμάτια στο πάτωμα του προθάλαμου. Νερό, λουλούδια και θραύσματα πορσελάνης είναι σκορπισμένα παντού, και το τραπέζι είναι αναποδογυρισμένο. Το κρανίο μου μυρμηγκιάζει, και ο Σόγερ με
αρπάζει από το μπράτσο και με τραβάει πάλΓμέσα στο ασανσέρ. «Μείνετε εδώ...» λέει σφυριχτά, τραβώντας ένα όπλο. Μπαίνει στον προθάλαμο και εξαφανίζεται από το οπτικό μου πεδίο. Ζαρώνω στο πίσω μέρος του ασανσέρ. «Λουκ!» Ακούω τον Ράιαν να φωνάζει από το μεγάλο δωμάτιο. «Μπλε κωδικός!» Μπλε κωδικός; «Έχεις τον δράστη;» ρωτάει φωναχτά ο Σόγερ. «Χριστέ και Κύριε!» Κολλάω επάνω στον τοίχο του ασανσέρ. Τι διάολο συμβαίνει; Η αδρεναλίνη χτυπάει κόκκινο στο σώμα μου και η καρδιά μου
σκαρφαλώνει στον λαιμό μου. Ακούω πνιχτές φωνές, κι έπειτα από μια στιγμή ο Σόγερ εμφανίζεται ξανά στο ασανσέρ. Στέκεται μέσα στη λιμνούλα του νερού και βάζει το όπλο στη θήκη του. «Μπορείτε να μπείτε, κυρία Γκρέυ...» λέει μαλακά. «Τι έγινε, Λουκ;» Η φωνή μου μόλις που ακούγεται. «Είχαμε έναν επισκέπτη». Με πιάνει από τον αγκώνα και είμαι ευγνώμων για τη στήριξη τα πόδια μου έχουν γίνει σαν ζελέ. Διασχίζω μαζί του την ανοιχτή δίφυλλη πόρτα. Στην είσοδο του μεγάλου δωματίου στέκεται ο Ράιαν. Ένα σκίσιμο πάνω από το μάτι του αιμορραγεί, ενώ υπάρχει άλλο
ένα στο στόμα του. Φαίνεται στραπατσαρισμένος, τα ρούχα του τσαλακωμένα. Αλλά το πιο σοκαριστικό είναι ο Τζακ Χάυντ, που είναι σωριασμένος στα πόδια του. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑ Η ΚΑΡΔΙΑ MOΥ ΣΦΥΡΟΚΟΠΑΕΙ και το αίμα χτυπάει στα τύμπανά μου, το αλκοόλ που κυλάει στο σύστημά μου ενισχύει τον ήχο. «Είναι...» λέω με κομμένη την ανάσα, ανήμπορη να ολοκληρώσω τη φράση και ατενίζοντας έντρομη και με γουρλωμένα μάτια τον Ράιαν. Δεν μπορώ καν να κοιτάξω τη σιλουέτα που είνοιι πεσμένη μπρούμυτα στο πάτωμα.
«Όχι, κυρία μου. Είναι απλώς αναίσθητος». Με πλημμυρίζει ανακούφιση. Ω, δόξα τω Θεώ... «Κι εσύ;» ρωτάω κοιτάζοντας τον Ράιαν. Συνειδητοποιώ ότι δεν ξέρω το μικρό του όνομα. Εκείνος είναι λαχανιασμένος λες κι έτρεξε σε μαραθώνιο. Σκουπίζει την άκρη του στόματός του, αφαιρώντας την κηλίδα του αίματος. Μια αχνή μελανιά έχει αρχίσει να σχηματίζεται στο μάγουλό του. «Πούλησε ακριβά το τομάρι του, μα είμαι εντάξει, κυρία Γκρέυ...» Χαμογελάει καθησυχαστικά.
Αν τον ήξερα καλύτερα, θα έλεγα πως δείχνει κάπως αυτάρεσκος. «Και η Γκέιλ; Η κυρία Τζόουνς;» Οχ, όχι... Είναι καλά; Μήπως έπαθε κάτι; «Εδώ είμαι, Άνα». Κοιτάζω πίσω μου και τη βλέπω με το νυχτικό της και μια ρόμπα, τα μαλλιά λυτά, το πρόσωπο κάτωχρο και τα μάτια γουρλωμένα όπως τα δικά μου, φαντάζομαι. «Με ξύπνησε ο Ράιαν. Επέμενε να έρθω εδώ μέσα». Δείχνει πίσω της το γραφείο του Τέυλορ. «Είμαι μια χαρά. Εσύ είσαι καλά;» Γνέφω ζωηρά και συνειδητοποιώ πως κατά πάσα πιθανότητα έχει μόλις βγει από το δωμάτιο πανικού που βρίσκεται δίπλα στο
γραφείο του Τέυλορ. Ποιος να το έλεγε πως θα το χρειαζόμασταν τόσο σύντομα. Ο Κρίστιαν επέμεινε να φτιαχτεί λίγο μετά τον αρραβώνα μας - και είχα υψώσει το βλέμμα στον ουρανό. Τώρα, βλέποντας την Γκέιλ στην είσοδο του δωματίου, νιώθω ευγνωμοσύνη για την προνοητικότητά του. Ένα τρίξιμο από την πόρτα που οδηγεί στον προθάλαμο μου αποσπά την προσοχή. Κρέμεται από τους μεντεσέδες τής. Τι διάολο έπαθε αυτή; «Ήταν μόνος του;» ρωτάω τον Ράιαν. «Μάλιστα, κυρία μου. Δε θα στεκόσασταν εδώ αν δεν ήταν μόνος του, σας διαβεβαιώ!» Ο Ράιαν ακούγεται αόριστα θιγμένος. '
«Πώς μπήκε μέσα;» συνεχίζω, αγνοώντας τον τόνο του. «Από το ασανσέρ υπηρεσίας. Έχει μεγάλο θράσος, κυρία μου». Χαμηλώνω το βλέμμα στη σωριασμένη μορφή του Τζακ. Φοράει κάποιου είδους στολή φόρμα, νομίζω. «Πότε;» «Πριν από δέκα λεπτά πάνω κάτω. Τον έπιασα στην οθόνη του συστήματος ασφάλειας. Φορούσε γάντια. Κάπως παράξενο για Αύγουστο μήνα... Τον αναγνώρισα και αποφάσισα να τον αφήσω να μπει. Με αυτό τον τρόπο, ήξερα ότι θα τον πιάναμε. Εσείς δεν ήσαστε εδώ, και η Γκέιλ ήταν ασφαλής, οπότε σκέφτηκα πως
ήταν ή τώρα ή ποτέ!» Ο Ράιαν φαίνεται και πάλι πολύ ευχαριστημένος με τον εαυτό του, και ο Σόγερ τον αγριοκοιτάζει αποδοκιμαστικά. Γάντια; Η σκέψη μού αποσπά την προσοχή και ρίχνω ξανά μια ματιά στον Τζακ. Ναι. Φοράει καφέ δερμάτινα γάντια. Ανατριχιαστικό. «Και τώρα τι κάνουμε;» Προσπαθώ να απωθήσω από το μυαλό μου τις συνέπειες. «Πρέπει να τον απαντάει ο Ράιαν.
ακινητοποιήσουμε»
«Να τον ακινητοποιήσουμε;» «Για την περίπτωση που ξυπνήσει». Ο Ράιαν ρίχνει μια ματιά στον Σόγερ.
«Τι χρειάζεστε;» ρωτάει η κυρία Τζόουνς κάνοντας ένα βήμα μπροστά. Έχει ανακτήσει την ψυχραιμία της. «Κάτι για να τον δέσουμε κορδόνι ή σκοινί» λέει ο Ράιαν. Δεματικά κα λωδίων. Κοκκινίζω καθώς στο μυαλό μου εισβάλλουν οι αναμνήσεις από τη χτεσινή βραδιά. Τρίβω αντανακλαστικά τους καρπούς μου και τους ρίχνω μια γρήγορη ματιά. Όχι, δεν υπάρχουν μελανιές. Δόξα τω ΘεώΓ «'Εχω κάτι. Δεματικά καλωδίων. Κάνουν;» Όλα τα μάτια στρέφονται πάνω μου. «Μάλιστα, κυρία μου. Τέλεια» απαντάει ο Σόγερ, σοβαρός και ανέκφραστος.
Θέλω να ανοίξει η γη να με καταπιεί, όμως κάνω μεταβολή και κατευθύνομαι προς το υπνοδωμάτιό μας. Μερικές φορές δεν πρέπει να ιδρώνει το αυτί σου. Ίσως είναι ο συνδυασμός του φόβου και του αλκοόλ που με κάνει παράτολμη. Όταν επιστρέφω, η κυρία Τζόουνς επιθεωρεί τις ζημιές στον προθάλαμο, και η δεσποινίς Πρέσκοτ έχει προστεθεί στην ομάδα ασφάλειας. Δίνω τα δεματικά στον Σόγερ, που αργά και με περιττή προσοχή δένει τα χέρια του Χάυντ πίσω από την πλάτη του. Η κυρία Τζόουνς εξαφανίζεται στην κουζίνα και γυρίζει με ένα κουτί πρώτων βοηθειών. Πιάνει τον Ράιαν από το μπράτσο, τον οδηγεί στην πόρτα του μεγάλου δωματίου και αρχίζει να φροντίζει το κόψιμο πάνω από το μάτι του. Του το
ταμπονάρει με αντισηπτικό, και ο Ράιαν τινάζεται από τον πόνο. Μετά προσέχω το Glock με τον σιγαστήρα στο πάτωμα. Γαμώτο μου! Ο Τζακ ήταν οπλισμένος; Χολή ανεβαίνει στον λαιμό μου και παλεύω να την απωθήσω. «Μην το αγγίξετε, κυρία Γκρέυ» με συμβουλεύει η Πρέσκοτ όταν σκύβω να το πιάσω. Ο Σόγερ βγαίνει από το γραφείο του Τέυλορ φορώντας γάντια από λάτεξ. «Θα το αναλάβω εγώ αυτό, κυρία Γκρέυ» λέει. «Δικό του είναι;» ρωτάω. «Μάλιστα, κυρία μου» απαντάει ο Ράιαν, μορφάζοντας και πάλι από τις υπηρεσίες που του προσφέρει η κυρία Τζόουνς.
Να πάρει. Ο Ράιαν τα έβαλε με έναν ένοπλο μέσα στο σπίτι μου. Ανατριχιάζω στη σκέψη. Ο Σόγερ σκύβει και σηκώνει επιφυλακτικά το Glock. «Επιτρέπεται να το κάνεις αυτό;» ρωτάω. «Ο κύριος Γκρέυ θα περίμενε να το κάνω, κυρία μου». Ο Σόγερ χώνει το όπλο σε μια διαφανή σακούλα, ύστερα κάθεται στις φτέρνες του για να πασπατέψει τον Τζακ. Σταματάει και μισοτραβάει από την τσέπη του Τζακ ένα ρολό κολλητική ταινία. Ο Σόγερ ασπρίζει και ξαναχώνει την ταινία στην τσέπη του Χάυντ. Κολλητική ταινία; To μυαλό μου καταγράφει νωθρά έτσι όπως παρακολουθώ, γοητευμένη και με παράξενη αποστασιοποίηση, τα τεκταινόμενα. Μετά
χολή ανεβαίνει ξανά στο στόμα μου καθώς συνειδητοποιώ τι σημαίνει αυτό. Απωθώ βιαστικά τη σκέψη από το μυαλό μου. Μην το σκέφτεσαι, Άνα! «Μήπως πρέπει να τηλεφωνήσουμε στην αστυνομία;» μουρμουρίζω, προσπαθώντας να κρύψω τον φόβο μου. Θέλω τον Χάυντ έξω από το σπίτι μου όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Ο Ράιαν και ο Σόγερ κοιτάζονται. «Νομίζω πως πρέπει να τηλεφωνήσουμε στην αστυνομία» λέω, κάπως πιο αποφασιστικά. Αναρωτιέμαι τι τρέχει ανάμεσα στον Ράιαν και τον Σόγερ. «Μόλις προσπάθησα να πάρω τον Τέυλορ και δεν απαντάει στο κινητό του. Ίσως
κοιμάται». Ο Σόγερ κοιτάζει το ρολόι του. «Είναι δυο παρά τέταρτο το πρωί στην Ανατολική Ακτή». Οχ, όχι... «Πήρατε τον Κρίστιαν;» τραυλίζω. «Όχι, κυρία μου». «Τηλεφωνούσατε οδηγίες;»
στον
Τέυλορ
Ο'Σόγερ δείχνει αμήχανος «Μάλιστα, κυρία μου...»
για
για λίγο.
Ένα κομμάτι μου εξαγριώνεται. Αυτός ο άνθρωπος -ξανακοιτάζω τον Χάυντεισέβαλε στο σπίτι μου και πρέπει να τον τσουβαλιάσει η αστυνομία. Αλλά
κοιτάζοντας τους τέσσερις τους, τα γεμάτα αγωνία μάτια τους, καταλαβαίνω πως κάτι μου διαφεύγει, κι έτσι αποφασίζω να πάρω τον Κρίστιαν. Το κρανίο μου μυρμηγκιάζει. Ξέρω πως είναι έξαλλος μαζί μου πραγματικά έξαλλος μαζί μουκαι διστάζω όταν σκέφτομαι τι θα πει. Και πόσο θα πιεστεί που δεν είναι εδώ και δεν μπορεί να έρθει πριν από αύριο το βράδυ. Ξέρω πως τον στενοχώρησα αρκετά απόψε. Ίσως δεν πρέπει να τον πάρω. Και ύστερα μου περνάει από το μυαλό η σκέψη. Σκατά. Κι αν βρισκόμουν εδώ; Αυτό με κάνει να χλωμιάσω. Δόξα τω Θεώ που ήμουν έξω. Μπορεί να μην έχω μπλέξει και πολύ τελικά. «Είναι καλά;» ρωτάω δείχνοντας τον Τζακ.
«Θα έχει πονοκέφαλο όταν ξυπνήσει...» απαντάει ο Ράιαν, κοιτάζοντας περιφρονητικά τον Τζακ. «Χρειαζόμαστε όμως νοσοκόμους για να βεβαιωθούμε». Ψάχνω στην τσάντα μου, βγάζω το BlackBerry, και αποφεύγοντας να καλοσκεφτώ την έκταση του θυμού του Κρίστιαν, τον παίρνω τηλέφωνο. Με συνδέει απευθείας με τον τηλεφωνητή του. Πρέπει να το έχει κλείσει, επειδή είναι έξαλλος. Δεν μπορώ να σκεφτώ τι να του πω. Γ ορίζοντας την πλάτη μου, προχωράω λίγο στον διάδρομο, μακριά από τους άλλους. «Γεια. Εγώ είμαι. Σε παρακαλώ, μη θυμώνεις... Είχαμε ένα επεισόδιο στο σπίτι. Μα είναι υπό έλεγχο, μην ανησυχείς. Κανένας δε χτύπησε. Πάρε με». Το κλείνω. «Κάλεσε την αστυνομία» λέω στον Σόγερ.
Εκείνος γνέφει καταφατικά, βγάζει το κινητό του και κάνει το τηλεφώνημα. Ο ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ ΣΚΙΝΝΕΡ έχει απορροφηθεί από τη συζήτησή του με τον Ράιαν στο τραπέζι της τραπεζαρίας. Ο αστυφύλακας Γουόκερ βρίσκεται με τον Σόγερ στο γραφείο του Τέυλορ. Δεν ξέρω πού είναι η Πρέσκοτ, ίσως στο γραφείο του Τέυλορ. Ο ντετέκτιβ Κλαρκ μού γαβγίζει ερο)τήσεις καθώς καθόμαστε στον καναπέ στο μεγάλο δωμάτιο. Είναι ψηλός, μελαχρινός και θα ήταν όμορφος αν δεν ήταν μονίμως κατσουφιασμένος. Υποψιάζομαι πως τον σήκωσαν άρον άρον από το ζεστό του κρεβάτι επειδή παραβιάστηκε το σπίτι ενός από τους πλέον σημαίνοντες και πλούσιους επιχειρηματίες του Σιάτλ.
«Ήταν αφεντικό σας;» ρωτάει κοφτά ο Κλαρκ. «Ναι». Είμαι κουρασμένη -κάτι παραπάνω από κουρασμένηκαι θέλω να πάω για ύπνο. Ακόμα δεν έχω νέα από τον Κρίστιαν. Στα θετικά της υπόθεσης: οι νοσοκόμοι έχουν πάρει τον Χάυντ. Η κυρία Τζόουνς δίνει στον ντετέκτιβ Κλαρκ και σε μένα από ένα φλιτζάνι τσάι. «Ευχαριστώ». Ο Κλαρκ στρέφεται προς το μέρος μου. «Και πού είναι ο κύριος Γκρέυ;» «Στη Νέα Υόρκη. Για δουλειές. Θα γυρίσει αύριο βράδυ δηλαδή απόψε*...» Είναι περασμένα μεσάνυχτα.
«Ο Χάυντ μάς είναι γνωστός...» μουρμουρίζει ο ντετέκτιβ Κλαρκ. «Θα χρειαστεί να έρθετε στο τμήμα για κατάθεση. Μα αυτό μπορεί να περιμένει. Είναι αργά, και υπάρχουν δύο ρεπόρτερ στρατοπεδευμένοι στο πεζοδρόμιο. Σας πειράζει να ρίξω μια ματιά τριγύρω;» «Φυσικά όχι!» απαντάω, ανακουφισμένη που τέλειωσε την ανάκρισή του. Ανατριχιάζω στη σκέψη των φωτογράφων έξω. Πάντως δε θα μου δημιουργήσουν πρόβλημα έως αύριο. Υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι πρέπει να τηλεφωνήσω στη μαμά και στον Ρέυ, μην τυχόν ακούσουν κάτι και ανησυχήσουν. «Κυρία Γκρέυ, μου επιτρέπετε να σας συμβουλέψω να πάτε για ύπνο;» λέει η
κυρία Τζόουνς. Η φωνή της είναι γλυκιά και γεμάτη έγνοια. Κοιτάζοντας τα ζεστά, ευγενικά της μάτια, αισθάνομαι ξαφνικά μια ακατανίκητη ανάγκη να κλάψω. Απλώνει το χέρι της και μου σφίγγει τον ώμο. «Είμαστε ασφαλείς τώρα...» μουρμουρίζει. «Όλα θα φαίνονται καλύτερα το πρωί, όταν θα έχετε κοιμηθεί λίγο. Και ο κύριος Γκρέυ θα επιστρέψει αύριο βράδυ». Την κοιτάζω νευρικά, συγκρατώντας τα δάκρυά μου. Ο Κρίστιαν θα είναι πολύ θυμωμένος. «Μπορώ να σας φέρω τίποτα προτού πάτε για ύπνο;» ρωτάει.
Συνειδητοποιώ πόσο πεινασμένη είμαι. «Θα ήθελα κάτι να φάω...» Χαμογελάει πλατιά. «Ένα σάντουιτς και γάλα;» Γνέφω με ευγνωμοσύνη, και κατευθύνεται προς την κουζίνα. Ο Ράιαν είναι ακόμα με τον αστυφύλακα Σκίννερ. Στον προθάλαμο ο ντετέκτιβ Κλαρκ εξετάζει την ακαταστασία έξω από το ασανσέρ. Δείχνει σκεπτικός, παρά το κατσούφιασμά του. Και ξαφνικά νιώθω νοσταλγία νοσταλγία για τον Κρίστιαν. Πιάνοντας το κεφάλι στα χέρια μου, εύχομαι με όλη μου την ψυχή να ήταν εδώ. Θα ήξερε τι να κάνει. Φοβερή βραδιά. Θέλω να ανέβω στα πόδια του, να με αγκαλιάσει και να μου πει πως με αγαπάει, παρόλο που δεν κάνω αυτό που μου λέει αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει πριν
από σήμερα το βράδυ. Μέσα μου υψώνω το-βλέμμα στον ουρανό... Γιατί δε μου μίλησε σχετικά με την αυξημένη ασφάλεια για όλους; Τι ακριβώς υπήρχε στον υπολογιστή του Τζακ; Είναι πολύ εκνευριστικός, αλλά αυτήν τη στιγμή απλώς δε με νοιάζει. Θέλω τον άντρα μου. Μου λείπει. «Ορίστε, Άνα καλή μου...» Η κυρία Τζόουνς διακόπτει τον εσωτερικό μου αναβρασμό. Όταν σηκώνω το βλέμμα επάνω της, μου δίνει ένα σάντουιτς με φιστικοβούτυρο και μαρμελάδα, με βλέμμα που λάμπει. Χρόνια έχω να φάω τέτοιο σάντουιτς. Χαμογελάω συνεσταλμένα και πέφτω με τα μούτρα.
Όταν τελικά χώνομαι στο κρεβάτι, κουλουριάζομαι στη μεριά του Κρίστιαν φορώντας το μπλουζάκι του. Τόσο το μαξιλάρι όσο και το μπλουζάκι έχουν τη μυρωδιά του, και καθώς με παίρνει ο ύπνος, του εύχομαι σιωπηλά καλό ταξίδι επιστροφής... Και καλή διάθεση. ΞΥΠΝΑΩ ΑΛΑΦΙΑΣΜΕΝΗ. Έχει φωτίσει, και το κεφάλι μου πονάει, σφυροκοπώντας τους κροτάφους μου. Οχ, όχι... Ελπίζω να μην είναι από το ποτό. Ανοίγω διστακτικά τα μάτια και παρατηρώ πως η καρέκλα του υπνοδωματίου έχει μετακινηθεί κι επάνω της κάθεται ο Κρίστιαν. Φοράει το σμόκιν του, και η άκρη του παπιγιόν του ξεπροβάλλει από το τσεπάκι στο στήθος του. Αναρωτιέμαι μήπως ονειρεύομαι. Το αριστερό του
μπράτσο είναι διπλωμένο πάνω από την καρέκλα, και στο. χέρι του κρατάει ένα σκαλιστό σωληνωτό ποτήρι με ένα κεχριμπαρένιο υγρό. Μπράντι; Ουίσκι; Δεν έχω ιδέα. Το μακρύ του πόδι είναι σταυρωμένο στον αστράγαλο επάνω στο γόνατο. Φοράει μαύρες κάλτσες και αμπιγέ παπούτσια. Ο δεξιός του αγκώνας είναι ακουμπισμένος στο μπράτσο της καρέκλας, το χέρι του στο πιγούνι του και χαϊδεύει αργά και ρυθμικά με το δάχτυλο το κάτω χείλος του. Μες στο πρώιμο αυγινό φως τα μάτια του καίνε με δυσοίωνη ένταση, αλλά η έκφρασή του γενικά είναι τελείως ανερμήνευτη. Η καρδιά μου σχεδόν σταματάει. Είναι εδώ. Πώς βρέθηκε εδώ; Πρέπει να έφυγε από τη
Νέα Υόρκη χτες το βράδυ. Πόση ώρα είναι εδώ και με παρακολουθεί να κοιμάμαι; «Γεια...» ψελλίζω. Με κοιτάζει ψυχρά, και η καρδιά μου σταματάει ξανά. Οχ, όχι... Παίρνει τα μακριά του δάχτυλα από το στόμα του, κατεβάζει το υπόλοιπο ποτό του και βάζει το ποτή-pi στο κομοδίνο. Σχεδόν περιμένω να με φιλήσει, αλλά δεν το κάνει. Ακουμπάει στην πλάτη της καρέκλας, συνεχίζοντας να με κοιτάζει με ύφος ατάραχο. «Χαίρετε...» λέει τελικά με φωνή σιγανή, και καταλαβαίνω πως είναι ακόμα έξαλλος. Πραγματικά έξαλλος. «Γύρισες...»
«Έτσι φαίνεται». Ανασηκώνομαι αργά σε καθιστή θέση, χωρίς να πάρω το βλέμμα μου από πάνω του. Το στόμα μου είναι ξερό. «Πόση ώρα κάθεσαι εκεί παρακολουθείς να κοιμάμαι;»
και
με
«Αρκετή». «Είσαι ακόμα έξαλλος...» Μετά βίας αρθρώνω τις λέξεις. Με κοιτάζει θαρρείς και σκέφτεται την απάντησή του. «Έξαλλος ...» λέει σαν να δοκιμάζει τη λέξη, ζυγίζοντας τις αποχρώσεις, το νόημά της. «Όχι, Άνα. Είμαι κάτι παραπάνω, πολύ παραπάνω από έξαλλος».
Να πάρει και να σηκώσει... Προσπαθώ να καταπιώ, αλλά είναι δύσκολο με ξερό στόμα. «Πολύ παραπάνω από έξαλλος... Δεν ακούγεται καλό αυτό». Με κοιτάζει, απόλυτα απαθής, και δεν απαντάει. Μια ζοφερή σιωπή απλώνεται ανάμεσά μας. Παίρνω το ποτήρι με το νερό μου και πίνω μια καλοδεχούμενη γουλιά, προσπαθώντας να ελέγξω τον ακανόνιστο σφυγμό μου. «Ο Ράιαν έπιασε τον Τζακ». Δοκιμάζω άλλη τακτική. Βάζω το ποτήρι μου δίπλα στο δικό του. « Το ξέρω » αποκρίνεται παγερά.
Φυσικά και το ξέρει. «Θα είσαι λακωνικός πολλή ώρα ακόμα;» Τα φρύδια του κινούνται ελάχιστα, καταγράφοντας την κατάπληξή του, λες και δεν περίμενε την ερώτηση. «Ναι» απαντάει τελικά. Ω... Εντάξει. Τι να κάνω; Άμυνα η καλύτερη επίθεση. «Λυπάμαι που έμεινα έξω...» «Αλήθεια;» «Όχι...» μουρμουρίζω έπειτα από μια παύση, επειδή είναι αλήθεια. «Γιατί το λες τότε;» «Επειδή δε θέλω να μου θυμώνεις».
Αναστενάζει βαθιά, σαν να κρατούσε χίλιες ώρες την έντασή του, και περνάει το χέρι μέσα από τα μαλλιά του. Είναι όμορφος. Έξαλλος, αλλά όμορφος. Απολαμβάνω την εικόνα του. Ο Κρίστιαν γύρισε θυμωμένος, αλλά σώος. «Νομίζω πως ο ντετέκτιβ Κλαρκ θέλει να σου μιλήσει». «Είμαι σίγουρος ότι θέλει». «Κρίστιαν, σε παρακαλώ...» «Με παρακαλάς τι;» «Μην είσαι τόσο ψυχρός...» Τα φρύδια του ανασηκώνονται πάλι από κατάπληξη. «Αναστάζια, δεν αισθάνομαι
ψυχρός αυτήν τη στιγμή. Φλέγομαι. Φλέγομαι από οργή. Δεν ξέρω πώς να τα βγάλω πέρα με αυτά τα...» -ανεμίζει το χέρι του ψάχνοντας τη λέξη«τα συναισθήματα». Ο τόνος του είναι πικρός. Ω, γαμώτο... Η ειλικρίνειά του με αφοπλίζει. Το μόνο που θέλω είναι να χωθώ στην αγκαλιά του. Είναι το μόνο που ήθελα να κάνω από τη στιγμή που γύρισα στο σπίτι χτες το βράδυ. Στον διάολο όλα αυτά. Μετακινούμαι αιφνιδιάζοντάς τον και σκαρφαλώνω αδέξια στα πόδια του, όπου κουλουριάζομαι. Δε με σπρώχνει μακριά, όπως φοβόμουν. Έπειτα από λίγο διπλώνει τα μπράτσα του γύρο3 μου και χώνει τη μύτη του στα μαλλιά μου. Μυρίζει ουίσκι. Πόσο ήπιε; Μυρίζει και αφρόλουτρο. Μυρίζει
Κρίστιαν. Τυλίγω τα χέρια γύρω του και τρίβω τη μύτη στον λαιμό του. Αναστενάζει ξανά, βαθιά αυτήν τη φορά. «Πόσο έχεις πιει;» Παγώνει. «Γιατί;» «Συνήθως δεν πίνεις δυνατά ποτά». «Είναι το δεύτερο ποτήρι μου. Πέρασα δύσκολη νύχτα, Αναστάζια. Μη με ζορίζεις». Χαμογελάω. «Αν επιμένετε, κύριε Γκρέυ...» Ανασαίνω με τη μύτη στον λαιμό του. «Μυρίζεις υπέροχα. Κοιμήθηκα στη δική σου μεριά του κρεβατιού, επειδή το μαξιλάρι έχει τη μυρωδιά σου».
Τρίβει τη μύτη του στα μαλλιά μου. «Έτσι, ε; Αναρωτιόμουν γιατί ήσουν απ’ αυτήν τη μεριά. Εξακολουθώ να είμαι έξαλλος μαζί σου». « Το ξέρω ». Το χέρι του χαϊδεύει ρυθμικά την πλάτη μου. «Κι εγώ ψιθυρίζω.
είμαι
έξαλλη
μαζί
σου...»
Ο Κρίστιαν κάνει μια παύση. «Και τι έκανα, παρακαλώ, ώστε ν’ αξίζω τη μήνιν σου;» «Θα σου πω αργότερα, όταν δε θα φλέγεσαι πλέον από οργή». Τον φιλάω στον λαιμό.
Σφαλίζει τα βλέφαρά του και γέρνει το κεφάλι προς τα χείλη μου, αλλά δεν κάνει καμία κίνηση να με φιλήσει κι εκείνος. Τα μπράτσα του σφίγγονται γύρω μου, ζουλώντας με. «Όταν σκέφτομαι τι θα μπορούσε να έχει συμβεί...» Η φωνή του ίσα που ακούγεται. Σπασμένη, συγκινημένη. «Είμαι καλά». «Ω Άνα...» Είναι σχεδόν αναφιλητό. «Είμαι καλά. Όλοι είμαστε καλά. Λίγο ταραγμένοι. Μα η Γκέιλ είναι καλά. Ο Ράιαν είναι καλά. Και ο Τζακ πάει, έφυγε». Κουνάει το κεφάλι του. «Όχι χάρη σε σένα».
Ορίστε; Γέρνω προς τα πίσω και τον αγριοκοιτάζω. «Τι εννοείς;» «Δε θέλω να τσακωθώ γι’ αυτό το θέμα τούτη τη στιγμή, Άνα». Ανοιγοκλείνω τα μάτια. Λοιπόν, μπορεί να θέλω εγώ, αλλά αποφασίζω να μην το κάνω. Τουλάχιστον μου μιλάει. Κουρνιάζω ξανά στην αγκαλιά του. Τα δάχτυλά του γλιστρούν στα μαλλιά μου και αρχίζουν να παίζουν μαζί τους. «Θέλω να σε τιμωρήσω...» λέει χαμηλόφωνα. «Να σε σπάσω πραγματικά στο ξύλο» προσθέτει. Η καρδιά μου ανεβαίνει στο στόμα μου. Γαμώτο... «Το ξέρω ...» ψελλίζω, και το κρανίο μου μυρμηγκιάζει.
«Μπορεί να το κάνω». «Ελπίζω όχι». Με σφίγγει περισσότερο. «Άνα, Άνα, Άνα... Θα έβαζες σε δοκιμασία την υπομονή ενός αγίου». «Θα μπορούσα να σας κατηγορήσω για πολλά πράγματα, κύριε Γκρέυ, αλλά όχι πως είστε άγιος...» Επιτέλους με ευλογεί με το απρόθυμο γελάκι του. «Σωστό επιχείρημα και καλά διατυπωμένο όπως πάντα, κυρία Γκρέυ...» Με φιλάει στο μέτωπο και μετακινείται. «Γύρνα στο κρεβάτι. Κοιμήθηκες κι εσύ αργά». Κινείται γρήγορα, σηκώνοντάς με και απιθώνοντάς με πάλι στο κρεβάτι.
«Θα ξαπλώσεις μαζί μου;» «Όχι. Έχω πράγματα να κάνω». Μαζεύει το ποτήρι. «Ξανακοιμήσου. Θα σε ξυπνήσω σε δύο ώρες». «Είσαι ακόμα έξαλλος μαζί μου;» «Ναι». «Θα ξανακοιμηθώ τότε». «Ωραία». Τραβάει το πάπλωμα επάνω μου και με φιλάει ξανά στο μέτωπο. «Κοιμήσου». Κι επειδή είμαι τόσο ζαβλακωμένη από την προηγούμενη νύχτα, ανακουφισμένη που γύρισε και συναισθηματικά κουρασμένη από την πρωινή μας συνάντηση, κάνω
ακριβώς αυτό που μου λέει. Καθώς αποκοιμιέμαι, αναρωτιέμαι, αν και είμαι ευγνώμων, με δεδομένη την άσχημη γεύση στο στόμα μου, γιατί δε χρησιμοποίησε τον συνηθισμένο του μηχανισμό για να τα βγάζει πέρα: να ορμήξει επάνω μου ώστε να κάνει το διεστραμμένο κέφι του. «ΕΧΕΙ ΕΔΩ ΛΙΓΗ ΠΟΡΤΟΚΑΛΑΔΑ για σένα» λέει ο Κρίστιαν, και τα μάτια μου ανοίγουν ξανά τρεμοπαίζοντας ήταν οι πιο γαλήνιες δύο ώρες ύπνου που θυμάμαι, και ξυπνάω αναζωογονημένη. Το κεφάλι μου δεν πονάει πια. Ο χυμός αποτελεί καλοδεχούμενο θέαμα όπως και ο άντρας μου. Φοράει τη φόρμα του. Και προς στιγμήν μεταφέρομαι πίσω στο ξενοδοχείο Χίθμαν και στην πρώτη φορά που ξύπνησα μαζί του. Το γκρίζο φανελάκι του είναι
μουσκεμένο από τον ιδρώτα. Ή προπονούνταν ατό γυμναστήριο του υπογείου ή είχε πάει για τρέξιμο, αλλά δε θα έπρεπε να είναι τόσο όμορφος έπειτα από τη γυμναστική. «Θα κάνω ένα ντους...» μουρμουρίζει και εξαφανίζεται στο μπάνιο. Συνοφρυώνομαι. Είναι ακόμη απόμακρος. Ή του έχουν αποσπάσει την προσοχή όλα αυτά που έγιναν ή είναι ακόμα έξαλλος ή... Τι; Ανακάθομαι και απλώνω το χέρι στον χυμό. Τον πίνω μια κι έξω. Είναι υπέροχος, παγωμένος και βελτιώνει την κατάσταση του στόματός μου. Σηκώνομαι από το κρεβάτι, ανυπόμονη να μειώσω την απόσταση -πραγματική και μεταφυσικήανάμεσα στον άντρα μου και σε μένα. Ρίχνω μια ματιά στο ξυπνητήρι. Είναι
οχτώ. Βγάζω το μπλουζάκι του Κρίστιαν και τον ακολουθώ στο μπάνιο. Βρίσκεται στο ντους και λούζει τα μαλλιά του, και δε διστάζω. Γλιστράω στο ντους πίσω του, κι εκείνος τσιτώνεται μόλις τυλίγω τα χέρια γύρω του με το στήθος μου επάνω στη βρεγμένη, μυώδη πλάτη του. Αγνοώ την αντίδρασή του κρατώντας τον σφιχτά και πιέζω το μάγουλο επάνω του, κλείνοντας τα μάτια μου. Έπειτα από μια στιγμή μετακινείται έτσι που να είμαστε και οι δύο κάτω από τον μικρό καταρράκτη του ζεστού νερού και συνεχίζει να λούζει τα μαλλιά του. Αφήνω το νερό να κυλάει επάνω μου καθώς αγκαλιάζω τον άντρα που αγαπάω. Σκέφτομαι όλες τις φορές που με πήδηξε κι όλες τις φορές που μου έκανε έρωτα εδώ μέσα. Σκυθρωπιάζω. Ποτέ δεν ήταν τόσο σιωπηλός. Γυρίζοντας το κεφάλι μου,
αρχίζω να του δίνω φιλιά στην πλάτη. Το κορμί του τσιτώνεται ξανά. «Ανά...» με προειδοποιεί. «Μμμ...» Τα χέρια μου ταξιδεύουν αργά προς τα κάτω, επάνω στο σκληρό στομάχι και στην κοιλιά του. Βάζει και τα δυο του χέρια επάνω στα δικά μου και τα σταματάει απότομα. Κουνάει το κεφάλι του. «Μη...» μου λέει με προειδοποιητικό τόνο. Τον αφήνω αμέσως. Λέει όχι; Το μυαλό μου βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση έχει ξανασυμβεί ποτέ αυτό; Το υποσυνείδητό μου κουνάει αρνητικά το κεφάλι, με τα χείλη του σουφρωμένα. Με αγριοκοιτάζει
πάνω από τα γυαλιά του σε σχήμα ημισέληνου, με ύφος που λέει « Αυτήν τη φορά τα έκανες πραγματικά μαντάρα». Αισθάνομαι λες και με χαστούκισε δυνατά. Σαν να με απέρριψε. Και μια ζωή ανασφάλειας γεννάει την άσχημη σκέψη πως δε με θέλει πια. Μου κόβεται η ανάσα καθώς ο πόνος με διαπερνάει. Ο Κριστιάν γυρίζει, και ανακουφίζομαι βλέποντας ότι δεν είναι τελείως απρόσβλητος από τη γοητεία μου. Αρπάζοντας το πιγούνι μου, μου γέρνει πίσω το κεφάλι και βρίσκομαι να κοιτάζω τα επιφυλακτικά γκρίζα μάτια του. «Είμαι ακόμα έξαλλος μαζί σου...» λέει, και η φωνή του είναι σιγανή και σοβαρή. Σκατά! Σκύβοντας, ακουμπάει το κούτελό του στο δικό μου, κλείνοντας τα μάτια.
Απλώνω το χέρι και του χαϊδεύω το πρόσωπο. «Μη μου θυμώνεις, σε παρακαλώ. Νομίζω πως αντιδράς υπερβολικά...» ψιθυρίζω. Ισιώνει το σώμα του χλωμιάζοντας. Το χέρι μου πέφτει στο πλευρό μου. «Υπερβολικά;» γρυλίζει. «Ένας γαμημένος παράφρων μπαίνει στο σπίτι μου για να απαγάγει τη γυναίκα μου, και νομίζεις πως αντιδρώ υπερβολικά;» Η συγκρατημένη απειλή στη φωνή του είναι τρομακτική, και τα μάτια του πετούν φωτιές καθώς με κοιτάζει σαν να είμαι εγώ ο γαμημένος παράφρων. «Όχι... Εμμμ... Δε μιλούσα γι’ αυτό. Νόμιζα πως το θέμα ήταν ότι βγήκα έξω».
Κλείνει ξανά τα βλέφαρά του σαν να πονάει και κουνάει το κεφάλι του. «Κρίστιαν, δεν ήμουν εδώ...» Προσπαθώ να τον κατευνάσω και να τον καθησυχάσω. «Το ξέρω ...» αποκρίνεται χαμηλόφωνα, ανοίγοντας τα μάτια του. «Κι αυτό επειδή δεν μπορείς να ακολουθήσεις μια απλή, γαμημένη παράκληση!» Ο τόνος του είναι πικρός, και είναι η σειρά μου να χλωμιάσω, «Δε βέλο} να το συζητήσω τώρα αυτό, στο ντους. Είμαι ακόμα έξαλλος μαζί σου, Αναστάζια. Με κάνεις να αμφισβητώ την ευθυκρισία μου!» Γυρίζει και βγαίνει αμέσως από το ντους, αρπάζοντας καθ’ οδόν μια πετσέτα και ορμώντας έξω από το μπάνιο, αφήνοντάς με χαμένη και παγωμένη κάτω από το καυτό νερό.
Ανάθεμα. Ανάθεμα. Ανάθεμα! Ύστερα συνειδητοποιώ τη σημασία αυτού που μόλις είπε. Να απαγάγει; Γαμώτο. Ο Τζακ ήθελε να με απαγάγει; Θυμάμαι την κολλητική ταινία και το γεγονός ότι δεν ήθελα να πολυσκεφτώ γιατί την είχε ο Τζακ μαζί του. Έχει κι άλλες πληροφορίες ο Κρίστιαν; Πλένομαι βιαστικά, μετά λούζω και ξεπλένω τα μαλλιά μου. Θέλω να μάθω. Πρέπει να μάθω. Δε θα τον αφήσω να με κρατήσει στο σκοτάδι σε σχέση με αυτό το θέμα. Ο Κρίστιαν δεν είναι στο υπνοδωμάτιο όταν βγαίνω. Χριστέ μου ντύνεται ταχύτατα. Κάνω το ίδιο, φορώντας στα γρήγορα το αγαπημένο μου δαμασκηνί φόρεμα και μαύρα σανδάλια, κι έχω συνείδηση πως διάλεξα αυτό το ντύσιμο επειδή αρέσει στον
Κρίστιαν. Ταμπονάρω τα μαλλιά μου τρίβοντάς τα δυνατά στην πετσέτα, μετά τα πλέκω και τα τυλίγω σε κότσο. Φοράω διαμαντένια καρφάκια στα αυτιά και τρέχω στο μπάνιο για να βάλω λίγη μάσκαρα. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Είμαι χλωμή. Πάντα είμαι χλωμή. Παίρνω μια βαθιά, σταθεροποιητική ανάσα. Πρέπει να· αντιμετωπίσω τις συνέπειες της απερίσκεπτης απόφασής μου να διασκεδάσω με τη φίλη μου. Αναστενάζω, ξέροντας πως ο Κρίστιαν δε θα το δει έτσι. Ο Κρίστιαν δε φαίνεται πουθενά στο μεγάλο δωμάτιο. Η κυρία Τζόουνς κάτι κάνει στην κουζίνα. «Καλημέρα, Άνα...» λέει γλυκά.
«Μέρα!» Της χαμογελάω πλατιά. Είμαι πάλι η Άνα! «Τσάι;» «Ναι. ευχαριστώ». «Κάτι να φάτε;» «Ναι, ευχαρίστως. Θα ήθελα ομελέτα σήμερα». «Με μανιτάρια και σπανάκι;» «Και τυρί». «Έρχεται!» «Που είναι ο Κρίστιαν;» «Ο κύριος Γκρέυ είναι στο γραφείο του».
«Έφαγε πρωινό;» Ρίχνω μια ματιά στα δύο σερβίτσια που είναι πάνω στον πάγκο του πρωινού. «Όχι, κυρία μου». «Ευχαριστώ». Ο Κρίστιαν είναι στο τηλέφωνο, ντυμένος με άσπρο πουκάμισο χωρίς γραβάτα, μοιάζοντας από την κορφή ως τα νύχια με χαλαρό διευθύνοντα σύμβουλο. Πόσο απατηλά μπορεί να είναι τα φαινόμενα... Ίσως δεν πάει στο γραφείο τελικά. Όταν εμφανίζομαι στην πόρτα, σηκώνει τα μάτια του, αλλά μου κουνάει αρνητικά το κεφάλι, δείχνοντας ότι δεν είμαι ευπρόσδεκτη. Σκατά... Κάνω μεταβολή και επιστρέφω αποκαρδιωμένη στον πάγκο του πρωινού. Εμφανίζεται ο Τέυλορ, ντυμένος κομψά με
σκούρο κοστούμι, δείχνοντας σαν να έχει κοιμηθεί οχτώ ώρες χωρίς διακοπή. «Καλημέρα, Τέυλορ...» μουρμουρίζω, προσπαθώντας να ζυγίσω τη διάθεσή του και να δω αν θα μου δώσει κάποιο οπτικό στοιχείο για το τι συμβαίνει. «Καλημέρα, κυρία Γκρέυ...» αποκρίνεται, και ακούω τον οίκτο σ’ αυτές τις τρεις λέξεις. Του ανταποδίδω συμπονετικά το χαμόγελο, ξέροντας πο^ς είχε να αντέξει έναν θυμωμένο, εκνευρισμένο Κρίστιαν, που επέστρεφε στο Σιάτλ πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι είχε προγραμματίσει. «Πώς ήταν η πτήση;» τολμάω να ρωτήσω.
«Ατέλειωτη, κυρία Γκρέυ». Η λακωνικότητά του λέει πολλά. «Μπορώ να ρωτήσω πώς είστε;» προσθέτει, και ο τόνος του μαλακώνει. «Καλά είμαι». Γνέφει καταφατικά. «Με συγχωρείτε...» Κατευθύνεται προς το γραφείο του Κρίστιαν. Χμμμ... Ο Τέυλορ επιτρέπεται να μπει, αλλά εγώ όχι. «Ορίστε». Η κυρία Τζόουνς βάζει το πρωινό μου μπροστά μου. Η όρεξή μου έχει εξαφανιστεί. Παρ’ όλα αυτά, τρώω, μη θέλοντας να την προσβάλω.
Όταν έχω τελειώσει πια ό,τι μπορώ να φάω από το πρωινό μου, ο Κρίστιαν δεν έχει βγει ακόμη από το γραφείο του. Με αποφεύγει. «Ευχαριστώ, κυρία Τζόουνς...» τραυλίζω κατεβαίνοντας από το σκαμνί και προχωρώντας προς το μπάνιο για να βουρτσίσω τά δόντια μου. Καθώς τα πλένω, θυμάμαι τα μούτρα του Κρίστιαν για τους γαμήλιους όρκους. Και τότε είχε κλειστεί στο γραφείο του. Περί αυτού πρόκειται; Έχει κατεβάσει μούτρα; Ανατριχιάζω όταν θυμάμαι τον εφιάλτη του αμέσως μετά. Θα ξανασυμβεί; Στ’ .αλήθεια πρέπει να μιλήσουμε. Πρέπει να μάθω για τον Τζακ και την αυξημένη ασφάλεια σε σχέση με τους Γκρέυ όλες τις λεπτομέρειες που εγώ αγνοώ, αλλά η Κέιτ όχι. Προφανώς σ’ αυτήν ο Έλλιοτ μιλάει.
Ρίχνω μια ματιά στο ρολόι μου. Είναι εννιά παρά τέταρτο έχω αργήσει για τη δουλειά. Τελειώνω το βούρτσισμα των δοντιών μου, βάζω λίγο λιπ γκλος, παίρνω το ελαφρύ μαύρο σακάκι μου και γυρίζω στο μεγάλο δωμάτιο. Ανακουφίζομαι βλέποντας εκεί τον Κρίστιαν να τρώει το πρωινό του. «Θα πας;» ρωτάει όταν με βλέπει. «Στη δουλειά; Ναι,'φύσικά». Βαδίζω γενναία προς το μέρος του και ακουμπάω τα χέρια στην άκρη του πάγκου. Με κοιτάζει ανέκφραστα. «Κρίστιαν, ούτε μία εβδομάδα δεν έχει περάσει από τότε που γυρίσαμε. Πρέπει να πάω στη δουλειά». « Μα ...» Σταματάει και χτενίζει τα μαλλιά του με το χέρι.
Η κυρία Τζόουνς βγαίνει σιωπηλά από το δωμάτιο. Διακριτική Γκέι)Ι, διακριτική. «Ξέρω πως έχουμε πολλά να πούμε. Ίσως, αν έχεις ηρεμήσει, μπορούμε να μιλήσουμε απόψε». Το στόμα του ανοίγει διάπλατα από κατάπληξη. «Αν έχω ηρεμήσει;» Η φωνή του είναι αλλόκοτα σιγανή. Κοκκινίζω. «Ξέρεις τι εννοώ...» «Όχι, Αναστάζια, δεν ξέρω τι εννοείς». «Δε θέλω να τσακωθώ. Ερχόμουν να σε ρωτήσω αν μπορώ να πάρω το αυτοκίνητό μου», «Όχι. Δεν μπορείς!» πετάει.
« Εντάξει ». Συμφωνω αμέσως. Ανοιγοκλείνει; τα μάτια του. Προφανώς περίμενε καβγά . «Θα σε συνοδέψει η Πρέσκοτ». Ο τόνος του είναι κάπως λιγότερο επιθετικός. Να πάρει. Όχι η Πρέσκοτ. Θέλω να σουφρώσω τα χείλη και να διαμαρτυρηθώ, αλλά αποφασίζω να μην το κάνω. Ασφαλώς, τώρα που ο Τζακ έχει συλληφθεί, μπορούμε να μειώσουμε την ασφάλεια. Θυμάμαι τα «σοφά λόγια» της μαμάς μου τη μέρα πριν από τον γάμο μου. Άνα γλυκιά μου, πραγματικά πρέπει να διαλέγεις τις μάχες σου. Το ίδιο θα ισχύει και με τα παιδιά σου, όταν κάνεις. Αν μη τι άλλο, με αφήνει να πάω στη δουλειά.
«Εντάξει...» αποκρίνομαι μουρμουριστά. Κι επειδή δε θέλω να τον αφήσω έτσι, με τόσα άλυτα θέματα και τόση ένταση ανάμεσά μας, κάνω επιφυλακτικά ένα βήμα προς το μέρος του. Τσιτώνεται, και οι κόρες των ματιών του διαστέλλονται. Δείχνει για λίγο τόσο ευάλωτος, κι αυτό σφίγγει κάποιο βαθύ, σκοτεινό μέρος μέσα στην καρδιά μου. Ω Κρίστιαν, λυπάμαι τόσο πολύ... Τον φιλάω σεμνά στην άκρη του στόματός του. Κλείνει τα βλέφαρά του σαν να απολαμβάνει το άγγιγμά μου. «Μη με μισείς...» ψιθυρίζω. Με αρπάζει από το χέρι. «Δε σε μισώ». «Δε με φίλησες...» τραυλίζω.
Με κοιτάζει φιλύποπτα. «Το ξέρω...» αποκρίνεται χαμηλόφωνα. Θέλω απεγνωσμένα να τον ρωτήσω γιατί, όμως δεν είμαι σίγουρη ότι θέλω να μάθω την απάντηση. Σηκώνεται απότομα καί αρπάζει το πρόσωπό μου ανάμεσα στα χέρια του. Αστραπιαία, τα χείλη του πιέζουν δυνατά τα δικά μου. Μου κόβεται η ανάσα από την έκπληξη, δίνοντας ακούσια πρόσβαση στη γλώσσα του. Το εκμεταλλεύεται εισβάλλοντας στο στόμα μου, διεκδικώντας με, και^ακριβώς τη στιγμή που αρχίζω να ανταποκρίνομαι, με αφήνει, ενώ η ανάσα του επιταχύνεται. «Ο Τέυλορ θα σε πάει μαζί με την Πρέσκοτ στην ΑΕΣ» λέει, και τα μάτια του αστράφτουν από λαχτάρα. «Τέυλορ!» φωνάζει.
Κοκκινίζω, προσπαθώντας να ανακτήσω λίγη από την ψυχραιμία μου. «Κύριε». Ο Τέυλορ στέκεται στην πόρτα. «Πες στην Πρέσκοτ πως η κυρία Γκρέυ θα πάει στη δουλειά. Μπορείς να τις πας, σε παρακαλώ;» «Ασφαλώς». Ο Τέυλορ κάνει μεταβολή και εξαφανίζεται. «Αν μπορούσες να προσπαθήσεις να μείνεις μακριά από μπελάδες σήμερα, θα το εκτιμούσα...» μουρμουρίζει ο Κρίστιαν. «Θα δω τι μπορώ να κάνω...» αποκρίνομαι χαμογελώντας γλυκά.
Ένα απρόθυμο μισοχαμόγελο στραβώνει τα χείλη του Κρίστιαν, αλλά δεν ενδίδει, «Θα σε δω αργότερα λοιπόν» λέει ψυχρά. «Τα λέμε ...» ψελλίζω. Η Πρέσκοτ κι εγώ παίρνουμε το ασανσέρ υπηρεσίας έως το υπόγειο γκαράζ, για να αποφύγουμε τα μέσα ενημέρωσης απέξω, Η σύλληψη του Τζακ και το γεγονός ότι πιάστηκε στο διαμέρισμά μας είναι τώρα γνωστά τοις πάσι. Την ώρα που βολεύομαι στο Audi, αναρωτιέμαι αν θα περιμένουν κι άλλοι παπαράτσι στην ΑΕΣ, όπως τη μέρα που ανακοινώθηκε ο αρραβώνας μας. Μένουμε σιωπηλοί για λίγο, ώσπου θυμάμαι να τηλεφωνήσω πρώτα στον Ρέυ και μετά στη μαμά μου, για να τους διαβεβαιώσω πως ο Κρίστιαν κι εγώ
είμαστε καλά. Ευτυχώς, και τα δύο τηλεφωνήματα είναι σύντομα, και κλείνω ακριβώς τη στιγμή που φτάνουμε έξω από την ΑΕΣ, Όπως φοβόμουν, υπάρχει ένα μικρό πλήθος ρεπόρτερ και φωτογράφων που περιμένει εκεί. Γυρίζουν σαν ένας άνθρωπος, κοιτάζοντας με προσμονή το Audi. «Είστε σίγουρη ότι θέλετε να το κάνετε αυτό, κυρία Γκρέυ;» ρωτάει ο Τέυλορ. Ένα κομμάτι μου θέλει απλώς να πάει στο σπίτι, αλλά αυτό σημαίνει πως θα περάσω τη μέρα με τον κύριο Πυρ και Μανία. Ελπίζω πως λίγος χρόνος θα του επιτρέψει να δει τα πράγματα στις πραγματικές τους διαστάσεις.
Ο Τζακ έχει συλληφθεί, οπότε ο Πενήντα θα έπρεπε να είναι ευχαριστημένος, αλλά δεν είναι. Ένα κομμάτι μου καταλαβαίνει γιατί* πάρα πολλά πράγματα είναι πέρα από τον έλεγχό του, ανάμεσά τους κι εγώ, όμως τώρα δεν έχω καιρό να το σκεφτώ. «Κάνε τον γύρο και πήγαινέ με στην είσοδο των εμπορευμάτων, σε παρακαλώ, Τέυλορ». «Μάλιστα, κυρία μου». ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ, κι έχω κατορθώσει να απορροφηθώ από τη δουλειά όλο το πρωί. Ακούγεται ένα χτύπημα, και η Ελίζαμπεθ χώνει το κεφάλι από την πόρτα. «Μπορώ να μπω ένα λεπτό;» ρωτάει ζωηρά.
«Ασφαλώς...» μουρμουρίζω, αιφνιδιασμένη από την απρογραμμάτιστη επίσκεψή της. Μπαίνει και κάθεται, τινάζοντας τα μακριά μαύρα μαλλιά της πάνω από τον ώμο της. «Ήθελα απλώς να βεβαιωθώ πως είσαι καλά. Ο Ρόουτς μού ζήτησε να σου κάνω επίσκεψη» προσθέτει βιαστικά, και το πρόσωπό της κοκκινίζει. «Θέλω να πω, με όλα αυτά που έγιναν χτες βράδυ...» Η σύλληψη του Τζακ Χάυντ φιγουράρει σε όλες τις εφημερίδες, αλλά κανένας δε φαίνεται να έχει κάνει ακόμα τη σύνδεση με τη φωτιά στην GEH. «Είμαι μια χαρά» αποκρίνομαι, προσπαθώντας να μην πολυσκέφτομαι το πώς αισθάνομαι ο Τζακ ήθελε να μου κάνει κακό, αυτό δεν είναι καινούριο* έχει
ξαναπροσπαθήσει. Για τον Κρίστιαν είναι που ανησυχώ περισσότερο. Ρίχνω μια γρήγορη ματιά στα ηλεκτρονικά μου μηνύματα. Ακόμα τίποτε από κείνον. Δεν ξέρω, αν αποφάσιζα να του στείλω εγώ ένα μήνυμα, μήπως απλώς προκαλέσω ακόμα περισσότερο τον κύριο Πυρ και Μανία. «Ωραία» λέει η Ελίζαμπεθ, και το χαμόγελό της φτάνει αληθινά στα μάτια της, έτσι για αλλαγή. «Αν μπορώ να κάνω κάτι οτιδήποτε χρειάζεσαι-, πες μου το». « Εντάξε ι». Η Ελίζαμπεθ σηκώνεται. «Ξέρω πως έχεις πολλή δουλειά, Άνα. Θα σ’ αφήσω να δουλέψεις».
«Εεε... Ευχαριστώ». Αυτή η συζήτηση πρέπει να ήταν η πιο σύντομη και πιο άσκοπη που έγινε σήμερα στο δυτικό ημισφαίριο. Γιατί την έστειλε εδώ ο Ρόουτς;Ίσως ανησυχεί, μιας και είμαι η γυναίκα του αφεντικού του. Κουνάω το κεφάλι για να διώξω τις μαύρες σκέψεις και απλώνω το χέρι στο BlackBerry, με την ελπίδα πως ίσως υπάρχει κάποιο μήνυμα από τον Κρίστιαν. Κι αυτήν ακριβώς τη στιγμή ακούγεται ο γνωστός ήχος από το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της δουλειάς μου. Από: Κρίστιαν Γκρέυ θέμα: Κατάθεση Ημερομηνία: 26 Αυγούστου 2011, 13:04 Προς: Αναστάζια Γκρέυ Αναστάζια,
Ο ντετέκτιβ Κλαρκ θα σε επισκεφθεί σήμερα στο γραφείο σου στις 3 μ.μ. για να σου πάρει κατάθεση. Επέμεινα να έρθει αυτός σε σένα, γιατί δε θέλω να πας στο αστυνομικό τμήμα. Christian Grey CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.
Κοιτάζω το μήνυμά του πέντε ολόκληρα λεπτά, προσπαθο^ντας να βρω μια ανάλαφρη και πνευματώδη απάντηση ώστε να του φτιάξω το κέφι. Αποτυγχάνω οικτρά και επιλέγω τη συντομία.
Από: Αναστάζια Γκρέυ θέμα: Κατάθεση Ημερομηνία: 26 Αυγούστου 2011, 13:12 Προς: Κρίστιαν Γκρέυ Εντάξει. Αχ Αναστάζια Γκρέυ Επιμελήτρια, ΑΕΣ
Κοιτάζω την οθόνη άλλα πέντε λεπτά, αγωνιώντας για την απάντησή του, αλλά δεν έρχεται τίποτα. Ο Κρίστιαν δεν έχει διάθεση για παιχνίδια σήμερα.
Ακουμπάω στη ράχη της καρέκλας μου. Μπορώ να τον κατηγορήσω; Ο καημένος ο Πενήντα μου κατά πάσα πιθανότητα ήταν ιέ κατάσταση αλλοφροσύνης νωρίς σήμερα το πρωί. Ύστερα μου έρχεται μια σκέψη. Φορούσε το σμόκιν του όταν ξύπνησα το πρωί. Τι ώρα αποφάσισε να επιστρέψει από τη Νέα Υόρκη; Συνήθως φεύγει από τις εκδηλώσεις ανάμεσα στις δέκα και τις έντεκα. Εκείνη την ώρα χτες το βράδυ ήμουν ακόμα έξω με την Κέιτ. Γύρισε ο Κρίστιαν στο σπίτι επειδή ήμουν έξω ή λόγω του επεισοδίου με τον Τζακ; Αν έφυγε επειδή ήμουν έξω και διασκέδαζα, δε θα είχε ιδέα για τον Τζακ, την αστυνομία, για τίποτα ώσπου να προσγειωθεί στο Σιάτλ. Ξαφνικά είναι πολύ σημαντικό για μένα να μάθω. Αν ο Κρίστιαν γύρισε πίσω
απλώς επειδή ήμουν έξω, τότε αντέδρασε υπερβολικά. Το υποσυνείδητό μου κάνει τς τς και παίρνει το ύφος της Άρπυιας. Εντάξει, χαίρομαι που γύρισε, επομένως δεν έχει σημασία. Αλλά και πάλι - ο Κρίστιαν πρέπει να έπαθε φοβερό σοκ όταν προσγειώθηκε. Καθόλου παράξενο που σήμερα είναι τόσο μπερδεμένος. Μου έρχονται ξανά στο μυαλό τα λόγια που είπε νωρίτερα. Είμαι ακόμα έξαλλος μαζί σου, Αναστάζια. Με κάνεις να αμφισβητώ την ευθυκρισία μου! Πρέπει να μάθω γύρισε λόγω του «Κοκτεϊλγκέιτ» ή λόγω του γαμημένου παράφρονα;
Από: Αναστάζια Γκρέυ θέμα: Η πτήση σου Ημερομηνία: 26 Αυγούστου 2011,13:24 Προς: Κρίστιαν Γκρέυ Τι ώρα αποφάσισεε χθες να γυρίσει στο Σιάτλ; Αναστάζια Γκρέυ Επιμελήτρια, ΑΕΣ
Από: Κρίστιαν Γκρέυ θέμα: Η πτήση σρυ Ημερομηνία: 26 Αυγούστου 2011,13:26 Προς: Αναστάζια Γκρέυ Γιατί; Christian Grey
CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.
Από: Αναστάζια Γκρέυ θέμα: Η πτήση σου Ημερομηνία: 26 Αυγούστου 2011,13:29 Προς: Κρίστιαν Γκρέυ Πες το περιέργεια. Αναστάζια Γκρέυ Επιμελήτρια, ΑΕΣ
Από: Κρίστιαν Γκρέυ θέμα: Η πτήση σου Ημερομηνία: 26 Αυγούστου 2011, 13:32 Προς: Αναστάζια Γκρέυ
Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα. Christian Grey CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.
Από: Αναστάζια Γκρέυ θέμα: Ε, Ημερομηνία: 26 Αυγούστου 2011, 13:35 Προς: Κρίστιαν Γκρέυ Σε τι πράγμα παραπέμπει έμμεσα αυτό: Άλλη μία απειλή; Ξέρεις πού θέλω να καταλήξω με αυτό. Σωστά; Αποφάσισες να επιστρέψεις επειδή βγήκα για ένα ποτό με τη φίλη μου
αφού μου ειχες ζητήσει να μη βγω ή γύρισες επειδή στο διαμέρισμά σου βρισκόταν ένας τρελός; Αναστάζια Γκρέυ. Επιμελήτρια, ΑΕΣ
Κοιτάζω την οθόνη μου. Καμία απάντηση. Ρίχνω μια ματιά στο ρολόι του υπολογιστή. Δύο παρά τέταρτο, και ακόμα δεν υπάρχει απάντηση.
Από: Αναστάζια Γκρέυ θέμα: Ιδού το θέμα...
Ημερομηνία: 26 Αυγούστου 2011, 13:56 Προς: Κρίστιαν Γκρέυ θα θεωρήσω τη σιωπή σου ως παραδοχή πωε πράγματι γύρισες στο Σιάτλ επειδή ΑΛΛΑΞΑ ΓΝΩΜΗ. Είμαι ενήλικη γυναίκα και πήγα για ένα ποτό με τη φίλη μου. Δεν κατάλαβα τις επιπτώσεις ως προς την ασφάλεια του γεγονότος ότι ΑΛΛΑΞΑ ΓΝΩΜΗ, επειδή ΔΕ ΜΟΥ ΛΕΣ ΠΟΤΕ ΤΙΠΟΤΑ. Έμαθα από την Κέιτ πως η ασφάλεια στην πραγματικότητα πολλαπλασιάστηκε για όλους τους Γκρέυ, όχι μόνο για μας. Νομίζω πως γενικά αντιδράς υπερβολικά όταν πρόκειται για την ασφάλειά μου και καταλαβαίνω το γιατί, αλλά είσαι σαν τον βοσκό που φώναζε «λύκος».
Ποτέ δεν έχω την παραμικρή ένδειξη για το τι αποτελεί αληθινή απειλή και τι γίνεται απλώς αντιληπτό ως απειλή από σένα. Είχα μαζί μου δύο μέλη της ομάδας ασφάλειας. θεώρησα πως τόσο εγώ όσο και η Κέιτ ήμαστε ασφαλείς. Η αλήθεια είναι πως ήμαστε ασφαλέστερες σ’ εκείνο το μπαρ παρά στο διαμέρισμα. Αν είχα ΕΝΗΜΕΡΩΘΕΙ ΠΛΗΡΩΣ για την κατάσταση, θα είχα ενεργήσει διαφορετικά. Καταλαβαίνω πως oi ανησυχία σου έχουν κάποια σχέση με το υλικό που υπήρχε στον υπολογιστή του Τζακ τουλάχιστον έτσι πιστεύει η Κέιτ. Ξέρειε πόσο ενοχλητικό είναι να μαθαίνω πως η καλύτερή μου φίλη
ξέρει περισσότερα από μένα για όσα σου συμβαίνουν; Και είμαι η ΓΥΝΑΙΚΑ σου. θα μου πεις λοιπόν; Ή θα εξακολουθήσει να με αντιμετωπίζει σαν παιδί, εξασφαλίζοντας τη συνέχεια μιας ανάλογης συμπεριφοράς από μέρους μου; Δεν είσαι ο μόνος που έχει γίνει μπαρούτι, γαμώτο! Εντάξει; Ανά Αναστάζια Γκρέυ Επιμελήτρια, ΑΕΣ
Πατάω «αποστολή». Να κι εγώ άρπα την, Γκρέυ. Παίρνω βαθιά ανάσα. Έχω καταφέρει να γίνω έξω φρενών. Καθόμουν
κι ένιωθα ενοχές και τύψεις επειδή είχα φερθεί άσχημα. Έως εδώ λοιπόν.
Από: Κρίστιαν Γκρέυ θέμα: Ιδού το θέμα... Ημερομηνία: 26 Αυγούστου 2011, 13:59 Προς: Αναστάζια Γκρέυ Oπως πάντα, κυρία Γκρέυ, ευθαρσής και απαιτητική ηλεκτρονικά μηνύματα.
είστε στα
Μπορούμε παντως να το συζητήσουμε αυτό όταν θα γυρίσετε στο σπίτι, στο διαμέρισμά ΜΑΣ.
Να προσέχετε τη γλώσσα σας. Εξακολουθώ κι εγώ να είμαι μπαρούτι, γαμώτο! Christian Grey · CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.
Να προσέχω τη γλώσσα μου; Αγριοκοιτάζω τον υπολογιστή, συνειδητοποιώντας πως αυτή η ιστορία δε με οδηγεί πουθενά. Δεν απαντάω, αλλά παίρνω ένα χειρόγραφο που έλαβα πρόσφατα από κάποιον πολλά υποσχόμενο καινούριο συγγραφέα και αρχίζω να διαβάζω. Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΟΥ με τον ντετέκτιβ Κλαρκ είναι ήρεμη. Είναι λιγότερο
γκρινιάρης από το προηγούμενο βράδυ, ίσως επειδή κατάφερε να κοιμηθεί λίγο. Ή μπορεί απλώς να προτιμάει να δουλεύει στη διάρκεια της μέρας. «Σας ευχαριστώ για την κατάθεσή σας, κυρία Γκρέυ». «Παρακαλώ, ντετέκτιβ. Είναι ακόμα υπό κράτηση ο Τζακ Χάυντ;» «Μάλιστα, κυρία μου. Πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο σήμερα το πρωί. Με τις κατηγορίες που τον βαραίνουν. θα πρέπει να τον κρατήσουμε κάμποσο καιρό...» Χαμογελάει, και τα σκούρα μάτια του ζαρώνουν στις άκρες. «Ωραία. Ο άντρας μου κι εγώ είχαμε πολύ άγχος τελευταία».
«Μίλησα διά μακρόν με τον κύριο Γκρέυ σήμερα το πρωί. Έχει ανακουφιστεί. Ενδιαφέρων άνθρωπος ο σύζυγός σας ». Δεν έχεις ιδέα. «Ναι, έτσι νομίζω...» Του χαρίζω ένα ευγενικό χαμόγελο και καταλαβαίνει πως τον διώχνω. «Αν σκεφτείτε οτιδήποτε, μπορείτε να μου τηλεφωνήσετε. Να η κάρτα μου». Παλεύει να βγάλει μια κάρτα από το πορτοφόλι του και μου τη δίνει. «Ευχαριστώ, ντετέκτιβ. Θα το κάνω». «Καλή σας μέρα, κυρία Γκρέυ». «Καλημέρα».
Όταν φεύγει, αναρωτιέμαι ποιες ακριβώς κατηγορίες απαγγέλθηκαν σΐον Χάυντ. Χωρίς αμφιβολία, ο Κρίστιαν δε θα μου πει. Σουφρώνω τα χείλη. *** Κατευθυνόμαστε σιωπηλοί προς στο Εσκάλα. Αυτήν τη φορά οδηγεί ο Σόγερ, με την Πρέσκοτ στο πλάι του, και η καρδιά μου γίνεται όλο και πιο βαριά καθώς πλησιάζουμε. Είμαι βέβαιη πως θα στήσουμε γερό καβγά με τον Κρίστιαν και δεν ξέρω αν έχω την ενέργεια. Ανεβαίνοντας με το ασανσέρ από το γκαράζ, με την Πρέσκοτ δίπλα μου, προσπαθώ να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου. Τι θέλω να πω; Νομίζω πως τα είπα όλα στο μήνυμά μου. Ίσως μου δώσει
μερικές απαντήσεις. To ελπίζω. Δεν μπορώ να ελέγξω τα νεύρα μου. Η καρδιά μου σφυροκοπάει, το στόμα μου είναι ξερό και οι παλάμες μου ιδρωμένες. Δε θέλω να τσακωθώ. Μερικές φορές όμως είναι τόσο δύσκολος, κι εγώ πρέπει να επιμείνω στις θέσεις μου. Οι πόρτες του ασανσέρ ανοίγουν αποκαλύπτοντας τον προθάλαμο, που είναι και πάλι καθαρός και τακτοποιημένος. Το τραπέζι βρίσκεται στη θέση του κι επάνω του είναι τοποθετημένο ένα καινούριο βάζο με ένα υπέροχο μπουκέτο από απαλές ροζ και άσπρες παιωνίες. Περνώντας, ελέγχω στα γρήγορα τους πίνακες όλες οι Μαντόνες φαίνονται σώες. Η σπασμένη πόρτα του προθάλαμου έχει επιδιορθωθεί και λειτουργεί πάλι κανονικά, και η Πρέσκοτ
μού την ανοίγει ευγενικά. Ήταν πολύ σιωπηλή σήμερα. Νομίζω πως την προτιμώ έτσι. Αφήνω τον χαρτοφύλακά μου στο χολ και κατευθύνομαι προς το μεγάλο δωμάτιο. Σταματάω. Γαμώτο μου... «Καλησπέρα, κυρία Γκρέυ...» λέει σιγανά ο Κρίστιαν. Στέκεται δίπλα στο πιάνο, ντυμένος με στενό μαύρο μπλουζάκι και τζιν... Εκείνο το τζιν -αυτό που φορούσε στην αίθουσα ψυχαγωγίας. Ποπό! Είναι από ξεπλυμένο γαλάζιο ντένιμ, εφαρμοστό, σκισμένο στο γόνατο και σέξι. Με πλησιάζει νωχελικά, με τα πόδια γυμνά, το επάνω κουμπί του τζιν ξεκούμπωτο, ενώ τα φλογερά του μάτια δεν αφήνουν τα δικά μου.
«Χαίρομαι που περίμενα...»
γύρισες
σπίτι.
Σε
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΤΕΚΑ «Ετσι, Ε;» ΨΙΘΥΡΙΖΩ. Το στόμα μου ξεραίνεται ακόμα περισσότερο, η καρδιά μου σφυροκοπάει στο στήθος μου. Γιατί είναι ντυμένος έτσι; Τι σημαίνει; Είναι ακόμα μουτρωμένος; «Έτσι...» Η φωνή του είναι απαλή σαν χάδι, αλλά με πλησιάζει υπομειδιώντας. Είναι σέξι το τζιν εφαρμόζει στους γοφούς του με κείνο τον τρόπο. Α, όχι... Ο κύριος Κινούμενο Σεξ δεν πρόκειται να μου αποσπάσει την προσοχή. Καθώς με
πλησιάζει αγέρωχα, προσπαθώ να ζυγίσω τη διάθεσή του. Θυμωμένος; Παιγνιδιάρης; Λάγνος; Να πάρει! Αδύνατον να καταλάβω. «Μ’ αρέσει το τζιν σου...» μουρμουρίζω. Μου χαρίζει ένα αφοπλιστικό, λιμασμένο χαμόγελο που δε φτάνει στα μάτια του. Σκατά... Ακόμα έξαλλος είναι! Φοράει το τζιν για να μου αποσπάσει την προσοχή. Σταματάει μπροστά μου, και η έντασή του με καψαλίζει. Με κοιτάζει με γουρλωμένα, ανεξιχνίαστα μάτια που πετούν φλόγες. Ξεροκαταπίνω. «Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, έχετε κάποια προβλήματα, κυρία Γκρέυ...» λέει μελιστάλαχτα και τραβάει κάτι από την κωλότσεπη του τζιν του.
Δεν μπορώ να πάρω τα μάτια από τα δικά του, αλλά τον ακούω να ξεδιπλώνει ένα χαρτί. To σηκώνει, και ρίχνοντας μια σύντομη ματιά, αναγνωρίζω το ηλεκτρονικό μου μήνυμα. Τα μάτια μου επιστρέφουν στα δικά του, που αστράφτουν από θυμό. «Ναι, έχω κάποια προβλήματα...» αποκρίνομαι ξέπνοη. Αν είναι να συζητήσουμε αυτό το θέμα, χρειάζομαι απόσταση. Αλλά πριν προλάβω να κάνω ένα βήμα πίσω, σκύβει και περνάει τη μύτη του πάνω από τη δική μου. Τα μάτια μου τρεμοπαίζουν και κλείνουν καθώς καλωσορίζω αυτό το ευπρόσδεκτο, απαλό άγγιγμα. «Το ίδιο κι εγώ...» ψιθυρίζει επάνω στο δέρμα μου, και στα λόγια του τα βλέφαρά
μου ανοίγουν. Ισιώνει το κορμί του και στυλώνει ξανά το βλέμμα του επάνω μου. «Νομίζω πως τα προβλήματά σου μου είναι γνωστά, Κρίστιαν...» Ο τόνος μου είναι σαρκαστικός, κι εκείνος στενεύει τα μάτια, πνίγοντας την ευθυμία που προς στιγμήν σπιθίζει μέσα τους. Θα τσακωθούμε; Κάνω ένα ποοληπτικό βήμα πίσω. Πρέπει να απομακρυνθώ σωματικά από κοντά του από τη μυρωδιά, το βλέμμα, το σώμα του, που μου αποσπά την προσοχή με αυτό το τζιν. Καθώς απομακρύνομαι, κατσουφιάζει. Γιατί γύρισες από τη Νέα Υόρκη;» ρωτάω σιγανά. Ας τελειώνουμε με αυτό. «Ξέρεις γιατί...» Η φωνή του έχει μια προειδοποιητική χροιά.
«Επειδή βγήκα έξω με την Κέιτ;» «Επειδή αθέτησες τον λόγο σου και με αψήφησες, βάζοντας τον εαυτό σου σε περιττό κίνδυνο». «Αθέτησα τον λόγο μου; Έτσι το βλέπεις;» λέω με κομμένη την ανάσα, αγνοώντας την υπόλοιπη φράση του. «Ναι». Να πάρει... Ο ορισμός της υπερβολικής αντίδρασης! Κάνω να υψώσω το βλέμμα στον ουρανό, αλλά σταματάω όταν με κοιτάζει βλοσυρά. «Κρίστιαν, άλλαξα γνώμη...» εξηγώ αργά, υπομονετικά, σαν σε παιδάκι. «Είμαι
γυναίκα. Είμαστε πασίγνωστες γι’ αυτό το πράγμα. Αυτό κάνουμε». Ανοιγοκλείνει τα μάτια του θαρρείς και δεν το κατανοεί. «Αν είχα σκεφτεί έστω και για μια στιγμή ότι θα ακύρωνες το επαγγελματικό σου ταξίδι...» Χάνω τα λόγια μου. Συνειδητοποιώ πως δεν ξέρω τι να πω. Προς στιγμήν εκσφενδονίζομαι πίσω στον καβγά για τους γαμήλιους όρκους μας. Ποτέ δεν υποσχέθηκα να σε υπακούω, Κρίστιαν. Κρατάω όμως το στόμα μου κλειστό, επειδή βαθιά μέσα μου χαίρομαι που γύρισε. Παρά την οργή του, είμαι χαρούμενη που είναι εδώ μπροστά μου σώος, θυμωμένος και οργίλος.
«Άλλαξες γνώμη;» Δεν μπορεί να κρύψει την περιφρονητική δυσπιστία του. «Ναι». «Και δε σκέφτηκες να μου τηλεφωνήσεις;» Με αγριοκοιτάζει σαν να μην το πιστεύει και συνεχίζει. «Επιπλέον άφησες την ομάδα ασφάλειας εδώ λειψή κι έβαλες τον Ράιαν σε κίνδυνο». Ω... Αυτό δεν το είχα σκεφτεί. «Έπρεπε να έχω τηλεφωνήσει, μα δεν ήθελα να σε ανησυχήσω. Αν σε είχα πάρει τηλέφωνο, είμαι σίγουρη πως θα μου είχες απαγορεύσει να πάω, και μου είχε λείψει η Κέιτ. Ήθελα να τη δω. Άλλωστε αυτό με κράτησε μακριά όταν ο Τζακ ήταν εδώ. Ο Ράιαν δεν έπρεπε να τον έχει αφήσει να μπει». Πολύ μπερδεμένο το ζήτημα: αν ο
Ράιαν δεν τον είχε αφήσει να μπει, ο Τζακ θα κυκλοφορούσε ακόμα ελεύθερος. Τα μάτια του Κρίστιαν γυαλίζουν άγρια, μετά κλείνουν, και το πρόσωπό του τσιτώνεται σαν να πονάει. Οχ, όχι... Κουνάει το κεφάλι του, και προτού το καταλάβω, με έχει κλείσει στην αγκαλιά του, τραβώντας με δυνατά επάνω του. « Ω Άνα ...» μουρμουρίζει, σφίγγοντάς με πιο πολύ, έτσι που μετά βίας αναπνέω. «Αν σου συνέβαινε κάτι...» Η φωνή του ένας ψίθυρος. «Τίποτα δε μου συνέβη...» καταφέρνω να πω. «Θα μπορούσε όμως. Σήμερα πέθανα χίλιες φορές στη σκέψη αυτού που θα μπορούσε
να έχει συμβεί. Ήμουν τόσο έξαλλος, Άνα. 'Εξαλλος μαζί σου. Έξαλλος με τον εαυτό μου. Έξαλλος με όλους! Δεν μπορώ να θυμηθώ τον εαυτό μου τόσο θυμωμένο, εκτός...» Σταματάει πάλι. «Εκτός;» τον παροτρύνω. «Μια φορά στο παλιό σου διαμέρισμα. Όταν ήταν εκεί η Λέιλα». Ω... Αυτό δε θέλω να το σκέφτομαι. «Ήσουν τόσο ψυχρός σήμερα το πρωί...» λέω σιγανά. Η φωνή μου τσακίζει στην τελευταία λέξη, καθώς θυμάμαι το απαίσιο αίσθημα απόρριψης στο ντους. Τα χέρια του μετακινούνται στον αυχένα μου χαλαρώνοντας το σφίξιμο, και παίρνω βαθιά ανάσα. Μου τραβάει πίσω το κεφάλι.
«Δεν ξέρω πώς να τα βγάλω πέρα με αυτό τον θυμό. Δε νομίζω πως θέλω να σε πονέσω...» αποκρίνεται, με τις κόρες του διεσταλμένες, τα μάτια του επιφυλακτικά. «Σήμερα το πρωί ήθελα να σε τιμωρήσω άσχημα και...» Κάνει μια παύση, ψάχνοντας, νομίζω, να βρει τα λόγια ή επειδή φοβάται πολύ να τα διατυπώσει. «Ανησυχούσες ότι θα με πονέσεις;» συμπληρώνω τη φράση για λογαριασμό του, χωρίς να πιστεύω ούτε στιγ-μη πως θα με πονούσε και νιώθοντας ανακούφιση. Ένα μικρό κακόψυχο κομμάτι μου φοβόταν ότι δε με ήθελε πια. «Δεν είχα εμπιστοσύνη στον εαυτό μου» λέει ήρεμα.
«Κρίστιαν, ξέρω πως ποτέ δε θα με πονούσες. Όχι σωματικά, εν πάση περιπτώσει». Αρπάζω το κεφάλι του στα χέρια μου. «Αλήθεια;» ρωτάει, και στη φωνή του υπάρχει δυσπιστία. «Ναι. Ήξερα πως αυτό που είπες ήταν μια κενή απειλή. Το ξέρω πως δεν πρόκειται να με σπάσεις στο ξύλο». «Ήθελα να το κάνω...» «Όχι, δεν ήθελες. Απλώς νόμιζες ότι ήθελες». «Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια αυτό...» ψελλίζει.
«Σκέψου το» τον προτρέπω, τυλίγοντας ξανά τα χέρια γύρω του και τρίβοντας τη μύτη μου στο στήθος του πάνω από το μαύρο μπλουζάκι. «Το πώς ένιωσες όταν σ’ άφησα. Μου έχεις πει αρκετές φορές τι επίδραση είχε αυτό επάνω σου. Πώς άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο βλέπεις τον κόσμο, εμένα... Ξέρω τι έχεις εγκαταλείψει για μένα. Σκέψου πώς ένιωσες για τα σημάδια από τις χειροπέδες στον μήνα του μέλιτος». Μαρμαρώνει, και ξέρω πως επεξεργάζεται αυτές τις πληροφορίες. Σφίγγω τα μπράτσα γύρω του, με τα χέρια μου στην πλάτη του, νιώθοντας τους τσιτωμένους, γυμνασμένους μυς του κάτω από το μπλουζάκι. Σταδιακά χαλαρώνει, και η ένταση σιγά σιγά υποχωρεί.
Αυτό τον ανησυχούσε; Πως μπορεί να με πονούσε; Γιατί έχω περισσότερη πίστη εγώ σ’ αυτόν απ’ ό,τι ο ίδιος στον εαυτό του; Δεν καταλαβαίνω· σίγουρα έχουμε κάνει πρόοδο. Συνήθως είναι τόσο δυνατός, έχει τον έλεγχο, αλλά χωρίς αυτό είναι χαμένος. Ω Πενήντα, Πενήντα, Πενήντα με συγχωρείς. Μου φιλάει τα μαλλιά, σηκώνω το πρόσωπο προς το δικό του, και τα χείλη του βρίσκουν τα δικά μου, ψάχνοντας, δίνοντας, ικετεύοντας για ποιο πράγμα, δεν ξέρω. Απλώς θέλω να νιώσω το στόμα του στο δικό μου και του ανταποδίδω παθιασμένα το φιλί. «Έχεις τόση πίστη σε μένα...» τραυλίζει όταν απομακρύνεται. «Έχω».
Μου χαϊδεύει το πρόσωπο με την ανάστροφη της παλάμης του και την άκρη του αντίχειρα, κοιτάζοντάς με εξεταστικά στα μάτια. Ο θυμός του έχει χαθεί. Ο Πενήντα μου έχει επιστρέψει από κει όπου βρισκόταν. Χαίρομαι που τον βλέπω. Σηκώνω τα μάτια και χαμογελάω συνεσταλμένα. «Άλλωστε» ψιθυρίζω χαρτούρα.,.».
«δεν
έχεις
τη
Το στόμα του ανοίγει διάπλατα με ξαφνιασμένη ευθυμία και με σφίγγει, πάλι στο στήθος του. «Έχεις δίκιο. Δεν την έχω!» αποκρίνεται γελώντας. Στεκόμαστε στη μέση του μεγάλου δωματίου σφιχταγκαλιασμένοι, απλώς κρατώντας ο ένας τον άλλο.
«Έλα στο κρεβάτι...» λέει σιγανά, έπειτα από, ο Θεός ξέρει, πόση ώρα. Ποπό... «Κρίστιαν, πρέπει να μιλήσουμε...» «Αργότερα» με παροτρύνει μαλακά. «Κρίστιαν, σε παρακαλώ... Μίλησέ μου». Αναστενάζει. «Για ποιο πράγμα;» «Ξέρεις. Με κρατάς στο σκοτάδι». «Θέλω να σε προστατέψω». «Δεν είμαι παιδί». «Έχω πλήρη επίγνωση αυτού του γεγονότος, κυρία Γκρέυ». Κατεβάζει το
χέρι του στο σώμα μου και μου χουφτώνει τα πισινά. Καμπυλώνοντας τους γοφούς του, πιέζει επάνω μου το πέος του, που όλο και σκληραίνει. «Κρίστιαν!» τον αποπαίρνω. «Μίλα μου». Αναστενάζει, εκνευρισμένος ξανά. «Τι θες να μάθεις;» Η φωνή του είναι καρτερική καθώς με αφήνει. Απογοητεύομαι δεν εννοούσα να με αφήσεις. Πιάνοντάς με από το χέρι, σκύβει να μαζέψει το μήνυμά μου από το πάτωμα. «Πολλά πράγματα...» μουρμουρίζω, αφήνοντάς τον να με οδηγήσει στον καναπέ.
«Κάτσε! » με προστάζει. Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ, συλλογίζομαι υπακούοντας. Ο Κρίστιαν κάθεται δίπλα μου και σκύβει προς τα εμπρός, με το κεφάλι στα χέρια του. Οχ, όχι... Μήπως παραείναι δύσκολο γι’ αυτόν;Ύστερα ανακάθεται, περνάει και τα δυο χέρια μέσα από τα μαλλιά του και στρέφεται προς το μέρος μου περιμένοντας, αλλά ταυτόχρονα συμφιλιωμένος με τη μοίρα του. «Ρώτα με» λέει λιτά. Ω... Τελικά ήταν πιο εύκολο απ’ ό,τι περίμενα. « Προς τι η πρόσθετη αόφάλεια για την οικογένειά σου;»
«Ο Χάυντ ήταν απειλή γι’ αυτούς». «Πού το ξέρεις;» «Από τον υπολογιστή του. Περιείχε προσωπικές λεπτομέρειες για μένα και την υπόλοιπη οικογένειά μου. Ειδικά για τον Κάρρικ». «Τον Κάρρικ; Γιατί αυτόν;» «Δεν ξέρω ακόμα. Πάμε στο κρεβάτι». «Κρίστιαν, πες μου!» «Τι να σου πω;» «Είσαι τόσο... εξοργιστικός!» «Το ίδιο κι εσύ!» Με αγριοκοιτάζει.
«Δεν αύξησες την ασφάλεια όταν πρωτοανακάλυψες πως υπήρχαν στοιχεία για την οικογένειά σου στον υπολογιστή. Τι έγινε λοιπόν; Γιατί τώρα;» Ο Κρίστιαν στενεύει τα μάτια. «Δεν ήξερα πως θα επιχειρούσε να κάψει το κτίριό μου ή...» Σταματάει. «Νομίζαμε πως ήταν μια δυσάρεστη εμμονή, αλλά ξέρεις» ανασηκώνει τους ώμους-, «όταν είσαι δημόσιο πρόσωπο, ο κόσμος ενδιαφέρεται. Ήταν τυχαίες πληροφορίες: ειδήσεις για μένα από τότε που ήμουν στο Χάρβαρντ, οι επιδόσεις μου στην κωπηλασία, η καριέρα μου. Αναφορές για τον Κάρρικ -για την καριέρα του και την καριέρα της μαμάς μουκαι σε κάποιον βαθμό για τον Έλλιοτ και τη Μία». Πολύ παράξενο.
«Είπες ή» του υπενθυμίζω. «Ή τι;» «Είπες: “Δεν ήξερα πως θα επιχειρούσε να κάψει το κτίριό μου ή...”. Σαν να ετοιμαζόσουν να πεις κάτι άλλο». «Πεινάς;» Ορίστε; Τον στραβοκοιτάζω, στομάχι μου γουργουρίζει.
και
το
«Έφαγες σήμερα;» Η φωνή του είναι πιο αυστηρή, και το βλέμμα του παγώνει. Με προδίδει το κοκκίνισμά μου. «Όπως το φαντάστηκα». Ο τόνος του είναι κοφτός. «Ξέρεις πώς αισθάνομαι όταν δεν τρως. Έλα» λέει. Σηκώνεται και απλώνει
το χέρι του. «Άσε με να σε ταΐσω...» Και αλλάζει πάλι ύφος... Αυτήν τη φορά η φωνή του είναι γεμάτη αισθησιακές υποσχέσεις. «Να με ταΐσεις;» ρωτάω ψιθυριστά, ενώ τα πάντα από τον αφαλό μου και κάτω λιώνουν. Διάολε... Πρόκειται για αντιπερισπασμό, μια κλασική εκτροπή από το θέμα που συζητούσαμε. Αυτό είναι; Αυτό θα του εκμαιεύσω όλο κι όλο τώρα; Με οδηγεί στην κουζίνα και αρπάζει ένα σκαμνί, μεταφέροντάς το στην άλλη πλευρά της νησίδας. «Κάτσε» λέει.
«Που είναι η κυρία Τζόουνς;» λέω, προσέχοντας πρώτη φορά την απουσία της καθώς κουρνιάζω στο σκαμνί. «Της έδωσα ρεπό για απόψε. Το ίδιο και στον Τέυλορ». «Γιατί;» Με κοιτάζει μια στιγμή, και η υπεροπτική ευθυμία του επιστρέφει. «Επειδή μπορώ...» «Δηλαδή θα μαγειρέψεις;» Η φωνή μου προδίδει τη δυσπιστία μου. «Είστε ολιγόπιστη, κυρία Γκρέυ. Κλείστε τα μάτια».
Ποπό! Νόμιζα πως θα κάναμε άγριο καβγά, και να που είμαστε εδώ και παίζουμε στην κουζίνα. «Κλείσ’ τα!» με διατάζει. Υψώνω πρώτα το βλέμμα στον ουρανό, μετά υπακούω. «Χμμμ... Όχι πολύ καλά κλεισμένα...» μουρμουρίζει. Ανοίγω το ένα μάτι και τον βλέπω να βγάζει ένα δαμασκηνί μεταξωτό μαντίλι από την κωλότσεπη του τζιν του. Είναι ασορτί με το φουστάνι μου. Να πάρει! Τον κοιτάζω ερωτηματικά. Πότε το πήρε αυτό; «Κλείσε! » με προστάζει πάλι. «Μην κρυφοκοιτάς».
«Θα μου δέσεις τα μάτια;» ψελλίζω σοκαρισμένη. Ξαφνικά μου έχει κοπεί η αναπνοή. «Ναι». «Κρίστιαν...» τραυλίζω, και βάζει το δάχτυλό του στα χείλη μου, κάνοντάς με να σωπάσω. Θέλω να μιλήσουμε. «Θα μιλήσουμε αργότερα. Τώρα θέλω να σε ταΐσω. Είπες ότι πεινάς». Με φιλάει μαλακά στα χείλη. Το μετάξι του μαντιλιού είναι απαλό επάνω στα βλέφαρά μου καθώς το δένει γερά στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου. «Βλέπεις;» ρωτάει.
« Όχι ...» απαντάω μουρμουριστά, υψώνοντας νοερά το βλέμμα στον ουρανό. Γελάει σιγανά. «Καταλαβαίνω πότε υψώνεις το βλέμμα στον ουρανό... Ξέρεις πώς με κάνει να νιώθω αυτό». Του σουφρώνω τα χείλη. «Μπορούμε να τελειώνουμε;» λέω κοφτά. «Τόση ανυπομονησία, κυρία Γκρέυ... Τόση λαχτάρα για κουβέντα». Ο τόνος του είναι παιχνιδιάρικος. «Ναι!» «Πρώτα πρέπει να σε ταΐσω...» λέει και περνάει απαλά τα χείλη του πάνω από τον κρόταφό μου, ηρεμώντας με αμέσως.
Εντάξει... Κάνε ό,τι θέλεις. Παραδίδομαι στη μοίρα μου και αφουγκράζομαι τις κινήσεις του ολόγυρα στην κουζίνα. Η πόρτα του ψυγείου ανοίγει, και ο Κρίστιαν τοποθετεί διάφορα πιάτα στον πάγκο πίσω μου. Προχωράει προς τον φούρνο μικροκυμάτων, βάζει κάτι μέσα και τον ανάβει. Η περιέργειά μου έχει φουντώσει. Ακούω τον μοχλό της τοστιέρας να κατεβαίνει, το στρίψιμο του κουμπιού ελέγχου και τον σιγανό ρυθμικό χτύπο του χρονομέτρου. Χμμμ... Τοστ; «Ναι, λαχταράω να κουβεντιάσω...» μουρμουρίζω αφηρημένη. Ένα μείγμα εξωτικών, πικάντικων αρωμάτων γεμίζει την κουζίνα, και αναδεύομαι στην καρέκλα μου.
«Κάτσε ήσυχα, Αναστάζια». Είναι πάλι κοντά μου. «Θέλω να φερθείς καλά...» ψιθυρίζει. Ποπό! «Και μη δαγκώνεις το χείλος σου». Μου τραβάει απαλά το κάτω χείλος ελευθερώνοντάς το από τα δόντια μου, και δεν μπορώ να μη χαμογελάσω. Μετά ακούω τον απότομο ήχο ενός φελλού που βγαίνει από ένα μπουκάλι και τον ήχο του κρασιού που χύνεται σ’ ένα ποτήρι. Ακολουθεί μια στιγμή σιωπής και ύστερα ένα σιγανό κλικ και το χαμηλό σφύριγμα λευκού θορύβου από τα ηχεία surround που παίρνουν ζωή. Ένας δυνατός ήχος κιθάρας ξεκινάει ένα τραγούδι που δε γνωρίζω. Ο Κρίστιαν κατεβάζει την ένταση, έτσι που να
ακούγεται απλώς στο βάθος. Ένας άντρας αρχίζει να τραγουδάει με βαθιά, χαμηλή και σέξι φωνή. «Ένα ποτό πρώτα, νομίζω...» λέει ψιθυριστά ο Κρίστιαν, αποσπώντας μου την προσοχή από το τραγούδι. «Πίσω το κεφάλι». Γέρνω το κεφάλι προς τα πίσω. « Κι άλλο» με παροτρύνει. Υπακούω, και τα χείλη του είναι στα δικά μου. Δροσερό κρασί κυλάει μέσα στο στόμα μου. Καταπίνω αντανακλαστικά. Ποπό... Με κατακλύζουν όχι και πολύ παλιές αναμνήσεις εγώ δεμένη στο κρεβάτι μου στο Βανκούβερ πριν από την αποφοίτησή μου, με έναν ξαναμμένο, θυμωμένο Κρίστιαν, ο οποίος δεν είχε ενθουσιαστεί από το ηλεκτρονικό μου μήνυμα. Χμμμ... Άλλαξαν οι καιροί; Όχι
πολύ. Μόνο που τώρα αναγνωρίζω το κρασί, το αγαπημένο του Κρίστιαν ένα Sancerre. «Μμμ...» μουρμουρίζω επιδοκιμαστικά. «Σ’ αρέσει το κρασί;» ρωτάει χαμηλόφωνα. Η ανάσα του ζεστή στο μάγουλό μου. Είμαι λουσμένη στην εγγύτητά του, στη ζωτικότητα, στη θέρμη που εκπέμπεται από το κορμί του, αν και δε με αγγίζει. «Ναι...» απαντάω σιγανά. «Κι άλλο;» «Πάντα θέλω κι άλλο μαζί σου».
Σχεδόν ακούω το χαμόγελό του· με κάνει να χαμογελάσω κι εγώ. «Κυρία Γκρέυ, με φλερτάρετε;» «Ναι». H βέρα του κουδουνίζει επάνω στο ποτήρι καθώς πίνει άλλη μία γουλιά κρασί. Αυτό θα πει σέξι ήχος. Τούτη τη φορά μού τραβάει κατευθείαν το κεφάλι προς τα πίσω, πιάνοντάς το με τα χέρια του. Με ξαναφιλάει και καταπίνω άπληστα το κρασί που μου δίνει. Χαμογελάει και με φιλάει πάλι. «Πεινάς;» «Νομίζω πως αυτό το εμπεδώσαμε, κύριε Γκρέυ».
Ο τροβαδούρος στο iPod τραγουδάει για αμαρτωλά παιχνίδια. Χμμμ... Πολύ ταιριαστό. Ο φούρνος μικροκυμάτων ηχεί, κι εκείνος με αφήνει. Ισιώνω το σώμα μου. Η μυρωδιά του φαγητού είναι πικάντικη: σκόρδο, μέντα, ρίγανη, δεντρολίβανο και αρνί, νομίζω. Η πόρτα του φούρνου ανοίγει, και η ορεκτική μυρωδιά γίνεται εντονότερη. «Σκατά! Χριστέ μ.ου!» αναφωνεί ο Κρίστιαν, κι ένα πιάτο κροταλίζει επάνω στον πάγκο. Ω Πενήντα! Είσαι καλά;» « Ναι! » απαντάει απότομα, και η φωνή του είναι γεμάτη ένταση. Έπειτα από μια στιγμή στέκεται πάλι μπροστά μου. «Απλώς
κάηκα. Ορίστε». Χώνει τον δείκτη του μέσα στο στόμα μου. «Πιπίλισέ τον να γιάνει...» «Ω...» Αρπάζοντας το χέρι του, τραβάω το δάχτυλο αργά από το στόμα μου. «Θα περάσει, θα περάσει...» τον παρηγορώ, και σκύβοντας εμπρός, φυσάω το δάχτυλό του, μετά το φιλάω απαλά δύο φορές. Σταματάει να αναπνέει. Το ξαναβάζω στο στόμα μου και πιπιλίζω μαλακά. Παίρνει απότομη ανάσα, και ο ήχος ταξιδεύει κατευθείαν στους βουβώνες μου. Η γεύση του είναι υπέροχη όπως πάντα, και συνειδητοποιώ πως αυτό είναι το παιχνίδι του η αργή αποπλάνηση της γυναίκας του. Νόμιζα πως ήταν έξαλλος, και τώρα... Αυτός ο ανθρωπος, ο άντρας μου, είναι τόσο ακατανόητος. Έτσι μου αρέσει όμως. Παιχνιδιάρης. Αστείος. Σέξι όσο δεν
παίρνει. Μου έδωσε μερικές απαντήσεις, αλλά είμαι άπληστη, θέλω κι άλλες. Θέλω όμως και να παίξω. Έπειτα από το σημερινό άγχος και την ένταση, και τον χτεσινοβραδινό εφιάλτη με τον Τζακ, η διασκέδαση είναι καλοδεχούμενη. «Τι σκέφτεσαι;» μουρμουρίζει ο Κρίστιαν, βάζοντας απότομα τέλος στις σκέψεις μου καθώς τραβάει το δάχτυλό του από το στόμα μου. «Πόσο ευμετάβλητος είσαι». Κοκαλώνει δίπλα μου. «Πενήντα Αποχρώσεις, μωρό μου...» λέει τελικά, φιλώντας με τρυφερά στη γωνία του στόματός μου.
«Οι Πενήντα Αποχρώσεις μου...» ψιθυρίζω. Αρπάζοντας το μπλουζάκι του, τον ξανατραβάω επάνω μου. «Α, όχι, κυρία Γκρέυ... Μην αγγίζετε... Όχι ακόμα». Μου πιάνει το χέρι, το αποσπά από το μπλουζάκι του και μου φιλάει ένα ένα τα δάχτυλα. «Ανακάθισε!» με διατάζει. Σουφρώνω τά χείλη. «Θα σ’ τις βρέξω, αν σουφρώνεις τα χείλη! Άνοιξε καλά το στόμα σου». Ω, γαμώτο... Ανοίγω το στόμα και μου βάζει μέσα μια πιρουνιά πικάντικου, καυτού αρνιού με μια δροσερή σος
γιαουρτιού που έχει γεύση δυόσμου. Μμμ... Μασάω. «Σ’ αρέσει;» «Ναι». Βγάζει έναν επιδοκιμαστικό ήχο, και ξέρω πως τρώει κι αυτός και το απολαμβάνει. «Κι άλλο;» Γνέφο^ καταφατικά. Μου δίνει άλλη μία πιρουνιά και μασάω με ενθουσιασμό. Κατεβάζει το πιρούνι... Και κόβει ψωμί, νομίζω. « Άνοιξε! » με προστάζει. Αυτήν τη φορά είναι πίτα και χούμους. Συνειδητοποιώ πως η κυρία Τζόουνς -ή
ίσως και ο ίδιος ο Κρίστιανπήγε για ψώνια στο ντελικατέσεν που ανακάλυψα πριν από πέντε περίπου εβδομάδες, μόλις δύο τετράγωνα από το Εσκάλα. Μασάω με ευγνωμοσύνη. Ο Κρίστιαν σε παιχνιδιάρικη διάθεση μου αυξάνει την όρεξη. «Κι άλλο;» ρωτάει. Γνέφω καταφατικά. «Κι άλλο απ’ όλα. Σε παρακαλώ... Πεθαίνω της πείνας». Ακούω το χαρούμενο γέλιο του. Με ταΐζει αργά, υπομονετικά, αφαιρώντας πότε πότε με ένα φιλί ένα κομματάκι φαγητού από την άκρη του στόματός μου ή σκουπίζοντάς το με τα δάχτυλα. Πού και πού μου προσφέρει μια γουλιά κρασί με τον μοναδικό του τρόπο.
«Άνοιξε καλά και· μετά δάγκωσε...» μουρμουρίζει. Υπακούω,στη διαταγή του. Χμμμ... Ένα από τα αγαπημένα μου: ν :ολμαδάκια. Ακόμα και κρύα είναι υπέροχα, αν και τα προτιμώ ζεστά. Δε θέλω όμως να διακινδυνεύσω να ξανακαεί ο Κρίστιαν. Με ταΐζει αργά, κι όταν τελειώνω, γλείφω τα δάχτυλά του για να τα καθαρίσω. «Κι άλλο;» ρωτάει με χαμηλή και βραχνή φωνή. Γνέφω αρνητικά. Έχω χορτάσει. «Ωραία» ψιθυρίζει στο αυτί μου, «επειδή είναι ώρα για το αγαπημένο μου πιάτο. Εσένα...». Με σηκώνει στην αγκαλιά του αιφνιδιάζοντάς με τόσο πολύ, που τσιρίζω.
«Μπορώ να βγάλω το μαντίλι;» «Όχι». Σχεδόν σουφρώνω τα θυμάμαι την απειλή ξανασκέφτομαι. «Αίθουσα χαμηλόφωνα.
χείλη, ύστερα του και το
ψυχαγωγίας...»
λέει
Ω δεν ξέρω αν είναι καλή ιδέα. «Μπορείς να αντιμετωπίσεις την πρόκληση;» ρωτάει. Κι επειδή χρησιμοποίησε τη λέξη «πρόκληση», δεν μπορώ να πω όχι.
«Δώσ’ τα όλα...» απαντάω σιγανά, ενώ ο πόθος και κάτι που δε θέλω να ονοματίσω διαπερνούν το σώμα μου. Περνάει την πόρτα κουβαλώντας με, μετά ανεβαίνει τη σκάλα προς τον δεύτερο όροφο. «Νομίζω πως αδυνάτισες...» μουρμουρίζει αποδοκιμαστικά. Μπα; Ωραία. Θυμάμαι το σχόλιό του όταν γυρίσαμε από τον μήνα του μέλιτος και πόσο με'έτσουξε. Χριστέ μου μόλις πριν από μία εβδομάδα ήταν αυτό; Έξω από την αίθουσα ψυχαγωγίας με αφήνει να γλιστρήσω επάνω στο κορμί του και με απιθώνει στα πόδια μου, κρατάει όμως το μπράτσο του τυλιγμένο γύρω από τη μέση μου. Ξεκλειδώνει βιαστικά την πόρτα.
Μυρίζει πάντα το ίδιο: βερνικωμένο ξύλο και εσπεριδοειδή. Για την ακρίβεια, έχει γίνει παρηγορητική αυτή η μυρωδιά. Αφήνοντάς με, ο Κρίστιαν με στρέφει από την άλλη, έτσι που να του έχω γυρισμένη την πλάτη. Λύνει το μαντίλι, και ανοιγοκλείνω τα μάτια στο χαμηλό φως. Τραβάει μαλακά τις φουρκέτες από τον κότσο μου, και η κοτσίδα μου ελευθερώνεται. Την αρπάζει και την τραβάει μαλακά, αναγκάζοντάς με να κάνω ένα βήμα πίσω και να ακουμπήσω επάνω του. «Έχω ένα σχέδιο...» μου ψιθυρίζει στο αυτί, στέλνοντας υπέροχα ρίγη στη ραχοκοκαλιά μου. «Το φαντάστηκα αποκρίνομαι.
πως
θα
είχες»
Με φιλάει κάτω από το αυτί. «Ω κυρία Γκρέυ, έχω...» Ο τόνος του είναι απαλός, υπνωτιστικός. Τραβάει την κοτσίδα μου στο πλάι και μου δίνει μια σειρά φιλιά στον λαιμό. «Πρώτα πρέπει να σε γδύσουμε...» Η φωνή του βγαίνει χαμηλά από τον λαιμό του και αντηχεί σε όλο μου το κορμί. Το θέλω αυτό ό,τι κι αν έχει σχεδιάσει. Θέλω να συνδεθούμε με τον τρόπο που ξέρουμε. Με γυρίζει από την άλλη, έτσι που να τον βλέπω. Ρίχνω μια ματιά στο τζιν του. Το επάνω κουμπί είναι ακόμα ξεκούμπωτο, και δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό. Περνάω τον δείκτη μου γύρω γύρω από τη ζώνη του παντελονιού, αποφεύγοντας το μπλουζάκι, νιώθοντας τις τρίχες που οδηγούν στο εφήβαιο του να μου γαργαλούν την άρθρωση. Παίρνει βαθιά
εισπνοή, και σηκώνω το βλέμμα για να συναντήσω το δικό του. Σταματάω στο ξεκούμπωτο κουμπί. Τα μάτια του σκοτεινιάζουν, παίρνοντας ένα πιο βαθύ γκρίζο χρώμα... Ποπό! «Μην το βγάλεις αυτό...» τραυλίζω. «Αυτή την πρόθεση έχω, Αναστάζια». Και κινείται’, αρπάζοντάς με με το ένα χέρι από τον αυχένα και με το άλλο γύρω από τους γλουτούς μου. Με τραβάει επάνω του, ύστερα το στόμα του αγγίζει το δικό μου και με φιλάει σαν να κρέμεται από αυτό η ζωή του. Ποπό!
,Με οδηγεί με την όπισθεν, με τις γλώσσες μας μπερδεμένες, ώσπου νιώθω πίσω μου τον ξύλινο σταυρό. Ακουμπάει επάνω μου, και το σώμα του πιέζει το δικό μου. «Ας βγάλουμε αυτό το φόρεμα» λέει, ανεβάζοντας το φουστάνι στους μηρούς, τους γοφούς, στην κοιλιά μου υπέροχα αργά, με το ύφασμα να μου χαϊδεύει το δέρμα, περνώντας ξυστά από το στήθος μου. «Σκύψε μπροστά» συμπληρώνει. Υπακούω, και τραβάει το φόρεμα πάνω από το κεφάλι μου, πετώντας το στο πάτωμα, αφήνοντάς με με τα σανδάλια·, το σλιπάκι και το σουτιέν. Με μάτια του πετούν φωτιές, αρπάζει και τα δυο μου χέρια και τα σηκώνει πάνω από το κεφάλι μου. Ανοιγοκλείνει μία φορά τα μάτια του γέρνοντας το κεφάλι στο πλάι, και ξέρω πως
μου ζητάει την άδεια. Τι θα μου κάνει; Καταπίνω, μετά γνέφω καταφατικά, κι ένα ίχνος θαυμαστικού, σχεδόν περήφανου χαμόγελου παιχνιδίζει στα χείλη του. Στερεώνει τους καρπούς μου στις δερμάτινες χειροπέδες στην μπάρα από πάνω μου και βγάζει πάλι το μαντίλι. 1
Eastern Daylight Time (EDT): Ανατολική Θερινή Ώρα, δηλαδή τέσσερις ώρες πίσω από την ώρα Γκρίνουϊτς (Συντονισμένη Παγκόσμια Ώρα), η οποία ισχύει επί οχτώ μήνες τον χρόνο στην Ανατολική Ζώνη Ώρας της Βόρειας Αμερικής. (Σ.τ.Ε.) 2
Eastern Standard Time (EST): Ανατολική Επίσημη Ώρα, που ισχύει σε κάποιες Πολιτείες των ΗΠΑ, σε κάποιες περιοχές του Καναδά και σε τρεις χώρες της Νότιας Αμερικής και διαφέρει από τη Συντονισμένη Παγκόσμια Ώρα. (Σ.τ.Ε.)
«Νομίζω πως είδες αρκετά». Μου το τυλίγει γύρω από το κεφάλι κλείνοντάς μου ξανά τα μάτια, και νιώθω ένα ρίγος να με διαπερνάει καθώς όλες οι άλλες αισθήσεις μου εντείνονται* ο ήχος της σιγανής ανάσας του, η δική μου, γεμάτη έξαψη, απάντηση, το αίμα που πάλλεται στα αυτιά μου, η μυρωδιά του Κρίστιαν ανακατεμένη με τα εσπεριδοειδή και το βερνίκι του δωματίου όλα γίνονται πιο ευκρινή, επειδή δεν μπορώ να δω. Η μύτη του αγγίζει τη δική μου. «Θα σε τρελάνω...» ψιθυρίζει. Τα χέρια του αρπάζουν τους γοφούς μου και μετακινούνται προς τα κάτω, βγάζοντάς μου το σλιπάκι, γλιστρώντας στα πόδια μου. Θα με τρελάνει... Ποπό!
«Σήκωσε τα ποδιά σου, ένα ένα». Υπακούω, και μου βγάζει πρώτα το σλιπάκι και ύστερα ένα ένα τα σανδάλια. Πιάνοντας απαλά τον αστράγαλό μου, μου τραβάει μαλακά το πόδι προς τα δεξιά. «Κάνε ένα βήμα» λέει. Μου δένει τον δεξιό αστράγαλο στον σταυρό, μετά κάνει το ίδιο με τον αριστερό. Είμαι ανήμπορη, χέρια και πόδια ανοιχτά επάνω στον σταυρό. Ο Κρίστιαν σηκώνεται και κάνει ένα βήμα προς το μέρος μου. Το σώμα μου λούζεται πάλι από τη ζεστασιά του, αν και δε με αγγίζει. Έπειτα από μια στιγμή μού αρπάζει το πιγούνι, μου ανασηκώνει το κεφάλι και με φιλάει σεμνά.
«Λίγη μουσική και παιχνίδια, νομίζω. Είστε όμορφη έτσι, κυρία Γκρέυ. Ίσως αφιερ(6σω ένα λεπτό ώστε να θαυμάσω τη θέα...» Η φωνή του είναι χαμηλή, και τα πάντα βαθιά μέσα μου σφίγγονται. Έπειτα από μια δυο στιγμές τον ακούω να προχωράει αθόρυβα προς τη σιφονιέρα και να ανοίγει ένα από τα συρτάρια. Το πρωκτικό συρτάρι; Δεν έχω ιδέα. Βγάζει κάτι έξω, το αφήνει επάνω στη σιφονιέρα και ακολουθεί κάτι άλλο. Τα ηχεία ζωντανεύουν, κι έπειτα από λίγο ένα μοναχικό πιάνο που παίζει μια απαλή, ρυθμική μελωδία γεμίζει το δωμάτιο. Είναι γνωστό -Μπαχ, νομίζω-, αλλά δεν ξέρω ποιο κομμάτι ακριβώς. Κάτι στη μουσική με τρομάζει/Ισως επειδή είναι πολύ ψυχρή, πολύ απόμακρη. Σκυθρωπιάζω,
προσπαθώντας να κατανοήσω γιατί με αναστατώνει, αλλά ο Κρίστιαν μού αρπάζει το πιγούνι αιφνιδιάζοντάς με, τραβώντας απαλά για να με κάνει να αφήσω το κάτω χείλος μου. Χαμογελάω, δοκιμάζοντας να καθησυχάσω τον εαυτό μου. Γιατί αισθάνομαι άβολα; Έχει να κάνει με τη μουσική; Ο Κρίστιαν περνάει το χέρι πάνω από το πιγούνι μου, προχωρώντας στον λαιμό και μετά στο ένα μου στήθος. Χρησιμοποιώντας τον αντίχειρά του, τραβάει το σουτιέν ελευθερώνοντας το στήθος μου. Βγάζει από το λαρύγγι του έναν χαμηλό, επιδοκιμαστικό, μουρμουριστό ήχο και μου φιλάει τον λαιμό. Τα χείλη του ακολουθούν το μονοπάτι των δαχτύλων του προς το στήθος
μου, φιλώντας και πιπιλίζοντας καθ’ οδόν. Τα δάχτυλά του γλιστρούν στο αριστερό μου στήθος, ελευθερώνοντάς το κι αυτό από το σουτιέν μου. Αναστενάζω βαριά καθώς περνάει τον αντίχειρά του πάνω από την αριστερή μου ρώγα και τα χείλη του κλείνουν γύρω από τη δεξιά, τραβώντας και βασανίζοντας μαλακά, ώσπου και οι δύο ρώγες να μακρύνουν και να σκληρύνουν αισθητά. «Αχ...» Δε σταματάει. Με εξαιρετική προσοχή αυξάνει σιγά σιγά την ένταση και στις δύο ρώγες. Τραβάω μάταια τα δεσμά μου έτσι όπως η έντονη ηδονή ορμάει από τις ρώγες στους βουβώνες μου. Προσπαθώ να στριφογυρίσω, αλλά δεν μπορώ να
κουνηθώ, κι αυτό κάνει το μαρτύριο ακόμα πιο βασανιστικό. «Κρίστιαν...» τον ικετεύω. «Ξέρω...» αποκρίνεται με βραχνή φωνή. «Έτσι με κάνεις να αισθάνομαι». Ορίστε; Βογκάω, και αρχίζει πάλι, υποβάλλοντας τις ρώγες μου ξανά και ξανά στο γλυκό, οδυνηρό άγγιγμά του φέρνοντάς με πιο κοντά στην κορύφωση. «Σε παρακαλώ...» κλαψουρίζω. Βγάζει έναν χαμηλό, πρωτόγονο ήχο από το λαρύγγι του, ύστερα σηκώνεται αφήνοντάς με ανικανοποίητη, με κομμένη την ανάσα, να τραβάω τα δεσμά μου. Περνάει τα χέρια του από τα πλευρά μου, σταματώντας το
ένα στον γοφό μου ενώ το άλλο ταξιδεύει επάνω στην κοιλιά μου. «Για να δούμε πώς τα πας...» λέει μαλακά. Χουφτώνει απαλά τα γεννητικά μου όργανα, περνώντας τον αντίχειρά του ξυστά από την κλειτορίδα μου και κάνοντάς με να φωνάξω. Χώνει αργά ένα, ύστερα δύο δάχτυλα μέσα μου. Βογκάω και σπρώχνω προς τα εμπρός τους γοφούς μου, λαχταρώντας να συναντήσω τα δάχτυλα και την παλάμη του. «Ω Αναστάζια, είσαι τόσο έτοιμη...» μουγκρίζει. Κάνει κύκλους μέσα μου με τα δάχτυλά του, γύρω γύρω, ενώ ο αντίχειράς του χαϊδεύει την κλειτορίδα μου, εμπρός πίσω,
άλλη μία φορά. Είναι το μόνο σημείο του σώματός μου όπου με αγγίζει, κι όλη η ένταση, όλο το άγχος της μέρας έχουν συγκεντρωθεί σ’ αυτό το μοναδικό σημείο της ανατομίας μου. Γαμώτο μου... Είναι έντονο. Και παράξενο. Η μουσική... Αρχίζω να ανεβαίνω... Ο Κρίστιαν αλλάζει θέση, με το χέρι του να κινείται ακόμα επάνω και μέσα μου, και ακούω έναν χαμηλό βόμβο. «Τι ;» ρωτάω ξέπνοη. «Σώπα...» με καθησυχάζει, και τα χείλη του βρίσκονται στα δικά μου, κλείνοντάς μου ουσιαστικά το στόμα.
Καλωσορίζω την πιο ζεστή, πιο στενή επαφή, φιλώντας τον λαίμαργα. Διακόπτει την επαφή, και ο βόμβος έρχεται πιο κοντά. «Αυτό εδώ είναι δονητής μασάζ, μωρό μου. Πάλλεται». Τον κρατάει στο στήθος μου, και τον νιώθω σαν ένα μεγάλο αντικείμενο σε σχήμα μπάλας που πάλλεται πάνω μου. Ανατριχιάζω καθώς μετακινείται στο δέρμα μου, ανάμεσα στα στήθη μου, πρώτα επάνω στη μια, μετά στην άλλη ρώγα, κα’ με κατακλύζουν οι αισθήσεις, μυρμηγκιάζω παντού, οι συνάψεις παίρνουν φωτιά, κι ένας σκοτεινός, κατασκότεινος πόθος φουσκώνει στη βάση της κοιλιάς μου. « Αχ.. .» βογκάω καθώς τα δάχτυλα του Κρίστιαν εξακολουθούν να κινούνται μέσα
μου. Κοντεύω... Όλη αυτή η διέγερση... Ρίχνοντας πίσω το κεφάλι, μουγκρίζω δυνατά, και ο Κρίστιαν ακινητοποιεί τα δάχτυλά του. Όλες οι αισθήσεις σβήνουν. «Όχι, Κρίστιαν...» τον ικετεύω, κάνοντας να σπρώξω τους γοφούς μου προς τα εμπρός, για να ανακουφιστώ με λίγη τριβή. «Ακίνητη, μωρό μου» λέει ενώ ο επικείμενος οργασμός μου χάνεται. Σκύβει πάλι και με φιλάει. «Εκνευριστικό δεν είναι;» μουρμουρίζει. Οχ. όχι! Ξαφνικά καταλαβαίνω το παιχνίδι του. «Κρίστιαν, σε παρακαλώ...» «Σώπα...» αποκρίνεται και με φιλάει. Και αρχίζει να κινείται ξανά. Δονητής, δάχτυλα,
αντίχειρας ένας θανατηφόρος συνδυασμός αισθησιακού βασανιστηρίου. Μετακινείται, έτσι που το κορμί του περνάει ξυστά από το δικό μου. Είναι ακόμα ντυμένος, και το μαλακό τζιν χαϊδεύει το δέρμα μου, με τη στύση του στον γοφό μου. Τόσο ερεθιστικά κοντά. Με φέρνει πάλι στο χείλος, το σώμα μου τραγουδάει από πόθο... Και σταματάει. «Όχι !» λέω δυνατά. Μου δίνει απαλά υγρά φιλιά στον ώμο καθώς βγάζει τα δάχτυλά του από μέσα μου και μετακινεί τον δονητή μασάζ προς τα κάτω. Δονείται επάνω στο στομάχι, στην κοιλιά μου, στα γεννητικά μου όργανα, στην κλειτορίδα μου. Γαμώτο. Είναι έντονο.
«Ααα!» φωνάζω, τραβώντας με δύναμη τα δεσμά μου. Το κορμί μου είναι τόσο ευαισθητοποιημένο, που νιώθω πως θα εκραγώ, και ακριβώς εκείνη τη στιγμή ο Κρίστιαν σταματάει και πάλι. «Κρίστιαν!» φωνάζω. «Εκνευριστικό, ε;» μουρμουρίζει επάνω στον λαιμό μου. «Ακριβώς όπως εσύ. Υπόσχεσαι ένα πράγμα και μετά...» Η φωνή του σβήνει. «Κρίστιαν, σε παρακαλώ...» τον εκλιπαρώ. Σπρώχνει ξανά τον δονητή μασάζ επάνω μου, σταματώντας πάλι ακριβώς την κρίσιμη στιγμή. Αχ!
«Κάθε φορά που σταματάω, είναι πιο έντονο όταν ξαναρχίζω. Σωστά;» «Σε παρακαλώ...» κλαψουρίζω. Οι νευρικές μου απολήξεις λαχταρούν την ανακούφιση. Ο βόμβος σταματάει, και ο Κρίστιαν με φιλάει. Περνάει τη μύτη του πάνω από τη δική μου. «Είσαι η πιο εκνευριστική γυναίκα που έχω γνωρίσει». Όχι. Όχι. Όχι! «Κρίστιαν, ποτέ δεν υποσχέθηκα να σε υπακούω. Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ...» Μετακινείται μπροστά μου, γραπώνει τους γλουτούς μου και σπρώχνει τους γοφούς του επάνω μου, κόβοντάς μου την ανάσα οι βουβώνες του τρίβονται στους δικούς του,
και τα κουμπιά του τζιν του πιέζονται πάνω μου, συγκρατώντας μετά βίας το σκληρό όργανό του. Με το ένα χέρι τραβάει το μαντίλι από τα μάτια μου και αρπάζει το πιγούνι μου. Ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα και ατενίζω το φλογερό βλέμμα του. «Με τρελαίνεις...» ψιθυρίζει κυρτώνοντας τους γοφούς του επάνω μου, μία, δύο, τρεις φορές ακόμα, κάνοντας το κορμί μου να πετάξει σπίθες έτοιμο να πάρει φωτιά. Μου το αρνείται και πάλι. Τον θέλω τόσο. Τον χρειάζομαι τόσο πολύ. Κλείνω τα μάτια και μουρμουρίζω μια προσευχή. Δεν μπορώ να μη σκεφτώ ότι με τιμωρεί. Είμαι ανήμπορη, κι ο.υτός είναι ανελέητος. Δάκρυα αναβρύζουν από τα μάτια μου. Δεν ξέρω πόσο θα το τραβήξει.
«Σε παρακαλώ...» ψελλίζω ξανά. Αλλά εκείνος με κοιτάζει αμείλικτος. Θα συνεχίσει... Πόσο ακόμα; Μπορώ να παίξω αυτό το παιχνίδι; Όχι. Όχι. Όχι δεν μπορώ να το κάνω αυτό! Ξέρω ότι δεν πρόκειται να σταματήσει. Θα συνεχίσει να με βασανίζει. Το χέρι του ταξιδεύει πάλι χαμηλά στο σώμα μου. Όχι... Και το φράγμα σπάει όλη η ανησυχία, το άγχος και ο φόβος από τις προηγούμενες δύο μέρες με κατακλύζουν ξανά, ενώ τα δάκρυα τσούζουν τα μάτια μου. Γυρίζω το πρόσωπο από την άλλη. Αυτό δεν είναι αγάπη. Είναι εκδίκηση. Κοκκινο··κλαψουρίζω· Κοκκινο Κοκκινο·· Τα δάκρυα κυλούν στο πρόσωπό μου. Κοκαλώνει. «Όχι!» Αφήνει μια κραυγή σαστισμένος. «Χριστέ μου, όχι!»
Κινείται γρήγορα, λύνοντάς μου τα χέρια, αρπάζοντάς με από τη μέση και σκύβοντας να ελευθερώσει τους αστράγαλούς μου, ενώ εγώ πιάνω το κεφάλι στα χέρια μου και κλαίω. «Όχι, όχι, όχι. Άνα, σε παρακαλώ... Όχι». Με σηκώνει και με πηγαίνει στο κρεβάτι. Κάθεται και με κρατάει στην αγκαλιά του, ενώ εγώ κλαίω απαρηγόρητη. Είμαι συντετριμμένη... Το σώμα μου έχει διεγερθεί τόσο πολύ, που κοντεύει να σπάσει, το μυαλό μου είναι άδειο, και τα συναισθήματά μου έχουν σκορπίσει στον άνεμο. Απλώνει το χέρι πίσω του, τραβάει το σατέν σεντόνι από το κρεβάτι με τις τέσσερις κολόνες και το τυλίγει γύρω μου. Το δροσερό σεντόνι είναι ξένο και δυσάρεστο επάνω στο ευαισθητοποιημένο
δέρμα μου. Τυλίγει τα μπράτσα του γύρω μου και με σφίγγει επάνω του, λικνίζοντάς με μαλακά εμπρός πίσω, «Με συγχωρείς, με συγχωρείς...» τραυλίζει με βραχνή φωνή. Μου φιλάει και μου ξαναφιλάει τα μαλλιά. «Άνα, συγχώρεσέ με, σε παρακαλώ...» Στρέφοντας το πρόσωπό μου στον λαιμό του, συνεχίζω να κλαίω, και είναι μια εξαγνιστική ανακούφιση. Τις τελευταίες λίγες μέρες έγιναν τόσο πολλά -φωτιές σε αίθουσες υπολογιστών, κυνηγητά με αυτοκίνητα, σχέδια σταδιοδρομίας για μένα, τσούλες αρχιτεκτόνισσες, οπλισμένοι παράφρονες στο διαμέρισμα, καβγάδες, ο θυμός του-, και ο Κρίστιαν έφυγε. Δε μου αρέσει να φεύγει ο Κρίστιαν... Χρησιμοποιώ την άκρη του σεντονιού για
να σκουπίσου τη μύτη μου και σιγά σιγά συνειδητοποιώ πως οι «κλινικοί» τόνοι του Μπαχ αντηχούν ακόμα στον χώρο. «Σε παρακαλώ, κλείσε τη μουσική...» Ρουφάω τη μύτη μου. «Ναι, φυσικά...» Ο Κρίστιαν μετακινείται χωρίς να με αφήσει και τραβάει το τηλεχειριστήριο από την κωλότσεπη. Πιέζει ένα κουμπί, και το πιάνο σταματάει, για να αντικατασταθεί από τις ακανόνιστες ανάσες μου. «Καλύτερα;» ρωτάει. Γνέφω καταφατικά, και οι λυγμοί μου ελαττώνονται. Εκείνος μου σκουπίζει απαλά τα δάκρυα με τους αντίχειρές του. «Δε σ’ αρέσουν οι “Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ” του Μπαχ;» ρωτάει.
«Όχι αυτό το κομμάτι». Με κοιτάζει, προσπαθώντας μάταια να κρύψει την ντροπή από τα μάτια του. «Με συγχωρείς...» επαναλαμβάνει. «Γιατί το έκανες αυτό;» Η φωνή μου ίσα που ακούγεται καθώς προσπαθώ να επεξεργαστώ τις σκόρπιες σκέψεις και τα συναισθήματά μου. Κουνάει θλιμμένα το κεφάλι του και κλείνει τα μάτια. «Παρασύρθηκα...» απαντάει, καθόλου πειστικά. Συνοφρυώνομαι, και αναστενάζει. «Άνα, η άρνηση οργασμού είναι συνηθισμένο εργαλείο στο... Ποτέ δεν...» Σταματάει.
Αναδεύομαι στην αγκαλιά του, κι εκείνος μορφάζει. Ω... Κοκκινίζω. «Συγγνώμη...» μουρμουρίζω. Υψώνει το βλέμμα του στον ουρανό, μετά γέρνει ξαφνικά προς τα πίσω, παρασύροντάς με μαζί του, έτσι που βρισκόμαστε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, με μένα στην αγκαλιά του. Το σουτιέν μου με ενοχλεί και το διορθώνω. «Χρειάζεσαι βοήθεια;» ρωτάει ήρεμα. Κουνάω το κεφάλι. Δε θέλω να αγγίξει το στήθος μου. Μετακινείται έτσι ώστε να με κοιτάζει κατοπτικά και σηκώνει επιφυλακτικά το χέρι του, χαϊδεύοντας με τα δάχτυλα το πρόσωπό μου. Δάκρυα λιμνάζουν πάλι στα
μάτια μου. Πώς μπορεί να είναι τόσο άσπλαχνος τη μια στιγμή και τόσο τρυφερός την άλλη; «Σε παρακαλώ, μην κλαις...» ψελλίζει. Αυτός ο άνθρωπος με σαστίζει και με μπερδεύει. Ο θυμός μου με εγκατέλειψε την copa της ανάγκης μου... Νιώθω μουδιασμένη... Θέλω να κουλουριαστώ, να γίνω ένα μπαλάκι και να εξαφανιστώ. Ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα, προσπαθώντας να συγκρατήσω τα δάκρυα καθώς κοιτάζω τα πληγωμένα του μάτια. Παίρνω μια ακανόνιστη ανάσα, ενώ τα μάτια μου δεν αφήνουν τα δικά του. Τι θα κάνω με αυτό τον άντρα που του αρέσει να ελέγχει τους άλλους; Θα μάθω να ελέγχομαι; Δε νομίζω...
«Ποτέ δεν τι;» ρωτάω. «Κάνεις αυτό που σου λένε. Άλλαξες γνώμη* δε σκέφτηκες να μου πεις πού ήσουν. Άνα, ήμουν στη Νέα Υόρκη, ανήμπορος και εκτός εαυτού. Αν βρισκόμουν στο Σιάτλ, θα σε είχα γυρίσει σπίτι». «Οπότε με τιμωρείς;» Καταπίνει, ύστερα κλείνει τα μάτια του. Δε χρειάζεται να απαντήσει, και ξέρω πως η πρόθεσή του ήταν ακριβώς να με τιμωρήσει. «Πρέπει να πάψεις να το κάνεις αυτό...» τραυλίζω. Το μέτωπό του ζαρώνει. «Κατ’ αρχάς, απλώς καταλήγεις να νιώθεις πιο σκατά για τον εαυτό σου».
Ρουθουνίζει, «Αλήθεια είναι αυτό...» αποκρίνεται χαμηλόφωνα. «Δε μ’ αρέσει να σε βλέπω έτσι». «Ούτε και μένα μ’ αρέσει να αισθάνομαι έτσι... Είπες στην “Ωραία μου Κυρία” πως δεν είχες παντρευτεί μια υποτακτική». «Το ξέρω. To ξέρω...» H φωνή του είναι σιγανή και ειλικρινής. «Τότε πάψε να μου φέρεσαι σαν να είμαι. Με συγχωρείς που δε σου τηλεφώνησα. Δε θα ξαναφερθώ τόσο εγωιστικά. Ξέρω πως ανησυχείς για μένα». Με ατενίζει μελετώντας με προσεκτικά, και το βλέμμα του είναι βλοσυρό και αγχωμένο. «Εντάξει. Καλά...» αποκρίνεται τελικά. Σκύβει, αλλά σταματάει προτού τα χείλη
του αγγίξουν τα δικά μου, ρωτώντας σιωπηλά αν επιτρέπεται. Σηκώνω το πρόσωπο και με φιλάει τρυφερά. «Τα χείλη σου είναι πάντα πιο απαλά όταν έχεις κλάψει...» μουρμουρίζει. «Ποτέ δεν υποσχέθηκα να σε υπακούω, Κρίστιαν...» λέω ψιθυριστά. « Το ξέρω ». «Χώνεψέ το, σε παρακαλώ... Για το καλό και των δυο μας. Κι εγώ θα προσπαθήσω να σέβομαι περισσότερο τις... τάσεις σου να ελέγχεις τους άλλους».
Δείχνει χαμένος και ευάλωτος, εντελώς μπερδεμένος. «Θα προσπαθήσω...» ψελλίζει, και η φωνή του είναι γεμάτη ειλικρίνεια. Αναστενάζω με έναν βαθύ, ακανόνιστο στεναγμό. «Σε παρακαλώ, προσπάθησε. Άλλωστε, αν ήμουν εκεί...» «Το ξέρω.. .» αποκρίνεται και χλωμιάζει. Ξαπλώνοντας πίσω, βάζει το ελεύθερο μπράτσο του στο πρόσωπο. Κουλουριάζομαι γύρω του και ακουμπάω το κεφάλι στο στήθος του. Μένουμε για λίγο ξαπλωμένοι χωρίς να μιλάμε. Το χέρι του γλιστράει στην άκρη της κοτσίδας μου. Τραβάει το λαστιχάκι ελευθερώνοντας τα μαλλιά μου και μαλακά, ρυθμικά, τα χτενίζει με τα δάχτυλά του. Αυτή είναι η
ουσία ο φόβος του... Ο παράλογος φόβος του για την ασφάλειά μου. Στο μυαλό μου έρχεται μια εικόνα του Τζακ Χάυντ σωριασμένου στο πάτωμα του διαμερίσματος με ένα Glock... Εντάξει/Ισως όχι τόσο παράλογος. Πράγμα που μου θυμίζει... «Τι εννοούσες νωρίτερα όταν είπες >7;» ρωτάω. «Ή;» «Κάτι για τον Τζακ». Με κρυφοκοιτάζει. «Δεν το βάζεις κάτω, ε;»
Ακουμπάω το πιγούνι στο στέρνο του, απολαμβάνοντας το καταπραϋντικό χάδι των δαχτύλων του επάνω στα μαλλιά μου. «Να το βάλω κάτω; Ποτέ. Πες μου. Δε μ’ αρέσει να με κρατούν στο σκοτάδι. Δείχνεις να έχεις την παρατραβηγμένη ιδέα πως χρειάζομαι προστασία. Δεν ξέρεις καν να ρίχνεις με όπλο εγώ ξέρω. Νομίζεις ότι δεν μπορώ να αντιμετωπίσω ό,τι κι αν είναι αυτό που δε μου λες, Κρίστιαν; Η πρώην υποτακτική σου με κυνηγούσε και μου έβγαλε όπλο, η παιδόφιλη πρώην ερωμένη σου μου έγινε φόρτωμα και μη με κοιτάς έτσι!» πετάω όταν με κοιτάζει βλοσυρά. «Και η μητέρα σου την ίδια γνώμη έχει γι’ αυτή».
«Μίλησες με τη μητέρα μου για την Ελένα;» Η φωνή του Κρίστιαν ανεβαίνει αρκετές οκτάβες. «Ναι. Η Γκρέις κι εγώ μιλήσαμε γι’ αυτή». Με κοιτάζει άλαλος. «Αυτό το θέμα την έχει αναστατώσει πολύ. Τα έχει βάλει με τον εαυτό της». «Δεν το πιστεύω πως μίλησες στη μητέρα μου. Σκατά! » Ξαπλώνει και βάζει πάλι το μπράτσο στο πρόσωπό του. «Δεν μπήκα σε λεπτομέρειες». «Το ελπίζω. Η Γκρέις δε χρειάζεται να ξέρει όλες τις φρικιαστικές λεπτομέρειες. Χριστέ μου, Άνα! Και στον μπαμπά μου;»
«Όχι!» Κουνάω ζωηρά το κεφάλι. Δεν έχω τέτοιου είδους σχέση με τον Κάρρικ. Τα σχόλιά του για το προγαμιαίο συμβόλαιο τσούζουν ακόμα. «Εν πάση περιπτώσει, προσπαθείς να μου αποσπάσεις την προσοχή πάλι. Ο Τζακ. Τι τρέχει με αυτόν;» Ο Κρίστιαν σηκώνει για λίγο το μπράτσο και με κοιτάζει με ύφος ανεξιχνίαστο. Αναστενάζοντας, ξαναβάζει το μπράτσο στο πρόσωπό του. «Ο Χάυντ εμπλέκεται στο σαμποτάζ του Τσάρλι Τάνγκο. Οι πραγματογνώμονες βρήκαν ένα μερικό αποτύπωμα μερικό, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να κάνουν ταυτοποίηση. Από την άλλη όμως αναγνώρισες τον Χάυντ στην αίθουσα των σέρβερ. Έχει καταδίκες ως ανήλικος στο
Ντιτρόιτ, και τα αποτυπώματα ταίριαζαν με τα δικά του». Το μυαλό μου μουδιάζει στην προσπάθειά μου να αφομοιώσω αυτές τις πληροφορίες. Ο Τζακ έριξε το Τσάρλι Τάνγκο; Αλλά ο Κρίστιαν έχει πάρει φόρα. «Σήμερα το πρωί βρέθηκε εδώ στο γκαράζ ένα φορτηγάκι. Το οδηγούσε ο Χάυντ. Χτες παρέδωσε κάτι μαλακίες σ’ εκείνο τον καινούριο τύπο που μετακόμισε εδώ. Τον τύπο που γνωρίσαμε στο ασανσέρ». «Δε θυμάμαι το όνομά του». «Ούτε κι εγώ» λέει ο Κρίστιαν. «Με αυτό τον τρόπο όμω^ ο Χάυντ κατάφερε να μπει νόμιμα στο κτίριο. Δούλευε για μια μεταφορική εταιρεία...»
«Και; Τι το σημαντικό έχει αυτό το φορτηγάκι;» Ο Κρίστιαν δε μιλάει. «Κρίστιαν, πες μου...» «Οι μπάτσοι βρήκαν... πράγματα μέσα σ’ αυτό». Σταματάει ξανά και με σφίγγει περισσότερο επάνω του. «Τι πράγματα;» Μένει κάμποσα δευτερόλεπτα σιωπηλός, και ανοίγω το στόμα για να τον πιέσω, αλλά μιλάει. «Ένα στρώμα, αρκετό αλογίσιο ηρεμιστικό για να κοιμίσει μια ντουζίνα άλογα κι ένα σημείωμα*..» Η φωνή του έχει γίνει ψίθυρος, ενώ εκπέμπει φρίκη και αποστροφή.
Γαμώτο μου! «Σημείωμα;» Η χροιά μου έχει τον ίδιο τόνο με τη δική του. «Που απευθυνόταν σε μένα». « Τι έλεγε; » Ο Κρίστιαν κουνάει το κεφάλι, δείχνοντας ότι δεν ξέρει ή ότι δε θέλει να αποκαλύψει το περιεχόμενό του. «Ο Χάυντ ήρθε εδώ χτες βράδυ με την πρόθεση να σε απαγάγει...» Ο Κρίστιαν παγώνει, το πρόσωπό του είναι τσιτωμένο από την ένταση. Καθώς λέει αυτά τα λόγια, θυμάμαι την κολλητική ταινία και με διαπερνάει ένα ρίγος, αν και βαθιά μέσα μου ξέρω ότι δεν πρόκειται για νέο. «Σκατά...» ψελλίζω.
«Έτσι ακριβώς...» αποκρίνεται σφιγμένα ο Κρίστιαν. Προσπαθώ να θυμηθώ τον Τζακ στο γραφείο. Ήταν πάντα παράφρων; Πώς νόμιζε ότι θα τη γλιτώσει κάνοντας κάτι τέτοιο; Εντάξει, ήταν ανατριχιαστικός. Τόσο τρελαμένος όμως; «Δεν καταλαβαίνω γιατί...» τραυλίζοντας. « Δε βγάζω νόημα».
λέω
«Ξέρω. Η αστυνομία το ψάχνει, το ίδιο και ο Γουέλτς. Πιστεύουμε όμως ότι ο σύνδεσμος είναι το Ντιτρόιτ». «Το Ντιτρόιτ;» Τον κοιτάζω σαστισμένη. «Ναι. Κάτι υπάρχει εκεί».
«Πάλι δεν καταλαβαίνω...» Ο Κρίστιαν σηκώνει το πρόσωπο και με κοιτάζει με ανερμήνευτη έκφραση. «Άνα, γεννήθηκα στο Ντιτρόιτ». ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑ «Νόμιζα ΠΩΣ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕΣ ΕΔΩ, στο Σιάτλ...» μουρμουρίζω. Το μυαλό μου τρέχει. Τι σχέση έχει αυτό με τον Τζακ; Ο Κρίστιαν σηκώνει το μπράτσο που του σκεπάζει το πρόσωπο, απλώνει το χέρι πίσω του και πιάνει ένα από τα μαξιλάρια. Βάζοντάς το κάτω από το κεφάλι του, βολεύεται και με κοιτάζει επιφυλακτικά. Έπειτα από μια στιγμή κουνάει το κεφάλι του.
«Όχι. Ο 'Ελλιοτ κι εγώ υιοθετηθήκαμε στο Ντιτρόιτ. Μετακομίσαμε εδώ λίγο μετά την υιοθεσία μου. Η Γκρέις ήθελε να είναι στη Δυτική Ακτή, μακριά από την πολεοδομική αναρχία, και βρήκε μια δουλειά στο Νοσοκομείο Νορθγουέστ. Ελάχιστα πράγματα θυμάμαι από κείνη την εποχή. Η Μία υιοθετήθηκε εδώ». «Δηλαδή ο Τζακ είναι από το Ντιτρόιτ;» «Ναι». Ω ... «Πού το ξέρεις;» «Έκανα έλεγχο ιστορικού όταν πήγες να δουλέψεις γι’ αυτόν».
Φυσικά κι έκανε. «Έχεις και γι’ αυτόν κίτρινο φάκελο; » ρωτάω με ένα αμυδρό χαμόγελο. Το στόμα του Κρίστιαν στραβώνει έτσι όπως προσπαθεί να κρύψει την ευθυμία του. «Νομίζω πως είναι γαλάζιος...» Τα δάχτυλά.το.υ συνεχίζουν να περνούν μέσα από τα μαλλιά μου. Είναι ηρεμιστικό. «Τι λέει στον φάκελό του;» Ανοιγοκλείνει τα μάτια του. Απλώνοντας το χέρι του, μου χαϊδεύει το μάγουλο. «Θες πραγματικά να μάθεις;» «Τόσο χάλια είναι;» Ο Κρίστιαν ανασηκώνει τους ώμους. «Έχω δει και χειρότερα...»
Όχι! Στον εαυτό του αναφέρεται; Και στο μυαλό μου έρχεται η εικόνα που έχω για κείνον: ένα μικρό, βρόμικο, φοβισμένο, χαμένο παιδί... Κουλουριάζομαι γύρω του σφίγγοντας τον περισσότερο, και τραβώντας το σεντόνι επάνω του, ακουμπάω το μάγουλο στο στήθος του. «Τι;» ρωτάει, αντίδρασή μου.
απορημένος
από
την
«Τίποτε...» απαντάω σιγανά. «Όχι, όχι... Αυτό λειτουργεί αμφίδρομα, Άνα. Τι συμβαίνει;» Σηκώνω τα μάτια, ζυγίζοντας το τρομαγμένο του ύφος. Ακουμπώντας ξανά το μάγουλό μου στο στήθος του, αποφασίζω να του πω.
«Μερικές φορές σε φαντάζομαι μικρό... Προτού πας να μείνεις με τους Γκρέυ». Ο Κρίστιαν τσιτώνεται. «Δε μιλούσα για μένα. Δε θέλω τον οίκτο σου, Αναστάζια. Αυτό το κομμάτι της ζωής μου έχει τελειώσει. Πάει». «Δεν είναι οίκτος...» ψελλίζω τρομαγμένη. «Είναι συμπάθεια και θλίψη θλίψη για το γεγονός ότι μπορεί κάποιος να κάνει κάτι τέτοιο σ’ ένα παιδί...» Παίρνω μια βαθιά, σταθεροποιητική ανάσα, ενώ το στομάχι μου στριφογυρίζει και δάκρυα τσούζουν πάλι τα μάτια μόυ. «Αυτό το κομμάτι της ζωής σου δεν έχει τελειώσει, Κρίστιαν... Πώς μπορείς να το λες αυτό; Ζεις καθημερινά με το παρελθόν σου. Μου το είπες ο ίδιος πενήντα αποχρώσεις...
Θυμάσαι;» ακούγεται.
Η
φωνή
μου
μόλις
που
Ο Κρίστιαν ρουθουνίζει και περνάει το ελεύθερο χέρι από τα μαλλιά του, αν και παραμένει σιωπηλός και τσιτωμένος από κάτω μου. «Ξέρω πως γι’ αυτό νιώθεις την ανάγκη να μ’ ελέγχεις. Να με κρατάς ασφαλή». «Κι όμως επιλέγεις να μ’ αψηφάς...» λέει απορημένος, ενώ το χέρι του μένει ακίνητο στα μαλλιά μου. Κατσουφιάζω. Να πάρει! Επίτηδες το κάνω αυτό; Το υποσυνείδητό μου βγάζει τα γυαλιά του σε σχήμα ημισέληνου και μασουλίζει την άκρη, σουφρώνοντας τα χείλη του και γνέφοντας καταφατικά. Το
αγνοώ. Είναι πολύ μπερδεμένο είμαι γυναίκα του, όχι υποτακτική του, όχι κάποια εταιρεία που αγόρασε. Δεν είμαι η κοκαϊνομανής πόρνη, η μητέρα του... Γαμώτο! Η σκέψη με αρρωσταίνει. Τα λόγια του δόκτορος Φλυν μού έρχονται ξανά στο μυαλό: Απλώς συνέχισε να κάνεις αυτό που κάνεις! Ο Κρίσααν είναι ερωτευμένος μέχρι τα μπούνια. Το θέαμα είναι απολαυστικό! Αυτό είναι. Απλώς κάνω ό,τι έκανα πάντα. Αυτό δε βρήκε εξαρχής ελκυστικό ο Κρίστιαν; Ω, αυτός ο πολύπλοκος.
άνθρωπος
είναι
τόσο
«Ο δόκτωρ Φλυ.ν είπε πως πρέπει να σου αναγνωρίσω το ελαφρυντικό της
αμφιβολίας. Νομίζω πως αυτό κάνω - δεν είμαι σίγουρη. Ίσως είναι ο τρόπος μου να σε φέρω στο εδώ και τώρα, μακριά από το παρελθόν σου...» ψιθυρίζω. «Δεν ξέρω. Απλώς δεν μπορώ να καταλάβω μέχρι πού θα φτάσεις όταν αντιδράς υπερβολικά». Μένει μια στιγμή σιωπηλός. «Γαμώ τον Φλυν...» μουρμουρίζει στον εαυτό του. «Είπε πως πρέπει να συνεχίσω να φέρομαι όπως φερόμουν πάντα μαζί σου».. «Έτσι, ε;» λέει ο Κρίστιαν ξερά. Εντάξει. Θα το πω. «Κρίστιαν, ξέρω πως αγαπούσες τη μαμά σου και δεν μπόρεσες να τη σώσεις. Δεν ήταν δική σου δουλειά να το κάνεις. Μα δεν είμαι εκείνη...»
Παγώνει ξανά. «Μη...» τραυλίζει. «Όχι. Άκου. Σε παρακαλώ...» Σηκώνω το κεφάλι για να κοιτάξω τα γουρλωμένα μάτια του, που έχουν παραλύσει από φόβο. Κρατάει την ανάσα του. Ω Κρίστιαν... Η καρδιά μου σφίγγεται. «Δεν είμαι αυτή. Είμαι πολύ πιο δυνατή από κείνην. Έχω εσένα, και τώρα είσαι πολύ πιο δυνατός και ξέρω πως μ’ αγαπάς. Κι εγώ σ’ αγαπάω...» προσθέτω χαμηλόφωνα. Το μέτωπό του ζαρώνει, λες και δεν περίμενε να ακούσει κάτι τέτοιο. «Μ’ αγαπάς ακόμα;» ρωτάει. «Φυσικά σ’ αγαπάω. Κρίστιαν, πάντα θα σ’ αγαπάω. Ό,τι κι αν μου κάνεις». Αυτή είναι η καθησύχαση που θέλει;
Εκπνέει και κλείνει τα μάτια του, βάζοντας πάλι το μπράτσο επάνω στο πρόσωπό, του, αλλά σφίγγοντάς με περισσότερο. «Μην κρύβεσαι από μένα». Απλώνω το χέρι και πιάνω το δικό του, τραβώντας το μπράτσο από το πρόσωπό του. «Όλη σου τη ζωή την πέρασες κρυμμένος. Σε παρακαλώ, μην κρύβεσαι... Όχι από μένα». Με κοιτάζει με δυσπιστία σκυθρωπιάζει, «Κρυμμένος; »
και
«Ναι». Ξαφνικά αλλάζει θέση, κυλώντας πλευρό του και μετακινώντας με, έτσι να βρίσκομαι ξαπλωμένη δίπλα του κρεβάτι. Απλώνει το χέρι του,
στο που στο μου
παραμερίζει τα μαλλιά από το πρόσωπο και τα στερεώνει πίσω από το αυτί μου. «Με ρώτησες πιο πριν αν σε μισώ. Δεν κατάλαβα γιατί, και τώρα...» Σταματάει, κοιτάζοντάς με σαν να είμαι γρίφος γι’ αυτόν. «Ακόμα νομίζεις ότι σε μισώ;» Τώρα ο τόνος μου εκπέμπει δυσπιστία. « Όχι ». Κουνάει το κεφάλι του. «Τώρα όχι». Φαίνεται ανακουφισμένος. «Μα πρέπει να ξέρω... Γιατί χρησιμοποίησες τον κωδικό ασφαλείας, Άνα;» Χλωμιάζω. Τι μπορώ να του πω; Πως με τρόμαξε; Πως δεν ήξερα αν θα σταματούσε; Πως τον παρακαλούσα και δε σταματούσε; Πως δεν ήθελα να κλιμακωθεί το πράγμα -
όπως εκείνη τη μοναδική φορά εδώ μέσα; Ανατριχιάζω καθώς τον θυμάμαι να με μαστιγώνει με τη ζώνη του. Καταπίνω. «Επειδή... Επειδή ήσουν τόσο θυμωμένος και απόμακρος... Και ψυχρός. Δεν ήξερα μέχρι πού θα έφτανες». Η έκφρασή του είναι ανερμήνευτη. «Σκόπευες να μ’ αφήσεις να τελειώσω;» Η φωνή μου βγαίνει ψιθυριστή και νιώθω ένα κοκκίνισμα να βάφει τα μάγουλά μου, αλλά συνεχίζω να τον κοιτάζω κατάματα. « Όχι » απαντάει τελικά. Να πάρει! «Αυτό είναι σκληρό...»
Η άρθρωσή του χαϊδεύει απαλά το μάγουλό μου. «Μα αποτελεσματικό...» μουρμουρίζει. Με κοιτάζει σαν να προσπαθεί να δει μέσα στην ψυχή μου, και τα μάτια του σκοτεινιάζουν. Έπειτα από μερικές ατέλειωτες στιγμές προσθέτει σιγανά: «Χαίρομαι που το έκανες...». «Αλήθεια;» Δεν καταλαβαίνω. Τα χείλη του στραβώνουν σ’ ένα θλιμμένο χαμόγελο. «Ναι... Δε θέλω να σε πονάω. Παρασύρθηκα...» Σκύβει και με φιλάει. «Έχασα την αυτοκυριαρχία μου». Με ξαναφιλάει. «Συμβαίνει.συχνά μαζί σου». Μπα; Και για κάποιον παράξενο λόγο η σκέψη με ευχαριστεί... Χαμογελάω. Γιατί με χαροποιεί αυτό; Χαμογελάει κι εκείνος.
«Δεν ξέρω Γκρέυ...»
γιατί
χαμογελάτε,
κυρία
«Ούτε κι εγώ». Τυλίγεται γύρω μου και βάζει το κεφάλι του στο στήθος μου. Είμαστε ένα κουβάρι από γυμνά και ντυμένα με τζιν μέλη και κόκκινα σατέν σεντόνια. Του χαϊδεύω με το ένα χέρι την πλάτη, περνώντας τα δάχτυλα του άλλου μέσα από τα μαλλιά του. Αναστενάζει και μου αφήνει τα μπράτσα. «Σημαίνει πως μπορώ να σου έχω εμπιστοσύνη... Ότι θα με σταματήσεις. Ποτέ δε θέλω να σε πονέσω...» μουρμουρίζει. «Χρειάζομαι...» Σταματάει. «Τι χρειάζεσαι;»
«Χρειάζομαι έλεγχο, Άνα. Όπως χρειάζομαι εσένα. Είναι ο μόνος τρόπος για να λειτουργήσω. Δεν μπορώ να κάνω χωρίς αυτόν. Δεν μπορώ. Προσπάθησα! Κι όμως μαζί σου...» Κουνάει το κεφάλι του εκνευρισμένος. Καταπίνω. Να η καρδιά του διλήμματος μας η ανάγκη του για έλεγχο και η ανάγκη του για μένα. Αρνούμαι να πιστέψω πως αυτά τα δύο αλληλοαναιρούνται. «Κι εγώ σε χρειάζομαι...» ψιθυρίζω σφίγγοντάς τον περισσότερο. «Θα προσπαθήσω, Κρίστιαν. Θα προσπαθήσω να σέβομαι περισσότερο τις ανάγκες σου». «Θέλω να με χρειάζεσαι...» λέει σιγανά. Να πάρει!
«Σε χρειάζομαι...» Η φωνή μου είναι γεμάτη πάθος. Τον χρειάζομαι τόσο πολύ. Τον αγαπάω τόσο πολύ. «Θέλω να σε φροντίζω». «Με φροντίζεις. Συνεχώς. Μου έλειψες τόσο πολύ όταν έφυγες...» «Αλήθεια;» Ακούγεται τόσο έκπληκτος. «Ναι, φυσικά! Δε μ’ αρέσει να φεύγεις». Αισθάνομαι το χαμόγελό του. «Θα μπορούσες να έχεις έρθει μαζί μου...» «Κρίστιαν, σε παρακαλώ... Ας μην αναμασάμε αυτήν τη διαφωνία. Θέλω να δουλεύω».
Αναστενάζει καθώς περνάω τρυφερά τα δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά του. «Σ’ αγαπάω, Άνα...» «Κι εγώ σ’ αγαπάω, Κρίστιαν. Πάντα θα σ’ αγαπάω». Μένουμε ακίνητοι μες στη σιωπή μετά την καταιγίδα μας. Ακούγοντας τον σταθερό χτύπο της καρδιάς του, αποκοιμιέμαι εξαντλημένη. ΞΥΠΝΑΩ ΜΕ ΕΝΑ ΤΙΝΑΓΜΑ, αποπροσανατολισμένη. Πού βρίσκομαι; Στην αίθουσα ψυχαγωγίας. Τα φώτα είναι ακόμη αναμμένα, φωτίζοντας απαλά τους κατακόκκινους τοίχους. Ο Κρίστιαν βογκάει ξανά, και συνειδητοποιώ πως αυτό με ξύπνησε.
«Όχι!» μουγκρίζει. Είναι ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς πλάι μου, με το κεφάλι του ριγμένο πίσω, τα μάτια ερμητικά κλειστά, το πρόσωπο να συσπάται από αγωνία. Γαμώτο μου! Βλέπει εφιάλτη. «Όχι! » φωνάζει» ξανά. «Κρίστιαν, ξύπνα!» Αγωνίζομαι να ανακαθίσω, κλοτσώντας το σεντόνι. Γονατίζω δίπλα του, τον αρπάζω από τους ώμους και τον ταρακουνάω, ενώ δάκρυα αναβρύζουν από τα μάτια μου. «Σε παρακαλώ... Ξύπνα!» Τα μάτια του ανοίγουν διάπλατα, γκρίζα και άγρια, οι κόρες διεσταλμένες από τον φόβο. Με κοιτάζει με απλανές βλέμμα.
«Κρίστιαν, βλέπεις εφιάλτη. Είσαι στο σπίτι. Είσαι ασφαλής...» . · Ανοιγοκλείνει τα βλέφαρά του, κοιτάζει αλλόφρων ολόγυρα και κατσουφιάζει συνειδητοποιώντας πού βρισκόμαστε. Ύστερα τα μάτια του στρέφονται ξανά στα δικά μου. « Ανά ...» ψελλίζει, και χωρίς κανένα προοίμιο, αρπάζει και με τα δυο χέρια το πρόσωπό μου, με τραβάει στο στήθος του και με φιλάει. Δυνατά. Η γλώσσα του εισβάλλει στο στόμα μου κι έχει γεύση απόγνωσης και λαχτάρας. Χωρίς να μου δώσει την ευκαιρία να αναπνεύσω, κυλάει στο κρεβάτι, με τα χείλη κλειδωμένα στα δικά μου, και βρίσκεται από πάνω, πιέζοντάς με στο σκληρό
στρώμα του κρεβατιού με τις τέσσερις κολόνες. Το ένα του χέρι αρπάζει το πιγούνι μου, το άλλο ανοίγει στην κορυφή του κεφαλιού μου κρατώντας με ακίνητη, ενώ το γόνατό του μου χωρίζει τα πόδια και χώνεται, ντυμένος ακόμα με το τζιν του, ανάμεσα στους μηρούς μου. «Άνα...» λέει κοντανασαίνοντας, σαν να μην πιστεύει πως είμαι εκεί μαζί του. Με κοιτάζει ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, επιτρέποντάς, μου να πάρω μια ανάσα. Ύστερα τα χείλη του βρίσκονται πάλι στα δικά μου, λεηλατώντας το στόμα μου, παίρνοντας ό,τι έχω να δώσω. Βογκάει δυνατά, σπρώχνοντας τους γοφούς του επάνω μου. Το στιβαρό όργανό του πίσω από το τζιν χώνεται στη μαλακή σάρκα μου.
Αχ... Αναστενάζω βαριά, κι όλη η προηγούμενη, καταπιεσμένη σεξουαλική ένταση ξεσπάει, βγαίνοντας στην επιφάνεια δυνατότερη, πλημμυρίζοντας το σύστημά μου με πόθο και λαχτάρα, Σπρωγμένος από τους δαίμονές του, με φιλάει επιτακτικά στο πρόσωπο, στα μάτια, τα μάγουλα, στο σαγόνι. «Εδώ είμαι...» ψιθυρίζω, προσπαθώντας να τον ηρεμήσω. Οι καυτές, λαχανιασμένες ανάσες μας ανακατεύονται. Τυλίγω τα μπράτσα γύρω από τους ώμους του και τον καλωσορίζω τρίβοντας τη λεκάνη μου στη δική του. «Ω Άνα...» τραυλίζει ασθματικά, και η φωνή του είναι τραχιά και σιγανή. «Σε χρειάζομαι».
«Κι εγώ...» αποκρίνομαι πιεστικά. Το κορμί μου λαχταράει απεγνωσμένα το άγγιγμά του. Τον θέλω. Τον θέλω τώρα. Θέλω να τον γιατρέψω. Θέλω να γιατρέψω τον εαυτό μου... Το χρειάζομαι αυτό. Το χέρι του κατεβαίνει και τραβάει το κουμπί του τζιν του, ψαχουλεύοντας για μια στιγμή, ύστερα ελευθερώνοντας το σφριγηλό πέος του. Να πάρει... Λιγότερο από ένα λεπτό πριν κοιμόμουν.
Μετακινείται και για ένα δέκατο του δευτερολέπτου με κοιτάζει έτσι όπως αιωρείται από πάνω μου. «Ναι. Σε παρακαλώ...» μουρμουρίζω, και η φωνή μου είναι βραχνή και γεμάτη λαχτάρα.
Και με μια γρήγορη κίνηση, βυθίζεται μέσα μου. «Ααα!» φωνάζω, όχι από πόνο, αλλά από έκπληξη για το πάθος του. Βογκάει, και τα χείλη του βρίσκουν πάλι τα δικά μου καθώς ορμάει μέσα μου, ενώ η γλώσσα του με κυριεύει. Κουνιέται ξέφρενα, σπρωγμένος από τον φόβο, τον πόθο, τη λαχτάρα την αγάπη του; Δεν ξέρω, αλλά τον συναντάω, ώθηση την ώθηση, καλωσορίζοντάς τον. «Άνα...» μουγκρίζει σχεδόν άναρθρα και τελειώνει, με το πρόσωπο να συσπάται, το κορμί άκαμπτο, για να καταρρεύσει μετά με όλο του το βάρος επάνω μου λαχανιασμένος, αφήνοντάς με ξεκρέμαστη... Πάλι.
Να πάρει! Απόψε δεν είναι η βραδιά μου. Τον κρατάω αγκαλιά παίρνοντας βαθιά ανάσα και ουσιαστικά σπαρταρώντας
από πόθο κάτω του. Τραβιέται έξω και τυλίγει τα χέρια του γύρω μου -μερικά λεπτά... Πολλά λεπτά. Τελικά κουνάει το κεφάλι και το στηρίζει στον αγκώνα του, παίρνοντας λίγο από το βάρος του. Με κοιτάζει σαν να με βλέπει πρώτη φορά. «Ω Άνα... Χριστούλη μου!» Σκύβει και με φιλάει τρυφερά. «Είσαι καλά;» ρωτάω σιγανά, χαϊδεύοντας το όμορφο πρόσωπό του. Γνέφει καταφατικά, όμως φαίνεται ταραγμένος, αναστατωμένος. Το χαμένο μου αγόρι. Συνοφρυώνεται και με κοιτάζει
εξεταστικά στα μάτια, σαν να συνειδητοποιεί επιτέλους πού βρίσκεται. «Εσύ;» λέει με φωνή γεμάτη έγνοια. «Εμμμ...» Στριφογυρίζω από κάτω του, κι έπειτα από λίγο χαμογελάει με ένα αργό, αισθησιακό χαμόγελο. «Κυρία Γκρέυ, έχετε ανάγκες...» τραυλίζει. Μου δίνει ένα γρήγορο φιλί και μετά πετάγεται από το κρεβάτι. Γονατίζοντας στο πάτωμα στο κάτω μέρος του κρεβατιού, απλώνει τα χέρια και με αρπάζει ακριβώς πάνω από τα γόνατα τραβώντας με προς το μέρος του, έτσι που οι γλουτοί μου βρίσκονται στην άκρη του κρεβατιού.
«Ανασηκώσου...» ψιθυρίζει. Σηκώνομαι με δυσκολία σε καθιστή θέση, ενώ τα μαλλιά μου πέφτουν σαν πέπλο γύρω μου, έως τα στήθη μου. Το γκρίζο βλέμμα του είναι καρφωμένο στο δικό μου καθώς σπρώχνει μαλακά τα πόδια μου για να ανοίξουν όσο γίνεται. Γέρνω πίσω ακουμπώντας στα χεριά μου - ξέροντας πολύ καλά τι πρόκειται να κάνει. Αλλά είναι τόσο... Εεε... «Γαμώτο, είσαι τόσο όμορφη, Άνα...» λέει βραχνά, και βλέπον το χαλκόχρωμο κεφάλ,ι του να σκύβει και να χαράζει ένα μονοπάτι από φιλιά ψηλά στον δεξιό μηρό μου, ανεβαίνοντας προς τα επάνω.
Όλο μου το κορμί σφίγγεται από προσμονή. Με κοιτάζει, με τα μάτια του σκοτεινά πίσω από τις μακριές βλεφαρίδες του. «Κοίτα...» ρουθουνίζει, και μετά το στόμα του βρίσκεται πάνω μου. Ποπό! Αφήνω μια κραυγή καθώς ο κόσμος επικεντρώνεται στο επάνω μέρος των μηρών μου, και είναι τόσο ερωτικό γαμώτονα τον παρακολουθώ. Να παρακολουθώ τη γλώσσα του επάνω σ’ αυτό που αισθάνομαι ως το πιο ευαίσθητο σημείο του σώματός μου. Και δε δείχνει κανένα έλεος, διεγείροντας και ερεθίζοντας, λατρεύοντάς με. Το σώμα μου τεντώνεται και τα μπράτσα μου αρχίζουν να τρέμουν από την προσπάθεια να μείνω στητή. « Όχι... Αχ ...» μουρμουρίζω.
Χώνει μαλακά το δάχτυλό του μέσα μου, και δεν αντέχω άλλο. Καταρρέω'στο κρεβάτι, απολαμβάνοντας το στόμα και τα δάχτυλά του πάνω και μέσα μου. Τρίβει αργά και μαλακά εκείνο το γλυκό γλυκό σημείο βαθιά μέσα μου. Κι αυτό είναι φεύγω. Εκρήγνυμαι γύρω του, φωνάζοντας μια ασυνάρτητη εκδοχή του ονόματός του καθώς ο έντονος οργασμός μου κάνει την πλάτη μου να ανασηκο3θεί από το κρεβάτι. Νομίζω πως βλέπω αστεράκια, και η αίσθηση είναι πρωτόγονη και ενστικτώδης... Έχω αόριστα επίγνωση πως τρίβει τη μύτη του επάνω στην κοιλιά μου, δίνοντάς μου γλυκά φιλιά. Απλώνω τα χέρια και του χαϊδεύω τα μαλλιά. «Δεν έχω τελειώσει ακόμα μαζί σου...» λέει σιγανά. και προτού επιστρέψω εντελώς στο
Σιάτλ, στον πλανήτη Γη, απλώνει τα χέρια του και με αρπάζει από τους γοφούς, τραβώντας με από το κρεβάτι στο σημείο όπου είναι γονατισμένος, στην αγκαλιά του και στη στύση του, που περιμένει. . · Αφήνω μια άναρθρη κραυγή την ώρα που με γεμίζει. Να πάρει... «Ω μωρό μου...» μουγκρίζει και τυλίγει τα μπράτσα του γύρω μου. Μένει ακίνητος, κρατώντας μου το κεφάλι και φιλώντας μου το πρόσωπο. Κυρτώνει τους γοφούς του, και η ηδονή ανεβαίνει καυτή, έντονη από βαθιά μέσα μου. Απλώνει το χέρι του στους γλουτούς μου και με σηκώνει, λικνίζοντας τους βουβώνες του προς τα επάνω. « Αχ...» βογκάω, και τα χείλη του βρίσκονται και πάλι επάνω στα δικά μου,
ενώ αργά, πολύ αργά, ανασηκώνεται και λικνίζεται, ανασηκώνεται και λικνίζεται... Τυλίγω τα μπράτσα γύρω από τον λαιμό του και παραδίδομαι στον απαλό ρυθμό του, πηγαίνοντας όπου με πάει. Κυρτώνω τους γοφούς μου καβαλώντας τον... Η αίσθηση είναι τόσο μα τόσο ωραία. Γέρνω και ρίχνω πίσω το κεφάλι, με το στόμα ολάνοιχτο, σε μια σιωπηλή έκφραση της ηδονής μου, απολαμβάνοντας τον γλυκό έρωτά του. «Άνα...» μουρμουρίζει και σκύβει να με φιλήσει στον λαιμό. Κρατώντας με σφιχτά,> μπαινοβγαίνοντας αργά, σπρώχνοντάς με ψηλότερα. Ολοένα και ψηλότερα... Τόσο υπέροχα συγχρονισμένος, μια ρευστή σεξουαλική δύναμη, και μακάρια ηδονή διαχέεται από βαθιά βαθιά μέσα μου καθώς με κρατάει
τόσο κοντά του. «Σ’ αγαπάω, Άνα...» λέει στο αυτί μου με χαμηλή και τραχιά φωνή και με σηκώνει ξανά επάνω κάτω, επάνω κάτω. Τυλίγω και πάλι τα χέρια γύρω από τον λαιμό του και μέσα στα μαλλιά του. «Κι εγώ σ’ αγαπάω, Κρίστιαν...» Ανοίγοντας τα μάτια μου, τον πιάνω να με κοιτάζει και το μόνο που βλέπω είναι η αγάπη του, να λάμπει φωτεινή και έντονη στο απαλό αντιφέγγισμα των φώτων της αίθουσας ψυχαγωγίας. Οι εφιάλτες του φαντάζουν πλέον ξεχασμένοι. Και καθώς νιώθω το κορμί μου να σκαρφαλώνει προς την ανακούφιση, συνειδητοποιώ πως αυτό ήθελα: αυτήν τη σύνδεση, αυτή την εκδήλωση της αγάπης μας.
«Τέλειωσε για μένα, μωρό μου...» λέει χαμηλόφωνα. Σφαλίζω τα βλέφαρα, και το σώμα μου τεντώνεται στον σιγανό ήχο της φωνής του. Τελειώνω με θόρυβο και στροβιλίζομαι σ’ έναν έντονο οργασμό. Μένει ακίνητος, με το μέτωπό του ακουμπισμένο στο δικό μου, ψιθυρίζοντας απαλά το όνομά μου και τυλίγει τα χέρια του γύρω μου, φτάνοντας στη δική του κορύφωση. ΜΕ ΣΗΚΩΝΕΙ ΜΑΛΑΚΑ και με αφήνει στο κρεβάτι. Μένω ξαπλωμένη στην αγκαλιά του, εξαντλημένη και επιτέλους χορτασμένη. Χώνει τη μύτη του στον λαιμό μου. «Καλύτερα τώρα;» ρωτάει σιγανά.
«Μμμ...» «Πάμε στο κρεβάτι ή θες να κοιμηθείς εδώ;» «Μμμ...» «Κυρία Γκρέυ, μιλήστε μου!» Ακούγεται εύθυμος. «Μμμ...» «Αυτό είναι το καλύτερο που μπορείς να κάνεις;» «Μμμ...» «Έλα. Άσε με να σε βάλω στο κρεβάτι. Δε μ’ αρέσει να κοιμάμαι εδώ».
Μετακινούμαι απρόθυμα και στρέφομαι να τον κοιτάξω. «Περίμενε...» τραυλίζω. Ανοιγοκλείνει τα μάτια του, οι κόρες του διεσταλμένες και αθώες, δείχνοντας ταυτόχρονα καλογαμημένος και απόλυτα ικανοποιημένος από τον εαυτό του. «Είσαι εντάξει;» ρωτάω. Γνέφει καταφατικά, χαμογελώντας αυτάρεσκα σαν έφηβος . «Τώρα είμαι!» · «Ω Κρίστιαν!» τον αποπαίρνω και του χαϊδεύω απαλά το όμορφο πρόσωπο. «Μιλούσα για τον εφιάλτη σου». Η έκφρασή του προς στιγμήν παγώνει, μετά κλείνει τα μάτια και σφίγγει τα μπράτσα
του γύρω μου, χώνοντας το πρόσωπο στον λαιμό μου. «Μη...» λέει με τραχιά, βραχνή φωνή. Η καρδιά μου αναπηδάει και σφίγγεται πάλι στο στήθος μου καθώς τον κρατάω στην αγκαλιά μου, περνώντας τα χέρια μου πάνω από την πλάτη και μέσα από τα μαλλιά του. «Με συγχωρείς...» ψελλίζω, τρομαγμένη από την αντίδρασή του. Γαμώτο μου πώς να παρακολουθήσω αυτές τις αλλαγές διάθεσης; Τι διάολο έβλεπε στον εφιάλτη του; Δε θέλω να τον κάνω να πονέσει κι άλλο ξαναζώντας τις λεπτομέρειες. «Εντάξει...» συμπληρώνω χαμηλόφωνα, προσπαθώντας απεγνωσμένα να ξαναφέρω πίσω το παιχνιδιάρικο αγόρι που υπήρχε
εδώ πριν από ένα λεπτό. « Εντάξε ι...» λέω και ξαναλέω καθησυχαστικά. «Πάμε στο κρεβάτι» αποκρίνεται ήρεμα έπειτα από λίγο και τραβιέται μακριά μου, αφήνοντάς με άδεια και με μια οδυνηρή αίσθηση την ώρα που σηκώνεται. Σηκώνομαι κι εγώ αδέξια πίσω του, κρατώντας το σατέν σεντόνι τυλιγμένο γύρω μου, και σκύβω να μαζέψω τα ρούχα μου. « Άσ’ τα αυτά» λέει, και προτού το καταλάβω, με σηκώνει στην αγκαλιά του. «Δε θέλω να γλιστρήσεις επάνω σ’ αυτό το σεντόνι και να σπάσεις τον σβέρκο σου». Τυλίγω τα χέρια γύρω του, απορώντας που ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία του, και
τρίβω επάνω του τη μύτη μου καθο^ς με κουβαλάει κάτω στο υπνοδωμάτιό μας. ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ ανοίγουν διάπλατα. Κάτι δεν πάει καλά. Ο Κρίστιαν δε βρίσκεται στο κρεβάτι, αν και είναι ακόμα σκοτάδι. Ρίχνοντας μια ματιά στο ραδιόφωνοξυπνητήρι, βλέπω πως είναι τρεις και είκοσι το πρωί. Πού είναι ο Κρίστιαν; Μετά ακούω το πιάνο. Σηκώνομαι βιαστικά από το κρεβάτι, αρπάζω τη ρόμπα μου και διασχίζω τρέχοντας τον διάδρομο προς το μεγάλο δωμάτιο. Το κομμάτι που παίζει είναι τόσο θλιμμένο - ένα πένθιμο μοιρολόι που τον έχω ξανακούσει να παίζει. Σταματάω στην πόρτα και τον παρακολουθώ μέσα σε μια λιμνούλα φωτός, ενώ η επώδυνα θλιβερή μουσική γεμίζει το δωμάτιο. Τελειώνει και
μετά ξεκινάει και πάλι το κομμάτι από την αρχή. Γιατί τόσο λυπητερό; Τυλίγω τα χέρια γύρω μου και τον ακούω μαγεμένη να παίζει. Αλλά η καρδιά μου πονάει. Κρίστιαν, γιατί τόσο λυπημένος; Εξαιτίας μου; Εγώ το έχανα αυτό; Όταν τελειώνει, απλώς για να ξαναρχίσει τρίτη φορά, δεν αντέχω άλλο. Δε σηκώνει τοΐ μάτια καθώς πλησιάζω στο πιάνο, αλλά μετακινείται λίγο, για να χωρέσω δίπλα του στο σκαμνί. Συνεχίζει να παίζει, και ακουμπάω το κεφάλι στον ώμο του. Μου φιλάει τα μαλλιά, αλλά δε σταματάει πριν τελειώσει το κομμάτι. Τον κρυφοκοιτάζω και τον βλέπω να με παρατηρεί επιφυλακτικά. «Σε ξύπνησα;» ρωτάει. «Μόνο επειδή έφυγες. Πώς το λένε αυτό το κομμάτι;»
«Είναι Σοπέν, ένα από τα πρελούδιά του σε Μι ελάσσονα». Ο Κρίστιαν κάνει μια παύση. «Ονομάζεται “Ασφυξία”...» Απλώνω το χέρι και πιάνω το δικό του. «Έχεις αναστατωθεί στ’ αλήθεια απ’ όλα αυτά». Ρουθουνίζει. «Ένας ανισόρροπος μαλάκας μπαίνει στο σπίτι μου για να απαγάγει τη γυναίκα μου... Εκείνη δεν εννοεί να κάνει αυτό που της λέω. Με τρελαίνει. Χρησιμοποιεί τον κωδικό ασφαλείας». Κλείνει στιγμιαία τα μάτια του, κι όταν τα ανοίγει ξανά, είναι βλοσυρά και ψυχρά. «Ναι. Είμαι αρκετά αναστατωμένος». Του ζουλάω το χέρι. «Με συγχωρείς...»
Πιέζει το μέτωπό του στο δικό μου. «Ονειρεύτηκα πως ήσουν πεθαμένη...» ψελλίζει. Ορίστε; «Ξαπλωμένη στο πάτωμα. Τόσο κρύα και δεν έλεγες να ξυπνήσεις...» Ω Πενήντα. «Ει, ένα κακό όνειρο ήταν μόνο...» Απλώνω τα χέρια και πιάνω σφιχτά το κεφάλι του. Τα μάτια του καίνε τα δικά μου, και η αγωνία μέσα τους είναι οδυνηρή. «Είμαι εδώ και κρυώνω χωρίς εσένα στο κρεβάτι. Έλα να ξαπλώσεις, σε παρακαλώ...» Τον πιάνω από το χέρι και σηκώνομαι, περιμένοντας να δω αν θα με ακολουθήσει.
Τελικά σηκώνεται κι αυτός. Φοράει το παντελόνι της πιτζάμας του, που εφαρμόζει με κείνο τον μοναδικό τρόπο, και θέλω να περάσω τα δάχτυλα μέσα από τη ζώνη του, αλλά αντιστέκομαι στον πειρασμό και τον οδηγώ ξανά στο δωμάτιό μας. ΟΤΑΝ ΞΥΠΝΑΩ, είναι κουλουριασμένος γύρω μου και κοιμάται γαλήνια. Χαλαρώνω και απολαμβάνω τη ζέστη που με τυλίγει, το δέρμα του επάνω στο δέρμα μου. Μένω ξαπλωμένη ακίνητη, μη θέλοντας να τον ενοχλήσω. Ποπό! Φοβερή βραδιά. Αισθάνομαι σαν να με έχει πατήσει τρένο η εμπορική αμαξοστοιχία που είναι ο άντρας μου. Δύσκολο να πιστέψει κανείς πως αυτός ο άντρας που είναι ξαπλωμένος δίπλα μου, δείχνοντας τόσο γαλήνιος και νέος στον
ύπνο του, ήταν τόσο βασανισμένος χτες το βράδυ... Και με βασάνισε τόσο χτες το βράδυ. Κοιτάζω το ταβάνι και μου περνάει από το μυαλό πως πάντα θεωρώ τον Κρίστιαν δυνατό και δεσποτικό στην πραγματικότητα όμως είναι τόσο εύθραυστος, το χαμένο μου αγόρι. Και η ειρωνεία είναι πως αντιμετωπίζει εμένα ως εύθραυστη, και δε νομίζω πως είμαι. Σε σύγκριση με κείνον, εγώ είμαι η δυνατή. Είμαι όμως αρκετά δυνατή και για τους δυο μας; Αρκετά δυνατή για να κάνω αυτό που μου λέει και να του προσφέρω λίγη ηρεμία; Αναστενάζω. Δε μου ζητάει τόσο πολλά. Θυμάμαι τη χτεσινοβραδινή μας συζήτηση. Αποφασίσαμε τίποτα διαφορετικό από το να προσπαθήσουμε και οι δύο πιο πολύ; Το τελικό συμπέρασμα είναι πως αυτό τον
άνθρωπο τον αγαπάω και πρέπει να χαράξω μια πορεία και για τους δυο μας. Μια πορεία που θα μου επιτρέψει να κρατήσω την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία μου, ενώ ταυτόχρονα θα είμαι κάτι περισσότερο γι’ αυτόν. Είμαι το περισσότερό του και είναι δικός μου. Αποφασίζω να καταβάλω ιδιαίτερη προσπάθεια αυτό το Σαββατοκύριακο, ώστε να μην του δώσω λόγο για ανησυχία. Ο Κρίστιαν αναδεύεται και σηκώνει το κεφάλι του από το στήθος μου, κοιτάζοντάς με νυσταγμένα. «Καλημέρα, κύριε χαμογελώντας.
Γκρέυ!»
αναφωνώ
«Καλημέρα, κυρία Γκρέυ... Κοιμηθήκατε καλά;» Τεντώνεται πλάι μου.
«Μόλις ο άντρας μου σταμάτησε να προκαλεί εκείνο το φοβερό πανδαιμόνιο στο πιάνο, ναι, κοιμήθηκα καλά». Χαμογελάει με το συνεσταλμένο του χαμόγελο, και λιώνω. «Φοβερό πανδαιμόνιο; Θα φροντίσω να στείλω ένα μήνυμα στη δεσποινίδα Κάθι για να την ενημερώσω». «Στη δεσποινίδα Κάθι;» «Τη δασκάλα μου στο πιάνο». Χαχανίζω. «Τι όμορφος ήχος!» προσθέτει. «Λέω να έχουμε μια καλύτερη μέρα σήμερα».
«Εντάξε ι». Συγκατανεύω. «Τι θες να κάνουμε;» «Αφού κάνω έρωτα στη γυναίκα μου και μου ετοιμάσει πρωινό, θα ήθελα να την πάω στο Άσπεν». Τον κοιτάζω χάσκοντας. «Στο Άσπεν;» «Ναι». «Στο Άσπεν του Κολοράντο;» «Στο ίδιο. Εκτός αν το μετακίνησαν... Στο κάτω κάτω πλήρωσες είκοσι τέσσερις χιλιάδες δολάρια γι’ αυτή την εμπειρία». Του χαμογελάω. «Δικά σου ήταν εκείνα τα λεφτά...» «Δικά μας».
«Ήταν δικά σου λεφτά όταν πλειοδότησα...» Υψώνω το βλέμμα στον ουρανό. «Ω κυρία Γκρέυ, εσείς και το βλέμμα σας που το υψώνετε στον ουρανό...» ψιθυρίζει καθώς ανεβάζει το χέρι του στον μηρό μου. «Δε θα μας πάρει ώρες να πάμε στο Κολοράντο;» ρωτάω για να του αποσπάσω την προσοχή. «Όχι αν πάμε με τζετ...» απαντάει μελιστάλαχτα καθώς το χέρι του φτάνει στον γλουτό μου. Φυσικά ο άντρας μου έχει τζετ. Πώς το ξέχασα; Το χέρι του συνεχίζει να χαϊδεύει το σώμα μου, σηκώνοντας το νυχτικό μου
καθώς προχωράει, και σύντομα ξεχνάω τα πάντα. Ο ΤΕΥΛΟΡ ΟΔΗΓΕΙ το αυτοκίνητο στην πίστα του Σι Τακ και μας πηγαίνει στο σημείο όπου περιμένει το τζετ της GEH. Στο Σιάτλ η μέρα είναι γκρίζα, αλλά αρνούμαι να αφήσω τον καιρό να μειώσει τον ενθουσιασμό μου. Ο Κρίστιαν είναι σε πολύ καλύτερη διάθεση. Κάτι του προκαλεί έξαψη είναι ξαναμμένος και αεικίνητος σαν μικρό παιδάκι που έχει ένα μεγάλο μυστικό. Αναρωτιέμαι τι έχει σκαρώσει. Φαίνεται ονειροπόλος, με τα ανακατωμένα μαλλιά, το άσπρο μπλουζάκι και το μαύρο τζιν του. Καθόλου διευθύνων σύμβουλος σήμερα. Ο Τέυλορ σταματάει στη βάση της σκάλας του τζετ, και ο Κρίστιαν με πιάνει από το χέρι.
«Σου έχω μια έκπληξη...» μουρμουρίζει φιλώντας μου τις αρθρώσεις. Του χαμογελάω. «Καλή έκπληξη;» « Το ελπίζω! » αποκρίνεται χαμογελώντας ζεστά. Χμμμ... Τι μπορεί να είναι; Ο Σόγερ πετάγεται έξω από την μπροστινή θέση και μου ανοίγει την πόρτα. Ο Τέυλορ ανοίγει την πόρτα του Κρίστιαν και μετά παίρνει τις βαλίτσες μας από το πορτμπαγκάζ. Ο Στέφαν μάς περιμένει στην κορυφή της σκάλας όταν μπαίνουμε στο αεροπλάνο. Ρίχνω μια ματιά στον θάλαμο διακυβέρνησης και βλέπω τη συγκυβερνήτη Μπέιλυ να ανεβοκατεβάζει διακόπτες στον επιβλητικό πίνακα οργάνων.
Ο Κρίστιαν και ο Στέφαν σφίγγουν τα χέρια. «Καλημέρα, κύριε!» Ο Στέφαν χαμογελάει. «Σ’ ευχαριστώ που το κάνεις αυτό, παρόλο που ειδοποιήθηκες την τελευταία στιγμή». Ο Κρίστιαν τού ανταποδίδει το χαμόγελο. «Έχουν έρθει οι καλεσμένοι μας;» «Μάλιστα, κύριε». Καλεσμένοι; Γυρίζω και μου κόβεται η ανάσα. Η Κέιτ, ο Έλλιοτ, η Μία και ο Ίθαν χαμογελούν καθισμένοι στις κρεμ δερμάτινες θέσεις. Ποπό! Στρέφομαι απότομα στον Κρίστιαν. «Έκπληξη!» αναφωνεί.
«Πώς, Πότε; Ποιος;» ψελλίζω μπερδεμένα, προσπαθώντας να συγκρατήσω τη χαρά και την αγαλλίασή μου. «Είπες ότι δε βλέπεις αρκετά τους φίλους σου...» Ανασηκώνει τους ώμους του και μου χαρίζει ένα λοξό, απολογητικό χαμόγελο. «Ω Κρίστιαν, σ’ ευχαριστώ!» Τυλίγω τα μπράτσα γύρω από τον λαιμό του και του δίνω ένα ξεγυρισμένο φιλί μπροστά σε όλους. Βάζει τα χέρια του στους γοφούς μου, χώνοντας τους αντίχειρες στις θηλιές του τζιν μου, και βαθαίνει το φιλί. Ποπό!
«Συνέχισε έτσι, και θα σε σύρω στο υπνοδωμάτιο...» μουρμουρίζει. «Δε θα τολμούσες...» ψιθυρίζω επάνω στα χείλη του. «Ω Αναστάζια...» Χαμογελάει κουνώντας το κεφάλι του. Με αφήνει και χωρίς πολλά πολλά σκύβει, με αρπάζει από τους μηρούς και με σηκώνει στους ώμους του. «Κρίστιαν, άσε με κάτω!» Τον χτυπάω στα πισινά. Το μάτι μου πιάνει τον Στέφαν, που χαμογελάει, ύστερα γυρίζει και κατευθύνεται προς τον θάλαμο διακυβέρνησης. Ο Τέυλορ στέκεται στην πόρτα, προσπαθώντας να πνίξει το χαμόγελό του. Αγνοώντας τα παρακάλια
και τη μάταιη αντίστασή μου, ο Κρίστιαν κατευθύνεται με μεγάλες δρασκελιές προς τη στενή καμπίνα, προσπερνώντας τη Μία και τον Ίθαν, που κάθονται ο ένας απέναντι στον άλλο στις μονές θέσεις, και την Κέιτ με τον Έλλιοτ, που το διασκεδάζει τσιρίζοντας σαν τρελαμένος γίββωνας. «Με συγχωρείτε...» λέει στους τέσσερις καλεσμένους μας. «Έχω να πω δυο λόγια κατ’ ιδίαν με τη γυναίκα μου». «Κρίστιαν!» φωνάζω. «Άσε με κάτω!» «Όλα στην ώρα τους, μωρό μου». Προλαβαίνω να δω τη Μία, την Κέιτ και τον Έλλιοτ να γελούν. Γαμώτο! Δεν είναι αστείο. Είναι ντροπιαστικό. Ο Ίθαν μάς κοιτάζει άναυδος, με το στόμα να χάσκει.
Δείχνει εντελώς σοκαρισμένος καθώς εξαφανιζόμαστε μέσα στην καμπίνα. Ο Κρίστιαν κλείνει την πόρτα πίσω του και με κατεβάζει, αφήνοντάς με να γλιστρήσω αργά στο κορμί του, έτσι που νιώθω κάθε σκληρό νεύρο και μυ. Μου χαμογελάει με το παιδιάστικο χαμόγελό του, απόλυτα ικανοποιημένος από τον εαυτό του. «Πολύ ωραία παράσταση, κύριε Γκρέυ...» Σταυρώνω τα χέρια και τον κοιτάζω παριστάνοντας την αγανακτισμένη. «Πλάκα είχε, κυρία Γκρέυ!» αποκρίνεται, και το χαμόγελό του πλαταίνει. Ποπό! Φαίνεται τόσο νέος.
«Σκοπεύεις να το συνεχίσεις;» Ανασηκώνω το φρύδι, μην ξέροντας πώς ακριβώς νιώθω γι’ αυτό το πράγμα. Σοβαρά τώρα, οι άλλοι θα μας ακούσουν. Ξαφνικά αισθάνομαι ντροπή. Ρίχνοντας μια αγχωμένη ματιά στο κρεβάτι, νιώθω έ ja αναψοκοκκίνισμα να απλώνεται στα μάγουλά μου στη θύμηση της πρώτης νύχτας του γάμου μας. Χτες μιλήσαμε τόσο πολύ, χτες κάναμε τόσο πολλά πράγματα. Είναι σαν να υπερπηδήσαμε ένα άγνωστο εμπόδιο αλλά αυτό είναι το πρόβλημα. Είναι άγνωστο. Τα μάτια μου συναντούν το έντονο αλλά εύθυμο βλέμμα του Κρίστιαν και δεν μπορώ να μείνω σοβαρή. Το χαμόγελό του παραείναι μεταδοτικό. «Νομίζω πως θα ήταν αγενές να κρατήσουμε τους καλεσμένους μας σε
αναμονή...» λέει μελιστάλαχτα και κάνει ένα βήμα προς το μέρος μου. Πότε άρχισε να νοιάζεται για το τι σκέφτεται ο κόσμος; Κάνω ένα βήμα πίσω, ακουμπώντας στον τοίχο της καμπίνας, και με φυλακίζει, με τη ζεστασιά του σώματός του να με κρατάει ακίνητη. Σκύβει και περνάει τη μύτη του πάνω από τη δική μου. «Καλή η έκπληξη;» ρωτάει ψιθυριστά, και στη φωνή του υπάρχει ένα ίχνος άγχους. «Ω Κρίστιαν, φανταστική!» Περνάω τα χέρια από το στήθος του και τα τυλίγω γύρω από τον λαιμό του φιλώντας τον. «Πότε το οργάνωσες αυτό;» ρωτάω όταν τραβιέμαι μακριά του, χαϊδεύοντάς του τα μαλλιά.
«Χτες βράδυ, που δε μ’ έπαιρνε ο ύπνος... Έστειλα ηλεκτρονικό μήνυμα στον Έλλιοτ και στη Μία, και να τοι». «Πολύ ευγενικό. Σ’ ευχαριστώ. Είμαι σίγουρη πως θα περάσουμε υπέροχα!» «Το ελπίζω. Σκέφτηκα πως θα ήταν ευκολότερο να αποφύγουμε τον Τύπο στο Άσπεν παρά στο σπίτι». Οι παπαράτσι! Έχει δίκιο. Αν είχαμε μείνει στο Εσκάλα, θα ήμαστε φυλακισμένοι. Ένα ρίγος διατρέχει τη ραχοκοκαλιά μου όταν θυμάμαι τις κάμερες και τα εκτυφλωτικά φλας των λίγων φωτογράφων που προσπέρασε ο Τέυλορ πατώντας γκάζι σήμερα το πρωί.
«Έλα. Καλύτερα να κάτσουμε στις θέσεις μας ο Στέφαν θα απογειωθεί πολύ σύντομα». Μου δίνει το χέρι του και επιστρέφουμε μαζί στον χώρο επιβατών. Όταν μπαίνουμε, ο Έλλιοτ ζητωκραυγάζει, «Μιλάμε για ταχύτατη εναέρια εξυπηρέτηση!» φωνάζει κοροϊδευτικά. Ο Κρίστιαν τον αγνοεί. «Παρακαλώ, καθίστε, κυρίες και κύριοι, γιατί σε λίγο αρχίζουμε την τροχοδρόμηση για την απογείωση». Η φωνή του Στέφαν αντηχεί ήρεμη και επιτακτική στον χώρο επιβατο^ν. Η καστανή κοπέλα -εεε... Ναταλί;που ήταν στην πτήση την πρώτη νύχτα του γάμου μας εμφανίζεται από την κουζίνα και μαζεύει τα
άδεια κυπελλάκια του καφέ. Νατάλια... Τη λένε Νατάλια. «Καλημέρα, κύριε Γκρέυ, κυρία Γκρέυ...» λέει γουργουρίζοντας. Γιατί με κάνει να νιώθω άβολα; Ίσως επειδή είναι καστανή. Όπως έχει παραδεχτεί και μόνος του, ο Κρίστιαν δεν προσλαμβάνει συνήθως καστανές, επειδή τις βρίσκει ελκυστικές. Εκείνος χαμογελάει ευγενικά στη Νατάλια και γλιστράει πίσω από το τραπέζι, για να καθίσει απέναντι από τον Έλλιοτ και την Κέιτ. Αγκαλιάζω στα πεταχτά την Κέιτ και τη Μία και κουνάω το χέρι στον Ίθαν και τον Έλλιοτ, μετά κάθομαι δίπλα στον Κρίστιαν και δένω τη ζώνη μου. Βάζει το χέρι του στο γόνατό μου και το ζουλάει
τρυφερά. Φαίνεται χαλαρός και ευτυχισμένος, αν και είμαστε με παρέα. Αναρωτιέμαι νωθρά γιατί δεν μπορεί να είναι πάντα έτσι καθόλου αυταρχικός. «Ελπίζω να έβαλες στη βαλίτσα σου τις μπότες πεζοπορίας...» λέει, και η φωνή του είναι ζεστή. «Δε θα πάμε για σκι;» «Θα ήταν κατόρθωμα, Αύγουστο μήνα!» απαντάει κεφάτα. Μα βέβαια. «Κάνεις σκι, Άνα;» μας διακόπτει ο Έλλιοτ. «Όχι».
Ο Κρίστιαν μετακινεί το χέρι από το γόνατό μου για να πιάσει το χέρι μου. «Είμαι σίγουρος ότι το αδερφάκι μου μπορεί να σε μάθει». Ο Έλλιοτ μου κλείνει το μάτι. «Είναι πολύ γρήγορος και στις πλαγιές...» Δεν μπορώ να μην κοκκινίσω. Όταν σηκώνω τα μάτια μου στον Κρίστιαν, κοιτάζει ατάραχος τον Έλλιοτ, αλλά νομίζω πως προσπαθεί να πνίξει τη θυμηδία του. Το αεροπλάνο κινείται προς τα εμπρός και αρχίζει να τροχοδρομεί προς τον διάδρομο απογείωσης. Η Νατάλια μας ενημερώνει με καθαρή, καμπανιστή φωνή για τις διαδικασίες ασφάλειας του αεροπλάνου. Φοράει ένα κομψό μπλε μαρέν κοντομάνικο πουκάμισο
και ασορτί ίσια φούστα. Το μακιγιάζ της είναι άψογο πραγματικά είναι όμορφη. Το υποσυνείδητό μου ανασηκώνει το σχεδόν εντελώς βγαλμένο φρύδι του. «Είσαι καλά;» με ρωτάει η Κέιτ δηκτικά. «Εννοώ μετά την ιστορία με τον Χάυντ». Γνέφω καταφατικά. Δε θέλω να σκέφτομαι ή να μιλάω για τον Χάυντ, αλλά η Κέιτ φαίνεται να έχει άλλα σχέδια. «Και λοιπόν, γιατί απασφάλισε;» ρωτάει μπαίνοντας στην καρδιά του προβλήματος με το αμίμητο στιλ της. Τινάζει τα μαλλιά της πίσω και ετοιμάζεται να ερευνήσει το ζήτημα εις βάθος.
Ατενίζοντάς την ψυχρά, ο Κρίστιαν ανασηκώνει τους ώμους. «Τον απέλυσα με τις κλοτσιές» απαντάει απερίφραστα. «Μπα; Γιατί;» Η Κέιτ γέρνει το κεφάλι στο πλάι, και ξέρω πως είναι σε διάθεση Μις Μαρπλ. «Μου τα έριξε...» μουρμουρίζω. Προσπαθώ να κλοτσήσω την Κέιτ στον αστράγαλο κάτω από το τραπέζι, αλλά δεν την πετυχαίνω. Σκατά! «Πότε;» Η Κέιτ με αγριοκοιτάζει. «Πολύ καιρό τώρα». «Δε μου είπες ότι σ’ τα έριξε!» πετάει. Ανασηκώνω απολογητικά τους ώμους.
«Σίγουρα δεν έβγαλε απλώς το άχτι του γι’ αυτό το πράγμα. Τούτη η αντίδραση παραείναι ακραία!» συνεχίζει η Κέιτ, αλλά αυτήν τη φορά απευθύνει τις ερωτήσεις της στον Κρίστιαν. «Είναι ανισόρροπος; Και τι συμβαίνει με αυτές τις πληροφορίες που έχει για όλους εσάς τους Γκρέυ;» Η ανάκριση που κάνει στον Κρίστιαν με εξοργίζει, αλλά έχει εμπεδώσει ήδη πως εγώ δεν ξέρω τίποτα, οπότε δεν μπορεί να ρωτήσει εμένα. Η σκέψη είναι ενοχλητική. «Νομίζουμε πως υπάρχει κάποια σύνδεση με το Ντιτρόιτ» απαντάει ο Κρίστιαν ήπια. Πολύ ήπια. Οχ. όχι, Κέιτ... Σε παρακαλώ, ξέχνα το προς το παρόν.
«Και ο Χάυντ από το Ντιτρόιτ είναι;» Ο Κρίστιαν γνέφει καταφατικά. Το αεροπλάνο επιταχύνει, και σφίγγω τη λαβή μου στο χέρι του Κρίστιαν. Με κοιτάζει καθησυχαστικά. Ξέρει πως σιχαίνομαι τις απογειώσεις και τις προσγειώσεις. Μου ζουλάει το χέρι, και ο αντίχειράς του μου χαϊδεύει τις αρθρώσεις ηρεμώντας με. «Εσύ τι ξέρεις γι’ αυτόν;» ρωτάει ο Έλλιοτ, αγνοώντας το γεγονός ότι τρέχουμε σαν βολίδα στον διάδρομο απογείωσης μέσα σ’ ένα μικρό τζετ το οποίο ετοιμάζεται να εκτοξευτεί στον ουρανό, καθώς και την αυξανόμενη οργή του Κρίστιαν απέναντι στην Κέιτ.
Η Κέιτ σκύβει προς τα εμπρός, στήνοντας προσεκτικά αυτ*. «Αυτό είναι ανεπίσημο» απαντάει Κρίστιαν απευθυνόμενος στην Κέιτ.
ο
Το στόμα της σφίγγεται ανεπαίσθητα. Ξεροκαταπίνω. Ω, γαμώτο... «Λίγα πράγματα ξέρουμε γι’ αυτόν» συνεχίζει ο Κρίστιαν. «Ο πατέρας του σκοτώθηκε σ’ έναν καβγά σε μπαρ. Η μητέρα του μεθούσε μέχρι αναισθησίας. Όταν ήταν μικρός, άλλαζε συνεχώς θετές οικογένειες... Και εξίσου συχνά έμπλεκε σε μπελάδες. Κυρίως κλοπές αυτοκινήτων. Μπήκε ένα διάστημα σε αναμορφωτήριο. Η μητέρα του κατάφερε να απεξαρτηθεί μέσω ενός κοινοτικού προγράμματος, και ο
Χάυντ ξαναγύρισε στον ίσιο δρόμο. Κέρδισε μια υποτροφία για το Πρίνστον». «Το Πρίνστον;» Η περιέργεια της Κέιτ έχει εξαφθεί. «Μάλιστα. Είναι έξυπνο παιδί...» Κρίστιαν ανασηκώνει τους ώμους.
Ο
«Όχι και τόσο έξυπνος. Τον έπιασαν...» αντιγυρίζει μουρμουριστά ο Έλλιοτ. «Σίγουρα όμως δεν μπορεί να τα έκανε όλα αυτά μόνος του... Έτσι δεν είναι;» λέει η Κέιτ. Ο Κρίστιαν τσιτώνεται. «Δεν ξέρουμε ακόμα...»
Η φωνή του είναι πολύ ήρεμη. Σκατά... Υπάρχει πιθανότητα να δούλευε και κάποιος άλλος μαζί του; Γυρίζω και κοιτάζω τον Κρίστιαν, άφωνη από τρόμο. Μου ζουλάει ξανά το χέρι, αλλά χωρίς να με κοιτάξει κατάματα. Το αεροπλάνο σηκώνεται ομαλά στον αέρα, και νιώθω στο στομάχι μου εκείνο το φρικτό βούλιαγμα. «Πόσων χρόνων είναι;» ρωτάω τον Κρίστιαν γέρνοντας προς το μέρος του, ώστε να με ακούει μόνο αυτός. Όσο κι αν θέλω να μάθω τι συμβαίνει, δε θα ήθελα να δώσω τροφή για ερωτήσεις στην Κέιτ. Ξέρω πως εκνευρίζουν τον Κρίστιαν και είμαι σίγουρη πως την έχει γραμμένη στου διαόλου το κατάστιχο μετά το «Κοκτειλγκέιτ». «Τριάντα δύο. Γιατί;»
«Μόνο από περιέργεια». Το σαγόνι του σφίγγεται. «Μην είσαι περίεργη για τον Χάυντ. Απλώς χαίρομαι που ο καριόλης βρίσκεται στη στενή!» Είναι σχεδόν επίπληξη, αλλά επιλέγω να αγνοήσω τον τόνο του. «Εσύ πιστεύεις πως δούλευε με κάποιον άλλο;» Η σκέψη πως μπορεί να είναι αναμεμειγμένος και κάποιος άλλος με αρρωσταίνει. Αυτό θα σήμαινε πως το θέμα δεν έχει τελειώσει. «Δεν ξέρω» απαντάει ο Κρίστιαν, xat το σαγόνι του σφίγγεται ξανά. «Ίσως κάποιος που σου έχει άχτι;» λέω. Να πάρει. Ελπίζω να μην είναι η σπασαρχίδω. «Όπως η Ελένα;» ψιθυρίζω. Συνειδητοποιώ
πως είπα το όνομα δυνατά, αλλά μόνο εκείνος μπορεί να με ακούσει. Ρίχνω μια αγχωμένη ματιά στην Κέιτ, αλλά είναι απορροφημένη από μια συζήτηση με τον Έλλιοτ, που την κοιτάζει τσατισμένος. Χμμμ... «Σ’ αρέσει πραγματικά να τη δαιμονοποιείς, ε;» Ο Κρίστιαν υψώνει το βλέμμα στον ουρανό και κουνάει το κεφάλι του με απέχθεια. «Μπορεί να μου έχει άχτι, μα δε θα έκανε τέτοιο πράγμα». Με καρφώνει με το σταθερό γκρίζο βλέμμα του. «Ας μην κουβεντιάσουμε γι’ αυτήν. Ξέρω πως δεν είναι το αγαπημένο σου θέμα συζήτησης». «Μιλήσατε ανοιχτά;» ψελλίζω, χωρίς να είμαι σίγουρη ότι θέλω στ’ αλήθεια να ξέρω.
«Άνα, δεν της έχω ξαναμιλήσει μετά το πάρτι των γενεθλίων μου. Σε παρακαλώ, ξέχνα το. Δε θέλω να συζητάω γι’ αυτή». Μου σηκώνει το χέρι και περνάει τα χείλη του ξυστά από τις αρθρώσεις μου. Τα μάτια του καίνε τα δικά μου, και ξέρω πως δεν πρέπει να συνεχίσω αυτού του είδους τις ερωτήσεις προς το παρόν. «Άντε να βρείτε κάνα δωμάτιο!» λέει πειραχτικά ο Έλλιοτ. «Α, ναι έχετε, αλλά δεν το χρειαστήκατε και πολλή ώρα...» Ο Κρίστιαν σηκώνει το βλέμμα και καρφώνει τον Έλλιοτ ψυχρά. «Άντε γαμήσου, Έλλιοτ» αντιγυρίζει, αλλά χωρίς κακία.
«Μάγκα μου, απλώς σου λέω πώς γίνεται αυτό το πράγμα!» Τα μάτια του Έλλιοτ λάμπουν από ευθυμία. «Λες και ξέρεις...» μουρμουρίζει χλευαστικά ο Κρίστιαν, ανασηκώνοντας το φρύδι του. Ο Έλλιοτ χαμογελάει, απολαμβάνοντας τα χωρατά. «Παντρεύτηκες την πρώτη σου φιλενάδα!» Με δείχνει. Ω, γαμώτο. Πού το πάει; «Άδικο είχα;» Ο Κρίστιαν μού φιλάει πάλι το χέρι. «Όχι!» Ο Έλλιοτ γελάει και κουνάει το κεφάλι του.
Κοκκινίζω, και η Κέιτ κοπανάει τον Έλλιοτ στο πόδι. «Άσε τις μαλακίες!» τον αποπαίρνει. «Άκου τη φιλενάδα σου...» λέει ο Κρίστιαν στον Έλλιοτ χαμογελώντας, και η προηγούμενη ανησυχία του φαίνεται να έχει εξαφανιστεί. Τα αυτιά μου ξεβουλώνουν έτσι όπως ανεβαίνουμε ψηλότερα, και η ένταση στον χώρο επιβατών διαλύεται καθώς το αεροπλάνο οριζοντιώνεται. Η Κέιτ αγριοκοιτάζει τον Έλλιοτ. Χμμμ... Συμβαίνει κάτι μεταξύ τους; Δεν είμαι σίγουρη. Ο Έλλιοτ έχει δίκιο. Η ειρωνεία του πράγματος με κάνει να ξεφυσήσω. Είμαι -
ήμουνη πρώτη φιλενάδα του Κρίστιαν και τώρα είμαι γυναίκα του. Οι δεκαπέντε και η κακιά κυρία Ρόμπινσον, αυτές δε μετράνε. Αλλά πάλι, ο Έλλιοτ δε γνωρίζει γι’ αυτές, και σαφώς η Κέιτ δεν του έχει πει κάτι. Της χαμογελάω και μου κλείνει συνωμοτικά το μάτι. Τα μυστικά μου είναι ασφαλή με την Κέιτ. «Λοιπόν, κυρίες και κύριοι, θα πετάξουμε σε ύψος περίπου τριάντα δύο χιλιάδων ποδιών, και ο εκτιμώμενος χρόνος πτήσης είναι μία ώρα και πενήντα έξι λεπτά» αναγγέλλει ο Στέφαν. «Και τώρα είστε ελεύθεροι να μετακινείστε στον χώρο επιβατών». Η Νατάλια εμφανίζεται ξαφνικά από την κουζίνα. «Μπορο^ να προσφέρω καφέ;» ρωτάει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΡΙΑ ΠΡΟΣΓΕΙΩΝΟΜΑΣΤΕ ΟΜΑΛΑ στο Σάρντυ Φιλντ στις 12:25 μ.μ. (MST1) Ο Στέφαν σταματάει το αεροπλάνο λίγο πιο πέρα από τον κεντρικό τερματικό σταθμό, και μέσα από το παράθυρο εντοπίζω ένα μεγάλο μίνι βαν VW που μας περιμένει. «Καλή προσγείωση!» Ο Κρίστιαν χαμογελάει σφίγγοντας το χέρι του Στέφαν καθώς ετοιμαζόμαστε να βγούμε από το τζετ. «Το όλο θέμα έχει να κάνει με το ύψος πυκνότητας, κύριε...» Ο Στέφαν τού
ανταποδίδει το χαμόγελο. «Η Μπέιλυ από δω είναι καλή στα μαθηματικά». Ο Κρίστιαν γνέφει στη συγκυβερνήτη του Στέφαν. «Πέτυχες διάνα, Μπέιλυ. Ωραία προσγείωση!» «Ευχαριστώ, κύριε!» αποκρίνεται εκείνη και χαμογελάει αυτάρεσκα. «Καλό Σαββατοκύριακο, κύριε Γκρέυ, κυρία Γκρέυ. Θα σας δούμε αύριο». Ο Στέφαν παραμερίζει για να μας αφήσει να αποβιβαστούμε, και πιάνοντας με από το χέρι, ο Κρίστιαν με οδηγεί έξω από το αεροπλάνο, εκεί όπου περιμένει ο Τέυλορ δίπλα στο αυτοκίνητο.
«Μίνι βαν;» ρωτάει έκπληκτος ο Κρίστιαν καθώς ο Τέυλορ ανοίγει τη συρόμενη πόρτα. Ο Τέυλορ του χαμογελάει σφιγμένα και ένοχα, ανασηκώνοντας ελαφρώς τους ώμους. «Τελευταία στιγμή, ξέρω...» συνεχίζει ο Κρίστιαν, εξευμενισμένος ξαφνικά. Ο Τέυλορ επιστρέφει στο αεροπλάνο για να πάρει τις αποσκευές μας. «Θες να το κάνουμε στο πίσω μέρος ενός βαν;» μου μουρμουρίζει ο Κρίστιαν, με μια σκανδαλιάρικη λάμψη στα μάτια.
Χαχανίζω. Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος και τι έκανε στον κύριο Απίστευτα Θυμωμένο των δύο τελευταίων ημερών; «Ει, εσείς οι δύο... Μπείτε μέσα!» λέει η Μία από πίσω μας, εκπέμποντας ανυπομονησία δίπλα στον Ίθαν. Ανεβαίνουμε, προχωράμε σκοντάφτοντας προς τη διπλή θέση στο 1ζίσω μέρος και καθόμαστε. Σφίγγομαι πάνω στον Κρίστιαν, που με αγκαλιάζει βάζοντας το χέρι του στη ράχη του καθίσματος μου. «Βολεύεσαι;» ρωτάει χαμηλόφωνα καθώς η Μία και ο Ίθαν κάθονται στην μπροστινή μας θέση. «Ναι...» απαντάω χαμογελαστά, και με φιλάει στο μέτωπο. Και για κάποιον
μυστηριώδη λόγο νιώθω ντροπαλή μαζί του σήμερα. Γιατί; Για χτες το βράδυ; Επειδή είμαστε με παρέα; Δεν μπορώ να το προσδιορίσω. Ο Έλλιοτ και η Κέιτ μπαίνουν τελευταίοι την ώρα που ο Τέυλορ ανοίγει την πίσω πόρτα για να φορτώσει τις αποσκευές. Έπειτα από πέντε λεπτά ξεκινάμε. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο έτσι όπως κατευθυνόμαστε προς το Άσπεν. Τα δέντρα είναι πράσινα, αλλά ο ψίθυρος του φθινοπώρου, που πλησιάζει, είναι εμφανής εδώ κι εκεί στις κιτρινισμένες άκρες των φύλλων. Ο ουρανός είναι καταγάλανος, αν και στα δυτικά υπάρχουν σκούρα σύννεφα. Ολόγυρά μας στο βάθος δεσπόζουν τα Βραχώδη Όρη, με την πιο ψηλή οροσειρά ευθεία μπροστά μας. Είναι καταπράσινα,
και οι ψηλότερες κορυφές είναι στεφανωμένες με χιόνι και φαντάζουν σαν παιδική ζωγραφιά. Βρισκόμαστε στη χειμερινή παιδική χαρά των πλούσιων και διάσημων. Κι έχω σπίτι εδώ. Δεν μπορώ να το πιστέψω. Και βαθιά μέσα από την ψυχή μου ξεπροβάλλει και με βασανίζει η γνωστή άβολη αίσθηση που είναι πανταχού παρούσα όποτε προσπαθώ να αντιληφθώ το μέγεθος του πλούτου του Κρίστιαν, κάνοντάς με να νιώθω ένοχη. Τι έκανα για να αξίζω αυτό τον τρόπο ζωής; Τίποτα. Τίποτα πέρα από το να ερωτευτώ. «Έχεις έρθει ξανά στο Άσπεν, Άνα;» γυρίζει και με ρωτάει ο Ίθαν. «Όχι. Πρώτη φορά. Εσύ;»
«Η Κέιτ κι εγώ ερχόμασταν συχνά στην εφηβεία μας. Ο μπαμπάς είναι φανατικός σκιέρ. Η μαμά όχι και τόσο». «Ελπίζω ο άντρας μου να με μάθει να κάνω σκι». Ρίχνω μια ματιά στον καλό μου. «Μην το Κρίστιαν.
δένεις...»
μουρμουρίζει
ο
«Δε θα είμαι και τόσο χάλια!» «Θα μπορούσες να σπάσεις τον σβέρκο σου». Το χαμόγελό του έχει εξαφανιστεί. ... Δε θέλω να τσακωθώ και να του χαλάσω την καλή του διάθεση, οπότε αλλάζω θέμα. «Πόσο καιρό έχεις αυτό το σπίτι;»
«Σχεδόν δύο χρόνια. Είναι και δικό σου τώρα, κυρία Γκρέυ...» απαντάει τρυφερά. «Το ξέρω...» ψιθυρίζω. Αλλά για κάποιον λόγο δε νιώθω τόσο σίγουρη. Γέρνω, του δίνω ένα φιλί στο σαγόνι και κουρνιάζω ξανά στο πλευρό του, ακούγοντάς τον να γελάει και να αστειεύεται με τον Ίθαν και τον Έλλιοτ. Η Μία παρεμβαίνει πότε πότε, αλλά η Κέιτ είναι σιωπηλή, και αναρωτιέμαι αν συλλογίζεται τον Τζακ Χάυντ ή κάτι άλλο. Ύστερα θυμάμαι. Άσπεν... Το σπίτι του Κρίστιαν εδώ ανασχεδιάστηκε από την Τζία Ματτέο κα& χτίστηκε από τον Έλλιοτ. Σκέφτομαι αν είναι αυτό που στενοχωρεί την Κέιτ. Δεν μπορώ να τη ρωτήσω μπροστά στον Έλλιοτ, λόγω της ιστορίας του με την Τζία. Ξέρει καν η Κέιτ για τη
σχέση της Τζία με το σπίτι; Κατσουφιάζω και αναρωτιέμαι τι μπορεί να τη βασανίζει. Αποφασίζω να τη ρωτήσω μόλις βρεθούμε μόνες μας. Περνάμε μέσα από το κέντρο του Άσπεν, και η διάθεσή μου φτιάχνει βλέποντας την πόλη. Υπάρχουν κοντόχοντρα κτίρια κυρίως από κόκκινα τούβλα, σαλέ ελβετικού στιλ και πολλά σπίτια των αρχών του προηγούμενου αιώνα βαμμένα σε .διασκεδαστικά χρώματα. Οι πολλές τράπεζες και τα καταστήματα των μεγάλων σχεδιαστών προδίδουν την ευημερία του ντόπιου πληθυσμού. Φυσικά ο Κρίστιαν κολλάει εδώ. «Γιατί διάλεξες το Άσπεν;» τον ρωτάω. «Ορίστε;» Με κοιτάζει με απορία.
«Για να αγοράσεις σπίτι». «Η μαμά και ο μπαμπάς μάς έφερναν εδώ όταν ήμαστε μικροί. Εδώ έμαθα να κάνω σκι και μ’ αρέσει. Ελπίζω να σ’ αρέσει και σένα αλλιώς θα πουλήσουμε το σπίτι και θα διαλέξουμε άλλο μέρος». Τόσο απλά! Στερεώνει μια τούφα πίσω από το αυτί μου. «Είσαι όμορφη σήμερα...» λέει σιγανά. Τα μάγουλά μου παίρνουν φωτιά. Φοράω απλώς τα ρούχα ταξιδιού: τζιν κι ένα μπλουζάκι με ένα ελαφρύ μπλε μαρέν τζάκετ. Να πάρει... Γιατί με κάνει να νιώθω ντροπαλή;
Με φιλάει, με ένα τρυφερό, γλυκό, στοργικό φιλί. Ο Τέυλορ οδηγεί το αυτοκίνητο έξω από την πόλη, και αρχίζουμε να ανεβαίνουμε στην άλλη πλευρά της κοιλάδας, ακολουθώντας έναν στριφογυριστό βουνίσιο δρόμο. Όσο ψηλότερα ανεβαίνουμε, τόσο μεγαλύτερη είναι η έξαψή μου, και ο Κρίστιαν δίπλα μου τσιτώνεται. «Τι συμβαίνει;» τον παίρνουμε μια στροφή.
ρωτάω
καθώς
«Ελπίζω να σ’ αρέσει» λέει ήρεμα. «Φτάσαμε». Ο Τέυλορ κόβει ταχύτητα και στρίβει σε μια πύλη φτιαγμένη από γκρίζες, μπεζ και
κόκκινες πέτρες. Ακολουθεί το δρομάκι και τελικά σταματάει έξω από ένα εντυπωσιακό σπίτι. Έχει δύο προσόψεις, ψηλή στέγη και είναι φτιαγμένο από σκούρο ξύλο και τις ίδιες ανάμεικτες πέτρες όπως και η πύλη. Είναι καταπληκτικό μοντέρνο και^ιτό, στο στιλ του Κρίστιαν. «Το σπίτι μας» μου λέει άηχα καθώς οι καλεσμένοι μας αρχίζουν να βγαίνουν από το βαν. «Ωραίο φαίνεται». «Έλα. Κοίτα!» λέει με μια λάμψη έξαψης αλλά και άγχους στα μάτια του, σαν να ετοιμάζεται να μου δείξει τη σχολική του εργασία.
Η Μία ανεβαίνει τρέχοντας τα σκαλιά προς το μέρος μιας γυναίκας που στέκεται στο κατώφλι. Είναι μικρόσωμη, και τα κατάμαυρα μαλλιά της είναι πασπαλισμένα με γκρίζο. Η Μία τυλίγει τα χέρια γύρω από τον λαιμό της και τη σφίγγει επάνω της. «Ποια είναι αυτή;» ρωτάω την ώρα που ο Κρίστιαν με βοηθάει να βγω από το βαν. «Η κυρία Μπέντλυ. Μένει εδώ μαζί με τον άντρα της. Φροντίζουν το σπίτι». Χριστέ και Κύριε... Κι άλλο προσωπικό; Η Μία συστήνει πρώτα τον Ίθαν και μετά την Κέιτ. Ο Έλλιοτ αγκαλιάζει κι αυτός την κυρία Μπέντλυ. Καθώς ο Τέυλορ ξεφορτώνει το βαν, ο Κρίστιαν μού πιάνει
το χέρι και με οδηγεί στην πόρτα του σπιτιού. «Καλώς ήρθατε πάλι, κύριε Γκρέυ!» Η κυρία Μπέντλυ χαμογελάει. «Καρμέλλα, από δω η γυναίκα μου, η Αναστάζια!» λέει περήφανα ο Κρίστιαν. Η γλώσσα του χαϊδεύει το όνομά μου, κάνοντας την καρδιά μου να αναπηδήσει. «Κυρία Γκρέυ...» Η κυρία Μπέντλυ κουνάει το κεφάλι χαιρετώντας με σεβασμό. Της απλώνω το χέρι και ανταλλάσσουμε χειραψία. Δε μου προκαλεί έκπληξη που είναι πολύ πιο τυπική με τον Κρίστιαν απ’ ό,τι με την υπόλοιπη οικογένεια.
«Ελπίζω να είχατε καλή πτήση. Ο καιρός υποτίθεται πως θα είναι καλός όλο το Σαββατοκύριακο, αν και δεν είμαι σίγουρη...» Ρίχνει μια ματιά στα σκοτεινά, γκρίζα σύννεφα πίσω μας. «Το μεσημεριανό είναι έτοιμο όποτε θέλετε! » Χαμογελάει ξανά, και τα σκούρα μάτια της λάμπουν τη συμπαθώ αμέσως. «Ορίστε». Ο Κρίστιαν με αρπάζει και με σηκώνει στην αγκαλιά του. «Τι κάνεις;» τσιρίζω. «Σας κουβαλάω πάνω από άλλο ένα κατώφλι, κυρία Γκρέυ!» Χαμογελάω. Με κουβαλάει μέσα στο μεγάλο χολ κι έπειτα από ένα σύντομο φιλί με αφήνει μαλακά στο ξύλινο πάτωμα. Η
εσωτερική διακόσμηση είναι λιτή, και μου θυμίζει το μεγάλο δωμάτιο στο Εσκάλα όλο άσπροι τοίχοι, σκούρο ξύλο και σύγχρονη αφαιρετική τέχνη. Το χολ οδηγεί σ’ ένα μεγαλύτερο καθιστικό, όπου τρεις υπόλευκοι δερμάτινοι καναπέδες περιβάλλουν ένα πέτρινο τζάκι που δεσπόζει στο δωμάτιο. Μόνο τα μαλακά μαξιλάρια που είναι σκορπισμένα στους καναπέδες δίνουν χρώμα στον χώρο. Η Μία αρπάζει το χέρι του Ίθαν και τον οδηγεί πιο μέσα στο σπίτι. Ο Κρίστιαν κοιτάζει, στενεύοντας τα μάτια, τις σιλουέτες τους να απομακρύνονται και το στόμα του λεπταίνει. Κουνάει το κεφάλι του και ύστερα στρέφεται προς το μέρος μου. Η Κέιτ σφυρίζει δυνατά. «Ωραίο σπίτι!»
Κοιτάζω ολόγυρα και βλέπω τον Έλλιοτ να βοηθάει τον Τέυλορ με τις αποσκευές μας. Αναρωτιέμαι ξανά αν ξέρει πως η Τζία έχει βάλει το χεράκι της στο σπίτι. «Ξενάγηση;» με ρωτάει ο Κρίστιαν, κι ό,τι απασχολούσε το μυαλό του σε σχέση με τη Μία και τον Ίθαν έχει χαθεί. Ακτινοβολεί έξαψη ή μήπως είναι αγωνία; Είναι δύσκολο να το προσδιορίσω. «Ναι, αμέ!» Με συγκλονίζει και πάλι ο πλούτος. Πόσο κόστισε αυτό το σπίτι; Κι εγώ δε συνεισέφερα τίποτα. Μεταφέρομαι προς στιγμήν πίσω στην πρώτη φορά που ο Κρίστιαν με πήγε στο Εσκάλα. Και τότε είχα συγκλονιστεί. Το συνήθισες, μου σφυρίζει το υποσυνείδητό μου.
Ο Κρίστιαν σκυθρωπιάζει, αλλά με πιάνει από το χέρι, οδηγώντας με στα διάφορα δωμάτια. Η τελευταίας τεχνολογίας κουζίνα είναι όλο πάγκους από ανοιχτόχρωμο μάρμαρο και μαύρα ντουλάπια. Υπάρχει ένα εντυπωσιακό κελάρι με κρασιά και μια ευρύχωρη κάμαρα κάτω, με μεγάλη πλάσμα τηλεόραση, μαλακούς καναπέδες... Κι ένα τραπέζι μπιλιάρδου. Το κοιτάζω άναυδη και κοκκινίζω όταν ο Κρίστιαν με πιάνει στα πράσα. «Γουστάρεις μια παρτίδα;» ρωτάει, με μια πονηρή λάμψη στα μάτια του. Κουνάω αρνητικά το κεφάλι, και το μέτωπό του ζαρώνει ξανά. Παίρνοντάς με πάλι από το χέρι, με οδηγεί στον πρώτο όροφο. Επάνω υπάρχουν τέσσερις κρεβατοκάμαρες, όλες με δικό τους μπάνιο.
Η κύρια κρεβατοκάμαρα είναι το κάτι άλλο. Το κρεβάτι είναι τεράστιο, μεγαλύτερο από κείνο του σπιτιού, και είναι τοποθετημένο απέναντι από ένα πελώριο σταθερό παράθυρο που βλέπει προς το Άσπεν και τα κατάφυτα βουνά. «Αυτό είναι το όρος Αίας...Ή όρος Άσπεν, αν προτιμάς» συνεχίζει ο Κρίστιαν κοιτάζοντάς με επιφυλακτικά. Στέκεται στην πόρτα, με τους αντίχειρες χωμένους στις θηλιές του μαύρου τζιν του. Γνέφω καταφατικά. «Είσαι πολύ σιωπηλή...» μουρμουρίζει. «Είναι πολύ*ωραίο, Κρίστιαν». Και ξαφνικά λαχταράω να ξαναβρεθώ στο Εσκάλα.
Με πέντε μεγάλες δρασκελιές βρίσκεται μπροστά μου, τραβώντας το πιγούνι μου και ελευθερώνοντας το κάτω χείλος από τα δόντια μου. «Τι είναι;» ρωτάει, με τα μάτια του να ψάχνουν τα δικά μου. «Είσαι πολύ πλούσιος...» «Ναι». «Μερικές φορές μ εκπλήσσει το πόσο πλούσιος είσαι...» «Είμαστε». «Είμαστε...» τραυλίζω αυτόματα. «Μην το πολυσκέφτεσαι, Άνα, παρακαλώ... Ένα σπίτι είναι μόνο».
σε
«Και τι ακριβώς έκανε εδώ η Τζία;» «Η Τζία;» Ανασηκώνει κατάπληκτος τα φρύδια του. «Ναι. Ανασχεδίασε το σπίτι;» «Όντως. Σχεδίασε το καθιστικό κάτω. Ο Έλλιοτ ανέλαβε το κατασκευαστικό μέρος...» Χτενίζει με το χέρι τα μαλλιά του και με κοιτάζει συνοφρυωμένος. «Γιατί μιλάμε για την Τζία;» «Ήξερες ότι τα είχε με τον Έλλιοτ;» Ο Κρίστιαν με κοιτάζει για λίγο με ύφος ανερμήνευτο. «ΟΈλλιοτ έχει πηδήξει σχεδόν όλο το Σιάτλ, Άνα...» Μου κόβεται η ανάσα. «Κυρίως γυναίκες, απ’ όσο ξέρω...» αστειεύεται.
Νομίζω ότι τον διασκεδάζει το ύφος μου. «Όχι!» Ο Κρίστιαν γνέφει καταφατικά. «Δεν είναι δική μου δουλειά». Σηκώνει τις παλάμες του. «Δε νομίζω πώς η Κέιτ το γνωρίζει». «Δεν είμαι σίγουρος ότι κοινολογεί αυτή την πληροφορία. Η Κέιτ δείχνει να τα βγάζει πέρα μια χαρά». Έχω σοκαριστεί. Ο γλυκός, σεμνός, ξανθός, γαλανομάτης Έλλιοτ; Γουρλώνω τα μάτια μην μπορώντας να το πιστέψω. Ο Κρίστιαν γέρνει το κεφάλι στο πλάι, κοιτάζοντάς με εξεταστικά. «Το ζήτημα δεν
μπορεί ν’ αφορά μόνο τις πολυγαμικές τάσεις της Τζία ή του Έλλιοτ». «Το ξέρω. Με συγχωρείς... Μετά απ’ όσα έγιναν αυτή την εβδομάδα απλώς...» Ανασηκώνω τους ώμους, νιώθοντας ξαφνικά έτοιμη να βάλω τα κλάματα. Ο Κρίστιαν δείχνει να χαλαρώνει ορατά. Τραβώντας με στην αγκαλιά του, με σφίγγει, με τη μύτη του χωμένη στα μαλλιά μου. «Το ξέρω. Με συγχωρείς και μένα... Ας χαλαρώσουμε κι ας διασκεδάσουμε. Εντάξει; Μπορείς να μείνεις εδώ και να διαβάσεις, να δεις χαζοτηλεόραση, να ψωνίσεις, να πας για πεζοπορία ακόμα και για ψάρεμα. Ό,τι θες. Και ξέχνα αυτό που
είπα για τον Έλλιοτ. Ήταν αδιάκριτο εκ μέρους μου». «Εξηγεί μέχρι έναν βαθμό το γιατί σε πειράζει συνεχώς...» ψιθυρίζω, τρίβοντας τη μύτη μου στο στήθος του. «Πραγματικά δεν έχει ιδέα για το παρελθόν μου. Σου είπα. Η οικογένειά μου υπέθετε πως ήμουν γκέι. Ανέραστος, αλλά γκέι». Χαχανίζω και αρχίζω να χαλαρώνω μες στην αγκαλιά του. «Κι εγώ νόμιζα πως ήσουν ανέραστος. Πόσο λάθος έκανα...» Τυλίγω τα χέρια γύρω του και συλλογίζομαι πόσο γελοία είναι η ιδέα πως ο Κρίστιαν είναι γκέι. «Κυρία Γκρέυ, μου χαμογελάτε;»
«Ίσως λιγάκι...» παραδέχομαι. «Ξέρεις, αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί έχεις αυτό το σπίτι». «Τι εννοείς;» Μου φιλάει τα μαλλιά. «Έχεις το σκάφος, που το καταλαβαίνω. Έχεις το σπίτι στη Νέα Υόρκη για δουλειές αλλά γιατί εδώ; Δεν είναι ότι το μοιραζόσουν με κάποιον άλλο». Ο Κρίστιαν μένει μερικά δευτερόλεπτα ακίνητος και σιωπηλός. «Περίμενα εσένα...» αποκρίνεται μαλακά, και τα μάτια του είναι σκούρα γκρίζα και λαμπερά. «Αυτό... Αυτό που λες είναι υπέροχο...»
«Είναι η αλήθεια. Δεν το ήξερα εκείνη την εποχή...» Χαμογελάει με το συνεσταλμένο του χαμόγελο. «Χαίρομαι που περίμενες». «Αξίζετε την αναμονή, κυρία Γκρέυ». Μου ανασηκώνει το πιγούνι και σκύβει να με φιλήσει τρυφερά. «Κι εσύ το ίδιο...» λέω χαμογελαστά. «Αν και νιώθω λες κι έκανα ζαβολιά. Δε χρειάστηκε να περιμένω πολύ για σένα». Χαμογελάει. «Είμαι τόσο μεγάλο έπαθλο;» «Κρίστιαν, είσαι το κρατικό λαχείο, η θεραπεία για τον καρκίνο και οι τρεις ευχές από το λυχνάρι του Αλαντίν σε συσκευασία του ενός!» Ανασηκώνει το φρύδι του.
«Πότε θα το καταλάβεις αυτό;» τον αποπαίρνω. «Ήσουν πολύ περιζήτητος εργένης. Και δεν εννοώ όλα αυτά...» Ανεμίζω περιφρονητικά το χέρι, δείχνοντας την πολυτέλεια που μας περιβάλλει. «Εννοώ εδώ μέσα!» Βάζω το χέρι στην καρδιά του, και οι κόρες των ματιών του διαστέλλονται. Ο γεμάτος αυτοπεποίθηση, σέξι άντρας μου έχει χαθεί και μπροστά μου βρίσκεται το χαμένο μου αγόρι. «Πίστεψέ με, Κρίστιαν, σε παρακαλώ...» ψιθυρίζω και αρπάζω το πρόσωπό του, τραβώντας τα χείλη του στα δικά μου. Αναστενάζει, και δεν ξέρω αν είναι επειδή άκουσε αυτό που είπα ή πρόκειται για τη συνηθισμένη του πρωτόγονη αντίδραση. Τον διεκδικώ, με τα χείλη μου να ακουμπούν στα δικά του, τη γλώσσα μου να
εισβάλλει στο στόμα του. Όταν μένουμε και οι δύο χωρίς ανάσα, τραβιέται, κοιτάζοντάς με με δυσπιστία. «Πότε θα το χωρέσει το εξαιρετικά χοντρό κεφάλι σου πως σ’ αγαπάω;» ρωτάω εκνευρισμένη. Ξεροκαταπίνει. «Κάποια μέρα...» απαντάει. Αυτό είναι πρόοδος. Χαμογελάω και ανταμείβομαι με το συνεσταλμένο του χαμόγελο. «Έλα. Πάμε να φάμε κάτι οι άλλοι θα αναρωτιούνται πού είμαστε. Μπορούμε να συζητήσουμε τι θέλουμε να κάνουμε». «Ω, ΟΧΙ!» ΑΝΑΦΩΝΕΙ ξαφνικά η Κέιτ.
Όλα τα μάτια καρφώνονται πάνω της. «Κοιτάξτε...» λέει δείχνοντας το σταθερό παράθυρο. Έξω έχει αρχίσει να βρέχει. Καθόμαστε γύρω από το σκούρο ξύλινο τραπέζι στην κουζίνα, έχοντας απολαύσει ένα τσιμπούσι από διάφορα ιταλικά αντιπάστι, τα οποία ετοίμασε η κύριοί Μπέντλυ, κι ένα δυο μπουκάλια Frascati. Είμαι σκασμένη από το φαγητό και λίγο ζαλισμένη από το κρασί. «Πάει η πεζοπορία μας...» μουρμουρίζει οΈλλιοτ και ακούγεται αόριστα ανακουφισμένος. Η Κέιτ τον στραβοκοιτάζει. Κάτι τρέχει ανάμεσά τους, σίγουρα. Ήταν χαλαροί με
όλους τους υπόλοιπους, αλλά όχι μεταξύ τους. «Θα μπορούσαμε να πάμε στην πόλη!» πετάγεται η Μία. Ο Ίθαν τής χαρίζει ένα αμυδρό χαμόγελο. «Τέλειος καιρός για ψάρεμα!» προτείνει ο Κρίστιαν. «Εγώ θα πάω για ψάρεμα» λέει ο Ίθαν. «Να χωριστούμε!» Η Μία χτυπάει παλαμάκια. « Τα κορίτσια για ψώνια τα αγόρια σε βαρετές υπαίθριες δραστηριότητες ».
Ρίχνω μια ματιά στην Κέιτ,.που κοιτάζει με επιείκεια τη Μία. Ψάρεμα ή ψώνια; Χριστέ μου τι επιλογή. «Άνα, τι θες να κάνεις;» ρωτάει ο Κρίστιαν. «Δε με νοιάζει» απαντάω ψέματα. Η Κέιτ με πιάνει που την κοιτάζω και μου λέει άηχα «ψώνια». Ίσως θέλει να μιλήσει. «Αλλά μπορώ μια χαρά να πάω για ψώνια...» Χαμογελάω ξινά στην Κέιτ και τη Μία. Ο Κρίστιαν χαμογελάει αχνά. Ξέρει ότι σιχαίνομαι τα ψώνια. «Μπορώ να μείνω εδώ μαζί σου αν θες...» ψιθυρίζει, και ο τόνος του κάνει κάτι σκοτεινό στην κοιλιά μου να αναδευτεί.
«Όχι. Πήγαινε για ψάρεμα» αποκρίνομαι ο Κρίστιαν χρειάζεται χρόνο με άντρες. «Μάλλον έχουμε σχέδιο!» πετάει η Κέιτ και σηκώνεται από το τραπέζι. «Θα σας συνοδέψει ο Τέυλορ» λέει ο Κρίστιαν, και ο τόνος του δε σηκώνει συζήτηση. «Δε χρειαζόμαστε μπέιμπι σίτερ!» αντιγυρίζει απερίφραστα η Κέιτ, ντόμπρα όπως πάντα. Βάζω το χέρι στο μπράτσο της Κέιτ. «Κέιτ, πρέπει να έρθει ο Τέυλορ». Κατσουφιάζει, ύστερα ανασηκώνει τους ώμους και κατά πρώτη φορά στη ζωή της κλείνει το στόμα της.
Χαμογελάω δειλά στον Κρίστιαν. Η έκφρασή του είναι ατάραχη. Ω, ελπίζω να μην έχει γίνει έξαλλος με την Κέιτ, Ο Έλλιοτ σκυθρωπιάζει. «Πρέπει να πάω στην πόλη και να πάρω μια μπαταρία για το ρολόι μου...» Ρίχνει μια γρήγορη ματιά στην Κέιτ, και παρατηρώ το ελαφρό κοκκίνισμά του. Η Κέιτ δεν το προσέχει, μιας και τον αγνοεί επιδεικτικά. «Πάρε το Αι di, Έλλιοτ. Όταν γυρίσεις, μπορούμε να πάμε για ψάρεμα» λέει ο Κρίστιαν. «Ναι...» τραυλίζει οΈλλιοτ, αλλά φαίνεται αφηρημένος. «Καλό σχέδιο».
«ΕΔΩ ΜΕΣΑ». Αρπάζοντάς με από το χέρι, η Μία με τραβάει σε μια σινιέ μπουτίκ γεμάτη ροζ μεταξωτά και γαλλικού τύπου ρουστίκ έπιπλα με παλαιωμένη εμφάνιση. Η Κέιτ μάς ακολουθεί, ενώ ο Τέυλορ περιμένει έξω, προστατευμένος από τη βροχή κάτω από την τέντα. Η Αρίθα τραγουδάει εκκωφαντικά «Say a Little Prayer» στο ηχοσύστημα του μαγαζιού. Μου αρέσει αυτό το τραγούδι. Πρέπει να το βάλω στο iPod του Κρίστιαν. «Αυτό θα σου πηγαίνει θαύμα, Άνα!» Η Μία σηκώνει ένα μικροσκοπικό ασημί κομμάτι ύφασμα. «Ορίστε, δοκίμασέ το». «Εμμμ... Είναι κάπως κοντό». «Θα είσαι φοβερή. ξετρελαθεί!»
Ο
Κρίστιαν
θα
«Λες;» Η Μία μού χαρίζει ένα πλατύ χαμόγελο. «Άνα, έχεις απίθανα πόδια, κι αν πάμε για κλάμπινγκ απόψε» -χαμογελάει, διαισθανόμενη πως είμαι εύκολο θύμα-, «θα είσαι σέξι για τον άντρα σου!». Ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα, ελαφρώς σοκαρισμένη. Θα πάμε για κλάμπινγκ; Εγώ δεν πάω ποτέ για κλάμπινγκ. Η Κέιτ γελάει με το ύφος μου. Φαίνεται πιο χαλαρή τώρα που είναι μακριά από τον Έλλιοτ. «Πρέπει να κάνουμε μερικές φιγούρες απόψε!» λέει. «Άντε να το δοκιμάσεις!» με διατάζει η Μία, κι έτσι κατευθύνομαι απρόθυμα προς το δοκιμαστήριο.
ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΕΙΤ και τη Μία να βγουν από το δοκιμαστήριο, προχωράω έως τη βιτρίνα και κοιτάζω έξω, χωρίς να φαίνομαι, στον κεντρικό δρόμο. Η συλλογή των τραγουδιών σόουλ συνεχίζεται: η Ντιόν Γουόργουικ τραγουδάει «Walk on By». Άλλο ένα σπουδαίο τραγούδι ένα από τα αγαπημένα της μητέρας μου. Κοιτάζω «Το Φόρεμα» που κρατάω στα χέρια μου. Φόρεμα είναι ίσως υπερβολή. Είναι πολύ κοντό και αφήνει την πλάτη ελεύθερη, αλλά η Μία το ανακήρυξε νικητή, τέλειο για χορό όλη τη νύχτα. Προφανώς χρειάζομαι και παπούτσια κι ένα μεγάλο, χοντρό κολιέ, τα οποία θα αναζητήσουμε στη συνέχεια. Υψώνοντας το βλέμμα μου στον ουρανό, σκέφτομαι πάλι πόσο τυχερή είμαι που έχω την Καρολάιν Άκτον, την προσωπική μου υπεύθυνη για τα ψώνια.
Μέσα από τη βιτρίνα της μπουτίκ μού τραβάει την προσοχή η εικόνα του Έλλιοτ. Έχει εμφανιστεί στην άλλη πλευρά του δενδροφυτεμένου κεντρικού δρόμου, βγαίνοντας από ένα μεγάλο Audi. Χώνεται σ’ ένα μαγαζί, θαρρείς και θέλει να ξεφύγει από τη βροχή. Θυμίζει κοσμηματοπωλείο... Μπορεί να ψάχνει μπαταρία για το ρολόι του. Βγαίνει έπειτα από λίγα λεπτά και δεν είναι μόνος μαζί του είναι μια γυναίκα. Γαμώτο. Μιλάει με την Τζία! Τι διάολο γυρεύει αυτή εδώ; Καθώς τους παρακολουθώ, αγκαλιάζονται βιαστικά, και η Τζία ρίχνει πίσω το κεφάλι, γελώντας ζωηρά με κάτι που της λέει. Τη φιλάει στο μάγουλο και μετά τρέχει στο αυτοκίνητο που περιμένει. Η Τζία γυρίζει και αρχίζει να προχωράει στον δρόμο, ενώ
την κοιτάζω με ολάνοιχτο στόμα. Τι ήταν πάλι τούτο; Επιστρέφω με αγωνία στα δοκιμαστήρια, αλλά η Κέιτ και η Μία δεν έχουν δώσει ακόμα σημεία ζωής. Ρίχνω μια ματιά στον Τέυλορ, που περιμένει έξω από το μαγαζί. Πιάνει το βλέμμα μου, ύστερα ανασηκώνει τους ώμους του. Έχει δει κι αυτός τη σύντομη συνάντηση του Έλλιοτ. Κοκκινίζω από ντροπή που με έπιασαν να κατασκοπεύω. Όταν γυρίζω από την άλλη, η Κέιτ και η Μία κάνουν την εμφάνισή τους γελώντας. Η Κέιτ με κοιτάζει ερωτηματικά. «Τι συμβαίνει, Άνα;» ρωτάει. «Άλλαξες γνώμη για το φόρεμα; Σου πάει φοβερά!» «Εεε... Όχι».
«Είσαι εντάξει;» Τα μάτια της Κέιτ γουρλώνουν. «Μια χαρά είμαι... Πάμε να πληρώσουμε;» Κατευθύνομαι προς το ταμείο και στέκομαι δίπλα στη Μία, που έχει διαλέξει δύο φούστες. «Καλησπέρα, κυρία μου». Η νεαρή ταμίας -που έχει στα χείλη της περισσότερο γκλος απ’ όσο έχω δει ποτέ μαζεμένο σ’ ένα σημείομου χαμογελάει. «Οχτακόσια πενήντα δολάρια, παρακαλώ». Τι; Γι' αυτό το κουρέλι; Την κοιτάζω ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα και της δίνω πειθήνια τη μαύρη American Express, την AmEx μου.
«Κυρία Γκρέυ...» γουργουρίζει η δεσποινίς Λιπ Γκλος. Ακολουθώ ζαλισμένη την Κέιτ και τη Μία άλλες δύο ώρες, παλεύοντας με τον εαυτό μου. Πρέπει να το πω στην Κέιτ; Το υποσυνείδητό μου κουνάει σταθερά το κεφάλι. Ναι, πρέπει να της το πω. Όχι, δεν πρέπει να της το πω. Μπορεί να ήταν μια αθώα συνάντηση. Σκατά! Τι να κάνω; «ΛΟΙΠΟΝ, Σ’ ΑΡΕΣΟΥΝ τα παπούτσια, Άνα;» Η Μία έχει τις γροθιές στους γοφούς της. «Εμμμ... Ναι, αμέ!» Καταλήγω με ένα ζευγάρι απίστευτα ψηλά Manolo Blahnik με λουριά, που φαντάζουν σαν να είναι φτιαγμένα από καθρεφτάκια.
Ταιριάζουν τέλεια με το φόρεμα και επιβαρύνουν τον Κρίστιαν με κάτι παραπάνω από χίλια δολάρια. Είμαι πιο τυχερή με τη μακριά ασημένια αλυσίδα που επιμένει η Κέιτ να αγοράσω* είναι ευκαιρία, αφού κοστίζει μόλις ογδόντα τέσσερα δολάρια. «Αρχίζεις να συνηθίζεις στα λεφτά;» λέει η Κέιτ, χωρίς κακία, καθώς επιστρέφουμε στο αυτοκίνητο. Η Μία έχει προχωρήσει μπροστά. «Ξέρεις ότι δεν είναι στο στιλ μου, Κέιτ, Αισθάνομαι κάπως άβολα με όλα αυτά. Μα έχω ενημερωθεί από έγκυρες πηγές πως αποτελούν μέρος του πακέτου...» Της σουφρώνω τα χείλη και με αγκαλιάζει.
«Θα συνηθίσεις, Άνα...» αποκρίνεται συμπονετικά. «Θα είσαι κούκλα». «Κέιτ, πώς τα πάτε με τον Έλλιοτ;» ρωτάω. Τα μεγάλα γαλάζια μάτια της στρέφονται βιαστικά στα δικά μου. Οχ, όχι... Κουνάει το κεφάλι της. «Δε θέλω να το συζητήσω τώρα». Γνέφει προς το μέρος της Μία. «Αλλά τα πράγματα είναι...» Δεν ολοκληρώνει τη φράση της. Δεν αναγνωρίζω την πεισματάρα Κέιτ μου. Σκατά! Το ήξερα πως κάτι τρέχει. Να της πω τι είδα; Τι είδα; Τον Έλλιοτ και τη δεσποινίδα Περιποιημένο Σεξουαλικό Αρπακτικό να μιλούν, να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται στο μάγουλο. Παλιοί φίλοι δεν είναι; Όχι, δε θα της το πω. Όχι αυτήν
τη στιγμή. Της γνέφω με ύφος που λέει «Σε καταλαβαίνω απόλυτα και θα σεβαστώ την προσωπική σου ζωή». Απλώνει το χέρι της και ζουλάει το δικό μου με ευγνωμοσύνη, και να το ένα φευγαλέο βλέμμα πόνου και πίκρας στα μάτια της, που το πνίγει γρήγορα, ανοιγοκλείνοντάς τα. Με τυλίγει ένα ξαφνικό κύμα προστατευτικότητε ς για την αγαπημένη μου φίλη. Τι διάολο μαγειρεύει ο Έλλιοτ Γαμίκουλας Γκρέυ; ΟΤΑΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΜΕ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ, η Κέιτ αποφασίζει πως μετά τους εξωφρενισμούς μας με τα ψώνια χρειαζόμαστε κοκτέιλ, κι έτσι ετοιμάζει στα πρόχειρα μερικά ντάκιρι φράουλα. Κουλουριαζόμαστε στους καναπέδες του καθιστικού μπροστά στο αναμμένο τζάκι.
«ΟΈλλιοτ είναι κάπως απόμακρος τελευταία...» μουρμουρίζει η Κέιτ ατενίζοντας τις φλόγες. Έχουμε καταφέρει επιτέλους να μείνουμε λίγο μόνες, αφού η Μία έχει πάει να τακτοποιήσει τα ψώνια της. «Μπα;» «Νομίζω πως έχω μπλέξει επειδή έμπλεξα και σένα». «Το έμαθες;» . · «Ναι. Ο Κρίστιαν πήρε τον Έλλιοτ* ο Έλλιοτ εμένα». Υψώνω το βλέμμα στον ουρανό. Ω Πενήντα, Πενήντα, Πενήντα.
«Συγγνώμη. Ο Κρίστιαν είναι... προστατευτικός. Δεν έχεις δει τον Έλλιοτ μετά το “Κοκτεϊλγκέιτ”;» «Όχι». 1
Mountain Standard Time: Ορεινή Επίσημη Ώρα, δηλαδή εφτά ώρες πίσω από τη Συντονισμένη Παγκόσμια Ώρα, η οποία ισχύει επί τέσσερις μήνες τον χρόνο στην Ορεινή Ζώνη Ώρας της Βόρειας Αμερικής. (Σ.τ.Ε.)
« Α...» «Μ’ αρέσει στ’ αλήθεια, Άνα...» ψιθυρίζει. Για μια απαίσια στιγμή νομίζω πως θα κλάψει. Η Κέιτ δεν κλαίει. Μήπως αυτό σημαίνει την επιστροφή της ροζ πιτζάμας; Στρέφεται προς το μέρος μου. «Τον έχω ερωτευτεί. Στην αρχή νόμιζα πως ήταν απλώς το υπέροχο σεξ. Αλλά είναι γοητευτικός και ευγενικός και θερμός και αστείος. Μπορούσα να δω τους δυο μας να γερνάμε μαζί ξέρεις... Παιδιά, εγγόνια. Όλο το πακέτο». «Ο άνθρωπος της ζωής σου...» λέω σιγανά. Γνέφει μελαγχολικά. «Θα μπορούσες ίσως να του μιλήσεις. Προσπάθησε να βρεις λίγο
χρόνο να μείνετε εδώ μόνοι σας. Να μάθεις τι τον τρώει». Ποια τον τρώει! γρυλίζει το υποσυνείδητό μου. Του κοπανάω μια να σώπάσει, σοκαρισμένη από τη δυστροπία των ίδιων των σκέψεών μου. «Θα μπορούσατε να πάτε ίσως μια βόλτα αύριο πρωί». «Θα δούμε...» «Κέιτ, δε μ’ αρέσει να σε βλέπω έτσι». Χαμογελάει αδύναμα, και σκύβω να την αγκαλιάσω. Αποφασίζω να μην αναφέρω την Τζία, αν και ίσως μιλήσου γι’ αυτήν στον ίδιο τον γαμίκουλα. Πώς μπορεί να πληγώνει έτσι τη φίλη μου;
Η Μία γυρίζει και περνάμε σε πιο ασφαλές έδαφος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΕΣΣΕΡΑ Η ΦΩΤΙΑ ΤΣΙΤΣΙΡΙΖΕΙ και φτύνει σπίθες στο παραγώνι καθώς την τροφοδοτώ με το τελευταίο κούτσουρο. Μας έχουν σχεδόν τελειώσει τα ξύλα. Αν και είναι καλοκαίρι, η φωτιά είναι καλοδεχούμενη αυτή την υγρή μέρα. «Μία, ξέρεις πού είναι τα ξύλα για τη φωτιά;» τη ρωτάω. «Νομίζω στο γκαράζ».
«Πάω να βρω μερικά. Ευκαιρία να κάνω και μια εξερεύνηση». Η βροχή έχει σχεδόν σταματήσει όταν βγαίνω έξω και κατευθύνομαι προς το τριθέσιο γκαράζ που είναι δίπλα στο σπίτι. Η πλαϊνή πόρτα είναι ξεκλείδωτη. Μπαίνω και ανάβω το φως για να βλέπω στο μισοσκόταδο. Οι λάμπες φθορίου ζωντανεύουν με θόρυβο. Μέσα στο γκαράζ υπάρχει ένα αυτοκίνητο, και συνειδητοποιώ πως είναι το Audi μέσα στο οποίο είδα το απόγευμα τον Έλλιοτ. Υπάρχουν επίσης δύο μηχανάκια χιονιού. Αλλά αυτό που πραγματικά μου τραβάει την προσοχή είναι οι δύο εντούρο, και οι δύο των 125cc. Στο μυαλό μου έρχονται αναμνήσεις από τη γενναία προσπάθεια του Ίθαν να με μάθει να οδηγώ πέρυσι το
καλοκαίρι. Τρίβω ασυναίσθητα το μπράτσο μου στο σημείο όπου το χτύπησα άσχημα πέφτοντας. «Οδηγείς μηχανάκι;» ρωτάει οΈλλιοτ από πίσω μου. Κάνω μεταβολή. «Γύρισες...» «Έτσι φαίνεται». Χαμογελάει, και συνειδητοποιώ πως ίσως ο Κρίστιαν μού έλεγε το ίδιο πράγμα αλλά χωρίς το τεράστιο συγκινητικό χαμόγελο. «Λοιπόν;» προσθέτει. Γαμίκουλα! «Λιγάκι». «Θες να πας μια βόλτα;»
Ρουθουνίζω. «Εμμμ... Όχι. Δε νομίζω πως ο Κρίστιαν θα ήταν πολύ ευτυχής αν πήγαινα». «Ο Κρίστιαν δεν είναι εδώ...» Ο Έλλιοτ χαμογελάει αχνά -ω, είναι οικογενειακό χούικαι ανεμίζει το χέρι του. δείχνοντας ότι είμαστε μόνοι. Βαδίζει προς την κοντινότερη μηχανή, καβαλάει τη σέλα περνώντας το μακρύ του πόδι από πάνω της και πιάνει τις μανέτες. «Ο Κρίστιαν έχει... Εεε... Έχει προβλήματα με την ασφάλειά μου. Δεν πρέπει να το κάνω». «Πάντα κάνεις ό,τι λέει;» Ο Έλλιοτ έχει μια πονηρή λάμψη στα μωρουδίστικα γαλάζια μάτια του, και βλέπω μια αναλαμπή του κακού αγοριού... Του κακού αγοριού που
ερωτεύτηκε η Κέιτ. Του κακού αγοριού από το Ντιτρόιτ. « Όχι ...» Του ανασηκώνω προειδοποιητικά το φρύδι. «Αλλά προσπαθώ να το διορθώσω αυτό. Έχει αρκετά προβλήματα, χωρίς να προσθέτει και μένα στο μείγμα. Γύρισε;» «Δεν ξέρω». «Δεν πήγες για ψάρεμα;» Ο Έλλιοτ κουνάει το κεφάλι. «Είχα κάτι δουλειές να κανονίσω στην πόλη». Δουλειές! Γαμώτο μου περιποιημένες ξανθές δουλειές! Παίρνω μια απότομη εισπνοή και τον κοιτάζω χάσκοντας.
«Αν δε θες βόλτα με τη μηχανή, τι κάνεις στο γκαράζ;» Ο Έλλιοτ είναι περίεργος. «Ψάχνω ξύλα για τη φωτιά». «Εδώ είσαι. Α,Έλλιοτ γύρισες». Η Κέιτ μάς διακόπτει. «Γεια σου, μωρό!» Ο Έλλιοτ χαμογελάει πλατιά. «Έπιασες τίποτα;» Κοιτάζω προσεκτικά την αντίδραση του Έλλιοτ. «Όχι. Είχα μερικά πράγματα να κανονίσω στην πόλη». Και εντελώς φευγαλέα, βλέπω μια αστραπή αβεβαιότητας να περνάει από το πρόσωπό του. Ω, γαμώτο...
«Βγήκα να δω γιατί καθυστερεί η Άνα». Η Κέιτ μάς κοιτάζει μπερδεμένη. «Απλώς πιάσαμε την πάρλα» λέει ο Έλλιοτ, και η ένταση ανάμεσά τους είναι ολοφάνερη. Μένουμε όλοι ακίνητοι ακούγοντας ένα αυτοκίνητο να σταματάει απέξω. Ω, γύρισε ο Κρίστιαν. Λόξα σόι ο Θεός. Ο μηχανισμός της πόρτας του γκαράζ αρχίζει να κινείται με θόρυβο ξαφνιάζοντάς μας, και η πόρτα σηκώνεται αργά, για να αποκαλύψει τον Κρίστιαν και τον Ίθαν, που ξεφορτώνουν ένα μαύρο φορτηγάκι με ανοιχτή καρότσα. Ο Κρίστιαν σταματάει μόλις μας βλέπει να στεκόμαστε μέσα στο γκαράζ.
«Γκαράζ μπάντα;» ρωτάει με ένα σαρδόνιο χαμόγελο και μπαίνει μέσα, προχωρώντας προς το μέρος μου. Χαμογελάω. Νιώθω τόση ανακούφιση που τον βλέπω. Κάτω από το μουσκεμένο τζάκετ του φοράει τη φόρμα που του πούλησα στο Κλέυτονς. «Γεια...» λέει κοιτάζοντάς με ερωτηματικά, αγνοώντας τόσο την Κέιτ όσο και τον Έλλιοτ. «Γεια. Ωραία φόρμα!» «Πολλές τσέπες. Πολύ βολική για ψάρεμα...» Η φωνή του είναι απαλή και σαγηνευτική, για τα αυτιά μου μόνο, κι όταν με κοιτάζει, η έκφρασή του είναι καυτή.
Κοκκινίζω, κι εκείνος χαμογελάει με ένα τεράστιο, «όλα παίζουν» χαμόγελο μόνο για μένα. «Είσαι μούσκεμα...» ψιθυρίζω. «Έβρεχε. Τι κάνετε στο γκαράζ, παιδιά;» Επιτέλους δείχνει να αντιλαμβάνεται πως δεν είμαστε μόνοι μας. «Η Άνα ήρθε να πάρει ξύλα...» Ο Έλλιοτ ανασηκώνει το φρύδι. Με κάποιον τρόπο καταφέρνει να κάνει αυτήν τη φράση να ακούγεται άσεμνη. «Προσπάθησα να τη βάλω σε πειρασμό ώστς να την καβαλήσει...» συμπληρώνει δείχνοντας τη μηχανή, μάστορας στα διφορούμενα νοήματα.
Τα μούτρα του Κρίστιαν πέφτουν, και η καρδιά μου σφίγγεται. «Είπε όχι. Πως δε θα σ’ άρεσε» προσθέτει ευγενικά ο Έλλιοτ και χωρίς υπονοούμενα. Το γκρίζο βλέμμα του Κρίστιαν στρέφεται πάλι επάνω μου. «Έτσι, ε;» μουρμουρίζει. «Κοιτάξτε... Δεν έχω καμία αντίρρηση ν’ ακούσω τι έκανε μετά η Άνα, αλλά δεν πάμε καλύτερα μέσα;» λέει κοφτά η Κέιτ. Σκύβει και αρπάζει δύο κούτσουρα, ύστερα κάνει μεταβολή και προχωράει με βαριά βήματα προς την πόρτα. Ω, γαμώτο. Η Κέιτ είναι έξαλλη όμως ξέρω πως δεν τα έχει με μένα. Ο Έλλιοτ αναστενάζει και, χωρίς να πει λέξη, την
ακολουθεί έξω. Τους κοιτάζω, αλλά ο Κρίστιαν μού αποσπά την προσοχή. «Ξέρεις να οδηγείς μηχανή;» ρωτάει, και η φωνή του είναι γεμάτη δυσπιστία. «Όχι πολύ καλά. Μου έμαθε ο Ίθαν». Το βλέμμα του παγώνει αμέσως. «Πήρες τη σωστή απόφαση» αποκρίνεται, και η φωνή του είναι πολύ πιο ψυχρή . «Το έδαφος είναι πολύ σκληρό αυτήν τη στιγμή, και η βροχή το έχει κάνει ιδιαίτερα επικίνδυνο και γλιστερό». «Πού θες να πάνε τα σύνεργα του ψαρέματος;» φωνάζει ο Ίθαν απέξω. «Άσ’ τα,Ίθαν θα τα φροντίσει ο Τέυλορ!»
«Και το ψάρι;» συνεχίζει ο Ίθαν, με αόριστα κοροϊδευτική φωνή. «Έπιασες ψάρι;» ρωτάω έκπληκτη. «Όχι εγώ. Ο Κάβανο το έπιασε...» Και ο Κρίστιαν σουφρώνει τα χείλη χαριτωμένα. Βάζω τα γέλια, «Θα το αναλάβει η κυρία Μπέντλυ!» φωνάζει. Ο Ίθαν χαμογελάει και μπαίνει στο σπίτι. «Σας διασκεδάζω, κυρία Γκρέυ;» «Πολύ. Είσαι μούσκεμα...Έλα να σε κάνω μπάνιο».
«Μόνο αν κάνεις κι εσύ μαζί μου...» Σκύβει και με φιλάει ΓΕΜΙΖΩ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΟΒΑΛ μπανιέρα στο συνεχόμενο μπάνιο και ρίχνω μέσα ένα ακριβό λάδι μπάνιου, που αρχίζει αμέσως να αφρίζει. Το άρωμα είναι θεϊκό. Γιασεμί, νομίζω. Επιστρέφοντας στο υπνοδωμάτιο, αρχίζω να κρεμάω «Το Φόρεμα» όσο γεμίζει η μπανιέρα. «Πέρασες καλά;» ρωτάει ο Κρίστιαν μπαίνοντας στο δωμάτιο. Φοράει μόνο ένα μπλουζάκι και μια φόρμα και είναι ξυπόλυτος. Κλείνει την πόρτα πίσω του. «Ναι...» λέω σιγανά, απολαμβάνοντας την εικόνα του. Μου έλειψε. Γελοίο έχουν περάσει μόνο μερικές ώρες.
Γέρνει το κεφάλι του στο πλάι και με κοιτάζει. «Τι συμβαίνει;» ^Σκεφτόμουν πόσο μου έλειψες...» «Ακούγεστε σαν να την έχετε πατήσει άσχημα, κυρία Γκρέυ...» «Πράγματι, κύριε Γκρέυ». Προχωράει προς το μέρος μου κι έρχεται να σταθεί μπροστά μου. «Τι αγόρασες;» ψιθυρίζει, και ξέρω πως το κάνει για να αλλάξει κουβέντα. «Ένα φόρεμα, κάτι παπούτσια, ένα κολιέ... Ξόδεψα πολλά από τα λεφτά σου». Τον κοιτάζω ένοχα.
Φαίνεται να το διασκεδάζει. «Ωραία...» αποκρίνεται μουρμουριστά και στερεώνει ένα τσουλούφι πίσω από το αυτί μου. «Και για εκατομμυριοστή φορά, τα λεφτά μας». Μου τραβάει το πιγούνι, ελευθερώνοντας το χείλος από τα δόντια μου, και περνάει τον αντίχειρά του από το μπροστινό μέρος της μπλούζας μου, κατεβαίνοντας στο στέρνο, ανάμεσα στα στήθη μου, επάνω στο στομάχι και στην κοιλιά μου, προς το στρίφωμα. «Δε θα το χρειάζεσαι αυτό μέσα στο μπάνιο...» προσθέτει σιγανά, και αρπάζοντας την άκρη της μπλούζας και με τα δυο του χέρια, την τραβάει αργά. «Σήκωσε τα χέρια». Υπακούω, χωρίς να παίρνω τα μάτια από τα δικά του, και πετάει το μπλουζάκι μου στο πάτωμα.
«Νόμιζα πως απλώς θα κάναμε μπάνιο...» Ο σφυγμός μου επιταχύνεται. «Πρώτα θέλω να σε βρομίσω λίγο. Και μένα μου έλειψες...» Σκύβει και με φιλάει. «ΓΑΜΩΤΟ, ΤΟ ΝΕΡΟ!» Αγωνίζομαι να ανασηκωθώ, ζαλισμένη και βυθισμένη στη μετα-οργασμική νωθρότητα. Ο Κρίστιαν δε με αφήνει. «Κρίστιαν, η'μπανιέρα!» Τον κοιτάζω, ξαπλωμένη μπρούμυτα επάνω στο στήθος του. Γελάει. «Χαλάρωσε είναι wet room!» Κυλάει στο κρεβάτι κι έρχεται από πάνω μου, δίνοντάς μου ένα φιλί. «Πάω να κλείσω τη βρύση».
Σηκώνεται με χάρη από το κρεβάτι και μπαίνει στο μπάνιο. Τα μάτια μου τον ακολουθούν άπληστα. Χμμμ... Ο άντρας μου, γυμνός και σύντομα βρεγμένος. Πετάγομαι από το κρεβάτι. *** Καθόμαστε στις δύο άκρες της μπανιέρας, που είναι τελείως γεμάτη τόσο γεμάτη, ώστε, όποτε κουνιόμαστε, το νερό ξεχειλίζει από το πλάι και χύνεται στο πάτωμα. Είναι απολαυστικό. Ακόμα πιο απολαυστικό είναι που ο Κρίστιαν μού πλένει τα πόδια, κάνοντας μασάζ στις πατούσες, τραβώντας απαλά τα δάχτυλα. Τα φιλάει ένα ένα και δαγκώνει μαλακά το δαχτυλάκι μου,
«Αχ...» Το νιώθω εκεί, στους βουβώνες μου. «Σ’ αρέσει;» ψιθυρίζει. «Μμμ...» ψελλίζω ασυνάρτητα. Αρχίζει πάλι να τρίβει. Ω, η αίσθηση είναι τόσο ωραία. Κλείνω τα μάτια. «Είδα την Τζία στην πόλη...» μουρμουρίζω. «Ναι; Νομίζω πως έχει σπίτι εδώ» αποκρίνεται αδιάφορα. Δε δίνει δεκάρα. «Ήταν με τον Έλλιοτ». Ο Κρίστιαν σταματάει το μασάζ. Αυτό του τράβηξε την προσοχή. Όταν ανοίγω τα μάτια, το κεφάλι του είναι γερμένο στο πλάι, σαν να μην καταλαβαίνει.
«Τι εννοείς όταν λες “με τον Έλλιοτ”; » ρωτάει, μάλλον απορημένος παρά ανήσυχος. Εξηγώ τι είδα. «Άνα, είναι απλοί φίλοι. Νομίζω πως ο Έλλιοτ είναι κολλημένος με την Κέιτ». Κάνει μια παύση και ύστερα προσθέτει πιο σιγά: «Για την ακρίβεια, ξέρω πως είναι κολλημένος με την Κέιτ...». Και μου ρίχνει το βλέμμα που λέει «Δεν έχω ιδέα γιατί». «Η Κέιτ είναι κούκλα!» αρπάζομαι, θέλοντας να υπερασπιστώ τη φίλη μου. Ρουθουνίζει. «Εξακολουθώ να χαίρομαι που ήσουν εσύ αυτή που έπεσε μέσα στο γραφείο μου...» Μου φιλάει το μεγάλο δάχτυλο, αφήνει το αριστερό μου πόδι και
πιάνει το δεξί, ξεκινώντας ξανά τη διαδικασία του μασάζ. Τα δάχτυλά τού είναι τόσο δυνατά και ευλύγιστα, που χαλαρώνω ξανά. Δε θέλω να τσακωθώ για την Κέιτ. Σφαλίζω τα βλέφαρα και αφήνω τα δάχτυλά του να κάνουν τα μαγικά τους στα πόδια μου. ΚΟΙΤΑΖΩ ΑΝΑΥΔΗ τον εαυτό μου στον ολόσωμο καθρέφτη, χωρίς να αναγνωρίζω την γκομενάρα που μου ανταποδίδει το βλέμμα. Η Κέιτ τα έχει δώσει όλα απόψε, παίζοντας μαζί μου σαν να είμαι κούκλα Μπάρμπι, φτιάχνοντάς μου τα μαλλιά και το μακιγιάζ. Τα μαλλιά μου είναι πλούσια και ίσια, τα μάτια μου βαμμένα γύρω γύρω με κολ, τα χείλη μου κατακόκκινα. Φαίνομαι... σέξι. Είμαι όλο πόδια, ειδικά μέσα στα ψηλοτάκουνα Manolo μου και
στο ξεδιάντροπα κοντό φόρεμά μου. Χρειάζομαι την έγκριση του Κρίστιαν, αν κι έχω το φρικτό προαίσθημα πως δε θα του αρέσει να δει εκτεθειμένη τόσο μεγάλη ποσότητα από τη δική μου σάρκα. Με δεδομένη την entente cor diale μας, αποφασίζω πως θα πρέπει να τον ρωτήσω. Παίρνω το BlackBerry. Από: Αναστάζια Γκρέυ θέμα: Φαίνεται μεγάλος ο πισινos μου με αυτό που φοράω; Ημερομηνία: 27 Αυγούστου 2011, 18:53 MST Προς: Κρίστιαν Γκρέυ Κύριε Γκρέυ,
Χρειάζομαι την ενδυματολογική σας συμβουλή. Δική σας Κυρία Γκ. χ
Από:
Κρίστιαν Γκρέυ θέμα: Κωλαράκι
27 Αυγούστου 2011, 18:55 MST Προς: Αναστάζια Γκρέυ Ημερομηνία:
Κυρία Γκρέυ, Πολύ αμφιβάλλω. Αλλά θα έρθω να εξετάσω σχολαστικά τον πισινό σας ώστε να βεβαιωθώ.
Δικος σας με ανυπομονησία
Kupios Γκ. χ Christian Grey CEO, Grey Enterprises Holdings και Επιθεώρηση Πισινών, Inc.
Τη στιγμή που διαβάζω το μήνυμά του, η πόρτα του υπνοδωματίου ανοίγει, και ο Κρίστιαν παγώνει. Το στόμα του χάσκει και τα μάτια του γουρλώνουν. Να πάρει... Αυτό μπορεί να σημαίνει οτιδήποτε. «Λοιπόν;» ρωτάω χαμηλόφωνα. «Άνα, είσαι... Ουάου!»
«Σ’ αρέσει;» «Ναι. Έτσι νομίζω...» Η φωνή του είναι κάπως βραχνή. Μπαίνει αργά στο δωμάτιο και κλείνει την πόρτα πίσω του. Φοράει μαύρο τζιν κι ένα άσπρο πουκάμισο, αλλά με μαύρο σακάκι. Είναι θεϊκός. Βαδίζει αργά προς το μέρος μου, αλλά μόλις με φτάνει, βάζει τα χέρια του στους ώμους μου και με γυρίζει έτσι που να βλέπω τον ολόσωμο καθρέφτη, ενώ εκείνος στέκεται πίσω μου. Το βλέμμα μου βρίσκει το δικό του μέσα στον καθρέφτη, μετά χαμηλώνει τα μάτια, γοητευμένος από τη γυμνή μου π^άτη. Το δάχτυλό του γλιστράει στη ραχοκοκαλιά μου, φτάνοντας στην άκρη του φουστανιού στη μέση μου, στο σημείο όπου η χλωμή σάρκα συναντάει το ασημί ύφασμα.
«Πολύ αποκαλυπτικό μουρμουρίζει.
είναι
αυτό...»
Το χέρι του κατεβαίνει χαμηλότερα, επάνω στα πισινά και στον γυμνό μηρό μου. Σταματάει, ενώ τα γκρίζα μάτια του καίνε τα δικά μου. Ύστερα σέρνει αργά τα δάχτυλά του πάλι προς την άκρη του φουστανιού μου. Παρακολουθώντας τα μακριά του δάχτυλα να γλιστρούν απαλά, βασανιστικά επάνω στο δέρμα μου, νιώθοντας τα μυρμηγκιάσματα που αφήνουν στο πέρασμά τους, το στόμα μου σχηματίζει ένα τέλειο «Ο». «Δεν είναι μακριά από δω». Αγγίζει το στρίφωμα και μετά ανεβάζει τα δάχτυλά του ψηλότερα. «Μέχρι εδώ...» ψιθυρίζει.
Μου κόβεται η αναπνοή καθώς τα δάχτυλά του χαϊδεύουν τα γεννητικά μου όργανα, περνώντας βασανιστικά πάνω από το κιλοτάκι μου, πασπατεύοντάς με, βασανίζοντάς με. «Που σημαίνει;» τραυλίζω. «Σημαίνει πως δεν είναι μακριά από δω» -τα δάχτυλά του γλιστρούν επάνω στο κιλοτάκι μου, στη συνέχεια το ένα μπήγεται στη μαλακή, μουσκεμένη σάρκα μου«μέχρι εδώ. Και ύστερα μέχρι εδώ...». Χώνει το δάχτυλό του μέσα μου. Μου κόβεται η ανάσα και βγάζω έναν σιγανό κλαψιάρικο ήχο. «Αυτό είναι δικό μου...» λέει σιγανά στο αυτί μου. Κλείνοντας τα μάτια του, κουνάει
αργά το δάχτυλό του μέσα έξω. «Δε θέλω να το δει κανένας άλλος». Η ανάσα μου κόβεται, το λαχάνιασμά μου έρχεται να ταιριάξει με τον ρυθμό του δαχτύλου του. Παρακολουθώντας τον στον καθρέφτη να το κάνει αυτό... Είναι τόσο ερωτικό. «Γι’ αυτό, να είσαι καλό κορίτσι και να μη σκύβεις και θα είσαι μια χαρά». «Εγκρίνεις;» ρωτάω χαμηλόφωνα. «Όχι. Αλλά δεν πρόκειται να σε εμποδίσω να το φορέσεις. Είσαι εκθαμβωτική, Αναστάζια!» Τραβάει απότομα το δάχτυλό του έξω, αφήνοντάς με να θέλω κι άλλο, και
μετακινείται μπροστά μου. Βάζει την άκρη του δαχτύλου του στο κάτω μου χείλος. Ζαρώνω ενστικτωδώς τα χείλη και το φιλάω και ανταμείβομαι με ένα πονηρό χαμόγελο. Βάζει το δάχτυλό του στο στόμα του, και η έκφρασή του με ενημερώνει πως έχω ωραία γεύση... Πολύ ωραία. Κοκκινίζω. Θα με σοκάρει πάντα όταν το κάνει αυτό; Μου αρπάζει μουρμουρίζει.
το
χέρι.
«Έλα...»
ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΤΟ ΕΠΙΔΟΡΠΙΟ σ’ ένα πολυτελές, αριστοκρατικό εστιατόριο στην πόλη. Η βραδιά έως τώρα ήταν γεμάτη ζωή, και η Μία είναι αποφασισμένη πως πρέπει να τη συνεχίσουμε και να πάμε για κλάμπινγκ. Αυτήν τη στιγμή κάθεται, περιέργως, σιωπηλή, κρεμασμένη από κάθε λέξη του Ίθαν, που συζητάει με τον
Κρίστιαν. Η Μία είναι προφανώς τσιμπημένη με τον Ίθαν, και ο Ίθαν... Είναι δύσκολο να πω. Δεν ξέρω αν είναι απλώς φίλοι ή υπάρχει κάτι περισσότερο. Ο Κρίστιαν φαίνεται άνετος. Συζητάει ζωηρά με τον Ίθαν. Προφανώς δέθηκαν μεταξύ τους στο ψάρεμα. Μιλούν για ψυχολογία κυρίως. Κατά ειρωνικό τρόπο, ο Κρίστιαν φαίνεται να είναι εκείνος με τις περισσότερες γνώσεις. Ρουθουνίζω σιγανά καθώς ακούω, χωρίς να δίνω μεγάλη προσοχή στην κουβέντα τους, συνειδητοποιώντας μελαγχολικά πως οι γνώσεις του είναι αποτέλεσμα της εμπειρίας που αποκόμισε από τους τόσο πολλούς ψυχιάτρους. Είσαι η καλύτερη θεραπεία... Τα λόγια του, που μου ψιθύρισε κάποτε την ώρα που
κάναμε έρωτα, αντηχούν στο κεφάλι μου. Είμαι; Ω Κρίστιαν, το ελπίζω. Ρίχνω μια ματιά στην Κέιτ. Είναι όμορφη. Αλλά, πάλι, πάντα είναι όμορφη. Αυτή και ο Έλλιοτ είναι λιγότερο ζωηροί. Ο Έλλιοτ φαίνεται νευρικός, λέει τα αστεία του κάπως υπερβολικά δυνατά και το γέλιο του είναι κάπως ψεύτικο. Τσακώθηκαν; Τι τον τρώει; Αυτή η γυναίκα; Η καρδιά μου σφίγγεται στη σκέψη πως μπορεί να πληγώσει την καλύτερή μου φίλη. Ρίχνω μια ματιά στην είσοδο, σχεδόν περιμένοντας να δω την Τζία να μπαίνει ήρεμα, κουνώντας τον περιποιημένο κώλο της, και να μας πλησιάζει. Το μυαλό μου παίζει παιχνίδια. Υποψιάζομαι πως είναι από το πολύ αλκοόλ που ήπια. Το κεφάλι μου έχει αρχίσει να πονάει.
Ο Έλλιοτ μας ξαφνιάζει όλους όταν σηκώνεται απότομα και τραβάει την καρέκλα του προς τα πίσω, γδέρνοντας τα πλακάκια του πατώματος. Όλα τα μάτια στρέφονται πάνω τού. Κοιτάζει μια στιγμή την Κέιτ και μετά πέφτει στο ένα γόνατο δίπλα της. Ω. Θεέ. Μου. Της πιάνει το χέρι, και η σιωπή απλώνεται σαν πέπλο σε όλο το εστιατόριο, καθώς οι πάντες σταματούν να τρώνε, σταματούν να μιλούν, σταματούν να περπατούν και μένουν να κοιτάζουν. «Όμορφή μου Κέιτ, σ’ αγαπάω... Η χάρη σου, η ομορφιά σου και ο φλογερός χαρακτήρας σου δεν έχουν ταίρι. Έχεις
κατακτήσει την καρδιά μου. Πέρασε τη ζωή σου μαζί μου. Παντρέψου με...» Γαμώτο μου!
Η ΠΡΟΣΟΧΗ TOT ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟΥ έχει επικεντρωθεί στην Κέιτ και στον Έλλιοτ, περιμένοντας όλοι σαν ένας άνθρωπος, κρατώντας την ανάσα τους. Η προσμονή είναι ανυπόφορη. Η σιωπή τραβάει σε μάκρος σαν τεντωμένο λάστιχο. Η ατμόσφαιρα είναι βαριά,
ανήσυχη αλλά και γεμάτη ελπίδα. Η Κέιτ ατενίζει ανέκφραστα τον Έλλιοτ, που την κοιτάζει με τα μάτια γουρλωμένα από λαχτάρα ακόμα και φόβο. Να πάρε* η οργή, Κέιτ! Βγάλ’ τον από τη μιζέρια του. Σε παρακαλώ. Χριστέ μου θα μπορούσε να της έχει κάνει την πρόταση κατ’ ιδίαν. Ένα μοναχικό δάκρυ κυλάει στο μάγουλό της, παρόλο που'μένει ανέκφραστη. Γαμώτο! Η Κέιτ κλαίει; Ύστερα χαμογελάει, με ένα αργό, δύσπιστο χαμόγελο, θαρρείς και βρίσκεται σε νιρβάνα.
«Ναι...» ψιθυρίζει. Είναι μια μουρμουριστή, γλυκιά αποδοχή καμία σχέση με το στιλ της Κέιτ. Γιά ένα κλάσμα του δευτερολέπτου γίνεται μια παύση, μιας κι όλο το εστιατόριο βγάζει έναν ομαδικό στεναγμό ανακούφισης, και μετά ο θόρυβος είναι εκκωφαντικός. Αυθόρμητα χειροκροτήματα, ζητωκραυγές, σφυρίγματα, φωνές, και ξαφνικά νιώθω δάκρυα να κυλούν στο πρόσωπό μου, μουτζουρώνοντας το μακιγιάζ μου, που είναι μια διασταύρωση Μπάρμπι και Τζόαν Τζετ. Αγνοώντας το πανδαιμόνιο γύρω τους, οι δυο τους είναι κλεισμένοι στον μικρόκοσμό τους. Ο Έλλιοτ βγάζει από την τσέπη του ένα μικρό κουτί, το ανοίγει και το δίνει στην Κέιτ. Ένα δαχτυλίδι. Και απ’ ό,τι βλέπω,
ένα υπέροχο δαχτυλίδι. Πρέπει όμως να το δω από πιο κοντά. Αυτό έκανε με την Τζία; Διάλεγε δαχτυλίδι; Γαμώτο! Ω, πολύ χαίρομαι που δεν το είπα στην Κέιτ. Η Κέιτ κοιτάζει μια το δαχτυλίδι και μια τον Έλλιοτ, ύστερα τυλίγει τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του. Φιλιούνται, πολύ σεμνά γι’ αυτούς τους δύο, και το πλήθος ενθουσιάζεται. Ο Έλλιοτ σηκώνεται και ευχαριστεί για τις επιδοκιμασίες με μια εκπληκτικά χαριτωμένη υπόκλιση και μετά, με ένα τεράστιο χαμόγελο προσωπικής ικανοποίησης, ξανακάθεται. Δεν μπορώ να τραβήξω τα μάτια μου από πάνω τους. Βγάζοντας το δαχτυλίδι από το κουτί, ο Έλλιοτ το περνάει μαλακά στο δάχτυλο της Κέιτ, και ξαναφιλιούνται.
Ο Κρίστιαν μού ζουλάει τς> χέρι. Δεν είχα καταλάβει πως έσφιγγα τόσο πολύ το δικό του. Τον αφήνω, κάπως αμήχανη, και κουνάει το χέρι του, λέγοντάς μου άηχα «Οχ!» «Συγγνώμη...Ήξερες γι’ αυτό το πράγμα;» ψιθυρίζω. Ο Κρίστιαν χαμογελάει, και καταλαβαίνω πως ήξερε. Φωνάζει τον σερβιτόρο. «Δύο μπουκάλια Cristal, παρακαλώ. Του 2002, αν έχετε». Του χαμογελάω αμυδρά. «Τι;» ρωτάει. «Επειδή το 2ΟΟ2 είναι πολύ καλύτερο από το 2003...» τον πειράζω.
Γελάει. «Για τον απαιτητικό ουρανίσκο, Αναστάζια!» «Έχετε πολύ απαιτητικό ουρανίσκο, κύριε Γκρέυ, και ιδιότυπες προτιμήσεις...» αντιγυρίζω χαμογελαστά. «Αυτό σίγουρα, κυρία Γκρέυ!» Σκύβει κοντά μου. «Εσύ έχεις την καλύτερη γεύση...» μουρμουρίζει και με φιλάει σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο πίσω από το αυτί, στέλνοντας μικρά ρίγη στη ραχοκοκαλιά μου. Γίνομαι κατακόκκινη και θυμάμαι με τρυφερότητα την παρουσίαση των μειονεκτημάτων του φουστανιού μου νωρίτερα.
Η Μία είναι η πρώτη που αγκαλιάζει την Κέιτ και τον Έλλιοτ, κι όλοι παίρνουμε σειρά για να συγχαρούμε το ευτυχές ζεύγος. Κλείνω την Κέιτ στην αγκαλιά μου και τη σφίγγω δυνατά. «Βλέπεις; Απλώς ανησυχούσε για την πρόταση γάμου...» λέω χαμηλόφωνα. «Ω Άνα...» Αφήνει κάτι μεταξύ χαχανητού και λυγμού. «Κέιτ, χαίρομαι τόσο πολύ για σένα. Συγχαρητήρια!» Ο Κρίστιαν είναι πίσω μου. Σφίγγει το χέρι του Έλλιοτ και μετά -εκπλήσσοντας τόσο τον Έλλιοτ όσο και μένατον τραβάει στην αγκαλιά του. Ίσα που ακούω τι λέει.
«Μπράβο, Λέλλιοτ...» ψιθυρίζει. Ο Έλλιοτ δε λέει τίποτα, έχοντας κατά πρώτη φορά μείνει άλαλος από έκπληξη, και ύστερα ανταποδίδει με θέρμη το αγκάλιασμα του αδερφού του. Λέλλιοτ; «Ευχαριστώ, ξέπνοα.
Κρίστιαν...»
αποκρίνεται
Ο Κρίστιαν αγκαλιάζει στα γρήγορα την Κέιτ, αδέξια και σχεδόν κρατώντας τη σε απόσταση. Ξέρω πως η διάθεση του Κρίστιαν απέναντι στην Κέιτ είναι ανεκτική, στην καλύτερη περίπτωση, και αμφίθυμη τον περισσότερο καιρό, άρα αυτό αποτελεί πρόοδο.
Αφήνοντάς την, της λέει, τόσο σιγανά που μόνο αυτή κι εγώ το ακούμε: «Ελπίζω να είσαι τόσο ευτυχισμένη στον γάμο σου όσο κι εγώ στον δικό μου...». «Ευχαριστώ, Κρίστιαν. Το ελπίζω κι εγώ!» λέει ευγενικά η Κέιτ. Ο σερβιτόρος έχει επιστρέψει με τη σαμπάνια, την οποία ανοίγει χωρίς επιτηδευμένες χειρονομίες. Ο Κρίστιαν σηκώνει το ποτήρι του. «Στην Κέιτ και στον αγαπημένο μου αδερφό, Έλλιοτ συγχαρητήρια!» Πίνουμε όλοι μια γουλιά. Εντάξει, εγώ την κατεβάζω λαίμαργα. Χμμμ... Η Cristal έχει τόσο καλή γεύση, και θυμάμαι την πρώτη φορά που την ήπια στη λέσχη του Κρίστιαν
και αργότερα, το επεισοδιακό μας ταξίδι με το ασανσέρ προς το ισόγειο. Ο Κρίστιαν με κοιτάζει σκυθρωπιάζοντας. «Τι σκέφτεσαι;» ρωτάει σιγανά. «Την πρώτη φορά που ήπια αυτήν τη σαμπάνια». Το σκυθρώπιασμά του γίνεται πιο έντονο. «Ήμαστε στη λέσχη σου» τον βοηθάω. Χαμογελάει. «Α, ναι. Θυμάμαι...» Μου κλείνει το μάτι. «Έλλιοτ, έχετε κελαηδάει η Μία.
ορίσει
ημερομηνία;»
Ο Έλλιοτ στρέφεται εκνευρισμένος στην αδερφή του. «Μόλις έκανα πρόταση γάμου
στην Κέιτ, επομένως θα σε ενημερώσουμε αργότερα. Εντάξει;» «Αχ, κάντε τον Χριστούγεννα... Θα ήταν πολύ ρομαντικό και δε θα έχετε πρόβλημα να θυμάστε την επέτειό σας!» Η Μία χτυπάει παλαμάκια. «Θα το λάβω χαμογελάει αχνά.
υπόψη...»
Ο
Έλλιοτ
«Μετά τη σαμπάνια μπορούμε, παρακαλώ, να πάμε για κλάμπινγκ;» Η Μία γυρίζει και κοιτάζει τον Κρίστιαν με διάπλατα ανοιχτά τα καστανά της μάτια. «Νομίζω πως πρέπει να ρωτήσουμε τον Έλλιοτ και την Κέιτ τι θέλουν να κάνουν».
Σαν ένας άνθρωπος, γυρίζουμε και τους κοιτάζουμε με προσδοκία. Ο Έλλιοτ ανασηκώνει τους ώμους, και η Κέιτ κοκκινίζει. Οι προθέσεις της απέναντι στον αρραβωνιαστικό της είναι τόσο προφανείς, που σχεδόν φτύνω σαμπάνια των τετρακοσίων δολαρίων επάνω στο τραπέζι. ΤΟ ΖΑΧ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΙΟ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΚΟ νάιτ κλαμπ στο Άσπεν ή έτσι λέει η Μία. Ο Κρίστιαν προχωράει στην κεφαλή της μικρής ουράς με το μπράτσο τυλιγμένο γύρω από τη μέση μου και τον αφήνουν αμέσως να μπει. Αναρωτιέμαι προς στιγμήν μήπως το κλαμπ είναι δικό του. Ρίχνω μια ματιά στο ρολόι μου εντεκάμισι το βράδυ, και νιώθω ζαλισμένη. Τα δύο ποτήρια σαμπάνια και αρκετά ποτήρια Pouilly-Fum^ στη διάρκεια
του φαγητού αρχίζουν να επιδρούν, και είμαι ευγνώμων που ο Κρίστιαν με κρατάει αγκαλιά. «Κύριε Γκρέυ, καλώς ορίσατε ξανά!» αναφωνεί μια πολύ ελκυστική, μακροπόδαρη ξανθιά με μαύρο σατέν καυτό σορτς, ασορτί αμάνικο πουκάμισο κι ένα μικρό κόκκινο παπιγιόν. Χαμογελάει πλατιά, αποκαλύπτοντας τέλεια αμερικανικά δόντια ανάμεσα σε κατακόκκινα χείλη, ασορτί με το παπιγιόν της. «Ο Μαξ θα πάρει το πανωφόρι σας». Ένας νεαρός ντυμένος με κατάμαυρα ρούχα, ευτυχώς όχι σατέν, χαμογελάει και προσφέρεται να πάρει το πανωφόρι μου. Τα σκούρα μάτια του είναι ζεστά και φιλικά. Είμαι η μόνη που φοράει πανωφόρι -ο Κρίστιαν επέμενε να πάρω την
καμπαρντίνα της Μία για να σκεπάσω τα πισινά μου-, κι έτσι έχει να ασχοληθεί μόνο μαζί μου. «Ωραίο πανωφόρι...» λέει κοιτάζοντάς με έντονα. Δίπλα μου ο Κρίστιαν αγριεύει και καρφώνει τον Μαξ στραβοκοιτάζοντάς τον, σε στιλ «Κάνε πίσω». Ο Μαξ κοκκινίζει και δίνει βιαστικά στον Κρίστιαν την απόδειξη για το πανωφόρι μου. «Να σας οδηγήσω στο τραπέζι σας». Η δεσποινίς Σατέν Καυτό Σορτς πεταρίζει τις βλεφαρίδες της στον άντρα μου, τινάζει τα μακριά ξανθά μαλλιά της και προχωράει καμαρωτά προς τον προθάλαμο.
Σφίγγω τη λαβή μου γύρω από τον Κρίστιαν, που με κοιτάζει προς στιγμήν ερωτηματικά και μετά χαμογελάει αχνά, ακολουθώντας τη δεσποινίδα Σατέν Καυτό Σορτς στο μπαρ. Ο φωτισμός είναι χαμηλός, οι τοίχοι μαύροι και τα έπιπλα σκουροκόκκινα. Υπάρχουν σεπαρέ δεξιά και αριστερά κι ένα μεγάλο μπαρ σε σχήμα U στη μέση. Έχει κόσμο, αν λάβουμε υπόψη πως είμαστε εκτός εποχής, αλλά δεν επικρατεί συνωστισμός. Οι λεφτάδες του Άσπεν έχουν έρθει για σαββατιάτικη διασκέδαση. Ο κώδικας ένδυσης είναι χαλαρός, και πρώτη φορά νιώθω υπερβολικά... Εεε... Ελάχιστα ντυμένη. Δεν είμαι σίγουρη τι από τα δύο. Το πάτωμα και οι τοίχοι πάλλονται από τη μουσική που έρχεται από την πίστα πίσω
από το μπαρ, και φώτα στριφογυρίζουν και αναβοσβήνουν. Μες στη ζαλάδα μου σκέφτομαι νωθρά πως .είναι ο εφιάλτης του επιληπτικού. Η Σατέν Καυτό Σορτς μάς οδηγεί σ’ ένα γωνιακό σεπαρέ αποκλεισμένο με σκοινί. Είναι κοντά στο μπαρ κι έχει πρόσβαση στην πίστα. Σαφώς οι καλύτερες θέσεις του μαγαζιού. «Θα έρθει αμέσως κάποιος να πάρει την παραγγελία σας!» Μας χαμογελάει με το καλύτερό της χαμόγελο και, με ένα τελευταίο πετάρισμα των βλεφαρίδων της στον άντρα μου, επιστρέφει καμαρωτά εκεί απ’ όπου ήρθε.
Η Μία χοροπηδάει ήδη από το ένα πόδι στο άλλο ανυπομονο^ντας να πάει στην πίστα, και ο Ιθαν τη λυπάται. «Σαμπάνια;» ρωτάει ο Κρίστιαν καθώς φεύγουν, χεράκι χεράκι, προς την πίστα. Ο Ίθαν σηκώνει τον αντίχειρά του, και η Μία γνέφει ενθουσιωδώς. Η Κέιτ και ο Έλλιοτ κάθονται στα μαλακά βελούδινα καθίσματα πιασμένοι χέρι χέρι. Δείχνουν τόσο ευτυχισμένοι* τα χαρακτηριστικά τους ήρεμα και αστραφτερά στη χαμηλή λάμψη των ρεσό που τρεμοπαίζουν σε κρυστάλλινα μπολ επάνω στο τραπέζι. Ο Κρίστιαν μού κάνει νόημα να καθίσω και χώνομαι βιαστικά πλάι στην Κέιτ. Εκείνος κάθεται δίπλα μου
και σαρώνει με το βλέμμα την αίθουσα όλο άγχος. «Δείξε μου το δαχτυλίδι σου!» Υψώνω τη φωνή, για να ακουστώ μες στον θόρυβο της μουσικής. Ώσπου να φύγουμε, θα έχω βραχνιάσει. Η Κέιτ με κοιτάζει λάμποντας και σηκώνει το χέρι. Το δαχτυλίδι είναι υπέροχο: ένα μονόπετρο με λεπτό περίτεχνο δέσιμο και μικρά διαμαντάκια δεξιά και αριστερά. Έχει ένα ρετρό βικτωριανό στιλ. «Πολύ όμορφο!» Γνέφει με αγαλλίαση και απλώνει το χέρι της για να ζουλήξει τον μηρό του Έλλιοτ. Σκύβει και τη φιλάει.
«Άντε να βρείτε κάνα δωμάτιο!» τους φωνάζω. Ο Έλλιοτ χαμογελάει. Μια κοπέλα με κοντά σκούρα μαλλιά και πονηρό χαμόγελο, που φοράει το επιβεβλημένο μαύρο σατέν καυτό σορτς, έρχεται να πάρει την παραγγελία μας. «Τι θέλετε να πιείτε;» ρωτάει ο Κρίστιαν. «Δε θα κεράσεις πάλι εσύ...» γκρινιάζει ο Έλλιοτ. «Μην αρχίζεις τις μαλακίες,Έλλιοτ» αποκρίνεται ήπια ο Κρίστιαν. Παρά τις αντιρρήσεις της Κέιτ, του Έλλιοτ και του
Ίθαν, πλήρωσε ο Κρίστιαν για το φαγητό μας. Απλώς αγνόησε τις διαμαρτυρίες τους και δε δέχτηκε να πληρώσει άλλος, Τον κοιτάζω στοργικά. Οι Πενήντα Αποχρώσεις μου... Πάντα έχει τον έλεγχο. Ο Έλλιοτ ανοίγει το στόμα να πει κάτι, αλλά, μάλλον συνετά, το ξανακλείνει, «Θα πάρω μια μπίρα» λέει, « Κέιτ; » ρωτάει ο Κρίστιαν, «Κι άλλη σαμπάνια, παρακαλώ. Η Cristal είναι υπέροχη! Μα είμαι σίγουρη πως ο Ίθαν θα προτιμάει μπίρα». Χαμογελάει γλυκά — ναι, γλυκά— στον Κρίστιαν. Ακτινοβολεί ευτυχία' τη νιώθω να εκπέμπεται από πάνω της, και η χαρά της είναι απόλαυση.
«Άνα;» «Σαμπάνια, παρακαλώ». «Ένα μπουκάλι Cristal, τρεις Peroni κι ένα μπουκάλι παγωμένο μεταλλικό νερό, έξι ποτήρια» λέει με το συνηθισμένο αυταρχικό, σοβαρό ύφος του. Είναι κάπως σέξι. «Ευχαριστώ, κύριε...Έρχονται αμέσως». Η δεσποινίς Καυτό Σορτς Νούμερο Δύο τού χαρίζει ένα ευγενικό χαμόγελο, αλλά παραλείπει το πετάρισμα των βλεφαρίδων, αν και τα μάγουλά της κοκκινίζουν λίγο. Κουνάω μοιρολατρικά το κεφάλι. Είναι δικός μου, φιλενάδα.
«Τι;» με ρωτάει ο Κρίστιαν, «Δε σου πετάρισε τις βλεφαρίδες της...» απαντάω με ένα αχνό χαμόγελο. «Α...Έπρεπε;» λέει, προσπαθώντας μάταια να κρύψει τη θυμηδία του. «Συνήθως οι γυναίκες τις πεταρίζουν...» Ο τόνος μου είναι εικονικός. Χαμογελάει. «Κυρία Γκρέυ, ζηλεύετε;» «Ούτε στο ελάχιστο!» Σουφρώνω τα χείλη. Και συνειδητοποιώ εκείνη τη στιγμή πως αρχίζω να ανέχομαι τις γυναίκες που γλυκοκοιτάζουν τον άντρα μου. Σχεδόν. Ο Κρίστιαν μού αρπάζει το χέρι και μου φιλάει τις αρθρώσεις. «Δεν έχετε λόγο να
ζηλεύετε, κυρία Γκρέυ...» μουρμουρίζει κοντά στο αυτί μου, και η ανάσα του με γαργαλάει. « Το ξέρω ». «Ωραία». Η σερβιτόρα επιστρέφει, κι έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα αργοπίνω άλλο ένα ποτήρι σαμπάνια. «Ορίστε». Ο Κρίστιαν μού δίνει ένα ποτήρι νερό. «Πιες». Του στραβομουτσουνιάζω και μάλλον βλέπω παρά ακούω τον αναστεναγμό του. «Τρία ποτήρια άσπρο κρασί με το φαγητό και δύο σαμπάνια, μετά από ένα ντάκιρι
φράουλα και δύο ποτήρια Frascati το μεσημέρι. Πιες. Τώρα, Άνα!» Πώς ξέρει για τα κοκτέιλ σήμερα το απόγευμα; Τον στραβοκοιτάζω. Έχει ένα δίκιο πάντως. Παίρνω το νερό και το κατεβάζω με καθόλου κυριλέ τρόπο, ώστε να καταδείξω τη διαμαρτυρία μου για το γεγονός ότι μου λέει τι να κάνω... Πάλι. Σκουπίζω το στόμα με την ανάστροφη της παλάμης μου. «Καλό κορίτσι...» λέει υπομειδιώντας. «Μου ξέρασες ήδη μία φορά. Δεν έχω όρεξη να ξαναζήσω την εμπειρία σύντομα». «Δεν ξέρω γιατί παραπονιέσαι. Μετά κοιμήθηκες μαζί μου».
Χαμογελάει, και το βλέμμα του μαλακώνει. «Ναι. πράγματι...» Ο Ίθαν και η Μία επιστρέφουν. «Ο Ίθαν βαρέθηκε, προς το παρόν. Ελάτε, κορίτσια! Πάμε στην πίστα. Να* κουνηθούμε λίγο, να χτυπηθούμε, να χάσουμε τις θερμίδες από τη μους σοκολάτας!» Η Κέιτ σηκώνεται αμέσως. «Έρχεσαι;» ρωτάει τον Έλλιοτ. «Άσε με να σε κοιτάζω...» της απαντάει. Και πρέπει να γυρίσω γρήγορα αλλού τα μάτια μου, μιας και κοκκινίζω από το βλέμμα που της ρίχνει. Η Κέιτ χαμογελάει καθώς σηκώνομαι.
«Πάω να κάψω μερικές θερμίδες» λέω και σκύβω στο αυτί του Κρίστιαν. «Μπορείς να με παρακολουθείς...» ψιθυρίζω. «Μη σκύψεις!» γρυλίζει. « Εντάξε ι». Σηκώνομαι απότομα. Οχ! Ζαλίζομαι και πιάνομαι από τον ώμο του Κρίστιαν, καθώς η αίθουσα γυρίζει και κουνιέται λίγο. «Ίσως πρέπει να πιεις λίγο νερό ακόμα...» μουρμουρίζει ο Κρίστιαν, και η φωνή του έχει έναν ολοφάνερα προειδοποιητικό τόνο. «Μια χαρά είμαι. Αυτές οι θέσεις είναι χαμηλές και τα τακούνια μου ψηλά». Η Κέιτ με πιάνε.ι από το χέρι, και παίρνοντας βαθιά ανάσα, ακολουθώ αυτήν
και τη Μία, ισορροπώντας τέλεια, στην πίστα. Η μουσική είναι δυνατή τέκνο με βαριά μπάσα. Στην πίστα δεν υπάρχει πολύς κόσμος, πράγμα που σημαίνει πως έχουμε αρκετό χώρο. Νέοι και γέροι χορεύουν διασκεδάζοντας. Δεν υπήρξα ποτέ καλή χορεύτρια. Για την ακρίβεια, δε χόρευα καν πριν γνωρίσω τον Κρίστιαν. Η Κέιτ με αγκαλιάζει. «Είμαι πολύ ευτυχισμένη!» φωνάζει πάνω από τη μουσική και αρχίζει να χορεύει. H Μία κάνει αυτό που κάνει η Μία: κουνιέται χαμογελώντας μας. Χριστέ μου καταλαμβάνει πολύ χώρο στην πίστα. Ρίχνω μια ματιά προς το τραπέζι. Οι άντρες μας μας παρακολουθούν. Αρχίζω να λικνίζομαι.
Ο ρυθμός είναι παλλόμενος. Κλείνω τα μάτια και του παραδίδομαι. Ανοίγω τα βλέφαρα και ανακαλύπτω πως η πίστα έχει αρχίσει να γεμίζει. Η Κέιτ, η Μια κι εγώ αναγκαζόμαστε να πλησιάσουμε περισσότερο η μια την άλλη. Και προς μεγάλη μου έκπληξη, ανακαλύπτω ότι διασκεδάζω. Αρχίζω να κουνιέμαι λίγο πιο... γενναία. Η Κέιτ μού σηκώνει και τους δυο αντίχειρες και της χαμογελάω πλατιά. Κλείνω τα μάτια. Γιατί πέρασα τα είκοσι πρώτα χρόνια της ζωής μου χωρίς να κάνω αυτό το πράγμα; Είχα επιλέξει το διάβασμα αντί για τον χορό. Η Τζέιν Όστεν δεν είχε καλή μουσική για να χορεύει, και ο Τόμας Χάρντυ... Χριστέ μου... Θα είχε νιώσει ενοχές που δε χόρευε με την πρώτη του γυναίκα. Χαχανίζω στη σκέψη.
Είναι ο ΚρίΓτιαν. Αυτός μου χάρισε την εμπιστοσύνη στο σώμα μου και στο πώς το κουνάω. Ξαφνικά δυο χέρια με πιάνουν από τους γοφούς. Χαμογελάω. Ο Κρίστιαν ήρθε να χορέψει μαζί μου. Λικνίζομαι, και τα χέρια του μετακινούνται στα πισινά μου και τα ζουλάνε, μετά επιστρέφουν στους γοφούς μου. Ανοίγω τα μάτια, και η Μία με κοιτάζει έντρομη, με το στόμα ανοιχτό. Σκατά... Τόσο χάλια είμαι; Απλώνω τα μπράτσα για να πιάσω τα χέρια του Κρίστιαν. Είναι τριχωτά. Γαμώτο! Δεν είναι τα δικά του. Στρέφομαι απότομα και από πάνω μου δεσπόζει ένας ξανθός γίγαντας με περισσότερα από το φυσιολογικό δόντια κι ένα πονηρό χαμόγελο για να τα επιδεικνύει.
«Πάρε τα χέρια σου από πάνω μου!» τσιρίζω για να ακουστώ μες στον θόρυβο της μουσικής, στα όρια της αποπληξίας από την οργή. «Έλα τώρα, γλύκα... Απλώς διασκεδάζουμε». Χαμογελάει, σηκώνοντας τα πιθηκοειδή χέρια του ψηλά, ενώ τα γαλάζια μάτια του γυαλίζουν κάτω από τα παλλόμενα υπεριώδη φώτα. Προτού συνειδητοποιήσω τι κάνω, τον χαστουκίζω δυνατά. Οχ! Σκατά... Το χέρι μου. Τσούζει. «Κάνε πέρα!» φωνάζω. Με κοιτάζει κρατώντας το κοκκινισμένο μάγουλό του. Του κολλάω το άλλο μου χέρι
στα μούτρα, απλώνοντας τα δάχτυλά μου για να του δείξω τα δαχτυλίδια μου. «Είμαι παντρεμένη, μαλάκα!» Ανασηκώνει μάλλον υπεροπτικά τους ώμους του και μου χαρίζει ένα απρόθυμο, απολογητικό χαμόγελο. Κοιτάζω αλλόφρων ολόγυρα. Η Μία είναι δεξιά μου, αγριοκοιτάζοντας τον Ξανθό Γίγαντα. Η Κέιτ είναι βυθισμένη στη νιρβάνα της χορεύοντας. Ο Κρίστιαν δεν είναι στο τραπέζι. Ω, ελπίζω να έχει πάει στην τουαλέτα. Κάνω ένα βήμα πίσω και παίρνω μια στάση που την ξέρω καλά. Ω, γαμώτο. Ο Κρίστιαν τυλίγει το χέρι στη μέση μου και με τραβάει πλάι του.
«Τα χέρια σου μακριά από τη γυναίκα μου» λέει. Δε φωνάζει, αλλά με κάποιον τρόπο ακούγεται πάνω από τη μουσική. Γαμώτο μου! «Τα βγάζει πέρα μόνη της!» αντιγυρίζει φωναχτά ο Ξανθός Γίγαντας. Το χέρι του κατεβαίνει από το μάγουλό του όπου τον χαστούκισα, και ο Κρίστιαν τον χτυπάει. Είναι σαν να το παρακολουθώ σε αργή κίνηση. Μια απόλυτα καλοζυγισμένη γροθιά στο πιγούνι, που κινείται με τόση ταχύτητα, αλλά με τόσο λίγη σπατάλη ενέργειας. Ο Ξανθός Γίγαντας δεν τη βλέπει να έρχεται. Σωριάζεται στο δάπεδο σαν σακί. Γαμώτο.
«Κρίστιαν, όχι!» ουρλιάζω πανικόβλητη και στέκομαι μπροστά του για να τον συγκρατήσω. Σκατά. Θα τον σκοτώσει. «Τον χτύπησα ήδη!» φωνάζω πάνω από τον θόρυβο της μουσικής. Ο Κρίστιαν δε με κοιτάζει. Αγριοκοιτάζει τον τύπο με μια μοχθηρία που δεν έχω ξαναδεί στα μάτια του. Εντάξει, ίσως μία φορά, όταν μου τα έριξε ο Τζακ Χάυντ. Οι άλλοι χορευτές μετακινούνται προς τα έξω σαν κύμα σε λιμνούλα, ανοίγοντας χώρο γύρω μας, διατηρώντας απόσταση ασφαλείας. Ο Ξανθός Γίγαντας σηκώνεται με δυσκολία καθώς ο Έλλιοτ έρχεται δίπλα μας. Οχ, όχι! Η Κέιτ είναι κοντά μου και μας κοιτάζει όλους με ολάνοιχτο στόμα. Ο
Έλλιοτ αρπάζει τα χέρια του Κρίστιαν, ενώ εμφανίζεται και ο Ίθαν. «Ηρέμησε. Εντάξει; Δεν είχα κακό σκοπό...» Ο Ξανθός Γίγαντας σηκώνει συμβιβαστικά τα χέρια και υποχωρεί βιαστικά. Τα μάτια του Κρίστιαν τον ακολουθούν πέρα από την πίστα. Δε με κοιτάζει. Το τραγούδι αλλάζει από τους τολμηρούς στίχους του «Sexy Bitch » σ’ ένα χορευτικό τέκνο κομμάτι, που το τραγουδάει μια γυναίκα με παθιασμένη φωνή. Ο Έλλιοτ κοιτάζει εμένα, ύστερα τον Κρίστιαν, και αφήνοντας τα χέρια του, τραβάει την Κέιτ για να χορέψουν. Βάζω τα χέρια γύρω από τον λαιμό του Κρίστιαν, ώσπου τελικά κατεβάζει τα μάτια του, που ακόμα πετούν
φωτιές -πρωτόγονα και άγρια-, στα δικά μου. Βλέπω φευγαλέα έναν καβγατζή έφηβο. Γαμώτο μου... Κοιτάζει εξεταστική το πρόσωπό μου. «Είσαι εντάξω ι;» ρωτάει τελικά. «Ναι...» Τρίβω την παλάμη μου προσπαθώντας να καταπραΰνω το τσούξιμο και φέρνω τα χέρια στο στήθος του. Το χέρι μου πονάει. Δεν έχω ξαναχαστουκίσει ποτέ κανέναν. Τι με έπιασε; Δεν ήταν και το χειρότερο έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας το γεγονός ότι κάποιος με άγγιξε. Ήταν; Βαθιά μέσα μου όμως ξέρω γιατί τον χτύπησα. Επειδή ενστικτωδώς ήξερα πώς θα αντιδρούσε ο Κρίστιαν βλέποντας έναν ξένο να με πασπατεύει. Ήξερα πως θα έχανε
τον πολύτιμο αυτοέλεγχό του. Και η σκέψη πως κάποιος ασήμαντος ηλίθιος θα μπορούσε να εκτροχιάσει τον άντρα μου, την αγάπη μου, με κάνει έξαλλη. Πραγματικά έξαλλη. «Θες να κάτσουμε;» λέει ο Κρίστιαν πάνω από το μπιτ της μουσικής. Ω, ξαναγύρισε σε μένα, σε παρακαλώ. «Όχι. Χόρεψε μαζί μου». Με κοιτάζει ανέκφραστα και δε μιλάει. Άγγιξέ με... Τραγουδάει η γυναίκα. «Χόρεψε μαζί μου...» Είναι ακόμα έξαλλος. «Χόρεψε, Κρίστιαν, σε παρακαλώ...»
Πιάνω τα χέρια του. Ο Κρίστιαν αγριοκοιτάζει προς τα εκεί όπου εξαφανίστηκε ο τύπος, αλλά αρχίζω να κουνιέμαι πάνω του και να ελίσσομαι γύρω του. Το πλήθος που χορεύει μας έχει κυκλώσει πάλι, αν και τώρα υπάρχει μια ζώνη ασφαλείας μισού μέτρου ολόγυρά μας. «Τον χτύπησες;» ρωτάει ο Κρίστιαν, μένοντας μαρμαρο^μένος. Πιάνου τα σφιγμένα χέρια του. «Φυσικά και τον χτύπησα. Νόμιζα πως ήσουν εσύ, αλλά τα χέρια του ήταν πιο τριχωτά. Σε παρακαλώ, χόρεψε μαζί μου...» Καθώς ο Κρίστιαν με κοιτάζει, η φωτιά στο βλέμμα του σιγά σιγά αλλάζει,
μετατρέπεται σε κάτι άλλο, κάτι πιο σκοτεινό, πιο καυτό. Ξάφνου με αρπάζει από τους καρπούς και με κολλάει επάνω του, ακινητοποιώντας μου τα χέρια πίσω από την πλάτη μου. «Θες να χορέψεις; Έλα να χορέψουμε!» γρυλίζει κοντά στο αυτί μου και λικνίζει τους γοφούς του επάνω μου. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο από το να τον ακολουθήσω έτσι όπως τα χέρια του κρατούν τα δικά μου στην πλάτη μου. Ω... Ο Κρίστιαν ξέρει να κινείται. Ξέρει να κινείται πραγματικά. Με κρατάει κοντά του, δε με αφήνει, αλλά τα χέρια του σταδιακά χαλαρώνουν επάνω στα δικά μου, ελευθερώνοντάς με. Τα χέρια μου ανεβαίνουν κλεφτά στα μπράτσα τομ,
ψηλαφίζοντας τους σφιγμένους μυς μέσα από το σακάκι του, και φτάνουν στους ώμους του. Με πιέζει επάνω του και ακολουθώ τις κινήσεις του καθώς χορεύει αργά, αισθησιακά μαζί μου στον ρυθμό της μουσικής. Τη στιγμή που με αρπάζει από το χέρι και με στριφογυρίζει πρώτα από τη μια και στη συνέχεια από την άλλη πλευρά, ξέρω πως έχει επιστρέψει κοντά μου. Χαμογελάω. Χαμογελάει. Χορεύουμε μαζί, και είναι λυτρωτικό διασκεδαστικό. Έχοντας ξεχάσει, ή απωθήσει, τον θυμό του, με στριφογυρίζει με μεγάλη επιδεξιότητα στον μικρό χώρο που διαθέτουμε στην πίστα, χωρίς να με αφήνει στιγμή. Με κάνει να φαίνομαι αέρινη. Αυτή είναι η μαστοριά του. Με
κάνει σέξι, επειδή αυτό είναι ο ίδιος. Με κάνει να νιώθω πως με αγαπάει, επειδή, παρά τις πενήντα αποχρώσεις του, έχει απέραντη αγάπη να προσφέρει. Παρακολουθώντας τον τώρα να διασκεδάζει, θα μπορούσε δικαίως να σκεφτεί κανείς πως δεν έχει καμία απολύτως έγνοια. Ξέρω πως η αγάπη του σκιάζεται από προβλήματα υπερπροστατευτικότητας και ελέγχου, όμως αυτό δε με κάνει να τον αγαπάω λιγότερο. Όταν το τραγούδι μεταμορφώνεται σταδιακά σε κάποιο άλλο, έχω λαχανιάσει. «Μπορούμε να κάτσουμε;» ρωτάω με κομμένη την ανάσα. «Φυσικά». Με κατεβάζει από την πίστα.
«Μ’ έκανες να ζεσταθώ και να ιδρώσω...» ψιθυρίζω καθώς επιστρέφουμε στο τραπέζι. Με τραβάει στην αγκαλιά του. «Μ’ αρέσεις όταν ζεσταίνεσαι και ιδρώνεις. Αν και προτιμώ να σε κάνω να ζεσταίνεσαι και να ιδρώνεις ιδιαιτέρως...» γουργουρίζει, κι ένα λάγνο χαμόγελο στραβώνει τα χείλη του. Κάθομαι, και είναι λες και το επεισόδιο στην πίστα δεν έχει συμβεί ποτέ. Νιώθω μια αόριστη έκπληξη που δε μας πέταξαν έξω. Ρίχνω μια ματιά ολόγυρα στο μπαρ. Κανένας δε μας κοιτάζει και δε βλέπω πουθενά τον Ξανθό Γίγαντα. Μπορεί να έφυγε ή ίσως τον έδιωξαν. Η Κέιτ και ο Έλλιοτ προσβάλλουν τα χρηστά ήθη επάνω στην πίστα, ο Ίθαν και η Μία είναι πιο ευπρεπείς. Πίνω άλλη μία γουλιά σαμπάνια.
«Ορίστε». Ο Κρίστιαν βάζει άλλο ένα ποτήρι νερό μπροστά μου και με κοιτάζει έντονα. Το ύφος του είναι γεμάτο προσμονή πιες το! Πιες το τώρα. Υπακούω. Άλλωστε διψάω. Σηκώνει ένα μπουκάλι Peroni από την παγωνιέρα στο τραπέζι και πίνει μια μεγάλη γουλιά. «Τι θα είχε γίνει αν υπήρχαν εδώ δημοσιογράφοι;» Ο Κρίστιαν καταλαβαίνει αμέσως ότι μιλάω για τον Ξανθό Γίγαντα που ξάπλωσε κάτω. «Έχω ακριβούς δικηγόρους» απαντάει ψυχρά. Ξαφνικά είναι η προσωποποίηση της αλαζονείας.
Κατσουφιάζω. «Αλλά δεν είσαι υπεράνω του νόμου, Κρίστιαν... Είχα την κατάσταση υπό έλεγχο». Τα μάτια του παγώνουν. «Κανένας δεν αγγίζει ό,τι είναι δικό μου» αντιγυρίζει παγερά και τελεσίδικα. Ω... Πίνω άλλη μία γουλιά σαμπάνια. Ξαφνικά νιώθω καταπτοημένη. Η μουσική είναι δυνατή, βροντερή, το κεφάλι και τα πόδια μου πονούν και είμαι ζαβλακωμένη. Με αρπάζει από το χέρι. «Έλα... Πάμε να φύγουμε. Θέλω να σε πάω σπίτι» λέει. Η Κέιτ και ο Έλλιοτ έρχονται κοντά μας. «Φεύγετε;» ρωτάει η Κέιτ, και η φωνή της είναι γεμάτη ελπίδα.
«Ναι» απαντάει ο.Κρίστιαν. «Ωραία! Θα έρθουμε μαζί σας». ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ στην γκαρνταρόμπα να πάρει ο Κρίστιαν το πανωφόρι μου, η Κέιτ με ανακρίνει. «Τι έγινε με κείνο τον τύπο στην πίστα;» «Με πασπάτευε». «Άνοιξα τα μάτια μου, και τον είχες χτυπήσει...» Ανασηκώνω τους ώμους. «Κοίτα...Ήξερα πως ο Κρίστιαν θα γινόταν πύραυλος, κι αυτό θα μπορούσε να χαλάσει τη βραδιά σας». Προσπαθώ ακόμα να επεξεργαστώ το πώς αισθάνομαι για τη συμπεριφορά του
Κρίστιαν. Εκείνη τη στιγμή ανησυχούσα πως θα μπορούσε να είναι χειρότερη. «Να χαλάσει τη βραδιά μαςί» διευκρινίζει η Κέιτ. «Είναι μάλλον θερμοκέφαλος, ε;» προσθέτει ξερά κοιτάζοντας τον Κρίστιαν, που παραλαμβάνει το πανωφόρι μου. Ρουθουνίζω και χαμογελάω. μπορούσες να το πεις κι έτσι...»
«Θα
«Νομίζω πως τον χειρίζεσαι καλά». «Τον χειρίζομαι;» Χειρίζομαι τον Κρίστιαν;
Σκυθρωπιάζω.
«Ορίστε». Ο Κρίστιαν κρατάει το πανωφόρι μου ανοιχτό για να το φορέσω. «ΞΥΠΝΑ, ΑΝΑ».
Ο Κρίστιαν με ταρακουνάει μαλακά. Έχουμε γυρίσει στο σπίτι. Ανοίγω απρόθυμα τα μάτια και βγαίνω σκοντάφτοντας από το μίνι βαν. Η Κέιτ και ο Έλλιοτ έχουν εξαφανιστεί, και ο Τέυλορ στέκεται υπομονετικά δίπλα στο αυτοκίνητο. «Θα χρειαστεί να σε κουβαλήσω;» ρωτάει ο Κρίστιαν. Γνέφω αρνητικά. «Θα πάω να φέρω τη δεσποινίδα Γκρέυ και τον κύριο Κάβανο» λέει ο Τέυλορ. Ο Κρίστιαν'συγκατανεύει και μετά με οδηγεί στην μπροστινή πόρτα.· Τα πόδια μου τρέμουν και τον ακολουθώ παραπατώντας. Όταν φτάνουμε στην πόρτα,
σκύβει, αρπάζει τον αστράγαλό μου και μου βγάζει πρώτα το ένα παπούτσι, ύστερα το άλλο. Ω, τι ανακούφιση. Ανασηκώνεται και με κοιτάζει κρατώντας τα Maiiolo μου. «Καλύτερα;» ρωτάει εύθυμα. Γνέφω καταφατικά. «Είχα υπέροχες φαντασιώσεις με αυτά τα παπούτσια γύρω από τα αυτιά μου...» μουρμουρίζει, κοιτάζοντας ρεμβαστικά τα παπούτσια μου. Κουνάει το κεφάλι του και με πιάνει πάλι από το χέρι, οδηγώντας με μέσα από το σκοτεινό σπίτι στη σκάλα προς το υπνοδωμάτιό μας. «Είσαι πτώμα, ε;» προσθέτει μαλακά, κοιτάζοντάς με.
Γνέφω καταφατικά. Αρχίζει να ξεκουμπώνει τη ζώνη του πανωφοριού μου. «Θα το κάνω εγώ...» τραυλίζω, προσπαθώντας να τον παραμερίσω. «Άσε εμένα». Αναστενάζω. Δεν είχα ιδέα πως ήμουν τόσο κουρασμένη. «Είναι το υψόμετρο. Δεν είσαι συνηθισμένη. Και το πιοτό φυσικά...» Χαμογελάει αχνά, μου βγάζει το πανωφόρι και το πετάει σε μια καρέκλα. Με πιάνει από το χέρι και με οδηγεί στο μπάνιο. Γιατί ερχόμαστε εδώ μέσα; «Κάτσε» λέει.
Κάθομαι στην καρέκλα και κλείνω τα βλέφαρα. Τον ακούω να ανακατεύει μπουκαλάκια στον νιπτήρα. Παραείμαι κουρασμένη για να ανοίξω τα μάτια και να δω τι κάνει. 'Επειτα από ένα λεπτό μού ανασηκώνει το κεφάλι και ανοίγω έκπληκτη τα βλέφαρα. «Κλειστά τα μάτια» λέει ο Κρίστιαν. Να πάρει... Κρατάει ένα κομμάτι μπαμπάκι! Το περνάει απαλά πάνω από το δεξί μου μάτι. Κάθομαι άναυδη καθώς μου αφαιρεί μεθοδικά το μακιγιάζ. «Α... Να η γυναίκα που παντρεύτηκα» λέει έπειτα από λίγο τρίψιμο. «Δε σ’ αρέσει το μακιγιάζ;»
«Μ’ αρέσει πολύ, αλλά προτιμώ αυτό που είναι από κάτω». Με φιλάει στο μέτωπο. «Ορίστε. Πιες αυτά». Μου βάζει στο χέρι μερικά Advil και μου δίνει ένα ποτήρι νερό. Κοιτάζω με σουφρωμένα χείλη. «Πιες τα!» με διατάζει. Υψώνω το βλέμμα στον ουρανό, αλλά υπακούω. «Ωραία. Χρειάζεσαι λίγη ώρα μόνη σου;» ρωτάει με ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Ρουθουνίζω. «Πολύ σεμνότυφος, κύριε Γκρέυ... Ναι. Θέλω να κατουρήσω». Γελάει. «Περιμένεις να φύγω;» Χαχανίζω. «Θες να μείνεις;»
Γέρνει το κεφάλι διασκεδάζοντάς το.
του
στο
πλάι,
«Είσαι ένα κίνκι κάθαρμα. Έξω! Δε θέλθ3 να με βλέπεις να κατουράω. Αυτό παραπάει!» Σηκώνομαι και του κάνω νόημα να βγει από το μπάνιο. ΟΤΑΝ ΒΓΑΙΝΩ ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΑΝΙΟ, έχει φορέσει το παντελόνι της πιτζάμας του. Χμμμ... Ο Κρίστιαν με πιτζάμες. Υπνωτισμένη, παρατηρώ την κοιλιά, τους μυς, τη γραμμή από τρίχες που οδηγούν προς τα κάτω... Με αναστατώνει. Βαδίζει προς το μέρος μου. «Απολαμβάνεις ειρωνικά. «Πάντα!»
το
θέαμα;»
ρωτάει
«Νομίζω πως είστε λίγο πιωμένη, κυρία Γκρέυ». «Νομίζω πώς, για μία φορά, πρέπει να συμφωνήσω μαζί σας, κύριε Γκρέυ!» «Να σε βοηθήσω να βγάλεις αυτό το ελάχιστο κομμάτι ύφασμα που φοράς... Πραγματικά θα έπρεπε να το πουλάνε με προειδοποίηση επικινδυνότητας». Με γυρίζει από την άλλη και ξεκουμπώνει το μοναδικό κουμπί στον αυχένα. «Είχες γίνει έξαλλος...» μουρμουρίζω. «Ναι, όντως». «Με μένα;»
«Όχι. Όχι με σένα». Με φιλάει στον ώμο. «Για μία φορά...» Χαμογελάω δεν ήταν έξαλλος μαζί μου. Αυτό είναι πρόοδος. «Ευχάριστη αλλαγή...» «Ναι, είναι». Μου φιλάει και τον άλλο ώμο και μετά τραβάει το φόρεμα, κατεβάζοντάς το έως το πάτωμα. Ταυτόχρονα μου βγάζει το σλιπάκι, αφήνοντάς με γυμνή. Απλώνει το χέρι του και πιάνει το δικό μου. «Βήμα!» προστάζει, και κάνω ένα βήμα για να βγω από το φόρεμα, κρατώντας το χέρι του για ισορροπία. Σηκώνεται και πετάει το φόρεμα και το σλιπάκι μου στην καρέκλα, μαζί με το
πανωφόρι της Μία. «Ψηλά τα χέρια» λέει μαλακά. Μου περνάει το μπλουζάκι του πάνω από το κεφάλι και το τραβάει κάτω, καλύπτοντάς με. Είμαι έτοιμη για ύπνο. Με τραβάει στην αγκαλιά του και με φιλάει. Η δροσερή από την οδοντόκρεμα ανάσα μου ανακατεύεται με τη δική του. «Αν και θα μ’ άρεσε να χωθώ μέσα σας, κυρία Γκρέυ - έχετε πιει πολύ, είστε σχεδόν στα δύο χιλιάδες τετρακόσια μέτρα υψόμετρο και δεν κοιμηθήκατε καλά χτες βράδυ. Εμπρός. Στο κρεβάτι». Τραβάει το πάπλωμα και ξαπλώνω. Με σκεπάζει και μου φιλάει ξανά το μέτωπο. «Κλείσε τα μάτια. Όταν ξανάρθω στο κρεβάτι, θέλω να κοιμάσαι». Είναι απειλή, είναι διαταγή... Είναι ο Κρίστιαν.
«Μη φύγεις...» τον ικετεύω. «Έχω να κάνω μερικά τηλεφωνήματα, Άνα». «Είναι Σάββατο. παρακαλώ...»
Είναι
αργά.
Σε
Περνάει τα χέρια μέσα από τα μαλλιά του. «Άνα, αν πέσω τώρα στο κρεβάτι μαζί σου, δε θα ξεκουραστείς καθόλου. Κοιμήσου». Είναι ανένδοτος. Κλείνω τα μάτια, και τα χείλη του χαϊδεύουν πάλι το μέτωπό μου. «Καληνύχτα, μωρό μου...» μουρμουρίζει. Εικόνες από τη μέρα μου περνούν σαν αστραπή από το μυαλό μου... Ο Κρίστιαν να
με σηκώνει στον ώμο του στο αεροπλάνο. Το άγχος του αν θα μου άρεσε το σπίτι. Το απογευματινό σεξ. Το μπάνιο. Η αντίδρασή του στο φόρεμά μου. Ο Ξανθός Γίγαντας ξαπλωμένος κατάχαμα - η παλάμη μου μυρμηγκιάζει όταν το θυμάμαι. Και μετά ο Κρίστιαν να με βάζει στο κρεβάτι. Ποιος να το έλεγε. Χαμογελάω πλατιά, και η λέξη «πρόοδος» κυριαρχεί στο μυαλό μου καθώς με παίρνει ο ύπνος. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ Κάνει ΠΟΛΛΗ ΖΕΣΤΗ. Ζέστη από τον Κρίστιαν. Το κεφάλι του βρίσκεται στον ώμο μου και κοιμάται αναπνέοντας απαλά στον λαιμό μου, με τα πόδια του μπλεγμένα στα δικά μου, τα μπράτσα του γύρω από
τη μέση μου. Σχοινοβατώ στα όρια της συνείδησης, έχοντας επίγνωση πως, αν ξυπνήσω τελείως, θα τον ξυπνήσω κι εκείνον, και δεν κοιμάται αρκετά.· Το μυαλό μου περιπλανιέται αόριστα στα γεγονότα της χτεσινής βραδιάς. Παραήπια. Χριστέ μου πόσο ήπισ; Μου κάνει εντύπωση που ο Κρίστιαν με άφησε. Χαμογελάω όταν τον θυμάμαι να με βάζει στο κρεβάτι. Ήταν γλυκό αυτό* πραγματικά γλυκό και απρόσμενο. Κάνω μια γρήγορη νοερή απογραφή της κατάστασής μου. Στομάχι; Εντάξει. Κεφάλι; Παραδόξως καλά, αλλά θολωμένο. Η παλάμη μου είναι ακόμα κόκκινη από το χτεσινό βράδυ. Οχ... Σκέφτομαι νωθρά τις παλάμες του Κρίστιαν όταν μου τις έβρεξε. Αναδεύομαι, και ξυπνάει.
«Τι συμβαίνει;» Νυσταγμένα γκρίζα μάτια ψάχνουν τα δικά μου. «Τίποτα. Καλημέρα...» Περνάω τα δάχτυλα του γερού χεριού μου μέσα από τα μαλλιά του. «Κυρία Γκρέυ, είστε όμορφη σήμερα το πρωί...» λέει φιλώντας με στο μάγουλο, και φωτίζομαι από μέσα μου. «Σ’ ευχαριστώ που με φρόντισες χτες βράδυ». «Μ' αρέσει να σε φροντίζω... Αυτό θέλω να κάνω» αποκρίνεται ήρεμα, αλλά τα μάτια του τον προδίδουν, καθώς ο θρίαμβος τρεμοπαίζει στα γκρίζα βάθη τους. Είναι θαρρείς και κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο ή το Champions League.
Ω Πενήντα μου. «Με χάνεις να νιώθω πως με νοιάζεσαι». «Επειδή σε νοιάζομαι...» μουρμουρίζει, και η καρδιά μου σφίγγεται. Μου αρπάζει το χέρι και μορφάζω. Το αφήνει αμέσως, ανήσυχος. «Η γροθιά;» ρωτάει. Τα μάτια του παγώνουν έτσι όπως ψάχνουν τα δικά μου, και η φωνή του είναι γεμάτη από ξαφνικό θυμό. «Χαστούκι τού έδωσα. Όχι γροθιά». «Ο γαμιόλης!» Νόμιζα πως το είχαμε λύσει αυτό χτες το βράδυ. «Δεν αντέχω στη σκέψη πως σ’ άγγιξε!»
«Δε μου έκανε κακό... Απλώς φέρθηκε ανάρμοστα. Κρίστιαν, είμαι μια χαρά. Το χέρι μου είναι λίγο κοκκινισμένο, αυτό είναι όλο. Φαντάζομαι ότι ξέρεις πώς είναι αυτή η αίσθηση...» Του χαρίζω ένα αμυδρό χαμόγελο, και η έκφρασή του αλλάζει σε χαρούμενη έκπληξη. «Αμέ, κυρία Γκρέυ. Είμαι εξοικειωμένος με αυτή την αίσθηση!» Τα χείλη του στραβώνουν από κέφι. «Θα μπορούσα να τη φρεσκάρω λίγο αυτήν τη στιγμή, αν το επιθυμείτε...» «Χμμμ... Μαζέψτε την παλάμη που σας τρώει, κύριε Γκρέυ». Του χαϊδεύω το πρόσωπο με το πονεμένο χέρι μου και τα δάχτυλά μου περνούν πάνω από τις φαβορίτες του. Τραβάω απαλά τις
τριχούλες. Αυτό του αποσπά την προσοχή και πιάνει το χέρι μου, δίνοντάς μου ένα τρυφερό φιλί στην παλάμη. Σαν από θαύμα, ο πόνος εξαφανίζεται. «Γιατί δε μου είπες χτες βράδυ ότι πονούσες;» «Εμμμ... Δεν το ένιωθα και πολύ χτες βράδυ. Είναι καλά τώρα». Τα μάτια του μαλακώνουν και το στόμα του στραβώνει. «Πώς νιώθεις;» «Καλύτερα απ’ όσο αξίζω». «Φοβερό δεξί έχετε, κυρία Γκρέυ!» «Καλά θα κάνετε να το θυμάστε αυτό, κύριε Γκρέυ».
«Α μπα;» Ξαφνικά κυλάει στο πλάι, έτσι που βρίσκεται από πάνω μου πιέζοντάς με στο στρώμα, κρατώντας τους καρπούς μου πάνω από το κεφάλι μου. Με κοιτάζει. «Θα πάλευα μαζί σας ανά πάσα στιγμή, κυρία Γκρέυ. Γιά την ακρίβεια,, η καθυπόταξή σας στο κρεβάτι αποτελεί φαντασίωσή μου...» Με φιλάει στον λαιμό. Ορίστε; «Νόαιζα ότι με καθυποτάσσεις συνεχώς...» Αφήνω μια άναρθρη κραυγή καθώς μου δαγκώνει ελαφρά τον λοβό. «Χμμμ... Θα μ’ άρεσε όμως λίγη αντίσταση...» αποκρίνεται μουρμουριστά, ενώ η μύτη του περνάει ξυστά από το πιγούνι μου.
Αντίσταση; Μαρμαρώνω. Σταματάει, αφήνοντάς μου τα χέρια, και ακουμπάει στους αγκώνες του. «Θες να παλέψω μαζί σου; Εδώ;» ψιθυρίζω, προσπαθώντας να συγκρατήσω την έκπληξή μου. Εντάξει το σοκ μου. Γνέφει καταφατικά, με μάτια βαθουλωμένα και επιφυλακτικά καθώς ζυγίζει την αντίδρασή μου. «Τώρα;» Ανασηκώνει τους ώμους του, και βλέπω την ιδέα να περνάει σαν αστραπή από το μυαλό του. Μου χαρίζει το συνεσταλμένο του χαμόγελο και ξαναγνέφει αργά.
Ποπό... Είναι τσιτωμένος, ξαπλωμένος από πάνω μου, και το όργανό του, που όλο και σκληραίνει, χώνεται δελεαστικά στη μαλακή, πρόθυμη σάρκα μου, αποσπώντας μου την προσοχή. Για τι πράγμα μιλάμε; Για ξύλο; Για φαντασίωση; Θα με πονέσει; Η εσωτερική μου θεά κουνάει αρνητικά το κεφάλι της. Ποτέ. «Αυτό εννοούσες όταν είπες να πέσω στο κρεβάτι θυμωμένη;» Γνέφει πάλι καταφατικά. Τα μάτια του είναι ακόμα επιφυλακτικά. Χμμμ... Ο Πενήντα μου θέλει να παλέψει. «Μη δαγκώνεις το χείλος σου...» με προειδοποιεί.
Αφήνω υπάκουα το χείλος μου. «Νομίζω πως εξαιτίας σας βρίσκομαι σε μειονεκτική θέση, κύριε Γκρέυ...» Πεταρίζω τις βλεφαρίδες μου και αναδεύομαι προκλητικά από κάτω του. Θα μπορούσε να έχει πλάκα. «Μειονεκτική;» «Μάλλον μ’ έχεις φέρει ήδη εκεί όπου θες». Χαμογελάει αχνά και πιέζει πάλι τους βουβώνες του επάνω μου. «Σωστό επιχείρημα και καλά διατυπωμένο, κυρία Γκρέυ...» ψιθυρίζει και μου δίνει ένα γρήγορο φιλί στα χείλη. Μετακινείται απότομα παίρνοντάς με μαζί του, κυλώντας με τέτοιον τρόπο, ώστε να βρεθώ καβάλα επάνω του. Αρπάζω τα χέρια
του, ακινητοποιώντας τα δεξιά και αριστερά από το κεφάλι του, και αγνοώ τον πόνο στο χέρι μου. Τα μαλλιά μου πέφτουν σαν καστανό πέπλο γύρω μας και κουνάω το κεφάλι, κάνοντας τα τσουλούφια να τον γαργαλήσουν στο πρόσωπο. Ο Κρίστιαν τινάζει το κεφάλι, όμως δεν προσπαθεί να με σταματήσει. «Ώστε θες σκληρό παιχνίδι, ε;» ρωτάω, περνώντας τους βουβώνες μου ξυστά από τους δικούς του. Το στόμα του ανοίγει και παίρνει απότομη ανάσα. «Ναι...» απαντάει σφυριχτά, και τον αφήνω. «Περίμενε». Απλώνω το χέρι στο ποτήρι του νερού δίπλα στο κρεβάτι. Πρέπει να το άφησε εκεί ο Κρίστιαν. Είναι δροσερό
και γεμάτο φυσαλίδες -υπερβολικά δροσερό για να βρίσκεται εκεί πολλή ώρα-, και αναρωτιέμαι πότε έπεσε για ύπνο. Πίνω μια μεγάλη γουλιά, ενώ ο Κρίστιαν διαγράφει μικρούς κύκλους στους μηρούς μου σέρνοντας τα δάχτυλά του, που στο πέρασμα τους κάνουν το δέρμα μου να μυρμηγκιάζει. Ύστερα χουφτώνει και ζουλάει τα γυμνά πισινά μου. Μμμ... Αντιγράφοντας κάτι από το εντυπωσιακό ρεπερτόριό του, σκύβω και τον φιλάω, ρίχνοντας δροσερό νερό στο στόμα του. Πίνει. «Πολύ νόστιμο, κυρία Γκρέυ...» μουρμουρίζει με ένα παιδιάστικο και παιχνιδιάρικο χαμόγελο.
Ξαναβάζω το ποτήρι στο κομοδίνο και τραβάω τα χέρια του από την πλάτη μου, ακινητοποιώντας τα ξανά δίπλα στο κεφάλι του. «Δηλαδή υποτίθεται πως δε θέλω;» «Ναι». «Δεν είμαι και πολύ καλή ηθοποιός». Χαμογελάει. «Προσπάθησε...» Σκύβω και τον φιλάω σεμνά. «Εντάξει, θα παίξω...» ψιθυρίζω, σέρνοντας τα δόντια μου επάνω στο σαγόνι του, νιώθοντας τα αγκαθωτά γένια του κάτω από τα δόντια και τη γλώσσα μου.
Ο Κρίστιαν βγάζει έναν χαμηλό, σέξι ήχο από τον λαιμό του και κινείται, πετώντας με στο κρεβάτι δίπλα του. Αφήνω μια κραυγή έκπληξης. Μετά βρίσκεται από πάνω μου, και αρχίζω να παλεύω καθώς προσπαθεί να μου αρπάξει τα χέρια. Απλώνω βίαια τα χέρια στο στήθος του, σπρώχνοντας με όλη μου τη δύναμη, δοκιμάζοντας να τον μετακινήσω, ενώ αυτός προσπαθεί να μου ανοίξει τα πόδια με το γόνατό του. Συνεχίζω να σπρώχνω το στήθος του Χριστέ μου... Είναι βαρύς-, αλλά δεν καταλαβαίνει τίποτα. Δε μένει ακίνητος όπως θα έκανε παλιά. Το απολαμβάνει! Επιχειρεί να μου γραπώσει τους καρπούς και τελικά αιχμαλωτίζει τον έναν, παρά τις γενναίες προσπάθειές μου να τον
απελευθερώσω. Είναι το πονεμένο μου χέρι, κι έτσι του το αφήνω, όμως τον αρπάζω με το άλλο από τα μαλλιά και τραβάω δυνατά. «Ααα!» Τινάζει το κεφάλι του για να το ελευθερώσει και με κοιτάζει με μάτια άγρια και γεμάτα πόθο. «Σκληρή ...» ψιθυρίζει, και η φωνή του ξεχειλίζει ηδονική λαγνεία. Αντιδρώντας σ’ αυτήν τη μία ψιθυριστή λέξη, η λίμπιντο μου εκρήγνυται, και παύω να υποκρίνομαι. Ξαναπροσπαθώ μάταια να τραβήξω το χέρι από τη λαβή του. Ταυτόχρονα αγωνίζομαι να σταυρώσω τους αστράγαλούς μου και να τον πετάξω από πάνω μου. Παραείναι βαρύς. Να πάρει! Είναι εκνευριστικό και σέξι.
Με ένα μουγκρητό, ο Κρίστιαν αρπάζει και το άλλο μου χέρι. Κρατάει τους δυο καρπούς μου με το αριστερό του χέρι, ενώ το δεξί ταξιδεύει νωχελικά -σχεδόν με θράσοςστο κορμί μου, χαϊδεύοντας και πασπατεύοντας στο διάβα του, τσιμπώντας καθ’ οδόν τη ρώγα μου. Αντιδρώ τσιρίζοντας, και η ηδονή εφορμά αιφνιδιαστικά, έντονη και καυτή, α 1ζό τη ρώγα στους βουβώνες μου. Κάνω άλλη μία άκαρπη προσπάθεια να τον πετάξω από πάνω μου, αλλά με κυριεύει. Όταν προσπαθεί να με φιλήσει, τινάζω το κεφάλι στο πλάι. Το θρασύ χέρι του μετακινείται αμέσως από την άκρη της μπλούζας στο πιγούνι μου, κρατώντας με ακίνητη καθώς περνάει τα δόντια του από
το σαγόνι μου, αντιγράφοντας αυτό που έκανα εγώ νωρίτερα. «Ω μωρό μου, πάλεψε μαζί μου...» μουρμουρίζει. Στριφογυρίζω και συσπώμαι, προσπαθώντας να ελευθερωθώ από την ανελέητη λαβή του, αλλά είναι μάταιο. Είναι πολύ δυνατότερος από μένα. Δαγκώνει απαλά το κάτω χείλος μου καθώς η γλώσσα του προσπαθεί να εισβάλει στο στόμα μου. Και συνειδητοποιώ πως δε θέλω να του αντισταθώ. Τον θέλω τώρα όπως τον θέλω πάντα. Σταματάω να παλεύω και ανταποδίδω με θέρμη το φιλί του. Δε με νοιάζει που δεν έχω βουρτσίσει τα δόντια μου. Δε με νοιάζει που υποτίθεται πως παίζουμε ένα παιχνίδι. Ο πόθος, καυτός και δυνατός, κυλάει στο αίμα μου, και χάνομαι.
Ξεσταυρώνοντας τους αστράγαλούς μου, τυλίγω τα πόδια γύρω από τους γοφούς του και χρησιμοποιώ τις φτέρνες μου για να του κατεβάσω την πιτζάμα από τους γλουτούς. «Άνα...» τραυλίζει και με φιλάει παντού. Και δεν παλεύουμε πια. Είμαστε όλο χέρια και γλώσσες και αγγίγματα και γεύση, γρήγορα και βιαστικά. «Δέρμα...» λέει κοντανασαίνοντας. Με ανασηκώνει και με μια γρήγορη κίνηση τραβάει το μπλουζάκι μου. «Εσύ ...» ψιθυρίζω όσο είμαι καθιστή, μιας κι αυτό είναι το μόνο που μπορώ να σκεφτώ να πω. Αρπάζω το μπροστινό μέρος της πιτζάμας του και το τραβάω απότομα προς
τα κάτω, ελευθερώνοντας το σφριγηλό όργανό του. Το γραπώνω και το ζουλάω. Είναι σκληρό. Ο αέρας σφυρίζει ανάμεσα από τα δόντια του καθώς εισπνεει απότομα, και απολαμβάνω την αντίδρασή του. «Γαμώτο...» μουγκρίζει. Γέρνει προς τα πίσω ανασηκώνοντας τους μηρούς μου, ρίχνοντάς με στο κρεβάτι έτσι όπως τον τραβάω και τον ζουλάω δυνατά, ανεβοκατεβάζοντας το χέρι μου επάνω του. Νιώθοντας μια σταγόνα υγρασίας στην άκρη του, τη μαζεύω με τον αντίχειρά μου. Καθώς με κατεβάζει στο στρώμα, χώνω τον αντίχειρά μου στο στόμα μου για να τον γευτώ, ενώ τα χέρια του ταξιδεύουν στο σώμα μου, χαϊδεύοντας τους γοφούς, το στομάχι, τα στήθη μου.
«Ωραία γεύση;» ρωτάει καθώς αιωρείται από πάνω μου, με μάτια που καίνε. «Ναι... Ορίστε». Χώνω τον αντίχειρά μου στο στόμα του. Ρουφάει και δαγκώνει τη ρώγα. Βογκάω, αρπάζω το κεφάλι του και το τραβάω προς το μέρος μου για να μπορώ να τον φιλήσω. Τυλίγοντας τους μηρούς μου γύρω του, σπρώχνω την πιτζάμα με τα πόδια μου για να κατέβει πιο κάτω, ύστερα τυλίγω ία πόδια γύρω από τη μέση του. Τα χείλη του σέρνονται στο σαγόνι μου έως το πιγούνι, δαγκώνοντας απαλά. «Είσαι τόσο όμορφη...» Χώνει το κεφάλι του πιο βαθιά στη βάση του λαιμού μου. «Τόσο όμορφο δέρμα». Η ανάσα του είναι
απαλή, και τα χείλη του γλιστρούν επάνω στο στήθος μου. Tι; Είμαι λαχανιασμένη, μπερδεμένη γεμάτη πόθο και προσμονή. Νόμιζα πως θα ήταν γρήγορο. «Κρίστιαν...» Ακούω τη σιγανή ικεσία στη φωνή μου και απλώνω τα χέρια, κουλουριάζοντάς τα μέσα στα μαλλιά του. «Σώπα...» ψιθυρίζει κάνοντας κύκλους με τη γλώσσα του γύρω από τη ρώγα μου, παίρνοντάς τη στο στόμα του και τραβώντας δυνατά. «Αχ...» βογκάω και αναδεύομαι λυγίζοντας τη λεκάνη προς τα επάνω, για να τον βάλω σε πειρασμό.
Χαμογελάει επάνω στο δέρμα μου και στρέφει στην προσοχή του στο άλλο μου στήθος. «Ανυπόμονη, κυρία Γκρέυ;» Μετά πιπιλίζει δυνατά τη ρώγα μου. Του τραβάω τα μαλλιά. Μουγκρίζει και σηκώνει τα μάτια του. «Θα σε δέσω...» με προειδοποιεί. «Πάρε με...» τον ικετεύω. «Όλα στην ώρα τους...» αποκρίνεται μουρμουριστά επάνω στο δέρμα μου. Το χέρι του ταξιδεύει προς τον γοφό μου εξοργιστικά αργά, ενώ το στόμα του λατρεύει τη ρώγα μου. Βογκάω δυνατά, με την ανάσα μου κοφτή και ρηχή, και προσπαθώ ξανά να τον δελεάσω να μπει μέσα μου, λικνίζοντας το κορμί μου επάνω του. Είναι σκληρός και
βαρύς και πολύ κοντά μου, αλλά ακολουθεί τον δικό του γλυκό ρυθμό. Να πάρει ο διάολος. Παλεύω και στριφογυρίζω, αποφασισμένη πάλι να τον πετάξω από πάνω μου. «Τι στο...» Αρπάζοντας τα χέρια μου, ο Κρίστιαν τα κολλάει στο κρεβάτι, κρατώντας τα μπράτσα μου ανοιχτά και ρίχνοντας όλο το βάρος του επάνω μου, υποτάσσοντάς με τελείως. Κοντανασαίνω εξαγριωμένη. «Ήθελες αντίσταση...» λέω λαχανιασμένη. Ανασηκώνεται και με κοιτάζει, με τα χέρια του ακόμα κλειδωμένα γύρω από τους καρπούς μου. Βάζω τις φτέρνες μου κάτω
από τους γλουτούς του και σπρώχνω. Δε μετακινείται. Να πάρει! «Δε θες να παίξουμε πολιτισμένα;» ρωτάει έκπληκτος, με μάτια που λάμπουν από έξαψη. «Απλώς θέλω να μου κάνεις έρωτα, Κρίστιαν!» Θα μπορούσε να είναι πιο χοντροκέφαλος; Πρώτα παλεύουμε και σκοτωνόμαστε, μετά είναι όλο γλύκα και τρυφερότητα. Μου προκαλεί σύγχυση. Βρίσκομαι στο κρεβάτι με τον κύριο Ευμετάβλητο. «Σε παρακαλώ...» Πιέζω καλά τις φτέρνες μου επάνω στα πισινά του. Φλογερά γκρίζα μάτια ψάχνουν
τα δικά μου. Ω, τι σκέφτεται; Για μια στιγμή δείχνει μπερδεμένος και σαστισμένος. Μου αφήνει τα χέρια και κάθεται στις φτέρνες του, τραβώντας με στην αγκαλιά του. «Εντάξει, κυρία Γκρέυ. Θα το κάνουμε με τον δικό σας τρόπο...» Με σηκώνει και με κατεβάζει αργά επάνω του, έτσι που τον καβαλάω. «Ααα!» Αυτό είναι. Αυτό θέλω. Αυτό χρειάζομαι. Τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του, χώνω τα δάχτυλα στα μαλλιά του, απολαμβάνοντας την αίσθησή του μέσα μου. Αρχίζω να κουνιέμαι. Παίρνοντας τον έλεγχο, παίρνοντάς τον με τον δικό μου ρυθμό, με τη δική μου ταχύτητα.
Βογκάει. Τα χείλη του βρίσκουν τα δικά μου, και χανόμαστε. ΓΛΙΣΤΡΑΩ ΤΑ ΧΕΡΙΑ μέσα στις τρίχες του στήθους του. Ο Κρίστιαν είναι ξαπλωμένος ανάσκελα, ακίνητος και σιωπηλός δίπλα μου καθώς ξαναβρίσκουμε και οι δύο την ανάσα μας. Το χέρι του χτυπάει ρυθμικά την πλάτη μου. «Δε μιλάς...» ψιθυρίζω και τον φιλάω στον ώμο. Γυρίζει και με κοιτάζει. Η έκφρασή του δεν προδίδει τίποτα. «Πλάκα είχε». Γαμώτο... Τρέχει τίποτα; «Με μπερδεύεις, Άνα». «Σε μπερδεύω;»
Μετακινείται ώστε να είμαστε πρόσωπο με πρόσωπο. «Ναι. Εσύ. Όταν έχεις τον έλεγχο. Είναι... διαφορετικό». «Ωραία διαφορετικό διαφορετικό;»
ή
άσχημα
Σέρνω το δάχτυλό επάνω στα χείλη του. Το μέτωπό του ζαρώνει, θαρρείς και δεν καταλαβαίνει ακριβώς την ερώτηση. Μου φιλάει αφηρημένα το δάχτυλο. «Ωραία διαφορετικό...» απαντάει, αλλά δεν ακούγεται σίγουρος. «Δεν έχεις ξαναβάλει σε εφαρμογή αυτήν τη φαντασίωση;» Το λέω και κοκκινίζω. Θέλω πραγματικά να μάθω κι άλλα για την περιπετειώδη -εεε...-, την εντελώς επεισοδιακή σεξουαλική ζωή του άντρα μου
πριν από μένα; Το υποσυνείδητό μου με κοιτάζει επιφυλακτικά πάνω από τα κοκάλινα γυαλιά του σε σχήμα ημισέληνου. Θες πραγματικά να το θίξεις αυτό; «Όχι, Αναστάζια. Εσύ μπορείς να μ’ αγγίξεις». Είναι μια απλή εξήγηση που λέει πολλά φυσικά οι δεκαπέντε δεν μπορούσαν. «Η κυρία Ρόμπινσον μπορούσε να σ’ αγγίξει...» Μουρμουρίζω τα λόγια προτού ο εγκέφαλός μου καταγράψει τι είπα. Σκατά! Γιατί την ανέφερα; Κοκαλώνει. Οι κόρες των ματιών του διαστέλλονται κι έχει ένα ύφος που λέει «Πού το πάει τώρα;». «Αυτό ήταν διαφορετικό» αποκρίνεται.
Ξαφνικά θέλω να μάθω. «Ωραία διαφορετικό ή άσχημα διαφορετικό;» Με κοιτάζει. Αμφιβολία ή ίσως και πόνος περνούν σαν αστραπή από το πρόσωπό του και θυμίζει φευγαλέα άνθρωπο που πνίγεται. «Άσχημα, νομίζω...» Μόλις που ακούγεται. Γαμώτο μου! «Νόμιζα πως σ’ άρεσε». «Μ’ άρεσε. Εκείνη την εποχή...» «Τώρα όχι;» Με κοιτάζει με τα μάτια διάπλατα ανοιχτά και μετά κουνάει αργά το κεφάλι. Ποπό... «Ω Κρίστιαν...»
Νιώθω συγκλονισμένη από τον καταιγισμό συναισθημάτων. Το χαμένο μου αγόρι. Ρίχνομαι πάνω του και του φιλάω το πρόσωπο, τον λαιμό, το στήθος, τις μικρές στρογγυλές ουλές του. Βογκάει και με τραβάει επάνω του φιλώντας με παθιασμένα. Και πολύ αργά και τρυφερά, στον δικό του ρυθμό, μου κάνει έρωτα άλλη μία φορά. «Η ΑΝΑ ΤΑΪΣΟΝ ΤΑ ΒΑΖΕΙ αντιπάλους πάνω από τα κιλά της!»
με
Ο Ίθαν χειροκροτάει καθώς μπαίνω στην κουζίνα για πρωινό. Κάθεται με τη Μία και την Κέιτ στον πάγκο του πρωινού, ενώ η κυρία Μπέντλυ ετοιμάζει βάφλες. Ο Κρίστιαν δε φαίνεται πουθενά.
«Καλημέρα, κυρία Γκρέυ!» Η κυρία Μπέντλυ χαμόγελάει. «Τι θα θέλατε για πρωινό;» «Καλημέρα. Ό,τι υπάρχει, ευχαριστώ. Πού είναι ο Κρίστιαν;» « Έξω ». Η Κέιτ δείχνει με το κεφάλι την πίσω αυλή. Πλησιάζω στο παράθυρο που βλέπει στην αυλή και στα βουνά στο βάθος. Είναι μια καθαρή, καταγάλανη καλοκαιριάτικη μέρα, και ο όμορφος άντρας μου είναι κάπου έξι μέτρα πιο πέρα, συζητώντας απορροφημένος με κάποιον. «Αυτός είναι ο κύριος Μπέντλυ!» φωνάζει η Μία από τον πάγκο του πρωινού.
Στρέφομαι να την κοιτάξω, κατάπληκτη από τον μουτρωμένο τόνο της. Κοιτάζει φαρμακερά τον Ίθαν. Οχ, Παναγιά μου... Αναρωτιέμαι πάλι τι συμβαίνει ανάμεσά τους. Κατσουφιάζοντας, στρέφω πάλι την προσοχή μου στον άντρα μου και στον κύριο Μπέντλυ. Ο άντρας της κυρίας Μπέντλυ έχει ανοιχτόχρωμα μαλλιά, σκούρα μάτια και νευρώδες σώμα. Φοράει παντελόνι εργασίας κι ένα μπλουζάκι της «Πυροσβεστικής του Άσπεν». Ο Κρίστιαν φοράει το μαύρο τζιν και το μπλουζάκι του. Καθώς περπατούν αργά στην πελούζα προς το σπίτι, χαμένοι στην κουβέντα τους, ο Κρίστιαν σκύβει απρόσεκτα και σηκώνει κάτι που μοιάζει με ραβδί από μπαμπού, το οποίο πρέπει να μεταφέρθηκε εκεί από
τον αέρα ή να πετάχτηκε στην πρασιά. Σταματώντας, ο Κρίστιαν σηκώνει αφηρημένα το ραβδί, τεντώνοντας το χέρι σαν να το ζυγίζει προσεκτικά, και μετά χτυπάει με δύναμη τον αέρα, μόνο μία φορά. Ω... Ο κύριος Μπέντλυ δε φαίνεται να βλέπει κάτι παράξενο στη συμπεριφορά του. Συνεχίζουν την κουβέντα τους, πιο κοντά στο σπίτι αυτήν τη φορά, ύστερα σταματούν πάλι, και ο Κρίστιαν επαναλαμβάνει την κίνηση. Η άκρη του ραβδιού χτυπάει το χώμα. Σηκώνοντας το βλέμμα, ο Κρίστιαν με βλέπει να στέκομαι στο παράθυρο. "Ξαφνικά αισθάνομαι σαν να τον κατασκοπεύω. Σταματάει. Του κουνάω αμήχανα το χέρι, μετά γυρίζω και επιστρέφω στον πάγκο του πρωινού.
«Τι κάνεις;» ρωτάει η Κέιτ. «Απλώς παρακολουθούσα τον Κρίστιαν». «Την έχεις πατήσει άσχημα...» ρουθουνίζει. «Ενώ εσύ όχι, μελλοντική κουνιάδα;» αντιγυρίζω χαμογελώντας και προσπαθώντας να θάψω την ανησυχαστική εικόνα του Κρίστιαν να κραδαίνει ένα ραβδί. Ξαφνιάζομαι όταν η Κέιτ πετάγεται πάνω και με αγκαλιάζει. «Κουνιάδα!» αναφωνεί, και είναι δύσκολο να μην παρασυρθώ από τη χαρά της. *** «Ει. υπναρού...» Ο Κρίστιαν με ξυπνάει. «Προσγειωνόμαστε. Δέσε τη ζώνη σου».
Ψαχουλεύω νυσταγμένα για τη ζώνη μου, αλλά μου τη δένει ο Κρίστιαν. Με φιλάει στο μέτωπο και ξαναβολεύεται στη θέση του. Γέρνω πάλι το κεφάλι στον ώμο του και κλείνω τα μάτκχ. Μια απίστευτα μεγάλη πεζοπορία κι ένα πικ νικ στην κορυφή ενός εντυπωσιακού βουνού με έχουν εξαντλήσει. Και η υπόλοιπη παρέα είναι σιωπηλή ακόμα και η Μία. Δείχνει αποθαρρυμένη, όπως ήταν όλη τη μέρα. Αναρωτιέμαι πώς πηγαίνει η εκστρατεία της με τον Ίθαν. Δεν ξέρω καν πού κοιμήθηκαν χτες το βράδυ. Τα μάτια μου συναντούν τα δικά της και της χαρίζω ένα σύντομο χαμόγελο, ρωτώντας σιωπηλά αν είναι καλά. Απαντάει με ένα σύντομο, θλιμμένο χαμόγελο και ξαναπέφτει με τα μούτρα στο βιβλίο της. Ρίχνω μια ματιά
στον Κρίστιαν μέσα από τις βλεφαρίδες μου. Δουλεύει σ’ ένα συμβόλαιο ή κάτι τέτοιο, διαβάζοντάς το και κρατώντας σημειώσεις στο περιθώριο. Αλλά φαίνεται χαλαρός. Ο Έλλιοτ ροχαλίζει ελαφρώς δίπλα στην Κέιτ. Δεν έχω στριμώξει ακόμα τον Έλλιοτ ώστε να τον ρωτήσω για την Τζία, αλλά στάθηκε αδύνατο να τον ξεκολλήσω από την Κέιτ. Ο Κρίστιαν δεν ενδιαφέρεται αρκετά για να ρωτήσει, πράγμα εκνευριστικό, όμως δεν τον πίεσα. Διασκεδάσαμε πάρα πολύ. Ο Έλλιοτ ακουμπάει κτητικά το χέρι στο γόνατο της Κέιτ, που φαίνεται να ακτινοβολεί. Και να σκεφτεί κανείς ότι μόλις χτε:ς το απόγευμα δεν ήταν καθόλου βέβαιη για κείνον. Πώς τον είπε ο Κρίστιαν; Λέλλιοτ. Μήπως είναι το οικογενειακό
παρατσούκλι; Ήταν γλυκό, καλύτερο από το «Γαμίκουλας». Ξαφνικά ο Έλλιοτ ανοίγει τα μάτια και κοιτάζει κατευθείαν προς το μέρος μου. Κοκκινίζω που με έπιασε στα πράσα να τον κοιτάζω. Χαμογελάει. «Μ’ αρέσει το κοκκίνισμά σου, Άνα...» με πειράζει και τεντώνεται. Η Κέιτ μού χαρίζει το όλο ικανοποίηση, αυτάρεσκο χαμόγελό της. Η συγκυβερνήτης Μπέιλυ αναγγέλλει ότι πλησιάζουμε στο Σι Τακ, και ο Κρίστιαν μού πιάνει σφιχτά το χέρι. *** «Πώς ήταν το Σαββατοκύριακό σας, κυρία Γκρέυ;» ρωτάει ο Κρίστιαν όταν
βρισκόμαστε στο Audi καθ’ οδόν προς το Εσκάλα. Ο Τέυλορ και.ο Ράιαν κάθονται μπροστά. «Καλό, ευχαριστώ...» Χαμογελάω, νιώθοντας ξαφνικά συστολή. «Μπορούμε να πηγαίνουμε όποτε θέλουμε. Πάρε μαζί σου όποιον θες». «Πρέπει να πάρουμε τον Ρέυ. Θα του αρέσει το ψάρεμά». «Καλή ιδέα». «Εσύ πώς πέρασες;» ρωτάω. «Ωραία...» λέει έπειτα από μια στιγμή, έκπληκτος από την ερώτησή μου, νομίζω. «Πολύ ωραία».
«Έδειξες να χαλαρώνεις». Ανασηκώνει τους ώμους. «Ήξερα πως ήσουν ασφαλής». Συνοφρυώνομαι. «Κρίστιαν... Είμαι ασφαλής τον περισσότερο καιρό. Σ’ το έχω ξαναπεί. Θα καταρρεύσεις στα σαράντα σου αν συνεχίσεις να έχεις τόσο άγχος. Κι εγώ θέλω να γεράσω και ν’ ασπρίσω πλάι σου». Τον αρπάζω από το χέρι. Με κοιτάζει σαν να μην καταλαβαίνει τι λέω. Μου φιλάει απαλά τις αρθρώσεις και αλλάζει κουβέντα. «Πώς είναι το χέρι σου;» «Καλύτερα, ευχαριστώ». Χαμογελάει. «Πολύ καλά, κυρία Γκρέυ! Έτοιμη να αντιμετωπίσετε ξανά την Τζία;»
Ω, να πάρει. Είχα ξεχάσει πως θα τη βλέπαμε απόψε για να κοιτάξουμε τα τελικά σχέδια. Υψώνω το βλέμμα στον ουρανό. «Ίσως θελήσω να σε κρατήσω μακριά, να σε κρατήσω ασφαλή...» απαντάω με ένα αμυδρό χαμόγελο. «Με προστατεύεις;» κοροϊδεύει.
Ο
Κρίστιαν
με
«Όπως πάντα, κύριε Γκρέυ. Απ’ όλα τα σεξουαλικά αρπακτικά...» ψιθυρίζω. *** Ο Κρίστιαν βουρτσίζει τα δόντια του όταν χώνομαι στο κρεβάτι. Αύριο θα επιστρέψουμε στην πραγματικότητα - στη δουλειά, 'στους παπαράτσι και στον Τζακ,
που βρίσκεται στη φυλακή, αλλά υπάρχει η πιθανότητα να έχει συνεργό. Χμμμ... Ο Κρίστιαν δεν ήταν σαφής σχετικά με αυτό το θέμα. Ξέρει; Κι αν ήξερε, θα μου έλεγε; Αναστενάζω. Το να εκμαιεύω πληροφορίες από τον Κρίστιαν είναι σαν να βγάζω δόντια, και περάσαμε τόσο ωραίο Σαββατοκύριακο. Θέλω να καταστρέψω την ευχάριστη στιγμή προσπαθώντας να του αποσπάσω πληροφορίες με το τσιγκέλι; Ήταν αποκάλυψη για μένα να τον δω έξω από το συνηθισμένο περιβάλλον του, έξω από αυτό το διαμέρισμα, χαλαρό και ευτυχισμένο με την οικογένειά του. Αναρωτιέμαι αόριστα αν κουρδίζεται επειδή είμαστε σ’ αυτό το διαμέρισμα με όλες τις αναμνήσεις και τους συνειρμούς του. Ίσως πρέπει να μετακομίσουμε.
Ξεφυσάω. Μετακομίζουμε έχουμε ένα τεράστιο σπίτι στην παραλία που ανακαινίζεται. Τα σχέδια της Τζία έχουν ολοκληρωθεί κι εγκριθεί, και το συνεργείο του Έλλιοτ αρχίζει το χτίσιμο την άλλη εβδομάδα. Καγχάζω στη θύμηση της σοκαρισμένης έκφρασης που είχε η Τζία όταν της είπα πως την είδα στο Άσπεν. Κατά τα φαινόμενα, ήταν απλή σύμπτωση. Είχε εγκατασταθεί στο εξοχικό της για να ασχοληθεί αποκλειστικά με τα σχέδιά μας. Γιά μια φοβερή στιγμή σκέφτηκα πως είχε συμμετάσχει στην επιλογή του δαχτυλιδιού, αλλά προφανώς δε συμμετείχε. Εξακολουθώ όμως να μην έχω εμπιστοσύνη στην Τζία. Θέλω να ακούσω την ίδια ιστορία και από τον Έλλιοτ. Τουλάχιστον αυτήν τη φορά κράτησε τις αποστάσεις της από τον Κρίστιαν.
Κοιτάζω έξω τον νυχτερινό ουρανό. Θα μου λείψει αυτή η θέα. Τούτη η πανοραμική εικόνα... Το Σιάτλ στα πόδια μας, τόσο γεμάτο δυνατότητες, κι όμως τόσο απόμακρο. Ίσως αυτό είναι το πρόβλημα του Κρίστιαν επί πολύ καιρό ήταν πολύ απομονωμένος από την πραγματική ζωή, λόγω της εξορίας που είχε επιβάλει ο ίδιος στον εαυτό του. Αλλά με την οικογένειά του γύρω του είναι λιγότερο αυταρχικός, λιγότερο αγχωμένος πιο ελεύθερος, πιο ευτυχισμένος. Αναρωτιέμαι τι συμπέρασμα θα έβγαζε ο Φλυν απ’ όλα αυτά. Να πάρει! Ίσως αυτή είναι η απάντηση. Ίσως χρειάζεται τη δική του οικογένεια. Κουνάω αρνητικά το κεφάλι είμαστε πολύ νέοι, πολύ καινούριοι σε όλα αυτά. Ο Κρίστιαν μπαίνει στο δωμάτιο και είναι ο συνηθισμένος κούκλος, αλλά σκεπτικός, Κρίστιαν.
«Όλα εντάξει;» ρωτάω. Γνέφει αφηρημένα, πέφτοντας στο κρεβάτι. «Δεν ανυπομονώ να επιστρέψω στην πραγματικότητα...» μουρμουρίζω. «Μπα;» Γνέφω αρνητικά και του χαϊδεύω το όμορφο πρόσωπο. «Πέρασα θαυμάσιο Σαββατοκύριακο! Σ’ ευχαριστώ». Χαμογελάει τρυφερά. «Εσύ είσαι η πραγματικότητά μου, Άνα...» λέει ψιθυριστά και με φιλάει. «Σου λείπει;» «Τι να μου λείπει;» ρωτάει απορημένος.
«Ξέρεις. Το ξύλο και τα τέτοια...» ψελλίζω αμήχανη. Με κοιτάζει ανέκφραστα. Ύστερα αμφιβολία σκιάζει το πρόσωπό του, εκείνο το βλέμμα που λέει «Πού το πάει με αυτή την κουβέντα;». «Όχι, Αναστάζια, δε μου λείπει». Η φωνή του είναι σταθερή και ήρεμη. Μου χαϊδεύει το μάγουλο. «Ο δόκτωρ Φλυν μού είπε κάτι όταν έφυγες, κάτι που μου έμεινε. Είπε πως δε θα μπορούσα να είμαι έτσι αν εσύ δεν ήθελες. Ήταν αποκάλυψη». Σταματάει και κατσουφιάζει. «Δεν ήξερα κανέναν άλλο τρόπο, Άνα... Τώρα ξέρω. Ήταν διδακτικό». «Εγώ", Σε δίδαξα;» τον κοροϊδεύω.
Τα μάτια του μαλακώνουν. «Εσένα σου λείπει;» λέει. Ω! «Δε θέλω να με πονάς, αλλά μ’ αρέσει να παίζω, Κρίστιαν. Το ξέρεις αυτό. Αν ήθελες να κάνεις κάτι...» Ανασηκώνω τους ώμους κοιτάζοντάς τον. «Κάτι;» «Ξέρεις, με έναν βούρδουλα ή το μαστίγιο ιππασίας...» Σταματάω κοκκινίζοντας. Ανασηκώνει το φρύδι του έκπληκτος. «Χμμμ... Θα δούμε... Αυτήν τη στιγμή θα ήθελα λίγη καλή, παλιομοδίτικη βανίλια». Ο αντίχειράς του περνάει ξυστά από το κάτο^ χείλος μου και με ξαναφιλάει. ***
Από: Αναστάζια Γκρέυ θέμα: Καλημέρα Ημερομηνία: 29 Αυγούστου 2011, 09:14 Προς: Κρίστιαν Γ κρέυ Κύριε Γκρέυ, Ήθελα απλώς να σας πω ότι σας αγαπάω. Παντοτινά δική σας Αχ Αναστάζια Γκρέυ Επιμελήτρια, ΑΕΣ
Από: Κρίστιαν Γκρέυ θέμα: Διώχνοντας τη μελαγχολία της Δευτέρα5 Ημερομηνία: 29
Αυγούστου 2011, Αναστάσιο Γκρέυ
09:18
Προς:
Κυρία Γκρέυ, Πολύ ευχάριστα λόγια όταν βγαίνουν από το στόμα της γυναικας σου (αμαρτωλής ή μη) μια Δευτέρα πρωί. Επιτρέψτε μου να σας διαβεβαιώσω πως νιώθω ακριβως το ίδιο. Συγγνώμη για το δείπνο απόψε. Ελπίζω να μην είναι πολύ βαρετό. χ Christian Grey CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.
A, ναι. To δείπνο της Αμερικανικής Ναυπηγικής Ένωσης. Υψώνω το βλέμμα στον ουρανό... Κι άλλοι ξιπασμένοι. Ο Κρίστιαν στ’ αλήθεια με πηγαίνει στις πιο συναρπαστικές εκδηλώσεις. Από: Αναστάζια Γκρέυ θέμα: Πλοία που περνούν μεε στη νύχτα Ημερομηνία: 29 Αυγούστου 2011, 09:26 Προς: Κρίστιαν Γκρέυ Αγαπητέ κύριε Γκρέυ, Είμαι σίγουρη ότι μπορείτε να σκεφτείτε έναν τρόπο να νοστιμέψετε το δείπνο...
Δική σας με προσμονή Κυρία Γκ. χ Αναστάζια (όχι Επιμελήτρια, ΑΕΙ
αμαρτωλή)
Γκρέυ
Από: Κρίστιαν Γκρέυ θέμα: Η ποικιλία είναι το αλατοπίπερο Tns ζωής Ημερομηνία: 29 Αυγούστου 2011, 09:35 Προς Αναστάζια Γκρέυ Κυρία Γκρέυ, Έχω κάποιες ιδέες...
χ Christian Grey CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc. Τώρα Ανυπόμονος για το Δείπνο Tns AEN
Όλοι οι μύες μέσα στην κοιλιά μου σφίγγονται. Χμμμ... Αναρωτιέμαι τι θα σκαρώσει. Η Χάνα χτυπάει την πόρτα, διακόπτοντας την ονειροπόλησή μου. «Έτοιμη να ρίξουμε μια ματιά στο ημερολόγιό σου για τούτη την εβδομάδα, Άνα;»
«Βέβαια! Κάτσε». Της χαμογελάω ξαναβρίσκοντας την ισορροπία μου και ελαχιστοποιώ το πρόγραμμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. «Χρειάστηκε να μετακινήσω μερικά ραντεβού. Ο κύριος Φοξ την άλλη εβδομάδα και η δόκτωρ...» Χτυπάει το τηλέφωνό μου, διακόπτοντάς την. Είναι ο Ρόουτς. Με ζητάει στο γραφείο του. «Μπορούμε να συνεχίσουμε σε είκοσι λεπτά;» «Φυσικά». ***
Από: Κρίστιαν Γκρέυ θέμα: Χτες το βράδυ Ημερομηνία: 30 Αυγούστου 2011, 09:24 Προς: Αναστάζια Γκρέυ Είχε... πλάκα. Ποιος να το έλεγε πως το ετήσιο δείπνο της ΑΕΝ θα μπορούσε να είναι τόσο ενδιαφέρον. Οπως πάντα, δε με απογοητεύετε ποτέ, κυρία Γκρέυ. Σας αγαπάω. χ Christian Grey Γεμάτος δέος CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.
Από: Αναστάζια Γκρέυ θέμα: Μου αρέσουν τα παιχνίδια με μπάλες Ημερομηνία: 30 Αυγούστου 2011, 09:33 Προς: Κρίστιαν Γκρέυ Αγαπητέ κύριε ΓκρέΐΛ . Μου έλειψαν οι ασημένιες μπάλες. Εσεις δε με απογοητεύετε ποτέ. Αυτό είναι όλο. Κυρία Γκ. χ Αναστάζια Γκρέυ Επιμελήτρια, ΑΕΣ
Ή Χάνα μού χτυπάει την πόρτα, διακόπτοντας τις ερωτικές μου σκέψεις γύρω από τη χτεσινή βραδιά. Τα χέρια του Κρίστιαν... Το στόμα του. «Εμπρός». «Άνα, μόλις τηλεφώνησε ο βοηθός του κυρίου Ρόουτς. Θέλει να συμμετάσχεις σε μια σύσκεψη σήμερα το πρωί. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να μετακινήσω πάλι μερικά από τα ραντεβού σου. Είναι εντάξει;» Η γλώσσα του.
«Βέβαια. Ναι...» μουρμουρίζω, προσπαθώντας να σταματήσω τις ξεστρατισμένες σκέψεις μου. Χαμογελάει και βγαίνει από το γραφείο μου... Αφήνοντάς με με την υπέροχη χτεσινοβραδινή ανάμνηση. *** Από: Κρίστιαν Γκρέυ θέμα: Χάυντ Ημερομηνία: 1 Σεπτεμβρίου 2011, 15:24 Προς: Αναστάζια Γκρέυ Αναστάζια, Γιά να ξέρεις, η αίτηση του Χάυντ για προσωρινή απόλυση με εγγύηση
απορρίφθηκε, κι έτσι εξακολουθεί να τελεί υπό κράτηση. Κατηγορείται για απόπειρα απαγωγής και εμπρησμό. Δεν έχει οριστεί ακόμα ημερομηνία για τη δίκη. Christian Grey CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.
Από: Αναστάζια Γκρέυ θέμα: Χάυντ Ημερομηνία: 1 Σεπτεμβρίου 2011, 15:53 Προς: Κρίστιαν Γκρέυ Καλό νέο.
Αυτό σημαίνει ότι θα ελαφρύνει καπως την ασφάλεια: Πραγματικά δεν τα βρίσκω με την Πρέσκοτ. Άνα χ Αναστάζια Γκρέυ Επιμελήτρια, ΑΕΣ
Από: Κρίστιαν Γκρέυ θέμα: Χάυντ Ημερομηνία: 1 Σεπτεμβρίου 2011, 15:59 Προς: Αναστάζια Γκρέυ Όχι. Η ασφάλεια θα μείνει στη θέση της. Ασυζητητί. Τι συμβαίνει με την Πρέσκοτ; Αν δε σου αρέσει, θα την αντικαταστήσουμε.
Christian Grey CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.
Στραβοκοιτάζω το αυταρχικό μήνυμά του. Η Πρέσκοτ δεν είναι και τόσο κακή.
Από: Αναστάζια τρελαίνεσαι!
Γκρέυ
θέμα: Μην
Ημερομηνία: 1 Σεπτεμβρίου 2011, 16:03 Προς: Κρίστιαν Γκρέυ Απλως ρώτησα (βλέμμα στον ουρανό). Και θα το σκεφτώ για την Πρέσκοτ. Μάζεψε την παλάμη που σε τρώει!
Άνα χ Αναστάζια Γκρέυ Επιμελήτρια, ΑΕΣ
Από: Κρίστιαν Γκρέυ θέμα: Μη με βάζεις σε πειρασμό Ημερομηνία: 1 Σεπτεμβρίου 2011, 16:11 Προς: Αναστάζια Γκρέυ Σαε διαβεβαιώ, κυρία Γκρέυ, πως δεν κινδυνεύει η πνευματική μου υγεία. Η παλάμη μου όμως με τρώει. Ισως κάνω κάτι σε σχέση με αυτό απόψε. χ
Christian Grey Άνευ ζουρλομανδύα ακόμα CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.
Από: Αναστάζια Αναστάτωση
Γκρέυ
θέμα:
Ημερομηνία: 1 Σεπτεμβρίου 2011, 16:20 Προς: Κρίστιαν Γκρέυ Υποσχέσεις, υποσχεοεις... Τώρα πάψε να με παιδεύεις. Προσπαθώ να δουλέψω· έχω μια απρογραμμάτιστη σύσκεψη με έναν συγγραφέα. θα προσπαθήσω να μη σε σκέφτομαι στη διάρκεια της σύσκεψης,
για να μη χάσω την αυτοσυγκέντρωσή μου. Αχ Αναστάζια Γκρέυ Επιμελήτρια, ΑΕΣ
***
Από: Αναστάζια Γκρέυ θέμα: Ιστιοπλοΐα & ανεμοπορία & ξύλισμα Ημερομηνία: 5 Σεπτεμβρίου 2011, 09:18 Προς: Κρίστιαν Γκρέυ Άντρα μου,
Σίγουρα ξέρεις πως να διασκεδάζεις μια κοπέλα. Φυσικά θα περιμένω τέτοιου ειδους περιποίηση κάθε Σαββατοκύριακο. Με παραχαϊδεύει. Μου αρέσει. Η γυναίκα σου χοχ Αναστάζια Γκρέυ Επιμελήτρια, ΑΕΣ
Από: Κρίστιαν Γκρέυ θέμα: Ο σκοπος της ζωής μου... Ημερομηνία: 5 Σεπτεμβρίου 2011, 09:25 Προς: Αναστάζια Γκρέυ
Είναι να σας παραχαϊδεύω, κυρία Γκρέυ. Και να σας κρατάω ασφαλή επειδή σας αγαπάω. Christian Grey Ερωτοχτυπημένος CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc. Ποπό! Θα μπορούσε να είναι πιο ρομαντικός;
Από: Αναστάζια Γκρέυ θέμα: Ο σκοπός Tns ζωής μου... Ημερομηνία: 5 Σεπτεμβρίου 2011, 09:33 Προς: Κρίστιαν Γκρέυ Είναι να σε αφήνω επειδή κι εγώ σε αγαπάω.
Τώρα πάψε μελοδραματικός.
να
γίνεσαι
Με κάνεις να κλαίω. Αναστάζια Γκρέυ Εξίσου Ερωτοχτυπημένη Επιμελήτρια, ΑΕΣ *** Την επομένη κοιτάζω το ημερολόγιό μου επάνω στο γραφείο μου. Μόνο πέντε μέρες έως τις ΙΟ Σεπτεμβρίου τα γενέθλιά μου. Ξέρω πως θα πάμε στο σπίτι για να δούμε πώς τα πηγαίνει ο Έλλιοτ και το συνεργείο του. Χμμμ... Αναρωτιέμαι αν έχει άλλα σχέδια ο Κρίστιαν. Χαμογελάω στη σκέψη. Η Χάνα μού χτυπάει την πόρτα.
«Εμπρός». Η Πρέσκοτ περιφέρεται απέξω. Παράξενο. «Γεια σου, Άνα» λέει η Χάνα. «Έχει έρθει να σε δει κάποια Λέιλα Γουίλλιαμς. Λέει πως είναι προσωπικό». «Λέιλα Γουίλλιαμς; Δεν ξέρω καμία...» Το στόμα μου ξεραίνεται, και τα μάτια της Χάνα διαστέλλονται βλέποντας το ύφος μου. Η Λέιλα; Γάμώτο. Τι θέλει;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΕΞΙ «Θες ΝΑ ΤΗ ΔΙΩΞΩ;» ρωτάει η Χάνα, ανήσυχη από την έκφρασή μου. «Εμμμ.,.Όχι. Πού είναι;» «Στη ρεσεψιόν. Δεν είναι μόνη της. Τη συνοδεύει άλλη μία κοπέλα». Ω! «Και η δεσποινίς Πρέσκοτ θέλει να σου μιλήσει» προσθέτει η Χάνα. Φυσικά θέλει. «Στείλ’ τη μέσα». Η Χάνα παραμερίζει, και η Πρέσκοτ μπαίνει στο γραφείο μου. Είναι σε αποστολή, ξεχειλίζει επαγγελματισμό. «Άσε μας μισό λεπτό, Χάνα. Πρέσκοτ, κάτσε».
Η Χάνα κλείνει την πόρτα, αφήνοντάς με μόνη με την Πρέσκοτ. «Κυρία Γκρέυ, η Λέιλα Γουίλλιαμς είναι στον κατάλογο των απαγορευμένων επισκεπτών σας». «Ορίστε;» Έχω κατάλογο απαγορευμένων επισκεπτών; «Στον κατάλογο των υπό επιτήρηση, κυρία μου... Ο Τέυλορ και ο Γουέλτς ήταν πολύ σαφείς αναφορικά με το ότι δεν πρέπει να την αφήσω να έρθει σε επαφή μαζί σας». Κατσουφιάζω. Δεν καταλαβαίνω. «Είναι επικίνδυνη;» «Δεν μπορώ να πω, κυρία μου».
«Γιατί ξέρω καν πως είναι εδώ;» Η Πρέσκοτ ξεροκαταπίνει και προς στιγμήν δείχνει αμήχανη. «Είχα κάνει διάλειμμα για να πάω στην τουαλέτα. Μπήκε μέσα, μίλησε απευθείας στην Κλαιρ, και η Κλαιρ τηλεφώνησε στη Χάνα». «Α... Κατάλαβα». Συνειδητοποιώ πως ακόμα και η Πρέσκοτ πρέπει να κατουρήσει και γελάω. «Για φαντάσου! » «Μάλιστα, κυρία μου...» Η Πρέσκοτ μού χαμογελάει αμήχανα, και είναι η πρώτη φορά που βλέπω μια ρωγμή στην πανοπλία της. Έχει όμορφο χαμόγελο. «Πρέπει να ξαναμιλήσω στην Κλαιρ για το πρωτόκολλο...» λέει με κουρασμένο ύφος.
«Βέβαια. Ξέρει ο Τέυλορ πως είναι εδώ;» Σταυρώνω ασυναίσθητα τα δάχτυλά μου, ελπίζοντας να μην το έχει πει στον Κρίστιαν. «Του άφησα μήνυμα».
ένα
σύντομο
ηχητικό
Ω ... «Τότε έχω ελάχιστο χρόνο. Θα ήθελα να μάθω τι θέλει». Η Πρέσκοτ με κοιτάζει μια στιγμή. «Πρέπει να σας συστήσω να το αποφύγετε, κυρία μου». «Για κάποιον λόγο ήρθε εδώ». «Υποτίθεται πως πρέπει να το εμποδίσω, κυρία μου...» Η φωνή της είναι ήρεμη και καρτερική.
«Πραγματικά θέλω ν’ ακούσω τι έχει νά πει!» Ο τόνος μου είναι πιο αποφασιστικός απ’ όσο σκόπευα. Η Πρέσκοτ πνίγει τον αναστεναγμό της. «Θα ήθελα να τις ψάξω και τις δύο προτού μιλήσετε...» «Εντάξει. Μπορείς να το κάνεις αυτό;» «Είμαι εδώ για να σας προστατεύω, κυρία Γκρέυ. Επομένως ναι, μπορώ. Επίσης θα ήθελα να μείνω μαζί σας όσο μιλάτε». «Εντάξει». Θα της κάνω αυτή την παραχώρηση. Άλλοοτε την προηγούμενη φορά που συνάντησα τη Λέιλα, ήταν οπλισμένη. «Καν’ το». Η Πρέσκοτ σηκώνεται. «Χάνα!» φωνάζω.
Η Χάνα ανοίγει την πόρτα υπερβολικά γρήγορα. Πρέπει να στεκόταν απέξω. «Μπορείς να δεις αν είναι διαθέσιμη η αίθουσα συσκέψεων, σε παρακαλώ;» «Κοίταξα ήδη, και είναι ελεύθερη». «Πρέσκοτ, μπορείς να τις ψάξεις εκεί μέσα; Είναι αρκετά ιδιωτικός ο χώρος;» «Μάλιστα, κυρία μου». «Θα είμαι εκεί σε πέντε λεπτά. Χάνα, συνόδεψε τη Λέιλα Γουίλλιαμς κι όποια είναι μαζί της στην αίθουσα συσκέψεων». «Εντάξει». Η Χάνα κοιτάζει νευρικά μια την Πρέσκοτ και μια εμένα. «Να ακυρώσω το επόμενο ραντεβού σου; Είναι στις
τέσσερις, αλλά στην άλλη άκρη της πόλης...» «Ναι...» μουρμουρίζω αφηρημένα. Η Χάνα γνέφει και μετά φεύγει. Τι διάολο θέλει η Λέιλα; Δε νομίζω πως είναι εδώ για να μου κάνει κακό. Δεν το έκανε όταν είχε την ευκαιρία. Ο Κρίστιαν θα πάρει ανάποδες. Το υποσυνείδητό μου ζαρώνει τα χείλη του, σταυρώνει σεμνά τα πόδια και συγκατανεύει. Πρέπει να του πω τι πρόκειται να κάνω. Πληκτρολογώ ένα σύντομο ηλεκτρονικό μήνυμα και ύστερα σταματάω, κοιτάζοντας την ώρα. Για μια στιγμή νιώθω τύψεις. Τα πηγαίναμε τόσο καλά μετά το Άσπεν. Πατάω «αποστολή». Από: Αναστάζια Γκρέυ θέμα: Επισκέπτες
Ημερομηνία: 6 Σεπτεμβρίου 2011, 15:27 Προς: Κρίστιαν Γκρέυ Κρίστιαν, Ήρθε να με δει η Λέιλα. θα τη δω μαζί με την Πρέσκοτ. θα χρησιμοποιήσω τη νεοαποκτηθείσα ικανότητά μου να χαστουκίζω με το θεραπευμένο πια χέρι μου, αν χρειαστεί. Προσπάθησε, κι εννοώ προσπάθησε, να μην ανησυχείς.
Είμαι μεγάλο κορίτσι. θα σε πάρω όταν θα έχουμε μιλήσει. Αχ Αναστάζια Γκρέυ Επιμελήτρια, ΑΕΣ
Κρύβω βιαστικά το BlackBerry στο συρτάρι του γραφείου μου. Σηκώνομαι, σιάζοντας την ίσια γκρίζα φούστα επάνω στους γοφούς μου, τσιμπάω τα μάγουλά μου για να τους δώσω λίγο χρώμα και ξεκουμπώνω άλλο ένα κουμπί στην γκρίζα μεταξωτή μπλούζα μου. Εντάξει, είμαι έτοιμη. Παίρνω βαθιά ανάσα και ύστερα βγαίνω από το γραφείο μου για
να συναντήσω τη διαβόητη Λέιλα, αγνοώντας το «Your Love Is King» που ηχεί σιγανά μέσα από το συρτάρι μου. Η Λέιλα φαίνεται πολύ καλύτερα. Παραπάνω από καλύτερα είναι πολύ ελκυστική. Στα μάγουλά της υπάρχει μια ροζ λάμψη, τα καστανά της μάτια είναι φωτεινά, τα μαλλιά της καθαρά και λαμπερά. Φοράει μια μπλούζα σε απαλό ροζ και άσπρο παντελόνι. Σηκώνεται μόλις μπαίνω στην αίθουσα συσκέψεων, όπως και η φίλη της άλλη μία νεαρή κοπέλα με σκούρα μαλλιά και ανοιχτοκάστανα μάτια, στο χρώμα του μπράντι. Η Πρέσκοτ περιφέρεται στη γωνία, χωρίς να παίρνει τα μάτια της από τη Λέιλα.
«Κυρία Γκρέυ, ευχαριστώ πάρα πολύ που με δεχτήκατε...» Η φωνή της Λέιλα είναι χαμηλή, αλλά καθαρή. «Εεε... Συγγνώμη για την ασφάλεια...» μουρμουρίζω, επειδή δεν μπορώ να σκεφτώ τι άλλο να πω. Κουνάω αφηρημένα το χέρι, δείχνοντας την Πρέσκοτ. «Αυτή είναι η φίλη μου, η Σούζι». «Γεια». Γνέφω στη Σούζι μοιάζει με τη Λέιλα. Μου μοιάζει. Οχ, όχι... Άλλη μία. «Ναι» αποκρίνεται η Λέιλα σαν να διαβάζει τις σκέψεις μου. «Και η Σούζι γνωρίζει τον κύριο Γκρέυ».
Τι διάολο να απαντήσω σ’ αυτό; Της χαρίζω ένα ευγενικό χαμόγελο. «Παρακαλώ, καθίστε...» λέω. Ακούγεται ένα χτύπημα στην πόρτα. Είναι η Χάνα. Της κάνω νόημα να μπει, ξέροντας πολύ καλά για ποιον λόγο μάς ενοχλεί. «Συγγνώμη που σε διακόπτω, Άνα...Έχω στη γραμμή τον κύριο Γκρέυ». «Πες του πως είμαι απασχολημένη». «Ήταν πολύ φοβισμένα.
επίμονος...»
ψελλίζει
«Το φαντάζομαι. Μπορείς να του ζητήσεις συγγνώμη και να του πεις ^τι θα τον καλέσω σε πολύ λίγο;» Η Χάνα διστάζει. «Χάνα, σε παρακαλώ...»
Γνέφει καταφατικά και σπεύδει να βγει από την αίθουσα. Στρέφομαι στις δύο κοπέλες που κάθονται μπροστά μου. Με κοιτάζουν και οι δύο με δέος. Είναι άβολο. «Τι μπορώ να κάνω για σας;» ρωτάω. Μιλάει η Σούζι. «Ξέρω πως είναι τελείως τρελό, μα ήθελα κι εγώ να σε γνωρίσω. Τη γυναίκα που κατέκτησε τον Κρίσ...» Σηκώνω το χέρι και τη σταματάω στα μισά της φράσης. Δε θέλω να το ακούσω αυτό.«Εμμμ... Το έπιασα...» τραυλίζω. «Αυτοαποκαλούμαστε “Το κλαμπ των υποτακτικών"!» Μου χαμογελάει, και τα μάτια της λάμπουν από ευθυμία. Ω Θεέ μου.
Η Λέιλα βγάζει μια άναρθρη κραυγή και κοιτάζει τη Σούζι άναυδη, δείχνοντας να το διασκεδάζει και να φοβάται ταυτόχρονα. Η Σούζι μορφάζει. Υποψιάζομαι πως η Λέιλα την κλότσησε κάτω από το τραπέζι. Τι διάολο να απαντήσω; Κοιτάζω νευρικά την Πρέσκοτ, που παραμένει ατάραχη, ενώ τα μάτια της δεν αφήνουν ούτε στιγμή τη Λέιλα. Η Σούζι φαίνεται πως ξαναθυμάται τους καλούς της τρόπους. Κοκκινίζει, μετά γνέφει και σηκώνεται. «Θα περιμένω στη ρεσεψιόν. Αυτή η παράσταση είναι της Λούλου...» λέει, και καταλαβαίνω πως είναι αμήχανη. Λούλου;
«Θα είσαι εντάξει;» ρωτάει τη Λέιλα, που της χαμογελάει. Η Σούζι μού χαρίζει ένα μεγάλο, ανοιχτό, ειλικρινές χαμόγελο και βγαίνει από την αίθουσα. Η Σούζι χάι ο Κρίστιαν... Δεν είναι μια σκέψη στην οποία θέλω να επιμείνω. Η Πρέσκοτ βγάζει το τηλέφωνο από την τσέπη της και απαντάει. Δεν το άκουσα να χτυπάει. «Κύριε Γκρέυ» αποκρίνεται. Η Λέιλα κι εγώ γυρίζουμε και την κοιτάζουμε. Η Πρέσκοτ κλείνει τα βλέφαρα σαν να πονάει. «Μάλιστα, κύριε...» μουρμουρίζει κάνοντας ένα βήμα μπροστά και δίνοντάς μου το τηλέφωνο.
Υψώνω το βλέμμα στον ουρανό. «Κρίστιαν...» ψελλίζω, προσπαθώντας να συγκρατήσω τον εκνευρισμό μου. Σηκώνομαι και βγαίνω με ζωηρό βήμα από την αίθουσα. «Τι σκατά κάνεις;» φωνάζει. Είναι πυρ και μανία. «Μη μου φωνάζεις». «Τι να μη σου φωνάζω;» αντιγυρίζει εκείνος, με φωνή πιο δυνατή αυτήν τη φορά. «Έδωσα απολύτως σαφείς οδηγίες, τις οποίες εσύ αγνόησες εντελώς ακόμα μία φορά. Που να πάρει o διάολος, Ανά. Είμαι εκτός εαυτού!» «Όταν θα είσαι πιο ήρεμος, θα το συζητήσουμε».
«Μη μου το κλείσεις...» αποκρίνεται σφυριχτά. «Αντίο, Κρίστιαν». Το κλείνω και σβήνω το κινητό της Πρέσκοτ. Γαμώτο μου... Δεν έχω πολλή ώρα με τη Λέιλα. Παίρνοντας βαθιά ανάσα, ξαναμπαίνω στην αίθουσα συσκέψεων. Τόσο η Λέιλα όσο και η Πρέσκοτ με κοιτάζουν με προσμονή και δίνω στην Πρέσκοτ το τηλέφωνό της. «Πού είχαμε μείνει;» ρωτάω τη Λέιλα και ξανακάθομαι απέναντί της. Οι κόρες των ματιών της διαστέλλονται ελαφρά.
Ναι. Προφανώς τον χειρίζομαι, θέλω να της πω. Αλλά δε νομίζω πως θέλει να ακούσει κάτι τέτοιο. Η Λέιλα παίζει νευρικά με τις άκρες των μαλλιών της. «Κατ’ αρχάς ήθελα να ζητήσω συγγνώμη...» τραυλίζει. Ω... Σηκώνει τα μάτια της και βλέπει την έκπληξή μου. «Ναι» προσθέτει βιαστικά. «Και να σας ευχαριστήσω που δεν κάνατε μήνυση... Ξέρετε για το αυτοκίνητό σας και γι’ αυτό που συνέβη στο διαμέρισμά σας». «Ξέρω πως δεν ήσουν... Εεε... Καλά...» μουρμουρίζω σαστισμένη. Δεν περίμενα να ζητήσει συγγνώμη. «Όχι, δεν ήμουν».
«Νιώθεις ευγενικά.
καλύτερα
τώρα;»
ρωτάω
«Πολύ καλύτερα. Ευχαριστώ». «Ξέρει ο γιατρός σου πως είσαι εδώ;» Γνέφει αρνητικά. Ω... » Φαίνεται αρκούντως ένοχη. «Το ξέρω πως αργότερα θα πρέπει να αντιμετωπίσω τον καβγά γι’ αυτό που κάνω. Αλλά έπρεπε να πάρω μερικά πράγματα και ήθελα να δω*τη Σούζι και σας και... Και τον κύριο Γκρέυ»! «Θες να δεις τον Κρίστιαν;» Το στομάχι μου σφίγγεται. /V αυτό είναι εδώ. «Ναι. Ήθελα να σας ρωτήσω αν πειράζει».
Γαμώτο μου... Την κοιτάζω χάσκοντας και θέλω να της πω ότι πειράζει. Δε θέλω να πλησιάσει τον άντρα μου. Γιατί βρίσκεται εδώ; Για να αξιολογήσει τον ανταγωνισμό; Για να με ταράξει; Ή μήπως το χρειάζεται αυτό σαν κάποιου είδους επίλογο; «Λέιλα...» κομπιάζω από τον εκνευρισμό. «Δεν εξαρτάται από μένα, αλλά από τον Κρίστιαν. Θα πρέπει να ρωτήσεις εκείνον. Δε χρειάζεται την άδειά μου. Είναι ενήλικος... Συνήθως». Με κοιτάζει ένα κλάσμα του δευτερολέπτου σαν να έχει εκπλαγεί από την αντίδρασή μου και μετά γελάει σιγανά, στριφογυρίζοντας νευρικά τις άκρες των μαλλιών της.
«Αρνήθηκε επανειλημμένα όλα μου τα αιτήματα να τον δω» αποκρίνεται ήρεμα. Ω, γαμώτο...Έχω μπλέξει πιο πολύ απ’ όσο νόμιζα. «Γιατί είναι τόσο σημαντικό για σένα να τον δεις;» ρωτάω μαλακά. «Για να τον ευχαριστήσω. Θα σάπιζα σε καμιά βρομερή φυλακή ή ψυχιατρείο αν δεν ήταν εκείνος. Το ξέρω...» Χαμηλώνει το βλέμμα και περνάει το δάχτυλό της κατά μήκος της άκρης του τραπεζιού. «Έπαθα ένα σοβαρό ψυχωτικό επεισόδιο, και χωρίς τον κύριο Γκρέυ και τον Τζον τον δόκτορα Φλυν...» Ανασηκώνει τους ώμους της και με κοιτάζει ξανά, με πρόσωπο γεμάτο ευγνωμοσύνη.
Άλλη μία φορά μένω άφωνη. Τι περιμένει να πω; Αυτά τα πράγματα θα έπρεπε να τα λέει στον Κρίστιαν, όχι σε μένα. «Και για τη σχολή καλών τεχνών. Δεν ξέρω πώς να τον ευχαριστήσω γι’ αυτό...» To ήξερα! Ο Κρίστιαν πληρώνει τα δίδακτρα. Παραμένω ανέκφραστη, διερευνώντας διστακτικά τα συναισθήματά μου γι’ αυτήν τη γυναίκα τώρα που επιβεβαίωσε τις υποψίες μου για τη γενναιοδωρία του Κρίστιαν. Χαίρομαι που είναι καλύτερα. Τώρα ελπίζω να μπορέσει να προχωρήσει στη ζωή της και να βγει από τη δική μας. «Χάνεις μαθήματα αυτήν τη στιγμή;» ρωτάω, επειδή με ενδιαφέρει.
«Μόνο δύο. Επιστρέφω σπίτι αύριο». Α ωραία. «Τι σχέδια έχεις όσο είσαι εδώ;» «Να πάρω τα πράγματά μου από τη Σούζι, να γυρίσω στο Χάμντεν. Να συνεχίσω να ζωγραφίζω και να μαθαίνω. Ο κύριος Γκρέυ έχει ήδη δύο πίνακές μου». Τι διάολο; Το στομάχι μου γίνεται πάλι ένα κουβάρι. Κρέμονται στο καθιστικό μου; Η σκέψη με κάνει να ξινίσω τα μούτρα. «Τι είδους πίνακες ζωγραφίζεις;» «Κυρίως αφαιρετικούς». «Μάλιστα...» Το μυαλό μου πετάει βιαστικά στους οικείους πια πίνακες στο
μεγάλο δωμάτιο. Δύο από την πρώην υποτακτική του... Πιθανόν. «Κυρία Γκρέυ, μπορώ να μιλήσω ειλικρινά;» ρωτάει, αγνοώντας πλήρως τα αντικρουόμενα συναισθήματά μου. «Φυσικά...» μουρμουρίζω κοιτάζοντας την Πρέσκοτ, που φαίνεται να έχει χαλαρώσει κάπως. Η Λέιλα σκύβει προς τα εμπρός, σαν για να μοιραστεί ένα παλιό μυστικό. «Αγαπούσα τον Τζεφ, τον φίλο μου που πέθανε πριν από λίγο καιρό...» Η φωνή της βγαίνει σαν λυπητερός ψίθυρος. Γαμώτο μου. Μπαίνει σε προσωπικά ζητήματα.
«Λυπάμαι πολύ...» τραυλίζω αυτόματα, αλλά συνεχίζει λες και δε με έχει ακούσει. «Αγαπούσα τον άντρα μου... Κι άλλον έναν...» συμπληρώνει χαμηλόφωνα. «Τον άντρα μου». Τα λόγια βγαίνουν από το στόμα μου πριν προλάβω να τα σταματήσω. «Ναι ». Προφέρει τη λέξη άηχα. Αυτό δεν είναι καινούριο για μένα. Όταν σηκώνει τα μάτια της στα δικά μου, είναι γουρλωμένα από αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα, και το κυρίαρχο φαίνεται να είναι ο φόβος... Για το πώς θα αντιδράσω ίσως; Αλλά η βασική μου αντίδραση απέναντι σ’ αυτή την καημένη κοπέλα είναι η συμπόνια. Ξεφυλλίζω νοερά όλη την
κλασική λογοτεχνία που μπορώ να σκεφτώ σε σχέση με τη μονόπλευρη αγάπη. Ξεροκαταπίνοντας, γαντζώνομαι από την ηθική μου ανωτερότητα. «Το ξέρω. Είναι πολύ εύκολο να τον αγαπήσεις...» ψελλίζω. Οι κόρες των ματιών της διαστέλλονται κι άλλο από την έκπληξη και χαμογελάει. «Ναι! Είναι ήταν». Διορθώνει γρήγορα τον εαυτό της και κοκκινίζει. Ύστερα χαχανίζει τόσο γλυκά, που δεν μπορώ να κρατηθώ. Χαχανίζω κι εγώ. Ναι. Ο Κρίστιαν Γκρέυ μάς κάνει να χαχανίζουμε. Το υποσυνείδητό μου υψώνει το βλέμμα του στον ουρανό με απόγνωση και επιστρέφει στην ανάγνωση του φθαρμένου αντιτύπου της Τζέιν Έυρ. Ρίχνω μια ματιά στο ρολόι μου. Βαθιά μέσα
μου ξέρω πως ο Κρίστιαν θα βρίσκεται σύντομα εδώ. «Θα έχεις την ευκαιρία σου να δεις τον Κρίστιαν». «Έτσι σκέφτηκα κι εγώ. Ξέρω πόσο προστατευτικός μπορεί να γίνει...» αποκρίνεται χαμογελώντας. Ώστε αυτό είναι το σχέδιό της. Είναι πολύ πονηρή. Ή εκμεταλλεύτρια, ψιθυρίζει το υποσυνείδητό μου. «Γι’ αυτό ήρθες να με δεις;» «Ναι». «Μάλιστα...»
Και ο Κρίστιαν παίζει το παιχνίδι της. Πρέπει, απρόθυμα, να παραδεχτώ ότι τον ξέρει καλά. «Φαινόταν πολύ ευτυχισμένος. Μαζί σου» λέει. Ορίστε; «Πού το ξέρεις εσύ;» «Απ’ όταν ήμουν στο διαμέρισμα...» απαντάει επιφυλακτικά. Ανάθεμα. Πώς το ξέχασα αυτό; «Ήρθες πολλές φορές;» «Όχι. Μα ήταν εντελώς διαφορετικός μαζί σου». Θέλω να τα ακούω αυτά; Ένα ρίγος με διαπερνάει. Το κρανίο μου μυρμηγκιάζει
όταν θυμάμαι τον φόβο μου τότε που ήταν μια αθέατη σκιά στο διαμέρισμά μας. «Ξέρεις πως είναι παράνομο... Η παραβίαση ξένης ιδιοκτησίας». Γνέφει καταφατικά, κοιτάζοντας το τραπέζι. Περνάει το νύχι της από την άκρη του. «Έγινε μόνο μερικές φορές, και ήμουν τυχερή που δε μ’ έπιασαν. Πρέπει να ευχαριστήσω και πάλι τον κύριο Γκρέυ γι’ αυτό. Θα μπορούσε να με στείλει στη φυλακή...» «Δε νομίζω ότι θα έκανε τέτοιο πράγμα...» αποκρίνομαι μουρμουριστά. Έξω από την αίθουσα συσκέψεων επικρατεί ξάφνου αναταραχή, και ενστικτωδώς ξέρω πως ο Κρίστιαν είναι στο κτίριο. Έπειτα
από μια στιγμή ορμάει από την πόρτα, και προτού την κλείσει, πιάνω το βλέμμα του Τέυλορ, που στέκεται υπομονετικά απέξω. Το στόμα του Τέυλορ είναι μια βλοσυρή γραμμή και δε μου ανταποδίδει το σφιγμένο μου χαμόγελο. Να πάρει. Ακόμα κι αυτός είναι έξαλλος μαζί μου. Το φλογερό γκρίζο βλέμμα του Κρίστιαν καρφώνει πρώτα εμένα και μετά τη Λέιλα στις θέσεις μας. Η συμπεριφορά του είναι ήρεμα αποφασιστική, όμως δεν ξεγελιέμαι και, υποθέτω, ούτε και η Λέιλα. Η απειλητική παγερή λάμψη στα μάτια του αποκαλύπτει την αλήθεια - εκπέμπει οργή, αν και την κρύβει καλά. Με το γκρίζο κοστούμι, τη λασκαρισμένη σκούρα γραβάτα και το επάνω κουμπί του πουκάμισου ξεκούμπωτο δείχνει
ταυτόχρονα σοβαρός και σπορ... Και σέξι. Τα μαλλιά του είναι ανακατωμένα χωρίς αμφιβολία, επειδή περνούσε οργισμένος τα χέρια από μέσα τους. Η Λέιλα κοιτάζει πολύ νευρικά την άκρη του τραπεζιού, περνώντας και πάλι τον δείκτη της κατά μήκος της καθώς ο Κρίστιαν κοιτάζει μια εμένα, μια εκείνη και μια την Πρέσκοτ. « Εσύ » λέει στην Πρέσκοτ με ήπιο τόνο. «Απολύεσαι. Βγες έξω τώρα». Χλωμιάζω. Οχ, όχι... Δεν είναι δίκαιο. «Κρίστιαν...» Κάνω να σηκωθώ. Μου σηκώνει προειδοποιητικά τον δείκτη του. «:Μη» λέει, και η φωνή του είναι τόσο
δυσοίωνα ήρεμη, που σωπαίνω αμέσως και μένω καρφωμένη στη θέση μου. Σκύβοντας το κεφάλι, η Πρέσκοτ βγαίνει με ζωηρό βήμα από την αίθουσα και πηγαίνει κοντά στον Τέυλορ. Ο Κρίστιαν κλείνει την πόρτα πίσω της και προχωράει προς την άκρη του τραπεζιού. Ανάθεμα! Ανάθεμα! Ανάθεμα! Δικό μου λάθος ήταν αυτό. Ο Κρίστιαν στέκεται απέναντι από τη Λέιλα, και βάζοντας και τα δυο του χέρια στην ξύλινη επιφάνεια, σκύβει προς τα εμπρός. «Τι διάολο κάνεις εδώ;» της γρυλίζει. «Κρίστιαν...» λέω με κομμένη την ανάσα. Με αγνοεί. «Λοιπόν;» ρωτάει επιτακτικά.
Η Λέιλα τον κοιτάζει τα μάτια της είναι γουρλωμένα και το πρόσωπο κατάχλωμο. Η ροζ λάμψη της έχει χαθεί. «Ήθελα να σε δω, και δε μ’ άφηνες...» ψελλίζει. «Οπότε ήρθες εδώ να ενοχλήσεις τη γυναίκα μου;» Η φωνή του είναι ήρεμη. Υπερβολικά ήρεμη. Η Λέιλα χαμηλώνει ξανά το βλέμμα στο τραπέζι. Σηκώνεται αγριοκοιτάζοντάς τη. «Λέιλα, αν ξαναπλησιάσεις τη γυναίκα μου, θα σου κόψω όλα τα βοηθήματα. Γιατρούς, Σχολή Καλών Τεχνών, ιατρική κάλυψη τα πάντα. Τέρμα! Καταλαβαίνεις;»
«Κρίστιαν...» Ξαναπροσπαθώ, αλλά με κάνει να σωπάσω με ένα παγερό βλέμμα. Μα γιατί φέρεται τόσο παράλογα; Η συμπόνια μου γι’ αυτήν τη θλιμμένη γυναίκα ανθίζει. «Ναι...» λέει, και η φωνή της μόλις που ακούγεται. «Τι γυρεύει η Σουζάνα στη ρεσεψιόν;» «Ήρθε μαζί μου...» Περνάει το χέρι μέσα από τα μαλλιά του, αγριοκοιτάζοντάς την. «Κρίστιαν, σε παρακαλώ...» τον εκλιπαρώ. « Η Λέιλα θέλει απλώς να σου πει ευχαριστώ. Αυτό είναι όλο».
Με αγνοεί, επικεντρώνοντας την οργή του στη Λέιλα. «Έμενες στη Σουζάνα όταν ήσουν άρρωστη;» «Ναι...» «Ήξερε τι έκανες όσο έμενες μαζί της;» «Όχι... Έλειπε διακοπές». Περνάει τον δείκτη από το κάτω χείλος του. «Γιατί θες να με δεις; Ξέρεις ότι μπορείς να στέλνεις οποιοδήποτε αίτημα μέσω του Φλυν. Χρειάζεσαι κάτι;» Ο τόνος του έχει μαλακώσει, ίσως ελάχιστα. Η Λέιλα γλιστράει πάλι το δάχτυλο κατά μήκος της άκρης του τραπεζιού. Σταμάτα να την τρομοκρατείς, Κρίστιαν!
«Έπρεπε να μάθω...» Και πρώτη φορά βλέπω να τον κοιτάζει απευθείας. «Τι έπρεπε να μάθεις*;» ρωτάει κοφτά ο Κρίστιαν. «Πως είσαι καλά». Την κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό. «Πως είμαι καλά;» την αποπαίρνει, σαν να μην το πιστεύει. «Ναι...» «Μια χαρά είμαι. Ορίστε, έχεις την απάντησή σου. Τώρα ο Τέυλορ θα σε πάει στο Σι Τακ για να γυρίσεις στην Ανατολική
Ακτή. Κι αν κάνεις ένα βήμα δυτικά του Μισσισσιππή, πάνε όλα. Καταλαβαίνεις;» Γαμώτο μου... Κρίστιαν! Τον κοιτάζω άναυδη. Τι διάολο τον τρώει; Δεν μπορεί να την περιορίσει στη μία πλευρά της χώρας. «Ναι. Καταλαβαίνω» απαντάει ήρεμα η Λέιλα. «Ωραία». Ο τόνος του Κρίστιαν είναι πιο συμφιλιωτικός. «Ίσως δε βολεύει τη Λέιλα να γυρίσει πίσω τώρα. Έχει κάνει σχέδια!» διαμαρτύρομαι, εξοργισμένη για λογαριασμό της. Ο Κρίστιαν με αγριοκοιτάζει. «Αναστάζια» με προειδοποιεί με παγερή φωνή, «αυτό δε σ’ αφορά».
Τον κοιτάζω σκυθρωπά. Φυσικά και με αφορά. Η Λέιλα βρίσκεται στο γραφείο μου. Αυτή η ιστορία πρέπει να κρύβει κι άλλα, τα οποία δεν ξέρω. Ο Κρίστιαν δε φέρεται λογικά. Πενήντα Αποχρώσεις, μου λέει σφυριχτά το υποσυνείδητό μου. «Η Λέιλα ήρθε να δει εμένα, όχι εσένα!» αντιγυρίζω οξύθυμα. Η Λέιλα στρέφεται προς το μέρος μου, με τις κόρες το^ν ματιών της απίστευτα διεσταλμένες. «Είχα τις οδηγίες μου, κυρία Γκρέυ. Τις παράκουσα...» Κοιτάζει νευρικά τον άντρα μου, μετά πάλι εμένα. «Αυτός είναι ο Κρίστιαν Γκρέυ που γνωρίζω...» προσθέτει με τόνο θλιμμένο και νοσταλγικό.
Ο Κρίστιαν την κοιτάζει κατσουφιάζοντας, κι όλος ο αέρας εξατμίζεται από τα πνευμόνια μου. Δεν μπορώ να αναπνεύσω. Συνεχώς έτσι ήταν μαζί της ο Κρίστιαν; Έτσι ήταν μαζί μου στην αρχή; Δυσκολεύομαι να θυμηθώ. Χαμογελώντας μου απελπισμένα, η Λέιλα σηκώνεται από το τραπέζι. «Θα ήθελα να μείνω μέχρι αύριο. Η πτήση μου είναι το μεσημέρι» λέει ήρεμα στον Κρίστιαν. «Θα στείλω κάποιον να σε πάρει στις δέκα για να σε πάει στο αεροδρόμιο». «Ευχαριστώ». «Μένεις στη Σουζάνα;»
«Ναι». «Εντάξει». Αγριοκοιτάζω τον Κρίστιαν. Δεν μπορεί να τη διατάζει έτσι... Και πώς ξέρει πού μένει η Σουζάνα; «Αντίο, κυρία Γκρέυ. Ευχαριστώ που με δεχτήκατε». Σηκώνομαι και απλώνω το χέρι. Το πιάνει με ευγνωμοσύνη και ανταλλάσσουμε χειραψία. «Εμμμ... Αντίο. Καλή τύχη...» μουρμουρίζω, επειδή δεν είμαι σίγουρη ποιο είναι το πρωτόκολλο όταν αποχαιρετάς την πρώην υποτακτική του άντρα σου.
Γνέφει και στρέφεται προς το μέρος του. «Αντίο, Κρίστιαν». Τα μάτια του Κρίστιαν μαλακώνουν κάπως. «Αντίο, Λέιλα...» Η φωνή του είναι χαμηλή. «Δόκτωρ Φλυν, να θυμάσαι». «Μάλιστα, Κύριε». Ανοίγει την πόρτα για να την οδηγήσει έξω, αλλά η Λέιλα σταματάει μπροστά του και σηκώνει τα μάτια επάνω του. Μένει ακίνητος, παρακολουθώντας την επιφυλακτικά. «Χαίρομαι που είσαι ευτυχισμένος. Το αξίζεις» συμπληρώνει και φεύγει πριν προλάβει να της απαντήσει.
Την κοιτάζει κατσουφιασμένος, ύστερα γνέφει στον Τέυλορ, που ακολουθεί τη Λέιλα προς τη ρεσεψιόν. Κλείνοντας την πόρτα, ο Κρίστιαν με κοιτάζει αβέβαια. «Ούτε να σου περάσει από το μυαλό να θυμώσεις μαζί μου...» λέω σφυριχτά. «Πάρε τον Κλοντ Μπαστίγ και τάραξέ τον στις κλοτσιές ή πήγαινε να δεις τον Φλυν». Το στόμα του χάσκει* έχει μείνει κατάπληκτος από το ξέσπασμά μου, και το μέτωπό του ζαρώνει ξανά. «Υποσχέθηκες ότι δε θα το έκανες αυτό!» Τώρα ο τόνος του είναι επικριτικός. «Τι δε θα έκανα;» «Δε θα με αψηφούσες».
«Όχι, δεν το υποσχέθηκα. Είπα ότι θα σέβομαι περισσότερο τις ανάγκες σου. Σου είπα πως ήταν εδώ. Έβαλα την Πρέσκοτ να την ψάξει, όπως και την άλλη σου φιλεναδούλα... Η Πρέσκοτ ήταν όλη την ώρα μαζί μου. Τώρα απέλυσες την καημένη την κοπέλα, ενώ έκανε απλώς αυτό που της ζήτησα. Σου είπα να μην ανησυχείς, αλλά να σε εδώ πέρα! Δε θυμάμαι να έλαβα καμιά παπική βούλα σου που να μου απαγόρευε να δω τη Λέιλα. Δεν ήξερα πως οι επισκέπτες μου ελέγχονται με βάση κατάλογο προγραφών!» Η φωνή μου υψώνεται από αγανάκτηση, μιας και με πνίγει το δίκιο. Ο Κρίστιαν με κοιτάζει με ύφος ανεξιχνίαστο. Έπειτα από μια στιγμή το
στόμα του στραβώνει. «Παπική βούλα;» λέει εύθυμα και χαλαρώνει ορατά. Ο στόχος μου δεν ήταν να ελαφρύνω την κουβέντα μας, κι όμως να που μου χαμογελάει αχνά, πράγμα που με κάνει ακόμα πιο έξαλλη. Η παρακολούθηση της συζήτησης ανάμεσα σ’ αυτόν και στην πρώην του ήταν οδυνηρή. Πώς μπόρεσε να είναι τόσο ψυχρός μαζί της; «Τι;» ρωτάει οργισμένος, καθώς το πρόσωπό μου παραμένει εντελώς αγέλαστο. «Εσύ, Γιατί της φέρθηκες τόσο άσπλαχνα;» Αναστενάζει και μετακινείται. Κάνει ένα βήμα προς το μέρος μου, για να καθίσει επάνω στο τραπέζι. «Αναστάζια» λέει σαν να μιλάει σε παιδί, «δεν καταλαβαίνεις...
Η Λέιλα, η Σουζάνα -όλες αυτέςήταν ένα ευχάριστο, διασκεδαστικό χόμπι. Μα αυτό είναι όλο... Εσύ είσαι το κέντρο του σύμπαντός μου. Και την τελευταία φορά που εσείς οι δύο ήσαστε μαζί σ’ ένα δωμάτιο, σε σημάδευε με όπλο. Δε θέλω να σε πλησιάζει». «Μα, Κρίστιαν, ήταν άρρωστη...» «Το ξέρω. Και ξέρω πως τώρα είναι καλύτερα, αλλά δε θα της αναγνωρίσω ξανά το ελαφρυντικό της αμφιβολίας. Αυτό που έκανε ήταν ασυγχώρητο». «Μα μόλις έπαιξες το παιχνίδι της...Ήθελε να σε ξαναδεί και ήξερε καλά πως θα έσπευδες αν ερχόταν να δει εμένα».
Ο Κρίστιαν ανασηκώνει τους ώμους σαν να μην τον νοιάζει. «Δε θέλω να σε μολύνει η παλιά μου ζωή...» Ορίστε; «Κρίστιαν... Είσαι αυτός που είσαι εξαιτίας της παλιάς σου ζωής, της καινούριας σου ζωής, όπως το πάρεις. Ό,τι σ’ αγγίζει, αυτό αγγίζει και μένα. Το αποδέχτηκα όταν συμφώνησα να σε παντρευτώ... Κι αυτό επειδή σ’ αγαπάω». Μένει μαρμαρωμένος. Ξέρω δυσκολεύεται να το ακούει αυτό.
πως
«Δε μου έκανε κακό. Σ’ αγαπάει κι αυτή». «Στα παπάρια μου!» Τον κοιτάζω σύξυλη, Σοκαρισμένη. Και είμαι σοκαρισμένη που έχει ακόμα την
ικανότητα να με σοκάρει. Αυτός είναι ο Κρίστιαν Γκρέυ που γνωρίζω. Τα λόγια της Αέιλα αντηχούν στο μυαλό μου. Η αντίδρασή του απέναντί της ήταν τόσο ψυχρή, τόσο αντίθετη από την εικόνα του άντρα που γνώρισα και αγάπησα. Συνοφρυώνομαι, φέρνοντας στο μυαλό μου τις τύψεις που ένιωσε όταν η Λέιλα έπαθε τον νευρικό κλονισμό, όταν πίστευε πως ήταν με κάποιον τρόπο υπεύθυνος για τον πόνο της. Ξεροκαταπίνω και θυμάμαι ότι την έκανε και μπάνιο. Το στομάχι μου σφίγγεται επώδυνα στη σκέψη, και χολή ανεβαίνει στον λαιμό μου. Πώς μπορεί να λέει ότι δε νοιάζεται γι’ αυτήν; Τότε νοιαζόταν. Τι άλλαξε; Μερικές φορές, όπως τώρα, απλώς δεν τον καταλαβαίνω. Λειτουργεί σ’ ένα επίπεδο πολύ πολύ μακριά από το δικό μου.
«Γιατί την υπερασπίζεσαι ξαφνικά;» με ρωτάει, απορημένος και οξύθυμος. «Κοίτα, Κρίστιαν... Δε νομίζω πως η Λέιλα κι εγώ θα ανταλλάξουμε σύντομα συνταγές και σχέδια πλεξίματος. Αλλά δεν πίστευα ότι θα της φερόσουν τόσο άκαρδα». Τα μάτια του παγώνουν. «Σ’ το είπα κάποτε. Δεν έχω καρδιά...» μουρμουρίζει. Υψώνω το βλέμμα στον ουρανό ω, τώρα φέρεται ανώριμα. «Αυτό δεν είναι αλήθεια, Κρίστιαν. Γίνεσαι γελοίος! Νοιάζεσαι γι’ αυτή. Δε θα πλήρωνες για τα μαθήματα εικαστικών και για όλα τα άλλα αν δε νοιαζόσουν». Ξαφνικά αποτελεί φιλοδοξία της ζωής μου να τον κάνω να το καταλάβει. Είναι
ολοφάνερο πως νοιάζεται. Γιατί το αρνείται; Είναι όπως τα συναισθήματά του για τη βιολογική του μητέρα. Ω, γαμώτο φυσικά. Τα συναισθήματά του για τη Λέιλα και τις άλλες υποτακτικές του είναι μπλεγμένα με τα συναισθήματά του για τη μητέρα του. Μ’ αρέσει να μαστιγώνω μικρά καστανά κοριτσάκια σαν και σένα, επειδή όλες μοιάζετε με την κοκαϊνομανή πόρνη. Καθόλου παράξενο που είναι τόσο έξαλλος. Αναστενάζω και κουνάω το κεφάλι. Ειδοποιήστε τον δόκτορα Φλυν, παρακαλώ. Πώς είναι δυνατόν να μην το βλέπει αυτό; Η καρδιά μου προς στιγμήν φτερουγίζει. Το χαμένο μου αγόρι... Γιατί του είναι τόσο δύσκολο να έρθει και πάλι σε επαφή με την ανθρωπιά, τη συμπόνια που έδειξε όταν η Λέιλα κατέρρευσε;
Με αγριοκοιτάζει, με μάτια που γυαλίζουν από θυμό. «Αυτή η συζήτηση έληξε. Πάμε σπίτι!» Ρίχνω μια ματιά στο ρολόι μου. Είναι τέσσερις και είκοσι τρία. Έχω δουλειά να κάνω. «Είναι πολύ νωρίς...» αποκρίνομαι σιγανά. « Σπίτι! » επιμένει. «Κρίστιαν...» Η φωνή μου βγαίνει κουρασμένη. « Εχω βαρεθεί την ίδια συζήτηση μαζί σου». Κατσουφιάζει σαν να μην καταλαβαίνει. «Ξέρεις...» συνεχίζω. «Κάνω κάτι που δε σ’ αρέσει και σκέφτεσαι κάποιον τρόπο για να με εκδικηθείς. Συνήθως χρησιμοποιώντας κάποια από τα κίνκι γαμήσια σου, που είναι είτε συναρπαστικά είτε απάνθρωπα...»
Ανασηκώνω τους ώμους καρτερικά. Όλα αυτά είναι εξαντλητικά και μπερδεμένα. «Συναρπαστικά;» επαναλαμβάνει. Ορίστε; «Συνήθως ναι». «Τι ήταν συναρπαστικό;» ρωτάει, και τα μάτια του τώρα λάμπουν με κεφάτη, αισθησιακή περιέργεια. Και ξέρω πως προσπαθεί να μου αποσπάσει την προσοχή. Να πάρει! Δε θέλω να το συζητήσω αυτό μέσα στην αίθουσα συσκέψεων της ΑΕΣ. Το υποσυνείδητό μου εξετάζει με περιφρόνηση τα περιποιημένα νύχια του. Δεν έπρεπε να έχεις αναφέρει το θέμα τότε.
«Ξέρεις...» Κοκκινίζω, εκνευρισμένη τόσο μαζί του όσο και με τον εαυτό μου. «Μπορώ να φανταστώ...» μουρμουρίζει. Γαμώτο. Προσπαθώ να τον επιπλήξω, κι αυτός με μπερδεύει. «Κρίστιαν, κοίτα...» «Μ’ αρέσει να σε ικανοποιώ...» Περνάει απαλά τον αντίχειρά του από το κάτω χείλος μου. «Με ικανοποιείς...» τραυλίζοντας.
παραδέχομαι
« Το ξέρω » αποκρίνεται μαλακά. Σκύβει και μου ψιθυρίζει στο αυτί: «Είναι το μόνο πράγμα που ξέρω...». Ω, μυρίζει ωραία. Απομακρύνεται και με κοιτάζει, με τα χείλη
να στραβώνουν σ’ ένα αλαζονικό χαμόγελο που λέει «Σε κάνω ό,τι θέλω». Σουφρώνοντας τα χείλη μου, αγωνίζομαι να παραμείνω ανεπηρέαστη από το άγγιγμά του. Η επιδεξιότητά του να μου αποσπά την προσοχή από οτιδήποτε οδυνηρό ή οτιδήποτε δε θέλει να αντιμετωπίσει είναι απίστευτη. Κι εσύ τον αφήνεις, μπαίνει στη μέση το υποσυνείδητό μου, χωρίς να με βοηθάει καθόλου, σηκώνοντας τα μάτια του από το αντίτυπο της Τζέιν Έυρ. «Τι ήταν συναρπαστικό, Αναστάζια;» με πιέζει, με μια πονηρή λάμψη στο βλέμμα. «Θες τον κατάλογο;» ρωτάω. «Υπάρχει κατάλογος;» ικανοποιημένος.
Είναι
Ω, αυτός ο άνθρωπος είναι εξουθενωτικός. «Βασικά οι χειροπέδες...» απαντάω χαμηλόφωνα, και το μυαλό μου εκτοξεύεται πίσω στον μήνα του μέλιτος. Ζαρώνει το μέτωπό του και μου αρπάζει το χέρι, περνώντας τον αντίχειρά του από τον καρπό μου, εκεί όπου χτυπάει ο σφυγμός. «Δε θέλω να σε σημαδεύω». Ω... Τα χείλη του στραβώνουν σ’ ένα αργό, φιλήδονο χαμόγελο. «Έλα σπίτι...» Ο τόνος του είναι σαγηνευτικός. «Έχω δουλειά να κάνω». « Σπίτι! » λέει, πιο επίμονα.
Κοιταζόμαστε, λιωμένο μολύβι σε σαστισμένο γαλάζιο, δοκιμάζοντας ο ένας τον άλλο, δοκιμάζοντας τα όρια και τη θέλησή μας. Ψάχνω στα μάτια του να βρω μια άκρη, προσπαθώντας να κατανοήσω πώς μπορεί αυτός ο άνθρωπος να μετατρέπεται από λυσσασμένος μανιακός με τον έλεγχο σε σαγηνευτικό εραστή με μια ανάσα. Τα μάτια του γίνονται πιο μεγάλα και πιο σκοτεινά, η πρόθεσή του ολοφάνερη. Μου χαϊδεύει απαλά το μάγουλο. «Θα μπορούσαμε να μείνουμε εδώ...» Η φωνή του είναι χαμηλή και βραχνή. Οχ, όχι... Όχι. Όχι. Όχι. Όχι στο γραφείο. «Κρίστιαν, δε θέλω να κάνω σεξ εδώ. Μόλις πριν από λίγο ήταν εδώ η ερωμένη σου...»
«Δεν ήταν ποτέ ερωμένη μου!» γρυλίζει, και το στόμα του γίνεται μια βλοσυρή γραμμή. «Αυτό είναι Κρίστιαν».
απλώς
σημασιολογία,
Σκυθρωπιάζει, και το ύφος του είναι σαστισμένο. Ο σαγηνευτικός εραστής έχει εξαφανιστεί. «Μην το παρασκέφτεσαι, Άνα. Ανήκει στην ιστορία...» αποκρίνεται περιφρονητικά. Αναστενάζω... Ίσως έχει δίκιο. Απλώς θέλω να το παραδεχτεί και ο ίδιος ότι νοιάζεται για κείνη. Παγωμάρα εγκαθίσταται στην καρδιά μου. Οχ, όχι... Γι’ αυτό είναι σημαντικό για μένα. Ας υποθέσουμε πως κάνω εγώ κάτι ασυγχώρητο. Ας υποθέσουμε πως δε συμμορφώνομαι. Θα
αποτελέσω κι εγώ ιστορία; Αν μπορεί να μεταμορφώνεται έτσι εύκολα, ενώ ήταν τόσο ανήσυχος και ταραγμένος όταν η Λέιλα ήταν άρρωστη... Θα μπορούσε να στραφεί εναντίον μού; Μου κόβεται η ανάσα και θυμάμαι ένα απόσπασμα από κάποιο όνειρο: χρυσοποίκιλτοι καθρέφτες και ο ήχος των τακουνιών του που χτυπούν στο μαρμάρινο πάτωμα καθώς με αφήνει να στέκομαι μόνη μες στη χλιδή. «Όχι.. .» Η λέξη βγαίνει από το στόμα μου σαν τρομαγμένος ψίθυρος πριν προλάβω να τη σταματήσω. «Ναι» λέει, και γραπώνοντας το πιγούνι μου, σκύβει και με φιλάει απαλά στα χείλη. «Ω Κρίστιαν, μερικές φορές με τρομάζεις...» Αρπάζω το κεφάλι του στα
χέρια μου, κουλουριάζω τα δάχτυλα στα μαλλιά του και τραβάω τα χείλη του στα δικά μου. Μένει μια στιγμή ακίνητος καθώς τα μπράτσα του τυλίγονται γύρω μου. «Γιατί;» «Της γύρισες την πλάτη τόσο εύκολα...» Κατσουφιάζει. «Και νομίζεις ότι θα μπορούσα να σου γυρίσω και σένα την πλάτη, Άνα; Γιατί πιστεύεις κάτι τέτοιο, διάολε; Τι το προκάλεσε αυτό;» «Τίποτα. Φίλα με. Πήγαινέ με σπίτι...» τον εκλιπαρώ, και καθώς τα χείλη του βρίσκουν τα δικά μου, χάνομαι. ***
«Ω, σε παρακαλώ...» ικετεύω τον Κρίστιαν καθώς φυσάει απαλά επάνω στα γεννητικά μου όργανα. «Όλα στην ώρα τους...» μουρμουρίζει. Τραβάω τα δεσμά μου και βογκάω δυνατά, για να διαμαρτυρηθώ για την ασελγή επίθεσή του. Είμαι ακινητοποιημένη από μαλακές δερμάτινες χειροπέδες που δένουν κάθε αγκώνα με το αντίστοιχο γόνατο, και το κεφάλι του Κρίστιαν ανεβοκατεβαίνει και πηγαινοέρχεται ανάμεσα στα πόδια μου, ενώ η επιδέξια γλώσσα του με βασανίζει. Ανελέητα. Ανοίγω τα μάτια και ατενίζω κρυφά το ταβάνι του δωματίου μας, που είναι λουσμένο στο απαλό τελευταίο απογευματινό φως. Η γλώσσα του κινείται κυκλικά, στριφογυρίζοντας γύρω από το κέντρο του σύμπαντος μου. Θέλω να
ισιώσω τα πόδια και παλεύω, σε μια μάταιη προσπάθεια, να ελέγξω την ηδονή. Αλλά δεν μπορώ. Τα δάχτυλά μου σφίγγονται στα μαλλιά του και τραβάω δυνατά, για να αντισταθώ στο υπέροχο βασανιστήριό του. «Μην τελειώσεις...» με προειδοποιεί, με την απαλή ανάσα του επάνω στη ζεστή, υγρή σάρκα μου καθώς προβάλλει αντίσταση στα δάχτυλά μου. «Θα σ’ τις βρέξω αν τελειώσεις». Βογκάω. «Έλεγχος, Άνα... Το παν είναι ο έλεγχος». Η γλώσσα του επαναλαμβάνει την ερωτική επιδρομή της. Ω, ξέρει τι χάνει. Είμαι ανήμπορη να αντισταθώ ή να σταματήσω την καθόλου
πρωτότυπη αντίδρασή μου. Και προσπαθώ πραγματικά προσπαθώ-, αλλά το κορμί μου εκρήγνυται κάτω από τις ανελέητες υπηρεσίες του, και η γλώσσα του δε σταματάει καθώς μου αποσπά και το τελευταίο γραμμάριο εξουθενωτικής ηδονής. « Ω Άνα! » με αποπαίρνει. «Τέλειωσες!» Η φωνή του είναι γεμάτη θριαμβική επίπληξη. Με γυρίζει μπρούμυτα και στηρίζομαι ασταθώς στους πήχεις μου. Με χτυπάει δυνατά στα πισινά. «Ααα!» φωνάζω. «Έλεγχος! » με επιπλήττει, και αρπάζοντάς με από τους γοφούς, χώνεται μέσα μου.
Φωνάζω και πάλι έτσι όπως η σάρκα μου τρεμουλιάζει ακόμη από τους μετασεισμούς του οργασμού μου. Όταν βρίσκεται βαθιά μέσα μου, μένει ακίνητος, και σκύβοντας, λύνει πρώτα τη μια και μετά την άλλη χειροπέδη. Τυλίγει το μπράτσο του γύρω μόυ και με τραβάει στην αγκαλιά του. με το στήθος του στην πλάτη μου και το χέρι του κουλουριασμένο κάτω από το πιγούνι μου, γύρω από τον λαιμό μου. Απολαμβάνω την αίσθηση της πληρότητας. «Κουνήσου!» με προστάζει. Βογκάω και ανεβοκατεβαίνω στην αγκαλιά του. «Πιο γρήγορα...» ψιθυρίζει.
Και κουνιέμαι όλο και πιο γρήγορα. Αναστενάζει βαριά, και το χέρι του τραβάει πίσω το κεφάλι μου καθώς δίνει ελαφρές δαγκωνιές στον λαιμό μου. Το άλλο του χέρι ταξιδεύει νωχελικά στο σώμα μου, από τον γοφό έως τα γεννητικά μου όργανα και την κλειτορίδα μου... Ευαίσθητη ακόμη από την απλόχερη περιποίησή του νωρίτερα. Κλαψουρίζω την ώρα που τα δάχτυλά του κλείνουν γύρω μου, βασανίζοντάς με ξανά. «Ναι, Άνα...» λέει τραχιά στο αυτί μου. «Είσαι δική μου. Μόνο εσύ». «Ναι...» μουρμουρίζω καθώς το σώμα μου τεντώνεται ξανά, κλείνοντας γύρω του, αγκαλιάζοντάς τον με τον πιο απόκρυφο τρόπο. «Τέλειωσε για μένα!» απαιτεί.
Και αφήνομαι, με το κορμί μου να ακολουθεί υπάκουα τη διαταγή του. Με κρατάει ακίνητη την ώρα που ο οργασμός μου με συνταράζει και φωνάζω το όνομά του. «Ω Άνα, σ’ αγαπάω...» βογκάει και με ακολουθεί, βρίσκοντας την ανακούφισή του. ΜΕ ΦΙΛΑΕΙ ΣΤΟΝ ΩΜΟ και μου παραμερίζει τα μαλλιά από το πρόσωπο. «Μπαίνει αυτό εδώ στον κατάλογο, κυρία Γκρέυ;» ρωτάει σιγανά. Είμαι ξαπλωμένη, διατηρώντας μόλις τις αισθήσεις μου, μπρούμυτα επάνω στο κρεβάτι μας. Ο Κρίστιαν μού τρίβει μαλακά τους γλουτούς. Είναι ακουμπισμένος στον αγκώνα του δίπλα μου.
«Μμμ...» «Ναι είναι αυτό;» «Μμμ...» απαντάω με ένα χαμόγελο. Με φιλάει πάλι υπομειδιώντας και κυλάω απρόθυμα στο πλευρό μου για να τον κοιτάξω. «Λοιπόν;» ρωτάει. «Ναι. Μπαίνει στον κατάλογο. Αλλά είναι μεγάλος κατάλογος...» Το πρόσωπό του σχεδόν χωρίζεται στα δύο και σκύβει να με φιλήσει απαλά. «Ωραία. Πάμε να φάμε;» Τα μάτια του λάμπουν από αγάπη και κέφι.
Γνέφω καταφατικά. Πεθαίνω της πείνας. Απλώνω το χέρι για να τραβήξω απαλά τις τριχούλες στο στήθος του. «Θέλω να μου πεις κάτι...» ψιθυρίζω. «Τι;» «Μη θυμώσεις». «Τι είναι, Άνα;» «Νοιάζεσαι». Τα μάτια του γουρλώνουν, ενώ κάθε ίχνος καλής διάθεσης εξαφανίζεται. «Θέλω να παραδεχτείς ότι νοιάζεσαι. Επειδή ο Κρίστιαν που ξέρω και αγαπάω θα νοιαζόταν».
Μένει ακίνητος, τα μάτια του δε φεύγουν από τα δικά μου, και γίνομαι μάρτυρας μιας εσωτερικής πάλης, θαρρείς και ετοιμάζεται για την κρίση του Σολομώντα. Ανοίγει το στόμα του να πει κάτι και μετά το ξανακλείνει, καθώς ένα φευγαλέο συναίσθημα περνάει από το πρόσωπό του... Πόνος ίσως. Πες το, τον παρακινώ νοερά. «Ναι. Ναι, νοιάζομαι,.. Ευχαριστημένη;» Η φωνή του ίσα που ακούγεται. Ω, δόξα σόι, Κύριε. Νιώθω ανακούφιση. «Ναι. Πολύ!» Κατσουφιάζει. «Δεν το πιστεύω πως σου μιλάω τώρα, εδώ στο κρεβάτι μας, για...»
Βάζω το δάχτυλο στα χείλη του. «Δε μιλάμε. Πάμε να φάμε. Πεινάω». Αναστενάζει και κουνάει το κεφάλι του. «Με μαγεύετε και με μπερδεύετε, κυρία Γκρέυ». «Ωραία!» Σκύβω και τον φιλάω.
***
Από: Αναστάζια κατάλοΥοε
Γκρέυ
θέμα:
Ο
Ημερομηνία: 9 Σεπτεμβρίου 2011, 09:33 Προς: Κρίστιαν Γκρέυ
Αυτό είναι σίγουρα στην κορυφή. :D Αχ Αναστάζια Γκρέυ Επιμελήτρια, ΑΕΣ Από: Κρίστιαν Γκρέυ θέμα: Πες μου κάτι καινούριο Ημερομηνία: 9 Σεπτεμβρίου 2011, 09:42 Προς: Αναστάζια Γκρέυ To λες αυτό τις τελευταία τρεις μέρες. Αποφάσισε. Ή... θα μπορούσαμε να δοκιμάσουμε κάτι άλλο. ;) Christian Grey
CEO, που Απολαμβάνει Παιχνίδι, Grey Enterprises
αυτό
το
Holdings, Inc.
Χαμογελάω στην οθόνη μου. Τα τελευταία βράδια ήταν... διασκεδαστικά. Χαλαρώσαμε πάλι, ξεχνώντας τη σύντομη παρεμβολή της Λέιλα. Δεν έχω βρει το κουράγιο να ρωτήσω αν κάποιος από τους πίνακές της κρέμεται στους τοίχους και, ειλικρινά, δε με νοιάζει. To BlackBerry βουίζει, και απαντάω περιμένοντας να ακούσω τον Κρίστιαν. «Άνα;» «Ναι;»
«Άνα γλυκιά μου. Είμαι ο Χοσέ ο Πρεσβύτερος». «Κύριε Ροδρίγες, γεια σας!» Το κρανίο μου μυρμηγκιάζει. Τι με θέλει ο μπαμπάς του Χοσέ; «Γλυκιά μου, με συγχωρείς που σε παίρνω στη δουλειά. Πρόκειταγια τον Ρέυ...» Κομπιάζει. «Τι είναι; Τι συμβαίνει;» Η καρδιά μου σκαρφαλώνει στον λαιμό μου. «Ο Ρέυ είχε ένα ατύχημα...» Οχ, όχι... Ο μπαμπάς! Κρατάω την ανάσα μου.
«Είναι στο νοσοκομείο. Καλύτερα να έρθεις εδώ γρήγορα...» ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΕΦΤΑ «ΚϊΡΙΕ ΡΟΔΡΙΓΕΣ, ΤΙ ΣΥΝΕΒΗ;» Η φωνή μου είναι βραχνή και τραχιά, από δάκρυα που δεν έχουν κυλήσει. Ο Ρέυ. Ο γλυκός μου Ρέυ. Ο μπαμπάς μου. «Είχε ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο...» «Εντάξει... Έρχομαι αμέσως». Η αδρεναλίνη έχει πλημμυρίσει το αίμα μου, αφήνοντας στο πέρασμά της πανικό. Δυσκολεύομαι να αναπνεύσω. «Τον μετέφεραν στο Πόρτλαντ».
Στο Πόρτλαντ; Τι διάολο γυρεύει στο Πόρτλαντ; «Έγινε αεροδιακομιδή, Άνα. Προς τα εκεί πάω αυτήν τη στιγμή. Στο ΠΥΕΟ.1 Άνα, δεν είδα το αυτοκίνητο... Απλώς δεν το είδα...» Η φωνή του σπάει. Κύριε Ροδριγες όχι! «Θα σε δω εκεί...» Ο κύριος Ροδριγες χάνει τα λόγια του, και η γραμμή νεκρώνεται. Ένας σκοτεινός τρόμος με γραπώνει από τον λαιμό και με κατακλύζει. Ο Ρέυ. Όχι. Όχι! Παίρνω βαθιά ανάσα για να συνέλθω, σηκώνω το τηλέφωνο και παίρνω τον Ρόουτς. Απαντάει στο δεύτερο κουδούνισμα.
«Άνα;» «Τζέρρυ. Ο πατέρας μου...» «Άνα, τι έγινε;» Του εξηγώ, χωρίς να κάνω καν παύση για να πάρω ανάσα. «Πήγαινε. Φυσικά πρέπει να πας. Ελπίζω ο πατέρας σου να είναι καλά». «Ευχαριστώ. Θα σε κρατάω ενήμερο». Άθελά μου, βροντάω το ακουστικό, αλλά αυτήν τη στιγμή δε με νοιάζει καθόλου. «Χάνα!» φωνάζω, έχοντας επίγνωση της αγωνίας που υπάρχει στη φωνή μου. Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα βάζει το κεφάλι της στο άνοιγμα της πόρτας και με
βρίσκει να μαζεύω την τσάντα μου και να αρπάζω χαρτιά για να τα χώσω στον χαρτοφύλακά μου. «Ναι, Άνα;» Κατσουφιάζει. «Ο πατέρας μου είχε ένα ατύχημα. Πρέπει να φύγω». «Οχ...» «Ακύρωσε όλα μου τα ραντεβού για σήμερα. Και για τη Δευτέρα. Θα πρέπει να τελειώσεις την προετοιμασία της παρουσίασης του ηλεκτρονικού βιβλίου οι σημειώσεις βρίσκονται στο κοινό αρχείο. Πες στην Κόρτνυ να σε βοηθήσει αν χρειαστεί».
«Ναι...» ψιθυρίζει η Χάνα. «Ελπίζω να είναι καλά. Μην ανησυχείς για τίποτα εδώ. Θα τα βολέψουμε». «Έχω πάρει το BlackBerry». Η ανησυχία που είναι ζωγραφισμένη στο χλωμό της πρόσωπο με τα τραβηγμένα χαρακτηριστικά σχεδόν μου κόβει τα πόδια. Μπαμπά. Αρπάζω το σακάκι, την τσάντα και τον χαρτοφύλακα. «Θα^σε πάρω αν χρειαστώ κάτι». «Ναι, σε παρακαλώ... Καλή τύχη, Άνα. Ελπίζω να είναι καλά».
Της χαμογελάω σφιγμένος πασχίζοντας να διατηρήσω την αυτοκυριαρχία μου, και βγαίνω από το γραφείο. Καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια να μην τρέξω έως τη ρεσεψιόν. Ο Σόγερ πετάγεται όρθιος όταν φτάνω. «Κυρία Γκρέυ;» ρωτάει, απορημένος από την ξαφνική μου εμφάνιση. «Πάμε στο Πόρτλαντ τώρα!» «Εντάξει, κυρία μου...» αποκρίνεται κατσουφιάζοντας, όμως ανοίγει την πόρτα. Η κίνησή του μου κάνει καλό. «Κυρία Γκρέυ...» λέει ο Σόγερ καθώς τρέχουμε προς το πάρκινγκ. «Μπορώ να ρωτήσω γιατί κάνουμε τούτο το απρογραμμάτιστο ταξίδι;» «Για τον μπαμπά μου. Είχε ένα ατύχημα».
«Μάλιστα. Το ξέρει ο κύριος Γκρέυ;» «Θα τον πάρω από το αυτοκίνητο». Ο Σόγερ συγκατανεύει και ανοίγει την πίσω πόρτα του Audi SUV. Μπαίνω και με τρεμάμενα δάχτυλα βγάζω το BlackBerry και παίρνω τον Κρίστιαν στο κινητό. «Κυρία Γκρέυ». Η φωνή της Άντρια είναι κοφτή και επαγγελματική. «Είναι εκεί ο Κρίστιαν;» μουρμουρίζω. «Εμμμ... Κάπου στο κτίριο είναι, κυρία μου. Άφησε το κινητό του δίπλα μου για να φορτίσει».
Μέσα μου αναστενάζω εκνευρισμένη. «Μπορείς να του πεις ότι πήρα και πως πρέπει να του μιλήσω; Είναι επείγον». «Θα προσπαθήσω να τον εντοπίσω. Έχει μια συνήθεια να περιπλανιέται από δω και από κει μερικές φορές». «Πες του να με πάρει, σε παρακαλώ...» την εκλιπαρώ, παλεύοντας με τα δάκρυα. «Ασφαλώς, κυρία Γκρέυ...» Διστάζει. «Όλα εντάξει;» « Όχι ...» τραυλίζω. Δεν εμπιστεύομαι τη φωνή μου. «Σε παρακαλώ, απλώς πες του να με πάρει...» «Μάλιστα, κυρία μου».
Το κλείνω. Δεν μπορώ να συγκρατήσω άλλο την αγωνία μου. Τραβάω τα γόνατα στο στήθος μου, κουλουριάζομαι στο πίσω κάθισμα, και τα δάκρυα αρχίζουν να κυλούν απρόσκλητα στα μάγουλά μου. «Πού στο Πόρτλαντ, κυρία Γκρέυ;» ρωτάει μαλακά ο Σόγερ. «Στο ΠΤΕΟ ...» απαντάω πνιχτά. «Το μεγάλο νοσοκομείο». Ο Σόγερ βγαίνει στον δρόμο και κατευθύνεται προς τον 1-5, ενώ εγώ θρηνώ σιγανά στο πίσω κάθισμα, μουρμουρίζοντας βουβές προσευχές. Σε παρακαλώ, κάνε να είναι καλά. Σε παρακαλώ, κάνε να είναι καλά.
Χτυπάει το τηλέφωνό μου, και το «Your Love Is King» με τρομάζει και διακόπτω το μάντρα μου. «Κρίστιαν...» λέω με κομμένη την ανάσα. «Χριστέ μου, Άνα... Τι συμβαίνει;» «Ο Ρέυ είχε ένα ατύχημα...» «Σκατά!» «Πηγαίνω στο Πόρτλαντ». «Στο Πόρτλαντ; Σε παρακαλώ, πες μου πως ο Σόγερ είναι μαζί σου...» « Ναι. Οδηγεί ». «Πού είναι ο Ρέυ;»
«Στο ΠΤΕΟ». Ακούω έναν πνιχτό ήχο στο βάθος. «Ναι, Ρος!» πετάει θυμωμένα ο Κρίστιαν. «Το ξέρω! Συγγνώμη, μωρό μου μπορώ να είμαι εκεί σε τρεις περίπου ώρες...Έχω εδώ μια δουλειά που πρέπει να τελειώσω. Θα πετάξω μέχρι εκεί». Ω. γαμώτο! Το Τσάρλι Τάνγκο έχει αναλάβει και πάλι δράση, και την τελευταία φορά που το οδήγησε ο Κρίστιαν... «Έχω μια σύσκεψη με κάποιους ανθρώπους που ήρθαν από την Ταϊβάν. Δεν μπορώ να τους στήσω... Είναι μια συμφωνία που κυνηγάμε μήνες». Γιατί δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτό το πράγμα;
«Θα φύγω μόλις μπορέσω». «Εντάξει...» ψελλίζω. Και θέλω να του πω δεν πειράζει, μείνε στο Σιάτλ και κανόνισε τις δουλειές σου, αλλά η αλήθεια είναι πως τον θέλω μαζί μου. «Ω μωρό μου...» αποκρίνεται ψιθυριστά. «Θα είμαι εντάξει, Κρίστιαν. Μη βιαστείς. Δε θέλω να ανησυχώ και για σένα. Να προσέχεις στην πτήση...» «Θα προσέχω». «Σ’ αγαπάω...» «Κι εγώ σ’ αγαπάω, μωρό μου. Θα έρθω να σε βρω μόλις μπορέσω. Κράτα τον Λουκ κοντά σου».
«Εντάξει». «Θα σε δω αργότερα». «Γεια...» Κλείνω και αγκαλιάζω πάλι τα γόνατά μου. Δεν ξέρω τίποτα για τις δουλειές του Κρίστιαν τι διάολο κάνει με τους Ταϊβανέζους; Κοιτάζω έξω από το παράθυρο καθώς περνάμε το Διεθνές Αεροδρόμιο Κινγκ Κάουντι/Μπόινγκ Φιλντ* πρέπει να προσέχει όταν θα οδηγεί το ελικόπτερο. Το στομάχι μου δένεται πάλι κόμπος και με πιάνει ναυτία. Ο Ρέυ και ο Κρίστιαν. Δε νομίζω πως η καρδιά μου θα το άντεχε αυτό. Ακουμπάω στην πλάτη του καθίσματος και αρχίζω πάλι το μάντρα μου. Σε παρακαλώ, κάνε να είναι καλά. Σε παρακαλώ, κάνε να είναι καλά.
«ΚΥΡΙΑ ΓΚΡΕΥ». Η φωνή του Σόγερ με αφυπνίζει. «Βρισκόμαστε στον χώρο του νοσοκομείου. Πρέπει μόνο να βρω τα Επείγοντα». «Ξέρω πού είναι». Το μυαλό μου γυρίζει στην τελευταία μου επίσκεψη στο ΠΥΕΟ, όταν, τη δεύτερη μέρα μου στο Κλέυτονς, έπεσα από μια φορητή σκάλα και στραμπούληξα τον αστράγαλό μου. Θυμάμαι τον Πολ Κλέυτον να κόβει βόλτες από πάνω μου και ανατριχιάζω. Ο Σόγερ σταματάει στο σημείο αποβίβασης επισκεπτών και τινάζεται έξω για να μου ανοίξει την πόρτα. «Θα πάω να παρκάρω, κυρία μου, και θα έρθω να σας βρω. Αφήστε τον χαρτοφύλακά σας. Θα τον φέρω εγώ».
«Ευχαριστώ, Λουκ». Γνέφει, και μπαίνω με ζωηρό βήμα στη γεμάτη κόσμο ρεσεψιόν του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών. Η ρεσεψιονίστ στο γραφείο χαμογελάει ευγενικά και μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα έχει εντοπίσει τον Ρέυ και με στέλνει στη χειρουργική αίθουσα του τρίτου ορόφου. Χειρουργική αίθουσα; Γαμώτο! «Ευχαριστώ...» μουρμουρίζω, προσπαθώντας να συγκεντρωθώ στις οδηγίες της για τα ασανσέρ. Σχεδόν τρέχω προς τα εκεί, νιώθοντας το στομάχι μου να ανακατεύεται. Κάνε να είναι καλά... Σε παρακαλώ, κάνε να είναι καλά.
Το ασανσέρ είναι βασανιστικά αργό. Σταματάει σε κάθε όροφο. Άντε... Άντε! Προσπαθώ να το κάνω να κινηθεί πιο γρήγορα με το μυαλό μου, στραβοκοιτάζοντας τους ανθρώπους που μπαινοβγαίνουν με το πάσο τους, εμποδίζοντάς με να φτάσω στον μπαμπά μου. Τελικά οι πόρτες ανοίγουν στον τρίτο όροφο, και τρέχω σε άλλο ένα γραφείο υποδοχής. Αυτό εδώ είναι στελεχωμένο από νοσοκόμες με μπλε στολές. «Μπορώ να σας βοηθήσω;» ρωτάει μια πολυπράγμων νοσοκόμα με μυωπικό βλέμμα. «Ο πατέρας μου, Ρέυμοντ Στιλ... Μόλις έγινε η εισαγωγή. Είναι στη χειρουργική
αίθουσα 4, νομίζω». Ακόμα και τη στιγμή που λέω τα λόγια, εύχομαι να μην είναι αλήθεια. «Περιμένετε να ελέγξω, δεσποινίς Στιλ». Γνέφω, χωρίς να κάνω τον κόπο να τη διορθώσω. Κοιτάζει με προσήλωση την οθόνη του υπολογιστή της. «Ναι. Βρίσκεται μέσα δύο ώρες τώρα. Αν θέλετε να περιμένετε, θα τους ειδοποιήσω πως είστε εδώ. Η αίθουσα αναμονής είναι εκεί». Δείχνει προς μια μεγάλη άσπρη πόρτα που γράφει με χοντρά μπλε γράμματα «ΑΙΘΟΥΣΑ ΑΝΑΜΟΝΗΣ». «Είναι καλά;» ρωτάω, προσπαθώντας να κρατήσω τη φωνή μου σταθερή.
«Θα πρέπει να περιμένετε να σας ενημερώσει κάποιος από τους γιατρούς που τον έχουν αναλάβει, κυρία μου». «Ευχαριστώ...» ψελλίζω αλλά μέσα μου ουρλιάζω: θέλω να μάθω τώρα! Ανοίγω την πόρτα και μπαίνω σε μια λειτουργική, αυστηρή αίθουσα αναμονής, όπου είναι καθισμένοι ο κύριος Ροδρίγες και ο Χοσέ. «Άνα...» λέει ο κύριος Ροδρίγες με ασθματική φωνή. Το μπράτσο του είναι σε νάρθηκα και το ένα του μάγουλο μελανιασμένο. Κάθεται σε μια αναπηρική καρέκλα, και το ένα του πόδι είναι κι αυτό σε νάρθηκα.
Τον αγκαλιάζω προσεκτικά. «Ω κύριε Ροδρίγες...» τραυλίζω με έναν λυγμό. «Άνα γλυκιά μου...» Με χτυπάει χαϊδευτικά στην πλάτη με το γερό του χέρι. «Λυπάμαι πάρα πολύ...» λέει σιγανά, και η τραχιά φωνή του σπάει. Οχ, όχι... «Όχι, μπαμπά...» τον μαλώνει μαλακά ο Χοσέ από πίσω μου, κι όταν γυρίζω, με τραβάει στην αγκαλιά του και με σφίγγει. «Χοσέ...» ψιθυρίζω. Και χάνομαι δάκρυα κυλούν, κι όλη η ένταση, ο φόβος και η στενοχώρια των τριών τελευταίων ωρών βγαίνουν στην επιφάνεια.
«Άνα, μην κλαις...» Ο Χοσέ μού χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά. Τυλίγω τα χέρια γύρω από τον λαιμό του και κλαίω σιγανά. Στεκόμαστε έτσι επί πολλή ώρα, και αισθάνομαι μεγάλη ευγνωμοσύνη που ο φίλος μου βρίσκεται εδώ. Απομακρυνόμαστε όταν μπαίνει ο Σόγερ στην αίθουσα αναμονής. Ο κύριος Ροδριγες μού δίνει ένα χαρτομάντιλο από ένα βολικά τοποθετημένο κουτί και στεγνώνω τα δάκρυά μου. «Από δω ο κύριος Σόγερ. Ασφάλεια...» μουρμουρίζω. Ο Σόγερ κουνάει ευγενικά το κεφάλι στον Χοσέ και τον κύριο Ροδριγες και ύστερα κάθεται σε μια καρέκλα στη γωνία.
«Κάτσε, Άνα». Ο Χοσέ με οδηγεί σε μια από τις πολυθρόνες από βινύλιο. «Τι έγινε; Ξέρουμε πώς είναι; Τι του κάνουν;» Ο Χοσέ σηκώνει τα χέρια για να σταματήσει το μπαράζ τον ερωτήσεών μου και κάθεται δίπλα μου. «Δεν έχουμε νέα. Ο Ρέυ, ο μπαμπάς κι εγώ πηγαίναμε στην Αστόρια για ψάρεμα. Μας χτύπησε ένας ηλίθιος μεθυσμένος...» Ο κύριος Ροδριγες προσπαθεί να διακόψει, ψελλίζοντας μια συγγνώμη. «Calmate, μπαμπά!» λέει απότομα ο Χοσέ. «Εγώ δεν έχω ούτε ένα σημάδι επάνω μου. Μόνο δύο μωλωπισμένα ^λευρά κι ένα χτύπημα στο κεφάλι. Ο μπαμπάς... Ο
μπαμπάς έσπασε τον καρπό και τον αστράγαλό του. Το αυτοκίνητο όμως χτύπησε την πλευρά του συνοδηγού και τον Ρέυ». Οχ, όχι... Όχι! Πανικός πλημμυρίζει ξανά το λιμπικό μου σύστημα. Όχι, όχι, όχι. Το κορμί μου ανατριχιάζει και παγώνει καθώς φαντάζομαι τι συμβαίνει στον Ρέυ στο χειρουργείο. «Τον χειρουργούν. Διακομιστήκαμε στο κοινοτικό νοσοκομείο της Αστόριας, αλλά μετέφεραν εδώ τον Ρέυ με ελικόπτερο. Δεν ξέρουμε τι κάνουν. Περιμένουμε νέα». Αρχίζω να τρέμω. «Άνα, κρυώνεις;»
Γνέφω καταφατικά. Φοράω το άσπρο αμάνικο πουκάμισό μου και το μαύρο καλοκαιρινό παντελόνι, και τίποτε από τα δύο δεν είναι ζεστό. Ο Χοσέ βγάζει επιφυλακτικά το δερμάτινο τζάκετ του και το τυλίγει γύρω από τους ώμους μου. «Να σας φέρω λίγο τσάι, κυρία μου;» Ο Σόγερ είναι δίπλα μου. Γνέφω με ευγνωμοσύνη, και εξαφανίζεται από την αίθουσα. «Γιατί ψαρεύατε.στην Αστάρια;» ρωτάω. Ο Χοσέ ανασηκώνει τους ώμους. «Υποτίθεται πως έχει πολύ ψάρι εκεί... Είχαμε κανονίσει μια έξοδο αντρών. Περνούσα λίγο χρόνο με τον γέρο μου προτού πέσω πάλι με τα μούτρα στο
διάβασμα για το τελευταίο μου έτος». Τα σκούρα μάτια του Χοσέ είναι γουρλωμένα και λάμπουν γεμάτα φόβο και τύψεις. «Θα μπορούσες να έχεις χτυπήσει κι εσύ... Και ο κύριος Ροδρίγες ακόμα χειρότερα...» Η σκέψη με κάνει να κομπιάσω. Η θερμοκρασία του σώματός μου πέφτει κι άλλο και τρεμουλιάζω ξανά. Ο Χοσέ μού πιάνει το χέρι. «Γαμώτο, Άνα, έχεις παγώσει! » Ο κύριος Ροδριγες προχωράει λίγο και μου πιάνει το άλλο χέρι με το γερό δικό του. «Άνα, λυπάμαι πολύ...» «Κύριε Ροδριγες, σας παρακαλώ... Ήταν ατύχημα». Η φωνή μου σβήνει.
«Λέγε με Χοσέ» με διορθώνει. Του χαμογελάω βεβιασμένα, επειδή μόνο αυτό μπορώ να κάνω. Ανατριχιάζω ξανά. «Η αστυνομία συνέλαβε τον μαλάκα. Εφτά το πρωί, και ο τύπος ήταν τύφλα...» λέει σφυριχτά ο Χοσέ, γεμάτος απέχθεια. Ο Σόγερ ξαναμπαίνει, φέρνοντας ένα χάρτινο κυπελλάκι με ζεστό νερό κι ένα φακελάκι τσάι χωριστά. Ξέρει πώς πίνω το τσάι μου! Με ξαφνιάζει και με ευχαριστεί αυτός ο περισπασμός. Ο κύριος Ροδριγες και ο Χοσέ μού αφήνουν τα χέρια και παίρνω με ευγνωμοσύνη το κυπελλάκι από τον Σόγερ. «Θέλει κανείς σας τίποτα;» τους ρωτάει ο Σόγερ.
Γνέφουν και οι δύο αρνητικά, και ο Σόγερ παίρνει και πάλι τη θέση του στη γωνία. Βουτάω το φακελάκι του τσαγιού στο νερό και σηκώνομαι τρεκλίζοντας για να πετάξω το χρησιμοποιημένο φακελάκι σ’ ένα μικρό καλάθι αχρήστων. «Γιατί αργούν τόσο;» μουρμουρίζω, χωρίς να απευθύνομαι σε κάποιον συγκεκριμένα. Πίνω μια γουλιά. Μπαμπά... Σε παρακαλώ, κάνε να είναι καλά. Σε παρακαλώ, κάνε να είναι καλά. «Θα μάθουμε πολύ γρήγορα, απαντάει μαλακά ο Χοσέ.
Άνα»
Γνέφω και πίνω άλλη μία γουλιά. Κάθομαι πάλι δίπλα του. Περιμένουμε... Και περιμένουμε. Ο κύριος Ροδριγες με τα
μάτια κλειστά, να προσεύχεται, νομίζω, και ο Χοσέ να μου κρατάει το χέρι, ζουλώντας το πού και πού. Πίνω αργά αργά το τσάι μου. Δεν είναι Twinings, αλλά κάποια φτηνή, κακής ποιότητας μάρκα, και η γεύση του είναι αηδιαστική. Θυμάμαι την τελευταία φορά που περίμενα νέα. Την τελευταία φορά που νόμιζα πως όλα είχαν χαθεί, όταν είχε εξαφανιστεί το Τσάρλι Τάνγκο. Σφαλίζοντας τα βλέφαρά μου, λέω μια σιωπηλή προσευχή για να έχει ασφαλές ταξίδι ο άντρας μου. Ρίχνω μια ματιά στο ρολόι μου: 2:15 μ.μ. Όπου να ’ναι, θα πρέπει να εμφανιστεί. Το τσάι μου έχει κρυώσει... Μπλιαχ! Σηκώνομαι και αρχίζω να πηγαινοέρχομαι, ύστερα ξανακάθομαι. Γιατί δεν έχουν βγει να μου μιλήσουν οι γιατροί; Πιάνω το χέρι
του Χοσέ και μου το ζουλάει πάλι καθησυχαστικά. Σε παρακαλώ, κάνε να είναι καλά. Σε παρακαλώ, κάνε να είναι καλά. Η ώρα σέρνεται υπερβολικά αργά. Ξαφνικά η πόρτα ανοίγει, κι όλοι σηκώνουμε με προσδοκία τα μάτια. Το στομάχι μου δένεται κόμπος. Αυτό είναι; Ο Κρίστιαν μπαίνει μέσα με μεγάλες δρασκελιές. Το πρόσωπό του σκοτεινιάζει προς στιγμήν όταν βλέπει το χέρι μου μέσα στο χέρι του Χοσέ. «Κρίστιαν!» φωνάζω με αγωνία και πετάγομαι όρθια, ευχαριστώντας τον Θεό που έφτασε καλά. Μετά βρίσκομαι χωμένη στην αγκαλιά του, με τη μύτη του στα μαλλιά μου, και αναπνέω τη μυρωδιά, τη
ζεστασιά, την αγάπη του. Ένα μικρό μέρος μου νιώθει πιο ήρεμο, πιο δυνατό, πιο ανθεκτικό που είναι εδώ. Ω, πόση διαφορά κάνει η παρουσία του σε σχέση με την ψυχική μου ηρεμία... «Κανένα νέο;» Κουνάω αρνητικά το κεφάλι, ανήμπορη να μιλήσω. «Χοσέ». Γνέφει χαιρετώντας τον. «Κρίστιαν, από δω ο πατέρας μου, Χοσέ ο Πρεσβύτερος». «Κύριε Ροδρίγες γνωριστήκαμε στον γάμο. Απ’ ό,τι κατάλαβα, ήσαστε κι εσείς στο ατύχημα».
Ο Χοσέ ξαναλέει σύντομα την ιστορία. «Είστε και οι δύο αρκετά καλά για να βρίσκεστε εδώ;» ρωτάει ο Κρίστιαν. «Δε θέλουμε να είμαστε πουθενά αλλού...» απαντάει ο κύριος Ροδρίγες, και η φωνή του είναι σιγανή και γεμάτη πόνο. Ο Κρίστιαν γνέφει καταφατικά. Παίρνοντάς με από το χέρι, με καθίζει και κάθεται δίπλα μου. «Έχεις φάει;» ρωτάει. Κουνάω το κεφάλι. «Πεινάς;» Κουνάω το κεφάλι. «Κρυώνεις όμως, ε;» ρωτάει, κοιτάζοντας το τζάκετ του Χοσέ.
Γνέφω καταφατικά, κι εκείνος αναδεύεται στην καρέκλα του, αλλά, συνετά, δε λέει τίποτα. Οι πόρτες ανοίγουν ξανά, και μπαίνει ένας νεαρός γιατρός με γαλάζια στολή. Φαίνεται εξαντλημένος, εξουθενωμένος. Όλο το αίμα εξαφανίζεται από το κεφάλι μου καθώς σηκώνομαι τρεκλίζοντας. «Ρέυ Στιλ...» ψιθυρίζω καθώς ο Κρίστιαν στέκεται δίπλα μου, βάζοντας το χέρι του γύρω από τη μέση μου. «Είστε η στενότερη συγγενής του;» ρωτάει ο γιατρός. Τα φωτεινά γαλάζια μάτια του είναι σχεδόν ίδια με τη στολή του, και κάτω από άλλες συνθήκες θα τον έβρισκα ελκυστικό.
«Είμαι η κόρη του, η.Άνα». «Δεσποινίς Στιλ...» «Κυρία Γκρέυ» τον διορθώνει ο Κρίστιαν. «Με συγχωρείτε...» τραυλίζει ο γιατρός, και για μια στιγμή θέλω να κλοτσήσω τον Κρίστιαν. «Είμαι ο δόκτωρ Κρόου. Ο πατέρας σας είναι σε σταθερή, αλλά κρίσιμη κατάσταση». Τι σημαίνει αυτό; Τα γόνατά μου λυγίζουν, και μόνο το μπράτσο του Κρίστιαν, που με στηρίζει, με εμποδίζει να σωριαστώ στο πάτωμα. «Υπέστη σοβαρές εσωτερικές κακώσεις» λέει ο δόκτωρ Κρόου, «κυρίως στο διάφραγμα, μα καταφέραμε να τις
αντιμετωπίσουμε και μπορέσαμε να σώσουμε τον σπλήνα του. Δυστυχώς, υπέστη καρδιακή ανακοπή στη διάρκεια της επέμβασης λόγω απώλειας αίματος. Καταφέραμε να κάνουμε την καρδιά του να λειτουργήσει πάλι, αλλά αυτό εξακολουθεί να μας ανησυχεί. Παρ’ όλα αυτά, η μεγαλύτερη ανησυχία μας είναι πως υπέστη σοβαρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, και η μαγνητική τομογραφία δείχνει πως έχει οίδημα στον εγκέφαλο. Τον κρατάμε σε καταστολή, για να παραμείνει ήρεμος και ακίνητος όσο παρακολουθούμε το οίδημα». Εγκεφαλική βλάβη; Όχι. «Είναι συνηθισμένη πρακτική σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Προς το παρόν πρέπει απλώς να περιμένουμε για να δούμε».
«Και ποια είναι η πρόγνωση;» ρωτάει ψυχρά ο Κρίστιαν. «Κύριε Γκρέυ, είναι δύσκολο να το πούμε αυτήν τη στιγμή. Είναι πιθανόν να αναρρώσει πλήρως, αλλά αυτό επαφίεται τώρα στα χέρια του Θεού». «Πόσο θα τον κρατήσετε σε κώμα;» «Εξαρτάται από το πώς θα αντιδράσει ο εγκέφαλός του. Συνήθως εβδομήντα δύο με ενενήντα έξι ώρες». Ω, τόσο πολύ! «Μπορώ να τον δω;» ψελλίζω. «Ναι... Θα μπορέσετε να τον δείτε σε μισή περίπου ώρα. Έχει μεταφερθεί στη ΜΕΘ2 στον έκτο όροφο».
«Ευχαριστούμε, γιατρέ». Ο δόκτωρ Κρόου γνέφει, ύστερα στρέφεται και μας αφήνει. «Λοιπόν, είναι ζωντανός...» ψιθυρίζω στον Κρίστιαν. Και τα δάκρυα αρχίζουν να κυλούν πάλι στο πρόσωπό μου. «Κάτσε...» μου λέει μαλακά ο Κρίστιαν. «Μπαμπά, νομίζω πως πρέπει να φύγουμε. Χρειάζεσαι ξεκούραση. Δε θα μάθουμε τίποτε άλλο για λίγο...» μουρμουρίζει ο Χοσέ στον κύριο Ροδρίγες, που κοιτάζει με απλανές βλέμμα τον γιο του. «Μπορούμε να έρθουμε και πάλι απόψε, όταν θα έχεις ξεκουραστεί. Δεν υπάρχει πρόβλημα...Έτσι^ Άνα;» Ο Χοσέ γυρίζει με παρακλητικό ύφος προς το μέρος μου.
« Όχι βέβαια ». «Μένετε στο Κρίστιαν.
Πόρτλαντ;»
ρωτάει
ο
Ο Χοσέ γνέφει καταφατικά. «Χρειάζεστε κάποιον να σας πάει;» Ο Χοσέ κατσουφιάζει. «Θα τηλεφωνούσα για ταξί...» «Μπορεί να σας πάει ο Λουκ». Ο Σόγερ σηκώνεται, και ο Χοσέ δείχνει μπερδεμένος. «Ο Λουκ διευκρινιστικά.
Σόγερ...»
τραυλίζω
«Ω... Βέβαια. Ναι, θα το εκτιμούσαμε. Ευχαριστώ, Κρίστιαν». Σηκώνομαι και αγκαλιάζω στα πεταχτά τον κύριο Ροδρίγες και ύστερα τον Χοσέ. «Μείνε δυνατή, Άνα...» μου ψιθυρίζει στο αυτί ο Χοσέ. «Είναι υγιής και σε καλή κατάσταση. Οι πιθανότητες είναι με το μέρος του». «Το ελπίζω...» Τον αγκαλιάζω σφιχτά. Στη συνέχεια τον αφήνω και βγάζω το τζάκετ του, επιστρέφοντάς το. «Κράτησέ το αν κρυώνεις ακόμα». «Όχι. Είμαι εντάξει. Ευχαριστώ». Σηκώνοντας νευρικά τα μάτια μου στον
Κρίστιαν, βλέπω ότι μας παρακολουθεί ανέκφραστα. Ο Κρίστιαν πλησιάζει και με πιάνει από το χέρι. «Αν υπάρξει αλλαγή, θα σας ενημερώσω αμέσως» λέω καθώς ο Χοσέ σπρώχνει το καροτσάκι του πατέρα του προς την πόρτα, την οποία ο Σόγερ κρατάει ανοιχτή. Ο κύριος Ροδριγες σηκώνει το χέρι και σταματούν λίγο στην πόρτα. «Θα προσεύχομαι γι’ αυτόν, Άνα...» Η φωνή του σπάει. «Χάρηκα τόσο πολύ που επανασυνδέθηκα μαζί του μετά από τόσα χρόνια. Έχει γίνει καλός φίλος...» « Το ξέρω., . »
Και με αυτά τα λόγια, φεύγουν. Ο Κρίστιαν κι εγώ μένουμε μόνοι. Μου χαϊδεύει το μάγουλο. «Είσαι χλωμή. Έλ& εδώ...» Κάθεται στην καρέκλα και με τραβάει προς το μέρος του, τυλίγοντάς με ξανά στην αγκαλιά του. Χώνομαι μέσα πρόθυμα. Φωλιάζω επάνω του, με την καρδιά καταπλακωμένη από την ατυχία του πατριού μου, αλλά ευγνώμων που ο άντρας μου είναι εδώ να με παρηγορήσει. Μου χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά και μου κρατάει το χέρι. «Πώς ήταν το Τσάρλι Τάνγκο;» ρωτάω. Χαμογελάει. «Ω, ήταν οξύπλουν...» απαντάει, με ήρεμη περηφάνια στη φωνή του. Μου αποσπά το πρώτο κανονικό
χαμόγελο εδώ και αρκετές ώρες, και τον κοιτάζω απορημένη. «Οξύπλουν;» «Είναι μια ατάκα από τα Κοινωνικά σκάνδαλα, την αγαπημένη ταινία της Γκρέις». «Δεν την ξέρω». «Νομίζω πως την έχω στο σπίτι σε Bluray. Μπορούμε να τη δούμε και να πηδηχτούμε...» Με φιλάει στα μαλλιά και χαμογελάω ξανά. «Μπορώ να σε πείσω να φας κάτι;» με ρωτάει. Το χαμόγελό μου εξαφανίζεται. «Όχι τώρα... Πρώτα θέλω να δω τον Ρέυ». Οι
ώμοι του πέφτουν, αλλά δε με πιέζει. «Πώς ήταν οι Ταϊβανέζοι;» «Διαχειρίσιμοι» απαντάει. «Διαχειρίσιμοι πώς;» «Μ’ άφησαν να αγοράσω το ναυπηγείο τους για λιγότερα απ’ όσα ήμουν διατεθειμένος να πληρώσω». Αγόρασε ναυπηγείο; «Καλό είναι αυτό;» «Ναι. Είναι καλό». «Μα νόμιζα πως είχες ήδη ναυπηγείο... Εδώ».
«Έχω. Αυτό θα το χρησιμοποιούμε για τη συναρμολόγηση. Θα κατασκευάζουμε τις γάστρες στην Άπω Ανατολή. Είναι πιο φτηνό». Ω... «Και οι εργαζόμενοι στο ναυπηγείο εδώ;» «Θα κάνουμε αναδιάταξη. Πρέπει να μπορέσουμε να περιορίσουμε τις απολύσεις στο ελάχιστο». Με φιλάει στα μαλλιά. «Πάμε να δούμε τι κάνει ο Ρέυ;» ρωτάει με τρυφερή φωνή. Η ΜΕΘ ΣΤΟΝ ΕΚΤΟ ΟΡΟΦΟ είναι ένας ψυχρός, αποστειρωμένος, λειτουργικός θάλαμος με ψιθυριστές φωνές και μηχανήματα που εκπέμπουν ηχητικά σήματα. Τέσσερις ασθενείς φιλοξενούνται, καθένας από αυτούς ξεχωριστά στον δικό
του χώρο υψηλής τεχνολογίας. Ο Ρέυ βρίσκεται στο βάθος. Μπαμπά. Φαίνεται τόσο μικρόσωμος σ’ αυτό το μεγάλο κρεβάτι. περιτριγυρισμένος απ’ όλη αυτή την τεχνολογία. Μου προκαλεί σοκ. Ο μπαμπάς μου δεν ήταν ποτέ τόσο μικροσκοπικός. Έχει έναν σωλήνα στο στόμα, ενώ διάφορα σωληνάκια από συστήματα ενδοφλέβιας έγχυσης καταλήγουν σε μια βελόνα σε κάθε χέρι. Ένας μικρός σφιγκτήρας είναι συνδεδεμένος στο δάχτυλό του. Αναρωτιέμαι αόριστα τι είναι. Το πόδι του είναι πάνω από τα σεντόνια, μέσα σε μπλε νάρθηκα. Ένα μόνιτορ δείχνει τους καρδιακούς παλμούς του: μπιπ, μπιπ, μπιπ. Ο σφυγμός του είναι δυνατός και σταθερός.
Αυτό το καταλαβαίνω. Προχωράω αργά προς το μέρος του. Το στήθος είναι σκεπασμένο με έναν μεγάλο κατάλευκο επίδεσμο, που εξαφανίζεται κάτω από το λεπτό σεντόνι το οποίο προστατεύει την αξιοπρέπειά του. Συνειδητοποιώ πως ο σωλήνας που βγαίνει από τη δεξιά γωνία του στόματός του οδηγεί σ’ έναν αναπνευστήρα. Ο ήχος του ανακατεύεται με το μπιπ, μπιπ, μπιπ από το μόνιτορ που παρακολουθεί την καρδιά του σ’ έναν ρυθμικό, κρουστικό θόρυβο. Ρουφώντας, αποβάλλοντας, ρουφώντας, αποβάλλοντας, ρουφώντας, αποβάλλοντας, ταυτόχρονα με τα μπιπ. Στο μόνιτορ που παρακολουθεί την καρδιά του υπάρχουν τέσσερις γραμμές, κι όλες κινούνται
σταθερά προς τα εμπρός, αποδεικνύοντας ξεκάθαρα πο:>ς ο Ρέυ είναι ακόμα μαζί μας. Ω μπαμπά. Αν και το στόμα του είναι παραμορφωμένο από τον σωλήνα του αναπνευστήρα, φαίνεται γαλήνιος ξαπλωμένος εκεί και βαθιά κοιμισμένος. Μια μικρόσωμη νεαρή νοσοκόμα στέκεται στο πλάι, ελέγχοντας τα μόνιτορ. «Μπορώ να τον αγγίξω;» τη ρωτάω, απλώνοντας επιφυλακτικά το χέρι μου για να πιάσω το δικό του. «Ναι...» απαντάει χαμογελώντας ευγενικά. Η κονκάρδα της λέει «ΚΕΛΛΙ ΡΝ» και
πρέπει να είναι γύρω στα είκοσι. Είναι ξανθιά με πολύ σκούρα μάτια. Ο Κρίστιαν στέκεται στην άκρη του κρεβατιού, παρακολουθώντας με προσεκτικά καθώς σφίγγω το χέρι του Ρέυ. Είναι παράξενα ζεστό, κι αυτό με κάνει να χάσω την αυτοκυριαρχία μου. Σωριάζομαι στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι, ακουμπάω απαλά το κεφάλι στο μπράτσο του Ρέυ και αρχίζω να κλαίω με λυγμούς. «Ω μπαμπά... Σε παρακαλώ, γίνε καλά» τραυλίζω. «Σε παρακαλώ:..» · Ο Κρίστιαν βάζει το χέρι στον ώμο μου και με ζουλάει καθησυχαστικά. «Όλες οι ζωτικές ενδείξεις του κυρίου Στιλ είναι καλές» λέει ήρεμα η νοσοκόμα Κέλλι.
«Ευχαριστούμε...» Κρίστιαν.
μουρμουρίζει
ο
Σηκώνω τα μάτια, έγκαιρα για να τη δω να χάσκει. Έχει ρίξει επιτέλους μια προσεκτική ματιά στον άντρα μου. Δε με νοιάζει. Μπορεί να χάσκει όσο θέλει κοιτάζοντας τον Κρίστιαν, φτάνει να κάνει πάλι καλά τον πατέρα μου. «Μπορεί να μ’ ακούσει;» ρωτάω. «Είναι σε βαθύ κώμα. Αλλά ποιος ξέρει;» «Μπορώ να κάτσω λίγο;» «Φυσικά!» Μου χαμογελάει, με τα μάγουλα ροζ από ένα αποκα-
λυπτικό κοκκίνισμα. Κατά εντελώς ανάρμοστο τρόπο, πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται πως δεν είναι φυσική ξανθιά. Ο Κρίστιαν με κοιτάζει αγνοώντας την. «Πρέπει να κάνω ένα τηλεφώνημα. Θα είμαι έξω. Θα σ’ αφήσω λίγη ώρα μόνη με τον μπαμπά σου». Γνέφω καταφατικά. Με φιλάει στα μαλλιά και βγαίνει από την αίθουσα. Κρατάω το χέρι του Ρέυ και σκέφτομαι πόσο ειρωνικό είναι το γεγονός ότι μόνο τώρα που είναι αναίσθητος και δεν μπορεί να με ακούσει θέλω πραγματικά να του πω πόσο τον αγαπάω. Αυτός ο άνθρωπος υπήρξε το σημείο αναφοράς μου. Ο βράχος μου. Και ποτέ ως τώρα δεν το είχα σκεφτεί. Δεν είμαι σάρκα από τη σάρκα του, όμως είναι ο μπαμπάς μου και τον αγαπάω πάρα πολύ.
Τα δάκρυα αυλακώνουν τα μάγουλά μου. Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, γίνε καλά. Πολύ σιγανά, για να μην ενοχλήσω κανέναν, του λέω για το Σαββατοκύριακό μας στο Άσπεν και για το περασμένο Σαββατοκύριακο, όταν πετούσαμε πάνω από τα κύματα με την «Ωραία μου Κυρία». Του λέω για το καινούριο μας σπίτι, τα σχέδιά μας, για το πώς ελπίζουμε να το κάνουμε οικολογικό. Του υπόσχομαι να τον πάρω μαζί μας στο Άσπεν για να πάει για ψάρεμα με τον Κρίστιαν και τον διαβεβαιώνω πως ο κύριος Ροδριγες και ο Χοσέ θα είναι κι αυτοί καλοδεχούμενοι. Σε παρακαλώ, μείνε εδώ για να το κάνεις αυτό, μπαμπά. Σε παρακαλώ. Ο Ρέυ μένει ακίνητος, ενώ ο αναπνευστήρας ρουφάει και αποβάλλει, και
το μονότονο, αλλά καθησυχαστικό, μπιπ, μπιπ, μπιπ του μόνιτορ που ελέγχει την καρδιά του είναι η μόνη του απάντηση. Όταν σηκώνω τα μάτια, ο Κρίστιαν κάθεται σιωπηλός στην άκρη του κρεβατιού. Δεν ξέρω πόση ώρα είναι εκεί. «Γεια...» λέει, με μάτια που αστράφτουν από συμπόνια και έγνοια. «Γεια». «Ώστε θα πάω για ψάρεμα με τον μπαμπά σου, τον κύριο Ροδρίγες και τον Χοσέ;» ρωτάει. Γνέφω καταφατικά.
«Εντάξει. Πάμε να φάμε. Άσ’ τον να κοιμηθεί». Σκυθρωπιάζω. Δε θέλω να τον αφήσω. «Άνα, είναι σε κώμα. Έδωσα τους αριθμούς των κινητών μας στις νοσοκόμες εδώ. Αν υπάρξει αλλαγή, θα μας καλέσουν. Θα φάμε, θα πιάσουμε δωμάτιο σ’ ένα ξενοδοχείο, θα ξεκουραστούμε και θα έρθουμε πάλι το βράδυ». Η ΣΟΥΙΤΑ ΣΤΟ ΧΙΘΜΑΝ είναι ακριβώς όπως τη θυμάμαι. Πόσες φορές έχω σκεφτεί την πρώτη νύχτα και το πρώτο πρωί που πέρασα με τον Κρίστιαν Γκρέυ; Στέκομαι στην είσοδο της σουίτας μαρμαρωμένη. Χριστέ μου όλα ξεκίνησαν εδώ.
«Σπίτι μακιιά από το σπίτι...» λέει ο Κρίστιαν, και η φωνή του είναι σιγανή. Αφήνει τον χαρτοφύλακά μου δίπλα, σ’ έναν από τους φουσκωτούς καναπέδες. «Θες να κάνεις ένα ντους; Ένα μπάνιο; Τι χρειάζεσαι, Άνα;» Ο Κρίστιαν με κοιτάζει και καταλαβαίνω πως δεν ξέρει τι να κάνει το χαμένο μου αγόρι έχει να αντιμετωπίσει γεγονότα που ξεφεύγουν από τον έλεγχό του... Όλο το απόγευμα ήταν αποτραβηγμένος και σκεπτικός. Πρόκειται για μια κατάσταση που δεν μπορεί να χειριστεί και να προβλέψει. Είναι η πραγματική ζωή, νέτη σκέτη, κι αυτός κρατάει τον εαυτό του μακριά της τόσο πολύ καιρό, που τώρα είναι εκτεθειμένος και αβοήθητος. Οι γλυκές, προστατευμένες Πενήντα Αποχρώσεις μου.
Ένα μπάνιο. Θα ήθελα ένα μπάνιο...» μουρμουρίζω, έχοντας συνείδηση πως, αν τον κρατήσω απασχολημένο, θα νιώσει καλύτερα, θα αισθανθεί χρήσιμος. Ω Κρίστιαν - είμαι μουδιασμένη και κρυώνω και φοβάμαι, αλλά χαίρομαι τόσο πολύ που είσαι εδώ μαζί μου. «Μπάνιο. Ωραία. Ναι». Μπαίνει στο υπνοδωμάτιο και τον χάνω από τα μάτια μου μέσα στο μεγαλόπρεπο μπάνιο. Έπειτα από λίγο ακούγεται το φλοίσβισμα του νερού που γεμίζει την μπανιέρα. Τελικά πείθω τον εαυτό μου να τον ακολουθήσει στο υπνοδωμάτιο. Με πιάνει η ψυχή μου όταν βλέπω επάνω στο κρεβάτι διάφορες τσάντες από το Nordstrom. Ο Κρίστιαν ξαναμπαίνει, με τα μανίκια σηκωμένα, χωρίς γραβάτα και σακάκι.
«Έστειλα τον Τέυλορ να πάρει μερικά πράγματα. Νυχτικά. Ξέρεις...» λέει, κοιτάζοντάς με επιφυλακτικά. Φυσικά τον έστειλε. Γνέφω επιδοκιμαστικά, για να τον κάνω να νιώσει καλύτερα. Πού είναι ο Τέυλορ; « Ω Άνα ...» τραυλίζει ο Κρίστιαν. «Δε σ’ έχω ξαναδεί έτσι. Συνήθως είσαι γενναία και δυνατή». Δεν ξέρω τι να πω. Απλώς τον κοιτάζω με τις κόρες των ματιών διεσταλμένες. Δεν έχω τίποτα να δώσω αυτήν τη στιγμή. Νομίζω πως είμαι σε κατάσταση σοκ. Τυλίγω τα χέρια γύρω από τον εαυτό μου, προσπαθώντας να κρατήσω μακριά το κρύο που με περονιάζει, αν και ξέρω πως είναι
μάταιο, γιατί το κρύο έρχεται από μέσα μου. Ο Κρίστιαν με τραβάει στην αγκαλιά του. «Μωρό μου, είναι ζωντανός. Οι ζωτικές ενδείξεις του είναι καλές. Απλώς πρέπει να κάνουμε υπομονή...» λέει σιγανά. «Έλα». Με πιάνει από το χέρι και με οδηγεί στο μπάνιο. Μου βγάζει μαλακά το σακάκι και το βάζει στην καρέκλα του μπάνιου, ύστερα γυρίζει πίσω και μου ξεκουμπο'^νει τα κουμπιά του πουκάμισού μου. TO ΝΕΡΟ ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΡΟΧΑ ΖΕΣΤΟ και μυρωδάτο και η ευωδιά των λουλουδιών του λωτού αιωρείται βαριά στη ζεστή, πνιγηρή ατμόσφαιρα του μπάνιου. Ξαπλώνω ανάμεσα στα πόδια του Κρίστιαν, με την πλάτη στο στήθος του, τα πόδια μου επάνω στα δικά του. Είμαστε και οι δύο σιωπηλοί και σκεπτικοί και επιτέλους
νιώθω ζεστασιά. Κάθε τόσο ο Κρίστιαν μού φιλάει τα μαλλιά, κι εγώ σπάω αφηρημένα τις φουσκάλες στον αφρό. Το χέρι του είναι τυλιγμένο γύρω από τους ώμους μου. «Δεν μπήκες στην μπανιέρα μαζί με τη Λέιλα, ε; Εκείνη τη φορά που την έκανες μπάνιο...» λέω. Τσιτώνεται και ρουθουνίζει, ενώ το χέρι του σφίγγεται στον ώμο μου, όπου και είναι ακουμπισμένο. «Εμμμ... Όχι ». Ακούγεται κατάπληκτος. «Έτσι πίστευα κι εγώ. Ωραία». Μου τραβάει μαλακά τα μαλλιά, που είναι μαζεμένα σ’ έναν πρόχειρο κότσο, γέρνοντας το κεφάλι μου προς τα πίσω, έτσι ώστε να μπορεί να βλέπει το πρόσωπό μου.
«Γιατί ρωτάς;» Ανασηκώνω τους ώμους. «Νοσηρή περιέργεια. Δεν ξέρω... Επειδή την είδα αυτή την εβδομάδα». Το πρόσωπό του σκληραίνει. «Κατάλαβα. Όχι και νοσηρή...» Ο τόνος του είναι επικριτικός. «Πόσο καιρό θα τη συντηρείς;» «Μέχρι να σταθεί στα πόδια της. Δεν ξέρω...» Ανασηκώνει τους ώμους του. «Γιατί;» «Υπάρχουν κι άλλες;» «Κι άλλες;» «Πρώην που συντηρείς».
«Υπήρχε μία, ναι. Όχι πια όμως». Μπα;» «Σπούδαζε ιατρική. Τώρα είναι πτυχιούχος κι έχει βρει κάποιον άλλο». «Άλλον Κυρίαρχο;» «Ναι». «Η Λέιλα λέει πως έχεις δύο πίνακές της...» ψιθυρίζω. «Είχα. Δε μου έλεγαν τίποτα. Είχαν τεχνικές αρετές, αλλά παραήταν πολύχρωμοι για τα γούστα μου. Νομίζω πως τους έχει ο Έλλιοτ. Όπως ξέρουμε, δεν έχει καλό γούστο...»
Χαχανίζω, και τυλίγει και το άλλο του χέρι γύρω μου, πιτσιλίζοντας με νερό το πάτωμα. «Έτσι μπράβο...» μουρμουρίζει και με φιλάει στον κρόταφο. «Παντρεύεται την καλύτερή μου φίλη». «Τότε καλύτερα αποκρίνεται.
να
το
βουλώσω...»
ΝΙΩΘΩ ΠΙΟ ΧΑΛΑΡΗ μετά το μπάνιο μας. Τυλιγμένη στο απαλό μπουρνούζι του Χίθμαν, στυλώνω το βλέμμα στις διάφορες τσάντες επάνω στο κρεβάτι. Χριστέ μου πρέπει να υπάρχουν κι άλλα εκτός από νυχτικά. Κοιτάζω διστακτικά μέσα σε μια τσάντα. Ένα τζιν κι ένα γαλάζιο φούτερ με κουκούλα στο μέγεθός μου. Ποπό... Ο
Τέυλορ αγόρασε ρούχα για ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο και ξέρει τι μου αρέσει. Χαμογελάω όταν θυμάμαι πως δεν είναι η πρώτη φορά που μου έχει ψωνίσει ρούχα ενώ εγώ είμαι στο Χίθμαν. «Εκτός από το να με παρενοχλείς στο Κλέυτονς, έχεις πάει ποτέ σε μαγαζί για να αγοράσεις πράγματα;» «Να σε παρενοχλώ;» «Ναι, Να με παρενοχλείς». «Είχες αλαφιαστεί, αν θυμάμαι καλά... Κι εκείνος ο νεαρός σ’ τα είχε ρίξει χοντρά. Πώς τον έλεγαν;» «Πολ».
«Ένας από τους πολλούς θαυμαστές σου». Υψώνω το βλέμμα στον ουρανό, και χαμογελάει ανακουφισμένος με ένα ειλικρινές χαμόγελο, φιλώντας με. «Μπράβο το κορίτσι μου...» λέει χαμηλόφωνα. « Ντύσου. Δε θέλω να κρυώσεις πάλι». «ΕΤΟΙΜΗ...» μουρμουρίζω. Ο Κρίστιαν δουλεύει στο Mac στον χώρο γραφείου της σουίτας. Φοράει μαύρο τζιν κι ένα γκρίζο πλεχτό πουλόβερ με πλεξίδες. Εγώ έχω βάλει το τζιν, το φούτερ κι ένα άσπρο μπλουζάκι. «Φαίνεσαι τόσο νέα...» ψιθυρίζει ο Κρίστιαν σηκώνοντας το βλέμμα. Τα μάτια
του λάμπουν. «Και να σκεφτεί κανείς πως αύριο θα είσαι έναν ολόκληρο χρόνο μεγαλύτερη...» Η φωνή του είναι νοσταλγική. Χαμογελάω θλιμμένα. «Δεν έχω και πολλή όρεξη να γιορτάσω... Μπορούμε να πάμε να δούμε τον Ρέυ τώρα;» «Βέβαια. Μα θα ήθελα να φας κάτι. Μόλις που άγγιξες το φαγητό σου...» «Κρίστιαν, σε παρακαλώ... Απλώς δεν πεινάω. Ίσως αφού δούμε τον Ρέυ. Θέλω να του πω καληνύχτα». ΦΤΑΝΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΘ, συναντάμε τον Χοσέ, που φεύγει. Είναι μόνος του. «Άνα, Κρίστιαν, γεια σας».
«Πού είναι ο μπαμπάς σου;» «Ήταν πολύ κουρασμένος για να έρθει ξανά. Σήμερα το πρωί τράκαρε». Χαμογελάει μελαγχολικά. «Και άρχισαν να τον πιάνουν τα παυσίπονα... Είχε πέσει ξερός. Χρειάστηκε να κάνω καβγά για να μπω να δω τον Ρέυ. μιοίς και δεν είμαι συγγενής». «Και;» ρωτάω με αγωνία. «Είναι καλά, Άνα. Τα ίδια... Αλλά καλά». Με πλημμυρίζει ανακούφιση. Κανένα νέο ίσον καλό νέο. «Θα σε δω αύριο, εορτάζουσα;» «Ασφαλώς. Εδώ θα είμαστε...»
Ο Χοσέ ρίχνει μια γρήγορη ματιά στον Κρίστιαν, μετά με αγκαλιάζει στα πεταχτά. «Μαήαηα». «Καληνύχτα, Χοσέ». «Αντίο, Χοσέ» λέει ο Κρίστιαν. Ο Χοσέ γνέφει και προχωράει στον διάδρομο. «Είναι ακόμα τρελός για σένα» προσθέτει ήρεμα ο Κρίστιαν. «Όχι, δεν είναι. Αλλά ακόμα κι αν είναι...» αποκρίνομαι και ανασηκώνω τους ώμους, μιας κι αυτήν τη στιγμή απλώς δε με νοιάζει.
Ο Κρίστιαν μού χαμογελάει σφιγμένα, και η καρδιά μου λιώνει. «Μπράβο σου...» μουρμουρίζω. Συνοφρυώνεται. «Που δεν έβγαλες αφρούς από το στόμα». Με κοιτάζει με το στόμα ολάνοιχτο. Πληγωμένος αλλά και εύθυμος. «Δεν έχω βγάλει ποτέ αφρούς από το στόμα. Πάμε να δούμε τον μπαμπά σου. Σου έχω μια έκπληξη!» «Έκπληξη;» Τα μάτια μου γουρλώνουν από ανησυχία. «Έλα». Ο Κρίστιαν με παίρνει από το χέρι και σπρώχνουμε τη δίφυλλη πόρτα που οδηγεί στη ΜΕΘ.
Όρθια στην άκρη του κρεβατιού του Ρέυ βρίσκεται η Γκρέις, απορροφημένη από μια συζήτηση με τον Κρόου και ακόμα μία γιατρό που δεν έχω ξαναδεί. Βλέποντάς μας, η Γκρέις χαμογελάει. Ω, δόξα τω Θεώ. «Κρίστιαν!» Τον φιλάει στο μάγουλο, μετά στρέφεται σε μένα και με κλείνει σε μια ζεστή αγκαλιά. «Άνα, πώς τα πας;» «Καλά είμαι. ανησυχώ...»
Για
τον
πατέρα
μου
«Είναι σε καλά χέρια. Η δόκτωρ Σλούντερ είναι εξπέρ στον τομέα της. Ήμαστε μαζί στο Γέιλ». Ω...
«Κυρία Γκρέυ» με χαιρετάει πολύ τυπικά η δόκτωρ Σλούντερ. Έχει κοντά μαλλιά και είναι μικροκαμωμένη, με συνεσταλμένο χαμόγελο και αμυδρή νότια προφορά. «Ως επικεφαλής της ιατρικής ομάδας του πατέρα σας, είμαι στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσω πως τα πάντα πάνε κατ’ ευχήν. Οι ζωτικές ενδείξεις του είναι σταθερές και δυνατές. Πιστεύουμε πως θα αναρρώσει πλήρως. Το οίδημα στον εγκέφαλο σταμάτησε και δείχνει σημάδια υποχώρησης. Αυτό είναι πολύ ενθαρρυντικό μετά από τόσο μικρό χρονικό διάστημα». «Καλό νέο αυτό...» μουρμουρίζω. Μου χαμογελάει εγκάρδια. «Είναι, κυρία Γκρέυ! Τον φροντίζουμε πολύ καλά».
Στρέφεται στη μητέρα του Κρίστιαν. «Χάρηκα που σε είδα ξανά, Γκρέις!» Η Γκρέις χαμογελάει. «Κι εγώ, Λορραίνα». «Δόκτωρ Κρόου, ας αφήσουμε αυτούς τους καλούς ανθρώπους να κάνουν την επίσκεψή τους στον κύριο Στιλ». Ο Κρόου ακολουθεί τη δόκτορα Σλούντερ προς την έξοδο. Ρίχνω μια ματιά στον Ρέυ και πρώτη φορά μετά το ατύχημά του αισθάνομαι πιο αισιόδοξη. Τα καλά λόγια της δόκτορος Σλούντερ και της Γκρέις έχουν αναζωπυρώσει την ελπίδα μου. Η Γκρέις μού πιάνει το χέρι και το ζουλάει απαλά. «Άνα γλυκιά μου. κάτσε μαζί του.
Μίλα του. Όλα είναι καλά. Θα κάνω παρέα στον Κρίστιαν στην αίθουσα αναμονής». Γνέφω καταφατικά. Ο Κρίστιαν χαμογελάει καθησυχαστικά και φεύγει με τη μητέρα του, αφήνοντάς με με τον αγαπημένο μου πατέρα, που κοιμάται γαλήνια κάτω από το σιγανό νανούρισμα του αναπνευστήρα και του μόνιτορ της καρδιάς του. ΦΟΡΑΩ ΤΟ ΑΣΠΡΟ ΜΠΛΟΥΖΑΚΙ του Κρίστιαν και πέφτω στο κρεβάτι. «Φαίνεσαι πιο κεφάτη...» λέει ο Κρίστιαν επιφυλακτικά καθώς φοράει τις πιτζάμες του. «Ναι. Νομίζω πως η κουβέντα με τη μαμά σου και τη δόκτορα Σλούντερ έκανε μεγάλη
διαφορά. Εσύ ζήτησες από την Γκρέις να έρθει;» Ο Κρίστιαν χώνεται στο κρεβάτι και με τραβάει στην αγκαλιά του, γυρίζοντάς με από την άλλη. «Όχι. Η ίδια ήθελε να έρθει να δει τον πατέρα σου». «Πώς το έμαθε;» «Την πήρα σήμερα το πρωί». Ω... «Μωρό μου, είσαι εξαντλημένη. Πρέπει να κοιμηθείς». «Μμμ...» ψιθυρίζω συμφωνώντας έχει δίκιο. Είμαι αρκετά κουρασμένη. Η μέρα ήταν γεμάτη συγκινήσεις. Τεντώνω τον λαιμό μου προς τα πίσω και τον κοιτάζω λίγο. Δε θα κάνουμε έρωτα; Και νιώθω ανακούφιση* η αλήθεια είναι πως όλη τη
μέρα κρατούσε τα χέρια του μακριά μου. Αναρωτιέμαι αν πρέπει να με ανησυχήσει αυτή την εξέλιξη, αλλά από τη στιγμή που η εσωτερική μου θεά έχει εγκαταλείψει το κτίριο παίρνοντας μαζί της και τη λίμπιντό μου, θα το σκεφτώ το πρωί. Στρέφομαι από την άλλη και φωλιάζω κοντά στον Κρίστιαν, τυλίγοντας τα πόδια μου πάνω από τα δικά του. «Υποσχέσου μου κάτι...» μουρμουρίζει. «Μμμ;» Είναι μια ερώτηση που είμαι πολύ κουρασμένη για να αρθρώσω. «Υποσχέσου μου ότι θα φας κάτι αύριο. Μόλις και μετά βίας ανέχομαι να φοράς το τζάκετ ενός άλλου χωρίς να βγάζω αφρούς από το στόμα, αλλά, Άνα, πρέπει να φας. Σε παρακαλώ...»
«Μμμ...» αποκρίνομαι συμφωνώντας. Μου φιλάει τα μαλλιά. «Ευχαριστώ που είσαι εδώ...» τραυλίζω και τον φιλάω νυσταγμένα στο στήθος. «Πού αλλού θα ήμουν; Θέλω να είμαι όπου είσαι κι εσύ, Άνα. Το γεγονός ότι είμαι εδώ με κάνει να σκέφτομαι πόσο μακριά έχουμε φτάσει. Και τη νύχτα που πρωτοκοιμήθηκα μαζί σου... Φοβερή νύχτα. Σε παρακολουθούσα ώρες ατέλειωτες. Ήσουν απλώς... οξύπλους» λέει σιγανά. Του χαρίζω ένα απαντητικό χαμόγελο επάνω στο στήθος του. «Κοιμήσου.. » προσθέτει χαμηλόφωνα, και είναι διαταγή. Σφαλίζω τα βλέφαρα και αποκοιμιέμαι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΟΧΤΩ ΑΝΑΔΕΥΟΜΑΙ ΑΝΟΙΓΟΝΤΑΣ τα μάτια σ’ ένα φωτεινό σεπτεμβριάτικο πρωινό. Ζεστά και άνετα ανάμεσα σε καθαρά, κολλαριστά σεντόνια, χρειάζομαι μια στιγμή για να προσανατολιστώ και με κατακλύζει μια αίσθηση deja vu. Φυσικά είμαι στο Χίθμαν. «Σκατά! Ο μπαμπάς!» λέω δυνατά, καθώς θυμάμαι, με ένα κύμα φόβου να με παρασέρνει, σφίγγοντας την καρδιά και σφυροκοπώντας το κεφάλι μου, γιατί βρίσκομαι στο Πόρτλαντ.
«Ει ...» Ο Κρίστιαν κάθεται στην άκρη του κρεβατιού. Μου χαϊδεύει το μάγουλο με τις αρθρώσεις του, ηρεμώντας με στο λεπτό. «Τηλεφώνησα στη ΜΕΘ το πρωί. Ο Ρέυ πέρασε καλή νύχτα. Όλα είναι καλά» αποκρίνεται καθησυχαστικά. «Α, ωραία. Ευχαριστώ...» μουρμουρίζω και ανακάθομαι. Σκύβει και πιέζει τα χείλη του στο μέτωπό μου. «Καλημέρα, Άνα...» ψιθυρίζει και με φιλάει στον κρόταφο. «Γεια...» τραυλίζω. Έχει σηκωθεί κι έχει φορέσει ένα μαύρο μπλουζάκι και μπλουτζίν. «Γεια...» λέει σιγανά, με μάτια τρυφερά και ζεστά. «Θέλω να σου ευχηθώ χρόνια πολλά. Μπορώ;»
Του χαρίζω ένα διστακτικό χαμόγελο και του χαϊδεύω το μάγουλο. «Ναι, φυσικά. Ευχαριστώ. Για όλα...» Το μέτωπό του ζαρώνει. «Για όλα;» «Για όλα». Προς στιγμήν φαίνεται σαστισμένος, αλλά αυτό είναι φευγαλέο, και οι κόρες των ματιών του διαστέλλονται με προσμονή. «Ορίστε...» Μου δίνει ένα μικρό, υπέροχα τυλιγμένο κουτί με μια μικροσκοπική κάρτα. Παρά την ανησυχία που αισθάνομαι για τον μπαμπά μου, νιώθω την αγωνία και την έξαψη του Κρίστιαν, και είναι μεταδοτική. Διαβάζω την κάρτα.
Για ολες μας τις πρώτες φορές στα πρωτα σου γενέθλια ως η αγαπημένη μου γυναίκα. Σ' αγαπάω. kx
Ποπό... Πολύ γλυκό αυτό. «Κι εγώ σ’ αγαπάω...» μουρμουρίζω χαμογελώντας του. Χαμογελάει. «Άνοιξέ το...» Ξετυλίγοντας προσεκτικά το χαρτί για να μη σκιστεί, βρίσκω ένα όμορφο κόκκινο δερμάτινο κουτί. Cartier. Είναι οικείο, χάρη στα σκουλαρίκια της δεύτερης ευκαιρίας και στο ρολόι μου. Ανοίγω επιφυλακτικά το κουτί και ανακαλύπτω ένα λεπτό βραχιόλι
με κρεμαστά μοτίφ, φτιαγμένο από ασήμι ή πλατίνα ή λευκόχρυσο δεν ξέρω, αλλά είναι μαγευτικό. Από πάνω του κρέμονται διάφορα μοτίφ: ο Πύργος του Άιφελ, ένα μαύρο λονδρέζικο ταξί, ένα ελικόπτερο το Τσάρλι Τάνγκο, ένα ανεμόπτερο το πέταγμα, ένα καταμαράν η «Γκρέις» ένα κρεβάτι κι ένας κώνος παγωτού; Τον κοιτάζω σαστισμένη. «Βανίλια;» Ανασηκώνει απολογητικά τους ώμους, και δεν μπορώ να μη γελάσω. Φυσικά. «Κρίστιαν, είναι πανέμορφο! Σ’ ευχαριστώ. Είναι οξύ πλουν!» Χαμογελάει.
Το αγαπημένο μου είναι η καρδιά. Ένα μενταγιόν. «Μπορείς να βάλεις μια φωτογραφία ή ό,τι θες εκεί μέσα». «Μια φωτογραφία σου». Τον κοιτάζω μέσα από τις βλεφαρίδες μου. «Πάντα στην καρδιά μου...» Χαμογελάει με το όμορφο, συγκινητικά συνεσταλμένο χαμόγελό του. Πασπατεύω τα δύο τελευταία κρεμαστά μπιχλιμπίδια: το γράμμα Κ α, ναι, ήμουν η πρώτη φιλενάδα του που χρησιμοποίησε το μικρό του όνομα και χαμογελάω στη σκέψη. Και τέλος ένα κλειδί.
«Για την καρδιά και την ψυχή μου...» ψιθυρίζει. Δάκρυα τσούζουν τα μάτια μου. Ορμάω επάνω του, τυλίγοντας τα χέρια γύρω από τον λαιμό του και φωλιάζοντας στην αγκαλιά του. «Είναι τόσο ψαγμένο δώρο. Το λατρεύω. Σ’ ευχαριστώ...» μουρμουρίζω στο αυτί του και μυρίζει τόσο όμορφα -καθαριότητα, φρεσκοπλυμένο λινό, αφρόλουτρο και Κρίστιαν-, μυρίζει σπίτι, το σπίτι μου. Τα δάκρυα που απειλούσαν να τρέξουν αρχίζουν να κυλούν. Βογκάει ελαφρά και με τυλίγει στην αγκαλιά του.
«Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς εσένα...» Η φωνή μου σπάει καθώς προσπαθώ να συγκρατήσω το κύμα των συναισθημάτων που με κατακλύζει. Ξεροκαταπίνει και με σφίγγει πιο δυνατά. «Σε παρακαλά), μην κλαις...» Ρουφάω τη μύτη μου με καθόλου κομψό τρόπο. «Με συγχωρείς... Απλώς είμαι τόσο ευτυχισμένη και στενοχωρημένη και αγχωμένη ταυτόχρονα. Είναι γλυκόπικρο». «Ει...» Η φωνή του είναι απαλή σαν χάδι. Γέρνοντας το κεφάλι μου προς τα πίσω, με φιλάει μαλακά στα χείλη. «Καταλαβαίνω». «Το ξέρω...» ψελλίζω και ανταμείβομαι με το συνεσταλμένο του χαμόγελο.
«Μακάρι να ήμαστε σε πιο ευχάριστες συνθήκες και στο σπίτι μας. Μα είμαστε εδώ». Ανασηκώνει πάλι τους ώμους απολογητικά. «Έλα... Σήκω. Μετά το πρωινό θα πάμε να δούμε τι κάνει ο Ρέυ». ΜΟΛΙΣ ΦΟΡΑΩ το καινούριο τζιν και το μπλουζάκι μου, η όρεξή μου σημειώνει μια σύντομη αλλά ευπρόσδεκτη επιστροφή στη διάρκεια του πρωινού στη σουίτα μας. Ξέρω πως ο Κρίστιαν χαίρεται που με βλέπει να τρώω την γκρανόλα και το .ελληνικό γιαούρτι μου. «Σ’ ευχαριστώ που παράγγειλες αγαπημένο μου πρωινό».
το
«Είναι τα γενέθλιά σου» αποκρίνεται μαλακά ο Κρίστιαν. «Και πρέπει να σταματήσεις να με ευχαριστείς!» Υψώνει
το βλέμμα του στον ουρανό εκνευρισμένος, αλλά με τρυφερότητα, νομίζω. «Απλώς θέλω να ξέρεις ότι το εκτιμώ». «Αναστάζια, αυτή είναι η δουλειά μου». Το ύφος του είναι σοβαρό φυσικά ο Κρίστιαν έχει το πρόσταγμα και τον έλεγχο. Πώς μπόρεσα να το ξεχάσω... Θα τον ήθελα αν ήταν αλλιώς; Χαμογελάω. «Ναι, είναι...» Με κοιτάζει απορημένος και μετά κουνάει το κεφάλι του. «Πάμε;» Να βουρτσίσω τα δόντια μου». Χαμογελάει αχνά. «Εντάξει...»
Γιατί χαμογελάει; Η σκέψη με βασανίζει καθώς κατευθύνομαι προς το μπάνιο. Μια ανάμνηση έρχεται απρόσκλητη στο μυαλό μου. Χρησιμοποίησα την οδοντόβουρτσά του μετά την πρώτη νύχτα που πέρασα μαζί του. Χαμογελάω και αρπάζω την οδοντόβουρτσά του προς τιμήν εκείνης της πρώτης φοράς. Ατενίζοντας τον εαυτό μου καθώς βουρτσίζω τα δόντια μου, τον βρίσκω χλωμό, πολύ χλωμό. Από την άλλη όμως πάντα είμαι χλωμή. Την τελευταία φορά που ήμουν εδώ ήμουν ανύπαντρη και τώρα είμαι παντρεμένη στα είκοσι δύο μου! Γερνάω... Ξεπλένω το στόμα μου. Σηκώνοντας τον καρπό μου, τον κουνάω, και τα κρεμαστά μπιχλιμπίδια στο βραχιόλι μου βγάζουν ένα ευχάριστο κουδούνισμα. Πώς ξέρει πάντα ο γλυκός μου Πενήντα
ακριβώς το σωστό πράγμα ώστε να μου το χαρίσει; Παίρνω βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να περιορίσω τη συγκίνηση που καραδοκεί ακόμα μέσα μου, και κοιτάζω πάλι το βραχιόλι. Στοιχηματίζω πως κόστισε μια περιουσία. Εεε... Εντάξει. Το αντέχει η τσέπη του. Καθώς προχωράμε προς τα ασανσέρ, ο Κρίστιαν με πιάνει από το χέρι και μου φιλάει τις αρθρώσεις, ενώ ο αντίχειράς του περνάει πάνω από το Τσάρλι Τάνγκο στο βραχιόλι μου. «Σ’ αρέσει;» «Μ’ αρέσει δε λες τίποτα! Το λατρεύω. Πάρα πολύ! Όπως και σένα».
Χαμογελάει και φιλάει πάλι τις αρθρώσεις μου. Νιώθω πιο ανάλαφρη από χτες. Ίσως επειδή είναι πρωί, και ο κόσμος φαίνεται πάντα πιο αισιόδοξος απ’ ό,τι μες στη μαύρη νύχτα. Ή ίσως είναι το γλυκό ξύπνημα από τον άντρα μου. Ή ίσως επειδή ξέρω πως ο Ρέυ δεν είναι χειρότερα. Μπαίνουμε στο άδειο ασανσέρ και σηκώνω το βλέμμα στον Κρίστιαν. Τα μάτια του τρεμοπαίζουν βρίσκοντας τα δικά μου και χαμογελάει αχνά και πάλι. « Μη ...» ψιθυρίζει καθώς οι πόρτες κλείνουν. «Τι μη;» «Με κοιτάς έτσι».
«Να πάει να γαμηθεί η χαρτούρα...» μουρμουρίζω χαμογελώντας. Γελάει, και είναι ένας ήχος τόσο ξένοιαστος, παιδιάστικος. Με τραβάει στην αγκαλιά του και μου ανασηκώνει το κεφάλι. «Κάποια μέρα θα νοικιάσω αυτό το ασανσέρ για ένα ολόκληρο απόγευμα». «Μόνο για το απόγευμα;» Ανασηκώνω το φρύδι. «Κυρία Γκρέυ, είστε άπληστη...» «Όταν πρόκειται για σένα, είμαι». «Πολύ χαίρομομ που το ακούω!» Με φιλάει απαλά.
Και δεν ξέρω αν είναι επειδή είμαστε σε τούτο το ασανσέρ ή επειδή δε με έχει αγγίξει εδώ και παραπάνω από είκοσι τέσσερις ώρες ή απλώς επειδή είναι ο μεθυστικός άντρας μου, αλλά ο πόθος ξετυλίγεται και τεντώνεται νωθρός βαθιά μέσα στην κοιλιά μου. Περνάω τα δάχτυλα από τα μαλλιά του και βαθαίνω το φιλί, σπρώχνοντάς τον επάνω στον τοίχο και κολλώντας το σώμα μου στο δικό του. Βογκάει μέσα στο στόμα μου και μου πιάνει το κεφάλι, κρατώντας με καθώς φιλιόμαστε πραγματικά φιλιόμαστε, με τις γλώσσες μας να εξερευνούν την τόσο οικεία, αλλά ακόμα τόσο πρωτόγνωρη, τόσο σαγηνευτική επικράτεια που είναι το στόμα του άλλου. Η εσωτερική μου θεά λιποθυμάει, φέρνοντας
πίσω τη λίμπιντο μου από την ενορία. Χαϊδεύω το πολυαγαπημένο του πρόσωπο. «Ανά...» μουρμουρίζει. «Σ' αγαπάω, Κρίστιαν Γκρέυ. Μην το ξεχνάς...» ψιθυρίζω καθώς κοιτάζω μέσα σε σκοτεινιασμένα γκρίζα μάτια. Το ασανσέρ σταματάει ομαλά, και οι πόρτες ανοίγουν. «Πάμε να δούμε τον πατέρα σου, προτού αποφασίσω να το νοικιάσω αυτό σήμερα...» Με φιλάει στα πεταχτά, με παίρνει από το χέρι και με οδηγεί στο λόμπι. Περνώντας δίπλα από τον θυρωρό, ο Κρίστιαν κάνει ένα διακριτικό νόημα στον καλοσυνάτο μεσόκοπο άντρα που στέκεται
πίσω από το γραφείο. Εκείνος γνέφει και σηκώνει το τηλέφωνό του. Ρίχνω μια ερωτηματική ματιά στον Κρίστιαν, που μου χαμογελάει με το μυστηριώδες χαμόγελό του. Τον στραβοκοιτάζω και για λίγο δείχνει νευρικός. «Πού είναι ο Τέυλορ;» ρωτάω. «Θα τον δούμε πολύ σύντομα». Φυσικά. Μάλλον φέρνει το αυτοκίνητο. «Ο Σόγερ;» «Κάνει θελήματα». Tc θελήματα; Ο Κρίστιαν αποφεύγει την περιστρεφόμενη πόρτα και ξέρω πως το κάνει για να μη
χρειαστεί να μου αφήσει το χέρι. Η σκέψη με γεμίζει ζεστασιά. Έξω είναι ένα ήπιο πρωινό του τέλους του καλοκαιριού, αλλά η μυρωδιά του φθινοπώρου, που πλησιάζει, είναι αισθητή στο αεράκι. Κοιτάζω ολόγυρα, ψάχνοντας το Audi SUV και τον Τέυλορ. Κανένα ίχνος τους. Το χέρι του Κρίστιαν σφίγγεται γύρω από το δικό μου και σηκώνω τα μάτια επάνω του. Φαίνεται αγχωμένος. «Τι συμβαίνει;» Ανασηκώνει τους ώμους του. Ο βόμβος της μηχανής ενός αυτοκινήτου που πλησιάζει μου αποσπά την προσοχή. Είναι βραχνός... Οικείος. Στρέφομαι για να βρω την πηγή του θορύβου, αλλά ξαφνικά σταματάει. Ο Τέυλορ βγαίνει από ένα κομψό άσπρο σπορ
αυτοκίνητο που μπροστά μας.
είναι
παρκαρισμένο
Ω, γαμώτο! Είναι ένα R8. Στρέφω αμέσως το κεφάλι στον Κρίστιαν, ο οποίος με παρακολουθεί επιφυλακτικά. Μπορείς να μου αγοράσεις ένα για τα γενέθλιά μου... Ένα άσπρο, νομίζω. «Χρόνια πολλά» λέει, και ξέρω πως ζυγίζει την αντίδρασή μου. Τον κοιτάζω με ολάνοιχτο στόμα, επειδή μόνο αυτό μπορώ να κάνω. Μου απλώνει ένα κλειδί. «Δεν ξέρεις τι θα πει μέτρο...» ψιθυρίζω. Μου αγόρασε ένα βρομο-Audi R8! Γαμώτο μου... Όπως ακριβώς το ζήτησα! Το
πρόσωπό μου χωρίζεται στα δύο από ένα τεράστιο χαμόγελο και χοροπηδάω επιτόπου, σε μια στιγμή απρόσεκτης και ασυγκράτητης έξαψης. Το ύφος του Κρίστιαν είναι ίδιο με το δικό μου, και κατευθύνομαι χορεύοντας προς την ανοιχτή αγκαλιά του. Με στριφογυρίζει. «Έχεις περισσότερα λεφτά παρά λογική!» φωνάζω. «Το λατρεύω! Ευχαριστώ». Σταματάει και ξαφνικά με γέρνει χαμηλά, ξαφνιάζοντάς με, έτσι που πρέπει να πιαστώ από τα μπράτσα του. «Οτιδήποτε για σας, κυρία Γκρέυ!» Μου χαμογελάει. Ποπό! Πολύ δημόσια επίδειξη τρυφερότητας. Σκύβει και με φιλάει. «Έλα. Πάμε να δούμε τον μπαμπά σου».
«Ναι. Θα οδηγήσω;» Μου χαμογελάει. «Φυσικά. Δικό σου είναι!» Με σηκώνει και με αφήνει, κι εγώ τρέχω στην πόρτα του οδηγοί). Ο Τέυλορ μου την ανοίγει με ένα πλατύ χαμόγελο. «Χρόνια πολλά, κυρία Γκρέυ!» «Ευχαριστώ, Τέυλορ!» , Τον αιφνιδιάζω με ένα γρήγορο αγκάλιασμα, το οποίο μου ανταποδίδει αδέξια. Είναι ακόμα κατακόκκινος όταν μπαίνω στο αυτοκίνητο. Κλείνει αμέσως την πόρτα. «Να οδηγείτε προσεκτικά, κυρία Γκρέυ...» λέει με τραχιά φωνή.
Του χαμογελάω πλατιά, μην μπορώντας να κρύψω την έξαψή μου. «Αυτό θα κάνω!» υπόσχομαι βάζοντας το κλειδί στη μίζα, ενώ ο Κρίστιαν απλώνεται δίπλα μου. «Ήρεμα. Κανένας δε μας κυνηγάει τώρα...» Ο τόνος του είναι προειδοποιητικός. Όταν γυρίζω το κλειδί, η μηχανή ζωντανεύει μουγκρίζοντας. Ελέγχω τον πίσω και τον πλαϊνό καθρέφτη, και βρίσκοντας ένα σπάνιο άνοιγμα στην πυκνή κυκλοφορία, κάνω μια τεράστια, τέλεια αναστροφή και φεύγω σπινάροντας προς την κατεύθυνση του ΠΤΕΟ. « Οχ! » αναφωνεί έντρομος ο Κρίστιαν. «Τι;»
«Δε σε θέλω στη ΜΕΘ δίπλα στον πατέρα σου. Κόψε ταχύτητα!» γρυλίζει^ με ύφος που δε σηκώνει αντίρρηση. Ανασηκώνω το πόδι από το γκάζι και του χαμογελάω. «Καλύτερα;» « Πολύ ...» μουρμουρίζει, προσπαθώντας σκληρά να φαίνεται αυστηρός και αποτυγχάνοντας οικτρά. *** Η κατάσταση του Ρέυ είναι αμετάβλητη. Η θέα του με προσγειώνει έπειτα από τη διεγερτική διαδρομή έως εδώ. Πραγματικά πρέπει να οδηγώ πιο προσεκτικά. Δεν μπορείς να φτιάξεις αρκετούς νόμους για όλους τους μεθυσμένους οδηγούς σ’ αυτό τον κόσμο. Πρέπει να ρωτήσω τον Κρίστιαν
τι απέγινε ο μαλάκας που χτύπησε τον Ρέυ είμαι σίγουρη πως ξέρει. Παρά τα σωληνάκια, ο πατέρας μου φαίνεται να είναι άνετα, και νομίζω πως έχει λίγο περισσότερο χρώμα στα μάγουλά του. Ενώ εγώ του διηγούμαι το πρωινό μου, ο Κρίστιαν βγαίνει στην αίθουσα αναμονής για να κάνει τηλεφωνήματα. Η νοσοκόμα Κέλλι περιφέρεται ελέγχοντας τα σωληνάκια του Ρέυ και κρατώντας σημειώσεις στο σχεδιάγραμμά της. «Όλες του οι ενδείξεις είναι καλές, κυρία Γκρέυ...» Μου χαμογελάει ευγενικά. «Αυτό είναι πολύ ενθαρρυντικό». Έπειτα από λίγο εμφανίζεται ο δόκτωρ Κρόου με δύο βοηθούς και λέει εγκάρδια:
«Κυρία Γκρέυ, ώρα να πάμε τον πατέρα σας στο ακτινολογικό. Θα του κάνουμε αξονική τομογραφία,, για να δούμε πώς πάει ο εγκέφαλός του». «Θα πάρει πολλή ώρα;» «Μία ώρα το πολύ». «Θα περιμένω. Θα ήθελα να μάθω». «Φυσικά, κυρία Γκρέυ». Μπαίνω στην, ευτυχώς άδεια, αίθουσα αναμονής, όπου ο Κρίστιαν μιλάει στο τηλέφωνο βηματίζοντας. Καθώς μιλάει, κοιτάζει έξω από το παράθυρο την πανοραμική θέα του Πόρτλαντ. Γυρίζει προς το μέρος μου όταν κλείνω την πόρτα και φαίνεται θυμωμένος.
«Πόσο παραπάνω από το όριο; Μάλιστα... Όλες τις κατηγορίες, τα πάντα. Ο πατέρας της Άνα είναι στη ΜΕΘ - θέλω να τον τυλίξεις σε μια γαμημένη κόλα χαρτί, μπαμπά... Εντάξει. Κράτα με ενήμερο». Το κλείνει. «Ο άλλος οδηγός;» Γνέφει καταφατικά. «Ένας φτωχομπινές μεθύστακας από το νοτιοανατολικό Πόρτλαντ...» Μορφάζει περιφρονητικά, και σοκάρομαι απότην ορολογία και από τον χλευαστικό τόνο του. Με πλησιάζει, και το ύφος του μαλακώνει. «Τέλειωσες με τον Ρέυ; Θες να φύγουμε;» «Εμμμ... Όχι». Τον κρυφοκοιτάζω, σαστισμένη ακόμη από την επίδειξη περιφρόνησης.
«Τι συμβαίνει;» «Τίποτα. Μετέφεραν τον Ρέυ στο ακτινολογικό για μια αξονική, ώστε να ελέγξουν το οίδημα στον εγκέφαλο. Θα ήθελα να περιμένω τα αποτελέσματα». «Εντάξει. Θα περιμένουμε». Κάθεται και μου απλώνει τα χέρια του. Μιας και είμαστε μόνοι μας, πάω πρόθυμα και φωλιάζω στην αγκαλιά του. «Δεν είχα οραματιστεί έτσι τη σημερινή μέρα...» μουρμουρίζει ο Κρίστιαν μέσα στα μαλλιά μου. «Ούτε κι εγώ, μα νιώθω πιο αισιόδοξη τώρα. Η μαμά σου ήταν πολύ
καθησυχαστική. Ήταν ευγενικό εκ μέρους της που ήρθε χτες βράδυ». Ο Κρίστιαν μού χαϊδεύει την πλάτη και ακουμπάει το πιγούνι στο κεφάλι μου. «Η μαμά μου είναι καταπληκτική γυναίκα». «Είναι. Είσαι πολύ τυχερός που την έχεις». Ο Κρίστιαν συγκατανεύει. «Πρέπει να πάρω τη μαμά μου. Να της πω για τον Ρέυ ...» τραυλίζω, και ο Κρίστιαν τσιτώνεται. «Μου κάνει εντύπωση που δε με πήρε...» Κατσουφιάζω καθώς το συνειδητοποιώ ξαφνικά. Για την ακρίβεια, νιώθω πληγίομένη. Είναι τα γενέθλιά μου στο κάτω κάτω, και ήταν εκεί όταν γεννήθηκα γιατί δεν τηλεφώνησε;
«Μπορεί να τηλεφώνησε» λέει ο Κρίστιαν. Ψαρεύω το BlackBerry από την τσέπη μου. Δε δείχνει αναπάντητες κλήσεις, αλλά υπάρχουν πολλά SMS: χρόνια πολλά από την Κέιτ, τον Χοσέ, τη Μία, τον Ίθαν. Τίποτε από τη μητέρα μου. Κουνάω απελπισμένη το κεφάλι. «Πάρ’ την τώρα» λέει μαλακά ο Κρίστιαν. Την καλώ, αλλά δεν απαντάει. Βγαίνει ο τηλεφωνητής. Δεν αφήνω μήνυμα. Πώς μπορεί η ίδια μου η μητέρα να ξέχασε τα γενέθλιά μου; «Δεν είναι εκεί. Θα πάρω αργότερα, όταν θα ξέρω τα αποτελέσματα της αξονικής».
Ο Κρίστιαν σφίγγει πιο δυνατά τα χέρια γύρω μου, χώνοντας ξανά τη μύτη του στα μαλλιά μου. Και, συνετά, δε σχολιάζει την έλλειψη μητρικού ενδιαφέροντας από μέρους της μητέρας μου. Αισθάνομαι μάλλον παρά ακούω τον βόμβο του BlackBerry του. Δε με αφήνει να σηκωθώ, αλλά το βγάζει αδέξια από την τσέπη του. «Άντρια» πετάει, πάλι με επαγγελματικό ύφος. Κάνω άλλη μία κίνηση να σηκωθώ και με σταματάει σκυθρωπιάζοντας και κρατώντας με σφιχτά από τη μέση. Φωλιάζω πάλι επάνω στο στήθος του και ακούω τη μονόπλευρη συζήτηση. «Ωραία... Τι ώρα είναι ο ΕΧΑ;3 Και τα άλλα... Εεε... Τα άλλα πακέτα;» Ο Κρίστιαν
ρίχνει μια ματιά στο ρολόι του. «Έχει το Χίθμαν όλες τις λεπτομέρειες; Ωραία... Ναι. Μπορεί να περιμένει μέχρι τη Δευτέρα το πρωί, μα καλού κακού στείλ’ το μου με ηλεκτρονικό μήνυμα θα το τυπώσω, θα υπογράψω και θα σ’ το ξαναστείλω σκαναρισμένο... Μπορούν να περιμένουν. Πήγαινε σπίτι σου, Άντρια... Όχι. Είμαστε καλά, ευχαριστώ». Το κλείνει. «Όλα εντάξει;» «Ναι». «Πρόκειται γι’ αυτό το πράγμα με την Ταϊβάν;» « Ναι ». Αναδεύεται από κάτω μου. «Είμαι πολύ βαριά;»
Ρουθουνίζει. «Όχι, μωρό μου...» «Ανησυχείς γι’ αυτό το πράγμα με την Ταϊβάν;» «Όχι». «Νόμιζα πως ήταν σημαντικό». «Είναι. Το ναυπηγείο εδώ εξαρτάται απ’ αυτό. Διακυβεύονται πολλές δουλειές». Ω! «Απλώς θα πρέπει να πείσουμε τα συνδικάτα. Αυτό είναι δουλειά του Σαμ και της Ρος. Αλλά έτσι που πάει η οικονομία, κανένας μας δεν έχει πολλές επιλογές». Χασμουριέμαι.
«Σας κάνω να πλήττετε, κυρία Γκρέυ;» Χώνει πάλι τη μύτη του στα μαλλιά μου, διασκεδάζοντας. «Όχι! Ποτέ... Απλώς είμαι πολύ άνετα στην αγκαλιά σου. Μ’ αρέσει ν’ ακούω για τις δουλειές σου». 1
Πανεπιστήμιο Υγείας και Επιστημών του Όρεγκον (OHSU). (Σ.τ.Ε.) 2
Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. (Σ.τ.Ε.) 3
Εκτιμώμενος Χρόνος Άφιξης. (Σ.τ.Ε.)
«Σ’ αρέσει;» Ακούγεται έκπληκτος. «Φυσικά...» Γέρνω προς τα πίσω, ώστε να τον κοιτάξω κατάματα. «Μ’ αρέσει ν’ ακούω και την παραμικρή πληροφορία που καταδέχεσαι να μοιράζεσαι μαζί μου...» Χαμογελάω αμυδρά, κι εκείνος με κοιτάζει διασκεδάζοντας και κουνώντας το κεφάλι. «Πάντα πεινασμένη για ενημέρωση, κυρία Γκρέυ...»
περισσότερη
«Πες μου...» τον παρακινώ καθώς βολεύομαι πάλι στο στήθος του. «Τι να σου πω;» «Γιατί το κάνεις;» «Ποιο;»
«Γιατί δουλεύεις έτσι που δουλεύεις». «Πρέπει να κερδίζει κανείς το ψωμί του...» Το διασκεδάζει. «Κρίστιαν, κερδίζεις περισσότερα από το ψωμί σου...» Η φωνή μου είναι γεμάτη ειρωνεία. Σκυθρωπιάζει και προς στιγμήν μένει σιωπηλός. Νομίζω ότι δεν πρόκειται να μου αποκαλύψει κανένα μυστικό, αλλά με αιφνιδιάζει. «Δε θέλω να είμαι φτωχός...» λέει, και η φωνή του είναι χαμηλή. «Το έκανα αυτό. Δεν ξαναγυρίζω εκεί. Άλλωστε είναι ένα παιχνίδι...» προσθέτει. «Το θέμα είναι να κερδίζεις.'Ενα παιχνίδι που πάντα έβρισκα εύκολο».
«Αντίθετα με τη ζωή...» μουρμουρίζω στον εαυτό μου. Μετά συνειδητοποιώ πως το είπα δυνατά. «Ναι, υποθέτω...» Κατσουφιάζει. «Αν και είναι ευκολότερη μαζί σου». Ευκολότερη μαζί μου; Τον αγκαλιάζω σφιχτά, «Δεν μπορεί να είναι όλα παιχνίδι. Είσαι πολύ φιλάνθρωπος». Ανασηκώνει τους ώμους του, και ξέρω πως αρχίζει να νιώθει άβολα. «Για κάποια πράγματα ίσως» αποκρίνεται ήρεμα. «Λατρεύω τον φιλάνθρωπο Κρίστιαν...» ψιθυρίζω. «Μόνο αυτόν;»
«Ω, λατρεύω και τον μεγαλομανή Κρίστιαν και τον μανιακό με τον έλεγχο Κρίστιαν, τον σεξπέρ Κρίστιαν και τον κίνκι Κρίστιαν, τον ρομαντικό Κρίστιαν, τον συνεσταλμένο Κρίστιαν... Ο κατάλογος είναι ατέλειωτος!» «Μιλάμε για πολλούς Κρίστιαν...» «Θα έλεγα τουλάχιστον πενήντα». Γελάει. «Πενήντα Αποχρώσεις...» λέει χαμηλόφωνα μέσα στα μαλλιά μου. «Οι Πενήντα Αποχρώσεις μου». Μετακινείται, ρίχνοντάς μου το κεφάλι προς τα πίσω για να με φιλήσει. «Λοιπόν, κυρία Αποχρώσεις, πάμε να δούμε τι κάνει ο μπαμπάς σου».
« Εντάξε ι». «ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΠΑΜΕ μια βόλτα;» Έχουμε γυρίσει στο R8 και νιώθω παραζαλισμένη από αισιοδοξία. Ο εγκέφαλος του Ρέυ έχει επιστρέψει στο φυσιολογικό όλο το οίδημα έχει εξαφανιστεί. Η δόκτωρ Σλούντερ αποφάσισε να τον ξυπνήσει αύριο από το κώμα του. Λέει πως είναι ευχαριστημένη από την πρόοδό του. « Αμέ! » Ο Κρίστιαν μού χαμογελάει. «Είναι τα γενέθλιά σου μπορούμε να κάνουμε ό,τι θες!» Ω! Ο τόνος του με κάνει να γυρίσω και να τον κοιτάξω. Τα μάτια του είναι σκοτεινά.
«Οτιδήποτε;» «Οτιδήποτε». Πόσες υποσχέσεις μπορούν να χωρέσουν σε μία λέξη; «Λοιπόν, θέλω να οδηγήσω». «Τότε οδήγησε, μωρό μου!» Χαμογελάει, και χαμογελάω κι εγώ. Το αυτοκίνητό μου συμπεριφέρεται ονειρικά, κι όταν βγαίνουμε στον 1-5,* πατάω ανεπαίσθητα το γκάζι, και κολλάμε και οι δύο στα καθίσματά μας. «Ήρεμα, μωρό μου...» με προειδοποιεί ο Κρίστιαν. ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΠΟΡΤΛΑΝΤ, μου έρχεται μια ιδέα.
«Έχεις σχεδιάσει τίποτα για φαγητό;» ρωτάω διστακτικά τον Κρίστιαν. «Όχι. Πεινάς;» Ακούγεται γεμάτος ελπίδα. «Ναι». «Πού θες να πάμε; Είναι η μέρα σου, Άνα». «Ξέρω το σωστό μέρος». Σταματάω κοντά στην γκαλερί όπου έκανε την έκθεσή του ο Χοσέ και παρκάρω ακριβώς έξω από το εστιατόριο Le Picotin, όπου πήγαμε μετά την έκθεση. Ο Κρίστιαν χαμογελάει. «Για μια στιγμή νόμισα πως θα με πήγαινες σ’ εκείνο το φρικτό μπαρ απ’ όπου μου τηλεφώνησες μεθυσμένη...»
«Γιατί να το κάνω αυτό;» «Για να ελέγξεις αν είναι ακόμα ζωντανές οι αζαλέες!» Ανασηκώνει χλευαστικά το φρύδι του. Κοκκινίζω. «Μη μου το θυμίζεις... Άλλωστε, παρ’ όλα αυτά με πήγες στο δωμάτιο του ξενοδοχείου σου...» αποκρίνομαι με ένα αχνό χαμόγελο. «Η καλύτερη απόφαση που πήρα ποτέ!» λέει, με μάτια τρυφερά και ζεστά. «Ναι. Ήταν». Σκύβω και τον φιλάω. «Λες να σερβίρει ακόμα εκείνος ο υπερφίαλος καριόλης; » ρωτάει ο Κρίστιαν.
«Υπερφίαλος; Εμένα μου φάνηκε μια χαρά». «Προσπαθούσε να σε εντυπωσιάσει». «Ε λοιπόν, τα κατάφερε». Το στόμα του Κρίστιαν στραβώνει με κεφάτη απέχθεια. «Πάμε να δούμε;» «Σας ακολουθώ, κυρία Γκρέυ». ΜΕΤΑ ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ και μια γρήγορη παράκαμψη στο Χίθμαν για να πάρουμε το λάπτοπ του Κρίστιαν, επιστρέφουμε στο νοσοκομείο. Περνάω το απόγευμα με τον Ρέυ, διαβάζοντας δυνατά ένα χειρόγραφο από κείνα που μου έχουν στείλει. Μόνη μου
συντροφιά ο ήχος των μηχανημάτων που τον κρατούν ζωντανό, τον κρατούν κοντά μου. Τώρα που ξέρω πως σημειώνει πρόοδο, μπορώ να αναπνέω λίγο πιο εύκολα, οπότε χαλαρώνω. Είμαι αισιόδοξη. Χρειάζεται απλώς χρόνο για να. γίνει καλά. Έχω χρόνο αυτό μπορώ να του το δώσω. Αναρωτιέμαι νωθρά αν πρέπει να προσπαθήσω να τηλεφωνήσω πάλι στη μαμά, όμως αποφασίζω να το κάνω αργότερα. Κρατάω χαλαρά το χέρι του Ρέυ καθώς του διαβάζω, ζουλώντας το πότε πότε, παρακαλώντας τον σιωπηλά να γίνει καλά. Τα δάχτυλά του είναι μαλακά και ζεστά κάτω από το άγγιγμά μου. Έχει ακόμα το αυλάκι στο δάχτυλό του εκεί όπου φορούσε τη βέρα του ακόμα και τόσο καιρό μετά.
Έπειτα από μια δυο ώρες, δεν ξέρω πόσο, σηκώνω τα μάτια και βλέπω τον Κρίστιαν, με το λάπτοπ στο χέρι, να στέκεται στην άκρη του κρεβατιού του Ρέυ μαζί με τη νοσοκόμα Κέλλι. «Ώρα να φεύγουμε, Άνα». Ω... Αρπάζω σφιχτά το χέρι του Ρέυ, Δε θέλω να τον αφήσω. «Θέλω να σε ταΐσω. Έλα. Είναι αργά!» Ο Κρίστιαν ακούγεται επίμονος. «Θα κάνω στον κύριο Στιλ μπάνιο με το σφουγγάρι» λέει η νοσοκόμα Κέλλι. «Εντάξει...» Υποχωρώ. «Θα έρθουμε ξανά αύριο το πρωί».
Φιλάω τον Ρέυ στο μάγουλο, νιώθοντας τα ανοίκεια αξύριστα γένια του κάτω από τα χείλη μου. Δε μου αρέσουν. Συνέχισε να πηγαίνεις καλύτερα, μπαμπά. Σε αγαπάω. «ΣΚΕΦΤΗΚΑ ΝΑ ΦΑΜΕ ΚΑΤΩ. Σ’ ένα ιδιαίτερο δωμάτιο...» λέει ο Κρίστιαν, έχοντας μια λάμψη στο βλέμμα καθώς ανοίγει την πόρτα της σουίτας μας. «Αλήθεια; Να τελειώσεις αυτό που άρχισες πριν από μερικούς μήνες;» Μου σκάει ένα αχνό χαμόγελο. «Αν είστε πολύ τυχερή, κυρία Γκρέυ...» Γελάω. «Κρίστιαν, δεν έχω τίποτε αμπιγέ να φορέσω!»
Χαμογελάει, απλώνει το χέρι του και με οδηγεί στο υπνοδωμάτιο. Ανοίγει την ντουλάπα και αποκαλύπτει μια μεγάλη άσπρη θήκη για ρούχα που κρέμεται μέσα. «Ο Τέυλορ;» ρωτάω. «Ο Κρίστιαν...» απαντάει, αποφασιστικός και πληγωμένος ταυτόχρονα. Ο τόνος του με κάνει να γελάσω. Ανοίγοντας το φερμουάρ της θήκης, βρίσκω ένα μπλε μαρέν σατέν φόρεμα. Το βγάζω έξω. Είναι υπέροχο στενό, με λεπτές τιράντες. Φαίνεται μικρό. «Είναι πανέμορφο! Ευχαριστώ. Ελπίζω να μου κάνει».
«Θα σου κάνει» αποκρίνεται με σιγουριά. «Και ορίστε». Σηκώνει ένα κουτί παπουτσιών. «Ασορτί παπούτσια...» Μου χαμογελάει λάγνα. «Όλα τα σκέφτεσαι. Ευχαριστώ!» Τεντώνομαι για να τον φιλήσω. «Όντως! » Μου δίνει άλλη μία τσάντα. Τον κοιτάζω ερωτηματικά. Μέσα έχει ένα μαύρο στράπλες κορμάκι με δαντελένιο μπροστινό μέρος. Μου χαϊδεύει το πρόσωπο, γέρνει προς τα πίσω το κεφάλι μου και με φιλάει. «Ανυπομονώ να σ’ το βγάλω αργότερα...» ΦΡΕΣΚΟΜΠΑΝΙΑΡΙΣΜΕΝΗ, καθαρή, αποτριχωμένη και νιώθοντας
παραχαϊδεμένη, κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού και βάζω σε λειτουργία το πιστολάκι. Ο Κρίστιαν μπαίνει στο υπνοδωμάτιο. Νομίζω πως δούλευε. «Άσε εμένα» λέει δείχνοντας την καρέκλα μπροστά στο (μπουντουάρ. «Να μου στεγνώσεις τα μαλλιά;» Γνέφει καταφατικά, και τον κοιτάζω έκπληκτη. «Έλα» συμπληρώνει, κοιτάζοντάς με σταθερά. Το γνωρίζω αυτό το ύφος και ξέρω πως είναι καλύτερο να υπακούσω. Αργά και μεθοδικά, μου στεγνώνει τα μαλλιά τούφα τούφα, με τη συνήθη επιδεξιότητά του.
«Δεν το κάνεις πρώτη φορά αυτό...» μουρμουρίζω. Το χαμόγελό του αντανακλάται στον καθρέφτη, αλλά δε λέει τίποτα και συνεχίζει να μου βουρτσίζει τα μαλλιά. Μμμ... Είναι πολύ χαλαρωτικό. ΟΤΑΝ ΜΠΑΙΝΟΥΜΕ ΣΤΟ ΑΣΑΝΣΕΡ πηγαίνοντας για φαγητό, δεν είμαστε μόνοι μας. Ο Κρίστιαν είναι υπέροχος με το συνηθισμένο άσπρο λινό πουκάμισό του, το μαύρο τζιν και το σακάκι. Δε φοράει γραβάτα. Οι δύο γυναίκες που είναι μέσα ρίχνουν σ’ αυτόν βλέμματα θαυμασμού και λιγότερο μεγαλόψυχες ματιές σε μένα. Πνίγω το χαμόγελόμου. Μάλιστα, κυρίες μου... Είναι δικός μου. Ο Κρίστιαν με πιάνει από το χέρι και με τραβάει κοντά του καθώς κατεβαίνουμε σιωπηλά προς τον ημιώροφο.
Ο κόσμος πολύς. Όλοι τους καλοντυμένοι για τη βραδινή σαββατιάτικη έξοδο, κάθονται πίνοντας και φλυαρώντας. Χαίρομαι που δε φαίνομαι παράταιρη. Το φόρεμα με αγκαλιάζει, γλιστρώντας επάνω στις καμπύλες μου και κρατώντας τα πάντα στη θέση τους. Πρέπει να πω ότι, φορώντας το, νιώθω... ελκυστική. Ξέρω πως ο Κρίστιαν εγκρίνει. Στην αρχή νομίζω πως κατευθυνόμαστε προς την ιδιωτική τραπεζαρία όπου συζητήσαμε πρώτη φορά το συμβόλαιο, αλλά ο Κρίστιαν με οδηγεί πέρα από κείνη την πόρτα προς την άλλη άκρη, όπου ανοίγει την πόρτα μιας άλλης, επενδεδυμένης με ξύλο αίθουσας. «Έκπληξη! »
Ποπό! Η Κέιτ και ο Έλλιοτ, η Μία και ο Ίθαν, ο Κάρρικ και η Γκρέις, ο κύριος Ροδρίγες και ο Χοσέ, καθώς και η μητέρα μου με τον Μπομπ, όλοι είναι εδώ και σηκώνουν τα ποτήρια τους. Στέκομαι και τους κοιτάζω άναυδη, με το στόμα να χάσκει. Πώς; Πότε; Γυρίζω εμβρόντητη προς τον Κρίστιαν, ο οποίος μου ζουλάει το χέρι. Η μαμά μου έρχεται προς το μέρος μου και με αγκαλιάζει. Ω μαμά! «Αγάπη μου, πολλά!»
είσαι
κούκλα.
Χρόνια
«Μαμά...» Κλαίω με αναφιλητά, αγκαλιάζοντάς την. Ω μανούλα. Τα δάκρυα κυλούν στα μάγουλά μου παρά τους θεατές και χώνω το πρόσωπο στον λαιμό της.
«Γλυκιά μου, αγάπη μου... Μην κλαις. Ο Ρέυ θα γίνει καλά. Είναι πολύ δυνατός. Μην κλαις. Μην κλαις στα γενέθλιά σου...» Η φωνή της σπάει, όμως διατηρεί την αυτοκυριαρχία της. Αρπάζει το πρόσωπό μου στα χέρια της και μου σκουπίζει με τους αντίχειρες τα δάκρυα. «Νόμιζα πως το είχες ξεχάσει...» «Ω Άνα! Πώς να το ξεχάσω; Δεκαεφτά ώρες κοιλοπονούσα! Δεν είναι κάτι που το ξεχνάς εύκολα». Χαχανίζω ανάμεσα χαμογελάει.
στα
δάκρυα,
και
«Σκούπισε τα μάτια σου, καλή μου... Έχουν έρθει πολλοί άνθρωποι να μοιραστούν αυτή την ξεχωριστή για σένα μέρα».
Ρουφάω τη μύτη μου, μη θέλοντας να κοιτάξω κανέναν άλλο μέσα στην αίθουσα, αμήχανη και ενθουσιασμένη που έκαναν όλοι τόσο κόπο για να έρθουν να με δουν. «Πώς ήρθες εδώ; Πότε έφτασες;» «Ο άντρας σου έστειλε το αεροπλάνο του, αγάπη μου!» απαντάει, χαμογελώντας εντυπωσιασμένη. Και γελάω. «Ευχαριστώ που ήρθες, μαμά!» Μου σκουπίζει τη μύτη με ένα χαρτομάντιλο, όπως μόνο μια μητέρα θα έκανε. «Μαμά!» την αποπαίρνω, βρίσκοντας ξανά την αυτοκυριαρχία μου.
«Έτσι μπράβο! Χρόνια πολλά, αγάπη μου». Παραμερίζει, κι έρχονται όλοι με τη σειρά τους να με αγκαλιάσουν και να μου ευχηθούν χρόνια πολλά, «Πάει καλά, Άνα. Η δόκτωρ Σλούντερ είναι μια από τις καλύτερες στη χώρα. Χρόνια πολλά, άγγελέ μου!» Η Γκρέις με αγκαλιάζει. «Κλάψε όσο θες, Άνα δικό σου είναι το πάρτι!» Ο Χοσέ με σφίγγει επάνω του. «Τι λέει, κούκλα; Ο γέρος σου θα γίνει καλά». Ο Έλλιοτ με τυλίγει στην αγκαλιά του. «Χρόνια πολλά!» «Εντάξει». Πιάνοντάς με από το χέρι, ο Κρίστιαν με τραβάει από τα χέρια του
Έλλιοτ. «Αρκετά χαϊδολόγησες τη γυναίκα μου. Άντε να χαϊδολογήσεις τη μνηστή σου». Ο Έλλιοτ του χαμογελάει πονηρά και κλείνει το μάτι στην Κέιτ. Ένας σερβιτόρος, τον οποίο δεν είχα προσέξει, προσφέρει στον Κρίστιαν και σε μένα δύο ποτήρια ροζ σαμπάνια. Ο Κρίστιαν καθαρίζει τον λαιμό του. «Αυτή η μέρα θα ήταν τέλεια αν ήταν μαζί μας και ο Ρέυ, μα δε βρίσκεται και πολύ μακριά. Πάει καλά, και ξέρω πως θα ήθελε να διασκεδάσεις, Άνα. Σας ευχαριστώ όλους που ήρθατε να γιορτάσετε τα γενέθλια της όμορφης γυναίκας μου, τα πρώτα από τα πολλά που θα ακολουθήσουν... Xpovta πολλά, αγάπη μου!» Ο Κρίστιαν σηκώνει το
ποτήρι του προς το μέρος μου μέσα σε μια χορωδία από «Χρόνια πολλά», και πρέπει να παλέψω πάλι για να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΩ ΤΙΣ ΖΩΗΡΕΣ συζητήσεις γύρω από το τραπέζι. Είναι παράξενο να είμαι προστατευμένη στην αγκαλιά της οικογένειάς μου, ξέροντας πως ο άνθρωπος που θεωρώ πατέρα μου βρίσκεται υπό μηχανική υποστήριξη στο ψυχρό κλινικό περιβάλλον της ΜΕΘ. Είμαι αποστασιοποιημένη από τα τεκταινόμενα, αλλά ευγνώμων που είναι όλοι εδώ. Παρακολουθώ τις λογομαχίες του Έλλιοτ και του Κρίστιαν, το ετοιμόλογο πνεύμα του Χοσέ, την έξαψη της Μία και τον ενθουσιασμό της για το φαγητό, τον Ίθαν, που την κρυφοκοιτάζει. Νομίζω πως του
αρέσει... Αν και είναι δύσκολο να το πω με βεβαιότητα. Ο κύριος Ροδρίγες κάθεται ακουμπισμένος στην καρέκλα του, όπως κι εγώ, απολαμβάνοντας τις συζητήσεις. Φαίνεται καλύτερα. Ξεκούραστος. Ο Χοσέ είναι πολύ περιποιητικός, του κόβει το φαγητό, του κρατάει το ποτήρι γεμάτο. Το γεγονός ότι ο μοναδικός εν ζωή γονιός του βρέθηκε τόσο κοντά στον θάνατο έκανε τον Χοσέ να εκτιμήσει περισσότερο τον κύριο Ροδρίγες.. Το ξέρω... Κοιτάζω τη μαμά. Είναι στο στοιχείο της· γοητευτική, πνευματώδης και εγκάρδια. Την αγαπάω πάρα πολύ. Πρέπει να θυμηθώ να της το πω. Η ζωή είναι τόσο πολύτιμη. Το συνειδητοποιώ τώρα. «Είσαι καλά;» ρωτάει η Κέιτ με ασυνήθιστα τρυφερή φωνή.
Γνέφω καταφατικά και της σφίγγω το χέρι. «Ναι... Ευχαριστώ) που ήρθες». «Νομίζεις πως ο κύριος Φραγκάτος μπορούσε να με κρατήσει μακριά σου στα γενέθλιά σου; Πετάξαμε με το ελικόπτερο!» αποκρίνεται χαμογελαστά. «Αλήθεια;» «Ναι. Όλοι μας! Και να σκεφτείς πως ο Κρίστιαν ξέρει να το πιλοτάρει». Συγκατανεύω. «Το βρίσκω σέξι». «Ναι. Έτσι νομίζω κι εγώ...» Χαμογελάμε. «Θα μείνεις εδώ απόψε;» ρωτάω.
«Ναι. Όλοι θα μείνουμε, νομίζω. Δεν ήξερες τίποτα για όλα αυτά;» Γνέφω αρνητικά. «Γαλίφης, ε;» Γνέφω καταφατικά. «Τι σου πήρε για τα γενέθλιά σου;» «Αυτό». Σηκώνω το βραχιόλι μου. «Ω, ωραίο!» «Ναι». «Λονδίνο, Παρίσι... Παγωτό;» «Δε θες να ξέρεις».
«Μαντεύω!» Γελάμε, και κοκκινίζω, φέρνοντας στο μυαλό μου το Ben & Jerry’s & Ana. «Α... Κι ένα R8». Η Κέιτ φτύνει το κρασί της μάλλον άκομψα στο πιγούνι της, με αποτέλεσμα να γελάσουμε και οι δύο ακόμα περισσότερο. «Δεν ξέρει τι θα πει μέτρο το κάθαρμα, ε;» λέει χαχανίζοντας. ΓΙΑ ΕΠΙΔΟΡΠΙΟ μου φέρνουν μια μεγαλόπρεπη τούρτα σοκολάτα, που αστράφτει από είκοσι δύο ασημένια κεράκια. Όλοι τραγουδούν εν χορώ το «Να ζήσεις». Η Γκρέις παρακολουθεί τον Κρίστιαν, που τραγουδάει μαζί με τους
άλλους φίλους και συγγενείς, και τα μάτια της λάμπουν από αγάπη. Πιάνει το βλέμμα μου και μου στέλνει ένα φιλί. «Κάνε μια ευχή...» μου ψιθυρίζει ο Κρίστιαν. Με ένα φύσημα σβήνω όλα τα κεριά κί εύχομαι να αναρρώσει ο πατέρας μου. Μπαμπά, γίνε καλά. Σε παρακαλώ, γίνε καλά. Σε αγαπάω. ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ ο κύριος Ροδριγες και ο Χοσέ μάς αποχαιρετούν. «Ευχαριστώ πολύ που ήρθατε!» Αγκαλιάζω σφιχτά τον Χοσέ. «Δε θα το έχανα για τίποτα στον κόσμο! Χαίρομαι που ο Ρέυ πάει καλά».
«Ναι. Εσύ, ο κύριος Ροδριγες και ο Ρέυ πρέπει να έρθετε στο Άσπεν για να ψαρέψετε με τον Κρίστιαν». «Λες; Καλό μού ακούγεται». Ο Χοσέ χαμογελάει και πάει να φέρει το πανωφόρι του μπαμπά του, ενώ εγώ κάθομαι ανακούρκουδα για να αποχαιρετήσω τον κύριο Ροδριγες. «Ξέρεις, Άνα, κάποτε... Εντάξει... Νόμιζα πως εσύ και ο Χοσέ ...» Η φωνή του σβήνει και με κοιτάζει. Τα σκούρα μάτια του με ατενίζουν έντονα, αλλά με αγάπη. Οχ, όχι... «Έχω μεγάλη αδυναμία στον γιο σας, κύριε Ροδριγες, αλλά είναι σαν αδερφός μου...»
«Θα είχες γίνει υπέροχη νύφη! Και είσαι. Για τους Γκρέυ...» Χαμογελάει μελαγχολικά, και κοκκινίζω. «Ελπίζω να συμβιβαστείτε με τη φιλία». «Φυσικά. Ο άντρας σου είναι υπέροχος άνθρωπος! Έκανες καλή επιλογή, Άνα». «Έτσι νομίζω...» αποκρίνομαι χαμηλόφωνα. « Τον αγαπάω πολύ». Αγκαλιάζω τον κύριο Ροδριγες. «Να του φέρεσαι καλά, Άνα». «Σίγουρα!» υπόσχομαι. Ο ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΚΛΕΙΝΕΙ την πόρτα της σουίτας μας. «Επιτέλους μόνοι...» λέει
σιγανά, ακουμπώντας επάνω στην πόρτα και παρακολουθώντας με. Τον πλησιάζω και περνάω τα δάχτυλα πάνω από τα πέτα του σακακιού του. «Σ’ ευχαριστώ για τα υπέροχα γενέθλια. Πραγματικά είσαι ο πιο ευγενικός, αβρός, γενναιόδωρος σύζυγος!» «Ευχαρίστησή μου». «Ναι. Ευχαρίστησή σου... Ας κάνουμε κάτι γι’ αυτήν...» μουρμουρίζω. Σφίγγοντας τα χέρια επάνω στα πέτα του, κολλάω τα χείλη μου στα δικά του. *** Έπειτα από ένα πρωινό μαζί με όλους, ανοίγω όλα μου τα δώρα, μετά αποχαιρετάω
κεφάτα όλους τους Γκρέυ και τους Κάβανο, οι οποίοι επιστρέφουν στο Σιάτλ με το Τσάρλι Τάνγκο. Η μαμά μου, ο Κρίστιαν κι εγώ κατευθυνόμαστε προς το νοσοκομείο, με τον Τέυλορ να οδηγεί, αφού δε θα χωρούσαμε και οι τρεις στο R8 μου. Ο Μπομπ αρνήθηκε ευγενικά να έρθει, και μέσα μου χαίρομαι. Θα ήταν πολύ αλλόκοτο, και είμαι σίγουρη πως ο Ρέυ δε θα το ήθελε να τον δει α Μπομπ ενώ δεν είναι στα καλύτερά του. Ο Ρέυ φαίνεται πάνω κάτω το ίδιο. Τα γένια του έχουν μεγαλώσει. Η μαμά παθαίνει σοκ βλέποντάς τον, και κλαίμε μαζί. «Ω Ρέυ...» Του ζουλάει το χέρι και του χαϊδεύει απαλά το πρόσωπο. Συγκινούμαι βλέποντας την
αγάπη της για τον πρώην άντρα της. Χαίρομαι που έχω χαρτομάντιλα στην τσάντα μου. Καθόμαστε δίπλα του, εγώ κρατώντας το χέρι της ενώ εκείνη κρατάει το δικό του. «Άνα, κάποτε ο άνθρωπος αυτός ήταν το κέντρο του κόσμου μου. Ο ήλιος ανέτελλε κι έδυε μαζί του. Πάντα θα τον αγαπάω. Σε φρόντισε τόσο καλά...» «Μαμά...» λέω πνιχτά, κι εκείνη μου χαϊδεύει το πρόσωπο, στερεώνοντας μια τούφα μαλλιά πίσω από το αυτί μου. «Ξέρεις ότι πάντα θα νιώθω αγάπη για τον Ρέυ. Απλώς απομακρυνθήκαμε ο ένας από τον άλλο...» Αναστενάζει. «Και δεν μπορούσα να μείνω μαζί του». Χαμηλώνει τα μάτια στα δάχτυλά της, και αναρωτιέμαι
αν συλλογίζεται τον Στιβ, τον Σύζυγο Νούμερο Τρία, για τον οποίο δε μιλάμε. «Ξέρω πως αγαπάς τον Ρέυ...» ψιθυρίζω σκουπίζοντας τα μάτια μου. «Θα τον ξυπνήσουν από το κώμα σήμερα». «Ωραία. Είμαι σίγουρη πως θα είναι καλά. Είναι πολύ ξεροκέφαλος. Νομίζω πως απ’ αυτόν το πήρες». Χαμογελάω. «Μίλησες με τον Κρίστιαν;» «Σε θεωρεί ξεροκέφαλη;» «Έτσι νομίζω». «Θα του πω πως είναι οικογενειακό χαρακτηριστικό. Φαίνεστε τόσο καλά μαζί, Ανά. Τόσο ευτυχισμένοι...»
«Είμαστε, νομίζω. Το παλεύουμε, εν πάση περιπτώσει. Τον αγαπάω. Είναι το κέντρο του κόσμου μου. Ο ήλιος ανατέλλει και δύει μαζί του και για μένα». «Είναι προφανές ότι σε λατρεύει, αγάπη μου...» «Κι εγώ τον λατρεύω». «Φρόντισε να του το λες. Οι άντρες έχουν ανάγκη να τα ακούνε αυτά τα πράγματα, όπως ακριβώς κι εμείς». ΕΠΙΜΕΝΩ ΝΑ ΠΑΩ στο αεροδρόμιο με τη μαμά και τον Μπομπ για να τους αποχαιρετήσω. Ο Τέυλορ ακολουθεί με το R8, και ο Κρίστιαν οδηγεί το SUV. Λυπάμαι που δεν μπορούν να μείνουν κι άλλο, αλλά πρέπει να επιστρέψουν στη
Σαβάνα. Είναι αποχαιρετισμός.
ένας
δακρύβρεχτος
«Να την προσέχεις, Μπομπ...» του λέω σιγανά όταν με αγκαλιάζει. «Σίγουρα, Άνα. Κι εσύ να προσέχεις τον εαυτό σου». «Θα προσέχω». Στρέφομαι στη μητέρα μου. «Αντίο, μαμά. Ευχαριστώ που ήρθες...» τραυλίζω με βραχνή φωνή. «Σ’ αγαπάω πολύ». «Ω αγαπημένο μου κορίτσι, κι εγώ σ’ αγαπάω! Και ο Ρέυ θα γίνει καλά. Δεν είναι ακόμα έτοιμος να πετάξει τούτο το σαρκοκούβαρο... Μάλλον θα υπάρχει κάποιο παιχνίδι των Μάρινερς που δεν μπορεί να χάσει».
Χαχανίζω. Έχει δίκιο. Αποφασίζω να διαβάσω το βράδυ στον Ρέυ τις αθλητικές σελίδες της κυριακάτικης εφημερίδας. Παρακολουθώ τη μαμά και τον Μπομπ να ανεβαίνουν τη σκάλα του τζετ της GEH. Μου κουνάει το χέρι δακρυσμένη και μετά χάνεται. Ο Κρίστιαν τυλίγει το μπράτσο γύρω από τους ώμους μου. «Πάμε πίσω, μωρό μου...» μουρμουρίζει. «Θα οδηγήσεις;»· «Βέβαια». ΟΤΑΝ ΓΥΡΙΖΟΥΜΕ στο νοσοκομείο το βράδυ, ο Ρέυ φαίνεται διαφορετικός. Μου παίρνει μια στιγμή να συνειδητοποιήσω πως η μηχανική υποστήριξη της εισπνοής και εκπνοής έχει εξαφανιστεί. Ο Ρέυ
αναπνέει μόνος του. Με πλημμυρίζει ανακούφιση. Χαϊδεύω το αξύριστο πρόσωπό του και βγάζω ένα χαρτομάντιλο για να σκουπίσω απαλά τα σάλια από το στόμα του. Ο Κρίστιαν φεύγει ώστε να βρει τη δόκτορα Σλούντερ ή τον δόκτορα Κρόου για να ενημερωθεί, ενώ εγώ παίρνω τη γνωστή μου θέση δίπλα στο κρεβάτι του για να τον προσέχω. Ξεδιπλώνω τις αθλητικές σελίδες της κυριακάτικης Oregonian και μετά αρχίζω ευσυνείδητα να διαβάζω το ρεπορτάζ για τον ποδοσφαιρικό αγώνα των Σάουντερς εναντίον των Ρεάλ Σολτ Λέικ. Απ’ ό,τι φαίνεται, ήταν άγριο ματς, αλλά οι Σάουντερς έχασαν από αυτογκόλ του Κέισυ
Κέλλερ. Σφίγγω δυνατά το χέρι του Ρέυ στο δικό μου καθώς διαβάζω το άρθρο. «Και το τελικό σκορ... Σάουντερς-Ρεάλ Σολτ Λέικ 1-2». «Ει, Αννι... Χάσαμε; Όχι...» αποκρίνεται με τραχιά φωνή ο Ρέυ και μου ζουλάει το χέρι. Μπαμπά!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΕΝΝΕΑ ΔΑΚΡΥΑ ΚΥΛΟΥΝ στο πρόσωπό μου. Γύρισε. Ο μπαμπάς μου γύρισε! «Μην κλαις, Άννι...» Η φωνή του Ρέυ είναι βραχνή. «Τι συμβαίνει;»
Πιάνω το χέρι του και στα δυο δικά μου και το φέρνω κοντά στο πρόσωπό μου. «Είχες ένα ατύχημα... Είσαι στο νοσοκομείο στο Πόρτλαντ». Ο Ρέυ κατσουφιάζει, και δεν ξέρω αν είναι επειδή αισθάνεται άβολα με την ασυνήθιστη εκδήλωση τρυφερότητας από μέρους μου ή επειδή δεν μπορεί να θυμηθεί το ατύχημα. «Θες λίγο νερό;» ρωτάω, αν και δεν είμαι σίγουρη πως επιτρέπεται να σου δώσω. Γνέφει καταφατικά, ζαλισμένος. Η καρδιά μου φτερουγίζει. Σηκώνομαι και σκύβω από πάνω του, φιλώντας τον στο μέτωπο. «Σ’ αγαπάω, μπαμπά... Καλώς όρισες πίσω».
Ανεμίζει αμήχανος το χέρι του. «Κι εγώ, Άννι... Νερό». Διανύω τρέχοντας τη μικρή απόσταση έως τον χώρο όπου βρίσκονται οι νοσοκόμες. «Ο μπαμπάς μου ξύπνησε!» Χαμογελάω πλατιά στη νοσοκόμα Κέλλι, που μου ανταποδίδει το χαμόγελο. «Ειδοποίησε τη δόκτορα Σλοόντερ!» λέει στη συνάδελφό της και βγαίνει βιαστικά πίσω από το γραφείο. «Θέλει νερό», «Θα του φέρω». Επιστρέφω χοροπηδώντας στο κρεβάτι του πατέρα μου. Νιώθω τόσο ανάλαφρη. Τα βλέφαρά του είναι κλειστά όταν φτάνω
κοντά του, και αμέσως ανησυχώ μήπως έπεσε ξανά σε κώμα. «Μπαμπά;» «Εδώ είμαι...» μουρμουρίζει, και τα μάτια του ανοίγουν τρεμοπαίζοντας καθώς εμφανίζεται η νοσοκόμα Κέλλι κρατώντας μια κανάτα με θρυμματισμένο πάγο κι ένα ποτήρι. «Γεια σας, κύριε Στιλ. Είμαι η Κέλλι, η νοσοκόμα σας. Η κόρη σας μου είπε πως διψάτε». *** Στην αίθουσα αναμονής ο Κρίστιαν κοιτάζει προσηλωμένος το λάπτοπ του,
απόλυτα συγκεντρωμένος. Σηκώνει τα μάτια του όταν κλείνω την πόρτα. « Ξ ύπνησε!» αναγγέλλω. Χαμογελάει, και η ένταση γύρω από τα μάτια του εξαφανίζεται, Ω... Δεν το είχα προσέξει.Ήταν σε υπερένταση όλη αυτή την ώρα; Αφήνει κατά μέρος το λάπτοπ, σηκώνεται και με αγκαλιάζει. «Πώς είναι;» ρωτάει καθώς τυλίγω τα χέρια γύρω του, «Μιλάει, διψάει, είναι ζαλισμένος. Δε θυμάται καθόλου το τρακάρισμα». «Κατανοητό. Τώρα που ξύπνησε, θέλω να τον μεταφέρω στο Σιάτλ. Ύστερα μπορούμε
να πάμε σπίτι, και θα τον προσέχει η μαμά μου». Κϊόλας; «Δεν είμαι σίγουρη πως είναι αρκετά καλά για να μετακινηθεί...» «Θα μιλήσω στη δόκτορα Σλούντερ. Θα πάρω τη γνώμη της». «Σου λείπει το σπίτι μας;» «Ναι». «Εντάξει». «ΔΕ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΣ να χαμογελάς...» λέει ο Κρίστιαν καθώς σταματάω έξω από το Χίθμαν.
«Είμαι πολύ χαρούμενη!»
ανακουφισμένη.
Και
Ο Κρίστιαν χαμογελάει. «Ωραία!» Σκοτεινιάζει, και ανατριχιάζω καθώς βγαίνω στο ψυχρό, τσουχτερό βράδυ και δίνω το κλειδί μου στον παρκαδόρο. Κοιτάζει το αυτοκίνητό μου με πόθο, και δεν τον κατηγορώ. Ο Κρίστιαν βάζει το χέρι γύρω μου. «Θα γιορτάσουμε;» ρωτάει όταν μπαίνουμε στον προθάλαμο. «Να γιορτάσουμε;» «Για τον μπαμπά σου». Χαχανίζω. «Α, για κείνον!»
«Μου έλειψε αυτός ο ήχος...» Ο Κρίστιαν μού φιλάει τα μαλλιά. «Μπορούμε να φάμε στο δωμάτιό μας; Ξέρεις, να περάσουμε μια ήσυχη βραδιά μέσα...» «Φυσικά. Έλα!» Πιάνοντάς με από το χέρι, με οδηγεί στο ασανσέρ. *** «Υπέροχο ήταν...» μουρμουρίζω με ικανοποίηση κάνοντας πέρα το πιάτο μου, χορτασμένη πρώτη φορά εδώ και αιώνες. «Ξέρουν να φτιάχνουν ταρτ τατέν εδώ πέρα». Είμαι φρεσκομπανιαρισμένη, φορώντας μόνο το μπλουζάκι του Κρίστιαν και το
κιλοτάκι μου. Στο βάθος το iPod του Κρίστιαν παίζει τραγούδια στην τύχη, και η Ντάιντο κελαηδάει για άσπρες σημαίες. Ο Κρίστιαν με κοιτάζει με συλλογισμένο ύφος. Τα μαλλιά του είναι ακόμα βρεγμένα από το μπάνιο μας και φοράει μόνο το μαύρο μπλουζάκι και το τζιν του. «Δε σ’ έχω δει ξανά να τρως τόσο πολύ όσο είμαστε εδώ » λέει. «Πεινούσα...» Ακουμπάει στη ράχη της καρέκλας του με ένα αυτάρεσκο μισοχαμόγελο και πίνει μια γουλιά από το άσπρο κρασί του. «Τι θα ήθελες να κάνουμε τώρα;» Η φωνή του βγαίνει σιγανή.
«Εσύ τι θες να κάνεις;» Ανασηκώνει το φρύδι του, διασκεδάζοντάς το. «Ό,τι θέλω να κάνω πάντα...» «Και τι είναι αυτό;» «Κυρία Γκρέυ, μην είστε σεμνότυφη...» Απλώνοντας το χέρι μου επάνω στο τραπέζι, αρπάζω το δικό του, το γυρίζω ανάποδα και περνάω τον δείκτη μου πάνω από την παλάμη του. «Θα ήθελα να μ’ αγγίξεις με αυτό». Σέρνω το δάχτυλο επάνω στον δείκτη του. Αναδεύεται στην καρέκλα του. «Μόνο με αυτό;» Τα μάτια του σκοτεινιάζουν και ζεσταίνονται ταυτόχρονα.
«Ίσως με αυτό;» Περνάω το δάχτυλό μου πάνω από τον μέσο του και πίσω, έως την παλάμη του. «Κι αυτό». Το νύχι μου γλιστράει επάνω στον παράμεσο. «Σίγουρα με αυτό...» Το δάχτυλό μου σταματάει στη βέρα του. «Είνοίι πολύ σέξι...» «Μπα;» «Βέβαια. Λέει αυτός ο άντρας είναι δικός μου». Και αγγίζω τον μικρό κάλο που έχει σχηματιστεί ήδη στην παλάμη του κάτω από το δαχτυλίδι. Σκύβει και μου πιάνει το πιγούνι με το άλλο του χέρι. «Κυρία Γκρέυ, προσπαθείτε να με αποπλανήσετε;» « Το ελπίζω ».
«Αναστάζια, είμαι δεδομένος...» Η φωνή του είναι χαμηλή . « Έλα εδώ ». Μου παίρνει το χέρι, τραβώντας με στην αγκαλιά του. «Μ’ αρέσει να έχω απεριόριστη πρόσβαση επάνω σου». Σέρνει το χέρι του από τον μηρό μου έως τους γλουτούς μου. Με το άλλο χέρι με αρπάζει από τον αυχένα και με φιλάει, κρατώντας με τελείως ακίνητη. Έχει γεύση άσπρου κρασιού και μηλόπιτας και Κρίστιαν. Γλιστράω τα δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά του, σφίγγοντάς τον επάνω μου όσο οι γλώσσες μας εξερευνούν και κουβαριάζονται και στριφογυρίζουν η μια γύρω από την άλλη και το αίμα παίρνει φωτιά στις φλέβες μας. Όταν ο Κρίστιαν τραβιέται, μας έχει κοπεί η ανάσα.
«Πάμε στο κρεβάτι...» λέει επάνω στα χείλη μου. «Στο κρεβάτι;» Κάνει λίγο πιο πίσω και μου τραβάει τα μαλλιά, αναγκάζοντάς με να σηκώσω το κεφάλι και να τον κοιτάξω, «Πού θα προτιμούσατε, κυρία Γκρέυ;» Ανασηκώνω τους ώμους, παριστάνοντας την αδιάφορη . «Κάνε μου έκπληξη...» «Είσαι τρελούτσικη απόψε...» Περνάει τη μύτη του πάνο^ από τη δική μου. «Ισως χρειάζομαι δέσιμο». «Ίσως... Γίνεσαι πολύ αυταρχική όσο γερνάς». Στενεύει τα μάτια του, αλλά δεν
μπορεί να κρύψει την υπολανθάνει μέσα τους.
ευθυμία
που
«Τι θα κάνεις γι’ αυτό;» τον προκαλώ. Τα μάτια του γυαλίζουν. «Ξέρω τι θα ήθελα να κάνω γι’ αυτό. Εξαρτάται από το αν μπορείς να ανταποκριθείς...» «Ω κύριε Γκρέυ, ήσαστε πολύ ήπιος μαζί μου τις δύο τελευταίες μέρες. Δεν είμαι από γυαλί, ξέρετε». «Δε σ’ αρέσει η ηπιότητα;» «Μαζί σου, ναι. Μα ξέρεις... Η ποικιλία είναι το αλατοπίπερο της ζωής». Του πεταρίζω τις βλεφαρίδες μου. «Ψάχνεις κάτι λιγότερο ήπιο;»
«Κάτι αναζωογονητικό». Ανασηκώνει έκπληκτος τα φρύδια του. «Αναζωογονητικό;» επαναλαμβάνει, με εύθυμη έκπληξη στη φωνή του. Γνέφω καταφατικά. Με κοιτάζει για μια στιγμή. «Μη δαγκώνεις το χείλος σου...» ψιθυρίζει και μετά σηκώνεται ξαφνικά με μένα στην αγκαλιά του. Βγάζω μια άναρθρη κραυγή και κρατιέμαι από τους δικέφαλούς του, από φόβο πως θα με ρίξει. Κατευθύνεται προς τον μικρότερο από τους τρεις καναπέδες και με αφήνει επάνω του. «Περίμενε εδώ. Μην κουνηθείς».
Μου ρίχνει ένα σύντομο, έντονο, καυτό βλέμμα και κάνει μεταβολή, προχωρώντας προς το μπάνιο. Ω... Ο Κρίστιαν ξυπόλυτος. Γιατί είναι τόσο σέξι τα πόδια του; Γυρίζει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, αιφνιδιάζοντάς με καθώς σκύβει επάνω μου από πίσω. «Λέω να το ξεφορτωθούμε αυτό...» Αρπάζει το μπλουζάκι μου και το τραβάει πάνω από το κεφάλι μου, αφήνοντάς με μόνο με το κιλοτάκι. Ύστερα μου τραβάει την αλογοουρά και με φιλάει. «Σήκω!» με προστάζει επάνω στα χείλη μου και με αφήνει. Υπακούω αμέσως. Απλώνει μια πετσέτα επάνω στον καναπέ. Πετσέτα; «Βγάλε το κιλοτάκι σου».
Ξεροκαταπίνω, αλλά κάνω αυτό που μου λέει, πετώντας το δίπλα στον καναπέ. «Κάτσε». Με αρπάζει από την αλογοουρά και μου τραβάει το κεφάλι προς τα πίσω. «Θα μου πεις να σταματήσω αν το παρακάνω... Έτσι;» Γνέφω καταφατικά. «Πες το!» Η φωνή του είναι αυστηρή. « Ναι! » τσιρίζω. Χαμογελάει αχνά. «Ωραία. Λοιπόν, κυρία Γκρέυ... Κατόπιν λαϊκής απαίτησης θα σας δέσω...» Η φωνή του χαμηλώνει σ’ έναν λαχανιασμένο ψίθυρο.
Ο πόθος διατρέχει το κορμί μου σαν αστραπή, χάρη σ’ αυτά τα λόγια και μόνο. Ω, ο γλυκός μου Πενήντα επάνω στον καναπέ; «Σήκωσε τα γόνατά σου...» μου λέει μαλακά. «Και ακούμπησε πίσω». Ακουμπάω τα πόδια στην άκρη του καναπέ, με τα γόνατα μπροστά μου. Πιάνει το αριστερό μου πόδι, και παίρνοντας τη ζώνη από ένα μπουρνούζι, δένει τη μια της άκρη πάνω από το γόνατό μου. «Μπουρνούζια;» « Αυτοσχεδ ιάζω...» Μου χαρίζει ένα μικρό χαμόγελο και σφίγγει τη θηλιά πάνω από το γόνατό μου,
δένοντας την άλλη άκρη της μαλακής ζώνης γύρω από τη διακοσμητική προεξοχή στη γωνία του καναπέ, ουσιαστικά ανοίγοντας τα πόδια μου. «Μην κουνηθείς!» με προειδοποιεί και επαναλαμβάνει τη διαδικασία με το δεξί μου πόδι, δένοντας το δεύτερο κορδόνι στην άλλη προεξοχή. Ποπό... Κάθομαι με την πλάτη ίσια και τα πόδια διάπλατα ανοιχτά. «Εντάξει;» ρωτάει μαλακά ο Κρίστιαν πίσω από τον καναπέ, κοιτάζοντάς με. Γνέφω καταφατικά, περιμένοντας να μου δέσει και τα χέρια. Αλλά δεν το κάνει. Σκύβει και με φιλάει.
«Δεν έχεις ιδέα πόσο καυτή είσαι αυτήν τη στιγμή...» μουρμουρίζει και τρίβει τη μύτη του στη δική μου. «Αλλαγή μουσικής, νομίζω». Σηκώνεται και προχωράει προς το επιτραπέζιο σύστημα ηχείων του iPod. Πώς το κάνει αυτό; Να με εδώ, δεμένη και ερεθισμένη όσο δεν παίρνει, ενώ εκείνος είναι ήρεμος και ατάραχος. Μόλις που βρίσκεται μέσα στο οπτικό μου πεδίο, κι εγώ παρακολουθώ τους μυς του να τανύζονται και να ζωγραφίζονται στην πλάτη του κάτω από το μπλουζάκι καθώς αλλάζει το τραγούδι. Αμέσως μια γλυκιά, σχεδόν παιδική γυναικεία φωνή αρχίζει να τραγουδάει κάτι για παρακολούθηση. Ω, μου αρέσει αυτό το τραγούδι.
Ο Κρίστιαν στρέφεται και τα μάτια του καρφώνονται στα δικά μου καθώς προχωράει προς τον καναπέ και γονατίζει με χάρη μπροστά μου. Ξαφνικά νιώθω πολύ εκτεθειμένη. «Εκτεθειμένη; Ευάλωτη;» ρωτάει, με την αλλόκοτη ικανότητά του να μαντεύει τα λόγια που δε λέω. Τα χέρια του είναι πάνω στα γόνατά του. Γνέφω καταφατικά. Γιατί δε με αγγίζει; «Ωραία...» μουρμουρίζει. «Άπλωσε τα χέρια σου». Δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από τα δικά του, που με υπνωτίζουν. Κάνω αυτό που λέει. Ο Κρίστιαν χύνει και στις δυο
παλάμες του ένα ελαιώδες υγρό από ένα διάφανές μπουκαλάκι. Είναι αρωματικό ένα πλούσιο, μοσχομυρωδάτο, αισθησιακό άρωμα που δεν μπορώ να προσδιορίσω. «Τρίψε τα χέρια σου». Αναδεύομαι κάτω από το φλογερό, βαρύ βλέμμα του. «Μην κουνιέσαι...» με προειδοποιεί. Ποπό! «Τώρα, Αναστάζια, θέλω ν’ αγγίξεις τον εαυτό σου» Να πάρει. «Ξεκίνα από τον λαιμό και προχώρα προς τα κάτω». Διστάζω.
«Μην ντρέπεσαι, Άνα. Έλα. Κάν’ το...» Η ευθυμία και η πρόκληση στο ύφος του είναι ολοφάνερες. Το ίδιο και ο πόθος του. Η γλυκιά φωνή τραγουδάει πως δεν έχει τίποτα γλυκό επάνω της. Βάζω τα χέρια στον λαιμό μου και τα αφήνω να κατέβουν έως πάνω από το στήθος μου. Το λάδι τα κάνει να γλιστρούν χωρίς προσπάθεια στο δέρμα μου. Είναι ζεστά. «Πιο κάτω...» μουρμουρίζει ο Κρίστιαν, και τα μάτια του σκοτεινιάζουν. Δε με αγγίζει. Τα χέρια μου χουφτώνουν τα στήθη μου. «Ερέθισέ τα...» Ποπό! Τραβάω μαλακά τις ρώγες μου.
«Πιο δυνατά!» με πιέζει ο Κρίστιαν. Κάθεται ακίνητος ανάμεσα στους μηρούς μου, απλώς παρακολουθώντας με. «Όπως θα έκανα εγώ» προσθέτει, με μάτια που γυαλίζουν καταχθόνια. Οι μύες μου σφίγγονται βαθιά μέσα στην κοιλιά μου. Ανταποκρίνομαι βογκώντας και τραβάω πιο δυνατά τις ρώγες μου, νιώθοντάς τες να σκληραίνουν και να μακραίνουν κάτω από το άγγιγμά μου. «Ναι, Ετσι. Πάλι...» Κλείνοντας τα μάτια, τραβάω δυνατά, τρίβοντας και συστρέφοντάς τες ανάμεσα στα δάχτυλά μου. Αναστενάζω βαριά. «Άνοιξε τα μάτια».
Ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα. «Πάλι. Θέλω να σε βλέπω. Να σε βλέπω να απολαμβάνεις το άγγιγμά σου...» Ω, γαμώτο. Επαναλαμβάνω τη διαδικασία. Είναι τόσο... ερωτικό. «Χέρια. Πιο χαμηλά». Αναδεύομαι. «Μην κουνιέσαι, Άνα. Αφομοίωσε την ηδονή. Χαμηλότερα...» Η φωνή του είναι σιγανή και βραχνή, διεγείροντας και μαγεύοντάς με ταυτόχρονα. «Κάν’ το εσύ...» ψιθυρίζω. «Ω, θα το κάνω σύντομα. Εσύ. Χαμηλότερα. Τώρα...» Ο Κρίστιαν,
εκπέμποντας αισθησιασμό, περνάει τη γλώσσα πάνω από τα δόντια του. Γαμώτο... Σπαρταράω, τραβώντας τα δεσμά μου. Κουνάει το κεφάλι του αργά. «Ακίνητη...» Βάζει τα χέρια του στα γόνατά μου, κρατώντας με στη θέση μου. «Έλα, Άνα χαμηλότερα». Τα χέρια του γλιστρούν πιο κάτω από τα γόνατά μου, περνώντας ξυστά από τους μηρούς μου, προχωρώντας προς τα γεννητικά μου όργανα. «Έλα, Άνα. Άγγιξε τον εαυτό σου...» Το αριστερό μου χέρι περνάει πάνω από τα γεννητικά μου όργανα και τρίβω, διαγράφοντας έναν αργό κύκλο. Το στόμα μου σχηματίζει ένα «Ο» καθώς κοντανασαίνω.
«Πάλι ...» λέει σιγανά. Βογκάω δυνατότερα και επαναλαμβάνω την κίνηση, ρίχνοντας το κεφάλι πίσω, με κομμένη την ανάσα. «Πάλι!» Αναστενάζω δυνατά,* και ο Κρίστιαν παίρνει μια απότομη εισπνοή. Αρπάζοντας τα χέρια μου, σκύβει, περνώντας πρώτα τη μύτη και μετά τη γλώσσα του από την κορυφή των μηρών μου. « Αχ.,.» Θέλω να τον αγγίξω, αλλά όταν προσπαθώ να κουνήσω τα χέρια, τα δάχτυλά του σφίγγονται γύρω από τους καρπούς μου.
«Θα τα δέσω κι αυτά. Μην κουνιέσαι...» Βογκάω. Με αφήνει, μετά χώνει τα δυο μεσαία του δάχτυλα μέσα μου, ενώ η βάση της παλάμης του ακουμπάει επάνω στην κλειτορίδα μου. «Θα σε κάνω να τελειώσεις γρήγορα, Άνα...Έτοιμη;» «Ναι...» απαντάω λαχανιασμένη. Αρχίζει να κουνάει τα δάχτυλά του, το χέρι του ανεβοκατεβαίνει γρήγορα, εξαπολύοντας ταυτόχρονα επιθέσεις τόσο σ’ εκείνο το ευαίσθητο σημείο μέσα μου, όσο και στην κλειτορίδα μου. Α! Η αίσθηση είναι έντονη πραγματικά έντονη. Η ηδονή συσσωρεύεται και κορυφώνεται σε όλο το κάτω μέρος του σώματός μου. Θέλω να
τεντώσω τα πόδια, αλλά δεν μπορώ. Τα χέρια μου μπήγονται στην πετσέτα από κάτω μου. «Παραδώσου...» ψιθυρίζει ο Κρίστιαν. Εκρήγνυμαι γύρω από τα δάχτυλά του, φωνάζοντας ασυνάρτητα. Πιέζει τη βάση της παλάμης του επάνω στην κλειτορίδα μου καθώς οι μετασεισμοί συγκλονίζουν το κορμί μου, παρατείνοντας το υπέροχο μαρτύριο. Έχω αόριστα συνείδηση πως μου λύνει τα πόδια. «Σειρά μου...» μουρμουρίζει και με γυρίζει ανάποδα, έτσι που είμαι μπρούμυτα επάνω στον καναπέ, με τα γόνατα στο πάτωμα. Μου ανοίγει τα πόδια και με χτυπάει δυνατά στους γλουτούς.
«Α! » φωνάζω και μπαίνει βίαια μέσα μου. «Ω Άνα...» λέει σφυριχτά μέσα από σφιγμένα δόντια και αρχίζει να κουνιέται. Τα δάχτυλά του γραπώνουν δυνατά τους γοφούς μου καθώς ορμάει μέσα μου. Και η ηδονή αρχίζει πάλι να συσσωρεύεται. Όχι... Αχ... «Έλα, Άνα!» αναφωνεί ο Κρίστιαν, και συνταράζομαι άλλη μία φορά, τρεμουλιάζοντας γύρω του και φωνάζοντας καθώς τελειώνω. «ΑΡΚΕΤΑ ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΤΙΚΟ για σένα;» Ο Κρίστιαν με φιλάει στα μαλλιά. «Ω, ναι...» ψελλίζω ατενίζοντας το ταβάνι.
Είμαι ξαπλωμένη επάνω στον άντρα μου, με την πλάτη στο στήθος του, ενώ είμαστε και οι δύο στο πάτωμα δίπλα στον καναπέ. Είναι ακόμα ντυμένος. «Νομίζω πως πρέπει να το ξαναπάμε από την αρχή. Χωρίς ρούχα για σένα αυτήν τη φορά». «Χριστέ μου, Άνα...Έλεος!» Χαχανίζω, και γελάει πνιχτά. «Χαίρομαι που ο Ρέυ έχει τις αισθήσεις του. Φαίνεται πως όλες σου οι ορέξεις επέστρεψαν...» λέει, χωρίς να κρύβει το χαμόγελο από τη φωνή του.
Στρέφομαι και τον κοιτάζω κατσούφικα. « Ξεχνάς χτες βράδυ και σήμερα το πρωί;» Μουτρώνω. «Ούτε κι αυτά αξίζουν να ξεχαστούν...» Χαμογελάει, κι όταν χαμογελάει, φαίνεται τόσο νέος και ξένοιαστος και ευτυχισμένος. Μου χουφτώνει τα πισινά. «Έχετε φανταστικό κώλο, κυρία Γκρέυ!» «Το ίδιο κι εσύ». Του ανασηκώνω το φρύδι. «Αν και ο δικός σου είναι ακόμα καλυμμένος...» «Και τι σκοπεύετε να κάνετε γι’ αυτό, κυρία Γκρέυ;» «Μα θα σας γδύσω, κύριε Γκρέυ... Ολόκληρο!» Χαμογελάει. «Και νομίζω πως υπάρχουν πολλά γλυκά πράγματα επάνω
σας...» ψιθυρίζω, αναφερόμενη στο τραγούδι που παίζει ακόμα σε επανάληψη. Το χαμόγελό του σβήνει. Οχ, όχι... «Είσαι γλυκός...» τραυλίζω και σκύβω να φιλήσω τη γωνία του στόματός του. Κλείνει τα μάτια και σφίγγει τα χέρια του γύρω μου. «Κρίστιαν, είσαι. Έκανες αυτό το Σαββατοκύριακο τόσο ξεχωριστό παρά το ατύχημα του Ρέυ. Σ’ ευχαριστώ ...» Ανοίγει τα μεγάλα, σοβαρά γκρίζα μάτια του, και το ύφος του μου σφίγγει την καρδιά. «Επειδή σ’ αγαπάω...» αποκρίνεται χαμηλόφωνα.
«Το ξέρω. Κι εγώ σ’ αγαπάω». Του χαϊδεύω το πρόσωπο. «Και μου είσαι κι εσύ πολύτιμος. Το ξέρεις αυτό, ε;» Μένει ακίνητος, δείχνοντας χαμένος. Κρίστιαν, Κρίστιαν... Γλυκέ μου Πενήντα. «Πίστεψέ με...» μουρμουρίζω. «Δεν είναι εύκολο...» Η φωνή του ίσα που ακούγεται. «Προσπάθησε. Προσπάθησε πολύ, γιατί είναι αλήθεια». Του χαϊδεύω πάλι το πρόσωπο, με τα δάχτυλά μου να περνούν πάνω από τις φαβορίτες του. Τα μάτια του είναι γκρίζες θάλασσες απώλειας και οδύνης και θλίψης.
Θέλω να σκαρφαλώσω επάνω του και να τον κρατήσω αγκαλιά. Οτιδήποτε για να διώξω αυτό το βλέμμα. Πότε θα καταλάβει πως είναι όλος ο κόσμος για μένα; Πως αξίζει και με το παραπάνω την αγάπη μου, την αγάπη των γονιών του των αδερφών του; Του το έχω πει και του το έχω ξαναπεί, κι όμως να που βρισκόμαστε εδώ, και ο Κρίστιαν με κοιτάζει με το χαμένο βλέμμα της εγκατάλειψης. Θα χρειαστεί χρόνος. «Θα κρυώσεις. Έλα». Σηκώνεται σβέλτα όρθιος και με τραβάει να σταθώ δίπλα του. Γλιστράω το χέρι γύρω από τη μέση του καθώς ξαναμπαίνουμε στο υπνοδωμάτιο. Δε θα τον πιέσω, αλλά μετά το ατύχημα του Ρέυ έχει γίνει πιο σημαντικό για μένα να ξέρει πόσο τον αγαπάω.
Μπαίνοντας στο υπνοδωμάτιο, σκυθρωπιάζω, λαχταρώντας απεγνωσμένα να επιστρέψουμε στην πολύ ευχάριστη, ανάλαφρη ατμόσφαιρα που επικρατούσε μόλις πριν από λίγα δευτερόλεπτα. «Να δούμε τηλεόραση;» Ο Κρίστιαν ρουθουνίζει. «Ήλπιζα σ’ έναν δεύτερο γύρο...» Και ο ευμετάβλητος Πενήντα μου έχει επιστρέψει. Ανασηκώνω το φρύδι και σταματάω δίπλα στο κρεβάτι. «Εν τοιαύτη περιπτώσει, νομίζω πως θα πάρω τα ηνία». Με κοιτάζει με το στόμα ολάνοιχτο και τον σπρώχνω επάνω στο κρεβάτι καβαλώντας τον γρήγορα, ακινητοποιώντας τα χέρια του δίπλα στο κεφάλι του.
Μου χαμογελάει. «Λοιπόν, κυρία Γκρέυ... Τώρα που μ’ έχετε, τι θα με κάνετε;» Σκύβω και του ψιθυρίζω στο αυτί: «Θα σε γαμήσω με το στόμα μου...». Κλείνει τα βλέφαρά του παίρνοντας απότομη ανάσα, και περνάω απαλά τα δόντια πάνω από το σαγόνι του. *** Ο Κρίστιαν δουλεύει στον υπολογιστή. Είναι ένα φωτεινό πρωινό, και πληκτρολογεί ένα ηλεκτρονικό μήνυμα, νομίζω. «Καλημέρα...» γουργουρίζω συνεσταλμένα από την πόρτα.
Γυρίζει και μου χαμογελάει. «Κυρία Γκρέυ, νωρίς σηκωθήκατε...» Ανοίγει διάπλατα τα χέρια του. Διασχίζω τρέχοντας τη σουίτα και χώνομαι στην αγκαλιά του. «Το ίδιο κι εσύ...» «Δούλευα». Αναδεύεται και μου φιλάει τα μαλλιά. «Τι;» ρωτάω, νιώθοντας πως κάτι τρέχει. Αναστενάζει. «Έλαβα ένα ηλεκτρονικό μήνυμα από τον ντετέκτιβ Κλαρκ. Θέλει να σου μιλήσει για κείνο τον γαμιόλη τον Χάυντ...» «Μπα;» Τραβιέμαι προς τα πίσω για να τον κοιτάξω.
«Ναι. Του είπα πως είσαι στο Πόρτλαντ προς το παρόν, και άρα θα πρέπει να περιμένει. Μα λέει πως θα ήθελε να σου μιλήσει εδώ». «Έρχεται εδώ;» «Έτσι φαίνεται...» Ο Κρίστιαν δείχνει απορημένος. Συνοφρυώνομαι. «Τι είναι τόσο σημαντικό που δεν μπορεί να περιμένει;» «Ακριβώς...» «Πότε έρχεται;» «Σήμερα. Θα του απαντήσω στο μήνυμα». «Δεν έχω τίποτα να κρύψω. Αναρωτιέμαι τι θέλει να μάθει».
«Θα μάθουμε όταν έρθει. Κι εγώ είμαι περίεργος». Ο Κρίστιαν αναδεύεται ξανά. «Το πρωινό θα έρθει σε λίγο. Ας φάμε. Ύστερα μπορούμε να πάμε να δούμε τον μπαμπά σου». Γνέφω καταφατικά. «Μπορείς να μείνεις εδώ αν θες. Βλέπω πως έχεις δουλειά». Με αγριοκοιτάζει. «Όχι. Θέλω να έρθω μαζί σου!» «Εντάξει...» Χαμογελάω και τυλίγω τα χέρια γύρω από τον λαιμό του, φιλώντας τον. Ο ΡΕΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΟΔΙΑΘΕΤΟΣ. Είναι απόλαυση. Νευρικός, ευερέθιστος, ανυπόμονος και ανήσυχος.
«Μπαμπά, είχες ένα σοβαρό τρακάρισμα. Θα χρειαστεί χρόνος για να γίνεις καλά. Ο Κρίστιαν κι εγώ θέλουμε να σε μεταφέρουμε στο Σιάτλ». «Δεν ξέρω γιατί ασχολείστε μαζί μου... Θα είμαι μια χαρά εδώ μόνος μου». «Μη λες βλακείες!» Του ζουλάω τρυφερά το χέρι, κι έχει την ευγένεια να μου χαμογελάσει. «Θες τίποτα;» «Θα μπορούσα να χλαπακιάσω ένα ντόνατ, Άννι...» Του χαμογελάω με τρυφερότητα. «Θα σου φέρω ένα δυο ντόνατ... Θα πάμε στο Voodoo». «Θαύμα!»
«Θες και αξιοπρεπή καφέ;» «Διάολε, ναι!» «Εντάξει. Πάω να φέρω». *** Ο Κρίστιαν βρίσκεται πάλι στην αίθουσα αναμονής, μιλώντας στο τηλέφωνο. Πραγματικά πρέπει να στήσει ένα γραφείο εδώ μέσα. Περιέργως, είναι μόνος του, αν και τα άλλα κρεβάτια της ΜΕΘ είναι κατειλημμένα. Αναρωτιέμαι αν τρομοκράτησε τους υπόλοιπους επισκέπτες. Κλείνει το τηλέφωνο. «Ο Κλαρκ θα έρθει στις τέσσερις το απόγευμα».
Κατσουφιάζω. Τι μπορεί να είναι τόσο επείγον; «Εντάξει. Ο Ρέυ θέλει καφέ και ντόνατ». Ο Κρίστιαν γελάει. «Νομίζω πως θα ήθελα κι εγώ να έχω τρακάρει... Πες στον Τέυλορ να πάει». «Όχι. Θα πάω εγώ». «Πάρε τον Τέυλορ μαζί σου!» Ο τόνος του είναι αυστηρός.' « Εντάξε ι...» Υψώνω το βλέμμα στον ουρανό, και με αγριοκοιτάζει. Μετά χαμογελάει αχνά και γέρνει το κεφάλι του στο πλάι. «Δεν είναι κανένας εδώ...»
Η φωνή του είναι δελεαστικά χαμηλή, και ξέρω πως απειλεί να μου τις βρέξει. Ετοιμάζομαι να τον προκαλέσω, όταν μπαίνει στην αίθουσα ένα νεαρό ζευγάρι. Η κοπέλα κλαίει σιγανά. Ανασηκώνω απολογητικά τους ώμους στον Κρίστιαν, κι εκείνος γνέφει. Σηκώνει το λάπτοπ του, με παίρνει από το χέρι και με οδηγεί έξω από την αίθουσα. «Έχουν περισσότερη ανάγκη από μας να μείνουν μόνοι τους...» μουρμουρίζει ο Κρίστιαν. «Θα διασκεδάσουμε αργότερα». Έξω περιμένει υπομονετικά ο Τέυλορ. «Ας πάμε όλοι να πάρουμε καφέ και ντόνατ».
*** Στις τέσσερις ακριβώς ακούγεται ένα χτύπημα στην πόρτα της σουίτας. Ο Τέυλορ φέρνει μέσα τον ντετέκτιβ Κλαρκ, που φαίνεται πιο κακοδιάθετος απ’ ό,τι συνήθως. Πάντα φαίνεται κακοδιάθετος. Ίσως έτσι είναι φτιαγμένο το πρόσωπό του. «Κύριε Γκρέυ, κυρία Γκρέυ, ευχαριστώ που με δεχτήκατε». «Ντετέκτιβ Κλαρκ». Ο Κρίστιαν τού σφίγγει το χέρι και τον οδηγεί σε μια καρέκλα. Εγώ κάθομαι στον καναπέ όπου διασκέδασα τόσο πολύ χτες το βράδυ. Η σκέψη με κάνει να κοκκινίσω.
«Την κυρία Γκρέυ θέλω να δω!» λέει με δηκτικό ύφος ο Κλαρκ στον Κρίστιαν και τον Τέυλορ, που έχει πάρει θέση δίπλα στην πόρτα. Ο Κρίστιαν κοιτάζει και ύστερα κάνει ένα σχεδόν ανεπαίσθητο νεύμα στον Τέυλορ, που γυρίζει και φεύγει, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. «Οτιδήποτε θέλετε να πείτε στη γυναίκα μου μπορείτε να το πείτε μπροστά μου». Η φωνή του Κρίστιαν είναι ψυχρή και επαγγελματική. Ο ντετέκτιβ Κλαρκ στρέφεται προς το μέρος μου. «Είστε σίγουρη πως θέλετε να είναι παρών ο σύζυγός σας;»
Τον κοιτάζω σκυθρωπή. «Φυσικά. Δεν έχω τίποτα να κρύψω... Απλώς κατάθεση θα μου πάρετε;» «Μάλιστα, κυρία μου». «Θα ήθελα να μείνει ο σύζυγός μου». Ο Κρίστιαν κάθεται εκπέμποντας ένταση.
δίπλα
μου,
« Εντάξει ...» μουρμουρίζει ο Κλαρκ μοιρολατρικά. Καθαρίζει τον λαιμό του. «Κυρία Γκρέυ, ο κύριος Χάυντ υποστηρίζει ότι τον παρενοχλήσατε σεξουαλικά και του κάνατε διάφορες άσεμνες προτάσεις». Ω! Σχεδόν βάζω τα γέλια, αλλά γλιστράω το χέρι επάνω στον μηρό του Κρίστιαν για να
τον συγκρατήσω, μιας και κινείται προς τα εμπρός στη θέση του. «Αυτό είναι Κρίστιαν.
εξωφρενικό!»
πετάει
ο
Του ζουλάω το πόδι για να τον κάνω να σωπάσει. «Δεν είναι αλήθεια» δηλώνω ήρεμα. «Για την ακρίβεια, το αντίθετο έγινε. Μου έκανε ανήθικες προτάσεις με πολύ επιθετικό τρόπο και απολύθηκε». Το στόμα του ντετέκτιβ Κλαρκ πιέζεται προς στιγμήν σε μια λεπτή γραμμή προτού συνεχίσει. «Ο Χάυντ ισχυρίζεται πως σκαρφιστήκατε ένα παραμύθι περί σεξουαλικής παρενόχλησης ώστε να πετύχετε την απόλυσή του. Λέει πως το κάνατε επειδή αρνήθηκε τις ερωτικές σας
προτάσεις κι επειδή θέλατε τη δουλειά του». Κατσουφιάζω. Να πάρει... Οι παραισθήσεις του Χάυντ είναι ακόμα πιο σοβαρές απ’ ό,τι νόμιζα. «Δεν είναι αλήθεια». Κουνάω το κεφάλι. «Ντετέκτιβ, σας παρακαλώ, μη μου πείτε πως κάνατε όλο αυτό τον δρόμο για να ενοχλήσετε τη γυναίκα μου με αυτές τις γελοίες κατηγορίες!» Ο ντετέκτιβ Κλαρκ γυρίζει το ατσάλινο γαλάζιο βλέμμα του και αγριοκοιτάζει τον Κρίστιαν. «Πρέπει να το ακούσω από την κυρία Γκρέυ αυτό, κύριε» αποκρίνεται με αυτοσυγκράτηση.
Ζουλάω πάλι το πόδι του Κρίστιαν, ικετεύοντάς τον σιωπηλά να διατηρήσει την ψυχραιμία του. «Δεν είσαι υποχρεωμένη ν’ ακούς αυτές τις μαλακίες, Άνα!» «Νομίζω ότι πρέπει να πω στον ντετέκτιβ Κλαρκ τι έγινε». Ο Κρίστιαν με κοιτάζει για λίγο με απάθεια και μετά ανεμίζει το χέρι σε μια χειρονομία παραίτησης. «Αυτό που λέει ο Χάυντ απλώς δεν είναι αλήθεια». Η φωνή μου ακούγεται ήρεμη, αν και μόνο ήρεμη δε νιώθω. Είμαι σαστισμένη από τις κατηγορίες και φοβάμαι πως ο Κρίστιαν μπορεί να εκραγεί τι παιχνίδι παίζει άραγε ο Τζακ; «Ο κύριος
Χάυντ με διπλάρωσε ένα βράδυ στην κουζίνα του γραφείου. Μου είπε πως είχα προσληφθεί χάρη σ’ αυτόν και πως περίμενε ως αντάλλαγμα σεξουαλικές υπηρεσίες. Προσπάθησε να με εκβιάσει χρησιμοποιώντας ηλεκτρονικά μηνύματα που είχα στείλει στον Κρίστιαν, ο οποίος εκείνη την εποχή δεν ήταν σύζυγός μου. Δεν ήξερα πως ο Χάυντ παρακολουθούσε τα μηνύματά μου. Έχει παραισθήσεις με κατηγόρησε ακόμα κι ότι ήμουν κατάσκοπος σταλμένη από τον Κρίστιαν, μάλλον για να τον βοηθήσω να πάρει την εταιρεία. Δεν ήξερε πως ο Κρίστιαν είχε αγοράσει ήδη την ΑΕΣ». Κουνάω το κεφάλι καθώς θυμάμαι τη δυσάρεστη, γεμάτη ένταση
σύγκρουσή μου με τον Χάυντ. «Στο τέλος τον... Τον ξάπλωσα κάτω». Τα φρύδια του Κλαρκ ανασηκώνονται από έκπληξη. «Τον ξαπλώσατε κάτω;» «Ο πατέρας μου ήταν στον στρατό. Ο Χάυντ -εεε...μ’ άγγιξε, και ξέρω να υπερασπίζομαι τον εαυτό μου». Ο Κρίστιαν μού ρίχνει ένα σύντομο βλέμμα γεμάτο περηφάνια. «Μάλιστα...» Ο Κλαρκ ακουμπάει στη ράχη του καναπέ, αναστενάζοντας βαριά. «Μιλήσατε σε κάποια από τις παλιές βοηθούς του Χάυντ;» ρωτάει ο Κρίστιαν σχεδόν καλοδιάθετα.
«Ναι, μιλήσαμε. Αλλά η αλήθεια είναι πως δεν μπορούμε να κάνουμε καμία τους να μας πει κάτι. Όλες λένε πως ήταν υποδειγματικό αφεντικό, αν και καμία απ’ αυτές δεν έμεινε παραπάνω από τρεις μήνες». «Το ίδιο πρόβλημα είχαμε κι εμείς...» λέει σιγανά ο Κρίστιαν. Ω; Κοιτάζω τον Κρίστιαν με το στόμα να χάσκει, όπως και ο ντετέκτιβ Κλαρκ. «Ο επικεφαλής της ασφάλειάς μου. Μίλησε και με τις πέντε προηγούμενες προσωπικές βοηθούς του Χάυντ». «Και γιατί αυτό;»
Ο Κρίστιαν τον κοιτάζει με παγερό βλέμμα. «Επειδή δούλευε γι’ αυτόν η γυναίκα μου, και πραγματοποιώ ελέγχους ασφάλειας για όλους εκείνους με τους οποίους δουλεύει η γυναίκα μου». Ο ντετέκτιβ Κλαρκ κοκκινίζει. Του ανασηκώνω απολογητικά τους ώμους με χαμόγελο που λέει «Καλώς όρισες στον κόσμο μου». «Μάλιστα...» μουρμουρίζει ο Κλαρκ. «Νομίζω πως σε τούτη την ιστορία υπάρχουν περισσότερα απ’ όσα φαίνονται εκ πρώτης όψεως, κύριε Γκρέυ... Αύριο θα πραγματοποιήσουμε μια πιο ενδελεχή έρευνα στο διαμέρισμά του, οπότε ίσως ανακύψει κάτι. Αν και, κατά τα φαινόμενα, έχει αρκετό καιρό να μείνει εκεί».
« Ψάξατε ήδη; » «Ναι. Θα ξαναψάξουμε. Διεξοδική έρευνα αυτήν τη φορά». «Και δεν του έχετε απαγγείλει ακόμα κατηγορίες για απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά της Ρος Μπέιλυ και εναντίον μου;» ρωτάει ήρεμα ο Κρίστιαν. Ορίστε; «Ελπίζουμε να βρούμε περισσότερα τεκμήρια σε σχέση με το σαμποτάζ που υπέστη το σκάφος σας, κύριε Γκρέυ. Χρειαζόμαστε κάτι περισσότερο από ένα μερικό αποτύπωμα, κι όσο είναι υπό κράτηση, μπορούμε να στοιχειοθετήσουμε την υπόθεση».
«Αυτός ήταν ο μόνος λόγος για τον οποίο ήρθατε εδώ;» Ο Κλαρκ αγριεύει. «Ναι, κύριε Γκρέυ. Αυτός είναι! Εκτός βέβαια αν σκεφτήκατε τίποτα καινούριο για το σημείωμα». Σημείωμα; Ποιο σημείωμα; «Όχι. Σας είπα. Δε μου λέει τίποτα!» Ο Κρίστιαν δεν μπορεί να κρύψει τον εκνευρισμό του. «Και δεν καταλαβαίνω γιατί δεν μπορούσαμε να το έχουμε κάνει αυτό από τηλεφώνου». «Νομίζω πως σας είπα ότι προτιμώ την εκ του σύνεγγυς προσέγγιση. Και θα επισκεφθώ την αδερφή της γιαγιάς μου που μένει στο Πόρτλαντ μ’ έναν σμπάρο δυο τρυγόνια...» Ο Κλαρκ παραμένει ατάραχος
και ανεπηρέαστος από την κακή διάθεση του άντρα μου. «Αν τελειώσαμε, έχω δουλειά να κάνω». Ο Κρίστιαν σηκώνεται, και ο ντετέκτιβ Κλαρκ ακολουθεί το παράδειγμά του. «Σας ευχαριστώ για τον χρόνο σας, κυρία Γκρέυ...» λέει ευγενικά. Γνέφω. «Κύριε Γκρέυ». Ο Κρίστιαν ανοίγει την πόρτα, και ο Κλαρκ φεύγει. Σωριάζομαι στον καναπέ. «Απίστευτος δεν είναι ο μαλάκας;» Ο Κρίστιαν εκρήγνυται. «Ο Κλαρκ;»
«Όχι. Ο καριόλης ο Χάυντ!» «Ναι, απίστευτος...» «Τι γαμημένο παιχνίδι παίζει;» ψιθυρίζει ο Κρίστιαν μέσα από τα σφιγμένα δόντια του. «Δεν ξέρω. Νομίζεις ότι με πίστεψε ο Κλαρκ;» «Φυσικά και σε πίστεψε! Ξέρει πως ο Χάυντ είναι ένας προβληματικός μαλάκας». «Είσαι πολύ βλαστημιάρης...» «Βλαστημιάρης;» επαναλαμβάνει εκείνος και χαμογελάει αχνά. «Υπάρχει τέτοια λέξη;» «Τώρα υπάρχει».
Χαμογελάει απρόσμενα και κάθεται δίπλα μου, τραβώντας με στην αγκαλιά του. «Μην τον σκέφτεσαι τον γαμιόλη. Πάμε να δούμε τον μπαμπά σου και προσπάθησε να του μιλήσεις για τη μετακίνηση αύριο». «Ήταν αμετάπειστος. Ήθελε να μείνει στο Πόρτλαντ και να μη γίνει βάρος». «Θα του μιλήσω εγώ». «Θέλω να ταξιδέψω μαζί του». Ο ϊίρίστιαν με κοιτάζει, και προς στιγμήν νομίζω πως θα πει όχι. «Εντάξει. Θα έρθω κι εγώ. Ο Σόγερ και ο Τέυλορ μπορούν να πάρουν τα αυτοκίνητα. Θ’ αφήσω τον Σόγερ να οδηγήσει το R8 σου απόψε». ***
Την επόμενη μέρα ο Ρέυ περιεργάζεται το νέο του περιβάλλον ένα ευάερο, φωτεινό δωμάτιο στο κέντρο αποκατάστασης του Νοσοκομείου Νορθγουέστ στο Σιάτλ. Είναι μεσημέρι, και φαίνεται νυσταγμένος. Το ταξίδι, και μάλιστα με ελικόπτερο, τον έχει εξαντλήσει. «Πες στον Κρίστιαν ότι το εκτιμώ αυτό» λέει ήρεμα. «Μπορείς να του το πεις ο ίδιος. Θα έρθει απόψε». «Δε θα πας στη δουλειά;» «Μάλλον ναι. Θέλω να βεβαιωθώ ότι βολεύτηκες».
«Πήγαινε. Δε χρειάζεται να ανησυχείς για μένα». «Μ’ αρέσει να ανησυχώ για σένα». Βουίζει το BlackBerry. Κοιτάζω τον αριθμό δεν τον αναγνωρίζω. «Θα απαντήσεις;» ρωτάει ο Ρέυ. «Όχι. Δεν ξέρω ποιος είναι. Θα το πάρει ο τηλεφωνητής. Σου έφερα κάτι να διαβάσεις». Δείχνω τον σωρό με τα αθλητικά περιοδικά στο κομοδίνο του. «Ευχαριστώ, Άννι...» «Είσαι κουρασμένος, ε;» Γνέφει καταφατικά.
«Θα σ’ αφήσω να κοιμηθείς λιγάκι». Τον φιλάω στο μέτο^πο. «Τα λέμε, μπαμπά...» μουρμουρίζω. «Θα σε δω αργότερα, γλυκιά μου. Και ευχαριστώ». Μού πιάνει το χέρι και το ζουλάει απαλά. «Μ’ αρέσει που με λες μπαμπά. Με γυρίζει στο παρελθόν...» Ω μπαμπά. Του ανταποδίδω το ζούληγμα. ΚΑΘΩΣ ΒΓΑΙΝΩ από την κεντρική είσοδο προχωρώντας προς το SUV όπου περιμένει ο Σόγερ, ακούω να φωνάζουν το όνομά μου. «Κυρία Γκρέυ! Κυρία Γκρέυ!» Γυρίζοντας, βλέπω τη δόκτορα Γκριν να έρχεται βιαστικά προς το μέρος μου. Είναι
άψογη όπως αλαφιασμένη.
πάντα,
αν
και
κάπως
«Κυρία Γκρέυ, τι κάνετε; Πήρατε το μήνυμά μου; Σας τηλεφώνησα νωρίτερα...» «Όχι...» Το κρανίο μου μυρμηγκιάζει. «Αναρωτιόμουν γιατί ακυρώσατε τέσσερα ραντεβού». Τέσσερα ραντεβού; ολάνοιχτο στόμα. ραντεβού! Πώς;
Την κοιτάζω με Έχασα τέσσερα
«Ίσως πρέπει να το συζητήσουμε στο γραφείο μου. Πήγαινα για φαγητό έχετε χρόνο αυτήν τη στιγμή;»
Γνέφω μειλίχια. «Βέβαια. Δεν...» Δεν μπορώ να αρθρώσω τις λέξεις. Έχασα τέσσερα ραντεβού; Έχω αργήσει για την ένεσή μου. Σκατά! Παραζαλισμένη, την ακολουθώ πίσω στο νοσοκομείο κι επάνω στο γραφείο της. Πώς έχασα τέσσερα ραντεβού; Θυμάμαι αόριστα να μεταφέρεται ένα η Χάνα το ανέφερε. Αλλά τέσσερα; Πώς είναι δυνατόν να έχασα τέσσερα; Το γραφείο της δόκτορος Γκριν είναι ευρύχωρο, μινιμαλιστικό και καλά εξοπλισμένο. «Χαίρομαι πάρα πολύ που με πετύχατε προτού φύγω...» μουρμουρίζω. Δεν έχω συνέλθει ακόμη από το σοκ. «Ο πατέρας μου είχε ένα αυτοκινητικό ατύχημα και
μόλις τον μεταφέραμε Πόρτλαντ».
εδώ
από
το
«Ω, λυπάμαι πολύ... Πώς είναι;» «Τα πάει καλά, ευχαριστώ. Αναρρώνει». «Καλό αυτό. Κι εξηγεί γιατί ακυρώσατε το ραντεβού της Παρασκευής». Η δόκτωρ Γκριν κουνάει πέρα δώθε το ποντίκι στο γραφείο της, και ο υπολογιστής ζωντανεύει. «Ναι... Έχουν περάσει παραπάνω από δεκατρείς εβδομάδες. Είστε πολύ κοντά στα όρια. Καλύτερα να γίνει ένα τεστ προτού κάνουμε άλλη ένεση». «Τεστ;» ψελλίζω, κι όλο εγκαταλείπει το κεφάλι μου. «Τεστ εγκυμοσύνης».
το
αίμα
Οχ. όχι... Απλώνει το χέρι στο συρτάρι του γραφείου της. «Ξέρετε τι να κάνετε με αυτό». Μου δίνει έναν μικρό περιέκτη. «Η τουαλέτα βρίσκεται ακριβώς έξω από το γραφείο». Σηκώνομαι σαν μέσα σε όνειρο, με όλο μου το κορμί να λειτουργεί στον αυτόματο πιλότο, και πηγαίνω παραπατώντας στην τουαλέτα. Σκατά, σκατά, σκατά, σκατά. Σκατά! Πώς μπόρεσα να αφήσω να συμβεί αυτό; Πάλι; Ξάφνου νιώθω να ανακατεύομαι και λέω μια σιωπηλή προσευχή. Σε παρακαλώ, όχι. Σε παρακαλώ, όχι. Είναι πολύ νωρίς. Είναι πολύ νωρίς. Είναι πολύ νωρίς.
Όταν ξαναμπαίνω στο γραφείο της δόκτορος Γκριν, μου χαμογελάει σφιγμένα και μου κάνει νόημα να καθίσω σε μια καρέκλα μπροστά στο γραφείο της. Κάθομαι και της δίνω αμίλητη το δείγμα μου. Βουτάει μέσα ένα μικρό άσπρο ραβδάκι και παρακολουθεί. Ανασηκώνει τα φρύδια της βλέποντάς το να γίνεται γαλάζιο. «Τι σημαίνει το γαλάζιο;» Η ένταση σχεδόν με πνίγει. Σηκώνει τα μάτια της επάνω μου, έχοντας σοβαρό ύφος. «Σημαίνει πως είστε έγκυος, κυρία Γκρέυ». Τι; Όχι. Όχι... Γαμώτο!
ΚΟΙΤΑΖΩ ME TO ΣΤΟΜΑ να χάσκει τη δόκτορα Γκριν, ενώ ο κόσμος μου καταρρέει γύρω μου. Ένα μωρό. Ένα μωρό, Δε θέλω μωρό... Όχι ακόμα. Γαμώτο! Και βαθιά μέσα μου ξέρω πως ο Κρίστιαν θα φρικάρει. «Κυρία Γκρέυ, είστε πολύ χλωμή. Θέλετε ένα ποτήρι νερό;» «Ναι, ευχαριστώ...» Η φωνή μου μόλις που ακούγεται. Τα μυαλό μου τρέχει. Έγκυος; Πότε; «Απ’ ό,τι αιφνιδιαστεί».
καταλαβαίνω,
έχετε
Γνέφω βουβά στην καλή γιατρό καθώς μου δίνει ένα ποτήρι νερό από τον κατάλληλα
τοποθετημένο ψύκτη ευπρόσδεκτη γουλιά.
της.
Πίνω
μια
«Έχω σοκαριστεί...» ψελλίζω. «Θα μπορούσαμε να κάνουμε ένα υπερηχογράφημα, για να δούμε πόσο προχωρημένη είναι η εγκυμοσύνη. Κρίνοντας από την αντίδρασή σας, υποψιάζομαι πως είστε κάπου δύο εβδομάδες από τη σύλληψη έγκυος τεσσάρων ή πέντε εβδομάδων. Φαντάζομαι πως δεν είχατε συμπτώματα...» Κουνάω βουβά το κεφάλι. Συμπτώματα; Δε νομίζω. «Πίστευα... Πίστευα πως αυτή η μορφή αντισύλληψης είναι αξιόπιστη».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΙ Η δόκτωρ Γκριν ανασηκώνει το φρύδι. «Κανονικά είναι, όταν θυμόμαστε να κάνουμε την ένεση» αποκρίνεται ψυχρά. «Πρέπει να έχασα την αίσθηση του χρόνου...» Ο Κρίστιαν θα φρικάρει -το ξέρω. «Είχατε καθόλου περίοδο;» Σκυθρωπιάζω. « Όχι »· «Αυτό είναι φυσιολογικό για το Depo. Ας κάνουμε το υπερηχογράφημα. Εντάξει; Έχω χρόνο». Γνέφω καταφατικά, μέσα σε παραζάλη, και η δόκτωρ Γκριν με οδηγεί σ’ ένα μαύρο
δερμάτινο τραπέζι εξέτασης πίσω από ένα παραβάν. «Κατεβάστε απλώς τη φούστα και το εσώρουχό σας, σκεπαστείτε με την κουβέρτα στο τραπέζι και θα συνεχίσουμε» λέει κοφτά. Εσώρουχο; Περίμενα υπερηχογράφημα πάνω από την κοιλιά μου. Γιατί πρέπει να βγάλω το εσώρουχό μου; Ανασηκώνω συγχυσμένη τους ώμους, ύστερα κάνω στα γρήγορα αυτό που μου είπε και ξαπλώνω κάτω από τη μαλακή άσπρη κουβέρτα. «Ωραία». Η δόκτωρ Γκριν εμφανίζεται στην άκρη του τραπεζιού, τραβώντας πιο κοντά τον υπερηχογράφο. Είναι ένα υψηλής
τεχνολογίας σύνολο υπολογιστών. Κάθεται και στρέφει την οθόνη έτσι που να τη βλέπουμε και οι δύο, μετά κουνάει την ιχνόσφαιρα που υπάρχει στο πληκτρολόγιο. Η οθόνη ζωντανεύει με έναν ήχο. «Σηκώστε και λυγίστε τα γόνατά σας, μετά ανοίξτε τα» λέει απερίφραστα. Σκυθρωπιάζω καχύποπτα. «Αυτός είναι ενδοκολπικός υπέρηχος. Αν είστε λίγων ημερών έγκυος, θα πρέπει να μπορέσουμε να βρούμε το μωρό με αυτό». Σηκώνει έναν μακρύ άσπρο πομποδέκτη. Ω... Πλάκα μού κάνεις! «Εντάξει...» μουρμουρίζω νιώθοντας ντροπή και κάνω αυτό που μου λέει.
Η Γκριν βάζει ένα προφυλακτικό στη ράβδο και το λιπαίνει με διαφανές τζελ. «Κυρία Γκρέυ, χαλαρώστε». Να χαλαρώσω; Είμαι έγκυος, να πάρει η οργή! Πώς περιμένεις να χαλαρώσω; Κοκκινίζω και προσπαθώ να σκεφτώ κάτι ευχάριστο... Μόνο που όλες οι ευχάριστες σκέψεις φαίνονται να έχουν μεταναστεύσει στον Βόρειο Πόλο. Βάζει αργά και μαλακά τον πομποδέκτη. Γαμώτο μου! Το μόνο που βλέπω στην οθόνη είναι το οπτικό αντίστοιχο του λευκού θορύβου αν και το χρώμα του είναι πιο σέπια. Η δόκτωρ Γκριν μετακινεί αργά τον πομποδέκτη ολόγυρα, και είναι πολύ δυσάρεστο.
«Ορίστε...» λέει χαμηλόφωνα. Πιέζει ένα κουμπί παγώνοντας την εικόνα στην οθόνη και δείχνει ένα μικροσκοπικό σημάδι μέσα στη σέπια θύελλα. Είναι ένα σημαδάκι. Μέσα στην κοιλιά μου υπάρχει ένα μικροσκοπικό σημάδι. Μικροσκοπικό. Ποπό! Ξεχνάω τη δυσφορία μου καθώς κοιτάζω αποσβολωμένη το σημαδάκι. «Είναι πολύ νωρίς για να δούμε τον σφυγμό της καρδιάς, αλλά ναι, είστε σίγουρα έγκυος. Τεσσάρων ή πέντε εβδομάδων, θα έλεγα». Συνοφρυώνεται. «Φαίνεται πως η ένεση τέλειωσε νωρίς... Εντάξει, αυτό συμβαίνει καμιά φορά». Παραείμαι σαστισμένη για να μιλήσω. Το σημαδάκι είναι ένα μωρό. Ένα αληθινό,
κανονικό μωρό. Το μωρό του ίίρίστιαν. Το δικό μου μωρό. Να πάρει. Ένα μωρό! «Θέλετε να σας τυπώσω μια εικόνα;» Γνέφω καταφατικά, ανήμπορη ακόμα να μιλήσω, και η δόκτωρ Γκριν πατάει ένα κουμπί. Μετά βγάζει μαλακά τον πομποδέκτη και μου δίνει ένα χαρτομάντιλο για να σκουπιστώ. «Συγχαρητήρια, κυρία Γκρέυ!» λέει καθώς ανακάθομαι. «Θα πρέπει να κλείσουμε άλλο ένα ραντεβού. Προτείνω σε τέσσερις εβδομάδες. Ύστερα μπορούμε να διακριβώσουμε την πραγματική ηλικία του μωρού σας και να καθορίσουμε μια πιθανή ημερομηνία. Μπορείτε να ντυθείτε».
« Εντάξει ...» Τα έχω χαμένα και ντύνομαι βιαστικά. Έχω ένα σημαδάκι, ένα μικρό σημάδι. Όταν βγαίνω πίσω από το παραβάν, η δόκτωρ Γκριν έχει επιστρέψει στο γραφείο της. «Στο μεταξύ θα ήθελα να αρχίσετε αυτήν τη θεραπεία με φυλλικό οξύ και προγεννητικές βιταμίνες. Ορίστε ένα φυλλάδιο με τα “επιτρέπεται” και τα “απαγορεύεται”». Μου δίνει τη συσκευασία με τα χάπια και το φυλλάδιο, συνεχίζοντας να μου μιλάει. Αλλά δεν την ακούω. Έχω πάθει σοκ. Έχω συγκλονιστεί. Ασφαλώς θα έπρεπε να είμαι χαρούμενη. Ασφαλώς θα έπρεπε να είμαι τριάντα χρόνων... Τουλάχιστον. Είναι πολύ νωρίς υπερβολικά νωρίς! Προσπαθώ να καταπνίξω την αίσθηση πανικού που γιγαντώνεται.
Αποχαιρετώ ευγενικά τη δόκτορα Γκριν, κατευθύνομαι πάλι προς την έξοδο και βγαίνω στο δροσερό φθινοπωρινό απόγευμα. Ξάφνου με κυριεύει ένα υφέρπον παγωμένο και βαθύ κακό προαίσθημα. Ο Κρίστιαν θα φρικάρει, το ξέρω, αλλά δεν έχω ιδέα πόσο πολύ και μέχρι ποιοι; σημείου. Τα λόγια του με στοιχειώνουν. Δεν είμαι ακόμα έτοιμος να σε μοιραστώ. Σφίγγω το σακάκι μου πιο δυνατά επάνω μου, προσπαθώντας να αποτινάξω το κρύο. Ο Σόγερ πετάγεται από το SUV και κρατάει ανοιχτή την πόρτα. Κατσουφιάζει όταν βλέπει το πρόσωπό μου, όμως αγνοώ το ανήσυχο ύφος του. «Πού πάμε, κυρία Γκρέυ;» ρωτάει ευγενικά. « Στην ΑΕΣ.. . »
Κουρνιάζω στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου κλείνοντας τα μάτια και ακουμπώντας το κεφάλι στο κεφαλάρι. Θα έπρεπε να είμαι ευτυχισμένη. Το ξέρω πως θα έπρεπε να είμαι ευτυχισμένη. Αλλά δεν είμαι. Παραείναι νωρίς. Υπερβολικά νωρίς. Τι θα γίνει με τη δουλειά μου; Τι θα γίνει με την ΑΕΣ; Τι θα γίνει με τον Κρίστιαν και μένα; Όχι. Όχι. Όχι! Θα τα καταφέρουμε. Θα τα καταφέρει. Αγαπούσε τη Μία όταν ήταν μωρό -θυμάμαι που μου το είπε ο Κάρρικ-, και τώρα της έχει αδυναμία. Ίσως θα έπρεπε να προειδοποιήσω τον Φλυν...Ίσως δε θα έπρεπε να το πω στον Κρίστιαν. Ίσως... Ίσως πρέπει να το σταματήσω αυτό. Διακόπτω τις σκέψεις μου σ’ αυτό το σκοτεινό μονοπάτι, ανήσυχη από την κατεύθυνση που πήραν. Το χέρι μου κατεβαίνει ενστικτωδώς να
ακουμπήσει προστατευτικά στην κοιλιά μου. Όχι. Το Μικρούλι μου Σημάδι. Δάκρυα ανεβαίνουν στα μάτια μου. Τι θα κάνω; Το όραμα ενός μικρού αγοριού με χαλκόχρωμα μαλλιά και φωτεινά γκρίζα μάτια που τρέχει στο λιβάδι στο καινούριο σπίτι εισβάλλει στις σκέψεις μου, βασανίζοντας και τυραννώντας με με προοπτικές. Χαχανίζει και τσιρίζει με αγαλλίαση καθώς ο Κρίστιαν κι εγώ το κυνηγάμε. Ο Κρίστιαν το σηκώνει ψηλά στην αγκαλιά του και το κουβαλάει επάνω στον γοφό του καθώς προχωράμε χέρι χέρι προς το σπίτι. Το όραμά μου μεταμορφώνεται, και βλέπω τον Κρίστιαν, ο οποίος, βλέποντάς με, αποστρέφει με απέχθεια το βλέμμα. Είμαι χοντρή και αδέξια, βαριά από την
εγκυμοσύνη. Πηγαινοέρχεται στη μεγάλη αίθουσα των κατόπτρων μακριά μου, με τον ήχο των βημάτων του να αντηχεί στο επαργυρωμένο γυαλί, στους τοίχους, στο πάτωμα. Κρίστιαν... Ξυπνάω με ένα τίναγμα. Όχι! Θα φρικάρει. Όταν ο Σόγερ σταματάει μπροστά στην ΑΕΣ, πετάγομαι έξω και μπαίνω στο κτίριο. «Άνα, χαίρομαι που σε βλέπω! Πώς είναι ο μπαμπάς σου;» ρωτάει η Χάνα μόλις φτάνω στο γραφείο μου. Την κοιτάζω ψυχρά. «Είναι καλύτερα. Σ’ ευχαριστώ. Μπορώ να σε δω στο γραφείο μου;» «Βέβαια...» Φαίνεται κατάπληκτη καθώς με ακολουθεί. «Όλα εντάξει;»
«Θα ήθελα να μάθω αν μετακίνησες ή ακύρωσες κάποια ραντεβού με τη δόκτορα Γκριν». «Τη δόκτορα Γκριν; Ναι, ακύρωσα. Δύο ή τρία... Κυρίως επειδή ήσουν σε άλλες συσκέψεις ή δε σ’ έπαιρνε ο χρόνος. Γιατί;» Επειδή τώρα είμαι έγκυος, γαμώ την ατυχία μουί της φωνάζω μέσα στο κεφάλι μου. Παίρνω βαθιά ανάσα για να συνέλθω. «Αν μετακινείς ραντεβού, μπορείς να μου το λες; Δεν τσεκάρω πάντα το ημερολόγιό μου». «Βέβαια» απαντάει ήρεμα η Χάνα. «Με συγχωρείς... Έκανα κάποιο λάθος;»
Κουνάω το κεφάλι και αναστενάζω δυνατά. «Μπορείς να μου φτιάξεις λίγο τσάι; Μετά θα συζητήσουμε τι έγινε όσο έλειπα». «Ασφαλούς. Πάω αμέσως!» Ξαναβρίσκοντας το κέφι της, βγαίνει από το γραφείο. Κοιτάζω τη σιλουέτα της να απομακρύνεται. «Βλέπεις αυτήν τη γυναίκα;» Μιλάω σιγανά στο σημαδάκι. «Μπορεί να είναι ο λόγος για τον οποίο βρίσκεσαι εδώ». Χτυπάω χαϊδευτικά την κοιλιά μου και μετά αισθάνομαι τελείως ηλίθια που μιλάω στο σημαδάκι. Στο μικρό, απειροελάχιστο Σημάδι μου. Κουνάω το κεφάλι, εξοργισμένη με τον εαυτό μου και με τη Χάνα... Αν και βαθιά μέσα μου ξέρω ότι δεν μπορώ στ’ αλήθεια να ρίξω το φταίξιμο στη Χάνα. Αποκαρδιωμένη,
ανοίγω τον υπολογιστή μου. Υπάρχει ένα μήνυμα από τον Κρίστιαν. Από: Κρίστιαν Γκρέυ θέμα: Μου λείπει Ημερομηνία: 13 Σεπτεμβρίου 13:58 Προς: Αναστάζια Γ κρέυ
2011,
Κυρία Γκρέυ, Έχω επιστρέψει στο γραφείο εδώ και τρεις ωρες μόνο και μου λείπετε ήδη.
Ελπίζω ο Ρέυ να βολεύτηκε καινούριο του δωμάτιο.
στο
Η μαμά θα τον επισκεφθεί το απόγευμα, για να ελέγξει πως πάει. θα περάσω να σας πάρω γύρω στις έξι και μπορούμε να πάμε να τον δούμε προτού γυρίσουμε στο σπίτι.
Τι λέτε; Ο στοργικός σας σύζυγος Christian Grey CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.
Πληκτρολογώ μια γρήγορη απάντηση.
Από: Αναστάζια λείπειε
Γκρέυ
Ημερομηνία: 13 14:10
Σεπτεμβρίου
Προς: Κρίστιαν Γκρέυ
θεμα: Μου 2011,
Συμφωνώ. χ Αναστάζια Γκρέυ Επιμελήτρια, ΑΕΣ
Από: Κρίστιαν Γκρέυ θέμα: Μου λείπεις Ημερομηνία: 13 Σεπτεμβρίου 14:14 Προς: Αναστάζια Γκρέυ
2011,
Είσαι εντάξει; Christian Grey CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.
Όχι, Κρίστιαν, δεν είμαι εντάξει. Έχω φρικάρει επειδή θα φρικάρεις. Δεν ξέρω τι να κάνω. Αλλά δε θα σου το πω μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος.
Από: Αναστάζια Γκρέ'υ θέμα: Μου λείπει Ημερομηνία: 13 Σεπτεμβρίου 14:17 Προς: Κρίστιαν Γκρέυ
2011,
Μια χαρά. Απλώς απασχολημένη. θα σε δω στις έξι. χ Αναστάζια Γκρέυ Επιμελήτρια, ΑΕΣ
Πότε θα του το πω; Απόψε; Ίσως μετά το σεξ; Ίσως στη διάρκεια του σεξ. Όχι. Αυτό θα ήταν επικίνδυνο και για τους δυο μας. Στον ύπνο του; Πιάνω το κεφάλι στα χέρια μου. Τι διάολο θα κάνω; *** «Γεια...» λέει επιφυλακτικά ο Κρίστιαν όταν μπαίνω στο SUV. «Γεια...» μουρμουρίζω. «Τι συμβαίνει;» Συνοφρυώνεται. Κουνάω το κεφάλι καθώς ο Τέυλορ ξεκινάει για το νοσοκομείο. «Τίποτα...» Ίσως τώρα; Θα μπορούσα να του το πω τώρα που βρισκόμαστε σε περιορισμένο χώρο και είναι μαζί μας ο Τέυλορ.
«Όλα καλά στη δουλειά;» συνεχίζει να σκαλίζει ο Κρίστιαν. «Ναι. Μια χαρά. Ευχαριστώ». «Άνα, τι συμβαίνει;» Ο τόνος του είναι πιο επίμονος, και δειλιάζω. «Απλώς μου έλειψες, αυτό είναι όλο... Και ανησυχούσα για τον Ρέυ». Ο Κρίστιαν χαλαρώνει ορατά. «Ο Ρέυ είναι καλά. Μίλησα το απόγευμα με τη μαμά, κι έχει εντυπωσιαστεί από την πρόοδό του». Ο Κρίστιαν μού πιάνει το χέρι. «Ποπό, το χέρι σου είναι κρύο! Έφαγες σήμερα;» Κοκκινίζω. « Άνα! » με αποπαίρνει ενοχλημένος.
Κοίτα... Δεν έφαγα, επειδή ξέρω πως θα πάρεις ανάποδες όταν σου πω πως είμαι έγκυος. «Θα φάω το βράδυ. Δεν πρόλαβα...» Κουνάει το κεφάλι του εκνευρισμένος. «Θες να προσθέσω “Ταΐστε τη γυναίκα μου” στον κατάλογο των καθηκόντων της ομάδας ασφάλειας;» «Με συγχωρείς... Θα’φάω. Απλώς η μέρα ήταν αλλόκοτη. Ξέρεις, η μεταφορά του μπαμπά κι όλα αυτά». Τα χείλη του σφίγγονται σε μια σκληρή γραμμή, αλλά δε μιλάει. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Πες του το! αναφωνεί το υποσυνείδητό μου. Όχι. Είμαι φοβητσιάρα.
Ο Κρίστιαν διακόπτει την ονειροπόλησή μου. «Ίσως χρειαστεί να πάω στην Ταϊβάν». «Ω... Πότε;» «Αργότερα αυτή την εβδομάδα. Ή ίσως την επόμενη». «Εντάξει». «Θέλω να έρθεις μαζί μου». Καταπίνω. «Κρίστιαν, σε παρακαλώ...Έχω τη δουλειά μου. Ας μην ξανακάνουμε τον ίδιο καβγά». Αναστενάζει και σουφρώνει τα χείλη του σαν κακότροπος έφηβος. «Σκέφτηκα να το πω!» αντιγυρίζει οξύθυμα. «Πόσο θα λείψεις;»
«Όχι παραπάνω από δύο μέρες. Μακάρι να μου έλεγες τι σε βασανίζει...» Πώς το καταλαβαίνει; «Τώρα που ο αγαπημένος μου σύζυγος θα φύγει...» Ο Κρίστιαν μού φιλάει τις αρθρώσεις. «Δε θα λείψω πολύ». «Ωραία...» αποκρίνομαι χαμογελώντας του αδύναμα. Ο ΡΕΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΠΙΟ ΚΕΦΑΤΟΣ και λιγότερο γκρινιάρης όταν τον βλέπουμε. Με συγκινεί η σιωπηλή ευγνωμοσύνη του προς τον Κρίστιαν και ξεχνάω για λίγο τις επικείμενες ανακοινώσεις μου καθώς κάθομαι και τους ακούω να μιλούν για
ψάρεμα και για τους Μάρινερς. Κουράζεται όμως εύκολα. «Μπαμπά, θα σε αφήσουμε να κοιμηθείς». «Ευχαριστώ, Ανά γλυκιά μου. Χάρηκα που περάσατε. Είδα και τη μαμά σου σήμερα, Κρίστιαν. Ήταν πολύ καθησυχαστική. Και είναι οπαδός των Μάρινερς!» «Δεν τρελαίνεται για το ψάρεμα πάντως...» αποκρίνεται σαρκαστικά ο Κρίστιαν καθώς σηκώνεται. «Δεν ξέρω και πολλές γυναίκες που να τρελαίνονται...» λέει χαμογελαστά ο Ρέυ. «Θα σε δω αύριο. Εντάξει;» Τον φιλάω. Το υποσυνείδητό μου σουφρώνει τα χείλη του. Υπό την προϋπόθεση πως ο Κρίστιαν δε
θα σε έχει κλειδώσει πουθενά ή ακόμα χειρότερα... Η διάθεσή μου κάνει απότομη βουτιά. «Έλα». Ο Κρίστιαν μού απλώνει το χέρι κατσουφιάζοντας, κι εγώ το παίρνω και φεύγουμε από το νοσοκομείο. ΣΚΑΛΙΖΩ ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ MOT. Είναι το κοτόπουλο του κυνηγού της κυρίας Τζόουνς, αλλά απλώς δεν πεινάω. Το στομάχι μου είναι ένα σφιχτό κουβάρι άγχους. «Να πάρει ο διάολος, Άνα! Θα μου πεις τι συμβαίνει;» Ο Κρίστιαν σπρώχνει μακριά το άδειο πιάτο του, εκνευρισμένος. Τον κοιτάζω. «Σε παρακαλώ... Με τρελαίνεις».
Καταπίνω και προσπαθώ να πνίξω τον πανικό που ανεβαίνει στον λαιμό μου. Παίρνω μια βαθιά, σταθεροποιητική ανάσα. Ή τώρα ή ποτέ. «Είμαι έγκυος...» Κοκαλώνει, κι όλο το χρώμα στραγγίζει αργά αργά από το πρόσωπό του. «Τι;» ψιθυρίζει κατάχλωμος. «Είμαι έγκυος». Το μέτωπό του ζαρώνει σαν να μην καταλαβαίνει. «Πώς;» Πώς... Πώς; Τι είδους γελοία ερώτηση είναι αυτή; Κοκκινίζω και του ρίχνω μια ερωτηματική ματιά που λέει «Εσύ πώς λες;»
Η στάσιη του αλλάζει αμέσως, τα μάτια του γίνονται σκληρά σαν πέτρα. «Η ένεσή σου;» γρυλίζει. Ανάθεμα... «Ξέχασες την ένεσή σου;» Απλώς τον κοιτάζω, ανήμπορη να μιλήσω. Γαμώτο. Είναι έξαλλος πραγματικά έξαλλος. «Χριστέ μου, Άνα!» Χτυπάει τη γροθιά του στο τραπέζι κάνοντάς με να τιναχτώ και σηκώνεται τόσο απότομα, που σχεδόν ρίχνει την καρέκλα του. «Έχεις ένα πράγμα, ένα πράγμα να θυμάσαι. Σκατά! Δεν το πιστεύω, γαμώτο! Πώς φέρθηκες τόσο ηλίθια;»
Ηλίθια; Μου κόβεται η ανάσα. Γαμώτο μου. Θέλω να του πω πως η ένεση δεν έπιασε, αλλά δεν μπορώ να βρω τα λόγια. Χαμηλώνω τα μάτια στα δάχτυλά μου. «Λυπάμαι...» τραυλίζω. «Λυπάσαι; Σκατά!» λέει πάλι. «Το ξέρω πως η στιγμή δεν είναι η πλέον κατάλληλη...» «Δεν είναι η πλέον κατάλληλη;» ουρλιάζει. «Γνωριζόμαστε πέντε γαμημένα λεπτά όλα κι όλα! Ήθελα να σου δείξω τον γαμημένο κόσμο, και τώρα... Γαμώτο! Πάνες και εμετός και σκατά!»
Κλείνει τα βλέφαρά του. Νομίζω πως προσπαθεί να συγκρατήσει τον θυμό του και χάνει τη μάχη. «Την ξέχασες; Πες μου! Ή το έκανες επίτηδες;» Τα μάτια του πετούν φωτιές και από μέσα του πηγάζει θυμός σαν δυναμικό πεδίο. « Όχι ...» ψελλίζω. Δεν μπορώ να του πω για τη Χάνα -θα την απέλυε. «Νόμιζα πως είχαμε συμφωνήσει πάνω σ’ αυτό το θέμα!» φωνάζει. «Το ξέρω. Είχαμε συμφωνήσει. Λυπάμαι...» Με αγνοεί. «Γι’ αυτό. Γι’ αυτό μ’ αρέσει ο έλεγχος.
Για να μη συμβαίνουν τέτοιες μαλακίες και τα κάνουν όλα σκατά!» Όχι... Μικρούλι Σημάδι. «Κρίστιαν, σε παρακαλώ, μη μου φωνάζεις...» Δάκρυα αρχίζουν να κυλούν στο πρόσωπό μου. «Μην ανοίξεις τις κάνουλες τώρα!» πετάει. «Γαμώτο...» Περνάει το χέρι μέσα από τα μαλλιά του, τραβώντας τα. «Νομίζεις πως είμαι έτοιμος να γίνω πατέρας;» Η φωνή του κόβεται και είναι ένα μείγμα οργής και πανικού. Κι όλα ξεκαθαρίζουν. Φόβος και απέχθεια ζωγραφίζονται στο βλέμμα του η οργή του είναι η οργή ενός ανήμπορου έφηβου. Ω Πενήντα, λυπάμαι τόσο πολύ... Είναι και για μένα σοκ.
«Το ξέρω πως κανένας από τους δυο μας δεν είναι έτοιμος γι’ αυτό, αλλά νομίζω πως θα γίνεις θαυμάσιος πατέρας...» λέω πνιχτά. «Θα τη βρούμε την άκρη». «Πού σκατά το ξέρεις;» φωνάζει, πιο δυνατά αυτήν τη φορά. «Πες μου! Πού;» Τα μάτια του καίνε, καθώς άπειρα συναισθήματα περνούν από το πρόσωπό του. Αυτό που δεσπόζει είναι ο φόβος. «Ω, γάμησέ το!» μουγκρίζει περιφρονητικά ο Κρίστιαν και σηκώνει ψηλά τα χέρια του σε ένδειξη ήττας. Κάνει μεταβολή και προχωράει προς τον προθάλαμο, αρπάζοντας το σακάκι του καθώς βγαίνει από το μεγάλο δωμάτιο. Τα βήματά του αντηχούν στο ξύλινο πάτωμα και εξαφανίζεται στον προθάλαμο περνώντας τη δίφυλλη πόρτα, βροντώντας
την πίσω του και κάνοντάς με πάλι να τιναχτώ. Είμαι μόνη με τη σιωπή την ακίνητη, σιωπηλή ερημιά του μεγάλου δωματίου. Αναριγώ άθελά μου έτσι όπως κοιτάζω μουδιασμένα την κλειστή πόρτα. Με παράτησε κι έφΰγε. Σκατά! Η αντίδρασή του είναι πολύ χειρότερη απ’ όσο θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ. Σπρώχνω μακριά το πιάτο μου και διπλώνω τα χέρια στο τραπέζι. Ακουμπάω το κεφάλι επάνω τους και κλαίω. «ΑΝΑ ΚΑΛΗ ΜΟΥ...» Η κυρία Τζόουνς διστάζει δίπλα μου. Ανακάθομαι βιαστικά, σκουπίζοντας τα δάκρυα από το πρόσωπό μου.
«Άκουσα. Λυπάμαι...» λέει μαλακά. «Θες ένα τσάι από βότανα ή κάτι άλλο;» «Θα ήθελα ένα ποτήρι άσπρο κρασί...» Η κυρία Τζόουνς κάνει μια στιγμιαία παύση, και θυμάμαι το Σημαδάκι. Τώρα δεν μπορώ να πίνω αλκοόλ. Μπορώ; Πρέπει να μελετήσω τα “επιτρέπεται” και “απαγορεύεται” που μου έδωσε η δόκτωρ Γκριν. «Θα σου φέρω ένα ποτήρι». «Θα πιω καλύτερα ένα φλιτζάνι τσάι. Ευχαριστώ...» Σκουπίζω τη μύτη μου. Χαμογελάει καλοσυνάτα. «Έρχεται το τσάι!» Μαζεύει τα πιάτα μας και κατευθύνεται προς τον χώρο της κουζίνας.
Την ακολουθώ και κουρνιάζω σ’ ένα σκαμνί, παρακολουθώντας τη να μου ετοιμάζει το τσάι. Βάζει μπροστά μου μια αχνιστή κούπα. «Να σου φέρω τίποτε άλλο, Άνα;» «Όχι. Μια χαρά είναι αυτό, ευχαριστώ». «Είσαι σίγουρη; Δεν έφαγες πολύ...» Σηκώνω τα μάτια επάνω της. «Απλώς δεν πεινάω». «Άνα, πρέπει να τρως. Δεν είσαι μόνο εσύ πια. Σε παρακαλώ, άσε με να σου ετοιμάσω κάτι. Τι θα ήθελες;» Με κοιτάζει γεμάτη ελπίδα, αλλά πραγματικά δεν κατεβαίνει τίποτα. Ο άντρας μου μόλις με παράτησε κι έφυγε επειδή είμαι έγκυος, ο πατέρας μου είχε ένα
σοβαρό ατύχημα με το αυτοκίνητο, και είναι και ο Τζακ Χάυντ, ο τρελάρας που προσπαθεί να κατασκευάσει μια ιστορία ότι δήθεν τον παρενόχλησα σεξουαλικά. Ξαφνικά νιώθω μια ανεξέλεγκτη επιθυμία να χαχανίσω. Βλέπεις τι μου έκανες, Μικρούλι Σημάδι; Χαϊδεύω την κοιλιά μου. Η κυρία Τζόουνς μού χαμογελάει με επιείκεια. «Ξέρεις πόσων εβδομάδων είσαι;» ρωτάει μαλακά. «Πολύ λίγων. Τεσσάρων ή πέντε, είπε η γιατρός». «Αν δε φας, πρέπει τουλάχιστον να ξεκουραστείς». Γνέφω καταφατικά, και παίρνοντας το τσάι μου, κατευθύνομαι προς τη βιβλιοθήκη.
Είναι το καταφύγιό μου. Βγάζω το BlackBerry από την τσέπη μου και σκέφτομαι να τηλεφωνήσω στον Κρίστιαν. Ξέρω πως είναι σοκ και γι’ αυτόν αλλά πραγματικά αντέδρασε υπερβολικά. Πότε δεν αντιδρά υπερβολικά; Το υποσυνείδητό μου ανασηκώνει το φροντισμένο φρύδι του. Αναστενάζω... Πενήντα Αποχρώσεις του προβληματικού. «Ναι. Αυτός είναι ο μπαμπάς σου, Μικρούλι Σημάδι. Ας ελπίσουμε πως θα ξεθυμάνει και θα γυρίσει... Γρήγορα». Βγάζω το φυλλάδιο με τα “επιτρέπεται” και τα “απαγορεύεται” και κάθομαι να διαβάσω. Αδύνατον να συγκεντρωθώ. Ο Κρίστιαν δε με έχει ξαναπαρατήσει. Ήταν τόσο
περιποιητικός και ευγενικός τις τελευταίες μέρες, τόσο τρυφερός, και τώρα... Κι αν υποθέσουμε πως δεν ξαναγυρίζει; Σκατά! Ίσως πρέπει να τηλεφωνήσω στον Φλυν. Δεν ξέρω τι να κάνω... Είμαι μπερδεμένη. Είναι τόσο ευάλωτος από πολλές απόψεις, και ήξερα πως θα αντιδρούσε άσχημα στα νέα. Ήταν τόσο γλυκός το Σαββατοκύριακο. Όλα αυτά τα συμβάντα ήταν πέρα από τον έλεγχό του, κι όμως τα κατάφερε μια χαρά. Αλλά'αυτό το νέο ήταν πάρα πολύ. Από τότε που τον γνώρισα, η ζωή μου είναι περίπλοκη. Φταίει αυτός; Φταίει που είμαστε μαζί; Κι αν υποθέσουμε πως δεν το ξεπερνάει; Κι αν υποθέσουμε πως θέλει διαζύγιο; Χολή ανεβαίνει στον λαιμό μου. Όχι. Δεν πρέπει να σκέφτομαι έτσι. Θα
γυρίσει. Σίγουρα. Το ξέρω πως θα γυρίσει. Το ξέρω, παρά τις φωνές και τα σκληρά του λόγια, πως με αγαπάει... Ναι. Και θα σε αγαπήσει και σένα, Μικρούλι Σημάδι. Ακουμπάω πίσω στην πολυθρόνα μου και παραδίδομαι στην αγκαλιά του ύπνου. ΞΥΠΝΑΩ ΚΡΥΩΝΟΝΤΑΣ, αποπροσανατολισμένη. Τρέμοντας, κοιτάζω το ρολόι μου. Έντεκα το βράδυ. Λ, ναι... Εσύ. Χτυπάω χαϊδευτικά την κοιλιά μου. Πού είναι ο Κρίστιαν; Γύρισε; Σηκώνομαι πιασμένη από την πολυθρόνα και πηγαίνω να ψάξω τον άντρα μου. Έπειτα από πέντε λεπτά συνειδητοποιώ πως δε βρίσκεται στο σπίτι. Ελπίζω να μην του συνέβη κάτι. Αναμνήσεις από τη μεγάλη
αναμονή όταν αγνοούνταν το Τσάρλι Τάνγκο κατακλύζουν το μυαλό μου. Όχι, όχι, όχι! Πάψε να σκέφτεσαι έτσι. Κατά πάσα πιθανότητα πήγε... Πού; Ποιον θα μπορούσε να πάει να δει; Τον Έλλιοτ; Ή μπορεί να είναι με τον Φλυν. Το ελπίζω. Βρίσκω το BlackBerry πίσω στη βιβλιοθήκη και του στέλνω ένα SMS.
*Πού Πού είσαι; είσαι;* Κατευθύνομαι προς το μπάνιο και μπαίνω στην μπανιέρα. Κρυώνω πάρα πολύ. ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΓΥΡΙΣΕΙ ΑΚΟΜΑ όταν βγαίνω από το μπάνιο. Φοράω ένα από τα σατέν νυχτικά μου σε στιλ δεκαετίας ’30 και τη ρόμπα μου και πηγαίνω στο μεγάλο δωμάτιο. Καθ’ οδόν χώνομαι στο άδειο υπνοδωμάτιο. Ίσως αυτό θα μπορούσε να γίνει δωμάτιο για το Μικρούλι Σημάδι. Η σκέψη με ξαφνιάζει και στέκομαι στην πόρτα για να συλλογιστώ αυτή την πραγματικότητα. Θα το βάψουμε γαλάζιο ή ροζ; Τη γλυκιά σκέψη καταστρέφει το γεγονός ότι ο περιπλανώμενος σύζυγός μου είναι τόσο έξαλλος με την ιδέα. Αρπάζοντας το πάπλωμα από το άδειο κρεβάτι,
κατευθύνομαι προς το μεγάλο δωμάτιο για να φυλάξω καραούλι. ΚΑΤΙ ΜΕ ΞΥΠΝΑΕΙ. Ένας ήχος. «Σκατά!» Είναι ο Κρίστιαν στον προθάλαμο. Ακούω το τραπέζι να σέρνεται πάλι στο πάτωμα. «Σκατά...» ξαναλέει, πιο πνιχτά αυτήν τη φορά. Σηκώνομαι άτσαλα και προλαβαίνω να τον δω να διασχίζει παραπατώντας τη δίφυλλη πόρτα. Είναι πιωμένος. Το κρανίο μου μυρμηγκιάζει. Γαμώτο μου... Ο Κρίστιαν πιωμένος! Ξέρω πόσο μισεί τους μεθυσμένους. Πετάγομαι όρθια και τρέχω προς το μέρος του.
«Κρίστιαν, είσαι καλά;» Ακουμπάει στο κούφωμα της πόρτας του προθάλαμου. «Κυ... Κυρία Γκρέυ...» λέει κεκεδίζοντας. Να πάρει. Είναι πολύ μεθυσμένος. Δεν ξέρω τι να κάνω. «Ω... Είσαι... Αναστάζια».
Είσαι
πολύ...
όμορφη,
«Πού "ήσουν ;» Βάζει το δάχτυλο στα χείλη του και μου χαμογελάει στραβά. «Σσσσς...» «Νομίζω πως καλύτερα να έρθεις στο κρεβάτι». «Μαζί σου...» χιχιρίζει.
Χιχιρίζει! Κατσουφιάζοντας, βάζω μαλακά το χέρι γύρω από τη μέση του, επειδή όχι να περπατήσει δεν μπορεί αλλά ούτε καν να σταθεί. Πού ήταν; Πώς γύρισε στο σπίτι; «Έλα να σε βοηθήσω να πας στο κρεβάτι. Ακούμπησε πάνω μου». «Είσαι πολύ όμορφη, Άνα...» Ακουμπάει επάνω μου και μυρίζει τα μαλλιά μου, κινδυνεύοντας να πέσει και να με παρασύρει μαζί του. «Κρίστιαν, περπάτα... Θα σε πάω στο κρεβάτι». «Εντάξει...» αποκρίνεται σαν να προσπαθεί να συγκεντρωθεί.
Προχωράμε παραπατώντας στον διάδρομο και φτάνουμε τελικά στο υπνοδωμάτιο. «Κρεβάτι!» λέει χαμογελώντας. «Ναι, κρεβάτι». Τον μανουβράρω έως την άκρη του κρεβατιού, αλλά με κρατάει. «Έλα μαζί μου...» μουρμουρίζει. «Κρίστιαν, νομίζω πως χρειάζεσαι λίγο ύπνο». «Να που αρχίζει λοιπόν... Το έχω ακούσει αυτό». Σκυθρωπιάζω. «Τι έχεις ακούσει;» «Τα μωρά σημαίνουν τέρμα το σεξ».
«Είμαι σίγουρη πως δεν είναι αλήθεια. Αλλιώς θα προερχόμασταν όλοι από οικογένειες με ένα παιδί». Με κοιτάζει. «Είσαι αστεία...» «Είσαι πιωμένος». «Ναι!» Χαμογελάει, αλλά το χαμόγελό του αλλάζει καθώς το σκέφτεται, κι ένα βασανισμένο ύφος ασχημίζει το πρόσωπό του, μια έκφραση που με παγώνει έως το κόκαλο. «Έλα, Κρίστιαν...» λέω μαλακά. Μισώ αυτή την έκφραση. Μιλάει για φρικτές, άσχημες αναμνήσεις που κανένα παΐδι δε θα έπρεπε να έχει. «Έλα να σε ξαπλώσουμε».
Τον σπρώχνω απαλά και καταρρέει φαρδύς πλατύς επάνω στο στρώμα, χαμογελώντας μου. Το βασανισμένο ύφος έχει εξαφανιστεί. «Έλα... μαζί μου...» λέει κεκεδίζοντας. «Έλα να σε γδύσουμε πρώτα». Χαμογελάει πλατιά, μεθυσμένα. «Αυτή είσαι!» Ανάθεμα. Ο μεθυσμένος Κρίστιαν είναι χαριτωμένος και παιχνιδιάρης. Τον προτιμώ ασυζητητί από τον έξαλλο Κρίστιαν. «Ανασηκώσου. Άσε με να σου βγάλω το σακάκι». «Το δωμάτιο γυρίζει...»
Σκατά. Θα κάνει εμετό; «Κρίστιαν, ανασηκώσου!» Μου χαμογελάει αχνά. «Κυρία Γκρέυ, είστε ένα αυταρχικό πλασματάκι...» «Ναι. Κάνε αυτό που σου λένε και ανασηκώσου...» Βάζω τα χέρια στους γοφούς μου. Χαμογελάει ξανά, παλεύει να στηριχτεί στους αγκώνες του, ύστερα ανασηκώνεται με έναν αδέξιο, τελείως αταίριαστο για τον Κρίστιαν τρόπο. Προτού καταρρεύσει πάλι, αρπάζω τη γραβάτα του και του βγάζω με δυσκολία το γκρίζο σακάκι του, ένα ένα μανίκι. «Μυρίζεις ωραία...»
«Μυρίζεις σκληρό ποτό». «Ναι... Μπέρ-μπον». Προφέρει τις συλλαβές με τόση υπερβολή, που πρέπει να πνίξω ένα χάχανο. Πετώντας το σακάκι του στο πάτωμα δίπλα μου, αρχίζω να παλεύω με τη γραβάτα του. Ακουμπάει τα χέρια του στους γοφούς μου. «Μ' αρέσει... η αίσθηση... αυτού... του υφάσματος επάνω σου, Αναστέ-σια...» λέει τραυλίζοντας. «Θα πρέπει... να είσαι πάντα ντυμένη... με σατέν ή μεταξωτά...» Σέρνει τα χέρια του επάνω κάτω στους γοφούς μου, μετά με τραβάει απότομα προς τα εμπρός, πιέζοντας τα χείλη του στην κοιλιά μου. «Κι εδώ μέσα... Εδώ μέσα έχουμε έναν εισβολέα...»
Παύω να αναπνέω. Να πάρει. Μιλάει στο Μικρούλι Σημάδι. «Δε θα μ’ αφήνεις να κοιμηθώ, ε;» λέει στην κοιλιά μου. Ποπό... Ο Κρίστιαν με κοιτάζει μέσα από τις μακριές σκούρες βλεφαρίδες του, και τα γκρίζα μάτια του είναι θαμπά, θολωμένα. «Θα προτιμήσεις αυτόν από μένα...» μουρμουρίζει μελαγχολικά. «Κρίστιαν, δεν ξέρεις τι λες! Άσε τις ανοησίες δεν προτιμώ κανέναν στη θέση κανενός. Και μπορεί να είναι αυτή!» Κατσουφιάζει. «Αυτή... Ω Θεέ μου...»
Σωριάζεται πάλι πίσω στο κρεβάτι και σκεπάζει τα μάτια με το μπράτσο του. Έχω καταφέρει να του χαλαρώσω τη γραβάτα. Λύνω το ένα παπούτσι και το τραβάω μαζί με την κάλτσα, ύστερα το άλλο. Όταν σηκώνομαι, βλέπω γιατί δε συνάντησα αντίσταση ο Κρίστιαν έχει πέσει τελείως αναίσθητος. Κοιμάται βαθιά, ροχαλίζοντας ελαφρά. Τον κοιτάζω. Είναι τόσο απίστευτα όμορφος, ακόμα και πιωμένος και ροχαλίζοντας. Τα λαξεμένα χείλη του είναι μισάνοιχτα, το ένα μπράτσο πάνω από το κεφάλι του, ανακατεύοντας τα ξεχτένιστα μαλλιά του, το πρόσωπό του χαλαρό. Δείχνει νέος αλλά, πάλι, είναι νέος, ο νέος, αγχωμένος, πιωμένος, δυστυχισμένος
άντρας μου. Η σκέψη σφίγγει την καρδιά μου. Τουλάχιστον είναι στο σπίτι. Αναρωτιέμαι πού πήγε. Δεν είμαι σίγουρη πως έχω την ενέργεια ή τη δύναμη να τον μετακινήσω ή να τον γδύσω περισσότερο. Είναι και πάνω από το πάπλωμα. Επιστρέφω στο μεγάλο δωμάτιο, παίρνω το πάπλωμα που χρησιμοποιούσα και το ξαναφέρνω στο υπνοδωμάτιό μας. Εξακολουθεί να κοιμάται βαθιά, φορώντας ακόμα τη γραβάτα και τη ζώνη του. Κάθομαι στο κρεβάτι δίπλα του, του βγάζω τη γραβάτα και ξεκουμπώνω μαλακά το επάνω κουμπί του πουκάμισού του. Μουρμουρίζει κάτι ακατάληπτο στον ύπνο του, όμως δεν ξυπνάει. Λύνω προσεκτικά τη ζώνη του και την τραβάω μέσα από τις
θηλιές του παντελονιού. Δυσκολεύομαι λιγάκι, αλλά τη βγάζω. Το πουκάμισό του τραβήχτηκε από το παντελόνι του, αποκαλύπτοντας μερικές από τις τρίχες που οδηγούν προς το εφήβαιό του. Δεν αντέχω στον πειρασμό. Σκύβω και τις φιλάω. Αναδεύεται, λυγίζοντας τους γοφούς του προς τα εμπρός, αλλά παραμένει κοιμισμένος. Ανακάθομαι και τον κοιτάζω. Ω Πενήντα, Πενήντα, Πενήντα... Τι θα σε κάνω; Περνάω απαλά τα δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά του -είναι τόσο απαλάκαι τον φιλάω στον κρόταφο. «Σ’ αγαπάω, Κρίστιαν. Ακόμα κι όταν είσαι πιωμένος κι έχεις γυρίσει, ο Θεός ξέρει, από πού, σ’ αγαπάω. Πάντα θα σ’ αγαπάω».
«Μμμ...» μουρμουρίζει. Τον ξαναφιλάω στον κρόταφο και ύστερα σηκώνομαι από το κρεβάτι και τον σκεπάζω με το εφεδρικό πάπλωμα. Μπορώ να κοιμηθώ δίπλα του, λοξά στο κρεβάτι... Ναι, αυτό θα κάνω. Πρώτα όμως θα τακτοποιήσω τα ρούχα του. Κουνάω το κεφάλι και μαζεύω τις κάλτσες και τη γραβάτα του, μετά διπλώνω το σακάκι του επάνω στο χέρι μου. Καθώς το κάνω, πέφτει στο πάτωμα το BlackBerry του. Το σηκώνω και, χωρίς να το θέλω, το ξεκλειδώνω. Ανοίγει στην οθόνη των μηνυμάτων. Βλέπω το μήνυμά μου και από πάνω ένα άλλο. Γαμώτο. Το κρανίο μου μυρμηγκιάζει.
Χάρηκα που σε είδα. Τώρα καταλαβαίνω. Μη σε νοιάζει, θα γίνεις θαυμάσω πατέρας. Είναι από αυτήν. Την κυρία Ελένα Σπασαρχίδω Ρόμπινσον. Σκατά. Εκεί ήταν. Είχε πάει να δει αυτήν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ ΚΟΙΤΑΖΩ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ με το στόμα ολάνοιχτο, μετά σηκώνω τα μάτια στην κοιμισμένη μορφή του άντρα μου. Έμεινε έξω έως τη μιάμιση το πρωί πίνοντας μαζί της\ Ροχαλίζει ελαφρά, βυθισμένος στον ύπνο ενός φαινομενικά αθώου,
ανυποψίαστου μεθυσμένου. Δείχνει τόσο γαλήνιος. Οχ, όχι, όχι, όχι! Τα πόδια μου γίνονται σαν ζελέ και καταρρέω αργά στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι, μην μπορώντας να το πιστέψω, Η προδοσία με τρυπάει πικρή, αιχμηρή, εξευτελιστική. Πώς μπόρεσε; Πώς μπόρεσε να πάει σ’ αυτήν; Καυτά, θυμωμένα δάκρυα κυλούν στα μάγουλά μου. Την οργή και τον φόβο του, την ανάγκη του να μου επιτεθεί τα καταλαβαίνω και τα συγχωρώ μετά βίας. Αυτό όμως... Αυτή η προδοσία παραπάει. Τραβάω τα γόνατα στο στήθος μου και τυλίγω τα χέρια γύρω τους, προστατεύοντας τον εαυτό μου και το Μικρούλι μου Σημάδι. Λικνίζομαι εμπρός πίσω, κλαίγοντας σιγανά.
Τι περίμενα; Παντρεύτηκα αυτό τον άνθρωπο πολύ γρήγορα. Το ξέρω το ήξερα πως εδώ θα κατέληγε το πράγμα. Γιατί; Γιατί; Γιατί; Πώς μπόρεσε να μου το κάνει αυτό; Ξέρει πώς νιώθω γι’ αυτήν τη γυναίκα. Πώς μπόρεσε να στραφεί σ’ αυτήν; Πώς; Το μαχαίρι στριφογυρίζει αργά και οδυνηρά μέσα στην καρδιά μου, ξεσκίζοντάς με. Πάντα έτσι θα είναι τα πράγματα; Μέσα από τα δάκρυά μου η ξαπλωμένη μορφή του θολώνει και τρεμουλιάζει. Ω Κρίστιαν. Τον παντρεύτηκα επειδή τον αγαπάω και βαθιά μέσα μου ξέρω πως κι αυτός με αγαπάει. Το ξέρω πως με αγαπάει. Στο μυαλό μου έρχεται το οδυνηρά γλυκό δώρο γενεθλίων του.
Για όλες μας τις πρώτες φορές στα πρώτα σου γενέθλια ως η αγαπημένη μου γυναίκα. Σ' αγαπάω. Κ χ Όχι, όχι, όχι δεν μπορώ να πιστέψω πως τα πράγματα θα είναι πάντα έτσι, δυο βήματα μπροστά και τρία βήματα πίσω. Αλλά έτσι ήταν πάντα μαζί του. Έπειτα από κάθε αναποδιά προχωράμε μπροστά πόντο πόντο. Θα συνέλθει... Σίγουρα θα συνέλθει. Εγώ όμως; Θα συνέλθω από... Από αυτή την προδοσία; Σκέφτομαι πώς ήταν τούτο το τελευταίο φρικτό, υπέροχο Σαββατοκύριακο. Την ήρεμη δύναμή του όσο ο πατριός μου κείτονταν εξουθενωμένος και αναίσθητος στη ΜΕΘ... Το πάρτι-έκπληξη, που έφερε κοντά μου την οικογένεια και τους φίλους μου... Το φιλί του σε κοινή θέα έξω από το Χίθμαν ενώ με κρατούσε από χαμηλά. Ω Κρίστιαν, εξαντλείς όλη μου την
εμπιστοσύνη, όλη μου την πίστη... Και σε αγαπάω. Τώρα όμως δεν είμαι μόνο εγώ. Βάζω το χέρι στην κοιλιά μου. Όχι. Δε θα τον αφήσω να το κάνει αυτό σε μένα και στο Σημαδάκι μας. Ο δόκτωρ Φλυν είπε πως έπρεπε να του αναγνωρίσω το ελαφρυντικό της αμφιβολίας όχι αυτήν τη φορά λοιπόν. Διώχνω τα δάκρυα από τα μάγουλά μου και σκουπίζω τη μύτη με την ανάστροφη της παλάμης μου. Ο Κρίστιαν αναδεύεται και κυλάει από την άλλη, τραβάει τα πόδια του από την άκρη του κρεβατιού και κουλουριάζεται κάτω από το πάπλωμα. Τεντώνει το χέρι του σαν να ψάχνει κάτι, μετά γογγύζει και κατσουφιάζει, αλλά αποκοιμιέται ξανά, με το χέρι τεντωμένο.
Ω Πενήντα. Τι θα σε κάνω; Και τι διάολο έκανες με τη Σπασαρχίδω; Πρέπει να μάθω. Κοιτάζω και πάλι το δυσάρεστο μήνυμα και καταστρώνω στα γρήγορα ένα σχέδιο. Παίρνοντας βαθιά ανάσα, προωθώ το μήνυμα στο BlackBerry μου. Το πρώτο βήμα ολοκληρώθηκε. Ελέγχω βιαστικά τα άλλα πρόσφατα μηνύματα, αλλά βλέπω μόνο SMS από τον Έλλιοτ, την Αντρια, τον Τέυλορ, τη Ρος και από μένα. Κανένα από την Ελένα. Καλό αυτό, νομίζω. Βγαίνω από τα μηνύματα, ανακουφισμένη που δεν της έστελνε SMS, και η καρδιά μου σκαρφαλώνει στον λαιμό μου. Ποπό! Η ταπετσαρία στο τηλέφωνό του αποτελείται από απανωτές φωτογραφίες μου, μια συρραφή από μικρές Αναστάζια σε διάφορες πόζες.από τον μήνα του μέλιτος,
από το πρόσφατο Σαββατοκύριακό μας με το σκάφος, καθώς και από μερικές φωτογραφίες του Χοσέ. Πότε το έκανε αυτό; Πρόσφατα μάλλον. Προσέχω το εικονίδιο του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του, και μια ιδέα τρυπώνει δελεαστικά στο μυαλό μου... Θα μπορούσα να διαβάσω τα ηλεκτρονικά μηνύματα του Κρίστιαν. Να δω αν μιλούσε με αυτήν. Πρέπει; Ντυμένη με καταπράσινο κολλητό φόρεμα, η εσωτερική μου θεά γνέφει εμφατικά, με το στόμα της σε μια κατσουφιασμένη γκριμάτσα. Πριν προλάβω να σταματήσω τον εαυτό μου, παραβιάζω την προσωπική του ζωή. Υπάρχουν πολλές εκατοντάδες μηνύματα. Τα διατρέχω στα γρήγορα και φαίνονται τελείως βαρετά... Κυρίως από τη Ρος, την
Άντρια και μένα, καθώς και από διάφορα στελέχη της εταιρείας του. Κανένα από τη Σπασαρ-χίδω. Kat αφού το κάνω που το κάνω, ανακουφίζομαι βλέποντας πως ούτε και από τη Λέιλα υπάρχει κανένα. Ένα ηλεκτρονικό μήνυμα μου τραβάει την προσοχή. Είναι από τον Μπάρνυ Σάλλιβαν, τον πληροφορικάριο του Κρίστιαν, και το θέμα είναι: Τζακ Χάυντ. Ρίχνω μια ένοχη ματιά στον Κρίστιαν, αλλά εξακολουθεί να ροχαλίζει ελαφρά. Δεν τον έχω ακούσει ποτέ να ροχαλίζει. Ανοίγω το μήνυμα. Από: Μπάρνυ Σάλλιβαν θέμα: Τζακ Χάυντ Ημερομηνία: 13 Σεπτεμβρίου 14:09 Προς: Κρίστιαν Γκρέυ
2011,
Οι κάμερες παρακολούθησης σε διάφορα σημεία του Σιάτλ ακολουθούν τα ίχνη του άσπρου βαν από την οδό Σάουθ Έρβινγκ. Πριν από αυτό δε βρίσκω κανένα ίχνος, επομένος ο Χάυντ πρέπει να είχε τη βάση του σ’ αυτή την περιοχή. Oπως σας είπε ο Γουέλτε, το άγνωστο αυτοκίνητο νοικιάστηκε με ψεύτικη άδεια από μια γυναίκα αγνώστων στοιχείων, αν και τίποτα δεν το συνδέει με την περιοχή Tns οδού Σάουθ Έρβινγκ. Λεπτομέρειες των γνωστών υπαλλήλων Tns GEH και Tns ΑΕΣ που μένουν στην περιοχή βρίσκονται στο συνημμένο αρχείο, το οποίο προώθησα και στον Γουέλτε.
Δεν υπήρχε τίποτα για τις παλιές προσωπικές βοηθούς του Τζακ Χάυντ στον υπολογιστή του στην ΑΕΣ. Ως υπενθύμιση, ιδού ένας κατάλογος αυτών που ανασύρθηκαν από τον υπολογιστή του Χάυντ στην ΑΕΣ. Διευθύνσεις σπιτιών των Γκρέυ Πέντε ιδιοκτησίες στο ιδιοκτησίες στο Ντιτρόιτ
Σιάτλ
Λεπτομερή βιογραφικά για τους τους: Κάρρικ Γκρέυ Έλλιοτ Γκρέυ Κρίστιαν Γκρέυ
Δύο
Δόκτορα ΓKpeis Τρεβέλυαν Αναστάζια Στιλ Μία Γκρέυ Αρθρα από εφπμερίδεε και από το διαδίκτυο για τους:
Δόκτορα ΓKpeis Τρεβέλυαν Κάρρικ Γκρέυ Κρίστιαν Γκρέυ Έλλιοτ Γκρέυ Φωτογραφία Κάρρικ Γκρέυ Δόκτωρ ΓKpsis Τρεβέλυαν Κρίστιαν Γκρέυ Έλλιοτ Γκρέυ
Μία Γκρέυ θα συνεχίσω την έρευνά μου, για να δω τι άλλο μπορώ να βρω. Μπ. Σάλλιβαν Επικεφαλής του Τμήματος Τεχνολογιών Πληροφορία, GEH Αυτό το παράξενο μήνυμα μου εκτρέπει προς στιγμήν την προσοχή από τη νύχτα των βασάνων. Κάνω κλικ στο συνημμένο για να ελέγξω τα ονόματα της λίστας, αλλά προφανώς είναι τεράστιο, πολύ μεγάλο για να ανοίξει στο BlackBerry. Τι κάνω; Είναι αργά. Είχα μια κουραστική μέρα. Δεν υπάρχουν ηλεκτρονικά μηνύματα από τη Σπασαρχίδω ή τη Λέιλα Γουίλλιαμς, κι αυτό μου προσφέρει κάποια αμυδρή ανακούφιση. Ρίχνω μια γρήγορη ματιά στο
ξυπνητήρι: είναι μόλις περασμένες δύο το πρωί. Σήμερα ήταν μια μέρα γεμάτη αποκαλύψεις. Θα γίνω μητέρα, και ο άντρας μου τα έκανε πλακάκια με τον εχθρό. Ε λοιπόν, άσ’ τον να βράσει στο ζουμί του. Δε θα κοιμηθώ εδώ μαζί του. Μπορεί να ξυπνήσει μόνος του αύριο. Βάζω το BlackBerry του στο κομοδίνο, παίρνω την τσάντα μου, και ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στον αγγελικό, κοιμισμένο Ιούδα μου, βγαίνω από το υπνοδωμάτιο. Το εφεδρικό κλειδί της αίθουσας ψυχαγωγίας βρίσκεται στη συνηθισμένη του θέση στο ντουλάπι της αποθήκης. Το αρπάζω και τρέχω επάνω. Παίρνω από τη λινοθήκη ένα μαξιλάρι, ένα πάπλωμα και σεντόνια, ύστερα ξεκλειδώνω την πόρτα της αίθουσας ψυχαγωγίας και μπαίνω,
ανάβοντας τα φώτα στη χαμηλή σκάλα. Παράξενο που βρίσκω τη μυρωδιά και την ατμόσφαιρα αυτού του δωματίου τόσο άνετη, αν σκεφτεί κανείς πως, την τελευταία φορά που βρέθηκα εδώ, χρησιμοποίησα τον κωδικό ασφαλείας. Κλειδώνω την πόρτα πίσω μου και αφήνω το κλειδί στην κλειδαριά. Ξέρω πως αύριο το πρωί ο Κρίστιαν θα ψάχνει απεγνωσμένα να με βρει και δε νομίζω πως θα ψάξει εδώ μέσα αν η πόρτα είναι κλειδωμένη. Του αξίζει. Κουλουριάζομαι στον καναπέ Τσέστερφιλντ, τυλίγομαι με το πάπλωμα και ψαρεύω από την τσάντα μου το BlackBerry. Ελέγχοντας τα μηνύματά μου, βρίσκω εκείνο της Σπασαρχίδως που
προώθησα από το τηλέφωνο του Κρίστιαν. Πατάω «προώθηση» και πληκτρολογώ: ΘΑ ΗΘΕΛΕΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΜΑΖΙ ΜΑΣ Η ΚΥΡΙΑ ΛΙΝΚΟΛΝ ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΘΑ ΣΥΖΗΤΗΣΟΥΜΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΠΟΥ ΣΟΥ ΕΣΤΕΙΛΕ; ΘΑ ΣΕ ΓΛΙΤΩΣΕΙ ΑΠΟTON ΚΟΠΟ ΝΑ ΤΡΕΧΕΙΣ ΝΑ ΤΗ ΒΡΕΙΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ. Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΟΥ Πατάω «αποστολή» και το βάζω στο αθόρυβο. Χώνομαι κάτω από το πάπλωμά μου. Παρά τους λεονταρισμούς μου, αισθάνομαι συντετριμμένη από το μέγεθος της απάτης του Κρίστιαν. Αυτές οι μέρες θα
έπρεπε να είναι ευτυχισμένες. Χριστέ μου θα γίνουμε γονείς. Ξαναζώ στα γρήγορα τη στιγμή που είπα στον Κρίστιαν πως είμαι έγκυος και φαντασιώνομαι ότι πέφτει στα γόνατα μπροστά μου γεμάτος χαρά, τραβώντας με στην αγκαλιά του και λέγοντάς μου πόσο πολύ αγαπάει εμένα και το Μικρούλι μας Σημάδι. Κι όμως να με εδώ, μόνη και παγωμένη σε μια αίθουσα ψυχαγωγίας για BDSM φαντασιώσεις. Ξαφνικά νιώθω μεγάλη. Μεγαλύτερη από την πραγματική μου ηλικία. Ήξερα πως η μεταχείριση του Κρίστιαν θα ήταν πάντα πρόκληση, αλλά αυτήν τη φορά ξεπέρασε στ’ αλήθεια τον εαυτό του. Πώς τ^υ ήρθε αυτό; Ε λοιπόν, αν θέλει καβγά, θα τον έχει. Δεν υπάρχει περίπτωση να αφήσω έτσι το γεγονός ότι
τρέχει να βρει εκείνη την αποκρουστική γυναίκα όποτε έχουμε προβλήματα. Θα πρέπει να διαλέξει - ή αυτήν ή εμένα και το Μικρούλι μας Σημάδι. Μυξοκλαίω λιγάκι, αλλά επειδή είμαι πολύ κουρασμένη, με παίρνει γρήγορα ο ύπνος, *** Πετάγομαι όρθια, προς στιγμήν αποπροσανατολισμένη... Λ, ναι είμαι στην αίθουσα ψυχαγωγίας. Επειδή δεν υπάρχουν παράθυρα, δεν έχω ιδέα τι ώρα είναι. Το χερούλι της πόρτας κροταλίζει. « Ανά! » φωνάζει ο Κρίστιαν έξω από την πόρτα. Παγώνω, όμως δεν μπαίνει μέσα. Ακούω πνιχτές φωνές, αλλά απομακρύνονται.
Αφήνω την αναπνοή μου και κοιτάζω την ώρα στο BlackBerry. Είναι οχτώ παρά δέκα, κι έχω τέσσερις αναπάντητες κλήσεις και δύο ηχητικά μηνύματα. Οι αναπάντητες κλήσεις είναι κυρίως από τον Κρίστιαν, αλλά υπάρχει και μία από την Κέιτ. Οχ, όχι... Πρέπει να την πήρε. Δεν έχω καιρό να ασχοληθώ με αυτό. Δε θέλω να αργήσω στη δουλειά. Τυλίγω γύρω μου το πάπλωμα, μαζεύω την τσάντα μου και προχωράω προς την πόρτα. Ξεκλειδώνω αργά και κρυφοκοιτάζω έξω. Κανένας. Ω, γαμώτο... Ίσως είναι κάπως μελοδραματικό. Υψώνω καρτερικά το βλέμμα στον ουρανό, παίρνω βαθιά ανάσα και κατεβαίνω κάτω. Ο Τέυλορ, ο Σόγερ, ο Ράιαν, η κυρία Τζόουνς και ο Κρίστιαν στέκονται στην
είσοδο του μεγάλου δωματίου, και ο Κρίστιαν μοιράζει εντολές με καταιγιστικό ρυθμό. Σαν ένας άνθρωπος, γυρίζουν και με κοιτάζουν με το στόμα να χάσκει. Ο Κρίστιαν φοράει ακόμα τα ρούχα με τα οποία κοιμήθηκε χτες το βράδυ. Φαίνεται ατημέλητος, χλωμός και απίστευτα όμορφος. Τα μεγάλα γκρίζα μάτια του είναι ορθάνοιχτα, και δεν ξέρω αν είναι φοβισμένος ή θυμωμένος. Είναι δύσκολο να ξεχωρίσω. «Σόγερ, θα είμαι έτοιμη να φύγω σε είκοσι περίπου λεπτά...» μουρμουρίζω, τυλίγοντας πιο σφιχτά γύρω μου το πάπλωμα για προστασία. Γνέφει καταφατικά, κι όλα τα μάτια στρέφονται στον Κρίστιαν, που με κοιτάζει ακόμα έντονα.
«Θέλετε κάτι για πρωινό, κυρία Γκρέυ;» ρωτάει η κυρία Τζόουνς. Γνέφω αρνητικά. «Δεν πεινάω, ευχαριστώ». Σουφρώνει τα χείλη της, αλλά δε λέει τίποτα. «Πού ήσουν;» λέει ο Κρίστιαν με χαμηλή και βραχνή φωνή. Και ξαφνικά ο Σόγερ, ο Τέυλορ, ο Ράιαν και η κυρία Τζόουνς σκορπίζονται, τρέχοντας βιαστικά προς το γραφείο του Τέυλορ, τον προθάλαμο και την κουζίνα, σαν τρομοκρατημένα ποντίκια τα οποία εγκαταλείπουν ένα πλοίο που βουλιάζει. Αγνοώ τον Κρίστιαν και προχωράω σταθερά προς το υπνοδωμάτιό μας.
«Άνα» φωνάζει από πίσω μου, «απάντησέ μου!». Ακούω τα βήματά του στα νώτα μου την ώρα που μπαίνω στο υπνοδωμάτιο και συνεχίζω προς το μπάνιο μας. Κλειδώνω βιαστικά την πόρτα. « Άνα! » Ο Κρίστιαν κοπανάει την πόρτα. Ανοίγω το ντους. Η πόρτα κροταλίζει. «Άνα, άνοιξε την κωλόπορτα!» « Φύγε! » «Δεν πρόκειται να πάω πουθενά!» «Όπως θες». «Άνα, σε παρακαλώ...»
Μπαίνω στο ντους, ουσιαστικά αποκλείοντάς τον απέξω. Ω, είναι ζεστό. Το θεραπευτικό νερό πέφτει επάνω μου, διώχνοντας μακριά την εξάντληση της νύχτας από το δέρμα μου. Ποπό! Πολύ ωραία αίσθηση. Για μια στιγμή, για μια σύντομη στιγμή, μπορώ να υποκριθώ πως όλα είναι καλά. Λούζω τα μαλλιά μου, κι ώσπου να τελειώσω, νιώθω καλύτερα, πιο δυνατή, έτοιμη να αντιμετωπίσω την εμπορική αμαξοστοιχία Κρίστιαν Γκρέυ. Τυλίγω τα μαλλιά μου σε μια πετσέτα, σκουπίζομαι ζωηρά με μια άλλη και την τυλίγω γύρω μου. Ξεκλειδώνω την πόρτα και την ανοίγω, για να βρω τον Κρίστιαν ακουμπισμένο στον απέναντι τοίχο, με τα χέρια πίσω από την πλάτη του. Η έκφρασή του είναι
επιφυλακτική, σαν κυνηγημένου αρπακτικού. Τον προσπερνάω αποφασιστικά και μπαίνω στην ντουλάπαδωμάτιο. «Με αγνοείς;» ρωτάει ο Κρίστιαν σαν να μην το πιστεύει κι έρχεται να σταθεί στην πόρτα της ντουλάπας. «Ξουράφι είσαι, ε;» μουρμουρίζω αφηρημένα καθώς ψάχνω κάτι να φορέσω. Α, ναι το δαμασκηνί μου φόρεμα. Το ξεκρεμάω από την κρεμάστρα, διαλέγω τις ψηλοτάκουνες μαύρες μπότες μου και κατευθύνομαι προς το υπνοδωμάτιο. Σταματάω ώστε να φύγει ο Κρίστιαν από τον δρόμο μου, πράγμα που κάνει τελικά υπερισχύουν οι έμφυτοι καλοί τρόποι του. Αισθάνομαι τα μάτια του να με τρυπούν
καθώς προχωράω προς τη σιφονιέρα μου και τον κρυφοκοιτάζω στον καθρέφτη. Στέκεται ακίνητος στο άνοιγμα της πόρτας, παρακολουθώντας με. Με μια κίνηση αντάξια νικήτριας στα Όσκαρ, αφήνω την πετσέτα μου να πέσει στο πάτωμα και κάνω πως δεν έχω επίγνωση της γύμνιας μου. Ακούω τη συγκρατημένη άναρθρη κραυγή του και την αγνοώ. «Γιατί το κάνεις αυτό;» ρωτάει. Η φωνή του είναι χαμηλή. «Εσύ γιατί νομίζεις;» Η φωνή μου είναι απαλή σαν βελούδο καθώς βγάζω ένα όμορφο μαύρο δαντελένιο σλιπάκι La Perla. « Άνα ...» Σταματάει καθώς το φοράω λικνίζοντας το κορμί μου.
«Πήγαινε να ρωτήσεις την κυρία Ρόμπινσόν σου. Είμαι σίγουρη πως θα έχει κάποια εξήγηση να σου δώσει...» ψιθυρίζω ψάχνοντας για το ασορτί σουτιέν. «Άνα, σ’ το έχω ξαναπεί. Δεν είναι...» «Δε θέλω ν’ ακούσω, Κρίστιαν...» Ανεμίζω περιφρονητικά το χέρι. «Η ώρα για συζήτηση ήταν χτες. Αλλά αντί γι’ αυτό, εσύ αποφάσισες να τα βάλεις μαζί μου και να πας να μεθύσεις με τη γυναίκα που σε κακοποιούσε επί χρόνια. Πάρ’ την ένα τηλέφωνο. Είμαι σίγουρη πως θα είναι κάτι παραπάνω από πρόθυμη να σ’ ακούσει τώρα». Βρίσκω το ασορτί σουτιέν και το φοράω αργά, κουμπώνοντάς το. Ο Κρίστιαν έρχεται πιο μέσα στο υπνοδωμάτιο και βάζει τα χέρια στους
γοφούς του. «Γιατί με κατασκόπευες;» ρωτάει. Παρά την αποφασιστικότητά μου, κοκκινίζω. «Δεν είναι αυτό το θέμα, Κρίστιαν...» του πετάω. «Η ουσία είναι πως, μόλις ζορίσουν τα πράγματα, εσύ τρέχεις σ’ αυτήν». Το στόμα του γίνεται μια βλοσυρή γραμμή. «Δεν έγινε έτσι...» «Δε με ενδιαφέρει». Παίρνοντας ένα ζευγάρι μαύρες κάλτσες με δαντελωτό τελείωμα, οπισθοχωρώ προς το κρεβάτι. Κάθομαι, τεντώνω τα δάχτυλα του ποδιού και ανεβάζω προσεκτικά το αραχνοΰφαντο ύφασμα έως τον μηρό μου.
«Πού ήσουν;» λέει, ενώ τα μάτια του ακολουθούν τα χέρια μου στη διαδρομή τους επάνω στα πόδια μου. Εξακολουθώ να τον αγνοώ καθώς ανεβάζω αργά την άλλη κάλτσα. Σηκώνομαι και σκύβω για να ταμπονάρω με την πετσέτα τα μαλλιά μου. Μέσα από τους ανοιχτούς μηρούς μου, βλέπω τα γυμνά πόδια του και νιώθω το έντονο βλέμμα του. Όταν τελειώνω, σηκώνομαι και επιστρέφω στη σιφονιέρα, απ’ όπου παίρνω το πιστολάκι μου. «Απάντησέ μου...» Η φωνή του Κρίστιαν είναι χαμηλή και βραχνή. Ανοίγω το πιστολάκι, έτσι που δεν τον ακούω πια, και τον ^παρακολουθώ μέσα από τις βλεφαρίδες μου στον καθρέφτη
καθώς στεγνών^ με τα δάχτυλα τα μαλλιά μου. Με αγριοκοιτάζει, με μάτια μισόκλειστα και ψυχρά, παγερά θα έλεγα. Κοιτάζω άλλου, εστιάζοντας στη δουλειά που έχω να κάνω και προσπαθώντας να πνίξω το ρίγος που με διατρέχει. Καταπίνω δυνατά και επικεντρώνομαι στο στέγνωμα των μαλλιών μου. Είναι ακόμα έξαλλος. Βγαίνει με κείνη τη βρομογυναίκα και είναι έξαλλος μαζί μου; Πώς τολμάει; Όταν τα μαλλιά μου δείχνουν έξαλλα και ατίθασα, σταματάω. Ναι... Μου αρέσουν. Κλείνω το πιστολάκι. «Πού ήσουν;» ρωτάει παγερά. «Τι σε νοιάζει;» «Άνα, σταμάτα. Τώρα».
Ανασηκώνω τους ώμους, κι εκείνος διασχίζει γρήγορα το δωμάτιο κι έρχεται προς το μέρος μου. Στρέφομαι απότομα, κάνοντας ένα βήμα πίσω καθώς απλώνει τα χέρια του. «Μη μ’ αγγίζεις!» πετάω απότομα, και παγώνει. «Πού ήσουν;» επαναλαμβάνει επιτακτικά. Τα χέρια του γίνονται γροθιές στα πλευρά του. «Δεν ήμουν έξω να τα πίνω με τον πρώην μου!» απαντάω βράζοντας. «Κοιμήθηκες μαζί της;» Του κόβεται η ανάσα. «Τι; Όχι!» Με κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό κι έχει το
θράσος να φαίνεται πληγωμένος θυμωμένος ταυτόχρονα.
και
Το υποσυνείδητό μου παίρνει μια μικρή ευπρόσδεκτη ανάσα ανακούφισης. «Νομίζεις ότι θα μπορούσα να απατήσω;» Φαίνεται προσβεβλημένος.
σε
«Με απάτησες!» γρυλίζω. «Πήρες την ιδιωτική μας ζωή και τη διηγήθηκες χαρτί και καλαμάρι με τον πιο άνανδρο τρόπο σ’ αυτήν τη γυναίκα!» To στόμα του ανοίγει διάπλατα. «Άνανδρο... Έτσι νομίζεις;» Τα μάτια του πετούν φωτιές. «Κρίστιαν, είδα το μήνυμα. Αυτό ξέρο^».
«Αυτό το μήνυμα δεν ήταν για σένα!» μουγκρίζει. «Το γεγονός είναι ότι το είδα όταν έπεσε το BlackBerry από την τσέπη σου ενώ σου έβγαζα τα ρούχα, επειδή ήσουν πολύ μεθυσμένος για να τα βγάλεις μόνος σου! Έχεις την παραμικρή ιδέα πόσο με πλήγωσες πηγαίνοντας να δεις αυτήν τη γυναίκα;» Για μια στιγμή χλωμιάζει, αλλά έχω πάρει φόρα. Η εσωτερική μου στρίγκλα έχει σπάσει τα δεσμά της. «Θυμάσαι χτες βράδυ όταν γύρισες σπίτι; Θυμάσαι τι είπες;» Με κοιτάζει ανέκφραστα, με πρόσωπο μαρμαρωμένο.
«Λοιπόν, είχες δίκιο. Όντως προτιμώ αυτό το ανυπεράσπιστο παιδί από σένα. Αυτό κάνει κάθε στοργικός γονιός. Αυτό έπρεπε να έχει κάνει για σένα η μητέρα σου. Και λυπάμαι που δεν το έκανε γιατί, αν το είχε κάνει, δε θα κάναμε τόρα αυτήν τη συζήτηση. Τώρα όμως είσαι ενήλικος. Πρέπει να μεγαλώσεις και να πάρεις χαμπάρι τι γίνεται γύρω σου και να πάψεις να φέρεσαι σαν οξύθυμος έφηβος. »Μπορεί να μη χάρηκες γι’ αυτό το μωρό. Ούτε κι εγώ έχω εκστασιαστεί, με δεδομένη τη χρονική στιγμή και τη λιγότερο και από χλιαρή υποδοχή που επιφύλαξες σε τούτη τη νέα ζωή, αυτήν τη σάρκα από τη σάρκα σου. Αλλά ή μπορείς να το κάνεις αυτό μαζί μου ή αλλιώς θα το κάνω μόνη μου. Η απόφαση είναι δική σου.
»Όσο τσαλαβουτάς στον λάκκο της αυτολύπησης και της αυτοαπέχθειάς σου, εγώ θα πάω να δουλέψω. Κι όταν γυρίσω, θα μεταφέρω τα πράγματά μου στο επάνω δωμάτιο». Ανοιγοκλείνει τα μάτια του σοκαρισμένος. «Και τώρα με συγχωρείς, αλλά θα ήθελα να τελειώσω με το ντύσιμό μου...» Αναπνέω βαριά. Ο Κρίστιαν υποχωρεί, αργά αργά, ένα βήμα, και η στάση του σκληραίνει. «Αυτό θες;» ψιθυρίζει. «Δεν ξέρω πια τι θέλω...» Ο τόνος μου αντικατοπτρίζει τον δικό του, και απαιτείται μνημειώδης προσπάθεια για να παραστήσω την αδιάφορη ενώ βουτάω, σαν να μην
τρέχει τίποτα, τις άκρες των δαχτύλων μου στην κρέμα μου και την απλώνω στο πρόσωπο. Κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Γουρλωμένα γαλάζια μάτια, χλωμό πρόσωπο, αλλά κοκκινισμένα μάγουλα. Μια χαρά τα πας. Μην χάνεις πίσω τώρα. Μην χάνεις πίσω τώρα. «Δε με θες;» ρωτάει σιγανά. Α όχι... Α, όχι τέτοια, Γχρέυ. «Είμαι ακόμα εδώ. Δεν είμαι;» πετάω. Παίρνω τη μάσκαρα και βάζω λίγη πρώτα στο δεξί μου μάτι. «Σκέφτηκες να φύγεις;» Τα λόγια του μόλις που ακούγονται.
«Όταν ο άντρας σου προτιμάει την παρέα της πρώην ερωμένης του, αυτό συνήθώς δεν είναι καλό σημάδι...» Ανεβάζω τον τόνο της περιφρόνησης ακριβώς στο σωστό επίπεδο, αποφεύγοντας την ερώτησή του. Λιπ γκλος τώρα. Σουφρώνω τα γυαλιστερά χείλη μου στην εικόνα στον καθρέφτη. Μείνε δυνατή, Στιλ... Ε μμμ... Γχρέυ. Γαμώτο μου. Ούτε το όνομά μου δεν μπορώ να θυμηθώ. Παίρνω τις μπότες μου, πηγαίνω πάλι στο κρεβάτι και τις φοράω βιαστικά, τραβώντας τες πάνω από τα γόνατά μου. Μάλιστα. Είμαι σέξι μόνο με τα εσώρουχα και τις μπότες. Το ξέρω. Σηκώνομαι και τον κοιτάζω με απάθεια. Ανοιγοκλείνει τα μάτια του, που ταξιδεύουν γρήγορα και άπληστα επάνω κάτω στο σώμα μου. «Ξέρω τι κάνεις εδώ πέρα...»
μουρμουρίζει, και η φωνή του έχει πάρει μια ζεστή, αποπλανητική χροιά. «Ξέρεις;» Και η φωνή μου σπάει. Όχι. Άνα... Κρατήσου. Καταπίνει και κάνει ένα βήμα εμπρός. Κάνω ένα βήμα πίσω και σηκώνω τα χέρια. «Ούτε να το σκέφτεσαι, Γκρέυ...» λέω απειλητικά. «Είσαι γυναίκα μου...» αποκρίνεται μαλακά, σαν να με φοβερίζει. «Είμαι η έγκυος που εγκατέλειψες χτες, κι αν μ’ αγγίξεις, θα μπήξω τέτοιες φωνές, που δε θα τις έχεις ξανακούσει! »
Τα φρύδια του ανασηκώνονται δυσπιστία. «Θα φώναζες;»
από
«Θα χαλούσα τον κόσμο!» Στενεύω τα μάτια. «Δε θα σ’ ακούσει κανένας...» μουρμουρίζει. Το βλέμμα του είναι έντονο, και προς στιγμήν θυμάμαι το πρωί μας στο Άσπεν. Όχι. Όχι. Όχι! «Προσπαθεί; να με τρομάξεις;» τραυλίζω με κομμένη την ανάσα, επιχειρώντας σκόπιμα να τον εκτροχιάσω. Πιάνει. Μαρμαρώνει και καταπίνει. «Δεν είχα τέτοια πρόθεση...» Κατσουφιάζει. Δυσκολεύομαι να αναπνεύσω. Αν με αγγίξει, θα υποκύψω. Ξέρω τη δύναμη που
ασκεί επάνω μου κι επάνω στο προδοτικό σώμα μου. Ξέρω. Γραπώνομαι από τον θυμό μου. «Ήπια ένα ποτό με κάποια που κάποτε ήταν πολύ κοντά μου. Ξεκαθαρίσαμε την κατάσταση. Δεν πρόκειται να την ξαναδώ». «Πήγες και τη βρήκες;» «Αρχικά όχι. Προσπάθησα να δω τον Φλυν. Αλλά βρέθηκα στο ινστιτούτο». «Και περιμένεις να πιστέψω πως δεν πρόκειται να την ξαναδείς;» Δεν μπορώ να συγκρατήσω την οργή μου καθώς του μιλάω σφυριχτά. «Και τι θα γίνει την επόμενη φορά που θα περάσω κάποια φανταστική γραμμή; Είναι η ίδια συζήτηση που κάνουμε και ξανακάνουμε συνεχώς.
Λες και είμαστε στον τροχό του Ιξίωνα! Αν τα ξανακάνω θάλασσα, θα τρέξεις πάλι σ’ αυτήν;» «Δεν πρόκειται να την ξαναδώ» απαντάει με τελεσίδικη ψυχρότητα. «Καταλαβαίνει επιτέλους πώς νιώθω». Τον κοιτάζω ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρά μου. «Τι σημαίνει αυτό;» Ισιώνει το κορμί του και περνάει το χέρι μέσα από τα μαλλιά του, ενοχλημένος, θυμωμένος και βουβός. Δοκιμάζω διαφορετική προσέγγιση. «Γιατί μπορείς να μιλήσεις σ’ αυτήν και όχι σε μένα;»
«Ήμουν έξαλλος μαζί σου. Όπως είμαι και τώρα». «Μη μου πεις!» πετάω. «Ε λοιπόν, κι εγώ είμαι έξαλλη μαζί σου αυτήν τη στιγμή. Έξαλλη που ήσουν τόσο ψυχρός και αναίσθητος χτες όταν σε χρειαζόμουν! Έξαλλη που είπες ότι γκαστρώθηκα επίτηδες, ενώ δεν είναι αλήθεια. Έξαλλη που με πρόδωσες!» Καταφέρνω να πνίξω έναν λυγμό. Το στόμα του ανοίγει διάπλατα από το σοκ και κλείνει προς στιγμήν τα μάτια θαρρείς και τον χαστούκισα. Καταπίνω. Ηρέμησε, Αναστάζια. «Έπρεπε να παρακολουθώ πιο προσεκτικά τις ημερομηνίες για τις ενέσεις μου. Αλλά δεν το έκανα επίτηδες. Αυτή η εγκυμοσύνη
είναι σοκ και για μένα...» μουρμουρίζο;, προσπαθώντας να φερθώ στοιχειωδώς πολιτισμένα. «Μπορεί να μην έπιασε και η ένεση». Με αγριοκοιτάζει σιωπηλός. «Τα έκανες στ’ αλήθεια σκατά χτες...» συμπληρώνω χαμηλόφωνα. Βράζω από θυμό. «Είχα πολλά να αντιμετωπίσω τις τελευταίες εβδομάδες». «Τα έκανες στ’ αλήθεια σκατά πριν από τρεις ή τέσσερις εβδομάδες. Ή όποτε ξέχασες την ένεσή σου». «Δεν είμαστε όλοι τέλειοι σαν και σένα...» Ω σταμάτα, σταμάτα, σταμάτα. Στεκόμαστε αγριοκοιτάζοντας ο ένας τον άλλο.
«Φοβερή παράσταση, κυρία Γκρέυ...» λέει σιγανά. «Χαίρομαι που ακόμα και γκαστρωμένη είμαι διασκεδαστική». Με κοιτάζει ανέκφραστα. «Χρειάζομαι ένα ντους...» μουρμουρίζει. «Κι εγώ αρκετό σόου έκανα». «Ωραιότατο σόου...» ψιθυρίζει. Κάνει ένα βήμα εμπρός, κι εγώ κάνω πάλι ένα βήμα πίσω. «Μη...» «Μου τη δίνει που.δε μ’ αφήνεις να σ’ αγγίξω!» «Ειρωνικό, ε;»
Τα μάτια τοι στενεύουν πάλι. «Δεν καταλήξαμε πουθενά, ε;» «Μάλλον όχι. Μόνο στο ότι θα μετακομίσω απ’ αυτό το υπνοδωμάτιο». Τα μάτια του αστράφτουν και γουρλώνουν στιγμιαία. «Δε σημαίνει τίποτα για μένα». «Εκτός απ’ όταν τη χρειάζεσαι». «Δεν τη χρειάζομαι. Εσένα χρειάζομαι». «Δε με χρειαζόσουν χτες. Αυτή η γυναίκα είναι αυστηρό όριο για μένα, Κρίστιαν». «Έχει βγει από τη ζωή μου...» «Μακάρι να μπορούσα να σε πιστέψω». «Γαμώτο μου, Άνα!»
«£ε παρακαλώ, άσε με να ντυθώ...» Αναστενάζει xat περνάει ξανά το χέρι μέσα από τα μαλλιά του. «Θα σε δω απόψε» λέει, και η φωνή του είναι ψυχρή και άδεια από συναίσθημα. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου θέλω να τον πάρω αγκαλιά και να τον παρηγορήσω... Αλλά αντιστέκομαι, επειδή απλώς είμαι έξαλλη. Γυρίζει και κατευθύνεται προς το μπάνιο. Στέκομαι μαρμαρωμένη, ώσπου ακούω την πόρτα να κλείνει. Προχωράω παραπατώντας προς το κρεβάτι και σωριάζομαι πάνω του. Δεν κατέφυγα σε δάκρυα, φωνές ή φόνο ούτε υπέκυψα στον κύριο Σεξπέρ. Αξίζω το Μετάλλιο Τιμής του κογκρέσου, αλλά νιώθω τόσο φτηνή.
Σκατά. Δεν καταλήξαμε πουθενά. Είμαστε στο χείλος του γκρεμού. Κινδυνεύει ο γάμος μας; Γιατί δεν καταλαβαίνει ότι φέρθηκε σαν μεγάλος και απόλυτος μαλάκας τρέχοντας σ’ αυτήν τη γυναίκα; Και τι εννοεί όταν λέει πως δε θα την ξαναδεί; Πώς στην ευχή να το πιστέψω; Ρίχνω μια ματιά στο ξυπνητήρι οχτώμισι. Σκατά! Θα αργήσω στη δουλειά. Παίρνω βαθιά ανάσα. «Ο Δεύτερος Γύρος ήταν ισοπαλία, Μικρούλι Σημάδι ...» ψιθυρίζω, χτυπώντας χαϊδευτικά την κοιλιά μου. «Ο μπαμπάς ίσως είναι χαμένη υπόθεση. Ελπίζω όμως πως όχι... Γιατί; Γιατί ήρθες τόσο νωρίς, Μικρούλι Σημάδι; Τα πράγματα μόλις είχαν αρχίσει να φτιάχνουν...» Το χείλος μου τρέμει, αλλά παίρνω μια βαθιά, εξαγνιστική ανάσα και κρατάω τα
αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματά μου υπό έλεγχο. «Έλα. Πάμε να σκίσουμε στη δουλειά». ΔΕΝ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΑΩ τον Κρίστιαν. Είναι ακόμα στο μπάνιο όταν ο Σόγερ κι εγώ φεύγουμε. Καθώς κοιτάζω έξω από τα σκούρα τζάμια του SUV, η αυτοκυριαρχία μου χάνεται και τα μάτια μου υγραίνονται. Η διάθεσή μου καθρεφτίζεται στον γκρίζο, καταθλιπτικό ουρανό, κι έχω ένα παράξενο σκοτεινό προαίσθημα. Στην ουσία δε συζητήσαμε για το μωρό. Είχα στη διάθεσή μου λιγότερες από είκοσι τέσσερις ώρες για να αφομοιώσω τα νέα για το Μικρούλι Σημάδι. Ο Κρίστιαν είχε ακόμα λιγότερο χρόνο. «Δεν ξέρει καν το όνομά σου...» Χαϊδεύω την κοιλιά μου και σκουπίζω τα δάκρυα από το πρόσωπό μου.
«Κυρία Γκρέυ» με διακόπτει ο Σόγερ. «Φτάσαμε». «Ω... Ευχαριστώ, Σόγερ». «Θα κάνω μια γρήγορη βόλτα στο ντελικατέσεν, κυρία μου. Να σας φέρω κάτι;» «Όχι. Όχι, ευχαριστώ. Δεν πεινάω». Η ΧΑΝΑ ΜΟΤ ΕΧΕΙ ΕΤΟΙΜΟ τον λάτε μου. Τον μυρίζω, και το στομάχι μου ανακατεύεται. «Εμμμ... Μπορώ να έχω ένα τσάι, σε παρακαλώ;» μουρμουρίζω αμήχανη. Το ήξερα πως υπήρχε λόγος που ποτέ δε μου άρ :σε πραγματικά ο καφές. Χριστέ μου βρομάει.
«Είσαι καλά, Άνα;» Γνέφω καταφατικά και τρέχω να χωθώ στην ασφάλεια του γραφείου μου. Χτυπάει το BlackBerry. Είναι η Κέιτ. «Γιατί σ’ έψαχνε ο Κρίστιαν;» ρωτάει χωρίς κανένα προοίμιο. «Καλημέρα, Κέιτ. Τι κάνεις;» «Κόψ’ τις αηδίες, Στιλ! Τι τρέχει;» Αρχίζει η Ιερά Εξέταση της Κάθριν Κάβανο. «Είχαμε έναν καβγά με τον Κρίστιαν, αυτό είναι όλο». «Σου έκανε κακό;» Υψώνω το βλέμμα στον ουρανό. «Ναι, αλλά όχι όπως το εννοείς». Δεν μπορώ να
αντιμετωπίσω την Κέιτ αυτήν τη στιγμή. Ξέρω πως θα βάλω τα κλάματα και για την ώρα είμαι πολύ περήφανη για τον εαυτό μου που δεν έσπασα σήμερα το πρωί. «Κέιτ, έχω μια σύσκεψη. Θα σε ξαναπάρω». «Καλά. Είσαι οκέι;» «Ναι ». Όχι . «Θα σε πάρω αργότερα. Εντάξει;» «Εντάξει, Άνα. Όπως θες. Είμαι εδώ για σένα». « Το ξέρω ...» αποκρίνομαι χαμηλόφωνα και παλεύω με την επίδραση που έχουν τα ευγενικά της λόγια. Δε θα κλάψω. Δε θα κλάψω. «Ο Ρέυ είναι καλά;»
«Ναι...» Προφέρω τη λέξη ψιθυριστά. « Ω Άνα ...» λέει σιγανά. «Μη...» «Εντάξει. Μιλάμε αργότερα». «Ναι». ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΤ ΠΡΩΙΝΟΥ ελέγχω περιοδικά τα ηλεκτρονικά μου μηνύματα, ελπίζοντας σε μια λέξη από τον Κρίστιαν. Αλλά δεν υπάρχει τίποτα. Καθώς η μέρα προχωράει, συνειδητοποιώ πως δεν πρόκειται να επικοινωνήσει μαζί μου και πως είναι ακόμα έξαλλος. Ε λοιπόν, κι εγώ είμαι ακόμα έξαλλη. Πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά, σταματώντας μόνο το μεσημέρι για ένα μπέιγκελ με τυρί κρέμα
και σολομό. Είναι εκπληκτικό το πόσο καλύτερα νιώθω μόλις τρώω κάτι. Στις πέντε ο Σόγερ κι εγώ ξεκινάμε για το νοσοκομείο, ώστε να δω τον Ρέυ. Ο Σόγερ είναι ιδιαίτερα προσεκτικός και υπερβολικά περιποιητικός, θα έλεγα. Είναι εκνευριστικό. Καθώς πλησιάζουμε στο δωμάτιο του Ρέυ, διστάζει. «Να σας φέρω λίγο τσάι όσο θα είστε με τον πατέρα σας;» ρωτάει. «Όχι, ευχαριστώ, Σόγερ. Δεν πειράζει». «Θα περιμένω έξω». Μου ανοίγει την πόρτα και είμαι ευγνώμων που απομακρύνομαι έστω και λίγο από κοντά του.
Ο Ρέυ είναι καθισμένος στο κρεβάτι και διαβάζει ένα περιοδικό. Είναι ξυρισμένος, φοράει το σακάκι της πιτζάμας θυμίζει τον παλιό του εαυτό. «Γεια σου, Άννι!» αναφωνεί χαμογελώντας, και τα μούτρα μου πέφτουν. «Ω μπαμπά...» Τρέχω στο πλευρό του, και κάνοντας μια πολύ ασυνήθιστη κίνηση, ανοίγει διάπλατα τα χέρια του και με αγκαλιάζει. «Άννι;» ψιθυρίζει. «Τι είναι;» Με κρατάει σφιχτά και με φιλάει στα μαλλιά. Καθώς βρίσκομαι στην αγκαλιά του, συνειδητοποιώ πόσο σπάνιες υπήρξαν αυτές οι στιγμές ανάμεσά μας. Γιατί; Αυτός είναι, ο λ<5γος που μου αρέσει να
σκαρφαλώνω στην αγκαλιά του Κρίστιαν; Έπειτα από μια στιγμή τραβιέμαι από τον κόρφο του και κάθομαι στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι. Το μέτωπο του Ρέυ είναι ζαρωμένο από ανησυχία. «Πες στον γέρο σου...» Κουνάω το κεφάλι δε χρειάζεται τα προβλήματά μου αυτήν τη στιγμή. «Δεν είναι τίποτα, μπαμπά. Μια χαρά φαίνεσαι». Του πιάνω σφιχτά το χέρι. «Αισθάνομαι περισσότερο σαν τον παλιό μου εαυτό, αν κι αυτό το πόδι στον νάρθηκα μου κάνει τη ζωή σκέιτμπορντ». «Σκέιτμπορντ;» Χαμογελάω.
Μου ανταποδίδει το χαμόγελο. «Το σκέιτμπορντ ακούγεται καλύτερα από το πατίνι...» «Ω μπαμπά, χαίρομαι τόσο πολύ που είσαι καλά...» «Κι εγώ, Άννι. Θα ήθελα κάποια μέρα να χορέψω εγγόνια επάνω σ’ αυτό το γόνατο που μου κάνει τη ζωή πατίνι... Δε θα ήθελα να το χάσω για τίποτα στον κόσμο». Τον κοιτάζω ανοιγοκλείνοντας τα μάτια. Σκατά! Ξέρει; Και αγωνίζομαι να διώξω τα δάκρυα που τσούζουν τις γωνίες των ματιών μου. «Τα πάτε καλά με τον Κρίστιαν;»
«Τσακωθήκαμε...» τραυλίζω, προσπαθώντας να μιλήσω παρά τον κόμπο στον λαιμό μου. «Θα τα βρούμε». Γνέφει καταφατικά. «Είναι καλός άνθρωπος, ο άντρας σου» αποκρίνεται καθησυχαστικά ο Ρέυ. «Είναι με τις ώρες του. Τι είπαν οι γιατροί;» Δε θέλω να μιλήσω για τον άντρα μου αυτήν εδώ τη στιγμή* είναι επώδυνο θέμα συζήτησης. ΟΤΑΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ ΣΤΟ ΕΣΚΑΛΑ, ο Κρίστιαν δεν είναι στο σπίτι. «Τηλεφώνησε ο Κρίστιαν και είπε πως θα μείνει στη δουλειά μέχρι αργά...» με ενημερώνει απολογητικά η κυρία Τζόουνς.
«Ω... Ευχαριστώ που μου το είπατε». Γιατί δεν μπορούσε να το πει σε μένα; Χριστέ μου πραγματικά το μούτρωμά του ανεβαίνει σε τελείως καινούριο επίπεδο. Θυμάμαι προς στιγμήν τον καβγά για τους γαμήλιους όρκους μας και το φοβερό ξέσπασμα που είχε τότε. Αλλά σ’ αυτή την περίπτωση εγώ είμαι η αδικημένη. «Τι θα ήθελες να φας;» Η κυρία Τζόουνς έχει μια αποφασιστική, ατσάλινη λάμψη στο βλέμμα της. «Ζυμαρικά». Χαμογελάει. «Σπαγγέτι, πένες, βίδες;» «Σπαγγέτι, τα μπολονέζ σας».
«Έρχονται. Και, Άνα... Πρέπει να ξέρεις πως ο κύριος Γκρέυ ήταν αλλόφρων σήμερα το πρωί όταν νόμιζε πως είχες φύγει. Ήταν εκτός εαυτού...» Μου χαμογελάει στοργικά.
ΣΤΙΣ ΕΝΝΙΑ δεν έχει επιστρέψει ακόμα. Κάθομαι στο γραφείο μου στη βιβλιοθήκη και αναρωτιέμαι πού να είναι. Τον παίρνω τηλέφωνο. «Άνα» λέει ψυχρά. «Γεια». Εισπνέει σιγανά. «Γεια...» μουρμουρίζει, και ο τόνος του έχει αλλάξει κλίμακα. «Θα έρθεις σπίτι;» «Αργότερα». «Είσαι στο γραφείο;» «Ναι. Πού περίμενες να είμαι;»
Μαζί της. «Θα σ’ αφήσω». Μένουμε και οι δύο στη γραμμή, και η σιωπή μακραίνει και βαραίνει ανάμεσά μας. «Καληνύχτα, Άνα» λέει τελικά. «Καληνύχτα, Κρίστιαν». Το κλείνει. Ω, γαμώτο. Κοιτάζω το BlackBerry. Δεν ξέρω τι περιμένει να κάνω. Δεν πρόκειται να τον αφήσω να με ποδοπατήσει. Ναι, είναι έξαλλος. Το καταλαβαίνω. Κι εγώ είμαι έξαλλη. Αλλά είμαστε στο σημείο όπου είμαστε. Δεν έτρεξα να ξεράσω τα πάντα στην παιδόφιλη πρώην ερωμένη μου. Θέλω να παραδεχτεί πως αυτός δεν είναι αποδεκτός τρόπος συμπεριφοράς.
Ακουμπάω στη ράχη της καρέκλας μου ατενίζοντας το τραπέζι του μπιλιάρδου στη βιβλιοθήκη και θυμάμαι διασκεδαστικές στιγμές τότε που παίζαμε μπιλιάρδο. Βάζω το χέρι στην κοιλιά μου. Ίσως είναι πολύ νωρίς. Ισως δεν είναι γραφτό... Και ακόμα και τη στιγμή που το σκέφτομαι, το υποσυνείδητό μου φωνάζει όχι\ Αν βάλω τέλος σ’ αυτή την εγκυμοσύνη, δε θα συγχωρέσω ποτέ τον εαυτό μου — ή τον Κρίστιαν. «Ω Σημαδάκι, τι μας έκανες;» Δεν μπορώ να αντιμετωπίσω το ενδεχόμενο να μιλήσω στην Κέιτ. Δεν μπορώ να αντιμετωπίσω το ενδεχόμενο να μιλήσω σε κανέναν. Της στέλνω ένα SMS, με την υπόσχεση πως θα την πάρω σύντομα. Στις έντεκα δεν μπορώ να κρατήσω άλλο ανοιχτά τα βλέφαρά μου. Παραιτούμαι και
κατευθύνομαι προς το παλιό μου δωμάτιο. Κουλουριάζομαι κάτω από το πάπλωμα και αφήνω επιτέλους τον εαυτό μου ελεύθερο, κλαίγοντας με λυγμούς στο μαξιλάρι μου, με μεγάλους, άκομψους λυγμούς θλίψης που με συνταράζουν... ΟΤΑΝ ΞΥΠΝΑΩ, το κεφάλι μου είναι βαρύ. Αναζωογονητικό φθινοπωρινό φως μπαίνει από τα μεγάλα παράθυρα στο δωμάτιό μου. Κοιτάζοντας το ξυπνητήρι, βλέπω πως είναι εφτάμισι. Αμέσως η σκέψη μου είναι: πού είναι ο Κρίστιαν; Ανακάθομαι και κατεβάζω τα πόδια από το κρεβάτι. Στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι υπάρχει η ασημογκρίζα γραβάτα του Κρίστιαν, η αγαπημένη μου. Δεν ήταν εκεί όταν έπεσα για ύπνο χτες το βράδυ. Τη σηκώνω, την κοιτάζω και χαϊδεύω το
μεταξένιο ύφασμα ανάμεσα στους αντίχειρες και τους δείκτες μου, ύστερα τη σφίγγω επάνω στο μάγουλό μου. Ήταν εδώ και με παρακολουθούσε να κοιμάμαι. Και μια αχτίδα ελπίδας γεννιέται μέσα μου. Η ΚΥΡΙΑ ΤΖΟΟΥΝΣ είναι απασχολημένη στην κουζίνα όταν κατέβαινα) κάτω. «Καλημέρα!» λέει κεφάτα. «Καλημέρα. Ο Κρίστιαν;» ρωτάω. Τα μούτρα της πέφτουν. «Έφυγε ήδη...» «Ώστε γύρισε σπίτι;» Θέλω να βεβαιωθώ, αν κι έχω τη γραβάτα του ως απόδειξη. «Γύρισε...» Κάνει μια παύση. «Άνα, σε παρακαλώ, συγχώρεσέ με που μιλάω χωρίς
να μου πέφτει λόγος, μα μην παραιτηθείς. Είναι ξεροκέφαλος άνθρωπος». Γνέφω καταφατικά, και σταματάει. Είμαι σίγουρη ότι το ύφος μου της λέει πως αυτήν τη στιγμή δε θέλω να συζητήσω για τον αμαρτωλό σύζυγό μου. ΟΤΑΝ ΦΤΑΝΩ ΣΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ, ελέγχω τα ηλεκτρονικά μου μηνύματα. Η καρδιά μου μπαίνει σε υπερλειτουργία όταν βλέπω πως υπάρχει ένα από τον Κρίστιαν.
Από: Κρίστιαν Γκρέυ θέμα: Πόρτλαντ Ημερομηνία: 15 Σεπτεμβρίου 06:45 Προς: Αναστάζια Γκρέυ
2011,
Άνα, Πετάω για Πόρτλαντ σήμερα. Έχω μερικές δούλειές να τελειώσω με το ΚΠΟ. Σκέφτηκα nσας θα ήθελες να το ξέρεις. Christian Grey CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.
Ω... Δάκρυα τσούζουν τα μάτια μου. Αυτό είναι όλο; To στομάχι μου αναποδογυρίζει. Σκατά! Θα κάνω εμετό. Τρέχω στην τουαλέτα και ίσα που προλαβαίνω, ξερνώντας το πρωινό μου στη λεκάνη. Σωριάζομαι στο πάτωμα και πιάνώ το
κεφάλι στα χέρια μου, Θα μπορούσα να είμαι πιο αξιοθρήνητη; Έπειτα από λίγο ακούγεται στην πόρτα ένα μαλακό χτύπημα. «Άνα;» Είναι η Χάνα. Γαμώτο... «Ναι;» «Είσαι εντάξε ι;» «Έρχομαι σ’ ένα λεπτό». «Έχει έρθει να σε δει ο Μπόυς Φοξ». Σκατά... «Πήγαινέ τον στην αίθουσα συσκέψεων. Θα είμαι εκεί σ’ ένα λεπτό». «Θες λίγο τσάι;»
«Ναι, ευχαριστώ». ΕΠΕΙΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙΑΝΟ ΜΟΥ -άλλο ένα μπέιγκελ με τυρί κρέμα και σολομό, που καταφέρνω να κρατήσω μέσα μουκάθομαι και κοιτάζω άτονα τον υπολογιστή μου, ψάχνοντας για έμπνευση και προσπαθώντας να σκεφτώ πώς θα λύσουμε με τον Κρίστιαν αυτό το τεράστιο πρόβλημα. Βουίζει το BlackBerry, κάνοντάς με να τιναχτώ. Ρίχνω μια ματιά στην οθόνη. Είναι η Μία. Χριστέ μου αυτό μου έλειπε* οι διαχύσεις και ο ενθουσιασμός της. Διστάζω, με τη σκέψη να το αγνοήσω, αλλά υπερισχύει η ευγένεια. « Μία! » απαντάω ζωηρά.
«Γεια σου και χαρά σου, Άνα καιροί και ζαμάνια!» Η αντρική φωνή είναι γνωστή γαμώτο! Το κρανίο μου μυρμηγκιάζει, κι όλες οι τρίχες στο σώμα μου στέκονται προσοχή καθώς η αδρεναλίνη πλημμυρίζει το σύστημά μου και ο κόσμος μου παύει να γυρίζει. Είναι ο Τζακ Χάυντ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΙΔΥΟ «Τζακ...»
Η φωνή μου έχει σβήσει, την πνίγει ο φόβος. Πώς βγήκε από τη φυλακή; Γιατί έχει το τηλέφωνο της Μία; Το αίμα στραγγίζει από το πρόσωπό μου και με πιάνει ζαλάδα. «Ώστε με θυμάσαι...» αποκρίνεται, και ο τόνος του είναι ήρεμος. Διαισθάνομαι το πικρό χαμόγελό του. «Ναι. Φυσικά». Η απάντησή μου είναι αυτόματη, καθώς το μυαλό μου τρέχει. «Μάλλον αναρωτιέσαι γιατί σε παίρνω». «Ναι». Κλείσ' το.
«Μην κλείσεις. Είχα μια κουβεντούλα με την κουνιαδούλα σου...» Τι; Η Μία! Όχι! «Τι έκανες;» ψιθυρίζω, προσπαθώντας να καταλαγιάσω τον φόβο μου. «Άκου εδώ, άπληστη ανάφτρα τσούλα. Μου γάμησες τη ζωή! Ο Γκρέυ μού γάμησε τη ζωή. Μου χρωστάτε! Έχω μαζί μου το μικρό παλιοθήλυκο. Εσύ, αυτός ο μπινές που παντρεύτηκες κι όλη η οικογένειά του θα πληρώσετε...» Η περιφρόνηση και η χολή του Χάυντ με σοκάρουν. // οικογένειά τον; Τι διάολο; «Τι θες;»
«Θέλω τα λεφτά του. Πραγματικά θέλω τα γαμημένα τα λεφτά του. Αν είχαν εξελιχθεί διαφορετικά τα πράγματα, θα μπορούσα να είμαι εγώ. Οπότε θα μου τα φέρεις εσύ. Θέλω πέντε εκατομμύρια δολάρια. Σήμερα». «Τζακ, δεν έχω πρόσβαση σε τέτοιο ποσό...» Ρουθουνίζει χλευαστικά. «Έχεις δύο ώρες να τα βρεις... Αυτό είναι όλο δύο ώρες. Μην το πεις σε κανέναν, αλλιώς θα την πληρώσει αυτό το μικρό παλιοθήλυκο. Ούτε στους μπάτσους, ούτε στον μαλάκα τον άντρα σου· ούτε και στην ομάδα ασφάλειάς του. Θα το μάθω αν το πεις. Κατάλαβες;» Κάνει μια παύση, κι εγώ προσπαθώ να απαντήσω, όμως ο πανικός και ο φόβος μού κλείνουν τον λαιμό. «Κατάλαβες;» φωνάζει.
«Ναι...» ψελλίζω. «Αλλιώς θα τη σκοτώσω!» Μου κόβεται η ανάσα. «Κράτα το τηλέφωνό σου μαζί σου. Μην το πεις σε κανέναν, αλλιώς θα τη σπάσω στο ξύλο προτού τη σκοτώσω. Έχεις δύο ώρες!» «Τζακ, χρειάζομαι περισσότερο χρόνο... Τρεις ώρες. Πώς ξέρω ότι την έχεις;» Η γραμμή νεκρώνεται. Κοιτάζω με φρίκη το τηλέφωνο, με το στόμα ξεραμένο από τον φόβο και την άσχημη γεύση του τρόμου. Τη Μία. Έχει τη Μία. Ή μήπως όχι; Το κεφάλι μου βουίζει εξετάζοντας το φρικτό ενδεχόμενο και το στομάχι μου ανακατεύεται πάλι. Μου φαίνεται πως θα
κάνω εμετό, αλλά παίρνω βαθιά ανάσα προσπαθώντας να κατευνάσω τον πανικό μου, και η ναυτία υποχωρεί. Το μυαλό μου τρέχει, ζυγίζοντας τις πιθανότητες. Να το πω στον Κρίστιαν; Να το πω στον Τέυλορ; Να πάρω την αστυνομία; Πώς θα το μάθει ο Τζακ; Έχει πράγματι τη Μία; Χρειάζομαι χρόνο, χρόνο να σκεφτώ - όμως αυτό μπορώ να το καταφέρω μόνο ακολουθώντας τις οδηγίες του. Αρπάζω την τσάντα μου και κατευθύνομαι προς την πόρτα. «Χάνα, πρέπει να φύγω. Δεν είμαι σίγουρη για το πόσο θα λείψω. Ακύρωσε τα απογευματινά μου ραντεβού. Πες στην Ελίζαμπεθ πως έχω να αντιμετωπίσω κάτι έκτακτο».
«Βέβαια, Άνα... Όλα εντάξει;» Η Χάνα κατσουφιάζει, και στο πρόσωπό της ζωγραφίζεται ανησυχία έτσι όπως με παρακολουθεί να φεύγω τρέχοντας. «Ναι!» φωνάζω αφηρημένα καθώς τρέχω προς τη ρεσεψιόν, όπου περιμένει ο Σόγερ. «Σόγερ!» Πετάγεται από την πολυθρόνα του στον ήχο της φωνής μου και σκυθρωπιάζει βλέποντας το πρόσωπό μου, «Δε νιώθω καλά. Σε παρακαλώ, πήγαινέ με σπίτι...» «Φυσικά, κυρία μου. Θέλετε να περιμένετε εδώ να φέρω το αυτοκίνητο;»'
«Όχι. Θα έρθω μαζί σου. Βιάζομαι να φτάσω σπίτι». ΚΟΙΤΑΖΩ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ με απόλυτο τρόμο καθώς ξανασκέφτομαι το σχέδιό μου. Φτάνω στο σπίτι. Αλλάζω. Βρίσκω ένα βιβλιάριο επιταγών. Ξεφεύγω από τον Ράιαν και τον Σόγερ με κάποιον τρόπο. Πηγαίνω στην τράπεζα. Γαμώτο. Πόσο χώρο καταλαμβάνουν πέντε εκατομμύρια δολάρια; Πόσο θα ζυγίζουν; Θα χρειαστώ βαλίτσα; Πρέπει να τηλεφωνήσω εκ των προτέρων στην τράπεζα; Μία. Μία. Κι αν δεν έχει τη Μία; Πώς μπορώ να το διασταυρώσω; Αν τηλεφωνήσω στην Γκρέις, θα της κινήσω υποψίες και ίσως εκθέσω σε κίνδυνο τη Μία. Είπε πως θα το μάθαινε. Ρίχνω μια ματιά από το πίσω παράθυρο του SUV. Με
ακολουθούν; Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά καθώς ελέγχω τα αυτοκίνητα πίσω μας. Φαίνονται άκακα. Ω Σόγερ, πήγαινε πιο γρήγορα. Σε παρακαλώ. Τα μάτια μου στρέφονται και συναντούν τα δικά του στον καθρέφτη, και το μέτωπό του ζαρώνει. Ο Σόγερ πιέζει ένα κουμπί στο Bluetooth ακουστικό του για να απαντήσει σε μια κλήση. «Τ... Ήθελα να σε ενημερώσω πως η κυρία Γκρέυ είναι μαζί μου». Τα μάτια του Σόγερ συναντούν ξανά τα δικά μου προτού επιστρέψουν στον δρόμο και συνεχίσει. «Είναι αδιάθετη. Την πηγαίνω πίσω στο Εσκάλα... Κατάλαβα, κύριε...» Το βλέμμα του Σόγερ γυρίζει πάλι από τον δρόμο στο δικό μου στον καθρέφτη. «Ναι» συμφωνεί και το κλείνει.
«Ο Τέυλορ;» ψιθυρίζω. Γνέφει καταφατικά. «Είναι με τον κύριο Γκρέυ;» «Μάλιστα, κυρία μου...» Το ύφος του Σόγερ μαλακώνει από συμπόνια. «Είναι ακόμα στο Πόρτλαντ;» «Μάλιστα, κυρία μου». Ωραία. Πρέπει να κρατήσω τον Κρίστιαν ασφαλή. Το χέρι μου κατεβαίνει προς την κοιλιά μου και την τρίβω συνειδητά. Και σένα, Μικρούλι Σημάδι. Να σας κρατήσω και τους δύο ασφαλείς. «Μπορούμε να κάνουμε γρήγορα, σε παρακαλώ; Δε νιώθω καλά...»
«Μάλιστα, κυρία μου». Ο Σόγερ πατάει το γκάζι, και το αυτοκίνητό μας γλιστράει αθόρυβα μέσα στην πυκνή κυκλοφορία. Η Κ ΤΡΙΑ ΤΖΟΟΥΝΣ δε φαίνεται πουθενά όταν ο Σόγερ κι εγώ φτάνουμε στο διαμέρισμα. Το αυτοκίνητό της λείπει από το γκαράζ, κι έτσι υποθέτω πως έχει πάει για δουλειές με τον Ράιαν. Ο Σόγερ κατευθύνεται προς το γραφείο του Τέυλορ, ενώ εγώ ορμάω στο γραφείο του Κρίστιαν. Κάνω, σκοντάφτοντας πανικόβλητη, τον γύρο του γραφείου του και τραβάω έξω το συρτάρι, για να βρω τα τραπεζικά βιβλιάρια. Εμφανίζεται το όπλο της Λέιλα. Αισθάνομαι μια άτοπη σουβλιά ενόχλησης που ο Κρίστιαν δεν έχει κρύψει αυτό το πιστόλι. Δεν ξέρει τίποτε από όπλα. Χριστέ μου... Θα μπορούσε να τραυματιστεί.
Έπειτα από στιγμιαίο δισταγμό αρπάζω το πιστόλι, ελέγχω για να βεβαιωθώ πως είναι γεμάτο και το χώνω στη ζώνη του μαύρου παντελονιού μου. Ίσως το χρειαστώ. Ξεροκαταπίνω. Μόνο σε στόχους έχω εξασκηθεί. Ποτέ δεν έχω πυροβολήσει κάποιον ελπίζω ο Ρέυ να με συγχωρέσει. Επικεντρώνομαι στον εντοπισμό του σωστού βιβλιαρίου επιταγών. Υπάρχουν πέντε, και μόνο ένα είναι στα ονόματα Κύριος Γκρέυ και Κυρία Α. Γκρέυ. Έχω περίπου πενήντα τέσσερις χιλιάδες δολάρια στον δικό μου λογαριασμό. Δεν έχω ιδέα πόσα λεφτά υπάρχουν σ’ αυτόν εδώ. Αλλά ο Κρίστιαν δεν μπορεί να μην έχει πέντε εκατομμύρια δολάρια. Μήπως υπάρχουν λεφτά στο χρηματοκιβώτιο; Να πάρει. Δεν ξέρω τον συνδυασμό. Δεν είπε πως είναι στην αρχειοθήκη του; Δοκιμάζω να την
ανοίξω, αλλά είναι κλειδωμένη. Σκατά! Πρέπει να μείνω στο σχέδιο Α. Παίρνω βαθιά ανάσα και με πιο ψύχραιμο και αποφασιστικό τρόπο κατευθύνομαι προς το υπνοδωμάτιό μας. Το κρεβάτι έχει στρωθεί, και για λίγο νιώθω μια σουβλιά. Ίσως έπρεπε να έχω κοιμηθεί εδώ χτες το βράδυ. Τι νόημα έχει να τσακώνομαι με κάποιον που, όπως έχει παραδεχτεί ο ίδιος, είναι Πενήντα Αποχρώσεις; Ούτε καν μου μιλάει τώρα. Όχι δεν έχω χρόνο να το σκεφτώ. Βγάζω γρήγορα το παντελόνι μου, φοράω ένα τζιν, ένα φούτερ με κουκούλα κι ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια και μετά χώνω ξανά το όπλο στη ζώνη του τζιν στην πλάτη μου. Βγάζω από την ντουλάπα έναν μεγάλο μαλακό σάκο. Θα χωρέσουν εδώ μέσα τα
πέντε εκατομμύρια; Η τσάντα γυμναστικής του Κρίστιαν είναι αφημένη στο πάτωμα. Την ανοίγω περιμένοντας να τη βρω γεμάτη άπλυτα, αλλά όχι τα ρούχα της γυμναστικής του είναι καθαρά και φρεσκοπλυμένα. Η κυρία Τζόουνς πραγματικά φτάνει παντού. Αδειάζω το περιεχόμενο στο πάτωμα και χώνω την τσάντα του μέσα στον σάκο μου. Ορίστε. Τώρα πρέπει να είμαστε εντάξει. Βεβαιώνομαι πως έχω το δίπλωμα οδήγησης ως ταυτότητα για την τράπεζα και κοιτάζω την ώρα. Έχουν περάσει τριάντα ένα λεπτά από τη στιγμή που τηλεφώνησε ο Τζακ. Τώρα πρέπει να φύγω από το Εσκάλα χωρίς να με δει ο Σόγερ. Προχωράω αργά και ψύχραιμα προς τον προθάλαμο, έχοντας επίγνωση της εσωτερικής κάμερας παρακολούθησης, που
είναι στραμμένη προς το ασανσέρ. Νομίζω πως ο Σόγερ βρίσκεται ακόμα στο γραφείο του Τέυλορ. Ανοίγω επιφυλακτικά την πόρτα του προθάλαμου, κάνοντας όσο λιγότερο θόρυβο μπορώ. Κλείνοντάς την πίσω μου αθόρυβα, στέκομαι ακριβώς στην είσοδο ακουμπισμένη στην πόρτα, έξω από το βεληνεκές του φακού της κάμερας. Βγάζω από την τσάντα το κινητό μου και καλώ τον Σόγερ. «Κυρία Γκρέυ». «Σόγερ, είμαι στο επάνω δωμάτιο... Έρχεσαι να με βοηθήσεις σε κάτι;» Κρατάω τη φωνή μου χαμηλή, ξέροντας πως είναι ακριβώς στο κάτω μέρος του διαδρόμου, από την άλλη μεριά αυτής της πόρτας.
«Έρχομαι αμέσως, κυρία μου» απαντάει, και ακούω τη σαστιμάρα του, μιας και δεν του έχω ξανατηλεφωνήσει ποτέ για βοήθεια. Η καρδιά μου βρίσκεται στον λαιμό μου, βροντοχτυπώντας με άτακτο, φρενήρη ρυθμό. Θα πιάσει; Κλείνω και αφουγκράζομαι τα βήματά του, που διασχίζουν τον διάδρομο και ανεβαίνουν τη σκάλα. Παίρνω άλλη μία βαθιά, σταθεροποιητική ανάσα και σκέφτομαι προς στιγμήν πόσο ειρωνικό είναι να το σκάω από το ίδιο μου το σπίτι σαν κακοποιός. Όταν ο Σόγερ φτάνει στο επάνω κεφαλόσκαλο, τρέχω στο ασανσέρ και πατάω το κουμπί κλήσης. Οι πόρτες ανοίγουν με τον υπερβολικά δυνατό ήχο
που αναγγέλλει πως το ασανσέρ έχει φτάσει. Χώνομαι μέσα και πατάω αλλόφρων το κουμπί για το υπόγειο γκαράζ. Έπειτα από μια βασανιστική παύση οι πόρτες αρχίζουν να κλείνουν αργά, και καθώς κλείνουν, ακούω τις κραυγές του Σόγερ. «Κυρία Γκρέυ!» Ακριβώς τη στιγμή που κλείνουν οι πόρτες του ασανσέρ, τον βλέπω να ορμάει στον προθάλαμο. «Άνα!» φωνάζει σαν να μην το πιστεύει. Είναι όμως πολύ αργά, και εξαφανίζεται από τα μάτια μου. Το ασανσέρ κατεβαίνει ομαλά στο γκαράζ. Έχω δύο λεπτά πλεονέκτημα σε σχέση με τον Σόγερ και ξέρω πως θα προσπαθήσει να με σταματήσει. Κοιτάζω με λαχτάρα το R8 μου έτσι όπως τρέχω προς το Saab, ανοίγω
την πόρτα, πετάω τον σάκο στο κάθισμα του συνοδηγού και χώνομαι στη θέση του οδηγού. Βάζω μπρος το αυτοκίνητο, και τα λάστιχα στριγκλίζουν καθώς ορμάω προς την έξοδο και περιμένω έντεκα βασανιστικά δευτερόλεπτα για να σηκωθεί η μπάρα. Ακριβώς τη στιγμή που ανοίγει, βγαίνω έξω, ενώ το μάτι μου πιάνει στον καθρέφτη τον Σόγερ, που πετάγεται έξω από το ασανσέρ υπηρεσίας μπαίνοντας στο γκαράζ. Το σαστισμένο, πληγωμένο βλέμμα του με στοιχειώνει την ώρα που βγαίνω από τη ράμπα και στρίβω στην Τέταρτη Λεώφόρο. Αφήνω την ανάσα που κρατούσα τόση ώρα. Ξέρω πως ο Σόγερ θα τηλεφωνήσει στον Κρίστιαν ή στον Τέυλορ, όμως αυτό θα το
αντιμετωπίσω όταν θα χρειαστεί δεν έχω χρόνο να το σκεφτώ τώρα. Ανακάθομαι αμήχανα στη θέση μου, ξέροντας βαθιά μέσα μου πως ο Σόγερ μάλλον έχασε τη δουλειά του. Μην το σκέφτεσαι. Πρέπει να σώσω τη Μία. Πρέπει να πάω στην τράπεζα και να σηκώσω πέντε εκατομμύρια δολάρια. Ρίχνω μια ματιά στον καθρέφτη, περιμένοντας νευρικά να δω το SUV να ξεπροβάλλει με φόρα από το γκαράζ, αλλά δεν υπάρχει κανένα ίχνος του Σόγερ καθώς απομακρύνομαι. Η ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΙΝΑΙ ΚΟΜΨΗ, μοντέρνα και απέριττη. Σιγανές φωνές, πατώματα που αντηχούν και ανοιχτοπράσινο χαραγμένο γυαλί παντού. Πλησιάζω αποφασιστικά στο γραφείο πληροφόρησης.
«Μπορώ να σας βοηθήσω, κυρία μου;» Η νεαρή κοπέλα μού χαρίζει ένα αστραφτερό, υποκριτικό χαμόγελο, και προς στιγμήν μετανιώνω που φόρεσα τζιν. «Θα ήθελα να κάνω ανάληψη ενός μεγάλου χρηματικού ποσού». Η κυρία Υποκριτικό Χαμόγελο ανασηκώνει ένα ακόμα πιο υποκριτικό φρύδι. «Έχετε λογαριασμό σε μας;» με ρωτάει και δεν καταφέρνει να κρύψει τον σαρκασμό της. «Ναι» απαντάω ξερά. «Ο σύζυγός μου κι εγώ έχουμε πολλούς λογαριασμούς εδώ. Το όνομά του είναι Κρίστιαν Γκρέυ». Οι κόρες των ματιών της διαστέλλονται ελάχιστα, και η υποκρισία δίνει τη θέση της στο σοκ. Με κοιτάζει άλλη μία φορά από
πάνω έως κάτω, τώρα όμως με έναν συνδυασμό δυσπιστίας και δέους. «Από δω, κυρία μου...» ψιθυρίζει και με οδηγεί σ’ ένα μικρό, λιτά επιπλωμένο γραφείο, που περιβάλλεται από ακόμα περισσότερο χαραγμένο γυαλί. «Παρακαλώ, καθίστε». Μου δείχνει μια μαύρη δερμάτινη καρέκλα δίπλα σ’ ένα γυάλινο γραφείο, όπου βρίσκεται ένας υπολογιστής τελευταίας τεχνολογίας κι ένα τηλέφωνο. «Πόσα χρήματα θέλετε να αποσύρετε σήμερα, κυρία Γκρέυ;» ρωτάει ευγενικά. «Πέντε εκατομμύρια δολάρια». Την κοιτάζω κατάματα, θαρρείς και ζητάω τέτοιο ποσό σε μετρητά κάθε μέρα.
Χλωμιάζει. «Μάλιστα... Θα καλέσω τον διευθυντή. Με συγχωρείτε που ρωτάω... Αλλά έχετε ταυτότητα;» «Έχω. Θα ήθελα όμως να μιλήσω με τον διευθυντή». «Φυσικά, κυρία Γκρέυ». Σπεύδει να φύγει. Βουλιάζω στην καρέκλα, κι ένα κύμα ναυτίας με πλημμυρίζει καθώς το όπλο με πιέζει δυσάρεστα στη βάση της ραχοκοκαλιάς μου. Όχι τώρα. Δεν μπορώ να κάνω εμετό τώρα. Παίρνω μια βαθιά, εξαγνιστική ανάσα, και το κύμα καταλαγιάζει. Κοιτάζω νευρικά το ρολόι μου. Δύο και είκοσι πέντε. Ένας μεσόκοπος άντρας μπαίνει στην αίθουσα. Τα μαλλιά του έχουν αρχίσει να
πέφτουν, αλλά φοράει ένα κομψό, ακριβό ανθρακί κοστούμι και ασορτί γραβάτα. Απλώνει το χέρι του. «Κυρία Γκρέυ! Είμαι ο Τρόυ Γουέλαν». Χαμογελάει, σφίγγουμε τα χέρια και κάθεται στο γραφείο απέναντί μου. «Η συνάδελφος μου είπε πως θέλετε να αποσύρετε ένα μεγάλο ποσό». «Σωστά. Πέντε εκατομμύρια δολάρια». Στρέφεται στον κομψό υπολογιστή του και πληκτρολογεί μερικά νούμερα. «Σύνήθως ζητάμε να υπάρχει προειδοποίηση για μεγάλα ποσά». Κάνει μιοί παύση και μου χαρίζει ένα καθησυχαστικό, αλλά αγέρωχο χαμόγελο. «Ευτυχώς όμως, κρατάμε τα χρηματικά
αποθέματα όλου του Νορθγουέστ!» κομπάζει.
Πασίφικ
Χριστέ μου! εντυπωσιάσει;
να
Προσπαθεί
με
«Κύριε Γουέλαν, βιάζομαι. Τι πρέπει να κάνω; Έχω την άδεια οδήγησης και το βιβλιάριο επιταγών του κοινού λογαριασμού μας. Να γράψω απλώς μια επιταγή;» «Ένα ένα με τη σειρά, κυρία Γκρέυ. Μπορώ να δω την ταυτότητα;» Από πρόσχαρος φιγουρατζής μεταμορφώνεται σε σοβαρό τραπεζίτη. «Ορίστε». Του δίνω το δίπλωμά μου.
«Κυρία Γκρέυ... Αυτό λέει Αναστάζια Στιλ». Ω, γαμώτο... «Ω... Ναι. Εμμμ...» «Θα τηλεφωνήσω στον κύριο Γκρέυ». «Ω, όχι, δε χρειάζεται...» Σκατά! «Κάτι πρέπει να έχω με το όνομα του συζύγου μου». Ψάχνω στο πορτοφόλι μου. Τι έχω που να γράφει το όνομά μου; Βγάζω το πορτοφόλι μου, το ανοίγω και βρίσκω μια φωτογραφία του Κρίστιαν μαζί με μένα στο κρεβάτι της καμπίνας της «Ωραίας μου Κυρίας». Δεν μπορώ να του δείξω αυτό! Ξεθάβω τη μαύρη AmEx μου. «Ορίστε».
«Κυρία Αναστάζια Γκρέυ» διαβάζει ο Γουέλαν. «Ναι. Αυτό αρκεί». Κατσουφιάζει. «Αλλά είναι εντελώς παράτυπο, κυρία Γκρέυ...» «Θέλετε να ενημερώσω τον άντρα μου πως η τράπεζά σας δεν ήταν και τόσο συνεργάσιμη;» Ισιώνω τους ώμους και του ρίχνω το πιο βλοσυρό μου βλέμμα. Κάνει μια παύση, ζυγίζοντάς με για λίγο, νομίζω. «Θα πρέπει να γράψετε ένα τσεκ, κυρία Γκρέυ». «Ασφαλώς. Απ’ αυτό τον λογαριασμό;» Του δείχνω το βιβλιάριο, προσπαθώντας να ηρεμήσω την καρδιά μου, που σφυροκοπάει.
«Ναι. Μια χαρά. Θα χρειαστεί επίσης να συμπληρώσετε κάποια επιπλέον έντυπα. Με συγχωρείτε ένα λεπτό». Γνέφω καταφατικά, και σηκώνεται, βγαίνοντας από την αίθουσα. Αφήνω πάλι την αναπνοή που κρατούσα. Δεν είχα ιδέα πως θα ήταν τόσο δύσκολο. Ανοίγω αδέξια το βιβλιάριο επιταγών και βγάζω ένα στιλό από την τσάντα μου. Γράφω απλώς μια επιταγή πληρωτέα σε μετρητά; Δεν έχω ιδέα. Με τα δάχτυλά μου να τρέμουν, γράφω: Πέντε εκατομμύρια δολάρια. $5.000.000. Ω Θεέ μου, ελπίζω να κάνω το σωστό. Τη Μία, να σκέφτεσαι τη Μία. Δεν μπορώ να το πω σε κανέναν.
Τα φρικιαστικά, ειδεχθή λόγια του Τζακ με στοιχειώνουν: Μην το πεις σε κανέναν, αλλιώς θα τη σπάσω στο ξύλο προτού τη σκοτώσω. Ο κύριος Γουέλαν επιστρέφει, κατάχλωμος και διστακτικός. «Κυρία Γκρέυ; Ο σύζυγός σας θέλει να σας μιλήσει...» μουρμουρίζει και δείχνει το τηλέφωνο στο γυάλινο τραπέζι ανάμεσά μας. Τι; Όχι! «Είναι στη γραμμή ένα. Πιέστε το κουμπί. Θα είμαι έξω.. .» Έχει την ευγένεια να φαίνεται αμήχανος. Ιούδα. Τον κοιτάζω σκυθρωπή, νιώθοντας το αίμα να στραγγίζει ξανά από το πρόσωπό μου
καθώς βγαίνει από το γραφείο σέρνοντας τα πόδια του. Σκατά! Σκατά! Σκατά! Τι θα πω στον Κρίστιαν; Θα καταλάβει. Θα επέμβει. Είναι επικίνδυνος για την αδερφή του. Το χέρι μου τρέμει την ώρα που το απλώνω να πιάσω το τηλέφωνο. Το κρατάω στο αυτί μου, θέλοντας να ηρεμήσω την ακανόνιστη αναπνοή μου, και πιέζω το κουμπί* για τη γραμμή ένα. «Γεια...» ψελλίζω, προσπαθώντας μάταια να ηρεμήσω τα νεύρα μου. «Με εγκαταλείπεις;» Τα λόγια του Κρίστιαν είναι ένας αγωνιώδης, ξέπνοος ψίθυρος. Ορίστε;
« Όχι.» Η φωνή μου αντιγράφει τη δική του. Οχ, όχι... Οχ, όχι... Οχ, όχι -πώς μπορεί να νομίζει κάτι τέτοιο; Τα χρήματα; Νομίζει πως φεύγω εξαιτίας των χρημάτων; Και σε μια στιγμή φρικτής διαύγειας, συνειδητοποιώ πως ο μόνος τρόπος για να κρατήσω τον Κρίστιαν σε απόσταση, έτσι ώστε να είναι ασφαλής, και να σώσω την αδερφή του είναι να πω ψέματα... «Ναι...» απαντάω τραυλίζοντας. Και καυτός πόνος με τρυπάει, ενώ τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα. Αφήνει μια άναρθρη κραυγή, σχεδόν λυγμό. «Άνα, δε.. .» Χάνει τα λόγια του.
Όχι! Το χέρι μου σκεπάζει το στόμα μου, σε μια προσπάθεια να πνίξω τα αντιφατικά συναισθήματά μου. «Κρίστιαν, σε παρακαλώ. Μη...» Διώχνω τα δάκρυα. «Φεύγεις;» ρωτάει. «Ναι...» «Γιατί όμως τα μετρητά; Πάντα για τα λεφτά ήταν;» Η βασανισμένη φωνή του μόλις που ακούγεται. Όχι! Δάκρυα κυλούν στο πρόσωπό μου. «Όχι...» μουρμουρίζω. «Φτάνουν πέντε εκατομμύρια;» Ω, σε παρακαλώ, σταμάτα!
«Ναι...» «Και το μωρό;» Η φωνή του είναι μια ξέπνοη ηχώ. Τι; Το χέρι μου μετακινείται από το στόμα στην κοιλιά μου. «Θα το φροντίσω εγώ το μωρό...» λέω σιγανά. Το Μικρούλι μου Σημάδι... Το Μικρούλι μας Σημάδι. «Αυτό θες;» «Ναι...» Παίρνει απότομη ανάσα. «Πάρ’ τα όλα...» αντιγυρίζει σφυριχτά. «Κρίστιαν...» αποκρίνομαι με αναφιλητά. «Είναι για σένα. Για την οικογένειά σου. Σε παρακαλώ... Μη».
«Πάρ’ τα όλα, Αναστάζια...» «Κρίστιαν...» Λίγο ακόμα, και θα υποκύψω. Λίγο ακόμα, και θα του πω για τον Τζακ, τη Μία, τα λύτρα. Έχε μου εμπιστοσύνη, σε παρακαλώ, τον εκλιπαρώ σιωπηλά. «Θα σ’ αγαπάω πάντα...» Η φωνή του είναι βραχνή. Το κλείνει. «Κρίστιαν! Όχι... Κι εγώ σ’ αγαπάω». Κι όλες οι ανοησίες στις οποίες υποβάλλαμε ο ένας τον άλλο τις τελευταίες μέρες ξεθωριάζουν, φαντάζουν ασήμαντες. Υποσχέθηκα πως δε θα τον'αφήσω ποτέ. Δε σε αφήνω. Σώζω την αδερφή σου. Καταρρέω στην καρέκλα, κλαίγοντας χωρίς σταματημό μέσα στα χέρια μου.
Με διακόπτει ένα δειλό χτύπημα στην πόρτα. Ο Γουέλαν μπαίνει, αν και δεν του απάντησα. Κοιτάζει παντού, εκτός από μένα. Είναι καταντροπιασμένος. Του τηλεφώνησες, αγριοκοιτάζω.
κάθαρμα!
Τον
«Ο σύζυγός σας συμφώνησε να ρευστοποιήσουμε πέντε εκατομμύρια από την περιουσία του, κυρία Γκρέυ... Είναι τελείως παράτυπο, αλλά ως βασικός πελάτης μας ήταν επίμονος... Πολύ επίμονος». Κάνει μια παύση και κοκκινίζει.'Υστερα με κοιτάζει κατσουφιασμένος, και δεν ξέρω αν είναι επειδή ο Κρίστιαν κάνει κάτι εντελώς παράτυπο ή επειδή ο Γουέλαν δεν ξέρει πώς να τα βγάλει πέρα με μια γυναίκα που
κλαίει στο γραφείο του. «Είστε καλά?» ρωτάει. «Φαίνομαι καλά;» αντιγυρίζω απότομα. «Με συγχωρείτε, κυρία μου... Λίγο νερό;» Γνέφω βαρύθυμα. Μόλις παράτησα τον άντρα μου. Δηλαδή ο Κρίστιαν νομίζει πως τον παράτησα. Το υποσυνείδητό μου σουφρώνει τα χείλη του. Επειδή έτσι του είπες. «Θα πω στη συνάδελφό μου να σας φέρει λίγο νερό όσο θα ετοιμάζω τα χρήματα. Αν μπορείτε να υπογράψετε εδώ, κυρία μου... Και να κάνετε την επιταγή πληρωτέα σε μετρητά και να την υπογράψετε κι αυτή».
Βάζει ένα έντυπο επάνω στο γραφείο. Κακογράφω την υπογραφή μου στη διακεκομμένη γραμμή της επιταγής και ύστερα στο έντυπο. Αναστάζια Γκρέυ. Δάκρυα στάζουν επάνω στο γραφείο, πέφτοντας ελάχιστα πιο πέρα από τα χαρτιά. Ρίχνω μια γρήγορη ματιά στο ρολόι μου. Ο Τζακ είπε δύο ώρες όλα αυτά πρέπει να μας πάρουν δύο ώρες. Γνέφω στον Γουέλαν, που βγαίνει από το γραφείο στις μύτες των ποδιών του, αφήνοντάς με στη δυστυχία μου. Έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα, λεπτά, ώρες -δεν ξέρωη δεσποινίς Υποκριτικό Χαμόγελο ξαναμπαίνει με μια κανάτα νερό κι ένα ποτήρι.
«Κυρία Γκρέυ...» λέει μαλακά, βάζοντας το ποτήρι επάνω στο τραπέζι και γεμίζοντάς το. «Ευχαριστώ...» Παίρνω το ποτήρι και πίνω με ευγνωμοσύνη. Εκείνη βγαίνει, αφήνοντάς με με τις μπερδεμένες, τρομακτικές σκέψεις μου. Θα διορθώσω τα πράγματα με τον Κρίστιαν με κάποιον τρόπο... Δεν είναι πολύ αργά. Τουλάχιστον είναι έξω από την υπόθεση. Αυτήν τη στιγμή πρέπει να επικεντρωθώ στη Μία. Κι αν ο Τζακ λέει ψέματα; Κι αν δεν την κρατάει; Πρέπει να πάρω την αστυνομία. Μην το πεις σε κανέναν, αλλιώς θα τη σπάσω στο ξύλο προτού τη σκοτώσω. Δεν μπορώ. Ακουμπάω στην πλάτη της
καρέκλας, νιώθοντας στη μέση μου την καθησυχαστική παρουσία του πιστολιού της Λέιλα, που μπήγεται στην πλάτη μου. Ποιος να το έλεγε πως κάποτε θα αισθανόμουν ευγνωμοσύνη που η Λέιλα τράβηξε όπλο εναντίον μου. Ω Ρέυ, χαίρομαι τόσο πολύ που με έμαθες να ρίχνω. Ο Ρέυ! Μου κόβεται η ανάσα. Θα με περιμένει να τον επισκεφθώ απόψε. Ισως μπορώ απλώς να πετάξω τα λεφτά στα μούτρα του Τζακ. Μπορεί να τα πάρει και να την κοπανήσει, ενώ εγώ θα φέρω τη Μία στο σπίτι. Ω, αυτό είναι παράλογο! To BlackBerry ξαφνικά ζωντανεύει, και το «Your Love Is King» γεμίζει το δωμάτιο. Οχ, όχι! Τι θέλει ο Κρίστιαν; Να στριφογυρίσει το μαχαίρι στις πληγές μου;
Πάντα για τα λεφτά ήταν; Ω Κρίστιαν πώς μπόρεσες να σκεφτείς τέτοιο πράγμα; Η οργή φουντώνει μέσα μου. Ναι, οργή. Βοηθάει. Στέλνω την κλήση στον τηλεφωνητή. Θα ασχοληθώ αργότερα με τον άντρα μου. Ακούγεται ένα χτύπημα στην πόρτα. «Κυρία Γκρέυ...» Είναι ο Γουέλαν. «Τα χρήματα είναι έτοιμα». «Ευχαριστώ». Σηκώνομαι, και το δωμάτιο στιγμιαία στριφογυρίζει. Γραπώνομαι από την καρέκλα. «Κυρία Γκρέυ, είστε καλά;» Γνέφω καταφατικά και του ρίχνω ένα βλέμμα που λέει «Φίλε, κάνε πίσω».
Παίρνω άλλη μία βαθιά ανάσα για να ηρεμήσω. Πρέπει να το κάνω. Πρέπει να το κάνω. Πρέπει να σώσω τη Μία. Τραβάω προς τα κάτω την άκρη του φούτερ μου, κρύβοντας τη λαβή του όπλου στο πίσω μέρος του τζιν μου. Ο άύριος Γουέλαν σκυθρωπιάζει, όμως μου κρατάει ανοιχτή την πόρτα, κι εγώ, σπρώχνω τον εαυτό μου προς τα έξω, επάνω στα τρεμάμενα πόδια μου. Ο Σόγερ περιμένει στην είσοδο, σαρώνοντας τον χώρο με το βλέμμα του. Σκατά! Τα μάτια μας συναντιούνται και μου κατσουφιάζει, ζυγίζοντας την αντίδρασή μου. Ω, είναι έξαλλος. Σηκώνω τον δείκτη μου, κάνοντάς του νόημα να μου δώσει ένα λεπτό. Γνέφει καταφατικά και απαντάει σε μια κλήση στο κινητό του. Σκατά! Βάζω
στοίχημα πως είναι ο Κρίστιαν. Κάνω απότομα μεταβολή, σχεδόν κουτουλώντας επάνω στον Γουέλαν, που βρίσκεται ακριβώς πίσω μου, και χώνομαι πάλι στο μικρό γραφείο. «Κυρία Γκρέυ;» Ο Γουέλαν ακούγεται σαστισμένος καθώς ξαναμπαίνει μέσα ακολουθώντας με. Ο Σόγερ θα μπορούσε να τινάξει όλο το σχέδιο στον αέρα. Σηκώνω τα μάτια στον Γουέλαν. «Υπάρχει έξω κάποιος που δε θέλω να δω. Κάποιος που με ακολουθεί». Τα μάτια του Γουέλαν γουρλώνουν. «Θέλετε να καλέσω την αστυνομία;»
«Όχι! » Γαμώτο μου. Όχι. Τι θα κάνω; Κοιτάζω το ρολόι μου. Είναι τρεις και τέταρτο. Ο Τζακ θα πάρει από στιγμή σε στιγμή. Σκέψου, Άνα, σκέψου! Ο Γουέλαν με κοιτάζει με συνεχώς αυξανόμενη απόγνωση και σαστιμάρα. Μάλλον σκέφτεται πως είμαι τρελή. Είσαι τρελή, πετάει κοφτά το υποσυνείδητό μου. «Πρέπει να κάνω ένα τηλεφώνημα. Με αφήνετε λίγο μόνη, σας παρακαλώ;» «Ασφαλώς» απαντάει ο Γουέλαν ευγνώμων, νομίζω, που βγαίνει από το δωμάτιο. Όταν κλείνει την πόρτα, καλώ με τρεμάμενα δάχτυλα τον αριθμό της Μία.
«Μπα, μπα... Να και η επιταγή μου...» λέει χλευαστικά ο Τζακ. Δεν έχω καιρό για μαλακίες. «Έχω ένα πρόβλημα». «Το ξέρω. Η ασφάλειά σου σε ακολούθησε στην τράπεζα». Τι; Πού διάολο το ξέρει; «Πρέπει να του ξεφύγεις! Έχω ένα αυτοκίνητο που περιμένει στο πίσω μέρος της τράπεζας. Μαύρο SUV, Dodge. Έχεις τρία λεπτά για να φτάσεις εκεί». Η Dodge! «Μπορεί να πάρει παραπάνω από τρία λεπτά...» Η καρδιά μου σκαρφαλώνει πάλι στον λαιμό μου.
«Είσαι έξυπνη για άπληστη τσούλα, Γκρέυ. Βρες μια λύση. Και πέτα το κινητό σου μόλις φτάσεις στο αυτοκίνητο! Κατάλαβες, βρομιάρα;» «Ναι...» «Πες το!» αντιγυρίζει απότομα. «Κατάλαβα...» Το κλείνει. Σκατά! Ανόι fco την πόρτα και βρίσκω τον Γουέλαν να περιμένει υπομονετικά απέξω. «Κύριε Γουέλαν, θα χρειαστώ κάποια βοήθεια για να μεταφέρω τις τσάντες στο αυτοκίνητό μου. Είναι παρκαρισμένο έξω,
πίσω από την τράπεζα. Έχετε έξοδο στο πίσω μέρος;» Συνοφρυώνεται. «Έχουμε, ναι... Για το προσωπικό». «Μπορούμε να φύγουμε από κει; Θα μπορέσω να αποφύγω την ενοχλητική προσοχή στην πόρτα». «Όπως θέλετε, κυρία Γκρέυ. Θα στείλω δύο υπαλλήλους να σας βοηθήσουν με τις τσάντες και δύο φρουρούς ασφάλειας να επιβλέπουν. Ακολουθήστε με, παρακαλώ». «Έχω να σας ζητήσω άλλη μία χάρη». Ο,τι θέλετε, κυρία Γκρέυ».
ΕΠΕΙΤΑ ΑΠΟ ΔΥΟ ΛΕΠΤΑ η· ακολουθία μου κι εγώ είμαστε έξω στον δρόμο, προχωρώντας προς την Dodge. Τα παράθυρά της είναι φιμέ, και δεν μπορώ να δω ποιος κάθεται στο τιμόνι. Όταν πλησιάζουμε όμως, η πόρτα του οδηγού ανοίγει, και βγαίνει έξω με χάρη μια μαυροντυμένη γυναίκα με μαύρο καπέλο, τραβηγμένο χαμηλά στο πρόσωπό της. Η Ελίζαμπεθ από το γραφείο! Tt διάολο; Πηγαίνει στο πίσω μέρος του SUV και ανοίγει το πορτμπαγκάζ. Οι δύο νεαροί υπάλληλοι της τράπεζας που κουβαλούν τα λεφτά φορτώνουν τις βαριές τσάντες στο πίσω μέρος. «Κυρία Γκρέυ...»Έχει το θράσος να χαμογελάει λες κι έχουμε βγει φιλική βόλτα.
«ΕλίζαμπεΘ ». Ο χαιρετισμός μου είναι παγερός. «Χαίρομαι που σε βλέπω εκτός γραφείου». Ο κύριος Γουέλαν ξεροβήχει. «Λοιπόν, ήταν ένα πολύ ενδιαφέρον απόγευμα, κυρία Γκρέυ...» λέει, και είμαι υποχρεωμένη να τηρήσω τις κοινωνικές συμβάσεις σφίγγοντάς του το χέρι και ευχαριστώντας τον, ενώ το κεφάλι μου γυρίζει. Η Ελίζαμπεθ; Γιατί έχει μπλεχτεί με τον Τζακ; Ο Γουέλαν και η ομάδα του εξαφανίζονται επιστρέφοντας στην τράπεζα, αφήνοντάς με μόνη με την επικεφαλής προσωπικού της ΑΕΣ, που εμπλέκεται σε απαγωγή, εκβιασμό και κατά πάσα πιθανότητα και σε άλλα κακουργήματα. Γιατί;
Η Ελίζαμπεθ ανοίγει την πίσω πόρτα των επιβατών και με βάζει μέσα, «Το τηλέφωνό σας, κυρία Γκρέυ...» λέει παρατηρώντας με επιφυλακτικά. Της το δίνω και το πετάει σ’ ένα κοντινό καλάθι απορριμμάτων, «Αυτό θα παραπλανήσει τα σκυλιά!» προσθέτει αυτάρεσκα. Ποια είναι αυτή η γυναίκα; Η Ελίζαμπεθ κλείνει με βρόντο την πόρτα μου και μπαίνει στη θέση του οδηγού. Ρίχνω με αγωνία μια ματιά πίσω μου καθώς βγαίνει στον δρόμο, με κατεύθυνση ανατολικά. Ο Σόγερ δε φαίνεται πουθενά. «Ελίζαμπεθ, έχεις τα λεφτά. Πάρε τον Τζακ. Πες του ν’ αφήσει τη Μία να φύγει».
«Νομίζω πως θέλει να σε ευχαριστήσει αυτοπροσώπως». Σκατά! Την κοιτάζω παγερά από τον καθρέφτη. Χλωμιάζει, κι ένα αγχωμένο κατσούφιασμα ασχημίζει το κατά τα άλλα όμορφο πρόσωπό της. «Γιατί το κάνεις αυτό, Ελίζαμπεθ; Νόμιζα πως δε γούσταρες τον Τζακ», Μου ρίχνει ξανά μια γρήγορη ματιά από τον καθρέφτη και βλέπω ένα ίχνος πόνου στα μάτια της. «Άνα, θα τα πάμε μια χαρά αν κρατήσεις το στόμα σου κλειστό». «Μα δεν μπορείς να το κάνεις αυτό... Είναι τελείως λάθος».
« Πάψε! » αντιγυρίζει, αλλά διαισθάνομαι την ταραχή της. «Σε κρατάει με κάτι;» ρωτάω. Τα μάτια της στρέφονται αστραπιαία στα δικά μου και πατάει απότομα φρένο, κολλώντας με στο μπροστινό κάθισμα, έτσι που χτυπάω το πρόσωπο στο κεφαλάρι. «Είπα, πάψε!» γρυλίζει. «Και σε συμβουλεύω να φορέσεις τη ζώνη σου». Κι αυτήν τη στιγμή καταλαβαίνω πως με κάτι την κρατάει. Κάτι τόσο φρικτό, ώστε είναι έτοιμη να κάνει όλα αυτά για χάρη του. Αναρωτιέμαι στιγμιαία τι μπορεί να είναι. Κλοπή από την εταιρεία; Κάτι από την ιδιωτική της ζωή; Κάτι σεξουαλικό; Η σκέψη με κάνει να ανατριχιάζω. Ο Κρίστιαν
είπε πως καμία από τις προσωπικές βοηθούς του Τζακ δεν ήθελε να μιλήσει. Ίσως ισχύει με όλες η ίδια ιστορία. Γι9 αυτό ήθελε να με πηδήξει και μένα. Χολή ανεβαίνει στον λαιμό μου από την αποστροφή που μου προκαλεί η σκέψη. Η Ελίζαμπεθ βγαίνει από το κέντρο του Σιάτλ και κατευθύνεται προς τους λόφους ανατολικά. Προτού περάσει πολλή ώρα, οδηγούμε σε δρόμους όπου βρίσκονται μόνο σπίτια. Το μάτι μου πιάνει μια πινακίδα δρόμου: ΟΔΟΣ ΣΑΟΤΘ ΕΡΒΙΝΓΚ. Στρίβει απότομα αριστερά και μπαίνει σ’ έναν έρημο δρόμο, με μια ρημαγμένη παιδική χαρά στη μια πλευρά κι ένα μεγάλο τσιμεντένιο πάρκινγκ, που περιβάλλεται από μια σειρά κοντόχοντρα και άδεια τούβλινα κτίρια, στην άλλη. Η
Ελίζαμπεθ μπαίνει στο πάρκινγκ και σταματάει έξω από το τελευταίο τούβλινο κτίριο. Στρέφεται προς το μέρος μου. παράσταση αρχίζει...» μουρμουρίζει.
«Η
Το κρανίο μου μυρμηγκιάζει έτσι όπως ο φόβος και η αδρεναλίνη διατρέχουν το σώμα μου. «Δεν είναι ανάγκη να το κάνεις αυτό...» αποκρίνομαι ψιθυριστά. Το στόμα της πιέζεται σε μια βλοσυρή γραμμή και βγαίνει από το αυτοκίνητο. Είναι για τη Μία. Είναι για τη Μία. Κάνω μια γρήγορη προσευχή. Σε παρακαλώ, κάνε
να είναι καλά. Σε παρακαλώ, κάνε να είναι καλά. «Βγες» λέει κοφτά η Ελίζαμπεθ, ανοίγοντας απότομα την πίσω πόρτα. Σκατά. Βγαίνω με δυσκολία έξω, και τα πόδια μου τρέμουν τόσο πολύ, που αναρωτιέμαι αν μπορώ να σταθώ όρθια. Το δροσερό απογευματινό αεράκι κουβαλάει την ευωδιά του φθινοπώρου, που πλησιάζει, και τη μυρωδιά της σκόνης από τα έρημα κτίρια. «Βρε, βρε... Για δες». Ο Τζακ εμφανίζεται από μια μικρή, καρφωμένη με σανίδες πόρτα στα αριστερά του κτιρίου. Τα μαλλιά του είναι κοντά. Έχει βγάλει τα σκουλαρίκια και φοράει κοστούμι.
Κοστούμι; Έρχεται αργά προς το μέρος μου, εκπέμποντας αλαζονεία και μίσος. Ο σφυγμός μου χτυπάει κόκκινο. «Πού είναι η Μία;» τραυλίζω. Το στόμα μου είναι τόσο ξερό, ώστε μετά βίας αρθρώνω τις λέξεις. «Όλα με τη σειρά τους, τσούλα...» σαρκάζει ο Τζακ σταματώντας μπροστά μου. Μπορώ σχεδόν να γευτώ την περιφρόνησή του. «Τα λεφτά;» Η Ελίζαμπεθ ελέγχει τις τσάντες στο πορτμπαγκάζ. «Διάολε, έχει ένα κάρο λεφτά εδώ μέσα!» λέει με δέος, ανοιγοκλείνοντας ένα ένα τα φερμουάρ στις τσάντες. «Και το κινητό της;»
«Στα σκουπίδια». «Ωραία!» γρυλίζει ο Τζακ και, από το πουθενά, μου επιτίθεται ξαφνικά, χτυπώντας με με την ανάστροφη της παλάμης του καταπρόσωπο. Το άγριο, απρόκλητο χτύπημα με πετάει στο έδαφος, και το κρανίο μου βροντάει με έναν αηδιαστικό γδούπο επάνω στο τσιμέντο. Ο πόνος εκρήγνυται μέσα στο κεφάλι μου, τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα και η όρασή μου θολώνει καθώς αντηχεί το σοκ της πρόσκρουσης, απελευθερώνοντας οδύνη που σφύζει μέσα στο κρανίο μου. Βγάζω μια βουβή κραυγή πόνου και έντρομου σοκ. Οχ όχι το Μικρούλι Σημάδι. Ο Τζακ συνεχίζει με μια γρήγορη, βάναυση κλοτσιά στα πλευρά μου, και η ανάσα μου
εκτινάσσεται με μια έκρηξη έξω από τα πνευμόνια μου από τη δύναμη του χτυπήματος. Κλείνοντας σφιχτά τα μάτια μου, προσπαθώ να καταπολεμήσω τη ναυτία και τον πόνο, να αγωνιστώ για μια πολύτιμη ανάσα. Μικρούλι Σημάδι. Μικρούλι Σημάδι, ω, το Μικρούλι μου Σημάδι... «Αυτή είναι για την ΑΕΣ, γαμημένη τσούλα!» ουρλιάζει ο Τζακ. Τραβάω τα γόνατα προς τα επάνω και κουβαριάζομαι σε μια μπάλα, περιμένοντας το επόμενο χτύπημα. Όχι. Όχι. Όχι... «Τζακ! » τσιρίζει η Ελίζαμπεθ. «Όχι εδώ. Όχι στο φως της μέρας!» Ο Τζακ σταματάει.
«Της αξίζει της τσούλας!» καμαρώνει στην Ελίζαμπεθ. Αυτό μου δίνει ένα πολύτιμο δευτερόλεπτο για να φέρω το χέρι μου πίσω και να τραβήξω το πιστόλι από τη ζώνη του τζιν μου. Τον σημαδεύω τρεμουλιαστά και πατάω τη σκανδάλη. Η σφαίρα τον χτυπάει ακριβώς πάνω από το γόνατο και καταρρέει μπροστά μου, ξεφωνίζοντας από πόνο, πιάνοντας σφιχτά τον μηρό του, ενώ τα δάχτυλά του κοκκινίζουν από το αίμα του. «Γαμώτο!» μουγκρίζει ο Τζακ. Στρέφομαι προς το μέρος της Ελίζαμπεθ, που με κοιτάζει με το στόμα ολάνοιχτο από τρόμο, σηκώνοντας τα χέρια πάνω από το κεφάλι της. Η εικόνα της θολώνει... Το σκοτάδι κλείνει γύρω μου. Σκατά...
Βρίσκεται στην άκρη μιας σήραγγας. Το σκοτάδι την καταπίνει. Με καταπίνει. Από μακριά ακούγεται πανδαιμόνιο. Αυτοκίνητα στριγκλίζουν... Φρένα... Πόρτες... Φωνές... Τρεχαλητά... Βήματα. Το όπλο πέφτει από το χέρι μου. «Άνα!» Η φωνή του Κρίστιαν... Η φωνή του Κρίστιαν... Η αγωνιώδης φωνή του Κρίστιαν. Τη Μία... Σώσε τη Μία. «ΑΝΑ!» Σκοτάδι... Γαλήνη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΙΤΡΙΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΑΡΑ ΠΟΝΟΣ. Το κεφάλι, το στήθος μου... Πόνος τσουχτερός. Τα πλευρά μου, το μπράτσο μου. Πόνος. Πόνος και σιγανές φωνές στο μισοσκόταδο. Πού βρίσκομαι; Προσπαθώ, αλλά δεν μπορώ να ανοίξω τα βλέφαρα. Τα ψιθυριστά λόγια γίνονται πιο ξεκάθαρα... Ένας φάρος στο σκοτάδι. «Τα πλευρά της έχουν μωλωπιστεί, κύριε Γκρέυ, κι έχει ένα γραμμοειδές κάταγμα κρανίου, αλλά οι ζωτικές ενδείξεις της είναι σταθερές και δυνατές». «Γιατί είναι ακόμη αναίσθητη;»
«Η κυρία Γκρέυ υπέστη μείζονα κάκωση στο κεφάλι. Αλλά η εγκεφαλική της λειτουργία είναι φυσιολογική και δεν εμφανίζει εγκεφαλικό οίδημα. Θα ξυπνήσει όταν θα είναι έτοιμη. Απλώς δώστε της λίγο χρόνο». «Και το μωρό;» Τα λόγια είναι γεμάτα άγχος, αγωνία. «Το μωρό είναι μια χαρά, κύριε Γκρέυ». «Ω, δόξα τω Θεώ ...» Τα λόγια είναι μια δέηση, μια προσευχή. «Ω, δόξα τω Θεώ...» Ποπό! Ανησυχεί για το μωρό... Το μωρό; Μικρούλι Σημάδι. Φυσικά. Το Μικρούλι μου Σημάδι. Προσπαθώ μάταια να μετακινήσω το χέρι στην κοιλιά μου.
Τίποτα δεν κινείται, ανταποκρίνεται.
τίποτα
δεν
Και το μωρό; Ω, δόξχχ τω Θεώ... Το Μικρούλι Σημάδι είναι καλά. Και το μωρό; Ω, δόξα τω Θεώ... Νοιάζεται για το μωρό. Και το μωρό; Ω, δόξα τω Θεώ... Θέλει το μωρό. Ω, δόξα τω Θεώ. Χαλαρώνω, και το κώμα με διεκδικεί ξανά, τραβώντας με μακριά από τον πόνο. ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΕΙΝΑΙ ΒΑΡΙΑ και με πονούν: μέλη, κεφάλι, βλέφαρα... Τίποτα δεν εννοεί να κινηθεί. Τα μάτια και το στόμα μου, ανένδοτα, παραμένουν κλειστά, απρόθυμα
να ανοίξουν, αφήνοντάς με τυφλή και μουγκή και πονεμένη. Καθώς βγαίνω από την ομίχλη, η συναίσθηση με γυροφέρνει, μια σαγηνευτική σειρήνα που ξεφεύγει μόλις πάω να την πιάσω. Οι ήχοι γίνονται φωνές. «Δεν πρόκειται να την αφήσω...» Ο Κρίστιαν! Είναι εδώ... Πιέζω τον εαυτό μου να ξυπνήσει η φωνή του ίσα που βγαίνει, ένας αγωνιώδης ψίθυρος. «Κρίστιαν, πρέπει να κοιμηθείς...» «Όχι, μπαμπά... Θέλω να είμαι εδώ μόλις ξυπνήσει».
«Θα μείνω εγώ μαζί της. Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω αφού έσωσε την κόρη μου». Μία! «Τι κάνει η Μία;» «Είναι ζαβλακωμένη... Τρομαγμένη και θυμωμένη. Θα περάσουν μερικές ώρες μέχρι να ανανήψει τελείως από την επίδραση του Rohypnol». «Χριστέ μου!» «Το ξέρω. Αισθάνομαι εντελώς βλάκας που υποχώρησα στο θέμα της ασφάλειάς της. Με προειδοποίησες, αλλά η Μία είναι τόσο πεισματάρα. Αν δεν ήταν η Άνα...»
«Όλοι νομίζαμε πως ο Χάυντ είχε βγει από τη μέση... Και η τρελή, ανόητη γυναίκα μου γιατί δε μου το είπε;» Η φωνή του Κρίστιαν είναι γεμάτη άγχος. «Κρίστιαν, ηρέμησε. Η Άνα είναι ξεχωριστή κοπέλα. Φάνηκε απίστευτα γενναία». «Γενναία και ξεροκέφαλη και πεισματάρα και ανόητη...» Η φωνή του σπάει. «Έι...» μουρμουρίζει ο Κάρρικ. «Μην είσαι τόσο σκληρός μαζί της. Ούτε και με τον εαυτό σου, παιδί μου... Καλύτερα να γυρίσω στη μαμά σου. Είναι περασμένες τρεις το πρωί, Κρίστιαν. Πραγματικά πρέπει να προσπαθήσεις να κοιμηθείς...» Η ομίχλη με τυλίγει.
Η ΟΜΙΧΛΗ ΦΕΥΓΕΙ, αλλά δεν έχω αίσθηση του χρόνου. «Αν δεν της τις βρέξεις εσύ, θα το κάνω εγώ! Τι διάολο την έπιασε;» «Πίστεψέ με, Ρέυ. Μπορεί και να το κάνω». Μπαμπά! Είναι εδώ. Παλεύω με την ομίχλη... Παλεύω... Αλλά ξανακυλάω στη λήθη. Όχι... *** «Ντετέκτιβ, όπως βλέπετε, η γυναίκα μου δεν είναι σε θέση να απαντήσει στις ερωτήσεις σας!» Ο Κρίστιαν είναι θυμωμένος. «Είναι ξεροκέφαλη κοπέλα, κύριε Γκρέυ».
«Μακάρι να τον είχε σκοτώσει τον καριόλη!» «Αυτό θα σήμαινε περισσότερη χαρτούρα για μένα, κύριε Γκρέυ... Η δεσποινίς Μόργκαν κελαηδάει σαν πουλάκι. Ο Χάυντ είναι ένα πραγματικά διεστραμμένο κάθαρμα. Τρέφει πολύ μεγάλη έχθρα για τον πατέρα σας και για σας...» Η ομίχλη με περικυκλώνει πάλι και κυλάω... Κυλάω. Όχι! «ΤΙ ΕΝΝΟΕΙΣ ΟΤΑΝ ΛΕΣ ότι δε μιλούσατε;» Είναι η Γκρέις. Ακούγεται θυμωμένη. Προσπαθώ να κουνήσω το κεφάλι, αλλά συναντάω μια ηχηρή, αδιάφορη σιωπή από το κορμί μου.
«Τι έκανες;» «Μαμά...» «Κρίστιαν! Τι έκανες;» «Ήμουν τόσο θυμωμένος...» Είναι σχεδόν λυγμός. Όχι. «Ει...» Ο κόσμος βουλιάζει και θολώνει, και χάνομαι. ΑΚΟΥΩ ΣΙΓΑΝΕΣ αλλοιωμένες φωνές. «Μου είπες πως είχες κόψει κάθε δεσμό...» Μιλάει η Γκρέις. Η φωνή της είναι ήρεμη, παραινετική. « Το ξέρω ...» Ο Κρίστιαν ακούγεται μοιρολατρικός. «Μα όταν την αντίκρισα, είδα τα πάντα στη σωστή τους διάσταση.
Ξέρεις... Σε σχέση με το παιδί. Πρώτη φορά ένιωσα... Αυτό που κάναμε... Ήταν λάθος». «Αυτό που έκανε αυτή, αγάπη μου... Σ’ το κάνουν αυτό τα παιδιά. Σε κάνουν να βλέπεις τον κόσμο κάτω από διαφορετικό φως». «Τελικά το έπιασε το μήνυμα... Το ίδιο κι εγώ. Πλήγωσα την Άνα...» ψελλίζει. «Πάντα πληγώνουμε αυτούς που αγαπάμε, αγάπη μου. Θα πρέπει να της πεις ότι μετάνιωσες. Και να το εννοείς και να της δώσεις χρόνο». «Είπε πως με εγκατέλειπε...» Όχι. Όχι. Όχι!
«Την πίστεψες;» «Αρχικά, ναι». «Αγάπη μου, πάντα πιστεύεις το χειρότερο για όλους, μαζί και για τον εαυτό σου. Πάντα αυτό έκανες. Η Άνα σ’ αγαπάει πάρα πολύ, και είναι προφανές ότι κι εσύ την αγαπάς». «Ήταν έξαλλη μαζί μου...» «Είμαι σίγουρη πως ήταν. Κι εγώ είμαι έξαλλη μαζί σου αυτήν τη στιγμή. Νομίζω πως μπορείς να είσαι αληθινά έξαλλος μόνο με κάποιον που αγαπάς πραγματικά». «Το σκέφτηκα, και μου έχει δείξει επανειλημμένα πόσο μ’ αγαπάει... Σε τέτοιο
σημείο μάλιστα, ώστε να βάλει σε κίνδυνο την ίδια της τη ζωή». «Ναι, την έβαλε, αγάπη μου». «Ω μαμά, γιατί δεν ξυπνάει;» Η φωνή του σπάει. «Παραλίγο να τη χάσω...» Κρίστιαν! Ακούγονται πνιχτά αναφιλητά. Ω... Το σκοτάδι με τυλίγει. Όχι... «ΣΟΤ ΠΗΡΕ ΕΙΚΟΣΙ ΤΕΣΣΕΡΑ χρόνια για να μ’ αφήσεις να σε αγκαλιάσω έτσι...» «Το ξέρω, μιλήσαμε».
μαμά...
Χαίρομαι
που
«Κι εγώ, αγάπη μου. Είμαι πάντα εδώ. Δεν το πιστεύω ότι θα γίνω γιαγιά!»
Γιαγιά! Η γλυκιά λησμονιά μού γνέφει. ΧΜΜΜ... ΤΑ ΑΞΥΡΙΣΤΑ γένια του γρατζουνούν απαλά την ανάστροφη της παλάμης μου καθώς μου ζουλάει τα δάχτυλα. «Ω μωρό μου, σε παρακαλώ, γύρνα κοντά μου... Με συγχωρείς. Με συγχωρείς για όλα... Μόνο ξύπνα. Μου λείπεις. Σ’ αγαπάω...» Προσπαθώ. Προσπαθώ... Θέλω να τον δω. Αλλά το κορμί μου με παρακούει και ξανακοιμάμαι ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ ΜΙΑ ΠΙΕΣΤΙΚΗ ανάγκη να κατουρήσω. Ανοίγω τα μάτια.
Βρίσκομαι στο καθαρό, αποστειρωμένο περιβάλλον ενός νοσοκομειακού δωματίου. Είναι σκοτεινά, με εξαίρεση ένα φως από το πλάι, και τα πάντα είναι σιωπηλά. Το κεφάλι και το στήθος μου με πονούν, αλλά περισσότερο με ενοχλεί η φούσκα μου, που πάει να σπάσει. Πρέπει να πάω για κατούρημα. Ελέγχω τα μέλη μου. Το δεξί μου μπράτσο πονάει πολύ, και προσέχω τον ορό που είναι συνδεδεμένος στο μέσα μέρος του αγκώνα μου. Σφαλίζω γρήγορα τα βλέφαρα. Γυρίζοντας το κεφάλι -χαίρομαι που υπακούει στη θέλησή μου-, ανοίγω και πάλι τα μάτια. Ο Κρίστιαν κοιμάται, καθισμένος δίπλα μου και ακουμπισμένος στο κρεβάτι μου, με το κεφάλι στα διπλωμένα του μπράτσα. Τεντώνω το χέρι, νιώθοντας ξανά ευγνωμοσύνη που το σώμα
μου υπακούει, και περνάω τα δάχτυλα μέσα από τα απαλά μαλλιά του. Ξυπνάει αλαφιοισμένος, σηκώνοντας το κεφάλι του τόσο ξαφνικά, ώστε το χέρι μου ξαναπέφτει αδύναμα επάνω στο κρεβάτι. «Γεια...» λέω βραχνά. « Ω Άνα ...» Η φωνή του είναι πνιχτή και ανακουφισμένη. Μου αρπάζει το χέρι ζουλώντας το σφιχτά και σηκώνοντάς το επάνω στο σκληρό, αξύριστο μάγουλό του. «Πρέπει να τραυλίζω.
πάω
στην
τουαλέτα...»
Με κοιτάζει με το στόμα να χάσκει και ύστερα κατσουφιάζει για λίγο. «Εντάξει...»
Αγωνίζομαι να ανακαθίσω. «Άνα, μην κουνιέσαι. Θα φωνάξω μια νοσοκόμα...» Σηκώνεται βιαστικά, ανήσυχος, και απλώνει το χέρι του σ’ έναν βομβητή στο κομοδίνο. «Σε παρακαλώ...» ψιθυρίζω. Γιατί πονάω παντού; «Πρέπει να σηκωθώ». Χριστέ μου... Νιώθω τόσο αδύναμη. «Θα κάνεις μια φορά αυτό που σου λένε;» πετάει οργισμένος. «Πραγματικά πρέπει να κατουρήσω...» αποκρίνομαι με τραχιά φωνή. Ο λαιμός και το στόμα μου είναι κατάξερα.
Μια νοσοκόμα μπαίνει με φούρια στο δωμάτιο. Πρέπει να είναι γύρω στα πενήντα, αν και τα μαλλιά της είναι κορακίσια. Φοράει τεράστια μαργαριταρένια σκου^ λαρίκια. «Κυρία Γκρέυ, καλώς ήρθατε πάλι πίσω. Θα ειδοποιήσω τη δόκτορα Μπάρτλυ πως ξυπνήσατε». Έρχεται στο πλάι μου. «Με λένε Νόρα. Ξέρετε πού βρίσκεστε;» «Ναι. Νοσοκομείο. κατουρήσω...»
Πρέπει
να
«Έχετε καθετήρα». Τι; Ω, αυτό είναι απαίσιο. Κοιτάζω με άγχος τον Κρίστιαν, μετά πάλι τη νοσοκόμα. «Σας παρακαλώ... Θέλω να σηκωθώ».
«Κυρία Γκρέυ...» «Σας παρακαλώ...» « Άνα! » με προειδοποιεί ο Κρίστιαν. Αγωνίζομαι πάλι να ανακαθίσω. «Αφήστε με να σας βγάλω τον καθετήρα. Κύριε Γκρέυ, είμαι σίγουρη πως η κυρία Γκρέυ θα ήθελε να μείνει λίγο μόνη...» Κοιτάζει επιτιμητικά τον Κρίστιαν, διώχνοντάς τον. «Δεν πάω πουθενά!» Την αγριοκοιτάζει. «Κρίστιαν, σε παρακαλώ...» ψελλίζω, απλώνοντας το χέρι για να πιάσω το δικό του. Το ζουλάει στιγμιαία και υστέρα μου
ρίχνει ένα εκνευρισμένο βλέμμα. «Σε παρακαλώ...» τον εκλιπαρώ. «Πολύ καλά!» πετάει και περνάει το χέρι μέσα από τα μαλλιά του. «Έχετε δύο λεπτά...» λέει σφυριχτά στη νοσοκόμα. Σκύβει και με φιλάει στο μέτωπο και μετά κάνει μεταβολή και βγαίνει από το δωμάτιο. Ο ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΞΑΝΑΜΠΑΙΝΕΙ ορμητικά στο δωμάτιο έπειτα από δύο λεπτά, ενώ η νοσοκόμα Νόρα με βοηθάει να σηκωθώ από το κρεβάτι. Φοράω μια λεπτή νοσοκομειακή ρόμπα. Δε θυμάμαι να με γδύνουν. «Αφήστε να την πάρω εγώ» λέει κι έρχεται προς το μέρος μας με μεγάλες δρασκελιές.
«Κύριε Γκρέυ, τα καταφέρνω!» αποπαίρνει η νοσοκόμα Νόρα.
τον
Την κοιτάζει εχθρικά. «Είναι η γυναίκα μου, να πάρει η οργή! Εγώ θα την πάρω...» λέει μέσα από τα σφιγμένα δόντια του και παραμερίζει το στατό του ορού. «Κύριε Γκρέυ!» νοσοκόμα.
διαμαρτύρεται
η
Την αγνοεί και σκύβει, σηκώνοντάς με μαλακά από το κρεβάτι. Τυλίγω τα χέρια γύρω από τον λαιμό του, ενώ το σώμα μου διαμαρτύρεται. Χριστέ μου... Πονάω παντού. Με κουβαλάει στο συνεχόμενο μπάνιο, ενώ η νοσοκόμα Νόρα μάς ακολουθεί σπρώχνοντας το στατό.
«Κυρία Γκρέυ, είστε πολύ ελαφριά...» μουρμουρίζει αποδοκιμαστικά, στήνοντάς με μαλακά στα πόδια μου. Ταλαντεύομαι. Τα πόδια μου δε με βαστούν. Ο Κρίστιαν πατάει τον διακόπτη, και προς στιγμήν με τυφλώνει το φως του φθοριούχου λαμπτήρα, που ζωντανεύει τρεμουλιαστά, τσιτσιρίζοντας. «Κάτσε προτού πέσεις» λέει εξακολουθώντας να με κρατάει. Κάθομαι διστακτικά «Φύγε...» Προσπαθώ κουνώντας το χέρι μου.
ξερά,
στην τουαλέτα. να τον διώξω
«Όχι. Απλώς κατούρα, Άνα».
Θα μπορούσε να είναι πιο εξευτελιστικό; «Δε γίνεται όσο είσαι εδώ...» «Μπορεί να πέσεις». «Κύριε Γκρέυ!» Αγνοούμε και οι δύο τη νοσοκόμα. «Σε παρακαλώ...» τον εκλιπαρώ. Σηκώνει ηττημένος τα χέρια του. «Θα στέκομαι απέξω, με ανοιχτή την πόρτα». Κάνει δύο βήματα πίσω και πάει να σταθεί ακριβώς έξω από την πόρτα μαζί με τη θυμωμένη νοσοκόμα. «Γύρνα από την άλλη, σε παρακαλώ...» του ζητάω. Γιατί νιώθω τόσο γελοία ντροπαλή με αυτό τον άνθρωπο;
Υψώνει το βλέμμα του στον ουρανό, αλλά υπακούει. Κι όταν γυρίζει την πλάτη του, αφήνομαι, απολαμβάνοντας την ανακούφιση. Καταγράφω τα τραύματά μου. Με πονάει το κεφάλι, το στήθος, στο σημείο όπου με κλότσησε ο Τζακ, και το πλευρό μου πάλλεται εκεί όπου με έσπρωξε κι έπεσα κατάχαμα. Επιπλέον διψάω και πεινάω. Χριστέ μου! Πραγματικά πεινάω. Τελειώνω, νιώθοντας ευγνωμοσύνη που δε χρειάζεται να σηκωθώ για να πλύνω τα χέρια μου, αφού ο νιπτήρας είναι κοντά. Δεν έχω δύναμη να σταθώ όρθια. «Τέλειωσα!» λέω φωναχτά, στεγνώνοντας τα χέρια μου στην πετσέτα.
Ο Κρίστιαν γυρίζει και ξαναμπαίνει μέσα, και προτού το καταλάβω, βρίσκομαι ξανά στην αγκαλιά του. Μου έλειψε η αγκαλιά του. Σταματάει και χώνει τη μύτη του στα μαλλιά μου. «Ω, μου λείψατε, κυρία Γκρέυ...» ψιθυρίζει και, με τη νοσοκόμα Νόρα να τον ‘ακολουθεί ανήσυχη, με ξαπλώνει πάλι στο κρεβάτι και με αφήνει — απρόθυμα, νομίζω. «Αν τελειώσατε, κύριε Γκρέυ, θα ήθελα τώρα να κάνω έναν έλεγχο στην κυρία Γκρέυ!» Η νοσοκόμα Νόρα είναι έξαλλη. Παραμερίζει. «Είναι όλη δική σας» αποκρίνεται, με πιο μετρημένο τόνο.
Τον κοιτάζει μπαρουτιασμένη και μετά στρέφει πάλι την προσοχή της σε μένα. Εξοργιστικός δεν είναι; «Πώς νιώθετε;» με ρωτάει, και η φωνή της είναι γεμάτη συμπόνια, ενώ υπάρχει κι ένα ίχνος εκνευρισμού, που υποθέτω πως οφείλεται στον Κρίστιαν. «Πονάω και μουρμουρίζω.
διψάω.
Διψάω
πολύ...»
«Θα σας φέρω λίγο νερό μόλις ελέγξω τις ζωτικές σας ενδείξεις και σας εξετάσει η δόκτωρ Μπάρτλυ». Παίρνει μια περιχειρίδα και την τυλίγει γύρω από το μπράτσο μου. Κοιτάζω με άγχος τον Κρίστιαν. Φαίνεται χάλια -
καταταλαιπωρημένος-, σαν να έχει μέρες να κοιμηθεί. Τα μαλλιά του είναι ανακατωμένα, δείχνει εντελώς αξύριστος και το πουκάμισό του είναι καταζαρωμένο. Σκυθρωπιάζω. «Πώς νιώθεις;» Αγνοώντας τη νοσοκόμα, κάθεται στο κρεβάτι λίγο πιο μακριά μου. «Μπερδεμένη. Πονεμένη. Πεινασμένη...» «Πεινασμένη;» Ανοιγοκλείνει έκπληκτος τα μάτια του. Γνέφω καταφατικά. «Τι θες να φας;» «Οτιδήποτε. Σούπα...»
«Κύριε Γκρέυ, θα χρειαστείτε την έγκριση του γιατρού για να μπορέσει να φάει η κυρία Γκρέυ». Την κοιτάζει απαθής για μια στιγμή, ύστερα βγάζει το BlackBerry από την τσέπη του παντελονιού του και πατάει έναν αριθμό. «Η Άνα θέλει κοτόσουπα... Ευχαριστώ». Το κλείνει.
Ωραία...
Ρίχνω μια ματιά στη νοσοκόμα Νόρα, που στενεύει τα μάτια στον Κρίστιαν. « Ο Τέυλορ; » ρωτάω βιαστικά. Ο Κρίστιαν γνέφει καταφατικά. «Η πίεσή σας είναι φυσιολογική, κυρία Γκρέυ. Φέρνω τη γιατρό». Βγάζει την
περιχειρίδα και, χωρίς άλλη λέξη, βγαίνει από το δωμάτιο, εκπέμποντας αποδοκιμασία. «Νομίζω πως έκανες έξαλλη τη νοσοκόμα Νόρα...» . «Την έχω αυτή την επίδραση στις γυναίκες...» αποκρίνεται με ένα αμυδρό χαμόγελο. Γελάω, μετά ξάφνου σταματάω, καθώς ο πόνος διαχέεται σε όλο μου το στήθος. «Ναι, όντως...» «Ω Άνα, μ’ αρέσει ν’ ακούω το γέλιο σου...» Η Νόρα επιστρέφει με μια κανάτα νερό. Μένουμε να κοιταζόμαστε σιωπηλοί καθώς
η νοσοκόμα γεμίζει ένα ποτήρι και μου το δίνει. «Μικρές γουλιές!» με προειδοποιεί. «Μάλιστα, κυρία μου...» μουρμουρίζω και πίνω μια ευπρόσδεκτη γουλιά δροσερό νερό. Ποπό! Υπέροχη γεύση. Πίνω ακόμα μία, και ο Κρίστιαν με παρακολουθεί προσεκτικά. «Η Μία;» ρωτάω. «Είναι ασφαλής. Χάρη σε σένα». «Πραγματικά την κρατούσαν;» «Ναι». Όλη αυτή η τρέλα συνέβη για κάποιον λόγο. Με πλημμυρίζει ανακούφιση. Δόξα τω
Θεώ, δόξα τω Θεώ. δόξα τω Θεώ, είναι χαλά. Συνοφρυώνομαι. «Πώς την έπιασαν;» «Η Ελίζαμπεθ Μόργκαν» απαντάει λιτά. «Όχι!» Γνέφει καταφατικά. «Τη μάζεψε από το γυμναστήριό της». Κατσουφιάζω, χωρίς να καταλαβαίνω. «Άνα, θα σε ενημερώσω αργότερα για τις λεπτομέρειες. Η Μία είναι μια χαρά, τηρουμένων των αναλογιών. Τη νάρκωσαν. Τώρα είναι ζαβλακωμένη και πολύ ταραγμένη, μα, σαν από θαύμα, δεν έχει πάθει τίποτα». Το σαγόνι του Κρίστιαν
σφίγγεται. «Αυτό που έκανες» -περνάει τα χέρια μέσα από τα μαλλιά του«ήταν απίστευτα γενναίο και απίστευτα ηλίθιο... Θα μπορούσες να έχεις σκοτωθεί». Τα μάτια του αστραποβολούν με μια παγερή, απειλητική λάμψη, και ξέρω πως συγκρατεί τον θυμό του. «Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω...» ψελλίζω. «Θα μπορούσες να μου το πεις!» αντιγυρίζει ορμητικά, σφίγγοντας τις γροθιές στα πόδια του. «Είπε πως θα τη σκότωνε αν το έλεγα σε κάποιον. Δεν μπορούσα να το διακινδυνεύσω...»
Ο Κρίστιαν σφαλίζει τα βλέφαρα, και στο πρόσωπό του είναι ζωγραφισμένος τρόμος. «Πέθανα χίλιες φορές από την Πέμπτη...» Την Πέμπτη; «Τι μέρα είναι;» «Σχεδόν Σάββατο » απαντάει κοιτάζοντας το ρολόι του. «Έμεινες αναίσθητη παραπάνω από είκοσι τέσσερις ώρες». Ω ... «Ο Τζακ και η Ελίζαμπεθ;» «Γπό κράτηση. Αν και ο Χάυντ νοσηλεύεται εδώ φρουρούμενος. Έπρεπε να αφαιρέσουν τη σφαίρα που του έριξες» λέει παγερά ο Κρίστιαν. «Δεν ξέρω σε ποιο σημείο του νοσοκομείου βρίσκεται, ευτυχώς... Αλλιώς, μάλλον θα τον σκότωνα με τα ίδια μου τα χέρια...» Το πρόσωπό του σκοτεινιάζει.
Ω, γαμώτο! Ο Τζακ είναι εδώ; Αυτή είναι για την ΑΕΣ, γαμημένη τσούλα! Χλωμιάζω. Το άδειο στομάχι μου συσπάται, δάκρυα τσούζουν τα μάτια μου κι ένα βαθύ ρίγος με διατρέχει. «Ει...» Ο Κρίστιαν σκύβει προς τα εμπρός, και η φωνή του είναι γεμάτη έγνοια. Παίρνει το ποτήρι από το χέρι μου και με κλείνει τρυφερά στην αγκαλιά του. «Είσαι ασφαλής τώρα...» μουρμουρίζει επάνω στα μαλλιά μου με τραχιά φωνή. «Κρίστιαν, λυπάμαι πάρα πολύ...» Τα δάκρυά μου αρχίζουν να τρέχουν. «Σώπα...» Μου χαϊδεύει τα μαλλιά και κλαίω στον λαιμό του.
«Αυτό που είπα... Δε σκόπευα να σε παρατήσω». «Σώπα, μωρό μου.:. Το ξέρω». «Το ξέρεις;» Η παραδοχή του σταματάει τα δάκρυά μου. «Το κατάλαβα. Τελικά. Ειλικρινά, Άνα, πώς σου ήρθε να το κάνεις αυτό;» Ο τόνος του είναι γεμάτος ένταση. «Με αιφνιδίασες...» τραυλίζω επάνω στον γιακά του πουκάμισού του. «Όταν μιλήσαμε στην τράπεζα. Νόμισες ότι σε παρατάω. Πίστευα πως με ήξερες καλύτερα. Σου έχω πει και ξαναπεί πως δε θα φύγω ποτέ».
«Μα μετά από το απαίσιο φέρσιμό μου...» Η φωνή του μόλις που ακούγεται και τα χέρια του σφίγγονται γύρω μου. «Για λίγο νόμισα πως σε είχα χάσει». «Όχι, Κρίστιαν... Ποτέ. Δεν ήθελα να ανακατευτείς και να βάλεις σε κίνδυνο τη ζωή της Μία». Αναστενάζει, και δεν ξέρω αν είναι από θυμό, οργή ή πίχφα. «Πώς το κατάλαβες;» ρωτάω γρήγορα, για να του αποσπάσω την προσοχή από αυτές τις σκέψεις. Μου μαζεύει τα μαλλιά πίσω από το αυτί. «Είχα μόλις προσγειωθεί στο Σιάτλ όταν τηλεφώνησε η τράπεζα. Το τελευταίο που
είχα ακούσει για σένα ήταν πως ήσουν άρρωστη και πήγαινες σπίτι». «Δηλαδή ήσουν στο Πόρτλαντ όταν σου τηλεφώνησε ο Σόγερ από το αυτοκίνητο;» «Ήμαστε έτοιμοι να απογειωθούμε. Ανησυχούσα για σένα» απαντάει μαλακά. «Αλήθεια;» Κατσουφιάζει. «Φυσικά και ανησυχούσα...» Σέρνει τον αντίχειρά του στο κάτω χείλος μου, «Περνάω τη ζωή μου ανησυχώντας για σένα... Το ξέρεις αυτό». Ω Κρίστιαν! «Ο Τζακ μού τηλεφώνησε στο γραφείο...» μουρμουρίζω . «Μου έδωσε δύο ώρες να
βρω τα λεφτά». Ανασηκώνω τους ώμους. «Έπρεπε να φύγω και μου φάνηκε η καλύτερη δικαιολογία...» Το στόμα του Κρίστιαν σφίγγεται σε μια σκληρή γραμμή. «Και ξέφυγες από τον Σόγερ. Είναι κι αυτός έξαλλος μαζί σου». «Κι αυτός;» «Εκτός από μένα». Αγγίζω διστακτικά το πρόσωπό του, περνώντας τα δάχτυλά μου πάνω από τα αξύριστα γένια του. Κλείνει τα μάτια του, γέρνοντας προς τα δάχτυλά μου. «Μη μου θυμώνεις, σε παρακαλώ...» ψελλίζω.
«Είμαι τόσο θυμωμένος μαζί σου. Αυτό που έκανες ήταν απίστευτα ηλίθιο. Στα όρια του παρανοϊκού!» «Σου είπα. Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω...» «Δείχνεις σαν να μη σε απασχολεί ούτε στο ελάχιστο η προσωπική σου ασφάλεια. Και δεν είσαι πια μόνο εσύ!» προσθέτει θυμωμένα. Το χείλος μου τρεμουλιάζει. Σκέφτεται το Μικρούλι μας Σημάδι. Η πόρτα ανοίγει, ξαφνιάζοντάς μας και τους δύο, και μπαίνει με μεγάλες δρασκελιές μια νεαρή Αφροαμερικανίδα με άσπρη ποδιά πάνω από γκρίζα ιατρική στολή.
«Καλησπέρα, κυρία Γκρέυ. Είμαι η δόκτωρ Μπάρτλυ». Αρχίζει να με εξετάζει εξονυχιστικά, ρίχνοντάς μου ένα φως στα μάτια, βάζοντάς με να αγγίξω τα δάχτυλά της, μετά τη μύτη μου, ενώ εγώ κλείνω πρώτα το ένα μάτι και μετά το άλλο, και ελέγχοντας όλα τα αντανακλαστικά μου. Η φωνή της όμως είναι απαλή και το άγγιγμά της μαλακό* η συμπεριφορά της είναι εγκάρδια. Η νοσοκόμα Νόρα έρχεται να τη βοηθήσει, και ο Κρίστιαν αποσύρεται στη γωνία του δωματίου και κάνει μερικά τηλεφωνήματα όσο οι δύο γυναίκες ασχολούνται μαζί μου. Είναι δύσκολο να συγκεντρωθώ στη δόκτορα Μπάρτλυ, στη νοσοκόμα Νόρα και στον Κρίστιαν ταυτόχρονα, όμως τον ακούω να παίρνει τον πατέρα του, τη
μητέρα μου και την Κέιτ, για να τους πει πως ξύπνησα. Στο τέλος αφήνει ένα μήνυμα στον Ρέυ. Ο Ρέυ. Ω, γαμώτο... Μια αόριστη ανάμνηση της φωνής του έρχεται στο μυαλό μου. Ήταν εδώ ναι. Όσο ήμουν ακόμη αναίσθητη. Η δόκτωρ Μπάρτλυ ελέγχει τα πλευρά μου. Τα δάχτυλά της ψηλαφίζουν μαλακά, αλλά σταθερά. Μορφάζω. «Τα πλευρά είναι μωλωπισμένα και όχι ραγισμένα ή σπασμένα. Σταθήκατε πολύ τυχερή, κυρία Γκρέυ».
Σκυθρωπιάζω. Τυχερή; Δεν είναι η λέξη που θα επέλεγα.* Τη στραβοκοιτάζει και ο Κρίστιαν. Μου λέει κάτι άηχα. Νομίζω πως λέει .«απερίσκεπτη», αλλά δεν είμαι σίγουρη. «Θα σας γράψω μερικά παυσίπονα. Θα τα χρειαστείτε για τα πλευρά και τον πονοκέφαλο που πρέπει να έχετε. Πάντως όλα φαίνονται όπως πρέπει, κυρία Γκρέυ. Σας συνιστώ να κοιμηθείτε λίγο. Ανάλογα με το πώς θα νιώθετε το πρωί, ίσως σας αφήσουμε να επιστρέψετε σπίτι σας. Θα σας παρακολουθεί η συνάδελφός μου, η δόκτωρ Σινγκ». «Ευχαριστώ». Ακούγεται ένα χτύπημα στην πόρτα, και μπαίνει ο Τέυλορ κρατώντας ένα μαύρο
χαρτονένιο κουτί, που στο πλάι γράφει με κρεμ γράμματα «Φαίρμοντ Ολύμπικ». Ποπό! «Φαγητό;» αναφωνεί έκπληκτη η δόκτωρ Μπάρτλυ. «Η κυρία Γκρέυ πεινάει» αποκρίνεται ο Κρίστιαν. «Είναι κοτόσουπα». Η δόκτωρ Μπάρτλυ χαμογελάει. «Η σούπα είναι εντάξει, αλλά μόνο ο ζωμός. Τίποτα βαρύ...» Μας κοιτάζει και τους δύο επιτιμητικά και μετά βγαίνει από το δωμάτιο μαζί με τη νοσοκόμα Νόρα. Ο Κρίστιαν τραβάει προς το μέρος μου τον τροχήλατο δίσκο, και ο Τέυλορ τοποθετεί επάνω το κουτί.
«Καλώς ήρθατε πίσω, κυρία Γκρέυ». «Γεια σου, Τέυλορ. Ευχαριστώ». «Τίποτα, κυρία μου...» αποκρίνεται, και νομίζω πως θέλει να πει κι άλλα, αλλά κρατιέται. Ο Κρίστιαν αδειάζει το κουτί, βγάζοντας ένα θερμός, ένα μπολ για σούπα, βοηθητικό πιάτο, λινή πετσέτα, κουτάλι σούπας, ένα μικρό καλαθάκι με ψωμάκια, ασημένια αλατιέρα και πιπεριέρα... Το Ολύμπικ τα έχει δο^σει όλα. «Είναι υπέροχο, Τέυλορ!» Το στομάχι μου γουργουρίζει. Πεινάω σαν λύκος. «Θέλετε κάτι άλλο;» ρωτάει.
«Όχι, ευχαριστώ» απαντάει ο Κρίστιαν διώχνοντάς τον, Ο Τέυλορ γνέφει καταφατικά. «Τέυλορ, ευχαριστώ». «Μπορώ να σας φέρω τίποτε άλλο, κυρία Γκρέυ;» Ρίχνω μια ματιά στον Κρίστιαν. «Μόνο μερικά καθαρά ρούχα για τον Κρίστιαν». Ο Τέυλορ χαμογελάει. «Μάλιστα, κυρία μου!» Ο Κρίστιαν κοιτάζει το πουκάμισό του σαστισμένος. «Από πότε το φοράς αυτό το πουκάμισο;» ρωτάω.
«Από την Πέμπτη το πρωί...» Χαμογελάει στραβά. Ο Τέυλορ φεύγει. «Και ο Τέυλορ τα έχει πάρει μαζί σου...» προσθέτει ο Κρίστιαν κακόκεφα, ξεβιδώνοντας το καπάκι του θερμός και ρίχνοντας στο μπολ κρεμώδη κοτόσουπα. Και ο Τέυλορ! Αλλά δεν κάθομαι να το σκεφτώ, γιατί η κοτόσουπα μου αποσπά την προσοχή. Μυρίζει υπέροχα, και η επιφάνειά της αχνίζει δελεαστικά. Δοκιμάζω, και είναι τόσο καλή όσο φαίνεται. « Καλή; » ρωτάει ο Κρίστιαν και κάθεται ξανά στην άκρη του κρεβατιού.
Γνέφω με ενθουσιασμό και δε σταματάω. Η πείνα μου είναι πρωτόγονη. Κάνω παύση μόνο για να σκουπίσω το στόμα μου με τη λινή πετσέτα. «Πες μου τι έγινε όταν κατάλαβες τι έτρεχε». Ο Κρίστιαν περνάει το χέρι μέσα από τα μαλλιά του και κουνάει το κεφάλι. «Άνα, χαίρομαι που σε βλέπω να τρως...» «Πεινάω. Πες μου!» Συνοφρυώνεται. «Όταν τηλεφώνησε η τράπεζα και πίστεψα πως ο κόσμος μου είχε καταρρεύσει εντελώς...» Δεν μπορεί να κρύψει τον πόνο από τη φωνή του. Σταματάω να τρώω. Ω, γαμώτο...
«Μη σταματάς να τρως, γιατί θα σταματήσω να μιλάω...» λέει ψιθυριστά, αγριοκοιτάζοντάς με, και ο τόνος του είναι κατηγορηματικός. Συνεχίζω να τρώω τη σούπα μου. Εντάξει, εντάξει... Να πάρει... Είναι νόστιμη! Το βλέμμα του Κρίστιαν μαλακώνει κι έπειτα από μια στιγμή ξαναρχίζει, «Εν πάση περιπτώσει, λίγο μετά το τέλος της συζήτησής μας, ο Τέυλορ με ενημέρωσε πως ο Χάυντ είχε αφεθεί ελεύθερος με εγγύηση. Πώς, δεν ξέρω. Νόμιζα πως είχαμε καταφέρει να ματαιώσουμε όλες τις προσπάθειες να οριστεί εγγύηση. Αυτό όμως αποτέλεσε το έναυσμα για να σκεφτώ αυτό που είχε πει... Και κατάλαβα πως κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά».
«Δεν ήταν ποτέ για τα λεφτά!» πετάω ξαφνικά, καθώς ένα απρόσμενο κύμα θυμού φουσκώνει μέσα στην κοιλιά μου. Η φωνή μου ανεβαίνει κλίμακα. «Πώς μπόρεσες έστω και να το σκεφτείς; Δεν ήταν ποτέ για τα κωλολεφτά σου!» Το κεφάλι μου αρχίζει να σφυροκοπάει και μορφάζω. Ο Κρίστιαν με κοιτάζει άναυδος για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, κατάπληκτος από τη σφοδρότητά μου. Στενεύει τα μάτια του. «Πρόσεχε τη γλώσσα σου...» γρυλίζει. «Ηρέμησε και τρώγε». Τον αγριοκοιτάζω ανυπάκουα. «Άνα...» με προειδοποιεί.
«Αυτό με πλήγωσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, Κρίστιαν.,,» ψελλίζω. «Σχεδόν όσο και η συνάντησή σου με κείνη τη γυναίκα». Παίρνει απότομη ανάσα λες και τον χαστούκισα και ξαφνικά φαίνεται εξαντλημένος. Κλείνοντας στιγμιαία τα μάτια του, κουνάει το κεφάλι καρτερικά. « Το ξέρω ...» αναστενάζει. «Και λυπάμαι. Δεν ξέρεις πόσο». Τα μάτια του λάμπουν από βαθιά μεταμέλεια. «Σε παρακαλώ, φάε... Όσο είναι ακόμα ζεστή η σούπα σου». Η φωνή του είναι απαλή και επιτακτική, και κάνω αυτό που ζητάει. Αφήνει έναν στεναγμό ανακούφισης.
«Συνέχισε...» ψιθυρίζω ανάμεσα σε μπουκιές από το απίστευτα φρέσκο άσπρο ψωμάκι. «Δεν ξέραμε πως η Μία είχε εξαφανιστεί. Σκέφτηκα πως ίσως σε εκβίαζε ή κάτι τέτοιο. Σου ξανατηλεφώνησα, αλλά δεν απάντησες...» Κατσουφιάζει. «Σου άφησα ένα μήνυμα και ύστερα τηλεφώνησα στον Σόγερ. Ο Τέυλορ άρχισε να παρακολουθεί τα ίχνη του κινητού σου. Ήξερα πως ήσουν στην τράπεζα, κι έτσι πήγαμε κατευθείαν εκεί». «Δεν ξέρω πώς με βρήκε ο Σόγερ. Παρακολουθούσε κι αυτός τα ίχνη του κινητού μου;» «Το Saab είναι εφοδιασμένο με συσκευή εντοπισμού, Το ίδιο κι όλα μας τα
αυτοκίνητα. Μέχρι να φτάσουμε κοντά στην τράπεζα, είχες ξεκινήσει ήδη και σε ακολουθήσαμε. Γιατί χαμογελάς;» «Σε κάποιο επίπεδο ήξερα πως θα μ’ έπαιρνες από πίσω...» «Και γιατί είναι αστείο αυτό;» «Ο Τζακ μού είχε δώσει οδηγίες να ξεφορτωθώ το κινητό μου... Έτσι, δανείστηκα το κινητό του Γουέλαν, κι αυτό ήταν που πέταξα. Έβαλα το δικό μου σ’ έναν από τους σάκους, έτσι ώστε να μπορείς να παρακολουθείς τα χρήματά σου». Ο Κρίστιαν αναστενάζει. «Τα χρήματά μας, Άνα...» αποκρίνεται ήρεμα. «Τρώγε».
Καθαρίζω το μπολ της σούπας με το τελευταίο κομμάτι ψωμί και το βάζω στο στόμα μου. Πρώτη φορά εδώ και καιρό νιώθω χορτασμένη, παρά την κουβέντα μας. «Τέλειωσα». «Καλό κορίτσι...» Ακούγεται ένα χτύπημα στην πόρτα, και ξαναμπαίνει η νοσοκόμα Νόρα, κρατώντας ένα μικρό χάρτινο κυπελλάκι. Ο Κρίστιαν μαζεύει το πιάτο μου και αρχίζει να ξαναβάζει τα πράγματα στο κουτί. «Παυσίπονο...» λέει χαμογελαστά η Νόρα, δείχνοντάς μου ένα άσπρο χάπι μέσα στο κυπελλάκι.
«Δεν υπάρχει πρόβλημα να το πάρω; Ξέρετε με το μωρό...» «Όχι, κυρία Γκρέυ. Είναι Lortab δεν υπάρχει πρόβλημα* δε θα επηρεάσει το μωρό». Γνέφω με ευγνωμοσύνη. Το κεφάλι μου σφυροκοπάει. Το καταπίνω με μια γουλιά νερό. «Πρέπει να ξεκουραστείτε, κυρία Γκρέυ». Η νοσοκόμα Νόρα κοιτάζει επικριτικά τον Κρίστιαν. Εκείνος συγκατανεύει. Όχι! «Θα φύγεις;» αναφωνώ πανικόβλητη. Μη φύγεις - μόλις αρχίσαμε να μιλάμε!
Ο Κρίστιαν ρουθουνίζει. «Αν νομίζετε έστω και για μια στιγμή ότι θα σας αφήσω από τα μάτια μου, κυρία Γκρέυ, κάνετε πολύ μεγάλο λάθος...» Η Νόρα ξεφυσάει, αλλά περιφέρεται γύρω μου τακτοποιώντας τα μαξιλάρια, αναγκάζοντάς με να ξαπλώσω. «Καληνύχτα, κυρία Γκρέυ» λέει, και με μια τελευταία επιτιμητική ματιά στον Κρίστιαν, φεύγει. Ο Κρίστιαν ανασηκώνει το φρύδι καθώς η νοσοκόμα κλείνει την πόρτα. «Κάτι μου λέει πως η νοσοκόμα Νόρα δε μ’ εγκρίνει...» Στέκεται δίπλα στο κρεβάτι δείχνοντας κουρασμένος, και παρόλο που θέλω να
μείνει, ξέρω ότι πρέπει να προσπαθήσω να τον πείσω να πάει στο σπίτι. «Χρειάζεσαι κι εσύ ξεκούραση, Κρίστιαν... Πήγαινε σπίτι. Φαίνεσαι εξαντλημένος». «Δε σ’ αφήνω. Θα πάρω έναν υπνάκο εδώ στην πολυθρόνα». Τον στραβοκοιτάζω και μετά γυρίζω στο πλευρό μου. «Κοιμήσου μαζί μου». Κατσουφιάζει. «Όχι. Δεν μπορώ...» «Γιατί όχι;» «Δε θέλω να σε πονέσω». «Δε θα με πονέσεις. Σε παρακαλώ, Κρίστιαν...»
«Έχεις ορό ». «Κρίστιαν, σε παρακαλώ...» Με κοιτάζει και μπορώ να καταλάβω πως έχει μπει σε πειρασμό. «Σε παρακαλώ...» Σηκώνω τις κουβέρτες, προσκαλώντας τον στο κρεβάτι. «Δε γαμιέται...» Βγάζει τα παπούτσια και τις κάλτσες του και χώνεται προσεκτικά δίπλα μου. Τυλίγει μαλακά το χέρι του γύρω μου και ακουμπάω το κεφάλι στο στήθος του. Με φιλάει στα μαλλιά. «Δε νομίζω πως η νοσοκόμα Νόρα θα είναι και πολύ ευχαριστημένη με αυτήν τη ρύθμιση...» ψιθυρίζει συνωμοτικά.
Χαχανίζω και ύστερα σταματάω, μιας και ο πόνος μού σουβλίζει το στήθος. «Μη με κάνεις να γελάω. Πονάει...» «Ω, μα μ’ αρέσει αυτός ο ήχος...» αποκρίνεται κάπως θλιμμένα, με χαμηλή φωνή. «Με συγχωρείς, μωρό μου Με συγχωρείς...» Με φιλάει πάλι στα μαλλιά, μετά εισπνέει βαθιά, και δεν ξέρω γιατί ζητάει συγγνώμη... Επειδή με έκανε να γελάσω; Ή για το μπέρδεμα μέσα στο οποίο βρισκόμαστε; Ακουμπάω το χέρι στην καρδιά του και βάζει απαλά το δικό του επάνω στο δικό μου. Μένουμε και οι δύο μια στιγμή σιωπηλοί. «Γιατί πήγες να δεις εκείνη τη γυναίκα;»
«Ω Άνα!» μουγκρίζει. «Θες να το συζητήσουμε τώρα; Δεν μπορούμε να το αφήσουμε; Μετάνιωσα. Εντάξει;» «Πρέπει να μάθω». «Θα σου πω αύριο!» λέει εκνευρισμένος. «Α, και ο ντετέκτιβ Κλαρκ θέλει να σου μιλήσει. Απλή ρουτίνα... Τώρα κοιμήσου». Μου φιλάει τα μαλλιά. Αναστενάζω βαθιά. Πρέπει να μάθω γιατί. Τουλάχιστον λέει πως το μετάνιωσε. Κάτι είναι κι αυτό, συμφωνεί το υποσυνείδητό μου. Είναι σε ευχάριστη διάθεση σήμερα, κατά τα φαινόμενα. Οχ, ο ντετέκτιβ Κλαρκ. Ανατριχιάζω στη σκέψη πως θα ξαναζήσω για χάρη του τα γεγονότα της Πέμπτης. «Ξέρουμε γιατί τα έκανε όλα αυτά ο Τζακ;»
«Μμμ...» μουρμουρίζει ο Κρίστιαν. Με γαληνεύει το σιγανό ανεβοκατέβασμα του στήθους του, που μου κουνάει μαλακά το κεφάλι, νανουρίζοντας και αποκοιμίζοντάς με έτσι όπως η ανάσα του επιβραδύνεται. Και καθώς με παίρνει ο ύπνος, προσπαθώ να βγάλω νόημα από τις αποσπασματικές συζητήσεις που άκουσα όσο ήμουν στα όρια της συνείδησης, αυτές όμως ξεγλιστρούν από το μυαλό μου, παραμένοντας σταθερά άπιαστες, βασανίζοντάς με από τις παρυφές της μνήμης μου. Ω, είναι εκνευριστικό και εξαντλητικό... Και... Η ΝΟΣΟΚΟΜΑ ΝΟΡΑ έχει σουφρώσει το στόμα και τα χέρια της είναι σταυρωμένα εχθρικά. Σηκώνω το δάχτυλο στα χείλη μου.
«Σας παρακαλώ, αφήστε τον να κοιμηθεί...» ψιθυρίζω μισοκλείνοντας τα μάτια στο πρώτο πρωινό φως. «Δικό σας κρεβάτι είναι αυτό. Όχι δικό του...» σφυρίζει αυστηρά μέσα από τα δόντια της. «Κοιμήθηκα καλύτερα επειδή ήταν εδώ!» επιμένω, σπεύδοντας να υπερασπιστώ τον άντρα μου. Άλλωστε είναι αλήθεια. Ο Κρίστιαν αναδεύεται, και η νοσοκόμα Νόρα κι εγώ παγώνουμε. Μουρμουρίζει στον ύπνο του: «Μη μ’ αγγίζεις... Όχι πια. Μόνο η Άνα...». Σκυθρωπιάζω. Σπάνια ακούω τον Κρίστιαν να μιλάει στον ύπνο του. Ομολογουμένως,
αυτό μπορεί να συμβαίνει επειδή κοιμάται λιγότερο από μένα. Μόνο τους εφιάλτες του έχω ακούσει. Τα μπράτσα του σφίγγονται γύρω μου ζουλώντας με, κι εγώ μορφάζω από πόνο. «Κυρία Γκρέυ!» Η νοσοκόμα Νόρα με αγριοκοιτάζει. «Σας παρακαλώ...» την εκλιπαρώ. Κουνάει το κεφάλι της, κάνει μεταβολή και φεύγει. Κι εγώ σφίγγομαι πάλι επάνω στον Κρίστιαν. ΟΤΑΝ ΞΥΠΝΑΩ, ο Κρίστιαν δε φαίνεται πουθενά. Ο ήλιος λαμποκοπάει μέσα από το παράθυρο, και τώρα μπορώ πραγματικά να εκτιμήσω το δωμάτιο. Έχω λουλούδια! Δεν τα πρόσεξα χτες το βράδυ. Πολλά
μπουκέτα. Αναρωτιέμαι νωθρά από ποιον είναι. Ένα σιγανό χτύπημα μου αποσπά την προσοχή, και ο Κάρρικ χώνει το κεφάλι από την πόρτα. Χαμογελάει πλατιά όταν βλέπει πως είμαι ξύπνια. «Μπορώ να μπω;» ρωτάει. «Φυσικά!» Μπαίνει με μεγάλα βήματα στο δωμάτιο κι έρχεται προς το μέρος μου, με τα τρυφερά, ευγενικά γαλάζια μάτια του να με ζυγίζουν διαπεραστικά. Φοράει ένα σκούρο κοστούμι πρέπει να ήταν στη δουλειά. Με αιφνιδιάζει όταν σκύβει και με φιλάει στο μέτωπο.
«Μπορώ να κάτσω;» Γνέφω καταφατικά, και κάθεται άκρη άκρη στο κρεβάτι, πιάνοντάς με από το χέρι. «Δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω για την κόρη μου, τρελό, γενναίο, αγαπημένο κορίτσι. Αυτό που έκανες κατά πάσα πιθανότητα της έσωσε τη ζωή. Θα σ’ το χρωστάω αιώνια...» Η φωνή του σπάει, γεμάτη ευγνωμοσύνη και συμπόνια. Ω... Δεν ξέρω τι να πω. Του ζουλάω το χέρι, αλλά μένω σιωπηλή. «Πώς αισθάνεσαι;» «Καλύτερα. Πονάω...» απαντάω, για να είμαι ειλικρινής απέναντί του.
«Σου έδωσαν φάρμακα για τον πόνο;» «Lor... κάτι». «Ωραία. Πού είναι ο Κρίστιαν;» «Δεν ξέρω. Όταν ξύπνησα, είχε φύγει». «Δε θα είναι μακριά, είμαι σίγουρος. Δεν εννοούσε να σ’ αφήσει όσο ήσουν αναίσθητη». «Το ξέρω ». «Είναι λίγο θυμωμένος μαζί σου, και δεν έχει άδικο...» Ο Κάρρικ χαμογελάει αχνά. Α, από αυτόν το έχει πάρει ο Κρίστιαν. «Ο Κρίστιαν είναι πάντα θυμωμένος μαζί μου».
«Μπα;» Ο Κάρρικ χαμογελάει ευχαριστημένος λες κι αυτό είναι καλό. Το χαμόγελό του είναι μεταδοτικό. «Πώς είναι η Μία;» Τα μάτια του συννεφιάζουν και το χαμόγελό του εξαφανίζεται. «Καλύτερα. Είναι έξαλλη... Νομίζω πως ο θυμός είναι υγιής αντίδραση σ’ αυτό που της συνέβη». «Εδώ είναι;» «Όχι. Γύρισε σπίτι. Δε νομίζω πως η Γκρέις θα την αφήσει ξανά από τα μάτια της». «Την ξέρω αυτή την αίσθηση...» «Και σένα πρέπει να σε προσέχουν!» με μαλώνει. «Δε θέλω να βάλεις σε άλλους
ανόητους κινδύνους τη ζωή σου ή τη ζωή του εγγονού μου». Κοκκινίζω. Το ξέρει! «Η Γκρέις διάβασε το διάγραμμά σου. Μου το είπε. Συγχαρητήρια!» «Εμμμ... Ευχαριστώ». Με κοιτάζει, και το βλέμμα του μαλακώνει, αν και κατσουφιάζει βλέποντας το ύφος μου. «Θ’ αλλάξουν τα μυαλά του Κρίστιαν» συμπληρώνει καλοσυνάτα. «Αυτό θα είναι ό,τι καλύτερο'για κείνον. Απλώς δώσ’ του λίγο χρόνο...» Γνέφω καταφατικά. Ω... Μίλησαν.
«Καλύτερα να πηγαίνω. Έχω δικαστήριο». Χαμογελάει και σηκώνεται. «Θα έρθω να σε ξαναδώ αργότερα... Η Γκρέις μόνο καλά λόγια έχει να πει για τη δόκτορα Σινγκ και τη δόκτορα Μπάρτλυ. Ξέρουν τι κάνουν...» Σκύβει και με ξαναφιλάει. «Το εννοώ, Άνα. Δε θα μπορέσω ποτέ να ξεπληρώσω αυτό που έκανες για μας... Ευχαριστώ». Τον κοιτάζω, προσπαθώντας να συγκρατήσω τα δάκρυά μου, νιώθοντας ξαφνικά συγκλονισμένη. Μου χαϊδεύει στοργικά το μάγουλο. Ύστερα κάνει μεταβολή και φεύγει. Ποπό! Έχω σαστίσει από την ευγνωμοσύνη του. Ίσως τώρά μπορώ να ξεχάσω τη νίλα με το προγαμιαίο συμβόλαιο. Το υποσυνείδητό μου γνέφει συνετά, συμφωνώντας πάλι μαζί μου. Κουνάω το
κεφάλι και σηκώνομαι προσεκτικά από το κρεβάτι. Ανακουφίζομαι ανακαλύπτοντας πως στέκομαι πολύ πιο σταθερά στα πόδια μου απ' ό,τι χτες. Αν και μοιράστηκα το κρεβάτι με τον Κρίστιαν, κοιμήθηκα καλά και αισθάνομαι αναζωογονημένη. Το κεφάλι μου πονάει ακόμη, αλλά είναι ένας βουβός, εκνευριστικός πόνος* σε καμία περίπτωση σαν το χτεσινό σφυροκόπημα. Είμαι πιασμένη, πονάω, αλλά χρειάζομαι ένα μπάνιο. Νιώθω βρόμικη. Κατευθύνομαι προς το συνεχόμενο μπάνιο. «ΑΝΑ!» ΑΝΑΦΩΝΕΙ ο Κρίστιαν. «Είμαι στο μπάνιο!» αποκρίνομαι φωναχτά. Τελειώνω το βούρτσισμα των δοντιών μου. Αισθάνομαι καλύτερα. Αγνοώ την εικόνα μου στον καθρέφτη. Να πάρει... Χάλια είμαι.
Όταν ανοίγω την πόρτα, ο Κρίστιαν είναι δίπλα στο κρεβάτι, κρατώντας έναν δίσκο με φαγητό. Έχει μεταμορφωθεί. Ντυμένος στα κατάμαυρα, έχει ξυριστεί, έχει κάνει ντους και δείχνει ξεκούραστος. «Καλημέρα, κυρία Γκρέυ!» λέει κεφάτα. «Έφερα το πρωινό σας». Έχει τόσο νεανική όψη και φαίνεται πολύ πιο ευτυχισμένος. Ποπό... Του χαμογελάω πλατιά και ύστερα ξαπλώνω πάλι στο κρεβάτι. Εκείνος τραβάει τον τροχήλατο δίσκο και σηκώνει το καπάκι, αποκαλύπτοντας το πρωινό μου: κουάκερ με αποξηραμένα φρούτα, τηγανίτες με σιρόπι σφενταμιού, μπέικον, πορτοκαλάδα και τσάι Twinings English Breakfast. To στόμα μου γεμίζει σάλιο* πεινάω φοβερά. Κατεβάζω την πορτοκαλάδα με μερικές γουλιές και πέφτω
με τα μούτρα στο κουάκερ. Ο Κρίστιαν είναι καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού και παρακολουθεί. Χαμογελάει αχνά. «Τι;» ρωτάω με μπουκωμένο στόμα. «Μ’ αρέσει να σε παρακολουθώ να τρως...» λέει. Αλλά δε νομίζω πως χοςμογελάει γι’ αυτό. «Πώς νιώθεις;» «Καλύτερα...» μουρμουρίζω ανάμεσα σε μπουκιές. «Δε σ’ έχω ξαναδεί να τρως έτσι». Σηκώνω τα μάτια επάνω του, και η καρδιά μου σφίγγεται. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε το προφανές πρόβλημα που υπάρχει ανάμεσά μας.
«Είναι επειδή είμαι έγκυος, Κρίστιαν». Ρουθουνίζει περιφρονητικά, και το στόμα του στραβώνει σ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο. «Αν το ήξερα πως το γκάστρωμα θα σ’ έκανε να τρως, μπορεί να το είχα κάνει νωρίτερα...» «Κρίστιαν Γκρέυ...» ψελλίζω και αφήνω κάτω το κουάκερ. «Μη σταματάς να τρως!» με προειδοποιεί. «Κρίστιαν, πρέπει να μιλήσουμε γι’ αυτό το θέμα...» Μαρμαρώνει στη θέση του. «Τι έχουμε να πούμε; Θα γίνουμε γονείς...» Ανασηκώνει τους ώμους του, προσπαθώντας
απεγνωσμένα να δείχνει αδιάφορος, αλλά το μόνο που βλέπω είναι ο φόβος του. Παραμερίζω τον δίσκο, γλιστράω στο κρεβάτι προς το μέρος του και μετά παίρνω τα χέρια του στα δικά μου. «Φοβάσαι...» καταλαβαίνω».
λέω
σιγανά.
«Το
Με κοιτάζει ανέκφραστος, με τις κόρες των ματιών του διεσταλμένες κι όλη την προηγούμενη νεανικότητα εξαφανισμένη. «Κι εγώ φοβάμαι. Είναι φυσιολογικό...» τραυλίζω. «Τι σόι πατέρας θα μπορούσα να γίνω;» Η φωνή του είναί τραχιά, μόλις που ακούγεται.
«Ω Κρίστιαν...» Πνίγω* ένα αναφιλητό, «Ένας πατέρας που βάζει τα δυνατά του. Μόνο αυτό μπορεί να κάνει κανείς». «Άνα δεν ξέρω αν μπορώ...» «Φυσικά και μπορείς. Είσαι τρυφερός, διασκεδαστικός, δυνατός, θα βάλεις όρια. Τίποτα δε θα λείπει από το παιδί μας». Έχει παγώσει και με κοιτάζει, με την αμφιβολία ζωγραφισμένη στο όμορφο πρόσωπό του. «Ναι. Το ιδανικό θα ήταν να περιμένουμε λίγο ακόμα. Να είχαμε περισσότερο χρόνο, οι δυο μας μόνο. Αλλά θα είμαστε τρεις και θα μεγαλώσουμε όλοι μαζί. Θα είμαστε οικογένεια. Η δική μας οικογένεια. Και το παιδί σου θα σ’ αγαπάει ανεπιφύλακτα,
όπως σ’ αγαπάω κι εγώ...» Δάκρυα αναβρύζουν από τα μάτια μου. « Ω Άνα ...» ψιθυρίζει ο Κρίστιαν, και η φωνή του είναι γεμάτη αγωνία και πόνο. «Νόμισα πως σε είχα χάσει. Ύστερα νόμισα πως σε είχα χάσει ξανά. Όταν σε είδα ξαπλωμένη στο χώμα, χλωμή και κρύα και αναίσθητη οι χειρότεροι φόβοι μου είχαν γίνει πραγματικότητα. Και τώρα να σε, γενναία και δυνατή... Μου δίνεις ελπίδα. Και μ’ αγαπάς μετά απ’ όλα όσα έκανα». «Ναι, σ’ αγαπάω, Κρίστιαν. Απεγνωσμένα. Πάντα θα σ’ αγαπάω». Παίρνοντας απαλά το κεφάλι μου στα χέρια του, μου σκουπίζει τα δάκρυα με τους αντίχειρές του. Με κοιτάζει κατάματα, γκρίζο σε γαλάζιο, και το μόνο που βλέπω
είναι ο φόβος του και ο θαυμασμός και η αγάπη του. «Κι εγώ σ’ αγαπάω...» μουρμουρίζει. Και με φιλάει γλυκά, τρυφερά, ως άντρας που λατρεύει τη γυναίκα του. «Θα προσπαθήσω να γίνω καλός πατέρας...» προσθέτει χαμηλόφωνα επάνω στα χείλη μου. «Θα προσπαθήσεις και θα τα καταφέρεις. Κι ας το παραδεχτούμε' δεν έχεις και πολλές επιλογές πάνω στο θέμα, γιατί το Σημαδάκι κι εγώ δεν πρόκειται να πάμε πουθενά». «Το Σημαδάκι;» «Το Σημαδάκι». Ανασηκώνει τα φρύδια του. «Είχα το όνομα Τζούνιορ στο μυαλό μου...»
«Τότε είναι Τζούνιορ». «Αλλά μ’ αρέσει το Σημαδάκι...» Χαμογελάει με το συνεσταλμένο του χαμόγελο και με ξαναφιλάει. «Θα ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΣΕ ΦΙΛΑΩ όλη μέρα, όμως κρυώνει το πρωινό σου...» μουρμουρίζει ο Κρίστιαν επάνω στα χείλη μου. Με κοιτάζει, εύθυμος τώρα, μόνο που τα μάτια του είναι πιο σκοτεινά, αισθησιακά. Να πάρει. Πάλι Ευμετάβλητος μου.
άλλαξε.
Ο
κύριος
«Φάε...» με προστάζει με σιγανή φωνή. Ξεροκαταπίνω, μια αντίδραση στο αυστηρό βλέμμα του, και ξαναχώνομαι στο κρεβάτι,
προσέχοντας να μην μπερδευτώ στον ορό. Σπρώχνει τον δίσκο μπροστά μου. Το κουάκερ είναι κρύο, αλλά οι τηγανίτες κάτω από το καπάκι είναι μια χαρά για την ακρίβεια, είναι λαχταριστές. «Ξέρεις» ψελλίζω ανάμεσα σε δύο μπουκιές, «το Σημαδάκι μπορεί να είναι κορίτσι...». Ο Κρίστιαν περνάει το χέρι μέσα από τα μαλλιά του. «Δύο γυναίκες, ε;» Πανικός περνάει σαν αστραπή από το πρόσωπό του, και το σκοτεινό ύφος του εξαφανίζεται. Ω, γαμώτο... «Έχεις καμιά προτίμηση;» «Προτίμηση;» «Αγόρι ή κορίτσι;»
Σκυθρωπιάζει. «Γερό να ’ναι...» λέει ήρεμα, ολοφάνερα αμήχανος από την ερώτηση. «Φάε!» μου πετάει απότομα, και ξέρω πως προσπαθεί να αποφύγει το θέμα. «Τρώω, τρώω... Χριστέ αρπάζεσαι, Γκρέυ!»
μου,
μην
Τον παρακολουθώ προσεκτικά. Οι γωνίες των ματιών του είναι ζαρωμένες από ανησυχία. Είπε ότι θα προσπαθήσει, αλλά ξέρω πως είναι ακόμα φρικαρισμένος με το μωρό. Ω Κρίστιαν, το ίδιο κι εγώ. Κάθεται στην πολυθρόνα δίπλα μου και παίρνει τους Seattle Times. «Μπήκατε πάλι στην εφημερίδα, κυρία Γκρέυ...» Ο τόνος του είναι πικρός. «Πάλι;»
«Οι καλαμαράδες αναμασούν τη χτεσινή ιστορία, αλλά φαίνεται σωστά τεκμηριωμένη. Θες να τη διαβάσεις;» Γνέφω αρνητικά. «Διάβασέ μου την. Τρώω». Χαμογελάει αχνά και αρχίζει να διαβάζει δυνατά το άρθρο. Είναι ένα ρεπορτάζ για τον Τζακ και την Ελίζαμπεθ, που τους παρουσιάζει σαν μοντέρνους Μπόννι και Κλάιντ. Καλύπτει εν συντομία την απαγωγή της Μία, την ανάμειξή μου στη διάσωση της Μία και το γεγονός ότι κι εγώ και ο Τζακ νοσηλευόμαστε στο ίδιο νοσοκομείο. Πού τις βρίσκει ο Τύπος όλες αυτές τις πληροφορίες; Πρέπει να ρωτήσω την Κέιτ.
Όταν ο Κρίστιαν τελειώνει, του λέω: «Σε παρακαλώ, διάβασέ μου κάτι άλλο... Μ’ αρέσει να σ’ ακούω». Μου κάνει τη χάρη και μου διαβάζει ένα ρεπορτάζ για μια ανθούσα επιχείρηση μπέιγκελ και για το γεγονός ότι η Boeing αναγκάστηκε να ακυρώσει το λανσάρισμα ενός αεροπλάνου. Κατσουφιάζει διαβάζοντας. Αλλά ο ήχος της καθησυχαστικής φωνής του όσο τρώω, η αίσθηση της ασφάλειας από το γεγονός πως εγώ είμαι καλά, η Μία είναι καλά και το Μικρούλι μου Σημάδι είναι καλά μου χαρίζουν μια πολύτιμη στιγμή γαλήνης, παρά τα όσα συνέβησαν τις τελευταίες μέρες. Καταλαβαίνω πως ο Κρίστιαν φοβάται για το μωρό, αλλά δεν καταλαβαίνω το βάθος
του φόβου του. Αποφασίζω να του μιλήσω λίγο ακόμα γι’ αυτό το θέμα. Να δω αν μπορώ να τον ηρεμήσω. Αυτό που με μπερδεύει είναι πως δεν του έλειψαν τα θετικά πρότυπα γονιών. Τόσο η Γκρέις όσο και ο Κάρρικ είναι υποδειγματικοί γονείς. Ή έτσι φαίνονται. Ίσως ήταν η παρέμβαση της Σπασαρχίδως που του έκανε τόσο μεγάλη ζημιά. Έτσι θέλω να πιστεύω. Στην πραγματικότητα όμως νομίζω πως όλα ανάγονται στη βιολογική του μητέρα, αν και είμαι σίγουρη πως η κυρία Ρόμπινσον δε βοήθησε. Βάζω φρένο στις σκέψεις μου καθώς ψιλοθυμάμαι έναν χαμηλόφωνο διάλογο. Να πάρει! Περιφέρεται στις παρυφές της μνήμης μου από τότε που ήμουν αναίσθητη. Ο Κρίστιαν να μιλάει με την Γκρέις. Διαλύεται στις σκιές του μυαλού μου. Ω, είναι τόσο εκνευριστικό.
Αναρωτιέμαι αν θα μου πει ποτέ με τη θέλησή του ο Κρίστιαν τον λόγο για τον οποίο πήγε να τη δει ή θα πρέπει να τον πιέσω. Ετοιμάζομαι να ρωτήσω, όταν ακούγεται ένα χτύπημα στην πόρτα. Ο ντετέκτιβ Κλαρκ μπαίνει με απολογητικό ύφος στο δωμάτιο. Δικαίως έχει τέτοιο ύφος η καρδιά μου σφίγγεται όταν τον βλέπω. «Κύριε Γκρέυ, κυρία Γκρέυ... Διακόπτω;» « Ναι! » πετάει απότομα ο Κρίστιαν. Ο Κλαρκ τον αγνοεί. «Χαίρομαι που σας βλέπω ξύπνια, κυρία Γκρέυ. Πρέπει να σας κάνω μερικές ερωτήσεις για την Πέμπτη το απόγευμα. Απλή ρουτίνα. Είναι κατάλληλη η ώρα;»
«Ασφαλώς...» μουρμουρίζω, όμως δε θέλω να ξαναζήσω τα γεγονότα της Πέμπτης. «Η γυναίκα μου πρέπει να αναπαυτεί!» αρπάζεται ο Κρίστιαν. «Θα είμαι σύντομος, κύριε Γκρέυ. Κι αυτό σημαίνει ότι πολύ γρήγορα δε θα σας είμαι πλέον φόρτωμα». Ο Κρίστιαν σηκώνεται και προσφέρει στον Κλαρκ την καρέκλα του, μετά κάθεται στο κρεβάτι δίπλα μου, μου πιάνει το χέρι και το ζουλάει καθησυχαστικά. ΕΠΕΙΤΑ ΑΠΟ ΜΙΣΗ ΩΡΑ ο Κλαρκ έχει τελειώσει. Δεν έχω μάθει τίποτα καινούριο, αλλά του έχω διηγηθεί τα γεγονότα της Πέμπτης με διακεκομμένη, ήρεμη φωνή, παρακολουθώντας τον Κρίστιαν να
χλωμιάζει και να μορφάζει σε κάποια σημεία. «Μακάρι να είχες σημαδέψει ψηλότερα...» μουρμουρίζει ο Κρίστιαν. «Μπορεί να είχε προσφέρει έργο στο γυναικείο φύλο αν το είχε κάνει» συμφωνεί ο Κλαρκ. Ορίστε; «Σας ευχαριστώ, κυρία Γκρέυ. Αυτά προς το παρόν». «Δε θα τον ξαναφήσετε ελεύθερο, ε;» «Δε νομίζω πως θα πετύχει προσωρινή αποφυλάκιση αυτήν τη φορά, κυρία μου».
«Ξέρουμε ποιος του πλήρωσε εγγύηση;» ρωτάει ο Κρίστιαν.
την
«Όχι, κύριε. Ήταν εμπιστευτικό». Ο Κρίστιαν σκυθρωπιάζει, όμως είμαι σίγουρη πως έχει τις υποψίες του. Ο Κλαρκ σηκώνεται να φύγει ακριβώς τη στιγμή που η δόκτωρ Σινγκ και δύο ειδικευόμενοι μπαίνουν στο δωμάτιο. ΕΠΕΙΤΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΕΝΔΕΛΕΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗ, η δόκτωρ Σινγκ με ανακηρύσσει ικανή να γυρίσω πίσω στο σπίτι. Ο Κρίστιαν ξεφυσάει με ανακούφιση. «Κυρία Γκρέυ, θα πρέπει να έχετε τον νου σας για επιδεινούμενες κεφαλαλγίες και θόλωση της όρασης. Αν συμβεί αυτό,
πρέπει να επιστρέψετε νοσοκομείο».
αμέσως
στο
Γνέφω καταφατικά, προσπαθώντας να συγκρατήσω την αγαλλίασή μου που θα πάω στο σπίτι. Την ώρα που η δόκτωρ Σινγκ φεύγει, ο Κρίστιαν ζητάει να της πει δυο λόγια στον διάδρομο. Της κάνει μια ερώτηση κρατώντας την πόρτα μισάνοιχτη. Η γιατρός χαμογελάει. «Μάλιστα, κύριε Γκρέυ. Δεν υπάρχει πρόβλημα...» Ο Κρίστιαν χαμογελάει και επιστρέφει στο δωμάτιο πιο χαρούμενος. «Τι τη ρώτησες;»
«Για το σεξ...» απαντάει χαμογελώντας πονηρά. Ω... Κοκκινίζω. «Και;» «Είσαι έτοιμη υπομειδιώντας.
για
δράση...»
λέει
Ω! «Έχω πονοκέφαλο...» Ανταποδίδω το χαμόγελο. «Το ξέρω. Θα είσαι εκτός ορίων για λίγο. Ήθελα απλώς να ελέγξω». Εκτός ορίων; Κατσουφιάζω με τη στιγμιαία σουβλιά απογοήτευσης που νιώθω. Δεν είμαι σίγουρη πως θέλω να είμαι εκτός ορίων.
Η νοσοκόμα Νόρα έρχεται να μου αφαιρέσει τον ορό. Αγριοκοιτάζει τον Κρίστιαν. Νομίζω πως είναι από τις λίγες γυναίκες που έχω γνωρίσει οι οποίες δεν επηρεάζονται από τη γοητεία του. Την ευχαριστώ και φεύγει με το στατό του ορού μου. «Να σε πάω σπίτι;» ρωτάει ο Κρίστιαν. «Θα ήθελα να δω πρώτα τον Ρέυ». «Φυσικά». «Ξέρει για το μωρό;» «Σκέφτηκα ότι θα ήθελες να του το πεις εσύ. Ούτε στη μαμά σου το είπα».
«Ευχαριστώ!» Χαμογελάω με ευγνωμοσύνη που δε μου χάλασε την έκπληξη. «Η μαμά μου το ξέρει» προσθέτει ο Κρίστιαν. « Είδε το διάγραμμά σου. Το είπα στον μπαμπά μου, αλλά σε κανέναν άλλο. Η μαμά είπε πως τα ζευγάρια συνήθους περιμένουν περίπου δώδεκα εβδομάδες... Για να είναι σίγουροι». Ανασηκώνει τους ώμους του. «Δεν ξέρω αν είμαι έτοιμη να το πω στον Ρέυ». «Πρέπει να σε προειδοποιήσω πως είναι έξαλλος. Είπε ότι πρέπει να σ’ τις βρέξω». Ορίστε;
Ο Κρίστιαν γελάει με το τρομαγμένο ύφος μου. «Του είπα πως είμαι πρόθυμος να του κάνω το χατίρι...» «Ψέματα...» λέω με κομμένη την ανάσα, αν και η ηχώ μιας ψιθυριστής συζήτησης βασανίζει τη μνήμη μου. Ναι - ο Ρέυ είχε έρθει όσο ήμουν αναίσθητη. Μου κλείνει το μάτι. «Να... Ο Τέυλορ σου αγόρασε μερικά καθαρά ρούχα. Θα σε βοηθήσω να ντυθείς». ΟΠΩΣ ΠΡΟΕΒΛΕΨΕ Ο ΚΡΙΣΤΙΑΝ, ο Ρέυ είναι θηρίο. Δεν τον θυμάμαι ποτέ τόσο έξαλλο. Ο Κρίστιαν αποφάσισε συνετά να μας αφήσει μόνους. Αν και λιγομίλητος, ο Ρέυ με περνάει γενεές δεκατέσσερις, κατσαδιάζοντάς με για την ανεύθυνη
συμπεριφορά μου. Είμαι ξανά δώδεκα χρόνων. Ω μπαμπά, σε παρακαλώ ηρέμησε. Η πίεσή σου δεν το αντέχει. «Και είχα να τα βγάλω πέρα και με τη μητέρα σου!» γκρινιάζει, ανεμίζοντας με απόγνωση και τα δυο του χέρια. «Μπαμπά, λυπάμαι...» «Και ο καημένος ο Κρίστιαν... Δεν τον έχω ξαναδεί έτσι. Γέρασε. Και οι δύο γεράσαμε πολλά χρόνια τις δύο τελευταίες μέρες!» «Ρέυ, λυπάμαι...»
«Η μητέρα σου περιμένει να της τηλεφωνήσεις» λέει, με πιο μετρημένο τόνο. Τον φιλάω στο μάγουλο. Επιτέλους μαλακώνει, σταματώντας τον εξάψαλμο. «Θα την πάρω. Στ’ αλήθεια λυπάμαι... Σ’ ευχαριστώ πάντως που μ’ έμαθες να ρίχνω με όπλο». Προς στιγμήν με κοιτάζει με πατρική περηφάνια που δύσκολα κρύβεται. «Χαίρομαι που ξέρεις καλό σημάδι...» αποκρίνεται με τραχιά φωνή. «Τώρα πήγαινε σπίτι σου να ξεκουραστείς λίγο». «Φαίνεσαι καλά, μπαμπά». Θέλω να αλλάξω θέμα.
«Εσύ φαίνεσαι χλωμή...» Ο φόβος του είναι ξαφνικά εμφανής και το βλέμμα του είναι ίδιο με το χτεσινό του Κρίστιαν. Τον πιάνω από το χέρι. «Είμαι καλά. Υπόσχομαι να μην ξανακάνω τέτοιο πράγμα». Μου ζουλάει το χέρι και με τραβάει στην αγκαλιά του. «Αν πάθαινες τίποτα...» λέει με χαμηλή, βραχνή φωνή. Δάκρυα τσούζουν τα μάτια μου. Δε με έχει συνηθίσει σε συναισθηματικές εκδηλώσεις ο πατριός μου. «Μπαμπά, καλά είμαι. Δεν έχω τίποτα που δε γιατρεύεται με ένα ζεστό ντους...» ΦΕΥΓΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΙΣΩ ΠΟΡΤΑ του νοσοκομείου, για να αποφύγουμε τους
παπαράτσι που είναι συγκεντρωμένοι στην είσοδο. Ο Τέυλορ μας οδηγεί στο SUV που περιμένει. Ο Κρίστιαν είναι σιωπηλός όσο ο Σόγερ μάς πηγαίνει στο σπίτι. Αποφεύγω το βλέμμα του Σόγερ στον καθρέφτη. Ντρέπομαι, επειδή την τελευταία φορά που τον είδα ήταν στην τράπεζα, όταν την κοπάνησα. Τηλεφωνώ στη μαμά μου, που κλαίει με λυγμούς χωρίς σταματημό. Μου παίρνει σχεδόν όλη τη διαδρομή έως το σπίτι ώσπου να την ηρεμήσω, αλλά το καταφέρνω, όταν της υπόσχομαι πως θα την επισκεφθούμε σύντομα. Σε όλη τη διάρκεια της συζήτησης μαζί της ο Κρίστιαν μού κρατάει το χέρι, περνώντας απαλά τον αντίχειρά του πάνω από τις αρθρώσεις μου. Είναι νευρικός... Κάτι έχει συμβεί.
«Τι συμβαίνει;» ρωτάω όταν απελευθερώνομαι τελικά από τη μητέρα μου. «Θέλει να με δει ο Γουέλτς». «Ο Γουέλτς; Γιατί;» «Κάτι βρήκε για κείνο τον γαμιόλη τον Χάυντ...» Το χείλος του Κρίστιαν στραβώνει αποκαλύπτοντας τα δόντια του, κι ένα ρίγος φόβου με διαπερνάει. «Δεν ήθελε να μου το πει από το τηλέφωνο». «Ω...» «Έρχεται το απόγευμα από το Ντιτρόιτ». «Λες να βρήκε κάποια σύνδεση;» Ο Κρίστιαν γνέφει καταφατικά.
«Τι λες να είναι;» «Δεν έχω ιδέα...» Ο Κρίστιαν ζαρώνει το μέτωπο απορημένος. Ο Τέυλορ μπαίνει στο γκαράζ του Εσκάλα και σταματάει δίπλα στο ασανσέρ, για να βγούμε προτού παρκάρει. Στο γκαράζ μπορούμε να αποφύγουμε τους φωτογράφους που περιμένουν. Ο Κρίστιαν με βοηθάει να βγω από το αυτοκίνητο. Έχοντας το χέρι του γύρω από τη μέση μου, με οδηγεί στο ασανσέρ, που περιμένει. «Χαίρεσαι που είσαι σπίτι;» ρωτάει. «Ναι...» απαντάω χαμηλόφωνα. Τώρα όμως που στέκομαι στο γνωστό περιβάλλον του ασανσέρ, το μέγεθος αυτών που πέρασα με σαρώνει και με πιάνει τρέμουλο.
«Ά...» Ο Κρίστιαν τυλίγει τα χέρια γύρω μου και με τραβάει κοντά του. «Είσαι σπίτι. Είσαι ασφαλής» λέει φιλώντας με στα μαλλιά. «Ω Κρίστιαν...»Ένα φράγμα, που δεν ήξερα καν ότι υπήρχε, σπάει, και αρχίζω να κλαίω με αναφιλητά. «Σώπα τώρα...» ψιθυρίζει ο Κρίστιαν κρατώντας το κεφάλι μου επάνω στο στήθος του. Είναι πολύ αργά όμως. Κλαίω συντετριμμένη επάνω στο μπλουζάκι του καθώς θυμάμαι την άγρια επίθεση του Τζακ -Αυτή είναι για την ΑΕΣ, γαμημένη τσούλα!-, το ψέμα που είπα στον Κρίστιαν ότι τον εγκαταλείπω -Με εγκαταλείπεις;και τον φόβο μου, τον βαθύ φόβο μου για τη
Μία, τον εαυτό μου και το Μικρούλι Σημάδι. Όταν οι πόρτες του ασανσέρ ανοίγουν, ο Κρίστιαν με σηκώνει σαν παιδάκι και με κουβαλάει στον προθάλαμο. Τυλίγω τα χέρια γύρω από τον λαιμό του και κρεμιέμαι πάνω του, μοιρολογώντας σιωπηλά. Με κουβαλάει έως το μπάνιο μας και με αφήνει μαλακά σε μια καρέκλα. «Μπάνιο;» ρωτάει.
Κουνάω αρνητικά το κεφάλι. Όχι... Όχι... Όχι σαν τη Λέιλα. «Ντους;» Η φωνή του βγαίνει πνιχτή από ανησυχία. Γνέφω καταφατικά μέσα από τα δάκρυά μου. Θέλω να ξεπλύνω τη βρομιά των τελευταίων ημερών, να ξεπλύνω την ανάμνηση της επίθεσης του Τζακ. Άπληστη τσούλα. Κλαίω με λυγμούς μέσα στα χέρια μου, ενώ ο ήχος του νερού που τρέχει από το ντους αντηχεί στους τοίχους. «Ει ...» λέει μουρμουριστά ο Κρίστιαν. Γονατίζοντας μπροστά μου, τραβάει τα χέρια μου μακριά από τα μουσκεμένα μου μάγουλα και πιάνει το πρόσωπό μου.
Τον κοιτάζω ανοιγοκλείνοντας τα μάτια για να διώξω τα δάκρυα. «Είσαι ασφαλής. Και ασφαλείς...» ψιθυρίζει.
οι
δύο
είστε
Το Σημαδάκι κι εγώ. Τα μάτια μου γεμίζουν και πάλι δάκρυα. «Σταμάτα τώρα. Δεν το αντέχω να κλαις...» Η φωνή του είναι τραχιά. Οι αντίχειρές του μου σκουπίζουν τα μάγουλα, αλλά τα δάκρυά μου συνεχίζουν να κυλούν. «Λυπάμαι, Κρίστιαν... Λυπάμαι για όλα. Που σ’ έκανα να ανησυχήσεις, που τα διακινδύνευσα όλα για τα πράγματα που είπα».
«Σώπα, μωρό μου, σε παρακαλώ...» Με φιλάει στο μέτωπο. «Λυπάμαι. Ποτέ δε φταίει μόνο ο ένας, Ανά». Μου χαμογελάει στραβά. «Έτσι λέει πάντα η μαμά μου... Είπα κι έκανα πράγματα για τα οποία δεν είμαι περήφανος». Τα γκρίζα του μάτια είναι μελαγχολικά, μετανιωμένα. «Έλα να σε γδύσουμε...» Η φωνή του είναι απαλή. Σκουπίζω τη μύτη μου με την ανάστροφη της παλάμης μου, και με φιλάει πάλι στο μέτωπο. Με γδύνει στα γρήγορα, προσέχοντας ιδιαίτερα καθώς τραβάει το μπλουζάκι πάνω από το κεφάλι μου. Αλλά το κεφάλι μου δε με πονάει πολύ. Οδηγώντας με στο ντους, βγάζει τα ρούχα του σε χρόνο ρεκόρ και μπαίνει κάτω από το ευχάριστα ζεστό νερό μαζί μου. Με τραβάει στην αγκαλιά
του και με κρατάει, με κρατάει πολλή ώρα, ενώ το νερό πέφτει ορμητικά επάνω μας, γαληνεύοντάς μας και τους δύο. Με αφήνει να κλάψω στο στήθος του. Πότε πότε μου φιλάει τα μαλλιά, αλλά δε με αφήνει, απλώς με λικνίζει μαλακά κάτω από το ζεστό νερό. Αισθάνομαι το δέρμα του επάνω στο δικό μου, τις τρίχες του στήθους του στο μάγούλό μου, αυτού του άντρα που αγαπάω, αυτού του όμορφου άντρα που αμφιβάλλει για τον εαυτό του, του άντρα που θα μπορούσα να έχω χάσει λόγω της δικής μου απερισκεψίας... Η σκέψη με κάνει να νιώθω άδεια και να πονάω, αλλά ταυτόχρονα είμαι ευγνώμων που είναι εδώ, που είναι ακόμα εδώ — παρά τα όσα έγιναν. Έχει να δώσει μερικές εξηγήσεις. Αλλά αυτήν τη στιγμή θέλω να απολαύσω την
αίσθηση των παρηγορητικών, προστατευτικών μπράτσων του γύρω μου. Και τότε είναι που μου έρχεται στον νου η σκέψη* οποιαδήποτε εξήγηση εκ μέρους του πρέπει να έρθει από τον ίδιο. Δεν μπορώ να τον αναγκάσω πρέπει να θέλει να μου πει. Δε θα παίξω τον ρόλο της γκρινιάρας συζύγου που προσπαθεί συνεχώς να εκμαιεύει πληροφορίες από τον άντρα της. Είναι εξαντλητικό. Το ξέρω πως με αγαπάει. Ξέρω πως με αγαπάει περισσότερο απ’ όσο αγάπησε ποτέ οποιονδήποτε, και προς το παρόν αυτό φτάνει. Η συνειδητοποίηση είναι λυτρωτική. Σταματάω να κλαίω και κάνω ένα βήμα πίσω. «Καλύτερα;» ρωτάει. Γνέφω καταφατικά.
«Ωραία. Για να σε κοιτάξω...» λέει, και προς στιγμήν δεν ξέρω τι εννοεί. Αλλά με πιάνει από το χέρι και εξετάζει το μπράτσο επάνω στο οποίο έπεσα όταν με χτύπησε ο Τζακ έχω μελανιές στον ώμο και γρατζουνιές στον αγκώνα και στον καρπό. Τις φιλάει μία μία. Αρπάζει ένα σφουγγάρι και το αφρόλουτρο από το ράφι και η γλυκιά, οικεία μυρωδιά του γιασεμιού γεμίζει τα ρουθούνια μου. «Γύρνα...» Αρχίζει να πλένει μαλακά το τραυματισμένο μπράτσο μου, ύστερα τον αυχένα, τους ώμους, την πλάτη και το άλλο μου μπράτσο. Με γυρίζει στο πλάι και περνάει τα μακριά του δάχτυλα πάνω από το πλευρό μου, και μορφάζω όταν γλιστρούν πάνω από τη μεγάλη μελανιά στον γοφό μου. Τα μάτια του Κρίστιαν
σκληραίνουν και τα χείλη του λεπταίνουν. Ο θυμός του είναι χειροπιαστός καθώς συρίζει μέσα από τα δόντια του. «Δεν πονάει...» τραυλίζω για να τον καθησυχάσω. Γκρίζα μάτια που πετούν φωτιές συναντούν τα δικά μου. «Θέλω να τον σκοτώσω! Παραλίγο να το κάνω...» λέει αινιγματικά. Συνοφρυώνομαι, μετά ανατριχιάζω από τη ζοφερή του έκφραση. Ρίχνει κι άλλο αφρόλουτρο στο σφουγγάρι και, τρυφερά, απαλά, μου πλένει το πλευρό και τους γλουτούς. Ύστερα, γονατίζοντας, κατεβαίνει στα πόδια μου. Σταματάει για να εξετάσει το γόνατό μου. Τα χείλη του περνούν ξυστά πάνω από τη μελανιά και μετά επιστρέφει στο πλύσιμο των ποδιών
μου. Σκύβω και του χαϊδεύω το κεφάλι, περνώντας τα δάχτυλά μου μέσα από τα βρεγμένα μαλλιά του. Σηκώνεται, και τα δάχτυλά του ακολουθούν το περίγραμμα της μελανιάς στο πλευρό μου, εκεί όπου με κλότσησε ο Τζακ. «Ω μωρό μου...» αναστενάζει, και η φωνή του είναι γεμάτη αγωνία, τα μάτια του σκοτεινά από οργή. «Εντάξει είμαι...» Τραβάω το κεφάλι του κοντά στο δικό μου και φιλάω τα χείλη του. Διστάζει να ανταποκριθεί, αλλά όταν οι γλώσσες μας συναντιούνται, το κορμί του αναδεύεται πάνω στο δικό μου.
«Όχι.. .» λέει σιγανά επάνω στα χείλη μου και τραβιέται. «Έλα να σε καθαρίσουμε». Το πρόσωπό του είναι σοβαρό. Να πάρει... Το εννοεί. Στραβομουτσουνιάζω, και η ατμόσφαιρα ανάμεσά μας ελαφραίνει στο λεπτό. Χαμογελάει και μου δίνει ένα σύντομο φιλί. «Καθαρή!» λέει με έμφαση. «Όχι βρόμικη». «Μ’ αρέσουν τα βρόμικα...» «Και μένα, κυρία Γκρέυ. Όχι τώρα όμως, όχι εδώ». Αρπάζει το σαμπουάν, και πριν προλάβω να τον πείσω για το αντίθετο, αρχίζει να μου λούζει τα μαλλιά. ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ ΚΑΙ ΜΕΝΑ το καθαρό. Αισθάνομαι ανανεωμένη και
αναζωογονημένη και δεν ξέρω αν είναι από το ντους, το κλάμα ή την απόφασή μου να πάψω να πρήζω τον Κρίστιαν για τα πάντα. Με τυλίγει σε μια μεγάλη πετσέτα και δένει άλλη μία γύρω από τους γοφούς του. Ταμπονάρω προσεκτικά τα μαλλιά μου. Το κεφάλι μου πονάει, αλλά είναι ένας βουβός, επίμονος πόνος, με τον οποίο τα βγάζω πέρα σχετικά εύκολα. Έχω μερικά παυσίπονα από τη δόκτορα Σινγκ, αλλά μου ζήτησε να μην τα χρησιμοποιήσω αν δεν είναι ανάγκη. Όσο στεγνώνω τα μαλλιά μου, σκέφτομαι την Ελίζαμπεθ. «Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω τι δουλειά είχε η Ελίζαμπεθ με τον Τζακ». «Εγώ καταλαβαίνω...» βλοσυρά ο Κρίστιαν.
μουρμουρίζει
Αυτό είναι νέο. Τον στραβοκοιτάζω, αλλά η προσοχή μου αποσπάται. Σκουπίζει τα μαλλιά του με μια πετσέτα, ενώ το στήθος και οι ώμοι του είναι ακόμα βρεγμένοι, με στάλες νερού που στραφταλίζουν κάτω από τις λάμπες αλογόνου. Σταματάει και χαμογελάει αχνά. «Απολαμβάνεις τη θέα;» «Πού το ξέρεις;» ρωτάω, προσπαθώντας να αγνοήσω το γεγονός ότι πιάστηκα να καρφώνω με το βλέμμα τον ίδιο μου τον άντρα. «Πως απολαμβάνεις τη θέα;» με πειράζει. «Όχι!» τον Ελίζαμπεθ».
αποπαίρνω.
«Για
την
«Ο ντετέκτιβ Κλαρκ το υπαινίχθηκε». Τον κοιτάζω με ύφος που λέει «Πες μου κι άλλα», και ακόμα μία οχληρή ανάμνηση από τότε που ήμουν αναίσθητη ανεβαίνει στην επιφάνεια. Ο Κλαρκ είχε έρθει στο δωμάτιο. Μακάρι να μπορούσα να θυμηθώ τι είπε. «Ο Χάυντ είχε βίντεο. Βίντεο απ’ όλες τους. Σε διάφορα φλασάκια USB ». Ορίστε; Συνοφρυώνομαι, και το δέρμα μου στο μέτωπό μου σφίγγεται. «Βίντεο που τον δείχνουν να την πηδάει και να πηδάει όλες τις προσωπικές του βοηθούς». Ω! «Ακριβώς. Υλικό για εκβιασμούς. Του αρέσουν τα άγρια...» Ο Κρίστιαν κατσουφιάζει, και βλέπω να
ζωγραφίζεται σύγχυση στο πρόσωπό του, συνοδευόμενη από αηδία. Χλωμιάζει καθώς η αηδία του μετατρέπεται σε αυτοαπέχθεια. Φυσικά και στον Κρίστιαν αρέσουν τα άγρια. « Μη! » Η λέξη ξεπηδάει από το στόμα μου πριν προλάβω να τη σταματήσω. Το κατσούφιασμά του βαθαίνει. «Τι μη;» Μένει ακίνητος και με κοιτάζει με φόβο. «Δεν του μοιάζεις ούτε στο παραμικρό». Το βλέμμα του Κρίστιαν σκληραίνει, όμως δε λέει τίποτα, επιβεβαιώνοντας πως αυτό ακριβώς σκέφτεται. «Δεν του μοιάζεις!» Ο τόνος μου είναι απόλυτος.
«Είμαστε φτιαγμένοι από την ίδια στόφα». «Όχι, δεν είστε!» αντιγυρίζω απότομα, αν και καταλαβαίνω γιατί μπορεί να το πιστεύει αυτό. Ο πατέρας του σκοτώθηκε σ’ έναν καβγά σε μπαρ. Η μητέρα του μεθούσε μέχρι αναισθησίας. Όταν ήταν μικρός, άλλαζε συνεχώς θετές οικογένειες... Και εξίσου συχνά έμπλεκε σε μπελάδες. Κυρίως κλοπές αυτοκινήτων. Μπήκε ένα διάστημα σε αναμορφωτήριο. Θυμάμαι τις πληροφορίες που μας έδωσε ο Κρίστιαν όταν πετούσαμε προς το Άσπεν. «Έχετε και οι δύο ταραχώδες παρελθόν και γεννηθήκατε και οι δύο στο Ντιτρόιτ. Αυτό είναι όλο, Κρίστιαν». Ακουμπάω τις γροθιές στη μέση μου.
«Άνα, η πίστη σου σε μένα είναι συγκινητική, ειδικά υπό το φως των τελευταίων γεγονότων. Θα μάθουμε περισσότερα όταν έρθει ο Γουέλτς». Διώχνει από το μυαλό του το ζήτημα. «Κρίστιαν...» Με σταματάει με ένα φιλί. «Αρκετά...» μουρμουρίζει, και θυμάμαι την υπόσχεση που έδωσα στον εαυτό μου να μην τον κυνηγάω για πληροφορίες. «Και μη σουφρώνεις τα χείλη σου...» προσθέτει. «Έλα. Άσε με να σου στεγνώσω τα μαλλιά». Και ξέρω πως το ζήτημα έχει κλείσει.
ΑΦΟΥ ΦΟΡΑΩ ΜΙΑ ΦΟΡΜΑ κι ένα μπλουζάκι, κάθομαι ανάμεσα στα πόδια του Κρίστιαν, που μου στεγνώνει τα μαλλιά. «Σου είπε τίποτε άλλο ο Κλαρκ όσο ήμουν αναίσθητη;» «Όχι, απ’ ό,τι θυμάμαι». «Άκουσα κάποιες από τις συζητήσεις σας». Η βούρτσα μένει ακίνητη στα μαλλιά μου. «Μπα;» λέει με μια χροιά αδιαφορίας. «Ναι. Τον μπαμπά μου, τον μπαμπά σου, τον ντετέκτιβ Κλαρκ». «Και την Κέιτ;» «Είχε έρθει η Κέιτ;»
«Για λίγο, ναι. Είναι κι εκείνη έξαλλη μαζί σου». Γυρίζω και τον κοιτάζω. «Φτάνει αυτή η βλακεία όλοι είναι έξαλλοι με την Άνα! Εντάξει;» «Απλώς σου λέω την αλήθεια» αποκρίνεται ο Κρίστιαν, απορημένος με το ξέσπασμά μου. «Ναι, ήταν απερίσκεπτο. Αλλά ξέρεις, κινδύνευε η αδερφή σου». Τα μούτρα του πέφτουν. «Ναι, όντως...» Κλείνοντας το πιστολάκι, το αφήνει στο κρεβάτι δίπλα του. Μου αρπάζει το πιγούνι. «Ευχαριστώ» λέει ξαφνιάζοντάς με. «Όχι άλλες απερισκεψίες όμως. Επειδή την επόμενη φορά θα σ’ τις βρέξω για τα καλά».
Μου κόβεται η ανάσα. «Δε θα τολμήσεις...» «Θα τολμήσω». Είναι σοβαρός. Να πάρει. Απόλυτα σοβαρός. «Έχω την άδεια του πατριού σου...» αντιγυρίζει υπομειδιώντας. Με πειράζει! Ή μήπως όχι; Ορμάω επάνω του και στριφογυρίζει, με αποτέλεσμα να πέσω στο κρεβάτι και μέσα στην αγκαλιά του. Καθώς προσγειώνομαι, ο πόνος από τα πλευρά μου με διαπερνάει και μορφάζω. Ο Κρίστιαν χλωμιάζει. «Ήσυχα!» με μαλώνει, και για μια στιγμή είναι θυμωμένος. «Συγγνώμη...» ψελλίζω χαϊδεύοντάς του το μάγουλο.
Τρίβει τη μύτη του στο χέρι μου και το φιλάει απαλά. «Ειλικρινά, Άνα... Πραγματικά δε σέβεσαι καθόλου την ασφάλειά σου». Τραβάει την άκρη της μπλούζας μου, μετά ακουμπάει τα δάχτυλά του επάνω στην κοιλιά μου. Σταματάω να αναπνέω. «Δεν είσαι πια μόνη σου...» ψιθυρίζει και σέρνει τα δάχτυλά του παράλληλα με τη ζώνη της φόρμας μου, χαϊδεύοντας το δέρμα μου. Ο πόθος εκρήγνυται αναπάντεχος, καυτός και βαρύς μέσα στο αίμα μου. Μου κόβεται η ανάσα, και ο Κρίστιαν τσιτώνεται, κρατώντας ακίνητα τα δάχτυλά του και κοιτάζοντάς με. Μετά σηκώνει το χέρι του και στερεώνει μια τούφα που έχει ξεφύγει πίσω από το αυτί μου. « Όχι ...» λέει σιγανά.
Τι; «Μη με κοιτάς έτσι. Είδα τις μελανιές. Και η απάντηση είναι όχι». Η φωνή του είναι σταθερή και με φιλάει στο μέτωπο. Αναδεύομαι. «Κρίστιαν...» κλαψουρίζω. «Όχι. Πέσε στο κρεβάτι». Ανακάθεται. «Στο κρεβάτι;» «Χρειάζεσαι ξεκούραση». «Εσένα χρειάζομαι». Κλείνει τα μάτια και κουνάει το κεφάλι του σαν να δοκιμάζεται η θέλησή του. Όταν τα ξανανοίγει, το βλέμμα του λάμπει από αποφασιστικότητα.
«Κάνε αυτό που σου λένε, Άνα». Μπαίνω στον πειρασμό να βγάλω όλα μου τα ρούχα, αλλά ύστερα θυμάμαι τις μελανιές μου και ξέρω πως δεν πρόκειται να κερδίσω με αυτό τον τρόπο. Γνέφω απρόθυμα. «Εντάξει...» Του σουφρώνω επίτηδες με υπερβολικό τρόπο τα χείλη. Χαμογελάει κεφάτα. «Θα σου φέρω λίγο φαγητό...» «Θα μαγειρέψεις;» Παθαίνω πλάκα. Έχει την ευγένεια να γελάσει. «Θα ζεστάνω κάτι! Η κυρία Τζόουνς ήταν απασχολημένη».
«Κρίστιαν, θα το κάνω εγώ. Είμαι καλά. Χριστέ μου - θέλω σεξ! Οπότε μπορώ σίγουρα να μαγειρέψω». Ανακάθομαι αδέξια, προσπαθώντας να κρύψω τον πόνο από τα πλευρά μου. «Στο κρεβάτι!» Τα μάτια του Κρίστιαν αστράφτουν και δείχνει το μαξιλάρι. «Έλα κι εσύ...» μουρμουρίζω κι εύχομαι να φορούσα κάτι λίγο πιο θελκτικό από τη φόρμα και το μπλουζάκι. «Άνα, πέσε στο κρεβάτι. Τώρα!» Σκυθρωπιάζοντας, σηκώνομαι και αφήνω το παντελόνι μου να πέσει χωρίς πολλά πολλά στο πάτωμα, δίχως να σταματήσω να τον αγριοκοιτάζω. Τραβάει πίσω το
πάπλωμα, ενώ το στόμα του στραβώνει από ευθυμία. «Άκουσες τη δόκτορα Σινγκ. Ξεκούραση, είπε...» Η φωνή του είναι πιο μαλακή. Χώνομαι στο κρεβάτι και σταυρώνω εκνευρισμένη τα χέρια. «Μείνε εδώ» συμπληρώνει, διασκεδάζοντάς το ολοφάνερα. Το σκυθρώπιασμά μου γίνεται βαθύτερο. ΤΟ ΚΟΤΟΠΟΥΛΟ ΡΑΓΟΥ της κυρίας Τζόουνς είναι αναμφίβολα ένα από τα αγαπημένα μου πιάτα. Ο Κρίστιαν τρώει μαζί μου, καθισμένος σταυροπόδι στη μέση του κρεβατιού. «Ήταν πολύ καλά ζεσταμένο...» Χαμογελάω αχνά, και στραβώνει τα χείλη
του. Είμαι χορτασμένη και νυσταγμένη αυτό ήταν το σχέδιό του; «Φαίνεσαι κουρασμένη». Μαζεύει τον δίσκο μου. «Είμαι». «Ωραία. Κοιμήσου». Με φιλάει. «Έχω να κάνω λίγη δουλειά. Θα την κάνω εδώ αν δε σε πειράζει». Γνέφω καταφατικά, δίνοντας μια μάταιη μάχη με τα βλέφαρά μου... Δεν είχα ιδέα ότι το κοτόπουλο ραγού μπορούσε να γίνει τόσο εξαντλητικό. ΕΙΝΑΙ ΣΟΥΡΟΥΠΟ ΟΤΑΝ ΞΥΠΝΑΩ. Απαλό ροζ φως πλημμυρίζει το δωμάτιο. Ο Κρίστιαν κάθεται στην πολυθρόνα
παρακολουθώντας με, και τα γκρίζα μάτια του αστράφτουν στο φως του χώρου. Σφίγγει στο χέρι του μερικά χαρτιά. Το πρόσωπό του είναι κάτωχρο. Ανάθεμα! «Τι τρέχει;» ρωτάω αμέσως. Ανακάθομαι αγνοώντας τα πλευρά μου, που διαμαρτύρονται. «Μόλις έφυγε ο Γουέλτς». Ω, γαμώτο... «Και;» «Έμενα μαζί με τον γαμιόλη...» τραυλίζει. «Έμενες; Με τον Τζακ;» Γνέφει καταφατικά, ορθάνοιχτα. «Είστε συγγενείς;»
με
τα
μάτια
«Όχι. Θεούλη μου, όχι!» Μετακινούμαι και τραβάω το πάπλωμα, προσκαλώντας τον στο κρεβάτι δίπλα μου. Προς μεγάλη μου έκπληξη δε διστάζει. Πετάει τα παπούτσια του και τρυπώνει δίπλα μου. Τυλίγοντας το ένα του χέρι γύρω μου, κουλουριάζεται, ακουμπώντας το κεφάλι στον κόρφο μου. Έχω μείνει έκπληκτη. Τι είναι πάλι τούτο; «Δεν καταλαβαίνω...» ψελλίζω και περνάω τα δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά του κοιτάζοντάς τον. Ο Κρίστιαν σφαλίζει τα μάτια και ζαρώνει το μέτωπο σαν να πιέζει τον εαυτό του να θυμηθεί. «Όταν με βρήκαν με την κοκαϊνομανή πόρνη, προτού πάω να μείνω ρε τον Κάρρικ και την Γκρέις, ήμουν υπό
τη φροντίδα της Πολιτείας του Μίσιγκαν. Έμενα σε μια ανάδοχη οικογένεια. Μα δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτε από κείνη την εποχή...» Το μυαλό μου είναι σε παραζάλη. Ανάδοχη οικογένεια; Αυτό είναι καινούριο και για τους δυο μας. «Πόσο καιρό;» ψιθυρίζω. «Δύο μήνες πάνω κάτω. Δε θυμάμαι τίποτα». «Το συζήτησες με τον μπαμπά και τη μαμά σου;» «Όχι».
«Ίσως πρέπει. Μπορεί να είναι σε θέση να συμπληρώσουν τα κενά». Με σφίγγει δυνατά. «Ορίστε...» Μου δίνει τα χαρτιά, που αποδεικνύεται πως είναι δύο φωτογραφίες. Ανάβω το φως του κομοδίνου για να τις περιεργαστώ πιο προσεκτικά. Η πρώτη δείχνει ένα φτωχικό σπίτι με κίτρινη εξώπορτα κι ένα μεγάλο τριγωνικό παράθυρο στην οροφή. Έχει ισόγεια βεράντα και μια μικρή αυλή μπροστά. Ένα συνηθισμένο σπίτι. Η δεύτερη φωτογραφία δείχνει μια οικογένεια -με την πρώτη ματιά, μια συνηθισμένη εργατική οικογένεια-, έναν άντρα με τη γυναίκα του, νομίζω, και τα παιδιά τους, Οι μεγάλοι είναι και οι δύο κακοντυμένοι, με ξεθωριασμένα από το
πλύσιμο μπλε μπλουζάκια. Πρέπει να είναι γύρω στα σαράντα. Η γυναίκα έχει ξανθά μαλλιά τραβηγμένα πίσω, και ο άντρας είναι κοντοκουρεμένος, αλλά χαμογελούν και οι δύο ζεστά στον φακό. Ο άντρας έχει το χέρι τυλιγμένο γύρω από τους ώμους μιας αγέλαστης έφηβης. Κοιτάζω ένα ένα τα παιδιά: δύο αγόρια -ομοζυγωτικά δίδυμα γύρω στα δώδεκα-, και τα δύο με κατάξανθα μαλλιά, που χαμογελούν πλατιά στον φακό, υπάρχει κι ένα άλλο αγόρι μικρότερο, με πυρρόξανθα μαλλιά, κατσουφιασμένο, πίσω του κρύβεται ένα αγοράκι με χαλκόχρωμα μαλλιά και γκρίζα μάτια. Τρομαγμένο, με ορθάνοιχτα μάτια, ντυμένο με παράταιρα ρούχα, κρατάει σφιχτά μια βρόμικη παιδική κουβερτούλα.
Γαμώτο... «Αυτός είσαι εσύ...» τραυλίζω, και η καρδιά μου σκαρφαλώνει στον λαιμό μου. Ξέρω πως ο Κρίστιαν ήταν τεσσάρων χρόνων όταν πέθανε η μητέρα του, αλλά αυτό το παιδί φαίνεται πολύ μικρότερο πρέπει να ήταν σοβαρά υποσιτισμένο. Δάκρυα ανεβαίνουν στα μάτια μου και πνίγω έναν λυγμό. Ω, ο γλυκός μου Πενήντα. Ο Κρίστιαν γνέφει καταφατικά. «Αυτός είμαι εγώ». «Ο Γουέλτς φωτογραφίες;»
τις
έφερε
αυτές
τις
«Ναι. Δε θυμάμαι τίποτε απ’ αυτά...» Η φωνή του είναι άτονη, άψυχη.
«Να θυμάσαι πως είχες μείνει σε ανάδοχους γονείς; Γιατί να το θυμάσαι; Κρίστιαν, ήταν πριν από πολύ καιρό. Αυτό είναι που σε ανησυχεί;» «Θυμάμαι άλλα πράγματα, πριν και μετά. Όταν γνώρισα τη μαμά και τον μπαμπά μου. Αλλά αυτό... Είναι σαν να υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα». Η καρδιά μου σφίγγεται και ξαφνικά καταλαβαίνω. Ο αγαπημένος μου μανιακός με τον έλεγχο θέλει τα πάντα στη θέση τους. Και τώρα έμαθε πως του λείπει ένα κομμάτι του παζλ. «Ο Τζακ είναι σ’ αυτήν τη φωτογραφία;»
«Ναι. Είναι το μεγαλύτερο παιδί». Τα μάτια του Κρίστιαν είναι ακόμα σφαλιστά και κρατιέται από πάνω μου σαν να είμαι σωσίβιο. Περνάω τα δάχτυλα από τα μαλλιά του, ενώ κοιτάζω το μεγαλύτερο αγόρι, που ατενίζει επιθετικά και αλαζονικά τον φακό. Το βλέπω πως είναι ο Τζακ. Αλλά είναι απλώς ένα παιδί, ένα θλιμμένο οχτάχρονο ή εννιάχρονο αγόρι που κρύβει τον φόβο του πίσω από την έχθρα. Μου έρχεται μια σκέψη. «Όταν τηλεφώνησε ο Τζακ για να μου πει πως είχε τη Μία, είπε πως, αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά, θα μπορούσε να είναι αυτός».
Ο Κρίστιαν κλείνει τα βλέφαρα και ανατριχιάζει. «Ο καριόλης...» «Λες να τα έκανε όλα αυτά επειδή οι Γκρέυ υιοθέτησαν εσένα και όχι εκείνον;» «Ποιος ξέρει...» Ο τόνος του Κρίστιαν είναι πικρός. «Δε δίνω μία γι’ αυτόν». «Ίσως ήξερε πως βλεπόμαστε όταν πήγα σ’ εκείνη τη συνέντευξη για τη δουλειά. Ίσως σχεδίαζε εξαρχής να με ξελογιάσει...» Χολή ανεβαίνει στον λαιμό μου. «Δε νομίζω...» μουρμουρίζει ο Κρίστιαν. Τα μάτια του είναι τώρα ανοιχτά. «Οι έρευνες που έκανε για την οικογένειά μου δεν άρχισαν παρά μία περίπου εβδομάδα αφότου άρχισες να δουλεύεις στην ΑΕΣ. Ο Μπάρνυ ξέρει τις ακριβείς ημερομηνίες.
Και, Άνα, πήδηξε και βιντεοσκόπησε όλες τις βοηθούς του». Ο Κρίστιαν κλείνει τα μάτια και με σφίγγει ξανά επάνω του. Συγκρατώντας το τρέμουλο που με κυριεύει, προσπαθώ να θυμηθώ τις συζητήσεις που έκανα με τον Τζακ όταν ξεκίνησα να δουλεύω στην ΑΕΣ. Βαθιά μέσα μου ήξερα καλά πως ήταν κακά μαντάτα, όμως αγνόησα όλα μου τα ένστικτα. Ο Κρίστιαν έχει δίκιο δε με απασχολεί η προσωπική μου ασφάλεια. Θυμάμαι τον καβγά που κάναμε επειδή ήθελα να πάω στη Νέα Υόρκη με τον Τζακ. Χριστέ μου θα μπορούσα να έχω καταλήξει σε κάποια χυδαία σεξοταινία. Η σκέψη μού προκαλεί ναυτία. Κι εκείνη τη στιγμή θυμάμαι τις φωτογραφίες των υποτακτικών του που .κρατούσε ο Κρίστιαν.
Σκατά. Είμαστε φτιαγμένοι από την ίδια στόφα. Όχι, Κρίστιαν, δεν τίστε. Δεν έχεις καμία σχέση μαζί του. Είναι ακόμα κουλουριασμένος γύρω μου, σαν μικρό παιδάκι. «Κρίστιαν, νομίζω πως πρέπει να μιλήσεις στη μαμά και στον μπαμπά σου». Δε θέλω να τον μετακινήσω, κι έτσι αλλάζω στάση και χώνομαι ξανά στο κρεβάτι, ώσπου βρισκόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο. Ένα σαστισμένο γκρίζο βλέμμα συναντάει το δικό μου, θυμίζοντάς μου το παιδί της φωτογραφίας. «Άσε με να τους πάρω εγώ...» λέω χαμηλόφωνα, αλλά γνέφει αρνητικά. «Σε παρακαλώ...» τον ικετεύω.
Ο Κρίστιαν με κοιτάζει, και στο βλέμμα του καθρεφτίζεται πόνος και αμφιβολία για τον εαυτό του καθώς σκέφτεται αυτό που του ζητάω. Ω Κρίστιαν, σε παρακαλώ... «Θα τους πάρω εγώ...» ψιθυρίζει. «Ωραία... Μπορούμε να πάμε μαζί να τους δούμε ή μπορείς να πας μόνος σου. Ό,τι προτιμάς». «Όχι. Μπορούν να έρθουν εδώ». «Γιατί;» «Δε θέλω να βγεις έξω». «Κρίστιαν, είμαι σε θέση να πάω μια βόλτα με το αυτοκίνητο».
« Όχι ». Η φωνή του είναι σταθερή, αλλά μου χαμογελάει ειρωνικά. «Έτσι κι αλλιώς, είναι Σαββατόβραδο. Μάλλον θα είναι σε κάποια εκδήλωση...» «Τηλεφώνησέ τους. Αυτή η είδηση προφανώς σε αναστάτωσε/Ισως μπορέσουν να ρίξουν λίγο φως». Κοιτάζω το ραδιόφωνο-ξυπνητήρι. Είναι σχεδόν εφτά το βράδυ. Με ατενίζει απαθής για λίγο. «Εντάξει!» αποκρίνεται, λες και πρόκειται για κάποια πρόκληση. Ανασηκώνεται και παίρνει το τηλέφωνο από το κομοδίνο. Καθώς πιάνει το τηλέφωνο, τυλίγω το χέρι γύρω του και ακουμπάω το κεφάλι στο στήθος του.
«Μπαμπά;» Διακρίνω την έκπληξή του που ο Κάρρικ απάντησε. «Η Άνα είναι καλά. Είμαστε σπίτι. Ο Γουέλτς έφυγε πριν από λίγο. Βρήκε τη σύνδεση... Η ανάδοχη οικογένεια στο Ντιτρόιτ... Δε θυμάμαι τίποτε απ’ αυτά...» Η φωνή του Κρίστιαν σχεδόν δεν ακούγεται καθώς μουρμουρίζει την τελευταία πρόταση. Η καρδιά μου ξανασφίγγεται. αγκαλιάζω και μου ζουλάει τον ώμο.
Τον
«Ναι... Θα έρθετε; Θαυμάσια!» Κλείνει το τηλέφωνο. «Έρχονται!» Ακούγεται έκπληκτος, και συνειδητοποιώ πως μάλλον δεν τους ζήτησε ποτέ βοήθεια. «Ωραία. Πρέπει να ντυθώ».
Το χέρι του Κρίστιαν σφίγγεται γύρω μου. «Μη φύγεις». «Εντάξει». Φωλιάζω πάλι δίπλα του, έκπληκτη από το γεγονός ότι τώρα δα μου είπε τόσο πολλά για τον εαυτό του εντελώς εθελοντικά. ΣΤΕΚΟΜΑΣΤΕ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ του μεγάλου δωματίου, και η Γκρέις με παίρνει τρυφερά στην αγκαλιά της. «Άνα, Άνα, αγαπημένη μου Άνα...» ψιθυρίζει. «Έσωσες δύο από τα παιδιά μου. Πώς να σε ευχαριστήσω;» Κοκκινίζω, συγκινημένη όσο και αμήχανη από τα λόγια της. Ο Κάρρικ με αγκαλιάζει κι αυτός, φιλώντας με στο μέτωπο. Ύστερα με αρπάζει η Μία. Μου συνθλίβει τα
πλευρά, κι εγώ μορφάζω και μου κόβεται η ανάσα, αλλά δεν το προσέχει. «Σ’ ευχαριστώ που μ’ έσωσες από κείνους τους λεχρίτες! » Ο Κρίστιαν τη στραβοκοιτάζει. «Πρόσεχε. Πονάει!» «Ω... Συγγνώμη». «Καλά είμαι..,» μουρμουρίζω ανακουφισμένη όταν με αφήνει. Δείχνει μια χαρά. Άψογα ντυμένη, με κολλητό μαύρο τζιν και μια απαλή ροζ μπλούζα με βολάν. Χαίρομαι που φοράω το άνετο κρουαζέ φόρεμά μου και ίσια παπούτσια. Τουλάχιστον φαίνομαι σχετικά ευπαρουσίαστη.
Τρέχοντας προς το μέρος του Κρίστιαν, η Μία τυλίγει το μπράτσο γύρω από τη μέση του. Χωρίς να πει λέξη, ο Κρίστιαν δίνει τη φωτογραφία στην Γκρέις, που αναγνωρίζει αμέσως τον Κρίστιαν και αφήνει μια άναρθρη κραυγή, φέρνοντας το χέρι στο στόμα για να συγκρατήσει τη συγκίνησή της. Ο Κάρρικ βάζει το χέρι γύρω από τους ώμους της, εξετάζοντας κι αυτός τη φωτογραφία. «Ω χρυσό μου...» Η Γκρέις χαϊδεύει το μάγουλο του Κρίστιαν. Εμφανίζεται ο Τέυλορ. «Κύριε Γκρέυ; Η δεσποινίς Κάβανο, ο αδερφός της και ο αδερφός σας ανεβαίνουν επάνω, κύριε».
Ο Κρίστιαν συνοφρυώνεται. «Ευχαριστώ, Τέυλορ...» μουρμουρίζει απορημένος. «Πήρα τον Έλλιοτ και του είπα πως θα ερχόμασταν!» Η Μία χαμογελάει πλατιά. «Είναι πάρτι για να γιορτάσουμε την επιστροφή σας σπίτι». Κρυφοκοιτάζω με συμπόνια τον καημένο τον άντρα μου, ενώ τόσο η Γκρέις όσο και ο Κάρρικ κοιτάζουν τη Μία εκνευρισμένοι. «Καλύτερα να πάμε να ετοιμάσουμε λίγο φαγητό» ανακοινώνω. «Μία, θα με βοηθήσεις;» «Μετά χαράς!»
Την οδηγώ προς τον χώρο της κουζίνας, ενώ ο Κρίστιαν παίρνει τους γονείς του στο γραφείο του. Η ΚΕΙΤ ΞΕΧΕΙΛΙΖΕΙ από ιερή αγανάκτηση, που έχει στόχο εμένα και τον Κρίστιαν, αλλά κυρίως τον Τζακ και την Ελίζαμπεθ. «Πώς σου ήρθε να το κάνεις αυτό, Άνα;» φωνάζει κι έρχεται να σταθεί μπροστά μου στην κουζίνα, κάνοντας όλα τα βλέμματα στο δωμάτιο να στραφούν επάνω μας. «Κέιτ, σε παρακαλώ... Το ίδιο κήρυγμα μου έκαναν όλοι!» αντιγυρίζω με αγριοκοιτάζει, και προς στιγμήν νομίζω πως θα υποβληθώ σε μια διάλεξη της Κάθριν Κάβανο με θέμα «Πώς να μην ενδίδετε σε εκβιαστές», αλλά αντί γι’ αυτό, με σφίγγει στην αγκαλιά της.
«Χριστέ μου μερικές φορές έχεις τα μυαλά πάνω από το κεφάλι σου, Στιλ...» ψιθυρίζει. Με φιλάει στο μάγουλο, και στα μάτια της λιμνάζουν δάκρυα. Κέιτ! «Ανησυχούσα τόσο πολύ για σένα...» «Μην κλαις. Θα με κάνεις να τα μπήξω κι εγώ...» Κάνει ένα βήμα πίσω και σκουπίζει τα μάτια της αμήχανη, ύστερα παίρνει βαθιά ανάσα και ξαναβρίσκει την αυτοκυριαρχία της. «Για να πούμε κάτι πιο ευχάριστο, ορίσαμε ημερομηνία γάμου. Λέμε για τον επόμενο Μάιο. Και φυσικά σε θέλω για κουμπάρα». «Ω Κέιτ... Ποπό... Συγχαρητήρια!» Να πάρει το Μικρούλι Σημάδι... Ο Τζούνιορ!
«Τι συμβαίνει;» λέει, παρεξηγώντας τον πανικό μου. «Εεε... Απλώς χαίρομαι πάρα πολύ για σένα. Επιτέλους ένα καλό νέο, έτσι για αλλαγή». Την αγκαλιάζω και τη σφίγγω. Σκατά, σκατά, σκατά! Πότε θα γεννηθεί το Σημαδάκι; Υπολογίζω νοερά την ημερομηνία που θα γεννήσω. Η δόκτωρ Γκριν είπε πως ήμουν τεσσάρων ή πέντε εβδομάδων. Άρα κάποια στιγμή τον Μάιο; Σκατά! Ο Έλλιοτ μου δίνει ένα ποτήρι σαμπάνια. Ω, γαμώτο...
Ο Κρίστιαν εμφανίζεται από το γραφείο του δείχνοντας πελιδνός και ακολουθεί τους γονείς του στο μεγάλο δωμάτιο. Οι κόρες των ματιών του διαστέλλονται όταν βλέπει το ποτήρι στο χέρι μου. «Κέιτ» τη χαιρετάει ψυχρά. «Κρίστιαν». Είναι εξίσου ψυχρή. Αναστενάζω. «Τα φάρμακά σας, κυρία Γκρέυ». Κοιτάζει το ποτήρι στο χέρι μου. Στενεύω τα μάτια. Γαμώτο μου. Θέλω ένα ποτό. Η Γκρέις έρχεται στην κουζίνα και χαμογελάει, παίρνοντας καθ’ οδόν ένα ποτήρι από τον Έλλιοτ.
«Μια γουλιά δεν κάνει κακό...» ψιθυρίζει κλείνοντάς μου συνωμοτικά το μάτι και σηκώνει το ποτήρι της για να το τσουγκρίσει με το δικό μου. Ο Κρίστιαν μάς στραβοκοιτάζει και τις δύο, ώσπου ο Έλλιοτ του αποσπά την προσοχή με νέα για το τελευταίο παιχνίδι μεταξύ των Μάρινερς και των Ρέιντζερς. Ο Κάρρικ έρχεται κοντά μας αγκαλιάζοντας και τις δύο, και η Γκρέις τον φιλάει στο μάγουλο και πηγαίνει να καθίσει με τη Μία στον καναπέ. «Πώς είναι;» ρωτάω σιγανά τον Κάρρικ καθώς στεκόμαστε στην κουζίνα, παρακολουθώντας την οικογένεια να τεμπελιάζει στον καναπέ. Παρατηρώ με
έκπληξη πως η Μία και ο Ίθαν κρατιούνται χέρι χέρι. «Ταραγμένος...» μουρμουρίζει ο Κάρρικ, με ζαρωμένο μέτωπο και σοβαρό ύψος. «Θυμάται τόσα πράγματα από τη ζωή του με τη βιολογική του μητέρα* πολλά πράγματα που θα ήθελα να μη θυμάται. Αυτό όμως...» Σταματάει. «Ελπίζω να τον βοηθήσαμε. Χαίρομαι που μας τηλεφώνησε. Είπε πως εσύ του το πρότεινες». Το πρόσωπο του Κάρρικ μαλακώνει. Ανασηκώνω τους ώμους και πίνω βιαστικά μια γουλιά? σαμπάνια. «Του κάνεις πολύ καλό. Δεν ακούει κανέναν άλλο».
Σκυθρωπιάζω. Δε νομίζω πως είναι αλήθεια. Το απρόσκλητο φάντασμα της Σπασαρχίδως δεσπόζει τεράστιο στο μυαλό μου. Ξέρω πως ο Κρίστιαν μιλάει και στην Γκρέις. Τον άκουσα. Νιώθω ξανά έναν στιγμιαίο εκνευρισμό προσπαθώντας να εμβαθύνω στη συζήτησή τους στο νοσοκομείο, όμως εξακολουθεί να μου διαφεύγει. «Έλα να κάτσεις, Άνα. Φαίνεσαι κουρασμένη. Είμαι σίγουρος ότι δε μας περίμενες όλους εδώ απόψε». «Χαίρομαι που σας βλέπω!» αποκρίνομαι χαμογελώντας. Και είναι αλήθεια, χαίρομαι. Είμαι ένα μοναχοπαίδι που με τον γάμο του απέκτησε μια μεγάλη και εξωστρεφή οικογένεια και μου αρέσει. Φωλιάζω δίπλα στον Κρίστιαν.
«Μια γουλιά...» λέει σφυριχτά και μου βουτάει το ποτήρι από το χέρι. «Μάλιστα, Κύριε!» Του πεταρίζω τις βλεφαρίδες, αφοπλίζοντάς τον εντελώς, κι εκείνος βάζει το χέρι γύρω από τους ώμους μου και συνεχίζει τη συζήτηση για το μπέιζμπολ με τον Έλλιοτ και τον Ίθαν. «ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΜΟΥ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ότι μπορείς να περπατήσεις επάνω στο νερό...» μουρμουρίζει ο Κρίστιαν καθώς τραβάει το μπλουζάκι του για να το βγάλει. Είμαι κουλουριασμένη στο κρεβάτι, παρακολουθώντας το σόου. «Ευτυχώς που εσύ ξέρεις πως δεν είναι αλήθεια...» ρουθουνίζω. «Α, δεν ξέρω...» Κατεβάζει το τζιν του.
«Συμπλήρωσαν τα κενά που είχες;» «Μερικά. Έαεινα με τους Κόλλιερ δύο μήνες, όσο η μαμά και ο μπαμπάς περίμεναν τις διατυπώσεις. Είχαν εγκριθεί ήδη για υιοθεσία λόγω του Έλλιοτ, αλλά η αναμονή απαιτείται από τον νόμο, ώστε να διαπιστωθεί αν είχα συγγενείς εν ζωή που ήθελαν να με διεκδικήσουν». «Πώς νιώθεις γι’ αυτό;» ρωτάω σιγανά. Συνοφρυώνεται. «Που δεν έχω συγγενείς εν ζωή; Γάμησέ το αυτό. Αν ήταν σαν την κοκαϊνομανή πόρνη...» Κουνάει με απέχθεια το κεφάλι του. Ω Κρίστιαν! Ήσουν παιδί χάι αγαπούσες τη μαμά σου.
Φοράει την πιτζάμα του, χώνεται στο κρεβάτι και με τραβάει μαλακά στην αγκαλιά του. «Σιγά σιγά μου ξανάρχονται όλα στο μυαλό. Θυμάμαι το φαγητό. Η κυρία Κόλλιερ ήξερε να μαγειρεύει... Και τουλάχιστον τώρα γνωρίζουμε γιατί εκείνος ο γαμιόλης έχει τέτοιο κόλλημα με την οικογένειά μου». Περνάει το ελεύθερο χέρι μέσα από τα μαλλιά του. «Γαμώτο!» αναφωνεί και ξαφνικά γυρίζει και με κοιτάζει με ολάνοιχτο στόμα. «Τι;» «Τώρα βγάζει νόημα!» Ξάφνου δείχνει να καταλαβαίνει. «Πουλάκι! Η κυρία Κόλλιερ με φώναζε “Πουλάκι”». Κατσουφιάζω. «Κι αυτό βγάζει νόημα;»
«Το σημείωμα» απαντάει κοιτάζοντάς με. «Το σημείωμα για τα λύτρα που άφησε εκείνος ο καριόλης. Έλεγε κάτι σαν “Ξέρεις ποιος είμαι; Γιατί εγώ ξέρω ποιος είσαι, Πουλάκι”». Για μένα δε βγάζει κανένα νόημα. «Είναι από ένα παιδικό βιβλίο. Χριστέ μου το είχαν οι Κόλλιερ! Το έλεγαν... Are You My Mother; Σκατά!» Τα μάτια του γουρλώνουν. «Τρελαινόμουν γι’ αυτό το βιβλίο»'. Ω... Το γνωρίζω αυτό το βιβλίο. Η καρδιά μου αναπηδάει Πενήντα! «Μου το διάβαζε η κυρία Κόλλιερ». Έχω χάσει τα λόγια μου.
«Χριστέ μου. Ήξερε... Αυτός ο γαμιόλης ήξερε». «Θα το πεις στην αστυνομία;» «Ναι. Θα το πω. Ένας Θεός ξέρει τι θα κάνει με αυτή την πληροφορία ο Κλαρκ». Ο Κρίστιαν κουνάει το κεφάλι σαν να προσπαθεί να καθαρίσει το μυαλό του. «Τέλος πάντων... Σ’ ευχαριστώ για απόψε». Οχ... Αλλαγή πράγμα;»
ταχύτητας.
«Για
ποιο
«Που περιποιήθηκες την οικογένειά μου αν και ήρθαν απροειδοποίητα ». «Μην ευχαριστείς εμένα, αλλά τη Μία. Και την κυρία Τζόουνς, που φροντίζει να είναι το κελάρι γεμάτο».
Κουνάει το κεφάλι του σαν να είναι εκνευρισμένος. Μαζί μου; Γιατί; «Πώς νιώθετε, κυρία Γκρέυ;» «Καλά. Εσύ πώς νιώθεις;» «Μια χαρά...» Σκυθρωπιάζει θαρρείς και δεν καταλαβαίνει την ανησυχία μου. Ω... Εν τοιαύτη περιπτώσει... Σέρνω τα δάχτυλα στο στομάχι του, κατηφορίζοντας προς τις τρίχες που οδηγούν στο εφήβαιο του. Γελάει και μου γραπώνει το χέρι. «Α, όχι... Μη σου μπαίνουν ιδέες». Σουφρώνω τα χείλη, και αναστενάζει. «Άνα, Άνα, Άνα... Τι θα σε κάνω;» Με φιλάει στα μαλλιά.
«Έχω κάτι στο μυαλό...» Αναδεύομαι δίπλα του, και ο πόνος από τα μωλωπισμένα μου πλευρά διαχέεται σε όλο μου τον κορμό, κάνοντάς με να μορφάσω. «Μωρό μου, αρκετά τράβηξες. Άλλωστε σου έχω ένα παραμύθι για νανούρισμα». Μπα; «Ήθελες να μάθεις...» Αφήνει τη φράση μετέωρη, κλείνει τα μάτια του και καταπίνει. Όλες οι τρίχες στο κορμί μου στέκονται προσοχή. Ανάθεμα! Αρχίζει με χαμηλή φωνή. «Φαντάσου έναν έφηβο που ψάχνει να κερδίσει μερικά παραπάνω λεφτά για να συνεχίσει να πίνει
στα κρυφά». Γυρίζει στο πλευρό του, έτσι που να είμαστε πρόσωπο με πρόσωπο, και με κοιτάζει κατάματα. «Ήμουν λοιπόν στην πίσω αυλή των Λίνκολν, καθαρίζοντας κάτι μπάζα και σκουπίδια από την προσθήκη που είχε μόλις κάνει στο σπίτι ο κύριος Λίνκολν...» Γαμώτο μου... Μιλάει. ΔΥΣΚΟΛΕΥΟΜΑΙ ΝΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΩ. Θέλω να το ακούσω αυτό; Ο Κρίστιαν σφαλίζει τα βλέφαρα και καταπίνει. Όταν τα ανοίγει πάλι, τα μάτια του είναι αστραφτερά αλλά άτολμα, γεμάτα ανησυχαστικές αναμνήσεις. «Ήταν ένα ζεστό καλοκαίρι. Δούλευα σκληρά...» Ρουθουνίζει και κουνάει το κεφάλι του με ξαφνική ευθυμία. «Ήταν
κοπιαστική δουλειά το κουβάλημα εκείνων των μπάζων. Ήμουν μόνος μου, και η Ελέ... και η κυρία Λίνκολν εμφανίστηκε από το πουθενά και μου έφερε λίγη λεμονάδα. Είπαμε μερικές κουβέντες κι έκανα κάποια εξυπνακίστικη παρατήρηση... Και με χαστούκισε. Με χαστούκισε πολύ δυνατά». Το χέρι του ανεβαίνει ασυναίσθητα στο πρόσωπο και χαϊδεύει το μάγουλό του, ενώ τα μάτια του συννεφιάζουν στην ανάμνηση. Να πάρει και να σηκώσει! «Μετά όμως με φίλησε. Κι όταν τέλειωσε, με ξαναχαστούκισε». Ανοιγοκλείνει τα μάτια του, ακόμα συγχυσμένος προφανώς έπειτα απ’ όλο αυτό τον καιρό. «Δε με είχαν ξαναφιλήσει ούτε και με είχαν ξαναχτυπήσει ποτέ έτσι».
Ω... Του ρίχτηκε. Σ’ ένα παιδί. «Θες να τα ακούσεις αυτά;» ρωτάει ο Κρίστιαν. Ναι... Όχι... «Μόνο αν θες να μου τα πεις...» Η φωνή μου είναι σιγανή καθώς είμαι ξαπλωμένη και τον κοιτάζω, ενώ το μυαλό μου βρίσκεται σε παραζάλη. «Προσπαθώ να σου δώσω να καταλάβεις το γενικό πλαίσιο». Γνέφω καταφατικά, με τρόπο που ελπίζω να είναι ενθαρρυντικός. Αλλά υποψιάζομαι πως μπορεί να μοιάζω με άγαλμα έτσι μαρμαρωμένη και με τα μάτια γουρλωμένα από το σοκ.
Κατσουφιάζει, και το βλέμμα του ψάχνει το δικό μου, προσπαθώντας να ζυγίσει την αντίδρασή μου. Μετά γυρίζει ανάσκελα και κοιτάζει το ταβάνι. «Που λες, ήμουν φυσικά σαστισμένος και θυμωμένος και ξαναμμένος όσο δεν παίρνει. Θέλω να πω, μια σέξι μεγαλύτερη γυναίκα σού την πέφτει έτσι...» Κουνάει το κεφάλι του λες και δυσκολεύεται ακόμα να το πιστέψει. Σέξι; Με πιάνει αναγούλα. «Μπήκε και πάλι στο σπίτι, αφήνοντάς με στην αυλή. Έκανε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Τα είχα εντελώς χαμένα. Άρχισα λοιπόν να δουλεύω ξανά, φορτώνοντας τα μπάζα στον κάδο. Όταν έφυγα εκείνο το
βράδυ, μου ζήτησε να ξαναπάω την άλλη μέρα. Δεν ανέφερε αυτό που είχε γίνει. »Την επομένη λοιπόν πήγα και πάλι. Δεν έβλεπα την ώρα να την ξαναδώ...» ψιθυρίζει σαν να είναι κάποια σκοτεινή εξομολόγηση... Και ειλικρινά είναι. «Δε μ’ άγγιξε όταν με φίλησε...» μουρμουρίζει και στρέφει το κεφάλι του για να με κοιτάξει. «Πρέπει να καταλάβεις... Η ζωή μου ήταν σκέτη Κόλαση. Μου ήταν συνεχώς σηκωμένη, δεκαπέντε χρόνων, ψηλός για την ηλικία μου. οι ορμόνες μου οργίαζαν. Τα κορίτσια στο σχολείο...» Σταματάει, αλλά έχω πιάσει την εικόνα: ένας τρομαγμένος, μοναχικός, αλλά ελκυστικός έφηβος. Η καρδιά μου σφίγγεται.
«Ήμουν θυμωμένος. Τόσο θυμωμένος με όλους, με τον εαυτό μου, τους δικούς μου. Δεν είχα φίλους. Ο ψυχίατρός μου εκείνη την εποχή ήταν εντελώς μαλάκας. Οι δικοί μου με κρατούσαν πολύ περιορισμένο, δεν καταλάβαιναν». Στρέφει πάλι το βλέμμα του στο ταβάνι και περνάει το χέρι μέσα από τα μαλλιά του. Λαχταράω να περάσω κι εγώ τα δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά του, αλλά μένω ακίνητη. «Απλώς δεν άντεχα να μ’ αγγίξει κάποιος. Δεν άντεχα. Δεν άντεχα κανέναν κοντά μου. Τσακωνόμουν. Γαμώτο, οι τσακωμοί που έκανα... Έμπλεξα σε μερικούς φοβερούς καβγάδες. Με απέβαλαν από δύο σχολεία. Αλλά ήταν ένας τρόπος να ξεσπάω. Να ανέχομαι κάποιου είδους φυσική επαφή...»
Σταματάει ξανά. «Εντάξει, πιάνεις την εικόνα. Κι όταν με φίλησε, απλώς άρπαξε το πρόσωπό μου. Δε μ’ άγγιξε...» Η φωνή του μόλις που ακούγεται. Πρέπει να ήξερε. Ίσως της το είχε πει η Γκρέις. Ο, τον καημένο τον Πενήντρι μου. Πρέπει να διπλώσω τα χέρια κάτω από το μαξιλάρι μου και να ακουμπήσω το κεφάλι επάνω του για να αντισταθώ στην παρόρμηση να τον αγκαλιάσω. «Λοιπόν, την επόμενη μέρα ξαναπήγα στο σπίτι, μην ξέροντας τι να περιμένω. Και θα σε απαλλάξω από τις αποκρουστικές λεπτομέρειες, αλλά έγινε μια από τα ίδια. Κι έτσι, άρχισε η σχέση μας». Ω, γαμώτο. Με πονάει να το ακούω.
Γυρίζει πάλι στο πλευρό του, για να μπορεί να με κοιτάζει. «Και ξέρεις κάτι, Άνα; Ο κόσμος μου ξεθόλωσε. Έγινε ευκρινής και ξεκάθαρος. Τα πάντα. Ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόμουν. Ήταν μια ανάσα καθαρού αέρα. Έπαιρνε τις αποφάσεις, σήκωσε όλα εκείνα τα σκατά από πάνω μου, μου επέτρεψε να αναπνεύσω». Γαμώτο μου! «Και ακόμα κι όταν τέλειωσε, ο κόσμος μου έμεινε ξεκάθαρος χάρη σε κείνην. Κι έμεινε έτσι μέχρι που σε γνώρισα». Τι διάολο να πω πάνω σ’ αυτό; Στερεώνει διστακτικά πίσω από το αυτί μου μια τούφα που έχει ξεφύγει.
«Εσύ γύρισες τον κόσμο μου ανάποδα...» Κλείνει τα μάτια του, κι όταν τα ανοίγει ξανά, είναι ανυπόκριτα. «Ο κόσμος μου ήταν τακτοποιημένος, ήρεμος και ελεγχόμενος... Και ύστερα μπήκες στη ζωή μου εσύ, με τις εξυπνάδες σου, την αθωότητα, την ομορφιά και το ήρεμο θράσος σου... Και τα πάντα πριν από σένα ήταν απλώς άχρωμα, άδεια, ασήμαντα... Δεν ήταν τίποτα». Ποπό... «Σε ερωτεύτηκα...» ψιθυρίζει. Σταματάω να αναπνέω. Μου χαϊδεύει το μάγουλο. «Το ίδιο κι εγώ...» ψελλίζω, με τη λίγη ανάσα που μου έχει απομείνει.
Τα μάτια του μαλακώνουν. «Το ξέρω» λέει άηχα. «Αλήθεια;» «Ναι». Αλληλούια! Του χαμογελάω συνεσταλμένα. «Επιτέλους...» τραυλίζω. Συγκατανεύει. «Κι αυτό μ’ έκανε να δω τα πράγματα στις αληθινές τους διαστάσεις. Όταν ήμουν μικρότερος. η Ελένα ήταν το κέντρο του κόσμου μου. Δεν υπήρχε τίποτα που δε θα έκανα γι’ αυτήν. Κι εκείνη έκανε πολλά για μένα. Μ’ έκανε να σταματήσω το πιοτό. Μ' έκανε να δουλεύω σκληρά στο σχολείο... Ξέρεις, μου πρόσφερε έναν μηχανισμό για να τα βγάζω πέρα, κάτι που πρωτύτερα δεν είχα. Μου επέτρεψε να
βιώσω πράγματα που ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι μπορούσα». «Το άγγιγμα...» λέω χαμηλόφωνα. Γνέφει καταφατικά. τρόπο».
«Κατά
κάποιον
Σκυθρωπιάζω, προσπαθώντας να καταλάβω τι εννοεί. Η αντίδρασή μου τον κάνει να διστάσει. Πες μου! τον πιέζω νοερά. «Αν μεγαλώσεις με τελείως αρνητική εικόνα για τον εαυτό σου, πιστεύοντας πως είσαι κάποιου είδους απόβλητο, ένας απωθητικός αγριάνθρωπος, νομίζεις πως σου αξίζει να σε χτυπούν».
Κρίστιαν... Δεν είσαι τίποτε από αυτά τα πράγματα. Κάνει μια παύση και περνάει το χέρι μέσα από τα μαλλιά του. «Άνα, είναι πολύ πιο εύκολο όταν ο πόνος είναι εξωτερικός...» Και πάλι, πρόκειται για αληθινή εξομολόγηση. Ω... «Διοχέτευσε τον θυμό μου». Το στόμα του πιέζεται σε μια βλοσυρή γραμμή. «Κυρίως προς τα μέσα τώρα το συνειδητοποιώ. Ο'δόκτωρ Φλυν επέμενε πολύ καιρό σ’ αυτό. Μόνο πρόσφατα είδα τη σχέση μας όπως πραγματικά ήταν. Ξέρεις... Στα γενέθλιά μου».
Ανατριχιάζω καθώς η δυσάρεστη ανάμνηση της Ελένα και του Κρίστιαν να ξεσκίζουν λεκτικά τις σάρκες τους στο πάρτι γενεθλίων του Κρίστιαν έρχεται απρόσκλητη στο μυαλό μου. «Για κείνη η πλευρά αυτή της σχέσης μας είχε να κάνει με το σεξ και τον έλεγχο και με μια μοναχική γυναίκα που έβρισκε κάποιου είδους παρηγοριά στο παιχνιδάκι της». «Μα σ’ αρέσει ο έλεγχος...» ψελλίζω. «Ναι, μ’ αρέσει. Πάντα θα μ’ αρέσει, Άνα. Αυτός είμαι. Τον παραχώρησα για ένα σύντομο διάστημα. Άφησα κάποιον να πάρει όλες τις αποφάσεις για λογαριασμό μου. Δεν μπορούσα να το κάνω εγώ δεν ήμουν σε κατάλληλη κατάσταση. Αλλά
μέσα από την υποταγή μου σ’ αυτή βρήκα τον εαυτό μου. Βρήκα τη δύναμη να πάρω τα ηνία της ζωής μου... Να αναλάβω τον έλεγχο και να παίρνω τις δικές μου αποφάσεις». «Να γίνεις Κυρίαρχος;» «Ναι». «Δική σου απόφαση;» «Ναι». «Να παρατήσεις το Χάρβαρντ;» «Δική μου απόφαση, και ήταν η καλύτερη απόφαση που πήρα ποτέ. Μέχρι που σε γνώρισα». «Εμένα;»
«Ναι...» Τα χείλη του στραβώνουν σ’ ένα τρυφερό χαμόγελο. «Η καλύτερη απόφαση που πήρα ποτέ ήταν να σε παντρευτώ». Ποπό! «Όχι να ξεκινήσεις την εταιρεία σου;» Κουνάει αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι να μάθεις να πετάς;» Γνέφει αρνητικά. «Εσύ» λέει άηχα. Μου χαϊδεύει το μάγουλο με τις αρθρώσεις του. «Το κατάλαβε...» προσθέτει ψιθυριστά. Συνοφρυώνομαι. «Τι κατάλαβε;» «Πως ήμουν τρελά ερωτευμένος μαζί σου. Με ενθάρρυνε να έρθω στην Τζόρτζια να σε βρω. Και χαίρομαι που το έκανε. Νόμιζε ότι
θα φρίκαρες και θα έφευγες. Πράγμα που έκανες». Χλωμιάζω. Αυτό προτιμώ να μην το σκέφτομαι. «Πίστευε πως χρειαζόμουν όλα τα συμπαρομαρτούντα του τρόπου ζωής που με διασκέδαζε». «Του Κυρίαρχου;» τραυλίζω. Γνέφει καταφατικά. «Μου έδινε τη δυνατότητα να κρατάω τους πάντες σε απόσταση ασφαλείας, μου έδινε τον έλεγχο και με κρατούσε αποστασιοποιημένο. Ή έτσι νόμιζα. Είμαι σίγουρος πως έχεις καταλάβει το γιατί...» απαντάει μαλακά. «Η βιολογική σου μητέρα;»
«Δεν ήθελα να ξαναπληγωθώ. Ύστερα με παράτησες...» Τα λόγια του μόλις που ακούγονται. «Και ήμουν χάλια». Οχ, όχι... «Έχω αποφύγει επί πολύ καιρό την οικειότητα δεν ξέρω πώς να το κάνω αυτό». «Τα καταφέρνεις μουρμουρίζω.
μια
χαρά...»
Ακολουθώ με το δάχτυλο τη γραμμή των χειλιών του. Τα σουφρώνει σ’ ένα φιλί. Μου μιλάς. «Σου λείπει;» ψιθυρίζω. «Να μου λείπει;» «Αυτός ο τρόπος ζωής».
«Ναι, μου λείπει». Ω! «Αλλά μόνο στον βαθμό που μου λείπει ο έλεγχος που προσφέρει. Και ειλικρινά, το ηλίθιο κατόρθωμά σου» -σταματάει«που έσωσε την αδερφή μου...» ψιθυρίζει, και τα λόγια του είναι γεμάτα ανακούφιση, δέος και δυσπιστία. «Έτσι, κατάλαβα». «Κατάλαβες;» «Κατάλαβα πραγματικά πως μ’ αγαπάς». Κατσουφιάζω. «Αλήθεια;» «Ναι. Επειδή διακινδύνευσες τόσο πολύ... Για μένα, για την οικογένειά μου».
Το κατσούφιασμά μου βαθαίνει. Απλώνει το χέρι του και περνάει το δάχτυλο ανάμεσα από τα φρύδια μου, πάνω από τη μύτη μου. «Έχεις ένα V εδώ όταν συνοφρυώνεσαι...» μουρμουρίζει . «Είναι πολύ απαλό όταν το φιλάω. Είμαι ικανός να συμπεριφερθώ τόσο άσχημα... Κι όμως είσαι ακόμα εδώ». «Γιατί σου κάνει εντύπωση που είμαι ακόμα εδώ; Σου είπα ότι δεν πρόκειται να σ’ αφήσω». «Εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο φέρθηκα όταν μου είπες πως είσαι έγκυος». Περνάει το δάχτυλό του πάνω από το μάγουλό μου. «Είχες δίκιο. Είμαι έφηβος...»
Ω, γαμώτο... Όντως το είπα αυτό. Το υποσυνείδητό μου με αγριοκοιτάζει. Ο γιατρός τού το είπε αυτό! «Κρίστιαν, πράγματα...»
είπα
μερικά
φρικτά
Βάζει τον αντίχειρά του επάνω στα χείλη μου. «Σώπα... Μου άξιζε να τα· ακούσω. Άλλωστε αυτό είναι το δικό μου παραμύθι». Ξαναγυρίζει ανάσκελα. «Όταν μου είπες πως είσαι έγκι. ος...» Κάνει μια παύση. «Νόμιζα πως θα ήμαστε μόνο εσύ κι εγώ για ένα διάστημα. Είχα σκεφτεί τα παιδιά, αλλά μόνο αφηρημένα. Είχα αυτή την αόριστη ιδέα πως θα κάναμε ένα παιδί κάποια στιγμή στο μέλλον».
Μόνο ένα; Όχι... Όχι μοναχοπαίδι. Όχι σαν και μένα. Ίσως τώρα δεν είναι η καλύτερη στιγμή να το αναφέρω. «Είσαι ακόμα τόσο νέα, και ξέρω πως είσαι αθόρυβα φιλόδοξη». Φιλόδοξη; Εγώ; «Τράβηξες το χαλί κάτω από τα πόδια μου. Χριστέ μου! Αυτό κι αν ήταν αναπάντεχο. Ποτέ στη ζωή μου, όταν σε ρώτησα τι τρέχει, δεν περίμενα πως θα ήσουν έγκυος». Αναστενάζει. «Έγινα τόσο έξαλλος... Έξαλλος με σένα. Έξαλλος μέ τον «εαυτό μου. Έξαλλος με όλους. Και με πήγε πίσω, σ’ εκείνη την αίσθηση πως τίποτα δεν είναι υπό τον έλεγχό μου. Έπρεπε να βγω έξω. Πήγα να δω τον Φλυν, μα ήταν σε μια εκδήλωση γονέων με παιδιά σχολικής
ηλικίας». Ο Κρίστιαν ανασηκώνοντας το φρύδι του.
σταματάει,
«Ειρωνικό...» ψιθυρίζω. Εκείνος χαμογελάει συμφωνώντας. «Έτσι, περπάτησα ώρα ατέλειωτη και απλώς βρέθηκα στο ινστιτούτο... Η Ελένα έφευγε. Ξαφνιάστηκε που με είδε. Και για να πω την αλήθεια, κι εγώ ξαφνιάστηκα που βρέθηκα εκεί. Κατάλαβε πως ήμουν έξαλλος και με ρώτησε αν ήθελα ένα ποτό». Ω, γαμώτο. Μπήκαμε στο ψητό. Οι σφυγμοί μου διπλασιάζονται. Θέλω πραγματικά να τα μάθω αυτά; Το υποσυνείδητό μου με αγριοκοιτάζει, με το φροντισμένο φρύδι του ανασηκωμένο σε ένδειξη προειδοποίησης.
«Πήγαμε σ’ ένα ήσυχο μπαρ που ξέρω και ήπιαμε ένα μπουκάλι κρασί. Ζήτησε συγγνώμη για τη συμπεριφορά της την τελευταία φορά που μας είδε. Έχει πληγωθεί που η μαμά μου δε θέλει πια να έχει καμία σχέση μαζί της -αυτό συρρίκνωσε τον κοινωνικό της κύκλο-, αλλά καταλαβαίνει. Μιλήσαμε για τη δουλειά, που πάει καλά, παρά την ύφεση... Ανέφερα πως ήθελες παιδιά». Σκυθρωπιάζω. «Κι εγώ νόμιζα πως της είπες ότι είμαι έγκυος...» Με κοιτάζει, και το ύφος του είναι ειλικρινές. « Όχι, δεν της το είπα». «Γιατί δε μου το ανέφερες;»
Ανασηκώνει τους ώμους του. «Δε μου δόθηκε ποτέ η ευκαιρία...» «Φυσικά και σου δόθηκε». «Δεν μπορούσα να σε βρω το άλλο πρωί, Άνα. Κι όταν σε βρήκα, ήσουν τόσο έξαλλη μαζί μου...» Α, ναι... «Ήμουν». «Εν πάση περιπτώσει, κάποια στιγμή εκείνη τη βραδιά —κάπου στα μισά του δεύτερου μπουκαλιού— έσκυψε να μ’ αγγίξει. Και πάγωσα...» τραυλίζει, βάζοντας το μπράτσο επάνω στα μάτια του. Το κρανίο μου μυρμηγκιάζει. Τι είναι πάλι τούτο;
«Είδε πως τραβήχτηκα μακριά της. Σοκαριστήκαμε και οι δύο...» Η φωνή του είναι χαμηλή, πολύ χαμηλή. Κρίστιαν, κοίταξέ με! Τραβάω το χέρι του και το χαμηλώνει, γυρίζοντας να με κοιτάξει κατάματα. Σκατά. Το πρόσωπό του είναι χλωμό, οι κόρες των ματιών του διεσταλμένες. « Τι ;» μουρμουρίζω. Κατσουφιάζει και ξεροκαταπίνει. Ω... Τι δε μου λέει; Θέλω να μάθω; «Μου τα έριξε...» Είναι σοκαρισμένος, το βλέπω.
Όλος ο αέρας εγκαταλείπει το σώμα μου. Αισθάνομαι σαν να έχω ξεφουσκώσει και νομίζω πως η καρδιά μου έχει σταματήσει. Η γαμημένη Σπασαρχίδω! «Ήταν μια στιγμή παγωμένη στον χρόνο. Είδε το ύφος μου και κατάλαβε πόσο είχε ξεπεράσει τα όρια. Είπα όχι... Δεν την έχω σκεφτεί με αυτό τον τρόπο εδώ και χρόνια. Και άλλωστε» -ξεροκαταπίνει«σ’ αγαπάω... Της είπα, αγαπάω τη γυναίκα μου». Τον κοιτάζω. Δεν ξέρω τι να πω. «Έκανε αμέσως πίσω. Ζήτησε ξανά συγγνώμη. Το έκανε να φανεί σαν αστείο. Είπε πως είναι ευτυχισμένη με τον Άιζακ και με τη δουλειά κι ότι δε νιώθει καμία μνησικακία για κανέναν από τους δυο μας. Είπε πως της έλειπε η φιλία μου, αλλά ότι
καταλάβαινε πως η ζωή μου είναι τώρα μαζί σου. Και πόσο στενόχωρο ήταν αυτό, με δεδομένα όσα έγιναν την τελευταία φορά που βρεθήκαμε όλοι στο ίδιο δωμάτιο. Δε θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο μαζί της. Αποχαιρετιστήκαμε το τελευταίο μας αντίο. Είπα πως δε θα την έβλεπα ξανά, κι έφυγε». Καταπίνω, και φόβος σφίγγει την καρδιά μου, «Φιληθήκατε;» « Όχι ...» ρουθουνίζει. «Δεν άντεχα να την πλησιάσω τόσο πολύ». Ω... Ωραία. «Ήμουν δυστυχισμένος. Ήθελα να γυρίσω σπίτι κοντά σου. Αλλά ήξερα πως είχα φερθεί άσχημα... Έμεινα και τέλειωσα το
μπουκάλι, ύστερα άρχισα το μπέρμπον. Ενώ έπινα, θυμήθηκα ότι πριν από κάμποσο καιρό μού είχες πει: “Αν αυτός ήταν ο γιος μου...” Και κάθισα και σκέφτηκα τον Τζούνιορ και το πώς ξεκινήσαμε εγώ και η Ελένα. Και μ’ έκανε να αισθανθώ... άβολα. Ποτέ πριν δεν το είχα ξανασκεφτεί έτσι». Μια ανάμνηση ξεπηδάει στο μυαλό μου ένας ψιθυριστός διάλογος από τότε που ήμουν μισοαναίσθητη. Η φωνή του Κρίστιαν: Μα όταν την αντίκρισα, είδα τα πάντα στη σωστή τους διάσταση. Ξέρεις... Σε σχέση με το παιδί. Πρώτη φορά ένιωσα... Αυτό που κάναμε... Ήταν λάθος. Μιλούσε στην Γκρέις. «Αυτό είναι όλο;» «Λίγο πολύ».
«Ω...» «Ω;» «Τέλειωσε;» «Ναι. Είχε τελειώσει από τότε που τα μάτια μου έπεσαν επάνο) σου. Το συνειδητοποίησα τελικά εκείνο το βράδυ. Το ίδιο κι αυτή». «Με συγχωρείς...» μουρμουρίζω. Κατσουφιάζει. «Για ποιο πράγμα;» «Που ήμουν τόσο θυμωμένη την επόμενη μέρα». Ρουθουνίζει. «Μωρό μου, τον θυμό τον καταλαβαίνω....» Κάνει μια παύση, μετά αναστενάζει. «Βλέπεις, Άνα, σε θέλω για
τον εαυτό μου... Δε θέλω να σε μοιραστώ. Αυτό που έχουμε, δεν το είχα ποτέ στο παρελθόν. Θέλω να είμαι το κέντρο του σύμπαντός σου, τουλάχιστον για λίγο». Ω Κρίστιαν. «Είσαι... Αυτό δεν πρόκειται ν’ αλλάξει». Μου χαρίζει ένα επιεικές, θλιμμένο, καρτερικό χαμόγελο. «Άνα...» ψιθυρίζει. «Αυτό απλώς δεν είναι αλήθεια». Δάκρυα τσούζουν τα μάτια μου. «Πώς μπορεί να είναι αλήθεια;» Οχ, όχι... «Γαμώτο, μην κλαις Άνα. Σε παρακαλώ, μην κλαις...» Μου χαϊδεύει το πρόσωπο.
«Λυπάμαι...» Το κάτω χείλος μου τρέμει, και σέρνει τους αντίχειρές του επάνω του ηρεμώντας με. «Όχι, Άνα, μη... Μη λυπάσαι. Θα έχεις και κάποιον άλλο ν’ αγαπάς. Κι έχεις δίκιο. Έτσι πρέπει να γίνει». «Και το Σημαδάκι θα σ’ αγαπάει. Θα είσαι το κέντρο του κόσμου για το Σημαδάκι τον Τζούνιορ...» ψελλίζω. «Τα παιδιά αγαπούν τους γονείς τους ανεπιφύλακτα, Κρίστιαν. Έτσι έρχονται στον κόσμο. Προγραμματισμένα ν’ αγαπούν. Όλα τα μωρά... Ακόμα κι εσύ. Σκέψου εκείνο το παιδικό βιβλίο που σ’ άρεσε όταν ήσουν μικρός. Ήθελες ακόμα τη μαμά σου. Την αγαπούσες».
Ζαρώνει το μέτωπο και τραβάει το χέρι του, κάνοντάς το μια γροθιά επάνω στο πιγούνι του. «Όχι...» τραυλίζει. «Ναι. Την αγαπούσες». Τα δάκρυά μου τρέχουν τώρα ελεύθερα. «Φυσικά την αγαπούσες... Δεν είχες επιλογή. Γι' αυτό είσαι τόσο πληγωμένος...» Με κοιτάζει, και το ύφος του είναι ανυπόκριτο. «Γι’ αυτό μπορείς να μ’ αγαπήσεις...» μουρμουρίζω. «Συγχώρεσέ την. Είχε τον δικό της πόνο να αντιμετωπίσει. Ήταν απαίσια μητέρα και την αγαπούσες». Με κοιτάζει χωρίς να λέει τίποτα, με μάτια στοιχειωμένα από αναμνήσεις που δεν μπορώ ούτε καν να φανταστώ.
Ω, σε παρακαλώ, μη σταματήσεις να μιλάς. Τελικά λέει: «Της βούρτσιζα τα μαλλιά. Ήταν όμορφη». «Μια ματιά να σου ρίξει κανείς, και αποκλείεται να το αμφισβητήσει». «Ήταν απαίσια μητέρα...» Η φωνή του ίσα που ακούγεται. Γνέφω καταφατικά, και κλείνει τα μάτια του. «Φοβάμαι μήπως γίνω απαίσιος πατέρας...» Του χαϊδεύω το αγαπημένο πρόσωπο. Ω Πενήντα μου, Πενήντα, Πενήντα. «Κρίστιαν, νομίζεις έστω και για ένα λεπτό
πως θα σ’ άφηνα ποτέ να γίνεις απαίσιος πατέρας; » Ανοίγει τα βλέφαρά του και με κοιτάζει πολλή ώρα. Χαμογελάει καθώς η ανακούφιση φωτίζει αργά το πρόσωπό του. «Όχι, δε νομίζω πως θα μ’ άφηνες...» Μου χαϊδεύει απαλά το πρόσωπο, κοιτάζοντάς με με δέος. «Θεέ μου, είστε δυνατή, κυρία Γκρέυ. Σας αγαπάω τόσο πολύ!» Με φιλάει στο μέτωπο. «Δεν ήξερα πως μπορούσα». «Ω Κρίστιαν...» ψιθυρίζω, προσπαθώντας να συγκρατήσω τη συγκίνησή μου. «Λοιπόν, αυτό είναι το τέλος του παραμυθιού σου πριν πέσεις για ύπνο». «Φοβερό παραμύθι!»
Χαμογελάει μελαγχολικά, αλλά νομίζω πως έχει ανακουφιστεί. «Πώς είναι το κεφάλι σου;» «Το κεφάλι μου;» Για να είμαι ειλικρινής, κοντεύει να εκραγεί με όλα όσα μου είπες! «Πονάει ;» «Όχι». «Ωραία. Νομίζω πως τώρα πρέπει να κοιμηθείς». Να κοιμηθώ! Πώς να κοιμηθώ έπειτα απ ’ όλα αυτά; «Κοιμήσου!» χρειάζεσαι».
λέει
αυστηρά.
«Το
Σουφρώνω τα χείλη. «Έχω μια ερώτηση».
«Μπα; Τι;» Με κοιτάζει επιφυλακτικά. «Γιατί έγινες ξαφνικά... ομιλητικός;» Σκυθρωπιάζει. «Μου τα λες όλα αυτά, όταν συνήθως το να σου αποσπάσω πληροφορίες είναι πολύ οδυνηρή και βασανιστική εμπειρία». «Είναι;» «Το ξέρεις πως είναι». «Γιατί είμαι ομιλητικός; Δεν ξέρω. Το γεγονός ότι σε είδα ουσιαστικά νεκρή επάνω στο κρύο τσιμέντο ίσως. Επειδή θα γίνω πατέρας. Δεν ξέρω... Είπες πως ήθελες να μάθεις, και δε θέλω να μπαίνει ανάμεσά
μας η Ελένα. Δεν μπορεί. Είναι το παρελθόν, και σ’ το είπα πολλές φορές». «Αν... Αν δε σ’ τα είχε ρίξει, θα ήσαστε ακόμα φίλοι;» «Αυτό είναι παραπάνω από μία ερώτηση». «Συγγνώμη... Δεν είσαι αναγκασμένος να μου απαντήσεις». Κοκκινίζω. «Είπες ήδη με τη θέλησή σου περισσότερα απ’ όσα πίστευα ποτέ ότι θα έλεγες». Το βλέμμα του μαλακώνει. «Όχι, δε νομίζω. Μα από τα γενέθλιά μου και μετά την ένιωθα σαν μισοτελειωμένη δουλειά. Ξεπέρασε τοτόρια, και τέρμα. Σε παρακαλώ, πίστεψέ με... Δε θα την ξαναδώ. Είπες πως είναι αυστηρό όριο για σένα. Αυτός είναι ένας όρος που τον
καταλαβαίνω» ειλικρίνεια.
αποκρίνεται
με
ήρεμη
Εντάξει. Τώρα θα το αφήσω πίσω μου αυτό. Το υποσυνείδητό μου σωριάζεται στην πολυθρόνα του. Επιτέλους! «Καληνύχτα, Κρίστιαν. Ευχαριστώ για το διαφωτιστικό παραμύθι». Σκύβω να τον φιλήσω, και τα χείλη μας ακουμπούν στιγμιαία, αλλά τραβιέται όταν προσπαθώ να βαθύνω το φιλί. «Μη...» ψελλίζει. «Θέλω απεγνωσμένα να σου κάνω έρωτα». «Τότε κάνε μου».
«Όχι. Χρειάζεσαι ξεκούραση, και είναι αργά. Κοιμήσου». Σβήνει το φως του κομοδίνου, βυθίζοντάς μας στο σκοτάδι. «Σ’ αγαπάω ανεπιφύλακτα, Κρίστιαν...» μουρμουρίζω και κουλουριάζομαι στο πλευρό του. « Το ξέρω ...» ψιθυρίζει, και νιώθω το συνεσταλμένο χαμόγελό του. *** Ξυπνάω με ένα τίναγμα. Φως πλημμυρίζει το δωμάτιο, και ο Κρίστιαν δεν είναι στο κρεβάτι. Κοιτάζω το ρολόι και βλέπω πως είναι οχτώ παρά εφτά λεπτά. Παίρνω βαθιά ανάσα και μορφάζω, μιας και τα πλευρά μου πονούν, αν και όχι τόσο πολύ όσο χτες. Νομίζω πως θα μπορούσα να πάω στη
δουλειά. Δουλειά ναι. Θέλω να πάω στη δουλειά. Είναι Δευτέρα, και πέρασα όλη τη χτεσινή μέρα τεμπελιάζοντας στο κρεβάτι. Ο Κρίστιαν με άφησε να βγω έξω μόνο λίγη ώρα, για να δω τον Ρέυ. Ειλικρινά τώρα, είναι τελείως μανιακός με τον έλεγχο. Χαμογελάω τρυφερά. Ο δικός μου μανιακός με τον έλεγχο. Ήταν περιποιητικός και στοργικός και φλύαρος... Και με τα χέρια μαζεμένα από τότε που επέστρεψα στο σπίτι. Σκυθρωπιάζω. Θα πρέπει κάτι να κάνω γι’ αυτό. Το κεφάλι μου δεν πονάει, ο πόνος στα πλευρά μου έχει μειωθεί -αν και, ομολογουμένως, αν θέλω να γελάσω, πρέπει να το κάνω με προσοχή-, αλλά είμαι εκνευρισμένη. Νομίζω πως είναι το μεγαλύτερο διάστημα
που έχω περάσει χωρίς σεξ από... Εντάξει, από την πρώτη φορά. Νομίζω πως έχουμε ξαναβρεί και οι δύο την ισορροπία μας. Ο Κρίστιαν είναι πολύ πιο χαλαρός* το μεγάλο παραμύθι του φαίνεται πως έδιωξε μερικά φαντάσματα, και για κείνον και για μένα. Θα δούμε. Κάνω ένα γρήγορο ντους, και μόλις στεγνώνω, ψάχνω προσεκτικά στα ρούχα μου. Θέλω κάτι σέξι. Κάτι που να μπορεί να παρακινήσει τον Κρίστιαν σε δράση. Ποιος να το έλεγε πως ένας τόσο αχόρταγος άνθρωπος θα μπορούσε στην πραγματικότητα να έχει τέτοιο αυτοέλεγχο. Δε θέλω να σκεφτώ και πολύ το πώς έμαθε ο Κρίστιαν να επιβάλλει τέτοια πειθαρχία στο σώμα του. Δεν έχουμε ξαναμιλήσει για τη Σπασαρχίδω ούτε μία φορά από τότε που
έκανε την εξομολόγησή του. Ελπίζω να μη μιλήσουμε ποτέ. Για μένα είναι νεκρή και θαμμένη. Διαλέγω μια σχεδόν άσεμνα κοντή μαύρη φούστα και μια άσπρη μεταξωτή μπλούζα με βολάν. Φοράω κάλτσες έως τον μηρό με δαντελωτό τελείωμα και τα μαύρα ψηλοτάκουνα Louboutin μου. Λίγη μάσκαρα και λιπ γκλος για φυσική εμφάνιση, κι έπειτα από άγριο βούρτσισμα αφήνω τα μαλλιά μου ελεύθερα. Ναι. Αυτό πρέπει να είναι Αποτελεσματικό. Ο Κρίστιαν τρώει στον πάγκο του πρωινού. Η πιρουνιά με την ομελέτα του σταματάει στον αέρα όταν με βλέπει. Κατσουφιάζει. «Καλημέρα, κυρία Γκρέυ... Πηγαίνετε κάπου;»
«Στη δουλειά» απαντάω χαμογελώντας γλυκά. «Δε νομίζω...» Ο Κρίστιαν ρουθουνίζει με κοροϊδευτική ευθυμία. «Η δόκτωρ Σινγκ συνέστησε μία εβδομάδα άδεια». «Κρίστιαν, δε θα περάσω τη μέρα μου τεμπελιάζοντας στο κρεβάτι μόνη μου. Επομένως μπορώ να πάω στη δουλειά. Καλημέρα, Γκέιλ». «Κυρία Γκρέυ...» Η κυρία Τζόουνς προσπαθεί να κρύψει το χαμόγελό της. «Θέλετε πρωινό;» «Ναι, ευχαριστώ». «Γκρανόλα;»
«Θα προτιμούσα αυγά στραπατσάδα με φρυγανιά ολικής άλεσης». Η κυρία Τζόουνς χαμογελάει. Ο Κρίστιαν δείχνει την έκπληξή του. «Πολύ καλά, κυρία Γκρέυ!» λέει η κυρία Τζόουνς. «Άνα, δε θα πας, στη δουλειά». «Μα...» «Όχι. Τόσο απλά. Δεν το συζητάω». Ο Κρίστιαν είναι κατηγορηματικός. Τον αγριοκοιτάζω, και μόνο τότε παρατηρώ πως φοράει το ίδιο παντελόνι πιτζάμας και το ίδιο μπλουζάκι που φορούσε χτες το βράδυ.
«Θα πας στη δουλειά;» «Όχι». Έχω τρελαθεί; «Δευτέρα δεν είναι;» Χαμογελάει. «Την τελευταία φορά που κοίταξα...» Στενεύω τα μάτια. «Κάνεις κοπάνα;» «Δε θα σ’ αφήσω εδώ μόνη σου να μπλέξεις σε μπελάδες... Και η δόκτωρ Σινγκ είπε πως θα περάσει μία εβδομάδα μέχρι να μπορέσεις να ξαναπάς στη δουλειά. Το θυμάσαι;» Γλιστράω σ’ ένα σκαμνί δίπλα του και σηκώνω λίγο τη φούστα μου. Η κυρία
Τζόουνς βάζει μπροστά μου ένα φλιτζάνι τσάι. «Είσαι όμορφη» λέει ο Κρίστιαν. Σταυρώνω τα πόδια μου. «Πολύ όμορφη! Ειδικά εδώ». Σέρνει το δάχτυλό του στη γυμνή σάρκα που φαίνεται πάνω από τις κάλτσες μου. Ο σφυγμός μου επιταχύνεται καθώς τα δάχτυλά του γλιστρούν επάνω στο δέρμα μου. «Αυτή η φούστα είναι πολύ κοντή...» μουρμουρίζει με αόριστη αποδοκιμασία στη φωνή του έτσι όπως τα μάτια του ακολουθούν το δάχτυλό του. «Είναι; Δεν το είχα προσέξει...» Ο Κρίστιαν με κοιτάζει, και το στόμα του στραβώνει σ’ ένα κεφάτο, αλλά όλο εκνευρισμό, χαμόγελο. «Αλήθεια, κυρία Γκρέυ;»
Κοκκινίζω. «Δεν είμαι σίγουρος πως αυτή η εμφάνιση είναι κατάλληλη για τον εργασιακό χώρο...» συνεχίζει σιγανά. «Αφού δεν πάω στη δουλειά, το θέμα είναι αμφισβητήσιμο». «Αμφισβητήσιμο;» «Αμφισβητήσιμο» λέω άηχα. Ο Κρίστιαν χαμογελάει και αρχίζει ξανά να τρώει την ομελέτα του. «Έχω μια καλύτερη ιδέα...» «Μπα;» Με κοιτάζει μέσα από τις μακριές βλεφαρίδες του, και τα γκρίζα μάτια του
σκοτεινιάζουν. Παίρνω απότομη ανάσα. Ποπό... Καιρός ήταν. «Μπορούμε να πάμε να δούμε πώς τα πάει ο Έλλιοτ με το σπίτι». Ορίστε; Ω... Πείραγμα! Θυμάμαι αόριστα πως αυτό ήταν να το κάνουμε προτού τραυματιστεί ο Ρέυ. «Θα μ’ άρεσε». «Ωραία!» αποκρίνεται χαμογελαστά. «Δεν έχεις δουλειά;» «Όχι. Η Ρος γύρισε από την Ταϊβάν. Όλα πήγαν καλά. Σήμερα είναι όλα μια χαρά». «Νόμιζα πως εσύ θα πήγαινες στην Ταϊβάν».
Ρουθουνίζει πάλι. νοσοκομείο...»
«Άνα,
ήσουν
στο
«Ω...» «Ναι ω. Κι έτσι, σήμερα θα περάσω λίγο ποιοτικό χρόνο με τη γυναίκα μου». Πίνει μια γουλιά καφέ και πλαταγίζει τα χείλη του. «Ποιοτικό χρόνο;» Δεν μπορώ να κρύψω την ελπίδα στη φωνή του. Η κυρία Τζόουνς βάζει τη στραπατσάδα μπροστά μου, χωρίς και πάλι να καταφέρει να κρύψει το χαμόγελό της. Ο Κρίστιαν χαμογελάει αχνά. «Ποιοτικό χρόνο...» Γνέφει καταφατικά.
Παραείμαι πεινασμένη για να συνεχίσω να φλερτάρω με τον άντρα μου. «Είναι ευχάριστο να σε βλέπω να τρως...» μουρμουρίζει. Σηκώνεται και σκύβει να φιλήσει τα μαλλιά μου. «Πάω να κάνω ντους». «Εμμμ... Μπορώ να έρθω να σου τρίψω την πλάτη;» ρωτάω με το στόμα γεμάτο φρυγανιά και αυγά στραπατσάδα. «Όχι. Φάε». Φεύγοντας από τον πάγκο του πρωινού, τραβάει το μπλουζάκι πάνω από το κεφάλι του, επιτρέποντάς μου να απολαύσω το θέαμα των υπέροχα λαξεμένων ώμων και της γυμνής του πλάτης καθώς βγαίνει νωχελικά από το μεγάλο δωμάτιο.
Σταματάω να μασάω. Επίτηδες το κάνει. Γιατί; Ο ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΕΙΝΑΙ ΧΑΛΑΡΟΣ στη διαδρομή προς τα βόρεια. Μόλις αφήσαμε τον Ρέυ και τον κύριο Ροδριγες να παρακολουθούν ποδόσφαιρο στην καινούρια επίπεδη τηλεόραση που υποψιάζομαι πως ο Κρίστιαν αγόρασε για το δωμάτιο του Ρέυ στο νοσοκομείο. Ο Κρίστιαν είναι ανέμελος από τότε που κάναμε «την κουβέντα». Είναι σαν να του έφυγε ένα βάρος. Η σκιά της κυρίας Ρόμπινσον δε δεσπόζει πια τόσο απειλητική από πάνω μας, ίσως επειδή αποφάσισα να την ξεχάσω - ή ίσως την ξέχασε αυτός, δεν ξέρω. Τώρα όμως αισθάνομαι πιο κοντά του από κάθε άλλη φορά. Ίσως επειδή επιτέλους μου άνοιξε την καρδιά του. Ελπίζω να
συνεχίσει να το κάνει. Και επίσης αποδέχεται περισσότερο το μωρό. Δεν πήγε ακόμα να αγοράσει κούνια, αλλά τρέφω μεγάλες ελπίδες. Τον κοιτάζω απολαμβάνοντας την εικόνα του καθώς οδηγεί. Είναι σπορ, κουλ... Σέξι με τα ανακατωμένα μαλλιά, τα Ray-Ban, το ριγέ σακάκι, το άσπρο λινό πουκάμισο και το τζιν. Με κοιτάζει και αρπάζει το πόδι μου πάνω από το γόνατο, ενώ τα δάχτυλά του με χαϊδεύουν απαλά. «Χαίρομαι που δεν άλλαξες». Έβαλα ένα τζιν μπουφάν και άλλαξα παπούτσια, φορώντας ένα ζευγάρι ίσια, αλλά είμαι ακόμα με την κοντή φούστα. Το
χέρι του χασομεράει πάνω από το γόνατό μου. Βάζω το χέρι επάνω στο δικό του. «Θα συνεχίσεις να με πειράζεις;» «Ίσως...» απαντάει χαμογελαστά. « Γιατί;» «Επειδή μπορώ...» λέει παιδιάστικα.
χαμογελώντας
«Αυτό το παιχνίδι μπορούν να το παίξουν δύο...» ψιθυρίζω. Τα δάχτυλά του ανεβαίνουν βασανιστικά πιο ψηλά στον μηρό μου. «Δώστε τα όλα, κυρία Γκρέυ!» Το χαμόγελό του πλαταίνει.
Παίρνω το χέρι του και το ξαναβάζω επάνω στο γόνατό του. «Μπορείς να κρατήσεις το χέρι σου για τον εαυτό σου». Χαμογελάει αμυδρά. «Όπως θέλετε, κυρία Γκρέυ...» Να πάρει. Αυτό το παιχνίδι θα μου γυρίσει μπούμερανγκ. Ο ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΣΤΡΙΒΕΙ στο δρομάκι του καινούριου μας σπιτιού. Σταματάει στο πληκτρολόγιο και πιέζει έναν αριθμό, και η περίτεχνη άσπρη μεταλλική πύλη ανοίγει. Ανεβαίνουμε μουγκρίζοντας τον δενδρόφυτο δρόμο κάτω από ανάκατα πράσινα, κίτρινα και χαλκόχρωμα φύλλα. Το ψηλό χορτάρι στο λιβάδι έχει αρχίσει να γίνεται χρυσαφί, αλλά υπάρχουν ακόμα μερικά κίτρινα αγριολούλουδα εδώ κι εκεί.
Είναι όμορφη μέρα. Ο ήλιος λάμπει, και η αψιά αρμύρα του πορθμού ανακατεύεται στον αέρα με τη μυρωδιά του φθινοπώρου, που όλο και σιμώνει. Το μέρος είναι τόσο γαλήνιο και όμορφο. Και να σκεφτεί κανείς πως εδώ θα στήσουμε το σπιτικό μας. Ο δρόμος στρίβει, και εμφανίζεται το σπίτι μας. Κάμποσα μεγάλα φορτηγά, που έχουν στο πλάι την επιγραφή «ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΓΚΡΕΫ», είναι παρκαρισμένα μπροστά του. Το σπίτι είναι κυκλωμένο από σκαλωσιές, ενώ αρκετοί εργάτες με κράνη εργασίας δουλεύουν στη στέγη. Ο Κρίστιαν σταματάει έξω από τη σκεπαστή είσοδο και σβήνει τη μηχανή. Νιώθω την έξαψή του.
«Πάμε να βρούμε τον Έλλιοτ». «Εδώ είναι;» «Το ελπίζω. Τον πληρώνω αδρά». Ρουθουνίζω, και ο Κρίστιαν χαμογελάει. Βγαίνουμε από το αυτοκίνητο. «Ει, αδέρφι!» φωνάζει από κάπου ο Έλλιοτ. Κοιτάζουμε και οι δύο ολόγυρα. «Εδώ πάνω!» Βρίσκεται πάνω στη στέγη και μας κουνάει το χέρι χαμογελώντας από το ένα αυτί έως το άλλο. «Καιρός ήταν να σας δούμε εδώ. Μείνετε εκεί όπου είστε. Κατεβαίνω αμέσως!» Ρίχνω μια ματιά στον Κρίστιαν, που ανασηκώνει τους ώμους του. Έπειτα από
λίγα λεπτά ο Έλλιοτ εμφανίζεται στην εξώπορτα. «Γεια σου, αδέρφι!» Σφίγγει το χέρι του Κρίστιαν. «Κι εσείς πώς είστε, μικρή μου κυρία;» Με σηκώνει και με στριφογυρίζει. «Καλύτερα, ευχαριστώ...» χαχανίζω με κομμένη την ανάσα, ενώ τα πλευρά μου διαμαρτύρονται. Ο Κρίστιαν τον στραβοκοιτάζει, αλλά ο Έλλιοτ τον αγνοεί. «Πάμε στο γραφείο του εργοταξίου. Θα χρειαστείτε τέτοια». Χτυπάει το κράνος του. ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΕΧΟΥΝ ΜΕΙΝΕΙ μόνο οι τοίχοι. Τα πατώματα είναι σκεπασμένα με
ένα σκληρό ινώδες υλικό που μοιάζει με κανναβάτσο· κάποιοι από τους αρχικούς τοίχους έχουν εξαφανιστεί, και νέοι έχουν πάρει τη θέση τους. Ο Έλλιοτ μας ξεναγεί εξηγώντας μας τι γίνεται, ενώ άντρες -και ξερικές γυναίκεςδουλεύουν παντού ολόγυρά μας. Ανακουφίζομαι βλέποντάς πως η πέτρινη σκάλα με το περίτεχνο σιδερένιο κιγκλίδωμα βρίσκεται ακόμα στη θέση της και είναι ολόκληρη τυλιγμένη με άσπρα καλύμματα για τη σκόνη. Στο κεντρικό καθιστικό ο πίσω τοίχος έχει φύγει, για να δώσει τη θέση του στον γυάλινο τοίχο της Τζία, κι έχουν ξεκινήσει οι εργασίες στη βεράντα. Παρά την ανακατωσούρα, η θέα εξακολουθεί να είναι εκπληκτική. Τα νέα στοιχεία είναι
ταιριαστά και εναρμονισμένα με τη γοητεία του παλιού κόσμου που αποπνέει το σπίτι... Η Τζία τα κατάφερε καλά. Ο Έλλιοτ εξηγεί υπομονετικά τι εργασίες γίνονται και μας δίνει χονδρικά ένα χρονικό πλαίσιο για καθεμιά. Ελπίζει πως μπορούμε να μπούμε μέσα έως τα Χριστούγεννα, αν και ο Κρίστιαν θεωρεί πως αυτό είναι αισιόδοξο. Να πάρει Χριστούγεννα με θέα τον πορθμό. Ανυπομονώ. Μια φυσαλίδα έξαψης γεννιέται μέσα μου. Μας φαντάζομαι να στολίζουμε ένα τεράστιο δέντρο, ενώ ένα αγοράκι με χαλκόχρωμα μαλλιά μάς κοιτάζει με δέος. Ο Έλλιοτ τελειώνει την ξενάγησή μας στην κουζίνα. «Θα σας αφήσω να περιπλανηθείτε. Να προσέχετε. Εδώ είναι εργοτάξιο».
«Βέβαια. Ευχαριστούμε, Έλλιοτ...» μουρμουρίζει ο Κρίστιαν και με πιάνει από το χέρι. «Ευχαριστημένη;» ρωτάει όταν ο Έλλιοτ μας αφήνει μόνους. Κοιτάζω αυτό το άδειο δωμάτιο και αναρωτιέμαι πού θα κρεμάσω τους πίνακες με τις πιπεριές που πήραμε από τη Γαλλία. «Πολύ. Το λατρεύω! Εσύ;» «Παρομοίους!» αποκρίνεται χαμογελώντας. «Ωραία. Σκεφτόμουν τους πίνακες με τις πιπεριές εδώ μέσα». Ο Κρίστιαν συγκατανεύει. «Θέλω να βάλω τα πορτρέτα που σου έκανε ο Χοσέ σ’ αυτό το σπίτι. Πρέπει να αποφασίσεις πού θα πάνε».
Κοκκινίζω. «Κάπου όπου δε θα τα βλέπω συχνά...» «Μην κάνεις έτσι...» με αποπαίρνει, περνώντας τον αντίχειρά του από το κάτω χείλος μου. «Είναι οι αγαπημένες μου φωτογραφίες. Λατρεύω εκείνη που είναι στο γραφείο μου!» «Δεν έχω ιδέα γιατί...» λέω σιγανά και φιλάω τη ρώγα του αντίχειρά του. «Έχω χειρότερα πράγματα να κάνω από το να κοιτάζω το όμορφο χαμογελαστό σου πρόσωπο όλη τη μέρα. Πεινάς;» ρωτάει. «Αν πεινάω για ποιο πράγμα;» ψιθυρίζω.
Χαμογελάει αχνά, και τα μάτια του σκοτεινιάζουν. Ελπίδα και πόθος ορμούν στις φλέβες μου. «Για φαγητό, κυρία Γκρέυ...» απαντάει και μου δίνει ένα γρήγορο φιλί στα χείλη. Του απευθύνω το ψεύτικο στραβομουτσούνιασμά μου και αναστενάζω. «Ναι. Τελευταία πεινάω συνεχώς...» «Οι τρεις μας μπορούμε να κάνουμε ένα πικ νικ». «Οι τρεις μας; Θα έρθει και κάποιος άλλος;» Ο Κρίστιαν γέρνει το κεφάλι στο πλάι. «Σε περίπου εφτά οχτώ μήνες».
Ω... Το Σημαδάκι. Του χαμογελάω χαζά. «Σκέφτηκα πως μπορεί να σ’ άρεσε να φας στο ύπαιθρο». « Στο λιβάδι; » ρωτάω. Γνέφει καταφατικά. «Ασφαλώς!» αναφωνώ χαμογελαστά. «Αυτό το μέρος θα είναι υπέροχο για να μεγαλώσουμε παιδιά...» μουρμουρίζει κοιτάζοντάς με. Παιδιά! Περισσότερα'από ένα; Να τολμήσω να το θίξω τώρα; Απλώνει τα δάχτυλά του επάνω στην κοιλιά μου. Γαμώτο μου... Κρατάω την ανάσα μου και βάζω το χέρι επάνω στο δικό του.
«Δυσκολεύομαι να το πιστέψω...» ψιθυρίζει, και πρώτη φορά ακούω θαυμασμό στη φωνή του. «Το ξέρω. Ω κοίτα! Έχω αποδείξεις. Μια φωτογραφία». «Μπα; Το πρώτο χαμόγελο του μωρού;» Βγάζω από το πορτοφόλι μου υπερηχογράφημα με το Σημαδάκι.
το
«Βλέπεις;» Ο Κρίστιαν το περιεργάζεται προσεκτικά, στυλώνοντας το βλέμμα επάνω του του επί αρκετά δευτερόλεπτα. «Ω... Το Σημαδάκι. Ναι, το βλέπω...» Ακούγεται αφηρημένος, γεμάτος δέος.
«Το παιδί σου...» λέω χαμηλόφωνα. «Το παιδί μας» ανταπαντάει. «Το πρώτο από πολλά». «Πολλά;» Τα μάτια γουρλώνουν από πανικό.
του
Κρίστιαν
«Τουλάχιστον δύο». «Δύο ;» Δοκιμάζει τη λέξη. «Μπορούμε να προχωράμε ένα ένα παιδί;» Χαμογελάω. «Βέβαια!» Ξαναβγαίνουμε στο ζεστό φθινοπωρινό απόγευμα. «Πότε θα το πεις στους δικούς σου;» ρωτάει ο Κρίστιαν.
«Σύντομα...» μουρμουρίζω. «Έλεγα να το πω στον Ρέι; σήμερα το πρωί, αλλά ήταν εκεί ο κύριος Ροδρίγες...» Ανασηκοίνο^ τους ώμους. Ο Κρίστιαν γνέφει καταφατικά και ανοίγει το πορτμπαγκάζ του R8. Μέσα υπάρχει ένα ψάθινο καλάθι πικ νικ και η σκοτσέζικη κουβέρτα που αγοράσαμε στο Λονδίνο. «Έλα» λέει παίρνοντας την κουβέρτα και το καλάθι στο ένα χέρι και απλώνοντάς μου το άλλο και προχωράμε μαζί προς το λιβάδι. «ΒΕΒΑΙΑ, ΡΟΣ. ΚΑΝΕ Ο/ΓΙ ΜΠΟΡΕΙΣ». Το κλείνει. Είναι το τρίτο τηλεφώνημα που δέχεται στη διάρκεια του πικ νικ μας. Έχει βγάλει τα παπούτσια και τις κάλτσες του και με παρακολουθεί, με τα χέρια στα ανασηκωμένα γόνατά του. Το σακάκι του
είναι πεταγμένο επάνω στο μπουφάν μου, και μας ζεσταίνει ο ήλιος. Είμαι ξαπλωμένη δίπλα του, επάνω στην κουβέρτα του πικ νικ, και μας περιβάλλει ψηλό χρυσαφένιο και πράσινο χορτάρι. Είμαστε μακριά από τον θόρυβο στο σπίτι και κρυμμένοι από τα αδιάκριτα βλέμματα των εργοίτών του εργοταξίου. Βρισκόμαστε στον προσωπικό μας βουκολικό Παράδεισο. Με ταΐζει άλλη μία φράουΛα και τη μασάω πιπιλίζοντάς τη με ευγνωμοσύνη, βλέποντας τα μάτια του να σκοτεινιάζουν. «Νόστιμη;» ψιθυρίζει. « Πολύ! » «Χόρτασες;» «Από φράουλες, ναι».
Τα μάτια του γυαλίζουν επικίνδυνα και χαμογελάει. «Η κυρία Τζόουνς ετοιμάζει εξαιρετικά πικ νικ...» λέει. «Πράγματι...» αποκρίνομαι σιγανά. Ξαφνικά μετακινείται, ξαπλώνοντας με τέτοιον τρόπο, ώστε το κεφάλι του να ακουμπάει στην κοιλιά μου. Κλείνει τα μάτια του και φαίνεται ευχαριστημένος. Χώνω τα δάχτυλα στα μαλλιά του. Αναστενάζει βαθιά, μετά κατσουφιάζει κι ελέγχει τον αριθμό στην οθόνη του BlackBerry, που βουίζει. Υψώνει το βλέμμα του στον ουρανό και απαντάει. « Γουέλτς! » πετάει απότομα. Τσιτώνεται, ακούει ένα δυο δευτερόλεπτα και ύστερα ξάφνου ανακαθίζει,
«Είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο... Ευχαριστώ» λέει μέσα από σφιγμένα δόντια και το κλείνει. Η αλλαγή στη διάθεσή του είναι ακαριαία. Πάει ο πειραχτικός, ερωτιάρης άντρας μου, Έχει αντικατασταθεί από έναν ψυχρό, υπολογιστικό αφέντη του σύμπαντος. Στενεύει στιγμιαία τα μάτια του και ύστερα μου χαρίζει ένα ψυχρό, παγερό χαμόγελο. Ένα ρίγος κατεβαίνει στη ραχοκοκαλιά μου. Παίρνει το BlackBerry και πιέζει ένα κουμπί ταχείας κλήσης. «Ρος, πόσες μετοχές έχουμε στην “Ξυλεία Λίνκολν”;» Ανασηκώνεται και κάθεται γονατιστός. Το κρανίο μου μυρμηγκιάζει. Οχ, όχι... Τι είναι πάλι αυτό;
«Λοιπόν, ρευστοποίησε τις μετοχές για λογαριασμό της GEH και ύστερα απόλυσε το διοικητικό συμβούλιο, εκτός από τον διευθύνοντα σύμβουλο... Δε δίνω δεκάρα. Σ’ ακούω. Απλώς κάν’ το... Ευχαριστώ... Κράτα με ενήμερο». Το κλείνει και με κοιτάζει, ανέκφραστος προς στιγμήν. Γαμώτο μου. Ο Κρίστιαν είναι έξαλλος. «Τι έγινε;» «Ο Λινκ...» τραυλίζει. «Ο Λινκ; Ο πρώην της Ελένα;» «Ο ίδιος. Αυτός πλήρωσε την εγγύηση του Χάυντ».
Κοιτάζω σοκαρισμένη τον Κρίστιαν, χάσκοντας. Το στόμα του είναι σφιγμένο σε μια σκληρή γραμμή. «Θα φανεί σαν ηλίθιος...» μουρμουρίζω καταθορυβημένη. «Θέλω να πω, ο Χάυντ διέπραξε κι άλλο έγκλημα όσο ήταν έξω με εγγύηση». Τα μάτια του Κρίστιαν στενεύουν κα* χαμογελάει αχνά. «Σωστό επιχείρημα και καλά διατυπωμένο, κυρία Γκρέυ». «Τι έκανες μόλις τώρα;» Γονατίζω και τον κοιτάζω καταπρόσωπο. «Τον ξέσκισα!» Ω! «Εμμμ... Κάπως παρορμητικό φαίνεται αυτό...» ψελλίζω.
«Είμαι αυθόρμητος τύπος». «Το έχω υπόψη». Τα μάτια του στενεύουν και τα χείλη του πιέζονται. «Αυτό το σχέδιο το είχα στο τσεπάκι μου εδώ και κάμποσο καιρό» λέει ξερά. Κατσουφιάζω. «Μπα;» Κάνει μια παύση δείχνοντας να ζυγίζει κάτι στο μυαλό του και μετά παίρνει βαθιά ανάσα. «Πριν από κάμποσα χρόνια, στα είκοσι ένα μου, ο Λινκ έλιωσε τη γυναίκα του στο ξύλο. Της έσπασε το σαγόνι, το αριστερό μπράτσο και τέσσερα πλευρά επειδή με πηδούσε». Τα μάτια του σκληραίνουν. «Και τώρα μαθαίνω πως πλήρωσε την εγγύηση για κάποιον που
προσπάθησε να με σκοτώσει, απήγαγε την αδερφή μου κι έσπασε το κεφάλι της γυναίκας μου. Ως εδώ και μη παρέκει. Νομίζω πως είναι ώρα να ανταποδώσω». Χλωμιάζω. Γαμώτο μου... «Σωστό επιχείρημα και καλά διατυπωμένο, κύριε Γκρέυ...» ψιθυρίζω. «Άνα, αυτή είναι η δουλειά μου. Συνήθως το κίνητρό μου δεν είναι η εκδίκηση, αλλά μετά απ’ αυτό δεν μπορώ να τον αφήσω να τη γλιτώσει. Αυτό που έκανε στην Ελένα... Εντάξει, θα μπορούσε να του έχει κάνει μήνυση, μα δεν του έκανε. Δικαίωμά της. »Με τον Χάυντ όμως ξεπέρασε κάθε όριο. Καταδιώκοντας την οικογένειά μου, ο Λινκ έκανε το ζήτημα προσωπικό. Θα τον συντρίψω, θα διαλύσω την εταιρεία του
κάτω από τη μύτη του και θα πουλήσω τα κομμάτια στον πλειοδότη. Θα τον κάνω να φαλιρίσει».
Ω... «Άλλωστε» -συμπληρώνει χαμογελώντας αμυδρά«θα βγάλουμε καλά λεφτά από την αγοραπωλησία». Τα γκρίζα μάτια του πετούν φωτιές και ξαφνικά μαλακώνουν. «Δεν ήθελα να σε τρομάξω...» λέει χαμηλόφωνα. «Δε με τρόμαξες» αποκρίνομαι ψέματα. Ανασηκώνει το φρύδι του διασκεδάζοντάς το. «Απλώς με αιφνιδίασες...» ψιθυρίζω και ύστερα ξεροκαταπίνω ο Κρίστιαν είναι πραγματικά τρομακτικός μερικές φορές. Περνάει απαλά τα χείλη του πάνω από τα δικά μου. «Θα κάνω τα πάντα για να σε κρατήσω ασφαλή... Να κρατήσω ασφαλή
την οικογένειά μου. Να κρατήσω ασφαλές αυτό το μικρούλι...» μουρμουρίζει και απλώνει μαλακά το χέρι του επάνω στην κοιλιά μου. Ω... Σταματάω να αναπνέω. Ο Κρίστιαν με κοιτάζει και τα μάτια του σκοτεινιάζουν. Τα χείλη του μισανοίγουν καθώς εισπνέει και, με μια σκόπιμη κίνηση, οι άκρες των δαχτύλων του περνούν ξυστά πάνω από τα γεννητικά μου όργανα. Γαμώτο μου... Ο πόθος εκρήγνυται σαν εμπρηστικός μηχανισμός και βάζει φωτιά στο αίμα μου. Αρπάζω το κεφάλι του, ενώ τα δάχτυλά μου χώνονται μέσα στα μαλλιά του, το τραβάω δυνατά, και τα χείλη μου βρίσκουν τα δικά του. Αφήνει μια άναρθρη κραυγή, ξαφνιασμένος από την επίθεσή μου, δίνοντας στη γλώσσα μου ελεύθερη
πρόσβαση στο στόμα του. Αναστενάζει βαριά και μου ανταποδίδει το φιλί. Τα χείλη και η γλώσσα του πεινούν για τα δικά μου, και για λίγο καταβροχθίζουμε ο ένας τον άλλο, χαμένοι σε γλώςιαες και χείλη και ανάσες και γλυκιά γλυκιά αίσθηση καθώς ανακαλύπτουμε ξανά ο ένας τον άλλο. Ω, τον θέλω αυτό τον άντρα. Πέρασαν τόσες μέρες. Τον θέλω εδώ, τώρα, στο ύπαιθρο, στο λιβάδι μας. «Άνα...» ψελλίζει μαγεμένος, και το χέρι του περνάει ξυστά από την πλάτη μου, κατεβαίνοντας στο στρίφωμα της φούστας μου. Παλεύω να του ξεκουμπώσω το πουκάμισο, με αδέξια δάχτυλα.
«Οχ, Άνα σταμάτα...» Τραβιέται πίσω με το σαγόνι σφιγμένο και μου αρπάζει τα χέρια. « Όχι ». Τα δόντια μου κλείνουν μαλακά γύρω από το κάτω χείλος του και τραβάω. « Όχι.. .» μουρμουρίζω κοιτάζοντάς τον. Τον αφήνω. «Σε θέλω». Παίρνει μια απότομη ανάσα. Είναι διχασμένος· η αναποφασιστικότητά του είναι γραμμένη στα αστραφτερά γκρίζα μάτια του. «Σε παρακαλώ, σε χρειάζομαι...» Κάθε πόρος του είναι μου εκλιπαρεί. Αυτό κάνουμε εμείς οι δύο. Βογκάει νικημένος καθώς το στόμα του βρίσκει το δικό μου, κολλώντας τα χείλη του στα δικά μου. Το ένα του χέρι μού
κρατάει το κεφάλι, ενώ το άλλο κατεβαίνει στο κορμί μου έως τη μέση μου. Με σπρώχνει μαλακά να ξαπλώσω και ξαπλώνει δίπλα μου, χωρίς να αφήσει ούτε στιγμή το στόμα μου. Τραβιέται πίσω και με κοιτάζει. «Είστε τόσο όμορφη, κυρία Γκρέυ...» Του χαϊδεύω το όμορφο πρόσωπο. «Το ίδιο κι εσείς, κύριε Γκρέυ. Μέσα έξω». Κατσουφιάζει, και τα δάχτυλά μου ακολουθούν τις ζάρες στο μέτωπό του. «Μην κατσουφιάζεις. Για μένα είσαι, ακόμα και θυμωμένος...» ψιθυρίζω. Βογκάει ξανά, και το στόμα του αιχμαλωτίζει το δικό μου, σπρώχνοντάς με
πάνω στο μαλακό χορτάρι κάτω από την κουβέρτα. «Μου έλειψες...» τραυλίζει, και τα δόντια του περνούν ξυστά από το σαγόνι μου. Η καρδιά μου φτερουγίζει. «Και μένα μου έλειψες. Ω Κρίστιαν...» Κουλουριάζω το ένα μου χέρι στα μαλλιά του και με το άλλο τού σφίγγω τον ώμο. Τα χείλη του κινούνται στον λαιμό μου, αφήνοντας στο πέρασμά τους τρυφερά φιλιά. Ακολουθούν τα δάχτυλά του, ξεκουμπώνοντας επιδέξια ένα ένα τα κουμπιά της μπλούζας μου. Τραβώντας τη για να ανοίξει, φιλάει τα φουσκωμένα στήθη μου. Μουρμουρίζει επιδοκιμαστικά, χαμηλά στον λαιμό του, και ο ήχος αντηχεί
μέσα από το κορμί μου στα πιο βαθιά, σκοτεινά σημεία μου. «Το σώμα σου αλλάζει...» λέει σιγανά. Ο αντίχειράς του ερεθίζει τη ρώγα μου, ώσπου σκληραίνει, πιέζοντας το σουτιέν μου. «Μ’ αρέσει» προσθέτει. Παρακολουθώ τη γλώσσα του να γεύεται και να ακολουθεί τη γραμμή ανάμεσα στο σουτιέν και το στήθος μου, βασανίζοντας και ερεθίζοντάς με. Πιάνοντας απαλά ανάμεσα στα δόντια του τη μια πλευρά του σουτιέν μου, τραβάει προς τα κάτω, ελευθερώνοντας το ένα μου στήθος, και τρίβει τη μύτη του επάνω στη ρώγα μου. Ζαρώνει στο άγγιγμά του και από τη δροσιά της απαλής φθινοπωρινής αύρας. Τα χείλη του κλείνουν γύρω μου και ρουφάει δυνατά και βαθιά.
« Αχ ...» βογκάω, παίρνοντας απότομη ανάσα. Ύστερα μορφάζω καθώς ο πόνος διαχέεται προς τα έξω από τα μωλωπισμένα πλευρά μου. « Άνα! » αναφωνεί ο Κρίστιαν και με αγριοκοιτάζει, με την ανησυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. «Αυτό εννοώ!» με μαλώνει. «Σου λείπει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Δε θέλω να σε πονέσω». «Όχι. Μη σταματάς...» κλαψουρίζω. Με κοιτάζει παλεύοντας με τον εαυτό του. «Σε παρακαλώ...» «Να». Κινείται απότομα, και βρίσκομαι καβάλα επάνω του, με την κοντή φούστα μου
κουβαριασμένη τώρα γύρω από τους γοφούς μου. Τα χέρια του γλιστρούν πάνω από το σημείο όπου τελειώνουν οι κάλτσες μου. «Ορίστε. Τώρα είναι καλύτερα, και μπορώ να απολαύσω τη θέα». Απλώνει το χέρι και χώνει τον μακρύ δείκτη του στην άλλη πλευρά του σουτιέν μου, ελευθερώνοντας και το άλλο μου στήθος. Τα αρπάζει και τα δύο, κι εγώ ρίχνω πίσω το κεφάλι, σπρώχνοντάς τα στα ευπρόσδεκτα, επιδέξια χέρια του. Με ερεθίζει, τραβώντας και στρίβοντας τις ρώγες μου, ώσπου φωνάζω, και μετά ανακάθεται με τέτοιον τρόπο, ώστε βρισκόμαστε μύτη με μύτη. Τα άπληστα γκρίζα μάτια του είναι καρφωμένα στα δικά μου. Με φιλάει, ενώ τα δάχτυλά του εξακολουθούν να με ερεθίζουν.
Πασπατεύω αδέξια το πουκάμισό του ξεκουμπώνοντας τα δύο πρώτα κουμπιά, και είναι σαν αισθητηριακή υπερφόρτωση θέλω ταυτόχρονα να τον φιλήσω παντού, να τον γδύσω και να κάνω έρωτα μαζί του. «Ει...» Μου αρπάζει μαλακά το κεφάλι και τραβιέται πίσω, με μάτια σκοτεινά και γεμάτα αισθησιακές υποσχέσεις. «Δε βιαζόμαστε. Σιγά σιγά... Θέλω να σε απολαύσω». «Κρίστιαν, πέρασαν τόσες μέρες...» Είμαι λαχανιασμένη. «Αργά...» ψιθυρίζει, και είναι διαταγή. Φιλάει τη δεξιά γωνία του στόματός μου. «Αργά». Φιλάει την αριστερή γωνία. «Αργά, μωρό μου». Τραβάει το κάτω χείλος μου με τα δόντια του. «Ας το πάμε αργά
αργά». Ανοίγει τα δάχτυλά του μέσα στα μαλλιά μου, κρατώντας με ακίνητη καθώς η γλώσσα του εισβάλλει στο στόμα μου ψάχνοντας, δοκιμάζοντας, ηρεμώντας... Βάζοντας φωτιά. Ο άντρας μου ξέρει να φιλάει. Του χαϊδεύω το πρόσωπο, με τα δάχτυλά μου να κινούνται διστακτικά κάτω στο σαγόνι του και μετά στον λαιμό του, και αρχίζω πάλι να ξεκουμπώνω τα κουμπιά του πουκάμισού του με το πάσο μου, ενώ εκείνος συνεχίζει να με φιλάει. Τραβάω αργά το πουκάμισό του και το ανοίγω. Τα δάχτυλά μου γλιστρούν,στις κλειδώσεις του, προχωρώντας επάνω στο ζεστό, μεταξένιο δέρμα του. Τον σπρώχνω μαλακά προς τα πίσω, ώσπου βρίσκεται ξαπλωμένος από κάτω μου. Ανακάθομαι
και τον κοιτάζω, έχοντας επίγνωση πως αναδεύομαι πάνω στο όλο και πιο σκληρό όργανό του. Μμμ... Σέρνω τα δάχτυλα επάνω στα χείλη και στο σαγόνι του, ύστερα στον λαιμό και στο μήλο’του Αδάμ, έως εκείνη τη μικρή λακκουβίτσα στη βάση του λαιμού. Ο όμορφος άντρας μου. Σκύβω, και τα φιλιά μου ακολουθούν τις άκρες των δαχτύλων μου. Τα δόντια μου περνούν ξυστά από το σαγόνι του και τον φιλάω στον λαιμό. Κλείνει τα μάτια του. «Αχ...» βογκάει και ρίχνει πίσω το κεφάλι του, δίνοντάς μου πιο εύκολη πρόσβαση στη βάση του λαιμού του. Το στόμα του είναι χαλαρό, μισάνοιχτο, σε σιωπηλή έκφραση θαυμασμού. Ο χαμένος και ερεθισμένος Κρίστιαν είναι για μένα απολαυστικό και διεγερτικό θέαμα.
Η γλώσσα μου σέρνεται στο στέρνο του, στριφογυρίζοντας ανάμεσα στις τρίχες του στήθους του. Μμμ../Εχει τόσο ωραία γεύση. Μυρίζει τόσο όμορφα. Φιλάω πρώτα μία, μετά άλλη μία από τις μικρές στρογγυλές ουλές του, και με αρπάζει από τους γοφούς. Τα δάχτυλά μου σταματούν επάνω στο στήθος του και τον κοιτάζω. Η αναπνοή του είναι τραχιά. «Το θες αυτό; Εδώ;» μουρμουρίζει, και τα μάτια του είναι χωμένα στις κόγχες τους, με έναν μεθυστικό συνδυασμό αγάπης και πόθου. «Ναι...» απαντάω σιγανά, περνώντας ξυστά τα χείλη και τη γλώσσα μου από το στήθος του έως τη ρώγα. Την τραβάω και τη στρίβω απαλά με τα δόντια μου.
«Ανά...» λέει χαμηλόφωνα και με αγκαλιάζει από τη μέση, σηκώνοντάς με και τραβώντας το κουμπί και το φερμουάρ του για να ελευθερωθεί. Με καθίζει πάλι κάτω και σπρώχνομαι πάνω του, απολαμβάνοντας την αίσθηση της ζεστασιάς και του -σφρίγους του από κάτω μου. Περνάει τα χέρια του πάνω από τους μηρούς μου, σταματώντας λίγο στο οημείο όπου τελειώνουν οι κάλτσες και αρχίζει η σάρκα μου. Τα χέρια του διαγράφουν μικρούς ερεθιστικούς κύκλους στην κορυφή των μηρών μου έτσι όπως με αγγίζουν οι αντίχειρές του... Με αγγίζουν εκεί όπου θέλω να με αγγίξουν. Μου κόβεται η ανάσα. «Ελπίζω να μην είσαι ιδιαίτερα δεμένη με τα εσώρουχά σου...» ψιθυρίζει.
Τα μάτια του είναι άγρια και αστραφτερά. Τα δάχτυλά του ακολουθούν το λάστιχο κατά μήκος της κοιλιάς μου και μετά γλιστρούν μέσα, διεγείροντάς με. Ύστερα γραπώνει σφιχτά το κιλοτάκι μου και σπρώχνει τους αντίχειρές του μέσα από το λεπτό ύφασμα. Το κιλοτάκι μου διαλύεται. Τα χέρια του ανοίγουν επάνω στους μηρούς μου, και οι αντίχειρές του περνούν πάλι ξυστά πάνω από τα γεννητικά μου όργανα. Λυγίζει τους γοφούς, και το πέος του τρίβεται πάνω μου. «Νιώθω πόσο υγρή είσαι...» Η φωνή του είναι γεμάτη αισθησιακή επιδοκιμασία και ξαφνικά ανασηκώνεται, με το μπράτσο του πάλι γύρω από τη μέση μου, έτσι που βρισκόμαστε μύτη με μύτη. Τρίβει τη μύτη του επάνω στη δική μου.
«Θα το πάμε αργά, κυρία Γκρέυ. Θέλω να σας νιώσω ολόκληρη...» Με σηκώνει και με υπέροχη, εκνευριστική, αργή άνεση με χαμηλώνει επάνω του. Νιώθω κάθε ευλογημένο εκατοστό του να με γεμίζει. «Ααα!» φωνάζω ασυνάρτητα, απλώνοντας τα χέρια για να πιαστώ από τα μπράτσα του. Προσπαθώ να ανασηκωθώ για κάποια ευπρόσδεκτη τριβή, αλλά με κρατάει ακίνητη. « Όλος. ..» μουγκρίζει και καμπυλώνει τη λεκάνη του, μπαίνοντας ολόκληρος μέσα μου. Γέρνω πίσω το κεφάλι και αφήνω μια πνιχτή κραυγή γνήσιας απόλαυσης.
«Άσε με να σ’ ακούσω...» μουρμουρίζει. « Όχι μην κουνιέσαι. Μόνο νιώσε». Ανοίγω τα μάτια, με το στόμα μου παγωμένο σ’ ένα σιωπηλό «Α!». Και με κοιτάζει, με χωμένα στις κόγχες τους έκφυλα γκρίζα μάτια, καρφωμένα στα ζαλισμένα γαλάζια. Αναδεύεται στριφογυρίζοντας τους γοφούς του, αλλά με κρατάει ακίνητη. Βογκάω. Τα χείλη του βρίσκονται στον λαιμό μου, φίλο^ ντας με. «Αυτό είναι το αγαπημένο μου μέρος. Θαμμένος μέσα σου...» λέει σιγανά επάνω στο δέρμα μου. «Σε παρακαλώ, κουνήσου...» τον ικετεύω.
«Αργά, κυρία Γκρέυ...» Κυρτώνει πάλι τους γοφούς του, και η ηδονή διαχέεται μέσα μου. Χουφτώνω το πρόσωπό του και τον φιλάω, καταβροχθίζοντάς τον, «Αγάπησέ με. Σε παρακαλώ, Κρίστιαν...» Τα δόντια του σέρνονται στο σαγόνι μου έως το αυτί μου. «Εμπρός...» ψιθυρίζει και μετά με ανασηκώνει και με κατεβάζει. Η εσωτερική μου θεά ελευθερώνεται από τα δεσμά της, και τον σπρώχνω στο χώμα, αρχίζοντας να λικνίζομαι, απολαμβάνοντας την αίσθησή του μέσα μου... Ιππεύοντάς τον... Ιππεύοντάς τον δυνατά. Με τα χέρια του γύρω από τη μέση μου, ακολουθεί τον ρυθμό μου. Μου έλειψε αυτό... Η διεγερτική αίσθησή του από κάτω μου,
μέσα μου... Με τον ήλιο στην πλάτη μου, τη γλυκιά μυρωδιά του φθινοπώρου στον αέρα, την απαλή φθινοπωρινή αύρα. Πρόκειται για ένα μεθυστικό ανακάτεμα αισθήσεων: αφής, γεύσης, όσφρησης και της θέας του αγαπημένου άντρα μου από κάτω μου. «Άνα...» βογκάει με τα μάτια κλειστά, το κεφάλι πίσω, το στόμα ανοιχτό. Αχ... Το λατρεύω αυτό. Και μέσα μου ανεβαίνω... Ανεβαίνω... Σκαρφαλώνω... Ψηλότερα. Τα χέρια του Κρίστιαν γλιστρούν στους γοφούς μου και οι αντίχειρές του πιέζουν απαλά το επάνω μέρος τους. Εκρήγνυμαι γύρω του ξανά και ξανά, ξανά και ξανά και καταρρέω φαρδιά πλατιά επάνω στο στήθος του καθώς κραυγάζει με τη σειρά του, αφήνοντας τον
εαυτό του ελεύθερο, φωνάζοντας το όνομά μου με αγάπη και χαρά. ΜΕ ΚΡΑΤΑΕΙ ΕΠΑΝΩ στο στήθος του, αγκαλιάζοντας τρυφερά το κεφάλι μου. Μμμ... Κλείνοντας τα μάτια, απολαμβάνω την αίσθηση των χεριών του γύρω μου. Το χέρι μου είναι πάνω στο στήθος του, νιώθοντας τον σταθερό σφυγμό της καρδιάς του, που επιβραδύνεται και ηρεμεί. Τον φιλάω και τρίβω τη μύτη επάνω του, απορώντας για μια στιγμή που, όχι πολύ καιρό πριν, δε με άφηνε να το κάνω. «Καλύτερα;» ρωτάει χαμηλόφωνα. Σηκώνω το κεφάλι. Μου χαμογελάει πλατιά.
« Πολύ... Εσύ; » Το χαμόγελό μου μιμείται το δικό του. «Μου λείψατε, κυρία Γκρέυ». Και για λίγο είναι σοβαρός. «Και μένα». «Όχι άλλοι ηρωισμοί, ε;» «Όχι » υπόσχομαι. «Πρέπει πάντα να μου μιλάς...» ψιθυρίζει. «Παρομοίως, Γκρέυ». Χαμογελάει αχνά. «Σωστό επιχείρημα και καλά διατυπωμένο. Θα προσπαθήσω...» Με φιλάει στα μαλλιά.
«Νομίζω πως θα είμαστε ευτυχισμένοι εδώ...» τραυλίζω, κλείνοντας πάλι τα μάτια μου. «Ναι. Εσύ, εγώ και... Και το Σημαδάκι. Πώς νιώθεις, επί τη ευκαιρία;» «Μια χαρά. Χαλαρή. Ευτυχισμένη!» «Ωραία». «Εσύ;» «Ναι, όλα αυτά...» απαντάει σιγανά. Σηκώνω τα μάτια επάνω του, προσπαθώντας να ζυγίσω την έκφρασή του. «Τι;» ρωτάει.
«Ξέρεις, είσαι πολύ αυταρχικός όταν κάνουμε έρωτα». «Παραπονιέσαι;» «Όχι. Απλώς αναρωτιέμαι... Είπες ότι σου λείπει». Μένει ακίνητος, κοιτάζοντάς με. «Μερικές φορέ<£...» αποκρίνεται χαμηλόφωνα. Ω... «Λοιπόν, πρέπει να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό...» μουρμουρίζω, και φιλώντας τον απαλά στα χείλη, κουλουριάζομαι γύρω του σαν κισσός. Εικόνες των δυο μας μαζί στην αίθουσα ψυχαγωγίας: ο Τάλλις, το τραπέζι, επάνω στον σταυρό ή δεμένη με χειροπέδες στο κρεβάτι... Μου αρέσουν τα κίνκι γαμήσια
του τα κίνκι γαμήσια μας. Ναι. Μπορώ να τα κάνω αυτά. Μπορώ να τα κάνω γι’ αυτόν, με αυτόν. Μπορώ να τα κάνω για μένα. Το δέρμα μου μυρμηγκιάζει όταν θυμάμαι το μαστίγιο ιππασίας. «Και μένα μ’ αρέσει να παίζω...» ψελλίζω, και σηκώνοντας τα μάτια μου, ανταμείβομαι με το συνεσταλμένο του χαμόγελο. «Ξέρεις, θα ήθελα πραγματικά να δοκιμάσω τα όριά σου...» ψιθυρίζει. «Τα όριά μου σε ποιο πράγμα;» «Στην ηδονή». «Ω... Νομίζω πως θα μ’ άρεσε».
«Ίσως όταν γυρίσουμε σπίτι...» λέει σιγανά, αφήνοντας την υπόσχεση να αιωρείται ανάμεσά μας. Τρίβω πάλι τη μύτη μου επάνω του. Τον αγαπάω τόσο πολύ. *** Έχουν περάσει δύο μέρες από το πικ νικ μας. Δύο μέρες από την υπόσχεση ίσως όταν γυρίσουμε σπίτι. Ο Κρίστιαν μού φέρεται ακόμα σαν να είμαι από γυαλί. Εξακολουθεί να μη με αφήνει να πάω στη δουλειά, οπότε δουλεύω από το σπίτι. Παραμερίζω επάνω στο γραφείο μου τη στοίβα των διερευνητικών επιστολών που διάβαζα και αναστενάζω. Ο Κρίστιαν κι εγώ δεν έχουμε ξαναπάει στην αίθουσα ψυχαγωγίας από τότε που χρησιμοποίησα
τον κωδικό ασφαλείας. Και είπε πως του λείπει. Λοιπόν, και μένα το ίδιο... Ειδικά τώρα που θέλει να δοκιμάσει τα όριά μου. Κοκκινίζω στη σκέψη των όσων πιθανόν να συνεπάγεται αυτό. Ρίχνω μια ματιά στο τραπέζι του μπιλιάρδου. Ναι, ανυπομονώ να τα διερευνήσω. Οι σκέψεις μου διακόπτονται από απαλή λυρική μουσική που γεμίζει το διαμέρισμα. Ο Κρίστιαν παίζει πιάνο* όχι κάποιο από τα συνηθισμένα μοιρολόγια του, αλλά μια γλυκιά μελωδία, μια ελπιδοφόρα μελωδία μια μελωδία που γνωρίζω, όμως δεν τον έχω ακούσει ξανά να παίζει. Προχωράω στις μύτες των ποδιών μου έως την αψίδα στο μεγάλο δωμάτιο και παρακολουθώ τον Κρίστιαν στο πιάνο. Είναι σούρουπο. Ο ουρανός έχει ένα
οργιαστικό ροζ χρώμα, και το φως αντανακλάται στα γυαλιστερά χαλκόχρωμα μαλλιά του. Είναι όμορφος όπως πάντα καθώς παίζει συγκεντρωμένος, αγνοώντας την παρουσία μου. Ήταν πολύ ομιλητικός τις τελευταίες μέρες, πολύ περιποιητικός δίνοντας μικρές πληροφορίες για τη μέρα του, τις σκέψεις, τα σχέδιά του. Είναι θαρρείς κι έχει σπάσει ένα φράγμα κι έχει αρχίσει να μιλάει. Ξέρω πως έπειτα από λίγα λεπτά θα έρθει να δει τι κάνω, κι αυτό μου δίνει μια ιδέα. Γεμάτη έξαψη, απομακρύνομαι αθόρυβα, ελπίζοντας πως εξακολουθεί να μη με έχει προσέξει, και τρέχω στο δωμάτιό μας, βγάζοντας καθ’ οδόν τα ρούχα μου, ώσπου μένω μόνο με ένα γαλάζιο δαντελένιο σλιπάκι. Βρίσκω ένα γαλάζιο φανελάκι και
το φοράω βιαστικά. Θα κρύψει τη μελανιά μου. Χώνομαι στην ντουλάπα και βγάζω το ξεβαμμένο τζιν του Κρίστιαν -το τζιν της αίθουσας ψυχαγωγίας, το αγαπημένο μουαπό το συρτάρι. Παίρνω από το κομοδίνο μου το BlackBerry, διπλώνω τακτικά το τζιν καί γονατίζω δίπλα στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Η πόρτα είναι μισάνοιχτη, και ακούω τους ήχους ενός άλλου κομματιού, που δεν το αναγνωρίζω. Είναι όμως άλλο ένα γεμάτο ελπίδα κομμάτι* είναι όμορφο. Πληκτρολογώ βιαστικά ένα ηλεκτρονικό μήνυμα. Από: Αναστάζια Γκρέυ θέμα: Η ευχαρίστηση του άντρα μου Ημερομηνία: 21 20:45
Σεπτεμβρίου
2011,
Προς: Κρίστιαν Γκρέυ Κύριε, Περιμένω τις οδηγίες σας. Πάντα δική σας Κυρία Γκ. χ
Πατάω «αποστολή». Έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα η μουσική σταματάει απότομα. Η καρδιά μου αναπηδάει και αρχίζει να σφυροκοπάει. Περιμένω, περιμένω, και τελικά το BlackBerry βουίζει. Από: Κρίστιαν Γκρέυ
θέμα: Η ευχαρίστηση του άντρα μου <---------μου αρέσει αυτός ο τίτλος, μωρό μου Ημερομηνία: 9 Σεπτεμβρίου 20:48 Προς: Αναστάζια Γκρέυ
2011,
Κυρία Γκ., Μου κεντρίσατε την περιέργεια, θα έρθω να σας βρω. Να είστε έτοιμη. Christian Grey Ανυπόμονοε CEO, Grey Enterprises Holdings, Inc.
Να είσαι έτοιμη! Η καρδιά μου αρχίζει να σφυροκοπάει και ξεκινάω το μέτρημα. Έπειτα από τριάντα εφτά δευτερόλεπτα η πόρτα ανοίγει. Κοιτάζω χαμηλά τα γυμνά του πόδια, που σταματούν στο άνοιγμα. Χμμμ... Δε λέει τίποτα. Περνάει μια αιωνιότητα χωρίς να πει τίποτα. Ο, γαμώτο... Αντιστέκομαι στον πειρασμό να σηκώσω τα μάτια επάνω του και τα κρατάω χαμηλά. Τελικά απλώνει το χέρι και σηκώνει το τζιν του. Μένει σιωπηλός, αλλά κατευθύνεται προς την ντουλάπα-δωμάτιο, ενώ εγώ είμαι μαρμαρωμένη. Ποπό... Αυτό ήταν. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή και απολαμβάνω το κύμα της αδρεναλίνης που κυλάει στο σώμα μου. Αναδεύομαι καθώς η έξαψη αυξάνεται. Τι θα μου κάνει; Έπειτα
από λίγες στιγμές επιστρέφει φορώντας το τζιν. «Ώστε θες να παίξεις;» μουρμουρίζει. «Ναι...» Δε λέει τίποτα, και διακινδυνεύω μια γρήγορη ματιά προς τα επάνω, στο τζιν του, στους μηρούς του κάτω από το ύφασμα, προς το απαλό φούσκωμα πίσω από το φερμουάρ του, στο ανοιχτό κουμπί στη μέση, στις τρίχες που οδηγούν στο εφήβαιο του, στον αφαλό του, στους λαξεμένους κοιλιακούς του, στις τρίχες του στήθους του, στα γκρίζα μάτια του, που λαμποκοπούν, και στο κεφάλι του, που είναι γερμένο στο πλάι. Το φρύδι του είναι ανασηκωμένο. Ω, γαμώτο...
«Ναι, τι;» ψιθυρίζει. Ω... «Ναι, Κύριε». Τα μάτια του μαλακώνουν. «Καλό κορίτσι...» λέει σιγανά και μου χαϊδεύει το κεφάλι. «Νομίζω πως είναι καλύτερο να σε ανεβάσουμε πάνω τώρα» προσθέτει. Τα σωθικά μου λιώνουν και η κοιλιά μου σφίγγεται με κείνο τον υπέροχο τρόπο. Με παίρνει από το χέρι και τον ακολουθώ διασχίζοντας το δωμάτιο και ανεβαίνοντας τη σκάλα. Σταματάει έξω από την πόρτα της αίθουσας ψυχαγωγίας και σκύβει να με φιλήσει τρυφερά προτού αρπάξει γερά τα μαλλιά μου.
«Ξέρεις, εξουσιάζεις από κάτω...» τραυλίζει επάνω στα χείλη μου. «Τι;» Δεν καταλαβαίνω τι λέει. «Μη σε νοιάζει. Θα το αντέξω...» μουρμουρίζει κεφάτα και περνάει τη μύτη του πάνω από το πιγούνι μου, δαγκώνοντας απαλά το αυτί μου. «Μόλις μπούμε μέσα, γονάτισε όπως σου έδειξα». «Ναι... Κύριε». Με κοιτάζει, και τα μάτια του λάμπουν από αγάπη, θαυμασμό και πονηρές σκέψεις. Χριστέ μου... Η ζωή δε θα γίνει ποτέ βαρετή με τον Κρίστιαν, κι έχουμε πολύ καιρό μπροστά μας. Τον αγαπάω αυτό τον άνθρωπο: τον άντρα, τον εραστή, τον
πατέρα του παιδιού μου, μερικές φορές Κυρίαρχό μου... Τις Πενήντα Αποχρώσεις μου. Στο μεγάλο σπίτι, Μάιος 2014 ΕΊΜΑΙ ΞΑΠΛΩΜΕΝΗ στη σκοτσέζικη κουβέρτα μας για τα πικ νικ και κοιτάζω τον καθαρό, γαλάζιο καλοκαιρινό ουρανό. Η θέα πλαισιώνεται από αγριολούλουδα και ψηλά πράσινα χορτάρια. Η ζεστασιά του απογευματινού ήλιου ζεσταίνει το δέρμα, τα κόκαλα και την κοιλιά μου, και χαλαρώνω, αφήνοντας το κορμί μου να γίνει σαν ζελέ. Νιώθω άνετα. Μάλλον όχι. Νιώθω υπέροχα. Απολαμβάνω τη στιγμή, μια στιγμή γαλήνης, μια στιγμή απόλυτης και πλήρους ικανοποίησης. Θα έπρεπε να αισθάνομαι ένοχη που νιώθω τόσο
χαρούμενη, τόσο γεμάτη, αλλά όχι. Η ζωή εδώ ακριβώς, τώρα ακριβώς, είναι καλή, κι έχω μάθει να την εκτιμώ και να ζω τη στιγμή όπως ο άντρας μου. Χαμογελάω και αναδεύομαι καθώς το μυαλό μου πετάει στην υπέροχη ανάμνηση της χτεσινής μας νύχτας στο σπίτι μας στο Εσκάλα... *** Οι ουρές του μαστιγίου περνούν ξυστά από τη φουσκωμένη μου κοιλιά με βασανιστικό, νωθρό ρυθμό. «Φτάνει τόσο, Άνα;» λέει ο Κρίστιαν στο αυτί μου. «Σε παρακαλώ...» τον εκλιπαρώ, τραβώντας τα δεσμά πάνω από το κεφάλι μου καθώς στέκομαι με δεμένα τα μάτια και
στερεωμένη στο καφασωτό στην αίθουσα ψυχαγωγίας. Το μαστίγιο πέφτει επάνω στους γοφούς μου τσούζοντας γλυκά. «Σε παρακαλώ, τι;» Μου κόβεται η ανάσα. «Σας παρακαλώ, Κύριε...» Ο Κρίστιαν βάζει το χέρι επάνω στο κοκκινισμένο δέρμα μου και τρίβει απαλά. «Έλα. Έλα. Έλα...» Ο τόνος του είναι τρυφερός. Το χέρι του κατεβαίνει πιο κάτω, και τα δάχτυλά του γλιστρούν μέσα μου. Βογκάω.
«Κυρία Γκρέυ...» μουρμουρίζει, και τα δόντια του τραβούν τον λοβό μου. «Είστε τόσο έτοιμη». Τα δάχτυλά του μπαινοβγαίνουν μέσα μου, πετυχαίνοντας ξανά εκείνο το σημείο, το γλυκό σημείο. Το μαστίγιο πλαταγίζει στο πάτωμα, και το χέρι του ανεβαίνει στην κοιλιά και στα στήθη μου. Τσιτώνομαι. Είναι ευαίσθητα. «Σώπα...» λέει ο Κρίστιαν χουφτώνοντας το ένα και περνώντας απαλά τον αντίχειρά του πάνω από τη ρώγα μου. «Αχ...» Τα δάχτυλά του είναι απαλά και εκμαυλιστικά, και η ηδονή διαχέεται από το στήθος μου προς τα κάτω, κάτω. Βαθιά
κάτω... Ρίχνω πίσω το κεφάλι, σπρώχνοντας τη ρώγα μου μέσα στην παλάμη του, και βογκάω ξανά. «Μ’ αρέσει να σ’ ακούω...» ψιθυρίζει ο Κρίστιαν. Η στύση του ακουμπάει στον γοφό μου, τα κουμπιά του παντελονιού του πιέζουν τη σάρκα μου καθώς τα δάχτυλά του συνεχίζουν την αδυσώπητη επίθεσή τους: μέσα έξω, μέσα έξω ακολουθώντας έναν ρυθμό. «Να σε κάνω να τελειώσεις έτσι;» ρωτάει. «Όχι...» Τα δάχτυλά του σταματούν να κινούνται μέσα μου.
Αλήθεια κυρία Γκρευ, απο εσάς εξαρταται». Τα δάχτυλά του σφίγγονται γύρω από τη ρώγα μου. «Όχι... Όχι, Κύριε». «Καλύτερα τώρα». «Αχ, σε παρακαλώ...» ικετεύω. «Τι θες, Αναστάζια;» «Εσένα. Πάντα...» Παίρνει μια απότομη εισπνοή. «Ολόκληρο...» προσθέτω με κομμένη την ανάσα. Τραβάει μαλακά τα δάχτυλά του από μέσα μου, με γυρίζει από την άλλη, έτσι που να
είναι μπροστά μου, και μου λύνει τα μάτια. Πεταρίζω τα βλέφαρα, ατενίζοντας τα σκοτεινά μάτια του, που καίνε. Ο δείκτης του ακολουθεί τη γραμμή του κάτω χείλους μου και μετά σπρώχνει δύο δάχτυλα μέσα στο στόμα μου, αφήνοντάς με να γευτώ την αψιά αλμύρα της διέγερσής μου. «Πιπίλισέ τα...» ψιθυρίζει. Στριφογυρίζω τη γλώσσα ανάμεσα στα δάχτυλά του.
γύρω
και
Μμμ... Ακόμα κι εγώ έχω ωραία γεύση στα δάχτυλά του. Τα χέρια του ανεβαίνουν στα μπράτσα μου, έως τις χειροπέδες πάνω από το κεφάλι μου, και τις ανοίγει ελευθερώνοντάς με. Γυρίζοντάς με από την άλλη, έτσι που να
κοιτάζω τον τοίχο, τραβάει δυνατά την κοτσίδα μου, και πέφτω στην αγκαλιά του. Γέρνει το κεφάλι μου στο πλάι και περνάει απαλά τα χείλη του πάνω από τον λαιμό προς το αυτί μου, ενώ με κρατάει κολλημένη επάνω του. «Θέλω να μπω στο στόμα σου...» Η φωνή του είναι σιγανή και σαγηνευτική. Το σώμα μου, ώριμο και έτοιμο, σφίγγεται βαθιά μέσα μου. Η ηδονή είναι γλυκιά και διαπεραστική. Βογκάω. Γυρίζοντας για να τον κοιτάζω καταπρόσωπο, τραβάω το πρόσωπό του κοντά στο δικό μου και τον φιλάω δυνατά. Η γλώσσα μου εισβάλλει στο στόμα του για να τον γευτεί και να τον απολαύσει. Μουγκρίζει και βάζει τα χέρια του στους
γλουτούς μου τραβώντας με πάνω του, αλλά ι/όνο η φουσκωμένη κοιλιά μου τον αγγίζει. Του δαγκώνω το σαγόνι και του δίνω φιλιά στον λαιμό, ενώ τα δάχτυλά μου κατεβαίνουν στο τζιν του. Ρίχνει το κεφάλι πίσω, εκθέτοντάς μου μεγαλύτερο μέρος του λαιμού του, και σέρνω τη γλώσσα επάνω στο στήθος του και ανάμεσα από τις τρίχες στο στέρνο του. «Αχ...» Τραβάω τη ζώνη του τζιν του, και τα κουμπιά ανοίγουν. Με αρπάζει από τους ώμους καθώς πέφτω στα γόνατα μπροστά του. Σηκώνω το βλέμμα μέσα από τις βλεφαρίδες μου και τον βλέπω να με κοιτάζει. Τα μάτια του είναι σκοτεινά, τα
χείλη του μισάνοιχτα, κι όταν τον ελευθερώνω και τον παγιδεύω στο στόμα μου, παίρνει βαθιά ανάσα. Μου αρέσει να το κάνω αυτό στον Κρίστιαν, Να τον παρακολουθώ να λιώνει, να ακούω την ανάσα του να κόβεται και τα σιγανά βογκητά που βγάζει βαθιά μέσα από τον λαιμό του. Σφαλίζω τα βλέφαρα και πιπιλίζω δυνατά, πιέζοντάς τον, απολαμβάνοντας τη γεύση του και την άναρθρη κραυγή που βγάζει. Αρπάζει το κεφάλι μου κρατώντας με ακίνητη, κι εγώ καλύπτω τα χείλη με τα δόντια μου, σπρώχνοντάς τον βαθύτερα στο στόμα μου. «Άνοιξε τα μάτια και κοίτα με...» με διατάζει χαμηλόφωνα.
Μάτια που πετούν φωτιές συναντούν τα δικά μου, και καμπυλώνει τους γοφούς του γεμίζοντας το στόμα μου έως το πίσω μέρος του λαιμού μου. Μετά τραβιέται γρήγορα. Σπρώχνει πάλι, και σηκώνω τα χέρια για να τον αρπάξω. Σταματάει και με κρατάει ακίνητη. «Μην αγγίζεις, αλλιώς θα σου ξαναβάλω τις χειροπέδες. Θέλω απλώς το στόμα σου...» γρυλίζει. Ποπό! Έτσι; Βάζω τα χέρια πίσω από την πλάτη μου και τον κοιτάζω αθώα με μπουκωμένο στόμα. «Καλό κορίτσι...» λέει υπομειδιώντας μου. Η φωνή του είναι τραχιά. Χαλαρώνει και τραβιέται προς τα πίσω, κρατώντας με μαλακά, αλλά σταθερά, και με μια ώθηση
μπαίνει πάλι μέσα μου. «Έχετε πολύ αξιαγάμητο στόμα, κυρία Γκρέυ...» Κλείνει τα μάτια του και μπαίνει προσεκτικά μέσα στο στόμα μου καθώς τον πιέζω ανάμεσα στα χείλη μου, περνώντας τη γλώσσα μου από πάνω και γύρω του. Τον παίρνω βαθύτερα και μετά τραβιέμαι, ξανά και ξανά και ξανά. Ο αέρας βγαίνει σφυριχτός ανάμεσα από τα δόντια του. «Ααα! Σταμάτα!» λέει και τραβιέται έξω, αφήνοντάς με ανικανοποίητη. Με αρπάζει από τους ώμους, σηκώνοντάς με όρθια. Τραβώντας την κοτσίδα μου, με φιλάει δυνατά, με την επίμονη γλώσσα του άπληστη και γενναιόδωρη ταυτόχρονα. Ξαφνικά με αφήνει, και προτού το καταλάβω, με έχει σηκώσει στα χέρια του
και με έχει κουβαλήσει στο κρεβάτι. Με ξαπλώνει μαλακά, έτσι που οι γλουτοί μου ίσα να ακουμπούν στην άκρη του κρεβατιού. «Τύλιξε τα πόδια σου γύρω από τη μέση μου!» προστάζει. Το κάνω και τον τραβάω προς το μέρος μου. Σκύβει, με ται.χέρια δεξιά και αριστερά από το κεφάλι μου, και, όρθιος ακόμα, μπαίνει πολύ αργά μέσα μου. Η αίσθηση είναι υπέροχη. Σφαλίζω τα βλέφαρα και απολαμβάνω τον τρόπο με τον οποίο με κυριεύει αργά. «Εντάξει;» ρωτάει, με την έγνοια φανερή στη φωνή του.
«Ω Θεέ μου, Κρίστιαν... Ναι. Ναι. Σε παρακαλώ...» Σφίγγω περισσότερο τα πόδια γύρω του και σπρώχνομαι πάνω του. Βογκάει. Πιάνομαι από τα μπράτσα του και καμπυλώνει τους γοφούς του, αργά στην αρχή, μέσα έξω. «Κρίστιαν, σε παρακαλώ... Πιο δυνατά δεν πρόκειται να σπάσω». Αναστενάζει βαριά και αρχίζει να κουνιέται, να κουνιέται πραγματικά, σφυροκοπώντας με ξανά και ξανά. Είναι θεϊκό. «Ναι...» λέω με κομμένη την ανάσα, σφίγγοντάς τον πιο δυνατά επάνω μου καθώς αρχίζω να ανεβαίνω... Βογκάει και κουνιέται μέσα μου με ανανεωμένη αποφασιστικότητα.. .’Καί κοντεύω. Σε παρακαλώ. Μη σταματάς.
«Έλα, Άνα...» μουγκρίζει μέσα από τα σφιγμένα δόντια του, και εκρήγνυμαι γύρω του σ’ έναν οργασμό που συνεχίζεται, συνεχίζεται. Φωνάζω το όνομά του, και ο Κρίστιαν μένει ακίνητος βογκώντας δυνατά καθώς τελειώνει μέσα μου. « Άνα! » φωνάζει. ***
Ο Κρίστιαν είναι ξαπλωμένος δίπλα μου και το χέρι του χαϊδεύει την κοιλιά μου. Τα μακριά του δάχτυλα είναι ανοιγμένα. «Τι κάνει η κόρη μου;» «Χορεύει!» απαντάω γελώντας.
«Χορεύει; Υπέροχα! Ποπό... Την αισθάνομαι!» Χαμογελάει πλατιά καθώς το Σημαδάκι Δύο κάνει μια τούμπα μέσα μου. «Νομίζω πως της αρέσει κιόλας το σεξ!» Ο Κρίστιαν συνοφρυώνεται. «Αλήθεια;» πετάει ξερά. Αναδεύεται, φέρνοντας τα χείλη του επάνω στην κοιλιά μου. «Δεν έχει τέτοια μέχρι να κλείσεις τα τριάντα, νεαρή μου...» Χαχανίζω. «Κρίστιαν, υποκριτής!»
είσαι
μεγάλος
«Όχι. Είμαι ένας πατέρας που ανησυχεί...» Σηκώνει τα μάτια του επάνω μου. Το ζαρωμένο του μέτωπο φανερώνει την αγωνία του.
«Είσαι υπέροχος πατέρας, όπως ήμουν σίγουρη ότι θα είσαι». Του χαϊδεύω το όμορφο πρόσωπο και μου χαρίζει το συνεσταλμένο του χαμόγελο. «Μ’ αρέσει αυτό» λέει χαϊδεύοντας και φιλώντας την κοιλιά μου. «Ακόμα περισσότερη Άνα!» Στραβομουτσουνιάζω. «Δε θέλω ακόμα περισσότερη Άνα...» «Είναι πολύ ωραία όταν τελειώνεις». «Κρίστιαν!» «Και ανυπομονώ να ξαναπιώ μητρικό γάλα!» «Κρίστιαν! Είσαι τόσο κίνκι...»
Και ξαφνικά ορμάει επάνω μου φιλώντας με δυνατά, περνώντας το πόδι του πάνω από το δικό μου και αρπάζοντας τα χέρια μου για να τα σηκώσει πάνω από το κεφάλι μου. «Λατρεύεις το κίνκι γαμήσι...» ψιθυρίζει και τρίβει τη μύτη του στη δική μου. Χαμογελάω, αιχμάλωτη του μεταδοτικού, πονηρού χαμόγελού του. «Ναι, λατρεύω το κίνκι γαμήσι. Και λατρεύω και σένα...» ***
Πετάγομαι από τον ύπνο μου εξαιτίας μιας διαπεραστικής κραυγής χαράς του γιου μου. Παρόλο που δεν μίπορώ να δω ούτε αυτόν ούτε τον Κρίστιαν, χαμογελάω σαν ηλίθια από αγαλλίαση. Ο Τεντ έχει ξυπνήσει από τον υπνάκο του και κάνει τρέλες με τον
Κρίστιαν εκεί γύρω. Μένω ξαπλωμένη χωρίς να μιλάω, εξακολουθώντας να απορώ με την ικανότητα του Κρίστιαν για παιχνίδι. Η υπομονή του με τον Τέντυ είναι απίστευτη πολύ περισσότερη απ’ ό,τι με μένα. Ρουθουνίζω. Αλλά πάλι, έτσι πρέπει να είναι. Και το όμορφο αγοράκι μου, το καμάρι της μητέρας και του πατέρα του, δεν ξέρει τι θα πει φόβος. Από την άλλη ο Κρίστιαν είναι ακόμα υπερπροστατευτικός απέναντι και στους δυο μας. Ο γλυκός, ευμετάβλητος, αυταρχικός Πενήντα μου. «Πάμε να βρούμε τη μαμά. Κάπου εδώ στο λιβάδι είναι». Ο Τεντ λέει κάτι που δεν ακούω, και ο Κρίστιαν γελάει αβίαστα, χαρούμενα. Ο ήχος είναι μαγικός, γεμάτος από την πατρική του αγάπη. Δεν μπορώ να
αντισταθώ. Ανασηκώνομαι στους αγκώνες μου, για να τους κρυφοκοιτάξω από την κρυψώνα μου στο ψηλό χορτάρι. Ο Κρίστιαν στριφογυρίζει τον Τεντ, κάνοντάς τον να τσιρίξει και πάλι από χαρά. Σταματάει, τον πετάει ψηλά στον αέρα παύω να αναπνέωκαι ύστερα τον πιάνει. Ο Τεντ στριγκλίζει με παιδιάστικη παραίτηση, και αφήνω έναν στεναγμό ανακούφισης. Ω, το αντράκι μου, το αγαπημένο μου αντράκι, πάντα ζωηρό. «Πάλι, μπαμπά!» τσιρίζει. Ο Κρίστιαν τού κάνει το χατίρι, και η καρδιά μου σκαρφαλώνει ξανά στο στόμα μου καθώς πετάει τον Τέντυ στον αέρα και μετά τον πιάνει πάλι, αγκαλιάζοντάς τον σφιχτά. Ο Κρίστιαν φιλάει τα χαλκόχρωμα
μαλλιά του Τεντ και του δίνει ένα φιλάκι στο μάγουλο, μετά τον γαργαλάει για λίγο ανελέητα. Ο Τέντυ γελάει σαν τρελός, στριφογυρίζοντας και σπρώχνοντας τον Κρίστιαν, προσπαθώντας να βγει από την αγκαλιά του. Χαμογελώντας, ο Κρίστιαν τον αφήνει κάτω. «Πάμε να βρούμε τη μαμά. Κρύβεται στο χορτάρι!» Ο Τεντ λάμπει, απολαμβάνοντας το παιχνίδι, και κοιτάζει ολόγυρα στο λιβάδι. Αρπάζοντας το χέρι του Κρίστιαν, δείχνει σ’ ένα σημείο όπου δεν είμαι, κι αυτό με κάνει να χαχανίσω. Ξαπλώνω πάλι γρήγορα, πανευτυχής με το παιχνίδι. «Τεντ, άκουσα τη μαμά. Εσύ την άκουσες;»
«Μαμά!» Χαχανίζω και ρουθουνίζω με τον δεσποτικό τόνο του Τεντ. Χριστέ μου μοιάζει τόσο πολύ στον μπαμπά του, και είναι μόλις δύο χρόνων. «Τέντυ! » αποκρίνομαι κοιτάζοντας τον ουρανό με ένα ηλίθιο χαμόγελο στο πρόσωπο. «Μαμά!» Πολύ γρήγορα ακούω τα βήματά τους να πλησιάζουν ποδοπατώντας το γρασίδι, και πρώτα ο Τεντ, μετά ο Κρίστιαν εμφανίζονται μέσα από τα ψηλά χόρτα.
«Μαμά!» στριγκλίζει ο Τεντ σαν να βρήκε τον χαμένο θησαυρό της Σιέρρα Μάδρε και ορμάει επάνω μου. «Καλώς το αγόρι μου!» Τον παίρνω στην αγκαλιά μου και φιλάω το στρουμπουλό μαγουλάκι του. Χαχανίζει, μου ανταποδίδει το φιλί και ύστερα παλεύει να φύγει από την αγκαλιά μου. «Γεια σου, μαμά...» Ο Κρίστιαν με κοιτάζει από ψηλά. «Γεια σου, μπαμπά...» αποκρίνομαι χαμογελώντας, και σηκώνει τον Τέντυ, για να καθίσει δίπλα μου με τον γιο μας στα πόδια του.
«Μαλακά με τη μαμά...» μαλώνει τον Τεντ. Χαμογελάω αμυδρά δεν έχω χάσει την αίσθηση της ειρωνείας. Ύστερα ο Κρίστιαν βγάζει από την τσέπη του το BlackBerry και το δίνει στον Τεντ. Αυτό θα μας χαρίσει κατά πάσα πιθανότητα ένα πεντάλεπτο ησυχίας, το πολύ. Ο Τέντυ το μελετάει, με το μετωπάκι του ζαρωμένο. Φαίνεται τόσο σοβαρός, με τα γαλάζια μάτια του να συγκεντρώνονται έντονα, ακριβώς όπως και ο πατέρας του όταν διαβάζει τα μηνύματά του. Ο Κρίστιαν τρίβει τη μύτη στα μαλλιά του Τεντ, και η καρδιά μου φτερουγίζει κοιτάζοντάς τους. Όμοιοι σαν δυο σταγόνες νερό: ο γιος μου καθισμένος ήσυχα τουλάχιστον για λίγοστα πόδια του άντρα μου. Οι δύο πιο αγαπημένοι μου άντρες σε όλο τον κόσμο.
Φυσικά ο Τεντ είναι το ομορφότερο και πιο ταλαντούχο παιδί σε όλο τον πλανήτη. Αλλά, πάλι, είμαι η μητέρα του, οπότε είναι φυσικό να το πιστεύω. Και ο Κρίστιαν είναι... Εντάξει, ο Κρίστιαν είναι ο εαυτός του. Με άσπρο μπλουζάκι και τζιν, δείχνει σέξι όπως πάντα. Τι έκανα για να αξίζω τέτοιο έπαθλο; «Φαίνεστε καλά, κυρία Γκρέυ...» «Κι εσείς το ίδιο, κύριε Γκρέυ...» «Δεν είναι όμορφη η μαμά;» ψιθυρίζει ο Κρίστιαν στο αυτί του Τεντ. Ο Τεντ τον σπρώχνει πέρα, δείχνοντας περισσότερο ενδιαφέρον για το BlackBerry του μπαμπά.
Χαχανίζω. «Δεν τον ρίχνεις!» «Το ξέρω! » Ο Κρίστιαν χαμογελάει και φιλάει τον Τεντ στα μαλλιά. «Δεν μπορώ να το πιστέψω πως αύριο γίνεται δύο χρόνων...» Ο τόνος του είναι νοσταλγικός. Απλώνει το χέρι του και το ακουμπάει ανοιχτό στην κοιλιά μου. «Ας κάνουμε πολλά παιδιά» προσθέτει. «Τουλάχιστον ακόμα ένα...» αποκρίνομαι χαμογελαστά, κι εκείνος μου χαϊδεύει την κοιλιά. «Τι κάνει η κόρη μου;» «Καλά είναι. Κοιμάται, νομίζω». «Γεια σας, κύριε Γκρέυ. Γεια σου, Άνα!»
Στρεφόμαστε και οι δύο και αντικρίζουμε τη Σοφί, τη δεκάχρονη κόρη του Τέυλορ, που έχει εμφανιστεί μέσα από το ψηλό χορτάρι. «Σόιιι!» τσιρίζει ενθουσιασμένος ο Τεντ αναγνωρίζοντάς την. Παλεύει να ξεφύγει από την αγκαλιά του Κρίστιαν, παρατώντας το BlackBerry. «Έχω γρανίτες από την Γκέιλ» λέει η Σόφι. «Μπορώ να δώσω μία στον Τεντ;» « Βέβαια! » απαντάω. Οχ... Θα λερωθούμε. «’Νίτα!» Ο Τεντ απλώνει το χέρι, και η Σόφι τού δίνει μία, που λιώνει και τρέχει ήδη.
«Στάσου άσε να τη δει η μαμά!» Ανακάθομαι, παίρνω τη γρανίτα από το χέρι του Τεντ και τη χώνω γρήγορα στο στόμα μου, γλείφοντας όλο τον παραπανίσιο χυμό. Μμμ... Κράνμπερι, δροσερό και υπέροχο. «Ίκή μου!» διαμαρτύρεται ο Τεντ, με φωνή που πάλλεται από αγανάκτηση. «Ορίστε». Του ξαναδίνω τη γρανίτα, που τώρα τρέχει κάπως λιγότερο, και τη χώνει κατευθείαν στο στόμα του - χαμογελάει. «Μπορώ να πάω μια βόλτα με τον Τεντ;» ρωτάει η Σόφι. «Φυσικά». «Μην πάτε πολύ μακριά».
«Όχι, κύριε Γκρέυ!» Τα ανοιχτοκάστανα μάτια της Σόφι είναι ορθάνοιχτα και σοβαρά νομίζω πως φοβάται λίγο τον Κρίστιαν. Απλώνει το χέρι της, και ο Τέντυ το πιάνει πρόθυμα. Απομακρύνονται μέσα από το ψηλό χορτάρι. Ο Κρίστιαν τούς παρακολουθεί. «Μια χαρά θα είναι, Κρίστιαν. Τι μπορεί να πάθουν εδώ;» Με στραβοκοιτάζει προς στιγμήν και ανεβαίνω στα πόδια του. «Άλλωστε ο Τεντ είναι τρελά ερωτευμένος με τη Σοφί». Ο Κρίστιαν ρουθουνίζει και χώνει τη μύτη στα μαλλιά μου. «Είναι υπέροχο παιδί...» «Είναι. Και πολύ όμορφη. Ένας ξανθός άγγελος».
Ο Κρίστιαν μένει ακίνητος και βάζει το χέρι στην κοιλιά μου. «Κορίτσια, ε;» λέει, και υπάρχει ένα ίχνος δέους στη φωνή του. Κουλουριάζω το χέρι πίσω από το κεφάλι του. «Δε χρειάζεται να ανησυχείς για την κόρη σου, τουλάχιστον για άλλους τρεις μήνες. Την έχω καλυμμένη εδώ». Με φιλάει πίσω από το αυτί και γδέρνει ελαφρώς με τα δόντια του την άκρη του λοβού μου. «Ό,τι πείτε, κυρία Γκρέυ...»Ύστερα με δαγκώνει. Βγάζω μια διαπεραστική κραυγή. «Το ευχαριστήθηκα χτες βράδυ» συμπληρώνει. «Πρέπει να το κάνουμε πιο συχνά αυτό».
«Κι εγώ το ευχαριστήθηκα». «Και θα μπορούσαμε, αν σταματούσες να δουλεύεις...» Υψώνω το βλέμμα στον ουρανό, και σφίγγει πιο δυνατά τα χέρια του γύρω μου, χαμογελώντας επάνω στον λαιμό μου. «Μου υψώνετε το βλέμμα στον ουρανό, κυρία Γκρέυ;» Η απειλή του είναι απροσδιόριστη αλλά αισθησιακή, κάνοντάς με να στριφογυρίσω αμήχανα. Δεδομένου όμως ότι είμαστε στη μέση του λιβαδιού και τα παιδιά είναι κοντά, αγνοώ την πρόκλησή του. «Η Εκδοτική Γκρέυ έχει έναν συγγραφέα στη λίστα των μπεστ σέλερ των New York Times — οι πωλήσεις του Μπόυς Φοξ είναι
εκπληκτικές, οι πωλήσεις μας σε ηλεκτρονικά βιβλία έχουν αυξηθεί ραγδαία, κι έχω γύρω μου επιτέλους την ομάδα που θέλω». «Και βγάζεις λεφτά σ’ αυτές τις δύσκολες εποχές!» προσθέτει ο Κρίστιαν. Η φωνή του καθρεφτίζει την περηφάνια του. «Αλλά μ’ αρέσεις ξυπόλυτη και γκαστρωμένη στην κουζίνα μου...» Γέρνω προς τα πίσω, για να βλέπω το πρόσωπό του. Με κοιτάζει με μάτια που λαμπυρίζουν. «Και μένα μ’ αρέσει αυτό...» μουρμουρίζω, κι εκείνος με φιλάει, με τα χέρια του ακόμη απλωμένα στην κοιλιά μου. Βλέποντας πως είναι σε καλή διάθεση, αποφασίζω να θίξω
ένα λεπτό θέμα. «Σκέφτηκες καθόλου την πρότασή μου;» Κοκαλώνει. «Άνα, η απάντηση είναι όχι». «Μα είναι τόσο όμορφο όνομα το Έλλα...» «Δε θα δώσω στην κόρη μου το όνομα της μητέρας μου. Όχι. Τελεία και παύλα!» «Είσαι σίγουρος;» « Ναι! » απαντάει. Αρπάζοντάς με από το πιγούνι, με κοιτάζει σοβαρά, εκπέμποντας εκνευρισμό. «Άνα, παράτα το. Δε θέλω η κόρη μου να κουβαλάει το στίγμα του παρελθόντος μου». «Εντάξει. Με συγχωρείς...» Σκατά, Δε θέλω να τον θυμώσω.
«Έτσι μπράβο. Σταμάτα να προσπαθείς να το διορθώσεις...» λέει σιγανά. «Μ’ έβαλες να παραδεχτώ πως την αγαπούσα, μ’ έσυρες στον τάφο της... Αρκετά». Οχ, όχι... Στριφογυρίζω στην αγκαλιά του για να τον καβαλήσω και αρπάζω το κεφάλι του στα χέρια μου. «Λυπάμαι... Αλήθεια. Μη μου θυμώνεις, σε παρακαλώ...» Τον φιλάω, μετά φιλάω τη γωνία του στόματός του. Έπειτα από μια στιγμή δείχνει την άλλη γωνία. Χαμογελάω και τη φιλάω κι αυτή. Δείχνει τη μύτη του. Τη φιλάω. Χαμογελάει και βάζει τα χέρια του στα πισινά μου. «Ω, κυρία Γκρέυ, τι θα σας κάνω;»
«Είμαι σίγουρη πως κάτι θα σκεφτείς...» απαντάω μουρμουριστά. Χαμογελάει και ξαφνικά στριφογυρίζει, σπρώχνοντάς με πίσω στην κουβέρτα. «Τι θα έλεγες να το κάνω τώρα;» ψιθυρίζει με ένα λάγνο χαμόγελο. «Κρίστιαν...» λέω με κομμένη την ανάσα. Ξάφνου ακούγεται μια διαπεραστική κραυγή από τον Τεντ. Ο Κρίστιαν πετάγεται όρθιος με την άνετη χάρη ενός πάνθηρα και τρέχει προς την πηγή του ήχου. Ακολουθώ με πιο αργό βήμα. Κατά βάθος δεν είμαι τόσο ανήσυχη όσο ο Κρίστιαν δεν ήταν κραυγή που θα με έκανε να κατέβω δυο δυο τα σκαλιά για να δω τι συμβαίνει.
Ο Κρίστιαν σηκώνει τον Τεντ στην αγκαλιά του. Το αγοράκι μας κλαίει απαρηγόρητο δείχνοντας το χώμα, όπου τα απομεινάρια της γρανίτας του σχηματίζουν έναν λασπωμένο σωρό, λιώνοντας στο χορτάρι. «Του έπεσε...» λέει η Σόφι λυπημένα. «Θα του έδινα τη δική μου, αλλά την τέλειωσα». «Σόφι αγάπη μου, μην ανησυχείς...» Της χαϊδεύω τα μαλλιά. «Μαμά...» θρηνεί ο Τεντ, απλώνοντας τα χέρια προς το μέρος μου. Ο Κρίστιαν τον αφήνει απρόθυμα καθώς ανοίγω την αγκαλιά μου. «Έλα, έλα...»
«’Νίτα ...» λέει με λυγμούς. «Ναι, μωρό μου. Θα πάμε να βρούμε την κυρία Τέυλορ και θα πάρουμε άλλη». Τον φιλάω στο κεφάλι και μυρίζει τόσο όμορφα ω, η μυρωδιά του μικρού μου αγοριού. «’Νίτα...» κλαψουρίζει. Παίρνω το χέρι του και φιλάω τα δάχτυλά του, που κολλάνε. «Μυρίζω τη γρανίτα εδώ, στα δάχτυλά σου». Ο Τεντ σταματάει να κλαίει και εξετάζει το χέρι του. «Βάλε τα δάχτυλα στο στόμα σου». Τα βάζει. «’Νίτα!» «Ναι. Γρανίτα!»
Χαμογελάει. Το ευμετάβλητο αγοράκι μου, ακριβώς σαν τον πατέρα του. Αυτός τουλάχιστον έχει δικαιολογία - είναι μόλις δύο χρόνων. «Πάμε να βρούμε την κυρία Τέυλορ;» Γνέφει καταφατικά, χαμογελώντας με το όμορφο μωρουδίστικο χαμόγελό του. «Θ’ αφήσεις κουβαλήσει;»
τον
μπαμπά
να
σε
Κουνάει αρνητικά το κεφάλι του και τυλίγει τα χέρια γύρω από τον αυχένα μου αγκαλιάζοντάς με σφιχτά, με το πρόσωπό του να πιέζεται στον λαιμό μου.
«Νομίζω πως θέλει και ο μπαμπάς να δοκιμάσει λίγη γρανίτα...» ψιθυρίζω στο αυτάκι του. Ο Τεντ μού στραβομουτσουνιάζει, ύστερα κοιτάζει το χέρι του και το απλώνει στον Κρίστιαν, που χαμογελάει και βάζει τα δαχτυλάκια του Τεντ στο στόμα του. «Μμμ... Νόστιμα!» Ο Τεντ χαχανίζει και απλώνει τα χέρια, θέλοντας τώρα να τον πάρει ο Κρίστιαν. Ο Κρίστιαν μού χαμογελάει και παίρνει τον Τεντ αγκαλιά, βολεύοντάς τον στον γοφό του. Με κοιτάζει με τρυφερό βλέμμα. «Δεν μπορώ να το πιστέψω πως τον έχουμε κοντά μας δύο χρόνια...»
« Το ξέρω ». Τον φιλάω και μεταφέρομαι για λίγο πίσω στη γέννηση του Τεντ: στην επείγουσα καισαρική, στην απίστευτη αγωνία του Κρίστιαν, στην αποτελεσματική ηρεμία της δόκτορος Γκριν όταν το Μικρούλι μου Σημάδι υπέφερε. Η ανάμνηση με κάνει να αναριγήσω μέσα μου. ***
«Κυρία Γκρέυ, έχετε ωδίνες δεκαεφτά ώρες τώρα. Οι συστολές σας επιβραδύνθηκαν παρά το Pitocin. Πρέπει να κάνουμε καισαρική το μωρό υποφέρει!» Η δόκτωρ Γκριν είναι κατηγορηματική. «Καιρός ήταν, γαμώτο!» της γρυλίζει ο Κρίστιαν, αλλά η δόκτωρ Γκριν τον αγνοεί.
«Κρίστιαν, σώπα...» Του ζουλάω το χέρι. Η φωνή μου είναι χαμηλή και αδύναμη, και τα πάντα είναι θολά οι τοίχοι, τα μηχανήματα, οι πρασινοντυμένοι άνθρωποι... Θέλω απλώς να κοιμηθώ. Αλλά έχω κάτι σημαντικό να κάνω πριν... Α, ναι. «Ήθελα να σπρώξω μόνη μου για να βγει». «Κυρία Γκρέυ, Καισαρική».
σας
παρακαλώ...
«Σε παρακαλώ, Άνα...» ικετεύει ο Κρίστιαν. «Μπορώ να κοιμηθώ τότε;» «Ναι, μωρό μου. Ναι...» Είναι σχεδόν αναφιλητό, και ο Κρίστιαν με φιλάει στο μέτωπο. «Θέλω να δω το Σημαδάκι...»
«Θα το δεις». «Εντάξει...» ψελλίζω. «Επιτέλους...» μουρμουρίζει η δόκτωρ Γκριν. «Νοσοκόμα, ειδοποίησε τον αναισθησιολόγο. Δόκτωρ Μίλλερ, ετοιμαστείτε για καισαρική. Κυρία Γκρέυ, θα γίνει μεταφορά στο χειρουργείο». «Μεταφορά;» Ο Κρίστιαν κι εγώ μιλάμε ταυτόχρονα. « Ναι. Τώρα ». Και ξαφνικά μετακινούμαστε γρήγορα, με τα φώτα στο ταβάνι να θολώνουν και να γίνονται μια μεγάλη φωτεινή ταινία καθώς με σπρώχνουν βιαστικά κατά μήκος ενός διαδρόμου.
«Κύριε Γκρέυ, πρέπει να φορέσετε ιατρική στολή». «Ορίστε;» «Τώρα, κύριε Γκρέυ!» Μου ζουλάει το χέρι και το αφήνει. «Κρίστιαν!» φωνάζω και με κυριεύει πανικός. Περνάμε άλλη μία πόρτα, και σε χρόνο μηδέν η νοσοκόμα στήνει ένα παραπέτασμα εγκάρσια στο στήθος μου. Η πόρτα ανοιγοκλείνει, και μέσα στο δωμάτιο υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι. Έχει τόση φασαρία... Θέλω να πάω στο σπίτι.
«Κρίστιαν;» Ψάχνω τα πρόσωπα στο δωμάτιο για τον άντρα μου. «Θα έρθει σ’ ένα λεπτό, κυρία Γκρέυ». Έπειτα από μια στιγμή βρίσκεται δίπλα μου, φορώντας γαλάζια ιατρική στολή, και απλώνω το χέρι για να πιάσω το δικό του. «Φοβάμαι...» τραυλίζω. «Όχι, μωρό μου. Όχι... Εδώ είμαι. Μη φοβάσαι. Όχι η δυνατή μου Άνα...» Με φιλάει στο μέτωπο και καταλαβαίνω από τον τόνο της φωνής του πως κάτι πάει στραβά. «Τι συμβαίνε ι;» «Τι;»
«Τι συμβαίνει;» «Τίποτα δε συμβαίνει-.Όλα είναι μια χαρά. Μωρό μου, είσαι εξαντλημένη...» Τα μάτια του καίνε από φόβο. «Κυρία Γκρέυ, ήρθε ο αναισθησιολόγος. Θα σας κάνει επισκληρίδιο, και μετά μπορούμε να ξεκινήσουμε». «Έχει κι άλλη συστολή». Τα πάντα σφίγγονται σαν ατσάλινη ταινία γύρω από την κοιλιά μου. Σκατά! Πιέζω με όλη μου τη δύναμη το χέρι του Κρίστιαν καθώς το υπομένω. Αυτό είναι που με εξαντλεί το ότι πρέπει να υποφέρω αυτό τον πόνο. Είμαι τόσο κουρασμένη. Νιώθω το υγρό να απλώνεται... Να απλώνεται προς τα κάτω και να με μουδιάζει. Επικεντρώνομαι
στο πρόσωπο του Κρίστιαν. Στο ζάρωμα ανάμεσα στα φρύδια του. Είναι γεμάτος ένταση. Ανησυχεί. Γιατί ανησυχεί; «Το νιώθετε αυτό, κυρία Γκρέυ;» Η άυλη φωνή της δόκτορος Γκριν έρχεται πίσω από την κουρτίνα. «Τι να νιώθω;» «Δεν το νιώθετε». «Όχι». «Ωραία. Δόκτωρ Μίλλερ, πάμε». «Τα πας καλά, Άνα...» Ο Κρίστιαν είναι χλωμός. Στο μέτωπό του υπάρχει ιδρώτας. Φοβάται... Μη φοβάσαι, Κρίστιαν. Μη φοβάσαι...
«Σ’ αγαπάω...» ψιθυρίζω. «Ω Άνα...» λέει με έναν λυγμό. «Κι εγώ σ’ αγαπάω, πάρα πολύ...» Αισθάνομαι ένα παράξενο τράβηγμα βαθιά μέσα μου. Δε μοιάζει με τίποτε απ’ όσα έχω νιώσει έως τώρα. Ο Κρίστιαν κοιτάζει πάνω από το παραπέτασμα και χλωμιάζει, αλλά στυλώνει το βλέμμα του γοητευμένος. «Τι συμβαίνει;» «Αναρρόφηση! Ωραία...» Ξάφνου ακούγεται θυμωμένο κλάμα.
ένα
διαπεραστικό
«Αγόρι, κυρία Γκρέυ. Ελέγξτε το Apgar1 του».
«Το Apgar είναι εννιά». «Μπορώ να τον δω;» λέω με κομμένη την ανάσα. Ο Κρίστιαν εξαφανίζεται για λίγο από τα μάτια μου και εμφανίζεται ξανά, κρατώντας τον γιο μου τυλιγμένο σε γαλάζιες φασκιές. Το πρόσωπό του είναι ροζ και καλυμμένο με άσπρη βλέννα και αίμα. Το μωρό μου. Το Σημαδάκι μου... Ο Θίοντορ Ρέυμοντ Γκρέυ. Όταν κοιτάζω τον Κρίστιαν, έχει κόμπους δακρύων στα μάτια. «Ορίστε ο γιος σας, κυρία Γκρέυ...» τραυλίζει με φωνή καταπονημένη και βραχνή.
«Ο γιος μας...» μουρμουρίζω. «Είναι όμορφος». «Είναι...» αποκρίνεται ο Κρίστιαν και δίνει ένα φιλί στο μέτωπο του όμορφου μωρού μας κάτω από μια τούφα σκούρων μαλλιών. Ο Θίοντορ Ρέυμοντ Γκρέυ δε θυμάται τίποτα. Με τα μάτια κλειστά, έχοντας ξεχάσει το κλάμα του πριν από λίγα λεπτά, κοιμάται. Είναι το πιο όμορφο θέαμα που έχω δει ποτέ μου. Τόσο όμορφο, που βάζω τα κλάματα. «Σ’ ευχαριστώ, Άνα...» ψελλίζει ο Κρίστιαν, και λιμνάζουν δάκρυα και στα δικά του μάτια. ***
«Τι συμβαίνει;» Ο Κρίστιαν μού γέρνει το πιγούνι προς τα πίσω. «Απλώς θυμόμουν τη γέννηση του Τεντ». Ο Κρίστιαν χλωμιάζει και χουφτώνει την κοιλιά μου. «Δεν το ξαναπερνάω αυτό... Προγραμματισμένη καισαρική αυτήν τη φορά». «Κρίστιαν, δεν...» «Όχι, Άνα. Κόντεψες να πεθάνεις την προηγούμενη φορά, γαμώτο μου! Όχι». «Δεν κόντεψα να πεθάνω». «Όχι!» Είναι κατηγορηματικός και δε σηκώνει αντιρρήσεις, αλλά καθώς με κοιτάζει, το βλέμμα του μαλακώνει. «Μ’
αρέσει το όνομα Φοίβη...» λέει σιγανά και περνάει τη μύτη του πάνω από τη δική μου. «Φοίβη Γκρέυ; Φοίβη... Ναι, μ’ αρέσει και μένα!» αποκρίνομαι χαμογελαστά. «Ωραία. Θέλω να στήσω το δώρο του Τεντ!» Με πιάνει από το χέρι και κατεβαίνουμε κάτω. Η έξαψή του είναι χειροπιαστή* ο Κρίστιαν περίμενε αυτήν τη στιγμή όλη τη μέρα. «ΛΕΣ ΝΑ ΤΟΥ ΑΡΕΣΕΙ;» Το ανήσυχο βλέμμα του βρίσκει το δικό μου. «Θα το λατρέψει. Για δύο περίπου λεπτά. Κρίστιαν, μόνο δύο χρόνων είναι...» Ο Κρίστιαν έχει τελειώσει το στήσιμο του ξύλινου τρένου που αγόρασε στον Τέντυ
για τα γενέθλιά του. Έβαλε τον Μπάρνυ στο γραφείο να μετατρέψει δύο από τις μηχανές ώστε να λειτουργούν με ηλιακή ενέργεια, όπως το ελικόπτερο που του χάρισα πριν από μερικά χρόνια. Ο Κρίστιαν φαίνεται να ανυπομονεί να βγει ο ήλιος. Υποψιάζομαι πως αυτό συμβαίνει επειδή θέλει να παίξει ο ίδιος με το τρένο. Το εργονομικό στήσιμο καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του πέτρινου πατώματος στο εξωτερικό μας δωμάτιο. Αύριο θα κάνουμε ένα οικογενειακό πάρτι για τον Τεντ. Θα έρθουν ο Ρέυ και ο Χοσέ κι όλοι οι Γκρέυ, ανάμεσά τους η καινούρια ξαδέρφη του Τεντ, ηΈιβα, η μόλις δύο μηνών κόρη της Κέιτ και του Έλλιοτ. Ανυπομονώ να μάθω τα νέα της Κέιτ και να δω αν της πάει η μητρότητα.
Κοιτάζω τη θέα καθώς ο ήλιος βυθίζεται πίσω από την Ολυμπιακή χερσόνησο. Είναι όλα όσα υποσχέθηκε ο Κρίστιαν πως θα ήταν, και νιώθω την ίδια χαρούμενη έξαψη όταν τη βλέπω τώρα, όπως και την πρώτη φορά. Είναι καταπληκτικό: λυκόφως πάνω από τον πορθμό. Ο Κρίστιαν με τραβάει στην αγκαλιά του. «Φοβερή θέα!» «Είναι» αποκρίνεται ο Κρίστιαν, κι όταν γυρίζω να τον κοιτάξω, έχει τα μάτια του καρφωμένα επάνω μου. Μου δίνει ένα αποςλό φιλί στα χείλη. «Ωραία θέα...» συμπληρώνει χαμηλόφωνα. «Η αγαπημένη μου». «Είναι το σπίτι μας».
Χαμογελάει και με ξαναφιλάει. «Σας αγαπάω, κυρία Γκρέυ...» «Κι εγώ σ’ αγαπάω, Κρίστιαν. Πάντα». ΑΠΟΧΡΩΣΕΙΣ TOΥ Κρίστιαν [ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ TOΥ ΠΕΝΗΝΤΑ] Το ΠΟΥΛΟΒΕΡ ΜΟΥ με τρώει και μυρίζει καινούριο. Όλα είναι καινούρια. Έχω καινούρια μαμά. Είναι γιατρός. Έχει ένα στη-σκόπιο που μπορώ να το κολλήσω στα αυτιά μου και να ακούσω την καρδιά μου. Είναι καλή και χαμογελάει. Χαμογελάει συνέχεια. Τα δόντια της είναι μικρά και άσπρα,
«Θες να με βοηθήσεις να στολίσουμε το δέντρο, Κρίστιαν; » Υπάρχει ένα μεγάλο δέντρο στο δωμάτιο με τους μεγάλους καναπέδες. Ένα μεγάλο δέντρο. Έχω ξαναδεί τέτοια. Αλλά σε μαγαζιά. Όχι εκεί όπου είναι οι καναπέδες. Το καινούριο μου σπίτι έχει πολλούς καναπέδες. Όχι έναν καναπέ. Όχι έναν καφέ, γλιτσιασμένο καναπέ. «Να, κοίτα!» Η καινούρια μου μαμά μού δείχνει ένα κουτί που είναι γεμάτο μπάλες. Πολλές, όμορφες και γυαλιστερές μπάλες. «Είναι στολίδια για το δέντρο».
Στο-λί-δια. Στο-λί-δια. Το κεφάλι μου λέει τη λέξη. « Στο-λί-δια ». «Κι αυτά...» σταματάει και βγάζει ένα κορδόνι με μικρά λουλουδάκια επάνω του. «Αυτά είναι τα φώτα. Πρώτα τα φώτα, και μετά μπορούμε να στολίσουμε το δέντρο». Απλώνει το χέρι και βάζει τα δάχτυλά της στα μαλλιά μου. Μένω τελείως ακίνητος. Αλλά μου αρέσουν τα δάχτυλά της στα μαλλιά μου. Μου αρέσει να είμαι κοντά στην καινούρια μαμά. Μυρίζει όμορφα. Καθαριότητα. Και μου αγγίζει μόνο τα μαλλιά. «Μαμά!»
Αυτός φωνάζει. Ο Λέλλιοτ. Είναι μεγάλος και φωνακλάς. Πολύ φωνακλάς. Μ’λάει. Όλη την ώρα. Εγώ δε μιλάω καθόλου. Δεν έχω λόγια. Έχω λόγια στο κεφάλι μου. «Έλλιοτ αγάπη καθιστικό».
μου,
είμαστε
στο
Μπαίνει μέσα τρέχοντας. Ήταν στο σχολείο. Έχει μια ζωγραφιά. Μια ζωγραφιά που έφτιαξε για την καινούρια μου μαμά. Είναι και μαμά του Λέλλιοτ. Γονατίζει και τον αγκαλιάζει και κοιτάζει τη ζωγραφιά. Είναι ένα σπίτι με μια μαμά κι έναν μπαμπά κι έναν Λέλλιοτ κι έναν Κρίστιαν. Ο Κρίστιαν είναι πολύ μικρός στη ζωγραφιά του Λέλλιοτ. Ο Λέλλιοτ είναι μεγάλος. Έχει μεγάλο χαμόγελο, και ο Κρίστιαν έχει λυπημένο πρόσωπο.
Ήρθε και ο μπαμπάς. Προχωράει προς τη μαμά. Κρατάω σφιχτά την κουβερτούλα μου. Φιλάει την καινούρια μαμά, και η καινούρια μαμά δε φοβάται. Χαμογελάει. Τον φιλάει κι αυτή. Μου αρέσει η φωνή του. «Γεια σου, Κρίστιαν...» Ο μπαμπάς έχει βαθιά, απαλή φωνή. Μου αρέσει η φωνή του. Δε μιλάει ποτέ δυνατά. Δε φωνάζει. Δε φωνάζει σαν... Μου διαβάζει βιβλία όταν πέφτω για ύπνο. Διαβάζει για μια γάτα κι ένα καπέλο και πράσινα αυγά και ζαμπόν. Δεν έχω δει ποτέ μου πράσινα αυγά. Ο μπαμπάς σκύβει και γίνεται μικρός. «Tt έκανες σήμερα;»
Του δείχνω το δέντρο. «Αγόρασες δέντρο;»
δέντρο;
Χριστουγεννιάτικο
Λέω ναι με το κεφάλι. «Είναι ωραίο δέντρο. Εσύ και η μαμά διαλέξατε σωστά. Είναι σημαντική δουλειά το να διαλέξεις κατάλληλο δέντρο...» Μου χαϊδεύει κι αυτός τα μαλλιά και μένω τελείως ακίνητος και σφίγγω την κουβερτούλα μου. Ο μπαμπάς δε μου κάνει κακό. «Μπαμπά, κοίτα τη ζωγραφιά μου!» Ο Λέλλιοτ γίνεται έξαλλος όταν μου μιλάει ο μπαμπάς. Ο Λέλλιοτ είναι έξαλλος μαζί
μου. Βαράω τον Λέλλιοτ όταν είναι έξαλλος μαζί μου. Η καινούρια μαμά γίνεται έξαλλη μαζί μου όταν το κάνω. Ο Λέλλιοτ δε με βαράει. Ο Λέλλιοτ με φοβάται. ΤΑ ΦΩΤΑ ΣΤΟ ΔΕΝΤΡΟ είναι όμορφα. «Να, άσε με να σου δείξω. Η θηλιά μπαίνει μέσα στο ματάκι, και μετά μπορείς να το κρεμάσεις στο δέντρο». Η μαμά βάζει το κόκκινο στο-λί... στο-λί-δι στο δέντρο. «Δοκίμασε με αυτό το κουδουνάκι». Το κουδουνάκι καμπανίζει. Το κουνάω. Ο ήχος είναι χαρούμενος. Το ξανακουνάω. Η μαμά χαμογελάει. Ένα μεγάλο χαμόγελο. Ένα ιδιαίτερο χαμόγελο για μένα. «Σ’ αρέσει το κουδουνάκι, Κρίστιαν;»
Λέω ναι με το κεφάλι και κουνάω πάλι το κουδουνάκι, κι αυτό καμπανίζει χαρούμενα. «Έχεις όμορφο χαμόγελο, αγαπημένο μου παιδί!» Η μαμά ανοιγοκλείνει τα μάτια και τα σκουπίζει με το χέρι της. Μου χαϊδεύει τα μαλλιά. «Μ’ αρέσει να σε βλέπω να χαμογελάς...» To χέρι της πηγαίνει στον ώμο μου. Όχι. Κάνω ένα βήμα πίσω και ζουλάω την κουβερτούλα μου. Η μαμά φαίνεται λυπημένη και μετά^χαρούμενη. Μου χαϊδεύει τα μαλλιά. «Να βάλουμε το κουδουνάκι στο δέντρο;» Το κεφάλι μου λέει ναι.
«ΚΡΙΣΤΙΑΝ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΟΥ ΤΟ ΛΕΣ όταν πεινάς. Μπορείς να το κάνεις αυτό. Μπορείς να πιάνεις το χέρι της μαμάς και να πηγαίνεις τη μαμά στην κουζίνα και να δείχνεις». Με δείχνει με το μακρύ της δάχτυλο. Το νύχι της είναι γυαλιστερό και ροζ. Είναι όμορφο. Αλλά δεν ξέρω αν η καινούρια μου μαμά είναι έξαλλη ή όχι. Τέλειωσα όλο μου το φαγητό. Μακαρόνια με τυρί. Είναι νόστιμα. «Δε θέλω να πεινάς, αγάπη μου... Εντάξει; Τώρα θες λίγο παγωτό;» Το κεφάλι μου λέει ναι. Η μαμά μού χαμογελάει. Μου αρέσουν τα χαμόγελά της. Είναι καλύτερα από τα μακαρόνια με τυρί.
ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΡΦΟ. Στέκομαι και το κοιτάζω και αγκαλιάζω την κουβερτούλα μου. Τα φώτα λάμπουν κι έχουν διάφορα χρώματα και τα στο-λί-δια έχουν όλα διάφορα χρώματα. Μου αρέσουν τα μπλε. Και στην κορυφή του δέντρου έχει ένα μεγάλο άστρο. Ο μπαμπάς σήκωσε τον Λέλλιοτ ψηλά, και ο Λέλλιοτ έβαλε το άστρο στο δέντρο. Θέλω να βάλω κι εγώ το άστρο στο δέντρο... Αλλά δε θέλω να με σηκώσει ψηλά ο μπαμπάς. Δε θέλω να με πιάσει. Το άστρο είναι λαμπερό και φωτεινό. Δίπλα στο δέντρο είναι το πιάνο. Η καινούρια μου μαμά με αφήνει να αγγίζω το μαύρο και το άσπρο στο πιάνο. Μαύρο και άσπρο. Μου αρέσουν οι άσπροι ήχοι.
Ο μαύρος ήχος είναι λάθος. Αλλά μου αρέσει και ο μαύρος ήχος. Πηγαίνω απότο άσπρο στο μαύρο. Άσπρο μαύρο. Μαύρο άσπρο. Άσπρο, άσπρο, άσπρο, άσπρο. Μαύρο, μαύρο, μαύρο, μαύρο. Μου αρέσει ο ήχος. Μου αρέσει πολύ ο ήχος. «Θες να σου παίξω, Κρίστιαν;» Η καινούρια μου μαμά κάθεται. Αγγίζει το άσπρο και το μαύρο, κι έρχονται τα τραγούδια. Πιέζει τα πετάλια από κάτω. Μερικές φορές είναι δυνατό κι άλλες φορές είναι σιγανό. Το τραγούδι είναι χαρούμενο. Και στον Λέλλιοτ αρέσει όταν τραγουδάει η μαμά. Η μαμά τραγουδάει για ένα ασχημόπαπο. Η μαμά κάνει έναν αστείο ήχο σαν πάπια. Ο Λέλλιοτ κάνει τον αστείο ήχο και σηκώνει τα χέρια του σαν φτερά και τα
ανεβοκατεβάζει σαν πουλί. Ο Λέλλιοτ είναι αστείος. Η μαμά γελάει. Ο Λέλλιοτ γελάει. Εγώ γελάω. «Σ’ αρέσει αυτό το τραγούδι, Κρίστιαν;» Και η μαμά έχει το λυπημένο-χαρούμενο ύφος της. ΕΧΩ ΜΙΑ ΚΑΛΤΣΑ. Είναι κόκκινη κι έχει την εικόνα ενός ανθρώπου με κόκκινο καπέλο και μακριά άσπρα γένια. Είναι ο ΑϊΒασίλης. Ο Αϊ-Βασίλης φέρνει δώρα. Έχω δει εικόνες του Αϊ-Βασίλη. Αλλά ο ΑϊΒασίλης δε μου έχει ξαναφέρει δώρα. Ήμουν κακός. Ο Αϊ-Βασίλης δε φέρνει δώρα στα παιδιά που είναι κακά. Τώρα είμαι καλός. Η καινούρια μου μαμά λέει πως είμαι καλός, πολύ καλός. Η καινούρια
μαμά δεν ξέρει. Δεν πρέπει να το πω ποτέ στην καινούρια μαμά... Αλλά είμαι κακός. Δε θέλω να το μάθει αυτό η καινούρια μαμά. Ο ΜΠΑΜΠΑΣ ΚΡΕΜΑΕΙ την κάλ-τσα στο τζάκι. Έχει και ο Λέλλιοτ κάλ-τσα. Ο Λέλλιοτ μπορεί να διαβάσει τη λέξη επάνω στην κάλ-τσα του. Λέει «Λέλλιοτ». Έχει μια λέξη επάνω στην κάλ-τσα μου. «Κρίστιαν». Η καινούρια μαμά μου τη διαβάζει γράμμα χράμμα. Κ-Ρ-Ι-Σ-Τ-Ι-Α-Ν. Ο ΜΠΑΜΠΑΣ ΚΑΘΕΤΑΙ στο κρεβάτι μου. Μου διαβάζει. Κρατάω την κουβερτούλα μου. Έχω μεγάλο δωμάτιο. Μερικές φορές το δωμάτιο είναι σκοτεινό, και βλέπω άσχημα όνειρα. Άσχημα όνειρα για πριν. Η καινούρια μου μαμά έρχεται στο κρεβάτι μαζί μου όταν βλέπω άσχημα
όνειρα. Ξαπλώνει και τραγουδάει σιγανά τραγούδια, και με παίρνει ο ύπνος. Μυρίζει κάτι απαλό και καινούριο και όμορφο. Η καινούρια μου μαμά δεν είναι κρύα. Όχι σαν... Όχι σαν... Και τα άσχημα όνειρα φεύγουν όταν κοιμάται μαζί μου. ΗΡΘΕ Ο ΑΪ-ΒΑΣΙΛΗΣ. Ο Αϊ-Βασίλης δεν ξέρει πως ήμουν κακός. Χαίρομαι που δεν το ξέρει ο Άι-Βασίλης. Έχω ένα τρένο κι ένα ελικόπτερο κι ένα αεροπλάνο κι ένα ελικόπτερο κι ένα αυτοκίνητο κι ένα ελικόπτερο. Το ελικόπτερό μου πετάει. Το ελικόπτερό μου είναι μπλε. Πετάει γύρω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Πετάει πάνω από το πιάνο και προσγειώνεται στη μέση του άσπρου. Πετάει πάνω από τη μαμά και πετάει πάνω από τον μπαμπά και πετάει πάνω από τον Λέλλιοτ, που παίζει με
τα Λέγκο. Το ελικόπτερο πετάει μέσα στο σπίτι, μέσα στην τραπεζαρία, μέσα στην κουζίνα. Πετάει μέσα από την πόρτα στο γραφείο του μπαμπά κι επάνω στο δωμάτιό μου, το δωμάτιο του Λέλλιοτ, το δωμάτιο της μαμάς και του μπαμπά. Πετάει μέσα στο σπίτι, επειδή είναι το δικό μου σπίτι. Το δικό μου σπίτι όπου μένω.
Δευτέρα 9 Μαΐου 2011 «ΑΥΡΙΟ...» ΜΟΥΡΜΟΥΡΙΖΩ αποχαιρετώντας τον Κλοντ Μπαστίγ, που στέκεται στην πόρτα του γραφείου μου. «Γκολφ αυτή την εβδομάδα, Γκρέυ;» Ο Μπαστίγ χαμογελάει με συγκαταβατική
αλαζονεία, ξέροντας πως η νίκη του στο γήπεδο του γκολφ είναι εξασφαλισμένη. Στρέφεται να φύγει, και στραβομουτσουνιάζω. Τα τελευταία του λόγια τρίβουν αλάτι στις πληγές μου, επειδή, παρά τις ηρωικές μου προσπάθειες στο γυμναστήριο σήμερα το πρωί, ο προσωπικός μου γυμναστής με ξεφτίλισε τελείως. Ο Μπαστίγ είναι ο μόνος που μπορεί να με νικήσει και τώρα θέλει να με ταπεινώσει και στο γήπεδο του γκολφ. Σιχαίνομαι το γκολφ, αλλά κλείνουν τόσες δουλειές στον χλοοτάπητα, που πρέπει να υπομένω τα μαθήματά του κι εκεί... Και παρόλο που δε θέλω να το παραδεχτώ, ο Μπαστίγ έως έναν βαθμό καταφέρνει να βελτιώνει το παιχνίδι μου.
Κοιτάζω έξω το περίγραμμα των ψηλών κτιρίων του Σιάτλ, και η γνωστή ανία κυριεύει την ψυχή μου. Η διάθεσή μου είναι εξίσου κακή και γκρίζα όσο και ο καιρός. Οι μέρες μου αναμειγνύονται η μια με την άλλη χωρίς να ξεχωρίζουν μεταξύ τους, και χρειάζομαι κάποιου είδους διασκέδαση. Δούλευα όλο το Σαββατοκύριακο και τώρα, μέσα στα όρια του γραφείου μου, είμαι νευρικός. Δε θα έπρεπε να αισθάνομαι έτσι έπειτα από τόσους γύρους με τον Μπαστίγ. Να όμως που νιώθω. Σκυθρωπιάζω. Η δυσάρεστη αλήθεια είναι πως τελευταία το μόνο πράγμα που μου προκαλεί ενδιαφέρον είναι η απόφασή μου να στείλω δύο φορτηγά πλοία γεμάτα προμήθειες στο Σουδάν. Τώρα που το θυμήθηκα η Ρος πρέπει να με ξαναπάρει και
να με ενημερώσει για αριθμούς και θέματα διοικητικής μέριμνας. Γιατί διάολο αργεί; Αποφασισμένος να μάθω τι κάνει, ρίχνω μια ματιά στο πρόγραμμά μου και απλώνω το χέρι στο τηλέφωνο. Ω Χριστέ μου! Πρέπει να υπομείνω μια συνέντευξη από την επίμονη δεσποινίδα Κάβανο για το φοιτητικό περιοδικό του ΚΠΟ. Μα γιατί, γαμώτο μου, συμφώνησα να το χάνω αυτό; Σιχαίνομαι τις συνεντεύξεις βλακώδεις ερωτήσεις από ρηχούς, ανενημέρωτους, κούφιους ηλίθιους. Χτυπάει το τηλέφωνο. « Ναι » λέω ξερά στην Άντρια, λες και φταίει εκείνη. Τουλάχιστον μπορώ να συντομεύσω αυτήν τη συνέντευξη.
«Έχει έρθει να σας δει η δεσποινίς Αναστάζια Στιλ, κύριε Γκρέυ». «Στιλ; Περίμενα την Κάθριν Κάβανο». «Εδώ έχει έρθει η δεσποινίς Αναστάζια Στιλ, κύριε». Κατσουφιάζω. Απεχθάνομαι το αναπάντεχο. «Φέρ’ τη μέσα...» μουρμουρίζω, έχοντας επίγνωση πως ακούγομαι σαν μουτρωμένος έφηβος, αλλά δε δίνω μία. Μπα, μπα... Η δεσποινίς Κάβανο δεν είναι διαθέσιμη. Γνωρίζω τον πατέρα της, τον ιδιοκτήτη των Μέσων Ενημέρωσης Κάβανο. Έχουμε συνεργαστεί και φαίνεται πολύ καπάτσος και νοήμων. Του κάνω χάρη με αυτήν τη συνέντευξη μια χάρη που
σκοπεύω να εξαργυρώσω αργότερα, όταν θα με βολεύει. Και πρέπει να παραδεχτώ πως ήμουν αόριστα περίεργος για την κόρη του. Ήθελα να δω αν το μήλο έχει πέ.σει κάτω από τη μηλιά. Μια φασαρία στην πόρτα με κάνει να σηκωθώ, καθώς ένας στρόβιλος από μακριά καστανά μαλλιά, χλωμά μέλη και καφέ μπότες βουτάει με το κεφάλι μέσα στο γραφείο μου. Υψώνω το βλέμμα στον ουρανό και πνίγω την έμφυτη ενόχλησή μου γι’ αυτή την αδεξιότητα την ώρα που σπεύδω προς την κοπέλα, η οποία έχει προσγειωθεί στα τέσσερα στο πάτωμα. Αρπάζοντας τους αδύνατους ώμους της, τη βοηθάω να σηκωθεί. Καθάρια καταγάλανα αμήχανα μάτια συναντούν τα δικά μου και με κάνουν να
μαρμαρώσω. Έχουν το πιο απίστευτο χρώμα -άδολο, ανοιχτογάλαζο-, και για ένα φρικτό δευτερόλεπτο έχω την εντύπωση πως μπορεί να δει μέσα μου. Νιώθω... εκτεθειμένος. Η σκέψη είναι ανησυχαστική. Έχει ένα μικρό γλυκό πρόσωπο, που τώρα κοκκινίζει, με ένα αθώο ροζ χρώμα. Αναρωτιέμαι προς στιγμήν αν όλο της το δέρμα είναι έτσι -άψογοκαι πώς θα ήταν κοκκινισμένο και ζεσταμένο από το χτύπημα ενός ραβδιού. Γαμώτο... Βάζω φρένο στις απείθαρχες σκέψεις μου, ανήσυχος από την κατεύθυνση που έχουν πάρει. Τι σκατά σκέφτεσαι, Γκρέυ; Τούτη η κοπέλα παραείναι μικρή. Με κοιτάζει με το στόμα ολάνοιχτο και σχεδόν υψώνω πάλι το βλέμμα στον ουρανό. Ναι, ναι, μωρό μου... Ένα πρόσωπο είναι μόνο, και η ομορφιά είναι επιφανειακή. Θέλω να διώξω αυτό το
ανυπόκριτο θαυμαστικό βλέμμα από τούτα τα μεγάλα γαλάζια μάτια. Η παράσταση αρχίζει, Γκρέυ. Ας διασκεδάσουμε. «Δεσποινίς Κάβανο. Είμαι ο Κρίστιαν Γκρέυ. Είστε καλά; Θέλετε να κάτσετε;» Να το πάλι αυτό το κοκκίνισμα. Παίρνοντας ξανά τον έλεγχο της κατάστασης, την περιεργάζομαι. Είναι πολύ ελκυστική, με έναν αδέξιο τρόπο μικροκαμωμένη, χλωμή, με μια χαίτη από καστανοκόκκινα μαλλιά που μετά βίας συγκρατούνται από ένα λαστιχάκι. Καστανή. Μάλιστα, είναι ελκυστική. Της απλώνω το χέρι και αρχίζει ταπεινωμένη να ζητάει τραυλίζοντας συγγνώμη, ενώ βάζει το χεράκι της μέσα στο δικό μου. Το δέρμα της είναι απαλό, αλλά η χειραψία της περιέργως σταθερή.
«Η δεσποινίς Κάβανο είναι αδιάθετη. Έτσι, έστειλε εμένα. Ελπίζω να μη σας πειράζει, κύριε Γκρέυ...» Ανήμπορος να κρύψω την ευθυμία από τη φωνή μου καθώς θυμάμαι την όχι και τόσο κομψή είσοδό της στο γραφείο μου, τη ρωτάω ποια είναι. «Αναστάζια Στιλ. Σπουδάζω αγγλική φιλολογία μαζί με την Κέιτ. Εεε... Την Κάθριν... Εεε... Τη δεσποινίδα Κάβανο, στο ΚΠΟ, το Κρατικό Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον στο Βανκούβερ». Νευρικός, συνεσταλμένος, φιλομαθής τύπος, ε; Της φαίνεται* φρικτά ντυμένη, κρύβει τη λιγνή σιλουέτα της κάτω από ένα ασουλούπωτο πουλόβερ και μια εβαζέ καφέ φούστα. Χριστέ μου... Δεν έχει ιδέα, από
ντύσιμο; Κοιτάζει με νευρικό ύφος ολόγυρα το γραφείο μου παντού εκτός από μένα, παρατηρώ με θυμηδία. Πώς μπορεί αυτή η νεαρή κοπέλα να είναι δημοσιογράφος; Δεν έχει τίποτα το δυναμικό επάνω της. Είναι σαγηνευτικά αλαφιασμένη, άτολμη, γλυκιά... Υποτακτική. Κουνάω το κεφάλι, σαστισμένος από τις ανάρμοστες σκέψεις μου. Μουρμουρίζοντας κάποια κοινοτοπία, την καλώ να καθίσει και ύστερα προσέχω το έξυπνο βλέμμα της, που αξιολογεί τους πίνακες του γραφείου μου. Και πριν προλάβω να το συνειδητοποιήσω, πιάνω τον εαυτό μου να τους εξηγεί. «Ένας ντόπιος καλλιτέχνης. Ο Τρόουτον».
«Είναι πολύ όμορφοι. Ανυψώνουν το συνηθισμένο στο επίπεδο του ασυνήθιστου...» ψελλίζει ονειροπόλα, χαμένη στην υπέροχη τέχνη των πινάκων μου. Το προφίλ της είναι λεπτό -ανασηκωτή μύτη, απαλά, γεμάτα χείλη-, και με τα λόγια της καθρέφτισε ακριβώς τα συναισθήματά μου. Το συνηθισμένο που ανυψώνεται σε ασυνήθιστο. Οξυδερκής παρατήρηση. Η δεσποινίς Στιλ είναι ευφυής. Μουρμουρίζω κάτι συμφωνώντας και παρακολουθώ εκείνο το κοκκίνισμα να απλώνεται πάλι στο δέρμα της. Κάθομαι απέναντί της και προσπαθώ να τιθασέψω τις σκέψεις μου. Βγάζει ένα ζαρωμένο κομμάτι χαρτί κι ένα ψηφιακό μαγνητόφωνο από την υπερβολικά μεγάλη τσάντα της. Ψηφιακό
μαγνητόφωνο; Δεν εξαφανίστηκαν αυτά μαζί με τις βιντεοκασέτες; Θεέ μου είναι πολύ αδέξια και ρίχνει το βρομομηχάνημα δύο φορές επάνω στο Μπαουχάους τραπεζάκι του καφέ μου. Προφανώς δεν το έχει ξανακάνει αυτό, αλλά για κάποιον λόγο, που δεν καταλαβαίνω, το βρίσκω διασκεδαστικό. Συνήθως αυτό το είδος της ατζαμοσύνης μού τη δίνει, όμως τώρα κρύβω το χαμόγελό μου πίσω από τον δείκτη μου και αντιστέκομαι στην παρόρμηση να της το ρυθμίσω μόνος μου. Αναψοκοκκινίζει όλο και πιο πολύ, και μου περνάει από το μυαλό πως θα μπορούσα να βελτιώσω τις κινητικές της δεξιότητες με τη βοήθεια ενός μαστιγίου ιππασίας. Αν χρησιμοποιηθεί κατάλληλα, μπορεί να κάνει ζάφτι και τις πιο δύστροπες. Η
ξεστρατισμένη σκέψη μου με κάνει να αναδευτώ στην καρέκλα μου. Με κρυφοκοιτάζει και δαγκώνει το γεμάτο κάτω χείλος της. Γαμώτο μου! Πώς δεν είχα προσέξει έως τώρα αυτό το στόμα; «Συγ... Συγγνώμη... Δεν είμαι συνηθισμένη σ’ αυτά». Το βλέπω, μωρό μου -η σκέψη μου είναι ειρωνική-, αλλά αυτήν τη στιγμή δε δίνω δεκάρα, γιατί δεν μπορώ να πάρω τα μάτια από το στόμα σου. «Πάρτε τον χρόνο σας, δεσποινίς Στιλ», Χρειάζομαι άλλη μία στιγμή για να βάλω σε τάξη τις απείθαρχες σκέψεις μου. Γκρέυ... Σταμάτα αμέσως.
«Έχετε αντίρρηση να μαγνητοφωνήσω τις απαντήσεις σας;» ρωτάει, και το πρόσωπό της είναι ειλικρινές και γεμάτο προσδοκία. Θέλω να γελάσω. Ω, δόξα τω Θεώ. «Με ρωτάτε τώρα, αφού κάνατε τόσο κόπο για να ετοιμάσετε το μαγνητόφωνο;» Ανοιγοκλείνει τα μεγάλα μάτια της, που προς στιγμήν δείχνουν χαμένα, και νιώθω μια ασυνήθιστη σουβλιά ενοχής. Μη γίνεσαι τόσο κωλόπαιδο, Γκρέυ. «Όχι. Δε με πειράζει» προσθέτω, μη θέλοντας να είμαι υπεύθυνος γι’ αυτό το ύφος. «Σας εξήγησε η Κέιτ, θέλω να πω, η δεσποινίς Κάβανο, για ποιον λόγο γίνεται η συνέντευξη;» «Ναι. Για να μπει στο τεύχος αποφοίτησης της φοιτητικής εφημερίδας, δεδομένου ότι
θα είμαι αυτός που θα απονείμει τα πτυχία στη φετινή τελετή αποφοίτησης». Γιατί διάολο συναίνεσα να το κάνω αυτό, δεν ξέρω. Ο Σαμ στις δημόσιες σχέσεις λέει πως είναι τιμή μου, και το Τμήμα Περιβαλλοντικών Επιστημών στο Βανκούβερ έχει ανάγκη τη δημοσιότητα για να προσελκύσει επιπλέον χρηματοδότηση, αντίστοιχη με την επιχορήγηση από μέρους μου. Η δεσποινίς Στιλ ανοιγοκλείνει ξανά τα μεγάλα γαλάζια μάτια της σαν να εκπλήσσεται από τα λόγια μου και, γαμώτο φαίνεται επικριτική! Δεν έχει κάνει καθόλου έρευνα γι’ αυτήν τη συνέντευξη; Θα έπρεπε να το ξέρει αυτό. Η σκέψη μού κόβει τη φόρα. Είναι... δυσάρεστο να μη γνωρίζω τι να περιμένω από αυτήν ή από
οποιονδήποτε στον οποίο αφιερώνω τον χρόνο μου. «Ωραία. Εχω μερικες ερωτήσεις, χοριε Γχρευ...» Τακτοποιεί μια τούφα μαλλιά πίσω από το αυτί της, αποσπώντας μου την προσοχή από την ενόχλησή μου. «Αυτή την εντύπωση είχα κι εγώ» λέω ξερά. Ας την χάνουμε να αναδευτεί στην καρέκλα της. Μου κάνει το χατίρι και αναδεύεται, μετά ξαναβρίσκει την αυτοκυριαρχία της και ανακάθεται, ισιώνοντας τους λεπτούς της ώμους. Σκύβοντας προς τα εμπρός, πιέζει το κουμπί στο μαγνητόφωνο και συνοφρυώνεται κοιτάζοντας τις ζαρωμένες σημειώσεις της.
«Είστε πολύ νέος για να έχετε δημιουργήσει μια τέτοια αυτοκρατορία. Πού οφείλεται η επιτυχία σας;» Ω Χριστέ μου σίγουρα μπορεί να τα καταφέρει καλύτερα! Τι ανιαρή βρομοερώτηση. Ούτε ίχνος πρωτοτυπίας. Απογοητευτικό. Πετάω τη συνηθισμένη μου απάντηση, πως έχω εξαιρετικούς ανθρώπους στη δούλεψή μου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ανθρώπους που εμπιστεύομαι, όσο μπορώ να εμπιστευτώ κάποιον, και τους πληρώνω καλά μπλα, μπλα, μπλα... Αλλά, δεσποινίς Στιλ, η απλή αλήθεια είναι πως είμαι ιδιοφυΐα σ’ αυτό που κάνω. Για μένα είναι εύκολο, σαν να κλέβεις εκκλησία. Αγοράζω αδύναμες, κακοδιοικούμενες επιχειρήσεις και τις φέρνω στα ίσα τους ή, αν είναι πραγματικά
διαλυμένες, τις απογυμνώνω από τα περιουσιακά τους στοιχεία και τα πουλάω στον πλειοδότη. Το θέμα είναι απλώς να ξέρεις τη διαφορά ανάμεσα στα δύο, και σε τελευταία ανάλυση το σημαντικό είναι πάντα οι άνθρωποι που είναι επικεφαλής. Για να πετύχεις στις επιχειρήσεις, χρειάζεσαι καλούς ανθρώπους, και μπορώ να κρίνω τους ανθρώπους καλύτερα από κάθε άλλον. «Ισως είστε απλώς τυχερός». Τυχερός; Εν α ρίγος διατρέχει. Τυχερός;
ενόχλησης
με
Καμία βρομοτύχη δεν έχει θέση εδώ πέρα, δεσποινίς Στιλ. Φαίνεται ντροπαλή και συμμαζεμένη. Αυτή η ερώτηση όμως; Κανένας δε με έχει ρωτήσει ποτέ αν είμαι
τυχερός. Δουλεύω σκληρά, εμπνέω τους ανθρώπους να κάνουν το ίδιο, τους παρακολουθώ στενά, τους διορθώνω αν χρειάζεται* κι αν αποδειχθεί πως δεν τα καταφέρνουν, τους σχολάω αλύπητα. Λυτό κάνω, και το κάνω καλά. Δεν έχει καμία σχέση με την τύχη! Άσε μας. Επιδεικνύοντας την πολυμάθειά μου, αναφέρω τα λόγια του αγαπημένου μου Αμερικανού μεγαλοβιομήχανου. «Μιλάτε σαν μανιακός με τον έλεγχο» λέει και είναι απόλυτα σοβαρή. Τι σκατά; Ίσως αυτά τα ανυπόκριτα μάτια μπορούν να δουν μέσα μου. « Ελεγχος » είναι το δεύτερο όνομά μου.
Την αγριοκοιτάζω. «Ω, ασκώ έλεγχο στα πάντα, δεσποινίς Στιλ». Και θα ήθελα να ασκήσω έλεγχο επάνω σου, εδώ και τώρα'. Οι κόρες των ματιών της διαστέλλονται. Εκείνο το ελκυστικό κοκκίνισμα απλώνεται πάλι στο πρόσωπό της και ξαναδαγκώνει το χείλος της. Συνεχίζω το παραλήρημά μου, θέλοντας να διώξω από το μυαλό μου το στόμα της. «Άλλωστε την τεράστια δύναμη την αποκτάς διαβεβαιώνοντας στις μυστικές σου ονειροπολήσεις τον εαυτό σου πως γεννήθηκες για να ελέγχεις τα πράγματα...» «Θεωρείτε πως έχετε τεράστια δύναμη;» ρωτάει με απαλή, καθησυχαστική φωνή, αλλά ανασηκώνει το λεπτό φρύδι της,
αποκαλύπτοντας την αποδοκιμασία στα μάτια της. Η ενόχλησή μου μεγαλώνει. Προσπαθεί σκόπιμα να με εξερεθίσει; Είναι οι ερωτήσεις, η στάση της ή το γεγονός ότι τη βρίσκω ελκυστική που μου τη δίνει; «Απασχολώ παραπάνω από σαράντα χιλιάδες ανθρώπους, δεσποινίς Στιλ. Αυτό μου δίνει κάποια αίσθηση ευθύνης δύναμης, αν θέλετε. Αν αποφάσιζα πως δεν ενδιαφέρομαι πια για τις τηλεπικοινωνίες και πουλούσα, μετά από κανέναν μήνα είκοσι χιλιάδες άνθρωποι θα αγωνίζονταν να πληρώσουν τα στεγαστικά τους δάνεια». Το στόμα της ανοίγει διάπλατα με την απάντησή μου. Έτσι μπράβο. Άρπα τη,
δεσποινίς Στιλ... Αισθάνομαι την ισορροπία μου να επιστρέφει. «Δεν έχετε διοικητικό συμβούλιο στο οποίο να λογοδοτείτε για τις επιλογές σας;» «Είμαι ιδιοκτήτης της εταιρείας μου. Δεν έχω να δώσω λόγο σε κανένα συμβούλιο» απαντάω κοφτά θα έπρεπε να το ξέρει αυτό. Ανασηκώνω ερωτηματικά το φρύδι. «Κι έχετε άλλα ενδιαφέροντα πέρα από τη δουλειά σας;» συνεχίζει βιαστικά, αξιολογώντας σωστά την αντίδρασή μου. Ξέρει ότι τα έχω πάρει, και, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, αυτό με ευχαριστεί απίστευτα.
«Έχω διάφορα ενδιαφέροντα, δεσποινίς Στιλ. Πολλά και διάφορα...» λέω χαμογελώντας. Εικόνες της σε διάφορες στάσεις στην αίθουσα ψυχαγωγίας μου περνούν σαν αστραπή από το μυαλό μου: δεμένη με χειροπέδες στον σταυρό, με διάπλατα ανοιχτά χέρια και πόδια στο κρεβάτι με τις τέσσερις κολόνες, σκυμμένη επάνω στον πάγκο του μαστιγώματος. Γαμώ το κέρατό μου! Πώς μου ήρθε αυτό; Και για δες να το πάλι αυτό το κοκκίνισμα. Είναι σαν αμυντικός μηχανισμός. Ηρέμησε, Γκρέυ. «Αν δουλεύετε τόσο σκληρά, τι κάνετε για να χαλαρώσετε; »
«Για να χαλαρώσω;» λέω με ένα χαμόγελο, αυτά τα λόγια από το έξυπνο στόμα της ακούγονται παράξενα. Άλλωστε, πού να βρω χρόνο να χαλαρώσω; Δεν έχει ιδέα πόσες εταιρείες ελέγχω; Με κοιτάζει όμως με κείνα τα αθώα γαλάζια μάτια και προς μεγάλη μου έκπληξη πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται την ερώτησή της. Τι κάνω για να χαλαρώσω; Ιστιοπλοΐα, ανεμοπορία, γαμήσι... Δοκιμάζω τα όρια νεαρών καστανομάλλικων κοριτσιών σαν κι αυτήν και τις κάνω ζάφτι... Η σκέψη με κάνει να αναδευτώ στην καρέκλα μου, αλλά της απαντάω ήρεμα, παραλείποντας τα δύο πιο αγαπημένα μου χόμπι. «Επενδύετε στις κατασκευές. Για ποιον λόγο ακριβώς; »
Η ερώτησή της με ξαναφέρνει απότομα στο παρόν. «Μ’ αρέσει να φτιάχνω πράγματα. Μ’ αρέσει να ξέρω πώς δουλεύουν τα πράγματα: τι τα κάνει να λειτουργούν, πώς να φτιάχνω και να χαλάω. Και τρέφω αγάπη για τα πλοία. Τι να πω;» Διανέμουν φαγητό σε όλο τον πλανήτη μεταφέροντας πράγματα από τους έχοντες στους μη έχοντες και πάλι πί-σω. Είναι να μη μου αρέσουν; «Ακούγεται σαν να μιλάει η καρδιά σας και όχι η λογική και τα γεγονότα». Καρδιά; Εγώ; Α, όχι, μωρό μου. Η καρδιά μου κατασπαράχτηκε πριν από πολύ καιρό κι έγινε αγνώριστη.
«Πιθανόν... Αν και υπάρχουν άνθρωποι που θα έλεγαν ότι δεν έχω καρδιά». «Γιατί να το πουν αυτό;» «Επειδή με ξέρουν καλά». Της χαμογελάω ξινά. Για την ακρίβεια, κανένας δε με ξέρει τόσο καλά, εκτός ίσως από την Ελένα. Αναρωτιέμαι τι άκρη θα έβγαζε από τη νεαρή δεσποινίδα Στιλ εδώ πέρα η κοπέλα είναι ένα κουβάρι αντιφάσεων: ντροπαλή, αμήχανη, προφανώς ευφυής και ερεθιστική όσο δεν παίρνει. Ναι, εντάξει, το παραδέχομαι. Είναι θελκτικό κομμάτι. Απαγγέλλει την επόμενη ερώτηση από στήθους. «Οι φίλοι σας θα έλεγαν πως είναι εύκολο να σας μάθει κανείς; »
«Είμαι πολύ κλειστός άνθρωπος, δεσποινίς Στιλ. Καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια να προστατέψω την ιδιωτική μου ζωή. Δε δίνω συχνά συνεντεύξεις». Με αυτά που κάνω, ζώντας τη ζωή που επέλεξα, χρειάζομαι μυστικότητα. «Γιατί συμφωνήσατε να δώσετε αυτήν εδώ;» «Επειδή είμαι ευεργέτης του πανεπιστημίου και ουσιαστικά δεν μπορούσα να ξεφορτωθώ τη δεσποινίδα Κάβανο. Ενοχλούσε συνεχώς τους ανθρώπους μου στις δημόσιες σχέσεις, και τη θαυμάζω αυτού του είδους την επιμονή». Χαίρομαι όμως που εμφανίστηκες εσύ και όχι αυτή. «Επενδύετε και σε αγροτικές τεχνολογίες. Γιατί ενδιαφέρεστε γι’ αυτό τον τομέα;»
«Τα λεφτά δεν τρώγονται, δεσποινίς Στιλ, και σ’ αυτό τον πλανήτη υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που δεν έχουν αρκετό φαγητό». Την κοιτάζω ανέκφραστος. «Πολύ φιλάνθρωπο ακούγεται... Είναι κάτι για το οποίο τρέφετε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον; Να ταΐσετε τους φτωχούς του κόσμου;» Με κοιτάζει με απορημένο ύφος, λες και είμαι κάποιου είδους γρίφος που πρέπει να λύσει, αλλά με κανέναν τρόπο δε θέλω αυτά τα μεγάλα γαλάζια μάτια να δουν μέσα στη σκοτεινή ψυχή μου - αυτό το θέμα δεν είναι ανοιχτό σε συζήτηση. Ποτέ. «Είναι καλή δουλειά...» Ανασηκώνω τους ώμους παριστάνοντας τον βαριεστημένο, και για να διώξω από το μυαλό μου τις σκέψεις για την πείνα, φαντάζομαι πως πηδάω αυτό το στόμα που πετάει
εξυπνάδες. Ναι. Αυτό το στόμα χρειάζεται εκπαίδευση. Τώρα τούτη η σκέψη είναι ελκυστική, και επιτρέπω στον εαυτό μου να τη φανταστεί πεσμένη στα γόνατα μπροστά μου. «Έχετε κάποια φιλοσοφία; Κι αν ναι, ποια είναι;» απαγγέλλει ξανά από στήθους. «Δεν έχω κάποια φιλοσοφία ή κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί φιλοσοφία. Ίσως μια αρχή η οποία με καθοδηγεί αυτό που είπε ο Κάρνεγκι: “Ο άνθρωπος που αποκτά την ικανότητα να ελέγχει πλήρως το μυαλό του μπορεί να ελέγχει πλήρως κι όλα τα υπόλοιπα τα οποία δικαιούται”. Είμαι πολύ ιδιόρρυθμος, ψυχαναγκαστικός. Μ’ αρέσει να έχω τον έλεγχο του εαυτού μου και των γύρω μου».
«Δηλαδή σας αρέσει να έχετε τα πράγματα υπό την κυριότητά σας;» Τα μάτια της γουρλώνουν. Ναι, μωρό μου. Εσένα κατ' αρχάς. «Θέλω να μου αξίζει να τα έχω υπό την κυριότητά μου, αλλά ναι, σε τελική ανάλυση μ’ αρέσει». «Ακούγεστε σαν ο απόλυτος καταναλωτής». Η φωνή της αποπνέει αποδοκιμασία, κάνοντάς με πάλι να τα πάρω στο κρανίο Ακούγεται σαν πλουσιόπαιδο που είχε ό,τι ήθελε, αλλά όταν ρίχνω μια πιο προσεκτική ματιά στα ρούχα της -είναι ντυμένη με ρούχα Walmart ή ίσως Old Navy-, καταλαβαίνω πως δεν είναι. Δεν έχει μεγαλώσει σε εύπορο σπίτι.
Θα μπορούσα να σε φροντίσω. Σκατά... Από πού ήρθε πάλι αυτό; Αν και, τώρα που το σκέφτομαι, όντως χρειάζομαι μια καινούρια υποτακτική. Έχουν περάσει, πόσοι δύο μήνες από τη Σουζάνα; Και να με εδώ, να μου τρέχουν τα σάλια γι’ αυτήν τη μικρή καστανομάλλα. Δοκιμάζω να χαμογελάσω και συμφωνώ μαζί της. Η κατανάλωση δεν είναι κάτι κακό στο κάτω κάτω στηρίζει ό,τι έχει απομείνει από την αμερικανική οικονομία. «Είστε υιοθετημένος. Πόσο νομίζετε πως σας επηρέασε αυτό;» Τι σκατά σχέση έχει αυτό με την τιμή του πετρελαίου; Την αγριοκοιτάζω. Τι γελοία ερώτηση! Αν είχα μείνει με την κοκαϊνομανή πόρνη, κατά πάσα πιθανότητα θα ήμουν νεκρός. Την ξεφορτώνομαι με μια
μη απάντηση, προσπαθώντας να κρατήσω τη φωνή μου ήρεμη, αλλά με ζορίζει, ζητώντας να μάθει πόσων χρόνων ήμουν όταν υιοθετήθηκα. Κλείσ’ της το στόμα, Γχρέυ! «Αυτό είναι πασίγνωστο, δεσποινίς Στιλ!» Ο τόνος μου είναι απότομος. Έπρεπε να τις ξέρει αυτές τις μαλακίες. Τώρα δείχνει συντετριμμένη. Ωραία. «Χρειάστηκε να θυσιάσετε την οικογενειακή σας ζωή για την επιτυχία». «Αυτό δεν είναι ερώτηση» πετάω κοφτά. Ξανακοκκινίζει και δαγκώνει αυτό το καταραμένο χείλος της. Έχει όμως την ευγένεια να ζητήσει συγγνώμη.
«Χρειάστηκε να θυσιάσετε την οικογενειακή σας ζωή για την επιτυχία;» Τι να την κάνω τη βρομοοικογένεια; «Έχω οικογένεια. Έχω έναν αδερφό και μία αδερφή και δύο στοργικούς γονείς. Δεν ενδιαφέρομαι να επεκτείνω την οικογένειά μου πέρα απ’ αυτό». «Είσαστε γκέι, κύριε Γκρέυ;» Τι σκατά; Δεν μπορώ να το πιστέψω πως είπε κάτι τέτοιο δυνατά! Η ερώτηση που η ίδια μου η οικογένεια δεν τολμάει να διατυπώσει, προς μεγάλη μου ευθυμία. Πώς τολμάει; Πρέπει να καταπνίξω την παρόρμηση να τη σύρω από τη θέση της, να τη βάλω στο γόνατό μου και να της μαυρίσω τα πισινά και μετά να τη γαμήσω επάνω στο γραφείο μου με τα χέρια σφιχτά
δεμένα πίσω από την πλάτη της. Αυτό θα απαντούσε στην ερώτησή της. Πόσο εκνευριστικό είναι τούτο εδώ το θηλυκό; Παίρνω βαθιά ανάσα για να ηρεμήσω. Αισθάνομαι μια φιλέκδικη χαιρεκακία βλέποντας πως δείχνει να ντρέπεται φοβερά για την ίδια της την ερώτηση. «Όχι, Αναστάζια, δεν είμαι». Ανασηκώνω τα φρύδια, αλλά κρατάω την έκφρασή μου ατάραχη. Αναστάζια. Ωραίο όνομα. Μου αρέσει ο τρόπος με τον οποίο κυλάει από τη γλώσσα μου. «Ζητώ συγγνώμη... Είναι... Εμμμ... Γραμμένο εδώ». Τακτοποιεί νευρικά τα μαλλιά πίσω από το αυτί της.
Δεν ξέρει καν τις ερωτήσεις της; Ίσως δεν είναι δικές της. Τη ρωτάω και χλωμιάζει. Γαμώτο. Είναι στ’ αλήθεια πολύ ελκυστική, με καθόλου επιδεικτικό τρόπο. Θα έφτανα ακόμα και στο σημείο να πω πως είναι όμορφη. «Εεε... Όχι. Το ερωτηματολόγιο το συνέταξε η Κέιτ - η δεσποινίς Κάβανο». «Είστε συνάδελφοι εφημερίδα;»
στη
φοιτητική
«Όχι... Είναι συγκάτοικος μου». Καθόλου παράξενο που είναι τόσο χύμα. Ξύνω το πιγούνι μου και αναρωτιέμαι αν πρέπει να της κάνω τη ζωή πολύ πολύ δύσκολη.
«Προσφερθήκατε οικειοθελώς να πάρετε αυτήν τη συνέντευξη; » τη ρωτάω και ανταμείβομαι με το υποτακτικό της ύφος: γουρλωμένα μάτια, νευρική για την αντίδρασή μου. Μου αρέσει η επίδραση που ασκώ σ’ αυτή την κοπέλα. «Με επιστράτευσε. απαντάει μαλακά.
Είναι
άρρωστη...»
«Αυτό εξηγεί πολλά». Ακούγεται ένα χτύπημα στην πόρτα, και εμφανίζεται η Άντρια. «Κύριε Γκρέυ, με συγχωρείτε που διακόπτω, αλλά το επόμενο ραντεβού σας είναι σε δυο λεπτά». «Δεν έχουμε τελειώσει ακόμη, Άντρια. Σε παρακαλώ, ακύρωσε την επόμενη συνάντησή μου».
Η Άντρια διστάζει, κοιτάζοντάς με με το στόμα να χάσκει. Την κοιτάζω. Έξω! Τώρα! Είμαι απασχολημένος με τη νεαρή δεσποινίδα Στιλ από δω. Η Άντρια γίνεται κατακόκκινη, αλλά συνέρχεται γρήγορα. «Πολύ καλά, κύριε Γκρέυ...» μουρμουρίζει, και κάνοντας μεταβολή, μας αφήνει. Ξαναστρέφω την προσοχή μου στο γοητευτικό, εκνευριστικό πλάσμα στον καναπέ μου. «Λοιπόν, πού είχαμε μείνει, δεσποινίς Στιλ;» «Σας παρακαλώ, δε θέλω να σας απασχολώ από τη δουλειά σας». Α, όχι, μωρό μου... Τώρα είναι η σειρά μου. Θέλω να μάθω αν υπάρχουν μυστικά που
πρέπει να ανακαλύψω πίσω από αυτά τα όμορφα μάτια. «Θέλω να μάθω περισσότερα για σας. Νομίζω πως είναι δίκαιο». Καθώς ακουμπάω στη ράχη του καθίσματος και πιέζω τα δάχτυλα στα χείλη μου, τα μάτια της στυλώνονται στα χείλη μου και ξεροκαταπίνει. Ω, ναι - η συνηθισμένη επίδραση. Και είναι ευχάριστο να ξέρω πως δεν είναι τελείως άτρωτη από τη γοητεία μου. «Δεν υπάρχουν.και πολλά να μάθετε...» λέει, και το κοκκίνισμα επιστρέφει την τρομάζω. Ωραία. «Τι σχέδια έχετε για μετά την αποφοίτησή σας;»
Ανασηκώνει τους ώμους της. «Δεν έχω κάνει σχέδια, κύριε Γκρέυ. Απλώς πρέπει να περάσω τις τελικές εξετάσεις μου». «Εδώ έχουμε ένα εξαιρετικό πρόγραμμα πρακτικής άσκησης». Γαμώτο! Πώς μου ήρθε να το πω αυτό; Παραβαίνω έναν χρυσό κανόνα ποτέ, ποτέ να μην πηδάω το προσωπικό. Μα, Γκρέυ, δεν πηδάς αυτό το κορίτσι. Φαίνεται έκπληκτη, και τα δόντια της βυθίζονται πάλι σ’ εκείνο το χείλος. Γιατί είναι τόσο ερεθιστικό αυτό; «Α, θα το έχω υπόψη...» μουρμουρίζει. Μετά, σαν να το σκέφτηκε καλύτερα, συμπληρώνει: «Αν και δεν είμαι σίγουρη πως κολλάω εδώ μέσα».
«Γιατί το λέτε αυτό;» ρωτάω. «Είναι προφανές. Δεν είναι;» «Για μένα όχι». Η απάντησή της με έχει μπερδέψει. Αναψοκοκκινίζει ξανά και απλώνει το χέρι της στο ψηφιακό μαγνητόφωνο. Σκατά... Φεύγει. Ελέγχω νοερά το πρόγραμμα μου για το απόγευμα δεν υπάρχει τίποτα που δεν μπορεί να αναβληθεί. «Θέλετε να σας ξεναγήσω στο κτίριο;» «Είμαι σίγουρη πως είστε πολυάσχολος, κύριε Γκρέυ, κι εγώ έχω να κάνω μεγάλο ταξίδι με το αυτοκίνητο».
«Θα επιστρέψετε στο Βανκούβερ;» Ρίχνω μια ματιά έξω από το παράθυρο. Είναι μεγάλη διαδρομή, και έξω βρέχει. Σκατά. Δε θα έπρεπε να οδηγεί με τέτοιον καιρό, όμως δεν μπορώ να της το απαγορεύσω. Η σκέψη με εκνευρίζει. «Σ’ αυτή την περίπτωση καλύτερα να οδηγείτε προσεκτικά!» λέω, και η φωνή μου βγαίνει πιο αυστηρή απ’ όσο θα ήθελα. Πασπατεύει αδέξια το μαγνητόφωνο. Θέλει να φύγει από το γραφείο μου, και, για κάποιον λόγο που δεν μπορώ να εξηγήσω, εγώ δε θέλω να φύγει. «Έχετε όλα όσα χρειάζεστε;» προσθέτω, σε μια ολοφάνερη προσπάθεια να παρατείνω την παρουσία της. «Μάλιστα, κύριε» απαντάει ήρεμα.
Η απάντησή της με αποστομώνει —ο τρόπος με τον οποίο ηχούν αυτά τα λόγια, από αυτό το στόμα που λέει εξυπνάδες— και προς στιγμήν φαντάζομαι αυτό το στόμα να κάνει ό,τι θέλω. «Σας ευχαριστώ για τη συνέντευξη, κύριε Γκρέυ». «Δική μου η ευχαρίστηση» αποκρίνομαι ειλικρινά, επειδή έχω καιρό να γοητευτώ τόσο πολύ από κάποια. Η σκέψη είναι ανησυχαστική. Σηκώνεται, κι εγώ της απλώνω το χέρι ανυπομονώντας να την αγγίξω. «Στο επανιδείν, δεσποινίς Στιλ». Η φωνή μου είναι απαλή καθώς βάζει το χεράκι της μέσα στο δικό μου. Ναι. Θέλω να
μαστιγώσω καί να γαμήσω αυτή την κοπέλα στην αίθουσα ψυχαγωγίας μου. Δεμένη, να με θέλει... Να με χρειάζεται, να με εμπιστεύεται. Ξεροκαταπίνω. Δεν πρόκειται να συμβεί, Γκρέυ. «Κύριε Γκρέυ». Γνέφει και τραβάει το χέρι της γρήγορα... Υπερβολικά γρήγορα. Σκατά. Δεν μπορώ να την αφήσω να φύγει έτσι. Είναι προφανές ότι θέλει απεγνωσμένα να φύγει. Ο εκνευρισμός και η έμπνευση με κυριεύουν ταυτόχρονα την ώρα που την ξεπροβοδίζω. «Απλώς σας εξασφαλίζω την επιτυχή διέλευση από την πόρτα, δεσποινίς Στιλ...» Κοκκινίζει σχεδόν κατά παραγγελία, με την υπέροχη εκείνη ροζ απόχρωση.
«Πολύ ευγενικό εκ μέρους σας, κύριε Γκρέυ» πετάει ξερά. Η δεσποινίς Στιλ έχει δόντια! Χαμογελάω πίσο) της καθώς βγαίνει και την ακολουθώ. Τόσο η Άντρια όσο και η Ολίβια σηκώνουν σοκαρισμένες τα μάτια τους. Ναι, ναι. Απλώς ξεπροβοδίζω την κοπέλα. «Είχατε παλτό;» ρωτάω. «Ένα τζάκετ». Στραβοκοιτάζω την Ολίβια, που χαμογελάει ανόητα και πετάγεται αμέσως όρθια, για να φέρει ένα μπλε μαρέν τζάκετ. Το παίρνω και την αγριοκοιτάζω για να καθίσει. Χριστέ μου η Ολίβια είναι ενοχλητική. Όλη την ώρα στα πόδια μου.
Χμμμ... Το τζάκετ της είναι Walmart, Η δεσποινίς Αναστάζια Στιλ θα έπρεπε να είναι πιο καλοντυμένη. Της το κρατάω, κι έτσι όπως το τραβάω επάνω στους λεπτούς της ώμους, αγγίζω το δέρμα στη βάση του αυχένα της. Η επαφή την κάνει να κοκαλώσει και να χλωμιάσει. Ναι! Ασκώ επίδραση επάνω της. Η γνώση είναι ιδιαίτερα ικανοποιητική. Βαδίζω προς το ασανσέρ και πιέζω το κουμπί, ενώ εκείνη στέκεται σαλεύοντας νευρικά πλάι μου. Ω, πόσο εύκολα θα μπορούσα να σταματήσω τη νευρικότητά σου, μωρό μου. Οι πόρτες ανοίγουν, κι εκείνη σπεύδει να μπει. Μετά στρέφεται για να με κοιτάξει καταπρόσωπο. «Αναστάζια» λέω αποχαιρετώντας την.
«Κρίστιαν...» ψιθυρίζει. Και οι πόρτες του ασανσέρ κλείνουν, αφήνοντας το όνομά μου να αιωρείται στον αέρα, φαντάζοντας αλλόκοτο, άγνωστο, αλλά σέξι όσο δεν παίρνει. Κοίτα να δεις. Τι ήταν αυτό τώρα; Πρέπει να μάθω κι άλλα γι’ αυτή την κοπέλα. «Άντρια!» πετάω καθώς επιστρέφω στο γραφείο μου. «Πάρε μου τον Γουέλτς. Τώρα!» Κάθομαι στο γραφείο μου και περιμένω το τηλεφώνημα κοιτάζοντας τους πίνακες στον τοίχο, και τα λόγια της δεσποινίδας Στιλ έρχονται και πάλι στο μυαλό μου: Ανυψώνουν το συνηθισμένο στο επίπεδο
του ασυνήθιστου... Θα περιγράφει τον εαυτό της.
μπορούσε
να
Χτυπάει το τηλέφωνό μου. «Έχω τον κύριο Γουέλτς στη γραμμή». «Πέρασέ μου τον». «Μάλιστα, κύριε». «Γουέλτς, χρειάζομαι ιστορικού». *** Αναστάζια Ρόουζ Στιλ
έναν
έλεγχο
Ημερομηνία Tevvnons:
10 Σεπτεμβρίου 1989, Μοντεσάνο, Ουάσινγκτον
Διεύθυνση:
ΝΔ Γκριν Στριτ 1114, Διαμέρισμα 7, Χέιβεν X0ITS, Βανκούβερ, Ουάσινγκτον 98888
ApiOpos Κινητού:
360 959 4352
ApiOpos Μητρώου KoivoviKns Ασφάλισηε: 987-65-4320
Τραπεζικά Στοιχεία:
Τράπεζα Wells Fargo, Βανκούβερ, Ουάσινγκτον 98888 Αριθ. Λογαριασμού: 309361, υπόλοιπο: $683,16
Ιδιότητα:
Τελειόφοιτη φοιτήτρια Κολέγιο Ελευθέριων Τεχνών ΚΠΟ Βανκούβερ ειδίκευση Αγγλική Φιλολογία
ΜΟΒ:1
4,0
Προηγούμενη Γυμνάσιο Εκπαίδευση: Μοντεσάνο
/
Λύκειο
BaOpos Εισαγωγικών 2150 Εξετάσεων:
Εργασία:
Κατάστημα Σιδηρικών Κλέυτον5, ΒΔ Βανκούβερ Ντράιβ, Πόρτλαντ, Όρεγκον (μερική απασχόληση)
narepas:
Φράνκλιν Α. Λάμπερτ Ημερομηνία ΓέννησηΒ:
1 Σεπτεμβρίου Απεβίωσε: Σεπτεμβρίου 1989
1969 11
' Μέσος Όρος Βαθμολογίας. (Σ.τ.Ε.)
Μητέρα:
Κάρλα Μέυ roui^Ks'Avxaps Ημερομηνία ΓέννηοηΒ: 18 Ιουλίου 1970
Παντρεύτηκε:
Φρανκ Λάμπερτ -1 Μαρτίου 1989, χήρεψε 11 Σεπτεμβρίου 1989
Παντρεύτηκε:
Ρέυμοντ Στιλ -6 Ιουνίου 1990, χώρισε 12 Ιουλίου 2006
Παντρεύτηκε:
Στίβεν Μ. Μόρτον 16 Αυγούστου 2006, χώρισε 31 Ιανουαρίου 2007
Παντρεύτηκε:
Ράμπιν (Μπομπ) Άνταμ5 6 Απριλίου 2009
noAmKes Πεποιθήσειε:
Δε βρέθηκε καμία
Θρησκευτικέ5 Πεποιθήσει$:
Δε βρέθηκε καμία
Σεξουαλικ05 Ayvgjotos Προσανατολισμόε:
Σχέσει:
Καμία εμωανήε Προς το παρόν
Μελετάω με προσοχή τη συνοπτική έκθεση για εκατοστή φορά από τότε που την πήρα, πριν από δύο μέρες, προσπαθώντας να εισχωρήσω στο μυστήριο της αινιγματικής δεσποινίδας Αναστάζια Ρόουζ Στιλ. Δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου αυτή την καταραμένη γυναίκα, κι αυτό έχει αρχίσει να μου τη δίνει πραγματικά. Τούτη την τελευταία εβδομάδα, στη διάρκεια ιδιαίτερα ανιαρών συσκέψεων, έπιασα τον εαυτό μου να ξαναπαίζει στο κεφάλι μου
τη συνέντευξη. Τα αδέξια δάχτυλά της στο μαγνητόφωνο, τον τρόπο με τον οποίο στερέωνε τα μαλλιά πίσω από το αυτί της, το δάγκωμα του χείλους. Ναι. Το γαμημένο δάγκωμα του χείλους με ξεσηκώνει κάθε φορά. Και τώρα να με, παρκαρισμένος έξω από το Κλέυτονς, το μικρομεσαίο κατάστημα σιδηρικών στα περίχωρα του Πόρτλαντ όπου δουλεύει,. Είσαι βλάκας, Γκρέυ. Γιατί βρίσκεσαι εδώ; Το ήξερα πως εδώ θα καταλήγαμε. Όλη την εβδομάδα ήξερα πως έπρεπε να την ξαναδώ... Το ήξερα από τη στιγμή που πρόφερε το όνομά μου μέσα στο ασανσέρ και εξαφανίστηκε στα βάθη του κτιρίου μου. Προσπάθησα να αντισταθώ. Περίμενα
πέντε μέρες, πέντε βρομομέρες για να δω αν θα την ξεχάσω. Και δεν είμαι από αυτούς που περιμένουν. Σιχαίνομαι να περιμένω... Για οτιδήποτε. Ποτέ ως τώρα δεν έχω κυνηγήσει γυναίκα. Οι γυναίκες που είχα καταλάβαιναν τι περίμενα από αυτές. Ο φόβος μου τώρα είναι πως η δεσποινίς Στιλ απλώς παραείναι νέα και δε θα ενδιαφέρεται γι’ αυτό που έχω να προσφέρω... Θα ενδιαφέρεται; Θα γίνει ποτέ καλή υποτακτική; Κουνάω το κεφάλι. Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να το μάθω. Να με λοιπόν, ένας βλάκας και μισός, καθισμένος σ’ ένα προαστιακό πάρκινγκ σ’ ένα καταθλιπτικό κομμάτι του Πόρτλαντ. Ο έλεγχος του ιστορικού της δεν απέφερε τίποτα το άξιο λόγου, εκτός από το τελευταίο στοιχείο, που κατέλαβε την
πρώτη θέση στο μυαλό μου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο βρίσκομαι εδώ. Γιατί δεν υπάρχει φίλος, δεσποινίς Στιλ; Σεξουαλικός προσανατολισμός άγνωστος ίσως είναι γκέι. Ρουθουνίζω, θεωρώντας το απίθανο. Θυμάμαι αυτό που ρώτησε στη διάρκεια της συνέντευξης, την έντονη αμηχανία της, το απαλό ροζ χρώμα που πήρε το δέρμα της... Σκατά! Υποφέρω από αυτές τις γελοίες σκέψεις από τότε που τη γνώρισα. Γι’ αυτό βρίσκεσαι εδώ. Τρώγομαι να την ξαναδώ εκείνα τα γαλάζια μάτια με στοιχειώνουν ακόμα και στον ύπνο μου. Δεν την έχω αναφέρει στον Φλυν και χαίρομαι, επειδή τώρα φέρομαι σαν κι αυτούς που παίρνουν τις γυναίκες από πίσω. Θα έπρεπε ίσως να τον ενημερώσω. Τψώνω
το βλέμμα στον ουρανό δε θέλω να μου τα πρήζει με τις τελευταίες, επικεντρωμένες στη λύση αηδίες του. Απλώς χρειάζομαι λίγη διασκέδαση... Κι αυτήν τη στιγμή η μόνη διασκέδαση που θέλω δουλεύει ως πωλήτρια σ’ ένα κατάστημα σιδηρικών. Έκανες πολύ δρόμο. Για να δούμε αν η νεαρή δεσποινίς Στιλ είναι τόοο ελκυστική όσο τη θυμάσαι. Η παράσταση αρχίζει, Γκρέυ. Βγαίνω από το αυτοκίνητο και διασχίζω το πάρκινγκ, με κατεύθυνση την μπροστινή πόρτα. Ένα κουδούνι βγάζει μια ηλεκτρονική νότα καθώς μπαίνω μέσα. Το μαγαζί είναι πολύ μεγαλύτερο απ’ όσο φαίνεται απέξω, και παρόλο που είναι σχεδόν ώρα φαγητού, είναι ήσυχα, και μάλιστα για Σάββατο. Υπάρχουν ατέλειωτοι διάδρομοι με τις συνηθισμένες
σαχλαμάρες που περιμένει κανείς. Είχα ξεχάσει τις δυνατότητες που προσφέρει ένα κατάστημα 7ΐδηρικών σε κάποιον σαν και μένα. Ψωνίζω κυρίως μέσω διαδικτύου για τις ανάγκες μου, αλλά μιας και είμαι εδώ, μπορεί να εφοδιαστώ με μερικά πράγματα... Velcro, κρίκους ναι. Θα βρω τη λαχταριστή δεσποινίδα Στιλ και θα διασκεδάσω λιγάκι. Μου παίρνει μόλις τρία δευτερόλεπτα να την εντοπίσω. Είναι σκυμμένη επάνω στον πάγκο, κοιτάζοντας προσηλωμένη την οθόνη ενός υπολογιστή και τσιμπολογώντας το μεσημεριανό της ένα μπέιγκελ. Μαζεύει αφηρημένα ένα ψίχουλο από την άκρη του στόματός της και πιπιλίζει το δάχτυλό της. Το πουλί μου αντιδρά με μια σύσπαση. Γαμώτο! Τι είμαι; Δεκατετράχρονος; Η αντίδρασή μου είναι
εκνευριστική. Ίσως αυτή η εφηβική αντίδραση σταματήσει αν τη δέσω, τη γαμήσω και τη μαστιγώσω... Και όχι υποχρεωτικά με αυτήν τη σειρά. Ναι. Αυτό χρειάζομαι. 1
Το σύστημα αξιολόγησης ή βαθμολόγηση Apgar είναι η μέθοδος αξιολόγησης της γενικής υγείας του μωρού το πρώτο και το πέμπτο λεπτό μετά τη γέννησή του. Όσο υψηλότερη είναι η βαθμολόγηση, τόσο καλύτερη είναι η κατάσταση της υγείας του παιδιού (χρησιμοποιείται η κλίμακα από το 1 έως το 10). Προφανώς η βαθμολογία στα πέντε λεπτά είναι υψηλότερη, καθώς το μωρό αρχίζει να συνηθίζει εκτός μήτρας. (Σ.τ.Ε.)
Είναι πλήρως απορροφημένη από αυτό που κάνει, κι έχω την ευκαιρία να την περιεργαστώ. Πέρα από πρόστυχες σκέψεις, είναι ελκυστική, πολύ ελκυστική. Καλά τη θυμόμουν. Σηκώνει το βλέμμα της και παγώνει, καρφώνοντάς με με έξυπνα, διεισδυτικά μάτια τα πιο γαλάζια που έχω δει ποτέ, που είναι θαρρείς και κοιτάζουν μέσα μου. Είναι το ίδιο εκνευριστικό όσο και την πρώτη φορά που την είδα. Απλώς με κοιτάζει, σοκαρισμένη νομίζω, και δεν ξέρω αν είναι καλή ή κακή αντίδραση. «Δεσποινίς Στιλ. Τι ευχάριστη έκπληξη!» «Κύριε Γκρέυ...» ψελλίζει κοκκινίζοντας. Α... Καλή αντίδραση.
«Βρισκόμουν στην περιοχή. Πρέπει να πάρω μερικές προμήθειες. Χαίρομαι που σας ξαναβλέπω, δεσποινίς Στιλ». Πραγματικά χαίρομαι. Φοράει ένα κολλητό μπλουζάκι και τζιν, όχι τις ασουλούπωτες αηδίες που φορούσε την άλλη φορά. Είναι όλο μακριά πόδια, στενή μέση και τέλεια βυζιά. Συνεχίζει να χάσκει, και πρέπει να αντισταθώ στον πειρασμό να τεντώσω το χέρι και να της σηκώσω το πιγούνι για να της κλείσω το στόμα. Πέταξα από το Σιάτλ μόνο για να σε δω. Κι έτσι που είσαι αυτήν τη στιγμή, άξιζε το ταξίδι. «Άνα. Με λένε Άνα... Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμη, κύριε Γκρέυ;» Παίρνει βαθιά ανάσα, ισιώνει τους ώμους της όπως έκανε στη διάρκεια της συνέντευξης και
μου χαρίζει ένα ψεύτικο χαμόγελο, που είμαι σίγουρος ότι το έχει για τους πελάτες. Ξεκινάει το παιχνίδι, δεσποινίς Στιλ. «Χρειάζομαι κάποια πράγματα. Κατ’ αρχάς θα ήθελα μερικά δεματικά καλωδίων...» Τα χείλη της μισανοίγουν και παίρνει μια απότομη ανάσα. Πού να δεις τι μπορώ να κάνω με μερικά δεματικά καλωδίων, δεσποινίς Στιλ. «Διαθέτουμε σε διάφορα μήκη... Να σας δείξω;» «Παρακαλώ. Σας ακολουθώ, δεσποινίς Στιλ».
Βγαίνει πίσω από τον πάγκο και δείχνει έναν από τους διαδρόμους. Φοράει σταράκια. Αναρωτιέμαι νωθρά πώς θα ήταν με πανύψηλα τακούνια. Louboutin... Τίποτε άλλο από Louboutin. «Είναι στα ηλεκτρικά είδη, όγδοος διάδρομος!» Η φωνή της ανεβαίνει μια οκτάβα και κοκκινίζει. Την επηρεάζω. Η ελπίδα ανθίζει στο στήθος μου. Δεν είναι γκέι λοιπόν. Χαμογελάω αμυδρά. «Μετά από σας...»-μουρμουρίζω σηκώνοντας το χέρι μου, για να της δείξω πως την ακολουθώ. Αφήνοντάς τη να περπατήσει μπροστά μου, έχω τον χώρο και τον χρόνο να θαυμάσω
τον φανταστικό κώλο της. Πραγματικά είναι όλο το πακέτο: γλυκιά, ευγενική και όμορφη, με όλα τα σωματικά προσόντα που εκτιμώ σε μια υποτακτική. Αλλά η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου δολαρίων είναι: θα μπορούσε να γίνει υποτακτική; Κατά πάσα πιθανότητα δεν ξέρει τίποτα για τον τρόπο ζωής -τον δικό μου τρόπο ζωής-, αλλά θα ήθελα πάρα πολύ να τη μυήσω. Προτρέχεις πολύ σ* αυτή την υπόθεση, Γκρέυ. «Βρίσκεστε στο Πόρτλαντ για δουλειές;» ρωτάει, διακόπτοντας τις σκέψεις μου, Η φωνή της είναι τσιριχτή, προσπαθεί να παραστήσει την αδιάφορη. Με κάνει να θέλω να γελάσω, πράγμα αναζωογονητικό. Οι γυναίκες σπάνια με κάνουν να γελάω.
«Επισκέφθηκα το γεωργικό τμήμα του ΚΠΟ. Η έδρα του είναι στο Βανκούβερ» απαντάω ψέματα. Στην πραγματικότητα είμαι εδώ για να δω εσένα. Κοκκινίζει, και νιώθω πολύ μαλάκας. «Αυτό τον καιρό χρηματοδοτώ εκεί κάποια έρευνα σχετική με την αμειψισπορά και την εδαφολογία». Αυτό τουλάχιστον είναι αλήθεια. «Όλα μέρος του σχεδίου σας να ταΐσετε τον κόσμο;» Τα χείλη της ανοίγουν σ’ ένα μισοχαμόγελο. «Κάτι τέτοιο...» απαντάω χαμηλόφωνα. Με κοροϊδεύει; Ω, θα μου άρεσε να της το κόψω αυτό, αν πράγματι με κοροϊδεύει.
Πώς να αρχίσω όμως; Ίσως με έξοδο για φαγητό, αντί για τη συνηθισμένη συνέντευξη... Αυτό κι αν θα ήταν πρωτοτυπία: να βγάλω κάποια υποψήφια έξω για φαγητό. Φτάνουμε στα δεματικά καλωδίων, που είναι τακτοποιημένα ανάλογα με το μήκος και το χρώμα. Τα δάχτυλά μου σέρνονται αφηρημένα επάνω στα διάφορα πακέτα. Θα μπορούσα απλώς να της ζητήσω να βγούμε για φαγητό... Όπως στα ραντεβού; Θα ερχόταν; Όταν την κοιτάζω, εξετάζει τά μπλεγμένα της δάχτυλα. Δεν μπορεί να με κοιτάξει. Αυτό είναι ευοίωνο. Διαλέγω τα μακρύτερα δεματικά. Είναι πιο εύκαμπτα στο κάτω κάτω μπορούν να χωρέσουν δύο αστράγαλους και δύο καρπούς ταυτόχρονα.
«Αυτά είναι εντάξει...» λέω σιγανά, κι εκείνη ξανακοκκινίζει. «Κάτι άλλο;» ρωτάει βιαστικά ή είναι εξαιρετικά εξυπηρετική ή θέλει να με διώξει από το μαγαζί* δεν ξέρω τι από τα δύο. «Θα ήθελα μασκαρίσματος».
λίγη
χαρτοταινία
«Αλλάζετε διακόσμηση;» Πνίγω ένα ρουθούνισμα. «Όχι, δεν αλλάζω διακόσμηση». Έχω πολύ καιρό να πιάσω πινέλο στο χέρι μου. Η σκέψη με κάνει να χαμογελάσω' έχω ανθρώπους που κάνουν όλες αυτές τις μαλακίες. «Από δω...» μουρμουρίζει και φαίνεται στενοχωρημένη. «Η χαρτοταινία
μασκαρίσματος βρίσκεται στον διάδρομο με τα είδη διακόσμησης». Άντε, Γχρέυ, δεν έχεις πολλή ώρα. Ξεχίνα χάποιου είδους συζήτηση. «Δουλεύετε πολύ καιρό εδώ;» Φυσικά ξέρω ήδη την απάντηση. Αντίθετα με κάποιους άλλους, κάνω την έρευνά μου. Κοκκινίζει πάλι. Χριστέ μου αυτή η κοπέλα είναι ντροπαλή. Δεν έχω ούτε μία ελπίδα στο εκατομμύριο. Γ ορίζει βιαστικά και προχωράει στον διάδρομο προς το τμήμα με την ταμπέλα «ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ». Την ακολουθώ πρόθυμα. Τι είμαι, γαμώτο; Σκυλάκι; «Τέσσερα χρόνια...» απαντάει χαμηλόφωνα καθώς φτάνουμε στις ταινίες
μασκαρίσματος. Σκύβει και αρπάζει δύο ρολά διαφορετικού πλάτους. «Θα πάρω αυτήν...» λέω σιγανά. Η φαρδύτερη είναι πολύ πιο αποτελεσματική σαν φίμωτρο. Καθώς μου τη δίνει, οι άκρες των δαχτύλων μας ακουμπούν ελάχιστα. Ο αντίλαλος φτάνει έως τους βουβώνες μου. Γαμώτο! Χλωμιάζει. «Κάτι άλλο;» Η φωνή της είναι βραχνή και μουρμουριστή. Χριστέ μου ασκώ επάνω της την ίδια επίδραση που ασκεί κι εκείνη επάνω μου. Ίσως... «Λίγο σκοινί, νομίζω...»
«Από δω...» Προχωράει βιαστικά στον διάδρομο, προσφέροντάς μου άλλη μία ευκαιρία να θαυμάσω τον υπέροχο κώλο της. «Τι είδος είχατε υπόψη σας; Έχουμε σκοινί από συνθετικό και φυσικό νήμα... Στριφτό... Καλώδιο...» Να πάρει — σταμάτα. Μέσα μου βογκάω, προσπαθώντας να διώξω την εικόνα της να είναι κρεμασμένη από το ταβάνι στην αίθουσα ψυχαγωγίας μου. «Θα πάρω περίπου πέντε μέτρα σκοινί από φυσικό νήμα, παρακαλώ». Είναι πιο χοντρό και γδέρνει περισσότερο αν παλεύεις να ξεφύγεις... Το αγαπημένο μου σκοινί.
Τα δάχτυλά της τρεμουλιάζουν, αλλά μετράει επιδέξια πέντε μέτρα. Βγάζοντας ένα κοπίδι από τη δεξιά τσέπη της, κόβει το σκοινί με μια γρήγορη κίνηση, μετά το τυλίγει προσεκτικά και το δένει με συρτοθηλιά. Εντυπωσιακό. «Έχετε κάνει προσκοπίνα;» «Δεν τρελαίνομαι για τις οργανωμένες ομαδικές δραστηριότητες, κύριε Γκρέυ». «Για ποιο πράγμα τρελαίνεστε, Αναστάζια;» Πιάνω το βλέμμα της, και οι κόρες των ματιών της διαστέλλονται καθώς την κοιτάζω. Ναι! «Για τα βιβλία...» ψιθυρίζει. «Τι είδους βιβλία;»
«Α, ξέρετε τώρα... Τα συνηθισμένα. Τα κλασικά. Βρετανική λογοτεχνία κυρίως». Βρετανική λογοτεχνία; Μπρόντε και Όστεν, πάω στοίχημα. Όλες εκείνες τις τύπισσες με τις καρδιές και τα λουλούδια. Γαμώτο. Δεν είναι καλό αυτό. «Χρειάζεστε κάτι άλλο;» «Δεν ξέρω. Τι άλλο θα μου συνιστούσατε;» Θέλω να δω την αντίδρασή της. «Για κάποιον που μαστορεύει;» ρωτάει έκπληκτη. Θέλω να ξεκαρδιστώ στα γέλια. Ω μωρό μου. Δεν τρελαίνομαι για τα μαστορέματα. Γνέφω καταφατικά, πνίγοντας τη θυμηδία μου. Τα μάτια της κατεβαίνουν στο κορμί
μου, και τσιτώνομαι. Με περνάει από έλεγχο! Γαμώτο μουΙ «Ολόσωμη φόρμα» ξεφουρνίζει. Είναι το πιο αναπάντεχο πράγμα που έχω ακούσει από το γλυκό, έξυπνο στόμα της μετά την ερώτηση «Είστε γκέι;». «Δε θέλετε να καταστρέψετε τα ρούχα σας...» Δείχνει προς το τζιν μου, αμήχανη πάλι. Δεν μπορώ να αντισταθώ. «Μπορώ και να το βγάλω...» « Εεε ...» Γίνεται σαν παντζάρι και χαμηλώνει τα μάτια της στο πάτωμα.
«Θα πάρω μια ολόσωμη φόρμα. Μη χαλάσω τα ρούχα μου, Θεός φυλάξοι» λέω ξερά, για να τη βγάλω από τη δυστυχία της. Δίχως να πει λέξη, κάνει μεταβολή και προχωράει με ζωηρό βήμα στον διάδρομο, ενώ εγώ την ακολουθώ άλλη μία φορά. «Χρειάζεστε κάτι άλλο;» τσιρίζει, δίνοντάς μου μια μπλε φόρμα. Είναι καταντροπιασμένη, τα μάτια της είναι ακόμα χαμηλωμένα και το πρόσωπό της κατακόκκινο. Θεέ μου κάτι μου κάνει. «Πώς πάει το άρθρο;» ρωτάω, ελπίζοντας να χαλαρώσει λίγο.
Σηκώνει τα μάτια της και μου χαρίζει ένα σύντομο ανακουφισμένο χαμόγελο. Επιτέλους. «Δεν το γράφω εγώ, το γράφει η Κάθριν. Η δεσποινίς Κάβανο. Η συγκάτοικος μου, αυτή το γράφει. Είναι πολύ ευχαριστημένη. Είναι η αρχισυντάκτρια της εφημερίδας και λυπήθηκε πάρα πολύ που δεν μπορούσε να πάρει τη συνέντευξη η ίδια». Είναι η πιο μεγάλη πρόταση που μου έχει απευθύνει από τότε που γνωριστήκαμε και μιλάει για κάποιον άλλο, όχι για τον εαυτό της. Ενδιαφέρον. Πριν προλάβω να σχολιάσω, προσθέτει: «Η μόνη της έγνοια είναι ότι δεν έχει πρωτότυπες φωτογραφίες σας».
Η πεισματάρα δεσποινίς Κάβανο θέλει φωτογραφίες. Διαφημιστικά ενσταντανέ, ε; Μπορώ να το κάνω αυτό. Θα επιτρέψω στον εαυτό μου να περάσει λίγο ακόμα χρόνο με τη λαχταριστή δεσποινίδα Στιλ. «Τι είδους φωτογραφίες θέλει;» Με κοιτάζει μια στιγμή και μετά κουνάει το κεφάλι της. «Λοιπόν, βρίσκομαι στην περιοχή. Ίσως αύριο...» Μπορώ να μείνω στο Πόρτλαντ. Να δουλέψω από κάποιο ξενοδοχείο. Ένα δωμάτιο στο Χίθμαν ίσως. Θα χρειαστεί να έρθει ο Τέυλορ, ώστε να μου φέρει το λάπτοπ μου και μερικά ρούχα. Ή ο Έλλιοτ
εκτός βέβαια αν πηδάει δεξιά και αριστερά, όπως κάνει συνήθως τα Σαββατοκύριακα. «Είστε πρόθυμος να κάνετε φωτογράφιση;» Δεν μπορεί να συγκρατήσει την έκπληξή της. Γνέφω στα γρήγορα. Θα μένατε με ανοιχτό το στόμα αν ξέρατε τι Θα έκανα για να περάσω περισσότερο χρόνο μαζί σας, δεσποινίς Στιλ... Για την ακρίβεια, το ίδιο κι εγώ. «Η Κέιτ θα ενθουσιαστεί, αν καταφέρουμε να βρούμε φωτογράφο!» Χαμογελάει, και το πρόσωπό της φωτίζεται σαν καλοκαιριάτικη αυγή. Χριστέ μου μου κόβει την ανάσα,
«Ειδοποιήστε με για αύριο». Βγάζω την κάρτα μου από το πορτοφόλι. «Η κάρτα μου. Έχει τον αριθμό του κινητού μου. Πρέπει να τηλεφωνήσετε πριν από τις δέκα το πρωί». Κι αν δεν πάρει, θα επιστρέψω στο Σιάτλ και θα ξεχάσω αυτό το ανόητο εγχείρημα. Η σκέψη μού προκαλεί κατάθλιψη. « Εντάξει! » Εξακολουθεί να χαμογελάει. «Άνα!» Γυρίζουμε και οι δύο προς το μέρος ενός νεαρού, ντυμένου με σπορ, αλλά ακριβά ρούχα, που έχει εμφανιστεί στην άλλη άκρη του διαδρόμου. Είναι όλο μαλακισμένα χαμόγελο; για τη δεσποινίδα Αναστάζια Στιλ. Ποιος διάολο είναι τούτος ο μαλάκας;
«Εμμμ... Με συγχωρείτε ένα λεπτό, κύριε Γκρέυ». Προχωράει προς το μέρος του, και ο γαμιόλης τη σφίγγει στην αγκαλιά του σαν γορίλλας. Το αίμα μου παγώνει. Eivat μια πρωτόγονη αντίδραση. Μάζεψε τα γαμημένα τα ξεράδια σου από πάνω της! Σφίγγω τα χέρια σε γροθιές και καλμάρω ελάχιστα μόνο όταν βλέπω πως εκείνη δεν κάνει καμία κίνηση για να ανταποδώσει το αγκάλιασμα. Αρχίζουν μια ψιθυριστή συζήτηση. Σκατά! Μπορεί τα στοιχεία του Γουέλτς να είναι λανθασμένα. Ίσως ο τύπος είναι ο φίλος της. Δείχνει να έχει τη σωστή ηλικία και δεν μπορεί να πάρει τα άπληστα μάτια του από πάνω της. Την απομακρύνει λίγο για να την κοιτάξει και ύστερα στέκεται με το χέρι του
χαλαρά ακουμπισμένο επάνω στους ώμους της. Είναι μια φαινομενικά τυχαία χειρονομία, αλλά ξέρω πως διεκδικεί ένα δικαίωμα και μου λέει να κάνω πίσω. Εκείνη φαίνεται αμήχανη και ζυγιάζει το βάρος της από το ένα πόδι στο άλλο. Να πάρει... Πρέπει να φύγω. Στη συνέχεια του λέει κάτι και τραβιέται μακριά του, αγγίζοντας το μπράτσο του, όχι το χέρι του. Είναι φανερό πως δεν έχουν πολύ στενή σχέση. Ωραία. «Εεε... Πολ, από δω ο Κρίστιαν Γκρέυ. Κύριε Γκρέυ, να σας γνωρίσω τον Πολ Κλέυτον. Ο αδερφός του είναι ιδιοκτήτης του καταστήματος». Μου ρίχνει ένα παράξενο βλέμμα που δεν καταλαβαίνω και συνεχίζει. «Γνωρίζω τον Πολ από τότε που ξεκίνησα να δουλεύω εδώ, αν και δε
βλεπόμαστε πολύ συχνά. Επέστρεψε από το Πρίνστον, όπου σπουδάζει διοίκηση επιχειρήσεων». Ο αδερφός του αφεντικού, όχι φίλος. Το μέγεθος της ανακούφισης που αισθάνομαι είναι απρόσμενο και με κάνει να συνοφρυωθώ. Αυτή η γυναίκα μού έχει γίνει πραγματικά έμμονη ιδέα. «Κύριε Κλέυτον». Ο τόνος μου είναι συνειδητά κοφτός. «Κύριε Γκρέυ». Μου σφίγγει άψυχα το χέρι. Ιδρωμένε γαμιόλη. «Για μισό λεπτό... Όχι ο Κρίστιαν Γκρέυ; Των Grey Enterprises Holdings;»
Μέσα σ’ ένα κλάσμα του δευτερολέπτου τον παρατηρώ να μεταμορφώνεται από κτητικός σε δουλοπρεπής. Ναι, αυτός είμαι, μαλάκα. «Ποπό! Μπορώ να σας φέρω τίποτα;» «Η Αναστάζια με κάλυψε, κύριε Κλέυτον. Ήταν πολύ εξυπηρετική». Άντε γαμήσου τώρα. «Ωραία» αποκρίνεται εκείνος με γουρλωμένα μάτια και ευλαβικό ύφος. «Θα σε δω αργότερα, Άνα». «Βέβαια, Πολ » του λέει εκείνη, και ο τύπος εξαφανίζεται προς την κατεύθυνση της αποθήκης. «Κάτι άλλο, κύριε Γκρέυ;»
«Μόνο αυτά» απαντάω κοφτά. Γαμώτο. Δεν έχω άλλο χρόνο και εξακολουθώ να μην ξέρω αν θα την ξαναδώ. Πρέπει να μάθω αν υπάρχει η παραμικρή ελπίδα να σκεφτεί αυτό που έχω στο μυαλό μου. Πώς να τη ρωτήσω; Είμαι έτοιμος να πάρω για καινούρια υποτακτική κάποια που δεν έχει ιδέα; Σκατά. Θα χρειαστεί ουσιαστική εκπαίδευση. Σκέφτομαι όλες τις ενδιαφέρουσες δυνατότητες που αυτό προσφέρει και μέσα μου αναστενάζω βαριά... Γαμώτο μου. Η διαδρομή έως εκεί θα είναι μισή διασκέδαση. Θα ενδιαφερθεί καν; Ή το έχω πιάσει εντελώς στραβά το θέμα; Κατευθύνεται πάλι προς το ταμείο και χτυπάει τις αγορές μου, κρατώντας συνεχώς
τα μάτια χαμηλωμένα. Κοίταξέ με, που να πάρει και να σηκώσει! Θέλω να ξαναδώ τα όμορφα γαλάζια μάτια της και να μαντέψω τι σκέφτεται. Τελικά σηκώνει το κεφάλι της. «Σαράντα τρία δολάρια, παρακαλώ». Αυτό είναι όλο; «Θα θέλατε μια τσάντα;» ρωτάει, υιοθετώντας πάλι ύφος πωλήτριας καθώς της δίνω την AmEx μου. «Ναι, ευχαρίστως, Αναστάζια». Το όνομά της -ένα όμορφο όνομα για ένα όμορφο κορίτσιγλιστράει στη γλώσσα μου.
Πακετάρει βιαστικά και επιδέξια τα ψώνια στην πλαστική τσάντα. Αυτό είναι. Πρέπει να φύγω. «Θα μου τηλεφωνήσετε αν θέλετε να κάνω τη φωτογράφιση; » Γνέφει καταφατικά και μου επιστρέφει την πιστωτική μου. «Ωραία. Τα λέμε και πάλι αύριο ίσως». Δεν μπορώ όμως να φύγω έτσι... Θα πρέπει να της δώσω να καταλάβει πως ενδιαφέρομαι. «Α... Και, Αναστάζια, χαίρομαι που η δεσποινίς Κάβανο δεν μπορούσε να πάρει τη συνέντευξη...» Απολαμβάνοντας τη σαστισμένη έκφρασή της, βάζω την τσάντα στον ώμο μου και βγαίνω με νωχελικό βήμα από το μαγαζί.
Ναι. Παρόλο που νομίζω πως είναι λάθος, τη θέλω. Τώρα πρέπει να περιμένω... Να περιμένω σαν μαλάκας./. Πάλι. Τελειώσαμε... προς το παρόν. Ευχαριστώ, ευχαριστώ, ευχαριστώ που με διαβάσατε. ΕL James
Thank you for evaluating ePub to PDF Converter. That is a trial version. Get full version in http://www.epubto-pdf.com/?pdf_out