Βασιλική Μήσιου
Περί Μεταφράσεως Ποιητών: Θεωρητικές Τοποθετήσεις Ελλήνων Ποιητών του 19ου και 20ού Αιώνα και η Επίδρασή τους στο Μεταφραστικό τους Έργο
«ΕΝΥΑΛΙΟ ΚΛΗΡΟΔΟΤΗΜΑ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΛΑΜΠΡΟΥ ΕΝΥΑΛΗ (ΦΙΛΙΠΠΟΥΠΟΛΗ 1848 – ΑΘΗΝΑ 1932) ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΕΣ ΔΙΑΤΡΙΒΕΣ»
Βασιλική Μήσιου
Περί Μεταφράσεως Ποιητών: Θεωρητικές Τοποθετήσεις Ελλήνων Ποιητών του 19ου και 20ού Αιώνα και η Επίδρασή τους στο Μεταφραστικό τους Έργο
Διδακτορική Διατριβή
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας Τομέας Μετάφρασης και Διαπολιτισμικών Σπουδών
2012
Στους γονείς μου
Αὐτό πού ὀνομάζουμε ἀρχή εἶναι τό τέλος Καί βάζω ἕνα τέλος θά πεῖ κάνω μιάν ἀρχή. Τό τέλος εἶναι ἐκεῖ ὅπου ξεκινοῦμε. Shantih shantih shantih T. S. Eliot (μτφρ. Κλείτος Κύρου)
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Προλογικό Σημείωμα .................................................................................. 1 Εισαγωγή ..................................................................................................... 5
Κεφάλαιο Ι Μετάφραση της Ποίησης: Θέσεις και Αντιθέσεις έως τον 20ό Αιώνα 1.1 Γενικό Πλαίσιο της Ποιητικής Μετάφρασης στην Ευρώπη .............. 24 1.1.1 Εισαγωγή .................................................................................. 24 1.1.2 Η Μεταφρασιμότητα της Ποίησης και ο Ρόλος των Ποιητών .. 25 1.1.3 Κατά λέξη ή Κατ’ έννοια Μετάφραση ...................................... 28 1.1.4 Ελεύθερη, Πιστή ή «Ωραία Άπιστη» Μετάφραση ................... 30 1.1.5 Έμμετρη ή Πεζή Μετάφραση.................................................... 36 1.1.6 «Ισοδύναμο Αποτέλεσμα» και Αναγνώστης του ΚειμένουΣτόχου ........................................................................................ 38 1.1.7 Μετάφραση της Ποίησης και Πρωτότυπη Ποιητική Δημιουργία ................................................................................................... 41 1.1.8 Ο Μεταφραστικός Στόχος των Ποιητών ................................... 43 1.1.9 Επιμέρους Συμπεράσματα ....................................................... 45 1.2 Η Μετάφραση στον Ελληνόγλωσσο Χώρο έως τις Αρχές του 19ου Αιώνα και η Έναρξη Θεωρητικού Διαλόγου για την Ποιητική Μετάφραση ....................................................................................... 46 1.2.1 Εισαγωγή .................................................................................. 46 1.2.2 Θεωρητικός Λόγος για τη Μετάφραση – Πρώτες Καταγραμμένες Αντιλήψεις Ελλήνων Λογίων και Λογοτεχνών. 47 1.2.3 «Περὶ Μεταφράσεως Ποιητῶν» ............................................... 58 1.2.4 «Οικονόμειος Μεταφραστικός Αγών» ..................................... 70 1.3 Παρατηρήσεις και Συμπεράσματα ..................................................... 77 vii
Κεφάλαιο ΙΙ Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού Αιώνα ως Μεταφρασεολόγοι 2.1 Εισαγωγή ............................................................................................. 79 2.2 Μετάφραση της Ποίησης: Το Εφικτό και το Ανέφικτο του Εγχειρήματος .................................................................................... 83 2.3 Κατά λέξη ή Κατ’ έννοια Μετάφραση ................................................. 95 2.4 Πιστότητα, Ελευθερία ή και τα Δύο; ................................................. 100 2.5 Ο Στίχος, το Μέτρο, ο Πεζός Λόγος και η Μετάφραση της Ποίησης 110 2.6 «Ισοδύναμο Αποτέλεσμα» και Αναγνώστης του Κειμένου-Στόχου.. 124 2.7 Μετάφραση της Ποίησης και Πρωτότυπη Ποιητική Δημιουργία..... 128 2.8 Η «Καθομιλουμένη» ως Γλώσσα Μετάφρασης και Λογοτεχνίας ..... 139 2.9 Ο Στόχος των Ποιητών ως Μεταφραστών ........................................ 146 2.10 Ο Καταλληλότερος Μεταφραστής Ποίησης και ο Ρόλος των Ποιητών ως Μεταφραστών............................................................................ 154 2.11 Επιμέρους Συμπεράσματα .............................................................. 156
Κεφάλαιο ΙΙΙ Μερικοί Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού Αιώνα ως Μεταφραστές: Θεωρητικός Στοχασμός στην Πράξη 3.1 Εισαγωγή ........................................................................................... 165 3.2 Βηλαράς............................................................................................. 170 3.3 Πολυλάς............................................................................................. 181 3.4 Μαβίλης ............................................................................................ 200 3.5 Παλαμάς ............................................................................................ 213 3.6 Σεφέρης ............................................................................................. 226 3.7 Ελύτης................................................................................................ 243 3.8 Επιμέρους Συμπεράσματα ................................................................ 262
viii
Κεφάλαιο ΙV Γενικά Συμπεράσματα 4.1 Μετάφραση Ποιητικού Λόγου: Θέσεις Ελλήνων Ποιητών ............... 267 4.2 Ελληνικός Θεωρητικός Λόγος για την Ποιητική Μετάφραση: Συνέχεια και Εξέλιξη ....................................................................................... 276 4.3 Ελληνική Μεταφρασεολογική Σκέψη: Προεκτάσεις......................... 288
Βιβλιογραφία Ελληνόγλωσση Βιβλιογραφία ................................................................. 293 Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία ..................................................................... 314
ix
Προλογικοί Σημειί ωμα 1
Το ενδιαφέρον μου για τη μετάφραση της ποίησης γεννήθηκε κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών μου σπουδών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και αυξήθηκε κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών μου σπουδών, μέσα από την παρακολούθηση μαθημάτων λογοτεχνικής μετάφρασης και από τα γόνιμα ερεθίσματα που αυτά που μου προσέφεραν. Πολλοί άνθρωποι συνέβαλαν στην ολοκλήρωση της παρούσας έρευνας με διαφορετικούς τρόπους. Το λιγότερο που θα μπορούσα να κάνω είναι να ευχαριστήσω όλους εκείνους που με ενθάρρυναν, καθοδήγησαν και υποστήριξαν καθ’ όλη τη διάρκεια διεκπεραίωσής της. Πολύτιμοι αρωγοί και συμπαραστάτες στη συγκρότηση, την επεξεργασία και τη διεκπεραίωση του θέματος της έρευνας στάθηκαν οι καθηγητές της τριμελούς συμβουλευτικής επιτροπής, οι οποίοι δέχτηκαν να μοιραστούν μαζί μου τις γνώσεις τους και τον πολύτιμο χρόνο τους. Αρχικά θα ήθελα να ευχαριστήσω τον καθηγητή David Connolly, ο οποίος ανέλαβε το βάρος της επίβλεψης της έρευνας. Καθοδήγησε την παρούσα έρευνα με ανεξάντλητη επιμονή, υπομονή και ενδιαφέρον, παρέχοντας λυσιτελείς συμβουλές και προβαίνοντας σε καθοριστικής σημασίας διορθώσεις. Ο πλούτος των ακαδημαϊκών του γνώσεων για τη λογοτεχνική μετάφραση και η ενασχόλησή του με τη μετάφραση της ποίησης αποτέλεσε για μένα ανεκτίμητη πηγή πληροφόρησης και έμπνευσης. Του οφείλω απεριόριστη ευγνωμοσύνη, γιατί δίχως τη συμβολή του σε όλα τα επίπεδα η έρευνα αυτή δεν θα είχε ολοκληρωθεί. Θα ήθελα να εκφράσω τα ειλικρινή μου ευχαριστώ στον καθηγητή Γιώργο Κεχαγιόγλου, μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής, για τις καίριες υποδείξεις, τις εύστοχες παρατηρήσεις και τις χρήσιμες συμβουλές του σε θέματα βιβλιογραφίας. Διέθεσε με μεγάλη γενναιοδωρία το χρόνο του 1
Επισημαίνεται ότι το κείμενο της παρούσας έρευνας δημοσιεύεται όπως ακριβώς κατατέθηκε προς κρίση στο Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, Α.Π.Θ. Απευθύ-
νεται σε μεταφρασεολόγους, φιλολόγους, σπουδαστές μετάφρασης και σε όλους εκείνους των οποίων τα ερευνητικά ενδιαφέροντα εστιάζουν στη μετάφραση, μεταφρασεολογία, νεοελληνική φιλολογία και συγκριτική λογοτεχνία.
1
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
καθ’ όλη την πορεία της έρευνας, εξέτασε ενδελεχώς το παρόν κείμενο και συνέβαλε στην ουσιαστική βελτίωσή του. Θα ήθελα επίσης να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στο λέκτορα Νίκο Κόντο, μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής, ο οποίος πίστεψε σε μένα από την αρχή των μεταπτυχιακών μου σπουδών και με ενθάρρυνε στην πραγματοποίηση της παρούσας έρευνας. Τον ευχαριστώ για τη διάθεση συνεργασίας που επέδειξε, για τη διαρκή συμπαράστασή του, καθώς επίσης και για τα σχόλια που έκανε συνεισφέροντας σε όλα τα στάδια της έρευνας. Αισθάνομαι επίσης την ανάγκη να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στην καθηγήτρια Karin Boklund-Λαγοπούλου για την αμέριστη συμπαράστασή της, ψυχολογική και επιστημονική, και για την άμεση ανταπόκρισή της σε κάθε αίτημα βοήθειας. Το αδιάκοπο ενδιαφέρον της και οι συζητήσεις μας για τα ερωτήματα της έρευνας υπήρξαν για μένα σημαντικό στήριγμα καθ’ όλη τη διάρκεια εκπόνησής της. Θα ήταν παράλειψη να μην ευχαριστήσω τον αναπληρωτή καθηγητή Γραμμενίδη Συμεών, η επιμονή του οποίου για την καταλληλότερη μεταφορά της ορολογίας της μετάφρασης στα ελληνικά με ώθησε σε μια ατέρμονη και δημιουργική αναζήτηση. Οι διαλέξεις του στο πλαίσιο των μεταπτυχιακών μου σπουδών με βοήθησαν απεριόριστα σε ό,τι αφορά θεωρητικά ζητήματα της μετάφρασης. Νιώθω ακόμη την ανάγκη να εκφράσω τις βαθύτερες ευχαριστίες μου στο προσωπικό της Βιβλιοθήκης του Τομέα ΜΝΕΣ, του Τμήματος Φιλολογίας, και της υπηρεσίας Διαδανεισμού του ΑΠΘ που ανταποκρίθηκαν με συνέπεια και μεγάλη προθυμία στις αναζητήσεις μου έντυπου και ψηφιοποιημένου σπάνιου υλικού. Ιδιαίτερες ευχαριστίες επίσης στη Δάφνη Μουστακλίδου, η οποία συνέβαλε με τον τρόπο της στην αντιμετώπιση ορισμένων σημαντικών ζητημάτων που ανέκυψαν κατά τη διάρκεια εκπόνησης της έρευνας. Στους γονείς μου θα ήθελα να εκφράσω την απέραντη ευγνωμοσύνη μου για την αγάπη και την αθόρυβη υποστήριξή τους καθ’ όλη τη διάρκεια των σπουδών μου. Τους ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου, γιατί στάθηκαν διακριτικά δίπλα μου όλα αυτά τα χρόνια, προσφέροντάς μου αμέριστη ηθική και υλική υποστήριξη, και γιατί αγκάλιασαν, όπως πάντα, τις επιλογές μου και την προσπάθειά μου.
2
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Τέλος, ευχαριστώ το Γιώργο, τον άνθρωπο που ήταν δίπλα μου σε αυτό το μακρύ, δύσκολο, αλλά και τόσο ευχάριστο ταξίδι. Παρακολουθούσε με υπομονή την πορεία της έρευνας, προσφέροντας τη βοήθειά του σε όλα τα στάδιά της και παρέχοντάς μου την πολύτιμη φροντίδα του. Η κατανόησή του και η πίστη του σε μένα συνέβαλε τα μέγιστα στην πραγματοποίηση ενός ονείρου, στην ολοκλήρωση της παρούσας έρευνας.
3
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η μετάφραση της ποίησης έχει κεντρίσει το διεθνές ενδιαφέρον και την προσοχή θεωρητικών, γλωσσολόγων, μεταφραστών και λογοτεχνών. Η σύνθετη και ασύλληπτη, για πολλούς, φύση της ποίησης καθιστά την ποιητική μετάφραση ένα αδιαφιλονίκητα πολύπλευρο ζήτημα, που συνεχίζει να δημιουργεί ερωτήματα –συχνά αναπάντητα– παρά την εξέλιξη του κλάδου της μεταφρασεολογίας τα τελευταία χρόνια. Τα ιδιαίτερα προβλήματα και οι δυσκολίες που ανακύπτουν κατά τη μεταφραστική διαδικασία προκάλεσαν έντονο θεωρητικό προβληματισμό, όπως διαπιστώνεται από τις διάφορες απόψεις που έχουν διατυπωθεί από την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έως και τις μέρες μας. Άλλωστε, κατά τη ρωμαϊκή περίοδο τέθηκαν για πρώτη φορά τα διλήμματα που αφορούν στη θεωρία της μετάφρασης και τα οποία απασχόλησαν όλους τους μεταγενέστερους μεταφραστές και μεταφρασεολόγους. Θεωρήθηκε αναμενόμενο και φυσιολογικό, επομένως, το εγχείρημα πολλών να φέρουν στο φως και να αναδείξουν απόψεις και αντιλήψεις για την ποιητική μετάφραση, καταγράφοντας και παρουσιάζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μέρος της μεταφραστικής παράδοσης διαφόρων χωρών. Ως εκ τούτου, δικαιολογείται η πραγματικά μεγάλη βιβλιογραφία που υπάρχει παγκοσμίως για τη μετάφραση της ποίησης, η οποία ξεπερνά σε όγκο τη βιβλιογραφία για οποιοδήποτε άλλο είδος λογοτεχνικής μετάφρασης. Αυξημένο ενδιαφέρον για τη μετάφραση της ποίησης υπήρξε και στην Ελλάδα. Παρότι δεν είναι ευρύτερα γνωστές οι θεωρητικές θέσεις ελλήνων ποιητών, οι περισσότεροι ποιητές 2 ήταν δόκιμοι μεταφραστές και ορισμένοι διατύπωσαν απόψεις σχετικά με τη μετάφραση της ποίησης, όπως ακριβώς έπραξαν σπουδαίοι ποιητές άλλων χωρών. Διαπιστώνεται, ωστόσο, ότι είναι σποραδικές και ισχνές οι αναφορές στις απόψεις Ελλήνων περί μετάφρασης της ποίησης, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Εδώ, έγκειται η πρωτοτυπία της παρούσας έρευνας. Πρωταρχικός 2
Είναι αναμφισβήτητο το γεγονός ότι με τη μετάφραση ασχολήθηκαν και πεζογράφοι, θεατρικοί συγγραφείς, λογοτεχνικοί κριτικοί, κ.ά Στόχος της εργασίας, ωστόσο, είναι κυρίως η διερεύνηση θεωρητικών απόψεων για τη μετάφραση της ποίησης τις οποίες διατύπωσαν ορισμένοι σημαντικοί έλληνες ποιητές του 19ου και 20ού αιώνα.
5
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
στόχος, λοιπόν, είναι η καταγραφή ορισμένων βασικών ελληνικών θεωρητικών απόψεων για τη μετάφραση της ποίησης μέσω της εξέτασης των μεταφραστικών αντιλήψεων ποιητών του 19ου και 20ού αιώνα, οι οποίες αποτελούν δίχως αμφιβολία τμήμα της ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Θα ληφθούν υπόψη τα αίτια της άνθισης της μετάφρασης και μεταφραστικής παραγωγής στον ελληνόγλωσσο χώρο 3 κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, με συνεξέταση της επιρροής τους στο λογοτεχνικό χώρο εν γένει· επίσης, θα επιχειρηθεί να αποδειχθεί ότι αρκετοί σημαντικοί έλληνες ποιητές μετέφραζαν έργα άλλων δημιουργών παράλληλα με το πρωτότυπό τους έργο. Απώτερος στόχος είναι η προβολή και ανάδειξη της σχέσης που υφίσταται μεταξύ των θεωρητικών θέσεων για τη μετάφραση και της μεταφραστικής πράξης ορισμένων ελλήνων ποιητών-μεταφραστών του 19ου και 20ού αιώνα, λαμβάνοντας υπόψη και μελετώντας μέρος του μεταφραστικού τους έργου. Πιστεύουμε, επίσης, ότι θα μπορέσει να διαφανεί η ύπαρξη δεσμού μεταξύ της δεύτερης και της πρώτης γραφής των εξεταζόμενων ποιητών-μεταφραστών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ευελπιστούμε ότι θα προστεθεί ένα σημαντικό κομμάτι στο ψηφιδωτό της ιστορίας της ελληνικής ποιητικής μετάφρασης, η οποία μέχρι στιγμής δεν έχει μελετηθεί ούτε παρουσιαστεί στο βαθμό και με τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε. 4 3
Δεδομένου ότι θα γίνει σύντομη αναφορά και στη μεταφραστική δραστηριότητα που αναπτύχθηκε κατά τους αιώνες που προηγήθηκαν του 19ου και 20ού και λόγω των γεωγραφικών, ιστορικών και πολιτικών παραγόντων που επικρατούσαν τότε, δεν είναι δυνατή η χρήση του περιοριστικού όρου «Ελλάδα». Άλλωστε, πολλοί ήταν οι έλληνες λόγιοι, λογοτέχνες κ.ά. οι οποίοι διέμεναν ή/και δραστηριοποιούνταν στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, αλλά και σε χώρες της δυτικής Ευρώπης ή σε ελληνικές κοινότητες της Ανατολής (Τουρκία, Μέση Ανατολή, κτλ.), όπου μπόρεσαν να αναπτύξουν πνευματική δράση και να συμβάλουν στην πνευματική ανάταση του έθνους μέσω της παραγωγής πρωτότυπων έργων αλλά και της μετάφρασης ξένων έργων. Σημαντική μεταφραστική δραστηριότητα παρατηρείται και στα φραγκοκρατούμενα (βενετοκρατούμενα, κ.λπ.) μέρη του ελληνικού νησιωτικού χώρου. Ως εκ τούτου, θα χρησιμοποιηθεί ο γενικότερος όρος «ελληνόγλωσσος χώρος» με αναφορές στη μεταφραστική πράξη και θεωρία τόσο του υπόδουλου ελληνισμού όσο και αυτού της ελληνικής περιφέρειας και διασποράς, του ελληνικού κράτους (1830 κ.ε.) και των Επτανήσων (ώς το 1863). 4 Όπως αναφέρεται παρακάτω, τα μελετήματα που έχουν δημοσιευτεί στην Ελλάδα μέχρι στιγμής σχετικά με τη μεταφραστική θεωρία και πράξη δεν εξετάζουν μεθοδικά και συλλογικά τις αντιλήψεις ελλήνων ποιητών-μεταφραστών. Οι επιμέρους α-
6
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η επιλογή έρευνας των συγκεκριμένων αιώνων καθορίζεται πρωτίστως από το γεγονός ότι έως το τρίτο τέταρτο του 18ου αιώνα δεν είχε πραγματοποιηθεί τόσο μεγάλος αριθμός μεταφράσεων στον ελληνόγλωσσο χώρο σε σύγκριση με τη μεταφραστική παραγωγή που σημειώθηκε από τα τέλη του 18ου αιώνα κι έπειτα· όπως αποδεικνύεται και από την πολύχρονη και ενδελεχή έρευνα του Κασίνη, η παραγωγή μεταφράσεων στα ελληνικά παρουσιάζει εντυπωσιακή άνοδο κατά το 19ο και 20ό αιώνα συγκριτικά τουλάχιστον με τους τρεις προηγούμενους αιώνες 5 (Διασταυρώσεις 12-14). Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η αύξηση αυτή που σημειώθηκε ώθησε το Δημαρά στο να δηλώσει ότι «τά τέλη τοῦ ΙΗ΄ αἰώνα εἴταν γιά τήν Ἑλλάδα, ὅ,τι γιά τήν Δύση ὁ αἰώνας ὁλόκληρος» 6 (Ελληνικός Ρωμαντισμός 26). Όπως ήταν αναμενόμενο, η εντονότερη μεταφραστική δραστηριότητα διέγειρε το θεωρητικό προβληματισμό, οδηγώντας στην ανάπτυξη θεωρητικού λόγου και διαλόγου, οι οποίοι παρέμεναν σχετικά υποτονικοί έως και το 18ο αιώνα. Επιπλέον, από το 19ο αιώνα πραγματοποιείται παραγωγή περισσότερων ποιητικών μεταφράσεων, 7 η οποία ενισχύεται μέσω των ποιητικών διαγωνισμών, κυρίως του Οικονόμειου μεταφραστικού αγώνα στο πλαίσιο του οποίου αναπτύχθηκε αξιόλογη φιλολογία για την ποιητική μετάφραση, αλλά και μέσω της ενασχόλησης όλων σχεδόν των ποιητών με τη μετάφραση της ποίησης.
ναφορές σε μεμονωμένους ποιητές-μεταφραστές δεν επιτρέπουν να διαφανεί η σημασία του θεωρητικού διαλόγου τον οποίο ανέπτυξαν σχετικά με τη μετάφραση της ποίησης και η συνεισφορά του μεταφραστικού τους έργου αυτού καθαυτού στην ελληνική λογοτεχνία. 5 Ενώ το 16ο αιώνα πραγματοποιείται μόλις μία έκδοση, το 17ο αιώνα πέντε και το 18ο αιώνα 57 εκδόσεις μεταφρασμένης λογοτεχνίας, το 19ο αιώνα καταγράφονται περίπου 3000 εκδόσεις και το πρώτο μισό του 20ού αιώνα 2500 εκδόσεις (Κασίνης, Γ. Κωνσταντίνος. Διασταυρώσεις, Μελέτες για το ΙΘ΄ και Κ΄ Αι. Αθήνα: Εκδ. Χατζηνικολή, 2005. 14. Τυπ.). 6 «[Ο] ΙΗ΄ αἰώνας στήν δυτική Εὐρώπη εἶναι κατεξοχήν ὁ αἰώνας τῆς μετάφρασης» (στο Δημαράς, Θ. Κωνσταντίνος. Ελληνικός Ρωμαντισμός. 2η έκδ. Αθήνα: Ερμής, 1985. 25-26. Τυπ.). 7 Όπως καταγράφει ο Κασίνης, οι μεταφράσεις που είχαν πραγματοποιηθεί έως και το 18ο αιώνα ήταν 16 θεατρικά έργα, 13 αφηγηματικά έργα, 5 έργα με στίχους και 29 λαϊκά αναγνώσματα (για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Κασίνης, Διασταυρώσεις 14).
7
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
Η μεταφραστική δραστηριότητα που αναπτύχθηκε, ωστόσο, «δεν μπόρεσε να απεγκλωβιστεί από το σύνθετο ζήτημα της γλώσσας και της εκπαίδευσης του γένους του νεοσύστατου ελληνικού κράτους» (Connolly, and Bacopoulou-Halls 429). Η θεώρηση της μετάφρασης ως μέσου εκπαίδευσης και ανάπτυξης της παιδείας, αλλά και ως εργαλείου απόδειξης της ιστορικής συνέχειας της γλώσσας και ενίσχυσης του αισθήματος της εθνικής ταυτότητας, καθιστούν αναμφίβολα την περίπτωση της μετάφρασης στον ελληνόγλωσσο χώρο ξεχωριστή. Η παιδευτική λειτουργία της μετάφρασης δικαιολογεί επίσης το ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε για τη μετάφραση όχι μόνο έργων ξένων λογοτεχνιών, αλλά και της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Το ότι πληθαίνουν σταδιακά οι φωνές που υποστηρίζουν τη μετάφραση είναι άμεση απόρροια των παραπάνω παραγόντων. Επιπλέον, όπως υποστηρίζει και ο Δημαράς, ήταν λογικό να επηρεαστούν οι έλληνες πνευματικοί ηγέτες από την τάση που είχε διαμορφωθεί κυρίως στη Γαλλία 8 το 18ο αιώνα και «νά θελήσουν νά τήν μιμηθοῦν, ἐνεργῶντας ἀνάλογα» (Ελληνικός Ρωμαντισμός 26). Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, από το 19ο αιώνα έλληνες ποιητές εκδηλώνουν εντονότερο ενδιαφέρον για τη μετάφραση και ορισμένοι καταθέτουν και τον προβληματισμό τους σχετικά με θεμελιώδη ζητήματα της μεταφραστικής διαδικασίας. Εντάσσονται οι ποιητές στο κλίμα που είχε αρχίσει ήδη να διαμορφώνεται μετά την εκδήλωση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, όταν ολοένα και περισσότεροι άρχισαν να αναγνωρίζουν τη σημασία της μετάφρασης. Οι ποιητές οι οποίοι εξετάζονται στην παρούσα έρευνα διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στον τομέα της μετάφρασης του ποιητικού λόγου και παρήγαγαν αξιόλογο έργο. Η μελέτη θα επικεντρωθεί στις θεωρητικές τοποθετήσεις και στο μεταφραστικό έργο των εξής έξι ποιητών του 19ου και 20ού αιώνα: 9 Βηλαρά, Πολυλά, Μαβίλη, Παλαμά, Σεφέρη και Ελύτη, δί8
Το 18ο αιώνα «οἱ Γάλλοι λόγιοι ὑποστηρίζουν τήν σημασία της [μετάφρασης], συστηματοποιοῦν τό εἶδος της καί κωδικοποιοῦν τήν θεωρία της. … [Από τα τέλη του 18ου αιώνα οι] μεταφράσεις πολλαπλασιάζονται καί ἰδίως στρέφονται πρός νεώτερα καί νεωτερικά ἔργα» (Δημαράς, Ελληνικός Ρωμαντισμός 26). 9 Είναι αναμφισβήτητη η συνεισφορά της μετάφρασης στην καλλιέργεια και ανάπτυξη της νεοελληνικής λογοτεχνίας και σχεδόν όλοι οι έλληνες ποιητές του 19ου και 20ού αιώνα ασχολήθηκαν με τη μετάφραση και οι ίδιοι. Όπως αναφέρθηκε ήδη, ωστόσο, στόχος της έρευνας είναι η διερεύνηση και καταγραφή θεωρητικών θέσεων για τη μετάφραση της ποίησης, όπως αυτές διατυπώθηκαν από ποιητές-μεταφραστές, και όχι των μεταφράσεων αυτών καθαυτών. Επομένως, δεν θα αποτελέσουν κύριο αντι-
8
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
χως αυτό να συνεπάγεται την απουσία αναφοράς σε άλλους ποιητές της εποχής που διατύπωσαν ενδιαφέρουσες και ιδιαίτερης σημασίας θεωρητικές απόψεις σχετικά με τη μετάφραση. Η επιλογή αυτή συνίσταται στο γεγονός ότι οι παραπάνω ποιητές αποτελούν αντιπροσωπευτικούς εκπροσώπους της εποχής ή της σχολής ή της γενιάς τους, που άφησαν το στίγμα τους με το προσωπικό τους έργο, πρωτότυπο και μεταφραστικό, θέτοντας πολλές φορές νέα δεδομένα όσον αφορά στη λογοτεχνική παραγωγή στον ελληνόγλωσσο χώρο. Επίσης, θα γίνει αναφορά και σε ορισμένους ποιητές (ανάμεσά τους στο Σολωμό, τον Πάλλη, το Σημηριώτη, τον Καρυωτάκη, 10 και τον Καζαντζάκη), οι οποίοι, αν και δεν διατύπωσαν οι ίδιοι απόψεις σχετικά με τη μετάφραση της ποίησης, ασχολήθηκαν με την ποιητική μετάφραση συστηματικά κατά τη διάρκεια της ζωής τους και το μεταφραστικό τους έργο κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικό. Άλλωστε, μέσω της εξέτασης των μεταφρασμάτων των ποιητών αυτών, αρκετοί θεωρητικοί, κριτικοί και λογοτέχνες έχουν συναγάγει συμπεράσματα για τις απόψεις τους σχετικά με τη μετάφραση του ποιητικού λόγου, διαγράφοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις μεταφραστικές μεθόδους που ακολουθούσαν. Τα ερωτήματα που εγείρουν οι έξι κύριοι εξεταζόμενοι ποιητές συνεχίζουν να απασχολούν το σύνολο των μεταφρασεολόγων, μεταφραστών και ποιητών ακόμη και σήμερα. Οι θεωρητικές τους τοποθετήσεις αναφορικά με τη μετάφραση της ποίησης, αλλά και τη σχέση μεταφράσματος – πρωτοτύπου, πολλές φορές συγκλίνουν μεταξύ τους αλλά και με αυτές σύγχρονων ξένων ποιητών-μεταφραστών. Ως επί το πλείστον, οι υπό εξέκείμενο έρευνας της παρούσας εργασίας ποιητές οι οποίοι, αν και παρήγαγαν αξιόλογο μεταφραστικό έργο, δεν τοποθετήθηκαν θεωρητικά για τη μετάφραση οι ίδιοι. 10 Το μεταφραστικό έργο του Καρυωτάκη αποτελεί αντικείμενο της σημαντικής διατριβής της Βάσως Τοκατλίδου με τίτλο «Οι Μεταφράσεις του Καρυωτάκη, Ένταξή τους στο Ποιητικό Πρωτότυπο Έργο των Συλλογών του» (Α.Π.Θ., 1978). Επίσης, για τη μεταφραστική πρακτική του Καρυωτάκη υπάρχουν σημαντικές αναφορές σε ορισμένα βιβλία που είναι αφιερωμένα στο συλλογικό και μεταφραστικό του έργο, όπως στις μελέτες που περιλαμβάνονται στο σπουδαίο έργο: Καρυωτάκης, Γ. Κωνσταντίνος. Ποιήματα καὶ Πεζὰ. Επιμ. Γ. Π. Σαββίδης. 7η έκδ. Αθήνα: Εστία, 1998. Τυπ. Αξιόλογα συμπεράσματα για την ενασχόληση του Καρυωτάκη με τη μετάφραση απορρέουν και από τις πληροφορίες που παραθέτει ο Λορεντζάτος στα ακόλουθα έργα: Οι Μεταφράσεις του Κ. Γ. Καρυωτάκη. Αθήνα: Το Ροδακιό, 1994. Τυπ.· Μελέτες. Θεσσαλονίκη: Δόμος, 1994. Τυπ.· Ο Καρυωτάκης. Αθήνα: Δόμος, 1988. Τυπ.
9
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ταση ποιητές-μεταφραστές αναφέρθηκαν στις εισαγωγές των μεταφράσεών τους ή των συλλογικών τους έργων που περιλαμβάνουν μεταφράσεις ή ακόμη και σε προλόγους έργων τους στα περισσότερα μείζονα μεταφρασεολογικά ζητήματα και διατύπωσαν ιδιαίτερα αξιόλογες απόψεις. Ο βαθμός επίδρασης των απόψεών τους αυτών στις προσεγγίσεις που υιοθέτησαν και στις στρατηγικές που εφάρμοσαν κατά τη μεταφραστική διαδικασία παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον και αποτελεί αντικείμενο μελέτης της παρούσας έρευνας. Επιπλέον, φαίνεται πως οι θεωρητικές θέσεις των ποιητών για τη μετάφραση και το μεταφραστικό τους έργο αυτό καθαυτό επιδρούν στη συγγραφή του πρωτότυπου έργου τους. Δεν είναι λίγες, μάλιστα, οι περιπτώσεις στις οποίες ποιητές-μεταφραστές συνδέθηκαν ή ακόμη και ταυτίστηκαν με τους ποιητές τους οποίους μετέφρασαν (π.χ. ο Σεφέρης με τον Eliot). 11 Έχει υπογραμμιστεί, άλλωστε, πολλές φορές το γεγονός ότι ο δεσμός που υφίσταται μεταξύ της συγγραφής ποιημάτων και της μετάφρασης ποιημάτων είναι ιδιαίτερα έντονος. Όπως επισημαίνει ο David Connolly, ορισμένοι ποιητές, ανάμεσά τους και αρκετοί καταξιωμένοι στο χώρο, ισχυρίζονταν ότι προέβαιναν στη μετάφραση ποιημάτων άλλων δημιουργών όταν στερούνταν έμπνευση ή ως άσκηση για τη δημιουργία του δικού τους έργου (145-146). 12 Μία ακόμη άποψη, αρκετά τολμηρή, που 11
Δεν είναι λίγες οι αναφορές στη σχέση του Σεφέρη με τον Eliot και στις επιδράσεις του τελευταίου στην πρωτότυπη γραφή του έλληνα ποιητή. Ενδεικτικά αναφέρονται οι ακόλουθες πηγές: Δασκαλόπουλος, Δημήτρης. επιμ. Εισαγωγή στην Ποίηση του Σεφέρη. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1996. Τυπ.· Αργυρίου, Αλέξης. Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας. Τόμ. Β΄. Αθήνα: Εκδ. Καστανιώτη, 2002. Τυπ.· το μελέτημα «Ο Σεφέρης ως Μεταφραστής της Αγγλικής Ποίησης» στο Βαγενάς, Νάσος. Ποίηση και Μετάφραση. Αθήνα: Στιγμή, 1989. Τυπ.· Βαγενάς, Νάσος. Ὁ Ποιητὴς καὶ ὁ Χορευτής. Μιὰ Ἐξέταση τῆς Ποιητικῆς καὶ τῆς Ποίησης τοῦ Σεφέρη. 7η ἔκδ. Ἀθήνα: Κέδρος. 1996. Τυπ.· Καραντώνης, Αντρέας. Ὁ Ποιητής Γιῶργος Σεφέρης. Ἀθήνα: Παπαδήμας, 2000. Τυπ.· Μαλάνος, Τίμος. Η Ποίηση του Σεφέρη: Κριτική Μελέτη. 2η έκδ. Αλεξάνδρεια: χ.ο, 1955. Τυπ., καθώς και πολλά άλλα έργα στα οποία κρίνεται τόσο θετικά όσο και αρνητικά η σχέση του Σεφέρη με τον Eliot, οι μεταφράσεις του έργων του Eliot και οι επιρροές στο πρωτότυπο ποιητικό του έργο. 12 Ο David Connolly παραθέτει ενδεικτικά την άποψη του αμερικανού ποιητή και μεταφραστή Ben Belitt, σύμφωνα με τον οποίο: «[η μετάφραση της ποίησης είναι] ένα είδος γυμναστηρίου-ζούγκλα για την εξάσκηση όλων των ικανοτήτων και των μυών που απαιτούνται για την άσκηση της ποίησης» (βλ. στο Connolly, David. Μεταποίηση. 6 (+1) Μελέτες για τη Μετάφραση της Ποίησης. Αθήνα: Ύψιλον, 1997. 145. Τυπ. Το
10
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
έχει διατυπωθεί είναι αυτή που υποστηρίζει ότι οι μεταφράσεις που πραγματοποιούν οι ποιητές μπορούν να θεωρηθούν μέρος του πρωτότυπού τους έργου, όπως έχει λεχθεί για τον Καρυωτάκη (Τοκατλίδου 12). Παρότι, ωστόσο, οι μεταφρασεολογικές απόψεις ελλήνων ποιητών είναι αξιοσημείωτες, η απουσία μνείας σε αυτές στην παγκόσμια βιβλιογραφία της μετάφρασης είναι ιδιαίτερα αισθητή. Η συμπερίληψη ελλήνων θεωρητικών, λογοτεχνών και πανεπιστημιακών στην εγκυκλοπαίδεια Routledge Encyclopedia of Translation Studies 13 δεν αποτελεί παρά μια σύντομη αναφορά. Κάτι ανάλογο, όμως, παρατηρείται και στην Ελλάδα. Ακόμη και οι μελέτες φιλολόγων, όπως λ.χ. των Κ. Κασίνη, 14 Λ. Παπαλεοντίου 15 και M. Vitti, 16 οι οποίοι ασχολήθηκαν με τη μετάφραση και το ρόλο της στην εθνική λογοτεχνική παραγωγή, αφορούν ως επί το πλείστον την καταγραφή ελληνικών μεταφράσεων και όχι την ανάδειξη του θεωρητικού λόγου για τη μετάφραση – πόσο μάλλον αυτού για τη μετάφραση της ποίησης. Γενικά, τα ελληνικά έργα που έχουν ως αντικείμενο τη θεω-
απόσπασμα που παραθέτει ο Connolly βρίσκεται στο Honig, Edwin. ed. The Poet’s Other Voice. Conversations on Literary Translation. Amherst: The University of Massachusetts Press, 1985. 57. Print.). Επιπλέον, παραθέτει και την άποψη του άγγλου ποιητή John Silkin, ο οποίος δηλώνει ότι «ίσως ένας λόγος για τον οποίο με έλκει η μετάφραση είναι ο πιθανός εμπλουτισμός του έργου σου στο σημείο όπου η εξέλιξή σου διασταυρώνεται με το χαρακτήρα ή την πλευρά του έργου κάποιου άλλου» (146). Βλ. επίσης στο Weissbort, Daniel. ed. Translating Poetry: The Double Labyrinth. London: Macmillan, 1989. 178. Print. 13 Στην ενότητα “Ελληνική Παράδοση” (Greek Tradition) στο Baker, Mona. ed. Routledge Encyclopedia of Translation Studies. New York & London: Routledge, 1998. 428-436. Print., ο David Connolly και η Αλίκη Μπακοπούλου-Halls προβαίνουν σε μια συνοπτική ανασκόπηση της μεταφραστικής δραστηριότητας στην Ελλάδα. Στην ίδια ενότητα ο Connolly παραθέτει βιογραφικά στοιχεία ορισμένων εκ των σημαντικότερων εκπροσώπων της μετάφρασης στην Ελλάδα (436-438). 14 Κασίνης, Γ. Κωνσταντίνος. Διασταυρώσεις. Μελέτες για το ΙΘ΄ και Κ΄ Αι. Αθήνα: Εκδ. Χατζηνικολή, 1998. Τυπ.· και Κασίνης, Γ. Κωνσταντίνος. Διασταυρώσεις, Β΄ Μελέτες για το ΙΘ΄ και Κ΄ Αι. Αθήνα: Εκδ. Χατζηνικολή, 2005. Τυπ. 15 Παπαλεοντίου, Λευτέρης. Λογοτεχνικές Μεταφράσεις του Μείζονος Ελληνισμού: Μικρασία, Κύπρος, Αίγυπτος, 1880-1930. Βιβλιογραφική Μελέτη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 1998. Τυπ. 16 Vitti, Mario. ed. Testi Letterari Italiani Tradotti in Greco (dal 500 ad oggi). Soveria Mannelli: Rubbettino, 1994. Print.
11
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ρία και πράξη της μετάφρασης είναι ελάχιστα και δεν πραγματεύονται τις ελληνικές θέσεις – ή τουλάχιστον δεν μελετούν συστηματικά και σε συλλογικό επίπεδο τις θεωρητικές αντιλήψεις ελλήνων ποιητών, όπως φιλοδοξεί να πράξει η παρούσα εργασία. Κυρίως πρόκειται για ανθολογίες ξένων θεωρητικών κειμένων ή για πρωτότυπες μεταφρασεολογικές μελέτες (ενδεικτικά αναφέρονται τα ονόματα των: Ν. Βαγενά, 17 D. Connolly, 18 Δ. Γούτσου, 19 Γ. Κεντρωτή, 20 Φ. Μπατσαλιά και Ε. Σελλά-Μάζη, 21 Μ. Φραγκόπουλου 22). Πρέπει να υπογραμμιστεί, παρ’ όλα αυτά, η πολύτιμη συνεισφορά τους στο χώρο της ελληνικής μεταφρασεολογίας. Επίσης, θα ήταν παράλειψη η μη αναφορά στην έρευνα και καταγραφή της ελληνικής μεταφρασεολογίας, αρχαίας και σύγχρονης, στο έργο Θεωρία της Μετάφρασης 23 του Κουτσιβίτη, η οποία αποτελεί βεβαιότατα μια σημαντική και αξιόλογη προσπάθεια, αν και επιδέχεται συμπληρωματική έρευνα. Επιπλέον, το έργο του Κουτσιβίτη Πράξη της Μετάφρασης 24 και το έργο της Λουλακάκη Seferis and Elytis as Translators 25 φανερώνουν περαιτέρω το ενδιαφέρον και την ανάγκη διερεύνησης ελλήνων ποιητών ως μεταφρασεολόγων-μεταφραστών. Κρίνεται απαραίτητο, λοιπόν, να έρθει στην επιφάνεια όχι μόνο το μεταφραστικό έργο των ποιητών που θα μελετηθούν (όπως άλλωστε έχει συμβεί εν μέρει στον ελλαδικό χώρο), αλλά κυρίως οι
17
Bαγενάς, Nάσος. Ποίηση και Μετάφραση. Aθήνα: Στιγμή, 1989. Τυπ. Connolly, David. Μεταποίηση. 6 (+1) Μελέτες για τη Μετάφραση της Ποίησης. Αθήνα: Ύψιλον, 1997. Τυπ. 19 Γούτσος, Διονύσης. Ο Λόγος της Μετάφρασης: Ανθολόγιο Σύγχρονων Μεταφραστικών Θεωριών. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2001. Τυπ. 20 Κεντρωτής, Γιώργος. Θεωρία και Πράξη της Μετάφρασης. Αθήνα: Δίαυλος, 1996. Τυπ. 21 Mπατσαλιά, Φρειδερίκη, και Ελένη Σελλά-Μάζη. Γλωσσολογική Προσέγγιση στη Θεωρία και τη Διδακτική των Μεταφράσεων. 3η έκδ. Kέρκυρα: Iόνιο Πανεπιστήμιο, 2004. Τυπ. 13 Φραγκόπουλος, Μίλτος. Το Εργαστήρι του Μεταφραστή. Αθήνα: Πόλις, 2003. Τυπ. 23 Κουτσιβίτης, Βασίλης. Θεωρία της Μετάφρασης. Αθήνα: Ελληνικές Πανεπιστημιακές Εκδόσεις, 1994. Τυπ. 24 Κουτσιβίτης, Γ. Βασίλειος. Πράξη της Μετάφρασης. London: Esperia Publications Ltd., 2000. Τυπ. (στο έργο αυτό του Κουτσιβίτη αφιερώνεται σημαντικό τμήμα στις αντιλήψεις και το έργο του Ελύτη ως μεταφραστή). 25 Loulakaki-Moore, Irene. Seferis and Elytis as Translators. Bern: Peter Lang, 2010. Print. 18
12
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
μεταφρασεολογικές τους απόψεις· να φωτιστεί και αυτή η πτυχή του έργου τους, καθώς παρατηρείται ότι ανέπτυξαν σπουδαίες θεωρητικές απόψεις σχετικά με τη μετάφραση της ποίησης και δεν περιορίστηκαν μόνο στη μεταφραστική πράξη, όπως είναι η πεποίθηση των περισσοτέρων. Η απουσία, λοιπόν, ανάλογης μελέτης και η ελλιπής βιβλιογραφία αναφορικά με τη μεταφρασεολογία στην Ελλάδα λειτούργησαν ως εφαλτήριο για την εκπόνηση της παρούσας έρευνας. Στο σημείο αυτό κρίνεται αναγκαίο να αποσαφηνιστεί ότι στόχος της έρευνας δεν είναι να αξιολογηθούν οι θεωρητικές αντιλήψεις των ποιητών-μεταφραστών που θα μελετηθούν, ούτε κατ’ επέκταση η ποιότητα των μεταφράσεών τους, η εξέταση των οποίων δεν θα είναι αναλυτική. Αντιθέτως, η έρευνα στοχεύει στην περιγραφή της αλληλεπίδρασης που φαίνεται να υφίσταται μεταξύ των θεωρητικών τους απόψεων και της μεταφραστικής τους πράξης. Κατά συνέπεια, η μέθοδος που θα εφαρμοστεί εντάσσεται στο πλαίσιο των Περιγραφικών Μεταφραστικών Σπουδών 26 (Toury 1995). 27 Η σύγκριση μεταξύ ορισμένων από τις μεταφράσεις που 26
Για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Toury, Gideon. In Search of a Theory of Translation. Tel Aviv: The Porter Institute for Poetics and Semiotics, 1980. Print.· στο Toury, Gideon. Descriptive Translation Studies and Beyond. Amsterdam & Philadelphia: J. Benjamins, 1995. Print.· στο Toury, Gideon. “A Rationale for Descriptive Translation Studies.” The Manipulation of Literature. Studies in Literary Translation. Ed. Theo Hermans. New York: St. Martin’s Press, 1985. 16-41. Print.· στο Toury, Gideon. “What are Descriptive Studies into Translation Likely to Yield apart from Isolated Descriptions.” In “Translation Studies: The State of Art.” Proceedings of the First J. S. Holmes Symposium on Translation Studies. Eds. Kitty, van Leuven-Zwart, and Ton Naaijkens. Amsterdam & Atlanta: Rodopi, 1991. 179-192. Print. Σημαντικοί εκπρόσωποι της περιγραφικής προσέγγισης της μετάφρασης είναι επίσης ο Chesterman και ο Hermans, βλ. ενδεικτικά στο Chesterman, Andrew. ed. Readings in Translation Theory. Helsinki: Oy Finn Lectura Ab, 1989. Print.· Chesterman, Andrew. Memes of Translation: The Spread of Ideas in Translation Theory. Amsterdam & Philadephia: J. Benjamins Publishing, 1997. Print.· στο Hermans, Theo. Translation in Systems. Descriptive and Systemic Approaches Explained. Manchester: St. Jerome, 1999. Print.· στο Hermans, Theo. ed. The Manipulation of Literature. Studies in Literary Translation. New York: St. Martin’s Press, 1985. Print.· και στο Holmes, James. “The Name and Nature of Translation Studies.” The Translation Studies Reader. Ed. Lawrence Venuti. London & New York: Routledge, 2000. 172-185. Print. 27 Και άλλα θεωρητικά συστήματα και μοντέλα μεταφρασεολογίας έχουν δει το φως της δημοσιότητας, κυρίως από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και έπειτα, τα
13
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
πραγματοποίησαν οι κύριοι εξεταζόμενοι ποιητές-μεταφραστές και των πρωτότυπων έργων και, συνακόλουθα, η συνοπτική αναφορά σε ορισμένες από τις διαφοροποιήσεις28 που σημειώνονται προκύπτει από τη διερεύνη-
οποία, ωστόσο, εστιάζουν σε πτυχές της μετάφρασης που δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας έρευνας, όπως λ.χ. η θεωρία του «πολυσυστήματος» του Even-Zohar (βλ. σχετικά στο Even-Zohar, Itamar. “The ‘Literary System’.” Poetics Today 11.1 (1990): 27-44. Print.· Even-Zohar, Itamar. “The Position of Translated Literature within the Literary Polysystem.” The Translation Studies Reader. Ed. Lawrence Venuti. London & New York: Routledge, 2000. 192-197. Print.), η γλωσσολογική προσέγγιση της μετάφρασης του Catford (Catford, C. John. A Linguistic Theory of Translation. Oxford: Oxford University Press, 1965. Print.), κ.ά. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με άλλα προτεινόμενα μοντέλα μεταφρασεολογίας, βλ. ενδεικτικά στο Bassnett-McGuire, Susan. Translation Studies. London: Methuen, 1988. Print.· στο Gentzler, Edwin. Contemporary Translation Theories. London & New York: Routledge, 1993. Print.· στο Munday, Jeremy. Introducing Translation Studies. Theories and Applications. London & New York: Routledge, 2000. Print. 28 Ως «διαφοροποίηση» αποδίδεται ο όρος shift. Η επιλογή του συγκεκριμένου όρου αντί της συνηθέστερης χρήσης λ.χ. των λημμάτων «αλλαγή» και «μετατόπιση» προέκυψε από την εξέταση της ερμηνείας των λημμάτων στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (1998) και στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Κέντρου Λεξικολογίας (2002). Η «διαφοροποίηση», λοιπόν, ορίζεται ως η «επισήμανση διαφορών ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα, πρόσωπα, έννοιες, καταστάσεις» (ΛΚΝ 369), ενώ στο σχόλιο που συνοδεύει το λήμμα «αλλαγή» αναφέρεται ότι «η ουδέτερη και αποστασιοποιημένη περιγραφή μιας αλλαγής με εστίαση στη διαφορά της από τις άλλες χαρακτηρίζεται ως διαφοροποίηση» (ΛΝΕ 121). Οπότε κρίθηκε προσφορότερο το λήμμα «διαφοροποίηση» και όχι η «αλλαγή», η «μετατόπιση» ή κάποιος άλλος σημασιολογικά παρεμφερές όρος [βλ. επίσης τη διδακτορική διατριβή της Ελπίδας Λουπάκη με τίτλο «Η Διαφοροποίηση Μεταξύ Πρωτοτύπου και Μεταφράσματος: Η Περίπτωση των Κοινοτικών Κειμένων» στην οποία γίνεται εκτενής αναφορά στην έννοια της διαφοροποίησης (σσ. 18-21)]. Ως προς τα είδη της διαφοροποίησης, ο Toury προτείνει δύο κατηγορίες: τις διαφοροποιήσεις που καθορίζονται από κανόνες, είναι υποχρεωτικές (rule-governed shifts, obligatory) και τις διαφοροποιήσεις που καθορίζονται από νόρμες, δεν είναι υποχρεωτικές (norm-governed shifts, non-obligatory). Για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο έργο του In Search of a Theory of Translation (55) και στο Descriptive Translation Studies and Beyond (57)· στο Vinay, Jean Paul, and Jean Darbelnet. Stylistique Comparée du Français et del’ Anglais. Méthode de Traduction. Paris: Didier, 1977. 50-51. Print.· στο Nord, Christiane. Translation as a Purposeful Activity. Functionalist Approaches Explained. Manchester: St Jerome, 1997. 28. Print.· στο Μπατσαλιά και Σελλά-Μάζη 97-98· κ.ά.
14
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ση του ρόλου της θεωρητικής τους σκέψης στις επιλογές τους ως μεταφραστών. Δεν εξετάζεται, δηλαδή, εάν η απόδοση των πρωτότυπων ποιητικών έργων είναι επιτυχημένη ή όχι, καθώς η προσέγγιση της έρευνας είναι περιγραφική και όχι κανονιστική. Επίσης, οι μεταφράσεις εξετάζονται ως προϊόν του πολιτισμού-υποδοχής, καθώς, όπως επισημαίνει ο Toury «οι μεταφράσεις λειτουργούν ως επί το πλείστον υπέρ του πολιτισμού-υποδοχής και όχι υπέρ του κειμένου-πηγή, πόσο μάλλον υπέρ του πολιτισμού-αφετηρίας» (26), κάτι το οποίο φαίνεται να ισχύει σε μεγάλο βαθμό και στην περίπτωση των ελλήνων ποιητών-μεταφραστών του 19ου και 20ού αιώνα που θα εξεταστούν. Άλλωστε, η σημασία και ο ρόλος της μετάφρασης στη χώραυποδοχής είναι αναμφισβήτητα. Όπως υποστηρίζουν κριτικοί και θεωρητικοί, ορισμένες φορές τα μεταφρασμένα ποιήματα επηρεάζουν σε τόσο μεγάλο βαθμό τον πολιτισμό-υποδοχής ώστε αποτελούν πλέον «αναπόσπαστο και ισότιμο τμήμα της λογοτεχνίας κάθε γλωσσικής κοινότητας»
Κατά τον Toury, οι διαφοροποιήσεις που σημειώνονται μεταξύ του μεταφράσματος και του πρωτοτύπου είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις μεταφρασεολογικές νόρμες. Η λεπτομερής ανάλυση, ωστόσο, των μεταφραστικών επιλογών των εξεταζόμενων ποιητών-μεταφραστών και, συνακόλουθα, των νορμών που τις επηρεάζουν δεν αποτελούν αντικείμενο μελέτης της έρευνας, καθώς, όπως υπογραμμίστηκε, κύριος στόχος είναι η διερεύνηση της επιρροής των απόψεών τους στη μεταφραστική πράξη. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις νόρμες βλ. στο Toury, In Search of a Theory of Translation (32-33) και στο Descriptive Translation Studies and Beyond (53-69)· στο Toury, Gideon. “A Handful of Paragraphs on ‘Translation’ and ‘Norms’.” Translation and Norms. Ed. Christina Schäffner. Clevedon & Philadelphia: Multilingual Matters, 1999. 9-31. Print.· στο Schäffner, Christina. “The Concept of Norms in Translation Studies.” Current Issues in Language & Society 5.1-2 (1998): 1-9. Print.· στο Hermans, Theo. “Norms and the Determination of Translation: A Theoretical Framework.” Translation, Power, Subversion. Eds. Roman, Álvarez, and Carmen África Vidal. Clevedon & Philadelphia: Multilingual Matters, 1996. 25-51. Print. Αξίζει να επισημανθεί ότι αναφορά στην ύπαρξη νορμών και στην επιρροή τους στις επιλογές των μεταφραστών εντοπίζεται για πρώτη φορά στο έργο του Levỳ, Jirí. “Translation as a Decision Process.” The Translation Studies Reader. Ed. Lawrence Venuti. London and New York: Routledge, 2000. 148-159. Print.· και του Popovič, Anton. “The Concept ‘Shift of Expression’ in Translation Analysis.” The Nature of Translation: Essays on the Theory and Practice of Literary Translation. Eds. James, S. Holmes, Frans de Haan, and Anton Popovič. The Hague: Mouton, 1970. 79. Print.
15
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
(Καγιαλής, 29 κ.ά.). 30 Την ίδια άποψη φαίνεται πως ενστερνίζεται και ο Τέλλος Άγρας, ο οποίος θεωρεί ότι η μετάφραση όχι μόνο δεν ζημιώνει την ελληνική λογοτεχνία, αλλά αντίθετα αποτελεί οργανικό μέρος αυτής (στο Καράογλου 31 79). Η μεταφραστική παραγωγή, λοιπόν, επιδρά, καθορίζει και εξελίσσει τη λογοτεχνία. Οπότε, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν μέχρι στιγμής, διαπιστώνεται η αναγκαιότητα εξέτασης των μεταφραστικών αντιλήψεων των εν λόγω ποιητών, καθώς και της συμβολής των θεωρητικών θέσεων και μεταφράσεών τους στο ελληνικό λογοτεχνικό γίγνεσθαι. Έπειτα από πολλές αναζητήσεις και προβληματισμό αποδείχθηκε ότι δεν θα ήταν εύκολη –ούτε, κυρίως, εφικτή– η υλοποίηση μιας ολοκληρωμένης παρουσίασης «ελλήνων ποιητών ως μεταφρασεολόγων-μεταφραστών». Όπως αναφέρθηκε ήδη, η μεταφραστική δραστηριότητα στον ελληνόγλωσσο χώρο παρουσιάζει ανοδικές τάσεις από τα τέλη περίπου του 18ου αιώνα, παράλληλα με την εκδήλωση του κινήματος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Όπως ήταν αναμενόμενο, η αύξηση των μεταφράσεων λογοτεχνικών έργων οδήγησε στην περαιτέρω ανάπτυξη και ενίσχυση του θεωρητικού λόγου γύρω από τη μεταφραστική πράξη και οι θεωρητικές απόψεις ελλήνων λογίων και λογοτεχνών άρχισαν να κάνουν δυναμικά πλέον την εμφάνισή τους από το 19ο αιώνα κι έπειτα. Για το λόγο αυτό αποφασίστηκε η μελέτη να επικεντρωθεί αποκλειστικά στο 19ο και 20ό αιώνα – πιο συγκεκριμένα θα μελετηθεί η περίοδος 1810-1974, κατά την οποία παρατηρήθηκε μεταφραστικός οργασμός, με τον αριθμό των μεταφράσεων στα ελληνικά να αυξάνεται συνεχώς (Κασίνης, Διασταυρώσεις 11-27), καθώς επίσης σημειώθηκε έντονη πνευματική δραστηριότητα στον ελληνόγλωσσο χώρο σε συνδυασμό με τις αλλαγές στο κοινωνικό, οικο29
Όπως παρατίθεται στο Παπαλεοντίου 13. Το πρωτότυπο απόσπασμα βρίσκεται στο Καγιαλής, Τάκης. «Λογοτεχνία Δική Μας και Ξένη.» Το Βήμα 28 Νοεμβρίου 1993. Τυπ. 30 Η Bassnett, η οποία επίσης θεωρεί σημαντικό το ρόλο της μετάφρασης στη λογοτεχνία και στον πολιτισμό μιας χώρας, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι: «η μελέτη της μετάφρασης, ιδιαίτερα στη διαχρονική της πτυχή, αποτελεί ζωτικό μέρος της λογοτεχνικής και πολιτισμικής ιστορίας» (40). 31 Διερωτάται ο Άγρας: «αλλά μήπως κι η μετάφραση δεν είναι λογοτεχνία ελληνική;» Όπως παρατίθεται στο Καράογλου, Χαράλαμπος. Η Αθηναϊκή Κριτική και ο Καβάφης: 1918-1924. Θεσσαλονίκη: χ.ό., 1985. Τυπ. [από το περιοδικό Βωμός 3 (10 Νοεμβρίου 1918): 28].
16
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
νομικό και πολιτικό επίπεδο. Επιπλέον, οι περισσότεροι ποιητές εξέφρασαν τις μεταφραστικές τους θέσεις κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, στο πλαίσιο των ζυμώσεων που χαρακτήριζαν τη μετάβαση από τη μια περίοδο στην άλλη. 32 Δύσκολη, ωστόσο, ήταν και η επιλογή των προς εξέταση ποιητώνμεταφραστών, καθώς όλοι σχεδόν οι σημαντικοί για τα ελληνικά γράμματα ποιητές 33 σε διάφορες χρονικές περιόδους της ζωής τους –ή και καθ’ όλη της διάρκειας αυτής– ασχολήθηκαν με τη μετάφραση παράλληλα με τη συγγραφή του πρωτότυπού τους έργου. Αναμφισβήτητα, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης έρευνας δεν είναι δυνατόν να μελετηθούν στο σύνολό τους οι ποιητές· καθίσταται, ωστόσο, δυνατή η αναφορά σε όλους όσοι εξέφρασαν σημαντικές απόψεις αναφορικά με τη μετάφραση, οι οποίες ενδεχομένως διαμόρφωσαν ορισμένες από τις τάσεις της μεταφραστικής πρακτικής στη χώρα μας. Είναι βέβαια σίγουρο ότι το εν λόγω ζήτημα δεν μπορεί να εξαντληθεί. Το θέμα είναι ευρύ και πολυσχιδές. Ωστόσο, η παρούσα μελέτη φιλοδοξεί να αποτελέσει μια χρήσιμη συνεισφορά στον τομέα της ελληνικής μεταφρασεολογίας, θέτοντας τα θεμέλια και τη βάση για το ξεκίνημα μιας έρευνας και αναπτύσσοντας ζητήματα τα οποία καλούνται να διερευνηθούν περαιτέρω μέσα από μελλοντικές έρευνες. Η έρευνα, λοιπόν, διαρθρώνεται στα ακόλουθα τέσσερα κεφάλαια: Το πρώτο κεφάλαιο αφορά το θεωρητικό πλαίσιο της έρευνας και χωρίζεται σε δύο ενότητες. Στην πρώτη ενότητα (1.1 Γενικό Πλαίσιο της
32
Κατά το 19ο και 20ό αιώνα παρατηρείται άνθιση της νεοελληνικής ποίησης. Σύμφωνα μάλιστα με τον Ε. Γαραντούδη, ο 20ός αιώνας «είναι κατά γενική παραδοχή, όχι μόνο η δημιουργικότερη, ποσοτικά και ποιοτικά, περίοδος στο σύνολο της μακρόχρονης, σχεδόν χιλιετούς, πορείας της νεοελληνικής ποίησης, αλλά, επίσης, η δυναμική συνέχεια και η ποιοτική υπέρβαση της ποίησης του 19ου αιώνα» (Γαραντούδης, Ευριπίδης. επιμ.-ανθολ. Η Ελληνική Ποίηση του 20ού Αιώνα. Μια Σύγχρονη Ανθολογία. Αθήνα: Μεταίχμιο, 2008. xviii-xix. Τυπ.). 33 Ο Κλέων Παράσχος δηλώνει χαρακτηριστικά ότι «ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Σολωμοῦ καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Σολωμό ... πολλοὶ ἕλληνες λογοτέχνες ... προπάντων ὅμως ποιητές, οἱ καλύτεροι, μετάφρασαν ξένα ποιήματα» (Παράσχος, Κλέων. ἐπιμ. Ἀνθολογία τῆς Εὐρωπαϊκῆς καὶ Ἀμερικανικῆς Ποιήσεως. Ἀθήνα: Ἐκδ. Συμεωνίδη, 1962. 6. Τυπ.). Την ίδια άποψη εκφράζει, μεταξύ άλλων, και ο Κούλης Αλέπης (για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Ἀλέπης, Κούλης. Ἄνθη ἀπὸ Κήπους Ξένους. Ἀθήνα: Τὸ Ἑλληνικὸ Βιβλίο, 1964. 5-6. Τυπ.).
17
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
Ποιητικής Μετάφρασης στην Ευρώπη) γίνεται μια μικρή ιστορική αναδρομή των θεωρητικών απόψεων για τη μετάφραση στη Δύση· καθώς η προσέγγιση της έρευνας είναι μεταφρασεολογική, κρίνεται απαραίτητη μια σύντομη, αλλά αντιπροσωπευτική, αναφορά στις θεωρητικές θέσεις που διατυπώθηκαν στο εξωτερικό κυρίως από ποιητές-μεταφραστές, όχι μόνο κατά το 19ο και 20ό αιώνα αλλά και τους αιώνες που προηγήθηκαν αυτών, με κύριο στόχο να παρουσιαστούν οι θεωρητικές αντιλήψεις που επηρέασαν αυτές των ελλήνων ποιητών που θα εξεταστούν στη συνέχεια. Η ενότητα αυτή περιλαμβάνει απόψεις για καίρια ζητήματα της μετάφρασης της ποίησης, παρουσιάζοντας τα δίπολα και τις αντιθέσεις με τις οποίες εμποτίστηκε η μεταφραστική θεωρία: το εφικτό ή ανέφικτο της μετάφρασης της ποίησης· κατά λέξη ή κατ’ έννοια μετάφραση· πιστή ή ελεύθερη μετάφραση· έμμετρη ή πεζή μετάφραση, κ.ά. Η αναδρομή ξεκινά από τον Κικέρωνα (Cicero) και τον 1ο αιώνα π.Χ. και φτάνει στον Octavio Paz και τον 20ό αιώνα. Στόχος είναι να διαγραφεί η πορεία της θεωρητικής σκέψης για την ποιητική μετάφραση στη Δύση, καθώς έλληνες λόγιοι και ποιητές-μεταφραστές διαμόρφωσαν θεωρητικές αντιλήψεις υπό την επίδραση διαφόρων πνευματικών γεγονότων της Δύσης, καθώς και άλλων παραγόντων. Στη δεύτερη ενότητα του πρώτου κεφαλαίου (1.2 Η Μετάφραση στον Ελληνόγλωσσο Χώρο έως τις Αρχές του 19ου Αιώνα και η Έναρξη Θεωρητικού Διαλόγου για την Ποιητική Μετάφραση) σκιαγραφείται τμήμα της μεταφραστικής δραστηριότητας που αναπτύχθηκε από έλληνες λογίους και λογοτέχνες έως τις αρχές του 19ου αιώνα. Παρουσιάζονται οι αντιλήψεις του Ν. Σοφιανού (16ος αι.) για τη μετάφραση, που αφορούν τις πρώτες μαρτυρημένες θεωρητικές ελληνικές απόψεις, καθώς και οι θέσεις του Ε. Βούλγαρη (18ος αι.) και οι τρόποι αντιμετώπισης ορισμένων μεταφραστικών προβλημάτων που προτείνει. Ο Βούλγαρης αποτελεί ουσιαστικά τον πρόδρομο του Καταρτζή, μέσω του οποίου αποκτά η Ελλάδα μια πρώτη μελέτη η οποία πραγματεύεται τη μετάφραση, όπως αυτή παρουσιάζεται στον πρόλογο της μετάφρασης του έργου La Science du Gouvernement του Réal de Curban. Όπως τονίζει ο Κεχαγιόγλου μεταξύ άλλων, ο Καταρτζής συνοψίζει στο πόνημά του το σύνολο σχεδόν των ζητημάτων που απασχόλησαν τους έλληνες λογίους της εποχής σχετικά με τη μετάφραση, τονίζοντας, όπως ήταν αναμενόμενο, τα δύο κυριότερα
18
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
θέματα που κυριάρχησαν στην Ελλάδα και συνδέθηκαν με τη μετάφραση: τη γλώσσα και την παιδεία. 34 Μέσω των παρατιθέμενων στοιχείων και πληροφοριών, τονίζεται παράλληλα η απουσία σημαντικού θεωρητικού ενδιαφέροντος για τη μετάφραση της ποίησης στον ελληνόγλωσσο χώρο έως τα τέλη περίπου του 18ου αιώνα. Επίσης, εξετάζεται το μεταφραστικό τοπίο του 19ου αιώνα και δίνονται γενικές πληροφορίες όσον αφορά την επαφή των Ελλήνων με τις ξένες λογοτεχνίες και τη μεταφραστική παραγωγή στη χώρα μας το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Σημαντικό μέρος της ενότητας αυτής αφιερώνεται στη μελέτη του Στ. Βάλβη «Περί Μεταφράσεως Ποιητών» του 1878, η οποία αποτελεί ίσως την πρώτη πραγματεία για τη μετάφραση της ποίησης στα ελληνικά. Μέσω της εξέτασης της πραγματείας αυτής διαγράφεται το αυξημένο ενδιαφέρον της εποχής για την ποιητική μετάφραση και δίνεται η δυνατότητα να διαφανεί σύγκλιση ή απόκλιση των απόψεων του Βάλβη με αυτές που διατυπώθηκαν σε αναπτυγμένες χώρες της Δύσης, όπως την Αγγλία και τη Γαλλία. Σημαντικό τμήμα της συγκεκριμένης ενότητας είναι, επίσης, αυτό στο οποίο παρουσιάζεται ο Οικονόμειος μεταφραστικός αγώνας, με άντληση πληροφοριών από τη σημαντική έρευνα
34
Για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Κεχαγιόγλου, Γιώργος. «Ελληνικές Μεταφράσεις στον 18ο Αιώνα: “Μετα-δοτικές ή Προδοτικές”· “Πιστές και Άσχημες”– “Άπιστες και Όμορφες.”» Η Γλώσσα της Λογοτεχνίας και η Γλώσσα της Μετάφρασης. Πρακτικά Ημερίδας (24 Μαΐου 1997). Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 1998. 30-31. Τυπ.˙ στο Σύγκριση/Comparaison 9 (1998): 45-46. Τυπ.· και στο Kechagioglou, Georgios. “Traduzioni Neogreche del XVIII Secolo: L’Italiano come Lingua Veicolare.” Testi Letterari Italiani Tradotti in Greco (dal 500 ad oggi). Ed. Mario Vitti. Soveria Mannelli: Rubbettino, 1994. 139-152. Print. Το μεγάλο ενδιαφέρον του Καταρτζή για την (εκ)παίδευση του έθνους και οι απόψεις του για την παιδεία, τη γλώσσα και τη μετάφραση παρουσιάζονται και στα έργα: Δημαράς, Θ. Κωνσταντίνος. Νεοελληνικός Διαφωτισμός. 5η έκδ. Αθήνα: Ερμής, 1989. 201-243 κ.ε. Τυπ.· Κιτρομιλίδης, Μ. Πασχάλης. Νεοελληνικός Διαφωτισμός: Οι Πολιτικές και Κοινωνικές Ιδέες. 3η έκδ. Μτφρ. Στέλλα Νικολούδη. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2000. 205-208. Τυπ.· Marcheselli-Loukas, Lucia. «Θεωρία και Πράξη της Μετάφρασης στον Δ. Καταρτζή.» Ταυτότητα και Ετερότητα στη Λογοτεχνία. 18ος-20ός Αι. 3 Μετάφραση και Διαπολιτισμικές Σχέσεις. Β΄ Διεθνές Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας, Αθήνα 811 Νοεμβρίου 1998. Τόμ. 3. Επιμ. Άννα Ταμπάκη και Αθήνη Στέση. Αθήνα: Δόμος, 2001. 67-80. Τυπ.
19
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
του Κασίνη· 35 αν και ο διαγωνισμός αυτός διήρκησε συνολικά μόνο μια δεκαετία (1870-1880), φαίνεται να ήταν ιδιαίτερα καταλυτικός για την ανάπτυξη της μετάφρασης του ποιητικού λόγου. Επιπλέον, η συμβολή του στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι του ελληνικού κράτους είναι, κατά τη γνώμη μας, αξιόλογη τόσο ως προς το ρόλο που αυτός διαδραμάτισε όσο και ως προς τα αποτελέσματά του. Τέλος, συνάγονται επιμέρους συμπεράσματα με βάση τις πληροφορίες και τα στοιχεία που παρατίθενται στο πλαίσιο του πρώτου κεφαλαίου. Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζονται οι θεωρητικοί προβληματισμοί και απόψεις των υπό εξέταση ελλήνων ποιητών του 19ου και 20ού αιώνα. Λαμβάνοντας υπόψη τα μεταφρασεολογικά ζητήματα που θίγει ο Βάλβης στο πόνημά του και τα οποία συνθέτουν το ομιχλώδες τοπίο της ποιητικής μετάφρασης –μεταφρασιμότητα της ποίησης, έμμετρη ή πεζή μετάφραση, ελεύθερες, κατά λέξη ή κατ’ έννοια μεταφράσεις– αποφασίστηκε να αποτελέσουν τη βάση των θεωρητικών ζητημάτων που θα μελετηθούν, διερευνώντας και παρουσιάζοντας ορισμένες βασικές θέσεις των έξι, κυρίως, εξεταζόμενων ελλήνων ποιητών. Ένα ακόμη ακανθώδες ζήτημα της μετάφρασης της ποίησης που θα συζητηθεί είναι αυτό της ταυτότητας του μεταφραστή της ποίησης – δηλαδή, εάν πρέπει να μεταφράζουν ποίηση μόνο οι ποιητές ή όχι. Για το διαχωρισμό και την παρουσίαση των θεωρητικών θέσεων ακολουθείται το παράδειγμα ορισμένων ανθολογιών που περιλαμβάνουν θεωρητικές μελέτες για τη μετάφραση και παρουσιάζουν το υλικό με βάση θέματα μεταφρασεολογίας (στο Woodsworth 104). Για παράδειγμα, παρατίθενται και μελετώνται οι απόψεις των Σεφέρη και Ελύτη αναφορικά με τη μεταφρασιμότητα του ποιητικού λόγου: πιστεύουν πως είναι εφικτή η ποιητική μετάφραση ή όχι, και γιατί; Συνεπώς, για κάθε μεταφρασεολογικό θέμα που θίγεται, παρατίθενται οι απόψεις των εξεταζόμενων ποιητών, εφόσον φυσικά έχουν διατυπωθεί για το εκάστοτε ζήτημα, και δίνεται η δυνατότητα να διαφανούν οι πιθανές ομοιότητες αλλά και διαφορές τους. 35
Το έργο του Κασίνη Οικονόμειος Μεταφραστικός Αγών αφιερώνεται αποκλειστικά στον εν λόγω διαγωνισμό καλύπτοντας όλες του τις πτυχές (Κασίνης, Γ. Κωνσταντίνος. Οικονόμειος Μεταφραστικός Αγών. Αθήνα: Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, 2003. Τυπ.). Τα έργα του Κασίνη Διασταυρώσεις και Διασταυρώσεις, Β΄ επίσης περιλαμβάνουν πολύτιμες πληροφορίες αναφορικά με τη μετάφραση στην Ελλάδα και τη μεταφρασμένη λογοτεχνία στα ελληνικά.
20
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στο τρίτο κεφάλαιο μελετάται μέρος του μεταφραστικού έργου των έξι βασικών εξεταζόμενων ποιητών-μεταφραστών με στόχο να διερευνηθεί η σχέση μεταξύ των θεωρητικών τους αντιλήψεων για τη μετάφραση και της μεταφραστικής τους πρακτικής. Εξετάζεται εάν αποτυπώνονται οι θεωρητικές τους θέσεις στις μεθόδους που υιοθετούν, στις τελικές επιλογές τους και στις μεταφραστικές λύσεις που δίνουν, καθώς επίσης και εάν διατηρείται ο μεταξύ τους θεωρητικός διάλογος κατά τη διάρκεια της μεταφραστικής διαδικασίας και εάν επιδρά στην προσέγγιση μεταφοράς των πρωτότυπων ποιητικών έργων στην ελληνική γλώσσα. Τέλος, σε σύγκριση πάντοτε με τις εκπεφρασμένες θεωρητικές τους απόψεις για τη μετάφραση, μελετάται εάν οι εξεταζόμενοι ποιητές-μεταφραστές προσαρμόζουν τα πρωτότυπα έργα στη δική τους ιδιοσυγκρασία, ενσωματώνοντας στα μεταφράσματα στοιχεία του προσωπικού τους ύφους, των γλωσσικών τους ιδιαιτεροτήτων και της ιδιότυπης ποιητικής τεχνικής τους ή εάν επιτρέπουν να διαφανεί και να κυριαρχήσει ο δημιουργός του κειμένου-πηγή. Εν ολίγοις, θα επιχειρηθεί διερεύνηση όσο το δυνατόν περισσότερων ζητημάτων αναφορικά με το δεσμό που υπάρχει μεταξύ του θεωρητικού λόγου και της μεταφραστικής πράξης των ελλήνων ποιητών-μεταφραστών του 19ου και 20ού αιώνα στους οποίους επικεντρώνεται η έρευνα, δίχως αυτό να συνεπάγεται ότι το θέμα δύναται να εξαντληθεί εδώ. Τέλος, στο τέταρτο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα συμπεράσματα που εξάγονται από την παρούσα έρευνα. Επίσης, καταγράφονται συνοπτικά ορισμένες βασικές θέσεις ελλήνων ποιητών για τη μετάφραση, όπως π.χ. των Νάσου Βαγενά, Κλείτου Κύρου, Χριστόφορου Λιοντάκη, Αριστοτέλη Νικολαΐδη, Στρατή Πασχάλη, κ.ά., με στόχο να διαγραφεί η πορεία του θεωρητικού στοχασμού για τη μετάφραση της ποίησης στην Ελλάδα, όπως διαμορφώνεται από το 1975 μέχρι και σήμερα, καθώς επίσης και να διαπιστωθούν πιθανοί δεσμοί με τη μεταφρασεολογική σκέψη των έξι βασικών εξεταζόμενων στην εργασία ποιητών-μεταφραστών. Η παρούσα εργασία αποτελεί μια πρώτη προσπάθεια προσέγγισης ενός ιδιαίτερα σύνθετου θέματος. Είναι προφανές ότι παραμένει ευρύ το πεδίο για έρευνες που θα συμβάλλουν στην προβολή του θεωρητικού λόγου ελλήνων ποιητών για τη μετάφραση και της μεταφραστικής τους πράξης, καθώς επίσης και στην ανάδειξη εν γένει της μεταφρασεολογικής σκέψης και μεταφραστικής πρακτικής στην Ελλάδα.
21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Μεταά φραση της Ποιά ησης: Θεέ σεις και Αντιθεέ σεις εέ ως τον 20οέ Αιωέ να Ξέρετε, συνεχίζω να πιστεύω ότι δεν ξέρω να μεταφράζω, και ότι κανείς δεν ξέρει. Η μετάφραση είναι μια διαδικασία αδύνατη πλην όμως απαραίτητη· δεν υπάρχει τέλεια μέθοδος να μεταφράζει κανείς και τα περισσότερα προβλήματα πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε στην πορεία ανάλογα με το κάθε ποίημα. 36 W. S. MERWIN
Με αφορμή την απουσία συστηματικής διερεύνησης της μεταφρασεολογίας στον ελληνόγλωσσο χώρο και δη των θέσεων ελλήνων ποιητών-μεταφραστών ορίστηκε ως αντικείμενο έρευνας η εξέταση θεωρητικών αντιλήψεων ελλήνων ποιητών του 19ου και 20ού αιώνα αναφορικά με τη μετάφραση της ποίησης. Η εξέταση των απόψεών τους, ωστόσο, θα ήταν αδύνατη δίχως τη διερεύνηση του θεωρητικού υποβάθρου από το οποίο εξελίχθηκαν ιστορικά. Ως εκ τούτου, το παρόν κεφάλαιο φιλοδοξεί να παρουσιάσει ορισμένες βασικές μεταφρασεολογικές απόψεις που διατυπώθηκαν στην Ευρώπη και στον ελληνόγλωσσο χώρο, με στόχο να σκιαγραφηθεί το τοπίο το οποίο είχε δημιουργηθεί και συνετέλεσε στη διαμόρφωση και διατύπωση σπουδαίων θεωρητικών θέσεων για την ποιητική μετάφραση εκ μέρους σημαντικών ελλήνων ποιητών.
36
Όπως παρατίθεται στο Connolly 16. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Weissbort, Daniel, and Astradur Eysteinsson, eds. Translation, Theory and Practice: A Historical Reader. Oxford: Oxford University Press, 2006. 582. Print.
23
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
1.1 Γενικό Πλαίσιο της Ποιητικής Μετάφρασης στην Ευρώπη 1.1.1 Εισαγωγή
Η μεταφραστική δραστηριότητα στην Ευρώπη αναπτύχθηκε αισθητά από τα πρώτα κιόλας χρόνια των ωσμώσεων των λαών και της μεταφοράς κειμένων από μία γλώσσα σε μια άλλη. Ο θεωρητικός στοχασμός σχετικά με τη μετάφραση ήταν και αυτός ιδιαίτερα έντονος, αντανακλώντας την προσπάθεια όλων να κατανοήσουν καλύτερα και να αντιμετωπίσουν με περισσότερα μέσα τη μεταφραστική διαδικασία. Ωστόσο, οι μελέτες και έρευνες που έχουν λάβει χώρα μέχρι στιγμής αποκαλύπτουν ότι έως τα μέσα του περασμένου αιώνα ο διάλογος γύρω από τη μετάφραση παρέμενε «στείρος» και «φυλακισμένος» σε δίπολα και διχοτομίες που είχαν ήδη διατυπωθεί από τον 1ο αι. π.Χ. Στο εν λόγω συμπέρασμα καταλήγει και ο Steiner, σύμφωνα με τον οποίο «παρά την … πλούσια ιστορία και παρά το διαμέτρημα αυτών που έχουν γράψει για την τέχνη και τη θεωρία της μετάφρασης, ο αριθμός των πρωτότυπων, αξιόλογων θεωριών επί του θέματος παραμένει πολύ πενιχρός» 37 (410). Οι αναφορές στη μετάφραση της ποίησης ήταν εξίσου πολλές και αξιόλογες. Άλλωστε, η ποιητική μετάφραση αποτελεί το αντικείμενο εκείνο της λογοτεχνικής μετάφρασης το οποίο έχει μελετηθεί περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο ανά τους αιώνες. Παρ’ όλα αυτά, τα ερωτήματα που διαμορφώθηκαν και οι απόψεις που διατυπώθηκαν παραμένουν τα ίδια στο πέρασμα του χρόνου: διχοστασία μεταξύ λέξεως και έννοιας, πιστότητα ή ελευθερία προς το πρωτότυπο, μεταφρασιμότητα ή μη του ποιητικού λόγου, κ.ο.κ. Όπως διαπιστώνεται, επίσης, οι πρώτες θεωρητικές αντιλήψεις για τη μετάφραση απορρέουν άμεσα από το έργο των μεταφραστών και τη μεταφραστική τους εμπειρία. Για το λόγο αυτό, πολλοί θεωρητικοί, μεταξύ των οποίων και ο Steiner, αναφέρουν ότι η προσέγγιση της μετάφρασης έως και το 19ο αιώνα είναι εντελώς εμπειρική. 38
37
Επιφυλακτική εμφανίζεται με την άποψη αυτή η Bassnett. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Bassnett, Translation Studies 74-75. 38 «Η πρώτη περίοδος εκτείνεται από τον Κικέρωνα … έως το Hölderlin. … [Κ]ύριο χαρακτηριστικό αυτής της πρώτης περιόδου είναι η έμφαση στην άμεση εμπειρία». / “The first period would extend from Cicero … to Hölderlin. ... [T]he main characteristic of this first period is that of immediate empirical focus” (όπως παρατίθε-
24
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 | Μετάφραση της Ποίησης: Θέσεις και Αντιθέσεις έως τον 20ό αι.
1.1.2 Η Μεταφρασιμότητα της Ποίησης και ο Ρόλος των Ποιητών
Τα ιδιαίτερα προβλήματα που ανακύπτουν κατά τη μετάφραση της ποίησης οδήγησαν στη διατύπωση μιας διάκρισης, άκρως σημαντικής, η οποία δεν αφορά τρόπους μεταφοράς του πρωτοτύπου σ’ ένα νέο γλωσσικό και πολιτισμικό σύστημα, αλλά τη δυνατότητα ή μη μετάφρασης της ποίησης. Το ζήτημα αυτό απασχόλησε διαχρονικά πολλούς μεταφραστές, ποιητές και θεωρητικούς, όχι μόνο στη Δύση αλλά και στον ελληνόγλωσσο χώρο, όπως διαπιστώνεται και από τις θέσεις των ποιητών που θα μελετηθούν παρακάτω. Η ποιητική γλώσσα αυτή καθαυτή, η σχέση μορφής και περιεχομένου, αλλά και ο εσωτερικός ρυθμός ενός ποιήματος είναι τα στοιχεία εκείνα που καθιστούν την ποιητική μετάφραση δυσχερή και ενίσχυσαν την πεποίθηση όσων υποστήριξαν και υποστηρίζουν το ανέφικτο αυτής μέχρι και σήμερα. Ο Joachim du Bellay, λ.χ., ισχυρίζεται ότι «η μετάφραση [της ποίησης] παραμένει ανεπαρκής … επειδή δεν διδάσκει τα πραγματικά μέσα του ύφους, της ευγλωττίας και της ποίησης. Και ο λόγος για τα οποία δεν τα διδάσκει, είναι επειδή τα μέσα αυτά δεν μεταφράζονται». 39 Ο du Bellay λοιπόν υποστηρίζει ότι η ποιητική μετάφραση είναι ανέφικτη· άποψη που αιτιολογείται εάν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι την περίοδο εκείνη στη Γαλλία η ποίηση αρχίζει να αποκτά μια ιερή σημασία. Το παράδοξο, βέβαια, είναι ότι ακόμη και ποιητές οι οποίοι κατέκριναν τη μετάφραση της ποίησης, θεωρώντας τον ποιητικό λόγο μη μεταφράσιμο, μετέφραζαν ποιητικά έργα και οι ίδιοι. Όπως, λόγου χάριν, ο Shelley ο οποίος υπογραμμίζει το ανέφικτο της μετάφρασης του ποιητικού λόγου, υποστηρίζοντας ότι «το να ζητάς να μεταγγίσεις από μια γλώσσα σε μιαν άλλη τις δημιουργίες ενός ποιητή είναι τόσο σοφό όσο και το να ρίξεις μια βιολέτα σ’ ένα χωνευτήρι για ν’ ανακαλύψεις τα βασικά στοιχεία του χρώματος και της ευ-
ται στο Steiner, George. After Babel. 3rd ed. Oxford: Oxford University Press, 1998. 248. Print. Αναφορά στο συγκεκριμένο ζήτημα γίνεται και στο Γούτσος 16). 39 Για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Mounin, Georges. Les Belles Infidèles. Paris: Presses Universitaires de Lille. 1994. 13 κε. Print.· στο Weissbort, and Eysteinsson 77-79· στο Robinson, Douglas. Western Translation Theory: From Herodotus to Nietzsche. 2nd ed. Manchester, UK: St. Jerome Pub., 2002. 101-106. Print.· και στο Σαλταπήδας, Χρήστος. Μετάφραση και Πιστότητα: Το Πνεύμα ή το Γράμμα. Κέρκυρα: Εκδ. α’ πόστροφος, 2000. 44-45. Τυπ.
25
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ωδιάς της» (στο Γούτσος 26). 40 Παρότι, ωστόσο, τόνιζε «τη ματαιότητα του εγχειρήματος (όπως αρκετοί άλλοι ποιητές), προέβαινε συχνά στη μετάφραση ποιημάτων σε έμμετρο λόγο από τα ελληνικά, τα λατινικά, τα ισπανικά και τα ιταλικά» (στο Connolly 15). Ενδιαφέρουσες απόψεις διατυπώθηκαν και στον 20ό αιώνα με κυρίαρχη την πεποίθηση ότι η ποιητική μετάφραση είναι ανέφικτη. Ο Nabokov, για παράδειγμα, ήταν βαθύτατα πεπεισμένος ότι η ποίηση δεν μεταφράζεται· σε περίπτωση μάλιστα που κάποιος επιχειρούσε ανάλογο εγχείρημα, έκρινε ως κατάλληλη την παράθεση πολλών υποσημειώσεων στο μετάφρασμα. 41 Επίσης, ο Roman Jakobson θεωρούσε ότι «είναι δυνατή μόνο η ‘δημιουργική μετατροπή’ (creative transposition)» της ποίησης «και όχι η μετάφρασ[ή της]» (στο Connolly 15). Σε ορισμένες περιπτώσεις, βέβαια, οι απόψεις που καταγράφηκαν ήταν αρκετά ακραίες, ακόμη και αφοριστικές, με γνωστότερη αυτή που αποδίδεται στο Robert Frost, σύμφωνα με την οποία «ποίηση είναι αυτό το οποίο χάνεται κατά τη μετάφραση»· 42 βέβαια με τη συγκεκριμένη πρόταση δεν ορίζεται η μετάφραση, αλλά η ίδια η ποίηση – παρατήρηση που επιδέχεται περαιτέρω συζήτηση, αλλά όχι επί του παρόντος. Αν και το συγκεκριμένο ζήτημα απασχόλησε διαχρονικά το σύνολο σχεδόν των ποιητών-μεταφραστών, μεταφρασεολόγων κ.ά., είναι δύσκολος ο εντοπισμός και καταγραφή απόψεων υπέρ του εφικτού της ποιητικής μετάφρασης. 43 Ακόμη και ορισμένοι από τους έλληνες ποιητές που θα εξε40
Βλ. αναλυτικά το κείμενο όπου κατέθεσε τις απόψεις του για την ποιητική μετάφραση ο Shelley στο Σέλλεϋ, Πέρσυ Μπυς. Ὑπεράσπιση τῆς Ποίησης. 2η ἔκδ. Μτφρ. Ἰουλίτα Ἠλιοπούλου. Ἀθήνα: Ὕψιλον, 1999. 32. Τυπ.· και στο Robinson 244. 41 Όπως παρατίθεται στο Biguenet, John, and Rainer Schulte, eds. Theories of Translation. An Anthology of Essays from Dryden to Derrida. Chicago & London: The University of Chicago Press, 1992. 143. Print. Οι απόψεις αυτές του Nabokov διατυπώθηκαν με αφορμή τη μετάφραση του έργου Eugene Onegin του Πούσκιν. 42 Frost, Robert. “Conversations on the Craft of Poetry.” In Barry, Elaine. Robert Frost on Writing. New Brunswick: Rutgers Universtiy Press, 1973. 159. Print. Αναφορά στη φράση αυτή του Frost γίνεται στα περισσότερα έργα και άρθρα περί μετάφρασης. Βλ. ενδεικτικά στο Connolly 13· και στο Βαγενάς 13. 43 Ο Berman αναφέρει ότι:«[μ]ια μακρά παράδοση –από τον Δάντη [Dante] ως τον Ντυ Μπελλαί [Du Bellay] και τον Μονταίνιο [Montaigne], από τον Βολταίρο έως τον Ντιντερό [Diderot] και τον Ρίλκε, τον Γιάκομπσον [Jakobson] ή τον Μ. Μπενς [M. Bense]– δηλώνει ότι η ποίηση είναι μη μεταφράσιμη, γιατί δεν είναι παρά ένας ‘παρα-
26
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 | Μετάφραση της Ποίησης: Θέσεις και Αντιθέσεις έως τον 20ό αι.
τάσει η παρούσα έρευνα θεωρούσαν μη μεταφράσιμη την ποίηση, τουλάχιστον κατά τα πρώτα χρόνια της ενασχόλησής τους με τη μετάφραση. Η αντίληψη αυτή, ωστόσο, δεν τους απέτρεψε από το να μεταφράσουν ποιητικά έργα και οι ίδιοι. Άλλωστε, πως μπορεί να στοιχειοθετηθεί η άποψη ότι η ποίηση δεν μεταφράζεται, εάν δεν προχωρήσει πρώτα κάποιος στο εγχείρημα αυτό; Ένα ζήτημα επίσης το οποίο συνδέεται άμεσα με τη μεταφρασιμότητα της ποίησης είναι τα προσόντα που θα πρέπει να διαθέτει ο μεταφραστής ποίησης και συνακόλουθα το ποιος είναι αρμόδιος να μεταφράζει ποίηση. O Tytler υποστηρίζει ότι μόνο ποιητές έχουν το δικαίωμα να μεταφράζουν ποίηση (στο Savory 79), ενώ την ίδια άποψη εκφράζει και ο Dryden, ο οποίος υπογραμμίζει ότι «ο μεταφραστής της ποίησης πρέπει να είναι ποιητής, να κατέχει και τις δύο γλώσσες και να καταλαβαίνει τόσο τα χαρακτηριστικά όσο και το ‘πνεύμα’ του συγγραφέα του πρωτοτύπου, καθώς επίσης και να προσαρμόζεται στους αισθητικούς κανόνες της εποχής του» (στο Γούτσος 21). Στο ίδιο πνεύμα, ο Delille αναφέρει ότι «μέσω της έμμετρης μετάφρασης από τον Dryden μας δίνεται η δυνατότητα να γνωρίσουμε το Βιργίλιο καλύτερα. Τουλάχιστον, ένας ποιητής μεταφράζει έναν άλλο ποιητή» (στο Lefevere 38). Με την παρατήρησή του αυτή καθίσταται σαφές πως τάσσεται υπέρ της κυρίαρχης άποψης της εποχής. Μάλιστα, η αντίληψη ότι μόνο ποιητές πρέπει να μεταφράζουν ποίηση εξακολουθεί να παραμένει ισχυρή ακόμη και στις μέρες μας. Ωστόσο, αν μετέφραζαν ποίηση μόνο οι ποιητές, πόσα ποιητικά έργα θα μεταφράζονταν στην πραγματικότητα και θα γίνονταν γνωστά στο αναγνωστικό κοινό; Ο Octavio Paz διαφοροποιείται από τους υπόλοιπους και επισημαίνει ότι αν και «θεωρητικά μόνο ποιητές πρέπει να μετα–φράζουν ποίηση, στην πράξη οι ποιητές σπάνια είναι καλοί μεταφραστές, [καθώς] σχεδόν πάντα χρησιμοποιούν το ξένο ποίημα ως σημείο εκκίνησης για το πρωτότυπό τους έργο». 44 Μέσω της δήλωσής του αυτής επιτρέπεται, επίσης, να διαφανεί η πεποίθησή του ότι η δεύτερη γραφή επηρεάζει την πρώτη – θέση η οποία παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον και θα εξεταστεί παρακάτω. τεταμένος δισταγμός ανάμεσα στον ήχο και το νόημα’ (Βαλερύ)» (βλ. στο Berman, Antoine. Η Μετάφραση και το Γράμμα ή το Πανδοχείο του Απόμακρου. Μτφρ. Σεσίλ Ιγγλέση-Μαργέλλου. Αθήνα: Μεταίχμιο, 2002. 42. Τυπ.). 44 Στο Biguenet, and Schulte 158.
27
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
1.1.3 Κατά λέξη ή Κατ’ έννοια Μετάφραση
Ένα από τα θεμελιώδη ζητήματα που απαρτίζουν το θεωρητικό πλαίσιο της μετάφρασης του ποιητικού λόγου και το οποίο απασχόλησε και τους έλληνες ποιητές που θα μελετηθούν είναι η διχοτομία της μετάφρασης σε λέξη προς λέξη (verbum pro verbo) και έννοια προς έννοια (sensum pro sensu). Η διάκριση αυτή διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Κικέρωνα, ο οποίος χαρακτηρίζεται από πολλούς, κάπως υπερβολικά, ως εισηγητής της μεταφραστικής θεωρίας στη Δύση. Το 46 π.Χ., λοιπόν, σε μια προσπάθεια αιτιολόγησης των επιλογών του και παρουσίασης της μεθόδου με την οποία μετέφρασε τους λόγους των ρητόρων Δημοσθένη και Αισχίνη, ο Κικέρωνας αναφέρει ότι ως «ρήτορας» προτιμά να αποδώσει τις έννοιες, την ουσία των κειμένων και όχι να προσκολληθεί στην κυριολεκτική απόδοση των λέξεων: 45 Δεν τους μετέφρασα ως ερμηνεύς [ut interpres], αλλά ως ρήτορας [sed ut orator], διατηρώντας τις ίδιες ιδέες και την ίδια μορφή, ή, όπως, θα μπορούσε να τα αποκαλέσει κάποιος, τα ίδια «σχήματα» της σκέψης, σε μια γλώσσα όμως που είναι εναρμονισμένη με τα έθιμά μας. Κάνοντάς το, δεν θεώρησα αναγκαίο να αποδώσω το κείμενο λέξη προς λέξη [verbo verbum reddere], διατήρησα όμως το γενικό ύφος και σφρίγος της γλώσσας 46 (De optimo genere oratorum, 46 π.Χ.).
Ίδια στάση με αυτή του Κικέρωνα φαίνεται πως υιοθετεί ο Οράτιος (Horace), καθώς στο έργο του Ars Poetica αναφέρει ότι «δεν θα πρέπει να απασχολεί τον ποιητή η κυριολεκτική μετάφραση, η απόδοση δηλαδή του κειμένου λέξη προς λέξη που είναι απλώς αποτέλεσμα δουλικής μετάφρασης». 47 Επισημαίνει, μάλιστα, ότι η μίμηση του πρωτοτύπου ενέχει
45
Άλλωστε και στο έργο του De Oratore (55 π.Χ.) αναφέρει: «Αποφάσισα να μεταφράσω τους λόγους σπουδαίων ελλήνων ρητόρων ελεύθερα» (όπως παρατίθεται στο Lefevere, André. ed. Translation/History/Culture. London & New York: Roudtledge, 1992. 46. Print.· και στο Robinson 9). 46 Όπως παρατίθεται η μετάφραση του αποσπάσματος στο Munday 45. Επίσης, απόσπασμα του χωρίου αυτού, μεταφρασμένο στα αγγλικά από τον L. G. Kelly, παρατίθεται στο Weissbort, and Eysteinsson 21, αλλά και από τον H. M. Hubbell στο Robinson 9. 47 “Nec verbum verbo curabis reddere fidus interpres”. Βλ. απόσπασμα του χωρίου μεταφρασμένο στα αγγλικά από τον Ben Johnson στο Weissbort, and Eysteinsson 22,
28
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 | Μετάφραση της Ποίησης: Θέσεις και Αντιθέσεις έως τον 20ό αι.
κινδύνους, τους οποίους θα πρέπει να αποφεύγει ο μεταφραστής ώστε να παράγει μία επιτυχημένη μετάφραση. 48 Σύμφωνος με τις απόψεις που εξέφρασαν οι Κικέρωνας και Οράτιος, ο άγ. Ιερώνυμος (St. Jerome) υποστηρίζει ότι το κείμενο πρέπει να αποδίδεται «έννοια προς έννοια και όχι λέξη προς λέξη» (non verbum e verbo sed sensum exprimere de sensu), 49 καθώς θεωρεί ότι μεταφράζοντας λέξη προς λέξη δημιουργείται ένα παράλογο κείμενο, στο οποίο δεν μεταφέρεται το νόημα, το περιεχόμενο του πρωτοτύπου. Επιπλέον, όπως υποστηρίζει ο Munday, με τη διάκριση στην οποία προβαίνει o άγ. Ιερώνυμος, εμφανίζεται για πρώτη φορά στο προσκήνιο η διάκριση μεταξύ μορφής και περιεχομένου του πρωτότυπου κειμένου (46), που συνεχίζει να ταλανίζει διεθνώς όχι μόνο τους ποιητές και μεταφραστές, αλλά και τους θεωρητικούς, οι οποίοι θίγουν ζήτημα πιστότητας προς το γράμμα ή το πνεύμα του πρωτοτύπου.
καθώς επίσης και το απόσπασμα από το Satires, Epistles and Ars Poetica, μεταφρασμένο από τον H. Rushton Fairclough, στο Weissbort, and Eysteinsson 23. Το παραπάνω απόσπασμα παρατίθεται και στο Robinson 15. 48 Βλ. σχετικά στο Γούτσος 17. 49 Απόσπασμα από την επιστολή του στον Παμμάχιο (De optimo genere interpretandi) το 395 μ.Χ.: «Όχι μόνο παραδέχομαι, αλλά δηλώνω απερίφραστα ότι μεταφράζοντας από τα ελληνικά –εκτός φυσικά από την περίπτωση της Αγίας Γραφής, όπου ακόμα και η σύνταξη μετέχει ενός μυστηρίου– δεν αποδίδω το κείμενο λέξη προς λέξη αλλά έννοια προς έννοια» (όπως παρατίθεται η μετάφραση στο Munday 46, η υπογρ. δική μου) / “Not only do I admit, but I proclaim at the top of my voice, that in translating from Greek, except from Sacred Scripture, where even the order of the words is of God’s doing, I have not translated word by word, but sense for sense” [όπως παρατίθεται στο Weissbort, and Eysteinsson 30, η υπογρ. δική μου]. Το απόσπασμα από την επιστολή του αγ. Ιερώνυμου στον Παμμάχιο παρατίθεται, επίσης, στο Lefevere 47-49· και στο Robinson 25. Την ίδια θέση είχε υπερασπιστεί νωρίτερα και στον πρόλογο των Χρονικών του Ευσεβίου (380 μ.Χ.): «Εάν μεταφράσω λέξη προς λέξη, το αποτέλεσμα θα είναι παράλογο· εάν αναγκαστώ να προβώ σε οποιαδήποτε αλλαγή στη σειρά των λέξεων ή στη γλώσσα, τότε είναι σα να απεκδύομαι την ευθύνη μου ως μεταφραστή» / “If I translate word for word, its sounds absurd; if from necessity, I change something in the word-order or in the language, I am seen to abdicate the responsibility of a translator.” Για περισσότερες πληροφορίες βλ. το σχετικό παράθεμα στο Weissbort, and Eysteinsson 29, σε μετάφραση του L. G. Kelly.
29
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
1.1.4 Ελεύθερη, Πιστή ή «Ωραία Άπιστη» Μετάφραση
Η σχέση μεταξύ μεταφράσματος και πρωτοτύπου δημιούργησε έντονο προβληματισμό από πολύ νωρίς, ήδη από τη ρωμαϊκή εποχή, με το διάλογο να επικεντρώνεται αρχικά σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετες προσεγγίσεις· οι Λατίνοι, λοιπόν, αναφέρθηκαν στη δυνατότητα του μεταφραστή είτε να ακολουθήσει πιστά το πρωτότυπο είτε όχι. Ο Πλίνιος ο Νεότερος, ο οποίος υποστήριζε με θέρμη τη σπουδαιότητα της μετάφρασης για τη χώρα υποδοχής, τάσσεται υπέρ των αλλαγών του πρωτοτύπου κατά τη μεταφορά του σε ένα νέο γλωσσικό και πολιτισμικό πλαίσιο, όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο, με την προσθήκη και αφαίρεση στοιχείων να αποτελούν μία από τις πιθανές λύσεις. 50 Ο Αύλος Γέλλιος (Aulus Gellius) αντιμετωπίζει και αυτός θετικά το ενδεχόμενο παρέμβασης του μεταφραστή στο πρωτότυπο κατά τη μετάφρασή του και απορρίπτει τη λέξη προς λέξη μετάφραση με αυστηρή πιστότητα των πρωτότυπων εκφράσεων. 51 Φαίνεται πως η φυσικότητα του κειμένου-στόχου και η εύκολη ανάγνωσή του ήταν σημαντικότερη από την πιστότητα προς το πρωτότυπο και καθόριζε τη μεταφραστική προσέγγιση που ακολουθούσαν οι Λατίνοι. Με το θεωρητικό πλαίσιο της μετάφρασης να παραμένει σχεδόν το ίδιο στην Ευρώπη και τις απόψεις των Λατίνων να κυριαρχούν στις συζητήσεις για τη μετάφραση, το 16ο αιώνα δημιουργείται στη Γαλλία η ομάδα της Πλειάδας (la Pléiade). Κύριος στόχος των ποιητών που αποτελούσαν την Πλειάδα ήταν η υπεράσπιση και ανανέωση της γαλλικής γλώσσας, όπως χαρακτηριστικά υποδηλώνει και ο τίτλος του μανιφέστου (La Défense et Illustration de la Langue Françoyse 52) το οποίο ανέλαβε να δημοσιοποιήσει το 1549 ο Joachim du Bellay. Σύμφωνα με τις αρχές του μανιφέστου, η μίμηση και αντιγραφή αρχαίων κλασικών έργων θα μπορούσε 50
Για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Weissbort, and Eysteinsson 26-27· και στο Robinson 18. 51 “we should not always strive to render every single word with exact literalness” (στο Robinson 21). 52 Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ομάδα της Πλειάδας και το μανιφέστο της βλ. στο du Bellay, Joachim. La Défense et Illustration de la Langue Françoyse (1549). Paris: Nelson, 1936. Print.· στο Salama-Carr, Myriam. “French Tradition.” Routledge Encyclopedia of Translation Studies. Ed. Mona Baker. New York & London: Routledge, 1998. 411. Print.· στο Robinson 101-106· και στο Σαλταπήδας 4446.
30
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 | Μετάφραση της Ποίησης: Θέσεις και Αντιθέσεις έως τον 20ό αι.
να συμβάλλει στον εμπλουτισμό της γαλλικής λογοτεχνίας και της φτωχής γαλλικής γλώσσας της εποχής. 53 Επιπλέον, η προσαρμογή των πρωτότυπων ποιητικών έργων με στόχο την παραγωγή αρεστών κειμένων αποτυπώνει τη θεώρηση της μετάφρασης την περίοδο αυτή ως αναδημιουργίας. Η τάση που διαμορφώθηκε στη Γαλλία το 16ο αιώνα αναφορικά με την παραγωγή ελεύθερων μεταφράσεων και τον εξωραϊσμό του πρωτοτύπου 54 εντάθηκε κατά το 17ο αιώνα· άμεση απόρροια της αντίληψης αυτής περί μετάφρασης ήταν η δημιουργία του κινήματος των «ωραίων άπιστων» μεταφράσεων (les belles infidèles). Βασικός εκπρόσωπος των «ωραίων άπιστων» μεταφράσεων είναι ο Nicolas Perrot d’ Ablancourt ο οποίος, αναφερόμενος στη μεταφραστική του προσέγγιση στην εισαγωγή της μετάφρασης του έργου του Λουκιανού Αληθινή Ιστορία (Histoire Véritable), τονίζει μεταξύ άλλων: Όταν κοιτάς ένα όμορφο πρόσωπο, εντοπίζεις πάντα κάποιο χαρακτηριστικό, το οποίο εύχεσαι να μην υπήρχε. Ομοίως, ακόμη και στα έργα των καλύτερων συγγραφέων υπάρχουν χωρία τα οποία είναι απαραίτητο να τροποποιηθούν ή να αποσαφηνιστούν [κατά τη μετάφραση]· ιδιαίτερα, όταν το πρωτότυπο κείμενο έχει γραφεί με μοναδικό στόχο την ευχαρίστηση. … Επομένως, δεν προσκολλώμαι πάντα στις λέξεις του συγγραφέα, ούτε στις σκέψεις του. Προσαρμόζω το περιεχόμενο σύμφωνα με τις τάσεις της εποχής μας. Διαφορετικοί καιροί δεν απαιτούν μόνο διαφορετικές λέξεις, αλλά και διαφορετικές σκέψεις. 55 53
Σύμφωνα με τον Toury, μέσω της μετάφρασης ενσωματώνονται στον πολιτισμόυποδοχής στοιχεία τα οποία έχει παρατηρηθεί ότι λείπουν και θεωρούνται απαραίτητα (Descriptive Translation Studies and Beyond 27). 54 «Στον πρόλογο της μετάφρασης [του πρώτου βιβλίου του Οβιδίου από την Ερωτική Τέχνη] ο Fontaine επισημαίνει ότι εν γένει οι μεταφράσεις πρέπει να δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στην απόδοση του νοήματος και στην ωραιοποίηση του πρωτοτύπου. …Δεν πειράζει αν η μετάφραση είναι ‘άπιστη’, αρκεί να είναι ‘ωραία’» (στο Σαλταπήδας 48). 55 “When you look at a beautiful face you will always discover some feature in it which you wish were not there. Similarly, the best authors contain passages that need to be touched up or clarified, certainly when the text has been written with the sole aim to please. … Consequently, I do not always stick to the author’s words, nor even to his thoughts. … I arrange the material after the fashion of our time. Different times do not just require different words, but also different thoughts” (στο Lefevere 36-37).
31
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
Από το 17ο αιώνα και μετά όλες οι μεταφράσεις που προσάρμοζαν ή απάλειφαν τα ιδιαίτερα γλωσσικά και πολιτισμικά στοιχεία του πρωτότυπου έργου και υποδούλωναν το δημιουργό του προκειμένου να προαχθεί η γαλλική γλώσσα και πολιτισμός ονομάζονταν «ωραίες άπιστες». Ο τύπος των ελεύθερων αλλά ευχάριστων μεταφράσεων του d’Ablancourt, που χαρακτηρίζει την κλασική περίοδο της Γαλλίας, έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής και διήρκησε έως και το 18ο αιώνα, επηρεάζοντας τις μεταφραστικές παραδόσεις και άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Το κίνημα άσκησε έντονη επιρροή και σε αρκετούς ποιητές, οι οποίοι ήρθαν σε επαφή με το έργο του d’Ablancourt αυτό καθαυτό καθώς και με τα δρώμενα στη Γαλλία εκείνης της περιόδου. Ο John Denham, λ.χ., ο οποίος βρέθηκε στη Γαλλία μετά τον εμφύλιο πόλεμο της Αγγλίας, ασπάστηκε τη φιλοσοφία των άπιστων, αλλά ωραίων μεταφράσεων. Ως εκ τούτου, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι τάσσεται απερίφραστα κατά της δουλικής, πιστής μετάφρασης και υπέρ των ελευθεριών. Ο Denham τονίζει ότι ο μεταφραστής ποίησης δεν μεταφράζει απλώς «μία γλώσσα σε μια άλλη, αλλά μία ποίηση (poésie) σε μια άλλη· εάν ένα ποίημα κατά τη μεταφορά του σε ένα νέο γλωσσικό πλαίσιο δεν ανανεωθεί, τότε δεν θα απομείνει τίποτα άλλο παρά ασήμαντα υπολείμματα (caput mortuum), καθώς η χάρη της γλώσσας-πηγής θα χαθεί κατά την απόδοση του έργου στη γλώσσαστόχο». 56 Στα μέσα του 17ου αιώνα βρέθηκε στη Γαλλία και ο Abraham Cowley, ο οποίος υιοθέτησε την κρατούσα μεταφραστική αντίληψη. Συγκεκριμένα, στην εισαγωγή της μετάφρασης των Ωδών του Πινδάρου ο Cowley δηλώνει ότι «θα θεωρούνταν τρελός όποιος μετέφραζε τον Πίνδαρο λέξη προς λέξη. … Η χρονική απόσταση που χωρίζει [τους Άγγλους] από τον Πίνδαρο προκαλεί φθορά στα χρώματα της ποίησης, όπως στις εικόνες». 57 Επομένως, η κυριολεκτική, πιστή μετάφραση καθίσταται ανέφικτη. Ως εκ τούτου, ο Cowley υποστηρίζει ότι επέλεξε να «παραλείψει και προσθέσει
Για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Weissbort, and Eysteinsson 122-123· και στο Robinson 156. 57 “If a man should undertake to translate Pindar Word for Word, it would be thought that one Madman had translated another. … We must consider in Pindar the great Difference of Time betwixt his Age and ours, which changes, as in Pictures, at least the Colours of Poetry” (στο Weissbort, and Eysteinsson 124). 56
32
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 | Μετάφραση της Ποίησης: Θέσεις και Αντιθέσεις έως τον 20ό αι.
ό,τι ήθελε» 58 στις Ωδές του Πινδάρου, δίχως να ενδιαφέρεται για την πιθανή αρνητική κριτική που θα λάμβανε η μεταφραστική του προσέγγιση, ούτε φυσικά για το τελικό αποτέλεσμα το οποίο ενδεχομένως να έβριθε λαθών και παρερμηνειών. Ποιητές όπως οι Denham και Cowley, λοιπόν, μετέφεραν και γνώρισαν στο αγγλικό αναγνωστικό κοινό και λογοτεχνικό γίγνεσθαι τις «ωραίες άπιστες» μεταφράσεις, προωθώντας τη δημιουργία αυτού του είδους μεταφράσεων. Οι παραπάνω ποιητές βέβαια δεν ήταν οι μόνοι που υιοθέτησαν τη μέθοδο της ελεύθερης απόδοσης της ποίησης, καθώς και τους επόμενους αιώνες ποιητές εξέφρασαν ρητά την επιλογή και προτίμησή τους στις ελεύθερες μεταφράσεις. Με αφορμή τη μετάφραση του έργου Rubáiyát του Omar Khayyám, ο Edward Fitzgerald δηλώνει ότι η προσέγγισή του καθορίστηκε «από την ελευθερία που αισθάνθηκε ότι αντιστοιχούσε στον Ομάρ» (στο Weissbort, and Eysteinsson 246). Τονίζει, επιπλέον, ότι απολαμβάνει τις ελευθερίες που παίρνει όταν μεταφράζει έργα Περσών και ότι «η μετάφραση είναι προτιμότερο να δώσει ένα ζωντανό σπουργίτι, παρά βαλσαμωμένο αετό» (246· και στο Bassnett 70-71). 59 Την ίδια άποψη θα εκφράσει αργότερα και ο Pound, καθώς, όπως δηλώνει, εκείνο που έχει πρώτιστη σημασία για τον ίδιο είναι «να ξαναφέρει έναν πεθαμένο στη ζωή, να παρουσιάσει μια ζωντανή μορφή» (Selected Letters 149). 60 Για το 58
“Upon this ground, I have in these two Odes of Pindar, taken, left out, and added what I please” (στο Weissbort, and Eysteinsson 125). 59 Σε επιστολή του στον Cowell (1857) γράφει: «Απολαμβάνω να παίρνω όσες ελευθερίες επιθυμώ όταν μεταφράζω αυτούς τους Πέρσες» / “It is an amusement for me to take what liberties I like with these Persians” (στο Lefevere, André. Translating Literature. Practice and Theory in a Comparative Literature Context. New York: The Modern Language Association of America, 1992. 119. Print.· στο Bassnett-McGuire, Translation Studies 3· στο Connolly 156), ενώ δύο χρόνια αργότερα (1859) γράφει πάλι στον ίδιο: «Το κείμενο πρέπει πάση θυσία να διακατέχεται από ζωντάνια. … Προτιμότερο είναι ένα ζωντανό σπουργίτι, παρά ένας βαλσαμωμένος αετός» / “But at all costs a thing must live. … Better a live Sparrow than a stuffed Eagle” (στο Weissbort, and Eysteinsson 245-246). Την ίδια πεποίθηση εξέφρασε και σε επιστολή του στον αμερικανό ποιητή James Russell Lowell (βλ. σχετικά στο Weissbort, and Eysteinsson 246). 60 Άλλωστε, συχνά, μετέφραζε και από γλώσσες τις οποίες δεν γνώριζε καλά. Υποστήριζε ότι «δεν χρειάζεται κανείς να μάθει μια γλώσσα ολάκερη για να καταλάβει μια ντουζίνα ποιήματα. Είναι συχνά αρκετό να καταλάβει πλήρως το ποίημα και καθεμιά από τις […] λέξεις που το συνθέτουν» (όπως παρατίθεται στο Καγιαλής, Τάκης.
33
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
λόγο αυτό οι μεταφράσεις του διακρίνονται από σχετικά απόλυτη ελευθερία. Παρ’όλα αυτά, υπήρξαν και αντιδράσεις στις υπερβολικά ελεύθερες μεταφράσεις, 61 καθώς και στον εθνοκεντρικό χαρακτήρα που διέκρινε τη μετάφραση και απάλειφε το ξένο και διαφορετικό. 62 Ενδεικτικά αναφέρεται η περίπτωση του Dryden, ο οποίος αρνούμενος να δεχτεί τις ελευθερίες που πήραν οι Denham και Cowley, προβαίνει για πρώτη φορά στην παρουσίαση ενός τριαδικού μοντέλου μετάφρασης. Στον πρόλογο της μετάφρασης των Επιστολών του Οβιδίου (1680), λοιπόν, διατυπώνει ότι υπάρχουν τρία είδη μετάφρασης: η μετάφραση (metaphrase), η παράφραση (paraphrase) και η μίμηση (imitation). 63 Ο ίδιος θεωρεί καταλληλότερη την
«Η Μετάφραση της Ποίησης στον Μοντερνισμό: Κέντρο και Περιφέρεια.» Η Γλώσσα της Λογοτεχνίας και η Γλώσσα της Μετάφρασης. Πρακτικά Ημερίδας (24 Μαΐου 1997). Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 1998. 54. Τυπ. Το πρωτότυπο απόσπασμα περιλαμβάνεται στο Pound, Ezra. Literary Essays of Ezra Pound. Ed. T. S. Eliot. London: Faber and Faber, 1960. 37. Print.). 61 Οι επικριτές τάσσονταν υπέρ της πιστής απόδοσης των πρωτότυπων κειμένων, σεβόμενοι τόσο το πρωτότυπο όσο και το συγγραφέα του. Βλ. ενδεικτικά τις απόψεις του Pierre-Daniel Huet στο Kelly, G. Louis. The True Interpreter: A History of Translation Theory and Practice in the West. Oxford: Basil Blackwell, 1979. 76. Print. 62 Οι αντιδράσεις για τις «ωραίες άπιστες» μεταφράσεις αρχίζουν να γενικεύονται μετά το 18ο αιώνα. Ο εθνοκεντρικός χαρακτήρας της μετάφρασης που επέβαλαν οι γάλλοι συγγραφείς επικράτησε έως το 19ο αιώνα, όταν άρχισε να αναδύεται στη Γερμανία το ρεύμα του ρομαντισμού με την κατά λέξη απόδοση και την πιστότητα προς το πρωτότυπο να θεωρούνται ως οι καταλληλότερες μεταφραστικές προσεγγίσεις. Όπως υποστηρίζει ο Karl Wilhelm von Humboldt στον πρόλογο του Αγαμέμνονα του Αισχύλου (Einleitung zu Agamemnon, 1816), «η πιστότητα προς το πρωτότυπο και η διατήρηση του ιδιαίτερου ξένου χρώματος είναι ο καταλληλότερος τρόπος μετάφρασης» (στο Lefevere, Translation/History/Culture 138· και στο Robinson 240). Αλλά και στην Αγγλία παρατηρείται αλλαγή της μεταφραστικής προσέγγισης. Η δήλωση του Carlyle αποτυπώνει και εκφράζει με σαφήνεια το κλίμα της εποχής: «καθήκον και στόχος μου ως μεταφραστή είναι να παρουσιάσω το έργο ακριβώς όπως το πρωτότυπο, δίχως να αλλάξω τίποτα» [στο Carr, C. T. “Carlyle’s Translations from German.” The Modern Language Review 42.2 (1947): 223-232. Print.] 63 Η μετάφραση (metaphrase), σύμφωνα με τον Dryden, είναι η «λέξη προς λέξη» και «γραμμή προς γραμμή» μετάφραση, η οποία αντιστοιχεί στην κατά λέξη μετάφραση.
34
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 | Μετάφραση της Ποίησης: Θέσεις και Αντιθέσεις έως τον 20ό αι.
παράφραση κρίνοντας σημαντική την πιστότητα στο νόημα του πρωτοτύπου. Παράλληλα, για να τονίσει το γεγονός ότι η μετάφραση αποτελεί μια ανόητη ενέργεια δηλώνει ότι: «[ε]ίναι σα να χορεύει κάποιος πάνω σε ένα σκοινί με αλυσίδες στα πόδια» 64 (στο Munday 53). Επίσης, παρομοιάζει το μεταφραστή με ζωγράφο 65 στην προσπάθειά του να δείξει ότι οφείλει να κάνει το μετάφρασμα να μοιάζει με το πρωτότυπο, όπως ακριβώς το ίδιο οφείλει να κάνει και ένας προσωπογράφος ο οποίος δεν μπορεί να αλλάξει τα χαρακτηριστικά του προσώπου που καλείται να ζωγραφίσει (στο Lefevere, Translation/Ηistory/Culture 105). Αξίζει να επισημανθεί ότι η παρομοίωση αυτή του μεταφραστή με ζωγράφο συναντάται τόσο στον Πολυλά όσο και στο Σεφέρη, όπως θα δούμε παρακάτω, επιβεβαιώνοντας την επαφή των ελλήνων λογοτεχνών με τη Δύση και τις επιρροές που ασκήθηκαν στις αντιλήψεις και στο έργο τους.
Η παράφραση (paraphrase) είναι η μετάφραση κατά την οποία αποδίδεται με μεγαλύτερη πιστότητα το νόημα και όχι οι λέξεις. Η ερμηνεία αυτή του Dryden θυμίζει ως ένα βαθμό την έννοια προς έννοια μετάφραση του Κικέρωνα. Όσον αφορά στη μίμηση (imitation), ο μεταφραστής παίρνει πολλές ελευθερίες τόσο ως προς τις λέξεις και ως προς το νόημα (όπως παρατίθεται στο Munday 53· στο Weissbort, and Eysteinsson 145-146· στο Bassnett-McGuire 60· και στο Robinson 172-174). 64 Για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Weissbort, and Eysteinsson 146· και στο Lefevere, Translation/Ηistory/Culture 103. 65 O Alexander Fraser Tytler στο έργο του Essay on the Principles of Translation (1791) χρησιμοποιεί και αυτός την παρομοίωση του μεταφραστή με το ζωγράφο, αναφέροντας ότι, παρότι δεν μπορεί ο μεταφραστής να χρησιμοποιήσει τα ίδια χρώματα με αυτά του πρωτοτύπου, είναι υποχρεωμένος να δημιουργήσει ένα έργο που θα έχει την ίδια δύναμη και αποτέλεσμα (Tytler, Alexander Fraser. Essay on the Principles of Translation. 1791. 113. Web. 06 May 2010. Το κείμενο είναι επίσης εξ ολοκλήρου διαθέσιμο στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων “Eighteenth Century Collections online”: http://find.galegroup.com/ecco/). Όπως αναφέρει η Bassnett, η παρομοίωση αυτή του μεταφραστή με ζωγράφο από τον Dryden και ακολούθως από άλλους ποιητές, η οποία κυριάρχησε κατά το 18ο αιώνα, σχετίζεται με το γεγονός ότι οι ποιητές δεν θεωρούσαν απαραίτητο μόνο να καταστήσουν το μετάφρασμα ίδιο με το πρωτότυπο, αλλά και να μεταφέρουν το πνεύμα του πρωτοτύπου, διατηρώντας τη φλόγα του σύμφωνα με τους κανόνες της γλώσσας και του ύφους της εποχής (60-61).
35
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
1.1.5 Έμμετρη ή Πεζή Μετάφραση
Η διχοστασία μεταξύ έμμετρης ή πεζής μετάφρασης της ποίησης προήλθε από το ζήτημα της πιστότητας του μεταφράσματος προς το πρωτότυπο και απασχόλησε από νωρίς τους μεταφραστές ποιητικών έργων. Ο Κοϊντιλιανός (Quintilianus), λ.χ., ισχυρίζεται ότι η μετατροπή του ποιητικού λόγου σε πεζό μπορεί να συνδράμει στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων ενός ρήτορα, κρίνοντας πως τα οφέλη της πεζής μετάφρασης της ποίησης είναι εξίσου σημαντικά με αυτά της έμμετρης μετάφρασης. 66 Αρκετούς αιώνες αργότερα, η θέση της Anne Dacier είναι άκρως ενδιαφέρουσα για το συγκεκριμένο θέμα, καθώς, αν και θεωρεί την ποιητική μετάφραση ιδιαίτερα δυσχερές έργο, τάσσεται υπέρ της πεζής μετάφρασης ποιητικών έργων, τουλάχιστον όταν επιχειρείται η μεταφορά άριστων, κλασικών έργων, όπως αυτό του Ομήρου. Δηλώνει, λοιπόν, πως «αν και ο μεταφραστής μπορεί να συμπεριλάβει στον πεζό λόγο όλα όσα είπε ο Όμηρος, δεν μπορεί να το κάνει αυτό ποτέ μεταφράζοντας σε έμμετρο λόγο … καθώς θα αναγκαστεί να προβεί σε αλλαγές, απαλοιφές και προσθήκες» 67 (στο Robinson 188). Επομένως, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «είναι καλύτερο και προτιμότερο να αποδοθεί με λιγότερο ποιητικό τρόπο ό,τι σκέφτηκε και είπε ο Όμηρος, από το να τροποποιήσουν το λόγο του όσοι μεταφράζουν το έργο του σε έμμετρο λόγο» (188). Ο Goethe επίσης κρίνει αποδεκτή τη μεταφορά ποιητικών έργων σε πεζό λόγο. Παρότι επισημαίνει ότι «το μέτρο και η ρίμα είναι τα στοιχεία εκείνα που καθορίζουν και χαρακτηρίζουν ένα έργο ως ποιητικό», είναι βαθύτατα πεπεισμένος ότι «το πραγματικά βαθύ … και ωφέλιμο κομμάτι είναι το κομμάτι εκείνο του ποιητή που απομένει όταν μεταφράζεται σε πεζό λόγο» (222). Δεν παραλείπει να υπογραμμίσει, βέβαια, ότι ο μεταφραστής ποίησης που επιλέγει
66
47.
Για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Robinson 20· και στο Bassnett-McGuire
Υπέρ της πεζής μετάφρασης ποιητικών έργων τάσσεται και ο Monsieur de la Valterie, μεταφραστής της Ιλιάδας του Ομήρου στα γαλλικά. Σε κείμενο που συνόδευε τη μετάφρασή του, δικαιολόγησε την «προσαρμογή των αρχαιοελληνικών συμβάσεων στην πεζή μετάφραση του Ομήρου … από την άποψη της πιστότητας προς το συγγραφέα ‘που δεν ήθελε να προσβάλλει τον αναγνώστη’» (στο Salama-Carr 412). Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη μεταφραστική προσέγγιση του Monsieur de la Valterie, βλ. στο Mounin, Georges. Οι Ωραίες Άπιστες. Μτφρ. ΔΔΠΜΣ του Πανεπιστημίου Αθηνών Μετάφραση - Μεταφρασεολογία. Αθήνα: Μεταίχμιο, 2002. 70. Τυπ. 67
36
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 | Μετάφραση της Ποίησης: Θέσεις και Αντιθέσεις έως τον 20ό αι.
να αποδώσει το έργο σε πεζό λόγο θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός ώστε να μην καταστρέψει το βαθύτερο νόημα του πρωτοτύπου. Άκρως αντίθετη με τις παραπάνω απόψεις είναι αυτή του Tytler, ο οποίος χαρακτηρίζει την πεζή μετάφραση ως ένα από τα πλέον παράλογα εγχειρήματα. 68 Το ίδιο πνεύμα διαπνέει και τις απόψεις των Carlyle, Leigh Hunt και Archbishop Whately, οι οποίοι επισημαίνουν ότι «η ποίηση θα ήταν ελλιπής χωρίς τα αισθητικά αποτελέσματα του μέτρου» 69 (στο Savory 79). O Schlegel, επίσης, εκφράζει έντονα την αντίθεσή του με την απόδοση της ποίησης σε πεζό λόγο και ισχυρίζεται ότι οι πεζές μεταφράσεις ποίησης είναι «αξιόμεπτες». Το μέτρο, τονίζει, δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται απλώς ως διακοσμητικό στοιχείο ενός ποιήματος, καθώς, αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και βασικά συστατικά μέρη της ποίησης. Ως εκ τούτου, ο Schlegel υποστηρίζει ότι «η ποίηση πρέπει να μεταφράζεται μόνο σε έμμετρο λόγο και ότι τα ποιήματα θα πρέπει να αποδίδονται ακόμη και στο ίδιο μέτρο με αυτό του πρωτοτύπου, στο βαθμό που αυτό είναι επιτρεπτό από τη γλώσσα-στόχο» (στο Robinson 219). Εξίσου σημαντικές είναι οι παρατηρήσεις του Rossetti, 70 ο οποίος ισχυρίζεται ότι η διατήρηση της αισθητικής του πρωτοτύπου θα πρέπει να αποτελεί βασική προτεραιότητα του μεταφραστή της ποίησης (στο Weissbort, and Eysteinsson 254· και στο Lefevere, Translation/History/Culture 68). Ο μεταφραστής, δηλαδή, οφείλει να μείνει πιστός όχι μόνο στο περιεχόμενο,
68
Για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Tytler, 5· στο Connolly 21· στο Weissbort, and Eysteinsson 188-194· στο Lefevere, Translation/History/Culture 128-135· και στο Robinson 209-212. 69 Αντιθέτως, ο Matthew Arnold υποστηρίζει ότι η πεζή μετάφραση ενός ποιήματος θα μπορούσε να είναι άκρως ποιητική (στο Savory 79). 70 Βλ. σχετικά στις σελίδες vii και viii του έργου The Early Italian Poets, ο πλήρης τίτλος του οποίου είναι: The Early Italian Poets from Ciullo D’ Alcamo to Dante Alighieri (1100-1200-1300). In the Original Metres together with Dante’s Vita Nuova. Transl. D. G. Rossetti. Ο τόμος διατίθεται εξολοκλήρου στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.rossettiarchive.org/index.html, όπου περιλαμβάνονται όλα τα έργα του Rossetti. Οι απόψεις του Rossetti για τη μετάφραση περιλαμβάνονται και στο Fletcher, Pauline. “Dante Gabriel Rossetti 1828-1882.” Encyclopedia of Literary Translation into English. Ed. Olive Classe. Vol. 2. Chicago & London: Fitzroy Dearbon Publishers, 2000. 1188-1190. Print.· οι συγκεκριμένες σελίδες από την εγκυκλοπαίδεια διατίθενται, επίσης, προς ανάγνωση μέσω της ιστοσελίδας http://books. google.gr.
37
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
αλλά και στη μορφή του πρωτοτύπου – άρα, να μεταφράζει σε έμμετρο λόγο. Εν τέλει, όπως αναφέρει ο Postgate, «αν και κανείς δεν αμφισβητεί τη μετάφραση του πεζού λόγου σε πεζό, αρκετοί είναι εκείνοι που εκφράζουν αντίθετη άποψη με όσους ισχυρίζονται ότι η ποίηση θα πρέπει να μεταφράζεται σε έμμετρο λόγο». 71 Από τις παρατιθέμενες απόψεις παραπάνω διαφαίνεται ότι το θέμα της έμμετρης ή πεζής απόδοσης της ποίησης γέννησε έντονα αντιθετικές –έως αγεφύρωτες– αντιλήψεις, με το διάλογο να ενδυναμώνεται στο πέρασμα των χρόνων· θεωρείται φυσικό, επομένως, ότι το ζήτημα αυτό απασχόλησε έντονα και τους έλληνες ποιητές που θα εξεταστούν παρακάτω. 1.1.6 «Ισοδύναμο Αποτέλεσμα» και Αναγνώστης του ΚειμένουΣτόχου
Οι απόψεις αναφορικά με τη διατήρηση ή απώλεια των ιδιαίτερων στοιχείων που διαπνέουν και χαρακτηρίζουν ένα ποίημα συνδέθηκαν και με την επίτευξη ισοδύναμου αποτελέσματος72 (equivalent effect). Στην πραγματικότητα, η επίτευξη ισοδύναμου αποτελέσματος με αυτό του πρωτότυπου έργου είναι ένα από τα ζητήματα που ανέκυψαν από τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Ο Αύλος Γέλλιος, παραδείγματος χάριν, θίγει ζήτημα ισοδυναμίας, κυρίως γλωσσικής, με αφορμή την επιλογή ορισμένων μεταφραστών αρχαίων ελληνικών ποιητικών έργων να παραλείπουν λέξεις ή/και φράσεις ή να τις αποδίδουν με τέτοιο τρόπο ώστε να μη μεταφέρεται πάντα με ακρίβεια το περιεχόμενο του πρωτοτύπου, ούτε να 71
“our cardinal principle would seem to require that prose should be translated by prose and verse, if possible, by verse. On the first half of this proposition there is no controversy. About the second, though at first sight equally self-evident, there has been no little disagreement” (στο Postgate, J. Percival. Translation and Translations: Theory and Practice. London: G. Bell and Sons Ltd., 1922. 77. Print.· και στο Savory, Theodore. The Art of Translation. 1957. London: Cape. 1968. 79. Print.). 72 Η «αρχή του ισοδύναμου αποτελέσματος» συνεπάγεται, σύμφωνα με το Nida, «ίδια σχέση ανάμεσα στο δέκτη και το μήνυμα με αυτή που υπάρχει ανάμεσα στους αρχικούς δέκτες και το μήνυμα» (στο Munday 78· και στο στο Nida, Eugene. Toward a Science of Translating: With Special Reference to Principles and Procedures Involved in Bible Translating. Leiden: E. J. Brill, 1964. 159. Print.). Η παραγωγή μιας παρόμοιας, «ισοδύναμης αντίδρασης» θεωρείται από το Nida ένα από τα τέσσερα προαπαιτούμενα για την επίτευξη ενός μεταφραστικού εγχειρήματος (164).
38
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 | Μετάφραση της Ποίησης: Θέσεις και Αντιθέσεις έως τον 20ό αι.
διατηρείται η μορφή του (στο Robinson 21). Ο ίδιος υποστηρίζει την ενέργεια αυτή, ισχυριζόμενος ότι είναι σημαντικό να επιτύχει ο μεταφραστής την ίδια απήχηση στον αναγνώστη του κειμένου-στόχου με αυτή που επιτυγχάνει ο συγγραφέας του πρωτοτύπου στο αναγνωστικό κοινό του κειμένου-πηγή· η άποψη αυτή αντιπροσωπεύει και το σύνολο των Λατίνων μεταφραστών. Λαμβάνοντας υπόψη τη διάκριση του Nida, 73 φαίνεται πως ο Αύλος Γέλλιος υποστηρίζει τη δυναμική (dynamic) και όχι την τυπική (formal) ισοδυναμία. Επομένως, δικαιολογείται οποιαδήποτε αλλαγή ή προσαρμογή της μορφής του πρωτοτύπου, αφαίρεση ή προσθήκη λέξεων και φράσεων. Αναφορά στην επίτευξη ισοδύναμης αντίδρασης συναντάται και στο Schleiermacher με αφορμή τη διάκριση της μετάφρασης σε μίμηση και παράφραση. Ισχυρίζεται λοιπόν ο Schleiermacher ότι: η απομίμηση [το έργο που απορρέει από τη μίμηση] πρέπει να προσφέρει στους αναγνώστες, στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό, ό,τι προσέφερε το πρωτότυπο στους αρχικούς αναγνώστες. [Καθώς, ωστόσο, δεν είναι εφικτή η άμεση σχέση μεταξύ του συγγραφέα και του αναγνώστη] ο μιμητής προσπαθεί να προκαλέσει στον αναγνώστη μια παρόμοια εντύπωση με αυτήν που αποκόμισαν από το πρωτότυπο οι ομόγλωσσοι και σύγχρονοι του συγγραφέα (στο Robinson 229).
Για να επιτευχθεί, όμως, ισοδύναμο αποτέλεσμα είναι απαραίτητη η παραγωγή ενός απολύτως κατανοητού έργου κατά τη μετάφραση. Η κατανόηση του μεταφράσματος συνάδει και με την επιλογή του μεταφραστή να επικεντρωθεί στον αναγνώστη του κειμένου-στόχου (reader-oriented translation) και όχι στο συγγραφέα του κειμένου-πηγή (author-oriented transla-
73
Ο Eugene Nida το 1964 κάνει διάκριση μεταξύ τυπικής (formal) και δυναμικής (dynamic) ισοδυναμίας στη μετάφραση. Με τον όρο «τυπική ισοδυναμία» αναφέρεται στην ακριβέστερη δυνατή μεταφορά του μηνύματος του κειμένου-πηγή, όσον αφορά τη μορφή και το περιεχόμενό του. Επικεντρώνεται, δηλαδή, ο μεταφραστής σε μια ακριβή, πιστή αναπαραγωγή των μορφικών στοιχείων του κειμένου-πηγή. Αντιθέτως, η «δυναμική ισοδυναμία» διέπεται από την αρχή του «ισοδυνάμου αποτελέσματος»· δηλαδή, το κείμενο-στόχος θα πρέπει να δημιουργεί στον αναγνώστη του την ίδια εντύπωση που δημιουργεί το κείμενο-πηγή στον αναγνώστη του, ακόμη κι αν αυτό προϋποθέτει απόκλιση από τη μορφολογία του αρχικού κειμένου (για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Nida 159).
39
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
tion). Πολλοί μεταφραστές, μάλιστα, συνδέουν την κατανόηση του μεταφράσματος με την τέρψη 74 του αναγνώστη. Τα έργα, επομένως, μεταφράζονται πολλές φορές με τέτοιο τρόπο, ώστε να προσαρμόζονται στα ήθη και τα έθιμα της εποχής και της χώρας-στόχου, θυσιάζοντας έτσι την πιστότητα για χάρη της εύκολης κατανόησης και της ευχάριστης ανάγνωσης. Όπως αναφέρει ο Beall, o Αύλος Γέλλιος ποτέ δεν επιτρέπει να αναμειχθεί η δομή του πρωτοτύπου με τη σωστή χρήση της λατινικής γλώσσας (220). Βασικό μέλημά του είναι η διατήρηση του αρώματος και χρώματος των λατινικών. Για τον Αύλο Γέλλιο η αποφυγή πιστής αντιγραφής του πρωτοτύπου και η διατήρηση της χάρης και φυσικότητας της γλώσσας-στόχου μπορεί να συμβάλει στην κατανόηση των μεταφρασμένων ποιητικών έργων από το αναγνωστικό κοινό. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, υποστηρίζει την απόφαση του Βιργιλίου να παραλείψει ό,τι δεν μεταφράζεται από τα Βουκολικά του Θεοκρίτου και να αντισταθμίσει την απώλεια αυτή με την πρόσθεση νέων στοιχείων, 75 κρίνοντας μάλιστα ότι στα συγκεκριμένα σημεία τα μεταφρασμένα ποιητικά έργα είναι ακόμη πιο ελκυστικά και ευχάριστα (στο Robinson 21). Τους επόμενους αιώνες, η χρήση της καθομιλουμένης ως γλώσσας μετάφρασης θεωρήθηκε ως το πλέον κατάλληλο μέσο για την προσέγγιση του αναγνώστη του κειμένου-στόχου. Ο Δάντης (Dante) είναι ένας από τους εκπροσώπους αυτής της αντίληψης, αφού δηλώνει ότι είναι προτιμότερη η χρήση της απλής, λαϊκής γλώσσας, γιατί θα καταστήσει το μετάφρασμα κατανοητό σε όλους τους αναγνώστες 76 (48). Την ίδια άποψη εκ74
Την πεποίθηση αυτή έχει μεταξύ άλλων και ο Dolet, ο οποίος στο πόνημά του La Manière de Bien Traduire d’une Langue en Autre («Πώς να Μεταφράζει Κανείς Σωστά από τη μια Γλώσσα στην Άλλη», 1540) δηλώνει ότι ο μεταφραστής «θα πρέπει να παράγει κείμενο το οποίο να είναι ευχάριστο στον αναγνώστη, τόσο ως προς την ψυχή του όσο και ως προς το αυτί του … να λειτουργεί ο μεταφραστής ως ρήτορας (orateur)» – μια παρατήρηση που θυμίζει τις απόψεις του Κικέρωνα (όπως παρατίθεται το απόσπασμα στο Weissbort, and Eysteinsson 73-76· στο Lefevere 27-28· στο Robinson 95-96· και στο Munday 54). 75 Για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Robinson 21. 76 «Καθώς ανάμεσα σε εκείνους που επιθυμούν να καταλάβουν αυτά (τα canzoni) υπάρχουν πολλοί περισσότεροι αναλφάβητοι απ’ ότι εγγράμματοι, συνεπάγεται ότι [η μετάφραση] στα λατινικά δεν θα εκπλήρωνε το στόχο αυτό τόσο καλά όσο η καθομιλουμένη γλώσσα, η οποία είναι κατανοητή τόσο από τους μορφωμένους όσο και από τους αμόρφωτους» / “as among those who desire to understand these [canzoni] there
40
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 | Μετάφραση της Ποίησης: Θέσεις και Αντιθέσεις έως τον 20ό αι.
φράζει και ο Λούθηρος (Martin Luther) περίπου δύο αιώνες μετά. Κύριο μέλημά του ισχυρίζεται πως είναι η παραγωγή ενός κατανοητού κειμένου και η μετάδοση του ίδιου νοήματος με αυτό του πρωτοτύπου. Για το λόγο αυτό αποφάσισε να μεταφράσει τα ιερά κείμενα σε μια τοπική διάλεκτο της Γερμανίας, η οποία ήταν ευρύτατα διαδεδομένη στο λαό. 77 Διαπιστώνεται, λοιπόν, από τη μεταφραστική προσέγγιση που ακολούθησε τόσο ο Λούθηρος όσο και ο Δάντης, ότι είχαν ως επίκεντρο τον αναγνώστη του κειμένου-στόχου. Αξίζει να σημειωθεί, παρ’ όλα αυτά, ότι αρκετοί ήταν και όσοι υποστήριζαν την πιστότητα προς το συγγραφέα του πρωτότυπου έργου και κατά συνέπεια τη διατήρηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της γλώσσας-πηγής στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Ο Dellile, π.χ., κρίνει πως η πιστή απόδοση του πρωτότυπου έργου είναι εξίσου σημαντική με τη δημιουργία ίδιας εντύπωσης στους αναγνώστες του κειμένου-στόχου με αυτή που αποκομίζουν οι αναγνώστες του κειμένου-πηγή (στο Lefevere 38) – ο μεταφραστής, δηλαδή, οφείλει να αποδώσει όσο το δυνατόν ακριβέστερα το πρωτότυπο έργο, δίχως να επιφέρει αλλαγές στην προσπάθειά του να μεταφέρει το μήνυμα του κειμένου-πηγή. Επίσης, ο Rossetti ισχυρίζεται ότι καθήκον του μεταφραστή είναι «να απαρνηθεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της δικής του γλώσσας και της εποχής του για χάρη του πρωτοτύπου», 78 να μη θυσιάσει την ταυτότητα του έργου, και να μείνει πιστός στο πνεύμα και στο συγγραφέα του κειμένου-πηγή. Την άποψη αυτή ασπάζεται και ο Βάλβης, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ο οποίος θεωρεί σημαντική τη διατήρηση του «ξένου αρώματος» στο κείμενο-στόχο. 1.1.7 Μετάφραση της Ποίησης και Πρωτότυπη Ποιητική Δημιουργία
Με αφορμή την άποψη του Paz ότι οι περισσότεροι ποιητές-μεταφραστές χρησιμοποιούν τη μετάφραση ως έναυσμα για το πρωτότυπό τους
are many more illiterate than learned, it follows that it [the Latin] would not have fulfilled this behest as well as the vulgar tongue, which is understood both by the learned and the unlearned” (στο Robinson 48). 77 Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη μεταφραστική του προσέγγιση βλ. στο Munday 50· στο Robinson 83-89· και στο Weissbort, and Eysteinsson 61. 78 Για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Weissbort, and Eysteinsson 254· και στο Lefevere 67.
41
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
έργο, αξίζει να σημειωθεί ότι η θεώρηση της μετάφρασης ως άσκησης, ως οδού που θα οδηγούσε στην πρωτότυπη δημιουργία είχε διατυπωθεί αρκετά νωρίς από τους Λατίνους. Ενάμισι αιώνα σχεδόν μετά τον Κικέρωνα και ακολουθώντας το δρόμο που χάραξε, ο Πλίνιος ο Νεότερος ισχυρίζεται ότι η μετάφραση από τα ελληνικά στα λατινικά ή από τα λατινικά στα ελληνικά αποτελεί μια σημαντική άσκηση που ευνοεί το μεταφραστή και προσφέρει δυνατότητες αντίστοιχης δημιουρ-γικότητας. 79 Ο Κοϊντιλιανός υπογραμμίζει και αυτός τη σπουδαιότητα της μετάφρασης ως άσκησης και προτείνει την παράφραση, όχι ως ένα είδος απλής μίμησης, αντιγραφής των φράσεων του πρωτοτύπου, αλλά ως μια προσπάθεια συναγωνισμού του πρωτότυπου έργου. 80 Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι Λατίνοι δεν λειτουργούσαν ως ‘υπηρέτες’ του κειμένου-πηγή, αλλά αντιθέτως αντιμετώπιζαν τη μετάφραση ως μέσο 81 που θα προήγαγε την πρωτότυπη δημιουργία. Ως εκ τούτου, παρότρυναν τους μεταφραστές όχι απλώς να αντιγράψουν το πρωτότυπο, αλλά να συναγωνιστούν με πνεύμα άμιλλας (emulation) το συγγραφέα και να προσπαθήσουν να κάνουν το μετάφρασμα καλύτερο του πρωτοτύπου. Παρατηρείται, μάλιστα, ότι στο πέρασμα των αιώνων δεν είναι λίγοι εκείνοι οι ποιητές-μεταφραστές που ενσωματώνουν στις μεταφράσεις τους το προσωπικό τους ύφος και ορισμένες φορές σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε αυτά να καταλήγουν να μοιάζουν περισσότερο με πρωτότυπα ποιήματα παρά με μεταφράσματα. Κοινή πεποίθηση των περισσοτέρων, λόγου χάριν, είναι ότι οι μεταφράσεις των Lowell και Pound, στις οποίες αποτυπώνονται ευκρινώς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματά τους, διαβάζονται ως δικά τους έργα. Οι δηλώσεις του Lowell φαίνεται να επιβεβαιώνουν τους παραπάνω ισχυρισμούς, καθώς ο ίδιος αναφέρει ότι μετέφραζε περιστασιακά όταν δεν μπορούσε να δημιουργήσει κάτι πρωτότυπο ο ίδιος
79
Βλ. σχετικά στο Robinson 18-19· στο Weissbort, and Eysteinsson 26-27· και στο Lefevere 56-57. 80 Ο Κοϊντιλιανός δηλώνει ότι αυτό δύναται να επιτευχθεί μέσω της ποικιλίας των γλωσσικών εκφράσεων, καθώς ο μεταφραστής καλείται να χρησιμοποιήσει όσο το δυνατόν περισσότερα σχήματα του λόγου και, εάν χρειαστεί, να πλάσει νέες λέξεις (στο Robinson 20). 81 Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει, μεταξύ άλλων, και ο Beall. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Beall, M. Stephen. “Translation in Aulus Gellius.” The Classical Quarterly 47.1 (1997): 215-226. Print.
42
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 | Μετάφραση της Ποίησης: Θέσεις και Αντιθέσεις έως τον 20ό αι.
και ότι οι μεταφράσεις δύο ποιημάτων της Σαπφούς είναι στην πραγματικότητα δύο νέα ποιήματα βασισμένα στα πρωτότυπα έργα της δημιουργού (στο Weissbort, and Eysteinsson 353). Κατά τον Lowell, λοιπόν, απότοκο της ποιητικής μετάφρασης είναι ένα νέο ποίημα. Η ελεύθερη μετάφραση του Rubáiyát, επίσης διακατέχεται από το προσωπικό ύφος του Fitzgerald. Μάλιστα, όπως υπογραμμίζει και ο Connolly, η μετάφραση αυτή επηρέασε τον αγγλικό πολιτισμό τόσο πολύ ώστε «κατέληξε να αποτελεί μέρος του ποιητικού κανόνα (canon) της αγγλικής παράδοσης» (13). Η παρατήρηση αυτή είναι αξιόλογη, ιδιαίτερα εάν αναλογιστούμε ότι αρκετές από τις μεταφράσεις των ελλήνων ποιητών που θα εξεταστούν παρακάτω θεωρήθηκαν ότι επηρέασαν σημαντικά την ελληνική λογοτεχνική παραγωγή. 1.1.8 Ο Μεταφραστικός Στόχος των Ποιητών
Ο προσωπικός στόχος των ποιητών ως μεταφραστών αποτελεί ένα ζήτημα ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς το κίνητρο του μεταφραστή αιτιολογεί την προσέγγιση που ακολουθεί, αλλά και τον κύριο λόγο βάσει του οποίου θα αξιολογηθεί η εργασία του. 82 Επίσης, όπως επισημαίνει ο Connolly, «τα προβλήματα στη μετάφραση της ποίησης συχνά εκπηγάζουν από την έλλειψη σαφών στόχων από την πλευρά του μεταφραστή. Ο μεταφραστής [επομένως] πρέπει να είναι σαφής ως προς το γιατί μεταφράζει» (138). Όσον αφορά τους Λατίνους, είναι κυρίαρχη η αντίληψη ότι μέσω της μετάφρασης δεν ωφελείται μόνο ο μεταφραστής, αλλά και η γλώσσα και η λογοτεχνία της χώρας-υποδοχής του μεταφράσματος. Ο Πλίνιος ο Νεότερος, λ.χ., υπογραμμίζει ότι πέραν του προσωπικού του στόχου, που δεν ήταν άλλος από την άσκηση, επιθυμεί να προσφέρει έργα που θα εμπλουτίσουν την εγχώρια λογοτεχνία. Η βελτίωση των δεξιοτήτων του μεταφραστή και του συγγραφικού του ύφους μέσω της μετάφρασης και της μίμησης του δημιουργού του πρωτοτύπου αποτελεί ένα από τα οφέλη που είχε επισημάνει και ο Αύλος Γέλλιος, καθώς επίσης και δικό του προσωπικό στόχο κατά τη μετάφραση. 83
82
Σύμφωνα με τον K. Friar, «[α]πό τη στιγμή που ένας μεταφραστής δηλώνει καθαρά την πρόθεση και τον σκοπό του, η εργασία του πρέπει να κριθεί σύμφωνα με το κατά πόσο κατόρθωσε να φέρει σε πέρας αυτή του την πρόθεση και δεν θα’ πρεπε να κατακριθεί για κάτι που δεν επεδίωκε» (όπως παρατίθεται στο Connolly 138). 83 Βλ. στο Beall 216-218.
43
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
Αρκετούς αιώνες αργότερα, ωστόσο, και σε αντίθεση με τη μεταφραστική του πρακτική (όπως είδαμε παραπάνω), ο Fitzgerald ισχυρίζεται ότι: «ο μεταφραστής υπηρετεί 84 τον ποιητή που μεταφράζεται, και η υπηρεσία που παρέχεται είναι αποκλειστικά η μεταφορά του ξένου έργου στην άλλη γλώσσα». 85 Συνεπώς, σύμφωνα με το Fitzgerald, ο μεταφραστής λειτουργεί απλώς ως μέσο διευκόλυνσης της επικοινωνίας μεταξύ του ποιητή του πρωτότυπου έργου και του αναγνώστη του μεταφράσματος. Ο Rossetti, ωστόσο, τάχθηκε κατά της θεώρησης του μεταφραστή ως υπηρέτη, «δούλου» του δημιουργού του πρωτοτύπου, υποστηρίζοντας ότι «το μόνο αληθινό [sic] κίνητρο για την μεταφορά της ποίησης σε μία νέα γλώσσα πρέπει να είναι το να προικίσει ένα νέο έθνος, όσο είναι δυνατόν, με άλλο ένα όμορφο απόκτημα» (στο Connolly 140). Επομένως, στόχος του ως μεταφραστή είναι ο εμπλουτισμός της λογοτεχνίας της χώραςυποδοχής, όπως ακριβώς ήταν και του Πλίνιου του Νεότερου, αλλά και σημαντικών ελλήνων ποιητών-μεταφραστών τους οποίους θα εξετάσουμε παρακάτω. Οι απόψεις των Λατίνων έτυχαν αποδοχής και από τον Pound και το Lowell. Ο Pound μετέφραζε έργα ξένων δημιουργών ως άσκηση για την πρωτότυπή του δημιουργία, αλλά και έχοντας ως στόχο να προσφέρει στο αναγνωστικό κοινό του κειμένου-στόχου ένα νέο ποίημα. 86 Επιπλέον,
84
Η άποψη αυτή του Fitzgerald θυμίζει βέβαια την αντίστοιχη άποψη του Dryden ότι οι μεταφραστές είναι δούλοι που μοχθούνε στα χωράφια κάποιου άλλου: “But slaves we are, and labour on another man’s plantation; we dress the vineyard, but the wine is the owner’s; if the soil be sometime barren, then we are sure of being scourged: if it be fruitful, and our care succeeds, we are not thanked; for the proud reader will only say, the poor judge has done his duty” (βλ. στο “Dedication to the Aeneis”, όπως περιλαμβάνεται στο Frost, William, and Vinton A. Dearing. eds. The Works of John Dryden. Poems. The Works of Virgil in English (1697). California: University of California, 1987. 334. Print.· καθώς και στο Weissbort, and Eysteinsson 150). 85 Όπως παρατίθεται στο Connolly 139. Το απόσπασμα που παραθέτει ο Connolly βρίσκεται στο Honig 103-104. 86 Ο Pound δηλώνει ότι «η μετάφραση είναι είτε η έκφραση του μεταφραστή, κατ’ ουσία ένα νέο ποίημα, είτε κάτι σαν φωτογραφία, όσο γίνεται ακριβέστερη, της μιας πλευράς του αγάλματος» (όπως παρατίθεται από τον Καγιαλή στην εισήγησή του «Η Μετάφραση της Ποίησης στον Μοντερνισμό: Κέντρο και Περιφέρεια» 48. Το πρωτότυπο απόσπασμα υπάρχει στο Anderson, David. ed. Pound’s Cavalcanti: An Edition of
44
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 | Μετάφραση της Ποίησης: Θέσεις και Αντιθέσεις έως τον 20ό αι.
σύμφωνα με το Gentzler, ο Pound χρησιμοποίησε τη μετάφραση ως εργαλείο «για την αμφισβήτηση και την αλλαγή των κυρίαρχων λογοτεχνικών νορμών» (28). Συνακόλουθα, η ελευθερία με την οποία απέδιδε τα ξένα έργα συνάδει απόλυτα με τους στόχους του ως μεταφραστή. Ο Lowell, επίσης, δηλώνει ότι οι μεταφράσεις που πραγματοποίησε έργων του Baudelaire ξεκίνησαν ως ασκήσεις για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της μετάφρασης του έργου Phèdre του Racine (Weissbort, and Eysteinsson 354). Επιπλέον, όπως είδαμε και παραπάνω, ο Lowell κατέφευγε στη μετάφραση ποιητικών έργων και σε περιόδους προσωπικής πνευματικής στασιμότητας, με αποτέλεσμα να θεωρεί τα μεταφράσματα νέα δημιουργήματα. Παρατηρείται, λοιπόν, από τις παραπάνω περιπτώσεις ότι οι μεταφραστικοί στόχοι των ποιητών-μεταφραστών της Δύσης ήταν κοινωνικοί και προσωπικοί, καθώς αφορούσαν την παροχή δυνατότητας επικοινωνίας μεταξύ του αναγνώστη του κειμένου-στόχου και του δημιουργού του πρωτότυπου έργου, την παραγωγή νέων έργων που θα ενίσχυαν την εγχώρια λογοτεχνία, καθώς επίσης και την άσκησή τους ως δημιουργών. Οι στόχοι αυτοί ταυτίζονται και με τους στόχους ορισμένων από τους σημαντικότερους έλληνες ποιητές-μεταφραστές του 19ου και 20ού αιώνα οι οποίοι θα εξεταστούν στη συνέχεια. Σε κάθε περίπτωση πάντως δεν πρόκειται για μια απλή διατύπωση πρόθεσης, αλλά αντιθέτως για την αφετηρία ενασχόλησης των ποιητών αυτών με τη μετάφραση. 1.1.9 Επιμέρους Συμπεράσματα
Κλείνοντας τη συνοπτική αυτή παρουσίαση θεωρητικών απόψεων ορισμένων, κυρίως, εκ των σημαντικότερων ποιητών-μεταφραστών της Δύσης, επιβεβαιώνεται η παρατήρηση του Steiner ότι είναι πολύ λίγοι όσοι «έχουν πει κάτι θεμελιώδες ή καινούριο για τη μετάφραση. Το σύνολο των θεωρητικών ιδεών, αντίθετα από τον πλούτο των μεταφράσεων, παραμένει πολύ μικρό» 87 (455-456). Γενικά, παρατηρείται ότι οι θεωρητικές
the Translations, Notes, and Essays. Princeton: Princeton University Press, 1983. Print.). 87 Όπως δηλώνει ο Steiner χαρακτηριστικά: «Καταρτίστε έναν κατάλογο με τους Σενέκα, Άγιο Ιερώνυμο, Λούθηρο, Ντράιντεν, Χέλτερλιν, Νοβάλις, Σλάιερμαχερ, Νίτσε, Έζρα Πάουντ, Βαλερύ, Μακ Κένα, Φραντς Ρόζεντσβάϊχ, Βάλτερ Μπένγιαμιν,
45
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
απόψεις που διαμορφώθηκαν στη Δύση αφορούν τρόπους ορθής αντιμετώπισης του κειμένου-πηγή (ελεύθερη ή πιστή μετάφραση, έμφαση στο πνεύμα ή στο γράμμα) και καταλληλότερης μεταφοράς του (κατά λέξη ή κατ’ έννοια) σε ένα νέο γλωσσικό περιβάλλον, παρά το γεγονός ότι διαχρονικά υπήρχε η άποψη –ακόμη και σήμερα υπάρχουν αυτοί που την ασπάζονται– ότι η ποίηση δεν μεταφράζεται. Εφόσον, ωστόσο, επιχειρηθεί η μετάφραση ποιητικών κειμένων, τότε δύο είναι οι κυριότερες και εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις που κυριαρχούν: είτε πρόκειται για ωχρή απομίμηση, αντίγραφο του πρωτοτύπου, είτε για ένα καθόλα νέο έργο, αυθεντικό ποίημα. Για να επιτευχθεί το δεύτερο, ορισμένοι διατείνονται ότι είναι απαραίτητο ο μεταφραστής να είναι ποιητής, καθώς, λόγω της δυσχέρειας του εγχειρήματος, μόνο ποιητές μπορούν να ανταπεξέλθουν στην πρόκληση αυτή και να δημιουργήσουν ένα έργο το οποίο θα μπορέσει να λειτουργήσει ως ποίημα στη γλώσσα-στόχο. Ενδιαφέρον, λοιπόν, προκαλεί η εξερεύνηση ορισμένων βασικών ελληνικών θεωρητικών θέσεων για τη μετάφραση της ποίησης, καθώς, όπως διαπιστώνεται, η επιρροή των δυτικών αντιλήψεων σε αυτές είναι ιδιαίτερα έντονη και εμφανής. 1.2 Η Μετάφραση στον Ελληνόγλωσσο Χώρο έως τις Αρχές του 19ου Αιώνα και η Έναρξη Θεωρητικού Διαλόγου για την Ποιητική Μετάφραση 1.2.1 Εισαγωγή
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρατέθηκαν στην προηγούμενη ενότητα, στις χώρες της δυτικής Ευρώπης ο θεωρητικός λόγος αναφορικά με την καταλληλότερη μεταφραστική προσέγγιση των πρωτότυπων ποιητικών έργων και την αντιμετώπιση των επιμέρους μεταφραστικών προβλημάτων έγινε ιδιαίτερα αισθητός από νωρίς και άρχισε να αναπτύσσεται παράλληλα με τη μεταφραστική πράξη. Στον ελληνόγλωσσο χώρο, ωστόσο, θεωρητικές απόψεις για τη μετάφραση της ποίησης δεν καταγράφονται έως το 19ο αιώνα. Όσες θέσεις είχαν διατυπωθεί τους προηγούμενους αιώνες –έστω λίγες αρχικά– αφορούσαν τη μετάφραση εν γένει και όχι την ποιητική μετάφραση. Επειδή παρ’ όλα αυτά αποτελούν τις πρώτες ελληνι-
Κουάιν – και θα έχετε σχεδόν το σύνολο εκείνων που έχουν πει κάτι θεμελιώδες ή καινούριο για τη μετάφραση» (456).
46
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 | Μετάφραση της Ποίησης: Θέσεις και Αντιθέσεις έως τον 20ό αι.
κές μεταφρασεολογικές απόψεις και προέρχονται από λόγιους οι οποίοι διαδραμάτισαν σημαντικό και καθοριστικό ρόλο στην ελληνική λογοτεχνία, γλώσσα και παιδεία, τόσο μέσω του πρωτότυπου όσο και μέσω του μεταφραστικού τους έργου, θεωρείται εξαιρετικά ενδιαφέρον να εξεταστούν περαιτέρω. 1.2.2 Θεωρητικός Λόγος για τη Μετάφραση – Πρώτες Καταγραμμένες Αντιλήψεις Ελλήνων Λογίων και Λογοτεχνών
Η παραγωγή ελληνικών μεταφράσεων άρχισε να εντείνεται από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και μετά, δίχως ωστόσο το γεγονός αυτό να συνεπάγεται την απουσία μεταφραστικής δραστηριότητας κατά τους προηγούμενους αιώνες. 88 Το αντίθετο μάλιστα· παράλληλα με την πρακτική 88
Αρκετές είναι οι μελέτες που έχουν δημοσιευτεί μέχρι στιγμής και πραγματεύονται τις μεταφράσεις που πραγματοποιήθηκαν στα ελληνικά πριν από το 18ο αιώνα. Ήδη από το Βυζάντιο πραγματοποιούνται αρκετές διασκευές, καθώς και μεταφράσεις πεζών και έμμετρων αφηγηματικών κειμένων από δυτικές και ανατολικές χώρες. Όπως υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, ο Γ. Κεχαγιόγλου, τα περισσότερα ελληνικά έργα πριν από το 18ο αιώνα, μεταξύ των οποίων ορισμένα από τα σημαντικότερα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, είναι μεταφράσεις, ελεύθερες αποδόσεις ή διασκευές ξένων έργων [στο Κεχαγιόγλου, «Ελληνικές Μεταφράσεις στον 18ο Αιώνα: “Μεταδοτικές ή Προδοτικές”· “Πιστές και Άσχημες”–“Άπιστες και Όμορφες”» 26-27∙ και στο Σύγκριση/Comparaison 9 (1998): 45-46. Εξίσου σημαντικές είναι οι πληροφορίες που παρατίθενται σχετικά με τις πολιτισμικές ανταλλαγές, τις επιδράσεις ξένων λογοτεχνιών στη νεοελληνική λογοτεχνία, τις διασκευές έργων, κ.ά. στο έργο του Γ. Κεχαγιόγλου, Από τον Ύστερο Μεσαίωνα ώς τον 18ο Αιώνα. Εισαγωγή στα Παλιότερα Κείμενα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), 2009. Τυπ.]. Χαρακτηριστικά παραδείγματα μεταφράσεων δυτικών έργων αποτελούν τα έργα: ο Πόλεμος τῆς Τρωάδος, το οποίο είναι μετάφραση του γαλλικού μυθιστορήματος Le Roman de Troie του Benoît de Sainte Maure που γράφτηκε στο 12ο αιώνα· ο Πρέσβυς Ἱππότης, το οποίο αποτελεί, σύμφωνα με το Λίνο Πολίτη, «μιὰ συντομευμένη, ξερὴ διασκευὴ σὲ λόγια γλώσσα ἑνὸς μέρους τοῦ γαλλικοῦ μυθιστορήματος Gyron le Courtois»· ο Φλόριος καὶ Πλατζιαφλόρα, το οποίο είναι διασκευή του γαλλικού μυθιστορήματος Floire et Blanchefleur· κ.ά. (για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Πολίτης, Λίνος. Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. 4η έκδ. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1985. 37-40. Τυπ.). Πολλές από τις μεταφράσεις που πραγματοποιήθηκαν υπήρξαν καθοριστικές για τη νεοελληνική λογοτεχνία, όπως λ.χ. το έργο Αραβικόν Μυθολογικόν (1757-1762) το οποίο μεταφράστηκε από τα ιταλικά στα ελληνικά και συνέβαλε στη διαµόρφωση της
47
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ενασχόλησή τους με τη μετάφραση ορισμένοι λόγιοι διατύπωσαν και θεωρητικές απόψεις για τη μεταφραστική διαδικασία και το ρόλο που θα μπορούσε να επιτελέσει η μετάφραση στην ελληνική κοινωνία. Οι πρώτες επιβεβαιωμένες θεωρητικές, παιδαγωγικές αντιλήψεις για τη μετάφραση εν γένει προέρχονται από το Ν. Σοφιανό (1544). 89 Με αφορμή, λοιπόν, τη μετάφραση του έργου Περὶ Παίδων Ἀγωγῆς του Πλουτάρχου, ο Σοφιανός, επηρεασμένος σαφώς από τον ουμανισμό του 16ου αιώνα, εκφράζει την πεποίθησή του ότι η μετάφραση δύναται να συνδράμει στην εκπαίδευση
νεοελληνικής πεζογραφίας [βλ. σχετικά στο Κεχαγιόγλου, Γιώργος. «Ο Βυζαντινός και Μεταβυζαντινός Συντίπας: Για µία Νέα Έκδοση.» Graeco-Arabica 1 (1982): 105130, 113. Τυπ.∙ βλ. επίσης στο Κεχαγιόγλου, Γιώργος. επιμ. Τα Παραμύθια της Χαλιμάς. Αραβικόν Μυθολογικόν, Τόμ. Α΄-Δ΄. Αθήνα: Εστία (σειρά Νέα Ἑλληνική Βιβλιοθήκη), 1994. Τυπ.∙ στο «H Πρώτη Έντυπη Ελληνική Μετάφραση της Διήγησης Alf Layla wa-Layla (Xίλιες και Mία Nύχτες).» Graeco-Arabica 3 (1984): 213-228. Τυπ.]∙ και στο Κεχαγιόγλου, Γιώργος. Πεζογραφική Ανθολογία. Αφηγηματικός Γραπτός Νεοελληνικός Λόγος. Τόμ. 1: Από τα Τέλη του Βυζαντίου ως τη Γαλλική Επανάσταση. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριαντα-φυλλίδη), 2001 (1η ανατ. με διορθώσεις 2003, 2η ανατ. 2009). 596-597. Τυπ., όπου και αναφέρεται ότι η ελληνική έκδοση σημείωσε «μεγάλη επιτυχία, ως τα μέσα περίπου του 20ού αι. και μεταφράστηκε στις περισσότερες βαλκανικές γλώσσες» (596). Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι αρκετά από τα λογοτεχνικά αυτά έργα αποτελούν ένα συνδυασμό πρωτότυπων ελληνικών συνθέσεων και μεταφρασμένων ή διασκευασμένων αποσπασμάτων ξένων έργων· ενδεικτικά αναφέρονται έργα της κρητικής λογοτεχνίας, όπως ο Ερωτόκριτος, η Ερωφίλη, κ.ά. [για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Κορδάτου, Γιάννη. Ἱστορία τῆς Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Ἀπό τὸ 1453 ὣς τὸ 1961). Τόμ. Α΄. Αθήνα: Βιβλιοεκδοτική, 1962. 57. Τυπ.· στο Πολίτης 66-82· στο Δημαράς, Θ. Κωνσταντίνος. Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας. Ἀπὸ τὶς Πρῶτες Ρίζες ὣς τὴν Ἐποχή μας. 9η έκδ. Αθήνα: Ἴκαρος, 2000. 99-100, 104-107. Τυπ.∙ στα λήμματα «Ερωτόκριτος» και «Ερωφίλη» στο Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα– έργα–Ρεύματα–Όροι. Αθήνα: Πατάκη, 2007. Τυπ.]. Για την ιστορία των μεταφράσεων στην Ελλάδα έως το 1821 βλ. επίσης στο Knös, Börje. L’Histoire de la Littérature Néo-grecque. La Période jusqu’en 1821. Stockholm: Göteborg-Uppsala, 1962. 129-133, 607-620. Print. 89 Όπως τονίζει και ο Κακριδής, η μεταφραστική πράξη στην Ελλάδα ξεκινά από το Ν. Σοφιανό: «Σ’ ένα από τα αιτήματα της κριτικής ωστόσο δεν μπόρεσα ν’ ανταποκριθώ: να εξετάσω δηλαδή και την ιστορία της μεταφραστικής πράξης στην Ελλάδα αρχίζοντας από το Σοφιανό» (Κακριδής, Ιωάννης. Το Μεταφραστικό Πρόβλημα. 2η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος, 1948. VI. Τυπ.).
48
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 | Μετάφραση της Ποίησης: Θέσεις και Αντιθέσεις έως τον 20ό αι.
των Ελλήνων και την αναγέννηση της παιδείας. 90 Επιπλέον, υποστηρίζει με θέρμη τη χρήση της απλής γλώσσας του λαού, μια πίστη την οποία «αντλεί και στηρίζει στη διαπίστωση ότι πολλά ευρωπαϊκά έθνη χρησιμοποιούν την καθομιλουμένη κατά τη μετάφραση κλασικών, ελληνικών έργων και σημειώνουν πρόοδο» (στο Βαρμάζης 18). Η μετάφρασή του, μάλιστα, αποτελεί την πρώτη μετάφραση αρχαιόγλωσσου πεζού κειμένου στην κοινή ελληνική της εποχής. 91 Όπως υπογραμμίζει και ο Κουτσιβίτης, «η αναγκαιότητα χρήσης γλώσσας προσιτής στον αναγνώστη, η οποία θα καθιστά προσβάσιμο το κείμενο σε όλους τους αναγνώστες, και η λειτουργία της μετάφρασης ως εργαλείου εκπαίδευσης του γένους, αποτελούν δύο από τους σημαντικότερους συντελεστές της μεταφραστικής θεωρίας στην Ελλάδα» (99) – διαπίστωση η οποία συνάγεται και από τις θέσεις του Σοφιανού παραπάνω. Συντεταγμένος με τις αντιλήψεις του Σοφιανού, ο Ευγένιος Βούλγαρης τονίζει και αυτός, τουλάχιστον κατά τα νεανικά του χρόνια, ότι η κα-
90
«ἄν ἤθελαν διαβάσει καὶ νὰ γρυκήσουν τὰ βιβλία ὁποῦ ἀφῆκαν ἐκεῖνοι οἱ παλαιοί καὶ ἐνάρετοι ἄνδρες, εὔκολα ἤθελε διορθωθῇ ἡ ἀπαιδευσία ὅπου πλεονάζει εἰς τοὺς πολλούς. Διὰ τοῦτο λοιπὸν ὥρμησα καὶ ἐγὼ ... νὰ μεταγλωττίσω καὶ νὰ πεζεύσω ἀπὸ τὰ βιβλία ὅπου νὰ εἴναι χρήσιμα καὶ ὠφέλιμα εἰς τὸ νὰ ἀνακαινισθῇ καὶ νὰ ἀναπτερυγιάσῃ ἀπὸ τὴν τόσην ἀπαιδευσίαν τὸ ἐλεεινόν γένος» (στο Κουτσιβίτης, Θεωρία της Μετάφρασης 98-99). Το πρωτότυπο έργο του Κερκυραίου λογίου Νικόλαου Σοφιανού ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ της Κοινῆς τῶν Ἑλλήνων Γλώσσης είναι διαθέσιμο στον ηλεκτρονικό κόμβο “Ανέμη” http://anemi.lib.uoc.gr της ψηφιακής βιβλιοθήκης για το νεότερο Ελληνισμό. Οι απόψεις του για τις δυνατότητες της κοινής νέας ελληνικής ως γλώσσας των επιστημών, της μετάφρασης κ.ά. κατατίθενται στο τέλος τους έργου, συγκεκριμένα στις σσ. 79-80. Επίσης, ο πρόλογος της μετάφρασης του Σοφιανού καθώς και το ίδιο το μεταφρασμένο κείμενο παρατίθενται εξολοκλήρου στο Παπαδόπουλος, Χ. Θανάσης. επιμ. Ν. Σοφιανού Γραμματική της Κοινής των Ελλήνων Γλώσσης. Αθήνα: Κέδρος, 1977. 260 κε. Τυπ. 91 Γενικότερα οι αντιλήψεις του Σοφιανού για το ρόλο της μετάφρασης και ο στόχος του ως μεταφραστή –να προσφέρει δηλαδή στον αναγνώστη ένα κείμενο απολύτως κατανοητό και να συνδράμει στην ανύψωση του μορφωτικού του επιπέδου– παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες με αυτά άλλων ευρωπαίων μεταφραστών, όπως είδαμε παραπάνω. Η προσέγγιση αυτή του Σοφιανού συναντάται, μεταξύ άλλων, στο Δάντη, ο οποίος, όπως παρουσιάσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, σέβεται μεν το πρωτότυπο, αλλά ταυτόχρονα λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες της γλώσσας-στόχου και το αναγνωστικό κοινό του κειμένου-στόχου.
49
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
θομιλουμένη δύναται να λειτουργήσει ως γλώσσα μετάφρασης. Με αφορμή, λοιπόν, τη μετάφραση ενός πεζού έργου του Βολταίρου, 92 ο Βούλγαρης ισχυρίζεται ότι η μετάφραση στα ελληνικά θα πρέπει να γίνεται στην κοινή διάλεκτο 93 και ότι ο μεταφραστής μπορεί να ζητήσει από έναν φυσικό ομιλητή της γλώσσας-στόχου να διαβάσει το μετάφρασμα, ώστε να προβεί στις απαραίτητες παρατηρήσεις που θα βελτιώσουν το τελικό κείμενο και θα διευκολύνουν την ανάγνωσή του (στο Κουτσιβίτης, Θεωρία της Μετάφρασης 100). Επιπλέον, μέσω των απόψεων που καταγράφονται στη μελέτη της εν λόγω μετάφρασης διαπιστώνεται ότι ο Βούλγαρης είχε επίγνωση των συζητήσεων που διεξάγονταν στη Δύση σχετικά με τη μετάφραση και ήταν ενήμερος για το διάλογο που συνεχιζόταν επί αιώνες αναφορικά με τη μεταφρασιμότητα ή μη των ιερών κειμένων και τον καταλληλότερο γλωσσικό τύπο για την επίτευξη του εγχειρήματος. Ο ίδιος βέβαια θεωρεί παράλογες και αβάσιμες τις θέσεις κατά της χρήσης της καθομιλουμένης, αφού η Αγία Γραφή είχε εξαρχής γραφεί σε κοινή γλώσσα, ώστε κάθε αναγνώστης να μπορεί να έχει πρόσβαση στο περιεχόμενό της και να το κατανοεί. 94 Άλλωστε, στόχος και του ίδιου ως μεταφραστή είναι η κατανόηση του κειμένου-στόχου από το αναγνωστικό κοινό.
92
Ο τίτλος του έργου είναι: Περὶ τῶν Διχονοιῶν τῶν ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις τῆς Πολονίας, Δοκίμιον Ἱστορικόν καὶ Κριτικὸν∙ Ἐκ τῆς Γαλλικῆς εἰς τὴν Κοινοτέραν τῶν Καθ’ Ἡμᾶς Ἑλλήνων Διάλεκτον Μεταφρασθέν, μετὰ καὶ Σημειωμάτων τινὼν Ἱστορικῶν καὶ Κριτικῶν (1768). Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις θεωρητικές απόψεις του Βούλγαρη για τη μετάφραση βλ. στο Κουτσιβίτης 99-102. 93 Μετά τη Γαλλική Επανάσταση, ωστόσο, παρατηρείται ότι ο Βούλγαρης «ἀποδοκιμάζ[ει] τὶς ἰδέες τῶν νεωτέρων, τὸν ἴδιο τὸν Βολταῖρο ὀνομαστικά, καὶ [γίνεται] σύμβολο τῶν ἀρχῶν ἐναντίον τῶν ὁποίων εἶχε ἄλλοτε ἀγωνισθεῖ» (στο Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός 15· η υιοθέτηση διαφορετικής στάσης εκ μέρους του Βούλγαρη επισημαίνεται και στο Δημαράς, Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας 175). Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, το γεγονός ότι ο Βούλγαρης μετέφρασε τα Γεωργικά και την Αινειάδα του Βιργιλίου στην αρχαΐζουσα και όχι στην κοινή νέα ελληνική την οποία υποστήριζε κατά τα νεανικά του χρόνια. 94 «Ἀποκρίνονται οἱ ἀπαγορευταὶ τῆς τῶν Γραφῆς ἀναγνώσεως, ὅτι δὲν εἶναι συμφέρον νὰ μεταφράζονται αἱ θεῖαι Γραφαὶ εἰς τὰς γλώσσας τὰς κοινὰς ταύτας καὶ πεπατημένας· Διατὶ τοῦτο; διατὶ εἰς τὰς τοιαῦτας διαλέκτους κακῶς καὶ ἐπισφαλῶς μεταφράζονται; ἤ διατὶ ἀπὸ ὅλους εὔκολα τότε νοοῦνται; Εἱ μὲν διὰ τὸ πρῶτον ἔστω λοιπὸν ἡ κακὴ καὶ επισφαλὴς μετάφρασις ἀπηγορευμένη, ὄχι ἡ τῶν ἱερῶν λογίων ἀνάγνωσις· ταύτην ἡ Ἑκκλησία τὴν συγχωρεῖ καὶ τὴν παραγγέλλει, ἐκείνην τὴν κατακρίνει, καὶ ἄν εἶναι δεκτικὴ διορθώσεως τὴν ἐπανορθοῖ, ἄν ὄχι, τὴν ἐκσυρίττει καὶ τὴν
50
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 | Μετάφραση της Ποίησης: Θέσεις και Αντιθέσεις έως τον 20ό αι.
Η σπουδαιότητα των θεωρητικών απόψεων των δύο παραπάνω λογίων είναι μεγάλη· παρ’ όλα αυτά, παρατηρείται ότι έως τα μέσα του 18ου αιώνα δεν είχε εκδηλωθεί ακόμη μεγάλος θεωρητικός προβληματισμός αναφορικά με τη μετάφραση του ποιητικού λόγου στον ελληνόγλωσσο χώρο, αν και μεταφράζονταν ποιητικά έργα, όπως π.χ. τα ομηρικά έπη και άλλα πολλά. Ωστόσο, η μελέτη του Βούλγαρη λειτούργησε ως εφαλτήριο και αποτέλεσε ουσιαστικό βήμα προς τη διαμόρφωση μιας σαφώς πιο ολοκληρωμένης θεώρησης της μετάφρασης λίγα χρόνια αργότερα από το Δ. Καταρτζή. Πράγματι, φαίνεται πως στα τέλη του 18ου αιώνα αρχίζει να διαμορφώνεται συγκροτημένη θεωρητική αντίληψη για τη μετάφραση. Στον πρόλογο της μετάφρασης του La Science du Gouvernement του Réal de Curban καταγράφονται για πρώτη φορά στη νεοελληνική γλώσσα ολοκληρωμένες θέσεις για τη μετάφραση και ο Καταρτζής φροντίζει να το επισημάνει: «ὄξου ἀπὸ τὴν πρώτη μεθοδική μετάφρασι, ἰδοὺ τὸ αὐτὸ εἶναι καὶ πρώτη συγγραφὴ στὰ ῥωμαῖκα μὲ ἀρχαῖς καὶ στοιχεῖα τῆς γλώσσας μας» (311). Όπως ήταν αναμενόμενο δύο ήταν τα κυριότερα ζητήματα που απασχόλησαν τον Καταρτζή: «η (εκ)παίδευση του γένους και η πρόκριση συγκεκριμένου γλωσσικού οργάνου για το γραπτό λόγο» 95 (Κεχαγιόγλου 31). Σε σύμπνοια με τις απόψεις των δύο παραπάνω λογίων για τις δυνατότητες της καθομιλουμένης ελληνικής γλώσσας και το σχετικό διάλογο
ἀποβάλλει. Εἰ δὲ διὰ τὸ δεύτερον, τίνα λόγον ἔχει τὸ νὰ συγχωροῦμεν νὰ ἀναγινώσκονται καὶ νὰ μὴ συγχωροῦμεν τὸ νὰ γινώσκονται; ἄραγε γινώσκεις ἅ ἀναγινώσκεις; Ἔπειτα τὶς δὲν ἠξεύρει ὅτι αἱ γλῶσσαι εἰς τὰς ὁποίας τὸ κατ’ ἀρχὰς αἱ θεῖαι Γραφαὶ ἐξεδόθησαν ἦσαν καὶ αὐταὶ τοῖς πᾶσι κοιναί; καὶ τὶς δὲν ἠξεύρει καὶ τοῦτο, ὅτι ἄνωθεν αἱ Γραφαὶ μετεφράσθησαν εἰς διαφόρους διαλέκτους, κατὰ τὴν διαφορὰν τῶν ἐθνῶν ὁποὺ ἔμελλον νὰ τὰς ἀναγινώσκωσιν;» (στο Κουτσιβίτης 102). 95 Σύμφωνα με τον Κεχαγιόγλου, τα σημαντικότερα ζητήματα της εποχής που διατυπώθηκαν με αφορμή τη μετάφραση τόσο από τον Καταρτζή όσο και από τον Μοισιόδακα είναι τα εξής: «η (εκ)παιδευτική προσέγγιση–ανάπτυξη ξένων επιτευγμάτων, δυτικών και ανατολικών (όπως, π.χ., με τον σχηματισμό ‘βασικής [ξένης] βιβλιοθήκης’ σε μετάφραση) και η πρόκριση συγκεκριμένου ελληνικού γλωσσικού οργάνου για τον γραπτό λόγο» [για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Κεχαγιόγλου, «Ελληνικές Μεταφράσεις στον 18ο Αιώνα: “Μετα-δοτικές ή Προδοτικές”∙ “Πιστές και Άσχημες”–“Άπιστες και Όμορφες”» 30-31∙ και στο Σύγκριση/Comparaison 9 (1998): 4546].
51
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
που είχε αναπτυχθεί, 96 ο Καταρτζής δηλώνει ότι είναι απαραίτητη η χρήση και συγγραφή στη γλώσσα «ποὺ λαλοῦμε, νοοῦμε καὶ γράφουμε σ’ ὅλην τὴ ζωή μας» 97 (327). Παρότι αντιλαμβάνεται ότι η κοινή ομιλουμένη έχει ελλείψεις, επιλέγει να χρησιμοποιήσει στη μετάφρασή του τη γλώσσα που χρησιμοποιούν οι Έλληνες της εποχής του, 98 ενσωματώνοντας, μόνο όπου κρίνεται απαραίτητο, λέξεις από ξένες γλώσσες αλλά και ελληνικές λέξεις
96
Με αφορμή τη μετάφραση της Ηθικής Φιλοσοφίας του Muratori (1761), o Ιώσηπος Μοισιόδακας διατυπώνει τον προβληματισμό του ως προς τον κατάλληλο γλωσσικό τύπο για τη μετάφραση της εν λόγω πραγματείας και τονίζει και αυτός ότι μέσω της μετάφρασης δοκιμάζεται η κοινή ελληνική γλώσσα και αποκαλύπτονται οι πραγματικές της δυνατότητες: «Μὲ τὴν ἀφορμὴν τῆς μεταφράσεως ἀπαρατήρησα καὶ τὴν φυσικὴν ἰδιότητα τοῦ κοινοῦ ὕφους. Τὸ ὕφος αὐτὸ καθ’ ἑαυτὸ μοῦ ἐφάνη ἔντονον, ἐμφαντικόν, εὐφραδές, ἀλλά κατὰ τὸ αὐτὸ καὶ παντελῶς ἐλλιπές» (στο Κιτρομηλίδης, Μ. Πασχάλης. Ιώσηπος Μοισιόδαξ: Οι Συντεταγμένες της Βαλκανικής Σκέψης το 18ο Αιώνα. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1985. 335. Τυπ.). Παρά τις αδυναμίες, ωστόσο, της κοινής γλώσσας, αποφάσισε να προτιμήσει «τὸ κοινὸν ὄφελος» καθώς στόχος του ως μεταφραστή είναι να παράγει σαφές και κατανοητό κείμενο (332). Όπως ο Βούλγαρης και ο Καταρτζής, έτσι και ο Μοισιόδακας δηλώνει πως έκρινε «αναγκαία την υιοθέτηση ενός απλουστευμένου γλωσσικού τύπου ως εκπαιδευτικού οργάνου» (στο Vitti, Mario. Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Αθήνα: Εκδόσεις Οδυσσέας, 2003. 147. Τυπ.). 97 «δὲν κατορθώνεται ἀλλιῶς, παρὰ ὅταν μποροῦμε πρόχειρα καὶ γρήγορα νὰ καταλαβαίνουμε τῇς ἰδέαις τῶν ἄλλων, καὶ ὅταν μποροῦμε νὰ κοινολογοῦμε ὁμοίως τὸ τὶ ξέρουμε σ’ ἄλλους, ὅ ἐστί σὰ συγγράφουμε ὅλοι στὴ γλῶσσα ποὺ λαλοῦμε, νοοῦμε καὶ γράφουμε σ’ ὅλην τὴ ζωή μας» (Καταρτζής, Δημήτριος. Τα Ευρισκόμενα. Αθήνα: Ερμής, 1970. 327. Τυπ.). 98 Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι στα ίδια τα έργα του υπάρχει διακύμανση· αν και ο Καταρτζής εξέφραζε αρχικά την πεποίθηση ότι η δημοτική γλώσσα, η «φυσική», όπως την αποκαλούσε, ήταν η μόνη στην οποία έπρεπε να συγγράφονται βιβλία για την αγωγή του έθνους, στη συνέχεια αναγκάστηκε να αποδεχτεί μια μικτή γλώσσα, την «αιρετή» (για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Καταρτζής, Δημήτριος. «Σχέδιο ὅτ’ ἡ Ρωμαίικια Γλῶσσα... .» Δοκίμια. Επιμ. Κ. Θ. Δημαράς, Αθήνα: Ερμής, 1974. 622. Τυπ.· στο Δημαράς, Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας 197-200· και στο Πολίτης 96). Τη μέση οδό ακολουθεί αργότερα και ο Πολυλάς, όπως θα φανεί παρακάτω, με τη χρήση ενός γλωσσικού τύπου που συνδύαζε τόσο στοιχεία της καθαρεύουσας όσο και της καθομιλουμένης. Σχετικά με τις απόψεις του Καταρτζή για τις δυνατότητες της «φυσικής» γλώσσας και τη χρήση της στο γραπτό λόγο, βλ. επίσης στο Vitti 147-148· και στο Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός 201-203.
52
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 | Μετάφραση της Ποίησης: Θέσεις και Αντιθέσεις έως τον 20ό αι.
και φράσεις που χρησιμοποιούσαν παλαιότερα (314-315)· γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό, εάν ληφθεί υπόψη η δεσπόζουσα τάση της εποχής και η κυριαρχία της αρχαΐζουσας στο γραπτό λόγο. Επιπλέον, η θέση αυτή αποκαλύπτει το στόχο του ως μεταφραστή – να παράγει δηλαδή κατανοητό, προσιτό κείμενο στο μέσο αναγνώστη. Για το λόγο αυτό άλλωστε επισημαίνει ότι η δουλική πιστή απόδοση του πρωτοτύπου πρέπει να αποφεύγεται, καθώς η γλώσσα-στόχος έχει τον «ιδιωτισμό» της (325) και η μετάφραση θα πρέπει να ακολουθεί το «γκένιο της γλώσσας». 99 Η στάση αυτή του Καταρτζή απορρέει και από την επαφή του με τις κυρίαρχες αντιλήψεις στη Δύση. Ο Καταρτζής ήταν άκρως ενημερωμένος για τη μεταφραστική πρακτική στην Ευρώπη –κυρίως στη Γαλλία και στην Αγγλία– και τον γλωσσικό τύπο που επέλεγαν οι μεταφραστές· δηλαδή, τον απλό λόγο που χρησιμοποιούσαν οι αναγνώστες στην καθημερινότητά τους. Για το λόγο αυτό δηλώνει ότι, αν και αναγνωρίζει πως είναι ένας από τους δυσχερέστερους στόχους που θέτει, μια από τις πιθανές και περισσότερο ωφέλιμες λύσεις θα ήταν η χρήση της καθομιλουμένης (316). Η άποψη αυτή συνδέεται και με την πεποίθησή του για τη χρησιμότητα της μετάφρασης στην εκπαίδευση του απαίδευτου έθνους: Ὅτι λοιπὸν αὐτὸ τὸ βιβλίον εἶν’ ἀναγκαῖο αὐτὸ καθ’ αὐτό, ἡ ἐπιγραφή του τὸ φανερώνει, ὤντας ἐπιστήμη πολιτικῶν, καὶ ὁ ἴδιος συγγραφεὺς στὰ προλεγόμενά του τὸ ἀποδείχνει, ἀλλὰ κ’ ἡ μετάφρασί του ἔχει ἰδιαίτερη κάποια λυσιτέλεια, τὸ νὰ μπορῇ ἕνας νέος ποὺ σπουδάζει ἢ καὶ σπούδαξε φραντζέζικα νὰ τὴν μελετᾷ, παραβάλλωντάς την μὲ τὸ κείμενο, γιατὶ πληροφορεῖται καλὰ καλὰ στῇς σημασίαις ποὺ ἐπιπολαίως ἢ πλημμελῶς ἔμαθε ἢ μαθαίνει ἀπὸ δασκάλους ποὺ δὲν ξέρουν τὴ γλῶσσα μας, καὶ στὸν αὐτὸν καιρὸ ἐξ ἐπιμέτρου κερδαίνει πλῆθος ἀνθηραῖς καὶ εὔσημαις ἐλληνικαῖς λέξες καὶ ὅρους καθὼς μπαίνουν σὲ χρῆσι εἰς τὰ ῥωμαῖκα· προσέτι δύναται αὐτὴ νὰ χρησιμεύσῃ καὶ σ’ ἐκεῖνον ποὺ βουληθῇ νὰ κάμῃ παρόμοιον κόπο μεθοδικό, νὰ μεταφράσῃ ἄλλο τίποτες, ὁποὺ καὶ νὰ δουλεύεται ἡ γλῶσσα μας καὶ νὰ ἀποχτοῦμε καὶ βιβλία στὰ ῥωμαῖκα μὲ τωριναῖς λογαριασμέναις ἰδέαις, γιὰ νὰ φωτίζεται τὸ ἔθνος μας καὶ νὰ
99
Βλ. στο Καταρτζής, «Σχέδιο ὅτ’ ἡ Ρωμαίικια Γλῶσσα...» 9.
53
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
γίνεται κοινὴ ἡ προκοπὴ μὲ τὸν ἴδιον τρόπο ποὺ γένηκε καὶ στὰ ἄλλα ἔθνη … . (327).
Παρότι, ωστόσο, η εν λόγω μελέτη του Καταρτζή και τα όσα αυτή πραγματεύεται είναι αναμφίβολα ιδιαίτερα σημαντικά, τόσο ώστε να ωθήσουν τον Κουτσιβίτη να ισχυριστεί ότι «το 1784 μπορεί να θεωρείται αβίαστα το γενέθλιο έτος της μεταφρασιολογίας στη νεότερη Ελλάδα» (113), διαπιστώνεται ο σχεδόν ανύπαρκτος προβληματισμός για τη μετάφραση της ποίησης μέχρι και την περίοδο αυτή. Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι από τα τέλη του 18ου αιώνα αρχίζουν να πληθαίνουν οι φωνές που υποστηρίζουν την ενασχόληση με τη μετάφραση και ο θεωρητικός προβληματισμός μεγαλώνει, ακόμη και οι απόψεις ορισμένων αξιόλογων λογοτεχνών της εποχής αφορούν τη μετάφραση εν γένει και όχι αποκλειστικά του ποιητικού λόγου. Είναι αξιοσημείωτο, βέβαια, το γεγονός ότι το ενδιαφέρον για τη μετάφραση παραμένει συνδεδεμένο με το κοινό όφελος, την παγίωση ενός γλωσσικού τύπου και την πνευματική αναγέννηση. Ο Κοραής, λ.χ., «ἀπὸ τὸ 1809 θεώρησε ἀπαραίτητη τὴν χρηματοδότηση ἀπὸ τὸ πανελλήνιο ἔρανο τῆς μετάφρασης ὠφέλιμων βιβλίων ὡς ἑνὸς ἀπὸ τοὺς χρησιμότερους ἀγωγοὺς φώτων» 100 (Κασίνης, Διασταυρώσεις Β΄ 11). Δεν παραμένει, ωστόσο, απλώς στην εν λόγω διαπίστωση∙ έχοντας μεταφράσει το Περὶ Ἁμαρτημάτων καὶ Ποινῶν, Πολιτικῶς Θεωρουμένων Σύγγραμμα του Beccaria (1802), αναγνωρίζει ότι ανακύπτουν δυσκολίες σχετικά με τον έμμετρο λόγο, την ελληνική γλώσσα – αφού όπως τονίζει είναι «ἐργάται γλώσσης ἀκόμη ἀνεργάστου καὶ ἀγνάπτου», καθώς και την έλλειψη βοηθημάτων. 101 Επίσης, αν και τρέφει ενδοιασμούς για την ποιότητα των μεταφρασμάτων και εμφανίζεται απογοητευμένος από τις ήδη υπάρχουσες μεταφράσεις, κυρίως λόγω της υπερβολικής χρήσης δανείων και της μη υπεράσπισης της
100
Ο Κοραής πίστευε στη «μετεκένωση της δυτικής παιδείας στην Ελλάδα και στην ανανέωση της γνωριμίας του νέου ελληνισμού με την γραμματεία των αρχαίων». Η μέση οδός του Κοραή εκφράζει, σύμφωνα με το Δημαρά, «καλύτερα ἀπὸ ὁτιδήποτε τὸ προοδευτικὸ ἀλλὰ ὄχι ἐπαναστατικὸ πνεῦμα τοῦ Διαφωτισμοῦ» (Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός 19). 101 Βλ. την επιστολή του προς τον Κ. Βαρδαλάχο (24.6.1814) στο Κοραής, Αδαμάντιος. Αλληλογραφία. Τόμ. 3. Επιμ. Κ. Θ. Δημαράς. Αθήνα: Ερμής, 1979. 301-303. Τυπ.
54
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 | Μετάφραση της Ποίησης: Θέσεις και Αντιθέσεις έως τον 20ό αι.
ελληνικής γλώσσας, 102 δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει ο Κοραής με όσους ισχυρίζονται ότι η μετάφραση δεν ωφελεί μόνο τους μεταφραστές μέσω της άσκησης, αλλά κυρίως τη γλώσσα-στόχο. 103 Ως εκ τούτου, πιστεύει ότι ο μεταφραστής δεν πρέπει να προσκολλάται στην απόδοση της μορφής του πρωτοτύπου, αλλά αντίθετα να παραμένει πιστός και ακριβής στην έννοια αυτού μεταφράζοντας ελεύθερα («traduction libre, ὡς λέγουν οὔτοι»). 104 Σύμφωνα με την παραπάνω θέση του Κοραή, φαίνεται πως δεν απορρίπτει την απόδοση ποιητικών έργων σε πεζό λόγο· το αντίθετο μάλιστα, ενθαρρύνει την υιοθέτηση αυτής της στρατηγικής σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η πιστή απόδοση ζημιώνει τόσο το κείμενο-πηγή όσο και το κείμενο-στόχο. 105 Παρόμοιες είναι οι θέσεις και του Ρήγα, ο οποίος θεωρεί τη μετάφραση ωφέλιμη για τους μεταφραστές και τους αναγνώστες και υπογραμμίζει την ανάγκη να διατηρείται το χρώμα της γλώσσαςστόχου. 106 Συνεπώς, τόσο ο Κοραής όσο και ο Ρήγας κρίνουν πως ο μετα102
Βλ. την επιστολή του προς τον Α. Βασιλείου (12.4.1805) στο Κοραής, Αδαμάντιος. Αλληλογραφία. Τόμ. 2. Επιμ. Κ. Θ. Δημαράς. Αθήνα: Εστία, 1966. 253. Τυπ. 103 Όπως αναφέρει ο Κοραής: «Ὅλα τὰ καλὰ τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης δύνανται νὰ τὰ μιμῶνται εἰς τὴν κοινήν· διότι, ὅστις σπουδάζει νὰ μεταφέρῃ τὰ καλῶς ἑλληνιστί ἐκφρασθέντας εἰς φράσιν καλὴν τῆς κοινῆς γλώσσης, καί τὴν κρίσιν του γυμνάζει καὶ τὴν ἰδίαν αὑτοῦ γλῶσσαν φέρει εἰς τελειότητα» (Κοραής, Αδαμάντιος. Προλεγόμενα στους Αρχαίους Έλληνες Συγγραφείς και η Αυτοβιογραφία Του. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1984. 176. Τυπ.). Επίσης, δηλώνει: «ἄν ὅχι ἄλλο, γυμνάζεσαι εἰς τὴν μετάφρασιν, καί γνάπτεις ἐνταυτῷ τὴν ἄγναπτόν μας γλῶσσαν, τῆς ὁποίας τό ἀμόρφωτον ὠνόμασα δευτέραν πηγήν τῶν κοινῶν εἰς ὅλους μας σφαλμάτων» (στο Κουτσιβίτης, Θεωρία της Μετάφρασης 115). 104 Βλ. την επιστολή του προς τον Α. Βασιλείου (20. 3.1806) στο Κοραής, Αλληλογραφία Τόμ. 2. 312˙ και την επιστολή του προς τον Κ. Κοκκινάκη (5.9.1816) στο Κοραής, Αλληλογραφία Τόμ. 3. 502-503. Είναι εμφανής ο διάλογος του Κοραή με απόψεις γάλλων μεταφραστών και η επαφή με τη γαλλική γραμματεία. 105 Βλ. την επιστολή του προς τον Α. Βασιλείου (29.12.1814) στο Κοραής, Αλληλογραφία Τόμ. 3. 358. 106 Με αφορμή τη μετάφραση έξι διηγημάτων από το πολύτομο έργο Les Contemporaines του Rétif de la Bretonne, ο Ρήγας δηλώνει ότι: «Ἡ μετάφρασίς μου εἶναι ἐλευθέρα, ἤγουν μόνον κατὰ νόημα (ἐπρόσθεσα καὶ μερικὰ) ἐπειδὴ καὶ, ἄν ἀκολουθοῦσα κατὰ λέξιν τὸν συγγραφέα, μὲ φαίνεται πῶς δὲν ἐγίνετο κατάλληλος μὲ τὸ ὕφος τῆς γλώσσης μας, διατὶ ἔχει ἡ κάθε μία τὸν ἰδιωτισμὸν της» (στο Πίστας, Σ. Παναγιώτης. ἐπιμ. «Πρὸς τοὺς Ἀναγνώστας.» Σχολεῖον τῶν Ντελικάτων Ἑραστῶν. Αθήνα: Ἐστία, 1974. 221. Τυπ.· και στο Κουτσιβίτης 115-116). Η πεποίθηση βέβαια του Ρήγα για τον «ιδιωτισμό» της κάθε γλώσσας συναντάται και στον Καταρτζή, όπως
55
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
φραστής οφείλει να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στα χαρακτηριστικά και το ύφος της γλώσσας-στόχου, υποστηρίζοντας και οι δύο τη μεταφορά των νοημάτων και ιδεών του πρωτοτύπου και όχι τη διατήρηση των λέξεων και της μορφής του. Διαφαίνεται, επίσης, από τις απόψεις που εξετάστηκαν μέχρις στιγμής, αλλά και από αυτές άλλων λογοτεχνών, 107 ότι ο προβληματισμός που υπήρχε αφορούσε, ως επί το πλείστον, ζητήματα γλωσσικού τύπου και ύφους. Κλείνοντας τη σύντομη αυτή παρουσίαση μερικών πτυχών της μεταφραστικής δραστηριότητας που αναπτύχθηκε στον ελληνόγλωσσο χώρο έως τα τέλη κυρίως του 18ου αιώνα και των μεταφρασεολογικών απόψεων που διατυπώθηκαν, δύναται να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο θεωρητικός διάλογος για τη μετάφραση ήταν αρχικά ιδιαίτερα πενιχρός. Από το 1750 και μετά, ωστόσο, η ενασχόληση των ελλήνων λογίων με τη μετάφραση και τα προβλήματά της γίνεται πιο συνειδητή. Η αδιάλειπτη πρόσβαση και η ολοένα αυξανόμενη επαφή τους τόσο με λογοτεχνικά όσο και με επιστημονικά έργα της Δύσης, τα οποία λειτούργησαν ως πηγή μίμησης αλλά και έμπνευσης, δημιούργησαν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη απόψεων για τη μετάφραση. Πρόκειται για την περίοδο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, 108 απότοκο της επαφής των Ελλήνων με τα είδαμε παραπάνω. Επίσης, την άποψη του Ρήγα για την εκάστοτε γλώσσα και τη μετάφραση φαίνεται πως υιοθετεί ο Βάλβης, όπως θα δούμε παρακάτω. 107 Βλ. ενδεικτικά τις απόψεις του Ροΐδη για τη μετάφραση όπως τις διατύπωσε στον πρόλογο της μετάφρασης του Οδοιπορικού του Σατωμπριάν (1860). Μεταξύ άλλων ο Ροΐδης τονίζει ότι κατά τη μετάφραση του έργου έκρινε σημαντικότερο να μεταφέρει το νόημα, τις έννοιες του πρωτοτύπου, παρά τις λέξεις (Ροΐδου, Ἐμμανουὴλ. Ἅπαντα. Τόμ. Α΄ (1860-1867). Φιλολ. ἐπιμ. Ἄλκης Ἀγγέλου. Ἀθήνα: Ἐκδ. Ἑρμῆς, 1978. 27. Τυπ.). Με απολογητικό ύφος, ωστόσο, ζητά συγγνώμη για την απομάκρυνσή του από την «κατά λέξιν» μετάφραση, αποκαλύπτοντας τη δεσπόζουσα τάση της εποχής. Όσον αφορά στο γλωσσικό τύπο που επιλέγει για τη μετάφραση, δηλώνει πως προτιμά την καθαρεύουσα, αποφεύγοντας τους «ξενισμούς» και «αρχαϊσμούς», ενώ χρησιμοποιεί την καθομιλουμένη όπου κρίνεται ότι αντιστοιχεί καλύτερα στη γαλλική φράση (Ροΐδης 28). 108 Το πρόβλημα του Διαφωτισμού στην Ευρώπη ήταν κυρίως πρόβλημα αγωγής. Συνεπώς ήταν απαραίτητη η επίλυση του ζητήματος του γλωσσικού οργάνου της αγωγής. Στην Ελλάδα, ωστόσο, το ζήτημα της γλώσσας δεν αφορούσε απλώς τη μεταφορά κειμένων από τη ξένη, λατινική γλώσσα στην ελληνική γλώσσα, αλλά την ίδια τη γλώσσα των προγόνων. Με βάση τη διαπίστωση αυτή, ορισμένοι υποστήριζαν την ανάγκη εξέλιξης της γλώσσας και την καθιέρωση της καθομιλουμένης, ενώ άλλοι
56
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 | Μετάφραση της Ποίησης: Θέσεις και Αντιθέσεις έως τον 20ό αι.
δρώμενα στη Γαλλία, της οποίας τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα είναι η γλωσσομάθεια και οι μεταφράσεις 109 (Δημαράς, Νεοελ. Διαφωτισμός 27). Δεν προκαλεί εντύπωση, λοιπόν, το γεγονός ότι τα έργα που μεταφράζονταν στα ελληνικά την περίοδο αυτή αφορούσαν κυρίως «νεώτερα καί νεωτερικά ἔργα» της Γαλλικής λογοτεχνίας (Δημαράς, Ελλην. Ρωμαντισμός 26) και ότι αναπτύχθηκε σημαντικός διαγλωσσικός διάλογος με τη γαλλική γραμματεία. Επομένως, ο 18ος αιώνας λειτούργησε ως καταλύτης για την αύξηση της μεταφραστικής δραστηριότητας τον αιώνα που ακολούθησε, κατά τη διάρκεια του οποίου πραγματοποιήθηκε μεγάλος όγκος μεταφράσεων αλλά και ικανοποιητικός αριθμός μελετών για βασικά ζητήματα της μετάφρασης, προερχόμενων όχι μόνο από τους πανεπιστημιακούς και λογίους του ελληνικού κράτους και των Επτανήσων, αλλά και από το σύνολο σχεδόν των ελλήνων ποιητών∙ άλλωστε, δεν ήταν λίγοι όσοι είχαν αρχίσει να επισημαίνουν τη συμβολή των μεταφράσεων στην εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού. 110 Παρ’ όλα αυτά, αν και στο εξωτερικό η μετάφραση της ποίησης είχε αρχίσει να εγείρει θεωρητικές συζητήσεις από τους πρώτους κιόλας αιώνες των νεότερων χρόνων, στον ελληνόγλωσσο χώρο δεν παρατηρείται ανάλογο φαινόμενο, τουλάχιστον έως και τα τέλη του 18ου αιώνα∙ όπως διαπιστώνεται και από τις παρατειθέμενες απόψεις παραπάνω, όσοι τοποθετήθηκαν θεωρητικά για τη μετάφραση το έπραξαν έκριναν πως η κοινή ελληνική ήταν ακόμα ακαλλιέργητη και αδύναμη να αντικαταστήσει την άρτια, αρχαία ελληνική γλώσσα (στο Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός 16). Η διένεξη για το γλωσσικό όργανο του έθνους και συνακόλουθα της λογοτεχνίας, επηρέασε και τους έλληνες ποιητές που θα εξεταστούν παρακάτω, όχι μόνο αναφορικά με τα πρωτότυπά τους έργα, αλλά και με τις μεταφράσεις τους. 109 Αξίζει να σημειωθεί, βέβαια, ότι εντοπίζονται διακειμενικές σχέσεις ελληνικών έργων με ευρωπαϊκά έργα νωρίτερα, γεγονός το οποίο υποδηλώνει ότι η επαφή με τη Δύση είχε ξεκινήσει πριν από την περίοδο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και εκδηλωνόταν μέσω άλλων μορφών και όχι κατ’ ανάγκη μέσω μεταφράσεων από έλληνες λογίους και λογοτέχνες (βλ. σχετικά στο Πολίτης, Λίνος. «Λογοτεχνία Νεοελληνική και Ευρωπαϊκή.» Θέματα της Λογοτεxνίας μας (Πρώτη σειρά). 2η έκδ. Θεσσαλονίκη: Κωνσταντινίδης, χ.χ. 153-174. Τυπ.). 110 Μεταξύ αυτών και ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, ο οποίος επαινεί ορισμένες μεταφράσεις ξένων μυθιστορημάτων στα ελληνικά, υπογραμμίζοντας τη σημασία της μετάφρασης στη νεοελληνική λογοτεχνία (Rangabé, R. Alexander. Histoire Littéraire de la Grèce Moderne. Paris: Calmann Lévy, 1877. 142. Print.).
57
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
με αφορμή άλλα είδη λογοτεχνικών κειμένων καθώς και με επιστημονικά έργα. 1.2.3 «Περὶ Μεταφράσεως Ποιητῶν»
Όπως καταδεικνύεται από την προηγούμενη ενότητα, η έλλειψη έντονου στοχασμού και προβληματισμού για τη μετάφραση της ποίησης πριν από το 19ο αιώνα ήταν ιδιαίτερα έντονη. Αίσθηση και εντύπωση προκαλεί η μελέτη του Σταμάτη Βάλβη στα τέλη του 19ου αιώνα, 111 η οποία αποτελεί αναμφίβολα την πιο ολοκληρωμένη μελέτη στα ελληνικά μέχρι τότε και η οποία είναι εξολοκλήρου αφιερωμένη στη θεωρία της μετάφρασης της ποίησης. Την απουσία ανάλογων κειμένων στην ελληνική επισημαίνει, άλλωστε, και ο ίδιος ο Βάλβης στην εισαγωγή της πραγματείας του, αποτιμώντας την κατάσταση: Καίτοι πολλαὶ παρ’ ἡμῖν ἐξεδόθησαν ποιητῶν μεταφράσεις, ὅμως οὐδεὶς ἐπεχείρησε νὰ διαλάβῃ περὶ τοῦ τρόπου, καθ’ ὅν ὀφείλει νὰ γίνηται ἡ μετάφρασις ἔργου ποιητικοῦ. Ἐγράφησαν μὲν βραχέα τινὰ περὶ τούτου ἐν τοῖς προλόγοις μεταφράσεών τινων ἀλλὰ ταῦτα μᾶλλον πρὸς ἀπολογίαν ἢ πρὸς ἀμερόληπτον ἐξακρίβωσιν τῆς ἀληθείας. Τούτου ἕνεκεν ἐπιχειροῦμεν ἐν ταῦτῃ τῇ διατριβῇ νὰ πραγματευθῶμεν περὶ μεταφράσεως ποιητῶν, ἁπτόμενoι πάντων ἐν γένει τῶν ζητημάτων τῶν ἀναγoμένων εἰς το ἡμέτερον θέμα (16).
Πράγματι το κείμενο του Βάλβη περιλαμβάνει απόψεις για θεμελιώδη ζητήματα της μετάφρασης του ποιητικού λόγου, μεταξύ των οποίων και τα τρία πιο πολυσυζητημένα – α) μεταφρασιμότητα της ποίησης, β) προτίμηση έμμετρης ή πεζής μετάφρασης, και γ) πιστότητα: ελεύθερες, κατά λέξη ή κατ’ έννοια μεταφράσεις.
111
Τα αποσπάσματα που παρατίθενται έχουν ανακτηθεί από τον ηλεκτρονικό κόμβο “Ανέμη” http://anemi.lib.uoc.gr της ψηφιακής βιβλιοθήκης για το νεότερο Ελληνισμό. Το κείμενο διατίθεται σε ψηφιακή έκδοση ως τμήμα του βιβλίου Φιλολογικὰ Μελετήματα, που εκδόθηκε το 1890. Επίσης, παραθέματα του πονήματος «Περί Μεταφράσεως Ποιητών» παρουσιάζονται στο Κασίνης, Διασταυρώσεις 72-77· και στο Κουτσιβίτης, Θεωρία της Μετάφρασης 124-131. Ολόκληρο το κείμενο περιλαμβάνεται στο Κασίνης, Οικονόμειος Μεταφραστικός Αγών 697-707, όπως ακριβώς δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αθήναιον 7 (1878): 167-178. Τυπ.
58
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 | Μετάφραση της Ποίησης: Θέσεις και Αντιθέσεις έως τον 20ό αι.
Το πρώτο ζήτημα το οποίο θίγει ο Βάλβης είναι η δυνατότητα μετάφρασης της ποίησης· ένα θέμα που αποτελεί ακόμη και στις μέρες μας σημείο τριβής και αντιπαράθεσης μεταξύ μεταφραστών και φιλολόγων και όχι μόνο. Εξετάζει, λοιπόν, ο Βάλβης αρχικά τις απόψεις όσων θεωρούν ανέφικτη την ποιητική μετάφραση: Καὶ πρῶτον ὑπάρχει τὸ ζήτημα ἄν μεταφράζωνται οἱ ποιηταί. Πολλοὶ ἀπεκρίθησαν είς τοῦτο ἀποφατικῶς, φρονοῦντες ὅτι ἀδύνατον εἶνε νὰ μετενεχθῇ ἀκριβῶς ποίημά τι ἀπό τινος γλώσσης εἰς ἄλλην, μάλιστα δ’ ἐκ παλαιᾶς εἰς νεωτέραν. ... [Η]μεῖς δὲ παραθέτομεν ἐνταῦθα τὴν κρίσιν τοῦ Λαμαρτίνου. ... Ὁ ἔξοχος οὗτος ἀνήρ ἐν τῷ λαμπρῷ αὑτοῦ λόγῳ, ὃν ἐξεφώνησεν ἐν τῇ Γαλλικῇ Ἀκαδημίᾳ γενόμενος μέλος αὐτῆς, διαλαμβάνων περὶ τῆς ὑπò τοῦ Daru γενομένης μεταφράσεως τοῦ Ὁρατίου, παρατηρεῖ τὰ ἑξῆς· «Οὐδεὶς μεταφράζεται, ἡ ἀτομικότης τῆς γλώσσης καὶ τοῦ ύφους εἶνε ἀμετάδοτος ὡς πᾶσα ἄλλη ἀτομικότης. Ἡ ἔννοια τò πολὺ μεταγγίζεται 112 ἀπό τινός γλώσσης εἰς ἄλλην, ἀλλ’ ἡ μορφὴ τῆς ἐννοίας, τò χρῶμα καὶ ἡ ἁρμονία αὐτῆς διαφεύγουσι· καὶ τίς δύναται νὰ εἴπη πόσον συμβάλλει ἡ μορφὴ πρòς τὴν ἔννοια ἢ τò χρῶμα πρòς τὴν εἰκόνα; Ἀλλ’, ἂν ἐκεῖνο, οὗ προτίθεσαι τὴν μετάφρασιν, ἀποτελεῖ οὐχὶ ἔννοιαν ἀλλὰ παροδικήν τινα αἴσθησιν ἢ ὄνειρον ἡμιτελὲς τῆς φαντασίας ἢ τῆς ψυχῆς τοῦ ποιητοῦ ἢ φθόγγον ἀόριστον καὶ ἄναρθρον τῆς λύρας αὐτοῦ ἢ χάριν γυμνὴν καὶ ἀκατάληπτον ὑπό τοῦ πνεύματός σου, τί θ’ ἀπομείνῃ ἐν τῇ μεταφράσει; … Ἀφαίρεσον ἐκ τινος ποιήματος τὴν χρονολογίαν, τὴν πίστιν, τὴν προτυπίαν τέλος αὐτοῦ καὶ τὶ μένει; Ὅ,τι μένει ἐξ ἀγάλματος τῶν θεῶν, ἀφ’ ὧν ἡ θεότης ἀπῆλθε, τεμάχιον μαρμάρου μᾶλλον ἢ ἧττον καλῶς γεγλυμμένου! (Βλ. Premières méditations poét. [sic], p. 96. Paris, 1874). (17-18)
Όπως διαφαίνεται από το απόσπασμα παραπάνω, σύμφωνα με το Λαμαρτίνο η έννοια του πρωτοτύπου δύναται να μεταφερθεί κατά τη μετάφραση, αλλά όχι «η μορφή της, το χρώμα και η αρμονία της». Επομένως, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός ποιήματος και της γλώσσας του 112
Από τη ρωμαϊκή περίοδο έως και την εποχή του Βάλβη αρκετοί ποιητές και λόγιοι μεταφραστές χρησιμοποιούσαν τον όρο μετάγγιση (transfusion) για να δηλώσουν τη μεταφορά των νοημάτων του πρωτοτύπου κατά τη μετάφραση, όπως ο Shelley, κ.ά.
59
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
είναι αδύνατον να μεταφερθούν, γεγονός που οδηγεί στην πεποίθηση ότι η ποίηση δεν μεταφράζεται. Αν και ο Βάλβης αναγνωρίζει ότι η ποιητική μετάφραση είναι δύσκολη, διαφωνεί με την άποψη του Λαμαρτίνου περί ανέφικτου του εγχειρήματος, καθώς θεωρεί υπερβολικά τα επιχειρήματα που οδηγούν στην αντίληψη αυτή. Αν θεωρηθεί η μετάφραση ως τέχνη, όπως υπογραμμίζει ο Βάλβης, και ισχύσει γι’ αυτήν η αριστοτελική και πλατωνική θεωρία περί μιμήσεως, τότε είναι σα να καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι είναι αδύνατον να υπάρχουν τέχνες, επειδή δεν είναι δυνατόν να φτάσουν στην «τελειοτάτην ἀναπαράστασιν τοῦ προτύπου». Για το λόγο αυτό, όπως επισημαίνει ο Βάλβης, ο Λαμαρτίνος προέβη στη συνέχεια σε ένα λιγότερο απόλυτο χαρακτηρισμό λέγοντας ότι η μετάφραση της ποίησης δεν είναι αδύνατη, αλλά πρόκειται σίγουρα για το δυσκολότερο έργο όλων: Οὕτω καλῶς ἠδυνήθη ὁ Λαμαρτῖνος νὰ ὑποστηρίξῃ τὴν γνώμην αὐτοῦ περὶ τοῦ ἀδυνάτου τῆς μεταφράσεως. Τὰ ἐπιχειρήματα αὐτοῦ φαίνονται κατὰ πρῶτον ἰσχυρὰ καὶ ἀκράδαντα, πλήν, ἀκριβέστερον θεωρούμενα, ἀποδείκνυνται πορίσματα τῆς ὑψηλῆς ἀλλ’ ἀπαραδέκτου ἰδέας ἣν εἶχεν αὐτὸς περὶ μεταφράσεως. Τὴν μετάφρασιν ἐξελάμβανε, φαίνεται, ὡς τελειοτάτην ἀναπαράστασιν τοῦ προτύπου, ἥτις ἀληθῶς εἶνε ἀδύνατον νὰ κατορθωθῇ δι’ οὓς λόγους ἐκθέτει. Ἀλλὰ τὴν ἰδέαν ταύτην νομίζομεν ἀπαράδεκτον ἕνεκα τῆς ὑπερβολῆς αὐτῆς· διότι, ἂν ἡ μετάφρασις ἔχῃ ἀντικείμενον τὴν ἀναπαράστασιν τοῦ προτύπου, ἔχει ταύτην κοινὴν πρὸς ἁπάσας τὰς εἰκαστικὰς τέχνας, οἷον τὴν πλαστικήν, τὴν γραφικὴν καὶ αὐτὴν ἔτι τὴν ποιητικήν, ἂν δεχθῶμεν τὴν περὶ μιμήσεως θεωρίαν τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Ἀριστοτέλους· οὐδεμία δ’ ὅμως τῶν τεχνῶν τούτων δύναται ν’ ἀναπαραστήσῃ τὸ πρότυπον αὑτῆς ὑπὸ πᾶσαν ὄψιν τελείως, οὐδεμία δύναται νὰ καταστήσῃ τὸ ἀντιείμενον αὑτῆς alter ego τοῦ προτύπου· ἀλλὰ πρέπει ἕνεκα τούτου ν’ ἀποκηρύξωμεν τὰς εἰρημένας τέχνας; Νομίζομεν ὅτι τοῦτο οὐδεὶς ἀποδέχεται, διότι ἄλλως λαμβάνεται τὸ φύσει ἀδύνατον ὡς λόγος δικαιῶν τὴν κατάργησιν τοῦ δυνατοῦ. Ταῦτα, φαίνεται, συνιδὼν βραδύτερον καὶ αὐτὸς ὁ Λαμαρτῖνος, ἐμετρίασεν ὀλίγον τὴν ἀπότομον αὑτοῦ ἔκφρασιν ὅτι οὐδείς μεταφράζεται εἰπών ὅτι θεωρεῖ πάντων τῶν ἔργων δυσχερέστατον τὴν μετάφρασιν (Voyage en Orient τόμ. Α΄, σελ. 109). Ἡ δυσχέρεια τῆς μεταφράσεως ὑπὸ πάντων ὁμο-
60
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 | Μετάφραση της Ποίησης: Θέσεις και Αντιθέσεις έως τον 20ό αι.
λογεῖται, παράγει δ’ αὐτὴν κυρίως ἡ ἀτομικότης τῶν γλωσσῶν καὶ τοῦ ὕφους, δι’ ἥν, ὡς εἴδομεν, ἐθεωρήθη ἀδύνατον τὸ ἔργον τὸ μεταφραστικόν. Τούτου ἕνεκα πρέπει ἐνταῦθα νὰ εἴπωμεν πῶς ὀφείλει ὁ μεταφραστὴς νὰ προσενεχθῇ πρὸς τὰς δυσχερείας ταύτας (18-19).
Ο Βάλβης συνεχίζει να εκθέτει τον προβληματισμό του εγείροντας καίρια προβλήματα, όπως είναι η ατομικότητα κάθε γλώσσας, τα ιδιαίτερα γλωσσικά στοιχεία του ποιητή και το προσωπικό ύφος. Όσον αφορά τη γλώσσα, θεωρεί ότι η μετάφραση οφείλει να διατηρεί το «ξένον ἄρωμα» και να μην «παραχαράσσει» το πρωτότυπο. Ήδη από την εν λόγω παρατήρηση διαφαίνεται ότι ο Βάλβης δεν συμφωνεί με την ελεύθερη μετάφραση της ποίησης, η οποία διαφοροποιείται σημαντικά από το πρωτότυπο. Όσο δε αφορά το ύφος του συγγραφέα, θεωρεί ακατόρθωτη τη μεταφορά του «διότι τοῦτο ὑπάρχει ἀδιακρίτως συνδεδεμένον μετὰ τοῦ πνεύματος αὐτοῦ καὶ τῆς γλώσσης ἐν ᾗ συνέγραψε», και παραπέμπει στον ιταλό ποιητή Vincenzo Monti ο οποίος εκφράζει την ίδια άποψη: Τὴν ἀτομικότητα τῆς γλώσσης διακρίνει μᾶλλον ἡ διαφορὰ τῶν ἰδιωμάτων ἤτοι τῶν εἰς πᾶσαν γλῶσσαν ἰδίων τρόπων ἐκφράσεως, ἔστι δ’ ὅτε καὶ σχηματισμοῦ τῶν εννοιῶν. Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει νομίζομεν ὅτι οὔτε ὁ μεταφραστὴς οὔτε ὁ ἀναγνώστης ὀφείλει ν’ ἀγνοῇ ὅτι ἔχει ὑπ’ ὄψει ἔργον ξένης διανοίας, ὅπερ πρέπει ν’ αποτυπωθῇ διὰ τῶν αὐτῶν λέξεων, καίτοι αὗται παρέχουσί πως ξενίζουσαν φράσιν, διότι ἄλλως παραχαράσσεται τὸ πρότυπον. Οἱ δὲ φρονοῦντες ὅτι ἡ μετάφρασις πρέπει νὰ μὴ τηρῇ τὸ ξένον ἄρωμα (le parfum étranger), ὡς λέγουσιν οἱ Γάλλοι, ἀπαιτοῦσι, νομίζομεν, ἵνα ἡ φωτογραφία ξένου ἔχῃ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ ἐγχωρίου ἢ ἡ ἀπεικόνισις ἀγάλματος Αἰγυπτιακῆς τέχνης ἐμφαίνῃ τὸν ῥυθμὸν τῆς Ἑλληνικῆς καλλιτεχνίας. … [Ο] μεταφραστὴς ὀφείλει νὰ μεθερμηνεύῃ κατὰ τὸ ξένον ἰδίωμα, ἂν καὶ ὁ περιώνυμος Chateaubriand, ὁ μεταφράσας τὸν απωλολότα παράδεισον τοῦ Μίλτωνος, προέβη περαιτέρω, εἰπών ὅτι καὶ τὴν σύνταξιν τῶν ῥημάτων πρέπει ν’ ἀλλάξῃ τις, ἵνα μὴ διαφθείρῃ τὴν ἀκρίβειαν τοῦ μεταφραζομένου, καὶ ἐν γένει ὅτι ὀφείλει νὰ μεταφράζῃ ὡσεί
61
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ἰχνογραφῶν ἐπί ὑέλου (Βλ. Le Paradis perdu de Milton ἐν ταῖς Remarques). 113 Ὅσον δ’ ἀφορᾷ εἰς τοῦ ὕφους τὴν ἀτομικότητα, πεποίθαμεν ὅτι οὐδείς ποτέ κατόρθωσεν οὐδὲ θὰ κατορθώσῃ ν’ ἀποτυπώσῃ ἐν μεταφράσει τὸ ὕφος τοῦ συγγραφέως, διότι τοῦτο ὑπάρχει ἀδιακρίτως συνδεδεμένον μετὰ τοῦ πνεύματος αὐτοῦ καὶ τῆς γλώσσης ἐν ᾗ συνέγραψε. Τὴν ἀλήθειαν δὲ τῶν λεγομένων κατέστησεν ἐν μέρει φανερὰν ὁ περίφημος τῆς Ἰταλίας ποιητὴς Μόντης, ὅστις ἐν ἰδιαιτέρῳ πονηματίῳ περὶ τῆς Προτάσεως τῆς Ἰλιάδος ἀπέδειξεν ὅτι ἀδύνατος ὑπάρχει τοῖς Ἰταλοῖς ποιηταῖς ἡ μετὰ χάριτος μετάφρασις τοῦ στίχου Μῆνιν ἄειδε, θεά, Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος, καίπερ ἄλλως δυναμένου νὰ μεταφρασθῇ ἀκριβέστατα (1921).
Το δεύτερο και σημαντικότερο ζήτημα, κατά την προσωπική γνώμη του Βάλβη, είναι η επιλογή μεταξύ έμμετρης και πεζής μετάφρασης. Ο Βάλβης τάσσεται με σαφήνεια υπέρ της έμμετρης μετάφρασης του ποιητικού λόγου. Για να ισχυροποιήσει τη θέση του παραθέτει τις απόψεις των Γάλλων Βολταίρου και La Harpe που είναι αντίθετοι προς τη μετάφραση σε πεζό λόγο, καθώς και του Α. Ρ. Ραγκαβή, σύμφωνα με τον οποίο η ποιητική χάρη της πεζής μετάφρασης του Fénélon δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά ότι «ἀνεπτερώθη μέχρι ποιήσεως». Παραθέτει, επίσης, απόψεις του γάλλου abbé Fraguier σύμφωνα με τον οποίο «δύνανται μὲν νὰ ὑπάρξωσι στίχοι καὶ ἄνευ ποιήσεως, ἀλλ’ ὅμως ἀδύνατον νὰ ὑπάρξῃ ποίησις ἄνευ στίχων», και δηλώνει ότι ένα κείμενο για να θεωρείται ποίημα πρέπει να έχει έμμετρη μορφή, «χρῶμα, εἰκόνα, ῥυθμόν, ἁρμονίαν καὶ αἴσθημα», διαφορετικά δεν πρόκειται για ποίημα, αλλά για κείμενο φιλοσοφικό και επιστημονικό. Επομένως, η αισθητική παίζει καταλυτικό ρόλο σύμφωνα με το Βάλβη: 114 Σπουδαιότερον ὑπάρχει τὸ ζήτημα ἂν ἡ μετάφρασις πρέπῃ νὰ γίνηται ἐν λόγῳ πεζῷ ἢ ἔμμετρος. Καὶ ἐννοεῖται
113
Το σχετικό απόσπασμα από το Chateaubriand στο οποίο αναφέρεται ο Βάλβης παρατίθεται στο πόνημά του στη σ. 20. 114 Το ίδιο ισχύει και για ορισμένους ποιητές-μεταφραστές της Δύσης, λ.χ. το Rossetti όπως υπογραμμίστηκε παραπάνω.
62
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 | Μετάφραση της Ποίησης: Θέσεις και Αντιθέσεις έως τον 20ό αι.
μὲν οἴκοθεν ὅτι τὸ ζήτημα τοῦτο λύει δογματικῶς ἡ περὶ τὴν στιχουργίαν ἐμπειρία καὶ δεινότης τοῦ μεταφράζοντος, ἀλλὰ τὴν λύσιν αὐτοῦ, γενικῶς τιθεμένου, παρέχει ἡ λύσις ἑτέρου ζητήματος, τοῦ ζητήματος ἂν γράφηται ποίημα ἐν λόγῳ πεζῷ. … … ἡ μὲν ποίησις ὡς ἀληθὲς θεῖον δῶρον παρέλαβε τὸν τελειότατον λόγον ἤτοι τὸν ἔχοντα χρῶμα, εἰκόνα, ῥυθμόν, ἁρμονίαν καὶ αἴσθημα, ἡ δὲ φιλοσοφία καὶ αἱ ἐπιστῆμαι παρέλαβον τὸν γυμνὸν καὶ αὐστηρὸν λόγον, σύμβολον ὄντα τῆς αὐστηρᾶς καὶ ἀπαρεγκλίτου ἐρεύνης τῆς ἀληθείας (* 115). Ὅθεν τὸ ποίημα πρέπει νὰ ἔχῃ λόγον ἔμμετρον, οὗ ἄνευ ἀδύνατον νὰ ὀνομασθῇ ποίημα. Ὀρθῶς ἄρα καὶ ὁ Μόντης ἐν τῷ ἀνωτέρω μνημονευθέντι πονηματίῳ αὐτοῦ ἀποφαίνεται ὅτι «ἄνευ ρυθμοῦ, ἄνευ μέτρου, ἄνευ μέλους οὐδεμία ὑπάρχει ποίησις», καὶ ὁ Γάλλος Φραγυιέρος λέγει ὅτι «δύνανται μὲν νὰ ὑπάρξωσι στίχοι καὶ ἄνευ ποιήσεως, ne que enim concludere versum dixeris esse satis, ἀλλ’ ὅμως ἀδύνατον νὰ ὑπάρξῃ ποίησις ἄνευ στίχων» (Ἐν τοῖς Mémoires de l’ Académie des inscriptions τόμ. VI, σελ. 274). Ἂν δ’ ἐνίοτε ὁ πεζὸς λόγος ἔχῃ ποιητικόν καλλωπισμὸν ὅπως ὁ τοῦ Φενελῶνος, τοῦτο οὐδὲν ἄλλο σημαίνει ἢ ὅτι ἀνεπτερώθη μέχρι ποιήσεως κατὰ τὴν εὐτυχῆ ἔκφρασιν τοῦ Ραγκαβῆ (Ποιητ. ἀγῶνι 1874, σελ. 8). Ἐκ τῶν εἰρημένων ποριζόμεθα ὅτι καὶ ἡ μετάφρασις ποιητοῦ πρέπει νὰ γίνηται ἔμμετρος. Τοῦτο δὲ οὐ μόνον ἡ τοῦ νοῦ κρίσις ἀπαιτεῖ ἀλλὰ καὶ αὐτὴ προσέτι ἡ αἴσθησις· πολλάκις δυσχεραίνει τις ὅτι ἐξασθενοῖ τὴν ἔννοιαν τοῦ ποιήματος ἀφαιρῶν τὴν ἁρμονίαν, νομίζει δ’ ὅτι πράττει ἱεροσυλίαν, καὶ ἀπογοητεύεται ἐν τῆς ἐργασίας αὑτοῦ (Mme Belloc Lord Byron τόμ. Α’, σελ. 41). Μάλιστα δὲ ὁ Παῦλος Stapfer ἐν τοῖς προλεγομένοις τοῦ λαμπροῦ αὑτοῦ συγγράμματος Les Tragédies romaines de Shakespeare (Paris, 1883) λέγει ὅτι 115
Όπως παρατίθεται στο πρωτότυπο σε υποσημείωση στη σ. 24: «(*) Ἀλλά τοῦτο λέγοντες, δὲν ἐννοοῦμεν βεβαίως ὅτι καὶ ἡ πεζογραφία δὲν δύναται νὰ καταστῇ τ έ χ ν η, ἀφ’ οὗ τ έ χ ν η δύναται νὰ καταστῇ καὶ ἠ ἁπλῆ τ ε χ ν ο υ ρ γ ί α. Περὶ τούτου ἰδίως βλ. τὸν Μύλλερον ἐν τῇ Ἱστ. τῆς Ἑλλην. Φιλολογ. σελ. 759-762 τῆς Ἑλλην. μεταφρ. κατά τὴν β’ τοῦ Γαλάνη ἔκδ. Ἡ πλάνη τοῦ Chateaubriand συνίσταται, φρονοῦμεν, κ α τ’ ο ὐ σ ί α ν ἐν τούτῳ, ὅτι συγχέει τὴν τέχνην τὴν λογογραφικήν μετὰ τῆς ποιήσεως».
63
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
θεωρεῖ ὡς ἁμάρτημα πολὺ ἐλαφρότερον τὴν ἀλλοίωσιν ἐννοιῶν τινων ἢ τὴν ἀπογύμνωσιν τοῦ ποιητοῦ ἀπὸ τῆς οἰκείας αὐτῷ μορφῆς (21-25).
Το τρίτο ζήτημα το οποίο θίγει ο Βάλβης και το οποίο χαρακτηρίζει ως το σημαντικότερο όλων είναι τα είδη της μετάφρασης, παραπέμποντας φυσικά στο γνωστό διαχωρισμό της μετάφρασης σε ελεύθερη, κατά λέξη και κατ’ έννοια (25). Άλλωστε η διάκριση αυτή της μετάφρασης είχε αποτελέσει πηγή πλούσιου διαλόγου στη Δύση και είχαν διαμορφωθεί ποικίλες απόψεις από προγενέστερους και σύγχρονους ποιητές-μεταφραστές του Βάλβη. Ο Βάλβης δεν τάσσεται υπέρ των ελεύθερων μεταφράσεων, καθώς θεωρεί ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν μεταφέρεται η έννοια του πρωτότυπου έργου και το πνεύμα του δημιουργού, αλλά αντίθετα το πνεύμα του μεταφραστή. Χρησιμοποιεί μάλιστα τη γνωστή παρομοίωση του μεταφραστή με το ζωγράφο, 116 ώστε να ισχυροποιήσει τη θέση του. Τονίζει, επίσης, ότι σε περίπτωση ελεύθερης μετάφρασης παλαιού ποιήματος ο μεταφραστής «αφαιρεί από αυτό και τη χρονολογία με τη χρήση σύγχρονων ιδεών και φράσεων». Έχοντας, βέβαια, επίγνωση των μεταφραστικών πρακτικών και αντιλήψεων της Δύσης, δεν παραλείπει να αναφερθεί στις «ωραίες άπιστες» μεταφράσεις, 117 όπως επίσης και στο περίφημο ιταλικό αξίωμα traduttore-traditore (ο μεταφραστής-προδότης) 118 – θεωρητικές αντιλήψεις που καταδεικνύουν, σύμφωνα με τον ίδιο, την ακαταλληλότητα της ελεύθερης μετάφρασης:
116
Ο ίδιος παραλληλισμός συναντάται στο Dryden, όπως είδαμε παραπάνω. Σύμφωνα με ορισμένους θεωρητικούς και μελετητές, ο κύκλος των «ωραίων άπιστων» μεταφράσεων εν τέλει κλείνει με την Anne Dacier και τη μετάφρασή της της Ιλιάδας του Ομήρου (1699), στην εισαγωγή της οποίας προέβη στη διατύπωση σημαντικών απόψεων όπως δείχθηκε παραπάνω (για περισσότερες πληροφορίες, βλ. στο Delisle, Jean, and Judith Woodsworth. eds. Translators through History. Amsterdam & Philadelphia: J. Benjamins, 1995. 150. Print.). 118 Η εμφάνιση και χρήση του όρου traducere για το χαρακτηρισμό της νέας «μεταφραστικής ελευθερίας», αποδίδεται στο Leonardo Bruni. Αντιθέτως, η «τυφλή υποταγή στο γράμμα» δηλωνόταν με τον όρο transfere που χρησιμοποιείτο κυρίως κατά το Μεσαίωνα (βλ. σχετικά στο Berschin, Walter. Ελληνικά Γράμματα και Λατινικός Μεσαίωνας. Aπό τον Iερώνυμο ως τον Nικόλαο Σοφιανό. Μτφρ. Δημήτριος Ζ. Νικήτας. Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 1998. 418. Τυπ.). 117
64
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 | Μετάφραση της Ποίησης: Θέσεις και Αντιθέσεις έως τον 20ό αι.
Α΄. Ἐλεύθεραι μεταφράσεις. Οὐδὲν ὑπάρχει καθ’ ἡμᾶς ἀτοπώτερον τῶν ἐλευθέρων μεταφράσεων, διότι αὗται ἀποτυποῦσιν οὐχὶ τὴν ἔννοιαν τοῦ κειμένου ἀλλὰ μᾶλλον τὴν διάνοιαν τοῦ μεταφραστοῦ. Ὁ μεταφράζων ποιητικόν τι ἔργον ὁμοιάζει πρὸς τὸν ζωγράφον, καὶ ὁφείλει ν’ ἀποδώσῃ τὸ πρότυπον ὅπως ἔχει, διότι ἄλλως ἢ παραχαράσσει αὐτό, ἢ περιπίπτει εἰς ἑρμηνευτικοὺς πλατυσμούς· μέγα δὲ διάστημα χωρίζει την μετάφρασιν από της ερμηνείας, ως μέγα διάστημα διαχωρίζει τὴν ἀπεικόνισιν ἀπὸ τῆς περιγραφῆς. Ὅθεν δύναταί τις νὰ εἴπῃ ὅτι αἱ ἐλεύθεραι μεταφράσεις οὐδὲν ἄλλο ἐμφαίνουσιν ἢ τὴν ἀλήθειαν τῶν πρώτων λόγων τοῦ Rousseau ἐν τῷ Αἰμιλίῳ, ὅτι «ὁ ἄνθρωπος ἀνατρέπει πάντα, μετασχηματίζει πάντα, ἁγαπᾷ τὴν δυσμορφίαν, τὰ τέρατα». Ἄλλως δὲ, ἂν τὸ μεταφραζόμενον ποίημα εἶνε παλαιόν, ὁ ἐλεύθερος μεταφραστής, παραφράζων αὐτὸ διὰ συγχρόνων ἰδεῶν καὶ φράσεων, ἀφαιρεῖ ἀπ’ ἐκείνου καὶ αὐτὴν ἔτι τὴν χρονολογίαν. Εὐφυῶς δ’ εἶπέ τις τῶν καλῶν μεταφραστῶν τοῦ Δάντου ὅτι «ὁ μεταφράζων ποιεῖ πρὸ παντὸς ἱστορίαν, καὶ ἡ παράφρασις κατὰ μὲν τὴν λέξιν εἶνε βαρβαρισμός, κατὰ δὲ τὴν ἐπιστήμην ἀναχρονισμὸς καὶ κατὰ τὴν θρησκείαν αἵρεσις» (Fiorentino L a D i v i n e C o m é d i e p. 443). Τὰς ἐλευθέρας μεταφράσεις ἀποκαλοῦσιν οἱ Γάλλοι ὡραίας ἀπίστους, belles infidèles, ἀποδόντες πρῶτον τὸ ὄνομα εἰς τὰς γλαφυρὰς ἀλλ’ ἀνακριβεῖς μεταφράσεις τοῦ Ablancourt, ἀκαδημαϊκοῦ ἀκμάσαντος κατὰ τὸν ΙΖ’ αἱῶνα, εἰς ὅν ἐφηρμόσθη καὶ ἡ ἱταλικὴ παροιμία traduttore, traditore (Βλ. Dubois εἰς B o i l e a u S a t i r. ΙΧ, 290). Ὁ δὲ Γερμανὸς L. Tieck τὴν ἐν ταῖς μεταφράσεσιν ἐλευθερίαν, Freiheit, ἀπεκάλεσε πολὺ δικαίως ἀκολασίαν, Frechheit (ἐν τῇ μεταφράσει τοῦ Σακεσπήρου τόμ. Α’, σελ. VII). Παραδείγματα τοιούτων μεταφράσεων εἶνε περιττὸν νὰ μνημονεύσωμεν, διότι καὶ παρ’ ἡμῖν καὶ παρ’ ἄλλοις ὑπάρχουσιν ὅσα φύλλα καὶ ἄνθεα γίγνεται ὥρῃ (25-26).
Ο Βάλβης τάσσεται κατηγορηματικά υπέρ του δεύτερου είδους μετάφρασης. Πιστεύει, παρ’ όλα αυτά, ότι οι κατά λέξη 119 μεταφράσεις είναι 119
Υπό την επίδραση του γερμανικού ρομαντισμού και σε μια προσπάθεια απεγκλωβισμού από τις «ωραίες άπιστες» μεταφράσεις, στη Γαλλία διαμορφώνεται θετι-
65
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
δύσκολες και απαιτούν μεγάλη ικανότητα εκ μέρους του μεταφραστή, ο οποίος καλείται όχι απλώς να μεταφέρει το πρωτότυπο πιστά, αλλά και να καταστήσει το μετάφρασμα εξίσου καλό, διατηρώντας το πνεύμα του πρωτοτύπου και το γλωσσικό πλούτο. Επιπλέον, ο Βάλβης θεωρεί ότι η κατά λέξη μετάφραση ενός έργου έχει μεγάλες πιθανότητες να στεφθεί με επιτυχία όταν μεταφέρεται σε μια συγγενική «κατά το πνεύμα» γλώσσα: 120 Β΄. Μεταφράσεις κατὰ λέξιν. Τὸ εἶδος τῶν μεταφράσεων τούτων, ἐκ διαμέτρου ἀντίθετον ὂν πρὸς τὸ προηγούμενον, διακρίνεται διὰ τῆς ἐν πᾶσιν ἀκριβοῦς ἀποτυπώσεως τῶν χαρακτήρων τοῦ προτύπου. Ἐννοεῖται δὲ ὅτι τοιαῦται μεταφράσεις, οὐ μικρὰν ἀπαιτοῦσαι ἱκανότητα, ἀποβαίνουσι λίαν δυσχερεῖς, διὰ τοῦτο δὲ καὶ σπανίως ἀναφαίνονται, Ὀλίγον τὸ χρηστόν ἐστι, λέγει ἐν τοῖς Βατράχοις ὁ Ἀριστοφάνης. Τοιαύτη κατά πρώτον λόγον εἶνε ἡ μετάφρασις τῶν Ὁμηρικῶν ἐπῶν ὑπὸ τοῦ Ἰωάννου Ἑρρίκου Voss, ὅστις ἐπέτυχεν οὐχί νὰ μεταφράσῃ ἀλλὰ νὰ μεταγγίσῃ τὸν Ὅμηρον ἀπὸ τῆς Ἰωνικῆς διαλέκτου εἰς τὴν Γερμανικὴν διὰ στίχων ὁμοίων καὶ ἰσαρίθμων καὶ διὰ λέξεων καὶ χρωμάτων ἐμφερεστάτων. Οὐδεμία σχεδὸν ἔννοια πλεονάζει ἢ ἐλλείπει ἐν τῇ λαμπρᾷ ταύτη μεταφράσει, ἥτις, ἀποδοῦσα χαριέντως καὶ αὐτὰ ἔτι τὰ Ὁμηρικά ἐπίθετα, δικαίως θεωρεῖται ὅτι ἐπεκάλλυνε καὶ ἐξέτεινε τὴν γλώσσαν τὴν Γερμανικήν 121 (Mundt L i t e r a t u r d e r C e g e n w, σελ. 161). … κό κλίμα υπέρ της κατά λέξη μετάφρασης κατά το 19ο αιώνα. Πολλοί μεταφραστές μάλιστα προβαίνουν στην εκ νέου μετάφραση κλασικών έργων, όπως για παράδειγμα ο Leconte de Lisle που μετέφρασε Όμηρο, Ησίοδο, Οράτιο κ.ά. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στην Αγγλία, όπου πληθαίνουν όσοι υποστηρίζουν την πιστή προς το πρωτότυπο μετάφραση, απορρίπτοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τη μεταφραστική πρακτική προγενέστερων ποιητών, όπως του Denham, του Cowley κ.ά. 120 Η επίδραση της συγγένειας δύο γλωσσικών συστημάτων στο τελικό μεταφραστικό αποτέλεσμα επισημαίνεται και από τον Παλαμά, όπως θα δούμε παρακάτω. 121 Μέσω της δήλωσης αυτής του Βάλβη διαφαίνεται για ακόμη μια φορά η θεώρηση της μετάφρασης ως οργάνου εξέλιξης και βελτίωσης της γλώσσας-στόχου.
66
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 | Μετάφραση της Ποίησης: Θέσεις και Αντιθέσεις έως τον 20ό αι.
Ὁμοίως ἀκριβής εἶνε καὶ ἡ ὑπὸ τοῦ Φιλαλήθους (ψευδωνύμου τοῦ βασιλέως τῆς Σαξωνίας Ἰωάννου) μετάφρασις τοῦ Δάντου ἐν ἀνομοιοκαταλήκτοις ἑνδεκασυλλάβοις στίχοις καί τινες ἄλλαι, γερμανικαὶ μάλιστα, διότι ἡ Γερμανικὴ γλῶσσα ἕνεκα τοῦ πλούτου αὑτῆς καὶ τῆς ἐλαστικότητος δύναται νὰ μεταφράζῃ πιστότατα ξένους ποητάς. Ἐκ τούτου ἕπεται ὅτι ἡ τῆς γλώσσης ἀτομικότης, περὶ ἧς εἴπομεν ἀνωτέρω, δύναται νὰ μεταδοθῇ ἐν τοῖς πλείστοις εἰς γλῶσσαν πλουσίαν καὶ εὔπλαστον· ὡσαύτως δὲ καὶ εἰς γλώσσαν συγγενῆ κατὰ τὸ πνεῦμα. Ὁ πολὺς Tommaseo ἐν τῷ σοφῷ προοιμίῳ, ὅπερ προέταξε τοῦ δράματος La morte di Socrate τοῦ ἡμετέρου Γ. Τερτσέτη, ὁμολογεῖ ὅτι «ὁ Σοφοκλής κάλλιον μεταφράζεται ἰταλιστὶ κατὰ λέξιν ἢ ὁ Ρακίνας καὶ ὁ Σχίλλερος, κάλλιον ὁ Πλάτων ἢ ὁ Ἕγελος» (26-27).
Ως προς το τρίτο είδος μετάφρασης, ο Βάλβης θεωρεί ότι μπορούν να παραχθούν αξιόλογες κατ’ έννοια μεταφράσεις, αλλά τονίζει ότι οι κατά λέξη μεταφράσεις είναι ιδανικότερες και καλύτερες. Δεν παραλείπει να παραθέσει, ωστόσο, απόψεις υποστηρικτών των κατ’ έννοια μεταφράσεων, όπως των αξιόλογων λογοτεχνών Υετίου, Μεριμέ και Άγγ. Βλάχου, οι οποίοι θεωρούν την κατ’ έννοια μετάφραση ως το πλέον κατάλληλο είδος μετάφρασης: 122 Γ΄. Μεταφράσεις κατ’ ἔννοιαν «Τὸ εἶδος τοῦτο, ὅπερ ἐν μέσῳ κεῖται τῶν δύο εἰρημένων εἰδῶν, καὶ ὑπὸ πολλῶν θεωρεῖται κράτιστον, σκοπεῖ τὴν ἀπόδοσιν τῆς ἐννοίας ἄνευ τῆς ἀποδόσεως τῶν λέξεων τοῦ συγγραφέως· πῶς δὲ γίνεται τοῦτο μανθάνομεν παρὰ τῶν ὑποστηριζόντων αὐτό. 122
Όπως υπογραμμίζει ο Κασίνης, το 19ο αιώνα σπουδαίοι συγγραφείς στην Ελλάδα υποστηρίζουν την κατ’ έννοια μετάφραση, μεταξύ των οποίων ο Κοραής ο οποίος δηλώνει πως: «ἡ ἀκρίβεια τῆς μετάφρασης δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν κατὰ λέξη μεταφορὰν ἀλλὰ ἀπὸ τὴν παρακολούθηση τῆς ἰδέας τοῦ [συγγραφέα], ἡ ὁποία εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν εὑρίσκεται στὸ κείμενο ἀλλὰ στὸν λογισμό του» (Διασταυρώσεις 76). Για το λόγο αυτό ο Κοραής θεωρεί θεμιτή την προσθήκη λέξεων εκ μέρους του μεταφραστή, όπου κρίνεται απαραίτητο: «Οὐδέ τὸ ‘θυμόν’ εὑρίσκεται εἰς τὸν στίχο τοῦ Μολιέρου. – Ἔχεις δίκαιον· ἀλλ’ εὑρίσκετο κἄν εἰς τὸν λογισμόν του, καί τοῦτο ἀρκεῖ, νὰ δικαιολογήσῃ τὸν μεταφραστήν» (στο Κουτσιβίτης, Θεωρία της Μετάφρασης 115).
67
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
Ὑέτιος De Interpretat. σελ. 13 «Ἡ καλλίστη μέθοδος μεταφράσεως εἶνε ν’ ἀποδίδῃ τις κατὰ πρῶτον τὴν ἔννοιαν, εἶτα δὲ νὰ προσκολλᾶται εἰς τὰς λέξεις, ἐφ’ ὅσον τοὐλάχιστον ἐπιτρέπει τὸ πνεῦμα τῆς γλώσσης· τέλος δὲ ν’ ἀποδίδῃ, ὅσον δύναται, τὸν ἴδιον χαρακτῆρα τοῦ συγγραφέως» (παρὰ τῷ Egger ἔν. ἀν. σελ. 127). Μεριμαῖος Revue des deux mondes τόμ. ΚΔ’, σελ. 768· «Ὑπάρχει εὔλογόν τι μέσον, καθ’ ὅ πρέπει τις ν’ ἀποδίδῃ τὴν ἔννοιαν τοῦ συγγραφέως, πρὶν ἢ προσκολληθῇ εἰς τὴν ἀκριβῆ μετάφρασιν ἑκάστης τῶν ἐκφράσεων, ἃς μεταχειρίζεται». Ἄ. Βλάχος Λαμαρτ. Ποιητ. Μελ. Σελ. ζ’· «Τότε μόνον ἀποδίδει πιστῶς ὁ μεταφραστής τὸν πρωτότυπον ποιητήν, ὁσάκις περικαθαίρων πρότερον τὰς ἐννοίας αὐτοῦ τοῦ στιχουργικοῦ καὶ ὁμοιοκαταληκτικοῦ κόσμου, τοῦ καὶ εἰς ζυγὸν πολλάκις ἀποβαίνοντος, ἐξευρίσκει τὴν καθαρὰν καὶ ἀδιάστρον ἔννοιαν, ἣν ἐκεῖνος εἶχεν ἐν νῷ πρὶν ἢ τὴν ὑποτάξῃ εἰς τῆς ἐξωτερικῆς διατυπώσεως τὰς ἀπαιτήσεις, καὶ ταύτην διαμορφοῖ ἐλευθέρως κατὰ τὸ πάτριον ἰδίωμα». Ἡ στιχουργία βεβαίως δυσχεραίνει πολὺ τὴν μετάφρασιν, καὶ ἐνίοτε οὐ μόνον τὸ κυριολεκτικὸν τοῦ κειμένου θυσιάζεται εἰς ἐκείνην, ἀλλά καὶ μείζονες ἔτι καλλοναί, ὡς λέγει ὁ Βοίκκιος (Σοφοκλ. Ἀντιγ. σελ. V), μάλιστα δ’ ὅταν παραληφθῇ ἐν τῇ μεταφράσει τὸ μέτρον τοῦ προτύπου· ὁπωσδήποτε δ’ ὅμως πᾶς τις, ἔχων ὑπ’ ὄψει τὰ μέχρι τοῦδε εἰρημένα, ἐδύνατο ν΄ ἀντείπῃ πολλὰ πρὸς τοὺς ἐξαίροντας τὸ εἶδος τῶν κατ’ ἔννοιαν μεταφράσεων, καὶ ἡμεῖς δ’ ἐσκοποῦμεν, παραθέντες ὀλίγα παραδείγματα, νὰ καταδείξωμεν τὴν ἀξίαν αὐτοῦ, ἀλλ’, ἐνθυμηθέντες ὅτι κατὰ Δάντην ὑπάρχει ἐν τῷ οὐρανῷ εὐγενὴς κυρία –καὶ ἐννοεῖ τὴν Ἐπιείκειαν– ἥτις θραύει τὴν αὐστηρὰν κρίσιν, Dona à gentil nel Ciel… che duro giudicio lassù frange, ἐνομίσαμεν καλὸν νὰ λατρεύσωμεν ἐπὶ τοῦ προκειμένου τὴν οὐρανίαν δέσποιναν, κηρύσσοντες ἀνεκτὸν μὲν τὸ εἶδος τῶν κατ’ ἔννοιαν μεταφράσεων, κάλλιστον δὲ τὸ εἶδος τῶν κατὰ λεξιν (27-28).
68
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 | Μετάφραση της Ποίησης: Θέσεις και Αντιθέσεις έως τον 20ό αι.
Όπως διαφαίνεται με κάθε ευκολία από τα παραπάνω παραθέματα, ο Βάλβης θίγει πράγματι τα κυριότερα ζητήματα σχετικά με την ποίηση: το εφικτό ή ανέφικτο της μετάφρασης της ποίησης, ποίηση σε έμμετρο ή πεζό λόγο, ελεύθερη, κατά λέξη ή κατ’ έννοια μετάφραση, πιστότητα στο πνεύμα ή στο γράμμα κ.λπ. Είναι δικαιολογημένη, λοιπόν, η προσοχή που έχουν επιδείξει θεωρητικοί και μελετητές στο δοκίμιο αυτό του Βάλβη, στο οποίο σκιαγραφείται μια ελληνική θεώρηση της μετάφρασης της ποίησης, η οποία παρουσιάζει ομοιότητες και διαφορές με τις θεωρητικές απόψεις που διατυπώθηκαν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως έχουμε ήδη δει. Άλλωστε ο ίδιος ο Βάλβης παραπέμπει συχνά στις απόψεις ξένων δημιουργών και συγγραφέων προκειμένου να ενισχύσει τις θέσεις του. Αναγνωρίζει επίσης πως ο διάλογος περί ποιητικής μετάφρασης δύναται να αναπτυχθεί περαιτέρω και να εμπλουτιστεί: Πολλὰ καὶ ἄλλα ἐδύνατό τις νὰ εἴπῃ περὶ τῆς μεταφράσεως ποιητῶν, ἀλλὰ «ταῦτα ἴσως ἄλλῳ μελήσει». Ἡμεῖς περαίνομεν τὴν μικρὰν ταύτην διατριβὴν ἐπιλέγοντες τὴν ἑξῆς σοφὴν ῥῆσιν τοῦ ἀνωτέρω μνημονευθέντος Tieck· «Ὁ ἀληθὴς μεταφραστὴς πρέπει ὡς ὁ ποιητὴς νὰ ἔχῃ ἔμφυτον δεξιότητα πρὸς τὸ ἔργον αὑτοῦ, ἂν θέλῃ νὰ ἐπιτύχῃ. Ἡ δεξιότης αὕτη μορφοῦται μὲν διὰ τῆς σπουδῆς, δι’ οὐδεμιᾶς δ’ ὅμως μελέτης παράγεται» (έν. άν.) (29).
Εν κατακλείδι, μέχρι τη δημοσίευση της πραγματείας του Βάλβη δεν είχε διατυπωθεί συγκροτημένος ελληνικός θεωρητικός λόγος για τη ποιητική μετάφραση, παρά μόνο απόψεις γενικά για τη μετάφραση ή αντιλήψεις που προέρχονταν από την ενασχόληση φιλολόγων και λογοτεχνών με τη μετάφραση αρχαίων ελληνικών έργων ή ξένων μυθιστορημάτων, τα οποία αφορούσαν το μεγαλύτερο μέρος της μεταφραστικής παραγωγής της εποχής. Όπως αναφέρει και ο Κασίνης, η «μελέτη [του Βάλβη] εἶναι ἐνδιαφέρουσα ὅχι μόνον γιὰ τὴν ἀπρόσμενη γιὰ τὴν ἐποχή της ἀρτιότητα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν χρόνο τῆς δημοσίευσής της (1878), γεγονὸς τὸ ὁποίο ἀναπόφευκτα τὴν ἐντάσσει, ἂν καὶ ἄσχετη ἀπὸ στενὴ ἄποψη μὲ τὸν Οἰκονόμειο διαγωνισμό, στὴν φιλολογία τῆς περιόδου γιὰ τὴν μετάφραση καὶ ἰδιαίτερα τὴν μετάφραση τῆς ποίησης» (Οικονόμειος 117). Πράγματι, η μελέτη του Βάλβη εντάσσεται χρονικά σε μια περίοδο κατά την οποία και οι ποιητικοί διαγωνισμοί διένυαν τη δεύτερη δεκαετία διεξαγωγής τους και ο Οικονόμειος μεταφραστικός αγώνας την τέταρτη περίοδό του· είχε δημι-
69
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ουργηθεί, λοιπόν, πρόσφορο έδαφος για τη συγγραφή μιας πλήρους μελέτης με αντικείμενο την ποίηση και τη μετάφραση, βάσει και των διαφόρων απόψεων που είχαν ήδη εκφραστεί. 1.2.4 «Οικονόμειος Μεταφραστικός Αγών»
Στα μέσα του 19ου αιώνα άρχισαν να διεξάγονται στον ελληνικό χώρο ποιητικοί διαγωνισμοί, 123 οι οποίοι ήταν ήδη καθιερωμένοι στην Ευρώπη. Αν και οι ποιητικοί διαγωνισμοί δεν συνέβαλαν στην παραγωγή και ανάδειξη σημαντικών ποιητών, συνετέλεσαν στην προώθηση της ποίησης και, εν μέρει, της μετάφρασης της ποίησης. 124 Όσον αφορά στη συνεισφορά των ποιητικών διαγωνισμών (όσων προηγήθηκαν) στον Οικονόμειο μεταφραστικό αγώνα, το γεγονός ότι επί δύο δεκαετίες διεξάγονταν οι διαγωνισμοί μέχρι την έναρξη του μεταφραστικού αγώνα συνεπάγεται τη δημιουργία ενός θετικού κλίματος έτοιμου να «αγκαλιάσει» τις αλλαγές που σημειώνονται. Η ποίηση εμφανίζεται δυναμικά στο προσκήνιο των εξελίξεων και η δημοτική γλώσσα αρχίζει να καθιερώνεται «ὡς ἐκφραστικὸ ὄργανο τῆς ποίησης» 125 (στο Κασίνης, Οικονόμειος 14), παρά τις έντονες διαμάχες. Ο Οικονόμειος αγώνας ιδρύθηκε το 1869 με στόχο «τὴν ὠφέλεια τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους» (45). Όσον αφορά τους όρους του διαγωνισμού και τα προτιμώμενα είδη μετάφρασης, ο Οικονόμειος προσέφερε τη δυνατότητα στους μεταφραστές να επιλέγουν μεταξύ της έμμετρης και πεζής μετάφρασης από το πρωτότυπο ποιητικό κείμενο ελλήνων ή ξένων δημιουργών. Βέβαια, υπήρχε η αναφορά ότι σε περίπτωση ισοψηφίας θα προ123
Για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Moullas, Panayotis. Les Concours Poétiques del’ Université d'Athènes (1851-1877). Athènes: Secrétariat Général à la Jeunesse, 1989. Print.· στο Κασίνης, Οικονόμειος Μεταφραστικός Αγών· και στο Πολυλάς, Ιάκωβος. Η Φιλολογική μας Γλώσσα. Επιμ. Κώστας Μπαλάσκας. Αθήνα: Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφέλιμων Βιβλίων, 2005. Τυπ. 124 Στο «Φιλαδέλφειο» ποιητικό διαγωνισμό περιλαμβάνεται και η μετάφραση ποιητικών έργων. Ένας από τους όρους του διαγωνισμού ήταν: «Κάθε τρίτο ἔτος ἀντὶ γιὰ πρωτότυπα ἔργα νὰ ὑποβάλλονται στὸ διαγωνισμὸ ἔργα μεταφρασμένα ἀπὸ ξένη λογοτεχνία καὶ νὰ βραβεύεται τὸ καλύτερο» (στο Πολυλάς, Η Φιλολογική μας Γλώσσα 61). 125 Ορισμένες εφημερίδες και περιοδικά της εποχής διαδραμάτισαν εξίσου σημαντικό ρόλο στην καθιέρωση της δημοτικής ως γλώσσας ποίησης (βλ. στο Κασίνης, Οικονόμειος 14).
70
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 | Μετάφραση της Ποίησης: Θέσεις και Αντιθέσεις έως τον 20ό αι.
τιμούνταν η μετάφραση σε έμμετρο λόγο (50), καθώς υπήρχε η πεποίθηση ότι η έμμετρη μετάφραση είναι πολύ δυσκολότερη από την πεζή. 126 Επίσης, σύμφωνα με τους εισηγητές του διαγωνισμού, ο επαρκής μεταφραστής έπρεπε να «ἔχει ἀκριβὴ γνώση τῆς γλώσσας-πηγῆς … μεγάλη πείρα τῆς μητρικῆς γλώσσας, νὰ ἔχει σπουδάσει ἐπὶ πολὺν χρόνο τὸν ξένο συγγραφέα, τὸ συγκεκριμένο ἔργο, τὴν ἐποχή του, τὴν σχετική φιλολογία καὶ ὅλες τὶς ἄλλες μεταφράσεις. ... Γιὰ νὰ μεταφράσει κανεὶς ποίηση πρέπει νὰ “ᾖ καὶ αὐτὸς φοιβόληπτος”» (στο Κασίνης, Διασταυρώσεις, Β΄ 27). Διαπιστώνεται από τις θέσεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του Οικονόμειου μεταφραστικού αγώνα ότι η μετάφραση άρχισε να αντιμετωπίζεται ως μία άκρως σημαντική δραστηριότητα, η οποία θα έπρεπε να ασκείται με τη δέουσα σοβαρότητα από άτομα επιδέξια και ικανά να φέρουν το έργο εις πέρας. Το ζήτημα της γλώσσας, βέβαια, δεν έπαψε ποτέ να συνδέεται με τη μετάφραση και να αποτελεί μέρος του θεωρητικού διαλόγου. Σχετικά με τον Οικονόμειο αγώνα, η αναφορά ότι οι μεταφράσεις θα γίνονται στην «καθομιλουμένην γλῶσσαν», σημαίνει, κατά τον Παλαμά, τον «τότε γραπτὸν ἡμῶν λόγον», δηλαδή την καθαρεύουσα (στο Κασίνης, Οικονόμειος 50). Στην αγωνοθεσία του 1869, ωστόσο, αναφέρεται ότι η μετάφραση θα γίνεται «εἰς τὴν πεζὴν καθομιλουμένην Ἑλληνικήν» (45)· πρόταση η οποία τροποποιήθηκε αργότερα με την προσθήκη της έμμετρης μετάφρασης (50). Καθίσταται σαφές από τα παραπάνω ότι η αποδοχή της δημοτικής ως γλώσσας της ποίησης, έστω μέσω της μετάφρασης, υπήρξε ένας από τους καταλύτες για την οριστική επικράτησή της, αλλά και ένα σημαντικό γεγονός με ιδιαίτερα θετικές επιδράσεις στην ελληνική κοινωνία, η οποία ήταν πλέον έτοιμη να δεχτεί τις ανακατατάξεις που σημειώνονταν. 127 126
«αν το είδος, την στιχουργίαν του ποιητού, είναι δυσχερέστατον να τηρήση ο μεταφράζων – δεν είναι ομοίως δυσκατόρθωτος και η μεθερμήνευσίς του εν λόγω πεζώ». Ο μεταφραστής Π. Βεργωτής μάλιστα προέβη και στην κατηγοριοποίηση των μεταφράσεων ανάλογα με το αν πρόκειται για μετάφραση από πεζό σε πεζό λόγο, από ποιητικό σε πεζό, από πεζό σε έμμετρο και από ποιητικό σε ποιητικό, κρίνοντας φυσικά ότι η τελευταία κατηγορία αποτελεί και τη δυσχερέστερη όλων (βλ. στο Κασίνης, Οικονόμειος 115-116). 127 Όπως αναφέρει ο Δημαράς, «[μ]έ σταθερό βῆμα ἡ δημοτική μέσα στήν φθίνουσα δεκαετία [του 1870] κατακτᾶ τόν κόσμο τοῦ λυρικοῦ λόγου· ὅταν θὰ ἔρθει ἡ γενιά τοῦ 80, θά βρει τό ἔδαφος ξεκαθαρισμένο: δέν θά ἔχει παρά νά δράσει θετικά» (Ελλη-
71
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
Όσον αφορά στα θεωρητικά κείμενα που συντάχθηκαν την περίοδο αυτή, δεν θα μπορούσε να λείπει το μείζον ζήτημα της μεταφρασιμότητας της ποίησης, το οποίο είχε ήδη αποτελέσει θέμα καυτού διαλόγου στη Δύση. Ο Αφεντούλης στην Έκθεσιν του 1873 αναφέρει ότι είναι πολύ δύσκολη έως ακατόρθωτη η μεταφορά των ιδεών του ποιητή του πρωτότυπου έργου σε μια ξένη γλώσσα, δίχως να υπάρξουν απώλειες. Πιστεύει ότι ορισμένες φορές ο μεταφραστής μπορεί να προσεγγίσει τον ποιητή, αλλά μόνο όταν είναι και ο ίδιος ποιητής 128 (106). Η άποψη αυτή βέβαια έχει διατυπωθεί ουκ ολίγες φορές ανά τους αιώνες. 129 Ο σεβασμός προς το πρωτότυπο και το δημιουργό εκ μέρους του μεταφραστή είναι επίσης κοινή πεποίθηση όλων, ακόμη και όταν ο μεταφραστής δεν μεταφέρει απλώς το συγγραφέα, αλλά προσπαθεί να τον συναγωνιστεί. Όπως γράφει ο Ραγκαβής στο Βεργωτή, μεταφραστή του Δάντη, σχετικά: «Οὕτω πρέπει πάντοτε ὁ καλὸς μεταφραστὴς νὰ φέρεται πρὸς τὸν ἰσχυρὸν αὑτοῦ ἀντίπαλον, νὰ προσπαθῇ μὲν νὰ τὸν καταβάλλῃ, ἀλλὰ καὶ νὰ τρέφῃ πᾶν σέβας πρὸς αὐτόν, ἐπιμελούμενος νὰ τὸν προφυλάξῃ καὶ ἀπὸ τὴν ἐλαφροτέραν ἁμυχὴν» (108). Αναφορικά με το ζήτημα της πιστότητας του μεταφράσματος στο πρωτότυπο, εκφράστηκαν διάφορες απόψεις από τους μετέχοντες στον Οικονόμειο αγώνα. Όπως αναφέρει ο Κασίνης, «την αφορμή για την συζήτηση της άποψης για την κατά λέξη μετάφραση έδωσε η διατύπωση του Αφεντούλη ότι «ἡ μετάφρασις [πρέπει] νὰ ἦναι ὡς ἡ διὰ φωτογραφίας ἀποτύπωσις τῆς εἰκόνος, ἐν ᾗ ἀπόλλυται μὲν ἡ τῶν χρωμάτων λαμπρότης, διατηρεῖται ὅμως ἀκέραιος ἡ λεπτότης τῶν γραμμῶν καὶ ἡ ὁμοιότης τοῦ χαρακτῆρος”» (109) – χρήση μιας από τις πιο γνωστές παρομοιώσεις από τον χώρο της τέχνης για τη μετάφραση. Επιπλέον, ο Αφεντούλης δηλώνει ότι ο μεταφραστής οφείλει να σεβαστεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό το νικός Ρωμαντισμός 216). Η λογοτεχνία στην Ελλάδα επρόκειτο τα επόμενα χρόνια να ανανεωθεί ριζικά. 128 «τόρα ἀναμολογούμεν ... ὅτι εἶναι δυσχερέστατον πρᾶγμα, ἵνα μὴ εἴπωμεν ὅλως ἀδύνατον, νὰ μεταφέρῃ τις τὰς ἰδέας τοῦ ποιητοῦ ἀλωβήτους ὑπὸ τὸ αὐτὸ εἶδος εἰς ξένην γλὼσσαν. Νὰ προσεγγίση τις πρὸς τὸν ποιητὴν εἶναι ἐνίοτε ἐφικτόν, ἀλλὰ πάλιν μόνον, ὅταν ὁ μεταφραστὴς ἦναι καὶ αὐτὸς ποιητής, συγγενῆ ἔχων τὴν ποιητικὴν φλέβα πρὸς τὸν προκείμενον εἰς μετάφρασιν» (όπως παρατίθεται στο Κασίνης, Οικονόμειος 106). 129 Υπέρ της άποψης αυτής τάσσεται ο Dryden, ο Tytler, κ.ά., όπως έχει ήδη παρουσιαστεί παραπάνω.
72
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 | Μετάφραση της Ποίησης: Θέσεις και Αντιθέσεις έως τον 20ό αι.
πρωτότυπο ποίημα και να μεταφέρει όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τόσο του έργου όσο και του συγγραφέα 130 (109). Τονίζει ότι «[α]ποδοκιμάζ[ουν] ... πᾶσαν τῶν στίχων ἀνατροπήν, πᾶσαν τῶν ῥημάτων ἀπὸ σχήματος καὶ διαθέσεως εἰς ἄλλα μετατροπήν, πᾶσαν τῶν χρόνων συναλλαγὴν – δι’ ὧν ἀλλοιοῦται ἡ ζωηρότης τῆς παραστάσεως καὶ ἀμαυροῦται ἡ ἐνάργεια τῶν εἰκόνων» (109-110). Ο Αφεντούλης, λοιπόν, καταδικάζει τις μεταφράσεις που αλλοιώνουν τα πρωτότυπα κλασικά αριστουργήματα. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που υποστηρίζει την κατά λέξη μετάφραση, η οποία παραμένει πιστή στο πρωτότυπο κείμενο και δεν το παραμορφώνει. Φυσικά τις απόψεις αυτές του Αφεντούλη συμμερίστηκαν και άλλοι κριτές και μεταφραστές. 131 Υπέρ της κατά λέξη μετάφρασης τάσσεται και ο Βάλβης, όπως σημειώνεται παραπάνω, ο οποίος δηλώνει χαρακτηριστικά: «ἀνεκτὸν μὲν τὸ εἶδος τῶν κατ’ ἔννοιαν μεταφράσεων, κάλλιστον δὲ τὸ εἶδος τῶν κατὰ λέξιν» (28). Παρ’ όλα αυτά, διατυπώθηκαν και απόψεις κατά της κατά λέξη μετάφρασης. O Άγγελος Βλάχος, μεταφραστής του Νάθαν του Σοφού του Lessing (1879), υποστηρίζει τη διατήρηση του πνεύματος του πρωτοτύπου και ισχυρίζεται: «πιστὴ καὶ ἀληθὴς καὶ μόνη τοῦ ὀνόματος ἀξία μετάφρασις εἶνε ἐκείνη, ἥτις ἀποδίδει τὴν ψυχὴν αὐτὴν καὶ τὴν κίνησιν, τὸ νόημα καὶ τὸ χρῶμα τοῦ πρωτοτύπου, χωρὶς νὰ ὑποτάσσηται δουλικῶς εἰς τὴν μορφὴν αὐτοῦ καὶ τὴν λέξιν καὶ τὸν ῥυθμόν» 132 (η΄). Άλλωστε, όπως επι-
130
Ο Αφεντούλης επισημαίνει ότι «σκοπὸς τῆς μεταφράσεως εἶναι νὰ μᾶς παραστήσῃ τὸν ποιητὴν ὡς ὁμοιότατον ἑαυτοῦ κατὰ τε τὴν ὕλην καὶ τὸ εἶδος. Καὶ ὑπὸ μὲν τὸν ὅρον ὕλην [sic] ἐννοοῦμεν τὰς ἰδέας καὶ τὴν διὰ λέξεων παράστασιν αὐτῶν, ὑπὸ δὲ τὸ εἶδος [sic] ἐννοοῦμεν τὴν μουσικὴν ἁρμονίαν, ἥτις συνίσταται ἐκ τῆς τῶν λέξεων τοιᾶσδε ἢ τοιᾶσδε συναρμογῆς, ἐκ τοῦ μέτρου δηλονότι καὶ τῆς στιχουργίας». 131 Για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Κασίνης, Οικονόμειος 109. 132 Μέσω της άποψης αυτής διαπιστώνεται ότι αρκετές από τις ελληνικές θέσεις για τη μετάφραση ταυτίζονται σε μεγάλο βαθμό με αυτές που εκφράστηκαν στο παρελθόν στην Ευρώπη, όπως π.χ. η έννοια της δουλικής μετάφρασης από τον Οράτιο, κ.ά. Ο Βλάχος επίσης επισημαίνει ότι «ἐκάστη γλῶσσα ἔχει ἴδιον πνεῦμα, ἰδίαν ἀτομικότητα καὶ μορφήν, ἰδίους ἐν γένει χαρακτῆρας ἐξωτερικούς, ὅτι οἱ χαρακτῆρες οὗτοι οἱ ἐξωτερικοὶ καὶ αἰσθητικοὶ οὕτως εἰπεῖν εἰσὶ κατὰ φυσικὴν καὶ ἀναπόδραστον ἀνάγκην ἀνανταπόδοτοι εἰς ἄλλην γλῶσσαν» (στο Λέσιγγ, Ἐφραίμ. Νάθαν ὁ Σοφός. Μετάφρασις Ἀγγέλου Βλάχου Βραβευθεῖσα ἐν τῷ Οἰκονομείῳ Ἀγῶνι τοῦ 1879. Ἐν ἈΘήναις: Ἐκ τοῦ Τυπογραφείου Πέτρου Περρῆ, 1879. ζ΄. Τυπ.).
73
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
σημαίνει και ο Βάλβης παραπάνω, ο Βλάχος είχε εκφράσει και νωρίτερα την προτίμησή του στις κατ’ έννοια, ελεύθερες μεταφράσεις με αφορμή τη μετάφραση του έργου Λαμαρτίνου Ποιητικαί Μελέται (1864), 133 στο προλογικό σημείωμα της οποίας αναφέρει ότι είναι σημαντικό το μετάφρασμα να είναι πιστό ως προς το περιεχόμενο και ελεύθερο ως προς τη μορφή του πρωτοτύπου. Επιπλέον, ορισμένοι λόγιοι της εποχής υποστήριξαν ότι «ἡ κατὰ ῥυθμόν, κατ’ ἔννοιαν, καθ’ ὁμοιοκαταληξίαν καὶ ἐν ταυτῷ κατὰ λέξιν μετάφρασις στίχων οὕτω μικρῶν ἐστὶ κατόρθωμα οὐδενὶ ἐφικτόν» (στο Κασίνης, Οικονόμειος 116). Για το λόγο αυτό, συμπληρώνει ο Κασίνης, θεωρήθηκε ότι είναι «‘μυριάκις προτιμότερον’ νὰ γίνονται οἱ μεταφράσεις (καὶ μάλιστα τῶν ἔμμετρων ἔργων) σὲ πεζό, διότι ἔτσι ἀποφεύγονται οἱ διάφορες ὀνθυλεύσεις καὶ συμβάλλουν στὴν καλύτερη κατανόηση τοῦ ἔργου» (116-117). Στην ίδια διαπίστωση είχαν καταλήξει νωρίτερα και ευρωπαίοι μεταφραστές ποιητικών έργων, οι οποίοι έθεταν ως στόχο την κατανόηση του περιεχομένου του πρωτότυπου ποιήματος και όχι την πιστή αποτύπωση της μορφής του. Όπως υπογραμμίζει ο Κασίνης αναφερόμενος στην αγωνοθεσία του Οικονόμειου μεταφραστικού αγώνα, στόχος του μεταφραστικού διαγωνισμού δεν ήταν απλώς η συνεισφορά στην πνευματική καλλιέργεια του έθνους, αλλά πρωτίστως να έρθουν οι Έλληνες σε επαφή με σπουδαία έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, πέρα των γαλλικών μυθιστορημάτων, και να οδηγηθούν κατ’ αυτόν τον τρόπο στη συγγραφή πρωτότυπων έργων (38). Ο Αφεντούλης άλλωστε εκφράζει με απόλυτη σαφήνεια το πνεύμα της εν λόγω περιόδου όταν δηλώνει ότι η απομίμηση σπουδαίων έργων ξένων συγγραφέων δύναται να λειτουργήσει ως το πλέον κατάλληλο μέσο για την πρωτότυπη δημιουργία και ως αξιόλογη ‘τροφή’ για την ανύψωση του λαού, καθώς τα έθνη τα οποία προοδεύουν πνευματικά είναι αυτά που 133
Βλ. στο Λαμαρτίνου Ποιητικαὶ Μελέται. Μεταφρασθεῖσα κατ’ Ἐκλογὴν Ἐμμέτρως υπὸ Ἀγγέλου Σ. Βλάχου. Ἐν Ἀθήναις: Ἐκ τοῦ Τυπογραφείου Δ. Ἀθ. Μαυρομμάτη, 1864. ζ΄. Τυπ. Δύο χρόνια αργότερα, το 1866, ο Βλάχος μεταφράζει το έργο του Paul Heyse Αντίνοος: Τραγωδία εις Πράξεις Πέντε και στη σελίδα τίτλου της μετάφρασης καθιστά σαφές ότι πρόκειται για «ελεύθερη παράφραση» του πρωτοτύπου (στο Ἀντίνοος: Τραγωδία εἰς Πράξεις Πέντε. Παραφρασθεῖσα Ἐλευθέρως εε [sic] τοῦ Γερμανικοῦ του Paul Heyse καὶ ἐκ τῶν Ἐνόντων Λυρικαί Ποιήσεις Βραβευθεῖσαι ἐν τῷ Συναγωνισμῷ τοῦ 1866, υπὸ Ἀγγέλου Σ. Βλάχου. Ἐν ἈΘήναις: Τύποις Δ. Κτενά καὶ Π. Σούτσα, 1866. Τυπ.).
74
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 | Μετάφραση της Ποίησης: Θέσεις και Αντιθέσεις έως τον 20ό αι.
«κέκτηνται τὰς πλείστας καὶ τὰς κρατίστας τῶν μεταφράσεων» (39-41). Την ίδια πεποίθηση έχει και ο Πανταζίδης, ο οποίος δηλώνει ότι ο «ἀσφαλέστερος ... δρόμος προς τὴν ἀληθῆ ποίηση εἶναι ἡ ‘συγχρώτισις’ τοῦ νέου ποιητῆ μὲ τὰ κλασικὰ ἔργα» (39). Τα αριστουργήματα, λοιπόν, των ξένων λογοτεχνιών θα λειτουργούσαν ως πρότυπα μίμησης 134 – μια άποψη ιδιαίτερα διαδεδομένη και ευρέως αποδεκτή κατά τους προηγούμενους αιώνες, η οποία τονίζει το δεσμό που υπάρχει μεταξύ της πρωτότυπης συγγραφής και της μετάφρασης. Άλλωστε, σπουδαίοι εκφραστές της ελληνικής ποίησης του 19ου και 20ού αιώνα παρήγαν σημαντικές μεταφράσεις, πολλές εκ των οποίων λειτούργησαν ως άσκηση για το προσωπικό τους έργο. Ο Οικονόμειος διαγωνισμός σχετίζεται, επίσης, κατά κάποιον τρόπο και με την εντυπωσιακή αύξηση των μεταφράσεων που σημειώθηκε εκείνη την περίοδο. Όπως μας πληροφορεί ο Κασίνης, το 19ο αιώνα εκδόθηκαν 3.215 ελληνικές μεταφράσεις της ξένης λογοτεχνίας (29). Ωστόσο, αν και τα περισσότερα μεταφρασμένα έργα τον αιώνα αυτό είναι μυθιστορήματα και προέρχονται από τη γαλλική γλώσσα, τα έργα τα οποία επιλέγονται προς μετάφραση για τον Οικονόμειο αγώνα είναι «δραματικὰ τῆς γερμανικῆς λογοτεχνίας, Γουλιέλμος Τέλλος τοῦ Σίλλερ καὶ Νάθαν ὁ Σοφὸς τοῦ Λέσσιγκ», καθώς επίσης προκηρύσσεται η μετάφραση της Θείας Κωμωδίας του Δάντη· κατ’ αυτόν τον τρόπο αποφεύγονται τα «ματαιόσχολα μυθιστορήματα καὶ ἡ γαλλικὴ γλώσσα» (34). Με το μεταφραστικό διαγωνισμό παρατηρείται, λοιπόν, ότι δίνεται προτεραιότητα και έμφαση για πρώτη φορά στη μετάφραση του ποιητικού λόγου. Σημαντικό είναι, επίσης, το γεγονός ότι διατυπώνονται θεωρητικές σκέψεις για τη μετά134
Ο Πανταζίδης ισχυρίζεται ότι «[ό]πως ὁ τεχνίτης πρέπει νὰ ἐπισκεφθῆ ξένα ἐργαστήρια ... ν’ ἀσκηθῆ σ’ ἐκεῖνα, νὰ δοκιμάσει καὶ νὰ μιμηθῆ, γιὰ ν’ ἀποτολμήσει τὸ δικό του ἔργο, ἔτσι καὶ ὁ ποιητὴς ὀφείλει νὰ γνωρίσει τὰ ξένα ἀριστουργήματα “τὸ μὲν μεταφράζων, τὸ δὲ μιμούμενος, νὰ ἐργασθῇ δὲ φυσικῷ τῷ λόγῳ διὰ τῶν ἰδίων αὐτοῦ δυνάμεων, διὰ τοῦ ἰδίου πνεύματος, διὰ τῶν ἰδίων αὐτοῦ μέσων, ὅ.ἐ. διὰ τῆς ἰδίας αὐτοῦ γλώσσης”» (στο Κασίνης, Διασταυρώσεις, Β΄ 25). Διαφαίνεται από τα παραπάνω ότι οι έλληνες λόγιοι είχαν αφομοιώσει και υιοθετήσει αρκετές από τις θεωρητικές αντιλήψεις της Δύσης, καθώς οι εκπεφρασμένες απόψεις τους συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό με αυτές προγενέστερών τους λογίων-μεταφραστών· παρόμοιες, διαχρονικές απόψεις, ωστόσο, συναντούμε και σε μεταγενέστερους, σύγχρονους ποιητές-μεταφραστές, όπως στο Lowell και στον Pound (π.χ. η θεώρηση της μετάφρασης ως άσκησης και μίμησης).
75
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
φραση της ποίησης, αποδεικνύοντας πως εστιάζεται πλέον η προσοχή των λογίων και ποιητών στη μεταφορά του ποιητικού λόγου και στην αντιμετώπιση καίριων θεωρητικών ζητημάτων. Από τις μεταφράσεις που πραγματοποιήθηκαν, επομένως, το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και το διάλογο που δημιουργήθηκε σχετικά με τη μεταφραστική πράξη συντάχθηκαν αξιόλογα κείμενα για τη μετάφραση της ποίησης, στα οποία θίγονται ζητήματα τα οποία αποτελούν μέρος των θεωρητικών απόψεων των ελλήνων ποιητών του 19ου και 20ού αιώνα που θα μελετηθούν παρακάτω. Όπως υπογραμμίζει και ο Κασίνης, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Παλαμάς ονόμασε τον Οικονόμειο αγώνα «‘ἀγῶνα πνευματικῆς ἐπιβολῆς μεγάλης’ διότι ἂν καὶ σχετικὰ βραχύβιος, ὑπῆρξε κατ’ ἐξοχὴν ἀναγεννητικὸς (καὶ ὡς πρόθεση καὶ ὡς πράξη) καὶ προσπόρισε στὸ ἔθνος σπουδαία ὠφέλεια» (Οικονόμειος 8). Στην ίδια διαπίστωση καταλήγει και ο Πανταζίδης, ο οποίος δηλώνει ότι σε σχέση με τους ποιητικούς διαγωνισμούς «ὁ προὐργιαίτερον καὶ οὕτως εἰπεῖν παιδαγωγικώτερον γυμνάζων τοὺς νεωτέρους ἡμῶν συγγραφεῖς καὶ ποιητὰς εἶνε οὗτος ὁ μεταφραστικός» (41). Στην πραγματικότητα, ο Πανταζίδης στάθηκε στο ουσιαστικότερο και σημαντικότερο γεγονός όλων που δεν είναι άλλο από το κέρδος εν γένει της ελληνικής λογοτεχνίας και γλώσσας από τη μετάφραση. 135 Εν κατακλείδι, ο Οικονόμειος μεταφραστικός αγώνας επέδρασε ιδιαίτερα θετικά στην ελληνική κοινωνία. Σύμφωνα και με τις εύστοχες παρατηρήσεις του Κασίνη: 136 εμπλουτίστηκε η ελληνική λογοτεχνία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους με τις μεταφράσεις σπουδαίων έργων της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας· απότοκο του διαγωνισμού ήταν η σύνταξη πολλών κειμένων που πραγματεύονταν τη μεταφρασεολογία, την ιστορία της μετάφρασης, τη συγκριτική φιλολογία και το ζήτημα της γλώσσας· οι συμμετέχοντες του διαγωνισμού, όπως ήταν εύλογο, στην προσπάθειά τους να συγγράψουν όσο το δυνατόν πιο προσεγμένα έργα, βελτίωσαν σε μεγάλο βαθμό την ελληνική γλώσσα· η περίοδος κατά την οποία διεξήχθη ο διαγωνισμός ήταν ιδιαίτερα σημαντική υπό την έννοια ότι είχε ήδη διαμορφωθεί η τάση για ανανέωση και είχε προετοιμαστεί το έδαφος για την 135
Βλ. το σχετικό παράθεμα στο Κασίνης, Οικονόμειος 113-114. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. το σχετικό χωρίο στο Κασίνης, Οικονόμειος 120-121. 136
76
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 | Μετάφραση της Ποίησης: Θέσεις και Αντιθέσεις έως τον 20ό αι.
έλευση της Γενιάς του 1880, η δράση της οποίας οδήγησε στην εγκαθίδρυση μιας νέας κατάστασης στο χώρο των γραμμάτων και της λογοτεχνίας. 1.3 Παρατηρήσεις και Συμπεράσματα
Από τις θέσεις που έχουν εξεταστεί μέχρι στιγμής συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι έλληνες μεταφραστές, ποιητές και θεωρητικοί διαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό τη μεταφραστική τους προσέγγιση και την κρίση τους σε σχέση με τη μετάφραση βάσει των απόψεων που είχαν διατυπωθεί ήδη από τη ρωμαϊκή εποχή και των δίπολων που είχαν σταδιακά καθιερωθεί. Κοινός προβληματισμός όλων ήταν η απώλεια την οποία υφίσταται το πρωτότυπο κείμενο κατά τη μεταφορά του σε μια άλλη γλώσσα και για το λόγο αυτό δεν ήταν λίγοι όσοι υποστήριζαν την κατά λέξη μετάφραση, κρίνοντας ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται η διατήρηση του πνεύματος και του γράμματος του κειμένου-πηγή. Όσοι βέβαια υποστήριζαν ότι η μετάφραση αφορά μια δημιουργική διαδικασία τάσσονταν υπέρ της ελεύθερης μετάφρασης. Επιπλέον, με αφορμή τη μετάφραση συζητήθηκε έντονα το ζήτημα της παιδείας και της γλώσσας, με την καθομιλουμένη να έχει ολοένα και περισσότερους υποστηρικτές και σημαντικότερη θέση στην ελληνική κοινωνία. Αν και τα ζητήματα που τέθηκαν ήταν λίγο ή πολύ κοινά με όσα είχαν ήδη συζητηθεί σε άλλες χώρες στο πέρασμα των αιώνων, με τις απόψεις που διατυπώθηκαν να παρουσιάζουν ομοιότητες και διαφορές, οι μελέτες των Βούλγαρη, Καταρτζή και Βάλβη ξεχωρίζουν καθώς είναι απότοκες της προσπάθειάς τους να προσφέρουν για πρώτη φορά στα ελληνικά μια μεθοδολογία και προσέγγιση της μετάφρασης, προτείνοντας πολλές φορές λύσεις για επιμέρους μεταφραστικά προβλήματα κατά τη μεταφορά έργων στην ελληνική και αποφεύγοντας την προσκόλλησή τους στις απόψεις και μόνο γνωστών λογοτεχνών και μεταφραστών του εξωτερικού. Ιδιαιτέρως το πόνημα του Βάλβη θεωρείται εξαιρετικά πολύτιμο, καθώς αποτυπώνει και συνοψίζει για πρώτη φορά το θεωρητικό προβληματισμό της εποχής για τη μετάφραση της ποίησης, η οποία εμφανίστηκε δυναμικά το 19ο αιώνα στην ελληνική κοινωνία μέσω σπουδαίων ποιητών της χώρας. Εξίσου σημαντικός είναι ο Οικονόμειος μεταφραστικός αγώνας, ο οποίος ισχυροποίησε τη θέση της μετάφρασης και δη αυτής των ποιητικών έργων στην ελληνική λογιοσύνη και συνέβαλε στην καθιέρωσή της ως μιας απα-
77
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ραίτητης και ιδιαίτερα ουσιώδους δραστηριότητας για την ανάπτυξη της νεοελληνικής παιδείας, φιλολογίας και λογοτεχνίας. Ολοκληρώνοντας τη σύντομη αυτή ανασκόπηση των επικρατέστερων θεωρητικών αντιλήψεων για τη μετάφραση της ποίησης στη δυτική Ευρώπη και στον ελληνόγλωσσο χώρο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι στόχος του παρόντος κεφαλαίου δεν ήταν να εξεταστούν εις βάθος και αναλυτικά οι απόψεις που είχαν διατυπωθεί και, εν μέρει, εδραιωθεί στο πέρασμα των αιώνων, ούτε να αξιολογηθούν· αντιθέτως στόχος ήταν να παρου– σιαστούν τα φλέγοντα ζητήματα που απαρτίζουν το γενικό πλαίσιο της ποιητικής μετάφρασης και τα οποία αποτελούν, όπως παρατηρείται, βασικό μέρος του θεωρητικού διαλόγου που αναπτύχθηκε από τους έλληνες ποιητές του 19ου και 20ού αιώνα, οι οποίοι θα εξεταστούν στη συνέχεια. Στο κεφάλαιο που ακολουθεί, λοιπόν, ξετυλίγεται ο θεωρητικός προβληματισμός των Βηλαρά, Πολυλά, Μαβίλη, Παλαμά, Σεφέρη και Ελύτη για τη μετάφραση της ποίησης και μελετώνται οι θέσεις τους για αυτό το τόσο απαιτητικό και πολυσυζητημένο αντικείμενο. Και εδώ, σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για ολοκληρωμένες θεωρίες αναφορικά με τη μετάφραση της ποίησης· αντιθέτως, πρόκειται για αντιλήψεις τις οποίες διαμόρφωσαν οι ποιητές κατά την ενασχόλησή τους με τη μετάφραση ποιητικών έργων, καλούμενοι να αντιμετωπίσουν μεταφραστικά διλήμματα, όπως σχεδόν όλοι οι προγενέστεροι αλλά και μεταγενέστεροί τους ποιητέςμεταφραστές στο εξωτερικό και στην Ελλάδα. Όπως διαπιστώνεται στο δεύτερο κεφάλαιο, τα θεωρητικά ζητήματα τα οποία θίγουν οι παραπάνω έλληνες ποιητές αφορούν τις διχοτομίες και βαθιά αντιθετικές προσεγγίσεις που είχαν ήδη αναπτυχθεί στο παρελθόν και παρουσιάστηκαν στο παρόν κεφάλαιο.
78
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Έλληνες Ποιητεέ ς του 19ου και 20ουέ Αιωέ να ως Μεταφρασεολοό γοι
Στò κάθε τι ἐκτιμῶ μονάχα τὴν εὐκολία ἢ τὴ δυσκολία νὰ τὸ γνωρίσεις, νὰ τὸ ἐκτε– λέσεις. Φροντίζω μ’ ὅλα μου τὰ δυνατὰ νὰ καταμετρήσω αὐτοὺς τοὺς βαθμοὺς, καὶ νὰ μὴ δεθῶ… Καὶ τί μ’ ἐνδιαφέρει ἐκεῖνο ποὺ ξέρω πολὺ καλά; 137 Paul Valéry
2.1 Εισαγωγή Όπως διαφαίνεται στο πρώτο κεφάλαιο, το τοπίο που είχε διαμορφωθεί στον ελληνόγλωσσο χώρο δικαιολογεί σε μεγάλο βαθμό την ενασχόληση σχεδόν όλων των σημαντικών ελλήνων ποιητών του 19ου και 20ού αιώνα 138 με τη μετάφραση ξένης ποίησης. Μάλιστα από τα τέλη του 18ου αιώνα και έπειτα είχε παρατηρηθεί διαρκώς αυξανόμενο ενδιαφέρον και μεγαλύτερη ενασχόληση ελλήνων ποιητών με τη μετάφραση, με τον αριθμό των μεταφρασμένων στα ελληνικά ποιητικών έργων να σημειώνει εντυπωσιακή αύξηση, όπως καταδεικνύεται από την Ελληνική Βιβλιογρα– φία του Θ. Ι. Παπαδόπουλου και την πολύχρονη έρευνα του Κ. Γ. Κασίνη και του Λ. Παπαλεοντίου (για τις μεταφράσεις του «μείζονος ελληνισμού»), αλλά και από επιμέρους διερεύνηση του έργου του συνόλου σχεδόν των ελλήνων ποιητών του 19ου και του 20ού αιώνα ως τη Μεταπολίτευση. Ωστόσο, παρότι οι περισσότεροι ποιητές πραγματοποίησαν ποιητικές μεταφράσεις και το μεταφραστικό τους έργο κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικό (π.χ. του Α. Εφταλιώτη, 139 του Γ. Σημηριώτη, 140 του Ι. Γρυπάρη, 141
137
Σεφεριάδης, Γιῶργος. «Ἡ Βραδιὰ μὲ τὸν κ. Τὲστ.» Νέα Ἑστία 13-37 (1928): 603. Τυπ. 138 Υπενθυμίζεται ότι στο παρόν κεφάλαιο εξετάζονται έλληνες ποιητές που εξέφρασαν θεωρητικές θέσεις για τη μετάφραση έως το 1974. 139 Ο Εφταλιώτης έχει μεταφράσει τις ραψωδίες α–φ από την Οδύσσεια του Ομήρου· το ποίημα «Κορυδαλλός» του Shelley, το οποίο δημοσίευσε στην Ἑστία το 1890·
79
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
του Κ. Θεοτόκη, 142 κ.ά.), δεν διατύπωσαν όλοι θεωρητικές απόψεις για τη μετάφραση· όχι διότι δεν τους απασχόλησε η μεταφραστική διαδικασία το ποίημα «Τα Νησιά της Ελλάδας» από το Δον Ζουάν του Byron, το οποίο συμπεριέλαβε στην ποιητική του συλλογή Παλιοί Σκοποί (1909), κτλ. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το μεταφραστικό και πρωτότυπο έργο του Εφταλιώτη βλ. στο Βαλέτας, Γεώργιος. επιμ. Άπαντα. Εφταλιώτης Αργύρης. Αθήνα: Πηγή, 1952. Τυπ.· στο Πολίτης, Λίνος. Θέματα της Λογοτεχνίας μας. Δεύτερη Σειρά. Θεσσαλονίκη: Κωνσταντινίδης, χ.χ. Τυπ.· στο Μερακλής, Γ. Μιχάλης. επιμ. «Αργύρης Εφταλιώτης.» Η Ελληνική Ποίηση: Ανθολογία–Γραμματολογία. Αθήνα: Σοκόλης, 2000. 262-265. Τυπ.· καθώς επίσης στο αρχείο συγγραφέων του ΕΚΕΒΙ για επιπλέον πληροφορίες σχετικά με το έργο του, πρωτότυπο και μεταφραστικό, αλλά και για περαιτέρω μελέτες που αναφέρονται σε αυτό. 140 Ο Σημηριώτης έχει μεταφράσει σε μεγάλο βαθμό γαλλική ποίηση με ιδιαίτερα σημαντικό μεταφραστικό έργο την Ανθολογία των Γάλλων Ποιητών του 19ου Αιώνος (1800-1900), το οποίο κυκλοφόρησε σε πολλές αναθεωρημένες και, ορισμένες φορές, εμπλουτισμένες εκδόσεις. Επίσης εξέδωσε και άλλες μεταφράσεις γαλλικών ποιητικών έργων, όπως λ.χ. του Verlaine, Baudelaire, Moréas, La Fontaine, Lamartine κ.ά., είτε σε μικρούς τόμους υπό το γενικότερο τίτλο Γαλλική Ανθολογία, είτε ως μεμονωμένα έργα, όπως π.χ. Τ’ Απαγορευμένα Ποιήματα και τα Άνθη του Κακού του Baudelaire, Tους Μύθους του La Fontaine, κτλ. Μετέφρασε επίσης Dostoyevsky, Wilde, Poe, Zola, Balzac, Heine, κτλ. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την εργογραφία του Σημηριώτη βλ. ενδεικτικά στο Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, καθώς επίσης και στο αρχείο συγγραφέων του ΕΚΕΒΙ όπου προτείνονται περαιτέρω μελέτες του έργου του. 141 Ο Γρυπάρης έχει μεταφράσει μεταξύ άλλων τα έργα Χοηφόροι και Εὐμενίδες του Αισχύλου· την Πολιτεία και Εὐθύδημος του Πλάτωνα· την Ἠλέκτρα, τον Οἰδίποδα ἐπὶ Κολωνῷ, την Ἀντιγόνη, τον Φιλοκτήτη, και τον Αἴαντα του Σοφοκλή· το έργο Ταξιδιωτικές Εικόνες του Heine· Το Παραμύθι της Αλεπούς του Goethe, κτλ. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. ενδεικτικά στο Βαλέτας, Γιώργος. Ιωάννης Γρυπάρης. Άπαντα: Τα Πρωτότυπα με τα Μικρά Μεταφράσματα. Αθήνα: Πηγή, 1952. Τυπ.· στο Βαλέτας, Γιώργος. Ιωάννης Γρυπάρης. Ο Πρώτος Μετασολωμικός: Βίος, Έργο, Εποχή. Αθήνα: Πηγή, 1970. Τυπ.· στο Μερακλής, Γ. Μιχάλης. επιμ. «Ιωάννης Γρυπάρης.» Η Ελληνική Ποίηση: Ανθολογία –Γραμματολογία. Αθήνα: Σοκόλης, 1977. 338-341. Τυπ.· καθώς επίσης, στο αρχείο συγγραφέων του ΕΚΕΒΙ όπου παρατίθεται εκτενής βιβλιογραφία. 142 Ο Θεοτόκης υπήρξε συστηματικός μεταφραστής πολλών, ανόμοιων μεταξύ τους, έργων. Έχει μεταφράσει τα έργα Τρικυμία, Οθέλλος, Μάκβεθ και Άμλετ του Shakespeare· το έργο Η Κυρία Μποβαρύ του Flaubert· το έργο Ερμάννος και Δωροθέα του Goethe· το επεισόδιο «Νάλας και Νταμαγιάντη» από το ινδικό έπος Μαχαμπχάρατα· τα Γεωργικά του Βιργιλίου· το Περί Φύσεως του Λουκρητίου, κ.ά. Μάλιστα οι μεταφράσεις του δύο έργων του Shakespeare –Τρικυμία, Άμλετ– προκάλεσαν ιδιαίτερη αίσθηση.
80
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
και οι δυσκολίες που ανακύπτουν από το αποδεδειγμένα πιο απαιτητικό είδος της, της λογοτεχνικής μετάφρασης, αλλά απλώς επειδή δεν δημοσίευσαν τις θεωρητικές τους αντιλήψεις ως μεταφραστών ή δεν τις έχει επισημάνει η έρευνα που έχει πραγματοποιηθεί μέχρι στιγμής. Ο θεωρητικός λόγος για τη μετάφραση της ποίησης άρχισε να γίνεται αισθητός από τις αρχές και κυρίως από τα μέσα του 19ου αιώνα, γεγονός που διαπιστώνεται από τις διατυπωθείσες αντιλήψεις σημαντικών ποιητών-μεταφραστών του 19ου και 20ού αιώνα, όπως των Βηλαρά, Πολυλά, Μαβίλη, Παλαμά, Σεφέρη και Ελύτη, οι οποίοι και αποτελούν τα κύρια πρόσωπα τα οποία εξετάζει η παρούσα έρευνα. Οι ποιητές αυτοί εξέφρασαν το στοχασμό τους για ζητήματα όπως η μεταφρασιμότητα της ποίησης, το είδος της καταλληλότερης ποιητικής μετάφρασης, η μορφή του Αναφορά στα έργα που έχει μεταφράσει και μεταξύ αυτών και στις μεταφράσεις του Shakespeare γίνεται στο έργο του Κασίνη Διασταυρώσεις (86-93)· ενώ στο έργο του Κασίνη Διασταυρώσεις, Β΄ γίνεται εκτενέστερη αναφορά στις θέσεις του Θεοτόκη για τη γλώσσα και φυσικά στη σχέση του με τη μετάφραση (149-175). Βλ. επίσης για το μεταφραστικό έργο του Θεοτόκη στο Γρόλλιος, Χ. Κωνσταντίνος. «Τὸ Μεταφραστικὸ Ἔργο τοῦ Κωνσταντίνου Θεοτόκη.» Νέα Ἑστία 94.1115 (Χριστούγεννα 1973): 290-322. Τυπ.∙ για το μεταφραστή Θεοτόκη στο Καραγιώργος, Πάνος. «Ο Κ. Θεοτόκης Μεταφραστής του Σαίξπηρ.» Πόρφυρας 80 (Γενάρης-Μάρτης 1997): 267-276. Τυπ.· για τις επιρροές που δέχτηκε μέσω της μετάφρασης από το Shakespeare βλ. στο Δάλλας, Γιάννης. Κωνσταντῖνος Θεοτόκης. Κριτική Σπουδή μιας Πεζογραφικής Πορείας. Αθήνα: Σοκόλης, 2001. 109. Τυπ.· για την πολυγλωσσία και τη μεταφραστική δραστηριότητα του Θεοτόκη στο Τσούτσουρα, Μαρία. «Ύστατη Οικείωση. Η Μποβαρύ του Κωνσταντίνου Θεοτόκη.» Πόρφυρας 80 (Γενάρης-Μάρτης 1997): 283-291. Τυπ.· και το αφιέρωμα για το Θεοτόκη στο περιοδικό Νέα Ἑστία 114.1344 (1 Ἰουλίου 1983): 833-849. Τυπ., όπου και αναδημοσιεύεται ένα σονέτο του Θεοτόκη με τίτλο «Στὸν Ἰάκωβο Πολυλᾶ. Ὅταν Μετέφρασε τὸν Ἄμλετ», το οποίο καταδεικνύει ότι ο Θεοτόκης γνώριζε καλά και μελετούσε το έργο του Πολυλά. Εξαιρετικό είναι το απόσπασμα της διατριβής της Βάσως Γιαννακοπούλου σχετικά με τη μετάφραση του Άμλετ από το Θεοτόκη, όπου παρατίθενται πληροφορίες αναφορικά με τη μεταφραστική προσέγγιση του Θεοτόκη σε επίπεδο μακρο- και μικροδομής, κ. ά. (για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Yannakopoulou, Vasso. Norms and Habitus as Parameters in the Production of Four Greek Translations of Hamlet. PhD thesis. Athens, 2010. 67-122. Print.). Βλ. επίσης και στο Καραντώνης, Αντρέας. «Κωνσταντίνος Θεοτόκης.» Φυσιογνωμίες. Τόμ. Πρώτος. Αθήνα: Παπαδήμας, 1977. 72-96. Τυπ.· στο Άγρας, Τέλλος. «Φιλολογικές Αναμνήσεις. Ένα Σκίτσο για τον Κώστα Θεοτόκη.» Φιλολογική Πρωτοχρονιά (1943): 95-101. Τυπ.
81
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
μεταφράσματος, κτλ. Η μετάφραση, λοιπόν, της ποίησης δεν αποτέλεσε γι’ αυτούς απλώς μία περιστασιακή δραστηριότητα η οποία συμπλήρωνε δημιουργικά τον ελεύθερο τους χρόνο· αντιθέτως, συνέβαλε στην εξέλιξή τους ως δημιουργών και φαίνεται πως δικαιολογεί σε μεγάλο βαθμό το θεωρητικό προβληματισμό τους για τη «μεταγλώττιση», όπως αποκαλούσαν τη μετάφραση οι περισσότεροι, ποιητικών έργων στα νέα ελληνικά. Σε καμία περίπτωση βέβαια οι θεωρητικές απόψεις των ποιητών που διερευνώνται δεν συνιστούν μια ολοκληρωμένη θεωρία· αντιθέτως, πρόκειται για μια γενικότερη προσέγγιση υπό το πρίσμα της οποίας εξετάζουν και οι ίδιοι τη μετάφραση της ποίησης και τις δυνατότητες της επίτευξής της. Άλλωστε, οι παραπάνω ποιητές δεν είχαν ως στόχο τη διαμόρφωση μιας μεταφραστικής θεωρίας, καθώς το γλωσσικό ζήτημα, 143 ο εμπλουτισμός της νεοελληνικής λογοτεχνίας 144 και η ανάπτυξη της παιδείας ήταν τα κύρια ζητήματα τα οποία αποτέλεσαν εφαλτήριο για την ενασχόληση των περισσοτέρων με τη μετάφραση. Η αλήθεια είναι ότι για πάρα πολλά χρόνια η μεταφραστική δραστηριότητα ελλήνων ποιητών αποσιωπήθηκε, υποβαθμίστηκε ή ακόμη και αγνοήθηκε, κυρίως λόγω της θεώρησης της μετάφρασης ως μιας πράξης υποδεέστερης της πρωτότυπης δημιουργίας. Όσοι ποιητές, ωστόσο, μετέφραζαν έργα άλλων δημιουργών αντιμετώπιζαν τη μετάφραση ως μια ενδιαφέρουσα και ωφέλιμη ενασχόληση, παρά το γεγονός ότι ορισμένοι από
143
Κατά το Μανόλη Τριανταφυλλίδη, «οι μεταφράσεις από έργα της αρχαίας και της ξένης λογοτεχνίας συνετέλεσαν στην εξάπλωση και καλλιέργεια της ‘νέας γλώσσας’, της δημοτικής» (Τριανταφυλλίδης, Μανόλης. Άπαντα. Τόμ. 3. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, 1981. 119. Τυπ.). Ενώ και ο M. Vitti ισχυρίζεται ότι «[ο] αγώνας για την επικράτηση της μιας ή της άλλης μορφής γλώσσας ήταν αναμενόμενο να περάσει και μέσα από τους πειρασμούς της μετάφρασης. Η μετάφραση από τα αρχαία ή από άλλες γλώσσες θα μπορούσε να λύσει, στην πράξη επάνω, το γλωσσικό ζήτημα. Ήδη από την αρχή του αιώνα, συνεχίζοντας μια πρωτοβουλία που είχε ξεκινήσει συστηματικά προς το τέλος του 18ου, παρουσιάζεται το δίλημμα της επιλογής ενός κατάλληλου οργάνου» (Vitti, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 237). 144 Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η μελέτη του Ηλία Βουτιερίδη για το σημαντικό ρόλο της μετάφρασης στη νεοελληνική λογοτεχνία και τις ξένες επιδράσεις που ασκήθηκαν· βλ. στο Βουτιερίδη, Π. Ηλία. Ἡ Ξένη Ἐπίδραση στὴ Νεοελληνικὴ Λογοτεχνία. Ἐν Ἀθήναις: Ἐκδοτικός Οἶκος Μιχ. Σ. Ζηκάκη, 1930. Τυπ.
82
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
αυτούς προσπάθησαν να υποβαθμίσουν τη σημασία της με τις δηλώσεις τους· η στάση τους αυτή ενδεχομένως δικαιολογείται στο πλαίσιο της γενικότερης αντίληψης της μετάφρασης της ποίησης. Το γεγονός, ωστόσο, ότι πάρα πολλοί έλληνες ποιητές του 19ου και 20ού αιώνα ασχολήθηκαν με την ποιητική μετάφραση, για διαφορετικούς ή σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και για ίδιους λόγους ο καθένας, αποδεικνύει ότι πίστευαν στη δύναμη της μετάφρασης και στο ρόλο που αυτή μπορούσε να επιτελέσει στη νεοελληνική λογοτεχνία και γλώσσα. Άλλωστε, πέραν των έξι βασικών εξεταζόμενων ποιητών-μεταφραστών, διαπιστώνεται ότι δεν είναι λίγοι οι ποιητές οι οποίοι εξέφρασαν μεμονωμένες απόψεις για την ορθότερη μεταφορά ποιημάτων σε μια άλλη γλώσσα μέσω επιστολών ή άρθρων τους στον τύπο της εποχής, που ήταν και το πιο σύνηθες. Η ποιητική μάλιστα πράξη των ποιητών επηρέασε τη, και επηρεάστηκε από τη, μεταφραστική τους ενασχόληση, με αποτέλεσμα να αλληλοσυμπληρώνεται και να ταυτίζεται σε αρκετές περιπτώσεις η ποιητική με τη μεταφραστική τους σκέψη. Για το λόγο αυτό στο παρόν κεφάλαιο θα γίνει αναφορά και στις απόψεις εκείνες που έχουν εκφράσει οι ποιητές για την ποιητική γραφή και οι οποίες καθορίζουν τις μεταφραστικές τους αντιλήψεις και επιλογές. 2.2 Μετάφραση της Ποίησης: Το Εφικτό και το Ανέφικτο του Εγχειρήματος Σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρατέθηκαν στο πρώτο κεφάλαιο, παρατηρείται ότι οι απόψεις περί μετάφρασης της ποίησης στη Δύση ήταν άκρως δύσπιστες. Μια από τις πιο αντιπροσωπευτικές θέσεις είναι αυτή του Shelley, ο οποίος, όπως έχει ήδη αναφερθεί, θεωρεί ότι το μετάφρασμα στερείται χάρης, ομορφιάς, ουσίας και αξίας συγκριτικά με το πρωτότυπο έργο και γι’ αυτό το λόγο κρίνει ότι πρόκειται για μια μάταιη και ανούσια πράξη. 145 Αλλά και ο Schlegel αναφέρει ότι «η μετάφραση είναι μια μονομαχία μέχρι θανάτου κατά την οποία αναπόφευκτα θα χαθεί είτε 145
«[η] γλώσσα τῶν ποιητῶν ἔχει λάβει ἕνα συγκεκριμένο ἔνδυμα, μιάν ἁρμονική ἐπανάληψη φθόγγων, ἐξίσου ἀπαραίτητη μέ τίς ἴδιες τίς λέξεις, πού χωρίς αὐτὴν δέν θά ἦταν ποίηση. Ἀπό ἐδῶ πηγάζει τό μάταιο τῆς μετάφρασης. Τό νά ἐπιδιώκεις νά μεταφέρεις ἀπ’ τη μιά γλώσσα στήν ἄλλη τίς δημιουργίες ἑνός ποιητῆ, μοιάζει τόσο ἄσκοπο ὅσο νά ζητᾶς ν’ ἀνακαλύψεις τὸ ἀληθινὸ χρῶμα καὶ τὴν εὐωδιὰ μιᾶς βιολέτας, μελετώντας την στό ἐργαστήριο. Τό φυτό πρέπει νά ξεπηδήσει πάλι ἁπό τό σπόρο του, ἀλλιῶς δέν θά πετάξει ἄνθος» (στο Σέλλεϋ 31-32).
83
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
αυτός που μεταφράζει είτε αυτός που μεταφράζεται» (794)· 146 ο αναγνώστης, επομένως, δεν έχει τη δυνατότητα να απολαύσει την πραγματική ομορφιά του έργου μέσω της μετάφρασης, καθώς η απώλεια που σημειώνεται είναι καθοριστική. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στον ελληνόγλωσσο χώρο, καθώς οι περισσότεροι ποιητές θεωρούν ανέφικτη τη μετάφραση του ποιητικού λόγου και εμφανίζονται να είναι απαισιόδοξοι και απορριπτικοί της μεταφοράς ποιημάτων από μία γλώσσα σε μια άλλη, ακόμη και αν δεν αναφέρονται ξεκάθαρα στην «τέχνη του ανέφικτου». Τα στοιχεία που απαρτίζουν ένα ποίημα και οι διαφορές των γλωσσικών συστημάτων αποτελούν μέρος των παραγόντων που καθορίζουν και δυσχεραίνουν την ποιητική μετάφραση, όπως επισημαίνουν οι ποιητές τούς οποίους διερευνά η παρούσα έρευνα. Παρατηρείται, ωστόσο, ότι στο πέρασμα του χρόνου ορισμένοι ποιητές αναθεώρησαν την άποψή τους σχετικά με την ποιητική μετάφραση και το τελικό αποτέλεσμα της μεταφραστικής διαδικασίας. Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί ότι έως τα τέλη περίπου του 19ου αιώνα οι απόψεις για τη μεταφρασιμότητα της ποίησης στον ελληνόγλωσσο χώρο είναι ιδιαίτερα περιορισμένες, 147 παρά την παραγωγή ποιητικών μεταφράσεων. Από τους υπό εξέταση ποιητές-μεταφραστές, ο Παλαμάς είναι ο πρώτος, τουλάχιστον με βάση τα πορίσματα της παρούσας έρευνας, ο οποίος εξέφρασε προσωπική άποψη και τάχθηκε υπέρ της ποιητικής μετάφρασης, δεκαέξι χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευση του πονήματος του Βάλβη. Παρά το γεγονός ότι ο Παλαμάς αναφέρεται στις δυσκολίες που συναντώνται κατά τη μετάφραση του ποιητικού λόγου, 148 θα ήταν λανθα-
146
Απόδοση της Κατερίνας Σουμπασάκου· η παραπομπή στο Schlegel περιλαμβάνεται στο Cary, Edmond. «Η Μετάφραση Είναι Εφικτή;» ἡ λέξη 56 (ἸούλιοςΑὔγουστος 1986): 794-797. Τυπ. 147 Η αναφορά του Βάλβη στο θεωρητικό αυτό ζήτημα και οι απόψεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του Οικονόμειου αγώνα είναι πιθανότατα οι μοναδικές έως το 1878. 148 Ο Παλαμάς κρίνει ότι είναι δυσκολότερη η μετάφραση ποιημάτων των οποίων η αξία καθορίζεται αποκλειστικά από τη μορφή τους: «πολὺ δυσκολώτερη εἶνε ἡ μετάφρασις ποιημάτων ποῦ ἀξίζουν μόνον ἀπὸ τὴν κατασκευὴ τῆς μορφῆς καὶ ὄχι κι ἀπὸ τῆς οὐσίας τὴ βαρύτητα» [Παλαμᾶς, Κωστῆς. «Ἡ Μετάφρασις τῆς ‘Ὑπατίας’.» Ἑστία 37.26 (1894): 402. Τυπ.].
84
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
σμένο να θεωρηθεί ότι είναι αντίθετος με την ποιητική μετάφραση· δεν την απορρίπτει και φυσικά δεν τη θεωρεί ανέφικτη, και αυτό το αποδεικνύει και με τη δεινή του μεταφραστική πράξη. Αν και δεν αρνείται την κοινή και παγιωμένη άποψη ότι κατά τη μετάφραση της ποίησης πάντα υπάρχει κάτι το οποίο χάνεται, 149 καθώς αρκετά από τα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει ο μεταφραστής είναι ανυπέρβλητα και επηρεάζουν το τελικό αποτέλεσμα, και ότι η άποψη αυτή οδηγεί τους περισσότερους στην υποστήριξη του ανέφικτου της ποιητικής μετάφρασης, υπογραμμίζει ότι υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος: «ἅμα στοχαστοῦμε, πὼς τὰ στοιχεῖα τὰ οὐσιαστικώτερα τῆς τέχνης εἶν’ ἐκεῖνα ποὺ δὲ χάνονται καὶ ποὺ ἀντέχουνε μεταφερμέν’ ἀπὸ μιὰ σὲ ἄλλη γλῶσσα, θὰ ποῦμε: ὁ καλλιτέχνης μεταφράζεται» (Ο Νουμάς 342, 1). Ο ίδιος μάλιστα τάσσεται υπέρ αυτής της εκδοχής, αφού, όπως δηλώνει με αφορμή την ποίηση του Swinburne, 150 για να αισθανθεί κανείς την ποίηση και να νιώσει τα νοήματά της δεν χρειάζεται να τη διαβάσει στο πρωτότυπο· ίσα ίσα, αν τη διαβάσει στη μητρική του γλώσσα θα μπορέσει να την απολαύσει εξίσου καλά όπως και αν είχε την τύχη να διαβάσει το πρωτότυπο. Δεν είναι απαραίτητο να ξέρει κανείς αγγλικά για να αισθανθεί και να νιώσει
149
«Κάθε μετάφραση κ’ ἡ πιὸ εὐτυχισμένη, κάπως πάντα θὰ τἀλλάξῃ [sic] τό πρωτότυπο· κάτι θὰ τοῦ ὀλιγοστεύῃ, ἀπὸ κάτι θὰ το φτωχαίνῃ. Παλιὰ ἀλήθεια» [Παλαμᾶς, Κωστῆς. «Μεταφράζετε τους Ἀρχαίους.» Ο Νουμάς 66 (20 Ὀκτωβρίου 1903): 2. Τυπ.]. Επίσης, δηλώνει ότι «ὅλοι, σὰ μεταφραστοῦνε, ὅσο πιστὰ καὶ ὅσο δεξιά, κάτι θὰ χάσουνε πάντα, ποιός λιγώτερο, ποιός περισσότερο, [άρα] στοχαζόμαστε: ὁ καλλιτέχνης ἀμετάφραστος» [Παλαμᾶς, Κωστῆς. «Swinburne.» Ο Νουμάς 342 (3 τοῦ Μάη 1909): 1. Τυπ.]. Αν και υποστηρίζει, ωστόσο, ότι η ποίηση κατέχει τη θέση που της αξίζει μόνο στη γλώσσα-πηγή, λόγω των ιδιαιτεροτήτων των πρωτότυπων ποιημάτων και των γλωσσικών τους στοιχείων τα οποία δεν μπορούν να μεταφερθούν [«τό’ χει καὶ ἡ μοῖρα τῶν ποιητῶν· ἡ γλῶσσα των ξέρει μονάχα πατρίδα· δὲν ἔχει σχεδὸν τίποτε κοσμοπολιτικό» (Ξανατονισμένη Μουσική 7)], αποφεύγει να υποστηρίξει το ανέφικτο της ποιητικής μετάφρασης. 150 «γιὰ ν’ ἀπολάψῃ κανεὶς ἀκέρια καὶ τελειωτικὰ ἕνα ποιητὴ σὰν τὸ Σόεμπορν, ἀσύγκριτο ρυθμοπλάστη, ποὺ ὑπόταξε τὰ λόγια καὶ παίζει μ’ ἐκεῖνα, καθώς κάποιοι Ἰντιάνοι θαματοποιοὶ μὲ τὰ φείδια, πρέπει νὰ ξέρῃ νὰ τόνε χαρῇ στὴν ἴδια τὴ γλῶσσα του. Μὰ κι ὁ ποιητὴς εἶναι κάπως σὰν τὴν ὄμορφη γυναίκα. Δὲν εἶν’ ἀνάγκη νὰ τὴν παντρευτῇς, μήτε καὶ στενὴ γνωριμιὰ μαζὶ της νὰ δέσῃς· φτάνουνε τό πέρασμά της καὶ τὸ παρουσίασμα γιὰ νὰ τὴν αἰστανθῇς καὶ γιὰ νὰ νοιώσῃς τί λογῆς εἶναι ἡ γοητεία της» (Ο Νουμάς 342, 1).
85
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
το Shakespeare, ούτε νορβηγικά για να καταλάβει τον Ibsen. Όπως επισημαίνει, είναι πολλοί οι ποιητές και πεζογράφοι τους οποίους μαθαίνει, γνωρίζει το αναγνωστικό κοινό μέσω των μεταφράσεων (1). 151 Η θέση του αυτή δικαιολογεί τη βεβαιότητά του ως προς την επίτευξη ικανοποιητικών ποιητικών μεταφράσεων. Με αφορμή, μάλιστα, την κριτική που δέχτηκε για τη μετάφραση της «Ὑπατίας» του Leconte de Lisle, δηλώνει ότι ορισμένα ποιήματα διευκολύνουν την απόδοσή τους σε άλλη γλώσσα: «τέτοια … εἶνε τὰ ποιήματα τοῦ Λεκὸντ Δελίλ, καὶ μάλιστα ἡ Ὑπατία. Τὰ νοήματά του δὲν εἶνε λεπτεπίλεπτα ὥστε νὰ ξεφεύγουν τὸ δίχτυ τοῦ μεταφραστῆ· ἁδρὰ καὶ πλαστικά, εὐκολοπιάνονται· ὁ ρυθμός των εἶνε στὴν ἐντέλεια δουλεμένος, ἀλλὰ καὶ ἀπλὸς καὶ χειροπιαστός» (Ἑστία 37.26, 402). Για τον αισιόδοξο, λοιπόν, Παλαμά, αν και «[π]άντα θὰ χάνῃ μετάφραση ἔργου, καὶ μάλιστα ποιητικοῦ … πάντα ὁ ποιητής, ποὺ μεταφράζεται, εἶναι σὰ νὰ κερδίζῃ, ὅταν τύχῃ νὰ πέσῃ σὲ χέρια ὁμότεχνου, ποὺ καλοσυνείδητα δοκιμάζει καὶ προσπαθεῖ νὰ δώσῃ μιὰν ἰδέα τοῦ πρωτότυπου μὲ τὰ διαλεχτὰ μέσα ποὺ βάζει σ’ ἐνέργεια τῆς γλώσσας του καὶ τῆς τέχνης του» 152 (Νέα Ζωὴ 486)· μια άποψη την οποία φρόντιζε να επαναλαμβάνει ανά τακτά χρονικά διαστήματα μέσα από τις επιστολές, τα άρθρα και τα κείμενά του. Άλλωστε, πάντοτε ακολουθεί δήλωσή του σχετικά με τα οφέλη της μετάφρασης, είτε ενδογλωσσικής είτε διαγλωσσικής. 153 Το τελικό συμπέρασμα και η τοποθέτηση του Παλαμά σχετικά με τη μεταφρασιμότητα της ποίησης είναι ότι «τίποτε δὲν μεταφράζεται, καὶ ὅλα μεταφράζονται. Τίποτε δὲν μεταφράζεται, γιατὶ ὁ μεταφραστής, θέλει δὲ θέλει, δείχνει τὴν τέχνη τὴ δική του, κι ὄχι ἐκείνη τοῦ ποιητῆ. Ὅλα με-
151
«τὸ ξέρουμε ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς φιλολογίας – πόσοι ξακουσμένοι ποιητὲς καὶ πεζογράφοι δὲ γνωρίζονται καὶ δὲν ἀκούγονται καὶ δὲν ξεδιαλύνονται καὶ δὲν κρίνονται, παρὰ μεταφρασμένοι. Πρέπει νὰ ξέρῃς ἀγγλικὰ γιὰ νἄμπῃς [sic] μέσα στὸ Σαιξπῆρο; Νορβηγικά, γιὰ νὰ μελετήσῃς τόν Ἵψεν;». 152 Παλαμᾶς, Κωστῆς. «Τί Ἔγινε Γύρο σὲ μιὰ Μετάφραση.» Νέα Ζωή 12 (Ὀκτώβρης 1912): 486. Τυπ. 153 «Ὅμως τολμῶ νὰ εἰπῶ πῶς καὶ κάθε φροντισμένη μετάφραση, φέρνοντας πιό σιμὰ σ’ ἐμᾶς μιὰ μακρυσμένη ζωή, ἀκόμη καὶ τὴν ἀσύγκριτη ὀμορφιὰ τῶν ἀρχαίων, μπορεῖ νὰ τῆς δώσῃ μιὰ ὄψη ποῦ νὰ εἶναι τό ταίριασμα μαζὶ μιᾶς ἀχτίδας ἀπὸ τὴν ὐπέρκαλη μορφὴ τοῦ πρωτότυπου, καὶ μιᾶς λάμψης μέσ’ ἀπὸ τὴ γύρω μας ψυχὴ» (Παλαμᾶς, «Μεταφράζετε τους Ἀρχαίους» 2).
86
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
ταφράζονται, ὅταν ἡ τέχνη τοῦ μεταφραστῆ εἶνε κατὰ ποσὸν ἢ κατὰ ποιὸν ἀνάλογη πρὸς τὴν τέχνη τοῦ ποιητῆ» (Ἑστία 37.26, 402). Εάν λοιπόν κατά τη μετάφραση απαλειφθούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και οι ιδιοτυπίες του δημιουργού του πρωτοτύπου, τότε το πρωτότυπο ποίημα χάνει την ταυτότητά του και ουσιαστικά δεν πρόκειται για το ίδιο ποίημα. Συνεπώς, σε αυτήν την περίπτωση η ποίηση δεν πρέπει και δεν μπορεί να μεταφραστεί. Η μετάφραση, ωστόσο, ενός ποιήματος είναι εφικτή όταν οι αρετές και η δεξιοτεχνία του μεταφραστή είναι ανάλογες με αυτές του δημιουργού του πρωτοτύπου σε τέτοιο βαθμό ώστε να διατηρείται η αξία και ουσία του πρωτότυπου ποιήματος στη γλώσσα-στόχο. Για τον Παλαμά, επομένως, παρότι η ποιητική μετάφραση είναι δυσχερής, το τελικό αποτέλεσμα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το μεταφραστή, άρα μπορεί να είναι και πολύ καλό. Η αίσθηση, ωστόσο, ότι κατά τη μετάφραση ποιητικών έργων δεν μεταφέρεται παρά μόνο ένα μικρό μέρος του πρωτοτύπου ήταν διάχυτη στους ποιητικούς κύκλους. Αρκετές δεκαετίες αργότερα ο Σεφέρης δηλώνει ότι το μεταφρασμένο ποίημα μεταφέρει ένα μικρό μόνο τμήμα του κόσμου –όχι μόνο γλωσσικού– του πρωτότυπου ποιήματος: «ἡ μετάφραση ἀπό ξένες γλῶσσες εἶναι σά να μεταφέρουμε στόν τόπο μας ἕνα ἐλάχιστο ἀπόσπασμα ἑνός ὁλόκληρου κόσμου, τοῦ κόσμου τῆς γλωσσικῆς ἔκφρασης –θά ἔλεγα τῆς ποιητικῆς τάξης– ὅπου ἀνήκει τό ποίημα» (Αντιγραφές 7). Μάλιστα, προβαίνει στην παρομοίωση του αναγνώστη με το φυσιοδίφη «ποὺ ἀπό τό τυχαῖο εὕρημα ἑνός σπονδύλου εἶναι ὑποχρεωμένος ν’ ἀνασυστήσει ἕνα ὁλόκληρο προκατακλυσμιαῖο θηρίο» (7). Η άποψη αυτή του Σεφέρη αιτιολογείται εάν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι για τον ίδιο η ποίηση είναι γλώσσα, η οποία γίνεται με λέξεις και «οἱ λέξεις εἶναι κρυσταλλώματα, ποὺ ἔχουν δημιουργηθεῖ ἀπὸ τὰ αἰσθήματα, τὶς συγκινήσεις καὶ τὶς σκέψεις ἀναρίθμητων ἀνθρώπων καὶ γενεῶν» (στο Βαγενάς, Ὁ Ποιητὴς καὶ ὁ Χορευτής 36)· πώς είναι λοιπόν δυνατόν να μεταφραστούν οι λέξεις ενός ποιήματος που φέρουν συγκεκριμένο συγκινησιακό και συναισθηματικό περιεχόμενο 154 σε μια γλώσσα με λέξεις μιας άλ-
154
Για το Σεφέρη «ἡ λέξη … εἶναι ἕνας καρπὸς ποὺ ὡριμάζει μέσα στὸν ποιητὴ καὶ ποὺ ἀποσπάται ἀπὸ τὴν ψυχὴ του ... ἀφοῦ ἀπορροφήσει καὶ αἴσθημα καὶ σκέψη» [Σεφέρης, Γιῶργος. Δοκιμές Πρῶτος Τόμος (1936-1947). 6η ἔκδ. Ἀθήνα: Ἴκαρος, 1992. 188. Τυπ.].
87
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
λης γλώσσας; 155 Μάλλον είναι ανέφικτο. Πεπεισμένος, λοιπόν, ότι είναι μάταιη η διαδικασία μετάφρασης ποιημάτων, υπογραμμίζει ότι το μεταφρασμένο ποίημα θα είναι πάντα κατώτερο του πρωτοτύπου και ότι είναι άσκοπο εκ μέρους του μεταφραστή να προσπαθήσει να καταστήσει το μετάφρασμα καλύτερο του πρωτότυπου έργου: «[ό]σο καλά καί νά δουλέψει κανείς, ὅσο ἐπιτυχής καί ἄν εἶναι, θά ὑπάρχει πάντα ἕνα ἀντικείμενο –τό πρωτότυπο– πού μένει ἐκεῖ γιά νά μᾶς δείχνει πώς βρισκόμαστε πάντα χαμηλότερα ἀπό τό σωστό, πώς ἀκόμη κι ἄν πᾶμε ψηλότερα, πάλι χαμηλότερα θά εἴμαστε· ἀλίμονο ἄν προσπαθήσουμε νά καλυτερέψουμε τό ποίημα πού μεταφράζουμε (Αντιγραφές 7). Συνεπώς, κατά το Σεφέρη, όσο επιτυχημένη κι αν είναι μια ποιητική μετάφραση, το αποτέλεσμα είναι προδιαγεγραμμένο και αποκλείεται να μπορέσει το μετάφρασμα να σταθεί στο ύψος του πρωτοτύπου. 156 155
Στο ίδιο πνεύμα και με αφορμή τη μετάφραση ποιημάτων του Éluard που πραγματοποίησε, ο Ρίτσος αναφέρει: «Κάθε μετάφραση εἶναι ἀναγκαστικὰ μιὰ παραχάραξη. Γιατὶ κάθε γλώσσα ἔχει μιὰν ἀναντικατάστατη δική της ὑφή, χρῶμα, μουσικὴ ποὺ παραμένει ἰδιαίτερη και μοναδική. Οἱ λέξεις δὲν εἶναι μόνον ἔννοιες μὰ καὶ κέντρα μνήμης καὶ μουσικοὶ πομποί. Ἡ ἴδια λέξη ἀπ’ τὴ μιὰ γλώσσα στὴν ἄλλη παρουσιάζει οὐσιαστικὲς διαφορές, στὴν προφορὰ, στὸν ἀριθμὸ τῶν συλλαβῶν, στὰ φωνήεντα καὶ στὰ σύμφωνα καὶ στὸ γένος, ποὺ δὲν εἶναι πιὰ μιὰ ἠχητικὴ διαφορὰ μὰ πολὺ βαθύτερη (351) [για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Ρίτσος, Γιάννης. «Πὼλ Ἐλυὰρ (Μελέτη).» Επιθεώρηση Τέχνης (Μάϊος 1955): 339-351. Τυπ.]. Την ίδια αντίληψη έχει και ο Αντώνης Δεκαβάλλες, ο οποίος δηλώνει: «Ἔκδηλο πιὰ γίνεται πώς, ἐξαιτίας τῆς φύσης της, διαφορετικὴ εἶναι ἡ λέξη ποὺ γεννιέται στὸν κάθε τόπο. Ἔχει μιὰ δική της ἱστορία διάφορη ἀπὸ τῆς ἄλλης, ποὺ τῆς δίνει ὁ χῶρος κι ὁ χρόνος. ... Μιὰ λέξη ξένη δὲν μπορεῖ ν’ ἀντιστοιχεῖ ἀκριβῶς πρὸς τὴ δική μας οὔτε στὸ ἄκουσμα οὔτε στὸ νόημα. Ἡ λέξη εἶναι ἦχος, μουσικὸς φθόγγος καὶ νόημα: “ἡ γλώσσα εἶναι δείκτης τῆς εὐαισθησίας”» [Δεκαβάλλες, Ἀντώνης. Θ. Σ. Ἔλιοτ: Τέσσερα Κουαρτέτα (Ἀπόδοση-Εἰσαγωγικὰ Δοκίμια καὶ Σχόλια). 2η ἔκδ. Ἀθήνα: Ἐκδ. Καστανιώτη, 1992. 33. Τυπ.]. 156 Πιθανότατα, την ίδια άποψη έχει και ο Ι .Θ. Κακριδής, ο οποίος, αναφερόμενος στις δυσκολίες της μετάφρασης, δηλώνει: «η προσπάθεια του μεταφραστή είναι … να δημιουργήσει ένα έργο ισάξιο με το πρωτότυπο· και όμως το αποτέλεσμα θα είναι δίχως άλλο κατώτερο, πολύ κατώτερο» (Κακριδής, Το Μεταφραστικό Πρόβλημα 30). Ο Σεφέρης, μάλιστα, τονίζει την απαισιοδοξία του ως προς το μεταφραστικό εγχείρημα και με αφορμή τη μετάφραση του ποιήματος “Sailing to Byzantium” του Yeats, δηλώνοντας: «Παράξενο, κάθε φορά: θαρρεῖς πὼς ‘ξεβιδώνεις’ ἕνα ποίημα προσπαθώντας νὰ τὸ μεταφράσεις» [Σεφέρης, Γιῶργος. Μέρες Ϛ΄ (20 Απρίλη 1951 – 4 Αυγούστου 1956). Αθήνα: Ίκαρος, 1986. 195. Τυπ.].
88
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
Σε απόλυτη ταύτιση με το Σεφέρη και γνωρίζοντας τις απόψεις του, 157 ο Ελύτης δηλώνει ότι «[η] πνευματική ... ἀλληλογνωριμία [των λαών] ποὺ γίνεται ἀπό τὴν τεθλασμένη τῶν μεταφράσεων ὁδηγεῖ σ’ ἕναν ἀ λ λ η θ ω ρ ι σ μ ό ἀ ξ ι ῶ ν. … Διαβατήριο ἀποτελεῖ μοιραῖα ἡ καλὴ μετάφραση πού, ὅλοι μας ξέρουμε ὅτι εἶναι τόσο πιὸ πρόσφορη, ὅσο τὸ πρωτότυπο κείμενο εἶναι λιγότερο ζυμωμένο καί μετουσιωμένο στὴ γλώσσα του τὴ μητρική» 158 (Ανοιχτά Χαρτιά 27). Υπονοεί, λοιπόν, ο ποιητής ότι, όσο περισσότερο «καλύπτονται», δεν απελευθερώνονται τα συναισθήματα από το δημιουργό και, όσο λεπτεπίλεπτα είναι τα νοήματα στο πρωτότυπο έργο, τόσο ευκολότερη καθίσταται η απόδοσή του σε μια άλλη γλώσσα. Σε αντίθετη περίπτωση το μεταφραστικό εγχείρημα είναι άκαρπο. Δεν θα μπορούσε να είναι πιο σαφής η θέση του Ελύτη αναφορικά με τις περιορισμένες δυνατότητες της μετάφρασης και την αδυναμία μεταφοράς των ουσιωδών στοιχείων, όπως τα συναισθήματα και τα νοήματα, που απαρτίζουν ένα ποίημα. Επίσης, όπως παρατηρεί ο Connolly, ο Ελύτης επισημαίνει σε μια επιστολή του ότι η μετάφραση ποίησης «αδικεί τους καλούς και ευνοεί τους φθηνούς ποιητές. Τι θα λέγαμε εάν δεν ξέραμε γαλ157
Ο Ελύτης διάβαζε Σεφέρη, όπως μας πληροφορεί και ο ίδιος στα Ανοιχτά Χαρτιά (249), ενώ επιπλέον αναφέρεται σ’ αυτόν ως τον τελευταίο δάσκαλο «ἀφοῦ κανείς δέν ἦρθε ἴσαμε σήμερα νά τόν ἀντικαταστήσει» (280). 158 Ο Valéry στο έργο του Au Sujet d’ Adonis (1920) είχε δηλώσει: «Tout ce qui compte, est bien voilé./ Ό,τι μετρά [στην ποίηση] είναι καλά κρυμμένο» [στο Κακναβάτος, Έκτωρ. «Η Περιπέτεια της Μετάφρασης.» Μετάφραση ’95 1 (Σεπτέμβριος 1995): 120. Τυπ.· και στο Μαλάνος, Η Ποίηση του Σεφέρη 7]. Ο Ελύτης συμφωνεί, όπως αποδεικνύεται, με αυτήν την άποψη, καθώς θεωρεί ότι σ’ ένα καλό ποίημα ο ποιητής πρέπει να κρατά κρυφά τα ιδιαίτερα νοήματα. Ίδια άποψη έχει και ο Eliot και ο Baudelaire· ο πρώτος αναφέρεται στο ζήτημα αυτό δηλώνοντας: «Ο ποιητής στους καιρούς μας πρέπει να είναι δύσκολος ... οφείλει να γίνει όλο και πιότερο περιεκτικός, πιότερο υπονοητικός, πιότερο έμμεσος, έτσι που να εξαρθρώσει, αν είναι ανάγκη, τη γλώσσα στα νοήματά του» (στο Κακναβάτος, «Η Περιπέτεια της Μετάφρασης» 119-120), ενώ και ο δεύτερος εκφράζει την πεποίθηση ότι: «Ὅσο πιὸ πολὺ μᾶς δεσμεύει ἡ μορφὴ τόσο ἐντονότερη ἀναβρύζει ἡ ἰδέα. … Στὰ ποιήματά σου προσπάθησε περισσότερο ν’ ἀφήσεις νὰ ὑπονοοῦν, παρὰ νὰ λές» (όπως παραθέτει ο Κλέων Παράσχος στο «Ἡ Ζωὴ καὶ τὸ Ἔργο τοῦ Baudelaire» το οποίο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Μοῦσα» (Μάιος 1922) και περιλαμβάνεται στο έργο Baudelaire, Charles. Εικοσιοκτώ Ποιήματα. Επιλογή – μετάφραση Κλέων Παράσχος. Αθήνα: Εκδ. Γαβριηλίδη, 1999. 31. Τυπ.). Αναφορά στην «πυκνή, ελλειπτική και δύσκολη ποίηση» του καιρού του κάνει και ο Σεφέρης (βλ. στο Μαλάνος, Η Ποίηση του Σεφέρη 8).
89
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
λικά, για τον Mallarmé ή τον Valéry; Ο πρώτος τυχόν Γάλλος στιχοπλόκος θα μας φαινόταν καλύτερος». 159 Η δήλωσή του αυτή φυσικά αποκαλύπτει για ακόμη μια φορά τη βαθιά του πεποίθηση ότι το μεταφρασμένο ποίημα στερείται ποιότητας και δεν επιτρέπει να διαφανεί η αξία του δημιουργούποιητή. Επομένως, δεν αποκλείει απλώς την πιθανότητα επίτευξης επιτυχημένης ποιητικής μετάφρασης, αλλά τονίζει ότι η εικόνα του δημιουργού του πρωτοτύπου αλλοιώνεται και τα χαρίσματα της ποιητικής του απαλείφονται πλήρως κατά τη μεταφορά του έργου σε μία ξένη γλώσσα. Και ναι, κατά γενική ομολογία και αποδοχή, πάντοτε σημειώνεται κάποιο είδος απώλειας κατά τη μετάφραση, αλλά τι είναι αυτό το οποίο οδηγεί τον Ελύτη στη διατύπωση της παραπάνω άποψης; Υπάρχουν βαθύτεροι λόγοι για τους οποίους ο Ελύτης οδηγείται στο ανέφικτο της ποιητικής μετάφρασης. Ο Ελύτης υποστηρίζει ότι η ποίηση δεν μεταφράζεται γιατί απλούστατα η ποίηση δεν γράφεται. Το πρωτότυπο ποίημα διαπνέεται από μοναδικά συναισθήματα τα οποία μεταφέρονται και μεταδίδονται μέσω της γλώσσας. Όπως υπογραμμίζει, «ἡ ἀληθινή ποίηση εἶναι πάντα μιά δημιουργία μέσα ἀπό τή γλώσσα καί ὄχι ἔξω ἀπό αὐτή [και] κάθε γλώσσα ὑποχρεώνει τόν ποιητή νά ἐκφράζει συγκεκριμένα πράγματα» 160 (143-144). Ο Ελύτης, δηλαδή, θεωρεί ότι ο δημιουργός 159
Απόσπασμα από την ανακοίνωση του David Connolly, με τίτλο «“Κάποια Βίδα στο Τέλος θα σε Μπερδέψει”: Ο Ελύτης ως Μεταφρασεολόγος», στο Επιστημονικό Συμπόσιο (11-13 Νοεμβρίου 2011) που πραγματοποιήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, με τίτλο «Επιρροές του Ελύτη», στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για την επέτειο των 100 χρόνων από τη γέννηση του έλληνα ποιητή (υπό έκδοση στα Πρακτικά του Συμποσίου). 160 «Ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης Μιλᾶ γιά τήν Ποίησή του (Μιά συνέντευξη στό περιοδικό BOOKS ABROAD Ἀθήνα, Μάρτιος 1975).» Ἀπόδ. Στ. Μπεκατώρος. Το Δέντρο 4 (Σεπτέμβρης–Ὀκτώβρης 1978): 141-153. Τυπ. Η άποψή του αυτή τον διαφοροποιεί από τον Παλαμά, ο οποίος δηλώνει στο προλογικό σημείωμα της Ξανατονισμένης Μουσικής: «Ἀρκετὴ σκοτοῦρα μᾶς φέρνει καθημερινὰ ἡ φροντίδα νὰ μεταφράζουμε τὸν ἑαυτό μας» (14). Σύμφωνα με τη δήλωση αυτή, ο Παλαμάς υποστηρίζει ότι πρώτα συλλαμβάνει μία ιδέα και στη συνέχεια της δίνει σάρκα και οστά μέσω της γλώσσας. Βέβαια, ο Παλαμάς είχε υποστηρίξει την ίδια άποψη και νωρίτερα, καθώς το 1909 είχε δηλώσει: «[ο] συγγραφέας ... εἶναι ὁ ἴδιος μεταφραστὴς τοῦ ἑαυτοῦ του κάθε φορὰ ποὺ ρίχνει στὸ χαρτὶ τὴ σκέψη του» («Swinburne» 1). Ο Ελύτης, ωστόσο, δηλώνει: «δεν σκέπτομαι κάτι και μετά το μεταφράζω σε γλώσσα. Το γράψιμο είναι πάντα ένα πείραμα, και συχνά οδηγούμαι από την ίδια τη γλώσσα να πω μερικά πράγματα που διαφορετικά ίσως να μην τα είχα
90
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
του πρωτότυπου ποιήματος βιώνει ορισμένα ιδιαίτερα συναισθήματα, η καταγραφή των οποίων είναι δύσκολη ακόμη και στη μητρική του γλώσσα. Το μετάφρασμα, λοιπόν, δεν μπορεί να μετουσιώσει το περιεχόμενο, το οποίο είναι συγκεκριμένο και απελευθερώνεται από τη γλώσσα-πηγή, ούτε να αποδώσει με ακρίβεια τη συγκίνηση του πρωτοτύπου, διότι μεταφέρει το νόημα μέσω άλλης γλώσσας. Επομένως, δεδομένου ότι η μετάφραση ποιητικών έργων δεν καθιστά δυνατή τη μεταφορά των στοιχείων εκείνων που καθορίζουν και προσδιορίζουν το εκάστοτε ποίημα, ο Ελύτης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι εάν είναι δυσχερής η πρωτότυπη γραφή, εάν η ποίηση δεν δύναται να γραφεί, τότε η μετάφραση ποίησης είναι ουσιαστικά ανέφικτη. Και εάν όντως υλοποιηθεί η μετάφραση ενός ποιητικού έργου, τότε το μετάφρασμα ισοδυναμεί με ένα μικρό μόνο μέρος του πρωτοτύπου – 20% με 30% όπως δηλώνει χαρακτηριστικά και ο ίδιος. 161
σκεφτεί» (στο «Ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης Μιλᾶ γιά τήν Ποίησή του», 144-145· καθώς επίσης και στο Κουτσιβίτης, Πράξη της Μετάφρασης 120). 161 Είναι χαρακτηριστική και αντιπροσωπευτική της θεώρησής του για τη μετάφραση η δήλωσή του στο λόγο που εκφώνησε κατά την απονομή του Βραβείου Νόμπελ το 1979: «Σας γνωρίζουμε και μας γνωρίζετε από τα 20 ή έστω 30% που απομένει μετά από την μεταγλώττιση. Ειδικά εμείς όλοι, όσοι κρατάμε από μια συγκεκριμένη παράδοση και αποβλέπουμε στα θαύματα του λόγου, στον σπινθήρα που τινάζουν εκάστοτε δυο λέξεις κατάλληλα τοποθετημένες, παραμένουμε βουβοί, αμετάδοτοι» (Ἐν Λευκῷ 329). Μέσω της συνοπτικής μα τόσο περιεκτικής αυτής δήλωσης του Ελύτη, ξετυλίγεται η διαχρονική πεποίθηση των περισσότερων ελλήνων ποιητών ότι κατά τη μετάφραση χάνεται το μεγαλύτερο μέρος του πρωτοτύπου. Στην πρώτη εμφάνισή του μετά τη βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας ο Ελύτης αναφέρθηκε και πάλι στη δυνατότητα μετάφρασης της ποίησης και επανέλαβε, τρόπον τινά, την παραπάνω θέση: «[έ]χω φτάσει νά πιστεύω ὅτι ἕνας ξένος πού νά εἶναι ποιητής καί νά γνωρίζει καλά τή γλώσσα σου, μπορεῖ νά μεταφράσει τό ἔργο σου σέ ἱκανοποιητικο ἐπίπεδο. Αὐτό εἶναι, ὅμως, σπάνιο. Γιατί ὑπάρχει πάντα καί τό θέμα τῆς τεχνικῆς. Ἡ ποίηση στηρίζεται στή μαγεία τῆς γλώσσας. Στή γοητεία τοῦ συνδυασμοῦ τῶν λέξεων, πού φέρνουν τόν σπινθήρα ... Τελικά, νομίζω ὅτι σέ μετάφραση, μόνον ἕνα 20% τοῦ ἔργου φτάνει στόν ξένο ἀναγνώστη» (απόσπασμα από τη συνέντευξη του Ελύτη στον Βάιο Παγκουρέλη, με τίτλο «Τά Θεμέλιά μου στά Βουνά καί τά Βουνά Σηκώνουν οἱ Λαοί στόν Ὦμο τους», στην εφημερίδα Τό Βῆμα στις 20 Ὀκτωβρίου 1979, η οποία περιλαμβάνεται στο έργο Ἐλύτης, Ὀδυσσέας. Σύν τοῖς Ἄλλοις. 37 Συνεντεύξεις. Ἀθήνα: Ὕψιλον, 2011. 183-189. Τυπ.). Χαρακτηριστική της στάσης του Ελύτη είναι και η δήλωσή του ότι «προσωπικά χάν[ει] τόσο πολύ στίς μεταφράσεις, ὥστε δέν πιστεύ[ει] ὅτι μποροῦν νά καταλάβουν τά μυστικά τῆς τέχνης του» ξένοι ποιητές (Σύν τοῖς Ἄλλοις 223). Ένας από τους λό-
91
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
Η τοποθέτηση αυτή του Ελύτη δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολίας για την αρνητική του στάση απέναντι στο τελικό αποτέλεσμα της μεταφραστικής διαδικασίας. Φαίνεται επίσης, κατ’ αυτόν τον τρόπο, πως συμφωνεί με το Shelley όσον αφορά στη ματαιότητα της μετάφρασης της ποίησης, επιβεβαιώνοντας την Ιουλίτα Ηλιοπούλου που κάνει λόγο για ταύτιση της θεωρητικής σκέψης των δύο ποιητών (10). Δύο λοιπόν από τους πιο αξιόλογους νεοέλληνες ποιητές του 19ου και 20ού αιώνα, ο Ελύτης και ο Σεφέρης, θεωρούν δυσχερή ή και «μειωμένη» την ποιητική μετάφραση· 162 οξύμωρο, εάν αναλογιστεί κανείς ότι
γους για τους οποίους θεωρεί δύσκολη τη μετάφραση της ποίησής του είναι η ελληνική γλώσσα, καθώς υποστηρίζει ότι «ἔχ[ει] τήν τάση νά χρησιμοποι[εί] τό “κλαβιέ” τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἀπό τή μία ὥς τήν ἄλλη ἄκρη, κάτι πού καθιστᾶ πολύ δύσκολο τό ἔργο τοῦ μεταφραστῆ» (143). 162 Εκτός από τους βασικούς εξεταζόμενους ποιητές-μεταφραστές της εργασίας, και άλλοι ποιητές θεωρούσαν ότι η ποιητική μετάφραση είναι εξαιρετικά δύσκολη και ότι το μετάφρασμα υπολείπεται γενικά σε αξία του πρωτοτύπου. Μεταξύ αυτών και ο Καζαντζάκης· διαφορετικά πώς να αιτιολογηθεί το γεγονός ότι παρότι είχε ήδη κυκλοφορήσει η μετάφραση της Θείας Κωμωδίας του Δάντη, εκείνος συνέχισε επί μία εικοσαετία τη μετάφραση του έργου πραγματοποιώντας συνεχώς πολλές διορθώσεις και αλλαγές; (βλ. σχετικά στο Μακιαβέλλι, Νικολό. Ο Ηγεμόνας. Μτφρ. Νίκος Καζαντζάκης. Αθήνα: Εκδ. Καζαντζάκη, 2006. 131-132. Τυπ.). Εάν ληφθεί δε υπόψη και ο πρόλογος της μετάφρασης της Ιλιάδας, τότε μπορεί να στοιχειοθετηθεί η παραπάνω θέση: «Ἡ μετάφραση εἶναι πάντα μιὰ συνθηκολόγηση· ὑποκειμενικὲς καὶ ἀντικειμενικὲς δυσκολίες σὲ ἐμποδίζουν νὰ καλύψεις μὲ τὴ μετάφρασή σου ἀπόλυτα τὸ πρωτότυπο» (11). Επομένως, δεν υπάρχει τέλεια μετάφραση και ο μεταφραστής έρχεται αντιμέτωπος με δυσκολίες οι οποίες έχουν άμεσο αντίκτυπο στο μετάφρασμα, το οποίο δεν μπορεί να μετουσιώσει στο μέγιστο βαθμό το περιεχόμενο του πρωτοτύπου. Ακόμη, ωστόσο, κι όταν πρόκειται για τη μετάφραση αντικειμενικά δύσκολων έργων, όπως λ.χ. αυτή των ομηρικών επών, το σημαντικό είναι το τελικό αποτέλεσμα να δικαιώνει το μόχθο, τον αγώνα και τις οποιεσδήποτε υποχωρήσεις έκανε ο μεταφραστής. Δηλαδή, η μετάφραση ποιητικών έργων είναι μεν εξαιρετικά απαιτητική και δύσκολη, αλλά σίγουρα δεν είναι ανέφικτη. Όπως αναφέρεται στον πρόλογο της μετάφρασης της Ιλιάδας: «Μὰ ὅταν συνθηκολογεῖς ὕστερα ἀπὸ τόσον ἀγώνα, νὰ μὴν προδώσεις ἕνα ἔργο ποὺ πολὺ ἀγάπησες, ἔχεις τὸ δικαίωμα, νομίζουμε, νὰ μὴν ντρέπεσαι γιὰ τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ ἀγώνα σου» (11). Άλλωστε η πολύχρονη προσπάθεια του Καζαντζάκη το επιβεβαιώνει αυτό. Βλ. επίσης στο έργο του Peter Bien Kazantzakis and the Linguistic Revolution in Greek Literature, όπου γίνεται αναφορά μεταξύ άλλων στις γλωσσικές επιλογές του Καζαντζάκη κατά τη μετάφραση της Ιλιάδας. Αντιπαραβάλλονται επίσης χωρία από
92
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
υπήρξαν δόκιμοι και παραγωγικοί μεταφραστές και οι δύο. 163 Ενδεχομένως να εξέφραζαν απλώς τη γενικότερη αντίληψη της εποχής, ενδεχομένως να ζητούσαν, με captatio benevolentiae, ευνοϊκή κρίση και επιείκεια για τις δικές τους μεταφράσεις. Δυστυχώς μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε. Δεν πρέπει, ωστόσο, να ξεχνάμε ότι ορισμένοι αισιόδοξοι ποιητές, όπως ο Παλαμάς, προσπάθησαν να αποδείξουν ότι η ποίηση μπορεί να μεταφραστεί παρά τις όποιες δυσκολίες. Εν κατακλείδι, αν και είναι λίγες οι καταγραμμένες απόψεις που αφορούν τη μεταφρασιμότητα της ποίησης, σε καμία περίπτωση δεν παρατηρείται έλλειψη προβληματισμού των ποιητών για το ζήτημα αυτό. Αντιθέτως, οι θέσεις των παραπάνω ποιητών δεν αφήνουν περιθώριο αμφιβολίας για την ύπαρξη έντονου διαλόγου, με τον Παλαμά να ξεδιπλώνει πλήρως την πορεία του συλλογισμού του. Όλοι υπογράμμισαν ότι ανακύπτουν προβλήματα τα οποία δυσχεραίνουν τη μετάφραση της ποίησης. Παρότι δεν αναφέρθηκαν ξεκάθαρα «στην τέχνη του ανέφικτου», έθιξαν το αδιέξοδο που δημιουργείται πολλές φορές λόγω των δυσκολιών της μεταφοράς ποιημάτων από μια γλώσσα σε μια άλλη. Ο Παλαμάς εμφανίζεται να είναι διαλλακτικός και ιδιαίτερα αισιόδοξος για το μεταφραστικό αυτό εγχείρημα, ενώ ο Σεφέρης παραμένει αρνητικός μέχρι τέλους. Φαίνεται πως ο Ελύτης αλλάζει εν μέρει στάση στο πέρασμα του χρόνου, ασχολούμενος ενδεχομένως και ο ίδιος περισσότερο με τη μεταφραστική πράξη και ανακαλύπτοντας τις δυνατότητές της. Σε μια συνέντευξή του μάλιστα είχε επισημάνει και ο ίδιος την υιοθέτηση διαφορετικής στάσης: Κάποτε πίστευα ὅτι εἶναι ἀδύνατον ἀπολύτως νά μετα– φραστεῖ ἡ ποίηση, δεδομένου ὅτι τόν κύριο λόγο παίζουν οἱ τη μετάφραση της Ιλιάδας του Πάλλη και από την αντίστοιχη των Καζαντζάκη και Κακριδή, με στόχο να διαφανούν ομοιότητες και διαφορές (στο Bien, Peter. “The Odyssey, Iliad, and Other Writings.” Kazantzakis and the Linguistic Revolution in Greek Literature. Princeton, N. J.: Princeton University Press, 1972. 204-261. Print.). 163 Παρότι ο Σεφέρης αναγνωρίζει ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο το εγχείρημα μετάφρασης της Έρημης Χώρας, δηλώνει ότι θα επιδιώξει τη μεταφορά της στα νέα ελληνικά: «Χτὲς τὸ βράδυ ἔριξα στὸ χαρτὶ καμιὰ τριανταριὰ στίχους μεταφρασμένους ἀπὸ τὴν Waste Land. Εἶναι tour de force νὰ τὴ μεταφράσει κανείς∙ θὰ τὸ ἐπιδιώξω ὅμως» (Σάββατο 15 Ἀπρίλη, Μέρες Β΄ 124). Οι αντιλήψεις του για τη μετάφραση της ποίησης φαίνεται πως δεν λειτουργούν αποτρεπτικά στην πραγματοποίηση ποιητικών μεταφράσεων.
93
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
λέξεις, ἀλλά, παρ’ ὅλα αὐτά, ἔχω μερικά παραδείγματα, πού μοῦ ἔδωσαν νά καταλάβω ὅτι ἐάν βρεθεῖ –εἶναι λιγάκι λαχείο–, ἐάν βρεθεῖ ἄνθρωπος πού νά εἶναι ὁ ἴδιος ποιητής, πού νά ξέρει νά μεταφράζει καλά στή μητρική του γλώσσα καί ν’ ἀγαπᾶ τό ἔργο σου … [α]ὐτή εἶναι μιά περίπτωση. Ὑπάρχουν κι ἄλλες (242). 164
Το μόνο βέβαιο είναι ότι και οι τρεις τους μετέφραζαν συστηματικά ποιητικά έργα άλλων δημιουργών, παρότι θεωρούσαν τη δραστηριότητα αυτή «άχαρη και αχάριστη» 165 ή «τό εἶδος τῆς γραφῆς πού δίνει τή μικρότερη ικανοποίηση» 166 συγκριτικά με την πρωτότυπη ποιητική δημιουργία· κάτι το οποίο ισχύει άλλωστε και στην περίπτωση ξένων ποιητώνμεταφραστών οι οποίοι εξετάστηκαν στο πρώτο κεφάλαιο, μεταξύ των οποίων και ο Shelley. 167
164
Ο Ελύτης αναφέρει ότι η προσωπική του εμπειρία (ως αναγνώστη) με μεταφράσεις ποιημάτων του Hölderlin τον έκανε να καταλάβει ότι η ποίηση μπορεί να μεταφραστεί· δύο γαλλικές μεταφράσεις έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αύξηση του ενδιαφέροντός του για το γερμανό ποιητή, σε αντίθεση με τις μεταφράσεις που πρωτοδιάβασε και τον άφησαν αδιάφορο. Από τις «μικρές διαφορές», τονίζει ο Ελύτης, «[ἀ]πό αὐτό τό ἐλάχιστο ἐξαρτάται ἡ ποίηση» (242). Για περισσότερες πληροφορίες βλ. στη συνέντευξη του Ελύτη στο Γιώργο Γεμενάκη, με τίτλο «Μετά τήν Ἀγγλία ... Πίσω στά Χειρόγραφά μου», στην εφημερίδα Τά Νέα στις 27 Νοεμβρίου 1981, όπως περιλαμβάνεται στο Ἐλύτης, Σύν τοῖς Ἄλλοις 239243. Την ίδια άποψη εκφράζει και αργότερα σε συνέντευξή του στη Μικέλα Χαρτουλάρη, με τίτλο «Ἡ Ἑλλάδα ἡ Δική μου Δέν Εἶναι ἡ Τρέχουσα», στην εφημερίδα Τά Νέα στις 5 Δεκεμβρίου 1988 (287), η οποία περιλαμβάνεται στο έργο Σύν τοῖς Ἄλλοις 282-289. Τη σημασία της δήλωσης αυτής του Ελύτη για την αλλαγή στάσης του ως προς τη μετάφραση υπογραμμίζει και ο Connolly στην ανακοίνωσή του «“Κάποια Βίδα στο Τέλος θα σε Μπερδέψει”: Ο Ελύτης ως Μεταφρασεολόγος». 165 Ο Ελύτης αναφέρει στο εισαγωγικό σημείωμα της Δεύτερης Γραφής: «[σ]’ αὐτὴ τὴ δεύτερη περίπτωση [της μετάφρασης έργων για λόγους ιστορικούς και αισθητικούς], τὴν ἄχαρη, ἐμπίπτει καὶ ἡ δική μου προσπάθεια. … Νά γιατὶ εἶπα στὴν ἀρχὴ, ὅτι το ἔργο εἶναι ἀχάριστο» (9, 11). 166 Σεφέρης, Γιώργος. Αντιγραφές. 2η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος, 2005. 7. Τυπ. 167 Ο Shelley μετέφρασε μεταξύ άλλων ορισμένα αποσπάσματα από το έργο Faust του Goethe, αποσπάσματα από το Magica Prodigioso του Calderón, απόσπασμα από το 28o άσμα από το «Καθαρτήριο» της Θείας Κωμωδίας του Δάντη, το Συμπόσιο του Πλάτωνα, κτλ.
94
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
2.3 Κατά λέξη ή Κατ’ έννοια Μετάφραση Το ζήτημα της μεταφρασιμότητας της ποίησης δεν αποτελεί το μοναδικό αντικείμενο θεωρητικών αναζητήσεων των ελλήνων ποιητών. Όπως οι ποιητές-μεταφραστές της Δύσης, έτσι και οι έλληνες ποιητέςμεταφραστές του 19ου και 20ού αιώνα προβληματίστηκαν ως προς τον ορθότερο ή προσφορότερο τρόπο μεταφοράς του πρωτοτύπου και αναφορικά με το εάν έπρεπε να δοθεί έμφαση στο γράμμα ή στο πνεύμα αυτού. Ένας από τους ποιητές ο οποίος τοποθετείται ξεκάθαρα στο δίπολο κατά λέξη ή κατ’ έννοια μετάφραση είναι ο Βηλαράς. Ο Βηλαράς τάσσεται κατά της κατά λέξη μετάφρασης, γιατί θεωρεί ότι είναι σημαντικότερο το «νόημα και ο σκοπός του συγγραφέα» και αυτά ισχυρίζεται πως προσπάθησε να διατηρήσει στη Βατραχομυομαχία του «στιχουργώντας [ωστόσο] του κεφαλιού του την υπόθεση» (Ποιήματα 135). Επιπλέον, δηλώνει ότι «[η] κατὰ λέξι δουλικὴ μεταγλώττισι εἶναι ἀδύνατη στὴν ποίησι, καθὼς εἶναι ἀνωφέλευτη στὸ λογογραφικό, ἀφορμῆς δὲν τὴν καταλαβαίνουν σὲ ὅλα, ὅσοι δὲ γνωρίζουν τὴ γλώσσα τοῦ κειμένου» (135). Η φράση «κατά λέξη δουλική μεταγλώττιση» βέβαια παραπέμπει στις απόψεις των Κικέρωνα, Οράτιου και αγίου Ιερώνυμου, οι οποίες, όπως διαπιστώνεται από τις πληροφορίες που παρατίθενται στο πρώτο κεφάλαιο, επηρέασαν τις θεωρητικές θέσεις αρκετών μεταγενέστερών τους ποιητών-μεταφραστών. Όπως οι Λατίνοι, λοιπόν, έτσι και ο Βηλαράς θεωρεί ότι η κατά λέξη μετάφραση είναι πλήρως ανούσια, αφού δεν καθιστά δυνατή τη μεταφορά των νοημάτων του πρωτοτύπου, την ουσία δηλαδή του έργου. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι ήταν περισσότεροι οι έλληνες ποιητές οι οποίοι τάσσονταν υπέρ της μεταφοράς των νοημάτων και όχι των λέξεων του πρωτοτύπου, σεβόμενοι παράλληλα τους κανόνες της γλώσσας-στόχου. Η εικασία αυτή αιτιολογείται, εν μέρει, εάν ληφθεί υπόψη και η άποψη άλλων ποιητών-μεταφραστών, όπως λ.χ. αυτή του Πολυλά. Σε επιστολή του στον Κάρολο Μάνεση με αφορμή τη μετάφραση ενός ελεγείου του Matthisson, 168 ο Πολυλάς δηλώνει: «ἡ ἁπλότης τοῦ ὕφους
168
Όπως αναφέρεται στις Σημειώσεις στο τέλος των Απάντων του Πολυλά, πρόκειται για τη μετάφραση «Ἐλεγεῖο στὰ Ἐρείπια ἑνὸς Κάστρου» («Die Elegie in den Ruinen eines alten Bergschlosses») του γερμανού ποιητή Friedrich von Matthisson (1761-1831), το οποίο μεταφράστηκε το 1852 από τον Πολυλά και δημοσιεύτηκε σε
95
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
μοῦ εὐκόλυναν τὴν μετάφραση, ὁποὺ εἶναι τόσο πιστή, ὅσο μοῦ ἐσυγχώρεσε ἡ κυριώτερη ἀνάγκη νὰ μὴν πειράξω τὸ πνεῦμα τῆς γλώσσας μας». 169 Επίσης, στη «Μελέτη εἰς τὴν Τρικυμία» 170 που ακολουθεί το μεταφρασμένο κείμενο, ο Πολυλάς επανέρχεται στο ζήτημα και ζητά από τους αναγνώστες να επικεντρωθούν στα νοήματα του σεξπιρικού δράματος, στην ουσία δηλαδή του έργου και να του συγχωρέσουν τυχόν λάθη (όσα σχετίζονταν με τις μετρικές και μορφικές του επιλογές πιθανότατα): [ε]νῷ προσφέρω εἰς τοὺς ὁμογενεῖς μου τὴν μετάφρασιν ἀξιολόγου δράματος τοῦ μεγάλου Σαίξπηρ, μοῦ συμφέρει νὰ παρακινήσω τὸν ἀναγνώστη νὰ ἐμβαθύνῃ εἰς τὴν οὐσία του, ἴσως, μαγεμένος ἀπὸ τὰ κάλλη τῆς ἰδέας, ποὺ τὸ ζωογονεῖ, μοῦ γνωρίσῃ χάρη ὅτι τὸν ἔκαμα μέτοχο τοῦ πολύτιμου θησαυροῦ, καὶ μοῦ συγχωρέσῃ τὰ πολλὰ ἐλαττώματα τῆς μεταφράσεως, ἕως νὰ κάμῃ ἄλλος ἄλλη καλύτερη (57).
Καθιστά σαφές, λοιπόν, ο Πολυλάς ότι επικεντρώνεται στην απόδοση του πνεύματος του πρωτοτύπου, φροντίζοντας παράλληλα να μην αλλοιωθεί η γλώσσα-στόχος. Ο Μαβίλης συμφωνεί με τις αντιλήψεις των δύο παραπάνω ποιητώνμεταφραστών, καθώς και ο ίδιος πιστεύει ότι μια μετάφραση δεν είναι απαραίτητο να είναι καθ’ όλα πιστή για να είναι καλή. Θεωρεί, όμως, παράλληλα ότι η νοηματική πιστότητα είναι εξίσου σημαντική με την αισθητική του μεταφράσματος, 171 η οποία επιδρά καθοριστικά στο τελικό αποτέλεσμα. Κατά το Μαβίλη, λοιπόν, είναι ανούσια η θυσία όχι μόνο των νοημάτων του πρωτοτύπου, αλλά και του αισθητικού αποτελέσματος από το μεταφραστή στην προσπάθειά του να παραμείνει πιστός στο πρωτότυπο τελειότερη μορφή από τον Καλοσγούρο με πρόλογό του στη Φιλολογικὴ Ἠχὼ τῆς Πόλης 3.30 (1896): 233-235. Τυπ. 169 Επιστολή του Πολυλά προς τον Κάρολο Μάνεση στις 28 Φεβρουαρίου 1852, η οποία περιλαμβάνεται στα Ἅπαντα του Πολυλά που αναστύλωσε ο Βαλέτας το 1950 (487). Σχετική αναφορά γίνεται και στο Κασίνης, Διασταυρώσεις 138. 170 Πολυλᾶς, Ἰάκωβος. Σαίξπηρ. Ἡ Τρικυμία. Δράμα εἰς Πράξεις Πέντε. Ἐν Ἀθήναις: Ἐκδοτικός Οἶκος Γεωργίου Φέξη, 1913. 57-63. Τυπ. Η μετάφραση της Τρικυμίας είδε το φως της δημοσιότητας το 1855 για πρώτη φορά. 171 Η άποψη αυτή του Μαβίλη θυμίζει τη θέση του Βάλβη αναφορικά με τη σημασία που απέδιδε στη διατήρηση της αισθητικής του πρωτοτύπου κατά τη μεταφορά του σε ένα νέο γλωσσικό πλαίσιο.
96
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
έργο. Η αντίληψή του αυτή διαφαίνεται με σαφήνεια από την παρακάτω δήλωση υποστήριξης των μεταφραστικών επιλογών του Πολυλά: ἡ πιστότης ἡ ἐπιτυγχανομένη ἐν ἐμμέτρῳ μεταφράσει διὰ τῆς θυσίας τῆς μορφῆς οὐδεμίαν ἔχει ἀξίαν οὐδὲ ὑπὸ καθαρῶς φιλολογικὴν ἔποψιν θεωρουμένη. Ἐνομίζομεν ὅτι ὁ μεταφράζων ἐμμέτρως τὸν Ὅμηρον σκοπὸν προτίθεται νὰ παράγῃ ἔργον τέχνης ἀνῆκον εἰς τὴν ἐπικράτειαν τῆς αἰσθητικῆς, ἔργον τέχνης ἀποτελοῦν ὅλον τι ἁρμονικόν, συνδυάζον τὴν πιστότητα κατὰ τὴν οὐσίαν καὶ τὸν σκοπὸν τῆς αἰσθητικῆς παραστάσεως, ὥστε νὰ γεννᾶ ἐντὸς ἡμῶν ἐντύπωσιν καὶ πάθος ὅσον ἔνεστι ὅμοια καὶ παρεμφερῆ πρὸς τὰς ἐντυπώσεις καὶ τὸ πάθος τὰ γεννώμενα ἐν ἡμῖν κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ πρωτοτύπου (Ἅπαντα 167).
Και συνεχίζει ο Μαβίλης λέγοντας: Ἐὰν δ’ ὁ μεταφραστὴς οὗτος μηδέ πλησιάζῃ κἂν εἰς τὸν σκοπὸν του, ἀλλὰ καὶ θυσιάζῃ πρὸς ἐπίτευξιν τοῦ ἑνὸς τὸ ἕτερον τῶν ἀπαραιτήτων συστατικῶν τοῦ ἀληθοῦς καλλιτεχνήματος, τότε μάτην ἐκοπίασε, τότ’ ἐξελέγχεται ἀγνοῶν καὶ τοὺς στοιχειωδεστέρους κανόνας τῆς τέχνης, καὶ τὸ ἔργον του δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ θεωρηθῇ ἢ ὡς ἐξάμβλωμα πρὸς οὐδὲν χρήσιμον ὡς ἀποτυχοῦσα ἀπόπειρα… (168).
Συνεπώς, ο Μαβίλης τάσσεται υπέρ της νοηματικά πιστής μετάφρασης, η οποία όμως, παράλληλα, διατηρεί την κατάλληλη μορφή και η οποία μπορεί να σταθεί τόσο στο ύψος του πρωτοτύπου όσο και σε αυτό των προσπαθειών του μεταφραστή. 172 Είναι βέβαιο ότι ο Παλαμάς παρακολουθούσε τα δρώμενα και στα Επτάνησα και κατά συνέπεια γνώριζε και το θεωρητικό λόγο που είχε αναπτυχθεί σχετικά με τη μετάφραση. Ο ίδιος τονίζει, ως επί το πλείστον, τη σημασία διατήρησης του νοήματος του πρωτότυπου ποιήματος, καθώς, όπως ισχυρίζεται, αποτελεί το μοναδικό τρόπο μέσω του οποίου είναι δυνατή η μετάφραση: «γι αὐτὸ μετάφρασις ἀπὸ μιὰ σὲ ἄλλη γλῶσσα εἶνε πρᾶγμα ἀδύνατο, ἂν κοιτάζουμε νὰ μεταφράσουμε μόνο τὰ λόγια καὶ δὲν 172
Αξίζει να διερευνηθεί στη συνέχεια εάν ο Μαβίλης παραμένει πιστός στα νοήματα των πρωτότυπων έργων κατά τη μεταφορά τους στα ελληνικά και σε τι βαθμό, καθώς επίσης και εάν διατηρεί τη μορφή τους.
97
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
φροντίζουμε ἐξ ἐναντίας νὰ μεταφράσουμε τὴν ἰδέα καὶ τὴ συγκίνησι» (Ἑστία 37.26, 402). Επιπλέον, υποστηρίζει το δικαίωμα του μεταφραστή ν’ αποδίδει με όσο το δυνατόν πλουσιότερο νόημα τις λέξεις και όχι όντας προσκολλημένος σε μία και μόνο έννοια. Ο ποιητής μπορεί και έχει το δικαίωμα σχεδόν να δημιουργήσει νέες έννοιες: Μία λέξις δέν ἔχει μίαν καὶ ὡρισμένην ἔννοια. 173 Ἐξ ἐναντίας πλούσια καὶ προοδευμένη θεωρεῖται μιὰ γλῶσσα ὄχι τόσον ὃταν ἔχῃ πλῆθος λέξεων ὅσον ὃταν ἔχῃ λέξεις πλούσιες ἡ καθεμία ἀπὸ διάφορες σημασίες. Ἔργον δὲ καὶ δικαίωμα τοῦ ποιητῆ εἶνε νὰ πλουτίζῃ τὴ σημασία τῆς λέξεως, νὰ τῆς δίνῃ ὅσο παίρνει πνευματικώτερο νόημα, νὰ τὴν ἀνυψώνῃ. Ἔτσι προκόβουν οἱ γλῶσσες καὶ ‘καθιεροῦνται’ (Ἑστία 37.26, 401). 174
Συνεπώς, όπως ο ποιητής οφείλει να αναζητά τις κατάλληλες λέξεις για το πρωτότυπό του έργο, έτσι και ο μεταφραστής της ποίησης μπορεί να πραγματοποιήσει οποιεσδήποτε αλλαγές κρίνει αναγκαίες όσον αφορά το λεξιλόγιο του πρωτότυπου ποιήματος, αρκεί να μην αλλοιώνονται οι έννοιές του· άποψη η οποία θυμίζει αυτή του Κοϊντιλιανού, του Αύλου Γέλλιου και του Πλίνιου του Νεότερου, οι οποίοι, όπως είδαμε στο πρώτο κεφάλαιο, θεωρούσαν σημαντικότερη τη φυσικότητα του κειμένου και την κατανόησή του από το αναγνωστικό κοινό απ’ ό,τι τη στρυφνή, κατά λέξη απόδοση του πρωτοτύπου. Ένας ακόμη ποιητής που επέτρεψε να διαφανεί η θέση του σχετικά με τη διχοστασία του γράμματος και του πνεύματος είναι ο Ελύτης. Στη Δεύτερη Γραφή αναφέρει ότι πήρε μεγάλες ελευθερίες, παραμένοντας πιστός στο πνεύμα και όχι στο γράμμα του κάθε ποιητή. Όπως και ο Παλα173
Η άποψη αυτή συναντάται αργότερα και στο Valéry Larbaud, συγκεκριμένα στο έργο του Sous l’Invocation de Saint Jérôme (1946) όπου ισχυρίζεται ότι κάθε λέξη επιτελεί διαφορετικές λειτουργίες και μπορεί η ίδια λέξη να αποδοθεί με διαφορετική έννοια σε διαφορετικά χωρία [βλ. σχετικά στο Larbaud, Valéry. Sous l’Invocation de Saint Jérôme. 1946. Paris: Gallimard, 1986. 84. Print.· και στο Larbaud, Valéry. «Μεταφράζοντας.» Διαβάζω 156 (1986): 26. Τυπ.]. 174 Σε υποσημείωση ο Παλαμάς παραπέμπει στο έργο La Vie des Mots του Darmesteter, στο οποίο «δείχνεται, πῶς ὁ ποιητὴς μπορεῖ νὰ τροποποιήσῃ τὸ νόημα μιᾶς λέξεως καὶ νὰ βγάλῃ ἀπὸ αὐτὴ κάτι τι σχεδὸν νέο, ἀπάνου στὴ λέξι fauve, παρμένη ἀπὸ τοὺς στίχους τοῦ Βίκτωρος Οὑγκώ» («Ἡ Μετάφρασις τῆς ‘Ὑπατίας’» 401).
98
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
μάς, 175 ο Ελύτης υποστηρίζει ότι οι αλλαγές εκ μέρους του μεταφραστή είναι ευπρόσδεκτες, αρκεί να μην αλλάζει το νόημα του πρωτοτύπου: 176 Θεμιτò εἶναι, πιστεύω, γιὰ ἕναν μεταφραστὴ νὰ παραλείπει κάποτε μιὰ λέξη ἢ νὰ προσθέτει μιὰν ἄλλη, μερικὲς φορὲς καὶ νὰ χρησιμοποιεῖ στὴ θέση της μιὰ τρίτη μὲ παραπλήσιο νόημα, ἐὰν μὲ τὸν τρόπο αὐτòν ἐξυπηρετεῖ καλύτερα τὸν ρυθμό ἢ πλησιάζει περισσότερο τò βαθύτερο πνεῦμα τοῦ πρωτοτύπου. Εἶναι ἡ τακτικὴ ποὺ ἀκολούθησα στὶς μεταφράσεις αὐτὲς – ἄν καὶ μὲ μεγάλη φειδὼ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Τò σημειώνω ἐδῶ γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὅτι, καὶ στὶς λίγες αὐτὲς περιπτώσεις, ἀπò ἀμέλεια ἢ ἐλλιπὴ γνώση τῆς γλώσσας ἔφτασα σὲ μιὰ τυχὸν κακοποίηση τοῦ ξένου κειμένου (Δεύτερη Γραφή 207).
Βέβαια, η τελευταία φράση καταδεικνύει την ανησυχία του για το τελικό αποτέλεσμα, επιτρέποντας τη διαμόρφωση της εικασίας ότι η κατά λέξη
175
Ο Ελύτης αναφέρει ότι συμμετείχε και ο ίδιος στον «Κύκλο [του] Παλαμᾶ», στην αδελφότητα δηλαδή που ιδρύθηκε στις αρχές του 1942. Εκεί είχε τη δυνατότητα να γνωρίσει καλύτερα το έργο του ποιητή, να παρακολουθήσει ομιλίες και συζητήσεις γι’ αυτό, κτλ. (Ανοιχτά Χαρτιά 285-286). 176 Συνομιλώντας με τον Αντώνη Φωστιέρη και το Θανάση Νιάρχο με αφορμή τη δημοσίευση τεσσάρων ποιημάτων της Σαπφούς στο περιοδικό ἡ λέξη, ο Ελύτης αναφέρει ότι γνωρίζει πως η μετάφρασή του μπορεί να «κατηγορηθεῖ ὡς αὐθαίρετη», αλλά θα δεχόταν αυτόν το χαρακτηρισμό μόνο αναφορικά με το γράμμα, γιατί η μετάφρασή του είναι «πιστή ... ὡς πρός τό πνεῦμα» (1024). Υπογραμμίζει επιπλέον ότι, παρά τις πρωτοβουλίες που πήρε και την ελεύθερη προσέγγισή του, δεν επέτρεψε στον εαυτό του «νά καλύ[ψει] τά κενά μέ τό ὑποτιθέμενο περιεχόμενο των ποιημάτων» καθώς θεωρεί αυτή την πρακτική απαράδεκτη για έναν ποιητή [«Μιά Συνομιλία τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη μέ τόν Ἀντώνη Φωστιέρη καί τόν Θανάση Νιάρχο.» ἡ λέξη 29-30 (Νοέμβρης-Δεκέμβρης ’83): 1024. Τυπ.· και στο Ἐλύτης, Σύν τοῖς Ἄλλοις 272).
99
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
μετάφραση ήταν περισσότερο ασφαλής για τους ποιητές 177 και ενδεχομένως γι’ αυτό το λόγο θεωρούνταν ως ορθότερη. 178 Σε γενικές γραμμές, μπορεί ορισμένες από τις μεταφράσεις ελλήνων ποιητών του 19ου και 20ού αιώνα να θεωρούνται από τους μεταφραστές τους ότι στερούνται τη χάρη και ομορφιά του πρωτοτύπου, αλλά τουλάχιστον προσπάθησαν και κατόρθωσαν οι ποιητές ν’ αποφύγουν τους κινδύνους που ενέχει η κατά λέξη μετάφραση της ποίησης, μένοντας ταυτόχρονα συνεπείς με την επιθυμία τους να μεταφέρουν το περιεχόμενο, την ουσία του πρωτότυπου ποιητικού έργου, στη γλώσσα-στόχο. 2.4 Πιστότητα, Ελευθερία ή και τα Δύο; Όπως είδαμε και στο πρώτο κεφάλαιο, το μετάφρασμα και η σχέση του με το πρωτότυπο έργο συζητήθηκαν έντονα στο πέρασμα των αιώνων και το δίπολο που διαμορφώθηκε παραμένει ισχυρό μέχρι και στις μέρες μας. Από το 19ο αιώνα και έπειτα το ζήτημα αυτό απασχόλησε τους περισσότερους έλληνες ποιητές, οι οποίοι προβληματίστηκαν ως προς την πιστότητα του μεταφράσματος προς το πρωτότυπο ποιητικό έργο και κυρίως ως προς το κατά πόσο ήταν θεμιτές και ωφέλιμες οι ελευθερίες εκ μέρους τους ως μεταφραστών. 177
Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του Ρίτσου στο «Εισαγωγικό Σημείωμα» (1963) των Ποιημάτων του Attila József, σύμφωνα με την οποία αναθεώρησε πλήρως τις πρώτες μεταφράσεις και δούλεψε ξανά «κάθε στίχο ἀπ’ τὴν ἀρχὴ, στηριγμένος πιά, γιὰ τὰ περισσότερα ποιήματα, ἀποκλειστικὰ στὶς κατὰ λέξη γαλλικές μεταφράσεις» που του ετοίμασε ο μορφωτικός ακόλουθος της ουγγρικής πρεσβείας (Γιόζεφ, Αττίλα. Ποιήματα. Απόδ. Γιάννη Ρίτσου. 4η έκδ. Αθήνα: Κέδρος, 2005. 15. Τυπ.). 178 Παρ’ όλα αυτά, αρκετοί είναι οι έλληνες ποιητές του 19ου και 20ού αιώνα, πέραν των έξι κύριων εξεταζόμενων ποιητών-μεταφραστών, που κατέληξαν να μεταφράζουν κατ’ έννοια· όπως, λόγου χάριν, ο Κλέων Παράσχος, ο οποίος παρέμεινε σταθερός στη θέση του για την προτιμότερη προσέγγιση του πρωτοτύπου. Με αφορμή τη μετάφραση είκοσι ποιημάτων του Baudelaire και έχοντας πραγματοποιήσει αρκετές αλλαγές όταν τις δημοσίευσε δεκαπέντε χρόνια (1940) μετά την πρώτη του απόπειρα, αναφέρει: «Ἡ μεταφραστικὴ μέθοδός μου ἔμεινε ἡ ἴδια· σὲ μιὰ τέχνη ὅπου δὲν μπορεῖς ν’ ἀποφύγεις τὶς θυσίες, νὰ θυσιάζεις, ὅσο γίνεται λιγότερο τὴν οὐσία … προκειμένου νὰ σώσεις τὰ βαθύτερα συστατικὰ τοῦ ποιήματος καὶ τοῦ ποιητῆ» (στο Baudelaire, Εικοσιοκτώ Ποιήματα 39). Σύμφωνα με τον Παράσχο, η κατ’ έννοια απόδοση ενός ποιήματος εγγυάται τουλάχιστον τη μεταφορά του περιεχομένου του πρωτοτύπου, το οποίο θεωρείται από πολλούς σημαντικότερο από τη μορφή.
100
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
Σε πλήρη αντίθεση με την άποψη των ποιητών που θα παρουσιαστούν παρακάτω και την πεποίθησή τους ότι ο μεταφραστής οφείλει να διατηρήσει τις ιδιοτυπίες του δημιουργού του πρωτότυπου έργου παρά τη λήψη ελευθεριών, ο Βηλαράς θεωρούσε ότι δεν γίνεται να υπάρξει μετάφραση χωρίς την επεξεργασία, τη «μεταχείρισι» όπως δηλώνει, της σύνταξης, του ύφους, των ιδιωματισμών και των φράσεων του πρωτοτύπου και δίχως τη χρήση των ίδιων δομών που χρησιμοποιούν οι Έλληνες στην καθημερινότητά τους (Ποιήματα 135). Άρα, ο μεταφραστής μπορεί και οφείλει να τροποποιήσει το κείμενο σε τέτοιο βαθμό ώστε να καταστήσει το μετάφρασμα κατάλληλο για το αναγνωστικό κοινό, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται την υιοθέτηση μιας ολότελα ελεύθερης προσέγγισης. Άλλωστε, προς υποστήριξη της αντίληψής του αυτής δηλώνει πως αυτή είναι η μέθοδος την οποία χρησιμοποιούν στο εξωτερικό. 179 Ο Παλαμάς εξετάζει από κοινού τις δύο αντιθετικές προσεγγίσεις που διαμορφώθηκαν σχετικά με την ορθότερη μέθοδο μεταφοράς ποιημάτων από μια γλώσσα σε μια άλλη, και δηλώνει ότι: αφενός υπάρχει η πιθανότητα ο μεταφραστής να αποδώσει όσο πιο πιστά γίνεται το πρωτότυπο, αφετέρου μπορεί να το προσαρμόσει στα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Στην πρώτη περίπτωση, οι μεταφραστές «ὅσο κι ἂν εἶναι γνωστικοί καὶ καλοσυνείδητοι, τοὺς ἀφαιροῦν κάτι ἀπὸ τὸ ζουμί τους τὸ πρωτόγονο», ενώ στη δεύτερη «τοὺς φέρνουν [τους ποιητές] στὰ δικὰ τους τὰ νερά· τοὺς περνοῦν στὴν τέχνη των· κι ἂν τοὺς ἀλλάζουν, μπορεῖ καὶ ἄθελα νὰ τοὺς κρατοῦν πιὸ πολὺ στὸν ἀέρα ποὺ θὰ ἤθελαν· ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ τὸν ἀναπνέουν» (Ξανατονισμένη Μουσική 8-9). Μάλιστα, η δεύτερη κατηγορία μεταφραστών αφορά, σύμφωνα με τον Παλαμά, τους πιο πιστούς μεταφραστές, παρότι εμφανίζονται να είναι οι πιο άπιστοι (9). Η δήλωση αυτή του Παλαμά επιτρέπει να διαφανεί ότι ανήκει στους ποιητές εκείνους που ήταν βαθύτατα πεπεισμένοι για τα οφέλη της ελεύθερης και άπιστης, τουλάχιστον στο γράμμα, μετάφρασης. Η παραπάνω θέση του επιπλέον αποτυπώνεται και στην κριτική που ασκεί σε άλλους έλληνες ποιητέςμεταφραστές και στις μεταφράσεις τους έργων του Leconte de Lisle: 179
«Ὅλα τὰ γένη, ὁποῦ μεταφράζουν ἀπὸ ξένα συγγράμματα τέτιον τρόπον μεταχειρίζουνται, ὅθεν καὶ ᾑ μεταγλώτισσές τους ἀναγνώθονται ἀπὸ ὅλους κοινᾶ ὡς πρωτότυπα, καὶ τὰ νογᾶν σὰν νὰ ἦταν ἀληθινᾶ γραμμένα στὴ καθομιλουμένη τους γλώσσα» (στο Βηλαράς, Ιωάννης. Ποιήματα. Φιλολ. Επιμ. Γιώργος Ανδρειωμένος. Αθήνα: Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 1995. 135-136. Τυπ.).
101
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
Δὲ μὤχει ξανατύχει μεταφραστὴς [ο Βαλαωρίτης] μὲ τόση ἀχαλίνωτη ἐλευθερία, ν’ ἀλλάζῃ καὶ νὰ προσθέτῃ καὶ νὰ παραλείπῃ ὀνόματα καὶ φράσεις καὶ ἐκφράσεις, ὅσα καὶ ὃπως ἤθελε. Ἀλλ’ ὅμως ποιὰ ἀπ’ ὅλες αὐτὲς τὶς μεταφράσεις μᾶς δίνει τὴν ἰδέα τοῦ πρωτοτύπου, ποιὰ στάζει τὴ δροσιὰ καὶ ἔχει κάτι σὰν τὴν ἄπλαστη ὀμορφιὰ τοῦ πρωτοτύπου; Μόνον ἡ παράφρασις τοῦ Βαλαωρίτη· αὐτὴ ἡ τολμηρότατα ἄπιστη εἶνε καὶ ἡ πιστότερη. Γιὰ τὸν ἁπλούστατον λόγον ὅτι αὐτὸς εἶνε περισσότερο ποιητὴς ἀπὸ ἐκείνους· κ’ εἶνε στὴν ποσότητα ἡ τέχνη του ἀνάλογη μ’ ἐκείνη τοῦ Λαμαρτίνου. … Γιὰ τοῦτο συμβαίνει στὴ φιλολογία πολλὲς φορὲς οἱ πλέον ὡραῖες μεταφράσεις νὰ εἶνε καὶ ὀλιγώτερον πιστές (Ἑστία 37.26, 402).
Σύμφωνα με τον Παλαμά, λοιπόν, η πιστή, τυφλή μετάφραση των πρωτότυπων ποιημάτων είναι ανούσια, γιατί έχει ως αποτέλεσμα να μην είναι φυσικό το κείμενο-στόχος και συνακόλουθα να μην είναι ευανάγνωστο και ευχάριστο· άποψη η οποία θυμίζει πολύ τις αντιλήψεις των υποστηρικτών των «ωραίων άπιστων» μεταφράσεων. 180 180
Στην πραγματικότητα, ο Παλαμάς παραμένει απόλυτα συνεπής στην προτίμηση ελεύθερων αποδόσεων. Αρκετά χρόνια αργότερα, σχολιάζοντας και επαινώντας την απόδοση από τον Πάλλη τεσσάρων στίχων του Hugo από το έργο “Παράδοση των Αιώνων”, δηλώνει: «χωρὶς νὰ μένῃ στὸ κείμενο πιστός, ἐν τούτοις ξέρει νὰ ξαναδίνῃ τὸ κείμενο πιὸ πιστὰ ἀπὸ κάθε ἄτολμο καὶ σὰ μηχανικὸ παρακολούθημα τοῦ πρωτοτύπου» [Παλαμᾶς, Κωστῆς. «Τὸ Τραγούδι τοῦ Πάλλη. Τὸ Πρόγραμμα Κάποιας Κριτικὴς.» Ο Νουμάς 6.286 (9 τοῦ Μάρτη 1908): 4. Τυπ. Οι στίχοι αυτοί του Hugo περιλαμβάνονται στην ποιητική συλλογή La Légende des Siècles (1852-1866), όπως ενημερώνει ο ίδιος ο Πάλλης σε επιστολή του στο Γαβριηλίδη, στις 14.9.1901 (βλ. στο Ἀνεμούδη-Ἀρζόγλου, Κρίστα. ἐπιμ. Ἀνέκδοτα Γράμματα τοῦ Ἀλέξανδρου Πάλλη. Ἀθήνα: Ἑταιρεία Ἑλληνικοῦ Λογοτεχνικοῦ και Ἱστορικοῦ Ἀρχείου, 1986. 21. Τυπ.)]. Η μετάφραση από τον Πάλλη περιλαμβάνεται στο Ταμπουρᾶς καὶ Κόπανος, Ἀθήνα: Τυπογραφῖο Ἑστία, 1907. 87. Τυπ. Ο σχολιασμός της μετάφρασης από τον Παλαμά περιλαμβάνεται και στα Ἅπαντα, Τόμ. 8. 37-38. Τυπ. Ο Παλαμάς, επίσης, ισχυρίζεται «πὼς οἱ μετάφρασες τοῦ Πάλλη εἶναι πιστὲς κι ἄπιστες μαζὶ, τόσο πιστὲς ὅσο κι ἄπιστες, ἀφοῦ ἀπιστοῦνε στὴ λέξη τοῦ κειμένου, ὄχι ἀπὸ ἀδυναμία τοῦ μεταφραστῆ, ἀλλὰ πίτηδες γιὰ νἀποδώσουν πιστώτερα τὴν ψυχή του» [στο Ταγκόπουλος, Π. Δημήτρης. «Ὁ Κύκλωπας τοῦ Πάλλη.» Ο Νουμάς 188 (5 τοῦ Μάρτη 1908): 1. Τυπ.]. Για μια ακόμη φορά, επομένως, ο Παλαμάς υπογραμμίζει ότι πολλές φορές οι λιγότερο πιστές μεταφράσεις είναι και οι πιο πιστές και κατορθώ-
102
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
Δεν προκαλεί εντύπωση, λοιπόν, το γεγονός ότι ο Παλαμάς μετέφρασε ελεύθερα την «Ὑπατία» του Leconte de Lisle, ακόμη και αν αναγνωρίζει ότι το τελικό αποτέλεσμα μπορεί να υπολείπεται σε αξία του πρωτοτύπου: Ξέρω μονάχα πῶς ἐπῆρα ἐλεύθερα τὴν ψυχὴ τῆς Ὑπατίας, καὶ τὴν ξανάδειξα σὲ δικούς μου στίχους κανονικώτατους ποὺ δὲν ἔχουν καμμίαν ἀσυνείθιστη ρυθμικὴ τομὴ -πολὺ περισσότερο καμμιὰ παρατονία- ἀπὸ τὶς δυὸ τρεῖς ποῦ δειλὰ δειλὰ ἐτόλμησα στοὺς δεκαπεντασυλλάβους ἄλλων ποιημάτων μου, δουλεμμένους δὲ ὅσο περνάει ἐννοεῖται, ἀπὸ τὴ μικρὴ μου ἱκανότητα· καὶ μαζὶ ξέρω πῶς μπορεῖ καὶ μαθητὴς μὲ τὴν ἐξήγησί μου στὸ χέρι, νὰ παρακολουθήσῃ λέξι πρὸς λέξι, ἔξω ἀπὸ δυὸ ἢ τρεῖς στίχους, τὸ κείμενον (402).
Στον αντίποδα των δηλώσεων και αντιλήψεων του Παλαμά βρίσκονται οι δηλώσεις του Σεφέρη. Ο Σεφέρης συγκαταλέγεται στους λίγους εκείνους έλληνες ποιητές-μεταφραστές οι οποίοι θεωρούσαν ότι ο σεβασμός προς το δημιουργό και το πρωτότυπο έργο συνεπάγεται την πιστή απόδοσή του. 181 Η θέση του καθίσταται σαφής όταν εξηγεί ο ίδιος ότι ο λόγος για τον οποίο δεν μετέφρασε ούτε ένα από τα Κουαρτέτα του Eliot ήταν τα προβλήματα ακρίβειας που αντιμετώπισε, τα οποία τον ωθούσαν να ασκήσει υπερβολική βία στην ελληνική γλώσσα: «ἕνα βιβλίο μεταφράσεων ἀπὸ τὸν Ἔλιοτ, χωρὶς τουλάχιστο ἕνα Κουαρτέτο, εἶναι βιβλίο ἀσυμπλήρωτο. … Ἀλλὰ ἡ ἀπόπειρά μου μ’ ἔφερε μπροστὰ σὲ προβλήματα
νουν να μεταφέρουν τα πραγματικά ουσιώδη χαρακτηριστικά του πρωτότυπου ποιήματος. Μάλιστα δε διστάζει να κάνει λόγο ο Παλαμάς για «μεταφραστική μαστοριὰ» του Πάλλη, αλλά και για «μεταφραστικὴ τέχνη τετραπέρατη» (4), αποδεικνύοντας ταυτόχρονα ότι παρακολουθεί τη μεταφραστική πράξη και το θεωρητικό λόγο που αναπτύσσεται στον ελληνόγλωσσο χώρο. Επιπλέον, παραθέτει μια σειρά παραδειγμάτων για να ενισχύσει το επιχείρημά του υπέρ της καταλληλότητας της ελεύθερης μετάφρασης, αναφερόμενος μεταξύ άλλων και στη μετάφραση των «Εβδομήκοντα», η οποία, παρότι ήταν άπιστη και πάρα πολύ ελεύθερη, είχε τη δύναμη να συνεπαίρνει το αναγνωστικό κοινό: «Τὸ μεγαλεῖο τῆς φαντασίας τῶν Ἑβραίων μὲ τὸν Ἰώβ, μὲ τὸν Ἠσαΐα, μὲ τὸ Ἆσμα Ἀσμάτων, μὲ τοὺς ψαλμοὺς τοῦ Δαβίδ, πῶς μᾶς ξαφνίζει καὶ πῶς μᾶς συνεπαίρνει, παρὰ στὴν παράφραση μέσα, τὴν ἄπιστη καὶ τὴν πάρα πολὺ ἐλεύθερη, τῶν Ἑβδομήκοντα;» («Swinburne» 1). 181 Στο επόμενο κεφάλαιο εξετάζεται εάν ο Σεφέρης παραμένει πάντοτε πιστός στα πρωτότυπα έργα ή εάν παίρνει ελευθερίες.
103
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ἀκρίβειας καὶ συμπύκνωσης τέτοια ποὺ μὲ ἀνάγκαζαν νὰ ἀσκήσω μιὰ ὑπερβολικὴ βία στὴ γλώσσα μας, ὅπως τουλάχιστο τὴν ξέρω καὶ τὴν αἰσθάνομαι ἐγώ». 182 Ακόμη πιο ξεκάθαρα παρουσιάζεται η άποψή του για το θεωρητικό αυτό θέμα στον πρόλογο της Ἀποκάλυψης τοῦ Ἰωάννη, όπου δηλώνει ότι προσπάθησε να παραμείνει όσο το δυνατόν πιο πιστός στο πρωτότυπο κείμενο, ακολουθώντας, όπου το επέτρεπε η ελληνική γλώσσα, και τη δομή και τις λέξεις του πρωτοτύπου (12). Με βάση τη θεωρία του Schleiermacher, 183 λοιπόν, ο Σεφέρης φαίνεται να ακολουθεί την ξενοποιητική (foreignizing) στρατηγική, αφού ο μεταφραστής αφήνει ήσυχο τον συγγραφέα και μετακινεί τον αναγνώστη προς αυτόν, ενώ, εάν ακολουθήσουμε τη θεωρία του Ladmiral, θα λέγαμε ότι ο Σεφέρης λειτουργεί περισσότερο ως πηγολάτρης (sourcier) παρά ως στοχολάτρης (cibliste). 184 Ο Σεφέρης μάλιστα ζητούσε το ίδιο και από τους μεταφραστές της δικής του 182
Στο Ἔλιοτ, Θ. Στερν. Ἡ Ἔρημη Χώρα. Μτφρ. Γιῶργος Σεφέρης. 4η ἔκδ. Ε’ Ἀνατ. Ἀθήνα: Ἴκαρος, 2000. 13. Τυπ. Ο Σεφέρης επαναλαμβάνει, κατά κάποιον τρόπο, τη θέση του αυτή και στο δοκίμιό του «Κ. Π. Καβάφης–Θ. Σ. Ἔλιοτ· Παράλληλοι», στις σημειώσεις του οποίου δηλώνει για την απόδοση των τριών πρώτων στίχων του «Burnt Norton», του πρώτου από τα Κουαρτέτα: «Δὲν ξέρω ἂν ἡ γλώσσα μας εἶναι ὥριμη γιὰ νὰ μεταφράσει αὐτοὺς τοὺς στίχους» (Δοκιμές Ι 512). 183 Η πραγματεία «Σχετικά με τις Διαφορετικές Μεθόδους Μετάφρασης» (“Über die Verschiedenen Methoden des Übersetzens”, 1813) εκφωνήθηκε από τον Schleiermacher την 24η Ιουνίου 1813 στη Βασιλική Ακαδημία των Επιστημών στο Βερολίνο. Ανατυπώνεται από την έκδοση: Friedrich Schleiermacher’s Sammtliche Werke, Dritte Abteilung: Zur Philosophie. Vol. 2. Berlin: Reimer, 1838. 207-245. Print. Επίσης, βλ. στο Sleiermacher, Friedrich. “Ueber die Verschiedenen Methoden des Uebersetzens.” Das Problem des Uebersetzens. Hrsg. Joachim H. Stoering. Darmstadt: Wissenscahftliche Buchgesellschaft, 1973. 51. Print. 184 Οι όροι «sourciers» και «ciblistes» εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στο άρθρο του Ladmiral, Jean-René. «Sourciers et Ciblistes.» Revue d’ Esthétique. Vol. 12. Toulouse: Prevat, 1986. Print. Ο Βίκτωρ Ιβάνοβιτς πρότεινε τους νεολογισμούς «πηγολάτρες» και «στοχολάτρες» ως απόδοση των γαλλικών όρων· οι «πηγολάτρες» επικεντρώνονται στο κείμενο-πηγή, ενώ οι «στοχολάτρες» στο κείμενο-στόχο (βλ. στο Ιβάνοβιτς, Βίκτωρ. Μεταφρασεολογικά. Αθήνα: Διώνη, 2004. 187. Τυπ.). Η περαιτέρω ανάπτυξη του θέματος δεν είναι επί του παρόντος, αλλά θα ήταν ενδιαφέρουσα η διερεύνηση της στάσης (πηγολατρικής ή στοχολατρικής) των εκάστοτε λογοτεχνιών και των εκπροσώπων τους και οι λόγοι υιοθέτησης μιας εκ των δύο αυτών στάσεων.
104
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
ποίησης· όπως μας πληροφορεί ο Keeley σε μια του συνέντευξη με τον Honig: «[ο Σεφέρης] ήθελε οι μεταφραστές του έργου του να είναι όσο το δυνατόν πιο πιστοί γίνεται» (148). 185 Ο Σεφέρης, λοιπόν, ήταν υπέρμαχος της πιστής μεταφοράς του πρωτοτύπου, γι’ αυτό και αναφέρει ότι «αντίθετα με όλες τις μεταφράσεις των Αντιγραφών, τούτες οι δύο [το «Ποίημα Ναχουάτλ» και το «Χαϊκου του Μπασό» 186] δεν έγιναν από το πρωτότυπο – μάλιστα το «Ποίημα Ναχουάτλ» είναι ασυνήθιστα ελεύθερη παράφραση αγγλικής μετάφρασης» (Αντιγραφές 207). Η δήλωσή του αυτή, ωστόσο, επιδέχεται περαιτέρω ανάλυση· ο Σεφέρης αναφέρεται σε μετάφραση η οποία δεν βασίστηκε στο πρωτότυπο κείμενο, αλλά σε ήδη υπάρχουσα μετάφραση, γεγονός που ευνόησε ενδεχομένως την ελεύθερη απόδοσή του. Η λέξη όμως «ασυνήθιστα» υποδηλώνει ότι ο Σεφέρης συνήθιζε πράγματι να αποδίδει πιστά τα πρωτότυπα έργα και όχι ελεύθερα, καθώς και ότι η πιστότητα ήταν η αναμενόμενη προσέγγιση. Επιπλέον, η χρήση του όρου «παράφραση» από το Σεφέρη ταυτίζεται με τις «παραφράσεις» των Λατίνων (δηλαδή, με τις ελεύθερες αποδόσεις οι οποίες χαρακτηρίζονταν από ποικίλες γλωσσικές εκφράσεις και διαφορετικό λεξιλόγιο από το πρωτότυπο έργο), καθώς και με την «παράφραση» του Dryden, η οποία αφορούσε την απόδοση εκείνη του πρωτοτύπου που ήταν πιστή στα νοήματα, αλλά όχι στις λέξεις. Σε αντίθεση με το Σεφέρη και τη σταθερή προτίμησή του στις πιστές μεταφράσεις, ο Ελύτης, όπως είπαμε, άλλαξε γνώμη στην πορεία του ως μεταφραστή: Μὲ τὰ χρόνια καὶ μὲ τὴν πείρα, ἔφτασα σιγὰ-σιγὰ νὰ πιστεύω στὴν ἐλεύθερη ἀπόδοση μᾶλλον παρὰ στὴν πιστὴ μεταγλώττιση καὶ σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα αὐτὸ ξαναδούλεψα τὶς παλαιὲς μεταφράσεις. Ὡστόσο πρόσεξα νὰ διατηρήσω στὸν κάθε ποιητὴ, ὅσο γίνεται, τὶς ἰδιοτυπίες τοῦ προσωπικοῦ του ὕφους: διασκελισμούς, συμπτύξεις, χάσματα, ἐκφραστικὲς ἀσυδοσίες, κάποτε καὶ ἀσυνταξίες, μὲ κίνδυνο νὰ καταλογισθοῦν, τελικά, σὲ δική μου ἀδεξιότητα. Νά γιατὶ
185
“I think he [Seferis] held the principle that the translators of his work should be as literal as possible” (στο Honig 131-150). 186 Περιλαμβάνεται στο Σεφέρης, Γιώργος. Τετράδιο Γυμνασμάτων, β΄. Ἀθήνα: Ἴκαρος, 1976. 126, 130. Τυπ.
105
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
εἶπα στὴν ἀρχή, ὅτι τὸ ἔργο εἶναι ἀχάριστο (Δεύτερη Γραφή 11).
Την αλλαγή των αντιλήψεών του για τη μετάφραση και την πεποίθησή του για τα οφέλη της ελεύθερης απόδοσης υπογραμμίζει ο Ελύτης ξανά, λίγα χρόνια αργότερα, καθώς, όπως μας αποκαλύπτει και ο ίδιος, δεν έμεινε ικανοποιημένος από τις πιστές μεταφράσεις τις οποίες είχε πραγματοποιήσει στο παρελθόν γιατί το αποτέλεσμα δεν ήταν φυσικό. Χαρακτηρίζει μάλιστα «κολοσσιαία» τη διαφορά ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο απέδιδε τα πρωτότυπα έργα στο παρελθόν και στον τρόπο με τον οποίο τα αποδίδει στη Δεύτερη Γραφή: Ἐκεῖνες οἱ μεταφράσεις (ἐννοεῖ τὶς παλιὲς) ἦταν ἀκριβεῖς, ἀλλὰ δὲν ἔφθαναν νὰ γίνουν ἑλληνικὰ ποιήματα. Ὅταν τὶς ξαναδιάβαζα δυσανασχετοῦσα σὲ κάθε γραμμὴ καὶ ἀποροῦσα πῶς δὲν εἶχε βρεθεῖ κανεὶς νὰ μὲ ξετινάξει τότε, στὰ εἰκοσιπέντε μου χρόνια. Φυσικὰ ἡ μετάφραση –τοὐλάχιστον στὴν ποίηση– εἶναι κάτι ποὺ δὲν διδάσκεται. Χρειάζεται ἡ πεῖρα. Ἔτσι, μπορῶ νὰ πῶ ὅτι βρῆκα μόνος μου τὸν δρόμο καὶ πάντοτε πάνω στὴν πράξη. Πῆρα μεγάλες ἐλευθερίες … [λ]έω μεγάλες, ἀλλὰ μὴ νομίζετε ὅτι εἶναι καὶ τόσο. Κι αὐτὸ εἶναι τὸ θαῦμα. Κάποτε, μὲ μιὰν ἀσήμαντη μετάθεση λέξεων ἢ μιὰ προσθήκη οὐδετέρων λέξεων ἢ συνδέσμων ἀλλάζει ὁλόκληρη ἡ σκηνοθεσία. Φυσικά, εἶναι καὶ οἱ ἄλλες περιπτώσεις, οἱ πιὸ δύσκολες. Οἱ γαλλισμοὶ π.χ. ποὺ χρειάζεται νὰ διοχετευθοῦν σὲ μιὰν ἀνάλογη, καθαρὰ ἑλληνική, ἰδιοτυπία. Δυστυχῶς αὐτὸ δὲν εἶναι κατορθωτὸ πάντοτε 187 (Σύν τοῖς Ἄλλοις 147-148).
Τελικά ο Ελύτης καταλήγει στο να διερωτάται ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να μεταφράζει κανείς ποίηση 188 και ως ποιο σημείο ωφελεί και 187
Απόσπασμα από τη συνέντευξη του Ελύτη στο Γιώργο Πηλιχό, με τίτλο «Καινούργια Βαρβαρότητα Ἀπειλεῖ νά μᾶς Κουκουλώσει!», στην εφημερίδα Τά Νέα στις 26 Νοεμβρίου 1976, η οποία περιλαμβάνεται στο Ἐλύτης, Σύν τοῖς Ἄλλοις 147-150. Απόσπασμα της συνέντευξης αυτής του Ελύτη περιλαμβάνεται και στο Βαλέτας, Γεώργιος. «Τὸ Μεταφραστικὸ Ἔργο τοῦ Ἐλύτη.» Αἰολικὰ Γράμματα Η΄ 43-44 (Γενάρης–Ἀπρίλης 1978): 133. Τυπ.· καθώς και στο Κουτσιβίτης, Η Πράξη της Μετάφρασης 135. 188 Ο Ελύτης θεωρεί ότι η φιλία που διατηρούσε με ορισμένους ποιητές τον βοήθησε πολύ στην απόδοση έργων τους: «Ὁ Πιέρ Ρεβερντύ, ὁ Πώλ Ἐλυάρ, ὁ Πιερ-Ζαν
106
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
επιτρέπεται η ελεύθερη απόδοση 189 (149). Οι μεταφράσεις του πάντως αποδεικνύουν την προτίμησή του στην ελεύθερη απόδοση των πρωτότυπων έργων, καθώς, όπως θα φανεί παρακάτω, αναγνωρίζονται πολύ εύκολα ως πνευματικά του παιδιά και διακατέχονται από στοιχεία της ιδιότυπης γραφής του. Επιπλέον, όπως επισημαίνει και ο Connolly, ο ποιητής προέτρεπε τους μεταφραστές της ποίησής του να ακολουθήσουν την ελεύθερη προσέγγιση. 190 Ο ίδιος ο Ελύτης αναφέρεται στη στάση του αυτή σε μία από τις επιστολές του προς το Σουηδό μεταφραστή του Άξιον Εστί, Ingemar Rhedin: Συνιστώ γι’ αυτό στους μεταφραστές μου να παίρνουν μεγάλες ελευθερίες, έτσι ώστε να μπορούν να ρισκάρουν αναλογίες στη δική τους γλώσσα. Εάν χρειάζεται να προσθέσουν ή να αφαιρέσουν λέξεις γι’ αυτόν τον σκοπό ή για να κρατήσουν ρυθμό, έχουν την απόλυτη έγκρισή μου εκ των προτέρων. Δυστυχώς, αυτή τη συμβουλή δεν τολμούν να την ακολουθήσουν όλοι. 191
Ζούβ καί ὁ Ζενέ Σάρ ... [τ]ούς ἔβλεπα τακτικά καί αὐτό ἀπό τίς συζητήσεις καί τήν παρέα, φυσικά, μέ βοήθησε» («Ἡ Ἑλλάδα ἡ Δική μου Δέν Εἶναι ἡ Τρέχουσα» στο Ἐλύτης, Σύν τοῖς Ἄλλοις 285). 189 Ο Ελύτης δηλώνει ότι επιδίωξε «μὲ μιὰ συγκριτικὴ μελέτη … νὰ γίνει καταφανὴς ἡ διαφορὰ καὶ νὰ ξανατοποθετηθεῖ τὸ πρόβλημα: ποιὸς εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος νὰ μεταφράζει κανείς. Θὰ εἶχαν, τολμῶ νὰ πῶ, νὰ ἐπωφεληθοῦν καὶ οἱ ξένοι μεταφραστὲς ποὺ καταπιάνονται μὲ δικά μας ποιήματα. Νὰ δοῦν ὣς ποιὸ σημεῖο εἶναι συμφέρουσα καὶ ἐπιτρεπτὴ ἡ ἐλεύθερη ἀπόδοση. Τὴ σύγκριση [μεταξύ ελεύθερης και πιστής μετάφρασης] πάντοτε –γιὰ νἄμαστε ἐξηγημένοι– τὴν κάνω πάνω στὸν ἑαυτὸ μου, τὸν παλιὸ καὶ τὸν νεώτερο. Δὲν ὑπαινίσσομαι καὶ δὲν θέτω ὑπὸ ἀμφισβήτηση κανέναν ἄλλο!» (στο Ἐλύτης, Σύν τοῖς Ἄλλοις 149· στο Βαλέτας, «Τὸ Μεταφραστικὸ Ἔργο τοῦ Ἐλύτη» 133· και στο Κουτσιβίτης, Η Πράξη της Μετάφρασης 134). 190 Είναι χαρακτηριστική η σχετική αναφορά των Carson και Sarris, μεταφραστών του συγκεντρωτικού του έργου στην αγγλική γλώσσα, στην οποία και παραπέμπει ο Connolly: «Ο Ελύτης μάς προέτρεπε πάντα να έχουμε μια ελεύθερη και ερμηνευτική προσέγγιση και να αποδώσουμε την ‘αίσθηση’» (Απόσπασμα από την ανακοίνωση του Connolly «“Κάποια Βίδα στο Τέλος θα σε Μπερδέψει”: Ο Ελύτης ως Μεταφρασεολόγος»). 191 Επιστολή του Ελύτη στον Ingemar Rhedin στις 10 Ιουλίου 1978, όπως δημοσιεύεται στις «Επτά Ημέρες.» Η Καθημερινή (Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 1993): 18, με αφορμή το αφιέρωμα στον Ελύτη.
107
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
Πέραν των έξι βασικών εξεταζόμενων ποιητών-μεταφραστών του 19ου και 20ού αιώνα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση κι άλλων ελλήνων ποιητών-μεταφραστών για το θεωρητικό αυτό ζήτημα, π.χ. του Σολωμού, 192 του Σημηριώτη, 193 του Καζαντζάκη, του Καρυωτάκη και του Παπανικολάου, 194 όπως αυτή απορρέει από τις μεταφραστικές μεθόδους
192
Σύμφωνα με τον Ποριώτη, ο Σολωμός δεν παραμένει πιστός ούτε καν στα νοήματα των ποιημάτων που μεταφράζει: «Παίρνει τὸ νόημα τοῦ στίχου, ἢ καὶ ὅλης τῆς στροφῆς, καὶ τὸ ‘ποικίλλει’ μὲ δικὰ του φραστικὰ στολίδια ἢ καλλωπίσματα, κάνει δηλαδὴ «παραλλαγές» (βαριατσιόνες), ἀλλάζει μέτρα καὶ ρυθμούς, ἀλλάζει γενικὰ καὶ τὴ στιχουργικὴ μορφὴ καὶ τὴ στροφικὴ διαίρεση, καὶ μόνο σ’ ἕνα του μετάφρασμα κάπως τὴν κρατεῖ, ὅμως καὶ αὐτοῦ μὲ σημαντικὲς διαφορὲς» (285). Η τακτική αυτή του ποιητή δεν απορρέει ωστόσο από τεχνική αδυναμία, αλλά, όπως επισημαίνει ο Ποριώτης, από το γεγονός ότι η προσέγγιση αυτή αποτελούσε το γενικό κανόνα της εποχής στην Ευρώπη. Μία τάση που παρατηρείται από τον Amyot έως τον François Sabatier [για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Ποριώτης, Νικόλαος. «Σολωμὸς Μεταφραστὴς.» Νέα Ἑστία 47 (Ἰανουάριος-Ἰούνιος 1950). Ἀθήνα: Βιβλιοπωλεῖον τῆς «Ἑστίας», 285. Τυπ.]. Ο Σπαταλάς, ο οποίος έχει αναφερθεί επίσης στη μεταφραστική προσέγγιση του επτανήσιου ποιητή, ισχυρίζεται ότι ο Σολωμός μετέφραζε ελεύθερα διατηρώντας μόνο τη διάθεση του πρωτοτύπου. Γι’ αυτόν το λόγο και τον ονόμασε «μεταφραστή ποιητή» [στο Γαραντούδης, Ευριπίδης. Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός. Όψεις μιας Σύνθετης Σχέσης (1820-1950). Αθήνα: Εκδ. Καστανιώτη, 2001. 412. Τυπ.· βλ. επίσης το απόσπασμα στο οποίο παραπέμπει ο Γαραντούδης, στο Σπαταλάς, Γεράσιμος. «Ο Διον. Σολωμός σα Μεταφραστής και σα Μεταγγιστής.» Ανθρωπότης 1.8-9 (Ιούνιος-Ιούλιος 1920): 13. Τυπ.]. 193 Ο Σημηριώτης φαίνεται πως προσπαθούσε να αποδώσει πιστά γάλλους ποιητές του 19ου αιώνα, φροντίζοντας ταυτόχρονα να μεταφέρει άρτια τα ιδιαίτερα στοιχεία των ποιημάτων, όπως το ρυθμό και το μέτρο. Ο Γρ. Ξενόπουλος αναφέρει: «Κανένας ... δὲν κατόρθωσε νὰ μᾶς δώσει τόσο τέλεια μαζὺ μὲ τὴν πιστότητα καὶ τὴ βαθιὰ ἁρμονία κι ἐρωτικότητα τοῦ πρωτοτύπου» (347). Εκτός από τον Ξενόπουλο και άλλοι λογοτέχνες αναφέρονται στην πιστότητα των μεταφράσεων αυτών του Σημηριώτη· για περισσότερες πληροφορίες βλ. στα «Κριτικὰ Ἀποσπάσματα καὶ Σημειώματα γιὰ τὴ Γαλλικὴ Ἀνθολογία τοῦ Σημηριώτη», στο Σημηριώτης, Γεώργιος. Γαλλικὴ Ἀνθολογία. Ἀθήναι: χ.ε., 1939. 347-349. Τυπ. 194 Στο ίδιο πνεύμα με το Σημηριώτη, ο Μήτσος Παπανικολάου τοποθετήθηκε υπέρ της πιστότητας του μεταφράσματος με αφορμή τη μετάφραση δύο ποιημάτων του Valéry. Δηλώνει λοιπόν ο ποιητής: «Χωρὶς νὰ θέλω νὰ μεγαλοποιήσω τὴν προσπάθεια ποὺ κατέβαλα γιὰ νὰ μεταφράσω αὐτὰ τὰ δύο τραγούδια του Βαλερύ, πρέπει ὡστόσο νὰ δηλώσω ὅτι ποτὲ ἐργασία φιλολογικὴ δὲν μοῦ στοίχισε τόσο κόπο. Θὰ μποροῦσα βέβαια νὰ τὰ μεταφράσω ἐλευθερώτερα, ἀδιαφορώντας κάπως, τουλάχιστον ὡς πρὸς
108
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
τις οποίες ακολουθούσαν και, σε ορισμένες περιπτώσεις, από τις ίδιες τους τις δηλώσεις. Παρότι, λ.χ., ο Καζαντζάκης δεν αναφέρεται σε γενικές γραμμές θεωρητικά στη μετάφραση ή στις μεταφραστικές του επιλογές, σε γράμμα του στην Ελένη Καζαντζάκη με αφορμή τη μετάφραση της Θείας Κωμωδίας του Δάντη δηλώνει: «Τώρα ξαναμπῆκα στὸν Dante. Τὸν διορθώνω στίχο-στίχο καὶ γίνεται πολὺ πιὸ πιστὸς καὶ πιὸ καλὸς» 195 (128). Η δήλωσή του αυτή αφήνει να εννοηθεί ότι ενδεχομένως η πρώτη απόδοσή του στα ελληνικά ήταν πιο ελεύθερη, γεγονός που μάλλον είχε καταστήσει το τελικό αποτέλεσμα λιγότερο ικανοποιητικό, καθώς ο Καζαντζάκης θεωρεί ότι όταν άρχισε να μεταφέρει το έργο πιο πιστά, το μετάφρασμα ήταν καλύτερο. 196 Αντιθέτως, εάν εξέφραζε τις απόψεις του ο Καρυωτάκης,
τὴ μορφή· μά τότε ἀσφαλῶς αὐτὸ ποὺ θὰ ἔδινα δὲν θὰ εἴταν Βαλερὺ. Ἐνῷ τώρα εἶμαι ἱκανοποιημένος, ὅτι ὄχι μόνο τὴν ποιητικὴ σκέψη τοῦ μεγάλου αὐτοῦ πανσὲρ κατόρθωσα ν’ ἀποδώσω, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀρχιτεκτονικὴ τοῦ μεγάλου μαέστρου τῆς τέχνης, διατηρώντας στὴ γλῶσσα μας τόσο τὸ ρυθμὸ ὅσο καὶ τὶς ρίμες τῶν πρωτοτύπων» [Νέα Ἑστία Α΄ (15 Ἀπρ.-15 Αὐγ. 1927): 333. Τυπ.]. Τις απόψεις των παραπάνω ποιητών-μεταφραστών συμμερίζεται και ο Κούλης Αλέπης, ο οποίος δηλώνει ότι η μετάφραση οφείλει να «ἐπιχειρεῖ μὲ σοβαρότητα καὶ εὐθύνη τὴν πλήρη ἀναγωγὴ τοῦ νέου κειμένου στὸ ὕφος τοῦ πρωτοτύπου, μὲ ἀπαραίτητη χρησιμοποίηση τῶν ἴδιων ἢ ἀντίστοιχων μέτρων καὶ ρυθμῶν, σεβασμὸ τῆς μορφικῆς κι’ ὅποιας ἄλλης ἰδιοτυπίας του, κι’ ἀπάνω ἀπ’ ὅλα, ἀφοῦ πρόκειται γιὰ ποίηση, διατήρηση τοῦ παλμοῦ, ποὺ τὸ ἐμψυχώνει». Ο ίδιος δηλώνει ότι εργάστηκε με βάση αυτές προϋποθέσεις για τη μετάφραση των ποιημάτων της ανθολογίας Ἄνθη ἀπὸ Κήπους Ξένους (6). 195 Βλ. στο Μακιαβέλλι, Ο Ηγεμόνας 128. 196 Το γεγονός ότι ο Καζαντζάκης μετέφρασε σε γενικές γραμμές πιστά τον Ηγεμόνα του Μακιαβέλλι, ακόμη κι αν δεν τον απέδωσε λέξη προς λέξη, όπως αναφέρει ο Ζώρας, επιβεβαιώνει περαιτέρω τη στάση και διάθεση του ποιητή (βλ. στο Μακιαβέλλι, Ο Ηγεμόνας 138-139). Την πιστότητα των μεταφράσεων του Καζαντζάκη ή την προθυμία του να προβεί σε πιστές μεταφράσεις διαπιστώνει και ο Γαραντούδης με αφορμή τη μετάφραση της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, που πραγματοποίησε μαζί με τον Κακριδή: «οι Καζαντζάκης και Κακριδής, μεταφράζοντας πρώτα την Ιλιάδα και μετά την Οδύσσεια, προσπάθησαν να μείνουν όσο το δυνατό πιο πιστοί στο γλωσσικό χαρακτήρα και το ύφος του πρωτοτύπου, όπως αυτά τεκμηριώνονται από τη φιλολογική έρευνα, και η ενδελεχής γνώση τους του ομηρικού κειμένου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί» [βλ. στο Γαραντούδης, Ευριπίδης. «Η Μεταφραστική Αντίληψη του Ιάκωβου Πολυλά και οι Αποδόσεις του Ποιητικών Κειμένων της Κλασικής Λογοτεχνίας.» Πόρφυρας 84-85 (ΓενάρηςΜάρτης ’98): 496. Τυπ.]. Η άποψη, ωστόσο, του Γαραντούδη ότι ο Καζαντζάκης και ο
109
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
τότε είναι βέβαιο ότι θα συμμεριζόταν τις θέσεις του Σολωμού· προέβαινε άλλωστε σε τόσο εκτεταμένες και διαρθρωτικές αλλαγές ώστε οι μεταφράσεις του δεν μοιάζουν με τα ξένα πρωτότυπα ποιήματα, αλλά αντιθέτως με τα δικά του πρωτότυπα έργα. Αντιπροσωπευτικό χαρακτηριστικό της άκρατης ελευθερίας που χαρακτηρίζει τη μεταφραστική προσέγγιση του Καρυωτάκη είναι η αλλαγή ακόμη και των τίτλων των ποιημάτων. 197 Δικαιολογείται, επομένως, η δήλωση του Καψάλη ότι οι καρυωτακικές μεταφράσεις είναι «ριζικές». 198 Κλείνοντας τη σημαντική αυτή ενότητα, συμπεραίνουμε ότι δεν υπήρχε ομογνωμία μεταξύ των ελλήνων ποιητών-μεταφραστών του 19ου και 20ού αιώνα αναφορικά με τον ορθότερο τρόπο απόδοσης της ποίησης, κάτι το οποίο διαπιστώνεται και στην περίπτωση άλλων μεταφρασεολογικών ζητημάτων τα οποία θα εξεταστούν παρακάτω. 2.5 Ο Στίχος, το Μέτρο, ο Πεζός Λόγος και η Μετάφραση της Ποίησης Το θέμα της πιστότητας του μεταφράσματος απέναντι στο πρωτότυπο ποιητικό έργο αποτέλεσε έναυσμα και για τη διατύπωση θεωρητικών απόψεων σχετικά με το καυτό ζήτημα της μορφής της ποίησης. Ο Πολυλάς είναι ένας από τους ποιητές 199 που προέβαινε συχνά σε αλλαγές κατά τη Κακριδής προσπάθησαν να παραμείνουν πιστοί στο ύφος των ομηρικών επών δεν στοιχειοθετείται με βάση τα ίδια τα μεταφράσματα. 197 Όπως π.χ. στην περίπτωση του ποιήματος “La Voix” του Baudelaire, το οποίο ο Καρυωτάκης απέδωσε στα ελληνικά με τίτλο «Σάν Πρόλογος» και προλογίζει, όπως επισημαίνει η Τοκατλίδου, όλη τη συλλογή «Νηπενθῆ» (18). Ο Λορεντζάτος δηλώνει ότι «[ο] Καρυωτάκης χώνεψε ὁλόκληρα ποιήματα μέσα στο ἔργο του φτάνοντας ὣς τὴν ἔσχατη εἰρωνεία: φορὲς-φορὲς τὸ ξένο πρωτότυπο νὰ μοιάζει ὠχρὴ μετάφραση καὶ ἡ μετάφραση ἐλεύθερα χυμένο ποίημα» (Οι Μεταφράσεις του Κ. Γ. Καρυωτάκη 73). 198 Για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Καψάλης, Διονύσης. «Ο Καρυωτάκης και η Τέχνη της Ποιητικής Μετάφρασης.» Τα Μέτρα και τα Σταθμά. Δοκίμια για τη Λυρική Ποίηση. Αθήνα: Εκδ. Άγρα, 1998. 172. Τυπ. 199 Ο Σολωμός, ο οποίος άσκησε επιρροή στον Πολυλά, διαφοροποιούσε και αυτός τη μορφή του πρωτότυπου έργου κατά τη μεταφορά του στα ελληνικά, όπως λ.χ. διαπιστώνεται στην περίπτωση «μιας δεκατρίστιχης και περίπλοκα ομοιοκατάληκτης στροφής μιας ωδής του Πετράρχη [την οποία απέδωσε] σε δύο οκτάστιχες στροφές με λιγότερο ανισοσύλλαβους στίχους και ελληνικότερη ομoιοκαταληξία» (βλ. σχετικά
110
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
μετάφραση ποιητικών έργων. Ωστόσο, αν και δεν καταθέτει την άποψή του για το ζήτημα αυτό, δεν φαίνεται να υποστηρίζει απόλυτα ένα είδος μετάφρασης, καθώς η μορφή των μεταφρασμάτων του ποικίλλει αρκετά, αποδεικνύοντας ότι δεν προσκολλάται στη μορφή του πρωτοτύπου: στην Τρικυμία χρησιμοποιεί δημώδη πεζό λόγο και έντονους ιδιωματισμούς κερκυραϊκούς· στην Οδύσσεια χρησιμοποιεί δεκαπεντασύλλαβο ανομοιοκατάληκτο στίχο· ενώ στη μετάφραση του Ἁμλέτου εισάγει και χρησιμοποιεί το δεκατρισύλλαβο στίχο, ταράζοντας την μέχρι τότε κυριαρχία του δεκαπεντασύλλαβου στίχου. Ο ίδιος ο Πολυλάς στο Προοίμιο της μετάφρασης του Ἁμλέτου αναφέρει σχετικά με την επιλογή του δεκατρισύλλαβου στίχου για την απόδοση του σεξπιρικού αυτού έργου: ὁ δεκατρισύλλαβος στίχος, τὸν ὁποίον ἡμεῖς, εἰς τὴν προκειμένην Μετάφρασιν, σηκόνομεν ἀπὸ τὴν ἀφάνειαν εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκεται, καὶ τὸν μεταχειριζόμεθα ὡς κατάλληλον ὄργανον τῆς δραματικῆς ποιήσεως· τὸ μέτρον τοῦτο, ἐνῷ ἔχει ἀρκετὴν ἔκτασιν, ἔχει καὶ τὸ μέγα πλεονέκτημα νὰ ἑπιδέχεται ποικιλίαν ρυθμοῦ τοιαύτην, ὥστε δύναται φυσικῶς νὰ ἀναβιβασθῇ εἰς τὴν λυρικωτέραν ἔντασιν, καθὼς καὶ νὰ κατέλθῃ εἰς τὸν τόνον τῆς συνήθους ὁμιλίας – ὅπως ἁρμόζει εἰς τὴν φύσιν τοῦ νεωτέρου δράματος, ἰδίως τοῦ Shakespeare. Ἔχομεν τόσην πεποίθησιν εἰς τὴν δύναμιν τοῦ στίχου τούτου, ὥστε δὲν ἀμφιβάλλομεν ὅτι ἄλλοι στιχουργοὶ θὰ ἀποδείξουν, καλήτερα παρ’ ὅτι ἐδυνήθημεν ἡμεῖς, τὸ εὔστοχον τῆς ἐκλογῆς μας 200 (1889 ζ΄- η΄).
Καταδεικνύεται, λοιπόν, ότι ο Πολυλάς πίστευε στις δυνατότητες του δεκατρισύλλαβου στίχου και ήταν βαθύτατα πεπεισμένος ότι θα είχε μέλλον στη νέα ποίηση, 201 παρότι ανέμενε αντιδράσεις. 202
στο Βαγενάς, Νάσος. επιμ. Νεοελληνικά Μετρικά. Ρέθυμνο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1991. 112. Τυπ.). 200 Το Προοίμιο της μετάφρασης του Ἁμλέτου από τον Πολυλά περιλαμβάνεται στο Ἁμλέτος. Τραγωδία Σαικσπείρου. Ἔμμετρος Μετάφρασις Ἰάκωβου Πολυλᾶ. Αθήνα: Ιδεόγραμμα, 2000. 63-65. Τυπ.· και στο Βαλέτας, Γεώργιος. ἀναστ. Πολυλᾶς. Ἅπαντα. Τὰ Λογοτεχνικὰ καὶ Κριτικὰ. Ἀθήνα: Πηγὴ, 1950. 202-205. Τυπ. 201 Κάνοντας μια μικρή, μη αξιολογική, σύγκριση της μετάφρασης της Τρικυμίας από τον Πολυλά με τις αντίστοιχες μεταφράσεις από τους Θεοτόκη, Οικονομίδη-Κεντ, Δαμιράλη, Ρώτα, κτλ., ο Κασίνης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όλες σχεδόν οι ελληνικές μεταφράσεις της Τρικυμίας επηρεάστηκαν από αυτή του Πολυλά, γεγονός το
111
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
Όσον αφορά στη χρήση του πεζού λόγου από τον Πολυλά, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι, έχοντας εντρυφήσει στη γερμανική παράδοση και μελετήσει συστηματικά τους γερμανούς λογοτέχνες, φιλοσόφους και θεωρητικούς, ασπάζεται τη θέση του Goethe, ο οποίος θεωρεί ότι η «μετάφραση προσδιορίζεται από την αναγκαιότητα της πιστής μεταφοράς του αλλότριου περιεχομένου και για αυτόν τον λόγο το πιο κατάλληλο μέσο για την επιτέλεσή της είναι η κυριολεξία του πεζού λόγου» (Πολυχρονάκης 301). Οπότε, σύμφωνα με το Goethe, είναι δυνατή και ορθή η μετάφραση έμμετρων ποιημάτων σε πεζό. Επιπλέον, ο Σολωμός, δάσκαλος του Πολυλά, ήταν από τους πρώτους που χρησιμοποίησαν πεζό στίχο (αν και όχι σε μεταφράσεις του), 203 αποτέλεσμα των γλωσσικών και αισθητικών του αναζητήσεων. 204 Αξίζει να επισημανθεί ότι οι μετρικές και
οποίο συνεπάγεται σύμφωνα με τον ίδιο «τὴν ἀναγνώριση των μεταφραστικῶν λύσεων ποὺ ἔδωσε στὶς περισσότερες περιπτώσεις» ο Πολυλάς (Διασταυρώσεις 137). 202 Ως προς τις μεταφραστικές, κυρίως γλωσσικές, επιλογές του Πολυλά εκφράστηκαν διχογνωμίες με κάποιους να απορρίπτουν έντονα τις επιλογές του. Δεν ήταν φυσικά μόνο η εισαγωγή του νέου μέτρου που συζητήθηκε και προκάλεσε αντιδράσεις, αλλά και η χρήση πεζού λόγου για τη μετάφραση της Τρικυμίας, καθώς θεωρήθηκε από ορισμένους ότι δεν απέδωσε τα ιδιαίτερα χρώματα του σεξπιρικού δράματος. Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την αποτίμηση των μεταφράσεων του Πολυλά θα παρατεθούν στο επόμενο κεφάλαιο. 203 Η Κατσιγιάννη βέβαια αναφέρει ότι «η παλαιότερη χρήση πεζού στίχου [στην Ελλάδα] βρίσκεται … σε ένα ποίημα του Γιάννη Καμπύση με τον ενδεικτικό τίτλο “Προσευχή”, δημοσιευμένο στο περιοδικό Τέχνη το 1899» [Κατσιγιάννη, Άννα. «Μορφικές Μεταρρυθμίσεις στην Ελληνική Ποίηση του Τέλους του 19ου και των Αρχών του 20ού Αιώνα (Συνοπτικό Διάγραμμα).» Παλίμψηστον 5 (Δεκέμβριος 1987): 171. Τυπ.]. 204 Η γυναίκα της Ζάκυθος του Σολωμού δίχασε τους μελετητές και κριτικούς του έργου του με τους περισσότερους να το αντιμετωπίζουν ως πεζογράφημα. Ο Δημαράς, λ.χ., αναφέρεται ξεκάθαρα σε αυτό ως πεζογράφημα: «Κοντὰ στην πεζογραφία τοῦ Διαλόγου, ταιριάζει νὰ μνημονευθεῖ καὶ τὸ ἄλλο ἑλληνικὸ πεζογράφημα τοῦ Σολωμοῦ, Ἡ Γυναίκα τῆς Ζάκυθος, ἀρχισμένο στὴν ἴδια περίπου ἐποχὴ, στὰ 1826» (307), ενώ δηλώνει επίσης: «Τέλος θυμίζω τὴν συμβολὴ του [Σολωμού] στὸν πεζὸ λόγο, μὲ τòν Διάλογο, πάλι, καὶ μὲ τὴν Γυναίκα τῆς Ζάκυθος» [Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας 315. Βλ. επίσης στη μελέτη του Δημαρά, «Ποίηση και Πρόζα.» Επτά Κεφάλαια για την Ποίηση. Κεφ. 2. Τὰ Νέα Γράμματα 1 (1935): 276-285. Τυπ. (περιλαμβάνεται και στο Δοκίμιο για την Ποίηση. Αθήνα: Εκδ. Νεφέλη, 1990. 35-40. Τυπ.) όπου επιχειρεί διάκριση των ορίων μεταξύ της πρόζας και της ποίησης].
112
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
Ο Βελουδής ; qntmiuetq; ισχυρίζεται ότι με τη Γυναίκα της Ζάκυθος ο Σολωμός «αναδεικνύεται ως ο πρωτοπόρος στην ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, εφευρέτης-δημιουργός του ‘πεζού ποιήματος’». Επισημαίνει ότι πρέπει να τονιστεί ο καθαρά ποιητικός χαρακτήρας του σολωμικού αυτού έργου και να αντικρουστούν τα επιχειρήματα όσων επιμένουν να το χαρακτηρίζουν ως πεζογράφημα [άρθρο του Γιώργου Βελουδή, με τίτλο «Το Ποιητικό Έργο του Σολωμού. Τα Πρώτα Ιταλικά Ποιήματα, η Πατριωτική Ποίηση της Ζακυνθινής Νιότης, ο Ώριμος Ποιητής-Φιλόσοφος» (14), το οποίο αποτελεί τμήμα του αφιερώματος των «Επτά Ημερών», της εφημερίδας Η Καθημερινή (Κυριακή 24 Μαΐου 1998): 12-15. Τυπ.]. Λίγες μέρες νωρίτερα, με άρθρο του που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα Το Βήμα (10-51998, ένθετο «Νέες Εποχές», 4), ο Βελουδής είχε αναφερθεί και πάλι στο Σολωμό ως εφευρέτη του πεζού ποιήματος [βλ. επίσης στο Βελουδής, Γιώργος. «Ο Σολωμός Ποιητής Εθνικός, Ευρωπαίος, Οικουμενικός.» Κριτικά στο Σολωμό: Κριτικά, Φιλολογικά, Ερμηνευτικά. Αθήνα: Εκδ. Δωδώνη, 2000. 244-248. Τυπ.]. Προδρομική αξία των σχεδιασμάτων του Σολωμού αναγνωρίζει και ο Στυλιανός Αλεξίου, ο οποίος αναφέρει ότι ο Σολωμός «με την επιδίωξη μιας όλο πιο άμεσης και πιο λιτής έκφρασης, και με την επεξεργασία των ίδιων αυτών πεζών κειμένων [των ιταλικών σχεδιασμάτων], έτεινε πράγματι προς την ανακάλυψη του πεζού ποιήματος» [Αλεξίου, Στυλιανός. «Σολωμικά.» Παλίμψηστον 3 (1986): 31-32. Τυπ.· και στο Αλεξίου, Στυλιανός. επιμ.–εισαγ. Διονυσίου Σολωμού Ποιήματα και Πεζά. Αθήνα: Στιγμή, 1994. 288. Τυπ.]. Για την ειδολογική ένταξη της Γυναίκας της Ζάκυθος, βλ. στο Αλεξίου, Διονυσίου Σολωμού Ποιήματα και Πεζά και κυρίως στις σσ. 475-479. Ο Γιώργος Κεχαγιόγλου εμφανίζεται επιφυλακτικός και δηλώνει ότι το έργο είναι γραμμένο σε «ρυθμικό πεζό λόγο, ο οποίος σχετίζεται μάλλον με τα βιβλικά ‘ποιητικά’ εδάφια και θυμίζει, σήμερα, ‘πεζό ποίημα’» [Κεχαγιόγλου, Γιώργος. γραμματολ. εισαγ.–παρουσ.–ανθολόγ. των τόμων Β΄1 και Β΄2. Η Παλαιότερη Πεζογραφία μας από τις Αρχές της ώς τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, 15ος Αιώνας-1830. Τόμ. Β΄ 2. Αθήνα: Εκδ. Σοκόλης, 1999. 129. Τυπ.]. Η Κατσιγιάννη κάνει λόγο για «απόπειρα [του Σολωμού] για συγγραφή ρυθμικής πρόζας» [βλ. στη σημαντική και άκρως ενδιαφέρουσα διδακτορική της διατριβή, με τίτλο «Το Πεζό Ποίημα στη Νεοελληνική Γραμματεία. Γενεαλογία, Διαμόρφωση και Εξέλιξη του Είδους (από τις αρχές ώς το 1930).» 2001. 91. Τυπ.]. Στην παραπάνω εργασία γίνεται αναφορά και στις ελληνικές «μεταφράσεις έμμετρων ή πεζόμορφων έργων σε πεζό κατά το 19ο αι.» (294-308)· βλ. επίσης στο άρθρο της «Η Διαμόρφωση μιας Νέας Ποιητικής Συνείδησης στην Ελλάδα. Μεταφράσεις Έμμετρων (ή Πεζοποιητικών) Έργων σε Πεζό το 19ο Αιώνα.» Πόρφυρας 88 (10-12.1998): 233-249. Τυπ. Τέλος, το παραπάνω έργο του Σολωμού αποτελεί αντικείμενο της εργασίας του Δημήτρη Αγγελάτου, με τίτλο Το Αφανές Ποίημα του Διονύσιου Σολωμού: Η Γυναίκα της Ζάκυθος [μελέτη βασισμένη στην ανέκδοτη διδακτορική του διατριβή, «La Femme de Zante (1826-1833), Œuvre de Dionysos Solomos». Paris: Université de Sorbonne – Paris IV, 1986]. Στο πρώτο μέρος της εργασίας, με τίτλο «Τύχες του Κει-
113
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
μορφικές επιλογές του Πολυλά δεν θα αναφέρονταν εδώ, εάν δεν σχετίζονταν με τη μεταφραστική του δραστηριότητα· η εισαγωγή του δεκατρισύλλαβου στίχου και η χρήση του πεζού λόγου, που πραγματοποιήθηκαν με αφορμή τις μεταφράσεις του Πολυλά, 205 προώθησαν περαιτέρω το θεωρητικό διάλογο και, όπως είναι εύλογο, δεν θα μπορούσε να μη γίνει αναφορά σε αυτά. Επιπλέον, αποδεικνύεται ότι η μεταφραστική ενασχόληση των ελλήνων ποιητών του 19ου και 20ού αιώνα, στους οποίους εστιάζει η παρούσα έρευνα, είχε άμεσες επιδράσεις στην πρωτότυπή τους δημιουργία, είτε και προήλθε από αυτήν, καθώς τους ολοκλήρωσε ως δημιουργούς· όπως επίσης είχε επιδράσεις και στην «εθνική» λογοτεχνική παραγωγή με την ενσωμάτωση καινοτομιών. Ο ποιητής ο οποίος διατύπωσε αρκετές απόψεις για την ποίηση, τον πεζό λόγο και τη μεταξύ τους σχέση, αν και από ένα σημείο κι έπειτα διαφορετικές μεταξύ τους, είναι ο Παλαμάς. Οι δηλώσεις του αφορούν, σε μεγάλο βαθμό, την προτίμησή του στον ποιητικό λόγο και την υποστήριξη του έμμετρου στίχου, 206 αφού, όπως τονίζει: «ἀδυνατ[εί] νὰ συλλάβ[ει]
μένου (1859 κ.ε.)», ο Αγγελάτος αναφέρεται στην «ειδολογική τριβή» που δημιούργησε το σολωμικό αυτό έργο, στο χαρακτήρα που του απέδιδαν, τις περισσότερες φορές διαφορετικό, οι κριτικοί, καθώς επίσης και στην πρόσληψή του (19-35). 205 Όπως αναφέρει ο Γαραντούδης, ο Πολυλάς είναι ο πρώτος που χρησιμοποιεί συστηματικά το δεκατρισύλλαβο στίχο. Πριν τον Πολυλά, ωστόσο, υπήρχαν αρκετές σποραδικές και μεμονωμένες εμφανίσεις του στίχου αυτού (βλ. σχετικά στο Βαγενάς, Νεοελληνικά Μετρικά 195). 206 Σε επιστολή του στον Πάνο Ταγκόπουλο στις 6.7.1915 και με αφορμή το έργο του τελευταίου Πρόζες, ο Παλαμάς διατυπώνει την προβληματική του σχετικά με την ποίηση και τον πεζό λόγο και δηλώνει: «Πρόζες τὶς βάφτισες, μὰ εἶναι πολὺ στίχοι μὲ προσωπίδα πεζογραφική. Ἡ ποίηση, βέβαια, ξεφεύγει καὶ χύνεται καὶ στὸν πεζὸ λόγο, καθὼς καὶ ἡ πεζολογικὴ σκέψη, συχνὰ πυκνά, γλυστράει ἀνάμεσα στοὺς ρυθμοὺς τῶν ποιητῶν. … Μὰ στὴν περίπτωσή σου συμβαίνει κάτι ἄλλο. Μᾶς φτιάνεις στίχους καὶ μᾶς τοὺς παρουσιάζεις μὲ τὸ φόρεμα τῆς πρόζας. Μὲ ὅλα τὰ προηγούμενα τῶν Paul Fort καὶ τῶν ὅμοιων τους, ἀντιπαθῶ τέτοιου εἴδους μασκαρέματα! Θέλω τὸ στίχο στίχο καὶ τὴν πρόζα πρόζα· γιατὶ ἀλλοιώτικα χάνω τὸν μπούσουλα» [Παλαμᾶς, Κωστῆς. «Ἕνα Φιλολογικό Γράμμα.» Ο Νουμάς 13.570 (1915): 305. Τυπ.]. Το βέβαιο είναι ότι ο Παλαμάς γνώριζε το κλίμα που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται στη Δύση σχετικά με το στίχο και την ποίηση, όπως καταδεικνύεται από την αναφορά που κάνει στον Paul Fort. Ο γάλλος ποιητής Paul Fort (1872-1960) χρησιμοποιούσε κυρίως πεζό στίχο στα ποιήματά του. Ήταν δημιουργός του περιοδικού “Vers
114
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
τὴν ποίηση ἔξω ἀπὸ τὸ στίχο» (Α1 327), γιατί η «ποίηση εἶναι στίχος, καὶ ὁ στίχος, ποίηση» (Α13 23). Η ποιητική του σκέψη ενδεχομένως να μην αποτελούσε τμήμα της παρούσας έρευνας, εάν δεν ταυτιζόταν με τη μεταφραστική, καθώς, αναφερόμενος στη μετάφραση ορισμένων στροφών του ποιήματος της «Μιρέγιας» του Μιστράλ, δηλώνει: «ἡ ἀξία τῆς δοκιμῆς, ἐλάχιστη, στέκεται στὸ ὅ,τι διατηρῶ ἀπαράλλαχτο τὸ ἴδιο μετρικὸ σχῆμα τῶν ἑπταστίχων της» (Ξανατονισμένη Μουσική 13). Όπως φαίνεται, λοιπόν, θεωρεί ότι η προσπάθειά του να διατηρήσει το μέτρο του πρωτοτύπου είναι το μόνο που κρίνει ότι έχει κάτι σημαντικό και άξιο να προσδώσει η συγκεκριμένη μετάφραση. Ενώ, ωστόσο, θα περίμενε κάποιος από τον Παλαμά να γράφει και να μεταφράζει μόνο σε στίχους, όντας πιστός σε μέτρα και ρίμες, στην πορεία μάς εκπλήσσει με τη στάση του, 207 αφού απελευθερώνεται και ο ίδιος 208 όπως σταδιακά απελευθερώνεται ο στίχος 209 στην ποίηση. Αυτό συμβαίνει γιατί ο Παλαμάς αναθεωρεί τις απόψεις του και κρίνει, όπως διαφαίνεται, πως «η ποίηση μπορεί να υπάρξει και έξω από τον στίχο, υπό τον όρο ότι
et Prose”, ενώ μέσω του «Θεάτρου Τέχνης» το οποίο ίδρυσε το 1890 αναδείχθηκαν σπουδαίοι ποιητές, όπως οι Paul Vérlaine, Paul Gauguin και Maurice Maeterlinck. 207 Είναι χαρακτηριστική η αναφορά που κάνει ο Παλαμᾶς σε γάλλους και άγγλους ποιητές της εποχής οι οποίοι «έπλασαν νέους ρυθμούς και η ρίμα έγινε λιγότερο αισθητή» («Ἡ Μετάφρασις τῆς ‘Ὑπατίας’» 405). 208 Όπως δηλώνει ο Παλαμάς: «Ἡ ποίηση στὴν ἐντέλεια δὲ βρίσκεται παρὰ μέσα στὸ στίχο ποὺ εἶναι στὴν ἐντέλεια καμωμένος, εἴτε παρουσιάζεται κανονικὰ καὶ ξαναγυρίζει ὁ ἴδιος μέσα στὰ μέτρα καὶ στίς ρίμες, εἴτ’ ἐλεύθερος, ἀκανόνιστος, ἀνυπόταχτος, πολύτροπος. Μὰ πρέπει ὁ στίχος νὰ εἶναι στίχος» (Α10 99). Πρέπει να επισημανθεί, ωστόσο, ότι για τον Παλαμά, δεν μπορεί να υπάρξει ποίηση σε εντελώς ελεύθερο στίχο· το έσχατο όριο του ελεύθερου στίχου σύμφωνα με τον ποιητή είναι το verset του Whitman, ο οποίος είναι ο «καταργητὴς τοῦ μέτρου καὶ ὁ ἁπλωτὴς τοῦ ἐλεύθερου στίχου ἴσα μ’ ἐκεῖ ποὺ δὲν παίρνει ἄλλο» (Α10 374-375). 209 Σύμφωνα με το Λορεντζάτο, «ὁ Καρυωτάκης προετοιμάζει τὸ λεγόμενο ἐλεύθερο στίχο καὶ ὁδηγάει μὲ τὸ ἔργο του … στὸ δημιουργικὸ ἀντάμωμα τοῦ ποιητικοῦ καὶ τοῦ πεζοῦ λόγου» (Ο Καρυωτάκης 29). Ωστόσο, σύμφωνα με τον Ελύτη, ο ποιητής εκείνος ο οποίος είχε πλάσει πρώτος ένα μέτρο πολύ κοντά στον ελεύθερο στίχο ήταν ο Κάλβος (για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο δοκίμιο «Η Αληθινή Φυσιογνωμία και η Λυρική Τόλμη του Ανδρέα Κάλβου» (73), το οποίο περιλαμβάνεται στο Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά 45-89).
115
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
θα διατηρείται η πολύτροπη ρυθμικότητα 210 και η πολύχορδη μουσική τονικότητα – η πολυτονία, δηλαδή, της φράσης» (στο Βαγενάς, Ελευθέρωση των Μορφών 112). Με αφορμή, μάλιστα, το Σερνοτράγουδο από τα Χορικά του Κύκλωπα 211 του Πάλλη και τη μετρική του, αναφέρει ότι θεωρεί άξιο μελέτης τον ελευθερωμένο στίχο από τους νέους ποιητές ώστε ν’ αποφύγουν τη χρήση «ἄμορφων καὶ ξεκάρφωτων» στίχων που δεν μεταφέρουν τη συγκίνησή τους. 212 Εκτός του ότι παρατηρείται άνοιγμα του Παλαμά προς την ελευθέρωση του στίχου, 213 δίχως φυσικά αυτό να σημαίνει 210
Ο Παλαμάς, ο οποίος θεωρείται από τους περισσότερους ότι είναι ο πρώτος ποιητής που επαναφέρει στο προσκήνιο και προβάλλει στην Αθήνα τον Κάλβο, επηρεάστηκε βαθύτατα από τις μετρικές αρχές του επτανήσιου ποιητή (Γαραντούδης, Ευριπίδης. «Η Μετρική Θεωρία του Παλαμά», το οποίο περιλαμβάνεται στο Βαγενάς, Νεοελληνικά Μετρικά 158-160. Τυπ.). Μάλιστα η χρήση του όρου «πολύτροπη ρυθμικότητα» παραπέμπει στην «πολύτροπη αρμονία» του Κάλβου. Σύμφωνα, επίσης, με το Massimo Peri, «ὁ νεοκλασσικὸς ὁρισμός τῆς ‘πολυτρόπου ἁρμονίας’ ἔρχεται νὰ προσφέρει διαμέσου τοῦ Κάλβου, ἔνα στήριγμα στόν μετρικό πειραματισμὸ τοῦ Παλαμᾶ» [στο Peri, Massimo. «Ὁ ‘Τραγικός’ καί ὁ ‘Ἡροϊκός’ Στίχος τοῦ Κάλβου.» Παρνασσός 30 (Ιούλ.-Δεκ. 1988): 456-457. Τυπ.· το δοκίμιο περιλαμβάνεται επίσης στο Βαγενάς, Νάσος. επιμ. Οι Ωδές του Κάλβου. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1992. 279-291. Τυπ.· καθώς και στο Βαγενάς, Νάσος. επιμ. Εισαγωγή στην Ποίηση του Κάλβου. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1999. 279291. Τυπ.]. Ωστόσο, σύμφωνα με το Βαγενά, αυτός που ανέδειξε πρώτος την ποιητική του Κάλβου ήταν ο Αλέξανδρος Σούτσος και όχι ο Παλαμάς [βλ. στο Βαγενάς, Νάσος. «Ὁ Ποιητής ὡς Κριτικός. Ὁ Ἀλέξανδρος Σοῦτσος, ὁ Παλαμᾶς καί ἡ Ποίηση τοῦ Κάλβου.» Τό Δέντρο 67-68 (4-5/1992): 50-51. Τυπ.· το δοκίμιο περιλαμβάνεται και στο Βαγενάς, Οι Ωδές του Κάλβου 293-319 (βλ. συγκεκριμένα στις σσ. 293-294)]. 211 Πάλλης, Ἀλέξανδρος. Ὁ Κύκλωπας. Liverpool: The Liverpool Booksellers’, 1906. Τυπ. 212 «Ἰδοὺ στίχοι μὲ λογῆς καὶ ἀνεξάρτητη ὁ καθένας τους περπατησιά, καὶ μαζὶ τεχνικὰ σφιχτοπλεμένη, χωρὶς νὰ πάψῃ καθένας τους ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι στίχος. Τέτοιος εἶναι, κ’ ἔτσι πρέπει νὰ ξετυλιχτῇ καὶ σ’ ἐμᾶς ἐδῶ ὁ λεγόμενος ἐλεύτερος στίχος. Συσταίνω τὴ μελέτη του σὲ μερικούς ἀπὸ τούς νέους μας ποιητές, ποὺ εἴτε ἀπὸ παρεξήγηση τῆς ἀρχῆς, εἴτε ἀπὸ ἀφροντισιὰ ποὺ δὲ στέκει, εἴτε ἀπὸ ἀδυναμία, ἐμπιστεύονται συχνὰ πυκνὰ τὴν ὠραία τους συγκίνηση σὲ στίχους ἄμορφους και ξεκάρφωτους. Καὶ οἱ πιὸ ἐλεύτεροι στίχοι πρέπει πρῶτα νὰ μπαίνουνε στοὺς κανόνες μιᾶς μετρικῆς· δὲν πρέπει νὰ εἶναι λαθεμένοι. Ἀλλιῶς θὰ καταντήσουμε, γυρεύοντας τὴν ποίηση, νὰ χάσουμε τὸ στίχο» («Το Τραγούδι τοῦ Πάλλη» 5). 213 Είναι ενδεικτικό το ποίημα του Παλαμά Χαιρετισμοί της Ηλιογέννητης γραμμένο σε ανισοσύλλαβο, ελευθερωμένο στίχο το 1900 [βλ. στο Παλαμᾶς, Κωστῆς. Οἱ Χαιρετισμοί τῆς Ἡλιογέννητης. (Ἀπὸ τὸ Τραγούδι τοῦ Ἥλιου). Πειραιεύς: Ἔκδοση τοῦ
116
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
ότι εγκαταλείπει τον ισοσύλλαβο στίχο, συνθέτει πεζά ποιήματα, 214 αλλά και μεταφράζει την ωδή του D’Annunzio Στον Νέο Βασιλιά της Ιταλίας σε πεζό λόγο (Α11 396-400). Διαπιστώνεται επομένως ότι ο Παλαμάς υποστηρίζει τις καινοτομίες που παρατηρούνται τόσο από έλληνες ποιητές (Πολυλάς215) όσο και από ξένους216 και στηρίζει την εξέλιξη του μέτρου, «Περιοδικοῦ μας», 1900. Τυπ.]. Ο Παλαμάς πάντως προτιμούσε τον όρο «πολύτροπο στίχος». Ελεύθερο αποκαλούσε το στίχο που σήμερα ονομάζουμε ελευθερωμένο (βλ. σχετικά στο Γαραντούδης, «Η Μετρική Θεωρία του Παλαμά» 173). 214 Στον τέταρτο τόμο των Απάντων, κάτω από το γενικό τίτλο Διηγήματα, δημοσιεύονται έξι πεζά ποιήματα του Παλαμά. Ο Παλαμάς γνωρίζει ότι δεν πρόκειται για ομοειδές υλικό και γι’ αυτό διακρίνει τα διηγήματά του σε δύο κατηγορίες: «τὰ μισὰ μποροῦνε νὰ φαντάζουνε σὰν πρῶτα κεφάλαια μυθιστορημάτων πραγματολογικῶν ποὺ δὲ γραφτήκανε, καὶ τὰ μισὰ τ’ ἄλλα σὰν παραστρατισμένα στὸν πεζὸ λόγο ποιήματα» (Παλαμᾶς, Κωστῆς. Ἅπαντα. Τόμ. 4. 2η έκδ. Αθήνα: Μπίρης, χ.χ. 44. Τυπ.). Σύμφωνα με την Άννα Κατσιγιάννη, «Το Λουλούδι των Άλπεων» και το «Όνειρο Κακό» αποτελούν «καθαρόαιμα πεζά ποιήματα» του Παλαμά (Κατσιγιάννη, Άννα. «Ο Παλαμάς και η Πεζόμορφη Ποίηση.» Η Ελευθέρωση των Μορφών. Η Ελληνική Ποίηση από τον Έμμετρο στον Ελεύθερο Στίχο (1880-1940). Επιμ. Νάσος Βαγενάς. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1996. 113. Τυπ.). Πεζό ποίημα του Παλαμά θεωρείται και το «Μαρμάρων Παράπονα» (1901), το οποίο δημοσιεύτηκε στον πρώτο τόμο των Γραμμάτων το 1904 (114). Τα ποιήματα «Λουλούδι των Άλπεων» και «Όνειρο Κακό» δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Ποικίλη Στοά 14.1 (1899): 154-158. Τυπ. Ο ίδιος ο ποιητής αναφέρεται στα δύο αυτά ανέκδοτα έργα ως πεζογραφήματα υπό το τίτλο «Λόγοι καὶ Ἀπόλογοι» (154). Για τα πεζά ποιήματα του Παλαμά, τη σχέση του με την πεζόμορφη ποίηση και τον πεζό στίχο, βλ. στη διατριβή της Κατσιγιάννη 141-155. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Παλαμάς τονίζει τα οφέλη του πεζό λόγου, δηλώνοντας ότι «τὴ μεγαλόπνοη ποίηση … μᾶς τὴν ἔφερε ὁ Ψυχάρης. Καὶ, παράξενο πάντα, μὰ ὅχι καὶ πρωτάκουστο φαινόμενο στὴν ἱστορία τῆς λογοτεχνίας, τὴν ποίηση τούτη μᾶς τὴν ἔφερε ὅχι μὲ τὸ στίχο, ἀλλὰ μὲ τὸν πεζὸ λόγο» [Παλαμᾶς, Κωστῆς. «Ποιητικὴ Τέχνη καὶ Γλῶσσα.» Ο Νουμάς 6.317 (9 τοῦ Νοέμβρη 1908): 2. Τυπ.]. 215 «Ἀλλά στὸν Πολυλᾶ, στὸ δημιουργικό μεταφραστὴ τῆς Ὀδυσσείας, τῆς Ἰλιάδος καὶ τοῦ Ἀμλέτου, ταιριάζει ἡ δόξα πῶς μᾶς ἐπλούτισεν ὄχι μὲ νέα μέτρα, ἀλλά πολὺ τελειώτερα, μὲ νέους ρυθμούς μέσα στα ἴδια παλαιά μέτρα». Και συνεχίζει παρακάτω ο Παλαμάς λέγοντας: «Τεχνίτης κι ὁ Πολυλᾶς μὲ τὰ πολύχρωμα ἀλλαλάγματα τῶν ἁρμονιῶν του, ποῦ εἶνε γεμᾶτες νόημα» («Ἡ Μετάφρασις τῆς ‘Ὑπατίας’» 404). Η δήλωση αυτή του Παλαμά σχετίζεται με την άποψή του για συνδυασμό μορφής και περιεχομένου στην ποίηση, καθώς όπως τονίζει και ο ίδιος: «ὅ τι [sic] δὲν ὑποφέρω εἶνε τὸ ἀταίριαστο καὶ τὸ ἀσυμβίβαστο· εἶνε οἱ στίχοι…ποῦ θέλουν νὰ περάσουν γιὰ κανονικοὶ καὶ ἀλάθευτοι καὶ δὲν εἶνε παρὰ ἄμορφοι, ἀπὸ ἀδυναμίαν ἢ ἀπὸ ἀμάθειαν» (404).
117
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
την ανανέωση του ρυθμού και τη δημιουργία νέας ποίησης. Άλλωστε φρόντιζε να είναι σε επαφή με τις πνευματικές εξελίξεις που σημειώνονταν τόσο στα Επτάνησα και στον ευρύτερο ελληνόγλωσσο χώρο, όσο και στον ανεπτυγμένο δυτικό κόσμο. 217 Εν τέλει, ο Παλαμάς καταλήγει να δηλώσει: «τὰ ὃρια τῆς ποιήσεως μεταξὺ ἐμμέτρου καὶ πεζοῦ λόγου ὁσημέραι τείνουν νὰ ἐξαλειφθοῦν, καὶ συνεχῶς ἐναλλάσσουν καὶ συνταυτίζονται» (Α2 218). Και άλλες δηλώσεις του ίδιου του ποιητή αντιπροσωπεύουν τη διαλλακτικότητα με την οποία αντιμετώπισε αργότερα τη μορφή της ποίησης. 218 Χαρακτηριστική της αλλαγής της στάσης του είναι η αναφορά που κάνει στο Lamartine: «Θυμοῦμαι τὸ στίχο τοῦ Λαμαρτίνου σας: Mais le vers est de bronze, et la prose d’argile, [π]οὺ θὰ εἰπῇ: Ὁ πεζὸς λόγος γύψινος, χάλκινος εἶναι ὁ στίχος … Ὑπάρχουν πεζογράφοι ποὺ ὁ λόγος τοὺς εἶναι ἀπὸ τὸ ἴδιο μέταλλο τοῦ στίχου καὶ ἀπὸ σφιχτότερο ἀκόμα. Τὸ ξέρετ’ ἐσείς … [κ]άθε φορά πού ἡ φράση περιέχει βαθιά συγκίνηση γίνεται, ἄθελα, στίχος» 219 («Ὁ ποιη-
Σύμφωνα με τον Σπαταλά, ο Παλαμάς επηρεάστηκε τόσο πολύ από το δεκατρισύλλαβο στίχο του Πολυλά ώστε έγραψε σονέττα σε δεκατρισύλλαβο στίχο, αν και δεν τήρησε στο ακέραιο τους πολυλαϊκούς κανόνες (βλ. στο Σπαταλάς, Γεράσιμος. Η Στιχουργική Τέχνη. Μελέτες για τη Νεοελληνική Μετρική. Επιμ. Γαραντούδης, Ευριπίδης, και Άννα Κατσιγιάννη. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1997. 138. Τυπ.). Ο Πολίτης επίσης αναφέρει ότι ο Παλαμάς εξέφρασε πολλές φορές το θαυμασμό του για τη μετρική και ποιητική συνεισφορά του Πολυλά και ειδικά για το δεκατρισύλλαβο στίχο (Πολίτης, Λίνος. Μετρικά. Θεσσαλονίκη: Κωνσταντινίδη, 1971. 82. Τυπ.). 216 Αναφέρεται στην ποιητική τεχνική και στιχουργικές επιλογές ποιητών, όπως του La Fontaine, Ronsard, Ugo, Chénier, Swinburne, κτλ. 217 Ο ίδιος ωστόσο χαρακτηρίζει τον εαυτό του συντηρητικό και αδύναμο να εφαρμόσει τα νέα δεδομένα: «Εἶμαι μονάχα ἓνας φτωχὸς στιχουργὸς, ποῦ κάτι ξέρω ἀπὸ τὴν τέχνην μου, καὶ πολὺ συντηρητικός, ποῦ μπορεῖ νὰ θαυμάζω, ἀλλὰ δὲν ἕχω ἀκόμα τὴν δύναμι νὰ ἐφαρμόσω τὰ μεγάλα παραδείγματα» (Ἑστία 37.26, 405). 218 «Ὁ στίχος βέβαια δὲν εἶναι ἡ ποίηση καὶ μπορεῖ κανένας νὰ εἶναι ποιητὴς ἔξω ἀπὸ τὸ στίχο καὶ χωρὶς τὸ στίχο. Μάλιστα μπορεῖ κανένας νὰ εἶναι ποιητὴς καὶ χωρὶς νὰ ὑποψιάζεται πὼς ὑπάρχει τὸ δῶρο του λόγου» (Παλαμᾶς, Κωστῆς. «Ὁ Ποιητής.» Η Ποιητική μου. Α΄. Ἐν Ἀθήναις: Βιβλιοπωλεῖον τῆς Ἑστίας, 1933. 25. Τυπ.). Στο έργο αυτό γίνεται εκτενής αναφορά στην πεζογραφία ως ποίηση (25-27). 219 Περιλαμβάνεται και στο Παλαμᾶς, Κωστῆς. Ἅπαντα. Τόμ. 10. 419. Τυπ.
118
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
τής» 26). 220 Γιατί όπως υποστηρίζει ο ποιητής: «[ο] ἀληθινὸς ποιητὴς βρίσκεται παντοῦ, ὅποιο κι ἂν εἶναι τὸ δόγμα τῆς τέχνης του, ὅποιο φόρεμα κι ἂν ντύνεται, ὅποιο κι ἂν παίρνῃ ὄνομα» (26). 221 Ωστόσο, αν και είναι αξιοσημείωτη η επίδραση της ποιητικής σκέψης του Παλαμά στη μεταφραστική του σκέψη και το αντίστροφο, ο ίδιος δεν συνήθιζε να αποδίδει τα ποιητικά έργα που μετέφραζε σε πεζό λόγο· 222 προτιμούσε περισσότερο το στίχο, σε οποιαδήποτε μορφή. Άλλωστε, πιστεύει ότι τα πεζογραμμένα
220
Στο ίδιο πνεύμα γίνεται και η ακόλουθη δήλωση: «Τουργένιεφ, Δοστογιέφσκη, Τολστόης … τῶν πεζογράφων ἡ τριάδα ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι πιὸ ποιήτρια ἀπὸ τοὺς πρώτους τρεῖς τεχνίτες τοῦ στίχου» (Α10 148). 221 Ο πεζός λόγος και η χρήση του από ποιητές θίγεται και σε επιστολή του στον Χρίστο Βαρλέντη το 1906: «Νομίζω πώς τὰ λεύτερα, λυτὰ, καὶ μὲ μιὰ, καλόρρυθμη πάντ’ ἀταξία, χυμένα μέτρα, παρασταίνουν ταιριαστότερα τή δραματική κίνηση· μὰ ποιός στίχος πιό λεύτερος καί πιό καλοταιριασμένος ἀπό τον πεζό λόγο τοῦ ποιητῆ;» (βλ. στο Παλαμᾶ, Κωστῆ. Ἀλληλογραφία. Τόμ. 1. Εἰσαγ.–φιλολογ. ἐπιμ.–σημ. Κ. Γ. Κασίνη. Ἀθήνα: Ἵδρυμα Κωστῆ Παλαμᾶ, 1978. 76. Τυπ.· αλλά και στο Ἀθανασόπουλος, Βαγγέλης. Τό Ποιητικό Τοπίο τοῦ Ἑλληνικοῦ 19ου καί 20οῦ Αἰώνα. Α΄. Κάλβος–Σολωμός –Παλαμᾶς. Ἀθήνα: Ἐκδ. Καστανιώτη, 1995. 125. Τυπ.). 222 Γι’ αυτό και όταν το 1916 δημοσιεύει στην εφημερίδα Ἐμπρὸς τη μετάφραση σε verset του ποιήματος του Mistral «Ὁ Ψαλμὸς τῆς Μετανοίας», δηλώνει: «μετέφερα εις πρόχειρον πεζολόγημα τον εξαίσιο “Ψαλμόν της μετανοίας”» [Νέα Ἑστία 63.732 (1 Ἰανουαρίου-30 Ἰουνίου 1958): 6-7. Τυπ.]. Όπως παρατηρεί και ο Βαγενάς, δίνει την εντύπωση ο Παλαμάς ότι δεν τρέφει εκτίμηση για τον πεζό στίχο, επειδή στην ουσία δεν τον θεωρεί στίχο» (Ελευθέρωση των Μορφών 120). Μπορεί να αγκαλιάζει τον ακανόνιστο και πολύτροπο, όπως αποκαλεί, ελεύθερο στίχο, αλλά δεν αποδέχεται ακόμα τον πεζό λόγο και τη χρήση του στη σύνθεση ποιημάτων. Στην πραγματικότητα, ο Παλαμάς δηλώνει ότι χρησιμοποιεί τον πεζό λόγο μόνο σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις: «Σιχαίνομαι τὸν πεζὸ λόγο. Κι ἂν τόνε μεταχειρίζομαι, εἶναι γιατὶ μὲ κεῖνον ὑπερασπίζομαι καὶ πιστοποιῶ τὴν τέχνη μου, τὶς ἰδέες μου, καὶ τοὺς ἔρωτές μου· καὶ μ’ ἀρέσει ὁ πεζὸς λόγος, μόνο γιατὶ νιώθω κάποτε στὸ πλέξιμό του, σαν ἕνα μακρινὸ πολύτροπο ἀντιλάλημα τοῦ στίχου» (Α8 129). Στη σημείωση του Κατσίμπαλη, που συνοδεύει τη παραπάνω μετάφραση του Παλαμά στο περιοδικό Νέα Ἑστία, αναφέρεται ότι η μετάφραση πραγματοποιήθηκε και δημοσιεύθηκε σε μία δύσκολη χρονική περίοδο για την Ελλάδα, καθώς επικρατούσε πολιτική αστάθεια. Στόχος του Παλαμά μέσω της μετάφρασης αυτής ήταν να «συντελέσει σὲ κὰποιον κατευνασμό». Ο στόχος αυτός του Παλαμά ως μεταφραστή αποδεικνύει εκ νέου την πίστη των περισσότερων ελλήνων ποιητών-μεταφραστών στη δυνατότητα της μετάφρασης να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στον πολιτισμό-υποδοχής.
119
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ποιήματα οφείλουν την χάρη τους στα στοιχεία που δανείζεται ο πεζός λόγος από το στίχο (26). 223 Μέσω του Παλαμά, παρ’ όλα αυτά, διαπιστώνεται ότι οι ποιητές διαμόρφωναν διαφορετική άποψη για τη μορφή της ποίησης ή γίνονταν περισσότερο διαλλακτικοί, ερχόμενοι σ’ επαφή με τις πνευματικές εξελίξεις στη Δύση και φυσικά ασχολούμενοι ενεργά και οι ίδιοι με τη μετάφραση της ποίησης· συνακόλουθα η ποιητική τους σκέψη δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη. Η στροφή του Παλαμά και η αποδοχή της ελευθέρωσης της ποιητικής μορφής και του στίχου συνάδει και με τη γενικότερη αλλαγή που παρατηρείται στις ξένες λογοτεχνίες. Όπως αναφέρει και ο Βαγενάς, «[τ]ὸ ποίημα σὲ πρόζα καὶ ὁ ἐλευθερωμένος στίχος, ποὺ ἀναπτύσσονται στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ περασμένου αἰώνα [19ου], καὶ ὁ ἐλεύθερος στίχος ποὺ διαμορφώνεται στὶς ἀρχὲς τοῦ αἰώνα μας [20ό] … εἶναι τεκμήρια τῆς μεγάλης ἀλλαγῆς που ἐπῆλθε στὴ δυτικὴ εὐαισθησία αὐτὴ τὴν περίοδο» (Ποίηση και Μετάφραση 69). Δεν θα μπορούσαν λοιπόν οι έλληνες ποιητές να μείνουν αμέτοχοι στο νέο αυτό πεδίο που ανοιγόταν πλέον στο χώρο της ποίησης και αφορούσε όχι κατ’ αποκλειστικότητα τη μετάφραση της ποίησης, αλλά την ποιητική τέχνη εν γένει. Όσον αφορά στη μορφή του μεταφρασμένου ποιήματος και στη διατήρηση ή μη της μορφής του πρωτοτύπου, ιδιαίτερα αυξημένο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διάκριση στην οποία προβαίνει ο Σεφέρης μεταξύ της ποίησης και της πρόζας, τις οποίες και παραλληλίζει με το χορό και το βάδισμα: ἡ ποίηση εἶναι ἕνα εἶδος χοροῦ, ἡ πρόζα εἶναι καὶ πρέπει νὰ εἶναι ἕνα βάδισμα ποὺ ὁδηγεῖ κάπου. … Στὴν ποίηση τὸ προηγούμενο βῆμα δὲ χάνεται ποτὲ μέσα στὸ επόμενο, ἀπεναντίας μένει καρφωμένο στὴ μνήμη ὣς τὸ τέλος καὶ ἀκέραιο μέσα στὸ σύνολο τοῦ ποιήματος. Στὴν πρόζα κάθε βῆμα καταναλίσκεται μόλις τελειώσει ο προορισμός του, ποὺ εἶναι νὰ προχωρήσουμε. Ἡ μονάδα στὴν ποίηση εἶναι ἡ λέξη· ἡ μονάδα στὴν πρόζα εἶναι ἡ φράση, εἶναι ὁ παράγρα-
223
«ὁ πεζὸς λόγος ... ἔβαλε στὴν κινητικώτατη ποικιλία τῶν ἐκφραστικῶν τρόπων του κάτι ἀπὸ τὴν πλαστικὴν ἀκινησία, τὴν τάξη, τὸ ρυθμὸ καὶ τὸ μέγεθος τοῦ ὑπέρτατου Στίχου» (Παλαμᾶς, «Ὁ Ποιητής» 26).
120
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
φος, εἶναι ἡ σελίδα ποὺ γυρίζουμε σιωπηλά 224 (Δοκιμές Ι 254-255).
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Σεφέρης καθιστά σαφές ότι ο ποιητικός και ο πεζός λόγος είναι εκ διαμέτρου αντίθετοι και ότι είναι ιδιαίτερα δύσκολο να υπάρξει ζύμωση του ενός είδους με το άλλο· άρα, είναι δύσκολο ν’ αποδοθεί η ποίηση με πρόζα και το εγχείρημα αυτό να στεφθεί με επιτυχία. Άλλωστε, σύμφωνα με τον ίδιο, το υλικό της τέχνης του ποιητή είναι η γλώσσα 225 και ο στίχος. Μορφή και περιεχόμενο είναι αδύνατον να νοηθούν χωριστά, γιατί γεννιούνται ταυτόχρονα. Για το λόγο αυτό κρίνει ότι είναι ανέφικτη η απόδοση των χρωματισμών των λέξεων, του ρυθμού του ποιήματος μέσω του πεζού λόγου. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι απόλυτα κατηγορηματικός, καθώς δηλώνει ότι «τὸ νὰ μποροῦμε ν’ ἀντικαταστήσουμε ἕνα πράγμα μὲ κάτι ἄλλο, δὲ θίγει διόλου τὴν οὐσία τοῦ πράγματος αὐτοῦ» (Δοκιμές Ι 32). 226 Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις θεωρεί ότι, εάν ο μεταφραστής δεν έχει άλλη επιλογή από το να μεταφράσει το έργο «πάσῃ θυσίᾳ», τότε είναι προτιμότερο να το μεταφράσει σε καλή πρόζα και να «δώσει στόν ἀναγνώστη τίς
224
Αναφορά στις απόψεις αυτές του ποιητή γίνεται και από το Βαγενά (Ὁ Ποιητὴς καὶ ὁ Χορευτής 19). Και άλλοι ποιητές συνέδεσαν την ποίηση με το χορό, όπως λ.χ. ο Eliot ο οποίος «περιγρά[φ]ει τὴ σχέση τοῦ καλλιτέχνη μὲ τὸ ὑλικό του μὲ τὸ παράδειγμα ἑνὸς μεγάλου χορευτῆ τῆς ρωσικῆς σχολῆς, ποὺ εἶναι μιὰ συμβατικὴ προσωπικότητα, ‘ἕνα ὂν ποὺ ὑπάρχει μόνο μέσα στὸ ἔργο τέχνης καὶ γιὰ τὸ ἔργο τέχνης, ποὺ εἶναι τὸ μπαλλέτο’» (στο Βαγενάς, Ὁ Ποιητὴς καὶ ὁ Χορευτής 63-64). 225 Η γλώσσα όμως είναι οι λέξεις και «οἱ λέξεις εἶναι [για τον ποιητή] τὰ καράβια του. Κάνουν πολὺ μακρινὰ ταξίδια. Καὶ γυρίζουν ὅταν εἶναι τυχερός, φορτωμένα μὲ τὰ πλούσια κρύσταλλα, ποὺ ἐκεῖ κάπου, πέρα ἀπὸ τὶς Ἡράκλειες Στῆλες τῆς συνείδησής του, μιὰ ζωὴ παλιὰ μυστικὴ σχημάτισε σὰν ἕνα ὑποχθόνιο νερό» (Σεφέρης, Δοκιμές Ι 189-190). 226 Βλ. επίσης την άποψη του Σεφέρη για τον καταλληλότερο τρόπο μετάφρασης της Θείας Κωμωδίας του Dante. Ο Σεφέρης υποστηρίζει ότι θα προτιμούσε «τὸ ἱταλικὸ κείμενο πλάι-πλάι μὲ μιὰν ἑλληνικὴ μετάφραση σὲ πεζό, ἀλλὰ μὲ ὅλη τὴ δυνατὴ ἀκρίβεια», καθώς πιστεύει ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο ο αναγνώστης θα μπορούσε να «ἀγγίξ[ει] τὸ σῶμα αὐτῆς τῆς ποίησης» [Σεφέρης, Γιῶργος. Δοκιμές Δεύτερος Τόμος (1948-1971). 5η ἔκδ. Ἀθήνα: Ἴκαρος, 1984. 251. Τυπ.].
121
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ἀναγκαῖες ἐξηγήσεις» 227 (στο Keeley 204)· ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται ότι δεν θα θυσιαστεί μόνο η μετρική, αλλά «τουλάχιστον τό μισό ποίημα» 228 (204). Εάν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι ο Σεφέρης θεωρεί μάταιη την ποιητική μετάφραση, τότε η παραπάνω δήλωση είναι συμβατή με τη θεωρητική του σκέψη – όσο σημαντικές κι αν είναι οι απώλειες, το μόνο βέβαιο είναι, κατά το Σεφέρη, ότι το τελικό αποτέλεσμα θα είναι υποδεέστερο του πρωτότυπου έργου. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι η αδυναμία μιας ξεκάθαρης τοποθέτησης από το Σεφέρη, 229 όπως και από άλλους έλληνες ποιητές-μεταφραστές για το θεωρητικό αυτό ζήτημα, αποδεικνύει ότι κινούνταν πάντοτε εμπειρικά και ότι δεν είχαν εντρυφήσει θεωρητικά στη μετάφραση, καθώς η ενασχόλησή τους με τη μετάφραση δεν προήλθε από την ανάγκη τους για λογοτεχνική δημιουργία. Εν κατακλείδι, είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι για αρκετούς αιώνες η ποίηση ταυτιζόταν με τον έμμετρο λόγο και συνακόλουθα με το στίχο, δίχως να εγείρεται ζήτημα περί διαφορετικής μορφής των μεταφρασμένων ποιημάτων. Άλλωστε, έως το 18ο αιώνα230 η ποίηση ήταν άμεσα
227
Η δήλωση αυτή του Σεφέρη θυμίζει την πρόταση του Nabokov, σύμφωνα με την οποία ο μεταφραστής οφείλει να προβεί στην παράθεση πολλών υποσημειώσεων σε περίπτωση που επιχειρήσει να μεταφράσει κάποιο ποιητικό έργο. 228 Για να υποστηρίξει τις θέσεις του ο Σεφέρης παραθέτει την ακόλουθη άποψη του Δάντη: «τίποτε ποὺ ἔχει τήν ἁρμονία τοῦ μουσικοῦ δεσμοῦ δέν μπορεῖ νά μεταφερθεῖ ἀπό τή δική του γλώσσα σέ μία ἄλλη χωρίς νά τσακιστεῖ ὅλη ἡ γλυκύτητα καί ἡ ἁρμονία του» (στο Keeley, Edmund. εισαγ. Γιώργος Σεφέρης – Edmund Keeley. Αλληλογραφία 1951-1971. Μτφρ. Αλόη Σιδέρη. Αθήνα: Εκδ. Άγρα, 1998. 204. Τυπ.). Η πρόταση αυτή του Δάντη (“E però sappia ciascuno che nulla cosa per legame musaico armonizzata si può de la sua loquela in altra transmutare sanza rompere tutta sua dolcezza e armonia”), περιλαμβάνεται στο φιλοσοφικό δοκίμιο “Convivio”, το οποίο έγραψε μεταξύ του 1304 και 1307 και το οποίο αποτελείται από τέσσερα μέρη (Alighieri, Dante. Il Convivio. Trattato Primo. Capitolo VII, 14. 2nd ed. Firenze: Felice Le Monnier, 1953. 45-46. Print.). 229 Η άποψη του Ελύτη, αντιθέτως, είναι απόλυτη και δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολίας ότι για τον ίδιο ο τρόπος μεταφοράς των νοημάτων των ποιημάτων έχει μεγαλύτερη σημασία από τα νοήματα αυτά καθαυτά: «πόσο ἐλάχιστη σημασία ἔχει το νόημα καί πόσο τεράστια ἡ ἔκφραση τοῦ νοήματος» (Ανοιχτά Χαρτιά 67). 230 Έως το 18ο αιώνα δεν τίθεται ζήτημα της «ποίησης σε πρόζα» καθώς ποιητής ήταν εξ ορισμού εκείνος που έγραφε σε έμμετρους στίχους (βλ. στο Bernard, Susanne.
122
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
συνδεδεμένη με τη μουσική και συνακόλουθα με το ρυθμό και το μέτρο (Bernard 20). Από το 19ο αιώνα, ωστόσο, αρχίζουν να σημειώνονται ριζικές αλλαγές. Δεν ήταν λίγοι μάλιστα οι ευρωπαίοι ποιητές που κατέφυγαν στη σύνθεση πεζών ποιημάτων και στη χρήση του ελευθερωμένου και, κατόπιν, του ελεύθερου στίχου, μεταξύ αυτών ο Verlaine, ο οποίος παρέμεινε πιστός στον ελευθερωμένο στίχο (vers libéré), αλλά και ο Rimbaud, ο οποίος καινοτόμησε και προχώρησε και στη συγγραφή πεζών ποιημάτων 231 (Μαυράκης 110). Όσον αφορά τους εξεταζόμενους έλληνες ποιητές-μεταφραστές, οι περισσότεροι αδυνατούσαν να τοποθετηθούν ρητά στο ζήτημα αυτό· υποστήριζαν μεν το ρυθμό και το στίχο, αλλά τολμούσαν και αλλαγές. Είναι ενδεικτική η στάση του Πολυλά και του Παλαμά, 232 οι οποίοι ακολούθησαν τα νέα ρεύματα της Δύσης και αποδέχτηκαν
Le Poème en Prose. De Baudelaire jusqu’à nos Jours. Paris: Librairie Nizet, 1978. 20. Print.). 231 Για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Μαυράκης, Νίκος. Η Οδύσσεια της Ποίησης. Από το Έπος στο Μεταμοντερνισμό. Αθήνα: Εκδ. Σοκόλη, 2007. 108-112. Τυπ. 232 Όπως αναφέρει η Κατσιγιάννη: «Ο ελευθερωμένος στίχος πρωτοεμφανίζεται στην ελληνική ποίηση στο τέλος της δεκαετίας του 1880 –συγκεκριμένα το 1889– με τη συλλογή του Αλέξ. Πάλλη Τραγούδια για παιδιά [για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Βουτιερίδης, Ηλίας. Νεοελληνική Στιχουργική. Ἐν Ἀθήναις: Ἰωάννης Κολλάρος & Σία, 1929. 250. Τυπ.]. Όμως, η επίσημη είσοδός του γίνεται στο γύρισμα του αιώνα όχι τόσο με τους στίχους των Γιάννη Καμπύση και Πέτρου Βασιλικού (Κων/νου Χατζόπουλου), που δημοσιεύονται στα περιοδικά Τέχνη (1899) και Διόνυσος (1901), όσο με τη δημοσίευση της ανισοσύλλαβης ποιητικής σύνθεσης του Παλαμά με τίτλο Οι Χαιρετισμοί της Ηλιογέννητης (1900). Η ανισοσυλλαβία των στίχων του Παλαμά, σε συνδυασμό με το συμβολιστικό τους στοιχείο, κάνει τον Ανδρέα Καραντώνη να το χαρακτηρίσει ως “το πρώτο πλατύτερα ‘μοντέρνο’ ποίημα που έχουμε στη γλώσσα μας” [για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Καραντώνης, Αντρέας. Εισαγωγή στη Νεότερη Ποίηση. Γύρω από τη Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση. Αθήνα: Δ. Ν. Παπαδήμας, 1990. 129. Τυπ.]. Βέβαια, στίχους ελευθερωμένους στον Παλαμά βρίσκουμε και στα Μάτια της ψυχής μου ήδη από το 1892. Ο ποιητής τους θεωρεί ως τους πρώτους “ελεύθερους” ή “πολύτροπους” ελληνικούς στίχους [Παλαμᾶς, Κωστής. «Τὰ Πρῶτα Κριτικὰ.» Ἅπαντα. Τόμ. 1. 378. Τυπ.]. … Ο πρώτος που χρησιμοποιεί στην Ελλάδα τον όρο “απελευθερωμένος” στίχος για τον ανισοσύλλαβο στίχο φαίνεται πως είναι ο Καραντώνης» [βλ. στο Κατσιγιάννη, «Μορφικές Μεταρρυθμίσεις στην Ελληνική Ποίηση του Τέλους του 19ου και των Αρχών του 20ού Αιώνα (Συνοπτικό Διάγραμμα)» 174-175].
123
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
και χρησιμοποίησαν όχι μόνο ελευθερωμένους και, στην περίπτωση του Πολυλά, ελεύθερους στίχους, αλλά και πεζό λόγο, έστω σε μικρότερο βαθμό, για τη σύνθεση μεταφράσεων, καθώς και πρωτότυπων ποιητικών έργων. 233 Αποδεικνύεται, επομένως, για ακόμη μια φορά η σχέση ελλήνων ποιητών με τα τεκταινόμενα στη δυτική Ευρώπη, καθώς και το γεγονός ότι η ποιητική τους πράξη συνδέεται άμεσα με τη μεταφραστική τους πράξη. 2.6 «Ισοδύναμο Αποτέλεσμα» και Αναγνώστης του ΚειμένουΣτόχου Η επίτευξη ισοδύναμου αποτελέσματος (equivalent effect) μέσω της διατήρησης ορισμένων βασικών, ξεχωριστών στοιχείων του πρωτότυπου ποιήματος θεωρήθηκε ως βασικό προαπαιτούμενο από τους περισσότερους έλληνες ποιητές-μεταφραστές του 19ου και 20ού αιώνα. Πίστευαν ότι δεν ήταν απαραίτητο να είναι δουλικά πιστό το μετάφρασμα, αν ήταν να κατορθώσουν να μεταφέρουν στον αναγνώστη του κειμένου-στόχου την ίδια εντύπωση με αυτή που αποκόμιζαν οι ομόγλωσσοι του δημιουργού του πρωτότυπου έργου. Επομένως, όπως οι Λατίνοι στο παρελθόν, έτσι και οι περισσότεροι έλληνες ποιητές-μεταφραστές υποστήριζαν τη δυναμική (dynamic) και όχι την τυπική (formal) ισοδυναμία. Η πρόσληψη της ίδιας αίσθησης από τον αναγνώστη ήταν βασικό μέλημά τους ως μεταφραστών, γεγονός που δικαιολογούσε οποιαδήποτε διαφοροποίηση του μεταφράσματος από το πρωτότυπο σε επίπεδο λεξιλογικό, συντακτικό, σημασιολογικό και υφολογικό. Στην πλειονότητά τους οι εξεταζόμενοι ποιητές-μεταφραστές δεν φρόντιζαν απλώς να προσφέρουν εύκολο ανάγνωσμα, αλλά ταυτόχρονα Επίσης, στο πρώτο μέρος της διατριβής της η Κατσιγιάννη παραθέτει πληροφορίες για τη χρήση του «ελευθερωμένου» στίχου από τους ποιητές του 20ού αιώνα και εξετάζει «το πεζό ποίημα σε στίχο» (βλ. στη διατριβή της Κατσιγιάννη 19-22). Για το ποίημα σε πεζό βλ. επίσης στο Βουτιερίδης, Ηλίας. Ο Ρυθμικός Λόγος στη Νεοελληνική Λογοτεχνία. 2η έκδ. Αθήνα: χ.ό., 1971. Τυπ. 233 Όπως αναφέρει ο Θεοδόσης Νικολάου, «ἐκεῖνο ποὺ κάμνει τὴν ποίηση νὰ εἶναι ποίηση δὲν εἶναι οὔτε τὸ μέτρο, οὔτε ὁ ἀριθμὸς τῶν συλλαβῶν τοῦ στίχου, οὔτε ἡ ὁμοιοκαταληξία. Εἶναι ἡ ἐπιλογὴ τῶν ἐμπειριῶν καὶ τῶν ἐντυπώσεων, ἡ ἀνασύνθεσή τους καὶ ἡ πνευματικὴ προβολή τους, ὥστε νὰ παίρνουν ἕνα καθολικὸ χαρακτήρα καὶ νὰ μεταγγίζουν τὴ σκέψη τοῦ ποιητῆ μέσα ἀπὸ τὴν ὀμορφιά» (Νικολάου, Θεοδόση. Ὁ Ποιητὴς T. S. Eliot. Κύπρος: Πρόοδος, 1969. 23. Τυπ.).
124
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
επιθυμούσαν να χαρίσουν στιγμές ευχαρίστησης στον αναγνώστη και φυσικά να καταστήσουν τα μεταφράσματα ικανά να λειτουργούν και ως παιδευτικά εργαλεία εξοικείωσης του ελληνικού αναγνωστικού κοινού με συγγράμματα της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας λογοτεχνίας. Είναι χαρακτηριστική η σχετική δήλωση του Βηλαρά στο τέλος του προλογικού σημείωματος της Βατραχομυομαχίας: «σᾶς βεβαιόνω, πῶς θέλα βρῆτε εὐχαρίστησι, καὶ θέλα καρποφορηθῆτε ὄχι ὀλίγο» (Ποιήματα 136). Κατά συνέπεια, ο Βηλαράς ήταν επικεντρωμένος στον αναγνώστη του κειμένουστόχου (άρα ήταν reader-oriented) και όχι στο συγγραφέα του κειμένουπηγή (ως author-oriented)· φυσικό επακόλουθο αυτής της προσέγγισης ήταν η ελευθερία ως προς τη μορφή των πρωτότυπων έργων και η παραγωγή κατ’ έννοια μεταφράσεων. Ο Μαβίλης επίσης θεωρούσε σημαντική τη δημιουργία ίδιας ή παρόμοιας εντύπωσης στους αναγνώστες του κειμένου-στόχου με αυτή που αποκομίζουν οι αναγνώστες του πρωτοτύπου, όπως διαφαίνεται και από τη δήλωσή του, η οποία παρατέθηκε παραπάνω, σχετικά με τη μετάφραση του Ομήρου από τον Πολυλά. Παρόμοια άποψη φαίνεται πως είχε και ο Παλαμάς, ο οποίος θεωρούσε σημαντικότερη την προσπάθεια του μεταφραστή να αποκαλύψει στο αναγνωστικό κοινό τη συγκίνηση που του προκάλεσε το πρωτότυπο έργο στον ίδιο και όχι να δείξει πως είναι το πρωτότυπο αυτό καθαυτό: «Ὅμως ὁ καλὸς μεταφραστὴς δὲν ἕχει χρέος τόσο νὰ δείχνῃ πῶς εἶνε τὸ πρωτότυπο, ὅσο κυρίως πόσο τὸν συγκινεῖ τὸ πρωτότυπο» (Ἑστία 37.26, 402). 234 Η σημασία της αισθητικής και η υπεροχή της ως προς την πιστότητα προς το πρωτότυπο έργο ήταν αυτή που καθόρισε την άποψη του Ελύτη για το ζήτημα αυτό. 235 Ο Ελύτης αναφέρει ότι δημιούργησε μερικές παρα234
Ο Κλέων Παράσχος φαίνεται να συμφωνεί με τον Παλαμά, καθώς δηλώνει: «[τ]ί θὰ πῆ μεταφράζω; Ἕνα κείμενο τὸ μεταφέρω ἔτσι στὴ γλώσσα μου, ὥστε νὰ ξυπνᾶ σ’ ἐκεῖνον ποὺ τὸ διαβάζει, στὴ γλώσσα αὐτή, τὴν ἴδια ἀκριβῶς παράσταση – σκέψη, εἰκόνα, συναίσθημα, εὐχαρίστηση ἀπὸ μόνη τὴν ὑφὴ τοῦ λόγου – ποὺ ξυπνᾶ καὶ σ’ ὅποιον τὸ διαβάζει στὴ γλώσσα ποὺ γράφτηκε, ἢ τουλάχιστον μιὰ παράσταση ὅσο γίνεται πιὸ ὅμοια μ’ ἐκείνην» [Παράσχος, Κλέων. «Πῶς Πρέπει νὰ Μεταφράζουμε τοὺς Ἀρχαίους Ἕλληνες Συγγραφεῖς, καί, Γενικώτερα, οἱ Μεταφράσεις.» Νέα Ἑστία 32.365 (1942): 777. Τυπ.]. 235 Η άποψη αυτή του Ελύτη θυμίζει την αντίστοιχη τοποθέτηση του Μαβίλη και του Βάλβη. Αρκετοί είναι στην πραγματικότητα οι ποιητές που επισημαίνουν τη σημασία διατήρησης της αισθητικής του πρωτότυπου έργου και την αναγκαιότητα δημιουργίας
125
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
γράφους που δεν υπήρχαν στα πρωτότυπα ποιήματα «γιὰ τὴν ὁμοιόμορφη αἰσθητικὴ ἐμφάνιση των κειμένων», καθώς επίσης και ότι παρέλειψε ορισμένους τίτλους από τα μικρά ποιήματα του Éluard «ὥστε ἡ ἐμφάνισή τους νὰ εἶναι ἑνιαία» (Δεύτερη Γραφή 207). Συνεπώς, το αισθητικό αποτέλεσμα του μεταφράσματος ήταν σημαντικότερο για τον Ελύτη από την πιστή μεταφορά της μορφής του πρωτοτύπου. Εάν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι υποστήριζε την ελεύθερη απόδοση, τότε δεν μας εκπλήσσουν οι παραπάνω δηλώσεις του έλληνα ποιητή· πόσο μάλλον εάν συνυπολογιστεί η προτροπή του στους μεταφραστές της δικής του ποίησης να προβαίνουν σε ελευθερίες ώστε το μετάφρασμα να είναι φυσικό. 236 Βέβαια η επίτευξη ισοδύναμου αποτελέσματος συνεπάγεται την παραγωγή ενός κατανοητού έργου στη γλώσσα-στόχο. Ο Καζαντζάκης ήταν ένας ακόμη από τους ποιητές που επιδείκνυαν ιδιαίτερα αυξημένο ενδιαφέρον για την κατανόηση του πρωτότυπου έργου από τον αναγνώστη και η επιθυμία του αυτή καθόριζε τη μεταφραστική προσέγγιση που ακολουθούσε, 237 ανεξάρτητα από το αν αυτή κρίνεται σήμερα επιτυχημένη. Γενι-
ίδιας εντύπωσης, παρά τις δυσκολίες που ανακύπτουν λόγω των διαφορών των γλωσσικών συστημάτων· βλ. ενδεικτικά και την άποψη του Κούλη Αλέπη για το ζήτημα αυτό (7). 236 Λίγα χρόνια αργότερα, ο Ελύτης γράφει στον Ingemar Rhedin: «Να κάνετε ελεύθερη απόδοση, να κάνετε καινούργια ποιήματα ... εάν μπορεί να το πει αυτό κανένας» [όπως δημοσιεύεται η επιστολή του (10 Ιουλίου 1978) στις «Επτά Ημέρες.» Η Καθημερινή (Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 1993): 18. Τυπ., με αφορμή το αφιέρωμα στον Ελύτη]. Επίσης, ο Ελύτης δηλώνει ότι επεξεργαζόταν τις μεταφράσεις της Δεύτερης Γραφής επί οκτώ χρόνια και κάθε φορά διαπίστωνε την ανάγκη αλλαγών προκειμένου τα κείμενα να καταστούν περισσότερο φυσικά στην ελληνική γλώσσα: «Ἐπί ὀχτώ χρόνια τά ξανάπιανα κάθε τόσο γιά νά τά κοιτάζω μέ παρθένο μάτι. Καί πάντα κάτι βρισκότανε πού ἔπρεπε ν’ ἀλλάξει, νά μπεῖ πιό βαθιά μέσα στήν ἑλληνική ἔκφραση» [απόσπασμα από τη συνέντευξη του Ελύτη στο Γιώργο Πηλιχό, με τίτλο «Καινούργια Βαρβαρότητα Ἀπειλεῖ νά μᾶς Κουκουλώσει!» (βλ. στο Ἐλύτης, Σύν τοῖς Ἄλλοις 148· στο Βαλέτας, «Τὸ Μεταφραστικὸ Ἔργο τοῦ Ἐλύτη» 133∙ και στο Κουτσιβίτης, Η Πράξη της Μετάφρασης 136)]. 237 Αναφορικά με τη μετάφραση του Ηγεμόνα του Μακιαβέλλι, ο Ζώρας ισχυρίζεται ότι «ἡ πρωταρχικὴ ἐπιδίωξή του [Καζαντζάκη] φαίνεται πὼς ἦταν ἡ κατανόηση τοῦ κειμένου ἀπὸ τὸν μέσο ἀναγνώστη, καὶ γι' αὐτὸ σὲ ὁρισμένα σημεῖα προτίμησε νὰ τὸ μεταφράσει μὲ τρόπο περισσότερο εὔληπτο παρὰ πιστὸ στὸ πρωτότυπο. … Ἔτσι ἡ μετάφραση αὐτὴ τοῦ Ἡγεμόνα … ἔχει τὴν ἑξῆς μοναδικότητα: ἀποδίδει τὶς δια-
126
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
κότερα φαίνεται ότι οι έλληνες ποιητές-μεταφραστές αναγνώριζαν τα οφέλη της μετάφρασης για το αναγνωστικό κοινό του κειμένου-στόχου, γεγονός που αιτιολογεί την επιθυμία του συνόλου σχεδόν των ποιητών-μεταφραστών να θέλουν να καταστήσουν το μετάφρασμα τόσο φυσικό ώστε να διαβάζεται σαν το πρωτότυπο, ακόμη και σα να πρωτογράφτηκε στα ελληνικά. 238 Το συμπέρασμα αυτό μπορεί να στοιχειοθετηθεί και βάσει των απόψεων κι άλλων ποιητών-μεταφραστών. Ο Πάλλης και ο Εφταλιώτης, λ.χ., θεωρούν ότι είναι σημαντικό το μετάφρασμα να διαβάζεται ως πρωτότυπο, αφού ο μεταφραστής θα έχει φροντίσει να μεταφέρει στους αναγνώστες του πολιτισμού-υποδοχής την ίδια εικόνα που αποκόμισε και ο ίδιος διαβάζοντας το πρωτότυπο έργο, όπως αναφέρεται σε κοινή τους επιστολή στο Βουτιερίδη με αφορμή τη μετάφραση του Λουκιανού από τον τελευταίο. 239 Εν συντομία, η αποφυγή της στείρας αντιγραφής του πρωτοτύπου και η διατήρηση του χρώματος της γλώσσας-στόχου, η οποία συνδεόταν σε μεγάλο βαθμό με την προσπάθεια των ελλήνων ποιητών να αναδείξουν τις δυνατότητες της καθομιλουμένης ως γλώσσας λογοτεχνίας και μετάφραχρονικὰ ἀνθεκτικὲς ἰδέες ἐνὸς ἀνεπανάληπτου σὲ ὀξύτητα πολιτικοῦ νοῦ τῆς Ἀναγέννησης, διατυπωμένες σὲ ρέοντα ἑλληνικὸ λόγο» (Ο Ηγεμόνας 138-139). 238 Tο θεωρητικό αυτό ζήτημα θίγουν και οι Καζαντζάκης και Κακριδής (αναφορικά με τη μετάφραση της Ιλιάδας), οι οποίοι έκριναν ότι είναι σημαντικότερο το μεταφρασμένο ποιητικό έργο να μη θυμίζει μετάφραση, αλλά αντιθέτως να ρέει ο λόγος σα να πρωτογράφτηκε από τον ίδιο τον ποιητή στη γλώσσα του αναγνωστικού κοινού: «Ἐκεῖνο ὡστόσο ποὺ εὐχόμαστε εἶναι ἀπὸ τὸ μόχθο αὐτό, καθὼς θὰ διαβάζει τὴ μετάφραση, νὰ μὴν καταλάβει τίποτα, μοναχὰ ἄν νιώσει τοὺς στίχους νὰ κυλοῦν ἄνετα καὶ ἀβίαστα, σὰν νὰ πρωτοχύθηκαν ἀπὸ τὸν ποιητὴ τὸν ἴδιο κάτω ἀπὸ τὴν ἔνθεη πνοὴ τῆς Μούσας, μοναχὰ τότε θὰ πεῖ, θὰ ποῦμε κι ἐμεῖς μαζί του, πὼς ἡ μετάφραση ἔχει πετύχει» (Πρόλογος Ομήρου Ιλιάδα 13). Η επιλογή, ωστόσο, του δεκαεπτασύλλαβου στίχου φαίνεται πως δεν δικαίωσε την προσπάθειά τους, καθώς δεν ρέει ομαλά στην ελληνική ποίηση. 239 «Ἡ μετάφραση μᾶς ἄρεσε πολύ. Ὅπως σωστὰ μοῦ ἔλεγε ὁ φίλος Ἐφταλιώτης, κατόρθωσε να διαβάζεται σὰν τὸ πρωτότυπο καὶ ἀφτὸ δείχνει μεγάλη τέχνη. … Ἂ μ’ ἀφίνεις νὰ σοῦ δώσω μιὰ συμβουλὴ, εἶνε ἀφτή. Ὅτα διαβάζεις τὸ πρωτότυπο, σοῦ παρασταίνει ὁ νοῦς σου μιὰ εἰκόνα. Ἀφτὴ τὴν εἰκόνα πρέπει νὰ δώσει τὸ μετάφρασμα» [στο Πάλλης, Ἀλέξανδρος, και Ἀργύρης Ἐφταλιώτης. «Γιὰ τὴν Μετάφρασι τοῦ Λουκιανοῦ.» Ο Νουμάς 1.50 (1903): 7. Τυπ.]. Η φράση αυτή παρατίθεται και από τον Ταγκόπουλο με αφορμή την κριτική της μετάφρασης του Κύκλωπα από τον Πάλλη («Ὁ Κύκλωπας τοῦ Πάλλη» 2).
127
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
σης, θεωρήθηκαν απαραίτητα για την κατανόηση των μεταφράσεων από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Οποιαδήποτε θυσία ή απώλεια σημειωνόταν μπορούσε να αντισταθμιστεί με τη χάρη του μεταφράσματος και την επιτυχή μετάδοση των νοημάτων των πρωτότυπων ποιητικών έργων, που ήταν και το σημαντικότερο σύμφωνα με τους παραπάνω έλληνες ποιητέςμεταφραστές. Αξίζει να σημειωθεί, παρ’ όλα αυτά, ότι η συνολική προσπάθεια απόδοσης των έργων και ο μεταφραστικός μόχθος των ελλήνων ποιητών του 19ου και 20ού αιώνα, που εξετάζονται στην παρούσα εργασία, είναι άκρως αντίθετοι με την τάση αρκετών από αυτούς να μειώνουν τη σημασία της μετάφρασης στις δηλώσεις τους, αποδίδοντάς της μικρότερο και λιγότερο ουσιαστικό ρόλο. 2.7 Μετάφραση της Ποίησης και Πρωτότυπη Ποιητική Δημιουργία Ο ρόλος του μεταφρασμένου ποιήματος στη γλώσσα-στόχο αποτέλεσε πηγή έντονου προβληματισμού για τους έλληνες ποιητές. Όπως είδαμε και στο πρώτο κεφάλαιο, ορισμένοι ποιητές-μεταφραστές της Δύσης υποστήριξαν με θέρμη ότι το μετάφρασμα αποτελεί απλώς ένα αντίγραφο του πρωτοτύπου (και για το λόγο αυτό ο μεταφραστής οφείλει να το αποδώσει πιστά), ενώ αρκετοί ήταν όσοι διατείνονταν ότι πρόκειται για ένα νέο, διαφορετικό ποίημα, το οποίο μπορεί να σταθεί ως αυτοδύναμο λογοτεχνικό έργο (και, κατά συνέπεια, είναι απολύτως αποδεκτές οι ελευθερίες εκ μέρους του μεταφραστή). Οι έλληνες ποιητές τους οποίους μελετά η παρούσα εργασία αναφέρθηκαν στην ιδιότητα και την τύχη του μεταφράσματος στον πολιτισμό-υποδοχής, λαμβάνοντας θέση υπέρ μιας εκ των παραπάνω δύο διαμετρικά αντίθετων απόψεων. Ο Πολυλάς, όπως και οι υπόλοιποι Επτανήσιοι, απέρριπτε τον αντιγραφικό χαρακτήρα της μετάφρασης, γι’ αυτό και χαρακτηρίζει «υπερβολικά αυστηρή» την άποψη ότι η ποιητική μετάφραση αξίζει μόνο και μόνο επειδή αποτελεί αντίγραφο ενός σημαντικού πρωτότυπου έργου: Ποιητικὴ μετάφρασις, ὅσον καλὴ καὶ ἂν εἶναι, ἔχει μόνον τὴν ἀξίαν ἰχνογραφικῆς ἢ χαλκογλυφικῆς ἀντιγραφῆς μιᾶς Παναγίας τοῦ Ραφαήλου. Τόσον μικρὸν καὶ ἄχαρο, κατὰ τὴ γνώμην ἐξόχου κριτικοῦ τοῦ αἰῶνος μας, εἶναι τὸ ἔργον τοῦ μεταφραστοῦ. Τὴν κρίσιν ταύτην θὰ ἐλέγαμεν ὑπερβολικῶς αὐστηρὰν, ἐὰν δὲν ἐφοβούμεθα μήπως ἡ διαφωνία μας
128
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
ἀποδοθῇ εἰς τὴν ἀξίωσιν, ὅτι ἡμεῖς ἔχομεν ἀποκτήσῃ θέσιν μεταξὺ τῶν καλῶν μεταφραστῶν 240 [Ἑστία ΛΑ΄ (1891): 148].
Για να υποστηρίξει μάλιστα την άρνηση θεώρησης της μετάφρασης ως αντιγράφου, δηλώνει ότι οι καλές ποιητικές μεταφράσεις μπορούν, όντας καλλιτεχνικά έργα, να λειτουργήσουν ως αυτοδύναμα ποιητικά έργα στη γλώσσα-στόχο 241 και στον πολιτισμό-υποδοχής: αἱ ποιητικαὶ μεταφράσεις ὑποθέτουν ἀρκετὴν φανταστικὴν δύναμιν καὶ ἐνθουσιασμόν, καὶ ... ὅταν μετέχουν τῶν ὑψηλῶν τούτων ἰδιοτήτων ... θεωροῦνται πλέον ἔργα ... καλλιτεχνικά, καὶ ἱκανὰ νὰ συντελέσουν εἰς ἐξημέρωσιν καὶ ἐξευγενισμὸν τῆς γλώσσης καὶ εἰς μόρφωσιν τῆς καλαισθησίας, κυρίως ὅταν, εἰς τὴν φιλολογικὴν ἀπορίαν τοῦ ἔθνους, σπανίζουν τὰ πρωτότυπα δημιουργήματα. Καὶ τοῦτο ἀληθεύει ἰδίως ὅταν μία φιλολογία, καθὼς ἡ ἰδική μας, μεταβαίνῃ ἀπὸ τὴν παιδικὴν εἰς τὴν νεανικὴν ἡλικίαν της (148).
Διαφαίνεται ότι η σχέση μεταξύ πρωτότυπου ποιητικού έργου και μετάφρασης είναι άρρηκτη για τον Πολυλά, όπως και για τους περισ-
240
Το προλογικό σημείωμα «Ποιητικὴ Μετάφρασις» του Πολυλά στη μετάφραση του τρίτου ελεγείου του πρώτου βιβλίου του Τιβούλλου αναδημοσιεύεται στο Βαλέτας, Πολυλᾶς. Ἅπαντα. Τὰ Λογοτεχνικὰ καὶ Κριτικὰ 306-307, καθώς επίσης στην Ποιητικὴ Τέχνη 1.8 (1948): 183. Τυπ. Αποσπάσματα από το κείμενο παρατίθενται επίσης στο Γαραντούδης, Ευριπίδης. «Ο Ιάκωβος Πολυλάς, οι Σύγχρονοι και οι Νεώτεροι του Επτανήσιοι. Συνέχεια και Ρήξη.» Πόρφυρας 84-85 (Γενάρης-Μάρτης ’98): 258-259. Τυπ.∙ στο Γρόλλιος, Κωνσταντίνος. «Μια “Κερκυραϊκή” Ελεγεία του Τιβούλλου» Δελτίον της Ἱονίου Ἁκαδημίας 2 (1986): 20-21. Τυπ.∙ και στο Μπουμπουλίδης, Κ. Φαίδων. «Αἱ ὑπὸ τῶν Ἐπτανησίων Νεοελληνικαὶ Μεταφράσεις Κλασσικῶν Συγγραφέων.» Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών 14 (1963-1964): 508. Τυπ. 241 Ο Σπαταλάς φαίνεται πως ασπάζεται την αντίληψη του Πολυλά, καθώς δηλώνει ότι οι μεταφράσεις του Σολωμού «είναι έξοχες, γιατί οι ίδιες είναι έξοχα ποιήματα στη γλώσσας μας» [βλ. στο Γαραντούδης, Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός. Όψεις μιας Σύνθετης Σχέσης (1820-1950) 412-413· βλ. επίσης το απόσπασμα στο οποίο παραπέμπει ο Γαραντούδης, στο Σπαταλάς, «Ο Διον. Σολωμός σα Μεταφραστής και σα Μεταγγιστής» 13.].
129
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
σότερους Επτανήσιους οι οποίοι υποστήριξαν με θέρμη τη μετάφραση και τη σημασία της στην «εθνική» λογοτεχνική παραγωγή. 242 Ο τρόπος αντιμετώπισης του μεταφράσματος καθοριζόταν ως ένα βαθμό και από τις συγγενικές ή «εκλεκτικές» σχέσεις που υφίσταντο μεταξύ των ελλήνων ποιητών και των ποιητών που επέλεγαν να μεταφράσουν. 243 Όντας ενήμερος για το διάλογο περί πνευματικής συγγένειας μεταξύ μεταφραστών και μεταφραζόμενων συγγραφέων, ο Παλαμάς αναφέρει ότι, όταν υπάρχει πράγματι πνευματική συγγένεια, τότε το τελικό αποτέλεσμα είναι πολύ καλύτερο και οι μεταφραστές κατορθώνουν να δώσουν με πιο επιτυχημένο τρόπο την εικόνα του πρωτοτύπου. 244 Η θέση 242
Όπως αναφέρει και ο Γαραντούδης, για τους Επτανήσιους ποιητές-μεταφραστές «τα όρια μεταξύ πρωτοτύπου και μετάφρασης είναι δυσδιάκριτα, γιατί οι μεταφράσεις γίνονται αντιληπτές ως πρωτότυπα, και τα πρωτότυπα ως ευκταία απόρροια των μεταφράσεων. Ό,τι διαφοροποιεί τα πρωτότυπα έργα από τα μεταφρασμένα δεν είναι ο βαθμός της λογοτεχνικότητάς τους, αλλά η εντόπια ή ξένη πατρότητά τους. Χάρη στην επτανησιακή μεταφραστική αντίληψη αναπτύχθηκε μια λειτουργική σχέση ανάμεσα στο πρωτότυπο και το μετάφρασμα, αφού οι επτανησιακές μεταφράσεις πρόσφεραν ένα είδος μέθεξης των καλών στοιχείων των ξένων έργων, τόσο της αρχαίας κλασικής, όσο και των μεγάλων ευρωπαϊκών λογοτεχνών» («Ο Ιάκωβος Πολυλάς, οι Σύγχρονοι και οι Νεώτεροι του Επτανήσιοι. Συνέχεια και Ρήξη» 259). Η επισήμανση αυτή του Γαραντούδη επιβεβαιώνει ουσιαστικά τη σημασία που απέδιδαν οι Επτανήσιοι στη μετάφραση και στον καθοριστικό ρόλο της στη γλώσσα και στον πολιτισμόυποδοχής. 243 Κατά την αναφορά του στη μετάφραση της «Λεονώρας» από το Μαβίλη, ο Κεντρωτής αναφέρει ότι στο πρωτότυπο έργο του Μαβίλη συναντώνται στοιχεία της μπαλάντας του Bürger και ότι ο ποιητής μετέφρασε το έργο αυτό γιατί διέκρινε στοιχεία της δικής του ποίησης και έμπνευσης: «στὸ ἔργο τοῦ Μαβίλη ἀπαντῶνται μοτίβα σὰν κι αὐτὰ τῆς μπαλὰντας τοῦ Bürger. … Καὶ τοῦτο για δὺο λόγους: Κατὰ πρῶτον, ἕνα ἔργο ποιητικό, ἕνα œuvre poetique δομεῖται μὲ ὑλικὰ προϋπάρχοντα καὶ δοκιμαζόμενα ὡς πρὸς τὴν ἀντοχή τους ἐν χρόνῳ, καὶ, κατὰ δεύτερον, τὰ μεταφράσματα ἑνὸς λογοτέχνη ἐπηρεάζουν κατ’ ἀνάγκη τὸ (μελλοντικὸ) πρωτότυπο ἔργο του. Χωρίς, βεβαίως, νὰ ἀποκλείεται ἡ πιθανότητα τῆς τυχαίας ἐπιλογῆς … ἔχουμε τὴ γνώμη ὅτι ὁ Μαβίλης ἀνίχνευσε στὴ μπαλάντα αὐτὴ δικές του πηγὲς ἐμπνεύσεως, δικές του ποιητικὲς μέριμνες» [στο Κεντρωτής, Γιώργος. «Η Μπαλάντα Lenore του Gottfried August Bürger και η Μετάφρασή της στα Ελληνικά από τον Λορέντζο Μαβίλη.» Πόρφυρας 91 (Ιούλιος-Σεπτέμβρης ’99): 51. Τυπ.]. 244 Ο Παλαμάς ισχυρίζεται ότι υπάρχουν «λογοτέχνες ποῦ μοιάζουν ἀναμεταξύ τους ὅχι γιατὶ ὁ ἕνας εἶναι τοῦ ἄλλου μιμητής, μὰ γιατὶ ὁ ἕνας εἶναι τοῦ ἄλλου πνευματικὸς συγγενής, ἕτσι θὰ ὑπάρχουν καὶ μεταφραστές προωρισμένοι νὰ μᾶς δί-
130
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
αυτή του Παλαμά θα μπορούσε να ισχυροποιήσει τη δήλωσή του Σεφέρη ότι μετέφρασε τον Eliot γιατί τον αισθάνθηκε πολύ κοντά του, 245 καθώς νουν πιὸ ἐπιτυχημένα τὴν εἰκόνα τοῦ πρωτότυπου σὰν ἀπὸ κάποια, πρῶτα κι’ ἀπ’ ὅλα, πνευματικὴ συγγένεια φωτισμένοι μὲ τὸ συγγραφέα ποῦ μεταφράζουν» («Μεταφράζετε τους Ἀρχαίους» 2). 245 Ο Σεφέρης αναφέρει χαρακτηριστικά: «ἡ ποίηση τοῦ Ἔλιοτ ἐρχότανε νὰ μοῦ προσφέρει κάτι πολὺ βαθύτερο, ποὺ δὲ μποροῦσε νὰ μὴ συγκινήσει ἕναν Ἕλληνα: τὸ στοιχεῖο τῆς τραγωδίας (στο Ἔλιοτ, Ἡ Ἔρημη Χώρα 45). Είναι επίσης αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο Σεφέρης αποδίδει τη στενή του σχέση με τον Eliot στην αγάπη του για το έργο του Laforgue: «ΥΠΗΡΧΕ ΟΜΩΣ ΚΑΙ μιὰ ἄλλη παλιὰ γνωριμιά μου ποὺ μ’ ἔκανε νὰ αἰσθάνομαι ἰδιαίτερη οἰκειότητα μὲ τὸν Ἔλιοτ. Ἕνας Γάλλος ποὺ ἀγάπησα πολὺ…: ὁ Jules Laforgue» (στο Ἔλιοτ, Ἡ Ἔρημη Χώρα 45-46). Δηλώνει επιπλέον ότι επηρεάστηκε σε κάποια ζητήματα από το Joyce και το Laforgue, καθώς επίσης και ότι ο Yeats είχε μεγάλη διδακτική επιρροή πάνω του (βλ. σχετικά στο Keeley, Edmund. Συζήτηση με τον Γιώργο Σεφέρη. Μτφρ. Λίνα Κάσδαγλη. Αθήνα: Εκδ. Άγρα, 1982. 127, 113. Τυπ.). Ο Ελύτης υπογραμμίζει την επίδραση του Eliot στο Σεφέρη (βλ. τη συνέντευξη του Ελύτη στον Ivar Ivask, με τίτλο «Ἀναλογίες Φωτός», στις 27 Μαρτίου 1975, η οποία περιλαμβάνεται στο Ἐλύτης, Σύν τοῖς Ἄλλοις 111-129) και τονίζει ότι «[δ]έν ὑπάρχει οὔτε ἕνας ποιητής πού νά μήν ὑπέστη ἐπιδράσεις ἀπό ἄλλους συγγραφεῖς» (βλ. τη συνέντευξη του Ελύτη στη Victoria Fernández, με τίτλο «Ἕνα Νόμπελ Ἀνάμεσα στόν Πόλεμο, στήν Ἐπανάσταση, στήν Ἐλευθερία...» (Μτφρ. Βίκτωρ Ἰβάνοβιτς), 1 Νοεμβρίου 1980, η οποία περιλαμβάνεται στο Ἐλύτης, Σύν τοῖς Ἄλλοις 216). Επίσης, ο Ανδρέας Καραντώνης αναφέρει ότι είναι φυσικό ποιητές όπως ο Eliot, ο Valéry, ο Mallarmé, αλλά και ο Σολωμός και ο Καβάφης να λειτουργούν ως πρότυπα σε έναν ποιητή σαν το Σεφέρη [Καραντώνης, Ἀνδρέας. «Ὁ Σεφέρης Μεταφραστὴς.» Νέα Ἑστία 92.1087 (1972): 1469. Τυπ.]. Ενώ υπογραμμίζει ότι οι Αντιγραφές περιλαμβάνουν τις επιρροές που δέχτηκε ο Σεφέρης από ποιητές της Δύσης (βλ. σχετικά στο έργο του Ὁ Ποιητής Γιώργος Σεφέρης 281). Στο δεσμό μεταξύ της πρωτότυπης ποιητικής γραφής του Σεφέρη και των μεταφράσεων που πραγματοποίησε αναφέρεται και ο Kohler Denis (βλ. σχετικά στο Kohler, Denis. L’Aviron d’Ulysse: L’Itinéraire Poétique de Georges Séféris. Paris: Les Belles Lettres, 1985. Print.). Ο Κοκόλης αναφέρεται και αυτός στη σχέση του Σεφέρη με τον Eliot παραπέμποντας και στη σχετική δήλωση του ίδιου του έλληνα ποιητή (Κοκόλης, Α. Ξενοφών. Ο Μεταφραστής Σεφέρης. Αρνητική Κριτική. Αθήνα: Εκδ. Καστανιώτη, 2001. 25. Τυπ.). Ιδιαίτερα αυξημένο ενδιαφέρον παρουσιάζει το άρθρο του Edmund Keeley για την επίδραση του Eliot στην ποίηση του Σεφέρη [Keeley, Edmund. “T. S. Eliot and the Poetry of George Seferis.” Comparative Literature 8.3 (Summer 1956): 214-226. Print.], καθώς επίσης και η διατριβή της Ελένης Βουρνά με θέμα το συμβολισμό και
131
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
και τους μελετητές του Καρυωτάκη, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι μετέφραζε τους ποιητές εκείνους τα έργα των οποίων θα μπορούσε να είχε πρωτογράψει ο ίδιος. Επιπλέον, ο Παλαμάς προχωρά το διάλογο και αναφέρεται και στη συγγένεια που υπάρχει μεταξύ ορισμένων γλωσσικών συστημάτων, 246 η οποία διευκολύνει την απόδοση έργων μεταξύ αυτών των γλωσσών. Γιατί ακόμη και αν ο μεταφραστής ακολουθεί πιστά το ύφος του πρωτοτύπου, το αισθητικό αποτέλεσμα ενδέχεται να μην είναι το ίδιο καθώς η γλώσσα-στόχος μπορεί να επιβάλει αρκετούς περιορισμούς247 (Ο Νουμάς 66, 2).
τη σχέση του Σεφέρη με τους Eliot, Valéry και Rimbaud (βλ. στο Bournas, Helen. The Journey beyond Symbolism: Valery, Rimbaud, Eliot and Their Relationship to George Seferis. Diss. New York University, 1984. Print.). Τέλος, αξίζει να σημειωθεί και η εργασία του Θανάση Νάκα που διερευνά επιρροές του Eliot στα δοκίμια του Σεφέρη∙ βλ. σχετικά στο Νάκα, Θανάση. Παράλληλα Χωρία στα Δοκίμια του Σεφέρη και του Έλιοτ. Αθήνα: χ.ό., 1978. Τυπ. 246 Όπως ο Βάλβης νωρίτερα, έτσι και ο Παλαμάς υποστηρίζει ότι «ὑπάρχουν καὶ γλῶσσες γιὰ τούτην ἢ γιὰ κείνη τὴν ἀφορμὴ καμωμένες νὰ δέχονται στὰ κύματά τους καὶ πιὸ ἀσφαλισμένα καὶ πιὸ καλὰ νὰ κατευοδώνουν στὸ μεταφραστικὸ λιμάνι τὰ ἔργα μιᾶς ἄλλης ὡρισμένης γλώσσας. Καὶ τὸ ἀντίστροφο» (Ο Νουμάς 66, 2). Ο Παλαμάς προβαίνει στη σύγκριση μεταξύ του γλωσσικού ζεύγους γερμανικά-ελληνικά και του ζεύγους γαλλικά-ελληνικά, και δηλώνει: «ἄν οἱ Γερμανοὶ δείχνονται πιὸ ἰκανοὶ στὰ μεταφράσματα τῶν ἀρχαίων ἀπὸ τοὺς Γάλλους, τοῦτο δὲ θἄχῃ ἀφορμὴ μονάχα τὴν πιὸ στενὴ γνωριμία τοῦ Γερμανοῦ μὲ τἀρχαῖα κείμενα, τὴν πιὸ φιλολογημένη του δουλειὰ, μὰ καὶ κἄτι ἄλλο, γενικώτερα· τὴν ἴδια του τὴ γλῶσσα ποῦ θὰ κλεῖ κἄτι πιὸ εὐκολοσύνθετο μαζὶ καὶ πιὸ εὑκίνητο ἀπὸ τὴ γαλλικὴ τὴ γλῶσσα, πλέον ἀναλυτικὴ καὶ πεζολογικὴ καὶ δυσκολοκίνητη» (2). 247 Το ίδιο υποστήριζε ο Eliot: «I believe that any language … imposes its laws and restrictions» / «Πιστεύω ότι κάθε γλώσσα … επιβάλλει τους κανόνες της και τους περιορισμούς της» (Eliot, T. Stern. “The Music of Poetry.” On Poetry and Poets. New York: Farrar, Straus and Cudahy, 1961. 31. Print.), αλλά και ο Σεφέρης: «ἕνα βιβλίο μεταφράσεων ἀπὸ τὸν Ἔλιοτ, χωρὶς τουλάχιστο ἕνα Κουαρτέτο, εἶναι βιβλίο ἀσυμπλήρωτο. … Ἀλλὰ ἡ ἀπόπειρά μου μ’ ἔφερε μπροστὰ σὲ προβλήματα ἀκρίβειας καὶ συμπύκνωσης τέτοια ποὺ μὲ ἀνάγκαζαν νὰ ἀσκήσω μιὰ ὑπερβολικὴ βία στὴ γλώσσα μας, ὅπως τουλάχιστο τὴν ξέρω καὶ τὴν αἰσθάνομαι ἐγώ» (στο Ἔλιοτ, Ἡ Ἔρημη Χώρα 13). Ο Παλαμάς βέβαια δεν θεωρούσε ότι οι διαφορές μεταξύ γλωσσικών συστημάτων και οι περιορισμοί που υφίστανται αποτελούσαν επαρκείς λόγους για να στηριχθεί το ανέφικτο της ποιητικής μετάφρασης.
132
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
Επίσης, σε σύμπνοια με τους επτανήσιους ποιητές-μεταφραστές, τη δράση και το έργο των οποίων παρακολουθούσε στενά, 248 ο Παλαμάς πιστεύει ότι το μεταφρασμένο ποίημα δεν θυμίζει πια το πρωτότυπο και το δημιουργό του, αλλά αντιθέτως το μεταφραστή και γι’ αυτό μπορεί να λειτουργήσει ως αυθύπαρκτο ποίημα. Κινούμενος με βάση την πεποίθησή του αυτή και αναφορικά με τις μεταφράσεις τις οποίες πραγματοποιεί, δηλώνει: «Ὑποθέτω πὼς πολὺ πιὸ λίγο οἱ ποιητές των θὰ ξαναπαρουσιάζωνται μέσα σ’ αὐτά· πιὸ πολὺ ἐγὼ θὰ ξεμυτίζω μέσα σ’ ἐκείνους» (Ξανατονισμένη Μουσική 7). Με τη δήλωση αυτή αφήνει να εννοηθεί ότι ο ποιητής-μεταφραστής κάνει το ποίημα κτήμα του ή/και ότι αναδύονται τα δικά του χαρακτηριστικά στο μετάφρασμα και όχι αυτά του ποιητήδημιουργού· δηλαδή, πάντοτε αφαιρείται ή προστίθεται κάτι στο ποίημα από το μεταφραστή, σε τέτοιο βαθμό ώστε να δημιουργείται ένα ολοκαίνουριο ποίημα με μοναδικά στοιχεία. Άλλωστε, ο ίδιος ο Παλαμάς αναφέρει το 1892 στην Ἑστία: «Ἡ ‘Ἰλιάδα’ τοῦ Πάλλη ἀκριβῶς εἰπεῖν, δὲν εἶναι μετάφρασις καὶ εἶναι κάτι παραπάνω ἀπὸ παράφρασιν. Εἶναι ἀπόπειρα μετασχηματισμοῦ τοῦ ἀρχαίου ὁμηρικοῦ εἰς καθαρὸν νεοδημοτικὸν ποίημα» 249 (314). Η άποψή του αυτή έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, καθώς η μετάφραση του Πάλλη κρίνεται ως ένα νέο, ποιητικό έργο. Εάν ληφθεί υπόψη και η παραπάνω δήλωσή του στην Ξανατονισμένη Μουσική, τότε φαίνεται ότι δεν απέρριπτε την άποψη όσων υποστήριζαν ότι το μεταφρασμένο ποίημα μπορεί να λειτουργήσει στη γλώσσα-στόχο και στον πολιτισμόυποδοχής ως ένα αυτοδύναμο λογοτεχνικό δημιούργημα. Μάλιστα, κάτι τέτοιο δεν είναι διόλου απευκταίο σύμφωνα με τον Παλαμά, αφού το σημαντικότερο είναι να μην αλλοιώνεται η «αρμονία μεταξύ μορφής και ουσίας» η οποία και καθορίζει την τέχνη (Ἑστία 37.26, 404). 250 248
Μεταξύ άλλων, ο Πολίτης αναφέρεται στη στενότερη γνωριμία του Παλαμά με το Σολωμό και την επτανησιακή παράδοση και συνακόλουθα στις επιρροές που ασκήθηκαν στην ποίησή του (Μετρικά 29). Επίσης, ο Γαραντούδης υποστηρίζει ότι εκτός από τη στιχουργία του Κάλβου και του Σολωμού, ο Παλαμάς αναφέρεται στο Μαρκορά, εκφράζει το θαυμασμό του για τον Πολυλά και εκτιμά τον Καλοσγούρο (βλ. σχετικά στο Βαγενάς, Νεοελληνικά Μετρικά 166-167). 249 Στο Παλαμᾶς, Κωστῆς. «Ἀλέξανδρος Πάλλης.» Ἅπαντα. Τόμ. 13. σελ. 314, άρθρο το οποίο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό Νέα Ἑστία 17 (15 Ἀπριλίου 1935): 356-357. Τυπ. 250 Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι εάν ο Καρυωτάκης διατύπωνε τις θεωρητικές του θέσεις για τη μετάφραση της ποίησης, θα συμφωνούσε απόλυτα με τον Πα-
133
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
Ο Σεφέρης, ο οποίος γνώριζε το έργο του Παλαμά και πιθανότατα και τις θεωρητικές του αντιλήψεις για τη μετάφραση, ισχυρίζεται ότι κατά τη μετάφραση ενός ποιήματος οι λειτουργίες του πρωτοτύπου δεν παραμένουν οι ίδιες. 251 Στην περίπτωση, ωστόσο, που πραγματοποιηθούν ικανοποιητικές μεταφράσεις ποιητικών έργων, ο λειτουργικός τους ρόλος μπορεί να μην είναι ο ίδιος, αλλά είναι σίγουρα ανάλογος. 252 Η άποψη αυ-
λαμά. Άλλωστε φρόντιζε πάντοτε να μην αλλοιώνεται ο εσωτερικός ρυθμός και αρμονία του ποιήματος, παρά τις αλλαγές τις οποίες πραγματοποιούσε. Όπως υπογραμμίζει και ο Στεργιόπουλος, «ὁ Καρυωτάκης ἔχει δικὴ του ποιητικὴ γλώσσα καὶ δικό του ἦχο, γι’ αὐτὸ κι’ οἱ ξένοι ἦχοι ἀφομοιώνονται καὶ χάνονται μέσα στὸ ἔργο του» (Στεργιόπουλος, Κώστας. Οι Επιδράσεις στο Έργο του Καρυωτάκη. 2η έκδ. Αθήνα: Εκδ. Σοκόλη, 2005. 230. Τυπ.). Μάλιστα ο Καρυωτάκης, σε αντίθεση με άλλους ποιητές, ενσωμάτωνε τις μεταφράσεις του στις συλλογές των πρωτότυπών του έργων, ενδεχομένως γιατί πίστευε ότι μέσω αυτών προβάλλεται η δική του αυθεντική ποιητική ταυτότητα (Λορεντζάτος, Οι Μεταφράσεις του Καρυωτάκη 69). Επομένως, τα θεωρούσε νέα ποιήματα. Εξίσου χαρακτηριστική είναι και η δήλωση του Τέλλου Άγρα σχετικά με τη μετάφραση του ποιήματος «N’est-il une Chose», σύμφωνα με την οποία ο Καρυωτάκης «μετέφρασε αὐτὸ τὸ ποίημα ... γιατὶ, τότε δὲ θὰ μποροῦσε νὰ τὸ γράψει ὁ ἴδιος ἔτσι». Το ποίημα είναι του Francis Vielé-Griffin και περιλαμβάνεται στη συλλογή του Καρυωτάκη Ἐλεγεῖα καὶ Σάτιρες (βλ. στο Ἄγρας, Τέλλος. «Ὁ Καρυωτάκης καὶ οἱ Σάτιρες.» Στο Καρυωτάκης, Γ. Κωνσταντίνος. Ἅπαντα. Ἀθήνα: χ. ό., 1938. LXXXIX-CXXIX. Τυπ.· και στο Καρυωτάκης, Γ. Κωνσταντίνος. Ποιήματα καὶ Πεζὰ. Ἐπιμ. Γ. Π. Σαββίδης. Ἀθήνα: Ἑστία, 1998. 199. Τυπ.). Υποστηρίζεται, λοιπόν, ότι τα ποιήματα που μετέφραζε ο Καρυωτάκης θα μπορούσε να τα είχε γράψει ο ίδιος εξαρχής· τόσο πολύ ταυτιζόταν το προσωπικό συγγραφικό του ύφος και η ποιητική του σκέψη με αυτά των ποιητών που μετέφραζε. Όπως ισχυρίζεται και η Τοκατλίδου κατόπιν ενδελεχούς έρευνας, οι μεταφράσεις του Καρυωτάκη μπορούν κάλλιστα να θεωρηθούν μέρος της πρωτότυπης ποιητικής του δημιουργίας σε λειτουργικό, θεματικό και λεξιλογικό επίπεδο (Τοκατλίδου 97). Αξίζει βέβαια να επισημανθεί ότι υπήρχαν και προγενέστεροι ποιητές, οι οποίοι αναμείγνυαν μεταφράσεις και πρωτότυπα έργα. Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. στο Καγιαλής, «Η Μετάφραση της Ποίησης στον Μοντερνισμό: Κέντρο και Περιφέρεια» 58· αλλά και στο Μάλλη, Μορφία. Μοντερνισμός, Μεταμοντερνισμός και Περιφέρεια. Αθήνα: Πόλις, 2002. 63 κ.ε. Τυπ. 251 «[Τ]ό μεταφρασμένο ποίημα δέν μπορεῖ νά ἔχει, μέ τή νέα του μορφή, τίς ἴδιες λειτουργίες πού εἶχε στή γλώσσα πού τό γέννησε» (Αντιγραφές 8). 252 Τονίζει ο Σεφέρης χαρακτηριστικά ότι ένα μεταφρασμένο ποίημα «[σ]τίς καλές περιπτώσεις μπορεῖ νά ἔχει ἄλλες ἀξιοπρόσεχτες λειτουργίες, πού συγγενεύουν ὡστόσο μέ τήν πρωτότυπη δημιουργία στή γλώσσα τοῦ μεταφραστῆ» (Αντιγραφές 8).
134
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
τή βέβαια είχε ήδη διατυπωθεί και από ξένους ποιητές-μεταφραστές, όπως από το Valéry. Ο Valéry είχε δηλώσει ότι η ιδανική μετάφραση «εἶναι ἐκείνη ποὺ μὲ διαφορετικὰ μέσα δίνει ἀνάλογα ἀποτελέσματα» (στο Βαγενάς, Ποίηση και Μετάφραση 49). Όπως τονίζει και ο Βαγενάς, είναι λογικό τα αποτελέσματα να είναι ανάλογα και όχι ίδια,253 καθώς τίθεται ζήτημα συγγένειας μεταξύ του ποιητή και του μεταφραστή· όσο πιο πολύ συγγενεύουν, τόσο πιο ομαλή η μείξη, ενώ, όσο πιο διαφορετικές είναι οι ευαισθησίες τους, τόσο πιο δύσκολο και απροσδόκητο θα είναι το τελικό αποτέλεσμα (49-50). Η άποψη αυτή, την οποία συμμερίζεται και ο Παλαμάς όπως είδαμε παραπάνω, εκφράζεται και από το Σεφέρη, καθώς στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης της Ἔρημης Χώρας δηλώνει για τις μεταφράσεις: «ἐκεῖνο ποὺ ἔχουμε δὲν εἶναι διόλου μιὰ προσέγγιση πρὸς τὸ ἔργο ὅπως γράφτηκε, ἀλλὰ ὁ καρπὸς τῆς ἐπιμειξίας δυὸ φυσιογνωμιῶν, ποὺ μοιάζει θλιβερὰ κάποτε μὲ τὴν οἰκογένεια τοῦ μεταφραστῆ» 254 (16). Επίσης, παρόμοια άποψη φαίνεται πως είχε διατυπώσει και σε ορισμένες του σημειώσεις για τη μετάφραση, τις οποίες παραθέτει η Λουλακάκη, όπου ισχυρίζεται: Ἐκεῖνο ποὺ συλλογίζομαι εἶναι ὅτι στὴ μετάφραση μπορεῖ νὰ συμβαίνει καὶ κάτι ἄλλο –κι ἐδῶ ἐπιθυμῶ νὰ μείνω στὴν περιοχὴ τῆς λογοτεχνίας καθαρά– καὶ τοῦτο εἶναι ὅτι μὲ τὰ Επίσης, ο Σεφέρης έχει την πεποίθηση ότι «ὁ μεταφραστὴς εἶναι ἕνας δεύτερος δημιουργὸς ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει καὶ τὴν ἴδια εὐκαιρία/πείρα μὲ τὸ δημιουργὸ ξεκινᾶ ἀπὸ κεῖ ποὺ ὁ ἄλλος ἐτελείωσε» (335). Η αντίληψη αυτή του Σεφέρη έχει καταγραφεί σε σημειώσεις του για τη μετάφραση στις οποίες αναφέρεται και στις απόψεις του Κακριδή. Οι σημειώσεις αυτές βρίσκονται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη της Αμερικάνικης Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα και περιλαμβάνονται στο LoulakakiMoore 335-337. 253 Ο Αντώνης Δεκαβάλλες φαίνεται να συμμερίζεται την άποψη αυτή, όπως και την αντίληψη του Σεφέρη, καθώς υποστηρίζει ότι ο μεταφραστής «φτιάν[ει] κάτι παράλληλο, ξέροντας πὼς αὐτὸ τὸ παράλληλο εἶναι κάτι διάφορο, ποὺ ζητάει νὰ προσεγγίσει τὸ πρωτότυπο ὅπως μπορεῖ» (Τέσσερα Κουαρτέτα 33-34). 254 Ο Σεφέρης αναφέρεται στις πνευματικές επιμιξίες και στο ζήτημα της ξένης επίδρασης στην τέχνη και στην «Εισαγωγή στο Θ. Σ. Ἔλιοτ»: «Βλέπουμε λογοτέχνες ποὺ ὅσο γυρεύουν νὰ διατυπώσουν τὸ στοιχεῖο τὸ ἀναντικατάστατο ποὺ φέρνουν μέσα τους, τόσο αἰσθάνουνται δυνατότερες συγγένειες μὲ δημιουργοὺς ἔξω ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς γλώσσας τους, ποὺ μὲ τὴ σειρά τοὺς βοηθοῦν νὰ βροῦν, μέσα στὴν ἐθνικὴ τους παράδοση, τὶς πιὸ πρωτότυπες καὶ τὶς λιγότερο ἐξαντλημένες πηγές» (Δοκιμές Ι 19). Βλ. επίσης στο Ἔλιοτ, Ἡ Ἔρημη Χώρα 21.
135
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
κείμενα ποὺ μεταφράζουμε παθαίνουμε κάποτε ἐκεῖνο ποὺ μᾶς συμβαίνει, ὅταν γράφουμε, μὲ μιὰ φυσιογνωμία μιὰ πολιτεία, ἕνα τοπίο. Μᾶς δίνουν μιὰ συγκίνηση μιὰ ἔμπνευση καὶ τότε ἴσως ἅμα τὰ μελετήσουμε καὶ τὰ ἐξαντλήσουμε ἄν θέλουμε ἀπὸ τὴν ἑρμηνευτικὴ ἄποψη ἢ τὴν γλωσσική – πρέπει νὰ τὰ ξεχάσουμε ὅλα καὶ νὰ καθίσουμε νὰ ἰδοῦμε πῶς θὰ τὸ ἐκφράσουμε αὐτὸ τὸ μυστικὸ πράγμα μόνοι μας (337).
Επιπλέον, ο Σεφέρης θίγει τη σχέση του πρωτότυπου έργου με το μετάφρασμα, παρομοιάζοντας το μεταφραστή με ζωγράφο, καθώς, είτε ο μεταφραστής «αντιγράφει» το πρωτότυπο ως άσκηση για τη δημιουργία του πρωτότυπού του έργου, 255 είτε γιατί κάποιος παρήγγειλε τη μετάφραση: ὅταν μεταφράζουμε ἀπό μία ξένη γλώσσα πού ξέρουμε λίγο ἤ πολύ, σέ μιά γλώσσα –τή δική μας– πού μᾶς εἶναι ἔμφυτη καί τήν ἀγαποῦμε περισσότερο, κάνουμε κάτι, μοῦ φαίνεται, σαν ἐκείνους τούς ἀνθρώπους πού βλέπουμε στά μουσεῖα, προσηλωμένους μέ πολλή προσοχή, ν’ ἀντιγράφουν, εἴτε γιά νά ἀσκηθοῦν εἴτε γιατί κάποιος τούς τό παράγγειλε, πίνακες διαφόρων ζωγράφων (Αντιγραφές 7)·
άποψη η οποία μας θυμίζει αυτή του Dryden αλλά και όσων ποιητών χρησιμοποίησαν τη μετάφραση ως άσκηση για τη δημιουργία του πρωτότυπού τους έργου. Μάλιστα, όπως χαρακτηριστικά δηλώνει ο Σεφέρης, η πεποίθησή του αυτή τον ώθησε να ονομάσει το βιβλίο των μεταφράσεων που πραγματοποίησε ο ίδιος «Αντιγραφές» 256 (7). Παρ’ όλα αυτά, ο Σεφέρης εκθέτει και άλλο το συλλογισμό του και δηλώνει ότι «η τέλεια μετά255
Ο Σεφέρης είχε αναφερθεί στη λειτουργία της μετάφρασης ως άσκησης για το πρωτότυπο έργο ενός ποιητή και νωρίτερα (βλ. σχετικά στο Σεφέρης, Μέρες Α΄ 15· καθώς επίσης και στο Σεφέρης, Μέρες Β΄ 18). 256 Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Connolly, o τρόπος με τον οποίο κάποιος εκλαμβάνει τη μετάφραση εξαρτάται από το πώς εκλαμβάνει την ποίηση. Για το Σεφέρη η ποίηση είναι γραφή και συνεπώς η μετάφραση εκλαμβάνεται ως αντι-γραφή [Connolly, David. “The Least Satisfying Form of Writing: Seferis on Translation.” Journal of Modern Greek Studies 20.1 (2002): 32. Print.· και «Τό Εἶδος τῆς Γραφῆς πού Δίνει τή Μικρότερη Ἱκανοποίηση: Ὁ Σεφέρης ὡς Μεταφρασεολόγος.» Ποίηση 22 (Φθινόπωρο-Χειμώνας 2003): 199. Τυπ.]. Το ίδιο παρατηρεί και ο Καραντώνης για τον Παλαμά· η ποίηση για τον Παλαμά είναι τραγούδι, μουσική και επομένως η μετάφραση ξανατονισμένη μουσική (Ὁ Ποιητής Γιώργος Σεφέρης 281).
136
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
φραση είναι άλλο ποίημα». 257 Συνεπώς, μία επιτυχημένη, άρτια μετάφραση μπορεί κάλλιστα να λειτουργήσει ως ένα νέο ποίημα στη γλώσσαστόχο· απλώς κάτι τέτοιο είναι ουσιαστικά ανέφικτο κατά το Σεφέρη. Πράγματι, όπως θα δούμε παρακάτω, διαπιστώνεται ότι οι ποιητές τους οποίους επέλεγαν να μεταφράζουν οι έλληνες ποιητές-μεταφραστές είχαν αγκαλιάσει τα ίδια πνευματικά ρεύματα και χαρακτηρίζονταν από την ίδια ή παρόμοια ποιητική σκέψη. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η σχετική δήλωση του Ελύτη στο εισαγωγικό σημείωμα της μετάφρασης της Σαπφούς, όπου αναφέρεται στις ισχυρές συγγένειες που δημιουργούνται και στα στοιχεία που τον ενώνουν με τη Σαπφώ και τον ώθησαν στη μετάφρασή της: «βλέπω ἀκόμη τὴ Σαπφὼ σὰν μιὰ μακρινὴ ἐξαδέλφη ποὺ παίζαμε μαζὶ στοὺς ἴδιους κήπους, γύρω ἀπ’ τὶς ἴδιες ροδιές, πάνω ἀπ’ τὶς ἴδιες στέρνες … εἶναι ποὺ ζήσαμε στὸ ἴδιο νησί. Ποὺ εἴχαμε τὴν ἴδια αἴσθηση τοῦ φυσικοῦ κόσμου» (9). Ενδεχομένως η συγγενική σχέση που ένιωθε ο Ελύτης να τον ώθησε ν’ ασπαστεί την αντίληψη ότι το μεταφρασμένο ποίημα μπορεί να λειτουργήσει ως ένα καινούριο ποίημα στη χώραυποδοχής. Όπως επισημαίνει μεταξύ άλλων ο Connolly, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι δεν χρησιμοποίησε τον χαρακτηρισμό ‘μεταφράσεις’ 258 στα 257
Σεφέρης, Γιώργος. Μέρες Α΄. Αθήνα: Ίκαρος, 1975. 59. Τυπ. Αναφορά για την άποψη αυτή του Σεφέρη, γίνεται και στο Νάκας, Θανάσης. Γλωσσοφιλολογικά Β΄. Μελετήματα για τη Γλώσσα και τη Λογοτεχνία. Αθήνα: Εκδ. Σμίλη, 1991. 270. Τυπ. 258 Σύμφωνα με τον Κουτσιβίτη, η αποφυγή χαρακτηρισμού των μεταφρασμάτων του ως «μεταφράσεις» συνάδει επίσης, ως ένα βαθμό, με την πίστη του Ελύτη ότι η μετάφραση αφορά μια ανούσια διαδικασία· δεν θα μπορούσε λοιπόν παρά να χαρακτηριστούν οι μεταφράσεις του ως «Δεύτερη Γραφή», αφού είναι πάντοτε υποδεέστερες της πρώτης γραφής. Απρόσμενη είναι ωστόσο η θετική κριτική που ασκεί ο ίδιος ο ποιητής στη Δεύτερη Γραφή, μέσω της οποίας απορρίπτεται εν μέρει η παραπάνω εικασία· φαίνεται πως η συνεχής του προσπάθεια να αποδώσει τους ποιητές με μοναδικό τρόπο, ανταποκρινόμενος στη δυσκολία των πρωτότυπων έργων τον οδήγησε, δικαιολογημένα θα μπορούσε να πει κανείς, σε «αυτόν τον αυτοέπαινο» – παρότι ζητά από τους αναγνώστες να τον συγχωρέσουν γι’ αυτό. Δηλώνει, λοιπόν, ο ποιητής δύο χρόνια μετά την έκδοση της Δεύτερης Γραφής: «Συνήθως, ὅταν βγάζω ἕνα καινούργιο βιβλίο καὶ βλέπω τὰ γραφτά μου τυπωμένα, παθαίνω –δὲν ξέρω γιατὶ– μιὰ μικρὴ ἀπογοήτευση. Μὲ τὴ «Δεύτερη Γραφὴ» ὅχι μόνο δὲν ἔνιωσα κάτι τέτοιο, ἀλλὰ μοῦ συνέβη ὰκριβῶς τὸ ἀντίθετο. Κάθομαι καὶ ξανακοιτάζω τὸ βιβλίο. Σ’ ὅποια σελίδα κι ἂν γυρίσω, δὲν βρίσκω τίποτε, καμμιὰ φράση, καμμιὰ λέξη ποὺ νὰ μ’ ἐνοχλεῖ ἢ νὰ μὲ κάνει νὰ σκέπτομαι, ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε διαφορετικὰ διατυπωθεῖ. Μὲ συγχωρεῖτε γι’ αὐτὸν τὸν
137
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ποιήματα άλλων δημιουργών τα οποία μετέφρασε στα ελληνικά και προτίμησε αντίθετα τον τίτλο Δεύτερη Γραφή για τη συλλογή στην οποία ενσωματώνεται μεγάλο τμήμα των διαγλωσσικών του μεταφράσεων. Το ίδιο παρατηρείται και στην περίπτωση των ενδογλωσσικών του μεταφράσεων, οι οποίες χαρακτηρίζονται είτε ως ‘ανασύνθεση και απόδοση’, όπως στην περίπτωση της μετάφραση της Σαπφούς, είτε ως ‘μορφή στα νέα ελληνικά’ στην περίπτωση του Κριναγόρα και της Αποκάλυψης του Ιωάννη. 259 Συνεπώς, ο Ελύτης πίστευε στη δυνατότητα των μεταφράσεων να λειτουργούν ως νέα έργα260 στη γλώσσα-στόχο και όχι ως αντίγραφα. Λαμαὐτοέπαινο. Δὲν τὸ συνηθάω –τὸ ξέρουν ὅλοι αὐτὸ– κι ἔτσι ἔχω τὸ δικαίωμα μιὰ φορὰ νὰ τὸν ἀποτολμήσω. Καὶ κατὰ κάποιο τρόπο ν’ ἀνασκευάσω τὸν πολὺ μετριοπαθῆ τόνο ποὺ ἔδωσα στὴν εἰσαγωγή μου. Βέβαια, γιὰ τὰ πιθανὰ λάθη ἔχω πάντα τὶς ἐπιφυλάξεις μου. Τὰ κείμενα ἦταν ἐξαιρετικὰ δύσκολα. Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ὅτι τὰ δούλεψα ὣς τὸ σημεῖο ποὺ δὲν σήκωνε ἄλλο. … Ἕνας ὀξυδερκὴς φίλος μοῦ ἔγραψε ὅτι πέτυχα νὰ μὴ μοιάζουν οἱ ποιητὲς ἀνάμεσά τους, ὅπως συμβαίνει πολὺ συχνά. Ἦταν κι αὐτὸς ἕνας σκόπελος ποὺ ἔπρεπε νὰ τὸν αποφύγω…» [στο Ἐλύτης, Σύν τοῖς Ἄλλοις 148· στο Βαλέτας, «Τὸ Μεταφραστικὸ Ἔργο τοῦ Ἐλύτη» 133· και στο Κουτσιβίτης, Πράξη της Μετάφρασης 136]. 259 Θα ήταν παράλειψη, ωστόσο, η μη αναφορά στις θεατρικές μεταφράσεις του Ελύτη, οι οποίες είναι και οι μόνες στις οποίες αποδόθηκε το όνομα «μεταφράσεις». Έχει μεταφράσει το θεατρικό έργο του Jean Giraudoux, Νεράιδα. Ονειρόδραμα σε Τρεις Πράξεις. Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Σχολής Μωραΐτη, 1973. Τυπ.· το έργο του Brecht, Bertolt. Ο Κύκλος με την Κιμωλία στον Καύκασο. Θρύλος σε Πέντε Πράξεις. Αθήνα: Εταιρία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1974. Τυπ.· και το έργο του Genet, Zean. Οι Δούλες. Αθήνα: Ύψιλον, 1994. Τυπ. Όπως αναφέρει η Ελένα Κουτριάνου, ο Ελύτης πραγματοποίησε τις μεταφράσεις αυτές «μετὰ ἀπὸ ὑπόδειξη ἢ αἴτημα συνεργατῶν τοῦ» (68). Σε σχετική ερώτηση, η Ιουλίτα Ηλιοπούλου υπογράμμισε ότι τα έργα αυτά, με εξαίρεση τη Νεράιδα, «δὲν ἀνταποκρίνονται στὶς ἰδιαίτερες προτιμήσεις τοῦ ποιητῆ» (424). Για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Κουτριάνου, Ἑλένα. Μὲ Ἄξονα τὸ Φῶς: Ἡ Διαμόρωση καὶ ἡ Κρυστάλλωση τῆς Ποιητικῆς τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη. Ἀθήνα: Ἵδρυμα Κώστα καὶ Ἑλένης Οὐράνη, 2002. Τυπ. 260 Ας μην ξεχνάμε την παρότρυνση του Ελύτη προς τους μεταφραστές της δικής του ποίησης να παίρνουν ελευθερίες και να κάνουν «καινούρια ποιήματα», όπως είδαμε παραπάνω. Επίσης, λίγα χρόνια αργότερα (1983) και με αφορμή τη μετάφραση ποιημάτων της Σαπφούς, ο Ελύτης δηλώνει ότι επιδιώκει «νά βγάλει ... μιά Σαπφώ, καινούργια, νέα, καί ὅσο τό δυνατόν ἀκέραιη» (Σύν τοῖς Ἄλλοις 271). Φαίνεται συνεπώς να παραμένει πιστός στη θέση του σχετικά με τη λειτουργία της μετάφρασης στον πολιτισμόυποδοχής.
138
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
βάνοντας υπόψη το σύνολο των θεωρητικών του θέσεων για τη μετάφραση και τη μεταφραστική του πράξη γενικότερα, δεν θα ήταν εσφαλμένο να υποστηριχθεί ότι αντιμετωπίζει τη μετάφραση ως μια οδό που θα τον οδηγήσει στη δημιουργία πρωτότυπων έργων 261 – και η διαπίστωση αυτή αφορά τόσο τη διαγλωσσική όσο και την ενδογλωσσική μετάφραση. Συνοπτικά, οι περισσότεροι έλληνες ποιητές του 19ου και 20ού αιώνα, οι οποίοι εξέφρασαν τις θεωρητικές τους θέσεις για το λειτουργικό ρόλο των μεταφρασμένων ποιητικών έργων στη γλώσσα-στόχο, τάχθηκαν υπέρ της δημιουργίας έργων που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως νέα, πρωτότυπα έργα στον πολιτισμό-υποδοχής, έχοντας ως στόχο να μεταφέρουν την εικόνα που δημιουργεί στους ίδιους το πρωτότυπο έργο και φροντίζοντας το τελικό αποτέλεσμα να είναι τόσο φυσικό ώστε να μη θυμίζει το πρωτότυπο. Μόνο ο Σεφέρης παρέμεινε σταθερός στην άποψή του ότι το μετάφρασμα δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα αντίγραφο του πρωτοτύπου και ότι ο αναγνώστης θα πρέπει να ανακαλύψει από μόνος του σιγάσιγά το πρωτότυπο έργο. 2.8 Η «Καθομιλουμένη» ως Γλώσσα Μετάφρασης και Λογοτεχνίας Στον ελληνόγλωσσο χώρο η μετάφραση συνδέθηκε άμεσα, όπως έχει ήδη αναφερθεί, με τη γλώσσα και αποτέλεσε φυσικά αναπόσπαστο τμήμα του στοχασμού των ποιητών που εξετάζει η παρούσα έρευνα. 262 Ο κατάλληλος γλωσσικός τύπος για τις μεταφράσεις τους ήταν ένα από τα ζητήμα261
Ο ίδιος ο Ελύτης ενισχύει την παραπάνω άποψη, καθώς αναφέρει ότι η ποίηση του Zouve τον «βοήθησε σέ ὁρισμένους ἐκφραστικούς τρόπους τά πρῶτα χρόνια τῆς ποιητικῆς [τ]ου προσπάθειας» (313)· με τη δήλωσή του αυτή καταδεικνύεται για ακόμη μια φορά η σχέση μεταξύ δεύτερης και πρώτης γραφής, καθώς και η θεώρηση της μετάφρασης ως άσκησης για το πρωτότυπο έργο (βλ. στη συνέντευξή του στην Ἰουλίτα Ἠλιοπούλου, με τίτλο «Ποιητές καί Ζωγράφοι στή Μεταπολεμική Γαλλία», στο περιοδικό Ἀντί 23 Ἀπριλίου-14 Μαΐου 1992, η οποία περιλαμβάνεται στο Ἐλύτης, Σύν τοῖς Ἄλλοις 301-329). 262 Ο ρόλος της γλώσσας στην ποίηση έχει επισημανθεί πολλές φορές από ποιητές. Η τοποθέτηση του Σεφέρη για το συγκεκριμένο ζήτημα είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική: «ἡ ποίηση δὲν ἔχει κανένα ἄλλο ἐκφραστικὸ ὄργανο ἀπὸ τὶς λέξεις ἢ τὴ γλώσσα· ... ὅποια τέχνη δὲν ἔχει αὐτὸ τὸ ἐκφραστικὸ ὄργανο δὲν εἶναι ποίηση» (Δοκιμές Ι 114).
139
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
τα που έπρεπε να διευθετηθεί άμεσα, με αρκετούς ποιητές να υπερασπίζουν τη δημοτική, ενώ δεν είναι λίγοι όσοι ασχολήθηκαν με τη μετάφραση από καθαρά γλωσσολογικό ενδιαφέρον. Δεν θα μπορούσε φυσικά να μη γίνει αναφορά στο Βηλαρά, το όνομα του οποίου συνδέθηκε με τους αγώνες για την επικράτηση της δημοτικής και ο οποίος χαρακτηρίζεται για τις πρωτοποριακές του ιδέες, ιδίως στο ορθογραφικό σύστημα. 263 Ο Βηλαράς ήταν ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της δημοτικής, ξεσηκώνοντας μάλιστα αντιδράσεις στην εποχή του με τις απόψεις του περί του ορθότερου γλωσσικού τύπου. 264 Με αφορμή, λοιπόν, τη μετάφραση της Βατραχομυομαχίας δηλώνει χαρακτηριστικά: «ἐμετέφρασα στὴν καθομιλουμένη τοῦ καιροῦ μας καὶ ὄχι τῶν βιβλίων μας, καθὼς κάνουν τὴ σήμερο οἱ προκομμένοι τοῦ Γένους» (Ποιήματα 135). Και συνεχίζει να στηρίζει τη δημοτική ως κατάλληλη γλώσσα για κάθε μορφή λόγου, λέγοντας: «Ἐμείς μοναχᾶ ἀμελήσαμεν αὐτὸ τὸ καλὸ κυριεμένοι ἀπὸ τὴν πρόληψι πῶς δὲν ἠμποροῦμε νὰ ξηγηθοῦμε γράφοντας μὲ τὴν ἴδια γλώσσα, ὁποῦ ἀπεικαζόμαστε συνομιλόντας» (136). Επικρίνει τους μορφωμένους 265 του τόπου θεωρώντας τους ηθικούς αυτουργούς της παγιωμένης αντίληψης και επιφυλακτικότητας απέναντι στην καθομιλουμένη· διστακτική στάση που αποτυπώνεται και στην επιλογή μεταφραστικής γλώσσας: «Αὐτός ὁ τρόπος ριζόνει τόσο στὰ μιαλὰ τῶν νέων, ὁποῦ μετρᾶν ὑστερώτερα γιὰ ἀδύνατο νὰ μεταφράσουν ἢ 263
Για τη γλωσσική ιδεολογία του Βηλαρά, τη γλώσσα του και την κριτική που άσκησαν λόγιοι και ερευνητές στο έργο και στις θέσεις του βλ. μεταξύ άλλων στο Κριαρᾶς, Ἐμμανουήλ. «Βηλαρᾶς. Γλωσσικὰ καὶ Γραμματολογικὰ.» Νέα Ἑστία 94.1115 (Χριστούγεννα 1973): 2-48. Τυπ. 264 Μέσω του έργου του Η Ρομέηκη Γλόσα (1814) ο Βηλαράς παρότρυνε τους πάντες να αναγνωρίσουν την καθομιλουμένη ως την πλέον κατάλληλη γλώσσα της νέας πνευματικής ζωής του τόπου. Επίσης, πρότεινε την αναμόρφωση της γραμματικής της, υποστηρίζοντας παράλληλα την «εγκατάλειψη της ελληνικής ιστορικής ορθογραφίας, η οποία μπορούσε να αντικατασταθεί από ένα καθαρά φωνητικό ορθογραφικό σύστημα». Ο τίτλος και η γραφή του άλλωστε είναι αντιπροσωπευτικοί της πρόθεσης του Βηλαρά (βλ. σχετικά στο Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός: Οι Πολιτικές και Κοινωνικές Ιδέες 112-113). 265 Βλ. τις θέσεις του Βηλαρά για την κρατούσα στάση απέναντι στην καθομιλουμένη στο Βλαχογιάννης, Γιάννης. «Γιὰ τὴ Μελέτη τῆς Ἐθνικῆς Γλώσσας. Η Φηλολογηκες Γραφες του Βηλαρα.» Προπύλαια Α΄ (1900-1908): 193-194. Τυπ.· καθώς επίσης και στο Βηλαρᾶς, Ἰωάννης. «‘Φιλολογικὲς γραφὲς’ τοῦ Ψαλίδα καὶ τοῦ Βηλαρᾶ.» Νέα Ἑστία 94.1115 (Χριστούγεννα 1973): 80-81. Τυπ.
140
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
νὰ συγγράψουν τὴν κοινή τους γλώσσα, ἀφορμῆς κ’ ἐσυνήθισαν νὰ ξηγᾶν, γιὰ νὰ καταλαβαίνουν τὸ κείμενο. Εἶναι καιρὸς, ὡστόσο, ν’ ἀλλάξωμε γνῶσι» (136). Προς υποστήριξη των θέσεών του, ο Βηλαράς αναφέρει ότι όλα τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης «παραδηνουν ολες τες επηστημες ... τους στη φησηκη τους γλοσα» (Βλαχογιάννης 211) και τάσσεται ρητά υπέρ της χρήσης ακόμη και ιδιωματικών λέξεων και εκφράσεων. 266 Σε αντίθεση με άλλες περιοχές, στα Επτάνησα δεν προκλήθηκαν μεγάλες εντάσεις ούτε σημειώθηκαν προστριβές με αφορμή τη γλώσσα, παρότι το ζήτημα απασχόλησε τους πάντες σχεδόν για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Όντας σε επαφή ήδη από τον ύστερο Μεσαίωνα με τον ανεπτυγμένο δυτικό πολιτισμό, και ιδίως την ιταλική γλώσσα, οι Επτανήσιοι δεν παγιδεύτηκαν σε κανένα γλωσσικό δίπολο. Το επισημαίνει άλλωστε και ο Παλαμάς, με αφορμή την εγκωμιαστική του κριτική για το μεταφραστικό έργο του Πολυλά: [η] φιλοσοφικὴ ἰδιότης τοῦ πνεύματος αὐτοῦ [του Πολυλά] ἀναδεικνύεται εἰς τὸν ἀγῶνά του τὸν πολύχρονον, τὸν ἀπεγνωσμένον σχεδὸν, τῆς διὰ τῆς μεταφράσεως τῶν κλασσικῶν ἀριστουργημάτων διαμορφώσεως τῆς νεωτέρας ἑλληνικῆς· τὸ ὅτι δὲν ὠπισθοχώρησε φρικιῶν πρὸ τῆς ἐπικρατούσης γλωσικῆς ἀναρχίας, τὸ ὅτι δὲν ἀφέθη τυφλὸς νὰ παρασυρθῇ ἀπὸ τὴν ἐπιβολὴν καὶ τὴν ἕξιν τῆς καθαρευούσης· τὸ ὅτι δὲν ἠρκέσθη εἰς τὸν πρωτόγονον τύπον τῆς ἀφελοῦς δημοτικῆς γλώσσης, ἀλλ’ ὡνειροπόλησε καὶ μεγαλοτόλμως ἀνέλαβε τὴν βαθμηδὸν δημιουργίαν νέου γλωσ-
266
Ο Βηλαράς ισχυρίζεται σχετικά με τη χρήση του ιδιώματος των Ιωαννίνων: «γραφο γιανιοτηκα κε αγαπο καλητερα να ξηγιουμε σε μια γλοσα οπου ομηλοντας κε γραφοντας καταλαβενο τη ομηλο κε τη γραφο, παραστενοντας τες ηδεες μου ο,τη λογης γενιουντε ης το κεφαλη μου, παρα να ξηγιουμε σε μια γλοσα οπου δεν ηνε ουτε δηκη μου, ουτε κανενος εθνου ζοντανου, κε να βιαζομε να προσαρμοζο τες ηδεες μου ης το ηφος εκηνης, κε οταν μου ληπη το ηφος, ν’ αφηνο τες ηδεες μου χορης να τες παραστησο, ή να τες παραστησο σε τροπον, οπου εγο ο ηδιος παλη να τες καταλαβενο κε οχη αλος, οπου θα ηπη να τες εχο’ ς το μιαλο μου» (στο Βλαχογιάννης, «Γιὰ τὴ Μελέτη τῆς Ἐθνικῆς Γλώσσας. Η Φηλολογηκες Γραφες του Βηλαρα» 192· και στο Βηλαρᾶς, «‘Φιλολογικὲς γραφὲς’ τοῦ Ψαλίδα καὶ τοῦ Βηλαρᾶ» 79).
141
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
σικού τύπου, ἀξίου τῆς τέχνης καὶ ἀξίου τοῦ ἔθνους (Ἅπαντα Τόμ. 2, 90-91). 267
Αντίθετα, είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν τη δημοτική και να συμβάλουν στην ανάπτυξη και αξιοποίησή της, ενσωματώνοντας φυσικά λέξεις από τα ιδιώματα των Επτανήσων καθώς και ορισμένες πιο λόγιες εκφράσεις. Επιπλέον, τα μέτρα που κυριαρχούσαν στη Δύση αποτελούσαν πόλο έλξης για τους Επτανήσιους και η «προσαρμογὴ [τους] πρὸς τὰς ἀπαιτήσεις τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης» ήταν ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της Επτανησιακής ποίησης (Ζώρας, Επτανησιακά Μελετήματα Α΄ 88). 268 Πράγματι, οι επτανήσιοι ποιητές υποστήριξαν τη δημοτική γλώσσα όχι μόνο για τη δημιουργία πρωτότυπων έργων, αλλά και για τις μεταφράσεις τις οποίες πραγματοποίησαν. Ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, χρησιμοποίησαν τις μεταφράσεις ξένων αριστουργημάτων ή αρχαίων ελληνικών κλασικών έργων ως μέσο στήριξης της δημοτικής και ανάδειξης της εκφραστικής της επάρκειας στο γραπτό λόγο. 269 Το γεγονός αυτό αποδεικνύ267
Βλ. επίσης στο Πολυλάς, Η Φιλολογική μας Γλώσσα 46. Όπως επισημαίνει μεταξύ άλλων ο Ζώρας, η Επτανησιακή Σχολή «ἔθεσεν αὕτη πρώτη τὰ θεμέλια τῆς νεωτέρας λογοτεχνίας μας, ἀναδείξασα τοὺς μεγαλυτέρους ποιητὰς τῆς Νεοελληνικῆς ἐποχῆς» (Επτανησιακά Μελετήματα Α΄ 11). Ο Παλαμάς, επίσης, αναφέρεται στο γεγονός ότι οι Επτανήσιοι είναι αυτοί που ανέπτυξαν την ποίηση την κρίσιμη χρονική περίοδο από το 1857 έως το 1877: «ἡ Ποίησή μας … δὲν ἄνθιζε παρὰ στὰ Ἑφτάνησα» («Ποιητικὴ Τέχνη καὶ Γλῶσσα» 1). 269 Η επισήμανση αυτή γίνεται από όλους σχεδόν τους μελετητές της Επτανησιακής Σχολής. Ο Κώστας Δαφνής, μεταξύ άλλων, υπογραμμίζει ότι «ἡ μεταφραστικὴ προσπάθεια σὰν ὄργανο πολιτιστικῆς ἀνυψώσεως τοῦ λαοῦ [και] ἡ αὐστηρὴ προσήλωση στὸ ἰδανικὸ τοῦ δημοτικισμοῦ» είναι δύο από τα βασικά χαρακτηριστικά της Κερκυραϊκής Σχολής (για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Δαφνῆ, Κώστα. «Προλεγόμενα.» στο Δεντρινοῦ, Εἰρήνη. Ἡ Κερκυραϊκὴ Σχολὴ. Κέρκυρα: χ. ό., 1953. 6. Τυπ.· σχετική αναφορά γίνεται και στο Καραγιώργου, Πάνου. «Οἱ Μεταφράσεις τῆς Ἑπτανησιακῆς Σχολῆς (Γραμματολογικὸ Διάγραμμα).» Δελτίον τῆς Ἰονίου Ἀκαδημίας. Τόμ. Β΄. Ἀφιέρωμα στὴ Μνήμη τοῦ Λίνου Πολίτη. Κέρκυρα: Κέντρον Ἐρεύνης καὶ Διεθνοῦς Ἐπικοινωνίας “Ἰόνιος Ἀκαδημία”, 1986. 320. Τυπ. Την παραπάνω άποψη είχε εκφράσει νωρίτερα και ο Γεράσιμος Σπαταλάς, τονίζοντας ότι οι λογοτέχνες της «σολωμικής σχολής και οι διάδοχοί της» θεώρησαν ότι με τη μετάφραση ξένων αριστουργημάτων θα μπορούσαν ν’ ανταποκριθούν στα σημαντικά ζητήματα της εποχής, καθώς, παράλληλα «μὲ τὴν Ἐθνική ... ἀπελευθέρωσι, ... ἐγεννήθηκε ἀμέσως ἡ ἀνάγκη τῆς πνευματικῆς μας ἀναγέννησης [και] συγχρόνως καὶ 268
142
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
εται και μέσω των θέσεων και των έργων επτανήσιων ποιητών-μετα– φραστών τους οποίους μελετά η παρούσα εργασία, όπως λ.χ. του Πολυλά και του Μαβίλη. Ο Πολυλάς υποστήριζε με θέρμη τη δημοτική 270 και πίστευε ότι η φιλολογική γλώσσα, η γλώσσα της λογοτεχνίας δεν θα έπρεπε να διαφέρει από την κοινώς ομιλουμένη: 271 «[α]νήκομεν ἀπ’ ἀρχῆς εἰς τὴν τὸ γλωσσικὸ ζήτημα» [Σπαταλᾶς, Γεράσιμος. «Ὁ Γεώργιος Καλοσγοῦρος σα Μεταφραστὴς.» Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια 119 (26 Φεβρουαρίου 1928): 4. Τυπ.]. Ενδιαφέρον είναι και το άρθρο του Αρσένη Γεροντικού για το μεταφραστικό έργο των επτανήσιων λογίων· βλ. σχετικά στο Γεροντικοῦ, Ἀρσένη. «Τὸ Μεταφραστικὸ Ἔργο τῆς Ἑπτανησιακῆς Σχολῆς.» Κερκυραϊκὰ Χρονικὰ 2 (1952): 31-33. Τυπ. 270 Ο Πολυλάς εξαίρει τις δυνατότητες της δημοτικής. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι επαινεί τη μετάφραση της «Λεονώρας» του G. A. Bürger από το Μαβίλη κυρίως λόγω της χρήσης της δημοτικής, ενώ δεν είναι ικανοποιημένος με την απόδοση του συγκεκριμένου ποιήματος από τον Άγγελο Βλάχο, η οποία θεωρεί ότι υστερεί λόγω γλώσσας (βλ. σχετικά στο Βαλέτας, Πολυλᾶς. Ἅπαντα. Τὰ Λογοτεχνικὰ καὶ Κριτικὰ 274-281∙ στο Μαβίλης, Λορέντσος. Άπαντα. Επιμ. Μαντουβάλου Μαρία. Τόμ. 1. Αθήνα: Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων, 1969. 124-132. Τυπ.∙ στο Πολυλάς, Ιάκωβος. Η Φιλολογική μας Γλώσσα. Επιμ. Μπαλάσκας Κώστας. Αθήναι: Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφέλιμων Βιβλίων, 2005. 149-153. Τυπ.). Ένα από τα επιχειρήματα του Πολυλά για την υποστήριξη της δημοτικής είναι ότι «[κ]άθε γλῶσσα νέα κατάγεται ἀπὸ ἄλλην, ἡ ὁποία ἀπὸ τὸ ἀνώτερον σημεῖον τῆς ἀναπτύξεως καὶ τῆς καλλιεργείας βαθμηδόν ἔχει καταντήσῃ εἰς ἀποσύνθεσιν· τὸ παράγωγον ἐκεῖνο ἰδίωμα, πρὶν ἢ ἀποκτήσῃ τὰς ἀπαιτουμένας ἰδιότητας διὰ νὰ χρησιμεύσῃ καὶ αὐτὸ ὡς ὄργανον ἁρμόδιον εἰς τὰς πνευματικὰς ἀνάγκας, διατρέχει μακρὺ στάδιον βλαστήσεως καὶ μορφώσεως, ὅπου παθαίνει ἀνεπαισθήτως πολλὰς διαδοχικὰς ἀλλοιώσεις, ὀργανικὰς καὶ φωνητικάς, αἱ ὁποῖαι μεταβάλλουν τὸν ἀρχικόν χαρακτῆρά του, ἀλλὰ εἰς βαθμόν ἀνάλογον πρὸς τὸν τρόπον τῆς γενέσεὼς του» («Περὶ Γλώσσης» 257). Παρόμοια είναι και η θέση του Humboldt ο οποίος ισχυρίζεται ότι: «όταν μια παλαιότερη γλώσσα παρακμάζει, μια νεότερη γεννιέται» (βλ. στο Πολυχρονάκης, Δημήτρης. Ο Κριτικός Ιδεαλισμός του Ιάκωβου Πολυλά. Ερμηνευτική Παρουσίαση του Αισθητικού και του Γλωσσικού του Συστήματος. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2002. 274. Τυπ.∙ καθώς επίσης στο πρωτότυπο έργο Humboldt, von Wilhelm. Werke: In Fünf Bänden. Stuttgart: J. G. Cotta, 1960. 299. Print.). 271 «Δύο ἀπαιτοῦνται στοιχειώδη προσόντα εἱς τὴν φιλολογικὴν γλῶσσαν· νὰ εἶναι κανονική, δηλαδὴ γραμματικῶς ὡρισμένη, καὶ νὰ εἶναι νοητὴ εἰς τὴν ὁλομέλειαν τοῦ ἔθνους· ἡ ἔλλειψις καὶ τῶν δύο τούτων συστατικῶν εἶναι γνώρισμα βαρβαρότητος· ἡ ἔλλειψις τοῦ ἑνὸς ἢ τοῦ ἄλλου τὴν καθιστάνει ἀνίκανον νὰ ἐκπληρώσῃ τὸν προορισμόν της, τὴν ἐξημέρωσιν καὶ τὸν φωτισμὸν τῆς κοινωνίας· ἀκανόνιστος, δὲν δύναται νὰ χρησιμεύσῃ οὔτε εἰς ἀκριβῆ νοημάτων παράστασιν, οὔτε εἰς ζωηρὰν αἰσθημάτων ἔκφρασιν· διάφορος πολὺ ἀπὸ τὴν κοινῶς ὁμιλουμένην, δὲν ἀποτείνεται εἰς τὴν καρ-
143
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
σχολὴν, ἡ ὁποία πρεσβεύει ὅτι ἡ γραπτὴ γλῶσσα, διὰ νὰ ἐκπληρώσῃ τὸν προορισμόν της, δὲν πρέπει νὰ διαφέρῃ οὐσιωδῶς ἀπὸ τὴν κοινῶς ὁμιλουμένην» («Προοίμιον Ἁμλέτου» δ’). 272 Αναγνώριζε, βέβαια, ότι για την επικράτηση της δημοτικής χρειάζονταν εντατικοί αγώνες στον ελληνόγλωσσο χώρο: «ἡ ρύθμισις τῆς γλώσσης εἰς ὄργανον κανονικὸν καὶ διαφανὲς γενικῆς ζωντανῆς συνεννοήσεως, μὲ ἄλλας λέξεις ἡ μετάβασις ἀπὸ τὴν φύσιν εἰς τὴν τέχνην, δὲν εἶναι ἔργον ἀτόμων … ἡ ἀληθῶς ἐθνική γλῶσσα ὑποθέτει μεγάλα ἐθνικὰ κέντρα» (δ’). Τις γλωσσικές επιλογές273 του Πολυλά τις επικρότησαν πολλοί. 274 Ο Μαβίλης, π.χ., μαθήτευσε 275 δίπλα στον Πολυλά και επηρεάστηκε έντονα από τις ιδέες, τις θέσεις και το έργο του. Πιστεύοντας απόλυτα στις δυνατότητες της δημοτικής, υποστήριξε ότι είναι η γλώσσα που πρέπει να χρησιμοποιείται στο γραπτό λόγο και σε κάθε είδος κειμένου. Είναι γνωστή άλλωστε η ομιλία του στη Βουλή των Ελλήνων 276 όπου σε μια ύστατη
δίαν, εἱς τὴν ἀντίληψιν καὶ εἰς τὴν διάνοιαν τοῦ λαοῦ, καὶ πάλιν δὲν δὺναται νὰ μεταδίδῃ γνώσεις καὶ ἰδέας» (Πολυλάς, Η Φιλολογική μας Γλώσσα 126-127). Βλ. επίσης το γράμμα του Πολυλά προς τον Κάρολο Μάνεση (22 Απριλίου 1854), όπου αναφέρεται στις ανησυχίες του για τη γλώσσα του έθνους (όπως περιλαμβάνεται στο Βαλέτας, Πολυλᾶς. Ἅπαντα. Τὰ Λογοτεχνικὰ καὶ Κριτικὰ 499). 272 Την άποψη αυτή ασπάζεται και ο Κλέων Παράσχος, για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Παράσχος, Ἀνθολογία τῆς Εὐρωπαϊκῆς καὶ Ἀμερικανικῆς Ποιήσεως 8. 273 Για τη γλωσσική θεωρία του Πολυλά και την απήχηση που είχε στους υπόλοιπους επτανήσιους ποιητές βλ. στο Γαραντούδης, Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός 373414. 274 Παρά τα εγκωμιαστικά του σχόλια για το μεταφραστικό έργο του Πολυλά, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Παλαμάς δεν ασπάστηκε τις γλωσσικές επιλογές του επτανήσιου λογίου στο σύνολό τους (βλ. σχετικά στο Κριαράς, Εμμανουήλ. Κωστής Παλαμάς. Ο Αγωνιστής του Δημοτικισμού και η Κάμψη του. Αθήνα: Εκδ. Γκοβόστη, 1997. 52-53, 96. Τυπ.· και στο Γαραντούδης, Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός 397-399). 275 Βλ. ενδεικτικά για τη σχέση του Μαβίλη με τον Πολυλά στο Μαντουβάλου, Μαρία. Ανέκδοτος Αλληλογραφία Πολυλά–Μαβίλη. Αθήναι: χ.ό., 1969. Τυπ.· στο Μαβίλης, Λορέντσος. Τα Έργα. 2η έκδ. Αλεξάνδρεια: Βιβλιοπωλείο και Εκδόσεις των «Γραμμάτων», 1923. 8-10, κ.ε. Τυπ.· στο Δεντρινοῦ, Ἡ Κερκυραϊκὴ Σχολὴ 14-15· στο Σπαταλάς, Η Στιχουργική Τέχνη 94· κ.α. 276 Ο Μαβίλης μίλησε στη συνεδρίαση της Βουλής της 26ης Φεβρουαρίου 1911 για το γλωσσικό ζήτημα (για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Μαβίλη, Λορέντζου. Ἅπαντα. Κριτικὴ ἀνάλυσις Κωστῆ Παλαμᾶ. Ἀθήνα: Ἐκδοτικός Οἶκος Ε.ΠΑ.Β., χ.χ. 179-186. Τυπ.· και στο Μαβίλης, Τα Έργα 188-198).
144
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
προσπάθεια υποστήριξης της καθομιλουμένης και όσων την χρησιμοποιούσαν δήλωσε ότι δεν υπάρχει χυδαία γλώσσα, υπάρχουν μόνο χυδαίοι άνθρωποι «καὶ ὑπάρχουσι πολλοὶ χυδαῖοι ἄνθρωποι ὁμιλοῦντες τὴν καθαρεύουσαν» (Άπαντα 181-182). Μάλιστα, η κριτική που δέχτηκε η μετάφραση της Οδύσσειας από τον Πολυλά ήταν η σκανδάλη που πυροδότησε την αντίδραση του Μαβίλη και μέσω των δηλώσεων συμπαράστασής του τοποθετήθηκε γλωσσικά για τη μετάφραση. Όπως τονίζει και ο Ζώρας, οι επτανήσιοι «λογοτέχναι δὲν ἀρκοῦνται ἁπλῶς εἰς τὴν χρῆσιν τῆς δημοτικῆς, ἀλλὰ πεπεισμένοι περὶ τῆς ὡριμότητος καὶ τῆς ἀνάγκης ἐπικρατήσεως αὐτῆς, ἀναλαμβάνουν καὶ τὴν θεωρητικὴν ὑποστήριξίν της, προβάλλοντες λόγους αἰσθητικούς, ἱστορικοὺς καὶ ἐπιστημονικούς» (Ἑπτανησιακὰ Μελετήματα Α΄ 73). Επομένως, η μεταφραστική ενασχόληση των ποιητών αποτέλεσε πηγή έντονου διαλόγου σε επίπεδο γλωσσικό, λογοτεχνικό και συνακόλουθα κοινωνικό. Υπέρ της δημοτικής ήταν φυσικά και ο Παλαμάς, ο οποίος, αναφερόμενος στις μεταφράσεις των ποιημάτων του Sully Prudhomme, δηλώνει ότι «[ί]σως καὶ μὲ τὴ χάρη τῆς δημοτικῆς μας τοῦ βάζεται παραπανιστὰ κάτι σὰ ζωογόνο χρῶμα ποὺ λείπει ἀπὸ τὸ πρωτότυπο» (Ξανατονισμένη Μουσική 15). Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Παλαμάς στις μεταφράσεις, όπως και στα πρωτότυπά του έργα, είναι η δημοτική, με χρήση ορισμένων μόνο λέξεων και τύπων της καθαρεύουσας (Ἑστία 37.26, 407). Ωστόσο, ακόμη και οι λέξεις τις οποίες χρησιμοποιεί από την καθαρεύουσα είναι λέξεις τις οποίες χρησιμοποιεί ο ίδιος ο λαός, οπότε δεν ξεφεύγει από την υποστήριξη της δημοτικής. Η δήλωσή του ότι «[η] ἐξήγησις τοῦ ‘dans ta pâleur’ μὲ τὸ ‘φεγγαροπρόσωπη’, προκειμένου περὶ τῆς Ὑπατίας, εἶνε θρίαμβος τῆς δημοτικῆς» (401), δεν αφήνει περιθώριο διαφορετικής σκέψης ως προς τις γλωσσικές προτιμήσεις του Παλαμά. Αναφορικά μάλιστα με την ενδογλωσσική μετάφραση, ο Παλαμάς δηλώνει: ἀνεξάρτητ’ ἀπὸ τὴν τέχνη τοῦ μεταφραστῆ, ἡ δημοτικὴ μας γλώσσα εἶναι χίλιες φορές πιὸ ἐπιτήδεια ἀπὸ κάθε ἄλλη ξένη γλῶσσα, καὶ εἶναι ἀσύγκριτα καμωμένη γιὰ νὰ μᾶς ξαναπαρουσιάζῃ ξανανιωμένους τοῦς ἀρχαίους μας. Γιατὶ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀρχαῖα δυνάμει, ὅσο κι’ ἀν σοφά τὴν ἄλλαξαν οἱ φυσικοὶ νόμοι· γιατὶ καθὼς εἶναι ζωντανὴ γλῶσσα, πιασμένη ἀπὸ τὴν ἀναλυτικὴ καθαρότητα τῶν νέων γλωσσῶν, κρύβει μαζὶ καὶ τὴ συνθετικὴ χάρη τῆς ἀρχαῖας … Εἶναι ἡ γλῶσσα ποῦ ἀπὸ τὸν καιρό τοῦ Βηλαρᾶ ὡς τοῦ Πάλλη τὸν καιρό,
145
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ἔχουμε μ’ αὐτὴ τὰ μόνα καλλιτεχνικὰ, καὶ ὅχι σχολαστικά, μεταφραστικά μνημεῖα τῶν ἀρχαῖων (Ο Νουμάς 66, 3).
Δεν θα μπορούσε να καταστεί πιο σαφής η στήριξή του της δημοτικής ως γλώσσας όχι μόνο της μετάφρασης αλλά και της λογοτεχνίας. Μάλιστα, με στόχο να ενισχύσει το επιχείρημα του σχετικά με τις δυνατότητες της δημοτικής, παραπέμπει στην άποψη του Βουτιερίδη σύμφωνα με την οποία «μονάχα ἡ γλῶσσα ποῦ μιλᾶμε κ’ εἶναι ριζωμένη μέσα μᾶς μπορεῖ νὰ μᾶς κάνει πάλε φανερὰ τὰ πλοῦσια κάλλη καὶ τὴ δύναμη ποῦ [sic] κλεῖ ἡ ἀρχαία φιλολογία μας. Λίγη καλὴ θέληση χρειάζεται γιὰ νὰ καταλάβει καθένας, πῶς ταιριάζει ὅλη ἡ ἀρχαία ποίηση μὲ τὴ σημερινὴ γλῶσσα τοῦ λαοῦ καὶ πόσο συγκρατητὲς [sic] εἶναι οἱ δυὸ γλῶσσες» (3). 277 2.9 Ο Στόχος των Ποιητών ως Μεταφραστών Οι περισσότεροι έλληνες ποιητές δεν παρέλειψαν να διατυπώσουν το στόχο τους ως μεταφραστών, δηλώνοντας με σαφήνεια στο αναγνωστικό κοινό τι επιθυμούσαν να προσφέρουν με τη μετάφραση ή μεταφράσεις τις οποίες πραγματοποιούσαν. Όσον αφορά το Βηλαρά, ο στόχος του ως μεταφραστή φαίνεται πως είναι κατά βάση κοινωνικός. Άλλωστε ο (εκ)παιδευτικός χαρακτήρας των μεταφρασμάτων του δηλώνεται ρητά στον πρόλογο της μετάφρασης της Βατραχομυομαχίας, όπου αναφέρει ότι το έργο «εἶναι ἐξαίρετο γιὰ τὰ παιδιά». Η στάση αυτή, βέβαια, θυμίζει την παλιότερη πρακτική του Σοφιανού, ο οποίος, όπως παρουσιάστηκε στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας, επίσης υποστήριζε την ανάγκη παραγωγής μεταφράσεων στην καθομιλουμένη για ουσιαστική ωφέλεια του αναγνώστη. Στόχος του Βηλαρά με τη μετάφραση της Βατραχομυομαχίας ήταν επιπλέον να προσφέρει ένα έργο το οποίο θα μπορέσουν οι αναγνώστες ν’ απολαύσουν: «ἀναγνῶστε μὲ
277
Στο ίδιο πνεύμα, ο Αντώνης Δεκαβάλλες αναφέρει ότι η «γλώσσα ἐξελίσσεται, καὶ ἡ ἐξέλιξή της χρειάζεται νὰ συνδυάσει ἁρμονικὰ τὰ προαιώνια θησαυρίσματά της καὶ τὶς νέες της προσκτήσεις» (Τέσσερα Κουαρτέτα 31). Την άποψη αυτή φαίνεται πως συμμερίζεται και ο Τάκης Βαρβιτσιώτης, σύμφωνα με τις τοποθετήσεις του για τη μεταφορά ποιημάτων του Mallarmé στην ελληνική γλώσσα (για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Βαρβιτσιώτης, Τάκης. Ποιήματα Stéphane Mallarmé. Ἀθήνα: Ἐκδ. Ἁρμός, 1999. 15. Τυπ.).
146
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
προσοχὴ καὶ σᾶς βεβαιόνω, πῶς θέλα βρῆτε εὐχαρίστησι...ὑγιαίνετε» (Ποιήματα 136). Οι θετικές επιδράσεις της μετάφρασης στον πολιτισμό-υποδοχής ήταν ένα από τα βασικά επιχειρήματα υποστήριξης της μετάφρασης κυρίως από τους επτανήσιους ποιητές-μεταφραστές, οι οποίοι πίστευαν ότι τα μεταφρασμένα ποιητικά έργα θα καλύψουν εν μέρει το κενό 278 της απουσίας σημαντικών πρωτότυπων λογοτεχνικών έργων, καθώς επίσης και ότι θα αποτελέσουν πρότυπα για τη συγγραφή πρωτότυπων έργων. 279 Η πεποίθηση, λοιπόν, του Πολυλά ότι οι μεταφράσεις σπουδαίων λογοτεχνικών έργων θα μπορούσαν να συνδράμουν όχι μόνο στην εδραίωση της καθομιλουμένης, αλλά και στην ανάπτυξη της νηπιάζουσας, όπως την αποκάλεσε και ο Αφεντούλης, νεοελληνικής «φιλολογίας» 280 (23), δικαιολογεί την 278
Βλ. σχετικά και στο Καραντώνης, Ὁ Ποιητής Γιώργος Σεφέρης 285. Στον πρόλογο της μετάφρασης των Τάφων του Foscolo, ο Καλοσγούρος αναφέρεται σε μια άποψη του Πολυλά, η οποία αφορά τον εκπεφρασμένο στόχο όλων των Επτανήσιων: «[Με τις μεταφράσεις] ἀποζητούσαμε τὰ καλὰ ξένα στοιχεῖα, ὄχι βέβαια γιὰ ν’ ἀρνηθοῦμε τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ “γιὰ νὰ τὰ πάρουμ’ ἐλεύθερα, συγχωνεύοντάς τα μὲ τὰ δικά μας, ὅσο ἀρκεῖ γιὰ νὰ ξετυλιχθοῦν αὐτὰ τελειότερα”» [«Προλεγόμενα εἰς τοὺς ‘Τάφους’» (104), όπως περιλαμβάνεται στο Φώσκολου, Οὕγου. Οἱ Τάφοι. Μτφρ. Γεώργιου Καλοσγούρου. Ἐν Ἀθήναις: Ἐκδοτικός Οἶκος “Ἑλευθερουδάκης”, 1927. 102-134. Τυπ. (είχε πρωτοδημοσιευτεί στα «Προλεγόμενα» στη μετάφρασή του «Οἱ “Τάφοι τοῦ Φωσκόλου”» στο περιοδικό Η Τέχνη 7 (Μάιος 1899): 167-169, 167. Τυπ.), αλλά περιλαμβάνεται και στο Δαφνή, Κώστα. επιμ.–εισαγ.– σχόλ. «Καλοσγούρου Γεωργίου Κριτικά Κείμενα.» Κερκυραϊκά Χρονικά 18 (1986): 103-122, 106. Τυπ.]. Ορισμένοι από τους σημαντικότερους Επτανήσιους λογοτέχνες του 19ου και 20ού αιώνα υποστήριξαν από κοινού τις αντιλήψεις τους όχι μόνο για το γλωσσικό ζήτημα, αλλά και για τη σημασία της μετάφρασης στη λογοτεχνική παραγωγή του τόπου, στο «Πρόγραμμα Ἐθνικῆς Γλώσσης» το οποίο συνέταξαν. Έκριναν, λοιπόν, απαραίτητη τη συμπερίληψη «πεζ[ών] καὶ ἐμμέτρ[ων] μεταγλωττίσ[εων[ ἀπὸ διάφορ[ες] φιλολογί[ες], μὴ ἐξαιρουμένης τῆς σανσκριτικῆς» στο περιοδικό “Ἐθνικὴ Γλῶσσα”. Το Πρόγραμμα υπογράφουν οι: Ιάκωβος Πολυλάς, Γεράσιμος Μαρκοράς, Κάρολος Μάνεσις, Στέλιος Χρυσομάλης, Γ. Καλοσγούρος, Α. Κεφαλληνός, Ν. Κογεβίνας, Λ. Μαβίλης (βλ. στο Βαλέτας, Πολυλᾶς. Ἅπαντα. Τὰ Λογοτεχνικὰ καὶ Κριτικὰ 201). Αξίζει να αναφέρουμε, παρ’ όλα αυτά, ότι το περιοδικό δεν εκδόθηκε ποτέ. 280 Καλοσγοῦρος, Γεῶργιος. Κριτικαὶ Παρατηρήσεις Περὶ τῆς Μεταφράσεως τοῦ Ἁμλέτου (Ι. Πολυλᾶ). Ἐν Ἀθήναις: Τυπογραφεῖον Α. Παπαγεωργίου, 1891. 23. Τυπ. [και στο Παρνασσός 13.9 (1890): 502-508. Τυπ.]. 279
147
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
επιθυμία του να ενσωματωθούν στη νεοελληνική γλώσσα αριστουργήματα ξένων λογοτεχνιών, αλλά και της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Είναι χαρακτηριστική η δήλωσή του ότι οι ποιητικές μεταφράσεις είναι ικανές: νὰ συντελέσουν εἰς ἐξημέρωσιν καὶ ἐξευγενισμὸν τῆς γλώσσης καὶ εἰς μόρφωσιν τῆς καλαισθησίας, κυρίως ὅταν, εἰς τὴν φιλολογικὴν ἀπορίαν τοῦ ἔθνους, σπανίζουν τὰ πρωτότυπα δημιουργήματα. Καὶ τοῦτο ἀληθεύει ἰδίως ὅταν μία φιλολογία, καθὼς ἡ ἰδική μας, μεταβαίνῃ ἀπὸ τὴν παιδικὴν εἰς τὴν νεανικὴν ἡλικίαν της, εἰς τὴν κρίσιμον ἐκείνην ἐποχήν, ὅπου κινδυνεύει νὰ πάθῃ ἀπὸ μαρασμόν, ἐάν στερῆται ἀρκετῆς καὶ ἐκλεκτῆς πνευματικῆς τροφῆς [Ἑστία ΛΑ΄ (1891): 148].
Οι μεταφράσεις σεξπιρικών έργων που πραγματοποίησε αποδεικνύουν ακράδαντα τη θέση του αυτή. Όπως συνάγεται και από το δοκίμιο «Περί Γλώσσης» του Πολυλά, στόχος του ως μεταφραστή είναι η ενίσχυση της «εθνικής» λογοτεχνικής παραγωγής, ο εξευγενισμός και ο εμπλουτισμός της γλώσσας μέσω της πραγματοποίησης μεταφράσεων και, ταυτόχρονα, η καθιέρωση ενός ενιαίου γλωσσικού τύπου, αυτού της δημοτικής (Ἑστία 17, 262). Έχοντας ως πρότυπο τις μεταφράσεις των ομηρικών επών από το Voss και το Monti, οι οποίες κατέστησαν γνωστό τον Όμηρο στο αναγνωστικό κοινό των χωρών τους, αλλά και συνέβαλαν τα μέγιστα στην ανάπτυξη των «εθνικών» λογοτεχνιών της Γερμανίας και Ιταλίας αντίστοιχα 281 (148), πίστευε ότι το ίδιο μπορούσε να συμβεί και στην Ελλάδα: ἠθελήσαμεν … νὰ δοκιμάσωμεν ἐὰν ἡ γλῶσσά μας, ὁποίαν ἡμεῖς τὴν ἐννοοῦμεν, δύναται νὰ παρουσιασθῇ καλοπρόσωπος εἱς τὴν προσπάθειαν νὰ ἀντιπαραστήσῃ τὴν ὡραιότητα ἐξαισίου πρωτοτύπου, μὲ τὸ νὰ προσπεράσῃ ἀβίαστα ὅσας δυσκολίας ἀπαντᾷ ὁ μεταφραστὴς εἰς τὴν συντομίαν τῆς εἰς τὸ ἄκρον συνθετικῆς γλώσσης τῶν Λατίνων, εἰς τὴν γλαφυ281
Η Madame de Staël στο δοκίμιο “De l’Esprit des Traductions” (1816) επαινεί την ιταλική μετάφραση του Ομήρου από τον Monti «ως τη μοναδική μέσα στην Ευρώπη που πέτυχε να αναδημιουργήσει πιστά το πρωτότυπο κείμενο χωρίς να προδώσει τη σύγχρονη ευαισθησία», ενώ ταυτόχρονα προβαίνει και σε εγκωμιαστικά σχόλια για τη μετάφραση των Ομηρικών επών από το Voss (όπως παρατίθεται από τον Πολυχρονάκη στο έργο Ο Κριτικός Ιδεαλισμός του Ιάκωβου Πολυλά. Ερμηνευτική Παρουσίαση του Αισθητικού και του Γλωσσικού του Συστήματος 58).
148
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
ρότητα καὶ εἰς τὴν ἀκρίβειαν τῆς φράσεως, εἰς τὴν σοφὴν κατασκευὴν τῶν διστίχων, ὅπου ἡ συμμετρία καὶ ἡ χάρις, δύο φαινομενικῶς ἀσυμβίβαστοι ἰδιότητες, συνυπάρχουν καὶ ἀντιβοηθοῦνται, ὅπου ἡ τέχνη παρακολουθεῖ τὴν ἀφέλειαν καὶ ἡ ἀφέλεια τὴν τέχνην (148).
Την ίδια πεποίθηση τρέφει και ο Μαβίλης, καθώς, όπως αναφέρει σε μια επιστολή του στο φίλο του Bringheti: Καὶ εἰς ἄλλας Λογοτεχνίας ἡ μετάφρασις ξένων ἔργων ἔσχε μεγάλην ἐπίδρασιν ἐπὶ τὴν ἐξέλιξιν τῆς λογοτεχνικῆς γλώσσης καὶ τῆς ἐθνικῆς παραγωγῆς, εἰς δὲ τὴν Ἑλλάδα ἡ ἐπίδρασις αὔτη ὑπῆρξε σημαντικὴ. Εἶναι δὲ προνόμιον τῶν Κερκυραίων λογοτεχνῶν ὅτι ἐθυσίασαν τὰς εὐκόλους δάφνας τῆς πρωτοτυπίας καὶ προετίμησαν νὰ προσφέρουν εἰς τὸ ἔθνος ἐκλεκτὰς μεταφράσεις κλασικῶν ἔργων παλαιῶν καὶ νεοτέρων, ἀναπτύσσοντες κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον τὸ λεπτὸν αἴσθημα καὶ τελειοποιούντες τὴν γλώσσα 282 (9).
Το ότι η νεοελληνική λογοτεχνία και φιλολογία επηρεάστηκαν από τη λογοτεχνία και τη φιλολογία ξένων χωρών και ότι αυτό επετεύχθη κυρίως μέσω των μεταφράσεων είναι πράγματι κάτι το οποίο αποδέχεται και 282
Παράθεμα από το Μαντουβάλου, Μαρία. Αλληλογραφία Μαβίλη-Brighenti. Αθήνα: χ.ό., 1968. 9. Τυπ.· βλ. επίσης στο Κουτσιβίτης, Θεωρία της Μετάφρασης 136· και στο Πολυχρονάκης, Ο Κριτικός Ιδεαλισμός του Ιάκωβου Πολυλά 314. Βλ. το πρωτότυπο γράμμα όπως παρατίθεται στα Έργα του Μαβίλη (203): “Anche in altre letterature il tradurre da opere straniere ebbe grande influenza sullo svolgimento della lingua letteraria e della produzione nazionale. In Grecia l’ influenza ne èstata considerevole ed è un merilo dei letterati corfiotti di aver sacrificato i facili allori della originalità e preferito dare delle traduzioni magistrali di opere classiche antiche e moderne alla nazione, formandone così il buon gusto e perfezionandone la lingua.” Η επιστολή περιλαμβάνεται και στο Περάνθης, Μιχάλης. ἐπιμ. Μαβίλης. Ἅπαντα. Ἀθῆναι: Βιβλιοπωλεῖον Ν. Νίκας, 1960. 52-53. Τυπ.· καθώς επίσης και στο Κεντρωτής, «Η Μπαλάντα Lenore του Gottfried August Bürger και η Μετάφρασή της στα Ελληνικά από τον Λορέντζο Μαβίλη» 45. Επιπλέον, ο Μαβίλης υπογραμμίζει ότι δεν θα είναι πλήρης η εικόνα που θα δοθεί στους Ιταλούς μελετητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας «χωρὶς νὰ προστεθοῦν μερικὲς τουλάχιστον ἀπὸ τὶς καλύτερες μεταφράσεις τῆς Ἑπτανησιακῆς Σχολῆς» / “non credo che il quadro che Lei darà agli studiosi italiani della letteratura neoellenica sarà completo senza l’ aggiunta di alcune almeno delle migliori [traduzioni] della scuola settinsulare ionia” (Μαβίλη, Τα Έργα 203).
149
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
αναγνωρίζει και ο ίδιος ο Παλαμάς: «ἡ φιλολογικὴ ἱστορία ἐνὸς τόπου δὲν εἶναι παρὰ κομμάτι ἀπὸ τὴ φιλολογία τοῦ μεγάλου εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ» (Ο Νουμάς 317, 2). 283 Βέβαια, σύμφωνα με τον Παλαμά, στον ελληνόγλωσσο χώρο υπάρχουν παντού και πάντα ταμπού, και συνακόλουθα ταμπού υπάρχουν και σχετικά με τη μετάφραση. Μάλιστα αναφέρθηκε σε ορισμένα από αυτά με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο, υπογραμμίζοντας την έντονα αρνητική στάση που επικρατούσε σχετικά με τη μετάφραση εν γένει και με τη χρήση της δημοτικής στο γραπτό λόγο (Νέα Ζωὴ 489). Όσον αφορά στο προσωπικό του στόχο ως μεταφραστή, στο προλογικό σημείωμα της Ξανατονισμένης Μουσικής αναφέρεται στους ποιητές τους οποίους περιλαμβάνει στη συλλογή αυτή των μεταφράσεών του και ξεκαθαρίζει ότι πρόκειται για ποιητές τους οποίους αγαπά ο ίδιος και μέσω των οποίων αισθάνεται ότι ξεδιπλώνεται ένα μέρος του λυρικού του εαυτού: τò βιβλίο τοῦτο πολὺ περισσότερο θυμίζει, καὶ σκόρπια καὶ ἀσυγύριστα, κάποιους μου ἀγαπημένους ποὺ εἶχα μαζί τους περάσει, σὲ ὡρισμένες ὧρες μιᾶς ἀπόμερης ζωῆς, διαβατικὰ κατανυκτικὲς στιγμές. Τὸ διάβασμα λίγων στίχων μοῦ ἔφερνε τὴν ὄρεξη νὰ τοὺς κάμω δικούς μου … Ἑπαναλαμβάνω πὼς δὲν πρόκειτ’ ἐδῶ γιὰ κανένα ξεδιάλεγμα καὶ δείξιμο μεθοδικό· δὲ βάλθηκα τίποτε νὰ δείξω –πῶς νὰ τὸ ’πῶ!– ἀντικειμενικώτερα· δείχνω μόνο καὶ σ’ αὐτὰ κάτι σὰν ἀπόκομμα τοῦ λυρικοῦ ἑαυτοῦ μου (7, 11).
Στο ίδιο σημείωμα και με αφορμή την παρουσίαση της ποίησης του Sully Prudhomme δηλώνει: «ἀπὸ αὐτὸν ὅ,τι πῆρα δὲν εἶναι ὅσα συντελοῦν γιὰ νὰ γνωριστῇ καλύτερα, ὅσο εἶναι ἐκεῖνα ποὺ δείχνουν πὼς τ’ ἀγάπησα, γιὰ δικό μου λογαριασμό, ζωηρότερα» (15). Για ακόμη μία φορά τονίζει ο Παλαμάς ότι μεταφράζει έργα τα οποία αγάπησε ο ίδιος διαβάζοντάς τα στο πρωτότυπο, ενώ δοκιμάζει παράλληλα τη δημοτική και τις δυνατότη283
«μιὰ ζωοδότρα παράδοση, ἀπὸ καιρὸ τώρα καθιερωμένη στὴ νέα μας ποίηση, [είναι ο] πλουτισμ[ός] της κι ἀπὸ τῶν ἀρχαίων κι ἀπὸ τῶν ξένων τὰ περίφημα ἔργα, καὶ, κυριώτατ’, ἀπὸ τἀριστουργήματα τῆς ἀττικῆς τραγῳδίας, [ο] πλουτισμ[ός] της μὲ τὴ δημοτικὴ μας γλώσσα, ποὺ μᾶς προσφέρνεται γνωστικὰ κ’ ἐνθουσιαστικά, κρασὶ ἀκράτο, καὶ στὸ τυπικὸ καὶ στὸ συνταχτικὸ καὶ στὸ λεξικό της, ἀπὸ ἀνθρώπους κι ἀπὸ πλάστες τῆς ἀξίας Πολυλάδων καὶ Πάλληδων, Καλοσγούρου καὶ Θεοτόκη, Γρυπάρη καὶ Ποριώτη» («Τί Ἔγινε Γύρο σὲ μιὰ Μετάφραση» 487).
150
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
τές της. Οι μεταφραστικοί του στόχοι, δηλαδή, ήταν προσωπικοί και, ως ένα βαθμό, κοινωνικοί. 284 Οι αντοχές της γλώσσας και η δοκιμή της φαίνεται πως ήταν ο κύριος λόγος για τον οποίο μετέφραζε και ο Σεφέρης, σύμφωνα με τις δηλώσεις του στο βιβλίο των διαγλωσσικών του μεταφράσεων: «ἡ δουλειά πού συγκεντρώνω ἐδῶ εἶναι ἡ ἐπιλογή ἀπό μιά εὐρύτερη προσπάθεια πού ἔκαμα γιά νά δοκιμάσω τί μπορεῖ νὰ σηκώσει, στὰ χρόνια πού ἔζησα, ἡ γλώσσα μας. Ἐκτός ἀπό τό κίνητρο αὐτό, δεν ἔχει ἄλλον εἱρμό ἡ συλλογή αὐτή καί δέ θά ἦταν σωστό νά τῆς ἀποδοθεῖ ὁ σκοπός τῆς ἀνθολόγησης ἤ τῆς ἀξιολόγησης» (Αντιγραφές 7). Επιθυμούσε να ελέγξει ποιες είναι οι δυνατότητες της δημοτικής ή κοινής νεοελληνικής και το εάν έχει την απαραίτητη συγκινησιακή ή εκφραστική δύναμη ώστε να εκφραστούν τα λεπτεπίλεπτα νοήματα των πρωτότυπων έργων. Επίσης, στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης της Ἔρημης Χώρας ο Σεφέρης επισημαίνει ότι «[γ]ι’ αὐτὴν ... τὴν ἐργασία κινήθηκ[ε] ἀπὸ τὸν πόθο νὰ δοκιμάσ[ει] στὴ γλώσσα μας ὁρισμένους ρυθμοὺς ποὺ ἔτυχε νὰ [του] ἀρέσουν, καὶ ὁρισμένες δυσκολίες» (15). Το ίδιο εξομολογείται και στο «Β΄ Γράμμα σ’ έναν ξένο φίλο», όπου ισχυρίζεται ότι μετέφρασε την Ἔρημη Χώρα του Eliot για δύο λόγους: Πρῶτα, γιατὶ δὲν εἶχα ἄλλον τρόπο νὰ ἐκφράσω τὴ συγκίνηση ποὺ μοῦ ἔδωσαν· κι ἔπειτα γιὰ να δοκιμάσω τὴν ἀντοχὴ τῆς γλώσσας μου. Τώρα ποὺ τὸ σκέπτομαι, ὕστερα ἀπὸ δώδεκα χρόνια, νομίζω πὼς ἧταν μιὰ προσπάθεια ἀρκετὰ ἀστόχαστη, ποὺ κατὰ βάθος ὠφέλησε περισσότερο ἐμένα παρὰ τὸν ἀναγνώστη. Μὲ ἀνάγκασε τουλάχιστο νὰ σκάψω ἕνα ἀρκετὰ μεγάλο χωράφι τῆς ἀγγλικῆς λογοτεχνίας (στο Ἔλιοτ 51).
Ακόμη και αναφορικά με τις ενδογλωσσικές του μεταφράσεις, τουλάχιστον λαμβάνοντας υπόψη την εισαγωγή της μετάφρασης της Ἀποκάλυψης τοῦ Ἰωάννη και τα όσα δηλώνει ο Σεφέρης, συνάγεται ότι σκοπός του ήταν να εξετάσει τη νέα ελληνική και τη δυνατότητά της να μεταφέρει με επιτυχία αρχαία κείμενα. 285 Προσωπικοί λόγοι, επομένως, αλλά και 284
Βλ. ενδεικτικά στην υποσημείωση 221. Βλ. στο Σεφέρης, Γιῶργος. Ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη. Ἀθήνα: Ἴκαρος, 1966. 17. Τυπ. 285
151
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
λόγοι που συνδέονται με συλλογικές γλωσσικές πολιτικές φαίνεται πως ώθησαν το Σεφέρη στην ενασχόλησή του με τη μετάφραση. 286 Ο Σεφέρης, επίσης, επιθυμούσε με τις μεταφράσεις και, κυρίως, τις μεταγραφές του να προσφέρει κοινωνικό έργο. Όπως δηλώνει στο προλόγισμα της Ἀποκάλυψης: Τώρα, τὴ στιγμὴ ποὺ τυπώνεται τούτη ἡ μεταγραφή, νομίζω πὼς ἔχω τὸ χρέος νὰ προσθέσω ὅτι πῆρα τὴν ἀπόφαση γιατὶ πιστεύω πὼς ἡ ἐργασία μου προσφέρει κάτι στὴν κοινωνία ὅπου μ’ ἔταξε ὁ Θεός. Ἡ μεταφορὰ τῶν κειμένων αὐτῶν στὴ σημερινή μας γλωσσικὴ χρήση εἶναι ἀναγκαία γιατὶ τὸ δικαίωμα νὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ τὶς Γραφές, καθὼς καὶ τὸ δικαίωμα νὰ μαθαίνει σωστὰ τὴ γλώσσα του, τὸ ἔχει, πιστεύω, ὁ ἑλληνικὸς κόσμος ὁλόκληρος (Μεταγραφές 237-238).
Πέραν, ωστόσο, της εξέτασης της δημοτικής και του γλωσσικού ζητήματος, θα ήταν παράλειψη η μη αναφορά της πεποίθησης του Κακριδή για τη μορφωτική αξία της μετάφρασης, όπως καταγράφεται στον πρόλογο του Μεταφραστικού Προβλήματος: «ο κύριος σκοπός της μελέτης αυτής είναι να δείξει, πόση αξία μορφωτική έχει η μετάφραση σαν ενέργεια, όχι τόσο να δώσει στερεότυπους κανόνες για το πώς κατορθώνεται η καλή μετάφραση» (1). Άλλωστε και ο Κουτσιβίτης επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι «[η] νεοελληνική γλώσσα και η νεοελληνική παιδεία έχουν συνδεθεί αρχέγονα και ανεξίτηλα με τη μετάφραση» (Θεωρία της Μετάφρασης 143). Την ίδια πεποίθηση φαίνεται πως είχε και ο Ελύτης, καθώς δηλώνει ότι η επιλογή των ποιητών που μεταφράζει είναι ιστορική – ανεξάρτητα από τις προτιμήσεις του, όπως λέει στον πρόλογο της Δεύτερης Γραφής, σκοπός του είναι να δώσει χαρακτηριστικά δείγματα από τα έργα εκείνων
Υπό το ίδιο πρίσμα μπορεί να εξεταστεί και η δήλωση του Σεφέρη στο προλόγισμα του Ἆσματος τῶν Ἀσμάτων, σύμφωνα με την οποία μετέφρασε το έργο επειδή ήθελε να δοκιμάσει την απόδοσή του στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα, έχοντας νιώσει έλξη από το κείμενο των «Εβδομήκοντα» (Σεφέρης, Γιῶργος. μεταγρ. Ἆσμα Ἀσμάτων. Ὁριστικὴ Ἔκδοση Μαζὶ μὲ τò Κείμενο τῶν Ἑβδομήκοντα. Αθήνα: Ἴκαρος, 2002. 7. Τυπ.]. 286 Σύμφωνα με το Γιατρομανωλάκη, δύο είναι οι βασικοί λόγοι που ο Σεφέρης μεταγράφει αρχαία ελληνικά έργα: «[ή] γιὰ νὰ τὰ παραθέσει καὶ τὰ ἐνσωματώσει στὸ ποιητικὸ του ἔργο ἢ γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς φιλολογικῆς του ἔρευνας» (Μεταγραφές 244).
152
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
που πρωτοστάτησαν στην ποιητική επανάσταση των καιρών του (9). Τη θέση του αυτή υποστηρίζει ξανά σε συνέντευξή του δύο χρόνια αργότερα: [Ήθελα διαλέγοντας και μεταφράζοντας αυτούς τους ποιητές να δώσω] πρῶτον, μιά σύνθετη εἰκόνα τοῦ φαινομένου πού ὀνομάζουμε «μοντέρνα ποίηση». Ἀπό τίς πηγές ὥς σήμερα. Γάλλοι, Ἰταλοί, Ἱσπανοί, Ρῶσοι. Πρὸ πάντων στίς μέρες μας ὅπου (μέ τήν, ἐλέῳ Ἡνωμένων Πολιτειῶν παντοκρατορία τῆς ἀγγλικῆς γλώσσας) οἱ νέοι ἀγνοοῦν τούς πειραματισμοὺς πού ἔγιναν κατ’ ἐξοχήν στίς λατινικὲς γλῶσσες, πιστεύω, ἕνα τέτοιο βιβλίο μπορεῖ νά τούς εἶναι ἐξυπηρετικό. Ἐπειδὴ ὅ,τι καί νά μοῦ πεῖτε, δέν ἐπιτρέπεται ἕνας νέος ποιητής νά μή γνωρίζει τί σημαίνει ἡ «ἀλχημεία τοῦ λόγου» ἤ τί σημαίνει ὁ ὅρος «μαλλαρμεϊσμός». Ἴσως γι’ αὐτό νά καταντήσαμε σ’ αὐτή τήν ἀφόρητη πεζολογία καί κενολογία πού βασιλεύουν σήμερα 287 (148-149).
Εν κατακλείδι, κοινός μεταφραστικός στόχος όλων σχεδόν των μειζόνων ελλήνων ποιητών-μεταφραστών του 19ου και 20ού αιώνα, που άφησαν και κείμενα για το φαινόμενο της μετάφρασης, ήταν η ενίσχυση της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Η δοκιμή της δημοτικής και η απόδειξη των δυνατοτήτων της ως γλώσσας μετάφρασης και λογοτεχνίας αποτέλεσαν επίσης μεταφραστικό στόχο των περισσοτέρων, αν όχι όλων των ελλήνων ποιητών-μεταφραστών, 288 γεγονός το οποίο τους διαφοροποιεί από τους 287
Απόσπασμα από τη συνέντευξη του Ελύτη στο Γιώργο Πηλιχό, με τίτλο «Καινούργια Βαρβαρότητα Ἀπειλεῖ νά μᾶς Κουκουλώσει!» (βλ. επίσης στο Βαλέτας, «Τὸ Μεταφραστικὸ Ἔργο τοῦ Ἐλύτη» 133∙ και στο Κουτσιβίτης, Η Πράξη της Μετάφρασης 136). 288 Η δημοτική και η εξέταση της δυναμικής της αποτέλεσαν αφορμή ενασχόλησης με τη μετάφραση τόσο για το Σημηριώτη όσο και για τους Καζαντζάκη και Κακριδή. Όσον αφορά τον πρώτο, ο Νιρβάνας αναφέρει: «Ὁ Σουλύ Πρυντώμ μεταφράζοντας τον Λουκρίτιο (De Natura Rerum) ἔλεγε πὼς καταπιάστηκε τὴ μετάφραση αὐτὴ…μὲ τὸ σκοπὸ νὰ δοκιμάσει ἀπάνω του, σὰν σὲ λυδία λίθο, τὴ δύναμη τὴ δική του καὶ τὴ δύναμη τῆς Γαλλ. Γλῶσσας. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ κ. Γ. Σημηριώτης» («Κριτικὰ Ἀποσπάσματα καὶ Σημειώματα γιὰ τὴ Γαλλικὴ Ἀνθολογία τοῦ Σημηριώτη» 347). Όσον αφορά στους Καζαντζάκη και Κακριδή, η στάση τους καθίσταται σαφής στον πρόλογο της μετάφρασης της Ιλιάδας: «Τοῦ Πάλλη ἡ Ἰλιάδα ἐκδόθηκε στὰ 1904, καὶ στάθηκε ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ σημαντικὰ ἔργα τῆς ἐποχῆς· καὶ σήμερα ἀκόμα κρατάει ὅλη της τὴν ἀξία. Ἀπὸ τότε ὅμως πέρασε μισὸς αἰώνας· στὸ διάστημα αὐτὸ ἡ γνώση τῆς ὁμηρικῆς ζωῆς καὶ γλώσσας πλήθυνε, καὶ ἡ νεοελληνικὴ γλώσσα δουλεύτηκε πιὸ πολὺ καὶ μελετήθηκε
153
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ποιητές-μεταφραστές της νεότερης Δύσης· όχι, όμως, από τους μεσαιωνικούς (όπως ο Dante) ή τους αναγεννησιακούς. 2.10 Ο Καταλληλότερος Μεταφραστής Ποίησης και ο Ρόλος των Ποιητών ως Μεταφραστών Μελετώντας το μεταφραστικό έργο και τη δραστηριότητα ελλήνων ποιητών-μεταφραστών, κυρίως των έξι ποιητών του 19ου και 20ού αιώνα στους οποίους επικεντρώνεται η έρευνα, διαπιστώνεται ότι η μεταφραστική τους πράξη κίνησε το θεωρητικό τους προβληματισμό για τη μεταφραστική διαδικασία, οδηγώντας τους σε ορισμένα από τα σημαντικότερα μεταφρασεολογικά ζητήματα, τα οποία έθιξε και ο Βάλβης στο αξιόλογο πόνημά του. Το γεγονός ότι σχεδόν κανείς δεν θίγει το ζήτημα του καταλληλότερου μεταφραστή ποίησης ή τουλάχιστον ότι κανείς δεν αναφέρεται στο θέμα αυτό, όταν διατυπώνει τις απόψεις του για άλλα θεωρητικά ζητήματα της ποιητικής μετάφρασης, δεν προκαλεί εντύπωση γιατί πιθανότατα οι συγκεκριμένοι θεωρούσαν ήδη –ως λογοτέχνες οι ίδιοι– τους εαυτούς τους ως καταλληλότατους μεταφραστές. Όπως παρουσιάστηκε στο πρώτο κεφάλαιο, αλλά και έθιξε ο Βάλβης, θεωρείται αδύνατο να μη γνώριζαν οι έλληνες ποιητές το διάλογο που είχε ήδη αναπτυχθεί στο εξωτερικό, αλλά και μέσα στην Ελλάδα, από ποιητέςμεταφραστές. Για ποιο λόγο, ωστόσο, δεν συζητούν για την ταυτότητα ή την ιδιότητα του καταλληλότερου μεταφραστή ποίησης; Ενδεχομένως λαμβάνουν ως δεδομένη την άποψη όσων υπερασπίζονται με πάθος ότι μόνο ποιητές δύνανται και πρέπει να μεταφράζουν ποίηση. Άλλωστε, όπως αναφέρει και ο Παλαμάς στο κείμενό του για τη μετάφραση της «Ὑπατίας»: «κάθε σωστὸς ποιητὴς δὲ μπορεῖ παρὰ νὰ εἶνε καὶ τεχνίτης» (Ἑστία 32.76, 404)· αν και η ρήση δεν αναφέρεται άμεσα σε ποιητέςμεταφραστές, επιτρέπει να διαφανεί ότι το έργο ενός «τεχνίτη» ή ενός «τεχνίτη του λόγου» μόνο ένας άλλος τεχνίτης θα μπορούσε να το αποδώσει σε μια άλλη γλώσσα με πιθανότητες επιτυχίας. Επιπλέον, το γεγονός ότι οι περισσότεροι από τους ποιητές θεωρούσαν ως ένα βαθμό ανέφικτη την ποιητική μετάφραση, μπορεί να υποδηλώσει την πεποίθησή τους ότι, εάν επρόκειτο κάποιος να αναλάβει ανάλογο εγχείρημα, τότε ο μόνος που θα καλύτερα. Ἦταν λοιπὸν καιρὸς νὰ δοκιμαστεῖ ἄλλη μιὰ φορὰ ἡ δύναμη καὶ ἡ ὀμορφιά της πάνω στὸ ἀκατάλυτο κλασικὸ κείμενο» (11-12).
154
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
μπορούσε να καταφέρει να επιτύχει ένα αξιοπρεπές αποτέλεσμα είναι ο ποιητής, ο οποίος γνωρίζει τα μυστικά και τις τεχνικές της ποιητικής γραφής. Μια ακόμη σχετική δήλωση του ποιητή (η οποία παρατίθεται παραπάνω) επιβεβαιώνει τον παραπάνω ισχυρισμό, καθώς ο Παλαμάς είχε τονίσει ότι όταν ένας ποιητής μεταφράζεται από ομότεχνό του δεν χάνει, αλλά αντιθέτως είναι σαν να κερδίζει πάντα. Ο Ελύτης είναι ο μόνος, τουλάχιστον με βάση την έρευνα της παρούσας εργασίας, ο οποίος αναφέρεται ρητά στο μεταφραστή ποίησης μέσω συνεντεύξεών του, καθώς και μιας επιστολής του στο σουηδό μεταφραστή του Άξιον Εστί. Για τον Ελύτη ο μεταφραστής ποίησης αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες που επιδρούν καθοριστικά στη μεταφρασιμότητα ενός ποιητικού έργου και υπογραμμίζει ότι θα ήταν προτιμότερο «[ν]ά εἶναι ὁ μεταφραστής, ποιητής. Νά γνωρίζει καλά τή δική του γλώσσα. Να μεταφράζει στή δική του, τή μητρική. Καί ν’ ἀγαπᾶ μέ πάθος τό ἔργο [του ποιητή]. Κάτι ἐξαιρετικά δύσκολο, τουλάχιστον προκειμένου γιά τή νέα ἑλληνική γλώσσα» (100). 289 Συνεπώς, ο μεταφραστής ποίησης πρέπει να διαθέτει ορισμένες βασικές δεξιότητες, αλλά και να αγαπάει το έργο του ποιητή που μεταφράζει. Η εύρεση όμως ενός καλού μεταφραστή είναι δύσκολη, σύμφωνα με τον Ελύτη, γι’ αυτό και έξι χρόνια μετά τονίζει ότι είναι ζήτημα τύχης η πραγματοποίηση επιτυχημένων μεταφράσεων, ενώ αναφέρεται και πάλι στις παραμέτρους που κρίνει ο ίδιος ότι είναι ζωτικής σημασίας για το τελικό αποτέλεσμα: «Το θέμα των μεταφράσεων προπάντων από γλώσσες που είναι λιγότερο γνωστές, εξαρτάται λιγάκι από την τύχη. Πρέπει να βρεθεί ένας άνθρωπος που να είναι ο ίδιος ποιητής, να κατέχει τη γλώσσα [του ποιητή] και συνάμα ν’ αγαπάει πολύ το έργο [του]. Οι μεταφράσεις που γίνονται απλώς από γλωσσομαθείς και επαγγελματίες είναι καταδικασμένες σε αποτυχία» 290 (16). Άλλωστε, για τον Ελύτη «η καλή ποίηση στηρίζεται, κατά μέγα μέρος, στη λεκτική μα-
289
Απόσπασμα από τη συνέντευξη του Ελύτη στον Γιώργο Πηλιχό, με τίτλο «Ὅπου Δέν Ἀκούγεται Ἀηδόνι, Ἀκούγεται Κοκτέιλ Μολότωφ», στην εφημερίδα Τά Νέα στις 27 Ἰανουαρίου 1973. Η συνέντευξη περιλαμβάνεται στο Ἐλύτης, Σύν τοῖς Ἄλλοις 93-109. 290 Συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο σουηδικό περιοδικό Saxons Veckotidning 49 (3-9 Δεκεμβρίου 1979) και αναδημοσιεύεται στις «Επτά Ημέρες» της εφημερίδας Η Καθημερινή (Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 1993): 15-16. Τυπ., με αφορμή το αφιέρωμα στον Οδυσσέα Ελύτη.
155
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
γεία. Και η εξεύρεση των αντιστοιχιών της σε μια ξένη γλώσσα απαιτεί μεγάλη ευαισθησία και εφευρετικότητα» (16). Όσον αφορά τη γλώσσα, ο Ελύτης εμφανίζεται στο πέρασμα των ετών περισσότερο διαλλακτικός, καθώς δηλώνει ότι ο επίδοξος μεταφραστής ποίησης πρέπει: «να γνωρίζει καλά τη γλώσσα στην οποία μεταφράζει (ει δυνατόν να είναι η μητρική του) ενώ αρκεί να έχει απλώς την αίσθηση της γλώσσας από την οποία μεταφράζει» 291 (19). 292 Γιατί για τον Ελύτη «το παν είναι να ηχεί σωστά ο λόγος» στον αναγνώστη του κειμένου-στόχου (19). Δυστυχώς για τους περισσότερους άλλους έλληνες ποιητές-μεταφραστές του 19ου και 20ού αιώνα μόνον εικασίες μπορούμε να κάνουμε ως προς το θέμα αυτό. Ενδεχομένως, εάν γνωρίζαμε τις απόψεις τους, να μπορούσαμε να αιτιολογήσουμε με μεγαλύτερη ασφάλεια το παράδοξο που διαμορφώθηκε – δεν θεωρούσαν οι περισσότεροι τη μετάφραση αξιόλογη, όπως τουλάχιστον δήλωναν, αλλά, όντας ποιητές οι ίδιοι και διαθέτοντας τις απαραίτητες δεξιότητες, μετέφραζαν συστηματικά έργα άλλων δημιουργών. Μακάρι να είχαν καταγραφεί και δημοσιευτεί οι αντιλήψεις τους σχετικά με το μεταφραστή ποίησης και τα απαραίτητα προσόντα που θα πρέπει να διαθέτει, ζήτημα που απασχολεί έντονα ακόμη και σήμερα τους επίδοξους μεταφραστές ποίησης, αλλά και τους εκδοτικούς οίκους όταν αναθέτουν ή δέχονται προτάσεις για λογοτεχνικές μεταφράσεις. 2.11 Επιμέρους Συμπεράσματα Έχοντας εξετάσει ορισμένες από τις βασικές θεωρητικές αντιλήψεις μερικών σημαντικών ελλήνων ποιητών-μεταφραστών του 19ου και 20ού αιώνα σχετικά με τη μετάφραση της ποίησης, διαπιστώνουμε ότι οι περισσότεροι από αυτούς, άλλοτε εκθέτοντας αναλυτικά τους συλλογισμούς τους και άλλοτε κάνοντας σύντομες αναφορές, έθιξαν τα περισσότερα από 291
Ανέκδοτη επιστολή του Ελύτη στον Ingemar Rhedin (24 Αυγούστου 1978), όπως δημοσιεύεται στην Καθημερινή (19). 292 Ο Κλέων Παράσχος φαίνεται να διαφωνεί εν μέρει με τον Ελύτη, καθώς για τον ίδιο ο μεταφραστής οφείλει να γνωρίζει τέλεια και τις δύο γλώσσες: «θὰ πρέπει νὰ κατέχη στὴν ἐντέλεια καὶ τὴ γλώσσα τοῦ συγγραφέα ποὺ μεταφράζει καἰ τὴ γλώσσα ὅπου θέλει νὰ μεταφράσει. Ἄν δὲ γνωρίζη καὶ τὶς δυὸ τέλεια, ὣς τὰ πιὸ μικρὰ μυστικά τους, ἂν ξέρη τὴ μιὰ μόνο καλά, θὰ σκοντάφτη κάθε στιγμή» («Πῶς Πρέπει νὰ Μεταφράζουμε τοὺς Ἀρχαίους Ἕλληνες Συγγραφεῖς, καί, Γενικώτερα, οἱ Μεταφράσεις» 783).
156
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
τα πολυσυζητημένα και διλημματικά ζητήματα που συνθέτουν το θεωρητικό τοπίο της ποιητικής μετάφρασης, αποδεικνύοντας ότι είναι δύσκολη, εάν όχι αδύνατη, η διαφυγή από διαμορφωμένες και παγιωμένες διχογνωμίες και διχοστασίες ως προς τη μετάφραση της ποίησης. 293 Ένα στοιχείο που συνδέει τους έλληνες με τους ξένους ποιητές-μεταφραστές είναι ότι οι θέσεις τους για τη μετάφραση δεν συνθέτουν μια ολοκληρωμένη θεωρία για τη μετάφραση του ποιητικού λόγου, αλλά, αντίθετα, εντάσσονται στο πλαίσιο της γενικότερης μεταφραστικής και ποιητικής τους σκέψης· οπότε, μπορούμε να αναφερόμαστε μόνο σε μεταφραστικές προσεγγίσεις και όχι σε μεταφραστικές θεωρίες. Όπως επισημαίνει ο Connolly με αφορμή το μεταφραστικό έργο και τη μεταφραστική σκέψη του Σεφέρη, 294 δεν θα ήταν υπερβολικό να ισχυριστούμε ότι οι έλληνες ποιητές ενδιαφέρονται περισσότερο για το γλωσσικό ζήτημα, την ανάπτυξη της νεοελληνικής λογοτεχνίας και την ανύψωση του πνευματικού επιπέδου του λαού, παρά για την εμβάθυνσή τους στη θεωρία της μετάφρασης. Με ένα από τα παραδείγματά μας το Σεφέρη και λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι επικεντρωνόταν περισσότερο στις ενδογλωσσικές παρά στις διαγλωσσικές μεταφράσεις, όπως άλλωστε και άλλοι έλληνες ποιητές, η παρούσα έρευνα φαίνεται να επιβεβαιώνει τον παραπάνω ισχυρισμό του Connolly. Το γεγονός ότι οι θεωρητικές αντιλήψεις των περισσότερων ελλήνων ποιητών της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου (1810-1974) συνδέονται άμεσα με τις απόψεις και θέσεις τους για την ελληνική γλώσσα, δεν αποτελεί έκπληξη, καθώς, όπως είδαμε και στο προηγούμενο κεφάλαιο, η στενή σύνδεση λογοτεχνίας, μετάφρασης και γλώσσας αποτελεί μία από τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής μεταφρασεολογικής σκέψης και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο εξετάστηκε τόσο διεξοδικά το ζήτημα αυτό. Επιπλέον, εάν ληφθεί υπόψη ότι στόχος των περισσότερων από τους ποιητές-μεταφραστές του δείγματός μας ως μεταφραστών ήταν η ανάδειξη των δυνατοτήτων της δημοτικής, η ενίσχυση της λογοτεχνικής παραγωγής και η άσκησή τους για τη συγγραφή των πρωτότυπών τους έργων, τότε διαπιστώνεται ότι η μεταφραστική τους σκέψη συνδέεται άμεσα και αλληλοσυμπληρώνεται με την ποιητική τους σκέψη· οι δύο αυτές σκέψεις αλληλοτροφοδοτούνται διαρκώς με στοιχεία τα οποία καθορίζουν σε μεγάλο 293
Κάτι το οποίο παρατηρείται και στην περίπτωση των ξένων ποιητώνμεταφραστών. 294 Connolly, “The Least Satisfying Form of Writing: Seferis on Translation” 29.
157
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
βαθμό την προσέγγισή τους τόσο της συγγραφής πρωτότυπης ποίησης όσο και της μετάφρασης και απόδοσης ποιημάτων άλλων δημιουργών στα νέα ελληνικά. Το επισημαίνει άλλωστε και ο Γιατρομανωλάκης: «ἂν ἀληθεύει ὅτι οἱ μεταφράσεις ποὺ ἐκπονεῖ ὁ Σεφέρης, ἐπηρέασαν μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο τὴν πρωτότυπη ποιητική του παραγωγή, πρέπει ἐπίσης νὰ γίνει δεκτὸ ὅτι ἡ γλωσσικὴ καὶ ποιητικὴ ἰδεολογία τοῦ ποιητῆ ὀργάνωσε καὶ ἐμπέδωσε τὴ μεταφραστική του τεχνική» 295 (227). Το ίδιο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνέβη και στην περίπτωση άλλων ποιητών-μεταφραστών. Αρκετές μάλιστα από τις μεταφράσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά το 19ο και 20ό αιώνα κατέχουν εξέχουσα θέση στην ιστορία των ελληνικών ποιητικών μεταφράσεων και ως εκ τούτου στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Επίσης, παρακολουθώντας τον ελληνικό θεωρητικό λόγο που αναπτύχθηκε για τη μετάφραση της ποίησης στους αιώνες που εξετάζονται, μπορεί να παρατηρηθεί η εξέλιξη που σημειώθηκε. Κάθε ποιητής, ανάλογα με το εκάστοτε θεωρητικό ζήτημα, πρόσθεσε τη δική του μικρή συμβολή στο διάλογο που προϋπήρχε ή συνυπήρχε στις μέρες τους – έστω κι αν ήταν έμμεσος και άτυπος σε γενικές γραμμές – είτε ενισχύοντας ήδη διατυπωθείσες απόψεις, είτε προβάλλοντας πτυχές με βάση τις οποίες θα μπορούσε να διαμορφωθεί διαφορετική θεώρηση των επιμέρους ζητημάτων. Ορισμένοι ποιητές αναφέρθηκαν άμεσα σε άλλους ποιητές-μεταφραστές, όπως π.χ. ο Πολυλάς στο Μαβίλη και το αντίστροφο, ο Παλαμάς στον Πάλλη, τον Πολυλά κ.ά., 296 ο Σεφέρης στον Καρυωτάκη, κ.ο.κ. Ω295
Γιατρομανωλάκης, Γιώργης. «Μεταφραστική Θεωρία και Πρακτική του Σεφέρη.» στο Σεφέρης, Γιῶργος. Μεταγραφές. Φιλολ. ἐπιμ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης. 2η ἔκδ. Ἀθήνα: Ἴκαρος, 2000. 227. Τυπ. 296 Ο Παλαμάς αναφέρεται και στον Κογεβίνα. Έχοντας εντυπωσιαστεί βαθύτατα από τη μετάφραση «ὁ Βουτηχτὴς» του Schiller, δήλωσε: «τὸ ἀριστούργημα τοῡ Κογεβίνα εἶναι ὁ ‘Βουτηχτὴς’. … [Ο] Σίλλερ, ἄν ἐγνώριζε τὰ ἑλληνικὰ καὶ τὸν ἔβλεπε, θὰ ἠμποροῡσε νὰ ἀνακράξῃ: Ἡ Μοῡσα μου ἐθαυματούργησε διὰ δευτέραν φορὰν» (βλ. στο Μπουμπουλίδης, «Αἱ ὑπὸ τῶν Ἐπτανησίων Νεοελληνικαὶ Μεταφράσεις Κλασσικῶν Συγγραφέων» 514∙ και στο Μπουμπουλίδη, Κ. Φαίδωνος. Επτανησιακή λογοτεχνία. Τόμ. Β΄. Αθήνα: Εκδ. Γρηγόρη, 1971. 113. Τυπ.). Η δήλωση του Παλαμά έγινε στην εφημερίδα Ἐμπρὸς στις 18 Δεκεμβρίου 1916. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο Κογεβίνας δεν ολοκλήρωσε κανένα πρωτότυπο έργο – η μελέτη του για το Βηλαρά έμεινε ανολοκλήρωτη. Το μεταφραστικό του έργο, ωστόσο, είναι τόσο αξιόλογο, σύμφωνα με το Μπουμπουλίδη, ώστε τον κατατάσσει στους κύριους εκπροσώπους της
158
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
στόσο, ακόμη κι όσοι δεν προέβησαν σε σχολιασμό των θεωρητικών θέσεων και των μεταφραστικών μεθόδων άλλων ποιητών-μεταφραστών, δείχνουν, μέσω των προσωπικών τους αντιλήψεων, επιρροές και ποικίλες επιδράσεις. Πιο συγκεκριμένα, ο Πολυλάς, ο οποίος θεωρείται κληρονόμος του Σολωμού 297 (από πολλούς ο σημαντικότερος, τουλάχιστον ως κριτικός), 298 Επτανησιακής σχολής (βλ. στο Μπουμπουλίδης, «Αἱ ὑπὸ τῶν Ἐπτανησίων Νεοελληνικαὶ Μεταφράσεις Κλασσικῶν Συγγραφέων» 514-516)∙ η άποψη αυτή επιδέχεται βεβαιότατα περαιτέρω ανάλυση, αλλά δεν είναι επί του παρόντος. Οι μεταφράσεις του Κογεβίνα περιλαμβάνονται στο βιβλίο Τα έργα του Νίκου Κογεβίνα (Γλαύκου Ποντίου). Αθήνα: Τυπογραφείο Εστία, 1916. Τυπ., το οποίο έχει επιμεληθεί η Ειρήνη Δεντρινού. 297 Ο Σολωμός, με τη σειρά του, γνώριζε το έργο του Βηλαρά και δανείστηκε από αυτόν χαρακτηριστικά της στιχουργίας του [βλ. ενδεικτικά στο Σπαταλάς, Η Στιχουργική Τέχνη 248· στο απόσπασμα «Η Ποιητική του Σολωμού και του Κάλβου και η Διαμόρφωση της Εφτανησιακής Κριτικής» του Γιάννη Δάλλα, το οποίο περιλαμβάνεται στο Κεχαγιόγλου, Γιώργος. επιμ. Εισαγωγή στην Ποίηση του Σολωμού. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1999. 293. Τυπ.· στο Δεντρινού, Τα Έργα του Νίκου Κογεβίνα (Γλαύκου Ποντίου) 170-171· στο Κριαράς, Εμμανουήλ. Φιλολογικά Μελετήματα. 19ος Αιώνας. Αθήνα: Εκδ. Φιλιππότη, 1979. 90-91. Τυπ.· και στο Ζουμπούλη, Μαρία-Δέσποινα. «Ἰωάννης Βηλαρᾶς: Ὁ Ποιητὴς καὶ τὸ Κλίμα τῆς Δημιουργίας.» Νέα Ἑστία 134.1594 (1 Δεκεμβρίου 1993): 1592. Τυπ.]. Επίσης, ο Δημαράς προσπαθεί να εντοπίσει τις επιδράσεις της γλωσσικής θεωρίας των ελλήνων δημοτικιστών της προεπαναστατικής περιόδου, Καταρτζή, Χριστόπουλου, Βηλαρά στο Διάλογο του Σολωμού [Δημαράς, «Σημειώσεις στον Διάλογο του Σολωμού.» Ελληνικός Ρωμαντισμός 130-140, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην Αγγλοελληνική Επιθεώρηση 3 (1948) 272-275. Τυπ.]. Οι υποθέσεις του Δημαρά, ωστόσο, δεν γίνονται αποδεκτές από την Αφροδίτη Αθανασοπούλου, παρότι αναγνωρίζει τη σημασία του μελετήματός του, καθώς, όπως δηλώνει χαρακτηριστικά, «δεν βρίσκουν ισχυρά ερείσματα μέσα στο κείμενο του Διαλόγου» [Αθανασοπούλου, Αφροδίτη. «Για τις Ελληνικές Πηγές του Σολωμικού Διαλόγου.» ἡ λέξη 142 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1997): 868-881. Τυπ.]. Η εργασία αυτή της Αθανασοπούλου ανακοινώθηκε στο 5ο Συνέδριο των Ιταλών Νεολληνιστών που διοργάνωσε το Istituto Universitario Orientale dell’ Università di Napoli “Federico II” και δημοσιεύθηκε σε ιταλόγλωσση αναπτυγμένη μορφή με τίτλο «Il Dialogo di Solomòs. Problemi di fonti», στον τόμο των Πρακτικών: ΙταλοΕλληνικά, Atti del Vo Convegno Nazionale di Studi Neogreci «Pensiero Occidentale e Illuminismo Neogreco», Napoli 1997-1998, 397-422. Print. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις επιδράσεις του Βηλαρά στο έργο του Σολωμού, βλ. επίσης στο Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 16-17,
159
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
προέβη σε μια αναλυτική παρουσίαση του βίου, της ποίησης και της προσωπικότητας του ποιητή στα «Προλεγόμενα» των Ευρισκομένων, τα οποία ανέλαβε να εκδώσει μετά το θάνατο του εθνικού ποιητή. Είναι παραπάνω από εύλογη η άποψη ότι είχε επηρεαστεί βαθιά από το έργο και τις απόψεις του Σολωμού. 299 Άλλωστε, όπως ο Σολωμός, έτσι και ο Πολυλάς πίστευε ότι η ενσωμάτωση κλασικών αριστουργημάτων στη λογοτεχνική παραγωγή ενός τόπου μέσω μεταφράσεων θα μπορούσε να συμβάλλει στην ενίσχυση της λογοτεχνίας, εν προκειμένω της νεοελληνικής, στην ανάπτυξη και εδραίωση της καθομιλουμένης, αλλά και στην εξέλιξη του πρωτότυπού του έργου. Την τελευταία μάλιστα άποψη φαίνεται πως συμμεριζόταν νωρίτερα και ο Κάλβος, ο οποίος αντιμετώπιζε τη μετάφραση ως άσκηση για την πρωτότυπή του δημιουργία. 300 Ο Μαβίλης επηρεάστηκε έντονα από το δάσκαλό του, Πολυλά, όπως έχει ήδη διαφανεί και επισημανθεί από τις θέσεις και των δύο ποιητών παραπάνω, και ταυτίστηκε με το σύνολο σχεδόν των αντιλήψεών του, και με τη σειρά του επηρέασε
143, 157· και στο Δημαράς, Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας 245, 303, 304, 306, 309. 298 Ο Πολίτης αναφέρει ότι από την κληρονομιά του Σολωμού το ανώτερο κριτικό πνεύμα έλαχε στον Πολυλά (Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 162). 299 Ο Πολυλάς σε επιστολή του προς το Δροσίνη (3 Δεκεμβρίου 1891) αναφέρεται στο Σολωμό ως τον «ἀληθῶς πνευματικόν [τ]ου πατέρα» [Κασίνης, Γ. Κωνσταντίνος. «Γράμματα Ἰάκωβου Πολυλᾶ.» Νέα Ἑστία 104.1225 (15 Ἰουλίου 1978): 935-939, 938. Τυπ.]. Για τη σχέση Σολωμού–Πολυλά βλ., μεταξύ άλλων, στο Γαραντούδης, Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός 141-147. 300 Βλ. στην εισαγωγή του Γιάννη Δάλλα, «Η Τελευταία Ιδεολογική Ζύμωση και η Γλωσσική Εμπειρία των Ωδών» στο Κάλβου, Ανδρέα. Οι Ψαλμοί του Δαβίδ. Αθήνα: Κείμενα, 1981. 7-73. Τυπ., όπου και αφήνεται να εννοηθεί ότι η ποίηση του Κάλβου θα ήταν πολύ διαφορετική από αυτή που γνωρίζουμε, εάν δεν είχε ασχοληθεί με τη μετάφραση των Ψαλμών, και ότι μέσω της μετάφρασης διαμορφώθηκαν και αναπτύχθηκαν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ποίησής του· άποψη την οποία αντιμετωπίζει διστακτικά ο Βαγενάς στο δοκίμιό του «Ο Κάλβος και οι Ψαλμοί του Δαβίδ», το οποίο περιλαμβάνεται στο έργο του Ποίηση και Μετάφραση (117-131). Αναφορά στη μεταφραστική προσέγγιση του Κάλβου, αλλά και του Σολωμού γίνεται και στο Κουτσιβίτης, Η Θεωρία της Μετάφρασης 116. Όσον αφορά στη σχέση των δύο ποιητών βλ. ενδεικτικά στο Γαραντούδης, Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός 80-81.
160
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
το Θεοτόκη 301 και άλλους. Όσον αφορά τον Παλαμά, όπως έχει αναφερθεί, η δράση και το έργο των επτανήσιων ποιητών-μεταφραστών επηρέασε συνολικά το προσωπικό του έργο, πρωτότυπο και μεταφραστικό. 302 Ο ό-
301
Αναφορά στη φιλία του με το Μαβίλη και στη σχέση δασκάλου-μαθητή που είχαν αναπτύξει κάνει ο ίδιος ο Θεοτόκης σε επιστολή του στην Ειρήνη Δεντρινού το 1920 (όπως περιλαμβάνεται στο Δάλλας, Κωνσταντῖνος Θεοτόκης 303-304). Επίσης, ο Θεόφιλος Φραγκόπουλος αναφέρει ότι «ο Μαβίλης άσκησε βαθιά επίδραση στον Θεοτόκη σε πάρα πολλούς τομείς των πνευματικών του επιδόσεων» (410), καθώς επίσης και ότι ο Μαβίλης «πρέπει να είναι η γενεσιουργός αιτία της τροπής του ενδιαφέροντος του Κωνσταντίνου Θεοτόκη προς της Ινδική λογοτεχνία και τη μετάφρασή της» (411). Για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Φραγκόπουλος, Δ. Θεόφιλος. «Τα Ινδικά Μεταφράσματα.» Πόρφυρας 57-58 (Απρίλιος-Σεπτέμβριος 1991): 410-411. Τυπ. Για τη σχέση του Μαβίλη με το Θεοτόκη, βλ. επίσης στο Χουρμούζιος, Αἰμίλιος. Κριτικὴ Πορεία Ε΄: Κωνστ. Θεοτόκης. Ὁ Εἰσηγητὴς τοῦ Κοινωνικοῦ Μυθιστορήματος στὴν Ἑλλάδα. Ὁ Ἄνθρωπος–Τὸ Ἔργο. Ἀθῆναι: Ἴκαρος, 1946. 159. Τυπ. Σύμφωνα με την παρούσα έρευνα, ο Θεοτόκης δεν φαίνεται να έχει διατυπώσει θεωρητικές αντιλήψεις για τη μετάφραση, παρά τη συστηματική ενασχόλησή του με αυτή, και αυτός είναι ο λόγος που δεν αποτελεί κύριο αντικείμενο εξέτασης στην εργασία. Παρ’ όλα αυτά, αξίζει να σημειωθεί ότι διαφαίνονται στο μεταφραστικό του έργο επιρροές από προγενέστερους και σύγχρονούς του επτανήσιους ποιητέςμεταφραστές. Φαίνεται να είναι και αυτός απόλυτα πεπεισμένος για τα οφέλη της μετάφρασης στη νεοελληνική λογοτεχνία και στο αναγνωστικό κοινό, και να ασπάζεται τη θεώρηση της μετάφρασης ως καλλιτεχνικού έργου, γι’ αυτό και, σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Γρόλλιο, «ὅλες του οἱ προσπάθειες ἀποβλέπουν στὴν κατανόηση καὶ στὸ ξαναζωντάνεμα τοῦ κειμένου· τὸ μελετάει καὶ πασκίζει νὰ ντύση πιστὰ τη σκέψη τοῦ ξένου πρωτοτύπου μὲ τὶς κατάλληλες ελληνικὲς λέξεις χρησιμοποιώντας τὴν ἴση ἢ τὴν ἰσοδύναμη ἔκφραση ἀνάλογα μὲ τὶς δυνατότητες ποὺ τοῦ προσφέρει ἡ γλώσσα» («Τὸ Μεταφραστικὸ Ἔργο τοῦ Κωνσταντίνου Θεοτόκη» 294). Θα ήταν πράγματι εξαιρετικά ενδιαφέρον εάν ο Θεοτόκης είχε διατυπώσει τις απόψεις του σχετικά με τη μετάφραση του ποιητικού λόγου, γιατί έτσι θα μπορούσαμε να μελετήσουμε ουσιαστικά την επίδραση των θέσεών του στη μεταφραστική του πρακτική, καθώς επίσης και να διαμορφώσουμε ασφαλή συμπεράσματα για τις επιρροές της θεωρητικής σκέψης άλλων ποιητών-μεταφραστών στη δική του. 302 Σύμφωνα με το Λίνο Πολίτη, ο Παλαμάς τιμούσε τον Πολυλά και το Μαρκορά σαν κληρονόμους του Σολωμού και δικούς του ποιητικούς προδρόμους (Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 163). Όσον αφορά στη σχέση του Πολυλά με το Σολωμό βλ. επίσης στο Δημαράς, Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας 386. Ο Παλαμάς κάνει στην πραγματικότητα εκτενείς αναφορές στο έργο του Σολωμού· βλ. ενδεικτικά στο «Σολωμός. Η Ζωή και το Έργο του» και στο «Η Κριτική και ο
161
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
γκος μάλιστα των θεωρητικών του απόψεων για τη μετάφραση καταδεικνύει τη βαθιά μελέτη που είχε πραγματοποιήσει. Αλλά και ο Σεφέρης αναφέρεται στο έργο άλλων ποιητών-μεταφραστών, όπως αυτό του Κάλβου και του Σολωμού, 303 του Παλαμά, αλλά και του Καρυωτάκη· 304 μάλιστα, οι αναφορές μελετητών στη σχέση του έργου του με αυτό του Καρυ-
Σολωμός (Θέματα για Ξετύλιγμα)», τα οποία περιλαμβάνονται στο Κεχαγιόγλου, Εισαγωγή στην Ποίηση του Σολωμού 95-121. Ο Γαραντούδης αναφέρεται στο θαυμασμό που έτρεφε ο Παλαμάς για το Σολωμό, αλλά και στις επιφυλάξεις του για το σολωμικό έργο και παραπέμπει στις αναφορές του ίδιου του Παλαμά για τον επτανήσιο ποιητή (Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός 3843). Φαίνεται πως η στάση του Παλαμά απέναντι στο Σολωμό δεν ήταν μόνο και πάντοτε θετική. Όπως επισημαίνει κι ο Χατζηγιακουμής, έως τα τέλη του 19ου αιώνα (1897) ο Σολωμός «δὲν ἔχει προκριθῆ ἀκόμα στὴν ἐκτίμηση τοῦ Παλαμᾶ», αν και «ἐξαίρεται παντοῦ σὰν τὸ ἐπισημότερο παράδειγμα γιὰ τὴ δικαίωση τῆς δημοτικῆς» (στο Παλαμᾶς, Κωστῆς, Διονύσιος Σολωμὸς. Ἐπιμ. Χατζηγιακουμῆς, Μανόλης. Ἀθήνα: Νέα Ἑλληνικὴ Βιβλιοθήκη, 1981. 19. Τυπ.). Η φράση, μάλιστα, του Παλαμά, ότι το έργο του Σολωμού είναι «ἔργον μέγα, ἀλλ’ ὄχι καὶ τέλειον» συνοψίζει τη διττή του στάση απέναντι στο Σολωμό (171· καθώς και στο αποσπασματικό κείμενο «Ἐπὶ τῇ Εὐκαιρίᾳ τοῦ Φιλαδελφείου» στα Άπαντα Τόμ. 2, 267). Βλ. επίσης για τη σχέση του Παλαμά με το Σολωμό, στο Χατζηγιακουμής, Μανόλης. Συναγωγή Κριτικών Άρθρων του Παλαμά για το Διονύσιο Σολωμό. Αθήνα: Ερμής, 1970. Τυπ., κτλ. 303 Ο Σεφέρης αναφέρει για τον Κάλβο και το Σολωμό ότι δεν φοβήθηκαν να γνωρίσουν στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό έργα δυτικών λογοτεχνιών, γιατί ήξεραν ότι «ἡ ἑλληνικὴ ἱστορία εἶναι φτιαγμένη ἀπὸ ταξίδια, γνωριμίες, ριζώματα καὶ διαλόγους σὲ μακρινοὺς τόπους» (στο Ἔλιοτ, Ἔρημη Χώρα 11)· άποψη η οποία θυμίζει τις θέσεις του Παλαμά, αλλά και των Επτανήσιων ποιητών-μεταφραστών, οι οποίες παρατέθηκαν παραπάνω. 304 Ο ίδιος ο Σεφέρης αναφέρεται στο μεταφραστή Καρυωτάκη στην αρχή της «Εισαγωγής στο Θ. Σ. Ἔλιοτ» της Ἔρημης Χώρας (19), αλλά και λίγο παρακάτω, όταν στην προσπάθειά του να δείξει ότι ο Laforgue επηρέασε με τη διάθεσή του τον Eliot, αναφέρει ότι «[κ]άτι γνωρίσαμε κι ἐμεῖς ἀπὸ τὴ διάθεση αὐτὴ μὲ τὸν Καρυωτάκη» (22). Την αξία του Καρυωτάκη είχε επισημάνει επίσης σε μία του διάλεξη το 1941, στην οποία αναφέρει ότι ο Καρυωτάκης ήταν «[ο]πωσδήποτε ὁ πιὸ σπουδαῖος καὶ ἴσως ὁ μοναδικὸς ἀντιπρόσωπος τῆς σχολῆς αὐτῆς [της περιόδου 1918-1928]. Ἕνας ποιητὴς μὲ ἐξαιρετικὴ εὐαισθησία, πού, μολονότι πέθανε τρομερὰ νέος, εἶχε τὴν τύχη ν’ ἀφήσει ἕνα ἔργο ποὺ λογαριάζει, ὡσὰν σταθμὸς στὴ λογοτεχνίας μας (Δοκιμές Ι 167). Βλ. επίσης σχετική αναφορά και στη μελέτη με τίτλο «Ο Καρυωτάκης», η οποία περιλαμβάνεται στο έργο του Λορεντζάτου, Μελέτες 290.
162
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφρασεολόγοι
ωτάκη είναι πάρα πολλές. 305 Όπως τονίζει ο Λορεντζάτος, «ὁ Καρυωτάκης βρέθηκε στὸ δισταύρι ποὺ χωρίζει τὴ νεότερη παράδοση ἀπὸ τὴν παλιὰ καὶ ποὺ ἑνώνει τὴν παλιὰ παράδοση μὲ τὴ νεότερη» (Μελέτες 287)· οπότε, είναι λογική η επίδραση που ασκήθηκε σε άλλους ποιητές. Τέλος, όπως έχει υπογραμμιστεί ήδη, ο Ελύτης γνώριζε το έργο του Σολωμού, του Παλαμά και του Σεφέρη, το εκτιμούσε και έκανε συχνές αναφορές σε αυτό. 306 Αν και ο Ελύτης, όπως και ο Σεφέρης, δεν αναφέρθηκαν σε μεταφρασεολογικές απόψεις των παραπάνω ποιητών, το γεγονός ότι είχαν έρθει σε επαφή με το έργο τους επιτρέπει να διαφανεί ότι γνώριζαν και τις θεωρητικές τους αντιλήψεις για τη μετάφραση ή ότι τουλάχιστον είχαν μελετήσει το μεταφραστικό τους έργο, το οποίο είχε προηγηθεί χρονικά. Ακόμη κι αν οι αναφορές των ποιητών δεν αφορούσαν πάντα και αποκλειστικά το μεταφραστικό έργο και το θεωρητικό λόγο άλλων ποιητών για τη μετάφραση, αν δεχτούμε ότι η ποιητική σκέψη επηρεάζει την αντίστοιχη μεταφραστική, είναι θεμιτή η υπόθεση ότι, εφόσον ορισμένοι ποιητές επηρεάστηκαν από άλλους ποιητές για το πρωτότυπό τους έργο, τότε πιθανότατα το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση του μεταφραστικού τους έργου. Όπως παρατηρήθηκε και υπογραμμίστηκε στο κεφάλαιο αυτό, αρκετές φορές διαπιστώνεται ταύτιση ή σύμπνοια των αντιλήψεών τους όσον αφορά τα μεταφρασεολογικά ζητήματα, γεγονός το οποίο στηρίζεται και βάσει της ποιητικής τους σκέψης και πράξης· το ίδιο φυσικά ισχύει και στην περίπτωση κατά την οποία σημειώνεται διάσταση απόψεων.
305
Για τη σχέση του Σεφέρη με τον Καρυωτάκη βλ. επίσης στο «Ὁ Καρυωτάκης Ἀνάμεσά Μας ἢ Τί Ἀπέγινε Ἐκεῖνο τὸ Μακρὺ Ποδάρι;» στο Καρυωτάκης, Ποιήματα καὶ Πεζὰ κβ΄, κδ΄, λθ΄, μγ΄ και μδ΄. Ο Σαββίδης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο Καρυωτάκης άσκησε έμμεση επίδραση σε ποιητές όπως το Σεφέρη και τον Ελύτη (ξα΄). Επίσης, βλ. σχετικά και στο Vitti, Mario. Η ‘Γενιά του Τριάντα’. Ιδεολογία και Μορφή. Αθήνα: Ερμής, 1995. 106-109. Τυπ. Η συνολική βιβλιογραφία για τη σχέση Σεφέρη – Καρυωτάκη περιλαμβάνεται και συγκεντρώνεται στη διατριβή της Μάρθας Θωμαΐδου-Μώρου με θέμα: «Έρευνες σε ‘Πηγές’ των Ποιημάτων του Σεφέρη», η οποία εκπονήθηκε στο Τμήμα Φιλολογίας του Α.Π.Θ., 2003. 83-85. Τυπ. 306 Ο Ελύτης αναφέρεται με ιδιαίτερα θερμά σχόλια στη σχέση του με το Σεφέρη και στην εκτίμηση που τρέφει γι’ αυτόν σε συνέντευξή του στο Λεωνίδα Ζενάκο, με τίτλο «Ἡ Ἐπιστροφή τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη», στην εφημερίδα Τό Βῆμα στις 18 Ἀπριλίου 1972, η οποία περιλαμβάνεται στο Ἐλύτης, Σύν τοις Ἄλλοις 84-85. Αναφορές στο Σεφέρη, όπως και στον Παλαμά, γίνονται συχνά σε αρκετές από τις συνεντεύξεις που έδωσε ο Ελύτης και οι οποίες περιλαμβάνονται στο έργο Σύν τοις Ἄλλοις.
163
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
Αναμφίβολα, η ενασχόληση των ποιητών με τη μετάφραση δεν μπορεί να παραβλεφθεί, καθώς είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο την προσωπική τους εξέλιξη ως δημιουργών, αλλά και την ενίσχυση και περαιτέρω ανάπτυξη της ποιητικής τέχνης, της γλώσσας και της παιδείας στον ελληνόγλωσσο χώρο. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό, επίσης, και αξίζει να επισημανθεί, ότι δύο από τους σημαντικότερους έλληνες ποιητές του 20ού αιώνα εμφανίστηκαν στο ποιητικό προσκήνιο μέσω των μεταφράσεων 307 που πραγματοποίησαν ποιητικών έργων άλλων δημιουργών· ο Ελύτης πρωτοεμφανίστηκε, σχεδόν ταυτόχρονα με ποιήματα των Προσανατολισμών του, με μεταφράσεις του Éluard, 308 ο Σεφέρης με τη μετάφραση του ποιήματος του Valéry «La Soirée avec Monsieur Teste». 309 Επιπλέον, εάν αναλογιστεί κανείς ότι αρκετοί από τους μεταγενέστερους έλληνες ποιητέςμεταφραστές ανατρέχουν και παραπέμπουν συχνά στις απόψεις, κυρίως, των παραπάνω δύο ποιητών για να δικαιολογήσουν την υιοθέτηση όμοιας ή διαφορετικής μεταφραστικής προσέγγισης, τότε ενδεχομένως οι θεωρητικές θέσεις των ποιητών που εξετάστηκαν στο παρόν κεφάλαιο να χάραξαν το δρόμο προς τη σταδιακή διαμόρφωση μιας ελληνικής θεώρησης της μετάφρασης της ποίησης.
307
Ο Ιάκωβος Πολυλάς επίσης εμφανίστηκε στη λογοτεχνία με μετάφραση και συγκεκριμένα με αυτή της Τρικυμίας του Shakespeare. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση του Θεοτόκη, ο οποίος πρωτοπαρουσιάστηκε ως ποιητής με τις μεταφράσεις του (Γρόλλιος «Τὸ Μεταφραστικὸ Ἔργο τοῦ Κωνσταντίνου Θεοτόκη» 290). Αυτός είναι και ο κύριος λόγος για τον οποίο ο Κωνσταντίνος Γρόλλιος πιστεύει ότι πολλοί «ἀποδίδουν μεγαλύτερη σημασία στὶς μεταφράσεις του ... [μ]ιλώντας γιὰ τὴν ποιητικὴ πλευρὰ τῆς προσωπικότητάς του» (290). 308 «Paul Éluard. Une Seule Vision Variée à l’ Infini.» Τὰ Νέα Γράμματα 2 (Μάρτης 1936): 227-232. Τυπ.· «Paul Éluard. Ποιήματα Ι – ΙΧ.» Τὰ Νέα Γράμματα 2 (Μάρτης 1936): 232-236. Τυπ.· «Paul Éluard. Από το Δημόσιο Ρόδο.» Τὰ Νέα Γράμματα 2 (Νοέμβρης 1936): 854-860. Τυπ. 309 Σεφεριάδης, Γιῶργος. «Ἡ Βραδιὰ μὲ τὸν κ. Τὲστ.» Νέα Ἑστία 13-37 (1928): 600-603 & 14-38 (1928): 652-655. Τυπ.
164
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Μερικοιέ Έλληνες Ποιητεέ ς του 19ου και 20ουέ Αιωώ να ως Μεταφραστεέ ς: Θεωρητικοέ ς Στοχασμοό ς στην Πραά ξη «Κ’ ἐγώ μήπως δὲν εἶμαι τάχ’ ἀντίλαλος ἰδεῶν καὶ καρδιῶν, ὁ λαλητής; Ζωγράφοι, πλάστες, ψάλτες, ὅλοι ἀντίλαλοι τοῦ λαλητῆ ποὺ μᾶς ἀναταράζει, τοῦ λαλητῆ ποὺ στέκει ὀρθὸς ἀγνάντια μας, τοῦ λαλητῆ ποὺ μέσα μας φωλιάζει.» 310
Κωστής Παλαμάς
3.1 Εισαγωγή Σύμφωνα με τις θεωρητικές απόψεις που παρουσιάστηκαν παραπάνω για τη μετάφραση της ποίησης, οι περισσότεροι έλληνες ποιητές του 19ου και 20ού αιώνα, ακόμη και όσοι είχαν θετική στάση ως προς την ποιητική μετάφραση, διατηρούσαν επιφυλάξεις και αναφέρονταν στις αδυναμίες και τα προβλήματα του εγχειρήματος. Παρ’ όλα αυτά, πάρα πολλοί επιδόθηκαν με ιδιαίτερο ζήλο στη μετάφραση ποιητικών έργων στα νέα ελληνικά. Αδιαμφισβήτητα, ο στόχος του εκάστοτε ποιητή ως μεταφραστή διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην ενασχόλησή του με την ποιητική μετάφραση. Πιθανότατα, επίσης, η συνειδητοποίηση της δυσκολίας του μεταφραστικού εγχειρήματος να λειτούργησε ως κίνητρο, το οποίο ώθησε ακόμη και ποιητές οι οποίοι θεωρούσαν τη μετάφραση ως «αχάριστο» και κατώτερο έργο της πρωτότυπης δημιουργίας, όπως λ.χ. το Σεφέρη, να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της ποιητικής μετάφρασης. Σύμφωνα, άλλωστε, με τον Connolly, «από τη θλιβερή ίσως αποδοχή των προβλημάτων που προκύπτουν και την τεράστια δυσκολία τού εν λόγω εγχειρήματος γεννιέται μια προσπάθεια εξεύρεσης στρατηγικών με τις οποίες μπορεί να διασωθεί όσο το δυνατόν περισσότερο από το πρωτότυπο ποιητικό έργο» (6+1 Μελέτες 15), πράγμα το οποίο αποτελεί βασική προτεραιότητα για
310
Παλαμᾶς, Ξανατονισμένη Μουσικὴ 194-195.
165
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
τους ποιητές-μεταφραστές. Επειδή, ωστόσο, «καμία θεωρία ή μοντέλο δεν μπορεί να προβλέψει τις περιπλοκές που παρουσιάζονται στην πράξη ή την επινοητικότητα που πραγματικά χρειάζεται να διαθέτει ο μεταφραστής» (Connolly, 6+1 Μελέτες 18), 311 έχει ενδιαφέρον να μελετηθεί μέρος του μεταφραστικού έργου των ελλήνων ποιητών-μεταφραστών στους οποίους εστιάζει η έρευνα και να διερευνηθεί η σχέση μεταξύ των θεωρητικών τους πεποιθήσεων και της μεταφραστικής τους πράξης. Στο παρόν κεφάλαιο, λοιπόν, θα εξεταστεί μέρος των μεταφρα– σμάτων τους με στόχο να καταδειχθεί ο βαθμός επίδρασης των θεωρητικών τους αντιλήψεων για τη μετάφραση στις αποφάσεις τους ως μεταφραστών και στις τελικές μεταφραστικές τους επιλογές. Στόχος δεν είναι να δημιουργηθεί μια λίστα όπου θα καταγράφονται τα λάθη, οι παρερμηνείες και οι ανακρίβειες, οι παραλείψεις και προσθήκες λέξεων ή/και φράσεων. Άλλωστε, όπως έχει τονιστεί ήδη από την εισαγωγή, η προσέγγιση της παρούσας έρευνας δεν είναι αξιολογική αλλά περιγραφική. Αποσαφηνίστηκε ότι η έρευνα εντάσσεται στο πλαίσιο των Περιγραφικών Μεταφραστικών Σπουδών και ότι η εξέταση των μεταφρασμάτων δεν θα είναι λεπτομερής και αναλυτική, καθώς το ζήτημα αυτό είναι πολυσχιδές και δεν μπορεί να παρουσιαστεί όπως αρμόζει στην εργασία αυτή. Αντιθέτως, θα επιχειρηθεί μια δειγματοληπτική εξέταση και παρουσίαση της μεταφραστικής πρακτικής, κυρίως των έξι βασικών εξεταζόμενων ποιητώνμεταφραστών, με στόχο να αποδειχθεί εάν η μεταφραστική προσέγγιση που ακολουθούν καθορίζεται από τις προσωπικές θεωρητικές τους απόψεις, καθώς επίσης και εάν συνεχίζεται ο μεταξύ τους διάλογος κατά τη μεταφραστική διαδικασία και εάν αποτυπώνεται στο τελικό αποτέλεσμα. Κατά συνέπεια, το παρόν κεφάλαιο εστιάζει στην εξέταση της μεταφραστικής διαδικασίας, μέσω του τελικού αποτελέσματος, και στην επιρροή που ασκήθηκε στη μεταφραστική πράξη των συγκεκριμένων ποιητώνμεταφραστών από τη θεωρητική τους σκέψη. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι θα συζητηθούν δύο ή, το πολύ, τρία μεταφράσματα από κάθε μεταφραστή. Δυστυχώς, στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας και λόγω της έκτασής της δεν γίνεται να επεκταθούμε στο ζήτημα αυτό και να εξεταστεί μεγαλύτερο δείγμα. Ωστόσο, αν και το δείγμα είναι μικρό, θεωρεί311
Ο Peter Jay επισημαίνει: «Δεν έχω βρει ακόμα κανένα θεωρητικό κανόνα που να μ’ έχει βοηθήσει να κάνω έστω και ένα στίχο μιας μετάφρασης να ηχεί σωστά» (όπως παρατίθεται από τον Connolly 16).
166
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
ται αντιπροσωπευτικό της μεταφραστικής πρακτικής των ποιητών. Επίσης, θα γίνει συνοπτική αναφορά στην κριτική αποτίμηση των μεταφράσεων, όπως αυτή καταγράφηκε την περίοδο δημοσίευσης των μεταφράσεών τους, αλλά και μεταγενέστερα, από γνωστούς και σημαντικούς κριτικούς, ποιητές και ακαδημαϊκούς. Στην περίπτωση του Βηλαρά δεν έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη κάποιας διαγλωσσικής μετάφρασης και στο παρόν κεφάλαιο θα εξεταστεί η μετάφραση της Βατραχομυομαχίας που αποδίδεται στον Όμηρο και οι μεταφράσεις δύο ποιημάτων 312 του Ανακρέοντα («Στον πλουτο», «Στου λογου του»). Όπως παρουσιάστηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, χάρη στη μετάφραση της Βατραχομυομαχίας ο Βηλαράς διατύπωσε τις θεωρητικές του απόψεις για τη μετάφραση, προβάλλοντας τη μεταφραστική του προσέγγιση και ορίζοντας το στόχο του ως μεταφραστή. 313 Επιπλέον, ο Βηλαράς φέρεται να επηρέασε τον Πολυλά ο οποίος ήταν ο πρώτος που δημοσίευσε τον πρόλογο 314 της Βατραχομυομαχίας και συνεπώς γνώριζε καλά τις αντιλήψεις του ηπειρώτη λογίου. Εάν ληφθεί, επίσης, υπόψη το γεγονός ότι ο Σεφέρης είναι ο μόνος από τους ποιητές στους οποίους εστιάζει η παρούσα έρευνα που διαχώρισε ρητά τις θεωρητικές του θέσεις για τα δύο είδη μετάφρασης, 315 τότε θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι οι απόψεις του 312
Δεδομένου ότι ο Βηλαράς μετέφρασε μόνο δύο ποιήματα του Ανακρέοντα και η έκτασή τους είναι μικρή, κρίνεται σημαντικό να εξεταστεί συνολικά η απόδοση του Ανακρέοντα από το Βηλαρά· συνεπώς, θα μελετηθεί η προσέγγισή του και στα δύο ποιήματα. 313 Σύμφωνα με το Βαγενά, «[ο] πρόλογος τοῦ Βηλαρᾶ στὴ μετάφρασή του τῆς Βατραχομυομαχίας καὶ κάποιες παράγραφοι τοῦ Παλαμᾶ εἶναι ... ὅ,τι σημαντικότερο ἔχει γραφτεῖ στὴ γλώσσα μας γιὰ τὴ μετάφραση τῆς ποίησης» (Ποίηση και Μετάφραση 47). 314 Ο «Πρόλογος» της Βατραχομυομαχίας είδε το φως της δημοσιότητας για πρώτη φορά το 1894 στην εφημερίδα Ἑστία, με πρωτοβουλία του Πολυλά [«Ἀνέκδοτα ἔργα τοῦ Βηλαρᾶ. Β΄. Πρόλογος εἰς τὴν Mετάφρασιν τῆς Βατραχομυομαχίας.» Ἑστία 11 (1894): 161. Τυπ.]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, διαπιστώνεται η επαφή τους και ο μεταξύ τους διάλογος αναφορικά με τη μετάφραση. Άλλωστε και οι δύο απέρριπταν τον αντιγραφικό χαρακτήρα της μετάφρασης και τόνιζαν τη δυνατότητα του μεταφράσματος να λειτουργεί ως ένα νέο έργο στη γλώσσα-στόχο. 315 Δεν είναι τυχαίο ότι ο Σεφέρης χρησιμοποιεί τον όρο αντιγραφές για τις διαγλωσσικές μεταφράσεις και τον όρο μεταγραφές για τις ενδογλωσσικές μεταφράσεις. Μάλιστα στον πρόλογο της μετάφρασης του Ἆσματος Ἀσμάτων δηλώνει: «ἀπὸ καιρό συλλογίζομαι πὼς ὅταν μεταφράζω ἑλληνικὰ κείμενα στὴ σημερινὴ γλώσσα μας, καὶ
167
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
Βηλαρά αφορούν πιθανότατα εν γένει τη μετάφραση και ότι ισχύουν και για τις διαγλωσσικές μεταφράσεις. Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, λοιπόν, εξετάζονται ενδογλωσσικές μεταφράσεις του Βηλαρά. Από τους υπόλοιπους ποιητές-μεταφραστές αποφασίστηκε να μελετηθεί μέρος των διαγλωσσικών τους μεταφράσεων. Ο συγκριτικά μεγαλύτερος αριθμός των διαγλωσσικών έναντι των ενδογλωσσικών τους μεταφράσεων αποδεικνύει ότι οι ίδιοι οι ποιητές, τουλάχιστον οι περισσότεροι από αυτούς, έδωσαν μεγάλη έμφαση στη μεταφορά ξένων έργων στα νέα ελληνικά και στη γνωριμία του ελληνικού αναγνωστικού κοινού με αυτά (δίχως βέβαια το γεγονός αυτό να συνεπάγεται ότι θεωρούσαν περισσότερο σημαντικές τις διαγλωσσικές από τις ενδογλωσσικές τους μεταφράσεις)· μια τάση η οποία, όπως είδαμε, δικαιολογείται από το γεγονός ότι επιθυμούσαν, ως ένα βαθμό, να εμπλουτίσουν την εγχώρια λογοτεχνική παραγωγή. Όσον αφορά τον Πολυλά, θα μελετηθούν οι δύο μεταφράσεις έργων του Shake-
ὅταν μεταφράζω ξένες γλῶσσες, κάνω δυὸ διαφορετικὲς δουλειές. Μοῦ χρειάζονται λοιπὸν δυὸ διαφορετικὲς λέξεις γιὰ νὰ δηλώσω αὐτὴ τὴ διαφορά. Ὥσπου νὰ βρεθεῖ κάποια περισσότερο ἱκανοποιητική, υἱοθέτησα τὴ λέξη ‘μεταγραφὴ’ γιὰ τὸ μεταγλωττισμό τῶν ἀρχαίων κειμένων. Ἡ λέξη, μ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια, ἔχει τὴν παράδοσή της, ἀφοῦ ἀπαντᾶ λ.χ. στὸν Θουκυδίδη ἢ στὸν Λουκιανό» (65). Ενώ και στο προλόγισμα της Ἀποκάλυψης υπάρχει σχετική αναφορά: «Αἰσθάνομαι βαθύτατα ὅτι πρόκειται γιὰ δυὸ ὁλωσδιόλου διαφορετικὲς λειτουργίες. Μιὰ λέξη δὲν εἶναι ποτὲ μόνη της, ἐκτὸς ἄν τὴν ἀπομονώσουμε στὸ πολὺ χοντρὸ νόημά της· ἀπαρτίζεται ἀπὸ συνειρμοὺς ποὺ κάνουν καὶ τὴν αἰσθανόμαστε ριζωμένη μὲ ἄπειρες λεπτὲς ρίζες στὴ δική της γλώσσα. … Βέβαια τὸ πέρασμα τοῦ καιροῦ ἀλλάζει πολλὰ σὲ μιὰ λέξη. … Ὅμως, ὅσο κι ἂν τὸ πιστεύω αὐτὸ, δὲν μπορῶ νὰ πῶ, σὲ τελευταία ἀνάλυση, ὅτι ὅταν θέλω νὰ κάνω νοητὴ καὶ αἰσθητὴ στὴ σημερινὴ γλώσσα μας μιὰ λέξη ποὺ ἔζησε στὶς διάφορες ἀρχαιότητές μας, εἴτε τὴ διατηρήσαμε εἴτε ὄχι, τὴν ἀντικρίζω καὶ τὴ μεταχειρίζομαι μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο ποὺ θ’ ἀντίκριζα καὶ θὰ μεταχειριζόμουν, ἐννοῶ μεταφράζοντας, λέξεις ἀπὸ ξένες γλῶσσες» (14). Επίσης, ισχυρίζεται ότι πολλές φορές νιώθει ότι το πρωτότυπο ελληνικό έργο είναι τόσο «ωραίο» ώστε δεν πρέπει να «τ’ αλλάξει», κάτι το οποίο δεν θεωρεί ότι μπορεί να του συμβεί στην περίπτωση των ξενόγλωσσων έργων (7). Παρότι και ο Ελύτης χρησιμοποιεί διαφορετικούς όρους –δεύτερη γραφή για τις διαγλωσσικές μεταφράσεις και μορφή, ανασύνθεση ή απόδοση για τις ενδογλωσσικές μεταφράσεις– δεν έχει εκφράσει διαφορετικές απόψεις για την προσέγγιση και απόδοση των παραπάνω δύο ειδών μετάφρασης. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση των υπόλοιπων εξεταζόμενων ποιητών-μεταφραστών, οι οποίοι στην πλειονότητά τους διετύπωσαν τις θεωρητικές τους απόψεις με αφορμή διαγλωσσικές μεταφράσεις.
168
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
speare, 316 η Τρικυμία και ο Άμλετ, που αποτελούν και τις μοναδικές διαγλωσσικές του μεταφράσεις. Στην περίπτωση του Μαβίλη 317 θα εξεταστούν το ποίημα «Saul» του Robert Browning, το ποίημα «Lenore» του Bürger και τα αποσπάσματα της Θείας Κωμωδίας του Dante (ποιητικά έργα από την αγγλική, γερμανική και ιταλική γραμματεία, οι οποίες άσκησαν ιδιαίτερα έντονη επίδραση στο έργο του Μαβίλη, όπως και στα Επτάνησα 318). Στην περίπτωση του Παλαμά, θα εξεταστεί το ποίημα «L’idéal» του Sully Prudhomme, καθώς αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της μεταφραστικής πρακτικής του, αλλά και γιατί ο Prudhomme αποτελεί έναν από τους αγαπημένους του ποιητές, όπως δηλώνει και ο ίδιος στο προλογικό σημείωμα της Ξανατονισμένης Μουσικής, με αποτέλεσμα 30 από τα συνολικά 77 ποιήματα της συλλογής αυτής να ανήκουν στο Sully Prudhomme· οπότε, ο Παλαμάς φαίνεται να είχε εντρυφήσει στην ποίηση του γάλλου δημιουργού και έχει ενδιαφέρον να εξεταστεί πώς τον απέδωσε στα νέα 316
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Γιώργος Σακελλάριος φέρεται να είναι ο πρώτος που μετέφρασε σεξπιρικό έργο στα νέα ελληνικά· σύμφωνα με το Γεώργιο Ζαβίρα, ο Σακελλάριος μετέφρασε σε καθημερινό, πεζό λόγο (καταλογάδην, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά) την τραγωδία «ῥωμαίο καὶ ἰουλία» το 1789 στη Βιέννη (Ζαβίρας, Γεώργιος. Νέα Ἑλλὰς ἢ Ἑλληνικὸν Θέατρον. Ἀθήνα: Ἔκδ. Γ. Κρέμου, 1872. 243. Τυπ.). Αναφορά στη μετάφραση αυτή από το Σακελλάριο κάνει και ο Δημαράς (Ελληνικός Ρωμαντισμός 31). Παρ’ όλα αυτά, η μετάφραση αυτή δεν φαίνεται να εκδόθηκε (όπως άλλες μεταφράσεις του Σακελλάριου για την έκδοση των οποίων ο Ζαβίρας παραθέτει στοιχεία) και μέχρι στιγμής δεν έχει εντοπιστεί χειρόγραφό της. Η πρώτη επιβεβαιωμένη μετάφραση του Shakespeare στην Ελλάδα είναι αυτή του Macbeth από τον Ανδρέα Θεοτόκη το 1819 (βασισμένη σε μια γαλλική μετάφραση που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1778), για την οποία και βραβεύτηκε (Karagiorgos, Panos. “The First Greek Translation of Shakespeare: Macbeth by Andreas Theotokis (1819).” Δωδώνη, Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Τόμ. 5. Ιωάννινα: χ. ό. , 1976. 226-229. Τυπ.). Ο Καραγιώργος αναφέρει ότι επειδή η μετάφραση δεν εκδόθηκε (εκτός από ορισμένα αποσπάσματα) παρέμεινε άγνωστη σε όλους τους μεταγενέστερους μεταφραστές του Shakespeare στα ελληνικά και, κατά συνέπεια, δεν άσκησε καμία επιρροή στην ελληνική λογοτεχνία (229). Αναφορά στη μετάφραση αυτή του Ανδρέα Θεοτόκη γίνεται, μεταξύ άλλων, και από τον καθηγητή Φραγκίσκο Δὲ Μέντο στο άρθρο «Ἀνδρέας Θεοτόκης» στο περιοδικό Παρνασσός 11.7 (1888): 437. Τυπ. 317 Επειδή τα μεταφράσματα του Μαβίλη από το Dante είναι μικρά σε έκταση, αλλά ενδεικτικά της υιοθέτησης μιας διαφορετικής προσέγγισης από τα υπόλοιπα μεταφράσματα, θα εξεταστούν συνολικά τρία μεταφράσματά του. 318 Βλ. ενδεικτικά στο Ζώρας, Ἑπτανησιακὰ Μελετήματα Α΄ 64-68.
169
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ελληνικά. Επίσης, θα εξεταστεί το ποίημα «Hypatie» του Leconte de Lisle, για τη μετάφραση του οποίου ασκήθηκε έντονη κριτική στον Παλαμά, στην οποία αντέδρασε, αποκαλύπτοντάς μας σημαντικές πτυχές της μεταφραστικής του σκέψης. Στην περίπτωση που δύο ποιητές έχουν μεταφράσει το ίδιο ποιητικό έργο, τότε σίγουρα αυτό είναι ένα από τα μεταφράσματά τους που εξετάζεται εδώ, όπως λ.χ. στην περίπτωση του Σεφέρη και του Ελύτη και τη μετάφραση του έργου «Les Quatre Cavaliers» του Pierre-Jean Jouve. Θα εξεταστεί, επίσης, η απόδοση από το Σεφέρη του ποιήματος “The Lake Isle” του Pound, καθώς, εκτός από το γεγονός ότι περιλαμβάνονται στο βιβλίο των Αντιγραφών πέντε μεταφράσματα από τον αμερικανό ποιητή (τα περισσότερα από όλους τους ποιητές), ο Pound και τα έργα του αποτελούν σημαντικό και αναπόσπαστο τμήμα της αμερικανικής γραμματείας που άσκησε ιδιαίτερα μεγάλη επιρροή στο Σεφέρη. 319 Ως προς τον Ελύτη, τέλος, θα εξεταστεί και το ποίημα «La Dame de Carreau» του Éluard, σημαντικού εκπροσώπου της μοντέρνας ποίησης την οποία επιθυμούσε να γνωρίσει ο Ελύτης στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό με τη Δεύτερη Γραφή του, 320 όπως τουλάχιστον δηλώνει στο προλογικό της σημείωμα. 3.2 Βηλαράς Ο Βηλαράς, έχοντας ως στόχο και επιθυμία του να γνωρίσει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό σπουδαία συγγράμματα που θα συμβάλουν στην (εκ)παίδευση και μόρφωσή του και πιστεύοντας ταυτόχρονα ότι είναι απαραίτητη η επαφή των συγχρόνων του με την αρχαία ελληνική γραμματεία, μετέφραζε έργα ή αποσπάσματα έργων αρχαίων ελλήνων συγγραφέων. Επιθυμούσε, επίσης, να δείξει με απτά παραδείγματα το ορθογραφικό
319
Δεν θα εξεταστούν σεφερικές μεταφράσεις κειμένων του Eliot, και κυρίως της μετάφρασης της Έρημης Χώρας, γιατί μέχρι στιγμής υπάρχει μεγάλη ερευνητική προεργασία και, όπως αποδεικνύεται, αυτή έχει επισκιάσει το ενδιαφέρον για τις υπόλοιπες διαγλωσσικές μεταφράσεις που πραγματοποίησε ο Σεφέρης, οι οποίες δεν συγκέντρωσαν το ίδιο μεγάλο κριτικό και φιλολογικό ενδιαφέρον. 320 Σύμφωνα με την Ελ. Κουτριάνου, δεν είναι τυχαία η επιλογή του αλχημιστικού συμβόλου του μικρόκοσμου και μακρόκοσμου, που κοσμούσε το περιοδικό Le Surréalisme au Service de la Révolution, στο εξώφυλλο της Δεύτερης Γραφής (βλ. σχετικά στο Κουτριάνου, Μὲ Ἄξονα τὸ Φῶς: Ἡ Διαμόρωση καὶ ἡ Κρυστάλλωση τῆς Ποιητικῆς τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη 69).
170
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
του σύστημα. Για το λόγο αυτό, εκτός από τα έργα που αναφέρθηκαν παραπάνω, μετέφρασε τον Κρατύλο και τον Κρίτωνα του Πλάτωνα, τη δημηγορία του Περικλή από το β΄ βιβλίο του Θουκυδίδη, στίχους από τον Πίνδαρο στο motto της Ρομεηκης γλοσας, και κείμενα του Ξενοφώντα, όπως μας πληροφορεί και ο ίδιος. 321 Ο Βηλαράς υποστήριζε θεωρητικά ότι η ορθότερη και καταλληλότερη μεταφραστική μέθοδος είναι αυτή κατά την οποία το πρωτότυπο αποδίδεται κατ’ έννοια, με το μεταφραστή να παρεμβαίνει όσες φορές και όπου κρίνει ο ίδιος απαραίτητο. Όσον αφορά τη Βατραχομυομαχία, παρατηρείται πράγματι ότι αποδίδεται στα νέα ελληνικά με μεγάλη ελευθερία και οι διαφοροποιήσεις του μεταφράσματος από το πρωτότυπο, οι οποίες είναι πολλές, καθορίζονται αποκλειστικά από τις προτιμήσεις και προσωπικές επιλογές του Βηλαρά. Ο Βηλαράς είτε προσθέτει στοιχεία τα οποία επεκτείνουν το πρωτότυπο σε μεγάλο βαθμό, είτε αλλάζει τη σειρά των συντακτικών όρων μέσα στους στίχους και συνακόλουθα τη δομή των στίχων, παρότι διατηρεί τη σειρά τους όπως εμφανίζονται στο πρωτότυπο: Πρὸς τάδε μειδήσας Φυσίγναθος ἀντίον ηὔδα· ξεῖνε λίην αὐχεῖς ἐπὶ γαστέρι· (στ. 56-57) 322 Σὲ ταῦτα ὁ Φουσκομάγουλος τὸν Ποντικὸ θωρόντας, Μὲ τὴν μιὰν ἄκρα τοῦ ματιοῦ πικρᾶ χαμογελόντας, Θιαμαίνομαι, κὺρ Ποντικὲ, τοῦ λέει, τὴν ἀφεντιά σου, Παραμεγάλον ἔπαινο νὰ κάνῃς τῆς κοιλιᾶς σου. (στ. 127130) 323 321
Αναφέρει ο Βηλαράς στον Ψαλίδα το 1812: «εγο σου ταζο εος την ερχομενην ανηξην τα σηνγραματα του Ξενοφόντα μεταγλοτησμενα στη γλοσα μας» (για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Βλαχογιάννης, «Γιὰ τὴ Μελέτη τῆς Ἐθνικῆς Γλώσσας. Η Φηλολογηκες Γραφες του Βηλαρα» 192· καθώς επίσης και στο Βηλαρᾶς, «‘Φιλολογικὲς γραφὲς’ τοῦ Ψαλίδα καὶ τοῦ Βηλαρᾶ» 79). 322 Reinhold, Glei. Die Batrachomyomachie. Synoptische Edition und Kommentar. Frankfurt am Main: Verlag Peter Lang GmbH, 1984. 70-107. Print. 323 Βηλαρᾶ, Ἰωάννη. Ποιήματα καὶ Πεζά. Κέρκυρα: Ἐκδοθέντα παρὰ Ἀθανασίου Πολίτου, 1827. 1-31. Τυπ. Ο εκδότης ενημερώνει τον αναγνώστη ότι τα έργα του Βηλαρά έχουν τυπωθεί «κατὰ τὸ ἰδιόγραφον πρωτότυπον τοῦ Ποιητοῦ» και ότι έχει διατηρηθεί η γλώσσα και η ορθογραφία του. Αν και προκαλεί εντύπωση η ορθογραφία της μετάφρασης της
171
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
Από το παραπάνω απόσπασμα καθίσταται ιδιαίτερα εμφανής η επέκταση του πρωτοτύπου. Επίσης, το γεγονός ότι οι πρώτοι τριάντα στίχοι του μεταφράσματος δεν υπάρχουν στο πρωτότυπο έργο, είναι καθ’ όλα ενδεικτικό της προσέγγισης του έλληνα ποιητή. Αλλά και στη συνέχεια του μεταφράσματος διαπιστώνεται ότι δύο στίχοι του πρωτοτύπου γίνονται τέσσερις στη μετάφραση, εννέα στίχοι είκοσι, κ.ο.κ.: Ὣς εἰπὼν ἀπέπνευσεν ἐν ὕδασι· τὸν δὲ κατεῖδεν Λειχοπίναξ ὄχθῃσιν ἐφεζόμενος μαλακῇσιν· (στ. 99-100) Ἔτζι εἶπε, καὶ τελείοσε τὴν ἄχαρη ζωή του· Καὶ κρυὸ κουφάρι ἀκίνητο τεντόθη τὸ κορμί του. Αυτὸ τὸ μέγα τὸ κακὸ ὁ Πινακᾶς θωρόντας, Ποῦ τὸν Τριμμούδη ἀπὸ μακριὰ συντρόφευε ἀκλουθόντας (στ. 213-216) Η παραπάνω στάση του Βηλαρά, όμως, αιτιολογείται από τις θεωρητικές του απόψεις για τη μετάφραση, σύμφωνα με τις οποίες είναι περισσότερο σημαντική η μεταφορά του νοήματος, της ουσίας δηλαδή του πρωτοτύπου, παρά η πιστή, κυριολεκτική απόδοσή του. Όσον αφορά τα ονόματα των Βατράχων και των Ποντικών, 324 τροποποιούνται αρκετά από το Βατραχομυομαχίας, η οποία δεν ανταποκρίνεται στις αντιλήψεις και το σύστημα του Βηλαρά, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι και σε άλλες συγκεντρωτικές εκδόσεις έργων του Βηλαρά, όπως λ.χ. στο έργο Ἅπαντα Ἰωάννου Βηλαρᾶ. Ἤτοι Ποιήματα καὶ Πεζὰ Τινα. Ὑπὸ Σεργίου Χ. Ῥαφτάνη. Ἐν Ζακύνθῳ: Ἐκ τοῦ Τυπογραφίου Παρνασσός, 1871. Τυπ.· στο έργο Ποιήματα Ἰωάννου Βηλαρᾶ. Ἐκδίδονται Ἐπιστασία Ἀντωνίου Μανούσου. Ἐν Ἀθήναις: Τύποις καί Ἀναλώμασι Π. Δ. Σακελλαρίου, 1888. Τυπ., η ορθογραφία της Βατραχομυομαχίας είναι ίδια με αυτή των αποσπασμάτων που παρατίθενται εδώ. 324 Αναφέρονται ενδεικτικά ορισμένα από αυτά: Όσον αφορά τα ονόματα των Βατράχων, χρησιμοποιεί το όνομα Λασπᾶς (ὁποῦ περπατάει στῇς λάσπαις) αντί του Πηλεύς (ὁποῦ στέκει εὶς τὸν πηλόν), το Νεροῤῥούφης (ὁποῦ ῥουφάει τὸ νερὸ) αντί του Ὑδρόχαρις (ὁποὺ χαίρεται τὰ νερά), το Πλεμονᾶς (ὁποὺ ἔχει γερᾶ πλεμόνια καὶ σκούζει) αντί του Βορβοροκοίτης (ὁποὺ κείτεται εὶς τὴν λάσπη), κλπ. Όσον αφορά τα ονόματα των Ποντικών, χρησιμοποιεί το όνομα Ἀμπαρούλα (ὁποῦ τρυπάει καὶ μπαίνει στὰ ἀμπάρια) αντί του Λειχομύλη (ὁποὺ γλύφει τὸν μῦλον), το Πινακᾶς (ὁποῦ μπαίνει ’ς τὰ πινάκια) αντί του Λειχοπίναξ (ὁποὺ γλύφει τὸ ἀρτοφόρι, ἢ τὰ σκουτέλια), το Λαδοῤῥούφης (ὁποῦ ῥουφάει τὸ λάδι) αντί του Λειχήνωρ (ὁποὺ γλύφει τὴν ὀράν), το Ἀσκοτρύπας (ὁποῦ τρυπάει τ’ ἀσκιὰ) αντί του Πτερνιγλύφος (ὁποὺ γλύπτει τὰ χοιρο-
172
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
Βηλαρά, ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, ο Βηλαράς πλάθει νέα ονόματα. Πρέπει να υπογραμμιστεί, παρ’ όλα αυτά, ότι ο Βηλαράς δεν φαίνεται να επηρεάστηκε κατά τη μετάφραση του έργου από καμία προγενέστερη μετάφραση της Βατραχομυομαχίας, αν και δεν είναι γνωστό εάν γνώριζε, εκτός από αυτή του Στρατηγού, 325 τις άλλες αποδόσεις του έργου στα νέα ελληνικά. 326 Η γλώσσα της Βατραχομυομαχίας χαρακτηρίζεται από σχετική ομοιομορφία. Πρόκειται για τη δημοτική της εποχής με παράλληλη χρήση λέξεων της ηπειρωτικής διαλέκτου και πιο συγκεκριμένα του ιδιώματος των Ιωαννίνων (θιαμάξῃς = θαυμάσεις, στίχ. 136, ὄφκολο = εύκολο, στίχ. 142, ἄντα = όταν, στίχ. 175, ἀλύγιγος = αλύγιστος, στίχ. 273, 461). 327 Επομένως, και ως προς την παράμετρο αυτή, οι θεωρητικές απόψεις του Βηλαρά για τη γλώσσα328 της μετάφρασης καθορίζουν την προσέγγισή του. Μάλιστα, ο Τωμαδάκης υποστηρίζει ότι η προσπάθεια του Βηλαρά είναι επιτυχημένη και θεωρείται μία από τις καλύτερες αποδόσεις που έγιναν, γιατί «αποδίδει το νόημα σε γλώσσα αρμονική» (76). Ο Βηλαράς επιπλέον χρησιμοποιεί ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο (ενώ το πρωτότυπο είναι σε
μέρια), κτλ. (βλ. σχετικά στο Τωμαδάκη, Φρ. Βασιλείου. Νεοελληνικαί Μεταφράσεις, Παραφράσεις και Διασκευαί της «Βατραχομυομαχίας». Εναίσιμος επί Διδακτορίᾳ Διατριβή Υποβληθείσα εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εν Αθήναις: Τυπογραφείον Αδελφών Ρόδη, 1973. 74-76. Τυπ.· και στο Βηλαρᾶ, Ποιήματα καὶ Πεζά 27-28). 325 Όπως διαπιστώνει ο Τωμαδάκης, ο Βηλαράς υιοθετεί μόνο τη σύνταξη των πινάκων των ονομάτων από το Στρατηγό, ο οποίος ωστόσο χρησιμοποιούσε τα ονόματα του πρωτοτύπου (για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Τωμαδάκης, Νεοελληνικαί Μεταφράσεις, Παραφράσεις και Διασκευαί της «Βατραχομυομαχίας» 74). 326 Πριν από το Βηλαρά, η Βατραχομυομαχία είχε αποδοθεί στα νέα ελληνικά από τους Θεόδωρο Γαζή, Δημήτριο Ζήνο, Γεώργιο Οστοβήκ και Αντώνη Στρατηγό (για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Τωμαδάκης, Νεοελληνικαί Μεταφράσεις, Παραφράσεις και Διασκευαί της «Βατραχομυομαχίας» 76). 327 Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. στο Τωμαδάκης, Νεοελληνικαί Μεταφράσεις, Παραφράσεις και Διασκευαί της «Βατραχομυομαχίας» 71. Όσον αφορά την ερμηνεία των λέξεων βλ. στο Βηλαράς, Ποιήματα 539-589. 328 Για τις γλωσσικές αντιλήψεις και θέσεις του Βηλαρά βλ. επίσης στο Τσικόπουλος, Κώστας. Πρόλογ. Ἅπαντα τῶν Νεοελλήνων Κλασικῶν. Ι. Βηλαρᾶς Ἔργα. Θ. Ὀρφανίδης Ἅπαντα. Τόμ. 13. Ἀθήνα: Ἑταιρεία Ἑλληνικῶν Ἐκδόσεων, 1969. ζ΄- ι΄. Τυπ.
173
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
δακτυλικό εξάμετρο) και οι στίχοι ομοιοκαταληκτούν ζευγαρωτά, διαφοροποιώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο και τη μορφή του πρωτότυπου έργου: Μῦς ποτε διψαλέος γαλέης κίνδυνον ἀλύξας, πλησίον ἐν λίμνῃ λίχνον προσέθηκε γένειον, ὕδατι τερπόμενος μελιηδέϊ· τὸν δὲ κατεῖδε λιμνόχαρις πολύφημος, ἔπος δ’ ἐφθέγξατο τοῖον. (στ. 9-12) Ἕνα ποντίκι μιὰ φορὰ σὰν μπόρεσε νὰ φύγῃ Τὰ νύχια ἑνὸς Ἀγριόγατου, ποῦ τὸ’ χε ςὸ κυνήγι Σὲ λίμνης ἄκρα ἐζύγοσε νὰ πιῇ, καὶ νὰ δροσίσῃ Τὸ διψασμένο ἀχείλιτου, τὴ φλόγα του νὰ σβύσῃ. (στ. 4750) Ο Λίνος Πολίτης αναγνωρίζει ότι η Βατραχομυομαχία του Βηλαρά είναι ένα σημαντικό έργο και δηλώνει πως δίκαια θεωρείται το «αριστούργημα» του ποιητή. Επίσης, εντοπίζει σε αυτό τη χρήση του ομοιοκατάληκτου δεκαπεντασύλλαβου διστίχου 329 που συναντάται τόσο στον Ερωτόκριτο όσο και στην Ερωφίλη (Ιστορία 136), 330 και κρίνει πως ο Βηλαράς «ἀποδίδει πετυχημένα τὸ δῆθεν ἡρωικὸ ὕφος» (Ποιητικὴ Ἀνθολογία 226). Δεν παραλείπει να επαινέσει τις γλωσσικές επιλογές του Βηλαρά και να δηλώσει ότι στη Βατραχομυομαχία είναι «θαυμαστὴ … ἡ πυκνότητα στὴν ἔκφραση καὶ ἡ ἐφευρετικότητα στοὺς νεολογισμοὺς καὶ γενικὰ στὴ μεταχείριση τῆς γλώσσας» (Ιστορία 136). 331 Επίσης, ο Σπαταλάς κρίνει πως, αν 329
Ο Άριστος Καμπάνης επίσης αναφέρει ότι «οἱ δεκαπεντασύλλαβοι της [Βατραχομυομαχίας] εἶναι καλὰ ρυθμισμένοι» και ότι η μετάφρασή της «ἔχει ἄξια στιχουργική» (βλ. σχετικά στο Τσικόπουλος, Ἅπαντα τῶν Νεοελλήνων Κλασικῶν. Ι. Βηλαρᾶς Ἔργα ι΄). Το μέτρο της μετάφρασης της Βατραχομυομαχίας από το Βηλαρά αποτιμάται θετικά και από το Βαγενά (Ποίηση και Μετάφραση 77). 330 Βλ. επίσης και στο Πολίτη, Λίνου. «Οἱ Φαναριώτες καὶ ἡ Ἀθηναϊκὴ Σχολὴ.» Ποιητικὴ Ἀνθολογία. Βιβλίο Τέταρτο. Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Γαλαξία, 1964. 8. Τυπ. 331 Ενδεχομένως αυτοί να είναι οι λόγοι που ώθησαν τον Émile Legrand να αναφερθεί με επαινετικά σχόλια στο μεταφραστικό αυτό εγχείρημα του Βηλαρά, αποκαλώντας το και αυτός «αριστούργημα» (βλ. στο Legrand, Émile. éd. «Batrachomyomachie Traduite en Grec Vulgaire par Georges Ostowick de Raguse.» Collection de Monuments pour Servir à l’Étude de la Langue Néo-hellénique 4. Paris: Chez Maisonneuve et CIE, 1869. 7. Print.).
174
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
η Βατραχομυομαχία «δὲν εἴχε τὰ ἰδιωματικὰ γιαννιώτικα γλωσσικὰ στοιχεῖα, ποὺ σήμερα ξενίζουν, θὰ διαβαζόταν ἀκόμα καὶ τώρα μὲ πολλὴν εὐχαρίστηση» (247). Παρ’ όλα αυτά, και αυτός τονίζει την άρτια στιχουργία της, 332 χαρακτηρίζοντάς τη μάλιστα «ἄθλο» για την εποχή της. Σύμφωνα με το Βαγενά, οι μεταφράσεις του Βηλαρά από τους αρχαίους αποτελούν «ὑποδείγματα ἀναδημιουργίας λογοτεχνικῆς» (στο Ποιήματα 85). Επομένως, οι μεταφράσεις του Βηλαρά μπορούν να λειτουργήσουν ως νέα έργα και όχι ως απλά αντίγραφα των πρωτοτύπων. Εάν ληφθούν υπόψη οι δηλώσεις του ίδιου του ποιητή, σύμφωνα με τις οποίες προχώρησε σε αρκετές αλλαγές κατά τη μετάφραση ώστε να καταστήσει το έργο απολύτως κατανοητό και φυσικό στη γλώσσα-στόχο, τότε μάλλον η προσέγγισή του επέφερε το επιθυμητό γι’ αυτόν αποτέλεσμα. Όπως σημειώθηκε παραπάνω, στόχος του ως μεταφραστή ήταν να αναδείξει τη δημοτική γλώσσα και το ορθογραφικό του σύστημα και φυσικά να προσφέρει διδακτικά αναγνώσματα και αυτό προσπάθησε να επιτύχει στην πράξη. Επιπλέον, φαίνεται πως ο Βηλαράς επιθυμούσε να φανούν οι θέσεις του και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της δικής του γραφής. Η εικασία αυτή στοιχειοθετείται εάν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι υπογράφει τον πρόλογο της μετάφρασης της Βατραχομυομαχίας ως «Ὁ Στιχουργὸς» και όχι ως ο μεταφραστής του έργου, καταδεικνύοντας ακόμη περισσότερο τη θέση του ότι η μετάφραση μπορεί και πρέπει να λειτουργεί ως πρωτότυπο έργο στον πολιτισμό-υποδοχής. Πιθανότατα τις αντιλήψεις του Βηλαρά ασπάζεται ο Ιούλιος Τυπάλδος, ο οποίος αναγνωρίζει στο Βηλαρά αξιόλογες δυνατότητες, χαρακτηρίζει τη Βατραχομυομαχία σπουδαία και επισημαίνει ότι είναι «πεπεισμένος ὅτι [ο Βηλαράς] ἠδύνατο νὰ ἀνυψώσῃ εἰς τὴν νεωτέραν μας ποίησιν ἀθάνατον φιλολογικὸν μνημεῖον ἂν μετέφραζε τὴν Ἰλιάδα καὶ τὴν
332
«Οἱ μεταφράσεις του δείχνουν ἄνθρωπο, ποὺ καὶ τ’ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ ἤξερε καλά, καὶ τὴ δημοτικὴ μποροῦσε νὰ μεταχειριστεῖ μὲ κάποια χάρη κι’ ὀμορφιά. … [Ά]θλος γιὰ τὴν ἐποχή της εἶναι ... ἡ μετάφραση τῆς «Βατραχομυομαχίας», ποὺ ὁ Βηλαρᾶς τὴν ἔκαμε σὲ δεκαπεντασύλλαβους μὲ διπλῆν ὁμοιοκαταληξία. Ἡ μετάφραση αὐτή, μὲ τὴν ἄρτια στιχουργία της, ἔχει ἀσφαλῶς λογοτεχνικὴν ἀξία, κ’ ἄν δὲν είχε τὰ ἰδιωματικὰ γιαννιώτικα γλωσσικὰ στοιχεῖα, ποὺ σήμερα ξενίζουν, θὰ διαβαζόταν ἀκόμα καὶ τώρα μὲ πολλὴν εὐχαρίστηση» [στο Σπαταλάς, Γεράσιμος. «Ιωάννης Βηλαράς.» Ελληνική Δημιουργία 3.25 (1949): 247. Τυπ.].
175
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
Ὀδύσσειαν» (στο Ζώρας, Ἑπτανησιακὰ Μελετήματα Β΄ 234). 333 Αλλά και ο Νίκος Κογεβίνας θεωρεί επιτυχημένη την ίδια μετάφραση της Βατραχομυομαχίας (Τα Έργα 168). Οι θετικές βέβαια αποτιμήσεις των Επτανησίων δεν μας εκπλήσσουν, αφού ήταν οπαδοί της δημοτικής. Η Βατραχομυομαχία, επίσης, χαρακτηρίζεται ως «αμίμητο» έργο από το Χασιώτη (266), 334 ο οποίος υπογραμμίζει ότι ο: «Βηλαρᾶς ἔκαμε θαυμασίαν παράφρασιν ἐν τῇ χυδαίᾳ μετά τινων μεταβολῶν καὶ προσθηκῶν. … Ἡ γλῶσσα καὶ τὸ ὕφος τῆς Βατραχομυομαχίας εἶναι ἄμεμπτα. Ὁ ἀναγιγνώσκων τὴν Βατραχομυομαχίαν θαυμάζει τὸν κάλαμον καὶ τὸ πνεῦμα, ὅπερ ὁ Βηλαρᾶς δεικνύει ἐν τῇ ποιητικῇ αὑτοῦ καὶ γλωσσικῇ δεξιότητι, μεθ’ ἧς ἠδυνήθη νὰ μεταπλάσῃ τὸ ἀρχαῖον κείμενον ἐν τῇ χυδαίᾳ» (267).
Ας εξετάσουμε, ωστόσο, άλλα δύο μεταφράσματα του Βηλαρά για να διαπιστώσουμε εάν παραμένει πιστός στην προτίμησή του των ελεύθερων μεταφράσεων ή όχι, και γενικά εάν οι θεωρητικές του απόψεις συνεχίζουν να καθορίζουν τη μεταφραστική του πράξη. Πράγματι, ο Βηλαράς αποδίδει με μεγάλη ελευθερία, όπως άλλωστε έκανε πάντα, και τα δύο ποιήματα του Ανακρέοντα. Όπως διαπιστώνεται, παρά το γεγονός ότι προσπαθεί να μείνει πιστός στο νόημα των πρωτότυπων ποιημάτων και να μεταφέρει με ακρίβεια το περιεχόμενό τους, η χρήση λέξεων της καθομιλουμένης (αβγατησο), ιδιωματικών λέξεων (αντα, πλιο, καλια, γλητροσο, φελαι, κερδενο, μ’ ασπρα, αφοντης) και γενικότερα οι λεξιλογικές του επιλογές, σε συνδυασμό με την ορθογραφία του μεταφράσματος, δημιουργούν την αίσθηση ότι πρόκειται για δύο νέα, διαφορετικά έργα: «Στου λόγου του» Ὅταν ὁ Βάκχος εἰσέλθῃ, Εὕδουσιν αἱ μέριμναι· Δοκῶν δ’ ἔχειν τὰ Κροίσου
333
Βλ. σχετικά και στο Ζώρας, Ἑπτανησιακὰ Μελετήματα Α΄ 240. Χασιώτου, Γεωργίου. Ἡ Γλῶσσα τοῦ Ἕλληνος. Ὁ Πτωχοπρόδρομος καὶ οἱ Ὀπαδοὶ Αὐτοῦ. Ἐν Κωνσταντινουπόλει: Τύποις Ἀδελφῶν Γεράρδων, 1909. 146, 266267. Τυπ. 334
176
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
Θέλω καλῶς ἀείδειν· (στ. 1-4) 335 Αντα Βακχο μεσαμ’ εχο, Πλιο φροντηδες δεν κατεχο. Φενετε μου κ’ ημε Κρησος, Στα καλα μ’ εκηνον ησος. (στ. 1-4) 336 Ενδεικτική είναι και η απόδοση των ακόλουθων στίχων από το ποίημα «Στον πλουτο»: Ὁ πλοῦτος εἴ γε χρυσοῦ Τὸ ζῇν παρεῖχε θνητοῖς, Ἐκαρτέρουν φυλάσσων, (στ. 1-3) 337 Αν με πλουτον ημπορουσα, Τη ζοη μου ν’ αβγατησο, Τοτες νε θα τον κρατουσα, Θα τον φηλαγα καλα (στ. 1-4) 338 Παρότι, βέβαια, στο μετάφρασμα συναντώνται λέξεις από το ιδίωμα των Ιωαννίνων και θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι ξενίζουν το σημερινό αναγνώστη, όπως δήλωσε ο Σπαταλάς για τη Βατραχομυομαχία, ή ότι καθιστούν την ανάγνωση του μεταφράσματος δυσχερή, η γλώσσα χαρακτηρίζεται από ομοιομορφία και αρμονία: «Στου λογου του» Κισσοστεφὴς δὲ κεῖμαι, Πατῶ δ’ ἅπαντα θυμῷ· (στ. 5-6) Κησαροστεφανομενος, Κητομ’ ολο τεντομενος. 335
Βλ. την πρωτότυπη ωδή «Εἰς Ἑαυτὸν» στο Odes d’Anacréon et Poésies de Sapho. Traduites en Vers par Prosper Yvaren. Paris: Imprimerie Générale A. Lahure, 1884. 96. Print. 336 Ἅπαντα Ἰωάννου Βηλαρᾶ. Ἤτοι Ποιήματα καὶ Πεζὰ Τινα. Ὑπὸ Σεργίου Χ. Ῥαφτάνη. Ἐν Ζακύνθῳ: ἐκ τοῦ Τυπογραφίου Παρνασσός, 1871. 31. Τυπ. 337 Βλ. την πρωτότυπη ωδή «Εἰς Φιλάργυρον» στο Odes d’Anacréon et Poésies de Sapho 90. 338 Ἅπαντα Ἰωάννου Βηλαρᾶ 32.
177
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
Μον’ γληκο τραγουδη θελο, Κατ’ ανεμου τ’ αλα στελο. (στ. 5-8) «Στον πλουτο» Ἵν’, ἂν θανεῖν ἐπέλθῃ. Λάβῃ τι, καὶ παρέλθῃ, (στ. 4-5) Κι’ οποτ’ ερχονταν ο χαρος, Μπορηγα καν να του δοσο Κατηντη για να γλητροσο, Και να μηνο ζοντανος. (στ. 5-8) Οι παραπάνω μεταφράσεις διαφοροποιούνται από τα πρωτότυπα και ως προς τη μορφή· στην περίπτωση του ποιήματος «Στου λογου του» ο Βηλαράς δημιουργεί στίχους που ομοιοκαταληκτούν ζευγαρωτά, ενώ το πρωτότυπο δεν έχει ρίμα: Ὅπλιζ’, ἐγὼ δὲ πίνω. Φέρ’ ἐμοὶ κύπελλον, ὦ παῖ· (στ. 7-8) Πιαστ’ η αξιη τ’ αρματα μας, Εγω πηνο στην ηγια σας. Φερ’ την κουπα μου πεδη μου· Ετζη να ’χης την ευχη μου 339 (στ. 9-12) Όσον αφορά τη μετάφραση του ποιήματος «Στον πλουτο», ομοιοκαταληκτούν πλεκτά ο πρώτος με τον τρίτο στίχο, ζευγαρωτά ο έκτος με τον έβδομο, ο δέκατος με τον ενδέκατο, ο δέκατος τέταρτος με τον δέκατο πέμπτο και ο δέκατος όγδοος με τον δέκατο ένατο, όπως φαίνεται ενδεικτικά από τους παρακάτω στίχους: 339
Ο στίχος αυτός περιλαμβάνεται στην έκδοση των Απάντων του Βηλαρά του 1871 από το Ραφτάνη και στην έκδοση των Απάντων του 1935 (επιμ. του Γεωργίου Βαβαρέτου, σελ. 131). Δεν περιλαμβάνεται, ωστόσο, στο έργο του Βηλαρά Η Ρομεηκη Γλοσα (1814, σελ. ιη΄), στην έκδοση των Ποιημάτων και Πεζών του Βηλαρά από το Ραφτάνη (1859, σελ. 27) και στην έκδοση των Ποιημάτων του Βηλαρά από το ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη (1995, σελ. 402-403). Ενδεχομένως να πρόκειται για τυπογραφικό λάθος. Πάντως, η προσθήκη στίχων από το Βηλαρά αποτελεί συνήθη πρακτική του και στη συγκεκριμένη περίπτωση συμβάλλει στη διατήρηση της ρίμας του ποιήματος.
178
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
Αν με πλουτον ημπορουσα, Τη ζοη μου ν’ αβγατησο, Τοτες νε θα τον κρατουσα, (στ. 1-3) Μπορηγα καν να του δοσο Κατηντη για να γλητροσο, (στ. 6-7) Στο πρωτότυπο ποίημα αντιθέτως ομοιοκαταληκτούν ζευγαρωτά μόνο ο τέταρτος με τον πέμπτο στίχο: Ἵν’, ἂν θανεῖν ἐπέλθῃ. Λάβῃ τι, καὶ παρέλθῃ, (στ. 4-5) Είναι, επίσης, ευδιάκριτη η επέκταση των πρωτότυπων ποιημάτων κατά τέσσερις στίχους το καθένα, δείγμα της άκρατης ελευθερίας του Βηλαρά. Παρ’ όλα αυτά, χαρακτηριστικό παράδειγμα μεγάλης διαφοροποίησης του μεταφράσματος από το πρωτότυπο αποτελούν οι τέσσερις τελευταίοι στίχοι της μετάφρασης του ποιήματος «Στον πλουτο» που αποδίδουν τους πέντε τελευταίους στίχους του πρωτοτύπου, όπου παρατηρείται και αντιστροφή στίχων: Ἐμοὶ γένοιτο πίνειν, Πιόντι δ’ οἷνον ἡδὺν Ἐμοῖς φίλοις συνεῖναι, Ἐν δ’ ἁπαλαῖσι κοίταις Τελεῖν τὰν Ἀφροδίταν. (στ. 12-16) Αιντ’ εγο με φηλους παντα, Το γληκο κραση να πηνο, Κε ποτε μου να μη μηνο, Δηχος ομορφ’ αγγαλια. (στ. 17-20) Σε γενικές γραμμές αποδεικνύεται από τις μεταφράσεις των ποιημάτων του Ανακρέοντα ότι ο συγγραφέας μεταφέρεται κοντά στον αναγνώστη στον οποίο απευθύνεται ο Βηλαράς, καθιστώντας σαφές ότι ως μεταφραστής εστιάζει για ακόμη μια φορά στον αναγνώστη και όχι στο συγγραφέα του πρωτοτύπου. Για την επίτευξη ισοδύναμου αποτελέσματος στη γλώσσα-στόχο ήταν απαραίτητη η δημιουργία ενός απολύτως κατα-
179
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
νοητού έργου∙ κάτι το οποίο προσπαθεί να επιτύχει ο Βηλαράς μέσω της συγγραφής στη γλώσσα την οποία χρησιμοποιούσαν οι αναγνώστες στην καθημερινότητά τους. Άλλωστε, όπως είχε δηλώσει και στον πρόλογο της Βατραχομυομαχίας, η κατά λέξη δουλική μεταγλώττιση είναι ανώφελη. Φαίνεται, συνεπώς, πως παραμένει συνεπής στον απώτερο μεταφραστικό του στόχο, που δεν ήταν άλλος από το να προσφέρει αναγνώσματα από τα οποία θα μπορούσε να ωφεληθεί και να μορφωθεί το ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Συνοπτικά, η κριτική που ασκήθηκε στις μεταφράσεις του Βηλαρά δεν αφορά τόσο τις μεταφραστικές επιλογές και μεθόδους του, αλλά εντάσσεται στο πλαίσιο της κριτικής που ασκήθηκε για το πρωτότυπό του έργο, και κυρίως για τις πραγματικά πρωτοποριακές του ιδέες και τις ριζοσπαστικές του θέσεις για το γλωσσικό ζήτημα και τη νεοελληνική ορθογραφία. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το έργο του, μεταφραστικό και πρωτότυπο, επικρίθηκε δριμύτατα από αρκετούς εκπροσώπους της λόγιας παράδοσης, όπως π.χ. από τον Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή, 340 τον Άγγελο Βλάχο, 341 κ.ά. Όπως, επίσης, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Ροΐδης, αν και συγγραφέας της καθαρεύουσας, αλλά αντίπαλος των φανατικών καθαρολόγων, αναφέρεται στη γλώσσα των μεταφράσεων του Βηλαρά με αφορμή τη μετάφραση του Κρίτωνα, την οποία και χαρακτηρίζει ως
340
Jean Villara d’Epire, médecin très-instruit, a écrit en mètres variés des poésies lyriques, quelques pièces badines ou satiriques, et une traduction de la Batrachomyomachie. C’est un habile versificateur, qui ne manque pas d’esprit, mais qui ne s’élève pas jusqu’ à l’inspiration et à l’idéal. Cependant ses ouvrages auraient été plus recherchés et moins vite oubliés, s’il n’avait eu la malheureuse idée d’écrire dans le jargon particulier de sa province natale. Adhérent outré des principes linguistiques de Daniel Philippidés, et moins scrupuleux que lui, il essaya de bannir entièrement l’orthographe dans un traité qu’il publia à ce sujet. Mais le titre monstrueux: » η ρομεηκη γλοσα « suffit seul pour en détourner les lecteurs, et peut-être pour l’effrayer luimême (Rangabé, R. Alexander. Histoire Littéraire de la Grèce Moderne Ι. Paris: Calman Lévy, 1877. 119-120. Print.). 341 Για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Βλάχος, Ἄγγελος. «Ὁ Νέος Κριτικός.» Παράρτημα τῆς Ἑστίας, 1877. 48-49. Τυπ.· η μελέτη αυτή αναδημοσιεύτηκε στη Βασική Βιβλιοθήκη. Νεοελληνική Κριτική. Επιμ. Διον. Ζακυθηνός, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος και Ε. Παπανούτσος. Τόμ. 42. Αθήνα: Εκδ. Αετός, 1956. 113-141. Τυπ. Βλ. συγκεκριμένα στις σσ. 135-136.
180
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
ένα από τα ελάχιστα έργα τα οποία αποδίδονται σε αμιγή δημοτική. 342 Παρ’ όλα αυτά, ο Ροΐδης επισημαίνει ότι, αν και σε αρκετά σημεία η μετάφραση αποδίδει με «ενάργεια, χάρη, ζωηρότητα και ακρίβεια το νόημα του πρωτοτύπου», δεν παύουν να είναι αρκετές και οι φράσεις από τις οποίες λείπουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά λόγω της γλώσσας (Εἴδωλα 362-363). Ωστόσο, εάν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο Βηλαράς ήταν υπέρμαχος της δημοτικής και είχε πολύ συγκεκριμένες απόψεις για τη γλώσσα και το ορθογραφικό σύστημα, καθίσταται αντιληπτό ότι δεν θα μπορούσε να υιοθετήσει διαφορετική γλωσσική προσέγγιση. Επομένως, ο μεταφραστικός του στόχος και η βαθιά του πεποίθηση και πίστη ότι η χρήση της καθομιλουμένης στο γραπτό λόγο μπορεί να συνδράμει τα μέγιστα στη μόρφωση του έθνους είναι αυτά που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό και τις μεταφραστικές του επιλογές. Οι θεωρητικές αντιλήψεις του Βηλαρά για τη μετάφραση είναι επίσης αυτές οι οποίες συμβάλλουν στο μεγάλο βαθμό ελευθερίας του, που τον οδηγεί σχεδόν πάντα σε αυθαίρετη επέκταση του πρωτοτύπου. Εν κατακλείδι, ο Βηλαράς υποστηρίζει ότι οι μεταφράσεις πρέπει να επικεντρώνονται στον αναγνώστη του κειμένου-στόχου και επιθυμεί το μετάφρασμα να λειτουργεί ως παιδευτικό εργαλείο. Κατά συνέπεια, οι διαφοροποιήσεις των πρωτότυπων έργων που διαπιστώθηκαν από την εξέταση των παραπάνω μεταφράσεων, έστω ενός μέρους αυτών, αποτελούν άμεση απόρροια των θεωρητικών του θέσεων για τη μετάφραση και για το ρόλο που μπορεί αυτή να επιτελέσει στον πολιτισμό-υποδοχής. 3.3 Πολυλάς Όπως αναφέρθηκε στο δεύτερο κεφάλαιο, ο Βηλαράς επηρέασε τις απόψεις και το έργο του Σολωμού, 343 ο οποίος ήταν πνευματικός δάσκα342
«Ἡ δικαιοσύνη ἐν τούτοις μᾶς ἐπιβάλλει νὰ ὁμολογήσωμεν ὅτι, πλὴν τῆς μεταφράσεως τοῦ πλατωνικοῦ ‘Κρίτωνος’ ὑπὸ τοῦ Βηλαρᾶ, οὐδὲν ἄλλο γνωρίζομεν ἔργον δυνάμενον νὰ παραβληθῇ πρὸς τὸ τοῦ κ. Ψυχάρη κατὰ τὴν ἀκριβῆ προσήλωσιν εἰς τοὺς τύπους τῆς ἀμιγοῦς δημώδους» (Ροΐδου, Ἐμμανουὴλ. Ἅπαντα. Τόμ. Γ΄ (18801890). Φιλολογ. ἐπιμ. Ἄλκης Ἀγγέλου. Ἀθήνα: Ἐκδ. Ἑρμῆς, 1978. 309. Τυπ.). 343 Ο Κώστας Τσικόπουλος αναφέρει ότι ο Πολυλάς ήταν ο «πρῶτος [που] καθιέρωσε γιὰ τοὺς Χριστόπουλο καὶ Βηλαρᾶ τὸν τίτλο ‘Πρόδρομοι τοῦ Σολωμοῦ’» (βλ. σχετικά στο Τσικόπουλος, Ἅπαντα τῶν Νεοελλήνων Κλασικῶν. Ι. Βηλαρᾶς Ἔργα ιβ΄. Σχετική αναφορά για τη σχέση του Βηλαρά με το Σολωμό γίνεται και στη σελ. στ΄).
181
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
λος του Πολυλά. Η σχέση του Πολυλά, ωστόσο, με το Βηλαρά δεν διαπιστώνεται μόνο μέσω του συνδετικού τους ιστού, του Σολωμού, καθώς μαρτυρείται ότι ο Πολυλάς γνώριζε και εκτιμούσε το έργο του ηπειρώτη λογίου, γεγονός που τον ώθησε να δημοσιεύσει ο ίδιος τον ανέκδοτο, έως τότε, πρόλογο της μετάφρασης της Βατραχομυομαχίας. Ως προς τις θεωρητικές τους απόψεις για τη μετάφραση, αυτές συγκλίνουν σε μεγάλο βαθμό με τις δικές του και, όπως αποδείχτηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, στην περίπτωση ορισμένων μεταφρασεολογικών ζητημάτων ταυτίζονται. Ας διερευνήσουμε, λοιπόν, το βαθμό στον οποίο παραμένει ο Πολυλάς πιστός στις θεωρητικές του θέσεις κατά τη μεταφραστική διαδικασία και εάν συνεχίζεται και στην πράξη ο διάλογός του με το Βηλαρά, όπως και με άλλους ποιητές-μεταφραστές. Όπως αναφέρθηκε και στην εισαγωγή του κεφαλαίου, ο Πολυλάς μετέφρασε την Τρικυμία 344 και τον Άμλετ του Shakespeare. Εξέδωσε την Τρικυμία το 1855 345 και είναι η πρώτη από τις μεταφράσεις που πραγματοποίησε στη ζωή του. Μάλιστα την επεξεργαζόταν τουλάχιστον δύο χρόνια πριν από τη δημοσίευσή της, όπως αποδεικνύεται από γράμμα του στον
344
Η μετάφραση της Τρικυμίας από τον Πολυλά αποτελεί την πρώτη έκδοση αυτοτελούς μετάφρασης έργου του Shakespeare στην Ελλάδα (βλ. ενδεικτικά στο Καραγιώργος, Πάνος. εισαγ.–ανθολόγ. Ποιητική Ανθολογία Επτανήσιων Mεταφραστών. Κέρκυρα: Έκδ. Δήμου Κερκυραίων, 1998. 12), και, όπως επισημαίνει και ο γερμανός ελληνιστής Wilhelm Wagner, η σπουδαιότητά της έγκειται στο γεγονός ότι συνέβαλε στην αύξηση του ενδιαφέροντος των ελλήνων για το έργο του Shakespeare: «Με την εργασία του Πολυλά μπορούμε να πούμε ότι αφυπνίστηκε το ενδιαφέρον του ελληνικού κοινού για τον Σαίξπηρ, ή τουλάχιστον από τότε οι μεταφράσεις έργων του Σαίξπηρ άρχισαν να διαδέχονται γρήγορα η μία την άλλη» [Wagner, Wilhelm. “Shakespeare in Griechenland.” Jahrbuch der Deutschen Shakespeare-Gesellschaft 12 (1877): 41. Print.· όπως παρατίθεται από τον Καραγιώργο 505]. 345 Από το 1855 και μετά την Τρικυμία μετέφρασαν: ο Παντολέων Καβάφης στην Κων/πολη το 1874· ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης σε συνέχειες στο περιοδικό Γράμματα της Αλεξάνδρειας το 1916, με επανέκδοση από τον Ελευθερουδάκη το 1930· ο Δαμιράλης το 1928· ο Γιάννης Οικονομίδης και ο Σ. Κεντ το 1948· ο Βασίλης Ρώτας το 1950 (και το 1969)· ο Νίκος Προεστόπουλος το 1959 (για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο έργο του Κασίνη, Διασταυρώσεις 99). Οι πιο πρόσφατες σχετικά ελληνικές μεταφράσεις της Τρικυμίας πραγματοποιήθηκαν από το Τάσο Ρούσσο το 1993· το Νικόλαο Παναγιωτάκη το 1998· τη Χριστίνα Μπάμπου-Παγκουρέλη το 1998· και τον Ερρίκο Μπελιέ το 2000.
182
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
Κάρολο Μάνεση το 1853. 346 Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψη ορισμένα αποσπάσματα από την Α΄ σκηνή της πρώτης πράξης της Τρικυμίας, εύκολα διαπιστώνεται ότι ο Πολυλάς παραμένει συνεπής στην προτίμησή του για μεταφορά πνεύματος και στη μετάφραση του έργου έννοια προς έννοια, παρά το γεγονός ότι η προσπάθειά του ν’ αποδώσει με ακρίβεια τα νοήματά του ενδεχομένως δίνει άλλη εντύπωση, όπως λ.χ. φαίνεται από το ακόλουθο απόσπασμα: Gon. I’ll warrant him for drowning, though the ship were no stronger than a nutshell and as leaky as an unstanched wench. Boats. Lay her a-hold, a-hold! set her two courses; off to sea again; lay her off. (στ. 46 - 50) 347 ΓΟΝΖ. Τοῦτος δὲν πνίγεται, σᾶς βεβαιώνω ἐγώ, καὶ ἂς ἤττουν τὸ καράβι μας καρυδοτσέφλι κ’ εὐκολόπαρτο ὡσὰν καλοπέσουλη κόρη. ΠΛΩΡ. Ἂς βγοῦμ’ ὄξω· ἁπλῶστε τὰ δυὸ χαμηλὰ πανιά, καὶ πάλι στ’ ἀνοικτά. (σ. 2) 348 Άμεσο αποτέλεσμα της ελεύθερης προσέγγισής του είναι φυσικά το γεγονός ότι παραλείπει λέξεις (όπως λ.χ. τη λέξη bestir που επαναλαμβάνεται στον τέταρτο στίχο του πρωτοτύπου “Good, speak to the mariners: fall to ’t, yarely,or we run ourselves aground: bestir, bestir” / Καλά· φώναζε τοὺς ναύταις· βάλε ὅλα σου τὰ δυνατά, εἰδεμὴ θὰ τσακισθοῦμε), ή/και προσθέτει λέξεις (όπως λ.χ. στην περίπτωση της φράσης «and make yourself ready in your cabin» στο στίχο 25, που αποδίδεται ως «καὶ πήγαινε στὴν κάμαρή σου, ἑτοιμάσου» (σ. 2) με προσθήκη του ρήματος πήγαινε), ενώ η απόδοση ορισμένων στίχων αποδεικνύει ότι παίρνει ακόμα με-
346
«Ἐνασχολοῦμαι εἰς ἐκεῖνες τὲς ὀλίγες στιγμὲς ποὺ μοῦ μένουν ἐλεύθερες, νὰ ἐπιθεωρήσω τὴν ε ὐ λ ο γ η μ έ ν η ν μετάφρασιν τῆς Τρικυμίας, καὶ μὲ ἄλλο γράμμα μου θέλει σοῦ σημειώσω κάμποσα μέρη, τὰ ὁποῖα χρειάζονται διόρθωση» (στο Βαλέτας, Πολυλᾶς. Ἅπαντα. Τὰ Λογοτεχνικὰ καὶ Κριτικὰ 498). 347 Kermode, Frank. ed. The Arden Shakespeare. The Tempest. London and New York: Routledge, 1988. 5-7. Print. 348 Πολυλᾶς, Ἰάκωβος. Σαίξπηρ. Ἡ Τρικυμία. Δράμα εἰς Πράξεις Πέντε. Ἐν Ἀθήναις: Ἐκδοτικός Οἶκος Γεωργίου Φέξη, 1913. Τυπ.
183
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
γαλύτερες ελευθερίες, όπως λ.χ. συμβαίνει στην περίπτωση του ενδέκατου στίχου: Boats. I pray now, keep below (στ. 11) ΠΛΩΡ. Γειά, στη ζωή σας, κοπιάστε κάτω· (σ. 2) αλλά και στην ακόλουθη: Gon. I have great comfort from this fellow: methinks he hath no drowning mark upon him; his complexion is perfect gallows. (στ. 28-30) ΓΟΝΖ. Ἐγὼ πέρνω μεγάλη παρηγορία ἀπ’ αὐτὸ τὸ ὑποκείμενο· φαίνεταί μου, αὐτὸς δὲν εἶναι γιὰ πνίμμα· μοιάζει ὅλος γιὰ τὴν κρεμάστρα. (σ. 2) Βέβαια πρέπει να επισημανθεί ότι νοηματικά δεν παρατηρούνται μεγάλες διαφοροποιήσεις από το πρωτότυπο, απλώς ο Πολυλάς αλλάζει τη δομή των στίχων μετατοπίζοντας λέξεις και γενικά οι λέξεις που επιλέγει και το ύφος του μεταφράσματος δεν ακολουθούν πιστά αυτά του πρωτοτύπου, αλλά διαμορφώνονται με βάση τις προσωπικές του προτιμήσεις. Το στοιχείο, ωστόσο, της μετάφρασης που προκαλεί μεγαλύτερη έκπληξη στον αναγνώστη και αποτελεί τη μεγαλύτερη διαφοροποίηση από το πρωτότυπο είναι ο πεζός λόγος με τον οποίο επέλεξε ο Πολυλάς να αποδώσει το σεξπιρικό έργο. 349 Πολλοί κρίνουν πως ο πεζός λόγος έχει ως αποτέλεσμα να μη μεταφέρεται η ατμόσφαιρα και η αίσθηση του πρωτοτύπου, κυρίως λόγω της απουσίας του μέτρου. 350 Πρέπει, βέβαια, να επι349
Το μέτρο διατηρήθηκε μόνο στην απόδοση των τραγουδιών του πρωτοτύπου. Στο τραγούδι «Ὁ Ἄριελ τραγουδάει» (13), μάλιστα, χρησιμοποιεί 15σύλλαβο στίχο, γεγονός το οποίο παραπέμπει άμεσα, κατά τον Καραγιώργο, στην επαφή και σχέση του με το Σολωμό [βλ. στο Καραγιώργος, Πάνος. «Ο Πολυλάς Μεταφραστής του Σαίξπηρ.» Πόρφυρας 84-85 (Γενάρης-Μάρτης ’98): 505. Τυπ.]. Παρ’ όλα αυτά, αξίζει να σημειωθεί ότι ένα τραγούδι του Άριελ αποδόθηκε σε πεζό λόγο (Βλ. Πράξη 5, Σκηνή Α΄ σελ. 49). 350 Ο Καραγιώργος επισημαίνει ότι «στην ισοπέδωση του ποιητικού λόγου από τον πεζό, φυσικό είναι να θυσιάζονται και πολλές από τις ομορφιές του, μία από τις οποίες θεωρείται το μέτρο». Επίσης, δηλώνει ότι «ένα από τα προβλήματα της μετάφρασης είναι οι λέξεις και φράσεις του κερκυραϊκού ιδιώματος» («Ο Πολυλάς Μεταφραστής του Σαίξπηρ» 503-507).
184
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
σημανθεί ότι ο ίδιος ο Πολυλάς στη «Μελέτη της Τρικυμίας» αναφέρεται στην απουσία πλοκής του σεξπιρικού έργου και δηλώνει: «Θαυμάζεται εἰς τὴν ‘Τρικυμία’ ἡ τεχνικὴ οἰκονομία τοῦ δράματος, μ’ ὅλον ὅτι, καθὼς ὀρθὰ ἐπαρατηρήθηκε, λείπει ἡ πλοκή. Ἡ πλοκή, ἡ ὁποία ζητᾶται, ὑπάρχει εἰς ὅσα συνέβηκαν πρὶν ἀρχίσῃ ἡ πρᾶξις· καὶ τούτη πάλι ἄλλο δὲν εἶναι εἰμὴ ἡ λύσις ἐκείνης τῆς πλοκῆς» (57). Οπότε, έμμεσα ο Πολυλάς προσπαθεί να προλάβει τους κριτικούς του έργου του και να αιτιολογήσει τη χρήση του πεζού λόγου. 351 Άλλωστε, παρότι αναγνωρίζει ότι η μετάφραση της Τρικυμίας έχει πολλά ελαττώματα, συνεχίζει να στηρίζει τις μεταφραστικές του επιλογές και κυρίως την απόφασή του να παραμείνει προσηλωμένος στην ουσία και στο περιεχόμενο του κειμένου-πηγή, παρά στις λέξεις και στη μορφή του. Ενώ, ωστόσο, θα περίμενε κανείς από τον Πολυλά να χρησιμοποιεί αμιγώς τη δημοτική, βάσει τουλάχιστον των θεωρητικών του θέσεων, στη μετάφραση της Τρικυμίας παρατηρείται χρήση ενός «μικτού» γλωσσικού τύπου, καθώς, αν και κυριαρχούν στοιχεία της δημοτικής, 352 διακρίνονται και ορισμένα στοιχεία της καθαρεύουσας: ΠΡΟΣΠ. Τὸ νὰ εἶμαι, ὡς εἶπα, ἀδιάφορος εἰς τὰ κοσμικὰ τέλη, καὶ ὅλος ἀφιερωμένος εἰς τὴν μοναξιά, καὶ εἰς τὸ νὰ πλουτίζω τὸν νοῦ μου μὲ πρᾶμμα πού, ἀνίσως δὲν ἦταν, ὅπως εἶναι, ἀπόκρυφο, ἄξιζε γιὰ ὅσα θαυμάζει ὁ κόσμος, αὐτὸ ἐξύπνησε τὴν κακὴ προαίρεση τοῦ δολεροῦ ἀδελφοῦ μου, καὶ τὸ θάρρος μου, καθὼς τυχαίνει ἑνὸς καλοῦ γονέα, ἐγέννησε μέσα εἰς ἐκεῖνον μίαν δολιότητα, στὸ ἐνάντιο της τόση, ὅσο ἦταν τὸ θάρρος μου· ἄμετρο θάρρος τῳόντι, τέλεια ἐμπιστοσύνη! Αὐτός, βλέποντας εἰς τὰ χέρια του ὄχι μόνον ὅλα τὰ εἰσοδήματά μου, ἀλλὰ καὶ ὅσα ἄλλα μποροῦσε
351
Ο Φάνης Μιχαλόπουλος εκφράζει και αυτός ρητά τους ενδοιασμούς του για τη χρήση του πεζού λόγου και την επίδρασή του στο τελικό αποτέλεσμα: «Ἄν … θεωρήσουμε [τη μετάφραση] ἀπὸ καλαισθητικὴ ἄποψη, εἶναι κάπως σκληρὴ καὶ ὁ πεζὸς λόγος τοῦ Πολυλᾶ κινεῖται δύσκολα καὶ μόλις πλησιάζει τὴ μαγεία τοῦ κειμένου. Ἀπὸ τὴ μετάφραση λείπει τὸ αἴσθημα καὶ τὸ γοῦστο» [για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Μιχαλόπουλος, Φάνης. «Ιάκωβος Πολυλάς (1826-1896).» Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, Β΄ (1946): 22. Τυπ.]. 352 Επιπλέον, συμπεριλαμβάνονται στη μετάφραση ορισμένες κερκυραϊκές λέξεις (βράχλο= φτέρη, καλοπέσουλη = καλοπροαίρετη, τσέφλι = τσόφλι, κ.ά.).
185
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
νὰ πάρῃ ἡ ἐξουσία μου, — ὡσὰν ὁ ἄνθρωπος, ποὺ μὲ τὸ νὰ ξαναλέῃ ἕνα ψέμμα ἔκαμε τὸ θυμητικό του νὰ φταίῃ τόσο τῆς ἀλήθειας, ὥστε αὐτὸς ὁ ἴδιος νὰ πιστεύῃ τὸ ψέμμα του, — ἐπίστεψε ὅτι τῳόντι αὐτὸς ἦταν ὁ δούκας, ἐνῷ ἐνεργοῦσε στὸ ποδάρι μου, κ’ ἐφοροῦσε τὸ πρόσωπο τῆς βασιλικῆς ἀρχῆς μὲ κάθε προτέρημά της· — ἀπ’ αὐτὰ μεγαλώνοντας ἡ φιλαργία του, — ἀκοῦς; (Πρᾶξ. Α΄Σκ. Α΄ σ. 5-6)
Η πρακτική αυτή, η οποία εφαρμόζεται σε μεγαλύτερο βαθμό στη μετάφραση του Άμλετ, έρχεται σε αντίθεση τόσο με την πρακτική του Βηλαρά όσο και με του Σολωμού, 353 παρότι και οι τρεις ταυτίζονται ως προς τη χρήση λέξεων του τοπικού τους ιδιώματος. Ο Καλοσγούρος, ωστόσο, σπεύδει να υποστηρίξει τις γλωσσικές επιλογές του Πολυλά και δηλώνει ότι στη μετάφραση της Τρικυμίας «διαφαίνεται ἡ τάσις εἰς πλαστικὴν τῆς γλώσσης διαμόρφωσιν ... ὀλιγώτερον αὐστηρῶς ἐκτελουμένη ἐν σχέσει πρὸς τὰς μεταγενεστέρας ἐργασίας» («Ἁμλέτος. Τραγωδία Σαιξπείρου: Μετάφρασις Ἰάκωβου Πολυλᾶ» 507). 354 Βέβαια, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, σύμφωνα με τις θεωρητικές του αντιλήψεις για τη μετάφραση, ο Πολυλάς έδινε ιδιαίτερη έμφαση στο πνεύμα και όχι στο γράμμα του πρωτοτύπου, γεγονός το οποίο μπορεί να αιτιολογήσει τόσο τις γλωσσικές του επιλογές όσο και την απόφαση 353
«Ο Σολωμός προσπαθούσε να δημιουργήσει μια ενιαία ποιητική δημοτική γλώσσα, καθώς επίσης και να περισώσει τα ιδιωματικά στοιχεία της ποίησής του, αντιμετωπίζοντάς τα ως αναπόσπαστα μέρη της αυθεντικότητάς του» (βλ. ενδεικτικά στο Μάκριτζ, Πήτερ. Διονύσιος Σολωμός. Μτφρ. Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ. Αθήνα: Εκδ. Καστανιώτη, 1995. 48-49. Τυπ.). Ο ίδιος o Σολωμός στο Διάλογο αναφέρει τη σημασία που είχε για τον ίδιο η γλώσσα: «Μήγαρις ἔχω ἄλλο ’ς τὸ νοῦ μου πάρεξ ἐλευθερία καὶ γλῶσσα;» (βλ. στο Καιροφύλας, Κώστας. Σολωμοῦ Ἀνέκδοτα Ἔργα. Ἀθῆναι: Ἐκδ. Παρθενών, 1967. 317-318. Τυπ.). Βλ. επίσης σχετικά με τις απόψεις του Σολωμού για τη γλώσσα στο Κεχαγιόγλου, Εισαγωγή στην Ποίηση του Σολωμού 399410· στο Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 13, 17, 100 κ.ε· στο Πολίτη, Λίνου. Γύρω στον Σολωμό. Μελέτες και Άρθρα (1938-1982). Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., 1998. Τυπ.· στο Δημαράς, Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας 376-388· κ. ά. 354 Ο Σπαταλάς αναφέρει ότι η γλώσσα αυτής της μετάφρασης του Πολυλά, που «ἐπαινέθηκε ἀπὸ τὸ Σολωμό, ... εἶναι ἀναμφιβόλως ἡ πρώτη γενναία προσπάθεια γιὰ σχηματισμὸ ἑνὸς ἔντεχνου κοινοῦ νεοελληνικοῦ πεζοῦ λόγου, [καθώς και ότι] ἡ προσπάθειά [του] εἶναι σημαντικ[ή] γιὰ τὴν ἀπόχτησι κοινοῦ γλωσσικοῦ ὄργανου» [Σπαταλᾶς, Γεράσιμος. «Ἰάκωβος Πολυλᾶς.» Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια 69-70 (24 Ἀπριλίου 1927): 3. Τυπ.].
186
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
της χρήσης πεζού λόγου και της μη διατήρησης του μέτρου. Επιπλέον, μέσω της μεταφραστικής πρακτικής του επιτρέπεται να διαφανεί η προτίμησή του για τις ελεύθερες μεταφράσεις και η πεποίθησή του ότι θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως νέα έργα στη γλώσσα-στόχο· θέση η οποία τον συνδέει φυσικά με το Βηλαρά. Ο Πολυλάς ακολουθεί την ίδια μέθοδο και στη μετάφραση του Άμλετ, την οποία εξέδωσε αρκετά χρόνια αργότερα (1889), παρότι διαπιστώνεται ότι στην αρχή της πρώτης πράξης της Α΄ σκηνής του Άμλετ το μετάφρασμα αποδίδεται λέξη προς λέξη: FRANCISCO at his post. Enter to him BERNARDO BERNARDO. Who’s there? FRANCISCO. Nay, answer me: stand, and unfold yourself. BERNARDO. Long live the king! FRANCISCO. Bernardo? BERNARDO. He. FRANCISCO. You come most carefully upon your hour. BERNARDO. ’Tis now struck twelve; get thee to bed, Francisco.(στ. 1-8) 355 ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ εἰς τὴν θέσιν του· εἰσέρχεται ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ. Τίς εἶ; 356 355
Jenkins, Harold. ed. Hamlet. London & New York: Routledge, 1989. 165. Print. Πρώτη υποσημείωση από τον Πολυλά στη μετάφραση: Τίς εἶ; Ὁ Βερνάρδος κάμνει τὴν στρατιωτικὴν ἐρώτησιν, ἡ ὁποία δὲν ἀνήκει εἰς αὐτὸν ἀλλὰ εὶς τὸν σκοπόν· ἐρωτᾷ τὸν Φραγκίσκον ἐὰν ἐπέρασεν ἥσυχα· τὸν παραγγέλλει νὰ εἴπῃ εἰς τὸν Ὁράτιον καὶ εἰς τὸν Μάρκελλον νὰ μὴ ἀργήσουν· ὅλα αὐτά προέρχονται ἀπὸ τὴν ταραχήν του καὶ ἀπὸ τὸν φόβον μὴ εὑρεθῇ μόνος ὅταν παρουσιασθῇ τό φάντασμα. («Σημειώσεις» 215). Οι σημειώσεις του Πολυλά αποδεικνύουν ότι είχε εμβαθύνει πραγματικά στο πρωτότυπο και είχε κατανοήσει απόλυτα τα νοήματά του, κάτι το οποίο αποδεικνύεται και από τη «Μελέτη εἰς τὸν Ἀμλέτον». Σύμφωνα με το Μιχαλόπουλο, η «ψυχολογική, ἰδεολογικὴ καὶ φιλοσοφικὴ ἀνάλυση τοῦ ἔργου ἔγινε μὲ τὴ μεγαλύτερη κριτικὴ διείσδυση στὸ πνεῦμα τοῦ μεγάλου δραματογράφου. Τὰ προβλήματα τοῦ Ἀμλέτου ἐκθέτονται καὶ ξεδιαλύνονται μὲ μιὰν εὐχέρεια ποὺ δείχνει πόσο βαθειὰ εἶχε κατανοήσει, πόσο λεπτὰ εἶχε διεισδύσει μέσα στὸ κείμενο τοῦ πρωτότυπου» [για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Μιχαλόπουλος, Φάνης. «Ιάκωβος Πολυλάς (1826-1896).» Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, Γ΄ (1947): 89. Τυπ.]. 356
187
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ. ’Σ ἐμὲ σὺ πρέπει ν’ ἀπαντήσῃς· στάσου καὶ φανερώσου. ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ. Ζήτ’ ὁ Βασιλέας! ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ. Εἶσαι ὁ Βερνάρδος; ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ. Αὐτός. ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ. Μὲ πολὺν ζῆλον ἦλθες ’ς τὴν ὥραν σου. ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ. Μεσάνυκτα σημάναν τώρα· ν’ ἀναπαυθῇς ἄμε, Φραγκίσκε. (στ. 1-8) 357 Στη συνέχεια της μετάφρασης παρατηρείται ότι ο Πολυλάς αποδίδει το έργο πιο ελεύθερα και σίγουρα όχι λέξη προς λέξη, 358 αν και συνεχίζει να προσπαθεί να αποδώσει όσο το δυνατόν πιο πιστά τα νοήματα του πρωτοτύπου: BERNARDO I think it be no other but e’en so: Well may it sort that this portentous figure Comes armed through our watch; so like the king That was and is the question of these wars. (Πράξ. Α΄. Σκ. Α΄. στ. 111-114) ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Κ’ ἐγὼ πιστεύ’ ὅτ’ εἶναι τοῦτο ἡ μόνη αἰτία, καὶ μ’ αὐτὸ κἄπως συμφωνεῖ τὸ θαῦμα τούτης τῆς μορφῆς ’ποῦ διαβαίνει ἀρματωμένη ἐμπρός μας, Εκτός από τον Πολυλά, και ο Σεφέρης χρησιμοποιεί στις μεταφράσεις του, αν και όχι εκτεταμένα, επεξηγηματικά σχόλια (για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα επεξηγηματικά σχόλια και τη λειτουργία τους σε μια μετάφραση βλ. στο Lefevere, André. Translating Poetry: Seven Strategies and a Blueprint. Assen: Van Gorcum, 1975. 30. Print.). 357 Ἁμλέτος. Τραγῳδία Σαικσπείρου. Ἔμμετρος Μετάφρασις Ἰάκωβου Πολυλᾶ μὲ Προλεγόμενα καὶ Κριτικὰς Σημειώσεις. Ἐν Ἀθήναις: Ἐκ τοῦ τυπογραφείου Ἀδελφῶν Περρῆ, 1889. 3-4. Τυπ. 358 Διαφορετική φαίνεται πως είναι η προσέγγιση την οποία υιοθετεί ο Θεοτόκης κατά την απόδοση του Άμλετ, καθώς, σύμφωνα με την έρευνα της Βάσως Γιαννακοπούλου, διαπιστώνεται ότι ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό πιστά το πρωτότυπο και αποδίδει λέξη προς λέξη αρκετούς στίχους, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται εκφράσεις που δυσχεραίνουν την κατανόηση του έργου (83 κε.).
188
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
καὶ τόσ’ ὁμοιάζει μὲ τὸν γέρον βασιλέα, ’ποῦ τῶν πολέμων τούτων ἦταν κ’ εἶναι ἡ ῥίζα. (Πρᾶξ. Α΄. Σκ. Α΄. στ. 123-127) Φαίνεται, όμως, πως ο Πολυλάς αμφιταλαντεύεται και σχετικά με άλλα μεταφραστικά ζητήματα, αφού, ενώ μεταφράζει την Τρικυμία σε πεζό λόγο, αποδίδει τον Άμλετ έμμετρα και μάλιστα χρησιμοποιεί ή εισάγει, σύμφωνα με τις απόψεις που παρουσιάστηκαν παραπάνω, για πρώτη φορά το δεκατρισύλλαβο στίχο 359 σε μια προσπάθεια να αποδώσει τον ιαμβικό 359
Σύμφωνα με τον Μπουμπουλίδη, μεταξύ των μαθητών του Πολυλά, ο Μαβίλης είναι ένας από τους κύριους ποιητές που προχώρησε σε χρήση του 13σύλλαβου στίχου κατά τη μετάφραση ξένων, δραματικών ως επί το πλείστον έργων (“Προμηθέας Λυόμενος” του Shelley, “Γουλιέλμος Τέλλος” του Schiller, “Φάουστ” του Goethe). Για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Μπουμπουλίδου, Κ. Φαίδωνος. Λορέντσος Μαβίλης (1860-1912). Ἀθῆναι: Επτανησιακή Βιβλιοθήκη, 1954. 61. Τυπ. Ο Γεράσιμος Σπαταλάς, ωστόσο, αναφέρει ότι, αν και ο Μαβίλης «χρησιμοποίησε τὸ δεκατρισύλλαβο σὲ μερικὲς νεανικές του προσπάθειες, καθὼς καὶ μιὰ φορὰ στὴν ὥριμην ἡλικία του, γιὰ νὰ ὑπερασπίσει μὲ τὰ λόγια αὐτὸ τὸ στίχο, ... στὸ κύριο ἔργο του τὸν ἀπόφυγε συστηματικά, ὅπως ἄλλως τε τὸν ἀπόφυγε κι’ ὁ Μαρκορᾶς» [Σπαταλᾶς, Γεράσιμος. «Λορέντσος Μαβίλης (1860-1960). Τὸ Ἔργο του.» Νέα Ἑστία 68.803 (Χριστούγεννα 1960): 17. Τυπ.]. Ο Σπαταλάς είχε επισημάνει αρκετά χρόνια νωρίτερα την αποφυγή χρήσης του δεκατρισύλλαβου στίχου από τους Επτανήσιους, ενώ είχε αναφερθεί εκτεταμένα στο γεγονός ότι μόνο ο Καλοσγούρος, πιστός μαθητής και θαυμαστής του Πολυλά, χρησιμοποίησε το δεκατρισύλλαβο στίχο στις μεταφράσεις του [βλ. σχετικά στο Σπαταλᾶς, Γεράσιμος. «Ἰάκωβος Πολυλᾶς.» Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια 71-72 (1 Μαΐου 1927): 6. Τυπ.· στο Σπαταλᾶς, «Ὁ Γεώργιος Καλοσγοῦρος σα Μεταφραστὴς» 4· και στη συνέχεια του άρθρου στη Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια 120 (4 Μαρτίου 1928): 4 Τυπ.]. Ο Γαραντούδης αναφέρει ότι ο Καλοσγούρος και ο Κογεβίνας είναι «[ο]ι μόνοι Επτανήσιοι που καλλιέργησαν το δεκατρισύλλαβο σε έμμετρα κείμενα ευρείας έκτασης». Ο Καλοσγούρος «στις αποδόσεις των Τάφων του Foscolo και του Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου … και ο Κογεβίνας στη μετάφραση του δράματος του Goethe Η Ιφιγένεια στην Ταυρική» [βλ. σχετικά στο Γαραντούδης, Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός 407· και στο Γαραντούδης, «Ο Ιάκωβος Πολυλάς, οι Σύγχρονοι και οι Νεώτεροι του Επτανήσιοι. Συνέχεια και Ρήξη» 257]. Η Ειρήνη Δεντρινού επίσης αναφέρει ότι η μετάφραση της Ιφιγένειας στην Ταυρική συμφωνεί απόλυτα ως προς το μετρικό σύστημα με τη μετάφραση του Άμλετ από τον Πολυλά και επισημαίνει ότι ο Κογεβίνας ακολουθεί τα διδάγματα του Πολυλά (στο Δεντρινοῦ, Ἡ Κερκυραϊκὴ Σχολὴ 26). Ο Πολυλάς δημιούργησε επίσης τον ιαμβικό δεκαεπτασύλλαβο στίχο για τη μετάφραση του ελεγείου του Τιβούλλου. Ο Γαραντούδης αναφέρει σχετικά: «η προοδευτική μετρική αντίληψη του Πολυλά, σε συνδυασμό με τη στιχουργική επινοητικότητά
189
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
δεκασύλλαβο του πρωτοτύπου, 360 όπως διαπιστώνεται και από τους στίχους παραπάνω. 361 Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν είχε λάβει σαφή θέση υπέρ του, έδωσαν μια επτανησιακή απάντηση στην προσπάθεια των αθηναίων μεταφραστών … να αναβιώσουν τα αρχαία μέτρα με τη δημιουργία τεχνητών μετρικών σχημάτων. … Αν και ο δεκαεπτασύλλαβος της πολυλαϊκής μετάφρασης έγινε δεκτός με κάθε επιφύλαξη ακόμη και από Επτανήσιους, δεν έμεινε ανεκμετάλλευτος στην ιστορία της νεοελληνικής στιχουργίας. Τα πιο γνωστά παραδείγματα της χρήσης του αποτελούν η Οδύσσεια (1938) του Καζαντζάκη και οι μεταφράσεις των ομηρικών επών από τους Καζαντζάκη και Κακριδή» [βλ. σχετικά στο Γαραντούδης, «Η Μεταφραστική Αντίληψη του Ιάκωβου Πολυλά και οι Αποδόσεις του Ποιητικών Κειμένων της Κλασικής Λογοτεχνίας» 487-488]. Βέβαια, εκφράστηκαν και επιφυλάξεις για τη χρήση του δεκαεπτασύλλαβου, όπως π.χ. από τον Κλ. Παράσχο, αλλά και από το Μαβίλη ο οποίος εξέφρασε τον ενδοιασμό του σε επιστολή του στον Αντρέα Κεφαλληνό, στις 2 Φεβρουαρίου 1855: «δὲν ξέρω ἀκόμα ἂν ὁ 17σύλλαβος ἀκούεται καλὰ ἢ ὄχι» (Μαβίλης, Τα Έργα 194). 360 Ο Κωνστ. Θεοτόκης αντιθέτως χρησιμοποίησε τον ιαμβικό ενδεκασύλλαβο στίχο κατά τη μετάφραση του Άμλετ. Ο Γ. Π. Σαββίδης αναφέρει σχετικά: «διαπιστώνω καὶ ἐδῶ τὴν ἄνετη χρήση τοῦ ἰαμβικοῦ ἑντεκασύλλαβου καὶ τὸν συνειδητὸ χρωματισμὸ τοῦ λόγου μὲ κορφιάτικους ἰδιωματισμοὺς καὶ δημοτικοὺς ἀρχαϊσμούς (οἱ ὁποῖοι, κατὰ τὴ γνώμη μου, ‘ἀποστασιοποιοῦν’ εὔστοχα τὸ σαιξπηρικὸ δράμα ἀπὸ τὸν σύγχρονο Ἕλληνα ἀναγνώστη, δηλ. λειτουργοῦν περίπου ὅπως τὰ ἐλισαβετιανὰ ἀγγλικὰ γιὰ τὸν σημερινὸ Βρετανὸ ἢ Ἀμερικανὸ ἢ ἄλλον ἀγγλόφωνο)» (βλ. σχετικά στο Σαίξπηρ, Γουίλλιαμ. Ο Άμλετ, Τραγωδία σε Πέντε Πράξεις. Μεταφρασμένη από τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη. Επιμ. Γιώργος Π. Σαββίδης. Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1977. 270. Τυπ.). Σύμφωνα με τον Ευριπίδη Γαραντούδη «ο Θεοτόκης είναι ουσιαστικά ο μοναδικός Έλληνας μεταφραστής του Σαίξπηρ που χρησιμοποιεί τον ενδεκασύλλαβο», καθώς, παρά την άποψη του Πάνου Καραγιώργου [ότι «ο Καβάφης και ο Θεοτόκης είναι οι μόνοι που προσέγγισαν το σεξπιρικό στίχο χρησιμοποιώντας τον ενδεκασύλλαβο»· βλ. στο Karagiorgos, Panos. “Dimitrios Vikelas’ Translation of Hamlet (1882).” Δωδώνη, Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Τόμ. 7. Ιωάννινα: χ. ό., 1978. 90. Τυπ.], ο Καβάφης τον χρησιμοποίησε μόνο σε «μερικά ολιγόστιχα σαιξπηρικά μεταφράσματα» [Γαραντούδης, Ευριπίδης. «Παρατηρήσεις για τη Στιχουργική Μορφή των Μεταφράσεων του Σαίξπηρ από τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη.» Πόρφυρας 57-58 (Απρίλιος-Σεπτέμβριος 1991): 439. Τυπ.]. Για την πρόσληψη της μετάφρασης του Άμλετ από το Θεοτόκη βλ. επίσης στη διατριβή της Βάσως Γιαννακοπούλου, όπου συγκεντρώνονται και παρατίθενται αποσπάσματα της κριτικής που δημοσιεύτηκε στο πέρασμα των ετών (76-80). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η επιστολή του Θεοτόκη στο Στέφανο Πάργα (21 Μαρτίου 1919), στην οποία επιτρέπεται να διαφανεί η σημασία την οποία αποδίδει στη μετάφραση, καθώς αναφέρει ότι επιθυμούσε να μεταφράσει όλα τα σεξ-
190
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
ή κατά της διατήρησης του μέτρου του πρωτότυπου έργου κατά τη μεταφορά του σ’ ένα νέο γλωσσικό σύστημα, οπότε δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αποκλίνει από τις θεωρητικές του θέσεις. Το μόνο βέβαιο είναι, σύμφωνα με σχετική αναφορά του ίδιου του Πολυλά, ότι η μετάφραση του
πιρικά έργα [βλ. σχετικά στο Σαββίδης, Π. Γιώργος. «Εκδοτικές Περιπέτειες των Μεταφράσεων του Σαίξπηρ από τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη.» Περίπλους 17-18 (ΆνοιξηΚαλοκαίρι 1988): 51-61. Τυπ.]. 361 Ο Παλαμάς αναφέρει ότι ο Πολυλάς κατόρθωσε με τη μετάφραση του Άμλετ να εμπλουτίσει τη νεοελληνική μετρική: «Πλεῖστα ὅσα ὀφείλει ἡ νεωτέρα ἐλληνικὴ μετρικὴ εἰς τὴν ἐργασίαν τοῦ Πολυλᾶ, τὴν κατ’ ἐξοχὴν ρυθμοποιόν· οὗτος τὸν νεώτερον στίχον δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν ὅτι ἐ ν ω ρ γ ά ν ω σ ε ν [sic], ἀπὸ μηχανικὸν καὶ στοιχειωδῶς μελῳδικόν, καταστήσας ἐμψύχως ἁρμονικόν, κατὰ τὴν ἐν τῇ μουσικῇ σημασίαν τῆς λέξεως, πολυειδῶς ἐκφραστικόν· μαρτύριον τούτου ... ὁλόκληρος ἡ θαυμαστὴ μετάφρασις τοῦ Ἁμλέτου» (Ἅπαντα Τόμ. 2, 102). Ο Γεράσιμος Σπαταλάς αντίθετα κρίνει αρνητικά την επιλογή του δεκατρισύλλαβου στίχου από τον Πολυλά: «τὴ ζωντανότητα τῆς μεταφράσεως δὲν ὀλιγοστεύει μονάχα τὸ τεχνητὸ καὶ καθαρεουσιάνικο τυπικὸ τοῦ πολυλαϊκοῦ γλωσσικοῦ συστήματος, μὰ καὶ ὁ ἀσυνήθιστος καὶ τεχνητὸς στίχος της, ὁ σχηματισμένος μὲ τή σκέψι χωρὶς τὴ βοήθεια τῆς ἀκοῆς, ὁ δεκατρισύλλαβος, μὲ τὸ δυσκολοκίνητο καὶ πεζὸ σχεδὸν βάδισμά του, ποὺ γιὰ λόγους χωρητικότητος (!) ἐμεταχειρίστηκε ὁ Πολυλᾶς ἀντὶς τοῦ ἑνδεκασύλλαβου» (για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Σπαταλᾶς, «Ἰάκωβος Πολυλᾶς» 6· παραπομπή κάνει και ο Γαραντούδης, βλ. στο «Παρατηρήσεις για τη Στιχουργική Μορφή των Μεταφράσεων του Σαίξπηρ από τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη» 438). Ο Κεντρωτής, ο οποίος σχολιάζει με ιδιαίτερη θερμότητα τις σεξπιρικές μεταφράσεις του Πολυλά, υποστηρίζει το μέτρο της μετάφρασης του Άμλετ: «Ο Πολυλάς επιλέγει ως μετρικό όχημα της μετάφρασής του τον ιαμβικό δεκατρισύλλαβο στίχο, είδος εύπλαστο και ευάγωγο, κινούμενο μεταξύ του παραδοσιακού ιταλικού ενδεκασύλλαβου και του ομοίως παραδοσιακού ελληνικού δεκαπεντασύλλαβου. Και πετυχαίνει να προτείνει όχι κάποιο μετάφρασμα κάποιου τυχαίου, έστω και ιστορικώς και γραμματολογικώς σπουδαίου κειμένου αλλά ένα κείμενο προγραμματικό καθαυτό, προγραμματικό δε τόσο σε καθαρά γλωσσικό όσο και σε θεατρικό επίπεδο. Το μετάφρασμα και διαβάζεται και ακούγεται και βεβαίως παίζεται» [βλ. στο Κεντρωτής, Γιώργος. «Η Υποδοχή του Πρίγκιπα. Η Μετάφραση του ‘Άμλετ’ από τον Πολυλά ή η Εκλαΐκευση των Σολωμικών Προσηλώσεων.» Το Βήμα (24.3.2001): 41. Τυπ.]. Για το δεκατρισύλλαβο στίχο της μετάφρασης του Άμλετ βλ. και στο Βαγενάς, Ποίηση και Μετάφραση 81-82.
191
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
Άμλετ τον προβλημάτισε αρκετά και προχώρησε σε αρκετές μεταβολές έως την τελική της μορφή. 362 Όσον αφορά το στόχο του ως μεταφραστή, επιθυμούσε μέσω των μεταφράσεων να εμπλουτιστεί η καθομιλουμένη 363 και να καθιερωθεί ένας ενιαίος γλωσσικός τύπος. Όπως φαίνεται και στη μετάφραση της Τρικυμίας, βέβαια, στην πορεία της ζωής του κατέληξε να υποστηρίζει τη μέση οδό, η οποία αποτυπώνεται ακόμη πιο έντονα στη μετάφραση του Άμλετ. 364 Μάλιστα, η μικτή γλώσσα διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο στη μετάφραση του Άμλετ και τα στοιχεία της καθαρεύουσας είναι περισσότερα από ό,τι στην Τρικυμία: 365 362
Βλ. σχετικά την επιστολή του Πολυλά στο Μαβίλη στις 14/26 Μαρτίου 1885, στο Μαντουβάλου, Μαρία. Ἐπιμ. Ἅπαντα τῶν Νεοελλήνων Κλασικῶν. Λορέντσος Μαβίλης. Τόμ. 16.2. Ἀθήνα: Ἑταιρεία Ἑλληνικῶν Ἐκδόσεων, 1969. 307. Τυπ. 363 Όπως τονίζει και ο Γαραντούδης, «[μ]ελετώντας το μεταφραστικό και κριτικό έργο του Πολυλά … δεν μένει αμφιβολία ότι η βασική επιδίωξή του ήταν να κληροδοτήσει στους νεότερούς του ένα γλωσσικό όργανο ικανό να τροφοδοτήσει μια λογοτεχνία που να εναρμονίζεται με τη γλωσσική πραγματικότητα της εποχής της, παρακάμπτοντας τους σκοπέλους του γλωσσικού φανατισμού. [Ωστόσο], η μικτή γλώσσα του Πολυλά εμφανιζόταν ως σημείο ρήξης της δημοτικιστικής συνέχειας. Γι’ αυτό όχι μόνο ο γλωσσικός ‘μέσος όρος’ του Πολυλά έμεινε δίχως συνέχεια στα Επτάνησα, αλλά και η βαθμιαία επιβολή της δημοτικής στη λογοτεχνία είχε ως αποτέλεσμα το κύριο ώριμο λογοτεχνικό έργο του, δηλαδή οι μεταφράσεις των ομηρικών επών και του ‘Άμλετ’, να κριθούν με αποκλειστικό σχεδόν γνώμονα την όχι δημοτική γλώσσα τους και επομένως να λησμονηθούν ή και να επικριθούν» [βλ. στο Γαραντούδης, Ευριπίδης. «Ένας Σημαντικός Λησμονημένος Ποιητής-μεταφραστής.» Η Καθημερινή (30.01.2001). Τυπ.]. 364 Αν και ο Σπαταλάς είχε αναφερθεί στην προσπάθεια του Πολυλά για την καθιέρωση ενός κοινού γλωσσικού οργάνου, δηλώνει ότι: «[ο Πολυλάς] νόθεψε τὸ χαρακτήρα τῆς δημοτικῆς γλώσσας μὲ καθαρευουσιάνικα γραμματικὰ στοιχεῖα, νομίζοντας πὼς ἔτσι θὰ μποροῦσε νὰ πλουτίσει εὐκολώτερα τὸ λεξιλόγιό της μὲ λόγια στοιχεῖα καὶ νὰ τὸ κάμει ἱκανὸ νὰ ἐκφράσει τὰ λεπτὰ νοήματα τῶν ἔργων ποὺ σκόπευε νὰ μεταφράσει». Επίσης, λόγω των γλωσσικών επιλογών του Πολυλά, κρίνει αρνητικά τις μεταφράσεις του: «Τὰ γλωσσικὰ ἀνακατώματα τοῦ Πολυλᾶ … χάλασαν τὴν καλλιτεχνικὴν ἀξία τῶν σοφῶν μεταφράσεών του καὶ τὶς κατάντησαν σήμερα σχεδὸν ἀδιάβαστες» [για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Σπαταλάς, «Λορέντσος Μαβίλης (1860-1960). Τὸ Ἔργο του» 17-18· αναδημοσιεύτηκε στο έργο του Σπαταλά, Η Στιχουργική Τέχνη 259-271. 365 Σύμφωνα με τον Καραγιώργο, «[σ]τη γλώσσα της μετάφρασης του Άμλετ ο Πολυλάς προσπάθησε να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ της αυστηρής καθαρεύουσας και
192
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
ΒΑΣΙΛΕΑΣ Βαρυτάτη πρᾶξις! αὐτό ’θελε γενῇ ’ς τὸ πρόσωπό μας, ἐὰν ἤμασθε αὐτοῦ. Πολλοὺς κινδύνους φέρνει ἡ ἐλευθερία του, ’ς ἐσέ, ’ς ἑμᾶς, εἰς ὅλους. Ὠιμέ! τοῦ φόνου τούτου ποιὸς θὰ δώσῃ λόγον; ’Σ ἑμᾶς θ’ ἀποδοθῇ, διότ’ ἡ πρόνοιά μας ἔπρεπε να ’χῃ εὐθὺς περιορίσῃ τοῦτον τὸν τρελλὸν νέον καὶ ἀπ’ ἀνθρώπων κοινωνίαν μακρὰν καθόλου νὰ τὸν κλείσῃ· ἀλλ’ ἦταν τόση ἡ ἀγάπη μας ὁποῦ τὸ πρέπον ἀμελήθη. Ὡμοιάσαμεν ἀνθρώπου, ’πὤχει αἰσχρὴν ἀρρώστιαν, Καὶ, ὅπως μὴ γνωρισθῇ, νὰ τρώγῃ τὴν ἀφίνει ὥς εὶς τὴν ρίζαν τῆς ζωῆς. Ποῦ πῆγε τώρα; (Πρᾶξ. Δ΄. Σκ. Α΄. στ. 16-27) Ωστόσο, λόγιες λέξεις είχαν παραμείνει και στο λεξιλόγιο του λαού, όπως επίσης και ιδιωματικές λέξεις. 366 Ο «μικτός» γλωσσικός του τύπος,
της χαλαρής δημοτικής. Ο Πολυλάς στο γλωσσικό ζήτημα δεν ήταν εξτρεμιστής, όπως ο Ψυχάρης ή ο Πάλλης. Ήθελε μια βαθμιαία μετάβαση από την καθαρεύουσα στη δημοτική, και αυτό δεν μπορούσε να συμβεί εν μία νυκτί και μόνη» (Καραγιώργος, «Ο Πολυλάς Μεταφραστής του Σαίξπηρ» 506). 366 Ο Θεοτόκης φαίνεται να συμφωνεί με τον Πολυλά και τη χρήση ιδιωματικών λέξεων (ο Μαβίλης χρησιμοποίησε σε μικρότερη έκταση ιδιωματικούς τύπους), καθώς, σύμφωνα με το Ν. Λευτεριώτη και τις μεταξύ τους συζητήσεις, ο Θεοτόκης ισχυρίζεται πως λείπουν από τη γλώσσα «τὰ βοηθήματα ποὺ θὰ [τους] ἔλυαν τὴν κάθε [τους] ἀπορία κ’ ἔτσι ἀναγκαστικὰ πρέπει, γιὰ νὰ πλουτίσ[ουν] τὸ λεχτικὸ [τους] νὰ προστρέχ[ουν] στὴν ὁμιλούμενη γλῶσσα τοῦ τόπου [τους]» [Λευθεριώτης, Νίκος. «Ὁ Κωνσταντῖνος Θεοτόκης. Ὁ Ἄνθρωπος κι ὁ Συγγραφέας.» Κερκυραϊκὰ Χρονικὰ 11 (1963): 161. Τυπ.· και στο Γρόλλιος 296). Για να ενισχύσει τη θέση του ο Θεοτόκης αναφέρει ότι η ίδια πρακτική συναντάται στην Ιταλία, στη Γερμανία και τη Γαλλία (161). Όπως αναφέρει ο Γρόλλιος, παρατηρούνται πράγματι στις μεταφράσεις του Θεοτόκη πάρα πολλά στοιχεία του κερκυραϊκού ιδιώματος παράλληλα με αυτά της δημοτικής (295). Ο Γεράσιμος Χυτήρης υπογραμμίζει ότι ο Θεοτόκης «έκρινε ... πως όφειλε να πλουτίσει την κοινή δημοτική με την εισφορά λέξεων από το κερκυραϊκό γλωσσικό ιδίωμα. Πολύ περισσότερο γιατί, κάτοχος της διαχρονικής ελληνικής, διαπίστωνε πως μέγα μέρος του τοπικού αυτού λεξιλογίου είχε αρχαϊκή προέλευση» (343). Για
193
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
λοιπόν, δεν αποσυνδέεται από το μεταφραστικό του στόχο. Όπως με τη μετάφραση της Τρικυμίας, έτσι και με αυτή του Άμλετ διαπιστώνεται η προσπάθεια του Πολυλά να συνεισφέρει στην ομαλή μετάβαση από την καθαρεύουσα στη δημοτική, δίχως ακρότητες και βεβιασμένες κινήσεις. Στη μετάφραση του Άμλετ μάλιστα υπάρχουν και χωρία που αποδίδονται σχεδόν εξολοκλήρου στον προφορικό λόγο του λαού, καταδεικνύοντας την πεποίθηση του Πολυλά ότι η καθομιλουμένη διακρίνεται από την απαραίτητη καλαισθησία του γραπτού λόγου: Νὰ ἦναι τις ἢ νὰ μὴ ἦναι, ἰδοὺ τὸ ζήτημα· ἂν θέλ’ ἡ εὐγένεια τῆς ψυχῆς ὅλα νὰ στέργῃς τὰ πικρὰ βέλη ’ποῦ ἀκοντίζει τύχη ἀχρεία, ἢ ’ς ἕνα πέλαγος κακῶν ἀρματωμένος ἀντίστασιν νὰ κάμῃς καὶ νὰ παύσῃς ὅλα. (Πρᾶξ. Γ΄ Σκ. Α΄ στ. 62-66) Όπως ήταν αναμενόμενο, η μετάφραση του Άμλετ προκάλεσε έντονο διάλογο και ποικίλες συζητήσεις. Ο Καλοσγούρος αναφέρεται με ιδιαίτερα εγκωμιαστικά σχόλια στη μετάφραση αυτή του Πολυλά και θεωρεί ότι υπερέχει συγκριτικά με τις άλλες, 367 τόσο για την πιστή απόδοση των νοημάτων όσο και για τη γλώσσα. 368 Κρίνει επίσης ότι η επιλογή του 13σύλπερισσότερες πληροφορίες βλ. στο Χυτήρης, Γεράσιμος. «Η Γλώσσα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη.» Πόρφυρας 57-58 (Απρίλιος–Σεπτέμβριος 1991): 340-344. Τυπ. Επιπλέον, με βάση την έρευνα της Γιαννακοπούλου, οι ιδιωματικοί τύποι που χρησιμοποιεί στη μετάφραση του Άμλετ ο Θεοτόκης δεν προέρχονται μόνο από την ιδιαίτερα πατρίδα του, την Κέρκυρα, αλλά και από την Κρήτη όπου συμμετείχε εθελοντικά στην επανάσταση το 1896 (109). Η Γιαννακοπούλου τονίζει ότι η γλώσσα την οποία χρησιμοποιεί ο Θεοτόκης στον Άμλετ είναι «ένα καλειδοσκόπιο ιδιωματικών στοιχείων που προέρχονται από τα ειδικά πεδία ενδιαφέροντος του Θεοτόκη και τα οποία συνθέτουν τη δική του, προσωπική ιδιόλεκτο» (108). Για τη γλώσσα της μετάφρασης του Άμλετ από το Θεοτόκη, τη χρήση ιδιωματικών και άλλων γλωσσικών στοιχείων, βλ. αναλυτικά στις σσ. 108-112 της διατριβής της. 367 Είχε προηγηθεί η μετάφραση του Ιωάννη Περβάνογλου το 1858· του Βικέλα το 1882, με επανέκδοση το 1888 ένα ακριβώς χρόνο πριν την έκδοση της μετάφρασης από τον Πολυλά. Ακολούθησαν βέβαια και άλλες μεταφράσεις και εκδόσεις του Άμλετ καθιστώντας το το πιο μεταφρασμένο έργο του Shakespeare στην Ελλάδα με 12 μεταφράσεις και 30 εκδόσεις έως το 1998 (Κασίνης, Διασταυρώσεις 90). 368 «ὁ Ἁμλέτος δὲν εἶναι τὶ ἄγνωστον ἐν Ἑλλάδι, ἀλλ’ ἡ προκειμένη διαστέλλεται βεβαίως πασῶν τῶν προγενεστέρων οὐ μόνον διὰ τὴν ἤδη παρατηρηθεῖσαν πιστοτέ-
194
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
λαβου ήταν επιτυχής και η μοναδική που είχε στη διάθεσή του ο Πολυλάς: «ἡ ἐκλογὴ τοῦ Μεταφραστοῦ ὑπῆρξεν ἐπιτυχής, … καὶ οὐδεμίαν ἄλλην ἐπιδέχεται λύσιν τὸ ζήτημα» (537). Ο Παλαμάς φαίνεται να συμμερίζεται σε μεγάλο βαθμό τις απόψεις του Καλοσγούρου και να αποδέχεται τις γλωσσικές αντιλήψεις του Πολυλά, έστω ορισμένες από αυτές, καθώς αναφέρει ότι: «ἀνεκήρυξε πρῶτος σχεδὸν τὴν μεγάλην ἀλήθειαν… ὅτι ἡ γλῶσσα ἡ δημοτικὴ δὲν εἶναι ἡ βαρβαρικὴ παραφθορὰ … ἀλλὰ τὸ ἁγνὸν ξετύλιγμα τῆς ἀρχαίας» και ότι με τις μεταφράσεις του «ἐδημιούργησεν ἰδίαν γλῶσσαν καὶ ὕφος, μήτε δημοτικά, μήτε καθαρεύοντα, κρᾶμά τι φύσεως και τέχνης, κάτι ἁπλοῦν ἐνταυτῷ καὶ περίπλοκον, σοφὸν καὶ ὡραῖον, δύσκολον καὶ ἀνεκτίμητον» (Ἅπαντα Τόμ. 2, 509). 369 Μάλιστα αναφέρεται
ραν ἀπόδοσιν τῶν ἐννοιῶν τοῦ Ποιητοῦ, ἀλλὰ καὶ διὰ τὸν ἰδιαίτερον γλωσσικὸν αὐτῆς τύπον, διὰ τὴν νέαν καὶ πρωτότυπον μέθοδον, δι’ ἧς οὗτος κατασκευάζεται, διὰ τὴν λίαν ἀξιοσημείωτον ἀξίωσιν, ἣν φαίνεται ἔχων ὁ συγγραφεὺς, νὰ συντελέσῃ σπουδαίως εἰς ἀνύψωσιν τῆς λαλουμένης γλώσσης τοῦ Ἔθνους εἰς τὴν θέσιν, εἰς ἣν διὰ πολυχρονίου διαμορφωτικῆς ἐργασίας γενομένης ἐπὶ τῇ βάσει τὴς ζώσης φωνῆς ἀνεβιβάσθησαν αἱ γλῶσσαι τῶν μεγάλων ἐθνῶν ἀρχαίων καὶ νεωτέρων, οὐχ ἧττον δὲ διαφέρει τῶν ἄλλων διὰ τὸν νέον εἰσαγόμενον στίχον, ὃν ὁ συγγραφεὺς προτείνει εἰς ἀντικατάστασιν τοῦ μέχρι τοῦδε ἐν χρήσει παρ’ ἡμῖν ἐν τῷ δράματι ἰαμβικοῦ λεγομένου τριμέτρου» (502). Για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Καλοσγοῦρος, Γεώργιος. «Ἁμλέτος. Τραγωδία Σαιξπείρου: Μετάφρασις Ἰάκωβου Πολυλᾶ. Μὲ Προλεγόμενα καὶ Κριτικὰς Σημειώσεις.» Παρνασσός 13.9 (1890): 506-507. Τυπ.· και στο Ἁμλέτος. Τραγωδία Σαικσπείρου. Ἔμμετρος Μετάφρασις Ἰάκωβου Πολυλᾶ. Αθήνα: Ιδεόγραμμα, 2000. 300. Τυπ. Έναν αιώνα αργότερα, ο σεξπιρικός λόγος του Πολυλά αποτιμάται και από άλλους θετικά: «Η μοναδικότητα του Πολυλά είναι ένας σεξπιρικός λόγος που δεν ακούστηκε έκτοτε στα νεοελληνικά μας. Και φοβούμαι ότι έκτοτε σπαράγματα σεξπιρικού λόγου ακούστηκαν στη γλώσσα μας, παρά τις τεράστιες προσπάθειες και το μόχθο τον πνευματικό των γνωστών μας άλλωστε μεταφραστικών δοκιμών» [βλ. στο Ροζάνης, Στέφανος. «Το Πατρικό Φάντασμα του Ιάκωβου Πολυλά.» Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπία (1.6.2001). Τυπ.]. 369 Ο Παλαμάς αποτιμά θετικά τη γλώσσα και το μέτρο της μετάφρασης του Άμλετ από τον Πολυλά, δηλώνοντας: «ἐν τῇ μεταφράσει τοῦ ‘Ἁμλέτου’ ἡ γλῶσσα τοῦ δράματος, διὰ τῆς ὁποίας ἀνυψοῦται τὸ κοινόν διὰ τῆς ἐκλογῆς τῶν λέξεων, ἐπιτηδείας πλοκῆς τῆς συντάξεως, τεχνικῶν μεταθέσεων λέξεων, ἄλλοτε ἀναπολοῦσα τὴν γλῶσσαν τοῦ ἔπους, ἄλλοτε τὴν τοῦ μέλους, κρᾶμα θαυμασιώτατον, ἐὰν ἐκτελῆται ὡς δεῖ, διὰ τῆς χρήσεως τοῦ δεκατρισυλλάβου στίχου, ὅστις, ἀφανὴς, τὸ πρῶτον ἀνυψοῦται ἐν τῷ ‘Ἁμλέτῳ’ μεγαλοπρεπὴς ὡς ἐπικός, ἀλλ’ εὔκαμπτος, ποικίλος εἰς τονισμούς, τομὰς καὶ διαιρέσεις, ἡ γλῶσσα τοῦ δράματος προσλαμβάνει τὸν κατάλλη-
195
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
στις μεταφράσεις της Τρικυμίας και του Άμλετ ως αριστουργήματα. 370 Ο Σπαταλάς, αντίθετα, επικρίνει τη χρήση του 13σύλλαβου, καθώς επίσης και τη μικτή γλώσσα των πολυλαϊκών μεταφράσεων, θεωρώντας ότι ο
λον τύπον, καὶ πολλὴν ἀναλογίαν ἔχει πρὸς τὴν γλῶσσαν τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων τραγικῶν» (Ἅπαντα Τόμ. 2, 97). Σε σύμπνοια με τον Παλαμά, ο Νιρβάνας εγκωμιάζει τη στάση του Πολυλά στο γλωσσικό ζήτημα, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη μετάφραση του Άμλετ, και δηλώνει ότι ο Πολυλάς «ἀντίκρυσε τὸ γλωσσικὸν ζήτημα μὲ τὴν μεγαλειτέραν διαύγειαν, ἀνεξαρτησίαν καὶ εὐθυκρισίαν … καὶ πρακτικῶς μᾶς ἔδωκε τὰ ἀρμονικώτερα πρότυπα τοῦ νεωτέρου γραπτοῦ λόγου» (Τα Άπαντα 248). Επίσης, αναφέρει ότι η γλώσσα της μετάφρασης του Άμλετ είναι «ἀπὸ τὰ ζωντανώτερα, ἁρμωνικότερα καὶ φυσικώτερα πρότυπα τῆς γλώσσης αὐτῆς, ἡ ὁποία τείνει νὰ κατασταθῇ ἡ ἑνιαία γλῶσσα τοῦ ἔθνους, ἐπὶ τῆς ὁποίας θὰ συναντηθῇ μίαν ἡμέραν ὁριστικῶς ὁ γραπτὸς λόγος τοῦ καλλιτέχνου, τοῦ σοφοῦ καὶ τοῦ ἐπιστήμονος» (252). Ο Καψάλης χαρακτηρίζει στο σύνολό της τη μετάφραση του Άμλετ ως «μία ἀπὸ τὶς ἀρτιότερες καὶ τὶς πιὸ στοχαστικὲς λογοτεχνικὲς μεταφράσεις ποὺ πραγματοποίησε ποτὲ Ἕλληνας λογοτέχνης» (για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο έργο του Τα Μέτρα και τα Σταθμά 27-28). 370 Σχετικά με το μεταφραστικό έργο του Πολυλά, ο Παλαμάς δηλώνει ότι: «Ἑκάστη τῶν μεταφράσεων τοῦ Πολυλᾶ ἐσημείου καὶ ἓν φιλολογικὸν γεγονός, διὰ τοῦ ὁποίου ὁ δημιουργικὸς νοῦς του μεταφραστοῦ ἔτεμε καινὰς τρίβους, παρέχων ἄγνωστα τέως ὑποδείγματα γλώσσης, ὕφους, ρυθμοῦ καὶ συνοδεύων τὰ μεταφράσματά του διὰ πρωτοτύπων προλόγων καὶ σημειώσεων, ἀναγομένων εἰς λεπτὰ καί δύσλυτα ζητήματα τῆς αἰσθητικῆς, τῆς μετρικῆς καὶ τῆς φιλολογικῆς κριτικῆς» (Ἅπαντα Τόμ. 2, 100). Ενώ για τη στάση του Πολυλά στο γλωσσικό ζήτημα μέσω των μεταφράσεών του, ο Παλαμάς αναφέρει: «Μαθητής, φίλος καὶ θαυμαστὴς τοῦ Σολωμοῦ, δὲν ἐνέμεινεν αὐστηρὸς τηρητὴς τῶν θεωριῶν ἐκείνου, ἀλλ’ ἀνέλαβε νὰ τάμῃ μέσην τινὰ συμβιβαστικὴν ὁδὸν μεταξὺ τῶν ριζοσπαστικῶν καὶ συντηρητικῶν τῆς γλώσσης, τὸν λόγον δὲ τῆς τοιαύτης αὐτοῦ καιροσκοπικῆς οὕτως εἰπεῖν στάσεως σοφῶς ὑπεδήλωσεν ἐν τῷ προλόγῳ τῆς μεταφράσεως τοῦ Ἁμλέτου» (101). Απόσπασμα των απόψεων του Παλαμά για τη μεταφραστική εργασία του Πολυλά περιλαμβάνεται και στο άρθρο «Πώς Είδε ο Παλαμάς τους Επτανήσιους Ποιητές» στο «Κωστῆς Παλαμᾶς. Ἕνα Ἀφιέρωμα.» Ἑκηβόλος 14 (Ἄνοιξη 1986): 1209-1212. Τυπ.
196
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
Πολυλάς «επρόδωσε τον διδάσκαλον» Σολωμό 371 (Στιχουργική Τέχνη 106). 372 Εν κατακλείδι, σε μεγάλο βαθμό και για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως αποδεικνύεται από την παρούσα έρευνα, οι πολυλαϊκές μεταφράσεις αποτιμήθηκαν υπό το πρίσμα του γλωσσικού ζητήματος και της διαμάχης που είχε ξεσπάσει. Η μετάφραση της Τρικυμίας προκάλεσε ως επί το πλείστον αρνητικές κριτικές, κυρίως λόγω της απουσίας μέτρου και της χρήσης του πεζού λόγου, ενώ η μετάφραση του Άμλετ συγκέντρωσε περισσότερα θετικά σχόλια, με την κριτική να εστιάζεται και πάλι στο «μικτό» γλωσσικό τύπο και τη χρήση του 13σύλλαβου στίχου. Ενδεχομένως σ’ αυτό να συνέβαλε και η στάση του ίδιου του Πολυλά για τη γλώσσα. Γενικά, φαίνεται πως ο Πολυλάς επιθυμούσε μέσω των μεταφράσεών του να προσφέρει σε όσους γινόταν περισσότερους αναγνώστες τη δυνατότητα να έρθουν σε επαφή με ένα νέο πνευματικό κόσμο, 373 ο οποίος ήταν ως ένα 371
Ο Καλοσγούρος αντιθέτως υποστηρίζει ότι με τους νεοτερισμούς των μεταφράσεών του ο Πολυλάς παραμένει πιστός στο Σολωμό· απλώς είναι περισσότερο πιστός στο «σολωμικό πνεύμα» και όχι στο «σολωμικό γράμμα» (βλ. στο Πολυχρονάκης, Ο Κριτικός Ιδεαλισμός του Ιάκωβου Πολυλά 368). 372 Αρνητικός απέναντι στη μετάφραση του Άμλετ από τον Πολυλά φαίνεται πως ήταν και ο Δαμιράλης, κυρίως λόγω της γλώσσας, όπως παραθέτει τη σχετική κριτική ο Καλοσγούρος: «Ὁ κ. Μ. Ν. Δαμιράλης ἀποκαλεῖ τὴν μετάφρασιν τοῦ κ. Πολυλᾶ κρᾶμα δημώδους, χυδαϊζούσης καὶ καθαρευούσης, φρονεῖ δὲ ὅτι ἡ καθαρεύουσα εἶναι ἡ μᾶλλον ἁρμόζουσα πρὸς μετάφρασιν δραματικῶν ἰδίως ἔργων καὶ διδασκαλίαν αὐτῶν ἀπὸ τῆς σκηνῆς» (για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Καλοσγοῦρος, «Ἁμλέτος. Τραγωδία Σαιξπείρου: Μετάφρασις Ἰάκωβου Πολυλᾶ. Μὲ Προλεγόμενα καὶ Κριτικὰς Σημειώσεις» 544). 373 Επιθυμία του ήταν επίσης να φέρει τους έλληνες αναγνώστες σε επαφή με τα αρχαία ελληνικά συγγράμματα και για το λόγο αυτό ασχολήθηκε μεταφραστικά με τα ομηρικά έπη. Σχετικά με το ενδιαφέρον του Πολυλά για τους αρχαίους έλληνες συγγραφείς, καθώς και για την κριτική αποτίμηση των ενδογλωσσικών του μεταφράσεων, βλ. ενδεικτικά στα ακόλουθα: Παππάς, Γ. Θεόδωρος. «Ο Ιάκωβος Πολυλάς ως Μεταφραστής του Ομήρου.» Πόρφυρας 84-85 (Γενάρης-Μάρτης ’98): 263. Τυπ.· Τριανταφυλλίδη, Μανόλη. Μνημόσυνα. Ψυχάρης–Πάλλης–Φωτιάδης. Αθήνα: 1939. 52. Τυπ.· Πολίτης, Θέματα της Λογοτεχνίας μας 160· Κακριδής, Θ. Ιωάννης. «Ἡ Μετάφραση τῆς Ἰλιάδας.» Καινούρια Ἐποχή (Χειμώνας 1956): 18. Τυπ.· «84 Γράμματα τοῦ Καζαντζάκη στὸν Κακριδή.» Νέα Ἑστία 102.1211 (Χριστούγεννα 1977): 25. Τυπ.∙ Καραγιάννης, Βαγγέλης. ἐπιμ.–παρουσ. Ὀγδόντα Ἀνέκδοτα Γράμματα τοῦ Ἀργυρη Ἐφταλιώτη (1889-1907) πρός τόν Ἀλέξανδρο Πάλλη. Οἱ Ἀγῶνες τῶν Πρώτων Δημοτικιστῶν. Ἀθήνα: Ἑλληνικό Λογοτεχνικό καί Ἱστορικό Ἀρχείο, 1993. 156. Τυπ.·
197
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
βαθμό άγνωστος, και από την εξέταση ενός μικρού μέρους του μεταφραστικού του έργου παρατηρείται ότι παραμένει πιστός στο στόχο του. Σε αντίθεση, όμως, με το Βηλαρά, αλλά και το Σολωμό (όπως σημειώθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο), στη μεταφραστική πρακτική των οποίων έχουν τις καταβολές τους τόσο η μεταφραστική του πράξη όσο και οι θεωρητικές του απόψεις, ο Πολυλάς δεν υιοθετεί αποκλειστικά μία μεταφραστική μέθοδο την οποία ακολουθεί πιστά στα μεταφράσματά του, αλλά εναλλάσσει τις μεταφραστικές τακτικές τις οποίες εφαρμόζει. Το βέβαιο είναι ότι οι μεταφράσεις του εστιάζουν στον αναγνώστη του κειμένουστόχου. Επίσης, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι υποστήριζε θεωρητικά ότι θα προσπαθούσε με τις μεταφράσεις να αναδείξει τις δυνατότητες της καθομιλουμένης374 ως γλώσσας της λογοτεχνίας και του γραπτού λόγου, θα ήταν εσφαλμένο να χαρακτηριστεί η χρήση στοιχείων της καθαρεύουσας ως μεταστροφή του Πολυλά· αντιθέτως, πρόκειται περισσότερο για ένα βήμα που συνδέεται με την επιθυμία του να ανυψωθεί η δημοτική. Φαίνεται πως στόχος του Πολυλά ήταν να καταστεί μικρότερη ή ακόμη και να εξαλειφθεί η διαφορά που χωρίζει το γραπτό από τον προφορικό
Καρατζά, Κ. Σταμάτη, και Ερατοσθένη Γ. Καψωμένου. επιμ. Από την Αλληλογραφία των Πρώτων Δημοτικιστών, Ι. Γιάννη Ψυχάρη και Αργύρη Εφταλιώτη Αλληλογραφία. 716 Γράμματα (1890-1923). Ιωάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 1988. 349. Τυπ.· Μπουμπουλίδης, Κ. Φαίδων. «Αἱ ὑπὸ τῶν Ἐπτανησίων Νεοελληνικαὶ Μεταφράσεις Κλασσικῶν Συγγραφέων» 509, 513· Μιχαλόπουλος, «Ιάκωβος Πολυλάς (1826-1896)» 88· Γαραντούδης, Ευριπίδης. «Η Μεταφραστική Αντίληψη του Ιάκωβου Πολυλά και οι Αποδόσεις του Ποιητικών Κειμένων της Κλασικής Λογοτεχνίας» 494, 481-502, κ.ά. 374 Ο Μαβίλης, μαθητής του Πολυλά, συγκαταλέγεται ανάμεσα σε εκείνους που τον υποστήριξαν, κυρίως ως προς τη χρήση της καθομιλουμένης. Άλλωστε, στο δεύτερο κεφάλαιο έγινε αναφορά στο λόγο που εκφώνησε ο Μαβίλης στη συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, το 1911, όπου και τάχθηκε υπέρ της χρήσης της καθομιλουμένης στο γραπτό λόγο. Μάλιστα, προκειμένου να στηρίξει με επιχειρήματα τη ψήφο εμπιστοσύνης που δίνει στον Πολυλά, καταφέρεται εναντίον της μετάφρασης της Οδύσσειας από το Βικέλα και επαινεί την προσπάθεια του Πολυλά να εξευγενίσει τη δημοτική γλώσσα. Επιπλέον, διαφώνησε έντονα με τους ισχυρισμούς του Βρατσάνου ότι η μετάφραση του Πολυλά έχει αρκετά ελαττώματα και είναι ακατάλληλη (για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Μαβίλης, Τα Έργα 175-187).
198
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
λόγο, 375 γιατί θεωρούσε πως μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να διαμορφωθεί μια άξια λογοτεχνική γλώσσα. 376 Υιοθετώντας, λοιπόν, στις μεταφράσεις του και κυρίως στη μετάφραση του Άμλετ λόγια στοιχεία, επιχειρεί τον εμπλουτισμό της δημοτικής χωρίς την αλλοίωση του χαρακτήρα της, σε μια παράλληλη προσπάθεια αντιμετώπισης του γλωσσικού διχασμού και επίτευξης σύγκλισης. Η πρακτική αυτή του Πολυλά, 377 δηλαδή, «δεν μπορεί να θεωρηθεί ως το αποτέλεσμα μιας δραματικής αλλαγής θέσεων ή αρχών» (Πολυχρονάκης 270). Ο Καλοσγούρος μάλιστα είχε επισημάνει ήδη από το 1890 ότι οι μεταβολές των αντιλήψεων του Πολυλά ήταν αποτέλεσμα της σταδιακής και βαθμιαίας εξέλιξης του γλωσσικού του συστήματος. 378 Ο ίδιος ο Πολυλας σε επιστολή του στον Παλαμά αναφέρει ότι βρέθηκε στην «περίεργη θέση να τροποποιήσει τις ιδέες του, χωρίς εξωτερική αφορμή». 379 Τέλος, προκαλεί μεγάλο ενδιαφέρον η εξέ-
375
Βλ. επίσης σχετική αναφορά στο Πολυχρονάκης 308, αλλά και στο Καλοσγούρος «Ἁμλέτος. Τραγωδία Σαιξπείρου: Μετάφρασις Ἰάκωβου Πολυλᾶ. Μὲ Προλεγόμενα καὶ Κριτικὰς Σημειώσεις» 516. 376 Πολυλάς, Η Φιλολογική μας Γλώσσα 30-48. 377 Σε γενικές γραμμές, ο Καβάφης φαίνεται πως είναι δύσπιστος απέναντι στις γλωσσικές αντιλήψεις και πρακτικές του Πολυλά [βλ. σχετικά στο Κεχαγιόγλου, Γιώργος. «Κ. Π. Καβάφη ‘Η Συνάντησις τῶν Φωνηέντων ἐν τῇ Προσωδίᾳ’. Παρουσίαση και Σχολιασμός του Ανέκδοτου Πεζού Κειμένου.» Ἑλληνικά 30.2 (1977-1978): 362-364. Τυπ.]. Παρ’ όλα αυτά, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Καβάφης μετέφρασε την εγκωμιαστική κριτική του σκοτσέζου φιλολόγου και κριτικού Blackie για τη μετάφραση του Άμλετ [για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Καβάφης, Π. Κωνσταντίνος. Τὰ Πεζὰ (1882-1931). Φιλολογ. επιμ. Μιχάλης Πιερής. Αθήνα: Ίκαρος, 2003. 53-57. Τυπ.· και στο Καβάφης, Π. Κωνσταντίνος. Πεζά. Αθήνα: Φέξη, 1963. 36-42. Τυπ.]. Βλ. την πρωτότυπη κριτική του Blackie, στο Blackie, J. Stuart. “Shakespeare and Modern Greek.” The 19th Century 30 (1891): 1006-1007. Print. 378 Καλοσγοῦρος, «Ἁμλέτος. Τραγωδία Σαιξπείρου: Μετάφρασις Ἰάκωβου Πολυλᾶ. Μὲ Προλεγόμενα καὶ Κριτικὰς Σημειώσεις» 502-558. 379 Για περισσότερες πληροφορίες βλ. την επιστολή του Πολυλά στον Παλαμά στις 26 Απριλίου 1893 στο Κασίνης, «Γράμματα Ἰάκωβου Πολυλᾶ» 937. Τονίζει μάλιστα ο Πολυλάς ότι η εργασία του για την ανάδειξη και εξέλιξη της δημοτικής υπήρξε αφανής και ότι λυπάται που δεν έζησε ο Σολωμός για να «ἴδῃ ὅτι ἡ ἰδέα του προοδεύει καὶ τελειοποιεῖται καὶ ἀποκτᾷ κάθε ἡμέραν καλοὺς ὀπαδούς». Συνεπώς, με βάση τα λεγόμενα του Πολυλά, δεν απομακρύνεται από το Σολωμό, α-
199
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ταση της μεταφραστικής πρακτικής και άλλων επτανήσιων ποιητώνμεταφραστών στους οποίους είναι σχεδόν βέβαιο ότι άσκησε επιρροή ο Πολυλάς, και κυρίως του Μαβίλη με τον οποίο διατηρούσε στενή επαφή και επικοινωνία. Απομένει, λοιπόν, να διερευνηθεί εάν ο Μαβίλης παραμένει πιστός στις προσωπικές του αντιλήψεις σχετικά με τη μεταφορά ποίησης από μία γλώσσα σε μια άλλη, καθώς επίσης και εάν διατηρεί στην πράξη το θεωρητικό του διάλογο με τον Πολυλά. 3.4 Μαβίλης Όντας μέλος της Επτανησιακής Σχολής, ένα από τα κύρια γνωρίσματα της οποίας υπήρξε η μετάφραση έργων ξένων γραμματειών, αλλά και έργων της κλασικής αρχαιότητας, ο Μαβίλης δεν θα μπορούσε παρά να ασχοληθεί και αυτός συστηματικά με τη μετάφραση. Το μεταφραστικό του έργο περιλαμβάνει το απόσπασμα «Νάλας και Νταμαγιάντη» από το ινδικό έπος Μαχαμπχάρατα· 380 στίχους από το Α΄ και Β΄ βιβλίο της Αιπλώς πήρε ως βάση τις θέσεις του Σολωμού και προχώρησε «με τόλμη», όπως υποστήριζε και ο Καλοσγούρος, για τη διαμόρφωση ενός νέου, ενιαίου γλωσσικού τύπου. 380 Ο Μαβίλης δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τη μετάφραση του «Νάλα και Νταμαγιάντη» πριν από το θάνατό του. Τη συνέχισε ο Θεοτόκης από το στίχο 112 του 12ου μέρους. Ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, σχολιάζοντας τη μεταφραστική δοκιμή και των δύο αυτών ποιητών-μεταφραστών, αναφέρει ότι: «ἡ μετάφραση τοῦ Θεοτόκη, γιὰ τὸ γυμνασμένο μάτι, ἐμφανίζει τὶς ἀναπόφευκτες διαφορὲς ἀπὸ τὸ ἐγχείρημα τοῦ δασκάλου. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ ποιητής, ἀδιάφορος κάπως γι’ αὐτὸ ποὺ ὠνόμαζε ὁ Παλαμὰς «συντηρητικὴ ἀκριβολογία». Ὁ ἄλλος εἶναι ὁ σοφὸς, ποὺ ἀγωνίζεται νὰ μείνη ὅσο γίνεται πιστὸς στὸ κείμενο καὶ στὸ νόημά του. Τὸ λεκτικὸ του δὲν εἶναι ὅσο τοῦ πρώτου μεταφραστῆ φροντισμένο, μ’ ἀντίθετα, εἶναι πιὸ εὔρωστο, πιὸ δημοτικὸ, ἰδιωματικὸ μᾶλλον. Ἀκόμη κ’ ἡ τεχνικὴ χρησιμοποίηση τοῦ δεκαπεντοσυλλάβου ἐμφανίζει ἔκδηλες διαφορές» (για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Χουρμούζιος 161· και στο Μπουμπουλίδου, Λορέντσος Μαβίλης 1860-1912 47-48). Ο Γεράσ. Σπαταλάς επίσης αναφέρει ότι: «ἡ συμπλήρωση ποὺ ἔκαμε ὁ Κώστας Θεοτόκης, μ’ ὅλο ποὺ ἦταν δόκιμος μεταφραστής, μπορεῖ σὲ κάποια σημεῖα νὰ κερδίζει σὲ καθαρότητα, μὰ ὑστερεῖ γενικὰ σὲ μουσικότητα ἀπὸ τοῦ Μαβίλη» Βλ. στο Σπαταλάς, «Λορέντσος Μαβίλης (1860-1960). Τὸ Ἔργο του» 18. Ο Νίκος Λευθεριώτης επισημαίνει αντίθετα ότι στη μετάφραση αυτή ο Θεοτόκης «ἀναγκάστηκε νὰ ἀκολουθήση τὸ χαραγμένο δρόμο τοῦ Μαβίλη, γιὰ νἄχη τό ἔργο ὁμοιομορφία· ἐσυμμορφώθηκε, δηλαδή, μὲ τήν ἀρχινισμένη τεχνοτροπία, ἀκολούθησε τὴν ὁμοιοκαταληξὶα, ἄφησε στὰ ὀνόματα τὴ σανσκριτικὴ φωνολογία καὶ ἐμετα– χειρίστηκε λεκτικό τελείως δημοτικό ὅπως καὶ ὁ Μαβίλης» (161). Ο Κωνσταντίνος
200
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
νειάδας του Βιργιλίου· μεταφράσεις από τα αγγλικά: Browning («Σαοὺλ»), Shelley (Ἀπὸ τὸν «Προμηθέα Λυομένο», Ἀπὸ τὴν «Ἀρέθουσα»), Byron (Ἀπὸ τὴν «Parisina»), και Tenysson (Ἀπὸ τὸν «Ἔνωχ Ἄρδεν»)· από τα γερμανικά: Bürger («Λεονώρα»), Goethe (Ἀπὸ τὸ «Φάουστ»), Schiller («Τὸ παράπονο τῆς Δήμητρας», Ἀπὸ τὸν «Γουλιέλμο Τέλλο» Πράξη α΄, σκ. α΄), Lenau (Δύο στίχοι) και Uhland («Ἡ κατάρα τοῦ Τραγουδιστῆ», «Τυφλὸς βασιλιᾶς»)· από τα ιταλικά: Dante (Ἀπὸ τὴν «Κόλαση», Ἀπὸ τὴν «Παράδεισο»), Foscolo (Ἀπὸ τοὺς «Τάφους»), Leopardi («Τὸ Σάββατο ’ς τὸ χωριὸ»). Σε σύμπνοια με το Βηλαρά και κυρίως με τον Πολυλά, ο Μαβίλης υποστήριζε θεωρητικά τη νοηματικά πιστή μετάφραση, η οποία σέβεται παράλληλα και διατηρεί την αισθητική του πρωτοτύπου. Ως επτανήσιος και μαθητής του Πολυλά, 381 θεωρούσε ότι το μετάφρασμα δεν είναι απλώς Γρόλλιος, ο οποίος παραθέτει και την άποψη του Μιχάλη Σετάτου, συμφωνεί με το Λευθεριώτη και δηλώνει ότι «ὁ Θεοτόκης θέλησε νὰ ἀκολουθήση τὴν τεχνικὴ τοῦ Μαβίλη καὶ νὰ κρατήση, ὅσο γινόταν, τὸ ὕφος καὶ τὴν τεχνοτροπία του, ὅσον ἀφορᾶ τὴ γλώσσα, τὰ δεκαπεντασύλλαβα δίστιχα ὁμοιοκατάληκτα, τὴν ἀπόδοση τῶν σανσκριτικῶν κυρίως ὀνομάτων κλπ.» (299). 381 Η επαφή του Μαβίλη με τον Πολυλά διαπιστώνεται μέσω των μεταξύ τους επιστολών, αλλά και των αναφορών του ενός στο έργο του άλλου. Σε επιστολή του στις 2 Οκτωβρίου το 1878 ο Πολυλάς αναφέρει στο Μαβίλη ότι πρόκειται να παρακολουθεί το έργο του και την πορεία του γιατί πιστεύει πολύ στις δυνατότητες των νέων και ιδίως σε αυτές του Μαβίλη (βλ. σχετικά στο Μαντουβάλου 20). Ο Πολυλάς ζητούσε τη γνώμη του Μαβίλη για τη μετάφραση του τρίτου ελεγείου του Τιβούλλου, όπως αποκαλύπτει ο ίδιος ο Μαβίλης: «ὁ Κυρ. Πολυλᾶς μὤστειλε τὴν μετάφραση τοῦ τρίτου ἐλεγείου τοῦ Τιβούλλου καὶ ἀπαιτεῖ νὰ τοῦ ἐκφράσω τὴ γνώμη μου. Ἡ γλῶσσα τῆς μεταφράσεως αὐτῆς εἶναι πολὺ καλή, ἐννοεῖται ὑπὸ τὴν ἔποψι τοῦ Πολυλαϊκοῦ συστήματος. Τὸ μέτρο εἶναι μικτόν, δηλ. ἕνας δεκαεπτασύλλαβος ἰαμβικὸς καὶ ἕνας δεκαπεντασύλλαβος πλεγμένοι. Μὲ αὐτὸ τὸ μέσον σκοπεύει ὁ μεταφραστὴς, καθὼς ὁ ἴδιος μοῦ γράφει, νὰ ἀποδώσῃ τὸν συνδυασμὸν τοῦ ἑξαμέτρου μὲ τὸν πεντάμετρον» (Μαβίλης, Τα Έργα 194· αλλά και στο Μαντουβάλου, Ἅπαντα τῶν Νεοελλήνων Κλασικῶν. Λορέντσος Μαβίλης 325-326). Αλλά και ο Μαβίλης ζητούσε τη συμβουλή του Πολυλά: «Ἔστειλα τοῦ Πολυλᾶ τὴ Λεονώρα τελειωμένη (;) Ἐλπίζω ὅτι θὰ λάβῃ τὴν ὑπομονὴ νὰ τὴ διατρέξῃ καὶ νὰ μοῦ κάμῃ ἔπειτα ταῖς πρεπούμεναις παρατηρήσεις, γιὰ νὰ ἠμπορέσω ὕστερα νὰ διορθώσω τὰ χονδρότερα λάθη» (Επιστολή του Μαβίλη στον Α. Κεφαλληνό στις 2 Ιανουαρίου 1885, Μαντουβάλου, Ἅπαντα τῶν Νεοελλήνων Κλασικῶν. Λορέντσος Μαβίλης 321). Ο Πολυλάς αναφέρεται και στη μετάφραση του ποιήματος του Leopardi, την οποία κρίνει επιτυχημένη και τονίζει ότι τις παρατηρήσεις θα τις μεταφέρει στο Μαβίλη ο Νί-
201
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
μια απομίμηση του πρωτότυπου έργου και ότι μπορούσε να λειτουργήσει ως λογοτεχνικό έργο και στη γλώσσα-στόχο, γι’ αυτό και, όπως υπογραμμίστηκε παραπάνω, τόνιζε ότι η προσοχή του επικεντρωνόταν στο να καθιστά τα μεταφράσματά του ευανάγνωστα και ευχάριστα. Η χρήση της δημοτικής συνέβαλλε φυσικά σε αυτό, αφού πρακτικά καθιστούσε οικεία τα έργα και διευκόλυνε την επαφή του δημιουργού των πρωτοτύπων με το αναγνωστικό κοινό των μεταφρασμάτων. Μάλιστα, ήταν τόσο μεγάλη η επιθυμία του Μαβίλη να αναγνωριστεί η αξία της δημοτικής, ώστε δεν διστάζει να εκφράσει την αγωνία του σε επιστολή του προς το Κεφαλληνό: «Πρέπει νὰ κ ά ν ο υ μ ε θ ό ρ υ β ο, εἰδεμὴ θὰ περάσουμε ἀπαρατήρητοι … ἡ ἐθνικὴ γλῶσσα κ’ ἐμεῖς μαζὺ γιὰ πάντα» (Μαντουβάλου 321). Ο Μαβίλης μετέφρασε το ποίημα «Saul» του Robert Browning το 1898. Αν και το πρωτότυπο χαρακτηρίζεται από ρίμα (ζευγαρωτή) και η σύνταξη των στίχων βοηθά στη διατήρηση του ρυθμού, αυτό δεν συμβαίνει στο μετάφρασμα, καθώς ο Μαβίλης δεν διατηρεί την ομοιοκαταληξία και, κατά συνέπεια, ούτε το συντακτικό ρυθμό του πρωτότυπου ποιήματος. Παρότι, όμως, διαφοροποιείται η μορφή του ποιήματος, όπως και η δομή των στίχων: Since the King, O my friend, for thy countenance sent, Neither drunken nor eaten have we; nor until from his tent Thou return with the joyful assurance the King liveth yet, Shall our lip with the honey be bright, with the water be wet· (στρ. 1 στ. 3-6) 382
κος Κογεβίνας (308). Ο διάλογος μεταξύ των ποιητών-μεταφραστών είναι πράγματι υπαρκτός και έντονος. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη σχέση μεταξύ του Πολυλά και του Μαβίλη βλ. στο Ἀνδρεάδης, Μιχ. Ἀνδρέας. «Λαυρέντιος Μαβίλης. Βιογραφικὸν Σημείωμα.» Νέα Ἑστία 68.803 (Χριστούγεννα 1960): 50-56. Τυπ. [το κείμενο αυτό είχε δημοσιευτεί για πρώτη φορά στα Παναθήναια 293-294 (15-31 Δεκεμβρίου 1912) όπως μας πληροφορεί ο Ανδρεάδης στις Ἐπιφυλλίδες Β΄. Τόμ. Β’. Τεῦχ. Γ’ Ἀπρίλιος 1929 (σελ. 19-36). Τυπ.]· και στο Μάκρης, Θεόδωρος. «Λαυρέντιος Μαβίλης. Ἡ Ζωὴ καὶ τὸ Ἔργον του.» Νέα Ἑστία 68.803 (Χριστούγεννα 1960): 38-45. Τυπ. 382 Browning, Robert. Poems and Plays. Vol. 2: 1844-1864. London: J. M. Dent & Sons Ltd., 1963. 399-400. Print.
202
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
Ἀπὸ τὴν ὥρα πὤστειλε γιὰ τὴ θωριά σου, ὦ φίλε, ὁ βασιλιᾶς, δὲν ἤπιαμε, δὲ φάγαμε, οὔτε ὣς νἄρθῃς ἐσὺ μὲ τὴν καλόκαρδη βεβαίωση ἀπ’ τὴ σκηνὴ του πίσω νά πῇς ποῦ ἀκόμα ζῇ, δὲ θὰ λαμπρύνῃ μέλι ὣς τότε μήτε καὶ νερὸ τὸ χεῖλι μας θὰ βρέξῃ (στρ. 1 στ. 48), 383 ο Μαβίλης δεν απιστεί συνολικά απέναντι στο πρωτότυπο. Προσπαθεί και παραμένει πιστός στο νόημα και ακριβής στις έννοιές του, καθώς κρίνει ότι η στάση αυτή από το μεταφραστή είναι μείζονος σημασίας: Yet now my heart leaps, O beloved! God’s child with his dew On thy gracious gold hair, and those lilies still living and blue Just broken to twine round thy harp-strings, as if no wild heat Were now raging to torture the desert!” (στρ. 2 στ. 1-4) Μὰ τώρα ἀγαπημένε μου, λαχτάρισε ἡ καρδιά μου! Τέκνο Θεοῦ, μὲ τὴ δροσιά του ἐπάνω στὰ χρυσά σου μαλλιὰ τὰ μυριοχάριτα καὶ μὲ τὰ κρίνα τοῦτα γαλάζια καὶ ὁλοζώντανα ἀκόμα, ὅτι κομμένα γιὰ νὰ πλεχτοῦν ἀνάμεσα στῆς ἅρπας σου τὰ τέλια, καθῶς νὰ μὴν ἐμάνιζε τώρ’ ἄγριο τὸ λιοπύρι γιὰ τύραγνο τῆς ἔρημος» (στρ. 2 στ. 1-7) Ωστόσο, η προσκόλληση του Μαβίλη στην ακρίβεια των νοημάτων 384 κρίνεται αρνητικά από τον κύπριο κριτικό Ιντιάνο, ο οποίος θεωρεί ότι επηρέασε την απόδοση του παραπάνω έργου:
383
Μαβίλη, Τα Έργα 101. Ενδιαφέρουσα είναι η άποψη του Γιώργου Κεχαγιόγλου, σύμφωνα με την οποία το σατιρικό ποίημα του Σεφέρη «Ινδικό Παραμύθι» (1931) ενδεχομένως να παρωδεί την επιδίωξη πιστότητας εκ μέρους του μεταφραστή Μαβίλη. Το γεγονός ότι ο Σεφέρης χρησιμοποιεί στο ποίημα αυτό λέξεις τις οποίες δανείζεται από τη μετάφραση του επεισοδίου «Νάλας και Νταμαγιάντη» του ινδικού έπους Μαχαμπχάρατα ενισχύει την παραπάνω παρατήρηση (βλ. σχετικά στο άρθρο της Κατερίνας Κωστίου στην εφημερίδα Το Βήμα με τίτλο «Η Τεχνική της Παρωδίας [του Μαβίλη] στο Έργο του», Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2000. Τυπ.). Το ποίημα αυτό του Σεφέρη περιλαμβάνεται στο Τετράδιο Γυμνασμάτων, β΄ 53-54. 384
203
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
Ἴσως ἡ προσκόλληση τοῦ Μαβίλη στὸ σονέττο, ἡ πειθαρχία του σ’ ἕνα αὐστηρὸ τεχνικὸ εἶδος, ποὺ περιορίζει αἴσθημα, σκέψη κ’ ἔκφραση στὸ ἐλάχιστο, ἡ συνήθεια ἔτσι σὲ μιὰν ἀκριβολογία, δείχνουν πὼς ἐπηρέασαν, καὶ σὲ μεγάλο βαθμό, τὸ μεταφραστικὸ του ἔργο. Σ’ αὐτὸ ὀφείλεται ἡ ἔντονη προσπάθειά του, ἕνα πάθος πιὰ γι’ αὐτόν, γιὰ μιὰν ἄμεμπτη πιστότητα στὴν ἀπόδοση, μιὰν κυριολεχτημένη φράση, καθαρὴ καὶ λεύτερη ἀπὸ κάθε ξένο στοιχεῖο ποὺ δὲν πηγάζει ἀπ’ αὐτὸ τὸ κείμενο, ξένες κι ἄσχετες λέξεις μὲ τὸ πρωτότυπο, ποὺ μπαίνουνε ἄχαρα σὰν παραγέμισμα, καὶ ποὺ ὁδηγοῦν σὲ πλατειασμοὺς ἄκαιρους, ἀδικαιολόγητους κ’ ἐκνευριστικούς. … Ἡ συστατικὴ ὅμως πυκνότητα τοῦ τραγουδιοῦ τοῦ Μπράουνιγκ … δὲν ἔπρεπε νἆχε ἀποτύχει στὰ χέρια τοῦ πειθαρχημένου καὶ φιλοσοφημένου νοῦ τοῦ Μαβίλη. … [Ο] Μαβίλης δὲν προσπάθησε ἢ προσπαθῶντας δὲν πέτυχε ν’ ἁρπάξει τὴν ψυχὴ τοῦ πρωτότυπου καὶ δὲν πρόσεξε τὴν παρήχηση, ποὺ σὰν εἶναι αὐθόρμητη καὶ γνήσια προσθέτει ὄχι λίγο στὴ μουσικότητα τοῦ στίχου… Ἑρμήνεψε σωστά, μὰ δὲ μετουσίωσε. 385
Ο Μαβίλης, τέλος, παραμένει συνεπής όχι μόνο στην προτίμηση των νοηματικών μεταφράσεων, αλλά και στην πεποίθησή του περί καταλληλότητας της δημοτικής ως γλώσσας μετάφρασης και επιλέγει γλωσσικούς τύπους της όταν αποδίδει το πρωτότυπο ποίημα [“powder” / «μπουχό» (στρ. 3, στ. 3), “replied” / «κρένει» (στρ. 3, στ. 9)]. Δεν εφαρμόζει, ωστόσο, στην πράξη όλες του τις θεωρητικές αντιλήψεις, καθώς, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, θεωρητικά ο Μαβίλης υπογραμμίζει ότι ο μεταφραστής οφείλει να μεταφέρει στον αναγνώστη του κειμένου-στόχου την ίδια ατμόσφαιρα με αυτή που αποπνέει το πρωτότυπο έργο στο αναγνωστικό κοινό στο οποίο απευθύνεται· κάτι το οποίο φαίνεται πως δεν υφίσταται στην παρούσα μετάφραση, αφού δεν διατηρείται ούτε το μέτρο και η ρίμα ούτε το ύφος του πρωτοτύπου και ο πυκνός ποιητικός λόγος του Browning. Επιπλέον, όπως φαίνεται από το παραπάνω απόσπασμα, ο μεταφραστής επεκτείνει τις στροφές του πρωτοτύπου, οι οποίες έχουν περισσότερους στίχους στα νέα ελληνικά.
385
Ἰντιάνος, Ἀντώνης. «Τὸ Μεταφραστικὸν Ἔργο τοῦ Μαβίλη.» Κυπριακὰ Γράμματα, ἔτ. Α΄. 4 (Νοέμβριος 1934): 113-114. Τυπ.
204
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
Κρίνοντας από τη μετάφραση του ποιήματος «Saul», προκύπτει ότι στην απόδοση του Μαβίλη αποτυπώνονται ορισμένες από τις προσωπικές θεωρητικές του θέσεις για τη μετάφραση, όπως επίσης οι επιρροές που δέχτηκε από τον Πολυλά και το Βηλαρά, οι οποίοι προέβαιναν σε επιλογές που διαφοροποιούσαν τις μεταφράσεις σε μεγάλο βαθμό από τα πρωτότυπα έργα. Όσον αφορά, ωστόσο, τη μετάφραση αποσπασμάτων από τη Θεία Κωμωδία του Dante, παρατηρούνται ορισμένες αλλαγές στον τρόπο απόδοσής τους συγκριτικά με αυτόν του ποιήματος «Saul». Ο Μαβίλης μετέφρασε τους επτά πρώτους στίχους από το πρώτο Άσμα της Κόλασης 386 και τους εννιά πρώτους στίχους από το πρώτο Άσμα του Παραδείσου σεβόμενος απόλυτα και στις δύο περιπτώσεις τη δομή του πρωτοτύπου. Όπως στο πρωτότυπο, έτσι και στη μετάφραση της Κόλασης ο στίχος είναι ενδεκασύλλαβος και ομοιοκαταληκτούν ο πρώτος στίχος με τον τρίτο, ο
386
Η μετάφραση των στίχων αυτών από τον Καζαντζάκη διαφοροποιείται αρκετά από την απόδοση του Μαβίλη, η οποία είναι αναμφισβήτητα περισσότερο πιστή στο πρωτότυπο: «Κόλαση» Στὸ μεσοστράτι ἀπάνω τῆς ζωῆς μας σὲ σκοτεινὸ πλανέθηκα ρουμάνι, τί ’ταν ὁ δρόμος ὁ σωστός χαμένος. Ἂχ τι βαρὺ πῶς ἦταν νὰ στορήσω τὸ ἄγριο, δασό, σφιχτομπλεμένο δάσο ποὺ ὡς θυμηθῶ ἀνανιώνεται ἡ τρομάρα, τόσο πικρό, ποὺ λίγο πιό ’ναι ὁ χάρος. Βλ. σχετικά στο Δάντη. Ἡ Θεία Κωμωδία: Κόλαση–Καθαρτήρι–Παράδεισος. Ἔμμετρη Μετάφραση Νίκου Καζαντζάκη. Αθήνα: Εκδ. Καζαντζάκη, 1998. 35. Τυπ. Ακόμη πιο ελεύθερη είναι ωστόσο η απόδοση της Κόλασης από τον Καλοσγούρο, ο οποίος, όπως και ο Καζαντζάκης, δεν διατήρησε τη ρίμα: Στῆς ζωῆς μας ὡς ἤμουν τὸ μισὸ ταξίδι, εὑρέθηκα σὲ δάσος σκοτεινιὰ γεμᾶτο, κι’ ὁ ἀληθινὸς δρόμος γιὰ μένα ἦταν χαμένος. Ἄχ! καὶ πόσο βαρὺ νὰ διηγηθῶ πῶς ἦταν τὸ ἄγιο καὶ τραχὺ καὶ δυνατὸ αὐτὸ δάσος ποὺ στὸ διαλογισμὸ ξαναγεννᾷ τὸ φόβο! Βλ. σχετικά στο Δάντη, Ἀλιγκιέρη. Ἡ Κόλασις. Ἔμμετρη Μετάφρασις καὶ Σχόλια Γεωργίου Καλοσγούρου. Ἐν Ἀθήναις: Ἑλευθερουδάκης, 1923. 39. Τυπ. Βλ. την κριτική του Παλαμά για το μεταφραστικό έργο του Καλοσγούρου στα Ἅπαντα Τόμ. 2, 105.
205
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
δεύτερος με τον τέταρτο και τον έκτο, ο πέμπτος με τον έβδομο. Γλώσσα της μετάφρασης είναι φυσικά η δημοτική: INFERNO, 387 Canto I, 1-7 Nel mezzo del cammin di nostra vita mi ritrovai per una selva oscura, chè la diritta via era smarrita Ahi quanto a dir qual era é cosa dura esta selva selvaggia e aspra e forte che nel pensier rinova la paura! Tant’ è amara che poco è piu morte; ’Σ τῆς ζωῆς μας ἐγὼ τὸ μισοστράτι Βρέθηκα σ’ ἕνα σκοτεινὸ ρουμάνι Γιατὶ εἶχα τὸ ἴσιο χάσῃ μονοπάτι. Τί δύσκολα, ἄχ! κανεὶς ἀναθηβάνει Πῶς τ’ ἄγριου λόγγου ἦταν τραχειὰ ἡ σκληράδα, Ποῦ νέα ’ς τὸ λογισμὸ τρομάρα βάνει. Μόν’ τοῦ θανάτου εἶν’ πιὸ πολλὴ ἡ πικράδα. (1885) 388 Στη μετάφραση του Παραδείσου 389 και πάλι η ομοιοκαταληξία του μεταφράσματος είναι όμοια με αυτή του πρωτοτύπου, δίχως καμία τροπο-
387
Alighieri, Dante. La Divina Commedia (Col Comento del P. Baldassarre Lombardi). Vol. I. Padova: Dalla Tipografia della Minerva, M.D.CCC.XX.II. 1-3. Print. 388 Μαβίλης, Τα Έργα 172. 389 Συγκριτικά με την Κόλαση, η απόδοση από τον Καζαντζάκη στίχων του Παραδείσου έχει περισσότερες ομοιότητες με αυτή του Μαβίλη. Φαίνεται πως με τις διορθώσεις που πραγματοποίησε ο Καζαντζάκης απέδωσε πράγματι ορισμένα σημεία πιο πιστά σε σχέση με το πρωτότυπο, όπως δήλωσε και σε σχετική του επιστολή η οποία παρουσιάστηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο: «Παράδεισος» Ἡ δόξα Ἐκείνου ποὺ κινάει τὰ πάντα τὸ σύμπαντο ὅλο διαπερνάει, καὶ λάμπει ἀλλοῦ καὶ πιὸ πολὺ κι ἀλλοὺ πιὸ λίγο. Στὸν οὐρανὸ ποὺ παίρνει πιὸ ἀπ’ τὸ φῶς του πῆγα· καὶ τά ’δα δὲν μπορεῖ, δὲν ξέρει νὰ ξαναπεῖ ὁ ποὺ ἐκεῖθε κατεβαίνει· τὶ, φτάνοντας κοντὰ στὴν πεθυμιά του,
206
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
ποίηση από το Μαβίλη· ο πρώτος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο, ο δεύτερος με τον τέταρτο και τον έκτο, ο πέμπτος με τον έβδομο και τον ένατο, ενώ ο όγδοος δεν σχετίζεται με τους προηγούμενους. Στη μετάφραση, λοιπόν, των στίχων αυτών του Dante παρατηρείται ότι για το Μαβίλη η διατήρηση των νοημάτων του πρωτοτύπου έχει την ίδια σημασία με τη διατήρηση της μορφής και της αισθητικής του πρωτοτύπου, γεγονός που αιτιολογεί την προσπάθειά του να διατηρήσει την ομοιοκαταληξία. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψη τις μεταφράσεις αυτές από το Dante, αποδεικνύεται ότι η προσέγγιση του Μαβίλη είναι συμβατή με τη σημασία που αποδίδει, μέσω των δηλώσεών του, όχι μόνο στα νοήματα αλλά και στην αισθητική των πρωτότυπων ποιητικών έργων. Γλώσσα της μετάφρασης είναι και πάλι η δημοτική, με τη λέξη «περσά» αντί «περισσά» να ξεχωρίζει: PARADISO, 390 Canto I, 1-9 La gloria di colui che tutto move per l’ universo penetra, e risplende in una parte più e meno altrove. Nel ciel che più de la sua luce prende fu’io, vidi cose che ridire nè sa nè puó chi di là su discende; perché appressando sé al suo disire, nostro intelleto si profonda tanto, che dietro la memoria non puó ire. Ἡ δόξα ἐκείνου ποῦ κινάει τὰ πάντα Περνάει καὶ λάμπει μὲς τὴν οἰκουμένη Περσὰ σὲ μιά, πιὸ λίγο σ’ ἄλλη μπάντα. Στὸν οὐρανὸ ποῦ πλιό του φῶς λαβαίνει Ἤμουν κ’ εἶδ’ ὅσα οὔτε μπορεῖ οὔτε ξέρει Νὰ ξαναπῇ ὅποιος κεῖθε κατεβαίνει. Τὶ ὡς ζυγόνει στοῦ πόθου της τὰ μέρη σὲ τόσο ὁ νοῦς μας μέγα βύθος πέφτει, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ γύρει πίσω ἡ μνήμη [sic]. (Δάντη, Ἡ Θεία Κωμωδία: Κόλαση–Καθαρτήρι–Παράδεισος 425) 390 Alighieri, Dante. La Divina Commedia (Col Comento del P. Baldassarre Lombardi). Vol. III. Firenze: Leonardo Ciardetti, 1830. 1-4.
207
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
Τόσο βαθαίνει ἡ διάνοια μας ποῦ ὀπίσω Νὰ πάῃ ἡ θύμηση δὲ θὰ καταφέρῃ [sic]. (1885) 391 Παρότι, βέβαια, οι μεταφράσεις των αποσπασμάτων της Θείας Κωμωδίας είναι πιο πιστές προς τα πρωτότυπα από ό,τι η μετάφραση του ποιήματος «Saul» του Browning, και η μέθοδος, την οποία ακολουθεί, διαφέρει ως προς ορισμένα μεταφρασεολογικά ζητήματα, διαπιστώνεται και από τις δύο περιπτώσεις ότι η μεταφραστική πρακτική του Μαβίλη καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τη θεωρητική του σκέψη για τη μετάφραση. Έχοντας εξετάσει, λοιπόν, ένα δείγμα μετάφρασης από την αγγλική και ένα από την ιταλική γραμματεία 392 (μικρό σε έκταση, ομολογουμένως), κρίνεται σκόπιμο να εξεταστεί και μια μετάφραση έργου της γερμανικής γραμματείας (με την οποία ο Μαβίλης διατηρούσε εξίσου στενή επαφή), ώστε να διαπιστωθεί εάν οι πεποιθήσεις και θέσεις του για τη μετάφραση της ποίησης καθόρισαν εν γένει τη μεταφραστική του δραστηριότητα και εάν διατηρήθηκαν ισχυρές οι επιρροές που ασκήθηκαν στο έργο του από τη μεταφραστική σκέψη και πράξη άλλων ποιητώνμεταφραστών. Θα εξεταστεί το ποίημα «Lenore» του Bürger, καθώς μέσω των επιστολών 393 του Μαβίλη διαφαίνεται ότι τον απασχόλησε σε μεγάλο βαθμό η απόδοσή του στα νέα ελληνικά. Στη μετάφραση του ποιήματος «Lenore», 394 ο Μαβίλης διατηρεί τον αριθμό των στίχων, χρησιμοποιώντας το ίδιο μέτρο (ιαμβικό), αλλά προ391
Μαβίλης, Τα Έργα 172. Βλ. ενδεικτικά στο Νίκας, Κωνσταντίνος. «Η Ιταλική Παιδεία του Μαβίλη. Οι Μεταφράσεις.» Πόρφυρας 91 (Ιούλιος-Σεπτέμβρης ’99): 25-33. Τυπ. Ο Νίκας αναφέρεται στη μετάφραση των στίχων από τη Θεία Κωμωδία του Δάντη (26-27)· στη μετάφραση του ποιήματος «Σάββατο στο Χωριό» του Leopardi (27-31)· και στη μετάφραση των Τάφων του Foscolo (31-33). 393 Ο Μαβίλης δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος από τη μετάφραση της «Λεονώρας», όπως φαίνεται από τις δηλώσεις του: «Ἔπειτα πρέπει κιόλας νὰ γυμνάζωμαι πάντα εἰς τοὺς δεκαπεντασυλλάβους γιὰ νὰ καταφέρω ἀργότερα καμμὰν ἄλλη μετάφραση καλλίτερη ἤ, κάλλιον, ὄχι τόσο κακὴ σὰν τὴ Λεονώρα» (Μαντουβάλου, Ἅπαντα τῶν Νεοελλήνων Κλασικῶν. Λορέντσος Μαβίλης 320)· καθώς επίσης: «ΚαψωΛεονώρα! μοῦ φαίνεται ποὺ τὴν ἐπαρακακομεταχειρίστηκα» (323). 394 Σύμφωνα με το Γιάννη Δάλλα, η πιο πιστή μετάφραση του ποιήματος «Lenore» έγινε από τον Αρσένη Γεροντικό, τουλάχιστον όσον αφορά τη μορφή: «εκτός από τους πρώτους 14σύλλαβους κάθε στροφής κατ’ αναλογίαν προς τους 15σύλλαβους που πρωτοχρησιμοποίησε στη μουσικότερη μετάφρασή του ο Μαβίλης, παρακολου392
208
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
χωρά σε σημαντικές αλλαγές. 395 Ενώ το πρωτότυπο έργο αποτελείται από 32 στροφές των οκτώ στίχων και οι στίχοι είναι οκτασύλλαβοι: Der König und die Kaiserin, Des langen Haders müde, (στρ. 2 στ. 1-2) 396 στο μετάφρασμα οι στροφές αποτελούνται από οκτώ στίχους, από τους οποίους τρεις είναι δεκαπεντασύλλαβοι και πέντε επτασύλλαβοι ή οκτασύλλαβοι: Ἀφίν’ ἡ αὐτοκρατόρισσα κι’ ὁ βασιληᾶς ἀφίνει Τὸν πόλεμο, καὶ εἰρήνη (στρ. 2 στ. 1-2) 397 Διαφοροποίηση παρατηρείται και ως προς τη ρίμα, αφού, ενώ στο πρωτότυπο η ομοιοκαταληξία είναι πλεχτή στους πρώτους τέσσερις στίχους και ζευγαρωτή στους ακόλουθους τέσσερις στίχους, στο μετάφρασμα οι πρώτοι τέσσερις στίχοι έχουν ρίμα ζευγαρωτή και οι ακόλουθοι τέσσερις σταυρωτή: Lenore fuhr ums Morgenrot Empor aus schweren Träumen: “Bist untreu, Wilhelm, oder tot? Wie lange willst du säumen” (στρ. 1 στ. 1-4) Μέσ’ ἀπ’ ὀνείρατα βαρυὰ ’ς τῆς χαραυγῆς τὴν ὥρα Τινάχτηκ’ ἡ Λεονώρα· «Μ’ ἀρνήθηκες ἢ πέθανες; Ἄχ! πόσο θὲ ν’ ἀργήσῃς, Γουλιέλμε, νὰ γυρίσῃς;» (στρ. 1 στ. 1-4) θεί, κατά το δυνατόν, τη στιχουργία και οπωσδήποτε το σχήμα ομοιοκαταληξίας ακριβώς του πρωτοτύπου» [βλ. στο Δάλλας, Γιάννης. «Μια Ακόμα Μετάφραση της ‘Λεονώρας’.» Πόρφυρας 91 (Ιούλιος-Σεπτέμβρης ’99): 63-70. Τυπ.]. 395 Βλ. για περισσότερες πληροφορίες στο Κεντρωτής, Γιώργος. «Η Μπαλάντα Lenore του Gottfried August Bürger και η Μετάφρασή της στα Ελληνικά από τον Λορέντζο Μαβίλη.» Πόρφυρας 91 (Ιούλιος-Σεπτέμβρης ’99): 52. Τυπ. 396 Browning, M. Robert. ed. Goethe, Hölderlin, Nietzsche, and Others. German Poetry from 1750 to 1900. New York: The Continuum Publishing Company, 1984. 1214. Print. 397 Μαβίλη, Τα Έργα 90.
209
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
Αν και σημειώνονται αλλαγές ως προς τη δομή και τη μορφή του πρωτοτύπου, αξίζει να υπογραμμιστεί ότι ο Μαβίλης παραμένει πιστός στα νοήματά του. Ορισμένες φορές, μάλιστα, επιτρέπει να διαφανεί η επιθυμία του να είναι όσο το δυνατόν πιο ακριβής 398 στο νόημα των λέξεων, με αποτέλεσμα σε κάποια σημεία το πρωτότυπο ν’ αποδίδεται κατά λέξη, όπως π.χ. στην περίπτωση του δεύτερου στίχου της πρώτης στροφής του πρωτοτύπου: aus schweren Träumen / μέσα ἀπ’ ὀνείρατα βαριά, του έκτου στίχου της τέταρτης στροφής: zerraufte / ἀνέσπα, κλπ. 399 Ο Κεντρωτής κρίνει θετικά (52) αυτόν το συνδυασμό μετάφρασης κατ’ έννοια και κατά λέξη 400 και θεωρεί ότι δημιουργεί ένα «ευτυχές» αποτέλεσμα (55). 401 Επίσης, όπως αναμενόταν, ο Μαβίλης παραμένει πιστός στη χρήση τύπων της δημοτικής της εποχής του: ὀνείρατα (στρ. 1, στ. 1), θέν’ ἀργήσῃς (στρ. 1, στ. 3), τ’ ἀσκέρια τ’ ἀντρειωμένα (στρ. 1, στ. 5), ἐμάλαξαν (στρ. 2, στ. 3), ἀχούς (στρ. 2, στ. 6), συναπανταίναν (στρ. 3, στ. 2), κρένει (στρ. 3, στ. 5), ἠμπόρει (στρ. 4, στ. 3), μανίζοντας (στρ. 4, στ. 8), ἀπάνου (στρ. 5, στ. 1), κοράσι (στρ. 5, στ. 3), ἀλιά μου! (στρ. 5, στ. 8), κτλ. 402 Χρησιμοποιεί λόγιους τύπους μόνο σε λίγες περιπτώσεις, όπως π.χ. στη δέκατη πέμπτη στροφή με τη χρήση του ρήματος «βούλομαι» (στ. 3). 403 Επιπλέον, η χρήση της δημοτικής και οι διαφοροποιήσεις που σημειώνονται σε σχέση με το πρωτότυπο συνάδουν απόλυτα με την πεποί398
Σύμφωνα με το Ζώρα, ο Μαβίλης «καὶ εἰς τὰς μεταφράσεις, ὅπως καὶ εἰς τὰ πρωτότυπα ἔργα του, εἶναι λεπτολόγος καὶ ἀκριβής, σμιλεύων μετ’ ἄκρας εὐσυνειδησίας τὴν στιχουργικὴν ἀπόδοσιν αὐτῶν» (Ἑπτανησιακά Mελετήματα Α΄ 173). 399 Βλ. σχετικά τη σημαντική εργασία του Κεντρωτή, «Η Μπαλάντα Lenore του Gottfried August Bürger και η Μετάφρασή της στα Ελληνικά από τον Λορέντζο Μαβίλη» 55. 400 Κάτι το οποίο παρατηρείται και στη μετάφραση του ποιήματος «Σάββατο στὸ Χωριό» του Leopardi [για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Μπουμπουλίδου, Λορέντσος Μαβίλης (1860-1912) 49]. 401 Θετικά κρίνει τη μετάφραση της «Λεονώρας» και ο Γιαλλούρης: «Ξακολουθάει ἡ μετάφραση τοῦ Μαβίλη νὰ εἶνε πιστὴ σχεδὸν καὶ καλοαποδωμένη» [βλ. στο Γιαλλούρης, Ἀντώνης. «Ἡ Λεονώρα τοῦ Βύργκερ.» Βωμός Χρόνος Α΄. 19 (1 Αὐγούστου 1919): 245. Τυπ.]. 402 Για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Σακελλαρίδης, Χρ. Γεώργιος. «Ἡ Γλῶσσα τῶν Σονέττων τοῦ Λορέντσου Μαβίλη.» Παρνασσός 18 (1976): 47-68. Τυπ. 403 Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις απόψεις του Μαβίλη για τη γλώσσα βλ. στο Παπαδοπούλου, Ἰ. Ἑλένη. «Οἱ Γλωσσικὲς Ἀντιλήψεις τοῦ Λορέντζου Μαβίλη.» Νέα Ἑστία 140.1665 (1996): 1488-1497. Τυπ.
210
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
θησή του ότι το μετάφρασμα μπορεί να λειτουργήσει ως ένα νέο έργο στη γλώσσα-στόχο, καθώς επίσης και με τον απώτερό του στόχο ως μεταφραστή που δεν ήταν άλλος από την ικανοποίηση και ευχαρίστηση του αναγνωστικού κοινού, εθισμένου πια στη λογοτεχνική δημοτική της Γενιάς του 1880. Όσον αφορά συνολικά τη μετάφραση του ποιήματος «Lenore», ο Περάνθης, παρότι αναγνωρίζει και εκτιμά τα στοιχεία της ποιητικής 404 του Μαβίλη, υπογραμμίζει ότι: ὅλα σχεδὸν τὰ μεταφράσματά του ἐπιχειρήθηκαν στὰ πεταχτά, τὸν καιρὸ τῆς φοιτητικῆς του ζωῆς, σὲ μιὰ περίοδο περιπετειῶν καὶ ἀμέλειας. Ἀποτελοῦσαν περισσότερο ἕνα πνευματικὸ γύμνασμα ἢ μιὰν ἐρασιτεχνικὴ ἐνασχόληση φοιτητοῦ. Ἦταν μιὰ ἐπίδοση νεανικὴ, στὴν ὁποία δὲν πρέπει νὰ δίνεται ἰδιαίτερη βαρύτητα. Ἀς μὴν ξεχνᾶμε ἄλλωστε ὅτι τὰ κείμενα αὐτὰ δὲν φέρουν τὴ σφραγίδα τῆς τελικῆς ἐπεξεργασίας. Μόνον τέσσερες μεταφράσεις δημοσίευσεν ὁ ἴδιος, νεανικὲς κι’ αὐτὲς (1885). Οἱ ὑπόλοιπες, παρουσιασμένες ἀπ’ τὴν ἔκδοση Ἀλεξανδρείας, ἀποτελοῦν ἀνεπεξέργαστο ὑλικό, ποὺ ἀμφίβολο εἶναι ἂν ποτὲ θὰ τὸ δημοσίευεν ὁ Μαβίλης. Εἶναι τοῦτο ἕνα στοιχεῖο ποὺ πρέπει κανεὶς νἄχει πάντοτε ὑπ’ ὄψιν του, καὶ ὄχι μόνο γιὰ τὶς μεταφράσεις, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν πρωτότυπη παραγωγή του, ποὺ μόνο ἕνα τμῆμα της ἐκφράζει ὑπεύθυνα τὸν ποιητή. 405
Σε αντίθεση με τον Περάνθη και την κριτική του για τις μεταφράσεις του Μαβίλη, ο Κεντρωτής δηλώνει, κυρίως όσον αφορά τη «Λεονώρα», ότι: «ἐνῶ [ο Μαβίλης] ἀλλοίωσε τὴ μετρικὴ ὁμοιογένεια τῶν στίχων, ἐκράτησε εὐλαβῶς ὅλα τὰ στοιχεῖα ἐκεῖνα ποὺ ἀναδεικνύουν τὸ τέμπο,
404
«Ὁ Μαβίλης πάσχει γιὰ λεκτικὴ συμπύκνωση, γιὰ ἰδεώδη λάξευση, γιὰ αὐστηρὴ συνοχή· προσέχει παράλληλα τὴν ἠχητικὴ ἐντύπωση καὶ τίς ἐσωτερικὲς συνηχήσεις· καὶ ἀποβλέπει στὴ λιτὴν ἐνάργεια, στὴν ἐκφραστικὴ πλαστικότητα, στὴν ἀπέριττη μορφή» [Περάνθης, Μιχάλης. «Ἡ Ποιητικὴ τοῦ Μαβίλη.» Νέα Ἑστία 68.803 (Χριστούγεννα 1960): 24. Τυπ.]. 405 Περάνθης, Μαβίλης. Ἅπαντα 54. Το παραπάνω απόσπασμα με την άποψη του Περάνθη παραθέτει και ο Κεντρωτής («Η Μπαλάντα Lenore του Gottfried August Bürger και η Μετάφρασή της στα Ελληνικά από τον Λορέντζο Μαβίλη» 59).
211
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
πρωτίστως δὲ τὶς διπλὲς καὶ τριπλὲς ἐπαναλήψεις, τὰ ἐπιφωνήματα καὶ τὰ ποικίλα ἀναρθρύλλια (μεταγράφοντας ἐπίτηδες τὸν γερμανικό ἦχο μὲ ἑλληνικὰ γράμματα) καὶ –ὅσο πιὸ πολὺ μποροῦσε– τὶς συγκλονιστικὲς παρηχήσεις» (56). Την παραπάνω άποψη του Περάνθη για την ποιότητα των μεταφράσεων του Μαβίλη τη διαψεύδουν και οι εγκωμιαστικές κριτικές που γνώρισε η μετάφραση του αποσπάσματος από τη Μαχαμπχάρατα, την οποία απέδωσε με λιγότερη ακρίβεια, αλλά με προσοχή στη μεταφορά του περιεχομένου. 406 Όσον αφορά τη στάση του Μαβίλη στο γλωσσικό ζήτημα, όπως δηλώνει και ο ίδιος, είχε αφομοιώσει τις γλωσσικές αρχές του Σολωμού και του Πολυλά και ακολουθούσε τα διδάγματά τους. 407 Αν και κρατά αποστάσεις από το 17σύλλαβο στίχο τον οποίο δημιουργεί ο Πολυλάς και δεν αποδέχεται ρητά τους «μικτούς» γλωσσικούς του τύπους, δεν κλονίζει τους ισχυρούς δεσμούς που τον ενώνουν με το δάσκαλό του. Άλλωστε, στα αποσπάσματα που εξετάστηκαν εντοπίζονται μεμονωμένες λόγιες λέξεις. Επιπλέον, στο σημαντικό «Άγνωστο δοκίμιο [του] περί γλώσσης» ζητά από τους νεοέλληνες συγγραφείς να χρησιμοποιούν ως «βάση» του γραπτού λόγου τη δημοτική, 408 υπονοώντας, ενδεχομένως, ότι η γλώσσα του λαού δεν είναι αρκετή και ότι, ως ένα βαθμό, είναι απαραίτητος ο συνδυασμός της με γραπτά λόγια στοιχεία για τον εμπλουτισμό της και την καθιέρωση μιας ενιαίας γλώσσας η οποία «θὰ ἔχῃ ἐν ἑαυτῇ ὁλόκληρον τὴν κληρονομίαν τοῦ παρελθόντος». 409 Επομένως, διαφαίνονται στις από-
406
Βλ. σχετικά στο Μπουμπουλίδου, Λορέντσος Μαβίλης (1860-1912) 47-48· στο Καραντώνης, «Λορέντσος Μαβίλης. Μια Γενική Ματιά στο Έργο του» 31∙ και στο Χουρμούζιος 160-161. 407 «Εἶμαι μαθητὴς καὶ ὑπῆρξα ἐπὶ πολλὰ ἔτη φίλος τοῦ Ἰάκωβου Πολυλᾶ … ὁ ὁποῖος ἦτο ἄκρος φίλος καὶ μαθητὴς τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ. … Ἀνήκω λοιπὸν εἰς τὴν σχολὴν ἐκείνην καὶ ὄχι εἰς τὰς μετέπειτα ἀναφανείσας, σήμερον δὲ ὁπότε τὸ ζήτημα τίθεται εἰς τρόπον ὥστε νὰ φαίνηται ὅτι ἐπισείονται φόβητρα ἐρυθρά, ἂν θέλετε, κατὰ τῶν ὀπαδῶν τοῦ Σολωμοῦ, χρέος τιμῆς θεωρῶ νὰ κατέλθω καὶ ἐγὼ εἰς τὸν καλὸν ἀγῶνα καὶ νὰ δηλώσω ἀπὸ τοῦ βήματος τούτου, πρὸς ὃ ἀτενίζει ὁ Ἑλληνισμὸς ὁλόκληρος, καὶ εἶμαι εὐτυχὴς ὅτι δύναμαι νὰ τὸ πράξω, ὅτι εἶμαι δημοτικιστὴς» (Τα Έργα 188). 408 Βλ. σχετικά στο Μαντουβάλου, Μαρία. Λορέντσου Μαβίλη Ἄγνωστον Δοκίμιον Περὶ Γλώσσης. Ἀθῆναι: 1969. 14. Τυπ. 409 Για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Παπαδοπούλου, «Οἱ Γλωσσικὲς Ἀντιλήψεις τοῦ Λορέντζου Μαβίλη» 1492-1494.
212
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
ψεις του και στην πρακτική του οι επιρροές που δέχτηκε από τις γλωσσικές αντιλήψεις του Πολυλά. 410 Επίσης, όπως είδαμε, ο ίδιος ο Μαβίλης αναφέρεται στη σχέση που είχε και στην επιρροή που δέχτηκε από άλλους επτανήσιους φίλους του, οι οποίοι μελετούσαν συχνά τις μεταφράσεις του και τον συμβούλευαν ώστε να ν’ αποφεύγει τυχόν ατοπήματα. Τονίζει, μάλιστα, ότι υποδέχθηκαν ιδιαίτερα θετικά τη μετάφραση της «Lenore», παρά τις παρατηρήσεις και διορθώσεις τις οποίες πρότειναν. 411 Εν συντομία, ο Μαβίλης προσεγγίζει σε μεγάλο βαθμό ελεύθερα τα πρωτότυπα έργα, παρότι ζητήματα ακριβείας τον οδηγούν, ορισμένες φορές, σε αδυναμία λήψης ξεκάθαρης θέσης υπέρ μιας μεταφραστικής μεθόδου. Κοινή συνισταμένη όλων των μεταφρασμάτων του, ωστόσο, είναι η χρήση της δημοτικής (επιτρέπει να παρεισφρήσουν μεμονωμένα μόνο λίγες λέξεις της καθαρεύουσας) και η πιστότητά του στο πνεύμα των πρωτότυπων έργων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, παραμένει αρκετά σταθερός στις θεωρητικές του απόψεις για τη μετάφραση, ενώ συνεχίζει και το διάλογό του τόσο με το Βηλαρά και το Σολωμό, όσο και με τον Πολυλά. Γενικότερα, λειτουργεί με συνέπεια και αφοσίωση προς την επίτευξη των μεταφραστικών του στόχων· του εμπλουτισμού, δηλαδή, της νεοελληνικής λογοτεχνίας και φυσικά της ανάδειξης των δυνατοτήτων της δημοτικής. 3.5 Παλαμάς Μέσω του Μαβίλη παρατηρείται ότι παραμένει ζωντανός ο διάλογος που είχε αναπτυχθεί μεταξύ του Βηλαρά και του Πολυλά. Επιπλέον, όπως διαπιστώθηκε στο δεύτερο κεφάλαιο, ο Παλαμάς συμμερίζεται σε μεγάλο 410
Η επαφή και στενή σχέση του Μαβίλη με το έργο και τις απόψεις του Πολυλά, καθώς επίσης και με αυτά άλλων Επτανησίων, επισημαίνεται και από τον Ανδρεάδη: «Πολλάκις ὁ Μαβίλης … ἀνέφερεν ἄξιον μιμήσεως τὸ παράδειγμα τοῦ Πολυλᾶ καὶ τοῦ Γεωργίου Καλοσγούρου, οἵτινες πρὶν δημοσιεύσωσιν ἔργον εἰς τὴν δημοτικὴν, τὸ ἀνεγίνωσκον εἰς ἀνθρώπους πάσης τάξεως ἵνα ἐξακριβώσωσιν ἐὰν οἱ τύποι καὶ αἱ λέξεις ἃς μετεχειρίζοντο συνῇδον πρὸς τὸ γλωσσικὸν αἴσθημα τοῦ ἔθνους» (βλ. στο Ἀνδρεάδης, «Λαυρέντιος Μαβίλης. Βιογραφικὸν Σημείωμα» 55). 411 «Ἡ Λεονώρα μου, φαίνεται, τοὺς ἄρεσε. Μὤστειλαν ταῖς παρατηρήσεις των, ποὺ εἶναι ἀρκεταῖς καὶ θὰ μὲ τυραννήσουν γιὰ κάμποσο καιρὸν ὅσο ποὺ νὰ διορθώσω τὰ λάθη ποὺ εὕρηκαν» (επιστολή της 27ης Ιανουαρίου 1885 του Μαβίλη προς τον Κεφαλληνό, όπως περιλαμβάνεται στο Μαντουβάλου, Ἅπαντα τῶν Νεοελλήνων Κλασικῶν. Λορέντσος Μαβίλης 324).
213
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
βαθμό τις θεωρητικές απόψεις για τη μετάφραση των ποιητών-μεταφραστών που εξετάστηκαν μέχρι στιγμής. Θα διερευνηθεί, λοιπόν, εάν η μεταφραστική του πρακτική παρουσιάζει ομοιότητες με αυτή των παραπάνω ποιητών και, κυρίως, εάν οι προσωπικές θεωρητικές του πεποιθήσεις για τη μετάφραση επιδρούν στις επιλογές που υιοθετεί στην πράξη. Οι διαγλωσσικές μεταφράσεις του Παλαμά περιλαμβάνονται στη συλλογή Ξανατονισμένη Μουσική: εβδομήντα επτά ξένα ποιήματα, της γαλλικής 412 κυρίως και βελγικής λογοτεχνίας, συμπεριλαμβανομένων τεσσάρων ιταλικών ποιημάτων και ενός γερμανικού. 413 Όπως επισημαίνει και ο ίδιος, επέλεγε σε μεγάλο βαθμό να μεταφράζει και ποιητές οι οποίοι δεν ήταν 412
Ο ίδιος ο Παλαμάς αναγνωρίζει την επιρροή που δέχτηκε από τη Γαλλία και εκφράζει την ευγνωμοσύνη του ως προς αυτή σε κάθε ευκαιρία (βλ. σχετικά στα Ἅπαντα, Τόμ. 7. 128∙ Ἅπαντα, Τόμ. 14. 88∙ και Ἅπαντα, Τόμ. 16. 616). Η επαφή με τις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης και δη με τη Γαλλία έχει ήδη επισημανθεί μέχρι στιγμής, καθώς επίσης και οι επιρροές του Γαλλικού Διαφωτισμού στο Νεοελληνικό Διαφωτισμό και συνακόλουθα στην ανάπτυξη της μετάφρασης στον ελληνόγλωσσο χώρο από την εποχή του ρομαντισμού κ.ε. Επίσης, οι περισσότεροι έλληνες λόγιοι και συγγραφείς ήταν γαλλοτραφείς, γεγονός που διευκόλυνε σε μεγάλο βαθμό την άμεση επαφή τους με έργα της γαλλικής γραμματείας και εκπροσώπους του γαλλικού πνεύματος. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, το γεγονός ότι αρκετοί σημαντικοί έλληνες ποιητές μετέφρασαν σε μεγάλο βαθμό έργα γάλλων ποιητών. Ιδιαίτερη μνεία στη γαλλική γλώσσα και στην εξέχουσα θέση που κατείχε στην επιλογή των προς μετάφραση έργων κάνει και η Τοκατλίδου με αφορμή τις μεταφράσεις του Καρυωτάκη, αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι «τή Δύση ἐκπροσωποῦσε στήν Ἑλλάδα κυρίως ὁ γαλλικός πολιτισμός, πράγμα πού ὀφείλεται, κατά κάποιο βαθμό, καί σέ πολιτικούς λόγους» (για περισσότερες πληροφορίες βλ. στη διατριβή της Τοκατλίδου 7-9). Αλλά και ο Καραντώνης τοποθετείται αναφορικά με τις γαλλικές επιδράσεις στο έργο ελλήνων λογίων: «Ἄν ἐπρόκειτο νά χαράξουμε τά διαγράμματα ὅλων ἀνεξαίρετα τῶν ἐπιδράσεων πού γονιμοποιοῦνε τή σύγχρονη πνευματική ζωή ... δέ θά εἴχαμε παρά νά ξανατραβήξουμε τήν κλασική γραμμή πού πενήντα χρόνια τώρα συνδέει τήν Ἀθήνα μέ τό Παρίσι. Διακρίνουμε βέβαια κι ἄλλα κέντρα ἐπιδράσεων, ἀγγλικά, γερμανικά, σκανδιναυϊκά, σλαβικά. Ὅμως ἡ πνευματική μας ζωή ἐξακολουθεῖ κατά μέγα μέρος νά εὐωδιάζει ἀπό τούς γαλατικούς κρίνους, ὅπως ἐπιγραμματικά παρατήρησε ὁ Παλαμᾶς στήν ‘Εὐρώπη’ του» (Καραντώνη, Ἀντρέα. Γιά τόν Ὀδυσσέα Ἐλύτη. Μὲ 8 Εἰκόνες Ἐκτὸς Κειμένου. 3η ἔκδ. Ἀθήνα: Ἐκδ. Παπαδήμα, 1992. 26. Τυπ.). 413 Για τη μετάφραση του Schiller (ὁ Ἱππότης) ο Παλαμάς χρησιμοποίησε τις γνώσεις γερμανικών της φίλης του Λιλής Ζηρίνη-Ροδοπούλου [βλ. στο Παπατζώνης, Κ. Τάκης. «Τὸ Μεταφραστικὸ τοῦ Ἔργο.» Γράμματα (Τεῦχος Κ. Παλαμᾶ) 1943: 279. Τυπ.].
214
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
αρχικά ιδιαίτεροι γνωστοί και φημισμένοι στην εποχή του: δηλαδή, εκτός από τον Hugo, τον Heine, κτλ., και τους Moréas, Valéry, Gide, Baudelaire, Verhaeren, Sully Prudhomme, Leconte de Lisle, Mistral, Comtesse de Noailles, Gautier, Villiers de l’Isle-Adam, Verlaine, Henri de Regnier, van Lerberghe, Pomairoles, Angelier, Marie Noël, Carducci, Arturo Graf, Pascoli, και D’Annunzio. Θεωρητικά, ο Παλαμάς ήταν από τους λίγους έλληνες ποιητές-μεταφραστές που υποστήριξαν από την αρχή και καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταφραστικής του δραστηριότητας την ελεύθερη, κατά το πνεύμα μετάφραση ποιητικών έργων, εμφανώς επηρεασμένος και από το θεωρητικό διάλογο που διατηρούσε με τους Επτανήσιους, αλλά και με άλλους προγενέστερούς του ποιητές-μεταφραστές, όπως το Βηλαρά. Ωστόσο, ορισμένες φορές οι αντιλήψεις του για τη μετάφραση συγκρούονται μεταξύ τους, και είναι πολύ πιθανό η μεταφραστική του πρακτική να διαφοροποιείται ενίοτε από θεωρητικές θέσεις. Στην πράξη φαίνεται πως ο Παλαμάς μεταφράζει ελεύθερα, τόσο όσον αφορά τη μορφή όσο και το περιεχόμενο των πρωτότυπων έργων. Αυτό είναι ευδιάκριτο από την αρχή κιόλας των μεταφράσεών του, στις οποίες προτάσσονται, στη γλώσσα του πρωτοτύπου, λέξεις από τον πρώτο στίχο του εκάστοτε κειμένου-πηγή. Όπως ορθά επισημαίνει και η Λουλακάκη, είναι σαν να πρόκειται για motto των δικών του ποιημάτων, αφού πάντοτε ακολουθεί κάτω από τις λέξεις αυτές το όνομα του δημιουργού (5). Ένας από τους αγαπημένους ποιητές του Παλαμά, για τον οποίο μάλιστα παραθέτει πολλές πληροφορίες στον πρόλογο της Ξανατονισμένης Μουσικής, 414 είναι ο παρνασσιστής Sully Prudhomme. Μάλιστα, η μετά-
414
Ο Παλαμάς αναφέρεται αρκετές φορές στον Prudhomme και στους λόγους για τους οποίους τον ξεχωρίζει (βλ. μεταξύ άλλων στα Ἅπαντα, Τόμ. 1. 48-49∙ και στα Ἅπαντα, Τόμ. 4. 92). Δεν διστάζει να παραδεχτεί επίσης ότι είχε δεχτεί έντονη επίδραση από το γάλλο Παρνασσιστή στο πρωτότυπό του έργο. Με αφορμή άρθρο φίλου του κριτικού, δηλώνει: «Ἕνας φίλος μου κριτικός ... ἔλεγε –ἀνάμεσα σέ ἄλλα– πώς φαίνουμαι μέ τήν σειρά ἐπηρεασμένος, σέ ὅσα ἔγραψα κατά καιρούς, ἀπό τούς τρεῖς μεγάλους δασκάλους: ἀπό τόν Οὑγκώ, τόν Λεκόντ Δελίλ, καί τό Σουλλύ Πρυντώμ». Ενώ αναφέρει επίσης ότι είναι και άλλοι αυτοί οι οποίοι τον «ἐπηρεάζουν καί [τ]οῦ ξυπνοῦν τό νοῦ καί [τ]οῦ κινοῦν τό χέρι ... μαζί μ’ αὐτούς κι ἄλλοι δέκα, κι ἄλλοι εἴκοσι..., δάσκαλοί μου ἕνα πλῆθος· κι ἀπό ὅλους θά δανείστηκα κάτι» (για περισσότερες πληροφορίες
215
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
φραση του ποιήματος «Το Ιδανικό» (L’Idéal) αντικατοπτρίζει πλήρως τις απόψεις του έλληνα ποιητή για την ποιητική μετάφραση. Ο Παλαμάς το μεταφράζει μένοντας πιστός στο νόημα, δίχως να προσκολλάται στη λέξη προς λέξη απόδοσή του, όπως διαπιστώνεται για παράδειγμα στους πρώτους δύο στίχους της πρώτης στροφής: La lune est grande, le ciel clair Et plein d’astres, la terre est blême. 415 Ξέλαμπρο τὸ φεγγάρι κ’ οἱ οὐρανοὶ λάμπουν, ἄστρα ἓνα πλῆθος, μαύρη ἡ γῆ, 416 Παρατηρείται, επίσης, διαφοροποίηση όσον αφορά στη μορφή του ποιήματος, καθώς, ενώ το πρωτότυπο ποίημα έχει πλεχτή ομοιοκαταληξία: A celle qu’on n’aperçoit pas, Mais dont la lumière voyage Et doit venir jusqu’ici-bas Enchanter les yeux d’un autre âge, (στρ. 2 στ. 1-4) ο Παλαμάς δημιουργεί ομοιοκαταληξία ζευγαρωτή: Ἀκόμα καὶ κανεὶς δὲν τὸ ἀγναντεύει, γιατὶ ἀκόμα τὸ φῶς του ταξιδεύει καὶ θἄρθ’ ἡ ἀχτιδοβολιά του μάγεμα σ’ ἄλλης γενεᾶς τὰ μάτια ὡς ἐδῶ κάτου. (στρ. 2 στ. 1-4) Ενδεχομένως, η μεγάλη ελευθερία με την οποία αποδίδονται ορισμένοι στίχοι να εξυπηρετεί την ομοιοκατάληκτη μορφή του μεταφράσματος. Ο Παλαμάς, όμως, απιστεί στο πρωτότυπο και ως προς τη δομή. Ενδεικτική είναι η αντιστροφή της σειράς των δύο στίχων που κλείνουν το ποίημα και η μετατόπιση του θαυμαστικού, που έχει ως αποτέλεσμα να διαφοροποιεί-
βλ. στο Πολίτου-Μαρμαρινού, Ελένη. Ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς καὶ ὁ Γαλλικὸς Παρνασσισμός. Διατριβή επί Διδακτορίᾳ. Ἀθῆναι, 1976. 122. Τυπ.). 415 Prudhomme, Sully. Œuvres de Sully Prudhomme. Poésies 1865-1866 (Stances et Poèmes). Paris: Alphonse Lemerre, 1900. 44. Print. 416 Παλαμᾶς, Ξανατονισμένη Μουσικὴ 97.
216
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
ται ο τόνος του πρωτοτύπου, αν και διατηρείται το έντονα φορτισμένο, δραματικό ύφος: Dites-lui qu’elle eut mon amour O derniers de la race humaine! (στρ. 3 στ. 3-4) Ἄνθρωποι, οἱ τελευταῖοι ποὺ θὰ ζῆτε, τ’ ἀγάπησα! Νὰ τοῦ τὸ πῆτε. (στρ. 3 στ. 3-4) Η στίξη του πρωτότυπου ποιήματος τροποποιείται και στον τέταρτο στίχο της πρώτης στροφής, όπου και προστίθεται θαυμαστικό: Je rêve à l'étoile suprême Τὸ ὑπέρτατο ἄστρο, τὶ ὄνειρο εἶν’ ἐντός μου! Το βέβαιο είναι ότι η διαφοροποίηση της μετάφρασης από το πρωτότυπο οφείλεται στην επιθυμία του Παλαμά να προσφέρει στο αναγνωστικό κοινό ένα κείμενο ευανάγνωστο και απολύτως κατανοητό, αλλά και ελκυστικό ως νεοελληνικό λογοτεχνικό δημιούργημα. Άλλωστε, όπως τονίζει και στο προλογικό σημείωμα της Ξανατονισμένης Μουσικής (15), δεν μετέφρασε ποιήματα τα οποία βοηθούν τον έλληνα αναγνώστη να γνωρίσει καλύτερα την ποιητική του Sully Prudhomme και των άλλων ποιητών, αλλά όσα αγάπησε ο ίδιος περισσότερο, και, συνεπώς, τα μεταφέρει μέσα από τη δική του οπτική γωνία. Αιτιολογεί, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τις ελευθερίες που παίρνει. Άλλωστε, νοηματικά δεν αποκλίνει και τόσο από το πρωτότυπο, απλώς οι λέξεις τις οποίες επιλέγει είναι διαφορετικού επιπέδου ύφους. Δημιουργεί, π.χ., σύνθετες λέξεις, μια αγαπημένη και συνήθη τακτική του, και τακτική της εποχής του, για να αποδώσει απλές λέξεις του ποιήματος-πηγή, δίχως στην πραγματικότητα να επιβάλλεται η διαφοροποίηση αυτή από το σύστημα της γλώσσας-στόχου (ξέλαμπρο αντί για «μεγάλο» / grande, αχτιδοβολιά αντί για «φως» / lumière). Μάλιστα, ως προς την προτίμηση του Παλαμά για τη δημιουργία σύνθετων λέξεων, ο γλωσσολόγος Ανδριώτης υποστηρίζει ότι: «[ε]ἶναι βέβαιο πὼς τὰ σύνθετα εἶναι γνώρισμα τῆς ἐπικῆς κυρίως ποίησης, ὄχι τῆς λυρικῆς, 417 καὶ ἡ ἐπικὴ μορφὴ τοῦ ἔργου τοῦ Παλαμᾶ κυριαρχεῖ, ἄν καὶ πάντα ἀδερφωμένη μὲ τὸ
417
Ο Ανδριώτης παραπέμπει στο Βάρναλη και στο άρθρο του «Μ. Μαλακάσης» Νέα Ἑστία 33.384 (1 Ἰουνίου 1943): 733-734. Τυπ.
217
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
λυρισμό, στὰ ἔργα τῆς ἀκμῆς του» (245-246). 418 Η άποψη αυτή του Ανδριώτη ενισχύεται σημαντικά εάν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι μεταφράσεις που περιλαμβάνονται στη Ξανατονισμένη Μουσική πραγματοποιούνται στα ώριμα και δημιουργικά χρόνια του Παλαμά. Ελεύθερη διαπιστώνεται πως είναι και η προσέγγιση την οποία ακολουθεί για τη μεταφορά του ποιήματος «Hypatie» του επίσης παρνασσιστή Leconte de Lisle. Αρχικά, αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ το πρωτότυπο ποίημα έχει πλεχτή ομοιοκαταληξία: AU déclin des grandeurs qui dominent la terre, Quand les cultes divins, sous les siècles ployés, Reprenant de l’oubli le sentier solitaire, Regardent s’écrouler leurs autels foudroyés, (στρ. 1 στ. 14) 419 ο έλληνας ποιητής επιλέγει ανομοιοκατάληκτο στίχο: Ὅταν ξεπέφτουν τῆς γῆς οἱ ἀφέντες, τὰ μεγάλα, κ’ οἱ θεῖες θρησκεῖες γονατισμένες ἀπὸ τοὺς αἰῶνες, παίρνουν τῆς ἀπολησμονιᾶς τὸ μονοπάτι τὸ ἔρμο, ἐνῷ γκρεμίζονται οἱ βωμοί τους ἀστραποκαμένοι (στρ. 1 στ. 1-4) 420 Ο Παλαμάς παραμένει πιστός μόνο στο νόημα του πρωτοτύπου. Αν και διατηρεί τον αριθμό των στίχων, παρεμβαίνει στη σύνταξή τους και τροποποιεί την πρωτότυπη σειρά των συντακτικών όρων, καθώς αλλάζει τη θέση των επιθέτων και των ουσιαστικών: Tu suivis dans l’exil cet Œdipe sublime. Et tu l’enveloppas d’un amour éternel (στρ. 7 στ. 3-4) τὸν ἀκολούθησες τρανὸ στὴν ἐξορίαν Οἰδίποδα,
418
Ἀνδριώτης, Π. Νικόλαος. «Ἡ Γλῶσσα τοῦ Παλαμᾶ.» Νέα Ἑστία 34.397 (Χριστούγεννα 1943): 229-277. Τυπ. 419 De Lisle, Leconte. Œuvres de Leconte de Lisle. Poèmes Antiques. Paris: Alphonse Lemerre, 1852. 65-68. Print. 420 Παλαμᾶς, Ξανατονισμένη Μουσικὴ 73-76.
218
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
καὶ μ’ ἄσβυστη παντοτεινὴ τὸν τίλυξες ἀγάπη· (στρ. 7 στ. 3-4). Επίσης, προσθέτει λέξεις, όπως π.χ. το επίθετο «ἄσβυστη» στον παραπάνω στίχο· χρησιμοποιεί διαφορετικές νοηματικά λέξεις, όπως λ.χ. στη θέση του toujours (στρ. 3, στ. 3) χρησιμοποιείται το «τότε»· και μετατρέπει τον αριθμό ορισμένων ουσιαστικών, π.χ. το «des morts» (στρ. 4, στ. 4) αποδίδεται στον ενικό αριθμό ως «του πεθαμένου». Ορισμένοι, μάλιστα, στίχοι αποδίδονται με μεγαλύτερη έμφαση και περισσότερη ελευθερία, όπως διαφαίνεται από τον τέταρτο στίχο της τρίτης στροφής: il suit à l’horizon l’astre de ses aïeux που αποδίδεται ως: κρατάει τὰ μάτια καρφωτὰ πρὸς τ’ ἄστρο τῶν προγόνων Ενώ και πάλι δημιουργεί σύνθετες λέξεις: ἀστραποκαμένοι (στρ. 1, στ. 4), πυκνερώτατο (στρ. 2, στ. 3), πρωτόφαντο (στρ. 2, στ. 4), μοιρόγραφτα (στρ. 4, στ. 1), φεγγαροπρόσωπη (στρ. 8, στ. 1), τρεμοσαλεύουν (στρ. 8, στ. 4), ὁλάκριβα (στρ. 9, στ. 4), πάναγνη (στρ. 14, στ. 1), ὁλόλευκο (στρ. 17, στ. 1), κ.ά. Άλλωστε, όπως είχε επισημάνει ο έλληνας ποιητής, είναι σημαντικότερη η μεταφορά της ιδέας και της συγκίνησης και όχι των λέξεων, οι οποίες δεν έχουν μία και μόνο έννοια. Αποδεικνύεται, λοιπόν, πως οι επιλογές του καθορίζονται από τις θεωρητικές του πεποιθήσεις, σύμφωνα με τις οποίες είναι προσφορότερη η ελεύθερη, κατ’ έννοια μετάφραση, αφού μόνο μια τέτοια μετάφραση μπορεί να «ἔχει κάτι σὰν τὴν ἄπλαστη ὀμορφιὰ τοῦ πρωτοτύπου» (Ἑστία 37.26, 402). Πράγματι, εάν εξεταστεί προσεχτικά η μετάφραση, διαπιστώνεται ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πρωτότυπο ποίημα στη γλώσσα-στόχο, 421 λόγω των μεγάλων ελευθεριών που έχει πάρει συνολικά ο Παλαμάς κατά τη διάρκεια 421
Σύμφωνα με το Νιρβάνα, ορισμένες από τις μεταφράσεις του Σημηριώτη διαβάζονται επίσης σαν να πρωτογράφτηκαν στην ελληνική γλώσσα, καθώς ο ποιητήςμεταφραστής έχει μεταφέρει τα πρωτότυπα ποιήματα με απόλυτα φυσικό τρόπο στα ελληνικά («Κριτικὰ Ἀποσπάσματα καὶ Σημειώματα γιὰ τὴ Γαλλικὴ Ἀνθολογία τοῦ Σημηριώτη» 341). Επομένως, φαίνεται πως ο Σημηριώτης επιθυμούσε μεν να πραγματοποιήσει πιστές μεταφράσεις (όπως επισημαίνεται στις κριτικές που παρουσιάστηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο), αλλά παράλληλα να δημιουργήσει την ίδια εντύπωση στους αναγνώστες με αυτή που αποκόμιζαν οι αναγνώστες των πρωτότυπων ποιητικών έργων.
219
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
της μεταφραστικής διαδικασίας και των διαφοροποιήσεων που παρατηρούνται σε σύγκριση με το πρωτότυπο ποίημα. Βέβαια, η μέθοδος του Παλαμά αιτιολογείται και από το γεγονός ότι είναι προσανατολισμένος στον αναγνώστη του κειμένου-στόχου και όχι στο δημιουργό του πρωτοτύπου. Σε σύμπνοια με τους προηγούμενους ποιητές-μεταφραστές που εξετάστηκαν στο παρόν κεφάλαιο, δεν πίστευε ότι ο αναγνώστης θα μπορούσε να προσεγγίσει το μετάφρασμα μέσω της στείρας αντιγραφής του πρωτοτύπου. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο ίδιος ο Παλαμάς, αντιδρώντας στην κριτική που του ασκήθηκε για τη μετάφραση της «Ὑπατίας», δήλωσε ότι «ξανάδειξε την ψυχή της σε δικούς του στίχους κανωνικότατους», υιοθετώντας μιαν άκρως ελεύθερη προσέγγιση. Επιπλέον, το γεγονός ότι θεωρεί τη μετάφραση ικανή να λειτουργεί ως αυθύπαρκτο ποίημα στη γλώσσα-στόχο και το ότι θυμίζει λιγότερο το δημιουργό από το μεταφραστή, του επιτρέπει να παίρνει όσες ελευθερίες κρίνει απαραίτητες, όπως π.χ. στην περίπτωση της δέκατης στροφής του ίδιου ποιήματος: Comme un jeune lotos croissant sous l’œil des sages, Fleur de leur éloquence et de leur équité, Tu faisais, sur la nuit moins sombre des vieux âges, Resplendir ton génie à travers ta beauté ! (στ. 1-4) Κάτου ἀπ’ τὸ μάτι τοῦ σοφοῦ σὰ νέος λωτὸς ποὺ ἀνθίζει, τῆς δίκαιας γνώμης τοῦ σοφοῦ βλαστὸς καὶ τῆς γλυκειᾶς του γλώσσας, τὸ πνεῦμα σου ἔλαμπε μέσ’ ἀπ’ τὴν ὀμορφιά σου στὴ νύχτα τῶν παλιῶν καιρῶν, καὶ ἀραίωνεν ἡ μαυρίλα. (στρ. 10 στ. 1-4). Αποδεικνύεται συνεπώς ότι οι θεωρητικές του απόψεις ταυτίζονται με τη μεταφραστική του πράξη, και ότι ο ίδιος παραμένει απόλυτα συνεπής στις δηλώσεις του. Άλλωστε, όπως ισχυρίζεται με αφορμή ένα στίχο του ποιήματος «Προσευχὴ στὴν Ἄνοιξη» του Sully Prudhomme, έχει διαβάσει πολλές φορές τα ποιήματα που αφήνει να τον συνεπάρουν, τα αφομοιώνει, τα θεωρεί δικά του και τα μεταφέρει πάντα με τον δικό του τρό-
220
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
πο. 422 Επίσης, ο Παλαμάς υποστηρίζει με σθένος τις γλωσσικές του αντιλήψεις στην πράξη και, όπως ήταν αναμενόμενο, στην «Ὑπατία» κυριαρχούν οι τύποι της δημοτικής. Χαρακτηριστική είναι η όγδοη στροφή του ποιήματος, όπου η χρήση του επιθέτου «φεγγαροπρόσωπη» με το οποίο απέδωσε τη φράση «dans ta pâleur» επικρίθηκε και προκάλεσε αντιδράσεις, στις οποίες, όπως είδαμε, απάντησε ο Παλαμάς: Debout, dans ta pâleur, sous les sacrés portiques Que des peuples ingrats abandonnait l’essaim, Pythonisse enchaînée aux trépieds prophétiques, Les Immortels trahis palpitaient dans ton sein. (στρ. 8 στ. 14) Ὀρθή, φεγγαροπρόσωπη, στοὺς ναοὺς τοὺς ἅγιους μέσα ποὺ φεύγοντας οἱ ἀχάριστοι λαοὶ τοὺς παρατοῦσαν, προφητικὴ Πυθώνισσα στοὺς τρίποδες δεμένη, μέσα σ’ ἐσένα οἱ προδομένοι θεοὶ τρεμοσαλεύουν (στρ. 8 στ. 1-4). Όσον αφορά τώρα την αποτίμηση των μεταφράσεων του Παλαμά, δεν προέκυψαν από τη βιβλιογραφική έρευνα αρκετές αναφορές. Αν εξαιρεθεί η αρνητική αποτίμηση της μετάφρασης του ποιήματος «Ὑπατία» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ἄστυ 423 και στην οποία αναφέρθηκε και ο 422
«Ἔτυχε νὰ διαβάσῃς τὸ ποιηματάκι τοῦ Σουλλὺ Πρυντὼμ «Προσευχὴ στὴν Ἄνοιξη;» Toi qui fleuris ce que tu touches… Ἀλλὰ καλλίτερα νὰ σοῦ τὸ εἰπῶ ρωμαίϊκα· τόσες φορὲς τὸ διάβασα καὶ τὸ ξεσκάλισα ποὺ τὸ θαρρῶ δικό μου· στὴ δική μας τὴ γλῶσσα τὸ λέω πάντα μὲ τὸ νοῦ μου, σαὐτὴν ἄκουσέ το» (βλ. στο Παλαμᾶς, Κωστῆς. Πεζοί Δρόμοι. Α΄. Ἀθῆναι: Ἐκδ. Ζηκάκη, 1928. 48. Τυπ.). 423 Το ακόλουθο χωρίο είναι μέρος της κριτικής που δημοσιεύτηκε στο Ἄστυ: «ὁ μεταφραστὴς καὶ ποιητὴς τόσων ὡραίων ἑλληνικῶν ποιημάτων, διετύπωσεν εἰς πρόλογον βιβλίου του ἄλλοτε ἰδίας ἰδέας περὶ γλώσσης καὶ στίχου. Ἡ μετάφρασις τῆς ‘Ὑπατίας’ δὲν διέφυγε τὴν ἐφαρμογὴν τῶν κανόνων τούτων, οἵτινες, καθ’ ἡμᾶς τοὐλάχιστον, δημιουργοῦν πλήρη γραμματικὴν ἀναρχίαν, παραβλάπτουσαν οὐσιωδῶς τὰς προσπαθείας τῶν θελόντων νὰ καθιερώσουν τὴν δημοτικὴν γλῶσσαν. Διότι ἐκεῖνο ἀκριβῶς τὸ ὁποῖον θὰ ἐπιβάλῃ καὶ θὰ παγιώσῃ εἰς τὸν γραπτὸν λόγον τὴν γλῶσσαν τοῦ λαοῦ, εἶνε ἡ ὁμοιομορφία τῶν γραμματικῶν τύπων, ὁ ἐπιστημονικὸς καταρτισμὸς τῆς γλώσσης, πρὸς τὸν ὁποῖον ὁ μεταφραστὴς τὴς ‘Ὑπατίας’ σπανιώτατα ἀποδίδει τὴν δέουσαν σημασίαν. … Ὡς εἴπομεν, ἡ μετάφρασις ἦτο δυσκολωτάτη, ἐὰν ὄχι ἀδύνατος. Οἱ στίχοι τῆς ἑλληνικῆς μεταφράσεως ἦτο ἐπόμενον νὰ ὑπολείπωνται μεγάλως τοῦ
221
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ίδιος ο Παλαμάς, οι υπόλοιπες κριτικές αναφορές είναι θετικές. Ενδεχομένως η περιορισμένη κριτική που ασκήθηκε στις μεταφράσεις του να οφείλεται στο γεγονός ότι το κύρος 424 του ως ποιητή ήταν μεγάλο και το έργο του θεωρούνταν σπουδαίο για να υποβληθεί σε κρίση. 425 Σύμφωνα και με τον Παπατσώνη, ο Παλαμάς επιλέγει να μεταφράσει ποιητές με τους οποίους νιώθει ψυχική και πνευματική συγγένεια: «τί ἄλλο θὰ διάλεγε, παρά, κατὰ πρῶτο λόγο, τοὺς ποιητές ἐκείνους ποὺ ἔβλεπε τὴ μοῖρα τους συγγενικὴ μὲ τὴ δική του. ... Καὶ κατὰ δεύτερο λόγο, ἐκείνους ποὺ ἡ ἄλλη μεριὰ τῆς ψυχῆς του, ἡ ὀνειροπαρμένη, αὐτὴ ποὺ τὴ θυσίασε στό βωμὸ μιᾶς σκοπιμότητας, τοῦ ξύπναγε τοὺς κοιμισμένους πόθους» 426 (275). Ενώ επισημαίνει ότι η Ξανατονισμένη Μουσική: πρωτοτύπου. Ὁ κ. Παλαμᾶς … δὲν κατόρθωσε ν’ ἀποδώσῃ τὴν πλαστικότητα καὶ τὴν μουσικὴν τοῦ γαλλικοῦ πρωτοτύπου. Ἐκτὸς αὐτῶν ἡ παράλειψις ἐπιθέτων τινων ἐκ τοῦ γαλλικοῦ κειμένου, ἐμείωσε τὴν χάριν καὶ τὴν δύναμιν τοῦ πρωτοτύπου, καθὼς καὶ ἡ ἀνεπιτυχὴς κἄπως ἀπόδοσις ἄλλων. Π. χ. ὁ στίχος Debout, dans ta pâleur, sous les sacrés portiques μετεφράσθη: Ὀρθή, φεγγαροπρόσωπη, μεσ’ τοὺς ἀγίους ναούς σου. … Ἐνῷ διὰ τοῦ φεγγαροπρόσωπη ἀποδίδεται ἑλληνιστὶ τὸ σχῆμα τοῦ προσώπου καὶ ὄχι ἡ ὠχρότης, τὴν ὁποίαν ὑποδεικνύει ὁ Γάλλος ποιητής. … Διὰ τοῦτο ἐλέγαμεν ἐν ἀρχῇ ὅτι μετάφρασις ἔμμετρος ποιημάτων τοῦ Λεκὸντ Δελὶλ, ὄχι δύσκολος, ἀλλ’ ἀδύνατος ἀπολύτως ἀποβαίνει. Εἶνε ἀληθὲς ὅτι ἐὰν δὲν ὑπῆρχεν ἡ ἀνεγνωρισμένη μεταφραστικὴ δεξιότης καὶ ἐπιμέλεια τοῦ κ. Παλαμᾶ, τὸ ἀριστούργημα τοῦ Λεκὸντ Δελὶλ θ’ ἀπέβαινεν ἐντελῶς ἀγνώριστον [sic].» Βλ. στο «Ἡ Ὑπατία τοῦ Λεκὸντ Δελὶλ. Ἡ Μετάφρασις τοῦ κ. Κωστῆ Παλαμᾶ.» Ἄστυ ἔτ. Ι΄. Περίοδος Β΄ (Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 1894): 1-2. Τυπ. 424 Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται και από σχετική αναφορά στην κριτική που δημοσιεύτηκε στο Άστυ, όπως διαφαίνεται και από το απόσπασμα που παρατίθεται στην υποσημείωση παραπάνω. 425 Κάτι το οποίο συνέβαινε για μεγάλο χρονικό διάστημα και στην περίπτωση του Σεφέρη και κυρίως αναφορικά με τη μετάφραση της Έρημης Χώρας του Eliot. Όπως υπογραμμίζει ο Κοκόλης, «ο πρώτος που κρίνει αρνητικά την Έρημη Χώρα είναι ο Βαγενάς στα 1984» (17) με τη μελέτη του «Ο Σεφέρης ως Μεταφραστής της Αγγλικής Ποίησης», η οποία περιλαμβάνεται και στο έργο του Ποίηση και Μετάφραση (95-100). 426 Βλ. για τη σχέση του Παλαμά με τον Hugo στο Παπατζώνης, «Τὸ Μεταφραστικὸ τοῦ Ἔργο» 276. Άλλωστε και ο ίδιος ο Παλαμάς είχε κάνει την περίφημη δήλωση: «εἶμαι οὑγκολάτρης!» (277). Ο Παπατσώνης αναφέρεται και στη σχέση του Παλαμά με το Mistral (276). Αξίζει να σημειωθεί, επιπλέον, ότι και ο ίδιος ο Παλαμάς αναφέρεται στη σχέση του με το Μιστράλ και στον παραλληλισμό τους που έγινε από το Louis Russell. Ο Παλαμάς για
222
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
παρουσιάζει μεγάλο ἐνδιαφέρον, γιατί, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀπόλαυση ποὺ παρέχει δίνοντας συγκεντρωμένες μεταφράσεις πάντοτε ἄψογες καὶ συχνὰ ἐμπνευσμένες, σὲ μορφὲς ἑλληνικὰ τέλειες, σὲ γλῶσσα γάργαρη καὶ σὲ ἀτμόσφαιρα ποὺ παρακολουθεῖ πιστὰ καὶ ἀναζωογονεῖ τὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ προτύπου, δίνει συγχρόνως ἀφορμὴ σὲ πολλαπλοὺς στοχασμοὺς (275-276).
Όσον αφορά μάλιστα τις μεταφράσεις από τον Παλαμά έργων του Sully Prudhomme, ο Παπατσώνης τις χαρακτηρίζει «άριστες» και αποδίδει την ποιότητά τους «[σ]τὸν ψυχικὸ ταυτισμὸ ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ Πρυντόμ καὶ Παλαμᾶ, [και] στὴν ἀπόλυτη ὁμοιογένεια τῶν δύο ποιητῶν» (278)· ισχυρίζεται ότι ο Sully Prudhomme «τοῦ ταιριάζει, γιατὶ εἶναι φιλόσοφος ποιητής, μεταχειρίζεται μὲ μέτρο τὸ σύμβολο, νεοκλασσικίζει στὴ μορφὴ καὶ εἶναι καὶ κάπως ἀδικημένος, δηλαδὴ εἶναι ἕνα ψυχικὸ ἀδέρφι του!» (276). 427 Η κριτική του παραμένει θετική και για τις μεταφράσεις έργων του Leconte de Lisle: 428 «Ἀλλὰ ἡ ἴδια τελειότητα παρατηρεῖται καὶ σὲ ἄλλων ποιητῶν μετάφρασματά του. … Τὸ ἴδιο φαινόμενο παρατηρεῖται καὶ σὲ ὅλες τὶς μεταφράσεις τοῦ Λεκὸντ Ντελίλ, ἰδίως ἑλληνιστικῶν ποιη-
την ακρίβεια εκφράζει την πικρία του για την αδιαφορία που επέδειξε ο ελληνικός τύπος για το γεγονός: «Καμιὰ ἐφημερίδα ἑλληνική, ἐκτός, νομίζω, ἁπὸ τὸν «Ἀγῶνα» τοῦ Παρισιοῦ, καὶ κανέν’ ἀπὸ τὰ περιοδικά μας δὲν ἔκρινε πὼς ἀξίζει τὸν κόπο μιὰ ἁπλὴ ἀναγγελία τοῦ γεγονότος» (Ξανατονισμένη Μουσική 22). Βλ. επίσης την ενδιαφέρουσα κριτική του Roger Milliex για τη μετάφραση του «Ελληνικού Ύμνου» του Mistral από τον Παλαμά, όπου, αν και αναφέρονται οι αλλαγές που πραγματοποιούνται στο πρωτότυπο ποιητική αδεία, επισημαίνεται ότι η χρήση σύνθετων λέξεων «κάνουν μερικές φορές πιο σφικτό το ύφος της μετάφρασης από τη γαλλική απόδοση» (464) [Milliex, Roger. «Ο Κωστής Παλαμάς Μεταφραστής του ‘Ελληνικού Ύμνου’ του Μιστράλ.» Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Συγκριτικής Γραμματολογίας «Σχέσεις της Ελληνικής με τις Ξένες Λογοτεχνίες» 28 Νοεμβρίου-1 Δεκεμβρίου 1991. Αθήνα: Εκδ. Δόμος, 1995. 461-480. Τυπ.]. 427 Ο Παπατσώνης κρίνει θετικά και άλλες μεταφράσεις του Παλαμά, οι οποίες αφορούν έργα τα οποία δεν «συγγενεύουν» αρκετά με το πρωτότυπό του έργο: «Ἄξιο νὰ σημειωθῆ ἰδιαίτερα εἶναι πόσο ἔχει πετύχει ὁ Παλαμᾶς μερικὲς μεταφράσεις τραγουδιῶν ἐντελῶς μουσικῶν, σὰν τοῦ Βερλαίν καὶ ἑνὸς τοῦ Μπωντελαίρ (‘Αὐτὸ τὸ βράδυ’) καὶ ξένων στὴν ἁδρὴ καὶ ψυχρὴ ποίησή του καὶ στὴ μορφὴ τῶν τραγουδιῶν του» (279). 428 «Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα» από άποψη μορφής και μετρικής επιλογής βρίσκει τη μετάφραση της «Ὑπατίας» και ο Βαγενάς, βλ. στο Ποίηση και Μετάφραση 77-78.
223
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
μάτων καθὼς ἡ «Ὑπατία», ἡ «Κλεαρίστη», ἀλλὰ καὶ στὰ «Θεοφάνεια», ὅπου ἀπαντιῶνται στῖχοι δροσεροὶ ἢ μυστικόπαθοι» (278). 429 Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η κριτική του Κλ. Μιμίκου, ο οποίος σε σύμπνοια με τον Παπατσώνη, ισχυρίζεται ότι το σημαντικό μεταφραστικό έργο του Παλαμά οφείλεται: στὸν ἐξαίρετο τρόπο τῆς ποιητικῆς του τέχνης: Αὐθεντία λυρικὴ, κυρίαρχος τῶν ἐκφραστικῶν του τρόπων καὶ εὑρηματικῶν μέσων, ὁ Κ. Παλαμᾶς ἑρμήνευσε ἑλληνικὰ τοὺς ξένους ποιητὲς μὲ ἀκριβόλογην ἐπίγνωση καὶ πιστότητα νοηματική, μὲ ἄνεση καὶ ἄνθηση λόγου, μὲ πλαστικότητα εἰκονιστική, μὲ διαύγεια καὶ μουσικότητα, διατηρώντας τὸν ἰδιάζοντα χαρακτήρα τῶν πρωτότυπων κειμένων (102). 430
Ο Μιμίκος αναφέρεται ακόμη και σε «ανάπλαση» πολλών από τα πρωτότυπα ποιητικά έργα (102). Το γεγονός αυτό μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι ο μεταφραστικός στόχος του Παλαμά επιτυγχάνεται, καθώς δεν επιθυμούσε να τροποποιεί το πρωτότυπο ως προς το πνεύμα, ενώ ταυτόχρονα ήθελε η ανάγνωσή του να είναι ευχάριστη όπως ενός πρωτότυπου έργου. Οπότε η μεταφραστική του μέθοδος, που καθορίζεται από τις θεωρητικές του αντιλήψεις, φαίνεται πως φέρει το επιθυμητό για τον ίδιο αποτέλεσμα. Όσον αφορά τη γλώσσα και τις γλωσσικές επιλογές του Παλαμά, η Τσούτσουρα κρίνει ιδιαίτερα θετικά την απόδοση γλωσσικών εννοιών με «ξεχωριστὴ ὑφολογικὴ τέχνη» (226) 431 και ισχυρίζεται ότι ο Παλαμάς «στέκεται μὲ τὴ σύνεση ποὺ τὸν χαρακτηρίζει γενικότερα ὡς κριτικὸ ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν τόλμη ποὺ ἐμπνέει τὸ πάθος γιὰ τὴ μυστικὴ τέχνη τοῦ λόγου καὶ τὸν κάνει ποιητή» (227). Δεν φαίνεται να τον πτοεί ενδεχόμενη άγνοια του γλωσσικού κώδικα, γιατί, όπως τονίζει και η Τσούτσουρα, ενδιαφέρεται κυρίως για την εσωτερική λειτουργία της γλώσσας. Σύμφωνα μάλιστα με την ίδια, ο Παλαμάς κατάφερε μέσω της λογοτεχνικής μετάφρασης να 429
Παπατζώνης, «Τὸ Μεταφραστικὸ τοῦ Ἔργο» 278. Μιμίκου, Στ. Κλέαρχου. «Ἡ Προσφορὰ τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ καὶ τὸ Μεταφραστικὸ Ἔργο του. Δοκίμιο.» Νέα Ἑστία 134.1595 (Χριστούγεννα 1993): 96102. Τυπ. 431 Τσούτσουρα, Μαρία. «Ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς, Μεταφραστὴς τῶν Γάλλων ‘Καταραμένων’.» Νέα Ἑστία 134.1595 (Χριστούγεννα 1993): 224-243. Τυπ. 430
224
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
φέρει «στὴ νεότερη ἑλληνικὴ ποίηση ... οὐσιαστικὴ ἀνανέωση ... ἀνοίγοντάς την κυριολεκτικὰ σὲ νέες ἀλλότριες μορφές», καταξιώνοντας τη μετάφραση επιστημονικά για πρώτη φορά στον ελληνόγλωσσο χώρο (227). Γενικά, αποδεικνύεται από τη μεταφραστική του πράξη ότι ο Παλαμάς αντιμετώπιζε τη μετάφραση ως αναδημιουργία, ως παραγωγή ισοδύναμων έργων, τα οποία αποτελούσαν μέρος του δικού του λυρικού εαυτού. Όπως οι Επτανήσιοι, το έργο των οποίων μελετούσε συστηματικά, έτσι και αυτός δημιουργεί νοηματικά πιστές μεταφράσεις. Σε σύμπνοια με το Βηλαρά και το Μαβίλη, ο Παλαμάς αναδεικνύει τη δημοτική στα μεταφράσματά του. Παραμένει σε πολύ μεγάλο βαθμό συνεπής στις θεωρητικές του αντιλήψεις για τη μετάφραση και παρατηρείται ότι αισθάνεται αρκετά ελεύθερος να κρατά αποστάσεις από τα πρωτότυπα έργα, ακολουθώντας ενδεχομένως την πεποίθησή του ότι «οι άπιστοι μεταφραστές είναι από μια άποψη και οι πιστότεροι»· απιστεί όμως στο γράμμα του πρωτοτύπου και όχι στο πνεύμα, το οποίο αποτελούσε βασική προτεραιότητα για τον ίδιο. Η επιλογή της μεταφραστικής μεθόδου και των στρατηγικών που εφαρμόζει διαμορφώνεται κάθε φορά από το μεταφραστικό του στόχο. Ιδιαίτερα αυξημένο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο Παλαμάς αγκαλιάζει την ιδέα μετάφρασης δικών του έργων σε άλλες γλώσσες, όπως διαφαίνεται από τον ποιητικό Επίλογο της Ξανατονισμένης Μουσικής (195-196)· κάτι το οποίο υποδηλώνει τη βαθιά του πεποίθηση ότι η ποιητική μετάφραση όχι μόνο δεν είναι απευκταία ως δραστηριότητα, αλλά αντιθέτως αναπόσπαστο τμήμα της ποιητικής δημιουργίας. Άλλωστε, ο Παλαμάς πιστεύει ότι παρά τις όποιες αντιξοότητες και δυσκολίες, η ποίηση μπορεί να μεταφραστεί και να αγγίξει τους αναγνώστες. 432
432
Με αφορμή τη μετάφραση των Ομηρικών επών, ο Παλαμάς δηλώνει «Ὃσο κι ἂν βλέπῃς τὴν ἀπελπιστικὴ ἀλήθεια πὼς ἡ ποίηση ἀπὸ μιὰ σὲ ἄλλη γλώσσα, εἶναι ἀμετάφραστη, ξέρεις δὲν ξέρεις ἀρχαῖα ἑλληνικά, συλλογίζεσαι πὼς ἄδικο πολὺ δὲν ἔχει τώρα τελευταῖα ὁ ξένος ποιητὴς νὰ λέῃ πὼς ἂν εἶναι ὁ στίχος καθεαυτὸ ἀμετάφραστος, ὅμως ἡ ποίηση ἀπομένει ἡ παγκόσμια γλώσσα, καὶ πὼς ὁ Ὅμηρος γοητεύει καὶ ὅσους δὲν σκαμπάζουν ἀπὸ ἑλληνικά!» («Μουσικὴ καὶ Λογικὴ στὴν Ποίηση», Άπαντα Τόμ. 1, 464-465).
225
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
3.6 Σεφέρης Όπως διαπιστώθηκε, ο Παλαμάς δεν υποστήριζε μόνο θεωρητικά τις ελεύθερες μεταφράσεις που διατηρούν το νόημα του πρωτότυπου έργου, αλλά προσπάθησε να αποδείξει το όφελός τους και στην πράξη. Ο Σεφέρης, ωστόσο, ανήκει στους ποιητές εκείνους που υποστήριζαν με θέρμη ότι η μετάφραση ενός ποιητικού έργου πρέπει να είναι πιστή και να αποδίδει κατά γράμμα, εάν είναι δυνατό, το πρωτότυπο· γεγονός το οποίο ήταν άρτια συνυφασμένο, σύμφωνα με τον ίδιο, με το σεβασμό προς το δημιουργό και το πρωτότυπο έργο. Θεωρητικά, ο Σεφέρης διαφοροποιείται από τον Παλαμά και τη μεταφραστική του πρακτική και σε ακόμη ένα σημείο, αφού δεν επιθυμούσε να παρουσιάσει τα μεταφρασμένα ποιήματα ως μέρος του ποιητικού εαυτού του, αλλά αντιθέτως να προσφέρει στον αναγνώστη έργα τα οποία παρουσιάζονται αντικειμενικά. Άλλωστε, για το Σεφέρη η μετάφραση δεν ήταν παρά ένα αντίγραφο, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος της συλλογής των διαγλωσσικών του μεταφράσεων, στην οποία περιλαμβάνονται ποιήματα των: Yeats, André Gide, D. H. Lawrence, Paul Valéry, Ezra Pound, Pierre-Jean Jouve, Marianne Moore, Archibald MacLeish, Paul Éluard, Henri Michaux, Cecil Day Lewis, W. H. Auden, Lawrence Durrell και Sidney Keyes. Πράγματι, εάν αντιπαραβάλει κανείς το απόσπασμα «Ὅταν» από τη μετάφραση του ποιήματος «Οἱ Τέσσερις Καβαλάρηδες» του Pierre-Jean Jouve με το πρωτότυπο, τότε αυτό που διακρίνεται εύκολα είναι η πιστή απόδοση κατά την οποία το πρωτότυπο μεταφέρεται κυριολεκτικά λέξη προς λέξη στα ελληνικά: Lorsque l’agneau comme sacrifié Aux sept yeux aveuglés d’amour et reconnu digne Aura posé la main sur les sceaux Du livre avec la profondeur de la mer éternelle Du livre empli par la mort la faute et l’été Et la vie et le futur et la servitude Et le passé et la bestialité et la sainte liberté Du livre empli par la mort avec la transparence de la mer Recouvert par le péché de vie et fermé Gonflé par le vent de feu de la grâce désirée Du livre assis à la droite
226
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
De Celui qui voulut tout et l’agneau sacrifié… 433 Ὅταν τ’ ἀρνί ὡσάν θυσιασμένο Μέ τὰ ἑφτά του μάτια τυφλωμένα ἀπ’ τήν ἀγάπη Κι ἀναγνωρισμένο ἄξιο θά ’χει βάλει Τό χέρι πάνω στίς βοῦλες τοῦ βιβλίου μέ τό βάθος Τῆς αἰώνιας θάλασσας τοῦ βιβλίου τοῦ γεμάτου Ἀπό τό θάνατο τό λάθος καί τό καλοκαίρι Καί τή ζωή καί τά μελλούμενα καί τή δουλεία Τά περασμένα καί τή χτηνωδία καί τήν ἅγια ἐλευθερία Τοῦ βιβλίου τοῦ γεμάτου ἀπό τό θάνατο μέ τή διαφάνεια τοῦ πελάγου Τοῦ σκεπασμένου ἀπό τήν ἁμαρτία ζωῆς καί τοῦ κλειστοῦ Τοῦ φουσκωμένου ἀπό τόν πύρινο ἀγέρα τῆς περιπόθητης χάρης Τοῦ βιβλίου τοῦ καθισμένου στά δεξιά Ἐκείνου πού ὅλα τά θέλησε καί τ’ ἀρνί θυσιασμένο... 434 Βέβαια, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το πρωτότυπο απόσπασμα αποτελείται από δώδεκα στίχους, ενώ η μετάφραση του Σεφέρη από δεκατρείς. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, δεν συνεπάγεται την προσθήκη στοιχείων κατά τη μετάφραση, αλλά οφείλεται στη μετατόπιση μέρους των πρώτων στίχων του ποιήματος· ενώνεται, δηλαδή, μέρος του δεύτερου στίχου με τον τρίτο, του τρίτου με τον τέταρτο, και του τέταρτου με τον πέμπτο, και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, δημιουργείται ένας επιπλέον στίχος. Ενδεχομένως, η διαφοροποίηση αυτή να δημιουργείται από την προσπάθεια του Σεφέρη να διατηρήσει το ρυθμό και την ισορροπία μεταξύ του σημασιολογικού φορτίου κάθε γραμμής στο κείμενο-στόχο. Όσον αφορά την απόδοση ενός άλλου αποσπάσματος από το παραπάνω ποίημα του Jouve, συγκεκριμένα αυτή του «Ἄσπρου Ἀλόγου», παρατηρείται ότι, αν και το μετάφρασμα παραμένει πιστό νοηματικά, είναι λιγότερο ακριβές ως προς τη δομή του πρωτοτύπου, καθώς μεταβάλλεται η σειρά των συντακτικών όρων των στίχων, συνήθεια και του Παλαμά, μετατρέπεται ο αριθμός ορισμένων ουσιαστικών (η φράση les innocents avec des coupables / αποδίδεται ως τόν ἀθῶο μαζί μέ τό φταίστη, στρ. 2, 433
Jouve, Pierre Jean. «Les Quatre Cavaliers.» La Nouvelle Revue Française 304 (Janvier 1939): 44-49. Print. 434 Σεφέρης, Αντιγραφές 78-83.
227
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
στ. 5), παραλείπονται όροι (όπως λ.χ. το ουσιαστικό pélage, στρ. 3, στ. 4), τροποποιούνται μέρη του λόγου (μετοχές αποδίδονται με ρήματα: écrasant / λιώνουν, στρ. 2, στ. 2), ενώ διαπιστώνεται προσθήκη του παρατακτικού συνδέσμου (στρ. 2, στ. 2, 6 και στρ. 3, στ. 4), και χρήση σύνθετων λέξεων στη θέση περιφράσεων [κάτασπρο / très blanc (στρ. 1 & 2, στ. 1), κατάγυμνο / très nu (στρ. 2, στ. 1)]. Επιπλέον, ο Σεφέρης μετατοπίζει σε κάποια σημεία τις λέξεις και παραλλάσσει ελαφρώς το νόημα ορισμένων από αυτές, όπως λ.χ. στον τρίτο στίχο της τρίτης στροφής, «L’ennemi de ton Dieu: les vastes villes noires» (Τόν ἐχθρό τοῦ Θεοῦ σου: τίς πολιτεῖες μεγάλες καί μαῦρες), όπου το επίθετο vastes αποδίδεται ως μεγάλες (grandes), ενώ και τα δύο επίθετα τοποθετούνται μετά το ουσιαστικό. Οι ελευθερίες αυτές, όπως και όσες διαπιστώνονται στους στίχους παρακάτω, δεν απορρέουν από τις θεωρητικές αντιλήψεις του Σεφέρη για τη μετάφραση και είναι αντίθετες με τη βαθιά του πεποίθηση ότι ο μεταφραστής δεν έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει στη μετάφραση: 435 Tu piétines les innocents avec les coupables De tes sabots nourris de bombes, la victoire Est l’écume toujours chantante de tes seins blancs. (στρ. 2 στ. 5-7) 436 Καταπατᾶς τόν ἀθῶο μαζί μέ τό φταίστη Μέ νύχια πού θρέφουν οἱ μπόμπες, κι ἡ νίκη Εἶναι ὁ ἀφρός τοῦ ἄσπρου σου στήθους πάντα τραγουδιστός. (στρ. 2 στ. 5-7) 437 Πάντως, και σ’ αυτό το απόσπασμα υπάρχουν στίχοι που αποδίδονται λέξη προς λέξη: Cheval très blanc vêtu par ses naseaux Des fumées de la droiture et la colère Et la croupe non moins arrondie de colère
435
Το ίδιο παρατηρείται ως ένα βαθμό και στην απόδοση του αποσπάσματος «Κίτρινο Ἄλογο», βλ. στις Αντιγραφές σελ. 82 και το πρωτότυπο στο Jouve, «Les Quatre Cavaliers» 48. 436 Jouve 45. 437 Σεφέρης, Αντιγραφές 79.
228
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
Et sous la cuisse lisse le ventre amoureux, (στρ. 1 στ. 1-4) Ἄλογο κάτασπρο ντυμένο ἀπ’ τά ρουθούνια του Μέ τούς καπνούς τῆς δικαιοσύνης καί τοῦ θυμοῦ Καί τά καπούλια ὄχι λιγότερο στρογγυλεμένα ἀπό θυμό Καί κάτω ἀπ’ τό γυαλιστερό μερί του ἡ ἐρωτιάρικη κοιλιά του, (στρ. 1 στ. 1-4) 438 Τέλος, όσον αφορά συνολικά την απόδοση του συγκεκριμένου ποιήματος του Jouve από το Σεφέρη, αξίζει να επισημανθεί ότι ο έλληνας ποιητής δεν αφήνει να διαφανεί κανένα ίχνος βιβλικής αναφοράς στο μετάφρασμα και δεν χρησιμοποιεί βιβλικές λέξεις. Παρ’ όλα αυτά, στις «Σημειώσεις» των Αντιγραφών προτρέπει τον αναγνώστη των «Τεσσάρων Καβαλάρηδων» να λάβει υπόψη του περικοπές της Αποκάλυψης τις οποίες και παραθέτει (158). 439 Φαίνεται, επομένως, πως ορισμένες φορές ο Σεφέρης αντιμετωπίζει με μεγαλύτερη χαλαρότητα τα πρωτότυπα ποιητικά έργα ή έστω κάποια μέρη τους και ότι δεν τα αποδίδει πάντοτε λέξη προς λέξη ούτε μεταφέρει όλα τους τα στοιχεία, όπως υποστηρίζει ότι είναι ορθό και προσπαθεί να κάνει. Ως προς τον Pound και τη μετάφραση του ποιήματος “The Lake Isle”, ο Σεφέρης το αποδίδει πιστά στο μεγαλύτερο μέρος, ακολουθώντας τις λέξεις του πρωτοτύπου. Αλλά, ακόμη και εάν στο σύνολό της η απόδοσή του δεν χαρακτηρίζεται σε καμιά περίπτωση ως ελεύθερη, σίγουρα δεν παραμένει απόλυτα πιστός στις θέσεις του περί πιστότητας και αντιγραφής του πρωτοτύπου. Οι ελευθερίες μάλιστα τις οποίες παίρνει δεν είναι υποχρεωτικές, αλλά αντιθέτως απορρέουν από τις προσωπικές λεξιλογικές και υφολογικές του προτιμήσεις, 440 καθώς και από τη λειτουργία την οποία επιθυμεί να έχει το μετάφρασμα στον πολιτισμό-υποδοχής. Ο Σεφέρης χρησιμοποιεί λέξεις όπως το «καπνοπουλειό» (στρ. 1 & 2, στ. 2), «λογάκι» (στρ. 1, στ. 11), «κερατένιο» (στρ. 2, στ. 4), καθώς επίσης και 438
Σεφέρης, Αντιγραφές 78. Πρακτική, η οποία θυμίζει τις επεξηγηματικές σημειώσεις του Πολυλά, όπως είδαμε παραπάνω. 440 Την τακτική αυτή ακολουθούσε σε μεγαλύτερο βαθμό ο Καρυωτάκης. Οι παρεμβάσεις του, όπως ήταν αναμενόμενο, είχαν ακόμη μεγαλύτερο αντίκτυπο στο τελικό αποτέλεσμα. Βλ. στη διατριβή της Τοκατλίδου 18. 439
229
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
λέξεις των οποίων η ρίζα είναι ξένη, «ταμπάκο» (στρ. 1, στ. 5), «τουμπεκί» (στρ. 2, στ. 6), «πάτρωνα» (στρ. 1 & 2, στ. 2). 441 Στόχος του με τις παραπάνω επιλογές είναι προφανώς να μεταφέρει στον αναγνώστη την αίσθηση του εμπορίου, χρησιμοποιώντας λέξεις που δημιουργούν την ατμόσφαιρα της αγοράς. Το γεγονός αυτό βέβαια προξενεί εντύπωση, αφού ο Σεφέρης είχε δηλώσει σχετικά με τη μετάφραση του πρώτου «Canto» από τον Pound ότι δεν ασπάζεται τη θεωρία «πού ὑπαγορεύει στο μεταφραστή νά προσπαθήσει νά δώσει στό ἀκροατήριό του τή συγκίνηση πού δοκιμάζει τό ἀκροατήριο τοῦ πρωτοτύπου» γιατί διατηρεί ακόμα τις επιφυλάξεις του (Αντιγραφές 156). Αποτέλεσμα της λιγότερο πιστής προσέγγισης του Σεφέρη είναι και ο συνδυασμός δύο στίχων σε έναν: And a pair of scales not too greasy· (στρ. 1 στ. 9-10) 442 Καί μιάν ὄχι καί τόσο λαδωμένη ζυγαριά (στρ. 1 στ. 9), 443 με αποτέλεσμα η πρώτη στροφή να έχει 11 αντί 12 στίχους. Διαφοροποιεί επίσης, ως ένα βαθμό, το δεύτερο στίχο της πρώτης στροφής, καθώς προσπαθεί να αποδώσει τη φράση in due time με τη φράση σάν τό θελῆστε, μετατοπίζοντάς την παράλληλα στο τέλος του στίχου: Give me in due time, I beseech you, a little tobacco-shop, Δῶστε μου, σᾶς θερμοπαρακαλῶ, ἕνα μικρό καπνοπουλειό, σάν τό θελῆστε, ενώ τον όγδοο στίχο της πρώτης στροφής τον αποδίδει αρκετά ελεύθερα: loose under the bright glass cases, χύμα κάτω ἀπ’ τό τζάμι πού γυαλίζει,
441
Βλ. επίσης σχετικά στο Loulakaki-Moore 86. Pound, Ezra. Selected Poems of Ezra Pound. 32nd ed. New York: J. Laughlin, 1957. 38-39. Print. 443 Σεφέρης, Αντιγραφές 51. 442
230
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
Με την παράθεση των παραπάνω στοιχείων στόχος είναι να καταδειχθεί ότι, παρά τη φαινομενικά κυριολεκτική, κατά λέξη απόδοση του ποιήματος, ο Σεφέρης παίρνει ελευθερίες, απομακρύνεται, έστω και λίγο, από το πρωτότυπο και δίνει το δικό του στίγμα στη μετάφραση, «απιστώντας», εν μέρει, στις θεωρητικές του θέσεις. Εν κατακλείδι, ο Σεφέρης δείχνει να αδυνατεί να καταλήξει στην αλύγιστη υιοθέτηση και εφαρμογή μιας μεταφραστικής τακτικής. Δεν είναι τυχαίο ότι η μετάφραση του ποιήματος «Ταξίδι στο Βυζάντιο» 444 του Yeats και η αντιμετώπιση των μεταφραστικών δυσκολιών που ανέκυψαν και καθιστούσαν δυσχερή την απόδοση του ποιήματος στα ελληνικά τον έκαναν να χάσει τον ύπνο του, όπως αποκαλύπτει ο ίδιος. 445 Όπως διαπιστώθηκε παραπάνω από την εξέταση των μεταφράσεων (μικρού έστω μέρους από τους «Τέσσερις Καβαλάρηδες» λόγω της έκτασης της έρευνας), τις περισσότερες φορές ο Σεφέρης προσπαθεί να προσαρμόσει τη μετάφραση στους κανόνες της γλώσσας-στόχου ως προς τη μορφή, τη σύνταξη, τη γραμματική και το λεξιλόγιο, παρότι παραμένει προσανατολισμένος στο κείμενο-πηγή 446 και δεν εμφανίζεται πρόθυμος να υιοθετήσει μια οικειοποιητική προσέγγιση. 447 Ο Σεφέρης, δηλαδή, καθοδηγείται από τη γλώσσα κατά τη μετάφραση, όντας βαθιά προσηλωμένος στα όσα αυτή πρέπει να μεταφέρει, ενώ, όπως θα φανεί παρακάτω, ο Ελύτης αποδίδει με μεγαλύτερη ελευθερία τα ποιήματα γιατί λαμβάνει υπόψη του όσα η γλώσσα ενδεχομένως μεταφέρει. 448 Για παράδειγμα, ο Σεφέρης δεν απέ-
444
Βλ. το εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο «“Ανοίγοντας Πανιά για την Κωνσταντινούπολη”, “Κωνσταντινούπολη”: Μια Αδιερεύνητη Βυζαντινή Πηγή του W. B. Yeats» του Γ. Κεχαγιόγλου, στο περιοδικό Mικροφιλολογικά [Λευκωσίας] 11 (Άνοιξη 2002): 33-37. Τυπ., στο οποίο επισημαίνονται οι βυζαντινές πηγές των ποιημάτων “Sailing to Byzantium” και “Byzantium” του ιρλανδού συγγραφέα και διερευνάται ο τρόπος γνωριμίας τους από τον Yeats. 445 Σεφέρης, Δοκιμές ΙΙ (1948-1971) 328-329. Τυπ. 446 Βλ. για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις λογοτεχνικές μεταφράσεις που εστιάζουν στο κείμενο-πηγή στο Toury, Descriptive Translation Studies and Beyond 171. 447 Για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Loulakaki-Moore 301-302. 448 Σύμφωνα με το Jakobson, οι γλώσσες διαφέρουν ουσιαστικά ως προς αυτά τα οποία πρέπει να μεταφέρουν και όχι ως προς αυτά τα οποία ενδεχομένως μεταφέρουν / “languages differ essentially in what they must convey and not in what they may convey” [στο Jakobson, Roman. “On Linguistic Aspects of Translation (1959).” Theories
231
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
δωσε στα ελληνικά ούτε ένα από τα Τέσσερα Κουαρτέτα 449 του Eliot λόγω των περιορισμών της ελληνικής γλώσσας, όπως πίστευε. Επομένως, οι of Translation. Eds. Rainer, Schulte, and John Biguenet. London: University of Chicago Press, 1992. 149. Print.]. Βλ. επίσης αναφορικά με τη διαφορετική γλωσσική προσέγγιση του Σεφέρη και του Ελύτη στο Loulakaki-Moore 294-304. 449 Το γεγονός ότι ο Σεφέρης δεν μετέφρασε το συγκεκριμένο έργο του Eliot, για τους λόγους που ανέφερε ο ίδιος και επισημάνθηκαν παραπάνω στην εργασία, φαίνεται πως δεν λειτούργησε αποτρεπτικά για άλλους έλληνες ποιητές. Σύμφωνα με την έρευνα που πραγματοποιήθηκε, τα Τέσσερα Κουαρτέτα μεταφράστηκαν από τη Ζωή Καρέλλη [αποδείχτηκε ιδιαίτερα δύσκολη η εύρεση της μετάφρασης αυτής και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με ακρίβεια την ημερομηνία δημοσίευσής της. Όπως μας πληροφορεί, πάντως, ο Γ. Κεχαγιόγλου, οι μεταφράσεις ελιοτικών έργων από τη Ζωή Καρέλλη πραγματοποιήθηκαν από το 1946 κ.ε. (Κεχαγιόγλου, Γιώργος. «Καρέλλη, Ζωή.» Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια. Τόμ. 4. Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1985. 291. Τυπ.). Η πληροφορία αυτή φαίνεται να επιβεβαιώνεται, εάν ληφθεί υπόψη η μετάφραση του πέμπτου και τελευταίου μέρους από το «East Coker», την οποία πραγματοποίησε η Ζωή Καρέλλη μαζί με το Γιώργο Κιτσόπουλο και η οποία δημοσιεύτηκε το 1946 στον Κοχλία (Ἰούν.-Ἰούλ. 1946): 120 (η μετάφραση αυτή έχει καταγραφεί και στην Ἑλληνική Βιβλιογραφία Θωμᾶ Σ. Ἔλιοτ του Γιώργου Κ. Κατσίμπαλη, σ. 6)], τον Αντώνη Δεκαβάλλε (1952), την Έφη Αθανασίου (1978), τον Κλείτο Κύρου (1981), την Κούλα Κότσαπα (1981), το Γ. Νίκα (1992), την Παυλίνα Παμπούδη (2002), την Αλκή Τσελέντη (2004), και το Χάρη Βλαβιανό (2012). Παρότι δεν υπάρχει πρόθεση να πραγματοποιηθεί μια αξιολογική παρουσίαση των ελλήνων ποιητών που μετέφρασαν τα Τέσσερα Κουαρτέτα (στο σύνολό τους και όχι μεμονωμένα αποσπάσματα) και δεν θα κριθεί εδώ εάν οι μεταφραστές αυτοί ήταν «καλύτεροι», όπως είχε αναφέρει ο Σεφέρης για τους μελλοντικούς μεταφραστές των Τεσσάρων Κουαρτέτων στα ελληνικά, αξίζει να διερευνηθεί εάν οι μεταφραστές (με εξαίρεση την Καρέλλη) αναφέρθηκαν στα μεταφραστικά προβλήματα που ανέκυψαν κατά τη μεταφορά του έργου στα ελληνικά και, συνακόλουθα, στις μεθόδους που υιοθέτησαν για να τα αντιμετωπίσουν. Όσον αφορά τον Αντώνη Δεκαβάλλε, στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης της μετάφρασής του, αναφέρει ότι «ἀναθεώρησ[ε] ... τὶς μεταφράσεις τῶν ποιημάτων, γιὰ νὰ ἐπιτύχει μεγαλύτερη ἀκρίβεια στὴν ἀπόδοση» (12). Μεγαλύτερη ακρίβεια, όμως, ως προς τί; Ο Δεκαβάλλες τονίζει ότι εκλαμβάνει τη μετάφραση ως «μεταμόρφωση» (23), καθώς πιστεύει ότι το «κείμενο ποὺ μεταφράζουμε θέλουμε νὰ τὸ κάνουμε δικό μας ὅπως κι ὅσο μᾶς εἶναι βολετὸ - νὰ τὸ περάσουμε ἀπὸ μέσα μας, βγάζοντάς το σὲ μιὰν ἄλλη μορφή. ... Θέλουμε νὰ τὸ δοῦμε στὴ δική μας τὴ γλώσσα, τοῦ τόπου μας, κι ἀκόμα περισσότερο τὴν προσωπικὰ δική μας» (28). Εκτός από το γεγονός ότι η δήλωση αυτή θυμίζει έντονα τις θέσεις του Παλαμά, γίνεται αντιληπτό ότι η ακρίβεια που ήθελε να επιτύχει ο Δεκαβάλλες αφορά, ως επί το πλείστον, το πνεύμα, το περιεχόμε-
232
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
νο του κειμένου-πηγή και όχι τη μορφή του. Επιπλέον, φαίνεται ότι, όπως ο Σεφέρης, έτσι και αυτός προσπαθεί να προσαρμόσει τη μετάφραση στους κανόνες της γλώσσαςστόχου, καθώς κρίνει ότι ο μεταφραστής οφείλει να βρει «ἀντιστοιχίες ἀνάμεσα στὶς δυὸ γλῶσσες» περνώντας «ἀπὸ τὴ φύση καὶ τὸ πνεῦμα τῆς μιᾶς γλώσσας σ’ ἐκεῖνα τῆς ἄλλης» (32). Η Αθανασίου, η οποία αναφέρθηκε ρητά στη μεταφραστική μέθοδο που ακολούθησε για τη μεταφορά των Τεσσάρων Κουαρτέτων στα ελληνικά και στο στόχο της ως μεταφράστριας, φαίνεται να συμφωνεί με τον Δεκαβάλλε. Όπως επισημαίνει, «δὲν ἐπιχειρεῖται [με τη μεταφραστική της εργασία] αἰσθητικὴ ἀνάλυση ἀλλὰ τὸ βάρος δίνεται σὲ μιά, κατὰ τὸ μέγιστο δυνατό, ἀκριβῆ μετάφραση καὶ ἑρμηνεία τοῦ ἔργου. Ἡ σύγχρονη ποιητικὴ πρόζα ... μὲ τὸν ἐλεύθερο στίχο της συμβάλλει σὲ μιὰ παρόμοια μετάφραση τοῦ ἔργου, χωρὶς ἰδιαίτερη προσοχὴ στὸ μέτρο γιὰ νὰ διατηρηθεῖ ἡ ἀκρίβεια τοῦ νοήματος» (62). Για να υποστηρίξει τη μετρική της επιλογή αναφέρεται σε σχόλιο του ίδιου του Eliot για την ποίησή του, το οποίο αποδεικνύει, σύμφωνα με την ίδια, ότι η μετάφρασή της «προσεγγίζει [με τον ελεύθερο στίχο] περισσότερο στὴν ποίηση τοῦ Ἔλιοτ» (62-63). Συνεπώς, διαφαίνεται ότι πρόθεση της Αθανασίου ήταν να πραγματοποιήσει μια πιστή, κατά το πνεύμα μετάφραση του έργου. Σε αντίθεση με τον Δεκαβάλλε και την Αθανασίου, ο Νίκας δηλώνει ότι «ἐπιδίωξη τῆς ποιητικῆς μετάφρασης δέν εἶναι νά μεταδώσει ἁπλῶς ἤ, ἔστω, κυρίως τό “νόημα” τοῦ ξενόγλωσσου ποιήματος» (7). Εάν ίσχυε αυτό, θα αρκούσε μια «περισσότερο ἤ λιγότερο πιστή μετάφραση σέ πεζό λόγο» (7). Αντίθετα, τονίζει ότι «ὅσο περίτεχνη κι ἄν εἶναι ἡ μορφή πρέπει νά διατηρηθεῖ ἀναλλοίωτη – δηλαδή μέ τήν ἴδια συχνότητα καί διάταξη ὁμοιοκαταληξιῶν» (8), παρότι, όπως υποστηρίζει, αυτό επιτυγχάνεται «σέ βάρος τῆς πιστότητας» (7). Επιτρέπει, λοιπόν, να διαφανεί η προτίμησή του στη διατήρηση της μορφής του πρωτοτύπου. Αναγνωρίζει, επίσης, ότι η διατήρηση της ρίμας σε ορισμένα ποιήματα, όπως στο τρίτο από τα Κουαρτέτα, το «The Dry Salvages», συνεπάγεται απώλεια και αφαίρεση στοιχείων κατά τη μετάφρασή τους (8). Γι’ αυτό και υποστηρίζει ότι το αξίωμα «traduttore traditore» ισχύει διπλά στην ποιητική μετάφραση από ό,τι σε άλλα είδη μετάφρασης (7). Ο Νίκας, τέλος, αποσαφηνίζει ότι προσπάθησε «νά συλλάβει τό “ὕφος” τοῦ κάθε ποιήματος καί νά προσαρμοστεῖ σ’ αὐτό», καθώς κρίνει ότι αυτό είναι το «[π]ρῶτο μέλημα τοῦ μεταφραστῆ» (13). Ενδεχομένως το ίδιο να εννοεί και η Κούλα Κότσαπα, όταν δηλώνει ότι ακολούθησε «πιστὰ τὴν κραυγὴ τοῦ ἴδιου τοῦ Ποιητῆ» (3). Εάν εξαιρέσουμε, όμως, την παραπάνω δήλωσή της, δεν κάνει καμία άλλη αναφορά στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε μεταφραστικά το ελιοτικό αυτό έργο στην πράξη. Οπότε, δεν μπορούμε να αναφερθούμε με βεβαιότητα στη μεταφραστική προσέγγιση που ακολούθησε. Δυστυχώς, το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της Παυλίνας Παμπούδη και του Χάρη Βλαβιανού, όπως επίσης και σε αυτή του Κλείτου Κύρου και της Αλκής Τσελέντη, οι οποίοι, παρότι αναφέρονται στο μεταφραστικό μόχθο της εργασίας τους (σ. 11 και 16 αντίστοιχα), δεν θίγουν τα προβλήματα που τους απασχόλησαν κατά τη μεταφραστική διαδικασία ούτε τις αποφάσεις που κλήθηκαν να λάβουν για να τα αντιμετωπίσουν.
233
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
γλωσσικές του αντιλήψεις επιδρούν καθοριστικά στη μεταφραστική του πρακτική. Γενικά, φαίνεται ότι η σχέση του Σεφέρη με τα ποιήματα των Αντιγραφών αντικατοπτρίζει τη σχέση του με τη μοντέρνα ποίηση, καθώς, όπως επισημαίνει και η Λουλακάκη, «τα ποιήματα των Αντιγραφών εξερευνούν τις δυνατότητες της γλώσσας για επικοινωνία και ανανέωση υπό το φως δραματικών αλλαγών που οδηγούν στην ανατροπή της παλιάς τάξης» (70).
Συνοψίζοντας, φαίνεται πως τα προβλήματα που εντόπισε ο Σεφέρης δεν αποτέλεσαν απροσπέλαστο σκόπελο για άλλους έλληνες ποιητές-μεταφραστές. Όσον αφορά τις κριτικές που δημοσιεύτηκαν για τις παραπάνω μεταφράσεις, ξεχωρίζει αυτή του Αντρέα Καραντώνη για τη μετάφραση της Αθανασίου. Ο Καραντώνης υποστηρίζει χαρακτηριστικά: «Γιὰ τὴ μετάφραση τῶν “Κουαρτέττων”, δὲ νομίζουμε πὼς ἔχουμε καλύτερη στὴ γλώσσα μας. Ἐκεῖ ποὺ ὁ Σεφέρης ὀρρώδησε, ἡ κ. Ἀθανασίου τόλμησε. ... [Β]ρίσκουμε [το κείμενό της] ἄψογο. Σαφές, καλλιεπές, κατανοητό, λαγαρό, ζεστό, ἁρμονικό. Κείμενο ποιητικὸ ποὺ μεταδίδεται. Ὅταν ὁ ἀξιόλογος ποιητὴς Ἀντώνης Δεκαβάλλε μετάφρασε τὰ “Κουαρτέττα”, ἧταν ἀκόμη πολὺ νέος. Καὶ ὑποψιαζόμαστε, πὼς ἂν ὁ Σεφέρης ὀρρώδησε, δὲν τὸ ἔκαμε, ὅπως πίστεψε, γιατὶ δὲν βρῆκε τὴ γλώσσα μας ἱκανὴ γιὰ μιὰ ἐπαρκῆ μεταφορὰ στὰ δικά μας, ὅσο γιατὶ τὸν κράτησε μακριὰ τὸ μυστικιστικό τους περιεχόμενο καὶ ἡ σκοτεινὴ πυκνότητα τῶν συμβόλων, ποὺ ἡ φυσική τους ἀοριστία ξέρουμε πόσο δυσχεραίνει τὴν ἐξεύρεση ἀντιστοίχων καὶ προπαντὸς ἀκριβῶν ἐκφράσεων καὶ λέξεων σὲ μιὰν ἄλλη γλώσσα. Μὰ ἡ κ. Αθανασίου, ποὺ μὲ τόση σταθερότητα ἔκαμε τὴ διαδρομὴ τῶν «Κουαρτέττων» ἀπὸ τὴ μορφὴ στὸ περιεχόμενο καὶ ἀπὸ τὸ περιεχόμενο (μετὰ τὴν πνευματική του ἐκπόρθηση) στὴν ξαστερωμένη πιὰ μορφή, φαίνεται πὼς ὑπερνίκησε τὶς σχετικὲς δυσκολίες» [«T. S. Eliot: ‘Τέσσερα Κουαρτέττα’. Μετάφραση καὶ Ἑρμηνευτικὸ Δοκίμιο Ἔφης Ἀθανασίου.» Νέα Ἑστία 108.1274 (1980): 1111. Τυπ.· βλ. επίσης στην προσωπική ιστοσελίδα της Αθανασίου (http://efiathanassiou.com/greek/4-1.html) τις κριτικές οι οποίες παρατίθενται συγκεντρωμένες και αφορούν τη μετάφρασή της αυτή]. Ωστόσο, αν και ο Καραντώνης θεωρεί ότι η μετάφραση της Αθανασίου είναι η «πιὸ πλήρης» στη γλώσσα μας, κρίνει πως δεν υπάρχει μια «ἀριστουργηματική» μετάφραση των Τεσσάρων Κουαρτέτων, όπως ήταν αυτή της Έρημης Χώρας από το Σεφέρη [«T. S. Eliot: ‘Τέσσερα Κουαρτέττα’. Πρόλογος, Μετάφραση, Σημειώσεις Κούλας Κότσαπα.» Νέα Ἑστία 112.1322 (1982): 1035. Τυπ.]. Με τη θέση αυτή φαίνεται να συμφωνεί και ο Τίμος Μαλάνος, όπως συνάγεται από την κριτική του για την πρώτη έκδοση της μετάφρασης των Τεσσάρων Κουαρτέτων από τον Αντώνη Δεκαβάλλε [βλ. σχετικά στο Μαλάνος, Τίμος. «Θ. Σ. Ἔλιοτ: ‘Τέσσερα Κουαρτέττα’, Ἀπόδοση – Εἰσαγωγικὰ Δοκίμια καὶ Σχόλια ἀπὸ τὸν Ἀντώνη Δεκαβάλλε.» Νέα Ἑστία 54.634 (1953): 1833. Τυπ.].
234
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
Όσον αφορά τις διαγλωσσικές μεταφράσεις του Σεφέρη και την κριτική που ασκήθηκε σ’ αυτές, είναι εκπληκτικό το πόσο δυσανάλογα έχει αποτιμηθεί το μεταφραστικό του έργο. Η μετάφραση της Έρημης Χώρας είναι η διαγλωσσική μετάφρασή του που έχει συγκεντρώσει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον μέχρι στιγμής. Η κριτική που έχει διατυπωθεί για το συγκεκριμένο έργο αφορά, βέβαια, ως επί το πλείστον τις γλωσσικές επιλογές του μεταφραστή Σεφέρη και όχι τη μεταφραστική του μέθοδο και τις στρατηγικές τις οποίες εφάρμοσε. 450 Παρ’ όλα αυτά, η κριτική του Κλ. Παράσχου έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον καθώς επιτρέπει να διαφανεί η πεποίθησή του ότι η δεύτερη γραφή επηρεάζει την πρώτη γραφή, εμπλουτίζοντάς την (150), 451 και ότι η σχέση μεταξύ της πρωτότυπης ποιητικής δημιουργίας και της ποιητικής μετάφρασης είναι αμφίδρομη. 452 Οπότε, δεν
450
Εξαιρείται η κριτική του Νάσου Βαγενά, βλ. στο έργο του Ποίηση και Μετάφραση 98-101· το μελέτημα του Ξ. Α. Κοκόλη, βλ. στο Κοκόλης, Α. Ξενοφών. «Ο Σεφέρης Μεταφραστής του Έλιοτ.» Σεφερικά μιας Εικοσαετίας. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής, 1993. 359-382. Τυπ.· η διατριβή της Angela Bilia με τίτλο “The Poetic Transformation of T. S. Eliot’s The Waste Land into Greek: A Study of George Seferis’ Translation of The Waste Land.” Kent State University, 1996· και φυσικά το έργο της Λουλακάκη, Seferis and Elytis as Translators 21-25, 31-66. Η Λουλακάκη προβαίνει και στην εξέταση, έστω σύντομη, της μετάφρασης του έργου από τον Παπατσώνη (26-31), ενώ αναφέρεται και στην απόδοση του Κλείτου Κύρου (33). Για την αποτίμηση της μετάφρασης της Έρημης Χώρας του Σεφέρη, βλ. μεταξύ άλλων στο Καραντώνης, Ὁ Ποιητής Γιώργος Σεφέρης 273-278· στο Καραντώνης, «Ὁ Σεφέρης Μεταφραστὴς» 1469-1471· στο Κοκόλης, Ο Μεταφραστής Σεφέρης. Αρνητική Κριτική· και στο Παράσχος, Κλέων. «Τὰ Βιβλία.» Νέα Ἑστία 21.242 (15 Ἰανουαρίου 1937): 149-151. Τυπ. Είναι αξιοσημείωτη η απουσία μνείας στην απόδοση του κύπριου ποιητή Θεοδόση Νικολάου, ο οποίος είχε μελετήσει σε βάθος το έργο του Eliot και είχε γράψει και δοκίμιο για την ποίησή του, βλ. στο Νικολάου, Θεοδόση. Ὁ Ποιητὴς T. S. Eliot. Κύπρος: Πρόοδος, 1969. Τυπ. 451 «Εἶναι μιὰ ἐργασία ἀξιοπρόσεχτη ἀπὸ κάθε ἄποψη, ὄχι μόνο γιατὶ μᾶς γνωρίζει πιὸ συστηματικὰ καὶ ὁλοκληρωτικὰ καὶ σὲ μιὰ μετάφραση ὑποδειγματικὴ ἕνα τόσο χαρακτηριστικὸ ποιητὴ τοῦ καιροῦ μας, ὄχι μόνο γιατὶ μᾶς δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ ἐκτιμήσουμε τὸν κ. Σεφέρη σὰν δοκιμιογράφο καὶ σὰν μεταφραστή, ἀλλὰ καὶ γιατὶ κινεῖ καὶ θέτει προβλήματα ποὺ ἀφοροῦν τὴν οὐσία καὶ τὴν ὕπαρξη τῆς ποιήσεως». 452 Η κριτική του Γρ. Ξενόπουλου για τις γαλλικές μεταφράσεις του Σημηριώτη φαίνεται να ενισχύει την αντίληψη αυτή, καθώς μέσω της μεταφραστικής του τεχνικής αποκαλύπτονται πτυχές της ποιητικής του τέχνης: «Γιὰ νὰ πεισθῆ κανεὶς γιὰ τὴν ποιητική του δεξιοτεχνία δὲν ἔχει παρὰ νὰ παραβάλλει τὴ μετάφρασή του τῆς ‘Λίμνης’ τοῦ
235
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
προκαλεί έκπληξη η άποψη ότι η επαφή του Σεφέρη με τον Eliot, με τον οποίο τον συνδέει εκλεκτική συγγένεια, συνέβαλε στη διαμόρφωσή του ως ποιητή. Σύμφωνα άλλωστε με τον κόμη του Ρόσκομον Dillon Wentworth, 453 ο μεταφραστής χρειάζεται να αισθάνεται συγγένεια με τον ποιητή και το έργο του (8), 454 κάτι το οποίο «απηχείται» σύμφωνα με τον David Connolly «από τους περισσότερους μεταφραστές» 455 και το οποίο διαπιστώνεται και στην περίπτωση των ποιητών-μεταφραστών της παρούσας έρευνας. Όπως υπογραμμίστηκε παραπάνω, ο Παπατσώνης αναφέρθηκε στις «εκλεκτικές συγγένειες» που χαρακτηρίζουν τον Παλαμά και τους ποιητές που επιλέγει να μεταφράσει, ενώ το ίδιο παρατηρείται και στην περίπτωση του Σεφέρη. Άλλωστε, σύμφωνα με το Βαγενά: ἡ ποιητικὴ μετάφραση δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴ συνάντηση δύο εὐαισθησιῶν –τῆς εὐαισθησίας τοῦ ποιητῆ καὶ Λαμαρτίνου μὲ τὶς τρεῖς-τέσσερες μεταφράσεις ποὺ ἔγιναν στὴ γλῶσσα μας» («Κριτικὰ Ἀποσπάσματα καὶ Σημειώματα γιὰ τὴ Γαλλικὴ Ἀνθολογία τοῦ Σημηριώτη» 347). 453 Wentworth, Dillon (Earl of Roscommon). Essay on Translated Verse. London: H. Hills, 1709. 6-15. Print.· αποσπάσματα από το δοκίμιο αυτό περιλαμβάνονται στο Lefevere, Translation/History/Culture 43-45· και στο Connolly, 6 (+1) Μελέτες 148. 454 Είναι ενδεικτικό το ακόλουθο απόσπασμα: “Each Poet with a different Talent writes, One praises, one instructs, another bites; Horace did ne’er aspire to Epick Bays, Nor lofty Maro stoop to Lyrick Lays. Examine how your Humor is inclin’d, And which the Ruling Passion of your Mind; Then seek a Poet who your way do’s bend, And choose an Author as you choose a Friend; United by this sympathetick Bond, You grow Familiar, Intimate and Fond; Your Thoughts, your Words, your Styles, your Souls agree No longer his Interpreter, but He.” (8) 455 Ο David Connolly παραθέτει σχετική δήλωση του Baudelaire για τον Poe: «Ξέρετε γιατί μετέφρασα τον Πόε με τόση υπομονή; Την πρώτη φορά που άνοιξα ένα από τα βιβλία του είδα, με τρόμο και έκπληξη, όχι μόνο θέματα που είχα ονειρευτεί αλλά ολόκληρες προτάσεις που είχα σκεφτεί και τις οποίες αυτός είχε γράψει είκοσι χρόνια πριν» (148).
236
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
τὴς εὐαισθησίας τοῦ μεταφραστῆ– ποὺ γίνεται στὴ γλώσσα τοῦ τελευταίου. Καὶ ἐφόσον αὐτὸ ποὺ δίνει ποιητικὴ ὑπόσταση σὲ μιὰν εὐαισθησία εἶναι ὁ ρυθμὸς μὲ τὸν ὁποῖο ἕνας ἄνθρωπος κάνει τὴ γλώσσα του νὰ χορεύει, ἡ μετάφραση εἶναι ἡ συνάντηση δύο ρυθμῶν, ὁ συντονισμός τους. Ὅσο πιο πετυχημένος εἶναι αὐτὸς ὁ συντονισμὸς τόσο πιὸ πιστὴ θὰ εἶναι μιὰ μετάφραση (21).
Με αφορμή μάλιστα τη μετάφραση έργων του Eliot, του Yeats και του Jouve από το Σεφέρη, ο Βαγενάς αναφέρει ότι προτιμά τις μεταφράσεις έργων του Eliot γιατί του «δίνουν τὴν ποιητική του [του Eliot] γεύση» και ότι αυτό επιτυγχάνεται μέσω της «ἀναγνώρισ[ης] ἀπὸ τὸν μεταφραστὴ τοῦ ἑαυτοῦ του στὸ ποίημα ποὺ μεταφράζει» (39). Τονίζει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ότι «[μ]ιὰ μετάφραση δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει παρὰ μόνον ὅταν ὑπάρχει ἡ προ-υπόθεση τῆς συγγένειας» (44). Όπως είδαμε παραπάνω στην εργασία, και ο ίδιος ο Σεφέρης είχε αναφερθεί στις επιμιξίες και τις πνευματικές συγγένειες που υφίστανται μεταξύ των ποιητών και των μεταφραστών του έργου τους. Επίσης, φαίνεται πως ο Σεφέρης ήταν προετοιμασμένος για την κριτική που θα δεχόταν σχετικά με την επίδραση της ποιητικής του Eliot στο έργο του. 456 Ο ίδιος αναφέρεται στην ύπαρξη «ἀναλογίας τάσεων καὶ ἀναζητήσεων» και θεωρεί πως ο δεσμός που τον ενώνει με τον Eliot οφείλεται, ως ένα βαθμό, στους κοινούς δασκάλους που είχαν: το Laforgue, τον Corbière, κτλ. 457 456
«Ξέρεις τι συμβούλευε κάποτε ὁ Max Jacob σ’ ἕνα νέο: ‘Πρόσεχε ἀπὸ τὰ ἔργα σου ἐκεῖνα ποὺ σοῦ ἀρέσουν. Αὐτὰ εἶναι τὰ πιὸ ἐπικίνδυνα. Γιατὶ ἂν σου ἀρεσουν θὰ πεῖ πὼς μοιάζουν μὲ τὸ ἔργο κάποιου ἄλλου ποὺ ἀγαπᾶς. Τὰ ἔργα σου ποὺ δὲ σ’ ἀρέσουν, ἐκεῖνα ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ εἶναι δικὰ σου’ (117). … Σοῦ παραδίδω … κείμενα γιὰ νὰ μελετήσεις τί θὰ πεῖ ἐπίδραση, μίμηση καὶ ὅλη ἡ κάλπικη μονέδα ποὺ κυκλοφορεῖ ἀνάμεσα Ὁμόνοια καὶ Σύνταγμα. Τώρα ποὺ διαβάζω Ἔλιοτ, λέω κάποτε, ἂν τὸν εἶχα γνωρίσει πρὶν γράψω τὴ Στροφὴ καὶ μοῦ ἔλεγαν πὼς τὸν ἔχω κλέψει, τί θὰ μποροῦσα νὰ πῶ; Τίποτε. Ἂν γράψω τώρα, ξέρεις τί θὰ ποῦν; Πῆγε στὴν Ἀγγλία, ἄφηκε τὸν Βαλερὶ καὶ ἔπιασε τὸν Ἔλιοτ. Ἔτσι γράφεται ἡ ἱστορία» (Κυριακή 2 Ἀπρίλη, Μέρες Β΄ 118). Ανάλογο προβληματισμό είχε εκδηλώσει και ο Πολυλάς σχετικά με τις επιρροές που δέχτηκε από την ποίηση του Σολωμού (βλ. στο Βαλέτας, Πολυλᾶς. Ἅπαντα. Τὰ Λογοτεχνικὰ καὶ Κριτικὰ 494). 457 «Διάβασα πάλι χτὲς ἀρκετὰ τὸν T. S. Eliot καὶ τὸν σκέφτηκα. Θα’ πρεπε νὰ βάλω μπρὸς μιὰ μελέτη γι’ αὐτόν. Θ’ ἄγγιζα ζητήματα ποὺ μ’ ἐνδιαφέρουν, καὶ τόσο τὸ χειρότερο, ἂν δὲν ξέρω ὅσο θά ’πρεπε τ’ ἀγγλικὰ καὶ τὴν ἀγγλικὴ φιλολογία. Ξέρω
237
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μάλιστα, το πόσο πολύ επηρεάστηκε ο Σεφέρης 458 από την επαφή του με το έργο του Eliot, 459 καθώς διαπιστώνεται ότι μια στροφή από το τραγούδι του «Ραδιοφώνου» της Κίχλης, η οποία έχει γραφεί ως πρωτότυπη, θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί παράφραση της πρώτης στροφής του δεύτερου μέρους του ποιήματος «Little Gidding» του Eliot.460 Όπως επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ο Βαγενάς: πράματα ποὺ δὲν ξέρει ἄλλος στὴν Ἑλλάδα, καὶ αὐτὸς ὁ τύπος μ’ ἐνδιαφέρει. Πέρσι ἔλεγα ὅτι εἶναι ὁ πρῶτος ποιητὴς ποὺ ἔχω ἐπηρεάσει. Πῶς νὰ ἐξηγήσω ἀλλιῶς αὐτὴ τὴν ἀναλογία τάσεων καὶ ἀναζητήσεων. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι εἴχαμε καὶ οἱ δυὸ τοὺς ἴδιους δασκάλους σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ λογαριάζει: Laforgue, Corbière κτλ. — Τί παρεξηγήσεις ἀπὸ μέρους τῶν Ἑλλήνων κριτικῶν ἑτοιμάζει ἡ τελευταία μου αὐτὴ φιλολογικὴ σχέση εἶναι ἀφάνταστο. Μοῦ εἶναι ἀδιάφορο ὅμως. Νιώθω χαρὰ κάποτε νὰ βρίσκω ἀνθρώπους ἄξιους καὶ ἐκλεκτοὺς ποὺ νὰ ἐπιδοκιμάζουν τὸ δρόμο ποὺ ἀκολουθῶ, καὶ ποὺ ὑπογραμμίζουν τὰ ἐλαττώματά μου» (Σάββατο 15 Ἀπρίλη, Μέρες Β΄ 124). 458 Σύμφωνα με τη Λουλακάκη, «η διακειμενική φύση της μετάφρασης είναι περισσότερο περίπλοκη όταν ο μεταφραστής είναι διακεκριμένος ποιητής, καθώς το κείμενο-στόχος βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ του έργου του δημιουργού του πρωτοτύπου και του έργου του μεταφραστή» (291). Για τη διακειμενικότητα μεταξύ των μεταφράσεων και των πρωτότυπων έργων του Σεφέρη, βλ. στο Loulakaki-Moore 294315. Ένας από τους ποιητές που επηρεάστηκε βαθύτατα στην πρωτότυπή του γραφή από τα έργα και τους ποιητές τους οποίους μετέφρασε ήταν ο Καρυωτάκης (βλ. σχετικά στη διατριβή της Τοκατλίδου· στο Λορεντζάτος, Οι Μεταφράσεις του Κ. Γ. Καρυωτάκη· και στο Σεργιόπουλου, Οι Επιδράσεις στο Έργο του Καρυωτάκη· κ.ά.). Βέβαια, ο Σεργιόπουλος τονίζει ότι «οἱ ἐπιδράσεις του [Καρυωτάκη] μπορεῖ συνολικὰ νὰ φαίνονται πολλές, μὰ δὲν παύουν γι’ αυτὸ νἆναι καὶ ἀφομοιωμένες καὶ δημιουργικές» (231). 459 Ο Γ. Σαββίδης τονίζει ότι «χωρίς τόν Ἔλιοτ ἡ ἐξέλιξη τοῦ Σεφέρη ... θά ἦταν πιθανότατα πολύ διαφορετική» [Σαββίδης, Π. Γιῶργος. «Ὁ Ἔλιοτ: Εὐρωπαῖος καί Ἑλληνικός.» ἡ λέξη 43 (Μάρτης-Ἀπρίλης ’85): 192. Τυπ.]. 460 Πανιὰ στὸ φύσημα τοῦ ἀγέρα Ash on and old man's sleeve ὁ νοῦς δὲν κράτησε ἄλλο ἀπὸ τὴ μέρα. Is all the ash the burnt roses leave. Ἄρωμα πεύκου καὶ σιγὴ Dust in the air suspended εὔκολα θ᾿ ἁπαλύνουν τὴν πληγὴ Marks the place where a story ended. ποὺ ἔκαμαν φεύγοντας ὁ ναύτης Dust inbreathed was a house— ἡ σουσουράδα ὁ κοκωβιὸς κι The walls, the wainscot and ὁ μυγοχάφτης. the mouse, Γυναίκα ποὺ ἔμεινες χωρὶς ἁφή, The death of hope and despair, ἄκουσε τῶν ἀνέμων τὴν ταφή. This is the death of air.
238
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
Ἐκ πρώτης ὄψεως θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι δὲν ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ τοὺς στίχους τοῦ Ἔλιοτ. Μιὰ προσεχτικότερη ὅμως ἐξέταση θὰ μᾶς ἔδειχνε ὅτι ἡ ποιότητα τῶν εἰκόνων εἶναι συγγενικὴ καὶ τὸ νόημά τους τὸ ἴδιο, ὅτι τὸ μέτρο εἶναι τὸ ἑλληνικὸ ἰσοδύναμο τοῦ μέτρου τοῦ Ἔλιοτ, ὅτι ἡ ὁμοιοκαταληξία λειτουργεῖ μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο ὅπως καὶ στὸ πρωτότυπο, ὅτι τὸ νόημα τῆς στροφῆς τὸ συνοψίζει ἡ ἴδια ἀναφορὰ ἀπὸ τὸν Ἡράκλειτο καί, τέλος, ὅτι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς στροφῆς ἐπάνω μας ἔχει μεγάλες ἀναλογίες μὲ τὴ συγκίνηση ποὺ μᾶς προκαλοῦν οἱ στίχοι ἀπὸ τὸ ‘Little Gidding’ (Ποίηση και Μετάφραση 37).
Ενώ τολμά να χαρακτηρίσει τις τρεις στροφές από το «Little Gidding» ως «τὸ πιὸ ἑλληνικό, τὸ πιὸ σεφερικὸ ποίημα τοῦ Ἔλιοτ» πιστεύοντας πως αυτός είναι ο λόγος που ο «Σεφέρης νιώθει τὴν ὰνάγκη νὰ τὸ παραφράσει. Ἡ παράφραση αὐτὴ εἶναι ἕνα εἶδος ποιητικοῦ ἀντιδάνειου» (38). 461 Πρέπει να υπογραμμιστεί, ωστόσο, ότι, αν και η στάση αυτή του Σεφέρη δεν τον διαφοροποιεί από άλλους ποιητές, το γεγονός ότι επιτρέπει στον εαυτό του να προβαίνει σε διασκευές άλλων έργων ή μέρους αυτών είναι αντίθετη με τις θεωρητικές του απόψεις για τη μετάφραση. Η αντίθεση που παρατηρείται μεταξύ των αντιλήψεων του Σεφέρη για τη μετάφραση και του μεταφραστικού του έργου γίνεται ακόμα πιο αισθητή, εάν ληφθούν υπόψη οι συζητήσεις του με τους μεταφραστές του δικού του έργου. Ο Σεφέρης επισήμανε στον Edmund Keeley ότι «αὐτό πού κάνεις μπορεῖ νά εἶναι ὡραῖο, ἐξαιρετικό κλπ., ἀλλά δέν εἶναι ἡ ποίη-
Βλ. το ποίημα του Σεφέρη στο Σεφέρης, Ποιήματα 223-224· και το πρωτότυπο στο Eliot, T. Stern. Four Quartets. London: Faber and Faber, 1944. 37. Print. 461 Αναφορά στη σχέση της Κίχλης με το ποίημα «Little Gidding» κάνει ο Βαγενάς και στο έργο του Η γενεαλογία της «Κίχλης», Αθήνα: χ.ό., 1974. Τυπ.· αποσπάσματα από το έργο αυτό του Βαγενά περιλαμβάνονται και στην Εισαγωγή στην Ποίηση του Σεφέρη (274-279). Ο Αντώνης Δεκαβάλλες, ο οποίος θίγει το ζήτημα της επίδρασης του Eliot στο έργο του Σεφέρη, εντοπίζει και αυτός στοιχεία των Τεσσάρων Κουαρτέτων στην Κίχλη του Σεφέρη (Τέσσερα Κουαρτέτα 69-70).
239
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
σή μου – εἶναι ἡ μετάφρασή σου», 462 επιτρέποντας να διαφανεί ότι για τον ίδιο ήταν σημαντική η διάκριση μεταξύ ενός πρωτότυπου έργου και της μετάφρασής του. Ωστόσο, ο Γιατρομανωλάκης υπογραμμίζει ότι η μετάφραση της ποίησης δεν ήταν για το Σεφέρη απλώς μια αντιγραφική πράξη, καθώς «[δ]ὲν μοιάζει … ἡ δουλειὰ νὰ γίνεται μὲ τρόπο μηχανικό. Ἔχουμε δεῖ μὲ πόση ἀγωνία ὁ ποιητὴς ἀναζητᾶ νὰ ἀντιγράψει τὸν ξένο λόγο σὲ ἔκφραση ἑλληνικὴ καὶ νὰ πετύχει τὴν ἀκρίβεια καὶ τὴν ἰσορροπία τῆς γλώσσας» (Μεταγραφὲς 234). Αιτιολογείται επίσης, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο θεωρητικός προβληματισμός και το ενδιαφέρον που ανέπτυξε για ζητήματα που αφορούν τη μεταφραστική διαδικασία. Ενδεχομένως, η επιθυμία αυτή του Σεφέρη να αποδώσει όσο πιο άρτια μπορούσε τα ξένα έργα στα νέα ελληνικά να ώθησε τον Καραντώνη να ισχυριστεί ότι ο Σεφέρης «επηρέασε την εξέλιξη της φιλολογίας με τις μεταφράσεις του όπως και με το πρωτότυπό του έργο» (Ὁ Ποιητής 280). 463 Όσον αφορά τη γλώσσα των μεταφράσεων του Σεφέρη, ο Βαγενάς δηλώνει ότι: ἀνάμεσα στὴ γλώσσα τῶν ποιητικῶν μεταφράσεών του καὶ στὴ γλώσσα τῶν ποιημάτων του θὰ διακρίναμε … μιὰ διαφορά: στὴ γλώσσα τῶν μεταφράσεων ἡ προσπάθεια τοῦ Σεφέρη νὰ μείνει πιστὸς στὶς ἀρχὲς ἑνὸς ἀνανεωμένου δημοτικισμοῦ, ποὺ εἶναι μιὰ βασικὴ ἀρχὴ τῆς ἔκφρασής του, εἶναι λιγότερο ἔντονη. Οἱ παλαιοδημοτικοὶ τύποι, οἱ ὁποῖοι ἄλλωστε δὲν λείπουν ἀπὸ τὰ ποιήματά του, εἶναι στὶς μεταφράσεις του ἀναλογικὰ περισσότεροι καὶ κάποτε πιὸ ἁδροί (Ποίηση και Μετάφραση 114-115).
Το ίδιο φαινόμενο, ωστόσο, παρατηρείται, σύμφωνα με το Βαγενά, και στις μεταφράσεις του Ελύτη, γεγονός το οποίο δικαιολογείται εάν ληφθεί υπόψη ότι οι Ελύτης και Σεφέρης ανήκουν σε «μιὰ γλωσσικὰ μεταβατικὴ γενεά, αὺτὴ ποὺ μεσολαβεῖ [μεταξύ του μαχόμενου παλιότερου δημοτικι462
Βλ. σχετικά στο Connolly, “The Least Satisfying Form of Writing: Seferis on Translation” 38· και στο «Τό Εἶδος τῆς Γραφῆς πού Δίνει τή Μικρότερη Ἱκανοποίηση: Ὁ Σεφέρης ὡς Μεταφρασεολόγος» 208. 463 «Ὁ ἱστορικός του ρόλος στὴ μετατροπὴ τῆς ποίησής μας ἀπὸ παραδοσιακὴ σὲ μοντέρνα, αὐτὴ ἡ ‘ἀλλαγὴ γραφῆς’, εξασκήθηκε, ἰσότιμα, καὶ μὲ τὸν Σεφέρη σὰν ποιητὴ ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὸ ‘Μυθιστόρημα’ καὶ μὲ τὸν Σεφέρη ποὺ ἀρχίζει νὰ μεταφράζει τὸν Ἔλιοτ» (βλ. στο Καραντώνης 280).
240
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
σμού και της] μεταπολεμικ[ής] μας ποίησ[ης]» (115). 464 Για το λόγο αυτό ο Γιατρομανωλάκης ισχυρίζεται ότι η μεγαλύτερη αρετή των σεφερικών μεταφράσεων και κυρίως των μεταγραφών 465 είναι «ἡ χρήσιμη [sic] καὶ λειτουργικὴ λέξη, ἡ ‘ζώσα’ ἔκφραση μὲ τὰ βιολογικὰ γνωρίσματα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας (Μεταγραφές 275). 466 Κλείνοντας, είναι αναμφισβήτητο το γεγονός ότι η κριτική για το μεταφραστικό έργο του Σεφέρη αφορά ως επί το πλείστον τις ενδογλωσσικές και όχι τις διαγλωσσικές του μεταφράσεις, με τα σχόλια να είναι ιδιαίτερα πιο θετικά για τη μεταφραστική του προσπάθεια. Οι κριτικές για τις διαγλωσσικές του μεταφράσεις περιορίζονται ή/και επικεντρώνονται στις αποδόσεις έργων του Eliot, και κυρίως της Έρημης Χώρας, με εξαίρεση την αξιόλογη μελέτη της Λουλακάκη στην οποία παρουσιάζεται συνολικά το μεταφραστικό έργο του Σεφέρη. Και στην περίπτωση του Σεφέρη, η γλώσσα και οι λεξιλογικές επιλογές, με ό,τι αυτές συνεπάγονται, σχεδόν 464
«Φαίνεται ὅτι μεταφέροντας στὴ μετάφραση γλωσσικά στοιχεῖα ἀπὸ τὰ ὁποῖα αἰσθάνονταν πὼς δὲν θὰ μποροῦσαν πλέον νὰ ταυτίζονται πλήρως, ἔβλεπαν πὼς μποροῦσαν νὰ ‘ἐλαφρώσουν’ κατὰ ἕνα μέρος τὴν ποιητική τους ἔκφραση ἀπὸ ἕνα παλαιὸ ἀλλὰ οἰκεῖο ὑλικό, ἀνώδυνα καὶ χωρὶς τύψεις» (Βαγενάς, Ποίηση και Μετάφραση 116). 465 Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την αποτίμηση των ενδογλωσσικών μεταφράσεων του Σεφέρη βλ. στα ακόλουθα: Γιατρομανωλάκης, Γιώργης. «Μεταφραστικὴ Θεωρία καὶ Πρακτικὴ τοῦ Σεφέρη.» Στο Σεφέρης, Γιῶργος. Μεταγραφές. Ἴκαρος: Ἀθήνα, 2000. 227-326. Τυπ.· Γιατρομανωλάκης, Γιώργης. «Αποκάλυψη και οι Ποιητές. Διττή η Σχέση των Σεφέρη και Ελύτη με το Κείμενο του Ιωάννη.» Η Καθημερινή (Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 1995): 14-15. Τυπ.· Μαρωνίτη, Ν. Δημήτρη. «Μεταγραφικές Δοκιμές του Σεφέρη.» Ἀντί Περίοδος Β΄ 64 (Σάββατο 5 Φλεβάρη 1977): 25-27. Τυπ.· Ξύδης, Θεόδωρος. «Ὁ Σεφέρης Μεταφραστὴς Ἱερῶν Κειμένων.» Ἑστία 92.1087 (15 Ὀκτωβρίου 1972): 1477-1486. Τυπ.· Χατζίνης, Γιάννης. «Ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη.» Νέα Ἑστία 81.955 (15 Ἀπριλίου 1967): 554-555. Τυπ.· Δημαράς, Θ. Κωνσταντίνος. «Ἡ Ἀποκάλυψη.» Τὸ Βῆμα (3.2.1967): 1-2. Τυπ.· Δημαράς, Θ. Κωνσταντίνος. «Τὸ Ἆσμα Ἀσμάτων.» Τὸ Βῆμα (15.7.1966): 1-2. Τυπ.· Δημαράς, Θ. Κωνσταντίνος. «Μεταφραστική Τεχνικὴ.» Τὸ Βῆμα (22.7.1966): 1-2. Τυπ.· Κοκόλης, Ο Μεταφραστής Σεφέρης. Αρνητική Κριτική· καθώς επίσης στο Κόκορης, Δημήτρης. «Ο Γιώργος Σεφέρης ως Μεταφραστής Αρχαιοελληνικών και Βιβλικών Κειμένων.» Πόρφυρας 61-62 (Απρίλιος-Σεπτέμβριος 1992): 241-243. Τυπ.· κ. ά. 466 Ο Γιατρομανωλάκης επισημαίνει την επίδραση της μεταφραστικής ενασχόλησης του Σεφέρη στη σκέψη και το έργο του ως ποιητή και υποστηρίζει ότι «ἡ γλωσσικὴ ἰδεολογία τοῦ Σεφέρη διαμορφώνεται αὐτὴν τὴν ἐποχὴ [από το 1928 έως το 1938] ἀντιμετωπίζοντας μεταφραστικὰ τὸν Βαλερύ» (Μεταγραφές 241).
241
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
μονοπωλούν το διάλογο και το ενδιαφέρον. Άλλωστε, ο ίδιος είχε τονίσει ότι επιθυμούσε μέσω των μεταφράσεών του να δοκιμάσει τις αντοχές της δημοτικής. 467 Τέλος, ο Σεφέρης παρουσιάζει ομοιότητες, έστω μικρές, με τον Παλαμά, αφού, όπως τονίζει ο Καραντώνης: «[ο] Παλαμᾶς μετέφραζε ἐκλεχτικά, καὶ κατὰ τὴ διάθεσή του, χωρίς πρόγραμμα κανένα, σὰν ποιητής, ὁμοτέχνους του ποὺ τὸ ἔργο τους εἶχε ἀκμάσει γύρω ἀπὸ τὰ 1900, σὰν κατάλοιπο, κυρίως, τοῦ 19ου αἰώνα. Ὅμοια ὁ Σεφέρης, χωρὶς πρόγραμμα, ἐκλεχτικά, μεταφράζει Γάλλους, Ἄγγλους καὶ Ἀμερικανοὺς ποιητὲς ποὺ ἀνθοῦν στὸν μεσοπόλεμο καὶ ποὺ μερικῶν ἡ δόξα σκεπάζει ἀκόμα τὶς ἡμέρες μας» (Ὁ Ποιητής 281-282). Όσον αφορά τη σχέση του Σεφέρη με τον Ελύτη, φαίνεται πως χαρακτηρίζεται από έντονες αντιθέσεις όχι μόνο ως προς τις θεωρητικές τους αντιλήψεις για τη μετάφραση, αλλά και ως προς τη μεταφραστική πράξη. 468 Ας εξετάσουμε, λοιπόν, τη σχέση των 467
Με αφορμή τη μετάφραση των «Τελμάτων» του André Gide, ο Σεφέρης είχε δηλώσει ότι: «μὲ τὴ σημερινὴ κατάσταση τῆς γλώσσας μας καὶ τῆς ποιητικῆς μας, ποιήματα ποὺ βρίσκουνται στὰ τελευταῖα μιᾶς ἐξέλιξης ποὺ κρατᾶ ἀπὸ αἰῶνες, εἶναι ἀδύνατο νὰ μεταφραστοῦν ἱκανοποιητικά» (Σάββατο, 16 Ὀκτώβρη). Ενώ ακριβώς μία ημέρα αργότερα γράφει: «Ἔσχισα διάφορες μεταφραστικὲς προσπάθειες τοῦ περασμένου χρόνου. (Ποιήματα τοῦ Valéry· ‘Πρόλογος γιὰ μιὰ νέα μετάφραση τῆς βραδιᾶς μὲ τὸν κ. Τέστ’, ‘Γράμμα τῆς Αἰμιλίας Τέστ’.») Τὴν ἀπόσταση τῆς γλώσσας μας ἀπὸ μιά, ποὺ ἔτυχε νὰ μάθω, ξένη γλώσσα, τὴ βλέπω κάποτε ἀνησυχαστική» (Μέρες Α΄ 79). Η Ιωάννα Τσάτσου αναφέρεται στις δυσκολίες που συνάντησε ο Σεφέρης κατά τη μετάφραση του έργου «Ἡ Βραδιὰ μὲ τὸν κ. Test» του Valéry, περιγράφοντας τις ατελείωτες ώρες αναζητήσεων κατάλληλων λέξεων από το Σεφέρη. Επισημαίνει, επίσης, ότι κατά τη διάρκεια της μεταφραστικής του αυτής προσπάθειας ο Σεφέρης είχε δίπλα στο κρεβάτι του έργα του Σολωμού και του Μακρυγιάννη, στα οποία σημείωνε «κάθε ζωντανή λέξη» (για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Τσάτσου, Ιωάννα. Ὁ Ἀδερφός μου Γιῶργος Σεφέρης. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1973. 257-258. Τυπ.). Με την παρατήρηση αυτή της Τσάτσου επιβεβαιώνεται για ακόμη μια φορά ο διάλογος που είχε αναπτυχθεί μεταξύ των ελλήνων δημιουργών. 468 Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του Ελύτη με αφορμή τη μετάφραση της Αποκάλυψης του Ιωάννη: «[τ]ήν ἔχει κάνει ἤδη ὁ Σεφέρης, ἀλλ’ αὐτό εἶναι ἴσια ἴσια πού μέ τράβηξε: νά δείξω τή διαφορετική ἀντίληψη πού ἔχω γιά τήν ἀπόδοση τοῦ κειμένου αὐτοῦ. Πιστεύω πώς θά παρουσιάσει ἐνδιαφέρον μιά ἀντιπαραβολή, ἄσχετα ἐντελῶς ἀπό τό ποιά θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ καλύτερη. ... Στόν τόπο μας, ὅμως, δέν ὑπάρχει ἀκόμη ἐνδιαφέρον γιά τέτοιου εἴδους ἐργασίες. Δέν ὑπάρχει οὔτε κάν ἡ ἀπαιτούμενη ἀντίληψη ἀπό τούς εἰδικούς. Παράδειγμα, κάποιος πού ἀσχολήθηκε σέ μιά καθημερινή ἐφημερίδα μέ τή Δεύτερη γραφή μου· καί πού, ἀντί ν’ ἀντιληφθεῖ ὅτι
242
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
θεωρητικών απόψεων του Ελύτη για τη μετάφραση με τη μεταφραστική του πράξη αυτή καθαυτή για να διαπιστώσουμε εάν επηρεάζεται από τα πιστεύω του κατά τη μεταφραστική διαδικασία ή/και από το διάλογο που υπήρχε και διατηρούσε και ο ίδιος με τους ποιητές-μεταφραστές που συζητήθηκαν μέχρι στιγμής. 3.7 Ελύτης Όπως ο Σεφέρης, έτσι και ο Ελύτης, εμφανίζεται με τις αρχικές του δηλώσεις απαισιόδοξος ως προς τη δυνατότητα επίτευξης επιτυχημένης ποιητικής μετάφρασης. Ωστόσο, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του και ταυτόχρονα με τη δημιουργία του πρωτότυπού του έργου μεταφράζει έργα ξένων, ως επί το πλείστον, ποιητών, όπως των: Arthur Rimbaud, Lautréamont, Paul Éluard, Pierre-Jean Jouve, Giuseppe Ungaretti, Federico García Lorca, και Vladimir Mayakovsky, τα οποία και περιλαμβάνονται στη Δεύτερη Γραφή. Όπως παρουσιάστηκε στο δεύτερο κεφάλαιο, ο Ελύτης τάσσεται θεωρητικά υπέρ της ελεύθερης, κατά το πνεύμα και όχι κατά το γράμμα απόδοσης του πρωτότυπου ποιητικού έργου. Θεωρεί ότι είναι η καταλληλότερη μεταφραστική προσέγγιση, καθώς κρίνει ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να μπορεί ο αναγνώστης να διαβάσει τη μετάφραση εύκολα και να αισθανθεί τα ιδιαίτερα νοήματά της σαν να πρόκειται για πρωτότυπο έργο. Έως το σημείο αυτό, οι απόψεις του Ελύτη συγκλίνουν με αυτές του Βηλαρά, του Πολυλά, του Μαβίλη και του Παλαμά, οι οποίοι είχαν ως επίκεντρο τον αναγνώστη του κειμένου-στόχου και την επίτευξη ισοδύναμου αποτελέσματος. Μελετώντας ένα τμήμα του μεταφραστικού του έργου, λοιπόν, θα διερευνηθεί εάν η προσέγγιση που υιοθετεί στην πράξη καθορίζεται από τις μεταφρασεολογικές του θέσεις και από τις επιρροές της πρακτικής των υπόλοιπων ποιητών-μεταφραστών ή όχι. Όταν εξετάζονται τα ποιήματα του Éluard που επέλεξε να μεταφράσει ο Ελύτης (τα οποία είναι και τα περισσότερα από αυτά που περιλαμβάνοπροτείνω μιά καινούργια (καλή ἤ κακή, δικό του ἔργο ἦταν νά τό ἀποδείξει) ἀντίληψη γιά τή μετάφραση, μέ ἐπέκρινε κιόλας πού δέν ἔχω φτάσει τή δική του ἀντίληψη, δηλαδή αὐτή πού ἴσια ἴσια εἶχα βγεῖ ν’ ἀνατρέψω» [«Μιά Συνομιλία Τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη μέ τόν Ἀντώνη Φωστιέρη καί τόν Θανάση Νιάρχο.» ἡ λέξη 29-30 (ΝοέμβρηςΔεκέμβρης ’83): 1025· και στο Ἐλύτης, Σύν τοῖς Ἄλλοις 275].
243
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
νται στη Δεύτερη Γραφή), 469 διαπιστώνεται εύκολα ότι ο έλληνας ποιητήςμεταφραστής ακολουθεί μια ελεύθερη μεταφραστική προσέγγιση, όπως λ.χ. συμβαίνει στην περίπτωση του ποιήματος «La Dame de Carreau» του οποίου η μετάφραση είναι μεν νοηματικά πιστή, αλλά αρκετά μέρη του ποιήματος έχουν αποδοθεί ελεύθερα. Μάλιστα, ορισμένες φορές ο Ελύτης προσθέτει λέξεις, δίχως αυτό να είναι απαραίτητο για την επιτυχή απόδοση του νοήματος στη γλώσσα-στόχο και χωρίς αυτή να το επιβάλλει: Tout jeune, j’ai ouvert mes bras à la pureté. (στρ. 1 στ. 1) 470 Νέος ἀκόμη, σχεδὸν παιδί, δόθηκα μ’ ἀνοιχτὲς ἀγκάλες στὴν ἁγνότητα. (στρ. 1 στ. 1) 471 Je ne pouvais plus tomber. (στρ. 1 στ. 3)
469
Στη Δεύτερη Γραφή περιλαμβάνονται 35 ποιήματα του Éluard από εννέα συλλογές ποιημάτων του που δημιουργήθηκαν στο διάστημα 1918-1942. Βέβαια, για πρώτη φορά δημοσιεύτηκαν μεταφράσεις του Éluard από τον Ελύτη στα Νέα Γράμματα, το 1936. Στο σημείωμα που προηγείται των μεταφράσεων, ο Ελύτης αναφέρεται στις αδυναμίες της ελληνικής γλώσσας να αποδώσει στοιχεία της ποίησης του Éluard. Σίγουρα, η δήλωσή του αυτή επιτρέπει να διαφανεί η διστακτικότητά του να παρεμβαίνει στα έργα που μεταφράζει και να παίρνει πολλές ελευθερίες (τουλάχιστον κατά τα πρώτα χρόνια ενασχόλησής του με τη μετάφραση). Επιπλέον, θυμίζει αναπόφευκτα την άποψη του Σεφέρη (η οποία παρουσιάστηκε παραπάνω) σχετικά με τις δυσκολίες που ανακύπτουν και τους περιορισμούς που επιβάλλονται από το γλωσσικό μας σύστημα κατά τη μεταφραστική διαδικασία. Έργα του Éluard έχει μεταφράσει και ο Ρίτσος, ένα από τα οποία είναι το πρώτο μέρος του ποιήματος «Για να Ζήσω Εδώ» [βλ. στο Ρίτσος, «Πὼλ Ἐλυὰρ (Μελέτη)» 340-341], το οποίο έχει μεταφράσει και ο Ελύτης [βλ. στη Δεύτερη Γραφή 113· βλ. το πρωτότυπο στο Éluard, Paul. «Le Livre Ouvert I (1938-1940).» Œuvres Complètes. Tom. I. Paris: Gallimard, 1968. 1032-1033. Print.]. Ο Ρίτσος μάλιστα αναφέρεται στις μεταφράσεις έργων του Éluard από τον Ελύτη με ιδιαίτερα θερμά σχόλια: «Ἂς μοῦ συγχωρεθεῖ λοιπὸν αὐτὴ ἡ μεταφραστικὴ δοκιμὴ ποὺ εἶναι μια, λίγο ὣς πολὺ, ἀναπόφευκτη παραχάραξη. Καὶ πρέπει ν’ ἀναφέρω πὼς ὁ Ἐλύτης εἶναι ἐκεῖνος ποὺ πρῶτος παρουσίασε τὸν Ἐλυὰρ στὴν Ἐλλάδα μὲ μεταφράσεις καμωμένες μὲ ἀγάπη καὶ γνώση» (351). Για την απόδοση του ποιήματος από τον Ελύτη και το Ρίτσο, βλ. ενδεικτικά στο Loulakaki-Moore 141. 470 Éluard, Paul. «Les Dessous d’une Vie.» Œuvres Complètes. Tom. I. Paris: Gallimard, 1968. 202-203. Print. 471 Δεύτερη Γραφή 69-70.
244
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
Ἀδύνατον πιὰ νὰ πέσω ἀπὸ κεῖ ψηλά (στρ. 1 στ. 3) Toutes les vierges sont différentes. (στρ. 3 στ. 2) Ὅλες οἱ παρθένες δὲν εἶναι τὸ ἴδιο. Κάθε μιά τους εἶναι διαφορετική (στρ. 2 στ. 1), ενώ σε άλλα σημεία οι προσθέσεις, αφαιρέσεις και παρεμβατικές κινήσεις του Ελύτη γίνονται ακόμη πιο αισθητές: Quand elle se retourne pour me demander la solution d’un problème, l’innocence de ses yeux me confond à un tel point que, prenant mon trouble en pitié, elle passe ses bras autour de mon cou. (στρ. 4 στ. 1-3) Ὅταν γυρίζει τὸ κεφάλι της νὰ μὲ ρωτήσει κάτι τόσο πολὺ σαστίζω μπρὸς στ’ ἀθῶα μάτια της, ποὺ ἐκείνη νιώθοντας τὴν ταραχή μου μὲ συμπονάει, γέρνει καὶ μοῦ κάνει χάδια μὲ τ’ ἁπαλά της χέρια. (στρ. 3 στ. 2-4) Διαφαίνεται πόσο ελεύθερα έχει αποδώσει ο Ελύτης το παραπάνω απόσπασμα, καθώς έχει προσθέσει και τη φράση «μοῦ κάνει χάδια» και το επίθετο «ἁπαλὰ» στη λέξη χέρια, ενώ με το «γέρνει» αποδίδει το «βάζει τα χέρια της γύρω από το λαιμό μου» παραλείποντας φυσικά και τη φράση «γύρω από το λαιμό». Σε άλλα σημεία παρατηρείται ότι χρησιμοποιεί οικείες φράσεις της γλώσσας-στόχου, προσαρμόζοντας τις αντίστοιχες φράσεις του πρωτοτύπου, όπως λ.χ. στην περίπτωση της φράσης «Les cartes ont dit», η οποία αποδίδεται ως «Στὰ χαρτιὰ ποὺ μοῦ ρίξανε». 472 Γεγονός το οποίο δεν προκαλεί έκπληξη, εάν αναλογιστούμε ότι επίκεντρο του Ελύτη ως μεταφραστή ήταν ο αναγνώστης του κειμένου-στόχου και όχι ο συγγραφέας του πρωτοτύπου. Οι παρεμβάσεις, μάλιστα, του Ελύτη έχουν ως αποτέλεσμα το μετάφρασμα να έχει μόλις οκτώ παραγράφους, ενώ το πρωτότυπο έργο δεκατρείς παραγράφους. Ορισμένα σημεία του ποιήματος, όπως τα παραπάνω, αποδίδονται με τόσο φυσικό τρόπο στα ελληνικά, αποτέλεσμα των μικρών παρεμβάσεων 472
Σύμφωνα με τη Λουλακάκη, η μεταφραστική στρατηγική του Ελύτη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως προσπάθεια «εγκλιματισμού» (acclimatization) του κειμένου-πηγή στον πολιτισμό-υποδοχής (114-115).
245
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
του Ελύτη, ώστε ο λόγος ρέει σαν να πρωτογράφτηκε το ποίημα από τον ίδιο. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα, το οποίο, αν και είναι πιστό νοηματικά, δείχνει διαφοροποιήσεις από το πρωτότυπο (προσθήκη των όρων «κάθομαι», «ώρες ολόκληρες», «πάλι», παράλειψη της φράσης «d’autant plus») που έχουν ως αποτέλεσμα να μπορούν να λειτουργήσουν οι στίχοι της μετάφρασης ως στίχοι ενός νέου ποιήματος: Ou bien, quand elle est malade, c’est sa main que je garde dans les miennes, jusqu’à en mourir, jusqu’à m’éveiller. Je cours d’autant plus vite à ses rendez-vous que j’ai peur de n’avoir pas le temps d’arriver avant que d’autres pensées me dérobent à moi-même. (στρ. 6 στ. 1-2) Ἂν τύχει ν’ ἀρρωστήσει κάθομαι καὶ κρατάω τὸ χέρι της ὧρες ὁλόκληρες, ὣς τὸν θάνατο, ὣς τὴν ὥρα ποὺ θὰ ξυπνήσω. Ἂν εἶναι πάλι νὰ συναντηθοῦμε, τρέχω γρήγορα νὰ τὴν βρῶ μήπως κι ὣς νὰ φτάσω, ἄλλες σκέψεις μὲ συνεπάρουν κι ἀπολησμονηθῶ. (στρ. 5 στ. 1-4) Φαίνεται πως ο Ελύτης πραγματοποιούσε ό,τι ζητούσε και ο ίδιος από τους μεταφραστές της δικής του ποίησης· να προβαίνουν, δηλαδή, σε όσες αλλαγές κρίνουν αναγκαίες για να κρατούν το ρυθμό ή να βρίσκουν αναλογίες στη γλώσσα-στόχο. Άλλωστε, σε αντίθεση με το Σεφέρη, για τον Ελύτη το αισθητικό αποτέλεσμα του μεταφράσματος και η μετάδοση των ιδεών και των συναισθημάτων είχε μεγαλύτερη σημασία από την πιστότητα προς το πρωτότυπο, όπως και για τον Παλαμά. Ο Μαβίλης, αντιθέτως, τα θεωρούσε ισοδύναμα, παρότι στην πράξη αποδείχτηκε ότι δεν επιδίωκε πάντα την επίτευξη και των δύο. Επομένως, διαπιστώνεται ότι η μετάφραση διαφοροποιείται από το πρωτότυπο σε επίπεδο λεξιλογικό και συντακτικό. Ως προς το λεξιλογικό επίπεδο, ο Ελύτης δείχνει επίσης μια ιδιαίτερη προτίμηση στις σύνθετες λέξεις (φτεροκόπημα, καρδιοχτύπι) – κάτι το οποίο προτιμά ο Σεφέρης, και κυρίως ο Παλαμάς – ενώ, όπως φαίνεται παραπάνω, συχνά αλλάζει τη θέση των λέξεων, παραλείπει και προσθέτει λέξεις, με αποτέλεσμα να διαφοροποιείται και η συντακτική δομή των στίχων από αυτή του πρωτοτύ-
246
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
που. 473 Επίσης, σε πλήρη ταύτιση με τις θεωρητικές του θέσεις, αποδεικνύεται μέσω της μετάφρασης του ποιήματος «La Dame de Carreau» του Éluard ότι προτεραιότητα του Ελύτη ήταν να προσφέρει στους αναγνώστες έργα τα οποία δεν θα τους κάνουν να δυσανασχετούν σε κάθε γραμμή. Συνεπώς, δίνει έμφαση στο πνεύμα και όχι στο γράμμα, δημιουργώντας μια ελεύθερη μετάφραση η οποία σέβεται μεν το δημιουργό του πρωτοτύπου, αλλά και τις ιδιοτυπίες του ίδιου του Ελύτη. Άλλωστε, απέρριπτε απερίφραστα τον αντιγραφικό χαρακτήρα της μετάφρασης. Επιπλέον, όπως έχει ήδη επισημανθεί, με τις μεταφράσεις της Δεύτερης Γραφής, επιθυμούσε να γνωρίσει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό τη «μοντέρνα ποίηση». 474 Εάν ληφθεί υπόψη ότι το συγκεκριμένο ποίημα είναι πεζό, τότε φαίνεται πως το να συμπεριλάβει ο Ελύτης πεζά ποιήματα από τον Éluard αποτελεί μια δήλωση και τοποθέτησή του για την ποίηση σε πρόζα. Ο ίδιος ο Ελύτης όταν δημοσίευσε στα Νέα Γράμματα ποιήματα του Éluard, ανέφερε ότι, παρά τις δυσκολίες της ποίησης του Éluard και τους περιορισμούς που επιβάλλει η γλώσσα, αξίζει να παρουσιάσει το έργο του στους Έλληνες. 475 Φαίνεται πως η προσπάθεια του Ελύτη ήταν γόνιμη, εάν λάβουμε υπόψη τη θετική αποτίμηση των μεταφράσεών του έργων του Éluard. Ο Κλ. 473
Παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον ο πίνακας τον οποίο δημιουργεί η Λουλακάκη με αφορμή τις προτιμήσεις και τάσεις του Ελύτη σε επίπεδο λεξιλογικό, γραμματικό, συντακτικό, και υφολογικό κατά τη μετάφραση έργων του Éluard (122). 474 Ο Ελύτης θεωρεί ότι η γνωριμία του με το συμβολισμό και μετέπειτα με τον υπερρεαλισμό έχει τις καταβολές της στην επαφή που είχε με ηλικιωμένες γυναίκες της Κρήτης όταν ήταν παιδί: «Ἦταν πρῶτα-πρῶτα ἡ ἀκατανόητη μανία πού εἶχα ἀπό παιδί, ν’ ἀντιμετωπίζω τίς δυσάρεστες καταστάσεις μέ μιά σειρά ἀπό μαγικές πράξεις πού εἴχανε συμβολικό χαρακτήρα. Λέω ἀκατανόητη, μολονότι, ὅταν σκεφτῶ καλά, βρίσκω πώς τόν εἶχα διδαχθεῖ ἀπό τίς γριές Κρητικές ὑπηρέτριες πού εἴχαμε τότε στό σπίτι. Αὐτά, θά τά ἱστορήσω κάποτε πιό ἀναλυτικά σέ εἰδικό ἄρθρο, γιατί ἔτσι θά ἐξηγηθεῖ ἡ αὐτόματη καί φυσιολογική σύνδεσή μου μέ τόν Ὑπερρεαλισμό πού ἔμελλε νά σημειωθεῖ ἀργότερα, καί πού σέ πολλούς φάνηκε –φαίνεται ἀκόμη καί σήμερα– ὀξύμωρη» [βλ. σχετικά στο Κεχαγιόγλου, Γιώργος. «Ἕνα Ἀνέκδοτο Ὑπόμνημα τοῦ Ἐλύτη γιά τό Ἄξιον Ἐστί.» Ποίηση 5 (1995): 35. Τυπ.]. 475 «Ἴσως ἡ γλῶσσα μας νὰ μὴ βοηθεῖ τὴν ἀπόδοση τέτοιων ποιημάτων χωρὶς μείωση τῆς ἀκτινοβολίας τους – καὶ πρέπει νὰ ὁμολογηθεῖ πὼς μερικὲς ἐκφράσεις ἐξαίσιες στὸ πρωτότυπο γίνονται μεταφραζόμενες τραχειὲς καὶ δυσκίνητες. Μὰ ἐκεῖνο ποὺ πρωτεύει σήμερα εἶναι νὰ παρουσιαστεῖ, ἔστω καὶ μὲ θυσίες, ἕνας τέτοιος ποιητὴς στοὺς Ἔλληνες. Ὑπάρχει τοὐλάχιστον ἔτσι ἡ ἐλπίδα νὰ προσεχτεῖ καὶ μελετηθεῖ καλλίτερα τὸ ἔργο του» (βλ. στο Ἐλύτης, «Paul Éluard. Ποιήματα Ι–ΙΧ.» 231).
247
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
Παράσχος, π.χ., δημοσιεύει μια αναλυτική και άκρως θετική κριτική στη Νέα Εστία: Ὁ κ. Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ποιητὴς ἀπὸ τοὺς πιὸ νέους ποὺ ἔχουμε καὶ ποὺ μόλις πέρυσι δημοσίεψε τοὺς πρώτους του στίχους, ἐξέδωκε δυὸ πλακέττες πολὺ χαρακτηριστικές: λίγα ποιήματα τοῦ γνωστοῦ γάλλου ὑπερρεαλιστῆ ποιητῆ Paul Éluard καὶ μερικὰ δικά του. Τὰ βιβλιαράκια αὐτά, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ καθαρὰ ποιητικό τους περιεχόμενο, ἀξίζουν ἰδιαίτερη προσοχή· γιατὶ στὸ πρῶτο βλέπουμε τὰ προϊόντα μιᾶς σχολῆς, τοῦ Ὑπερρεαλισμοῦ, ποὺ ἀντίκρυσε ὅσο καμμιά, ἴσως, ἄλλη ὣς τώρα ποιητικὴ σχολή, τολμηρὰ καὶ ἀπὸ τὴ βάση, τὸ πρόβλημα τῆς ποιήσεως, καὶ στὸ ἄλλο, τὴν ἐργασία ἑνὸς νέου ποὺ … μπαίνει καὶ ἀποτελεῖ τὴν οὐσιαστικὴ ποιητικὴ πρωτοπορεία τοῦ τόπου μας (1092). 476
Ενώ λίγους μήνες μετά τη δημοσίευση και νέων μεταφράσεων από τον Ελύτη, ο Παράσχος δηλώνει και πάλι: Θὰ ἦταν πολὺ πιὸ γόνιμη ἡ ἐργασία τοῦ κ. Ἐλύτη ἂν μετάφραζε περισσότερα ποιήματα, καὶ ὄχι μόνον ἴσως τοῦ Éluard, ἀλλὰ καὶ ἄλλων γάλλων ὑπερρεαλιστῶν ποὺ τόσο λίγο εἶναι γνωστοὶ στὴν Ἑλλάδα. Ἀφοῦ μάλιστα ὁ κ. Ἐλύτης καὶ κατέχει πολὺ καλὰ, φαίνεται, τὴν ὑπερρεαλιστικὴ γαλλικὴ ποίηση, καὶ μεταφράζει μὲ τόσο αἴσθημα ποιητικὸ καὶ τόση καλαισθησία 477 (233).
Θετικά κρίνει τις μεταφράσεις έργων του Éluard και ο Βαγενάς και τις ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες, καθώς «εἶναι ποίηση σὰν αὐτὴ μὲ τὴν ὁποία μᾶς ἔχει συνηθίσει ὁ ποιητὴς Ἐλύτης. … Οἱ ρυθμοί τους ξεδιπλώνονται μὲ τέτοιο κύρος καὶ μὲ τέτοια σταθερότητα, ποὺ θὰ νόμιζε κανεὶς πὼς εἶναι ποιήματα γραμμένα κατευθείαν στὰ ἑλληνικά» (Ποίηση και Μετάφραση 57). Επιπλέον, κατά το Βαγενά, ο Ελύτης καταφέρνει να μεταφέρει πιο επιτυχημένα έργα του Éluard, καθώς και του Jouve όπως θα εξεταστεί
476
Παράσχος, Κλέων. «Paul Éluard: Ποιήματα. Εἰσαγωγὴ καὶ Ἀπόδοση Ὀδυσσέα Ἐλύτη – Ὀδυσσέα Ἐλύτη ‘Προσανατολισμοί’.» Νέα Ἑστία 20.231 (1 Αυγούστου 1936): 1092-1094. Τυπ. 477 Παράσχος, Κλέων. «Paul Éluard: «Ποιήματα». Ἑλληνικὴ Ἀπόδοση Ὀδυσσέα Ἐλύτη.» Νέα Ἑστία 21.243 (1 Φεβρουαρίου 1937): 233-234. Τυπ.
248
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
παρακάτω, γιατί τους νιώθει πιο κοντά του. 478 Συνεχίζει, λοιπόν, o Βαγενάς να επισημαίνει ότι οι εκλεκτικές συγγένειες διαδραματίζουν σημαντικό και καθοριστικό ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα. Όσον αφορά την απόδοση στα ελληνικά ποιημάτων του Jouve, 479 αν και ο Ελύτης δεν ακολουθεί πάντα την ίδια μέθοδο 480 για τη μεταφορά όσων έργων επιλέγει, διαπιστώνεται και από τη μετάφραση του ποιήματος «Οἱ Τέσσερις Ἱππεῖς», η οποία είναι αρκετά μεταγενέστερη των υπολοίπων, ότι παραμένει πιστός στο νόημα, και δεν ακολουθεί λέξη προς λέξη το
478
Για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Βαγενάς, Ποίηση και Μετάφραση 49-61· και στο Βαγενάς, Νάσος. «Προϋποθέσεις της ‘Δεύτερης Γραφής’.» Εισαγωγή στην Ποίηση του Ελύτη. Επιμ. Mario Vitti. 2η έκδ. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2000. 209-216. Τυπ. 479 Στη Δεύτερη Γραφή περιλαμβάνονται συνολικά 27 μεταφράσεις ποιημάτων του Jouve, γεγονός που σημαίνει ότι η ποίησή του άσκησε έντονη έλξη στον Ελύτη, ο οποίος εντρύφησε στην ποιητική γραφή του γάλλου δημιουργού ασχολούμενος με την απόδοση αρκετών από τα έργα του. Αυτό από μόνο του αποτελεί σημαντικό λόγο εξέτασης μιας τουλάχιστον μετάφρασης έργου του Jouve. Σε αντίθεση βέβαια με τον Éluard, ο οποίος ανταποκρίνεται στον αρχικό στόχο του Ελύτη ως μεταφραστή, όπως τουλάχιστον δηλώνεται στον πρόλογο της Δεύτερης Γραφής, ο Jouve δεν πρωτοστάτησε στη μεταπολίτευση των καιρών του. 480 Εάν ληφθούν υπόψη ορισμένες μεταφράσεις έργων του Jouve, κυρίως τις πρώτες που δημοσίευσε ο Ελύτης το 1938 στα Νέα Γράμματα (στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνονται «Οι Τέσσερις Ιππείς», μια μετάφραση η οποία ενσωματώνεται στη Δεύτερη Γραφή), τότε παρατηρείται ότι ο έλληνας ποιητής αποδίδει πιστά, με έμφαση στο γράμμα αρκετά από τα πρωτότυπα. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα διατηρεί ακόμη και τη σειρά των λέξεων, όπως συμβαίνει λ. χ. στο ποίημα «Ελένη» (βλ. στη Δεύτερη Γραφή σελ. 138, και το πρωτότυπο έργο στο Jouve, Pierre Jean. Les Noces. Suivi de Sueur de Sang. Paris: Gallimard, 1966. 48. Print.), αλλά και στο «Ευγενικιά Περήφανη Μελαγχολία» (βλ. στη Δεύτερη Γραφή σελ. 117 και το πρωτότυπο έργο στο Jouve, Pierre Jean. Dans les Années Profondes. Matière Céleste. Proses. Paris: Gallimard, 1995. 100. Print.). Στην πρώτη δημοσίευση των μεταφράσεων αναφέρει ότι αναγκάστηκε κάποιες φορές να μην ακολουθήσει κατά γράμμα τα πρωτότυπα ποιήματα και ζήτησε από τους αναγνώστες να μη σταθούν στα ελαττώματα του έργου που τους προσφέρει [βλ. σχετικά στο Ἐλύτης, Ὀδυσσέας. «Pierre Jean Jouve.» Νέα Γράμματα 4 (Ὀκτώβρης-Δεκέμβρης 1938): 758-759. Τυπ.]· πόσο κοινή πράγματι η κίνηση αυτή του Ελύτη με τον Πολυλά, στην περίπτωση της μετάφρασης της Τρικυμίας. Πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι η αλλαγή της πρακτικής του Ελύτη συνάδει και με την αλλαγή των θεωρητικών του απόψεων για την ποιητική μετάφραση στο πέρασμα των χρόνων.
249
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
πρωτότυπο. Αποδίδει το ποίημα όπως έχει συλλάβει ο ίδιος τα νοήματά του, κρατώντας αποστάσεις από το γράμμα, ενώ και πάλι προσθέτει, εμφατικά κτλ., λέξεις, όπως λ.χ. στην περίπτωση του δέκατου στίχου του αποσπάσματος «Ὅταν»: Gonflé par le vent de feu de la grâce désirée 481 ο οποίος και αποδίδεται ως: φουσκωμένο ἀπὸ τὸν φλογισμένο ἀέρα Τῆς χάρης ποὺ ὅλοι ὁραματίζονται», (στρ. 1 στ. 11-12) 482 με τον Ελύτη να προσθέτει τη λέξη «όλοι» και να αποδίδει τη μετοχή «désirée» με την αναφορική πρόταση «ποὺ ὁραματίζονται»· γίνεται αναλυτικός και επεξηγηματικός, τακτική η οποία παρατηρείται και σε άλλες διαγλωσσικές του μεταφράσεις. 483 Ελευθερίες παρατηρούνται και σε άλλα σημεία της απόδοσης του αποσπάσματος «Ὅταν», όπως λ.χ. στην περίπτωση του όγδοου στίχου: Du livre empli par la mort avec la transparence de la mer Του βιβλίου που γέμισε ἀπὸ θάνατο θαλασσινῆς διαύγειας, στον οποίο διαφαίνεται εύκολα η διαφοροποίηση του νοήματος από τον πρωτότυπο στίχο, η οποία προκύπτει από την παράλειψη της πρόθεσης «avec» και τη συνολική τροποποίηση της σύνταξης του στίχου, αφού στα ελληνικά η κυριολεκτική απόδοσή του θα ήταν: «Του βιβλίου του γεμάτου από το θάνατο με τη διαφάνεια της θάλασσας / του πελάγους». 484 Αρκεί η παράθεση δύο μόνο ακόμη αποσπασμάτων, αυτήν τη φορά από τη μετάφραση του αποσπάσματος «Ἵππος Λευκός», για να καταδειχθεί η πραγματικά ελεύθερη, κατ’ έννοια προσέγγιση του Ελύτη: Cheval très blanc vêtu par ses naseaux
481
Jouve 44-49. Δεύτερη Γραφή 146. 483 Βλ. ενδεικτικά στο Βαγενάς (51-53), όπου αναφέρεται ο αναλυτικός λόγος του Ελύτη με αφορμή μεταφράσεις των Rimbaud, Ungaretti και Lorca. 484 Ο Σεφέρης αντιθέτως, όπως είδαμε, απέδωσε το συγκεκριμένο στίχο ως «Τοῦ βιβλίου τοῦ γεμάτου ἀπό τό θάνατο μέ τή διαφάνεια τοῦ πελάγου», γεγονός το οποίο αποδεικνύει για ακόμη μια φορά τη διαφορετική τους στάση προς τη μετάφραση. 482
250
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
Des fumées de la droiture et la colère Et la croupe non moins arrondie de colère Et sous la cuisse lisse le ventre amoureux, (στρ. 1 στ. 1-4) Ἵππος πάλλευκος περιβλημένος ἀπὸ τὰ ρουθούνια Τοὺς καπνοὺς τοῦ δίκιου καὶ τὴ μάνητα Μὲ καπούλια ἐπίσης δουλεμένα στὴ μάνητα Καὶ μὲ κάτω ἀπὸ τοὺς λείους μηροὺς γαστέρα ἐρωτική· (στρ. 1 στ. 1-4) καθώς επίσης: L’éternel a ton nom, ton sang brasse la gloire, Tes jarrets sont remplis d’espérance: écrasant L’ennemi de ton Dieu: les vastes villes noires Aux avenues de haine et fornication (στρ. 2 στ. 1-4) Ὅ,τι αἱώνιο δικό σου, ἐξυφαίνει δόξαις τὸ αἷμα σου Κάθε σου δίπλα στὰ ποδάρια καὶ γεμάτη ἐλπίδα· πᾶς καὶ λιώνεις Τὸν ἐχθρὸ τοῦ Θεοῦ σου: τὶς ἀπέραντες μαῦρες πολιτεῖες Πὂχουν τοῦ μίσους καὶ τῆς ἀσωτίας τὶς λεωφόρους (στρ. 2 στ. 1-4). Όπως και στην περίπτωση της μετάφρασης ποιημάτων του Éluard, έτσι και εδώ ο Ελύτης χρησιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό σύνθετες λέξεις (ὑπεράξιον, κατάγυμνος, πάλλευκος, κ. ά.), δίχως αυτό να επιβάλλεται από το σύστημα της γλώσσας-στόχου· αντιθέτως, προκύπτει ως ένα βαθμό από την ελευθερία με την οποία προσεγγίζει το πρωτότυπο ποίημα ο έλληνας ποιητής. Η αλήθεια είναι ότι ο Ελύτης μελέτησε πολλές φορές τις μεταφράσεις του Jouve, προβαίνοντας αρκετές φορές σε αλλαγές, κυρίως όσον αφορά το λεξιλόγιο (Loulakaki 152-153). Εάν λάβουμε υπόψη τα κύρια χαρακτηριστικά της ποίησης του Pierre-Jean Jouve, 485 και κυρίως την ελλειπτική ακρίβεια και τη μικρή έκταση των ποιημάτων του, τότε 485
Κύρια χαρακτηριστικά της ποίησης του Jouve είναι η αμεσότητα των συναισθημάτων που γίνονται ακόμα πιο αισθητά μέσω των άνισων γραμμών, της ελλειπτικής ακρίβειας και της μικρής έκτασης των ποιημάτων του (βλ. στο Callander, Margaret. The Poetry of Pierre Jean Jouve. Manchester: Manchester University Press, 1965. 81-82. Print.).
251
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
φαίνεται ακόμα πιο έντονα η παρέμβαση του Ελύτη στο πρωτότυπο. Οι επιλογές του Ελύτη έχουν ως αποτέλεσμα, π.χ., να επεκταθεί το πρωτότυπο κατά δύο στίχους στην περίπτωση του αποσπάσματος «Ὅταν». Σε αντίθεση, όμως, με το Σεφέρη, ο Ελύτης συνδυάζει λέξεις της δημοτικής με όρους βιβλικούς και αποδίδει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τον αποκαλυπτικό τόνο του πρωτοτύπου. 486 Οι διαφορές των μεταφράσεων των δύο ποιητών, οι οποίες δεν περιορίζονται στο λεξιλογικό επίπεδο, 487 προκύπτουν και από τη διαφορετική θεώρηση που έχουν για τη μετάφραση, παρότι διαπιστώθηκε ότι ο Σεφέρης παρακάμπτει, έστω και λίγο, ένα τμήμα των αντιλήψεών του. Μάλιστα η Λουλακάκη υποστηρίζει ότι ο Ελύτης μεταφράζει το συγκεκριμένο ποίημα του Jouve ως απάντηση στη μετάφραση του Σεφέρη, η οποία προηγείται χρονικά (148). 488 Όσον αφορά την υποδοχή των μεταφράσεων έργων του Jouve, σε αντίθεση με ό,τι έγινε με το Σεφέρη, οι αποδόσεις του Ελύτη αποτιμήθηκαν και η απόπειρά του έγινε αποδεκτή με άκρως θετικά σχόλια. Ο Παναγιωτόπουλος ισχυρίζεται ότι: Ο κ. Οδυσσέας Ελύτης, συνεχίζοντας μια προσπάθεια από πολλές πλευρές αξιόλογη και παλεύοντας από τη μια μεριά να υποτάξη το δικό του θησαύρισμα σε μορφή λόγου παρθενική, από την άλλη να πλουτίση τη φτωχική μας ποιητική παραγωγή με το πολύτιμο έργο εκείνων που στέκουν στ’ ακραία σύνορα του καιρού μας, δημοσιεύει σε λιγοσέλιδο 486
Για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Loulakaki-Moore 156. Ενδεικτικές είναι οι επιλογές σε λεξιλογικό επίπεδο από τους δύο ποιητές και οι μεταξύ τους διαφορές: ἄλογο (Σ) / ἵππος (Ε), ἄσπρο (Σ) / λευκὸς (Ε), βοῦλες (Σ) / σφραγίδες (Ε), κλειστοῦ (Σ) / σφαλιχτοῦ (Ε), ντυμένο (Σ) / περιβλημένο (Ε), μερὶ (Σ) / μηροὺς (Ε), κοιλιὰ (Σ) / γαστέρα (Ε), μαῦρο (Σ) / μέλας (Ε), κ.ά. 488 Η άποψη της Λουλακάκη ενισχύεται από τον ίδιο τον Ελύτη, καθώς ο ποιητής κρίνει ότι θα μπορούσε να είχε γίνει αντιπαραβολή των δύο μεταφράσεων του ποιητικού αυτού έργου του Pierre-Zean Zouve (όπως και άλλων έργων) και να φανεί η διαφορετική αντίληψή τους για τη μεταφορά του έργου στα νέα ελληνικά, ανεξάρτητα από το ποια θα μπορούσε να θεωρηθεί καλύτερη [«Μιά Συνομιλία Τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη μέ τόν Ἀντώνη Φωστιέρη καί τόν Θανάση Νιάρχο.» ἡ λέξη 29-30 (ΝοέμβρηςΔεκέμβρης ’83): 1025· και στο Ἐλύτης, Σύν τοῖς Ἄλλοις 275]. Η Ελ. Κουτριάνου επίσης υποστηρίζει ότι ο Ελύτης με τις μεταφράσεις της Δεύτερης Γραφής «προτείνει μία συγκεκριμένη αἰσθητική, ἡ ὁποία διαφοροποιεῖται αἰσθητὰ ἀπὸ ἐκείνη τοῦ Σεφέρη» (70). 487
252
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
φυλλάδιο ποιήματα από τα χαρακτηριστικώτερα του Pierre Jean Jouve συνοδευμένα από βραχύλογο διαφωτιστικό προοίμιο. Ποιήματα σαν αυτά που μεταφράζει ο κ. Οδυσσέας Ελύτης από το έργο του Pierre Jean Jouve νομίζω, πως πολύ μας χρειάζονται την ώρα τούτη που παραδέρνομε στη ντόπια στιχοθάλασσα της ανυποψίαστης μακαριότητας» (στο Κουτσιβίτης, Πράξη της Μετάφρασης 185).
Επίσης, ο Βαγενάς επισημαίνει ότι η συγγένεια του Ελύτη με το Jouve εκπλήσσει τον αναγνώστη της Δεύτερης Γραφής, ο οποίος θα περίμενε μεγαλύτερη συγγένεια του Ελύτη με το Lorca. Η συγγένεια αυτή αιτιολογείται γιατί, σύμφωνα με το Βαγενά, «οἱ ρυθμοὶ του [Ελύτη] βρίσκονται πιὸ κοντὰ στοὺς ρυθμοὺς τοῦ Γάλλου ποιητῆ» (57-58). Με αφορμή την παραπάνω σύγκριση που κάνει ο Βαγενάς μεταξύ των ελυτικών μεταφράσεων έργων του Jouve και του Lorca, 489 αξίζει να γίνει συνοπτική αναφορά στο γεγονός ότι ο Ελύτης μετέφρασε ένα ποίημα του Lorca το οποίο είχε ήδη αποδοθεί στα ελληνικά δεκαπέντε χρόνια πριν από τον Καζαντζάκη· πρόκειται για το ποίημα «Ἡ Καλόγρια ἡ Τσιγγάνα». Προκαλεί, ωστόσο, μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι, ενώ ο Ελύτης αναφέρεται σε ξενόγλωσσες μεταφράσεις490 οι οποίες τον βοήθησαν στην απόδοση των επτά ποιημάτων του Lorca, δεν κάνει καμία αναφορά στη μετάφραση του Καζαντζάκη, 491 ούτε στις άλλες ελληνικές μεταφράσεις έρ489
Για τη σχέση της ποίησης του Ελύτη με την ποίηση του Lorca βλ. επίσης στο Κοκόλης, Α. Ξενοφών. «Λόρκα–Σεφέρης–Ελύτης, Σχέσεις και Συσχετισμοί.» Ο Παρατηρητής 11-12 (Μάρτιος-Ιούνιος 1989): 90-99. Τυπ. 490 Ο ίδιος ο Ελύτης σχολιάζει τις μεταφράσεις του έργων του Lorca και αναφέρει: «Ἡ μετάφραση ἔγινε ἀπὸ τὸ ἱσπανικὸ κείμενο, ἔκδοση τῆς Editorial Losada, S. A.: F. G. Lorca, Obras Completas, Buenos Aires, 1938. Μὲ βοήθησε πολὺ ἡ σχετικὴ παραβολὴ μὲ τὶς ξένες μεταφράσεις, γαλλικὲς τοῦ Guy Lévis Mano, τοῦ Jean Camp, καὶ τοῦ Félix Gattegno, ἀγγλικὲς τοῦ Stephen Spender καὶ τοῦ Edwin Honig, καὶ ἰταλικὲς τοῦ Carlo Bo [βλ. σχετικά στο Ἐλύτης, Ὀδυσσέας. «Ἑπτὰ Ποιήματα.» Νέα Ἑστία 43.494 (1 Φεβρουαρίου 1948): 137-141. Τυπ.]. Επιπλέον, ο Ελύτης δημοσιεύει ένα άρθρο για το Federico Garcia Lorca στο Τετράδιο την άνοιξη του 1945, με αφορμή τη δολοφονία του ισπανού ποιητή, όπου και αναφέρεται τόσο στο έργο και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ποίησης του Lorca όσο και στην ποίηση της Ευρώπης του 20ού αιώνα (22-27). Βλ. σχετικά στο Ελύτης, Οδυσσέας. “Federico Garcia Lorca.” Τετράδιο Πρῶτο (Ἄνοιξη 1945): 22-27. Τυπ. 491 Στο περιοδικό Κύκλος, τον Απρίλη του 1933, ο Καζαντζάκης δημοσίευσε μεταφράσεις του Jimenez· στον Κύκλο, το Μάη του 1933, δημοσίευσε μεταφράσεις του
253
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
γων του Lorca. 492 Η προσέγγιση του Ελύτη στη μετάφραση του συγκεκριμένου ποιήματος ταυτίζεται απόλυτα με τις θεωρητικές του θέσεις για τη μετάφραση, αφού η απόδοσή του είναι αρκετά ελεύθερη και διακρίνεται από τα χαρακτηριστικά των υπόλοιπων μεταφράσεων που έχουν ήδη εξεταστεί (διαφοροποίηση από το πρωτότυπο σε λεξιλογικό, συντακτικό και υφολογικό επίπεδο, χρήση σύνθετων λέξεων, αντιστροφή στίχων και χρήση πρόσθετου επεξηγηματικού και αναλυτικού λόγου), 493 με αποτέλεσμα να επεκτείνεται το πρωτότυπο συνολικά κατά έξι στίχους, όπως φαίνεται και από τους παρακάτω επτά στίχους που αποδίδουν τους πρώτους τέσσερις στίχους του πρωτοτύπου: Silencio de cal y mirto. Malvas en las hierbas finas. La monja borda alhelíes
Antonio Matchado· ενώ στον Κύκλο του Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 1933 ποιήματα του Moreno Villa, του Frederico Garcia Lorca, του Rafael Alberti, και του Vicente Aleixandre. 492 Στον Κοχλία του Ιανουαρίου 1947 δημοσιεύτηκαν μεταφράσεις τριών ποιημάτων του Federico Garcia Lorca από τον Κλείτο Κύρου (9-10). Στο τεύχος των Χριστουγέννων του 1954, της Επιθεώρησης της Τέχνης, δημοσιεύτηκαν μεταρασμένα οκτώ ποιήματα του Federico Garcia Lorca από το Β. Πετρή (36-40). Στην Επιθεώρηση Τέχνης, το Δεκέμβριο του 1955, δημοσιεύτηκαν οι μεταφράσεις δύο ποιημάτων του Federico Garcia Lorca από τον Άγι Θέρο (446). 493 Στη μετάφραση αυτή του Ελύτη αποτυπώνεται ο διάλογός του με τον Παλαμά με τη χρήση σύνθετων λέξεων, όπως έχει ήδη υπογραμμιστεί παραπάνω, αλλά και με τον Σικελιανό. Η χρήση του επιθέτου ορθός στο ποίημα παραπέμπει σαφέστατα στο Σικελιανό: ὀρθὲς ἀγριομόλοχες (στίχ. 4) / Malvas en las hierbas finas (στίχ. 2), τί ποτάμια ὀρθά! (στίχ. 38) / ¡Qué ríos puestos de pie (στίχ. 31), στ’ ἀέρι ὁλόρθο (στίχ. 40) / mientras que de pie, en la brisa (στίχ. 34). Στην πρώτη περίπτωση το επίθετο αποτελεί προσθήκη, αφού δεν υπάρχει στο πρωτότυπο, ενώ στις άλλες δύο περιπτώσεις τα επίθετα αποδίδουν με μεγάλη ελευθερία τις έννοιες των φράσεων του πρωτοτύπου (βλ. σχετική επισήμανση και στο Loulakaki-Moore 201). Ο Ελύτης έχει δηλώσει ότι η ποίησή του δεν έχει δεχτεί επιρροές μόνο από ξένους ποιητές, αλλά και από Έλληνες (Σύν τοῖς Ἄλλοις 284). Μεταξύ των ποιητών που αναφέρει είναι ο Ανδρέας Κάλβος, ο Διονύσιος Σολωμός, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Γιώργος Σαραντάρης, ο Κωστής Παλαμάς, ο Γιώργος Σεφέρης και ο Νίκος Καζαντζάκης (Σύν τοῖς Ἄλλοις 185, 196, 227, 284).
254
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
sobre una tela pajiza (στ. 1-4) 494 Ἀπὸ μυρτιὰ καὶ ἀσβέστη παντοῦ ἕνα γύρο σιγαλιά. Μὲς στὸ μυριστικὸ χορτάρι ὀρθὲς ἀγριομολόχες. Κι ἡ νιὰ ἡ καλόγρια καθὼς σκυφτὴ κεντάει μὲ βιόλες ἕνα φαντὸ ἀχερόχρωμο (στ. 1-7) 495 Επίσης, ο Ελύτης δηλώνει ότι ξέφυγε από το γράμμα κατά τη μετάφραση των ποιημάτων του Lorca, 496 ενεργώντας προς όφελος του αναγνώστη· 497 κινείται δηλαδή και πάλι σε σύμπνοια με τις θεωρητικές του πεποιθήσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της κατ’ έννοια προσέγγισής του είναι η απόδοση του πέμπτου και έκτου στίχου του πρωτοτύπου: Vuelan en la araña gris, siete pájaros del prisma (στ. 5-6) Πάνου ἀπ’ τὸ πολυκάντηλο θαμπὸ φτεροκοποῦν τὰ ἑφτὰ πουλιὰ τῆς ἴριδας (στ. 8-10)
494
Lorca, Federico García. Romancero Gitano. Madrid: Aguilar, 1957. 43-44.
Print.
495
Δεύτερη Γραφή 171-172. Αξίζει να σημειωθεί ότι στα Ρῶ τοῦ Ἔρωτα, ο Ελύτης έχει συμπεριλάβει μεταφράσεις ποιημάτων του Lorca υπό τον τίτλο «τραγούδια απὸ τον Lorca», μεταξύ των οποίων και το ποίημα «ἡ καλόγρια ἡ τσιγγάνα» (Ἐλύτης, Ὀδυσσέας. Τὰ Ρῶ τοῦ Ἔρωτα. 3η ἔκδ. Αθήνα: ὕψιλον, 1986. 99-100. Τυπ.). Ωστόσο, η μετάφραση διαφέρει πάρα πολύ, καθώς αποδίδεται με ακόμα περισσότερη ελευθερία το πρωτότυπο και διαφαίνεται ότι ο Ελύτης λαμβάνει υπόψη του ότι πρόκειται για στίχους που αποτελούν πλέον μέρος τραγουδιών. 497 «Σὲ μερικὰ σημεῖα ἔκρινα ἀπαραίτητο νὰ ξεφύγω ἀπὸ τὸ γράμμα τοῦ κειμένου, καὶ ν’ ἀναζητήσω ἀντιστοιχίες μέσα στὴ ζωντανὴ ἑλληνικὴ παράδοση. Ὄχι μόνο γιὰ νὰ φέρω τὰ ποιήματα αὐτὰ πιὸ κοντὰ στὴν εὐσθησία μας, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μείνω οὐσιαστικά, σὰν μεταφραστής, πιὸ πιστὸς στὸ βαθύτερο πνεῦμα τοῦ μεγάλου Ἱσπανοῦ λυρικοῦ» (βλ. στο Ἐλύτης, «Ἑπτὰ Ποιήματα» 141). 496
255
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
όπως και η μεγάλη ελευθερία με την οποία απέδωσε τους ακόλουθους στίχους: Un rumor último y sordo le despega la camisa, y al mirar nubes y montes en las yertas lejanías, se quiebra su corazón de azúcar y yerbaluisa (στ. 23-28) Στερνὸς βουβὸς ἀναβρασμὸς μισανοίγει τὰ στήθια της καὶ κοιτάζοντας πέραθε τὰ εἰρηνεμένα μάκρη ὅλο βουνὰ καὶ σύγνεφα λιώνει ἂχ ἡ καρδούλα της κάντιο καὶ κιτροβάρσαμο! (στ. 28-34) Ο Καζαντζάκης, παρότι διαφοροποιείται σε μεγάλο βαθμό από τον Ελύτη, παίρνει και αυτός ελευθερίες σε ορισμένα σημεία του ποιήματος, όπου χρησιμοποιεί διαφορετικές λέξεις. Για παράδειγμα, τη λέξη «alhelíes», που σημαίνει βιόλες, ο Καζαντζάκης την αποδίδει με τη λέξη γαρούφαλλα, χωρίς η αλλαγή αυτή να επιβάλλεται από τη γλώσσα-στόχο. Ενώ από τον πρώτο στίχο του πρωτοτύπου, «Silencio de cal y mirto» αποδίδει απλώς την πρώτη λέξη: Σιωπή. Μολόχες στὴ λιγνόκορμη χλόη. Ἡ καλόγρια κεντάει γαρούφαλλα σὲ ἀχερόχρωμο πανί (στ. 1-4) 498 Όπως είδαμε στο δεύτερο κεφάλαιο, στόχος του Καζαντζάκη ως μεταφραστή ήταν να προσφέρει ευανάγνωστα έργα στον αναγνώστη μέσω της ομαλής ροής του λόγου. Οπότε, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό ελεύθερη προσέγγιση και ότι, παρότι μεταφέρει σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και πιο ισχυρές και δυνατές εικόνες, απο-
498
256
Ο Κύκλος (Αὔγούστος–Σεπτέμβρης 1933): 243-244. Τυπ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
μακρύνεται αρκετά από το πρωτότυπο έργο (Ramírez Bustamante 138141). Στο πνεύμα αυτό, αφήνει ορισμένους στίχους αμετάφραστους, 499 με αποτέλεσμα το μετάφρασμα να έχει συνολικά έξι στίχους λιγότερο. 500 Αρκετά διαφοροποιημένο είναι και το νόημα των τελευταίων δύο στίχων του ποιήματος, καθώς η λέξη «ajedrez», που σημαίνει σκάκι, αποδίδεται ως παιχνίδι (δηλαδή, ως «juego»): la luz juega el ajedrez alto de la celosía (στ. 35-36) τὸ φῶς παίζει τὸ ἀψηλὸ παιχνίδι τῆς ζούλιας (στ. 29-30) Αν και η μετάφραση του Καζαντζάκη είναι συνολικά περισσότερο πιστή στο πρωτότυπο από αυτή του Ελύτη, 501 διαπιστώνεται ότι οι ελευθερίες που παίρνει είναι αρκετές. Όμως, εάν αναλογιστούμε ότι ο Καζαντζάκης θεωρούσε καλύτερη τη μετάφρασή του της Θείας Κωμωδίας του Dante, θεωρώντας ότι πλησίασε περισσότερο το πρωτότυπο, τότε διαπι-
499
Στο ισπανικό περιοδικό Erytheia δημοσιεύτηκε το 1987 ένα άρθρο για τον Καζαντζάκη ως μεταφραστή ισπανικής ποίησης. Όπως αναφέρεται, ο ίδιος ο Καζαντζάκης είχε δηλώσει ότι η απόδοση των ισπανικών ποιημάτων έγινε λέξη προς λέξη. Ωστόσο, σύμφωνα με τη Flora Ramírez Bustamente, από τα πρωτότυπα έργα παραμένουν αρκετοί στίχοι αμετάφραστοι, όχι τόσο λόγω της δυσκολίας μεταφοράς τους στην ελληνική γλώσσα, αλλά λόγω επιθυμίας του ποιητή-μεταφραστή να απλοποιήσει τα νοήματα του πρωτοτύπου και να καταστήσει περισσότερο κατανοητές στο αναγνωστικό κοινό τις ισπανικές πολιτισμικές αναφορές (119). Για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Ramírez Bustamante, Flora. “Casantsakis Traductor de Lorca.” Erytheia (8.1.1987): 117-141. Print. 500 Ο Καζαντζάκης δεν μεταφράζει τους στίχους 17-20 και 31-32: Cinco toronjas se endulzan ¡Qué ríos puestos de pie en la cercana cocina. vislumbra su fantasía! (31-32) Las cinco llagas de Cristo cortadas en Almería. (17-20) 501 Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η κυριολεκτική απόδοση του πέμπτου και έκτου στίχου του πρωτοτύπου, συγκριτικά με την ελεύθερη απόδοση του Ελύτη, όπως εξετάστηκε παραπάνω: Vuelan en la araña gris, siete pájaros del prisma. Στὴ σταχτιὰν ἀράχνη πετοῦν ἑφτὰ πουλιὰ ἰριδόχρωμα.
257
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
στώνεται διάσταση μεταξύ των θεωρητικών του αντιλήψεων για τη μετάφραση και της προσέγγισής της στην πράξη. 502 Ή, όπως και ο Σεφέρης, αδυνατεί να λάβει σαφή θέση υπέρ μιας μεθόδου. Ενώ αντίθετα ο Ελύτης παραμένει σε γενικές γραμμές πιστός οπαδός των ελεύθερων, κατ’ έννοια μεταφράσεων. Στο σημείο αυτό αξίζει να γίνει αναφορά στο γεγονός ότι ο Ελύτης μετέφραζε ποιητικά έργα και από γλώσσες τις οποίες δεν γνώριζε καλά, όπως συνέβη λ.χ. με τις μεταφράσεις έργων από τα ισπανικά, 503 γερμανικά, ιταλικά και ρωσικά. 504 Η βαθιά του πεποίθηση ότι δεν είναι απαραίτητο ο μεταφραστής να γνωρίζει καλά τις γλώσσες από τις οποίες μεταφράζει, 505 αλλά ότι οφείλει να γνωρίζει πολύ καλά τη μητρική του, φαίνεται πως τον βοήθησε να ξεπεράσει τους ενδοιασμούς του, αλλά και τους σκοπέλους που ενδεχομένως να είχε συναντήσει εξαιτίας της ελλιπούς γνώσης
502
Ο Κοκόλης κρίνει και αξιολογεί τις μεταφράσεις του Lorca από τον Καζαντζάκη και δηλώνει ότι είναι «τόσο μέτριες ώστε να κινδυνεύουν να λειτουργήσουν απωθητικά» (91). Με επιφυλακτικότητα, όμως, κρίνει και τις μεταφράσεις έργων του Lorca από τον Ελύτη: «Οι μεταφράσεις του Ελύτη επιθυμούν διακαώς να θυμίζουν δημοτικό τραγούδι, και στη γλώσσα και στους ρυθμούς. [Ωστόσο] παρά τη δεξιοτεχνία που προδίδει τον έμπειρο τεχνίτη, ο χρόνος μοιάζει να βαραίνει ιδιαίτερα, έως και καταθλιπτικά, πάνω σ’ αυτές τις μεταφράσεις» (βλ. στο Κοκόλης, «Λόρκα–Σεφέρης– Ελύτης, Σχέσεις και Συσχετισμοί» 97-98). 503 Όπως επισημαίνει και ο ίδιος ο Ελύτης παραπάνω, τον βοήθησαν οι γαλλικές και αγγλικές μεταφράσεις στην πραγματοποίηση των μεταφράσεων του Lorca. Αξίζει να υπογραμμιστεί πάντως ότι στις περισσότερες μεταφράσεις που πραγματοποίησε ο Ελύτης είχε διάμεσο γαλλικές και όχι αγγλικές μεταφράσεις. 504 Ο Ελύτης αναφέρει σχετικά με την απόδοση ποιημάτων του Mayakovsky: «μὲ κάθε ἐπιφύλαξη, ἀποπειράθηκα νὰ μεταφράσω καὶ ποιήματα ἑνὸς Ρώσου, τοῦ Μαγιακόφσκι, ‘ἀπὸ δεύτερο χέρι’ φυσικά. Ζητῶ συγγνώμην γι’ αὐτό. Ἡ ἐπιθυμία μου νὰ συμπληρωθεῖ ὁ πίνακας ἤτανε τέτοια ποὺ μ’ ἔκανε νὰ κατανικήσω τοὺς δισταγμούς μου» (Δεύτερη Γραφή 10). 505 Και ο Pound άλλωστε έκανε το ίδιο μεταφράζοντας από τα κινεζικά. Μάλιστα ο Eliot υποστήριζε ότι «ο Pound είναι ο εφευρέτης της κινέζικης ποίησης για την εποχή [τους]» (βλ. σχετικά στο Connolly, 6+1 Μελέτες 160). Την ίδια πεποίθηση φαίνεται πως είχε και ο Παλαμάς, καθώς, όπως είδαμε παραπάνω, για τη μετάφραση ενός ποιήματος του Schiller χρησιμοποίησε τις γνώσεις γερμανικών της φίλης του Λιλής Ζηρίνη-Ροδοπούλου. Σύμφωνα με τον Connolly, «η πρακτική αυτή είναι κοινή μεταξύ των ποιητών-μεταφραστών», δίχως βέβαια να λείπουν και οι απόψεις ποιητώνμεταφραστών που αντιτίθενται στη χρήση ‘πληροφοριοδοτών’ (146).
258
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
των γλωσσών των προς μετάφραση έργων. 506 Την παραπάνω άποψη του Ελύτη φαίνεται να συμμερίζεται, εν μέρει, ο Σεφέρης, ο οποίος αναφέρει ότι «[ε]κεῖνο ποὺ πρέπει πρὶν ἀπ’ ὅλα εἶναι νὰ ξέρει καλὰ τὴ γλώσσα του ὁ μεταφραστής. Νὰ τὴν ξέρει ἔτσι ποὺ κάθε κίνητρο ἕνα ἀπὸ αὐτὰ καὶ ἡ μετάφραση νὰ ξυπνᾶ στὸ αὐτὶ του καὶ στὴ γλώσσα του ἁρμονικές νότες, τὰ δίχτυα τὰ ἠχητικὰ ὅπου ἡ ποιητικὴ ἔκφραση θὰ πάει νὰ πιαστεῖ» (Loulakaki 336). Πιστεύει, όμως, παράλληλα ότι η άγνοια της «ἰδιοσυγκρασίας τοῦ μεταφραζόμενου» και η επιφανειακή γνώση της γλώσσας-πηγής είναι η «αἰτία πολλῶν κακῶν κειμένων ποὺ εἶναι γεμάτα προδοσίες» (336). Όσον αφορά την απόδοση έργων του Lorca από τον Ελύτη, ο Χριστόφορος Λιοντάκης αναφέρει ότι: «[μ]ὲ τὶς μεταφράσεις τοῦ Λόρκα ... ὁ Ἐλύτης μεταμοσχεύει στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα ὅλη τὴ μαγεία ἀπὸ τὸ φῶς καὶ τὶς λαϊκὲς παραδόσεις τῆς Ἱσπανίας. ... Βάδισε ἄλλωστε ὁ Ἐλύτης παράλληλους ποιητικοὺς δρόμους μὲ τὸ Λόρκα – κοινὴ θητεία στὸν ὑπερρεαλισμὸ καὶ τὸ μεσογειακὸ ἦθος» (60). 507 Ο Λιοντάκης αποτιμά συνολικά το μεταφραστή Ελύτη και τονίζει ότι κατάφερε να συνδυάσει «τὰ γνήσια ἑλληνικὰ στοιχεῖα καὶ τὰ νεότερα ρεύματα, φέρνοντας ἔτσι ἕνα καινούργιο ρίγος» (59). Τα στοιχεία αυτά τον ωθούν στο να δηλώσει ότι στο σύνολό τους οι μεταφράσεις του Ελύτη: εἶναι ἕνας ποιητικὸς ἄθλος. ... Στὶς μεταφράσεις του λειτουργεῖ ἄψογα ἡ δοκιμὴ τῆς ἑλληνικῆς ποιητικῆς γλώσσας καὶ ταυτόχρονα διασώζεται τὸ προσωπικὸ στοιχεῖο τοῦ πρωτότυπου. Ἡ «Δεύτερη Γραφὴ» εἶναι ἕνα βιβλίο πολύτιμο. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν καθαυτὴ ποιητική του ἀξία, ἀποτελεῖ σπουδαῖο ἐφόδιο γιὰ ὅσους θελήσουν νὰ ἀνιχνεύσουν καὶ νὰ ἐνδοσκοπήσουν τὶς διεργασίες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες πέρασε ἡ νεώτερη ποίησή μας γιὰ νὰ φτάσει στὴ σημερινή της μορφή (61). 508 506
Όπως τονίζει και ο Connolly παραπέποντας σε δηλώσεις του ίδιου του Ελύτη, «οι δύο ξένες γλώσσες που ήξερε ήταν κυρίως τα γαλλικά και λιγότερο καλά τα αγγλικά». Απόσπασμα από την ανακοίνωση του Connolly «“Κάποια Βίδα στο Τέλος θα σε Μπερδέψει”: Ο Ελύτης ως Μεταφρασεολόγος». 507 Για ακόμη μια φορά υπογραμμίζεται η επίδραση της πνευματικής συγγένειας του μεταφραστή με τον ποιητή στο τελικό αποτέλεσμα της μεταφραστικής διαδικασίας. 508 Λιοντάκης, Χριστόφορος. «Κοινὴ Θητεία στὸν Ὑπερρεαλισμὸ.» Διαβάζω 7 (Μάρτιο -Ἀπρίλιος 1977): 59-61. Τυπ.
259
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
Σαφής ο υπαινιγμός του Λιοντάκη ότι η πρωτότυπη ποιητική γραφή επηρεάζεται και διαμορφώνεται από τη σχέση που αναπτύσσει ένας ποιητής με τη μετάφραση. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και ο Κλ. Παράσχος, όπως είδαμε παραπάνω στην εργασία και διαπιστώσαμε στην περίπτωση του Σεφέρη. Ο Γιώργος Βαλέτας, επίσης, εμφανίζεται ιδιαίτερα εγκωμιαστικός ως προς τις μεταφράσεις που περιλαμβάνονται στη Δεύτερη Γραφή και δηλώνει ότι: εἶναι ὅλες καμωμένες μὲ εὐσυνειδησία, μὲ γνώση καὶ μὲ τέχνη. ... Ὅπως κι ἂν εἶναι, ἂν καὶ κατὰ βάθος εἶναι ὀπαδὸς τῆς ἐλεύθερης ἀπόδοσης παρὰ τῆς πιστῆς μεταγλώττισης καὶ μ’ αὐτὸ τὸ πνεῦμα ξαναδούλεψε τὶς παλιές του μεταφράσεις, ὡστόσο σέβεται τὴν ἰδιορρυθμία κάθε ποιητῆ καὶ διατηρεῖ τὶς ἰδιορρυθμίες τοῦ προσωπικοῦ του ὕφους, μὲ κίνδυνο πολλὲς φορὲς νὰ ἐπωμίζεται τὶς παραδρομὲς καὶ ἀδεξιότητες τοῦ πρωτοτύπου. … Ὅπως κι ἂν εἶναι, οἱ ἐπίλεκτες μεταφράσεις τοῦ Ἐλύτη, συμπληρώνοντας τὸν πρωτοποριακὸ ἀνανεωτικὸ χαρακτήρα τοῦ πρωτότυπου ἔργου του, 509 δίπλα στὸν ἱστορικό τους χαρακτήρα, μὲ τὴ νέα τους μεταφραστικὴ ἐπεξεργασία στὴ ‘Δεύτερη Γραφὴ’ ὑψώνονται στὴν ποίησή μας σὰν ἕνα ἀγέραστο μνημεῖο ἀληθινῆς δημιουργίας, τῆς ἴδιας διάρκειας μὲ τὸ πρωτότυπο ἔργο τοῦ πρωτοπόρου μεταφραστῆ (131-132). 510
509
Ο ίδιος ο Ελύτης επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό του Βαλέτα, καθώς υπογραμμίζει ότι η ποίησή του επηρεάστηκε βαθιά από το γαλλικό υπερρεαλισμό και, κυρίως, από τον Paul Éluard (Σύν τοῖς Ἄλλοις 217, 284). Επιπλέον, δηλώνει ότι το πρωτότυπό του έργο έχει δεχτεί επιρροές από την ισπανική ποίηση και κυρίως από το Lorca (Σύν τοῖς Ἄλλοις 217). Ο Ελύτης πιστεύει ότι οι έλληνες ποιητές έχουν κοινούς δεσμούς με τους ισπανούς: «[οι] Ἰσπανοί ποιητές τῆς γενιάς τοῦ Λόρκα καί ἡ δική μας γενιά τοῦ ’30 μοιάζουμε κατά τοῦτο: πήραμε ἀπό τά μοντέρνα εὐρωπαϊκά κινήματα, κυρίως τοῦ ὑπερρεαλισμοῦ, ὁρισμένα στοιχεῖα, ἀλλά τούς δώσαμε μιά ἰσορροπία. Ἀφαιρέσαμε τό χαῶδες. Ὁ Λόρκα ἔχει εἰκόνες πάρα πολύ τολμηρές, ἀλλά πού ἔχουν ἕνα ἀντίκρισμα στήν πραγματικότητα. Καί οἱ Ἕλληνες, ὅσοι ἔχουμε ἐπηρεαστεῖ ἀπό αὐτά τά κινήματα, κάναμε τό ἴδιο» (Σύν τοῖς Ἄλλοις 222-223). 510 Βαλέτας, «Τὸ Μεταφραστικὸ Ἔργο τοῦ Ἐλύτη» 131-135.
260
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
Αντιθέτως, εάν εξαιρεθούν οι μεταφράσεις έργων του Éluard, του Jouve και ως ένα βαθμό του Lorca, 511 η κριτική του Βαγενά για τις μεταφράσεις του Ελύτη δεν είναι τόσο θετική όσο των δύο παραπάνω. Ο λόγος είναι, κυρίως, η έλλειψη εγγύτητας του Ελύτη με τους ποιητές που επιλέγει να μεταφράσει, δηλαδή με την ουσία της ποίησής τους: οἱ μεταφράσεις ποὺ συγκεντρώνει ὁ Ἐλύτης στὸ βιβλίο του Δεύτερη γραφὴ εἶναι ἄνισες. Οἱ μισὲς ἀπὸ τὶς μεταφράσεις τοῦ Ἐλύτη εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα δύο, σὲ μεγαλύτερο ἢ μικρότερο βαθμό, ἀσύμφωνων ἐπιδιώξεων. Ἐνῶ ἡ ἐπιλογή τους εἶναι «ἱστορική», ἡ μέθοδός του εἶναι ἡ ἐλεύθερη ἀπόδοση (51). ... Τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ τρόποι τῆς ἐλεύθερης ἀπόδοσης στὰ χέρια ἑνὸς ποιητῆ σὰν τὸν Ἐλύτη δὲν κατορθώνουν νὰ δώσουν τὰ ἐπιθυμητὰ ἀποτελέσματα, ὑποδηλώνει τὴν ὕπαρξη μιᾶς αἰτίας ἀνεξάρτητης ἀπὸ τὶς ἱκανότητες τοῦ μεταφραστῆ. Ἡ αἰτία αὐτὴ εἶναι ἡ ἔλλειψη τῆς βαθύτερης συγγένειας τοῦ Ἐλύτη μὲ τοὺς ποιητές (116).
Εν κατακλείδι, σε αντίθεση με τις κριτικές που ασκήθηκαν σε ορισμένες από τις διαγλωσσικές μεταφράσεις512 των εξεταζόμενων στο παρόν
511
Αναφέρει ο Βαγενάς: «ἱκανοποιητικὲς εἶναι οἱ μεταφράσεις ἀπὸ τὸν Λόρκα, καὶ κυρίως τῶν ποιημάτων ‘Μαῦρος Καημός’ καὶ ΄Χαμὸς ἀπὸ Ἀγάπη’, ὅπου ὁ Ἐλύτης κατορθώνει νὰ μεταφέρει ἕνα μέρος ἀπὸ τὴν ποίηση τοῦ πρωτότυπου, μολονότι βαρύνει τὸ ἁπλὸ λεξιλόγιο τοῦ Λόρκα μὲ σύνθετα ἐπίθετα καὶ περίτεχνες ἐκφράσεις» (Ποίηση και Μετάφραση 54). 512 Εξίσου μεγάλο ήταν το κριτικό και φιλολογικό ενδιαφέρον για τις ενδογλωσσικές μεταφράσεις του Ελύτη, μια σύντομη εξέταση των οποίων αποδεικνύει ότι ο έλληνας ποιητής παραμένει απόλυτα συνεπής και πιστός στις θεωρητικές του απόψεις και στην προτίμησή του των ελεύθερων μεταφράσεων. Για τις κριτικές των ενδογλωσσικών του μεταφράσεων βλ. ενδεικτικά στο Κουτσιβίτης, Πράξη της Μετάφρασης 209 κ.ε.· στο Καραλής, Βρασίδας. «Ο. Ελύτης. Ένα Χρόνο Μετά, Ευθύνη και Ευλογία.» Διαβάζω 372 (Μάρτιος 1997): 51-57. Τυπ.· στο Δεκαβάλλες, Αντώνης. Ὁ Ἐλύτης ἀπὸ τὸ Χρυσὸ ὣς τὸ Ἀσημένιο Ποίημα. Αθήνα: Κέδρος, 1988. 155-164. Τυπ.· στο Χατζηανέστης, Ερρίκος. Νέα Εστία 118.1400 (1 Νοεμβρίου 1985): 1445-1450. Τυπ.· στο Λουλακάκη, Ειρήνη. «Σαπφῶ καὶ Ἐλύτης. Ὁ Ἡλιοβόρος καὶ ἡ Σεληνοβάμων.» Νέα Ἑστία 141.1674-1675 (1-15 Απριλίου 1997): 567-575. Τυπ.· στο Μόσχου, Ν. Ευάγγελου. «Τὸ Μεταφραστικὸ Ἔργο τοῦ Ὁδυσσέα Ἐλύτη.» Νέα Ἑστία 141.1674-1675 (115 Απριλίου 1997): 511. Τυπ.· στο Γιατρομανωλάκης, «Αποκάλυψη και οι Ποιητές. Διττή η Σχέση των Σεφέρη και Ελύτη με το Κείμενο του Ιωάννη» 14-15· στο Αρανίτσης, Ευγένιος. «Οι Μεταφράσεις της Αποκάλυψης.» Ελευθεροτυπία (27.9.1995): 34.
261
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
κεφάλαιο ποιητών-μεταφραστών, στην περίπτωση του Ελύτη παρατηρείται ότι οι αναφορές δεν περιορίζονται μόνο στο γλωσσικό ζήτημα, αλλά αντιθέτως θίγουν και σημαντικά μεταφρασεολογικά ζητήματα, έστω συνοπτικά, όπως το ζήτημα της προσέγγισης των πρωτοτύπων έργων από τον ποιητή. Όπως διαπιστώθηκε, αν και θεωρητικά ο Ελύτης δήλωνε ότι θα προσπαθήσει να διατηρήσει σε κάθε περίπτωση τα ιδιότυπα χαρακτηριστικά της ποίησης των δημιουργών των έργων που μετέφραζε, προσαρμόζοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το κείμενό του στους κανόνες της γλώσσαςπηγής, στην πραγματικότητα, όπως διαφαίνεται τόσο από τις μεταφράσεις από τον Éluard και το Jouve όσο και από τις μεταφράσεις από το Lorca, μεταφράζει πολύ ελεύθερα, με αποτέλεσμα να ακολουθεί τους κανόνες του κειμένου-στόχου. 3.8 Επιμέρους Συμπεράσματα Ολοκληρώνοντας το παρόν κεφάλαιο, διαπιστώνεται ότι οι μεταφραστικές επιλογές και αποφάσεις των ελλήνων ποιητών-μεταφραστών στους οποίους περιορίζεται η παρούσα έρευνα διαμορφώνονται και καθορίζονται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις θεωρητικές τους απόψεις για τη μετάφραση. Ενδεχομένως, μάλιστα, οι θεωρητικές τους θέσεις να οριστικοποιήθηκαν μέσα από την ενασχόλησή τους με τη μετάφραση στην πράξη, καθώς οι περισσότερες από αυτές διατυπώθηκαν στους προλόγους των συλλογών των διαγλωσσικών τους μεταφράσεων ή στα προλογικά σημειώματα των διαγλωσσικών και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ενδογλωσσικών τους μεταφράσεων. Η σχέση, βέβαια, μεταξύ λόγου και πράξης δεν είναι πάντα σχέση ταύτισης, και, όπως είναι λογικό, σημειώνονται κάποιες φορές διαφοροποιήσεις από τις εκπεφρασμένες τους απόψεις, όπως π.χ. συνέβη στην περίπτωση του Σεφέρη με τη λιγότερο πιστή προσέγγιση που δείχνουν ορισμένα αποσπάσματα από τις μεταφράσεις που πραγματοποίησε. Ωστόσο, οι περιπτώσεις αυτές αφορούν ένα μόνο μέρος των θεωρητικών αντιλήψεών τους για την ποιητική μετάφραση. Επίσης, παρατηρείται ότι ο θεωρητικός διάλογος που είχε εκδηλωθεί και αναπτυχθεί συνεχίζεται και μέσω της μεταφραστικής τους πράξης, αποδεικνύοντας ότι η μεταφραστική δραστηριότητα, τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά, απασχόλησε έντονα
Τυπ.· και στο Βαγενάς, Νάσος. «Νεοελληνική Αποκάλυψη.» Το Βήμα (11.6.1995): 38. Τυπ.
262
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
τους παραπάνω έλληνες ποιητές-μεταφραστές και αποτέλεσε παράλληλα σημαντική παράμετρο της εξέλιξης του πρωτότυπου ποιητικού τους έργου. Άλλωστε, όπως δείχτηκε στο παρόν κεφάλαιο, στοιχεία της ποίησής τους παρεισφρέουν στις μεταφράσεις τους, ενώ τα πρωτότυπα ποιητικά έργα εμπλουτίζουν την ποιητική τους με στοιχεία συμβάλλοντας στη τελική διαμόρφωσή τους ως ποιητών. Ο Βηλαράς, ο Πολυλάς και ο Μαβίλης μοιράζονται την κοινή τους επιθυμία να δημιουργούν πιστά από νοηματική άποψη έργα που θα μεταφέρουν το δημιουργό των πρωτοτύπων κοντά στους αναγνώστες του κειμένου-στόχου. Κατά συνέπεια, με τη μεταφραστική μέθοδο που ακολουθούν έχουν ως στόχο την παραγωγή ποιημάτων που θα είναι τόσο φυσικά, σαν να πρόκειται για πρωτότυπα έργα της γλώσσας-στόχου. Ο Παλαμάς, ο οποίος διατηρούσε ισχυρούς πνευματικούς δεσμούς με τα Επτάνησα και εκτιμούσε παράλληλα το έργο και τις θέσεις του Βηλαρά, ασπάζεται τον αγώνα τους για τη δημοτική και υιοθετεί και αυτός στην πράξη την ανάγκη δημιουργίας κατανοητών και ελκυστικών έργων στη γλώσσαστόχο, ακόμη και αν αυτό συνεπάγεται σημαντικές παρεμβάσεις στα πρωτότυπα έργα κατά τη μετάφραση. Η πρακτική αυτή βρίσκει καθ’ όλα σύμφωνο τον Ελύτη, ο οποίος αποδείχτηκε ότι δεν διστάζει να πάρει μεγάλες ελευθερίες και να απομακρυνθεί από το κείμενο-πηγή. Μάλιστα, διαφαίνεται από τη στάση του αυτή πως πραγματική του πρόθεση είναι να δημιουργήσει λογοτεχνικές μεταφράσεις που θα μπορούν να σταθούν ως αυτοδύναμα ποιητικά έργα. 513 Ακόμη και ο Σεφέρης, ο οποίος υποστήριζε τον αντιγραφικό χαρακτήρα της μετάφρασης και συνακόλουθα την κυριολε513
Με αφορμή την εξέταση ελληνικών μεταφράσεων ποιημάτων του Éluard, η Αλίκη Τσοτσορού επισημαίνει ότι οι μεταφράσεις του Ελύτη ξεχωρίζουν «γιατί διακρίνονται από μια τάση για συνειδητή διαφοροποίηση του γαλλικού κειμένου σε όλα τα επίπεδα: σημασιολογικό, συντακτικό, λεξιλογικό και γραμματικό σε διαφορετικό βαθμό κατά περίπτωση, με στόχο τη δημιουργία ενός ποιήματος ανεξάρτητου και αυτοδύναμου. Όχι ως ενός ποιήματος μεταφρασμένου αλλά ως ενός ποιήματος πλήρως αφομοιωμένου στη γλώσσα-στόχο, ελληνικού. ... Μετασχηματίζει κάποια ξένα ποιήματα σε ελληνικά ... [δ]ημιουργεί ... ποιητικές οντότητες, οι οποίες δεν χρειάζονται καθόλου την παράλληλη ανάγνωση του γαλλικού κειμένου για να κερδίσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη, μπορούν ‘να σταθούν μόνες τους’. Αποτελούν νέα ποιήματα, των οποίων η γλώσσα δεν είναι άλλη από την ποιητική ιδιόλεκτο του Ελύτη (165)» (Τσοτσορού, Αλίκη. «Οι Ελληνικές Μεταφράσεις των Ποιημάτων του Paul Éluard.» Ταυτότητα και Ετερότητα στη Λογοτεχνίας, 18ος-20ός Αι. 147-166. Τυπ.).
263
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
κτική απόδοση των ξένων έργων, στην πράξη κρατά αποστάσεις σε ορισμένες περιπτώσεις από τη στρατηγική αυτή και εφαρμόζει τακτική παρόμοια με τους άλλους ποιητές-μεταφραστές, αν και ομολογουμένως όχι στον ίδιο βαθμό. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τη σχέση του Ελύτη με το Σεφέρη, η οποία έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον αρκετών μελετητών, διαπιστώνεται και από τη μεταφραστική τους πράξη ότι έχουν ορισμένα κοινά, 514 όπως π.χ. την αντιμετώπιση της μετάφρασης ως μέσου γνωριμίας των ελλήνων αναγνωστών με ξένους ποιητές με τους οποίους αισθάνονταν θεματική και υφολογική συγγένεια, καθώς επίσης και με ποιητές οι οποίοι αντιπροσώπευαν τα νέα τεκταινόμενα στο χώρο της ποίησης και την τάση της μοντέρνας ποίησης. Επομένως, μέσω των μεταφράσεων άρχισαν να υποστηρίζουν τους κανόνες της δικής τους ποιητικής γενιάς. Επίσης, όπως και οι υπόλοιποι τέσσερις εξεταζόμενοι εδώ ποιητές-μεταφραστές, θεώρησαν ότι μέσω του μεταφραστικού τους έργου θα μπορούσαν να καταδείξουν τις δυνατότητες της δημοτικής και την καταλληλότητα της γλωσσικής αυτής μορφής στη συγγραφή ποίησης. Τέλος, σύμφωνα με τη Λουλακάκη, πιστεύοντας και οι δύο στον παιδευτικό χαρακτήρα της μετάφρασης, θέλησαν μέσω των μεταφράσεων να ωφελήσουν το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, έχοντας ωφεληθεί και οι ίδιοι με τον εμπλουτισμό των υφολογικών 514
Τις ομοιότητες των δύο ποιητών διακρίνει και η Μάλλη και τονίζει ότι και οι δύο «τείνουν να ορίζουν τη μετάφραση ως ‘αντιγραφή’ ή ‘υποκατάστατο’ ενός υπερισχύοντος πρωτοτύπου και να την αξιολογούν ως ‘δευτερεύουσα’ ή ‘υποδεέστερη’ ποιητική ενασχόληση» (15). Για τον Ελύτη, μάλιστα, δεν διστάζει να δηλώσει ότι «φαίνεται να φοβάται υπερβολικά τη μεταφραστική απιστία, σε βαθμό που να απολογείται για την παράλειψη, πρόσθεση ή επίνοια μιας λέξης στη θέση της πρωτότυπης. Συμπεριφέρεται σαν μεταφραστής της Αναγέννησης, ο οποίος προσπαθεί να δικαιολογήσει τις περιορισμένες υφολογικές ελευθερίες που παίρνει, ως εάν είχε προβεί σε αιρετική ερμηνεία ιερού κειμένου επισείουσα ποινή από τους φύλακες της κανονιστικής μεταφραστικής καθαρότητας» (Βλ. σχετικά στο Μάλλη, Μοντερνισμός, Μεταμοντερνισμός και Περιφέρεια 31-32). Βάσει, ωστόσο, της παρουσίασης της μεταφραστικής πρακτικής του Ελύτη στο παρόν κεφάλαιο, κρίνεται αναγκαία η επανεξέταση της θέσης αυτής· πρώτον, γιατί δεν είναι περιορισμένες οι ελευθερίες που παίρνει ο Ελύτης (με εξαίρεση τις πρώτες μεταφραστικές του δοκιμές), και δεύτερον γιατί η Μάλλη δεν αναγνωρίζει και δεν επισημαίνει τις υπαρκτές διαφορές των δύο ποιητών-μεταφραστών, οι οποίες απορρέουν κυρίως από τη διαφορετική θεώρηση της μετάφρασης, όπως έχει επισημανθεί παραπάνω στην εργασία.
264
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 | Έλληνες Ποιητές του 19ου και 20ού αι. ως Μεταφραστές
τους στοιχείων και την ανάπτυξη της δικής τους ποιητικής γραφής (1011). 515 Με τη Λουλακάκη φαίνεται να διαφωνεί ο Καγιαλής, ο οποίος υποστηρίζει ότι η θεώρηση της μετάφρασης από το Σεφέρη: ως άσκηση στην αντοχή της ελληνικής, προορισμένη εσαεί να υπολείπεται του πρωτοτύπου∙ ως προϊόν επιμιξίας που ακόμα και όταν επιτυγχάνει προσφέρει έναν σπόνδυλο, βάσει του οποίου ο αναγνώστης καλείται να ανασυστήσει δεινόσαυρο … περιορίζει δραστικά τη δυνατότητα της διαγλωσσικής μετάφρασης να λειτουργήσει ως παιδευτικό εργαλείο, να εξοικειώσει δηλαδή τον έλληνα αναγνώστη με την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια λογοτεχνική παράδοση (60-61). 516
Αναμφίβολα, τόσο για το Σεφέρη και τον Ελύτη, όσο και για τους άλλους έλληνες ποιητές-μεταφραστές που εξετάστηκαν παραπάνω, η μετάφραση αποτέλεσε βάση, αλλά και αποτέλεσμα της δικής τους πρωτότυπης ποιητικής παραγωγής. Επιπλέον, όπως και με τη μελέτη των θεωρητικών τους αντιλήψεων, έτσι και στην περίπτωση της μεταφραστικής τους πράξης αποδεικνύεται η ύπαρξη ενός ζωντανού και καθ’ όλα δημιουργι-
515
Ο Eliot υποστηρίζει ότι ένας από τους παράγοντες που καθορίζουν το είδος της ποίησης που γράφεται είναι η «επίδραση μιας ή άλλης σύγχρονης λογοτεχνίας σε μια ξένη γλώσσα» (“The Music of Poetry” 21). 516 Ο Καγιαλής επίσης αναφέρει ότι: «Ο έλληνας μοντερνιστής φαίνεται διατεθειμένος ν’ ανταποκριθεί στις βουβές ‘παραγγελίες’ του ευρύτερου κοινού (στην παιδευτική ανάγκη) μόνο σε ό,τι αφορά την αρχαιοελληνική γραμματεία. Παρουσιάζοντας τη διαγλωσσική μετάφραση ως άσκηση, ο ποιητής σφραγίζει την άρνησή του να παίξει ρόλο διαμεσολαβητή ή παραγγελιοδόχου, να μεταφράσει δηλαδή βάσει των υπαρκτών παιδευτικών αναγκών του αναγνωστικού κοινού» (Καγιαλής, «Η Mετάφραση της Ποίησης στον Μοντερνισμό: Κέντρο και Περιφέρεια» 61-62). Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι, γενικά, ο Καγιαλής δεν τάσσεται υπέρ της ποίησης και της ιδεολογίας του Σεφέρη. Είναι χαρακτηριστικές οι αναφορές στο έργο και στις θέσεις του έλληνα ποιητή, οι οποίες εντοπίζονται στις κριτικές και στις φιλολογικές εργασίες του Καγιαλή για τη Γενιά του ’30. Βλ. σχετικά στο Καγιαλής, Τάκης. Η Επιθυμία για το Μοντέρνο. Δεσμεύσεις και Αξιώσεις της Λογοτεχνικής Διανόησης στην Ελλάδα του 1930. Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2007. Τυπ.· στο Καγιαλής, Τάκης. «Ο Μακρυγιάννης του Σεφέρη.» Μοντερνισμός και Ελληνικότητα. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1997. 33-64. Τυπ.· και στο Καγιαλής, «Η Mετάφραση της Ποίησης στον Μοντερνισμό: Κέντρο και Περιφέρεια» 56-65· κ.ά.
265
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
κού διαλόγου. 517 Η εξέλιξη και ανάπτυξη της λογοτεχνικής μετάφρασης είναι ορατή και η προσέγγιση κάθε ποιητή-μεταφραστή μαρτυρεί τις επιρροές που ασκήθηκαν από το μεταφραστικό, όπως και από το πρωτότυπο ποιητικό έργο άλλων ελλήνων δημιουργών. Άλλωστε, παρατηρείται ότι ορισμένοι έλληνες ποιητές-μεταφραστές δεν διστάζουν να αναφερθούν άμεσα σε ποιητικές μεταφράσεις συναδέλφων τους. Ως εκ τούτου, κρίνεται ενδιαφέρουσα η εξέταση της μεταφραστικής δραστηριότητας και μεταγενέστερων ελλήνων ποιητών, ώστε να διαπιστωθεί εάν συνεχίστηκε ο διάλογος που είχε εδραιωθεί από τους παραπάνω ποιητές-μεταφραστές, καθώς επίσης και εάν σημειώθηκε πρόοδος, τόσο στην πράξη όσο, κυρίως, στη θεωρητική σκέψη, στον τομέα της ποιητικής μετάφρασης στη χώρα μας από το 1975 και μετά.
517
266
Τη θέση αυτή υποστηρίζει με θέρμη και η Λουλακάκη (334).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Γενικαά Συμπεραά σματα
«Σαν αδέξια μέλισσα εφορμά πάνω στο λουλούδι λυγίζει τον απαλό στήμονα ανοίγει δρόμο μες από τα πέταλα καθώς μέσα από σελίδες λεξικού παλεύει να χωθεί εκεί που βρίσκονται το άρωμα και η γλύκα∙ αν και συναχωμένος δίχως γεύση επιμένει έως ότου κουτουλήσει σε κάποιο κίτρινο ύπερο…» 518 Zbigniew Herbert
4.1 Μετάφραση Ποιητικού Λόγου: Θέσεις Ελλήνων Ποιητών Όπως προκύπτει από την έρευνα που προηγήθηκε, πολλοί είναι οι έλληνες ποιητές που ασχολήθηκαν ενεργά με τη μετάφραση, αλλά λίγοι όσοι δεν περιορίστηκαν στη μεταφραστική πράξη και διατύπωσαν τις απόψεις τους για τη δραστηριότητά τους αυτή. Διαπιστώνεται επίσης ότι, αν και η πρακτική ενασχόληση των ποιητών με τη μετάφραση ήταν ενσυνείδητη και συστηματική, ο θεωρητικός τους λόγος για τη μετάφραση ήταν κατά βάση εμπειρικός και αποσπασματικός· δεν είχαν, δηλαδή, αναπτύξει οι ποιητές μια «συγκροτημένη και ενσυνείδητη» θεωρία 519 της με518
Από το ποίημα «Μεταφραστής Ποίησης» του Zbigniew Herbert. Η απόδοση στα ελληνικά έγινε από το Χάρη Βλαβιανό και περιλαμβάνεται στο άρθρο του «Μεταφραστής: ‘Αδέξια Μέλισσα’;», το οποίο δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Απηλιώτης του Ε.ΚΕ.ΜΕ.Λ, το Σεπτέμβριο του 2010. Ανάκτηση από http://www. apiliotis.gr/ArticlesList.aspx?C=234&A=223. 519 Όσον αφορά τη θεωρία της μετάφρασης, έχουν εκφραστεί ποικίλες απόψεις μέχρι στιγμής. O George Steiner, λ.χ., υποστηρίζει ότι δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για «θεωρία της μετάφρασης» γιατί «[α]υτά που διαθέτουμε είναι λελογισμένες περιγραφές διαδικασιών» και «δεν ‘έχουν επιστημονική’ υπόσταση» (44), ενώ αντίθετα ο André Lefevere πιστεύει ότι όλοι οι μεταφραστές παράγουν θεωρία από τη στιγμή που
267
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
τάφρασης, όπως υποστηρίζει ο Κουτσιβίτης ότι έκανε ο Καταρτζής το 1784 (Θεωρία της Μετάφρασης 103). Σύμφωνα με τον Κουτσιβίτη, «θεωρία είναι το ανώτερο στάδιο αυτογνωσίας, καταξίωσης και προβολής της πράξης» (202) 520 και ο Καταρτζής είναι ο «ιδρυτής της θεωρίας της μετάφρασης στα νέα ελληνικά» (103). Παρ’ όλα αυτά, οι ποιητές οι οποίοι εξετάστηκαν εδώ δεν είχαν φτάσει σ’ αυτό το στάδιο «αυτογνωσίας, καταξίωσης και προβολής» του μεταφραστικού τους έργου όταν διαμόρφωσαν τη θεωρητική τους σκέψη για τη μετάφραση και διατύπωσαν τις αντιλήψεις τους, παρά το γεγονός ότι επισήμαναν, ως επί το πλείστον οι Επτανήσιοι, τη σημασία της μετάφρασης στον πολιτισμό και την κοινωνίαυποδοχής. Το γεγονός ότι ορισμένοι ποιητές δεν δημοσίευσαν οι ίδιοι τις μεταφράσεις τους, όπως λ.χ. συνέβη στην περίπτωση του Μαβίλη (ο οποίος δημοσίευσε μόνο τέσσερις μεταφράσεις), ή ότι προσπάθησαν να μειώσουν με το λόγο τους τη σημασία της δραστηριότητάς τους αυτής, 521 συγκριτικά πάντοτε με τη συγγραφή πρωτότυπων έργων, αποδεικνύει ότι δεν είχαν αναγνωρίσει, τουλάχιστον όχι από την αρχή, το σημαντικό τους ρόλο και την προσφορά τους ως μεταφραστών. Επιπλέον, ορισμένοι ποιητές, μεταξύ αυτών όπως είδαμε και ο Ελύτης, φρόντισαν να αποσαφηνίσουν ότι οι θέσεις τους για τη μετάφραση ήταν καθαρά προσωπικές και υποκειμενικές και ότι δεν επιθυμούσαν να αμφισβητήσουν τη μεταφραστική αντίληψη και προσέγγιση άλλων ποιητών-μεταφραστών. Σύμφωνα με τον Κουτσιβίτη, τέλος:
[μ]ια ελληνική θεωρία οφείλει ... πρώτον, να δώσει εύστοχες απαντήσεις στα οικουμενικά μεταφραστικά προβλήματα και
προβληματίζονται για τη δραστηριότητά τους αυτή (βλ. σχετικά στο Γούτσος 273284). Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει, επίσης, το κείμενο του David Connolly σχετικά με τη χρησιμότητα της θεωρίας της λογοτεχνικής μετάφρασης, όπου και παρατίθενται απόψεις ποιητών-μεταφραστών, θεωρητικών της μετάφρασης, κ. ά. (για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο «Λογοτεχνική Μετάφραση: Σε τί Χρησιμεύει η Θεωρία;» Η Γλώσσα της Λογοτεχνίας και η Γλώσσα της Μετάφρασης 13-23). 520 Βλ. αναλυτικά τις προτάσεις του Βασίλη Κουτσιβίτη για τη διαμόρφωση μιας ελληνικής θεωρίας της μετάφρασης στο έργο του Θεωρία της Μετάφρασης 191-203. 521 Χαρακτηριστικό παράδειγμα της στάσης τους απέναντι στη μετάφραση αποτελούν, όπως διαπιστώθηκε, οι τίτλοι των έργων που περιλαμβάνουν τις μεταφράσεις τους, καθώς και οι όροι με τους οποίους αρκετοί ποιητές αναφέρονται συχνά στην ενασχόλησή τους αυτή και χαρακτηρίζουν το τελικό αποτέλεσμα (αντιγραφές, δεύτερη γραφή, μεταφραστική απόπειρα, δοκιμή, προσπάθεια, κτλ.).
268
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 | Γενικά Συμπεράσματα
ιδίως στο ζήτημα της ουσίας της μετάφρασης ως κειμένου με τις ίδιες προδιαγραφές με το πρωτότυπο. Δεύτερον, να συγκεντρώσει και να συνθέσει, αφενός τα πορίσματα από τη συστηματική παρατήρηση και ανάλυση του μεταφραστικού φαινομένου καθ’ αυτό και, αφετέρου, τα συμπεράσματα συναφών επιστημονικών κλάδων που μελετούν επί μέρους πτυχές του. Τρίτον, να εντοπίσει και να ερμηνεύσει τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής γλώσσας, διαχρονικά και συγχρονικά, ενδογλωσσικά και διαγλωσσικά, σε σχέση με τη μεταφραστική διαδικασία (202).
Όπως συνάγεται από τα στοιχεία της παρούσας έρευνας, ωστόσο, δεν έχει διαμορφωθεί στη γλώσσα μας μια θεωρία της μετάφρασης, όπως αυτή ορίζεται παραπάνω από τον Κουτσιβίτη. 522 Ο θεωρητικός προβληματισμός των εξεταζόμενων ποιητών για τη μετάφραση δεν εκδηλώθηκε στο πλαίσιο μιας συνειδητής και συλλογικής προσπάθειας για το σχηματισμό μιας θεωρίας της μετάφρασης στα νέα ελληνικά, η οποία θα εξέταζε μεθοδικά διάφορες πτυχές της μεταφραστικής πράξης και θα έδινε απαντήσεις σε βασικά μεταφρασεολογικά ζητήματα που αφορούν τη μεταφορά του ποιητικού λόγου και συνδέονται άρρηκτα με το τελικό μεταφραστικό αποτέλεσμα. Αναμφίβολα, οι ποιητές είχαν αναγνωρίσει τις απαιτήσεις και τη σύνθετη φύση του εγχειρήματος και είχαν επισημάνει τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής γλώσσας σε σχέση με τη μετάφραση. Δεν μπορούμε, ωστόσο, σε καμία περίπτωση να ισχυριστούμε ότι οι θέσεις τους συνιστούν μέρος μιας συγκροτημένης ελληνικής θεωρίας της μετάφρασης, οι αρχές και οι στόχοι της οποίας καθορίζουν τη μεταφραστική τους πρακτική και τη στάση τους απέναντι στη μετάφραση.
522
Παρότι δεν αμφισβητούμε τη σημασία των θέσεων του Καταρτζή για τη μετάφραση, όπως αυτές καταγράφονται στον πρόλογο της μετάφρασης του έργου του Réal de Curban, κρίνουμε ότι δεν αποτελεί το κείμενο αυτό μια ολοκληρωμένη πραγματεία για τη μετάφραση που καλύπτει όλες τις πτυχές της, ούτε μια «συγκροτημένη θεωρία» της μετάφρασης στα νέα ελληνικά, όπως υποστηρίζει ο Κουτσιβίτης. Η θέση αυτή ενισχύεται από τον ίδιο τον Καταρτζή, ο οποίος υπογραμμίζει ότι: «Εἶναι κ’ ἄλλαις πολλόταταις μερικαῖς παρατήρησες, ποὺ γιὰ νὰ τῇς εἰπῇ κανεὶς ὅλαις πρέπει νὰ κάμῃ μιὰ καθ’ αὐτὸ πραγματεία» (Τα Ευρισκόμενα 327). Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε το γεγονός ότι ο Καταρτζής θίγει περισσότερα ζητήματα για τη μετάφραση, ορισμένα για πρώτη φορά, από όσα είχαν αποτελέσει αντικείμενο προβληματισμού και είχαν διατυπωθεί στη γλώσσα μας μέχρι τότε.
269
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
Εύλογα αναρωτιέται κανείς εάν αξίζει να μας απασχολεί η εξέταση των θέσεων των ποιητών για κάποιον άλλο λόγο εκτός από τη μελέτη του ίδιου του θεωρητικού λόγου που αναπτύχθηκε. Μα και μόνο το γεγονός ότι οι ποιητές προχώρησαν στην κατάθεση των αντιλήψεών τους ως μεταφραστών, ακόμη και εάν σε ορισμένες περιπτώσεις οι αναφορές αυτές πραγματοποιήθηκαν προς υπεράσπιση των μεταφραστικών τους επιλογών, αποδεικνύει έμπρακτα τη σημασία που απέδιδαν στο θεωρητικό στοχασμό για τη μετάφραση. Διότι, αν τους απασχολούσαν αποκλειστικά και μόνο οι προσωπικοί μεταφραστικοί τους στόχοι, όπως, π.χ., η εξάσκησή τους στην ποιητική γραφή, δεν θα υπήρχε λόγος να μοιραστούν τις θέσεις τους για τη μετάφραση, όπως και τις ίδιες τις μεταφράσεις τους, με το αναγνωστικό κοινό, καθιστώντας εμφανή τη δραστηριότητά τους αυτή. Όπως τονίζει και ο Hermans, [ο]ι μεταφραστές ποτέ δεν ‘μεταφράζουν απλά και μόνο’. Μεταφράζουν στο πλαίσιο ορισμένων αντιλήψεων και προσδοκιών για τη μετάφραση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κάνουν επιλογές και παίρνουν θέσεις, επειδή έχουν ορισμένους στόχους κατά νου, κάποια προσωπικά ή συλλογικά ενδιαφέροντα που επιδιώκουν, κάποια υλικά και συμβολικά συμφέροντα να υπερασπίσουν. Τόσο το πλαίσιο της μετάφρασης όσο και οι πράξεις των ατόμων και ομάδων που ασχολούνται με τη μετάφραση είναι κοινωνικά καθορισμένα. Οι μεταφραστές είναι και αυτοί κοινωνικοί δράστες (στο Γούτσος 132).
Η επιλογή, επίσης, σε μεγάλο βαθμό έργων της γαλλικής γραμματείας (μιας χώρας, δηλαδή, όπου γεννήθηκαν σπουδαία λογοτεχνικά, πολιτισμικά, κοινωνικά και πολιτικά ρεύματα) αποτελεί ένδειξη της επιθυμίας των ποιητών να αποκλίνουν από ισχύουσες ποιητικές νόρμες και να δημιουργήσουν μέσω του μεταφραστικού τους έργου τις κατάλληλες προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση μιας νέας ταυτότητας της ελληνικής ποίησης∙ 523 η στάση τους αυτή αποτυπώνεται και στο θεωρητικό τους στοχασμό για τη μετάφραση. Επιπλέον, έχει ήδη υπογραμμιστεί ότι οι ποιητές επιδίωκαν με 523
Ο Ελύτης αναφέρει ότι παρότι δεν μπορεί να δεχτεί πολλές πτυχές του υπερρεαλισμού, αναγνωρίζει ότι «μέ τόν ἀντι-ὀρθολογικό του χαρακτήρα, [τους] βοήθησε νά κάνου[ν]ε ἕνα εἶδος ἐπανάστασης συλλαμβάνοντας ἄμεσα τήν ἑλληνική ἀλήθεια («Ἀναλογίες Φωτός», στο Ἐλύτης, Σύν τοῖς Ἄλλοις 112).
270
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 | Γενικά Συμπεράσματα
τις μεταφράσεις τους να τονώσουν την αυτοπεποίθηση του ελληνικού λαού και να τον παροτρύνουν να «επαναστατήσει», να διεκδικήσει την αλλαγή του κατεστημένου και των κακώς κειμένων της κοινωνίας. Η παρούσα έρευνα απέδειξε ότι ο ρόλος των ποιητών του 19ου και 20ού αιώνα, ειδικότερα από το 1810 έως το 1974, στην αύξηση των ποιητικών μεταφράσεων και κυρίως της φιλολογίας για τη μετάφραση ήταν καταλυτικός. Ουσιαστικά ο 19ος αιώνας, κυρίως από το δεύτερο μισό του και εξής, είναι ο αιώνας που σηματοδοτεί τη διαμόρφωση και ανάπτυξη ελληνικού θεωρητικού λόγου για την ποιητική μετάφραση, καταδεικνύοντας παράλληλα το γεγονός ότι στον ελληνόγλωσσο χώρο η ανάπτυξη θεωρητικού προβληματισμού για τη μετάφραση καθυστέρησε σε σχέση με την εκδήλωση μεταφραστικής πράξης. Από την έρευνα που πραγματοποιήθηκε προκύπτει πως είναι δύο οι κύριοι παράγοντες, οι οποίοι συνέβαλαν καθοριστικά στην καθυστέρηση αυτή. Όπως όλοι οι προγενέστεροι έλληνες λόγιοι που ασχολήθηκαν με τη μετάφραση, έτσι και οι ποιητές-μεταφραστές στους οποίους εστιάζει η παρούσα έρευνα θεώρησαν τη μετάφραση κατάλληλο μέσο (εκ)παίδευσης του έθνους και αντιμετώπισης του γλωσσικού ζητήματος. Η μετάφραση δηλαδή αντιμετωπιζόταν ως ένα ακόμη εργαλείο για την προώθηση και επίτευξη κοινωνικών στόχων, καθώς επίσης και για την προβολή αισθητικών αξιών, λογοτεχνικών κινημάτων, θεμάτων, κτλ. Η επιλογή έργων που θα παιδαγωγούσαν τους έλληνες αναγνώστες, θα τους έφερναν σ’ επαφή με σημαντικά ρεύματα και έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας (αλλά και των επιστημών), και θα λειτουργούσαν ως πρότυπο για τη συγγραφή πρωτότυπων έργων, εμπλουτίζοντας την ελληνική λογοτεχνική παραγωγή, μονοπωλούσε τη σκέψη των μεταφραστών, οι οποίοι δεν φαίνεται να προβληματίζονταν στην πλειονότητά τους για τη μεταφραστική διαδικασία αυτή καθαυτή, αλλά για την επίδραση του τελικού αποτελέσματος στον πολιτισμό-υποδοχής. Η επιλογή του κατάλληλου γλωσσικού τύπου για τις μεταφράσεις και, έμμεσα, για τη λογοτεχνία και το γραπτό λόγο αποτελούσε επίσης μόνιμη πηγή προβληματισμού και ένα ζήτημα το οποίο έκριναν πως μπορούσε να αντιμετωπιστεί μέσω της μετάφρασης. Όπως διαπιστώθηκε, δεν ήταν λίγοι οι ποιητές οι οποίοι ασχολήθηκαν με τη μετάφραση από καθαρά γλωσσολογικό ενδιαφέρον. Μάλιστα σε ορισμένες από τις μεταφράσεις που πραγματοποίησαν χρησιμοποίησαν γλωσσικούς τύπους που χαρακτηρίστηκαν μεν, σε κάποιες περιπτώσεις, αιρετικοί και
271
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ακατάλληλοι για την απόδοση σπουδαίων κλασικών συγγραμμάτων (όπως, λ.χ., οι αποδόσεις του Βηλαρά, του Πολυλά, κ.ά.), αλλά εξασφάλιζαν την κατανόηση των έργων από τους απαίδευτους αναγνώστες και αποδείκνυαν τη δυναμική της καθομιλουμένης της εποχής ως γλώσσας μετάφρασης και, συνακόλουθα, ως γλώσσας λογοτεχνίας. Οι ποιητές έδειχναν να αψηφούν τις κοινωνικοπολιτισμικές νόρμες της εποχής και ήταν αποφασισμένοι να προασπίσουν τις θέσεις τους με κάθε τρόπο. Σε κάθε περίπτωση, διαφαίνεται πως τα δύο αυτά φλέγοντα ζητήματα δεν άφησαν περιθώριο σκέψης και προβληματισμού για τα αμιγώς μεταφρασεολογικά ζητήματα τα οποία ήταν, βεβαιότατα, εξίσου σημαντικά. Θεωρείται, δηλαδή, φυσικό επακόλουθο της συγκρότησης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους το γεγονός ότι η σκέψη και, συνεπώς, ο λόγος των εκπροσώπων του πνεύματος εμποτίστηκε με την επιθυμία αντιμετώπισης δύο βασικών παραγόντων που καθόριζαν την ταυτότητα και την πνευματική ανάταση του έθνους – τη γλώσσα και την παιδεία. Η δεύτερη αιτία καθυστέρησης ανάπτυξης ελληνικού θεωρητικού λόγου για την ποιητική μετάφραση, αλλά και εν γένει για τη μετάφραση, φαίνεται πως είναι η γενικότερη αντίληψη και θεώρηση της μετάφρασης στον ελληνόγλωσσο χώρο (όπως και στη Δύση 524). Οι περισσότεροι έλληνες λόγιοι-μεταφραστές, αν όχι όλοι, μεταξύ αυτών και οι ποιητές στους οποίους εστιάζει η έρευνα, θεωρούσαν τη μετάφραση ως μια πράξη κατώτερη από τη συγγραφή πρωτότυπων έργων και την αντιμετώπιζαν είτε ως άσκηση για το δικό τους ποιητικό έργο είτε ως ακόμη ένα μέσο επίτευξης των στόχων τους ως δημιουργών, όπως αναφέρθηκε ήδη. Ως αποτέλεσμα, η μετάφραση αφορούσε μια πράξη υποδεέστερης σημασίας η οποία δεν επιθυμούσαν να λαμβάνει την προσοχή που λάμβανε το πρωτότυπό τους έργο. Δεν κατέθεταν οι περισσότεροι τις απόψεις τους για τη μετάφραση, όπως έκαναν για την ποίηση, γιατί το ενδιαφέρον τους εστιαζόταν, κατά κύριο λόγο, στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που ανέκυπταν, στη 524
Όπως διαπιστώθηκε, το γεγονός ότι στη Δύση αναπτύχθηκε θεωρητικός στοχασμός για την ποιητική μετάφραση παράλληλα με την παραγωγή ποιητικών μεταφράσεων δεν συνεπάγεται τη θεώρηση της μετάφρασης ως ισάξιας δραστηριότητας με την πρωτότυπη συγγραφή. Βλ. ενδεικτικά τη σχετική αναφορά της Bassnett στο «μύθο της μετάφρασης ως δευτερεύουσας δραστηριότητας» και στην ανάγκη αποσαφήνισης του ρόλου και της θέσης της μετάφρασης σε μια κοινωνία και σ’ έναν πολιτισμό (37-38).
272
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 | Γενικά Συμπεράσματα
λήψη των τελικών αποφάσεων και, συνακόλουθα, στην επίτευξη του εγχειρήματος. Επιπλέον, η συγγραφή κειμένων για τη μετάφραση θα είχε ως αποτέλεσμα την αντιμετώπιση της δραστηριότητάς τους αυτής ως ισοδύναμης και ισάξιας της συγγραφής πρωτότυπης ποίησης και αυτό ερχόταν σε άμεση ρήξη με τη σημασία που απέδιδαν οι ίδιοι, τουλάχιστον με τις δηλώσεις τους, στη μετάφραση. Το γεγονός, επίσης, ότι η κριτική η οποία δημοσιεύτηκε για ορισμένες από τις μεταφράσεις των ποιητών αφορά ως επί το πλείστον ζητήματα γλώσσας και ποίησης (σπάνια αποτελούσαν μέρος της κριτικής μεταφρασεολογικά ζητήματα), αρκετά συχνά με συγκριτικές αναφορές στο πρωτότυπο ποιητικό τους έργο, αποδεικνύει έμπρακτα τη θεώρηση της μετάφρασης ως μιας δευτερεύουσας δραστηριότητας της πρωτότυπης συγγραφής. Παρότι, λοιπόν, οι περισσότεροι έλληνες ποιητέςμεταφραστές του 19ου και 20ού αιώνα (αναφέρονται παραπάνω αρκετά ονόματα) μετέφραζαν συστηματικά ποιητικά έργα κατά τη διάρκεια της ζωής τους, λίγοι τοποθετήθηκαν θεωρητικά για την πράξη αυτή. Παρ’ όλα αυτά, στην πορεία της έρευνας αποκαλύφτηκε ότι στην πλειονότητά τους οι έλληνες ποιητές-μεταφραστές διατηρούσαν στενές επαφές μεταξύ τους, μελετούσαν ο ένας το έργο του άλλου, αντάλλαζαν απόψεις, συμφωνούσαν ή/και διαφωνούσαν με τις αντιλήψεις άλλων ποιητών. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι μέσω της ενασχόλησής τους με τη μετάφραση γεννήθηκε ένας δημιουργικός και ωφέλιμος διάλογος που αποτυπώνεται τόσο στο θεωρητικό λόγο για τη μετάφραση της ποίησης όσο και στην ίδια τη μεταφραστική τους πράξη, καταδεικνύοντας ότι η ασχολία τους αυτή αποτελούσε για τους ίδιους κάτι παραπάνω από μια εφήμερη δραστηριότητα. Επιπλέον, ο θεωρητικός αυτός διάλογος διατηρήθηκε αναλοίωτος στο πέρασμα των αιώνων, με ορισμένες από τις θέσεις των ελλήνων ποιητών-μεταφραστών που μελετήθηκαν να ισχυροποιούνται και ν’ αποτελούν μέρος του λόγου που ανέπτυξαν μεταγενέστεροι έλληνες ποιητές-μεταφραστές, όπως θα φανεί παρακάτω. Όπως υποστηρίζει ορθά η Bassnett, «ο σκοπός μιας μεταφραστικής θεωρίας [ή ενός θεωρητικού λόγου και διαλόγου] είναι η κατανόηση των διαδικασιών που λαμβάνουν χώρα κατά τη μετάφραση και όχι, όπως λανθασμένα πιστεύεται, η παροχή κανόνων που θα βοηθούν το μεταφραστή να επιτύχει την τέλεια μετάφραση» (37). Το γεγονός ότι ποιητές όπως ο Παλαμάς, ο Σεφέρης και ο Ελύτης κατέγραψαν κάποιες από τις δυσκολίες τις οποίες συνάντησαν κατά τη μεταφορά ποιητικών έργων στη γλώσσα μας και αναφέρθηκαν στον τρόπο με τον οποίο τις αντιμετώπισαν και στην προσέγγιση που υιοθέτησαν απο-
273
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
τελεί με βεβαιότητα μια σημαντική πηγή βοήθειας για άλλους μεταφραστές ποίησης που θα κληθούν ενδεχομένως κατά τη μεταφραστική διαδικασία να λάβουν αποφάσεις για όμοια ή παρεμφερή ζητήματα. Οφείλει, επίσης, να επισημανθεί ότι ο θεωρητικός λόγος των κύριων ελλήνων ποιητών-μεταφραστών που εξετάστηκαν είναι αλληλένδετος με τη μεταφραστική τους πρακτική. Προκύπτει από την πράξη αλλά και καθορίζει την πράξη. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι το ποίημα “Lenore” του Bürger βρίθει παραχήσεων, επαναλήψεων, επιφωνημάτων, κτλ., τα οποία χαρακτηρίζουν το ρυθμό του ποιήματος και δημιουργούν συγκεκριμένη ατμόσφαιρα, ώθησε το Μαβίλη να προσπαθήσει να τα διατηρήσει στο μέγιστο δυνατό βαθμό με στόχο να μεταφέρει την αισθητική του πρωτοτύπου – κάτι το οποίο αποτέλεσε στην πορεία μια από τις βασικές του θέσεις ως μεταφραστή. Επίσης, στις μεταφράσεις και των έξι ποιητώνμεταφραστών που μελετήθηκαν διαφαίνεται η θεωρητική τους σκέψη και οι αντιλήψεις τους για τις διάφορες πτυχές της ποιητικής μετάφρασης, οι οποίες επιδρούν καταλυτικά στις μεταφραστικές τους πρακτικές και στις τελικές επιλογές τους ως μεταφραστών. Το γεγονός, λ.χ., ότι οι Επτανήσιοι θεωρούσαν τη μετάφραση καλλιτεχνικό έργο τους ωθούσε στο ν’ αποδίδουν ελεύθερα τα πρωτότυπα έργα, ενώ το ότι ο Σεφέρης αντιμετώπιζε τη μετάφραση ουσιαστικά ως αντίγραφο του πρωτοτύπου τον οδηγούσε στο ν’ ακολουθεί όσο το δυνατόν πιο πιστά –ή τουλάχιστον αυτή ήταν η πρόθεσή του, την οποία φρόντιζε να επισημαίνει τακτικά– το γράμμα. Η σχέση, επομένως, λόγου και πράξης είναι άρρηκτα αμφίδρομη. Το μόνο ζήτημα που τους διαφοροποιεί από ποιητές-μεταφραστές της Δύσης του 19ου και 20ού αιώνα και καθορίζει την ταυτότητα της ελληνικής μεταφρασεολογικής σκέψης είναι το γλωσσικό ζήτημα, το οποίο παρέμενε άμεσα συνδεδεμένο με τη μετάφραση. Κατά τ’ άλλα, ο ελληνικός θεωρητικός λόγος για την ποιητική μετάφραση δεν αποδεσμεύτηκε από τα ήδη εδραιωμένα δίπολα της θεωρίας της ποιητικής μετάφρασης στη Δύση. Όπως ορθά επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ο Σεφέρης, οι ζωντανές γλώσσες, οι σκέψεις και οι λογοτεχνίες των χωρών είναι αλληλένδετες (Δοκιμές Ι 475). Επομένως, δεν είναι παράδοξο το γεγονός ότι ο προβληματισμός τον οποίο ανέπτυξαν έλληνες ποιητές-μεταφραστές και οι θέσεις τις οποίες διατύπωσαν είναι σε αρκετές περιπτώσεις κοινά με αυτά ξένων ποιητώνμεταφραστών (όπως, π.χ., η πεποίθηση του Pound και του Παλαμά ότι δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζει κανείς μια γλώσσα στην ολότητά της για να
274
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 | Γενικά Συμπεράσματα
καταλάβει ένα ποίημα – άποψη η οποία τους ώθησε στο να μεταφράσουν ποιήματα και από γλώσσες τις οποίες δεν γνώριζαν), αποδεικνύοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, και τη διαχρονική επαφή τους με τους εκπροσώπους και τα ρεύματα της Δύσης. Αναμφίβολα, η ανάπτυξη θεωρητικής σκέψης για τη μετάφραση στη χώρα και στη γλώσσα μας καθυστέρησε αρκετά. Είναι αξιοσημείωτη, όμως, η ανάγκη ορισμένων έστω ελλήνων ποιητών-μεταφραστών να διατυπώσουν τις απόψεις τους, να αιτιολογήσουν τις επιλογές τους, να κοινοποιήσουν τους παράγοντες που καθόρισαν τις προσεγγίσεις που υιοθέτησαν και τις οριστικές τους αποφάσεις ως μεταφραστών. Με αυτόν τον τρόπο μας χάρισαν πτυχές του θεωρητικού τους στοχασμού και συνέβαλλαν στην εξέλιξη και τον εμπλουτισμό του θεωρητικού λόγου για την ποιητική μετάφραση στον τόπο μας, ο οποίος ήταν ισχνός μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα. Ακόμη, λοιπόν, και εάν δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ελληνική θεωρία της ποιητικής μετάφρασης, μπορούμε με βεβαιότητα να κάνουμε λόγο για ελληνική μεταφρασεολογική σκέψη, στην οποία η συμβολή των ελλήνων ποιητών-μεταφραστών του 19ου και 20ού αιώνα είναι καθοριστική∙ γεγονός το οποίο ενισχύει την πεποίθησή μας ότι είναι αναιτιολόγητη η απουσία ενδιαφέροντος για τη μελέτη του θεωρητικού λόγου ελλήνων ποιητών περί ποιητικής μετάφρασης. Τέλος, η μεταφραστική ενασχόληση ελλήνων ποιητών και ο θεωρητικός τους στοχασμός είναι σημαντικά και για ακόμη ένα λόγο – γιατί φαίνεται να σχετίζονται με την πρώτη γραφή και τη θεώρησή τους της συγγραφής ποίησης. Διαπιστώνεται ότι αρκετοί έλληνες ποιητές ενσωματώνουν στο πρωτότυπό τους έργο στοιχεία από τα έργα και τους δημιουργούς τους οποίους επιλέγουν να μεταφράσουν, όπως λ.χ. συμβαίνει στην περίπτωση του Μαβίλη, του Σεφέρη, του Καρυωτάκη, κ.ά., ή/και επιτρέπουν να παρεισφρέουν στις μεταφράσεις στοιχεία της ιδιότυπής τους γραφής και των πεποιθήσεών τους περί ποίησης, όπως λ.χ. στην περίπτωση του Βηλαρά, του Παλαμά, του Ελύτη, κ. ά. Αν και δεν ήταν δυνατόν στην παρούσα μελέτη να διερευνηθούν αναλυτικά τα μεταφράσματα των έξι βασικά εξεταζόμενων ποιητών-μεταφραστών, από την εξέταση που πραγματοποιήθηκε διαφαίνεται με βεβαιότητα ότι υπάρχει δεσμός μεταξύ πρώτης και δεύτερης γραφής και επαληθεύεται η άποψή μας. Η μεταφραστική δραστηριότητα των συγκεκριμένων ελλήνων ποιητών συνέβαλε αδιαμφισβήτητα στη διαμόρφωσή τους ως ποιητών και στην εξέλιξή τους ως δη-
275
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
μιουργών μέσω των ρευμάτων, του ποιητικού ύφους και της τεχνικής που γνώρισαν ασχολούμενοι με τη μετάφραση. Το γεγονός, άλλωστε, ότι ορισμένες από τις μεταφράσεις τους έχουν θεωρηθεί ότι θα μπορούσαν να σταθούν ως πρωτότυπά τους έργα αποτελεί ένδειξη ότι διακρίνονται σε αυτά στοιχεία της προσωπικής ποιητικής τους γραφής. Επίσης, όπως ήταν φυσικό, η ιδιότητά τους ως ποιητών διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο μεταφραστικό τους έργο, καθώς συνέβαλε στην αντιμετώπιση διαφόρων καθοριστικών ζητημάτων που σχετίζονται με την ποιητική τέχνη (τα οποία πιθανότατα ένας μεταφραστής ποίησης, μη ποιητής ο ίδιος, θα αντιμετώπιζε με μεγαλύτερη δυσκολία), όπως επίσης στην υιοθέτηση συγκεκριμένων μεθόδων για τη μεταφορά ποιητικού λόγου στα νέα ελληνικά. Αναμφισβήτητα, η μετάφραση υπήρξε μια ιδιαίτερα δημιουργική απασχόληση για τους ποιητές, η οποία τους ώθησε να αναζητήσουν ή/και να δημιουργήσουν εργαλεία που θα τους επέτρεπαν να μεταφέρουν ορθά τα πρωτότυπα έργα στη γλώσσα μας. Την παραπάνω θέση επιβεβαιώνει με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο ο 13σύλλαβος στίχος της μετάφρασης του Άμλετ από τον Πολυλά. Τα οφέλη της μετάφρασης σε προσωπικό επίπεδο αιτιολογούν, επίσης, το πραγματικά μεγάλο ενδιαφέρον που έχει εκδηλωθεί για τη μετάφραση της ποίησης από έλληνες ποιητές μέχρι και σήμερα, ενισχύοντας την ανάγκη πραγματοποίησης ολοκληρωμένων και συστηματικών μελετών όχι μόνο των μεταφράσεων που έχουν πραγματοποιηθεί, αλλά και του θεωρητικού λόγου που αναπτύχθηκε για την ποιητική μετάφραση, πράγμα που επιχειρήθηκε στην παρούσα έρευνα. 4.2 Ελληνικός Θεωρητικός Λόγος για την Ποιητική Μετάφραση: Συνέχεια και Εξέλιξη Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 1975 μέχρι και τις μέρες μας, έλληνες ποιητές συνέχισαν με αμείωτο ενδιαφέρον να μεταφράζουν ξένα ποιητικά έργα. 525 Δυστυχώς, ωστόσο, δεν συνήθιζαν και δεν συνηθίζουν να διατυπώνουν τις θεωρητικές τους απόψεις για την ποιητική μετάφραση. Εξαί525
Είναι επίσης ενδεικτικό το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια πραγματοποιούνται ολοένα και περισσότερες ανθολογήσεις ελληνικών μεταφράσεων ξένων ποιητικών έργων. Βλ. ενδεικτικά την ανθολόγηση της Λαϊνά, Μαρίας. Ξένη Ποίηση του 20ού Αιώνα. Επιλογή από Ελληνικές Μεταφράσεις. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2007. Τυπ.· του Λιοντάκη, Χριστόφορου. Ἀνθολογία Γαλλικῆς Ποίησης. Ἀπό τόν Μπωντλαίρ ὥς τίς Μέρες μας. 3η έκδ. Αθήνα: Εκδ. Καστανιώτη, 2000. Τυπ.· κ.ά.
276
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 | Γενικά Συμπεράσματα
ρεση αποτελεί το έργο Ποίηση και Μετάφραση του Νάσου Βαγενά (πιθανότατα το μοναδικό το οποίο δημοσιεύτηκε, μετά τη μελέτη του Βάλβη, και αφορά αποκλειστικά την ποιητική μετάφραση), στο οποίο περιλαμβάνονται θεωρητικά κείμενα για τη μετάφραση της ποίησης. Συνεπώς, παραμένει ακόμη ευρύ το πεδίο στην Ελλάδα για ανάλογες θεωρητικές μελέτες και έρευνα. Υπάρχουν, παρ’ όλα αυτά, ορισμένες ενδιαφέρουσες απόψεις, τις οποίες αξίζει να παρουσιάσουμε συνοπτικά, και οι οποίες δημοσιεύτηκαν, ως επί το πλείστον, σε άρθρα που περιλαμβάνονται σε περιοδικά λογοτεχνικού και φιλολογικού ενδιαφέροντος, σε συνεντεύξεις και ορισμένες φορές στους προλόγους, τις εισαγωγές και τις σημειώσεις των μεταφράσεων των ποιητών. Στο σημείο αυτό κρίνεται απαραίτητο να διασαφηνιστεί ότι πρόκειται για μια δειγματοληπτική και σε καμία περίπτωση εξαντλητική ή αναλυτική παρουσίαση θεωρητικών αντιλήψεων ελλήνων ποιητών-μεταφραστών των τελευταίων 35 περίπου χρόνων. Θεωρούμε πως είναι σημαντικό να παρατεθούν ορισμένες από τις απόψεις αυτές που καταγράφηκαν τα τελευταία χρόνια για την ποιητική μετάφραση, γιατί διαφαίνονται σε αυτές επιδράσεις από τις θέσεις των έξι ποιητώνμεταφραστών τους οποίους εξέτασε, κυρίως, η έρευνα, καθώς επίσης και διαγράφονται ορισμένα σημαντικά στοιχεία για την εξέλιξη του θεωρητικού λόγου για την ποιητική μετάφραση στην Ελλάδα. Ένα από τα ζητήματα που φαίνεται να απασχόλησε σε μεγαλύτερο βαθμό έλληνες ποιητές-μεταφραστές από το 1975 και μετά, καθώς είναι περισσότεροι αυτοί οι οποίοι τοποθετήθηκαν θεωρητικά, είναι αυτό της μεταφρασιμότητας της ποίησης. Ποιητές, όπως ο Αντρέας Καραντώνης, 526 ο Νάσος Βαγενάς (7), ο Χριστόφορος Λιοντάκης (9) και ο Χάρης Βλαβιανός 527 δεν θεωρούν ανέφικτη την ποιητική μετάφραση, παρότι αναγνωρίζουν τις συχνά ανυπέρβλητες δυσκολίες που προκύπτουν και τις απώλειες
526
Τυπ.
Βλ. σχετικά στο Καραντώνης, Αντρέας. Ἠχὼ. Αθήνα: Εκδ. Γνώση, 1982. 14.
527
Ο Βλαβιανός υποστηρίζει ότι: «[τ]έλεια μετάφραση δέν ὑπάρχει, ὅπως δέν ὑπάρχει καί τέλειο ποίημα. Ὑπάρχει ὅμως ἡ προσπάθεια, ἡ δουλειά, κι αὐτή ἄς τήν κρίνει ὁ κάθε ἀναγνώστης μέ τά μέτρα του» (για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Ashbery, John. Αὐτοπροσωπογραφία σε Κυρτό Κάτοπτρο. Μτφρ. Χάρης Βλαβιανός. Αθήνα: Εκδ. Νεφέλη, 1999. 11-12. Τυπ.).
277
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
που σημειώνονται κατά τη μεταφραστική διαδικασία. 528 Ίσα-ίσα οι παραπάνω ποιητές-μεταφραστές θεωρούν ότι αξίζει να ασχοληθούν με την ποιητική μετάφραση και να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που δημιουργούνται, κρατώντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, παρόμοια στάση με τον Πολυλά, τον Παλαμά, και τον Ελύτη. Στο δίπολο της κατά λέξη ή κατ’ έννοια μετάφρασης αναφέρθηκαν αρκετά εκτεταμένα ο Νίκος Φωκάς, 529 ο Νάσος Βαγενάς 530 και η Έλενα 528
Ο Γιάννης Βαρβέρης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Έτσι ακριβώς συμβαίνει με τις λέξεις και τις έννοιες όταν τις μετακομίζουμε από τη μία γλώσσα στην άλλη. Αντιδρούν (κι αλίμονο αν δεν αντιδρούσαν), όπως κάθε τακτοποιημένο έπιπλο που σέβεται τον εαυτό του, το ρυθμό του και την ιστορία του. Οι ποιητικοί μεταφραστές πάλι, χρεωμένοι με την αναγκαιότητα της μετακόμισης, έστω κι αν ξέρουν πως όλο και κάποιες φθορές θα υποστούν τα έπιπλα καθ’ οδόν, πρέπει να μεριμνήσουν όχι μόνο για τη μεταφορά –αυτό είναι το απλούστερο–, αλλά ιδίως για τη θέση των επίπλων στο νέο τους χώρο» [για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Βαρβέρης, Γιάννης. «‘Αυτοτιμωρούμενοι’ Μεταφραστές.» Μανδραγόρας 20-21 (1999): 38. Τυπ.]. Η άποψη αυτή του Βαρβέρη και ο προβληματισμός του για τη μεταφορά των λέξεων και την απόδοση των κατάλληλων εννοιών θυμίζουν φυσικά τις αντίστοιχες δηλώσεις του Σεφέρη, του Ρίτσου, και άλλων ποιητών όπως είδαμε παραπάνω. 529
530
Φωκάς, Νίκος. «Η Διπλή Μετάφραση.» Μανδραγόρας 20-21 (1999): 26. Τυπ.
Ο Νάσος Βαγενάς δηλώνει με αφορμή τη μετάφραση του έργου «Το Θαλασσινό Κοιμητήριο» από τον Κώστα Λάνταβο ότι: «[υ]πάρχουν δύο τρόποι γιὰ νὰ μεταφράσει κανεὶς ἕνα ποίημα: ὁ σωστὸς καὶ ὁ κατὰ λέξη. Ὁ πρῶτος μεταφράζει τὸ ποίημα σὲ ποίημα. Ὁ δεύτερος μεταφράζει μόνο ἕνα μέρος τοῦ ποιήματος καὶ μάλιστα τὸ λιγότερο σημαντικό: τὸ «γνωστικό», τὸ διανοητικὸ νόημά του. Διότι τὸ ποίημα εἶναι πρωτίστως νόημα συγκινησιακό, νόημα ποιητικό: τὸ νόημα –ἀκριβέστερα, ἡ αἴσθηση– ποὺ παράγεται ἀπὸ ἕνα κείμενο στὴν ὑψηλότερη μορφὴ τῆς ρυθμικῆς χρήσης τῆς γλώσσας» (για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Βαλερύ, Πώλ. Το Θαλασσινό Κοιμητήριο. Μτφρ. Κώστας Λάνταβος. Αθήνα: Εκδ. Αρμός, 2008. 7. Τυπ.).
Η προτίμησή του σε μεταφράσεις που είναι πιστές προς το πνεύμα των πρωτότυπων έργων και το συγκινησιακό τους νόημα εκφράζεται και στο έργο του Ποίηση και Μετάφραση (18). Ο Βαγενάς επίσης υποστηρίζει ότι ο μεταφραστής «θὰ πρέπει νὰ μεταφράζει ὅχι κατὰ λέξη ἀλλὰ κατ’ ἀντιστοιχία», γιατί «ὁ σκοπός του θὰ πρέπει νὰ εἶναι ν’ ἀναπαραγάγει μιὰ λεκτικὴ καὶ συγκινησιακὴ ἁρμονία ἀντίστοιχη μ’ ἐκείνη τοῦ πρωτότυπου» (Ποίηση και Μετάφραση 21-22). Η πρόταση αυτή του Βαγενά απομακρύνεται από το δίπολο της κατά λέξη ή κατ’ έννοια μετάφρασης και μας θυμίζει τη θέση του Valéry περί αναλογίας κειμένου-πηγής και κειμένου-στόχου. Βέβαια ο Βαγενάς τονίζει την ανάγκη ακριβούς και όχι γενικής αναλογίας, διαφοροποιώντας ως ένα βαθμό τη θέση του από το Valéry. Σε κάθε
278
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 | Γενικά Συμπεράσματα
Νούσια. 531 Κοινή συνισταμένη των απόψεων και των τριών παραπάνω ποιητών-μεταφραστών είναι η υποστήριξη μεταφράσεων που παραμένουν πιστές στο πνεύμα 532 και όχι στο γράμμα του πρωτοτύπου· θέση η οποία τους ενώνει με τους περισσότερους κύριους εξεταζόμενους εδώ ποιητέςμεταφραστές. Επιπλέον, τόσο ο Βαγενάς όσο και η Νούσια αναφέρονται στην αίσθηση του πρωτοτύπου την οποία θα πρέπει επίσης να διατηρεί ο μεταφραστής· μια άποψη η οποία ταυτίζεται με αυτή του Μαβίλη και η οποία παρουσιάστηκε παραπάνω. Η πιστότητα προς το πρωτότυπο έργο και οι ελευθερίες που παίρνει ο μεταφραστής φαίνεται πως συνέχισαν να ταλανίζουν έλληνες ποιητές και μετά το 1974, όπως διαφαίνεται από τις θέσεις τους για το συγκεκριμένο ζήτημα. Προκαλεί ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Κλείτος Κύρου, 533 ο Αρι-
περίπτωση, πρόκειται για μια νέα πρόταση και στάση στο διαχρονικό αυτό ζήτημα διλημματικού χαρακτήρα. 531
Η Έλενα Νούσια ισχυρίζεται ότι: «ένα ποίημα δεν είναι ποτέ απλώς και μόνο το ιδιαίτερο νόημά του, αλλά είναι επίσης μαζί και το ιδιαίτερο γλωσσικό υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένο και είναι ταυτόχρονα και ρυθμός. … Γι’ αυτό και η εργασία του [μεταφραστή] είναι κατά κάποιον τρόπο τριπλή: Αφενός πρέπει να αποδώσει νοηματικά ορθά το πρωτότυπό του, να βρει δηλαδή μέσα στη δική του γλώσσα το λόγο εκείνο που ανταποκρίνεται νοηματικά κατά το δυνατόν περισσότερο στο λόγο του πρωτοτύπου. … Από την άλλη μεριά όμως πρέπει στην απόδοση να εμπεριέχεται επίσης και η ιδιαίτερη αίσθηση που προκαλεί στο μεταφραστή το πρωτότυπο. … Τέλος πρέπει το μεταγλωττισμένο κείμενο να κινείται από την ίδια διάθεση που διέπει και το πρωτότυπο, κάτι που όπως επισημαίνει ο M. Heidegger προσδιορίζεται από το ρυθμό» [για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Νούσια, Έλενα. «‘Εκφάνσεις’ ή το Βίωμα Ποίημα και η Μετάφρασή του.» Μανδραγόρας 20-21 (1999): 18-19. Τυπ.]. Βλ. επίσης την άποψη του Άρη Αλεξάνδρου για το ζήτημα αυτό στο Ἀλεξάν–δρου, Ἄρης. «Τά Λογοτεχνικά Κείμενα δὲ «Λέγονται» σε Καμιά Γλώσσα (Ἕνα Γράμμα στήν Collette Lust).» ἡ λέξη 77 (Σεπτέμβρης ’88): 619-620. Τυπ.]. 532
Ο Βασίλης Αμανατίδης επίσης αναφέρει ότι επιθυμούσε να παραμείνει πιστός στο πνεύμα των ποιημάτων του Cummings: «ήθελα να τηρήσω –κατά το δυνατόν απαράβατα– την πιστότητα του νοήματος» (Cummings, E. Edward. 44. Μτφρ. Βασίλης, Αμανατίδης. Αθήνα: Νεφέλη, 2010. 120. Τυπ.). 533 Ο Κλείτος Κύρου αναφέρει ότι «ἡ ἐπιμονή [τ]ου γιά μεταφράσεις πιστές καί σωστές … [τον] ὁδήγησε στό νά δουλεύ[ει] καί νά ξαναδουλεύ[ει] τήν κάθε μετάφραση (μερικές γιά ὁλόκληρες δεκαετίες) μέ σκοπό νά τή βελτιών[ει] κάθε φορά ὅλο καί περισσότερο» (βλ. σχετικά στο Κύρου, Κλείτος. Ξένες Φωνές. Αθήνα: Κέδρος, 1979. 8. Τυπ.).
279
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
στοτέλης Νικολαΐδης 534 και ο Χάρης Βλαβιανός 535 συμφωνούν με το Σεφέρη, υποστηρίζοντας την αναγκαιότητα απόλυτης πιστότητας προς το πρωτότυπο έργο και το δημιουργό του. 536 Αντίθετα, η Έλενα Νούσια 537 και ο Θανάσης Χατζόπουλος 538 εμφανίζονται περισσότερο διαλλακτικοί ως προς τις ελευθερίες που παίρνει ο μεταφραστής, αρκεί, όπως υπογραμμίζει η Νούσια, να δηλώνονται στον αναγνώστη οι αλλαγές που έχουν πραγματοποιηθεί. Η Νούσια θίγει ένα αρκετά σύγχρονο ζήτημα που σχετίζεται με την ευθύνη του μεταφραστή και τις υποχρεώσεις του απέναντι 534
Ο Αριστοτέλης Νικολαΐδης δηλώνει: «Ποτέ δέν ἐπεδίωξα ἐλευθεριότητες ἤ ψεύτικες ‘ἀναδημιουργίες’ ἀφήνοντας νά λειτουργήσει μέσα μου (παραφράζοντας Σικελιανό) τό ‘ἡ ἐλευθερία μου ἴση μέ τήν πιστότητά μου’» (29). Ο Νικολαΐδης φαίνεται πως υιοθετεί την πρακτική της «μεταφραστικής οικονομίας», αφού ισχυρίζεται ότι «προσπάθησ[ε] νά σταθ[εί] στήν οἰκονομία τοῦ ποιητῆ [του Eliot], ἔτσι πού δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνας στίχος παραπάνω ἤ λιγότερος στήν μετάφραση ἀπ’ τό πρωτότυπο, ἀλλά κι ὁ κάθε στίχος, ἐκτός ἴσως ἀπό ἕνα [sic] ἤ δύο ἐξαιρέσεις, διατηρεῖ τήν φραστική του ἀκεραιότητα» (37). Για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Νικολαΐδης, Αριστοτέλης. Τ. Σ. Έλιοτ. Άπαντα τα Ποιήματα. Αθήνα: Κέδρος, 1984. Τυπ. 535 «Καθῆκον τοῦ μεταφραστῆ πού ἀναλαμβάνει νά μεταφέρει ἕνα λογοτεχνικό ἔργο σέ μιά ἄλλη γλώσσα εἶναι νά σεβαστεῖ ἀπόλυτα τό πρωτότυπο κείμενο. Ὁ ὅρος ‘λογοτεχνική μετάφραση’ εἶναι ταυτολογικός· στήν περίπτωση πού ὁ μεταφραστής ἀπεμπολεῖ αὐτό τό καθῆκον, τό ‘μετάφρασμά’ του δέν εἶναι παρά μίμηση, διασκευή ἤ παρωδία τοῦ πρωτοτύπου» (για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Αὐτοπροσωπογραφία σε Κυρτό Κάτοπτρο 9). 536
Τη θέση αυτή φαίνεται να ασπάζεται και ο Στρατής Πασχάλης, ο οποίος δηλώνει με αφορμή τη μετάφραση του έργου Les Chants de Maldoror: «Σχεδόν η θεματογραφία του, όσο κι αν συναρπάζει και προκαλεί για συζήτηση, καταλήγει να είναι πολύ λιγότερο εντυπωσιακή από την απίθανη τακτική της διατύπωσής της. Κι αυτό γίνεται φανερό μόνο εάν ο αναγνώστης-μεταφραστής παρακολουθήσει το κείμενο λέξη προς λέξη, χωρίς καμιά παρέμβαση ελευθερίας ή νοηματικής διασκευής, ακόμα και με τον κίνδυνο να κατηγορηθεί ότι μεταγλωττίζει γαλλισμούς. Μόνο εάν σεβαστεί και μεταφέρει αυτούσια ή σχεδόν αυτούσια τη φράση με όλη την ατίθαση, αν και «εύγλωττη», συμπεριφορά στη σύνταξη και την επιλογή των όρων της, τη χασματική ασάφεια και την εκλογή λέξεων που δένουν παράδοξα με τον γραμματικό τύπο, τον ισχυρό ρυθμό της και το μεγάλο της μέγεθος γεμάτο γυρίσματα και παρεκβάσεις, χωρίς να το κόψει, να το συντομεύσει, να το απλοποιήσει. Τότε μπορεί να κατανοήσει τη λειτουργία ενός μυαλού που σκέφτηκε παράξενα και λοξά ακόμα και το πιο αυτονόητο» (Πασχάλης, Στρατής. Μαλντορόρ. Λωτρεαμόν. Αθήνα: Νεφέλη, 2011. 352. Τυπ.). 537
Βλ. σχετικά στη Νούσια 17. Βλ. σχετικά στο Χατζόπουλος, Θανάσης. «Η Μετάφραση ως Άσκηση Ακρίβειας (Δώδεκα και Ένα Λήμματα για τη Μετάφραση).» Μανδραγόρας 20-21 (1999): 34. Τυπ. 538
280
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 | Γενικά Συμπεράσματα
στο αναγνωστικό κοινό, 539 στο οποίο ωστόσο δεν είχαν αναφερθεί οι έξι βασικοί εξεταζόμενοι στην εργασία ποιητές-μεταφραστές. Το γεγονός αυτό επίσης υποδηλώνει ότι ο διάλογος σχετικά με την ποιητική μετάφραση εξελίσσεται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, αν και, ομολογουμένως, με αργούς ρυθμούς. Ένα ζήτημα το οποίο απασχόλησε έντονα τους κύριους εξεταζόμενους έλληνες ποιητές-μεταφραστές (πριν από το 1974) ήταν αυτό της επιλογής διατήρησης του μέτρου του πρωτότυπου ποιητικού έργου και της μεταφοράς ή μη της μορφής του κατά τη μετάφραση. Από τους μεταγενέστερους ποιητές-μεταφραστές, παρ’ όλα αυτά, μόνο ο Νίκος Φωκάς 540 πήρε θέση για το ζήτημα αυτό και διαφοροποιήθηκε σημαντικά από τους υπόλοιπους, προτείνοντας και χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της «διπλής μετάφρασης» (ταυτόχρονη παράθεση πεζολογικής και ποιητικής απόδοσης) στη μετάφρασή του των Δεκαπέντε Ποιημάτων του Baudelaire. Αν και η αντίληψη του Φωκά διαφέρει αρκετά από την αντίστοιχη άλλων ελλήνων ποιητών-μεταφραστών, αποτελεί μια ολότελα νέα πρόταση για ένα πολυσυζητημένο ζήτημα και αποδεικνύει ότι οι ποιητές-μεταφραστές συνεχίζουν να αναζητούν νέες μεθόδους για να αντιμετωπίσουν τους σκοπέλους της ποιητικής μετάφρασης, εκφράζουν τον προβληματισμό τους, αμφισβητούν, αν και σε μικρό βαθμό, τις υπάρχουσες προτεινόμενες μεταφραστικές προσεγγίσεις, και τολμούν, έστω μεμονωμένα, να καταθέσουν νέες προτάσεις και να διαφύγουν από τις διαμορφωμένες και παγιωμένες αντιλήψεις. Το γεγονός αυτό επιτρέπει να διαφανεί η αναγκαιότητα εξέλιξης και επικαιροποίησης της μεταφρασεολογικής σκέψης στην Ελλάδα και διαμόρφωσης νέων εναλλακτικών προτάσεων που θ’ αποτελούν εργαλείο για τους μεταφραστές στην προσπάθειά τους ν’ ανταποκριθούν στις απαιτήσεις ενός εξελισσόμενου αναγνωστικού κοινού και στις ανάγκες της σύγχρονης λογοτεχνίας. Αξίζει να επισημανθεί επίσης ότι οι αντιλήψεις των ποιητών-μεταφραστών συνεχίζουν ν’ απορρέουν ως ένα βαθμό από τη θεώρησή τους 539
Όπως τονίζει και ο Connolly, «[θ]α έπρεπε να αποτελεί δικαίωμα του αναγνώστη να γνωρίζει τί είδους μετάφραση του προσφέρεται. Μονό εάν η προσέγγιση του μεταφραστή είναι γνωστή μπορεί ο αναγνώστης να αρχίσει να διακρίνει το σχήμα πρωτοτύπου πίσω από τη μετάφραση» (6+1 Μελέτες για τη Μετάφραση της Ποίησης 139). 540 Βλ. σχετικά στο Φωκάς, Νίκος. Κάρολος Μπωντλαίρ: Δεκαπέντε Ποιήματα. Αθήνα: Ύψιλον, 1994. 11-13. Τυπ.
281
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
της ποίησης, αλλά και του ρόλου 541 των μεταφράσεων στον πολιτισμόυποδοχής. Ο Βαγενάς, ο οποίος έχει ξετυλίξει εκτενώς το συλλογισμό του, τονίζει χαρακτηριστικά ότι η μετάφραση της ποίησης είναι «ἀναδημιουργία» 542 και όχι «ἀνά-πλαση» 543 (88), καθώς πιστεύει ότι «ἡ μετάφραση ἑνὸς ποιήματος δὲν εἶναι μετάφραση ἂν δὲν ἀρνεῖται τὸν ἑαυτό της. Ἂν δηλαδὴ δὲν στέκεται σὰν ἕνα πρωτότυπο ποίημα» (22). 544 Η θέση του αυτή αιτιολογεί φυσικά την προτίμησή του των νοηματικών μεταφράσεων και τη μεταφραστική του προσέγγιση. Είναι αξιοσημείωτο επίσης το γεγονός ότι η άποψη αυτή του Βαγενά, 545 με την οποία συμφωνεί, κατά κά541
Ο Νίκος Φωκάς υποστηρίζει ότι ανάλογα με τις «ἀναγνωστικές …στιγμές» ορισμένες μεταφράσεις λειτουργούν «ὡς διάμεσα», ως «βοηθήματα» δηλαδή, ή «ὡς κείμενα …αὐτάρκη, ὡς κείμενα πρωτότυπα» (227). Όπως επισημαίνει ο ίδιος, στο παρελθόν είχε την πεποίθηση ότι «ἡ μετάφραση ὀφείλει νά εἶναι μέ κάθε θυσία – νοηματική ἤ ἄλλη - ἕνα πρωτότυπο καί τίποτα λιγότερο» (225). Οι ίδιες του οι μεταφράσεις, όμως, τον οδήγησαν στην αναθεώρηση των αντιλήψεών του [για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Φωκάς, Νίκος. «Ἡ Μετάφραση ὡς Πρωτότυπο καί ὡς Βοήθημα.» Πλανόδιον 11 (Νοέμβριος 1989): 225-228]. 542 Με το Βαγενά φαίνεται να συμφωνεί ο Τάκης Βαρβιτσιώτης, ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά: «προσπάθησα τριάντα καὶ πλέον χρόνια ... νὰ ἀναδημιουργήσω στὴ γλώσσα μας τὰ ὡραιότερα καὶ τὰ πιὸ φημισμένα σονέτα τοῦ Stéphane Mallarmé. ... Ἡ προσπάθειά μου αὐτὴ μὲ ὑποχρέωνε νὰ ἀνακαλύψω κάποιες γλωσσικὲς αἰσθητικὲς “ἀντιστοιχίες” ... ἔτσι ὥστε ἡ μεταγλώττιση νὰ ἀποβαίνει μιὰ πραγματικὰ νέα δημιουργία ποὺ νὰ διασώζει κατὰ τὸ δυνατὸν τὴν πολυσημία τοῦ πρωτοτύπου» (11). 543 Ισχυρίζεται ο Βαγενάς ότι: «[η] ἀνάπλαση εἶναι ἡ ἐκ νέου κατασκευὴ μιᾶς μορφῆς μὲ τὰ ἴδια ὑλικά, καὶ στὴ μετάφραση τῆς ποίησης τὰ ὑλικά εἶναι διαφορετικά, γιατὶ εἶναι διαφορετικὲς οἱ γλῶσσες» (88). 544 Ο Βαγενάς δηλώνει επίσης ότι «[μ]ερικὰ ἀπὸ τὰ καλύτερα ἑλληνικὰ ποιήματα εἶναι μεταφράσεις, [και μ]ερικὲς μεταφράσεις εἶναι ἀπὸ τὰ καλύτερα ἑλληνικὰ ποιήματα» (Ποίηση και Μετάφραση 91). 545 Ο Βασίλης Αμανατίδης επίσης φαίνεται να συμφωνεί με τη θεώρηση του μεταφράσματος ως νέου έργου, καθώς δηλώνει: «Μέσα από μια πολύπλοκη, χρονοβόρα, σχεδόν ατέρμονη διαδρομή αντιμεταχωρήσεων και εγκολπώσεων, ο μεταφραστής οφείλει πάντως να διατηρεί ως υψηλό του στόχο έναν τελικό μεγαλειώδη ‘κανιβαλισμό’. Αφού πολέμησε με την ατίθαση φύση τού δυσμετάφραστου ... έρχεται η στιγμή που προβαίνει σε μια αποφασιστική ‘κανιβαλική ενσωμάτωση’: έχοντας αμέτρητες φορές ψηλαφήσει σπασμωδικά, προσεγγίσει μουλωχτά, χαϊδέψει εξημερωτικά, ακουμπήσει απορητικά –ησυχασμένα– ευθέως το πρωτότυπο, βρίσκει τη σωστή ώρα που όχι μόνο το γραπώνει, αλλά και το ‘τρώει’ αποφασιστικά, για να το μεταμορφώσει σε ‘πρωτότυπο’, και επομένως σε ένα καινούριο κείμενο, που ανήκει πια δικαιωματικά και στον μεταφραστή» (117). Ενώ κάνοντας τον απολογισμό της μεταφραστικής αυτής απόπειράς του, υπογραμμίζει: «[θ]α θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό, ... τελικά αν αυτή [η προσπάθεια] δεν μοιάζει και τόσο με μετάφραση» (121).
282
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 | Γενικά Συμπεράσματα
ποιον τρόπο, ο Θανάσης Χατζόπουλος (34), 546 αποτελεί κοινή θέση του Βηλαρά, του Πολυλά, του Μαβίλη, του Παλαμά και του Ελύτη. Αντίθετα, ο Βλαβιανός, όπως έκανε προγενέστερα ο Σεφέρης, υποστηρίζει ότι η μετάφραση ενός ποιήματος δεν μπορεί να σταθεί και δεν πρέπει να προσφέρεται στον αναγνώστη ως ένα πρωτότυπο έργο. 547 Όσον αφορά τώρα τη σχέση δεύτερης και πρώτης γραφής, ο Νίκος Φωκάς αναγνωρίζει ότι «κάθε πνευματική δραστηριότητα αποφέρει ένα όφελος», αλλά δεν είναι τόσο βέβαιος για την επίδραση της μεταφραστικής δραστηριότητας ενός ποιητή στο πρωτότυπό του έργο, γιατί «είναι κάτι που δεν σταθμίζεται» («Η Διπλή Μετάφραση» 27). 548 Από την άλλη πλευρά, ο Νάσος Βαγενάς αναφέρει ότι «ἡ μετάφραση μπορεῖ νὰ βοηθήσει περισσότερο ἀπὸ κάθε τι ἄλλο ἕναν ποιητὴ ν’ ἀναπτύξει τοὺς ρυθμοὺς του, νὰ ἐπιταχύνει τὴ λύση ὁρισμένων ἐκφραστικῶν προβλημά-
546
Ο Θανάσης Χατζόπουλος κρίνει πως είναι σημαντικό «[ν]’ αποτελεί ... η μετάφραση ένα ά λ λ ο έργο που αίρει την καταγωγή του, δηλαδή τη σύσταση, τη δομή και την ανάπτυξή του από το πρωτότυπο. Που ίσως τότε να μην ονομάζεται πρωτότυπο, αλλά ένα είδος γεννήτορα. Η μετάφραση για να είναι μετάφραση οφείλει να αναβιβάσει το καταρχήν πρωτότυπο έργο στη θέση του προγόνου ώστε η ίδια να βρεθεί στη θέση του απογόνου» (34). 547
«Ἡ κυρίαρχη στίς μέρες μας, ἄποψη πώς τό μεταφρασμένο κείμενο δικαιώνεται μέσα ἀπό τήν ὕψιστη ἀρετή τῆς «διαφάνειας» – τῆς δημιουργίας δηλαδή τῆς ψευδαίσθησης ὅτι δέν πρόκειται γιά μετάφραση ἀλλά γιά τό ἴδιο τό πρωτότυπο, εἶναι κατά τή γνώμη μου λανθασμένη. Ἡ μετάφραση πρέπει νά ἐκθέτει τόν ἀναγνώστη σέ ἀνοίκειες γλωσσικές, αἰσθητικές, ἀλλά καί πολιτισμικές ἐμπειρίες. Ἄλλως δέν εἶναι παρά «ἰδιοποίηση» τοῦ πρωτοτύπου· μιά προσπάθεια προσαρμογῆς του, μέ προκρούστειες, φοβᾶμαι, μεθόδους, σ’ ἕνα διαφορετικό, ὅσο καί ἄσχετο, πολιτισμικό πλαίσιο – διαδικασία πού καταλήγει στήν ἀκύρωση τοῦ ξένου κειμένου» (βλ. στο Αὐτοπροσωπογραφία σε Κυρτό Κάτοπτρο 10-11). 548
Ο Νίκος Φωκάς δηλώνει: «Από αγάπη μεταφράζω ποίηση, από αγάπη για τον ποιητή που επιλέγω και από αγάπη για τους φίλους μου αναγνώστες. Τώρα κάθε πνευματική δραστηριότητα αποφέρει ένα όφελος: η ανάγνωση, η έρευνα, η μετάφραση, ειδικά η μετάφραση εκτός από μια σε βάθος ανάγνωση είναι και μια γλωσσική πρόκληση στην οποία ο μεταφραστής καλείται να ανταποκριθεί. Αν ανταποκριθεί νικηφόρα, έχει την ικανοποίηση κάθε νικητή και μπορεί να καμαρώνει μπροστά στον καθρέφτη του. Αν τώρα, εφόσον ο μεταφραστής είναι και ποιητής, ωφελείται και στην τέχνη του από τη στενή επαφή του μ’ έναν αλλόγλωσσο ομότεχνό του, αυτό δεν μπορώ να το βεβαιώσω, διότι είναι κάτι που δεν σταθμίζεται» («Η Διπλή Μετάφραση» 27).
283
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
των του, νὰ τελειοποιήσει τὸ ὕφος του» (45). 549 Τη θέση αυτή του Βαγενά ενισχύουν ο Γιώργος Καραβασίλης, 550 ο Χάρης Βλαβιανός 551 και ο Γιάννης Λειβαδάς, 552 καθώς θεωρούν ότι η ποιητική τους και οι «προσωπικές τους αναζητήσεις ως ποιητών» επηρεάστηκαν από τη μεταφραστική τους ενασχόληση. 553 Η δήλωσή τους αυτή τους διαφοροποιεί από τους περισσότερους ποιητές-μεταφραστές που εξετάζει η παρούσα έρευνα (έως το 1974), οι οποίοι, με εξαίρεση τον Ελύτη και λιγότερο τον Παλαμά και το Σεφέρη, όπως διαπιστώθηκε παραπάνω, δεν είχαν αναφερθεί ανοιχτά στο ρόλο και το βαθμό επίδρασης της μετάφρασης στο πρωτότυπό τους έργο, παρότι είναι εμφανείς οι επιρροές που ασκήθηκαν σε αυτό. Το γεγονός ότι η (εκ)παίδευση των Ελλήνων και το γλωσσικό ζήτημα δεν αποτελούν το βασικό κίνητρο ενασχόλησης ελλήνων ποιητών με τη μετάφραση μετά το 1974, τους απελευθέρωσε από τη θεώρηση της ποιητικής μετάφρασης ως ενός μέσου άμεσα συνδεδεμένου, σχεδόν αποκλειστικά, με τα παραπάνω ζητήματα και τους επέτρεψε να εκλαμβάνουν και να αντιμετωπίζουν τη μετάφραση σε μεγάλο βαθμό ως σημαντικό μέσο προσωπικής βελτίωσης και εξέλιξης ως δημιουργών. Αντίθετα, ένα ζήτημα το οποίο φαίνεται πως απασχολεί διαχρονικά τους έλληνες ποιητές-μεταφραστές είναι αυτό της «συγγένειας» που τους συνδέει με τους ποιητές που μεταφράζουν. Σύμφωνα με την άποψη που συνεχίζει να κυριαρχεί μετά το 1974 στους ποιητικούς κύκλους, κρίνεται 549
Στο ίδιο πνεύμα, ο Κλείτος Κύρου αναφέρει ότι η γνωριμία του με τον Eliot «ἀποτέλεσε μιά πολύτιμη καί καθοριστική ἐμπειρία» για τον ίδιο και την πορεία του ως ποιητή (Κύρου, Κλεῖτος. «Τό Χρονικό μιᾶς Πλάνης ἤ τό Μεγάλο Διαμέτρημα.» ἡ λέξη 53 (Μάρτης-Ἀπρίλης ’86): 269. Τυπ.]. 550
Για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Καραβασίλης, Γιώργος. Ποιήματα τοῦ Πὼλ Ἐλυὰρ. Ἀθήνα: Σπηλιώτης, 1978. 7-8. Τυπ. 551 Βλ. στο Βλαβιανός, Χάρης. «Η Μετάφραση Είναι Χειρονομία Αγάπης.» Ελευθεροτυπία (3.3.2006). Ανάκτηση από http://archive.enet.gr/online/online _print?id=65797800. 552
Ο Γιάννης Λειβαδάς υπογραμμίζει αναφορικά με τον Allen Ginsberg και το Ουρλιαχτό: «Ακόμη και το ύφος του ποιήματος έπαιξε ρόλο σημαντικό στη δική μου γραφή. Στα πρώτα μου βήματα ως ποιητής, η ποίηση του Γκίνσμπεργκ, και ειδικότερα το Ουρλιαχτό ήταν παρών σε οτιδήποτε έγραφα» (για περισσότερες πληροφορίες βλ. το σχετικό κείμενο http://yannislivadas.blogspot.com/ στο προσωπικό ιστολόγιο του ποιητή: search/label/%CE%91%CE%A1%CE%98%CE%A1%CE%91. 553 Το ίδιο υποστηρίζει και ο Βασίλης Αμανατίδης σχετικά με τη μετάφραση των 44 ποιημάτων του Cummings (116).
284
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 | Γενικά Συμπεράσματα
απαραίτητη η ύπαρξη «συγγένειας» για τη μετάφραση ποιητικών έργων άλλων δημιουργών. 554 Τη θέση αυτή στηρίζουν μεταξύ άλλων ο Αντρέας Καραντώνης (14), ο Τάκης Βαρβιτσιώτης (12), ο Κλείτος Κύρου (7), ο Νάσος Βαγενάς 555 και ο Αντρέας Παγουλάτος. 556 Θεωρείται, ουσιαστικά, εύλογη η επιθυμία του μεταφραστή «να νιώσει πως τα χνώτα του ταιριάζουν με αυτά του δημιουργού του πρωτοτύπου» (Αμανατίδης 117), ώστε να προχωρήσει στην επιλογή και μεταφορά έργων του. Ξεχωρίζει η άποψη του Γιάννη Βαρβέρη ο οποίος δηλώνει ότι προτιμά, «αυτοτιμωρούμενος», να αποφεύγει τη μετάφραση ποιητών με τους οποίους τον συνδέει «ιδιοσυγκρασιακή αγχιστεία», γιατί «υπάρχει κίνδυνος να θολώσει τους συγγενείς ποιητές με τους προσωπικούς ποιητικούς [τ]ου τρόπους» (38-39). 557 Η θέση αυτή του Βαρβέρη παρουσιάζει πράγματι μια νέα πτυχή, διαφορετική από όσες έχουν ήδη συζητηθεί για το συγκεκριμένο ζήτημα και δίνει μια νέα διάσταση σχετικά με την επιρροή των «συγγενειών» στο τελικό μεταφραστικό αποτέλεσμα. Δεν παύει, παρ’ όλα αυτά, να θυμίζει την άποψη του Max Jacob, η οποία παρατέθηκε παραπάνω, αλλά και τη δήλωση του Σεφέρη σχετικά με τον Eliot και την ανησυχία του για ενδεχόμενη ταύτιση του έργου τους και αμφισβήτηση της πρωτοτυπίας του προσωπικού του έργου. Διαφορετικές είναι επίσης οι απόψεις ελλήνων ποιητών-μεταφρα– στών σχετικά με τον καταλληλότερο μεταφραστή ποίησης – εάν θα πρέπει, δηλαδή, να μεταφράζουν ποίηση μόνο ποιητές ή όχι. Εάν ληφθεί υπό554
Ο Στρατής Πασχάλης, λ.χ., δηλώνει ότι «[μ]εταφράζ[ει] ένα έργο γραμμένο σε ξένη … γλώσσα …γιατί νιώθ[ει] να [τον] συνδέει μαζί του μια παράξενη συγγένεια» [για περισσότερες πληροφορίες βλ. στο Πασχάλης, Στρατής. «Τι Είναι Μετάφραση;» Μανδραγόρας 20-21 (1999): 30. Τυπ.]. 555 Βλ. σχετικά στο Βαλερύ, Το Θαλασσινό Κοιμητήριο 7· και στο Βαγενάς 21-22. 556 Παγουλάτος, Αντρέας. «12 Προτάσεις για τη Μετάφραση.» Μανδραγόρας 20-21 (1999): 4. Τυπ. 557 Τις ενοχές του μεταφραστή και το αίσθημα «αυτοτιμωρίας» που τον διακατέχει θίγει και ο Αντώνης Δεκαβάλλες (υπό διαφορετική οπτική γωνία), ο οποίος δηλώνει: «Ἡ ποιητικὴ μετάφραση εἶναι ἀπὸ μιὰν ἄποψη ἕνα “ἰδιότυπο ἔγκλημα”, μὲ ἠθικὸ αὐτουργὸ τὴ γοητεία τοῦ πρωτότυπου κειμένου πάνω στὸν μεταφραστή του, ποὺ λαχταρᾶ νὰ τὸ ἐγκολπωθεῖ, νὰ τὸ ἀφομοιώσει στὴ γλώσσα του. Εἶναι στιγμὲς ποὺ ὁ συνειδητὸς κι εὐσυνείδητος μεταφραστὴς νιώθει ἔνοχος δοκιμάζοντας τὶς δυνατότητές του καὶ τὶς δυνατότητες τῆς γλώσσας του νὰ δεχτεῖ ὅσο γίνεται ἀλώβητο τὸ ξένο σῶμα, νιώθει σὰν αὐτοτιμωρούμενος γιὰ ὅ,τι ἀποπειράθηκε, ἐλπίζοντας σὲ μιὰ ἐξιλέωση στὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα, τὴ “μετεμψύχωση” τοῦ κειμένου» (Τέσσερα Κουαρτέτα 32).
285
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ψη το γεγονός ότι έως και το 1974 μόνο ο Ελύτης είχε πάρει ανοιχτά σαφή θέση για το ζήτημα αυτό, τουλάχιστον όπως προκύπτει από την παρούσα έρευνα, υποστηρίζοντας ότι θα ήταν προτιμότερο ο μεταφραστής ποίησης να είναι και ο ίδιος ποιητής, τότε η αναζήτηση περισσότερων απόψεων στον ελληνικό χώρο από το 1975 και μετά αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Σε σύμπνοια με τον Ελύτη, ο Νίκος Φωκάς θεωρεί «πρώτη προϋπόθεση … νά εἶναι ὁ μεταφραστής ποιητής ὁ ἴδιος» («Ἡ Μετάφραση ὡς Πρωτότυπο καί ὡς Βοήθημα» 222). Ο Χριστόφορος Λιοντάκης, ωστόσο, αντιτίθεται στην άποψη αυτή, τονίζοντας ότι «δεν πιστεύ[ει] ὅτι ὅλοι οἱ ποιητές εἶναι ὑποχρεωτικά καί καλοί μεταφραστές ἤ ὅτι δέν ὑπάρχουν δόκιμες ποιητικές μεταφράσεις ἀπό μή ποιητές» (8). Από την άλλη πλευρά, ο Νάσος Βαγενάς υποστηρίζει ότι «κάθε μεταφραστὴς εἶναι καὶ ποιητής, ἀδιάφορο ἂν δὲν ἔχει γράψει πρωτότυπα ποιήματα» (45)· μια άποψη η οποία βρίσκει σύμφωνο, ως ένα βαθμό, και το Χάρη Βλαβιανό 558 και η οποία δεν είχε διατυπωθεί από προγενέστερούς τους έλληνες ποιητέςμεταφραστές. Κοινό στοιχείο των περισσότερων ελλήνων ποιητών-μεταφραστών μετά το 1974 είναι η επιθυμία τους (και ενδεχομένως ένα αίσθημα υποχρέωσης) να ενημερώσουν το αναγνωστικό κοινό για το στόχο τους ως μεταφραστών, ο οποίος καθορίζει τη μεταφραστική τους προσέγγιση και χαρακτηρίζει το τελικό αποτέλεσμα. Σύμφωνα με τις δηλώσεις τους, ο Αντρέας Καραντώνης (12) και ο Κλείτος Κύρου (7) στοχεύουν στη μετάδοση της δικής τους συγκίνησης στους συγχρόνους τους, παραπέμποντας στο μεταφραστικό στόχο του Παλαμά, ενώ ο Νίκος Φωκάς παρακινείται «από αγάπη για τον ποιητή και τον αναγνώστη» («Η Διπλή Μετάφραση» 27). Ακόμα, ο Αντρέας Καραντώνης559 και ο Χάρης Βλαβιανός 560 συμμερίζονται την επιθυμία τους να προσφέρουν στον αναγνώστη μια πρώτη γνωριμία με σημαντικούς ξένους ποιητές, όπως έκανε στο παρελθόν ο Βη558
Βλ. σχετικά στο Βλαβιανός, «Μεταφραστής: «Αδέξια Μέλισσα»;» Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο Βλαβιανός παραπέμπει άμεσα για το ζήτημα αυτό στο Βαγενά, αποδεικνύοντας πως ο διάλογος ελλήνων ποιητών-μεταφραστών είναι υπαρκτός και παραμένει ανοιχτός. 559 «ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἐξαιρέσεις κάποιων χτυπητὰ ἐπιτυχημένων μεταφράσεων, μιά, ἔστω καὶ καλούτσικη ἀπόδοση ἑνὸς ἀλλόγλωσσου ποιητῆ, θὰ μποροῦσε νὰ χρησιμέψει σὰν πρώτη καὶ πρόχειρη, ὅμως ἀναγκαία, γέφυρα ἐπικοινωνίας καὶ πρώτης γνωριμιᾶς μὲ ξένους ποιητές, ποὺ πιθανὸν νὰ μέναμε μόνο μὲ τὴ γνώση τοὺ ὀνόματός τους» (15). 560 Βλ. στο Βλαβιανός, «Η Μετάφραση είναι Χειρονομία Αγάπης».
286
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 | Γενικά Συμπεράσματα
λαράς, ο Πολυλάς, ο Μαβίλης και ο Ελύτης. Αντίθετα, η Έλενα Νούσια 561 και ο Θανάσης Χατζόπουλος 562 έχουν προσωπικούς στόχους, μέρος των οποίων είναι η εξέλιξή τους ως λογοτεχνών. Τέλος, ο Αντρέας Παγουλάτος (5), ο Γιάννης Βαρβέρης (38) και ο Στρατής Πασχάλης (30-31) αντιμετωπίζουν τη μετάφραση ως άσκηση για το πρωτότυπό τους έργο, και συμμερίζονται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τη στάση των περισσότερων κύριων εξεταζόμενων εδώ ελλήνων ποιητών του 19ου και 20ού αιώνα, παρότι, όπως αναφέρθηκε ήδη, δεν το είχαν δηλώσει ρητά. Αποδεικνύεται, εν κατακλείδι, από τη σύντομη αυτή αναφορά σε βασικές θέσεις που διατύπωσαν ορισμένοι έλληνες ποιητές-μεταφραστές από το 1975 έως και σήμερα ότι δεν τους διχάζουν μεταφρασεολογικά ζητήματα στο βαθμό που παρατηρείται ότι συνέβαινε στην περίπτωση προγενέστερών τους ποιητών-μεταφραστών, παρότι τα παγιωμένα δίπολα αποτελούν σαφέστατα μέρος του στοχασμού τους. Παρ’ όλα αυτά, ζητήματα όπως η ιδιότητα του μεταφραστή ποίησης και ο στόχος τους ως μεταφραστών τους απασχόλησαν πολύ περισσότερο από τους έξι έλληνες ποιητέςμεταφραστές του 19ου και 20ού αιώνα που αποτέλεσαν το επίκεντρο της παρούσας έρευνας. Σημαντική επίσης διαφορά αποτελεί η απουσία συζήτησης περί μετάφρασης και κατάλληλου γλωσσικού τύπου από μεταγενέστερους έλληνες ποιητές-μεταφραστές. Φαίνεται πως η καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας του ελληνικού κράτους και της εκπαίδευσης συνέβαλλε στη λύση του διλημματικού ερωτήματος σχετικά με τη γλώσσα της μετάφρασης, το οποίο κυριάρχησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στις συζητήσεις περί μετάφρασης. 563 Παράλληλα, διατυπώθηκαν 561
Η Νούσια επισημαίνει ότι «έχ[ει] σε όλες … τις περιπτώσεις μιαν αίσθηση πως, διεισδύοντας σ’ αυτούς τους κόσμους που φθάνουν τόσο μακριά, θα μπορέσ[ει] ν’αγγίξ[ει] κατά κάποιον τρόπο τα όριά [της] και να προχωρήσ[ει] έτσι παρακάτω και στις δικές [της] ποιητικές προσπάθειες. Δηλαδή ένας ακόμη λόγος που μεταφράζ[ει] είναι ότι ως λογοτέχνης μαθαίν[ει] μεταφράζοντας» (16). 562 Ο Χατζόπουλος θεωρεί τη μετάφραση «μια πρόβα για να γράψ[ει] ίσως κάποτε με το δικό [τ]ου χέρι, και χωρίς να το οδηγεί κάποιος άλλος (εν προκειμένω ο μεταφραζόμενος συγγραφέας), όσα πάντα [τ]ου υπαγόρευε ο κόσμος γύρω [τ]ου» (35). 563 Αναφορά στη διαμάχη δημοτικής-καθαρεύουσας και στην επίδρασή της στις θέσεις ελλήνων ποιητών για τη μετάφραση κάνει και ο Αριστοτέλης Νικολαΐδης με αφορμή τη δήλωσή του Σεφέρη για την απόφασή του να μη μεταφράσει ούτε ένα από τα Τέσσερα Κουαρτέτα του Eliot λόγω των υφιστάμενων γλωσσικών περιορισμών. Ο Νικολαΐδης επισημαίνει και επιδοκιμάζει την αλλαγή σκέψης και στάσης για τη γλώσσα που χαρακτηρίζει τη γενιά ελλήνων ποιητών που ακολουθεί αυτή του Σεφέρη (11).
287
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
νέες θέσεις για ορισμένα ζητήματα, όπως π.χ. η μέθοδος της «διπλής απόδοσης» από το Νίκο Φωκά. Καταδεικνύεται, ωστόσο, ότι παραμένουν ισχυροί οι δεσμοί που τους ενώνουν με τους έξι ποιητές-μεταφραστές, και κυρίως με τον Παλαμά, το Σεφέρη και τον Ελύτη, στους οποίους και παραπέμπουν είτε έμμεσα είτε άμεσα (ακόμη και σε συζητήσεις στο πλαίσιο συμποσίων, ημερίδων για τη μετάφραση και την ποίηση, κτλ.), ενώ διαφαίνεται επιπλέον πως διατηρούν και μεταξύ τους έναν άτυπο διάλογο σε μια προσπάθεια ανανέωσης του ελληνικού θεωρητικού τοπίου της μετάφρασης. Γιατί, όπως τονίζει και ο Νίκος Φωκάς, είναι επιτακτική η αναθεώρηση των «δουλικ[ών] ἤ μαθητικ[ών] στάσε[ων] καί πρακτικ[ών] πού ἐπικρατοῦν παραδοσιακά στό χῶρο τῆς ἑλληνικῆς μετάφρασης» («Ἡ Μετάφραση ὡς Πρωτότυπο καί ὡς Βοήθημα» 218). 4.3 Ελληνική Μεταφρασεολογική Σκέψη: Προεκτάσεις Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι σπουδαίοι έλληνες ποιητές των τελευταίων δύο αιώνων ασχολήθηκαν με μεγάλο ενδιαφέρον και προσοχή με τη μετάφραση της ποίησης και γνωρίζοντας ότι υπάρχει πλούσιο υλικό το οποίο δεν έχει αξιοποιηθεί, ούτε μελετηθεί ακόμα, 564 κρίνουμε πως είναι πλέον αναγκαία η διεξοδική διερεύνηση του έργου τους ως μεταφρασεολόγων-μεταφραστών. Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι μέρος της θεωρητικής σκέψης ελλήνων ποιητών-μεταφραστών του 19ου (1810-) και 20ού αιώνα (-1974) αποτυπώνεται στο στοχασμό, την προβληματική και τις θέσεις μεταγενέστερων ελλήνων ποιητών-μεταφραστών, με αποτέλεσμα να μας δίνεται το δικαίωμα να επαληθεύσουμε την άποψη περί διαμόρφωσης ελληνικής μεταφρασεολογικής σκέψης για την ποιητική μετάφραση, η οποία αποτελείται και από ορισμένα διακριτά χαρακτηριστικά: α) σύνδεση μετάφρασης, γλώσσας και εγχώριας λογοτεχνικής παραγωγής, β) επιλογή απόδοσης έργων στην καθομιλουμένη της εποχής με στόχο την αναγνωσιμότητα των έργων και την εκπαιδευτική ωφέλεια του αναγνωστικού κοι564
Όπως ορθά είχε επισημάνει ο Henri Meschonnic, «η μετάφραση συμμετέχει στον αέναο μόχθο που αλλάζει τις λογοτεχνικές μορφές μιας κοινωνίας. Αλλά η τρέχουσα ιδεολογία και η διδασκαλία της λογοτεχνίας έχουν αποκρύψει και συνεχίζουν να αποκρύπτουν τη σημασία της μετάφρασης» (στο Γούτσος 279∙ για περισσότερες πληροφορίες για τις απόψεις του Meschonnic για τη μετάφραση βλ. στο Meschonnic, Henri. Pour la Poétique II. Épistémologie de l’Écriture Poétique de la Traduction. Paris: Gallimard, 1973. 410. Print.).
288
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 | Γενικά Συμπεράσματα
νού, γ) θεώρηση της μετάφρασης ως οργάνου πραγμάτωσης κοινωνικών και προσωπικών στόχων, και δ) προτίμηση διατήρησης του πνεύματος του πρωτοτύπου. 565 Δυστυχώς, στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας δεν γίνεται να επεκταθούμε στο ευρύ και πραγματικά ενδιαφέρον αυτό ζήτημα, το οποίο προσφέρεται για περαιτέρω διερεύνηση, αλλά ελπίζουμε ότι η παρούσα έρευνα θα αποτελέσει το έναυσμα για περισσότερες μελέτες στο μέλλον, ώστε να φωτιστούν και άλλες πτυχές του θεωρητικού λόγου που αναπτύχθηκε για τη μετάφραση της ποίησης στην Ελλάδα, οι οποίες παραμένουν ακόμη άγνωστες και είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη μεταφραστική πράξη. Γιατί, όπως δηλώνει και ο Νίκος Φωκάς, «ἡ μετάφραση σήμερα φαίνεται νὰ ἔχει ἀνάγκη ἀπό ... τήν ἐπικύρωση κάποιας θεωρίας» («Ἡ Μετάφραση ὡς Πρωτότυπο καί ὡς Βοήθημα» 217). Θα ήταν ωφέλιμο να μελετηθούν όλες οι καταγραμμένες θεωρητικές απόψεις για τη μετάφραση της ποίησης, ώστε να διαγραφεί πλήρως το ελληνικό θεωρητικό τοπίο της ποιητικής μετάφρασης. Κρίνουμε ότι θα μπορούσαν να διεξαχθούν έρευνες για κάθε έλληνα ποιητή/ελληνίδα ποιήτρια που ασχολήθηκε με τη μετάφραση, είτε διαγλωσσική είτε ενδογλωσσική, με αναλυτική εξέταση των μεταφράσεών τους σε επίπεδο μακρο- και μικροδομής και με ταυτόχρονη διερεύνηση των αντιλήψεών τους περί μετάφρασης. Άλλωστε, όπως αποδείχτηκε, η πράξη με το λόγο είναι αλληλένδετα και η εξέταση μεταφράσεων είναι ατελής δίχως τη μελέτη του θεωρητικού λόγου που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο της πραγματοποίησης αυτών των μεταφράσεων. Προτείνουμε, επίσης, να εξεταστούν μεταφράσεις των ίδιων ποιητικών έργων από διαφορετικούς έλληνες ποιητές-μεταφραστές, με συνεξέταση του κοινωνικοπολιτισμικού πλαισίου στο οποίο δημιουργήθηκαν, διερεύνηση των θέσεων των ποιητών-μεταφραστών και των παραγόντων που καθόρισαν το τελικό μεταφραστικό αποτέλεσμα, και καταγραφή της πρόσληψης και κριτικής αποτίμησής τους, ώστε να συγκεντρωθούν συμπεράσματα που θα αφορούν διαφορετικές πτυχές της ελληνικής ποιητικής μετάφρασης, τόσο ως διαδικασίας όσο και ως προϊόντος στον πολιτισμό-υποδοχής. Εάν ληφθεί υπόψη η θεώρηση της μετάφρασης ως ενός προϊόντος μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, θα είχε επίσης ενδιαφέρον να εξεταστεί πώς θα απέδιδαν οι ίδιοι ποιητές σήμερα τα έργα Τα δύο πρώτα στοιχεία αφορούν ως επί το πλείστον έλληνες ποιητές-μεταφραστές έως το 1974, ενώ τα ακόλουθα δύο αποτελούν κοινά χαρακτηριστικά της στάσης ελλήνων ποιητών-μεταφραστών των τελυταίων δύο αιώνων. 565
289
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΗΣΙΟΥ | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
που είχαν επιλέξει να μεταφράσουν, καθώς επίσης και εάν οι αντιλήψεις τους θα παρέμεναν ίδιες – ή εάν διαφοροποιούνταν, σε τί βαθμό και τί ήταν αυτό που προσδιόρισε την αλλαγή στάσης. Κρίνεται, τέλος, ότι θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η εξέταση θεατρικών μεταφράσεων και μεταφράσεων πεζών έργων από έλληνες λογοτέχνες, με παράλληλη αναζήτηση των απόψεών τους για το μεταφραστικό τους εγχείρημα, των πεποιθήσεών τους αναφορικά με κατάλληλες μεθόδους μεταφοράς λογοτεχνικών έργων στα νέα ελληνικά, καθώς και των προτάσεών τους για την αντιμετώπιση επιμέρους μεταφραστικών προβλημάτων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα μπορούσε να συγκεντρωθεί υλικό σχετικά με τη θεώρηση της λογοτεχνικής μετάφρασης εν γένει στον ελληνόγλωσσο χώρο και να συγκροτηθεί ένα ολοκληρωμένο θεωρητικό τοπίο της λογοτεχνικής μετάφρασης, καλύπτοντας ένα σημαντικό και αναπόσπαστο μέρος της ελληνικής μεταφρασεολογίας και νεοελληνικής λογοτεχνίας. Κλείνοντας, όπως αποδείχτηκε στην παρούσα έρευνα, η απουσία συλλογικού ενδιαφέροντος για τη μελέτη του θεωρητικού στοχασμού ελλήνων ποιητών-μεταφραστών δεν σημαίνει ότι δεν είναι σημαντικός ή άξιος προσοχής και έρευνας. Ίσα-ίσα, θεωρούμε ότι η ανάπτυξη σκέψης για τη μετάφραση της ποίησης προσέδωσε στη μεταφραστική πράξη των ποιητών τη θέση που της άξιζε, ακόμη και εάν οι ίδιοι οι ποιητές δεν είχαν συνειδητοποιήσει πλήρως τη σπουδαιότητα και την προσφορά του έργου τους ως μεταφρασεολόγων-μεταφραστών. Επιπλέον, είναι εμφανές ότι οι μεταφράσεις επηρέασαν, άμεσα ή έμμεσα, τον ποιητικό κανόνα της εποχής, έχοντας επηρεάσει πρωτίστως το πρωτότυπο έργων των ελλήνων ποιητών-μεταφραστών. Έχει ωριμάσει πλέον ο καιρός για να ασχοληθούν έλληνες μεταφρασεολόγοι κυρίως και μεταφραστές, και όχι όπως συνέβαινε μέχρι το πρόσφατο παρελθόν σχεδόν αποκλειστικά γλωσσολόγοι και φιλόλογοι (η έρευνα και εργασίες των οποίων είναι αναμφίβολα άκρως σημαντικές), με τη μεταφρασεολογία στη χώρα μας, να αντιμετωπιστεί η μεταφρασεολογία ως ξεχωριστός, αυτοδύναμος κλάδος και να μελετηθεί στο σύνολό του. Παραφράζοντας το Βαγενά, 566 θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι μια θεωρία της λογοτεχνίας που δεν περιλαμβάνει θεωρητικό
Όπως τονίζει ο Βαγενάς, «[μ]ιὰ ἱστορία τῆς λογοτεχνίας ποὺ δὲν περιλαμβάνει μεταφράσεις εἶναι ἐλλιπὴς ἱστορία. Μιὰ ποιητικὴ ἀνθολογία ποὺ δὲν περιλαμβάνει μεταφράσεις εἶναι ἐλλιπῆς ἀνθολογία» (91). 566
290
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 | Γενικά Συμπεράσματα
στοχασμό για τη μετάφραση είναι ελλιπής θεωρία. Το ότι καθυστέρησε η ανάπτυξη της μεταφρασεολογίας στην Ελλάδα δεν συνεπάγεται την αποσιώπηση των φωνών που ακούστηκαν και συνεχίζουν ν’ ακούγονται και της εξέλιξης που έχει αρχίσει να σημειώνεται. Πιστεύουμε ακράδαντα πως ήρθε η στιγμή να συμβάλλουμε με μελέτες και έρευνα στην προαγωγή της ελληνικής μεταφρασεολογικής σκέψης, μέρος της οποίας είναι φυσικά οι αντιλήψεις περί μετάφρασης του ποιητικού λόγου.
291
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ελληνόγλωσση Βιβλιογραφία Αγγελάτος, Δημήτρης. Το Αφανές Ποίημα του Διονύσιου Σολωμού: Η Γυναίκα της Ζάκυθος. Αθήνα: Βιβλιόραμα, 1999. Τυπ. Ἄγρας, Τέλλος. «Ὁ Καρυωτάκης καὶ οἱ Σάτιρες.» Στο Καρυωτάκης, Γ. Κωνσταντίνος. Ἅπαντα. Ἀθήνα: χ. ό., 1938. LXXXIX-CXXIX. Τυπ. ---. «Φιλολογικές Αναμνήσεις. Ένα Σκίτσο για τον Κώστα Θεοτόκη.» Φιλολογική Πρωτοχρονιά (1943): 95-101. Τυπ. Ἀθανασίου, Ἔφη. T. S. Eliot: Τέσσερα Κουαρτέττα. Τὸ Σημαντικότερο Ποίημα ὅλων τῶν Αἰώνων σαν Μήνυμα στόν Εἰκοστό. Ἀποκάλυψη τοῦ Μηνύματος. Ἀθήνα: χ.ό., 1978. Τυπ. Ἀθανασόπουλος, Βαγγέλης. Τό Ποιητικό Τοπίο τοῦ Ἑλληνικοῦ 19ου καί 20οῦ Αἰώνα. Α΄. Κάλβος–Σολωμός–Παλαμᾶς. Ἀθήνα: Ἐκδ. Καστανιώτη, 1995. Τυπ. Αθανασοπούλου, Αφροδίτη. «Για τις Ελληνικές Πηγές του Σολωμικού Διαλόγου.» ἡ λέξη 142 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1997): 868-881. Τυπ. Ἀλεξάνδρου, Ἄρης. «Τά Λογοτεχνικά Κείμενα δὲ «Λέγονται» σε Καμιά Γλώσσα (Ἕνα Γράμμα στήν Collette Lust).» ἡ λέξη 77 (Σεπτέμβρης ’88): 619620. Τυπ. Αλεξίου, Στυλιανός. «Σολωμικά.» Παλίμψηστον 3 (1986): 31-32. Τυπ. ---. επιμ. – εισαγ. Διονυσίου Σολωμού Ποιήματα και Πεζά. Αθήνα: Στιγμή, 1994. Τυπ. Ἀλέπης, Κούλης. Ἄνθη ἀπὸ Κήπους Ξένους. Ἀθήνα: Τὸ Ἑλληνικὸ Βιβλίο, 1964. Τυπ. Ἁμλέτος. Τραγῳδία Σαικσπείρου. Ἔμμετρος Μετάφρασις Ἰάκωβου Πολυλᾶ Μὲ Προλεγόμενα καὶ Κριτικὰς Σημειώσεις. Ἐν Ἀθήναις: Ἐκ τοῦ Τυπογραφείου Ἀδελφῶν Περρῆ, 1889. Τυπ. Ἁμλέτος. Τραγωδία Σαικσπείρου. Ἔμμετρος Μετάφρασις Ἰάκωβου Πολυλᾶ. Αθήνα: Ιδεόγραμμα, 2000. Τυπ. Ἀνδρεάδης, Μιχ. Ἀνδρέας. «Λαυρέντιος Μαβίλης. Βιογραφικὸν Σημείωμα.» Νέα Ἑστία 68.803 (Χριστούγεννα 1960): 50-56. Ἀνδριώτης, Π. Νικόλαος. «Ἡ Γλῶσσα τοῦ Παλαμᾶ.» Νέα Ἑστία 34.397 (Χριστούγεννα 1943): 229-277. Τυπ. Ἀνεμούδη-Ἀρζόγλου, Κρίστα. ἐπιμ. Ἀνέκδοτα Γράμματα τοῦ Ἀλέξανδρου Πάλλη. Ἀθήνα: Ἑταιρεία Ἑλληνικοῦ Λογοτεχνικοῦ και Ἱστορικοῦ Ἀρχείου, 1986. Τυπ.
293
Ἀντίνοος: Τραγωδία εἰς Πράξεις Πέντε. Παραφρασθεῖσα Ἐλευθέρως εε [sic] τοῦ Γερμανικοῦ του Paul Heyse καὶ ἐκ τῶν Ἐνόντων Λυρικαί Ποιήσεις Βραβευθεῖσαι ἐν τῷ Συναγωνισμῷ τοῦ 1866, υπὸ Ἀγγέλου Σ. Βλάχου. Ἐν ἈΘήναις: Τύποις Δ. Κτενά καὶ Π. Σούτσα, 1866. Τυπ. Αρανίτσης, Ευγένιος. «Οι Μεταφράσεις της Αποκάλυψης.» Ελευθεροτυπία (27.9.1995): 34. Τυπ. Αργυρίου, Αλέξης. Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας. Τόμ. Β΄. Αθήνα: Εκδ. Καστανιώτη, 2002. Τυπ. Ashbery, John. Αὐτοπροσωπογραφία σε Κυρτό Κάτοπτρο. Μτφρ. Χάρης Βλαβιανός. Αθήνα: Εκδ. Νεφέλη, 1999. Τυπ. Βαγενάς, Νάσος. Η Γενεαλογία της «Κίχλης», Αθήνα: χ.ό., 1974. Τυπ. ---. Ποίηση και Μετάφραση. Αθήνα: Στιγμή, 1989. Τυπ. ---. επιμ. Νεοελληνικά Μετρικά. Ρέθυμνο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1991. Τυπ. ---. επιμ. Οι Ωδές του Κάλβου. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1992. Τυπ. ---. «Ὁ Ποιητής ὡς Κριτικός. Ὁ Ἀλέξανδρος Σοῦτσος, ὁ Παλαμᾶς καί ἡ Ποίηση τοῦ Κάλβου.» Τό Δέντρο 67-68 (4-5.1992): 50-74. Τυπ. ---. «Νεοελληνική Αποκάλυψη.» Το Βήμα (11.6.1995): 38. Τυπ. ---. επιμ. Η Ελευθέρωση των Μορφών. Η Ελληνική Ποίηση από τον Έμμετρο στον Ελεύθερο Στίχο (1880-1940). Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 1996. Τυπ. ---. Ὁ Ποιητὴς καὶ ὁ Χορευτής. Μιὰ Ἐξέταση τῆς Ποιητικῆς καὶ τῆς Ποίησης τοῦ Σεφέρη. 7η ἔκδ. Ἀθήνα: Κέδρος. 1996. Τυπ. ---. «Προϋποθέσεις της ‘Δεύτερης Γραφής’.» Εισαγωγή στην Ποίηση του Ελύτη. Επιμ. Mario Vitti. 1999. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2000. 209-216. Τυπ. Βάλβης, Σταμάτης. Δ. «Περὶ Μεταφράσεως Ποιητῶν.» Φιλολογικὰ Μελετήματα. Ἐν ἈΘήναις: Ἐκ τοῦ Χρωμοτυπογραφείου Α. Κοντογόνη, 1890. Web. 09 Aug. 2009. Βαλερύ, Πώλ. Το Θαλασσινό Κοιμητήριο. Μτφρ. Κώστας Λάνταβος. Αθήνα: Εκδ. Αρμός, 2008. Τυπ. Βαλέτας, Γεώργιος. ἀναστ. Πολυλᾶς. Ἅπαντα. Τὰ Λογοτεχνικὰ καὶ Κριτικὰ. Ἀθήνα: Πηγὴ, 1950. Τυπ. ---. επιμ. Άπαντα. Εφταλιώτης Αργύρης. Αθήνα: Πηγή, 1952. Τυπ. ---. Ιωάννης Γρυπάρης. Άπαντα: Τα Πρωτότυπα με τα Μικρά Μεταφράσματα. Αθήνα: Πηγή, 1952. Τυπ. ---. Ιωάννης Γρυπάρης. Ο Πρώτος Μετασολωμικός: Βίος, Έργο, Εποχή. Αθήνα: Πηγή, 1970. Τυπ.
294
---. «Τὸ Μεταφραστικὸ Ἔργο τοῦ Ἐλύτη.» Αἰολικὰ Γράμματα Η΄ 43-44 (ΓενάρηςἈπρίλης 1978): 133. Τυπ. Βαρβέρης, Γιάννης. «‘Αυτοτιμωρούμενοι’ Μεταφραστές.» Μανδραγόρας 20-21 (1999): 38-39. Τυπ. Βαρβιτσιώτης, Τάκης. Ποιήματα Stéphane Mallarmé. Ἀθήνα: Ἐκδ. Ἁρμός, 1999. Τυπ. Βάρναλης, Κώστας. «Μ. Μαλακάσης.» Νέα Ἑστία 33.384 (1 Ἰουνίου 1943): 733734. Τυπ. Baudelaire, Charles. Εικοσιοκτώ Ποιήματα. Επιλ.-μτφρ. Κλέων Παράσχος. Αθήνα: Εκδ. Γαβριηλίδη, 1999. Τυπ. Βελουδής, Γιώργος. «Διονύσιος Σολωμός – Εθνικός, Ευρωπαίος, Οικουμενικός.» Το Βήμα, Νέες Εποχές (10-5-1998): 4. Τυπ. ---. «Το Ποιητικό Έργο του Σολωμού. Τα Πρώτα Ιταλικά Ποιήματα, η Πατριωτική Ποίηση της Ζακυνθινής Νιότης, ο Ώριμος Ποιητής-Φιλόσοφος.» Η Καθημερινή (24 Μαΐου 1998): 12-15. Τυπ. ---. «Ο Σολωμός Ποιητής Εθνικός, Ευρωπαίος, Οικουμενικός.» Κριτικά στο Σολωμό: Κριτικά, Φιλολογικά, Ερμηνευτικά. Αθήνα: Εκδ. Δωδώνη, 2000. Τυπ. Berman, Antoine. Η Μετάφραση και το Γράμμα ή το Πανδοχείο του Απόμακρου. Μτφρ. Σεσίλ Ιγγλέση-Μαργέλλου. Αθήνα: Μεταίχμιο, 2002. Τυπ. Berschin, Walter. Ελληνικά Γράμματα και Λατινικός Μεσαίωνας. Aπό τον Iερώνυμο ως τον Nικόλαο Σοφιανό. Μτφρ. Δημήτριος Ζ. Νικήτας. Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 1998. Τυπ. Βηλαρα, Γιανη. Η Ρομεηκη Γλοσα. Στην Τηπογραφηα τον Κορφον, 1814. Τυπ. ---. Ποιήματα καὶ Πεζά. Κέρκυρα: Ἐκδοθέντα παρὰ Ἀθανασίου Πολίτου, 1827. Τυπ. ---. Ἅπαντα Ἰωάννου Βηλαρᾶ. Ἤτοι Ποιήματα καὶ Πεζὰ Τινα. Ὑπὸ Σεργίου Χ. Ῥαφτάνη. Ἐν Ζακύνθῳ: Ἐκ τοῦ Τυπογραφίου Παρνασσός, 1871. Τυπ. ---. Ποιήματα Ἰωάννου Βηλαρᾶ. Ἐκδίδονται Ἐπιστασία Ἀντωνίου Μανούσου. Ἐν Ἀθήναις: Τύποις καί Ἀναλώμασι Π. Δ. Σακελλαρίου, 1888. Τυπ. ---. «‘Φιλολογικὲς γραφὲς’ τοῦ Ψαλίδα καὶ τοῦ Βηλαρᾶ.» Νέα Ἑστία 94.1115 (Χριστούγεννα 1973): 79-86. Τυπ. ---. Ποιήματα. Φιλολ. Επιμ. Γιώργος Ανδρειωμένος. Αθήνα: Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 1995. Τυπ. Βλαβιανός, Χάρης. «Η Μετάφραση Είναι Χειρονομία Αγάπης.» Ελευθεροτυπία 3.3.2006. Web. 28 Dec. 2010. ---. «Μεταφραστής: ‘Αδέξια Μέλισσα’;» Απηλιώτης. Σεπτέμβριος 2010. Web. 19 Dec. 2010. Βλαχογιάννης, Γιάννης. «Γιὰ τὴ Μελέτη τῆς Ἐθνικῆς Γλώσσας. Η Φηλολογηκες Γραφες του Βηλαρα.» Προπύλαια Α΄ (1900-1908): 177-219. Τυπ.
295
Βλάχος, Ἄγγελος. «Ὁ Νέος Κριτικός.» Παράρτημα τῆς Ἑστίας, 1877. 48-49. Τυπ. ---. «Ὁ Νέος Κριτικός.» Βασική Βιβλιοθήκη. Νεοελληνική Κριτική. Επιμ. Διον. Ζακυθηνός, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος και Ε. Παπανούτσος. Τόμ. 42. Αθήνα: Εκδ. Αετός, 1956. 113-141. Τυπ. Βουτιερίδης, Ηλίας. Νεοελληνική Στιχουργική. Ἐν Ἀθήναις: Ἰωάννης Κολλάρος & Σία, 1929. Τυπ. ---. Ἡ Ξένη Ἐπίδραση στὴ Νεοελληνικὴ Λογοτεχνία. Ἐν Ἀθήναις: Ἐκδοτικός Οἶκος Μιχ. Σ. Ζηκάκη, 1930. Τυπ. ---. Ο Ρυθμικός Λόγος στη Νεοελληνική Λογοτεχνία. 2η έκδ. Αθήνα: χ. ό., 1971. Τυπ. Γαραντούδης, Ευριπίδης. «Παρατηρήσεις για τη Στιχουργική Μορφή των Μεταφράσεων του Σαίξπηρ από τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη.» Πόρφυρας 57-58 (Απρίλιος-Σεπτέμβριος 1991): 435-445. Τυπ. ---. «Η Μετρική Θεωρία του Παλαμά.» Επιμ. Βαγενάς, Νάσος. Νεοελληνικά Μετρικά. Ρέθυμνο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 1991. 158-191. Τυπ. ---. «Η Μεταφραστική Αντίληψη του Ιάκωβου Πολυλά και οι Αποδόσεις του Ποιητικών Κειμένων της Κλασικής Λογοτεχνίας.» Πόρφυρας 84-85 (Γενάρης-Μάρτης ’98): 481-502. Τυπ. ---. «Ο Ιάκωβος Πολυλάς, οι Σύγχρονοι και οι Νεώτεροι του Επτανήσιοι. Συνέχεια και Ρήξη.» Πόρφυρας 84-85 (Γενάρης-Μάρτης ’98): 249-259. Τυπ. ---. «Ένας Σημαντικός Λησμονημένος Ποιητής-Μεταφραστής.» Η Καθημερινή (30.01.2001). Web. 18 Nov. 2009. ---. Οι Επτανήσιοι και ο Σολωμός. Όψεις μιας Σύνθετης Σχέσης (1820-1950). Αθήνα: Εκδ. Καστανιώτη, 2001. Τυπ. ---. επιμ.-ανθολ. Η Ελληνική Ποίηση του 20ού Αιώνα. Μια Σύγχρονη Ανθολογία. Αθήνα: Μεταίχμιο, 2008. Τυπ. Cary, Edmond. «Η Μετάφραση Είναι Εφικτή;» Μτφρ. Κατερίνα Σουμπασάκου. ἡ λέξη 56 (Ἰούλιος Αὔγουστος 1986): 794-797. Τυπ. Γεμενάκης, Γιώργος. «Μετά τήν Ἀγγλία ... Πίσω στά Χειρόγραφά μου.» Τά Νέα (27 Νοεμβρίου 1981). Στο Ἐλύτης, Ὀδυσσέας. Σύν τοῖς Ἄλλοις. 37 Συνεντεύξεις. Ἀθήνα: Ὕψιλον, 2011. 239-243. Τυπ. Γεροντικοῦ, Ἀρσένη. «Τὸ Μεταφραστικὸ Ἔργο τῆς Ἑπτανησιακῆς Σχολῆς.» Κερκυραϊκὰ Χρονικὰ 2 (1952): 31-33. Τυπ. Γιαλλούρης, Ἀντώνης. «Ἡ Λεωνόρα τοῦ Βύργκερ.» Βωμός. Χρόνος Α΄. 19 (1 Αὐγούστου 1919): 245. Τυπ. Γιατρομανωλάκης, Γιώργης. «Αποκάλυψη και οι Ποιητές. Διττή η Σχέση των Σεφέρη και Ελύτη με το Κείμενο του Ιωάννη.» Η Καθημερινή (Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 1995): 14-15. Τυπ.
296
---. «Μεταφραστική Θεωρία και Πρακτική του Σεφέρη.» Στο Σεφέρης, Γιῶργος. Μεταγραφές. Φιλολ. ἐπιμ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης. 2η ἔκδ. Ἀθήνα: Ἴκαρος, 2000. 227-326. Τυπ. Γιόζεφ, Αττίλα. Ποιήματα. Απόδ. Γιάννη Ρίτσου. 4η έκδ. Αθήνα: Κέδρος, 2005. Τυπ. Connolly, David. Μεταποίηση. 6 (+1) Μελέτες για τη Μετάφραση της Ποίησης. Αθήνα: Ύψιλον, 1997. Τυπ. ---. «Λογοτεχνική Μετάφραση: Σε τί Χρησιμεύει η Θεωρία;» Η Γλώσσα της Λογοτεχνίας και η Γλώσσα της Μετάφρασης. Πρακτικά Ημερίδας (24 Μαΐου 1997). Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 1998. 13-23. Τυπ. ---. «Τό Εἶδος τῆς Γραφῆς πού Δίνει τή Μικρότερη Ἱκανοποίηση: Ὁ Σεφέρης ὡς Μεταφρασεολόγος.» Ποίηση 22 (Φθινόπωρο-Χειμώνας 2003): 195-213. Τυπ. ---. «“Κάποια Βίδα στο Τέλος θα σε Μπερδέψει”: Ο Ελύτης ως Μεταφρασεολόγος.» Επιρροές του Ελύτη. Πρακτικά Συμποσίου (11-13 Νοεμβρίου 2011). Υπό έκδοση. Γούτσος, Διονύσης. Ο Λόγος της Μετάφρασης: Ανθολόγιο Σύγχρονων Μεταφραστικών Θεωριών. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2001. Τυπ. Γρόλλιος, Χ. Κωνσταντίνος. «Τὸ Μεταφραστικὸ Ἔργο τοῦ Κωνσταντίνου Θεοτόκη.» Νέα Ἑστία 94.1115 (Χριστούγεννα 1973): 290-322. Τυπ. ---. «Μια “Κερκυραϊκή” Ελεγεία του Τιβούλλου.» Δελτίον της Ἱονίου Ἁκαδημίας 2 (1986): 20-21. Τυπ. Cummings, E. Edward. 44. Μτφρ. Βασίλης, Αμανατίδης. Αθήνα: Νεφέλη, 2010. Τυπ. Δάλλας, Γιάννης. «Η Τελευταία Ιδεολογική Ζύμωση και η Γλωσσική Εμπειρία των Ωδών» στο Κάλβου, Ανδρέα. Οι Ψαλμοί του Δαβίδ. Αθήνα: Κείμενα, 1981. 7-73. Τυπ. ---. «Η Ποιητική του Σολωμού και του Κάλβου και η Διαμόρφωση της Εφτανησιακής Κριτικής.» Κεχαγιόγλου, Γιώργος. επιμ. Εισαγωγή στην Ποίηση του Σολωμού. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 1999. 291-304. Τυπ. ---. «Μια Ακόμα Μετάφραση της ‘Λεωνόρας’.» Πόρφυρας 91 (ΙούλιοςΣεπτέμβρης ’99): 63-70. Τυπ. ---. Κωνσταντῖνος Θεοτόκης. Κριτική Σπουδή μιας Πεζογραφικής Πορείας. Αθήνα: Σοκόλης, 2001. Τυπ. Δάντη, Ἀλιγκιέρη. Ἡ Κόλασις. Ἔμμετρη Μετάφρασις καὶ Σχόλια Γεωργίου Καλοσγούρου. Ἐν Ἀθήναις: Ἑλευθερουδάκης, 1923. Τυπ. ---. Ἡ Θεία Κωμωδία: Κόλαση–Καθαρτήρι–Παράδεισος. Ἔμμετρη Μετάφραση Νίκου Καζαντζάκη. Αθήνα: Εκδ. Καζαντζάκη, 1998. Τυπ. Δασκαλόπουλος, Δημήτρης. επιμ. Εισαγωγή στην Ποίηση του Σεφέρη. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1996. Τυπ.
297
Δαφνῆ, Κώστα. «Προλεγόμενα.» στο Δεντρινοῦ, Εἰρήνη. Ἡ Κερκυραϊκὴ Σχολὴ. Κέρκυρα: χ. ό., 1953. 5-11. Τυπ. ---. επιμ.-εισαγ.-σχόλ. «Καλοσγούρου Γεωργίου Κριτικά Κείμενα.» Κερκυραϊκά Χρονικά 18 (1986): 103-122, 106. Τυπ. Δεκαβάλλες, Αντώνης. Ὁ Ἐλύτης ἀπὸ τὸ Χρυσὸ ὣς τὸ Ἀσημένιο ποίημα. Αθήνα: Κέδρος, 1988. Τυπ. ---. Θ. Σ. Ἔλιοτ. Τέσσερα Κουαρτέτα (Ἀπόδοση – Εἰσαγωγικὰ Δοκίμια καὶ Σχόλια). 2η ἔκδ. Ἀθήνα: Ἐκδ. Καστανιώτη, 1992. Τυπ. Δὲ Μέντος, Φραγκίσκος. «Ἀνδρέας Θεοτόκης.» Παρνασσός 11.7 (1888): 436-439. Τυπ. Δεντρινού, Ειρήνη. επιμ. Τα Έργα του Νίκου Κογεβίνα (Γλαύκου Ποντίου). Αθήνα: Τυπογραφείο Εστία, 1916. Τυπ. Δημαράς, Θ. Κωνσταντίνος. Επτά Κεφάλαια για την Ποίηση. Κεφ. 2. Τὰ Νέα Γράμματα 1 (1935): 276-285. Τυπ. ---. «Σημειώσεις στον Διάλογο του Σολωμού.» Αγγλοελληνική Επιθεώρηση 3 (1948): 272-275. Τυπ. ---. «Τὸ ‘Ἄσμα Ἀσμάτων’.» Τὸ Βῆμα (15.7.1966): 1-2. Τυπ. ---. «Μεταφραστική Τεχνικὴ.» Τὸ Βῆμα (22.7.1966): 1-2. Τυπ. ---. «Ἡ Ἀποκάλυψη.» Τὸ Βῆμα (3.2.1967): 1-2. Τυπ. ---. Ελληνικός Ρωμαντισμός. Αθήνα: Ερμής, 1985. Τυπ. ---. Νεοελληνικός Διαφωτισμός. 5η έκδ. Αθήνα: Ερμής, 1989. Τυπ. ---. «Ποίηση και Πρόζα.» Δοκίμιο για την Ποίηση. Αθήνα: Εκδ. Νεφέλη, 1990. 35-40. Τυπ. ---. Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας. Ἀπὸ τὶς Πρῶτες Ρίζες ὣς τὴν Ἐποχή μας. 9η έκδ. Αθήνα: Ἴκαρος, 2000. Τυπ. Ἔλιοτ, Θ. Στερν. Ἡ Ἔρημη Χώρα. Μτφρ. Γιῶργος Σεφέρης. 4η ἔκδ. Ε’ Ἀνατ. Ἀθήνα: Ἴκαρος, 2000. Τυπ. ---. Ποιήματα. Μτφρ. Παυλίνα Παμπούδη. Αθήνα: Printa, 2002. Τυπ. ---. Τέσσερα Κουαρτέτα. Μτφρ. Χάρης Βλαβιανός. 2η έκδ. Αθήνα: Εκδ. Πατάκη, 2012. Τυπ. Ἐλύτης, Ὀδυσσέας. «Paul Éluard. Ποιήματα Ι-ΙΧ.» Τὰ Νέα Γράμματα 2 (Μάρτης 1936): 232-236. Τυπ. ---. «Paul Éluard. Une Seule Vision Variée à l’ Infini.» Τὰ Νέα Γράμματα 2 (Μάρτης 1936): 227-232. Τυπ. ---. «Paul Éluard. Από το Δημόσιο Ρόδο». Τὰ Νέα Γράμματα 2 (Νοέμβρης 1936): 854-860. Τυπ. ---. «Pierre Jean Jouve.» Νέα Γράμματα 4 (Ὀκτώβρης-Δεκέμβρης 1938): 758-759. Τυπ. ---. “Federico Garcia Lorca.” Τετράδιο Πρῶτο (Ἄνοιξη 1945): 22-27. Τυπ.
298
---. «Ἑπτὰ Ποιήματα.» Νέα Ἑστία 43.494 (1 Φεβρουαρίου 1948): 137-141. Τυπ. ---. «Ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης Μιλᾶ γιά τήν Ποίησή του (Μιά συνέντευξη στό περιοδικό BOOKS ABROAD Ἀθήνα, Μάρτιος 1975).» Ἀπόδ. Στ. Μπεκατώρος. Το Δέντρο 4 (Σεπτέμβρης-Ὀκτώβρης 1978): 141-153. Τυπ. ---. Ανοιχτά Χαρτιά. 2η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος, 1982. Τυπ. ---. «Μιά Συνομιλία τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη μέ τόν Ἀντώνη Φωστιέρη καί τόν Θανάση Νιάρχο.» ἡ λέξη 29-30 (Νοέμβρης-Δεκέμβρης ’83): 1024-1025. Τυπ. ---. Τὰ Ρῶ τοῦ Ἔρωτα. 3η ἔκδ. Αθήνα: Ὕψιλον, 1986. Τυπ. ---. Ἐν λευκῷ. Αθήνα: Ίκαρος, 1992. Τυπ. ---. Δεύτερη Γραφή. 1974. Αθήνα: Ίκαρος, 2007. Τυπ. ---. «Τρεις Ανέκδοτες Επιστολές του Οδυσσέα Ελύτη.» Η Καθημερινή (Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 1993): 18-19. Τυπ. ---. Σύν τοῖς Ἄλλοις. 37 Συνεντεύξεις. Ἀθήνα: Ὕψιλον, 2011. Τυπ. Fernández, Victoria. «Ἕνα Νόμπελ Ἀνάμεσα στόν Πόλεμο, στήν Ἐπανάσταση, στήν Ἐλευθερία...». Στο Ἐλύτης, Ὀδυσσέας. Σύν τοῖς Ἄλλοις. 37 Συνεντεύξεις. Ἀθήνα: Ὕψιλον, 2011. 213-217. Τυπ. Ζαβίρας, Γεώργιος. Νέα Ἑλλὰς ἢ Ἑλληνικὸν Θέατρον. Ἀθήνα: Ἔκδ. Γ. Κρέμου, 1872. 242-244. Τυπ. Ζενάκος, Λεωνίδας. «Ἡ Ἐπιστροφή τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη.» Τό Βῆμα (18 Ἀπριλίου 1972). Στο Ἐλύτης, Ὀδυσσέας. Σύν τοῖς Ἄλλοις. 37 Συνεντεύξεις. Ἀθήνα: Ὕψιλον, 2011. 83-91. Τυπ. Ζουμπούλη, Μαρία-Δέσποινα. «Ἰωάννης Βηλαρᾶς: Ὁ Ποιητὴς καὶ τὸ Κλίμα τῆς Δημιουργίας.» Νέα Ἑστία 134.1594 (1 Δεκεμβρίου 1993): 1592. Τυπ. Ζώρα, Θ. Γεώργιου. Ἑπτανησιακὰ Μελετήματα. Τόμ. Β΄. Ἐν Ἀθῆναι: χ. ό., 1959. Τυπ. ---. Ἑπτανησιακὰ Μελετήματα. Τόμ. Α΄. Ἀθῆναι: χ.ό., 1960. Τυπ. Ἠλιοπούλου, Ἰουλίτα. «Ποιητές καί Ζωγράφοι στή Μεταπολεμική Γαλλία.» Ἀντί (23 Ἀπριλίου-14 Μαΐου 1992). Στο Ἐλύτης, Ὀδυσσέας. Σύν τοῖς Ἄλλοις. 37 Συνεντεύξεις. Ἀθήνα: Ὕψιλον, 2011. 301-329. Τυπ. «Ἡ Ὑπατία τοῦ Λεκὸντ Δελὶλ. Ἡ Μετάφρασις τοῦ κ. Κωστῆ Παλαμᾶ.» Ἄστυ ἔτ. Ι΄. Περίοδος Β΄ (Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 1894): 1-2. Τυπ. Θέρος, Άγις. «Δύο Ποιήματα τοῦ Federico Garzia Lorca.» Επιθεώρηση Τέχνης (Δεκέμβριος 1955): 446. Τυπ. Θωμαΐδου-Μώρου, Μάρθα. Έρευνες σε «Πηγές» των Ποιημάτων του Σεφέρη. Διδακτορική Διατριβή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη 2003. Τυπ. Ιβάνοβιτς, Βίκτωρ. Μεταφρασεολογικά. Αθήνα: Διώνη, 2004. Τυπ. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. 1998. Τυπ.
299
Ἰντιάνος, Ἀντώνης. «Τὸ Μεταφραστικὸν Ἔργο τοῦ Μαβίλη.» Κυπριακὰ Γράμματα, ἔτ. Α΄. 4 (Νοέμβριος 1934): 113-114. Τυπ. Ivask, Ivar. «Ἀναλογίες Φωτός.» Στο Ἐλύτης, Ὀδυσσέας. Σύν τοῖς Ἄλλοις. 37 Συνεντεύξεις. Ἀθήνα: Ὕψιλον, 2011. 111-129. Τυπ. Καβάφης, Π. Κωνσταντίνος. Πεζά. Αθήνα: Φέξη, 1963. Τυπ. ---. Τὰ Πεζὰ (1882-1931). Φιλολογ. επιμ. Μιχάλης Πιερής. Αθήνα: Ίκαρος, 2003. Τυπ. Καγιαλής, Τάκης. «Λογοτεχνία Δική Μας και Ξένη.» Το Βήμα 28 Νοεμβρίου 1993. Τυπ. ---. «Ο Μακρυγιάννης του Σεφέρη.» Μοντερνισμός και Ελληνικότητα. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1997. Τυπ. ---. «Η Μετάφραση της Ποίησης στον Μοντερνισμό: Κέντρο και Περιφέρεια.» Η Γλώσσα της Λογοτεχνίας και η Γλώσσα της Μετάφρασης. Πρακτικά Ημερίδας (24 Μαΐου 1997). Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 1998. 47-67. Τυπ. ---. Η Επιθυμία για το Μοντέρνο. Δεσμεύσεις και Αξιώσεις της Λογοτεχνικής Διανόησης στην Ελλάδα του 1930. Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2007. Τυπ. Καζαντζάκης, Νίκος. «Σύγχρονη Ισπανική Ποίηση – VI. Frederico [sic] Garcia Lorca.» Ο Κύκλος (Αὔγούστος-Σεπτέμβρης 1933): 237-244. Τυπ. ---. Ὁμήρου Ἰλιάδα. Μτφρ. Νίκου Καζαντζάκη καὶ Ἰωάννη Κ. Κακριδὴ. Ἀθήνα: Τυπογραφεῖον Ρόδη, 1976. Τυπ. ---. «84 Γράμματα τοῦ Καζαντζάκη στὸν Κακριδή» Νέα Ἑστία 102.1211 (Χριστούγεννα 1977): 25. Τυπ. Καιροφύλας, Κώστας. Σολωμοῦ Ἀνέκδοτα Ἔργα. Ἀθῆναι: Ἐκδ. Παρθενών, 1967. Τυπ. Κακναβάτος, Έκτωρ. «Η Περιπέτεια της Μετάφρασης.» Μετάφραση ’95 1 (Σεπτέμβριος 1995): 114-124. Τυπ. Κακριδής, Ιωάννης. Το Μεταφραστικό Πρόβλημα. 2η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος, 1948. Τυπ. ---. «Ἡ Μετάφραση τῆς Ἰλιάδας.» Καινούρια Ἐποχή (Χειμώνας 1956): 17-64. Τυπ. Κάλβου, Ανδρέα. Οι Ψαλμοί του Δαβίδ. Αθήνα: Κείμενα, 1981. Τυπ. Καλοσγοῦρος, Γεῶργιος. «Ἁμλέτος. Τραγωδία Σαιξπείρου: Μετάφρασις Ἰάκωβου Πολυλᾶ. Μὲ Προλεγόμενα καὶ Κριτικὰς σημειώσεις». Παρνασσός 13.9 (1890): 502-558. Τυπ. ---. Κριτικαὶ Παρατηρήσεις Περὶ τῆς Μεταφράσεως τοῦ Ἁμλέτου (Ι. Πολυλᾶ). Ἐν Ἀθήναις: Τυπογραφεῖον Α. Παπαγεωργίου, 1891. Τυπ. ---. «Προλεγόμενα εἰς τοὺς “Τάφους”.» Στο Φώσκολου, Οὕγου. Οἱ Τάφοι. Μτφρ. Γεώργιου Καλοσγούρου. Ἐν Ἀθήναις: Ἐκδοτικός Οἶκος “Ἑλευθερου– δάκης”, 1927. 102-134. Τυπ.
300
Καραβασίλης, Γιώργος. Ποιήματα τοῦ Πὼλ Ἐλυὰρ. Ἀθήνα: Σπηλιώτης, 1978. Τυπ. Καραγιάννης, Βαγγέλης. ἐπιμ.–παρουσ. Ὀγδόντα Ἀνέκδοτα Γράμματα τοῦ Ἀργυρη Ἐφταλιώτη (1889-1907) πρός τόν Ἀλέξανδρο Πάλλη. Οἱ Ἀγῶνες τῶν Πρώτων Δημοτικιστῶν. Ἀθήνα: Ἑλληνικό Λογοτεχνικό καί Ἱστορικό Ἀρχείο, 1993. Τυπ. Καραγιώργου, Πάνου. «Οἱ Μεταφράσεις τῆς Ἑπτανησιακῆς Σχολῆς (Γραμματολογικὸ Διάγραμμα).» Δελτίον τῆς Ἰονίου Ἀκαδημίας. Τόμ. Β΄. Ἀφιέρωμα στὴ Μνήμη τοῦ Λίνου Πολίτη. Κέρκυρα: Κέντρον Ἐρεύνης καὶ Διεθνοῦς Ἐπικοινωνίας “Ἰόνιος Ἀκαδημία”, 1986. 319-333. Τυπ. ---. «Ο Κ. Θεοτόκης Μεταφραστής του Σαίξπηρ.» Πόρφυρας 80 (ΓενάρηςΜάρτης 1997): 267-276. Τυπ. ---. «Ο Πολυλάς Μεταφραστής του Σαίξπηρ.» Πόρφυρας 84-85 (Γενάρης-Μάρτης ’98): 503-507. Τυπ. ---. εισαγ.-ανθολόγ. Ποιητική Ανθολογία Επτανήσιων Μεταφραστών. Κέρκυρα: Έκδ. Δήμου Κερκυραίων, 1998. Τυπ. Καραλής, Βρασίδας. «Ο. Ελύτης. Ένα Χρόνο Μετά, Ευθύνη και Ευλογία.» Διαβάζω 372 (Μάρτιος 1997): 51-57. Τυπ. Καραντώνης, Ἀντρέας. «Λορέντσος Μαβίλης. Μια Γενική Ματιά στο Έργο του.» Νέα Ἑστία 68.803 (Χριστούγεννα 1960): 29-37. Τυπ. ---. «Ὁ Σεφέρης Μεταφραστὴς.» Νέα Ἑστία 92.1087 (1972): 1468-1476. Τυπ. ---. «Κωνσταντίνος Θεοτόκης.» Φυσιογνωμίες. Τόμ. Πρώτος. Αθήνα: Παπαδήμας, 1977. Τυπ. ---. «T. S. Eliot: ‘Τέσσερα Κουαρτέττα’. Μετάφραση καὶ Ἑρμηνευτικὸ Δοκίμιο Ἔφης Ἀθανασίου.» Νέα Ἑστία 108.1274 (1980): 1108-1111. Τυπ. ---. «T. S. Eliot: ‘Τέσσερα Κουαρτέττα’. Πρόλογος, Μετάφραση, Σημειώσεις Κούλας Κότσαπα.» Νέα Ἑστία 112.1322 (1982): 1035-1036. Τυπ. ---. Ἠχὼ. Αθήνα: Εκδ. Γνώση, 1982. Τυπ. ---. Εισαγωγή στη Νεότερη Ποίηση. Γύρω από τη Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση. Αθήνα: Δ. Ν. Παπαδήμας, 1990. Τυπ. ---. Γιά τόν Ὀδυσσέα Ἐλύτη. Μὲ 8 Εἰκόνες Ἐκτὸς Κειμένου. 3η ἔκδ. Ἀθήνα: Ἐκδ. Παπαδήμα, 1992. Τυπ. ---. Ὁ Ποιητής Γιῶργος Σεφέρης. Ἀθήνα: Παπαδήμας, 2000. Τυπ. Καράογλου, Χαράλαμπος. Η Αθηναϊκή Κριτική και ο Καβάφης: 1918-1924. Θεσσαλονίκη: χ.ό., 1985. Τυπ. Καρατζά, Κ. Σταμάτη, και Ερατοσθένη Γ. Καψωμένου. επιμ. Από την Αλληλογραφία των Πρώτων Δημοτικιστών, Ι. Γιάννη Ψυχάρη και Αργύρη Εφταλιώτη Αλληλογραφία. 716 Γράμματα (1890-1923). Ιωάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 1988. Τυπ.
301
Καρυωτάκης, Γ. Κωνσταντίνος. Ποιήματα καὶ Πεζὰ. Ἐπιμ. Γ. Π. Σαββίδης. Ἀθήνα: Ἑστία, 1998. Τυπ. Κασίνης, Γ. Κωνσταντίνος. «Γράμματα Ἰάκωβου Πολυλᾶ.» Νέα Ἑστία 104.1225 (15 Ἰουλίου 1978): 935-939. Τυπ. ---. Διασταυρώσεις. Μελέτες για το ΙΘ΄ και Κ΄ Αι. Αθήνα: Εκδ. Χατζηνικολή, 1998. Τυπ. ---. Οικονόμειος Μεταφραστικός Αγών. Αθήνα: Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφέλιμων Βιβλίων, 2003. Τυπ. ---. Διασταυρώσεις, Β΄ Μελέτες για το ΙΘ΄ και Κ΄ Αι. Αθήνα: Εκδ. Χατζηνικολή, 2005. Τυπ. Καταρτζής, Δημήτριος. Τα Ευρισκόμενα. Αθήνα: Ερμής, 1970. Τυπ. ---. “Σχέδιο ὅτ’ ἡ Ρωμαίικια Γλῶσσα... .” Δοκίμια. Επιμ. Κ. Θ. Δημαράς, Αθήνα: Ερμής, 1974. Τυπ. Κατσιγιάννη, Άννα. «Μορφικές Μεταρρυθμίσεις στην Ελληνική Ποίηση του Τέλους του 19ου και των Αρχών του 20ού Αιώνα (Συνοπτικό Διάγραμμα).» Παλίμψηστον 5 (Δεκέμβριος 1987): 159-175. Τυπ. ---. «Ο Παλαμάς και η Πεζόμορφη Ποίηση.» Η Ελευθέρωση των Μορφών. Η Ελληνική Ποίηση από τον Έμμετρο στον Ελεύθερο Στίχο (1880-1940). Επιμ. Νάσος Βαγενάς. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 1996. 111-122. Τυπ. ---. «Η Διαμόρφωση μιας Νέας Ποιητικής Συνείδησης στην Ελλάδα. Μεταφράσεις Έμμετρων (ή Πεζοποιητικών) Έργων σε Πεζό το 19ο Αιώνα.» Πόρφυρας 88 (10-12.1998): 233-249. Τυπ. ---. «Το Πεζό Ποίημα στη Νεοελληνική Γραμματεία. Γενεαλογία, Διαμόρφωση και Εξέλιξη του Είδους (από τις Αρχές ώς το 1930).» Διδακτορική Διατριβή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2001. Τυπ. Κατσίμπαλης, Κ. Γιῶργος. Ἑλληνική Βιβλιογραφία Θωμᾶ Σ. Ἔλιοτ. Ἀθήνα: Τυπ. Σεργιάδη, 1957. Τυπ. Καψάλης, Διονύσης. Τα Μέτρα και τα Σταθμά. Δοκίμια για τη Λυρική Ποίηση. Αθήνα: Εκδ. Άγρα, 1998. Τυπ. Keeley, Edmund. Συζήτηση με τον Γιώργο Σεφέρη. Μτφρ. Λίνα Κάσδαγλη. Αθήνα: Εκδ. Άγρα, 1982. Τυπ. ---. εισαγ. Γιώργος Σεφέρης–Edmund Keeley. Αλληλογραφία 1951-1971. Μτφρ. Αλόη Σιδέρη. Αθήνα: Εκδ. Άγρα, 1998. Τυπ. Κεντρωτής, Γιώργος. Θεωρία και Πράξη της Μετάφρασης. Αθήνα: Δίαυλος, 1996. Τυπ. ---. «Γλωσσοφιλοσοφικές Εμπεδώσεις του Wilhlem Von Humboldt στο Θεωρητικό Έργο του Ιάκωβου Πολυλά.» Πόρφυρας 84-85 (Γενάρης-Μάρτης ’98): 195-208. Τυπ.
302
---. «Η Μπαλάντα Lenore του Gottfried August Bürger και η Μετάφρασή της στα Ελληνικά από τον Λορέντζο Μαβίλη.» Πόρφυρας 91 (ΙούλιοςΣεπτέμβρης ’99): 43-62. Τυπ. ---. «Η Υποδοχή του Πρίγκιπα. Η Μετάφραση του ‘Άμλετ’ από τον Πολυλά ή η Εκλαΐκευση των Σολωμικών Προσηλώσεων.» Το Βήμα 24.3.2001. 41. Τυπ. Κεχαγιόγλου, Γιώργος. «Κ. Π. Καβάφη ‘Η Συνάντησις τῶν Φωνηέντων ἐν τῇ Προσωδίᾳ’. Παρουσίαση και Σχολιασμός του Ανέκδοτου Πεζού Κειμένου.» Ἑλληνικά 30.2 (1977-1978): 353-382. Τυπ. ---. «Ο Βυζαντινός και Μεταβυζαντινός Συντίπας: Για µία Νέα Έκδοση.» GraecoArabica 1 (1982): 105-130. Τυπ. ---. «H Πρώτη Έντυπη Ελληνική Μετάφραση της Διήγησης Alf Layla wa-Layla (Xίλιες και Mία Nύχτες).» Graeco-Arabica 3 (1984): 213-228. Τυπ. ---. «Καρέλλη Ζωή.» Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια. Τόμ. 4. Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1985. Τυπ. ---. επιμ. Τα Παραμύθια της Χαλιμάς. Αραβικόν Μυθολογικόν, Τόμ. Α΄-Δ΄. Αθήνα: Εστία (σειρά Νέα Ἑλληνική Βιβλιοθήκη), 1994. Τυπ. ---. «Ἕνα Ἀνέκδοτο Ὑπόμνημα τοῦ Ἐλύτη γιά τό Ἄξιον Ἐστί.» Ποίηση 5 (1995): 27-65. Τυπ. ---. «Ελληνικές Μεταφράσεις στον 18ο Αιώνα: “Μετα-δοτικές ή Προδοτικές”· “Πιστές και Άσχημες”–“Άπιστες και Όμορφες.”» Η Γλώσσα της Λογοτεχνίας και η Γλώσσα της Μετάφρασης. Πρακτικά Ημερίδας (24 Μαΐου 1997). Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 1998. 25-46. Τυπ. ---. «Ελληνικές Μεταφράσεις στον 18ο Αιώνα: “Μετα-δοτικές ή Προδοτικές”· “Πιστές και Άσχημες”–“Άπιστες και Όμορφες.”» Σύγκριση/ Comparaison 9 (1998): 44-70. Τυπ. ---. Γραμματολ. εισαγ.-παρουσ.-ανθολ. των τ. Β΄1 και Β΄2. Η Παλαιότερη Πεζογραφία μας Από τις Αρχές της ώς τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, 15ος Αιώνας-1830. Τόμ. Β΄ 2. Αθήνα: Εκδ. Σοκόλης, 1999. Τυπ. ---. επιμ. Εισαγωγή στην Ποίηση του Σολωμού. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 1999. Τυπ. ---. Πεζογραφική Ανθολογία. Αφηγηματικός Γραπτός Νεοελληνικός Λόγος. Τόμ. 1: Από τα Τέλη του Βυζαντίου ως τη Γαλλική Επανάσταση. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), 2001 (1η ανατ. με διορθώσεις 2003, 2η ανατ. 2009). 596-597. Τυπ. ---. «“Ανοίγοντας Πανιά για την Κωνσταντινούπολη”, “Κωνσταντινούπολη”: Μια Αδιερεύνητη Βυζαντινή Πηγή του W. B. Yeats.» Mικροφιλολογικά [Λευκωσίας] 11 (Άνοιξη 2002): 33-37. Τυπ. Κιτρομηλίδης, Μ. Πασχάλης. Ιώσηπος Μοισιόδαξ: Οι Συντεταγμένες της Βαλκανικής Σκέψης το 18ο Αιώνα. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1985. Τυπ.
303
---. Νεοελληνικός Διαφωτισμός: Οι Πολιτικές και Κοινωνικές Ιδέες. 3η έκδ. Μτφρ. Στέλλα Νικολούδη. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2000. Τυπ. Κοκόλης, Α. Ξενοφών. «Λόρκα–Σεφέρης–Ελύτης, Σχέσεις και Συσχετισμοί.» Ο Παρατηρητής 11-12 (Μάρτιος-Ιούνιος 1989): 90-99. Τυπ. ---. «Ο Σεφέρης Μεταφραστής του Έλιοτ.» Σεφερικά μιας Εικοσαετίας. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής, 1993. 359-382. Τυπ. ---. Ο Μεταφραστής Σεφέρης. Αρνητική Κριτική. Αθήνα: Εκδ. Καστανιώτη, 2001. Τυπ. Κόκορης, Δημήτρης. «Ο Γιώργος Σεφέρης ως Μεταφραστής Αρχαιοελληνικών και Βιβλικών Κειμένων.» Πόρφυρας 61-62 (Απρίλιος-Σεπτέμβριος 1992): 241-243. Τυπ. Κοραής, Αδαμάντιος. Αλληλογραφία. Τόμ. 2. Επιμ. Κ. Θ. Δημαράς. Αθήνα: Ερμής, 1966. Τυπ. ---. Αλληλογραφία. Τόμ. 3. Επιμ. Κ. Θ. Δημαράς. Αθήνα: Ερμής, 1979. Τυπ. ---. Προλεγόμενα στους Αρχαίους Έλληνες Συγγραφείς και η Αυτοβιογραφία του. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1984. Τυπ. Κορδάτου, Γιάννη. Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας (Ἀπό τὸ 1453 ὣς τὸ 1961). Τόμ. Α΄. Αθήνα: Βιβλιοεκδοτική, 1962. Τυπ. Κότσαπα, Β. Κούλας. Τέσσερα Κουαρτέττα T. S. Eliot. Αθήνα: χ.ό., 1981. Τυπ. Κουτριάνου, Ἑλένα. Μὲ Ἄξονα τὸ Φῶς: Ἡ Διαμόρωση καὶ ἡ Κρυστάλλωση τῆς Ποιητικῆς τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη. Ἀθήνα: Ἵδρυμα Κώστα καὶ Ἑλένης Οὐράνη, 2002. Τυπ. Κουτσιβίτης, Βασίλης. Θεωρία της Μετάφρασης. Αθήνα: Ελληνικές Πανεπιστημιακές Εκδόσεις, 1994. Τυπ. ---. Πράξη της Μετάφρασης. London: Esperia Publications Ltd., 2000. Τυπ. Κριαρᾶς Ἐμμανουήλ. «Βηλαρᾶς. Γλωσσικὰ καὶ Γραμματολογικὰ.» Νέα Ἑστία 94.1115 (Χριστούγεννα 1973): 2-48. Τυπ. ---. Φιλολογικά Μελετήματα. 19ος Αιώνας. Αθήνα: Εκδ. Φιλιππότη, 1979. Τυπ. ---. Κωστής Παλαμάς. Ο Αγωνιστής του Δημοτικισμού και η Κάμψη του. Αθήνα: Εκδ. Γκοβόστη, 1997. Τυπ. Κύρου, Κλείτος. «Μεταφράσεις Τριών Ποιημάτων του Lorca από το ‘Romancero Gitano’.» Κοχλίας 13 (Ιανουάριος 1947): 9-10. Τυπ. ---. Ξένες Φωνές. Αθήνα: Κέδρος, 1979. Τυπ. ---. «Τό Χρονικό μιᾶς Πλάνης ἤ τό Μεγάλο Διαμέτρημα.» ἡ λέξη 53 (ΜάρτηςἈπρίλης ’86): 269-271. Τυπ. ---. Τόμας Στὲρνς Ἔλιοτ. Ἡ Τετάρτη τῶν Τεφρῶν. Τά Τραγούδια τοῦ Ἄριελ. Τέσσερα Κουαρτέτα. 2η ἔκδ. Ἀθήνα: ὕψιλον/βιβλία, 1994. Τυπ. Κωστίου, Κατερίνα. «Η Τεχνική της Παρωδίας στο Έργο του (Αφιέρωμα Γ. Σεφέρης).» Το Βήμα (Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2000). Web. 05 Απρ. 2010.
304
Λαϊνά, Μαρία. Ξένη Ποίηση του 20ού Αιώνα. Επιλογή από Ελληνικές Μεταφράσεις. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2007. Τυπ. Λαμαρτίνου Ποιητικαὶ Μελέται. Μεταφρασθεῖσα κατ’ Ἐκλογὴν Ἐμμέτρως υπὸ Ἀγγέλου Σ. Βλάχου. Ἐν Ἀθήναις: Ἐκ τοῦ Τυπογραφείου Δ. Ἀθ. Μαυρομμάτη, 1864. Τυπ. Larbaud, Valéry. «Μεταφράζοντας.» Διαβάζω 156 (1986): 24-26. Τυπ. Λειβαδάς, Γιάννης. «Σχετικά με τον Allen Ginsberg και το Ουρλιαχτό.» yannislivadas.blogspot. YannisLivadas. Web. 15. Σεπτ. 2011. Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα-Έργα-Ρεύματα-Όροι. Αθήνα: Πατάκη, 2007. Τυπ. Λέσιγγ, Ἐφραίμ. Νάθαν ὁ Σοφός. Μετάφρασις Ἀγγέλου Βλάχου βραβευθεῖσα ἐν τῷ Οἰκονομείῳ Ἀγῶνι τοῦ 1879. Ἐν ἈΘήναις: Ἐκ τοῦ Τυπογραφείου Πέτρου Περρῆ, 1879. Τυπ. Λευθεριώτης, Νίκος. «Ὁ Κωνσταντῖνος Θεοτόκης. Ὁ Ἄνθρωπος κι ὁ Συγγραφέας.» Κερκυραϊκὰ Χρονικὰ 11 (1963): 158-162. Τυπ. Λιοντάκης, Χριστόφορος. «Κοινὴ Θητεία στὸν Ὑπερρεαλισμὸ.» Διαβάζω 7 (Μάρτιος-Ἀπρίλιος 1977): 59-61. Τυπ. ---. Ἀνθολογία Γαλλικῆς Ποίησης. Ἀπό τόν Μπωντλαίρ ὥς τίς Μέρες μας. 1988. Ἀθήνα: Ἐκδ. Καστανιώτη, 2000. Τυπ. Λορεντζάτος, Ζήσιμος. Ο Καρυωτάκης. Αθήνα: Δόμος, 1988. Τυπ. ---. προλ. Οι Μεταφράσεις του Κ. Γ. Καρυωτάκη. Αθήνα: Τὸ Ροδακιὸ, 1994. Τυπ. ---. Μελέτες. Αθήνα: Δόμος, 1994. Τυπ. Λουλακάκη, Ειρήνη. «Σαπφῶ καὶ Ἐλύτης. Ὁ Ἡλιοβόρος καὶ ἡ Σεληνοβάμων.» Νέα Ἑστία 141.1674-1675 (1-15 Απριλίου 1997): 567-575. Τυπ. Λουπάκη, Ελπίδα. Η Διαφοροποίηση Μεταξύ Πρωτοτύπου και Μεταφράσματος: Η Περίπτωση των Κοινοτικών Κειμένων. Διδακτορική Διατριβή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη, 2005. Τυπ. Μαβίλη, Λορέντζου. Ἅπαντα. Κριτικὴ Ἀνάλυσις Κωστῆ Παλαμᾶ. Ἀθήνα: Ἐκδοτικός Οἶκος Ε.ΠΑ.Β., χ.χ. Τυπ. ---. Τα Έργα. 2η έκδ. Αλεξάνδρεια: Βιβλιοπωλείο και Εκδόσεις των «Γραμμάτων», 1923. Τυπ. ---. Άπαντα. Επιμ. Μαντουβάλου Μαρία. Τόμ. 1. Αθήνα: Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων, 1969. Τυπ. Μακιαβέλλι, Νικολό. Ο Ηγεμόνας. Μτφρ. Νίκος Καζαντζάκης. Αθήνα: Εκδ. Καζαντζάκη, 2006. Τυπ. Μάκρης, Θεόδωρος. «Λαυρέντιος Μαβίλης. Ἡ Ζωὴ καὶ τὸ Ἔργον του.» Νέα Ἑστία 68.803 (Χριστούγεννα 1960): 38-45. Τυπ. Μάκριτζ, Πήτερ. Διονύσιος Σολωμός. Μτφρ. Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ. Αθήνα: Εκδ. Καστανιώτη, 1995. Τυπ.
305
Μαλάνος, Τίμος. «Θ. Σ. Ἔλιοτ: ‘Τέσσερα Κουαρτέττα’, Ἀπόδοση-Εἰσαγωγικὰ Δοκίμια καἰ Σχόλια ἀπὸ τὸν Ἀντώνη Δεκαβάλλε.» Νέα Ἑστία 54.634 (1953): 1833. Τυπ. ---. Η Ποίηση του Σεφέρη: Κριτική Μελέτη. 2η έκδ. Αλεξάνδρεια: χ. ό., 1955. Τυπ. Μάλλη, Μορφία. Μοντερνισμός, Μεταμοντερνισμός και Περιφέρεια. Αθήνα: Πόλις, 2002. Τυπ. Μαντουβάλου, Μαρία. Αλληλογραφία Μαβίλη-Brighenti. Αθήνα: χ.ό., 1968. Τυπ. ---. Ανέκδοτος Αλληλογραφία Πολυλά-Μαβίλη. Αθήναι: χ.ό., 1969. Τυπ. ---. Λορέντσου Μαβίλη Ἄγνωστον Δοκίμιον Περὶ Γλώσσης. Ἀθῆναι: 1969. Τυπ. ---. ἐπιμ. Ἅπαντα τῶν Νεοελλήνων Κλασικῶν. Λορέντσος Μαβίλης. Τόμ. 16.2. Ἀθήνα: Ἑταιρεία Ἑλληνικῶν Ἐκδόσεων, 1969. Τυπ. Marcheselli-Loukas, Lucia. «Θεωρία και Πράξη της Μετάφρασης στον Δ. Καταρτζή.» Ταυτότητα και Ετερότητα στη Λογοτεχνία. 18ος-20ός Αιώνας. Μετάφραση και Διαπολιτισμικές Σχέσεις. Β΄ Διεθνές Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας, Αθήνα 8-11 Νοεμβρίου 1998. Τόμ. 3. Επιμ. Άννα Ταμπάκη και Αθήνη Στέση. Αθήνα: Δόμος, 2001. Τυπ. Μαρωνίτη, Ν. Δημήτρη. «Μεταγραφικές Δοκιμές του Σεφέρη.» Ἀντί Περίοδος Β΄. 64 (Σάββατο 5 Φλεβάρη 1977): 25-27. Τυπ. Μαυράκης, Νίκος. Η Οδύσσεια της Ποίησης. Από το Έπος στο Μεταμοντερνισμό. Αθήνα: Εκδ. Σοκόλη, 2007. Τυπ. Μερακλής, Γ. Μιχάλης. επιμ. «Ιωάννης Γρυπάρης.» Η Ελληνική Ποίηση: Ανθολογία-Γραμματολογία. Αθήνα: Σοκόλης, 1977. Τυπ. ---. επιμ. «Αργύρης Εφταλιώτης». Η Ελληνική Ποίηση: ΑνθολογίαΓραμματολογία. Αθήνα: Σοκόλης, 2000. Τυπ. Milliex, Roger. «Ο Κωστής Παλαμάς Μεταφραστής του ‘Ελληνικού Ύμνου’ του Μιστράλ.» Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Συγκριτικής Γραμματολογίας «Σχέσεις της Ελληνικής με τις Ξένες Λογοτεχνίες» 28 Νοεμβρίου-1 Δεκεμβρίου 1991. Αθήνα: Εκδ. Δόμος, 1995. 461-480. Τυπ. Μιμίκου, Στ. Κλέαρχου. «Ἡ Προσφορὰ τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ καὶ τὸ Μεταφραστικὸ Ἔργο του. Δοκίμιο.» Νέα Ἑστία 134.1595 (Χριστούγεννα 1993): 96-102. Τυπ. Mistral, Frédéric. «Ὁ Ψαλμὸς τῆς Μετανοίας.» Μτφρ. Κωστῆ Παλαμᾶ. Νέα Ἑστία 63.732 (1 Ἰανουαρίου-30 Ἰουνίου 1958): 6-7. Τυπ. Μιχαλόπουλος, Φάνης. «Ιάκωβος Πολυλάς (1826-1896).» Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, Β (1946): 19-22. Τυπ. ---. «Ιάκωβος Πολυλάς (1826-1896).» Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, Γ (1947): 8789. Τυπ. Mounin, Georges. Οι Ωραίες Άπιστες. Μτφρ. ΔΔΠΜΣ του Πανεπιστημίου Αθηνών Μετάφραση – Μεταφρασεολογία. Αθήνα: Μεταίχμιο, 2002. Τυπ.
306
Μόσχου, Ν. Εὐάγγελου. «Τὸ Μεταφραστικὸ Ἔργο τοῦ Ὁδυσσέα Ἐλύτη.» Νέα Ἑστία 141.1674-1675 (1-15 Απριλίου 1997): 510-514. Τυπ. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. 2η έκδ. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας, 2002. Τυπ. Mπατσαλιά, Φρειδερίκη, και Ελένη Σελλά-Μάζη. Γλωσσολογική Προσέγγιση στη Θεωρία και τη Διδακτική των Μεταφράσεων. 3η έκδ. Kέρκυρα: Iόνιο Πανεπιστήμιο, 2004. Τυπ. Μπουμπουλίδου, Κ. Φαίδωνος. Λορέντσος Μαβίλης (1860-1912). Ἀθῆναι: Επτανησιακή Βιβλιοθήκη, 1954. Τυπ. ---. «Αἱ ὑπὸ τῶν Ἐπτανησίων Νεοελληνικαὶ Μεταφράσεις Κλασσικῶν Συγγραφέων.» Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών 14 (1963-1964): 492-540. Τυπ. ---. Επτανησιακή Λογοτεχνία. Τόμ. Β΄. Αθήνα: Εκδ. Γρηγόρη, 1971. Τυπ. Munday, Jeremy. Μεταφραστικές Σπουδές. Θεωρίες και Εφαρμογές. Μτφρ. Άγγελος Φιλιππάτος. Αθήνα: Μεταίχμιο, 2002. Τυπ. Νάκας, Θανάσης. Παράλληλα Χωρία στα Δοκίμια του Σεφέρη και του Έλιοτ. Αθήνα: χ.ό., 1978. Τυπ. ---. Γλωσσοφιλολογικά Β΄. Μελετήματα για τη Γλώσσα και τη Λογοτεχνία. Αθήνα: Εκδ. Σμίλη, 1991. Τυπ. Νίκας, Γ. T. S. Eliot. Ποιήματα. 2η ἔκδ. Ἀθήνα: Βιβλιοπωλεῖον τῆς «Ἑστίας», 1996. Τυπ. Νίκας, Κωνσταντίνος. «Η Ιταλική Παιδεία του Μαβίλη. Οι Μεταφράσεις». Πόρφυρας 91 (Ιούλιος-Σεπτέμβρης ’99): 25-33. Τυπ. Νικολαΐδης, Αριστοτέλης. Τ. Σ. Έλιοτ. Άπαντα τα Ποιήματα. Αθήνα: Κέδρος, 1984. Τυπ. Νικολάου, Θεοδόση. Ὁ Ποιητὴς T. S. Eliot. Κύπρος: Πρόοδος, 1969. Τυπ. Νούσια, Έλενα. «‘Εκφάνσεις’ ή το Βίωμα Ποίημα και η Μετάφρασή του.» Μανδραγόρας 20-21 (1999): 15-23. Τυπ. Ξύδης, Θεόδωρος. «Ὁ Σεφέρης Μεταφραστὴς Ἱερῶν Κειμένων.» Ἑστία 92.1087 (15 Ὀκτωβρίου 1972): 1477-1486. Τυπ. Παγκουρέλης, Βάιος. «Τά Θεμέλιά μου στά Βουνά καί τά Βουνά Σηκώνουν οἱ Λαοί στόν Ὦμο τους.» Τό Βῆμα (20 Ὀκτωβρίου 1979). Στο Ἐλύτης, Ὀδυσσέας. Σύν τοῖς Ἄλλοις. 37 Συνεντεύξεις. Ἀθήνα: Ὕψιλον, 2011. 183-189. Τυπ. Παγουλάτος, Αντρέας. «12 Προτάσεις για τη Μετάφραση.» Μανδραγόρας 20-21 (1999): 4-5. Τυπ. Παλαμᾶς, Κωστῆς. «Ἡ Μετάφρασις τῆς ‘Ὑπατίας’.» Ἑστία 37.26 (1894): 401407. Τυπ. ---. Οἱ Χαιρετισμοί τῆς Ἡλιογέννητης. (Ἀπὸ τὸ Τραγούδι τοῦ Ἥλιου). Πειραιεύς: Ἔκδοση τοῦ «Περιοδικοῦ μας», 1900. Τυπ.
307
---. «Μεταφράζετε τους Ἀρχαίους.» Ο Νουμάς 66 (20 Ὀκτωβρίου 1903): 2. Τυπ. ---. «Τὸ Τραγούδι τοῦ Πάλλη. Τὸ Πρόγραμμα Κάποιας Κριτικὴς.» Ο Νουμάς 6.286 (9 τοῦ Μάρτη 1908): 4-5. Τυπ. ---. «Ποιητικὴ Τέχνη καὶ Γλῶσσα.» Ο Νουμάς 6.317 (1908): 1-2. Τυπ. ---. «Swinburne.» Ο Νουμάς 342 (3 τοῦ Μάη 1909): 1. Τυπ. ---. «Τί Ἔγινε Γύρο σὲ Μιὰ Μετάφραση.» Νέα Ζωή 12 (Ὀκτώβρης 1912): 485491. Τυπ. ---. «Ἕνα Φιλολογικό Γράμμα.» Ο Νουμάς 13.570 (1915): 305. Τυπ. ---. Πεζοί Δρόμοι. Α΄. Ἀθῆναι: Ἐκδ. Ζηκάκη, 1928. Τυπ. ---. Ξανατονισμένη Μουσικὴ. Μὲ Προλογικὰ Σημειώματα. Ἐν Ἀθήναις: Βιβλιοπωλεῖον τῆς «Ἑστίας», 1930. Τυπ. ---. «Ὁ Ποιητής.» Η Ποιητική μου. Α΄. Ἐν Ἀθήναις: Βιβλιοπωλεῖον τῆς Ἑστίας, 1933. 25-27. Τυπ. ---. Ἀλληλογραφία. Τόμ. 1. Εἰσαγ.-φιλολ. ἐπιμ.-σημειώσ. Κ. Γ. Κασίνη. Ἀθήνα: Ἵδρυμα Κωστῆ Παλαμᾶ, 1978. Τυπ. ---. Διονύσιος Σολωμὸς. Επιμ. Μανόλης Χατζηγιακουμῆς. Ἀθήνα: Νέα Ἑλληνικὴ Βιβλιοθήκη, 1981. Τυπ. ---. «Πώς Είδε ο Παλαμάς τους Επτανήσιους Ποιητές.» στο «Κωστῆς Παλαμᾶς. Ἕνα Ἀφιέρωμα.» Ἑκηβόλος 14 (Ἄνοιξη 1986): 1209-1212. Τυπ. ---. «Σολωμός. Η Ζωή και το Έργο του.» Κεχαγιόγλου, Γιώργος. επιμ. Εισαγωγή στην Ποίηση του Σολωμού. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1999. 95-121. Τυπ. ---. «Μουσικὴ καὶ Λογικὴ στὴν Ποίηση.» Ἅπαντα. Τόμ. 1. 464-465. ---. «Τὰ Πρῶτα Κριτικὰ.» Ἅπαντα. Τόμ. 1. Αθήνα: Εκδ. Γκοβόστη, χ.χ. 378. Τυπ. ---. Ἅπαντα. Τόμ. 2. Αθήνα: Εκδ. Γκοβόστη, χ.χ. 267. Τυπ. ---. Ἅπαντα. Τόμ. 4. 2η έκδ. Αθήνα: Μπίρης, χ.χ. 44. Τυπ. ---. Ἅπαντα. Τόμ. 8. Αθήνα: Εκδ. Γκοβόστη, χ.χ. 37-38. Τυπ. ---. Ἅπαντα. Τόμ. 10. Αθήνα: Εκδ. Γκοβόστη, χ.χ. 419. Τυπ. ---. «Ἀλέξανδρος Πάλλης.» Ἅπαντα. Τόμ. 13. Αθήνα: Εκδ. Γκοβόστη, χ.χ. 314. Τυπ. Πάλλης, Ἀλέξανδρος, και Ἀργύρης Ἐφταλιώτης. «Γιὰ τὴν Μετάφρασι τοῦ Λουκιανοῦ.» Ο Νουμάς 1.50 (1903): 7. Τυπ. Πάλλης, Ἀλέξανδρος. Ὁ Κύκλωπας. Liverpool: The Liverpool Booksellers’, 1906. Τυπ. ---. Ταμπουρᾶς καὶ Κόπανος: Τραγούδια. Ἀθήνα: Τυπογραφῖο Ἑστία, 1907. Τυπ. Παπαδόπουλος, Χ. Θανάσης. επιμ. Ν. Σοφιανού Γραμματική της Κοινής των Ελλήνων Γλώσσης. Αθήνα: Κέδρος, 1977. Τυπ. Παπαδοπούλου, Ἰ. Ἑλένη. «Οἱ Γλωσσικὲς Ἀντιλήψεις τοῦ Λορέντζου Μαβίλη.» Νέα Ἑστία 140.1665 (1996): 1488-1497. Τυπ.
308
Παπαλεοντίου, Λευτέρης. Λογοτεχνικές Μεταφράσεις του Μείζονος Ελληνισμού: Μικρασία, Κύπρος, Αίγυπτος, 1880-1930. Βιβλιογραφική Μελέτη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 1998. Τυπ. Παπανικολάου, Μήτσος. «Δύο Τραγούδια του Paul Valéry.» Νέα Ἑστία 6 (1 Ἰουλίου 1927): 333-334. Τυπ. Παπατζώνης, Κ. Τάκης. «Τὸ Μεταφραστικὸ τοῦ Ἔργο.» Γράμματα (Τεῦχος Κ. Παλαμᾶ). 1943: 273-280. Τυπ. Παππάς, Γ. Θεόδωρος. «Ο Ιάκωβος Πολυλάς ως Μεταφραστής του Ομήρου.» Πόρφυρας 84-85 (Γενάρης-Μάρτης ’98): 260-274. Τυπ. Παράσχος, Κλέων. «Paul Éluard: Ποιήματα. Εἰσαγωγὴ καὶ Ἀπόδοση Ὀδυσσέα Ἐλύτη - Ὀδυσσέα Ἐλύτη ‘Προσανατολισμοί’.» Νέα Ἑστία 20.231 (1 Αὐγούστου 1936): 1092-1094. Τυπ. ---. «Τὰ Βιβλία.» Νέα Ἑστία 21.242 (15 Ἰανουαρίου 1937): 149-151. Τυπ. ---. «Paul Éluard: «Ποιήματα.» Ἑλληνικὴ Ἀπόδοση Ὀδυσσέα Ἐλύτη.» Νέα Ἑστία 21.243 (1 Φεβρουαρίου 1937): 233-234. Τυπ. ---. «Πῶς Πρέπει νὰ Μεταφράζουμε τοὺς Ἀρχαίους Ἕλληνες Συγγραφεῖς, καί, Γενικώτερα, οἱ Μεταφράσεις.» Νέα Ἑστία 32.365 (1942): 775-784. Τυπ. ---. ἐπιμ. Ἀνθολογία τῆς Εὐρωπαϊκῆς καὶ Ἀμερικανικῆς Ποιήσεως. Ἀθήνα: Ἐκδ. Συμεωνίδη, 1962. Τυπ. Πασχάλης, Στρατής. «Τι Είναι Μετάφραση;» Μανδραγόρας 20-21 (1999): 30-32. Τυπ. ---. Μαλντορόρ. Λωτρεαμόν. Αθήνα: Νεφέλη, 2011. Τυπ. Περάνθης, Μιχάλης. «Ἡ Ποιητικὴ τοῦ Μαβίλη.» Νέα Ἑστία 68.803 (Χριστούγεννα 1960): 23-28. Τυπ. ---. ἐπιμ. Μαβίλης. Ἅπαντα. Ἀθῆναι: Βιβλιοπωλεῖον Ν. Νίκας, 1960. Τυπ. Peri, Massimo. «Ὁ ‘Τραγικός’ καί ὁ ‘Ηροϊκός’ Στίχος τοῦ Κάλβου.» Παρνασσός 30 (Ιούλ.-Δεκ. 1988): 456-457. Τυπ. ---. «Ὁ ‘Τραγικός’ καί ὁ ‘Ηροϊκός’ Στίχος τοῦ Κάλβου.» Οι Ωδές του Κάλβου. Επιμ. Νάσος Βαγενάς. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1992. 279-291. Τυπ. Πετρής, Β. «Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα Ὀχτώ Ποιήματα.» Επιθεώρηση της Τέχνης (Χριστούγεννα 1954): 36-40. Τυπ. Πηλιχός, Γιῶργος. «Ὅπου Δέν Ἀκούγεται Ἀηδόνι, Ἀκούγεται Κοκτέιλ Μολότωφ.» Τά Νέα (27 Ἰανουαρίου 1973). Στο Ἐλύτης, Ὀδυσσέας. Σύν τοῖς Ἄλλοις. 37 Συνεντεύξεις. Ἀθήνα: Ὕψιλον, 2011. 93-109. Τυπ. ---. «Καινούργια Βαρβαρότητα Ἀπειλεῖ νά μᾶς Κουκουλώσει!» Τα Νέα (26 Νοεμβρίου 1976). Στο Ἐλύτης, Ὀδυσσέας. Σύν τοῖς Ἄλλοις. 37 Συνεντεύξεις. Ἀθήνα: Ὕψιλον, 2011. 147-150. Τυπ. Πίστας, Σ. Παναγιώτης. ἐπιμ. «Πρὸς τοὺς Ἀναγνώστας.» Σχολεῖον τῶν Ντελικάτων Ἑραστῶν. Αθήνα: Ἐστία, 1974. Τυπ.
309
Πολίτη, Λίνου. Ποιητικὴ Ἀνθολογία. Βιβλίο Τέταρτο. Οἱ Φαναριώτες καὶ ἡ Ἀθηναϊκὴ Σχολὴ. Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Γαλαξία, 1964. Τυπ. ---. Μετρικά. Θεσσαλονίκη: Κωνσταντινίδη, 1971. Τυπ. ---. «Λογοτεχνία Νεοελληνική και Ευρωπαϊκή.» Θέματα της Λογοτεxνίας μας. (Πρώτη Σειρά). Θεσσαλονίκη: Κωνσταντινίδης, χ.χ. Τυπ. ---. Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. 4η έκδ. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1985. Τυπ. ---. Γύρω στον Σολωμό. Μελέτες και Άρθρα (1938-1982). Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., 1998. Τυπ. ---. Θέματα της Λογοτεxνίας μας (Πρώτη σειρά). 2η έκδ. Θεσσαλονίκη: Κωνσταντινίδης, χ.χ. Τυπ. ---. Θέματα της Λογοτεχνίας μας. Δεύτερη Σειρά. Θεσσαλονίκη: Κωνσταντινίδης, χ.χ. Τυπ. Πολίτου-Μαρμαρινού, Ελένη. Ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς καὶ ὁ Γαλλικὸς Παρνασσισμός. Διατριβή επί Διδακτορίᾳ. Ἀθῆναι, 1976. Τυπ. Πολυλᾶς, Ἰάκωβος. «Ποιητικὴ Μετάφρασις.» Ἑστία ΛΑ΄ (1891): 148-150. Τυπ. ---. «Ἀνέκδοτα Ἔργα τοῦ Βηλαρᾶ. Β΄ Πρόλογος εἰς τὴν Μετάφρασιν τῆς Βατραχομυομαχίας.» Ἑστία 11 (1894): 161. Τυπ. ---. Σαίξπηρ. Ἡ Τρικυμία. Δράμα εἰς Πράξεις Πέντε. Ἐν Ἀθήναις: Ἐκδοτικός Oἶκος Γεωργίου Φέξη, 1913. Τυπ. ---. Η Φιλολογική μας Γλώσσα. Επιμ. Μπαλάσκας Κώστας. Αθήναι: Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφέλιμων Βιβλίων, 2005. Τυπ. Πολυχρονάκης, Δημήτρης. Ο Κριτικός Ιδεαλισμός του Ιάκωβου Πολυλά. Ερμηνευτική Παρουσίαση του Αισθητικού και του Γλωσσικού του Συστήματος. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2002. Τυπ. Ποριώτης, Νικόλαος. «Σολωμὸς Μεταφραστὴς.» Νέα Ἑστία 47 (ΙανουάριοςΙούνιος 1950). Ἀθήνα: Βιβλιοπωλεῖον τῆς «Ἑστίας». 285-289. Τυπ. Rimbaud, Arthur. Ἐκλάμψεις. Μτφρ. Ἀλέξη Ἀσλάνογλου. Ἀθήνα: Πανδώρα, 1971. Τυπ. Ρίτσος, Γιάννης. «Πὼλ Ἐλυὰρ (Μελέτη).» Επιθεώρηση Τέχνης (Μάϊος 1955): 339-351. Τυπ. Ροζάνης, Στέφανος. «Το Πατρικό Φάντασμα του Ιάκωβου Πολυλά.» Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπία 1.6.2001. Web. 18 Οκτ. 2008. Ροΐδου, Ἐμμανουὴλ. Ἅπαντα. Τόμ. Α΄ (1860-1867). Φιλολογ. ἐπιμ. Ἄλκης Ἀγγέλου. Ἀθήνα: Ἐκδ. Ἑρμῆς, 1978. Τυπ. ---. Ἅπαντα. Τόμ. Γ΄ (1880-1890). Φιλολογ. ἐπιμ. Ἄλκης Ἀγγέλου. Ἀθήνα: Ἐκδ. Ἑρμῆς, 1978. Τυπ. Σαββίδης, Π. Γιάννης. «Εκδοτικές Περιπέτειες των Μεταφράσεων του Σαίξπηρ από τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη.» Περίπλους 17-18 (Άνοιξη-Καλοκαίρι 1988): 51-61. Τυπ.
310
Σαββίδης, Π. Γιῶργος. «Ὁ Ἔλιοτ: Εὐρωπαῖος καί Ἑλληνικός.» ἡ λέξη 43 (Μάρτης-Ἀπρίλης ’85): 186-193. Τυπ. ---. «Εκδοτικές Περιπέτειες των Μεταφράσεων του Σαίξπηρ από τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη.» Περίπλους 17-18 (Άνοιξη-Καλοκαίρι 1988): 51-61. Τυπ. Σαίξπηρ, Γουίλλιαμ. Ο Άμλετ, Τραγωδία σε Πέντε Πράξεις. Μεταφρασμένη από τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη. Επιμ. Γ. Π. Σαββίδης. Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1977. Τυπ. Σακελλαρίδης, Χρ. Γεώργιος. «Ἡ Γλῶσσα τῶν Σονέττων τοῦ Λορέντσου Μαβίλη.» Παρνασσός 18 (1976): 47-68. Τυπ. Σαλταπήδας, Χρήστος. Μετάφραση και Πιστότητα: Το Πνεύμα ή το Γράμμα. Κέρκυρα: Εκδόσεις α’ πόστροφος, 2000. Τυπ. Scandra, Tiziana. «Οι Θέσεις του Ιάκωβου Πολυλά για το Γλωσσικό Ζήτημα του 19ου Αιώνα. Αναλογίες και Συγκρίσεις με Ιταλούς Συγγραφείς της Ίδιας Περιόδου.» Πόρφυρας 84-85 (Γενάρης-Μάρτης ’98): 338-342. Τυπ. Σέλλεϋ, Πέρσυ Μπυς. Ὑπεράσπιση τῆς Ποίησης. 2η ἔκδ. Μτφρ. Ἰουλίτα Ἠλιοπούλου. Ἀθήνα: Ὕψιλον, 1999. Τυπ. Σεφεριάδης, Γιῶργος. «Ἡ Βραδιὰ μὲ τὸν κ. Τὲστ.» Νέα Ἑστία 13-37 (1928): 600603. Τυπ. ---. «Ἡ Βραδιὰ μὲ τὸν κ. Τὲστ.» Νέα Ἑστία 14-38 (1928): 652-655. Τυπ. ---. Ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη. Ἀθήνα: Ἴκαρος, 1966. Τυπ. ---. Δοκιμές Πρῶτος Τόμος (1936-1947). 6η ἔκδ. Ἀθήνα: Ἴκαρος, 1992. Τυπ. ---. Μέρες Α΄ (16 Φεβρουαρίου 1925-12 Φεβρουαρίου 1934). Αθήνα: Ίκαρος, 1975. Τυπ. ---. Μέρες Β΄ (24 Αυγούστου 1931-12 Φεβρουαρίου 1934). Αθήνα: Ίκαρος, 1975. Τυπ. ---. Τετράδιο Γυμνασμάτων, β΄. Ἀθήνα: Ἴκαρος, 1976. Τυπ. ---. Δοκιμές Δεύτερος Τόμος (1948-1971). 5η ἔκδ. Ἀθήνα:Ἴκαρος, 1984. Τυπ. ---. Μέρες Ϛ΄ (20 Απρίλη 1951-4 Αυγούστου 1956). Αθήνα: Ίκαρος, 1986. Τυπ. ---. Μεταγραφές. 2η έκδ. Αθήνα: Ἴκαρος, 2000. Τυπ. ---. μεταγρ. Ἆσμα Ἀσμάτων. Ὁριστικὴ Ἔκδοση Μαζὶ μὲ τò Κείμενο τῶν Ἑβδομήκοντα. Αθήνα: Ἴκαρος, 2002. Τυπ. ---. Ποιήματα. 1950. Αθήνα: Ίκαρος, 2004. Τυπ. ---. Αντιγραφές. 2η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος, 2005. Τυπ. Σημηριώτης, Γεῶργιος. «Κριτικὰ Ἀποσπάσματα καὶ Σημειώματα γιὰ τὴ Γαλλικὴ Ἀνθολογία τοῦ Σημηριώτη.» Στο Σημηριώτης, Γεώργιος. Γαλλικὴ Ἀνθολογία. Ἀθήναι: χ. ό., 1939. 347-349. Τυπ. Σπαταλάς, Γεράσιμος. «Ο Διον. Σολωμός σα Μεταφραστής και σα Μεταγγιστής.» Ανθρωπότης 1.8-9 (Ιούνιος-Ιούλιος 1920): 13-15. Τυπ.
311
---. «Ἰάκωβος Πολυλᾶς.» Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια 69-70 (24 Ἀπριλίου 1927): 3-4. Τυπ. ---. «Ἰάκωβος Πολυλᾶς.» Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια 71-72 (1 Μαΐου 1927): 5-6. Τυπ. ---. «Ὁ Γεώργιος Καλοσγοῦρος σα Μεταφραστὴς.» Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια 119 (26 Φεβρουαρίου 1928): 4. Τυπ. ---. «Ὁ Γεώργιος Καλοσγοῦρος σα Μεταφραστὴς.» Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια 120 (4 Μαρτίου 1928): 4-5. Τυπ. ---. «Ιωάννης Βηλαράς.» Ελληνική Δημιουργία 3.25 (1949): 247. Τυπ. ---. «Λορέντσος Μαβίλης (1860-1960). Τὸ Ἔργο του.» Νέα Ἑστία 68.803 (Χριστούγεννα 1960): 17. Τυπ. ---. Η Στιχουργική Τέχνη. Μελέτες για τη Νεοελληνική Μετρική. Επιμ. Γαραντούδης Ευριπίδης & Άννα Κατσιγιάννη. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 1997. Τυπ. Στεργιόπουλος, Κώστας. Οι Επιδράσεις στο Έργο του Καρυωτάκη. 2η έκδ. Αθήνα: Εκδ. Σοκόλη, 2005. Τυπ. Ταγκόπουλος, Π. Δημήτρης. «Ὁ Κύκλωπας τοῦ Πάλλη.» Ο Νουμάς 188 (5 τοῦ Μάρτη 1908):1- 2. Τυπ. Ταμπάκη, Άννα, και Αθήνη Στέση. επιμ. Ταυτότητα και Ετερότητα στη Λογοτεχνία. 18ος – 20ός Αιώνας. Μετάφραση και Διαπολιτισμικές Σχέσεις. Β΄ Διεθνές Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας. Τόμ. 3. Αθήνα. 8-11 Νοεμβρίου 1998. Αθήνα: Δόμος, 2001. Τυπ. Τοκατλίδου, Βάσω. Οι Μεταφράσεις του Καρυωτάκη, Ένταξή τους στο Πρωτότυπο Έργο των Συλλογών του. Διδακτορική Διατριβή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη, 1978. Τυπ. Τριανταφυλλίδη, Μανόλη. Μνημόσυνα. Ψυχάρης–Πάλλης–Φωτιάδης. Αθήνα: 1939. Τυπ. ---. Άπαντα. Τόμ. 3. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, 1981. Τυπ. Τσάτσου, Ιωάννας. Ὁ ἀδερφός μου Γιῶργος Σεφέρης. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1973. Τυπ. Τσελέντη, Ἀλκή. T. S. Eliot. Ποιήματα. Collected Poems 1909-1962. ἈθήναΓιάννινα: Ἐκδ. «Δωδώνη», 2004. Τυπ. Τσικόπουλος, Κώστας. πρόλογ. Ἅπαντα τῶν Νεοελλήνων Κλασικῶν. Ι. Βηλαρᾶς Ἔργα. Θ. Ὀρφανίδης Ἅπαντα. Τόμ. 13. Ἀθήνα: Ἑταιρεία Ἑλληνικῶν Ἐκδόσεων, 1969. Τυπ. Τσοτσορού, Αλίκη. «Οι Ελληνικές Μεταφράσεις των Ποιημάτων του Paul Éluard.» Ταυτότητα και Ετερότητα στη Λογοτεχνία. 18ος-20ός Αιώνας. Μετάφραση και Διαπολιτισμικές Σχέσεις. Β΄ Διεθνές Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας. Τόμ. 3. Αθήνα. 8-11 Νοεμβρίου 1998. Αθήνα: Δόμος, 2001. 147-166. Τυπ.
312
Τσούτσουρα, Μαρία. «Ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς, Μεταφραστὴς τῶν Γάλλων ‘Καταραμένων’.» Νέα Ἑστία 134.1595 (Χριστούγεννα 1993): 224-243. Τυπ. ---. «Ύστατη Οικείωση. Η Μποβαρύ του Κωνσταντίνου Θεοτόκη.» Πόρφυρας, 80 (Γενάρης-Μάρτης 1997): 283-291. Τυπ. Τωμαδάκη, Φρ. Βασιλείου. Νεοελληνικαί Μεταφράσεις, Παραφράσεις και Διασκευαί της «Βατραχομυομαχίας». Εναίσιμος επί Διδακτορία Διατριβή Υποβληθείσα εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εν Αθήναις: Τυπογραφείον Αδελφών Ρόδη, 1973. Τυπ. Φραγκόπουλος, Δ. Θεόφιλος. «Τα Ινδικά Μεταφράσματα.» Πόρφυρας 57-58 (Απρίλιος-Σεπτέμβριος 1991): 410-411. Τυπ. Φραγκόπουλος, Μίλτος. Το Εργαστήρι του Μεταφραστή. Αθήνα: Πόλις, 2003. Τυπ. Φωκάς, Νίκος. «Ἡ Μετάφραση ὡς Πρωτότυπο καί ὡς Βοήθημα.» Πλανόδιον 11 (Νοέμβριος 1989): 217-229. Τυπ. ---. Κάρολος Μπωντλαίρ: Δεκαπέντε Ποιήματα. Αθήνα: Ύψιλον, 1994. Τυπ. ---. «Η Διπλή Μετάφραση (Συνέντευξή του στην Έλενα Νούσια).» Μανδραγόρας 20-21 (1999): 24-27. Τυπ. Vitti, Mario. Η ‘Γενιά του Τριάντα’. Ιδεολογία και Μορφή. Αθήνα: Ερμής, 1995. 106-109. Τυπ. ---. Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Αθήνα: Εκδ. Οδυσσέας, 2003. Τυπ. Χαρτουλάρη, Μικέλα. «Ἡ Ἑλλάδα ἡ Δική μου Δέν Εἶναι ἡ Τρέχουσα.» Τά Νέα (5 Δεκεμβρίου 1988). Στο Ἐλύτης, Ὀδυσσέας. Σύν τοῖς Ἄλλοις. 37 Συνεντεύξεις. Ἀθήνα: Ὕψιλον, 2011. 282-289. Τυπ. Χασιώτου, Γεωργίου. Ἡ Γλῶσσα τοῦ Ἕλληνος. Ὁ Πτωχοπρόδρομος καὶ οἱ Ὀπαδοὶ Αὐτοῦ. Ἐν Κωνσταντινουπόλει: Τύποις Ἀδελφῶν Γεράρδων, 1909. Τυπ. Χατζηανέστης, Ερρίκος. Νέα Εστία 118.1400 (1 Νοεμβρίου 1985): 1445-1450. Τυπ. Χατζηγιακουμής, Μ. Συναγωγή Κριτικών Άρθρων του Παλαμά για το Διονύσιο Σολωμό. Αθήνα: Ερμής, 1970. Τυπ. Χατζίνης, Γιάννης. «Ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη.» Νέα Ἑστία 81.955 (15 Ἀπριλίου 1967): 554-555. Τυπ. Χατζόπουλος, Θανάσης. «Η Μετάφραση ως Άσκηση Ακρίβειας (Δώδεκα και Ένα Λήμματα για τη Μετάφραση).» Μανδραγόρας 20-21 (1999): 33-35. Τυπ. Χουρμούζιος, Αἰμίλιος. Κριτικὴ Πορεία Ε΄: Κωνστ. Θεοτόκης. Ὁ Εἰσηγητὴς τοῦ Κοινωνικοῦ Μυθιστορήματος στὴν Ἑλλάδα. Ὁ Ἄνθρωπος–Τὸ Ἔργο. Ἀθῆναι: Ἴκαρος, 1946. Τυπ. Χυτήρης, Γεράσιμος. «Η Γλώσσα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη.» Πόρφυρας 57-58 (Απρίλιος-Σεπτέμβριος 1991): 340-344. Τυπ.
313
Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία Alighieri, Dante. La Divina Commedia (Col Comento del P. Baldassarre Lombardi). Vol. I. Padova: Dalla Tipografia della Minerva, M.D.CCC.XX.II. Print. ---. La Divina Commedia (Col Comento del P. Baldassarre Lombardi). Vol. III. Firenze: Leonardo Ciardetti, 1830. Print. ---. Il Convivio. Trattato Primo. Capitolo VII, 14. 2nd ed. Firenze: Felice Le Monnier, 1953. Print. Anacréon. «Εἰς Ἑαυτὸν.» Odes d’Anacréon et Poésies de Sapho. Traduites en Vers par Prosper Yvaren. Paris: Imprimerie Générale A. Lahure, 1884. Print. ---. «Εἰς Φιλάργυρον.» Odes d’Anacréon et Poésies de Sapho. Traduites en Vers par Prosper Yvaren. Paris: Imprimerie Générale A. Lahure, 1884. Print. Anderson, David. ed. Pound’s Cavalcanti: An Edition of the Translations, Notes, and Essays. Princeton: Princeton University Press, 1983. Print. Baker, Mona. ed. Routledge Encyclopedia of Translation Studies. New York & London: Routledge, 1998. Print. Bassnett-McGuire, Susan. Translation Studies. London: Methuen, 1988. Print. Beall, M. Stephen. “Translation in Aulus Gellius.” The Classical Quarterly 47.1 (1997): 215-226. Print. Bernard, Susanne. Le Poème en Prose. De Baudelaire jusqu’à nos Jours. Paris: Librairie Nizet, 1978. Print. Bien, Peter. “The Odyssey, Iliad, and Other Writings.” Kazantzakis and the Linguistic Revolution in Greek Literature. Princeton, N. J.: Princeton University Press, 1972. Print. Biguenet, John, and Rainer Schulte, eds. Theories of Translation. An Anthology of Essays from Dryden to Derrida. Chicago & London: The University of Chicago Press, 1992. Print. Bilia, Angela. The Poetic Transformation of T. S. Eliot’s “The Waste Land” into Greek: A Study of George Seferis’ Translation of “The Waste Land.” Diss. Kent State University, 1996. Print. Blackie, J. Stuart. “Shakespeare and Modern Greek.” The 19th Century 30 (1891): 1006-1007. Print. Bournas, Helen. The Journey beyond Symbolism: Valery, Rimbaud, Eliot and their Relationship to George Seferis. PhD. New York University, 1984. Print. Browning, Robert. Poems and Plays. Vol. 2: 1844-1864. London: J. M. Dent & Sons Ltd., 1963. Print. ---. ed. Goethe, Hölderlin, Nietzsche, and others. German Poetry from 1750 to 1900. New York: The Continuum Publishing Company, 1984. Print.
314
Callander, Margaret. The Poetry of Pierre Jean Jouve. Manchester: Manchester University Press, 1965. Print. Carr, C. T. “Carlyle’s Translations from German.” The Modern Language Review 42.2 (April 1947): 223-232. Print. Catford, C. John. A Linguistic Theory of Translation. Oxford: Oxford University Press, 1965. Print. Chesterman, Andrew. ed. Readings in Translation Theory. Helsinki: Oy Finn Lectura Ab, 1989. Print. ---. Memes of Translation: The Spread of Ideas in Translation Theory. Amsterdam & Philadelphia: J. Benjamins Publishing, 1997. Print. Connolly, David, and Aliki Bacopoulou-Halls. “Greek Tradition.” Routledge Encyclopedia of Translation Studies. Ed. Mona Baker. New York & London: Routledge, 1998. 428-436. Print. Connolly, David. “The Least Satisfying Form of Writing: Seferis on Translation.” Journal of Modern Greek Studies 20.1 (2002): 29-46. Print. De Lisle, Leconte. Œuvres de Leconte de Lisle. Poèmes Antiques. Paris: Alphonse Lemerre, 1852. Print. Delisle, Jean, and Judith Woodsworth. eds. Translators through History. Amsterdam & Philadelphia: J. Benjamins, 1995. Print. du Bellay, Joachim. La Défense et Illustration de la Langue Françoyse (1549). Paris: Nelson, 1936. Print. Eliot, T. Stern. Four Quartets. London: Faber and Faber, 1944. Print. ---. “The Music of Poetry.” On Poetry and Poets. New York: Farrar, Straus and Cudahy, 1961. Print. Éluard, Paul. «Le Livre Ouvert I (1938-1940).» Œuvres Complètes. Tom. I. Paris: Gallimard, 1968. Print. ---. «Les Dessous d’une Vie.» Œuvres Complètes. Tom. I. Paris: Gallimard, 1968. Print. Even-Zohar, Itamar. “The ‘Literary System’.” Poetics Today 11.1 (1990): 27-44. Print. ---. “The Position of Translated Literature within the Literary Polysystem.” The Translation Studies Reader. Ed. Lawrence Venuti. London & New York: Routledge, 2000. 192-197. Print. Fletcher, Pauline. “Dante Gabriel Rossetti 1828-1882.” Encyclopedia of Literary Translation into English. Ed. Olive Classe. Vol. 2. Chicago & London: Fitzroy Dearbon Publishers, 2000. 1188-1190. Web. 16 Sept. 2009. Frost, Robert. “Conversations on the Craft of Poetry.” In Barry, Elaine. Robert Frost on Writing. New Brunswick: Rutgers Universtiy Press, 1973. 159. Print.
315
Frost, William, and Vinton A. Dearing, eds. The Works of John Dryden. Poems. The Works of Virgil in English (1697). California: University of California, 1987. Print. Gentzler, Edwin. Contemporary Translation Theories. London & New York: Routledge, 1993. Print. Hermans, Theo. ed. The Manipulation of Literature. Studies in Literary Translation. New York: St. Martin’s Press, 1985. Print. ---. “Norms and the Determination of Translation: A Theoretical Framework.” Translation, Power, Subversion. Eds. Roman, Álvarez, and Carmen África Vidal. Clevedon & Philadelphia: Multilingual Matters, 1996. 25-51. Print. ---. Translation in Systems. Descriptive and Systemic Approaches Explained. Manchester: St. Jerome, 1999. Print. Holmes, James. “The Name and Nature of Translation Studies.” The Translation Studies Reader. Ed. Lawrence Venuti. London & New York: Routledge, 2000. 172-185. Print. Honig, Edwin. ed. The Poet’s Other Voice. Conversations on Literary Translation. Amherst: The University of the Massachusetts Press, 1985. Print. Humboldt, von Wilhelm. Werke: in Fünf Bänden. Stuttgart: J. G. Cotta, 1960. Print. Jakobson, Roman. “On Linguistic Aspects of Translation (1959).” Theories of Translation. Eds. Rainer, Schulte, and John Biguenet. London: University of Chicago Press, 1992. 149: Print. Jenkins, Harold. ed. Hamlet. London & New York: Routledge, 1989. Print. Jouve, Pierre Jean. «Les Quatre Cavaliers.» La Nouvelle Revue Française 304 (Janvier 1939): 44-49. Print. ---. Les Noces. Suivi de Sueur de Sang. Paris: Gallimard, 1966. Print. ---. Dans les Années Profondes. Matière Céleste. Proses. Paris: Gallimard, 1995. Print. Karagiorgos, Panos. “The First Greek Translation of Shakespeare: Macbeth by Andreas Theotokis (1819).” Δωδώνη, Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Τόμ. 5. Ιωάννινα: χ. ό., 1976. 226-229. Print. ---. “Dimitrios Vikelas’ Translation of Hamlet (1882).” Δωδώνη, Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Τόμ. 7. Ιωάννινα: χ. ό., 1978. 87-103. Print. Kechagioglou, Georgios. “Traduzioni Neogreche del XVIII Secolo: L’Italiano come Lingua Veicolare.” Testi Letterari Italiani Tradotti in Greco (dal 500 ad oggi). Ed. Mario Vitti. Soveria Mannelli: Rubbettino, 1994. 139152. Print.
316
Keeley, Edmund. “T. S. Eliot and the Poetry of George Seferis.” Comparative Literature 8.3 (Summer 1956): 214-226. Print. Kelly, G. Louis. The True Interpreter: A History of Translation Theory and Practice in the West. Oxford: Basil Blackwell, 1979. Print. Kermode, Frank. Edit. The Arden Shakespeare. The Tempest. London and New York: Routledge, 1988. Print. Knös, Börje. L’Histoire de la Littérature Néo-grecque. La Période jusqu’en 1821. Stockholm: Göteborg- Uppsala, 1962. Print. Kohler, Denis. L’Aviron d’Ulysse: L’Itinéraire Poétique de Georges Séféris. Paris: Les Belles Lettres, 1985. Print. Ladmiral, Jean-René. «Sourciers et Ciblistes.» Revue d’Esthétique 12. Toulouse: Prevat, 1986. Print. Larbaud, Valéry. Sous l’Invocation de Saint Jérôme. 1946. Paris: Gallimard, 1986. Print. Lefevere, André. Translating Poetry: Seven Strategies and a Blueprint. Assen: Van Gorcum, 1975. Print. ---. ed. Translation/History/Culture. London & New York: Routledge. 1992. Print. ---. Translating Literature. Practice and Theory in a Comparative Literature Context. New York: The Modern Language Association of America, 1992. Print. Legrand, Émile. éd. «Batrachomyomachie Traduite en Grec Vulgaire par Georges Ostowick de Raguse.» Collection de Monuments pour Servir à l’Étude de la Langue Néo-hellénique 4. Paris: Chez Maisonneuve et CIE, 1869. Print. Levỳ, Jirí. “Translation as a Decision Process.” The Translation Studies Reader. Ed. Lawrence Venuti. London and New York: Routledge, 2000. 148-159. Print. Lorca, Federico García. Romancero Gitano. Madrid: Aguilar, 1957. Print. Loulakaki-Moore, Irene. Seferis and Elytis as Translators. Bern: Peter Lang, 2010. Print. Meschonnic, Henri. Pour la Poétique II. Épistémologie de l’Écriture Poétique de la Traduction. Paris: Gallimard, 1973. Print. Moullas, Panayotis. Les Concours Poétiques del’ Université d'Athènes (18511877). Athènes: Secrétariat Général à la Jeunesse, 1989. Print. Mounin, Georges. Les Belles Infidèles. Paris: Presses Universitaires de Lille. 1994. Print. Munday, Jeremy. Introducing Translation Studies. Theories and Applications. London & New York: Routledge, 2000. Print.
317
Nida, Eugene. Toward a Science of Translating: With Special Reference to Principles and Procedures Involved in Bible Translating. Leiden: E. J. Brill, 1964. Print. Nord, Christiane. Translation as a Purposeful Activity. Functionalist Approaches Explained. Manchester: St Jerome, 1997. Print. Popovič, Anton. “The Concept ‘Shift of Expression’ in Translation Analysis.” The Nature of Translation: Essays on the Theory and Practice of Literary Translation. Eds. James, S. Holmes, Frans de Haan and Anton Popovič. The Hague: Mouton, 1970. 78-90. Print. Postgate, J. Percival. Translation and Translations: Theory and Practice. London: G. Bell and Sons Ltd., 1922. Print. Pound, Ezra. Selected Poems of Ezra Pound. New York: New Directions, 1957. Print. ---. Literary Essays of Ezra Pound. Ed. T. S. Eliot. London: Faber and Faber, 1960. Print. ---. Selected Letters 1907-1941 of Ezra Pound. New York: New Directions Publishing Corporation, 1971. Print. Prudhomme, Sully. Œuvres de Sully Prudhomme. Poésies 1865-1866 (Stances et Poèmes). Paris: Alphonse Lemerre, 1900. Print. Ramírez Bustamente, Flora. “Casantsakis Traductor de Lorca.” Erytheia (8.1.1987): 117-141. Print. Rangabé, R. Alexander. Histoire Littéraire de la Grèce Moderne. Paris: Calmann Lévy, 1877. Print. Reinhold, Glei. Die Batrachomyomachie. Synoptische Edition und Kommentar. Frankfurt am Main: Verlag Peter Lang GmbH, 1984. Print. Robinson, Douglas. Western Translation Theory: From Herodotus to Nietzsche. 2nd ed. Manchester, UK: St. Jerome Pub., 2002. Print. Salama-Carr, Myriam. “French Tradition.” Routledge Encyclopedia of Translation Studies. Ed. Mona Baker. New York & London: Routledge, 1998. 409417. Print. Savory, Theodore. The Art of Translation. 1957. London: Cape. 1968. Print. Schäffner, Christina. “The Concept of Norms in Translation Studies.” Current Issues in Language & Society 5.1-2 (1998): 1-9. Print. Sleiermacher, Friedrich. “Ueber die Verschiedenen Methoden des Uebersetzens.” Das Problem des Uebersetzens. Hrsg. Joachim H. Stoering. Darmstadt: Wissenscahftliche Buchgesellschaft, 1973. Print. Steiner, George. After Babel. 3rd ed. Oxford: Oxford University Press, 1998. Print.
318
The Early Italian Poets from Ciullo D’ Alcamo to Dante Alighieri (1100-12001300). In the Original Metres together with Dante’s Vita Nuova. Transl. D. G. Rossetti. The Internet Archive. Web. 16 Sept. 2009. Toury, Gideon. In Search of a Theory of Translation. Tel Aviv: The Porter Institute for Poetics and Semiotics, 1980. Print. ---. “A Rationale for Descriptive Translation Studies.” The Manipulation of Literature. Studies in Literary Translation. Ed. Theo Hermans. New York: St. Martin’s Press, 1985. 16-41. Print. ---. “What are Descriptive Studies into Translation Likely to Yield apart from Isolated Descriptions.” In “Translation Studies: The State of Art.” Proceedings of the First J. S. Holmes Symposium on Translation Studies. Eds. Kitty, van Leuven-Zwart, and Ton Naaijkens. Amsterdam & Atlanta: Rodopi, 1991. 179-192. Print. ---. Descriptive Translation Studies and Beyond. Amsterdam & Philadelphia: J. Benjamins, 1995. Print. ---. “A Handful of Paragraphs on ‘Translation’ and ‘Norms’.” Translation and Norms. Ed. Christina Schäffner. Clevedon & Philadelphia: Multilingual Matters, 1999. 9-31. Print. Tytler, Alexander Fraser. Essay on the Principles of Translation. 1791. Web. 06 May. 2010. Vinay, Jean Paul, and Jean Darbelnet. Stylistique Comparée du Français et del’ Anglais. Méthode de Traduction. Paris: Didier, 1977. Print. Vitti, Mario. ed. Testi Letterari Italiani Tradotti in Greco (dal 500 ad oggi). Soveria Mannelli: Rubbettino, 1994. Wagner, Wilhelm. “Shakespeare in Griechenland.” Jahrbuch der Deutschen Shakespeare-Gesellschaft 12 (1877): 41. Print. Weissbort, Daniel. ed. Translating Poetry: The Double Labyrinth. London: Macmillan, 1989. Print. ---., and Astradur Eysteinsson, eds. Translation, Theory and Practice: A Historical Reader. Oxford: Oxford University Press, 2006. Print. Wentworth, Dillon (Earl of Roscommon). Essay on Translated Verse. London: H. Hills, 1709. Web. 13 Dec. 2010. Print. Woodsworth, Judith. “History of Translation.” Routledge Encyclopedia of Translation Studies. Ed. Mona Baker. New York & London: Routledge, 1998. 100-105. Print. Yannakopoulou, Vasso. Norms and Habitus as Parameters in the Production of Four Greek Translations of Hamlet. PhD thesis. Athens, 2010. 67-122. Print.
319