ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΕΠΙΣΗΣ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ Ο Φύλακας Φύλ ακας των Χαμ Χα μ ένων Υποθέ Υπο θέσ σεων Βεβή Βεβή λωση
ΑΡΝΑΛΔΟΥΡ ΙΝΔΡΙΔΑΣΟΝ Φορμόλη
EΪ. ΤΖ. ΚΑΖΙΝΣΚΙ Ο Τελευτ Τελευταί αίο ο ς Καλό Καλ ό ς Άνθρ Άνθρωπο ωπος ς
ΣΕΜΠΑΣ ΣΕ ΜΠΑΣΤΙΑΝ ΤΙΑΝ ΦΙΤΣΕ Φ ΙΤΣΕΚ Κ , ΜΙΧΑΕΛ ΤΣΟΚΟΣ Μαθήμ Μαθή μ ατα ατ α Νεκρο Νεκρο ψίας ψία ς
ΝΤΕ Ν ΤΕΪΒ ΪΒΙΝ ΙΝΤ Τ ΧΙΟ ΧΙΟΥ ΥΣΟΝ The Killing Kill ing
ΑΝΤΙ ΤΟΥΟΜΑΝΕΝ Ο Θεραπευτής
ΣΤΙΒ ΜΟΣΜΠΙ Ο Δολοφ Δολο φόνος όνο ς 50/50 50 /50
ΤΟΜΑΣ ΤΟΜΑ Σ ΕΝΓΚΕ ΝΓΚΕΡ Ρ Φλεγόμενος
ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ
ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΜΗΝΥΜΑ Μετάφραση ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΨΑΛΗΣ
ΕΚΔΟΤΙΚ ΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΣ ΟΡΓΑ ΟΡΓΑ ΝΙΣΜ ΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑ ΛΙΒΑ ΝΗ ΑΘΗΝΑ
ειρά: ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Tίτλος ίτλ ος πρωτοτύπο πρωτοτύπου: υ: FLASKEPOST FRA P. υγγραφέας: JUSSI ADLER-OLSEN λωσσική λωσσική επι επ ι μέλεια: μέλ εια: ΑΝΘΗ ΡΟΔΟΠΟΥΛΟΥ
Copyri op yrigh ghtt © JP/Poli JP/Politik tikens en s Hus Koben ob enha havn vn,, 20 2009 Co p y rig rig ht © 20 2014 για την ελ ελ λ ηνική ηνική γλώ γλ ώ σσα: EKΔOTIKOΣ OPΓANIΣMOΣ ΛIBANH ABE Σόλωνος 98 – 106 80 Aθήνα. Tηλ.: 210 3661200, Fax: 210 3617791 http://www.livanis.gr Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική, ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχομένου του βιβλίου με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη. Nόμος 2121/1993 και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην στην Eλ Eλ λ άδ άδα. α. Παραγωγή: αραγω γή: Εκ Εκδ ο τικ τικό ς Οργανι γαν ισμός σμό ς Λιβά βάνη νη ISBN 978-960-14-2835-2
Αφιερωμένο στο γιο μ ο υ, Κις Κι ς
ΠΡΟΛΟΓΟΣ HTAN TO ΤΡΙΤΟ ΠΡΩΙΝΟ, και η μυρωδιά της πίσσας κα των φυκιών είχε ποτίσει τα ρούχα του. Κάτω από το δάπεδο του λεμβοστάσιου, ο πολτός από λιωμένο πάγο έγλειφε βουβά τα ξύλινα δοκάρια και ξυπνούσε αναμνήσεις από τον καιρό αιρό π ο υ ό λ α ήταν εντάξει. ντάξει. Ανασήκωσε τον κορμό του από τις στρωμένες εφημερίδες και ανακάθι ανακάθ ισε ώστε να μπορέ μπ ορέσε σειι να δι δ ιακρ ακρίνει το π ρό σωπ σω π ο του μικρότερου αδερφού του, ο οποίος ακόμα και στον ύπνο του έδ ειχνε να βασανίζ β ασανίζεεται, ται, παγω παγ ω μένο μένοςς μέχρι μέχρι το κόκαλο. κόκαλο . Σύντομα θα ξυπνούσε και θα κοίταζε ολόγυρα πανικόβλητος. Θα ένιωθε τα δερμάτινα λουριά να σφίγγουν τους καρπούς και τη μέση του, θα άκουγε το κροτάλισμα της αλυσίδας που περιόριζε τις κινήσεις του. Θα έβλεπε τη χιονοθύελλα και το φως που πάλευε να διαπεράσει τις π ισσωμένε σσω μένεςς σανί σανίδ ες. ες . Και Και τό τό τε θ α άρχιζε άρχιζε να προσεύ π ροσεύχεται χεται.. Αμέτρητες φορές είχε αντικρίσει την απόγνωση στο βλέμμα του αδερφού του. Πίσω από τη μονωτική ταινία που κάλυπτε το στόμα του, ακούγονταν ξανά και ξανά οι πνιχτές ικεσίες του να τους δείξει έλεος ο Ιεχωβάς. Όμως και οι δύο γνώριζαν πως ο Ιεχωβάς δεν τους έδινε καμία σημασία πλέον, γιατί τα χείλη τους είχε μιάνει το αίμα. Το αίμα που ο δεσμοφύλακάς τους είχε ρίξει στις κούπες τους. Τις κούπες από τις οποίες τους είχε επιτρέψει να πιουν, προτού τους
αποκαλύψει το περιεχόμενό τους. Είχαν πιει νερό, όμως μέσα στο νερό υπήρχε αίμα, εντελώς απαγορευμένο, και τώρα ο δυο τους ήταν αιώνια καταδικασμένοι. Και για το λόγο αυτό, η ντροπή τούς βασάνιζε χειρότερα και από τη δίψα ακόμα. Τι λες να μας μ ας κάνει; έδειχναν να τον ρωτούν τα φοβισμένα μάτια του αδερφού του. Μα πώς θα μπορούσε να γνωρίζε την απάντηση; Το μόνο που ήξερε, ενστικτωδώς, ήταν ότ πολ πο λ ύ σύντ σύντομα ομα θα θ α τελ τελ είωναν όλα. όλ α. Έγειρ Έγειρε π ίσω και για άλλ άλ λ η μία μία φ ο ρά κο ίταξε ο λ ό γυρα γυρα το δωμάτιο στο αδύναμο φως, αφήνοντας το βλέμμα του να περάσε περάσειι πά πάνω νω απ απόό τα δοκάρ δ οκάριια της οροφής οροφ ής και μέσα μέσα από απ ό τους τους σχηματισμούς των ιστών αράχνης, παρατηρώντας κάθε προεξοχή ξεχωριστά, κάθε κόμπο έναν προς έναν. Τα φθαρμένα πηδάλια και τα κουπιά που κρέμονταν από ψηλά. Τα σαπισμένα ψαράδικα δίχτυα που είχαν μαζέψει εδώ κα π ο λ ύ καιρ καιρόό την τελευ τελ ευταία ταία τους ψαριά. αριά. Και τότε ανακάλυψε το μπουκάλι. Το φως του ήλιου άστραψε φευγαλέα πάνω στο μπλε-λευκό γυαλί, θαμπώνοντάς τον. Τόσο κοντά και ταυτόχρονα τόσο δυσπρόσιτο. Βρισκόταν λίγο πιο πίσω του, σφηνωμένο ανάμεσα στις παχιές, τραχιά πελεκημένες σανίδες του δαπέδου. Έχωσε Έχω σε τα δ άχτυλά του στο δ ιάκε άκενο και π ρο σπάθ σπ άθησε ησε να τραβήξει το μπουκάλι από το λαιμό, όμως ο αέρας πάγωσε την επιδερμίδα του. Μόλις ξεκολλούσε το μπουκάλι, θα το έσπαγε και θα χρησιμοποιούσε τα θραύσματα για να κόψει το λουρί που κρατούσε τα χέρια του πισθάγκωνα δεμένα. Κ όταν το λουρί υποχωρούσε, τα μουδιασμένα δάχτυλά του θα
εντόπιζαν την πόρπη στην πλάτη του. Θα τη χαλάρωνε, θα τραβούσε μεμιάς τη μονωτική ταινία από το στόμα του, θα έλυνε τα λουριά γύρω από τη μέση και τους μηρούς του, κ αμέσως μόλις έπαυε να τον συγκρατεί η αλυσίδα που ήταν περασμένη στα δερμάτινα δεσμά γύρω από τη μέση του, θα ορμούσε να απελευθερώσει τον αδερφό του. Θα τον τραβούσε προς το μέρος του και θα τον αγκάλιαζε σφιχτά, μέχρι να πάψουν τα σώματά τους να τρέμουν. Ύστε Ύστερρα, φαντάστηκε αντάστηκε, θα θ α έβα βαζε ζε όλη όλ η του τη δ ύναμη για να σκάψει την ξύλινη κάσα της πόρτας με το σπασμένο γυαλί. Θα κοίταζε να δει μήπως μπορούσε να βαθουλώσει τις σανίδε σανίδ ες π άνω στις στις ο π οίες οίες ήταν στερ στερεω μένο μένοιι ο ι μεντε μεντεσέ σέδδ ες . Κ αν τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά και το αυτοκίνητο επέστρεφε προτού πετύχει το στόχο του, τότε θα έστηνε καρτέρι στον άντρα. Θα έπαιρνε θέση πίσω από την πόρτα, έτοιμος, με το σπασμένο γυαλί στο χέρι. Αυτά έλεγε στον εαυτό αυτό του το υ π ω ς θ α έκ έκανε. Έγειρ Έγειρε μπρ μπ ρο στά, έπ λ εξε τα π αγωμέ αγω μένα να δ άχτυλά του π ίσω από την πλάτη του και προσευχήθηκε ζητώντας συγχώρεση για τις κακές του σκέψεις. Ύστερα έχωσε τα δάχτυλά του κα πάλι στο κενό ανάμεσα στις σανίδες, προσπαθώντας να αποσπάσει το μπουκάλι. Έξυνε κι έγδερνε, μέχρι που κατάφερε να ανασηκώσει το λαιμό του μπουκαλιού αρκετά ώστε να το πιάσει. Τέντωσε τα αφτιά του. Κινητήρας ήταν αυτό που ακούστηκε; Ναι, αυτό ήταν. Ο δυνατός κινητήρας ενός μεγάλου αυτοκινήτου. Όμως πλησίαζε ή απλώς περνούσε σε κάπ άποο ια από απ όσταση από απ ό εκε εκεί;
Για μια στιγμή, ο βαθύς, μπάσος ήχος έμοιαζε να δυναμώνει. Εκείνος βάλθηκε να τραβάει με τόση απόγνωση το λαιμό του μπουκαλιού, ώστε οι κλειδώσεις του κροτάλισαν. Ύστερα, όμως, ο ήχος έσβησε. Μήπως ήταν ο ανεμογεννήτρ ανεμογ εννήτριιες , έτσι έτσι όπω όπ ω ς έφ ερναν βόλ βό λ τες τες γου γο υργου γο υρίζο ντας και βουίζοντας; Ή κάτι εντελώς άσχετο; Δεν μπορούσε να ξέρε ξέρει. Ξε Ξεφ ύσηξε μια μια θε θ ερμή ανάσα α νάσα απ απόό τα ρουθού ρουθο ύνια του, που πο υ χνότισε τον αέρα γύρω του. Δε φοβόταν και τόσο πια, τουλάχιστον όχι τώρα. Όσο σκεφτόταν τη χάρη του Ιεχωβά, ένιω ένιωθ ε καλ καλύύτερα. τερα. Έσφι Έσφ ιξε τα χείλ χείλ η του και συνέχι συνέχισε σε την κο π ιαστικ αστική προσπάθεια. Κι όταν, επιτέλους, κατάφερε να αποσπάσει το μπουκάλι, το χτύπησε με τόση δύναμη πάνω στο ξύλινο δάπεδο, ώστε ο αδερφός του ανασήκωσε το κεφάλι με ένα τίναγμα έκπληξης και κοίταξε ολόγυρα έντρομος. Ξανά και ξανά κατέβασε το μπουκάλι στο δάπεδο. Ήταν δύσκολο να το πιάσει σωστά, έτσι όπως είχε τα χέρια του πίσω από την πλάτη. Πολύ δύσκολο. Τελικά, όταν τα δάχτυλά του δεν μπορούσαν πια να το κρατήσουν, άφησε το μπουκάλι να γλιστρήσει από τα χέρια του, γύρισε από την άλλη και έμεινε να το κοιτάζει αφηρημένα, την ώρα που κόκκοι σκόνης στροβιλίζονταν κι έπεφταν από τα δοκάρια μέσα μέσα στο στενό στενό χώρ χώ ρο . Δεν μπορούσε να το σπάσει. Πολύ απλά, του ήταν αδύνατο. Ένα τιποτένιο μπουκαλάκι. Μήπως έφταιγε που είχα είχανν πι π ιει αίμα; Ά ραγε, αγ ε, τους είχε είχε εγκαταλ εγκαταλεί είψ ψει ο Ιεχω Ιεχωββάς; άς ; Κοίταξε τον αδερφό του, ο οποίος αναδεύτηκε αργά κάτω από την κουβέρτα του, κι έπεσε πίσω στα στρωσίδια. Έμεινε
σιωπηλός, δεν επιχείρησε καν να μουρμουρίσει κάποια λέξη μέσα μέσα απ α π ό τη μονω μο νωτι τικκή ταινία ταινία πο π ου σφράγιζε σφράγιζε τα χείλ χείλ η του το υ. Του πήρε κάμποσο για να συγκεντρώσει τα πράγματα που χρει χρειαζόταν αζόταν.. Το Το δ υσκο σκο λ ό τερ τερο ήταν να τεντωθ τεντωθεεί, έτσι έτσι όπω όπ ω ς τον περιόριζε η αλυσίδα, για να φτάσει την πίσσα ανάμεσα στις σανίδ σανίδ ες της οροφής με τα ακρ ακροδάχτυ οδ άχτυλλ ά του. του. Όλ Όλ α τα άλλ άλ λ α τα είχε έτοιμα: έτοιμα: το μπο μπ ο υκάλι άλ ι, τη μυτε μυτερρή ακ α κίδ α απ α π ό τις τις σανίδε σανίδ ες του δ απέδου απέδο υ, το το χαρτί χαρτί πάνω στο στο οποίο οπ οίο καθ καθόταν. όταν. Σπρώχνοντας, έβγαλε το ένα του παπούτσι. Έπειτα τρύπησε τον καρπό του με την ακίδα τόσο δυνατά, ώστε δάκρυα ανάβλυσαν στα μάτια του. Άφησε το αίμα να στάξε πάνω στο λουστρινένιο παπούτσι του για ένα λεπτό, μπορε και δύο. Ύστερα έσκισε ένα μεγάλο κομμάτι χαρτί από τα στρωσίδια του, βούτηξε την ακίδα στο αίμα του κι έστριψε το κορμί του, τραβώντας την αλυσίδα μέχρι που κατάφερε να βλέπει τι έγραφε πίσω από την πλάτη του. Όσο καλύτερα μπορούσε, με μικρούτσικα γράμματα, αποτύπωσε σε λέξεις όσα τους συνέβαιναν. Όταν τελείωσε, υπέγραψε το σημείωμα με το όνομά του, τύλιξε το χαρτί και το έχωσε μέσα στο μπουκάλι. Έδω Έδ ω σε στον εαυτό αυτό του άφθ άφ θ ο νο χρόνο π ρο κειμένο μένουυ να πιέσει το σβόλο πίσσας μέσα στο λαιμό του μπουκαλιού. Μετατόπισε το βάρος του, ώστε να βλέπει καλύτερα, κ στερα έλεγξε το σφράγισμα, ξανά και ξανά, για να βεβαιωθε π ως είχε γίνει γίνει σωστά. Τελικά, όταν δεν υπήρχε πια κάτι άλλο να κάνει, άκουσε το γουργούρισμα από τον κινητήρα ενός αυτοκινήτου. Αυτή
τη φορά δεν είχε καμία αμφιβολία. Έριξε μια πονεμένη ματιά στο μικρότερο αδερφό του και τεντώθηκε με όλη του τη δύναμη προς το φως που τρύπωνε από μια φαρδιά σχισμή στον ξύλινο τοίχο, το μοναδικό άνοιγμα απ’ όπου θα μπο μπ ο ρο ύσε να πε π εράσει το μπου μπο υκάλι άλ ι. Τότε η πόρτα άνοιξε και μια βαριά σκιά εισήλθε στο χώρο μέσα μέσα σε ένα ένα σύννεφο σύννεφο π άλλ άλ λ ευκου χιονιού. Σιωπή. Σιωπ ή. Κι Κι ύστερ στερα, ο παφλ παφ λ ασμός. ασμός . Το μπουκ μπ ουκάλ άλιι αφέ αφ έθ ηκε ηκε ελ ελ εύθ ερο .
1 Ο ΚΑΡΛ ΕΙΧΕ ΞΥΠΝΗΣΕΙ και με καλύτερες προοπτικές. Το πρώτο πράγμα που συνειδητοποίησε ήταν ο πίδακας όξινων φυσαλίδων που ανέβαιναν στον οισοφάγο του. στερα, αφού άνοιξε τα μάτια για να δει αν υπήρχε κάτι που θα μπορούσε να καταπραΰνει τη δυσφορία του, αντίκρισε το τσαλακωμένο πρόσωπο μιας γυναίκας στο ελαφρώς σαλι σαλ ιωμένο μαξιλάρι δ ίπλα πλ α του. Ω, γαμώτο, αυτή είναι η Σίσερ, συνειδητοποίησε με φρίκη, προσπαθώντας να ανασύρει από τη μνήμη του τα λάθη που μάλλον είχε διαπράξει το προηγούμενο βράδυ, ώστε να καταλήξει εδώ. Η Σίσερ, για όνομα! Η μανιώδης καπνίστρια γειτόνισσά του. Η φλύαρη γυναίκα που έκανε περιστασιακές δουλειές και σύντομα θα έπαιρνε πόδι και από το Δημαρχείο του Άλερεντ. Μια τρομερή σκέψη πέρασε από το μυαλό του. Προσεκτικά, ανασήκωσε το πάπλωμα και αναστέναξε με ανακούφιση, διαπιστώνοντας ότι φορούσε ακόμα το μπο μπ ο ξεράκι ξεράκι του. Κάτι Κάτι ήταν κι αυτό, αυτό, τουλάχ τουλ άχιστ ιστοο ν. «Χριστέ μου», βόγκηξε, απομακρύνοντας το λιπόσαρκο χέρι χέρι της Σ ίσερ σερ απ απόό το στέρ στέρνο του. Α π ό τον καιρ καιρό που ήταν με τη Βίγκα είχε να βρεθεί σε τέτοια κατάσταση. «Αφήστε τις λεπτομέρειες, σας παρακαλώ», είπε όταν
συνάντησε τον Μόρτεν και τον Γέσπερ στην κουζίνα. «Πείτε μου μονάχα τι γυρεύει η κυρία εκεί πάνω στο κρεβάτι μου». «Δεν της φαίνεται, αλλά είναι βαριά η θείτσα», σχολίασε ο θετός γιος του, ενώ έφερνε στα χείλη του τη χάρτινη συσκευασία με το χυμό που είχε μόλις ανοίξει. Το πότε θα ανακάλυπτε ο Γέσπερ ότι υπάρχουν και ποτήρια γι’ αυτό το πράγμα ήταν μια μια πρ π ρόβλ όβ λ εψη που π ου ούτε ούτε καν καν ο Νοστράδ οστράδαμος αμος θ α διακινδύνευε να κάνει. «Ναι, συγνώμη, Καρλ», είπε ο Μόρτεν. «Δεν έβρισκε το κλειδί της, ξέρεις. Εσύ είχες ξεραθεί ήδη, οπότε θεώρησα...» Αυτή ήταν σίγουρα η τελευταία φορά που έσκασα μύτη σε μπάρμπεκιου του Μόρτεν, υποσχέθηκε στον εαυτό του ο Καρλ, και έριξε μια ματιά στο μπροστινό δωμάτιο, εκεί όπου βρισκότα ρισκότανν το κρεβά κρεβάτι τι το του Χάρντι. Χάρντι. Από τη στιγμή που μεταφέρθηκε στο σπίτι ο πρώην συνάδελφός του, πριν από ένα δεκαπενθήμερο, κάθε έννοια οικιακής ρουτίνας είχε πάει περίπατο. Όχι επειδή το ρυθμιζόμενο κρεβάτι καταλάμβανε το ένα τέταρτο του δωματίου κι έκρυβε τη θέα προς τον κήπο. Όχι εξαιτίας των ορών που κρέμονταν από τη μεταλλική βάση, ούτε επειδή ο ουροσυλλέκτες προκαλούσαν αηδία στον Καρλ. Δεν ήταν καν το γεγονός ότι το τελείως παράλυτο σώμα του Χάρντ ανέδιδε ασταμάτητα δύσοσμα αέρια. Αυτό που άλλαζε τα πάντα ήταν οι ενοχές που δημιουργούσε η όλη κατάσταση. Γιατί ο Καρλ είχε τον πλήρη έλεγχο των άκρων του κα μπορούσε να τα χρησιμοποιεί όποτε το αποφάσιζε. Κ επιπλέον, ένιωθε πως έπρεπε να το αντισταθμίζει αυτό διαρκώς. Να βρίσκεται στο πλευρό του Χάρντι. Να φροντίζε
αυτό τον ανήμπορο άνθρωπο. «Μη χολοσκάς», είχε πει ο Χάρντι πριν κάνα δυο μήνες, προλαμβάνοντας τον Καρλ καθώς συζητούσαν τα υπέρ και τα κατά της μετακίνησής του από την Κλινική Αντιμετώπισης Σπονδυλικών Τραυμάτων στο Χόρνμπεκ. «Εδώ μπορεί να περάσει μία εβδομάδα και να μη με επισκεφτείς. Φαντάζομα ότι είμαι σε θέση να τα βγάλω πέρα και χωρίς τη στοργική φροντίδα σου, για μερικές ώρες κάθε μέρα, έτσι κα μετακομίσω στο σπίτι σου. Τι λες κι εσύ;» Το θέμα, εντούτοις, ήταν ότι ο Χάρντι μπορούσε να κοιμάται ήσυχος, όπως τώρα, κι όμως να είναι τόσο παρών. Στο μυαλό του Καρλ. Στο σχεδιασμό της μέρας του. Σε όλες τις λέξεις που έπρεπε να ζυγίσει προτού τις προφέρει. Ήταν κουραστικό, βραχνάς. Κι ένα σπίτι, κανονικά, δε θα έπρεπε να κουράζει. Εκτός αυτού, υπήρχε και η πρακτική πλευρά του πράγματος. Τα πλυντήρια, το άλλαγμα των σεντονιών του Χάρντι, το κουμαντάρισμα του πελώριου σώματός του, τα ψώνια, οι επαφές με τους νοσοκόμους και τις Αρχές. Τι κι αν όλα αυτά τα είχε αναλάβει ο Μόρτεν; Με τα υπόλοιπα, τ γινόταν; «Κοιμήθηκες καλά, παλιόφιλε;» ρώτησε ο Καρλ διστακτικά, πλησιάζοντας στο κρεβάτι. Ο πρώην συνάδελφός του άνοιξε τα μάτια και του χαμογέλασε βεβιασμένα. «Ώστε αυτό ήταν, Καρλ, ε; Τέρμα η άδεια, ξανά στο μαγκανοπήγαδο. Σαν νεράκι κύλησαν οι δύο εβδομάδες. Ούτε που το κατάλαβα πόσο γρήγορα πέρασαν. Ο Μόρτεν κι εγώ θα τα πάμε μια χαρά. Να δώσεις τα
χαιρετίσματά μου στα παιδιά, εντάξει;» Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Ποιος θα ήθελε να βρίσκετα στη θέση του Χάρντι; Μακάρι να μπορούσε να αλλάξει με κάποιον άλλο, έστω για μία μέρα. Πέρα από τις γνωστές φάτσες στο γραφείο του αξιωματικού πηρεσίας, ο Καρλ δε συνάντησε ψυχή καθώς έμπαινε στο κτίριο. Στα Κεντρικά της Αστυνομίας ήταν λες κι είχε πέσε επιδημία, το περιστύλιο έδειχνε χειμωνιάτικα γκρίζο κα αποθαρρυντικό. «Τι στο διάολο συμβαίνει εδώ πέρα;» φώναξε μπαίνοντας στο διάδρομο του υπογείου. Περίμενε πως θα του είχαν στήσει ολόκληρη υποδοχή, ή τουλάχιστον πως θα του χτύπαγε τα ρουθούνια η μπόχα του αηδιαστικού αφεψήματος που έφτιαχνε ο Άσαντ και θα άκουγε τη Ρόζε να σφυρίζει κλασικές μελωδίες. Όμως στο πόγειο επικρατούσε νέκρα. Μήπως είχαν κόψει λάσπη όλο τις δύο εβδομάδες που πήρε άδεια για να τακτοποιήσει τον Χάρντι στο σπίτι; Έριξε μια ματιά στην τρύπα που είχε για γραφείο ο Άσαντ και σάστισε. Οι φωτογραφίες των ηλικιωμένων θειάδων του είχαν εξαφανιστεί, μαζί τους και το χαλάκι της προσευχής, όπως και τα κουτιά με τα σιροπιαστά γλυκά. Ακόμα και ο λάμπες φθορισμού στο ταβάνι είχαν ξεβιδωθεί. Διέσχισε το διάδρομο και άναψε τα φώτα στο δικό του γραφείο. Το γνώριμο περιβάλλον μέσα στο οποίο είχε διαλευκάνει τρεις υποθέσεις και είχε σηκώσει τα χέρια ψηλά σε άλλες δύο. Ο χώρος στον οποίο δεν είχε φτάσει προς το
παρόν η απαγόρευση του καπνίσματος, εκεί όπου φώλιαζαν οι παλιοί φάκελοι τους οποίους αναλάμβανε να επανεξετάσε ο Τομέας Q, όμορφα κι ωραία πάνω στο έπιπλο του γραφείου, σε τρεις τακτοποιημένες ντάνες, σύμφωνα με το αλάνθαστο σύστημα ταξινόμησης του ίδιου του Καρλ. Έμεινε εμβρόντητος αντικρίζοντας το ολότελα αγνώριστο, αστραφτερό γραφείο. Δεν υπήρχε υποψία σκόνης εκεί. Χαρτί, ούτε για δείγμα. Ούτε μία πυκνογραμμένη σελίδα A4, πάνω στην οποία θα μπορούσε να ξεκουράσει τα αποκαμωμένα πόδια του, για να τη στείλει στη συνέχεια συστημένη στο καλάθι των αχρήστων. Οι φάκελοι, άφαντοι. Τα πάντα είχαν εξαφανιστεί. «ΡΟΖΕ!» γκάριξε με όλη του τη δύναμη. Αλλά η φωνή του αντήχησε μάταια. Ένιωθε σαν χαμένο αγοράκι. Ο τελευταίος επιζών μιας βιβλικής καταστροφής. Ένας κόκορας χωρίς κοτέτσι. Ο βασιλιάς που θα έδινε το βασίλειό του για ένα άλογο. Άπλωσε το χέρι στο τηλέφωνο και σχημάτισε το εσωτερικό της Λις, στον τρίτο όροφο, στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών. Πέρασαν είκοσι πέντε δευτερόλεπτα μέχρι να απαντήσε κάποιος. «Τομέας Α, ομιλείτε με τη γραμματεία», είπε η φωνή. ταν η κυρία Σέρενσεν, η πιο εχθρική, αναμφισβήτητα, απ’ όλους τους συναδέλφους του Καρλ. Η Δράκαινα αυτοπροσώπως. «Κυρία Σέρενσεν», είπε διστάζοντας εκείνος, χαϊδευτικά, σαν γάτος που γουργούριζε. «Καρλ Μερκ εδώ. Είμαι στο
πόγειο ολομόναχος. Τι τρέχει; Μήπως ξέρετε πού βρίσκονται ο Άσαντ και η Ρόζε;» Μεσολάβησε κάτι λιγότερο από κλάσμα δευτερολέπτου πριν του κλείσει εκείνη το τηλέφωνο κατάμουτρα. Η ανάγωγη! Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στην επικράτεια της Ρόζε, λίγο παρακάτω στο διάδρομο. Ίσως το μυστήριο των εξαφανισμένων φακέλων να έβρισκε απάντηση εκεί. Ήταν μια απολύτως λογική σκέψη, η οποία, όμως, κατέρρευσε πάραυτα, μόλις διαπίστωσε με φρίκη ότι στον τοίχο του διαδρόμου, ανάμεσα στα γραφεία του Άσαντ και της Ρόζε, κάποιος είχε τοποθετήσει τουλάχιστον δέκα τάβλες νοβοπάν, τις οποίες είχε επιστρώσει με το περιεχόμενο των χαμένων φακέλων. Μια σπαστή σκάλα από λουστραρισμένο κίτρινο ξύλο αγριόπευκου έδειχνε το σημείο όπου είχε τοποθετηθεί η τελευταία υπόθεση. Ήταν μία από εκείνες που αναγκάστηκαν α αφήσουν στην άκρη. Η δεύτερη άλυτη υπόθεση στη σειρά. Ο Καρλ έκανε ένα βήμα πίσω για να έχει μια πλήρη εικόνα αυτού του χάρτινου πανδαιμόνιου. Τι στα κομμάτια γύρευαν όλοι οι φάκελοί του πάνω στον τοίχο; Μήπως η Ρόζε και ο Άσαντ τα ’παιξαν ξαφνικά; Ίσως αυτός ήταν ο λόγος που είχαν εξαφανιστεί, οι αναθεματισμένοι πανίβλακες. Δεν είχαν τα κότσια να ακούσουν την κατσάδα. Πάνω, στον τρίτο όροφο, η ίδια εικόνα. Το μέρος έμοιαζε
εγκαταλειμμένο. Ακόμα και η καρέκλα της κυρίας Σέρενσεν, πίσω από το γραφείο υποδοχής, έχασκε άδεια. Ο Καρλ πέρασε να ρίξει μια ματιά από το γραφείο του διοικητή του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, καθώς και του υποδιοικητή. Πήγε στο κυλικείο, κι από εκεί στην αίθουσα συσκέψεων. Το κτίριο ήταν λες και είχε εκκενωθεί. Τι στο διάολο συνέβαινε; Είχε πέσει τηλεφώνημα για τοποθέτηση βόμβας; Ή μήπως η αναδιοργάνωση της Αστυνομίας είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο ώστε όλο το προσωπικό πετάχτηκε στο δρόμο, προκειμένου να πουληθούν τα κτίρια; Μήπως ο νέος υπουργός Δικαιοσύνης –τρόπος του λέγειν– είχε σαλτάρει; Σε πόση ώρα θα πλάκωναν τα τηλεοπτικά κανάλια; Έξυσε το σβέρκο του, ύστερα έπιασε ένα τηλέφωνο κα κάλεσε το γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας. «Καρλ Μερκ εδώ. Πού έχουν εξαφανιστεί όλοι;» «Οι περισσότεροι έχουν συγκεντρωθεί στο Μνημείο Πεσόντων». Στο Μνημείο Πεσόντων; Αυτό, πάλι, πώς τους ήρθε; Είχαν άλλους έξι μήνες μπροστά τους μέχρι τις 19 Σεπτεμβρίου. «Και γιατί, παρακαλώ; Απ’ όσο ξέρω, η επέτειος της κράτησης των Δανών αστυνομικών σε στρατόπεδα συγκέντρωσης από τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις θέλε ακόμα ένα εξάμηνο. Τι κάνουν εκεί πέρα;» «Ο γενικός αστυνομικός διευθυντής ήθελε να μιλήσει στα στελέχη κάποιων τομέων σχετικά με τις αλλαγές που προκύπτουν από την αναδιάρθρωση. Συγνώμη για το
μπέρδεμα, Καρλ. Νομίζαμε πως το ήξερες». «Μα, πριν από λίγο μίλησα με την κυρία Σέρενσεν». «Το πιθανότερο είναι πως έκανε προώθηση των κλήσεων στο κινητό της. Μόνο αυτή την εξήγηση μπορώ να δώσω». Ο Καρλ κούνησε το κεφάλι. Ήταν όλοι τους για τα σίδερα. λοι τους. Μέχρι να φτάσει στο Μνημείο Πεσόντων, ο πουργός Δικαιοσύνης θα είχε τραβήξει άλλη μία μεταρρύθμιση, ανατρέποντας τα πάντα. Κοίταξε από το άνοιγμα της πόρτας τη μαλακή, δελεαστική πολυθρόνα του αρχηγού. Αυτό ήταν ένα μέρος, τουλάχιστον, όπου μπορούσε κάποιος να κλείσει τα μάτια του για λίγο χωρίς να τον ενοχλήσουν. Δέκα λεπτά αργότερα ξύπνησε νιώθοντας τη βαριά παλάμη του υποδιοικητή στον ώμο του και αντικρίζοντας τα εύθυμα, ολοστρόγγυλα μάτια του Άσαντ να παρατηρούν το πρόσωπό του σε απόσταση αναπνοής. Τέρμα η ησυχία. «Άντε, Άσαντ», είπε και σηκώθηκε με τα χίλια ζόρια από τη θέση του. «Πάμε στο υπόγειο να κατεβάσουμε όλα εκείνα τα χαρτιά από τον τοίχο. Σβέλτα, κατάλαβες; Και για να ’χουμε καλό ρώτημα, η Ρόζε πού είναι;» Ο Άσαντ κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι. «Δεν μπορούμε, Καρλ». Ο Καρλ στάθηκε κι έστρωσε το πουκάμισο μέσα στο παντελόνι του. Τι κουραφέξαλα ήταν αυτά που του ξεφούρνιζε; Φυσικά και μπορούσαν. Άλλωστε, αυτός δεν ήταν το αφεντικό του υπογείου; «Τι θα γίνει τώρα, θα έρθεις; Και βρες τη Ρόζε.
ΑΜΕΣΩΣ!» «Το υπόγειο είναι κλειστό», πετάχτηκε ο υποδιοικητής του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, Λαρς Μπιερν. «Πέφτε αμίαντος από τη μόνωση των σωληνώσεων. Πέρασε για έλεγχο κλιμάκιο του Υγειονομικού, δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι». Ο Άσαντ έγνεψε καταφατικά. «Δυστυχώς, έτσι είναι, Καρλ. Χρειάστηκε να ανεβάσουμε όλα τα πράγματά μας εδώ πάνω. Ο χώρος είναι λιγοστός, όμως καταφέραμε να σου βρούμε μια ωραία καρέκλα», πρόσθεσε, λες κι αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει κάποιου είδους παρηγοριά. «Για την ώρα, είμαστε οι δυο μας μόνο.greekleech.info Η Ρόζε δεν έκανε κέφι τη μετακόμιση, οπότε πήρε άδεια από την Παρασκευή. Πάντως, αργότερα μέσα στη μέρα, θα είναι εδώ». Καλύτερα να του είχαν ρίξει μια κλοτσιά στα αχαμνά.
2 ΕΙΧΕ ΚΑΘΙΣΕΙ ΧΑΖΕΥΟΝΤΑΣ τα κεριά, μέχρι που αυτά έσβησαν και το σκοτάδι την τύλιξε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που εκείνος την είχε παρατήσει μόνη της, όμως ποτέ μέχρ τότε δεν το είχε κάνει στην επέτειο του γάμου τους. Πήρε μια βαθιά ανάσα και σηκώθηκε. Τελευταία, είχε πάψει να στέκεται στο παράθυρο και να τον περιμένει, είχε πάψει να γράφει το όνομά του με το δάχτυλό της πάνω στο τζάμι, όπως το χνότιζε με την ανάσα της. Δε θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι δεν υπήρχαν προειδοποιητικά σημάδια τον πρώτο καιρό της γνωριμίας τους. Η καλύτερή της φίλη είχε εκφράσει τις αμφιβολίες της, ενώ η μητέρα της ήταν πολύ πιο ξεκάθαρη. Της έπεφτε πολύ μεγάλος. Και ήταν περίεργος τύπος. Άνθρωπος που δεν μπορούσες να τον εμπιστευτείς. Δεν μπορούσες να τον ψυχολογήσεις. Έτσι, τώρα, είχε κάτι μήνες να δει τη φίλη της ή τη μητέρα της. Και για το λόγο αυτό η απόγνωσή της εντεινόταν, την ώρα που η ανάγκη της για ανθρώπινη επαφή ήταν μεγαλύτερη από ποτέ. Σε ποιον θα μπορούσε να μιλήσει; Δεν πήρχε κανείς εκεί. Έστρεψε το βλέμμα της στα άδεια, τακτοποιημένα δωμάτια κι έσφιξε τα χείλη της, καθώς δάκρυα ανάβλυζαν στα μάτια της.
Άκουσε το παιδί να σαλεύει και προσπάθησε να συνέλθει. Σκούπισε την άκρη της μύτης της με το δείκτη και πήρε δύο βαθιές ανάσες. Αν ο άντρας της την απατούσε, τότε καλά θα έκανε να μη βασίζεται πάνω της. Στη ζωή, κάτι περισσότερο θα υπήρχε, κάτι καλύτερο από αυτό. Μπήκε στο υπνοδωμάτιο τόσο αθόρυβα, ώστε η σκιά του στον τοίχο ήταν το μόνο που τον πρόδωσε. Φαρδιοί ώμοι, ορθάνοιχτη αγκαλιά. Ξάπλωσε και την τράβηξε κοντά του χωρίς να πει λέξη. Ζεστός και γυμνός. Εκείνη περίμενε γλύκες και καλομελετημένες συγνώμες. σως να φοβόταν κιόλας την υποψία αρώματος κάποιας άλλης γυναίκας και το δισταγμό που έφερναν οι τύψεις, όμως έκανε λάθος, γιατί εκείνος την άρπαξε, τη γύρισε με μια απότομη κίνηση ανάσκελα και άρχισε να τη γδύνει με ανυπομονησία. Το φεγγαρόφωτο έπεφτε στο πρόσωπό του. Η εικόνα αυτή την ερέθισε. Μεμιάς, η αναμονή, ο εκνευρισμός, η ανησυχία, οι αμφιβολίες της πήγαν περίπατο. Είχαν περάσει έξι μήνες από την τελευταία φορά που εκείνος ήταν έτσι. Δόξα τω Θεώ, επιτέλους. «Πρέπει να λείψω για ένα διάστημα, καρδούλα μου», της είπε εντελώς απροειδοποίητα, την ώρα που έπαιρναν το πρωινό τους, χαϊδεύοντας το παιδί στο μάγουλο. Αφηρημένα, λες
και τα λόγια του δεν είχαν καμία σημασία. Εκείνη κατσούφιασε και σούφρωσε τα χείλη της, προσπαθώντας να κρατήσει μέσα της για λίγο την αναπόφευκτη ερώτηση. Ύστερα ακούμπησε το πιρούνι στο πιάτο της κι έμεινε με το βλέμμα καρφωμένο στην ομελέτα με μπέικον. Η νύχτα είχε τραβήξει σε μάκρος. Ήταν ακόμα έντονη, με τον πόνο ολόγυρα στη λεκάνη της, αλλά και τα φιλιά και τις αγκαλιές όταν έμειναν ξέπνοοι, κοιτάζοντας με θέρμη ο ένας τον άλλο στα μάτια. Μέχρι τώρα, αυτό της επέτρεπε να ξεχνάει τελείως το χρόνο και τον τόπο. Μέχρ τώρα. Γιατί, τούτη τη στιγμή, ο ωχρός μαρτιάτικος ήλιος εισέβαλε στο δωμάτιο σαν απρόσκλητος επισκέπτης, για να φωτίσει τα γεγονότα. Ο άντρας της θα έφευγε. Πάλι. «Γιατί δεν μπορείς να μου πεις τι δουλειά κάνεις; Γυναίκα σου είμαι. Δε θα μιλήσω σε κανέναν», του είπε. Εκείνος έμεινε με το μαχαίρι και το πιρούνι του μετέωρα. Τα μάτια του σκοτείνιασαν. «Σοβαρά», συνέχισε εκείνη. «Πόσο καιρό θα πρέπει να περιμένω αυτή τη φορά, μέχρι να γίνεις και πάλι όπως απόψε; Μήπως επιστρέψαμε στην προηγούμενη κατάσταση; Εγώ να μην ξέρω τι κάνεις, κι εσύ να είσαι ουσιαστικά απών ακόμα κ όταν βρίσκεσαι εδώ;» Την κοίταξε διαπεραστικά. «Δε γνώριζες από την πρώτη στιγμή ότι δεν μπορώ να μιλάω για τη δουλειά μου;» «Ναι, όμως...» «Ωραία, λοιπόν. Ας το αφήσουμε έτσι». Το μαχαίρι και το πιρούνι του κουδούνισαν καθώς έπεσαν στο πιάτο, κι εκείνος στράφηκε προς το γιο τους με μια
έκφραση που υποτίθεται πως έφερνε σε χαμόγελο. Η αναπνοή της ήταν σταθερή και ήρεμη, όμως μέσα της θέριευε η απόγνωση. Είχε κάποια βάση αλήθειας όλο αυτό. Πολύ πριν το γάμο τους της είχε εξηγήσει ότι δεν μπορούσε α συζητήσει το τι έκανε επαγγελματικά. Μάλλον είχε παινιχθεί πως επρόκειτο για κάτι σχετικό με την αντικατασκοπία, δεν μπορούσε κι εκείνη να θυμηθεί ακριβώς πια. Πάντως, απ’ ό,τι ήταν σε θέση να γνωρίζει, οι άνθρωπο που εργάζονταν στις υπηρεσίες αντικατασκοπίας ζούσαν αρκετά φυσιολογική ζωή, παράλληλα με τη δουλειά τους. Η δική τους ζωή, ωστόσο, κάθε άλλο παρά φυσιολογική ήταν. Εκτός κι αν η δουλειά στην αντικατασκοπία περιλάμβανε κα την απιστία, γιατί αυτή ήταν η μόνη λογική εξήγηση για τη συμπεριφορά του, όσο μπορούσε να καταλάβει με το μυαλουδάκι της. Μάζεψε τα πιάτα και σκέφτηκε να του δώσει επιτόπου ένα τελεσίγραφο, διακινδυνεύοντας να προκαλέσει την οργή του, που τη φοβόταν, αν κι ακόμα δεν την είχε βιώσει σε όλη της την έκταση. «Πότε θα σε ξαναδώ;» τον ρώτησε. Την κοίταξε και της χαμογέλασε. «Θα επιστρέψω την ερχόμενη Τετάρτη, φαντάζομαι. Αυτού του είδους οι δουλειές συνήθως παίρνουν μία εβδομάδα, δέκα μέρες το πολύ». «Θα έρθεις πάνω στην ώρα για το καθιερωμένο σου τουρνουά μπόουλινγκ, λοιπόν», σχολίασε εκείνη σαρκαστικά. Σηκώθηκε και την αγκάλιασε από πίσω, τραβώντας την πάνω στο γεροδεμένο κορμί του και σφίγγοντας τα χέρια του κάτω από το στήθος της. Η αίσθηση του κεφαλιού του πάνω
στον ώμο της ανέκαθεν της προκαλούσε ρίγος. Τώρα, όμως, τραβήχτηκε. «Σωστά», της είπε. «Λογικά, θα επιστρέψω εγκαίρως για το τουρνουά. Οπότε, πριν το καταλάβεις, θα ζήσουμε ξανά τη χτεσινή νύχτα. Εντάξει;» Μετά την αναχώρησή του, και αφού έσβησε ο ήχος του κινητήρα του αυτοκινήτου, εκείνη έμεινε όρθια για πολλή ώρα, με τα μπράτσα σταυρωμένα στο στήθος και το βλέμμα στο κενό. Άλλο η μοναξιά της και άλλο το να μην ξέρει για ποιο λόγο πλήρωνε αυτό το τίμημα. Οι πιθανότητες να πιάσε επ’ αυτοφώρω τον άντρα της να την απατάει ήταν ελάχιστες, το γνώριζε αυτό, παρότι δεν το είχε επιχειρήσει ποτέ. Ο τομέας δράσης του ήταν ευρύς, κι επιπλέον εκείνος πρόσεχε πολύ· τα πάντα στην κοινή τους ζωή αυτό φανέρωναν. Εισφορές, ασφάλεια, διπλός έλεγχος σε πόρτες κα παράθυρα, βαλίτσες και αποσκευές, πάντοτε τακτοποιημένο γραφείο, κανένα προχειρογραμμένο σημείωμα, ούτε αποδείξεις ξεχασμένες σε τσέπες ή συρτάρια. Ήταν ένας άνθρωπος που δεν άφηνε το παραμικρό ίχνος πίσω του. Κα η μυρωδιά του ακόμα δεν παρέμενε σε ένα χώρο περισσότερο από μερικά λεπτά αφότου εκείνος είχε φύγει. Πώς θα μπορούσε να ανακαλύψει αν διατηρούσε ο άντρας της εξωσυζυγική σχέση χωρίς να αναθέσει την παρακολούθησή του σε ιδιωτικό ντετέκτιβ; Και πού θα έβρισκε τα χρήματα για κάτι τέτοιο; Ξεφύσηξε συλλογισμένη, στέλνοντας αργά την ανάσα της α ζεστάνει το πρόσωπό της. Όπως έκανε πάντοτε πριν από
κάθε σημαντική απόφαση. Στο στίβο ιππασίας, προτού περπηδήσει το ψηλότερο εμπόδιο. Προτού επιλέξει το φόρεμα για την τελετή του χρίσματος. Ακόμα και προτού πε τους όρκους της στην εκκλησία. Έτσι και τώρα, προτού βγε έξω για να δει μήπως η ζωή φάνταζε κάπως διαφορετική εκεί, σε αυτό το γλυκό φως.
3 Ο ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΜΠΕΛ, ένας εύθυμος, γιγαντόσωμος αρχιφύλακας, προτιμούσε να παίρνει τα πράγματα ήρεμα, να κάθεται και να χαζεύει τα κύματα έτσι όπως έσκαγαν πάνω στα βράχια. Αυτό έκανε εκεί, στο Τζον Ο’Γκρόουτς, στο βορειότατο άκρο της Σκοτίας, όπου ο ήλιος έλαμπε το μισό χρονικό διάστημα απ’ ό,τι αλλού, αλλά με διπλάσια ένταση. Το Τζον Ο’Γκρόουτς ήταν η γενέτειρα του Ντέιβιντ, ο τόπος στον οποίο σκόπευε να πεθάνει σαν έφτανε η ώρα του. Ο Ντέιβιντ ήταν φτιαγμένος για την ανταριασμένη θάλασσα. Γιατί να τεμπελιάζει είκοσι πέντε χιλιόμετρα οτιότερα, στο γραφείο του στο αστυνομικό τμήμα της οδού Μπάνκχεντ, στο Γουίκ, όταν αυτό το ήσυχο λιμάνι σήμαινε τόσα πολλά γι’ αυτόν; Ήταν ένα γεγονός για το οποίο δεν τρεπόταν και δεν το έκρυβε. Ήταν, επίσης, ο λόγος για τον οποίο ο προϊστάμενός του επέλεγε πάντοτε εκείνον να καθαρίσει κάθε φορά που άναβαν τα αίματα στις κοινότητες του Βορρά. Ο Ντέιβιντ εμφανιζόταν με το περιπολικό του και απειλούσε τους θερμοκέφαλους ότ θα καλούσε τους συναδέλφους του από το Ινβερνές. Συνήθως αυτό ήταν αρκετό για να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Σε τούτα τα μέρη, δεν ήθελαν ξένους από την πόλη να χώνουν τη μύτη τους στις δουλειές τους, χίλιες φορές καλύτερα να κατούραγε σκύλος την μπίρα τους. Αρκετά τους
ζάλιζαν όλοι εκείνοι που έρχονταν για να πάρουν το φέριμποτ για τα νησιά Όρκνι. Μόλις καταλάγιαζαν τα πράγματα, απέμεναν μονάχα τα κύματα, κι αν υπήρχε κάτι στον κόσμο που δεν το βαριόταν ποτέ ο αρχιφύλακας Μπελ, αυτό ήταν τα κύματα. Αν δεν ήταν ο Ντέιβιντ Μπελ εκεί, με τη χαρακτηριστική αταραξία του, ο άνθρωπος που βρήκε το μπουκάλι μπορεί κα α το είχε πετάξει πίσω στη θάλασσα. Όμως, μια και ο αρχιφύλακας έτυχε να κάθεται εκεί παραδίπλα, με την καλοσιδερωμένη στολή του, τον άνεμο να ανακατεύει τα μαλλιά του και το πηλήκιο ακουμπισμένο στο βράχο δίπλα του, το να του παραδώσει ο άλλος το μπουκάλι ήταν το πλέον προφανές. Το μπουκάλι είχε πιαστεί σε ένα δίχτυ και λαμπύριζε ελαφρά. Αν και ο χρόνος που είχε περάσει στο νερό είχε θαμπώσει τη γυαλάδα του, ο νεότερος ψαράς πάνω στο αλιευτικό παρατήρησε αμέσως πως είχε κάτι το ιδιαίτερο. «Πέτα το πίσω, Σίμους», του είχε φωνάξει ο καπετάνιος, μόλις διαπίστωσε ότι περιείχε ένα μήνυμα. «Αυτά τα πράγματα φέρνουν γρουσουζιά. Κακοτυχία σε μπουκάλι, έτσ τα λέμε. Φωλιάζει ο διάολος στο μελάνι και παραφυλάει να ξαμοληθεί. Δεν έχεις ακούσει τις ιστορίες;» Όμως ο νεαρός Σίμους δεν είχε ακούσει αυτές τις ιστορίες, κι έτσι αποφάσισε να το φέρει στη στεριά. ταν επέστρεψε με τα πολλά ο αρχιφύλακας Μπελ στο αστυνομικό τμήμα του Γουίκ, ένας από τους μέθυσους της περιοχής είχε σκυλοβρίσει δύο αστυνομικούς και ο
συνάδελφοι της βάρδιας είχαν κουραστεί από την προσπάθεια να κρατήσουν τον ηλίθιο ακινητοποιημένο κάτω. Αυτή ήταν η κατάσταση καθώς ο Ντέιβιντ έκανε να βγάλει το μπουφάν του, οπότε το μπουκάλι του Σίμους έπεσε από την τσέπη του. Και κάπως έτσι ο αρχιφύλακας έσκυψε για να μαζέψει το μπουκάλι και να το ακουμπήσει στο περβάζι, προκειμένου να εστιάσει όλη του την προσοχή στα τεκταινόμενα, ρίχνοντας το βάρος του πάνω στο στήθος του σουρωμένου γομαριού για να του κόψει λιγάκι το βήχα. Όμως όποιος επιχειρεί να αντιμετωπίσει κατ’ αυτό τον τρόπο ένα γνήσιο απόγονο των Βίκινγκ, πηγαίνει γυρεύοντας. Ο μεθυσμένος τράβηξε μια ξεγυρισμένη κλοτσιά στους όρχεις του Ντέιβιντ Μπελ, τόσο δυνατή, ώστε κάθε ανάμνηση του μπουκαλιού χάθηκε μέσα στις σειρήνες που ούρλιαζαν κα στους φάρους που ενεργοποίησε το νευρικό του σύστημα, αντιδρώντας στο χτύπημα. Κι έτσι το μπουκάλι παρέμεινε ανέγγιχτο στην ηλιόλουστη γωνιά του στο περβάζι για πάρα πολύ καιρό. Κανείς δεν του έδωσε την παραμικρή σημασία, ούτε νοιάστηκε αν το χαρτ που περιείχε καταστρεφόταν από το φως του ήλιου και την γρασία που με τον καιρό σχηματίστηκε στο εσωτερικό του γυαλιού. Κανείς δεν μπήκε στον κόπο να προσπαθήσει να διαβάσε τα μισοσβησμένα γράμματα που ξεχώριζαν στην πάνω πλευρά, και για τον ίδιο λόγο κανείς δεν κάθισε να σκεφτεί τ μπορεί να σήμαινε η λέξη HJÆLP . Το μπουκάλι δε βρέθηκε ξανά σε ανθρώπινα χέρια ωσότου
ένας νεαρός, ο οποίος έκρινε ότι αδικήθηκε όταν του κόπηκε πρόστιμο για παράνομο παρκάρισμα, αποφάσισε να επιτεθε στο εσωτερικό δίκτυο του αστυνομικού τμήματος του Γουίκ, σαρώνοντάς το με ένα παλιρροϊκό κύμα ιών. Σε μια τέτοια περίπτωση, η συνήθης πρακτική ήταν να επικοινωνούν ο αστυνομικοί με μια ειδικό στους υπολογιστές, ονόματ Μιράντα ΜακΚάλοχ. Όταν οι παιδόφιλοι κρυπτογραφούσαν τα αίσχη τους, όταν οι χάκερ κάλυπταν κάθε ίχνος από τις διαδικτυακές τραπεζικές συναλλαγές τους και όταν ο κλέφτες δεδομένων διέγραφαν τους σκληρούς τους δίσκους, η Μιράντα ΜακΚάλοχ ήταν εκείνη μπροστά στην οποία γονάτιζαν. Της παραχωρήθηκε ένα γραφείο. Το προσωπικό μόνο που δεν έκλαιγε από τη συγκίνηση, της φέρονταν βασιλικά, της γέμιζαν το θερμός με καυτό καφέ, άνοιγαν διάπλατα τα παράθυρα και φρόντιζαν ώστε το ραδιόφωνο να είνα συντονισμένο στο Ράδιο Σκοτία. Η Μιράντα ΜακΚάλοχ ήταν πράγματι μια γυναίκα η οποία τύγχανε αναγνώρισης όπου κ αν πήγαινε. Εξαιτίας των ανοιχτών παραθύρων και των κουρτινών που κυμάτιζαν, παρατήρησε το μπουκάλι από την πρώτη μέρα. Τι όμορφο μπουκαλάκι, σκέφτηκε και αναρωτήθηκε τ ήταν εκείνη η σκιά στο εσωτερικό του, την ώρα που ξεψάχνιζε στήλες κακόβουλου λογισμικού. Όταν σηκώθηκε από τη θέση της την τρίτη μέρα, νιώθοντας ικανοποιημένη από τη δουλειά που έφερε σε πέρας κι έχοντας σχηματίσει μια αρκετά καλή ιδέα για το τι είδους ιός θα μπορούσε να αναμένετα στην επόμενη επίθεση, πλησίασε στο περβάζι και πήρε στα
χέρια της το μπουκάλι. Ήταν βαρύτερο απ’ ό,τι υπολόγιζε. Και θερμό στην αφή. «Τι είναι αυτό εδώ μέσα;» ρώτησε τη γραμματέα στο διπλανό γραφείο. «Γράμμα;» «Δεν έχω ιδέα», ήρθε η απάντηση. «Το έφερε ο Ντέιβιντ Μπελ πριν από πολύ καιρό. Νομίζω πως για πλάκα το έκανε». Η Μιράντα σήκωσε το μπουκάλι στο φως. Γραφή ήταν αυτό που έβλεπε πάνω στο χαρτί; Δε θα μπορούσε να το πε με σιγουριά εξαιτίας της υγρασίας στο εσωτερικό του. Το περιεργάστηκε στριφογυρνώντας το στα χέρια της. «Πού βρίσκεται αυτός ο Ντέιβιντ Μπελ; Έχει υπηρεσία σήμερα;» Η γραμματέας κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι, δυστυχώς. Ο Ντέιβιντ σκοτώθηκε λίγο έξω από την πόλη πριν από δύο χρόνια. Καταδίωκαν έναν οδηγό που είχε τραυματίσει και εγκαταλείψει κάποιον, και τα πράγματα εξελίχτηκαν άσχημα. Σκέτη τραγωδία. Ο Ντέιβιντ ήταν τόσο καλός άνθρωπος». Η Μιράντα έγνεψε καταφατικά. Δεν άκουγε, στην πραγματικότητα, όσα έλεγε η γραμματέας. Τώρα ήταν σίγουρη πως πάνω στο χαρτί υπήρχε κάτι γραμμένο, όμως δεν ήταν αυτό που της είχε τραβήξει την προσοχή. Ήταν αυτό που βρισκόταν στον πάτο του μπουκαλιού. Παρατηρώντας προσεκτικά το αμμοβολημένο γυαλί, εκείνη η πηγμένη μάζα έμοιαζε εντυπωσιακά με αίμα. «Τι λες, θα μπορούσα να πάρω αυτό το μπουκάλι μαζ μου; Μήπως να ρωτήσω πρώτα κάποιον;»
«Κοίτα να βρεις τον Έμερσον. Ήταν συνεργάτης του τέιβιντ για ένα διάστημα. Δε νομίζω πως θα υπάρξε πρόβλημα». Η γραμματέας στράφηκε προς το διάδρομο. «Έμερσον!» φώναξε δυνατά, τόσο που τραντάχτηκαν τα τζάμια. «Έλα εδώ ένα λεπτό». Η Μιράντα τον χαιρέτησε. Ο Έμερσον ήταν ένας ευχάριστος, γεμάτος άντρας με θλιμμένο βλέμμα. «Θες να το πάρεις; Μετά χαράς. Εγώ σίγουρα δεν το θέλω». «Τι εννοείς;» «Εντάξει, μπορεί και να λέω ανοησίες. Πάντως, λίγο καιρό πριν πεθάνει ο Ντέιβιντ, θυμήθηκε το μπουκάλι και είπε πως θα έπρεπε να το ανοίξει και να ασχοληθεί μαζί του. Του το είχε παραδώσει ένα παλικάρι που δούλευε σε ένα αλιευτικό, στο Τζον Ο’Γκρόουτς, και τελικά το καΐκι βυθίστηκε, μαζί με το παλικάρι και ολόκληρο το πλήρωμα, ύστερα από κάνα δυο χρόνια. Ο Ντέιβιντ σκέφτηκε πως το χρωστούσε στον νεαρό α δει τι είχε μέσα. Όμως σκοτώθηκε κι αυτός πριν ευκαιρήσε α το κάνει. Ε, δεν είναι και ο καλύτερος οιωνός όλα αυτά, σωστά;» Ο Έμερσον ένευσε καταφατικά με το κεφάλι. «Πάρ’ το, καμία αντίρρηση. Μόνο κακό φέρνει αυτό το μπουκάλι». Το ίδιο βράδυ, η Μιράντα καθόταν στο σπίτι της στο Γκράντον, προάστιο του Εδιμβούργου, κοιτάζοντας το μπουκάλι. Είχε ύψος γύρω στα δεκαπέντε εκατοστά, χρώμα μπλε-λευκό, ελαφρώς συμπιεσμένο σχήμα και σχετικά μακρύ λαιμό. Θα μπορούσε να ήταν μπουκάλι αρώματος, αν κα κάπως μεγάλο. Το πιθανότερο να περιείχε κάποτε κολόνια,
αλλά πρέπει να είχε περάσει αρκετός καιρός από τότε. Το χτύπησε ελαφρά με το δείκτη της. Το γυαλί ήταν γερό, αυτό φαινόταν με την πρώτη. Χαμογέλασε. «Τι μυστικά μπορεί να κρύβεις, καλό μου;» μονολόγησε, πίνοντας μια γουλιά κόκκινο κρασί από το ποτήρι της, προτού πιάσει το τιρμπουσόν για να ξύσει ό,τ ήταν αυτό που σφράγιζε το λαιμό. Ο σβόλος μύριζε πίσσα, ωστόσο ο χρόνος που είχε περάσει το μπουκάλι στη θάλασσα δυσκόλευε την αναγνώριση του τι ακριβώς υλικό ήταν. Προσπάθησε να τραβήξει το χαρτί από μέσα, όμως ήταν φανερό πως βρισκόταν σε κατάσταση αποσύνθεσης, νωπό στην αφή. Γύρισε το μπουκάλι ανάποδα και χτύπησε ελαφρά τα δάχτυλά της στον πάτο του, όμως το χαρτί δε μετακινήθηκε ούτε χιλιοστό. Γεγονός που την έκανε να μεταφέρει το μπουκάλι στην κουζίνα και να το χτυπήσει μια δυο φορές με τον μπάτη του κρέατος. Αυτό βοήθησε. Το μπουκάλι έσπασε και οι μπλε κρύσταλλοι σκορπίστηκαν στον πάγκο σαν θρυμματισμένος πάγος. Η Μιράντα κοίταξε συνοφρυωμένη το χαρτί που είχε πέσε στο ξύλο κοπής. Το βλέμμα της πέρασε πάνω από το θρυμματισμένο γυαλί, και πήρε μια βαθιά ανάσα. Τελικά, ίσως να μην ήταν και τόσο καλή ιδέα. «Ναι», επιβεβαίωσε ο συνάδελφός της, ο Ντάγκλας, από το Εγκληματολογικό. «Αίμα είναι, χίλια τα εκατό. Δεν υπάρχε καμία αμφιβολία. Μπράβο. Ο τρόπος που απορροφήθηκε το αίμα και η υγρασία στο χαρτί είναι απόλυτα χαρακτηριστικός.
Ειδικά εδώ, όπου η υπογραφή έχει σβηστεί τελείως. Το χρώμα, το μοτίβο της απορρόφησης. Βέβαια...! Κλασική περίπτωση». Ξεδίπλωσε το χαρτί χρησιμοποιώντας μια λαβίδα και το έλουσε σε μπλε φως. Παντού υπήρχαν ίχνη αίματος, φωσφόριζαν, ξεθωριασμένα, σε κάθε γράμμα. «Δηλαδή, το σημείωμα γράφτηκε με αίμα;» «Ακριβώς». «Και συμφωνείς μαζί μου ότι η κεφαλίδα είναι έκκληση για βοήθεια; Έτσι ακούγεται, τουλάχιστον». «Ναι, αυτό νομίζω», απάντησε ο Ντάγκλας. «Πάντως, αμφιβάλλω αν θα καταφέρουμε να διασώσουμε κάτι άλλο, πέρα από την κεφαλίδα. Έχει υποστεί μεγάλη φθορά αυτό το γράμμα. Άλλωστε, πρέπει να είναι πολύ παλιό. Το ζήτημα τώρα είναι να φροντίσουμε ώστε να υπάρξει σωστή επεξεργασία και συντήρηση του υλικού, οπότε ίσως να έχουμε μια πιθανότητα να το χρονολογήσουμε. Εννοείται πως θα πρέπει να το δει κάποιος ειδικός γλωσσολόγος. Ελπίζω πως αυτός θα μπορέσει να μας πει σε τι γλώσσα είναι». Η Μιράντα έγνεψε καταφατικά. Είχε ήδη τη δική της άποψη γι’ αυτό. Ισλανδικά.
4 «ΕΧΕΙ ΕΡΘΕΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ από το Υγειονομικό, Καρλ». Η Ρόζε στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας και δεν έδειχνε καμία διάθεση να απομακρυνθεί. Ίσως ήλπιζε πως θα γινόταν μάρτυρας καβγά. Ένας μικρόσωμος άντρας με καλοσιδερωμένο κοστούμ συστήθηκε ως Γιον Στούντσγκαρ. Μικρόσωμος, με ύφος γραφειοκράτη. Εκτός από τον επίπεδο, καφετί χαρτοφύλακα που κρατούσε παραμάσχαλα, έμοιαζε μάλλον άκακος. Χαμογελούσε ευχάριστα, όπως έτεινε το χέρι του. Όμως ήταν μια εντύπωση που εξανεμίστηκε αμέσως μόλις άνοιξε το στόμα του. «Κατατέθηκε αναφορά εντοπισμού αμιάντου στο διάδρομο εδώ, καθώς και στο φρεάτιο συντήρησης, κατά την τελευταία επιθεώρηση. Θα πρέπει να ελέγξουμε τη μόνωση, ούτως ώστε να καταστεί ο χώρος ασφαλής προς χρήση». Ο Καρλ έστρεψε το βλέμμα στο ταβάνι. Ένας αναθεματισμένος σωλήνας. Ο μοναδικός σε ολόκληρο το πόγειο. Γαμώτο. «Βλέπω ότι έχετε γραφεία εδώ», συνέχισε ο χαρτογιακάς. «Να υποθέσω ότι είναι σύννομα με τους επίσημους κανονισμούς χρήσης και πυρασφάλειας του κτιρίου;» Ετοιμαζόταν να ανοίξει το χαρτοφύλακά του, έχοντας προφανώς στην κατοχή του μια στοίβα χαρτιά τα οποία θα
του έδιναν την απάντηση στο ερώτημά του. «Γραφεία; Ποια γραφεία;» είπε ο Καρλ. «Εννοείτε τον αρχειακό χώρο ενημέρωσης;» «Αρχειακός χώρος ενημέρωσης;» Ο άντρας έδειξε να τα χάνει προς στιγμήν, όμως ύστερα ξύπνησε ο γραφειοκράτης μέσα του. «Δε νομίζω ότι είμαι εξοικειωμένος με το συγκεκριμένο όρο, εντούτοις είναι μάλλον προφανές ότ σημαντικός όγκος αυτού που θα περιέγραφα ως καθημερινή εργασία πραγματοποιείται εδώ, στη διάρκεια της μέρας». «Την καφετιέρα εννοείτε; Μπορούμε να τη μεταφέρουμε αλλού, άμα θέλετε». «Όχι, δεν εννοώ την καφετιέρα. Περισσότερο αναφέρομα στην όλη διάταξη του χώρου. Γραφεία, πίνακες ανακοινώσεων, ράφια, κρεμάστρες, καρτελοθήκες, αναλώσιμα, φωτοτυπικά». «Α, μάλιστα. Τώρα κατάλαβα! Λοιπόν, ξέρετε πόσα σκαλοπάτια μεσολαβούν από εδώ μέχρι τον τρίτο όροφο;» «Όχι». «Εντάξει, οπότε μάλλον δε θα ξέρετε, επίσης, ότι έχουμε έλλειψη προσωπικού και ότι θα τρώγαμε την περισσότερη μέρα ανεβοκατεβαίνοντας αυτά τα σκαλοπάτια, κάθε φορά που θα χρειαζόταν να φωτοτυπήσουμε κάτι για το αρχείο. Μήπως θα προτιμούσατε να αφήνουμε δολοφόνους να κυκλοφορούν ελεύθεροι, αντί να μπορούμε να κάνουμε τη δουλειά μας σωστά;» Ο Στούντσγκαρ ήταν έτοιμος να φέρει αντίρρηση, όμως ο Καρλ ύψωσε το χέρι και τον πρόλαβε. «Και πού ακριβώς βρίσκεται αυτός ο αμίαντος;»
Ο άλλος συνοφρυώθηκε. «Το θέμα μας δεν είναι το πού ή το πώς. Έχουμε να κάνουμε με περίπτωση μόλυνσης από αμίαντο. Ο αμίαντος είναι καρκινογόνος ουσία. Δεν είναι κάτ που μπορείς να το καθαρίσεις με μια πατσαβούρα». «Ήσουν εδώ όταν έγινε η επιθεώρηση, Ρόζε;» ρώτησε ο Καρλ. Εκείνη έδειξε προς το βάθος του διαδρόμου. «Εντόπισαν κάποια σκόνη, κάπου εκεί κάτω». «ΑΣΑΝΤ!» γκάριξε ο Καρλ, τόσο δυνατά, που ο επιθεωρητής του Υγειονομικού οπισθοχώρησε ένα βήμα. «Έλα, Ρόζε, δείξε μου», είπε τη στιγμή που έκανε την εμφάνισή του ο Άσαντ. «Έλα κι εσύ, Άσαντ. Φέρε τον κουβά σου, ένα πανί κι εκείνα τα ωραία πράσινα γάντια σου. Σου έχω μια δουλίτσα». Προχώρησαν δεκαπέντε βήματα στο διάδρομο, κι εκεί η Ρόζε υπέδειξε μια λευκή ουσία, σαν πούδρα, που είχε πέσε στο πάτωμα, ανάμεσα στις μαύρες μπότες της. «Εκεί!» αναφώνησε. Ο επιθεωρητής του Υγειονομικού διαμαρτυρήθηκε κα προσπάθησε να εξηγήσει πως αυτό που προφανώς σκόπευαν α κάνουν ήταν ολότελα ανεπαρκές. Ότι η πηγή αυτής της ουσίας θα παρέμενε ανέπαφη και ότι η κοινή λογική, καθώς και όλοι οι σχετικοί κανονισμοί, επέβαλλαν να εξαλειφθεί η μόλυνση, σύμφωνα με τις υφιστάμενες διαδικασίες. Ο Καρλ δεν του έδωσε καμία σημασία. «Μόλις καθαρίσεις εδώ, Άσαντ, θέλω να τηλεφωνήσεις να έρθει ένας μάστορας. Χρειαζόμαστε ένα διαχωριστικό μεταξύ της μολυσμένης ζώνης που εντόπισε το Υγειονομικό και του
δικού μας χώρου ενημέρωσης. Δε θέλουμε να βάζουμε στα πνευμόνια μας όλες αυτές τις αηδίες κάθε φορά που παίρνουμε ανάσα, σωστά;» Ο Άσαντ κούνησε το κεφάλι πέρα δώθε. «Πώς τον είπες το χώρο μας, Καρλ; Ενημέρωσης...;» «Καθάρισε το πάτωμα, Άσαντ. Ο άνθρωπος έχε δουλειές». Ο άντρας έριξε μια εχθρική ματιά στον Καρλ. «Θα έχετε σύντομα νέα μας», ήταν το τελευταίο πράγμα που είπε καθώς απομακρυνόταν εκνευρισμένος στο διάδρομο, με το χαρτοφύλακα κολλημένο πάνω στα πλευρά του. Ώστε θα είχαν σύντομα νέα τους! Ο Καρλ δεν αμφέβαλλε καθόλου γι’ αυτό. «Πες μου τώρα, Άσαντ, τι δουλειά έχουν όλοι οι φάκελοι των ποθέσεών μου πάνω στον τοίχο», είπε ο Καρλ. «Ελπίζω, για το καλό σου, να είναι φωτοτυπίες». «Φωτοτυπίες; Αν προτιμάς φωτοτυπίες, Καρλ, μπορώ να τα κατεβάσω όλα. Μπορώ να σου βγάλω όσες φωτοτυπίες θέλεις, κανένα πρόβλημα». Ο Καρλ ξεροκατάπιε. «Δηλαδή, μου λες κατάμουτρα πως κρέμασες εκεί πάνω τα πρωτότυπα έγγραφα;» «Κοίτα το σύστημά μου, Καρλ. Πες μου, σε παρακαλώ, δεν το βρίσκεις καταπληκτικό; Όχι, θέλω να μου πεις την αλήθεια. Δε θα θυμώσω». Ο Καρλ σάστισε. «Να θυμώσεις;» επανέλαβε. Δύο εβδομάδες έλειψε, και οι υφιστάμενοί του είχαν σαλτάρει, μάλλον γιατί εισέπνεαν αμίαντο.
«Εδώ δες, Καρλ». Πανευτυχής, ο Άσαντ τού έδειξε δύο κουβάρια σπάγκου. «Μπράβο, Άσαντ. Βούτηξες λίγο σπάγκο. Βλέπω έχεις μπλε και κόκκινο. Συγχαρητήρια. Σε εννιά μήνες θα μπορέσεις να τυλίξεις με αυτούς τα χριστουγεννιάτικα δώρα σου». Ο Άσαντ τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη. «Χα χα, Καρλ. Πολύ καλό. Τώρα έγινες ξανά ο παλιός, καλός σου εαυτός». Ο Καρλ κούνησε το κεφάλι. Τον εκνεύριζε αφόρητα η σκέψη πως τον χώριζαν τόσα χρόνια από τη σύνταξή του. «Όμως, κοίτα». Ο Άσαντ άπλωσε ένα κομμάτι μπλε σπάγκου κι ύστερα έκοψε ένα κομμάτι κολλητικής ταινίας, στερεώνοντας τη μία άκρη του σπάγκου σε μια υπόθεση η οποία χρονολογούνταν από τη δεκαετία του εξήντα. Ύστερα πέρασε το σπάγκο πάνω από διάφορες άλλες υποθέσεις, τον έκοψε με ένα ψαλίδι και στερέωσε την άλλη άκρη του πάνω σε μια υπόθεση από τη δεκαετία του ογδόντα. «Έξυπνο, δε βρίσκεις;» Ο Καρλ έπλεξε τα δάχτυλα πίσω από το λαιμό του, σαν να προσπαθούσε να κρατήσει το κεφάλι του στη θέση του. «Εξαιρετική δουλειά, Άσαντ. Ο Άντι Γουόρχολ θα ήταν περήφανος για εσένα». «Ο ποιος;» «Τι ακριβώς κάνεις εδώ πέρα, Άσαντ; Προσπαθείς να πεις ότι υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα σε αυτές τις δύο ποθέσεις;» «Σκέψου μονάχα, αν όλες αυτές οι υποθέσεις είχαν πράγματι σχέση μεταξύ τους, τότε θα μπορούσαμε να το
δούμε». Έδειξε τον μπλε σπάγκο. «Εδώ, μπροστά μας! Μπλε κλωστή!» Στράκισε τα δάχτυλά του. «Σημαίνει ότι νομίζουμε πως μπορεί να έχουν κοινά στοιχεία». Ο Καρλ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Αχά! Άσε με να μαντέψω τι ρόλο παίζει ο κόκκινος σπάγκος». «Ναι, ακριβώς! Τον κόκκινο σπάγκο τον έχουμε για τις περιπτώσεις όπου οι υποθέσεις πράγματι σχετίζονται. Καλό σύστημα, δε βρίσκεις;» Ο Καρλ ανάσανε ξανά. «Ναι, Άσαντ. Το μόνο πρόβλημα με όλο αυτό το σύστημα είναι πως καμία από αυτές τις ποθέσεις δεν έχει το παραμικρό κοινό στοιχείο με τις πόλοιπες. Επομένως, θα ήταν πολύ καλύτερα να βρίσκονταν σε μια στοίβα πάνω στο γραφείο μου, ώστε να τις κοιτάζουμε όποτε θέλουμε. Μήπως έχεις κάποια αντίρρηση;» Δεν ήταν πραγματικά ερώτηση, όμως αυτό δεν απέτρεψε την απάντηση. «Καλά, εντάξει, αφεντικό». Ο Άσαντ αναδευόταν μπρος πίσω μέσα στα φθαρμένα παπούτσια του. «Θα αρχίσω να βγάζω φωτοτυπίες σε δέκα λεπτά. Τα πρωτότυπα για εσένα, οι φωτοτυπίες στον τοίχο για εμένα». Ο Μάρκους Γιάκομπσεν ξαφνικά έμοιαζε γερασμένος. Είχε περάσει πολλή δουλειά από το γραφείο του τον τελευταίο καιρό. Ανάμεσά τους, η υπόθεση του πολέμου των συμμοριών που είχε ξεσπάσει και συνεχιζόταν και οι φόνο που σχετίζονταν με αυτή, στην περιοχή του Νέρεμπρο, αλλά και μια σειρά τρομερών πυρκαγιών, όλες αποτέλεσμα εμπρησμού, οι οποίες είχαν προκαλέσει μεγάλες οικονομικές
απώλειες και, το χειρότερο, είχαν στοιχίσει ανθρώπινες ζωές. Πάντοτε νύχτα. Αν κατάφερνε ο Μάρκους να κοιμάται τρεις ώρες κάθε βράδυ αυτή την τελευταία εβδομάδα, ένιωθε τυχερός. Ίσως να άξιζε ο κόπος να φανεί συνεργάσιμος ο Καρλ, ό,τι κι αν είχε κατά νου ο διοικητής. «Τι τρέχει, αρχηγέ; Γιατί με κουβάλησες εδώ πάνω πάλι;» είπε ο Καρλ. Ο Μάρκους άγγιξε αφηρημένα το άδειο πακέτο τσιγάρων που κρατούσε. Ο κακομοίρης, σκέφτηκε ο Καρλ, δεν πρόκειται να ξεπεράσει ποτέ το στερητικό σύνδρομο. «Ναι, το ξέρω πως δεν υπάρχει πολύς χώρος για εσένα εδώ πάνω, Καρλ. Όμως, τυπικά, δεν επιτρέπεται να σε έχω στο υπόγειο. Και σαν να μη μου έφτανε αυτό, τώρα μου τηλεφώνησαν από το Υγειονομικό για να μου πουν ότ εμπόδισες έναν επιθεωρητή τους να κάνει τη δουλειά του». «Το θέμα τακτοποιήθηκε, Μάρκους. Έχουμε κανονίσει να βάλουν ένα διαχωριστικό με πόρτα στη μέση του διαδρόμου. Θα κλείσει το μέρος». Οι σακούλες κάτω από τα μάτια του Μάρκους σαν να βάρυναν. «Αυτά ακριβώς δε θέλω να ακούω, Καρλ», είπε. «Και για το λόγο αυτό, εσύ, η Ρόζε και ο Άσαντ πρέπει να εγκατασταθείτε εδώ. Δε με παίρνει να έχω και το Υγειονομικό στο σβέρκο μου.greekleech.info Αρκετά προβλήματα αντιμετωπίζω ήδη. Ξέρεις πόση δουλειά έχει πέσει αυτή τη στιγμή; Να, δες και μόνος σου». Έγνεψε προς το μέρος της εντυπωσιακής, καινούριας τηλεόρασης με επίπεδη οθόνη που είχε τοποθετηθεί στον τοίχο. Το κανάλι TV2 παρουσίαζε ρεπορτάζ με θέμα τον αντίκτυπο που είχε ο πόλεμος των
συμμοριών. Τα αιτήματα να επιτραπεί η διέλευση νεκρώσιμης πομπής από τους δρόμους της Κοπεγχάγης προς τιμήν ενός από τα θύματα απλώς υποδαύλιζαν ακόμα περισσότερο τις εντάσεις. Οι άνθρωποι διαμαρτύρονταν και ζητούσαν να μάθουν για ποιο λόγο δε συλλάμβανε η Αστυνομία τους ταραχοποιούς, ώστε να καταστούν οι δρόμοι ξανά ασφαλείς. Ο Μάρκους Γιάκομπσεν ήταν πράγματι ένας άνθρωπος με πολλές έγνοιες. «Εντάξει, αν είναι να μας ανεβάσεις εδώ πάνω, καλύτερα α κλείσεις τον Τομέα Q ευθύς αμέσως». «Μη με βάζεις σε πειρασμό, Καρλ». «Δεν τρέχει τίποτα, θα χάσεις χρηματοδότηση οχτώ εκατομμυρίων το χρόνο. Καλά δε θυμάμαι, οχτώ εκατομμύρια δεν ήταν; Φαντάσου πού έχουν φτάσει τα καύσιμα για εκείνο το σαράβαλο με το οποίο κυκλοφορούμε. Ξέχασα, είναι μέσα και τρεις μισθοί, βεβαίως, ο δικός μου, της Ρόζε και του Άσαντ. Οχτώ εκατομμύρια. Δύσκολο να τα δικαιολογήσεις, δε βρίσκεις;» Ο προϊστάμενος του Τμήματος Ανθρωποκτονιών αναστέναξε. Ο Καρλ τον κρατούσε στο χέρι. Χωρίς τη χρηματοδότηση, το τμήμα του θα εμφάνιζε μια τρύπα τουλάχιστον πέντε εκατομμυρίων το χρόνο. Δημιουργική ανακατανομή κεφαλαίων. Θύμιζε κάπως το σύστημα που εφάρμοζε η κυβέρνηση για τις απομακρυσμένες περιοχές. ομιμοποιημένη κλοπή. «Λύσεις, παρακαλώ», είπε τελικά. «Και για να ’χουμε καλό ρώτημα, πού σκοπεύεις να μας βάλεις εδώ πάνω;» ρώτησε ο Καρλ. «Στις τουαλέτες; Στην
εσοχή του παραθύρου, εκεί όπου την έβγαλε ο Άσαντ χτες, όλη μέρα; Ή μήπως εδώ, στο γραφείο σου;» «Υπάρχει χώρος στο διάδρομο». Ο Μάρκους Γιάκομπσεν μόρφαζε έντονα όπως μιλούσε. «Θα βρούμε κάτι καλύτερο σύντομα. Άλλωστε, αυτό ήταν το σχέδιο εξαρχής, Καρλ». «Εντάξει, καμία αντίρρηση. Το λοιπόν, θα χρειαστούμε τρία γραφεία». Ο Καρλ σηκώθηκε και έτεινε το χέρι του, σαν α ήταν κλεισμένη η συμφωνία. Ο διοικητής του Τμήματος Ανθρωποκτονιών δίστασε. «Για μισό λεπτό», είπε. «Κάτι μου μυρίζει εδώ». «Γιατί είσαι τόσο καχύποπτος; Εσύ θα στήσεις τα τρία γραφεία, και μόλις έρθει πάλι το Υγειονομικό, θα στείλω τη Ρόζε πάνω για να ομορφύνουν οι τρεις αχρησιμοποίητες καρέκλες». «Δεν υπάρχει περίπτωση να το χάψουν, Καρλ». Ο Μάρκους έκανε μια παύση και φάνηκε σαν να είχε αρχίσει να τσιμπάει το δόλωμα. «Από την άλλη... Κάθεσαι ένα λεπτό, σε παρακαλώ, Καρλ; Είναι κάτι που θέλω να σου δείξω. Θυμάσαι πριν από τρία με τέσσερα χρόνια, όταν βοηθήσαμε τους συναδέλφους μας στη Σκοτία;» Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά, διστακτικός. Τι ήθελε τώρα ο Μάρκους, να τους βάλει να φορέσουν κιλτ και να παίζουν γκάιντες στον Τομέα Q; Έφτανε που τους φορτώνονταν μια στο τόσο οι Νορβηγοί, τι ήθελε κι έμπλεκε τους Σκοτσέζους; «Τους στείλαμε δείγμα DNA από ένα συμπατριώτη τους ο οποίος εκτίει ποινή κάθειρξης στο Βέστρε, είμαι σίγουρος πως θυμάσαι την περίπτωση. Την είχε αναλάβει ο Μπακ. Χάρη σε αυτό το υλικό, διαλεύκαναν μια υπόθεση, οπότε
τώρα μας ανταπέδωσαν αυτοί με ένα δείγμα. Ένας ειδικός από το Εδιμβούργο, ονόματι Ντάγκλας Γκίλιαμ, μας έστειλε αυτό το πακέτο. Περιέχει ένα γράμμα. Ένα μήνυμα που βρέθηκε μέσα σε μπουκάλι. Το έδωσαν να το εξετάσει ειδικός γλωσσολόγος και ανακάλυψαν πως πρέπει να είναι από τη Δανία». Πήρε στα χέρια ένα καφέ χαρτόκουτο. «Θέλουν να μάθουν τι απέγινε η υπόθεση, έτσι και καταφέρουμε κάποια στιγμή να βγάλουμε άκρη. Όλο δικό σου, Καρλ». Του παρέδωσε το χαρτόκουτο και του έκανε νόημα να πηγαίνει, προφανώς είχε τελειώσει μαζί του. «Και τι περιμένεις να κάνω εγώ με αυτό;» ρώτησε ο Καρλ. «Μήπως να το έστελνες καλύτερα στο ταχυδρομείο;» Ο Μάρκους Γιάκομπσεν χαμογέλασε. «Πολύ αστείο, Καρλ. Δυστυχώς, τα ταχυδρομεία μας δεν ειδικεύονται στη διαλεύκανση μυστηρίων· μάλλον στη δημιουργία τους, θα έλεγα». «Είμαστε ήδη αρκετά απασχολημένοι», αντέτεινε ο Καρλ. «Δεν αμφιβάλλω. Πάντως, δες τι μπορείς να κάνεις. Πιθανότατα δεν είναι τίποτε. Άλλωστε, πληροί όλα τα κριτήρια προκειμένου να ανατεθεί στον Τομέα Q. Είναι παλιά πόθεση, εκκρεμεί, και κανείς άλλος δε θα έδινε δεκάρα». Πάλι βρέθηκε κάτι για να μη με αφήσουν να αράξω, σκέφτηκε ο Καρλ, όπως ζύγιζε με το χέρι του το χαρτόκουτο, κατεβαίνοντας τις σκάλες. Από την άλλη... Ένας υπνάκος για καμιά ώρα δε θα έπληττε ανεπανόρθωτα τις σχέσεις Δανίας-Σκοτίας.
«Θα έχω τελειώσει με όλα μέχρι αύριο. Με βοηθάει η Ρόζε», είπε ο Άσαντ, καθώς αναλογιζόταν πού θα έμπαινε η πόθεση την οποία κρατούσε τώρα στα χέρια του, στο σύστημα σύστημα αρχει αρχειο θ έτησης με τι τις στοίβες π ο υ εφ εφ άρμοζε ο Καρλ. Ο Καρλ Καρλ γόγγ γό γγυυξε. Το Το χαρτ χαρτόό κο υτο υτο απ απόό τη Σκ Σ κο τία τία έστεκ έστεκε στο γραφείο μπροστά του. Τα προαισθήματα έχουν την τάση να γίνονται εμμονή, κι εκείνος είχε ένα άσχημο προαίσθημα όσον αφορά το χαρτόκουτο με τη σπασμένη σφραγίδα του τελ τελ ω νείο νείο υ π άνω του. «Καινούρια υπόθεση, ίσως;» ρώτησε ο Άσαντ με ενδιαφέρον και το βλέμμα καρφωμένο πάνω στον καφετ κύβο. βο . «Ποιος άνοι άνο ιξε το το κο υτί;» τί;» Ο Καρλ τίναξε τον αντίχειρα προς τα πάνω, στην κατεύθ ατεύθ υνση του τρί τρίτου ορόφ ο ρόφοο υ. «Ρόζε, μπορείς να έρθεις εδώ ένα λεπτό;» φώναξε ο Καρλ προς προς το δι δ ιάδ άδρρομο. Μεσολάβησαν πέντε λεπτά μέχρι να εμφανιστεί εκείνη: αρκετός χρόνος, όπως το έβλεπε η ίδια, για να δείξει ποιος έκαν έκανεε κο κουμάντο εκεί εκεί κάτω. Το Το συνήθιζ συνήθ ιζεε καν κανεί είςς με τον καιρό. καιρό. «Τι θα έλεγες αν αναλάμβανες την πρώτη σου κανονική πόθεση, Ρόζε;» Έσπρωξε το χαρτόκουτο ελαφρά πάνω στο γραφεί γραφείο, προς το μέρ μέρος της. της . Δεν μπορούσε να διακρίνει τα μάτια της κάτω από την κατάμαυρη φράντζα του πανκ χτενίσματός της, όμως ήταν βέβαιος ότι λαμπύριζαν από ενθουσιασμό. «Άσε να μαντέψω», είπε εκείνη. «Έχει να κάνει με παιδική πορνογραφία ή διακίνηση ανθρώπων, σωστά; Κάτι που βαριέσαι να αναλάβεις εσύ. Σε αυτή την περίπτωση, η
απάντηση είναι “όχι”. Αφού δε γουστάρεις να ασχοληθείς εσύ προσωπικά, δώσ’ τη στον καμηλιέρη μας από εδώ να χαρεί χαρεί. Ε Εγώ γώ έχω άλλ άλ λ ες δ ουλειέ ουλειές ». Ο Καρλ χαμογέλασε. Η Ρόζε δεν είχε βλαστημήσει, ούτε είχε κλοτσήσει την πόρτα. Και το να χαρακτηρίσει τον Άσαντ καμηλιέρη θα μπορούσε να θεωρηθεί σχεδόν φιλοφρόνηση, για τα μέτρα της. Έτσι όπως αντέδρασε, δεν ήθελε πολύ ο Καρλ για να υποψιαστεί πως ήταν ευδιάθετη. Έσπρωξε ξανά το χαρτόκουτο. «Ένα γράμμα είναι. Βρέθηκε μέσα σε μπουκάλι. Δεν το έχω δει ακόμα. Θα μπορούσαμε να ανοίξουμε το κουτί μαζί». Η Ρόζε ζάρωσε τη μύτη της. Η δυσπιστία ήταν η μόνιμη συντρο συντρο φ ιά της σε αυτή αυτή τη ζω ζωή. Ο Καρλ ανασήκωσε τα φύλλα του χαρτόκουτου, έβγαλε από μέσα χούφτες ολόκληρες από νιφάδες αφρολέξ κα τελ τελ ικά εντόπ εντόπιισε ένα ένα φάκ φ άκεελ ο, τον οποίο οπ οίο τοπο το ποθθ έτησε πάνω πάν ω στο γραφείο. Στη συνέχεια βάλθηκε να ψαχουλεύει μέσα στο πόλοιπο υλικό συσκευασίας και τελικά βρήκε μια πλαστική θήκη. « Τι έχει έχει εκε εκείί μέσα;» μέσα;» ρώτησε ρώτησε η Ρόζε Ρόζε.. «Θραύ «Θραύσματα σματα του μπου μπο υκαλι αλ ιού μάλλ μάλ λ ον». ον» . «Θες «Θες να πε π εις ότι το έσπα έσπασαν;» σαν;» «Όχι, το αποσυναρμολόγησαν. Εδώ έχει και οδηγίες που σου εξηγούν πώς να το ξαναφτιάξεις. Παιχνιδάκι θα είναι για μια μια μαστόρ μαστό ρισσα σαν και το του λόγο λό γουυ σο σο υ» . Η Ρό Ρό ζε τού έβγ έβγαλ αλεε τη τη γλ γ λ ώσσα και ζύ ζύγισε τη θήκ θ ήκη η στο χέρ της. της . «Δεν «Δεν εί είναι πολ πο λ ύ βα βαρριά. Πό Πόσο μεγάλο μεγάλ ο ήταν;» ή ταν;» Ο Καρλ έσπρωξε το φάκελο της υπόθεσης προς το μέρος
της. της . «Διάβα «Διάβασε σε μόνη σου». Εκείνη άφησε το κουτί στη θέση του και βγήκε στο διάδρομο. Ησυχία, επιτέλους. Σε μία ώρα σχόλαγαν, ο Καρλ θα γυρνούσε στο σπίτι του. Θα έπαιρνε το τρένο για το Άλερεντ, θα αγόραζε ένα μπουκάλι ουίσκι και θα εξασφάλιζε λίγη λήθη για τον ίδιο και τον Χάρντι, γεμίζοντας από ένα ποτήρι για τον καθένα τους, το ένα με καλαμάκι, το άλλο με π άγο. άγο . Μια ήσυχη ήσυχη βρ β ραδ αδιιά, οικογ οικογεενειακ νειακά. ά. Έκλ Έκλ εισε τα μάτια μάτια και π ρόλαβ όλ αβεε να απ αποκοιμηθ οκοιμηθεεί για δ έκα ολόκληρα δευτερόλεπτα, μέχρι που ο Άσαντ έκανε ξαφνικά αισθητή αισθη τή την παρουσί π αρουσία α του το υ. «Ανακάλυψα κάτι, Καρλ. Έλα να ρίξεις μια ματιά στον τοίχο». Περίεργο πώς ένα πέρασμα λίγων δευτερολέπτων από τη χώρα του ύπνου επιδρούσε τόσο έντονα στην αίσθηση ισορροπίας του ανθρώπου, αναλογίστηκε ο Καρλ, όπως στηριζόταν ζαλισμένος στο διάδρομο, την ώρα που ο Άσαντ έδειχνε με περηφάνια ένα από τα έγγραφα των υποθέσεων π ο υ ήταν στερε στερεω μένα μένα στον στο ν πί π ίνακα ανακοινώσεων. Ο Καρλ κατάφερε με κόπο να επιστρέψει στον πραγματικό κόσμο. «Για πες το άλλη μία φορά, Άσαντ. Το μυαλό μου ήταν ήταν αλλού αλλ ού». ». «Απλώς ρώτησα αν συμφωνείς ότι θα μπορούσε να ενδιαφέρει τον αρχηγό αυτή η υπόθεση, με τις τόσες φωτιές που πο υ ξέσπασαν ξέσπασαν στην Κοπ Κοπεεγχάγη» γχάγ η».. Ο Καρλ δοκίμασε το πάτωμα από κάτω του για να βεβαιωθεί πως ήταν σταθερό και ύστερα πλησίασε τον τοίχο, στο σημείο όπου είχε κολλήσει το δείκτη του τώρα ο Άσαντ.
Η υπόθεση ήταν δεκατετραετίας. Μια φωτιά, στο χώρο της οποίας εντοπίστηκε ένα πτώμα. Δολοφονία, ενδεχομένως, στην περιοχή κοντά στη λίμνη της Κοπεγχάγης, που ονομαζόταν Ντάμχουσεν. Ήταν μια υπόθεση η οποία αφορούσε τον εντοπισμό ενός πτώματος απανθρακωμένου σε τέτοιο σημείο, ώστε στάθηκε αδύνατο να προσδιοριστε είτε ο χρόνος του θανάτου είτε το φύλο του θύματος. Κάθε ίχνος γενετικού υλικού είχε καταστραφεί. Κανένα αγνοούμενο άτομο δεν είχε ταυτιστεί με το πτώμα. Τελικά, η υπόθεση είχε μπει στο αρχείο. Ο Καρλ τη θυμόταν καλά. Την είχε αναλάβε ο Άντονσεν. «Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι έχει οποιαδήποτε σχέση με τους τους τωρι τωρινού νο ύς εμπρησμούς μπρησμούς , Άσαντ;» «Εμπρησμούς;» «Τι «Τις φωτι φω τιέές που πο υ ανάβουν». ανάβ ουν». «Γι’ αυτό!» είπε ο Άσαντ, δείχνοντας με ζέση μια φωτογραφία όπου απεικονίζονταν σκελετικά λείψανα. «Αυτό το στρογγυλό αποτύπωμα στο κόκαλο του κοντού δαχτύλου. Κάτι αναφέρει σχετικά και εδώ». Κατέβασε τον πλαστικό φάκελο από τον πίνακα ανακοινώσεων και εντόπισε τη σελίδα από την έκθεση. «Εδώ το περιγράφει. Σαν να σχηματίστηκε από δαχτυλίδι-σφραγίδα σε διάστημα πολλών ετώ ετώ ν, έτσι έτσι γράφ γράφει ει.. Μια αυλακι αυλ ακιάά πο π ο υ π άει γύρω γύρω γύρω γύρω » . «Και «Και λοι λο ιπόν;» πό ν;» «Στο «Σ το κοντό κοντό δάχτυ δ άχτυλλ ο, Καρ Καρλλ ». «Και;» «Θυμάμαι από τον Τομέα Α ότι υπήρχε ένα πτώμα στην πρώτη φωτι φω τιάά που π ου του έλ ειπε τελ τελ είως το κοντό κοντό δ άχτυλ άχτυλ ο». ο» .
« Εντάξει. ντάξει. Ο σωστός σωστός ό ρο ς είναι μικ μικρό δ άχτυλο, άχτυλο , Άσαντ. Άσα ντ. Όχ Όχ κοντό». «Ακριβώς. Και στην επόμενη φωτιά υπήρχε μια αυλακιά στο κοντό δάχτυλο του άντρα που βρέθηκε εκεί. Ακριβώς όπως εδ ώ». Τα φρ φ ρύδ ια του Άσαντ ανασηκ ανα σηκώθ ώθηκαν ηκαν αισθ αισθητά. ητά. «Νομίζω πως πρέπει να πας πάνω, στον τρίτο όροφο, κα α πεις στον αρχηγό όλα όσα μου εξήγησες μόλις τώρα, Άσαντ». Ο Άσαντ χαμογέλασε πλατιά. «Δε θα το έβλεπα ποτέ αν δεν ήταν εκείνη η φωτογραφία κολλημένη στον τοίχο, μπροστά στη μύτη μου, όλο αυτό τον καιρό. Περίεργο, δε συμφωνείς;» ταν λες και η καινούρια της αποστολή είχε ανοίξει μια χαραμάδα στην αδιαπέραστη πανοπλία της Ρόζε. Σε κάθε περίπτωση, δεν ξεκίνησε ανεμίζοντας το έγγραφο μπροστά στο πρόσωπό του, ούτε φωνάζοντας, αλλά αντίθετα απομάκρυνε το σταχτοδοχείο και τοποθέτησε το γράμμα π ρο σεκ σεκτικ τικά, σχεδό σχεδ όν με σεβα σεβασμό σμό,, πάνω πάν ω στο γρ γ ραφε αφ είο του. «Είναι πολύ δυσανάγνωστο», είπε. «Φαίνεται πως γράφτηκε με αίμα, το οποίο σταδιακά απορρόφησε την γρασία που σχηματιζόταν στο μπουκάλι, τραβώντας τη στο χαρτί. Εκτός αυτού, τα κεφαλαία είναι γραμμένα άτσαλα. Η κεφαλίδα, πάντως, δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας. Δες ΒΟΗΘΕΙΑ ΕΙΑ» . π ό σο ευανάγνω ανάγ νωστη στη είναι. είναι. Γράφει ΒΟΗΘ Ο Καρλ έγειρε ανόρεχτα προς τα εμπρός και μελέτησε ό,τ απέέμενε απ μενε από τα κε κεφ αλαία αλ αία γράμματα. Το Το χαρτί χαρτί ίσω ίσωςς κάπ άποτε οτε να
ήταν λευκό, όμως πλέον είχε πάρει καφετ χρώμα.greekleech.info Σε αρκετά σημεία περιμετρικά είχε τριφτεί, αλλού έλειπαν μικρά κομμάτια, τα οποία μάλλον χάθηκαν όταν ξεδιπλώθηκε το γράμμα, αφού είχε περάσε μεγάλ μεγάλοο δ ιάστημα στο στο νερ νερό. «Τι τεστ έχουν γίνει, γράφει πουθενά; Πού βρέθηκε; Κα πότε;» «Το μπουκάλι βρέθηκε ανοιχτά των νησιών Όρκνι. Πιάσ Πιάστηκε τηκε σε ένα ένα δ ίχτυ. ίχτυ. Το Το 2002 2002,, απ απ’ ό,τι φαίνε φα ίνεται» ται».. « Το 200 2002! Δε σκο σκο τώθηκ τώθ ηκαν αν να μας μα ς το πρ π ρο ω θ ήσου ήσο υν». ν» . «Είχε ξεχαστεί σε ένα περβάζι. Αυτή ήταν, κατά πάσα πιθανό πιθ ανότητ τητα, α, και και η αιτί αιτία α της υγρασίας γρασίας.. Θα Θα το έβλε βλ επε ο ήλι ήλ ιος». ος ». « Σκοτσέζο τσέζο ι, τι περιμένει περιμένειςς » , μουρ μο υρμο μούρ ύρισε ισε ο Καρλ Καρλ.. «Υπάρχει και μια ανάλυση DNA εδώ, βασικά άχρηστη. Και κάτι φωτογραφίες τραβηγμένες στο υπέρυθρο φάσμα. καναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν για να διαφυλάξουν το γράμμα. Επίσης, κοίτα, εδώ είναι η προσπάθειά τους να αποτυπώσουν τη σειρά των γραμμάτων. Ορισμένες λέξεις δ ιαβ αβάζ άζοονται κανονι κανον ικά». ά» . Ο Καρλ κοίταξε τη φωτοτυπία κι αμέσως μετάνιωσε για το βιαστικό, απαξιωτικό σχόλιο αναφορικά με τον πληθυσμό της Σκοτίας. Συγκρίνοντας το πρωτότυπο γράμμα με την απόπειρα ανασύνθεσης του περιεχομένου του, τα αποο τελ απ τελ έσματα έσματα ήταν π ράγματι άγμα τι εντυπω ντυπωσι σιακά. ακά. Διάβασε στα γρήγορα. Οι άνθρωποι ανέκαθεν γοητεύονταν από την ιδέα να στείλουν ένα μήνυμα μέσα σε μπουκάλι, το οποίο ενδεχομένως θα κατέληγε στην άλλη άκρη του κόσμου, οδηγώντας ακόμα και σε νέες, απρόσμενες
περιπέτειες. Όμως Όμως το συγκε συγκεκκριμένο μένο δ εν ανήκε σε αυ α υτή την κατηγορ ατηγο ρία. Εδώ τα πράγματα ήταν πέρα για πέρα σοβαρά. Δεν είχε σχέση με κάποια αγορίστικη φάρσα ή μια δοκιμασία των Προσκόπων σε κάποια συναρπαστική εκδρομή. Το κείμενο εδώ δεν έγραφε για ανέφελους ουρανούς και πανανθρώπινη ειρήνη. Το γράμμα ήταν αυτό που φαινόταν να είναι. Μια απεγνωσμένη έκκληση για βοήθεια.
5 ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ που την άφηνε, άφηνε πίσω του την καθημερινότητά του. Οδήγησε για περίπου είκοσι χιλιόμετρα από το Ρόσκιλε μέχρι το απομονωμένο αγροτόσπιτο, το οποίο βρισκόταν σχεδόν στα μισά της απόστασης ανάμεσα στο σπίτι του και το σπίτι δίπλα στο φιόρδ. Έβγαλε το φ ο ρτηγάκι με την την ό π ισθεν σθ εν από απ ό τον αχυρώ αχυρώ να και στη συνέχε συνέχειια πάρκαρε εκεί μέσα τη Mercedes. Κλείδωσε την πόρτα του αχυρώνα, έκανε ένα γρήγορο ντους κι έβαψε τα μαλλιά του, άλλαξε ρούχα και στάθηκε επί ένα δεκάλεπτο μπροστά στον καθρέφτη για να ετοιμαστεί. Βρήκε ό,τι χρειαζόταν στα τουλάπια κι ύστερα βγήκε έξω, κρατώντας τις σακούλες, κα προχώρησε στο ανοιχτό μπλε Peugeot Partner που χρησιμοποιούσε στα ταξίδια του. Ένα αδιάφορο όχημα, ούτε πολύ μεγάλο ούτε πολύ μικρό, με τις λασπωμένες πινακίδες του να μην είναι φανερά πειραγμένες, αλλά σε κάθε περίπτωση σχεδόν δυσανάγνωστες. Περνούσε απαρατήρητο, και η άδεια κυκλοφορίας είχε βγει στο όνομα που είχε χρησιμοποιήσει όταν αγόρασε το αγροτόσπιτο. Τον εξυπηρε εξυπη ρετο τούσε ύσε άριστα. άριστα. Μέχρι να φτάσει σε αυτό το στάδιο, ήταν πάντοτε προσεκτικά προετοιμασμένος. Η έρευνα στο διαδίκτυο, καθώς και στα ληξιαρχεία, των οποίων τους κωδικούς πρόσβασης είχε συλλέξει με τα χρόνια, του έδιναν τις
πληροφορίες που χρειαζόταν για τα δυνητικά θύματά του. Κουβαλούσε πολλά μετρητά, χρησιμοποιούσε μεγάλα χαρτονομίσματα για να πληρώνει στα βενζινάδικα και στους σταθμούς διοδίων στις γέφυρες, φρόντιζε πάντα να αποστρέφει το πρόσωπο στις κάμερες κι έμενε σε απόσταση έτσι έτσι και αντιλ αντιλ αμβανό αμβ ανόταν ταν κάτι π ερί ερίεργο εργο στην ατμόσ α τμόσφ φ αιρα. αιρα. Αυτή τη φορά θα κυνηγούσε στο κέντρο της Γιουτλάνδης, μια περιοχή που εμφάνιζε υψηλή συγκέντρωση θρησκευτικών ομάδων. Είχαν περάσει δυο τρία χρόνια από τότε που χτύπησε εδώ. Οτιδήποτε άλλο και να έλεγε κανείς, φρόντιζε α σκορπάει το θάνατο με ιδιαίτερη φροντίδα και επιμέλεια. Για ένα διάστημα έκανε παρακολούθηση, αν και κατά κανόνα μόνο για μια δυο μέρες κάθε φορά. Στην πρώτη περίπτωση είχε μείνει με μια γυναίκα στο Χάδερσλεου, ύστερα με μια άλλη σε ένα μικρό μέρος με το όνομα Λένε. Ο κίνδυνος να τον αναγνωρίσει κάποιος στην περιοχή του Βίμπο μπ ο ρ, τό τό σο μακρ μακριά, ήταν μηδαμινός μηδ αμινός.. Είχε να διαλέξει μεταξύ πέντε οικογενειών. Οι δύο ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά, μία ήταν οικογένεια Ευαγγελιστών, μία ακόμα Φύλακες της Ηθικής και η πέμπτη ανήκε στη Μητέρα Εκκλησία. Όπως είχαν τα πράγματα μέχρι τώρα, έτει έτεινε νε πρ π ρο ς την τελευ τελ ευταία. ταία. Έφτασε Έφ τασε στο Βίμπο μπ ο ρ γύρω γύρω στις στις οχτώ το βράδυ βράδ υ, μισή μισή ώ ρα ωρίτερα γι’ αυτό που σκόπευε να κάνει, και μάλιστα σε μια μικρή πόλη όπως η συγκεκριμένη, όμως ήταν καλύτερα να φ τάνεις τάνεις πολ πο λ ύ νωρ νω ρίς , παρά με καθ αθυυστέρ στέρηση. Τα κριτήρια με τα οποία επέλεγε τα μπαρ στα οποία έβρισκε τις γυναίκες που θα τον φιλοξενούσαν ήταν πάντοτε
τα ίδ ίδ ια. Ο χώρος δ εν έπρεπ έπρεπ ε να είναι είναι πολ πο λ ύ μικ μικρό ς . Δε Δεν έπρεπ έπρεπ ε α βρίσκεται σε περιοχή όπου οι πάντες γνωρίζονταν μεταξύ τους. Δεν έπρεπε να έχει πάρα πολλούς τακτικούς θαμώνες. Και δεν δ εν έπ έπ ρεπε να είνα είναιι τέτ τέτοο ιο καταγώ αταγ ώ γιο ώστε μια μια αανύπα νύπαντρη ντρη γυναίκα ηλικίας μεταξύ τριάντα πέντε και πενήντα πέντε χρόνων χρόνω ν δε δ ε θ α πήγ π ήγαινε αινε εκεί. Ο πρώτος σταθμός της γύρας του, το «Γιουλ’ς Μπαρ», ήταν υπερβολικά στενάχωρο και ζοφερό, κατακλυσμένο από ξύλινα κιτς διακοσμητικά και κουλοχέρηδες. Το επόμενο ήταν καλύτερο. Διέθετε μια μικρή πίστα για χορό, και ο θαμώνες ήταν ένα αξιοπρεπές μείγμα, με μόνη εξαίρεση έναν γκέι ο οποίος ήρθε αμέσως και κατσικώθηκε στο διπλανό σκαμπό του μπαρ, σε απόσταση που μετριόταν σε χιλιοστά. τσι κι έβρισκε γυναίκα εκεί, ο τύπος ήταν σχεδόν βέβαιο πως θα τον θυμόταν, παρότι εκείνος τον είχε απορρίψει με δ ιακρι ακριτικ τικό τρό τρό π ο . Κατάφερε να εντοπίσει αυτό που έψαχνε με την πέμπτη προσπάθεια. Οι επιγραφές πάνω από την μπάρα έδειχναν να επιβεβαιώνουν την επιλογή του: « Τα σιγανά ποταμάκια να φοβάσ φοβάσαι» αι»,, «Τέρ «Τέρμι μιναλ ναλ – το σπίτι πί τι σου όταν ό ταν είσαι μακριά μακριά από απ ό το το σπίτι», και ιδιαιτέρως « Τα καλύτερα βυζιά της πόλης θα τα ρεις εδώ». Έδ Έδ ιναν το σωστό τόνο.
Το «Τέρμιναλ», χωμένο σε ένα δρομάκι με το όνομα Γκράουνε, έκλεινε νωρίς, στις έντεκα ακριβώς, όμως ο θαμώνες ήταν κεφάτοι από τις ποσότητες μπίρας που είχαν καταναλώσει και τη ροκ μουσική που έπαιζε ένα ντόπιο συγκρότημα. Αισθανόταν βέβαιος ότι κάτι θα έβρισκε πριν κλείσει το μπαρ.
Εντόπισε μια γυναίκα, όχι ακριβώς νέα, η οποία στεκόταν κοντά στις μηχανές των τυχερών παιχνιδιών. Χόρευε μόνη της όταν εκείνος μπήκε στο μπαρ, τα χέρια της ανέμιζαν χαλαρά στα πλευρά της, πάνω στη μικρή πίστα. Ήταν αρκετά όμορφη, σίγουρα δεν αποτελούσε εύκολη λεία. Μια γυναίκα που γύρευε έναν άντρα να εμπιστευτεί, δίπλα στον οποίο θα άξιζε να ξυπνάει για το υπόλοιπο της ζωής της, άρα δε θα ήταν κάπ κάποιος οιος π ο υ θ α τον έβρισκ έβρισκεε εδ ώ . Προφανώ οφ ανώςς είχε βγε βγ ει με γυναικοπαρέα, να ξεδώσει έπειτα από μια κοπιαστική μέρα στη δουλει δ ουλειά. ά. Δύο από τις καλοφτιαγμένες συναδέλφους της έστεκαν στο χώρο για τους καπνιστές, χαχανίζοντας, καθώς λικνίζονταν στο ρυθμό της μουσικής· οι υπόλοιπες είχαν καταλάβει μερικά από τα αταίριαστα τραπέζια του μαγαζιού. Το πιθανότερο ήταν πως οι κοπελιές το γλεντούσαν εδώ κα αρκετή ώρα. Σε κάθε περίπτωση, αισθανόταν βέβαιος ότ καμία από τις άλλες δε θα μπορούσε να τον περιγράψει με κάθ άθεε λεπτομέ λεπτο μέρρεια ύστε ύστερα από α πό μια μια δυ δ υο ώ ρες . Την κάρφωσε με τα μάτια του και σε πέντε λεπτά τής ζήτησε να χορέψουν. Ήταν ζαλισμένη, αλλά όχι μεθυσμένη. Καλό αλ ό σημάδ ση μάδιι αυτό αυτό . «Δεν είσαι από τα μέρη μας», σχολίασε εκείνη. «Τι σε έφερε έφερε στο Βίμπορ;» ίμπο ρ;» Η μυρωδιά της ήταν ευχάριστη, το βλέμμα της σταθερό και αποφασιστικό. Εύκολα κατάλαβε τι περίμενε από εκείνον α της πει. Ότι επισκεπτόταν το Βίμπορ συχνά. Ότι αγαπούσε αυτό το μέρος. Ότι ήταν μορφωμένος και ανύπαντρος. Οπότε αυτά ακριβώς της είπε. Χαλαρά, χωρίς να το κάνει ζήτημα.
Θα έλεγε οτιδήποτε για να την κάνει να τσιμπήσει. Δύο ώρες αργότερα, ήταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι της. Εκείνη ήταν ικανοποιημένη, κι εκείνος σίγουρος πως θα μπο μπ ο ρο ύσε να μείνει μείνει μαζί της για μια μια δδυυο εβδο βδ ο μάδε μάδ ες , χωρίς χωρίς τις τις συνήθεις ερωτήσεις: Του άρεσε στ’ αλήθεια; Την έβλεπε σοβαρά; Ήταν π ρο σεκ σεκτικ τικό ς , ώστε να μην ξεσηκώσει ξεσηκώσει τις τις προσδοκίες της. Το έπαιζε χαλαρός και μυστηριώδης, αφήνοντάς τη να προσπαθεί να μαντέψει τι είδους προσωπικότητα κρυβόταν πίσω από την άνεση που έβγαζε προς τα έξω. έξω. Ξύπνησε στις πέντε και μισή το επόμενο πρωί, όπως το είχε σχεδιάσει. Ντύθηκε και άρχισε να ψαχουλεύει στα συρτάρια και στις ντουλάπες της, θέλοντας να μάθε πράγματα για εκείνη πριν σηκωθεί. Ήταν χωρισμένη, αυτό το γνώριζε ήδη. Χωρίς παιδιά. Πιθανότατα είχε μια καλή θέση στο Δημόσιο, μια δουλειά που της απομυζούσε όλη την ενέργεια. Ήταν πενήντα δύο χρόνων και κάτι περισσότερο από έτοιμη να ζήσει μια περιπέτεια σε αυτό το στάδιο της ζωής της. Πριν ακουμπήσει το δίσκο με τον καφέ και το φρυγανισμένο ψωμί στο κρεβάτι δίπλα της, τράβηξε τις κουρτίνες μια ιδέα, ώστε να μπει φως και να μπορέσει εκείνη α δδεει το χαμόγελο χαμό γελο και όλη όλ η τη φρεσκ φρεσκάδ άδα α του. Ύστε Ύστερρα κούρνιασε κούρνιασε δ ίπ λ α του το υ. Τρυ Τρυφ ερή και υπ ο τακτι τακτικκή. Τα Τα λακκάκια στα μάγουλά της φαίνονταν εντονότερα απ’ ό,τ πριν. Χάιδεψε το πρόσωπό του κι έκανε να φιλήσει την ουλή του, αλλά εκείνος ανασήκωσε το πιγούνι του και τη ρώτησε:
«Να κλ κλ είσω δωμάτι δ ωμάτιοο στο ξενοδοχ ξενοδ οχεείο ή θα θ α ήθε ήθ ελ ες να περάσω περάσω από εδ ώ το βράδ βράδυυ;» Η απάντηση δόθηκε για τυπικούς λόγους. Κόλλησε στορ στοργικά γικά πάν π άνω ω του και και του είπ είπ ε πού πο ύ φύλαγ φύλ αγεε το κλει κλ ειδδ ί. Ύστε Ύστερρα αυτός σηκώθηκε χαλαρός και τράβηξε στο φορτηγάκι, αφήνοντας πίσω του τη θαλπωρή του σπιτιού που είχε μόλις εξασφαλίσει. Η οικογένεια που είχε επιλέξει θα μπορούσε να καταβάλει τα λύτρα ύψους ενός εκατομμυρίου κορονών, τα οποία απαιτούσε συνήθως. Ενδεχομένως να χρειαζόταν να πουλήσουν κάποιες μετοχές, παρότι σίγουρα δεν ήταν η καλύτερη εποχή για μια τέτοια κίνηση, όμως ήταν ευκατάστατοι. Προφανώς, η ύφεση είχε δυσκολέψει τη διάπραξη οικονομικά επικερδών εγκλημάτων, ωστόσο από τη στιγμή που τα θύματά του τα επέλεγε με προσοχή, τρόπος θ α βρισκ βρισκόό ταν πάντοτε. πά ντοτε. Ήταν σίγου σίγο υρο ς π ως η οι ο ικο γένει γένεια αυτή αυτή διέθετε τόσο τα μέσα όσο και τη διάθεση να καλύψει τις απαιτήσε απ αιτήσειις του, και και να το π ράξει άξει δ ιακρι ακριτικ τικά. Τους παρακολουθούσε εδώ και αρκετό καιρό. Είχε επισκεφτεί την εκκλησία τους και είχε μιλήσει εμπιστευτικά με τους γονείς έπειτα από τις προσευχές. Γνώριζε πόσο διάστημα ήταν μέλη της κοινότητάς τους, πώς είχαν αποκτήσει την περιουσία τους, πόσα παιδιά είχαν και πώς τα έλεγαν – σε γενικές γραμμές, πώς ήταν το καθημερινό τους πρόγραμμα. Η οικογένεια ζούσε έξω από το Φρέδερικς, είκοσι λεπτά οτιοδυτικά του Βίμπορ. Πέντε παιδιά, ηλικίας δέκα έως
δεκαοχτώ χρόνων. Όλα εξακολουθούσαν να ζουν στο σπίτ και ήταν ενεργά μέλη της Μητέρας Εκκλησίας. Τα δύο μεγαλύτερα φοιτούσαν στο λύκειο του Βίμπορ· τα αδέρφια τους μάθαιναν γράμματα στο σπίτι από τη μητέρα τους, μια πρώην δασκάλα στα σχολεία Τβιδ, σαρανταπεντάρα περίπου, η οποία, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, είχε στραφεί στο Θεό. Εκείνη φορούσε τα παντελόνια στο σπίτι. Εκείνη κατηύθυνε την οικογένεια στα θρησκευτικά της καθήκοντα. Ο σύζυγός της ήταν είκοσι χρόνια μεγαλύτερός της κι ένας από τους πλέον εύπορους επιχειρηματίες της περιοχής. Παρότ είχε δωρίσει τα μισά εισοδήματά του στη Μητέρα Εκκλησία, όπως υποχρεούνταν να κάνουν όλα τα μέλη, περίσσευαν αρκετά. Μια επιχείρηση όπως η δική του, ενοικίασης αγροτικών μηχανημάτων και εξοπλισμού στους ντόπιους αγρότες, αγρότες , δε δ εν κινδύ νδ ύνευε νευε ποτέ πο τέ.. Το καλαμπ αλ αμπόόκι εξακολ εξακολοουθο υθο ύσε να φυ φ υτρώ τρώ νει, νει, ακό ακόμα κι ό ταν ο ι τρ τράπ άπεζ εζεες βα βαρρο ύσαν κανόνι. ανό νι. Το μοναδικό μειονέκτημα της συγκεκριμένης οικογένειας ήταν ότι ο δεύτερος γιος, ο οποίος κατά τα λοιπά αποο τελ απ τελ ο ύσε εξαιρ εξαιρετ ετιική επιλο επ ιλογή γή για θύμα, θ ύμα, εί είχε αρχίσει αρχίσει να κάνε μαθήματα μαθ ήματα καρ καράτε άτε.. Όχι Όχι πως πω ς υπήρ πή ρχε κανένας κανένας λ όγος όγ ος ανησυχί ανησυχίας ας ότι αυτός ο λεπτοκαμωμένος νεαρός θα μπορούσε να αποτελέσει απειλή, όμως ίσως να έφερνε ανατροπές στο πρόγραμμα. Και το πρόγραμμα ήταν το παν από τη στιγμή που ζόριζαν τα πράγματα. Πέραν τούτου, ο συγκεκριμένος γιος και η μεσαία από τις αδερφές του, το τέταρτο παιδί της οικογένειας, διέθεταν όλα
τα χαρακτηριστικά που απαιτούνταν για την επιτυχή έκβαση της αποστολής του. Ήταν δυναμικά παιδιά, τα ομορφότερα από τα πέντε αδέρφια και παράλληλα τα κυρίαρχα. Σχεδόν μετά βεβαιότητος ήταν τα καμάρια της μητέρας τους. Συνεπή ως προς τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, αλλά συνάμα αρκετά ατίθασα. Χαρακτήρες σαν κι αυτούς κατέληγαν να γίνουν είτε αρχιερείς είτε να αποβληθούν από τους κόλπους της Εκκλησίας. Πιστοί, αλλά ταυτόχρονα ασυγκράτητα εγωι γω ιστές στές . Ο ιδ ανικ ανικός συνδ συνδυυασμός. ασμός . Το υ θ ύμιζ μιζαν κάπως κάπω ς τον παλ π αλιιό του εαυτ εαυτόό , ίσω ίσωςς . Σταμάτησε το φορτηγάκι ανάμεσα στα δέντρα του ανεμοφράχτη και κάθισε εκεί για πολλή ώρα να κοιτάζει με τα κιάλια του, παρατηρώντας τα παιδιά που έτρεχαν στον κήπο δίπλα στην αγροικία, στη διάρκεια των διαλειμμάτων τους από τα μαθήματα στο σπίτι. Το κορίτσι που είχε επιλέξε φαινόταν πως κάτι σκάρωνε σε μια γωνιά, κάτω από μερικά δέντρα. Κάτι που δεν έπρεπε να το δουν οι υπόλοιποι. Έμεινε για κάμπο κάμποσο σο απ απασχο ασχολλ ημένη, ημένη, γονατι γο νατισμέ σμένη νη στο ψηλό ηλ ό γρασίδ γρασίδ ι. Α υτό τού το ύ επ ιβεβαί βεβα ίω σε πόσο πό σο καλή αλ ή επιλογή επιλο γή είχε κάνει κάνει.. Ό,τ Ό,τιι κι αν έκανε η μικ μικρή, η μητέρ μητέρα της και η Εκκλ ησία δ ε θα το ενέκριναν, αναλογίστηκε κατανεύοντας. Ο Θεός πάντοτε βάζει σε δοκιμασία τα εκλεκτότερα μέλη του ποιμνίου Του, και η δωδεκάχρονη Μαγκνταλένα, αυτό το κορίτσι που σύντομα θα γινόταν νεαρή γυναίκα, δεν αποο τελ απ τελ ούσε εξ εξαίρεση. αίρεση. Συνέχισε την παρακολούθηση για μια δυο ώρες ακόμα, γερμένος μέσα στο φορτηγάκι, έχοντας το νου του στην
αγροικία που φώλιαζε σε μια στροφή του δρόμου στο Στάνγκχεδ. Μέσα από τα κιάλια μπόρεσε να διακρίνει καθαρά ένα μοτίβο στη συμπεριφορά του κοριτσιού. Κάθε φορά που τα παιδιά είχαν διάλειμμα, εκείνη ξεμάκραινε και τραβούσε στη γωνιά του κήπου, κι όταν τα φώναζε η μητέρα τους για το επόμενο μάθημα, έκρυβε ό,τι ήταν αυτό με το οποίο ασχολούνταν νωρίτερα. Δεδομένης της όλης κατάστασης, το να είσαι μια σχεδόν μεγάλη κοπέλα, σε μια οικογένεια η οποία είχε αφιερωθεί στη Μητέρα Εκκλησία, συνεπαγόταν ουκ ολίγες υποχωρήσεις. Χορός, μουσική, έντυπα υλικά τα οποία προέρχονταν από πηγές εκτός της Εκκλησίας, αλκοόλ, κοινωνικές επαφές με άτομα εκτός της κοινότητας, κατοικίδια, τηλεόραση κα διαδίκτυο, όλα αυτά τα πράγματα ήταν απαγορευμένα, και η τιμωρία για τους συστηματικά απείθαρχους, αυστηρή: εξοστρακισμός, τόσο από την οικογένεια όσο και από την κοινότητα. Έβαλε μπροστά κι έφυγε προτού επιστρέψουν τα αγόρια από το σχολείο, ευχαριστημένος με την επιλογή της οικογένειας. Τώρα θα εξέταζε τους εταιρικούς λογαριασμούς του πατέρα, καθώς και τις φορολογικές του δηλώσεις μια τελευταία φορά, προτού ξαναρχίσει την παρακολούθηση, το επόμενο πρωί. Σύντομα δε θα υπήρχε επιστροφή, και η σκέψη αυτή δεν του προκαλούσε την παραμικρή ανησυχία. Την έλεγαν Ίζαμπελ αυτή τη γυναίκα που του πρόσφερε στέγη, αν και η ίδια δεν ήταν εξίσου εξωτική με το όνομά της.
Σουηδικά αστυνομικά μυθιστορήματα στα ράφια και CD της Άνε Λίνε. Καθωσπρέπει πράγματα. Κοίταξε το ρολόι του. Η Ίζαμπελ θα επέστρεφε στο σπίτ σε μισή ώρα, όμως ο χρόνος ήταν υπεραρκετός για να βεβαιωθεί ότι δεν τον περίμεναν δυσάρεστες εκπλήξεις. Κάθισε στο γραφείο της και άνοιξε το φορητό υπολογιστή, αφήνοντας ένα βογκητό όταν το μηχάνημα ζήτησε κωδικό πρόσβασης. Δοκίμασε έξι ή εφτά συνδυασμούς μάταια, προτού σηκώσει το σουμέν και βρεθεί μπροστά σε έναν αναλυτικό κατάλογο με κωδικούς για το διαδίκτυο. Το ίδιο συνέβαινε πάντοτε: γυναίκες όπως η Ίζαμπελ είτε έβαζαν ημερομηνίες γενεθλίων είτε τα ονόματα των παιδιών ή των σκυλιών τους, αριθμούς τηλεφώνων ή απλώς μια σειρά διαδοχικών ψηφίων, συχνά από το μεγαλύτερο στο μικρότερο, είτε έγραφαν τους κωδικούς τους και τους έκρυβαν σε κάποιο σημείο το πολύ ένα δυο μέτρα μακριά από το πληκτρολόγιο, ώστε να μπορούν να τους διαβάζουν χωρίς να σηκώνονται. Διάβασε τα προσωπικά της μηνύματα και με ικανοποίηση διαπίστωσε ότι στο πρόσωπό του εκείνη είχε βρει τον άντρα που αναζητούσε εδώ και αρκετό καιρό. Μπορεί να ήταν μερικά χρόνια νεότερος απ’ ό,τι τον είχε φανταστεί, όμως ποια γυναίκα θα γύρναγε την πλάτη της; Έλεγξε τη λίστα των επαφών της στο Outlook. Ένα από τα ονόματα εκεί εμφανιζόταν συχνά στην αλληλογραφία της. Ο άντρας λεγόταν Κάρστεν Γιόνσον. Αδερφός, ίσως, ή ο πρώην σύζυγος. Δεν είχε σημασία. Το σημαντικό ήταν η κατάληξη της ηλεκτρονικής του διεύθυνσης: police.dk.
Καθόλου καλό αυτό, σκέφτηκε. Όταν έφτανε η στιγμή, θα έπρεπε να αποφύγει τη σωματική βία και να περιοριστεί σε φραστικές επιθέσεις ή απλώς να παρατάει τα άπλυτα ρούχα του ολόγυρα στο σπίτι, πράγμα που, σύμφωνα με το προφίλ που είχε συντάξει εκείνη σε ιστοσελίδα αναζήτησης συντρόφων, ήταν από τα βασικά θέματα που την ενοχλούσαν. Έβγαλε το μικρό BlueTinum φλασάκι από την τσέπη του και το τοποθέτησε στη θύρα USB. Ο λογαριασμός του στο Skype και οι επαφές του, όλα σε ένα. Ύστερα πληκτρολόγησε τον αριθμό του κινητού της γυναίκας του. Λογικά, τέτοια ώρα θα ήταν έξω για ψώνια. Η ίδια ρουτίνα πάντοτε. Θα της πρότεινε να αγοράσει σαμπάνια και να τη βάλει στο ψυγείο, ώστε να είναι έτοιμη. Στο δέκατο χτύπημα συνοφρυώθηκε. Ποτέ πριν δεν είχε αφήσει κλήση του αναπάντητη. Αν υπήρχε ένα πράγμα το οποίο δεν αποχωριζόταν ποτέ η σύζυγός του, αυτό ήταν το κινητό της. Την κάλεσε ξανά. Καμία απάντηση. Έσκυψε προς τα εμπρός και κοίταξε επίμονα το πληκτρολόγιο, νιώθοντας τα μάγουλά του να αναψοκοκκινίζουν. Το καλό που της ήθελε, να είχε μια καλή εξήγηση γι’ αυτό. Αν αποφάσιζε να αποκαλύψει άγνωστες πτυχές της προσωπικότητάς της τώρα, ενδεχομένως να τον υποχρέωνε α εκδηλώσει κι εκείνος νέες πτυχές της δικής του. Κι αυτό δε θα της άρεσε. Δε θα της άρεσε καθόλου.
6 «ΛΟΙΠΟΝ, ΟΦΕΙΛΩ να ομολογήσω ότι η παρατήρηση του Άσαντ μάς έχει δώσει τροφή για σκέψη, Καρλ», είπε ο αρχηγός, συστρέφοντας τους ώμους καθώς φορούσε το δερμάτινο σακάκι του. Σε δέκα λεπτά θα στεκόταν σε μια γωνία της περιοχής Νόρβεστ, παρατηρώντας τα αίματα που είχαν αφήσει πίσω τους οι αποψινοί πυροβολισμοί. Ο Καρλ δεν τον ζήλευε. Έγνεψε καταφατικά. «Επομένως, συμφωνείς με τον Άσαντ; Ότι θα μπορούσε να υπάρχε κάποια σχέση μεταξύ των εμπρησμών;» «Αυτό το ίδιο σημάδι στο οστό του μικρού δαχτύλου των θυμάτων εμφανίζεται σε τρεις από τις τέσσερις περιπτώσεις. Οπωσδήποτε είναι κάτι που πρέπει να μας απασχολήσει. Βλέποντας και κάνοντας. Το υλικό έχει σταλεί στους ιατροδικαστές, επομένως αυτοί θα κρίνουν τώρα. Όμως η μύτη μου, Καρλ...» Χτύπησε ελαφρά το δείκτη του πάνω στη χαρακτηριστική προεξοχή του προσώπου του. Δεν ήταν πολλές οι μύτες που είχαν χωθεί σε τόσες απαίσιες υποθέσεις όσες η μύτη του Γιάκομπσεν. Κατά πάσα πιθανότητα, ο Άσαντ και ο Μάρκους είχαν δίκιο. Υπήρχε κάποια σχέση. Ακόμα και ο Καρλ το διαισθανόταν. Χρωμάτισε τη φωνή του με έναν τόνο επαγγελματισμού – διόλου εύκολο πράγμα όταν η ώρα ήταν περασμένες δέκα– λέγοντας: «Θα αναλάβεις εσύ την υπόθεση, από εδώ κα
πέρα, φαντάζομαι». «Για την ώρα, ναι». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Τώρα μπορούσε να επιστρέψε στο υπόγειο και να χαρακτηρίσει την υπόθεση του παλιού εμπρησμού κλεισμένη, στο βαθμό που αφορούσε τον Τομέα Q. Αυτό θα ήταν καλό για τις στατιστικές. «Έλα να δεις, Καρλ. Η Ρόζε έχει κάτι να σου δείξει». Ο αντίλαλος της φωνής την έκανε να ακούγεται λες και μια συμμορία μαϊμούδων από το Βόρνεο είχε προχωρήσει σε κατάληψη των υπόγειων χώρων. Ο Άσαντ δεν είχε σίγουρα το παραμικρό πρόβλημα με τις φωνητικές χορδές του, αυτό ήταν σαφέστατο. Στεκόταν με ένα λαμπερό χαμόγελο, κρατώντας σφιχτά έναν πάκο φωτοτυπίες. Απ’ ό,τι μπορούσε να δει ο Καρλ, δεν ήταν έγγραφα από παλιές υποθέσεις. Περισσότερο έμοιαζαν με αποσπασματικές μεγεθύνσεις κάποιας εικόνας, η οποία, στην καλύτερη περίπτωση, θα μπορούσε να χαρακτηριστε θολή. «Κοίτα τι έκανε». Ο Άσαντ έδειξε προς το βάθος του διαδρόμου το διαχωριστικό τοίχο τον οποίο είχε μόλις τοποθετήσει ο μάστορας, προκειμένου να περιοριστεί η μόλυνση από τον αμίαντο. Ή μάλλον, έδειξε το σημείο όπου κανονικά έπρεπε α βρίσκεται. Κι αυτό γιατί τόσο ο διαχωριστικός τοίχος όσο και η πόρτα του καλύπτονταν τελείως από φωτοτυπίες, ο οποίες είχαν τοποθετηθεί με ιδιαίτερη προσοχή, έτσι ώστε να
σχηματίζουν μια εικόνα. Αν ήθελε να περάσει κάποιος από εκεί, θα χρειαζόταν οπωσδήποτε ψαλίδι. Ακόμα και από απόσταση δέκα μέτρων, ήταν σαφές ότ επρόκειτο για μια γιγάντια μεγέθυνση του μηνύματος που περιείχε το μπουκάλι. ΒΟΗΘΕΙΑ, έγραφε, καλύπτοντας κατά πλάτος το διάδρομο. «Εξήντα τέσσερις σελίδες Α4, ούτε μία λιγότερη. Τέλειο, δε βρίσκεις, Καρλ; Εδώ κρατάω τις τελευταίες πέντε. Διακόσια σαράντα εκατοστά ύψος και εκατόν εβδομήντα πλάτος. Μεγάλο, ναι; Δεν είναι πανέξυπνη;» Ο Καρλ πήγε μερικά μέτρα πιο κοντά. Η Ρόζε είχε πέσε στα γόνατα, με τα οπίσθιά της ανασηκωμένα, έτσι όπως κολλούσε στην κάτω γωνία τις φωτοτυπίες που είχε βγάλει ο Άσαντ. Ο Καρλ παρατήρησε πρώτα τα οπίσθιά της κι έπειτα τη δουλειά που είχαν κάνει οι δυο τους. Η πελώρια μεγέθυνση είχε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της, αυτό ήταν προφανές με την πρώτη ματιά. Τα σημεία όπου τα γράμματα είχαν απορροφηθεί από το χαρτί ήταν θολά, ενώ σε άλλα, όπου αποτυπωνόταν ένας εξαιρετικά δυσανάγνωστος, λεπτός γραφικός χαρακτήρας, τον οποίο η ομάδα των Σκοτσέζων ειδικών είχε επιχειρήσει να ανασυνθέσει, τα γράμματα αποκτούσαν ξαφνικά νόημα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι μεμιάς είχαν πλέον στη διάθεσή τους τουλάχιστον είκοσι ευανάγνωστα γράμματα να προσθέσουν στο γρίφο. Η Ρόζε στράφηκε προς το μέρος του για μια στιγμή,
αδιαφορώντας για το νεύμα του, καθώς έσερνε τη μικρή σκάλα στο κέντρο του διαδρόμου. «Ανέβα εδώ πάνω, Άσαντ. Θα σου πω εγώ πού να βάλεις τις τελείες, εντάξει;» Παραμέρισε τον Καρλ, σπρώχνοντάς τον, και πήρε θέση ακριβώς στο σημείο όπου στεκόταν εκείνος μέχρι πριν από λίγο. «Όχι πολύ έντονα, Άσαντ. Θα πρέπει να μπορούμε να τις σβήσουμε αργότερα». Ο Άσαντ έγνεψε καταφατικά από ψηλά, με το μολύβι στο χέρι. «Ξεκίνα κάτω από το ΒΟΗΘΕΙΑ και μπροστά από το τις . Διακρίνω τρεις λεκέδες. Υπάρχει ένα σβησμένο γράμμα πριν το τις και δύο μετά. Με παρακολουθείς;» Ο Άσαντ και ο Καρλ παρατήρησαν τους θαμπούς λεκέδες πάνω στο χαρτί. Έμοιαζαν με γκρίζα σύννεφα σωρείτες δίπλα από τα γράμματα που ξεχώριζαν. Ο Άσαντ έγνεψε καταφατικά και τοποθέτησε από μία τελεία πάνω στις τρεις μουντζούρες. Ο Καρλ έκανε ένα βήμα στο πλάι. Όλο αυτό έδειχνε αρκετά λογικό. Κάτω από την απολύτως ευανάγνωστη κεφαλίδα ΒΟΗΘΕΙΑ, τα τρία γράμματα που ακολουθούσαν πλαισιώνονταν από εμφανείς λεκέδες. Το θαλασσινό νερό και η υγρασία είχαν παίξει το ρόλο τους. Οι τρεις χαρακτήρες που υπήρχαν εκεί, γραμμένοι με αίμα, είχαν σβηστεί προ πολλού και είχαν απορροφηθεί από το χαρτοπολτό. Μακάρ α γινόταν να καταλάβουν ποια ήταν εκείνα τα γράμματα. Έμεινε να παρακολουθεί τη Ρόζε που έδινε εντολές στον
Άσαντ. Ήταν μια κοπιαστική και δύσκολη δουλειά. Και πού θα οδηγούσε, όταν ολοκληρωνόταν κάποια στιγμή; Σε ατέλειωτες ώρες εικασιών, να πού θα οδηγούσε. Και για ποιο λόγο; Το μήνυμα θα μπορούσε να είχε γραφτεί πριν από δεκαετίες. Άλλωστε, τίποτα δεν απέκλειε την περίπτωση, παρότι γραμμένο με αίμα, να ήταν φάρσα. Ο γραφικός χαρακτήρας έδειχνε άτσαλος, σαν να ανήκε σε παιδί. Ένας δυο Πρόσκοποι, ένα τσιμπηματάκι στο δάχτυλο, και ιδού. Από την άλλη... «Δεν είμαι σίγουρος για όλο αυτό, Ρόζε», είπε ο Καρλ διστακτικά. «Ίσως θα ήταν καλύτερα να το ξεχάσουμε. Αρκετή δουλειά έχουμε ήδη». Σάστισε από την επίδραση που είχαν τα λόγια του. Η Ρόζε άρχισε να τρέμει, λες και ήταν ζελέ. Αν εκείνος δεν την ήξερε καλύτερα, θα νόμιζε πως ήταν έτοιμη να σκάσει στα γέλια. Ωστόσο ο Καρλ γνώριζε πάρα πολύ καλά τη Ρόζε, και για το λόγο αυτό οπισθοχώρησε. Μονάχα ένα βήμα, όμως ήταν αρκετό για να αποφύγει το ωστικό κύμα των κοσμητικών επιθέτων που εξαπέλυσε εκείνη. Πράγμα που σήμαινε ότι η Ρόζε είχε ενοχληθεί από την παρέμβασή του. Δεν ήταν τόσο γομάρι ώστε να μην αντιληφθεί την αιτία του ξεσπάσματος. Έγνεψε καταφατικά. Όπως είχε πει και προηγουμένως, είχαν αρκετή δουλειά ήδη. Είχε υπόψη του τουλάχιστον δύο φακέλους με σημαντικά έγγραφα παλιών υποθέσεων, ο οποίοι, κατάλληλα τοποθετημένοι, θα έκρυβαν το πρόσωπό του ωραιότατα ενόσω θα έπαιρνε έναν υπνάκο. Η Ρόζε και ο Άσαντ μπορούσαν να διασκεδάσουν με το γρίφο που είχαν
σκαρώσει, ενώ εκείνος θα ασχολούνταν με τα θέματα της δουλειάς. Η Ρόζε αντιλήφθηκε τη δειλή υποχώρησή του. Με αργές κινήσεις, στράφηκε προς το μέρος του και του έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα. «Ιδιοφυής ιδέα, πάντως, Ρόζε. Πάρα πολύ καλά έκανες», είπε εκείνος επιχειρώντας να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα, αλλά χωρίς επιτυχία. «Θα σου δώσω μία επιλογή, Καρλ», είπε η Ρόζε σφίγγοντας τα δόντια. Ο Άσαντ, ανεβασμένος πάνω στη σκάλα, γούρλωσε τα μάτια του. «Είτε θα βγάλεις το σκασμό είτε σηκώνομαι και πάω σπίτι μου. Και προς ενημέρωσή σου, μπορεί να στείλω τη δίδυμη αδερφή μου στη θέση μου. Ξέρεις τι θα συμβεί τότε;» Ο Καρλ κούνησε το κεφάλι. Δεν ήταν σίγουρος πως ήθελε α ξέρει. «Άσε με να μαντέψω. Θα έρθει εδώ μαζί με τρία παιδιά και τέσσερα γατιά, δύο νοικάρηδες και έναν άχρηστο που πήρε για άντρα. Καλά τα λέω; Το γραφείο σου θα φρακάρει, σωστά;» Η Ρόζε κόλλησε τις γροθιές της πάνω στους γοφούς της κι έγειρε απειλητικά προς το μέρος του. «Όποιος σου ξεφούρνισε αυτές τις αηδίες δεν ξέρει τι λέει. Η Ίρσα ζει μαζ μου και δεν έχει ούτε γατιά ούτε νοικάρηδες». Η λέξη «ΗΛΙΘΙΕ!» άστραψε στα έντονα μακιγιαρισμένα μάτια της. Ο Καρλ σήκωσε τα χέρια ψηλά, εγκατέλειπε τη μάχη. Η καρέκλα του γραφείου του τον καλούσε. «Τι ήταν αυτά που έλεγε για τη δίδυμη αδερφή της, Άσαντ;
χει απειλήσει κι άλλοτε η Ρόζε να τη στείλει στη θέση της;» Ο Άσαντ ανέβαινε με ζωηρό βήμα τα σκαλιά δίπλα του, ενώ ο Καρλ ένιωθε ήδη τα πόδια του βαριά σαν μολύβι. «Μην παίρνεις τα πράγματα τόσο προσωπικά, Καρλ. Η Ρόζε είναι σαν την άμμο στη ράχη της καμήλας. Άλλοτε σου προκαλεί φαγούρα στα πισινά, άλλοτε όχι. Αυτό έχει να κάνε με το πόσο χοντρόπετσος είσαι». Κοίταξε τον Καρλ κα χαμογέλασε, αποκαλύπτοντας δύο ολόισιες σειρές κατάλευκου σμάλτου. Αν υπήρχαν πισινά που να είχαν θωρακιστεί με αρκετά χοντρό πετσί όλα αυτά τα χρόνια, πιθανότατα ήταν τα δικά του. «Μου έχει μιλήσει για την αδερφή της, την Ίρσα. Θυμάμα το όνομά της γιατί ακούγεται σαν το Ίρμα, όπως λένε αυτά τα δανικά σούπερ μάρκετ. Δε νομίζω πως είναι καλές φίλες ο δυο τους», πρόσθεσε ο Άσαντ. Ίρσα; Εξακολουθούσαν να δίνουν αυτό το όνομα; αναρωτήθηκε ο Καρλ, καθώς έφταναν στον τρίτο όροφο, με τις βαλβίδες της καρδιάς του να χορεύουν φλαμένκο. «Όλα καλά, παιδιά;» ρώτησε μια υπέροχα οικεία φωνή από την άλλη πλευρά του γραφείου υποδοχής. Η Λις είχε επιστρέψει! Η Λις – σάρκα και εγκεφαλικά κύτταρα σαράντα χρόνων εξαιρετικά καλοδιατηρημένα. Ένα πραγματικό δώρο για τις αισθήσεις, σε απόλυτη αντίθεση με την κυρία Σέρενσεν, η οποία χαμογέλασε καλοσυνάτα στον Άσαντ, προτού ανασηκώσει το κεφάλι της αγριεμένα στον Καρλ, σαν κόμπρα που την τσιγκλούσαν με κάποιο ξύλο. «Πες στον επιθεωρητή τι υπέροχα που τα περάσατε με τον Φρανκ στις Ηνωμένες Πολιτείες, Λις». Η κάργια χαμογέλασε
μοχθηρά. «Λυπάμαι, αλλά θα ακούσουμε αργότερα τις περιγραφές», έσπευσε να απαντήσει ο Καρλ. «Μας περιμένει ο Μάρκους». Τράβηξε τον Άσαντ από το μανίκι, μάταια. Ξυράφι είσαι, μωρέ αδερφάκι μου, σκεφτόταν, την ώρα που τα κατακόκκινα χείλη της Λις περιέγραφαν όλο χαρά τα γεγονότα που σημάδεψαν έναν ολόκληρο μήνα στην Αμερική, στο πλευρό του υποτονικού συζύγου της, ο οποίος ξαφνικά είχε μεταμορφωθεί σε ταύρο στο διπλό κρεβάτι του τροχόσπιτου που είχαν νοικιάσει. Αυτές ήταν εικόνες τις οποίες ο Καρλ έβαλε τα δυνατά του να διαγράψει από τη μνήμη του, μαζί με τις σκέψεις για τη δική του, ακούσια, αγαμία. «Καταραμένη καρακάξα», μουρμούρισε. Όχι πως ο Άσαντ ήταν πολύ καλύτερος. Για να μη σχολιάσει τον τυχεράκια που είχε κερδίσει τη Λις. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ήταν και οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, ή όπως κέρατο τους έλεγαν, που είχαν μαγέψει τη Μόνα, το αντικείμενο του πόθου του, παρασέρνοντάς τη μακριά, στα βάθη της Αφρικής. «Πότε θα επιστρέψει εκείνη η ψυχολόγος σου, Καρλ;» ρώτησε ο Άσαντ καθώς στέκονταν έξω από την πόρτα της αίθουσας συσκέψεων. «Να δεις, πώς την έλεγαν... Μόνα, σωστά;» Ο Καρλ επέλεξε να αγνοήσει το πονηρό χαμόγελο του Άσαντ και άνοιξε την πόρτα. Οι περισσότεροι από τον Τομέα Α βρίσκονταν ήδη εκεί, τρίβοντας τα μάτια τους. Είχαν περάσει εξουθενωτικές ώρες στους δρόμους, χωμένοι μέχρ τα αφτιά στο βούρκο της κοινωνίας, όμως τώρα η
ανακάλυψη του Άσαντ τούς είχε προσφέρει τη δυνατότητα να πάρουν ξανά ανάσα. Ο Μάρκους Γιάκομπσεν χρειάστηκε δέκα λεπτά για να ενημερώσει σχετικά την ομάδα του, ενώ τόσο ο ίδιος όσο κα ο Λαρς Μπιερν έδειχναν κάτι περισσότερο από ικανοποιημένοι. Το όνομα του Άσαντ αναφέρθηκε αρκετές φορές. Το λαμπερό χαμόγελό του αντάμωνε τα μισόκλειστα μάτια των άλλων, οι οποίοι προφανώς απορούσαν τι είχε συμβεί και αυτός ο άσχετος βοηθός είχε βρεθεί ξαφνικά ανάμεσά τους. Κανείς, όμως, δεν είχε την ενέργεια να κάνει ερωτήσεις. Ουσιαστικά, ο Άσαντ είχε εντοπίσει μια εύλογη σχέση μεταξύ παλαιών και νέων εμπρησμών. Όλα τα πτώματα που ανακαλύφτηκαν στα αποκαΐδια εμφάνιζαν το ίδιο σημάδι στο οστό του μικρού τους δαχτύλου του αριστερού χεριού, εκτός από την περίπτωση ενός πτώματος στο οποίο το δάχτυλο απουσίαζε. Απ’ ό,τι αποδείχτηκε στην πορεία, ο ιατροδικαστές είχαν επισημάνει το σημάδι σε όλες τις περιπτώσεις, όμως από εκεί και μετά κανείς δε συνέδεσε τις ποθέσεις. Οι νεκροψίες έδειξαν ότι δύο από τα θύματα φορούσαν δαχτυλίδι στο μικρό τους δάχτυλο. Το σημάδι που προκλήθηκε στο οστό δεν ήταν αποτέλεσμα της υψηλής θερμοκρασίας στη διάρκεια των πυρκαγιών, δήλωναν ο ιατροδικαστές. Μια πιθανή εξήγηση ήταν ότι τα θύματα φορούσαν το δαχτυλίδι από πολύ νεαρή ηλικία, κι έτσι το μέταλλο είχε αφήσει ανεξίτηλο ίχνος πάνω στον οστικό ιστό. Τέτοια δαχτυλίδια θα μπορούσαν να έχουν πολιτιστική
σημασία ανάλογη με την περίδεση των ποδιών στην Κίνα, είχε εικάσει ένας ιατροδικαστής, ενώ ένας άλλος είχε κάνε λόγο για πιθανή ένδειξη τελετουργικής διαδικασίας. Ο Μάρκους Γιάκομπσεν έγνεψε καταφατικά. Κάτι τέτοιο, τέλος πάντων. Δεν μπορούσε να αποκλειστεί και η περίπτωση κάποιου είδους αδελφότητας, επίσης. Από τη στιγμή που έμπαινε το δαχτυλίδι, δεν έβγαινε ποτέ. Το γεγονός ότι σε ένα από τα πτώματα έλειπε εντελώς το μικρό δάχτυλο, ήταν άλλο ζήτημα. Διάφορες εξηγήσεις θα μπορούσαν να δοθούν, ανάμεσα σε αυτές και το ενδεχόμενο α το είχε ακρωτηριάσει κάποιος. «Το μόνο που έχουμε να κάνουμε τώρα είναι να συνδέσουμε τα πώς και τα γιατί», κατέληξε ο υποδιοικητής Λαρς Μπιερν. Σχεδόν όλοι κατένευσαν, ορισμένοι αναστενάζοντας. Τ πιο απλό, άλλωστε; «Οι συνάδελφοι του Τομέα Q θα μας ενημερώσουν για τυχόν παρόμοιες υποθέσεις που θα προκύψουν», πρόσθεσε ο αρχηγός, οπότε ο Άσαντ δέχτηκε ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη από έναν εκ των ντετέκτιβ που σίγουρα δε θα έκανε αυτή τη χαμαλοδουλειά. Κι ύστερα, βρέθηκαν ξανά στο διάδρομο. «Λοιπόν, τι έλεγες λίγο νωρίτερα γι’ αυτή τη Μόνα Ίψεν, Καρλ;» είπε ο Άσαντ, συνεχίζοντας σαν λαγωνικό από το σημείο όπου είχε σταματήσει λίγο νωρίτερα. «Δε θα ήθελες α επιστρέψει στη χώρα, προτού καταλήξουν τα μπαλάκια σου να ζυγίζουν σαν μπάλες κανονιού;»
Πίσω στο υπόγειο, τα πάντα ήταν περίπου έτσι όπως τα είχαν αφήσει. Η Ρόζε είχε σύρει ένα σκαμνί μπροστά στο μεγεθυσμένο μήνυμα στον τοίχο και τώρα καθόταν εκεί και το μελετούσε με τέτοια προσήλωση, ώστε μπορούσε κανείς, κοιτάζοντας την πλάτη της, να τη φανταστεί να συνοφρυώνεται. Μάλλον είχε κολλήσει. Ο Καρλ έριξε μια ματιά στη γιγάντια φωτοτυπία. Σίγουρα ήταν ένας γρίφος που δεν είχε εύκολη λύση. Για να το θέσε κομψά. Στο μεταξύ, η Ρόζε είχε πατήσει από πάνω όλα τα γράμματα με ένα μαρκαδόρο. Ίσως να μην ήταν η σοφότερη κίνηση, πάντως έτσι προέκυπτε μια σαφέστερη εικόνα, αυτό φαινόταν με την πρώτη ματιά. Πέρασε τα δάχτυλά της φιλάρεσκα ανάμεσα από την αφάνα που είχε για μαλλιά, με τα νύχια λερωμένα από το μαρκαδόρο, σαν να είχε προσπαθήσει να συνδυάσε χρωματικά τα πάντα. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία πως σύντομα θα τα έβαφε με ένα χέρι μαύρο βερνίκι. «Μπορείς να βγάλεις κάποιο νόημα; Κάτι, οτιδήποτε;» ρώτησε τον Καρλ, καθώς εκείνος προσπαθούσε να διαβάσει. ΒΟΗΘΕΙΑ .τις .. ...βάρι .... ... α....γαν – .ας έπια.ε .τη .τάσι του ...φορίο. στη ..ουτ.οπ... ... Μπέ...... – . άντρ.ς ...αι 18. ψ.... .. ..... μαλλί ...... ..... .... .... .. έχει ... .... ... δεξ. .... – δ.... ... μπ.ε ...τηγ.κι – Μαμά ... ....... τον ξ...υν – Φρ.ντ. .αι κ.τι
π.υ αρ..ζει απ. Μ – ... .π.λισ. ... ... ..... .......... – Θ. μας .κ.τόσ.ι – ..λισε ... .... ... ...σωπό μου .ρώτ. .... .... .δερφο. ... – Είχ.μ. σχ...ν 1 ώρα ... .ρόμο ... .... ....... ....ά σε ν.ρό – ..... .... ανεμ.......... ... ..... – ....... ....μα – ..... ....... – ... ...... ... ... .... ....... – .. .. ... ..... . .... .. χρόνων Π... ....
Επρόκειτο για μια απεγνωσμένη έκκληση για βοήθεια, όπως ήταν προφανές από την κεφαλίδα και, εκτός αυτού, το μήνυμα ανέφερε κάποιον άντρα, μια μητέρα και ένα δρόμο. Το υπέγραφε ένα Π, κι αυτό ήταν όλο. Όχι, δεν μπορούσε να βγάλει κανένα νόημα. Τι είχε συμβεί; Πού, πότε και γιατί; «Είμαι σχεδόν βέβαιη πως αυτό το άτομο έγραψε το μήνυμα», είπε η Ρόζε, δείχνοντας με το μαρκαδόρο της το «Π» στο τέλος. Ποιος είπε πως ήταν αργόστροφη; «Είμαι, επίσης, σχεδόν βέβαιη ότι το όνομα αυτού του ατόμου αποτελείται από δύο λέξεις, των τεσσάρων γραμμάτων η καθεμία», πρόσθεσε, υποδεικνύοντας τις κουκκίδες που είχε σημειώσει με μολύβι ο Άσαντ. Το βλέμμα του Καρλ πέρασε από το μαρκαδόρο ανάμεσα στα νύχια της στα σημάδια πάνω στο φωτοτυπημένο μήνυμα.greekleech.info Μήπως ήταν καιρός να επισκεφτε οφθαλμίατρο; Πώς στην ευχή μπορούσε η Ρόζε να είναι τόσο σίγουρη ότι εκεί κάτω υπήρχαν δύο τετράδες γραμμάτων; Επειδή ο Άσαντ είχε βάλει κουκκίδες πάνω σε κάτ μουντζούρες; Απ’ ό,τι μπορούσε να δει ο ίδιος, υπήρχαν
αμέτρητες πιθανότητες. «Έλεγξα το πρωτότυπο», συνέχισε εκείνη. «Επίσης, μίλησα με τον ειδικό στη Σκοτία. Είμαστε σύμφωνοι. Δύο σύνολα των τεσσάρων γραμμάτων». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Μάλιστα, «τον ειδικό στη Σκοτία», έτσι είχε πει. Ωραία, λοιπόν, κανένα πρόβλημα. Αν ήθελε εκείνη, ας πήγαινε να συμβουλευτεί και καμιά χαρτορίχτρα στο Ρέικιαβικ, γιατί τα μάτια του έλεγαν πως τα περισσότερα απ’ όσα έβλεπε μπροστά του ήταν κουραφέξαλα, κι ας διατεινόταν η Ρόζε για το αντίθετο. «Είναι βέβαιο ότι ο συντάκτης του μηνύματος ήταν άντρας. Θεωρώ πως, σε μια τέτοια κατάσταση, κανείς δε θα πέγραφε χρησιμοποιώντας υποκοριστικό, και δεν έχω καταφέρει να εντοπίσω κανένα γυναικείο όνομα στη Δανία με τέσσερα γράμματα που να ξεκινάει από Π. Ψάχνοντας για ξένα ονόματα, βρήκα μόνο τα εξής, που θα μπορούσαν να ταιριάζουν: Πάκα, Πάλα, Πάπα, Πέλε, Πέτα, Πίια, Πίλι, Πίνα, Πινκ, Πίρι, Πόσι, Πρις και Πρου». Τα απαρίθμησε απνευστί, χωρίς καν να συμβουλευτεί τις σημειώσεις της. Ήταν με τα καλά της αυτή η κοπέλα; «Πάπα. Πολύ παράξενο όνομα για κοπέλα», σχολίασε με βαριά φωνή ο Άσαντ. Η Ρόζε ανασήκωσε τους ώμους. Ήταν ένα ενδιαφέρον στοιχείο, αυτό όφειλε να το παραδεχτεί ο Καρλ. Στ’ αλήθεια δεν υπήρχαν δανικά γυναικεία ονόματα με τέσσερα γράμματα που να ξεκινούν από Π; Αυτό είχε υποστηρίξει η Ρόζε, τουλάχιστον. Αδύνατο, σωστά; Ο Καρλ έριξε μια ματιά στον Άσαντ, ο οποίος έμοιαζε λες
και το πρόσωπό του είχε γεμίσει ερωτηματικά. Κανείς δεν μπορούσε να προβληματιστεί με τόσο αποσβολωμένη έκφραση όσο ο βραχύσωμος, γεροδεμένος βοηθός του. «Ούτε μουσουλμανικό όνομα είναι», αποφάνθηκε με ένα συνοφρύωμα εκείνος. «Το μόνο που μου έρχεται στο μυαλό είναι το Πάρι, που είναι ιρανικό». Ο Καρλ μόρφασε. «Και τι σημαίνει αυτό, μήπως δε ζουν Ιρανοί στη Δανία; Τέλος πάντων, ας πούμε ότι τον τύπο τον έλεγαν Πόολ ή Πάολ· μεγάλη βοήθεια αυτό, ε; Με τέτοιο σπάνιο όνομα, θα τον βρούμε στο πι και φι». Εκείνη τη στιγμή, οι ρυτίδες στο πρόσωπο του Άσαντ βάθυναν. «Πού είπες πως θα τον βρούμε, Καρλ; Πού είνα αυτό το μέρος;» Ο Καρλ αναστέναξε. Ίσως έπρεπε να στείλει το βοηθό του μια βόλτα από την πρώην του, σύντομα. Εκείνη θα μπορούσε α του μάθει ιδιώματα που θα τον έκαναν να γουρλώσει τα μάτια. Έριξε μια ματιά στο ρολόι του. «Λοιπόν, το όνομά του είναι Πόολ, αυτό δε λέμε; Τέλεια, πετάγομαι να κάνω ένα διάλειμμα. Ένα τέταρτο θα λείψω, και μόλις επιστρέψω, θα τον έχεις εντοπίσει, εντάξει;» Η Ρόζε έβαλε τα δυνατά της να μη δώσει σημασία στον τόνο της φωνής του Καρλ, αν και τα ρουθούνια της ανοιγόκλεισαν αισθητά. «Είμαι σίγουρη ότι το Πόολ θέτε εξαιρετική υποψηφιότητα. Αλλιώς, θα μπορούσε να είναι Πίετ ή Πίαρ ή Πέερ ή ακόμα και Πετρ. Ή θα μπορούσε να είνα Πίτε ή ακόμα και Πφιλ. Υπάρχουν αμέτρητες πιθανότητες, Καρλ. Εκτός αυτού, πλέον είμαστε πολυεθνική κοινωνία,
οπότε κυκλοφορούν ένα σωρό καινούρια ονόματα: Πάκο, Πάζι, Πέπε, Πέρε, Πέρο...» «Εντάξει, Ρόζε, φτάνει, για το Θεό. Θα μας ακούσε κανένας και θα νομίσει πως είμαστε ληξιαρχείο. Και πού τα βρήκες όλα αυτά τα ονόματα, πάλι καλά που δεν...» «...και Πέτι, Πίνο, Πίος...» «Πίος; Τώρα... μάλιστα, να αρχίσουμε να ψάχνουμε κα τους πάπες, μιας και βρήκαμε δουλειά. Τουλάχιστον, είνα άντρες...» «Πονς, Πραν, Πταχ, Πουκ, Πίρι». «Τελείωσες;» Καμία απάντηση. Ο Καρλ παρατήρησε ξανά την υπογραφή στον τοίχο. Πέρα από τις όποιες άλλες επιφυλάξεις του, ήταν δύσκολο να διαφωνήσει με το συμπέρασμα πως το μήνυμα το είχε γράψε κάποιος που το όνομά του άρχιζε από Π. Ποιος, λοιπόν, ήταν αυτός ο Π; Ο Πίετ Χάιν[1] δε θα μπορούσε να είναι. Τότε, ποιος; «Το μικρό όνομα ίσως είναι διπλό, Ρόζε. Είσαι σίγουρη ότ δεν υπάρχει κάποια παύλα εκεί ανάμεσα;» Έγνεψε προς τη μουντζούρα. «Σε αυτή την περίπτωση, θα μπορούσε να πογράφει κάποιος Πόολ-Έρικ ή Πάκο-Πέτι ή δεν ξέρω κ εγώ τι». Προσπάθησε να μεταφέρει το χαμόγελό του στο πρόσωπο της Ρόζε, όμως εκείνη βρισκόταν αλλού, δεν του έδινε σημασία. Σκασίλα του. «Εντάξει, τι θα λέγατε να αφήναμε αυτό το μεγεθυσμένο μήνυμα στην ησυχία του για λίγο, ώστε να ασχοληθούμε με σημαντικότερα θέματα και να μπορέσει και η Ρόζε να βάψε
ξανά μαύρα τα καημένα τα νύχια της;» πρότεινε ο Καρλ. «Ούτως ή άλλως, είναι αδύνατο να μην ασχοληθούμε ξανά με αυτό, κάποια στιγμή. Μπορεί, στο μεταξύ, να προκύψε κάποια καταπληκτική ιδέα. Όπως, για παράδειγμα, όταν αφήνεις το σταυρόλεξο στην τουαλέτα, για να το έχεις πρόχειρο την επόμενη φορά που θα χρειαστεί να περάσεις από εκεί». Η Ρόζε και ο Άσαντ τον κοίταζαν με ζαρωμένο μέτωπο. Σταυρόλεξο μέσα στην τουαλέτα; Προφανώς, κανείς τους δεν περνούσε τόσο χρόνο εκεί μέσα όσο εκείνος. «Όχι, μισό λεπτό. Δε νομίζω ότι μπορούμε να το αφήσουμε κολλημένο πάνω στο διαχωριστικό τοίχο. Χρειαζόμαστε την πόρτα. Ένα μέρος των αρχείων μας βρίσκεται από πίσω της, σε περίπτωση που το ξέχασες. Όλες εκείνες οι παλιές, ανεξιχνίαστες υποθέσεις. Τις έχεις ακουστά, φαντάζομαι». Ο Καρλ έκανε επιτόπου μεταβολή και τράβηξε προς το γραφείο του και την άνετη καρέκλα του που τον περίμενε. Η παγερή φωνή της Ρόζε τον ακινητοποίησε έπειτα από μόλις δύο βήματα. «Γύρνα να με κοιτάξεις, Καρλ». Ο Καρλ στράφηκε μαγκωμένος και την είδε να δείχνε προς το έργο τέχνης που είχε στήσει. «Δεκάρα δε δίνω αν δε σου αρέσουν τα νύχια μου. Εντάξει; Και, τέλος πάντων, τη βλέπεις εκείνη τη λέξη, πάνω πάνω;» «Ναι, Ρόζε, τη βλέπω. Για την ακρίβεια, είναι η μόνη λέξη την οποία μπορώ να πω με κάποια βεβαιότητα ότι διακρίνω πραγματικά. Γράφει ξεκάθαρα ΒΟΗΘΕΙΑ».
Κατόπιν τούτου, η Ρόζε έστρεψε απειλητικά το λερωμένο με μαρκαδόρο δείκτη της προς το μέρος του. «Ωραία. Γιατ αυτήν ακριβώς τη λέξη θα θες να ουρλιάξεις, έτσι κα κατεβάσεις έστω και μία κόλλα χαρτί. Καταλαβαίνεις πού το πάω;» Τράβηξε τα μάτια του από το εξεγερμένο βλέμμα της κ έκανε νόημα στον Άσαντ να τον ακολουθήσει. Έπρεπε να πατήσει πόδι, προτού να είναι αργά.
[1] Πίετ Χάιν (1905-1996): Δανός επιστήμονας, μαθηματικός, συγγραφέας και ποιητής, γνωστός για τα σύντομα ποιήματά του. (Σ.τ.Μ.)
7 ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΚΟΙΤΑΖΟΤΑΝ στον καθρέφτη, σκεφτόταν ότι της άξιζε κάτι καλύτερο στη ζωή. Χαρακτηρισμοί όπως «Κούκλα» και «Ωραία Κοιμωμένη» αποτελούσαν ακόμα μέρος της εικόνας που είχε για τον εαυτό της. Όποτε έβγαζε τα ρούχα της, εξακολουθούσε να εκπλήσσεται ευχάριστα από το κορμί της. Όμως, σε τι την ωφελούσε αυτό, από τη στιγμή που ήταν μόνη της; Η απόσταση μεταξύ τους είχε μεγαλώσει πολύ. Για εκείνον ήταν αόρατη πια. Όταν θα γύριζε στο σπίτι, θα του έλεγε πως δεν έπρεπε να την αφήσει ξανά μόνη και ότι σίγουρα θα είχε άλλες ευκαιρίες εργασίας. Ήθελε να βρίσκεται κοντά του, να ξέρει πράγματα για τη δουλειά του και να τον βλέπει να ξυπνάει στο πλευρό της τα πρωινά. Αυτά θα του έλεγε. Παλιότερα, υπήρχε ένας μικρός σκουπιδότοπος στο τέλος της Τόφτεμπακεν, τον οποίο χρησιμοποιούσε το ψυχιατρείο που λειτουργούσε κάποτε εκεί. Πλέον, τα φθαρμένα στρώματα και τα σκουριασμένα κρεβάτια είχαν απομακρυνθε προ πολλού και τη θέση τους είχε καταλάβει μια όαση ποδειγματικών κατοικιών, που όλες απολάμβαναν την απρόσκοπτη θέα προς το φιόρδ.
Της άρεσε τόσο να στέκεται εδώ, πάνω από τον ανεμοφράχτη που σχημάτιζαν τα δέντρα, και να χαζεύει τη μαρίνα στο μαγευτικό, βαθυγάλανο φιόρδ, αφήνοντας σταδιακά τα μάτια της να χαθούν στον ορίζοντα. Σε ένα τέτοιο μέρος και σε μια τέτοια ψυχολογική κατάσταση, δεν ήταν παράξενο που ένας άνθρωπος θα αισθανόταν ανήμπορος αν ερχόταν αντιμέτωπος με το τυχαίο στη ζωή. Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που δεν αρνήθηκε όταν ο νεαρός κατέβηκε από το ποδήλατό του και της πρότεινε να πάνε κάπου για καφέ. Ζούσε στην ίδια γειτονιά μ’ εκείνη και αρκετές φορές είχαν χαιρετηθεί με ένα νεύμα στο σούπερ μάρκετ της περιοχής. Τώρα, βρίσκονταν εδώ. Έριξε μια ματιά στο ρολόι της. Είχε ακόμα μια δυο ώρες στη διάθεσή της, πριν παραλάβει το γιο της. Άλλωστε, δεν ήταν κακό να πιει έναν καφέ, σωστά; Σε αυτό το σημείο, όμως, έπεφτε τραγικά έξω. Εκείνο το βράδυ καθόταν σαν γριά γυναίκα, γέρνοντας μπρος πίσω στην καρέκλα της και σφίγγοντας την κοιλιά της, σαν α ήλπιζε πως με τον τρόπο αυτό θα χαλάρωνε την ένταση των μυών της. Αυτό που είχε κάνει ήταν αδιανόητο. Τη διακατείχε, τελικά, τέτοια απόγνωση; Ήταν λες κι εκείνος ο γοητευτικός νεαρός την είχε υπνωτίσει. Έπειτα από δέκα λεπτά είχε κλείσει το κινητό της κι είχε αρχίσει να του λέει τα πάντα. Κι εκείνος την είχε ακούσει. «Μία. Όμορφο όνομα», της είχε πει. Είχε περάσει τόσος καιρός από τότε που άκουσε κάποιον α προφέρει το όνομά της, ώστε της φάνηκε σχεδόν ξένο. Ο
σύζυγός της δεν το έλεγε ποτέ. Αυτός ο άντρας είχε αποδειχτεί τόσο ευχάριστη συντροφιά. Είχε δείξει ενδιαφέρον για τη ζωή της και της είχε μιλήσει για τη δική του, όταν τον ρώτησε. Ήταν στρατιωτικός και τον έλεγαν Κένεθ. Τα μάτια του ήταν ευγενικά και δεν της είχε φανεί καθόλου κακό όταν εκείνος ακούμπησε την παλάμη του πάνω στη δική της, παρότι η καφετέρια ήταν γεμάτη κόσμο. Κι ύστερα την είχε τραβήξει προς το μέρος του και την είχε κρατήσει σφιχτά. Κι εκείνη δεν είχε κάνει το παραμικρό για να τον εμποδίσει. Έπειτα είχε φύγει τρέχοντας για τον παιδικό σταθμό, ιώθοντας έντονη την παρουσία του γύρω της. Τώρα, ούτε το σκοτάδι ούτε οι ώρες που είχαν μεσολαβήσει από τη συνάντησή τους είχαν καταφέρει να ηρεμήσουν την αναπνοή της και να επαναφέρουν τα πράγματα στην κανονική τους ροή. Δάγκωσε το χείλος της. Το κινητό της κειτόταν πάνω στο τραπεζάκι του καφέ, μπροστά της, παραμένοντας κλειστό. Εκείνη είχε παγιδευτε σε ένα νησί και δεν μπορούσε να διακρίνει κάποιον τρόπο διαφυγής. Δεν είχε κανέναν να συμβουλευτεί. Κανέναν από τον οποίο θα μπορούσε να ζητήσει συγχώρεση. Τι θα έκανε από εδώ και πέρα; Ξημέρωσε η καινούρια μέρα, κι εκείνη ήταν ακόμα ντυμένη, ενώ οι σκέψεις της σκόρπιζαν αλαφιασμένες. Την προηγουμένη, ενώ βρισκόταν με τον Κένεθ, ο σύζυγός της την είχε καλέσει στο κινητό της. Μόλις τώρα το είχε
συνειδητοποιήσει αυτό. Τρεις αναπάντητες κλήσεις στην οθόνη θα απαιτούσαν κάποια εξήγηση. Θα της τηλεφωνούσε και θα τη ρωτούσε για ποιο λόγο δεν είχε απαντήσει, και η ιστορία που θα αναγκαζόταν να σκαρφιστεί το δίχως άλλο θα την πρόδιδε, όσο πιστευτή κι αν φάνταζε στην ίδια. Ο άντρας της ήταν μεγαλύτερός της, σοφότερος και εμπειρότερος. Θα διαισθανόταν το ψέμα, και η σκέψη αυτή την έκανε να τρέμε σύγκορμη. Συνήθως, της τηλεφωνούσε λίγο πριν τις οχτώ, προτού ξεκινήσει με το ποδήλατό της για να πάει τον Μπέντζαμιν στον παιδικό σταθμό. Σήμερα θα προσπαθούσε να φύγει λίγα λεπτά νωρίτερα. Ήθελε να του μιλήσει, όμως δεν έπρεπε να τον αφήσει να τη στρεσάρει. Αν συνέβαινε αυτό, τα πράγματα ενδεχομένως να έπαιρναν άσχημη τροπή. Το αγόρι βρισκόταν ήδη στην αγκαλιά της, όταν το άτιμο κινητό άρχισε να βουίζει και να δονείται στο τραπέζι. Το παράθυρό της προς τον έξω κόσμο, πάντοτε σε απόσταση αναπνοής. «Γεια σου, αγάπη μου!» είπε, προσπαθώντας να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία της, την ώρα που ένιωθε το σφυγμό της να σφυροκοπάει στ’ αφτιά της. «Σου τηλεφώνησα. Γιατί δε με πήρες;» «Με πρόλαβες, πάνω που θα σε έπαιρνα», απάντησε, χωρίς να το σκεφτεί. Κατάλαβε πως έκανε λάθος με το που ξέφυγαν οι λέξεις από τα χείλη της. «Ετοιμάζεσαι να βγεις από το σπίτι με το παιδί, πώς θα με έπαιρνες τώρα τηλέφωνο; Σε ξέρω». Κράτησε την αναπνοή της και ακούμπησε το αγοράκ
προσεκτικά στο πάτωμα. «Είναι κάπως αδιάθετος σήμερα. Ξέρεις, όταν έχουν συνάχι, από τον παιδικό σταθμό μάς λένε α τα κρατάμε στο σπίτι. Μου φαίνεται πως έχει και δέκατα». Προσεκτικά, επέτρεψε στον εαυτό της να πάρει ανάσα. Ολόκληρο το σώμα της ούρλιαζε, ζητούσε αέρα. «Κατάλαβα». Η παύση που ακολούθησε την έκανε να ανησυχήσει. Άραγε, περίμενε να του πει κάτι; Μήπως εκείνη είχε ξεχάσε κάτι; Προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Κοίταξε πέρα από τα διπλά τζάμια, στην πόρτα του κήπου απέναντι. Δέντρα με γυμνά κλαδιά. Άνθρωποι στο δρόμο για τη δουλειά. «Δεν τηλεφώνησα μόνο μία φορά χτες. Με ακούς που σου μιλάω;» τη ρώτησε. «Ναι, συγνώμη, αγάπη μου. Το κινητό έκλεισε χωρίς να το καταλάβω. Δεν ξέρω, ίσως χρειάζεται καινούρια μπαταρία». «Αφού το φόρτισα εγώ την Τρίτη». «Ναι, το ξέρω. Αυτό εννοώ. Μέσα σε δύο μέρες μόλις, έκρωσε. Περίεργο, τι λες κι εσύ;» «Δηλαδή, το φόρτισες μόνη σου; Δε δυσκολεύτηκες;» «Όχι, καθόλου». Πίεσε τον εαυτό της να χασκογελάσε όσο πιο ξένοιαστα μπορούσε. «Εύκολο ήταν, σε έχω δει να το κάνεις ένα σωρό φορές». «Νόμιζα ότι δεν ήξερες πού έχουμε το φορτιστή». «Μα, και βέβαια ξέρω». Τώρα, τα χέρια της έτρεμαν. Ο άντρας της διαισθανόταν πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Από στιγμή σε στιγμή θα τη ρωτούσε πού βρήκε τον αναθεματισμένο φορτιστή, κι εκείνη δεν είχε την παραμικρή ιδέα.
Σκέψου! Σκέψου γρήγορα! Το μυαλό της αναζητούσε απεγνωσμένα μια λύση. «Κοίταξε, δεν...» Ύψωσε τη φωνή της μια ιδέα. «Αχ, Μπέντζαμιν! Όχι, μην το κάνεις αυτό!» Σκούντησε το αγοράκ με το πόδι της, προκαλώντας μια μικρή αντίδραση. Έπειτα το αγριοκοίταξε και το σκούντησε ξανά. Όταν ακούστηκε η ερώτηση –«Και πού τον βρήκες το φορτιστή;»– το παιδί άρχισε, επιτέλους, να κλαίει. «Θα μιλήσουμε αργότερα», είπε εκείνη με ανήσυχο τόνο. «Ο Μπέντζαμιν χτύπησε». Έκλεισε αμέσως το κινητό, έσκυψε και αγκάλιασε το παιδί, γεμίζοντάς το φιλιά και παρηγορώντας το. «Έλα, Μπέντζαμιν, ησύχασε. Η μανούλα λυπάται, λυπάται πολύ. Δεν το ήθελε. Τι λες για ένα κομμάτι κέικ;» Το παιδί κλαψούρισε λίγο και τη συγχώρεσε με ένα βαρύ εύμα του κεφαλιού, ανοιγοκλείνοντας τα μεγάλα, θλιμμένα μάτια του. Εκείνη του έβαλε ένα βιβλίο με εικόνες στα χέρια, καθώς άρχιζε να συνειδητοποιεί τις διαστάσεις της καταστροφής με την οποία βρισκόταν αντιμέτωπη. Το σπίτ στο οποίο ζούσαν ήταν πελώριο –τριακόσια τετραγωνικά μέτρα–, και ο φορτιστής του κινητού θα μπορούσε να βρίσκεται σε οποιοδήποτε σημείο στο μέγεθος γροθιάς. Μία ώρα αργότερα, ούτε ένα συρτάρι, ντουλάπι ή ράφι στο ισόγειο δεν είχε μείνει ανεξερεύνητο. Και τότε, μια σκέψη σφηνώθηκε στο μυαλό της: Μήπως είχαν μόνο ένα φορτιστή; Κι αν τον είχε πάρει μαζί του; Το κινητό του ήταν ίδιο μοντέλο με το δικό της; Ιδέα δεν είχε.
Τάισε το αγοράκι, με το μέτωπο ζαρωμένο από την ανησυχία, και σταδιακά πείστηκε πως αυτό ακριβώς είχε συμβεί. Είχε πάρει το φορτιστή μαζί του. Κούνησε το κεφάλι της και σκούπισε τα χείλη του παιδιού με το κουτάλι. Όμως δεν μπορεί, όταν αγόραζε κάποιος κινητό, συνοδευόταν πάντοτε από φορτιστή. Φυσικά, έτσ ήταν. Πράγμα που σήμαινε ότι υπήρχε μια πολύ σοβαρή πιθανότητα κάπου στο σπίτι να υπήρχε ένα κουτί μέσα στο οποίο βρισκόταν αρχικά το κινητό, και θα περιείχε ένα εγχειρίδιο και, ενδεχομένως, έναν αχρησιμοποίητο φορτιστή. Απλώς, δε βρισκόταν στο ισόγειο, αυτό ήταν όλο. Έριξε μια ματιά στις σκάλες που οδηγούσαν στον πρώτο όροφο. Υπήρχαν μέρη σε αυτό το σπίτι στα οποία δεν πήγαινε σχεδόν ποτέ. Όχι επειδή της το απαγόρευε εκείνος, αλλά γιατ έτσι είχαν τα πράγματα. Αντίστοιχα, αυτός δεν έμπαινε σχεδόν ποτέ στο δωμάτιο όπου καθόταν κι έραβε η ίδια. Είχαν και οι δυο τους τα ενδιαφέροντά τους, τις δικές τους οάσεις, χρόνο τον οποίο περνούσαν μόνοι, αν και η δική του ελευθερία ήταν μεγαλύτερη. Στήριξε το παιδί πάνω στο γοφό της και ανέβηκε τη σκάλα, σταματώντας μπροστά στην πόρτα του γραφείου του. τσι κι έβρισκε το κουτί με το φορτιστή σε κάποιο από τα συρτάρια ή τα ντουλάπια εκεί μέσα, πώς θα δικαιολογούσε την παρουσία της στον προσωπικό του χώρο; Έσπρωξε την πόρτα για να ανοίξει. Αντίθετα με το δικό της δωμάτιο στην απέναντι πλευρά, το δικό του ήταν στερημένο από κάθε ενέργεια, δε διέθετε τα
ζωηρά χρώματα και τη δημιουργικότητα που χαρακτήριζε τον προσωπικό της χώρο. Εδώ κυριαρχούσαν οι γκρίζες και εκρού επιφάνειες, και υπήρχαν ελάχιστα πράγματα. Άνοιξε τα εντοιχισμένα ντουλάπια ένα προς ένα, και ήρθε αντιμέτωπη με το τίποτα σχεδόν. Έτσι και ήταν τα δικά της, θα βρισκόταν μπροστά σε στοίβες από δακρύβρεχτα ημερολόγια κι ένα σωρό αναμνηστικά, τα οποία είχε συγκεντρώσει και φυλάξει για να τις θυμίζουν ευτυχισμένες εποχές με τους φίλους της. Όμως στα ράφια εδώ υπήρχαν μονάχα λιγοστά βιβλία, τα οποία σχημάτιζαν μικρές στοίβες. Βιβλία που είχαν να κάνουν με τη δουλειά του. Βιβλία με θέμα τα πυροβόλα όπλα και τις μεθόδους αστυνόμευσης, τέτοια πράγματα. Έπειτα υπήρχε μια στοίβα σχετική με διάφορες θρησκευτικές ομάδες. Μάρτυρες του Ιεχωβά, Παιδιά του Θεού, Μορμόνοι, καθώς και άλλες που εκείνη δεν τις είχε καν ακουστά. Παράξενο, σκέφτηκε φευγαλέα, προτού ανασηκωθεί στις μύτες των ποδιών για να δει τι μπορεί να υπήρχε στα πάνω ράφια. Σχεδόν τίποτα κι εδώ. Άνοιξε τα συρτάρια του γραφείου, το ένα μετά το άλλο. Πέρα από μια γκρίζα πέτρα ακονίσματος, από εκείνες που χρησιμοποιούσε μια ζωή ο πατέρας της για να ακονίζει το μαχαίρι ψαρέματος, τίποτα δεν της τράβηξε την προσοχή. Τα συρτάρια περιείχαν χαρτιά, σφραγίδες και δύο κλειστά κουτιά με δισκέτες υπολογιστή, από εκείνες που κανείς δε χρησιμοποιούσε πλέον. Έκλεισε την πόρτα πίσω της παγωμένη. Εκείνη τη στιγμή είχε την αίσθηση πως δε γνώριζε ούτε τον άντρα της ούτε τον
εαυτό της. Ήταν μια αίσθηση τρομακτική και απόκοσμη ταυτόχρονα. Πρωτόγνωρη. Ένιωσε το κεφάλι του αγοριού να βαραίνει στον ώμο της, την ανάσα του σταθερή πάνω στο λαιμό της. «Αχ, το γλυκό μου αγοράκι. Αποκοιμήθηκε», ψιθύρισε, όπως το ξάπλωνε στο κρεβατάκι του. Έπρεπε να προσέξει, ώστε να μη χάσει τον έλεγχο τώρα. Τα πάντα έπρεπε να συνεχιστούν κανονικά. Έπιασε το τηλέφωνο και σχημάτισε τον αριθμό του παιδικού σταθμού. «Ο Μπέντζαμιν έχει κρυολογήσει· δε θα ήταν σωστό για τα άλλα παιδιά αν τον έφερνα σήμερα. Λυπάμαι που δεν ενημέρωσα νωρίτερα», είπε μηχανικά, ξεχνώντας να ευχαριστήσει τη γραμματέα, που της ευχήθηκε «περαστικά». Αφού τακτοποίησε αυτή την εκκρεμότητα, στράφηκε προς το πλατύσκαλο και εστίασε το βλέμμα της στη στενή πόρτα ανάμεσα στο γραφείο του συζύγου της και το υπνοδωμάτιό τους. Τον είχε βοηθήσει να ανεβάσει ένα σωρό βαριά κιβώτια από τις σκάλες σ’ εκείνο το δωματιάκι. Η βασική διαφορά μεταξύ τους είχε να κάνει με το απόβαρο. Εκείνη είχε έρθε από το φοιτητικό της διαμέρισμα φέρνοντας μαζί τα απολύτως απαραίτητα, ελαφριά έπιπλα από το ΙΚΕΑ, ενώ εκείνος με όλα τα πράγματα που είχε συγκεντρώσει στη διάρκεια των είκοσι χρόνων που τους χώριζαν. Γι’ αυτό και το σπίτι τους ήταν ένα συνονθύλευμα από αντικείμενα διαφόρων στιλ και διαφορετικών περιόδων, ενώ το δωμάτιο πίσω από την πόρτα ήταν γεμάτο κούτες, το περιεχόμενο των οποίων αποτελούσε πραγματικό μυστήριο για την ίδια.
Παραλίγο να χάσει το θάρρος της καθώς άνοιξε την πόρτα κι έριξε μια ματιά μέσα. Παρότι το δωμάτιο είχε πλάτος μικρότερο από ενάμισι μέτρο, ο χώρος ήταν αρκετός ώστε να φιλοξενεί κούτες στοιβαγμένες τρεις κατά πλάτος κα τέσσερις καθ’ ύψος. Κατάφερε να κοιτάξει από πάνω τους κα α διακρίνει το φεγγίτη στην άλλη άκρη. Συνολικά, υπήρχαν τουλάχιστον πενήντα κούτες εκεί μέσα. «Κυρίως πράγματα τα οποία ανήκαν στους γονείς κα τους παππούδες μου», της είχε πει. Πολλά από αυτά θα μπορούσαν να πεταχτούν, μόλις γινόταν ένα ξεδιάλεγμα. Ο άντρας της ήταν μοναχοπαίδι, οπότε δε θα έκανε φασαρία κανείς. Στάθηκε μπροστά στο τείχος που σχημάτιζαν οι κούτες, ιώθοντας σαστισμένη. Δεν ήταν λογικό να βρίσκεται εδώ ο φορτιστής. Αυτό ήταν ένα δωμάτιο παραχωρημένο στο παρελθόν. Από την άλλη... Το βλέμμα της στυλώθηκε στα πανωφόρια που είχαν στοιβαχτεί πάνω στις κούτες, στο βάθος. Μήπως έκρυβαν κάτι; Μήπως αυτό που έψαχνε βρισκόταν από κάτω; Τεντώθηκε όσο περισσότερο μπορούσε, μάταια όμως. Τελικά, σκαρφάλωσε πάνω στο χαρτονένιο βουνό, γονάτισε πάνω στις κούτες και κατάφερε να συρθεί λιγάκι προς τα εμπρός. Τράβηξε τα πανωφόρια, όμως απογοητεύτηκε όταν διαπίστωσε πως δεν έκρυβαν τίποτα. Ξαφνικά, το γόνατό της τσάκισε την κούτα πάνω στην οποία είχε στηρίξει το βάρος της. Σκατά, σκέφτηκε. Τώρα, ο άντρας της θα καταλάβαινε
πως εκείνη είχε σκαρώσει κάτι. Σύρθηκε προς τα πίσω, ανασήκωσε τα χαρτονένια φύλλα της κούτας και παρατήρησε πως δεν είχε γίνει ζημιά. Τότε είδε τα αποκόμματα των εφημερίδων εκεί μέσα. Δεν ήταν και τόσο παλιά, δεν μπορεί να τα είχαν φυλάξει ο γονείς του συζύγου της. Της φάνηκε περίεργο που εκείνος είχε συγκεντρώσει τόσο πολλά αποκόμματα, όμως ίσως να ήταν κομμάτι κάποιου χόμπι του, το οποίο της διέφευγε εκείνη τη στιγμή. «Πάλι καλά», μουρμούρισε. Όμως, τι ενδιαφέρον μπορε α είχε ο άντρας της για άρθρα σχετικά με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά; Άρχισε να τα φυλλομετράει. Το υλικό δεν ήταν σε καμία περίπτωση τόσο ενιαίο όσο είχε υποθέσει αρχικά. Ανάμεσα στα άρθρα με θέμα διάφορες θρησκευτικές ομάδες, υπήρχαν αποκόμματα σχετικά με τις τιμές των μετοχών και αναλύσεις της χρηματαγοράς, τις μεθόδους εντοπισμού DNA, ακόμα και διαφημίσεις και φυλλάδια δεκαπέντε ετών για εξοχικές κατοικίες που νοικιάζονταν ή πωλούνταν στο Χορνσέρε. Δυσκολευόταν να φανταστεί τι μπορεί να τα ήθελε όλα αυτά ο άντρας της πλέον. Ίσως έπρεπε να τον ρωτήσει αν είχε έρθε ο καιρός να τακτοποιήσουν το συγκεκριμένο δωμάτιο. Ο χώρος αυτός θα μπορούσε να μετατραπεί σε μια πρώτης τάξεως γκαρνταρόμπα, και ποιος δε θα ήθελε μια τέτοια; Κατέβηκε από τα χαρτόκουτα νιώθοντας κάποια ανακούφιση. Τουλάχιστον τώρα είχε μια ιδέα στο μυαλό της. Απλώς για να βεβαιωθεί, άφησε το βλέμμα της να περιπλανηθεί για τελευταία φορά πάνω από το χαρτονένιο
τοπίο και δε βρήκε κανένα λόγο ανησυχίας για το ελαφρύ βαθούλωμα που είχε σχηματίσει το γόνατό της στη μεσαία κούτα. Έτσι κι αλλιώς, ο άντρας της δε θα το παρατηρούσε. Κι ύστερα έκλεισε την πόρτα. Η ιδέα που είχε ήταν να αγοράσει έναν καινούριο φορτιστή. Θα το έκανε τώρα, με κάποια χρήματα από αυτά που της έδινε για τα έξοδα του σπιτιού ο άντρας της και τα οποία είχε βάλει στην άκρη, χωρίς να το γνωρίζει εκείνος. Θα πήγαινε με το ποδήλατο στο κατάστημα της Sonofon, στην Έλγκεδε. Κ όταν θα γύριζε στο σπίτι, θα τον έκανε να μοιάζει παλιός τρίβοντάς τον στο σκάμμα με την άμμο όπου έπαιζε ο Μπέντζαμιν, ώστε να φθαρεί και να γρατσουνιστεί, κι ύστερα θα τον έβαζε στο καλάθι του διαδρόμου, μαζί με το σκούφο και τα γάντια του Μπέντζαμιν, και θα τον εμφάνιζε όταν τη ρωτούσε ξανά ο σύζυγός της. Φυσικά, εκείνος θα απορούσε πού βρέθηκε αυτός ο φορτιστής, κι εκείνη, εξίσου φυσικά, θα συμμεριζόταν την απορία του. Και μετά θα υπέθετε πως ίσως να τον είχε ξεχάσε στο σπίτι κάποιος επισκέπτης και ότι ίσως να μην ήταν καν δικός τους. Θα χρειαζόταν να θυμηθεί τις φορές που είχαν επισκέπτες στο σπίτι. Συνέβαινε πότε πότε, αν και είχε μεσολαβήσε αρκετός καιρός από την τελευταία φορά. Μία περίπτωση ήταν η συνέλευση των ενοίκων των κατοικιών. Μια άλλη, ο γιατρός που επισκεπτόταν στο σπίτι τον Μπέντζαμιν. Θεωρητικά, κάποιος θα μπορούσε να είχε ξεχάσει ένα φορτιστή κινητού, έστω κι αν φαινόταν κάπως παράξενο,
γιατί ποιος θα κουβαλούσε μαζί του ένα τέτοιο πράγμα σε ξένο σπίτι; Δεν είχε παρά να πεταχτεί μια στιγμή να αγοράσει έναν καινούριο, όσο έπαιρνε τον απογευματινό του υπνάκο ο Μπέντζαμιν. Χαμογέλασε στη σκέψη της έκπληκτης έκφρασης του συζύγου της, όταν θα της ζητούσε να δει το φορτιστή, κι εκείνη θα τον έβγαζε μέσα από το καλάθι. Επανέλαβε την πρόταση που θα του έλεγε, ξανά και ξανά, από μέσα της, ώστε να της δώσει το κατάλληλο βάρος κα έμφαση. «Τι εννοείς δεν είναι δικός μας; Πώς έγινε αυτό; Μάλλον θα τον ξέχασε κάποιος στο σπίτι. Κάποιος από τους καλεσμένους στη βάφτιση, ίσως». Ήταν μια ξεκάθαρη εξήγηση. Απλή και τόσο απίθανη για α κινήσει υποψίες.
8 ΑΝ ΔΙΑΤΗΡΟΥΣΕ ΚΑΠΟΤΕ αμφιβολίες ο Καρλ σχετικά με το κατά πόσο τηρούσε τις υποσχέσεις της η Ρόζε, αυτές πλέον είχαν εξανεμιστεί. Με το που τόλμησε να υψώσει την κουρασμένη φωνή του για να διαμαρτυρηθεί, αντιμέτωπος με το εξωφρενικό της σχέδιο αποκρυπτογράφησης του μηνύματος που είχε βρεθεί μέσα στο μπουκάλι, τα μάτια της γούρλωσαν και του ανακοίνωσε ότι, σε αυτή την περίπτωση, μπορούσε να πάρει το αναθεματισμένο μπουκάλι του, παρότ αυτό είχε γίνει κομμάτια, και να το βάλει εκεί που ήξερε. Πριν εκείνος προλάβει να πει δεύτερη κουβέντα, η Ρόζε είχε κρεμάσει την άχαρη τσάντα της στον ώμο και είχε αποχωρήσει εξοργισμένη. Ακόμα και ο Άσαντ είχε μείνε εμβρόντητος, λες και ήταν καρφωμένος στο πάτωμα, με ένα κομμάτι γκρέιπφρουτ ανάμεσα στα δόντια του. Στις θέσεις αυτές στάθηκαν βουβοί για αρκετή ώρα. «Αναρωτιέμαι αν σχεδιάζει να στείλει την αδερφή της», τόλμησε τελικά να πει ο Άσαντ. Τα χείλη του σάλεψαν σε αργή κίνηση, κι έφτυσε το γκρέιπφρουτ στην παλάμη του. «Πού έχεις το χαλάκι της προσευχής, Άσαντ;» ρώτησε δύσθυμα ο Καρλ. «Κάνε μια καλή και προσευχήσου να μη συμβεί αυτό». «Τι καλή;» «Μια καλή προσευχή, Άσαντ».
Ο Καρλ τού έγνεψε να πλησιάσει στη γιγάντια μεγέθυνση που κάλυπτε το διαχωριστικό τοίχο. «Έλα, ας τα βγάλουμε όλα αυτά από τη μέση, προτού επιστρέψει». «Τι, εμείς οι δύο;» Ο Καρλ έγνεψε συγκαταβατικά. «Έχεις δίκιο, Άσαντ. Καλύτερα να το κάνεις μόνος σου. Μετακίνησέ τα όλα στον τοίχο δίπλα στους σπάγκους σου και σε όλες εκείνες τις ποθέσεις που τακτοποιείς. Απλώς, φρόντισε να υπάρχει ένα κενό ενδιάμεσα, εντάξει;» Ο Καρλ κάθισε για λίγο, παρατηρώντας το πρωτότυπο μήνυμα με ιδιαίτερη προσοχή. Είχε περάσει ήδη από αρκετά χέρια, και δεν το είχαν μεταχειριστεί όλα σαν πιθανό αποδεικτικό στοιχείο για τη διερεύνηση ενός εγκλήματος, οπότε δε σκοτίστηκε κι αυτός να φορέσει τα λευκά, βαμβακερά γάντια του. Το χαρτί ήταν πάρα πολύ ταλαιπωρημένο. Έτσι όπως καθόταν τώρα μόνος απέναντί του, γεννήθηκε μέσα του ένα πολύ ασυνήθιστο συναίσθημα. Ο Μάρκους θα το ονόμαζε ένστικτο. Στην ορολογία του Μπακ ήταν «περίεργη ιδέα». Η προσεχώς τέως σύζυγός του θα έλεγε ότι επρόκειτο για προαίσθημα, μια λέξη την οποία δυσκολευόταν ακόμα και να προφέρει. Ό,τι κι αν ήταν, πάντως, αυτό το μικρό, χειρόγραφο σημείωμα είχε θέσει τις αισθήσεις του σε κατάσταση συναγερμού. Η αυθεντικότητά του ήταν κάτι παραπάνω από προφανής. Είχε συνταχθεί βιαστικά, πιθανότατα πάνω σε κάποια τραχιά επιφάνεια. Κι είχε γραφτεί με τη βοήθεια κάποιου απροσδιόριστου αντικειμένου. Μιας γραφίδας
βουτηγμένης σε αίμα; Όχι, οι γραμμές παραήταν ακανόνιστες. Σε κάποια σημεία έδινε την εντύπωση ότι ο συντάκτης του είχε πιέσει πολύ δυνατά, σε άλλα ότι δεν είχε βάλει αρκετή δύναμη. Έπιασε το μεγεθυντικό φακό του κα προσπάθησε να διακρίνει τις ιδιαιτερότητες του χαρτιού, όμως το γράμμα ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Εκεί όπου άλλοτε υπήρχε κάποια κοιλότητα, η υγρασία την είχε μετατρέψει πιθανότατα σε φουσκάλα, και το αντίθετο. Φαντάστηκε το αγριεμένο πρόσωπο της Ρόζε, οπότε άφησε το χαρτί κατά μέρος. Όταν εκείνη θα επέστρεφε το πρωί, θα της έδινε περιθώριο την υπόλοιπη εβδομάδα να παλέψει με το γρίφο. Εφόσον δεν προέκυπτε κάποιο στοιχείο, αναγκαστικά θα προχωρούσαν παρακάτω. Σκέφτηκε να φωνάξει τον Άσαντ και να του ζητήσει να του ετοιμάσει ένα φλιτζάνι από εκείνο το αηδιαστικά γλυκό αφέψημά του, όμως κατάλαβε από τα μουρμουρητά που ακούγονταν από το διάδρομο ότι ο βοηθός του δεν είχε σταματήσει να βλαστημάει που ήταν αναγκασμένος να ανεβοκατεβαίνει στη σκάλα και να τη μετακινεί διαρκώς. Ο Καρλ αναρωτήθηκε αν έπρεπε να του πει ότι υπήρχε μια δεύτερη σκάλα, ολόιδια, στην αποθήκη παραδίπλα, όμως ειλικρινά βαριόταν να μπει στον κόπο. Έτσι κι αλλιώς, ο Άσαντ θα τελείωνε με αυτή τη δουλειά μέσα σε μία ώρα. Ο Καρλ έστρεψε το βλέμμα του στον παλιό φάκελο που αφορούσε την υπόθεση του εμπρησμού στο Ρεδόβρε. Μόλις τον διάβαζε για τελευταία φορά, θα έπρεπε να τον προωθήσε πάνω, στο διοικητή του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, ώστε κ εκείνος να τον αρχειοθετήσει στο βουνό από υποθέσεις που
ήδη υψωνόταν στο γραφείο του. Μια υπόθεση εμπρησμού στο Ρεδόβρε, από το 1995. Η πρόσφατα ανακαινισμένη κεραμοσκεπή μιας πολυτελούς κατασκευής στο Νταμχουσντέλεν είχε καταρρεύσει ξαφνικά και ολόκληρος ο πάνω όροφος καταστράφηκε σε ελάχιστα λεπτά από τη φωτιά που ξέσπασε. Στα καμένα ερείπια είχε ανευρεθεί το πτώμα ενός άντρα. Ο ιδιοκτήτης δεν είχε ιδέα σε ποιον ανήκε το πτώμα, ενώ ένα ζευγάρι γειτόνων διαβεβαίωσε ότι τα φώτα στη σοφίτα ήταν αναμμένα όλη ύχτα. Καθώς δεν εμφανίστηκε κανείς για να ζητήσει το πτώμα, η Αστυνομία υπέθεσε ότι το θύμα ήταν κάποιος άστεγος που είχε εισχωρήσει στο κτίριο και δεν είχε χειριστε σωστά την κουζίνα που λειτουργούσε με φυσικό αέριο. Χρειάστηκε να ενημερώσει η εταιρεία φυσικού αερίου την Αστυνομία ότι είχε διακόψει προ πολλού την παροχή, προκειμένου να προωθηθεί η υπόθεση στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών της Αστυνομίας του Ρεδόβρε, όπου κα θάφτηκε στα αρχεία, μέχρι τη μέρα που συγκροτήθηκε ο Τομέας Q. Εκεί θα μπορούσε κάλλιστα να είχε παραμείνε επίσης στην αφάνεια, αν δεν είχε παρατηρήσει ο Άσαντ το σημάδι στο οστό του μικρού δαχτύλου, στο αριστερό χέρι του θύματος. Ο Καρλ άπλωσε το χέρι στο τηλέφωνο. Πάτησε το πλήκτρο για την εσωτερική γραμμή του διοικητή, όμως τελικά κατέληξε να ακούσει τη μίζερη φωνή της κυρίας Σέρενσεν. «Πολύ σύντομα, κυρία Σέρενσεν», άρχισε να λέει, «πόσες ποθέσεις...»
«Εσύ είσαι, Μερκ; Μια στιγμή να σε περάσω σε ένα πρόσωπο που δεν αηδιάζει στο άκουσμα του ονόματός σου». Μία από αυτές τις μέρες θα της έκανε δώρο κάποιο θανάσιμα δηλητηριώδες κατοικίδιο. «Γεια σου, αγαπημένε μου», ακούστηκε η κεφάτη φωνή της Λις. Δόξα τω Θεώ. Κατά τα φαινόμενα, η κυρία Σέρενσεν δεν ήταν τελείως άκαρδη. «Μπορείς να μου πεις πόσα θύματα έχουν ταυτοποιηθε σε αυτούς τους πρόσφατους εμπρησμούς; Ή μάλλον, για πόσους εμπρησμούς μιλάμε πλέον συνολικά;» «Τους πιο πρόσφατους, εννοείς; Τρεις είναι, και με το ζόρ έχουμε κάποια στοιχεία για την ταυτότητα του ενός εκ των θυμάτων». «Με το ζόρι;» «Κοίτα, έχουμε το μικρό του όνομα από ένα μενταγιόν που φορούσε, όμως κατά τα άλλα δεν ξέρουμε ποιος είνα πραγματικά. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, να κάνουμε λάθος ακόμα και για το μικρό όνομα». «Εντάξει. Πες μου ξανά πού σημειώθηκαν οι εμπρησμοί». «Δεν έχεις διαβάσει τους φακέλους;» «Στο περίπου». Ο Καρλ ανάσανε βαριά. «Ο ένας ήταν στο Ρεδόβρε, το 1995, το ξέρω αυτό. Εσείς, πάλι, έχετε...;» «Έναν το περασμένο Σάββατο στη Στόκχολμσγκεδε, έναν την επόμενη μέρα στο Έμντρουπ και ο τελευταίος σημειώθηκε στο Νόρβεστ». «Στη Στόκχολμσγκεδε; Ακριβή περιοχή μού ακούγεται. Μήπως ξέρεις ποιο από τα κτίρια υπέστη τις σοβαρότερες
ζημιές;» «Στο Νόρβεστ, νομίζω. Κάπου στην Ντορτχιεβάι». «Έχει εντοπιστεί κάποια σχέση μεταξύ αυτών των πυρκαγιών; Κοινός ιδιοκτήτης, ας πούμε; Εργασίες ανακαίνισης; Γείτονες που είδαν φώτα αναμμένα μέσα στη ύχτα; Τρομοκρατικές ενέργειες;» «Απ’ όσο ξέρω, τίποτα. Πάντως, δουλεύει πολύς κόσμος στην υπόθεση. Καλύτερα να ρωτήσεις κάποιον από αυτούς». «Ευχαριστώ, Λις. Θα τους ρωτούσα, μόνο που δεν είνα δική μου η υπόθεση, σωστά;» Χρωμάτισε κάπως τη φωνή του, ελπίζοντας να της κάνε εντύπωση, κι ύστερα άφησε το φάκελο να πέσει πάνω στο γραφείο. Απ’ ό,τι φαίνεται, ξέρουν τι κάνουν, σκέφτηκε. Στο μεταξύ, στ’ αφτιά του έρχονταν φωνές από το διάδρομο έξω. Το πιθανότερο ήταν πως κάποιος από τους σπαστικούς χαρτογιακάδες του Υγειονομικού είχε επιστρέψει για να τους ζαλίσει ξανά. «Ναι, το γραφείο του είναι εδώ παρακάτω», άκουσε τον Άσαντ να λέει με την ξερή, προδοτική φωνή του. Ο Καρλ εστίασε το βλέμμα του σε μια μύγα που γυρόφερνε στο δωμάτιο. Έτσι και ζύγιζε καλά το χτύπημά του, ίσως κατάφερνε να την κάνει χαλκομανία πάνω στα μούτρα του γλοιώδους τύπου από το Υγειονομικό. Πήρε θέση πίσω από την πόρτα, κρατώντας το φάκελο του Ρεδόβρε στον αέρα, σε ετοιμότητα. Όμως το πρόσωπο που εμφανίστηκε πρώτη φορά το έβλεπε. «Γεια», είπε ο επισκέπτης, τείνοντας το χέρι του. «Ίδινγ
ονομάζομαι. Επιθεωρητής. Δυτική Κοπεγχάγη, Άλμπερτσλουν». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. «Ίδινγκ; Αυτό είναι το μικρό ή το επίθετο;» Ο άντρας χαμογέλασε. Ίσως να μην ήταν και ο ίδιος σίγουρος. «Βρίσκομαι εδώ για τους πρόσφατους εμπρησμούς. Εγώ βοήθησα τον Άντονσεν στην έρευνα της υπόθεσης του Ρεδόβρε, το 1995. Ο Μάρκους Γιάκομπσεν είπε πως ήθελε να ενημερωθεί προσωπικά. Μου συνέστησε να μιλήσω σ’ εσένα, ώστε να με φέρεις σε επαφή με το βοηθό σου». Ο Καρλ αναστέναξε με ανακούφιση. «Μόλις τον γνώρισες. Είναι ο τύπος που ανεβοκατεβαίνει στη σκάλα, εκε πέρα». Ο Ίδινγκ μισόκλεισε τα μάτια του. «Ο τύπος στον οποίο μίλησα μόλις τώρα, εννοείς;» «Ναι. Δε σου κάνει; Έδωσε τις εξετάσεις του στη Νέα Υόρκη και ύστερα πέρασε από ένα σωρό ειδικά σεμινάρια στη Σκότλαντ Γιαρντ, πάνω στην ανάλυση DNA και εικόνων». Ο Ίδινγκ τσίμπησε το δόλωμα κι έγνεψε καταφατικά, με σεβασμό. «Άσαντ, έλα εδώ μια στιγμή, σε παρακαλώ», φώναξε ο Καρλ, ενώ ταυτόχρονα εξαπέλυε ξαφνική επίθεση στη μύγα με το φάκελο του Ρεδόβρε. Σύστησε τον Ίδινγκ στον Άσαντ. «Τελείωσες με τις φωτοτυπίες;» τον ρώτησε. Ο Άσαντ χαμήλωσε τα μάτια. Η απάντηση ήταν περιττή. «Ο Μάρκους Γιάκομπσεν μού είπε πως εσύ έχεις τον
πρωτότυπο φάκελο της υπόθεσης του Ρεδόβρε», είπε ο δινγκ, σφίγγοντας το χέρι του Άσαντ. «Πως ξέρεις εσύ πού βρίσκεται». Ο Άσαντ έδειξε το φάκελο που κρατούσε ο Καρλ, τη στιγμή που εκείνος ετοιμαζόταν να δοκιμάσει ξανά την τύχη του με τη μύγα. «Αυτός εκεί είναι», είπε. «Τελειώσαμε;» Προφανώς δεν ήταν σε φόρμα σήμερα. Το θέμα με τη Ρόζε τον είχε επηρεάσει. «Ο αρχηγός με ρωτούσε λίγο νωρίτερα για μια λεπτομέρεια που δεν μπορούσα να θυμηθώ ακριβώς. Να ρίξω μια γρήγορη ματιά στο φάκελο;» «Ελεύθερα», απάντησε ο Καρλ. «Είμαστε κομματάκ απασχολημένοι εδώ, οπότε ελπίζω να μη σε πειράξει αν σε αφήσουμε μόνο σου στο μεταξύ». Έσυρε τον Άσαντ απέναντι στο διάδρομο και κάθισε στο γραφείο του, κάτω από μια αφίσα που έδειχνε ένα ερείπιο χωμένο στις άμμους. Ρασάφα, έγραφε – τρέχα γύρευε. «Δουλεύει το μαραφέτι σου, Άσαντ;» ρώτησε, δείχνοντας προς το βραστήρα του τσαγιού. «Μπορείς να πιεις το τελευταίο φλιτζάνι, Καρλ. Θα ετοιμάσω άλλο για εμένα». Χαμογέλασε, και το βλέμμα του φωτίστηκε από ευγνωμοσύνη. «Μόλις ξεκουμπιστεί ο πώς-τον-λένε, εσύ κι εγώ θα πάμε μια βόλτα, Άσαντ». «Αλήθεια, πού;» «Στο Νόρβεστ. Για να δούμε ένα κτίριο που καταστράφηκε από φωτιά». «Μα, δεν είναι δική μας η υπόθεση, Καρλ. Οι άλλοι θα
θυμώσουν μαζί μας». «Στην αρχή, μπορεί. Θα τους περάσει, όμως». Ο Άσαντ κάθε άλλο παρά πεπεισμένος έδειχνε. Ύστερα η έκφρασή του άλλαξε. «Βρήκα ακόμα ένα γράμμα στο μήνυμά μας», ανακοίνωσε. «Και τώρα έχω κι εγώ μια πολύ άσχημη ποψία». «Σώπα...! Ποιο γράμμα;» «Τώρα δε θα σου πω τίποτα, γιατί θα γελάσεις». Αυτό ήταν το καλύτερο που είχε ακούσει σήμερα. «Ευχαριστώ, παιδιά», είπε ο Ίδινγκ. Είχε χώσει το κεφάλ στο άνοιγμα της πόρτας, κοιτάζοντας το φλιτζάνι που ήταν διακοσμημένο με ελέφαντες που χόρευαν, από το οποίο έπινε ο Καρλ. «Θα ανεβάσω αυτά εδώ μια στιγμή στον Γιάκομπσεν, αν δεν έχετε αντίρρηση». Ανέμισε δύο χαρτιά που κρατούσε στο χέρι του. Και ο Καρλ και ο Άσαντ έγνεψαν καταφατικά. «Α, παρεμπιπτόντως, υποσχέθηκα πως θα μετέφερα τα χαιρετίσματα ενός γνωστού μου. Τον συνάντησα πριν από λίγο τυχαία, στο κυλικείο. Λέγεται Λάουρσεν, από το Εγκληματολογικό». «Τον Τόμας Λάουρσεν, εννοείς;» «Αυτόν, ναι». Ο Καρλ συνοφρυώθηκε. «Μα, αυτός κέρδισε δέκα εκατομμύρια στο λόττο, τα μάζεψε κι έφυγε. Είχε σιχαθεί τα πτώματα, έτσι έλεγε. Καλά, τι γυρεύει εδώ; Ξαναφόρεσε τη στολή εργασίας;» «Δυστυχώς, όχι. Σίγουρα θα ήταν πολύτιμος στο Εγκληματολογικό. Αυτό που φοράει τώρα είναι μια ποδιά.
Εργάζεται στο κυλικείο». «Πλάκα κάνεις, έτσι;» Ο Καρλ έφερε στο νου του την εικόνα του γεροδεμένου τύπου που έπαιζε ράγκμπι. Έτσι και η ποδιά δεν έγραφε κάτι αρκούντως αρσενικό, του στιλ ΚΟΥΠΙΖΟΥΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ, το θέαμα θα ήταν πράγματι κωμικό. «Καλά, τι συνέβη; Νόμιζα πως είχε επενδύσει τα χρήματα σε διάφορες εταιρείες». Ο Ίδινγκ έγνεψε καταφατικά. «Αυτό έκανε. Και δεν του απέμεινε δεκάρα. Χοντρό σπάσιμο, θα έλεγα». Ο Καρλ κούνησε το κεφάλι, δεν πίστευε στ’ αφτιά του. Αυτά παθαίνει κανείς όταν ανακατεύεται με τα πίτουρα. Ευτυχώς που ο ίδιος δεν είχε δεκάρα τσακιστή. «Πόσο καιρό έχει που γύρισε;» «Γύρω στο μήνα, απ’ ό,τι μου είπε. Καλά, δεν τρως ποτέ στο κυλικείο;» «Σου φαίνομαι για ηλίθιος; Είναι δέκα εκατομμύρια σκαλοπάτια από εδώ κάτω μέχρι εκεί. Φαντάζομαι πρόσεξες ότι το ασανσέρ δε λειτουργεί». Οι επιχειρήσεις και οργανισμοί που δεν είχαν στεγαστε κάποια στιγμή κατά μήκος των εξακοσίων μέτρων ασφάλτου της Ντορτχιεβάι μπορούσαν να μετρηθούν στα δάχτυλα του ενός χεριού.greekleech.info Στην παρούσα φάση, ο δρόμος φιλοξενούσε, μεταξύ άλλων, κέντρα υποστήριξης αναξιοπαθούντων, ένα στούντιο ηχογράφησης, μια σχολή οδηγών, κέντρα τέχνης και πολιτιστικών δράσεων, λέσχες μεταναστών και τα λοιπά. Επρόκειτο για μια πρώην βιομηχανική περιοχή, φαινομενικά ακατάβλητη, εκτός κι αν
την κατέτρωγαν οι φλόγες, όπως συνέβη στην περίπτωση της επιχείρησης Χονδρεμπορική Κ. Φράντσεν. Ο κύριος όγκος των χαλασμάτων είχε απομακρυνθεί από το οικόπεδο, όμως η δουλειά της ομάδας που είχε αναλάβε τη διερεύνηση της υπόθεσης μόλις είχε ξεκινήσει. Αρκετο συνάδελφοί του πέρασαν από δίπλα του χωρίς καν ένα εύμα, όμως αυτό δεν έκανε εντύπωση στον Καρλ. Ο ίδιος το ερμήνευε σαν ένδειξη ζήλιας, αν και κατά βάθος ήξερε πως πιθανότατα δεν ήταν. Όχι πως είχε καμία σημασία, αφού δεν του καιγόταν καρφί έτσι κι αλλιώς. Στάθηκε στο κέντρο της αυλής μπροστά από την είσοδο του κτιρίου και περιέφερε το βλέμμα του στα ερείπια. Πολύ δύσκολα θα έβγαινε εντολή συντήρησης για μια τόσο πρόχειρη κατασκευή, πάντως η γαλβανιζέ περίφραξη που εκτεινόταν γύρω από το χώρο ήταν καινούρια. Χτυπητή αντίθεση. «Έχω δει τέτοιες καταστάσεις στη Συρία, Καρλ. Ο κλίβανος παραφίνης υπερθερμαίνεται και ύστερα, μπουμ ...» Ο Άσαντ μιμήθηκε την έκρηξη τινάζοντας τα χέρια του στον αέρα. Ο Καρλ έστρεψε το βλέμμα στον πρώτο όροφο. Η οροφή από ινοτσιμέντο έδινε την εντύπωση ότι είχε πεταχτεί ψηλά κ στερα είχε πέσει ξανά στη θέση της. Φαρδιές λωρίδες κάπνας εκτείνονταν μέχρι τα μισά της, ξεκινώντας κάτω από το γείσο. Οι φεγγίτες είχαν γίνει θρύψαλα. «Δεν πρέπει να κράτησε πολύ», μουρμούρισε και ύστερα προσπάθησε να φανταστεί πώς μπορούσε κάποιος να περάσει με τη θέλησή του έστω κι ελάχιστο χρονικό διάστημα
μέσα σε ένα τόσο άχαρο και ξεχασμένο μέρος όπως αυτό. Αλλά ίσως αυτή ήταν η λέξη-κλειδί. Ίσως να μην είχε γίνει με τη θέλησή του. «Καρλ Μερκ, Τομέας Q», συστήθηκε σε έναν περαστικό αστυνομικό νεότερης γενιάς. «Μπορώ να ρίξω μια ματιά; χει τελειώσει το Εγκληματολογικό;» Ο νεαρός ανασήκωσε τους ώμους. «Δε νομίζω πως θα τελειώσει μέχρι να το γκρεμίσουν τελείως το ρημάδι», είπε. «Πάντως, προσέχετε πού πατάτε. Έχουμε βάλει σανίδες για α μην περάσει κανείς μέσα από το πάτωμα, αλλά δε σας εγγυώμαι ότι είναι ασφαλές». «Χονδρεμπορική Κ. Φράντσεν; Τι εμπορεύονταν;» ρώτησε ο Άσαντ. «Διάφορα πράγματα για εκτυπώσεις. Όλα νόμιμα», είπε ο αστυνομικός. «Δεν ήξεραν ότι είχε εγκατασταθεί κάποιος στη σοφίτα, και αυτό ήταν σοκ για όσους εργάζονταν εδώ. Πάλ καλά που δε λαμπάδιασε ολόκληρο το κτίριο». Ο Καρλ κατένευσε. Αυτού του είδους οι επιχειρήσεις έπρεπε να βρίσκονται μέσα σε ακτίνα εξακοσίων μέτρων από πυροσβεστικό σταθμό, όπως η συγκεκριμένη. Από ειρωνεία της τύχης, όμως, οι υπηρεσίες πυρόσβεσης της περιοχής δεν είχαν ενταχθεί στο ηλίθιο γραφειοκρατικό σύστημα των προσφορών για την ανάληψη του έργου, που είχε επιβάλει η ΕΕ στις δημοτικές Αρχές, ύστερα από την ιδιωτικοποίηση της Πυροσβεστικής στη χώρα. Όπως θα περίμενε κανείς, ολόκληρος ο πρώτος όροφος είχε διαλυθεί. Οι γυψοσανίδες που είχαν χρησιμοποιηθεί για α επενδύσουν εσωτερικά την επικλινή οροφή κρέμονταν
κουρελιασμένες, ενώ όσοι διαχωριστικοί τοίχοι έστεκαν ακόμα όρθιοι ήταν παραμορφωμένοι, θυμίζοντας τα σίδερα που είχαν απομείνει στο Σημείο Μηδέν μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους. Ήταν ένας χώρος καταστραμμένος, κατάμαυρος από την κάπνα. «Πού βρέθηκε το πτώμα;» ρώτησε ο Καρλ έναν άντρα μεγαλύτερο στα χρόνια, ο οποίος του συστήθηκε ως εκπρόσωπος της ομάδας ερευνητών που είχε στείλει η ασφαλιστική εταιρεία. Ο ασφαλιστής τού υπέδειξε ένα λεκέ στο πάτωμα – προφανής απάντηση στην ερώτησή του. «Ήταν μια ισχυρή έκρηξη, η οποία εκδηλώθηκε σε δύο στάδια, με ελάχιστο κενό ενδιάμεσα», εξήγησε ο άντρας. «Στο πρώτο ξέσπασε η πυρκαγιά, ενώ στο δεύτερο εξανεμίστηκε το οξυγόνο από το χώρο, σβήνοντάς τη». «Επομένως, δε μιλάμε για μια συνηθισμένη, αργή καύση, όπου το θύμα πέθανε λόγω δηλητηρίασης από μονοξείδιο του άνθρακα», είπε ο Καρλ. «Όχι». «Υπάρχει περίπτωση το θύμα να έχασε τις αισθήσεις του από την πρώτη έκρηξη, τι λέτε; Και μετά να κάηκε μέσα στις φλόγες;» «Δεν ξέρω. Από την έκρηξη γλίτωσαν τόσο λίγα πράγματα, ώστε δε θα διακινδύνευα μια εικασία. Είνα απίθανο να βρούμε υπολείμματα από το αναπνευστικό σύστημα του θύματος σε μια τέτοια περίπτωση, οπότε, κατά πάσα πιθανότητα, δε θα έχουμε ιδέα για τα επίπεδα καπνού που συσσωρεύτηκαν στους πνεύμονες και στην τραχεία του».
Κούνησε το κεφάλι. «Δυσκολεύομαι να καταλάβω πώς πέστη τέτοια καταστροφή το σώμα, μέσα στο σύντομο διάστημα που διήρκεσε η συγκεκριμένη φωτιά. Το ανέφερα τις προάλλες στους συναδέλφους σας στο Έμντρουπ». «Πού θέλετε να καταλήξετε;» «Κοιτάξτε, έχω την αίσθηση πως η φωτιά σκηνοθετήθηκε ώστε να αποκρύψει το γεγονός πως το θύμα είχε πεθάνει σε μια άλλη πυρκαγιά». «Εννοείτε ότι το πτώμα μεταφέρθηκε εδώ; Οι συνάδελφοι, τι σας είπαν;» «Συμφωνούσαν απολύτως, απ’ ό,τι κατάλαβα». «Δηλαδή, εδώ έχουμε να κάνουμε με φόνο; Το θύμα δολοφονήθηκε, αποτεφρώθηκε και ύστερα τοποθετήθηκε στο χώρο μιας άλλης πυρκαγιάς;» «Βασικά, δεν ξέρουμε αν στην αρχική φωτιά μιλάμε για δολοφονία. Πάντως, κατά τα άλλα, θα έλεγα πως είναι πάρα πολύ πιθανό να μεταφέρθηκε το πτώμα εδώ. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα μπορούσε μια τόσο σύντομη πυρκαγιά, όσο μεγάλης έντασης και αν ήταν, να προκαλέσει τέτοια καταστροφή σε ένα ανθρώπινο σώμα. Θέλω να πω, εδώ μιλάμε για σκελετό». «Εσείς ερευνήσατε και τις τρεις υποθέσεις;» ρώτησε ο Άσαντ. «Θεωρητικά, θα μπορούσα, καθώς δε συνεργάζομαι μόνο με μία ασφαλιστική εταιρεία, όμως η περίπτωση στη Στόκχολμσγκεδε ανατέθηκε σε συνάδελφό μου». «Οι χώροι όπου εκδηλώθηκαν οι άλλες φωτιές είνα παρόμοιοι με αυτόν;» ρώτησε ο Καρλ. «Εννοώ τις εστίες της
πυρκαγιάς». «Όχι, εκτός του ότι επρόκειτο για χώρους που δε χρησιμοποιούνταν. Εξ ου και η υπόθεση πως τα θύματα ήταν άστεγοι». «Πιστεύετε πως σε όλες τις φωτιές συνέβη το ίδιο; Δηλαδή, όλα τα πτώματα τοποθετήθηκαν σε ένα άδειο δωμάτιο και κάηκαν ξανά;» ρώτησε ο Άσαντ. Ο άνθρωπος της ασφαλιστικής παρατήρησε ατάραχος τον αλλόκοτο ερευνητή. «Νομίζω ότι μπορούμε να κινηθούμε με βάση αυτή την υπόθεση, ναι». Ο Καρλ ύψωσε τα μάτια και κοίταξε τα μαυρισμένα δοκάρια της οροφής. «Έχω να σας κάνω δύο ακόμα ερωτήσεις και δε θα σας απασχολήσω περισσότερο». «Ακούω». «Προς τι οι δύο εκρήξεις, γιατί δεν άφησαν το κτίριο να καεί ολόκληρο μετά την πρώτη; Έχετε κάποια θεωρία;» «Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι ο εμπρηστής ήθελε να περιορίσει την έκταση των ζημιών». «Ευχαριστώ. Η δεύτερη ερώτησή μου είναι αν μπορούμε α σας τηλεφωνήσουμε σε περίπτωση που έχουμε άλλες ερωτήσεις αργότερα». Ο άντρας χαμογέλασε κι έδωσε στον Καρλ την κάρτα του. «Φυσικά. Ονομάζομαι Τόρμπεν Κρίστενσεν». Ο Καρλ βάλθηκε να ψάχνει στις τσέπες του για να βρει μια δική του κάρτα, κι ας ήξερε πως δεν είχε μαζί του. Επομένως, ήταν κι αυτή μια δουλειά που περίμενε τη Ρόζε, όταν εκείνη επέστρεφε. «Δεν καταλαβαίνω». Ο Άσαντ στεκόταν κάπως
αποστασιοποιημένος, τραβώντας γραμμές στην κάπνα που κάλυπτε τον κεκλιμένο τοίχο. Κατά τα φαινόμενα, ήταν ο τύπος ανθρώπου που ακόμα και με μια ελάχιστη ποσότητα χρώματος στο δάχτυλο μπορούσε να πασαλειφτε πατόκορφα και να την απλώσει σε όλα τα αντικείμενα γύρω του. Σε κάθε περίπτωση, το πρόσωπο και τα ρούχα του είχαν ήδη μουντζουρωθεί με κάπνα αρκετή να καλύψει ένα μεσαίου μεγέθους τραπέζι. «Δεν καταλαβαίνω τη σημασία των όσων συζητάμε. Σίγουρα έχουν κάποια σχέση μεταξύ τους – το δαχτυλίδι στο δάχτυλο ή το δάχτυλο που λείπει, κι ύστερα τα πτώματα και οι φωτιές και όλα τα άλλα, επίσης». Στράφηκε απότομα και κοίταξε τον άνθρωπο της ασφαλιστικής. «Πόσα χρήματα σας ζητάει η εταιρεία γι’ αυτό το μέρος; Είναι ένα απαίσιο, παλιό μέρος». Ο άντρας ζάρωσε το μέτωπό του. Η περίπτωση της ασφαλιστικής απάτης τέθηκε τώρα επί τάπητος, χωρίς αυτό α σημαίνει ότι ο ίδιος συμφωνούσε. «Είναι αλήθεια πως το κτίριο υστερεί κάπως, όμως η επιχείρηση που στεγάζεται εδώ δικαιούται οπωσδήποτε αποζημίωση. Μιλάμε για ασφάλιση πυρός. Δεν είναι το ίδιο με την ασφάλιση έναντι της διάβρωσης ή της υγρασίας». «Για πόσα λεφτά μιλάμε;» «Α, γύρω στις εφτακόσιες με οχτακόσιες χιλιάδες κορόνες, θα έλεγα». Ο Άσαντ σφύριξε. «Και θα ξαναχτίσουν το κτίριο πάνω από το ισόγειο που έπαθε ζημιές;» «Αυτό εξαρτάται αποκλειστικά από τους αντισυμβαλλόμενους».
«Δηλαδή, μπορούν να γκρεμίσουν και το υπόλοιπο κτίριο, αν θέλουν;» «Βεβαίως». Ο Καρλ κοίταξε τον Άσαντ. Κάτι υποψιαζόταν ο βοηθός του. Καθώς επέστρεφαν στο αυτοκίνητο, ο Καρλ είχε την αίσθηση ότι ετοιμάζονταν να τη φέρουν στον αντίπαλό τους στην αμέσως επόμενη στροφή, και ότι αυτή τη φορά ο αντίπαλος δεν ήταν ένας κακοποιός, ως συνήθως, αλλά το Τμήμα Ανθρωποκτονιών της Αστυνομίας της Κοπεγχάγης. Τι θρίαμβος αν κατάφερναν να εξασφαλίσουν ένα προβάδισμα! Ο Καρλ έγνεψε από μακριά προς τους συναδέλφους του, που παρέμεναν συγκεντρωμένοι στην αυλή. Γιατί να ασχοληθεί μαζί τους; Ό,τι χρειαζόταν να μάθουν ο ίδιος και ο Άσαντ, θα το ανακάλυπταν μόνοι τους. Ο Άσαντ σταμάτησε για μια στιγμή προκειμένου να αποκωδικοποιήσει μια σειρά γκράφιτι: πράσινα, λευκά, μαύρα και κόκκινα γράμματα πάνω σε έναν κατά τα άλλα ανέπαφο τοίχο. Έξω το Ισραήλ από τη Λορίδα της Γάζας. Η Παλαιστίνη στους Παλαιστινίους , έγραφε.
«Δεν ξέρουν ορθογραφία», σχολίασε ο Άσαντ, όπως έμπαινε στο αυτοκίνητο. Τελικά, γίνονται θαύματα. Εγώ νόμιζα πως ούτε εσύ ήξερες, σκέφτηκε ο Καρλ, αλλά κράτησε τη σκέψη για τον εαυτό του.
Έβαλε μπρος το αυτοκίνητο κι έριξε μια ματιά στο βοηθό του, το βλέμμα του οποίου ήταν τώρα καρφωμένο στο ταμπλό. Ο Άσαντ ταξίδευε κάπου αλλού, πολύ μακριά. «Γη προς Άσαντ, ακούει κανείς;» Τα μάτια του δε σάλεψαν. «Ναι, εδώ είμαι, Καρλ», απάντησε. Από εκείνο το σημείο και μετά δεν αντάλλαξαν λέξη, μέχρι που επέστρεψαν στα Κεντρικά της Αστυνομίας.
9 ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΧΩΡΟΥ σύναξης έλαμπαν σαν λιωμένο μέταλλο. Επομένως, οι κρετίνοι είχαν ξεκινήσε από ώρα. Έβγαλε το παλτό του στον προθάλαμο και χαιρέτησε τις αποκαλούμενες «ακάθαρτες γυναίκες», οι οποίες είχαν την περίοδό τους και άκουγαν απέξω τους δοξαστικούς ύμνους, κι ύστερα διάβηκε όσο πιο διακριτικά μπορούσε τη δίφυλλη πόρτα. Η μάζωξη είχε φτάσει στο σημείο όπου ο ενθουσιασμός κλιμακωνόταν. Είχε περάσει και άλλοτε από εκεί, αρκετές φορές, και το τελετουργικό ήταν πάντοτε το ίδιο. Ο πάστορας στεκόταν ντυμένος με τα αυτοσχέδια ράσα του μπροστά στο ιερό, όπου τελούσε την Παρηγορία, όπως ονόμαζαν τη Θεία Ευχαριστία. Σε λίγο, όλοι, παιδιά και ενήλικες, θα σηκώνονταν μόλις έδινε το σύνθημα εκείνος και θα πλησίαζαν, σέρνοντας τα βήματά τους, στο ίδιο σημείο, λευκοντυμένοι, με τα κεφάλια σκυμμένα. Αυτή η κοινωνία κάθε Πέμπτη βράδυ αποτελούσε την κορύφωση της εβδομάδας. Εδώ, το εκκλησίασμα λάμβανε τον άρτο και τον οίνο από τη Μητέρα του Θεού, την οποία εκπροσωπούσε ο πάστορας. Αμέσως, όσοι είχαν συγκεντρωθεί εδώ, στον Οίκο της Μητέρας, θα ξεσπούσαν σε χορούς χαράς και αίνους για τη Μητέρα του Θεού, που με τη
βοήθεια του Αγίου Πνεύματος χάρισε ζωή στον Ιησού Χριστό. Οι φωνές τους θα υψώνονταν μελιστάλαχτες, θα προσεύχονταν για όλα τα αγέννητα παιδιά, θα αγκαλιάζονταν θερμά αναμεταξύ τους και θα ανακαλούσαν στη μνήμη τους την αγάπη με την οποία η Μητέρα του Θεού είχε δοθε ολόψυχα στον Κύριο, καθώς και διάφορα άλλα αυτού του φους. Ένα κάρο ανοησίες, όπως και όλα τα άλλα που συνέβαιναν εκεί μέσα. Πατώντας στις μύτες των ποδιών, προχώρησε αθόρυβα μέχρι το βάθος της αίθουσας και στάθηκε μπροστά στον τοίχο. Διάφοροι άνθρωποι του χαμογέλασαν ευλαβικά. Τα χαμόγελά τους του έδειχναν πως οι πάντες ήταν καλοδεχούμενοι. Άλλωστε, σε μερικές στιγμές, όταν το εκκλησίασμα θα παραδινόταν στην έκστασή του, θα ανέπεμπαν ευχαριστίες για την παρουσία του εκεί, για τη λαχτάρα του να προσεγγίσει τη Μητέρα του Θεού. Στο μεταξύ, εκείνος παρακολουθούσε την οικογένεια που είχε επιλέξει. Μητέρα, πατέρας και πέντε παιδιά. Στους κύκλους αυτούς, σπάνια συναντούσες μικρότερες οικογένειες. Ο πατέρας στεκόταν μισοκρυμμένος πίσω από τα δύο αγόρια, και μπροστά τους τα τρία κορίτσια λικνίζονταν ρυθμικά αριστερά δεξιά, με τα μακριά μαλλιά τους λυτά, να τινάζονται ελαφρά σε κάθε τους κίνηση. Πρώτη ανάμεσα στις γυναίκες έστεκε η μητέρα τους, με τα χείλη μισάνοιχτα, τα μάτια κλειστά, τις παλάμες χαλαρά ακουμπισμένες πάνω στα στήθη της. Όλες οι γυναίκες έτσι στέκονταν. Χαμένες στον κόσμο τους, συμμετέχοντας στη συλλογική έκσταση,
τρέμοντας μπροστά στη Μητέρα του Θεού. Οι νέες γυναίκες, στην πλειονότητά τους, ήταν έγκυες. Μία, που έμοιαζε πραγματικά ετοιμόγεννη, είχε λερώσει με πρωτόγαλα το ρούχο της, το οποίο είχε δύο μεγάλους λεκέδες. Οι άντρες παρακολουθούσαν αυτές τις καρπερές γυναίκες μαγεμένοι, υποταγμένοι. Εκτός από τις μέρες της περιόδου, το σώμα μιας γυναίκας ήταν το πιο ιερό πράγμα για κάθε οπαδό της Μητέρας Εκκλησίας. Σε αυτή τη σύναξη των προσκυνητών της γονιμότητας, ο ενήλικες άντρες στέκονταν με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στους καβάλους τους, ενώ τα μικρότερα αγόρια χασκογελούσαν και προσπαθούσαν να τους μιμηθούν, καθώς ελάχιστα πράγματα πρέπει να καταλάβαιναν απ’ όσα συνέβαιναν. Έψελναν και έκαναν ό,τι και οι γονείς τους. Ο τριάντα πέντε άνθρωποι εκεί μέσα ήταν σαν ένας. Αυτή ήταν η σύμπνοια που τόσο αναλυτικά διατυπωνόταν στο Δόγμα της Μητέρας. Σύμπνοια ως προς τη θρησκεία τους και την πίστη τους στη Μητέρα του Θεού, την πηγή της ίδιας της ζωής... Τα είχε ακούσει όλα αυτά τόσες φορές, που του ερχόταν εμετός. Κάθε θρησκευτική ομάδα με τη δική της απόλυτη, ασύλληπτη αλήθεια. Παρακολουθούσε τη Μαγκνταλένα, τη δεύτερη από τις τρεις κόρες της οικογένειας, καθώς ο πάστορας πετούσε ψωμ στα πλησιέστερα μέλη του εκκλησιάσματος και έλεγε διάφορα ακαταλαβίστικα. Η κοπέλα έμοιαζε να βρίσκεται αλλού, χαμένη στις
σκέψεις της. Άραγε, αναλογιζόταν το νόημα της Θείας Ευχαριστίας; Ή μήπως αυτό που έκρυβε στον κήπο του σπιτιού της; Μήπως ο νους της ταξίδευε στη μέρα που θα την έχριζαν υπηρέτρια της Μητέρας, όταν θα την έγδυναν κα θα την περιέλουζαν με φρέσκο αρνίσιο αίμα; Ή στη μέρα που θα της διάλεγαν σύζυγο και θα ευλογούσαν τη μήτρα της, ώστε να καρποφορήσει; Ήταν δύσκολο να δοθεί ασφαλής απάντηση. Τι σκέψεις περνούν από το μυαλό ενός δωδεκάχρονου κοριτσιού, άλλωστε; Μονάχα η ίδια γνώριζε. σως να αισθανόταν φοβισμένη, πράγμα που δε θα ήταν καθόλου περίεργο. Στον κόσμο όπου είχε μεγαλώσει ο ίδιος, τα αγόρια ήταν εκείνα που έπρεπε να περάσουν από τις τελετές μύησης, να θυσιάσουν την ελεύθερη βούλησή τους, τις ελπίδες και τα όνειρά τους στην Εκκλησία. Εκείνα ήταν που επωμίζονταν το βάρος. Τα θυμόταν όλα αυτά καλά. Πάρα πολύ καλά. Εδώ, όμως, το βάρος έπεφτε στις κοπέλες. Προσπάθησε να συναντήσει το βλέμμα της Μαγκνταλένα. Μήπως, τελικά, το μυαλό της ήταν σε ό,τι έκρυβε στον κήπο; Μήπως η σκέψη αυτού του επτασφράγιστου μυστικού ξυπνούσε δυνάμεις ισχυρότερες κι από την πίστη της; Κατά πάσα πιθανότητα, θα αποδεικνυόταν δυσκολότερο α λυγίσει εκείνη, παρά ο αδερφός της. Και για το λόγο αυτό δεν ήταν ακόμα βέβαιος για την τελική επιλογή του. Για το ποιο από τα δύο αδέρφια θα σκότωνε. Περίμενε μία ώρα προτού διαρρήξει το σπίτι, όταν η οικογένεια είχε φύγει για να εκτελέσει τα θρησκευτικά της
καθήκοντα και ο μαρτιάτικος ήλιος είχε χαθεί πίσω από τον ορίζοντα. Του είχε πάρει μόλις δύο λεπτά προκειμένου να παραβιάσει ένα παράθυρο στο κυρίως σπίτι και να τρυπώσε στο υπνοδωμάτιο ενός από τα παιδιά. Το δωμάτιο στο οποίο βρέθηκε ανήκε στη μικρότερη από τις τρεις κόρες, αυτό το κατάλαβε από την πρώτη στιγμή. Όχ επειδή ήταν ροζ, ούτε επειδή ο καναπές ήταν γεμάτος μαξιλαράκια κεντημένα με καρδιές. Το αντίθετο. Σε αυτό το δωμάτιο δεν υπήρχαν κούκλες, ούτε μολύβια με αρκουδάκια στις άκρες ή παπουτσάκια-μπαλαρίνες κάτω από το κρεβάτι. Σε αυτό το δωμάτιο δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αντικατόπτριζε την αντίληψη ενός φυσιολογικού δεκάχρονου κοριτσιού είτε για τον εαυτό του είτε για τον κόσμο γύρω του. Το μοναδικό πράγμα που φανέρωνε ότι το δωμάτιο αυτό ανήκε πράγματι στη μικρότερη αδερφή ήταν το φόρεμα της βάφτισης που μόστραρε στον τοίχο. Αυτό επέβαλλαν οι παραδόσεις της Μητέρας Εκκλησίας. Το φόρεμα της βάφτισης ήταν οι φασκιές της Μητέρας του Θεού, το οποίο έπρεπε να διαφυλαχτεί και να κληροδοτηθε στην επόμενη κόρη που θα γεννιόταν στην οικογένεια, και θα ήταν υποχρεωμένη να προστατέψει το φόρεμα με όλη της τη δύναμη και κάθε μέσο. Να το βουρτσίζει ελαφρά κάθε Σάββατο, πριν την ώρα της ανάπαυσης. Να ισιώνει το γιακά και τις δαντέλες του, σαν έφτανε το Πάσχα. Η τύχη θα χαμογελούσε στην κόρη που θα φρόντιζε αυτό το άγιο ρούχο για το μεγαλύτερο διάστημα. Πράγματι, όχ μόνο θα στεκόταν τυχερή στη ζωή της, αλλά θα ήταν ευλογημένη, απολαμβάνοντας ιδιαίτερη ευτυχία και χαρά.
τσι έλεγαν οι παραδόσεις. Πήγε στο γραφείο του πατέρα και δεν άργησε να βρει αυτό που έψαχνε. Έγγραφα τα οποία επιβεβαίωναν την ευμάρεια της οικογένειας, την ετήσια αξιολόγηση της Μητέρας Εκκλησίας που καθόριζε τη θέση του κάθε ατόμου στους κόλπους της και, τέλος, τις λίστες επαφών, οι οποίες του έδωσαν μια συνοπτική εικόνα της γεωγραφικής κατανομής της συγκεκριμένης θρησκευτικής ομάδας, τόσο στη Δανία όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο. Από την τελευταία φορά που είχε βάλει στο στόχαστρο το συγκεκριμένο κίνημα, περίπου εκατό νέα μέλη είχαν ενταχθε στη Μητέρα Εκκλησία στην περιοχή της Κεντρικής Γιουτλάνδης και μόνο. Η σκέψη αυτή κάθε άλλο παρά ευχάριστη του ήταν. Αφού έλεγξε όλα τα δωμάτια, βγήκε από το παράθυρο και το ξανάφερε στη θέση του. Έστρεψε το βλέμμα του στον κήπο. Η γωνίτσα της Μαγκνταλένα δεν ήταν διόλου άσχημο σημείο για παιχνίδι. Εκεί παρέμενε σχεδόν αθέατη από το κυρίως σπίτι και τους υπόλοιπους. Ανασήκωσε το κεφάλι και κοίταξε το μαύρο σύννεφο που απλωνόταν χαμηλά στον ουρανό. Σύντομα θα σκοτείνιαζε. πρεπε να βιαστεί. Ήξερε πού να ψάξει, διαφορετικά δε θα το έβρισκε ποτέ. Η θέση της κρυψώνας της Μαγκνταλένα προδιδόταν μονάχα από ένα κλαράκι το οποίο προεξείχε στην άκρη της χλόης. Χαμογέλασε όταν το είδε κι ύστερα παραμέρισε προσεκτικά το σβόλο χώματος σε μέγεθος παλάμης.
Η τρύπα ήταν επενδυμένη με μια κίτρινη πλαστική σακούλα, κι εκεί μέσα υπήρχε ένα διπλωμένο φύλλο γυαλιστερού χαρτιού. Χαμογέλασε όταν το ξεδίπλωσε. Κι έπειτα το έβαλε στην τσέπη του. Στην αίθουσα της σύναξης, στάθηκε για πολλή ώρα παρατηρώντας την κοπέλα με τα μακριά μαλλιά, και τον αδερφό της, τον Σάμουιλ, ο οποίος χαμογελούσε προκλητικά. Εδώ, ήταν ασφαλείς, ανάμεσα στους ομοθρήσκους τους. Ανάμεσα σε ανθρώπους οι οποίο προτιμούσαν να ζουν στην άγνοια, ενώ εκείνοι πολύ σύντομα θα υποχρεώνονταν να ζήσουν με το βάρος μιας αφόρητης γνώσης. Της τρομερής γνώσης τού τι επρόκειτο να τους κάνει. Όταν τελείωσαν οι ψαλμοί, οι εκκλησιαζόμενοι τον κύκλωσαν, χαϊδεύοντας το κεφάλι, το πρόσωπο και τον κορμό του. Έτσι εκδήλωναν την αγαλλίασή τους που είχε έρθει να γυρέψει τη Μητέρα του Θεού. Έτσι τον αντάμειβαν για την εμπιστοσύνη του, και ήταν όλοι τους μαγεμένοι, εκστασιασμένοι, επειδή είχαν ευλογηθεί με την ευκαιρία που τους δινόταν να του φανερώσουν την οδό προς την αιώνια αλήθεια. Ύστερα, το ποίμνιο έκανε πίσω και σήκωσε τα χέρια προς τον ουρανό. Σε λίγο θα άρχιζαν να χαϊδεύουν ο ένας τον άλλο με τις παλάμες τους. Τα χάδια θα συνεχίζονταν μέχρ μία απ’ όλες τις γυναίκες να σωριαστεί στο πάτωμα, επιτρέποντας στη Μητέρα να εισέλθει στο τρεμάμενο σώμα της. Ήξερε ποια θα ήταν αυτή η γυναίκα. Η έκσταση φώτιζε
ήδη τα μάτια της. Μια μικροκαμωμένη νέα, της οποίας το μεγαλύτερο επίτευγμα σε αυτή τη ζωή ήταν τρία παχουλά παιδιά που χοροπηδούσαν στο πλευρό της. Όπως όλοι οι άλλοι, αναφώνησε προς το ταβάνι όταν συνέβη αυτό. Η μόνη διαφορά ήταν πως εκείνος συγκράτησε αυτό που όλοι οι άλλοι προσπαθούσαν τώρα με όλη τους τη δύναμη να απελευθερώσουν. Το διάβολο μέσα του. ταν, με τα πολλά, το εκκλησίασμα αποχαιρετήθηκε στα σκαλοπάτια απέξω, εκείνος κινήθηκε ανεπαίσθητα προς τα εμπρός και άπλωσε το πόδι του, στέλνοντας τον Σάμουιλ να κατρακυλήσει από το κεφαλόσκαλο στο κενό. Ο ξερός ήχος που ακούστηκε, όταν το γόνατο του αγοριού χτύπησε στο έδαφος, ήταν κάτι σαν εκτόνωση. Όπως το σπάσιμο ενός σβέρκου στην αγχόνη. Τα πάντα ήταν εντάξει πλέον. Από εδώ και πέρα, αυτός είχε τον έλεγχο. Από εδώ κα πέρα, τα πάντα ήταν προδιαγεγραμμένα.
10 ΟΠΟΤΕ ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ στο σπίτι του, στο Ρένεχολτ Παρκ, κάτ τέτοιες νύχτες, με τις τηλεοράσεις που έπαιζαν σκουπίδια να ακούγονται μέσα από τους τοίχους και τις σιλουέτες γυναικών να διαγράφονται στα παράθυρα των κουζινών, αισθανόταν σαν κουφός μουσικός σε συμφωνική ορχήστρα, ανήμπορος να διαβάσει νότες. Του ήταν ακόμα δύσκολο να συλλάβει πώς είχαν καταλήξει τα πράγματα εδώ. Γιατί να αισθάνεται τόσο μόνος. Αν ένας λογιστής με ξεχειλωμένη κοιλιά κι ένας σπασίκλας κομπιουτεράκιας με μπράτσα σαν σπιρτόξυλα ήταν ικανοί να στήσουν οικογένεια, αυτός γιατί στ’ ανάθεμα δεν μπορούσε; Διστακτικά, ανταπέδωσε το χαιρετισμό της γειτόνισσάς του, της Σίσερ, η οποία στεκόταν στο ψυχρό φως της κουζίνας της τηγανίζοντας κάτι. Δόξα τω Θεώ, βρήκε το δρόμο για το σπίτι της έπειτα από εκείνο το ζόρικο ξεκίνημα το πρωί της Δευτέρας. Αν δεν το είχε κάνει, τώρα αυτός θα κόντευε να τρελαθεί. Κοίταξε θλιμμένα την πλακέτα με τα ονόματα πάνω στην πόρτα. Είχαν προστεθεί καινούρια, πέρα από της Βίγκα και το δικό του. Δεν ήταν ότι αισθανόταν έλλειψη συντροφιάς και γι’ αυτό μοιραζόταν αυτούς τους τοίχους με τον Μόρτεν Χόλαντ, τον Γέσπερ και τον Χάρντι. Έτσι όπως στεκόταν εκεί,
άκουγε ένα σούσουρο από την πίσω πλευρά του σπιτιού. σως να αποτελούσαν κι αυτοί ένα είδος οικογένειας. Απλώς, όχι το είδος που εκείνος είχε ονειρευτεί. Κανονικά, η όσφρησή του θα έπρεπε να τον ενημερώσει για το αποψινό μενού με το που πέρασε το κατώφλι. Όμως αυτό που χτύπησε τα ρουθούνια του τώρα δεν ήταν το άρωμα των γαστριμαργικών αναζητήσεων του Μόρτεν. Τουλάχιστον, ήλπιζε πως δεν ήταν. «Όλα καλά;» φώναξε προς το μπροστινό δωμάτιο, εκε όπου βρίσκονταν συνήθως ο Μόρτεν και ο Χάρντι. Έχωσε το κεφάλι του στο άνοιγμα της πόρτας. Ψυχή. Στην πίσω αυλή, όμως, επικρατούσε αναβρασμός. Στο κέντρο, κάτω από τη ζεστασιά της θερμάστρας εξωτερικού χώρου, μπορούσε να διακρίνει οριακά το κρεβάτι του Χάρντι με τους ορούς και τη μεταλλική βάση τους, και γύρω του είχε συγκεντρωθεί ένα πλήθος γειτόνων ντυμένων με ισοθερμικά μπουφάν, ο οποίοι καταβρόχθιζαν λουκάνικα στη σχάρα και κατέβαζαν μπίρες από το μπουκάλι. Κρίνοντας από τις ζαλισμένες φάτσες τους, πρέπει να είχαν τουλάχιστον ένα δίωρο εκεί έξω. Ο Καρλ προσπάθησε να εντοπίσει την προέλευση της απαίσιας μυρωδιάς που χτύπησε τα ρουθούνια του με το που διάβηκε το κατώφλι της εξώπορτας. Η μύτη του τον οδήγησε σε ένα τηγάνι αφημένο στον πάγκο της κουζίνας. Το περιεχόμενό του θύμιζε περισσότερο φαγητό ληγμένης κονσέρβας, το οποίο είχε μετατραπεί σε κάρβουνο πάνω σε δυνατή φωτιά. Άκρως δυσάρεστο. Κρίμα και για το τηγάνι, που οι μελλοντικές προοπτικές του κάθε άλλο παρά
αισιόδοξες ήταν. «Τι γίνεται εδώ πέρα;» ρώτησε ο Καρλ βγαίνοντας στην αυλή, με το βλέμμα καρφωμένο στον Χάρντι, ο οποίος κειτόταν ακίνητος κάτω από τέσσερα παπλώματα, με ένα πλατύ χαμόγελο απλωμένο στο πρόσωπό του. «Ο Χάρντι ανέκτησε κάπως την αίσθηση της αφής σε ένα μικρό σημείο του μπράτσου του», τον ενημέρωσε ο Μόρτεν. «Α, ώστε έτσι λέει... Μάλιστα». Ο Μόρτεν είχε το ύφος αγοριού που κρατούσε στο χέρι το πρώτο του πονηρό περιοδικό κι ετοιμαζόταν να βουτήξει στο περιεχόμενό του. «Ξέρεις και ότι ανέκτησε ελαφρώς τα αντανακλαστικά του στο δείκτη και το μέσο του ενός χεριού;» Ο Καρλ έγνεψε αρνητικά κι έριξε μια ματιά στον Χάρντι. «Τι γίνεται εδώ, παίζουμε κάτι σαν νευρολογικό παιχνίδ μαντεψιάς; Φρόντισε μόνο να το σταματήσεις προτού κατεβούμε χαμηλότερα, εντάξει;» Ο Μόρτεν χαμογέλασε πλατιά, φανερώνοντας τα κοκκινισμένα από το κρασί δόντια του. «Και πριν από δύο ώρες κούνησε τον καρπό του, Καρλ. Τον σήκωσε, κανονικά. Ξέχασα τελείως ότι είχα το φαγητό στο μάτι!» Άνοιξε τα χέρια διάπλατα, κατενθουσιασμένος, ξεδιπλώνοντας το ευτραφές σώμα του. Έμοιαζε έτοιμος να ριχτεί στην αγκαλιά του Καρλ. Ο Καρλ ήλπιζε πως δε θα το έκανε. «Εμπρός, λοιπόν, Χάρντι, για να δω κι εγώ», είπε ξερά. Ο Μόρτεν τράβηξε τα παπλώματα, αποκαλύπτοντας την κατάλευκη επιδερμίδα του Χάρντι. «Άντε, φίλε», επανέλαβε ο Καρλ. Ο Χάρντι έκλεισε τα μάτια κι έσφιξε τα δόντια, οι μύες του
σαγονιού του φανέρωναν καθαρά την ένταση της προσπάθειας που κατέβαλλε. Ήταν λες και διέταζε κάθε ευρικό ερέθισμα στο σώμα του να εστιαστεί στον καρπό του. Τα μάγουλά του άρχισαν να τρέμουν, κι εκείνος συνέχισε την προσπάθεια για αρκετή ώρα, ώσπου τελικά αναγκάστηκε να ξεφυσήξει και να εγκαταλείψει. Ένας ομαδικός αναστεναγμός ακούστηκε από τους συγκεντρωμένους, ακολουθούμενος από διάφορες ενθαρρύνσεις. Ο καρπός του Χάρντι, όμως, δεν κινήθηκε. Ο Καρλ τού έκλεισε το μάτι με συμπάθεια κι ύστερα πήρε τον Μόρτεν κατά μέρος, προς το φράχτη. «Οφείλεις εξηγήσεις, Μόρτεν. Τι προσπαθούσες να αποδείξεις εδώ πέρα; Είσαι υπεύθυνος γι’ αυτόν· αυτή είναι η δουλειά σου, για όνομα! Πάψε να δίνεις φρούδες ελπίδες στον δύστυχο. Και, τέλος πάντων, τι είναι, κανένα αξιοθέατο σε τσίρκο; Πηγαίνω πάνω να βάλω κάτι πρόχειρο. Στο μεταξύ, εσύ θα τους στείλεις όλους στα σπίτια τους και θα πας τον Χάρντι πίσω, εκεί όπου τον βρήκες, κατάλαβες; Εμείς οι δύο έχουμε να πούμε δυο κουβέντες». Δεν είχε καμία διάθεση να ακούσει δικαιολογίες. Αυτές μπορούσε να τις φυλάξει ο Μόρτεν για τους υπόλοιπους καλεσμένους. «Για ξαναπές το αυτό», είπε ο Καρλ, μισή ώρα αργότερα. Το βλέμμα του Χάρντι ήταν ήρεμο. Έδειχνε αξιοπρεπής, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος. Διακόσια εφτά εκατοστά ζωής που είχε στραβώσει. «Αυτό ακριβώς έγινε, Καρλ. Ο Μόρτεν δεν το είδε, όμως
στεκόταν δίπλα μου. Κούνησα τον καρπό μου. Επίσης, αισθάνομαι έναν ελαφρύ πόνο. Στον ώμο μου». «Και τότε, γιατί δεν μπόρεσες να το επαναλάβεις;» «Ειλικρινά, δεν ξέρω πώς το έκανα, όμως ήταν μια ελεγχόμενη κίνηση. Όχι κάποιος τυχαίος σπασμός». Ο Καρλ ακούμπησε την παλάμη του στο μέτωπο του παράλυτου φίλου του. «Απ’ όσο ξέρω, αυτό που περιγράφεις είναι πρακτικά αδύνατο. Όμως, εντάξει, σε πιστεύω. Απλώς δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω, αυτό είναι όλο». «Εγώ ξέρω», είπε ο Μόρτεν. «Ο Χάρντι εξακολουθεί να έχει ένα μικρό σημείο στον ώμο του όπου διατηρεί μια αίσθηση. Από εκεί προέρχεται ο πόνος. Νομίζω ότι χρειάζετα περισσότερα ερεθίσματα». Ο Καρλ κούνησε το κεφάλι. «Χάρντι, είσαι σίγουρος πως είναι καλή ιδέα αυτό; Εμένα για μπαρούφα μού ακούγεται». «Και τι με αυτό;» παρενέβη ο Μόρτεν. «Αφού είμαι εγώ εδώ, μαζί του, τι πειράζει αν προσπαθήσουμε;» «Κατ’ αρχάς, θα ξεμείνουμε από τηγάνια». Ο Καρλ έριξε μια ματιά προς το διάδρομο. Έλειπε ένα μπουφάν από τις κρεμάστρες, ξανά. «Δε θα έρθει ο Γέσπερ για φαγητό;» «Είναι με τη Βίγκα στο Μπρένσχαϊ». Άλλο πάλι και τούτο. Τι μπορεί να γύρευε σ’ εκείνη την παγωμένη καλύβα; Άλλωστε, ο Γέσπερ δεν τα πήγαινε καλά με τον καινούριο σύντροφο της Βίγκα. Όχι επειδή ο τύπος έγραφε ποίηση και φορούσε γυαλιά με χοντρό σκελετό, αλλά περισσότερο επειδή επέμενε να απαγγέλλει τα ποιήματά του σε όλους και να βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής. «Και τι κάνει εκεί; Δε φαντάζομαι να άρχισε πάλι τις
κοπάνες από το σχολείο;» Ο Καρλ κούνησε το κεφάλ απελπισμένος. Ο μικρός ήθελε λίγους μήνες ακόμα μέχρι τις απολυτήριες εξετάσεις. Κάτι το γελοίο, καινούριο σύστημα βαθμολόγησης, κάτι η προσπάθεια της κυβέρνησης να προωθήσει θλιβερές μεταρρυθμίσεις στο λύκειο, ο Γέσπερ έπρεπε οπωσδήποτε να παρακολουθεί τα μαθήματα κα τουλάχιστον να καμώνεται πως κάτι μάθαινε, διαφορετικά την είχε πατήσει άσχημα. Ο Χάρντι διέκοψε τις σκέψεις του. «Ηρέμησε, Καρλ. Ο Γέσπερ κι εγώ κάνουμε μαζί τα μαθήματά του κάθε μέρα, όταν γυρίζει από το σχολείο. Τον έλεγξα προτού φύγει για να δει τη Βίγκα. Το παιδί τα πηγαίνει μια χαρά». Ο Γέσπερ τα πηγαίνει μια χαρά; Η φράση αυτή ακουγόταν σχεδόν σουρεαλιστική. «Και τότε, τι πήγε να κάνει στη μητέρα του;» «Του τηλεφώνησε και τον παρακάλεσε να περάσει από εκεί», απάντησε ο Χάρντι. «Δεν είναι ευτυχισμένη, Καρλ. Έχε μπουχτίσει με τη ζωή της και θέλει να επιστρέψει στο σπίτι». «Στο σπίτι; Εννοείς σε αυτό το σπίτι;» Ο Χάρντι έγνεψε καταφατικά. Ο Καρλ δεν είχε νιώσει ποτέ άλλοτε τόσο κοντά στο εγκεφαλικό. Ο Μόρτεν χρειάστηκε να φέρει το ουίσκι δύο φορές. Τη νύχτα δεν τον έπιανε ύπνος, το πρωί σηκώθηκε βαρύς κα ποτονικός. Ο Καρλ ήταν πολύ πιο κουρασμένος όταν κάθισε στην καρέκλα του γραφείου του απ’ ό,τι όταν έπεσε στο κρεβάτι το προηγούμενο βράδυ.
«Είχαμε καθόλου νέα της Ρόζε;» ρώτησε τον Άσαντ, καθώς ακουμπούσε ένα πιάτο μπροστά του, πάνω στο οποίο σωρεύονταν σβόλοι κάποιας απροσδιόριστης μάζας. Φαίνεται πως ο βοηθός του προσπαθούσε να τον τονώσε λιγάκι. «Της τηλεφώνησα χτες το βράδυ, αλλά έλειπε. Έτσι μου είπε η αδερφή της, δηλαδή». «Σώπα!» Ο Καρλ έδιωξε το φιλαράκι του τη μύγα, που εξακολουθούσε να γυροφέρνει εκεί μέσα, και ύστερα επιχείρησε να σηκώσει ένα από τα σιροπιαστά κομμάτια του πιάτου, όμως εκείνο αντιστεκόταν σθεναρά. «Μήπως ήξερε α σου πει η αδερφή της αν θα περάσει από τη δουλειά σήμερα;» «Η αδερφή της, η Ίρσα, θα έρθει, όχι η Ρόζε. Η Ρόζε έφυγε». «Τι πράγμα; Και πού πήγε; Θα έρθει η αδερφή της, είπες; Προσπαθείς να με κουρδίσεις πρωινιάτικα, Άσαντ;» Τράβηξε τα δάχτυλά του από την κολλώδη μυγοπαγίδα στο πιάτο. Του φάνηκε σαν να είχε αφήσει δέρμα πάνω της. «Η Ίρσα είπε πως καμιά φορά η Ρόζε σηκώνεται και φεύγε για μια δυο μέρες, όμως δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Η Ρόζε θα επιστρέψει, όπως πάντοτε. Αυτά μου είπε η Ίρσα. Στο μεταξύ, θα έρχεται εκείνη εδώ για να κάνει τη δουλειά της Ρόζε. Δεν τις παίρνει να χάσουν χρήματα. Έτσι μου είπε». Ο Καρλ τίναξε το κεφάλι προς τα πίσω. «Πλάκα μού κάνεις; Δηλαδή, οι υπάλληλοι μπορούν να σηκώνονται κα α φεύγουν όποτε τους καπνίσει; Ωραία κατάσταση, ε; Η Ρόζε τρελάθηκε, δεν εξηγείται αλλιώς». Αυτό ακριβώς σκόπευε να
της πει, στα ίσια, αμέσως μόλις επέστρεφε. «Όσο γι’ αυτή την ρσα, δεν πρόκειται να περάσει από το χώρο υποδοχής, δε θα το επιτρέψω». «Α, μα το κανόνισα ήδη με τον αξιωματικό υπηρεσίας κα τον Λαρς Μπιερν, Καρλ. Δεν υπάρχει πρόβλημα. Ο Λαρς Μπιερν δεκάρα δε δίνει, αρκεί ο μισθός να καταβληθεί στο όνομα της Ρόζε. Η Ίρσα είναι προσωρινή αντικαταστάτρια, όσο απουσιάζει με αναρρωτική η Ρόζε. Ο Μπιερν χάρηκε πολύ που καταφέραμε και καλύψαμε το κενό τόσο γρήγορα». «Δεκάρα δε δίνει, είπες; Και η Ρόζε απουσιάζει με αναρρωτική;» «Έτσι το λέμε στην υπηρεσία, σωστά;» Όλα αυτά ισοδυναμούσαν με ανταρσία. Ο Καρλ έπιασε το τηλέφωνο και σχημάτισε το εσωτερικό του Λαρς Μπιερν. «Καλημέρα, κούκλε», ακούστηκε η φωνή της Λις από την άλλη άκρη της γραμμής. Τι έγινε πάλι; «Γεια, Λις. Προσπαθώ να βρω τον Μπιερν». «Το ξέρω. Απαντάω εγώ στα τηλεφωνήματά του. Βρίσκεται σε σύσκεψη με τον Γιάκομπσεν και τον αστυνομικό διευθυντή σχετικά με την έλλειψη προσωπικού». «Μπορείς να με συνδέσεις; Πέντε δευτερόλεπτα θα τον απασχολήσω». «Για την αδερφή της Ρόζε θες να του πεις;» Οι μύες του προσώπου του σφίχτηκαν. «Δε φαντάζομαι να έχει κάποια σχέση μ’ εσένα όλη αυτή η ιστορία, έτσι;» «Καρλ, το ξέρεις πως εγώ είμαι υπεύθυνη για τις λίστες
των προσωρινών υπαλλήλων». Η αλήθεια ήταν πως δεν το ήξερε. «Προσπαθείς να μου πεις ότι ο Μπιερν έδωσε έγκριση να καλυφθεί η θέση της Ρόζε από προσωρινή υπάλληλο, χωρίς α με ρωτήσει πρώτα;» «Ε, take it easy!» αναφώνησε εκείνη στα αγγλικά κα στράκισε τα δάχτυλά της από την άλλη άκρη της γραμμής, σαν να ήθελε να τον συνεφέρει από το λήθαργό του. «Έχουμε έλλειψη προσωπικού. Προς το παρόν, ο Μπιερν εγκρίνει τους πάντες. Πού να δεις κάτι φρούτα που έχουμε σε άλλους τομείς». Το γέλιο της δε βοήθησε καθόλου να εκτονωθεί ο εκνευρισμός του. Η Χονδρεμπορική Κ. Φράντσεν ήταν μια ανώνυμη εταιρεία με μετοχικό κεφάλαιο κατά τι μεγαλύτερο των διακοσίων πενήντα χιλιάδων κορονών, η αξία της οποίας, όμως, εκτιμούνταν στα δεκάξι περίπου εκατομμύρια. Κατά την τελευταία χρήση, η οποία έληξε το Σεπτέμβριο, τα αποθέματά της σε χαρτί και μόνο αποτιμούνταν στα οχτώ εκατομμύρια, επομένως η εταιρεία, εκ πρώτης όψεως, δε φαινόταν να αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες. Το μόνο πρόβλημα ήταν πως είχε πελάτες, κυρίως, τις εβδομαδιαίες και δωρεάν εφημερίδες, δηλαδή έναν τομέα που είχε δεχτε ισχυρότατο πλήγμα στη διάρκεια της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης. Πράγμα το οποίο, απ’ όσο μπορούσε να καταλάβει ο Καρλ, θα μπορούσε κάλλιστα να πλήξει ξαφνικά και καίρια τα ταμεία της εταιρείας.
Η έρευνα, στην πορεία της, απέκτησε ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον όταν προέκυψαν αντίστοιχες πληροφορίες για τις εταιρείες που λειτουργούσαν στα κτίρια τα οποία είχαν γίνε στόχος εμπρηστών στο Έμντρουπ και στη Στόκχολμσγκεδε. Η εταιρεία στο Έμντρουπ, η ΓΠΠ Ξυλεμπορική ΑΕ, εμφάνιζε κύκλο εργασιών γύρω στα είκοσι πέντε εκατομμύρια κορόνες ετησίως, προμηθεύοντας, κυρίως, καταστήματα για ερασιτεχνικά μαστορέματα, καθώς και μεγάλα καταστήματα εμπορίας ξύλου. Πιθανότατα, η επιχείρηση ευημερούσε πέρυσι, ενώ φέτος δοκιμαζόταν από την κρίση. Το ίδιο έδειχνε α ισχύει και για την εταιρεία η οποία έδρευε στο Έστερμπρο, την Πάμπλικ Κόνσαλτ, η οποία δραστηριοποιούνταν στον τομέα της υποβολής προσφορών για λογαριασμό μεγάλων αρχιτεκτονικών γραφείων και, κατά πάσα πιθανότητα, ούτε εκείνη είχε αποφύγει την πρόσκρουση στον τσιμεντένιο τοίχο που ονομαζόταν ύφεση. Όμως, πέρα από την προφανή αδυναμία που εμφάνιζαν και οι τρεις εταιρείες στην παρούσα οικονομική συγκυρία, δε φαινόταν να υπάρχουν άλλα κοινά στοιχεία. Διαφορετικο ιδιοκτήτες, διαφορετικοί πελάτες. Ο Καρλ χτύπησε νευρικά τα δάχτυλά του πάνω στο γραφείο. Με τον εμπρησμό στο Ρεδόβρε, το 1995, τι γινόταν; Πώς θα ταίριαζε αυτή η υπόθεση με τις υπόλοιπες; Μήπως ήταν μια επιχείρηση η οποία βρέθηκε αντιμέτωπη με ξαφνική οικονομική τρικυμία; Να, για κάτι τέτοια χρειαζόταν τη Ρόζε. Τη βλαμμένη. «Τοκ, τοκ», ακούστηκε μια μπάσα φωνή από την πόρτα. Αυτή θα είναι η Ίρσα, σκέφτηκε ο Καρλ, ρίχνοντας μια
ματιά στο ρολόι του. Έλεγε εννέα και τέταρτο. Είχε έρθει κα στην ώρα της. «Τι ώρα είναι αυτή που εμφανίζεσαι;» είπε με την πλάτη γυρισμένη. Ήταν μια τεχνική που είχε μάθει από παλιά. Ο προϊστάμενος που απευθυνόταν στους κατωτέρους του με την πλάτη γυρισμένη, έλυνε κι έδενε. «Δεν ήξερα ότι είχαμε ραντεβού», απάντησε μια αντρική φωνή. Ο Καρλ στράφηκε τόσο απότομα στην καρέκλα του, ώστε διέγραψε και μισό κύκλο παραπάνω. Ήταν ο Λάουρσεν. Ο παλιόφιλος Τόμας Λάουρσεν, άλλοτε στο Εγκληματολογικό και παίκτης του ράγκμπι. Ο άντρας που κέρδισε μια περιουσία στο λόττο, προτού χάσει τα πάντα και καταλήξει να εργάζεται στο κυλικείο του τελευταίου ορόφου. «Τόμας! Δε σε περίμενα! Τι γυρεύεις εδώ;» «Ο ευγενέστατος βοηθός σου μου ζήτησε να περάσω κα α πω ένα “γεια”». Η πονηρή φάτσα του Άσαντ ξεπρόβαλε από το άνοιγμα της πόρτας. Τι σκάρωνε πάλι; Σοβαρά, είχε περάσει από το κυλικείο; Μήπως οι καυτερές σπεσιαλιτέ του και ο γαστριμαργικοί δυναμίτες του δεν του αρκούσαν πλέον; «Πέρασα να αγοράσω μια μπανάνα, Καρλ», είπε ο Άσαντ, σείοντας μπροστά του το καμπυλόμορφο φρούτο. Σε ποιον τα πουλούσε αυτά; Ανέβηκε τόσα σκαλοπάτια για μια μπανάνα; Ο Καρλ κατένευσε. Ο Άσαντ ήταν μπαγάσας. Καλά τον είχε μυριστεί.
Αντάλλαξε χειραψία με τον Λάουρσεν, οπότε βάλθηκαν και οι δύο να σφίγγουν όσο πιο δυνατά μπορούσαν. Η ίδια, βασανιστικά επώδυνη πλάκα, όπως πάντα. «Ένα περίεργο πράγμα, οι συμπτώσεις, Λάουρσεν. Χτες μου μιλούσε για εσένα ο πώς-τον-λένε, αυτός ο Ίδινγκ, από το Άλμπερτσλουν. Να υποθέσω ότι η επιστροφή σου στο φρενοκομείο δεν είναι ολότελα εθελοντική;» Ο Λάουρσεν κούνησε το κεφάλι έντονα, πέρα δώθε. «Κοίτα, δικό μου λάθος ήταν, τελικά. Η τράπεζα μου τη φόρεσε, μου είπε πως ήταν καλή ιδέα να πάρω δάνειο για να επενδύσω. Το κεφάλαιο υπήρχε, οπότε το μόνο που είχα να κάνω ήταν να υπογράψω. Και τώρα έχω μείνει ταπί». «Έπρεπε να καλύψουν τις ζημιές σου, τα καθάρματα», είπε ο Καρλ. Είχε ακούσει να το λένε στις ειδήσεις. Ο Λάουρσεν έγνεψε καταφατικά. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία πως συμφωνούσε, όμως η ουσία ήταν πως είχε επιστρέψει. Ξεκινούσε από το τελευταίο σκαλοπάτι. Βουτύρωνε ψωμάκια κι έπλενε πιάτα. Ένας από τους καλύτερους που πέρασαν ποτέ από το Εγκληματολογικό. Χαραμιζόταν. «Τέλος πάντων, δεν είναι κι άσχημα», είπε. «Βλέπω πολλούς γνωστούς από τον καιρό που ήμουν στην υπηρεσία, χωρίς να είμαι αναγκασμένος να τρέχω μαζί τους δεξιά αριστερά». Χαμογέλασε αμήχανα, όπως τις παλιές καλές μέρες. «Μπούχτισα, Καρλ.greekleech.info Πρωί και βράδυ, μέρα και νύχτα, να μαζεύω πτώματα. Τα τελευταία πέντε χρόνια δεν πέρασε ούτε μία μέρα χωρίς να σκεφτώ να τα βροντήξω και να φύγω. Οπότε τα χρήματα με βοήθησαν να
πάρω την απόφαση, κι ας τα έχασα όλα. Έτσι προτιμώ να το βλέπω, τουλάχιστον. Ουδέν κακό αμιγές καλού». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. «Δε θα ξέρεις τον Άσαντ, φυσικά, όμως είμαι βέβαιος ότι δε σε κατέβασε εδώ κάτω για α συζητήσεις το μενού του κυλικείου παρέα με έναν παλιό συνάδελφο, πάνω από ένα φλιτζάνι με αφέψημα μέντας». «Μου είπε για το μήνυμα στο μπουκάλι. Νομίζω ότ κατάλαβα τι παίζει, μέσες άκρες. Μπορώ να δω το γράμμα;» Α, το κάθαρμα ο Άσαντ! Ο Λάουρσεν κάθισε, ενώ ο Καρλ έβγαζε προσεκτικά το γράμμα από το φάκελο. Ο Άσαντ εμφανίστηκε δήθεν ανίδεος, κρατώντας ένα σκαλιστό μπρούντζινο δίσκο με τρία φλιτζανάκια πάνω του. Η μυρωδιά της μέντας απλώθηκε στην ατμόσφαιρα. «Θα σας αρέσει σίγουρα αυτό το αφέψημα», είπε ο Άσαντ, καθώς τους σέρβιρε. «Κάνει θαύματα σε διάφορα πράγματα». πιασε τον καβάλο του κι έκλεισε το μάτι. Ήταν σαφέστατο το τι εννοούσε. Ο Λάουρσεν άναψε την αρθρωτή λάμπα στο γραφείο κ έριξε το φως της πάνω στο γράμμα. «Ξέρουμε ποιος το συντήρησε;» «Ένα εργαστήριο στη Σκοτία», απάντησε ο Άσαντ. Εμφάνισε το σχετικό έγγραφο πριν προλάβει καν ο Καρλ να θυμηθεί πού το είχε βάλει. «Η ανάλυση είναι εδώ». Την ακούμπησε μπροστά στον Λάουρσεν. «Μάλιστα», είπε ο Λάουρσεν έπειτα από λίγα λεπτά. «Βλέπω πως ήταν ο Ντάγκλας Γκίλιαμ αυτός που ανέλαβε τη δουλειά εκεί».
«Τον γνωρίζεις;» Ο Λάουρσεν κοίταξε τον Καρλ όπως θα κοίταζε ένα πεντάχρονο κοριτσάκι κάποιον που θα το ρωτούσε αν ήξερε ποια ήταν η Μπρίτνεϊ Σπίαρς. Το ύφος του δεν έδειχνε κα πολύ σεβασμό, αλλά βέβαια κέντρισε την περιέργεια του Καρλ. Ποιος ήταν αυτός ο Ντάγκλας Γκίλιαμ, πέρα από κάποιος που βρισκόταν στη λάθος πλευρά των συνόρων με την Αγγλία; «Μάλλον είναι απίθανο να βγάλετε άκρη με αυτό», είπε ο Λάουρσεν, πιάνοντας το φλιτζάνι με το αφέψημα μέντας ανάμεσα στον παχύ δείκτη και τον αντίχειρά του. «Ο Σκοτσέζοι συνάδελφοί μας φαίνεται πως έκαναν ό,τ μπορούσαν προκειμένου να συντηρήσουν το χαρτί και να ανακτήσουν το κείμενο, χρησιμοποιώντας διάφορες ήπιες μεθόδους και χημικά. Εντόπισαν απειροελάχιστες ποσότητες τυπογραφικής μελάνης, όμως, απ’ ό,τι μπορώ να δω εδώ, δεν έγινε καμία ενέργεια προκειμένου να καθοριστεί η προέλευση του ίδιου του χαρτιού. Βασικά, το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας αφέθηκε σ’ εμάς. Το έστειλες στο Κέντρο Σήμανσης, στο Βανλούζε;» «Όχι, δεν είχα ιδέα ότι το τεχνικό σκέλος της έρευνας ήταν ημιτελές», ομολόγησε διστακτικά ο Καρλ. Δικό του ήταν το λάθος. «Να, το γράφει εδώ». Ο Λάουρσεν έδειξε την τελευταία αράδα της εργαστηριακής έκθεσης. Πώς στ’ ανάθεμα του είχε ξεφύγει αυτό; Σκατά! «Ξέρεις, Καρλ, η Ρόζε μού το είχε αναφέρει. Όμως θεώρησε ότι δεν ήταν απαραίτητο να ξέρουμε την προέλευση
του χαρτιού», παρενέβη ο Άσαντ. «Ε, λοιπόν, ως προς αυτό, ήταν πέρα για πέρα λάθος. Για α ρίξω άλλη μια ματιά», είπε ο Λάουρσεν και σηκώθηκε, χώνοντας τα δάχτυλα στην τσέπη του παντελονιού του. Καθόλου εύκολη δουλειά. Μηροί παίκτη του ράγκμπ στριμωγμένοι σε στενό τζιν. Το είδος του μεγεθυντικού φακού που εμφάνισε, το είχε ξαναδεί ο Καρλ σε πολλές περιπτώσεις. Ήταν ένα μικρό τετράγωνο, το οποίο ξεδίπλωνε, ώστε να στέκεται πάνω σε ένα αντικείμενο. Θύμιζε το κάτω μέρος μικροσκοπίου. Το χρησιμοποιούσαν συχνά οι φιλοτελιστές και άνθρωποι με αντίστοιχα παλαβά χόμπι, όμως η επαγγελματική έκδοση, εφοδιασμένη με τους καλύτερους φακούς της Zeiss, ήταν το δίχως άλλο απαραίτητο εργαλείο για έναν ειδικό όπως ο Λάουρσεν. Το τοποθέτησε πάνω στο έγγραφο και άρχισε να μουρμουρίζει σέρνοντάς το πάνω από τις γραμμές του σχεδόν εξαφανισμένου κειμένου. Δούλευε συστηματικά, από τη μία άκρη έως την άλλη, παρατηρώντας μία γραμμή τη φορά. «Μπορείς να δεις κι άλλα γράμματα μέσα από αυτό το γυαλί;» ρώτησε ο Άσαντ. Ο Λάουρσεν κούνησε καταφατικά το κεφάλι, όμως δε μίλησε. Μέχρι να φτάσει στα μισά του μηνύματος, ο Καρλ είχε λαχταρήσει ένα τσιγάρο. «Πετάγομαι έξω για μισό λεπτό, εντάξει;» Τα λόγια του πέρασαν σχεδόν απαρατήρητα. Κάθισε σε ένα από τα τραπέζια στο διάδρομο και χάζεψε
όλο εκείνο τον εξοπλισμό που είχαν τριγύρω και καθόταν ανεκμετάλλευτος. Σαρωτές, φωτοαντιγραφικά και τα λοιπά. Η σκέψη αυτή τον εκνεύρισε. Την επόμενη φορά, θα φρόντιζε ώστε να ολοκληρώσει η Ρόζε ό,τι δουλειά είχε, προτού τα παρατήσει όλα και σηκωθεί να φύγει. Είχε αποτύχει ως ηγέτης. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή της επώδυνης αυτοκριτικής, ακούστηκαν ξαφνικά διαδοχικοί γδούποι από τη σκάλα, φέρνοντάς του στο μυαλό την εικόνα μιας μπάλας του μπάσκετ που αναπηδούσε σε αργή κίνηση στα σκαλοπάτια, ακολουθούμενη από ένα καρότσι με σκασμένο λάστιχο. μεινε με το στόμα ανοιχτό όταν αντίκρισε τη γυναίκα που ερχόταν προς το μέρος του, καθώς θύμιζε νοικοκυρά που είχε φορτώσει ό,τι μπορούσε από τα καταστήματα αφορολόγητων ειδών στα φέριμποτ που διέσχιζαν τον Πορθμό,[1] με προορισμό τη Σουηδία. Τα ψηλοτάκουνα παπούτσια, η πλισέ καρό φούστα και το απαίσιο καροτσάκι για ψώνια που έσερνε πίσω της, όλα αυτά θύμιζαν περισσότερο τη δεκαετία του 1950 απ’ ό,τι η ίδια η δεκαετία του πενήντα, κατά πάσα πιθανότητα. Και το κεφάλι αυτού του άχαρου ατόμου ήταν πιστό αντίγραφο του κεφαλιού της Ρόζε, με την πιο αψεγάδιαστη πλατινέ περμανάντ που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Ο Καρλ αισθανόταν σαν να είχε βρεθε ξαφνικά παγιδευμένος σε ταινία της Ντόρις Ντέι και δεν ήξερε πώς να ξεφύγει. Σε μια τέτοια περίπτωση, ένας άνθρωπος που καπνίζε άφιλτρο τσιγάρο είναι βέβαιο πως θα κάψει τα δάχτυλά του. «Γαμώτο!» αναφώνησε, πετώντας το αποτσίγαρο στο
πάτωμα, μπροστά στην πολύχρωμη νεοφερμένη. «Ίρσα Κνούδσεν», συστήθηκε εκείνη, τείνοντάς του το χέρι. Τα νύχια της ήταν βαμμένα στο κόκκινο του αίματος. Ποτέ του δε θα μπορούσε να διανοηθεί ότι δύο δίδυμες θα μπορούσαν να είναι τόσο όμοιες και ταυτόχρονα τόσο διαφορετικές. Το αρχικό του σχέδιο ήταν να πατήσει πόδι με το «καλημέρα», κι όμως τώρα κατέληξε να της δίνε ευγενέστατα οδηγίες για το πώς θα φτάσει στο γραφείο της: «Προχωράς στο διάδρομο, είναι λίγο παρακάτω απ’ όλα εκείνα τα χαρτιά που κρέμονται στον τοίχο». Είχε ξεχάσε τελείως αυτό που σκόπευε να πει: το όνομα και την ιδιότητά του, πριν την επιπλήξει για την κατάσταση που είχε προκαλέσει τόσο η ίδια όσο και η αδερφή της, η οποία αντέβαινε σε κάθε κανονισμό κι έπρεπε να τερματιστε πάραυτα. «Περιμένω ενημέρωση, μόλις τακτοποιηθώ. Ας πούμε σε μία ώρα, εντάξει;» Και, χωρίς να περιμένει απάντηση, έφυγε. «Τι ήταν αυτό, Καρλ;» ρώτησε ο Άσαντ, όταν ο Καρλ επέστρεψε στο γραφείο του. Ο Καρλ τον αγριοκοίταξε. «Θα σου πω τι ήταν, Άσαντ. να πρόβλημα ήταν. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος, ένα δικό σου πρόβλημα. Σε μία ώρα από τώρα, θέλω να ενημερώσεις την αδερφή της Ρόζε για τις εκκρεμότητες που έχουμε. Με κατάλαβες;» «Δηλαδή, η κυρία που πέρασε από εδώ ήταν η Ίρσα;» Ο Καρλ έκλεισε τα μάτια προς επιβεβαίωση. «Με κατάλαβες; Εσύ θα την ενημερώσεις, Άσαντ».
Κι ύστερα στράφηκε στον Λάουρσεν, ο οποίος κόντευε να ολοκληρώσει την εξέταση του μηνύματος. «Έχουμε κάτ καινούριο εδώ;» Ο Λάουρσεν, τεχνικός της Σήμανσης που σέρβιρε πια τηγανητές πατάτες, έγνεψε καταφατικά κι έδειξε κάτι αόρατο στο ανθρώπινο μάτι, το οποίο φαινόταν σαν να το είχε τοποθετήσει πάνω στην αντικειμενοφόρο πλάκα μικροσκοπίου. Ο Καρλ έγειρε το κεφάλι του από πάνω. Εντάξει, η αλήθεια ήταν πως υπήρχε κάτι εκεί, που έμοιαζε με την άκρη μιας τρίχας, και δίπλα του ήταν κάτι άλλο, μικροσκοπικό, στρογγυλό και επίπεδο, κατά τα άλλα σχεδόν διάφανο. «Αυτό είναι σκλήθρα ξύλου», είπε ο Λάουρσεν, δείχνοντας το θραύσμα που θύμιζε τρίχα. «Εικάζω ότ προήλθε από τη μύτη της γραφίδας που χρησιμοποίησε ο συντάκτης του μηνύματος. Ήταν καρφωμένη αρκετά βαθιά και βρισκόταν στη φορά της γραφής. Το δεύτερο στοιχείο είναι ένα λέπι ψαριού». Ίσιωσε το κορμί του από τη μάλλον άβολη στάση που είχε πάρει και κούνησε κυκλικά τους ώμους του. «Τελικά, μπορε και να βγάλουμε κάποια άκρη, Καρλ. Όμως πρώτα πρέπει να το στείλουμε στο Βανλούζε, εντάξει; Λογικά, εκεί θα μπορέσουν να προσδιορίσουν το είδος του ξύλου σχετικά γρήγορα, όμως η ταυτοποίηση του ψαριού στο οποίο ανήκε αυτό το λέπι πιθανότατα είναι δουλειά για θαλάσσιο βιολόγο». «Άκρως ενδιαφέρον», είπε ο Άσαντ. «Βλέπω πως εδώ έχουμε έναν πολύ προικισμένο συνάδελφο, Καρλ».
Πολύ προικισμένο; Ήταν σοβαρός ο άνθρωπος; Ο Καρλ έξυσε το μάγουλό του. «Τι περισσότερο θα μπορούσες να πεις, Λάουρσεν; Παρατήρησες κάτι άλλο;» «Κοίτα, δεν είμαι σε θέση να πω αν ο συντάκτης είνα δεξιόχειρας ή αριστερόχειρας, πράγμα μάλλον απίθανο σε περιπτώσεις όπου το χαρτί είναι τόσο πορώδες. Συνήθως, μπορούμε να εντοπίσουμε τα υψωμένα σημεία που βαίνουν όλα προς την ίδια κατεύθυνση. Για το λόγο αυτό, υποθέτω ότι το μήνυμα γράφτηκε κάτω από δύσκολες συνθήκες. Ενδεχομένως πάνω σε μια τραχιά επιφάνεια ή με δεμένα χέρια. Δεν αποκλείεται να το έγραψε κάποιος που δεν είνα εξοικειωμένος με τη γραφή. Κατά τα άλλα, βάζω στοίχημα ότ πρόκειται για χαρτί με το οποίο τυλίγουν ψάρια. Απ’ ό,τ μπορώ να δω, έχει πάνω του ίχνη γλοιώδους ουσίας, πιθανότατα από κάποιο ψάρι. Ξέρουμε ότι το μπουκάλι ήταν στεγανό, επομένως η ουσία αυτή δεν προέρχεται από την επαφή με τη θάλασσα. Όσο γι’ αυτά τα σκιασμένα σημεία, εδώ, δεν είμαι βέβαιος. Ενδεχομένως δεν είναι κάτι. Μούχλα, ίσως, ή το πιθανότερο λεκέδες από την παραμονή μέσα στο μπουκάλι». «Ενδιαφέρον! Και τι γνώμη έχεις για το μήνυμα; Πιστεύεις ότι αξίζει να ασχοληθούμε ή πρόκειται απλώς για κάποια φάρσα;» «Φάρσα;» Ο Λάουρσεν έκανε μια γκριμάτσα με τα χείλη, αποκαλύπτοντας δύο ελαφρώς στραβά μπροστινά δόντια. Αυτό δε σήμαινε ότι γελούσε, απλώς ότι όποιος τον άκουγε, καλά θα έκανε να τέντωνε τα αφτιά του. «Μπορώ να διακρίνω σημάδια στο χαρτί τα οποία φανερώνουν πως ο
γραφικός χαρακτήρας είναι αρκετά ασταθής. Η σκλήθρα που έχουμε εδώ τράβηξε μια στενή, αρκετά βαθιά χαραγματιά κατά μήκος του χαρτιού, ώσπου έσπασε. Σε κάποια σημεία έγινε τόσο έντονα, ώστε θα νόμιζε κανείς πως είναι αυλάκι σε δίσκο βινυλίου». Κούνησε το κεφάλι. «Επομένως, όχι, δεν πρόκειται για φάρσα. Μοιάζει να έχει γραφτεί από κάποιον που το χέρι του έτρεμε. Και πάλι, λόγω των συνθηκών ίσως, αλλά θεωρητικά επειδή ο άνθρωπος αυτός έτρεμε για τη ζωή του. Άρα, το ένστικτό μου λέει ότι, ναι, πρόκειται για γνήσιο μήνυμα. Φυσικά, ποτέ δεν μπορεί να είναι κανείς σίγουρος». Σε αυτό το σημείο παρενέβη ο Άσαντ. «Όταν κοιτάζεις από τόσο κοντά τα γράμματα και τις χαραγματιές, μπορείς να διακρίνεις περισσότερα γράμματα;» «Ένα ή δύο, ίσως. Όμως μόνο μέχρι το σημείο όπου σπάε η μύτη της γραφίδας». Ο Άσαντ τού έδωσε ένα αντίγραφο του μηνύματος που είχε μεγεθύνει και τοποθετήσει με τη βοήθεια της Ρόζε στον τοίχο του διαδρόμου. «Γιατί δε συμπληρώνεις, λοιπόν, αυτά που νομίζεις ότ λείπουν από εδώ;» πρότεινε. Ο Λάουρσεν έγνεψε καταφατικά και τοποθέτησε το μεγεθυντικό φακό ξανά πάνω στο πρωτότυπο μήνυμα. Αφού μελέτησε τις πρώτες αράδες για μερικά λεπτά ακόμα, είπε: «Να το ξεκαθαρίσω, μία υπόθεση κάνω, δε βάζω το χέρι μου στη φωτιά». Ύστερα πρόσθεσε μερικούς αριθμούς και γράμματα της αλφαβήτου, έτσι ώστε οι πρώτες γραμμές του μηνύματος πήραν αυτή τη μορφή:
.τις .6 φλεβάρι 1996 μ.. α.ίγαγαν – .ας έπιασε .τη στάσι του ..οφορίο. στη .αουτ.οπβ.. σ.. Μπέ....υ. – Ο άντρας ...αι 18. ψ.λός .ε ..ντ. μαλλί
Στάθηκαν αμίλητοι για λίγο, παρατηρώντας το αποτέλεσμα, ώσπου ο Καρλ έσπασε τη σιωπή. «Φεβρουάριος του 1996! Αυτό σημαίνει πως το μπουκάλ παρέμεινε στη θάλασσα επί έξι χρόνια, προτού πιαστεί σ’ εκείνο το δίχτυ». Ο Λάουρσεν έγνεψε καταφατικά. «Ναι, βασικά είμα βέβαιος για τη χρονιά, αν και τα εννιάρια ήταν γραμμένα ανάποδα». «Γι’ αυτό δεν μπόρεσαν να βγάλουν άκρη οι Σκοτσέζοι». Ο Λάουρσεν ανασήκωσε τους ώμους. Δίπλα τους, ο Άσαντ έστεκε συνοφρυωμένος. «Τι τρέχει, Άσαντ;» ρώτησε ο Λάουρσεν. «Είναι αυτό που φοβόμουν. Πολύ άσχημη φάση, αλήθεια», αναστέναξε, δείχνοντας τρεις από τις λέξεις. Ο Καρλ παρατήρησε προσεκτικά το μήνυμα. «Αν δεν καταφέρουμε να βρούμε και άλλα γράμματα στο δεύτερο μισό του μηνύματος, τότε η δουλειά μας θα είνα πολύ, μα πολύ δύσκολη», συνέχισε ο Άσαντ. Μόλις τώρα ο Καρλ κατάλαβε τι εννοούσε. Απ’ όλους τους ανθρώπους που είχαν δει αυτό το μήνυμα, ήταν ο Άσαντ που έτυχε να συνειδητοποιήσει πρώτος την έκταση του προβλήματος. Ένας άνθρωπος που είχε λίγα μόλις χρόνια σε αυτή τη χώρα. Κανείς δε θα του το πίστωνε.
Φλεβάρι, στάσι .
Όποιος κι αν είχε συντάξει το μήνυμα, δεν ήξερε ορθογραφία.
[1] Αλλιώς Έρεσουν. Είναι το θαλάσσιο στενό που χωρίζει τη Δανία από τη Σουηδία. (Σ.τ.Ε.)
11 ΔΕΝ ΑΚΟΥΣΑΝ ΚΙΧ από την Ίρσα, που βρισκόταν στο γραφείο της Ρόζε. Αυτό ήταν πράγματι καλό σημάδι. Αν συνέχιζε έτσι, θα είχαν κάθε λόγο να τη στείλουν στο σπίτ της σε μια δυο μέρες, οπότε η Ρόζε θα αναγκαζόταν να επιστρέψει. Είχαν ανάγκη τα χρήματα, έτσι είχε πει η Ίρσα. Καθώς τα αρχεία δεν περιείχαν καμία πληροφορία σχετικά με οποιαδήποτε απαγωγή το Φεβρουάριο του 1996, ο Καρλ έπιασε ξανά το φάκελο του εμπρησμού και τηλεφώνησε στον Άντονσεν, τον επιθεωρητή που υπηρετούσε στο Ρεδόβρε. Καλύτερα ήταν να στραφεί σε ένα βετεράνο, παρά σε ένα στραβάδι, όπως ο Ίδινγκ. Για ποιο λόγο εκείνο το άχρηστο γομάρι δεν είχε σημειώσει στην αναφορά το παραμικρό σχετικά με την οικονομική κατάσταση της επιχείρησης που κάηκε στο Ρεδόβρε, ήταν κάτι που δεν μπορούσε να καταλάβει. Κατά την άποψη του Καρλ, ισοδυναμούσε με σοβαρή αμέλεια καθήκοντος. Εκτός αυτού, η εταιρεία φυσικού αερίου τούς είχε πει ότι είχε διακόψει την παροχή, επομένως πώς τινάχτηκε στον αέρα το κτίριο; Κι από τη στιγμή που τέτοιου είδους ερωτήματα παρέμεναν αναπάντητα, κάθε μυαλωμένος άνθρωπος μπορούσε να καταλάβει ότι είχαν να κάνουν με πιθανή δολοφονία, οπότε σε αυτή την περίπτωση όφειλαν να εξετάσουν κάθε
ενδεχόμενο. «Οποία έκπληξις!» είπε ο Άντονσεν, όταν πέρασαν το τηλεφώνημα του Καρλ στο γραφείο του. «Σε τι οφείλουμε την τιμή να μιλάμε με τον περίφημο Καρλ Μερκ, ειδικό στο ξεσκόνισμα πανάρχαιων φακέλων;» συνέχισε γελώντας πνιχτά. «Μήπως ανακάλυψες ποιος έβγαλε από τη μέση τον Άνθρωπο του Γκραουμπέλε;»[1] «Αμέ, και καταφέραμε να τυλίξουμε σε μια κόλλα χαρτ και τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη», απάντησε ο Καρλ. «Κι όχ μόνο αυτό, σύντομα δεν αποκλείεται να διαλευκάνουμε κα μία από τις δικές σου υποθέσεις. Έτσι δείχνει, τουλάχιστον». Ο Άντονσεν γέλασε. «Ξέρω πού το πας, μόλις χτες μίλαγα με τον Μάρκους Γιάκομπσεν», απάντησε. «Θα θες να ρωτήσεις κάτι για εκείνη τη φωτιά, το 1995, φαντάζομαι. Καλά, δε διάβασες την αναφορά;» Ο Καρλ συγκρατήθηκε για να μην ξεστομίσει κανένα κοσμητικό επίθετο, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι ο Άντονσεν θα απαντούσε με τον ίδιο τρόπο αμέσως και εξίσου καυστικά. «Ναι, τη διάβασα. Τέτοια προχειροδουλειά, καιρό είχα να δω. Κάποιο από τα καμάρια σου τη συνέταξε;» «Κόψ’ το, Καρλ. Ο Ίδινγκ έκανε εξαιρετική δουλειά σ’ εκείνη την υπόθεση. Τέλος πάντων, τι θες να μάθεις;» «Λεπτομέρειες για την εταιρεία στην οποία ανήκε το κτίριο. Σημαντικές λεπτομέρειες, τις οποίες παρέβλεψε τελείως ο Ίδινγκ στην υποτιθέμενη εξαιρετική δουλειά που έκανε». «Εντάξει, το περίμενα πως κάτι τέτοιο θα ήταν. Πάντως, έχουμε κάποια στοιχεία εδώ. Κάνα δυο χρόνια αργότερα,
πραγματοποιήθηκε λογιστικός έλεγχος στη συγκεκριμένη εταιρεία, και το αποτέλεσμα ήταν να τους ασκηθεί δίωξη. Τελικά, άκρη δε βγήκε, αλλά καταφέραμε να μάθουμε περισσότερα πράγματα για τις δουλειές τους. Θέλεις να σου στείλω τις πληροφορίες με φαξ ή μήπως θα προτιμούσες να συρθώ αυτοπροσώπως μέχρι εκεί και να τις καταθέσω ταπεινά μπροστά στο θρόνο σου;» Ο Καρλ γέλασε. Οι συνάδελφοι που ήταν ικανοί να αποκρούσουν τις μπηχτές του τόσο αποτελεσματικά όσο ο Άντονσεν ήταν πραγματικά ελάχιστοι. «Έρχομαι εγώ από εκεί, Άντονσεν. Ετοίμασε καφέ». Ο Άντονσεν έκλεισε το τηλέφωνο βογκώντας. Ο Καρλ κάθισε για μια στιγμή, κοιτάζοντας την τηλεόραση με την επίπεδη οθόνη που κρεμόταν στον τοίχο, εκεί όπου προβαλλόταν για νιοστή φορά το σύντομο ρεπορτάζ ενός ειδησεογραφικού καναλιού σχετικά με το θάνατο ενός ακόμα αθώου –επρόκειτο για νεαρό Ιρακινό–, που είχε την τραγική ατυχία να βρεθεί εν μέσω διασταυρούμενων πυρών στο συνεχιζόμενο πόλεμο μεταξύ των συμμοριών. Τώρα, απ’ ό,τ φαινόταν, η Αστυνομία είχε δώσει τη συγκατάθεσή της για την περιφορά του φερέτρου του στους δρόμους της πόλης. Κάποιοι εθνικιστές που του έρχονταν στο νου, θα στράβωναν πολύ άσχημα. Ξαφνικά ακούστηκε ένα ανυπόμονο ρουθούνισμα από το άνοιγμα της πόρτας. «Περιμένω να μου δώσετε κάτι να κάνω». Ο Καρλ αιφνιδιάστηκε. Στο υπόγειο δε συνήθιζαν να εμφανίζονται μουλωχτά και αθόρυβα στα γραφεία των
άλλων. Κι αν η άχαρη Ίρσα Κνούδσεν ήταν ικανή να κινείτα τόσο αθόρυβα τη μια στιγμή και την επομένη να θυμίζε αλαφιασμένη αγέλη βουβαλιών, τότε ο Καρλ θα πάθαινε ευρικό κλονισμό σε χρόνο μηδέν. Η γυναίκα επιχείρησε να χτυπήσει κάτι στον αέρα. «Μπλιάξ, μύγα. Τις σιχαίνομαι, είναι αηδιαστικές». Ο Καρλ ακολούθησε το έντομο με το βλέμμα του, προσπαθώντας να φανταστεί τι είχε σκαρώσει από την τελευταία φορά που ειδωθήκανε. Έπιασε ένα φάκελο από το γραφείο του. Η μυγοσκοτώστρα θα ξαναχτυπούσε. «Τακτοποιήθηκα πλέον. Μήπως θέλεις να έρθεις και να ρίξεις μια ματιά;» ρώτησε η Ίρσα, με φωνή που θύμιζε απίστευτα της Ρόζε. Αν θα ήθελε να πάει και να ρίξει μια ματιά; Δεν υπήρχε κάτι που να τον ενδιέφερε λιγότερο. Για μια στιγμή, ξέχασε την ιπτάμενη αντίπαλό του κα στράφηκε προς το μέρος της. «Είπες ότι περιμένεις να κάνεις κάτι; Πολύ ωραία, γιατ αυτός είναι ο λόγος που βρίσκεσαι εδώ. Μπορείς να ξεκινήσεις τηλεφωνώντας στην Ελεγκτική Αρχή. Πες τους να μας στείλουν τις πέντε τελευταίες ετήσιες εκθέσεις της Χονδρεμπορικής Κ. Φράντσεν, της Πάμπλικ Κόνσαλτ και της ΓΠΠ Ξυλεμπορικής ΑΕ. Ύστερα ρίξε μια ματιά στις πιστώσεις τους και στα βραχυπρόθεσμα δάνειά τους. Εντάξει;» Ο Καρλ σημείωσε τα ονόματα των τριών εταιρειών σε ένα χαρτί. Η Ίρσα τον κοίταξε λες και της είχε κάνει κάποια ανήθικη πρόταση. «Θα προτιμούσα να μην το κάνω, αν δεν έχεις αντίρρηση», είπε.
Στραβά ξεκίνησαν. «Και γιατί, παρακαλώ;» «Επειδή είναι πολύ ευκολότερο να βρω αυτά τα στοιχεία στο διαδίκτυο. Ποιος θέλει να φάει μια ολόκληρη μέρα στο τηλέφωνο;» Ο Καρλ προσπάθησε να αγνοήσει τις κραυγές βοήθειας του Εγώ του, έτσι όπως χτυπιόταν τσαλαπατημένο κάτω από το ψηλοτάκουνο της Ίρσα. Ίσως δεν έπρεπε να την είχε θεωρήσει εκ των προτέρων άχρηστη. «Καρλ, εδώ δες», είπε ο Άσαντ, καθώς εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας, κι ύστερα παραμέρισε για να αφήσει την ρσα να περάσει βγαίνοντας. «Το μελετώ εδώ και πολλή ώρα», συνέχισε, αφήνοντας μια φωτοτυπία του μηνύματος στο γραφείο, μπροστά στον Καρλ. «Τι λες κι εσύ; Δεν μπορούσα να βγάλω από το μυαλό μου πως έγραφε πέλερουπ εκεί, στη δεύτερη γραμμή, κι ύστερα συμβουλεύτηκα έναν οδικό χάρτη και έψαξα όλα τα ονόματα των δρόμων στο Μπέλερουπ. Ανακάλυψα ότι ο μόνος που ταιριάζει στα γράμματα που έχουμε λέγεται Λαουτρούπβαν. Ο συντάκτης του μηνύματος έχει γράψει το Λαουτρούπβαν ως αουτρόπβαν , όμως πλέον γνωρίζουμε ότι έχει θέμα με την ορθογραφία του». Για μια φευγαλέα στιγμή, το βλέμμα του Άσαντ εστίασε πάνω στη μύγα που βούιζε πετώντας λίγο κάτω από το ταβάνι. Ύστερα κοίταξε τον Καρλ. «Τι λες κι εσύ, Καρλ; Θα μπορούσε να γράφει αυτό;» Του έδειξε τις αντίστοιχες αράδες πάνω στη φωτοτυπία. Τώρα παρουσίαζαν αυτή τη μορφή:
ΒΟΗΘΕΙΑ Στις .6 φλεβάρι 1996 μας απίγαγαν – Μας έπιασε στη στάσι του λεοφορίου στη Λαουτρόπβαν στο Μπέλερουπ – Ο άντρας είναι 18. ψηλός .ε ..ντ. μαλλί
Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Το κείμενο έμοιαζε πολύ λογικό, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία. Οπότε έπρεπε να χώσουν τη μύτη τους στα αρχεία χωρίς χρονοτριβή. «Συμφωνείς, Καρλ. Σου φαίνεται σωστό. Α, πολύ ωραία!» αναφώνησε ο Άσαντ και σχεδόν ρίχτηκε πάνω στο γραφείο, για να σκάσει ένα φιλί στο μέτωπο του Καρλ. Εκείνος τραβήχτηκε και του έριξε ένα αυστηρό βλέμμα. Τα σιροπιαστά γλυκά και τα σερμπέτια του κάπως υποφέρονταν. μως αυτά τα συναισθηματικά του ξεσπάσματα παραήταν τραβηγμένα. «Λοιπόν, ξέρουμε ότι η ημερομηνία είναι είτε 16 είτε 26 Φεβρουαρίου του 1996», συνέχισε απτόητος ο Άσαντ. «Γνωρίζουμε, επίσης, τον τόπο, καθώς και ότι ο απαγωγέας είναι κάποιος άντρας που έχει ύψος πάνω από εκατόν ογδόντα εκατοστά. Τώρα χρειαζόμαστε τις τελευταίες λέξεις στη σειρά, που έχουν κάποια σχέση με το μαλλί του». «Πολύ σωστά, Άσαντ. Συν το υπόλοιπο εξήντα πέντε τοις εκατό του μηνύματος», σχολίασε ο Καρλ. Πέρα από αυτό το μικρό ζήτημα, η θεωρία του Άσαντ έμοιαζε βάσιμη. Ο Καρλ άρπαξε τη φωτοτυπία, πετάχτηκε όρθιος κα βγήκε στο διάδρομο για να κοιτάξει τη μεγέθυνση στον τοίχο. Αν νόμιζε πως η Ίρσα θα ήταν απασχολημένη αυτή την ώρα,
παλεύοντας να βγάλει άκρη με τις ετήσιες εκθέσεις των τριών εταιρειών που είχαν πληγεί από τους εμπρησμούς, έκανε λάθος. Τη βρήκε μπροστά του, να στέκεται στη μέση του διαδρόμου, κοιτάζοντας απορροφημένη το εντυπωσιακό μήνυμα που απλωνόταν στον τοίχο. «Δεν πειράζει, Ίρσα, αυτό το έχουμε αναλάβει εμείς», είπε ο Καρλ. Η Ίρσα δεν κουνήθηκε ρούπι. Έχοντας υπόψη του τις ομοιότητες στη συμπεριφορά των διδύμων, ο Καρλ προτίμησε να ανασηκώσει τους ώμους κα α μην επιμείνει. Αργά ή γρήγορα, θα της πιανόταν ο σβέρκος, έτσι όπως στεκόταν. Ο Καρλ και ο Άσαντ πήραν θέσεις δίπλα της. Όπως παρατηρούσε το κείμενο που είχε προτείνει ο Άσαντ και το συνέκρινε με τη μεγέθυνση στον τοίχο, ο Καρλ διαπίστωσε ότ κάποιες αμυδρές, αλλά πιθανές ενδείξεις, οι οποίες έως τότε είχαν περάσει απαρατήρητες, έμοιαζαν τώρα να αποκαλύπτονται από μόνες τους. Για την ακρίβεια, η εκδοχή του Άσαντ για τις δύο πρώτες αράδες έμοιαζε κάτι παραπάνω από πιθανή. «Λοιπόν, σωστό μού φαίνεται», είπε κι ύστερα έστειλε τον Άσαντ να ψάξει ξανά μήπως είχε αναφερθεί κάποιο έγκλημα που θα μπορούσε να έχει έστω κάποια τραβηγμένη σχέση με μια υπόθεση απαγωγής στη Λαουτρούπβαν, στο Μπέλερουπ, το 1996. Το πιθανότερο ήταν πως ο Άσαντ κάτι θα είχε να αναφέρει, μέχρι να επιστρέψει ο Καρλ από το Ρεδόβρε.
Ο Άντονσεν καθόταν στο στενάχωρο γραφείο του. Ο χώρος έζεχνε καπνό πίπας και πούρων, αν και απαγορευόταν το κάπνισμα. Κανείς ποτέ δεν τον είχε πετύχει να καπνίζει, ωστόσο ήταν βέβαιο πως το έκανε. Φήμες ήθελαν να παραμένει στο γραφείο μέχρι να φύγουν όλοι οι συνάδελφοι, μόνο και μόνο για να καπνίσει με την ησυχία του. Είχαν περάσει χρόνια από τότε που η γυναίκα του δήλωσε ότ εκείνος είχε κόψει το κάπνισμα οριστικά. Προφανώς, δεν είχε ιδέα. «Ορίστε η αναφορά για την εταιρεία στο ταμχουσντέλεν», είπε ο Άντονσεν, δίνοντάς του έναν πλαστικό φάκελο. «Όπως λέει και στην πρώτη σελίδα, πρόκειται για μια εταιρεία εισαγωγών-εξαγωγών, που ο συνεταίροι της δραστηριοποιούνταν στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Επομένως, πιθανότατα βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια δύσκολη μεταβατική περίοδο όταν ξέσπασε ο πόλεμος στα Βαλκάνια και η χώρα διαλύθηκε. »Πλέον, η Αμούνδσεν & Μούγιαγκιτς ΑΕ τα πηγαίνει μια χαρά, όμως την εποχή του εμπρησμού είχε πιάσει πάτο οικονομικά. Τότε δεν είχαμε κανένα λόγο να υποπτευθούμε ότι η εταιρεία δεν ήταν καθαρή, και βασικά αυτή θα εξακολουθούσε να είναι η άποψή μας μέχρι σήμερα. Όμως, αν έχεις κάτι να προσθέσεις στο θέμα αυτό, ευχαρίστως να σε ακούσουμε». «Αμούνδσεν και Μούγιαγκιτς. Το Μούγιαγκιτς είνα γιουγκοσλαβικό όνομα, σωστά;» υπέθεσε ο Καρλ. «Γιουγκοσλαβικό, κροατικό, σερβικό. Όλα ίδια είναι, αν θες τη γνώμη μου. Πάντως, δε νομίζω να έχει απομείνε
κανένας Αμούνδσεν ή Μούγιαγκιτς στην εταιρεία. Μπορείς α το ψάξεις, αν θες». Ο Καρλ βάλθηκε να γέρνει μπρος πίσω στην καρέκλα του, παρατηρώντας τον άντρα απέναντί του. Ο Άντονσεν ήταν εντάξει αστυνομικός. Λίγα χρόνια μεγαλύτερος από τον Καρλ, πάντοτε προηγούνταν στην ιεραρχία, πάντως είχαν μοιραστεί πολλά καλαμπούρια κα επαγγελματικές κόντρες, κι όλα αυτά αποδείκνυαν πως ήταν φτιαγμένοι από το ίδιο καλούπι. Αλίμονο σε όσους επιχειρούσαν να κομπάσουν εις βάρος τους. Εκτός αυτού, ήταν και οι δύο απρόσβλητοι σε κάθε μορφή μπαρούφας, κολακείας και κουτσομπολιού των διαδρόμων. Αν υπήρχαν δύο άνθρωποι σε ολόκληρη την αστυνομική δύναμη, τουλάχιστον στην περιοχή πρωτευούσης, εντελώς ακατάλληλοι για οποιαδήποτε διπλωματική κίνηση, πολιτικάντικη συμφωνία ή αφαίμαξη δημόσιων πόρων προκειμένου να καλύψουν τους επαγγελματικούς τους στόχους, αυτοί ήταν ο Καρλ Μερκ κα ο Άντονσεν. Και ως εκ τούτου ο Άντονσεν δεν έφτασε ποτέ α γίνει αστυνομικός διευθυντής, ενώ ο Καρλ βολόδερνε στα πόγεια. Κανείς τους δεν έδινε δεκάρα για όλα αυτά. Τώρα, όμως, κάτι τριβέλιζε το μυαλό του Καρλ. Εκείνη η αναθεματισμένη φωτιά. Και τότε, όπως και τώρα, το γενικό πρόσταγμα το είχε ο Άντονσεν. «Αυτό που υποψιάζομαι», είπε ο Καρλ, «είναι ότι το κλειδ προκειμένου να ξεδιαλύνουμε τους πρόσφατους εμπρησμούς στην Κοπεγχάγη κρύβεται στην υπόθεση που είχες αναλάβε στο Ρεδόβρε. Στα χαλάσματα εντοπίστηκε ένα πτώμα, και το
οστό του μικρού δαχτύλου έδειχνε πως το θύμα φορούσε δαχτυλίδι για πολλά χρόνια. Το ίδιο ακριβώς στοιχείο έχουμε και στα θύματα των πρόσφατων εμπρησμών. Οπότε πρέπει να μάθω –και σε αυτό θέλω να είσαι ειλικρινής μαζί μου, Άντονσεν– αν θεωρείς πως ο χειρισμός αυτής της υπόθεσης πήρξε σωστός. Σε ρωτάω στα ίσια, μπορείς να μου δώσεις όποια απάντηση θέλεις, και δε θα το συζητήσουμε άλλο. μως πρέπει να ξέρω, δεδομένου του τρόπου που συντόνισες την έρευνα τότε και των συναδέλφων που είχες στη δουλειά. Μήπως είχες κάποια προσωπική σχέση με την εταιρεία; Υπάρχει κάτι, οτιδήποτε, σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή, που α σε συνδέει με την Αμούνδσεν & Μούγιαγκιτς ΑΕ;» «Με κατηγορείς ότι ενήργησα παράτυπα, Καρλ Μερκ;» Τα μάτια του Άντονσεν μισόκλεισαν και όλη η προηγούμενη ευθυμία του εξανεμίστηκε. «Κάθε άλλο. Απλώς δεν μπορώ να καταλάβω πώς δεν κατάφεραν οι δικοί σου να εξακριβώσουν με απόλυτη βεβαιότητα την αιτία της φωτιάς και την ταυτότητα του πτώματος που βρέθηκε στα χαλάσματα». «Με άλλα λόγια, με κατηγορείς ότι παρεμπόδισα την έρευνα της οποίας ήμουν επικεφαλής, σωστά;» Ο Καρλ κοίταξε τον Άντονσεν κατάματα. «Αφού το θέτεις έτσι, μάλλον αυτό κάνω. Έχω δίκιο; Γιατί, αν έχω δίκιο, σημαίνει πως έχω κάπου να πιαστώ». Ο Άντονσεν έδωσε μια μπίρα στον Καρλ, την οποία εκείνος κράτησε στο χέρι του μέχρι να τελειώσουν την κουβέντα τους. Ο Άντονσεν κατέβασε μια γερή γουλιά από τη δικιά του.
Η γριά αλεπού σκούπισε το στόμα και πήρε συλλογισμένη έκφραση. «Δε μας ανησύχησε η υπόθεση, Καρλ, για να πούμε την αλήθεια. Μια στέγη έπιασε φωτιά κι ένας κακομοίρης άστεγος την πάτησε, έτσι το είδαμε. Και για να είμα ειλικρινής, την άφησα να περάσει στο ντούκου. Όχι έτσι όπως το εννοείς εσύ, όμως». «Τότε, γιατί;» «Επειδή, εκείνο τον καιρό, η Λόλα πηδιόταν με έναν τύπο στο τμήμα, κι εγώ για να τα βγάλω πέρα το είχα ρίξει στο ποτό». «Η Λόλα;» «Θες πίστεψέ το, θες όχι. Όμως άκουσέ με, Καρλ. Καταφέραμε και το ξεπεράσαμε. Όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν, όλα είναι μια χαρά τώρα. Πάντως, θα δεχτώ ότ έπρεπε να είχα ασχοληθεί περισσότερο με τη συγκεκριμένη πόθεση». «Εντάξει, Άντον. Αυτό μου αρκεί. Δε χρειάζεται να πούμε κάτι περισσότερο». Ο Καρλ σηκώθηκε κι έριξε μια ματιά στην πίπα του Άντονσεν, η οποία ήταν ακουμπισμένη στο πλάι, σαν σκαρ αυαγισμένο στην έρημο. Σε λίγο θα άνοιγε και πάλι πανιά. Κι ας ήταν εν ώρα υπηρεσίας. «Α, μισό λεπτό», είπε ο Άντονσεν, τη στιγμή που ο Καρλ πήγε να βγει από το γραφείο. «Κάτι τελευταίο. Θυμάσα πέρυσι το καλοκαίρι εκείνο το φόνο που είχαμε σε μία από τις πολυκατοικίες εδώ, στο Ρεδόβρε; Είχα πει τότε πως αν όλο εσείς στα Κεντρικά δε φερόσασταν εντάξει στον δικό μου, τον Σαμίρ Γαζί, θα είχατε να κάνετε μαζί μου. Τώρα μαθαίνω πως
ο Σαμίρ υπέβαλε αίτηση να επιστρέψει σ’ εμάς». Έπιασε την πίπα του και άρχισε να τη χαϊδεύει. «Τι συμβαίνει; Έχεις ιδέα; Σ’ εμένα δε λέει κουβέντα, όμως ο Γιάκομπσεν ήταν πολύ ευχαριστημένος μαζί του, απ’ ό,τι ξέρω». «Υπηρετούσε ως αρχιφύλακας εδώ, σωστά; Λυπάμαι, δεν έχω ιδέα. Ζήτημα να τον έχω δει μια δυο φορές». «Τι να πω, αυτό που μαθαίνω είναι πως ούτε τα παιδιά στο Ανθρωποκτονιών καταλαβαίνουν τι γίνεται. Πάντως, ακούγεται πως έχει να κάνει με κάποιον από τους δικούς σου». Ο Καρλ προσπάθησε να βρει μια απάντηση. Τι σχέση θα μπορούσε να έχει η ιστορία αυτή με τον Άσαντ; Από την άλλη, ο βοηθός του φρόντιζε να μένει σε απόσταση από τον Σαμίρ από την πρώτη μέρα. Τι λόγο είχε να κάνει κάτι τέτοιο; Τώρα, ήταν η σειρά του Καρλ να πάρει συλλογισμένη έκφραση. «Λυπάμαι, θα κοιτάξω μήπως μάθω κάτι, αλλά αυτή τη στιγμή δεν έχω τίποτα να σου πω. Μήπως έλειψε στον Σαμίρ ο παλιός προϊστάμενός του;» Έκλεισε το μάτι στον Άντονσεν. «Δώσε τα χαιρετίσματά μου στη Λόλα, εντάξει;» Βρήκε την Ίρσα ακριβώς εκεί όπου την είχε αφήσει, στη μέση του διαδρόμου, μπροστά στην πελώρια μεγέθυνση που είχε φτιάξει η Ρόζε του μηνύματος στο μπουκάλι. Το πρόσωπό της ήταν σκεπτικό και στεκόταν με το ένα πόδι μαζεμένο κάτω από τη φούστα της, σαν φλαμίνγκο, λες κα διαλογιζόταν. Εκτός από τα ρούχα, ήταν ολόιδια με τη Ρόζε. Αυτό ήταν αρκετό για να ταράξει ακόμα και έναν άνετο τύπο.
«Τι έγινε με τις ετήσιες εκθέσεις από την Ελεγκτική Αρχή που σου ζήτησα;» ρώτησε ο Καρλ. Εκείνη στράφηκε και τον κοίταξε για μια στιγμή, αφηρημένα, χτυπώντας ελαφρά το μέτωπό της με ένα μολύβι. Δεν ήταν καθόλου βέβαιο ότι είχε αντιληφθεί έστω την παρουσία του. Ο Καρλ γέμισε τα πνευμόνια του με αέρα και εξαπέλυσε την ερώτηση στο πρόσωπό της για δεύτερη φορά. Η αλλόκοτη γυναίκα τινάχτηκε ελαφρά, κι αυτή ήταν η μόνη αισθητή της αντίδραση. Πάνω που εκείνος ετοιμαζόταν να κάνει μεταβολή και να φύγει, κουνώντας το κεφάλι σε πλήρη σύγχυση, καθώς δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει με αυτές τις δύο ιδιόμορφες αδερφές, η Ίρσα άρχισε να μιλάει σιγανά, αλλά τόσο καθαρά, ώστε μπόρεσε να ακούσει την κάθε της λέξη. «Είμαι καλή στο σκραμπλ, τα σταυρόλεξα, τα τεστ ευφυΐας και τους γρίφους, κι επίσης δεν τα πάω άσχημα αν χρειάζετα α γράψω στίχους και καμιά φορά κανένα τραγουδάκι για βαφτίσια, γενέθλια και επετείους γάμων. Όμως εδώ δεν μπορώ να βγάλω άκρη». Στράφηκε και κοίταξε τον Καρλ. «Θα σε πείραζε πολύ αν με άφηνες ήσυχη για λίγο, ώστε να μπορέσω να σκεφτώ τι γίνεται με αυτό το τρομερό μήνυμα;» Αν θα τον πείραζε; Εκείνη βρισκόταν στην ίδια θέση όση ώρα του είχε πάρει να πάει μέχρι το Ρεδόβρε και να επιστρέψει, και τώρα του ζητούσε να την αφήσει ήσυχη; Χίλιες φορές καλύτερα να φόρτωνε τα συμπράγκαλά της σ’ εκείνο το εξάμβλωμα που είχε για καροτσάκι και να πάρει τις καρό φούστες, τις γκάιντες και όλη τη σαβούρα που είχε
κουβαλήσει και να γυρίσει στο Βανλούζε, ή απ’ όπου αλλού είχε έρθει. «Άκου, Ίρσα», της είπε, βάζοντας τα δυνατά του να μιλήσει ευγενικά. «Είτε θα μου παραδώσεις αυτές τις εκθέσεις μέσα στα επόμενα είκοσι εφτά λεπτά, μαζί με σημειώσεις για τη διευκόλυνσή μου, είτε θα με αναγκάσεις να ζητήσω από τη Λις στον τρίτο να ετοιμάσει μια επιταγή επιτόπου, με την αμοιβή για τις τέσσερις ώρες της ολότελα περιττής παρουσίας σου εδώ. Σε αυτή την περίπτωση, καλό θα ήταν α μην υπολογίζεις σε σύνταξη. Έγινα σαφής;» «Ποπό, τι χείμαρρος μπαρούφας ήταν αυτός, με το συμπάθιο κιόλας». Του χαμογέλασε πλατιά. «Παρεμπιπτόντως, σου είπα πόσο πολύ σου ταιριάζει αυτό το πουκάμισο; Ο Μπραντ Πιτ έχει ένα ολόιδιο». Ο Καρλ έριξε μια ματιά στο καρό τερατούργημα που είχε ψωνίσει από ένα σούπερ μάρκετ. Εντελώς ξαφνικά, αισθάνθηκε αλλόκοτα παρείσακτος σ’ εκείνο το υπόγειο. Αποσύρθηκε στο γραφείο –τρόπος του λέγειν– του Άσαντ, όπου βρήκε το βοηθό του με τα πόδια ακουμπισμένα στο πρώτο συρτάρι και το τηλέφωνο κολλημένο πάνω στο κατάμαυρο γένι που κάλυπτε το πρόσωπό του. Μπροστά του είχε αραδιασμένα δέκα στιλό, τα οποία, κατά πάσα πιθανότητα, έλειπαν από το γραφείο του Καρλ, και από κάτω τους ένα σωρό χαρτιά, γεμάτα με προχειρογραμμένα ονόματα και αριθμούς, ανάμεσα σε αραβικά σκαριφήματα. Μιλούσε αργά, με εντυπωσιακή σαφήνεια. Ολόκληρο το είναι του ανέδιδε κύρος και σιγουριά, ενώ στο χέρι του κρατούσε ένα λιλιπούτειο φλιτζάνι με αρωματικό καφέ. Αν δεν ήξερε ο
Καρλ πού βρισκόταν, θα νόμιζε ότι είχε μεταφερθεί σε κάποιο ταξιδιωτικό γραφείο στην Άγκυρα και είχε πετύχει τον πράκτορα την ώρα που ναύλωνε ένα τζάμπο για τριάντα πέντε σεΐχηδες. Ο Άσαντ στράφηκε προς το μέρος του και του χαμογέλασε σφιγμένα. Προφανώς, ήθελε κι αυτός να τον αφήσει ο Καρλ στην ησυχία του. Λες και είχε ξεσπάσει επιδημία. Η καλύτερη κίνηση υπό αυτές τις συνθήκες ήταν πιθανώς ένας αναζωογονητικός υπνάκος στην καρέκλα του γραφείου του. Θα μπορούσε να προβάλει στο εσωτερικό των βλεφάρων του μια ταινία με θέμα τη φωτιά στο Ρεδόβρε και να ευχηθε πως η υπόθεση θα είχε λυθεί, ως διά μαγείας, από μόνη της μέχρι να ανοίξει ξανά τα μάτια του. Μόλις που είχε βολευτεί, με τα πόδια ανεβασμένα στο γραφείο, όταν αυτό το δελεαστικό και αναζωογονητικό σχέδιο διακόπηκε από τον ήχο της φωνής του Λάουρσεν. «Έχει απομείνει τίποτε από το μπουκάλι, Καρλ;» ρώτησε. Ο Καρλ ανοιγόκλεισε τα μάτια σαστισμένος. «Το μπουκάλι; Ποιο μπουκάλι;» Η λερωμένη από φαγητά ποδιά του Λάουρσεν άρχισε σταδιακά να παίρνει μορφή μπροστά του, οπότε ο Καρλ κατέβασε τα πόδια του στο δάπεδο. «Α, αι, το μπουκάλι. Να σου πω, υπάρχουν γύρω στις τρεισήμισ χιλιάδες κομματάκια, καθένα στο μέγεθος κεφαλιού καρφίτσας, σε μια πλαστική θήκη στο ντουλάπι εκεί πέρα, αν αυτό εννοείς». Πήγε και βρήκε τη θήκη, την οποία κα σήκωσε μπροστά στο πρόσωπο του Λάουρσεν. «Σου κάνουν
αυτά;» Ο Λάουρσεν έγνεψε καταφατικά κι έδειξε ένα θραύσμα αρκετά μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα, στον πάτο της θήκης. «Μόλις μίλησα με τον Ντάγκλας Γκίλιαμ, τον τεχνικό της Σήμανσης στη Σκοτία. Με συμβούλεψε να πάρω το μεγαλύτερο κομμάτι που απομένει από το μπουκάλι και να το στείλω για ανάλυση DNA του αίματος που έχει πάνω του. Αυτό εδώ πρέπει να είναι το μεγαλύτερο. Ναι, αφού φαίνετα ακόμα και το αίμα». Ο Καρλ ετοιμαζόταν να ρωτήσει αν θα μπορούσε να δανειστεί το μεγεθυντικό φακό του Λάουρσεν, όμως διαπίστωσε ότι μπορούσε να δει και χωρίς αυτόν. Μετά βίας διακρινόταν αίμα στο γυαλί, και το ελάχιστο που υπήρχε εκε έδειχνε χάλια. «Καλά, δεν το έκαναν αυτοί;» «Όχι, μου είπε πως πήραν δείγματα μόνο από το χαρτί. Πάντως, λέει πως δεν περιμένει ότι θα βρούμε κάτι». «Γιατί όχι;» «Επειδή η ποσότητα είναι ελάχιστη και επειδή, κατά πάσα πιθανότητα, είναι πολύ παλιό. Επιπλέον, το περιβάλλον μέσα στο μπουκάλι και όλο εκείνο το διάστημα που έμεινε στη θάλασσα λογικά θα κατέστρεψαν το γενετικό υλικό. Ζέστη και κρύο, κι έπειτα μπορεί να πέρασε μέσα και λίγο θαλασσινό ερό. Οι εναλλαγές του φωτός... Όλα αυτά οδηγούν στη σκέψη ότι DNA δε θα βρεθεί». «Το DNA αλλάζει καθώς εξαλείφεται;» «Όχι, δεν αλλάζει. Απλώς αλλοιώνεται. Αλλά με όλους τους αρνητικούς παράγοντες που έχουμε εδώ, αυτό ίσως να
μην έχει καμία σημασία στη συγκεκριμένη περίπτωση». Ο Καρλ παρατήρησε τα ελάχιστα ίχνη αίματος πάνω στο γυαλί. «Τι γίνεται, όμως, αν καταφέρουν να βγάλουν αποτέλεσμα;greekleech.info Σε τι θα μας βοηθούσε; Δεν μπορούμε να ταυτοποιήσουμε το πτώμα, αφού πτώμα δεν πάρχει. Ούτε να το συγκρίνουμε με το γενετικό υλικό συγγενών, γιατί δεν ξέρουμε ποιοι είναι. Δεν ξέρουμε καν ποιος έγραψε το μήνυμα, οπότε δεν μπορώ να φανταστώ σε τ θα χρησίμευε, ειλικρινά». «Αν σταθούμε τυχεροί, θα μπορέσουμε να προσδιορίσουμε το χρώμα της επιδερμίδας, των ματιών κα των μαλλιών. Αξίζει μια προσπάθεια, τι λες κι εσύ;» Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Ο Λάουρσεν είχε δίκιο, αυτό ήταν το μόνο βέβαιο. Οι τεχνικοί του Τμήματος Γενετικής του Ιατροδικαστικού Τομέα ήταν καταπληκτικοί, όπως γνώριζε πολύ καλά. Είχε παρακολουθήσει κάποτε μια διάλεξη που είχε δώσει ο υποδιευθυντής του τμήματος. Αν υπήρχε κάποιος που θα μπορούσε να προσδιορίσει αν το θύμα ήταν κουτσό, ψεύδιζε ή ήταν κανένας κοκκινομάλλης Γροιλανδός από τη Θούλη, τότε αυτός ο κάποιος δούλευε σ’ εκείνο το τμήμα. «Ας το προσπαθήσουμε», είπε ο Καρλ. Κι ύστερα χτύπησε φιλικά τον Λάουρσεν στην πλάτη. «Θα ανέβω σε λίγο πάνω, α απολαύσω ένα φιλέτο». Ο Λάουρσεν χαμογέλασε. «Αν θες να το απολαύσεις, θα πρέπει να το φέρεις απέξω».
[1] Άνθρωπος του Γκραουμπέλε είναι η ονομασία που δόθηκε σε μουμιοποιημένο πτώμα το οποίο εντοπίστηκε σε βάλτο κοντά στο ομώνυμο χωριό της Γιουτλάνδης, στη Δανία, το 1952, και χρονολογήθηκε στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. (Σ.τ.Μ.)
12 ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΗΤΑΝ ΛΙΖΑ, όμως συστηνόταν ως Ράκιλ. Είχε ζήσει εφτά χρόνια με έναν άντρα που δεν κατάφερε να την αφήσει έγκυο. Εβδομάδες και μήνες χωρίς συμπτώματα εγκυμοσύνης, σε λασποκαλύβες, αρχικά στη Ζιμπάμπουε, έπειτα στη Λιβερία. Σχολικές αίθουσες κατακλυσμένες από αλαβάστρινα χαμόγελα, που φώτιζαν σκουρόχρωμα πρόσωπα παιδιών, αλλά επίσης ατέλειωτες ώρες διαπραγματεύσεων με τους τοπικούς εκπροσώπους του Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος της Λιβερίας και, τελικά, με τους αντάρτες του Τσαρλς Τέιλορ. Οι προσευχές για ειρήνη δε βοηθούσαν. Δεν ήταν ένα από εκείνα τα μέρη για τα οποία θα μπορούσε να έχει προετοιμαστεί μια νεαρή δασκάλα, έχοντας μόλις αποφοιτήσει από το Διεθνές Παιδαγωγικό Κολέγιο. Υπήρχαν πάρα πολλές παγίδες και κακές προθέσεις, όμως έτσι ήταν η Αφρική. Όταν τη βίασαν στρατιώτες μιας περαστικής ομάδας του Εθνικού Πατριωτικού Μετώπου της Λιβερίας, ο φίλος της δεν προσπάθησε να παρέμβει. Η παθητικότητά του την ανάγκασε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της. Και για το λόγο αυτό, η σχέση τους έληξε. Το ίδιο βράδυ ακούμπησε τα μελανιασμένα γόνατά της στη βεράντα κι έπλεξε τα ματωμένα δάχτυλά της, και για πρώτη φορά στην άθεη ζωή της αισθάνθηκε αληθινά την
παρξη της βασιλείας των ουρανών. «Συγχώρεσέ με και κάνε να μην υπάρξουν αντίποινα», προσευχήθηκε κάτω από το μαύρο, νυχτερινό ουρανό. «Κάνε α μην υπάρξουν αντίποινα και βοήθησέ με να βρω μια καινούρια ζωή. Μια ειρηνική ζωή, στο πλευρό ενός καλού άντρα, με πολλά παιδιά. Σε παρακαλώ, Θεέ μου, Σε ικετεύω». Το επόμενο πρωί, αιμορραγούσε. Μάζεψε τα πράγματά της σε μια βαλίτσα και ήξερε πως ο Θεός είχε εισακούσει την προσευχή της. Οι αμαρτίες της είχαν συγχωρεθεί. Οι σωτήρες της εμφανίστηκαν από μια μικρή, πρόσφατα συγκροτημένη θρησκευτική κοινότητα, με έδρα την πόλη τανανέ, στη γειτονική Ακτή του Ελεφαντοστού. Τους συνάντησε ξαφνικά –καλοκάγαθα πρόσωπα– στον αυτοκινητόδρομο Α701, και της πρόσφεραν καταφύγιο έπειτα από δύο εβδομάδες που ακολουθούσε τους πρόσφυγες, ο οποίοι κινούνταν κατά μήκος του αυτοκινητοδρόμου με προορισμό τα σύνορα, κι ακόμα παραπέρα. Αυτοί ήταν άνθρωποι που είχαν αντιμετωπίσει μεγάλες ταλαιπωρίες κα γνώριζαν ότι οι πληγές χρειάζονται χρόνο για να γιατρευτούν. Από εκείνη τη στιγμή, μια καινούρια ζωή ανοίχτηκε μπροστά της. Ο Θεός είχε εισακούσει την προσευχή της και της είχε φανερώσει το δρόμο. Ένα χρόνο αργότερα, επέστρεψε στη Δανία. Απαλλαγμένη από το διάβολο και όλα του τα έργα, έτοιμη να βρει τον άντρα που θα τη γονιμοποιούσε. Το όνομά του ήταν Γενς, κι αργότερα θα ονομαζόταν Γιόσουα. Το κορμί της ήταν ακαταμάχητος πειρασμός για έναν άντρα που είχε ζήσει ολομόναχος στο αγρόκτημα το
οποίο είχε κληρονομήσει από τους γονείς του και από το οποίο διαχειριζόταν την οικογενειακή επιχείρηση, οικιάζοντας αγροτικά μηχανήματα και εξοπλισμό. Ο Γενς ανακάλυψε το δρόμο του Θεού στην έκσταση ανάμεσα στους μηρούς της. Σύντομα, η εκκλησία στα όρια του Βίμπορ εμπλουτίστηκε με δύο νέα μέλη, και δέκα μήνες αργότερα εκείνη έφερε στον κόσμο το πρώτο τους παιδί. Από τότε, η Μητέρα του Θεού τής πρόσφερε μια καινούρια ζωή και της χάρισε το μέγα έλεός της. Ο Γιόζεφ, δεκαοχτώ χρόνων, ο Σάμουιλ, δεκάξι, η Μίριαμ, δεκατεσσάρων, η Μαγκνταλένα, δώδεκα, και η Σάρα, δέκα, ήταν οι καρποί της κοιλίας της. Ακριβώς είκοσι τρεις μήνες διαφορά είχαν μεταξύ τους. Η Μητέρα του Θεού φρόντιζε τους πιστούς της. Είχε δει τον νεοφερμένο αρκετές φορές στη Μητέρα Εκκλησία, κι εκείνος παρατηρούσε την ίδια και τα παιδιά της με τόση καλοσύνη, καθώς παραδίνονταν ολόψυχα στις δοξολογίες τους. Μονάχα ευλογημένα λόγια είχαν βγει από τα χείλη του. Έδειχνε τίμιος και ευγενικός, έμοιαζε να διαθέτε βάθος ψυχής και χαρακτήρα. Ήταν ένας αρκετά γοητευτικός άντρας, ο οποίος, το δίχως άλλο, θα προσέλκυε μια εξαιρετική νέα γυναίκα στην Εκκλησία. Αυτά ήταν ευοίωνα σημάδια, όλοι συμφωνούσαν. Ο Γιόσουα τον χαρακτήρισε άξιο. Όταν ήρθε στη συνάθροισή τους για τέταρτη φορά, εκείνη αισθάνθηκε πως είχε έρθει οριστικά. Του πρόσφεραν ένα
δωμάτιο στο αγρόκτημα, όμως αυτός αρνήθηκε ευγενικά, εξηγώντας ότι έμενε ήδη κάπου αλλού και αναζητούσε σπίτ προκειμένου να εγκατασταθεί μόνιμα. Πάντως, θα παρέμενε στην περιοχή για μερικές μέρες και θα ήταν χαρά του αν του δινόταν η ευκαιρία να τους επισκεφτεί, εφόσον τον έφερνε ο δρόμος του από εκεί. Μάλιστα... Ο νεοφερμένος έψαχνε να βρει σπίτι, κι αυτό είχε γίνει θέμα πολλών συζητήσεων στην Εκκλησία, ιδίως μεταξύ των γυναικών. Τα χέρια του ήταν δυνατά, διέθετε κα φορτηγάκι, οπότε θα απέβαινε χρήσιμος στους αδερφούς του. Φαινόταν να τα έχει καταφέρει καλά στη ζωή, κι επιπλέον ήταν ευγενής και καλοντυμένος. Ένας μελλοντικός πάστορας, ενδεχομένως. Ή ιεραπόστολος. Επομένως, έπρεπε να προσπαθήσουν ιδιαίτερα ώστε να αισθανθεί καλοδεχούμενος. Πέρασε μόλις μία μέρα μέχρι να σταθεί στο κατώφλι τους. Δυστυχώς, ήταν ακατάλληλη η στιγμή. Πλησίαζε η περίοδός της και δεν αισθανόταν καλά, το κεφάλι της πονούσε. Το μόνο που ήθελε εκείνη την ώρα ήταν να κλειστούν τα παιδιά στα δωμάτιά τους και να ασχοληθεί ο Γιόσουα με τις δουλειές του. Όμως ο Γιόσουα άνοιξε την πόρτα και συνόδευσε τον άντρα στο δρύινο τραπέζι της κουζίνας. «Ίσως είναι η μοναδική ευκαιρία που έχουμε», ψιθύρισε, εκλιπαρώντας τη να σηκωθεί από τον καναπέ. «Ένα τέταρτο, Ράκιλ, αυτό σου ζητάω μόνο. Ύστερα μπορείς να ξαπλώσεις ξανά».
Με τη σκέψη της στην Εκκλησία και το πόσο ευπρόσδεκτο θα ήταν το νέο αίμα, σηκώθηκε, πιέζοντας με την παλάμη την κοιλιά της, και πήγε στην κουζίνα, πεπεισμένη ότι η Μητέρα του Θεού είχε επιλέξει ειδικά τη συγκεκριμένη στιγμή για να τη δοκιμάσει. Να της δώσει να καταλάβει ότι οι πόνοι της δεν ήταν τίποτε άλλο παρά το άγγιγμα του Θεού. Ότι η ναυτία της, στην ουσία, δεν ήταν παρά η καυτή άμμος της ερήμου. ταν μια απόστολος της πίστης και καμία σωματική ταλαιπωρία δεν μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στο έργο της. Αυτό ήταν το νόημα. Κι έτσι, πήγε να τον χαιρετήσει, φορώντας ένα χαμόγελο στο ωχρό της πρόσωπο, και τον προσκάλεσε να καθίσει κα α δεχτεί τα δώρα του Κυρίου. Είχε περάσει από το Λέουριν και το Έλσμπορ, για να ρίξε μια ματιά σε κάποια αγροτόσπιτα, είπε ο άντρας, πίσω από τον αχνό που υψωνόταν από την κούπα με τον καφέ του, κα τη μεθεπομένη ή τη Δευτέρα θα πήγαινε μέχρι το Ράνστρουπ και το Ρέσεν, προκειμένου να κοιτάξει δύο ακόμα περιπτώσεις που ακούγονταν καλές. «Δοξασμένος ο Κύριος!» αναφώνησε ο Γιόσουα, ρίχνοντας ένα απολογητικό βλέμμα προς τη μεριά της. Δεν της άρεσε να επικαλείται ο άντρας της το όνομά Του επί ματαίω. «Στο Ρέσεν, είπες;» συνέχισε εκείνος. «Δε φαντάζομαι να εννοείς προς τη μεριά της Φυτείας Σγιέρουπ; Στα κτήματα του Τίοντορ Μπόντεσεν; Αν πράγματι τραβήξεις κατά εκεί, μπορώ να φροντίσω ώστε να πληρώσεις μια σωστή τιμή. Το μέρος είναι άδειο εδώ και οχτώ μήνες, το λιγότερο. Μπορε
και παραπάνω». Μια παράξενη έκφραση πέρασε φευγαλέα από το πρόσωπο του άντρα. Ο Γιόσουα, φυσικά, δεν την πρόσεξε. Εκείνη, όμως, την είδε. Ήταν εκτός τόπου. «Στο Σγιέρουπ;» επανέλαβε ο επισκέπτης, με το βλέμμα του να στρέφεται ολόγυρα στο δωμάτιο, ψάχνοντας κάπου να σταθεί. «Δεν είμαι σίγουρος. Πάντως, θα ξέρω να σας πω περισσότερα τη Δευτέρα, όταν θα έχω δει το μέρος». Χαμογελούσε τώρα. «Τα παιδιά πού έχουν πάει; Μελετούν τα μαθήματά τους, φαντάζομαι». Εκείνη έγνεψε καταφατικά. Για κάποιο λόγο, αυτός ο άντρας δεν έδειχνε διάθεση να ανοιχτεί. Μήπως τον είχε κρίνει λάθος; «Πού μένεις τώρα;» Ήθελε μια ξεκάθαρη απάντηση. «Έχεις βρει κάποιο μέρος στο Βίμπορ;» «Ναι, μένω στο σπίτι ενός πρώην συναδέλφου, στο κέντρο της πόλης. Πριν από μερικά χρόνια ήμαστε εμπορικο αντιπρόσωποι της ίδιας εταιρείας. Τώρα έχει πάρει σύνταξη, λόγω προβλημάτων υγείας». «Καταλαβαίνω. Καταβεβλημένος κι αυτός, όπως τόσο άνθρωποι στην εποχή μας;» ρώτησε εκείνη, τραβώντας την προσοχή του. Το βλέμμα του ήταν και πάλι καλοσυνάτο. Του πήρε λίγη ώρα, όμως ίσως ήταν κλειστός χαρακτήρας από φυσικού του. Αυτό δεν ήταν απαραιτήτως κακό. «Καταβεβλημένος; Όχι, αν και αυτό θα ήταν προτιμότερο. Ο Τσαρλς έχασε το χέρι του σε τροχαίο». Έδειξε το σημείο του ακρωτηριασμού με την κόψη της παλάμης του. Επώδυνες
αναμνήσεις. Ζύγισε την έκφραση του προσώπου της κ στερα χαμήλωσε το βλέμμα του. «Τραγικό, πάντως τα πηγαίνει καλά, παρότι είναι μόνος». Ξαφνικά, ανασήκωσε το κεφάλι. «Α, παραλίγο να το ξεχάσω! Μεθαύριο διοργανώνονται αγώνες καράτε στο Βίνερουπ. Έλεγα μήπως πρότεινα στον Σάμουιλ να έρθει μαζί μου, αν τον ενδιαφέρει. μήπως είναι πολύ νωρίς, λόγω του χτυπήματος στο γόνατο; Δε φαντάζομαι να έσπασε τίποτα όταν έπεσε από τα σκαλοπάτια;» Εκείνη χαμογέλασε κι έριξε μια ματιά στον άντρα της, στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού. Ακριβώς σε αυτό το ενδιαφέρον και την καλοσύνη είχε θεμελιωθεί η Εκκλησία τους. Πάρε το χέρι του γείτονά σου και χάιδεψέ το με αγάπη, έτσι έλεγε πάντοτε ο πάστοράς τους. «Όχι, δεν έσπασε τίποτα», απάντησε ο άντρας της. «Το γόνατό του είναι πρησμένο, όμως σε μερικές εβδομάδες θα είναι μια χαρά. Στο Βίνερουπ, είπες; Δεν ήξερα ότι είχαν προγραμματίσει κάτι εκεί». Χάιδεψε το πιγούνι του. Εκείνη κατάλαβε πως ο άντρας της θα διευθετούσε το θέμα αμέσως. «Θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε τον Σάμουιλ πώς του φαίνεται. Τι λες κι εσύ, Ράκιλ;» Η Ρακίλ έγνεψε καταφατικά. Εφόσον επέστρεφαν πριν την ώρα της ανάπαυσης, εκείνη δεν είχε καμία αντίρρηση. Μήπως να έπαιρνε όλα τα παιδιά, αν ήθελαν; Αμέσως το ύφος του άντρα έγινε απολογητικό. «Πολύ θα το ήθελα, εννοείται, όμως στην καμπίνα του βαν υπάρχει, δυστυχώς, χώρος μόνο για τρία άτομα, και ο νόμος δεν
επιτρέπει επιβάτες στην καρότσα. Ευχαρίστως να πάρω δύο παιδιά. Τα υπόλοιπα κάποια άλλη φορά, ίσως. Τι θα λέγατε για τη Μαγκνταλένα, θα της άρεσε να έρθει; Μου φαίνετα πολύ δυναμικό κορίτσι και πολύ αγαπημένη με τον Σάμουιλ». Εκείνη χαμογέλασε, το ίδιο και ο άντρας της. Εξαιρετική παρατήρηση και πολύ ευγενικό εκ μέρους του που το πρότεινε. Ήταν σαν να είχε δημιουργηθεί ήδη ένας πολύ ιδιαίτερος δεσμός ανάμεσά τους. Σαν να γνώριζε εκείνος πόσο πολύ αγαπούσε η Ράκιλ αυτά τα δύο παιδιά της. Τον Σάμουιλ και τη Μαγκνταλένα. Τα δύο παιδιά που της έμοιαζαν περισσότερο. «Τι να πω, βρίσκω πως είναι θαυμάσια ιδέα, τι νομίζεις κ εσύ, Γιόσουα;» «Βεβαίως!» συμφώνησε ο Γιόσουα. Από τη στιγμή που δε δημιουργούνταν δυσκολίες, ήταν καλόβολος άνθρωπος. Η Ράκιλ χάιδεψε ελαφρά το χέρι του επισκέπτη τους, που ήταν ακουμπισμένο πάνω στο τραπέζι. Και της φάνηκε απρόσμενα ψυχρό στην αφή. «Είμαι βέβαιη ότι ο Σάμουιλ και η Μαγκνταλένα θα ήθελαν πολύ να πάνε», είπε. «Τι ώρα να είναι έτοιμοι;» Ο άντρας σούφρωσε τα χείλη του και υπολόγισε τη διαδρομή. «Λοιπόν, το διαγωνιστικό μέρος ξεκινάει στις έντεκα, οπότε τι θα λέγατε αν περνούσα να πάρω τα παιδιά από εδώ στις δέκα;» Αφού έφυγε, η γαλήνη του Θεού απλώθηκε στο σπίτι. Είχε πιει τον καφέ τους και ύστερα είχε πάρει τις κούπες από το
τραπέζι και τις είχε ξεπλύνει στο νεροχύτη, σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Χαμογελαστός, τους είχε ευχαριστήσει για τη φιλοξενία τους. Φεύγοντας, είχε πει πόσο πολύ ανυπομονούσε να τους συναντήσει ξανά. Η κοιλιά της εξακολουθούσε να πονάει, όμως το αίσθημα αυτίας είχε περάσει. Η αγάπη για το συνάνθρωπο ήταν τόσο υπέροχο πράγμα. σως το σπουδαιότερο απ’ όλα τα δώρα του Θεού.
13 «ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ καθόλου καλό, Καρλ», είπε ο Άσαντ. Ο Καρλ δεν είχε ιδέα σε τι πράγμα αναφερόταν ο βοηθός του. Ένα δίλεπτο ρεπορτάζ στην τηλεόραση σχετικά με τα πακέτα ενίσχυσης πράσινων τεχνολογιών, της τάξης των τρισεκατομμυρίων κορονών, ήταν αρκετό για να τον στείλε στην αγκαλιά του Μορφέα. «Τι πράγμα δεν είναι καλό, Άσαντ;» άκουσε τον εαυτό του α ρωτάει μέσα στη ζάλη του ύπνου. «Έψαξα παντού και πλέον μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι δεν αναφέρθηκε κανένα περιστατικό απόπειρας απαγωγής, ουδέποτε, σ’ εκείνη την περιοχή. Τουλάχιστον όχ από τότε που υπάρχει δρόμος με το όνομα Λαουτρούπβαν στο Μπέλερουπ». Ο Καρλ έτριψε τα μάτια του. Όχι, δεν ήταν καθόλου καλό. Ο Άσαντ είχε δίκιο. Αν υποτεθεί ότι το μήνυμα στο μπουκάλ ήταν πραγματικό, δηλαδή. Ο Άσαντ στεκόταν μπροστά του με το σουγιά του σφηνωμένο σε μια πλαστική συσκευασία καλυμμένη με αραβικά ορνιθοσκαλίσματα και γεμάτη με κάποια μυστηριώδη τροφή. Χαμογέλασε με προσμονή, έβγαλε από μέσα μια μπουκιά και την έριξε στο στόμα του. Πάνω από το κεφάλι του, η πιστή μύγα βούιζε όλο ενδιαφέρον. Ο Καρλ ανασήκωσε το βλέμμα. Ίσως ήταν καιρός να
ενεργήσει πιο δραστικά για την εξόντωσή της, σκέφτηκε. Έστρεψε το κεφάλι του αργά αργά, αναζητώντας το κατάλληλο φονικό όπλο, που το εντόπισε σχεδόν αμέσως στο γραφείο, μπροστά του. Ένα ταλαιπωρημένο μπουκαλάκ που περιείχε διορθωτικό υγρό, φτιαγμένο από σκληρό πλαστικό, το οποίο δε θα άφηνε κανένα απολύτως περιθώριο επιβίωσης στη μύγα έτσι και την πετύχαινε. Το παν είναι το σημάδι, σκέφτηκε για μια στιγμή, προτού εξαπολύσει το μπουκαλάκι προς το αναθεματισμένο έντομο και διαπιστώσει ότι το καπάκι δεν ήταν καλά βιδωμένο. Ο τοίχος έγινε χάλια και ο Άσαντ στράφηκε να κοιτάξε απορημένος το λευκό υγρό που κυλούσε τώρα προς το δάπεδο. Η μύγα είχε γίνει άφαντη. «Είναι πολύ παράξενο», μουρμούρισε ο Άσαντ, με το στόμα γεμάτο ακόμα. «Από την αρχή νόμιζα πως η Λαουτρούπβαν ήταν περιοχή με σπίτια, όμως ύστερα είδα πως εκεί είναι μόνο γραφεία και επιχειρήσεις». «Και λοιπόν;» ρώτησε ο Καρλ, προσπαθώντας να καταλάβει τι του θύμιζε η μυρωδιά που ανέδιδε εκείνο το κατάπλασμα στο χρώμα της λάσπης μέσα στη πλαστική συσκευασία που κρατούσε ο Άσαντ. Βανίλια ήταν; «Ναι, γραφεία και επιχειρήσεις», συνέχισε ο Άσαντ. «Τ γύρευε εκεί το άτομο που ισχυρίζεται ότι έπεσε θύμα απαγωγής;» «Μήπως εργαζόταν εκεί;» πρότεινε μια πιθανή εξήγηση ο Καρλ. Το πρόσωπο του Άσαντ πήρε μια έκφραση η οποία θα
μπορούσε να περιγραφεί ως απόλυτος σκεπτικισμός. «Έλα τώρα, Καρλ. Θυμήσου το μήνυμα. Ο συντάκτης είχε τέτοιο θέμα με την ορθογραφία, που ούτε το όνομα του δρόμου δεν ήξερε να γράψει σωστά». «Ίσως να μην ήταν τα δανικά η μητρική του γλώσσα, Άσαντ. Εσύ δεν ξέρεις τέτοιες περιπτώσεις;» Ο Καρλ στράφηκε στον υπολογιστή του και πληκτρολόγησε το όνομα του δρόμου. «Ρίξε μια ματιά εδώ. Υπάρχουν ένα σωρό χώρο εργασίας, σχολεία και κολέγια σε αυτή την περιοχή. Οπότε σίγουρα θα κυκλοφορούν εκεί, στη διάρκεια της μέρας, πολλοί άνθρωποι που κατάγονται από διάφορες χώρες». δειξε μία από τις διευθύνσεις στην οθόνη. «Το Σχολείο Λαουτρούπγκορ, για παράδειγμα. Είναι σχολείο για παιδιά με κοινωνικές και συναισθηματικές δυσκολίες. Τελικά, δεν αποκλείεται να είναι ένα αρρωστημένο αστείο. Θα το δούμε, όταν καταφέρουμε να αποκρυπτογραφήσουμε και το πόλοιπο μήνυμα. Ίσως αποδειχτεί πως ήταν απλώς ένας διεστραμμένος τρόπος για να συκοφαντηθεί κάποιος κακόμοιρος δάσκαλος». «Αποκρυπτογραφήσεις εδώ, συκοφαντίες εκεί. Τι λέξεις κ αυτές, Καρλ! Όμως, τι γίνεται αν ήταν κάποιος που εργαζόταν σε μια εταιρεία εκεί; Υπάρχουν πολλές επιχειρήσεις». «Σύμφωνοι, όμως δε νομίζεις ότι η εταιρεία θα το είχε αναφέρει στην Αστυνομία αν κάποιος υπάλληλός της έπαυε α εμφανίζεται; Καταλαβαίνω πώς το λες, αλλά πρέπει να έχουμε κατά νου πως κανένα περιστατικό που θα μπορούσε α έχει την παραμικρή σχέση με αυτά που αναφέρει το μήνυμα δεν καταγγέλθηκε ποτέ. Μήπως υπάρχουν άλλο
δρόμοι με το ίδιο όνομα σε κάποιο άλλο μέρος της χώρας;» Ο Άσαντ κούνησε το κεφάλι. «Θες να πεις πως ίσως να μην ψάχνουμε τη σωστή απαγωγή;» «Κάτι τέτοιο, ναι». «Νομίζω πως κάνεις λάθος, Καρλ». «Άκουσέ με λίγο, Άσαντ. Αν επρόκειτο πράγματι για απαγωγή, πώς μπορούμε να αποκλείσουμε το ότι το θύμα δεν απελευθερώθηκε μετά την καταβολή των λύτρων; Δεν είναι απίθανο, τι λες κι εσύ; Οπότε μπορεί η όλη υπόθεση να ξεχάστηκε, κι αν έγιναν έτσι τα πράγματα, οι έρευνές μας δεν πρόκειται να οδηγήσουν πουθενά, σωστά; Ίσως ελάχιστα μόνο άτομα γνώριζαν γι’ αυτή». Ο Άσαντ έμεινε να τον κοιτάζει για λίγο. «Ναι, Καρλ. Αυτό είναι κάτι που δεν το γνωρίζουμε. Όμως δεν πρόκειτα α το εξακριβώσουμε ποτέ αν επιμείνεις πως δεν πρέπει να ασχοληθούμε με την υπόθεση». Έκανε μεταβολή και αποχώρησε χολωμένος, χωρίς να πε άλλη λέξη, αφήνοντας πίσω τη πλαστική συσκευασία και το σουγιά του, πάνω στο γραφείο του Καρλ. Καλά, το πρόβλημά του ποιο ήταν;greekleech.info Μήπως τον είχε πειράξει το σχόλιο για την ανορθογραφία και τους μετανάστες; Συνήθως δεν ήταν τόσο ευαίσθητος. Ή μήπως είχε απορροφηθεί τόσο πολύ από την υπόθεση αυτή, ώστε δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σε τίποτε άλλο; Ο Καρλ έγειρε το κεφάλι στο πλάι και άκουσε τις συνταιριαστές φωνές του Άσαντ και της Ίρσα στο διάδρομο. Γκρίνιες και παράπονα, δεν είχε αμφιβολία. Τότε θυμήθηκε την ερώτηση που του είχε κάνει ο
Άντονσεν και σηκώθηκε. «Θα μπορούσα να σας ενοχλήσω, πιτσουνάκια μου, για ένα λεπτό;» αστειεύτηκε καθώς πλησίαζε τους δύο συνεργάτες του, οι οποίοι είχαν πάρει πάλι θέση μπροστά στη μεγέθυνση του μηνύματος. Η Ίρσα στεκόταν εκεί αφότου του είχε παραδώσει τις ετήσιες εκθέσεις που της είχε ζητήσει. Τέσσερις με πέντε ώρες ήδη, και δεν είχε σημειώσει ούτε ένα θαυμαστικό, έτσι για δείγμα, στο σημειωματάριο που κειτόταν σαν σκουπίδι στο πάτωμα, μπροστά στα πόδια της. «Πιτσουνάκια! Καλό θα ήταν να βουτούσες τη γλώσσα στο μυαλό σου, προτού ανοίξεις το στόμα και ξεφουρνίσεις τέτοιες κουβέντες», σχολίασε η Ίρσα κι ύστερα στράφηκε ξανά προς τη γιγάντια φωτοτυπία στον τοίχο. «Κάθισε λίγο να σου πω, Άσαντ. Είναι ένας επιθεωρητής στο Ρεδόβρε που λέει πως παρέλαβε ένα αίτημα μετάθεσης από τον Σαμίρ Γαζί. Απ’ ό,τι φαίνεται, ο Σαμίρ θέλει να επιστρέψει εκεί. Μήπως ξέρεις κάτι σχετικά με αυτό το θέμα;» Ο Άσαντ κοίταξε τον Καρλ σαν να μην είχε ιδέα για ποιο πράγμα τού μιλούσε, όμως είχε μαγκωθεί σίγουρα. «Και γιατ α ξέρω εγώ κάτι;» «Αποφεύγεις τον Σαμίρ, έτσι δεν είναι; Ίσως να μην είστε οι καλύτεροι φίλοι. Σωστά τα λέω;» Τον είχε θίξει το σχόλιο αυτό, ή έτσι νόμισε ο Καρλ; «Δεν τον ξέρω τον άνθρωπο, Καρλ. Σχεδόν καθόλου. σως απλώς να θέλει να επιστρέψει στην παλιά του δουλειά». Το χαμόγελο που έκανε τώρα την εμφάνισή του στο πρόσωπο του Άσαντ ήταν μια ιδέα πιο πλατύ από το κανονικό. «Μήπως δεν αντέχει τους ρυθμούς εδώ και θέλε
κάτι πιο εύκολο;» «Αυτό να πω του Άντονσεν, λοιπόν;» Ο Άσαντ ανασήκωσε τους ώμους. «Κατάφερα να βρω κάποιες ακόμα λέξεις εδώ», ανακοίνωσε εκείνη τη στιγμή η Ίρσα. Έπιασε τη σκάλα και την έφερε στη θέση που ήθελε. «Θα χρησιμοποιήσω μολύβι, ώστε να μπορέσουμε να τις σβήσουμε μετά», είπε, έχοντας ανέβει στο προτελευταίο σκαλοπάτι. «Λοιπόν, τώρα έχουμε αυτή την εικόνα. Λάβετε πόψη ότι μια πρόταση κάνω, και δεν είμαι τελείως σίγουρη από τη λέξη έχει και μετά. Όμως η σειρά ταιριάζει και βγάζε όημα, οπότε γιατί όχι; Επίσης, αυτός που το έγραψε δε σκαμπάζει γρι από ορθογραφία, όμως σε κάποια σημεία αυτό βοηθάει, κατά κάποιον τρόπο». Ο Άσαντ και ο Καρλ κοιτάχτηκαν. Δεν της είχαν αναφέρε το θέμα της ορθογραφίας; «Για παράδειγμα, είμαι σχεδόν βέβαιη ότι το .π.λισ. είνα απίλισε, δηλαδή απείλησε». Παρατήρησε άλλη μία φορά το κείμενο που είχε συμπληρώσει. «Α, ναι, επίσης είμα απολύτως βέβαιη ότι το ...τηγ.κι είναι φορτηγάκι , αν και έχουν σβηστεί τα υπόλοιπα γράμματα. Τέλος πάντων, ρίξτε μια ματιά και πείτε μου τι νομίζετε». ΒΟΗΘΕΙΑ Στις 16 φλεβάρι 1996 μας απίγαγαν – Μας έπιασε στη στάσι του λεοφορίου στη Λαουτρόπβαν στο Μπέλερουπ – Ο άντρας είναι 18. ψηλός με κοντό μαλλί ...... ..... .... .... κι έχει μια ουλή στο δεξί .... – .δ.... ένα μπλε φορτηγάκι
– Μαμά και μπαμπάς τον ξέρουν – Φρ.ντ. .αι κ.τι από – Μας απίλισε ... μας ...νε .......... – Θα μας σκοτόσει – .όλισε ... .... ... ...σωπό ... ..ώτα .... .... αδερφού ... – Είχαμε σχεδόν 1 ώρα στο δρόμο ... .... ....... κοντά σε νερό – ..... .... ανεμ.γεν.....ς ... ..... – Μιρίζει άσχημα – ..... ....ορα – ... ....φό ... ... .... .ρίγ.β. – .. .. ... ..... . .... .. χρόνων Π... ....
«Λοιπόν, τι λέτε;» ρώτησε, αλλά χωρίς να στραφεί προς το μέρος τους. Ο Καρλ διάβασε το κείμενο μερικές φορές. Του φαινόταν αρκετά πειστικό, αυτό τουλάχιστον όφειλε να το αναγνωρίσει. Πολύ δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί φάρσα που στήθηκε για να πλήξει κάποιο δάσκαλο ή οποιονδήποτε άλλο είχε ενοχλήσει το συντάκτη του μηνύματος. Από την άλλη, παρότι έδειχνε αυθεντικό, εξακολουθούσε α είναι αβέβαιο το κατά πόσο είχαν να κάνουν με μια πραγματική κραυγή βοήθειας. Εφόσον, όμως, ήταν αληθινή η έκκληση αυτή, υπήρχαν κάποια σημεία της τα οποία προκαλούσαν ιδιαίτερη ανησυχία. Μαμά και μπαμπάς τον ξέρουν , έγραφε. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να το έβγαλε ο άλλος από το μυαλό του. Κα παρακάτω: Θα μας σκοτόσει. Ούτε ίσως ούτε μπορεί φαινόταν εκεί γύρω. «Επίσης, δεν ξέρουμε σε ποιο σημείο έχει αυτή την ουλή, πράγμα που μου τη δίνει κάπως», συνέχισε η Ίρσα, ενώ περνούσε τα δάχτυλα ανάμεσα στις χρυσαφένιες μπούκλες
της, προσθέτοντας: «Με το συμπάθιο, κιόλας» και συνέχισε: «Υπάρχουν ένα σωρό σημεία του σώματος με τέσσερα γράμματα. Πόδι, χέρι, ακόμα και χείλη, αν το έγραψε με δύο γιώτα, αφού έχουμε και το θέμα της ορθογραφίας. Συμφωνείτε ότι μπορούμε να υποθέσουμε πως αυτή η ουλή βρίσκεται σε κάποιο άκρο ή άλλο σημείο που προεξέχει;» «Αποκλείεται να εννοεί αφτί ή μάτι;» πρότεινε ο Καρλ. «Ακόμα και γόνυ, αν και είναι δύσκολο. Πέρα από αυτά, δεν μπορώ να σκεφτώ άλλα μέρη του σώματος. Ίσως, όμως, μπορούμε να αποκλείσουμε τα πόδια. Φαντάζομαι πως η ουλή βρίσκεται σε κάποιο ορατό σημείο». «Και ποια μέρη του σώματος είναι ορατά σε αυτή τη χώρα-ψυγείο, Φεβρουάριο μήνα;» θέλησε να μάθει ο Άσαντ. «Μπορεί να είχε βγάλει τα ρούχα του», είπε η Ίρσα, και το πρόσωπό της φωτίστηκε φευγαλέα. «Ίσως να ήταν ανώμαλος. Μπορεί γι’ αυτό να κατέφευγε στις απαγωγές». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Δυστυχώς, ήταν ένας παράγοντας ο οποίος δεν μπορούσε να αγνοηθεί. «Στο κρύο, μόνο το κεφάλι φαίνεται», είπε ο Άσαντ. Κοίταξε το αφτί του Καρλ. «Το αφτί μπορεί να διακρίνεται αν τα μαλλιά δεν είναι πολύ μακριά, οπότε η ουλή ίσως να είνα εκεί. Το μάτι, όμως; Μπορεί να υπάρχει ουλή πάνω στο μάτι;» Προφανώς έβαζε τα δυνατά του να φανταστεί την εικόνα. «Όχι, ουλή δεν μπορεί να υπάρχει», συμπέρανε. «Όχ πάνω στο μάτι. Είναι αδύνατο». «Ας το αφήσουμε το θέμα αυτό για την ώρα», είπε ο Καρλ. «Ελπίζω πως θα έχουμε μια καλύτερη εικόνα του δράστη μας αν και εφόσον καταφέρουν οι άνθρωποι στο
Τμήμα Γενετικής να αποσπάσουν ωφέλιμο DNA από το μπουκάλι. Αυτές οι διαδικασίες απαιτούν χρόνο, οπότε θα πρέπει να περιμένουμε. Κάποια πρόταση για το πώς να κινηθούμε, στο μεταξύ;» Η Ίρσα στράφηκε προς το μέρος τους. «Ναι, είναι ώρα για το μεσημεριανό διάλειμμα!» ανακοίνωσε. «Έχει κανείς όρεξη για τοστ; Έφερα μαζί την τοστιέρα μου». Όταν αρχίζει να κολλάει το κιβώτιο ταχυτήτων, είνα καιρός για αλλαγή λαδιών, και ο Τομέας Q δυσκολευόταν ήδη αρκετά να ανεβάσει ταχύτητα. Ώρα για ένα γενικό ρεκτιφιέ, σκέφτηκε ο Καρλ. «Θα μπορούσαμε να τους δώσουμε μια, να φύγουν όλα στον αέρα, κι όπως κάτσουν. Ίσως έτσι καταφέρουμε να βρούμε κάποια άκρη. Τι λέτε κι εσείς;» πρότεινε. Οι άλλοι δύο έγνεψαν καταφατικά. Ο Άσαντ κάπως διστακτικά, ίσως γιατί προσπαθούσε να ερμηνεύσε κυριολεκτικά εκείνη την περίεργη έκφραση. «Τέλεια. Ας αλλάξουμε δουλειές. Εσύ θα κοιτάξεις τους λογαριασμούς των εταιρειών, Άσαντ. Κι εσύ, Ίρσα, μπορείς α τηλεφωνήσεις στα κολέγια και τα άλλα ιδρύματα στην περιοχή της Λαουτρούπβαν». Ο Καρλ κούνησε το κεφάλι, ικανοποιημένος με τη σκέψη του. Φυσικά. Μια ευχάριστη γυναικεία φωνή όπως η δική της θα κινητοποιούσε τους ανθρώπους της γραμματείας σε χρόνο μηδέν. «Ζήτα από τους διοικητικούς υπαλλήλους εκεί πέρα να ρωτήσουν και να μάθουν αν κάποιος από τους μεγαλύτερους συναδέλφους τους θυμάται μαθητή ή εργαζόμενο που να
έπαψε να έρχεται ξαφνικά», την κατηύθυνε. «Επίσης, Ίρσα, βοήθησέ τους να θυμηθούν. Πες τους κάποια σημαντικά γεγονότα το 1996. Για παράδειγμα, εκείνο το διάστημα ανοικοδομήθηκε η ευρύτερη περιοχή». Σε αυτό το σημείο, ο Άσαντ μάλλον θεώρησε ότι είχε ακούσει αρκετά και σηκώθηκε άκεφα για να επιστρέψει στο γραφείο του. Ήταν φανερό πως αυτή η νέα κατανομή ρόλων δεν τον βόλευε. Όμως εδώ έκανε κουμάντο ο Καρλ, οπότε δεν μπορούσε παρά να ακολουθήσει τις οδηγίες του. Άλλωστε, η υπόθεση του εμπρησμού ήταν πιο χειροπιαστή, επομένως η όποια πρόοδος εκεί θα τους έδινε μεγαλύτερη ευελιξία απέναντι στους συναδέλφους τους στον Τομέα Α, κ αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσαν να παραγνωρίσουν. Ο Άσαντ δεν είχε άλλη επιλογή από το να το πάρε απόφαση και να ανασκουμπωθεί. Στο μεταξύ, τυχόν νέες σκέψεις σχετικά με το μήνυμα στο μπουκάλι θα ακολουθούσαν τους βασανιστικά αργούς ρυθμούς της Ίρσα. Ο Καρλ περίμενε να φύγει κι εκείνη από το γραφείο του, και ύστερα βρήκε τον αριθμό της Κλινικής Αντιμετώπισης Σπονδυλικών Τραυμάτων στο Χόρνμπεκ. «Θέλω να μιλήσω στον αρμόδιο γιατρό. Σε κανέναν άλλο», είπε στο ακουστικό, αν και γνώριζε πολύ καλά πως δεν είχε δικαίωμα να πιέζει τον οποιονδήποτε εκεί. Πέρασαν πέντε λεπτά πριν έρθει στο τηλέφωνο ο ειδικός. Δεν ακουγόταν ιδιαίτερα ευδιάθετος. «Ναι, γνωρίζω ποιος είστε», απάντησε κουρασμένα. «Να υποθέσω πως το τηλεφώνημά σας έχει κάποια σχέση με τον Χάρντ Χένινγκσεν;»
Ο Καρλ τον ενημέρωσε για τις τελευταίες εξελίξεις. «Μάλιστα», έκανε ο γιατρός. Μα πώς οι φωνές των γιατρών γίνονται όλο και πιο έρρινες όσο ανεβαίνουν στην κλίμακα της ιεραρχίας; «Δηλαδή, με ρωτάτε τι πιθανότητες πάρχουν να αποκαθίστανται ορισμένες νευρικές οδοί σε μια περίπτωση όπως του Χάρντι;» συνέχισε. «Το πρόβλημα είνα ότι ο κύριος Χένινγκσεν δε βρίσκεται πλέον υπό την καθημερινή μας παρακολούθηση, επομένως δεν μπορούμε α έχουμε εικόνα της εξέλιξής του, όπως θα θέλαμε. Θα θυμάστε, φαντάζομαι, ότι σας συμβουλεύσαμε κατ’ επανάληψη να μην απομακρύνετε τον ασθενή από την κλινική». «Έτσι και είχε καθίσει ο Χάρντι εκεί πέρα, μαζί σας, τώρα θα ήταν νεκρός. Αντίθετα, στο σπίτι μου, κατάφερε να βρε λίγη αισιοδοξία που του επιτρέπει να συνεχίσει να ζει. Θα έλεγα πως αυτό είναι θετική εξέλιξη, δε συμφωνείτε;» Έπεσε σιωπή στην άλλη άκρη της γραμμής. «Δε θα μπορούσε να έρθει κάποιος και να του ρίξει μια ματιά;» συνέχισε ο Καρλ. «Ίσως είναι η κατάλληλη στιγμή για μια επαναξιολόγηση της κατάστασής του από μηδενική βάση. Τόσο για εσάς όσο και για εκείνον». Η σιωπή συνεχίστηκε. Ύστερα: «Λέτε ότι πέτυχε κάποια κίνηση στον καρπό του; Εδώ είχαμε παρατηρήσει σπασμούς σε μια δυο αρθρώσεις των δαχτύλων. Ενδεχομένως να μπερδεύει αυτά τα δύο πράγματα. Ίσως να πρόκειται απλώς για κάποια αντανακλαστική κίνηση». «Δηλαδή, να συμπεράνω ότι μια σπονδυλική στήλη που πέστη τόσο βαριά βλάβη όσο του Χάρντι δεν πρόκειται ποτέ
α λειτουργήσει καλύτερα απ’ ό,τι τώρα;» «Επιθεωρητά, αυτό που συζητάμε εδώ δεν είναι αν πρόκειται να περπατήσει ξανά ο φίλος σας. Κάτι τέτοιο αποκλείεται. Ο Χάρντι Χένινγκσεν είναι παράλυτος από το λαιμό και κάτω και θα παραμείνει κλινήρης για το υπόλοιπο της ζωής του, επ’ αυτού δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία. Το αν θα ανακτήσει, όμως, κάποια αίσθηση σε ένα σημείο του χεριού του, αυτό είναι τελείως διαφορετικό ζήτημα. Δε ομίζω ότι πρέπει να αναμένουμε κάτι περισσότερο από μικρές συσπάσεις σαν κι αυτές που περιγράψατε, κ ενδεχομένως ούτε αυτές». «Δηλαδή, δε θα καταφέρει ποτέ να κινήσει το χέρι του;» «Δεν το νομίζω». «Με άλλα λόγια, δε σκοπεύετε να τον εξετάσετε στο σπίτι;» «Δεν είπα κάτι τέτοιο». Ακούστηκε ένα φυλλομέτρημα από την άλλη άκρη της γραμμής. Μάλλον ημερολογίου. «Έχετε κάποια συγκεκριμένη ημερομηνία υπόψη σας;» «Το συντομότερο δυνατό». «Αφήστε το πάνω μου. Θα δω τι μπορώ να κάνω». ταν πέρασε ο Καρλ από το γραφείο του Άσαντ αργότερα, το βρήκε άδειο. Μόνο ένα σημείωμα υπήρχε. Εδώ είναι τα στοιχεία, έγραφε. Από κάτω υπήρχε φαρδιά πλατιά μια επίσημη τζίφρα: ιλικρινά δικός σας, Χαφέζ αλ-Άσαντ . Σοβαρά, τόσο πολύ είχε ενοχληθεί; «Ίρσα!» φώναξε προς το διάδρομο. «Πού πήγε ο Άσαντ,
ξέρεις;» Καμία απάντηση. Αφού δεν πήγαινε ο Μωάμεθ στο βουνό, θα πήγαινε το βουνό στον Μωάμεθ, σκέφτηκε ο Καρλ, ξεκινώντας με αποφασιστικό βήμα για να την αντιμετωπίσει. Σταμάτησε απότομα, όμως, μόλις έχωσε το κεφάλι του στο άνοιγμα της πόρτας της. Θα νόμιζε κανείς ότι τον χτύπησε κεραυνός. Ο παγερά μονόχρωμος χώρος της Ρόζε είχε μεταμορφωθεί σε κάτι που ακόμα και ένα δεκάχρονο κοριτσάκι, επηρεασμένο αισθητικά από τον Κόσμο της Μπάρμπι, δε θα μπορούσε να μιμηθεί. Όπου κι αν έπεφτε το βλέμμα του, αντίκριζε αποχρώσεις του ροζ πάνω σε διάφορα ψιλοπράγματα. Ξεροκατάπιε και στράφηκε προς την Ίρσα. «Είδες καθόλου τον Άσαντ;» ρώτησε. «Ναι, έφυγε πριν από μισή ώρα. Θα γυρίσει αύριο». «Και πού πήγε;» Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους. «Έχω μια προκαταρκτική έκθεση για την υπόθεση Λαουτρούπβαν, αν θέλεις να μάθεις». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. «Βρήκες κάτι;» Τα βαμμένα κατακόκκινα, χολιγουντιανά χείλη της σούφρωσαν. «Ένα μεγάλο, αναθεματισμένο τίποτα βρήκα. Αλήθεια, σου είπε ποτέ κανείς πως έχεις το ίδιο χαμόγελο με της Γκουίνεθ Πάλτροου;» «Της Γκουίνεθ Πάλτροου; Της ηθοποιού;» Η Ίρσα έγνεψε καταφατικά.
Κατόπιν τούτου, ο Καρλ τράβηξε γραμμή για το γραφείο του και σχημάτισε τον αριθμό του σπιτιού της Ρόζε. Μία ακόμα μέρα με την Ίρσα και τα πράγματα θα έπαιρναν πολύ άσχημη τροπή. Προκειμένου να διατηρήσει ο Τομέας Q το ομολογουμένως αμφιλεγόμενο επίπεδό του, η Ρόζε θα έπρεπε να ξεκαβαλήσει το καλάμι και να επιστρέψει στο γραφείο της τρέχοντας. Έπεσε στον αυτόματο τηλεφωνητή. «Σας ομιλεί ο αυτόματος τηλεφωνητής της Ρόζε και της Ίρσα και σας πληροφορεί ότι οι κυρίες αυτή τη στιγμή ρίσκονται σε ακρόαση ενώπιον της Αυτής Μεγαλειοτάτης, της βασίλισσας. Αμέσως μόλις ολοκληρωθούν τα προβλεπόμενα εκ του πρωτοκόλλου, θα σας καλέσουμε εμείς. φήστε μήνυμα, αν δε γίνεται αλλιώς». Και ύστερα ακούστηκε
ο χαρακτηριστικός ήχος. Ποια από τις δύο αδερφές είχε ηχογραφήσει το μήνυμα; Άγνωστο. Έγειρε αποκαρδιωμένος πίσω στην καρέκλα του κα προσπάθησε να βρει ένα τσιγάρο εκεί γύρω. Κάποιος είχε αναφέρει ότι τα ταχυδρομεία προσλάμβαναν και πάλ παλλήλους, κι ενδεχομένως να υπήρχαν μερικές ξεκούραστες δουλειές διαθέσιμες εκεί. Παράδεισος. Τα πράγματα δεν έδειχναν καλύτερα όταν μπήκε στο καθιστικό του εκείνο το βράδυ και είδε ένα γιατρό σκυμμένο πάνω από το κρεβάτι του Χάρντι και τη Βίγκα –για όνομα!– στο πλευρό του.
Χαιρέτησε διακριτικά το γιατρό και ύστερα πήρε τη Βίγκα κατά μέρος. «Τι γυρεύεις εδώ, Βίγκα; Συμφωνήσαμε πως θα τηλεφωνείς πρώτα, αν θέλεις να με δεις. Το ξέρεις πολύ καλά πόσο με εκνευρίζουν αυτές οι απρόσμενες επισκέψεις». «Καρλ, αγάπη μου». Πέρασε την παλάμη της πάνω από το μάγουλό του. Ακούστηκε ένας ήχος σαν από γυαλόχαρτο. Σκούρα τα πράγματα. «Σε σκέφτομαι κάθε μέρα και αποφάσισα να επιστρέψω στο σπίτι», του ανακοίνωσε με θέρμη. Ο Καρλ γούρλωσε τα μάτια του. Δεν αστειευόταν καθόλου η κραυγαλέα σχεδόν πρώην του. «Δεν μπορείς, Βίγκα. Λυπάμαι, η ιδέα δε με ελκύει». Η Βίγκα βλεφάρισε. «Αχ, μα και βέβαια μπορώ, καλέ μου, και θα το κάνω. Το μισό σπίτι εξακολουθεί να μου ανήκει, σε περίπτωση που το έχεις ξεχάσει. Για σκέψου το καλύτερα!» Και τότε εκείνος ξέσπασε, κάνοντας το γιατρό να λουφάξει και τη Βίγκα να αντιδράσει μπήγοντας τα κλάματα. ταν με τα πολλά έφτασε το ταξί και την πήρε, ο Καρλ βρήκε το μεγαλύτερο μαρκαδόρο που είχε πρόχειρο και τράβηξε μια παχιά, κατάμαυρη γραμμή πάνω στο όνομα της Βίγκα Ράσμουσεν στην εξώπορτα. Καιρός ήταν πια. Όσο για τις συνέπειες, σκασίλα του. Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα όλης αυτής της κατάστασης ήταν να περάσει ο Καρλ το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας ξάγρυπνος στο κρεβάτι του, κάνοντας ποθετικούς διαλόγους με φανταστικούς δικηγόρους διαζυγίων, που όλοι τους κοίταζαν να του πιουν το αίμα.
Βάδιζε προς την καταστροφή. Ελάχιστη παρηγοριά βρήκε στο γεγονός ότι ο γιατρός από την κλινική είχε έρθει. Και ότι είχε εντοπίσει, πράγματι, κάποια δραστηριότητα, έστω και περιορισμένη, στο μπράτσο του Χάρντι. Η επιστήμη σήκωνε, με την καλή έννοια, τα χέρια ψηλά. Κατέληξε να περάσει από το γραφείο του αξιωματικού πηρεσίας στα Κεντρικά της Αστυνομίας κατά τις πέντε κα μισή το πρωί. Δε θα κέρδιζε κάτι αν συνέχιζε να ξαγρυπνάε στο κρεβάτι του. «Τι ευχάριστη έκπληξη να σε βλέπουμε τόσο νωρίς στην πηρεσία, Καρλ!» σχολίασε ο αξιωματικός υπηρεσίας μέσα στο κλουβί του. «Είμαι βέβαιος πως κι ο βοηθός σου θα καταχαρεί. Κοίταξε μόνο μην του κόψεις τα ήπατα όπως θα κατεβαίνεις». Ο Καρλ σκάλωσε. «Ορίστε; Θες να πεις ότι ο Άσαντ βρίσκεται εδώ; Από τώρα;» «Ε, ναι. Κάθε μέρα, τέτοια ώρα έρχεται. Συνήθως λίγο πριν τις έξι, όμως σήμερα ήρθε από τις πέντε. Καλά, δεν το ήξερες;» Όχι, σε καμία περίπτωση δεν το ήξερε. Κατά τα φαινόμενα, ο Άσαντ είχε πει ήδη τις προσευχές του στο διάδρομο, καθώς το χαλάκι του βρισκόταν ακόμα εκεί, κ ήταν η πρώτη φορά που ο Καρλ είχε πλησιάσει τόσο κοντά στο να παρακολουθήσει αυτό το τελετουργικό. Ήταν κάτι που
συνήθως συνέβαινε πίσω από την κλειστή πόρτα του Άσαντ. Το κρατούσε για τον εαυτό του. Ο Καρλ άκουσε τον ήχο της φωνής του Άσαντ να έρχετα δυνατά και καθαρά από το γραφείο του, σαν να μιλούσε στο τηλέφωνο με βαρήκοο. Μιλούσε αραβικά, και ο τόνος του δεν ακουγόταν ιδιαίτερα φιλικός, αν και με αυτή τη γλώσσα δεν μπορείς ποτέ να είσαι σίγουρος. Κοντοστάθηκε στην πόρτα και είδε τον ατμό από το βραστήρα να υψώνεται και να τυλίγει το λαιμό του Άσαντ. Μπροστά του είχε σημειώσεις στα αραβικά, και την επίπεδη οθόνη του υπολογιστή του καταλάμβανε η εικόνα ενός ηλικιωμένου μυστακοφόρου, ο οποίος φορούσε ένα ζευγάρ πελώρια ακουστικά. Τότε ο Καρλ συνειδητοποίησε ότι και ο Άσαντ φορούσε ακουστικά. Μιλούσε μέσω Skype με τον άντρα στην οθόνη. Πιθανότατα ήταν κάποιος συγγενής στη Συρία. «Καλημέρα, Άσαντ», είπε ο Καρλ, πέφτοντας εντελώς έξω στην πρόβλεψη της αντίδρασης του βοηθού του. Περίμενε πως ο Άσαντ θα τρόμαζε, φυσικά, καθώς αυτή ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν τόσο νωρίς στη δουλειά ο Καρλ, όμως ο σπασμός που διέτρεξε το σώμα του ήταν ολότελα απρόσμενος. Τα χέρια και τα πόδια του Άσαντ τινάχτηκαν στον αέρα. Ο ηλικιωμένος στον οποίο μιλούσε έδειξε να ταράζετα και πλησίασε το πρόσωπό του στην οθόνη. Κατά πάσα πιθανότητα μπορούσε να διακρίνει τη σιλουέτα του Καρλ, έτσι όπως ξεπρόβαλλε πίσω από τον Άσαντ. Ο άντρας πρόφερε μερικές βιαστικές λέξεις κα
αποσυνδέθηκε. Στο μεταξύ, ο Άσαντ προσπάθησε να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του, καθισμένος άκρη άκρη στην καρέκλα του. Τα μάτια του είχαν ανοίξει διάπλατα από τη σαστιμάρα, σαν να ρωτούσε: « Τι γυρεύεις εδώ πέρα;» Είχε το ύφος ανθρώπου που τον είχαν πιάσει στα πράσα. «Συγνώμη, Άσαντ. Δεν περίμενα πως θα τρόμαζες έτσι. Είσαι εντάξει;» Ο Καρλ ακούμπησε την παλάμη του στον ώμο του βοηθού του. Το ύφασμα του πουκαμίσου του ήταν κρύο και κολλούσε από τον ιδρώτα. Ο Άσαντ έκλεισε το Skype και επέστρεψε στο έγγραφο το οποίο δούλευε προηγουμένως. Ίσως δεν ήθελε να δει ο Καρλ με ποιον μιλούσε. Ο Καρλ ύψωσε τα χέρια απολογητικά. «Μην ανησυχείς, δε θα ανακατευτώ. Μπορείς να συνεχίσεις ό,τι έκανες. Έλα να με βρεις όταν τελειώσεις». Ο Άσαντ δεν είχε αρθρώσει λέξη. Αυτό ήταν από μόνο του άκρως ασυνήθιστο. Λίγες στιγμές αργότερα, ο Καρλ καθόταν βαρύς στην καρέκλα του γραφείου του, νιώθοντας ήδη εξουθενωμένος. Πριν από λίγες μόλις εβδομάδες, το υπόγειο στα Κεντρικά της Αστυνομίας της Κοπεγχάγης ήταν το καταφύγιό του. Δύο αρκετά συνεργάσιμοι βοηθοί και ένα γενικό κλίμα το οποίο, τις καλές μέρες, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμα και ευχάριστο. Τώρα, η Ρόζε είχε εξαφανιστεί, αφήνοντας στο πόδι της ένα άτομο εξίσου αλλόκοτο μ’ εκείνη, απλώς με διαφορετικό τρόπο, ενώ ακόμα και ο Άσαντ είχε αρχίσει να του τα λέει περίεργα. Σε τέτοιες συνθήκες, το να κρατήσει σε
απόσταση όλες τις άλλες δυσκολίες της ζωής ξαφνικά φάνταζε κολοσσιαίο έργο. Χώρια του τι θα συνέβαινε έτσι κα απαιτούσε η Βίγκα να της δώσει διαζύγιο, μαζί με τη μισή του περιουσία. Την είχε κάτσει. Ο Καρλ έριξε μια ματιά στο απόκομμα με τις θέσεις εργασίας στην Αστυνομία που είχε καρφιτσώσει για πλάκα στον πίνακα ανακοινώσεων, πριν κάνα δυο μήνες: γενικός αστυνομικός διευθυντής . Ό,τι έπρεπε, είχε σκεφτεί. Τ καλύτερο από μια δουλειά που θα του εξασφάλιζε άφθονους παρατρεχάμενους, οι οποίοι θα σκίζονταν να τον εξυπηρετήσουν, το χρίσμα του ιππότη από την ίδια τη βασίλισσα, φτηνά εισιτήρια κι ένα μισθό ικανό να κάνε ακόμα και τη Βίγκα να το βουλώσει; Εφτακόσιες δύο χιλιάδες διακόσιες εβδομήντα εφτά κορόνες ετησίως. Περίπου ενενήντα πέντε χιλιάδες ευρώ. Συν τα όποια τυχερά. Και μόνο για να πεις ολόκληρο το νούμερο, έτρωγες το μισό πρωί. Έπρεπε να είχε υποβάλει τα χαρτιά του, σκέφτηκε. Την επόμενη στιγμή, ο Άσαντ στεκόταν μπροστά του. «Καρλ, είναι απαραίτητο να μιλήσουμε γι’ αυτό που συνέβη πριν από λίγο;» Για ποιο απ’ όλα; Για το ότι μιλούσε στο Skype με κάποιον; Για το ότι βρισκόταν στη δουλειά από τόσο νωρίς; Για το ότι η ξαφνική άφιξη του Καρλ τον είχε κοψοχολιάσει; Η ερώτηση ήταν τελείως αλλόκοτη. Ο Καρλ κούνησε το κεφάλι και κοίταξε το ρολόι του γραφείου. Ήθελε ακόμα μισή ώρα μέχρι να αρχίσει επισήμως
η βάρδιά του. «Το τι κάνεις εδώ τόσο νωρίς το πρωί είνα δική σου υπόθεση, Άσαντ. Δεν έχω κανένα πρόβλημα να κρατάς επαφή με ανθρώπους που δε βλέπεις συχνά». Ο Άσαντ έμοιαζε σχεδόν ανακουφισμένος. Πολύ περίεργο. «Ξεκίνησα από χτες να ελέγχω τους λογαριασμούς της Αμούνδσεν & Μούγιαγκιτς ΑΕ στο Ρεδόβρε, της Χονδρεμπορικής Κ. Φράντσεν, της ΓΠΠ Ξυλεμπορικής ΑΕ και της Πάμπλικ Κόνσαλτ». «Εντάξει. Βρήκες κάτι που θα ήθελες να συζητήσουμε;» Ο Άσαντ έξυσε το φαλακρό σημείο ανάμεσα στις μαύρες μπούκλες του. «Τον περισσότερο καιρό μοιάζουν με αρκετά γιείς εταιρείες». «Όμως;» «Το διάστημα πριν και μετά τις φωτιές δεν είναι». «Από πού το συμπεραίνεις;» «Δανείζονται χρήματα. Οι παραγγελίες τους μειώνονται». «Θες να πεις ότι πρώτα μειώνονται οι παραγγελίες κα στερα δανείζονται τα χρήματα που έχουν χάσει;» Ο Άσαντ έγνεψε καταφατικά. «Ναι, αυτό». «Εντάξει, και μετά;» «Το μετά μπορούμε να το δούμε μονάχα στην περίπτωση του Ρεδόβρε. Οι άλλοι εμπρησμοί είναι πολύ πρόσφατοι». «Τι συνέβη εκεί, λοιπόν;» «Πρώτα ξεσπάει η φωτιά, μετά η εταιρεία εισπράττει την ασφάλεια κι έπειτα το δάνειο ξεχρεώνεται». Ο Καρλ έπιασε τα τσιγάρα του και άναψε ένα. Έτσι όπως το άκουγε, ήταν κλασική περίπτωση ασφαλιστικής απάτης.
Τα πτώματα με τα δαχτυλίδια στο μικρό δάχτυλο, όμως, τ σχέση είχαν; «Για τι είδους δάνεια μιλάμε;» «Βραχυπρόθεσμα. Ετήσια κάθε φορά. Στην περίπτωση της Πάμπλικ Κόνσαλτ, της επιχείρησης που κάηκε στη Στόκχολμσγκεδε το περασμένο Σάββατο, μόλις έξι μηνών». «Τα δάνεια είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμα και δεν είχαν να τα αποπληρώσουν;» «Έτσι φαίνεται». Ο Καρλ φύσηξε τον καπνό του τσιγάρου του, αναγκάζοντας τον Άσαντ να υποχωρήσει και να κάνει αέρα. Ο Καρλ δεν του έδωσε σημασία. Εδώ ήταν το γραφείο του, ο καπνός του. Αν δεν άρεσε στον Άσαντ, πρόβλημά του. «Και ποιος τους δάνεισε τα χρήματα;» ρώτησε. Ο Άσαντ ανασήκωσε τους ώμους. «Διάφοροι. Τραπεζίτες στο Κέντρο». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. «Βρες μου τα ονόματα και πες μου ποιος κρύβεται από πίσω». Οι ώμοι του Άσαντ κρέμασαν. «Έλα τώρα, δεν υπάρχει λόγος να σε παίρνει από κάτω. Βρες τις πληροφορίες όταν ανοίξουν τα γραφεία τους, Άσαντ. Δηλαδή, σε δύο ώρες από τώρα. Χαλάρωσε». Τα λόγια του Καρλ δε φάνηκαν να βελτιώνουν τη διάθεση του Άσαντ στο ελάχιστο. Για την ακρίβεια, σχεδόν επιδείνωσαν την κατάσταση. Οι δύο βοηθοί του είχαν αρχίσει να δοκιμάζουν την πομονή του με τη φλυαρία και την απροθυμία τους. Ήταν λες και ο Άσαντ με την Ίρσα αλληλοεπηρεάζονταν αρνητικά.
Σαν να έπαιρναν εκείνοι τις αποφάσεις εδώ πέρα. Έτσι κα συνέχιζαν αυτό το βιολί, θα έδινε στον καθένα τους από ένα ζευγάρι λαστιχένια γάντια και θα τους έβαζε να τρίβουν τα πατώματα του υπογείου στα τέσσερα, μέχρι να αστράψουν σαν καθρέφτες. Ο Άσαντ ανασήκωσε το κεφάλι και κατένευσε κοφτά. «Τέλος πάντων, δε θα σε απασχολήσω άλλο, Καρλ. Μπορείς α έρθεις να με βρεις όταν τελειώσεις». «Τι εννοείς;» Ο Άσαντ τού έκλεισε το μάτι και του χαμογέλασε πονηρά. Η μεταμόρφωση στη στάση του ήταν πέρα για πέρα ανεξήγητη. «Σύντομα θα είσαι πολύ απασχολημένος», πρόσθεσε, κλείνοντας και πάλι το μάτι. «Ας προσπαθήσω ακόμα μία φορά. Τι ασυναρτησίες μού τσαμπουνάς, Άσαντ;» «Στη Μόνα αναφέρομαι, φυσικά. Μη μου πεις πως δεν ήξερες ότι επέστρεψε».
14 ΑΚΡΙΒΩΣ ΟΠΩΣ ΕΙΧΕ ΠΕΙ ο Άσαντ, η Μόνα Ίψεν είχε επιστρέψει. Εξέπεμπε το φως του τροπικού ήλιου κι έναν πλούτο εμπειριών που είχαν αφήσει ορατές αλλά γοητευτικές λεπτές ρυτίδες γύρω από τα μάτια της. Ο Καρλ είχε περάσει πολλή ώρα μόνος του στο υπόγειο εκείνο το πρωί, προσπαθώντας να καταλήξει στις κινήσεις που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την όποια αμυντική στάση εκ μέρους της Μόνα. Λόγια που θα μαλάκωναν το βλέμμα της, έτσι και εκείνη τύχαινε να περάσε από εκεί. Δεν έτυχε. Η μόνη θηλυκή παρουσία στο υπόγειο όλο το πρωί ήταν η Ίρσα, την άφιξη της οποίας προανήγγειλε το καροτσάκι για τα ψώνια που έφερνε μαζί της και η αναμφίβολα ευγενική, αλλά σε κάθε περίπτωση εκνευριστικά τσιριχτή ανακοίνωσή της από το διάδρομο, πέντε λεπτά αφότου χτύπησε την κάρτα της: «Ψωμάκια έτοιμα για ψήσιμο, παιδιά!» Κάτι τέτοιες στιγμές τον έκαναν να συνειδητοποιεί την απόσταση που χώριζε το υπόγειο από τον ανυποψίαστο κόσμο πάνω, εκεί όπου οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν ξένοιαστοι και ευτυχισμένοι. Κατόπιν τούτου, του πήρε μια δυο ώρες για να κατασταλάξει στο ότι, αν σκόπευε να βρει ξανά την ευτυχία,
έπρεπε να πάρει τα πόδια του και να πάει να βρει τη Μόνα. Αφού χρειάστηκε να ρωτήσει δεξιά και αριστερά, κατάφερε με τα πολλά να την εντοπίσει στα δικαστήρια, να συνομιλε χαμηλόφωνα με έναν κλητήρα. Ντυμένη με ένα δερμάτινο γιλέκο και ένα ξεθωριασμένο τζιν παντελόνι, δε θύμιζε καθόλου γυναίκα αποφασισμένη να μη δεχτεί νέες προκλήσεις στη ζωή της. «Γεια, Καρλ», του είπε κάπως απόμακρα. Το βλέμμα της ήταν επαγγελματικό, καθιστώντας απολύτως σαφές ότι, προς το παρόν, δεν υπήρχε κάτι περισσότερο μεταξύ τους. Το μόνο που κατάφερε εκείνος ήταν να της χαμογελάσει, ανήμπορος α αρθρώσει έστω και μία λέξη. Την υπόλοιπη μέρα θα μπορούσε να την είχε περάσε παραδομένος σε μια συναισθηματική δίνη, με τον εκνευρισμό α θεριεύει στα ρημαγμένα ερείπια της προσωπικής του ζωής. Η Ίρσα, όμως, είχε άλλα σχέδια. «Ίσως βρέθηκε μια άκρη στο Μπέλερουπ», ανακοίνωσε με ελάχιστα συγκαλυμμένη ικανοποίηση κι ένα κομματάκ ψωμί κολλημένο ανάμεσα στα μπροστινά της δόντια. «Είμα ο άγγελος της καλοτυχίας αυτή την εβδομάδα. Το λέει, άλλωστε, και το ωροσκόπιό μου». Ο Καρλ την κοίταξε με ελπίδα στο βλέμμα του. Αν ήταν έτσι, τότε τα φτερά της θα μπορούσαν να την οδηγήσουν μεμιάς στη στρατόσφαιρα, για να μπορέσει κι αυτός να αναλογιστεί με την ησυχία του τα σκληρά παιχνίδια της μοίρας. «Παιδεύτηκα αφάνταστα μέχρι να βγάλω κάποια άκρη», συνέχισε εκείνη. «Πρώτα, χρειάστηκε να μιλήσω με το
διευθυντή του Σχολείου Λαουτρούπγκορ, μόνο που αυτός πήγε εκεί το 2004. Οπότε με παρέπεμψαν σε μια δασκάλα η οποία εργάζεται στο σχολείο από τότε που άνοιξε, όμως ούτε εκείνη γνώριζε κάτι. Έπειτα κατάφερα να βρω τον επιστάτη, όμως κι αυτός δεν ήξερε τίποτα, οπότε μετά...» «Ίρσα! Αν είναι να καταλήξεις κάπου, συντόμευε, σε παρακαλώ. Έχω πολλά στο κεφάλι μου», τη διέκοψε ο Καρλ, τρίβοντας το μουδιασμένο μπράτσο του. «Λοιπόν, όπως ετοιμαζόμουν να πω, μετά επικοινώνησα με το Κολέγιο Μηχανολογίας, κι εκεί σταθήκαμε τυχεροί». Το αίμα επέστρεψε μεμιάς στο μπράτσο του Καρλ. «Τέλεια!» αναφώνησε. «Συνέχισε». «Εντελώς τυχαία έγινε, για να είμαι ειλικρινής. Μία από τις καθηγήτριες εκεί, ονόματι Λάουρα Μαν, βρισκόταν στο γραφείο όταν τηλεφώνησα. Είχε μόλις επιστρέψει σήμερα το πρωί, γιατί απουσίαζε με αναρρωτική. Εργάζεται εκεί από τότε που πρωτολειτούργησε η σχολή, το 1995, και απ’ ό,τ μπορούσε να θυμηθεί, υπήρξε μόνο μία περίπτωση που ταίριαζε με αυτά που της είπα». Ο Καρλ ανακάθισε στην καρέκλα του. «Και ποια ήταν αυτή η περίπτωση;» Η Ίρσα έγειρε το κεφάλι στο πλάι και τον κοίταξε. «Α, ώστε τελικά σε ενδιαφέρει;» Έριξε μια παιχνιδιάρικη ξυλιά στον τριχωτό πήχη του. «Βάζω στοίχημα πως πεθαίνεις να μάθεις τι μου είπε, σωστά;» Πώς στην ευχή έφτασαν τα πράγματα εδώ; αναρωτήθηκε ο Καρλ. Είχε διαλευκάνει τουλάχιστον εκατό δύσκολες ποθέσεις στην πορεία των χρόνων, και τώρα είχε καταντήσε
α παίζει τις κουμπάρες με μια προσωρινή υπάλληλο που φορούσε καταπράσινο κολάν. «Πες μου για την περίπτωση, Ίρσα», επέμεινε ο Καρλ, γνέφοντας φευγαλέα στον Άσαντ, το κεφάλι του οποίου είχε ξεπροβάλει στην πόρτα. Έδειχνε χλομός. «Λοιπόν, ο Άσαντ τηλεφώνησε στο γραφείο χτες και τους έκανε τις ίδιες ερωτήσεις. Οι καθηγητές αυτό συζητούσαν το πρωί που έπιναν τον καφέ τους, και η γυναίκα τούς άκουσε», συνέχισε η Ίρσα. Ο Άσαντ τέντωσε τα αφτιά του και ξαφνικά έμοιαζε να έχε ξαναβρεί τον παλιό του εαυτό. «Αμέσως, εκείνη θυμήθηκε τα πάντα», είπε η Ίρσα. «Είχαν έναν εξαιρετικό σπουδαστή κάποτε. Έναν νεαρό ο οποίος έπασχε από κάποιου είδους σύνδρομο, μου είπε, αλλά ήταν πραγματικό αστέρι στα μαθηματικά και στη φυσική». «Σύνδρομο;» επανέλαβε ο Άσαντ απορημένος. «Ναι, σαν να λέμε ήταν χαρισματικός σε ένα αντικείμενο και απελπιστικά κακός σε όλα τα υπόλοιπα. Δεν είχε αυτισμό, αλλά κάτι παρόμοιο. Να δεις, πώς το είπε...» Η Ίρσα ζάρωσε το μέτωπό της. «Α, τώρα το θυμήθηκα. Σύνδρομο Άσπεργκερ, αυτό είχε ο νεαρός». Ο Καρλ χαμογέλασε. Κατά πάσα πιθανότητα, η Ίρσα είχε προσωπική εμπειρία από την κατάσταση αυτή. «Και τι συνέβη στον νεαρό;» τη ρώτησε. «Φοίτησε στο πρώτο εξάμηνο και είχε εξαιρετικούς βαθμούς παντού, όμως ύστερα τα παράτησε». «Πώς έγινε αυτό;» «Τον είδαν την τελευταία μέρα των μαθημάτων, πριν τις
χειμερινές διακοπές, μαζί με το μικρότερο αδερφό του, τον ξεναγούσε στο χώρο, κι από τότε δεν τον ξαναείδαν ποτέ». Τόσο ο Άσαντ όσο και ο Καρλ μισόκλεισαν τα μάτια ταυτόχρονα. Αυτό ήταν. «Και πώς τον έλεγαν;» ρώτησε ο Καρλ. «Το όνομά του ήταν Πόολ». Ο Καρλ ένιωσε τα σωθικά του να παγώνουν. «Ναι!» αναφώνησε ο Άσαντ κι αμέσως άρχισε να κουνάε χέρια και πόδια, σαν μαριονέτα που χόρευε. «Η καθηγήτρια είπε πως τον θυμόταν τόσο χαρακτηριστικά επειδή, αν υπήρξε ένας σπουδαστής που πέρασε από το κολέγιο και είχε μία πιθανότητα να εξασφαλίσει υποψηφιότητα για το βραβείο Νόμπελ, αυτός ήταν ο Πόολ Χολτ. Εξάλλου, δεν είχαν ποτέ άλλοτε σπουδαστή με αυτό το Άσπεργκερ. Ήταν ο μοναδικός». «Οπότε, γι’ αυτό τον θυμόταν;» συνέχισε ο Καρλ. «Ναι, γι’ αυτό. Κι επειδή ήταν στην πρώτη φουρνιά σπουδαστών που πέρασαν από εκεί». Μισή ώρα αργότερα, ο Καρλ επαναλάμβανε αυτοπροσώπως αυτές τις ερωτήσεις στο Κολέγιο Μηχανολογίας κι έπαιρνε τις ίδιες ακριβώς απαντήσεις. «Δεν ήταν από τις περιπτώσεις που ξεχνάς», εξήγησε χαμογελαστή η Λάουρα Μαν, αποκαλύπτοντας τα κατάλευκα δόντια της. «Φαντάζομαι ότι κι εσείς θα θυμάστε χαρακτηριστικά την πρώτη σας σύλληψη, έτσι δεν είναι;» Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Ήταν ένας ξερακιανός, μικρόσωμος αλκοολικός, ο οποίος είχε ξαπλώσει φαρδύς
πλατύς καταμεσής στην Ένγκλαντσβαϊ. Ο Καρλ θυμόταν ακόμα τη χλέπα όπως διέγραψε τόξο στον αέρα και κόλλησε πάνω στο σήμα του, ενώ προσπαθούσε να απομακρύνει σε ασφαλές σημείο τον ανόητο. Επομένως, ήταν αλήθεια: εκείνη η πρώτη σύλληψη παρέμενε ανεξίτηλα χαραγμένη στη μνήμη του. Με ή χωρίς τη χλέπα. Παρατήρησε τη γυναίκα που καθόταν στην απέναντ πλευρά του τραπεζιού. Κάποιες φορές εμφανιζόταν στην τηλεόραση, όποτε χρειάζονταν ειδικό στις εναλλακτικές πηγές ενέργειας. Δρ Λάουρα Μαν , έγραφε η επαγγελματική της κάρτα, μαζί με ένα σωρό ακόμα τίτλους. Ο Καρλ χάρηκε που δεν είχε δική του κάρτα μαζί. «Είχε κάποια μορφή αυτισμού ο νεαρός, σωστά;» «Ναι, κατά κάποιον τρόπο, αλλά μάλλον ήπιας μορφής, ομίζω. Οι άνθρωποι που εμφανίζουν Άσπεργκερ συχνά είνα ιδιαίτερα χαρισματικοί. Ο κόσμος τούς θεωρεί σπασίκλες, φαντάζομαι. Κάπως σαν Αϊνστάιν. Όμως ο Πόολ διέθετε κα πρακτικές ικανότητες. Ήταν εξαιρετικό παιδί, πολυδιάστατο». Ο Άσαντ χαμογέλασε. Είχε παρατηρήσει κι εκείνος τα γυαλιά με τον κοκάλινο σκελετό και τα μαλλιά πιασμένα κότσο. Εκείνη έμοιαζε να είναι η ιδανική καθηγήτρια για κάποιον σαν τον Πόολ Χολτ. Τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται, όπως λένε. «Ο Πόολ είχε μαζί του το μικρότερο αδερφό του εκείνη τη μέρα, 16 Φεβρουαρίου του 1996, όπως είπατε, και από τότε δεν τον είδατε ποτέ ξανά. Πώς μπορείτε να είστε τόσο σίγουρη για την ημερομηνία;» ρώτησε ο Καρλ. «Τα πρώτα χρόνια τηρούσαμε απουσιολόγιο. Οπότε
κοιτάξαμε για να δούμε πότε ήταν για τελευταία φορά εδώ. Δεν επέστρεψε μετά τις διακοπές. Μήπως θα θέλατε να ρίξετε μια ματιά στα αρχεία; Είναι όλα συγκεντρωμένα στο διπλανό γραφείο». Ο Καρλ κοίταξε τον Άσαντ. Ούτε κι εκείνος έδειξε κάποιο ενδιαφέρον. «Όχι, ευχαριστούμε, νομίζω ότι ο λόγος σας αρκεί. Απ’ ό,τι πληροφορήθηκα, επικοινωνήσατε με την οικογένεια, από τη στιγμή που δεν επέστρεψε ο Πόολ, σωστά;» «Ναι, όμως δεν ήταν καθόλου συνεργάσιμοι. Ειδικά όταν προτείναμε μια συνάντηση στο σπίτι τους, προκειμένου να μιλήσουμε με τον Πόολ από κοντά». «Τελικά, τι έγινε; Του μιλήσατε στο τηλέφωνο;» «Όχι, η τελευταία φορά που μίλησα με τον Πόολ Χολτ ήταν εδώ, και αυτό πρέπει να έγινε μία εβδομάδα πριν τις χειμερινές διακοπές. Αργότερα, όταν τηλεφώνησα στο σπίτ του, ο πατέρας του είπε πως ο Πόολ δεν ήθελε να έρθει στο τηλέφωνο. Το θέμα έμεινε εκεί. Ο Πόολ είχε μόλις κλείσει τα δεκαοχτώ, επομένως ήταν ελεύθερος να αποφασίσει τι ήθελε α κάνει στη ζωή του». «Δεκαοχτώ, είπατε; Είστε σίγουρη ότι δεν ήταν μεγαλύτερος;» «Ναι, ήταν πολύ νέος. Αποφοίτησε από το λύκειο στα δεκαεφτά του και ήρθε εδώ αμέσως μετά». «Μήπως έχετε κρατήσει κάποια στοιχεία του;» Εκείνη χαμογέλασε. Φυσικά, είχε έρθει προετοιμασμένη. Ο Καρλ διάβασε το φάκελο, με τον Άσαντ να παρακολουθεί ανυπόμονα από πάνω του.
«Πόολ Χολτ, γεννημένος στις 13 Νοεμβρίου του 1977. Με έφεση στα μαθηματικά και στη φυσική, προερχόμενος από το Λύκειο Μπίρκερεντ. Τελικός μέσος όρος: 9,8». Ακολουθούσε η διεύθυνση κατοικίας. Δεν ήταν μακριά, τρία τέταρτα με το αυτοκίνητο, το πολύ. «Αν λάβουμε υπόψη ότι η βαθμολογία προκύπτει με το παλιό σύστημα, όταν το άριστα ήταν το δεκατρία, θα έλεγα πως δεν είναι ένας ιδιαίτερα εντυπωσιακός μέσος όρος για μια μεγαλοφυΐα», σχολίασε ο Καρλ. «Εκ πρώτης όψεως, όχι, όμως μιλάμε για το μέσο όρο του συνόλου των μαθημάτων, όπου είχε 13 στις θετικές επιστήμες και 7 στις ανθρωπιστικές», απάντησε εκείνη. «Θέλετε να πείτε, δηλαδή, ότι αντιμετώπιζε προβλήματα με τη γλώσσα;» παρενέβη ο Άσαντ. Η καθηγήτρια χαμογέλασε. «Στο γραπτό λόγο, σαφώς. Ο εργασίες του είχαν σοβαρές αδυναμίες ως προς τη σύνταξη και την ορθογραφία. Όμως αυτό είναι κάτι που παρατηρείτα συχνά. Ακόμα και στον προφορικό λόγο εκφραζόταν μάλλον πρωτόγονα, στις περιπτώσεις όπου το αντικείμενο δεν του κέντριζε το ενδιαφέρον». «Μήπως υπάρχει κάποιο αντίγραφο που θα μπορούσα να πάρω μαζί μου;» Η Λάουρα Μαν έγνεψε καταφατικά. Αν δεν ήταν τα κιτρινισμένα από το τσιγάρο δάχτυλά της και η λιπαρή επιδερμίδα της, θα την είχε αγκαλιάσει. «Φανταστικά, Καρλ», αναφώνησε με ενθουσιασμό ο Άσαντ, καθώς πλησίαζαν στον προορισμό τους. «Καταφέραμε να
λύσουμε το πρόβλημά μας μέσα σε μία εβδομάδα. Ξέρουμε ποιος έγραψε το μήνυμα. Μπράβο μας! Και τώρα είμαστε έξω από το σπίτι της οικογένειας». Χτύπησε την παλάμη του πάνω στο ταμπλό του αυτοκινήτου, σαν να ήθελε να πογραμμίσει το μέγεθος της επιτυχίας τους. «Ναι», είπε ο Καρλ κατανεύοντας. «Τώρα, το μόνο που μας απομένει είναι να ελπίζουμε πως όλο αυτό ήταν φάρσα». «Αν είναι έτσι, πρέπει να του τα πούμε ένα χεράκι αυτού του Πόολ, Καρλ». «Κι αν δεν είναι έτσι, Άσαντ;» Ο Άσαντ κούνησε το κεφάλι. Αν δεν ήταν έτσι, τότε τους περίμενε πολλή δουλειά. Στάθηκαν στην εξώπορτα και αμέσως παρατήρησαν ότ το όνομα στο κουδούνι δεν ήταν Χολτ. Όταν χτύπησαν το κουδούνι και την πόρτα άνοιξε ένας μικρόσωμος, κυρτωμένος άντρας σε αναπηρική πολυθρόνα, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι ήταν ο μοναδικός ένοικος του σπιτιού από το 1996 και μετά, ο Καρλ έτριξε ασυναίσθητα τα δόντια του κι ένιωσε να του ανεβαίνει η πίεση. «Οπότε αγοράσατε το σπίτι από την οικογένεια Χολτ, σωστά;» ρώτησε. «Όχι, το πήρα από κάτι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ο ιδιοκτήτης ήταν κάποιου είδους ιερέας. Το κεντρικό δωμάτιο χρησίμευε σαν χώρος συναντήσεων. Μπορείτε να περάσετε και να ρίξετε μια ματιά, αν θέλετε». Ο Καρλ έγνεψε αρνητικά. «Δηλαδή, δε συναντήσατε ποτέ την οικογένεια που ζούσε προηγουμένως εδώ;» «Ακριβώς, δεν τους συνάντησα ποτέ», απάντησε ο
άντρας. Ο Άσαντ και ο Καρλ τον ευχαρίστησαν κι έφυγαν. «Έχεις ξαφνικά την αίσθηση, Άσαντ, ότι δεν είμαστε αντιμέτωποι με μια παιδική φάρσα σε αυτή την ιστορία;» ρώτησε ο Καρλ. «Καρλ, επειδή μια οικογένεια μετακομίζει, αυτό δε σημαίνει...» Σταμάτησε απότομα στο μονοπάτι που διέσχιζε τον κήπο. «Εντάξει, μάλλον ξέρω τι σκέφτεσαι». «Έχω δίκιο, νομίζεις; Ένας νεαρός όπως ο Πόολ θα έκανε κάτι τέτοιο; Μπορείς να φανταστείς δύο Μάρτυρες του Ιεχωβά να συμπεριφέρονται έτσι; Τι λες κι εσύ;» «Δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι ότι επιτρέπεται να λένε ψέματα, όχι όμως ο ένας στον άλλο». «Εννοείς ότι γνωρίζεις κάποιον που είναι μέλος;» «Όχι, αλλά έτσι συμβαίνει με αυτούς τους ιδιαίτερα θρησκευόμενους ανθρώπους. Προστατεύονται από τον πόλοιπο κόσμο με οποιονδήποτε τρόπο. Ακόμα και με ψέματα». «Πράγματι. Όμως η ιστορία της απαγωγής δεν μπορεί να είναι ψέμα. Κάτι τέτοιο θα ξέφευγε από τα αποδεκτά όρια. Είμαι βέβαιος πως όλοι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά θα μπορούσαν να το καταλάβουν αυτό». Ο Άσαντ έγνεψε καταφατικά. Στο σημείο αυτό, ήταν σύμφωνοι. Και τώρα, τι γινόταν; Η Ίρσα πηγαινοερχόταν ανάμεσα στο δικό της γραφείο κα του Καρλ σαν φιλόπονο μυρμήγκι. Για την ώρα, η υπόθεση
της απαγωγής ήταν δικιά της και ήθελε να μάθει τα πάντα, κατά προτίμηση σε μικρές δόσεις. Πώς ήταν στην όψη αυτή η Λάουρα Μαν; Τι είχε να πει σχετικά με τον Πόολ; Πώς ήταν το σπίτι της οικογένειας; Τι άλλο ήξεραν γι’ αυτή την οικογένεια, πέραν του ότι ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά; «Ηρέμησε. Ο Άσαντ ψάχνει στο δημοτολόγιο. Δε θα αργήσουμε να τους εντοπίσουμε». «Θα μπορούσες να έρθεις για ένα λεπτό μαζί μου στο διάδρομο, Καρλ;» είπε εκείνη, τραβώντας προς τη μεγέθυνση που κάλυπτε τον τοίχο. Πλέον είχε προσθέσει το όνομα στο τέλος του μηνύματος, ενώ είχε συμπληρώσει και μερικές ακόμα λέξεις στο κυρίως σώμα του κειμένου. ΒΟΗΘΕΙΑ Στις 16 φλεβάρι 1996 μας απίγαγαν – Μας έπιασε στη στάσι του λεοφορίου στη Λαουτρόπβαν στο Μπέλερουπ – Ο άντρας είναι 18. ψηλός με κοντό μαλλί ...... ..... .... .... κι έχει μια ουλή στο δεξί .... – Οδηγεί ένα μπλε φορτηγάκι – Μαμά και μπαμπάς τον ξέρουν – Φρ.ντ. .αι κ.τι από Μ – Μας απίλισε ... μας ...νε .......... – Θα μας σκοτόσει – .όλισε ... .... ... ...σωπό ... ..ώτα .... .... αδερφού ... – Είχαμε σχεδόν 1 ώρα στο δρόμο ... .... ....... κοντά σε νερό – ..... .... ανεμ.γεν.....ς ... ..... – Μιρίζει άσχημα – ..... ....ορα – ... ....φό ... ... .... . ρίγ.β. – .. .. ... ..... . .... .. χρόνων ΠΟΟΛ ΧΟΛΤ
«Λοιπόν, έχουμε και λέμε! Έπεσε θύμα απαγωγής, μαζί με
τον αδερφό του», ξεκίνησε την περίληψη η Ίρσα. «Τον λένε Πόολ Χολτ και υποστηρίζει πως για σχεδόν μία ώρα βρίσκονταν στο δρόμο. Εικάζω ότι κατέληξαν σε κάποιο σημείο κοντά σε νερό». Ακούμπησε τις γροθιές της πάνω στους στενούς γοφούς της. Τώρα, προφανώς, θα παρουσίαζε τη δική της άποψη. «Αν αυτός ο νεαρός είχε Άσπεργκερ ή κάτι αντίστοιχο, δε νομίζω πως θα σκαρφιζόταν μια τέτοια ιστορία, ότι κατέληξαν μετά την απαγωγή κοντά σε νερό». Στράφηκε προς το μέρος του Καρλ. «Τι λες κι εσύ;» «Ενδεχομένως να βρίσκεται πίσω από αυτό ο μικρότερος αδερφός του. Μέχρι στιγμής, δεν μπορούμε να ξέρουμε τ πραγματικά ισχύει, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς». «Όχι, αλλά σκέψου το λίγο, Καρλ. Ο Λάουρσεν εντόπισε ένα λέπι ψαριού στο πρωτότυπο μήνυμα. Αν το είχε γράψει ο μικρότερος αδερφός, θα είχε μπει στον κόπο να κολλήσει ένα λέπι ψαριού μόνο και μόνο για να κάνει την ιστορία του πιο πιστευτή; Για να μην αναφερθώ στη γλοιώδη ουσία από ψάρι». «Ίσως να είναι εξίσου ευφυής με το μεγάλο του αδερφό. Απλώς με διαφορετικό τρόπο». Ακούγοντας αυτά τα λόγια, η Ίρσα χτύπησε το πόδι της κάτω, προκαλώντας αντήχηση, η οποία απλώθηκε στο κλιμακοστάσιο του υπογείου. «Καρλ, δεν προσέχεις. Για σκέψου. Πού τους απήγαγαν;» Τον χτύπησε φιλικά στον ώμο, σαν να ήθελε να μαλακώσει τον τραχύ τόνο της φωνής της. Ο Καρλ παρατήρησε πως η κίνηση αυτή τίναξε στον αέρα μερικές νιφάδες πιτυρίδας. «Στο Μπέλερουπ», απάντησε. «Ακριβώς. Οπότε τι σου λέει ότι η απαγωγή έγινε στο
Μπέλερουπ, αλλά τους πήρε περίπου μία ώρα να φτάσουν κοντά σε νερό; Δε θα χρειάζονταν μία ώρα για να βρεθούν στο Χούνεστεδ; Και πόση ώρα παίρνει για να πας στο Γίλινγκε από το Μπέλερουπ; Μισή ώρα το πολύ, θα έλεγα». «Το Στεβνς είναι μια πιθανότητα, ναι;» γόγγυξε εκείνος σιγανά. Σε κανέναν δεν αρέσει να υποβάλλεται η ευφυΐα του σε δοκιμασία, και ο Καρλ Μερκ δεν αποτελούσε εξαίρεση. «Ακριβώς!» Η Ίρσα χτύπησε ξανά το πόδι της στο δάπεδο. Έτσι και κυκλοφορούσαν τίποτα ποντίκια στο κενό που υπήρχε κάτω από τις σανίδες, θα είχαν σκορπίσει. «Αν, όμως, το μήνυμα είναι απλώς αποκύημα της φαντασίας ενός εαρού», συνέχισε, «ποιος ο λόγος να το κάνει τόσο δύσκολο; Γιατί να μη γράψει ότι πέρασε μισή ώρα μέχρι να φτάσουν κοντά σε νερό; Αν σκάρωσε αυτή την ιστορία κάποιος νεαρός, έτσι δε θα έκανε; Γι’ αυτό και δεν πιστεύω ότι είναι κατασκευασμένη. Θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε το μήνυμα πάρα πολύ σοβαρά, Καρλ». Εκείνος πήρε βαθιά ανάσα. Δεν είχε την ενέργεια να μοιραστεί μαζί της τη δική του άποψη για τη σοβαρότητα της κατάστασης. Μπορεί να το έκανε αν είχε απέναντί του τη Ρόζε, όχι όμως την Ίρσα. «Καλά, εντάξει, δεν υπάρχει λόγος να ταράζεσαι», είπε, προσπαθώντας να κατεβάσει τους τόνους. «Θα δούμε τ τροπή θα πάρει η υπόθεση μόλις καταφέρουμε να εντοπίσουμε την οικογένεια». «Τι γίνεται εδώ;» Το κεφάλι του Άσαντ ξεπρόβαλε μέσα από το μικροσκοπικών διαστάσεων γραφείο του. Ήταν προφανές ότι δεν ήθελε να μείνει απέξω. Ήταν κανονικός
καβγάς αυτό που είχε ακούσει; «Βρήκα τη διεύθυνση, Καρλ», ανακοίνωσε με ενθουσιασμό, χώνοντας ένα χαρτί στο χέρ του Καρλ. «Τέσσερις φορές μετακόμισαν, από το 1996 κα μετά. Τέσσερις διευθύνσεις μέσα σε δεκατρία χρόνια, όλες στη Σουηδία». Σκατά, σκέφτηκε ο Καρλ. Σουηδία, η χώρα με τα μεγαλύτερα κουνούπια και την πιο βαρετή κουζίνα σε ολόκληρο τον κόσμο. «Άσε να μαντέψω», είπε. «Μετακόμισαν κάπου στο Βορρά, εκεί όπου ακόμα και οι τάρανδοι χάνονται; Στη Λούλαοου ή στο Κεμπνεκάισε, κάπου εκεί γύρω;» «Στο Χάλαμπρο. Το μέρος ονομάζεται Χάλαμπρο κα βρίσκεται στην επαρχία του Μπλιέκινιε. Γύρω στα διακόσια πενήντα χιλιόμετρα από εδώ». Διακόσια πενήντα χιλιόμετρα. Τον περίμενε εκδρομούλα. βλεπε το Σαββατοκύριακο να χάνεται μπροστά στα μάτια του. Προσπάθησε να ξεμπλέξει. «Εντάξει, όμως δεν πρόκειτα α είναι εκεί όταν φτάσω. Κι αν τους τηλεφωνήσουμε από πριν, τότε είναι που δε θα τους βρω. Αλλά ακόμα κι αν τους πετύχω, θα μου μιλούν σουηδικά, και τρέχα γύρευε τι θα μου λένε. Έχω δίκιο;» Ο Άσαντ συνοφρυώθηκε, σαν να είχε έρθει αντιμέτωπος με υπερβολικά πολλές πληροφορίες ταυτόχρονα. «Μα, εγώ τους τηλεφώνησα ήδη. Και τους βρήκα». «Τι έκανε λέει; Βάζω στοίχημα πως αύριο θα λείπουν». «Δε θα λείπουν, Καρλ, γιατί δεν τους είπα ποιος είμαι. Κατέβασα το ακουστικό αμέσως μόλις απάντησαν».
Άτιμο δίδυμο αυτοί οι βοηθοί του. Και με έφεση στα κόλπα. Ο Καρλ επέστρεψε κακόκεφος στο γραφείο του κα τηλεφώνησε στο σπίτι, για να δώσει σύντομες οδηγίες στον Μόρτεν σχετικά με το τι έπρεπε να κάνει σε περίπτωση που έσκαγε μύτη η Βίγκα, όσο θα έλειπε εκείνος. Ποιος ξέρει ποιο θα ήταν το επόμενο χτύπημά της. Στη συνέχεια έδωσε οδηγίες στον Άσαντ να συνεχίσει την έρευνα για τους εμπρησμούς και του είπε να έχει και το νου του στην Ίρσα. «Δώσ’ της μια μεγάλη λίστα με θρησκευτικές ομάδες, να έχει να ασχολείται. Ύστερα ανέβα πάνω, βρες τον Λάουρσεν και πες του να μιλήσει με το Τμήμα Γενετικής, να κοιτάξει μήπως τους καταφέρει να τρέξουν λιγάκι εκείνα τα τεστ DNA, εντάξει;» Κατόπιν έχωσε το υπηρεσιακό του όπλο στη θήκη του. Ποτέ δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει με τους Σουηδούς. Τουλάχιστον μ’ εκείνους που κατάγονταν από τη Δανία.
15 ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΝΥΧΤΑ φρόντισε να οδηγήσει την οικοδέσποινά του και προσωρινή ερωμένη του στο κατώφλ του οργασμού. Δευτερόλεπτα προτού τινάξει πίσω το κεφάλ της και γεμίσει τα πνευμόνια της με αέρα, εκείνος τράβηξε τα δάχτυλά του από την ήβη της και την άφησε με τους μυς της α συσπώνται και τα μάτια της να πεταρίζουν. Σηκώθηκε γρήγορα, εγκαταλείποντας την Ίζαμπελ Γιόνσον μόνη, αντιμέτωπη με το ζήτημα του πώς να εκτονώσει τον ερεθισμό της. Η γυναίκα έμοιαζε σαστισμένη, κι αυτή ακριβώς ήταν η πρόθεσή του. Πάνω από το σπιτάκι της στο Βίμπορ, το φως της σελήνης αναμετριόταν με πυκνά, βαριά σύννεφα. Στάθηκε γυμνός στην αυλή και τα κοίταξε, βγάζοντας τον καπνό του τσιγάρου από τα ρουθούνια του. Από εδώ και πέρα, οι ώρες θα περνούσαν σύμφωνα με το γνώριμο μοτίβο. Πρώτα, η λογομαχία. Ύστερα, η απαίτησή της να της δώσει κάποια εξήγηση για ποιο λόγο έπρεπε να λήξει η σχέση τους, και μάλιστα τόσο ξαφνικά. Στην αρχή θα τον παρακαλούσε και τελικά θα τσακώνονταν, προτού το ρίξε εκείνη ξανά στα παρακάλια. Αυτός θα της το ξέκοβε, οπότε κ αυτή με τη σειρά της θα του ζητούσε να μαζέψει τα πράγματά του και να φύγει, κι έτσι θα έβγαινε από τη ζωή της οριστικά.
Στις δέκα το επόμενο πρωί θα άφηνε πίσω του τους λόφους του Ντόλερουπ Μπάκερ, έχοντας δίπλα του τα παιδιά στο μπροστινό κάθισμα, κι όταν εκείνα θα τον ρωτούσαν γιατί βγήκε από τον κεντρικό δρόμο τόσο νωρίς, αυτός θα τα εξουδετέρωνε με χλωροφόρμιο. Γνώριζε επακριβώς πού μπορούσε να γίνει αυτό, χωρίς να διατρέχε κίνδυνο να τον εντοπίσουν. Η έρευνά του ήταν λεπτομερέστατη. Μια πυκνή συστάδα δέντρων θα έκρυβε το φορτηγάκι και τις κινήσεις του, στη διάρκεια των λίγων λεπτών που θα χρειαζόταν προκειμένου να αναισθητοποιήσε τα παιδιά και να μεταφέρει τα ναρκωμένα σώματά τους στην κλειστή καρότσα του οχήματος. Τεσσερισήμισι ώρες μετά, κι αφού θα είχε διασχίσει τη Γέφυρα Στόαρμπελτ, με μια ενδιάμεση στάση στο σπίτι της αδερφής του, στο Φιν, θα βρισκόταν και πάλι στο Σγιέλαν, στο λεμβοστάσιο δίπλα στα δάση του Νόρσκοεν, βόρεια του Γιέαρσπρις. Είκοσι μόλις βήματα θα τον χώριζαν από τους θάμνους μέχρι το χαμηλοτάβανο χώρο με τις αλυσίδες. Είκοσι βήματα, στη διάρκεια των οποίων θα έσπρωχνε δύο φοβισμένα παιδιά μπροστά του. Ήταν εξοικειωμένος με τα παρακάλια από προηγούμενες φορές που είχε διασχίσει τη συγκεκριμένη μικρή απόσταση. Θα τα άκουγε και πάλι. Μόνο τότε θα μπορούσαν να ξεκινήσουν ο διαπραγματεύσεις με τους γονείς. Άδειασε τα πνευμόνια του από τον καπνό κι έσβησε το τσιγάρο στο ελάχιστο γκαζόν. Είχε μπροστά του μια γεμάτη ύχτα και μια εξίσου γεμάτη μέρα.
Ήταν υποχρεωμένος να αφήσει κατά μέρος τις δυσάρεστες υποψίες του πως κάτι δεν πήγαινε καλά στο σπίτι, κάτι που απειλούσε να ανατρέψει τα πάντα. Έτσι και τον απατούσε η γυναίκα του, τόσο το χειρότερο για εκείνη. Άκουσε την μπαλκονόπορτα να τρίζει πίσω του, οπότε στράφηκε και αντίκρισε το σαστισμένο πρόσωπο της Ίζαμπελ. Η ρόμπα της μετά βίας κάλυπτε τη γύμνια της. Μέσα στις επόμενες στιγμές, θα της έλεγε πως τα πάντα είχαν τελειώσε επειδή του έπεφτε μεγάλη, αν και αυτό δεν ίσχυε. Το σώμα της ήταν συναρπαστικό και πικάντικο, η παρουσία της του έφερνε ρίγη πόθου. Ήταν κρίμα, από πολλές απόψεις, που έπρεπε να λήξει η σχέση τους, αν και το αίσθημα αυτό κάθε άλλο παρά ξένο τού ήταν. Είχε συμβεί τόσες φορές στο παρελθόν. «Θα αρπάξεις καμιά πνευμονία εδώ έξω, έτσι γυμνός που βγήκες. Κάνει παγωνιά». Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι, χωρίς να εστιάσει πάνω του. «Τι γίνεται μ’ εμάς;» Εκείνος στάθηκε μπροστά της και την έπιασε από τα πέτα της ρόμπας της. «Είσαι πολύ μεγάλη για εμένα», είπε ξερά, κλείνοντας το ύφασμα γύρω από το γυμνό λαιμό της. Για μια στιγμή, εκείνη σαν να παρέλυσε. Έτοιμη είτε να του επιτεθεί είτε να ξεσπάσει την οργή της ουρλιάζοντας σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπό του. Της ήρθε να του πει μια βρισιά, όμως σκάλωσε στη γλώσσα της. Εκείνος ήξερε πως δε θα του έλεγε τίποτα. Μια αξιοσέβαστη, διαζευγμένη δημόσια υπάλληλος, ποτέ δε θα έκανε σκηνή σε ένα γυμνό άντρα στην αυλή του σπιτιού της. Οι γείτονες θα τη σχολίαζαν. Το γνώριζαν καλά αυτό κα
οι δυο τους. Μέχρι να ξυπνήσει, νωρίς το επόμενο πρωί, εκείνη είχε μαζέψει ήδη τα πράγματά του από τα διάφορα σημεία του σπιτιού και τα είχε ρίξει μέσα στο σάκο του. Πρωινό δεν τον περίμενε, ούτε καν ένας καφές, παρά μόνο ένας καταιγισμός εύλογων κατηγοριών και ερωτημάτων, τα οποία του έδειχναν πως η γυναίκα δεν είχε καταρρεύσει. «Μπήκες στον υπολογιστή μου», του είπε ψύχραιμα, αν και το πρόσωπό της ήταν πανιασμένο από το θυμό. «Έψαξες πληροφορίες για τον αδερφό μου. Βρήκα πενήντα πελώρια, γιγάντια αποτυπώματα στα δεδομένα μου. Δεν μπορούσες να μπεις στον κόπο να μάθεις τι δουλειά κάνω στο Δημόσιο, όσο ήσουν μέσα; Δε νομίζεις πως αυτό ήταν αγένεια εκ μέρους σου; Ανοησία, ενδεχομένως;» Ενώ μιλούσε εκείνη, το μυαλό του είχε σταθεί στο γεγονός ότι έπρεπε οπωσδήποτε να χρησιμοποιήσει το ντους της, ό,τ κι αν του έλεγε. Η οικογένεια στο Στάνγκχεδ σίγουρα δε θα παρέδιδε τα παιδιά της στα χέρια ενός αξύριστου άντρα που μύριζε σεξ. Αυτό που είπε στη συνέχεια η Ίζαμπελ, όμως, έθεσε σε συναγερμό όλες τις αισθήσεις του. «Εργάζομαι στους υπολογιστές. Είμαι ειδική στο αντικείμενο. Υπεύθυνη ασφαλείας δεδομένων και διαχείρισης δικτύων για το δήμο του Βίμπορ. Οπότε ξέρω τι έκανες. Για ποια με πέρασες; Νομίζεις πως δεν ξέρω να διαβάσω τα αρχεία του υπολογιστή μου;» Τον κοίταζε κατάματα. Ήταν εντελώς ήρεμη πλέον. Η
πρώτη κρίση είχε περάσει. Κρατούσε άσους στο μανίκι της, μπορούσε να ξεφύγει από την παγίδα της αυτολύπησης, των δακρύων και της υστερίας. «Βρήκες τους κωδικούς μου», είπε. «Αυτό, όμως, έγινε γιατί εγώ τους άφησα εκεί, για να τους βρεις. Σε παρακολουθούσα. Ήθελα να δω τι μπορεί να σκαρώνεις. Δεν είναι να εμπιστεύεσαι έναν άντρα που λέει τόσο λίγα πράγματα για τον εαυτό του.greekleech.info Κάτι δεν πάε καθόλου καλά σε μια τέτοια περίπτωση. Βλέπεις, οι άντρες θέλουν πάνω απ’ όλα να καυχιούνται για τον εαυτό τους. Εσύ, προφανώς, δεν κατάλαβες τίποτα!» Χαμογέλασε λοξά, καθώς διαισθάνθηκε την ταραχή του. «Πώς και δε λέε τίποτα για τον εαυτό του, αναρωτήθηκα. Και, για να είμα ειλικρινής, αυτό μου κέντρισε το ενδιαφέρον». Εκείνος έσμιξε τα φρύδια. «Και τώρα νομίζεις ότι με ξέρεις, επειδή δε μιλάω για τη ζωή μου κι έδειξα ενδιαφέρον για τη δική σου;» «“Ενδιαφέρον” το λένε τώρα; Μπορώ να καταλάβω τ λόγους θα είχες να θέλεις να δεις τις προτιμήσεις μου στις ιστοσελίδες γνωριμιών, όμως γιατί να σε ενδιαφέρει το τ κάνει ο αδερφός μου;» «Νόμιζα πως ήταν ο πρώην σου και σκέφτηκα πως ίσως καταλάβαινα τι δεν πήγε καλά μ’ εσάς τους δύο». Εκείνη δεν το έχαψε. Αδιαφορούσε για τις δικαιολογίες του. Την είχε κρίνει λάθος, πάρα πολύ απλά. «Πάντως, οφείλω να σου αναγνωρίσω πως τουλάχιστον δεν άδειασες τον τραπεζικό μου λογαριασμό», του είπε. Πίεσε τον εαυτό του να χαμογελάσει περιφρονητικά,
αντιμέτωπος με το θράσος της. Ήταν μια έκφραση την οποία φύλαγε για τον αποχαιρετισμό τους, μετά το ντους, όμως είχαν προκύψει απρόβλεπτες εξελίξεις. «Όμως ξέρεις κάτι; Και οι δύο τα ίδια χάλια είμαστε όσον αφορά την περιέργειά μας», συνέχισε εκείνη. «Βλέπεις, ψαχούλευα κι εγώ στα πράγματά σου. Και ξέρεις τι βρήκα στις τσέπες και στο σάκο σου; Τίποτα. Ούτε άδεια οδήγησης ούτε κάρτα κοινωνικής ασφάλισης ούτε πιστωτικές ούτε πορτοφόλι ούτε κλειδιά αυτοκινήτου. Τίποτα. Αλλά να σου πω και κάτι άλλο, κύριε; Ακριβώς όπως οι γυναίκες αφήνουν τους κωδικούς τους στα προφανέστερα σημεία, έτσι και ο άντρες κάνουν τη βλακεία να αφήνουν τα κλειδιά του αυτοκινήτου τους στην μπροστινή ρόδα, όταν δε θέλουν να τα κρατούν πάνω τους. Και τι όμορφη είναι αυτή η μπάλα μπόουλινγκ που έχεις στο μπρελόκ σου. Αυτό σημαίνει ότ ασχολείσαι με το μπόουλινγκ; Δεν το ανέφερες ποτέ. Μάλιστα, έχει τον αριθμό 1 πάνω της. Μήπως επειδή είσα τόσο καλός;» Σε αυτό το σημείο, εκείνος άρχισε να ιδρώνει. Είχε περάσε καιρός από την τελευταία φορά που είχε χάσει τον έλεγχο της κατάστασης. Δεν υπήρχε χειρότερο συναίσθημα. «Όλα καλά, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Τα κλειδιά σου σε περιμένουν εκεί όπου τα βρήκα. Το ίδιο και η άδεια οδήγησης. Και η άδεια κυκλοφορίας για φορτηγάκι, όπως κα οι πιστωτικές σου και, γενικά, όλα τα πράγματά σου. Είνα όλα εκεί όπου τα βρήκα, στο βαν. Κρυμμένα κάτω από τα στρώματα». Παρατήρησε το λαιμό της. Δεν ήταν από τους
τελικάτους, οπότε η λαβή του έπρεπε να είναι δυνατή. Θα του έπαιρνε κάνα δυο λεπτά, όμως είχε άφθονο χρόνο. «Είναι αλήθεια, φυλάγομαι πολύ στην προσωπική μου ζωή», είπε εκείνος, κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος της κα ακουμπώντας την παλάμη του προσεκτικά στον ώμο της. «Άκουσέ με, Ίζαμπελ. Είμαι πολύ ερωτευμένος μαζί σου, όμως η αλήθεια είναι ότι δεν υπήρξα ειλικρινής. Είμα παντρεμένος, βλέπεις. Υπάρχουν παιδιά στη μέση, και όλη αυτή η κατάσταση είχε αρχίσει να ξεφεύγει. Αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να λήξει τώρα. Καταλαβαίνεις;» Τίναξε το κεφάλι της περήφανα. Ήταν πληγωμένη, αλλά όχι νικημένη. Είχε γνωρίσει κι άλλοτε παντρεμένους άντρες που της είχαν πει ψέματα, ήταν βέβαιος γι’ αυτό. Εξίσου βέβαιος ήταν πως τώρα, αναγκαστικά, έπρεπε να φροντίσε ώστε να είναι ο τελευταίος άντρας στη ζωή της που θα της έλεγε ψέματα. Εκείνη έκανε πέρα το χέρι του. «Δεν ξέρω για ποιο λόγο δε μου είπες το πραγματικό σου όνομα, ούτε ξέρω γιατί όσα μου είπες ήταν ψέματα. Τώρα μου λες πως ο λόγος ήταν ότι είσα παντρεμένος. Όμως ξέρεις κάτι; Ούτε αυτό το πιστεύω». Και με αυτά τα λόγια, απομακρύνθηκε από κοντά του, σαν α είχε διαβάσει τη σκέψη του. Σαν να ετοιμαζόταν να αρπάξει ένα όπλο το οποίο είχε κρυμμένο εκεί γύρω, έτοιμο σε πρώτη ανάγκη. Όταν αισθάνεσαι ξαφνικά σαν να βρίσκεσαι παγιδευμένος πάνω σε ένα κομμάτι πάγου, παρέα με μια πολική αρκούδα που της τρέχουν τα σάλια, καλό είναι να εξετάσεις τι επιλογές έχεις διαθέσιμες. Τη συγκεκριμένη στιγμή, εκείνος είχε
τέσσερις. Να βουτήξει στο νερό και να κολυμπήσει. Να πηδήξει σε ένα γειτονικό κομμάτι πάγου. Να περιμένει για να δει αν η αρκούδα ήταν πεινασμένη. Να σκοτώσει την αρκούδα. Και οι τέσσερις επιλογές είχαν τα προφανή πλεονεκτήματα και μειονεκτήματά τους, όμως αυτός δεν αμφέβαλλε καθόλου ότι η τέταρτη αποτελούσε τη μόνη πραγματική λύση. Η γυναίκα που στεκόταν απέναντί του ήταν πληγωμένη και θα αμυνόταν με κάθε μέσο. Προφανώς, επειδή την είχε κάνει να τον ερωτευτεί τόσο πολύ. Έπρεπε να το είχε προβλέψει. Η εμπειρία τον είχε διδάξει ότι σε τέτοιες καταστάσεις οι γυναίκες εύκολα γίνονται παράλογες. Συχνά, οι συνέπειες μπορεί να αποδειχτούν μοιραίες. Τούτη τη στιγμή αδυνατούσε να εκτιμήσει πλήρως την έκταση της ζημιάς που εκείνη ήταν ικανή να του προκαλέσει, και για το λόγο αυτό και μόνο θα έπρεπε να τη βγάλει από τη μέση. Θα έπαιρνε το πτώμα μαζί του, στο φορτηγάκι. Θα το πετούσε κάπου, όπως και τα προηγούμενα. Θα κατέστρεφε το σκληρό της δίσκο και θα φρόντιζε να εξαφανίσει κάθε ίχνος της παρουσίας του στο σπίτι της. Κοίταξε τα πανέμορφα πράσινα μάτια της κι αναρωτήθηκε πόση ώρα θα χρειαζόταν για να πάψουν να λάμπουν. «Έστειλα στον αδερφό μου ένα μέιλ, όπου του ανέφερα τα πάντα για εσένα», είπε εκείνη. «Οπότε τώρα έχει τον αριθμό του αυτοκινήτου σου, τον αριθμό της άδειας οδήγησης, το όνομά σου, τον αριθμό δημοτολογίου, καθώς και τη διεύθυνση από την άδεια κυκλοφορίας του βαν. Κανονικά,
δεν ασχολείται με τέτοια θέματα, όμως είναι από τη φύση του περίεργος άνθρωπος. Οπότε, αν στην πορεία αποδειχτεί πως μου έκλεψες το παραμικρό, θα σε βρει. Το ’πιασες;» Για μια στιγμή έμεινε εμβρόντητος. Δεν ήταν τόσο βλάκας ώστε να κυκλοφορεί με οποιοδήποτε έγγραφο ή πιστωτική κάρτα θα μπορούσε να αποκαλύψει την πραγματική του ταυτότητα. Η ξαφνική παράλυσή του οφειλόταν στο ότι, μέχρ τώρα, δεν είχε βρεθεί ποτέ μπλεγμένος σε ανάλογη κατάσταση, και οπωσδήποτε δεν είχε την Αστυνομία να τον παραφυλάει. Δεν το χωρούσε ο νους του πώς είχε καταλήξε εδώ. Τι του είχε ξεφύγει, πού είχε κάνει λάθος; Άραγε, ήταν κάτι τόσο απλό όσο η παράλειψη να τη ρωτήσει τι δουλειά ακριβώς έκανε στο δήμο; Υπέθεσε πως μάλλον αυτό ήταν. Και τώρα τον είχε στριμώξει. «Λυπάμαι, Ίζαμπελ», είπε μαλακά. «Ξεπέρασα τα όρια. Συγχώρεσέ με. Είμαι ξετρελαμένος μαζί σου, αυτό είναι όλο. Μη σκέφτεσαι τα όσα είπα χτες τη νύχτα. Απλώς δεν ήξερα τ α κάνω. Τι ήταν καλύτερο, να σου αποκαλύψω ότι είμα παντρεμένος με παιδιά ή να σου πω ψέματα; Θα έχανα τα πάντα έτσι και δεν κατόρθωνα να ελέγξω τα αισθήματά μου, και παραλίγο να το πάθω. Βρισκόμουν στο χείλος του γκρεμού, έπρεπε να μάθω τα πάντα για εσένα. Δεν μπορούσα α αντισταθώ, δεν το καταλαβαίνεις;» Τον κοίταζε περιφρονητικά όση ώρα εκείνος προσπαθούσε α αποφασίσει τι να κάνει στο κομμάτι πάγου όπου είχε παγιδευτεί. Η αρκούδα δε θα του χιμούσε απρόκλητα. Έτσ και σηκωνόταν να φύγει, και δεν εμφανιζόταν ποτέ ξανά σε αυτά τα μέρη, ήταν απίθανο εκείνη να απευθυνθεί στον
αδερφό της ζητώντας πληροφορίες για το άτομό του. Τι λόγο θα είχε να το κάνει; Όμως, αν τη σκότωνε ή την απήγε, τότε η Αστυνομία θα διέθετε ήδη μια άκρη για να ερευνήσει την πόθεση. Ακόμα και οι πιο συστηματικές του προσπάθειες να εξαφανίσει κάθε ίχνος της παρουσίας του εδώ δε θα ήταν αρκετές για να απομακρύνουν και την παραμικρή τρίχα από την ηβική χώρα, και τον πιο μικροσκοπικό λεκέ από σπέρμα, κάποιο αποτύπωμα. Η Αστυνομία θα του έφτιαχνε φάκελο, κ ας μην κατάφερναν να τον εντοπίσουν στο δημοτολόγιο. Το α κάψει το σπίτι, επίσης δε θα βοηθούσε. Η Πυροσβεστική ενδεχομένως να έσβηνε γρήγορα τη φωτιά και κάποιος γείτονας μπορεί να τον έβλεπε να απομακρύνεται. Ήταν πολύ μεγάλο το ρίσκο. Και τώρα υπήρχε ένας αστυνομικός, ονόματι Κάρστεν Γιόνσον, ο οποίος είχε στα χέρια του τον αριθμό κυκλοφορίας του βαν. Λογικά, θα είχε και την περιγραφή του οχήματος. Δεν αποκλείεται να είχε κα τη δική του περιγραφή. Είχε στρέψει το βλέμμα του στο κενό, ενώ εκείνη παρακολουθούσε τις κινήσεις του. Παρότι ήταν αριστοτέχνης στο να αλλάζει δέρμα, παρότι πάντοτε δρούσε με διαφορετικές ταυτότητες, το μέιλ που είχε στείλει η Ίζαμπελ ενδεχομένως να περιείχε ακριβείς πληροφορίες για το ύψος και τη σωματική του διάπλαση, το χρώμα των ματιών του, ακόμα και για πιο προσωπικά σημεία του σώματός του. Δεν μπορούσε να ξέρει τι περιείχε το μήνυμα, και κάπου εκεί το όλο πράγμα κατέρρευσε. Αντίκρισε το ψυχρό βλέμμα της και συνειδητοποίησε πως,
τελικά, δεν είχε απέναντί του μια πολική αρκούδα. Η γυναίκα αυτή ήταν η ίδια η Μέδουσα. Ένα τέρας που είχε φίδια για μαλλιά, ένα φαρμακερό πλάσμα. Κι αν κάποιος άνθρωπος την κοίταζε κατάματα, τότε πέτρωνε. Ακόμα και μια σύντομη συνάντηση μαζί της μπορούσε να αποβεί μοιραία. Η Μέδουσα συμβόλιζε την ενσάρκωση του θανάτου. Κα μονάχα το είδωλό της ήταν αρκετά ισχυρό για να την εξοντώσει. Αυτό το γνώριζε. Έτσι, της είπε: «Άσχετα από το τι μπορεί να νομίζεις εσύ, ζαμπελ, εγώ θα σε σκέφτομαι. Είσαι τόσο όμορφη, τόσο καταπληκτική γυναίκα. Το μόνο που εύχομαι είναι να σε είχα συναντήσει νωρίτερα στη ζωή μου. Τώρα είναι πολύ αργά. Λυπάμαι ειλικρινά και σου ζητώ συγνώμη. Δεν ήθελα να σε πληγώσω. Είσαι πραγματικά θαυμάσια. Λυπάμαι». Και τότε πέρασε τα δάχτυλά του ελαφρά πάνω από το μάγουλό της. Η κίνηση έδειξε να φέρνει αποτέλεσμα. Τα χείλη της τρεμούλιασαν. «Νομίζω πως πρέπει να φύγεις τώρα. Δε θέλω να σε ξαναδώ», ήταν η απάντησή της, που όμως δόθηκε χωρίς πεποίθηση. Θα θρηνούσε την απώλειά του για πολύ καιρό. Αυτό που είχαν οι δυο τους ήταν κάτι που δεν τύχαινε συχνά στην ηλικία της. Εκείνη ήταν η στιγμή που πραγματοποίησε το άλμα του από το ένα κομμάτι πάγου στο άλλο. Ούτε η Μέδουσα ούτε η πολική αρκούδα θα τον καταδίωκαν. Τον άφησε να φύγει, ενώ το ρολόι ακόμα δεν είχε δείξε εφτά.
16 ΤΗΛΕΦΩΝΗΣΕ ΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ λίγο πριν τις οχτώ, ως συνήθως, αποφεύγοντας να θίξει το επίμαχο ζήτημα, καθώς τις περιέγραφε εμπειρίες που δεν είχε βιώσει κα συναισθήματα για εκείνη τα οποία δεν ένιωθε. Φεύγοντας από το Βίμπορ, σταμάτησε σε ένα σούπερ μάρκετ κα φρεσκαρίστηκε όσο καλύτερα μπορούσε στις τουαλέτες των πελατών, προτού συνεχίσει προς το Χελντ Ίγι και από εκε στο Στάνγκχεδ, όπου θα τον περίμεναν ο Σάμουιλ και η Μαγκνταλένα. Τίποτα δε θα τον σταματούσε πλέον. Ο καιρός ήταν καλός. Όπως τα υπολόγιζε, θα έφτανε στον τελικό προορισμό του λίγο πριν σκοτεινιάσει. Η οικογένεια τον υποδέχτηκε με τη μυρωδιά φρεσκοψημένου ψωμιού και μεγάλες προσδοκίες. Ο Σάμουιλ προπονούνταν όλο το πρωί, παρά το τραυματισμένο πόδ του, ενώ η Μαγκνταλένα έστεκε με μάτια που άστραφταν κα τα μακριά πυκνά μαλλιά της να πέφτουν σε κυματισμούς, λαμπερά από το επίμονο βούρτσισμα. Και τα δύο παιδιά ήταν πανέτοιμα. «Τι λέτε, μήπως να κάναμε πρώτα μια στάση στο οσοκομείο, για να ρίξουν μια γρήγορη ματιά στο γόνατο του Σάμουιλ, απλώς για να είμαστε ήσυχοι; Νομίζω πως έχουμε χρόνο». Κατάπιε την τελευταία μπουκιά από το ψωμάκι του,
κοιτάζοντας ανυπόμονα το ρολόι του. Η ώρα ήταν δέκα παρά τέταρτο, και ήξερε πως η απάντηση θα ήταν αρνητική. Οι οπαδοί της Μητέρας Εκκλησίας απέφευγαν τα οσοκομεία, εκτός κι αν δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. «Όχι, μια απλή θλάση είναι, όμως ευχαριστούμε». Η Ράκιλ τού έδωσε μια κούπα καφέ κι έγνεψε προς το γάλα πάνω στο τραπέζι. Μπορούσε να βάλει μόνος του όσο ήθελε. «Λοιπόν, πού διοργανώνονται αυτοί οι αγώνες καράτε;» ρώτησε ο Γιόσουα. «Ίσως θα μπορούσα να περάσω αργότερα, αν ευκαιρήσω». «Ω, σταμάτα πια, Γιόσουα!» Η Ράκιλ τον σκούντηξε ελαφρά. «Ξέρεις πολύ καλά πότε έχεις ελεύθερο χρόνο κα πότε δεν έχεις». Δηλαδή ποτέ, απ’ ό,τι μπορούσε εκείνος να καταλάβει. «Οι αγώνες γίνονται στο αθλητικό κέντρο του Βίνερουπ», είπε στον πατέρα. «Τους διοργανώνει η Λέσχη Μπουζίτσου. Φαντάζομαι ότι θα βρείτε επιπλέον πληροφορίες στο διαδίκτυο». Επιπλέον πληροφορίες δεν υπήρχαν, όπως σχεδόν εξίσου βέβαιο ήταν πως δε θα υπήρχε και πρόσβαση στο διαδίκτυο σε αυτό το σπίτι. Ήταν μία ακόμα από αυτές τις άθεες εφευρέσεις τις οποίες απέρριπτε η Μητέρα Εκκλησία. Έφερε την παλάμη στο στόμα του. «Ω, με συγχωρείτε. Ανοησία μου. Ξέχασα πως δε θα έχετε σύνδεση στο διαδίκτυο. Έτσι κι αλλιώς, δεν προσφέρει κάτι». Έβαλε τα δυνατά του για να δείξει μεταμελημένος, παρατηρώντας πως ο καφές ήταν χωρίς καφεΐνη. Αναμενόμενο. «Πάντως, ναι, ο αγώνες διοργανώνονται στο αθλητικό κέντρο του Βίνερουπ».
Τους αποχαιρέτησαν. Ολόκληρη η οικογένεια παρατάχθηκε μπροστά στο σπίτι, στη στροφή του δρόμου, χωρίς να γνωρίζει πως ποτέ πια δε θα είχε την προηγούμενη γαλήνη και ηρεμία. Χαμογελαστά πρόσωπα που σύντομα θα συσπώνταν από τον πόνο, παίρνοντας το μάθημα ότι το κακό που υπάρχει σε αυτό τον κόσμο δεν μπορεί να κρατηθεί σε απόσταση με εβδομαδιαίες προσευχές και την απάρνηση όλων των θετικών που έχει να προσφέρει η σύγχρονη ζωή. Εκείνος δεν τους λυπόταν. Είχαν επιλέξει ελεύθερα το μονοπάτι που θα ακολουθούσαν, και τώρα αυτό είχε διασταυρωθεί με το δικό του. Κοίταξε τα δύο παιδιά που κάθονταν δίπλα του και ένευαν στην οικογένειά τους. «Είστε άνετα;» τα ρώτησε, καθώς το βαν διέσχιζε τα γυμνά χωράφια με τα θερισμένα καλαμπόκια. Έχωσε το χέρ του στην πλαϊνή θήκη της πόρτας. Το αναισθητικό όπλο βρισκόταν εκεί έτοιμο για χρήση. Λίγοι θα μπορούσαν να καταλάβουν τι ήταν. Έμοιαζε με το χερούλι τσάντας. Χαμογέλασε πλατιά όταν τα δύο παιδιά έγνεψαν καταφατικά. Κάθονταν άνετα, το μυαλό τους πετούσε, ασυνήθιστα καθώς ήταν σε οποιαδήποτε αλλαγή στην ήσυχη, περιορισμένη ζωή τους. Βίωναν κάτι το ξεχωριστό. Δε θα προέκυπταν δυσκολίες σε αυτή την περίπτωση. «Σκέφτηκα να περάσουμε από το Φίντερουπ, έτσι για βόλτα», είπε, καθώς τους πρόσφερε μικρές σοκολάτες. Μπορεί αυτό να αντέβαινε στους κανόνες τους, όμως οπωσδήποτε ήταν ένας τρόπος για να δημιουργηθεί ένα σημείο επαφής. Η επαφή ισοδυναμούσε με ασφάλεια. Και η
ασφάλεια διευκόλυνε αφάνταστα το έργο του. «Αχ, πάλι ξεχάστηκα, σωστά;» σχολίασε, παρατηρώντας το δισταγμό τους. «Αλλά έφερα και λίγα φρούτα. Μήπως θα προτιμούσατε ένα μανταρίνι;» «Νομίζω πως η σοκολάτα θα μας αρέσει περισσότερο». Η Μαγκνταλένα χαμογέλασε ακαταμάχητα, αποκαλύπτοντας τα σιδεράκια στα δόντια της. Δεν ήταν δύσκολο να φανταστε κανείς πως αυτή η μικρή έκρυβε κάποια μυστικά στον κήπο. Εκείνος τους μίλησε με θέρμη για τις ομορφιές της Γιουτλάνδης και τους είπε πόσο ενθουσιασμένος ήταν που θα μετακόμιζε μόνιμα σε αυτή την περιοχή. Έτσι, μέχρι να φτάσουν στο σταυροδρόμι, στο Φίντερουπ, το κλίμα ήταν ακριβώς όπως το ήθελε: χαλαρό, γεμάτο εμπιστοσύνη κα φιλικό. Εκεί ήταν που βγήκε από το δρόμο. «Ε, όχι ακόμα», είπε ο Σάμουιλ, γέρνοντας μπροστά στη θέση του. «Ο δρόμος για το Χόλστεμπρο είναι ο επόμενος». «Το ξέρω, όμως τις προάλλες, τριγυρίζοντας με το αυτοκίνητο στην περιοχή για να κοιτάξω κάποια σπίτια, βρήκα μια παράκαμψη που θα μας βγάλει γρηγορότερα εκεί». Έστριψε ξανά μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά από το μνημείο του μεσαιωνικού βασιλιά Έρικ Κλίπιν. Στη Χέσελμπορβαϊ. «Κοντεύουμε. Έχει μερικές λακκούβες, το ξέρω, όμως θα κερδίσουμε αρκετό χρόνο», είπε. «Είσαι σίγουρος;» Ο Σάμουιλ διάβασε την πινακίδα όπως περνούσαν από εκεί: Απαγορεύεται αυστηρά η κίνηση στρατιωτικών οχημάτων στους βοηθητικούς δρόμους . «Νόμιζα πως αυτός ο δρόμος δεν καταλήγει κάπου», είπε κ
στερα έγειρε ξανά πίσω στη θέση του. «Θα δεις, συνεχίζει παρακάτω από εκείνο το κίτρινο αγροτόσπιτο, να, στα αριστερά, μετά περνάει από μία ακόμα φάρμα στα δεξιά, που είναι τελείως παρατημένη, κι ύστερα στρίβουμε αριστερά». Έγνεψε καταφατικά καμιά διακοσαριά μέτρα πιο πέρα. Ο χωματόδρομος εδώ ήταν σκαμμένος από ρόδες. Καλαμιές απλώνονταν τριγύρω, που κυμάτιζαν, με διάσπαρτες συστάδες δέντρων. Μία στροφή ακόμα, κι έφταναν. «Να, τι σου είπα;» αναφώνησε ο Σάμουιλ, δείχνοντας μπροστά. «Δεν μπορείς να συνεχίσεις παραπέρα». Έκανε λάθος, όμως τώρα δεν υπήρχε και λόγος για εξηγήσεις. «Λοιπόν, ξέρεις κάτι, μου φαίνεται πως έχεις δίκιο, Σάμουιλ», είπε εκείνος. «Τι να γίνει, πρέπει να κάνουμε αναστροφή και να γυρίσουμε πίσω. Συγνώμη γι’ αυτό, παιδιά. μουν σίγουρος πως...» Έκοψε το τιμόνι κι έφερε το φορτηγάκι κάθετα στο δρόμο, στερα έβαλε όπισθεν και το πήγε ανάμεσα στα δέντρα. Τράβηξε χειρόφρενο και ταυτόχρονα πήρε το αναισθητικό όπλο από την πλαϊνή θήκη. Με μια γρήγορη κίνηση, κατέβασε την ασφάλεια, κόλλησε το όπλο πάνω στο λαιμό της Μαγκνταλένα και τράβηξε τη σκανδάλη. Ήταν μια διαβολική συσκευή, η οποία διοχέτευε 1,2 εκατομμύρια βολτ στο σώμα του θύματος, προκαλώντας του στιγμιαία παράλυση. Η κραυγή της, όπως και ο ξαφνικός, βίαιος σπασμός του σώματός της, στην αρχή αιφνιδίασαν τον Σάμουιλ. Όπως και η αδερφή του, ήταν εντελώς
απροετοίμαστος. Τα μάτια του φανέρωναν τρόμο, αλλά συνάμα την ετοιμότητά του να πολεμήσει. Στο ελάχιστο διάστημα που μεσολάβησε από τη στιγμή που το σώμα της αδερφής του σωριάστηκε προς το μέρος του, μέχρι να συλλάβει το γεγονός ότι το αντικείμενο που ετοιμαζόταν να ακουμπήσει πάνω του ήταν θανάσιμο, το σύνολο των αμυντικών μηχανισμών του νεαρού, τροφοδοτούμενο από την αδρεναλίνη, ενεργοποιήθηκε αυτόματα. Κι έτσι, παρότι ήταν γρήγορος ο άντρας που επιτέθηκε στην αδερφή του, δεν ήταν αρκετά γρήγορος ώστε να εμποδίσει το αγόρι να κάνει πέρα τη Μαγκνταλένα, να βουτήξει το χερούλι της πόρτας και να βγε κουτρουβαλώντας έξω, πριν προλάβει ο άντρας να τον χτυπήσει με το όπλο. Εκείνος έριξε ξανά στο κορίτσι και όρμησε έξω από το όχημα, καταδιώκοντας το αγόρι, το οποίο, στο μεταξύ, είχε καταφέρει να καλύψει κουτσαίνοντας αρκετή απόσταση στο γεμάτο λειχήνες μονοπάτι, όμως το τραυματισμένο του γόνατο λύγιζε από την προσπάθεια. Ήταν ζήτημα δευτερολέπτων μέχρι να έρθει η σειρά του. Καθώς έφτανε στα έλατα, ο Σάμουιλ στράφηκε ξαφνικά. «Τι θέλεις;» ούρλιαξε, καλώντας σε βοήθεια το Θεό του, λες και μέσα από τις στοιχισμένες σειρές των δέντρων θα ξεπρόβαλλε κάποιο επουράνιο πλάσμα για να τον περασπιστεί. Έγειρε από τη μία πλευρά και μάζεψε από κάτω ένα βαρύ ξύλο, από το οποίο εξείχαν επικίνδυνα τα αιχμηρά πολείμματα κλαδιών. Σκατά. Έπρεπε να είχε κανονίσει πρώτα το αγόρι. Γιατί, στ’
ανάθεμα, δεν είχε ακούσει το ένστικτό του; «Μην πλησιάσεις άλλο», του φώναξε ο Σάμουιλ, κραδαίνοντας το ξύλο του. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως θα το χρησιμοποιούσε. Το αγόρι γνώριζε πολεμικές τέχνες και θα αντιστεκόταν όσο καλύτερα μπορούσε. Από το μυαλό του πέρασε αστραπιαία η σκέψη πως θα έπρεπε να είχε μαζί του ένα Τέιζερ C2. Οπλισμένος με ένα τέτοιο, θα μπορούσε να εξουδετερώσει τα θύματά του από απόσταση αρκετών μέτρων. Ήξερε πως δεν υπήρχε ούτε δευτερόλεπτο για χάσιμο. Τους χώριζαν μόλις μερικές εκατοντάδες μέτρα από τα αγροκτήματα και, παρότι είχε επιλέξει το συγκεκριμένο σημείο με προσοχή, δεν υπήρχε καμία εγγύηση πως δε θα εμφανιζόταν ξαφνικά κάποιος αγρότης ή ξυλοκόπος. Εκτός αυτού, σε λίγα λεπτά, η αδερφή του αγοριού θα είχε συνέλθει αρκετά ώστε να επιχειρήσει να διαφύγει. «Δε θα σε βοηθήσει αυτό, Σάμουιλ», είπε και όρμησε μπροστά, αποκρούοντας τα ξέφρενα χτυπήματά του. Ένιωσε το ξύλο να βρίσκει με δύναμη τον ώμο του, τη στιγμή που το αναισθητικό όπλο ερχόταν σε επαφή με το μπράτσο του αγοριού. Οι κραυγές που έβγαλαν, ακούστηκαν ταυτόχρονα. Όμως δεν επρόκειτο για μια αναμέτρηση ανάμεσα σε ισοδύναμους αντιπάλους, κι έτσι το αγόρι σωριάστηκε στο έδαφος. Εκείνος έριξε μια ματιά στον ώμο του, εκεί όπου τον είχε χτυπήσει τόσο εύστοχα ο Σάμουιλ. Σκατά, σκέφτηκε ξανά, καθώς το αίμα απλωνόταν σαν τις ακτίνες άστρου πάνω στο φασμα του αντιανεμικού του.
Ευχόμενος ξανά να είχε ένα Τέιζερ, έσυρε το αγόρι στην καρότσα του βαν, βρήκε το πανί με το χλωροφόρμιο κα κάλυψε το πρόσωπό του με αυτό. Για μια στιγμή, τα μάτια του αγοριού στράφηκαν στο κενό, και ύστερα έχασε τις αισθήσεις του. Επανέλαβε την ίδια διαδικασία με την αδερφή. Ύστερα, τους έδεσε τα μάτια, ακινητοποίησε τα χέρια κα τα πόδια τους με μονωτική ταινία, φίμωσε τα παιδιά με τον ίδιο τρόπο και τα τοποθέτησε έτσι ώστε να συνέρχονταν με ασφάλεια, πάνω στην παχιά επένδυση του δαπέδου. Άλλαξε πουκάμισο και φόρεσε άλλο μπουφάν, κι ύστερα στάθηκε για λίγο και τα παρακολούθησε, για να βεβαιωθε πως δε θα αντιδρούσαν άσχημα, κάνοντας εμετό, με κίνδυνο α πνιγούν. Όταν βεβαιώθηκε πως όλα πήγαιναν καλά, έκλεισε τις πόρτες κι έβαλε μπροστά. Η αδερφή και ο γαμπρός του είχαν εγκατασταθεί σε ένα μικρό αγροτόσπιτο λίγο έξω από το Όρουπ, στο νησί Φιν, ένα κτίσμα με ασβεστωμένους τοίχους, κοντά στο δρόμο. Βρισκόταν σε απόσταση λίγων μόλις χιλιομέτρων από την ενοριακή εκκλησία στην οποία ο πατέρας τους λειτουργούσε προς το τέλος της ζωής του. Ήταν το τελευταίο μέρος στον κόσμο όπου θα επέλεγε για α εγκατασταθεί. «Λοιπόν, πού τριγυρνούσες αυτή τη φορά;» ρώτησε ο γαμπρός του, χωρίς πραγματικό ενδιαφέρον, γνέφοντας προς ένα ζευγάρι τριμμένες παντόφλες, οι οποίες βρίσκονταν
πάντοτε στο διάδρομο και όλοι οι επισκέπτες ήταν ποχρεωμένοι να φορούν. Λες και τα πατώματά τους άξιζαν το παραμικρό. Ακούστηκε ένας ήχος από το καθιστικό, και βρήκε την αδερφή του να μουρμουρίζει σε μια γωνιά, με ένα σκοροφαγωμένο σάλι ριγμένο στους ώμους της. Η Εύα τον κατάλαβε από τα βήματά του, όμως δεν είπε λέξη. Είχε βάλει αρκετά κιλά από την τελευταία φορά που τους επισκέφτηκε εκείνος. Είκοσι, το λιγότερο. Το σώμα της είχε ξεχειλώσει, και σύντομα η εικόνα που διατηρούσε από την αδερφή με την οποία κάποτε έπαιζε τόσο ξένοιαστα στον κήπο της κατοικίας του πάστορα, θα χανόταν οριστικά. Δεν αντάλλαξαν χαιρετισμό. Ποτέ δεν το έκαναν. Άλλωστε, η ευγένεια ουδέποτε είχε ιδιαίτερη θέση στο σπίτ των παιδικών τους χρόνων. «Δεν μπορώ να μείνω για πολύ», είπε, σκύβοντας δίπλα της. «Πώς τα πηγαίνεις;» «Με φροντίζει ο Βίλι», απάντησε εκείνη. «Σε λίγο τρώμε. Θα ήθελες κάτι;» «Μια μπουκιά φαΐ. Ύστερα πρέπει να πάρω τους δρόμους». Εκείνη έγνεψε καταφατικά. Η αλήθεια ήταν πως δεν την ένοιαζε. Από τότε που είχε χάσει το φως της, η επιθυμία να βρίσκεται με άλλους ανθρώπους και να ακούει τι είχαν να πουν για τη ζωή τους και τον κόσμο γύρω τους είχε σβήσε και αυτή. Ίσως ήταν απαραίτητο. Ίσως οι ξεθωριασμένες εικόνες των παιδικών τους χρόνων να είχαν καταλάβε ξαφνικά πάρα πολύ χώρο μέσα της.
«Σου έχω λίγα χρήματα εδώ». Έβγαλε το φάκελο από την τσέπη του και τον άφησε στην παλάμη της. «Είναι τριάντα χιλιάδες. Αυτά θα σας βοηθήσουν να περάσετε, μέχρι την επόμενη φορά». «Ευχαριστώ. Πότε θα επιστρέψεις;» «Σε λίγους μήνες». Εκείνη έγνεψε και πάλι καταφατικά και σηκώθηκε όρθια. Της πρόσφερε το χέρι του, όμως εκείνη αρνήθηκε. Ο μουσαμάς που κάλυπτε το τραπέζι είχε δει καλύτερες μέρες σε περασμένες δεκαετίες και τώρα ήταν στρωμένος με πατέ αγορασμένο από το σούπερ μάρκετ και κάτ απροσδιόριστα κομμάτια ψητού κρέατος μέσα σε αλουμινένιους δίσκους. Ο Βίλι ήξερε διάφορους τύπους που σκότωναν περισσότερα ζώα απ’ όσα μπορούσαν να φάνε, οπότε αυτοί οι δύο δεν αντιμετώπιζαν έλλειψη θερμίδων. Ο γαμπρός του ξεφύσηξε ασθματικά καθώς ακούμπησε το σαγόνι στο στήθος του για να πει την προσευχή. Τόσο ο ίδιος όσο και η αδερφή του είχαν κλείσει τα μάτια τους σφιχτά, όμως όλες οι αισθήσεις τους ήταν στραμμένες προς την άκρη του τραπεζιού, εκεί όπου καθόταν εκείνος. «Ακόμα δε βρήκες το Θεό;» ρώτησε η αδερφή του μετά την προσευχή, με το τυφλό βλέμμα της καρφωμένο πάνω του. «Όχι, φοβάμαι πως ο πατέρας τον ξερίζωσε από μέσα μου με το βούρδουλα». Ο γαμπρός του ανασήκωσε το κεφάλι αμέσως και του έριξε ένα αυστηρό βλέμμα. Κάποτε ήταν γοητευτικός άντρας. Γεμάτος ζωή, φιλόδοξος, σχεδίαζε να ταξιδέψει στις εφτά
θάλασσες, να εξερευνήσει κάθε γωνιά του κόσμου, να απολαύσει τις χάρες που θα του πρόσφεραν χυμώδη θηλυκά. Τελικά, γνώρισε την Εύα και μαγεύτηκε από την αδυναμία της και την ομορφιά των λόγων της. Τον Ιησού τον γνώριζε ήδη, όμως ποτέ δεν υπήρξε ο καλύτερός του φίλος. Αυτό ήταν κάτι που του δίδαξε η Εύα. «Να μιλάς με σεβασμό για τον πατέρα σου», είπε τώρα ο Βίλι. «Ήταν άγιος άνθρωπος». Εκείνος κοίταξε την αδερφή του. Το πρόσωπό της ήταν ανέκφραστο. Αν είχε να πει κάτι για το θέμα αυτό, τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή. Εκείνη, όμως, παρέμεινε σιωπηλή. Φυσικά. «Νομίζεις πως ο πατέρας μας βρίσκεται στον Παράδεισο, έτσι δεν είναι;» Ο γαμπρός του μισόκλεισε τα μάτια από ενόχληση. Αυτή ήταν η απάντησή του. Μία λάθος κουβέντα ήταν αρκετή, δεν είχε σημασία αν ήταν αδερφός της Εύας. Εκείνος κούνησε το κεφάλι και ανταπέδωσε το βλέμμα του γαμπρού του. Αδαή, ανερμάτιστα άτομα, σκέφτηκε. Αν η ιδέα ενός Παραδείσου που φιλοξενούσε τον ανάλγητο, μικρόνου, κακορίζικο πάστορα άρεσε τόσο πολύ στον Βίλι, τότε κι αυτός δε θα είχε καμία αντίρρηση να τον βοηθήσει να φτάσει εκεί όσο γινόταν γρηγορότερα. «Μη με κοιτάς έτσι», είπε. «Υπάρχει ένας φάκελος με τριάντα χιλιάδες κορόνες, για εσένα και την Εύα. Για ένα τέτοιο ποσό, καλά θα κάνεις να προσέξεις τη συμπεριφορά σου τη μισή ώρα που θα μείνω εδώ». Έστρεψε το βλέμμα στο σταυρό που κρεμόταν στον τοίχο,
πάνω από τα αχώνευτα μούτρα του γαμπρού του. Ήταν βαρύτερος απ’ ό,τι έδειχνε. Το θυμόταν πολύ καλά. Είχε νιώσει αρκετές φορές το βάρος του στο παρελθόν. Τα κατάλαβε που είχαν αρχίσει να σαλεύουν στην καρότσα του βαν, καθώς διέσχιζε τη Γέφυρα Στόαρμπελτ. Σταμάτησε για λίγο στην περιοχή των διοδίων για να δώσει στα δύο κορμιά να μυρίσουν λίγο ακόμα χλωροφόρμιο. Όταν ησύχασαν και πάλι, πήρε ξανά το δρόμο, αυτή τη φορά με τα παράθυρα ανοιχτά, έχοντας για συντροφιά το ενοχλητικό συναίσθημα πως η δεύτερη δόση ήταν περβολική. Φτάνοντας, τελικά, στο λεμβοστάσιο στο Βόρειο Σγιέλαν, είχε ακόμα πολύ φως για να κατεβάσει τα δύο αδέρφια από το φορτηγάκι. Πέρα στο νερό, τα τελευταία ιστιοφόρα της μέρας, τα πρώτα της φετινής σεζόν, γλιστρούσαν προς τις μαρίνες του Λίνες και του Κίγκνες. Κάποιος παρατηρητικός άνθρωπος με κιάλια αρκούσε για να τιναχτούν τα πάντα στον αέρα. Το πρόβλημα ήταν πως τα δύο αδέρφια κάθονταν περβολικά ήσυχα πίσω στην κλειστή καρότσα. Αυτό είχε αρχίσει να τον προβληματίζει. Μήνες προετοιμασίας θα πήγαιναν στράφι έτσι και τα είχε σκοτώσει το χλωροφόρμιο. «Άντε, δύσε επιτέλους», μουρμούρισε, με το βλέμμα καρφωμένο πάνω στην πύρινη σφαίρα που εξακολουθούσε α διακρίνεται στον ουρανό, λες και είχε σφηνώσε πεισματικά στον ορίζοντα, ανάμεσα στα φλογισμένα σύννεφα.
Έτσι, έβγαλε το κινητό του. Η οικογένεια στο Στάνγκχεδ θα είχε ανησυχήσει ήδη από την καθυστέρησή του να φέρε πίσω τα παιδιά. Τους είχε υποσχεθεί πως θα γύριζαν πριν την ώρα της ανάπαυσης, κι αυτή η υπόσχεση δεν είχε τηρηθεί. Τους φαντάστηκε εκείνη τη στιγμή να περιμένουν στο τραπέζι, με τα κεριά αναμμένα, φορώντας τις ρόμπες τους, έχοντας τα δάχτυλα πλεγμένα. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που θα του έδειχναν εμπιστοσύνη, θα έλεγε η μητέρα. Σε πολύ λίγο, εκείνη θα ένιωθε πραγματικό πόνο για το πόσο δίκιο είχε. Τηλεφώνησε. Δεν έκανε κανέναν πρόλογο, απλώς ανακοίνωσε την απαίτησή του για την καταβολή λύτρων ενός εκατομμυρίου κορονών. Χρησιμοποιημένα χαρτονομίσματα, σε μια μικρή τσάντα, η οποία θα πετιόταν από το τρένο. Τους πέδειξε ποιο συρμό να πάρουν, πότε και πού να αλλάξουν, καθώς και σε ποιο σημείο και από ποια πλευρά του τρένου να κοιτάξουν για το φανό αναλαμπής. Θα τον κρατούσε στο χέρ του και θα φώτιζε δυνατά. Δεν έπρεπε να καθυστερήσουν, καθώς αυτή ήταν η μοναδική τους ευκαιρία. Με την καταβολή των λύτρων, τα παιδιά θα τους επιστρέφονταν. Δεν έπρεπε να τους περάσει καν η σκέψη να τον εξαπατήσουν. Είχαν περιθώριο το υπόλοιπο Σαββατοκύριακο και τη Δευτέρα για να συγκεντρώσουν το ποσό. Το βράδυ της Δευτέρας έπρεπε να πάρουν το τρένο. Σε περίπτωση που το ποσό που θα παρέδιδαν δεν αντιστοιχούσε σε αυτό που απαιτούσε, τα παιδιά θα πέθαιναν. Αν επιχειρούσαν να εμπλέξουν την Αστυνομία, τα παιδιά θα πέθαιναν. Αν δοκίμαζαν να τον ξεγελάσουν κατά την
παράδοση, παράδο ση, τα παιδ παιδ ιά θα θ α πέ π έθ αιναν. αιναν. «Να θυμάστε το εξής», είπε. «Χρήματα μπορείτε να βγάλετε ξανά, τα παιδιά, όμως, θα τα χάσετε για πάντα αν δε συμμορφωθείτε με τις οδηγίες μου». Όταν το έλεγε αυτό, άφηνε πάντοτε ένα περιθώριο στους γονείς ώστε να σκαλώσει η ανάσα τους.greekleech.info Να αισθανθούν το σοκ. «Να θυμάστε, επίσης, ότι δεν μπορείτε να προστατέψετε τα υπόλοιπα παιδιά σας για πάντα. Αν υποψιαστώ πως κάτ δεν πάει καλά, να είστε έτοιμοι να ζήσετε υπό διαρκή φόβο. Αυτό, καθώς και το γεγονός ότι δεν μπορεί να εντοπιστεί το τηλέφωνο από το οποίο σας καλώ, είναι τα μόνα πράγματα για τα οποία οπ οία μπορ μπο ρείτε να είστε είστε απ αποο λ ύτως βέβαιοι». Ύστε Ύστερρα τερ τερμάτισε μάτισε την κλ ήση. Τό σο απ απλλ ά. Δέκ Δέκα δευτερόλεπτα αργότερα, θα εκσφενδόνιζε το κινητό στο φιόρδ. Από μικρός είχε γερό χέρι. Τα παιδιά ήταν κατάχλομα σαν πτώματα, όμως ζωντανά. Τα αλυσόδεσε στο χαμηλοτάβανο λεμβοστάσιο, κρατώντας τα σε αρκετή απόσταση. Ύστερα τους έλυσε τα μάτια, αφαίρεσε τα φίμωτρα και βεβαιώθηκε πως δε θα έβγαζαν το νερό που τους τους έδ ωσε να πιουν. πιουν. Μετά τις αναμενόμενες παρακλήσεις και ικεσίες, τους λυγμούς και το φόβο, δέχτηκαν μια μικρή ποσότητα τροφής. Η συνείδησή του ήταν καθαρή καθώς τους έκλεινε πάλι το στόμα στόμα με ταινία, ταινία, πρ π ροτού μπει μπ ει στο φ ο ρτηγ ρτηγάκι άκι και φύγει. φύγει. Ήταν ιδ ιο κτήτης του συγκε συγκεκκριμένο μένουυ λ εμβο εμβοστάσι στάσιοο υ εδώ εδ ώ και δεκαπέντε χρόνια και κανείς εκτός από τον ίδιο δεν είχε πλησιάσει σε αυτό το μέρος. Το σπίτι στο οποίο ανήκε ήταν
καλά κρυμμένο πίσω από τα δέντρα και το μονοπάτι που οδηγούσε στο νερό πάντοτε χορταριασμένο. Το μοναδικό σημείο απ’ όπου μπορούσε, υπό συνθήκες, να εντοπιστεί το συγκεκριμένο, ταπεινό κτίσμα, ήταν το νερό, όμως ακόμα κα από εκεί υπήρχαν εμπόδια. Ποιος θα επιχειρούσε να μπει σ’ εκείνο το δύσοσμο βούρκο από φύκια και άλγες που εκτεί τείνονταν νο νταν κατά μήκος μήκος του δι δ ιχτυο χτυο ύ; Το υ δι δ ιχτυο χτυο ύ που πο υ ο ίδι ίδ ιο ς είχε απλώσει ανάμεσα στους πασσάλους που υπήρχαν εκεί, όταν ένα από απ ό τα θύ θ ύματά του το υ είχε είχε πετάξει κάτι στο νερ ν ερόό . Τα παιδ π αιδιιά μπο μπ ο ρο ύσαν να κλαψ κλα ψο υρίσου σο υν όσο ήθ ήθεελ αν. Κανείς δε θα τα άκουγε. Κοίταξε ξανά το ρολόι του. Δε θα τηλεφωνούσε σήμερα στη γυναίκα του προτού πάρει το δρόμο για το Ρόσκιλε. Γιατ α ξέρει εκείνη τι ώρα θα έφτανε στο σπίτι; Τώρα θα επέστρεφε στο αγρόκτημα, θα έκλεινε το φορτηγάκι ξανά στον αχυρώνα και από εκεί θα συνέχιζε με τη Mercedes Merced es.. Μέσα Μέσα σε λιγότερ λιγότερο απ απόό μία μία ώρ ώ ρα, θα θ α ββρρισκόταν σκόταν στο σπίτι. Κι εκεί θα αποφάσιζε τι έπρεπε να κάνει μαζί της. Στα τελευταία χιλιόμετρα προτού φτάσει, βρήκε μια κάποια εσωτερική γαλήνη. Ποια ήταν η αιτία της καχυποψίας του απέναντι στη σύζυγό του; Μήπως οφειλόταν σε κάποιο ελάττωμα του δικού του χαρακτήρα; Μήπως αυτή η αβάσιμη αμφιβολία, αυτές οι απαίσιες σκέψεις, στην πραγματικότητα είχαν έρεισμα στα ψέματα με τα οποία τρεφόταν ο ίδιος; Μήπως όλη αυτή η κατάσταση ήταν αποτέλεσμα των μυστι μυστικκώ ν πο π ου περι περιέβα βαλλ λ αν τη δ ική του το υ ύπ ύπ αρξη; «Η ουσία του πράγματος είναι ότι είμαστε ευτυχισμένο
μαζί», σκέφτηκε μεγαλόφωνα. Αυτή ήταν η τελευταία σκέψη που έκανε προτού δει το αντρικό ποδήλατο να γέρνει πάνω στην ιτι ιτιά, ά, στο δρ δ ρομάκ ομά κι π ο υ ο δ ηγού ηγο ύσε στο σπί σπ ίτι τους. τους . Προτού το δει και προτού συνειδητοποιήσει ότι δεν ήταν το δι δ ικό του το υ.
17 ΚΑΠΟΤΕ, ΤΑ ΠΡΩΙΝΑ ΤΟΥΣ τηλεφωνήματα της έδιναν ώθηση. Και μόνο ο ήχος της φωνής του αρκούσε για να τη συντροφεύει στη διάρκεια ολόκληρων ημερών χωρίς ανθρώπινη επαφή. Η σκέψη της αγκαλιάς του μπορούσε να τη βοηθ βο ηθήσει ήσει να ξεπεράσει ξεπεράσει ο τιδ τιδ ήπο ήπ ο τε. τε. Όλ Όλ α αυτά, αυτά, ό μως μω ς , δ εν ίσχυαν ίσχυαν πλέ πλ έο ν. Η μαγεία μαγεία εί είχε χαθε χαθ εί. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό της πως θα τηλεφωνούσε στη μητέρα της και θα αποκαθιστούσε τη σχέση μαζί της. Η μέρα είχε περάσει και το επόμενο πρωινό έφτασε χωρίς εκείνη να καταφ αταφ έρει έρει να το κάνει. κάνει. Άλλωστε, τι θα μπορούσε να πει; Ότι λυπόταν που είχαν απομακρυνθεί; Πως ίσως να είχε κάνει λάθος; Ότι είχε γνωρίσει έναν άλλο άντρα, κι εκείνος της είχε δώσει τη δυνατότητα να δει τα πράγματα μέσα από διαφορετικό πρίσμα; Ότι την κατέκλυζε με λέξεις που την καθιστούσαν ανήμπορη να ακούσει οτιδήποτε άλλο; Δεν μπορούσε να τα πει όλα αυτά στη μητέρα της, ήταν ξεκάθαρο. Κι όμως, όλα αυτά αυτά ήταν αλήθ αλ ήθεεια. Το κενό στο οποίο την είχε εγκαταλείψει ο σύζυγός της, τώρα είχε γεμίσει. Ο Κένεθ είχε περάσει αρκετές φορές από το σπίτι. Την περίμενε εκεί, όταν επέστρεφε, έχοντας αφήσει τον Μπέντζαμιν στον παιδικό σταθμό. Ντυμένος πάντοτε με ένα
κοντομάνικο πουκάμισο κι εφαρμοστό, καλοκαιρινό παντελόνι, παρά τα καπρίτσια του Μαρτίου. Οχτώ μήνες θητείας στο Ιράκ και, στη συνέχεια, δέκα μήνες στο Αφγανιστάν τον είχαν σκληραγωγήσει. Ο κρύος χειμώνας τιθάσευε τις ανάγκες ενός στρατιωτικού για ανέσεις, της εξήγησε. Α υτό πο υ ζο ζούσαν ήταν ήταν ακαταμάχητο ακαταμάχ ητο.. Και Και τρο τρομακτικ μακτικό . Από το κινητό, είχε ακούσει το σύζυγό της να ρωτάει για τον Μπέντζαμιν και διαισθάνθηκε τις αμφιβολίες του για την τόσο γρήγορη ανάρρωση του παιδιού από το κρύωμα. Τον είχε ακούσει, επίσης, να της λέει ότι την αγαπούσε κα ανυπομονούσε να επιστρέψει στο σπίτι. Ότι δεν αποκλειόταν αυτό να συνέβαινε νωρίτερα απ’ ό,τι αρχικά υπολόγιζε. Κ εκείνη δεν είχε πιστέψει ούτε τα μισά. Αυτή ήταν η διαφορά πλέον. Σε σχέση με άλλοτε, που τα λόγια του τη θάμπωναν. Τώρα συνε συνειιδ ητοποιού ητοπ οιούσε σε πως πω ς υπήρ πή ρξε τυφλ τυφλή. ή. Εκτός αυτού, φοβόταν. Φοβόταν το ξέσπασμα της οργής του, το τι ήταν ικανός να κάνει. Έτσι και την πετούσε έξω από το σπίτι, θα έχανε τα πάντα. Είχε φροντίσει εκείνος γι’ αυτό. Μπορε Μπ ορείί να της απέμεναν απέμεναν κάποι κάπο ια λί λ ίγα πρ π ράγματα, αλλά αλλ ά τίπο τίποτε τε αξιόλο αξιόλ ο γο. γο . Ενδ Ενδεεχομέ χο μένω νωςς , ούτε ούτε καν ο Μπέ Μπ έντζαμιν. ντζαμιν. Φώλιαζαν τόσες πολλές λέξεις μέσα του. Έξυπνες λέξεις. Ποιος θα την πίστευε αν ισχυριζόταν ότι ο Μπέντζαμιν θα ήταν καλύτερα μαζί της; Άλλωστε, εκείνη δεν εγκατέλειπε την οικογενειακή εστία; Μήπως ο σύζυγός της δεν είχε αφοσιωθεί ολόψυχα στην οικογένεια, δεν είχε θυσιαστεί, απουσιάζοντας για μεγάλα διαστήματα από το σπίτι, προκειμένου να τους εξασφαλίζει ό,τι χρειάζονταν; Τους
άκουγε ήδη. Τις τοπικές Αρχές, τα περιφερειακά διοικητικά όργανα όπου αποστέλλονταν οι αιτήσεις διαζυγίου. Τους διαμεσολαβητές, οι οποίοι θα σημείωναν μονάχα το δικό του π εύθ υνο χαρακτήρ χαρακτήρα α και το δι δ ικό της π αραστρ αραστράτημα. Το ήξερε. Θα μπορούσε να τηλεφωνήσει στη μητέρα της. Θα χρειαζόταν να καταπιεί την περηφάνια της, και την ντροπή της, προκειμένου να της πει τα πάντα. Μητέρα μου είναι, σκέφτηκε. Θα με βοηθήσει. Είμαι σίγουρη. Κι ύστερα, οι ώρες πέρασαν και οι σκέψεις της τη βάρυναν. Άραγε, γιατί αισθανόταν έτσι; Μήπως επειδή μέσα σε ένα διάστημα λίγων μόλις ημερών είχε έρθει πιο κοντά με έναν άγνωστο απ’ ό,τι με τον άντρα με τον οποίο ήταν παντρεμένη; Αυτό ήταν γεγονός. Τα πράγματα που γνώριζε για το σύζυγό της ήταν εκείνα που μοιράζονταν τις λιγοστές ώρες που περνούσαν μαζί στο σπίτι. Τι παραπάνω ήξερε; Η δουλειά του, το παρελθόν του, οι κούτες στον πάνω όροφο, ό λ α αυ α υτά παρέ π αρέμε μεναν ναν μυστήρ μυστήριιο για την ίδι ίδ ια. Άλλο, όμως, να χάσει τα αισθήματα που έτρεφε για εκείνον κι άλλο να δικαιολογήσει αυτή τη μεταστροφή. Μήπως Μήπ ως δ εν της είχε φερθ φερθ εί καλά αλ ά ο άντρ άντρας της; Μήπως Μήπ ως αυτό αυτό το φευγαλέο πάθος που βίωνε η ίδια την εμπόδιζε να δει τα πράγματα λογ λ ογιικά; Αυτές ήταν οι σκέψεις που βασάνιζαν το μυαλό της. Κ αυτός ήταν ο λόγος που ένιωσε για μία ακόμα φορά να έλκεται από τον πρώτο όροφο του σπιτιού, από την πόρτα πίσω από την οποία στοιβάζονταν οι κούτες του. Στάθηκε ακί ακίνητη, ζυγίζ ζυγίζοοντας τα πρ π ράγματα. άγματα. Μήπω Μήπ ω ς αυτή αυτή ήταν η στιγμή στιγμή
για να αναζητήσει γνώση; Η στιγμή να υπερβεί το όριο; Το σημείο σημείο χωρ χω ρίς επ ιστρο στρο φ ή; Ναι. Ναι. Α υτή ήταν. ήταν. βγαλε σέρνοντας τις κούτες, τη μία μετά την άλλη, και τις αράδιασε σε αντίστροφη σειρά στο διάδρομο. Όταν θα τις έβαζε ξανά πίσω, έπρεπε να βρίσκονται στην ίδια ακριβώς θέση με πριν, σωστά κλεισμένες, με τα πανωφόρια στοιβαγμένα πάνω τους. Ήταν ο μόνος τρόπος για να αισθάνετ αισθά νεται αι ότι εί είχε τον έλ εγχο γχ ο του σχεδί σχεδ ίο υ. Ότι Ότι υπήρ πή ρχε ελ π ίδ α. Η πρώτη δωδεκάδα χαρτόκουτων, από την τελευταία σειρά κάτω από το φεγγίτη, επιβεβαίωσε τα όσα της είχε πει ο σύζυγός της. Περιείχαν παλιά οικογενειακά αντικείμενα, κληρονομημένα. Το ίδιο συνονθύλευμα μ’ εκείνο που είχε αφήσει πίσω της η δική της γιαγιά: διάφορα έγγραφα, πορσελάνες, πουροκόφτες, δαντελωτά τραπεζομάντιλα, ρολόγια χειρός και τοίχου, ένα σετ μαχαιροπίρουνων, μάλλ μάλ λ ινες κο υβέρτε βέρτεςς , ψι ψιλ ο π ράγματα. άγμα τα. Η εικόνα μιας οικογενειακής ζωής που είχε πάψει να φίσταται από καιρό και είχε περιοριστεί στη σφαίρα των αναμνήσεων. Όπως ακριβώς της τα είχε περιγράψει. Τα επόμενα δώδεκα πρόσθεσαν λεπτομέρειες που ήταν σαν να άπλωναν ένα πέπλο σύγχυσης στη συνολική εικόνα. Εδώ υπήρχαν επίχρυσες κορνίζες φωτογραφιών. Λευκώματα γεμάτα αποκόμματα. Τετράδια που ανακινούσαν αναμνήσεις γεγονότων γεγονό των και συμβάντων. συμβάντων. Όλα προέρχο προέρχονταν νταν από απ ό τα παιδι παιδ ικά του χρόνια και όλα συνοδεύονταν από την έντονη αίσθηση
πως τα ψέματα και η εξαπάτηση είναι οι βουβοί παραστάτες της αναπόλ αναπόλησ ησης. ης. Κι αυτό γιατί, αντίθετα με όσα υποστήριζε επίμονα ο ίδιος, ο σύζυγός της δεν ήταν μοναχοπαίδι. Δεν υπήρχε η π αραμικ αραμικρή αμφ α μφιιβολ βο λ ία ότι ό τι είχε μια μια αδ α δ ερφ ερφ ή. Σε μια φωτογραφία εικονιζόταν εκείνος ντυμένος ναυτάκι, με τα μπράτσα σταυρωμένα στο στήθος, κοιτάζοντας το φωτογραφικό φακό με μάτια θλιμμένα. Δεν πρέπει να ήταν μεγαλύτερος από έξι εφτά χρόνων. Δέρμα απαλό, πυκνά, ατίθασα μαλλιά με χωρίστρα στο πλάι. Δίπλα του στεκόταν μια μικρούλα με μακριές κοτσίδες και αθώο χαμόγελο. Ίσως α ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της που την έβγαζαν φωτογραφία. Επρόκειτο για ένα πολύ όμορφο πορτρέτο δύο ολότελα διαφορετικών παιδιών. Γύρισε τη φωτογραφία ανάποδα και παρατήρησε τα τρία κεφαλ εφαλ αία γρ γ ράμματα. άμμα τα. ΕΥ ΕΥΑ . Υπ Υπ ήρχαν κι άλλ άλ λ α, όμω ό μωςς είχα είχανν δ ιαγραφε αγραφ εί με στι στιλ ό. Κοίταξε και τις υπόλοιπες φωτογραφίες, γυρίζοντάς τες από την ανάποδη. ανάποδ η. Κι Κι άλ άλ λ ες λ έξει ξεις δ ιαγραμμέ αγραμμένε νεςς . Ούτε ονόματα ούτε τοπωνύμια. Τα π άντα είχα είχανν μουντζ μο υντζοο υρωθεί ρωθ εί.. Γιατί να το κάνει κάποιος αυτό; Λες και ήθελε να εξαφανίσε αφ ανίσειι τα τα π ρόσωπ όσω π α. Πόσες φορές είχε καθίσει εκείνη μαζί με τη μητέρα της, κοιτάζοντας αφηρημένα παλιές φωτογραφίες ανθρώπων δ ίχως ονόματα; ονόματα; «Αυτή είναι η προγιαγιά σου. Ντάγκμαρ την έλεγαν»,
άκουγε τη μητέρα της να λέει, αν και το όνομα δεν ήταν πουθενά γραμμένο. Τι θα συνέβαινε όταν θα πέθαινε η μητέρα της; Πού θα πήγαιναν τότε όλα τα ονόματα; Ποιος θ α ήξε ήξ ερε ποι πο ιο ς είχε είχε γεννήσει γεννήσει π ο ιον και π ό τε; τε; Α υτό το κοριτσάκι κοριτσάκι,, όμως όμω ς , εί είχε όνο όνομα. μα. Εύα. Εύα. Ήταν σίγο σίγουυρα αδ αδεερφ ή του άντρα άντρα της. της . Τα ίδ ια μάτια, μάτια, το ίδιο στόμα. Σε δύο από τις φωτογραφίες όπου πόζαραν μαζί, χωρίς άλλους, κοίταζε τον αδερφό της με θαυμασμό στο βλέ βλ έμμα της. της . Ήταν συγκι συγκινητικ νητικό . Η Εύα ήταν όπως όλα τα κοριτσάκια. Ανοιχτόχρωμη κα αθώα, ατένιζε τον κόσμο –με εξαίρεση την πρώτη φωτογραφία–, με μια έκφραση που φανέρωνε περισσότερο ανησυχί ανησυχίαα παρ π αράά θάρ θ άρρρος. ος . Στις φωτογραφίες όπου ο αδερφός και η αδερφή εικονίζονταν μαζί με τους γονείς τους, στέκονταν κοντά κοντά, σαν να προσπαθούσαν να προστατευτούν από τον κόσμο γύρω τους. Δεν αγγίζονταν, απλώς στέκονταν κοντά κοντά. Το στήσιμο πάντοτε το ίδιο: τα παιδιά μπροστά, με τα χέρι χέρια κρεμασμένα κρεμασμένα στα πλ π λ ευρά· ευρά· οι γονεί γο νείςς π ίσω, σω , η μητέ μη τέρρα με τις τις παλάμες ακουμπισμένες πάνω στους ώμους του κοριτσιού και ο πατέρας με τις παλάμες πάνω στους ώμους του αγοριού. Ήταν λ ες κι εκείνα τα δ ύο ζευ ζευγάρ γά ρια χέρι χέρια π ίεζαν π ρο ς τα κάτω τα παιδι παιδ ιά, κρ κρατώντας τα στο στο έδαφ έδ αφος ος.. Προσπάθησε να καταλάβει αυτό το αγόρι με τα κουρασμένα μάτια, που αργότερα θα γινόταν σύζυγός της. Δεν ήταν εύκολο. Μεσολαβούσε ένα χρονικό χάσμα, κι αυτό ήταν κάτι κάτι π ο υ το συναισθ συναισθανό ανόταν ταν τώρα εντον εντονόό τερ τερα από απ ό ποτέ πο τέ..
Τελικά, ξανάβαλε τις φωτογραφίες στα κουτιά τους κα άνοιξε τα λευκώματα, έχοντας πλέον τη βεβαιότητα ότι τα πάντα θα ήταν καλύτερα αν δεν είχε γνωριστεί ποτέ με το σύζυγό της. Ότι στην πραγματικότητα είχε έρθει σε αυτό τον κόσμο για να μοιραστεί τη ζωή της με έναν άντρα όπως εκείνος που είχε συναντήσει τυχαία και ζούσε πέντε δρόμους παρακάτω. Όχι με τον άντρα που έβλεπε σε αυτές τις φωτογραφίες. Ο πατέρας του ήταν πάστορας. Δεν της το είχε πει ποτέ αυτό, αυτό, όμως ήταν ήταν προφανές από τις τις φωτογρ φω τογραφίε αφίεςς . Ένας αγέ αγ έλ αστος άνθρ άνθ ρω π ο ς , με μάτια μάτια π ο υ εξέπεμπαν εγωισμό εγω ισμό και εξο εξο υσία. υσία. Τα μάτια της συζύγου του ήταν διαφορετικά. Ήταν άδεια. Σε αυτά τα λευκώματα μπορούσε να διακρίνει την αιτία. Ο πατέρας όριζε τα πάντα. Στα φυλλάδια της ενορίας εξαπέλυε μύδρους ενάντια στην αθεΐα, κήρυττε την ανισότητα κα αποκήρυσσε όσους δεν υπάκουαν. Ήταν φυλλάδια για το πώς έπρεπε να κρατάει κανείς το λόγο του Θεού στο χέρι κα α τον αφ α φ ήνει μόνο μό νο όταν τον εξαπ εξαπέέλ υε κατά των απίστων. α πίστων. Όλ Όλ ο αυτό αυτό το μένο μένοςς καθ αθιιστούσε σαφέ σαφ ές στην ίδ ια ό τι η ανατροφή του συζύγου της ήταν πολύ διαφορετική από τη δ ική της. της . Αγεφ Αγεφ ύρω ύρω τα δι δ ιαφο αφ ο ρετι ρετικκή. Αυτός ο χείμαρρος μίσους τροφοδοτούνταν από ένα μοχθηρό, υπόγειο ρεύμα εθνικισμού, αδιαλλαξίας, βαθιά ριζωμένου συντηρητισμού και σοβινισμού. Παρότ καταλάβαινε πως αυτά ήταν κείμενα του πατέρα του συζύγου της και όχι του ίδιου του συζύγου της, διαισθανόταν, τόσο
τώρα όσο και, εκ των υστέρων, στην κοινή τους ζωή, ότι ο πληγές του παρελθόντος είχαν αφήσει μέσα του ένα σκοτάδ το οπο ο ποίίο δι δ ιαλυ αλ υόταν μονάχα μο νάχα όταν ό ταν της της έκανε έρωτα. Δεν Δεν ήταν ήταν αυτό πο π ο υ ήθ ήθελε ελε εκ εκείνη. είνη. Κάτι είχε πάει στραβά στην παιδική του ηλικία. Κάθε φορά που εμφανιζόταν κάποιο άλλο όνομα, πέρα από το Εύα, ήταν διαγραμμένο. Και πάντοτε, απ’ ό,τι φαινόταν, με το ίδιο στιλό. Την επόμενη φορά που θα πήγαινε στη βιβλιοθήκη θα έψαχνε στο Google για τον παππού του Μπέντζαμιν. Αρχικά, όμως, έπρεπε να μάθει ποιος ήταν. Κάπου ανάμεσα στα αποο κόμματα θα απ θ α έβρισκ έβρισκεε ένα ένα ό νομα. νο μα. Κι αν έβρισκ βρισκεε ένα ένα ό νομα, νο μα, τότε σίγουρα θα κατάφερνε να εντοπίσει κάποιο ίχνος αυτού του καταπιεστικού και απεχθούς ανθρώπου. Ακόμα και σε μια επ ο χή πο π ο υ είχε την την τάση να λησμο λ ησμονεί νεί,, ό π ω ς η σημερι σημερινή. Ενδεχομένως να το συζητούσε και με το σύζυγό της. Ίσως έτσι να απ αποκαλ οκαλυυπ τόταν κάτι. άτι. Προχώρησε σε μια μεγάλη σειρά από κουτιά παπουτσιών, παραχωμένα σε ένα από τα χαρτόκουτα. Εκείνα στον πάτο περιείχαν διάφορα αντικείμενα περιορισμένου ενδιαφέροντος: έναν αναπτήρα Ronson, ο οποίος εξακολουθούσε να λειτουργεί, όλως παραδόξως, μανικετόκουμπα, ένα χαρτοκόπτη, καθώς και σκόρπια αντικείμενα γραφείου, ενδε νδ είξεις ξεις απ απόό δι δ ιαφο αφ ο ρετικ τικά στάδι στάδ ια μιας μιας ζω ής. ής . Τα υπόλοιπα άνοιγαν ένα παράθυρο σε μια χρονική περίοδο που φάνταζε πολύ ιδιαίτερη. Αποκόμματα, μπροσούρες και υλικό πολιτικού περιεχομένου. Κάθε κουτ αποκάλυπτε και νέα θραύσματα της ζωής του συζύγου της.
λα μαζί σχημάτιζαν την εικόνα ενός ντροπιασμένου κα τραυματισμένου ατόμου, το οποίο είχε εξελιχτεί ταυτόχρονα σε πιστό αντίγραφο, αλλά και διαμετρικά αντίθετο του πατέρα του. Την εικόνα ενός αγοριού που απομακρυνόταν ενστικτωδώς από τις αρχές που τέθηκαν στην παιδική του ηλικία. Ενός εφήβου που αντικατέστησε την αντίδραση με δράση. Ενός άντρα που μαχόταν για να στηρίξει κάθε μορφή ολοκληρωτισμού που δε συνδεόταν με τη θρησκεία. Αναζητούσε την ένταση της Βέστερμπρογκεδε, όταν συγκεντρώνονταν εκεί οι αναρχικοί. Η στολή του ναύτη παρραχώρ πα αχώ ρησε τη θέ θ έση της στο στο χίπικ χίπικοο πανωφ παν ωφόρι όρι,, το το αμπέχονο, αμπέχονο , το παλαιστινιακό μαντίλι, που σηκωνόταν για να καλύψει το πρόσωπό πρόσω πό του, του, όποτε όπ οτε το το επέβαλλ πέβαλ λ αν οι ο ι περ περιστάσει στάσεις . Ήταν ένας χαμαι χαμα ιλ έο ντας, ντας , ικανός ανό ς να ελ έγχε γχ ει τα χρώματα π ο υ έπαιρνε. έπαιρνε. Κι εκεί εκείνη νη το έβλεπε έβλ επε πλέον πλ έον καθαρά καθ αρά αυτό. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή, προσπαθώντας να αποφασίσει αν έπρεπε να ξαναβάλει τα πάντα στη θέση τους και να ξεχάσει όσα είχε δει. Μέσα σ’ εκείνες τις κούτες βρίσκονταν συγκεντρωμένα πράγματα τα οποία, προφανώς, δ εν ήθε ήθ ελ ε να θυ θ υμάται ο άντρας άντρας της. της . Ά ραγε, αυτό αυτό δε δ εν ήταν σημάδι σημάδ ι ότι προσπαθ προσπ αθούσε ούσε να αφήσε αφ ήσε πίσω του το παρελθόν; Ναι, ήταν. Διαφορετικά, θα της είχε πει τα πάντα. Διαφορετικά, όλα αυτά τα ονόματα δε θα είχαν διαγραφεί. Α λ λ ά πώς πώ ς θ α μπορ μπο ρούσε να σταματήσε σταματήσειι τώρα; τώρα; Αν δε βουτούσε στο παρελθόν του, δε θα κατάφερνε ποτέ α τον καταλάβει. Δε θα μάθαινε ποτέ ποιος πραγματικά ήταν ο πατέ π ατέρρας του πα παιιδ ιού της της..
Κι έτσι, γύρισε για να αναμετρηθεί με την υπόλοιπη ζωή του, που είχε καταχωνιαστεί με τόση προσοχή. Συστηματική αρχειοθέτηση μέσα σε κουτιά παπουτσιών, κουτιά παπουτσιών μέσα σε χαρτόκουτα. Τα πάντα με ετικέτες, σε χρονολ χρονο λ ο γική γική σειρ σειρά. Περίμενε πως θα έβρισκε περιόδους κατά τις οποίες ο άντρας της είχε αντιμετωπίσει προβλήματα εξαιτίας του ακτιβισμού του, όμως κάτι τον είχε ωθήσει να αλλάξε κατεύθ ατεύθ υνση. νση. Σαν Σαν να είχε είχε ηρεμήσει ηρεμήσει για κάπ κάποοιο δι δ ιάστημα. άστημα . Για κάθε περίοδο της ζωής του είχε διαθέσει ξεχωριστό πλαστικό φάκελο, πάνω στον οποίο σημειώνονταν ο αντίστοιχοι μήνες και χρόνια. Μία χρονιά, απ’ ό,τι φαινόταν, είχε σπουδάσει νομικά. Την επόμενη, φιλοσοφία. Πέρασε δύο χρόνια ταξιδεύοντας με ένα σακίδιο στην Κεντρική Αμερική, πιάνοντας δ ουλειά ουλειά σε ξενο ξενοδδ οχε οχ εία, αμπελ αμπελ ώνες, ώνες , σφαγε σφαγ εία. Μόνο όταν επέστρεψε στην πατρίδα άρχισε να ξεπροβάλλει το πρόσωπο που νόμιζε κι εκείνη πως γνώριζε. Και πάλι, αυτοί οι τακτικότατοι φάκελοι. Φυλλάδια από τις ένοπλες δυνάμεις. Σημειώσεις για τη Σχολή Υπαξιωματικών του Στρατού Ξηράς, τη Στρατονομία, τις Δυνάμεις Καταδρομών. Από εκεί και μετά, οι προσωπικές καταγραφές και η συσσώρευση αναμνηστικών του παρελθόντος σταματούσαν. Δεν υπήρχαν ονόματα, κανένα συγκεκριμένο στοιχείο για τόπους ή προσωπικές σχέσεις. Μονάχα οι αδρές γραμμές των χρ χ ρόνων όν ων που πο υ εί είχαν μεσολ μεσολαβή αβήσε σειι. Η τελευταία ένδειξη για το πού είχε προσανατολιστεί, ενδεχομένως, ήταν μια μικρή συλλογή έντυπου υλικού σε
διάφορες γλώσσες. Εκπαιδευτικά προγράμματα ναυτιλίας στο Βέλγιο. Το φυλλάδιο στρατολόγησης στη Λεγεώνα των Ξένων, με εντυπωσιακές φωτογραφίες της Νότιας Γαλλίας. Αντίγραφα αιτήσεων σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης. Δεν υπήρχε κανένα στοιχείο σχετικά με το ποιο μονοπάτ έμελλε να επιλέξει τελικά, μονάχα οι κατευθύνσεις προς τις οποίες σκεφτόταν να στραφεί σ’ εκείνο το στάδιο της ζωής του. Για κάπ κάποο ιο λό λ ό γο, γο , όλα όλ α αυτά αυτά φάνταζ φ άνταζαν αν τελ τελ είω ς χαοτι χαο τικκά. Και καθώς έβαζε πάλι τις κούτες στη θέση τους, ο φόβος ξεπήδησε μέσα της. Ήξερε πως η δουλειά του ήταν μυστική· της το είχε πει ο ίδιος. Μέχρι τώρα, η αποδεκτή αλήθεια ήταν ότι υπηρετούσε κάποιον καλό σκοπό. Αντικατασκοπία, μυστικές υπηρεσίες, κάτι τέτοιο. Αλλά γιατί ήταν τόσο βέβαιη π ως έτσι είχαν τα πράγματα; Είχε αποδ απο δ είξεις ξεις ; Το μόνο που γνώριζε σίγουρα ήταν πως ο άντρας της δεν έζησε ποτέ μια φυσιολογική ζωή. Ήταν ένας περιθωριακός· κινούνταν στα στα όρι ό ρια. α. Είχε διερευνήσει τα πρώτα τριάντα χρόνια της ζωής του, κ όμως εξακολουθούσε να μη γνωρίζει το παραμικρό για εκείνον. Τελικά, έφτασε στα χαρτόκουτα που είχαν στοιβαχτε πάνω στα υπόλοιπα. Είχε ρίξει στα γρήγορα μια ματιά σε ορισμένα, όμως όχι σε όλα. Τώρα, όπως τα άνοιγε συστηματικά, το ένα μετά το άλλο, και περιεργαζόταν το περιεχόμενό τους, ένα σοκαριστικό ερώτημα πήρε μορφή στο μυαλό της: Γιατί, απ’ όλα αυτά τα κουτιά, τα συγκεκριμένα
είχαν αφ α φ εθ εί τόσο προσβάσι προσβ άσιμα; μα; Το ερώτημα ήταν σοκαριστικό επειδή γνώριζε ήδη την απάντηση. Ο λόγος που είχαν αποθηκευτεί πάνω στα υπόλοιπα ήταν πως το να επιχειρήσει εκείνη να ανακαλύψει τι υπήρχε εκε μέσα θεωρούνταν αδιανόητο. Τόσο απλά. Τι θα μπορούσε να φανερώνει περισσότερο τη δύναμη που ασκούσε πάνω της; Η ίδια είχε αποδεχτεί χωρίς καμία αμφισβήτηση πως αυτός ήταν ο προσωπικός του χώρος και ότι η παρουσία της εκε απαγορευόταν. Πλ έον συνε συνειιδ ητοποιού ητοπ οιούσε σε πόσο πό σο απ απόλ όλυυτα την έλ έλ εγχε. Άνοιξε εκείνες τις κούτες με φόβο και δέος, πιέζοντας σφιχτά τα χείλη της, παίρνοντας βαθιές, τρεμάμενες ανάσες απόό τη μύτη. απ μύτη. Οι κούτες ήταν γεμάτες φακέλους. Ντοσιέ μεγέθους Α4 κάθε χρώματος, αν και το περιεχόμενό τους ήταν μαύρο σαν τη νύχτα. Το πρώτο αποτελούσε μαρτυρία μιας περιόδου της ζωής του κατά την οποία, προφανώς, είχε βαλθεί να εξιλεωθεί για την αθεΐα του. Κι άλλο έντυπο υλικό, αυτή τη φορά από κάθε λογής θρησκευτικές οργανώσεις, λεπτομερώς καταχωρισμένο σε πλαστικές θήκες. Φυλλάδια τα οποία έκαναν λόγο για τη μετά θάνατον ζωή και το αιώνιο φως του Θεού, για το πώς αυτά μπορούσαν να εξασφαλιστούν, εγγυημένα. Φυλλάδια νέων θρησκευτικών οργανώσεων κα αιρέσεων, που όλες είχαν την απόλυτη βεβαιότητα ότι αυτές και μόνο αυτές κατείχαν τις οριστικές απαντήσεις για όσα βασάνιζαν το νου του ανθρώπου. Ονόματα όπως Σάτια Σά
Μπάμπα, Σαϊεντολογία, Μητέρα Εκκλησία, Μάρτυρες του Ιεχωβά, Παιδιά του Θεού και Κοινωνία των Αιωνίων εμφανίζονταν δίπλα στην Ενωτική Εκκλησία, την Τέταρτη Οδό, την Αποστολή Θείου Φωτός και πολλά άλλα ακόμα, τα οποία γνώριζε ελάχιστα ή καθόλου. Και όλα αυτά τα ονόματα ισχυρίζονταν ότι αποτελούσαν το μοναδικό πραγματικό μονοπάτι προς τη σωτηρία, την αρμονία και την καλοσύνη. Το μοναδικό πραγματικό μονοπάτι, τόσο σίγουρο όσο η μοίρα. Κούνησε το κεφάλι της. Τι ακριβώς αναζητούσε αυτός ο άνθρωπος που είχε αγωνιστεί τόσο σκληρά προκειμένου να απαλλαγεί οριστικά από το σκοταδισμό και το δογματισμό των παιδικών του χρόνων; Απ’ ό,τι γνώριζε η ίδια, καμία από αυτές τις ποικίλες θρησκευτικές προσεγγίσεις δεν είχε κατορθώσει να συγκινήσει το σύζυγό της. Όχι, οι λέξεις «Θεός» και «θρησκεία» δεν έβρισκαν εύκολα το δρόμο για το σπίτι τους από κοκκινότουβλα, στην επιβλητική σκιά του καθεδρικού ναού του Ρόσκιλε. Αφού παρέλαβε τον Μπέντζαμιν από τον παιδικό σταθμό κ έπαιξε μαζί του για κάποια ώρα, τον κάθισε μπροστά στην τηλεόραση. Εφόσον έβλεπε ζωηρά χρώματα και κινούμενες εικόνες, ήταν ευτυχισμένος. Έπειτα ανέβηκε πάνω, κι εκεί αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε α σταματήσει, να βάλει τα υπόλοιπα χαρτόκουτα στη θέση τους χωρίς να τα ανοίξει και να αφήσει στην ησυχία της τη βασανισμένη ζωή του συζύγου της. Είκοσι λεπτά αργότερα, αισθανόταν ευγνώμων που δεν
είχε υποκύψει σε αυτή την παρόρμηση. Ευγνώμων, αλλά τρομαγμένη. Για την ακρίβεια, ήταν τέτοια η ταραχή της, ώστε συνέλαβε τον εαυτό της να σκέφτεται σοβαρά αν έπρεπε α ετοιμάσει ένα σάκο με μερικά απαραίτητα πράγματα, να πάρει τα χρήματα που φύλαγε στο τενεκεδάκι για τα έξοδα του σπιτιού και να ανέβει στο πρώτο τρένο που έφευγε. Το ήξερε από την αρχή πως τα τελευταία χαρτόκουτα ενδεχομένως να περιείχαν πράγματα που αφορούσαν την τρέχουσα περίοδο της ζωής του, αυτή που περιλάμβανε το γάμο τους. Ακόμα κι έτσι, όμως, έμεινε εμβρόντητη όταν ανακάλυψε πως κι εκείνη αποτελούσε ένα αντικείμενο ενασχόλησής του, το θέμα κάποιου από τους φακέλους του. Της είχε πει πως την είχε ερωτευτεί παράφορα από την πρώτη φορά που μίλησαν. Το ίδιο είχε αισθανθεί κι εκείνη. Τώρα ήξερε πως αυτό ήταν ψέμα. Πώς θα μπορούσε η πρώτη τους συνάντηση σ’ εκείνη την καφετέρια να ήταν τυχαία, τη στιγμή που εδώ υπήρχε ένας φάκελος με αποκόμματα από το τουρνουά ιππασίας στο Μπέρνστορφς Παρκ, όπου είχε ανέβει στο βάθρο των ικητών για πρώτη φορά; Μήνες πριν γνωριστούν. Πού είχε βρει αυτά τα αποκόμματα; Δε θα της τα είχε δείξει αν τα είχε συγκεντρώσει μετά τη γνωριμία τους; Κι όχι μόνο αυτό, είχε επίσης φυλαγμένα προγράμματα από διαγωνισμούς στους οποίους είχε συμμετάσχει εκείνη πολύ νωρίτερα. Είχε μέχρ και φωτογραφίες της από μέρη στα οποία ήταν σίγουρη ότ δεν είχαν βρεθεί ποτέ μαζί. Την είχε υπό παρακολούθηση μέχρι και τη στιγμή της πρώτης συνάντησής τους. Περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να κάνει την κίνησή
του. Την είχε επιλέξει, και το γεγονός αυτό κάθε άλλο παρά κολακευτικό ήταν, έτσι όπως είχαν εξελιχτεί τα πράγματα έκτοτε. Η σκέψη αυτή την έκανε να ανατριχιάσει. Την περίμενε και δεύτερη ανατριχίλα, όταν άνοιξε ένα ξύλινο κουτί, το οποίο βρήκε μέσα στην ίδια κούτα. Με μια πρώτη ματιά, δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο. Ήταν απλώς ένα κουτί που περιείχε λίστες με ονόματα και διευθύνσεις που δεν της έλεγαν κάτι. Όμως, όπως παρατηρούσε καλύτερα αυτά τα χαρτιά, άρχισε να αισθάνεται ανησυχία. Για ποιο λόγο ήταν τόσο σημαντικές οι πληροφορίες αυτές για το σύζυγό της; Δεν είχε την παραμικρή ιδέα. Για κάθε όνομα στη λίστα, υπήρχε μια συνημμένη σελίδα με συστηματικά καταγραμμένα στοιχεία σχετικά με το συγκεκριμένο άτομο και την οικογένειά του. Πρώτα, η θρησκεία την οποία ασπάζονταν. Ύστερα, η θέση τους μέσα στην εκκλησιαστική τους κοινότητα και, στη συνέχεια, το χρονικό διάστημα της ένταξής τους. Ακολουθούσαν περισσότερο προσωπικά στοιχεία, ειδικά για τα παιδιά τους: ονόματα και ηλικίες και, το πιο ανησυχητικό, ακόμα πιο προσωπικές παρατηρήσεις, όπως για παράδειγμα, Βίλερς κο, 15 ετών. Δεν είναι ο αγαπημένος της μητέρας του, όμως ο πατέρας τού έχει τεράστια αδυναμία. Πεισματάρης. Μη τακτική συμμετοχή στις συναθροίσεις. Υπέφερε από κρυώματα το μεγαλύτερο μέρος του χειμώνα, δύο φορές κλινήρης .
Τι χρειαζόταν ο σύζυγός της αυτού του είδους τις πληροφορίες; Γιατί τον ενδιέφερε το ύψος των εισοδημάτων αυτών των οικογενειών; Μήπως ήταν κάποιου είδους
κατάσκοπος για λογαριασμό των υπηρεσιών πρόνοιας; Μήπως είχε επιλεγεί προκειμένου να διεισδύσει σε θρησκευτικές οργανώσεις στη Δανία και να φέρει στο φως περιπτώσεις αιμομιξίας, κακοποίησης και άλλες τέτοιες φριχτές καταστάσεις; Η αβεβαιότητα κατέτρωγε το μυαλό της. Απ’ ό,τι φαινόταν, η δουλειά του τον έστελνε σε ολόκληρη τη χώρα, επομένως δύσκολα θα μπορούσε να εργάζεται για λογαριασμό των τοπικών Αρχών. Από την άλλη, απίθανο φάνταζε και το να εργάζεται για κάποια κρατική υπηρεσία. Ήταν δυνατό τέτοια στοιχεία να φυλάσσονται σε χαρτόκουτα στο σπίτι; Τότε, τι δουλειά έκανε; Ιδιωτικός ντετέκτιβ; Μήπως ήταν στη δούλεψη κάποιου εύπορου ατόμου, με αποστολή να βγάλει βρόμα για διάφορες θρησκευτικές κοινότητες; Ενδεχομένως. Η ανησυχία της επιτάθηκε όταν εντόπισε ένα έγγραφο στον πάτο της κούτας, στο οποίο, κάτω από τα στοιχεία που αφορούσαν την οικογένεια, ήταν γραμμένες οι λέξεις: 1,2 εκατομμύρια. Όλα εντάξει . Κάθισε για λίγο έχοντας αυτό το χαρτί πάνω στα πόδια της. Όπως και στις άλλες περιπτώσεις, οι πληροφορίες που περιείχε αφορούσαν μια πολύτεκνη οικογένεια, η οποία διατηρούσε δεσμούς με κάποια θρησκευτική οργάνωση. Το συγκεκριμένο έγγραφο δε διέφερε από τα υπόλοιπα, πέρα από την τελευταία σειρά και μία επιπλέον λεπτομέρεια: το όνομα ενός από τα παιδιά ήταν τσεκαρισμένο. Επρόκειτο για ένα δεκαεξάχρονο αγόρι, το οποίο, όπως έγραφε το χαρτί, ήταν
αγαπητό σε όλους. Γιατί είχε τσεκαριστεί αυτό το όνομα; Επειδή το παιδί ήταν αγαπητό; Δάγκωσε το χείλος της, νιώθοντας να έχει στερέψε τελείως από ιδέες και πρωτοβουλία. Το μόνο που ήξερε ήταν πως όλο της το είναι ούρλιαζε να σηκωθεί και να φύγει. μως θα ήταν σωστό κάτι τέτοιο; Μήπως όλα αυτά αποτελούσαν άσους στο μανίκι της; σως με αυτά τα στοιχεία να εξασφάλιζε πως ο Μπέντζαμιν θα έμενε μαζί της. Το πώς θα το κατάφερνε, όμως, δεν είχε την παραμικρή ιδέα. Έβαλε τις δύο τελευταίες κούτες πίσω στο δωμάτιο. Δεν περιείχαν κάτι το ιδιαίτερο, μονάχα μερικά σκόρπια πράγματά του, για τα οποία δεν είχαν καταφέρει να βρουν κάποια χρησιμότητα. Τελικά, ακούμπησε προσεκτικά τα πανωφόρια από πάνω. Το μόνο σημάδι της αδιακρισίας της πλέον ήταν το τσάκισμα σε ένα από τα καπάκια των χαρτόκουτων, εκεί όπου είχε σκαρφαλώσει όταν έψαχνε το φορτιστή του κινητού, όμως ακόμα κι αυτό μετά βίας διακρινόταν. Δε θα το παρατηρήσει, σκέφτηκε. Και τότε ακούστηκε το κουδούνι της πόρτας. Ο Κένεθ στεκόταν στο λυκόφως που αργόσβηνε, με μάτια που έλαμπαν. Όπως είχαν συμφωνήσει, κρατούσε στο χέρ του ένα ταλαιπωρημένο φύλλο της σημερινής εφημερίδας, όπως και την προηγούμενη μέρα, έτοιμος να ρωτήσει αν είχαν παραλάβει το αντίτυπό τους σήμερα. Προετοιμασμένος
α δικαιολογηθεί πως δήθεν την είχε βρει πεταμένη στο δρόμο και να σχολιάσει την αδιαφορία που επιδείκνυαν πλέον τα παιδιά που τις μοίραζαν. Και όλα αυτά σε περίπτωση που το πρόσωπό της ήταν ταραγμένο όταν θα του άνοιγε την πόρτα ή, κόντρα σε όλες τις προβλέψεις, ερχόταν α ανοίξει ο άντρας της. Τώρα, εκείνη δεν είχε ιδέα τι έκφραση έπρεπε να πάρει το πρόσωπό της. «Πέρασε, αλλά για λίγο μόνο», του είπε. Έριξε μια ματιά απέναντι στο δρόμο. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και όλα ήταν ήσυχα. «Τι συμβαίνει, επιστρέφει;» ρώτησε ο Κένεθ. «Όχι, δεν το νομίζω. Θα είχε τηλεφωνήσει, αν ήταν». «Τότε, τι έγινε; Αισθάνεσαι καλά;» «Όχι». Δάγκωσε το χείλος της. Σε τι θα ωφελούσε αν τον έμπλεκε σε αυτή την ιστορία; Δε θα ήταν καλύτερα αν τον κρατούσε έξω από τη ζωή της για ένα διάστημα, ώστε να μη βρεθεί κι αυτός αναμειγμένος στα όσα αναπόφευκτα θα ακολουθούσαν; Ποιος θα μπορούσε να αποδείξει ότι υπήρξε η παραμικρή σχέση μεταξύ τους, αν έπαυαν να συναντιούντα για λίγο; Έγνεψε αρνητικά. «Όχι, Κένεθ. Δεν είμαι και στα καλύτερά μου τώρα». Εκείνος παρέμεινε σιωπηλός, παρατηρώντας την εξεταστικά. Τα ζωηρά μάτια κάτω από τα ξανθά φρύδια του ήταν εκπαιδευμένα στο να διακρίνουν τον κίνδυνο. Είχαν αντιληφθεί αμέσως πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Είχαν παρατηρήσει πως, ό,τι κι αν συνέβαινε, ενδεχομένως να
επηρέαζε τα αισθήματα που εκείνος δεν ήθελε πλέον να κρύβει. Το ένστικτο της αυτοπροστασίας ενεργοποιήθηκε. «Πες μου τι συμβαίνει, Μία. Σε παρακαλώ, πες μου». Εκείνη τον τράβηξε μακριά από την πόρτα του καθιστικού, εκεί όπου ο Μπέντζαμιν καθόταν ευτυχής μπροστά στην τηλεόραση, έτσι όπως μόνο τα μικρά παιδιά μπορούν. Στο μικρούλη Μπέντζαμιν έπρεπε να εστιάσει όλες τις δυνάμεις της. Ετοιμαζόταν να στραφεί προς το μέρος του Κένεθ για να του πει πως δεν υπήρχε κανένας λόγος ανησυχίας, απλώς θα έπρεπε να λείψει για ένα διάστημα. Όμως, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, τα φώτα της Mercedes του συζύγου της έσκισαν το μισοσκόταδο στο δρομάκι έξω από το σπίτι. «Πρέπει να φύγεις, Κένεθ. Από την πίσω πόρτα. Τώρα!» «Δε θα μπορούσαμε να...» «ΤΩΡΑ, Κένεθ!» «Εντάξει, όμως το ποδήλατό μου είναι μπροστά στο σπίτι. Τι θέλεις να κάνω;» Ιδρώτας άρχισε να σχηματίζεται στις μασχάλες της. Μήπως να το έσκαγε μαζί του, αυτή τη στιγμή; Να πάρει τον Μπέντζαμιν στα χέρια και να φύγει; Όχι, δεν μπορούσε να το κάνει. Ήταν πολύ φοβισμένη. «Κάτι θα σκεφτώ. Φύγε εσύ! Από την κουζίνα, να μη σε δει ο Μπέντζαμιν!» Την επόμενη στιγμή, ο Κένεθ βρέθηκε έξω από το σπίτι, κλάσματα του δευτερολέπτου προτού ακουστεί το κλειδί κα ανοίξει η εξώπορτα. Εκείνη είχε καθίσει στο πάτωμα, μπροστά στην
τηλεόραση, με τα πόδια απλωμένα στο πλάι και τα χέρια γύρω από το γιο της, πλεγμένα σε σφιχτή αγκαλιά. «Κοίτα, Μπέντζαμιν», είπε. «Γύρισε ο μπαμπάκας. Τώρα θα περάσουμε πολύ όμορφα, ναι;»
18 ΜΙΑ ΟΜΙΧΛΩΔΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ του Μαρτίου, ο αυτοκινητόδρομος Ε22 που διασχίζει το Σκόνε δεν παρουσιάζει τίποτα το σπουδαίο. Αν βγάλεις τα σπίτια και τις πινακίδες του δρόμου, νομίζεις ότι βρίσκεσαι στη διαδρομή από το Ρίνγκστεδ στο Σλάγιελσε, σκέφτηκε ο Καρλ. Ήταν μια περιοχή επίπεδη, εξοντωτικά καλλιεργημένη, απογυμνωμένη απ’ οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί έστω και οριακά ενδιαφέρον. Κι όμως, θα μπορούσε να κατονομάσει τουλάχιστον πενήντα συναδέλφους του στα Κεντρικά της Αστυνομίας που τα μάτια τους φωτίζονταν στην αναφορά και μόνο της Σουηδίας. Έτσι όπως το έβλεπαν εκείνοι, όλες οι ανθρώπινες ανάγκες, χωρίς καμία απολύτως εξαίρεση, μπορούσαν να ικανοποιηθούν στα όρια όπου κυμάτιζε η μπλε σημαία με τον κίτρινο σταυρό. Ο Καρλ ατένισε πέρα από το παρμπρίζ κα κούνησε το κεφάλι. Προφανώς, κάτι του έλειπε του ίδιου. Μάλλον αυτό το ξεχωριστό γονίδιο που προκαλούσε ρίγη χαράς στο άκουσμα και μόνο της παραμικρής λέξης στα σουηδικά. Χρειάστηκε να φτάσει στο Μπλιέκινιε για να γίνει το τοπίο κάπως πιο θελκτικό. Έλεγαν πως όταν οι θεοί σκόρπιζαν τις πέτρες στη γη, τα χέρια τους είχαν αποκάμει μέχρι να φτάσουν στο Μπλιέκινιε. Παρότι ήταν πιο ευχάριστο στο
μάτι, και πάλι ελάχιστα πράγματα είχες να δεις, πέρα από δέντρα και βράχια. Τυπικά σουηδικό. Δεν ήταν παραθεριστικός παράδεισος, αναλογίστηκε καθώς πλησίαζε στο Χάλαμπρο, περνώντας από το συνηθισμένο συνδυασμό μίνι μαρκετ, βενζινάδικου κα συνεργείου, προτού συνεχίσει κατά μήκος της Γκάμλα Κονγκαβέγκεν. Στο φως της μέρας που έσβηνε, το σπίτι έδειχνε όμορφο, χτισμένο σε μια θέση πάνω από την πόλη. Ένας πέτρινος τοίχος σημάδευε τα όρια του κήπου, και το φως που φαινόταν σε τρία παράθυρα έδειχνε πως η οικογένεια Χολτ δεν είχε αναστατωθεί από το τηλεφώνημα του Άσαντ. Πάνω στην πόρτα υπήρχε ρόπτρο. Ήταν ραγισμένο, όμως ο Καρλ το χρησιμοποίησε. Περίμενε, και δεν αφουγκράστηκε κάποια αναστάτωση από το εσωτερικό του σπιτιού. Τότε συνειδητοποίησε πως ήταν Παρασκευή. Ανάθεμα. Ο Μάρτυρες του Ιεχωβά τηρούσαν την αργία του Σαββάτου; Αν οι Εβραίοι τηρούσαν την αργία του Σαββάτου από την Παρασκευή το απόγευμα, τότε λογικά αυτό οριζόταν στη Βίβλο, και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ακολουθούσαν τη Βίβλο κατά γράμμα. Χτύπησε ξανά την πόρτα. Μήπως δεν το επέτρεπε η θρησκεία τους να ανοίξουν; Μήπως η αργία του Σαββάτου απαγόρευε κάθε κίνηση; Αν ήταν έτσι, τι θα μπορούσε να κάνει; Να σπάσει την πόρτα με μια κλοτσιά; Μάλλον άστοχη σκέψη σε αυτά τα μέρη. Το πιθανότερο ήταν πως όλοι είχαν μια κυνηγετική καραμπίνα κάτω από το στρώμα. Στάθηκε εκεί για λίγο και κοίταξε τριγύρω. Η πόλη είχε
μαζευτεί για το βράδυ. Όλοι άραζαν και –ο κόσμος να χαλούσε– οτιδήποτε μπορούσε να περιμένει μέχρι αύριο. Ο Καρλ αναρωτήθηκε πού στα κομμάτια θα περνούσε τη ύχτα, σε αυτή την απομακρυσμένη κοινότητα. Και τότε, ξαφνικά, άναψε ένα φως πίσω από το τζάμι. Η πόρτα άνοιξε ελαφρά και το ωχρό και σοβαρό πρόσωπο ενός αγοριού γύρω στα δεκαπέντε ξεπρόβαλε στη χαραμάδα κι έμεινε να τον κοιτάζει χωρίς να πει λέξη. «Γεια χαρά», είπε ο Καρλ. «Είναι στο σπίτι η μαμά και ο μπαμπάς σου;» Το αγόρι έκλεισε την πόρτα όσο προσεκτικά την είχε ανοίξει και την κλείδωσε πίσω του. Το πρόσωπό του ήταν ψύχραιμο, ανέκφραστο. Κατά τα φαινόμενα, ήξερε τι να κάνε σε μια τέτοια περίσταση, και το να αφήσει να περάσει μέσα ένας απρόσκλητος επισκέπτης μάλλον δεν αποτελούσε επιλογή. Πέρασαν μερικά λεπτά, στη διάρκεια των οποίων ο Καρλ έμεινε να κοιτάζει την πόρτα. Κάποιες φορές, βοηθούσε να είναι επίμονος κανείς. Δύο ντόπιοι πέρασαν κάτω από τα φώτα του δρόμου, με το βλέμμα καρφωμένο πάνω του, σαν να ρωτούσαν: «Του όγου σου, ποιος είσαι;» Άγρυπνοι φρουροί, αναπόσπαστο στοιχείο κάθε πολίχνης. Τελικά, φάνηκε το πρόσωπο ενός άντρα στο τζάμι της πόρτας. Η επιμονή είχε ανταμειφθεί, για μία ακόμα φορά. Το πρόσωπο εστίασε ανέκφραστο πάνω στον Καρλ, αλλά με κάποια απορία, λες και περίμεναν να αντικρίσουν άλλον άνθρωπο εκεί.
Και τότε, ο άντρας άνοιξε την πόρτα. «Ναι;» είπε, πετώντας το μπαλάκι στον επισκέπτη. Ο Καρλ έβγαλε το υπηρεσιακό του σήμα. «Καρλ Μερκ, Τομέας Q, Κοπεγχάγη», δήλωσε. «Είστε ο Μάρτιν Χολτ;» Ο άλλος παρατήρησε ανήσυχα το σήμα του Καρλ κα στερα έγνεψε καταφατικά. «Θα μπορούσα να περάσω;» «Περί τίνος πρόκειται;» ρώτησε ο άντρας ήρεμα, σε άπταιστα δανικά. «Μήπως να το συζητούσαμε μέσα στο σπίτι;» «Δε νομίζω». Οπισθοχώρησε κι ετοιμαζόταν να κλείσε πάλι την πόρτα, αλλά ο Καρλ άρπαξε το χερούλι. «Μάρτιν Χολτ, θα μπορούσα να πω δυο κουβέντες με το γιο σας, τον Πόολ;» Ο άντρας μαγκώθηκε. «Όχι», είπε έπειτα από λίγο. «Δε βρίσκεται εδώ, επομένως φοβάμαι πως είναι αδύνατο αυτό που ζητάτε». «Να ρωτήσω, τότε, πού θα μπορούσα να τον βρω;» «Δεν ξέρω». Κοίταξε τον Καρλ ίσια στα μάτια. Μάλλον περβολικά επιθετικά, αν έκρινε από την έκφρασή του. «Θέλετε να πείτε ότι δεν έχετε ιδέα πού βρίσκεται ο γιος σας, δεν έχετε κάποια διεύθυνση;» «Ακριβώς. Και τώρα θα ήθελα να μας αφήσετε ήσυχους. Μελετάμε τη Βίβλο αυτή την ώρα». Ο Καρλ εμφάνισε ένα έγγραφο. «Αυτή είναι η λίστα του δημοτολογίου με όλα τα άτομα που ήταν καταχωρισμένα στη διεύθυνση της κατοικίας σας, στο Γκρίνστεδ, στις 16 Φεβρουαρίου του 1996, τη μέρα που εγκατέλειψε ο Πόολ τις
σπουδές του στο Κολέγιο Μηχανολογίας. Τα ονόματα εδώ είναι το δικό σας και της συζύγου σας, Λάιλα, καθώς και των παιδιών σας, Πόολ, Τρίγκβε, Μικελίνε, Έλεν και Χένρικ». ριξε μια ματιά στο χαρτί. «Τα στοιχεία του δημοτολογίου λένε πως τα παιδιά σας σήμερα είναι τριάντα ενός, είκοσι έξι, είκοσι τεσσάρων, δεκάξι και δεκαπέντε ετών. Σωστά;» Ο Μάρτιν Χολτ έγνεψε καταφατικά κι έδιωξε το αγόρι που είχε σταθεί και κοίταζε με περιέργεια πίσω από τον ώμο του. Ο Χένρικ, κατά πάσα πιθανότητα. Ο Καρλ παρατήρησε φευγαλέα τον νεαρό. Είχε εκείνη την παθητική, άψυχη έκφραση στο βλέμμα του που βλέπει κανείς στους ανθρώπους οι οποίοι το μόνο πράγμα που αποφασίζουν μόνοι τους είναι το πότε θα πάνε στην τουαλέτα. Κοίταξε ξανά τον άντρα που στεκόταν μπροστά του και, όπως έδειχναν τα πράγματα, κρατούσε σφιχτά τα λουριά της οικογένειάς του. «Γνωρίζουμε ότι ο Τρίγκβε και ο Πόολ ήταν μαζί εκείνη τη μέρα στο κολέγιο, όταν πέρασε από εκεί για τελευταία φορά ο Πόολ», συνέχισε. «Επομένως, αν έχει φύγε ο Πόολ από το σπίτι, μήπως θα μπορούσα να μιλήσω με τον Τρίγκβε; Δε θα τον καθυστερήσω». «Δε μιλιόμαστε πλέον με τον Τρίγκβε». Τα λόγια προφέρθηκαν με μια φωνή ψυχρή, επίπεδη, όμως το φως της εξωτερικής λάμπας αποκάλυπτε την ωχρότητα που χαρακτηρίζει εκείνους οι οποίοι σηκώνουν βαρύ φορτίο στη δουλειά τους. Που έχουν πολλές υποχρεώσεις, πολλές αποφάσεις να πάρουν, και λίγες θετικές εμπειρίες. Γκρίζα επιδερμίδα και θολό βλέμμα. Αυτά ήταν τα τελευταία
πράγματα που παρατήρησε ο Καρλ, προτού ο άντρας τού κλείσει την πόρτα κατάμουτρα. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα, και η εξωτερική λάμπα έσβησε. Ύστερα, το φως του διαδρόμου. Όμως ο Καρλ ήξερε πως ο άντρας στεκόταν ακόμα εκεί, περιμένοντας να τον δε α φεύγει. Και τότε άκουσε τον Μάρτιν Χολτ να προσεύχεται. «Συγκράτησε τη γλώσσα μας, Κύριε, ώστε να μην αρθρώσουμε το σκληρό λόγο της αναληθείας, τον αληθινό λόγο που δεν είναι η μόνη αλήθεια, η πλήρης και ανελέητη αλήθεια. Για χάρη του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού», πρόφερε στα σουηδικά. «Συγκράτησε τη γλώσσα μας, Κύριε» και «Δε μιλιόμαστε πλέον με τον Τρίγκβε». Αυτό, πάλι, τι σήμαινε; Μήπως απαγορευόταν κάθε αναφορά στον Τρίγκβε; Ή ακόμα κα στον Πόολ;greekleech.info Άραγε, είχαν εξοστρακιστεί και ο δύο, μετά τα όσα είχαν συμβεί; Μήπως είχαν αποδειχτε ανάξιοι της βασιλείας του Θεού; Έτσι εξηγούνταν αυτή η στάση; Αν ναι, τότε δεν έπεφτε λόγος σε κανέναν αστυνομικό. Τι να κάνω; αναρωτήθηκε. Μήπως έπρεπε να επικοινωνήσει με την Αστυνομία του Καρλσκρόνο και να ζητήσει βοήθεια; Όμως με ποιο σκεπτικό; Η οικογένεια δεν είχε διαπράξει κανένα αδίκημα. Τουλάχιστον, απ’ ό,τ μπορούσε να καταλάβει. Κούνησε το κεφάλι, απομακρύνθηκε σιωπηλά από την πόρτα και επέστρεψε στο αυτοκίνητο. Έβαλε όπισθεν κα απομακρύνθηκε με αργή ταχύτητα μέχρι λίγο παρακάτω στο
δρόμο, σταματώντας σε διακριτική απόσταση από το σπίτι. Ξεβιδώνοντας το καπάκι του θερμός, διαπίστωσε ότι το περιεχόμενό του ήταν κρύο. Τέλεια. Είχαν περάσει δέκα χρόνια από την τελευταία φορά που είχε κάνει νυχτερινή παρακολούθηση, και ήταν εξίσου απρόθυμος όπως τότε. Υγρές νύχτες του Μαρτίου, μέσα σε ένα αμάξι χωρίς αξιοπρεπές προσκέφαλο στο κάθισμα, πίνοντας παγωμένο καφέ από το πλαστικό καπάκι ενός θερμός, δεν ήταν αυτό που είχε ακριβώς κατά νου όταν πήρε το ρίσκο και διεκδίκησε μετάθεση στα Κεντρικά της Αστυνομίας στην Κοπεγχάγη. Και τώρα, να τος εδώ πέρα. Χωρίς ούτε ένα στοιχείο, εκτός από το εξωφρενικό, ακατανόητο ένστικτό του που του έλεγε πώς να ερμηνεύει τις αντιδράσεις των ανθρώπων και πού θα μπορούσαν να οδηγήσουν αυτές. Αυτός ο άντρας στο σπίτι πάνω στο λόφο δεν είχε αντιδράσει φυσιολογικά. Ήταν ξεκάθαρο. Ο Μάρτιν Χολτ ήταν πολύ απορριπτικός, πολύ πελιδνός, πολύ αναίσθητος όταν αναφέρθηκε στους δύο μεγαλύτερους γιους του. Εκτός αυτού, έδειξε ελάχιστο ενδιαφέρον για το τι μπορεί να γύρευε ένας επιθεωρητής από την Κοπεγχάγη σε αυτή την απομακρυσμένη, βραχώδη γωνιά της Σουηδίας. Δεν ήταν το τι έλεγαν οι άνθρωποι, αλλά μάλλον το τι δεν έλεγαν αυτό που τους πρόδιδε όταν έκρυβαν κάτι. Κι αυτό ακριβώς συνέβαινε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Έστρεψε το βλέμμα του προς το σπίτι στη στροφή του δρόμου και ύστερα σφήνωσε το κύπελλο με τον καφέ ανάμεσα στους μηρούς του. Τώρα μπορούσε να κλείσει τα μάτια του. Τούρμπο υπνάκος, έτσι το ονόμαζε.
Δύο λεπτά θα ήταν αρκετά, σκέφτηκε, για να ξυπνήσει, τελικά, είκοσι λεπτά αργότερα, όταν ένιωσε τη βουβωνική του χώρα να παγώνει, μούσκεμα από τον κρύο καφέ. «Ανάθεμα!» αναφώνησε σαστισμένος, τινάζοντας το υγρό που πότιζε το παντελόνι του. Το ίδιο είπε και μια στιγμή αργότερα, καθώς οι προβολείς ενός αυτοκινήτου έστριβαν από τη μεριά του σπιτιού κι έπαιρναν το δρόμο προς το Ρονιέμπι. Άφησε τον καφέ να απορροφηθεί από το κάλυμμα του καθίσματος κι έβαλε ταχύτητα. Η νύχτα ήταν σκοτεινή. Από τη στιγμή που βγήκαν από το Χάλαμπρο, μονάχα τα αστέρια και το αυτοκίνητο μπροστά του ξεχώριζαν μέσα στην απόλυτη μαυρίλα. Συνέχισαν για δέκα, μπορεί και δεκαπέντε χιλιόμετρα, μέχρι που οι δέσμες των προβολέων έπεσαν πάνω σε ένα απαίσια κίτρινο σπίτι στο φρύδι ενός λόφου, χτισμένο τόσο κοντά στο δρόμο, ώστε έδινε την εντύπωση πως ακόμα κα μια πνοή αέρα θα μπορούσε να παρασύρει το ετοιμόρροπο κτίσμα, δημιουργώντας προβλήματα στην κυκλοφορία. Το αυτοκίνητο έστριψε προς τα εκεί και σταμάτησε στο δρομάκι έξω από το σπίτι. Έπειτα από δέκα λεπτά, ο Καρλ άφησε το Peugeot του στην άκρη του δρόμου και πλησίασε προσεκτικά, με πλάγια βήματα, σαν κάβουρας. Τότε μόνο συνειδητοποίησε ότι υπήρχαν επιβάτες μέσα στο αυτοκίνητο. Ακίνητοι, σχεδόν αόρατοι. Τέσσερα άτομα με διαφορετικό σωματότυπο. Περίμενε μερικές στιγμές, ενώ παρατηρούσε το γύρω χώρο. Αν εξαιρούσε κανείς το χρώμα, που ήταν φανταχτερό
ακόμα και στο σκοτάδι, το σπίτι έμοιαζε τελείως παρατημένο. Παλιοσίδερα, διάφορα συμπράγκαλα και μηχανήματα σε αχρηστία ήταν σκορπισμένα ολόγυρα, λες και ο ιδιοκτήτης είχε πεθάνει πριν από χρόνια και το μέρος είχε αφεθεί να ρημάξει. Ουδεμία σχέση με την κομψή κατοικία της οικογένειας στο Γκρίνστεδ, σκέφτηκε ο Καρλ, ακολουθώντας με το βλέμμα του τους προβολείς ενός αυτοκινήτου το οποίο ανέβαινε με ταχύτητα το λόφο, από την κατεύθυνση του Ρονιέμπι, με τις δέσμες του να φωτίζουν τη στέγη του σπιτιού και την αυλή. Για μια φευγαλέα στιγμή, το πρόσωπο μιας μάνας, πρησμένο από τα δάκρυα, φάνηκε στο παράθυρο του σταθμευμένου αυτοκινήτου, και στο πίσω κάθισμα μια κοπέλα και δύο έφηβοι. Όλοι οι επιβάτες έδειχναν επηρεασμένοι από την κατάσταση. Ήταν σιωπηλοί αλλά αισθητά ταραγμένοι, με πρόσωπα σφιγμένα από το φόβο. Ο Καρλ κινήθηκε προς την πλαϊνή πλευρά του σπιτιού κα ακούμπησε πάνω στις σαπισμένες ξύλινες σανίδες. Από τόσο κοντά, μόνο η μπογιά έμοιαζε να κρατάει στη θέση του το κτίσμα. Στο εσωτερικό του ανταλλάσσονταν κουβέντες. Δύο άντρες λογομαχούσαν και προφανώς δεν πλησίαζαν σε κάποιου είδους συμφωνία. Οι φωνές τους ήταν τραχιές κα επιθετικές. Κανονικός καβγάς. Όταν σταμάτησαν, ο Καρλ μόλις που πρόλαβε να δε εκείνον που έκλεισε οργισμένος την πόρτα πίσω του κα σχεδόν όρμησε στη θέση του οδηγού στο αυτοκίνητο που περίμενε απέξω.
Ακούστηκε ένα στρίγκλισμα από τα λάστιχα, καθώς η οικογένεια Χολτ επέστρεφε βιαστικά με την όπισθεν στο δρόμο και ακολουθούσε πορεία νότια. Ο Καρλ είχε πάρει ήδη την απόφασή του. Αυτό το πανάσχημο κίτρινο σπίτι κάτι του ψιθύριζε. Κι εκείνος ήταν όλος αφτιά. Η ταμπελίτσα έγραφε Λίλιμορ Μπέντσεν, όμως η γυναίκα που άνοιξε την κίτρινη πόρτα δεν είχε καμία σχέση με τη οικοκυρά που θα φανταζόταν κανείς, κρίνοντας από το όνομα. Εικοσάρα, με ξανθά μαλλιά και μπροστινά δόντια που προεξείχαν ελαφρά, ήταν απλώς αξιολάτρευτη, όπως θα έλεγαν άλλοτε. Τελικά, ίσως να μην ήταν όλα χάλια στη Σουηδία. «Σκέφτηκα πως θα με περιμένατε...» Έδειξε το σήμα του. «Μήπως βρίσκεται εδώ ο Πόολ Χολτ;» Η κοπέλα έγνεψε αρνητικά, αλλά χαμογέλασε. Απ’ ό,τ φαινόταν, είχε καταφέρει να κρατηθεί σε απόσταση από την οξύτατη λογομαχία που είχε προηγηθεί. «Τότε, μήπως είναι ο Τρίγκβε εδώ;» «Μη στέκεστε στο κατώφλι!» είπε εκείνη κοφτά στα σουηδικά και ύστερα έδειξε μια κλειστή πόρτα μέσα στο σπίτι. «Ήρθε, Τρίγκβε», φώναξε προς τη μεριά του καθιστικού. «Εγώ πηγαίνω να ξαπλώσω, εντάξει;» Χαμογέλασε στον Καρλ, λες και ήταν γνωστοί, κι ύστερα τον άφησε μόνο του με το φίλο της. Ήταν ψηλός και σχεδόν επώδυνα λεπτός. Από την άλλη, όμως, τι περίμενε να αντικρίσει ο Καρλ; Έτεινε το χέρι του κα
σε απάντηση δέχτηκε μια δυνατή χειραψία. «Τρίγκβε Χολτ», συστήθηκε ο νέος άντρας. «Πέρασε ο πατέρας μου από εδώ, για να με προειδοποιήσει». Ο Καρλ κατένευσε. «Σχημάτισα την εντύπωση ότι εσείς ο δύο δε μιλιέστε, σωστά;» «Ακριβώς. Πλέον είμαι απόβλητος. Έχω να τους μιλήσω εδώ και τέσσερα χρόνια, όμως συχνά τους βλέπω μέσα στο αμάξι, σταματημένους απέξω». Το βλέμμα του ήταν ήρεμο. Έδειχνε ανεπηρέαστος από την έντονη λογομαχία που είχε προηγηθεί κα απροβλημάτιστος για την παρούσα κατάσταση. Οπότε ο Καρλ μπήκε κατευθείαν στο θέμα. «Βρήκαμε ένα μήνυμα μέσα σε μπουκάλι», είπε, κι αμέσως παρατήρησε μια αλλαγή στο απαθές πρόσωπο του νεαρού. «Για την ακρίβεια, πιάστηκε μέσα σε ένα δίχτυ, ανοιχτά των ακτών της Σκοτίας, πριν από αρκετά χρόνια, όμως στα χέρια μας, στα Κεντρικά της Αστυνομίας της Κοπεγχάγης, έφτασε πριν από μία περίπου εβδομάδα». Τώρα η αντίδραση ήταν περισσότερο αισθητή, αν όχ εξόφθαλμη, κι αυτό που την είχε προκαλέσει ήταν εκείνες ο πρώτες λέξεις: ένα μήνυμα μέσα σε μπουκάλι . Λες και όλα αυτά τα χρόνια οι λέξεις αυτές ήταν σφηνωμένες στην πίσω πλευρά του μυαλού του. Ίσως να περίμενε να τις προφέρε κάποιος. Ίσως να ήταν το συνθηματικό που θα ξεκλείδωνε όλα τα μυστήρια τα οποία εξακολουθούσαν να φωλιάζουν μέσα του. Δάγκωσε το χείλος του. «Ένα μήνυμα μέσα σε μπουκάλι, είπατε;»
«Ναι, θα ήθελες να το δεις;» Έδωσε στον νεαρό ένα αντίγραφο του μηνύματος. Μέσα σε δύο δευτερόλεπτα, ο Τρίγκβε συρρικνώθηκε στα τρία τέταρτα του μεγέθους του, στριφογυρίζοντας στον άξονά του και γκρεμίζοντας στο πάτωμα ό,τι έβρισκε μπροστά του. Αν δεν ήταν τα γρήγορα αντανακλαστικά του Καρλ, θα είχε και ο ίδιος αυτή την κατάληξη. «Τι τρέχει;» Την ερώτηση την είχε κάνει η κοπέλα του Τρίγκβε, η οποία στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας με τα μαλλιά της λυτά, φορώντας μόνο ένα μπλουζάκι το οποίο μετά βίας κάλυπτε τους γυμνούς μηρούς της. Είχε ετοιμαστε ήδη για να πέσει στο κρεβάτι. Ο Καρλ έδειξε το μήνυμα. Εκείνη το μάζεψε από κάτω, κοίταξε το κείμενο και ύστερα το έδωσε στο φίλο της. Κανείς τους δε μίλησε για αρκετά λεπτά. Όταν, τελικά, ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του, ο νεαρός έριξε μια ματιά στο κείμενο, λες και αυτό ήταν αγρίμι έτοιμο α του χιμήξει ανά πάσα στιγμή και να τον κατασπαράξει. Λες και η μόνη του άμυνα ήταν να το διαβάσει ξανά, λέξη προς λέξη. Όπως έστρεψε το βλέμμα και πάλι στον Καρλ, ήταν εμφανώς αλλαγμένος. Η αταραξία και η σιγουριά του έμοιαζαν να έχουν απορροφηθεί από το μήνυμα που κρατούσε στα χέρια του.greekleech.info Η φλέβα στο λαιμό του είχε φουσκώσει και παλλόταν, το πρόσωπό του είχε αναψοκοκκινίσει, τα χείλη του έτρεμαν. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως το μήνυμα είχε ξυπνήσει μια άκρως
τραυματική ανάμνηση. «Ω Θεέ μου», είπε σιγανά, κλείνοντας τα μάτια κα φέρνοντας την παλάμη πάνω στα χείλη του. Η κοπέλα πήρε το χέρι του μέσα στο δικό της. «Μη στενοχωριέσαι, Τρίγκβε. Αργά ή γρήγορα, θα μαθευόταν. Τώρα τελείωσε, όλα θα πάνε καλά!» Εκείνος άνοιξε τα μάτια και στράφηκε στον Καρλ. «Δεν είδα ποτέ το μήνυμα, απλώς παρακολουθούσα την ώρα που γραφόταν». Το διάβασε ξανά, ενώ με τρεμάμενα δάχτυλα σκούπιζε διαρκώς τα δάκρυα που σχηματίζονταν στις κόχες των ματιών του. «Ο αδερφός μου ήταν ο εξυπνότερος, ο ευγενικότερος άνθρωπος στον κόσμο», τραύλισε. «Όμως του ήταν πολύ δύσκολο να εκφραστεί». Ακούμπησε το μήνυμα στο τραπέζ μπροστά του, σταύρωσε τα μπράτσα του στο στήθος κι έγειρε προς τα εμπρός. «Αλήθεια, του ήταν δύσκολο». Ο Καρλ έκανε να ακουμπήσει το χέρι στον ώμο του εαρού, όμως ο Τρίγκβε τραβήχτηκε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε αύριο;» είπε. «Δεν είμα σε θέση τώρα. Αν θέλετε, κοιμηθείτε εδώ, στον καναπέ. Η Λίλιμορ θα σας στρώσει. Εντάξει;» Ο Καρλ έριξε μια ματιά στον καναπέ. Ήταν κομματάκ μικρός, αλλά με αναπαυτικά μαξιλάρια. Ξύπνησε ακούγοντας αυτοκίνητα να περνούν με ταχύτητα έξω στο δρόμο. Ξεδίπλωσε και τέντωσε το κορμί του,
στρίβοντας ταυτόχρονα προς τα παράθυρα. Δεν μπορούσε να πολογίσει τι ώρα ήταν, πάντως είχε ακόμα σκοτάδι. Στην απέναντι πλευρά του δωματίου, το νεαρό ζευγάρι καθόταν πιασμένο χέρι χέρι, σε δύο ξεχαρβαλωμένες πολυθρόνες από το ΙΚΕΑ. Του έγνεψαν. Πάνω στο τραπέζι τον περίμενε ήδη ένα φλιτζάνι καφέ και δίπλα του το μήνυμα. «Γνωρίζετε πως το μήνυμα το έγραψε ο μεγάλος μου αδερφός, ο Πόολ», άρχισε να λέει ο Τρίγκβε, μόλις ο Καρλ έδωσε σημεία ζωής, μυρίζοντας τον αρωματικό καφέ. «Τα χέρια του ήταν δεμένα πίσω από την πλάτη». Τα μάτια του λαμπύριζαν καθώς μιλούσε. Δεμένα χέρια. Ο Λάουρσεν είχε δίκιο. «Ιδέα δεν έχω πώς τα κατάφερε», συνέχισε ο νεαρός. «Όμως ο Πόολ ήταν πολύ επιμελής. Τα κατάφερνε καλά στη ζωγραφική. Σε πολλά πράγματα τα κατάφερνε καλά». Χαμογέλασε θλιμμένα. «Δεν μπορείτε να φανταστείτε τ σημαίνει για εμένα το ότι ήρθατε εδώ. Το ότι κάθομαι εδώ, κρατώντας αυτό το γράμμα στα χέρια μου. Το γράμμα του Πόολ». Ο Καρλ έριξε ξανά μια ματιά στο κείμενο. Ο Τρίγκβε Χολτ είχε προσθέσει μερικά ακόμα γράμματα. Αν μπορούσε κάποιος να το κάνει, σίγουρα ήταν αυτός. Ύστερα ο Καρλ ρούφηξε μια γουλιά από τον καφέ του. Η καλή του ανατροφή ήταν το μόνο που τον συγκράτησε από το να φέρει το χέρι του στο λαιμό και να φτύσει το καυτό υγρό με ένα λαρυγγικό ήχο, λερώνοντας τον τόπο ολόγυρα. Ήταν λες κι είχε καταπιεί πίσσα. Ένα κατάμαυρο, βαρύ φαρμάκι.
«Πού βρίσκεται ο Πόολ τώρα;» ρώτησε, σφίγγοντας τα χείλη και τους μυς του προσώπου του όσο πιο δυνατά μπορούσε. «Και γιατί έγραψε αυτό το μήνυμα; Θα θέλαμε να μάθουμε, ώστε να μπορέσουμε να προχωρήσουμε με άλλες έρευνες». «Θέλετε να μάθετε πού βρίσκεται ο Πόολ;» Ο νεαρός κάρφωσε το θλιμμένο βλέμμα του πάνω στον Καρλ. «Αν με είχατε ρωτήσει πριν από μερικά χρόνια, θα σας είχα πει ότ βρίσκεται στον Παράδεισο. Τώρα, το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι ο Πόολ έχει πεθάνει. Αυτό το γράμμα ήταν το τελευταίο πράγμα που έγραψε. Το τελευταίο σημάδι που άφησε σε αυτό τον κόσμο». Ξεροκατάπιε με δυσκολία κ έκανε μια σύντομη παύση. «Ο Πόολ σκοτώθηκε μέσα σε λιγότερο από δύο λεπτά από τη στιγμή που έριξε αυτό το μπουκάλι στο νερό», πρόσθεσε τόσο σιγανά, που σχεδόν δεν ακούστηκε. Ο Καρλ ανακάθισε στον καναπέ. Θα προτιμούσε αυτές τις πληροφορίες να τις άκουγε ντυμένος κανονικά. «Θέλεις να πεις ότι δολοφονήθηκε;» Ο Τρίγκβε έγνεψε καταφατικά. Ο Καρλ συνοφρυώθηκε. «Εννοείς ότι ο απαγωγέας δολοφόνησε τον Πόολ και άφησε εσένα ελεύθερο;» Η Λίλιμορ άπλωσε τα λεπτά της δάχτυλα και σκούπισε τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλα του Τρίγκβε. Εκείνος έγνεψε ξανά καταφατικά. «Ναι. Ο μπάσταρδος με άφησε ελεύθερο και τον έχω καταραστεί χίλιες φορές από εκείνη τη μέρα».
19 ΑΝ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΔΙΑΛΕΞΕΙ μία ικανότητά του που δεν τον πρόδιδε ποτέ, αυτή ήταν το να διακρίνει μια προσποιητή έκφραση. Όταν, στα παιδικά του χρόνια, η οικογένεια συγκεντρωνόταν γύρω από το τραπέζι και με τόση υποκρισία έλεγε το Πάτερ Ημών, μπορούσε πάντοτε να καταλάβει πότε είχε χτυπήσει ο πατέρας του τη μητέρα του. Ορατά σημάδια δεν υπήρχαν, γιατί ήταν αρκετά έξυπνος ώστε να μη χτυπάε ποτέ και κανέναν στο πρόσωπο. Είχε να σκεφτεί και τους ενορίτες. Και η μητέρα του καθόταν σούζα, μ’ εκείνο το ανερμήνευτο, ψευτοθεοσεβούμενο ύφος, έχοντας το νου της ώστε τα παιδιά να φάνε τις πατάτες και το κρέας που τους αναλογούσαν. Όμως πίσω από το ήρεμο βλέμμα της θέριευαν ο φόβος, το μίσος και η απόλυτη απόγνωση. Κι εκείνος το διέκρινε ολοκάθαρα. Κάποιες φορές, αν και σπανιότερα, διέκρινε την ίδια προσποιητή αθωότητα στο βλέμμα του πατέρα του, ο οποίος είχε σχεδόν πάντοτε την ίδια έκφραση. Η συστηματική προσφυγή στη χειροδικία δεν ήταν από μόνη της αρκετή ώστε να διαστείλει τις παγερές, διαπεραστικές κόρες του πάστορα. Οπότε εκείνος ήξερε πολύ καλά να διακρίνει το ψέμα στα μάτια του άλλου. Κι αυτό ακριβώς αντίκριζε τώρα.
Αμέσως μόλις μπήκε στο δωμάτιο διαισθάνθηκε κάτ παράξενο στον τρόπο που τον κοίταζε η γυναίκα του. Εκείνη χαμογελούσε, βέβαια, όμως το χαμόγελό της ήταν τρεμάμενο και το βλέμμα της σκάλωσε στο κενό μπροστά από το πρόσωπό του. Αν δεν αγκάλιαζε το παιδί πάνω στο στήθος της έτσ όπως ήταν καθισμένη στο πάτωμα, μπορεί και να νόμιζε ότ την είχε πετύχει κουρασμένη ή με πονοκέφαλο, όμως να που είχε το παιδί στην αγκαλιά και μια απόμακρη έκφραση στα μάτια. Κάτι δεν πήγαινε καλά. «Γεια», είπε εκείνος, ενώ εισέπνεε τις μυρωδιές που κυκλοφορούσαν στο δωμάτιο. Υπήρχε μια αρωματική νότα στην οικεία ατμόσφαιρα του σπιτιού, κάτι που συνήθως δεν ήταν εκεί. Μια αμυδρή οσμή περιπλοκών και ορίων που είχαν ξεπεραστεί. «Θα ήταν εύκολο να πιούμε ένα τσάι;» ρώτησε, χαϊδεύοντας το μάγουλό της. Ήταν ζεστό, λες και η γυναίκα του είχε πυρετό. «Κι εσύ, νεαρέ, πώς τα πας σήμερα;» Πήρε το παιδί στην αγκαλιά του και το κοίταξε στα μάτια. Το βλέμμα του ήταν καθάριο, ευτυχισμένο και αποκαμωμένο. Το χαμόγελο σχηματίστηκε αμέσως. «Μια χαρά τον βλέπω τώρα», είπε. «Ναι, καλά είναι. Χτες, όμως, ήταν μπουκωμένος, αλλά σήμερα το πρωί, ξαφνικά, τον είδα μια χαρά. Ξέρεις πώς είνα τα παιδιά». Μια υποψία χαμόγελου εμφανίστηκε στα χείλη της, κι ήταν και αυτό παράξενο. Λες και είχε γεράσει στο διάστημα των λίγων εκείνων
ημερών που απουσίασε αυτός. Κράτησε την υπόσχεσή του. Της έκανε έρωτα τόσο έντονα όσο την προηγούμενη εβδομάδα. Όμως, αυτή τη φορά, πήρε περισσότερη ώρα. Εκείνη χρειάστηκε περισσότερο χρόνο για α υποκύψει και να διαχωρίσει το κορμί από το μυαλό της. Ύστερα την τράβηξε στην αγκαλιά του και την άφησε να ακουμπήσει πάνω στο σώμα του. Εκείνη είχε τη συνήθεια να παίζει αφηρημένα με τις τρίχες του στήθους του, να χαϊδεύε το λαιμό του με τα λεπτά, αισθησιακά δάχτυλά της. Όμως, αυτή τη φορά, δεν έκανε τίποτα τέτοιο. Το μόνο που έκανε ήταν να εστιάσει την προσοχή της στο να ανασαίνει σταθερά, και κατά τα άλλα έμεινε αμίλητη. Τότε ήταν που τη ρώτησε στα ίσια. «Είναι ένα αντρικό ποδήλατο έξω από το σπίτι. Ξέρεις ποιος το έφερε;» Εκείνη καμώθηκε ότι κοιμόταν. Δε θα είχε σημασία, ό,τι κι αν έλεγε. Δύο ώρες αργότερα, ξαπλωμένος με τα χέρια πίσω από το κεφάλι, παρακολουθούσε την αυγή μιας ακόμα μαρτιάτικης μέρας, το νωχελικό φως που γλιστρούσε στο ταβάνι, μεγεθύνοντας συστηματικά το δωμάτιο, επιφάνεια την επιφάνεια. Το μυαλό του είχε ησυχάσει πλέον. Υπήρχε ένα πρόβλημα, όμως θα το αντιμετώπιζε μία και καλή. Όταν θα ξυπνούσε εκείνη, αυτός θα έβγαζε στη φόρα τα ψέματά της, ένα προς ένα.
Η κυρίως ανάκριση ξεκίνησε αφού εκείνη έβαλε το παιδί στο παρκάκι του. Τα πράγματα έγιναν έτσι όπως τα περίμενε. Επί τέσσερα χρόνια είχαν ζήσει μαζί, χωρίς ποτέ να αμφισβητηθεί η εμπιστοσύνη που υπήρχε μεταξύ τους, όμως τώρα είχε φτάσει αυτή η στιγμή. «Το ποδήλατο είναι κλειδωμένο, επομένως δεν μπορεί να κλάπηκε», είπε εκείνος, ρίχνοντάς της ένα υπερβολικά ουδέτερο βλέμμα. «Κάποιος το άφησε εκεί συνειδητά, δε συμφωνείς;» Εκείνη έσφιξε τα χείλη της και ανασήκωσε τους ώμους. Πού να ήξερε; Ο σύζυγός της, όμως, δεν την κοίταζε. Ένιωσε τον ιδρώτα κάτω από τις μασχάλες της να την προδίδει. Σε λίγο, το μέτωπό της θα άρχιζε να γυαλίζει. «Είμαι σίγουρος ότι μπορούμε να ανακαλύψουμε σε ποιον ανήκει, αν το θέλουμε», είπε αυτός και της έριξε μια διαπεραστική ματιά, με το κεφάλι ελαφρώς γερμένο στο πλάι. «Λες;» Προσπάθησε να ακουστεί απορημένη, παρά αιφνιδιασμένη. Ύστερα έφερε την παλάμη πάνω στο μέτωπό της, σαν να την προβλημάτιζε κάτι. Ναι, είχε ιδρώσει. Εκείνος την κοίταζε επίμονα. Ξαφνικά, η κουζίνα φάνταζε ασφυκτικά μικρή. «Πώς θα το ανακαλύψουμε αυτό;» συνέχισε εκείνη. «Θα ρωτήσουμε τους γείτονες. Ίσως να είδαν κάποιον να το αφήνει εκεί». Η γυναίκα πήρε μια βαθιά ανάσα. Ήταν απόλυτα σίγουρη πως εκείνος δε θα έκανε κάτι τέτοιο. «Ναι, μάλλον», απάντησε. «Όμως δε νομίζεις πως όποιος κι αν το άφησε εκεί, θα επιστρέψει να το πάρει κάποια στιγμή;
Θα μπορούσαμε να το πάμε στο δρόμο». Εκείνος έγειρε ελαφρά προς τα πίσω. Ήταν πιο χαλαρός τώρα. Αντίθετα μ’ εκείνη. Πέρασε ξανά την παλάμη πάνω από το μέτωπό της. «Ιδρώνεις», παρατήρησε ο άντρας της. «Συμβαίνει κάτι;» Σούφρωσε τα χείλη της και ξεφύσηξε. Διατήρησε την ψυχραιμία σου, είπε από μέσα της. «Μου φαίνεται πως ανεβάζω πυρετό. Μάλλον κόλλησα κάτι από τον Μπέντζαμιν». Της έγνεψε καταφατικά κι ύστερα έγειρε πάλι το κεφάλ του στο πλάι. «Τώρα που το θυμήθηκα, πού βρήκες το φορτιστή για το κινητό σου;» Εκείνη πήρε ένα ακόμα ψωμάκι και το έκοψε στα δύο. «Στο καλάθι του διαδρόμου, εκεί όπου βάζουμε όλα τα σκουφιά και τα γάντια». Τώρα αισθανόταν να πατάε καλύτερα στα πόδια της. Μακάρι να μπορούσε να συνεχίσε έτσι. «Στο καλάθι;» «Δεν ήξερα πού να τον αφήσω μετά, οπότε τον έβαλα πάλι εκεί». Εκείνος σηκώθηκε χωρίς να πει λέξη. Από στιγμή σε στιγμή, θα καθόταν και πάλι στο τραπέζι και θα τη ρωτούσε τ στην ευχή γύρευε ένας φορτιστής κινητού στο καλάθι του διαδρόμου. Κι εκείνη θα απαντούσε πως πιθανότατα είχε μείνει ξεχασμένος εκεί από καιρό. Και τότε συνειδητοποίησε το λάθος της. Το ποδήλατο έξω από το σπίτι κατέρριπτε την ιστορία της. Ο άντρας της θα συνδύαζε αυτά τα δύο στοιχεία. Τέτοιος
άνθρωπος ήταν. Κάρφωσε το βλέμμα της στο καθιστικό, εκεί όπου ο Μπέντζαμιν στεκόταν όρθιος μέσα στο παρκάκι, τραντάζοντας τα κάγκελα, λες και ήταν αγρίμι που πάλευε να ξεφύγει. Έτσι ακριβώς ένιωθε και η ίδια. Ο φορτιστής έδειχνε μικρός στην παλάμη του άντρα της. Θα μπορούσε να γίνει κομμάτια με μία του κίνηση. «Πού βρέθηκε αυτός;» τη ρώτησε επιτακτικά. «Νόμιζα πως ήταν δικός σου», του απάντησε. Δεν της έκανε κανένα σχόλιο. Άρα έπαιρνε μαζί του στα ταξίδια τον δικό του. «Καλύτερα να μου πεις τι συμβαίνει», της είπε. «Το ξέρω ότι λες ψέματα». Εκείνη προσπάθησε να δείξει θιγμένη. Δεν ήταν δύσκολο. «Τι εννοείς; Τι θες να πεις; Αν δεν είναι δικός σου, τότε λογικά κάποιος τον ξέχασε εδώ. Οπότε πρέπει να βρίσκετα στο σπίτι από τη βάφτιση». Όμως είχε παγιδευτεί. «Από τη βάφτιση; Αυτή έγινε πριν από δεκαοχτώ μήνες. Άκου από τη βάφτιση!» Προφανώς, έβρισκε τη δικαιολογία γελοία. Μόνο που δε γελούσε. «Είχαμε το πολύ δώδεκα καλεσμένους. Γριές, κυρίως. Κανείς δεν έμεινε εδώ το βράδυ και δεν ήταν πολλοί αυτοί που θα μπορούσαν να έχουν κινητό. Ακόμα κι αν είχαν, όμως, γιατί να φέρουν το φορτιστή μαζί τους στη βάφτιση; Δεν είναι λογικό». Εκείνη αισθάνθηκε την ανάγκη να διαμαρτυρηθεί, όμως ο άντρας της ύψωσε το χέρι του για να τη σταματήσει.
«Λες ψέματα». Έγνεψε προς τη μεριά του ποδηλάτου έξω από το σπίτι. «Δικός του είναι ο φορτιστής, σωστά; Πότε πέρασε τελευταία φορά από εδώ;» Η απάντηση δόθηκε αμέσως από τους ιδρωτοποιούς αδένες στις μασχάλες της. Την άρπαξε από το χέρι, η παλάμη του κολλούσε. Εκείνη αμφιταλαντευόταν σχετικά με τη σημασία των πραγμάτων που είχε βρει στις κούτες πάνω, όμως αυτό που τη βοήθησε α καταλήξει σε ένα συμπέρασμα ήταν ο τρόπος που την έπιασε, σφιχτά και δυνατά σαν μέγκενη. Και τώρα θα με χτυπήσει, σκέφτηκε. Δεν το έκανε, όμως. Αντίθετα, σηκώθηκε κι έφυγε όταν δεν του έδωσε απάντηση, κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω του, κι έπειτα δεν έγινε τίποτε άλλο. Εκείνη σηκώθηκε, ελπίζοντας να διακρίνει τη σιλουέτα του έξω από το σπίτι. Αμέσως μόλις βεβαιωνόταν πως είχε φύγει, θα έπαιρνε τον Μπέντζαμιν και θα εξαφανιζόταν. Θα έβγαινε στον κήπο, θα πήγαινε στους πύξους στο βάθος, θα έβρισκε την τρύπα που είχε ανοίξει το παιδί των προηγούμενων ιδιοκτητών και θα ξεγλιστρούσε από εκεί. Θα έφταναν στο σπίτι του Κένεθ μέσα σε πέντε λεπτά. Ο άντρας της δε θα μπορούσε να ξέρει πού είχαν πάει. Από εκεί και πέρα, θα έπρεπε να δει τι θα έκανε. Όμως η σιλουέτα που θα ξεμάκραινε έξω δε φάνηκε. Αντίθετα, ακούστηκε ένας βαρύς γδούπος από τον πάνω όροφο. «Ω Θεέ μου», ψέλλισε. «Τι κάνει τώρα;» Έριξε μια ματιά προς το καθιστικό, στο ζωηρό, γελαστό παιδί της. Άραγε, θα προλάβαιναν να φτάσουν στο φράχτη
χωρίς να τους δει εκείνος; Τα παράθυρα πάνω ήταν ανοιχτά; Μήπως στεκόταν μπροστά σε κάποιο από αυτά, περιμένοντας να δει ποια θα ήταν η επόμενη κίνησή της; Δάγκωσε το χείλος της κι έστρεψε το βλέμμα προς το ταβάνι. Μα, τι έκανε αυτός εκεί; Τότε άρπαξε την τσάντα της και όλα τα χρήματα για τα έξοδα του σπιτιού από το τενεκεδάκι. Φοβόταν πολύ να βγε στο διάδρομο για να πάρει το καρότσι του Μπέντζαμιν και το μπουφάν της. Θα έπρεπε να φύγουν έτσι όπως ήταν. Ελπίζοντας πως ο Κένεθ δε θα έλειπε. «Έλα, καρδιά μου», είπε, καθώς έπαιρνε το παιδί στην αγκαλιά της. Από τη στιγμή που θα άνοιγε η πόρτα προς την αυλή, θα χρειάζονταν λιγότερο από δέκα δευτερόλεπτα για να φτάσουν στο φράχτη. Το ερώτημα ήταν αν εξακολουθούσε α υπάρχει το άνοιγμα. Τελευταία φορά το είχε δει πέρυσι. Ήταν αρκετά μεγάλο.
20 ΟΤΑΝ ΗΤΑΝ ΠΑΙΔΙΑ, αυτός και η Εύα ζούσαν σε έναν άλλο κόσμο. Με το που έκλεινε ο πατέρας τους την πόρτα του γραφείου του, ησύχαζαν. Τους αρκούσε να είναι στα δωμάτιά τους και άφηναν το Θεό να φροντίσει τον εαυτό Του. Υπήρχαν κι άλλες φορές, όμως, στη διάρκεια της ποχρεωτικής μελέτης της Βίβλου ή στη διάρκεια των λειτουργιών, ανάμεσα στα τεντωμένα χέρια, τα επιφωνήματα αγαλλίασης, τους εκστασιασμένους ενήλικες, που έστρεφαν το βλέμμα εντός τους και κλείνονταν στη δική τους πραγματικότητα. Καθένας τους είχε βρει τους δικούς του τρόπους. Η Εύα έριχνε κλεφτές ματιές στα παπούτσια και τα φορέματα των γυναικών και καταγινόταν με την εμφάνισή της. Έστρωνε τις πιέτες της φούστας της ανάμεσα στα δάχτυλά της, ώσπου τσάκιζαν άψογα. Ήταν μια πριγκίπισσα μέσα της. Απαλλαγμένη από τα βλοσυρά βλέμματα και τα αυστηρά λόγια. Ή αλλιώς ήταν νεράιδα με αραχνοΰφαντα φτερά, που ακόμα και η παραμικρή αύρα μπορούσε να τη σηκώσει ψηλά, πάνω από την γκρίζα πραγματικότητα και τις επιταγές του σπιτιού τους. Και μουρμούριζε. Μουρμούριζε με βλέμμα φωτεινό από ευτυχία, σέρνοντας τα πόδια της επιτόπου, ενώ οι γονείς τους ήταν πεπεισμένοι πως βρισκόταν ασφαλής στα χέρια του
Θεού και πως οι ανήσυχες κινήσεις της ήταν απλώς ο τρόπος της να Τον δοξολογεί. Εκείνος, όμως, ήξερε την αλήθεια. Η Εύα ονειρευόταν παπούτσια και φορέματα κι έναν κόσμο γεμάτο καθρέφτες κα στοργικά λόγια. Αδερφός της ήταν. Ήξερε. Ο ίδιος ονειρευόταν έναν κόσμο γεμάτο ανθρώπους ικανούς να γελάσουν. Στο μέρος όπου ζούσαν, κανείς δε γελούσε, ποτέ. Ο ρυτίδες γέλιου στα πρόσωπα ήταν κάτι που το αντίκριζε στην πόλη και τις θεωρούσε αλλόκοτες. Η ζωή του δεν είχε γέλιο. Δεν είχε χαρά. Από τότε που ήταν πέντε χρόνων είχε να ακούσει τον πατέρα του να γελάει, όταν τους είχε πει για έναν ιερέα της Εκκλησίας της Δανίας, τον οποίο είχε τρέψει σε φυγή από την ενορία του, μέσα σε βλαστήμιες και κατάρες. Και για το λόγο αυτό η ψυχή του χρειάστηκε χρόνια μέχρι να αντιληφθεί πως το γέλιο μπορούσε να είναι κάτι άλλο πέρα από το να παίρνεις απόλαυση με το να πληγώνεις έναν άνθρωπο. Όταν, τελικά, το ανακάλυψε αυτό, έκλεισε τα αφτιά του στους χλευασμούς και στις επιπλήξεις του πατέρα του κ έμαθε να φυλάγεται. Κρατούσε μυστικά που μπορούσαν να του δώσουν χαρά, αλλά παράλληλα ήταν πολύ επικίνδυνα. Κάτω από το κρεβάτι του, στη γωνία στο βάθος, προστατευμένοι από την ξύλινη βάση μιας βαλσαμωμένης νυφίτσας, κρύβονταν ο θησαυροί του. Εβδομαδιαία έντυπα –το Κατοικία και το εριοδικό της Οικογένειας – με θαυμάσιες εικόνες κα ιστορίες. Κατάλογοι ταχυδρομικών παραγγελιών από ένα
παλιό πολυκατάστημα της Κοπεγχάγης, με φωτογραφίες ημίγυμνων γυναικών που τον κοίταζαν στα μάτια μέσα από τις σελίδες, χαμογελαστές. Και κόμιξ τόσο απίθανα, που τον έκαναν να σκάει στα γέλια: Το Μισάωρο του Χιούμορ, Ντάφι, τόναλντ Ντακ . Περιοδικά τα οποία γαργαλούσαν κα προκαλούσαν τις αισθήσεις του, χωρίς να απαιτούν τίποτα σε αντάλλαγμα. Τα έβρισκε στους σκουπιδοτενεκέδες των γειτόνων, όταν έβγαινε κρυφά από το παράθυρό του, μετά το σούρουπο. Και τη νύχτα χωνόταν κάτω από το πάπλωμά του κα γελούσε πνιχτά. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου της ζωής του ήταν που έμαθε να αφήνει τις πόρτες ανοιχτές μια ιδέα, έτσι ώστε να ξέρει πού βρίσκονται όλοι μέσα στο σπίτι. Έμαθε να περιμένε την κατάλληλη ευκαιρία, ώστε να μπορεί να φέρνει τα τρόπαιά του πίσω στο σπίτι, χωρίς να κινδυνεύει να τον πιάσουν. Έμαθε να αφουγκράζεται σαν νυχτερίδα που βγήκε παγανιά. Δεν πέρασαν δύο λεπτά από τη στιγμή που άφησε τη σύζυγό του στο ισόγειο μέχρι τη στιγμή που την είδε να ξεμυτίζει σαν τον κλέφτη από την πίσω πόρτα, με το παιδί στην αγκαλιά. Ακριβώς όπως το περίμενε. Δεν ήταν ανόητη. Νέα και αφελής, ανίκανη να του κρυφτεί, ίσως, πάντως χαζή δεν ήταν. Εκείνη ήξερε πως κάτ είχε καταλάβει αυτός, οπότε τώρα φοβόταν. Το είδε καθαρά στο πρόσωπό της, το άκουσε στον τόνο της φωνής της.
Και τώρα προσπαθούσε να ξεφύγει. Αμέσως μόλις διέκρινε η γυναίκα του μια οδό διαφυγής, θα κινητοποιούνταν. Ήταν απλώς ζήτημα χρόνου, εκείνος το γνώριζε αυτό. Και γι’ αυτό, άλλωστε, στεκόταν τώρα μπροστά στο παράθυρο του πάνω ορόφου, χτυπώντας τα πόδια στο ξύλινο πάτωμα, ώστε να τον ακούει και να νομίζει πως μπορούσε να ξεφύγει, σταματώντας μόνο όταν κόντευε να φτάσει στο φράχτη. Ήταν τόσο εύκολο να βεβαιωθεί για τις υποψίες του. νιωσε ένα σφίξιμο μέσα του, παρότι είχε συνηθίσει από χρόνια στη δολιότητα των άλλων. Κοίταξε από ψηλά τη γυναίκα του και το παιδί. Σε λίγο θα έπεφτε αυλαία σε μια ζωή. Από στιγμή σε στιγμή, θα γίνονταν καπνός. Ο φράχτης είχε πυκνώσει. Περίμενε για λίγο, προτού κατέβει τη σκάλα με δυο δρασκελιές και την ακολουθήσε έξω στον κήπο. Ήταν τόσο χτυπητή αυτή η όμορφη νέα γυναίκα με το κόκκινο φόρεμα και το παιδί στην αγκαλιά. Πολύ εύκολα θα την ακολουθούσε από κάποια απόσταση, κι ας είχε προλάβε εκείνη να κατηφορίσει το δρομάκι, μέχρι να τρυπώσει κι αυτός μέσα από το φράχτη. Στον κεντρικό δρόμο, την είδε να στρίβει σε μια γωνία, να περνάει από ένα μονόδρομο και ύστερα να χώνεται ξανά στην ήσυχη συνοικία. Ήταν μια κίνηση που τον αιφνιδίασε. «Ανόητη γυναίκα», μουρμούρισε. «Με κερατώνεις μπροστά στα μάτια μου;»
Το καλοκαίρι που έγινε έντεκα χρόνων, η ενορία του πατέρα του έστησε μια νοικιασμένη τέντα στην πλατεία της πόλης, καθώς πλησίαζε το ετήσιο πανηγύρι. «Αφού μπορούν να το κάνουν αυτοί οι άθεοι σοσιαλιστές», αποφάνθηκε εκείνος, «μπορούν να το κάνουν και οι ελεύθερες θρησκευτικές κοινότητες». Κόπιασαν ένα ολόκληρο πρωινό για να την ετοιμάσουν. ταν βαριά δουλειά, όμως υπήρχαν και άλλα παιδιά, που είχαν πιεστεί για να βάλουν ένα χεράκι. Κι όταν τελείωσαν με το στήσιμο της βάσης, ο πατέρας του χάιδεψε όλα τα άλλα παιδιά στο κεφάλι. Τα δικά του τα παιδιά δεν τα ευχαρίστησε, αντίθετα τα έστειλε να αραδιάσουν τις σπαστές καρέκλες. Και ήταν πολλές. Το πανηγύρι ξεκίνησε. Τέσσερα χρυσά φωτοστέφανα φέγγιζαν πάνω από την είσοδο της τέντας και ένα λαμπρό αστέρι κρεμόταν από τον κεντρικό πάσσαλο. Αγκαλιάστε το Θεό – Ανοίξτε Του να Περάσει , εξόρκιζε τους επισκέπτες το πανό που κρεμόταν στο πλάι. Και να που άρχισαν να καταφθάνουν μαζικά οι ενορίτες του πατέρα του, και όλοι επαίνεσαν την καλή δουλειά που είχε γίνει. Όμως, παρά τα τόσα πολύχρωμα φυλλάδια που μοίρασε ο ίδιος μαζί με την Εύα, τρέχοντας δεξιά κα αριστερά, ούτε ένας εκτός ενορίας δεν ήρθε. Ο θυμός και ο εκνευρισμός του πατέρα του ξέσπασαν πάνω στη μητέρα του, όταν δεν ήταν κανείς τριγύρω για να τους δει. «Εσείς, παλιόπαιδα, βγείτε πάλι έξω», τους είπε μετά με
σφιγμένα δόντια. «Κι αυτή τη φορά να κάνετε σωστή δουλειά». Χωρίστηκαν κοντά στους πάγκους στα όρια του πανηγυριού. Η Εύα στάθηκε να χαζέψει κάτι κουνέλια, οπότε κι αυτός συνέχισε μόνος του. Ήταν ο μοναδικός τρόπος για α βοηθήσει τη μητέρα τους. Έτεινε τα φυλλάδια με ικετευτικό βλέμμα, μα κανείς δεν του έδινε σημασία. Αν έπαιρναν μερικά, τότε ίσως η μητέρα του να γλίτωνε το ξύλο, όταν θα γύριζαν στο σπίτι. Ίσως να μην περνούσε όλη τη νύχτα κλαίγοντας. Αναζήτησε ολόγυρα κάποιο καλοσυνάτο πρόσωπο, κάποιον άνθρωπο που ίσως να συμμεριζόταν το φόβο του Θεού. Προσπάθησε να αφουγκραστεί μια φωνή μειλίχια κ ευγενική όπως του Ιησού όταν δίδασκε. Τότε ήταν που άκουσε παιδιά να γελούν. Όχι έτσι όπως τα είχε ακούσει κι άλλοτε, όταν περνούσε από κάποια παιδική χαρά ή μαζεμένα γύρω από μια τηλεόραση, μπροστά στη βιτρίνα κάποιου καταστήματος με ηλεκτρικές συσκευές. Αυτά τα παιδιά γελούσαν λες κι έσπαγαν οι φωνητικές τους χορδές, και κανείς δε θα μπορούσε να αντισταθεί στο κάλεσμά τους. Γελούσαν έτσι όπως δεν είχε γελάσει ο ίδιος ποτέ του στο σπίτι, χωμένος κάτω από το πάπλωμα, και ο ήχος αυτός τον τράβηξε. Η φωνή μέσα του ας ψιθύριζε όσο ήθελε για το θυμό κα τη μεταμέλεια. Εκείνος, πολύ απλά, δεν μπορούσε να προσπεράσει και να αγνοήσει τον ήχο που άκουγε. Ένα μικρό πλήθος είχε συγκεντρωθεί μπροστά από έναν πάγκο, ενήλικες και παιδιά μαζί. Πάνω σε ένα κομμάτι λευκό
φασμα, κάποιο παιδικό χέρι είχε γράψει: ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΕΣ ΙΝΤΕΟΤΑΙΝΙΕΣ ΜΙΣΗ ΤΙΜΗ ΣΗΜΕΡΑ ΜΟΝΟ. Και πάνω σε ένα αυτοσχέδιο τραπέζι από σανίδες έστεκε η μικρότερη τηλεόραση που είχε αντικρίσει στη ζωή του. Τα παιδιά γελούσαν με τις μονόχρωμες εικόνες που τρεμόπαιζαν πάνω στη μικροσκοπική οθόνη, και σύντομα βρέθηκε να γελάει κι αυτός μαζί τους. Να γελάει μέχρι που πόνεσε μέσα του, μέχρι τα βάθη της κοιλιάς του και μέχρ εκείνο το κομμάτι της ψυχής του που μόλις τώρα του είχε επιτραπεί να ανθίσει. «Κανείς δε συγκρίνεται με τον Τσάπλιν», σχολίασε ένας από τους μεγάλους. Και όλοι γελούσαν με τον ανθρωπάκο, καθώς έριχνε γροθιές και εκτελούσε πιρουέτες στην οθόνη. Έσκαγαν στα γέλια κάθε φορά που στριφογύριζε το μπαστούνι του κα σήκωνε το καπέλο του, αλλά κι όταν έκανε γκριμάτσες με τα βαμμένα μαύρα μάτια του στις χοντρές κυρίες και στους άντρες. Γελούσε κι ο ίδιος, και όλα αυτά τα υπέροχα, απελευθερωμένα και απρόσμενα συναισθήματα τον σάρωσαν, και κανείς δεν τον χτύπησε στο σβέρκο, ούτε κ ασχολήθηκε μαζί του. Η εμπειρία αυτή, με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, έμελλε να αλλάξει τη ζωή του, καθώς και τη ζωή πολλών ακόμα ανθρώπων. Η γυναίκα του δε στράφηκε να κοιτάξει προς τα πίσω. Για την ακρίβεια, μετά βίας κοίταζε γύρω της, τα πόδια της είχαν βγάλει φτερά καθώς προχωρούσε στο πεζοδρόμιο κρατώντας
αγκαλιά το παιδί, λες και αόρατες δυνάμεις καθόριζαν την πορεία και την ταχύτητά της. Κι όταν κάποιος αποκόβεται από την πραγματικότητα με τέτοιον τρόπο, πολλές φορές ακόμα κι ένα ελάχιστο πράγμα αρκεί για να φέρει την καταστροφή. Μια βίδα που χαλαρώνει στο φτερό ενός αεροπλάνου. Μια σταγόνα νερό που βραχυκυκλώνει έναν αναπνευστήρα. Είδε το περιστέρι να κάθεται στο δέντρο πάνω από τη γυναίκα και το γιο του, όπως ετοιμάζονταν να διασχίσουν το δρόμο, και παρατήρησε την κουτσουλιά του να πιτσιλίζει το πεζοδρόμιο. Είδε το γιο του να το δείχνει και τη γυναίκα του α κοιτάζει προς τα κάτω. Και τη στιγμή ακριβώς που κατέβαιναν στο δρόμο, ένα αυτοκίνητο εμφανίστηκε στη στροφή, κατευθυνόμενο προς το μέρος τους σαν να τους είχε βάλει στόχο. Θα μπορούσε να είχε αντιδράσει. Θα μπορούσε να είχε φωνάξει ή να σφυρίξει για να τους προειδοποιήσει. Όμως δεν έκανε τίποτα. Δεν ήταν η στιγμή. Το συναίσθημα δεν κλότσησε μέσα του. Τα φρένα του αυτοκινήτου στρίγκλισαν, ο οδηγός πίσω από το παρμπρίζ έκοψε απότομα το τιμόνι και ο κόσμος ολόκληρος πάγωσε. Είδε τα τρομαγμένα πρόσωπα του παιδιού και της γυναίκας του να στρέφονται σε αργή κίνηση. Το αυτοκίνητο τελαπάρισε, άρχισε να φεύγει με τις πάντες, αφήνοντας πίσω του σημάδια ελαστικών πάνω στο οδόστρωμα, σαν γραμμές κάρβουνου σε ολόλευκο χαρτί. Την αμέσως επόμενη στιγμή ήρθε στα ίσια του, το πίσω μέρος σταθεροποιήθηκε και τα
πάντα τελείωσαν. Η γυναίκα του είχε καθηλωθεί στο κράσπεδο, την ώρα που το αυτοκίνητο περνούσε βολίδα από μπροστά της, και ο ίδιος στεκόταν λες κι είχε παραλύσει, με τα χέρια να κρέμοντα άψυχα στα πλευρά του. Αισθήματα τρυφερότητας πάλευαν μέσα του, κόντρα σε ένα αλλόκοτο κύμα ενθουσιασμού. Αναγνώρισε το συναίσθημα αυτό από την πρώτη φορά που είχε σκοτώσει άνθρωπο. Ήταν μια αίσθηση κάθε άλλο παρά ευπρόσδεκτη. Άφησε τον αέρα που είχε συγκρατήσει μέσα στους πνεύμονές του να βγει κι ένιωσε μια ζεστασιά να απλώνετα στο σώμα του. Κι έμεινε εκεί ακίνητος, λίγο περισσότερο απ’ ό,τι έπρεπε, γιατί ο Μπέντζαμιν τον είδε όπως έστρεψε το κεφάλι και γραπώθηκε στη μητέρα του. Ήταν φανερό πως τον είχε τρομάξει η αντίδρασή της. Όμως, βλέποντας τον πατέρα του, ησύχασε και πάλι: κούνησε τα χέρια του κα γέλασε όλο χαρά. Και τότε, εκείνη τον είδε, και η έκφραση τρόμου από τις προηγούμενες στιγμές εγκαταστάθηκε στο πρόσωπό της. Πέντε λεπτά αργότερα, καθόταν μπροστά του στο καθιστικό, κοιτάζοντας αλλού. «Θα έρθεις μαζί μου αυτή τη στιγμή, χωρίς να κάνεις σκηνή», της είχε πει. «Ειδάλλως δεν πρόκειται να ξαναδείς το γιο σου». Και τώρα, το βλέμμα της ήταν γεμάτο μίσος κα ανυποταξία. Αν εκείνος ήθελε να μάθει για πού το είχε βάλει, θα αναγκαζόταν να της αποσπάσει την απάντηση με το ζόρι.
Υπήρχαν σπάνιες και χαρούμενες στιγμές τις οποίες είχε περάσει μαζί με την αδερφή του. Αν ξεκινούσε από το σωστό σημείο στο μπάνιο, μπορούσε α κάνει δέκα μικρά βήματα, προτού φτάσει στον καθρέφτη. Με τα πέλματα ενωμένα στις φτέρνες, το κεφάλι να γέρνε αριστερά δεξιά, το μπαστούνι να φέρνει βόλτες γύρω από το δάχτυλό του. Δέκα βήματα, και ήταν κάποιος άλλος μπροστά στον καθρέφτη. Δεν ήταν πια το αγόρι δίχως ούτε ένα φίλο. Δεν ήταν πια ο γιος του άντρα που σε τόση εκτίμηση είχαν τα μέλη εκείνης της μικρής κοινότητας. Δεν ήταν πια ο εκλεκτός του ποιμνίου, εκείνος που θα επωμιζόταν το βάρος του λόγου του Θεού και θα τον έστρεφε σαν κεραυνό πάνω στους ανθρώπους. Ήταν ο μικρός αλήτης που έκανε τους πάντες να γελούν, και προπαντός τον ίδιο τον εαυτό του. «Είμαι ο Τσάπλιν, ο Τσάρλι Τσάπλιν», έλεγε κα σούφρωνε τα χείλη κάτω από το υποτιθέμενο μουστάκι, και η Εύα κόντευε να πέσει από το κρεβάτι των γονιών τους από τα γέλια. Είχε αντιδράσει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο τις προηγούμενες φορές που είχε παρουσιάσει ο αδερφός της το ούμερό του, όμως αυτή η φορά θα ήταν η τελευταία. Έπειτα από αυτή τη φορά, δε θα γελούσε ποτέ ξανά. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα, ένιωσε το σκούντημα στον ώμο του. Το άγγιγμα ενός δείκτη στάθηκε αρκετό για να πάψει να ανασαίνει και να στεγνώσει το στόμα του. Όπως στράφηκε, η γροθιά του πατέρα του κατευθυνόταν ήδη προς την κοιλιά του. Τα μάτια του ήταν γουρλωμένα από οργή κάτω από τα φουντωτά του φρύδια. Ήχος δεν ακούστηκε, πέρα από τον πνιχτό ήχο του χτυπήματος.
Ένιωσε ένα κάψιμο στα σωθικά του, καθώς στο λαρύγγ του ανάβλυζε γαστρικό υγρό. Παραπάτησε προς τα πίσω κ στερα στάθηκε ακίνητος και κοίταξε τον πατέρα του περήφανα στα μάτια. «Ώστε σε λένε Τσάπλιν, ε;» είπε αγριεμένος εκείνος, κοιτάζοντάς τον με το ίδιο βλέμμα που υιοθετούσε τη Μεγάλη Παρασκευή, καθώς διηγούνταν τη βασανιστική διαδρομή του Ιησού προς το Γολγοθά. Όλη η οδύνη και η δυστυχία του κόσμου έπεφτε πάνω στους πρόθυμους ώμους του. Όσο γι’ αυτό, δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία, ακόμα και για ένα παιδί. Και τότε, τον χτύπησε ξανά. Αυτή τη φορά τίναξε με δύναμη τη γροθιά του, γιατί αλλιώς δε θα τον έφτανε, κα κανένα ανυπάκουο παιδί δε θα είχε ποτέ τη χαρά να τον ποχρεώσει να κάνει ένα βήμα μπροστά, προκειμένου να επιβάλει την τιμωρία του. «Ποιος έβαλε τέτοιες άθεες σκέψεις στο κεφάλι σου;» Αυτός κοίταξε τα πόδια του πατέρα του. Από τώρα κα στο εξής, θα απαντούσε στις ερωτήσεις του μόνο όποτε εξυπηρετούσε τον ίδιο. Ο πατέρας του μπορούσε να τον χτυπάει όσο συχνά ήθελε, όμως απαντήσεις δε θα έπαιρνε. «Απάντησέ μου, αλλιώς θα αναγκαστώ να σε τιμωρήσω!» Τον άρπαξε από το αφτί, τον έσυρε πίσω στο δωμάτιό του και τον πέταξε πάνω στο κρεβάτι. «Κάθισε εδώ μέχρι να έρθουμε να σου πούμε, κατάλαβες;» Και αυτή την ερώτηση την αγνόησε. Ο πατέρας του
στάθηκε για μια στιγμή με μια έκφραση απορίας στο βλέμμα, τα χείλη μισάνοιχτα, λες και η απειθαρχία αυτού του παιδιού σηματοδοτούσε τη Μέρα της Κρίσης και τον ερχομό του σαρωτικού Κατακλυσμού. Κι ύστερα ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του. «Μάζεψε τα πράγματά σου και βγάλ’ τα έξω», διέταξε. Στην αρχή, εκείνος δεν κατάλαβε τι εννοούσε ο πατέρας του, αν και οι προθέσεις του σύντομα θα ξεκαθάριζαν. «Άφησε τα ρούχα, τα παπούτσια και τα σκεπάσματά σου. λα τα άλλα βγάλ’ τα έξω». Απομάκρυνε το παιδί από το οπτικό πεδίο της γυναίκας του και την άφησε να κάθεται μόνη, με τις λωρίδες φωτός που περνούσαν μέσα από τα στόρια να απλώνονται πάνω στο πρόσωπό της. Χωρίς το παιδί, εκείνη δεν επρόκειτο να πάει πουθενά. Το ήξερε αυτό. «Κοιμήθηκε ήδη», της είπε, όταν κατέβηκε από τον πάνω όροφο. «Τώρα εξήγησέ μου τι συμβαίνει». «Θέλεις να μάθεις τι συμβαίνει;» Έστρεψε το κεφάλι της αργά. «Μάλλον εγώ θα έπρεπε να σου θέσω αυτή την ερώτηση», απάντησε με μάτια σκοτεινά. «Τι δουλειά κάνεις ακριβώς; Από πού βρίσκεις όλα αυτά τα χρήματα; Από εγκλήματα; Από εκβιασμούς;» «Εκβιασμούς; Πώς σου ήρθε αυτό;» Απέστρεψε το πρόσωπό της και πάλι. «Δεν έχει καμία σημασία. Θέλω να αφήσεις εμένα και τον Μπέντζαμιν να φύγουμε. Δε θέλω να μείνω άλλο εδώ πέρα».
Εκείνος συνοφρυώθηκε. Του έκανε ερωτήσεις. Απαιτούσε πράγματα. Μήπως του είχε ξεφύγει κάτι σε όλη αυτή την ιστορία; «Σε ρώτησα κάτι, πώς σου πέρασε αυτό το πράγμα από το μυαλό;» Ανασήκωσε τους ώμους της. «Πώς να μη μου περάσει; Μονίμως απουσιάζεις. Δε μου λες ποτέ το παραμικρό. Έχεις κούτες στοιβαγμένες πάνω στο δωμάτιο, σαν να είναι ιερό. Λες ψέματα για την οικογένειά σου. Εσύ...» Δεν ήταν επειδή τη διέκοψε. Σταμάτησε εκούσια. Έστρεψε το βλέμμα στο πάτωμα, ανήμπορη να πάρει πίσω τις λέξεις που δεν έπρεπε ποτέ να είχαν βγει από τα χείλη της. Την πάτησε εξαιτίας της υπερβολικής σιγουριάς της. «Σαν να λέμε, έψαξες τα χαρτοκιβώτιά μου;» ρώτησε ψύχραιμα εκείνος, παρότι η συνειδητοποίηση αυτή έκαιγε τις σάρκες του λες κι είχαν πάρει φωτιά. Η γυναίκα του γνώριζε πράγματα για τον ίδιο, πράγματα τα οποία δεν έπρεπε να γνωρίζει. Αν δεν την ξεφορτωνόταν αμέσως, ήταν τελειωμένος. Ο πατέρας του παρακολουθούσε, καθώς εκείνος συγκέντρωνε τα πράγματά του και τα στοίβαζε έξω από το δωμάτιό του. Παλιά παιχνίδια, βιβλία του Ίνγκβαλ Λίμπερκιντ με εικόνες ζώων, καθώς και διάφορα πράγματα που είχε συγκεντρώσει. Μια καλή βέργα για να ξύνει την πλάτη του, ένα βάζο γεμάτο δαγκάνες από καβούρια, απολιθωμένους αχινούς και κόκαλα σουπιάς. Τα έβαλε όλα στο σωρό. Κι όταν τελείωσε, ο πατέρας του τράβηξε το κρεβάτι από τον τοίχο και το σήκωσε
στο πλάι. Εκεί κρύβονταν όλα τα μυστικά του, κάτω από τη σκοροφαγωμένη βαλσαμωμένη νυφίτσα. Τα εβδομαδιαία περιοδικά, τα κόμιξ, όλες οι ώρες της ξένοιαστης απόλαυσης. Ο πατέρας του τους έριξε μια γρήγορη ματιά. Ύστερα τα μάζεψε σε μια στοίβα και άρχισε να τα φυλλομετράει, σαλιώνοντας κάθε τόσο το δάχτυλό του για να διευκολύνετα στο ξεφύλλισμα. Κάθε περιοδικό ήταν μια φωνή απειθαρχίας, και κάθε φωνή απειθαρχίας ένα χτύπημα με το ζωστήρα του. «Είκοσι τέσσερα. Δε θα σε ρωτήσω πού τα βρήκες, Τσάπλιν, γιατί δε με ενδιαφέρει. Τώρα θα στρέψεις την πλάτη σου σ’ εμένα και θα σε χτυπήσω είκοσι τέσσερις φορές. Κ όταν τελειώσουμε, δεν επιθυμώ να ξαναδώ τέτοια ρυπαρογραφήματα στο σπίτι μου, κατάλαβες;» Δεν απάντησε. Μονάχα κοίταξε τη στοίβα μπροστά του και αποχαιρέτησε ένα προς ένα τα περιοδικά του. «Άρνηση απάντησης. Η τιμωρία διπλασιάζεται, επομένως. Ίσως έτσι πάρεις ένα καλό μάθημα». Δεν το πήρε. Παρά τους μώλωπες που γέμισε η πλάτη του και τις μελανιές στο σβέρκο του, δεν έβγαλε λέξη, μέχρι να δέσει ξανά ο πατέρας του τη ζώνη του παντελονιού του. Ούτε κιχ. Το δυσκολότερο ήταν να μη βάλει τα κλάματα δέκα λεπτά αργότερα, όταν πήρε εντολή να κάψει τα πράγματά του στην αυλή έξω από το σπίτι. Αυτό ήταν που τον πλήγωσε πραγματικά. Είχε λουφάξει μπροστά στα χαρτόκουτα. Ο σύζυγός της δεν
είχε σταματήσει να λέει καθώς την ανέβαζε σέρνοντας στη σκάλα, από τα χείλη του έρρεαν ασταμάτητα λέξεις, όμως εκείνη δεν είπε τίποτα. Απολύτως τίποτα. «Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε δύο πράγματα», της δήλωσε. «Δώσε μου το κινητό σου». Το έβγαλε από την τσέπη της, βέβαιη πως δε θα του πρόσφερε καμία απάντηση. Ο Κένεθ τής είχε δείξει πώς να διαγράφει τις κλήσεις. Ο άντρας της πάτησε μερικά πλήκτρα και παρατήρησε την οθόνη, όμως δε βρήκε κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο. Κ εκείνη χαιρόταν που είχε αποδειχτεί εξυπνότερή του. Τι θα έκανε τώρα με όλες τις υποψίες του; «Έμαθες πώς να διαγράφεις τις κλήσεις, έτσι δεν είναι;» Δεν του απάντησε, παρά μόνο απέσπασε το κινητό από το χέρι του και το έβαλε ξανά στην πίσω τσέπη. Κι ύστερα, ο άντρας της έγνεψε προς το δωματιάκι μέσα στο οποίο ήταν στοιβαγμένα όλα τα χαρτόκουτά του. «Πολύ προσεγμένη δουλειά, οφείλω να παραδεχτώ». Εκείνη ανάσαινε πιο ελεύθερα πλέον. Δε θα έβρισκε τίποτα εκεί μέσα που θα την πρόδιδε. Τελικά, θα αναγκαζόταν να την αφήσει να φύγει. «Αλλά όχι αρκετά προσεγμένη, δυστυχώς». Ανοιγόκλεισε τα μάτια της δύο φορές, ενώ παρατηρούσε εξονυχιστικά το δωμάτιο. Δεν είχε βάλει τα πανωφόρια κα πάλι στη θέση τους; Τόσο χτυπητό ήταν το βαθούλωμα σ’ εκείνη τη μία και μοναδική κούτα; «Κοίταξε τα σημάδια εδώ», της είπε. Έσκυψε και της έδειξε. Στην μπροστινή γωνία ενός από τα χαρτόκουτα
πήρχε ένα μικρό τσάκισμα. Και ένα ολόιδιο σε ένα διπλανό. Σχεδόν ανεπαίσθητα. «Όταν βγάζεις κούτες σαν κι αυτές από τη θέση τους κα στερα τις στοιβάζεις ξανά, κάθονται με διαφορετικό τρόπο». Μετά, της έδειξε δύο ακόμα τσακίσματα. «Έβγαλες τα χαρτοκιβώτια από το δωμάτιο και ύστερα τα ξανάβαλες. Βλέπω τι έκανες. Και τώρα, θα μου πεις τι βρήκες εδώ μέσα. Κατάλαβες;» Εκείνη κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι. «Είσαι παρανοϊκός. Κούτες είναι, γιατί να με ενδιαφέρουν; Βρίσκονται εδώ από τότε που μετακομίσαμε. Απλώς, στραπατσαρίστηκε λίγο το χαρτόνι από το βάρος, αυτό είναι όλο». Έξυπνη κίνηση, σκέφτηκε. Πειστική εξήγηση. Εκείνος, όμως, δε φάνηκε να πείστηκε. «Εντάξει, ας το ελέγξουμε λοιπόν, τι λες κι εσύ;» είπε κα την έσπρωξε να σταθεί με την πλάτη στον τοίχο. « Το καλό που σου θέλω, μείνε εδώ», έδειχνε να την προστάζει το παγερό βλέμμα του. Εκείνη έριξε μια ματιά στο διάδρομο, καθώς ο άντρας της άρχιζε να βγάζει τα πρώτα χαρτοκιβώτια. Δεν υπήρχαν πολλά πράγματα που θα μπορούσαν να της φανούν χρήσιμα εκε γύρω: ένα σκαμνί δίπλα στην πόρτα του υπνοδωματίου τους, ένα βάζο πάνω στο περβάζι του παραθύρου, η παρκετέζα που ακουμπούσε στον κεκλιμένο τοίχο. Αν κατάφερνε να του ρίξει ένα γερό χτύπημα στο λαιμό με το σκαμνί, τότε ίσως... Ξεροκατάπιε κι έσφιξε τις γροθιές της. Πόσο γερό ήταν ώστε να αποδειχτεί αρκετό;
Κι όπως στεκόταν εκεί, ο άντρας της βγήκε πισωπατώντας από το δωμάτιο και άφησε ένα χαρτόκουτο να πέσει μπροστά στα πόδια της με γδούπο. «Λοιπόν, ας ρίξουμε μια ματιά, τι λες κι εσύ; Σε πολύ λίγο, θα ξέρουμε στα σίγουρα αν έχωσες τη μύτη σου εδώ πέρα». Τον παρατηρούσε καθώς άνοιγε την κούτα. Ήταν μία από τις μπροστινές, σχεδόν στο κέντρο. Δύο χαρτονένια φύλλα αποκάλυψαν το μαυσωλείο των πιο μύχιων μυστικών του. Το απόκομμα από τον ιππικό διαγωνισμό στον οποίο είχε συμμετάσχει η ίδια, στο Μπέρνστορφς Παρκ. Το ξύλινο κουτ με τις πολλές διευθύνσεις και πληροφορίες σχετικά με τις οικογένειες και τα παιδιά τους. Εκείνος ήξερε επακριβώς πού βρισκόταν. Έκλεισε τα μάτια της και προσπάθησε να αναπνέει ήρεμα. Αν υπήρχε Θεός, τότε θα έπρεπε να τη βοηθήσει τώρα. «Ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω τι κάνουμε εδώ πέρα. Τ σχέση έχουν μ’ εμένα όλα αυτά τα χαρτιά;» τον ρώτησε. Ο άντρας της στήριξε το ένα γόνατο στο πάτωμα, έβγαλε τον πρώτο πάκο αποκομμάτων και τον άφησε κατά μέρος. Δεν ήθελε να διακινδυνεύσει να δει η γυναίκα του το απόκομμα που αφορούσε την ίδια, σε περίπτωση που εκείνος δεν μπορούσε να αποδείξει την ενοχή της. Τον είχε καταλάβει. Ύστερα, προσεκτικά, έβγαλε το ξύλινο κουτί. Δε χρειάστηκε καν να το ανοίξει. Μονάχα χαμήλωσε το κεφάλ του και είπε με σχεδόν ψιθυριστή φωνή: «Γιατί δεν μπόρεσες α αφήσεις ήσυχα τα πράγματά μου;» Τι είχε δει; Τι της είχε ξεφύγει;
Εστίασε το βλέμμα της στη σπονδυλική του στήλη, στερα έριξε μια ματιά στο σκαμνί κι έπειτα ξανά στη σπονδυλική του στήλη. Τι έτρεχε με τις πληροφορίες μέσα στο ξύλινο κουτί; Για ποιο λόγο έσφιγγε τη γροθιά του τόσο που οι αρθρώσεις του άσπρισαν; Έφερε την παλάμη πάνω στο λαιμό της κι ένιωσε την καρωτίδα της να πάλλεται. Εκείνος στράφηκε προς το μέρος της με μάτια μισόκλειστα, δυο χαραμάδες. Ένα τρομερό, αγριεμένο βλέμμα. Η περιφρόνησή του ήταν τέτοια, ώστε σχεδόν της έκοψε την ανάσα. Το σκαμνί βρισκόταν σε απόσταση τριών μέτρων. «Δεν άγγιξα τίποτα», επέμεινε εκείνη. «Τι σε κάνει να ομίζεις ότι πείραξα τα πράγματά σου;» «Δεν το νομίζω. Το ξέρω». Η γυναίκα κινήθηκε αθόρυβα προς τη μεριά του σκαμνιού. Αυτός δεν αντέδρασε. «Κοίτα!» Έστρεψε την μπροστινή πλευρά του ξύλινου κουτιού προς το μέρος της. Εκείνη δεν ήξερε τι έπρεπε να δε εκεί. «Τι;» τον ρώτησε. «Δεν υπάρχει τίποτα εδώ». Όταν πέφτει χιονόνερο, μπορείς να παρατηρήσεις τις ιφάδες να εξαφανίζονται ενώ κατευθύνονται προς το έδαφος, την ομορφιά τους να απορροφάται και πάλι στον αέρα απ’ όπου γεννήθηκαν, τη μαγεία τους να χάνεται. Εκείνη αισθάνθηκε ακριβώς σαν μια τέτοια χιονονιφάδα τη στιγμή που ο άντρας της τινάχτηκε, την έπιασε από τα
πόδια και την έριξε κάτω. Πέφτοντας, είδε τη ζωή της να εξανεμίζεται και όλα όσα είχε γνωρίσει να γίνονται σκόνη. Δεν αισθάνθηκε το χτύπημα του κεφαλιού της στο πάτωμα, μονάχα πως ήταν παγιδευμένη στη λαβή του. «Ακριβώς! Δεν υπάρχει τίποτα εδώ. Όμως θα έπρεπε να πάρχει», γρύλισε εκείνος. Ένιωσε το αίμα να κυλάει αργά στον κρόταφό της, όμως δεν πονούσε. «Δεν καταλαβαίνω τι θες να πεις», άκουσε τον εαυτό της να λέει. «Υπήρχε μια κλωστή πάνω στο καπάκι». Κόλλησε το πρόσωπό του στο δικό της. «Και τώρα έχει χαθεί». «Πάρε τα χέρια σου. Άσε με να σηκωθώ. Δεν μπορεί να έπεσε από μόνη της; Πότε κάθισες να ψαχουλέψεις τελευταία φορά αυτά τα χαρτόκουτα; Πριν από τέσσερα χρόνια; Ένα σωρό πράγματα μπορούν να συμβούν μέσα σε τέσσερα χρόνια!» Κι ύστερα γέμισε τους πνεύμονές της με αέρα κα ούρλιαξε όσο πιο δυνατά μπορούσε: «ΠΑΡΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ!» Εκείνος, όμως, δεν το έκανε. Παρατήρησε την απόσταση που τη χώριζε από το σκαμν α αυξάνεται, καθώς την έσερνε στο δωμάτιο με τις κούτες. Είδε το ματωμένο ίχνος που άφηνε πίσω της στο πάτωμα. Άκουσε τις βρισιές και τα μουγκρητά του έτσι όπως την κρατούσε ακινητοποιημένη, πιέζοντας το πόδι του πάνω στην πλάτη της. Ήθελε να ουρλιάξει ξανά, όμως δεν μπορούσε να πάρε ανάσα. Και τότε εκείνος σήκωσε το πόδι του, την άρπαξε βίαια κα
την πέταξε καταμεσής στο πάτωμα. Κι εκεί σωριάστηκε, ανήμπορη και ματωμένη, στην κοιλάδα του χαρτονιού. Ίσως θα μπορούσε να είχε αντιδράσει, όμως αυτό που συνέβη στη συνέχεια την αιφνιδίασε τελείως. Το μόνο που κατέγραψε ήταν η γρήγορη κίνησή του στο πλάι και το χαρτοκιβώτιο που σηκωνόταν ψηλά από πάνω της. Αμέσως μετά, το έριξε με δύναμη στα πλευρά της. Για μια στιγμή, της κόπηκε τελείως η ανάσα. Ενστικτωδώς, όμως, γύρισε το σώμα της ελαφρά και μάζεψε τα πόδια της. Τότε έσκασε το δεύτερο χαρτοκιβώτιο, αναγκάζοντάς τη να πιέσει το χέρι πάνω στα πλευρά της, καθιστώντας κάθε άλλη αντίδραση αδύνατη. Κι ύστερα, ένα τρίτο χαρτοκιβώτιο. Τρία γεμάτα χαρτοκιβώτια, όλα βαριά. Πέρα από τα πόδια της μπορούσε να διακρίνει το διάδρομο, όμως ύστερα ο άντρας της έφραξε και αυτό το χώρο με μία ακόμα στοίβα από χαρτόκουτα που έριξε πάνω στα πόδια της, κι ύστερα έφερε άλλο ένα κοντά στην πόρτα. Κι όσο τα έκανε όλα αυτά, δεν είπε λέξη. Ούτε μίλησε όταν έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω του, παγιδεύοντάς την. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα, ώστε δεν πρόλαβε να καλέσε σε βοήθεια. Όμως, ακόμα κι αν είχε φωνάξει, ποιος θα ερχόταν να τη βοηθήσει; Αναρωτήθηκε αν εκείνος θα την εγκατέλειπε εκεί μέσα. Δεν μπορούσε να κουνήσει το στήθος της, πλέον ανέπνεε από την κοιλιά της. Το μόνο που μπορούσε να δει στο
λιγοστό φως που περνούσε από το φεγγίτη από πάνω της ήταν οι καφετιές επιφάνειες του χαρτονιού. Όταν, τελικά, απλώθηκε το σκοτάδι, το κινητό στην πίσω τσέπη της άρχισε να χτυπάει. Συνέχισε να χτυπάει, κι έπειτα σταμάτησε.
21 ΣΤΑ ΠΡΩΤΑ ΕΙΚΟΣΙ ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ του δρόμου προς το Καρλσκρόνο, ο Καρλ κάπνισε τέσσερα τσιγάρα, μόνο κα μόνο για να καλμάρει τα νεύρα του, αφού είχε κατεβάσει το φριχτό καφέ που του πρόσφερε ο Τρίγκβε Χολτ. Αν είχαν καταφέρει να ολοκληρώσουν τη συζήτησή τους την προηγούμενη νύχτα, θα μπορούσε να είχε επιστρέψει στο σπίτι του και αυτή τη στιγμή να ήταν ξαπλωμένος στο ωραίο κρεβατάκι του, με την εφημερίδα απλωμένη πάνω στο στήθος του και την αναζωογονητική μυρωδιά από τις τηγανίτες ρυζιού που έφτιαχνε ο Μόρτεν να γαργαλάει τα ρουθούνια του. Τώρα, το μόνο που μύριζε ήταν η ανάσα του. Πρωί Σαββάτου. Σε τρεις ώρες θα βρισκόταν πίσω. Έτσ και δεν τον έπιανε διάρροια. Δεν είχε προλάβει να συντονιστεί στο Ράδιο Μπλιέκινιε, όταν άρχισε να χτυπάει το κινητό του, την ώρα που έπαιζε ένα παραδοσιακό κομμάτι με βιολιά. «Έλα, Κάρλο, πώς πάει; Πού είσαι;» ρώτησε να μάθει η φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής. Ο Καρλ έριξε μια ματιά στο ρολόι πάνω στο ταμπλό του αυτοκινήτου. Ήταν εννέα το πρωί, οπότε αυτό δεν ήταν καλό σημάδι. Πότε είχε σηκωθεί τόσο νωρίς πρωί Σαββάτου ο θετός του γιος;
«Τι συμβαίνει, Γέσπερ;» Ο νεαρός ακουγόταν εκνευρισμένος. «Δε θέλω να μείνω άλλο με τη Βίγκα. Θα γυρίσω στο σπίτι, αν δεν έχεις αντίρρηση». Ο Καρλ χαμήλωσε την ένταση του παραδοσιακού σκοπού. «Μαζί μου; Για μισό λεπτό, Γέσπερ, άκουσέ με λίγο, εντάξει; Η Βίγκα μού έδωσε τελεσίγραφο. Θέλει να γυρίσει κι εκείνη στο σπίτι. Κι αν δε συμφωνήσω, θέλει να πουληθεί το σπίτι, ώστε να περάσει ζάχαρη με τα μισά χρήματα. Οπότε εσύ πού ακριβώς σκοπεύεις να ζήσεις;» «Δεν μπορεί, πλάκα κάνει...» Ο Καρλ χαμογέλασε. Δεν έπαυε να τον εκπλήσσει το πόσο λίγο γνώριζε ο νεαρός την ίδια του τη μητέρα. «Τέλος πάντων, τι σ’ έπιασε και αποφάσισες ξαφνικά να επιστρέψεις; Τι τρέχει; Μπούχτισες με τη σκεπή που στάζει σ’ εκείνο το κοτέτσι που μένει η μάνα σου; Ή μήπως ήταν η σειρά σου να πλύνεις κανένα πιάτο;» Χαμογέλασε ξανά. Μια δόση σαρκασμού ήταν βάλσαμο για το ταλαιπωρημένο του στομάχι. «Είναι πολύ μακριά από το σχολείο, ρε γαμώτο! Μία ώρα α πάω κι άλλη τόση να έρθω. Μιλάμε, τρελό σπάσιμο. Άσε που έχω τη Βίγκα όλη την ώρα να βογκάει. Δεν αντέχεται η κατάσταση». «Να βογκάει; Και γιατί βογκάει;» άκουσε τον εαυτό του να ρωτάει, πριν προλάβει να συγκρατηθεί. Τι βλακώδης ερώτηση. «Άσε καλύτερα, Γέσπερ, προτιμώ να μην ξέρω». «Όχι, μωρέ, δεν εννοούσα τέτοια βογκητά, Κάρλο! Βογκάει όταν δεν υπάρχει κάποιος άντρας στο σπίτι, όπως
τώρα. Μιλάμε, μου σπάει τα νεύρα». Ώστε η Βίγκα ήταν μόνη της αυτό το διάστημα; Καλά, τ είχε απογίνει ο ποιητής με τα κοκάλινα γυαλιά; Μήπως είχε βρει κάποια άλλη μούσα, με περισσότερα φράγκα στην τράπεζα; Ίσως κάποια που να μπορούσε να το βουλώνει έστω για πέντε λεπτά; Ο Καρλ έστρεψε το βλέμμα στο μουσκεμένο από τη βροχή τοπίο. Το GPS τού έλεγε να συνεχίσει μέσω Ρέντμπι κα Μπρέκνε-Χόμπι. Η διαδρομή έδειχνε γεμάτη στροφές κα κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν πνιγμένη στη λάσπη. Και, τέλος πάντων, πού είχαν βρεθεί τόσα δέντρα σε αυτή τη χώρα; «Γι’ αυτό θέλει να επιστρέψει στο Ρένεχολτ Παρκ», συνέχισε ο Γέσπερ. «Έτσι, θα έχει τουλάχιστον εσένα για παρέα». Ο Καρλ κούνησε το κεφάλι. Φοβερή φιλοφρόνηση. «Λοιπόν, Γέσπερ, άκου να σου πω. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να δεχτώ τη Βίγκα πίσω στο σπίτι. Θα σου δώσω χίλιες κορόνες έτσι και καταφέρεις να τη μεταπείσεις. Πώς σου ακούγεται;» «Να τη μεταπείσω; Και πώς θα το καταφέρω αυτό;» «Εύκολο. Βρες της καινούριο γκόμενο. Βάλε το μυαλό σου να δουλέψει, νεαρέ. Δύο χιλιάδες έτσι και τα καταφέρεις αυτό το Σαββατοκύριακο. Κι ύστερα μπορείς να έρθεις ξανά α μείνεις μαζί μου. Έχεις το λόγο μου». Με ένα σμπάρο, δύο τρυγόνια. Ο Καρλ ήταν πανευτυχής. Ο Γέσπερ, όμως, είχε μείνει εμβρόντητος στην άλλη άκρη της γραμμής.
«Α, και κάτι τελευταίο. Έτσι κι επιστρέψεις, τελικά, δε θέλω να ακούσω άλλα παράπονα που μένει ο Χάρντι μαζ μας. Αν δε σου αρέσει η κατάσταση, κάτσε να μουλιάζεις στο μικρό σπίτι στο λιβάδι». «Στο ποιο;» «Κατάλαβες τι σου είπα; Δύο χιλιάδες έτσι και καταφέρεις α τακτοποιήσεις το θέμα μέσα στο Σαββατοκύριακο». Ακολούθησε και πάλι σιωπή, καθώς η πρότασή του περνούσε από τα κλασικά εφηβικά φίλτρα της αντίδρασης κα της βαρεμάρας, ενισχυμένα με μια γενναία δόση πρωινής σπαρίλας. «Δύο χιλιάδες με τη μία;» ήρθε η ανταπόκριση έπειτα από λίγο. «Έγινε. Θα κολλήσω αγγελίες». «Σύμφωνοι». Ο Καρλ είχε τις αμφιβολίες του, όμως, για τη μέθοδο που επέλεξε ο Γέσπερ. Ο ίδιος είχε φανταστεί κάτ του στιλ να πάει ο νεαρός και να προσκαλέσει στο σπίτι ένα τσούρμο ξεπεσμένων ζωγράφων, ώστε να δουν με τα ίδια τους τα μάτια το θαυμάσιο και, το σημαντικότερο, δωρεάν ατελιέ που αποτελούσε μέρος του πακέτου, έτσι κα φορτώνονταν μια χίπισσα με κάμποσα χιλιόμετρα στο κοντέρ της. «Και τι θα γράψεις σε αυτές τις αγγελίες;» «Ιδέα δεν έχω, Κάρλο». Το σκέφτηκε για λίγο. «Θα μπορούσε να είναι κάτι σαν: Μάγκες, η μόρτισσα μάνα μου ψάχνει μόρτη να τα βρούνε. Μίζερα καθίκια και χαμένα κορμιά να μην ενοχλήσουν». Γέλασε με την ιδέα του. «Εντάξει, πάντως σκέψου το λίγο ακόμα προτού το βάλεις μπροστά».
«Κανένα πρόβλημα, Κάρλο!» Ο Γέσπερ γέλασε ξανά, με βραχνάδα, κατάλοιπο από το μεθύσι της προηγούμενης ύχτας. «Ετοίμασε τα φράγκα!» Κι ύστερα έκλεισε το τηλέφωνο. Ελαφρώς σαστισμένος, ο Καρλ έστρεψε το βλέμμα πέρα από το ταμπλό, στα κόκκινα σπίτια και στις αγελάδες που έβοσκαν κάτω από την καταρρακτώδη βροχή. Μονάχα η σύγχρονη τεχνολογία ήταν τόσο ικανή να κάνε μαντάρα τη ζωή του ανθρώπου. να αποκαρδιωμένο, θλιβερό χαμόγελο κατάφερε να σκάσε ο Χάρντι, όταν εμφανίστηκε ο Καρλ στο καθιστικό. «Πού είχες πάει;» τον ρώτησε σιγανά, την ώρα που ο Μόρτεν σκούπιζε τον πουρέ πατάτας από την άκρη του στόματός του. «Α, τίποτα, πετάχτηκα μέχρι τη Σουηδία. Χρειάστηκε να πάω στο Μπλιέκινιε κι έμεινα εκεί τη νύχτα. Για την ακρίβεια, σήμερα το πρωί βρέθηκα έξω από ένα αρκετά μεγάλο αστυνομικό τμήμα στο Καρλσκρόνο, χτυπώντας την κλειδωμένη του πόρτα. Τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα εκεί πέρα. Έτσι και συμβεί κάτι μέσα στο Σαββατοκύριακο, σου λένε να περάσεις από Δευτέρα». Κάγχασε σφιγμένα. Ούτε ο Χάρντι το βρήκε ιδιαίτερα αστείο. Η αλήθεια ήταν πως αυτό που είπε ο Καρλ δεν ίσχυε απόλυτα. Το αστυνομικό τμήμα στο Καρλσκρόνο διέθετε ένα εξωτερικό τηλέφωνο. Η πινακίδα δίπλα του έγραφε: Πιέστε το και δηλώστε περί τίνος πρόκειται . Ο Καρλ αυτό είχε κάνει, διστακτικά, για να έρθει αντιμέτωπος με ένα ακατανόητο
λεκτικό τείχος, όταν απάντησε ο αξιωματικός υπηρεσίας. Στη συνέχεια, η φωνή είχε μιλήσει σε κάποια σουηδική εκδοχή των αγγλικών, την οποία επίσης απέτυχε να αποκωδικοποιήσει ο Καρλ. Οπότε σηκώθηκε κι έφυγε. Χτύπησε τον εύσωμο νοικάρη του φιλικά στην πλάτη. «Σ’ ευχαριστώ, Μόρτεν. Αναλαμβάνω εγώ για λίγο, αν δεν έχεις αντίρρηση. Θα μπορούσες να μου ετοιμάσεις έναν καφέ να τον πάρω μαζί μου, στο μεταξύ; Μονάχα μην τον φτιάξεις πολύ δυνατό». Το βλέμμα του ακολούθησε τον όγκο του Μόρτεν καθώς απομακρυνόταν άχαρα, για να εξαφανιστεί στην κουζίνα. Καλά, τι έτρωγε ο άνθρωπος αυτός τις τελευταίες εβδομάδες και είχε πάρει τόσο βάρος; Έμοιαζε με δύο λάστιχα τρακτέρ, στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο. Ύστερα στράφηκε στον Χάρντι. «Κάπως πεσμένο σε βλέπω σήμερα. Τι τρέχει;» «Ο Μόρτεν με σκοτώνει λίγο λίγο», ψιθύρισε ο Χάρντι, κρατώντας την ανάσα του. «Με ταΐζει με το ζόρι όλη μέρα, λες και δεν έχουμε να κάνουμε τίποτε άλλο. Συνέχεια κάτ λιπαρές τροφές, που όπως μπαίνουν, βγαίνουν. Δεν καταλαβαίνω γιατί παιδεύεται. Άλλωστε, αυτός πρέπει να μου σκουπίζει τον κώλο. Δεν μπορείς να του πεις να χαλαρώσει λιγάκι; Μία στο τόσο, έστω». Κούνησε το κεφάλι, καθώς ο Καρλ έφερνε την επόμενη κουταλιά στο στόμα του. «Κι έπειτα, είναι η φλυαρία του όλη μέρα. Κοντεύει να με τρελάνει, ειλικρινά. Δε σταματάει στιγμή, όλο κάτι βλακείες για την Πάρις Χίλτον, το νόμο περί διαδοχής και τις
περικοπές των συντάξεων. Τι με νοιάζουν εμένα όλα αυτά; Γλώσσα δε βάζει μέσα, περνάει από το ένα θέμα στο άλλο». «Και γιατί δεν του το λες ο ίδιος;» Ο Χάρντι έκλεισε τα μάτια. Μάλιστα. Άρα το είχε προσπαθήσει ήδη. Ο Μόρτεν δεν ήταν άνθρωπος που άλλαζε εύκολα χούγια. Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει. Θα του μιλήσω κ εγώ, Χάρντι. Κατά τα άλλα, πώς τα πηγαίνεις;» Ήταν μια προσεκτικά διατυπωμένη ερώτηση. Κινούνταν σε ναρκοπέδιο. «Έχω πόνο-φάντασμα». Ο Καρλ είδε το μήλο του Αδάμ στο λαιμό του Χάρντι να παιδεύεται για να του επιτρέψει να καταπιεί. «Θα ήθελες μήπως λίγο νερό;» Πήρε το μπουκάλι από την υποδοχή δίπλα στο κρεβάτι και έφερε το καλαμάκι στα χείλη του Χάρντι. Έτσι και επέρχετο ρήξη στις σχέσεις του Χάρντι με τον Μόρτεν, ποιος θα έκανε όλα αυτά τα πράγματα; «Πόνο-φάντασμα, είπες; Πού;» ρώτησε. «Πίσω από τα γόνατά μου, νομίζω. Είναι πολύ δύσκολο α το προσδιορίσω. Το μόνο που ξέρω είναι ότι πονάω, λες και με χτυπάει κάποιος με συρματόβουρτσα». «Θέλεις μια ένεση;» Ο Χάρντι έγνεψε καταφατικά. Ο Μόρτεν θα το αναλάμβανε αυτό σε λίγο. «Πώς πάει η αίσθηση στο δάχτυλο και τον ώμο; Μπορείς ακόμα να κινήσεις τον καρπό σου;» Το στόμα του Χάρντι κρέμασε. Δε χρειαζόταν να πει κάτ περισσότερο.
«Τώρα που ανέφερα το Καρλσκρόνο», συνέχισε ο Καρλ, «δεν είχες συνεργαστεί κάποτε μαζί τους σε μια υπόθεση;» «Γιατί ρωτάς;» «Χρειάζομαι ένα σκιτσογράφο της Αστυνομίας, να ετοιμάσει το σκίτσο ενός δολοφόνου. Έχω ένα μάρτυρα στο Μπλιέκινιε που μπορεί να δώσει την περιγραφή του». «Και λοιπόν;» «Να, πρέπει να γίνει η δουλειά σβέλτα, και οι Σουηδοί μάς συναγωνίζονται στην αργοπορία. Όπως σου είπα, στεκόμουν μπροστά σε ένα πελώριο κίτρινο κτίριο στην Έρι ταλμπερσβέγκεν, στο Καρλσκρόνο, στις εφτά σήμερα το πρωί, και κοιτούσα μια πινακίδα που έγραφε Κλειστά άββατο και Κυριακή . Ωράριο λειτουργίας: καθημερινές 9 π.μ. με 3 μ.μ. Αυτό ήταν όλο. Σαββατιάτικα!» «Ωραία, εγώ τι θες να κάνω;» «Θα μπορούσες να ρωτήσεις τον γνωστό σου στο Καρλσκρόνο αν γίνεται να κάνει μια χάρη στον Τομέα Q της Κοπεγχάγης». «Και πώς ξέρουμε ότι βρίσκεται ακόμα στο Καρλσκρόνο; χουν περάσει έξι χρόνια, τουλάχιστον». «Έχεις δίκιο, πιθανότατα έχει μετατεθεί στο μεταξύ. Πάντως, αν μου δώσεις το όνομά του, θα τον ψάξω στο διαδίκτυο. Αν σταθούμε τυχεροί, θα βρίσκεται ακόμα στην πηρεσία. Γλείφτης ήταν ο τύπος, απ’ ό,τι θυμάμαι, σωστά; Τέλος πάντων, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να του ζητήσεις να πάρει τηλέφωνο και να καλέσει ένα σκιτσογράφο. Δε θα χρειαστεί να κάνει κάτι περισσότερο. Το ίδιο δε θα έκανες κι εσύ για εκείνον, αν σου το ζητούσε;»
Τα βλέφαρα του Χάρντι ήταν βαριά, καθόλου καλό σημάδι. «Θα στοιχίσει ο κούκος αηδόνι μέσα στο Σαββατοκύριακο», είπε έπειτα από λίγο. «Αν υποτεθεί πως πάρχει σκιτσογράφος σχετικά κοντά στο μάρτυρά σου και ότ θα θελήσει να σηκωθεί και να πάει να τον βρει». Ο Καρλ στράφηκε και κοίταξε τον καφέ που του είχε αφήσει ο Μόρτεν στο τραπεζάκι δίπλα. Αν δεν ήξερε, θα έλεγε πως ήταν η μούργα από έναν τενεκέ λάδι, που είχε πήξει σε κάτι ακόμα πιο μαύρο. «Ευτυχώς που επέστρεψες, Καρλ», είπε ο Μόρτεν. «Να μπορέσω κι εγώ να φύγω». «Να φύγεις; Και πού θα πας;» «Στην κηδεία του νεαρού Ιρακινού που σκοτώθηκε στην ανταλλαγή πυροβολισμών. Η πομπή θα ξεκινήσει στις δύο, από το Σταθμό του Νέρεπορτ». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Κηδευόταν ένα ακόμα αθώο θύμα του πολέμου που είχε ξεσπάσει μεταξύ των μηχανόβιων και συμμοριών μεταναστών, για τον έλεγχο της αγοράς του χασίς. Ο Μόρτεν κούνησε ένα σημαιάκι που έμοιαζε με του Ιράκ. Πού το είχε βρει; «Ήμουν συμμαθητής με κάποιο παιδί από τις εργατικές κατοικίες στο Μγίλνερ Παρκ, εκεί όπου σκοτώθηκε ο Μουσταφά». Κάποιος άλλος μπορεί να δίσταζε να εκδηλώσει με τόσο απερίφραστο τρόπο την αλληλεγγύη του. Ο Μόρτεν, όμως, ήταν μοναδική περίπτωση.
ταν ξαπλωμένοι σχεδόν δίπλα δίπλα. Ο Καρλ στον καναπέ, με τα πόδια ακουμπισμένα στο τραπεζάκι, ο Χάρντι στο οσοκομειακό κρεβάτι, με το μακρύ, παράλυτο σώμα του γυρισμένο στο πλάι. Τα μάτια του είχαν κλείσει από την ώρα που άνοιξε την τηλεόραση ο Καρλ, ενώ ο πικρός μορφασμός του στόματός του έμοιαζε τώρα να έχει μαλακώσει. Θύμιζαν ζευγάρι ηλικιωμένων που είχαν υποκύψει, τελικά, στην απαραίτητη συντροφιά των δελτίων ειδήσεων και των πουδραρισμένων παρουσιαστών. Αποκοιμισμένοι μπροστά στο χαζοκούτι, βράδυ Σαββάτου. Έτσι και κρατιούνταν χέρ χέρι, η εικόνα θα ήταν ολοκληρωμένη. Ο Καρλ άνοιξε με το ζόρι τα βλέφαρά του και παρατήρησε πως το δελτίο ειδήσεων που έπαιζε μπροστά του ήταν το τελευταίο της μέρας. Ώρα να ετοιμάσει τον Χάρντι για ύπνο, ώστε να πέσει κ αυτός να κοιμηθεί κανονικά, σκέφτηκε. Κάθισε να κοιτάζει την οθόνη, καθώς η νεκρική πομπή του νεαρού Ιρακινού προχωρούσε σιωπηλά κατά μήκος της έρεμπρογκεδε, με αξιοπρέπεια και τάξη. Οι κάμερες έδειχναν χιλιάδες βουβά πρόσωπα παραταγμένα στο δρόμο, ενώ από τα παράθυρα πάνω από το δρόμο έραιναν τη νεκροφόρα με ροζ τουλίπες. Μετανάστες από ένα σωρό χώρες, κι άλλο τόσοι Δανοί. Πολλοί χειροκροτούσαν. Το καζάνι που ήταν η Κοπεγχάγη είχε πάψει να βράζει για λίγες ώρες. Ο πόλεμος των συμμοριών δεν ήταν πόλεμος του λαού. Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Ήταν αξιέπαινος ο Μόρτεν που είχε συμμετάσχει. Δε θα είχαν κατέβει πολλοί άνθρωπο
απόό το Ά λ ερεντ εκε απ εκεί. Ο ίδ ίδ ιος, ος , για παράδ π αράδεειγμα, δε δ εν είχε είχε πάε πά ει. « Κο ίτα, ίτα, να κι ο Ά σαντ», σαντ», είπ είπ ε σιγανά ο Χάρντι. άρντι. Ο Καρλ στράφηκε προς το μέρος του. Ξύπνιος ήταν όλη αυτή αυτή την ώ ρα; «Πού;» Κοίταξε ξανά την οθόνη και πρόλαβε να διακρίνε το στρογγυλό πρόσωπο του Άσαντ να ξεπροβάλλει ανάμεσα στο στο πλήθος πλήθο ς . Αντίθετα με όλους τους άλλους, τα μάτια του ήταν καρφωμένα όχι πάνω στη νεκροφόρα, αλλά στον κόσμο που ακολουθούσε την πομπή. Το κεφάλι του έστριβε σχεδόν ανεπαίσθητα αριστερά δεξιά, σαν κυνηγός που ακολουθεί το θήραμά του ανάμεσα στη βλάστηση. Ήταν απόλυτα συγκεντρωμένος. Και τότε, ο σκηνοθέτης άλλαξε πλάνο. « Μα, τι στην...; στην...;» μου μο υρμούρισε ρμούρισε ο Καρλ. αρλ . «Έμοιαζε με πράκτορα των μυστικών υπηρεσιών», ρο υθο υθούνισε ύνισε ο Χάρντι. άρντι. Ο Καρλ ξύπνησε στο κρεβάτι του γύρω στις τρεις τα ξημερώματα, νιώθοντας την καρδιά του να χτυπάει δυνατά και το πάπλωμά του να ζυγίζει διακόσια κιλά. Δεν αισθανόταν καλά. Σαν να είχε ανεβάσει ξαφνικά πυρετό. Λες και μια ορδή ιών τού είχε επιτεθεί, κατακλύζοντας το ανοσο ανο σοππ ο ιητικ ητικό του σύστημα. σύστημα. Προσπάθ οσπ άθησε ησε να πάρ π άρεει ανάσα, ενώ ενώ έσφιγγε το το στήθος στήθο ς του. του. Γιατί πανικοβάλλομαι; αναρωτήθηκε κι ένιωσε την ανάγκη α πιαστε π ιαστείί από ένα χέρι χέρι. Άνοιξε τα μάτια του μέσα στο σκοτάδι. Είχε συμβεί και άλλοτε αυτό, σκέφτηκε, φέρνοντας
αμέσως στο μυαλό του την προηγούμενη φορά που κατέρρευσε. Ο ιδρώτας έκανε το μακό μπλουζάκι του να κολλ ολ λ άε άειι πάνω στην επιδ επιδεερμίδ μίδ α του. Από τότε που έπεσε σε ενέδρα, μαζί με τον Άνκερ και τον Χάρντι, στο Άμαρ, αυτή η κατάσταση φώλιαζε μέσα του σαν ωρολογιακή βόμβα που μετρούσε αντίστροφα. Το ίδ ιο π ράγμα συνέβ συνέβαινε και τώρα; «Κάθισε να σκεφτείς τα όσα συνέβησαν. Έτσι, θα βάλεις μια απόσταση ανάμεσα σ’ εσένα και τα γεγονότα», του είχε π ει η Μό Μ όνα στη δι δ ιάρκε άρκεια των τω ν συνεδ συνεδ ριών τους. τους . Έσφι Έσφ ιξε τις τις γροθι γροθ ιές του και και θυ θ υμήθηκ μήθ ηκεε το ωστικό ωστικό κύμα π ο υ είχε διασχίσει τις σανίδες του πατώματος, όταν χτυπήθηκε ο Χάρντι και ο ίδιος ένιωσε τη σφαίρα να γδέρνει τον κρόταφό του. Την αίσθηση των κορμιών που συγκρούονταν, καθώς ο Χάρντι τον παρέσυρε πέφτοντας και τον γέμισε αίματα. Την ηρωική προσπάθεια του Άνκερ να σταματήσει τους δράστες, παρότι ήταν βαριά τραυματισμένος. Κι ύστερα τον τελευταίο, μοιραίο πυροβολισμό, που άφησε τον Άνκερ να ψυχορραγε στο λε λ ερό, ξύλινο πάτωμα. π άτωμα. Τα θυ θ υμήθηκε μήθ ηκε ό λ α, ένα πρ π ρο ς ένα, ξανά ξανά και ξανά. ξανά. Θυμήθ Θυμήθηκ ηκεε την ντροπή λόγω της αδράνειάς του και τη σαστιμάρα του Χάρντι άρντι για για το λ ό γο π ο υ εί είχαν συμβεί συμβεί αυτά. αυτά. Και η καρδιά του συνέχιζε να χτυπάει δυνατά. «Μπάσταρδοι, μπάσταρδοι», γρύλισε, επαναλαμβάνοντας την ίδια λέξη, καθώς έτεινε το χέρι να πιάσει τον αναπτήρα κι ένα τσιγάρο. Το πρωί θα τηλεφωνούσε στη Μόνα και θα της έλεγε πως αντιμετώπιζε ξανά πρόβλημα. Θα προσπαθούσε να ακουστεί όσο το
δυνατόν πιο γοητευτικός, αλλά και με μια δόση απόγνωσης στη φωνή του. Έτσι, ίσως, εκείνη να του πρόσφερε κάτ περισσότερο από την επαγγελματική της βοήθεια. Εν πάση π εριπτώ εριπτώσει σει,, μπορούσε μπο ρούσε π άντα να ελπ ελ π ίζει ζει. Χαμογέλασε στη σκέψη αυτή και τράβηξε τον καπνό βαθιά μέσα στα πνευμόνια του. Ύστερα έκλεισε τα μάτια, όμως συνέχιζε να νιώθει την καρδιά του να χτυπάει σαν κομπρεσέρ. Μήπως είχε αρρωστήσει πραγματικά αυτή τη φορά; Σηκώθηκε με δυσκολία από το κρεβάτι και τράβηξε προς τη σκάλα. Έτσι και πάθαινε έμφραγμα, δεν ήθελε να είναι εκε πάνω, ολομόναχ ολ ομόναχος ος.. Κι εκεί ήταν που σωριάστηκε, για να τον συνεφέρει ο Μόρτεν, κουνώντας τον ελαφρά, με μια ιρακινή σημαία ζωγρ ωγ ραφι αφ ισμένη σμένη στο πρ π ρό σωπό σω πό του. Τα ανασηκωμένα φρύδια του γιατρού που κλήθηκε να τον εξετάσει φανέρωναν πως ο Καρλ είχε σπαταλήσει άδικα το χρόνο του. Η διάγνωση ήταν σύντομη και καίρια: περκόπωση. Υπερκόπωση! Κανονική προσβολή, την οποία ακο ακο λ ο ύθ ησαν μερι μερικές κλ ασικ ασικές φ ράσεις άσεις για την επ επ ίδ ραση του το υ άγχους και η συνταγογράφηση κάτι χαπιών που έπρεπε να πάρει ο Καρλ και τα οποία τον κράτησαν στη χώρα του ύπνου για πολ π ολύύ μετά μετά το π έρας της κυριακάτι ακάτικης λ ειτουργίας τουργίας.. Μέχρι να ξυπνήσει την Κυριακή, η ώρα ήταν περασμένη μία και το κεφάλι του πονούσε, φορτωμένο με κάθε λογής δ υσάρεστε σάρεστεςς σκέψ σκέψει ειςς . Η καρδι αρδ ιά του το υ, όμω όμω ς , χτυπ χτυπ ο ύσε κανο κανονικ νικά. ά.
«Ο Γέ Γ έσπερ είπε να του το υ τηλ τηλεεφ ωνήσε ωνή σειις », τον πληρ πλ ηροφ οφόρησε όρησε ο Χάρντι από το κρεβάτι του, όταν κατάφερε με τα πολλά ο Καρλ να κατέβει τη σκάλα. «Είσαι εντάξει;» Ο Καρλ Καρλ ανασήκ ανασή κω σε το το υς ώμου ώμο υς . «Εί «Είναι κάπ κάποο ια πρ π ράγματα άγμα τα που πο υ με απ απασχο ασχολλ ούν και και δ εν μπορ μπο ρώ να τα ελ ελ έγξω», γξω », απάντησε απ άντησε.. Ο Χάρντι χαμογέλασε σφιγμένα, και ο Καρλ ευχήθηκε να είχε δαγκώσει τη γλώσσα του. Αυτό ήταν το θέμα με την π αρουσία αρουσία του το υ Χάρντι Χάρντι στο στο σπί σπ ίτι. τι. Έπρ Έπ ρεπε πάντο π άντοτε τε να μετράει μετράει τα τα λ όγι όγ ια του. του. «Σκεφτόμουν τον Άσαντ, έτσι που τον είδαμε στην τηλεόραση χτες το βράδυ», είπε ο Χάρντι. «Τι γνωρίζεις πραγματικά γι’ αυτόν, Καρλ; Μήπως να συναντούσες κάποια στιγμή την οικογένειά του; Μου φαίνεται πως ήρθε ο καιρός α τους το υς κάνεις μια επίσκεψ επίσκεψη» η».. « Γιατί το λε λ ες αυτό αυτό ;» «Δεν είναι φυσιολογικό να σε ενδιαφέρει ο συνεργάτης σου;» Άκου συνεργάτης! Από πότε είχε γίνει συνεργάτης του ο Άσαντ; «Σε ξέρω καλά, Χάρντι», είπε. «Κάτι έχεις στο νου σου εσύ. Τι τρέχει;» Ο Χάρντι ανασήκωσε τις γωνίες των χειλιών του, σε μια έκφραση που θύμιζε χαμόγελο. Ήταν πάντοτε ευχάριστο να γίνεται γίνεται κάπ άποιος οιος κατανοητός αμέσως αμέσως.. «Ήταν σαν να τον είδα μέσα από ένα άλλο πρίσμα. Σαν Εσύ τον ξέρε α μην τον ήξερ ή ξερα. α. Εσύ ξέρεις τον Άσαντ, Ά σαντ, τι τι λ ες ;» «Ρώτα με αν ξέρω οποιονδήποτε. Ποιος ξέρει ποιον, τελικά;» «Έστω, πο π ο ύ ζε ζει;»
« Στη Χάιμνταλ άιμνταλσγκε σγκεδδ ε, νομί νο μίζζω » . «Νομίζεις;» Αλήθεια, πού ζούσε; Τι σόι άνθρωποι ήταν οι δικοί του; Ανάκριση ήταν όλο αυτό; Όμως ο Χάρντι είχε δίκιο. Τρίχες ήξερε ήξερε για για τον το ν Άσαντ. Ά σαντ. «Ο Γέσπερ τι ήθελε;» ρώτησε, αλλάζοντας θέμα συζήτησης. Ο Χάρντι ανασήκωσε τα φρύδια. Δεν είχε τελειώσει με τον Ά σαντ. Για κάπ κάποιο οιο λόγ λ όγο. ο. «Ο Χάρντι λέει πως τηλεφώνησες», είπε ο Καρλ στο κινητό του, λί λ ίγες στιγμές στιγμές αργότερα. αργότερα. «Καλά λέει», απάντησε ο Γέσπερ. «Τρέχα να σηκώσεις λ εφ τά από απ ό την τράπ τράπεεζα, Κάρλο Κάρλο»» . Ο Καρλ ανοιγόκλεισε κάμποσες φορές τα μάτια του. Ο εαρός αρός ακουγόταν ακουγόταν σίγουρος σίγουρος.. «Καρλ! Το όνομά μου είναι Καρλ, Γέσπερ. Έτσι και με ξαναπείς Κάρλο, θα αναγκαστώ να κουφαθώ προσωρινά όσον αφορά κάποια εξαιρετικά κρίσιμα ζητήματα της ενδε νδ εχομέ χο μένως νως σύντομης σύντομης ζωής ωή ς σου, αν με πιάνε πιάνειις ». «Σε «Σ ε πιάνω πιάνω,, Κάρ Κάρλλ ο». ο» . Μπορούσ Μπ ορούσεε σχεδό σχεδόνν να δ ει τον τον Γέσπερ α γε γ ελ άει στην άλλ άλ λ η άκρη άκρη της γραμμής. γραμμής . «Ελ «Ελ π ίζω να με ακο ακο ύς τώρα. Βρ Βρήκα γκ γ κόμενο στη Βίγκα» Βίγκα».. «Τι μου λες; Αξίζει δύο χιλιάδες κορόνες ο τύπος ή θα τον πετάξει μαζί με τα μπουγαδόνερα η μάνα σου αύριο, όπως έκανε με το λογοτέχνη της; Γιατί, αν είναι να τον σουτάρει, καλύτερα να ξεχάσεις το παραδάκι». « Ο τύπο τύποςς είναι είναι σαράντα χρόνω χρόν ω ν. Οδηγ Οδ ηγεί εί ένα Opel Ope l Vect ec tra κι έχει έχει π αντοπ αντο π ωλ είο είο. Και Και μια μια κόρη δεκ δ εκαεννιά αεννιά χρόνω χρόνω ν». ν» .
« Κο ίτα να δε δ εις ! Και Και πού πο ύ το το ν πέ π έτυχες τυχες;» ;» «Κόλλησα μια αγγελία στο μαγαζί του. Από εκεί πέρασα πρώτα». Εύκολο χρήμα. «Και τι σε κάνει να πιστεύεις πως ο παντοπώλης μπορε α ξετρελάνει τη Βίγκα; Μη μου πεις ότι είναι φτυστός ο Μπραντ Πιτ;» «Δοκίμασε ξανά, Κάρλο. Εκτός κι αν ο Μπραντ Πιτ αποκ απο κοιμήθ οιμήθηκ ηκεε κάτω από τον ήλι ήλ ιο για για μια μια δυ δ υο εβδομάδ βδ ομάδεες ». «Θες «Θες να πε π εις πως πω ς είναι μαύρ μαύρος;» ος ;» « Όχι μαύρ μαύρο ς ακρ ακριβώς βώ ς , αλλ αλ λ ά το γυ γ υρο φ έρνει!» νει!» Ο Καρλ κρατούσε την ανάσα του καθώς άκουγε τις λ επ τομέρε τομέρειες αυτής αυτής της ιστορίας στορίας.. Ο τύπ τύπ ο ς ήταν χήρ χή ρο ς και εί είχε πονόψυχα, καστανά μάτια, που η Βίγκα σχεδόν πάντοτε έβρισκ έβρισκεε ακαταμά ακαταμάχη χητα. τα. Ο Γέσπερ το το ν είχε είχε πάει πάει σχεδό σχεδ ό ν σηκ ση κω τό στο σπίτι, όπου ο τύπος εγκωμίασε τους πίνακες της Βίγκα και αναφώνησε φανερά ενθουσιασμένος πως ο χώρος ήταν ό,τι πιο χαριτωμένο είχε δει σε όλη του τη ζωή. Κι αυτό, απ’ ό,τι φαίνεται, είχε επισφραγίσει το προξενιό. Εκείνη τη στιγμή, γευμάτι γευμάτιζζαν μαζί σε κάπ κάποιο οιο εστιατόρι στιατόριοο της π ό λ ης. ης . Ο Καρλ κούνησε το κεφάλι. Κανονικά, έπρεπε να πανηγυρίζει, όμως το μόνο που ένιωθε ήταν ένα κάψιμο στο στομάχι. Όταν Όταν τελ τελ είωσε ο Γ έσπε σπ ερ, ο Καρλ έκλ εισε το κινητό του σαν να τον είχαν βάλει σε αργή κίνηση κι έστρεψε το βλέμμα στον Μόρτεν και τον Χάρντι, οι οποίοι τον παρακολουθούσαν χάσκοντας, λες κι ήταν αδέσποτα που π ερίμε ερίμενα νανν να τους ρίξει ίξει ένα ένα ξερ ξ εροο κόμματο. μματο .
«Σωθήκαμε, απ’ ό,τι φαίνεται. Ας το ελπίσουμε, τουλάχιστον. Φαίνεται ότι ο Γέσπερ κατάφερε να βρει στη Βίγκα τον άντρα των ονείρων της, οπότε ίσως καταφέρουμε α ζήσο ζήσουυμε εδ εδ ώ π έρα γι γ ια λί λ ίγο καιρό αιρό ακό ακό μα». μα» . Και τότε, το σαγόνι του Μόρτεν κρέμασε τελείως κ αμέσως χτύπησε κατενθουσιασμένος παλαμάκια. «Αχ, τ γλυκό!» αναφώνησε. «Ποιος είναι ο τυχερός λευκός ιππότης;» « Λευκό ς ;» Ο Καρλ Καρλ π ρο σπάθ σπ άθησε ησε να κάνει κάνει το στόμα στό μα του το υ να χαμογελάσει, όμως οι μύες του είχαν μουλαρώσει. «Σύμφωνα με τον Γέσπερ, ο Γκουρκαμάλ Σινγκ Πανού είνα ό ,τι πιο σκούρο σκούρο κυκλ υκλ ο φ ο ρεί ρεί βόρ βό ρεια εια του το υ Ισημερ Ισημεριινού». νο ύ». Το υ φ άνηκε π ω ς τους κό π ηκε ηκε η ανάσα ή η ιδέ ιδ έα του ήταν; ήταν; Ολόκληρη η περιοχή του Νέρεμπρο ήταν βαμμένη στο μπλε και το άσπρο εκείνη τη μέρα και κατακλυσμένη από δυστυχισμένα πρόσωπα. Πρώτη φορά έβλεπε ο Καρλ τόσους πολλούς οπαδούς της ποδοσφαιρικής ομάδας της Κοπεγχάγης να δείχνουν τόσο αποκαρδιωμένοι, καθώς γυρόφερναν άσκοπα στους δρόμους. Σημαίες σέρνονταν πίσω τους, τα τενεκεδάκια μπίρας λες και ήταν ασήκωτα κα μετά βίας ανέβαιναν στα χείλη τους, ενώ τα συνθήματα είχαν σχεδόν κοπάσει και μόνο αραιά και πού ακουγόταν κάποιο ξέσπασμα οργής, το οποίο αντηχούσε στην πόλη σαν πονεμένη κραυγή αντιλόπης που ξεψυχούσε στα στόματα λιονταριών. Οι ήρωές τους είχαν ηττηθεί 2-0 από την Έσμπγιερ. Δεκατέσσερις εντός έδρας νίκες σερί, και κατέληξαν να
χάσουν από μία ομάδα που είχε έναν ολόκληρο χρόνο να σημειώσει νίκη εκτός έδρας. Η πόλ πό λ η είχε είχε γονατί γο νατίσε σειι. Στάθμευσε στα μισά της Χάιμνταλσγκεδε κι έριξε μια ματιά τριγύρω. Στο διάστημα που μεσολάβησε από τον καιρό που περιπολούσε ένστολος εδώ, είχαν ξεφυτρώσε καταστήματα μεταναστών παντού. Η περιοχή έσφυζε από ζωή, ακόμα και την Κυριακή. Εντόπισε το όνομα του Άσαντ στην ταμπελίτσα μιας πόρτας και χτύπησε το κουδούνι. Καλύτερα να τον σνομπάρουν καταπρόσωπο, παρά να του πουν δικαιολογίες από το τηλέφωνο. Έτσι και δεν ήταν ο Άσαντ στο σπίτι, θα περνούσε από τη Βίγκα για να δει σε ποια νέα εκδοχή της πραγματικότητας ζούσε εκείνη τώρα, απλώς και μόνο για να έχει έχει μια ει εικόνα της κατάστασης ατάστασης π ο υ αντιμετώπ αντιμετώπιιζε. ζε. Πέρ Πέρασαν ασα ν είκ είκο σι δευ δ ευτε τερρό λ επτα, και καν κανεί είςς δ εν του άνο άν ο ιξε. Έκανε Έκανε ένα ένα βήμα β ήμα πί π ίσω και κο ίταξε προ προ ς τα μπαλ μπα λ κό νια. Δεν Δεν ήταν το γκέτο γκέτο ακριβώ ακριβώςς π ου περί περίμενε να αντικρί αντικρίσει σει.. Δ Δεν εν έβ έβλ επε ρούχα κρεμασμένα, ενώ ήταν απρόσμενα λίγες ο δ ο ρυφορ υφο ρικές κεραίε εραίεςς . «Θέλετε να περάσετε;» ρώτησε μια κελαηδιστή φωνή πίσω του, και μια ξανθιά κοπέλα, από εκείνες που τα μάτια τους και μόνο αρκούν για να αφήσουν άφωνο έναν άντρα, π έρασε από δ ίπ λ α του και και άνοι άνο ιξε την την πό π ό ρτα. «Ευχαριστώ», μουρμούρισε εκείνος και την ακολούθησε στις σκάλες του τσιμεντένιου κτιρίου. Εντόπισε το διαμέρισμα στον τρίτο όροφο και διαπίστωσε πως, αντίθετα με τις πυκνογραμμένες ταμπελίτσες στις
πόρτες των δύο Αράβων γειτόνων του, η πόρτα του Άσαντ είχε μονάχα μονάχ α το δι δ ικό του όνομα όνο μα πάνω της. της . Ο Καρλ πάτησε το κουδούνι μια δυο φορές, αν και ήδη διαισθανόταν πως είχε ατυχήσει. Έσκυψε και ανασήκωσε το καπάκι της θυρίδας για το ταχυδρομείο, προσπαθώντας να κο ιτάξει μέσα μέσα στο δ ιαμέρι αμέρισμα. Ο χώρος φαινόταν άδειος. Πέρα από κάτι διαφημιστικά έντυπα, ανάκατα με κάνα δυο λογαριασμούς στο πάτωμα, δεν μπορούσε να δει τίποτε άλλο εκτός από δύο φθαρμένες δ ερμάτινε μάτινεςς πολ πο λ υθ ρόνες στον απέ απ έναντι τοίχο τοίχο.. « Τι στ’ ανάθ αν άθεμα εμα κάνεις εκεί εκεί κάτω;» κάτω; » Ο Καρλ έστρεψε το κεφάλι και είδε το παντελόνι μιας φαρ φα ρδ ιάς φόρ φό ρμας με ρίγες. γες . Ίσιω Ίσιω σε το κο ρμί του και βρέθ βρέθ ηκε αντιμέ αντιμέτωπ τωποο ς με ένα θηρίο που τα μελαψά μπράτσα του έμοιαζαν με χοιρομέρια. « Το ν Άσαν Ά σανττ γυρεύ γυρεύω ω. Ξέρ Ξέρει ειςς αν ήταν στο σπί σπ ίτι σήμερα; σήμερα;»» « Τον σιί σιίτη; Όχι, Όχι, δε δ ε φ άνηκ άνη κε καθ αθόλ όλοο υ». «Μήπω «Μ ήπωςς είδ ες την οικ οικογέ ογ ένει νειά του;» του;» Ο άντρας έγειρε το κεφάλι του ελαφρά στο πλάι. «Είσα σίγουρος πως τον ξέρεις; Ή μήπως είσαι ο κερατάς που έχε ταράξει στις κλεψιές τη γειτονιά; Τι κάθεσαι και κοιτάς μέσα στα σπίτια του κόσμου;» Κόλλ όλ λ ησε το το στέρνο στέρνο του πάνω στο σώμα σώ μα του Καρλ. Καρλ. « Όλ α καλά, καλ ά, ηρέμησε, ηρέμησε, Ράμπ Ράμποο » , εί είπ ε εκ εκείνος νο ς . Ακούμπησε τη μία παλάμη πάνω στους σιδερένιους κοιλιακούς του τύπου, για να τον κρατήσει σε απόσταση, ενώ με το άλλο χέρι ψαχούλευε στην εσωτερική τσέπη του σακ σακακιο ακιο ύ το το υ.
«Ο Άσαντ είναι φίλος μου, όπως κι εσύ, αν μπορέσεις να απαντήσεις σε μερικές ερωτήσεις». Ο άλλ άλ λ ο ς κο ίταξε το υπηρεσι υπηρεσιακ ακόό σήμα π ο υ σήκωσε σήκωσε ο Καρλ μπροστά στο στο πρόσωπό πρόσωπ ό του. «Ποιος θέλει πάρε δώσε με το σινάφι σου;» γρύλισε, σουφρώνο σουφρώνοντας ντας τα χεί χείλ η. Έκανε Έκανε να φύγει, φύγει, όμως ο Καρλ Καρλ τον έπιασε έπιασε απ απόό το μανίκι μανίκι. «Έστω, όμως μπορεί να ξέρεις να μου απαντήσεις. Θα με βοηθούσε...» «Πάρε τις ερωτήσεις σου και χώσ’ τες εκεί που ξέρεις, παλιομαλάκα». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Σε περίπου τρεισήμισ δευτερόλεπτα θα έδειχνε σε αυτό το υπερφυσικό, φουσκωμένο γομάρι ποιος ήταν ο πραγματικός μαλάκας της πόθεσης. Ο τύπος μπορεί να έμοιαζε με δίφυλλη ντουλάπα, όμως δεν ήταν τόσο μεγάλος ώστε να αγνοήσει το χέρι του όμου και την απειλή της σύλληψης για προσβολή αστυνομικ αστυνομικοο ύ εν εν ώρ ώ ρα υπηρ υπη ρεσίας εσίας.. Εκείνη είνη τη στι στιγμ γμή, ή, όμω όμωςς , ακο ακούστηκε ύστηκε μια φωνή φω νή πί π ίσω του. « Ε, Μπι Μπ ιλ άλ, άλ , τι κάνεις άνεις εκεί; Σε αστυνομικό αστυνομικό μιλ μιλ άς» άς » . Ο Καρλ στράφηκε και αντίκρισε έναν ακόμα πιο θηριώδη άντρα, η βασική ενασχόληση του οποίου ήταν, προφανώς, η άρση βαρών. Έμοιαζε με βιτρίνα αθλητικών ειδών. Έτσι κα είχε αγοράσει το τεράστιο μπλουζάκι που φορούσε σε κανονικό κατάστημα, τότε το συγκεκριμένο μαγαζί διέθετε εξαιρετικό στοκ. «Ζητώ συγνώμη για τον αδερφό μου. Πλακώνεται στα αναβο αναβ ο λ ικά», ά» , εί είπε, τεί τείνοντας νο ντας μια μια χερο χερο ύκλ α σε μέγεθ μέγεθοο ς ταψι ταψιού.
«Δεν έχουμε καμία σχέση με τον Χαφέζ αλ-Άσαντ. Για την ακρίβεια, μια δυο φορές τον έχω δει μονάχα. Περίεργος τύπο τύποςς . Στρογ Στρογγυλό γυλό πρόσωπο πρόσω πο και μεγάλ μεγάλα α μάτια, μάτια, σωστά;» σωστά;» Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά και άφησε το μανίκι του π ρώτου γίγαντα, πο π ο υ το το κρατούσε ακό ακό μα. «Για να πω την αλήθεια», συνέχισε ο αδερφός αυτουνού, «δε νομίζω να μένει καν εδώ πέρα. Πάντως, και να μένει, οικογένεια δεν έχει, αυτό είναι σίγουρο». Χαμογέλασε. « Ευτυχώ τυχώςς , δηλ δ ηλαδ αδή, ή, αφο αφ ο ύ το το δ ιαμέρι αμέρισμα είναι είναι γκαρσονιέ γκαρσονιέρρα». α» . Αφού κάλεσε μερικές φορές το τηλέφωνο του Άσαντ χωρίς α πάρει απάντηση, ο Καρλ βγήκε από το αυτοκίνητο κα πήρε μια βαθιά ανάσα, προτού ανηφορίσει το μονοπάτι που ο δ ηγού ηγο ύσε στο στο σπι σπ ιτάκι τάκι της της Βίγκα. « Γ εια σου σο υ, άγγε άγγ ελ έ μου», τον υποδ πο δ έχτηκε χτηκε εκ εκείνη ευδ ιάθ άθεετη. Μια μου μο υσικ σική πο π ου πρώτη φο φ ο ρά του το υ άκο άκο υγε, ξεχυνόταν ξεχυνόταν απ από τα μικρά ηχεία στο καθιστικό. Σιτάρ ήταν ή μήπως βασάνιζαν κάπ άποο ιο δύ δ ύστυχο στυχο ζώ ο ; «Καλά, τι είναι αυτό;» ρώτησε, προσπαθώντας να αντισταθεί στην παρόρμηση να κολλήσει τις παλάμες στ’ αφτι αφ τιά ά του το υ και να αρχίσει αρχίσει να φω φ ωνάζε νάζειι μέσα στο σαματά. σα ματά. «Θεσπέσιο, δε βρίσκεις;» Η Βίγκα χόρεψε μερικά βήματα, τα οποία κανένας εχέφρων Ινδός δε θα μπορούσε να χαρακτηρίσει ταιριαστά. «Ο Γκουρκαμάλ μού έδωσε ένα CD. Είπε πως πω ς έχει χει πολ πο λ λ ά ακόμα, ακόμα, αν θέ θ έλ ω». ω» . «Εδώ είναι;» Βλακώδης ερώτηση για ένα σπιτάκι δύο δωματίων. Η Βίγκα χαμογέλασε πανευτυχής. «Είναι στο μαγαζί. Η
κόρη του έχει προπόνηση με την ομάδα του κέρλινγκ, οπότε έπ ρεπ ε να μεί μείνει στο πό π ό δ ι της εκείνος νο ς » . «Κέρλινγκ! Παραδοσιακό ινδικό άθλημα, σωστά;» Τον χτύπησε παιχνιδιάρικα στο μπράτσο. «Εσύ λες Ινδός, εγώ λ έω Παντζάμπ Παντζάμπι.ι. Α π ό εκεί εκεί κατάγετ ατάγ εται». αι». «Α, «Α , δ ηλαδ ηλ αδήή Πακ Πακιιστανός είναι;» ναι;» «Όχι, Ινδός. Τέλος πάντων, μπερδεμένη ιστορία». Ο Καρλ κάθι κάθ ισε βα βαρρύς σε μια μια σκο σκο ροφαγω οφ αγωμέ μένη νη πο π ο λ υθ ρό να. «Βίγκα, όλη αυτή η κατάσταση δεν είναι καλή. Ο Γέσπερ πηγαινοέρχεται ασταμάτητα, κι εσύ μας πιέζεις πολύ. Ούτε ξέρω ξέρω π ο ύ βρίσκ ρίσκοομαι τώρα σε σχέση με το το σπί σπ ίτι» τι» . «Τι να γίνει, έτσι είναι η ζωή όταν είσαι ακόμα π αντρε αντρεμένο μένοςς με μια μια γυ γ υναίκα ναίκα στην ο π ο ία ανήκε α νήκειι το το μισό» μισό».. «Αυτό ακριβώς εννοώ. Δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε μια μια δί δ ίκαιη συμφ συμφω ωνία, ώστε να εξαγ εξαγοο ράσω το μερ μερίδ ιό σου;» «Δίκαιη;» Έτσι όπως εκείνη πρόφερε τη λέξη, ακούστηκε σαν βρισιά. ρισιά. «Ναι, δίκαιη. Αν καταλήγαμε σε ένα ποσό της τάξης των διακοσίων χιλιάδων, ας πούμε, τότε θα μπορούσα να σου καταβάλλ αταβάλ λ ω δύ δ ύο χιλιάδε χιλιάδ ες κάθ άθεε μήνα. Πώς Πώς σου φαίνε φαίνεται ται;» ;» Τα γρανάζια στο μυαλό της Βίγκα πήραν μπροστά. Όταν είχε να κάνει με μικρά ποσά, συνήθως έχανε τον μπούσουλα, όμως με το που είχε μπροστά της ένα νούμερο με αρκετά μηδε μηδ ενικ νικά, δε δ εν τη σταματού σταματο ύσε τί τίπ ο τα. «Καρλ, καλέ μου», άρχισε να λέει, κι αυτός συνειδητοποίησε ότι είχε χάσει κάθε έλεγχο της κατάστασης. «Δεν είναι ούτε το κατάλληλο μέρος ούτε η κατάλληλη ώρα για μια τέτοια συζήτηση. Κάποια στιγμή αργότερα, βλέπουμε.
Πάντως, το ποσό θα πρέπει να αυξηθεί. Ποιος ξέρει τι μας επιφυλάσσει το μέλλον;» Και τότε γέλασε δυνατά, χωρίς να πάρχει προφανής λόγος, οπότε ο Καρλ ξαναβρέθηκε στη συνήθ συνήθηη σαστιμάρα σαστιμάρα του. Ένιω Ένιω σε πως πω ς έπ ρεπε να συνέλθ συνέλθεει και και να της π ει να βάλ β άλοο υν ένα δικηγόρο να κοιτάξει τι μπορεί να γίνει, όμως δε βρήκε το θάρρος. «Πάντως, θα σου πω ένα πράγμα, Καρλ. Είμαστε οικογένεια και πρέπει να στηρίζουμε ο ένας τον άλλο. Ξέρω πόσο ευτυχισμένοι είστε, εσύ, ο Χάρντι, ο Μόρτεν και ο Γ έσπερ, έσπερ, ζώ ζώντας στο Ρένεχο Ρένεχολλ τ Παρκ Παρκ,, και και θα θ α ήταν ήταν κρί κρίμα αν α ν σας σα ς δ ημιουρ ημιουργο γούύσα αναστάτωση. Αυτό Αυτό το καταλ καταλαβα αβαίίνω». νω» . Έτσι όπω όπ ω ς την κο ίταζε ταζε, ήταν σίγο σίγουυρο ς ό τι εκείνη, απ απόό στιγμή σε στιγμή, θα έριχνε στο τραπέζι μια πρόταση που θα του έκ έκο βε τα τα πό π ό δ ια. «Οπότε αποφάσισα να σας αφήσω να απολαύσετε την ηρεμί ηρεμία α σας, σας , για για την ώρ ώ ρα». α» . Σιγά την παραχώρηση. Τι θα γινόταν, όμως, όταν ο Γκασμάς, ή όπως τον έλεγαν τέλος πάντων, δε θα άντεχε άλλο την ακατάσχετη φλυαρία της και τις πλεχτές της κάλτσες; «Όμως θέλω να μου κάνεις μια χάρη, σε αντάλλαγμα», πρόσθεσε. Μια τέτοια κουβέντα, βγαλμένη από το στόμα της Βίγκα, θ α μπορού μπ ορούσε σε να μεταφρ μεταφράζε άζεται ται σε ανυπέρ ανυπέρβλ βλητου ητουςς μπελάδε μπελάδ ες . «Νομίζω πως...» πρόλαβε να πει ο Καρλ, προτού τον διακόψει. «Η μητέρα μου θα ήθελε να την επισκέπτεσαι. Συνέχεια
μιλάει για εσένα, Καρλ. Εξακολουθεί να πιστεύει πως είσαι ο καλύτερος άνθρωπος στον κόσμο. Οπότε αποφάσισα πως πρέπει να περνάς και να τη βλέπεις μία φορά την εβδομάδα. Αν δεν έχεις αντίρρηση. Ξεκινώντας από αύριο». Ο Καρλ ξεροκατάπιε. Μια τέτοια προοπτική ήταν αρκετή για να μετατρέψει το σάλιο του ανθρώπου σε γυαλόχαρτο. Η μάνα της Βίγκα! Εκείνη η παλαβή, που χρειάστηκε τέσσερα χρόνια για να μπορέσει να συνειδητοποιήσει πως αυτός και η Βίγκα ήταν παντρεμένοι. Μια γυναίκα που περνούσε τη ζωή της ακλόνητα πεπεισμένη πως ο Θεός είχε πλάσει τον κόσμο αποο κλ ειστικ απ στικά και και μόνο για τη δι δ ιασκέ ασκέδ ασή της. της . «Ξέρω τι σκέφτεσαι, Καρλ, όμως είναι πολύ πιο συνεννοήσιμη τώρα πια, ειδικά από τότε που εκδηλώθηκε το Αλτσχάιμερ». Ο Καρλ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Δεν ξέρω αν έχω χρόνο για μία φορά την εβδομάδα, Βίγκα», τόλμησε να πει, παρατηρώντας αμέσως το σούφρωμα των χειλιών της. «Πάντως «Πάντως,, θ α δδω ω τι μπορώ να κάνω» κάνω».. Του έτεινε το χέρι της. Ήταν περίεργο πώς έρχονταν τα πράγματα και μονίμως έδιναν τα χέρια για κάτι που δέσμευε ασφυ ασφ υκτικ τικά τον το ν ίδιο, ίδ ιο, ενώ ενώ επηρέαζε επηρέαζε ελ ελ άχι άχιστα τη δι δ ική της ζω ή. Σταμάτησε το αυτοκίνητο σε έναν παράδρομο κοντά στο Ούτε Ούτερσλεο ρσλεουυ Μόζε Μό ζε κι ένιωσε ένιωσε αφό αφ ό ρητα μόνο μό νοςς . Υπ Υπ ήρχε ζω ζω ή στο στο σπίτι του, όμως δεν ήταν η δική του. Στη δουλειά, αισθανόταν σαν να βρισκόταν αλλού. Δεν είχε κανένα ενδι νδ ιαφέ αφ έρον, ούτε αθ αθλλ ο ύνταν. Σιχαινόταν να ν α συναναστρέ συναναστρέφ ετα ανθρώπους που δε γνώριζε, ούτε έπινε τόσο ώστε να πνίγε
τις τις στενο στενοχώ χώρριες του στο στο μπαράκ μπ αράκιι της γειτονιάς γειτονιάς.. Και τώρα, κάποιος τύπος με τουρμπάνι είχε εμφανιστε από το πουθενά και ξετρέλανε την πρώην του γρηγορότερα απ’’ ό ,τι βρίσκει απ σκει κανεί κανείςς τσόντες τσόντες στο δ ιαδ αδίίκτυο τυο . Ο υπο υποτι τιθθ έμε έμενος νο ς συνερ συνεργάτης γάτης του στη δο δ ο υλ ειά δε δ ε ζο ζο ύσε στη στη διεύθυνση κατοικίας που είχε δηλώσει, οπότε το να κάνε π αρέα αρέα μαζί του επ επ ίσης απ αποο κλ ειό ταν. Διόλου όλ ου παράξενο παράξενο που πο υ αισθ αισθανό ανόταν ταν απογο απο γοητε ητευυμένος μένος.. Πήρε μια αργή ανάσα, ρουφώντας μέσα του τον υγρό αέρα, κι ένιωσε τα χέρια του να ανατριχιάζουν και πάλι, καθώς ανάβλυζε για μία ακόμα φορά ιδρώτας απ’ όλους τους πόρους του. Άραγε, θα έπιανε πάλι πάτο; Δεύτερη φορά, μέσα σε λ ιγότε γό τερο ρο από απ ό είκ είκοσι τέσσε τέσσερρις ώ ρες; ες ; Μήπως Μήπ ως ήταν άρρ άρρωστος; ωστος ; Έπιασε το κινητό του απ απόό τη θ έση του συνο συνοδδ ηγο ηγ ο ύ κα Μό να Ίψεν Ίψεν, έγραφε η κοίταξε τον αριθμό που είχε επιλέξει. Μόνα ο θ ό νη. Δεν Δεν μπο μπ ο ρεί, άξιζε άξιζε μια μια πρ π ρο σπάθ σπ άθεεια. Κάθισε εκεί επί ένα εικοσάλεπτο, νιώθοντας την καρδιά του να χτυπάει όλο και πιο δυνατά, προτού βρει το κουράγιο α πατήσει το πλήκτρο κλήσης, ενώ ευχόταν οι ψυχολόγοι να δ έχονται έχον ται επ επ ισκέψ σκέψει ειςς βράδυ ράδ υ Κυ Κυριακής ριακής.. «Γε «Γ εια, Μόνα» Μό να»,, εί είπε σιγανά, σιγανά, όταν ό ταν άκουσε άκουσε τη φωνή φω νή της απ απόό την άλλη άκρη της γραμμής. «Ο Καρλ Μερκ είμαι. Δεν...» Ετοιμαζόταν να πει ότι δεν αισθανόταν καλά. Ότι είχε ανάγκη α μιλήσει. Όμως δεν πρόλαβε να φτάσει μέχρι εκεί. «Ο Καρλ Μερκ!» αναφώνησε εκείνη, αν και δεν ακούστηκε ιδιαίτερα ευχαριστημένη. «Περίμενα να μου τηλε τηλ εφ ω νήσεις νήσεις αφό αφ ότου επ επ έστρε στρεψα στη χώρ χώ ρα. Καιρ Καιρόό ς ήταν». ήταν» .
τσι όπως καθόταν στον καναπέ του καθιστικού της, που ευωδίαζε άρωμα γυναίκας, θυμήθηκε εκείνη τη φορά πίσω από κάτι ξύλινα κιόσκια, στη διάρκεια μιας σχολικής εκδρομής στο Τόλνε Μπάκερ, που το χέρι μιας ψηλής, λεπτής κοπέλας χάιδευε τον καβάλο του παντελονιού του. ταν μια απίθανα συναρπαστική κατάσταση, εκτός ορίων, κ όμως εκείνος δεν είχε ιδέα τι έπρεπε να κάνει. Όμως η Μόνα δεν ήταν το κορίτσι της διπλανής πόρτας, αυτό ήταν ολοφάνερο από τον τρόπο που αντιδρούσε το σώμα του. Καθώς την άκουγε να γυροφέρνει στην κουζίνα, ένιωθε ένα άτιμο σφυροκόπημα στην περιοχή της τσέπης του πουκαμίσου του. Τρομερά δυσάρεστη αίσθηση. Τέτοιος γκαντέμης που ήταν, μπορεί και να λιποθυμούσε. Είχαν πει τα νέα τους και είχαν θίξει το θέμα της πρόσφατης κρίσης πανικού. Είχαν απολαύσει ένα Campari με σόδα και ύστερα δυο τρία ακόμα, επιτρέποντας στον εαυτό τους να αφεθεί. Είχαν μιλήσει για το ταξίδι της στην Αφρική και είχαν φτάσει πολύ κοντά στο να φιληθούν. Ίσως ήταν η σκέψη για το τι έμελλε να ακολουθήσει που του προκαλούσε συμπτώματα πανικού. Η Μόνα επέστρεψε με μερικά τριγωνάκια ψωμιού με τυρί, το αποτέλεσμα της προσπάθειάς της να σκαρώσει κάτι για ένα μεταμεσονύχτιο τσιμπολόγημα, όμως τι σημασία είχαν όλα αυτά τώρα που ήταν μόνοι και η μπλούζα της αγκάλιαζε τόσο θεσπέσια τις καμπύλες του σώματός της; Έλα, Καρλ, μην κωλώνεις, είπε από μέσα του. Αφού μπορεί να τα καταφέρει ένας Γκασμάς με πλεχτή γενειάδα, μπορείς κι εσύ.
22 ΕΙΧΕ ΚΛΕΙΣΕΙ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ TOY σε μια φυλακή, την είχε παγιδεύσει κάτω από βαριές κούτες, κι εκεί θα την άφηνε, μέχρι να τελειώσουν όλα. Γνώριζε ήδη πάρα πολλά. Την είχε ακούσει που έξυνε το πάτωμα του πάνω ορόφου για μια δυο ώρες, κι αργότερα, όταν επέστρεψε στο σπίτι με τον Μπέντζαμιν, άκουσε τα πνιχτά βογκητά της. Μόνο τώρα, αφού είχε φορτώσει τα πράγματα του παιδιού στο αυτοκίνητο, είχε πάψει εκείνη να ακούγεται. Έβαλε ένα CD με παιδικά τραγούδια στο στέρεο του αυτοκινήτου και χαμογέλασε στο γιο του μέσα από τον μπροστινό καθρέφτη. Μία ώρα στο δρόμο, και το αγόρι θα αποκοιμιόταν. Μέχρι να διασχίσουν το Σγιέλαν. Η αδερφή του ακούστηκε νυσταγμένη στο τηλέφωνο, όμως ζωήρεψε αμέσως μόλις της είπε πόσα χρήματα θα τους έδινε για να κρατήσουν για λίγο τον Μπέντζαμιν. «Καλά άκουσες», της είπε. «Τρεις χιλιάδες κορόνες την εβδομάδα. Θα περνάω κάθε τόσο για να βεβαιώνομαι ότι τον φροντίζετε όπως πρέπει». «Θα χρειαστούμε ένα μήνα προκαταβολή», είπε εκείνη. «Εντάξει». «Χώρια τα συνηθισμένα». Εκείνος έγνεψε καταφατικά. Αναμενόμενο αίτημα. «Ναι, χώρια τα συνηθισμένα, δε χρειάζεται να ανησυχείς».
«Πόσο καιρό θα μείνει η γυναίκα σου στο νοσοκομείο;» «Δεν ξέρω. Θα πρέπει να δούμε πώς θα εξελιχτεί η κατάσταση. Είναι πολύ αδύναμη. Μπορεί να χρειαστε αρκετός καιρός». Καμία έκφραση συμπάθειας ή λύπης δεν ακολούθησε. Έτσι ήταν η Εύα. «Πήγαινε στον πατέρα σου», τον διέταξε αυστηρά η μητέρα του. Ήταν αναμαλλιασμένη και το φόρεμά της στριμμένο στο ψος της μέσης. Πράγμα που σήμαινε πως ο πατέρας του είχε σηκώσει ξανά χέρι. «Γιατί να πάω;» ρώτησε. «Αφού πρέπει να τελειώσω την ανάγνωση της Επιστολής προς Κορινθίους, για την αυριανή μάζωξη. Ο ίδιος μού το είπε». Με παιδική αφέλεια, είχε πιστέψει πως η μητέρα του θα τον γλίτωνε. Πως θα παρενέβαινε, θα τον απάλλασσε από την ασφυκτική πίεση του πατέρα του, θα τον βοηθούσε να μην έχει μπλεξίματα, έστω για μία φορά. Του άρεσε να μιμείται τον Τσάπλιν. Δεν έβλαπτε κανέναν. Δεν μπορεί, ακόμα και ο Ιησούς έπαιζε, όταν ήταν μικρός. Το ήξεραν αυτό. «Τράβα μέσα, αυτή τη στιγμή!» Τα χείλη της μητέρας του σφίχτηκαν και τον βούτηξε από το γιακά. Ήταν η ίδια λαβή με την οποία τον είχαν τραβολογήσει τόσες φορές στο παρελθόν για να φάει ξύλο και να ταπεινωθεί. «Θα του πω ότι κοιτάζεις το γείτονα, όταν βγάζει το πουκάμισό του στο χωράφι», είπε εκείνος. Η μητέρα του σάστισε. Ήξεραν και οι δύο πως δεν ήταν
αλήθεια αυτό. Πως ακόμα και η παραμικρή ματιά προς την ελευθερία και μια νέα ζωή οδηγούσε γραμμή στην Κόλαση. Αυτό τους το υπενθύμιζαν στην εκκλησία, στην προσευχή στο τραπέζι, σε κάθε λέξη που έβγαινε μέσα από εκείνο το μαύρο βιβλίο που είχε πάντοτε στην τσέπη του ο πατέρας του. Σε κάθε ματιά που αντάλλασσε ένας άντρας και μια γυναίκα, παραφύλαγε ο Σατανάς. Ο Σατανάς κρυβόταν σε κάθε χαμόγελο και κάθε επαφή. Έτσι έλεγε το βιβλίο. Όχι, δεν ήταν αλήθεια πως η μητέρα του είχε μάτια για το γείτονα, όμως ο πατέρας του ήταν γνωστό πως διατηρούσε το δικαίωμα της αμφιβολίας. Και τότε, η μητέρα του πρόφερε τα λόγια που προκάλεσαν την οριστική τους ρήξη. «Διαόλου γέννημα», του είπε χολωμένη, με φωνή παγερή. «Που να σε πάρει ο Σατανάς και να σε σύρει εκεί όπου ανήκεις. Μακάρι να καεί το τομάρι σου στην Κόλαση και να πονάς ασταμάτητα από τώρα και στο εξής». Έγνεψε εμφατικά. «Ναι, ας φοβάσαι όσο θες, ο Σατανάς σε έχε αρπάξει ήδη. Δεν είσαι πια δικός μας για να σε νοιαζόμαστε». Άνοιξε διάπλατα την πόρτα και τον πέταξε μέσα στις αναθυμιάσεις από το σέρι στο γραφείο του πατέρα του. «Έλα εδώ», τον διέταξε ο πατέρας του, τυλίγοντας το ζωστήρα γύρω από την παλάμη του. Οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες, ελάχιστο φως έμπαινε στο δωμάτιο. Πίσω από το γραφείο στεκόταν η Εύα, στήλη άλατος μέσα στο λευκό της φόρεμα. Απ’ ό,τι φαινόταν, δεν την είχε δείρει, γιατί τα μανίκια του ήταν κατεβασμένα και ο λυγμοί της συγκρατημένοι.
«Ώστε συνεχίζεις να κάνεις τον Τσάπλιν, ε;» αλύχτησε ο πατέρας του. Με την άκρη του ματιού του, είδε την Εύα να αποστρέφε το βλέμμα της. Η συνέχεια θα ήταν βίαιη. «Εδώ είναι και τα χαρτιά του Μπέντζαμιν. Καλύτερα να τα έχετε μαζί σας, σε περίπτωση που αρρωστήσει». Παρέδωσε στο γαμπρό του τα διάφορα πιστοποιητικά του αγοριού. «Είναι πιθανό κάτι τέτοιο;» ρώτησε ανήσυχα η αδερφή του. «Όχι, απλώς τα αφήνω για να υπάρχουν. Ο Μπέντζαμιν είναι υγιέστατο αγοράκι». Το έβλεπε ήδη στα μάτια του γαμπρού του. Ο Βίλι ήθελε κι άλλα χρήματα. «Ένα αγόρι στην ηλικία του Μπέντζαμιν τρώει πολύ», είπε. «Για τη διατροφή του και μόνο θα θέλουμε ένα χιλιάρικο το μήνα». Αν δεν τον πίστευε, θα μπορούσαν να το ψάξουν περισσότερο στο διαδίκτυο. Ο Βίλι έτριψε τις παλάμες του σαν τον Εμπενίζερ Σκρουτζ. Πέντε χιλιάδες επιπλέον, εφάπαξ, φαίνεται πως ήταν το ποσό που ζητούσε. Όμως δε θα έπαιρναν ούτε δεκάρα παραπάνω. Το πιθανότερο ήταν πως τα χρήματα θα κατέληγαν στα χέρια κάποιου ιεροκήρυκα, ο οποίος ούτε που θα νοιαζόταν ποιος πλήρωνε το λογαριασμό ή γιατί. «Αν μου δημιουργήσετε θέμα, είτε εσύ είτε η Εύα, η
συμφωνία μας ενδέχεται να αναθεωρηθεί. Έγινα σαφής;» είπε εκείνος και το άφησε εκεί. Ο γαμπρός του συμφώνησε απρόθυμα, όμως η αδερφή του βρισκόταν ήδη αλλού, οι παλάμες της, ασυνήθιστες σε παιδιά, εξερευνούσαν την απαλή επιδερμίδα του αγοριού. «Τι χρώμα έχουν τώρα τα μαλλιά του;» ρώτησε, καθώς τα τυφλά μάτια της στρέφονταν με χαρά προς τα πάνω. «Το ίδιο χρώμα που είχαν και τα δικά μου, όταν ήμουν μικρός, αν θυμάσαι», της απάντησε και παρατήρησε πως χαμήλωσε αμέσως το θαμπό βλέμμα της. «Και μη ζαλίζετε το παιδί με τις αναθεματισμένες προσευχές σας, εντάξει;» κατέληξε, προτού τους παραδώσει τα χρήματα. Τους είδε που έγνεψαν καταφατικά, όμως δεν του άρεσε η σιωπή τους. Τα λύτρα θα καταβάλλονταν σε είκοσι τέσσερις ώρες. Ένα εκατομμύριο κορόνες, σε χρησιμοποιημένα χαρτονομίσματα. Δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία. Τώρα θα πήγαινε στο λεμβοστάσιο για να σιγουρευτε πως τα παιδιά ήταν σε αξιοπρεπή κατάσταση. Αύριο, μόλις θα έπαιρνε τα χρήματα, θα επέστρεφε εκεί για να σκοτώσει το κορίτσι. Το αγόρι θα το εξουδετέρωνε με χλωροφόρμιο και θα το παρατούσε σε ένα χωράφι κοντά στο Φρέδερικς τη νύχτα της Δευτέρας. Θα έδινε οδηγίες στον Σάμουιλ για το τι να πει στον πατέρα και τη μητέρα του, ώστε να ξέρουν με ποιον είχαν να κάνουν. Το αγόρι θα έλεγε πως ο δολοφόνος της αδερφής του είχε ανθρώπους που θα τον κρατούσαν διαρκώς ενήμερο
για τη θέση και τις κινήσεις της οικογένειας. Ότι η οικογένεια είχε αρκετά παιδιά που θα μπορούσαν να μπουν αργότερα στο στόχαστρό του, οπότε ποτέ, μα ποτέ, δεν έπρεπε να ιώθουν ασφαλείς. Έτσι και του γεννιόταν η παραμικρή ποψία ότι είχαν ενημερώσει τον οποιονδήποτε για το τι είχε συμβεί, αυτό θα τους στοίχιζε ένα ακόμα παιδί. Αυτά θα τους μετέφερε ο Σάμουιλ. Ήταν μια απειλή χωρίς ημερομηνία λήξης. Εκτός αυτού, έπρεπε να ξέρουν ότι είχε χρησιμοποιήσει πλαστά στοιχεία ταυτότητας. Ο άνθρωπος που νόμιζαν πως ήξεραν, δεν υπήρχε. Κι αν επέστρεφε, θα το έκανε με άλλη ταυτότητα. Η απειλή αυτή είχε αποδώσει σε όλες τις περιπτώσεις. Η οικογένεια είχε την πίστη της σαν καταφύγιο και θα χωνόταν εκεί. Θα θρηνούσαν για το νεκρό παιδί και θα προστάτευαν τα πόλοιπα. Η ιστορία του Ιώβ που δοκιμάστηκε σκληρά ήταν το σημείο αναφοράς τους. Και ολόγυρά τους, στους κύκλους όπου κινούνταν, η εξήγηση για την εξαφάνιση της κόρης θα ήταν πως είχε εξοστρακιστεί. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, κάτι τέτοιο θα γινόταν εύκολα πιστευτό. Η Μαγκνταλένα ξεχώριζε, έλαμπε, και στην κοινότητά τους αυτό δεν ήταν πλεονέκτημα. Ο γονείς της θα έλεγαν πως την είχαν στείλει μακριά, σε κάτ συγγενείς. Η κοινότητα δε θα ασχολούνταν άλλο με αυτό το θέμα. Κι εκείνος θα ήταν ασφαλής. Χαμογέλασε. Σύντομα, ένας από δαύτους, που έβαζαν το Θεό πάνω από τους ανθρώπους, δε θα μόλυνε πια τον κόσμο.
Η διάλυση της οικογένειας του πάστορα συντελέστηκε μια χειμωνιάτικη μέρα, λίγες μόλις εβδομάδες μετά τα δέκατα πέμπτα γενέθλιά του. Τους προηγούμενους μήνες είχε συνειδητοποιήσει ότι το σώμα του άλλαζε, με τρόπο παράξενο και ανεξήγητο. Αμαρτωλές σκέψεις, από εκείνες που η κοινότητα προειδοποιούσε τα μέλη της να φυλάγονται, είχαν αρχίσει να τον τυραννούν. Είδε μια γυναίκα να σκύβει, φορώντας στενή φούστα, και το ίδιο βράδυ βίωσε την πρώτη αιφνίδια εκσπερμάτωσή του, έχοντας την εικόνα της στο μυαλό του. Ο ιδρώτας ξεπηδούσε από τις μασχάλες του, η φωνή του έτρεμε κι έσπαγε. Οι μύες του έδεσαν, ενώ παντού φύτρωναν τρίχες, σκούρες και κατσαρές. Ένιωθε σαν λοφάκι τυφλοπόντικα σε επίπεδο χωράφι. Όποτε έκανε μια προσπάθεια, μπορούσε να διακρίνε αμυδρά τον εαυτό του στα πρόσωπα των αγοριών της ενορίας, που είχαν βιώσει την ίδια μεταμόρφωση όπως κ εκείνος, όμως δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το τι σήμαινε όλο αυτό. Το θέμα δε συζητήθηκε ποτέ στο σπίτι, το οποίο ο πατέρας του ονόμαζε «οίκο του Θεού». Επί τρία χρόνια, η μητέρα και ο πατέρας του φρόντιζαν να του απευθύνουν το λόγο μόνο όταν ήταν απολύτως απαραίτητο. Δεν πρόσεξαν ποτέ τις προσπάθειες που κατέβαλλε, δεν παρατήρησαν ποτέ πόσο σκληρά μοχθούσε α αποκαταστήσει τις σχέσεις τους στις μαζώξεις για προσευχή. Στα μάτια τους, ήταν η εικόνα του Σατανά με το προσωνύμιο Τσάπλιν. Τίποτα παραπάνω. Κι εκείνος, ό,τι κ αν έλεγε ή έκανε, δεν μπορούσε να το αλλάξει αυτό.
Τα μέλη της κοινότητας ψιθύριζαν πως ήταν αλλόκοτος και δαιμονισμένος και προσεύχονταν ώστε να μην καταντήσε έτσι κανένα άλλο παιδί. Μονάχα η Εύα στάθηκε στο πλευρό του, αν και καμιά φορά λιποψυχούσε ακόμα κι αυτή και, πιεζόμενη από τον πατέρα τους, δήλωνε ανοιχτά ότι ο αδερφός της είχε κακολογήσει τους γονείς του, ότι δεν ήθελε να τους υπακούε και να ασπαστεί το λόγο του Θεού. Συνεπώς, ο πατέρας του έθεσε ως σκοπό της ζωής του να τον τσακίσει. Διαταγές χωρίς προκείμενο. Καθημερινή δίαιτα γελοιοποίησης και επιπλήξεων, με ξυλοδαρμούς κα ψυχολογική βία για επιδόρπιο. Στην αρχή, εκείνος είχε καταφέρει να βρει παρηγοριά σε ένα δυο μέλη της ενορίας, όμως σύντομα κι αυτά τού γύρισαν την πλάτη. Σε τέτοιες κοινότητες, η οργή του Θεού επισκιάζε την ανθρώπινη συμπόνια, κι έτσι κάθε θεοφοβούμενος άνθρωπος κοιτάζει μονάχα τον Κύριο και πώς να φροντίσε τον εαυτό του. Συντάχθηκαν με τους υπόλοιπους και απομακρύνθηκαν. Τελικά, το μόνο που του απέμενε ήταν να στρέψει και το άλλο μάγουλο. Ακριβώς όπως έλεγε η Βίβλος. Και σε αυτό το πνιγηρό σπίτι, όπου τίποτα δεν μπορούσε α ανασάνει, η σχέση του με την Εύα σταδιακά άρχισε να μαραζώνει. Πόσες φορές τού είχε ζητήσει συγνώμη και πόσες φορές ο ίδιος είχε κωφεύσει; Τελικά, έχασε μέχρι και την αδερφή του, κι εκείνη τη χειμωνιάτικη μέρα τα πάντα κατέρρευσαν.
«Ακούγεσαι σαν γουρούνι που σκούζει με αυτή τη φωνή», του είπε ο πατέρας του, έτσι όπως κάθονταν στο τραπέζι της κουζίνας. «Και στην όψη το ίδιο. Ένα γουρούνι. Κοιτάξου. Δες πόσο αηδιαστικός και χοντρός είσαι. Τέντωσε το απαίσιο ρύγχος σου και οσφράνσου την αποφορά σου. Τράβα να πλυθείς, αηδιαστικό πλάσμα!» Τέτοια ήταν η σκληρότητά του, τέτοια τα μοχθηρά σχόλιά του, το ένα μετά το άλλο. Θέματα ελάχιστης σημασίας, όπως η εντολή να πλύνει τα χέρια του πριν το φαγητό, συσσωρεύονταν μέσα του, ώσπου τελικά ένιωσε ότι δεν άντεχε άλλο. Και μέχρι να ξεθυμάνει το ξέσπασμα του πατέρα του, το δίχως άλλο θα τον έβαζε να τρίψει με βούρτσα τους τοίχους του δωματίου του, μπας και απαλλαγεί ο χώρος από τη μυρωδιά του. Οπότε, γιατί να μην του αντισταθεί; «Φαντάζομαι θα θες να τρίψω με απορρυπαντικό και το δωμάτιό μου για να ευχαριστηθείς και να πάψεις να δίνεις αυτές τις γελοίες διαταγές. Ε, λοιπόν, τράβα να το τρίψεις εσύ, κωλόγερε», του πέταξε. Και τότε, ο πατέρας του άρχισε να ιδρώνει και η μητέρα του να διαμαρτύρεται. Πώς τολμούσε να μιλάει έτσι; Η μητέρα του θα τον τραβούσε παράμερα. Την ήξερε καλά. Θα του έλεγε να εξαφανιστεί από τη ζωή τους, κι όταν εκείνος θα εξουθενωνόταν, τελικά, από τον παραλογισμό όλων τους, θα έφευγε από το σπίτι, κοπανώντας την πόρτα πίσω του, και θα περνούσε έξω τη μισή νύχτα. Αυτή ήταν η τακτική της και είχε αποδειχτεί αποτελεσματική πολλές φορές, όποτε ξεσπούσαν εντάσεις. Απόψε, όμως, θα
αποτύγχανε. Ένιωσε το καινούριο του σώμα να τσιτώνεται, το αίμα να κυλάει ορμητικά στις φλέβες του, τους μυς του να θερμαίνονται. Έτσι κι έκανε να του ρίξει γροθιά ο πατέρας του, θα ανταπέδιδε στα ίσα. «Άσε με ήσυχο, τέρας», τον προειδοποίησε. «Σε σιχαίνομαι. Ελπίζω να ψοφήσεις, κάθαρμα. Μη με πλησιάζεις». Το θέαμα ενός τόσο ευσεβούς ανθρώπου όπως ο πατέρας τους να γίνεται έρμαιο μιας θύελλας βλαστημιών, που μονάχα ο Σατανάς θα μπορούσε να ξεστομίσει, αποδείχτηκε αφόρητο για την Εύα. Η ήσυχη κοπελίτσα, η οποία κρυβόταν πίσω από την ποδιά της και ξεχνιόταν με τις καθημερινές αγγαρείες της, τώρα όρμησε μπροστά και βάλθηκε να χτυπάε το στήθος του αδερφού της με τις γροθιές της. Δε θα του επέτρεπαν να καταστρέψει τη ζωή τους περισσότερο απ’ όσο το είχε κάνει μέχρι τώρα, ωρυόταν, την ώρα που η μητέρα τους παρενέβαινε για να τους χωρίσει, ενώ ο πατέρας τους πετάχτηκε ξαφνικά για να βγάλει δύο μπουκάλια από το ντουλάπι κάτω από το νεροχύτη της κουζίνας. «Ύπαγε στο δωμάτιό σου, δαίμονα Τσάπλιν, και καθάρισε τους τοίχους με καυστική σόδα!» είπε με σφιγμένα δόντια κα πρόσωπο ξαναμμένο από την οργή. «Κι αν δεν το κάνεις, άκουσέ με καλά, θα φροντίσω ώστε να μην μπορέσεις να σηκωθείς από το κρεβάτι σου για μία εβδομάδα, με κατάλαβες;» Και τότε ο πατέρας του τον έφτυσε στο πρόσωπο,
τείνοντάς του το ένα μπουκάλι, προτού κάνει πίσω για να παρακολουθήσει με σαρδόνιο χαμόγελο το σάλιο να τρέχε στο μάγουλο του αγοριού. Ο γιος του ξεβίδωσε το καπάκι του μπουκαλιού και άρχισε επιδεικτικά να χύνει το διαβρωτικό περιεχόμενο στο πάτωμα της κουζίνας. «Το διάολο νομίζεις ότι κάνεις εκεί πέρα, μικρέ;» βρυχήθηκε ο πατέρας του, όπως του άρπαζε το μπουκάλι από το χέρι. Ένα τόξο καυστικής σόδας διαγράφηκε στον αέρα κ έσκασε κάτω. Η κραυγή του πατέρα του ήταν βαθιά, βροντερή. Όμως δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση με την κραυγή που έβγαλε η Εύα. Έτρεμε σύγκορμη, οι παλάμες της πετάριζαν μπροστά στο πρόσωπό της, σαν να μην τολμούσε να αγγίξει την επιδερμίδα της. Στα αμέσως επόμενα δευτερόλεπτα, η καυστική σόδα κατέφαγε τα μάτια της και της στέρησε την όραση για πάντα. Και καθώς το δωμάτιο κατακλυζόταν από τους οδυρμούς της μητέρας τους και τις κραυγές της Εύας, αλλά και τη φρίκη που ένιωθε ο ίδιος γι’ αυτό που είχε κάνει, ο πατέρας του στεκόταν και κοίταζε εμβρόντητος τα χέρια του που γέμιζαν φουσκάλες από το υγρό, ενώ το πρόσωπό του από κόκκινο γινόταν μπλε. Ξαφνικά, τα μάτια του γούρλωσαν κι έσφιξε το στήθος του, διπλώθηκε στα δύο και παραπάτησε, πασχίζοντας να πάρει ανάσα, ενώ τα χείλη του συστρέφονταν από κατάπληξη και αγωνία. Κι όταν, τελικά, σωριάστηκε στο πάτωμα, η ζωή
που ήξεραν είχε τελειώσει. «Κύριε Ημών Ιησού Χριστέ, Παντοδύναμε Πατέρα, αφήνομαι στας χείρας Σου», ψέλλισε με την τελευταία του πνοή, κι ύστερα έσβησε. Έχοντας τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο στήθος κι ένα αμυδρό χαμόγελο στο πρόσωπό του. Εκείνος στάθηκε για λίγο κοιτάζοντας την παγωμένη μάσκα θανάτου που κάλυπτε το πρόσωπο του πατέρα του, ενώ η μητέρα του ικέτευε το Θεό να τους λυπηθεί και η Εύα ούρλιαζε. Η δίψα για εκδίκηση που τον συντηρούσε επί τόσους μήνες είχε ικανοποιηθεί. Ο πατέρας του κειτόταν νεκρός από έμφραγμα. Έφυγε χαμογελαστός, με το όνομα του Κυρίου στα χείλη του. Δεν ήταν αυτό που είχε φανταστεί. Πέντε ώρες αργότερα, η οικογένεια είχε χωριστεί. Η Εύα και η μητέρα του βρίσκονταν στο νοσοκομείο του Όδενσε, κ εκείνος σε ένα οικοτροφείο. Η κοινότητα είχε αναλάβει τη διαχείριση του ζητήματος, κι αυτή ήταν η ανταμοιβή του για μια ζωή στη σκιά του Θεού. Τώρα, το μόνο που είχε να κάνει ήταν να τους ξεπληρώσει.
23 ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΥΠΕΡΟΧΗ ΒΡΑΔΙΑ. Τόσο ήσυχη και σκοτεινή. Πέρα στο φιόρδ, τα φώτα δύο ιστιοφόρων τρεμόπαιζαν, και στο λιβάδι νότια του σπιτιού, το χορτάρι ψιθύριζε τον ερχομό της άνοιξης. Σύντομα, τα ζωντανά θα έβγαιναν να βοσκήσουν και το καλοκαίρι θα σίμωνε. Αυτό ήταν το Βιμπεγκόρεν, στα καλύτερά του. Το λάτρευε αυτό το μέρος. Κάποια στιγμή, θα έφτιαχνε τους τούβλινους τοίχους και θα γκρέμιζε το λεμβοστάσιο, ώστε να απολαμβάνει άπλετη θέα προς το φιόρδ. Αυτό το θαυμάσιο αγροτόσπιτο ήταν δικό του. Θα γερνούσε εδώ πέρα. Άνοιξε την πόρτα του βοηθητικού κτιρίου, άναψε τη λάμπα που κρεμόταν από ένα δοκάρι και λειτουργούσε με μπαταρία, κι ύστερα άδειασε το μεγαλύτερο μέρος ενός μπιτονιού των δέκα λίτρων στη δεξαμενή της γεννήτριας. Πάντοτε τον συντρόφευε η αίσθηση μιας δουλειάς καλά καμωμένης, κάθε φορά που έφτανε σε αυτό το σημείο της διαδικασίας, όταν στεκόταν και τραβούσε το κορδόνι της γεννήτριας. Άναψε το ηλεκτρικό φως κι έσβησε τη λάμπα. Μπροστά του, μια παλιά δεξαμενή πετρελαίου μαρτυρούσε περασμένες εποχές. Τώρα, θα χρησίμευε και πάλι. Τεντώθηκε για να αφαιρέσει το μεταλλικό καπάκι που η
λαβή του είχε σπάσει, και παρατήρησε πως η δεξαμενή φαινόταν στεγνή, επομένως είχε αδειάσει όπως έπρεπε την τελευταία φορά. Όλα ήταν εντάξει. Άπλωσε τα χέρια προς το ράφι πάνω από την πόρτα κα κατέβασε ένα σακίδιο. Το περιεχόμενό του είχε στοιχίσε πάνω από δεκαπέντε χιλιάδες κορόνες, όμως για εκείνον η αξία του ήταν ανεκτίμητη. Η διόπτρα νυκτός HPT 54 έκανε τη ύχτα μέρα. Ήταν ένα εξάρτημα κατασκευασμένο για στρατιωτική χρήση και είχε χρησιμοποιηθεί σε πολεμικές επιχειρήσεις. Πέρασε τους ιμάντες πάνω από το κεφάλι του, ρύθμισε τη διόπτρα και την ενεργοποίησε. Ύστερα βγήκε έξω, ακολουθώντας το μονοπάτι του κήπου μέσα από τη βρεγμένη βλάστηση, τραβώντας το λάστιχο που προεξείχε από μια τρύπα στον τοίχο του βοηθητικού κτιρίου μέχρι την άκρη του νερού. Με τη διόπτρα ενεργοποιημένη, μπορούσε να διακρίνει καθαρά το λεμβοστάσιο παρακάτω, ανάμεσα στους θάμνους και στα καλάμια. Για την ακρίβεια, μπορούσε να δει τα πάντα. Γκριζοπράσινα φυτά και βατράχια που πηδούσαν για να γλιτώσουν, καθώς πλησίαζε. Εκτός από τον ήσυχο παφλασμό των νερών στο φιόρδ κα το βουητό της γεννήτριας, επικρατούσε απόλυτη ησυχία καθώς έμπαινε στο νερό, κρατώντας το λάστιχο. Η γεννήτρια ήταν ο πιο αδύναμος κρίκος. Παλιότερα, την είχε σε λειτουργία στη διάρκεια ολόκληρης της διαδικασίας, όμως κάνα δυο χρόνια τώρα ο άξονας άρχιζε να τρίζει έπειτα από μία εβδομάδα, οπότε πλέον ήταν αναγκασμένος να
κάνει αυτή την επιπλέον διαδρομή προκειμένου να τη βάλε μπροστά. Σκεφτόταν να αγοράσει μια καινούρια. Η αντλία νερού, αντίθετα, ήταν εξαιρετική. Πρωτύτερα, ήταν υποχρεωμένος ο ίδιος να γεμίζει τη δεξαμενή πετρελαίου με νερό. Έκανε ένα νεύμα ικανοποίησης με το κεφάλι καθώς άκουγε το αποτελεσματικό ρούφηγμα του λάστιχου πάνω από το βουητό της γεννήτριας. Τώρα χρειαζόταν μόλις μισή ώρα για να γεμίσει η δεξαμενή από το φιόρδ, αν και πάλι ήταν χρόνος αναλωμένος. Και τότε άκουσε τους ήχους από το λεμβοστάσιο. Αφότου είχε αγοράσει τη Mercedes, τα παιδιά που κρατούσε ομήρους εκεί αιφνιδιάζονταν εύκολα. Ήταν ακριβή αγορά, όμως η άνεση και ο αθόρυβος κινητήρας στοιχίζουν. Τώρα μπορούσε να φτάνει στο λεμβοστάσιο χωρίς να γίνετα αντιληπτός. Το ίδιο είχε συμβεί κι αυτή τη φορά. Ο Σάμουιλ και η Μαγκνταλένα ήταν εξαιρετικές περιπτώσεις. Ο Σάμουιλ, επειδή του θύμιζε τον εαυτό του σ’ εκείνη την ηλικία. Επίμονος, επαναστατημένος κα εκρηκτικός. Η Μαγκνταλένα ήταν το σχεδόν αντίθετό του. Την πρώτη φορά που την παρακολούθησε από το ματάκ στον τοίχο του λεμβοστάσιου εντυπωσιάστηκε όταν συνειδητοποίησε πόσο πολύ του θύμιζε έναν κρυφό του έρωτα στο παρελθόν και πού είχε οδηγήσει. Σε γεγονότα τα οποία άλλαξαν τη ζωή του για πάντα. Έτσι όπως κοίταζε τη Μαγκνταλένα, θυμήθηκε πολύ χαρακτηριστικά εκείνη την κοπέλα. Το ίδιο βλέμμα, στραμμένο προς τα κάτω, η ίδια πονεμένη έκφραση, η ίδια λεπτή επιδερμίδα, κάτω από την
οποία απλωνόταν ένα πλέγμα από φίνες, γαλάζιες φλέβες. Δύο φορές είχε κατηφορίσει αθόρυβα μέχρι το ξύλινο κτίσμα και είχε παραμερίσει τη λωρίδα πισσόχαρτου που κάλυπτε την τρύπα. Κι όταν έφερνε το μάτι του πάνω στο άνοιγμα, μπορούσε α δει τα πάντα εκεί μέσα. Τα παιδιά, σε απόσταση λίγων μέτρων. Τον Σάμουιλ πίσω και τη Μαγκνταλένα δίπλα στην πόρτα. Η Μαγκνταλένα έκλαιγε πολύ, αν και βουβά. Όταν ο εύθραυστοι ώμοι της άρχιζαν να τρέμουν στο μισοσκόταδο, ο αδερφός της τραβούσε το λουρί με το οποίο ήταν δεμένος για να της αποσπάσει την προσοχή, ώστε να βρει εκείνη λίγη παρηγοριά στη ζεστασιά του βλέμματός του. Ήταν ο μεγάλος της αδερφός και θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να την ελευθερώσει από τις αλυσίδες της, μόνο που ήταν ανήμπορος. Και για το λόγο αυτό έκλαιγε κ εκείνος, αν και το έκρυβε. Δεν έπρεπε να τον καταλάβει η αδερφή του. Απέστρεφε το κεφάλι του για λίγο, ανακτούσε την ψυχραιμία του κι ύστερα κοίταζε ξανά προς το μέρος της, προσπαθώντας να της φτιάξει το κέφι με τινάγματα του κεφαλιού και του κορμού του. Ακριβώς όπως έκανε εκείνος για την αδερφή του, όταν μιμούνταν τον Τσάπλιν. Είχε ακούσει το πνιχτό γέλιο της Μαγκνταλένα πίσω από τη μονωτική ταινία. Ήταν ένα πολύ μικρό, σύντομο γέλιο, κ αμέσως μετά εκείνη επέστρεφε στην πραγματικότητα και στο φόβο. Αυτό το βράδυ, καθώς ερχόταν για να σβήσει τη δίψα τους για τελευταία φορά, άκουσε από αρκετή απόσταση το
κορίτσι να μουρμουρίζει ένα σκοπό, πάρα πολύ γλυκά. Ακούμπησε το αφτί του πάνω στις σανίδες του τοίχου του λεμβοστάσιου. Παρότι η μονωτική ταινία κάλυπτε το στόμα της, η φωνή της ακουγόταν καθάρια και ζωηρή. Τα λόγια τού ήταν γνωστά, γιατί τον ακολουθούσαν σε όλη τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας, και τα μισούσε. Πιο σιμά, Θεέ μου, σ’ Εσένα, σ’ Εσένα πιο σιμά! Ακόμα κι αν είναι σταυρός αυτό που με υψώνει, και πάλι το τραγούδι μου θα ’ναι, πιο σιμά, Θεέ μου, σ’ Εσένα, σ’ Εσένα πιο σιμά!
Προσεκτικά, απομάκρυνε το πισσόχαρτο κι έφερε τη διόπτρα του πάνω στην τρύπα. Το κεφάλι της ήταν γερμένο προς τα εμπρός, οι ώμοι της κυρτοί, έτσι που έμοιαζε πιο μικροκαμωμένη απ’ ό,τ πραγματικά ήταν. Το κορμί της λικνιζόταν ήσυχα, αριστερά δεξιά, στο ρυθμό του ύμνου. Κι όταν τελείωσε, ανακάθισε, παίρνοντας ανάσες από τα ρουθούνια της. Σύντομες, κοφτές εισπνοές. Όπως συμβαίνε με τα μικρά, φοβισμένα ζώα, μπορούσε σχεδόν να διακρίνε την καρδιά της να χτυπάει γοργά, προκειμένου να παρακολουθήσει τις σκέψεις της, τη δίψα της, την πείνα της, το φόβο για όσα θα ακολουθούσαν. Έπειτα εκείνος έστρεψε το πράσινο μάτι του στον Σάμουιλ και αμέσως
συνειδητοποίησε πως το αγόρι δεν είχε υποκύψει όπως η αδερφή του. Είχε ανακαθίσει και στριφογύριζε τον κορμό του πάνω στον κεκλιμένο τοίχο. Κι αυτή τη φορά, δεν έκανε τον καραγκιόζη. Αυτός ήταν ο ήχος που είχε ακούσει, νομίζοντας αρχικά ότι προερχόταν από την προβληματική γεννήτρια. Ήταν προφανές το τι προσπαθούσε να κάνει από τον τρόπο που έτριβε το λουρί στις σανίδες πίσω του, παλεύοντας α φθείρει το δέρμα. Ίσως να είχε βρει κάποια μικρή προεξοχή στο ξύλο, ένα εξόγκωμα αρκετά τραχύ ώστε να του προσφέρει την απαραίτητη τριβή. Τώρα έβλεπε καθαρότερα το πρόσωπο του αγοριού. Χαμογελούσε; Είχε σημειώσει αρκετή πρόοδο ώστε να έχε λόγο να χαμογελάει; Η κοπελίτσα έβηξε. Οι νύχτες στην υγρασία την είχαν καταβάλει. Πόσο αδύναμο ήταν το σώμα της, σκέφτηκε, την ώρα που εκείνη άρχισε να ψέλνει ξανά έναν ύμνο πίσω από τη μονωτική ταινία. Σοκαρίστηκε. Ο ύμνος αποτελούσε σταθερή επιλογή του πατέρα του στις κηδείες που τελούσε. Στήριξέ με· ταχιά απλώνετ’ η βραδιά· το σκοτάδι πυκνώνει· Κύριε, στάσου στη δική μου πλευρά. Σαν χάνεται κάθε στήριγμα και σβήνει η παρηγοριά, Εσύ, βοήθεια των αβοήθητων, στάσου στη δική μου
πλευρά. Γοργά σβήνει της μέρας το φως· της γης οι χαρές ξεθωριάζουν· οι δόξες της, αχός μακρινός. Ολόγυρα απλώνεται η αλλαγή κι η νυχτιά· ω Εσύ, ο απαράλλαχτος, στάσου στη δική μου πλευρά.
Έκανε αηδιασμένος μεταβολή κι επέστρεψε στο βοηθητικό κτίριο, όπου κατέβασε δύο βαριές αλυσίδες γύρω στο ενάμισι μέτρο από ένα καρφί στον τοίχο, κι ύστερα βρήκε δύο λουκέτα στο συρτάρι κάτω από τον πάγκο εργασίας. Την τελευταία φορά που είχε περάσει από εδώ, είχε παρατηρήσε πως τα δερμάτινα λουριά γύρω από τη μέση των παιδιών έμοιαζαν κάπως φθαρμένα, πράγμα φυσικό, βέβαια, μιας κα είχαν χρησιμοποιηθεί τόσες φορές. Αν συνέχιζε ο Σάμουιλ να προσπαθεί τόσο εντατικά όσο τώρα, θα ήταν απαραίτητη κάποια ενίσχυση. Τα παιδιά τον κοίταξαν αλαφιασμένα όταν άναψε το φως και πέρασε σκυφτός μέσα. Το αγόρι στη γωνία πάλεψε να ελευθερωθεί από τα δεσμά του, όμως ήταν μάταιο. Άρχισε να κλοτσάει και να διαμαρτύρεται έντονα πίσω από την ταινία που κάλυπτε το στόμα του, καθώς η καινούρια αλυσίδα περνιόταν γύρω από τη μέση του και δενόταν μ’ εκείνη που ήταν ήδη στερεωμένη στον τοίχο. Όμως δεν είχε πια δύναμη για να αντισταθεί. Οι μέρες που είχε περάσει πεινασμένος, καθισμένος σε άβολη θέση, είχαν επιδράσει πάνω του. μοιαζε μάλλον αξιολύπητος έτσι όπως είχε μαζεμένα τα
πόδια. Όπως και όλοι οι άλλοι πριν από αυτόν. Η κοπελίτσα είχε σταματήσει αμέσως το μουρμουρητό. Η παρουσία του απομυζούσε την ελάχιστη ενέργεια που διέθετε. Ενδεχομένως να είχε πιστέψει ότι οι προσπάθειες του αδερφού της κάπου θα οδηγούσαν. Τώρα, γνώριζε πως ήταν ολότελα μάταιες. Εκείνος γέμισε το κύπελλο με νερό και ξεκόλλησε απότομα την ταινία από τα χείλη της. Η μικρή πήρε μια γρήγορη ανάσα κι ύστερα τέντωσε το λαιμό της και άνοιξε το στόμα. Το ένστικτο της επιβίωσης, αλώβητο όπως πάντα. «Μην πίνεις τόσο γρήγορα, Μαγκνταλένα», της είπε μαλακά. Εκείνη ανασήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε φευγαλέα στα μάτια. Σαστισμένη και φοβισμένη. «Πότε θα γυρίσουμε σπίτι;» ρώτησε με τρεμάμενα χείλη. Κανένα βίαιο ξέσπασμα. Μονάχα αυτή η απλή ερώτηση, κ στερα τεντώθηκε να πιει κι άλλο νερό. «Μια δυο μέρες απομένουν ακόμα», της απάντησε. Τα μάτια της βούρκωσαν. «Θέλω να γυρίσω στη μαμά κα στον μπαμπά μου», είπε κλαίγοντας. Εκείνος της χαμογέλασε και έφερε το κύπελλο ξανά στα χείλη της. Ίσως η κοπελίτσα να διαισθάνθηκε τι σκεφτόταν ο απαγωγέας τους εκείνη τη στιγμή. Σε κάθε περίπτωση, σταμάτησε και τον κοίταξε για λίγο, με μάτια υγρά, κι ύστερα απευθύνθηκε στον αδερφό της.
«Θα μας σκοτώσει, Σάμουιλ», είπε με φωνή που έτρεμε. «Το ξέρω, θα μας σκοτώσει». Ο άντρας στράφηκε και κοίταξε το αγόρι. «Η αδερφή σου βρίσκεται σε σύγχυση, Σάμουιλ», είπε με σιγανή φωνή. «Εννοείται πως δε θα σας σκοτώσω. Όλα θα πάνε καλά. Οι γονείς σας είναι πλούσιοι, κι εγώ δεν είμα κανένα τέρας». Στράφηκε ξανά προς τη Μαγκνταλένα, η οποία στο μεταξύ είχε κρεμάσει το κεφάλι, σαν να είχε εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια. «Γνωρίζω πολλά για εσένα, Μαγκνταλένα». Πέρασε την ανάστροφη της παλάμης του πάνω στα μαλλιά της. «Ξέρω πόσο πολύ θα ήθελες να είχες τα μαλλιά σου κοντά. Πόσο λαχταράς να πάρεις μόνη σου κάποιες αποφάσεις». Έχωσε το χέρι μέσα στην τσέπη του. «Έχω κάτ που θέλω να σου δείξω», συνέχισε, βγάζοντας μια σελίδα ιλουστρασιόν χαρτιού, την οποία είχε πάρει από την κρυψώνα της, στον κήπο. «Το αναγνωρίζεις αυτό;» ρώτησε. Διαισθάνθηκε την έκπληξή της, παρότι την έκρυψε καλά. «Όχι», του απάντησε. «Κι όμως, νομίζω πως το αναγνωρίζεις, Μαγκνταλένα. Βλέπεις, παρακολουθούσα και εσένα και τα μικρά σου μυστικά εκεί, στην άκρη του κήπου». Η κοπελίτσα απέστρεψε το πρόσωπό της. Η αθωότητά της είχε πληγεί. Ντρεπόταν. Εκείνος κράτησε το χαρτί μπροστά της. Ήταν μια σελίδα σκισμένη από κάποιο περιοδικό. «Πέντε επώνυμες, όλες με κοντά μαλλιά», είπε, κι ύστερα
διάβασε τα ονόματά τους: «Σάρον Στόουν, Νάταλι Πόρτμαν, Χάλε Μπέρι, Γουινόνα Ράιντερ και Κίρα Νάιτλι. Δυστυχώς, δεν τις έχω όλες ακουστά, όμως είμαι βέβαιος πως είναι όλες τους σταρ του κινηματογράφου, καλά δε λέω;» Την έπιασε από το πιγούνι κι έστρεψε το πρόσωπό της προς το μέρος του. «Γιατί να είναι κακό το ότι τις βρίσκεις ενδιαφέρουσες; Τα μαλλιά τους είναι που σου αρέσουν, σωστά; Επειδή η Μητέρα Εκκλησία δεν επιτρέπει τα κοντά μαλλιά;» Κατένευσε. «Δίκιο έχω, έτσι δεν είναι; Θα ήθελες να κόψεις τα μαλλιά σου, ε; Κουνάς το κεφάλι σου αρνητικά, όμως εγώ ομίζω πως αυτό θα ήθελες. Άκουσέ με, όμως, Μαγκνταλένα. Μαρτύρησα το μικρό σου μυστικό στους γονείς σου; Δεν το μαρτύρησα, σωστά; Οπότε, τελικά, ίσως και να μην είμαι τόσο κακός άνθρωπος». Έκανε πίσω χωρίς να μιλήσει κι έβγαλε ένα σουγιά από την τσέπη του. Ξεδίπλωσε τη λεπίδα του. Ήταν πάντοτε τόσο καθαρή και κοφτερή. «Με αυτό το σουγιά μπορώ να σου κόψω τα μαλλιά εύκολα». Άρπαξε μια τούφα κι έκανε αυτό που είπε, τρομάζοντας την κοπελίτσα και ωθώντας τον αδερφό της να τιναχτεί κα α τραβήξει τα δεσμά του. Εις μάτην. «Ορίστε!» είπε. Εκείνη αντέδρασε λες και της είχε κόψει τη σάρκα. Προφανώς είχε βαθιά ριζωμένα ταμπού, έχοντας περάσε ολόκληρη τη ζωή της πιστή στο δόγμα της ιερότητας των γυναικείων μαλλιών. Έκλαιγε καθώς της έκλεινε ξανά το στόμα με ταινία. Κ
στερα, της έφυγαν τα ούρα. Εκείνος στράφηκε στον αδερφό της και επανέλαβε τη διαδικασία με τη μονωτική ταινία και το νερό από το κύπελλο. «Κι εσύ, Σάμουιλ, έχεις τα δικά σου μυστικά, σωστά; Γυρνάς και κοιτάζεις κοπέλες έξω από την κοινότητα. Σε είδα στο δρόμο της επιστροφής από το σχολείο, με το μεγάλο σου αδερφό. Επιτρέπεται αυτό, Σάμουιλ;» ρώτησε. «Θα σε σκοτώσω μόλις μου δοθεί η ευκαιρία, μάρτυς μου ο Θεός», απάντησε το αγόρι, προτού φιμωθεί κι αυτό. Ήταν το μόνο λογικό πράγμα που μπορούσε να κάνει. Σωστά είχε αποφασίσει εκείνος. Τη μικρή θα έβγαζε από τη μέση. Παρά τα κοριτσίστικα όνειρά της, η ευσέβειά της ήταν ισχυρότερη, η πίστη της βαθύτερα ριζωμένη. Μεγαλώνοντας, θα γινόταν μια άλλη Ράκιλ, μια νέα Εύα. Αυτό τού ήταν αρκετό. Αφού διαβεβαίωσε τα παιδιά ότι θα επέστρεφε για να τα απελευθερώσει μόλις ο πατέρας τους κατέβαλλε τα λύτρα, πήγε πίσω στο βοηθητικό κτίριο και διαπίστωσε πως η δεξαμενή ήταν πλέον γεμάτη. Σταμάτησε την αντλία κα μάζεψε το λάστιχο, κι ύστερα έβαλε στην πρίζα το θερμαντικό σώμα, το οποίο βύθισε στο νερό προτού ανεβάσει το διακόπτη. Ήξερε από προσωπική εμπειρία ότι η καυστική σόδα ήταν πολύ πιο αποτελεσματική όταν η θερμοκρασία του νερού ξεπερνούσε τους είκοσι βαθμούς Κελσίου, κι αυτή την εποχή του χρόνου, τη νύχτα, το θερμόμετρο
εξακολουθούσε να πέφτει καμιά φορά ακόμα και κάτω από το μηδέν. Πήρε το δοχείο με την καυστική σόδα από την παλέτα στη γωνία, παρατηρώντας πως σύντομα θα χρειαζόταν κι άλλο. Κι ύστερα το γύρισε ανάποδα και άδειασε το περιεχόμενό του στο νερό. Από τη στιγμή που θα σκότωνε την κοπέλα και το πτώμα της θα κατέληγε μέσα στη δεξαμενή, θα χρειαζόταν μια δυο εβδομάδες προκειμένου να διαλυθεί. Ύστερα, το μόνο που θα είχε να κάνει ήταν να προχωρήσε στα ρηχά γύρω στα είκοσι μέτρα, με το λάστιχο στο χέρι, κα α αδειάσει το περιεχόμενο της δεξαμενής στο φιόρδ. Έτσι και φυσούσε λίγος αέρας, τα υπολείμματα θα απομακρύνονταν από την ακτή πολύ σύντομα. Έπειτα θα ξέπλενε τη δεξαμενή δύο φορές, και κάθε ίχνος θα εξαφανιζόταν. Απλή χημεία.
24 ΕΤΣΙ ΟΠΩΣ ΣΤΕΚΟΝΤΑΝ στο γραφείο του Καρλ, αποτελούσαν ένα μάλλον αταίριαστο ζευγάρι, η Ίρσα με τα κατακόκκινα χείλη της και ο Άσαντ με πρόσωπο τόσο αξύριστο, ώστε έτσι και προσπαθούσε να ασπαστεί κανέναν κινδύνευε να βρεθεί κατηγορούμενος για απόπειρα ανθρωποκτονίας. «Δεν μπορεί να ισχύει αυτό που λέει η Ίρσα! Γίνεται να φέρουμε τον Τρίγκβε στην Κοπεγχάγη, Καρλ; Με την αναφορά τι θα κάνουμε;» Ο Καρλ ανοιγόκλεισε τα μάτια. Εξακολουθούσε να έχε μπροστά του την εικόνα της Μόνα καθώς άνοιγε την πόρτα του υπνοδωματίου της, κάνοντάς τον να τα χάσει, αυτό ήταν το λιγότερο που είχε να πει. Ολόκληρο το πρωί, του είχε σταθεί αδύνατο να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο. Ο Τρίγκβε κα όλη η παράνοια αυτού του κόσμου θα έπρεπε να περιμένουν μέχρι να συνέλθει. «Με συγχωρείς, είπες κάτι;» Ο Καρλ τεντώθηκε στην καρέκλα του. Είχε περάσει πάρα πολύς καιρός από την τελευταία φορά που ένιωσε το σώμα του τόσο αποκαμωμένο. «Ο Τρίγκβε; Όχι, βρίσκεται ακόμα στο Μπλιέκινιε. Του ζήτησα να έρθει στην Κοπεγχάγη, μάλιστα πρότεινα να τον φέρω εγώ, όμως δεν ήταν έτοιμος για κάτι τέτοιο, είπε, κα δεν μπορούσα να τον πιέσω. Ζει στη Σουηδία, Άσαντ, το
ξέχασες; Αν δε θέλει να έρθει αυτοβούλως, δεν μπορούμε να τον υποχρεώσουμε, χωρίς τη βοήθεια της σουηδικής Αστυνομίας, κι είναι ακόμα νωρίς για κάτι τέτοιο, τι λες κ εσύ;» Περίμενε να δει ένα καταφατικό νεύμα από τον Άσαντ, πράγμα που δε συνέβη. «Λοιπόν, θα ετοιμάσω μια αναφορά και θα τη στείλω πάνω στον Μάρκους, εντάξει; Από εκεί και πέρα, βλέπουμε. Θέλω να πω, δεν ξέρω πώς μπορούμε να προχωρήσουμε αυτή τη στιγμή. Μιλάμε για μια υπόθεση δεκατριών χρόνων παλιά, με την οποία δεν είχε ασχοληθεί κανείς μέχρι τώρα. Από τον Μάρκους εξαρτάται σε τίνος το γραφείο θα καταλήξει ο φάκελος». Ο Άσαντ συνοφρυώθηκε. Το ίδιο και η Ίρσα. Δηλαδή, ο Τομέας Α θα έπαιρνε στο τέλος τα εύσημα, ενώ είχαν κάνε εκείνοι τόση δουλειά; Σοβαρά, αυτό τούς έλεγε; Ο Άσαντ έριξε μια ματιά στο ρολόι του. «Λέω να πάμε πάνω αυτή τη στιγμή και να το ξεκαθαρίσουμε. Ο Γιάκομπσεν έρχεται από νωρίς τις Δευτέρες». «Εντάξει, Άσαντ». Ο Καρλ ανακάθισε. «Πρώτα, όμως, θέλω να μιλήσουμε». Κοίταξε την Ίρσα, η οποία αναδευόταν στη θέση της, γεμάτη προσμονή για τις πιθανές αποκαλύψεις που θα ακολουθούσαν. «Θα μιλήσουμε εγώ κι ο Άσαντ, Ίρσα. Κατ’ ιδίαν». «Α, κατάλαβα», είπε, πεταρίζοντας τις βλεφαρίδες τις. «Αντρικές κουβέντες». Ύστερα έκανε επιτόπου μεταβολή κα αποχώρησε, αφήνοντας πίσω της ένα σύννεφο από το άρωμά
της. Ο Καρλ κάρφωσε το βλέμμα του πάνω στον Άσαντ, σουφρώνοντας τόσο τα φρύδια του, ώστε σχεδόν ακούμπησαν μεταξύ τους, ελπίζοντας πως αυτό θα αποδεικνυόταν αρκετό για να του πει όλη την αλήθεια ο βοηθός του. Εντούτοις, ο Άσαντ έμεινε να τον κοιτάζει με συμπάθεια, έχοντας πάρει ένα ύφος λες κι από στιγμή σε στιγμή θα πρότεινε να φέρει στον Καρλ κάτι για την καούρα στο στομάχι. «Πέρασα από το σπίτι σου χτες, Άσαντ. Στη Χάιμνταλσγκεδε, αριθμός 62. Δε σε βρήκα εκεί». Ένα μικροσκοπικό αυλάκι εμφανίστηκε στο μάγουλο του Άσαντ, το οποίο, όμως, μεταμορφώθηκε ως διά μαγείας σε εύθυμο λακκάκι. «Αχ, τι κρίμα, Καρλ. Έπρεπε να μου είχες τηλεφωνήσει πρώτα». «Σου τηλεφώνησα, Άσαντ, όμως δεν απάντησε κανείς». «Ωραία θα ήταν να βλεπόμασταν, Καρλ. Κάποια άλλη φορά, ίσως. Ναι;» «Αυτή η άλλη φορά θα είναι κάπου αλλού, όμως, καλά δε λέω;» Ο Άσαντ έγνεψε καταφατικά κι αμέσως μετά το πρόσωπό του φωτίστηκε. «Εννοείς πως θα ήταν καλύτερα να βρισκόμασταν κάπου στην πόλη; Ναι, ωραίο θα ήταν κ αυτό». «Θα ήθελα να φέρεις μαζί και τη σύζυγό σου, Άσαντ. Ανυπομονώ να τη γνωρίσω. Και τις κόρες σου, επίσης». Μια πονεμένη έκφραση πέρασε φευγαλέα από το πρόσωπο του Άσαντ, λες και η σύζυγός του ήταν ο
τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο που θα ήθελε να σύρει σε δημόσιο χώρο. «Στο μεταξύ, μίλησα λιγάκι με κάποιους ενοίκους εκεί, στη Χάιμνταλσγκεδε, Άσαντ». Η πονεμένη έκφραση επέστρεψε, και ο Άσαντ μισόκλεισε τα μάτια του αμήχανος. «Δε ζεις καν εκεί, έτσι δεν είναι; Για την ακρίβεια, έχεις καιρό που έφυγες από αυτό το διαμέρισμα. Όσο για την οικογένειά σου, δεν έζησε ποτέ εκεί, σωστά; Οπότε πες μου Άσαντ, πού πραγματικά ζεις;» Ο βοηθός του σήκωσε τα χέρια ψηλά. «Ήταν πολύ μικρό το διαμέρισμα, Καρλ. Δε μας χωρούσε». «Αν είναι έτσι, δε νομίζεις πως θα έπρεπε να με είχες ενημερώσει για την αλλαγή διεύθυνσης; Και να είχες ξενοικιάσει το άλλο;» Ο Άσαντ πήρε μια σκεπτική έκφραση. «Έχεις δίκιο, Καρλ. Θα το κάνω αμέσως». «Τελικά, πού ακριβώς ζεις;» «Νοικιάσαμε μια μονοκατοικία. Οι τιμές των ακινήτων έχουν πέσει, Καρλ. Πολλοί άνθρωποι έχουν δύο σπίτια στα χέρια τους. Η κρίση, καταλαβαίνεις». «Εντάξει, Άσαντ, καταλαβαίνω. Εσύ, όμως, πού ζεις; Χρειάζομαι μια διεύθυνση». Το κεφάλι του Άσαντ κρέμασε. «Εντάξει, Καρλ. Τα χρήματα του ενοικίου τα δίνουμε μαύρα. Αλλιώς θα μας ερχόταν πολύ ακριβό. Δε γίνεται να κρατήσουμε το άλλο διαμέρισμα για να πηγαίνει εκεί το ταχυδρομείο;» « Πού, Άσαντ;»
«Στο Χόλτε, Καρλ. Μη φανταστείς τίποτα σπουδαίο, ένα σπιτάκι είναι, στην Κόνγκεβαϊεν. Όμως θα τηλεφωνήσεις πριν έρθεις, Καρλ; Στη γυναίκα μου δεν αρέσει να εμφανίζοντα άνθρωποι απροειδοποίητα». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Θα επανερχόταν στο θέμα κάποια άλλη στιγμή. «Κάτι ακόμα. Οι γείτονές σου στη Χάιμνταλσγκεδε γιατί είπαν ότι είσαι σιίτης; Δεν κατάγεσα από τη Συρία;» Ο Άσαντ έστρεψε προς τα έξω το σαρκώδες κάτω χείλος του. «Ναι, αυτό σου είπα, Καρλ. Γιατί ρωτάς;» «Υπάρχουν σιίτες στη Συρία, Άσαντ;» Τα παχιά φρύδια του βοηθού του μετατοπίστηκαν προς τα πάνω, στα μισά του μετώπου του. «Ξέρεις, Καρλ», είπε χαμογελώντας, «σιίτες υπάρχουν παντού». Μισή ώρα αργότερα, στέκονταν στην αίθουσα συσκέψεων, συντροφιά με δεκαπέντε κατηφείς συναδέλφους τους που είχαν βάρδια το πρωί της Δευτέρας, ενώ ο Λαρς Μπιερν και ο διοικητής του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, Μάρκους Γιάκομπσεν, είχαν πάρει θέσεις στο κέντρο. Κανείς δεν είχε πάει εκεί για πλάκα, αυτό ήταν προφανές. Ο Γιάκομπσεν μετέφερε στους υπόλοιπους τα όσα του είχε αναφέρει ο Καρλ. Αυτή ήταν η συνήθης διαδικασία στον Τομέα Α. Ερωτήσεις μπορούσαν να γίνουν στην πορεία. «Ο Τρίγκβε Χολτ, αδερφός του δολοφονηθέντος Πόολ Χολτ, αποκάλυψε στον Καρλ Μερκ ότι ο απαγωγέας τους, ο δολοφόνος του Πόολ, ήταν άτομο γνωστό στην οικογένεια», είπε ο Γιάκομπσεν κάποια στιγμή στη διάρκεια της
ενημέρωσης. «Για κάποιο διάστημα, ο άνθρωπός μας σύχναζε σε μαζώξεις για προσευχή, τις οποίες οργάνωνε ο πατέρας των αγοριών, Μάρτιν Χολτ, για τα μέλη της τοπικής κοινότητας των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Απ’ ό,τι φαίνεται, ο πάντες είχαν θεωρήσει δεδομένο πως ο νεοφερμένος θα εντασσόταν στην κοινότητα». «Έχουμε καθόλου φωτογραφίες αυτού του ανθρώπου;» ρώτησε η Μπέντε Χάνσεν, γενική επιθεωρήτρια και άλλοτε στενή συνεργάτιδα του Καρλ. Ο υποδιοικητής Λαρς Μπιερν έγνεψε αρνητικά. «Δυστυχώς όχι, όμως διαθέτουμε τόσο την περιγραφή του όσο κι ένα όνομα: Φρέντι Μπρινκ. Υποθέτουμε ότι είνα ψεύτικο. Ο Τομέας Q το έλεγξε ήδη και δεν προέκυψε κάποιο αποτέλεσμα. Οι Σουηδοί συνάδελφοί μας στο Καρλσκρόνο στέλνουν ήδη σκιτσογράφο στον Τρίγκβε Χολτ, οπότε θα πρέπει να περιμένουμε για να δούμε τι αποτέλεσμα θα έχουμε». Ο Μάρκους Γιάκομπσεν στεκόταν μπροστά στο λευκό πίνακα, όπου έγραφε στα γρήγορα κάποιες λέξεις-κλειδιά. «Επομένως, ο άνθρωπός μας απήγαγε τα δύο αγόρια στις 16 Φεβρουαρίου του 1996, ημέρα Παρασκευή, όταν ο Πόολ είχε πάρει μαζί του το μικρότερο αδερφό του, τον Τρίγκβε, στο Κολέγιο Μηχανολογίας στο Μπέλερουπ, όπου σπούδαζε. Αυτός ο Φρέντι Μπρινκ σταματάει δίπλα τους με ένα γαλάζιο φορτηγάκι και γελαστός σχολιάζει τι ευχάριστη σύμπτωση ήταν που συναντήθηκαν τόσο μακριά από το Γκρίνστεδ. Προτείνει να τους γυρίσει εκείνος στο σπίτι. Δυστυχώς, ο Τρίγκβε δεν μπορεί να δώσει μια σαφέστερη περιγραφή του
οχήματος, πέραν του ότι ήταν στρογγυλεμένο μπροστά κα τετραγωνισμένο πίσω. »Τα αγόρια μπαίνουν στο βαν, κι έπειτα από λίγο ο απαγωγέας σταματάει σε ένα απομονωμένο σημείο κα εξουδετερώνει τα παιδιά με ηλεκτροσόκ. Δεν ξέρουμε πώς, αλλά εικάζουμε ότι χρησιμοποίησε κάποιου είδους αναισθητικό όπλο. Στη συνέχεια μεταφέρει τα αγόρια στην κλειστή καρότσα και τους καλύπτει το πρόσωπο με κάποιο φασμα, πιθανότατα βουτηγμένο σε χλωροφόρμιο ή αιθέρα». «Θα ήθελα να επισημάνω εδώ ότι ο Τρίγκβε Χολτ δεν ήταν απολύτως βέβαιος σχετικά με το πώς ακριβώς εξελίχτηκαν τα πράγματα σε αυτό το σημείο», παρενέβη ο Καρλ. «Ήταν ημιλιπόθυμος εξαιτίας του ηλεκτροσόκ, κα αργότερα ο αδερφός του δεν κατάφερε να του πει πολλά, λόγω της ταινίας με την οποία ήταν φιμωμένος». «Πράγματι», συνέχισε ο Μάρκους Γιάκομπσεν. «Όμως έχω δίκιο όταν σκέφτομαι πως ο Πόολ έδωσε στο μικρότερο αδερφό του την εντύπωση ότι κινούνταν στο δρόμο για περίπου μία ώρα, αν και δεν αποκλείεται η εκτίμηση αυτή να είναι λανθασμένη; Ο Πόολ έπασχε από κάποιας μορφής αυτισμό και ενδεχομένως να αντιμετώπιζε δυσκολίες στην αντίληψη της πραγματικότητας, παρά τη μάλλον εξαιρετική ευφυΐα του». «Μήπως είχε το σύνδρομο Άσπεργκερ; Σκέφτομαι τη διατύπωση του μηνύματος και το γεγονός ότι φρόντισε να επισημάνει την ακριβή ημερομηνία, παρά την τρομερή κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Δεν είναι τυπικό στοιχείο
αυτό;» ρώτησε η Μπέντε Χάνσεν, έτοιμη να κρατήσε σημειώσεις. «Ενδεχομένως ναι». Ο διοικητής του Τμήματος Ανθρωποκτονιών έγνεψε καταφατικά. «Αφού έφτασαν στον προορισμό τους, τα αγόρια κλείστηκαν σε ένα λεμβοστάσιο, το οποίο μύριζε έντονα πίσσα και σάπια φύκια. Ο χώρος ήταν αρκετά περιορισμένος, έπρεπε να σκύβει κανείς εκεί μέσα, δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος. Πιθανότατα προοριζόταν για την αποθήκευση κανό ή καγιάκ, κι όχι για κωπηλατικές λέμβους ή μικρά ιστιοπλοϊκά. Εκεί τα αδέρφια κρατήθηκαν για τέσσερις με πέντε μέρες, ώσπου ο Πόολ δολοφονήθηκε. Το πόσος χρόνος μεσολάβησε ακριβώς δεν είναι βέβαιο. Πρέπε α λάβουμε υπόψη πως ο Τρίγκβε ήταν μόλις δεκατριών ετών όταν συνέβησαν όλα αυτά, και πολύ φοβισμένος. Έτσι, πέρασε μεγάλο διάστημα κοιμισμένος». «Έχουμε κάποιο διακριτικό σημάδι της γύρω περιοχής να εντοπίσουμε;» ρώτησε ο Πέτερ Βέστερβιγκ, ένας από τους άντρες στη μονάδα του Βίγκο. «Κανένα απολύτως», απάντησε ο Γιάκομπσεν. «Τα αγόρια είχαν τα μάτια δεμένα καθώς οδηγούνταν στο λεμβοστάσιο. Πάντως, παρότι δεν είδαν τίποτε από τον εξωτερικό χώρο, ο Τρίγκβε θυμάται πως άκουγε έναν έντονο βόμβο, ο οποίος θα μπορούσε να προέρχεται από ανεμογεννήτριες. Ήταν συχνός, αν και όχι πάντοτε με την ίδια ένταση. Πιθανότατα θα είχε κάποια σχέση με την κατεύθυνση του ανέμου και άλλες μετεωρολογικές παραμέτρους». Κάρφωσε το βλέμμα του στο άδειο πακέτο τσιγάρων που
είχε πάνω στο τραπέζι. Είχε φτάσει πλέον στο σημείο όπου μια ματιά εκεί του ήταν αρκετή για να αντλήσει ενέργεια. Μπράβο του. «Γνωρίζουμε», συνέχισε, «ότι το λεμβοστάσιο αυτό βρισκόταν σε ρηχό σημείο, πιθανότατα χτισμένο πάνω σε πασσάλους, καθώς ο Τρίγκβε είπε πως το νερό πάφλαζε κάτω από τις σανίδες του πατώματος. Η είσοδος πρέπει να ήταν υπερυψωμένη γύρω στο μισό μέτρο από το έδαφος, πράγμα που σημαίνει πως θα έπρεπε κανείς να συρθε κυριολεκτικά προκειμένου να εισέλθει στο χαμηλοτάβανο εσωτερικό. Και ο ίδιος ο Τρίγκβε πιστεύει ότι είχε κατασκευαστεί για κανό ή καγιάκ, λόγω των κουπιών που ήταν αποθηκευμένα εκεί. Επίσης, νομίζει ότι το κτίσμα είχε κατασκευαστεί από κάποιο άλλο είδος ξύλου και όχι από αυτά που χρησιμοποιούνται παραδοσιακά στις σκανδιναβικές χώρες. Θυμάται πως ήταν ιδιαίτερα ανοιχτόχρωμο και τα ερά του πολύ διαφορετικά, όμως επ’ αυτού θα γνωρίζουμε περισσότερα στη συνέχεια. Ο Λάουρσεν, ο παλιός μας φίλος από το Εγκληματολογικό, εντόπισε μια ακίδα σφηνωμένη στο χαρτί πάνω στο οποίο έγραψε ο Πόολ Χολτ το μήνυμά του, πιθανότατα από το κομμάτι ξύλου που χρησιμοποίησε σαν γραφίδα ο Πόολ. Αυτή τη στιγμή την εξετάζουν ο ειδικοί, πάντως υπάρχει πιθανότητα να μας αποκαλύψει από τι είδος ξύλου ήταν χτισμένο το λεμβοστάσιο». «Πώς σκοτώθηκε ο Πόολ;» ρώτησε ένας από τους αστυνομικούς στο βάθος. «Ο Τρίγκβε δεν ξέρει. Είχε μια κουκούλα από λινάτσα στο κεφάλι του όταν συνέβη αυτό. Άκουσε κάποια αναταραχή, κ
στερα, όταν ο απαγωγέας τού έβγαλε την κουκούλα, ο αδερφός του είχε εξαφανιστεί». «Και τότε, πώς ξέρει ότι δολοφονήθηκε;» επέμεινε ο ίδιος άντρας. Ο Μάρκους πήρε μια βαθιά ανάσα. «Οι ήχοι που ακούστηκαν ήταν παραπάνω από αρκετοί για να είνα βέβαιος». «Δηλαδή, πώς;» «Βογκητά, τινάγματα, ένας σιγανός γδούπος, κι ύστερα τίποτα». «Κάποιο αμβλύ όργανο;» «Πιθανώς ναι. Θα ήθελες να συνεχίσεις εσύ, Καρλ;» Όλα τα βλέμματα στράφηκαν πάνω του τώρα. Ήταν μια ευγενική κίνηση εκ μέρους του διοικητή του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, παρότι δεν την επιδοκίμαζαν όλοι. Κατά την άποψη της πλειονότητας των παρισταμένων, ο Καρλ καλά θα έκανε να σηκωνόταν και να έφευγε, να εξαφανιζόταν κάπου μακριά, εκεί όπου ανήκε, κατά προτίμηση σε κάποια άλλη ήπειρο. Είχαν μπουχτίσει μαζί του όλα αυτά τα χρόνια. Ο Καρλ, όμως, δεν προβληματιζόταν. Από το επίκεντρο της υπόφυσης, ορμονικοί μετασεισμοί εξακολουθούσαν να διατρέχουν το σώμα του, σαν απόηχος των εκστατικών εμπειριών της προηγούμενης νύχτας. Αυτές οι γλυκές αισθήσεις, αν έκρινε από τα μίζερα πρόσωπα που έχασκαν τώρα προς το μέρος του, ήταν αποκλειστικό προνόμιό του. Ξερόβηξε. «Αφού δολοφονήθηκε ο αδερφός του, στον Τρίγκβε δόθηκαν οδηγίες για το τι έπρεπε να πει στους γονείς
του: ότι ο Πόολ ήταν νεκρός και ότι ο απαγωγέας δε θα δίσταζε να σκοτώσει ξανά, στην περίπτωση που αποκάλυπταν σε οποιονδήποτε άλλο τι είχε συμβεί». Το βλέμμα του διασταυρώθηκε με της Μπέντε Χάνσεν. ταν το μοναδικό άτομο στο δωμάτιο που αντιδρούσε σε όσα έλεγε. Της έγνεψε καταφατικά. Εκείνη ήταν πάντοτε εντάξει. «Η εμπειρία αυτή πρέπει να ήταν τρομερά τραυματική για ένα δεκατριάχρονο αγόρι», συνέχισε ο Καρλ, απευθυνόμενος πλέον στη γυναίκα. «Αργότερα, όταν επέστρεψε ο Τρίγκβε στο σπίτι, έμαθε ότι ο δολοφόνος είχε επικοινωνήσει με τους γονείς τους πριν τη δολοφονία του Πόολ και ότι είχε απαιτήσει να του καταβληθεί ένα εκατομμύριο σε λύτρα. Τα χρήματα αυτά δόθηκαν κανονικά». «Θες να πεις ότι τον πλήρωσαν;» ρώτησε η Μπέντε Χάνσεν εμβρόντητη. «Κι αυτό συνέβη πριν τη δολοφονία;» «Πριν, απ’ ό,τι είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε». «Δεν καταλαβαίνω καθόλου όλη αυτή την ιστορία, Καρλ. Μπορείς να μας την εξηγήσεις με λίγα λόγια;» είπε ο Βέστερβιγκ. Πολύ σπάνια εδώ γύρω βρισκόταν κάποιος διατεθειμένος α ομολογήσει πως υπήρχε κάτι που δεν καταλάβαινε, οπότε έπρεπε αυτό να του το αναγνωρίσει. «Λοιπόν. Η οικογένεια γνώριζε πώς ήταν ο δολοφόνος, καθώς είχε περάσει από τις συγκεντρώσεις τους. Κατά πάσα πιθανότητα, θα μπορούσαν να τον αναγνωρίσουν, καθώς κα το όχημά του. Επομένως, εκείνος έπρεπε να βεβαιωθεί πως δε θα κατέφευγαν στην Αστυνομία, και ο τρόπος που επέλεξε
ήταν απλός όσο και φριχτός». Κάνα δυο από τους παρισταμένους έγειραν πάνω στον τοίχο, καθώς οι σκέψεις τους πιθανότατα στρέφονταν στις άλλες υποθέσεις που στοιβάζονταν ήδη πάνω στα γραφεία τους. Οι μηχανόβιοι και οι συμμορίες των μεταναστών συνέχιζαν να σκέφτονται με το κάτω κεφάλι. Την προηγούμενη μέρα, ένας ακόμα άνθρωπος είχε πέσε χτυπημένος από σφαίρες στο Νέρεμπρο, ο τρίτος σε διάστημα μίας εβδομάδας, επομένως στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών είχαν ήδη πολλή δουλειά. Η κατάσταση είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε τα ασθενοφόρα προτιμούσαν να αποφεύγουν τη συγκεκριμένη περιοχή. Η απειλή ήταν διαρκής. Αρκετοί συνάδελφοι είχαν επενδύσε από την τσέπη τους σε αλεξίσφαιρα γιλέκα, ενώ ακόμα κα μέσα σε αυτή την αίθουσα υπήρχαν κάποιοι που τα φορούσαν ήδη κάτω από τις μπλούζες τους. Έως ένα βαθμό, ο Καρλ μπορούσε να κατανοήσει το σκεπτικισμό τους. Ποιος νοιαζόταν για ένα μήνυμα σταλμένο μέσα σε μπουκάλι το 1996, τη στιγμή που γύρω τους συνέβαιναν όλα αυτά; Όμως για όλα αυτά δεν ήταν και ο ίδιοι υπεύθυνοι, υπό μία έννοια; Οι μισοί και πάνω απ’ όσους βρίσκονταν εδώ είχαν ψηφίσει, κατά πάσα πιθανότητα, εκείνα ακριβώς τα κόμματα που τώρα οδηγούσαν τη χώρα κατευθείαν στα σκατά, με τις προσπάθειές τους να μεταρρυθμίσουν την Αστυνομία και τις αποτυχημένες πολιτικές ενσωμάτωσης των μεταναστών. Ναι, γαμώτο, δικό τους ήταν το λάθος. Ο Καρλ αναρωτήθηκε αν περνούσε καμιά φορά η σκέψη αυτή από το μυαλό τους όταν είχαν
βάρδια νυχτιάτικα, την ώρα που οι γυναίκες τους ονειρεύονταν έναν άντρα που θα ξάπλωνε πλάι τους για να τις ζεστάνει. «Ο απαγωγέας μας επιλέγει πάντα μια οικογένεια πολύτεκνη», συνέχισε ο Καρλ, αναζητώντας στο χώρο πρόσωπα στα οποία άξιζε να απευθύνεται. «Μια οικογένεια η οποία, εν πολλοίς, είναι απομονωμένη από την υπόλοιπη κοινωνία, έχει βαθιά ριζωμένες συνήθειες και ο τρόπος ζωής της είναι αυστηρά περιορισμένος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μια οικογένεια Μαρτύρων του Ιεχωβά. Όχι πως διέθετε αμύθητα πλούτη, σε καμία περίπτωση, πάντως ήταν αρκετά εύπορη. Ο άνθρωπός μας επιλέγει δύο από τα παιδιά, τα οποία με τον άλφα ή το βήτα τρόπο έχουν μια ιδιαίτερη θέση μέσα στην οικογένεια. Απάγει και τα δύο και, στη συνέχεια, μόλις καταβάλλονται τα λύτρα, δολοφονεί το ένα. Πλέον, η οικογένεια γνωρίζει τι είναι ικανός να κάνει. Εκείνος απειλεί, λέγοντας πως θα σκοτώσει κι άλλο παιδί, απροειδοποίητα, έτσι και υποψιαστεί ότι στράφηκαν στην Αστυνομία ή την κοινότητά τους ή επιχείρησαν με οποιονδήποτε τρόπο να τον εντοπίσουν. Ύστερα επιστρέφε το δεύτερο παιδί στην οικογένεια. Της λείπει ένα εκατομμύριο, όμως τα υπόλοιπα μέλη της εξακολουθούν να είναι ζωντανά. Οπότε κρατούν το στόμα τους κλειστό, γιατ φοβούνται πως ο απαγωγέας θα ξαναχτυπήσει, και το μόνο που θέλουν είναι να ξαναγίνει η ζωή τους όσο γίνετα φυσιολογική». «Μα, έχουν χάσει ένα παιδί!» αναφώνησε η Μπέντε Χάνσεν. «Οι άνθρωποι γύρω τους δεν πήραν είδηση τίποτα;
Δεν μπορεί, κάποιος θα παρατήρησε πως ένα από τα παιδιά έπαψε να εμφανίζεται, σωστά;» «Σωστά. Σίγουρα κάποιος θα το παρατήρησε. Όμως, σε μια τόσο αυστηρή κοινότητα, δε θα βρίσκονται πολλοί που θα αντιδρούσαν εφόσον μάθαιναν ότι το παιδ απομακρύνθηκε για θρησκευτικούς λόγους, ακόμα κι αν μια τέτοια απόφαση συνήθως λαμβάνεται από κάποιου είδους συμβούλιο. Η εξήγηση πως το παιδί εξοστρακίστηκε θα θεωρούνταν άκρως πειστική σε πολλές θρησκευτικές κοινότητες. Για την ακρίβεια, αρκετές από αυτές, πολύ απλά, απαγορεύουν κάθε επαφή με τα εξοστρακισμένα μέλη, και για το λόγο αυτό και μόνο κανείς δε θα το επιχειρούσε. Υπό την έννοια αυτή, η κοινότητα εκδηλώνει απόλυτη αλληλεγγύη. Μετά τη δολοφονία του Πόολ Χολτ, η οικογένεια δήλωσε ότι τον είχε εξοστρακίσει. Ισχυρίστηκαν ότι τον έδιωξαν προκειμένου να διορθώσει τη συμπεριφορά του. Και το θέμα έμεινε εκεί, κανείς δε ρώτησε πώς και γιατί». «Έστω, όμως εκτός κοινότητας τι έγινε; Δεν μπορεί να μην αντιλήφθηκε κανείς το παραμικρό, έτσι δεν είναι;» «Αυτό θα σκεφτόταν κάποιος, λογικά. Όμως, συχνά, τα άτομα αυτά δεν έχουν επαφές με κανέναν εκτός κοινότητας. Αυτό είναι και το πιο σατανικό στον τρόπο που επιλέγει ο απαγωγέας μας τα θύματά του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η επόπτρια καθηγήτρια του Πόολ επικοινώνησε πράγματι με την οικογένεια, όμως έπεσε πάνω σε τείχος. Άλλωστε, δεν μπορείς να υποχρεώσεις ένα φοιτητή να επιστρέψει στα μαθήματά του, εφόσον αποφάσισε να διακόψει, σωστά;» Στην αίθουσα επικράτησε σιωπή. Είχαν σχηματίσει εικόνα.
«Λοιπόν, καταλαβαίνουμε τι σκέφτεστε όλοι σας, το ίδιο σκεφτόμαστε και εμείς». Ο υποδιοικητής Λαρς Μπιερν κοίταξε ολόγυρα τα πρόσωπα. Όπως πάντα, προσπαθούσε να φανεί σημαντικότερος απ’ ό,τι πραγματικά ήταν. «Ένα τόσο σοβαρό έγκλημα, το οποίο δεν καταγγέλθηκε ποτέ, σε μια κοινότητα τόσο απομονωμένη όσο η συγκεκριμένη, σημαίνε ότι το ίδιο μπορεί να έχει συμβεί πάνω από μία φορά». «Είναι αρρωστημένο», είπε ένας από τους καινούριους. «Καλώς όρισες στα Κεντρικά», ακολούθησε το σχόλιο του Βέστερβιγκ, αν και ήταν φανερό πως το μετάνιωσε που άνοιξε το στόμα του όταν τον αγριοκοίταξε ο Γιάκομπσεν, λες και θα τον αποκεφάλιζε. «Θα ήθελα να τονίσω ότι δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποιο συνταρακτικό συμπέρασμα επί του παρόντος», είπε ο διοικητής του Τμήματος Ανθρωποκτονιών. «Επομένως, δε θα μιλήσουμε στους δημοσιογράφους ωσότου έχουμε μια σαφέστερη εικόνα. Κατανοητό;» Όλοι έγνεψαν καταφατικά, κυρίως ο Άσαντ. «Τα όσα συνέβησαν μέσα στην οικογένεια μετά την απαγωγή υπογραμμίζουν το πόσο έντονη ήταν η πίεση που άσκησε και ασκεί ο δολοφόνος πάνω τους», συνέχισε ο Γιάκομπσεν. «Καρλ;» «Σύμφωνα με τον Τρίγκβε Χολτ, η οικογένεια μετακόμισε στο Λουντ, στη Σουηδία, μία μόλις εβδομάδα μετά την απελευθέρωσή του. Κατόπιν τούτου, τα μέλη της οικογένειας πήραν ρητή εντολή να μην αναφέρουν ποτέ ξανά το όνομα του Πόολ». «Αυτό δεν πρέπει να ήταν εύκολο για το μικρότερο
αδερφό του», σχολίασε η Μπέντε Χάνσεν. Ο Καρλ θυμήθηκε την έκφραση του Τρίγκβε και δεν μπόρεσε παρά να συμφωνήσει. «Η παρανοϊκή ανησυχία της οικογένειας λόγω της απειλής του δολοφόνου εκδηλωνόταν κάθε φορά που άκουγαν οποιονδήποτε να μιλάει δανικά. Μετακόμισαν από το Σκόνε στο Μπλιέκινιε, κι από εκεί άλλαξαν τόπο κατοικίας δύο ακόμα φορές, ωσότου εγκατασταθούν στην τωρινή τους διεύθυνση, στο Χάλαμπρο. Όλα τα μέλη της οικογένειας είχαν λάβει ρητές εντολές να μην επιτρέψουν την είσοδο στο σπίτι σε κανέναν που μιλούσε δανικά, ούτε να αναπτύξουν σχέσεις με οποιοδήποτε άτομο εκτός της θρησκευτικής τους κοινότητας». «Και ο Τρίγκβε διαμαρτυρήθηκε;» ρώτησε η Μπέντε Χάνσεν. «Ακριβώς, και μάλιστα για δύο λόγους. Πρώτον, του ήταν αδύνατο να πάψει να μιλάει για τον Πόολ. Αγαπούσε πολύ τον αδερφό του και είχε καταλήξει να πιστεύει, εμμέσως, πως ο Πόολ είχε θυσιάσει τη ζωή του για εκείνον. Και, δεύτερον, επειδή ερωτεύτηκε παράφορα μια κοπέλα η οποία δεν ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά». «Επομένως, εξοστρακίστηκε», πρόσθεσε ο Λαρς Μπιερν, καθώς είχαν περάσει αρκετά δευτερόλεπτα χωρίς να απολαύσει τον ήχο της εκνευριστικής του φωνής. «Ακριβώς. Ο Τρίγκβε εξοστρακίστηκε». Ο Καρλ συνέχισε την ενημέρωση. «Συμπληρώνει τρία χρόνια αποκλεισμού. Μετακόμισε μερικά χιλιόμετρα παρακάτω, αφοσιώθηκε στη σχέση του με την κοπέλα που είχε γνωρίσει κι έπιασε δουλειά
ως πωλητής σε κάποια εταιρεία ξυλείας στο Μπέλγκανετ. Κανείς, ούτε η οικογένειά του ούτε κάποιο άλλο μέλος της τοπικής εκκλησιαστικής κοινότητας των Μαρτύρων του Ιεχωβά, δεν του μίλησε ξανά, παρότι η δουλειά του βρίσκετα κοντά στο σπίτι της οικογένειας. Για την ακρίβεια, του μίλησαν μία φορά, αφού ήρθα σε επαφή με την οικογένεια. Και στην περίπτωση αυτή, ο πατέρας έκανε ό,τι μπορούσε προκειμένου να πείσει τον Τρίγκβε να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Κι αυτό έκανε, μέχρι τη στιγμή που του έδειξα το μήνυμα που είχε στείλει ο αδερφός του μέσα στο μπουκάλι. Αυτό τον γονάτισε. Ή μάλλον, τον επανέφερε βίαια στην πραγματικότητα, θα έλεγε κανείς». «Η οικογένεια είχε ξανά επαφή με το δολοφόνο μετά την απαγωγή;» ρώτησε κάποιος άλλος. Ο Καρλ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι, και δε νομίζω ότι πρόκειται να έχουν». «Γιατί όχι;» «Έχουν περάσει ήδη δεκατρία χρόνια. Εικάζω ότι τον απασχολούν άλλα θέματα τώρα». Επικράτησε και πάλι σιωπή. Το μόνο που ακουγόταν ήταν η ασταμάτητη φλυαρία της Λις, από το χώρο υποδοχής. Κάποιος έπρεπε να βρίσκεται στα τηλέφωνα. «Υπάρχει κάτι το οποίο να μας υποδεικνύει πως μπορεί να πάρχουν κι άλλες παρόμοιες υποθέσεις, Καρλ; Έχεις εξετάσει αυτή την περίπτωση;» Ο Καρλ στράφηκε και κοίταξε με ευγνωμοσύνη την Μπέντε Χάνσεν. Ήταν η μοναδική σ’ εκείνη την αίθουσα με την οποία δεν είχε την παραμικρή κόντρα όλα τα
προηγούμενα χρόνια, και πιθανότατα το μοναδικό άτομο στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών που ποτέ δεν έδειξε ότι είχε ανάγκη α επιβληθεί. Ήταν κι εκείνη μέλος της παλιοπαρέας, δεν πήρχε αμφιβολία επ’ αυτού. «Έχω βάλει τον Άσαντ και την ρσα –την προσωρινή αντικαταστάτρια της Ρόζε– να επικοινωνήσουν με ομάδες υποστήριξης αποστατών από διάφορες θρησκευτικές οργανώσεις. Αν σταθούμε τυχεροί, ίσως καταφέρουμε να συγκεντρώσουμε κάποιες πληροφορίες σχετικά με παιδιά τα οποία εξοστρακίστηκαν ή που αποχώρησαν οικειοθελώς από τις κοινότητές τους. Είνα λίγες οι πιθανότητες, όμως οι ίδιες οι κοινότητες δεν υπάρχε περίπτωση να μας μιλήσουν, έτσι και επιχειρήσουμε να τις προσεγγίσουμε απευθείας». Μερικοί από τους παρισταμένους έριξαν κλεφτές ματιές στον Άσαντ, ο οποίος έμοιαζε λες και είχε μόλις σηκωθε από το κρεβάτι, κι ας φορούσε τα κανονικά του ρούχα. «Μήπως θα ήταν καλύτερα να το αναλάμβαναν επαγγελματίες, άνθρωποι που ξέρουν τι κάνουν;» πρότεινε ένας από αυτούς. Ο Καρλ διέκοψε την ενημέρωση. «Ποιος το είπε αυτό;» Ένας από τους συναδέλφους του έκανε ένα βήμα μπροστά. Τον έλεγαν Πάσγκορ κι ήταν σκληρό καρύδι. Καλός στη δουλειά του, όμως ανήκε σ’ εκείνη την κατηγορία αστυνομικών που έριχναν αγκωνιές στους άλλους για να περάσουν μπροστά και να μιλήσουν σε όποια τηλεοπτική κάμερα υπήρχε τριγύρω. Πιθανότατα φανταζόταν πως θα έκανε κουμάντο εκεί μέσα σε μερικά χρόνια. Κάποιος έπρεπε α φροντίσει ώστε ούτε απέξω να μην περάσει.
Ο Καρλ μισόκλεισε τα μάτια. «Εντάξει, εξυπνάκια, μήπως θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας τις εξαιρετικές γνώσεις σου σχετικά με τις θρησκευτικές ομάδες και ανάλογες κοινότητες στη Δανία, οι οποίες ενδεχομένως διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να μπουν στο στόχαστρο ενός ανθρώπου όπως αυτός που δολοφόνησε τον Πόολ Χολτ; Θα ήθελες μήπως α μας υποδείξεις μερικές τώρα, μιας και είμαστε όλο μαζεμένοι εδώ; Ας πούμε πέντε, για αρχή;» Ο Πάσγκορ κάτι μουρμούρισε, όμως το ειρωνικό χαμόγελο του Γιάκομπσεν τον πίεσε να απαντήσει. «Χμ!» Έριξε μια ματιά ολόγυρα. «Μάρτυρες του Ιεχωβά. Οι Βαπτιστές δε θεωρούνται σέκτα, μάλλον, όμως είναι ο οπαδοί του Μουν... οι Σαϊεντολόγοι... οι Σατανιστές και... ο Οίκος του Πατρός». Έριξε ένα θριαμβευτικό βλέμμα στον Καρλ κι ύστερα βάλθηκε να γνέφει καταφατικά, αυτάρεσκα, στο δωμάτιο ολόγυρα. Ο Καρλ καμώθηκε πως είχε εντυπωσιαστεί. «Εντάξει, Πάσγκορ, έχεις δίκιο όταν λες ότι οι Βαπτιστές δεν είνα σέκτα, όμως το ίδιο ισχύει και για τους Σατανιστές, εκτός κ αν έχεις κατά νου την Εκκλησία του Σατανά, συγκεκριμένα. Οπότε, εξακολουθεί να σου λείπει μία ομάδα. Έχεις να προσθέσεις κάτι;» Το στόμα του τύπου στράβωσε καθώς σκεφτόταν. Ο μεγάλος κόσμος των θρησκειών περνούσε από το μυαλό του, με τα πιθανά ονόματα να απορρίπτονται το ένα μετά το άλλο. Ο Καρλ σχεδόν τα έβλεπε να σχηματίζονται στα βουβά χείλη του. Με τα πολλά, κατάφερε να βρει μια απάντηση, η οποία έγινε δεκτή με χλιαρά χειροκροτήματα: «Τα Παιδιά του
Θεού». Τον χειροκρότησε και ο Καρλ, αν και για λίγο. «Μπράβο, Πάσγκορ, ας βάλουμε μια τελεία εδώ. Υπάρχουν πολύ περισσότερες σέκτες, θρησκευτικά κινήματα και ανένταχτες Εκκλησίες σε αυτή τη χώρα απ’ ό,τι νομίζεις, και στην πλειονότητά τους δεν είναι ευρέως γνωστές. Στράφηκε στον Άσαντ. «Σωστά, Άσαντ;» Ο βραχύσωμος άντρας κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Ναι, πρέπει κανείς να ασχοληθεί συστηματικά με το θέμα». «Κι εσύ, έχεις ασχοληθεί;» «Δεν έχω ολοκληρώσει ακόμα την έρευνα, όμως θα μπορούσα να αναφέρω μερικά ονόματα, αν θα βοηθούσε στη συζήτηση». Ο Άσαντ έριξε μια ματιά στο διοικητή του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, ο οποίος έγνεψε καταφατικά. «Λοιπόν, σε αυτή την περίπτωση θα μπορούσε κανείς να αναφέρει τους Κουακέρους, την Κοινότητα του Μαρτίνου, τους Πεντηκοστιανούς, τους οπαδούς του Σάτια Σά Μπάμπα, τη Μητέρα Εκκλησία, τους Ευαγγελιστές, τον Οίκο του Χριστού, τους κοσμολόγους των ΑΤΙΑ, τους Θεοσοφιστές, τους Χάρε Κρίσνα, τον Υπερβατικό Διαλογισμό, τους Σαμανιστές, το Ίδρυμα Έμιν, τους Φύλακες της Ηθικής, την κίνηση Ανάντα Μάργκα, το κίνημα του Γες Μπέρτελσεν, τους οπαδούς του Μπράμα Κουμάρις, την Τέταρτη Οδό, τον Κόσμο της Ζωής, τους οπαδούς του Όσο, τη Νέα Εποχή, υπό προϋποθέσεις την Εκκλησία της Μεταμορφώσεως, τους Νέους Παγανιστές, το Φως του Κυρίου, το Χρυσό Κύκλο και, ενδεχομένως, την Εσώτερη
Αποστολή». Πήρε μια βαθιά ανάσα, για να γεμίσει τους άδειους πνεύμονές του. Αυτή τη φορά, δεν ακούστηκαν χειροκροτήματα. Το μήνυμα ότι η εξειδίκευση είναι πολύμορφη είχε περάσει. «Σ’ ευχαριστώ, Άσαντ». Ο Καρλ χαμογέλασε αμυδρά. «Όπως έλεγα και προηγουμένως, οι θρησκευτικές κοινότητες είναι πολλές και ποικίλες. Επίσης, μεγάλος αριθμός αυτών των ομάδων προσκυνάει είτε κάποιο συγκεκριμένο ηγέτη είτε ένα δόγμα, έτσι ώστε, έπειτα από λίγο, εκδηλώνετα αυτόματα εσωστρέφεια και μετατρέπονται σε κλειστές μονάδες. Υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις, υπάρχε πράγματι πλούτος επιλογών για έναν ψυχοπαθή όπως ο δολοφόνος του Πόολ Χολτ». Ο διοικητής βγήκε μπροστά. «Πλέον είστε ενήμεροι για τη συγκεκριμένη υπόθεση δολοφονίας. Μια υπόθεση εκτός της δικαιοδοσίας μας, αλλά αρκετά κοντά. Θα αφήσουμε τα πράγματα εδώ επί του παρόντος και θα δώσουμε χρόνο στον Καρλ και στους συνεργάτες του να προχωρήσουν». Στράφηκε στον Καρλ. «Εφόσον χρειαστείς βοήθεια στη συνέχεια, να έρθεις σ’ εμένα». Ο Γιάκομπσεν απευθύνθηκε ύστερα στον Πάσγκορ, που τα νυσταλέα βλέφαρά του είχαν χαμηλώσε πάνω από τα παγερά μάτια του. «Όσο για εσένα, Πάσγκορ, θα ήθελα να πω ότι βρίσκω την προθυμία σου υποδειγματική. Χαίρομαι που θεωρείς ότι το τμήμα μας είναι επαρκώς στελεχωμένο και εξοπλισμένο για να αναλάβει αυτή την πόθεση, όμως εμείς, στον τρίτο όροφο, πρέπει να παραμείνουμε επικεντρωμένοι στις υποθέσεις που ερευνάμε ήδη. Κι αυτές είναι υπεραρκετές, τι λες κι εσύ;»
Ο ηλίθιος αναγκάστηκε να γνέψει καταφατικά. Οποιαδήποτε άλλη αντίδραση θα τον έκανε να φανεί ακόμα πιο βλάκας. «Όμως, μιας και είσαι τόσο βέβαιος πως η υπόθεση αυτή θα είχε καλύτερη τύχη στα δικά μας χέρια, παρά σε αυτά του Τομέα Q, ίσως και να πρέπει να της δώσουμε κάποια επιπλέον βαρύτητα. Νομίζω πως θα μπορούσαμε να διαθέσουμε ένα στέλεχος. Και το στέλεχος αυτό, Πάσγκορ, θα είσαι εσύ, αφού έδειξες τέτοιο ζήλο». Ο Καρλ ένιωσε το σαγόνι του να κρεμάει κι ένα βάρος να πλακώνει το στήθος του. Σοβαρά, θα ήταν υποχρεωμένοι να συνεργαστούν με αυτό τον πανίβλακα; Μια ματιά ήταν αρκετή για να αντιληφθεί ο Μάρκους Γιάκομπσεν το πρόβλημα που προέκυπτε. «Απ’ ό,τ πληροφορούμαι, εντοπίστηκε ένα λέπι ψαριού πάνω στο χαρτ στο οποίο ήταν γραμμένο το μήνυμα. Επομένως, Πάσγκορ, θα μπορούσες να αναλάβεις να βρεις με τι ψάρι έχουμε να κάνουμε εδώ, καθώς και πόσα είδη εντοπίζονται σε ακτίνα μίας ώρας γύρω από το Μπέλερουπ, εντάξει;» Προσπέρασε τη σαστισμένη έκφραση του Καρλ. «Και κάτι ακόμα, Πάσγκορ. Έχε υπόψη σου ότι η τοποθεσία που μας ενδιαφέρει ενδεχομένως να βρίσκεται κοντά σε ανεμογεννήτριες ή κάποιο μηχάνημα που κάνει παρόμοιο θόρυβο, και ότι, όποια κι αν είναι η πηγή αυτού του θορύβου, θα πρέπει να υπήρχε εκεί το 1996. Κατάλαβες;» Ο Καρλ αναστέναξε με ανακούφιση. Κάτι τέτοιες δουλειές ευχαρίστως τις φόρτωνε σε τύπους σαν τον Πάσγκορ. «Ναι, όμως δεν προλαβαίνω», διαμαρτυρήθηκε εκείνος.
«Ο Γιόρεν κι εγώ έχουμε να περάσουμε από κάτι σπίτια στο Σάντμπι». Ο Γιάκομπσεν έριξε μια ματιά προς το μέρος του γιγαντόσωμου αστυνομικού που στεκόταν κατηφής στην απέναντι πλευρά της αίθουσας. Ο Γιόρεν έγνεψε καταφατικά. Αλήθεια ήταν. «Τι να γίνει, ο Γιόρεν θα πρέπει να τα βγάλει πέρα μόνος του για μερικές μέρες», είπε ο Γιάκομπσεν. «Σύμφωνοι, Γιόρεν;» Ο θηριώδης άντρας ανασήκωσε τους ώμους. Δεν ήταν ευχαριστημένος. Οι γονείς που περίμεναν με αγωνία να οδηγηθούν στη δικαιοσύνη οι δολοφόνοι του γιου τους πιθανότατα θα ήταν αντίστοιχα δυσαρεστημένοι. Ο Γιάκομπσεν στράφηκε στον Πάσγκορ. «Δύο μέρες, φαντάζομαι, θα είναι αρκετές, τι λες κι εσύ;» Ο διοικητής του Τμήματος Ανθρωποκτονιών είχε δώσε το στίγμα του. Αν προσπαθήσεις να φτύσεις κάποιον, φρόντισε να μην έχεις τον άνεμο κόντρα.
25 Ο,ΤΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ θα μπορούσε να συμβεί, είχε μόλις συμβεί, και η Ράκιλ ήταν συντετριμμένη. Ο Σατανάς είχε εμφανιστεί ανάμεσά τους και τους είχε τιμωρήσει για τη φαυλότητά τους. Πώς μπόρεσε να επιτρέψε σε έναν ξένο να πάρει τα δύο πολυαγαπημένα παιδιά της, κα μάλιστα τέτοια άγια μέρα; Κανονικά, χτες έπρεπε να είνα σιωπηρά απορροφημένοι στη μελέτη της Βίβλου, προετοιμαζόμενοι για την ευλογία του Σαββάτου. Θα έπρεπε α είχαν σταυρώσει τα χέρια τους όλοι μαζί την ώρα της ανάπαυσης, ώστε να επιτρέψουν στο πνεύμα της Μητέρας του Θεού να περάσει μέσα τους και να τους φέρει τη γαλήνη. Και τώρα; Ο Θεός είχε ρίξει τη χείρα Του πάνω τους σαν α ήταν κεραυνός. Είχαν υποκύψει σε όλους εκείνους τους πειρασμούς στους οποίους είχε αντισταθεί η σεπτή Παρθένος Μαρία. Στην κολακεία, στις παγίδες του Σατανά, στα κούφια λόγια. Η τιμωρία τους είχε έρθει άμεσα. Η Μαγκνταλένα και ο Σάμουιλ είχαν πέσει στα χέρια του αμαρτωλού. Είχε περάσε μια νύχτα και μια μέρα, κι εκείνοι ήταν ανήμποροι να κάνουν το παραμικρό. Και η Ράκιλ αισθανόταν ντροπή. Όπως ακριβώς όταν είχε πέσει θύμα βιασμού και δεν είχε τρέξει κανείς να τη βοηθήσει. Μόνο που, τότε, η ίδια κάτι μπόρεσε να κάνει. Τώρα, ήταν
ανήμπορη. «Πρέπει να συγκεντρώσεις τα χρήματα, Γιόσουα», ικέτευε το σύζυγό της. «Πρέπει!» Εκείνος δεν έδειχνε καλά. Το λευκό των ματιών του είχε γίνει ένα με το χρώμα του προσώπου του. «Μα, δεν έχουμε τόσα χρήματα, Ράκιλ. Πλήρωσα τους φόρους προχτές, το ξέρεις αυτό. Ένα εκατομμύριο, όπως κάνουμε πάντοτε». κρυψε το πρόσωπο στις παλάμες του. «Ακριβώς όπως κάνουμε πάντοτε, στο όνομα του Ιησού. Ακριβώς όπως κάνουμε πάντοτε!» «Γιόσουα, άκουσες τι είπε εκείνος στο τηλέφωνο. Αν δε συγκεντρώσουμε τα χρήματα, θα σκοτώσει τα παιδιά!» «Πρέπει να μιλήσουμε στην κοινότητα». «ΟΧΙ!» Η κραυγή της ήταν τόσο δυνατή, ώστε η μικρότερη κόρη τους άρχισε να κλαίει στο διπλανό δωμάτιο. «Πήρε τα παιδιά μας, και τώρα εσύ θα τα φέρεις πίσω, κατάλαβες; Έτσι και μιλήσεις σε οποιονδήποτε, δεν πρόκειται να τα ξαναδούμε. Είμαι σίγουρη». Έστρεψε το κεφάλι του προς το μέρος της. «Πώς το ξέρεις, Ράκιλ; Μπορεί να μπλοφάρει. Ίσως θα έπρεπε να πάμε στην Αστυνομία». «Τι ξέρεις για την Αστυνομία; Η Αστυνομία μπορεί να είναι στη δούλεψη του διαβόλου. Και πώς μπορείς να είσα σίγουρος ότι δε θα το μάθει εκείνος ; Πώς μπορείς να είσα σίγουρος;» «Στους φίλους μας, τότε. Τα μέλη της κοινότητας θα κρατήσουν το μυστικό. Αν ενώσουμε τις δυνάμεις μας, θα καταφέρουμε να συγκεντρώσουμε τα χρήματα».
«Σκέφτεσαι τι μπορεί να συμβεί αν είναι αυτός κάπου εκε έξω, όταν θα πας να τους βρεις; Κι αν έχει βοηθούς ανάμεσά μας; Πλησίασε τόσο κοντά, κι όμως δεν καταφέραμε να διακρίνουμε τον πραγματικό του εαυτό. Πώς μπορείς να είσα σίγουρος ότι δεν υπάρχουν και άλλοι όμοιοί του; Πώς, Γιόσουα;» Στράφηκε και κοίταξε τη μικρότερη κόρη τους, η οποία τώρα στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας, πιασμένη σφιχτά από το πλαίσιο, με δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά της. Ο άντρας της έπρεπε να βρει κάποιον τρόπο. «Γιόσουα, κάτι πρέπει να κάνεις», επανέλαβε η Ράκιλ, καθώς σηκωνόταν από το τραπέζι. Γονάτισε μπροστά στο κοριτσάκι της κι έκλεισε το πρόσωπό του ανάμεσα στις παλάμες της. «Δεν πρέπει να απελπίζεσαι, Σάρα. Η Μητέρα του Θεού θα φυλάξει τη Μαγκνταλένα και τον Σάμουιλ. μως πρέπει να προσεύχεσαι, ώστε να έχουν τη βοήθειά της. Κι αν όλο αυτό συνέβη επειδή κάναμε κάτι που δεν έπρεπε να κάνουμε, τότε θα λάβουμε συγχώρεση εφόσον προσευχηθούμε. Αυτό πρέπει να κάνεις, αγάπη μου». Είδε τη μικρή να σκιρτάει στο άκουσμα της συγχώρεσης. Πόσο τη λαχταρούσαν τα ματάκια της! Είχε κάτι που ήθελε α πει, όμως το στόμα της δεν άνοιγε. «Τι συμβαίνει, Σάρα; Είναι κάτι που θα ήθελες να πεις στη μανούλα;» Το στόμα της Σάρας στράβωσε, τα χείλη της άρχισαν να τρέμουν. Πράγματι, κάτι συνέβαινε. «Έχει κάποια σχέση με αυτό τον άντρα;» Το κοριτσάκι έγνεψε καταφατικά, και τώρα τα δάκρυά του
κυλούσαν ποτάμι. Ασυναίσθητα, η Ράκιλ κράτησε την ανάσα της. «Τι είναι; ες μου!» Η μικρή φοβήθηκε από την ξαφνική αυστηρότητα στη φωνή της μητέρας της, όμως ακόμα κι έτσι άρχισε να μιλάει. «Έκανα κάτι που μου είπες πως δεν έπρεπε». «Τι έκανες, Σάρα; Πες το στη μανούλα». «Κοίταξα το άλμπουμ με τις φωτογραφίες την ώρα της ανάπαυσης, όταν ήσαστε όλοι στην κουζίνα με τις Βίβλους σας. Λυπάμαι πάρα πολύ, μανούλα. Το ξέρω πως ήταν λάθος μου». «Αχ, Σάρα». Το πρόσωπο της Ράκιλ χαλάρωσε. «Αυτό είναι όλο;» Η κόρη της κούνησε το κεφάλι. «Είδα τη φωτογραφία του άντρα που πήρε τη Μαγκνταλένα και τον Σάμουιλ. Γι’ αυτό έγιναν όλα αυτά; Επειδή είναι ο διάβολος, κι εγώ τον κοίταξα;» Η Ράκιλ πήρε μια βαθιά ανάσα. Αυτό δεν το ήξερε. «Θες α πεις ότι υπάρχει στο άλμπουμ φωτογραφία του;» Η Σάρα ρούφηξε τη μύτη της. «Ναι, έξω από την αίθουσα συγκεντρώσεων, όταν βγήκαμε όλοι φωτογραφία, στην τελετή μύησης της Γιοχάνα και της Ντίνε». Ήταν στ’ αλήθεια κι εκείνος σε αυτή τη φωτογραφία; «Πού βρίσκεται αυτή η φωτογραφία, Σάρα; Θέλω να μου τη δείξεις, αμέσως!» Υπάκουα, το κοριτσάκι έφερε το άλμπουμ και της έδειξε τη φωτογραφία. Η Ράκιλ απογοητεύτηκε. Ήταν άχρηστη, σκέφτηκε. Δε θα
βοηθούσε σε τίποτα. Παρατήρησε τη φωτογραφία με αηδία, την πήρε από τη θήκη της, χάιδεψε τα μαλλιά της κόρης της, την παρηγόρησε, της είπε πως ήταν συγχωρεμένη. Κι ύστερα, επέστρεψε στην κουζίνα και κατέβασε με δύναμη τη φωτογραφία πάνω στο τραπέζι, μπροστά στο καμπουριασμένο κορμί του άντρα της. «Να ο βασανιστής μας, Γιόσουα». Το δάχτυλό της έδειχνε ένα κεφάλι που μετά βίας διακρινόταν στην τελευταία σειρά. Είχε καταφέρει να σταθεί μισοκρυμμένος πίσω από τον μπροστινό του και δεν κοίταζε προς το φακό. Αν δεν ήξερε η Ράκιλ πως ήταν αυτός, θα μπορούσε να τον περάσει για οποιονδήποτε. «Θα πας στην εφορία πρωί πρωί αύριο και θα τους πεις πως κατέθεσες το ποσό κατά λάθος. Θα τους πεις ότ χρειαζόμαστε τα χρήματα αμέσως, ειδάλλως θα χρεοκοπήσουμε. Με κατάλαβες, Γιόσουα; Αύριο, πρω πρωί». φτασε η Δευτέρα, κι εκείνη κοίταζε έξω από το παράθυρο την ανατολή του ήλιου, καθώς έκανε την εμφάνισή του πάνω από την εκκλησία του Ντόλερουπ. Μακριές, εκθαμβωτικές αχτίδες φωτός ξεπρόβαλλαν μέσα από την πρωινή ομίχλη. Το προτεταμένο χέρι του Θεού, σε όλο Του το μεγαλείο. Πώς ήταν δυνατό να της ζητάει να σηκώσει τέτοιο σταυρό; Κα πώς τολμούσε εκείνη ακόμα και να κάνει μια τέτοια ερώτηση; Άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου. Το γνώριζε αυτό. Έσφιξε τα χείλη για να πνίξει τα δάκρυά της, σταύρωσε τα χέρια κι έκλεισε τα μάτια.
Όλη τη νύχτα προσευχόταν, έτσι όπως έκανε τόσο συχνά μέσα στην αγκάλη της κοινότητας, όμως αυτή τη φορά η γαλήνη δεν ερχόταν. Τώρα ήταν η στιγμή της δοκιμασίας, η μοίρα του Ιώβ, και ο πόνος φάνταζε ατέλειωτος. Μέχρι να φωλιάσει ο ήλιος στα πυκνά σύννεφα και να ξεκινήσει ο Γιόσουα να πάει στην τοπική εφορία, προκειμένου α προσπαθήσει να του επιστραφεί η εθελοντική εισφορά επιχειρήσεων, η δύναμή της κόντευε να εξαντληθεί. «Γιόζεφ, δε θα πας σχολείο σήμερα για να προσέχεις τις αδερφές σου», είχε πει στον πρωτότοκό της. Δεν ήθελε τη Μίριαμ και τη Σάρα μέσα στα πόδια της, προκειμένου να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της. Όταν θα επέστρεφε ο Γιόσουα, θα είχε, Θεού θέλοντος, τα χρήματα μαζί του. Είχαν συμφωνήσει πως θα κατέθετε την επιταγή στην Τράπεζα Βέστγισκ και θα τους έδινε εντολή να κατανείμουν το ποσό στους διάφορους λογαριασμούς που διατηρούσαν στη Νόρντια, την Ντάνσκε, τη Γίσκε, τη Σπάρεκασεν Κρόνγιλαν, καθώς και την Αλμίντελιγ. Έτσι, θα μπορούσαν να πάρουν σε μετρητά γύρω στις εκατόν εξήντα πέντε χιλιάδες κορόνες από την κάθε τράπεζα, ποσό το οποίο, λογικά, δε θα προκαλούσε σχόλια. Αν υπήρχαν καινούρια χαρτονομίσματα, θα έπρεπε να τα τσαλακώσουν και να τα βρομίσουν, προτού τα ανακατέψουν με τα χρησιμοποιημένα χαρτονομίσματα από τις υπόλοιπες αναλήψεις, ώστε το τέρας που είχε πάρει τα παιδιά τους να μη ομίζει ότι του φόρτωναν προσημειωμένα. Έκλεισε εισιτήρια στη βραδινή ταχεία που έφτανε στο δενσε στις 7.29 μ.μ. κι από εκεί συνέχιζε με προορισμό την
Κοπεγχάγη. Κι ύστερα κάθισε να περιμένει τον άντρα της. Υπολόγιζε πως εκείνος θα επέστρεφε κάποια στιγμή μεταξύ δώδεκα και μία, όμως ήταν πίσω στις δέκα και μισή. «Τα χρήματα, Γιόσουα. Πήρες τα χρήματα;» τον ρώτησε, αν και κατάλαβε, με το που τον είδε, πως είχε αποτύχει. «Δεν ήταν τόσο απλό, Ράκιλ. Το ήξερα πως δε θα ήταν», απάντησε εκείνος με αδύναμη φωνή. «Οι άνθρωποι στην τοπική εφορία έδειξαν προθυμία, όμως ο λογαριασμός ανήκε στο κράτος, επομένως χρειάζεται χρόνος. Είναι τρομερό αυτό που συμβαίνει». «Εσύ επέμεινες, Γιόσουα, έτσι δεν είναι; Πες μου ότ επέμεινες. Δεν έχουμε όλη μέρα στη διάθεσή μας. Οι τράπεζες κλείνουν στις τέσσερις». Πλέον, την είχε πιάσει απόγνωση. «Τι τους είπες; Πες μου!» «Τους είπα πως έπρεπε να μου επιστραφεί το ποσό. Ότι η κατάθεση έγινε από λάθος. Παρουσίασε κάποιο πρόβλημα το δίκτυο του γραφείου μας, τους είπα, κι είχα χάσει τον έλεγχο των πληρωμών. Κατέληγαν ποσά σε λάθος λογαριασμούς και χάνονταν οι αποδείξεις πληρωμών στο σύστημα. Τους είπα ότι μας τηλεφωνούσαν από το πρωί οι προμηθευτές κα πως, αν δεν πληρώναμε τα οφειλόμενα ποσά, θα τους χάναμε. Τους εξήγησα πως η οικονομική κρίση έχει πιέσε τους προμηθευτές και πως σύντομα θα απαιτούσαν πίσω τα μηχανήματά τους, για να τα πουλήσουν με έκπτωση σε άλλους. Τους είπα πως θα χάναμε τις συνεργασίες μας, πως όλο αυτό θα μας στοίχιζε ακριβά και πως ήταν μια κρίσιμη περίοδος και για εμάς». «Αχ, Θεέ μου! Έπρεπε να τα πεις τόσο μπερδεμένα,
Γιόσουα; Γιατί;» «Δεν μπόρεσα να σκεφτώ κάτι καλύτερο». Κάθισε βαρύς σε μια καρέκλα και άφησε να πέσει ο άδειος χαρτοφύλακας πάνω στο τραπέζι. «Πιέζομαι κι εγώ, Ράκιλ. Δεν μπορώ να σκεφτώ καθαρά. Έμεινα άυπνος όλη νύχτα». «Θεέ μου, τι θα κάνουμε τώρα;» «Πρέπει να στραφούμε στην κοινότητα. Τι άλλο μπορούμε α κάνουμε;» Εκείνη έσφιξε τα χείλη της και ο νους της πήγε ξανά στη Μαγκνταλένα και στον Σάμουιλ. Στα δύστυχα, αθώα παιδιά της. Τι είχαν κάνει για να τους αξίζει μια τέτοια τιμωρία; Είχαν βεβαιωθεί ότι ο πάστοράς τους θα βρισκόταν στο σπίτ του και φορούσαν ήδη τα πανωφόρια τους για να πάνε και να του μιλήσουν, όταν χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Η Ράκιλ δε σκόπευε να ανοίξει, όμως ο άντρας της πήγε και άνοιξε την πόρτα χωρίς να το σκεφτεί. Δε γνώριζαν τη γυναίκα η οποία στεκόταν στο σκαλοπάτι, κρατώντας ένα φάκελο στο χέρι, ούτε και ήθελαν να της μιλήσουν. «Ίζαμπελ Γιόνσον. Εκ μέρους των τοπικών Αρχών», συστήθηκε εκείνη, ενώ περνούσε στο χολ. Η Ράκιλ ένιωσε την ελπίδα να σαλεύει μέσα της. Η γυναίκα είχε φέρει τα απαραίτητα έγγραφα που έπρεπε να πογράψουν. Τα είχε κανονίσει όλα. Τελικά, ο άντρας της ίσως και να μην ήταν τόσο βλάκας. «Περάστε. Μπορούμε να καθίσουμε στην κουζίνα», είπε ανακουφισμένη.
«Βλέπω ότι ετοιμαζόσαστε να φύγετε. Δεν είνα απαραίτητο να γίνει τώρα. Θα μπορούσα να έρθω ξανά αύριο, αν σας εξυπηρετεί καλύτερα». Η Ράκιλ ένιωσε τα σύννεφα να πυκνώνουν καθώς κάθονταν στο τραπέζι της κουζίνας. Προφανώς, η γυναίκα δεν είχε έρθει για να τους βοηθήσει να πάρουν πίσω τα χρήματά τους. Αν είχε έρθει γι’ αυτό, θα ήξερε πόσο επιτακτική ήταν η ανάγκη. Γιατί δεν έμπαινε στο θέμα; Είχε πει πως δεν ήταν απαραίτητο να γίνει τώρα αυτή η δουλειά. Αυτό, πάλι, τι μπορεί να σήμαινε; «Εργάζομαι στην υποστήριξη δικτύων, στο πλαίσιο της ομάδας υποστήριξης επιχειρήσεων. Οι συνάδελφοί μου με ενημέρωσαν ότι αντιμετωπίσατε κάποια μάλλον σοβαρά προβλήματα με τα συστήματά σας, οπότε ήρθα να βοηθήσω». Χαμογέλασε και τους έδωσε την κάρτα της: Ίζαμπελ Γιόνσον, Σύμβουλος Πληροφορικής, Δήμος Βίμπορ . Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που χρειάζονταν εκείνη τη στιγμή. «Λυπάμαι», είπε η Ράκιλ ύστερα από ένα λεπτό, συνειδητοποιώντας ότι ο άντρας της δίσταζε να πάρε πρωτοβουλία. «Είναι εξαιρετικά ευγενικό εκ μέρους σας, όμως μας βρίσκετε σε ακατάλληλη ώρα, δυστυχώς. Πιεζόμαστε από το χρόνο». Νόμισε πως αυτό θα ήταν αρκετό και ότι η γυναίκα θα ζητούσε συγνώμη για την ενόχληση και θα έφευγε, ωστόσο εκείνη παρέμεινε καθισμένη, κοιτάζοντας επίμονα το τραπέζι, λες και ήταν βιδωμένη στην καρέκλα της. Λες και ήταν αποφασισμένη να καταφύγει σε οποιοδήποτε μέσο
προκειμένου να επιβάλει το δικαίωμα των τοπικών Αρχών να χώσουν τη μύτη τους στις υποθέσεις τους. Η Ράκιλ σηκώθηκε και κοίταξε με νόημα, αυστηρά, τον άντρα της. «Πρέπει να πηγαίνουμε, Γιόσουα. Η ώρα περνάει, το ξέχασες;» Στράφηκε προς τη γυναίκα. «Λοιπόν, να μας συγχωρείτε...» Η γυναίκα, όμως, δεν κουνήθηκε. Και τότε ήταν που η Ράκιλ κατάλαβε ότι το βλέμμα της είχε καρφωθεί πάνω στη φωτογραφία την οποία είχε βρει η Σάρα στο άλμπουμ. Τη φωτογραφία που είχε απομείνει στο τραπέζι για να τους θυμίζει πως σε οποιοδήποτε ποίμνιο μπορούσε να κρύβετα ένας Ιούδας. «Γνωρίζετε αυτό τον άντρα;» ρώτησε η γυναίκα. Την κοίταξαν εμβρόντητοι. «Ποιον άντρα;» ρώτησε με τη σειρά της η Ράκιλ. «Αυτόν εδώ», απάντησε η γυναίκα, βάζοντας το δείκτη της κάτω από το πρόσωπο εκείνου που εννοούσε. Η Ράκιλ διαισθάνθηκε κίνδυνο. Όπως ακριβώς κι εκείνο το φοβερό απόγευμα στο χωριό της Λιβερίας, όταν της είχαν ζητήσει πληροφορίες οι στρατιώτες. Ο τόνος της φωνής. Η κατάσταση. Ήταν όλα λάθος. «Πρέπει να πηγαίνετε τώρα», της είπε η Ράκιλ. «Είμαστε απασχολημένοι». Η γυναίκα, όμως, δεν επρόκειτο να πάει πουθενά. «Τον γνωρίζετε;» επανέλαβε. Ώστε τώρα είχε εμφανιστεί κι άλλος δαίμονας ανάμεσά τους. Ένας δεύτερος δαίμονας, με καλοσυνάτη όψη.
Η Ράκιλ στάθηκε μπροστά της, βάζοντας τα χέρια της γροθιές πάνω στους γοφούς της. «Ξέρω ποια είσαι και θέλω α φύγεις, αυτή τη στιγμή. Θαρρείς πως δεν καταλαβαίνω ότ σε έστειλε εκείνο το τέρας; Ξέρεις πόσος λίγος χρόνος μάς απομένει». Και τότε αισθάνθηκε όλα αυτά που τη στήριζαν μέσα της α καταρρέουν. Ξαφνικά, της ήταν αδύνατο να συγκρατήσε τα δάκρυά της, καθώς η οργή και η ανημποριά τη σάρωναν και τη γονάτιζαν. «ΤΣΑΚΙΣΟΥ, ΦΥΓΕ!» ούρλιαξε, με τα μάτια κλειστά κα τις γροθιές σφιγμένες τώρα πάνω στο στήθος της. Η γυναίκα σηκώθηκε, ακούμπησε τις παλάμες της πάνω στους ώμους της Ράκιλ και άρχισε να την ταρακουνάε ελαφρά, μέχρι που εκείνη την κοίταξε. «Δεν ξέρω για ποιο πράγμα μιλάς, όμως πίστεψέ με, αν έχει κάποιος λόγο να μισεί αυτό τον άντρα, είμαι εγώ». Η Ράκιλ άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και είδε πως η άλλη της έλεγε την αλήθεια. Πίσω από το ψύχραιμο βλέμμα της γυναίκας, σιγόβραζε η έχθρα, τα αποκαΐδια της φέγγιζαν βαθιά μέσα της. «Τι σας έκανε;» ρώτησε η γυναίκα. «Πείτε μου τι σας έκανε, κι εγώ θα σας πω ό,τι ξέρω γι’ αυτόν». Η γυναίκα τον γνώριζε, και η συνάντηση που είχε μαζί του κάθε άλλο παρά ευτυχής ήταν. Αυτό, τουλάχιστον, φαινόταν καθαρά. Το ερώτημα ήταν κατά πόσο μπορούσε να τους βοηθήσει. Η Ράκιλ αμφέβαλλε. Μονάχα τα χρήματα μπορούσαν να βοηθήσουν, και τα όποια περιθώρια είχαν,
πολύ σύντομα θα εξαντλούνταν. «Πες μας. Γρήγορα, όμως, αλλιώς φεύγουμε». «Τον λένε Μες Φογκ. Μες Κρίστιαν Φογκ». Η Ράκιλ κούνησε το κεφάλι. «Εμάς μας είπε πως τον λένε Λαρς. Λαρς Σέρενσεν». Η γυναίκα κατένευσε αργά. «Εντάξει, δεν αποκλείεται κα τα δύο ονόματα να είναι πλαστά. Όταν τον γνώρισα, μου συστήθηκε ως Μίκελ Λάουστ. Όμως είδα κάποια έγγραφα και βρήκα μια διεύθυνση, ένα σπίτι καταχωρισμένο στο όνομα Μες Κρίστιαν Φογκ. Νομίζω πως αυτό είναι το πραγματικό του όνομα». Η Ράκιλ προσπάθησε να πάρει ανάσα. Άραγε, είχε εισακούσει η Μητέρα του Θεού τις προσευχές της; Κοίταξε ξανά τη γυναίκα, κατάματα. Μπορούσαν να της έχουν εμπιστοσύνη; «Ποια διεύθυνση; Πού;» Το πρόσωπο του Γιόσουα είχε πάρει μια γαλαζόλευκη απόχρωση. Προφανώς, αδυνατούσε α συλλάβει όσα άκουγε. «Σε ένα μέρος στο Βόρειο Σγιέλαν, κοντά στο Σκίμπι. Φίερσλεου το λένε. Έχω την ακριβή διεύθυνση στο σπίτ μου». «Και πώς τα ξέρεις όλα αυτά;» ρώτησε η Ράκιλ με τρεμάμενη φωνή. Ήθελε να τα πιστέψει, όμως μπορούσε; «Έμενε μαζί μου μέχρι το περασμένο Σάββατο. Τον πέταξα έξω το πρωί της Κυριακής». Η Ράκιλ κάλυψε το στόμα με την παλάμη της από την έκπληξη. Αυτά που άκουγε ήταν τρομερά. Εκείνος είχε έρθε α τους βρει με το που έφυγε από το σπίτι αυτής της
γυναίκας. Έστρεψε το βλέμμα της προς το ρολόι, έχοντας ένα τρομερό αίσθημα φόβου, καθώς πίεζε τον εαυτό της να ακούσει την επισκέπτρια που τους διηγούνταν πώς την είχε εκμεταλλευτεί αυτός ο άντρας, πώς την είχε παρασύρει με τη γοητεία του και, τελικά, πώς είχε μεταμορφωθεί από τη μια στιγμή στην άλλη. Η Ράκιλ αναγνώριζε τον άντρα που περιέγραφε η Ίζαμπελ, κι όταν εκείνη ολοκλήρωσε την αφήγησή της, η Ράκιλ έστρεψε το βλέμμα στο σύζυγό της. Για μια στιγμή, της φάνηκε χαμένος, λες και προσπαθούσε να βάλει τα πράγματα σε μια σειρά. Τελικά, έγνεψε καταφατικά. Έπρεπε να της μιλήσουν, έλεγε το βλέμμα του. Αυτή η γυναίκα ήταν σύμμαχός τους. Έτσι, η Ράκιλ πήρε το χέρι της Ίζαμπελ μέσα στα δικά της. «Αυτά που θα σου πω δεν πρέπει να τα φανερώσεις σε κανέναν άλλο, με καταλαβαίνεις; Όχι ακόμα, τουλάχιστον. Σου τα λέμε επειδή πιστεύουμε ότι μπορείς να μας βοηθήσεις». «Αν πρόκειται για έγκλημα, δεν μπορώ να σας εγγυηθώ κάτι τέτοιο». «Για έγκλημα πρόκειται. Όμως δεν είμαστε εμείς ο εγκληματίες. Εκείνος είναι. Ο άντρας που πέταξες έξω από το σπίτι σου. Και αυτό που έκανε...» Πήρε μια βαθιά ανάσα, συνειδητοποιώντας για πρώτη φορά πόσο έτρεμε η φωνή της. «Αυτό που έκανε είναι ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να κάνει κάποιος σε μια οικογένεια. Απήγαγε δύο από τα παιδιά μας. Κι αν το πεις σε κανέναν, θα τα σκοτώσει. Κατάλαβες;»
Είχαν περάσει είκοσι λεπτά, και πρώτη φορά στη ζωή της είχε παραμείνει η Ίζαμπελ σε κατάσταση σοκ για τόση ώρα. Πλέον έβλεπε τα πάντα έτσι όπως ήταν πραγματικά. Ο άντρας που είχε ζήσει μαζί της, και τον οποίο για ένα σύντομο, έντονο διάστημα είχε θεωρήσει ως πιθανό σύντροφο στην υπόλοιπη ζωή της, ήταν ένα τέρας, κατά πάσα πιθανότητα ικανός για τα χειρότερα. Το ένιωθε τώρα, καθώς οι αισθήσεις της ανέσυραν από τη μνήμη της την εικόνα των χεριών του πάνω στο σώμα της. Ένα άγγιγμα κάπως υπερβολικά δυνατό, σχεδόν περβολικά έμπειρο. Συνειδητοποιούσε πόσο θανάσιμο θα μπορούσε να είχε αποδειχτεί το πέρασμά του από τη ζωή της. Και το στόμα της στέγνωσε όταν θυμήθηκε τη στιγμή που του είχε αποκαλύψει ότι συγκέντρωνε πληροφορίες για εκείνον. Τ θα είχε συμβεί αν της είχε επιτεθεί αμέσως, πριν προλάβει να του πει ότι είχε ενημερώσει για τα πάντα τον αδερφό της, ο οποίος ήταν αστυνομικός; Κι αν ανακάλυπτε ότι του είχε πε ψέματα; Ότι σε καμία περίπτωση δε θα τολμούσε να μπλέξε τον αδερφό της στα ερωτικά της στραπάτσα; Ούτε που ήθελε να το σκεφτεί. Κοίταξε τους ανθρώπους που είχε απέναντί της κα συμμερίστηκε τον πόνο τους. Ω, πόσο μισούσε αυτό τον άντρα! Κι έτσι ορκίστηκε πως, όποιο κι αν ήταν το τίμημα, δε θα του επέτρεπε να γλιτώσει. «Ακούστε, μπορώ να σας βοηθήσω. Ο αδερφός μου είνα αστυνομικός. Υπηρετεί στην Τροχαία, όμως μπορούμε να τον βάλουμε να μοιράσει την περιγραφή αυτού του ανθρώπου. τσι, θα κυκλοφορήσει ευρέως, θα καλύψουμε ολόκληρη τη χώρα σε χρόνο μηδέν. Έχω τον αριθμό του βαν που οδηγεί.
Μπορώ να περιγράψω τα πάντα, με κάθε λεπτομέρεια». Όμως η γυναίκα μπροστά της έγνεψε αρνητικά με το κεφάλι. Ήθελε να συμφωνήσει, εντούτοις δεν μπορούσε. «Σου το είπα ήδη, δεν πρέπει να μιλήσεις σε κανέναν. Το ποσχέθηκες», της θύμισε έπειτα από λίγο. «Πλέον έχουμε τέσσερις ώρες προτού κλείσουν οι τράπεζες, και πρέπει να βρούμε ένα εκατομμύριο κορόνες. Δε γίνεται να καθίσουμε άλλο εδώ πέρα». «Μα, ακούστε με. Αν ξεκινήσουμε τώρα, μπορούμε να φτάσουμε στη διεύθυνσή του μέσα σε λιγότερο από τέσσερις ώρες». Και πάλι, η Ράκιλ έγνεψε αρνητικά. «Τι σε κάνει να ομίζεις ότι κρατάει τα παιδιά εκεί; Γιατί να κάνει τέτοια βλακεία; Τα παιδιά μου μπορεί να βρίσκονται οπουδήποτε. Μπορεί να τα έχει βγάλει ακόμα κι έξω από τα σύνορα της χώρας. Στην εποχή μας, δε γίνονται πια έλεγχοι. Καταλαβαίνεις τι προσπαθώ να σου πω;» Η Ίζαμπελ κατένευσε. Έπειτα κοίταξε το σύζυγο. «Μήπως έχεις κινητό;» Ο Γιόσουα έβγαλε το τηλέφωνο από την τσέπη του. «Ορίστε», είπε. «Είναι φορτισμένο;» Της έγνεψε καταφατικά. «Έχεις κι εσύ κινητό τηλέφωνο, Ράκιλ;» «Ναι», ήταν το μόνο που είπε εκείνη. «Νομίζω πως θα ήταν καλύτερα αν χωριζόμασταν σε δύο ομάδες. Ο Γιόσουα να προσπαθήσει να συγκεντρώσει τα λύτρα, κι εμείς να πάμε στο Σγιέλαν. Πρέπει να ξεκινήσουμε
αμέσως!» Το ζευγάρι κοιτάχτηκε για μια στιγμή. Αυτό το παράξενο ζευγάρι. Η Ίζαμπελ τούς καταλάβαινε πάρα πολύ καλά. Η ίδια δεν είχε παιδιά, κι αυτό από μόνο του ήταν μεγάλη θλίψη. Πώς νιώθει κανείς συνειδητοποιώντας ότι κινδυνεύει να χάσε τους δικούς του, ότι ίσως αποτύχει να τους σώσει; «Χρειαζόμαστε ένα εκατομμύριο κορόνες», είπε ο Γιόσουα. «Έχουμε αυτά τα χρήματα κι ακόμα παραπάνω, όμως δε γίνεται να πάμε στην τράπεζα και να τους ζητήσουμε α μας δώσουν τόσα χρήματα, και μάλιστα μετρητά. Πριν κάνα δυο χρόνια, μπορεί και να γινόταν, όταν τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Όχι τώρα, όμως. Μονάχα στην κοινότητά μας μπορούμε να στραφούμε. Είναι ριψοκίνδυνο, ωστόσο είναι ο μόνος τρόπος για να βρούμε τα χρήματα». Την κοίταζε με αγωνία. Η αναπνοή του έβγαινε τρεμουλιαστή, τα χείλη του είχαν πανιάσει. «Εκτός κι αν μπορείς εσύ να μας βοηθήσεις. Νομίζω πως μπορείς, αν θέλεις». Εδώ, για πρώτη φορά, αντίκριζε τον πραγματικό άνθρωπο πίσω από το όνομα, ένα όνομα πασίγνωστο για την ικανότατη διαχείριση των επιχειρήσεών του. Έναν από τους συνεπέστερους φορολογούμενους στο δήμο του Βίμπορ. «Τηλεφώνησε στους προϊσταμένους σου», της είπε με θλιμμένο βλέμμα. «Πες τους να επικοινωνήσουν με την εφορία. Πες τους πως κάναμε ένα λάθος με την καταβολή του φόρου και ότι πρέπει να επιστραφεί αμέσως το ποσό στο λογαριασμό μας. Μπορείς να το κάνεις αυτό;» Και ξαφνικά, το μπαλάκι είχε περάσει στη δική της πλευρά. Όταν είχε πάει στη δουλειά εκείνο το πρωί, πριν από τρεις
ώρες, εξακολουθούσε να αισθάνεται σαστισμένη. Ανάστατη και δύσθυμη. Η αυτολύπηση ήταν το μόνο που την ωθούσε α κινείται. Τώρα, ούτε που αναγνώριζε αυτά τα συναισθήματα. Αυτή τη στιγμή, ήταν έτοιμη να αναλάβε δράση, να κάνει οτιδήποτε απαραίτητο. Ακόμα κι αν της στοίχιζε τη δουλειά της. Ακόμα κι αν της στοίχιζε πολύ περισσότερα. «Επιτρέψτε μου να πάω σε ένα άλλο δωμάτιο», είπε. «Θα κάνω όσο πιο γρήγορα μπορώ, όμως ίσως να πάρει κάποια ώρα».
26 «ΛΟΙΠΟΝ, ΛΑΟΥΡΣΕΝ», είπε ο Καρλ, απευθυνόμενος στον πρώην αστυνόμο του Εγκληματολογικού, καθώς ολοκλήρωνε την ενημέρωσή του. «Πλέον ξέρουμε ποιος έγραψε το μήνυμα». «Τρομερή ιστορία». Ο Λάουρσεν πήρε μια βαθιά ανάσα. «Είπες πως εξασφάλισες κάποια πράγματα του Πόολ Χολτ, επομένως αν υπάρχει DNA πάνω τους, τότε μπορούμε να επιβεβαιώσουμε πέρα από κάθε αμφιβολία ότι το αίμα που χρησιμοποιήθηκε για να γραφτεί το γράμμα ήταν το δικό του. Εφόσον αποδειχτεί αυτό, τότε σε συνδυασμό με την κατάθεση του αδερφού του, που επιβεβαιώνει ότ δολοφονήθηκε, θα έχουμε αρκετά στοιχεία για να στείλουμε την υπόθεση στα δικαστήρια. Αν υποτεθεί ότι θα εντοπίσουμε το δράστη. Όμως υπόθεση δολοφονίας χωρίς πτώμα είνα ζόρικη περίπτωση, το ξέρεις αυτό». Εστίασε το βλέμμα του στη διάφανη πλαστική θήκη που έβγαλε ο Καρλ από το συρτάρι του. «Ο Τρίγκβε Χολτ μού είπε ότι κράτησε μερικά προσωπικά αντικείμενα που ανήκαν στον αδερφό του. Οι δυο τους ήταν αγαπημένοι, και ο Τρίγκβε τα πήρε μαζί του όταν έφυγε από το σπίτι. Τον έπεισα να μας τα παραδώσει». Ο Λάουρσεν τύλιξε ένα μαντίλι γύρω από την πελώρια, τετράγωνη παλάμη του. «Τούτα εδώ πιθανότατα δε μας
κάνουν», είπε, αφήνοντας κατά μέρος ένα ζευγάρι σαντάλια κι ένα μπλουζάκι. «Αυτό, όμως, μπορεί και να αποδειχτε χρήσιμο». Παρατήρησε προσεκτικά το καπελάκι. Ένα συνηθισμένο λευκό καπέλο του μπέιζμπολ, με μπλε γείσο, που έγραφε: Ο ΗΣΟΥΣ ΣΚΙΖΕΙ!
«Ο Πόολ δεν επιτρεπόταν να το φοράει. Όμως, απ’ ό,τ φαίνεται, του είχε μεγάλη αδυναμία. Το φύλαγε κάτω από το κρεβάτι του στη διάρκεια της μέρας και κοιμόταν με αυτό στο κεφάλι του τη νύχτα». «Μήπως το φορούσε κανείς άλλος εκτός του Πόολ;» «Απ’ ό,τι κατάλαβα, όχι. Έκανα την ίδια ερώτηση στον Τρίγκβε». «Εντάξει, οπότε έχουμε το DNA του εδώ». Ο Λάουρσεν έδειξε με τον παχύ δείκτη του κάτι τρίχες που είχαν σκαλώσε στην εσωτερική πλευρά του καπέλου. «Τελειότατα!» αναφώνησε ο Άσαντ, ξεπροβάλλοντας πίσω του, με έναν πάκο χαρτιά ανά χείρας. Το πρόσωπό του ήταν φωτεινό σαν λάμπα φθορισμού, πράγμα που δεν μπορούσε να αποδοθεί αποκλειστικά στην παρουσία του Λάουρσεν. Τι είχε ξετρυπώσει αυτή τη φορά; «Ευχαριστώ, Λάουρσεν», είπε ο Καρλ. «Το ξέρω πως πνίγεσαι στις κροκέτες ψαριού πάνω, όμως η αλήθεια είνα πως τα πράγματα προχωρούν πολύ ομαλότερα στο σύστημα όταν αναμειγνύεσαι εσύ». Ο Καρλ τού έσφιξε το χέρι. Ήταν καιρός να πάρει τα πόδια του και να ανέβει μέχρι το κυλικείο, για να πει στους συναδέλφους του Λάουρσεν τι αστέρι κυκλοφορούσε
ανάμεσά τους. «Ε!» έβγαλε μια φωνή ο Λάουρσεν, με το βλέμμα καρφωμένο κάπου στον αέρα μπροστά του. Και αμέσως μετά τίναξε την παλάμη του απροειδοποίητα προς κάτι αόρατο. Στάθηκε για λίγο με τη γροθιά του σφιγμένη κι ύστερα έκανε μια κίνηση σαν να πετούσε μπαλάκι του τένις στο πάτωμα. Μία στιγμή αργότερα, πάτησε απότομα το πόδι του κάτω κα χαμογέλασε. «Δεν τις αντέχω με τίποτα», είπε, για να εξηγήσει την αντίδρασή του, ενώ σήκωνε το πόδι κα αποκάλυπτε μια πελώρια μύγα λιωμένη στο πάτωμα. Κι ύστερα έφυγε. Ο Άσαντ έτριψε τα χέρια του γεμάτος ικανοποίηση, καθώς τα βήματα του Λάουρσεν έσβηναν στο βάθος. «Κινούμαστε σαν μια καλολαδωμένη μηχανή πλέον, Καρλ. Ρίξε μια ματιά εδώ». Άφησε τον πάκο με τα χαρτιά πάνω στο τραπέζι κ έδειξε την πρώτη σελίδα. «Ορίστε το κοινό που παρονομάζω σε όλους τους εμπρησμούς, Καρλ». «Το ποιο;» «Το κοινό που παρονομάζω». «Κοινός παρονομαστής λέγεται, Άσαντ. Σύνθετο ουσιαστικό. Ποιος είναι ο κοινός παρονομαστής;» «Να, εδώ. Μου ήρθε ξαφνικά, εκεί που κοίταζα τους λογαριασμούς της ΓΠΠ. Δανείστηκαν χρήματα από μια τράπεζα που λέγεται ΡΓ Επενδυτική, κι αυτό έχει μεγάλη σημασία». Ο Καρλ κούνησε το κεφάλι. Ο κόσμος είχε πήξει στα αρχικά, για τα δικά του γούστα. Τι κέρατο ήταν η ΓΠΠ; «ΓΠΠ, εννοείς την εταιρεία που το κτίριό της
καταστράφηκε από φωτιά στο Έμντρουπ;» Ο Άσαντ έγνεψε καταφατικά κι έδειξε ξανά το έγγραφο, στερα έστρεψε το κεφάλι προς το διάδρομο. «Ε, Ίρσα, έρχεσαι; Δείχνω στον Καρλ αυτό που ανακαλύψαμε». Ο Καρλ ζάρωσε το μέτωπό του. Αν είχε καταλάβει καλά, η ρσα, που φύτρωνε εκεί όπου δεν την έσπερναν, περνούσε το χρόνο της σε άλλα πράγματα από αυτά που έπρεπε να κάνε κανονικά; Άκουσε το ποδοβολητό της στο διάδρομο, τόσο δυνατό, που μπροστά του δεν έπιανε μία ολόκληρο τάγμα Αμερικανών πεζοναυτών. Πώς το κατάφερνε; Ζύγιζε το πολύ πενήντα πέντε κιλά. Όρμησε μέσα στο δωμάτιο και του κόλλησε τα έγγραφα στο πρόσωπο πριν καν σταματήσει. «Του είπες για τη ΡΓ Επενδυτική, Άσαντ;» Ο Άσαντ έγνεψε καταφατικά. «Αυτοί έδωσαν το δάνειο στη ΓΠΠ, λίγο πριν τον εμπρησμό». «Του το εξήγησα ήδη αυτό, Ίρσα», είπε ο Άσαντ. «Εντάξει. Λοιπόν, η ΡΓ Επενδυτική έχει πολύ χρήμα», συνέχισε εκείνη. «Στην παρούσα φάση, τα δάνεια που έχουν χορηγήσει ξεπερνούν τα πεντακόσια εκατομμύρια ευρώ. Διόλου άσχημα για μια εταιρεία η οποία δεν ήταν καν καταχωρισμένη πριν το 2004, δε συμφωνείς;» «Πεντακόσια εκατομμύρια ευρώ», μουρμούρισε ο Καρλ. «Εντάξει, δεν είναι και κανένα τρομερό ποσό στις μέρες μας, σωστά;» Μάλλον είχε κατά νου το δικό του χαρτοφυλάκιο, το
οποίο αποτελούνταν από χνούδια. «Η ΡΓ Επενδυτική δεν είχε τίποτα το 2004. Δανειζόταν ποσά από την ΑΙΓ ΕΠΕ. Η οποία, με τη σειρά της, είχε δανειστεί το αρχικό της κεφάλαιο το 1995 από τη ΜΓ ΑΕ, που νωρίτερα είχε πάρει δάνειο από την ΤΓ Χρηματιστηριακή. Καταλαβαίνεις τη μεταξύ τους σχέση;» Καλά, για βλάκα τον περνούσε; «Όχι, Ίρσα, δεν καταλαβαίνω. Εκτός κι αν εννοείς το γράμμα Γ. Και, τέλος πάντων, όλα αυτά τα Γ τι σημαίνουν;» Ο Καρλ χαμογέλασε, βέβαιος πως δε θα είχε να του απαντήσει κάτι. «Γιάνκοβιτς», απάντησαν ταυτόχρονα ο Άσαντ και η ρσα. Ο Άσαντ άπλωσε τα έγγραφα στο γραφείο μπροστά του. Ετήσιοι ισολογισμοί των τεσσάρων εταιρειών που ερευνούσαν για το διάστημα μεταξύ 1992 και 2009. Όλες είχαν δανειστε ποσά, και οι δανειστές τους ήταν σημειωμένοι με κόκκινο μαρκαδόρο. Όλοι οι δανειστές είχαν το γράμμα Γ. «Με άλλα λόγια, προσπαθείτε να μου πείτε πως πίσω απ’ όλα τα βραχυπρόθεσμα δάνεια κρύβεται η ίδια εταιρεία, κα στις τέσσερις περιπτώσεις των εταιρειών που κάηκαν ο εγκαταστάσεις τους;» «Ναι!» απάντησαν οι άλλοι δύο, ταυτόχρονα και πάλι. Ο Καρλ παρατήρησε τα έγγραφα για λίγο. Ήταν οπωσδήποτε ένα σημαντικό στοιχείο. «Εντάξει, Ίρσα», είπε τελικά. «Εσύ συγκέντρωσε όσες πληροφορίες μπορείς για τις τέσσερις εταιρείες που
χορήγησαν τα δάνεια. Ξέρουμε τι σημαίνουν τα αρχικά;» Εκείνη του χαμογέλασε σαν ηθοποιός του Χόλιγουντ που δεν είχε κανένα άλλο ταλέντο. «ΡΓ: Ράντομιρ Γιάνκοβιτς. ΑΙΓ: Άμπραμ Ίλια Γιάνκοβιτς. ΜΓ: Μίλικα Γιάνκοβιτς. ΤΓ: Τόμισλαβ Γιάνκοβιτς. Αδέρφια. Τρεις αδερφοί και η αδερφή τους, η Μίλικα». «Εντάξει. Και είναι κάτοικοι Δανίας;» «Όχι». «Τότε, πού ζουν;» «Άσε, θα πάθεις γλωσσοδέτη», απάντησε η Ίρσα, με τους ώμους της να ανασηκώνονται στο ύψος των αφτιών της. Έτσι όπως στεκόταν δίπλα στον Άσαντ, έμοιαζαν με δυο μαθητούδια που είχαν κάτι απαγορευμένο μέσα στις σάκες τους. «Λοιπόν, για να μη σε παιδεύουμε, Καρλ, και οι τέσσερις είναι πεθαμένοι εδώ και αρκετά χρόνια», είπε ο Άσαντ. Φυσικά. Έπρεπε να το περιμένει. «Έκαναν όνομα στη Σερβία όταν ξέσπασε ο πόλεμος», εξήγησε η Ίρσα. «Τέσσερα αδέρφια, έμποροι όπλων, κα θησαύρισαν. Αδίστακτο σόι». Ένας ήχος σαν γρύλισμα ξέφυγε από τα χείλη της, που ο Καρλ υπέθεσε πως ήταν γέλιο, οπότε ανέλαβε ο Άσαντ να συνεχίσει. «Πράγματι, είναι ένας ευφημισμός εκ μέρους της Ίρσα, προς αποφυγή παρεξηγήσεων». Τι θα έκανε χωρίς τον Άσαντ; Ο Καρλ κάρφωσε το βλέμμα του στο πρόσωπο της Ίρσα, που συνέχιζε να χαχανίζει, κι ύστερα της έριξε μια ματιά από πάνω μέχρι κάτω. Πού διάολο βρήκε αυτές τις πληροφορίες
τούτο το αλλόκοτο πλάσμα; Μιλούσε σερβικά; «Υποθέτω, λοιπόν, ότι η άκρως αμφιλεγόμενη περιουσία τους διοχετεύτηκε σε νόμιμες δραστηριότητες στη Δυτική Ευρώπη, όπως η χορήγηση δανείων», είπε ο Καρλ. «Όμως, αν έχουμε να κάνουμε με μια τέτοια υπόθεση, τότε θεωρώ πως πρέπει να τη στείλουμε στους συναδέλφους μας πάνω, οι οποίοι είναι πολύ πιο ειδικοί για να χειριστούν ένα οικονομικό έγκλημα». «Καλύτερα να ρίξεις πρώτα μια ματιά εδώ, Καρλ». Η Ίρσα βάλθηκε να φυλλομετράει τα έγγραφά της. «Έχουμε μια φωτογραφία στην οποία εικονίζονται τα τέσσερα αδέρφια μαζί. Είναι αρκετά παλιά, αλλά εντούτοις χρήσιμη». Ακούμπησε τη φωτογραφία στο γραφείο μπροστά του. «Εντάξει», είπε εκείνος, καθώς παρατηρούσε την εικόνα τεσσάρων καλοταϊσμένων εκπροσώπων του ανθρώπινου είδους σε μέγεθος βοδιών. «Ήταν κομματάκι ψωμωμένοι ο μακαρίτες. Μπας και ασχολούνταν με το σούμο;» «Κοίταξε καλύτερα, Καρλ», τον παρότρυνε ο Άσαντ. «Θα καταλάβεις τι θέλουμε να πούμε». Ακολούθησε το βλέμμα του Άσαντ μέχρι την κάτω πλευρά της φωτογραφίας. Τα τέσσερα αδέρφια κάθονταν παραταγμένα πίσω από ένα τραπέζι καλυμμένο με τραπεζομάντιλο. Μπροστά στο καθένα τους υπήρχε από ένα κρυστάλλινο ποτήρι. Και οι τέσσερις είχαν τις παλάμες τους προσεκτικά ακουμπισμένες πάνω στο τραπέζι, σαν να τους είχε ορμηνέψει έτσι μια αυστηρή μάνα που στεκόταν έξω από το κάδρο. Τέσσερα ζευγάρια παχουλών χεριών... και σε κάθε αριστερό χέρι υπήρχε ένα δαχτυλίδι στο μικρό δάχτυλο. Ένα
δαχτυλίδι το οποίο κόντευε να το καταπιεί η σάρκα γύρω του. Ο Καρλ ανασήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τους βοηθούς του – δύο από τα πιο αλλόκοτα άτομα που είχε γνωρίσει ποτέ στη ζωή του. Πλέον είχαν δώσει μια νέα διάσταση σε αυτή την υπόθεση. Μια υπόθεση η οποία, τυπικά, δεν ήταν καν δική τους. Είχε την αίσθηση ότι έβλεπε ένα σουρεαλιστικό όνειρο. Μία ώρα αργότερα, ο προσεκτικός καταμερισμός καθηκόντων που είχε κάνει ο Καρλ, είχε γίνει και πάλ κουβάρι. Ο υποδιοικητής του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, Λαρς Μπιερν, ήταν στο τηλέφωνο. Ένας από τους δικούς του είχε περάσει από τα αρχεία και είχε ακούσει τυχαία τον Άσαντ να μιλάει μ’ εκείνη την καινούρια. Τι συνέβαινε εκε κάτω; Είχαν ανακαλύψει και νέο κοινό στοιχείο μεταξύ των εμπρησμών; Ο Καρλ τού περιέγραψε εν συντομία την κατάσταση, ενώ το παραγεμισμένο πουκάμισο στην άλλη άκρη της γραμμής έγρουζε σε κάθε δεύτερη λέξη για να δείξει ότι τον άκουγε. «Θέλω να στείλεις τον Χαφέζ αλ-Άσαντ στο Ρεδόβρε, για α ενημερωθεί ο Άντονσεν για τις εξελίξεις. Εμείς θα προχωρήσουμε με τους εμπρησμούς που σημειώθηκαν στον τομέα ευθύνης μας, όμως την παλιά υπόθεση θα πρέπει να την αναλάβετε εσείς, μιας και την παρακολουθείτε», είπε ο Λαρς Μπιερν. Καμία γαλήνη για τους κολασμένους. «Δε νομίζω πως θα θελήσει να ασχοληθεί ο Άσαντ, για να είμαι ειλικρινής».
«Αν είναι έτσι, τότε θα πρέπει να το κάνεις εσύ». Το καθίκι. «Δεν μπορεί να το λες σοβαρά αυτό, Καρλ. Πλάκα μου κάνεις, ναι;» Βαθιά λακκάκια εμφανίστηκαν στα αξύριστα μάγουλα του Άσαντ, κι εξαφανίστηκαν εξίσου γρήγορα. «Πάρε το αυτοκίνητο, Άσαντ. Και να έχεις το νου σου στο κοντέρ, μόλις πιάσεις τη Ρόσκιλεβαϊ. Τα καλόπαιδα της Τροχαίας έχουν αμοληθεί με τα ραντάρ ελέγχου ταχύτητας σήμερα». «Αν έπρεπε να κάνω μία σκέψη αυτή τη στιγμή, θα σκεφτόμουν πως είναι μεγάλη ανοησία αυτό, μα την αλήθεια. Είτε πρέπει να αναλάβουμε όλες τις υποθέσεις εμπρησμών εμείς είτε καμία». Έγνεψε με το κεφάλι εμφατικά. Ο Καρλ δεν είπε λέξη, παρά μόνο του έδωσε τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Μόλις έσβησε ο απόηχος των κοσμητικών επιθέτων που ξεστόμιζε ο Άσαντ στη μητρική του γλώσσα, μαζί με την ηχώ των βημάτων του στη σκάλα, ο Καρλ σωριάστηκε αποκαμωμένος στην καρέκλα του, ενώ τα αφτιά του βομβαρδίζονταν από τη σερενάτα που πήγαζε από τις φωνητικές χορδές της Ίρσα, παρακάτω στο διάδρομο. Συνειδητοποίησε πόσο πολύ του έλειπε η κάθε άλλο παρά περιστασιακή μουγκαμάρα της Ρόζε. Και, τέλος πάντων, τ έκανε η Ίρσα εκεί έξω; Πετάχτηκε όρθιος και βγήκε στο διάδρομο. Φυσικά. Τη βρήκε να χάσκει σαν χαμένη μπροστά στη μεγέθυνση του μηνύματος που κάλυπτε τον τοίχο.
«Δεν υπάρχει λόγος να ασχολείσαι πια, Ίρσα», είπε. «Ο Τρίγκβε Χολτ μάς έδωσε ήδη μια ιδέα για το τι θα πρέπει να έγραφε το μήνυμα, και θα έλεγα πως αυτός κάτι παραπάνω ξέρει, δε συμφωνείς; Τι άλλο να ανακαλύψουμε; Όχι κα σπουδαία πράγματα, αν θες τη γνώμη μου. Οπότε, γύρνα στο γραφείο σου και κάνε κάτι χρήσιμο, όπως είχαμε συμφωνήσει». Εκείνη δε σταμάτησε το τραγούδι παρά μόνο όταν ο Καρλ τελείωσε. «Έλα εδώ», του είπε, βουτώντας τον από το μανίκ και σέρνοντάς τον μαζί της στη μικρή, ροζ παραμυθοχώρα της. Τον έβαλε να καθίσει μπροστά στο γραφείο της Ρόζε, πάνω στο οποίο υπήρχε ένα αντίγραφο της εκδοχής του μηνύματος σύμφωνα με τον Τρίγκβε. «Κοίτα εδώ. Είμαστε όλοι σύμφωνοι για το τι γράφει στις πρώτες αράδες». ΒΟΗΘΕΙΑ Στις 16 φλεβάρι 1996 μας απίγαγαν – Μας έπιασε στη στάσι του λεοφορίου στη Λαουτρόπβαν στο Μπέλερουπ – Ο άντρας είναι 18. ψηλός με κοντό μαλλί
«Σωστά;» Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. «Στη συνέχεια, ο Τρίγκβε προτείνει το εξής». σκούρα μάτια αλλά μπλε κι έχει μια ουλή στο δεξί ....
«Ναι, κι ακόμα δεν ξέρουμε πού βρίσκεται αυτή η ουλή», πρόσθεσε ο Καρλ. «Ο Τρίγκβε δεν την είδε, κι ο Πόολ δεν του την ανέφερε. Όμως μια τέτοια λεπτομέρεια θα κινούσε το ενδιαφέρον του Πόολ, σύμφωνα με τον Τρίγκβε. Ίσως ο ιδιομορφίες των άλλων να αντιστάθμιζαν τη δική του. Τέλος πάντων, συνέχισε». Η Ίρσα έγνεψε καταφατικά. – Οδηγεί ένα μπλε φορτηγάκι – Μαμά και μπαμπάς τον ξέρουν – Φρέντι και κάτι από Μ – Μας απίλισε και μας έκανε ηλεκτροσόκ – Θα μας σκοτόσει –
«Όλα αυτά μου φαίνονται εύλογα». Ο Καρλ έστρεψε το βλέμμα του στο ταβάνι, εκεί όπου είχε εμφανιστεί ξαφνικά μία ακόμα μύγα, σαν να τον χλεύαζε. Την παρατήρησε προσεκτικότερα. Άσπρο σημαδάκι ήταν αυτό που έβλεπε στο φτερό της; Ναι! Ήταν η ίδια μύγα που είχε επιχειρήσει να εξοντώσει εκσφενδονίζοντας εναντίον της ένα μπουκαλάκι με διορθωτικό υγρό. Πού στ’ ανάθεμα κρυβόταν τόση ώρα; «Επομένως, συμφωνούμε ότι ο Τρίγκβε ήταν παρών όταν συνέβαιναν όλα αυτά και ότι διατηρούσε τις αισθήσεις του», συνέχισε η Ίρσα απτόητη. «Το σημείο αυτό αναφέρεται στα χαρακτηριστικά που έκαναν τον απαγωγέα να ξεχωρίζει, κι αν το συνδυάσουμε με την περιγραφή που έδωσε ο Τρίγκβε, έχουμε μια αρκετά καλή εικόνα της εμφάνισής του. Τώρα, το μόνο που χρειαζόμαστε είναι το σκίτσο που ετοιμάζεται στη Σουηδία». Έδειξε τις γραμμές που ακολουθούσαν. «Δεν είμα και τόσο σίγουρη για τις επόμενες προτάσεις. Το ερώτημα
είναι αν λέει πραγματικά αυτό που νομίζουμε ότι λέει. Διάβασέ το δυνατά, σε παρακαλώ, Καρλ». «Να το διαβάσω δυνατά; Γιατί, σου κόπηκε η μιλιά;» Καλά, ποιος νόμιζε εκείνη πως ήταν, ο ηθοποιός Μες Μίκελσεν; Του έδωσε ένα χτυπηματάκι στον ώμο με πειρακτική διάθεση κι ύστερα του τράβηξε και μια τσιμπιά στο μπράτσο, σαν κερασάκι στην τούρτα. «Έλα, Καρλ. Θα το καταλάβεις καλύτερα έτσι». Ο Καρλ κούνησε το κεφάλι με απόγνωση και ξερόβηξε. Η γυναίκα ήταν τελείως παλαβή. Άρχισε να διαβάζει. Κόλισε ένα πανί στο πρόσωπό μου πρώτα μετά στου αδερφού μου – Είχαμε σχεδόν 1 ώρα στο δρόμο και τώρα είμαστε κοντά σε νερό – Είναι κάτι ανεμογενίτριες εδώ κοντά – Μιρίζει άσχημα – Ελάτε γρήγορα – Τον αδερφό μου τον λένε Τρίγκβε – 13 κι εγώ είμαι ο Πόολ 18 χρόνων ΠΟΟΛ ΧΟΛΤ
Η Ίρσα χειροκρότησε αθόρυβα την ανάγνωσή του με τις άκρες των δαχτύλων της. «Πολύ ωραία, Καρλ. Λοιπόν, ξέρω ότι ο Τρίγκβε είνα σχεδόν βέβαιος για το μεγαλύτερο μέρος, όμως πιστεύεις πως είναι σωστό το σημείο που αναφέρεται στις ανεμογεννήτριες; Επίσης, θα μπορούσαν να είναι λάθος κα κάποιες ακόμα λέξεις. Μήπως πίσω από αυτές τις τελείες
κρύβεται κάτι περισσότερο απ’ ό,τι μπορούμε να φανταστούμε;» «Ο Πόολ και ο Τρίγκβε δε μίλησαν καθόλου μεταξύ τους για ήχους. Δε θα μπορούσαν, άλλωστε, καθώς ήταν φιμωμένοι με μονωτική ταινία. Όμως ο Τρίγκβε θυμάτα πράγματι ένα βαθύ βουητό που ακουγόταν κάθε τόσο», είπε ο Καρλ. «Εκτός αυτού, είπε ότι ο Πόολ ήξερε να συνδυάζε σωστά ήχους με μηχανήματα. Πάντως, γεγονός είναι πως η πηγή του θορύβου θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε». Ο Καρλ έφερε στο νου του τον Τρίγκβε καθώς διάβαζε για δεύτερη φορά το μήνυμα που είχε βρεθεί μέσα στο μπουκάλι, με μάτια βουρκωμένα, στο φως της αυγής, το οποίο όσο πήγαινε και δυνάμωνε. «Το μήνυμα έκανε τεράστια εντύπωση στον Τρίγκβε. Είπε πως ήταν πολύ φυσικό να μην ασχοληθεί ο αδερφός του με τα σημεία στίξης, πέρα από μερικές παύλες, και ότι ο Πόολ πάντοτε έγραφε έτσι όπως μιλούσε. Είπε ότι, διαβάζοντας το γράμμα, ήταν σαν να το άκουγε με τη φωνή του αδερφού του». Ο Καρλ άφησε την εικόνα να φύγει από τη σκέψη του. Μόλις ηρεμούσε και πάλι ο Τρίγκβε, μετά το σοκ, έπρεπε οπωσδήποτε να τον φέρουν στην Κοπεγχάγη. Η Ίρσα συνοφρυώθηκε. «Ρώτησες τον Τρίγκβε αν φυσούσε αέρας όσο ήταν κλεισμένοι σ’ εκείνο το λεμβοστάσιο; Ζήτησες από τον Άσαντ να συμβουλευτεί τα αρχεία της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας;» «Εννοείς πως θες να μάθεις αν φύσαγε αέρας στα μέσα Φεβρουαρίου; Γιατί, πότε δε φυσάει; Όπως και να ’χει, ο
ανεμογεννήτριες λειτουργούν ακόμα και με την αύρα». «Έστω, το έψαξες;» «Ανάθεσέ το στον Πάσγκορ, Ίρσα. Αυτόν βάλαμε να συγκεντρώσει στοιχεία για τις ανεμογεννήτριες. Εσένα τώρα σου έχω μια άλλη δουλειά». Η Ίρσα κάθισε στην άκρη του γραφείου. «Ξέρω τι θα πεις. Θέλεις να μιλήσω με τις ομάδες υποστήριξης ατόμων που παλιότερα ανήκαν σε θρησκευτικές κοινότητες, σωστά;» φερε την τσάντα της κοντά κι έβγαλε από μέσα ένα σακουλάκι με πατατάκια. Και πριν προλάβει καν να αρθρώσε μια απάντηση ο Καρλ, το είχε ανοίξει και είχε βαλθεί να καταβροχθίζει το περιεχόμενό του. Δεν μπορούσε να την καταλάβει, πολύ απλά. Αμέσως μόλις επέστρεψε στο γραφείο του, έψαξε στα αρχεία της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας στο διαδίκτυο κα διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν στοιχεία πριν το 1997. Τους τηλεφώνησε, εξήγησε για ποιο λόγο επικοινωνούσε μαζί τους και τους έθεσε μια απλή, όπως νόμιζε, ερώτηση, περιμένοντας ότι θα έπαιρνε μια εξίσου απλή απάντηση. «Μπορείτε να μου πείτε τι καιρικές συνθήκες επικρατούσαν το διάστημα αμέσως μετά τις 16 Φεβρουαρίου του 1996;» ρώτησε. Η απάντηση ήρθε έπειτα από λίγα μόλις δευτερόλεπτα. «Εκδηλώθηκε έντονη χιονοθύελλα στις 18 Φεβρουαρίου, με αποτέλεσμα η χώρα να κατεβάσει ρολά για τρεις τέσσερις μέρες. Έκλεισαν μέχρι και τα σύνορα με τη Γερμανία. Τόσο σφοδρή ήταν η κακοκαιρία», είπε η γυναίκα στην άλλη άκρη
της γραμμής. «Αλήθεια; Η ίδια κατάσταση, δηλαδή, επικρατούσε κα στο Βόρειο Σγιέλαν;» «Σε ολόκληρη τη χώρα, αν και τα φαινόμενα ήταν εντονότερα στο Νότο. Στο Βορρά, οι δρόμοι παρέμειναν ανοιχτοί σε αρκετές περιοχές». Γιατί, γαμώτο, δεν είχαν ρωτήσει νωρίτερα να μάθουν τ καιρό έκανε τότε; «Δηλαδή, θα φυσούσαν ισχυροί άνεμοι». «Εννοείται». «Τι γίνεται με τις ανεμογεννήτριες όταν επικρατούν τέτοιες συνθήκες;» Η γυναίκα έκανε μια παύση. «Ρωτάτε αν ο άνεμος ήταν πολύ ισχυρός για να λειτουργούν οι γεννήτριες;» «Ε... δηλαδή, ναι. Με τέτοιον αέρα, θα είχαν κλείσει τις ανεμογεννήτριες;» «Το αντίθετο θα μου προξενούσε εντύπωση, αν και δεν είμαι ειδική στο συγκεκριμένο θέμα. Πάντως, ναι, λογικά θα τις είχαν κλείσει εκείνο το διάστημα, διαφορετικά θα είχαν καταστραφεί». Ο Καρλ χτύπησε με το ένα χέρι το πακέτο του για να βγάλει τσιγάρο, ενώ ευχαριστούσε τη γυναίκα στο τηλέφωνο. Τότε, τι στην ευχή είχαν ακούσει τα δύο αδέρφια, αν δεν ήταν ανεμογεννήτριες; Ένα μέρος του θορύβου θα οφειλόταν στην ίδια τη θύελλα, φυσικά. Τα αδέρφια ξεπάγιαζαν μέσα στο λεμβοστάσιο, έξω δεν μπορούσαν να δουν, επομένως δεν αποκλείεται αυτό που άκουγαν να ήταν ο άνεμος και τίποτα παραπάνω. Ενδεχομένως να μην ήξεραν καν ότι χιόνιζε.
Ο Καρλ βρήκε το κινητό του Πάσγκορ και του τηλεφώνησε. «Ναι», ακούστηκε κοφτή η φωνή του από την άλλη άκρη της γραμμής. Εριστικός ακόμα και με μία συλλαβή. Ορισμένοι άνθρωποι έτσι ήταν. «Ο Καρλ Μερκ είμαι. Τσέκαρες να δεις τι καιρό έκανε τις μέρες που παρέμειναν όμηροι τα παιδιά;» «Όχι ακόμα, θα το ψάξω όμως». «Μην κουράζεσαι. Είχε ξεσπάσει καταιγίδα, η οποία κράτησε τις τρεις από τις πέντε μέρες που ήταν αιχμάλωτα». «Τι μου λες...» Τυπικό σχόλιο του Πάσγκορ. «Ξέχνα τις ανεμογεννήτριες, Πάσγκορ. Επικρατούσε θύελλα». «Ναι, αλλά τις υπόλοιπες δύο μέρες;» «Ο Τρίγκβε μού είπε ότι άκουγε το βουητό συχνά. Ίσως κάπως πιο σιγανά τις τρεις τελευταίες μέρες. Κι αυτό θα μπορούσε να εξηγηθεί από τη θύελλα που μαινόταν έξω». «Ίσως». «Είπα να σε ενημερώσω». Ο Καρλ γέλασε πνιχτά. Ο Πάσγκορ πιθανότατα βλαστημούσε τη βλακεία του εκείνη τη στιγμή. «Θα πρέπει να αναζητήσεις κάποια άλλη πηγή θορύβου, εκτός από ανεμογεννήτριες», συνέχισε. «Αλλά που να μοιάζει με βουητό. Με το λέπι του ψαριού τι γίνεται, έχουμε κάνα νέο;» «Μη βιάζεσαι. Το λέπι βρίσκεται στον Τομέα Βιολογίας για μικροσκοπία. Στο Τμήμα Θαλάσσιας Βιολογίας».
«Μικροσκοπία;» «Ναι, ή ό,τι κάνουν εκεί πέρα, τέλος πάντων. Έμαθα ήδη ότι είναι από πέστροφα. Το ζήτημα τώρα είναι αν πρόκειτα για πέστροφα της θάλασσας ή πέστροφα των φιόρδ». «Γιατί, είναι διαφορετικές;» «Μάλλον όχι. Απ’ ό,τι κατάλαβα, η πέστροφα των φιόρδ είναι απλώς μια πέστροφα της θάλασσας που βαριέται να κολυμπήσει παραπέρα και κάθεται εκεί όπου είναι». Ο Καρλ ένιωσε τα νεύρα του να τσιτώνονται. Δεν του έφτανε ο Άσαντ και η Ρόζε, τώρα είχε την Ίρσα και τον Πάσγκορ στο κεφάλι του. «Κάτι τελευταίο, Πάσγκορ. Τηλεφώνησε στον Τρίγκβε Χολτ και ρώτησέ τον αν μπορεί να μας πει τι καιρό έκανε το διάστημα που βρίσκονταν στο λεμβοστάσιο». Αμέσως μόλις κατέβασε το ακουστικό, χτύπησε ξανά το τηλέφωνο. «Άντονσεν», είπε η φωνή. Ο τόνος της και μόνο έκανε τον Καρλ να ανησυχήσει. «Ο δικός σου, ο Άσαντ, πλακώθηκε στο ξύλο με τον Σαμίρ Γαζί εδώ πέρα. Αν δεν ήμαστε συνάδελφοι, θα έπρεπε να τους είχαμε μπουζουριάσει κα τους δύο. Ξεκίνα αυτή τη στιγμή να έρθεις εδώ για να παραλάβεις τον ρουφιανάκο σου».
27 ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΠΟΥ Η ΙΖΑΜΠΕΛ Γιόνσον έπρεπε να περιγράψει τα παιδικά της χρόνια, έλεγε ότι είχε μεγαλώσε στην Τάπερλαντ. Την ανέθρεψαν δύο στοργικοί γονείς σε μια μονοκατοικία χτισμένη με κίτρινα τούβλα κι ένα Volvo παρκαρισμένο στο δρομάκι μπροστά. Συνηθισμένο άνθρωποι με συνηθισμένο μορφωτικό επίπεδο και απόψεις που συμπορεύονταν μ’ εκείνες των υπόλοιπων συντηρητικών μαζών. Είχε περάσει μια μαζεμένη παιδική ηλικία, αποστειρωμένη σαν σε κενό αέρος. Οι αγκώνες να μην ακουμπούν στο τραπέζι, καλοί τρόποι και ευγενικές χειραψίες. Η Ίζαμπελ ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές της, ενώ ο αδερφός της επέμεινε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, παρότι είχε εξαιρεθεί. Εκείνη, εντούτοις, σκορπούσε αυτά τα βαθιά ριζωμένα πρότυπα στους τέσσερις ανέμους κάθε φορά που ριχνόταν στην αγκαλιά ενός έμπειρου άντρα. Ή σε κάτι στιγμές όπως τώρα, όταν ξεπερνούσε το ανώτατο όριο ταχύτητας που έθετε ο κατασκευαστής για το ταλαιπωρημένο Ford Mondeo της, μοντέλο του 2002, μέσα στο οποίο μαζί με τη Ράκιλ διέσχιζαν βολίδα τον αυτοκινητόδρομο 13, συνεχίζοντας στην εθνική οδό Ε45. Το GPS τούς έδινε χρόνο άφιξης στις 5.30 μ.μ., όμως άνετα θα έφταναν νωρίτερα.
«Έχω να προτείνω κάτι», είπε στη Ράκιλ, η οποία καθόταν στη θέση του συνοδηγού, κρατώντας σφιχτά το κινητό της. «Μου υπόσχεσαι ότι δε θα ταραχτείς;» «Θα προσπαθήσω», ήρθε σιγανά η απάντησή της. «Αν δε βρούμε εκείνον ή τα παιδιά σε αυτή τη διεύθυνση στο Φίερσλεου, τότε νομίζω πως πρέπει να κάνουμε ό,τι είπε». «Το ξέρω, το έχουμε συζητήσει ήδη αυτό». «Εκτός, δηλαδή, αν θελήσουμε να κερδίσουμε περισσότερο χρόνο». «Τι εννοείς;» Η Ίζαμπελ αγνόησε τις χυδαίες χειρονομίες των άλλων οδηγών καθώς διέσχιζε ξέφρενα τη λωρίδα ταχείας κυκλοφορίας, αναβοσβήνοντας τους προβολείς της για να παραμερίσουν τα προπορευόμενα αυτοκίνητα. «Αυτό που εννοώ είναι... να, εδώ δε θέλω να φρικάρεις, Ράκιλ. Αυτό που εννοώ είναι πως δεν ξέρουμε πραγματικά πόσο ασφαλή είναι τα παιδιά, ακόμα κι αν δώσουμε τα χρήματα. Με καταλαβαίνεις;» «Νομίζω πως θα είναι ασφαλή». Η Ράκιλ πρόφερε την κάθε λέξη με έμφαση. «Αν του δώσουμε τα χρήματα, θα τα αφήσει ελεύθερα. Ήδη γνωρίζουμε πάρα πολλά γι’ αυτόν, για α τολμήσει να διακινδυνεύσει ακόμα περισσότερο». «Σταμάτα, Ράκιλ. Αυτό ακριβώς θέλω να πω. Αν πληρώσετε τα λύτρα και πάρετε πίσω τα παιδιά, τι θα σας εμποδίσει να καλέσετε την Αστυνομία μετά; Καταλαβαίνεις πού θέλω να καταλήξω;» «Είμαι σίγουρη πως θα φύγει από τη χώρα αμέσως μόλις πάρει τα χρήματα. Δε θα τον απασχολήσει το τι θα κάνουμε
εμείς μετά». «Έτσι λες; Δεν είναι ανόητος, Ράκιλ. Το ξέρουμε καλά κα οι δύο. Το να εγκαταλείψει τη χώρα δεν τον εξασφαλίζει. Ο περισσότεροι φυγάδες συλλαμβάνονται, ούτως ή άλλως». «Ωραία, και η εναλλακτική λύση ποια είναι;» Η Ράκιλ ανακάθισε ανήσυχα στη θέση της. «Σε παρακαλώ, οδήγα πιο σιγά», είπε σχεδόν ικετευτικά. «Έτσι και μας σταματήσει η Τροχαία, θα σου πάρουν το δίπλωμα». «Αν γίνει αυτό, θα οδηγήσεις εσύ. Φαντάζομαι ότι έχεις δίπλωμα οδήγησης, σωστά;» «Ναι». «Κανένα πρόβλημα, λοιπόν», απάντησε η Ίζαμπελ, καθώς προσπερνούσε βολίδα μια πειραγμένη BMW, γεμάτη εαρούς που φορούσαν καπέλα του μπέιζμπολ γερμένα σε αλλόκοτες γωνίες. «Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο», συνέχισε. «Να που θέλω α καταλήξω: δεν ξέρουμε τι πρόκειται να κάνει μόλις πάρε τα χρήματα, ούτε έχουμε τρόπο να βεβαιωθούμε για το τι θα κάνει αν δεν καταβληθούν τα λύτρα. Γι’ αυτό πρέπει να βρισκόμαστε ένα βήμα μπροστά. Πρέπει να πάρουμε προβάδισμα. Με καταλαβαίνεις;» Η Ράκιλ κούνησε το κεφάλι της αριστερά δεξιά με τέτοια ένταση, ώστε η Ίζαμπελ αντιλήφθηκε την αντίδρασή της παρότι είχε το βλέμμα της καρφωμένο ίσια μπροστά. «Όχι, δε σε καταλαβαίνω καθόλου». Η Ίζαμπελ ύγρανε τα χείλη της. Έτσι και στράβωναν τα πράγματα, το φταίξιμο θα ήταν δικό της. Από την άλλη, είχε την αίσθηση πως όσα έλεγε τώρα ήταν σωστά και απολύτως
απαραίτητα. «Αν αποδειχτεί πως αυτό το κάθαρμα έχει πράγματ κάποιο σπίτι στη διεύθυνση όπου πηγαίνουμε τώρα, σημαίνε ότι βρισκόμαστε πολύ πιο κοντά του απ’ ό,τι θεωρεί δυνατό εκείνος ακόμα και στους χειρότερους εφιάλτες του. Θα σπάσει το κεφάλι του προσπαθώντας να καταλάβει τι πήγε στραβά. Αυτό θα του προκαλέσει τρομερή αβεβαιότητα για το ποια θα είναι η επόμενη κίνησή σας, εντάξει; Θα είνα ευάλωτος, κι αυτό ακριβώς χρειαζόμαστε». Προσπέρασαν δεκαπέντε οχήματα πριν απαντήσει η Ράκιλ. «Ας το συζητήσουμε αργότερα. Έχω ανάγκη να ηρεμήσω για λίγο». Η Ίζαμπελ της έριξε μια ματιά καθώς διέσχιζαν τη γέφυρα πάνω από το στενό του Λίλεμπελτ. Από τα χείλη της Ράκιλ δεν ακουγόταν το παραμικρό, όμως παρατηρώντας την προσεκτικότερα διαπίστωσε ότι βρίσκονταν σε διαρκή κίνηση. Τα μάτια της ήταν κλειστά και στα χέρια της έσφιγγε το κινητό τηλέφωνο τόσο, ώστε οι αρθρώσεις της είχαν ασπρίσει. «Πιστεύεις αλήθεια στο Θεό, έτσι δεν είναι;» είπε η ζαμπελ. Πέρασαν μερικές στιγμές μέχρι να ολοκληρώσει η Ράκιλ την προσευχή της και ανοίξει τα μάτια. «Ναι, πιστεύω. Πιστεύω στη Μητέρα του Θεού και ότ βρίσκεται εδώ για να φροντίζει δύστυχες γυναίκες σαν κ εμένα. Γι’ αυτό προσεύχομαι σ’ εκείνη, και θα εισακούσει την προσευχή μου, είμαι σίγουρη».
Η Ίζαμπελ συνοφρυώθηκε, όμως έγνεψε καταφατικά κα παρέμεινε σιωπηλή. Οτιδήποτε και να έλεγε θα ήταν άκαρδο. Το Φίερσλεου εκτεινόταν σε μια περιοχή με γεωργικές καλλιέργειες, κοντά στο Ίσεφγιορ. Ένα κλασικά ειδυλλιακό τοπίο, που δε θα μπορούσε να ταυτιστεί με τη φρίκη που αναζητούσαν οι δύο γυναίκες, κρυμμένη σε μια άκρη του χωριού. Η Ίζαμπελ ένιωσε τους σφυγμούς της να πολλαπλασιάζονται καθώς πλησίαζαν στον προορισμό τους. Από κοντά, συνειδητοποίησαν ότι το σπίτι μετά βίας διακρινόταν από το δρόμο, έτσι όπως φώλιαζε πίσω από κάτ δέντρα. Η Ράκιλ έπιασε την Ίζαμπελ από το μπράτσο και της ζήτησε να σταματήσει. Το πρόσωπο της Ράκιλ ήταν άσπρο σαν πανί κι έτριβε συνεχώς τα μάγουλά της, σαν να προσπαθούσε να εντείνε την κυκλοφορία του αίματος. Το μέτωπό της γυάλιζε από τον ιδρώτα, ενώ τα χείλη της ήταν σφιγμένα. «Σταμάτα εδώ, Ίζαμπελ», είπε, καθώς έφταναν κοντά στον ανεμοφράχτη. Κατέβηκε παραπατώντας από το αυτοκίνητο κι έπεσε στα γόνατα, στην άκρη του δρόμου. Προφανώς, ήταν σε κακή κατάσταση, κλαψούριζε έπειτα από κάθε εμετό που έκανε, μέχρι που το στομάχι της κάποια στιγμή άδειασε. «Είσαι εντάξει;» τη ρώτησε η Ίζαμπελ. Μια μεγάλη Mercedes πέρασε με ταχύτητα. Ανόητη ερώτηση. Η γυναίκα είχε ξεράσει τα άντερά της,
όμως οι συμβάσεις επέβαλλαν να τη ρωτήσει. «Αισθάνομαι καλύτερα τώρα», είπε η Ράκιλ καθώς επέστρεφε στη θέση του συνοδηγού και σκούπιζε το στόμα της με την ανάστροφη της παλάμης της. «Και τώρα, τ κάνουμε;» «Πηγαίνουμε στο σπίτι. Νομίζει ότι ο αδερφός μου, που είναι αστυνομικός, ξέρει τα πάντα για εκείνον. Επομένως, αν είναι εκεί, θα αφήσει τα παιδιά ελεύθερα μόλις με δει. Δε θα τολμήσει να κάνει τίποτε άλλο. Το μόνο που θα σκέφτετα είναι πώς θα καταφέρει να ξεφύγει». «Καλύτερα να αφήσουμε το αμάξι εδώ, ώστε να μην του κλείσουμε το δρόμο και τον κάνουμε να νιώσε παγιδευμένος», είπε η Ράκιλ. «Αλλιώς, ποιος ξέρει τι μπορε α κάνει πάνω στην απόγνωσή του». «Όχι, νομίζω πως πρέπει να κάνουμε ακριβώς το αντίθετο. α του κλείσουμε το δρόμο με το αυτοκίνητο. Η μόνη οδός διαφυγής του, τότε, θα είναι από τα χωράφια. Αν μπορέσει να ξεφύγει με το αυτοκίνητο, υπάρχει κίνδυνος να πάρει τα παιδιά μαζί του». Η Ράκιλ έμοιαζε έτοιμη να κάνει ξανά εμετό. Ξεροκατάπιε δύο φορές απανωτά και κατάφερε να ηρεμήσει κάπως. «Σε καταλαβαίνω, Ράκιλ. Δεν είσαι συνηθισμένη σε τέτοιες καταστάσεις. Ούτε κι εγώ, αν θες να ξέρεις. Δεν αισθάνομαι και τόσο καλά. Όμως φτάσαμε, και θα κάνουμε αυτό που είπαμε». Η Ράκιλ στράφηκε και την κοίταξε. Τα μάτια της είχαν πλημμυρίσει δάκρυα, κι όμως δε φανέρωναν ταραχή. «Έχω περάσει στη ζωή μου περισσότερα απ’ όσα μπορείς να
φανταστείς», είπε με φωνή απρόσμενα τραχιά. «Φοβάμαι, αλλά όχι για εμένα. Δεν πρέπει να γίνει κανένα λάθος». Η Ίζαμπελ σταμάτησε το αυτοκίνητο διαγώνια πάνω στο δρομάκι που οδηγούσε στο σπίτι, κι ύστερα πήγαν κα στάθηκαν στην αυλή, στη σκιά των δέντρων, περιμένοντας να δουν τι θα συνέβαινε. Στη στέγη γουργούριζαν περιστέρια κι ένα ελαφρό αεράκ ψιθύριζε χαϊδεύοντας τα ψηλά χορτάρια γύρω από το σπίτι. Κατά τα άλλα, το μόνο σημάδι ζωής ήταν ο ήχος της αναπνοής τους. Τα παράθυρα του σπιτιού ήταν σκοτεινά. Ίσως να ήταν απλώς βρόμικα ή τραβηγμένες οι κουρτίνες από μέσα. Δεν μπορούσαν να δουν καλά. Κάτι σκουριασμένα εργαλεία κήπου, φθαρμένα από τη χρήση, ακουμπούσαν πάνω στον τοίχο, ενώ τα βαμμένα ξύλα ξεφλούδιζαν παντού. Το σπίτ έμοιαζε άψυχο, ακατοίκητο. Δεν ήταν αυτό που περίμεναν να αντικρίσουν. «Έλα», είπε η Ίζαμπελ και προχώρησε αποφασιστικά προς την κυρία είσοδο. Χτύπησε την πόρτα δυνατά και γρήγορα. στερα έκανε ένα βήμα στο πλάι και ανεβοκατέβασε με δύναμη τη γροθιά της πάνω στο παράθυρο της βεράντας. Καμία απάντηση. «Αγία Μητέρα του Θεού. Έτσι και είναι μέσα, ίσως προσπαθούν να ακουστούν», είπε η Ράκιλ, καθώς συνερχόταν ξαφνικά από την παραζάλη της. Αμέσως άρπαξε μια τσουγκράνα με σπασμένο κοντάρι, που ήταν πεσμένη στις πλάκες, στη βάση του τοίχου, και την κατέβασε με δύναμη
πάνω στο τζάμι. Ήταν προφανές στην Ίζαμπελ ότι το να είναι η Ράκιλ πρακτική αποτελούσε σημαντικό κομμάτι της καθημερινής ζωής της. Έφερε την τσουγκράνα πάνω στον ώμο της κα άνοιξε το παράθυρο. Τώρα, η όλη στάση της φανέρωνε πως ήταν έτοιμη να στρέψει το εργαλείο εναντίον του απαγωγέα, έτσι κι αποδεικνυόταν ότι βρισκόταν εκεί μέσα μαζί με τα παιδιά της. Έτοιμη να του δείξει πως καλά θα έκανε να σκεφτόταν πάρα πολύ προσεκτικά την επόμενη κίνησή του. Η Ίζαμπελ την ακολουθούσε από κοντά καθώς προχωρούσαν μέσα στο σπίτι. Πέρα από τέσσερις πέντε μπουκάλες υγραερίου, που ήταν στοιχισμένες στο διάδρομο, και μερικά έπιπλα, τα οποία έμοιαζαν σχεδόν στρατηγικά τοποθετημένα μπροστά από τα κενά που άφηναν ο κουρτίνες, ώστε να δίνουν την εντύπωση πως το σπίτι μπορε και να κατοικούνταν, το ισόγειο δεν περιείχε τίποτε άλλο. Ένα στρώμα σκόνης κάλυπτε τα πατώματα και όλες τις οριζόντιες επιφάνειες, όμως, κατά τα άλλα, δεν υπήρχε το παραμικρό. Ούτε εφημερίδες ούτε φυλλάδια ούτε πιάτα ή μαχαιροπίρουνα, στρωσίδια ή άδειες συσκευασίες. Ούτε καν χαρτί υγείας. Κανείς δε ζούσε εδώ, ούτε σκόπευε να ζήσει. Βρήκαν τις σκάλες που οδηγούσαν στον πρώτο όροφο κα ανέβηκαν με προσεκτικά, μετρημένα βήματα. Πάνω, οι τοίχοι ήταν επενδυμένοι με γυψοσανίδες κα ταπετσαρίες κάθε λογής, διαφόρων σχεδίων και χρωμάτων, ένα συνονθύλευμα ασύνδετων στιλ, που φανέρωνε έλλειψη οικονομικών μέσων. Διαχωριστικοί τοίχοι σε πάχος
τσιγαρόχαρτου διαιρούσαν τον όροφο σε τρία δωμάτια, στα οποία υπήρχε μονάχα ένα έπιπλο: μια ξεφλουδισμένη πράσινη ντουλάπα, με το φύλλο της μισάνοιχτο. Το απαλό φως του απογεύματος εισχώρησε στο δωμάτιο με την ντουλάπα καθώς η Ίζαμπελ τράβηξε τις κουρτίνες να ανοίξουν. Κοίταξε μέσα στην ντουλάπα και της κόπηκε η ανάσα. Εκείνος είχε περάσει από εδώ. Αναγνώρισε τα ρούχα στις κρεμάστρες από το διάστημα που ήταν μαζί. Το σουέντ σακάκι, τα γκρι Wrangler τζιν και τα πουκάμισα από το Esprit και το Morgan. Σίγουρα δεν ήταν ρούχα που θα περίμενε να βρει κανείς σε ένα τέτοιο μέρος. Η Ράκιλ ρουθούνισε δυνατά, και η Ίζαμπελ κατάλαβε το γιατί. Η μυρωδιά του αφτερσέιβ του και μόνο αρκούσε για να της φέρει αναγούλα. Κατέβασε ένα από τα πουκάμισα και το παρατήρησε στα γρήγορα. «Δεν είναι πλυμένο, επομένως τώρα έχουμε το DNA του», είπε, δείχνοντας μια τρίχα στο κολάρο, που το μήκος και το χρώμα της απέκλειε την περίπτωση να ήταν δική της. «Έλα, θα πάρουμε μερικά πράγματα μαζί μας», συνέχισε. «Είναι απίθανο, όμως μπορεί να βρούμε κάτι σε κάποια τσέπη». Συγκέντρωσαν μερικά ρούχα, και η Ίζαμπελ έστρεψε το βλέμμα της προς τον αχυρώνα, στην απέναντι πλευρά της αυλής. Δεν είχε παρατηρήσει τα σημάδια από ρόδες στα χαλίκια νωρίτερα, όμως από εδώ πάνω φαίνονταν καθαρά. Δύο αρκετά βαθιές λωρίδες μπροστά από τον αχυρώνα, που έμοιαζαν πάρα πολύ πρόσφατες.
Τράβηξε τις κουρτίνες να κλείσουν. Άφησαν τα σπασμένα γυαλιά εκεί όπου κείτονταν στη βεράντα, έκλεισαν την πόρτα πίσω τους, έριξαν μια ματιά τριγύρω και δεν παρατήρησαν τίποτα το ύποπτο στον κήπο, στο χωράφι ή στα δέντρα. Ύστερα έστρεψαν την προσοχή τους στο λουκέτο που κρεμόταν στην πόρτα του αχυρώνα. Η Ίζαμπελ έγνεψε προς την τσουγκράνα που εξακολουθούσε να κουβαλάει στον ώμο της η Ράκιλ, κ εκείνη απάντησε με ένα καταφατικό νεύμα. Χρειάστηκαν λιγότερο από πέντε δευτερόλεπτα για να σπάσει το λουκέτο. Και οι δυο τους σάστισαν όταν άνοιξαν την πόρτα. Μέσα στον αχυρώνα, μπροστά τους, βρισκόταν το φορτηγάκι. Ένα ανοιχτό μπλε Peugeot Partner. Στο πλευρό της Ίζαμπελ, η Ράκιλ άρχισε να προσεύχετα σιγανά. «Σε παρακαλώ, κάνε να μην είναι εκεί τα παιδιά μου. Σε παρακαλώ, Μητέρα του Θεού. Κάνε να μην είναι νεκρά εκεί μέσα, σε παρακαλώ...» Η Ίζαμπελ δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία. Ο αδίστακτος απαγωγέας είχε διαφύγει μαζί με τα θύματά του. πιασε γερά το χερούλι και άνοιξε τις πίσω πόρτες. Εκείνος δεν είχε μπει καν στον κόπο να κλειδώσει το φορτηγάκι, τόσο βέβαιος ήταν πως δεν είχε να ανησυχεί για τίποτα σε αυτό το μέρος. Ακούμπησε την παλάμη της πάνω στο καπό. Ήταν ακόμα ζεστό. Πολύ ζεστό, για την ακρίβεια. Κι ύστερα ξαναβγήκε στην αυλή και έστρεψε το βλέμμα της πέρα από τα δέντρα, προς το δρόμο όπου είχε κάνει εμετό η Ράκιλ. Είτε από εκεί είχε περάσει ο απαγωγέας είτε είχε
τραβήξει προς το φιόρδ. Σε κάθε περίπτωση, δε θα είχε απομακρυνθεί. Όμως είχαν φτάσει πολύ αργά. Η Ράκιλ άρχισε να τρέμει. Ο συναισθηματικός αναβρασμός που είχε παλέψει να συγκρατήσει μέσα της στη διάρκεια της μεγάλης διαδρομής τους, η αγωνία που δεν μπορούσε να εκφραστεί με λόγια, ο πόνος που είχε αλλοιώσε την έκφραση και τη στάση της, ξέσπασαν τώρα σε μια παρατεταμένη κραυγή, που έκανε τα περιστέρια να πετάξουν από τη στέγη και να αναζητήσουν καταφύγιο ανάμεσα στα δέντρα, φτεροκοπώντας αλαφιασμένα. Κι όταν, τελικά, ο ήχος έσβησε, μύξες έτρεχαν από τη μύτη της και οι άκρες του στόματός της είχαν ασπρίσει από τα σάλια. Είχε συνειδητοποιήσει ότι η μία και μοναδική κλωστή από την οποία κρατιόταν, είχε σπάσει. Ο απαγωγέας δεν ήταν εκεί. Τα παιδιά της είχαν χαθεί. Παρά τις τόσες προσευχές της. Η Ίζαμπελ κούνησε πέρα δώθε εμφατικά το κεφάλι. Ήταν τρομερό αυτό που είχε συμβεί. «Ράκιλ, λυπάμαι που το λέω, όμως νομίζω πως είδα το αυτοκίνητο να περνάει από μπροστά μας την ώρα που έκανες εμετό», είπε διστακτικά. «Ήταν μια Mercedes. Μια μαύρη Mercedes. Υπάρχουν χιλιάδες». Στάθηκαν αμίλητες για λίγο, καθώς το φως έσβηνε σιγά σιγά στον ουρανό. Και τώρα; «Δεν πρέπει να τον πληρώσετε», είπε τελικά η Ίζαμπελ. «Δεν πρέπει να του επιτρέψετε να καθορίσει αυτός το τι θα
γίνει στη συνέχεια. Πρέπει οπωσδήποτε να κερδίσουμε χρόνο». Η Ράκιλ κοίταξε την Ίζαμπελ με μια έκφραση λες και η γυναίκα είχε μόλις διαπράξει αποστασία και είχε φτύσει όλα όσα πίστευε και υποστήριζε η ίδια. «Να κερδίσουμε χρόνο; Δεν καταλαβαίνω τι θες να πεις και δεν είμαι σίγουρη πως θέλω να καταλάβω». Έριξε μια ματιά στο ρολόι της. Και οι δυο τους έκαναν την ίδια σκέψη. Σε πολύ λίγο, ο Γιόσουα θα επιβιβαζόταν στο τρένο με προορισμό το Βίμπορ, κρατώντας ένα σάκο γεμάτο χρήματα, και αυτή, απ’ όσο μπορούσε να καταλάβει η Ράκιλ, ήταν η μόνη λύση. Τα λύτρα θα παραδίδονταν και τα παιδιά θα απελευθερώνονταν. Ένα εκατομμύριο κορόνες ήταν πολλά χρήματα, όμως θα κατάφερναν να καλύψουν τη ζημιά. Δε θα άφηναν την Ίζαμπελ να ανατρέψει τη συμφωνία. Ολόκληρη η γλώσσα του σώματος της Ράκιλ το καθιστούσε αυτό απόλυτα σαφές. Η Ίζαμπελ αναστέναξε. «Άκου, Ράκιλ. Γνωρίσαμε και ο δύο αυτό τον άντρα, και είναι το πιο τρομακτικό άτομο που είχαμε ποτέ την ατυχία να συναντήσουμε. Σκέψου μονάχα πώς μας εξαπάτησε. Όλα όσα είπε κι έκανε, ήταν ψέματα». πιασε τα χέρια της Ράκιλ. «Στην πίστη σου και στην αφέλειά μου πάτησε για να τα καταφέρει. Μας ξεγέλασε, όταν μας βρήκε περισσότερο ευάλωτες από ποτέ. Χειραγώγησε τα συναισθήματά μας, κι εμείς τον πιστέψαμε. Καταλαβαίνεις; Τον πιστέψαμε, κι εκείνος μας είπε ψέματα, εντάξει; Δεν μπορείς να το αρνηθείς αυτό. Καταλαβαίνεις πού θέλω να
καταλήξω;» Το καταλάβαινε, φυσικά. Δεν ήταν ανόητη. Όμως το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν τώρα η Ράκιλ ήταν να καταρρεύσει ή να αφεθεί στην τυφλή πίστη. Η Ίζαμπελ το έβλεπε αυτό. Και για το λόγο αυτό η Ράκιλ έπρεπε να ψάξε βαθιά μέσα της, στην έδρα κάθε ενστίκτου. Έπρεπε να σκεφτεί ελεύθερα και να ξεκινήσει το τρομερό ταξίδι της συνειδητοποίησης. Και η Ίζαμπελ τη συμπονούσε. Όταν άνοιξε τα μάτια της ξανά η Ράκιλ, ήταν σαφές πως τώρα καταλάβαινε πόσο επικίνδυνα κοντά στεκόταν στο χείλος της παραφροσύνης. Τα παιδιά της ενδεχομένως να μην ήταν πλέον ζωντανά. Τόσο κοντά στεκόταν. Και τότε πήρε μια βαθιά ανάσα κι έσφιξε τα χέρια της ζαμπελ. Ήταν έτοιμη. «Τι πιστεύεις πως πρέπει να κάνουμε;» ρώτησε. «Να μπούμε κι εμείς στο παιχνίδι», απάντησε η Ίζαμπελ. «Μόλις δούμε το φανό αναλαμπής, πετάμε το σάκο από το τρένο, όπως ζήτησε αυτός, μόνο που δε θα έχει μέσα τα χρήματα. Κι όταν τον μαζέψει και κοιτάξει τι περιέχει, θα δε τα πράγματα από το σπίτι του εδώ, απόδειξη ότι τον έχουμε εντοπίσει». Έσκυψε και μάζεψε από κάτω το σπασμένο λουκέτο, ζυγίζοντάς το στην παλάμη της. «Θα βάλουμε αυτό μέσα, μαζί με μερικά από τα ρούχα του. Και θα γράψουμε ένα σημείωμα, στο οποίο θα του λέμε πως τον έχουμε καταλάβει. Ξέρουμε πού κρύβεται, ξέρουμε ποιο όνομα χρησιμοποιεί κα ότι παρακολουθούμε το καταφύγιό του. Θα του γράψουμε πως ο κλοιός στενεύει και ότι είναι απλώς ζήτημα χρόνου μέχρι να τον βρούμε. Τα λεφτά που ζήτησε θα τα πάρει, όμως
πρέπει να βρει τρόπο να μας πείσει πως κι εμείς θα πάρουμε πίσω τα παιδιά. Μέχρι τότε, δε θα έχει τίποτε άλλο. Πρέπει να του ασκήσουμε πίεση, διαφορετικά θα καθορίσει αυτός τις εξελίξεις». Η Ράκιλ χαμήλωσε το βλέμμα της. «Ίζαμπελ», είπε, «βρισκόμαστε στο Βόρειο Σγιέλαν, το ξέχασες; Δεν προλαβαίνουμε να πάρουμε το τρένο από το Βίμπορ. Δε θα είμαστε πάνω του για να δούμε το φανό αναλαμπής, ανάμεσα στο Όδενσε και το Ρόσκιλε». Ανασήκωσε το κεφάλι, κοίταξε την Ίζαμπελ και ξέσπασε την απελπισία της. «Πώς μπορούμε να του πετάξουμε το σάκο; ΠΩΣ;» Η Ίζαμπελ της έσφιξε ξανά τα χέρια. Ήταν κρύα σαν πάγος. «Ράκιλ», είπε ψύχραιμα, «θα φτάσουμε εκεί. Ξεκινάμε αμέσως για Όδενσε και θα συναντήσουμε τον Γιόσουα στην αποβάθρα. Έχουμε άφθονο χρόνο». Εκείνη τη στιγμή, η Ίζαμπελ είδε κάτι στη Ράκιλ που δεν το είχε παρατηρήσει έως τότε. Είδε, έτσι όπως στεκόταν μπροστά της, όχι μια μητέρα που είχε χάσει τα παιδιά της, ούτε μια οικοκυρά από την επαρχία. Εντελώς ξαφνικά, δε διέκρινε τίποτα το επαρχιακό ή μητρικό πάνω της. Ήταν μια άλλη γυναίκα. Μια γυναίκα την οποία η Ίζαμπελ δεν είχε γνωρίσε ολοκληρωτικά ακόμα. «Κάθισες να σκεφτείς για ποιο λόγο θέλει να αλλάξουμε τρένο στο Όδενσε;» ρώτησε η Ράκιλ. «Υπάρχουν ένα σωρό πιθανότητες, έτσι δεν είναι; Είμαι βέβαιη ότι το απαίτησε επειδή μας παρακολουθούν. Κάποιος θα βρίσκεται στο σταθμό στο Βίμπορ και μετά στο Όδενσε». Ύστερα απέστρεψε το βλέμμα, και οι σκέψεις κλείστηκαν μέσα της. Μπορούσε να
κάνει ερωτήσεις, όμως δεν ήταν σε θέση να δώσε απαντήσεις. Η Ίζαμπελ σκέφτηκε αυτό που της είπε. «Όχι, δεν το ομίζω. Απλώς θέλει να σας ταλαιπωρήσει. Είμαι σίγουρη πως είναι μόνος του σε αυτή την υπόθεση». «Πώς μπορείς να είσαι σίγουρη;» ρώτησε η Ράκιλ, χωρίς α την κοιτάξει. «Επειδή τέτοιος χαρακτήρας είναι. Θέλει να έχει αυτός τον απόλυτο έλεγχο. Έχει ανάγκη να ξέρει ακριβώς τι συμβαίνε και πότε. Εκτός αυτού, είναι μηχανορράφος. Μπήκε άνετος σε ένα μικρό μπαρ, με έβαλε αμέσως στο στόχαστρό του, κα λίγες ώρες αργότερα μου χάριζε άψογα συγχρονισμένους οργασμούς. Ήταν ικανός να ξαπλώνει στο κρεβάτι όταν μου έφερνε το πρωινό και να μου λέει πράγματα τα οποία έμεναν στο μυαλό μου όλη την υπόλοιπη μέρα. Ό,τι έκανε, ήταν μέρος ενός σχεδίου, το οποίο εφάρμοσε αριστοτεχνικά. Δε θα μπορούσε να συνεργάζεται με κανέναν άλλο, άλλωστε τα λύτρα που ζήτησε είναι πολύ λίγα, αν έχει και συνεργούς. Δεν είναι άνθρωπος που μοιράζεται». «Κι αν κάνεις λάθος;» «Τι κι αν κάνω λάθος; Έχει καμιά σημασία; Απόψε, εμείς θα δώσουμε το τελεσίγραφο, όχι εκείνος. Βάζοντας αυτά τα πράγματα στο σάκο των λύτρων, αποδεικνύουμε ότ περάσαμε από την κρυψώνα του». Η Ίζαμπελ κοίταξε τριγύρω τα εγκαταλειμμένα κτίρια. Ποιος ήταν αυτός ο μηχανορράφος; Γιατί τα έκανε όλα αυτά; τσι γοητευτικός όπως ήταν, ευφυής, ικανός να χειραγωγε τους άλλους, θα μπορούσε να πετύχει ό,τι ήθελε στην
κανονική του ζωή. Ήταν δύσκολο να το κατανοήσει. «Έλα, πάμε», είπε η Ίζαμπελ. «Μπορείς να τηλεφωνήσεις στον άντρα σου από το δρόμο για να του εξηγήσεις τι έγινε. Κι ύστερα θα του πούμε τι να γράψει στο σημείωμα». Η Ράκιλ κούνησε το κεφάλι. «Δεν ξέρω. Φοβάμαι. Θέλω α πω, συμφωνώ μαζί σου έως ένα σημείο, όμως μήπως έτσ ασκούμε πολύ μεγάλη πίεση στον απαγωγέα; Μήπως προτιμήσει να διακόψει κάθε επικοινωνία και να εξαφανιστεί;» Τα χείλη της έτρεμαν πλέον. «Και τι θα απογίνουν τα παιδιά μου, έτσι και φοβηθεί; Δε θα ποφέρουν; Μπορεί να τα βλάψει, να τους κάνει κακό. Κάθε τόσο ακούμε διάφορα». Δάκρυα ανάβλυσαν στα μάτια της. «Κι αν έρθουν έτσι τα πράγματα, τι κάνουμε τότε, Ίζαμπελ; Τ κάνουμε τότε;»
28 «ΤΙ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΣΥΝΕΒΗ εκεί πέρα, στο Ρεδόβρε, Άσαντ; Δεν έχω ξανακούσει τον Άντονσεν να φωνάζει έτσι». Ο Άσαντ καθόταν αμήχανα στη θέση του. «Δεν υπάρχε λόγος ανησυχίας, Καρλ. Μια μικρή παρεξήγηση ήταν, τίποτα παραπάνω». Παρεξήγηση; Αν ήταν έτσι, τότε και η Γαλλική Επανάσταση από μια μικρή παρεξήγηση ξεκίνησε. «Σε αυτή την περίπτωση, πρέπει να μου εξηγήσεις πως γίνεται μια υποτιθέμενη παρεξήγηση να οδηγήσει δύο ενηλίκους να κυλιούνται στο πάτωμα ενός αστυνομικού τμήματος και να αλλάζουν ο ένας τα φώτα του άλλου». «Τα φώτα;» «Ναι, τα φώτα. Ιδιωματική έκφραση είναι. Τέρμα το δούλεμα, Άσαντ. Το ξέρεις πολύ καλά ότι υπήρχε λόγος που επιτέθηκες στον Σαμίρ Γαζί. Είναι καιρός να μου πεις την αλήθεια. Θέλω μια σοβαρή εξήγηση. Από πού γνωρίζεστε εσείς οι δύο;» «Η αλήθεια είναι πως δε γνωριζόμαστε». «Τελείωνε, Άσαντ, με έχεις φλομώσει στις μπαρούφες. Ο άνθρωποι δεν πλακώνονται στο ξύλο στα καλά καθούμενα. Αν αυτό που έγινε έχει κάποια σχέση με κόντρες συγγενών ή κάποιο γάμο που έγινε με το ζόρι ή την τιμή του ενός ή του άλλου, τότε θέλω να το μάθω... αυτή τη στιγμή! Πρέπει να
ξεκαθαρίσουμε τι συμβαίνει, αλλιώς δε θα σε κρατήσω στη δουλειά, με καταλαβαίνεις; Μην ξεχνάς, αστυνομικός είναι ο Σαμίρ, όχι εσύ». Ο Άσαντ στράφηκε και κοίταξε τον Καρλ σαν δαρμένο σκυλί. «Μπορώ να φύγω αυτή τη στιγμή, αν το θέλεις». «Για το καλό σου, ελπίζω η μακρά φιλία που έχω με τον Άντονσεν να σταθεί αρκετή ώστε να μην πάρει εκείνος την απόφαση αυτή για λογαριασμό μου». Ο Καρλ έσκυψε πάνω από το γραφείο του. «Άκουσε, Άσαντ, όποτε σου κάνω μια ερώτηση, περιμένω να μου απαντάς. Κι όταν δεν το κάνεις, μου δίνεις να καταλάβω πως κάτι δεν πάει καλά. Κι αυτό το κάτι ίσως να είναι αρκετά σοβαρό ώστε να σου στοιχίσει την άδεια παραμονής σου σε αυτή τη χώρα, κι όχι απλώς τη σούπερ φανταστική δουλειά σου εδώ κάτω». «Δηλαδή, μπορεί και να με στείλεις στα δικαστήρια;» Το επίθετο «πληγωμένος» δε θα ήταν αρκετό για να τον περιγράψει. «Είχατε συγκρουστεί και στο παρελθόν, εσύ και ο Σαμίρ; Στη Συρία, για παράδειγμα;» «Όχι, δεν έγινε τίποτα στη Συρία. Ο Σαμίρ είναι από το Ιράκ». «Με άλλα λόγια, ομολογείς ότι έχετε προηγούμενα. Επιμένεις, όμως, ότι δε γνωρίζεστε;» «Ναι, Καρλ. Σε παρακαλώ, μπορείς να μη με ρωτήσεις τίποτα περισσότερο γι’ αυτό το θέμα;» «Θα το σκεφτώ. Όμως, αν δε θέλεις να ζητήσω από τον Σαμίρ Γαζί να υποβάλει αναφορά για το περιστατικό που συνέβη μ’ εσάς τους δύο, θα πρέπει να μου πεις κάποια
πράγματα, να ξέρω τι μου γίνεται, μπας και ηρεμήσω λιγάκι. Περιττό να πω ότι από τώρα και στο εξής ούτε που θα διανοηθείς να πλησιάσεις τον Σαμίρ. Έγινα σαφής;» Ο Άσαντ έμεινε για λίγο να κοιτάζει το κενό, προτού γνέψει καταφατικά. «Είναι δικό μου το φταίξιμο που χάθηκε ένας συγγενής του Σαμίρ. Ποτέ δεν είχα τέτοια πρόθεση, Καρλ, πρέπει να με πιστέψεις. Η αλήθεια είναι πως δεν το ήξερα καν». Ο Καρλ έκλεισε τα μάτια του για λίγο. «Έχεις διαπράξει κάποιο έγκλημα σε αυτή τη χώρα;» «Όχι, σε ορκίζω, Καρλ». «Μου ορκίζεσαι, Άσαντ. Μου ορκίζεσαι». «Ναι, αυτό κάνω». «Δηλαδή, αυτά που λες έγιναν πριν από πολύ καιρό;» «Ναι». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά με το κεφάλι. Ίσως ο Άσαντ α ανοιγόταν κάποια άλλη στιγμή. «Για ρίξτε μια ματιά εδώ, παιδιά». Η Ίρσα εισέβαλε χωρίς α χτυπήσει. Είχε πάρει σοβαρή έκφραση, για πρώτη φορά, και κρατούσε ένα χαρτί μπροστά της. «Είναι φαξ από την Αστυνομία στο Ρονιέμπι της Σουηδίας. Πριν από δύο λεπτά έφτασε. Να τος ο άνθρωπός μας». Ακούμπησε το φαξ πάνω στο γραφείο. Δεν ήταν εικόνα που είχε σχηματιστεί με υπολογιστή. Ήταν ένα κανονικό σκίτσο. Όπως τον παλιό καιρό, με σκιάσεις και όλα τα σχετικά, αλλά έγχρωμο. Ένα αντρικό πρόσωπο, ευχάριστο με την πρώτη ματιά, το οποίο, όμως, όταν το παρατηρούσες καλύτερα, παρουσίαζε μια σειρά από ανησυχητικά στοιχεία.
«Μου θυμίζει τον ξάδερφό μου», σχολίασε ξερά η Ίρσα. «Είναι χοιροτρόφος στο Ράνερς». «Δεν τον είχα φανταστεί έτσι ακριβώς», είπε ο Άσαντ. Το ίδιο θα έλεγε και ο Καρλ. Κοντές φαβορίτες, σκούρο μουστάκι, περιποιημένο. Μαλλιά ελαφρώς πιο ανοιχτόχρωμα, με χωρίστρα φτιαγμένη στην εντέλεια. Πυκνά φρύδια, σχεδόν σμιχτά. Αδιάφορα, μέτρια χείλη. «Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι το σκίτσο αυτό ενδεχομένως να μην αντικατοπτρίζει την πραγματική του εμφάνιση. Μην ξεχνάτε, ο Τρίγκβε ήταν μόλις δεκατριών χρόνων όταν συνέβησαν όλα αυτά, κι έχουν περάσει άλλα τόσα χρόνια. Ούτως ή άλλως, ο άνθρωπός μας θα έχε αλλάξει κάπως στο μεταξύ. Όμως πόσων χρόνων θα λέγατε ότι ήταν εδώ;» ρώτησε ο Καρλ. Οι βοηθοί του έκαναν να απαντήσουν, όμως εκείνος τους πρόλαβε. «Κοιτάξτε προσεκτικά. Το μουστάκι μπορεί να τον κάνε α δείχνει μεγαλύτερος απ’ ό,τι είναι. Γράψτε εδώ τ ομίζετε». Έσκισε δύο σελίδες από ένα σημειωματάριο και τις έδωσε στην Ίρσα και στον Άσαντ. «Και να σκεφτεί κανείς ότι είναι αυτός που σκότωσε τον Πόολ», σχολίασε η Ίρσα. «Είναι σχεδόν σαν να σκότωσε έναν γνωστό μας». Ο Καρλ σημείωσε τη δική του εκτίμηση και μάζεψε τα χαρτιά με τις απαντήσεις του Άσαντ και της Ίρσα. Οι δύο είχαν γράψει είκοσι εφτά. Το τρίτο χαρτί έλεγε τριάντα δύο.
«Η Ίρσα κι εγώ συμφωνούμε στα είκοσι εφτά, Άσαντ. Εσένα τι σε κάνει να νομίζεις ότι είναι μεγαλύτερος;» «Απλώς, αυτό εδώ». Ακούμπησε το δείκτη του πάνω σε μια διαγώνια γραμμή η οποία ξεκινούσε από το φρύδι του δεξιού ματιού του άντρα. «Δεν είναι ρυτίδα γέλιου». Έδειξε το δικό του πρόσωπο, χαμογέλασε πλατιά κι έφερε τους δείκτες πάνω στις γωνίες των ματιών του. «Κοιτάξτε αυτές τις ρυτίδες. Απλώνονται στο μάγουλο, προς τα έξω. Δείτε τώρα εδώ». Πήρε σκυθρωπή έκφραση. Τώρα, ήταν ίδιος όπως λίγα λεπτά νωρίτερα, όταν άκουγε τον εξάψαλμο από τον Καρλ. «Δεν εμφανίζεται μια γραμμή εδώ ακριβώς;» Έδειξε ένα σημείο δίπλα στο φρύδι του. «Μπορεί, αλλά είναι δύσκολο να το πεις με σιγουριά», απάντησε η Ίρσα, κι ύστερα μιμήθηκε την έκφρασή του κα προσπάθησε να ψηλαφίσει τη ρυτίδα με τα ακροδάχτυλά της. «Αυτό συμβαίνει επειδή είμαι χαρούμενος άνθρωπος. Ο δολοφόνος δεν είναι χαρούμενος. Μια τέτοια ρυτίδα, ο άνθρωπος την έχει είτε από γεννησιμιού του είτε την αποκτάε γιατί δεν είναι χαρούμενος. Και για να εμφανιστεί, χρειάζετα καιρό. Η μητέρα μου δεν ήταν και τόσο χαρούμενη, και η δικιά της φάνηκε στα πενήντα της». «Μπορεί να έχεις δίκιο, Άσαντ. Μπορεί και όχι», είπε ο Καρλ. «Πάντως, η ουσία είναι πως και οι τρεις καταλήγουμε πάνω κάτω στην ίδια ηλικία, η οποία συμπίπτει και με την εκτίμηση του Τρίγκβε. Επομένως, εφόσον ζει ακόμα, σήμερα θα είναι κάπου ανάμεσα στα σαράντα με σαράντα πέντε». «Θα μπορούσαμε να περάσουμε το σκίτσο στο σύστημά μας και να του προσθέσουμε μερικά χρόνια;» ρώτησε η Ίρσα.
«Αυτό γίνεται με τους υπολογιστές, έτσι δεν είναι;» «Φυσικά, όμως κινδυνεύεις να βρεθείς με μια εικόνα η οποία ενδεχομένως να είναι περισσότερο ανακριβής απ’ ό,τι η αρχική. Εγώ λέω να αρκεστούμε σε αυτή που έχουμε. Ένας ευπαρουσίαστος τύπος, πιο γοητευτικός από το μέσο όρο, πολύ αρρενωπός. Κατά τα άλλα, η εμφάνισή του είνα μάλλον συνηθισμένη, κάπως συντηρητική, φέρνει σε πάλληλο γραφείου». «Εγώ θα έλεγα πως μοιάζει περισσότερο με στρατιωτικό ή αστυνομικό», πρόσθεσε η Ίρσα. Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Ο άντρας αυτός θα μπορούσε α εργαζόταν οπουδήποτε. Συνήθως, έτσι συνέβαινε. Έριξε μια ματιά στο ταβάνι. Να τη, πάλι, εκείνη η άτιμη μύγα. Ίσως θα έπρεπε να αναλάβει την πρωτοβουλία, για λογαριασμό του κράτους, να αγοράσει ένα εντομοκτόνο. Πιθανότατα, θα ήταν προτιμότερο αυτό, από το να ξοδέψε μια σφαίρα στο αναθεματισμένο πλάσμα. Πίεσε τις σκέψεις του να επιστρέψουν στο προκείμενο κα κοίταξε την Ίρσα. «Βγάλε φωτοτυπίες και φρόντισε να σταλε το σκίτσο σε όλα τα τμήματα. Ξέρεις πώς;» Εκείνη αρκέστηκε να ανασηκώσει τους ώμους. «Α, κάτι ακόμα, Ίρσα. Θέλω να δω τη διατύπωση προτού το στείλεις, εντάξει;» «Ποια διατύπωση;» Ο Καρλ αναστέναξε. Σε πολλά ήταν καταπληκτική, όμως δε θα έφτανε ποτέ στο επίπεδο της Ρόζε. «Πρέπει να γράψεις μια περιγραφή για το τι αφορά η υπόθεση, Ίρσα. Κάτι του στιλ: Υποψιαζόμαστε το άτομο αυτό για διάπραξη φόνου κα
θέλουμε να μάθουμε αν γνωρίζει κανείς έναν άντρα αυτής της εμφάνισης που να αντιμετώπισε προβλήματα με τις Αρχές». «Πού καταλήγουμε, Καρλ; Ποιος είναι ο συνδετικός κρίκος; Υπάρχει κάποια πρόταση;» Ο Λαρς Μπιερν συνοφρυώθηκε κ έσπρωξε τη φωτογραφία των τεσσάρων αδερφών Γιάνκοβιτς πάνω στο γραφείο, προς το μέρος του διοικητή του Τμήματος Ανθρωποκτονιών. «Θα σας πω πού καταλήγουμε. Αν θέλετε να προχωρήσετε με τις υποθέσεις των εμπρησμών που έχετε στα γραφεία σας, πρέπει να ψάξετε στα ποινικά μητρώα για Σέρβους που να έχουν το ίδιο δαχτυλίδι στο μικρό τους δάχτυλο όπως τα τέσσερα θρεφτάρια μας εδώ. Δεν αποκλείεται να βρείτε κάτι και στα δικά μας μητρώα, αλλά, αν ήμουν στη θέση σας, θα επικοινωνούσα με την Αστυνομία στο Βελιγράδι, και γρήγορα μάλιστα». «Δηλαδή, πιστεύεις ότι τα πτώματα που βρέθηκαν στους χώρους όπου σημειώθηκαν οι εμπρησμοί είναι Σέρβοι ο οποίοι συνδέονται κατά κάποιον τρόπο με την οικογένεια Γιάνκοβιτς, και ότι τα δαχτυλίδια αυτά μαρτυρούν τη σχέση τους;» ρώτησε ο Γιάκομπσεν. «Απολύτως. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά εικάζω ότι φορούν σχεδόν από γεννησιμιού τους αυτά τα δαχτυλίδια, κρίνοντας από την έκταση της αλλοίωσης στο οστό του δαχτύλου, σε όλες τις περιπτώσεις». «Έχουμε να κάνουμε με κάποιο συνδικάτο εγκλήματος, δηλαδή;» υπέθεσε ο Μπιερν. Ο Καρλ τού χαμογέλασε λοξά. Ο τύπος ταίριαζε απόλυτα
με τη μιζέρια της Δευτέρας. Ο Μάρκους Γιάκομπσεν κοίταζε το επίπεδο πακέτο τσιγάρων πάνω στο γραφείο, μπροστά του, λες και θα ορμούσε να το κατασπαράξει από στιγμή σε στιγμή. «Λοιπόν, είναι σαφές ότι πρέπει να διερευνήσουμε την υπόθεση σε συνεργασία με τους Σέρβους συναδέλφους μας. Εφόσον αυτά που εικάζεις ισχύουν, τότε δεν αποκλείεται ακόμα και η συμμετοχή στην οργάνωση να αποτελεί κληρονομικό δικαίωμα. Ξέρουμε ποιος κρύβεται πίσω από αυτές τις εταιρείες στις μέρες μας; Οι τέσσερις ιδρυτές μάς άφησαν χρόνους, απ’ ό,τι κατάλαβα». «Έχω βάλει την Ίρσα να το ψάχνει. Είναι ανώνυμες εταιρείες, όμως η πλειονότητα των μετοχών εξακολουθεί να ανήκει σε άτομα με το επίθετο Γιάνκοβιτς». «Δηλαδή, μιλάμε για μια εγκληματική οργάνωση Σέρβων που δανείζει χρήματα;» «Έτσι φαίνεται. Αυτό που ξέρουμε σίγουρα είναι ότι όλες οι επιχειρήσεις που υπέστησαν εμπρησμούς χρωστούσαν χρήματα στην οικογένεια Γιάνκοβιτς, κάποια στιγμή. Αυτό που δεν ξέρουμε είναι από πού προέκυψαν τα πτώματα κα γιατί, πράγμα το οποίο ευχαρίστως θα το αφήσουμε πάνω σας». Ο Καρλ χαμογέλασε και έσπρωξε μία ακόμα φωτογραφία πάνω στο τραπέζι. «Αυτός είναι ο ύποπτος στην πόθεση της δολοφονίας του Πόολ Χολτ και της απαγωγής του αδερφού του. Γοητευτικός ο μάγκας, ναι;» Ο Μάρκους Γιάκομπσεν παρατήρησε το πορτρέτο μπροστά του όπως θα έκανε με οποιοδήποτε άλλο. Είχε δε πάμπολλους δολοφόνους στη ζωή του.
«Απ’ ό,τι άκουσα, ο Πάσγκορ κατάφερε να βρει σήμερα μερικές σημαντικές πληροφορίες για την υπόθεση», σχολίασε ξερά ο διοικητής. «Χαίρομαι που μπόρεσε να σας βοηθήσει». Ο Καρλ συνοφρυώθηκε. Αυτό, πάλι, πώς του ήρθε; «Πληροφορίες; Τι είδους πληροφορίες;» «Θες να πεις ότι δε σε ενημέρωσε ακόμα; Τώρα που μιλάμε, μάλλον θα γράφει την αναφορά του». Είκοσι δευτερόλεπτα αργότερα, ο Καρλ στεκόταν στο γραφείο του Πάσγκορ. Ήταν ένας θλιβερός χώρος – η φωτογραφία της τριμελούς οικογένειάς του δεν πρόσθετε κάποια χαρούμενη πινελιά, αντίθετα θύμιζε πόσο απερίγραπτα ελάχιστη ήταν η ομοιότητα του χώρου εργασίας ενός δημοσίου υπαλλήλου με το σπίτι του. «Τι γίνεται εδώ πέρα;» ρώτησε επιτακτικά ο Καρλ, την ώρα που τα δάχτυλα του Πάσγκορ χόρευαν πάνω στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή του. «Δύο λεπτά υπομονή, και θα έχεις την αναφορά σου. στερα η υπόθεση είναι όλη δική σου». Σιγά μην ήταν τόσο απλά τα πράγματα. Κι όμως, ο Πάσγκορ έφερε μισή βόλτα πάνω στην καρέκλα του ακριβώς δύο λεπτά αργότερα και ανακοίνωσε: «Μπορείς να τη διαβάσεις στην οθόνη, πριν την εκτυπώσω. Κάνε όποιες διορθώσεις νομίζεις εσύ, αν το κρίνεις απαραίτητο». Ο Πάσγκορ και ο Καρλ είχαν παρουσιαστεί στα Κεντρικά την ίδια περίπου εποχή, και παρότι ο Καρλ πολύ δύσκολα θα χαρακτηριζόταν πειθήνιος άνθρωπος, του είχε ανατεθεί η πλειονότητα των σοβαρών υποθέσεων, προς μεγάλη
δυσαρέσκεια του γλείφτη του Πάσγκορ. Συνεπώς, το αυτάρεσκο χαμόγελό του αυτή τη στιγμή ήταν μια μετά βίας συγκαλυμμένη εκδήλωση της βαθιάς ικανοποίησης που τον διακατείχε, την ώρα που ο Καρλ διάβαζε την αναφορά του. Όταν έφτασε στο τέλος της, στράφηκε προς το μέρος του. «Καλή δουλειά, Πάσγκορ», ήταν το μόνο που είπε. «Τελείωσες για σήμερα ή μπορείς να μου κάνεις παρέα κάνα δίωρο ακόμα, Άσαντ;» ρώτησε ο Καρλ. Στοίχημα εκατό προς ένα ότι δεν είχε τα κότσια να αρνηθεί. Ο Άσαντ χαμογέλασε. Το πιθανότερο ήταν πως θεωρούσε την πρόταση ως ένδειξη συμφιλίωσης. Τώρα μπορούσαν να ριχτούν και πάλι στη δουλειά. Οι ερωτήσεις σχετικά με τον Σαμίρ Γαζί και το ζήτημα για το πού πραγματικά ζούσε ο Άσαντ περνούσαν αναγκαστικά σε δεύτερη μοίρα. «Ίρσα, αν θες, έλα κι εσύ μαζί μας. Θα σε πετάξω μέχρι το σπίτι σου. Στο δρόμο μας είναι». «Στο Στένλοζ, θες να πεις; Πλάκα κάνεις, είναι χιλιόμετρα δρόμος. Ευχαριστώ, αλλά δε θα πάρω. Προτιμώ το τρένο. Λατρεύω τα τρένα, αμέ». Κούμπωσε το παλτό της κα κρέμασε την κομψή τσάντα της, απομίμηση δέρματος κροκοδείλου, στον ώμο της. Όπως και τα χοντροτάκουνα παπούτσια της, έμοιαζε εμπνευσμένη από παλιές αγγλικές ταινίες. «Μπορείς να κάνεις και χωρίς το τρένο για μία μέρα, ρσα», επέμεινε ο Καρλ. «Θέλω στη διαδρομή να σας ενημερώσω και τους δύο για τις εξελίξεις που είχαμε, αν δεν
έχεις αντίρρηση». Απρόθυμα, πέρασε στο πίσω κάθισμα, με ένα ύφος λες κ ήταν βασίλισσα που είχε αναγκαστεί να πάρει ταξί. Πόδια σταυρωμένα, και η τσάντα πάνω τους. Σύντομα, το άρωμά της σχημάτισε ένα σύννεφο, που φώλιασε κάτω από την κιτρινισμένη από τα τσιγάρα επένδυση της οροφής. «Ο Πάσγκορ είχε νέα από τον Τομέα Θαλάσσιας Βιολογίας. Μας έδωσαν αρκετές πληροφορίες για να προχωρήσουμε. Το πρώτο στοιχείο είναι ότι το λέπ προέρχεται από ένα είδος πέστροφας που συνήθως απαντάται στα φιόρδ, στις περιοχές όπου ενώνεται το γλυκό με το θαλασσινό νερό». «Και η γλίτσα;» ρώτησε η Ίρσα. «Κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από κοινά μύδια ή γαρίδες των φιόρδ. Αυτό δεν έχει ξεκαθαρίσει ακόμα». Ο Άσαντ έγνεψε καταφατικά από τη θέση του συνοδηγού και άνοιξε στην πρώτη σελίδα τον οδηγό του Βόρειου Σγιέλαν. Έπειτα από λίγο, ακούμπησε το δείκτη του κάπου στη μέση της σελίδας. «Μάλιστα, εδώ είναι. Το φιόρδ του Ρόσκιλε και το Ίσεφγιορ. Αχά! Δεν ήξερα ότι συναντιούντα στο Χούνεστεδ». «Ω Θεέ μου, μη μου πείτε πως θα πρέπει να πάρετε σβάρνα και τα δύο; Δουλειά να σου πετύχει!» «Μέσα έπεσες σε ό,τι είπες, Ίρσα». Ο Καρλ τής έριξε μια ματιά από τον μπροστινό καθρέφτη. «Ευτυχώς, έχουμε τη βοήθεια ενός παλιού αστυνομικού που γνωρίζει τα κατατόπια. Ζει στο Στένλοζ, όπως κι εσύ. Πιθανότατα θα τον θυμάσαι από εκείνη τη διπλή δολοφονία στο Ρέρβιγκ, Άσαντ.
Τόμασεν λέγεται. Εκείνος ο τύπος που γνώριζε τον πατέρα των δύο θυμάτων». «Ναι, πράγματι. Το μικρό του ξεκινούσε από Κ και είχε μεγάλη κοιλιά». «Ακριβώς. Τον λένε Κλες. Κλες Τόμασεν, του αστυνομικού τμήματος του Νίκαμπινγκ. Έχει ένα σκάφος δεμένο στο Φρέδερικσουν και ξέρει τα φιόρδ απέξω κ ανακατωτά. Αυτός θα μας πάει έως εκεί. Υπολογίζω πως μας απομένει ένα δίωρο προτού σκοτεινιάσει». «Θες να πεις πως θα βγούμε με το σκάφος στη θάλασσα;» ρώτησε ο Άσαντ με σιγανή φωνή. «Αναγκαστικά, αν θέλουμε να εντοπίσουμε ένα λεμβοστάσιο κοντά στα φιόρδ». «Δε μου αρέσει και τόσο αυτό, Καρλ». Ο Καρλ προτίμησε να προσπεράσει το σχόλιο. «Εκτός του ότι τα φιόρδ είναι σημείο αναπαραγωγής της πέστροφας, πάρχει μία ακόμα ένδειξη ότι θα πρέπει να αναζητήσουμε το λεμβοστάσιο στο στόμιό τους. Δε μου αρέσει καθόλου που το λέω, όμως ο Πάσγκορ έκανε πολύ καλή δουλειά. Αφού έδωσε χρόνο στους θαλάσσιους βιολόγους να πάρουν τα δείγματα που ήθελαν, έστειλε στο Εγκληματολογικό το χαρτ πάνω στο οποίο είχε γραφτεί το μήνυμα, ώστε να ρίξουν μια ματιά στα σκιασμένα σημεία που είχε εντοπίσει ο Λάουρσεν. Αποδείχτηκε πως ήταν μελάνι τυπογραφείου. Ή, τουλάχιστον, τα υπολείμματά του». «Νόμιζα πως οι έλεγχοι αυτοί είχαν γίνει στη Σκοτία», είπε η Ίρσα. «Οι προσπάθειές τους επικεντρώθηκαν στους
χειρόγραφους χαρακτήρες και όχι στο ίδιο το χαρτί. Όμως, όταν έκανε τα τεστ το Εγκληματολογικό σήμερα το πρωί, αποδείχτηκε πως το χαρτί ήταν γεμάτο με υπολείμματα τυπογραφικού μελανιού». «Ήταν σκέτο μελάνι ή έγραφε κάτι;» ρώτησε εκείνη. Ο Καρλ χαμογέλασε. Παλιά, όταν ήταν παιδί ακόμα, μαζ με ένα φίλο του είχαν ξαπλώσει μπρούμυτα στην παιδική χαρά στο Μπρέντερσλεου για να χαζέψουν ένα ίχνος. Το είχε αλλοιώσει κάπως η βροχή, όμως εξακολουθούσε να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα. Μπορούσαν να διακρίνουν το αποτύπωμα των γραμμάτων που υπήρχαν στη σόλα, όμως χρειάστηκε να περάσει κάποια ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσουν ότι τα έβλεπαν ανάποδα. ΠΕΔΡΟ ήταν η λέξη που σχημάτιζαν. Και πολύ γρήγορα είχαν σκαρφιστεί μια ιστορία, πως το παπούτσι πιθανότατα ανήκε σε κάποιον εργάτη που δούλευε στο εργοστάσιο μηχανημάτων Πέτερσααμπ, ο οποίος φοβόταν πως κάποιος θα του βουτούσε το μοναδικό ζευγάρι άρβυλων εργασίας που είχε. πειτα από αυτό, κάθε φορά που τα δύο αγόρια έχωναν τα δικά τους παπούτσια στους φοριαμούς των υπαίθριων λουτρών στην άλλη άκρη της πόλης, είχαν πάντοτε στο μυαλό τους τον κακόμοιρο τον Πέδρο. Αυτή ήταν η αρχή του ενδιαφέροντος που ανέπτυξε ο Καρλ για την έρευνα, και να που τώρα είχε βρεθεί και πάλ στην αφετηρία. «Αποδείχτηκε πως τα γράμματα ήταν ανάποδα. Από κάποια εφημερίδα πιεσμένη πάνω στο χαρτί για αρκετό διάστημα, κι έτσι τα τυπογραφικά στοιχεία μεταφέρθηκαν».
«Πλάκα κάνεις!» Η Ίρσα έγειρε προς τα εμπρός, όσο περισσότερο της επέτρεπαν οι σταυρωμένες γάμπες της. «Για πες, τι έγραφε;» «Λοιπόν, αν τα γράμματα δεν είχαν το μέγεθος που είχαν, πιθανότατα δε θα βρίσκαμε ποτέ την απάντηση, όμως, απ’ ό,τι κατάλαβα, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι γράφε Φρέδερικσουν Αβίς . Είναι μια τοπική εβδομαδιαία εφημερίδα, από αυτές που διανέμονται δωρεάν». Λογάριαζε πως, όταν θα αποκάλυπτε αυτή την πληροφορία, ο Άσαντ θα ξεφώνιζε από τη χαρά του, όμως αντίδραση δεν υπήρξε. «Δεν καταλαβαίνετε; Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να περιορίσουμε σημαντικά τη γεωγραφική περιοχή που πρέπε α ερευνήσουμε, υποθέτοντας πάντοτε ότι το χαρτί πάνω στο οποίο γράφτηκε το μήνυμα προήλθε από τη ζώνη κυκλοφορίας της εφημερίδας. Διαφορετικά, θα έπρεπε να ψάξουμε όλες της ακτές του Βόρειου Σγιέλαν. Έχετε ιδέα για πόσα χιλιόμετρα μιλάμε;» «Όχι», ήρθε η κοφτή απάντηση από το πίσω κάθισμα. Η αλήθεια ήταν πως ούτε κι εκείνος είχε ιδέα. Και τότε χτύπησε το κινητό του. Έριξε μια ματιά στην οθόνη κι αμέσως ένιωσε μια ζεστασιά μέσα του. «Μόνα», είπε, με εντελώς διαφορετικό τόνο απ’ ό,τ προηγουμένως. «Χαίρομαι που τηλεφώνησες». Αντιλήφθηκε τον Άσαντ να στριφογυρίζει ανήσυχα στο κάθισμά του. Ίσως να μην ήταν πια και τόσο σίγουρος ότι ο προϊστάμενός του είχε μεσάνυχτα στα ζητήματα της καρδιάς. Ο Καρλ προσπάθησε να φέρει την κουβέντα έτσι ώστε να
την προσκαλέσει στο σπίτι του το ίδιο βράδυ, όμως δεν του είχε τηλεφωνήσει γι’ αυτό το λόγο. Τώρα ήταν αυστηρά επαγγελματικό το ζήτημα, του είπε, γελώντας με έναν τρόπο που έκανε την καρδιά του Καρλ να πεταρίσει. Εκείνη τη στιγμή είχε δίπλα της ένα συνάδελφό της, ο οποίος πολύ θα ήθελε να μιλήσει στον Καρλ σχετικά με τις τραυματικές του εμπειρίες. Ο Καρλ συνοφρυώθηκε. Α, ώστε αυτό θα ήθελε; Τ δουλειά είχαν οι τραυματικές του εμπειρίες με τους άρρενες συναδέλφους της; Τα τραύματά του προορίζονταν για εκείνη αποκλειστικά. Για την ακρίβεια, τα φύλαγε ειδικά γι’ αυτό το σκοπό. «Τα πηγαίνω μια χαρά, Μόνα, επομένως δε θα χρειαστε κάτι τέτοιο», είπε και φαντάστηκε τι λάμψη θα είχαν τα μάτια του. Εκείνη γέλασε ξανά. «Είμαι σίγουρη ότι είσαι μια χαρά μετά τα χτεσινοβραδινά, Καρλ. Έτσι μου ακούγεσαι, τουλάχιστον. Όμως προηγουμένως δεν ήσουν και τόσο καλά, θυμάσαι; Και δε γίνεται να είμαι πάντοτε διαθέσιμη όλο το εικοσιτετράωρο». Ο Καρλ ξεροκατάπιε, αναριγώντας σχεδόν στη σκέψη αυτή. Ήταν έτοιμος να τη ρωτήσει γιατί όχι, όμως αποφάσισε πως μπορούσε να περιμένει για αργότερα. «Εντάξει, κέρδισες». Παραλίγο να προσθέσει «αγάπη μου», όμως διέκρινε μέσα από τον μπροστινό καθρέφτη το βλέμμα της Ίρσα που τον παρακολουθούσε κατενθουσιασμένη και το σκέφτηκε καλύτερα. «Πες του συναδέλφου σου ότι μπορεί να έρθει να τα πούμε αύριο.
χουμε πολλή δουλειά, όμως, οπότε δε θα μπορέσω να τον δω για πολύ, εντάξει;» Είχε ξεχάσει να την προσκαλέσει για απόψε. Σκατά! Τι να γίνει, θα έπρεπε να περιμένει μέχρι αύριο, ελπίζοντας πως θα εξακολουθούσε να την ενδιαφέρει η πρότασή του. Έκλεισε απότομα το κινητό του και χαμογέλασε σφιγμένα προς το μέρος του Άσαντ. Ένιωθε σαν τον Δον Ζουάν όταν κοιτάχτηκε στον καθρέφτη το πρωί. Τώρα, η αίσθηση αυτή μάλλον είχε εξανεμιστεί. «Μόνα, Μόνα! Έλα να σου πω, το μικρό μου μυστικό. Πέρνα από το σπίτι να σε δω. Αχ, Μόνα, Μόνα!» άρχισε να τραγουδάει ξαφνικά η Ίρσα από το πίσω κάθισμα. Ο Άσαντ τρόμαξε. Αν δεν ήξερε πώς τραγουδούσε εκείνη, το έμαθε τώρα. Η φωνή της ήταν περίπτωση, όπως και η πόλοιπη Ίρσα. «Δεν είμαι σίγουρος πως το έχω ξανακούσει αυτό το τραγούδι», είπε. Έστρεψε το κεφάλι του προς τα πίσω κ έγνεψε καταφατικά, σαν να εκτιμούσε τη νέα πληροφορία. Κ στερα σώπασε ξανά. Ο Καρλ τα είχε πάρει. Ανάθεμα! Τώρα, η Ίρσα ήξερε πως κάτι έπαιζε με τη Μόνα, πράγμα που σήμαινε ότι πολύ σύντομα θα το ήξεραν οι πάντες. Ίσως δεν έκανε καλά που απάντησε στο τηλεφώνημα. «Σκέψου τι γίνεται στον κόσμο», είπε η Ίρσα. Ο Καρλ τής έριξε πάλι μια ματιά μέσα από τον καθρέφτη. «Τι εννοείς;» απάντησε, έτοιμος να περάσει στην αντεπίθεση. «Για το Φρέδερικσουν λέω. Σκέψου, μπορεί να δολοφόνησε τον Πόολ Χολτ εκεί, κοντά στο Φρέδερικσουν».
Η Ίρσα κοίταζε ίσια μπροστά. Επομένως, το θέμα Καρλ και Μόνα είχε φύγει από το μυαλό της. Πάντως, ναι, καταλάβαινε τι ήθελε να πει η Ίρσα. Το Φρέδερικσουν δεν απείχε πολύ από την περιοχή όπου ζούσε εκείνη τώρα. Η αχρειότητα δεν έκανε διακρίσεις μεταξύ των πόλεων. «Σαν να λέμε, θα προσπαθήσετε να βρείτε ένα λεμβοστάσιο χτισμένο πάνω σε ένα φιόρδ», συνέχισε εκείνη. «Τρομακτική σκέψη, αν βγει σωστή. Αλλά πώς είσαι τόσο σίγουρος ότι δε βρίσκεται κάπου νοτιότερα; Οι άνθρωποι θα μπορούσαν κι εκεί να διαβάζουν αυτή τη φυλλάδα». «Σωστά. Η εφημερίδα δεν αποκλείεται να απομακρύνθηκε από την περιοχή του Φρέδερικσουν για τον άλφα ή βήτα λόγο. Όμως από κάπου πρέπει να ξεκινήσουμε, και αυτή φαντάζει η πιο λογική αφετηρία. Καλά δε λέω, Άσαντ;» Ο βοηθός του δεν είπε λέξη. Πιθανότατα ένιωθε κιόλας αυτία. «Εδώ είμαστε μια χαρά», είπε η Ίρσα, δείχνοντας προς το πεζοδρόμιο. «Σταμάτα να κατέβω». Ο Καρλ έριξε μια ματιά στο GPS. Τους απέμεναν λίγα μέτρα μέχρι να βγουν από την Μπίβαϊ, ύστερα θα έπιαναν την Άιναρ Τίσενς βάι, και από εκεί θα έφταναν στο Σάνταλ Παρκ, όπου ζούσε η Ίρσα. Γιατί ήθελε να κατέβει εδώ; «Θα σε αφήσουμε μπροστά στην πόρτα σου, Ίρσα. Στο δρόμο μας είναι». Διαισθάνθηκε πως η Ίρσα είχε ετοιμάσει ήδη ένα κάρο δικαιολογίες. Για παράδειγμα, ότι έπρεπε να κάνει πρώτα κάτ ψώνια. Αν πράγματι είχε να κάνει ψώνια, θα έπρεπε να τα
αφήσει για αργότερα. «Έλεγα να πεταχτώ πάνω μαζί σου, Ίρσα, αν δεν έχεις αντίρρηση. Θέλω να πω ένα “γεια” στη Ρόζε και να της μιλήσω για λίγο». Παρατήρησε το σφίξιμο που απλώθηκε σε ολόκληρο το πουδραρισμένο πρόσωπο της Ίρσα. «Ένα λεπτάκι θα κάνω», πρόσθεσε, στερώντας της την πρωτοβουλία των κινήσεων. Σταμάτησε μπροστά στον αριθμό 19 και πετάχτηκε πρώτος από το αυτοκίνητο. «Εσύ περίμενε εδώ, Άσαντ», του είπε, ενώ άνοιγε την πίσω πόρτα για την Ίρσα. «Δε νομίζω πως είναι στο σπίτι η Ρόζε», είπε εκείνη, καθώς ανέβαιναν τη σκάλα. Πρώτη φορά την έβλεπε έτσι. Είχε μια έκφραση μάλλον υποτονική, στα όρια της παραίτησης. Ήταν η έκφραση που θα είχε κάποιος βγαίνοντας από ένα εξεταστικό κέντρο, με την επίγνωση ότ τα πήγε μέτρια, στην καλύτερη των περιπτώσεων. «Περίμενε λιγάκι εδώ, Καρλ, εντάξει;» του είπε, καθώς έβαζε το κλειδί στην πόρτα του διαμερίσματός της. «Μπορε α είναι ακόμα στο κρεβάτι, καταλαβαίνεις. Κοιμάται πολύ το τελευταίο διάστημα». Ο Καρλ έριξε μια ματιά στο όνομα πάνω στην πόρτα, την ώρα που η Ίρσα φώναζε τη Ρόζε μέσα στο διαμέρισμα. γραφε απλώς Κνούδσεν. Η Ίρσα φώναξε το όνομα της Ρόζε μια δεύτερη φορά κ στερα επέστρεψε. «Δε βλέπω να είναι στο σπίτι, δυστυχώς. Μπορεί να βγήκε για τίποτα ψώνια. Θέλεις να της μεταφέρω κάποιο μήνυμα;»
Ο Καρλ πέρασε το κατώφλι. «Ξέρεις κάτι, λέω να της το γράψω μόνος μου. Μήπως έχεις ένα φύλλο χαρτί;» Η εμπειρία ετών και η έμφυτη πονηριά του κατάφεραν να τον οδηγήσουν στα ενδότερα. Λες και ήταν σαλιγκάρι που προωθούνταν ανεπαίσθητα. Δε φαίνονταν τα πόδια του να κινούνται, όμως έπειτα από λίγο είχε καλύψει αρκετή απόσταση, ώστε, εντελώς ξαφνικά, ήταν αδύνατο να τον ξεφορτωθεί εκείνη. «Το διαμέρισμα είναι χάλια», απολογήθηκε η Ίρσα, που φορούσε ακόμα το παλτό της. «Η Ρόζε δεν μπορεί να φροντίζει το σπίτι όταν είναι έτσι. Ειδικά όταν μένει μόνη της στη διάρκεια της μέρας». Είχε δίκιο. Στο διάδρομο επικρατούσε χαμός – σακάκια και πανωφόρια μαζί με άδειες κούτες και στοίβες κουτσομπολίστικων περιοδικών. Ο Καρλ έριξε μια ματιά στο καθιστικό. Το διαμέρισμα της Ρόζε δεν είχε καμία σχέση με το χώρο στον οποίο φανταζόταν ο Καρλ ότι θα ζούσε μια κοπέλα με πανκ χτένισμα και χολή αντί για αίμα στις φλέβες της. Έμοιαζε λες και το είχε διακοσμήσει μια παλιομοδίτισσα χίπισσα που μόλις είχε κατέβει από κάποια βουνοκορφή του Νεπάλ, με το σακίδιο γεμάτο ανατολίτικα μπιχλιμπίδια. Ο Καρλ είχε να δει τέτοιο θέαμα από εκείνη τη φορά που του είχε φέξει με μια κοπελιά από το Βρο. Ο χώρος ήταν γεμάτος θυμιατά και πελώριους μπρούντζινους και χάλκινους δίσκους με ελέφαντες και κάθε λογής μυστικιστικά αγαλματίδια αραδιασμένα πάνω τους. Υφάσματα με την τεχνική του ξεβάμματος κρέμονταν από τους τοίχους και βοϊδοτόμαρα σκέπαζαν τις πολυθρόνες. Αν
πήρχε και καμιά στραπατσαρισμένη αμερικανική σημαία, θα ήταν σαν να είχε μεταφερθεί πίσω στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Και όλα αυτά καλύπτονταν από ένα παχύ στρώμα σκόνης. Πέρα από τα κουτσομπολίστικα περιοδικά και κάτ άλλα ιλουστρασιόν έντυπα, το δωμάτιο δεν περιείχε τίποτε απολύτως που να δείχνει, έστω και λίγο, ότι οι δύο αδερφές, η Ίρσα και η Ρόζε, θα μπορούσαν να είναι υπεύθυνες γι’ αυτό το αναχρονιστικό χάος. «Εντάξει, δεν είναι και τόσο χάλια», απάντησε εκείνος, ενώ το βλέμμα του περιδιάβαζε στα άπλυτα πιάτα και τα άδεια κουτιά πίτσας. «Πόσο μεγάλο είναι το διαμέρισμα;» «Ογδόντα τρία τετραγωνικά. Πέρα από το καθιστικό, έχουμε η καθεμία δικό της υπνοδωμάτιο. Πάντως, έχεις δίκιο, δεν είναι και τόσο άσχημα. Πού να δεις τα δωμάτιά μας». Γέλασε, όμως κατά βάθος θα προτιμούσε να καρφώσε ένα τσεκούρι ανάμεσα στις ωμοπλάτες του, παρά να του επιτρέψει να πλησιάσει έστω και δέκα εκατοστά ακόμα προς τις πόρτες των προσωπικών τους καταφυγίων. Αυτό του είχε πει, άλλωστε, μόλις τώρα, με τον ιδιαίτερο, έμμεσο τρόπο της. Δεν ήταν τόσο άσχετος ώστε να μην καταλαβαίνει πώς εκφράζονταν οι γυναίκες. Ο Καρλ έριξε μια ματιά ολόγυρα στο χώρο, μήπως έβρισκε κάτι που ξεχώριζε. Αν ήθελες να μάθεις τα μυστικά των άλλων, πάντοτε τα πράγματα που ξεχώριζαν ήταν αυτά που τα πρόδιδαν. Το εντόπισε σχεδόν αμέσως. Ένα φαλακρό κεφάλι από πολυστερίνη, από εκείνα που χρησιμοποιούνται για να τοποθετούνται περούκες και καπέλα πάνω τους, και δίπλα
του μια γαβάθα γεμάτη μπουκαλάκια με χάπια. Έκανε να πλησιάσει για να δει καλύτερα, όμως η Ίρσα τού έκοψε αμέσως το δρόμο δίνοντάς του το χαρτί που της είχε ζητήσει. «Μπορείς να καθίσεις εδώ να το γράψεις», είπε, γνέφοντας προς μια καρέκλα της τραπεζαρίας που δεν ήταν θαμμένη κάτω από ρούχα. «Θα το δώσω στη Ρόζε αμέσως μόλις επιστρέψει». «Έχουμε μόνο μιάμιση ώρα στη διάθεσή μας, Καρλ. Άλλη φορά μην το αφήσεις για τόσο αργά, εντάξει;» Ο Καρλ ευχαρίστησε με ένα νεύμα τον Κλες Τόμασεν, προτού στραφεί να κοιτάξει τον Άσαντ, ο οποίος καθόταν στην καμπίνα του σκάφους σαν στριμωγμένο ποντίκι. Έτσ όπως φορούσε το έντονα πορτοκαλί σωσίβιο, έδειχνε ολότελα αποκαρδιωμένος, σαν ανήσυχο παιδί αντιμέτωπο με την πρώτη μέρα στο σχολείο. Δεν είχε καμία απολύτως εμπιστοσύνη ότι εκείνος ο υπέρβαρος, ηλικιωμένος άντρας που κρατούσε το πηδάλιο και γέμιζε την πίπα του με καπνό θα ήταν ικανός να τον σώσει από το βέβαιο θάνατο που παραμόνευε στα ύψους πέντε εκατοστών κύματα. Ο Καρλ παρατήρησε το χάρτη κάτω από το πλαστικό του κάλυμμα. «Μιάμιση ώρα», είπε ο Κλες Τόμασεν. «Και τι ακριβώς γυρεύουμε;» «Ψάχνουμε να βρούμε ένα λεμβοστάσιο. Θα βγαίνει στο ερό, αλλά κατά πάσα πιθανότητα θα είναι αρκετά απομονωμένο, μακριά από κάθε βατό δρόμο ή μονοπάτι. σως να μην μπορέσουμε καν να το εντοπίσουμε από το
φιόρδ. Για αρχή, έλεγα να ξεκινήσουμε από τη Γέφυρα του Διαδόχου Φρειδερίκου και να ανέβουμε έως το Κουλχούζε. Λες να προλάβουμε να φτάσουμε παραπέρα;» Ο συνταξιούχος αστυνομικός γύρισε προς τα έξω το κάτω χείλος του και στήριξε εκεί την πίπα του. «Δεν είνα ταχύπλοο, ένα γέρικο σκάφος αναψυχής είναι», μουρμούρισε. «Εφτά κόμβους πιάνει, με το ζόρι. Ό,τι πρέπει για το θαλασσόλυκό μας στην καμπίνα. Τι λες κι εσύ, Άσαντ; Όλα εντάξει εκεί;» Η επιδερμίδα του Άσαντ, η οποία συνήθως ήταν τόσο μελαψή, τώρα έμοιαζε λες και είχε περαστεί με οξυζενέ. Δεν το διασκέδαζε καθόλου. «Εφτά κόμβους, είπες. Σαν να λέμε, πόσο, δεκατρία χιλιόμετρα την ώρα;» ρώτησε ο Καρλ. «Δε θα προλάβουμε καν να φτάσουμε στο Κουλχούζε και να γυρίσουμε προτού σκοτεινιάσει. Εγώ έλεγα μήπως προφταίναμε να περάσουμε και στην απέναντι πλευρά του Χορνσέρε. Μέχρι το Όρε, κα πάλι πίσω». Ο Τόμασεν κούνησε το κεφάλι. «Μπορώ να πω της κυράς μου να μας περιμένει στο Ντάλμπι Χούζε, στην απέναντ πλευρά, παραπέρα, όμως, δε μας βλέπω να φτάνουμε. Ακόμα κι έτσι, στο τελευταίο κομμάτι της διαδρομής θα έχε σκοτεινιάσει αρκετά». «Και το σκάφος, τι θα γίνει;» Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. «Έτσι και δε βρούμε αυτό που γυρεύουμε σήμερα, μπορώ να ξανοιχτώ μονάχος μου αύριο και να ρίξω μια ματιά τριγύρω. Άλλωστε, ξέρεις τ λένε: οι παλιές καραβάνες δε λογαριάζουν από κόντρα
ανέμους». Αυτοσχέδια παροιμία, προφανώς. «Κάτι ακόμα, Κλες. Τα δύο αδέρφια που είχαν φυλακιστε σε αυτό το λεμβοστάσιο άκουγαν έναν ήχο σαν βουητό. Σαν ανεμογεννήτρια, κάτι τέτοιο. Σου λέει κάτι αυτό;» Ο ηλικιωμένος άντρας τράβηξε την πίπα από το στόμα του και κοίταξε τον Καρλ με βλέμμα που θύμιζε κυνηγόσκυλο. «Εδώ γύρω ακούγονται από καιρό παράπονα γι’ αυτό που λένε υπόηχο. Οι άνθρωποι διαμαρτύρονται, οπότε δε θα μου έκανε εντύπωση αν το ίδιο συνέβαινε κα πριν από δεκατρία χρόνια». «Δηλαδή, τι εννοείς λέγοντας υπόηχος;» «Ένα πράγμα σαν αόριστο βουητό. Είναι πολύ χαρακτηριστικός, ενοχλητικός ήχος. Αρχικά νόμιζαν ότ προερχόταν από τη χαλυβουργία του Φρέδερικσβερκ, όμως η θεωρία αυτή καταρρίφθηκε όταν το εργοστάσιο έκλεισε για ένα διάστημα, αλλά ο θόρυβος συνεχίστηκε». «Η χαλυβουργία. Οι εγκαταστάσεις δεν είνα απομονωμένες, κάπου σε μια χερσόνησο;» «Ναι, θα μπορούσες να το πεις κι έτσι. Όμως ο υπόηχος μπορεί να ακούγεται σε αρκετή απόσταση από την πηγή. Ορισμένοι εκτιμούν ότι μπορεί να ακούγεται ακόμα και είκοσ χιλιόμετρα μακριά. Έχουν γίνει παράπονα από το Φρέδερικσβερκ μέχρι το Φρέδερικσουν, ακόμα κι από το Γιέαρσπρις, στην απέναντι πλευρά του φιόρδ». Ο Καρλ έστρεψε το βλέμμα του προς το νερό, η επιφάνεια του οποίου ρυτιδωνόταν από σταγόνες βροχής. Ήταν μια γαλήνια εικόνα. Σπίτια και αγροκτήματα φώλιαζαν ανάμεσα
σε δέντρα, λιβάδια και χωράφια. Ιστιοφόρα έπλεαν στα ήσυχα νερά, γλάροι πετούσαν σε σμήνη. Και σε αυτή την ειδυλλιακή, υδάτινη εικόνα πλανιόταν ένα ανεξήγητο βουητό. Πίσω από τις ευχάριστες προσόψεις των σπιτιών, ο άνθρωποι κόντευαν να τρελαθούν. «Εφόσον η πηγή και η έκταση του θορύβου παραμένουν άγνωστες, δε μας βοηθάει σε κάτι αυτό», είπε ο Καρλ. «Εγώ έλεγα μήπως γινόταν να ελέγξουμε την κατανομή των ανεμογεννητριών στην περιοχή, όμως είναι αμφίβολο αν ο θόρυβος πηγάζει από αυτές. Απ’ ό,τι μάθαμε, οι γεννήτριες δε λειτουργούσαν σε ολόκληρη τη χώρα κατά το διάστημα που μας ενδιαφέρει. Μου φαίνεται πως μας περιμένε κάμποση δουλειά εδώ». «Μήπως να γυρνάγαμε στα σπίτια μας, τότε;» ακούστηκε μια ξεψυχισμένη φωνή από κάτω. Ο Καρλ έσκυψε και κοίταξε μέσα από την μπουκαπόρτα τον Άσαντ. Ήταν δυνατόν ο άνθρωπος αυτός να είχε παίξε γροθιές με τον Σαμίρ Γαζί; Τον άντρα που μπορούσε να σπάσει πόρτα τραβώντας της μια κλοτσιά και που κάποτε είχε σώσει τη ζωή του Καρλ; Αν η απάντηση ήταν καταφατική, τότε προφανώς τον είχε πάρει για τα καλά η κάτω βόλτα μέσα στα τελευταία πέντε λεπτά. «Πώς πάει, Άσαντ, σου ’ρχεται εμετός;» ρώτησε ο Τόμασεν. Ο Άσαντ έγνεψε αρνητικά με το κεφάλι. Πράγμα που απλώς αποδείκνυε πόσα λίγα πράγματα γνώριζε ο άνθρωπος αυτός για τις χαρές της ναυτίας. «Πάρε», είπε ο Καρλ κι έβαλε στο χέρι του Άσαντ ένα
δεύτερο ζευγάρι κιάλια. «Κοίτα να ανασαίνεις ήρεμα κα συντονίσου με την κίνηση του σκάφους. Προσπάθησε να κρατήσεις το βλέμμα σου στην ακτογραμμή, εκεί πέρα». «Δεν μπορώ να σηκωθώ από τον πάγκο, Καρλ», απάντησε ο Άσαντ. «Δεν πειράζει. Μια χαρά βλέπεις κι από το φινιστρίνι». «Το πιθανότερο είναι πως δε χρειάζεται να μπείτε στον κόπο για την περιοχή εδώ γύρω», είπε ο Τόμασεν, στρέφοντας το σκάφος προς τη μέση του φιόρδ. «Υπάρχουν μόνο αμμουδιές και κάτι χωράφια που φτάνουν μέχρι το νερό. Περισσότερες πιθανότητες θα έχουμε λογικά παραπάνω, στο όρσκοεν. Εκεί είναι όλο δάση, που κατεβαίνουν μέχρι το φιόρδ, όμως ζει αρκετός κόσμος στην περιοχή, οπότε είνα αμφίβολο αν θα μπορούσε να μείνει κρυμμένο το λεμβοστάσιο». Έγνεψε προς τη μεριά του δρόμου που έβαινε στον άξονα Βορρά-Νότου, κατά μήκος της ανατολικής όχθης του φιόρδ. Επίπεδη, καλλιεργήσιμη γη, κατάσπαρτη από χωριουδάκια. Ο δολοφόνος του Πόολ Χολτ δε θα μπορούσε να έχει κρυφτε σε αυτή την πλευρά του φιόρδ. Ο Καρλ κοίταξε το χάρτη του. «Εφόσον η θεωρία του φιόρδ ισχύει κι εφόσον το φιόρδ του Ρόσκιλε δε μας κάνει, τότε αυτό σημαίνει πως πρέπει να περάσουμε στην άλλη πλευρά του Χορνσέρε, στο Ίσεφγιορ. Το ερώτημα είναι, πού; Κρίνοντας από το χάρτη, δε βλέπω να υπάρχουν πολλά πιθανά μέρη. Είναι κυρίως περιοχή με χωράφια, τα οποία φτάνουν μέχρι την άκρη του νερού. Πού θα μπορούσε να κρύψει κάποιος ολόκληρο λεμβοστάσιο εκεί πέρα; Κι αν
τραβήξουμε προς τη μεριά του Χόλμπεκ ή ακόμα βορειότερα, τότε ξεφεύγουμε κατά πολύ από τη μία ώρα δρόμο σε σχέση με το σημείο της απαγωγής, στο Μπέλερουπ». Ξαφνικά, σαν α μην ήταν τόσο βέβαιος. «Ή μήπως όχι;» Ο Τόμασεν ανασήκωσε τους ώμους. «Αν θες τη γνώμη μου, όχι. Εγώ θα έλεγα πως είμαστε στη μία ώρα». Ο Καρλ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Σε αυτή την περίπτωση, ας ελπίσουμε πως η θεωρία μας για την τοπική εφημερίδα στέκει. Αλλιώς, μας περιμένει πάρα πολύ δύσκολο έργο». Κάθισε στον πάγκο δίπλα στον ταλαίπωρο Άσαντ, ο οποίος στο μεταξύ είχε γίνει γκριζοπράσινος κι έτρεμε. Το διπλοσάγονό του ανεβοκατέβαινε συνέχεια από τις αναγούλες, όμως εξακολουθούσε να έχει τα κιάλια κολλημένα πάνω στις κόχες των ματιών του. «Δώσ’ του λίγο τσάι, Καρλ. Η κυρά μου θα θυμώσει έτσ και ξεράσει πάνω στα καλύμματά της». Ο Καρλ τράβηξε το καλάθι του πικνίκ προς το μέρος του και γέμισε μια κούπα, χωρίς να τον ρωτήσει. «Πιες το όλο, Άσαντ». Ο Άσαντ κατέβασε τα κιάλια του ελάχιστα, έριξε μια ματιά στο τσάι και κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Δε θα κάνω εμετό, Καρλ. Ό,τι ανεβαίνει το καταπίνω». Ο Καρλ απέμεινε να τον κοιτάζει με μάτια γουρλωμένα. «Έτσι γίνεται κι όταν είσαι πάνω σε μια καμήλα στην έρημο. Υπάρχουν άνθρωποι που τους γυρίζει το στομάχι. Αλλά το να κάνεις εμετό στην έρημο είναι σπατάλη υγρών. Μεγάλη ανοησία αυτό στην έρημο». Ο Καρλ τον χτύπησε φιλικά στον ώμο. «Μπράβο σου,
Άσαντ. Εσύ έχε το νου σου μπας και δεις το λεμβοστάσιο, εντάξει; Δε θα σε ενοχλήσω ξανά». «Δεν κοιτάζω για το λεμβοστάσιο, γιατί τότε δε θα το βρούμε». «Τι εννοείς;» «Νομίζω πως είναι πολύ καλά κρυμμένο. Ίσως να μη βρίσκεται καν ανάμεσα σε δέντρα. Μπορεί να είνα καλυμμένο με άμμο ή χώματα ή να είναι κάτω από κάποιο σπίτι, μπορεί και μέσα σε θάμνους. Δεν ήταν πολύ ψηλό, μην το ξεχνάς». Ο Καρλ έπιασε το άλλο ζευγάρι κιάλια. Ο βοηθός του, προφανώς, δυσκολευόταν να συγκεντρωθεί. Καλύτερα να αναλάμβανε ο ίδιος την παρατήρηση. «Κι αν δεν ψάχνεις να εντοπίσεις ένα λεμβοστάσιο, Άσαντ, τι προσπαθείς να εντοπίσεις;» «Εκείνο το πράγμα που βουίζει. Καμιά ανεμογεννήτρια ή κάτι παρόμοιο. Κάτι που να μπορεί να βουίξει αυτό το βουητό ήχο». «Φοβάμαι πως αυτό θα είναι δύσκολο, Άσαντ». Ο Άσαντ στράφηκε και τον κοίταξε για μια στιγμή, λες κα τον είχε κουράσει η παρέα του. Ύστερα αναγούλιασε τόσο έντονα, ώστε ο Καρλ τραβήχτηκε πίσω, για καλό και για κακό.greekleech.info Κι όταν του πέρασε η αναγούλα, είπε με φωνή σχεδόν ψιθυριστή: «Το ήξερες ότι το ρεκόρ καθίσματος με την πλάτη στον τοίχο, λες και είσαι σε καρέκλα, είνα δώδεκα ώρες και κάτι, Καρλ;» «Τι μου λες;» Είχε την αίσθηση πως ολόκληρος έμοιαζε με ερωτηματικό.
«Και ήξερες ότι το ρεκόρ ορθοστασίας είναι δεκαεφτά χρόνια και δύο μήνες;» «Με δουλεύεις!» «Κι όμως, τόσο είναι, Καρλ. Ένας Ινδός γκουρού το κατάφερε. Κοιμόταν όρθιος τη νύχτα». «Σοβαρά; Δεν το ήξερα αυτό, Άσαντ. Και τι ακριβώς προσπαθείς να μου πεις;» «Απλώς, ότι κάποια πράγματα μοιάζουν δυσκολότερα απ’ ό,τι είναι, και κάποια άλλα ευκολότερα». «Κατάλαβα. Και;» «Ας βρούμε πρώτα αυτό το βουητό που λέγαμε, και δε θα το συζητήσουμε ξανά». Τι σόι λογική ήταν αυτή; «Εντάξει. Πάντως, εγώ ακόμα δεν πιστεύω την ιστορία για τον τύπο που έμεινε δεκαεφτά χρόνια όρθιος», επέμεινε ο Καρλ. «Εντάξει, όμως ξέρεις κάτι, Καρλ;» Ο Άσαντ τον κοίταξε στα μάτια, κι ύστερα του ήρθε ξανά αναγούλα. «Όχι, πες μου». Ο Άσαντ σήκωσε τα κιάλια του. «Αυτό είναι δικό σου θέμα». Είχαν το νου τους και άκουγαν το βουητό των μηχανών των ταχύπλοων, το γουργουρητό των αλιευτικών, τα μηχανάκια στους δρόμους, τα μονοκινητήρια αεροσκάφη που φωτογράφιζαν σπίτια και χωράφια, ώστε το κράτος να μπορέσει να κάνει νέες εκτιμήσεις προκειμένου να γδάρει τους πολίτες. Αλλά δεν άκουγαν κανένα σταθερό ήχο, τίποτα που
θα μπορούσε να προκαλέσει την οργή της Εθνικής Ένωσης Εχθρών του Υποήχου. Η σύζυγος του Κλες Τόμασεν τους παρέλαβε στο Χούνεστεδ, και ο Τόμασεν υποσχέθηκε πως θα ρωτούσε στην περιοχή αν ήξερε κανείς ένα λεμβοστάσιο σαν κι αυτό που έψαχναν. Ο δασάρχης στο Νόρσκοεν θα ήταν μια καλή αφετηρία, είπε. Οι ιστιοπλοϊκές λέσχες, επίσης. Διαβεβαίωσε τον Καρλ ότι θα συνέχιζε την έρευνα την επόμενη μέρα. Το δελτίο καιρού δεν προέβλεπε βροχή, αντίθετα περίμεναν ηλιοφάνεια. Ο Άσαντ εξακολουθούσε να μην έχει συνέλθει τελείως όταν ο Τόμασεν και η γυναίκα του τους άφησαν, για να συνεχίσουν νότια με το δικό τους αυτοκίνητο. Ο Καρλ ένιωσε ξαφνικά μια περίεργη συνάφεια με τη γυναίκα του Τόμασεν. Ούτε αυτός ήθελε να ξεράσει ο Άσαντ πάνω στα καλύμματά του. «Σκούντησέ με αν θα σου έρθει εμετός, Άσαντ, εντάξει;» του είπε. Ο βοηθός του έγνεψε καταφατικά, έχοντας αλλού το μυαλό του. Προφανώς, δεν ήταν θέμα επιλογής. Ο Καρλ επανέλαβε την προτροπή καθώς έφταναν στο Μπέλερουπ. «Μήπως να κάναμε μια μικρή στάση;» είπε ο Άσαντ σε λίγο. «Εντάξει, όμως μπορείς να περιμένεις δύο λεπτά; Έχω μια μικρή υποχρέωση εδώ κοντά, δε θα αργήσω. Είναι στο δρόμο για το Χόλτε. Μετά θα σε πάω στο σπίτι σου». Ο Άσαντ δε μίλησε.
Ο Καρλ έστρεψε το βλέμμα του μπροστά. Το ερώτημα ήταν, θα τον άφηναν έστω να μπει μέσα; «Πρέπει να περάσω για λίγο από τη μητέρα της Βίγκα, βλέπεις. Το υποσχέθηκα στην πρώην μου. Ελπίζω να μη σε πειράζει. Ζει εδώ παρακάτω, σε έναν οίκο ευγηρίας». Ο Άσαντ έγνεψε καταφατικά. «Δεν ήξερα ότι ζούσε η μητέρα της Βίγκα. Τι άνθρωπος είναι; Καλή;» Ήταν μια ερώτηση η οποία, παρότι απλή, δύσκολα μπορούσε να απαντηθεί, και ο Καρλ παραλίγο να παραβιάσε ένα φωτεινό σηματοδότη στην Μπάγκσβεαρ Χόεδγκεδε. «Μετά που θα γυρίσεις, μπορείς να με αφήσεις στο σταθμό, Καρλ; Εσύ πας βόρεια, κι εγώ από εκεί μπορώ να πάρω λεωφορείο που με αφήνει μπροστά στην πόρτα του σπιτιού μου». Το μόνο βέβαιο ήταν ότι ο Άσαντ ήξερε να προφυλάσσε την ιδιωτικότητά του. Το ίδιο και την οικογένειά του. «Όχι, λυπάμαι, δε γίνεται να επισκεφτείτε την κυρία Άλσινγ αυτή την ώρα. Είναι πολύ αργά. Περάστε ξανά αύριο, πριν τις δύο, κατά προτίμηση γύρω στις έντεκα. Τότε έχει περισσότερη διαύγεια», του είπε μία από τις νοσοκόμες που είχε βάρδια εκείνο το βράδυ. Ο Καρλ έδειξε το σήμα του. «Δεν πρόκειται για προσωπική πόθεση. Αυτός είναι ο βοηθός μου, ο Χαφέζ αλ-Άσαντ. Δε θα κάνουμε πολύ». Η γυναίκα έμεινε να κοιτάζει εμβρόντητη το υπηρεσιακό σήμα και ύστερα τον αλλόκοτο άντρα που λικνιζόταν μπρος πίσω, στο πλευρό του Καρλ. Τέτοιες σκηνές δεν αποτελούσαν
μέρος της καθημερινότητας του προσωπικού στο Μπακεγκόρεν. «Δεν ξέρω, νομίζω πως κοιμάται. Δεν τα πηγαίνει και τόσο καλά το τελευταίο διάστημα». Ο Καρλ έριξε μια ματιά στο ρολόι του τοίχου. Εννέα κα δέκα. Τι βλακείες τού έλεγε αυτή η γυναίκα; Κανονικά, η μέρα ξεκινούσε αυτή την ώρα για τη μητέρα της Βίγκα. Δεν είχε δουλέψει για το τίποτα ως σερβιτόρα, πάνω από πενήντα χρόνια, στα διάφορα νυχτερινά στέκια της Κοπεγχάγης. Δεν μπορεί να τα είχε τόσο χαμένα, σωστά; Οδηγήθηκαν, ευγενικά αλλά απρόθυμα, στο χώρο που προοριζόταν για τους ενοίκους του κέντρου οι οποίοι έπασχαν από άνοια και σταμάτησαν μπροστά στην πόρτα της Κάρλα Μαργκρέτε Άλσινγκ. «Φωνάξτε μας όταν θελήσετε να φύγετε», είπε η οσοκόμα, δείχνοντας ένα σημείο παρακάτω στο διάδρομο. «Το δωμάτιο του προσωπικού είναι εκεί». Βρήκαν την Κάρλα ανάμεσα σε ένα βουνό από κουτιά με σοκολατάκια και τσιμπιδάκια μαλλιών. Έτσι όπως είχε λυτά τα μακριά, αχτένιστα, γκρίζα μαλλιά της και ήταν τυλιγμένη με ένα άτσαλα δεμένο κιμονό, έμοιαζε με πρώην σταρ του Χόλιγουντ που δεν είχε συμβιβαστεί ακόμα με το τέλος της καριέρας της. Αναγνώρισε τον Καρλ αμέσως και πήρε πόζα, γέρνοντας προς τα πίσω, καθώς τιτίβιζε το όνομά του και του έλεγε πόσο υπέροχος ήταν έτσι όπως στεκόταν. Ήταν ολοφάνερο ότι η Βίγκα είχε πάρει από τη μητέρα της. Στον Άσαντ δεν έριξε ούτε μία ματιά. «Καφέ;» ρώτησε, γεμίζοντας ένα φλιτζάνι από ένα θερμός
χωρίς καπάκι. Το φλιτζάνι έμοιαζε λες και χρησιμοποιούνταν όλη μέρα. Ο Καρλ τής έκανε νόημα πως δεν ήθελε, όμως συνειδητοποίησε το μάταιο του πράγματος. Έτσι, προτίμησε α στραφεί στον Άσαντ και να του δώσει το φλιτζάνι με το πιατάκι του. Αν υπήρχε άνθρωπος που χρειαζόταν μια γουλιά παγωμένο καφέ που είχε ξεμείνει από το πρωί, αυτός ήταν σίγουρα ο Άσαντ. «Ωραίο μέρος», είπε ο Καρλ, ρίχνοντας μια ματιά ολόγυρα στο επιπλωμένο δωμάτιο. Επίχρυσες κορνίζες, περίτεχνα έπιπλα από μαόνι, μπροκάρ. Η Κάρλα Μαργκρέτε Άλσινγκ ανέκαθεν έδινε σημασία στο φαίνεσθαι. «Λοιπόν, πώς περνάς τον καιρό σου;» ρώτησε εκείνος, περιμένοντας να ακούσει γκρίνιες για το πόσο δύσκολο ήταν α διαβάζει και πόσο χάλια είχαν γίνει οι εκπομπές στην τηλεόραση. «Πώς περνάω;» Τα μάτια της πήραν μια αφηρημένη έκφραση. «Να σου πω, αν εξαιρέσεις τούτο εδώ...» –έκανε μια παύση, έφερε το χέρι της πίσω από το μαξιλάρι που είχε στην πλάτη της κι έβγαλε ένα δονητή σε φωσφοριζέ πορτοκαλ χρώμα, γεμάτο με κάθε λογής γρομπαλάκια και προεξοχές– «...δεν έχω τίποτα να κάνω». Το φλιτζάνι που κρατούσε ο Άσαντ χοροπήδησε πάνω στο πιατάκι του.
29 ΚΑΘΕ ΩΡΑ ΠΟΥ ΠΕΡΝΟΥΣΕ, η δύναμή της λιγόστευε. Είχε ουρλιάξει όσο περισσότερο μπορούσε μόλις έσβησε ο ήχος του αυτοκινήτου, όμως κάθε φορά που άδειαζε τους πνεύμονές της, της ήταν ολοένα και πιο δύσκολο να τους γεμίσει ξανά. Το βάρος των χαρτοκιβωτίων ήταν πάρα πολύ μεγάλο. Σταδιακά, η αναπνοή της έγινε πιο ρηχή. Κατάφερε να σύρει το δεξί της χέρι και να ξύσει την κούτα που είχε μπροστά στο πρόσωπό της. Ο ήχος των νυχιών της πάνω στο χαρτόνι ήταν αρκετός για να της τονώσει το ηθικό. Δεν ήταν ολότελα ανήμπορη. Έπειτα από μερικές ώρες, η δύναμη να ουρλιάξει είχε χαθεί οριστικά. Τώρα, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν α προσπαθήσει να παραμείνει ζωντανή. Ίσως εκείνος να της έδειχνε έλεος. Θυμόταν το αίσθημα της ασφυξίας πάρα πολύ καθαρά. Την αίσθηση του πανικού και της ανημποριάς, και υπό μία έννοια την ανακούφιση. Η εμπειρία τής ήταν γνωστή, την είχε βιώσει τουλάχιστον καμιά δεκαριά φορές στο παρελθόν. λες εκείνες τις φορές που ο γιγαντόσωμος, ασυλλόγιστος πατέρας της, παίζοντας μαζί της όταν ήταν μικρή, την καθήλωνε στο πάτωμα και την πίεζε, κάνοντας την ανάσα της να κόβεται. «Για να σε δω να ξεφεύγεις τώρα!» συνήθιζε να λέε
γελώντας. Αυτός το έβλεπε σαν παιχνίδι, όμως εκείνη φοβόταν τόσο πολύ. Όμως αγαπούσε τον πατέρα της, κι έτσι δεν έλεγε τίποτα. Ξαφνικά, μια μέρα, ο πατέρας της εξαφανίστηκε. Το παιχνίδι είχε τελειώσει, εντούτοις εκείνη δεν αισθάνθηκε καμία ανακούφιση. «Το έσκασε με μια κλώσα», της είχε πει η μητέρα της. Ο υπέροχος πατέρας της είχε βρει μια άλλη γυναίκα. Πλέον θα έπαιζε και θα αστειευόταν με άλλα παιδιά. Όταν γνώρισε το μέλλοντα σύζυγό της, είπε σε όλους ότ της θύμιζε τον πατέρα της. «Αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θέλεις, Μία», της είχε απαντήσει η μητέρα της. Αυτό ακριβώς της είχε πει. Τώρα βρισκόταν παγιδευμένη κάτω από χαρτοκιβώτια, εδώ και περίπου είκοσι τέσσερις ώρες, και ήξερε ότι θα πέθαινε. Είχε ακούσει τα βήματά του έξω από την πόρτα. Είχε σταθεί εκεί, είχε αφουγκραστεί και ύστερα είχε φύγει ξανά. Έπρεπε να είχα βογκήξει, σκέφτηκε. Έτσι, μπορεί εκείνος α έμπαινε στο δωμάτιο και να έδινε ένα τέλος στο βασανιστήριό μου. Ο αριστερός της ώμος δεν πονούσε πια. Είχε μουδιάσε τελείως, το ίδιο και το χέρι της. Όμως ο γοφός της, ο οποίος σήκωνε το μεγαλύτερο βάρος, την περόνιαζε αφόρητα. Στη διάρκεια των πρώτων ωρών είχε ιδρώσει πάρα πολύ εγκλωβισμένη μέσα σε αυτή την κλειστοφοβική αγκαλιά, όμως ακόμα κι αυτό είχε σταματήσει. Η μοναδική έκκριση που αντιλαμβανόταν πλέον ήταν η σποραδική ροή των
ούρων πάνω στο μηρό της. Έτσι κειτόταν εκεί, μέσα στα ούρα της, προσπαθώντας να στρίψει το σώμα της ένα δυο πόντους, προκειμένου η πίεση που δεχόταν το δεξί της γόνατο, πάνω στο οποίο είχαν καθίσει τα χαρτοκιβώτια, να μοιραστεί και στο μηρό της. Απέτυχε στην προσπάθειά της, και η αίσθηση συνεχίστηκε, όπως τότε που είχε σπάσει το χέρι της και μπορούσε να ξύσε μόνο την εξωτερική πλευρά του γύψου, όταν την έπιανε φαγούρα. Θυμήθηκε τις μέρες και τις εβδομάδες που εκείνη και ο σύζυγός της ζούσαν ευτυχισμένοι. Στην αρχή, όταν είχε πέσε στα πόδια της και της φερόταν όπως ακριβώς επιθυμούσε η ίδια. Και τώρα, την άφηνε να πεθάνει, χωρίς οίκτο και χωρίς δισταγμό. Πόσες φορές είχε κάνει ήδη αυτό το πράγμα; Δεν μπορούσε να ξέρει. Δεν ήξερε τίποτα. Ήταν ένα τίποτα. Ποιος θα με θυμάται όταν θα είμαι νεκρή; σκέφτηκε κα τέντωσε τα δάχτυλά της πάνω στο δεξί της μπράτσο, σαν να χάιδευε το παιδί της. Ο Μπέντζαμιν, όχι. Είναι πολύ μικρός. Η μητέρα μου, φυσικά. Όμως, σε δέκα χρόνια, όταν δε θα ζε πια; Ποιος θα με θυμάται τότε; Εκτός από τον άντρα που αφαίρεσε τη ζωή μου; Κανείς εκτός από του λόγου του. Ίσως και ο Κένεθ. Αυτό ήταν το χειρότερο, μαζί με το γεγονός ότι θα πέθαινε. Ήταν αυτό που την έκανε να προσπαθεί να καταπιεί,
παρότι είχε στεγνώσει το στόμα της. Κι ήταν αυτό που έκανε την κοιλιά της να συσπαστεί από την οδύνη, παρότι δεν ανάβλυσαν δάκρυα στα μάτια της. Σε λίγα χρόνια, θα είχε περάσει οριστικά στη λήθη. Το κινητό της χτύπησε μερικές φορές. Οι δονήσεις του στην πίσω τσέπη της την έκαναν να ελπίζει. Όταν σταματούσαν τα χτυπήματα, έμενε ακίνητη για μια δυο ώρες κι αφουγκραζόταν, μήπως άκουγε κάποιον ήχο έξω από το σπίτι. Κι αν ήταν ο Κένεθ εκεί; Άραγε, είχε διαισθανθεί ότι κάτι δεν πήγαινε καλά; Σίγουρα κάτι θα ποψιάστηκε, σωστά; Είχε δει με τα ίδια του τα μάτια την κατάσταση στην οποία βρισκόταν εκείνη, την τελευταία φορά που συναντήθηκαν. Κοιμήθηκε για λίγο, όμως ξύπνησε αλαφιασμένη, καθώς δεν μπορούσε να αισθανθεί το σώμα της. Το πρόσωπό της ήταν ό,τι είχε απομείνει. Είχε συρρικνωθεί σε ένα πρόσωπο. Ξερά ρουθούνια, μια επίμονη φαγούρα γύρω από τα μάτια της, όπως τα ανοιγόκλεινε στο λιγοστό φως. Αυτό ήταν ό,τ είχε απομείνει, όλο κι όλο. Τότε συνειδητοποίησε πως κάτι την είχε ξυπνήσει. Μήπως ήταν ο Κένεθ ή κάτι που είχε δει στο όνειρό της; Έκλεισε τα μάτια και τέντωσε τα αφτιά της. Κάποιος βρισκόταν στο σπίτι. Κράτησε την ανάσα της και αφουγκράστηκε ξανά. Ήταν πράγματι ο Κένεθ. Άνοιξε το στόμα της αγκομαχώντας. Ο Κένεθ στεκόταν στην εξώπορτα και φώναζε το όνομά της, ώστε να τον ακούσει ολόκληρη η γειτονιά. Αισθάνθηκε ένα χαμόγελο να απλώνεται στο πρόσωπό της και συγκέντρωσε
όλη της τη δύναμη για μια τελευταία κραυγή, ικανή να τη λυτρώσει αυτή τη φορά. Την κραυγή βοήθειας που θα ωθούσε τον άντρα ο οποίος βρισκόταν μπροστά στην πόρτα α αναλάβει δράση. Άνοιξε το στόμα της και ούρλιαξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. Τόσο σιγανά, ώστε μετά βίας άκουσε τον εαυτό της.
30 ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΚΑΝ πάνω σε ένα ταλαιπωρημένο τζιπ αργά το απόγευμα, κι ένας από αυτούς ωρυόταν πως οι υποστηρικτές του Σάμιουελ Ντόε είχαν κρύψει όπλα στο σχολείο του χωριού και ότι εκείνη θα τους φανέρωνε την κρυψώνα. Η επιδερμίδα τους γυάλιζε και παρέμειναν ολότελα ασυγκίνητοι όταν εκείνη προσπάθησε να τους εξηγήσει ότ δεν είχε καμία απολύτως σχέση με το καθεστώς του Σάμιουελ Ντόε και ότι δε γνώριζε το παραμικρό για κρυμμένα όπλα. Η Ράκιλ –Λίζα, όπως την έλεγαν τότε– και ο φίλος της άκουγαν τους πυροβολισμούς να αντηχούν όλη μέρα. Ο φήμες έλεγαν πως οι αντάρτες του Τέιλορ ήταν ανελέητοι, και για το λόγο αυτό οι δυο τους ετοιμάζονταν να φύγουν από εκεί. Ποιος ήθελε να μείνει για να διαπιστώσει αν η δίψα για αίμα του μελλοντικού καθεστώτος θα μπορούσε να συγκρατηθεί από το χρώμα της επιδερμίδας ενός ανθρώπου; Ο φίλος της είχε ανέβει πάνω για να φέρει το κυνηγετικό τουφέκι, με αποτέλεσμα οι στρατιώτες να την αιφνιδιάσουν την ώρα που εκείνη είχε καταπιαστεί με το κρύψιμο των βιβλίων του σχολείου σε διάφορα βοηθητικά κτίρια. Ήταν τόσα πολλά τα σπίτια που είχαν ισοπεδωθεί εκείνη τη μέρα, ώστε ήθελε να τα μοιράσει προκειμένου να περιοριστεί ο
κίνδυνος της ολοκληρωτικής απώλειάς τους. Και να που βρέθηκαν μπροστά της. Οι άντρες είχαν περάσει όλη τη μέρα σκοτώνοντας και τώρα είχαν ανάγκη να εκτονώσουν την ενέργεια που είχε συσσωρευτεί μέσα τους. Αντάλλαξαν μερικές κουβέντες, λέξεις τις οποίες εκείνη δεν μπορούσε να καταλάβει, αν και τα μάτια τους μιλούσαν μια γλώσσα την οποία γνώριζε. Είχε βρεθεί στο λάθος μέρος. Πολύ νέα και πάρα πολύ ευάλωτη, μέσα στην άδεια σχολική αίθουσα. Έτρεξε γρήγορα προς τον πλαϊνό τοίχο και πήδηξε στο άνοιγμα του παραθύρου, όμως εκείνοι την άρπαξαν από τους αστραγάλους. Την έσυραν κάτω και άρχισαν να την κλοτσούν, μέχρι που έμεινε τελείως ακίνητη. Τρία πρόσωπα ξεπρόβαλαν θολά για μια στιγμή μπροστά στα μάτια της, και αμέσως μετά δύο κορμιά είχαν πέσει πάνω της. Η υπέρτερη δύναμη και η υπερβολική σιγουριά ώθησε τον τρίτο στρατιώτη να ακουμπήσει το Καλάσνικοφ με το οποίο ήταν οπλισμένος στον τοίχο, ώστε να βοηθήσει τους συντρόφους του να της ανοίξουν τα πόδια. Της έκλεισαν το στόμα και μπήκαν μέσα της, ο ένας μετά τον άλλο, αλαλάζοντας υστερικά. Εκείνη ρουφούσε αέρα πανικόβλητη μέσα από τα ρουθούνια της που κολλούσαν, και τότε άκουσε το φίλο της να γογγύζει στο διπλανό δωμάτιο. Φοβήθηκε για εκείνον. Φοβήθηκε πως θα τον άκουγαν οι στρατιώτες και θα τον σκότωναν χωρίς δεύτερη σκέψη. Όμως εκείνο το βογκητό ήταν το μόνο που συνέβη. Η μόνη του αντίδραση.
Πέντε λεπτά αργότερα, όπως εκείνη κειτόταν καταγής, κοιτάζοντας το μαυροπίνακα πάνω στον οποίο πριν από μόλις δύο ώρες είχε γράψει με ιδιαίτερη επιμέλεια τις λέξεις πορώ να πηδώ, μπορώ να τρέχω, ο φίλος της είχε διαφύγει, παίρνοντας το τουφέκι μαζί του. Θα ήταν το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο να έμπαινε και να σκότωνε τους ιδρωμένους στρατιώτες, οι οποίοι τώρα βρίσκονταν εξαντλημένοι στο πλευρό της, με τα παντελόνια κατεβασμένα μέχρι τους αστραγάλους τους. Εκείνος, όμως, δεν της είχε σταθεί. Ούτε βρισκόταν τριγύρω όταν η ίδια πήδηξε πάνω, άρπαξε το Καλάσνικοφ κ έριξε μια ριπή από σφαίρες, οι οποίες ρήμαξαν τα κορμιά των τριών αντρών και μετέτρεψαν το δωμάτιο σε έναν αντίλαλο κραυγών, βουτηγμένο στην οσμή της καμένης πυρίτιδας κα του ζεστού αίματος. Ο φίλος της ήταν μαζί της μόνο για όσο διάστημα τα πράγματα εξελίσσονταν ομαλά. Όσο η ζωή ήταν εύκολη κα η επόμενη μέρα φωτεινή. Όμως ήταν απών την ώρα που εκείνη έσερνε τα πτώματα στη στοιβαγμένη κοπριά και τα σκέπαζε με φύλλα από φοίνικες. Απών ήταν και όση ώρα τής πήρε να τρίψει τους τοίχους της σχολικής αίθουσας, ξεπλένοντας τα κομμάτια ανθρώπινης σάρκας και τα αίματα. Αυτός ήταν εν μέρει ο λόγος που την υποχρέωσε να φύγει. Όλα αυτά συνέβησαν την προηγούμενη μέρα της απόφασής της να αφοσιωθεί στο Θεό και να μετανοήσει με τόση ζέση για τις αμαρτίες της. Όμως ο όρκος που έδωσε εκείνο το βράδυ, καθώς έβγαζε το φόρεμά της και το έκαιγε, κι ύστερα έπλενε και έτριβε το εφηβαίο της μέχρι που την
πόνεσε, ήταν κάτι το οποίο δε θα ξεχνούσε ποτέ. Έτσι κι εμφανιζόταν ξανά ο διάβολος στο δρόμο της, θα έπαιρνε την κατάσταση στα χέρια της. Κι αν, προκειμένου να το πετύχει αυτό, παραβίαζε τις εντολές του Θεού, τότε αυτό θα ήταν ένα θέμα που θα αφορούσε αποκλειστικά την ίδια κι Εκείνον. Καθώς η Ίζαμπελ οδηγούσε με ταχύτητα στον αυτοκινητόδρομο, κοιτάζοντας διαδοχικά το δρόμο μπροστά της, το GPS και τον μπροστινό καθρέφτη, η Ράκιλ σταμάτησε α ιδρώνει. Τα χείλη της έπαψαν να τρέμουν από τη μια στιγμή στην άλλη. Οι σφυγμοί της επανήλθαν στο φυσιολογικό. Αστραπιαία, θυμήθηκε πώς ο φόβος μπορεί να μετατραπεί σε οργή. Η φριχτή ανάμνηση των στρατιωτών του Εθνικού Πατριωτικού Μετώπου της Λιβερίας, η σατανική ανάσα τους και τα κίτρινα μάτια που δε φανέρωναν ίχνος ελέους, διέτρεξαν ορμητικά το κορμί της, κάνοντάς τη να σφίξει το σαγόνι. Είχε αναλάβει δράση κι άλλοτε, το ίδιο μπορούσε να κάνε και τώρα. Στράφηκε προς την οδηγό. «Μόλις δώσουμε στον Γιόσουα αυτά που χρειάζεται, θα πάρω εγώ το τιμόνι, εντάξει;» Η Ίζαμπελ έγνεψε αρνητικά. «Δεν ξέρεις το αυτοκίνητο, Ράκιλ. Είναι ιδιότροπο. Κατ’ αρχάς, υπερστρέφει. Τα φώτα κάνουν κόλπα και το χειρόφρενο έχει λασκάρει». Άκουσε και άλλα προβλήματα που παρουσίαζε το
αυτοκίνητο, όμως όλα αυτά δεν ενδιέφεραν τη Ράκιλ. Ίσως η ζαμπελ να μην πίστευε πως αυτή η ευσεβής γυναίκα στο κάθισμα του συνοδηγού μπορούσε να σταθεί επάξια στο τιμόνι. Σύντομα, όμως, θα άλλαζε γνώμη. Συνάντησαν τον Γιόσουα στην αποβάθρα του τρένου στο δενσε. Το πρόσωπό του ήταν κάτωχρο κι έδειχνε ξεκάθαρα πως δυσφορούσε. «Δε μου αρέσουν αυτά που λέτε!» «Το ξέρω, Γιόσουα, όμως η Ίζαμπελ έχει δίκιο! Έτσ ακριβώς θα κάνουμε. Πρέπει να του δώσουμε να καταλάβε ότι ο κλοιός σφίγγει. Έφερες το GPS, όπως είπαμε;» Εκείνος έγνεψε καταφατικά και την κοίταξε με κοκκινισμένα μάτια. «Δε με ενδιαφέρουν καθόλου τα χρήματα», είπε. Τον έπιασε σφιχτά από το μπράτσο. «Το θέμα δεν έχε καμία σχέση με τα χρήματα. Όχι πια. Εσύ απλώς ακολούθησε τις οδηγίες του. Αμέσως μόλις δεις το φανό αναλαμπής να αναβοσβήνει, πέταξε το σάκο από το παράθυρο, όμως άφησε τα χρήματα στην τσάντα. Εμείς θα ακολουθούμε το τρένο απ’ όσο πιο κοντά γίνεται. Μην κάνεις τίποτε από μόνος σου, όμως φρόντισε να μας πεις ακριβώς πού βρίσκεται το τρένο, έτσι και σε ρωτήσουμε. Κατάλαβες;» Ο Γιόσουα έγνεψε καταφατικά, αλλά με ολοφάνερο δισταγμό. «Εντάξει, δώσε μου την τσάντα με τα χρήματα», του είπε η Ράκιλ. «Δε σε εμπιστεύομαι». Εκείνος αρνήθηκε. Άρα, δίκιο είχε στην εκτίμησή της.
«Δώσε μου τα χρήματα», του ζήτησε επιτακτικά, ψώνοντας αυτή τη φορά τη φωνή της, όμως εκείνος αρνήθηκε ξανά. Και τότε, τον χαστούκισε με δύναμη στο πρόσωπο, λίγο κάτω από το δεξί του μάτι, και βούτηξε την τσάντα από το χέρι του. Προτού συνειδητοποιήσει εκείνος τ είχε συμβεί, η Ράκιλ είχε παραδώσει τα χρήματα στην ζαμπελ. Έπειτα άρπαξε τον άδειο σάκο και τον γέμισε με τα ρούχα του απαγωγέα, κρατώντας μονάχα το πουκάμισο με τη μία τρίχα στο γιακά. Πάνω στα ρούχα ακούμπησε το σπασμένο λουκέτο και το γράμμα που είχε ετοιμάσει ο Γιόσουα. «Ορίστε. Και φρόντισε να κάνεις αυτά που συμφωνήσαμε. Διαφορετικά, δεν πρόκειται να ξαναδούμε τα παιδιά μας. Πίστεψέ με, το ξέρω». Η παρακολούθηση του τρένου αποδείχτηκε δυσκολότερη απ’ ό,τι είχαν φανταστεί. Παρότι ξεκίνησαν πρώτες από το δενσε, η αμαξοστοιχία τις είχε προσπεράσει ήδη προτού φτάσουν στο Λάνγκεσκοου. Οι αναφορές του Γιόσουα προκαλούσαν ανησυχία, ενώ τα σχόλια της Ίζαμπελ, καθώς συνέκρινε τις θέσεις που έδινε το GPS για το αυτοκίνητο κα το τρένο, γίνονταν όλο και πιο φρενήρη. «Πρέπει να αλλάξουμε θέση, Ράκιλ», την παρότρυνε η ζαμπελ. «Δεν έχεις την ψυχραιμία που απαιτείται». Σπάνια λέξεις είχαν τόσο έντονη επίδραση πάνω στη Ράκιλ. Σανίδωσε το γκάζι και επί πέντε λεπτά ο βρυχώμενος κινητήρας του αυτοκινήτου έφτασε στα όριά του. Ήταν ο μόνος ήχος που άκουγαν.
«Βλέπω το τρένο!» αναφώνησε ξαφνικά η Ίζαμπελ, καθώς πλησίαζαν στο Νίμπορ, εκεί όπου η εθνική οδός E20 περνούσε πάνω από τις σιδηροδρομικές γραμμές. Πάτησε ένα πλήκτρο στο κινητό και μερικά δευτερόλεπτα αργότερα μιλούσε με τον Γιόσουα. «Κοίτα στα αριστερά σου, Γιόσουα. Είμαστε ακριβώς από πάνω σου», του είπε. «Ο δρόμος απομακρύνεται από τις γραμμές στα αμέσως επόμενα χιλιόμετρα, οπότε σε λίγο δε θα μας βλέπεις. Θα προσπαθήσουμε να σε προλάβουμε ξανά στη Γέφυρα Στόαρμπελτ, όμως δε θα είναι εύκολο. Θα πρέπει να σταματήσουμε στα διόδια, στην απέναντι πλευρά. Αυτός τηλεφώνησε;» Σώπασε για λίγο ώστε να ακούσει την απάντησή του κι ύστερα έκλεισε το τηλέφωνο. «Τι σου είπε;» ρώτησε η Ράκιλ. «Καμία επαφή ακόμα με τον απαγωγέα. Όμως ο Γιόσουα δε μου ακούστηκε καλά. Αρνήθηκε να πιστέψει ότι μπορούμε α φτάσουμε εκεί εγκαίρως. Τραύλιζε, έλεγε πως ίσως να μην είχε σημασία, έτσι κι αλλιώς. Φτάνει ο απαγωγέας να καταλάβει το νόημα του γράμματος». Η Ράκιλ έσφιξε τα χείλη της. Ο άντρας της είχε πει πως δεν είχε σημασία. Έκανε λάθος. Θα βρίσκονταν εκεί την ώρα που ο απαγωγέας θα άναβε το φανό αναλαμπής. Θα βρίσκονταν εκεί, και το κάθαρμα που είχε πάρει τα παιδιά της θα ανακάλυπτε τι ακριβώς ήταν ικανή να κάνει. «Δεν απαντάς, Ράκιλ», είπε η Ίζαμπελ. «Όμως είνα αλήθεια αυτό που λέει ο Γιόσουα. Δεν υπάρχει περίπτωση να προλάβουμε». Τα μάτια της ήταν κολλημένα στο κοντέρ. Όμως το
αυτοκίνητο δεν μπορούσε να πάει γρηγορότερα. «Τι θα κάνεις όταν φτάσουμε στη γέφυρα; Υπάρχουν κάμερες παντού, θα έχει κίνηση. Και με τα διόδια στην απέναντι πλευρά, τι θα γίνει;» Η Ράκιλ αναλογίστηκε τα ερωτήματα που έθετε η Ίζαμπελ για μια στιγμή, καθώς συνέχιζε να οδηγεί ξέφρενα στην αριστερή λωρίδα, αναβοσβήνοντας τους προβολείς της για α παραμερίσουν οι προπορευόμενοι. «Μην ανησυχείς, Ίζαμπελ», ήταν το μόνο που είπε.
31 Η ΙΖΑΜΠΕΛ ήταν τρομοκρατημένη. Τρομοκρατημένη από την παρανοϊκή οδήγηση της Ράκιλ και από τη δική της αδυναμία να κάνει το παραμικρό. Σε μόλις διακόσια με τριακόσια μέτρα, θα έφταναν στο σταθμό διοδίων της Γέφυρας Στόαρμπελτ, και η Ράκιλ δεν επιβράδυνε. Σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα, το όριο ταχύτητας θα ήταν τριάντα χιλιόμετρα την ώρα, κι εκείνες έτρεχαν με εκατόν πενήντα. Μπροστά τους, το τρένο με τον Γιόσουα διέσχιζε το τοπίο, κι αυτή η θεοπάλαβη ήταν αποφασισμένη α το προλάβει. «Κόψε ταχύτητα, Ράκιλ!» ούρλιαξε η Ίζαμπελ, καθώς ο σταθμός διοδίων ξεπρόβαλε μπροστά τους. «ΠΑΤΑ ΦΡΕΝΟ!» Όμως η Ράκιλ έσφιξε ακόμα πιο γερά το τιμόνι. Βρισκόταν σε ένα δικό της κόσμο πλέον. Το μόνο που την απασχολούσε ήταν να σώσει τα παιδιά της. Ό,τι άλλο κι αν συνέβαινε, δεν είχε καμία απολύτως σημασία. Είδαν τους υπαλλήλους των διοδίων δίπλα στις λωρίδες για τα φορτηγά να τους κάνουν νοήματα, ενώ μερικά αυτοκίνητα μπροστά τους παρέκκλιναν από την πορεία τους για να φύγουν από τη μέση. Την επόμενη στιγμή έπεσαν πάνω στην μπάρα με έναν
τρομακτικό κρότο και τα σπασμένα κομμάτια της πετάχτηκαν στον αέρα κι έπεσαν πάνω στο παρμπρίζ. Αν το Mondeo βρισκόταν σε καλύτερη κατάσταση, αυτή τη στιγμή θα μοιράζονταν την καμπίνα του με δύο ανοιγμένους αερόσακους. Ο μηχανικός είχε πει ότι ο αερόσακοι ήταν ελαττωματικοί και χρειάζονταν αντικατάσταση, όμως το κόστος είχε αποδειχτε απαγορευτικό. Η Ίζαμπελ ήθελε από καιρό να τακτοποιήσε αυτή την εκκρεμότητα, και τώρα χαιρόταν που δεν το είχε κάνει. Έτσι κι είχαν ανοίξει οι αερόσακοι πάνω στα πρόσωπά τους όπως περνούσαν από το σταθμό διοδίων με τέτοια ταχύτητα, τα πράγματα θα είχαν πάρει τραγική τροπή. Τώρα, όμως, τα μόνα σημάδια αυτής της εκούσιας καταστροφής δημόσιας περιουσίας ήταν ένα πελώριο βούλιαγμα στο καπό κι ένα ράγισμα το οποίο εκτεινόταν σε ολόκληρο το παρμπρίζ. Πίσω τους επικρατούσε πανικός. Αν δεν είχε κινητοποιηθεί ακόμα η Αστυνομία για το συμβάν στη Γέφυρα Στόαρμπελτ, με πρωταγωνιστή ένα αυτοκίνητο καταχωρισμένο στο όνομά της, τότε κάποιοι κοιμούνταν του καλού καιρού. Η Ίζαμπελ ξεφύσηξε και σχημάτισε ξανά τον αριθμό του Γιόσουα. «Περάσαμε τη γέφυρα! Πού βρίσκεσαι;» Εκείνος της έδωσε τις συντεταγμένες από το GPS του, κα η Ίζαμπελ τις συνέκρινε με του δικού της. Δεν μπορεί να βρισκόταν πολύ μακριά. «Δε μου αρέσει όλο αυτό», της είπε. «Είναι λάθος. Αυτό που κάνουμε είναι λάθος».
Εκείνη προσπάθησε να τον καθησυχάσει όσο καλύτερα μπορούσε, αλλά με πενιχρά αποτελέσματα. «Να τηλεφωνήσεις μόλις δεις το φανό αναλαμπής», του θύμισε και αμέσως μετά έκλεισε το κινητό. πως πλησίαζαν στην έξοδο 40, είδαν το τρένο στα αριστερά τους. Ένα στιλπνό περιδέραιο που ξεδιπλωνόταν μέσα στο σκοτεινιασμένο τοπίο. Και πάνω του, στο τρίτο βαγόνι, βρισκόταν ένας άντρας του οποίου η καρδιά χτυπούσε ξέφρενα. Τι ώρα θα επικοινωνούσε το κάθαρμα; Η Ίζαμπελ έσφιξε το κινητό στο χέρι της, ενώ κινούνταν με ξέφρενη ταχύτητα στο κομμάτι ανάμεσα στο Χάλσκοου κα την έξοδο 40. Τριγύρω δε φαίνονταν πουθενά μπλε φάρο περιπολικών. «Η Αστυνομία θα μας σταματήσει στο Σλάγιελσε, Ράκιλ, α είσαι σίγουρη γι’ αυτό. Γιατί έπεσες πάνω στην μπάρα;» «Το βλέπεις το τρένο, σωστά; Θα το είχαμε χάσει έτσι κ είχα κόψει ταχύτητα, αν είχα σταματήσει έστω και για είκοσ δευτερόλεπτα. Να γιατί!» «Μα, το έχασα. Δεν το βλέπω πια», απάντησε με αγωνία η Ίζαμπελ. Κοίταξε το χάρτη που είχε απλωμένο πάνω στα γόνατά της. «Γαμώτο, Ράκιλ. Οι γραμμές συνεχίζουν βόρεια από εδώ και περνούν μέσα από το Σλάγιελσε. Έτσι και κάνε σινιάλο στον Γιόσουα ανάμεσα στο Φόρλεου και το Σλάγιελσε, την πατήσαμε. Εκτός κι αν βγούμε από τον αυτοκινητόδρομο, ΤΩΡΑ!» Η έξοδος 40 εξαφανίστηκε πίσω τους καθώς ανασήκωνε
το κεφάλι η Ίζαμπελ. Δάγκωσε το κάτω χείλος της. «Ράκιλ, αν είναι να κάνε εκείνος αυτό που νομίζω, τότε ο Γιόσουα θα δει το φανό αναλαμπής από στιγμή σε στιγμή. Τρεις δρόμοι περνούν από τις γραμμές προτού φτάσουμε στο Σλάγιελσε. Οποιοσδήποτε από αυτούς θα ήταν ιδανικό σημείο για τα λύτρα. Όμως δε γίνεται να βγούμε από τον αυτοκινητόδρομο τώρα, γιατ μόλις περάσαμε την έξοδο». Η Ίζαμπελ κατάλαβε αμέσως ότι είχε αγγίξει μια χορδή της άλλης. Η απόγνωση κατέκλυσε και πάλι το βλέμμα της Ράκιλ. Για τα αμέσως επόμενα λεπτά, το χτύπημα του κινητού ήταν το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε να ακούσει. Ξαφνικά, φρέναρε απότομα και σταμάτησε στη βοηθητική λωρίδα. «Θα κάνω όπισθεν», εξήγησε. Καλά, είχε χάσει τελείως τα μυαλά της; Η Ίζαμπελ άναψε τα αλάρμ και προσπάθησε να ηρεμήσει. «Άκουσε, Ράκιλ», είπε, όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε. «Ο Γιόσουα θα κάνει αυτό που είπαμε και όλα θα πάνε καλά. Δε χρειάζεται να είμαστε εκεί όταν πετάξει το σάκο. Ο Γιόσουα έχει δίκιο. Άλλωστε, ο απαγωγέας θα επικοινωνήσει μαζί μας μόλις δει τι περιέχει ο σάκος», πρόσθεσε η Ίζαμπελ. Όμως η Ράκιλ δεν της έδινε σημασία. Είχε άλλο σκοπό, και η Ίζαμπελ το καταλάβαινε. «Θα κάνω όπισθεν στη βοηθητική λωρίδα», επανέλαβε η Ράκιλ. «Όχι, Ράκιλ». Εκείνη, όμως, το έκανε.
Η Ίζαμπελ έλυσε τη ζώνη ασφαλείας κι έστριψε στο κάθισμά της. Είδε φάλαγγες αυτοκινήτων να έρχονται προς το μέρος τους. «Έχεις τρελαθεί, Ράκιλ! Θα σκοτωθούμε. Σε τ θα βοηθήσει αυτό τον Σάμουιλ και τη Μαγκνταλένα;» Η Ράκιλ, όμως, δεν απάντησε. Έσφιγγε το τιμόνι, καθώς ο κινητήρας βούιζε στην όπισθεν και το αυτοκίνητο ανέπτυσσε ταχύτητα πάνω στην άσφαλτο. Και τότε, η Ίζαμπελ είδε μπλε φάρους να ξεπροβάλλουν από το λόφο, κάπου στα τετρακόσια με πεντακόσια μέτρα πίσω τους. «ΣΤΑΜΑΤΑ!» ούρλιαξε. Αυτό ήταν αρκετό για να σηκώσει η Ράκιλ το πόδι της από το γκάζι. Κοίταξε προς τα πίσω και είδε τους μπλε φάρους, συνειδητοποιώντας μεμιάς το πρόβλημα. Το κιβώτιο ταχυτήτων διαμαρτυρήθηκε ηχηρά, καθώς πέρασε κατευθείαν από την όπισθεν στην πρώτη. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, έτρεχαν ξανά με εκατόν πενήντα. «Προσευχήσου μονάχα να μην τηλεφωνήσει ο Γιόσουα μέσα στα επόμενα λεπτά για να πει ότι πέταξε το σάκο. Αν δεν πάρει, ίσως και να ’χουμε μία ελπίδα ακόμα. Όμως πρέπε α γυρίσεις και να βγεις στην έξοδο 38, όχι στην 39», βόγκηξε η Ίζαμπελ. «Η Αστυνομία θα περιμένει στην 39. Μπορεί να βρίσκονται ήδη εκεί. Βγες στην 38. Θα ακολουθήσουμε τον τοπικό δρόμο. Περνάει πιο κοντά από τις γραμμές. Το τρένο κινείται μέσα από χωράφια μέχρι να φτάσει στο Ρίνγκστεδ, μακριά από τον αυτοκινητόδρομο». Φόρεσε ξανά τη ζώνη της και κάθισε με το βλέμμα
καρφωμένο στο κοντέρ για τα επόμενα δέκα χιλιόμετρα. Ο μπλε φάροι πίσω τους φαίνεται ότι δε θα διακινδύνευαν περισσότερο στην καταδίωξη. Ποιος μπορούσε να τους κατηγορήσει; σκέφτηκε η Ίζαμπελ. Καθώς περνούσαν, όμως, την έξοδο 39, ο δρόμος που οδηγούσε στο Σλάγιελσε κατακλυζόταν από μπλε φάρους. Τα περιπολικά θα έφταναν από στιγμή σε στιγμή. Οι φόβοι της επιβεβαιώνονταν. «Μας πλησιάζουν, Ράκιλ. Πάτα γκάζι, αν γίνεται», την παρότρυνε, ενώ καλούσε ξανά τον Γιόσουα στο κινητό του. «Πού βρίσκεσαι τώρα, Γιόσουα;» ρώτησε επιτακτικά. Ο Γιόσουα, όμως, δεν απάντησε. Άραγε, αυτό σήμαινε πως είχε πετάξει ήδη το σάκο; Ή μήπως είχε συμβεί κάτ χειρότερο; Μήπως το τέρας βρισκόταν πάνω στο τρένο; Πρώτη φορά τής περνούσε αυτή η σκέψη από το μυαλό. ταν δυνατό; Μήπως όλες εκείνες οι οδηγίες για το φανό αναλαμπής και το πέταγμα του σάκου από το παράθυρο ήταν παραπλανητικές; Μήπως κρατούσε ήδη το σάκο στα χέρια του, έχοντας διαπιστώσει ότι δεν περιείχε χρήματα; Έστρεψε το κεφάλι και κοίταξε την τσάντα με τα χρήματα για τα λύτρα, ακουμπισμένη στο πίσω κάθισμα. Τι θα έκανε το κάθαρμα στον Γιόσουα; φτασαν στην έξοδο 38 τη στιγμή ακριβώς που οι μπλε φάροι εμφανίστηκαν μπροστά τους, στην απέναντι λωρίδα, με κατεύθυνση τα δυτικά επίσης. Η Ράκιλ δεν άγγιξε καν το φρένο καθώς έμπαινε με φόρα στον επαρχιακό δρόμο 150, με τα λάστιχα να στριγκλίζουν, αποφεύγοντας οριακά τη
σύγκρουση με ένα άλλο αυτοκίνητο. Αν δεν είχε κάνε μανούβρα ο οδηγός του, θα ήταν όλοι τους τελειωμένοι. Η Ίζαμπελ ένιωθε τον ιδρώτα να κυλάει στην πλάτη της. Είχε μουσκέψει. Αυτή η γυναίκα που κρατούσε το τιμόνι δεν ήταν απλώς απελπισμένη, ήταν τρελαμένη. «Δεν υπάρχει τρόπος να βγούμε από αυτό το δρόμο, Ράκιλ. Μόλις βρεθούν πίσω μας τα περιπολικά, το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να ακολουθήσουν τα φώτα μας», της φώναξε. Η Ράκιλ κούνησε το κεφάλι και συνέχισε να επιταχύνει, πλησιάζοντας τόσο πολύ το αυτοκίνητο που προσπαθούσε ακόμα να επανέλθει από την προηγούμενη, απότομη αλλαγή πορείας, ώστε παραλίγο να βρουν οι προφυλακτήρες τους. «Όχι, δε θα τους αφήσουμε», είπε ψύχραιμα κι έκλεισε τα φώτα. Τα αυτόματα φώτα πορείας τα οποία σκόπευε να επιδιορθώσει κάποια στιγμή η Ίζαμπελ, έσβησαν ταυτόχρονα. Διέκριναν τις μορφές ενός ηλικιωμένου ζευγαριού μέσα από το πίσω παράθυρο του προπορευόμενου οχήματος. Ο τρόμος ήταν μια μάλλον ανεπαρκής λέξη για να περιγράψε τις αλλόφρονες χειρονομίες τους. «Θα βγούμε από το δρόμο με την πρώτη ευκαιρία», είπε η Ράκιλ. «Πρέπει να ανάψεις ξανά τα φώτα». «Άφησέ το σ’ εμένα αυτό. Εσύ κοίτα το GPS. Ποιος είναι ο επόμενος δρόμος που δεν καταλήγει σε αδιέξοδο; Πρέπει να την κάνουμε. Βλέπω περιπολικά πίσω μας». Η Ίζαμπελ έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο της. Δίκιο είχε η Ράκιλ. Οι φάροι είχαν ξεπροβάλει πάλι κα
αναβόσβηναν μπλε μέσα στο σκοτάδι. Πρέπει να βρίσκονταν γύρω στα τετρακόσια με πεντακόσια μέτρα μακριά, στην έξοδο του αυτοκινητόδρομου. «Εκεί!» φώναξε. «Μπροστά σου». Η Ράκιλ έγνεψε καταφατικά. Τα φώτα του προπορευόμενου αυτοκινήτου είχαν πέσει πάνω σε μια πινακίδα. Βεντμπισένερ έγραφε. Πάτησε φρένο κι έκοψε το τιμόνι, με τα φώτα σβηστά, τραβώντας στα σκοτεινά. «Εντάξει», είπε, καθώς έβαζε νεκρά περνώντας μπροστά από έναν αχυρώνα και μερικά αγροτικά κτίρια. «Θα σταματήσουμε εδώ, πίσω από το αγρόκτημα. Δε θα μας δουν. Εσύ τηλεφώνησε ξανά στον Γιόσουα, εντάξει;» Η Ίζαμπελ κοίταξε προς τα πίσω, όπου οι μπλε φάρο διαγράφονταν στο σκοτάδι, απλώνοντας γύρω τους μια δυσοίωνη άλω. Ύστερα κάλεσε ξανά το νούμερο του Γιόσουα, αυτή τη φορά γεμάτη ταραχή. Το τηλέφωνο χτύπησε μερικές φορές, κι ύστερα ο Γιόσουα απάντησε. «Ναι;» ήταν το μόνο που είπε. Η Ίζαμπελ έγνεψε καταφατικά στη Ράκιλ, για να της δώσε α καταλάβει πως ο Γιόσουα είχε απαντήσει. «Παρέδωσες το σάκο;» ρώτησε. «Όχι ακόμα». Η φωνή του ακουγόταν βαριά. «Συμβαίνει κάτι, Γιόσουα; Είναι άλλοι άνθρωποι γύρω σου;» «Βλέπω έναν άντρα στο βαγόνι, εκτός από εμένα, όμως
ασχολείται με τον υπολογιστή του και φοράει ακουστικά. Οπότε αυτός είναι εντάξει. Όμως δεν αισθάνομαι καλά. Σκέφτομαι συνέχεια τα παιδιά. Είναι απαίσιο». Ακουγόταν λαχανιασμένος κι εξουθενωμένος. Διόλου παράξενο. «Κοίτα να παραμείνεις ψύχραιμος, Γιόσουα». Ήξερε πως εύκολα το έλεγε κανείς, αλλά δύσκολα γινόταν. «Σε λίγα λεπτά θα έχουν τελειώσει όλα. Πού βρίσκεται το τρένο τώρα; Δώσε μου τις συντεταγμένες». Τις διάβασε από το GPS του. «Βγαίνουμε από την πόλη σε λίγο», είπε. Η Ίζαμπελ κατάλαβε. Δεν μπορεί να βρισκόταν πολύ μακριά τώρα. «Σκύψε», διέταξε η Ράκιλ, τη στιγμή που τα περιπολικά περνούσαν βολίδα από τον κεντρικό δρόμο, προσπερνώντας τη στροφή την οποία είχαν πάρει εκείνες. Όχι πως θα μπορούσε να τις είχε εντοπίσει κανείς από τέτοια απόσταση. Σε πολύ λίγο, όμως, το ηλικιωμένο ζευγάρι το οποίο προπορευόταν νωρίτερα θα σταματούσε στα σινιάλα της Αστυνομίας. Οι επιβάτες θα έλεγαν στους αστυνομικούς για τις παρανοϊκές που είχαν συναντήσει στο δρόμο και οι οποίες τους ακολούθησαν σε απόσταση αναπνοής, με τα φώτα σβηστά, και ότι ξαφνικά είχαν κόψει σε έναν παράδρομο. Κα τότε, η Αστυνομία θα γύριζε πίσω. «Να, βλέπω το τρένο!» αναφώνησε ξαφνικά η Ίζαμπελ. Η Ράκιλ τινάχτηκε. «Πού;» Η Ίζαμπελ έδειξε νότια, μακριά από τον κεντρικό δρόμο. Τέλεια. «Εκεί κάτω! Έλα, πάμε!» Η Ράκιλ άναψε τα φώτα, γκάζωσε μέσα σε πέντε
δευτερόλεπτα, πέρασε από δύο στροφές του χωριού με μία μανούβρα και λίγες στιγμές αργότερα η φωτεινή αλυσίδα του τρένου φάνηκε στη δέσμη των προβολέων του Mondeo, στο σκοτάδι μπροστά τους. «Ω Θεέ μου, βλέπω το φανό αναλαμπής!» αναφώνησε ο Γιόσουα στο κινητό. «Ω Θεέ μου, προστάτεψέ μας και ελέησε τις ψυχές μας!» «Τι έγινε, είδε το σινιάλο;» ρώτησε η Ράκιλ. Είχε ακούσε την κραυγή του μέσα από το κινητό. Η Ίζαμπελ έγνεψε καταφατικά, και η Ράκιλ έσκυψε ελαφρά το κεφάλι της. «Μητέρα του Θεού, στείλε το άγιο φως σου και φανέρωσέ μας την οδό προς τη δόξα σου. Πάρε μας υπό τη σκέπη σου και θέρμανέ μας επί της καρδίας σου». Ξεφύσηξε κοφτά κι ύστερα πήρε μια βαθιά ανάσα, καθώς πίεζε το πόδι της ακόμα περισσότερο πάνω στο γκάζι. «Βλέπω το φανό αναλαμπής μπροστά μου. Ανοίγω το παράθυρο τώρα», είπε ο Γιόσουα από το κινητό. «Πρέπει να ακουμπήσω το τηλέφωνο στο κάθισμα. Ω Θεέ μου! Ω Θεέ μου!» Ο Γιόσουα βόγκηξε κάπου στο βάθος. Ακουγόταν σαν ηλικιωμένος που του απέμεναν ελάχιστα βήματα στο μονοπάτι της ζωής. Κι ήταν τόσα πολλά αυτά που έπρεπε να γίνουν ακόμα, τόσες πολλές σκέψεις που έπρεπε να παραμείνουν σε τάξη. Τα μάτια της Ίζαμπελ στρέφονταν ανήσυχα ολόγυρα στο σκοτάδι. Δεν μπορούσε να δει το φως που αναβόσβηνε. Πράγμα που σήμαινε ότι φέγγιζε από την άλλη πλευρά του τρένου.
«Ο δρόμος περνάει από τις γραμμές του τρένου σε δύο σημεία εδώ παρακάτω, Ράκιλ. Είμαι σίγουρη πως βρίσκετα στην πορεία μας», φώναξε, την ώρα που ο Γιόσουα ακουγόταν να κοπιάζει μέσα από το κινητό, καθώς προσπαθούσε να ανεβάσει το σάκο στο παράθυρο. «Τον αφήνω να πέσει τώρα», έφτασε στ’ αφτιά της η φωνή του. «Αυτός που βρίσκεται; Τον βλέπεις, Γιόσουα;» ρώτησε επιτακτικά η Ίζαμπελ. Στο μεταξύ, ο Γιόσουα είχε ξαναπιάσει το κινητό του. Η φωνή του ακούστηκε δυνατά και καθαρά. «Βλέπω το αυτοκίνητό του. Είναι σταματημένο δίπλα σε κάτι δέντρα, στο σημείο όπου ο δρόμος κόβει προς τις γραμμές του τρένου». «Κοίτα έξω από το απέναντι παράθυρο, Γιόσουα. Η Ράκιλ αναβοσβήνει τους προβολείς αυτή τη στιγμή». Η Ίζαμπελ έκανε νόημα στη Ράκιλ, η οποία είχε σκύψε πάνω στο τιμόνι, με το βλέμμα καρφωμένο πέρα από το παρμπρίζ, σε μια προσπάθεια να διακρίνει κάτι, οτιδήποτε, εκτός από το τρένο μπροστά τους. «Μας βλέπεις, Γιόσουα;» «ΝΑΙ!» αναφώνησε εκείνος. «Σας βλέπω δίπλα στη γέφυρα. Έρχεστε προς το μέρος μας. Φτάνετε από στιγμ...» Η Ίζαμπελ τον άκουσε να βογκάει. Ύστερα ακολούθησε ο ήχος του κινητού που έπεσε κάτω. «Τον βλέπω το φανό αναλαμπής!» κραύγασε η Ράκιλ. Πέρασε πάνω από τη γέφυρα και ακολούθησε το στενό δρόμο. Σε καμιά διακοσαριά μέτρα θα βρίσκονταν εκεί. «Αυτός τι κάνει τώρα, Γιόσουα;» ρώτησε επιτακτικά η
ζαμπελ, όμως απάντηση δεν πήρε. Ίσως το κινητό να είχε κλείσει, όπως έπεσε. «Αγία Μητέρα του Θεού, συγχώρεσέ με για ό,τι κακό έχω κάνει», μουρμούριζε η Ράκιλ δίπλα της, καθώς περνούσαν γρήγορα μπροστά από δύο αγροτόσπιτα και μια φάρμα στη στροφή, κι ύστερα ένα ακόμα σπίτι που έστεκε μόνο του κοντά στις γραμμές του τρένου. Και τότε, οι προβολείς έπεσαν πάνω στο αυτοκίνητό του. Ήταν σταματημένο σε μια στροφή, λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο κάτω, γύρω στα πενήντα από τις γραμμές του τρένου. Και πίσω του έστεκε εκείνος, ο μπάσταρδος αυτοπροσώπως, κοιτάζοντας μέσα στο σάκο. Φορούσε αντιανεμικό και ανοιχτόχρωμο παντελόνι. Αν δεν ήξεραν ποιος ήταν, μπορεί και να τον περνούσαν για τουρίστα που είχε χάσει το δρόμο του. Καθώς τον φώτισαν οι προβολείς, ανασήκωσε το κεφάλι. ταν αδύνατο να φανεί η έκφραση του προσώπου του από αυτή την απόσταση, όμως μυριάδες σκέψεις πρέπει να περνούσαν από το μυαλό του. Τι δουλειά είχαν τα ρούχα του μέσα στο σάκο; Ίσως να είχε προσέξει ήδη πως υπήρχε ένα σημείωμα πάνω τους. Το βέβαιο ήταν πως θα είχε συνειδητοποιήσει ότι δεν υπήρχαν χρήματα εκεί μέσα. Κα τώρα, αυτοί οι προβολείς έρχονταν καταπάνω του με ξέφρενη ταχύτητα. «Θα τον πατήσω!» ούρλιαξε η Ράκιλ, την ίδια στιγμή που ο άντρας πετούσε το σάκο μέσα στο αυτοκίνητο και ριχνόταν στη θέση του οδηγού. Είχαν φτάσει σε απόσταση λίγων μόλις μέτρων από το
σημείο όπου βρισκόταν, όταν οι ρόδες άρχισαν να κινούντα και τον οδήγησαν στο δρόμο, ενώ ο κινητήρας μάρσαρε. Ήταν μια σκουρόχρωμη Mercedes, σαν κι εκείνη που είχε δει η Ίζαμπελ κοντά στο αγροτόσπιτο, στο Φίερσλεου. Επομένως, ήταν πράγματι αυτός που είχε περάσει από μπροστά τους την ώρα που έκανε εμετό η Ράκιλ. Ο δρόμος μπροστά πλαισιωνόταν από πυκνά δέντρα, κα ο ήχος του κινητήρα τους και του προπορευόμενου αυτοκινήτου αντηχούσε στο δάσος. Η Mercedes ήταν ισχυρότερη απ’ ό,τι το Ford. Δε θα ήταν εύκολο να την ακολουθήσουν, όμως σε τι θα τους ωφελούσε αυτό, ούτως ή άλλως; Στράφηκε και κοίταξε τη Ράκιλ, που ήταν απόλυτα συγκεντρωμένη πίσω από το τιμόνι. Τι στην ευχή σκεφτόταν; «Κράτα απόσταση, Ράκιλ», της φώναξε. «Όπου να ’ναι, θα φανεί πίσω μας η Αστυνομία, με ενισχύσεις. Θα μας βοηθήσουν. Θα τον πιάσουμε, θα δεις. Μπορούν να στήσουν μπλόκο κάπου παρακάτω». «Με ακούτε;» ακούστηκε μια φωνή από το κινητό που κρατούσε στο χέρι της. Μια άγνωστη φωνή. Αντρική. «Ναι;» Το βλέμμα της Ίζαμπελ ήταν καρφωμένο στα πίσω φώτα της Mercedes, καθώς συνέχιζαν την ιλιγγιώδη πορεία τους στο στενό δρόμο, όμως πλέον η προσοχή της είχε εστιαστεί σ’ εκείνη τη φωνή. Χρόνια απογοήτευσης κα αποτυχιών τής είχαν διδάξει να βρίσκεται πάντοτε σε επιφυλακή ακόμα και στις πιο ακίνδυνες καταστάσεις. Πού ήταν ο Γιόσουα; «Ποιος είσαι;» ρώτησε αυστηρά. «Είσαι κι εσύ
μπλεγμένος σε αυτή την ιστορία, είσαι συνεργός του καθάρματος; Έτσι είναι;» «Λυπάμαι, δεν καταλαβαίνω τι μου λέτε. Μ’ εσάς μιλούσε λίγο νωρίτερα ο κύριος στον οποίο ανήκει αυτό το τηλέφωνο;» Η Ίζαμπελ ένιωσε το μέτωπό της να παγώνει. «Ναι, μ’ εμένα μιλούσε». Αντιλήφθηκε τη Ράκιλ να ανακάθεται ανήσυχη στη θέση του οδηγού. Ολόκληρο το είναι της είχε μετατραπεί σε ένα ερωτηματικό, καθώς προσπαθούσε να κρατήσει το αυτοκίνητο πάνω στη στριφογυριστή λωρίδα ασφάλτου, με την απόσταση που τις χώριζε από το προπορευόμενο αυτοκίνητο να αυξάνεται διαρκώς. «Φοβάμαι πως κάτι έπαθε», είπε η φωνή στο τηλέφωνο. «Τι θες να πεις; Ποιος είσαι;» «Καθόμουν εδώ, στο ίδιο βαγόνι με τον κύριο, όταν συνέβη αυτό. Λυπάμαι πάρα πολύ που σας το λέω έτσι, όμως είμαι βέβαιος πως είναι νεκρός». «Ε!» φώναξε η Ράκιλ. «Τι γίνεται; Σε ποιον μιλάς, ζαμπελ;» «Ευχαριστώ», ήταν το μόνο που κατάφερε να απαντήσει η ζαμπελ στον άντρα που είχε τηλεφωνήσει. Κι ύστερα έκλεισε το κινητό. Κοίταξε τη Ράκιλ κι ύστερα τα δέντρα που περνούσαν θολά δίπλα τους, καθώς συνέχιζαν τη μανιώδη καταδίωξη. τσι και πεταγόταν κανένα ελάφι στο δρόμο ή αν πατούσαν τίποτα βρεγμένα φύλλα πάνω σε στροφή, ήταν τελειωμένες. Το παραμικρό θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο. Πώς θα
έβρισκε τη δύναμη να πει στη Ράκιλ αυτό που είχε μόλις ακούσει; Ήταν αδύνατο να φανταστεί πώς θα αντιδρούσε η γυναίκα. Ο σύζυγός της είχε πεθάνει πριν από μερικά δευτερόλεπτα, κι εκείνη έτρεχε μέσα στα σκοτάδια σαν δαιμονισμένη. Η Ίζαμπελ είχε νιώσει συχνά απογοήτευση στη ζωή της. Η μοναξιά έριχνε διαρκώς βαριά τη σκιά της. Τα ατέλειωτα βράδια του χειμώνα, δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε ποκύψει σε μαύρες σκέψεις. Όμως τώρα, αυτή τη στιγμή, το μυαλό της ακολουθούσε εντελώς διαφορετικές διαδρομές. Τώρα, με την εκδίκηση να την υποκινεί, με την ευθύνη για τη ζωή δύο παιδιών στα χέρια της, και τον απαγωγέα τους, το Σατανά προσωποποιημένο, να επιχειρεί να διαφύγει στο αυτοκίνητο μπροστά τους, η Ίζαμπελ ήταν βέβαιη ότι ήθελε α ζήσει. Ήταν βέβαιη πως, όσο απαίσιος κι αν φάνταζε ο κόσμος, εκείνη μπορούσε να βρει μια θέση σε αυτόν. Το ζήτημα ήταν αν ίσχυε το ίδιο και για τη Ράκιλ. Και τότε, η Ράκιλ στράφηκε προς το μέρος της. «Πες μου, ζαμπελ. Μίλησέ μου. Τι συνέβη;» «Νομίζω πως ο άντρας σου έπαθε καρδιακή προσβολή, Ράκιλ». Το έθεσε όσο πιο ήπια μπορούσε. Όμως η Ράκιλ διαισθάνθηκε ότι η φράση είχε μείνε μισοτελειωμένη, να αιωρείται. Η Ίζαμπελ το κατάλαβε. «Είναι νεκρός;» απαίτησε να μάθει η Ράκιλ. «Ω Θεέ μου! Πέθανε, έτσι δεν είναι; Πες μου, Ίζαμπελ!» «Δεν ξέρω». «Πες μου, ΑΜΕΣΩΣ! Ειδάλλως...» Τα μάτια της ήταν αγριεμένα. Το αυτοκίνητο είχε αρχίσει ήδη να ντελαπάρει.
Η Ίζαμπελ έκανε να αγγίξει το μπράτσο της Ράκιλ, για να την ηρεμήσει, όμως το σκέφτηκε καλύτερα. «Κράτα το βλέμμα σου στο δρόμο, Ράκιλ», είπε. «Για την ώρα, το θέμα είναι τι γίνεται με τα παιδιά σου, μην το ξεχνάς». Τα λόγια της σφηνώθηκαν στην ψυχή της Ράκιλ κα άρχισε να τρέμει. «ΟΧΙ, ΟΧΙ, ΟΧΙ!» ούρλιαξε, «ΟΧΙ, πες μου πως δεν είναι αλήθεια. Μητέρα του Θεού, πες μου πως δεν είναι αλήθεια!» Έσφιγγε το τιμόνι, έτσι όπως έκλαιγε με αναφιλητά, ενώ από τα χείλη της έσταζαν σάλια. Για μια στιγμή, η Ίζαμπελ όμισε πως ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει την καταδίωξη κα α σταματήσει το αυτοκίνητο, όμως αμέσως μετά ίσιωσε απότομα το κορμί της και κατέβασε με δύναμη το πόδι της πάνω στο γκάζι. Λίντεμπγιερ – Λίνγκε έγραφε η πινακίδα που ξεπρόβαλε στο πλάι του δρόμου, όμως η Ράκιλ δεν επιβράδυνε ούτε στιγμή. Ο δρόμος πέρασε φιδογυριστά ανάμεσα από μερικά αγροτόσπιτα, κι ύστερα τα δέντρα απλώθηκαν και πάλ ολόγυρα. Τώρα, το κάθαρμα μπροστά τους πιεζόταν αισθητά. Το αυτοκίνητό του παραλίγο να γλιστρήσει σε μια στροφή, και η Ράκιλ παρακάλεσε φωναχτά τη Μαρία, τη Μητέρα του Θεού, α τη συγχωρέσει που θα παραβίαζε την πέμπτη εντολή, καθώς ήταν έτοιμη να σκοτώσει άνθρωπο. «Είναι παρανοϊκό αυτό που συμβαίνει! Τρέχουμε σχεδόν με διακόσια, Ράκιλ. Θα σκοτωθούμε!» ούρλιαξε η Ίζαμπελ, και για μια στιγμή τής πέρασε από το μυαλό η σκέψη να τραβήξει το κλειδί από τη μίζα.
Αμέσως, όμως, θυμήθηκε πως σε μια τέτοια περίπτωση το τιμόνι θα κλείδωνε, κι έτσι προσπάθησε να προετοιμαστεί για την αναπόφευκτη πρόσκρουση, σφίγγοντας τα πλαϊνά του καθίσματός της τόσο δυνατά, που οι αρθρώσεις της άσπρισαν. Την πρώτη φορά που η Ράκιλ έπεσε πάνω στην προπορευόμενη Mercedes, το κεφάλι της Ίζαμπελ έφυγε απότομα προς τα εμπρός και ύστερα τινάχτηκε βίαια προς τα πίσω. Όμως η Mercedes κρατήθηκε στο δρόμο. «Εντάξει», ούρλιαξε η Ράκιλ. «Ώστε αυτό δε σου κάνε εντύπωση, Σατανά;» Κι ύστερα εμβόλισε το αυτοκίνητο ξανά, αυτή τη φορά με τόση δύναμη, ώστε το καπό του Ford δίπλωσε. Η Ίζαμπελ ήταν έτοιμη για την πρόσκρουση, όμως κα πάλι αιφνιδιάστηκε από το βίαιο τίναγμα του σώματός της πάνω στη ζώνη ασφαλείας. «ΣΤΑΜΑΤΑ ΑΜΕΣΩΣ!» διέταξε, νιώθοντας πόνο στο στήθος της. Όμως η Ράκιλ δεν άκουγε. Βρισκόταν αλλού. Μπροστά τους, η Mercedes βρήκε στο ανάχωμα και για μια στιγμή παρεξέκλινε, προτού επανέλθει στην ευθεία, καθώς ο δρόμος φάρδαινε ελαφρά και φωτιζόταν κάπως από το κίτρινο φως μιας μεγάλης φάρμας. Και τότε, συνέβη το αναπόφευκτο. Τη στιγμή που η Ράκιλ ετοιμαζόταν να εμβολίσει την πίσω πλευρά της Mercedes για τρίτη φορά, ο οδηγός έκοψε απότομα το τιμόνι προς τα αριστερά και πάτησε απότομα φρένο, έτσι που τα λάστιχα στρίγκλισαν.
Πέρασαν σφαίρα από δίπλα του και βρέθηκαν μπροστά. Η Ίζαμπελ διαισθάνθηκε τον πανικό της Ράκιλ. Τώρα κινούνταν πάρα πολύ γρήγορα, και η Mercedes δε βρισκόταν πια εκεί για να απορροφάει την ταχύτητά τους, με τις επαναλαμβανόμενες προσκρούσεις. Οι μπροστινοί τροχο πλαγιολίσθησαν. Η Ράκιλ τούς επανέφερε στην ευθεία, φρενάροντας κάπως, αλλά όχι αρκετά, και τότε ακούστηκε ο ήχος από μέταλλα που τσακίζονταν στο πλάι, κάνοντας τη Ράκιλ να φρενάρει και πάλι, ενστικτωδώς. Η Ίζαμπελ στράφηκε σαστισμένη προς το διαλυμένο πλαϊνό παράθυρο και την πίσω πόρτα, που είχε διπλώσε πάνω στο κάθισμα, και την ίδια στιγμή η Mercedes εμφανίστηκε πίσω τους. Το κάτω μισό του προσώπου του τέρατος κρυβόταν στη σκιά, όμως τα μάτια του φαίνονταν καθαρά. Ήταν λες και το φως μιας ξαφνικής αστραπής πέρασε πάνω από το πρόσωπό του. Λες και τα πάντα μπήκαν μεμιάς στη θέση τους. Όλα όσα δεν έπρεπε να συμβούν με τίποτα, πλέον είχαν συμβεί. Και τότε, τις εμβόλισε, κάνοντας τη Ράκιλ να χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου. Η συνέχεια ήταν πόνος κα ασυνάρτητες εικόνες ενός κόσμου που περνούσε θολός ολόγυρά τους, όπως τις κατάπινε το σκοτάδι. Όταν ακινητοποιήθηκαν και πάλι τα πάντα, η Ίζαμπελ βρέθηκε να κρέμεται ανάποδα, από τη ζώνη ασφαλείας. Στο πλευρό της, η Ράκιλ κειτόταν ακίνητη, με το τιμόν καρφωμένο στο κορμί της. Η Ίζαμπελ προσπάθησε να στρίψει, όμως οι μύες της δεν
ανταποκρίνονταν. Έβηξε κι ένιωσε το αίμα να αναβλύζει στο λαιμό και στα ρουθούνια της. Τι παράξενο, να μην πονάει καθόλου, σκέφτηκε φευγαλέα, και την επόμενη στιγμή ολόκληρο το σώμα της παραδόθηκε στον αφόρητο πόνο. Ήθελε να ουρλιάξει, όμως δεν μπορούσε. Πεθαίνω, σκέφτηκε και έβηξε ξανά, φτύνοντας αίμα. Έξω, είδε μια σκιά να πλησιάζει. Τα βήματα πάνω στα θρυμματισμένα γυαλιά ήταν μετρημένα και σταθερά. Δυσοίωνα. Προσπάθησε να εστιάσει το βλέμμα της, όμως το αίμα από το στόμα και τη μύτη της έτρεχε πάνω στα μάτια της. ταν τα ανοιγόκλεισε, της φάνηκε λες και τα βλέφαρά της ήταν από γυαλόχαρτο. Μόνο όταν ο άντρας πλησίασε αρκετά ώστε να ακούσει τ της έλεγε, αντιλήφθηκε το βαρύ μεταλλικό αντικείμενο που κρατούσε στα χέρια του. «Ίζαμπελ», είπε. «Ήσουν το τελευταίο άτομο που περίμενα να δω σήμερα. Γιατί έπρεπε να μπλεχτείς σε αυτή την ιστορία; Κοίτα τώρα τι έκανες». Έσκυψε σε βαθύ κάθισμα και κοίταξε μέσα στην καμπίνα, από το πλαϊνό παράθυρο. Η Ίζαμπελ υπέθεσε πως σκεφτόταν ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος για να της καταφέρει το τελειωτικό χτύπημα. Δοκίμασε να στρίψει το κεφάλι της για α τον δει καλύτερα, όμως εξακολουθούσε να μην μπορεί να κινηθεί. «Ξέρουν κι άλλοι άνθρωποι ποιος είσαι», βόγκηξε, ιώθοντας τον πόνο να τη διατρέχει βίαια και να καταλήγε
στο σαγόνι της. Εκείνος χαμογέλασε. «Κανείς δε με ξέρει». Έφερε γύρο το αυτοκίνητο και παρατήρησε το σώμα της Ράκιλ, από την άλλη πλευρά. «Βλέπω, δεν υπάρχει πλέον λόγος ανησυχίας με δαύτη. Καλό αυτό. Θα μπορούσε να αποτελέσει απειλή». Ξαφνικά, ίσιωσε το σώμα του. Η Ίζαμπελ άκουσε σειρήνες. Μια μπλε λάμψη πέρασε πάνω από τα πόδια του, κάνοντάς τον να υποχωρήσει μερικά βήματα, αιφνιδιασμένος. Κι ύστερα, τα μάτια της έκλεισαν.
32 Η ΜΥΡΩΔΙΑ ΤΟΥ ΚΑΜΕΝΟΥ λάστιχου γινόταν όλο και πιο έντονη, υποχρεώνοντάς τον να σταματήσει σε ένα χώρο στάθμευσης λίγο έξω από το Ρόσκιλε. Αφού κατάφερε να ανασηκώσει το χτυπημένο δεξί φτερό, ώστε να μην ακουμπάει στο λάστιχο, πέρασε γύρω από το αυτοκίνητο για α επιθεωρήσει την έκταση των ζημιών. Προφανώς, είχε ποστεί φθορές, όμως του έκανε εντύπωση πόσο λίγο φαίνονταν τα σημάδια από τις προσκρούσεις. Αμέσως μόλις ησύχαζαν τα πράγματα, έπρεπε να πάει το αυτοκίνητο για επισκευή, ώστε να εξαφανιστεί κάθε ίχνος. Θα έβρισκε κάποιο φανοποιείο στο Κίελο της Γερμανίας ή το ισταντ της Σουηδίας, ό,τι ήταν βολικότερο εκείνη την ώρα. Άναψε τσιγάρο και διάβασε το σημείωμα που είχε βρε μέσα στο σάκο. Κανονικά, αυτή θα ήταν η ιδιαίτερη στιγμή που περίμενε με τόση ανυπομονησία. Θα στεκόταν κάπου στο σκοτάδι, με τα αυτοκίνητα να περνούν σφαίρα από δίπλα του, ξέροντας ότι για μία ακόμα φορά είχε κάνει αυτό που έπρεπε να κάνει. Τα χρήματα θα βρίσκονταν στο σάκο, κι ύστερα θα του απέμενε μια τελευταία διαδρομή μέχρι το λεμβοστάσιο για να ολοκληρώσει τη δουλειά. Αυτή τη φορά, όμως, τα πράγματα είχαν εξελιχτε διαφορετικά. Ήταν ακόμα επηρεασμένος από τη στιγμή που
βρέθηκε να στέκεται σ’ εκείνο το δρομάκι, κοντά στις γραμμές του τρένου, και να κοιτάζει το σάκο με το σημείωμα και τα δικά του ρούχα. Τον είχαν εξαπατήσει. Τα χρήματα δεν ήταν εκεί. Άσχημη κατάσταση. Έφερε στο νου του τα συντρίμμια του Ford Mondeo κα αισθάνθηκε ικανοποίηση στη σκέψη πως εκείνη η εκνευριστική, θρησκόληπτη επαρχιώτισσα είχε πάρει αυτό που της άξιζε. Η συμμετοχή της Ίζαμπελ, όμως, τον προβλημάτιζε. Εκείνος έφταιγε για τον τρόπο με τον οποίο είχαν εξελιχτε τα πράγματα, από την πρώτη κιόλας στιγμή. Αν είχε ακολουθήσει το ένστικτό του, η Ίζαμπελ θα είχε πέσει νεκρή μόλις του αποκάλυψε αυτά που γνώριζε, στο Βίμπορ. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι υπήρχε κάποια σχέση ανάμεσα στην Ίζαμπελ και τη Ράκιλ; Η απόσταση από το Φρέδερικς μέχρι το σπιτάκι της Ίζαμπελ στο Βίμπορ ήταν μεγάλη. Τι είχε παραβλέψει; Τράβηξε μια κοφτή τζούρα από το τσιγάρο του κα κράτησε τον καπνό μέσα στους πνεύμονές του όσο περισσότερο μπορούσε. Τα λύτρα είχαν χαθεί, κι όλα αυτά εξαιτίας κάποιων ηλίθιων λαθών. Ηλίθιων λαθών κα συμπτώσεων, που έδειχναν προς μία κατεύθυνση – την ζαμπελ. Αυτή τη στιγμή, δεν μπορούσε να ξέρει αν ήταν ζωντανή ή νεκρή. Έτσι και είχε καταφέρει να μείνει δέκα δευτερόλεπτα παραπάνω δίπλα σ’ εκείνο το αναθεματισμένο αυτοκίνητο, θα της είχε καρφώσει το γρύλο στο κρανίο. Τότε, θα ήταν ασφαλής.
Τώρα, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ελπίζε πως τα πράγματα θα έπαιρναν το δρόμο τους. Η σύγκρουση ήταν βίαιη. Το Mondeo είχε βρει πάνω σε ένα δέντρο κα πρέπει να είχε φέρει καμιά δεκαριά τούμπες. Ο ανατριχιαστικός, μακρόσυρτος ήχος από τσακισμένα μέταλλα που σέρνονταν πάνω στην άσφαλτο μόλις που είχε σταματήσει όταν κατέβηκε από τη Mercedes του. Ποιος θα μπορούσε να βγει ζωντανός από εκείνη τη μάζα σιδερικών; Έτριψε τον πονεμένο λαιμό του. Καριόλες. Γιατί δεν είχαν κάνει ό,τι τους είπε; Πέταξε το τσιγάρο του στους θάμνους, άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και κάθισε εκεί, φέρνοντας το σάκο πάνω στα πόδια του για να εξετάσει το περιεχόμενό του μία ακόμα φορά. Η σπασμένη κλειδαριά από τον αχυρώνα στο Φίερσλεου. Μερικά από τα ρούχα που είχε αφήσει στην ντουλάπα, κα αυτό το σημείωμα. Τίποτε άλλο. Το διάβασε ξανά και ξανά. Δεν είχε καμία αμφιβολία πως θα έπρεπε να κινηθεί γρήγορα. Ήδη γνώριζαν πάρα πολλά για εκείνον. Όμως είχαν νομίσει πως ήταν ασφαλείς, κι αυτό ήταν το λάθος τους. Πως οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί και ότι είχαν το πάνω χέρι. Τώρα, και οι δύο γυναίκες ήταν κατά πάσα πιθανότητα νεκρές, όμως θα έπρεπε να βεβαιωθεί γι’ αυτό. Επομένως, μονάχα ο σύζυγος, ο Γιόσουα, κι ενδεχομένως ο αδερφός της Ίζαμπελ, ο αστυνομικός, θα μπορούσαν να τον απειλήσουν πλέον. Ενδεχομένως. Επικίνδυνη λέξη.
Κάθισε για λίγο εκεί, αναλογιζόμενος την όλη κατάσταση, καθώς η κορδέλα των φώτων που απλωνόταν στον αυτοκινητόδρομο φώτιζε σποραδικά τις τουαλέτες που πήρχαν στο χώρο στάθμευσης. Δεν είχε κανένα φόβο μήπως βρισκόταν η Αστυνομία στα ίχνη του. Είχε απομακρυνθεί ήδη αρκετές εκατοντάδες μέτρα από το σημείο του τροχαίου προτού φτάσουν εκεί τα περιπολικά και, παρότι είχε διασταυρωθεί με ένα δύο ακόμα, με τις σειρήνες τους να ουρλιάζουν, μέχρι να βγει στον αυτοκινητόδρομο, κανείς δε θα προβληματιζόταν ιδιαίτερα για μια συνηθισμένη Mercedes που τηρούσε πιστά το όριο ταχύτητας. Φυσικά, οι αστυνομικοί θα έβρισκαν ίχνη σύγκρουσης όταν θα εξέταζαν το αυτοκίνητο της Ίζαμπελ, όμως ο ακριβείς συνθήκες του τροχαίου δεν μπορεί παρά να παρέμεναν άλυτο μυστήριο. Πώς θα μπορούσαν να τον εντοπίσουν, άλλωστε; Όχι, πλέον προτεραιότητά του ήταν ο σύζυγος της Ράκιλ, ο Γιόσουα, και τα χρήματα. Κι ύστερα έπρεπε να φροντίσε ώστε να εξαφανίσει κάθε ίχνος που θα μπορούσε να οδηγήσε οποιονδήποτε στο κατόπι του. Θα αναγκαζόταν να στήσει την επιχείρησή του από μηδενική βάση. Αναστέναξε. Τι άθλια χρονιά. Ο στόχος του ήταν ανέκαθεν τα δέκα εκατομμύρια, κ στερα θα έριχνε την αυλαία. Ήταν καλός στη δουλειά του. Τα εκατομμύρια που είχε βγάλει τα πρώτα χρόνια είχαν επενδυθεί σοφά και του απέδιδαν ένα σεβαστό ποσό. Ύστερα, όμως, ξέσπασε η οικονομική κρίση και το χαρτοφυλάκιό του
απαξιώθηκε. Ακόμα κι ένας απαγωγέας και δολοφόνος επηρεαζόταν από τα καπρίτσια της αγοράς, και τώρα υποχρεωνόταν να ξεκινήσει από την αρχή. «Γαμώτο», μουρμούρισε, καθώς μια άλλη παράμετρος πέρασε ξαφνικά από το μυαλό του. Αν η αδερφή του δεν εισέπραττε τα χρήματά της ως συνήθως, θα βρισκόταν αντιμέτωπος με ένα ακόμα πρόβλημα. Εκείνη ήταν ικανή να αποκαλύψει στοιχεία από την παιδική του ηλικία. Ονόματα τα οποία δεν έπρεπε να ανασυρθούν από το παρελθόν. Ήταν κι αυτό. ταν επέστρεψε από το οικοτροφείο, η μητέρα του είχε αποκτήσει νέο σύζυγο, τον οποίο είχε επιλέξει το συμβούλιο των σοφών της κοινότητας μεταξύ των κατάλληλων χήρων. Ο άντρας αυτός ήταν ιδιοκτήτης μιας εταιρείας καθαρισμού καμινάδων και πατέρας δύο κοριτσιών, στην ηλικία της Εύας. Στυλοβάτης της κοινότητας, όπως τον περιέγραψε ο νέος πάστορας, με ελλιπή σεβασμό για την αλήθεια. Ο πατριός του δεν τον χτυπούσε, και από τη στιγμή που η μητέρα του περιόρισε τη δόση των υπνωτικών της χαπιών κα άρχισε να ανταποκρίνεται στο συζυγικό κρεβάτι, ο περφίαλος χαρακτήρας του κυριάρχησε και τα νεύρα του σταδιακά βρήκαν διέξοδο. «Είθε ο Κύριος να στρέψει το βλέμμα Του πάνω σου κα α σου χαρίσει τη γαλήνη». Αυτά ήταν τα λόγια με τα οποία έκλεινε τους ξυλοδαρμούς που επιφύλασσε στις κόρες του.
ταν λόγια τα οποία ακούγονταν συχνά. Αν κάποια από τις δύο κρινόταν πως είχε παραβεί κατά οιονδήποτε τρόπο το λόγο του Θεού, στην ερμηνεία του οποίου ο πατέρας τους πίστευε ότι διατηρούσε τα αποκλειστικά δικαιώματα, δε δίσταζε να τιμωρήσει το ίδιο του το αίμα. Γενικά, όμως, τα κορίτσια ελάχιστα σφάλματα διέπρατταν, κι έτσι η οργή του στρεφόταν κατά κύριο λόγο στο θετό αδερφό τους. Εκείνος μπορεί να ξεχνούσε κάποιο «αμήν» ή να χαμογελούσε λοξά την ώρα της προσευχής στο τραπέζι. Σπάνια ήταν κάτ σοβαρότερο. Ευτυχώς, ο σύζυγος της μητέρας του δεν τόλμησε ποτέ να σηκώσει χέρι πάνω στο γεροδεμένο, νεαρό γιο της, έχοντας επίγνωση των περιορισμένων σωματικών του ικανοτήτων. Έπειτα ακολουθούσαν οι κρίσεις τύψεων, κι αυτό σχεδόν πάντοτε ήταν το χειρότερο κομμάτι. Ο δικός του πατέρας δεν είχε μπει ποτέ στον κόπο να ασχοληθεί με το θέμα της μεταμέλειας, επομένως κανείς και ποτέ δεν είχε αμφιβολίες για το πώς έβλεπε τα πράγματα. Όμως ο πατριός του χάιδευε τα μάγουλα των θυγατέρων του και τις ικέτευε να τον συγχωρέσουν για τα ξεσπάσματά του και το σατανικό θετό αδερφό τους. Κι έπειτα αποσυρόταν στο γραφείο και φορούσε το Μανδύα του Θεού, όπως αποκαλούσε πάντοτε ο πατέρας του το ένδυμα του κληρικού, και προσευχόταν στον Κύριο, ζητώντας να προστατεύσει Εκείνος αυτά τα ευάλωτα, αθώα κορίτσια σαν να ήταν άγγελοί Του. Όσο για την Εύα, ούτε που της απηύθυνε το λόγο. Τα θολά, τυφλά μάτια της του προκαλούσαν απέχθεια, κι εκείνη το διαισθανόταν.
Κανένα από τα παιδιά δεν τον καταλάβαινε. Γιατί έπρεπε α τιμωρούνται οι ίδιες του οι κόρες, τη στιγμή που αυτός μισούσε το θετό γιο του και περιφρονούσε τη θετή κόρη του; Και κανένα δεν μπορούσε να αντιληφθεί για ποιο λόγο δεν παρενέβαινε η μητέρα τους ή πώς ήταν δυνατό ο Θεός να φανερώνεται μέσα από τις μοχθηρές και εξόφθαλμα άδικες πράξεις αυτού του αποκτηνωμένου ανθρώπου. Στην αρχή, η Εύα επιχειρούσε να υπερασπιστεί το θετό της πατέρα, όμως ακόμα και οι δικές της διαμαρτυρίες ατόνησαν όταν οι ξυλοδαρμοί σε βάρος των δύο άλλων κοριτσιών έγιναν τόσο βίαιοι, ώστε κατέληξε σχεδόν να πιστεύει πως ένιωθε και η ίδια πόνο. Στο μεταξύ, ο αδερφός της περίμενε, φύλαγε τις δυνάμεις του για την τελική αναμέτρηση. Θα τους αιφνιδίαζε όλους. Κάποτε, ήταν τέσσερα παιδιά, ένας άντρας και μια γυναίκα. Τώρα, απέμενε μονάχα εκείνος και η Εύα. Πήρε την πλαστική θήκη που περιείχε όλες τις πληροφορίες σχετικά με την οικογένεια από το ντουλαπάκι του συνοδηγού και δεν άργησε να βρει τον αριθμό του κινητού του Γιόσουα. Θα του τηλεφωνούσε και θα τον έφερνε αντιμέτωπο με τη έα πραγματικότητα. Δηλαδή, ότι η σύζυγός του και η συνεργός της είχαν βγει από τη μέση και ότι τα παιδιά του θα έπαιρναν σειρά, εκτός κι αν του παραδίδονταν τα λύτρα σε έα τοποθεσία, εντός είκοσι τεσσάρων ωρών. Θα ξεκαθάριζε στον Γιόσουα πως και ο ίδιος θα πέθαινε, έτσι και είχε αποκαλύψει το παραμικρό για την απαγωγή σε οποιονδήποτε άλλο εκτός της Ίζαμπελ.
Του ήταν εύκολο να φανταστεί το ροδαλό πρόσωπο αυτού του καλοσυνάτου ανθρώπου, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα θα κατέρρεε και θα ακολουθούσε τις υποδείξεις του κατά γράμμα. Το είχε δει να συμβαίνει κι άλλοτε. Σχημάτισε τον αριθμό και περίμενε. Του φάνηκε πως πέρασε μια αιωνιότητα μέχρι να απαντήσει κάποιος. «Παρακαλώ;» είπε μια φωνή η οποία, όπως συνειδητοποίησε αμέσως, του ήταν άγνωστη. «Γεια σας, είναι ο Γιόσουα εκεί;» ρώτησε, τη στιγμή που τα φώτα ενός αυτοκινήτου περνούσαν από δίπλα του. «Ποιος είστε;» είπε η φωνή. «Το κινητό του Γιόσουα δεν κάλεσα;» «Όχι, πρέπει να πήρατε λάθος αριθμό». Έριξε μια ματιά στην οθόνη. Όχι, ο αριθμός σωστός ήταν. Μα, τι συνέβαινε; Τότε, κατάλαβε. Το όνομα! «Α, ζητώ συγνώμη. Εμείς Γιόσουα τον φωνάζουμε, όμως το κανονικό του όνομα είναι Γενς Κρογκ. Το ξεχνάω καμιά φορά. Θα μπορούσα να του μιλήσω;» Έμεινε να κοιτάζει το κενό, στη σιωπή που ακολούθησε. Ο άντρας στην άλλη άκρη της γραμμής δεν είπε λέξη. Καθόλου καλό σημάδι. Ποιος στα κομμάτια ήταν; «Κατάλαβα», είπε τελικά η φωνή. «Κι εσείς, ποιος είστε;» «Ο γαμπρός του», απάντησε χωρίς να το σκεφτεί. «Μπορώ να του μιλήσω;» «Λυπάμαι, αυτό είναι αδύνατο. Μιλάτε στον αρχιφύλακα Λάιφ Σίνταλ, της Αστυνομίας του Ρόσκιλε. Είπατε πως είστε
ο γαμπρός του. Πώς ονομάζεστε, παρακαλώ;» Σε αστυνομικό μιλούσε; Ο ηλίθιος, είχε πάει στην Αστυνομία; Ήταν τελείως τρελός; «Αρχιφύλακας, είπατε; Γιατί, συνέβη κάτι στον Γιόσουα;» «Λυπάμαι, όμως δεν μπορώ να σας πω τίποτα περισσότερο μέχρι να μου δώσετε ένα όνομα». Κάτι δεν πήγαινε καλά, σίγουρα. Τι έγινε πάλι; «Ονομάζομαι Σέρεν Γκόρμσεν», είπε. Αυτός ήταν ο κανόνας του. Να δίνει πάντοτε κάποιο ασυνήθιστο όνομα, όταν είχε επαφές με την Αστυνομία. Το πίστευαν, γιατ ήξεραν ότι μπορούσαν να το διασταυρώσουν. «Μάλιστα», ήρθε η απάντηση. «Μπορείτε να μας περιγράψετε το γαμπρό σας, κύριε Γκόρμσεν;» «Ναι, βεβαίως. Είναι μεγαλόσωμος, με αρχές φαλάκρας. Κοντεύει τα εξήντα. Φοράει πάντοτε ένα λαδί αμάνικο μπουφάν και...» «Κύριε Γκόρμσεν», τον διέκοψε ο αστυνομικός. «Μας κάλεσαν επειδή ο Γενς Κρογκ βρέθηκε αναίσθητος σε κάποιο τρένο. Ο γιατρός της υπηρεσίας μας είναι μαζί μας αυτή τη στιγμή που μιλάμε και με μεγάλη λύπη μου σας πληροφορώ ότι ο γαμπρός σας είναι νεκρός». Εκείνος άφησε τη λέξη «νεκρός» να αντηχήσει για λίγο, προτού απαντήσει. «Ω, όχι! Είναι τρομερό. Μα, πώς συνέβη;» «Δεν το γνωρίζουμε ακόμα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός συνεπιβάτη του, κατέρρευσε ξαφνικά». Αναρωτήθηκε μήπως τραβούσε γραμμή προς μια παγίδα. «Πού θα τον μεταφέρετε τώρα;» ρώτησε.
Άκουσε τον αρχιφύλακα και το γιατρό να συνομιλούν στο βάθος. «Σε λίγο φτάνει ασθενοφόρο για να παραλάβει τη σορό. Κατά πάσα πιθανότητα θα ακολουθήσει νεκροψία». «Δηλαδή, θα τον πάτε στο νοσοκομείο του Ρόσκιλε;» «Θα αποβιβαστούμε από το τρένο στο Ρόσκιλε, μάλιστα». Ευχαρίστησε τον αρχιφύλακα, εκφράζοντας παράλληλα την οδύνη του, και ύστερα κατέβηκε από το αυτοκίνητο για να σκουπίσει τα δακτυλικά του αποτυπώματα από το κινητό, σκοπεύοντας να το πετάξει στον ανεμοφράχτη που σχημάτιζαν τα δέντρα. Έτσι, αν όλα αυτά ήταν παγίδα, δε θα μπορούσαν να τον εντοπίσουν. «Ε!» ακούστηκε μια φωνή από πίσω του. Στράφηκε κα είδε δύο άντρες να κατεβαίνουν από ένα αυτοκίνητο το οποίο είχε μόλις σταματήσει στο χώρο στάθμευσης. Λιθουανικές πινακίδες κυκλοφορίας και ξεθωριασμένες φόρμες. Ισχνά, αγέλαστα πρόσωπα. Κατευθύνθηκαν προς το μέρος του, και οι προθέσεις τους ήταν ολοφάνερες. Σε πολύ λίγο θα κειτόταν στο έδαφος, με τις τσέπες του άδειες. Προφανώς, αυτή ήταν η δουλειά τους. Ύψωσε το ένα χέρι προειδοποιητικά, δείχνοντας το κινητό. «Άρπα τη», φώναξε κι αμέσως πέταξε το τηλέφωνο με δύναμη πάνω στο μέτωπο του πρώτου άντρα, γυρνώντας στο πλάι για να ρίξει ανάποδη κλοτσιά στα γεννητικά όργανα του συνεργού του, με τόση δύναμη, που το κοκαλιάρικο κορμ του άλλου σωριάστηκε καταγής, μέσα σε βογκητά πόνου, ενώ ο σουγιάς που κρατούσε έπεσε στο έδαφος. Μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα, έπιασε το σουγιά κα τον κάρφωσε στην κοιλιά του πρώτου άντρα κι ύστερα στα
πλευρά του δεύτερου. Έπειτα μάζεψε το κινητό του και το πέταξε μαζί με το σουγιά όσο πιο μακριά μπορούσε, μέσα στους θάμνους. Η ζωή τού είχε μάθει να χτυπάει πάντοτε πρώτος. Άφησε τους δύο τραυματισμένους τραμπούκους να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους και όρισε στο GPS ως προορισμό το σιδηροδρομικό σταθμό του Ρόσκιλε. Θα βρισκόταν εκεί σε οχτώ λεπτά. Το ασθενοφόρο περίμενε αρκετή ώρα προτού εμφανιστεί το φορείο. Εκείνος είχε βρεθεί ανάμεσα σε ένα πλήθος περίεργων που είχαν καρφώσει τα μάτια τους στη σορό του Γιόσουα, κάτω από την κουβέρτα. Αμέσως μόλις είδε τον ένστολο αστυνομικό με το πανωφόρι του Γιόσουα και την τσάντα στα χέρια του, κάθε αμφιβολία διαλύθηκε. Ο Γιόσουα ήταν νεκρός. Τα χρήματα είχαν χαθεί. «Γαμώτο», βλαστήμησε χαμηλόφωνα, επαναλαμβάνοντας από μέσα του την ίδια λέξη καθώς έστρεφε τη Mercedes προς το Φίερσλεου και το αγροτόσπιτο το οποίο είχε αποτελέσει την κρυψώνα του για χρόνια. Η προκάλυψή του –η διεύθυνση κατοικίας, το όνομα, το φορτηγάκι–, όλα τα στοιχεία που του επέτρεπαν να κάνει με ασφάλεια τη δουλειά του ήταν συνδεδεμένα με αυτό το μέρος. Και τώρα είχε αχρηστευτεί. Η Ίζαμπελ είχε τον αριθμό κυκλοφορίας του βαν και τον είχε δώσει στον αδερφό της, πράγμα που σήμαινε ότι ο ιδιοκτήτης του οχήματος μπορούσε να εντοπιστεί από τη διεύθυνση. Το μέρος δεν ήταν πλέον ασφαλές.
Μέχρι να φτάσει στο χωριό και να πάρει το δρομάκι που περνούσε ανάμεσα από τα δέντρα για να καταλήξει στο αγροτόσπιτο, στο τοπίο επικρατούσε γαλήνη. Η μικρή κοινότητα είχε παραδοθεί από ώρα στην απονάρκωση της τηλεοπτικής οθόνης. Μονάχα στο κεντρικό κτίσμα ενός αγροκτήματος πέρα από κάτι γειτονικά χωράφια φαίνονταν δύο φωτεινά παράθυρα. Ο συναγερμός θα χτυπούσε κατά πάσα πιθανότητα εκεί. Παρατήρησε το πώς η Ράκιλ και η Ίζαμπελ είχαν παραβιάσει το γκαράζ και το σπίτι του. Πέρασε από παντού, απομακρύνοντας αντικείμενα τα οποία ενδεχομένως να αντιστέκονταν στις φλόγες. Ένα μικρό καθρέφτη, ένα τενεκεδάκι με ραφτικά, το κουτί πρώτων βοηθειών. Ύστερα έβγαλε με την όπισθεν το φορτηγάκι από τον αχυρώνα, το οδήγησε στο πλάι του σπιτιού και έπεσε με ταχύτητα πάνω στη μεγάλη τζαμαρία που του πρόσφερε τόσο άπλετη θέα προς τα χωράφια. Ο ήχος των τζαμιών που έσπασαν προκάλεσε μια σύντομη αναστάτωση, καθώς κάτι κοράκια άρχισαν να κρώζουν, όμως αυτό ήταν όλο. Προχώρησε στην άλλη πλευρά και μπήκε στο σπίτι, ανάβοντας το φακό του για να βλέπει. Τέλεια, σκέφτηκε, καθώς είδε τα πίσω λάστιχα του βαν κλαταρισμένα και την καρότσα του να εισέρχεται στο λαμιναρισμένο δάπεδο. Πέρασε προσεκτικά ανάμεσα στα σπασμένα γυαλιά και άνοιξε τις πίσω πόρτες, έβγαλε ένα μπιτόνι και άδειασε στο δάπεδο το περιεχόμενό του, σχηματίζοντας μια σταθερή γραμμή από
το καθιστικό μέχρι την κουζίνα, κι από εκεί στο διάδρομο μέχρι το τέρμα της σκάλας. Ύστερα ξεβίδωσε το καπάκι του ρεζερβουάρ του βαν, έκοψε ένα κομμάτι από μια μουχλιασμένη κουρτίνα κι έχωσε τη μια άκρη βαθιά μέσα στο ντεπόζιτο. Στάθηκε για λίγο στον κήπο και κοίταξε ολόγυρα, προτού βάλει φωτιά στην κουρελιασμένη κουρτίνα και την πετάξε πάνω στη βενζίνη που είχε χύσει στο πάτωμα, δίπλα στις φιάλες υγραερίου που ήταν αραδιασμένες στο διάδρομο. Βρισκόταν ήδη στο δρόμο, ανεβάζοντας γρήγορα τις ταχύτητες της Mercedes, όταν το ρεζερβουάρ του βαν εξερράγη με εκκωφαντικό κρότο. Λίγο μετά, ακούστηκαν ο φιάλες υγραερίου. Η έκρηξη ήταν τόσο βίαιη, ώστε σχεδόν τίναξε τη στέγη στον αέρα. Μόνο όταν πέρασε μπροστά από το μικρό παντοπωλείο του χωριού και μπορούσε να δει και πάλι πέρα από τα χωράφια, σταμάτησε για να κοιτάξει πίσω του. Το αγροτόσπιτο είχε λαμπαδιάσει ανάμεσα στα δέντρα, σαν πυρά από εκείνες που άναβαν για το θερινό ηλιοστάσιο, έτσι όπως πετάγονταν οι σπίθες στον αέρα. Η φωτιά φαινόταν ήδη σε απόσταση χιλιομέτρων. Και σε πολύ λίγο, ο φλόγες θα έγλειφαν τα κλαδιά των δέντρων και τα πάντα θα καρβούνιαζαν. Δεν είχε πια να φοβάται όσον αφορά εκείνο το μέρος. Η Πυροσβεστική δε θα αργούσε να καταλάβει πως δεν μπορούσε να σώσει τίποτα. Θα απέδιδαν τη φωτιά σε κάποια παιδαριώδη σκανταλιά που πήρε άσχημη τροπή.
Όπως συνέβαινε τόσο συχνά στην επαρχία. Στεκόταν μπροστά στην πόρτα του δωματίου μέσα στο οποίο κειτόταν παγιδευμένη η γυναίκα του, κάτω από τα χαρτοκιβώτια, παρατηρώντας για μία ακόμα φορά, με ένα παράξενο συναίσθημα θλίψης και ικανοποίησης μαζί, πως στο σπίτι επικρατούσε νεκρική σιγή. Τα είχαν περάσει καλά ο δυο τους. Εκείνη ήταν ευγενική και όμορφη, και καλή μητέρα για το παιδί τους. Θα μπορούσαν όλα να είχαν εξελιχτεί τόσο διαφορετικά. Και πάλι, μονάχα τον εαυτό του κατηγορούσε που τα πράγματα δεν πήγαν καλά. Προτού ζήσει με κάποια άλλη, θα έπρεπε να εξαφανίσει όσα είχε κρύψει μέσα σ’ εκείνο το δωμάτιο. Έως τώρα, το παρελθόν έκανε κουμάντο στη ζωή του, όμως δε θα του επέτρεπε να κάνει το ίδιο και στο μέλλον. Θα οργάνωνε μια δυο ακόμα απαγωγές, θα πουλούσε το σπίτι και θα μετακόμιζε κάπου μακριά. Ενδεχομένως να μάθαινε και πώς να ζει μια φυσιολογική ζωή. Πήγε και ξάπλωσε στο γωνιακό καναπέ για λίγη ώρα, βάζοντας σε μια σειρά τα πράγματα που είχε να κάνει. Μπορούσε να κρατήσει το Βιμπεγκόρεν και το λεμβοστάσιό του, αυτό ήταν σαφές. Όμως θα έπρεπε να βρει κάποιο χώρο για να αντικαταστήσει το αγροτόσπιτο στο Φίερσλεου. Ένα σπιτάκι μακριά από τους γύρω οικισμούς. Κάπου όπου δεν πατούσε ψυχή, κι ακόμα καλύτερα αν ο ιδιοκτήτης ήταν κάποιος ακοινώνητος. Ένας γερο-μέθυσος, για παράδειγμα, που δεν είχε πάρε δώσε με τους άλλους, ούτε χρώσταγε πουθενά χάρες. Ίσως αυτή τη φορά να έπρεπε να στραφε
οτιότερα. Θυμήθηκε κάποια μέρη τα οποία είχε εντοπίσε κάποτε που έφερνε βόλτες στην περιοχή του Νέστβεδ, όμως η εμπειρία τού έλεγε πως η τελική επιλογή δε θα ήταν εύκολη πόθεση. Ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του αγροτόσπιτου στο Φίερσλεου τού ταίριαζε γάντι. Κανείς δεν ενδιαφερόταν για το άτομό του, κι αυτός νοιαζόταν ακόμα λιγότερο για τους άλλους. Είχε περάσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής του δουλεύοντας στη Γροιλανδία και μάλλον είχε κάποιον έρωτα από παλιά στη Σουηδία, έτσι έλεγαν στο χωριό. Μάλλον. Η αοριστία αυτής της λέξης τον είχε στρέψει προς εκείνο τον άντρα που προτιμούσε τη συντροφιά με τον εαυτό του κα ζούσε με τα χρήματα που είχε κερδίσει σε εποχές που η ζωή ήταν πιο επικερδής. Οι χωριανοί τον είχαν χαρακτηρίσε «παράξενο», υπογράφοντας με τον τρόπο αυτό τη θανατική του καταδίκη. Είχαν περάσει πάνω από δέκα χρόνια που αφαίρεσε τη ζωή του «παράξενου», κι έκτοτε φρόντιζε να εξοφλεί με ευλαβική συνέπεια τους λογαριασμούς που εμφανίζονταν μία στο τόσο στο γραμματοκιβώτιο του αγροτόσπιτου. Έπειτα από κάνα δυο χρόνια διέκοψε την ηλεκτροδότηση και την αποκομιδή των απορριμμάτων, κι από τότε δεν ξαναπάτησε ψυχή εκεί. βαλε και του έφτιαξαν ένα διαβατήριο και άδεια οδήγησης στο όνομα αυτού του ανθρώπου, με καινούριες φωτογραφίες και πειστικότερη ημερομηνία γέννησης – δουλειά την οποία ανέλαβε ένας φωτογράφος στην περιοχή του Βέστερμπρο, στην Κοπεγχάγη. Ήταν ένας καλός, έμπιστος άνθρωπος, για τον οποίο οι πλαστογραφίες είχαν αναχθεί σε τέχνη ανάλογη
με των μαθητών του Ρέμπραντ, όποτε τους το ζητούσε ο δάσκαλός τους. Ένας πραγματικός καλλιτέχνης. Το όνομα Μες Κρίστιαν Φογκ τον είχε συντροφέψει επ μία δεκαετία, όμως πλέον ανήκε στο παρελθόν. Τώρα ήταν και πάλι ο Τσάπλιν. Σε ηλικία δεκαεξίμισι χρόνων είχε ερωτευτεί μία από τις θετές αδερφές του. Ήταν ευάλωτη, αιθέρια, με ένα ντελικάτο, ψηλό μέτωπο και λεπτές, γαλαζωπές φλέβες που διακρίνονταν στους κροτάφους της. Καμία σχέση με τη χοντροκοπιά του γενετικού υλικού του πατέρα της, ούτε με τη στιβαρότητα της μητέρας του. Ήθελε να τη φιλήσει και να την αγκαλιάσει, να χαθεί στο βλέμμα της, να ταξιδέψει μέσα της, αλλά ήξερε πως αυτό ήταν απαγορευμένο. Στα μάτια του Θεού, ήταν αδέρφια, κα στο σπίτι τους τα μάτια Του βρίσκονταν παντού. Τελικά, δεν μπόρεσε να βρει άλλη λύση από το να απολαμβάνει τις όποιες αμαρτωλές απολαύσεις μπορούσε να αντλήσει κάτω από το πάπλωμά του ή με κλεφτές ματιές τα βράδια ανάμεσα από τα κενά στις σανίδες του ταβανιού του πνοδωματίου της. Κάποια στιγμή, τον κατάλαβαν. Είχε ξαπλώσε μπρούμυτα, κατασκοπεύοντας την ομορφιά της στο κάτω δωμάτιο, μιας και το κορμί της καλυπτόταν μονάχα από ένα λεπτότατο νυχτικό, όταν εντελώς ξαφνικά εκείνη κοίταξε ψηλά και τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν. Τέτοια ήταν η ταραχή του, ώστε πετάχτηκε πάνω και χτύπησε το κεφάλι του σε ένα καρφί που προεξείχε από ένα δοκάρι, με αποτέλεσμα
α σκιστεί άσχημα πίσω από το δεξί αφτί του. Οι υπόλοιποι άκουσαν τις φωνές του στη σοφίτα, κι έτσι ο απολαύσεις του έλαβαν τέλος. Ευσεβής όπως πάντα, η αδερφή του, η Εύα, τον κάρφωσε στη μητέρα και τον πατριό τους. Αυτό που δεν μπόρεσαν να δουν τα τυφλά μάτια της ήταν η λυσσασμένη οργή που κατέκλυσε και τους δύο γονείς για μια τέτοια επαίσχυντη πράξη. Τον ανέκριναν υπό την απειλή της αιώνιας καταδίκης στην Κόλαση, όμως εκείνος αρνήθηκε να ομολογήσει το παραμικρό. Δεν παραδέχτηκε ότι κατασκόπευε τη θετή του αδερφή. Ότι λαχταρούσε να αντικρίσει το αντικείμενο του πόθου του ολόγυμνο. Πώς θα μπορούσαν τα αναθέματά τους να τον κάνουν να ομολογήσει κάτι τέτοιο; Τα είχε ακούσει ήδη πάρα πολλές φορές στο παρελθόν. «Μόνος σου το προκάλεσες αυτό», βρυχήθηκε ο πατριός του και τον άρπαξε από πίσω. Μπορεί να μην ήταν δυνατότερος, όμως η τόσο απρόσμενη λαβή του ήταν εντυπωσιακά αποτελεσματική, έτσι όπως έκλεισαν τα μπράτσα του γύρω από τον κορμό του αγοριού, με τα χέρια σφιχτοπλεγμένα να πιέζουν το σβέρκο του. «Φέρε το σταυρό!» φώναξε στη γυναίκα του. «Διώξε το Σατανά από αυτό το αρρωστημένο κορμί! Χτύπα αυτό το αγόρι μέχρι να εξορκιστούν όλοι του οι δαίμονες!» Είδε το σταυρό να υψώνεται πάνω από τα φρενιασμένα μάτια της μητέρας του κι ένιωσε τη σαπρή ανάσα της πάνω στο πρόσωπό του, καθώς του κατέφερε το πρώτο χτύπημα. «Στο όνομα της δόξης του Κυρίου!» ούρλιαξε εκείνη,
ψώνοντας και πάλι στο σταυρό. Σταγόνες ιδρώτα σχηματίζονταν στο πάνω χείλος της, ενώ ο πατριός του έσφιγγε τη λαβή του, γρυλίζοντας κάθε τόσο το δικό του εξορκισμό: «Στο όνομα του Παντοδύναμου!» Έπειτα από είκοσι χτυπήματα πάνω στους ώμους και στα μπράτσα του, η μητέρα του έκανε πίσω, εξουθενωμένη, λαχανιασμένη. Από εκείνο το σημείο και μετά, δεν υπήρχε επιστροφή. Οι δύο θετές αδερφές του έκλαιγαν στο διπλανό δωμάτιο. Είχαν ακούσει τα πάντα και πρέπει να είχαν σοκαριστε πραγματικά. Η Εύα, αντίθετα, έμοιαζε ασυγκίνητη, παρότι κ εκείνη σίγουρα είχε καταλάβει όλα όσα είχαν συμβεί. Συνέχισε να διαβάζει το ανάγλυφο βιβλίο της, όμως δεν κατάφερε να κρύψει την πίκρα στο πρόσωπό της. Το ίδιο βράδυ, εκείνος άλεσε υπνωτικά χάπια και τα έριξε στον καφέ της μητέρας και του πατριού του. Κι όταν νύχτωσε, και οι δυο τους κοιμούνταν βαριά, διέλυσε το υπόλοιπο περιεχόμενο του μπουκαλιού μέσα σε νερό. Του πήρε κάποια ώρα μέχρι να τους γυρίσει ανάσκελα, κι ακόμα περισσότερη μέχρι να αδειάσει το παχύ διάλυμα στα λαρύγγια τους. Όμως ο χρόνος δεν ήταν πλέον ζήτημα. Σκούπισε το άδειο μπουκαλάκι των χαπιών και το έκλεισε στην παλάμη του πατριού του. Ύστερα τύλιξε τα δάχτυλα κα των δύο αναίσθητων γονιών γύρω από δύο ποτήρια, τοποθετώντας από ένα σε κάθε κομοδίνο, και στη συνέχεια έριξε μέσα τους λίγο νερό, προτού κλείσει την πόρτα του πνοδωματίου πίσω του. «Τι κάνεις εκεί πέρα;» είπε μια φωνή.
Στράφηκε και κοίταξε στο σκοτάδι. Ήταν η επικράτεια της Εύας, οπότε είχε εκείνη το πλεονέκτημα. Πλέον, το σκοτάδ ήταν φίλος της, και η ακοή της οξυμένη σαν του σκύλου. «Τίποτα, Εύα. Ήθελα να ζητήσω συγνώμη, όμως κοιμούνται. Μου φαίνεται πως πήραν υπνωτικά χάπια». «Τότε, ελπίζω να κάνουν καλό ύπνο», ήταν το μόνο της σχόλιο. Τα πτώματα απομακρύνθηκαν από το σπίτι την επόμενη μέρα. Η διπλή αυτοκτονία σκανδάλισε τη μικρή κοινότητα, όμως η Εύα δε μίλησε. Ενδεχομένως να διαισθανόταν, ήδη από τότε, τι είχε συμβεί, και το γεγονός ότι ο αδερφός της ήταν επίσης υπεύθυνος για την τύφλωσή της, πράγμα για το οποίο εκείνος θρηνούσε με το δικό του, βουβό τρόπο, έμελλε α αποτελέσει την ασφάλειά της απέναντι σε μια ζωή σημαδεμένη από τη φτώχεια και την ανημποριά. Οι θετές αδερφές τους επέλεξαν την αιωνιότητα έπειτα από κάνα δυο χρόνια. Προχώρησαν μαζί, πιασμένες χέρι χέρι, στη λίμνη, και η λίμνη τις δέχτηκε. Έτσι λυτρώθηκαν από τον πόνο των αναμνήσεων. Δε συνέβη το ίδιο σ’ εκείνον και την Εύα. Ο θάνατος των γονιών τους ανήκε εδώ και πάνω από είκοσι πέντε χρόνια στο παρελθόν, κι όμως εξακολουθούσαν α υπάρχουν φανατικοί οι οποίοι επέμεναν να παρερμηνεύουν την έννοια της «καλοσύνης». Στο διάολο να πάνε. Τους μισούσε περισσότερο από καθετί άλλο. Στο διάολο να πάνε όλοι εκείνοι που στο όνομα του Θεού έβαζαν τον εαυτό τους πάνω απ’ όλους τους άλλους.
Έπρεπε να εξαφανιστούν από προσώπου γης. Αφαίρεσε το κλειδί του βαν και του σπιτιού από το μπρελό του και τα πέταξε στον κάδο απορριμμάτων του γείτονα, κάτω από την πρώτη σακούλα σκουπιδιών, ρίχνοντας τριγύρω μια ματιά για να βεβαιωθεί πως δεν τον είχε δε κανείς. Ύστερα επέστρεψε στο δρομάκι μπροστά από το σπίτι του και άδειασε το γραμματοκιβώτιο. Τα διαφημιστικά κατέληξαν με τη μία στα σκουπίδια, ενώ τους υπόλοιπους φακέλους τούς πέταξε πάνω στο τραπέζ του καθιστικού. Ανάμεσά τους ήταν κάτι λογαριασμοί, δύο εφημερίδες και ένα μικρό, χειρόγραφο σημείωμα με το σήμα της λέσχης μπόουλινγκ πάνω του. Ήταν ακόμα πολύ νωρίς για να υπάρχει η παραμικρή αναφορά στις εφημερίδες, όμως ο τοπικός ραδιοφωνικός σταθμός μετέδωσε μια είδηση σχετικά με δύο Λιθουανούς ο οποίοι, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, είχαν συμπλακε μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να τραυματιστούν αμφότερο σοβαρά, ενώ στη συνέχεια μεταδόθηκε η είδηση για το τροχαίο, με θύματα δύο γυναίκες. Οι λεπτομέρειες ήταν λιγοστές, αλλά επέτρεπαν να σχηματιστεί μια αρκετά σαφής εικόνα: ο τόπος του δυστυχήματος, οι ηλικίες των γυναικών, καθώς και ότι είχαν τραυματιστεί βαρύτατα, ενώ νωρίτερα στην ξέφρενη διαδρομή τους είχαν σπάσει μια μπάρα στο σταθμό διοδίων στη Γέφυρα Στόαρμπελτ. Ονόματα δεν ανακοινώθηκαν, όμως αναφέρθηκε η πιθανότητα να είχε συμμετοχή στο τροχαίο και κάποιο άλλο όχημα.
Αναζήτησε πληροφορίες για το δυστύχημα στο διαδίκτυο. Η ηλεκτρονική έκδοση μιας από τις λαϊκές εφημερίδες συμπεριλάμβανε την επιπρόσθετη πληροφορία ότι και οι δύο γυναίκες νοσηλεύονταν σε εξαιρετικά κρίσιμη κατάσταση έπειτα από πολύωρες χειρουργικές επεμβάσεις στη διάρκεια της νύχτας και ότι η Αστυνομία προσπαθούσε να βρε εξήγηση για το επικίνδυνο πέρασμά τους από τη γέφυρα. Το ρεπορτάζ ανέφερε και το όνομα ενός γιατρού του Κέντρου Αποκατάστασης Πολυτραυματιών του Νοσοκομείου Ριγκς στην Κοπεγχάγη, ο οποίος δήλωνε απαισιόδοξος για την πορεία της υγείας τους. Ακόμα κι έτσι, εκείνος ανησυχούσε. Βρήκε ένα βίντεο στο οποίο παρουσιαζόταν το Κέντρο Αποκατάστασης Πολυτραυματιών στην ιστοσελίδα του οσοκομείου και διάβασε προσεκτικά τι έκαναν και πού, κα στη συνέχεια συμβουλεύτηκε το χάρτη όπου αποτυπώνονταν οι θέσεις των διαφόρων τμημάτων του νοσοκομείου. Αν χρειαζόταν, ήξερε πού θα τις έβρισκε. Για την ώρα, όμως, θα περιοριζόταν στο να παρακολουθήσει την κατάσταση των δύο γυναικών. Στη συνέχεια έπιασε να διαβάσει το σημείωμα με το σήμα της λέσχης μπόουλινγκ πάνω του. Πέρασα σήμερα από το σπίτι, δε βρήκα κανέναν. Το τουρνουά ζευγαριών την Τετάρτη μεταφέρθηκε από τις 7.30 στις 7 μ.μ. Μην ξεχάσετε το χορό μετά. Βέβαια, εσείς μπορεί να θέλετε να χορέψετε τετατέτ, χα χα. Λογικά, θα έχετε τελειώσει έως τότε, ε; Χα χα και πάλι!
Χαιρετώ, ο Πάπας.
Ανασήκωσε το κεφάλι και κοίταξε το ταβάνι, προς τη μεριά του δωματίου όπου κειτόταν η γυναίκα του. Έτσι κα περίμενε μια δυο μέρες προτού μεταφέρει το πτώμα στο λεμβοστάσιο, θα μπορούσε να ξεφορτωθεί και τα τρία μαζί. Σε μια δυο μέρες, άλλωστε, τα παιδιά θα ήταν νεκρά, χωρίς ερό και τροφή. Τι σημασία είχε, τώρα πια, έτσι όπως τα είχαν κάνει οι γονείς τους; Καθαρή ηλιθιότητα. Τόσος κόπος για το τίποτα.
33 ΕΙΧΕ ΑΚΟΥΣΕΙ κάποια φασαρία στη διάρκεια της νύχτας, δεν είχε καταλάβει, όμως, ότι ο γιατρός πέρασε ξανά από εκεί. «Ο Χάρντι μάζεψε υγρό στους πνεύμονές του», εξήγησε ο Μόρτεν. «Δυσκολεύεται να αναπνεύσει». Έδειχνε ανήσυχος. Το εύθυμο, στρουμπουλό πρόσωπό του έμοιαζε σαν να είχε ξεφουσκώσει. «Είναι σοβαρά τα πράγματα;» Τι τραγικό αν ίσχυε κάτ τέτοιο! «Ο γιατρός θέλει να μεταφερθεί ο Χάρντι στο Νοσοκομείο Ριγκς, για παρακολούθηση, ώστε να ελέγξουν σε τ κατάσταση βρίσκεται η καρδιά του και τα σχετικά. Ανησυχε για το ενδεχόμενο πνευμονίας, επίσης. Θα μπορούσε να αποδειχτεί θανάσιμη για έναν άνθρωπο στην κατάσταση του Χάρντι». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Προφανώς, δεν έπρεπε να το διακινδυνεύσουν. Πέρασε την παλάμη του πάνω από τα μαλλιά του φίλου του. «Για όνομα, Χάρντι, τι σκαρφιστήκατε; Έπρεπε να με είχατε ξυπνήσει». «Εγώ είπα στον Μόρτεν να μη σε ενοχλήσει», ψιθύρισε ο Χάρντι με μια αποθαρρυμένη έκφραση στο πρόσωπό του. Πιο αποθαρρυμένη απ’ ό,τι συνήθως. «Ελπίζω να δεχτείτε να
επιστρέψω, ναι; Αφού πάρω εξιτήριο;» «Εννοείται, φίλε. Δε θα ήταν το ίδιο εδώ πέρα χωρίς εσένα». Ο Χάρντι χαμογέλασε αδύναμα. «Δε νομίζω πως ο Γέσπερ θα συμφωνούσε μαζί σου σε αυτό. Πολύ θα του άρεσε αν τα πράγματα γίνονταν πάλι κανονικά, το απόγευμα που θα έρθε στο σπίτι». Σήμερα το απόγευμα; Ο Καρλ το είχε ξεχάσει. «Τέλος πάντων, δε θα είμαι εδώ όταν γυρίσεις από τη δουλειά, Καρλ. Ο Μόρτεν θα έρθει μαζί μου στο νοσοκομείο, οπότε θα είμαι σε καλά χέρια. Ποιος ξέρει, ίσως και να επιστρέψω σε μερικές μέρες...» Προσπάθησε να χαμογελάσει, όπως πάλευε να πάρει ανάσα. «Καρλ, με προβληματίζε κάτι», είπε. «Σαν τι;» «Θυμάσαι εκείνη την υπόθεση που χειρίστηκε ο Μπέργκε Μπακ, με την πόρνη που βρέθηκε νεκρή κάτω από τη Γέφυρα Λάνγκεμπρο; Έμοιαζε με πνιγμό, αν όχι αυτοκτονία. Μόνο που, τελικά, αποδείχτηκε πως δεν ήταν έτσι». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Θυμόταν καλά τη συγκεκριμένη υπόθεση. Το θύμα ήταν μια μαύρη κοπέλα, όχ πολύ μεγαλύτερη από δεκαοχτώ χρόνων. Γυμνή, εκτός από ένα βραχιόλι καμωμένο από στριφτό σύρμα χαλκού, γύρω από τον αστράγαλό της. Δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο αυτό, πολλές γυναίκες από την Αφρική φορούσαν τέτοια κοσμήματα. Περισσότερο ενδιαφέρον παρουσίαζαν τα σημάδια από βελόνες στα μπράτσα της. Τυπικά μιας αρκομανούς πόρνης, όχι όμως και των κοριτσιών από την
Αφρική που έκαναν πεζοδρόμιο στο Βέστερμπρο. «Την είχε σκοτώσει ο νταβατζής της, καλά δε θυμάμαι;» είπε ο Καρλ. «Μάλλον εκείνοι που την πούλησαν στον νταβατζή της». Ο Χάρντι είχε δίκιο, τώρα το θυμόταν. «Εκείνη η υπόθεση μου θυμίζει αυτή που έχεις τώρα. Με τα πτώματα στις φωτιές». «Εννοείς το κόσμημα γύρω από τον αστράγαλό της;» «Ακριβώς», είπε ο Χάρντι. «Η κοπέλα ήθελε να ξεκόψει. θελε να γυρίσει στον τόπο της. Όμως δεν είχε βγάλε αρκετά χρήματα, οπότε δεν την άφησαν». «Και γι’ αυτό τη σκότωσαν». «Ναι. Οι Αφρικανές πιστεύουν στο βουντού. Μονάχα που η συγκεκριμένη δεν πίστευε. Αποτελούσε απειλή για το σύστημα. Έπρεπε να την ξεφορτωθούν». «Έτσι χρησιμοποίησαν το βραχιόλι για να δείξουν στις πόλοιπες κοπέλες τις συνέπειες που θα είχαν αν πήγαιναν κόντρα στους αφέντες τους ή στο βουντού». «Σωστά. Κάποιος είχε πλέξει φτερά και τρίχες και ένα σωρό αηδίες στο βραχιόλι. Καμία από τις άλλες Αφρικανές δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία για το τι σήμαινε εκείνο το πράγμα». Ο Καρλ χάιδεψε το πιγούνι του. Ο Χάρντι σίγουρα κάτι είχε βρει. Ο Γιάκομπσεν στεκόταν με την πλάτη γυρισμένη στον Καρλ και το βλέμμα στραμμένο στο δρόμο. Το έκανε συχνά αυτό, όποτε ήθελε να συγκεντρωθεί. «Για να δω αν κατάλαβα
καλά. Μου λες ότι ο Χάρντι πιστεύει πως τα πτώματα στις φωτιές ήταν εισπράκτορες στους οποίους είχε ανατεθεί η συγκέντρωση των χρημάτων που όφειλαν οι τρεις εμπλεκόμενες εταιρείες, και ότι δεν έκαναν τη δουλειά τους σωστά. Τα χρήματα δεν καταβάλλονταν όπως έπρεπε, και για το λόγο αυτό τους ξεφορτώθηκαν;» «Έτσι ακριβώς. Το συνδικάτο, με τον τρόπο αυτό, στέλνε ένα μήνυμα σε όλα τα υπόλοιπα μέλη του. Και οι εταιρείες χρησιμοποιούν τις αποζημιώσεις των ασφαλιστικών εταιρειών για τις φωτιές, ώστε να τακτοποιήσουν τα χρέη τους. Με ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια». «Εφόσον τα χρήματα των ασφαλιστικών εταιρειών κατέληξαν στους Σέρβους, τότε είναι πολύ πιθανό μία ή κα περισσότερες από αυτές τις εταιρείες να μη διέθετε στη συνέχεια αρκετά κεφάλαια ώστε να ξαναστηθεί», υπέθεσε ο Γιάκομπσεν. «Ναι». Ο διοικητής του Τμήματος Ανθρωποκτονιών έγνεψε καταφατικά. Οι απλές εξηγήσεις συχνά οδηγούσαν σε απλές λύσεις. Τα εγκλήματα αυτά ήταν αναμφίβολα βίαια, από την άλλη, όμως, οι ανατολικοευρωπαϊκές συμμορίες, καθώς κ εκείνες από τα Βαλκάνια δε φημίζονταν για τη συμπόνια τους. «Λοιπόν, ξέρεις κάτι, Καρλ; Μου φαίνεται πως έτσι θα το προχωρήσουμε». Έγνεψε καταφατικά. «Θα επικοινωνήσω άμεσα με την Ιντερπόλ. Αυτοί μπορούν να μας δώσουν ένα χεράκι, ώστε να αποσπάσουμε ορισμένες απαντήσεις από αυτούς τους Σέρβους. Μην ξεχάσεις να ευχαριστήσεις τον
Χάρντι εκ μέρους μου, εντάξει; Για πες, πώς τα πηγαίνει; Βολεύτηκε στο σπίτι σου;» Ο Καρλ κούνησε το κεφάλι αργά, αρνητικά. Δύσκολα θα χρησιμοποιούσε αυτό το ρήμα για να περιγράψει την κατάσταση. «Α, με την ευκαιρία. Σου έχω μια πληροφορία». Ο Μάρκους Γιάκομπσεν τον σταμάτησε όπως έκανε να φύγει. «Τα παλικάρια από το Υγιειονομικό θα περάσουν να δουν πώς τα πάτε, κάποια στιγμή σήμερα». «Αλήθεια; Πώς το ξέρεις; Νόμιζα πως οι έλεγχοι αυτο είναι αιφνιδιαστικοί». Ο διοικητής χαμογέλασε. «Αστυνομία είμαστε, μην το ξεχνάς. Ξέρουμε διάφορα πράγματα». «Ίρσα, σήμερα δουλεύεις στον τρίτο όροφο, εντάξει;» είπε ο Καρλ. Η Ίρσα, όμως, δεν τον άκουσε. «Η Ρόζε μού ζήτησε να σε ευχαριστήσω για το σημείωμα που της άφησες χτες», είπε. «Εντάξει. Λοιπόν, τι απάντησε; Θα επιστρέψει σύντομα στη δουλειά;» «Δεν είπε». Κι αυτό ήταν από μόνο του αρκετά σαφής απάντηση. Είχε φορτωθεί για τα καλά την Ίρσα. «Ο Άσαντ πού βρίσκεται;» «Στο γραφείο του, τηλεφωνεί σε πρώην μέλη θρησκευτικών οργανώσεων. Εγώ έχω αναλάβει τις ομάδες ποστήριξης». «Είναι πολλές;»
«Μπα, όχι και τόσες. Σύντομα θα αρχίσω κι εγώ τα τηλεφωνήματα σε πρώην μέλη θρησκευτικών οργανώσεων, όπως κάνει ο Άσαντ». «Καλή ιδέα. Πώς τους εντοπίζετε;» «Από παλιά άρθρα εφημερίδων. Έχουμε πολλά ονόματα για να ψάξουμε την υπόθεση». «Όταν ανέβεις πάνω, πάρε τον Άσαντ μαζί σου. Σε λίγο θα περάσουν από εδώ τα καλόπαιδα του Υγιειονομικού». «Ποιοι;» «Από το Υγιειονομικό. Για τον αμίαντο». Προφανώς, όλα αυτά δεν της έλεγαν κάτι. Η Ίρσα έμεινε α κοιτάζει το κενό. «Έλα, είναι κανείς εδώ;» Ο Καρλ στράκισε τα δάχτυλά του. «Καλά ξυπνητούρια!» «Σ’ εμένα λες “καλά ξυπνητούρια”; Λοιπόν, για να μην το κουράζουμε, Καρλ. Δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μιλάς. Μήπως με μπερδεύεις με τη Ρόζε;» Αλήθεια, την είχε μπερδέψει με την αδερφή της; Για όνομα του Θεού, ούτε που μπορούσε να τις ξεχωρίσε τώρα πια. Ο Τρίγκβε Χολτ τηλεφώνησε πάνω που ο Καρλ αναρωτιόταν αν μπορούσε να βάλει μια καρέκλα στη μέση του δωματίου για να την έχει πρόχειρη, ώστε να επιτεθεί από εκεί στη μύγα, την επόμενη φορά που θα αποφάσιζε να σταθεί στο αγαπημένο της πόστο στο ταβάνι. «Σας κάλυψε το σκίτσο;» ρώτησε. «Ναι, εσένα;»
Ο Τρίγκβε απάντησε καταφατικά. «Σας τηλεφωνώ επειδή είναι ένας Δανός αστυνομικός, Πάσγκορ τον λένε, ο οποίος με ενοχλεί διαρκώς. Του έχω πει ήδη ό,τι ξέρω. Μπορείτε να με βοηθήσετε να τον ξεφορτωθώ; Έχει αρχίσει και γίνετα κουραστικός». Ευχαρίστως, σκέφτηκε ο Καρλ. «Θα μπορούσα να σου κάνω μερικές ερωτήσεις, Τρίγκβε;» είπε. «Από εκεί και πέρα, θα φροντίσω να μη σε ενοχλήσε ξανά, σύμφωνοι;» Ο Τρίγκβε δεν ακούστηκε ιδιαίτερα ενθουσιασμένος, ούτε διαμαρτυρήθηκε όμως. «Έχουμε κάποιες αμφιβολίες σχετικά με τις ανεμογεννήτριες. Θα μπορούσες να μας περιγράψεις ξανά εκείνο τον ήχο, με περισσότερη λεπτομέρεια, ίσως;» «Δηλαδή, τι θέλετε να μάθετε;» «Πόσο βαθύς ήταν;» «Τι να σας πω. Δεν ξέρω πώς να τον περιγράψω». Ο Καρλ μουρμούρισε έναν τόνο. «Ήταν τόσο βαθύς;» «Ναι, κάπου τόσο, θα έλεγα». «Τότε δεν ήταν και τόσο βαθύς, δε συμφωνείς;» «Ό,τι πείτε. Εγώ βαθύ θα τον χαρακτήριζα». «Μήπως σου ακούστηκε κάπως μεταλλικός;» «Τι εννοείτε;» «Ήταν απαλός τόνος ή έβγαζε μια τραχύτητα;» «Δε θυμάμαι. Το δεύτερο, μάλλον». «Σαν κινητήρας;» «Ίσως. Πάντως, ήταν συνεχής, μέρες ολόκληρες». «Και δε σταμάτησε με την καταιγίδα;»
«Λιγάκι, ναι, αλλά όχι τελείως. Τέλος πάντων, όλα αυτά τα έχω πει ήδη στον Πάσγκορ. Τα περισσότερα, τουλάχιστον. Δεν μπορείτε να ρωτήσετε εκείνον; Δεν αντέχω να τα σκέφτομαι άλλο». Ο Καρλ σκέφτηκε να του προτείνει επίσκεψη σε ψυχολόγο. «Καταλαβαίνω, Τρίγκβε». «Τέλος πάντων, δεν τηλεφώνησα μόνο γι’ αυτό. Ο πατέρας μου βρίσκεται στη Δανία σήμερα». «Αλήθεια;» Ο Καρλ βούτηξε το σημειωματάριό του. «Πού;» «Είναι σε μια συνάντηση Μαρτύρων του Ιεχωβά, στην έδρα τους, στο Χόλμπεκ. Μάλλον ήρθε για να ζητήσει να τοποθετηθεί αλλού. Μου φαίνεται πως τον αναστατώσατε. Δε θέλει να έρθει ξανά όλη αυτή η ιστορία στην επιφάνεια». Κατά μάνα, κατά κύρη, σκέφτηκε ο Καρλ. «Καταλαβαίνω. Και τι μπορούν να κάνουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά της Δανίας γι’ αυτό το θέμα;» ρώτησε. «Θα μπορούσαν να τον στείλουν στη Γροιλανδία ή στις Φερόες, για παράδειγμα». Ο Καρλ συνοφρυώθηκε. «Πώς το έμαθες αυτό, Τρίγκβε; Μιλάτε ξανά με τον πατέρα σου;» «Όχι, μου το είπε ο Χένρικ, ο μικρότερος αδερφός μου. Κ εσείς δεν πρέπει να το πείτε παραέξω, αλλιώς θα έχε μπλεξίματα». Αφού έκλεισαν, ο Καρλ έμεινε για λίγο στη θέση του, κοιτάζοντας το ρολόι στον τοίχο. Σε μία ώρα και είκοσ λεπτά, η Μόνα θα ήταν εκεί, παρέα με το σούπερ συνάδελφό της, όμως γιατί τον υπέβαλλε σε αυτή τη δοκιμασία; Ίσως να
όμιζε πως θα πεταγόταν όρθιος και θα αναφωνούσε: «Αλληλούια, δεν κουβαλάω πλέον κανένα τραύμα που ο κολλητός μου σακατεύτηκε μπροστά στα μάτια μου κι εγώ δεν έκανα απολύτως τίποτα για να το αποτρέψω!» Αυτό ήταν; Κούνησε το κεφάλι πέρα δώθε. Αν δεν ήταν η Μόνα, θα τον είχε ξαποστείλει χωρίς πολλά πολλά τον τρελογιατρό που του φόρτωνε. Ακούστηκε ένα σιγανό χτύπημα στην πόρτα. Ήταν ο Λάουρσεν και κρατούσε ένα πλαστικό σακουλάκι στο χέρι. «Κέδρος», είπε, πετώντας τη θήκη που περιείχε την ακίδα πάνω στο γραφείο του Καρλ. «Ψάχνετε ένα λεμβοστάσιο φτιαγμένο από ξύλο κέδρου. Πόσα τέτοια λες να χτίστηκαν στο Βόρειο Σγιέλαν πριν την απαγωγή; Όχι πολλά, αυτό σ’ το πογράφω. Εκείνα τα χρόνια χρησιμοποιούσαν ξύλα επεξεργασμένα υπό πίεση. Προτού τα καταστήματα για μαστορέματα πείσουν τους απλούς ανθρώπους πως τα ξύλα αυτά δεν έκαναν πλέον». Ο Καρλ είχε απομείνει να κοιτάζει την ακίδα μέσα στη θήκη. Κέδρος! «Ποιος μας λέει ότι το λεμβοστάσιο είναι φτιαγμένο από το ίδιο υλικό με την ακίδα που βρήκε ο Πόολ Χολτ για να γράψει;» ρώτησε. «Κανείς. Όμως υπάρχει πιθανότητα. Αν ήμουν στη θέση σου, θα ρωτούσα τους ξυλέμπορους της περιοχής». «Άψογη δουλειά, Τόμας. Ωστόσο δεν μπορούμε να ξέρουμε πόσο παλιό είναι το λεμβοστάσιο. Ο νόμος ποχρεώνει τις εταιρείες να διατηρούν αντίγραφα των λογαριασμών τους για πέντε χρόνια. Κανένα κατάστημα
εμπορίας ξύλου δε θα είναι σε θέση να μας πει το παραμικρό για την όποια ποσότητα κέδρου πούλησε πριν από δέκα χρόνια, για να μην πω πριν από είκοσι. Κάτι τέτοια γίνοντα μόνο στις ταινίες. Η πραγματικότητα είναι μια τελείως διαφορετική κατάσταση». «Άδικα μπήκα στον κόπο, μου φαίνεται». Ο Λάουρσεν χαμογέλασε. Όντας ευφυής, το δίχως άλλο έβλεπε τις σκέψεις που κλωθογύριζαν στο μυαλό του πρώην συναδέλφου του. Πώς θα μπορούσε να αξιοποιήσει τις πληροφορίες; Πώς θα τις αξιολογούσε; «Παρεμπιπτόντως, ίσως σε ενδιαφέρει να μάθεις πως στον Τομέα Α επικρατεί αναβρασμός», πρόσθεσε ο Λάουρσεν. «Για ποιο λόγο;» «Έφεραν τον ιδιοκτήτη μίας από τις εταιρείες στις οποίες εκδηλώθηκαν πυρκαγιές πρόσφατα. Απ’ ό,τι κατάλαβα, ο τύπος έσπασε. Είναι σε μια αίθουσα ανάκρισης, χεσμένος πάνω του. Φοβάται πως τα μούτρα από τα οποία δανείστηκε χρήματα θα τον ξεπαστρέψουν». Ο Καρλ αναλογίστηκε την πληροφορία. «Δεν τον κατηγορώ. Έχει λόγους να φοβάται». «Τέλος πάντων, Καρλ. Δε θα μιλήσουμε τις επόμενες μέρες. Θα απουσιάσω για ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα». «Τι μου λες! Μετεκπαίδευση στη μαγειρική κυλικείου;» Γέλασε, ίσως περισσότερο δυνατά απ’ ό,τι θα έπρεπε. «Ναι. Πώς το μάντεψες;» Τώρα παρατήρησε την έκφραση στα μάτια του Λάουρσεν.
ταν μια έκφραση που είχε δει και άλλοτε. Εκεί έξω, με τα πτώματα και τις λευκές στολές των τεχνικών του Εγκληματολογικού να γυροφέρνουν παντού. Εκείνη η πονεμένη έκφραση, την οποία κανονικά ο Λάουρσεν έπρεπε να είχε αφήσει στο παρελθόν του, τώρα είχε επιστρέψει. «Τι τρέχει, Τόμας; Σε σούταραν;» Ο Λάουρσεν έγνεψε καταφατικά, σχεδόν ανεπαίσθητα. «Ναι, αλλά όχι έτσι όπως το φαντάζεσαι. Το κυλικείο δε βγάζει τα έξοδά του. Έχουμε οχτακόσια άτομα που εργάζονται σε αυτό το κτίριο και κανείς δεν ανεβαίνει να φάε σ’ εμάς. Οπότε, τα μαζεύουν και φεύγουν». Ο Καρλ συνοφρυώθηκε. Ήταν ένας από τους λιγοστούς προνομιούχους που, λόγω της σταθερής τους παρουσίας στην καφετέρια, ανταμείβονταν με μια επιπλέον φέτα λεμονιού για να συνοδέψουν το ψάρι τους. Πάντως, τα πράγματα πρέπει να είχαν πάρει ολοταχώς την κάτω βόλτα, αφού αποφάσιζαν να κλείσουν το μαγέρικο, το αχούρι, το στέκι, τη λιγδωμένη κουτάλα, το εστιατόριο προσωπικού ή όπως κέρατο είχαν αποφασίσει να βαφτίσουν εκείνο το μέρος με τους κεκλιμένους τοίχους, πάνω στους οποίους κοπανούσαν συστηματικά τα κεφάλια τους οι θαμώνες. «Σοβαρολογείς, κλείνουν;» ρώτησε, σαν να μην πίστευε στ’ αφτιά του. «Ναι. Όμως η αστυνομική διεύθυνση λέει πως πρέπει να πάρχει κυλικείο, οπότε τώρα θα το βγάλουν σε πλειστηριασμό. Μας έχουν κρατήσει για να βουτυρώνουμε ψωμιά, μέχρι να μας στείλει κάποιος χαμένος στο ταμείο
ανεργίας, στο όνομα της ελεύθερης αγοράς, ή αλλιώς να μας προσλάβει για να ψιλοκόβουμε μαρούλια όλη μέρα». «Οπότε την κάνεις κι εσύ, προτού συμβεί αυτό;» Ο Λάουρσεν κατάφερε να χαμογελάσει σφιγμένα, έτσι που φωτίστηκε φευγαλέα το τραχύ πρόσωπό του.greekleech.info «Αν την κάνω; Αστειεύεσαι! Δήλωσα συμμετοχή σε αυτό το πρόγραμμα, ώστε να έχω τα τυπικά προσόντα για να αναλάβω το κυλικείο. Τότε θα δουν, τα καθάρματα». Ανέβηκαν μαζί τη σκάλα έως ένα σημείο, προτού πετύχε ο Καρλ την Ίρσα στον τρίτο όροφο, να αναλύει με τη βοήθεια της Λις το μέγιστο υπαρξιακό ζήτημα ποιος είναι περισσότερο κούκλος, ο Τζορτζ Κλούνεϊ ή ο Τζόνι Ντεπ. Όποιο μπάσταρδοι κι αν ήταν αυτοί οι δύο. «Σκοτωνόμαστε στη δουλειά, βλέπω», σχολίασε δηκτικά, ενώ έπιανε με την άκρη του ματιού του τον Πάσγκορ να επιστρέφει βιαστικός από το αυτόματο μηχάνημα του καφέ στο γραφείο του. «Ευχαριστώ για τη συμβολή, Πάσγκορ», είπε όταν τον πρόφτασε. «Πλέον, απαλλάσσεσαι από την υπόθεση». Ο Πάσγκορ τού έριξε μια περίεργη ματιά. Ανέκαθεν πέθετε πως οι πάντες εκεί μέσα ήταν τόσο σκατάδες όσο ο ίδιος. «Μια τελευταία δουλίτσα θέλω από εσένα μόνο, κι ύστερα είσαι ελεύθερος να πας με τον Γιόρεν να χτυπήσετε πόρτες στο Σάντμπι. Θα είχες την ευγενή καλοσύνη να φροντίσεις ώστε να έρθει εδώ ο πατέρας του Πόολ Χολτ για ανάκριση; Απ’ ό,τι μαθαίνω, αυτή τη στιγμή ο Μάρτιν Χολτ βρίσκετα στα κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά, στον
αριθμό 28 της οδού Στένχουσβαϊ, στο Χόλμπεκ, σε περίπτωση που δεν το ήξερες». Έριξε μια ματιά στο ρολό στον τοίχο. «Θα με βόλευε αν του μιλούσα σε δύο ώρες ακριβώς. Πιθανότατα θα σου κάνει φασαρία, όμως πρόκειτα για έρευνα δολοφονίας, και ο κύριος είναι μάρτυρας κατηγορίας». Ο Καρλ έκανε επιτόπου μεταβολή. Φανταζόταν ήδη τις κραυγές διαμαρτυρίας από το Χόλμπεκ. Μα να εισβάλλουν στους καθαγιασμένους χώρους των Μαρτύρων του Ιεχωβά! Χριστός κι Απόστολος! Όμως ο Μάρτιν Χολτ δε θα έφερνε αντιρρήσεις. Από τα δύο κακά με τα οποία θα ερχόταν αντιμέτωπος, το χειρότερο θα ήταν να ομολογήσει στα πόλοιπα μέλη της κοινότητας ότι είχε πει ψέματα σχετικά με τον εξοστρακισμό του γιου του. Το να είχε πει ψέματα σε ανθρώπους εκτός της κοινότητας ήταν τελείως διαφορετικό από το να είχε πει ψέματα στους μυημένους. Βρήκε τον Άσαντ στο γραφείο του, στο διάδρομο έξω από το γραφείο του Γιάκομπσεν. Ένας υπολογιστής, από εκείνους που είχαν καταλήξει στις αποθήκες εδώ και πέντε χρόνια, βούιζε δυνατά. Από την άλλη, του είχαν δώσει ένα σχετικά καινούριο κινητό, προκειμένου να μπορέσει να παραμείνει σε επαφή με τον έξω κόσμο. Χουβαρντάδες, όχι αστεία. «Πώς πάει, Άσαντ;» Εκείνος ύψωσε την παλάμη του, ζητώντας του, έτσι, να περιμένει λίγο μέχρι να ολοκληρώσει την πρόταση που είχε αρχίσει να γράφει, αποτυπώνοντας τις σκέψεις του στο χαρτί, προτού σκορπίσουν. Το ίδιο έκανε και ο Καρλ.
«Είναι παράξενο, Καρλ. Όποτε μιλάω σε ανθρώπους που έφυγαν από μια οργάνωση, νομίζουν ότι προσπαθώ να τους κάνω να επιστρέψουν. Λες να έχει κάποια σχέση με την προφορά μου;» «Ποια προφορά, Άσαντ;» Ο Άσαντ τον κοίταξε με μάτια φωτεινά κι ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό του. «Α, μάλιστα, με αστειεύεις τώρα. Καταλαβαίνω, Καρλ». Του κούνησε δήθεν αυστηρά το δάχτυλο. «Όμως δεν είναι εύκολο να μου κλαδέψεις τον τσαμπουκά». «Εντάξει, ό,τι πεις, Άσαντ. Τέλος πάντων, εννοείς ότι δεν έχουμε κάποιο στοιχείο που να μας βοηθάει;» συνέχισε ο Καρλ. Οπωσδήποτε δε θα έφταιγε ο Άσαντ, εφόσον ίσχυε κάτι τέτοιο. «Πάντως, δεν αποκλείεται να μην υπάρχει κάτ για να ψάξουμε. Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι ο απαγωγέας διέπραξε κι άλλοτε αντίστοιχο έγκλημα με αυτό. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;» Ο Άσαντ χαμογέλασε. «Πάλι μου κλαδεύεις τον τσαμπουκά, Καρλ. Φυσικά και το έκανε παραπάνω από μία φορά ο απαγωγέας. Το βλέπω στα μάτια σου πως είσα σίγουρος γι’ αυτό». Δίκιο πρέπει να είχε. Ένα εκατομμύριο κορόνες ήταν πολλά χρήματα, αλλά όχι και κανένα ιλιγγιώδες ποσό. Σίγουρα όχι αν οι απαγωγές ήταν το επάγγελμά του. Ο άνθρωπός τους πρέπει να το είχε κάνει πάνω από μία φορά. Τι λόγους είχαν να υποθέσουν πως δεν το είχε κάνει; «Συνέχισε την προσπάθεια, Άσαντ. Έτσι κι αλλιώς, δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι περισσότερο, επί του παρόντος».
Όταν επέστρεψε στο χώρο υποδοχής, εκεί όπου η Λις και η ρσα εξακολουθούσαν να αναλώνονται σε απίστευτα σεξιστικές ανοησίες σχετικά με το πώς πρέπει να είναι ο σωστός άντρας, χτύπησε διακριτικά τον πάγκο με τους κόμπους των δαχτύλων του. «Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, ο Άσαντ έχει αναλάβει μόνος του την έρευνα για τα πρώην μέλη των θρησκευτικών οργανώσεων, οπότε σου έχω μια άλλη δουλειά, Ίρσα. Κι αν δεν είναι μεγάλος κόπος, η Λις θα σε βοηθήσει, καλά δε λέω, Λις;» «Όχι, θα καθίσεις εκεί που είσαι, Λις», ακούστηκε ο ήχος της καυστικής φωνής της κυρίας Σέρενσεν, από τη γωνία. «Ο επιθεωρητής Μερκ ανήκει σε διαφορετικό τομέα. Δεν είνα δουλειά σου να του κάνεις θελήματα». «Δεν ξέρω, θα έλεγα πως αυτό εξαρτάται», απάντησε η Λις, ρίχνοντάς του ένα από εκείνα τα βλέμματα στα οποία φαίνεται πως την είχε κάνει εξπέρ ο σύζυγός της, στη διάρκεια του άκρως ερωτικού ταξιδιού τους στις Ηνωμένες Πολιτείες. ταν ένα ύφος που ευχόταν ο Καρλ να μπορούσε να δει η Μόνα. Τότε, ίσως να άρχιζε να προσπαθεί λίγο περισσότερο για να τον κρατήσει. Θέλοντας να αμυνθεί, εστίασε το βλέμμα του πάνω στα κόκκινα χείλη της Ίρσα. «Ίρσα, θέλω να δεις μήπως καταφέρεις να εντοπίσεις το λεμβοστάσιο που μας ενδιαφέρει σε κάποια αεροφωτογραφία. Βρες ό,τι έχουν στα αρχεία του κτηματολογίου για τους δήμους του Φρέδερικσουν, του Χάλσνες, του Ρόσκιλε και του Λάιρε. Πιθανότατα θα βρεις τα
στοιχεία μέσω των επίσημων ιστοσελίδων κάθε δήμου, αλλιώς ζήτησέ τους να μας στείλουν ό,τι έχουν μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Υψηλής ανάλυσης φωτογραφίες ολόκληρης της ακτογραμμής περιμετρικά του Χορνσέρε. Κα μιας και θα τους μιλήσεις, πες τους να μας στείλουν κα μερικούς χάρτες με τις θέσεις όλων των ανεμογεννητριών της περιοχής». «Νόμιζα πως είχαμε συμφωνήσει ότι οι γεννήτριες ήταν κλειστές στη διάρκεια της θύελλας, όχι;» «Καλά νόμιζες, όμως πρέπει να τις ελέγξουμε, ούτως ή άλλως». «Μια τέτοια δουλίτσα δε θα της πάρει πολύ», είπε η Λις. «Για εμένα, έχεις κάτι;» Πετάρισε τις βλεφαρίδες της, με τα μάτια καρφωμένα στον καβάλο του. Τώρα, τι ακριβώς ήθελε α της απαντήσει σε τέτοια σπόντα, μπροστά σε άλλους; Πραγματικός καταιγισμός από αμφίσημες προτάσεις. «Ναι. Λοιπόν, θα μπορούσες να επικοινωνήσεις με τα πολεοδομικά γραφεία αυτών των δήμων για να ρωτήσεις αν χορήγησαν οικοδομικές άδειες για λεμβοστάσια κατά μήκος της ακτής στο διάστημα πριν το 1996, κι αν ναι, πού». Η Λις σούφρωσε τα χείλη της. «Αυτό είναι όλο; Ήλπιζα σε κάτι περισσότερο». Και τότε έκανε μεταβολή, στρέφοντας προς το μέρος του τα θεσπέσια οπίσθιά της, τα οποία ασφυκτιούσαν κάτω από το τζιν, και τράβηξε προς το τηλέφωνό της. Αξία, ανεκτίμητη.
34 Η ΕΠΑΡΧΙΑ ΧΕΛΜΑΝΤ του Αφγανιστάν είχε εξελιχτεί σε προσωπική κόλαση για τον Κένεθ, με τη σκόνη της ερήμου α είναι ο εφιάλτης του. Είχε υπηρετήσει μία θητεία στο Ιρά και δύο στο Αφγανιστάν. Έφταναν και περίσσευαν. Λάμβανε καθημερινά ηλεκτρονικά μηνύματα από τους φίλους του εκεί. Του έγραφαν πολλά για τη συντροφικότητα και τις όμορφες στιγμές τους, αλλά τίποτα σχετικά με το τ πραγματικά συνέβαινε. Το μόνο που ήθελαν όλοι τους ήταν α μη σκοτωθούν. Μονάχα αυτό είχε σημασία. Και για το λόγο αυτό, ο Κένεθ είχε τελειώσει με το στρατό. Το είχε ξεκαθαρίσει μέσα του. Σωροί χαλάσματα δίπλα στο δρόμο. Κακοτοπιές στη διάρκεια της νύχτας. Κακοτοπιές στη διάρκεια της μέρας. Οι αυτοσχέδιοι εκρηκτικοί μηχανισμο βρίσκονταν παντού. Το μάτι κολλημένο πάνω στην τηλεσκοπική διόπτρα. Η τύχη δεν ήταν σύντροφος στον οποίο μπορούσες να βασίζεσαι. Κάπως έτσι βρέθηκε στο σπιτάκι του στο Ρόσκιλε, προσπαθώντας να μουδιάσει τις αισθήσεις του και να ξεχάσει. Προσπαθώντας να συνεχίσει τη ζωή του. Είχε σκοτώσει άνθρωπο, χωρίς να το πει ποτέ σε κανέναν. Είχε συμβεί πολύ γρήγορα, στη διάρκεια μιας σύντομης ανταλλαγής πυρών. Ούτε καν οι σύντροφοί του δεν το είχαν καταλάβει. Ένα πτώμα, κάπως διαφορετικό από τα
πόλοιπα. Το δικό του πτώμα. Το είχε πετύχει στην τραχεία. να αγόρι. Οι γενειάδες των Ταλιμπάν στο δικό του πιγούν μετά βίας σχημάτιζαν χνούδι. Σε κανέναν δεν το είχε πει, ούτε καν στη Μία. Δεν είναι από τα πράγματα που αναφέρεις σε μια κουβέντα, όταν είσαι τρελά ερωτευμένος. Την πρώτη φορά που αντίκρισε τη Μία ήξερε πως θα της ανήκε άνευ όρων. Εκείνη τον είχε κοιτάξει βαθιά στα μάτια, όταν της έπιασε το χέρι. Ήδη από τότε, είχε συμβεί. Της παραδόθηκε. Ο καταπιεσμένες επιθυμίες και ελπίδες απελευθερώθηκαν ξαφνικά. Κι έτσι είχαν καθίσει να ακούσουν ο ένας τον άλλο, με τις αισθήσεις τους σε υπερδιέγερση, γνωρίζοντας πως αυτή ήταν απλώς η αρχή. Η Μία έτρεμε όταν του είπε πως ο άντρας της μπορεί κα α επέστρεφε. Ήταν κι εκείνη έτοιμη για μια νέα ζωή. Τελευταία φορά είχαν ειδωθεί το Σάββατο. Ο Κένεθ είχε εμφανιστεί στο σπίτι της αυθόρμητα, κρατώντας την εφημερίδα, όπως είχαν συνεννοηθεί. Τη βρήκε μόνη της, αλλά αναστατωμένη. Τον άφησε να περάσει, διστακτικά, όμως δε θέλησε να του πει ποιο ήταν το πρόβλημα. Προφανώς, δεν ήξερε τι την περίμενε. Αν είχαν προλάβει να περάσουν μαζί μερικά ακόμα δευτερόλεπτα, θα της είχε ζητήσει να τον ακολουθήσει. Να μαζέψει μερικά πράγματα, να πάρει τον Μπέντζαμιν και να φύγουν. Κι εκείνη θα είχε δεχτεί, αν δεν είχε εμφανιστεί ο άντρας
της. Ο Κένεθ ήταν βέβαιος γι’ αυτό. Και στο σπίτι του θα είχαν το χρόνο να ξεμπλέξουν τους κόμπους των χαραμισμένων ζωών τους. Τελικά, όμως, σηκώθηκε κι έφυγε. Η Μία επέμενε. Έφυγε από την πίσω πόρτα. Χάθηκε στο σκοτάδι, σαν δαρμένο σκυλί. Και χωρίς το ποδήλατό του. Έκτοτε, δεν είχε καταφέρει να σκεφτεί τίποτε άλλο. Ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Είχαν περάσει τρεις μέρες. Ήταν Τρίτη, και είχε πάει από το σπίτι της αρκετές φορές, μετά τη δυσάρεστη έκπληξη που τους επιφύλαξε το Σάββατο. Τι κι αν έπεφτε πάνω στον άντρα της; Τι κι αν οξύνονταν τα πνεύματα; Δε φοβόταν πλέον κανέναν, μονάχα τον εαυτό του. Φοβόταν το τι θα έκανε στον άντρα της, έτσι κι αποδεικνυόταν πως είχε πειράξει τη Μία. Όταν, όμως, επέστρεψε για πρώτη φορά, βρήκε το σπίτ άδειο, το ίδιο κι όταν πέρασε ξανά αργότερα. Και πάλι, κάτ τον ωθούσε να ξανάρθει. Μια υποψία, βασισμένη στο ένστικτο, έπαιρνε μορφή μέσα του. Το ίδιο ένστικτο που είχε σημάνει συναγερμό μέσα του τότε που ένας σύντροφός του είχε δείξει προς ένα δρομάκι του Αφγανιστάν, εκεί όπου λίγο μετά θα έπεφταν νεκροί δέκα πολίτες. Το ήξερε από την πρώτη στιγμή πως έπρεπε να είχαν μείνει μακριά από εκείνο το δρόμο, έτσι όπως ήξερε ότι αυτό το σπίτι έκρυβε μυστικά τα οποία δε θα έρχονταν ποτέ στο φως χωρίς τη βοήθειά του. Στάθηκε στο κατώφλι και φώναξε το όνομά της. Αν ήταν α φύγουν για οικογενειακές διακοπές, η Μία θα τον είχε ειδοποιήσει. Κι αν δεν τον ήθελε πια, τα ολοφώτεινα μάτια
της θα είχαν αποφύγει το βλέμμα του. Η αλήθεια ήταν πως τον ήθελε, όμως τώρα είχε εξαφανιστεί. Ακόμα και οι κλήσεις του στο κινητό της παρέμεναν αναπάντητες. Πέρασε κάποιες ώρες θεωρώντας πως η Μία φοβόταν να απαντήσει, επειδή ήταν ακόμα εκεί ο άντρας της. Ύστερα πείστηκε πως της είχε πάρει το κινητό ο άντρας της, και ότι πλέον ήξερε τα πάντα. Αν έτσι είχαν τα πράγματα, ευχαρίστως να ερχόταν να του ζητήσει το λόγο, σκέφτηκε. Η αναμέτρηση, πάντως, θα ήταν άνιση. Τελικά, τη Δευτέρα, για πρώτη φορά, άρχισε να σκέφτετα πως η απάντηση μπορεί να ήταν εντελώς διαφορετική. Την προσοχή του είχε τραβήξει ένας ήχος. Ήταν ένας σιγανός ήχος, από εκείνους που ένας στρατιώτης ήταν εκπαιδευμένος να ακούει, γιατί θα μπορούσαν να σημαίνουν θάνατο την επόμενη στιγμή, αν τους παρέβλεπε. Έναν τέτοιο ήχο άκουσε όπως στεκόταν έξω από το σπίτ και καλούσε το κινητό της. Το κινητό που άκουσε να χτυπάει σχεδόν ανεπαίσθητα πίσω από τους τοίχους. Και τότε, είχε κλείσει το κινητό του και είχε αφουγκραστεί. Τίποτα. Σχημάτισε τον αριθμό της Μία ξανά και περίμενε για λίγο. α τος, πάλι, ο ήχος. Το κινητό της βρισκόταν κάπου στον πάνω όροφο, πίσω από τον κλειστό φεγγίτη της στέγης, κ ανταποκρινόταν στην κλήση του. Στάθηκε εκεί για μια στιγμή, προσπαθώντας να αποφασίσει τι να κάνει.
Ενδεχομένως η Μία να το είχε αφήσει επίτηδες στο σπίτι, όμως αυτό ήταν μάλλον απίθανο. Το είχε χαρακτηρίσει στήριγμά της, γραμμή ζωής, κα κανείς δε θα εγκατέλειπε έτσι απλά κάτι τόσο σημαντικό. Αυτό ήταν κάτι που εκείνος το γνώριζε καλά. Είχε επιστρέψει ακόμα μία φορά έκτοτε και άκουσε ξανά το κινητό να χτυπάει στο δωμάτιο του ορόφου πάνω από την εξώπορτα. Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Γιατί είχε, λοιπόν, αυτή την επίμονη υποψία πως κάτι δεν πήγαινε καλά; Μήπως ήταν το λαγωνικό που έκρυβε μέσα του κα οσμιζόταν κίνδυνο στον αέρα; Μήπως ήταν ο στρατιώτης; Ή μήπως έφταιγε το ότι ήταν ερωτευμένος και δεν μπορούσε να δεχτεί την περίπτωση ότι ήταν μια παρένθεση στη ζωή της; Και παρά τα τόσα ερωτήματα, και όλες τις πιθανές απαντήσεις, αυτή η επίμονη υποψία εξακολουθούσε να τον συντροφεύει. Πίσω από τις κουρτίνες του σπιτιού στην απέναντι πλευρά του δρόμου, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι καθόταν και τον παρακολουθούσε όλες αυτές τις μέρες. Με το που φώναζε το όνομα της Μία, έπαιρναν θέσεις. Ίσως θα μπορούσε να τους ρωτήσει αν είχαν παρατηρήσει κάτι περίεργο. Τους πήρε αρκετή ώρα να ανοίξουν την πόρτα, κι όταν το έκαναν, δεν ήταν ιδιαίτερα συνεργάσιμοι. Γιατί επέμενε να ενοχλεί τους καλούς τους γείτονες; ρώτησε η γυναίκα. Εκείνος χαμογέλασε βεβιασμένα και τους έδειξε πόσο έτρεμαν τα χέρια του. Τους έδειξε πόσο πολύ φοβόταν κα πόση ανάγκη είχε τη βοήθειά τους.
Απρόθυμα, του είπαν ότι ο άντρας ήταν στο σπίτι αρκετές φορές τις τελευταίες δυο τρεις μέρες. Είχαν δει τη Mercedes του σταθμευμένη στο δρομάκι, όμως είχαν κάμποσες μέρες α δουν τη γυναίκα του ή το παιδί τους. Τους ευχαρίστησε και τους παρακάλεσε να έχουν το νου τους στο σπίτι, κι ύστερα τους έδωσε τον αριθμό του τηλεφώνου του. Όταν του έκλεισαν την πόρτα, κατάλαβε πως δεν επρόκειτο να του τηλεφωνήσουν. Η Μία δεν ήταν γυναίκα του. Αυτή ήταν η ουσία του θέματος. Κάλεσε το κινητό της μια τελευταία φορά, και για τελευταία φορά το άκουσε να χτυπάει μέσα από το δωμάτιο του πάνω ορόφου. Μία, πού είσαι; σκέφτηκε, ενώ η αγωνία του διαρκώς μεγάλωνε. Από αύριο, σκόπευε να περνάει από το σπίτι σε τακτά διαστήματα στη διάρκεια της μέρας. Έτσι και δεν έβλεπε κάτι που θα τον καθησύχαζε, θα καλούσε την Αστυνομία. Όχι επειδή υπήρχε κάτι απτό να τους καταγγείλει. Όμως τι άλλο θα μπορούσε να κάνει;
35 ΒΗΜΑ ΖΩΗΡΟ. Πρόσωπο με αρρενωπές ρυτίδες, στα σωστά σημεία. Προφανώς, ακριβά ρούχα. Ένας έξοχος συνδυασμός σχεδόν όλων εκείνων των στοιχείων που θα μπορούσαν να κάνουν τον Καρλ να νιώσε λες και ήταν λέτσος. «Να σου συστήσω τον Κρις», είπε εκείνη, αντιδρώντας κάπως σφιγμένα στην αγκαλιά με την οποία την υποδέχτηκε ο Καρλ. «Με τον Κρις ήμαστε μαζί στο Νταρφούρ. Ο Κρις ειδικεύεται στις τραυματικές καταστάσεις που προκύπτουν από τον πόλεμο και συνεργάζεται σε μόνιμη βάση με τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα. Καλά δε λέω, Κρις;» Είχε πει ότι ήταν μαζί στο Νταρφούρ. Και όχι ότι δούλευαν μαζί στο Νταρφούρ. Δε χρειαζόταν να είναι κανείς ψυχολόγος για να καταλάβει τη διαφορά. Ο Καρλ σιχαινόταν ήδη τον κορδωμένο βλάκα. «Έχω ενημερωθεί για τις λεπτομέρειες», είπε ο Κρις, αποκαλύπτοντας μια σειρά από εξαιρετικά κανονικά, εξαιρετικά λευκά δόντια. «Η Μόνα συνεννοήθηκε με τους προϊσταμένους της, κι έτσι μου έδωσε μια εικόνα». Συνεννοήθηκε με τους προϊσταμένους της. Σαχλαμάρες, σκέφτηκε ο Καρλ και αναρωτήθηκε γιατί δεν είχε ενημερώσε κανείς τον ίδιο. «Να θεωρήσω ότι έχουμε τη συγκατάθεσή σου;»
Κομματάκι αργά δεν το θυμηθήκατε; Έριξε μια ματιά στη Μόνα, κι εκείνη απάντησε με το πιο γλυκό, το πιο αθώο χαμόγελο. Σκατά κι απόσκατα. «Φυσικά», είπε εκείνος. «Η Μόνα έχει την απόλυτη εμπιστοσύνη μου». Χαμογέλασε με τη σειρά του στον τύπο, και η Μόνα το παρατήρησε. Ωραίος συγχρονισμός. «Μου δόθηκαν τριάντα ώρες για να δω αν μπορούμε να σε επαναφέρουμε στα σωστά σου. Ο προϊστάμενός σου σε χαρακτήρισε αναντικατάστατο». Γέλασε πνιχτά. Το πιθανότερο ήταν πως εννοούσε ότι τον πλήρωναν παραπάνω απ’ ό,τι άξιζε. «Άκουσα καλά, τριάντα ώρες;» Σοβαρά τώρα, έπρεπε να ανεχτεί αυτό το φουσκωμένο διάνο επί τριάντα ώρες; Δεν μπορεί, πλάκα τού έκαναν. «Ας δούμε σε πρώτη φάση την έκταση της ζημιάς. Πάντως, τριάντα ώρες έχουν αποδειχτεί υπεραρκετές, στις περισσότερες περιπτώσεις». «Τι μου λες!» Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μπορεί και να τους περίμενε μια έκπληξη. Κάθισαν απέναντί του. Η Μόνα τού χαμογέλασε ξανά, με το γνωστό της χαμόγελο. «Όταν σκέφτεσαι τον Άνκερ Χέιαρ, τον Χάρντι Χένινγκσεν κι εσένα, σ’ εκείνο το σπίτι στο Άμαρ όπου σας πυροβόλησαν, ποιο είναι το πρώτο συναίσθημα που βιώνεις;» ρώτησε ο άλλος. Ο Καρλ ένιωσε ένα παγερό ρίγος να διατρέχει την πλάτη του. Ποιο ήταν το πρώτο συναίσθημα που βίωνε;
Παραζάλη. Αργή κίνηση. Χέρια μεταμορφωμένα σε πέτρες. «Έχει περάσει καιρός από τότε», είπε. Ο τύπος με το γελοίο όνομα έγνεψε καταφατικά, φανερώνοντας πώς ακριβώς είχε αποκτήσει τις ρυτίδες γέλιου. «Έχεις περάσει κιόλας σε θέση άμυνας, ε, Καρλ; Δεν πειράζει, όμως, με προειδοποίησαν γι’ αυτό. Μια απλή δοκιμή έκανα». Είχε έρθει εκεί κάτω για να παίξουν μπουνιές; Ενδιαφέρουσα προοπτική. «Γνώριζες ότι η σύζυγος του Χάρντι Χένινγκσεν έχε ποβάλει αίτηση διαζυγίου;» «Όχι. Ο Χάρντι δεν ανέφερε το παραμικρό». «Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, εκείνη σου έχει μια κάποια αδυναμία. Εσύ, όμως, απέρριψες το φλερτ της. Την επισκέφτηκες για να εκφράσεις τη συμπαράστασή σου, αυτό ομίζω πως είπε η ίδια. Κι αυτό μου λέει κάτι για εσένα, κάτ που δεν έχει σχέση με το σκληρό παρουσιαστικό σου. Τι θα έλεγες εσύ;» Ο Καρλ συνοφρυώθηκε. «Τι σχέση μπορεί να έχει η Μίνα Χένινγκσεν με αυτά που συζητάμε; Έπιασες και μίλησες με άλλους για εμένα, πίσω από την πλάτη μου; Αν ναι, δε μου αρέσει καθόλου αυτό, εντάξει;» Ο τύπος στράφηκε στη Μόνα. «Ορίστε, το βλέπεις κι εσύ. Ακριβώς όπως το είχα προβλέψει». Αντάλλαξαν πλατιά χαμόγελα. Έτσι και πετούσε άλλη μια τέτοια εξυπνάδα ο λιμοκοντόρος, θα τον βούταγε ο Καρλ και θα του έδενε τη
γλώσσα γραβάτα. Θα ταίριαζε μια χαρά με τη χρυσή αλυσίδα που κρεμόταν πάνω στο στήθος του. «Και τώρα θα ήθελες να με χτυπήσεις, έτσι δεν είναι, Καρλ; Να μου δώσεις ένα καλό μάθημα, να μου αλλάξεις τα φώτα. Το καταλαβαίνω». Κοίταξε τον Καρλ κατάματα, έτσ που οι γαλάζιες του ίριδες σχεδόν τον κατάπιαν. Και τότε, άλλαξε. Πήρε σοβαρό ύφος. «Ηρέμησε, Καρλ. Εγώ είμαι στο πλευρό σου και το ξέρω πως αισθάνεσα απαίσια, σε καταλαβαίνω». Ύψωσε το χέρι του για να προλάβει τυχόν διαμαρτυρία. «Δεν υπάρχει κανένας λόγος να είσαι τσιτωμένος. Κι αν αυτή τη στιγμή αναρωτιέσαι με ποιο άτομο μέσα σε αυτό δωμάτιο θα ήθελα να πλαγιάσω, η απάντηση είναι μ’ εσένα». Ο Καρλ ένιωσε να κρεμάει το σαγόνι του. Ο τύπος τού είχε πει να ηρεμήσει. Ήταν μια ανακούφιση, φυσικά, να ξέρει προς τα πού έκλιναν οι προτιμήσεις του, όμως αυτό από μόνο του δεν έλυνε κάθε πρόβλημα. Αποχαιρετήθηκαν, αφού πρώτα συμφώνησαν πώς θα προχωρούσαν τα πράγματα από εκεί και πέρα. Η Μόνα κόλλησε το κεφάλι της πάνω στον ώμο του, έτσι που παραλίγο να του κοπούν τα πόδια. «Τα λέμε απόψε σπίτι μου, εντάξει; Γύρω στις δέκα, είνα καλά; Είσαι ελεύθερος ή πρέπει να φυλάς τα αγόρια σου στο σπίτι;» του ψιθύρισε. Ο Καρλ σύγκρινε ενδόμυχα την εικόνα του γυμνού κορμιού της Μόνα με τα ξινισμένα μούτρα του Γέσπερ. Δίλημμα, όχι αστεία.
«Μάλιστα, το περίμενα πως θα βρίσκαμε ανθρώπους να εργάζονται εδώ κάτω», είπε ο γυμνοσάλιαγκας από το Υγιειονομικό, καθώς έτεινε το γραφειοκρατικό, κακομοίρικο χέρι του. «Γιον Στούντσγκαρ, Υπηρεσία Εργασιακού Περιβάλλοντος». Καλά, τι νόμιζε, πως μιλούσε σε άνθρωπο που έπασχε από άνοια; Μία μόλις εβδομάδα είχε περάσει από την προηγούμενη επίσκεψή του. «Καρλ Μερκ», απάντησε εκείνος. «Επιθεωρητής, Τομέας Q. Σε τι οφείλουμε τη χαρά της επισκέψεώς σας;» «Λοιπόν, κατ’ αρχάς, υπάρχει το πρόβλημα του αμιάντου εδώ παρακάτω». Έδειξε προς το διάδρομο και το πρόχειρο διαχωριστικό. «Εκτός αυτού, οι χώροι εδώ, στο υπόγειο, δεν έχουν εγκριθεί ως χώροι εργασίας για το προσωπικό του αρχηγείου της Αστυνομίας, όμως για μία ακόμα φορά σας συναντώ εδώ». «Άκουσε, Στούντσγκαρ, θα σου μιλήσω ανοιχτά. Στο διάστημα που μεσολάβησε από την τελευταία φορά που βρέθηκες εδώ, είχαμε δέκα περιστατικά με πυροβολισμούς σε αυτή την πόλη. Το αποτέλεσμα ήταν δύο άνθρωποι να χάσουν τη ζωή τους. Η αγορά χασισιού έχει ξεσαλώσε τελείως. Ο υπουργός Δικαιοσύνης διέταξε την ανάπτυξη στους δρόμους διακοσίων ανύπαρκτων αστυνομικών. Δύο χιλιάδες θέσεις εργασίας τις έφαγε η μαρμάγκα, η φορολογική μεταρρύθμιση που επιχείρησε η κυβέρνηση ξετίναξε τους οικονομικά ασθενέστερους πολίτες αυτής της χώρας, οι δάσκαλοι τρώνε ξύλο από τα παιδιά στα οποία ποτίθεται πως μαθαίνουν γράμματα, νέοι άντρες
μετατρέπονται σε κιμά στο Αφγανιστάν, άνθρωποι χάνουν τα σπίτια τους από κατασχέσεις, οι συντάξεις δε φτάνουν ούτε για κωλόχαρτο και οι τράπεζες καταρρέουν ολόγυρά μας, εκτός κι αν κοιτάζουν πρώτα πώς να φάνε ό,τι χρήματα έχουν απομείνει στους πελάτες τους. Και μέσα σε όλο αυτό το χάος, ο πρωθυπουργός μας ψάχνεται να βρει για πάρτη του καλύτερη θέση, με τα λεφτά των φορολογουμένων. Πώς, λοιπόν, μη χέσω, μπορεί να σε απασχολεί το αν κάθομαι εδώ ή διακόσια μέτρα παραπέρα, σε κάποιο άλλο υπόγειο, όπου επιτρέπονται τα πάντα; Δεν έχει...» –και σε αυτό το σημείο πήρε βαθιά αναπνοή– «...ΚΑΜΙΑ ΣΧΕΣΗ, ΓΑΜΩΤΟ ΜΟΥ, το πού κάθομαι, αρκεί να κάνω τη δουλειά μου, έτσι δεν είναι;» Ο Στούντσγκαρ είχε παραμείνει απαθής ακούγοντας αυτό το ξέσπασμα. Όταν ο Καρλ τελείωσε, έφερε το χέρι στο χαρτοφύλακά του κι έβγαλε ένα χαρτί. «Θα μπορούσα να καθίσω;» ρώτησε, δείχνοντας μια καρέκλα στην απέναντ πλευρά του γραφείου. «Φυσικά, είμαι υποχρεωμένος να το αναφέρω», είπε ξερά. «Ενδεχομένως η χώρα να έχε εκτροχιαστεί, όμως ευτυχώς κάποιοι εξακολουθούμε να κάνουμε τη δουλειά μας». Ο Καρλ αναστέναξε βαριά. Ο τύπος είχε ένα δίκιο. «Εντάξει, Στούντσγκαρ. Λυπάμαι που σου φώναξα. Έχω πολλά στο μυαλό μου». Ο γραφειοκράτης ανασήκωσε το κεφάλι. «Πολύ θα ήθελα να συνεργαστώ μαζί σου», συνέχισε ο Καρλ. Μήπως θα μπορούσες να μου πεις τι πρέπει να κάνουμε, προκειμένου να εγκριθεί αυτός ο χώρος;»
Ο Στούντσγκαρ άφησε κάτω το στιλό του. Τώρα, το πιθανότερο ήταν να ακούσει κανονικό κήρυγμα, σκέφτηκε ο Καρλ, σχετικά με το πόσο ανέφικτο ήταν κάτι τέτοιο και το πόσες νοσοκομειακές κλίνες καταλαμβάνονταν λόγω ακαταλληλότητας του εργασιακού περιβάλλοντος. «Είναι πολύ απλό. Ζήτησε από τον προϊστάμενό σου να ποβάλει σχετική αίτηση. Τότε, θα έρθει κάποιος άλλος, θα επιθεωρήσει το χώρο και θα δώσει τις σχετικές οδηγίες». Ο Καρλ τίναξε το κεφάλι, εμβρόντητος. «Και μήπως θα μπορούσες να βοηθήσεις με αυτή την αίτηση;» ρώτησε, πιο ταπεινά απ’ ό,τι σκόπευε. «Λοιπόν, για να δούμε τι άλλο έχω στο χαρτοφύλακά μου, εντάξει;» Ο Στούντσγκαρ χαμογέλασε και του έδωσε ένα έντυπο. «Πώς τα πήγες με την επιθεώρηση;» ρώτησε ο Άσαντ. Ο Καρλ ανασήκωσε τους ώμους. «Τα έψαλα ένα χεράκ στον τύπο, κι αμέσως μαλάκωσε». Κατάλαβε πως ο Άσαντ δεν είχε αντιληφθεί τι ακριβώς είχε ψάλει. Πιθανότατα προσπαθούσε να καταλάβει τι σχέση είχε το ψάλσιμο με την επιθεώρηση. «Εσύ, Άσαντ, τι έκανες; Σημειώσαμε κάποια πρόοδο;» Ο βοηθός του έγνεψε καταφατικά. «Μου έδωσε η Ίρσα ένα όνομα και τηλεφώνησα. Ήταν ένας άντρας που παλιά ανήκε στον Οίκο του Χριστού. Ξέρεις τι είναι ο Οίκος του Χριστού, Καρλ;» Ο Καρλ έγνεψε αρνητικά. Όχι ακριβώς. «Είναι πολύ περίεργοι, μου φαίνεται. Πιστεύουν πως ο
Ιησούς θα επιστρέψει στη Γη μέσα σε ένα διαστημόπλοιο μαζί με εξωγήινα πλάσματα, με τα οποία εμείς οι άνθρωπο θα πρέπει να μεταπραχθούμε». «Αναπαραχθούμε. Νομίζω πως εννοείς “αναπαραχθούμε”, Άσαντ». Ο Άσαντ ανασήκωσε τους ώμους. «Ο άντρας αυτός είπε πως πολλά μέλη έφυγαν από την οργάνωση από μόνα τους την περασμένη χρονιά. Έγινε μεγάλη φασαρία. Δε γνώριζε προσωπικά κανέναν που να είχε εξοστρακιστεί, όμως μετά είπε πως είχε ακουστά για ένα ζευγάρι που ήταν ακόμα μέλη και το παιδί τους είχε εξοστρακιστεί. Αυτό πρέπει να έγινε πριν από πέντε με έξι χρόνια, είπε». «Και τι το ιδιαίτερο έχει αυτή η πληροφορία;» «Το αγόρι ήταν μόλις δεκατεσσάρων χρόνων». Ο Καρλ σκέφτηκε το θετό γιο του, τον Γέσπερ. Ήταν πεισματάρης σ’ εκείνη την ηλικία. «Εντάξει, αυτό είναι μάλλον ασυνήθιστο. Όμως καταλαβαίνω πως έχεις κι άλλα να μου πεις, Άσαντ». «Δεν ξέρω. Καρλ. Απλώς νιώθω κάτι εδώ μέσα». Χάιδεψε την μπάκα του. «Εσύ ήξερες ότι ο εξοστρακισμός είναι πολύ ασυνήθιστη πρακτική στις θρησκευτικές ομάδες στη Δανία, εκτός από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά;» Ο Καρλ ανασήκωσε τους ώμους. Και να μην τους εξοστράκιζαν, αλλά απλώς να τους έθεταν στο περιθώριο, ποια ήταν η διαφορά; Ήξερε αρκετούς ανθρώπους από τα μέρη του που κάθε άλλο παρά ευπρόσδεκτοι ήταν στους Ευαγγελιστές συγγενείς τους. Πού ήθελε να καταλήξει ο Άσαντ;
«Πάντως, συμβαίνει, είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο», είπε. «Επίσημα ή ανεπίσημα». «Ναι, ανεπίσημα». Ο Άσαντ ύψωσε το δείκτη του στον αέρα. «Ο Οίκος του Χριστού είναι πολύ φανατικός και απειλε τους ανθρώπους με κάθε λογής ποινές, όμως ποτέ δεν εξοστρακίζουν κανέναν επίσημα. Αυτό έμαθα». «Και;» «Σε αυτή την περίπτωση, ήταν οι ίδιοι οι γονείς αυτοί που εξοστράκισαν το παιδί. Η κοινότητα τους επέπληξε, όμως εκείνους δεν τους ένοιαξε». Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Τώρα, είχε αρχίσει κι ο Καρλ να νιώθει κάτι. «Βρήκες διεύθυνση γι’ αυτό το ζευγάρι, Άσαντ;» «Μια παλιά διεύθυνση, όμως δε ζουν πια εκεί. Η Λις το ψάχνει αυτή τη στιγμή». Στις δύο παρά τέταρτο, ο Καρλ είχε τηλεφώνημα από το γραφείο υποδοχής. Η Αστυνομία του Χόλμπεκ είχε φέρε έναν άντρα που είχαν ζητήσει τα Κεντρικά για ανάκριση, κα ήθελαν να μάθουν τι έπρεπε να τον κάνουν. Ήταν ο πατέρας του Πόολ Χολτ. «Στείλτε τον κάτω, σ’ εμένα, όμως προσέξτε μην κάνει να το σκάσει». Πέντε λεπτά αργότερα, δύο ελαφρώς σαστισμένοι νεαρο αστυνομικοί στέκονταν στο διάδρομο, με τον άντρα μπροστά τους. «Δεν είναι εύκολο να βρεις αυτό το μέρος», σχολίασε ο ένας με προφορά που φώναζε Δυτική Γιουτλάνδη από
μακριά. Ο Καρλ έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι στα δύο όργανα κ στερα έγνεψε στον Μάρτιν Χολτ να πλησιάσει. «Παρακαλώ, καθίστε», είπε. Στράφηκε προς τους δύο νεαρούς. «Το γραφείο του βοηθού μου είναι δυο βήματα παρακάτω. Ευχαρίστως θα σας ετοιμάσει ένα φλιτζάνι τσάι. Δε θα σας πρότεινα να δοκιμάσετε τον καφέ του. Υποθέτω πως θα περιμένετε εδώ μέχρι να τελειώσουμε. Ύστερα μπορείτε να συνοδεύσετε πίσω τον κύριο Χολτ». Τόσο η προοπτική του τσαγιού όσο και η αναμονή εκε κάτω τους άφησε μάλλον ασυγκίνητους, παρατήρησε ο Καρλ. Ο Μάρτιν Χολτ δεν ήταν όπως τον είχε δει στο κατώφλ του σπιτιού του, στο Χάλαμπρο. Εκεί ήταν επιθετικός, ενώ τώρα έδειχνε διαφορετικός, σχεδόν ταραγμένος. «Πώς μάθατε ότι βρισκόμουν στη Δανία;» ήταν το πρώτο πράγμα που ρώτησε. «Με παρακολουθείτε;» «Κύριε Χολτ, μπορώ να φανταστώ τι περάσατε εσείς και η οικογένειά σας αυτά τα δεκατρία χρόνια. Θα ήθελα να ξέρετε ότι τόσο εσείς όσο και η σύζυγος και τα παιδιά σας έχετε την απόλυτη συμπάθεια όλων μας σε αυτό τον τομέα. Δεν επιθυμώ να σας δυσκολέψω, γιατί ήδη έχετε υποφέρει αρκετά. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να γνωρίζετε ότι θα καταβάλουμε κάθε απαραίτητη προσπάθεια προκειμένου να συλληφθεί ο άντρας που δολοφόνησε τον Πόολ». «Ο Πόολ δεν είναι νεκρός. Βρίσκεται κάπου στην Αμερική».
Αν ήξερε ο άντρας αυτός πόσο προφανές ήταν ότι έλεγε ψέματα, θα είχε προτιμήσει να σωπάσει. Τα σφιγμένα χέρια, το στητό κεφάλι, η παύση πριν πει «Αμερική». Αυτά, καθώς και τέσσερα πέντε ακόμα σημάδια, από εκείνα που είχε μάθε α παρατηρεί ο Καρλ έπειτα από χρόνια επαφής με ένα τμήμα του πληθυσμού για το οποίο το να πει την αλήθεια δεν αποτελούσε φυσική επιλογή, ήταν αλάνθαστα στοιχεία. «Σας πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι ενδεχομένως να βρίσκονται και άλλοι άνθρωποι στην ίδια θέση μ’ εσάς;» ρώτησε τον ηλικιωμένο άντρα. «Ότι ο δολοφόνος του Πόολ ενδεχομένως να κυκλοφορεί ελεύθερος; Ότι ενδεχομένως να έχει κι άλλους φόνους στο ενεργητικό του, πριν και μετά τη δολοφονία του Πόολ;» «Σας είπα, ο Πόολ βρίσκεται στην Αμερική. Αν είχα οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί του, θα σας το έλεγα. Μπορώ α φύγω τώρα;» «Άκουσέ με, Μάρτιν. Ας ξεχάσουμε τελείως τον έξω κόσμο για μια στιγμή, εντάξει; Το ξέρω πως έχετε κι εσείς τα δικά σας δόγματα και κανόνες, κι επίσης ξέρω πολύ καλά πως αν γινόταν να με ξεφορτωθείς οριστικά, θα το έκανες. Καλά δε λέω;» «Θα ήθελα να καλέσετε τους αστυνομικούς να με πάνε πίσω. Πρόκειται για παρεξήγηση. Όπως, άλλωστε, προσπάθησα να σας εξηγήσω και όταν μιλήσαμε στο Χάλαμπρο». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Ο άνθρωπος εξακολουθούσε α φοβάται. Δεκατρία χρόνια φόβου τον είχαν καταστήσε αρνητικό απέναντι σε οτιδήποτε απειλούσε να διαλύσει την
ψευδαίσθηση ασφάλειας μέσα στην οποία είχε περιχαρακώσε τον εαυτό του και την οικογένειά του. «Μιλήσαμε στον Τρίγκβε», συνέχισε ο Καρλ, σπρώχνοντας πάνω στο γραφείο το σκίτσο που τους είχαν στείλει από τη Σουηδία. «Όπως βλέπεις κι εσύ, έχουμε ήδη μια εικόνα του δράστη. Στο πλαίσιο των ερευνών μας, θέλω α μας δώσεις τη δική σου εκδοχή των όσων συνέβησαν. Ενδεχομένως να προκύψει κάποιο επιπλέον στοιχείο προς διερεύνηση. Καταλαβαίνουμε ότι αισθάνεσαι πως απειλείσα από αυτό τον άντρα». Ακούμπησε το δείκτη του πάνω στο σκίτσο τόσο απότομα, ώστε ο Μάρτιν Χολτ τινάχτηκε. «Σε διαβεβαιώνω ότι κανείς αναρμόδιος δε γνωρίζει ότ συγκεντρώνουμε πληροφορίες για το άτομό του, οπότε προσπάθησε να ηρεμήσεις». Ο άλλος τράβηξε απρόθυμα το βλέμμα του από το σκίτσο μπροστά του και κοίταξε τον Καρλ κατάματα. Η φωνή του έτρεμε όταν μίλησε. «Πόσο εύκολο νομίζεις πως θα μου είνα α εξηγήσω στους επόπτες της κοινότητας των Μαρτύρων του Ιεχωβά για ποιο λόγο ήρθε και με πήρε η Αστυνομία; Κα τώρα μου λες ότι δε γνωρίζει κανείς άλλος πως κάτι τρέχει; Γιατί, κινηθήκατε τόσο διακριτικά;» «Όλα αυτά θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, αν μου είχες επιτρέψει να μπω στο σπίτι σου, στη Σουηδία. Ήρθα μέχρι εκεί στο πλαίσιο των προσπαθειών για τη σύλληψη του δολοφόνου του Πόολ». Οι ώμοι του Μάρτιν Χολτ έγειραν. Το βλέμμα του επέστρεψε στο σκίτσο πάνω στο γραφείο. «Του μοιάζε αρκετά», είπε. «Όμως τα μάτια του δεν ήταν τόσο σμιχτά,
ούτε τόσο σκουρόχρωμα. Αυτό είναι το μόνο που μπορώ να σας πω». Ο Καρλ σηκώθηκε. «Θα σου δείξω τώρα κάτι που πρώτη φορά βλέπεις». Έγνεψε στον Μάρτιν Χολτ να τον ακολουθήσει. Από το γραφείο του Άσαντ ακούστηκαν γέλια. Ήταν ο χαρακτηριστικός, εκρηκτικός τρόπος με τον οποίο γελούσαν οι άνθρωποι από τη Δυτική Γιουτλάνδη για να πνίγουν το θόρυβο των μηχανών των αλιευτικών όταν είχε καταιγίδα. Σίγουρα ο Άσαντ διέθετε το χάρισμα του διασκεδαστή. Και με τους νεαρούς αστυνομικούς από το Χόλμπεκ στα ικανά χέρια του βοηθού του, ο Καρλ δεν είχε καμία βιασύνη. «Δες εδώ πόσες ανεξιχνίαστες υποθέσεις έχουμε», είπε, στρέφοντας το βλέμμα του Μάρτιν Χολτ προς το σύστημα αρχειοθέτησης του Άσαντ πάνω στον τοίχο. «Καθεμία από αυτές τις υποθέσεις έχει να κάνει με κάποιο τρομερό γεγονός και σε καθεμία από αυτές τις υποθέσεις ο πόνος που προκλήθηκε ελάχιστα διαφέρει από τον δικό σου». Κοίταξε τον άντρα δίπλα του, το βλέμμα του οποίου παρέμενε ψυχρό σαν πάγος. Οι υποθέσεις αυτές δεν του έλεγαν το παραμικρό, οι άνθρωποι που είχαν εμπλακεί σε αυτές δεν ήταν αδερφοί του. Το τι συνέβαινε έξω από τον κόσμο των Μαρτύρων του Ιεχωβά δεν του προξενούσε το παραμικρό ενδιαφέρον. «Θα μπορούσαμε να είχαμε επιλέξει οποιαδήποτε από αυτές τις υποθέσεις προκειμένου να εστιάσουμε τις προσπάθειές μας. Το καταλαβαίνεις αυτό; Εμείς, όμως, εστιάσαμε σε αυτή που αφορά το γιο σου. Και τώρα θα σου
δείξω το γιατί». Ο άντρας τον ακολούθησε στα τελευταία μέτρα του διαδρόμου σαν ετοιμοθάνατος που βάδιζε προς το ικρίωμα. Τότε, ο Καρλ έδειξε τη μεγέθυνση του μηνύματος που είχαν στήσει στον τοίχο η Ρόζε και ο Άσαντ. « Να το γιατί», είπε κι έκανε πίσω. Ο Μάρτιν Χολτ έμεινε για πολλή ώρα ακίνητος, διαβάζοντας το μήνυμα. Τόσο αργά περνούσαν τα μάτια του πάνω από τις γραμμές, ώστε ο Καρλ μπορούσε να παρακολουθήσει το σημείο στο οποίο βρισκόταν. Κι όταν τελείωσε, έπιασε ξανά το κείμενο από την αρχή. Έμοιαζε με κολόνα η οποία κατέρρεε σταδιακά. Ένας άνθρωπος για τον οποίο οι αρχές του ήταν σημαντικότερες απ’ οτιδήποτε άλλο. Ταυτόχρονα, όμως, ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος πάσχιζε α προστατέψει τα υπόλοιπα παιδιά του με τη σιωπή και τα ψέματα. Τώρα, στεκόταν εκεί, αντιμέτωπος με τα λόγια του νεκρού γιου του. Αν και υστερούσαν σε ευγλωττία, βρήκαν μεμιάς στόχο. Ξαφνικά, ο Μάρτιν Χολτ παραπάτησε, απλώνοντας τα χέρια προς τα πίσω για να στηριχτεί πάνω στον τοίχο. Αν δεν ήταν ο τοίχος, θα είχε σωριαστεί. Απέναντί του είχε την κραυγή βοήθειας του γιου του, εκκωφαντική σαν τις σάλπιγγες της Ιεριχούς. Μια βοήθεια που εκείνος δεν είχε κατορθώσει να του προσφέρει. Ο Καρλ τον άφησε να σταθεί για λίγο εκεί, μόνος με τα δάκρυά του. Έπειτα, ο Μάρτιν Χολτ έκανε δυο βήματα μπροστά κι έβαλε διστακτικά την παλάμη του πάνω στο μήνυμα. Τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν από αυτή την
επαφή και σταδιακά, αργά, τα δάχτυλά του πέρασαν από λέξη σε λέξη, καταλήγοντας όσο πιο ψηλά μπορούσε να φτάσει στον τοίχο. Τελικά, το κεφάλι του έγειρε στο πλάι. Ο πόνος δεκατριών χρόνων αφέθηκε ελεύθερος. Όταν επέστρεψαν στο γραφείο του Καρλ, ζήτησε ένα ποτήρι νερό. Κι ύστερα είπε στον Καρλ όλα όσα γνώριζε.
36 «Ο ΛΟΧΟΣ ΚΑΤΕΦΘΑΣΕ», γκάριξε η Ίρσα από το διάδρομο, δευτερόλεπτα προτού ξεπροβάλει το κεφάλι της στην πόρτα του Καρλ. Κρίνοντας εκείνος από την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν τα μαλλιά της, πρέπει να είχε διασχίσει το διάδρομο σαν ανεμοστρόβιλος. «Πες μου πως με αγαπάς», τιτίβισε, καθώς άφηνε να πέσουν μπροστά στον Καρλ μια στοίβα αεροφωτογραφίες. «Βρήκες το σπίτι, Ίρσα;» φώναξε ο Άσαντ, ενώ πεταγόταν έξω από την τρύπα που είχε για γραφείο. «Μπα, τζίφος. Όμως εντόπισα μερικά πιθανά κτίρια, αν και σε κανένα από αυτά δε φαίνεται να υπάρχει λεμβοστάσιο. Οι φωτογραφίες είναι με τη σειρά που θα τις έπιανα εγώ, αν ήμουν στη θέση σου. Κύκλωσα τα κτίρια με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον». Ο Καρλ πήρε τη στοίβα στα χέρια του και μέτρησε. Δεκαπέντε σελίδες και λεμβοστάσιο ούτε για δείγμα. Τι πήγε κι έκανε, η παλαβή; Έριξε μια ματιά στις ημερομηνίες. Οι περισσότερες φωτογραφίες ήταν από τον Ιούνιο του 2005. «Ε!» αναφώνησε. «Αυτές εδώ τραβήχτηκαν εννέα χρόνια μετά το φόνο του Πόολ Χολτ, Ίρσα. Το λεμβοστάσιο θα μπορούσε να είχε γκρεμιστεί και ξαναχτιστεί καμιά δεκαριά φορές στο μεταξύ».
«Καμιά δεκαριά φορές;» παρενέβη ο Άσαντ. «Όχι, δε ομίζω πως τα λες καλά, Καρλ». «Τρόπος του λέγειν, Άσαντ». Ο Καρλ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Δεν έχουμε παλιότερο υλικό;» Η Ίρσα τού έκλεισε το μάτι. Νούμερα του έκανε; «Ξέρεις κάτι, κύριε επιθεωρητά;» είπε. «Αν το γκρέμισαν το λεμβοστάσιο, τώρα πια δεν έχει καμία σημασία, έτσι δεν είναι;» Ο Καρλ έγνεψε αρνητικά. «Λάθος, Ίρσα. Ο δολοφόνος ενδεχομένως να έχει ακόμα το σπίτι, οπότε θα μπορούσαμε α τον βρούμε εκεί, ναι; Τράβα πάνω και πες της Λις να βρε τίποτα παλιότερες φωτογραφίες». «Για τις ίδιες δεκαπέντε περιοχές;» Έγνεψε προς τη στοίβα πάνω στο γραφείο του. «Όχι, Ίρσα. Για ολόκληρη την ακτογραμμή των φιόρδ, πριν το 1996. Δεν είναι τόσο δύσκολο να το καταλάβει κανείς αυτό, σωστά;» Η Ίρσα έμεινε για λίγο στη θέση της, παίζοντας με τις μπούκλες της, κάπως απογοητευμένη, κι ύστερα έκανε μεταβολή και έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, μ’ εκείνα τα όχι και τόσο βολικά παπούτσια που φορούσε. «Νομίζω πως δε θα είναι εύκολο να την ξανακάνεις χαρούμενη», σχολίασε ο Άσαντ, τινάζοντας την παλάμη του πάνω κάτω, λες και είχε κάψει τα δάχτυλά του. «Πρόσεξες πόσο θυμωμένη ήταν με τον εαυτό της επειδή δε σκέφτηκε τη λεπτομέρεια της ημερομηνίας;» Ο Καρλ άκουσε ένα βουητό και είδε τη μύγα να κάθετα στο ταβάνι. Είχε επιστρέψει για να του σπάσει τα νεύρα.
«Δεν πειράζει, Άσαντ. Θα το ξεπεράσει». Ο Άσαντ κούνησε το κεφάλι. «Ναι, Καρλ. Όμως μην ξεχνάς, όπως κι αν κάτσεις πάνω στο παλούκι, ο κώλος σου θα πονάει όταν σηκωθείς». Ο Καρλ συνοφρυώθηκε, προσπαθώντας να καταλάβει τ προσπαθούσε να του πει ο βοηθός του. «Δε μου λες, Άσαντ, όλα τα ρητά σου έχουν να κάνουν με κώλους;» απάντησε, αποφεύγοντας το ζήτημα. Ο Άσαντ γέλασε πνιχτά. «Ξέρω κάνα δυο σκέτα», είπε. «Αλλά δε λένε πολλά». Μάλιστα. Αν όλο αυτό ήταν ενδεικτικό του συριακού χιούμορ, τότε οι μύες του προσώπου του δε θα κουράζονταν ιδιαίτερα έτσι και είχε ποτέ την ατυχία να επισκεφτεί το σπίτ του βοηθού του. «Τι σου είπε ο Μάρτιν Χολτ όταν τον ανέκρινες, Καρλ;» Ο Καρλ έπιασε το σημειωματάριό του. Όχι πως είχε γράψε και πολλά πράγματα, όμως όσα είχε σημειώσει σίγουρα έδειχναν χρήσιμα. «Αντίθετα απ’ ό,τι περίμενα, ο Μάρτιν Χολτ δεν είνα τελείως αντιπαθής», είπε. «Η μεγέθυνση που στήσατε στο διάδρομο τον βοήθησε να επιστρέψει στην πραγματικότητα». «Δηλαδή, σου μίλησε για τον Πόολ;» «Ακριβώς. Μιλούσε ασταμάτητα επί μισή ώρα. Με πολύ τρεμάμενη φωνή». Ο Καρλ έβγαλε ένα τσιγάρο από το τσεπάκι του και το έστριψε ανάμεσα στα δάχτυλά του. «Τα είπε και ξαλάφρωσε, κατά κάποιον τρόπο. Δεν είχε μιλήσει σε κανέναν για το γιο του όλα αυτά τα χρόνια. Ο πόνος ήταν αφόρητος».
«Τι έγραψες στο σημειωματάριό σου, Καρλ;» Ο Καρλ άναψε το τσιγάρο του και θυμήθηκε την ανικανοποίητη λαχτάρα του Γιάκομπσεν για λίγη νικοτίνη. Κάποιες φορές, ένας άνθρωπος έφτανε τόσο ψηλά, που κατέληγε να μην είναι κύριος του εαυτού του. Ήταν μια κατάσταση στην οποία ο Καρλ δεν είχε καμία διάθεση να βρεθεί. «Ο Μάρτιν Χολτ είπε πως το σκίτσο μας είναι αρκετά πετυχημένο, όμως τα μάτια του απαγωγέα βγήκαν πολύ σκούρα και σμιχτά. Το μουστάκι ήταν πολύ μεγάλο και τα μαλλιά πιθανότατα κάπως πιο μακριά πάνω από τα αφτιά του». «Μήπως τότε να πούμε να φτιάξουν άλλο, Καρλ;» ρώτησε ο Άσαντ, ενώ προσπαθούσε να απομακρύνει τον καπνό από μπροστά του νεύοντας με το χέρι. Ο Καρλ έγνεψε αρνητικά. Τίποτα δεν απέκλειε η μαρτυρία του Τρίγκβε να ήταν ακριβέστερη από του πατέρα του. Το ανθρώπινο μάτι ερμήνευε διαφορετικά τα πράγματα, ανάλογα με τον παρατηρητή. «Το σημαντικότερο, όμως, ήταν ότι ο Μάρτιν Χολτ θυμόταν να μου πει επακριβώς πώς και πού παρέλαβε ο απαγωγέας τα λύτρα. Τα χρήματα μπήκαν σε ένα σάκο, ο οποίος πετάχτηκε από το τρένο. Ο άνθρωπός μας κρατούσε ένα φανό αναλαμπής, δηλαδή ένα στροβοσκοπικό φως και...» «Τι είναι το στροβοσκοπικό φως;» «Το στροβοσκοπικό φως;» Ο Καρλ τράβηξε μια γερή τζούρα. «Είναι ένα φως σαν κι αυτά που έχουν στις ντισκοτέ
και αστράφτει σαν φλας φωτογραφικής μηχανής». «Α!» αναφώνησε χαμογελαστός ο Άσαντ. «Κάνει τους ανθρώπους να μοιάζουν σαν να κινούνται σπαστά, όπως στις παλιές ταινίες. Ναι, το ξέρω πολύ καλά». Ο Καρλ κοίταζε το τσιγάρο του. Γιατί του φαινόταν ότι είχε γεύση σιροπιού; «Ο Χολτ ήταν σε θέση να μας δώσει μια αρκετά συγκεκριμένη τοποθεσία όπου έγινε η παράδοση των χρημάτων», συνέχισε. «Ήταν σε ένα δρόμο ο οποίος εκτεινόταν παράλληλα με τις σιδηροδρομικές γραμμές, μεταξύ του Σόρε και του Σλάγιελσε». Ο Καρλ έβγαλε το χάρτη του κι έδειξε. «Εδώ, ανάμεσα στο Βεντμπισένερ και το Λίντεμπγιερ». «Καλό μέρος φαίνεται», σχολίασε ο Άσαντ. «Κοντά στο σιδηρόδρομο και σε μικρή απόσταση από τον αυτοκινητόδρομο, για να μπορέσει να απομακρυνθε γρήγορα». Ο Καρλ ακολούθησε τη διαδρομή των γραμμών πάνω στο χάρτη. Ο Άσαντ είχε δίκιο. Ήταν ιδανικό σημείο. «Πώς οδήγησε ο απαγωγέας τον πατέρα του Πόολ εκεί;» ρώτησε ο Άσαντ. Ο Καρλ παρατηρούσε το πακέτο των τσιγάρων του. Πώς στην ευχή είχε τρυπώσει εκεί μέσα εκείνη η γεύση σιροπιού; «Ο πατέρας πήρε εντολή να επιβιβαστεί σε συγκεκριμένο τρένο, από την Κοπεγχάγη προς το Κορσέρ, κι ύστερα να έχε το νου του για να δει το φανό αναλαμπής. Έπρεπε να καθίσε σε βαγόνι της πρώτης θέσης, στην αριστερή πλευρά του τρένου, κι αμέσως μόλις έβλεπε το φως έπρεπε να πετάξει το
σάκο με τα χρήματα από το παράθυρο». «Και μετά, πότε έμαθε πως είχε δολοφονηθεί ο Πόολ;» «Πότε; Έλαβε τηλεφωνικά οδηγίες για το πού θα παραλάμβανε τα παιδιά του. Όμως, όταν έφτασε εκεί μαζί με τη γυναίκα του, βρήκαν μονάχα τον Τρίγκβε, πεσμένο σε ένα χωράφι. Ο απαγωγέας τού είχε δώσει κάτι για να τον εξουδετερώσει, μάλλον χλωροφόρμιο. Ο Τρίγκβε ήταν εκείνος που είπε στους γονείς του ότι ο Πόολ είχε δολοφονηθεί και ότι η οικογένεια θα έχανε και άλλα παιδιά, έτσι και μαθευόταν το παραμικρό για την απαγωγή. Πέρα από την τρομερή αποκάλυψη της δολοφονίας του Πόολ, το σο του Τρίγκβε με όσα είχαν συμβεί στιγμάτισε ανεξίτηλα τον Μάρτιν Χολτ και τη σύζυγό του». Ο Άσαντ ανασήκωσε τους ώμους μέχρι τα αφτιά του, καθώς ένα ρίγος έμοιαζε να διατρέχει το σώμα του. «Αν ήταν τα δικά μου παιδιά, τότε...» Πέρασε το δείκτη πάνω από το λαρύγγι του και άφησε το κεφάλι του να κρεμάσει στο πλάι. Ο Καρλ δεν είχε καμία αμφιβολία πως ο βοηθός του εννοούσε πραγματικά αυτό που είπε. Συμβουλεύτηκε ξανά το σημειωματάριό του. «Στο τέλος της συνάντησής μας, ο Μάρτιν Χολτ μού είπε κάτι τελευταίο, το οποίο θα μπορούσε α μας φανεί χρήσιμο». «Δηλαδή, τι, Καρλ;» «Το μπρελόκ στο οποίο είχε περασμένο το κλειδί του αυτοκινήτου του ο απαγωγέας είχε στην άκρη μια μικρή μπάλα του μπόουλινγκ, με τον αριθμό 1 πάνω της». Εκείνη τη στιγμή, χτύπησε το τηλέφωνο στο γραφείο του Καρλ. Πιθανότατα θα ήταν η Μόνα, που ήθελε να τον
ευχαριστήσει για τη συνεργασία του. «Μερκ;» βρόντησε μια φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής, η οποία αποδείχτηκε ότι ανήκε στον Κλες Τόμασεν. «Ήθελα απλώς να σε ενημερώσω ότι εκμεταλλευτήκαμε την καλοκαιρία νωρίς σήμερα και μαζί με την κυρά καλύψαμε την πόλοιπη περιοχή, από εκεί όπου είχαμε σταματήσει. Απ’ ό,τ μπορούμε να δούμε, δε φαίνεται τίποτε από το νερό, όμως πάρχουν αρκετά σημεία όπου η βλάστηση είναι πολύ πυκνή και φτάνει μέχρι την ακτή, οπότε σου σημειώσαμε αυτά τα μέρη». Για μία ακόμα φορά, λίγη καλοτυχία δε θα τους έπεφτε άσχημα. «Σε ποιες περιοχές θεωρείς πως θα είχαμε τις μεγαλύτερες πιθανότητες;» ρώτησε ο Καρλ, σβήνοντας το σιροπιαστό τσιγάρο του στο τασάκι. «Να σου πω...» Ο Καρλ μπορούσε να φανταστεί τον Τόμασεν με την πίπα στο στόμα. Πιθανότατα φορούσε ακόμα τη νιτσεράδα του στην προβλήτα. «Θα έλεγα πως καλύτερα είναι να εστιάσουμε στο Έστσκοου, κοντά στο Σένερμπι, καθώς επίσης στο Μπόνες και το Νόρσκοεν. Εκεί υπήρχαν αρκετά απομονωμένα σημεία, όμως, όπως σου είπα, δεν καταφέραμε α εντοπίσουμε κάτι συγκεκριμένο. Θα περάσω να μιλήσω κα στο δασάρχη του Νόρσκοεν αργότερα μέσα στη μέρα. Ίσως μπορέσει αυτός να μας βοηθήσει». Ο Καρλ σημείωσε τις τρεις τοποθεσίες και ευχαρίστησε τον Τόμασεν. Υποσχέθηκε να μεταφέρει τα χαιρετίσματά του σε κάποιους παλιούς του συναδέλφους. Είχαν περάσει χρόνια
από τότε που εργάζονταν στα Κεντρικά, όμως ο Καρλ δεν του το είπε από ευγένεια, κι ύστερα έκλεισε το τηλέφωνο. «Τζίφος», δήλωσε, καθώς στρεφόταν στον Άσαντ. «Ο Τόμασεν δεν είχε κάτι συγκεκριμένο να μας πει, παρότ ανέφερε ορισμένες περιοχές όπου θα μπορούσαμε να το ψάξουμε περισσότερο». Τις εντόπισε στο χάρτη. «Για να δούμε πρώτα μήπως καταφέρει η Ίρσα να βρει κάτι καλύτερο απ’ ό,τι προηγουμένως, κι ύστερα συγκρίνουμε τα στοιχεία. Στο μεταξύ, εσύ συνέχισε αυτό που έκανες πριν». Κατάφερε να κλείσει τα μάτια του για μισή ώρα και να ξεκουραστεί, με τα πόδια ανεβασμένα πάνω στο γραφείο, προτού τον ξυπνήσει ένα γαργάλημα στη ράχη της μύτης του. Κούνησε το κεφάλι απότομα, άνοιξε τα μάτια και διαπίστωσε ότι είχε γίνει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος ενός σμήνους γαλαζοπράσινων μυγών, οι οποίες έψαχναν εντατικά κάπου αλλού να αφήσουν τα αβγά τους, πέρα από την κολλώδη ουσία που ανακάλυψε πάνω στο πακέτο των τσιγάρων του. «Κωλόμυγες!» μουρμούρισε αγουροξυπνημένος, τινάζοντας τα χέρια στον αέρα, με αποτέλεσμα να στείλε τουλάχιστον δύο από τα σιχαμερά έντομα να πέσουν στο πάτωμα τέζα. Δεν πήγαινε άλλο αυτή η κατάσταση. Στράφηκε και κοίταξε το καλάθι των αχρήστων. Είχαν περάσει εβδομάδες από την τελευταία φορά που το άδειασε, και πράγματι τα σκουπίδια του ήταν ακόμα εκεί, όμως απουσίαζε ολότελα κάποιο οργανικό υλικό που θα μπορούσε α προσελκύσει τις μύγες.
Ο Καρλ έριξε μια ματιά προς το διάδρομο. Εκεί εντόπισε μία ακόμα μύγα. Έπιασε τον εαυτό του να αναρωτιέται μήπως κάποια από τις εξωτικές λιχουδιές που κατανάλωνε ο Άσαντ στο μεσημεριανό του είχε επιστρέψει για να τον στοιχειώσει. Μπορεί να είχε αναστηθεί το ταχίνι του ή μήπως εκείνα τα εμετικά λουκούμια ετοιμάζονταν να αμολήσουν στην ατμόσφαιρα τίποτα εισαγόμενα ζωύφια; «Έχεις ιδέα τι γίνεται με αυτές τις μύγες;» ρώτησε επιτακτικά, πριν ακόμα φτάσει στο σπιρτόκουτο που είχε για γραφείο ο Άσαντ. Στο δωμάτιο απλωνόταν μια έντονη μυρωδιά. Δεν ήταν η συνήθης ζαχαρώδης οσμή. Περισσότερο του θύμισε σαν να έπαιζε κάποιος με αναπτήρα εκεί μέσα. Ο Άσαντ τού ζήτησε να περιμένει για λίγο, υψώνοντας την παλάμη του, απορροφημένος όπως ήταν σε ένα τηλεφώνημα. «Ναι», επανέλαβε μερικές φορές στο ακουστικό. «Όμως θα πρέπει να περάσουμε για να το διαπιστώσουμε μόνοι μας», είπε τελικά, με φωνή ελαφρώς βαθύτερη και ύφος κάπως πιο αυστηρό απ’ ό,τι συνήθως. κλεισε ένα ραντεβού και κατέβασε το τηλέφωνο. «Ρώτησα αν έχεις ιδέα τι γίνεται με αυτές τις μύγες», επανέλαβε ο Καρλ, δείχνοντας δύο που είχαν καθίσει πάνω σε μια κιτς αφίσα η οποία απεικόνιζε κάτι καμήλες να βαδίζουν σε μια αχανή έκταση άμμου. «Καρλ, νομίζω πως εντοπίσαμε οικογένεια», είπε ο Άσαντ, αν και είχε μια μάλλον επιφυλακτική έκφραση. Σαν άνθρωπος που είχε κοιτάξει το δελτίο του λόττο και είχε διαπιστώσει πως όλα τα νούμερα συνέπιπταν με αυτά του
τζακπότ. «Μια, τι;» «Μια οικογένεια που έπεσε στα χέρια του απαγωγέα. Έτσ ομίζω». «Εννοείς αυτούς από τον Οίκο του Χριστού, που μου έλεγες νωρίτερα;» Ο Άσαντ έγνεψε καταφατικά. «Τους εντόπισε η Λις. Σε νέα διεύθυνση και με νέα ονόματα, όμως είναι οι ίδιοι άνθρωποι. Το τσέκαρε με τα στοιχεία του ληξιαρχείου. Τέσσερα παιδιά. Το νεότερο, ο Φλέμιν, ήταν δεκατεσσάρων χρόνων πριν από πέντε χρόνια». «Τους ρώτησες πού βρίσκεται σήμερα το παιδί;» «Όχι, δε μου φάνηκε και τόσο έξυπνο σε αυτό το σημείο». «Και τι τους έλεγες πριν, πως πρέπει να περάσουμε εμείς από εκεί;» «Α, είπα στη γυναίκα πως είμαστε από την εφορία και ότ μας φάνηκε παράξενο που ο μικρότερος γιος τους, το μοναδικό από τα παιδιά που δε φαίνεται να έχε μεταναστεύσει, δεν υπέβαλε δήλωση, παρότι είναι πάνω από δεκαοχτώ πλέον». «Άσαντ, δεν είναι σωστό αυτό. Δε γίνεται να εμφανιζόμαστε σαν υπάλληλοι άλλων δημόσιων υπηρεσιών. Τέλος πάντων, εσύ πού το ξέρεις πως ο γιος δεν υπέβαλε δήλωση;» «Δεν το ξέρω. Από το μυαλό μου το έβγαλα». Σκούπισε τη μύτη του με ένα χαρτομάντιλο. Ο Καρλ δεν πίστευε στ’ αφτιά του. Ακόμα κι έτσι, όμως, ο Άσαντ σίγουρα είχε βρει κάποια άκρη. Αν οι άνθρωποι δεν
είχαν διαπράξει έγκλημα, τίποτα δεν ήταν ικανό να τους ταράξει τόσο όσο η εμφάνιση της εφορίας. «Για πότε είναι το ραντεβού μας και πού;» «Είναι ένα μικρό μέρος, Τελέζε το λένε. Η γυναίκα είπε πως ο άντρας της θα γύρναγε στο σπίτι στις τέσσερις κα μισή». Ο Καρλ έριξε μια ματιά στο ρολόι του τοίχου. «Εντάξει, θα πάμε μαζί. Καλή δουλειά, Άσαντ, πολύ καλή δουλειά». Του χάρισε ένα χαμόγελο το οποίο διήρκεσε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου και ύστερα έδειξε προς τη μάζωξη των μυγών, πάνω στην αφίσα του Άσαντ. «Λοιπόν, λέγε, Άσαντ. Φυλάς τίποτε εδώ μέσα που θα έκανε αυτά τα σιχάματα να εγκατασταθούν στο υπόγειο;» Ο Άσαντ σήκωσε ψηλά τα χέρια. «Δεν ξέρω από πού έρχονται». Πάγωσε για μια στιγμή. «Ξέρω, όμως, από πού έρχεται αυτό», πρόσθεσε, δείχνοντας ένα έντομο μικρότερων διαστάσεων απ’ ό,τι οι μύγες. Ήταν ένα λεπτοκαμωμένο, παράτολμο πλάσμα, που ο μέρες του τελείωσαν ξαφνικά, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ανάμεσα στις παλάμες των παχουλών, μελαψών χεριών του Άσαντ. «Σε τσάκωσα!» αναφώνησε θριαμβευτικά, σκουπίζοντας τα υπολείμματα του μικρού σκόρου πάνω στο σημειωματάριό του. «Βρήκα κάμποσα από δαύτα εδώ πέρα». Έδειξε το χαλάκι στο οποίο προσευχόταν και είδε με φρίκη, στο βλέμμα που του έριξε ο Καρλ, να αποτυπώνεται η θανατική καταδίκη του. «Μα, Καρλ, δεν έχουν απομείνει και τόσα πολλά από αυτά τα έντομα στο χαλάκι. Είναι ένα χαλάκι που ανήκε στον
πατέρα μου και του έχω πολύ μεγάλη αδυναμία. Σήμερα το πρωί το τίναξα, πριν έρθεις. Πίσω από την πόρτα εκεί, στον αμίαντο». Ο Καρλ ανασήκωσε το χαλί. Η επιχείρηση διάσωσης του Άσαντ ήταν προφανώς μια ύστατη, απεγνωσμένη προσπάθεια. Κόντεψε να μείνει με τα κρόσσια στο χέρι. Για μια φευγαλέα στιγμή, φαντάστηκε τα αρχεία της Αστυνομίας στο βασίλειο του αμιάντου και αναρωτήθηκε μήπως τα ονόματα μερικών παραβατών χάνονταν, σε περίπτωση που αυτοί οι ακόρεστοι σκόροι αποφάσιζαν πως τους άρεσαν τα κιτρινισμένα χαρτιά. «Το ψέκασες με κάτι;» ρώτησε. «Κοντεύω να πέσω ξερός από την μπόχα εδώ μέσα». Ο Άσαντ χαμογέλασε. «Το πετρέλαιο είναι ένα κι ένα». Προφανώς, η μυρωδιά δεν τον ενοχλούσε. Ενδεχομένως α ήταν ένα από τα πλεονεκτήματα του να έχει μεγαλώσε κανείς σε μια περιοχή όπου ανάβλυζε αργό πετρέλαιο από το έδαφος. Αν, βέβαια, είχαν πετρέλαια στη Συρία. Ο Καρλ κούνησε το κεφάλι κι έφυγε για να γλιτώσει από τις αναθυμιάσεις. Σε δύο ώρες τούς περίμεναν στο Τελέζε. Υπήρχε ακόμα χρόνος για να ξεδιαλύνει το μυστήριο με τις μύγες. Στάθηκε ακίνητος για λίγο στο διάδρομο. Ένα σιγανό βουητό έμοιαζε να αναδύεται από κάποιο σημείο πάνω από τους σωλήνες του ταβανιού. Κοίταξε προς τα εκεί και διέκρινε για μια στιγμή τον αρχηγό της συμμορίας, εκείνη τη μύγα με το διορθωτικό υγρό στα φτερά. Το αναθεματισμένο έντομο, ήταν παντού.
«Τι κάνεις εκεί, Καρλ;» ακούστηκε τραχιά η φωνή της ρσα πίσω του. «Έλα λίγο που σε θέλω», είπε, τραβώντας τον από το μανίκι. Η επιφάνεια του γραφείου της ήταν κρυμμένη κάτω από βερνίκια νυχιών, ασετόν, σπρέι μαλλιών και διάφορα άλλα μπουκαλάκια που περιείχαν ισχυρά διαλυτικά κάποιου είδους. λα αυτά τα παραμέρισε για να κάνει χώρο. «Ρίξε μια ματιά εδώ», είπε. «Αυτές είναι ο αεροφωτογραφίες που ζήτησες, σωστά; Λοιπόν, σου το λέω α το ξέρεις, χάσιμο χρόνου ήταν όλο αυτό». Ανασήκωσε τα φρύδια, έτσι που του θύμισε εκείνη τη μίζερη θεία του, την Άντα. «Σε ολόκληρη την ακτογραμμή, τα ίδια. Δηλαδή, τίποτε απολύτως». Η προσοχή του Καρλ αποσπάστηκε από μια μύγα η οποία πέρασε βουίζοντας από την ανοιχτή πόρτα, για να διαγράψε μερικές στροφές κάτω από το ταβάνι. «Τα ίδια ισχύουν και για τις ανεμογεννήτριες». Παραμέρισε ένα φλιτζάνι του καφέ, στο εσωτερικό του οποίου σχηματίζονταν ξεραμένα δαχτυλίδια. «Κι εφόσον λες πως τα χαμηλής συχνότητας ηχητικά κύματα μπορεί να ακούγοντα σε ακτίνα είκοσι χιλιομέτρων, αυτό δε μας βοηθάε καθόλου». Έδειξε μια σειρά από σταυρούς πάνω στο χάρτη. Ο Καρλ κατάλαβε πού θα κατέληγε. Η περιοχή εκε κατακλυζόταν από ανεμογεννήτριες, τόσες πολλές, ώστε δεν τους βοηθούσαν για να περιορίσουν το πεδίο των ερευνών τους. Μια μύγα πέρασε γρήγορα από μπροστά του και κάθισε στο χείλος του φλιτζανιού της Ίρσα. Ήταν το ίδιο σίχαμα που
την είχε σκαπουλάρει με μερικές πιτσιλιές από το διορθωτικό γρό. Στασιό δεν είχε. «Ξου», έκανε η Ίρσα. Και, σαν να μην έτρεχε τίποτα, τίναξε το έντομο μέσα στο φλιτζάνι του καφέ, χτυπώντας το με ένα μακρύ, κατακόκκινο νύχι. «Η Λις επικοινώνησε με τις τοπικές Αρχές», συνέχισε, λες και δεν είχε συμβεί το παραμικρό, «και κανείς δεν έδωσε άδεια κατασκευής λεμβοστάσιου στις περιοχές όπου εστιάζουμε εμείς. Υπάρχουν οδηγίες διαφύλαξης του φυσικού περιβάλλοντος και τα σχετικά, ξέρεις». «Για ποια περίοδο ζήτησε πληροφορίες;» ρώτησε ο Καρλ, καθώς παρακολουθούσε τη μύγα να κολυμπάει ύπτιο στο καθαρτήριο της καφεΐνης. Η Ίρσα αποδεικνυόταν εξαιρετικά αποτελεσματική σε κάποιες περιπτώσεις. Εκεί που αυτός πάλευε άδικα, εκείνη το μόνο που έκανε ήταν... «Από την αρχική μεταρρύθμιση των δήμων, το 1970». Το 1970! Δηλαδή, αιώνες πριν. Οπότε θα έπρεπε να ξεχάσει τα σχετικά με τους προμηθευτές ξυλείας κέδρου, αυτό ήταν το μόνο βέβαιο. Με μια δόση θλίψης, παρακολούθησε τον επιθανάτιο ρόγχο της στιγματισμένης από το διορθωτικό μύγας, κα τέρμα. Ξαφνικά, η Ίρσα κατέβασε την παλάμη της πάνω σε μία από τις αεροφωτογραφίες που είχε απλώσει στο γραφείο. «Αν θες τη γνώμη μου, εδώ πρέπει να ψάξουμε!» Ο Καρλ έστρεψε το βλέμμα στον κύκλο που είχε σχεδιάσε η Ίρσα γύρω από ένα σπίτι στο Νόρσκοεν. Βιμπεγκόρεν ονομαζόταν η περιοχή, απ’ ό,τι έβλεπε. Ήταν ένα
συμπαθητικό, μικρό αγροτόσπιτο, με μια πρώτη ματιά, σε κοντινή απόσταση από το δρόμο που περνούσε μέσα από το δάσος, όμως λεμβοστάσιο δεν υπήρχε εκεί, απ’ όσο μπορούσε να καταλάβει. Η τοποθεσία, πάντως, ήταν σίγουρα ιδανική, καθώς το σπίτι ήταν χωμένο ανάμεσα στα δέντρα, πάνω στις ακτές του φιόρδ. Και πάλι, λεμβοστάσιο δεν έβλεπε. «Ξέρω τι σκέφτεσαι, όμως θα μπορούσε άνετα να είνα κάπου εκεί», είπε εκείνη και χτύπησε το δείκτη της επίμονα πάνω σε μια πράσινη περιοχή, στα όρια του οικοπέδου. «Μα, τι στον κόρακα...;» έκανε σαστισμένος ο Καρλ. Τους περικύκλωναν μύγες. Πρέπει να τις είχε αναστατώσει η Ίρσα με όλα εκείνα τα χτυπήματα πάνω στο γραφείο. Κοπάνησε τη γροθιά του με δύναμη πάνω στο έπιπλο, κ ένα μαύρο σύννεφο σηκώθηκε γύρω τους. «Ε, τι κάνεις εκεί;» διαμαρτυρήθηκε ενοχλημένη η Ίρσα, ξεπαστρεύοντας μια δυο μύγες που είχαν καθίσει πάνω στην επιφάνεια ποντικιού του υπολογιστή. Ο Καρλ έσκυψε και κοίταξε κάτω από το γραφείο. Σπάνια είχε έρθει αντιμέτωπος με τόση ζωή, στριμωγμένη σε τόσο μικρό χώρο. Έτσι και αποφάσιζαν να συνεργαστούν όλες αυτές οι μύγες, θα μπορούσαν να σηκώσουν στον αέρα το καλάθι των αχρήστων μέσα στο οποίο εκκολάπτονταν. «Τι στην ευχή ρίχνεις στο καλάθι σου;» ρώτησε ο Καρλ σοκαρισμένος. «Τίποτα, δεν το χρησιμοποιώ καθόλου. Της Ρόζε πρέπε α είναι τα σκουπίδια». Μάλιστα, σκέφτηκε εκείνος. Τουλάχιστον τώρα ήξερε
ποια από τις δύο δε συγύριζε το σπίτι, αν υποτεθεί ότι η άλλη το έκανε. Παρατήρησε την Ίρσα, η οποία είχε συνοφρυωθεί καθώς εξόντωνε μύγες ολόγυρά της, χτυπώντας τες με τις παλάμες των χεριών, με εντυπωσιακή ακρίβεια. Ο Άσαντ θα είχε πολλή δουλειά μετά για να καθαρίσει εδώ. Δύο λεπτά αργότερα, ο Άσαντ βρισκόταν εκεί, με τα πράσινα λαστιχένια γάντια του και μια μεγάλη μαύρη σακούλα σκουπιδιών, μέσα στην οποία θα κατέληγαν οι μύγες και το περιεχόμενο του καλαθιού. «Αηδία!» αναφώνησε η Ίρσα, καθώς κοίταζε τα πολείμματα των μυγών στις παλάμες της. Ο Καρλ δεν μπορούσε παρά να συμφωνήσει. Εκείνη τράβηξε ένα από τα μπουκαλάκια με διαλυτικό προς το μέρος της, μούσκεψε ένα κομμάτι βαμβάκι με το υγρό και άρχισε να απολυμαίνει τα χέρια της. Αμέσως, ο χώρος μύρισε σαν εργοστάσιο βερνικιών για σκάφη, ύστερα από παρατεταμένη επίθεση όλμων. Ο Καρλ ευχήθηκε μόνο να μην αποφάσιζαν να τους επισκεφτούν σήμερα από το Υγιειονομικό. Τότε ήταν που παρατήρησε ότι το κόκκινο βερνίκι νυχιών στα δάχτυλα της Ίρσα άρχισε να διαλύεται και, πιο συγκεκριμένα, τι φάνηκε από κάτω. Έμεινε εμβρόντητος, με το στόμα ανοιχτό. Εκείνη τη στιγμή ξεπρόβαλε ο Άσαντ από τη μυγοφωλιά κάτω από το γραφείο και είδε το σαστισμένο βλέμμα του. Τώρα είχαν γουρλώσει και οι δύο τα μάτια τους.
«Έλα μαζί μου», είπε ο Καρλ, τραβώντας τον Άσαντ στο διάδρομο, την ώρα που ο βοηθός του έδενε κόμπο τη σακούλα. «Το παρατήρησες κι εσύ, έτσι δεν είναι;» Ο Άσαντ έγνεψε καταφατικά, στραβώνοντας το στόμα, λες και τον είχε πιάσει οξύς κολικός εντέρου. «Τα νύχια της ήταν λερωμένα με μαύρο μαρκαδόρο κάτω από το κόκκινο βερνίκι. Όπως της Ρόζε, προ ημερών. Το είδες;» Ο Άσαντ έγνεψε και πάλι καταφατικά. Πώς στην ευχή τούς είχε ξεφύγει αυτό; Αν τις γυναίκες ολόκληρης της χώρας δεν είχε καταλάβε μανία να λερώνουν τα νύχια τους με μαύρο μαρκαδόρο, μία εξήγηση υπήρχε. Η Ίρσα και η Ρόζε ήταν το ίδιο άτομο.
37 «ΚΟΙΤΑΞΤΕ ΤΙ ΣΑΣ ΕΧΩ ΕΔΩ», είπε η Λις, δίνοντας στον Καρλ μια πελώρια ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα, τυλιγμένα σε σελοφάν. Ο Καρλ κατέβασε το ακουστικό του τηλεφώνου. Αυτό, πάλι, τι ήταν; «Πρόταση γάμου μού κάνεις, Λις; Καιρός ήταν να αρχίσεις να εκτιμάς τα προτερήματά μου». Εκείνη έστρεψε τα μάτια προς τα πάνω. «Τα έστειλαν στον Τομέα Α, όμως ο Μάρκους σκέφτηκε πως ήταν καλύτερα να τα πάρετε εσείς». Ο Καρλ συνοφρυώθηκε. «Γιατί;» «Έλα τώρα, Καρλ, μην κάνεις τον ανήξερο». Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους και κούνησε το κεφάλι. «Εντόπισαν το τελευταίο δάχτυλο με το σημάδι πάνω στο κόκαλο. Επέστρεψαν στον τόπο της φωτιάς και το βρήκαν μέσα σε ένα σωρό από στάχτες». «Και γι’ αυτό παίρνουμε εμείς τα τριαντάφυλλα;» Ο Καρλ έξυσε το σβέρκο του. Μπας και τα είχαν βρει κι αυτά μέσα στις στάχτες; «Όχι, δεν είναι αυτός ο λόγος. Θα σου τα πει ο Μάρκους. Τα λουλούδια είναι από τον Τόρμπεν Κρίστενσεν, τον ερευνητή της ασφαλιστικής εταιρείας. Η δουλειά μας πάνω στις υποθέσεις των εμπρησμών τούς γλίτωσε από ένα σωρό
χρήματα σήμερα». Του τσίμπησε το μάγουλο, λες κι ήταν καμιά θεία που δεν ήξερε πώς αλλιώς να εκφράσει την αγάπη της, και τράβηξε σεινάμενη κουνάμενη προς τα εκεί απ’ όπου είχε έρθει. Ο Καρλ έσκυψε στο πλάι για να ρίξει μια τελευταία ματιά στα θεσπέσια οπίσθιά της. «Τι τρέχει;» ρώτησε ο Άσαντ από το διάδρομο. «Σε λίγο πρέπει να φύγουμε». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά και σχημάτισε τον αριθμό του διοικητή του Τμήματος Ανθρωποκτονιών. «Ο Άσαντ μού ζήτησε να ρωτήσω τι έγινε και βρεθήκαμε με τριαντάφυλλα», είπε, μπαίνοντας κατευθείαν στο θέμα, μόλις απάντησε ο Γιάκομπσεν. Ακολούθησε ένας κοφτός ήχος, τον οποίο θα μπορούσε κάποιος να περάσει για έκφραση χαράς. «Καρλ, ανακρίναμε τους τρεις ιδιοκτήτες των εταιρειών που καταστράφηκαν από τις φωτιές και πλέον έχουμε στα χέρια μας ισάριθμες εξαίσιες καταθέσεις. Εσύ και η ομάδα σου είχατε απόλυτο δίκιο. Πιέστηκαν να πάρουν δάνεια με υψηλό επιτόκιο και, από τη στιγμή που δεν μπορούσαν να τα αποπληρώσουν, ο εισπράκτορες αγρίεψαν και απαίτησαν ολόκληρο το ποσό. Εκφοβισμοί, απειλές από το τηλέφωνο. Σοβαρές απειλές. Ο εισπράκτορες, όσο περνούσε ο καιρός, γίνονταν όλο και πιο απαιτητικοί, όμως σε τι μπορούσε να ωφελήσει αυτό; Ο εταιρείες που αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας δεν έχουν πού αλλού να στραφούν για να δανειστούν στις μέρες μας». «Και οι εισπράκτορες, τι απέγιναν;»
«Δεν ξέρουμε στα σίγουρα, όμως η θεωρία μας είναι ότ πολύ απλά τους ξεπάστρεψαν, με εντολές άνωθεν. Η σερβική Αστυνομία έχει αντιμετωπίσει ανάλογες καταστάσεις. Αυτο που εισπράττουν και παραδίδουν τα ποσά στην ώρα τους τσιμπάνε χοντρά μπόνους, αυτοί που δεν τα καταφέρνουν την έχουν βαμμένη». «Μα, σίγουρα θα μπορούσαν να κάψουν τα κτίρια χωρίς α χρειαστεί να σκοτώσουν τους δικούς τους ανθρώπους, έτσι δεν είναι;» «Κοίτα, μια άλλη θεωρία είναι ότι στέλνουν τους λιγότερο πετυχημένους εισπράκτορές τους στη Σκανδιναβία, καθώς η αγορά εδώ υποτίθεται πως είναι ευκολότερη. Κι όταν αποδεικνύεται πως δεν είναι έτσι τα πράγματα, τους καθαρίζουν προς γνώση και συμμόρφωση των άλλων, στο Βελιγράδι. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο πρόβλημα για κάποιον τοκογλύφο από έναν ανεπαρκή εισπράκτορα ή έναν που δεν παίρνει από λόγια και δεν είναι αξιόπιστος. Μερικές εκτελέσεις, μία στο τόσο, είναι ό,τι πρέπει για να διατηρείται η πειθαρχία». «Χμμ! Δηλαδή, ξαποστέλνουν τους ανεπαρκείς ανθρώπους τους στη Δανία. Κι αν συλληφθούν οι δράστες, τουλάχιστον θα δικαστούν σε μια χώρα με πιο επιεικείς ποινές. Σωστά;» Φαντάστηκε τον Γιάκομπσεν να υψώνει τον αντίχειρά του στην άλλη άκρη της γραμμής. «Τέλος πάντων, Καρλ», είπε ο προϊστάμενός του, «αυτό που καταφέραμε σήμερα επιτρέπει στις ασφαλιστικές εταιρείες α αποφύγουν την πλήρη καταβολή των αποζημιώσεων.
Μιλάμε για σημαντικά ποσά, εξ ου και τα τριαντάφυλλα. Κα σε ποιον αξίζουν περισσότερο απ’ ό,τι στον Τομέα Q;» Αυτό, πιθανότατα, δεν ήταν μια εύκολη παραδοχή ε μέρους του. «Εντάξει, άρα τώρα θα έχεις κάποιους ελεύθερους», είπε ο Καρλ. «Στείλ’ τους εδώ κάτω. Χρήσιμοι θα μου ήταν». Ακούστηκε κάτι σαν πνιχτό χαχανητό από την άλλη άκρη της γραμμής. Ο διοικητής είχε διαφορετικά σχέδια. «Καλά, κάνε όρεξη, Καρλ. Έχουμε πολλή δουλειά ακόμα σε αυτή την πόθεση. Τώρα πρέπει να βρούμε τους ενόχους. Όμως καταλαβαίνω τι θες να πεις. Είναι και η συνεχιζόμενη σύγκρουση των συμμοριών, οπότε ίσως θα έπρεπε να αρχίσουμε να διαθέτουμε πόρους προς αυτή την κατεύθυνση». Ο Άσαντ εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας την ώρα που ο Καρλ κατέβαζε το ακουστικό. Για πρώτη φορά έδειχνε προετοιμασμένος για τον καιρό της Δανίας. Το πουπουλένιο μπουφάν του ήταν το πιο χοντρό ρούχο που είχε δει ο Καρλ φορεμένο μήνα Μάρτιο. «Είμαι έτοιμος», ανακοίνωσε ο βοηθός του. «Έρχομαι σε μισό», απάντησε ο Καρλ, καθώς σχημάτιζε τον αριθμό του Μπράντουρ Ίσακσεν. Παγόβουνο του Χέλμτορ, έτσι τον έλεγαν, γιατί ήταν μονοκόμματος τύπος. Εκείνος γνώριζε πρόσωπα και καταστάσεις στο τμήμα όπου εργαζόταν η Ρόζε, προτού τη στείλουν στον Τομέα Q. «Ναι;» απάντησε κοφτά, όταν σήκωσε το τηλέφωνο. Ο Καρλ άρχισε να εξηγεί για ποιο λόγο τηλεφωνούσε και, πριν ολοκληρώσει καν, ο άλλος είχε ξεκαρδιστεί στα γέλια.
«Η Ρόζε; Περιπτωσάρα, μιλάμε. Όχι πως θα ήθελα να εικάσω τι ακριβώς πρόβλημα έχει. Απλώς, ήταν αλλόκοτη, αυτό είναι όλο. Έπινε σαν νεροφίδα, πλάγιαζε με όλους τους εαρούς δόκιμους από την Ακαδημία. Αγριόγατα, πραγματικά ακόρεστη, αν με πιάνεις. Τέλος πάντων, γιατ ρωτάς;» «Α, έτσι», είπε ο Καρλ κι έκλεισε το τηλέφωνο. Ύστερα μπήκε στο δίκτυο του ληξιαρχείου και πληκτρολόγησε στο παράθυρο αναζήτησης μια διεύθυνση: Σάνταλ Παρκ, αρ. 19. Το αποτέλεσμα ήταν ξεκάθαρο. Ρόζε Μαρί Ίρσα Κνούδσεν έγραφε, και τον αριθμό καταχώρισής της. Ο Καρλ κούνησε το κεφάλι. Το μόνο που τους έλειπε τώρα ήταν να σκάσει μύτη και η Μαρί, για να συμπληρώσουν το σετ. Δύο εκδοχές της Ρόζε ήταν υπεραρκετές. «Απίστευτο μου φαίνεται, Καρλ», είπε ο Άσαντ, κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο του. «Φώναξέ τη να έρθει εδώ, Άσαντ». «Δε φαντάζομαι να της το πετάξεις έτσι, κατάμουτρα, Καρλ;» «Ορίστε; Πλάκα μού κάνεις. Χίλιες φορές να χωθώ σε μια μπανιέρα γεμάτη κόμπρες», απάντησε ο Καρλ. Έτσι κα φανέρωναν αυτή τη στιγμή πως ήξεραν ότι η Ίρσα ήταν η Ρόζε, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τι θα συνέβαινε. Όταν επέστρεψε ο Άσαντ μαζί με την Ίρσα, εκείνη ήταν ήδη τυλιγμένη με το πανωφόρι, τα γάντια, το κασκόλ και το μάλλινο σκούφο της. Μπροστά του στέκονταν τώρα δύο άτομα τα οποία θα μπορούσαν να διεκδικήσουν επάξια την πρωτιά στο διαγωνισμό για το πιο καλυμμένο ανθρώπινο
σώμα. Ο Καρλ έριξε μια ματιά στο ρολόι του τοίχου. Τέλος της μέρας. Η Ίρσα επέστρεφε στο σπίτι της. «Δε θα το πιστέψεις έτσι και σου πω...!» άρχισε να λέε εκείνη, αλλά σταμάτησε απότομα, μόλις είδε τα λουλούδια που κρατούσε ο Καρλ ανά χείρας. «Πού τα βρήκες αυτά; Αχ, είναι υπέροχα!» «Είναι για τη Ρόζε, από εμένα και τον Άσαντ», είπε εκείνος, καθώς της παρέδιδε ολόκληρο το μπουκέτο. «Πες της περαστικά εκ μέρους μας και ότι ελπίζουμε να επιστρέψε σύντομα. Πες της πως τα τριαντάφυλλα είναι για το ρόδο μας. Τη σκεφτόμαστε πολύ, να το ξέρει». Η Ίρσα μαγκώθηκε κι έμεινε τελείως ακίνητη για λίγο, σχεδόν συγκινημένη, αν και στην πραγματικότητα μάλλον είχε σαστίσει. Κι ύστερα κατέβασαν ρολά για εκείνη τη μέρα. «Είναι στ’ αλήθεια άρρωστη, Καρλ;» ρώτησε ο Άσαντ, ενώ η κυκλοφορία στον αυτοκινητόδρομο που οδηγούσε στο Χόλμπεκ ήταν πυκνή. Ο Καρλ ανασήκωσε τους ώμους. Είχε δει πολλά παράξενα στη ζωή του, όμως η μόνη περίπτωση διαταραχής προσωπικότητας που γνώριζε ήταν η μεταμόρφωση του θετού του γιου, μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα, από συμπαθητικό παλικαράκι που του έλειπαν εκατό κορόνες σε δύστροπο έφηβο που αρνιόταν κατηγορηματικά να συμμαζέψει το δωμάτιό του. «Θα το κρατήσουμε για εμάς, Άσαντ», ήταν το μόνο που
είπε. Παρέμειναν σιωπηλοί στην υπόλοιπη διαδρομή, βυθισμένοι στις σκέψεις τους, μέχρι που φάνηκε η πινακίδα για το Τελέζε. Ήταν ένα μέρος γνωστό, κυρίως, για το σιδηροδρομικό σταθμό του, ένα εργοστάσιο παραγωγής μηλίτη και έναν επαγγελματία ποδηλάτη ο οποίος αποβλήθηκε από τον Ποδηλατικό Γύρο της Γαλλίας, ενώ προηγούνταν. «Να, εδώ παρακάτω είναι», είπε ο Άσαντ, δείχνοντας προς τον κεντρικό δρόμο, το κέντρο του Τελέζε και ζωτική αρτηρία κάθε μικρής επαρχιακής πόλης. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση το αίμα είχε πάψει να κυκλοφορεί. Ίσως οι κάτοικοι να ήταν μποτιλιαρισμένοι στα ταμεία του τοπικού σούπερ μάρκετ ή απλώς να είχαν μετακομίσει.greekleech.info Σε κάθε περίπτωση, το μέρος δεν έδειχνε στα ντουζένια του. «Απέναντι από το εργοστάσιο εκεί πέρα», πρόσθεσε ο Άσαντ, δείχνοντας και πάλι προς ένα τούβλινο σπίτι, το οποίο έμοιαζε τόσο ζωντανό όσο μια σκουληκότρυπα χειμωνιάτικα. Μια μικροκαμωμένη γυναίκα με μάτια μεγαλύτερα ακόμα κι από του Άσαντ άνοιξε την πόρτα. Αμέσως μόλις είδε το αξύριστο πρόσωπό του, οπισθοχώρησε στο διάδρομο τρομαγμένη και φώναξε τον άντρα της να έρθει. Το δίχως άλλο είχε διαβάσει τα ρεπορτάζ των φυλλάδων για ληστείες μέρα μεσημέρι και νόμισε πως σε λίγο θα έπεφτε και η ίδια θύμα. «Τι γυρεύετε;» είπε ο άντρας.
Προφανώς, δεν τους περίμενε υποδοχή. Ούτε καν στοιχειώδης ευγένεια. Ο Καρλ σκέφτηκε πως η καλύτερη τακτική ήταν να προσποιηθεί τον εφοριακό, κι έτσι κράτησε την αστυνομική του ταυτότητα στην τσέπη του. «Έχετε ένα γιο, ονόματι Φλέμιν Εμίλ Μάντσεν. Σύμφωνα με τα αρχεία μας, δεν καταβάλλει τους φόρους που του αναλογούν. Δεν έχει εγγραφεί σε ασφαλιστικό φορέα, ούτε σε κάποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα, οπότε σκεφτήκαμε πως ήταν καλύτερα να έρθουμε και να του μιλήσουμε». Ο Άσαντ παρενέβη, λέγοντας: «Είστε μανάβης, κύριε Μάντσεν. Εργάζεται σ’ εσάς ο Φλέμιν;» Ο Καρλ κατάλαβε την τακτική του βοηθού του. Ήθελε να στριμώξει τον άντρα από την αρχή. «Μουσουλμάνος είσαι, ε;» απάντησε εκείνος. Ήταν μια απρόσμενη αντίδραση, εξαιρετική αντεπίθεση. Για πρώτη φορά, ο Άσαντ τα ’χασε. «Αυτό είναι προσωπικό θέμα του συναδέλφου μου», είπε ο Καρλ. «Εδώ, όμως, είναι το σπίτι μου και αποφασίζω εγώ», είπε ο άντρας κι έκανε να τους κλείσει την πόρτα κατάμουτρα. Ο Καρλ έβγαλε το σήμα του. «Ο κύριος αλ-Άσαντ κι εγώ προσπαθούμε να διαλευκάνουμε μια σειρά ανεξιχνίαστων φόνων. Έτσι κα τολμήσεις να με στραβοκοιτάξεις, σε συλλαμβάνω επιτόπου για το φόνο του γιου σου, Φλέμιν, πριν από πέντε χρόνια. Συνεννοηθήκαμε;» Ο άλλος δεν απάντησε, παρότι ήταν φανερό ότ
ταράχτηκε. Όχι με τον τρόπο που θα ταραζόταν κάποιος άδικα κατηγορούμενος, αλλά έτσι όπως θα αντιδρούσε κάποιος ένοχος. Πέρασαν μέσα στο σπίτι και το ζευγάρι τούς οδήγησε σε ένα καφετί μαονένιο τραπέζι, το οποίο θα αποτελούσε το όνειρο κάθε οικογένειας πριν από πενήντα χρόνια. Δεν ήταν στρωμένο με τραπεζομάντιλο, όμως υπήρχαν άφθονα σουπλά. «Δεν κάναμε κανένα κακό», είπε η γυναίκα, αγγίζοντας με τις άκρες των δαχτύλων της το σταυρό που κρεμόταν από το λαιμό της. Ο Καρλ έριξε μια ματιά ολόγυρα. Τουλάχιστον τρεις τουζίνες κορνιζαρισμένες φωτογραφίες παιδιών κάθε ηλικίας ήταν τοποθετημένες πάνω σε διάφορα δρύινα έπιπλα. Παιδιά και εγγόνια. Χαμογελαστά πρόσωπα, με τον απέραντο ουρανό να απλώνεται από πάνω τους. «Αυτά είναι τα παιδιά σας, φαντάζομαι», είπε ο Καρλ. Έγνεψαν καταφατικά. «Κι έχουν μεταναστεύσει όλα;» Έγνεψαν και πάλι καταφατικά. Φαίνεται ότι σπάνια χρησιμοποιούσαν λέξεις εδώ μέσα, σκέφτηκε ο Καρλ. «Στην Αυστραλία;» ρώτησε ο Άσαντ. «Μουσουλμάνος είσαι;» ρώτησε ξανά ο άντρας. Είχε κολλήσει σε αυτό. Δηλαδή, τι; Φοβόταν μήπως βλέποντας κάποιον που ασπαζόταν διαφορετική θρησκεία θα πέτρωνε, ή κάτι τέτοιο; «Είμαι ό,τι με έκανε ο Θεός», του απάντησε ο Άσαντ. «Κ εσύ; Ισχύει το ίδιο και για εσένα;»
Τα μάτια του άλλου στένεψαν. Πιθανώς να ήταν συνηθισμένος σε τέτοιου είδους συζητήσεις στο κατώφλι του σπιτιού άλλων ανθρώπων, όχι μέσα στο δικό του το σπίτι. «Ρώτησα αν τα παιδιά σας έχουν μεταναστεύσει στην Αυστραλία», επανέλαβε ο Άσαντ. Η σύζυγος έγνεψε καταφατικά. Τελικά, δεν ήταν αλλού γι’ αλλού. «Ορίστε», είπε ο Καρλ και ακούμπησε το σκίτσο του απαγωγέα στο τραπέζι. «Χριστέ μου», μουρμούρισε η γυναίκα, κάνοντας το σταυρό της. Ο άντρας σούφρωσε τα χείλη του. «Δεν είπαμε ποτέ λέξη σε κανέναν», απάντησε εκείνος κοφτά. Ο Καρλ κάρφωσε το βλέμμα πάνω του. «Αν νομίζετε πως είμαστε καθ’ οιονδήποτε τρόπο συνεργοί αυτού του ανθρώπου, κάνετε λάθος. Προσπαθούμε να τον εντοπίσουμε. Κι εσείς μπορείτε να μας βοηθήσετε να τον πιάσουμε». Ένας στεναγμός ξέφυγε από τα χείλη της γυναίκας. «Ζητώ συγνώμη αν μας βρίσκεται αδιάκριτους», είπε ο Καρλ. «Είναι ανάγκη να μας μιλήσετε ειλικρινά το ταχύτερο δυνατόν». Κατέβασε το δείκτη του πάνω στο σκίτσο. «Μπορείτε να επιβεβαιώσετε ότι ο άντρας αυτός απήγαγε δύο από τα παιδιά σας και ότι, στη συνέχεια, σκότωσε τον Φλέμιν, αφού πρώτα παρέλαβε ένα μεγάλο ποσό ως λύτρα;» Ο άντρας χλόμιασε φανερά. Όλη η δύναμη στην οποία στηριζόταν τόσα χρόνια για να μην καταρρεύσει, τώρα έφευγε από μέσα του. Η δύναμη να αντισταθεί στην οδύνη, να πε
ψέματα στους ομοθρήσκους του και να φτιάξει μια νέα ζωή, μακριά απ’ όλα όσα γνώριζε. Η δύναμη να απομονωθεί, να αποχαιρετήσει τα υπόλοιπα παιδιά του και να συνεχίσει μετά το οικονομικό πλήγμα που είχε δεχτεί. Και, το χειρότερο, η δύναμη να ζει γνωρίζοντας ότι ο άντρας ο οποίος είχε δολοφονήσει το λατρεμένο του γιο παρέμενε ελεύθερος κα τους παρακολουθούσε. Όλη αυτή τη δύναμη την άφησε να του φύγει, μέσα σε ένα σπίτι στο Τελέζε. Κάθισαν σιωπηλοί στο αυτοκίνητο για λίγο, προτού μιλήσει ο Καρλ. «Δε νομίζω ότι έχω δει ποτέ μου ανθρώπους πιο εξουθενωμένους απ’ ό,τι εκείνοι οι δύο», σχολίασε. «Τους ήταν πολύ δύσκολο όταν έβγαλαν τη φωτογραφία του Φλέμιν από το συρτάρι, νομίζω. Πιστεύεις πραγματικά πως δεν την είχαν κοιτάξει ούτε μία φορά από τότε που τον έχασαν, Καρλ;» ρώτησε ο Άσαντ, βγάζοντας το μπουφάν του, καθώς συνειδητοποιούσε πως δεν έκανε και τόσο κρύο. Ο Καρλ ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν ξέρω τι να πω. Το σίγουρο είναι πως δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν να πάρε πρέφα κάποιος πόσο πολύ εξακολουθούσαν να αγαπούν το αγόρι. Και ότι η ιστορία τους, πως δήθεν το εξοστράκισαν ο ίδιοι, ήταν πλαστή». «Πρέφα; Δεν είμαι σίγουρος πως καταλαβαίνω τι πάει να πει αυτό, Καρλ». «Να πάρει μυρωδιά. Πώς κάνει το κυνηγόσκυλο, όταν φερμάρει το θήραμά του;»
«Τι είναι το φερμάρει;» «Ξέχνα το, Άσαντ. Οι άνθρωποι αυτοί κρατούσαν κρυφή την αγάπη για το γιο τους. Κανείς άλλος δεν έπρεπε να το μάθει. Δεν ήξεραν ποτέ ποιος ήταν φίλος και ποιος θα μπορούσε να είναι εχθρός». Ο Άσαντ ατένισε για λίγο τα καφετιά χωράφια όπου σύντομα θα ξεπηδούσε η νέα ζωή. «Πόσες φορές λες να έκανε αυτό το πράγμα, Καρλ;» Σε αυτό, γαμώτο, τι απάντηση θα μπορούσε να δώσει; Δεν υπήρχε απάντηση. Ο Άσαντ έξυσε τα μελαψά μάγουλά του. «Πρέπει να τον πιάσουμε τώρα, Καρλ. Ναι; Πολύ απλά, πρέπει». Ο Καρλ έσφιξε τα δόντια. Ναι, έπρεπε να τον πιάσουν τώρα. Το ζευγάρι από το Τελέζε τούς είχε δώσει ένα νέο όνομα. Μπίργερ Σλοτ, έτσι τους είχε συστηθεί. Το σκίτσο από τη Σουηδία είχε επιβεβαιωθεί για τρίτη φορά. Ο Μάρτιν Χολτ είχε δίκιο. Τα μάτια του άντρα τον οποίο αναζητούσαν δεν ήταν τόσο σμιχτά. Όλα τα άλλα στοιχεία –το μουστάκι, τα μαλλιά, η έκφρασή του– ήταν πράγματα τα οποία έπρεπε να προσπεράσουν. Αναζητούσαν κάποιον που τα χαρακτηριστικά του ήταν έντονα και ταυτόχρονα κάπως ασαφή. Το μόνο πράγμα για το οποίο μπορούσαν να είναι εκατό τοις εκατό βέβαιοι ήταν ότι είχε παραλάβει τα λύτρα στο ίδιο ακριβώς σημείο, σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις. Στο τμήμα των σιδηροδρομικών γραμμών ανάμεσα στο Σόρε και το Σλάγιελσε, και ήδη γνώριζαν το συγκεκριμένο μέρος. Τους το είχε περιγράψει λεπτομερώς ο Μάρτιν Χολτ. Θα μπορούσαν να βρίσκονται εκεί σε είκοσι λεπτά, μόνο
που στο μεταξύ είχε σκοτεινιάσει για τα καλά. Διάολε. Αυτή θα ήταν η πρώτη τους προτεραιότητα το πρωί. «Τι λες να κάνουμε με την Ίρσα και τη Ρόζε;» πρόσθεσε ο Άσαντ. «Τίποτα. Θα προσπαθήσουμε να συμβιώσουμε με αυτή την κατάσταση». Ο Άσαντ έγνεψε καταφατικά. «Μάλλον είναι καμήλα με τρεις καμπούρες», σχολίασε με φιλοσοφική διάθεση. «Ορίστε;» «Έτσι λέμε στα μέρη μου. Περίεργη περίπτωση. Δύσκολο α την καβαλάς, αλλά έχει γούστο να τη χαζεύεις». «Μια καμήλα με τρεις καμπούρες. Λοιπόν, μου φαίνετα πως βρήκες μια ωραία περιγραφή, Άσαντ. Ακούγεται πολύ καλύτερα από το να πεις σχιζοφρενής». «Σχιζοφρενής; Στα μέρη μου, αυτό λέμε για έναν άνθρωπο που παινεύει κάποιον την ώρα που τον χέζει με τον κώλο του». Άντε, πάλι, τα ίδια.
38 ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΕΜΟΙΑΖΑΝ τόσο θολά και μακρινά. Σαν ένα όνειρο που δεν έφτασε ποτέ στο τέλος του. Σαν τη σχεδόν ξεχασμένη φωνή μιας μάνας. «Ίζαμπελ. Ίζαμπελ Γιόνσον, ξύπνα!» Οι λέξεις αντηχούσαν λες και το κρανίο της ήταν τόσο πελώριο, ώστε δεν μπορούσε να τις συγκρατήσε ενωμένες. Δοκίμασε να κινηθεί, και το μόνο που αισθάνθηκε ήταν το βάρος του ύπνου να την πλακώνει. Η νυσταλέα αίσθηση της αιώρησης ανάμεσα στο τότε και το τώρα. Κάποιος προσπαθούσε να τη συνεφέρει, κουνώντας την από τον ώμο. Προσεκτικά. Επανειλημμένα. «Με ακούς, Ίζαμπελ;» είπε μια φωνή. «Παίρνε βαθιές ανάσες». Άκουσε δάχτυλα να στρακίζουν μπροστά στο πρόσωπό της, όμως δεν κατάφερε να καταλάβει τι συνέβαινε. «Είχες τροχαίο ατύχημα, Ίζαμπελ», την πληροφόρησε κάποιος. Παραδόξως, αυτό το ήξερε. Τώρα μόλις δεν είχε συμβεί; Οι αλλεπάλληλες ανατροπές και ύστερα το τέρας που πλησίασε στο σκοτάδι. Τώρα μόλις δεν είχαν συμβεί όλα αυτά; Αισθάνθηκε ένα τσίμπημα στο μπράτσο της. Άραγε, ήταν πραγματικό ή έβλεπε όνειρο;
Ξαφνικά, ένιωσε να κυλάει ορμητικά το αίμα μέσα στο κεφάλι της, το μυαλό της να συνέρχεται, να βάζει σε τάξη το χάος. Ήταν μια τάξη ανεπιθύμητη. Και τότε, θυμήθηκε, αν και θολά. Εκείνον. Τον άντρα. Πήρε μια κοφτή ανάσα κι ένιωσε ξανά το γδάρσιμο στο λαιμό, την ανάγκη να βήξει, που την έκανε να αισθάνεται σαν α πνιγόταν. «Ηρέμησε τώρα, Ίζαμπελ», είπε η φωνή. Κάποιος της έσφιξε το χέρι. «Σου δώσαμε κάτι για να συνέλθεις κάπως, αυτό είναι όλο». Δεύτερο σφίξιμο. Τα πάντα μέσα της έλεγαν « ναι, να ανταποδώσεις το σφίξιμο, Ίζαμπελ. Δείξ’ τους ότι είσαι ζωντανή. Δείξ’ τους ότι είσαι ακόμα εδώ».
«Τραυματίστηκες βαριά, Ίζαμπελ. Βρίσκεσαι στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Νοσοκομείου Ριγκς, στην Κοπεγχάγη. Καταλαβαίνεις τι σου λέω;» Εκείνη πήρε ανάσα και άντλησε όλες τις δυνάμεις της προκειμένου να νεύσει καταφατικά. Ήταν μια σχεδόν ανεπαίσθητη κίνηση. Ίσα που την αισθάνθηκε η ίδια. «Μπράβο, Ίζαμπελ. Το είδαμε αυτό». Ξανά σφίξιμο στο χέρι. «Σε έχουμε βάλει σε έλξη, οπότε δε θα μπορέσεις να κινηθείς αν το επιχειρήσεις. Έχεις υποστεί πολλαπλά κατάγματα, Ίζαμπελ, όμως θα γίνεις καλά. Είμαστε πολύ πιεσμένοι τώρα, αλλά μόλις υπάρξει κενό, θα περάσει μια οσοκόμα για να σε ετοιμάσει ώστε να μεταφερθείς σε άλλο θάλαμο. Καταλαβαίνεις, Ίζαμπελ;» Έσφιξε και πάλι τους μυς του λαιμού της.
«Ωραία. Το ξέρουμε πως σου είναι δύσκολο να επικοινωνήσεις, όμως σε λίγο θα μπορέσεις να μιλήσεις ξανά. Έσπασες το σαγόνι σου, οπότε το ακινητοποιήσαμε για κάθε ενδεχόμενο». Τώρα ένιωθε την περίδεση στο κρανίο της. Τις βαριές σακούλες που ήταν κολλημένες πάνω στους γοφούς της, λες και την είχαν θάψει στην άμμο. Δοκίμασε να ανοίξει τα μάτια της, όμως δεν την υπάκουσαν. «Καταλαβαίνω από το ανασήκωμα των φρυδιών σου ότ προσπαθείς να ανοίξεις τα μάτια σου, Ίζαμπελ, όμως καλύπτονται από επιδέσμους, δυστυχώς. Είχες θραύσματα γυαλιού στους βολβούς, αλλά θα ξαναδείς τον ήλιο να λάμπει σε μια δυο εβδομάδες, κάνε λίγη υπομονή». Σε μια δυο εβδομάδες! Γιατί ήταν τόσο κακό αυτό; Γιατ ένιωσε σουβλίσματα διαμαρτυρίας να διατρέχουν το κορμ της στη σκέψη αυτή; Τόσο πολύτιμος ήταν ο χρόνος; « Έλα, Ίζαμπελ, προσπάθησε», ψιθύρισε μια φωνή μέσα της. « Τι είναι αυτό που δεν πρέπει να συμβεί; Τι συνέβη ήδη; Ο άντρας, και τι άλλο;» Συνέλαβε τον εαυτό της να σκέφτεται πως η πραγματικότητα μπορούσε να είναι πολλά πράγματα. Ο εραστής που δεν εμφανίστηκε ποτέ, κι όμως υπήρχε στα όνειρά της. Τα σκοινιά που κρέμονταν από την οροφή του παλιού γυμναστηρίου στο σχολείο, τα οποία δεν κατάφερε να ανέβει μέχρι τέλους. Η πραγματικότητα ήταν, επίσης, τα πράγματα τα οποία περίμεναν να συμβούν. Ήταν η ίδια η πίεση που ένιωθε στους κροτάφους της. Η αίσθηση αυτή ήταν εξίσου απτή.
Έτσι, ανάσανε ήρεμα και κατέγραψε όλες εκείνες τις εντυπώσεις που συγκροτούσαν τη συνείδησή της. Αρχικά εμφανίστηκε η δυσφορία, μετά η ανησυχία και, τελικά, η ταραχή, παρεμβάλλοντας πρόσωπα και ήχους και λέξεις στην μπερδεμένη αλυσίδα των σκέψεών της. Για μία ακόμα φορά, ένιωσε μέσα της το ασυναίσθητο επιφώνημα που συνοδεύει μια ξαφνική συνειδητοποίηση. Τα παιδιά. Ο άντρας, ο απαγωγέας τους. Και η Ράκιλ. «Χμνννννν», άκουσε τον εαυτό της να βογκάει πίσω από τα ακινητοποιημένα δόντια της. «Ναι, Ίζαμπελ;» Αισθάνθηκε την παλάμη να τραβιέται και μια ζεστή ανάσα α περνάει πάνω από το πρόσωπό της. «Τι προσπαθείς να πεις;» ρώτησε η φωνή, πολύ κοντά της πλέον. «Ααααεεχχχ». «Καταλαβαίνει κανείς τι θα μπορούσε να λέει;» ρώτησε η φωνή, απευθυνόμενη αλλού. «Αααακλλλ». «Για τη φίλη σου ρωτάς να μάθεις, Ίζαμπελ;» Κατάφερε να κάνει έναν κοφτό ήχο. «Ναι, αυτό ρωτάς, έτσι δεν είναι; Πώς τα πάει η γυναίκα μαζί με την οποία σε έφεραν εδώ». Έκανε τον ίδιο ήχο. «Είναι ζωντανή, Ίζαμπελ! Εδώ, δίπλα σου είναι», είπε μια καινούρια φωνή από τα πόδια του κρεβατιού. «Βέβαια, είνα
σε χειρότερη κατάσταση από εσένα, δυστυχώς. Πολύ χειρότερη. Δεν ξέρουμε ακόμα αν θα τα βγάλει πέρα. Πάντως, είναι ζωντανή, και ο οργανισμός της δείχνει δυνατός, οπότε ελπίζουμε για το καλύτερο». Μπορεί να είχε περάσει μία ώρα ή ένα λεπτό, ή ακόμα και μια ολόκληρη μέρα από την τελευταία φορά που πέρασαν να δουν πώς τα πήγαινε. Ο χρόνος ήταν ελαστικός. Ολόγυρά της ακουγόταν το βουητό ήσυχων μηχανημάτων και ένας αχνός βόμβος που έδειχνε τους χτύπους της καρδιάς της. Τα σεντόνια από κάτω της τα ένιωθε ιδρωμένα και το δωμάτιο ήταν ζεστό. Ίσως να της είχαν κάνει κάποια ένεση που προκαλούσε αυτές τις αισθήσεις. Ή μπορεί να ήταν το σώμα της. Απέξω περνούσαν κουδουνίζοντας μεταλλικά καροτσάκια και ακούγονταν φωνές, σαν ακομπανιαμέντο. Άραγε, ήταν η ώρα του βραδινού φαγητού; Ήταν νύχτα; Ιδέα δεν είχε. Βόγκηξε, όμως δε συνέβη τίποτα. Εστίασε την προσοχή της στο κενό ανάμεσα στους χτύπους της καρδιάς της κα στον παλμό στο μεσαίο δάχτυλό της, πάνω στο οποίο ήταν προσαρτημένη κάποια μικρή συσκευή. Δευτερόλεπτα ή κλάσματα δευτερολέπτου, δεν ήταν σίγουρη. Πάντως, ένα πράγμα τής ήταν σαφές. Οι σφυγμοί που άκουγε να αποτυπώνονται με ηλεκτρονικούς βόμβους δίπλα της ανήκαν σε κάποιο άλλο άτομο. Είχε ανακτήσει τις αισθήσεις της αρκετά ώστε να μην έχει την παραμικρή αμφιβολία. Δεν ανήκαν στην ίδια. Κράτησε την ανάσα της για μια στιγμή. Αμέσως άκουσε
τον ήχο της συσκευής παρακολούθησης. Μπιπ, μπιπ. Κ στερα, μια άλλη συσκευή, που έκανε έναν αμυδρό ήχο σαν ρούφηγμα, ο οποίος σταματούσε απότομα και ύστερα τον ακολουθούσε ένας άλλος ήχος, που έμοιαζε με αυτόν που κάνουν οι υδραυλικές πόρτες των λεωφορείων όταν ανοίγουν. Ήταν ένας ήχος που είχε ακούσει κι άλλοτε, στη διάρκεια των ατέλειωτων ωρών δίπλα στο κρεβάτι της μητέρας της, προτού κλείσουν, τελικά, τη μηχανική υποστήριξη και της επιτρέψουν να ησυχάσει. Η ασθενής με την οποία μοιραζόταν το δωμάτιο δεν μπορούσε να αναπνέει μόνη της. Και η ασθενής αυτή ήταν η Ράκιλ. Αυτό δεν της είχαν πει; Ήθελε να γυρίσει στο πλάι. Να ανοίξει τα μάτια της και να σκίσει το σκοτάδι. Να δει τη γυναίκα στο πλευρό της που αγωνιζόταν να κρατηθεί στη ζωή. Ήθελε να προφέρει το όνομά της: Ράκιλ. Να της πει πως θα τα έβγαζαν πέρα, κι ας μην το πίστευε πραγματικά. Ίσως να μην απέμενε τίποτα για τη Ράκιλ, όταν ξυπνούσε. Τα θυμόταν όλα πλέον, πάρα πολύ καθαρά. Ο άντρας της ήταν νεκρός. Δύο από τα παιδιά της βρίσκονταν κάπου εκεί έξω. Κι ο απαγωγέας δεν είχε πλέον κανένα λόγο να τα κρατήσει στη ζωή. Ήταν τρομερό, και η ίδια δεν μπορούσε να κάνει το παραμικρό. Ένιωσε κάτι υγρό να αναβλύζει στα μάτια της. Πυκνότερο από δάκρυα, αλλά και πάλι ρευστό. Ο επίδεσμος που ήταν
τυλιγμένος γύρω από το κεφάλι της ξαφνικά της φαινόταν πιο σφιχτός πάνω στα βλέφαρά της. Αίμα είναι αυτό που τρέχει; αναρωτήθηκε, προσπαθώντας α μην υποκύψει στην οδύνη και την ανημποριά. Σε τι θα ωφελούσαν οι λυγμοί; Το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν α νιώσει πόνο, τον οποίο κανένα φάρμακο που θα της έδιναν δε θα τον καταλάγιαζε. Άκουσε την πόρτα να ανοίγει σιγανά κι ένιωσε τον αέρα από το διάδρομο να περνάει μέσα στο βουβό δωμάτιο. Κατέγραψε τους ήχους. Βήματα στο σκληρό δάπεδο. Μετρημένα. Πολύ προσεκτικά. Κάποιος ανήσυχος γιατρός, που παρακολουθούσε τώρα τους σφυγμούς της Ράκιλ; Κάποια νοσοκόμα, ίσως, που αναρωτιόταν πόσος χρόνος θα μεσολαβούσε μέχρι να καταστεί ανώφελη η μηχανική υποστήριξη; «Είσαι ξύπνια, Ίζαμπελ;» ψιθύρισε μια φωνή, έχοντας για πόκρουση τους πεισματικούς ήχους των μηχανημάτων. Η φωνή την έκανε να ξαφνιαστεί. Δεν ήξερε γιατί. Ύστερα έγνεψε καταφατικά, ανεπαίσθητα. Αποδείχτηκε πως ήταν αρκετό. Ένιωσε ένα χέρι να κλείνει γύρω από το δικό της. Όπως τότε που ήταν παιδί κι αισθανόταν παραμελημένη στην αυλή του σχολείου. Όπως εκείνη τη φορά που είχε απομείνει να στέκεται έξω από τη σχολή χορού, καθώς δεν έβρισκε το θάρρος να μπει μέσα. Το ίδιο χέρι την είχε παρηγορήσει και τότε. Ένα ζεστό, στοργικό και ανιδιοτελές χέρι. Του αδερφού της. Του
θαυμάσιου, προστατευτικού, μεγαλύτερου αδερφού της. Κι εκείνη τη στιγμή, όταν αισθάνθηκε επιτέλους ασφαλής, η ανάγκη να ουρλιάξει θέριεψε μέσα της. «Ναι, σωστά κατάλαβες, Ίζαμπελ», είπε ο αδερφός της. «Μην το καταπιέζεις άλλο. Μπορείς να ξεσπάσεις. Όλα θα πάνε καλά. Θα τα καταφέρετε, και οι δύο. Και εσύ και η φίλη σου». Θα τα καταφέρουμε; Επανέλαβε τις λέξεις από μέσα της, σαν ερώτηση, καθώς πάλευε να ανακτήσει τον έλεγχο της φωνής της, της γλώσσας της, της αναπνοής της. Βοήθησέ μας, ήθελε να πει. Ψάξε το αυτοκίνητό μου. Βρες τη διεύθυνσή του στο ντουλαπάκι του συνοδηγού. Το GPS θα σου φανερώσει από πού περάσαμε. Θα είναι η σπουδαιότερη σύλληψη στη σταδιοδρομία σου. Ήταν έτοιμη να γονατίσει μπροστά στον επουράνιο Κύριο της Ράκιλ, αρκεί μονάχα Εκείνος να της χάριζε τη δύναμη της ομιλίας για μια στιγμή. Για μια ανάσα. Όμως παρέμεινε ξαπλωμένη, μουγκή, και το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ακούει το ρόγχο στο λαρύγγι της. α αφουγκράζεται λέξεις οι οποίες διαλύονταν σε σύμφωνα και φωνήεντα, σύμφωνα και φωνήεντα τα οποία μετατρέπονταν σε σάλιο που άφριζε ανάμεσα στα δόντια της. Γιατί δεν είχε τηλεφωνήσει στον αδερφό της όταν είχε την ευκαιρία; Γιατί δεν είχε κάνει το σωστό; Μήπως είχε φανταστεί πως ήταν καμιά Σουπεργούμαν, ικανή να σταματήσει μόνη της τον ίδιο το διάβολο; «Είσαι τυχερή που δεν οδηγούσες εσύ, Ίζαμπελ. Θα σου ασκηθεί δίωξη, φυσικά, αν και δε νομίζω πως θα σε
καταδικάσουν για ηθική αυτουργία σε επικίνδυνη οδήγηση. Πάντως, θα πρέπει να βρεις καινούριο αυτοκίνητο». Ο αδερφός της γέλασε πνιχτά, βεβιασμένα. Όμως η κατάσταση δεν ήταν για γέλια. «Τι συνέβη, Ίζαμπελ;» τη ρώτησε, κι ας μην είχε δείξε ακόμα εκείνη ικανή να μιλήσει. Σούφρωσε ελαφρά τα χείλη της. Ίσως και να την καταλάβαινε. Μέσες άκρες, έστω. Τότε ακούστηκε ο ήχος μιας σκοτεινής φωνής από τη μεριά του κρεβατιού της Ράκιλ. «Λυπάμαι, αλλά θα πρέπει να σας διώξουμε ξανά, κύριε Γιόνσον. Η Ίζαμπελ θα μεταφερθεί τώρα σε άλλο θάλαμο. Θα μπορούσατε να πάτε στην καφετέρια, στο μεταξύ. Θα σας ενημερώσουμε για το πού μεταφέρθηκε η Ίζαμπελ όταν επιστρέψετε. Ας πούμε, σε μισή ώρα;» Δεν αναγνώρισε τη φωνή ως μία από εκείνες που είχε ακούσει. Όμως, όταν η φωνή μίλησε ξανά, και ο αδερφός της σηκώθηκε τελικά, σφίγγοντάς της ελαφρά το χέρι για να της πει ότι θα επέστρεφε αργότερα, εκείνη κατάλαβε πως ήταν μάταιο. Κι αυτό γιατί γνώριζε εκείνη τη φωνή, τη μοναδική πλέον μέσα στο δωμάτιο. Τη γνώριζε πάρα πολύ καλά. Για μια φευγαλέα στιγμή, είχε νομίσει πως ίσως αυτό να της έδινε ένα λόγο για να ζήσει. Τώρα, συνειδητοποιούσε πως απείχε μακράν από την αλήθεια.
39 Ο ΚΑΡΛ ΕΙΧΕ ΠΕΡΑΣΕΙ τη νύχτα με τη Μόνα και κόντεψε να αφήσει τα κόκαλά του στο κρεβάτι. Αυτή τη φορά, εκείνη δεν περίμενε να της πει γλυκόλογα, ούτε να τη διαβεβαιώσει πως ήταν η μοναδική γυναίκα στη ζωή του. Είχε τραβήξει μεμιάς την μπλούζα της πάνω από το κεφάλι και είχε απαλλαγεί από τα εσώρουχά της με ασύλληπτη ευελιξία. Μετά, του είχε πάρει ένα μισάωρο για να συνειδητοποιήσε πού βρισκόταν και άλλη μισή ώρα για να λογαριάσει αν θα κατάφερνε να επιβιώσει από ένα δεύτερο γύρο. Ήταν μια διαφορετική γυναίκα μετά την επιστροφή της από την Αφρική. Πολύ πιο απαιτητική, πολύ περισσότερο παρούσα ξαφνικά. Οι λεπτές ρυτίδες γύρω από τα μάτια της του έκοβαν την ανάσα. Το ελαφρύ μειδίαμα των βαμμένων χειλιών της θα μετατρεπόταν, από τη μια στιγμή στην άλλη, σε χαμόγελο που θα διέγραφε κάθε σκέψη από το μυαλό του. Αν υπήρχε μια γυναίκα πλασμένη για εκείνον, ήταν αυτή εδώ, σκέφτηκε καθώς τον πλησίαζε ξανά με τη θερμή της ανάσα, γρατσουνώντας τον ελαφρά με τα νύχια της. Το επόμενο πρωί, όταν τον ξύπνησε, ήταν ήδη ντυμένη και έτοιμη για τη μέρα που ξεκινούσε. Αισθησιακή, χαμογελαστή, αεράτη. Τι άλλη απόδειξη χρειαζόταν ένας άντρας χωμένος ακόμα κάτω από το πάπλωμα, με πόδια βαριά σαν μολύβι;
Η γυναίκα αυτή ήταν ανώτερή του από κάθε άποψη. «Τι σου συνέβη, Καρλ;» ρώτησε ο Άσαντ, καθώς έμπαιναν στο αυτοκίνητο. Ο Καρλ δεν είχε κουράγιο να απαντήσει. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, τη στιγμή που ένιωθε το σώμα του λες και τον είχε πατήσει λεωφορείο και τα «καρύδια» του να πονούν σαν αποστήματα; «Πλησιάζουμε στο Βεντμπισένερ», είπε ο Άσαντ, έπειτα από σχεδόν μία ώρα που παρακολουθούσε τις διαγραμμίσεις του δρόμου να περνούν από δίπλα του. Ο Καρλ τράβηξε το βλέμμα του από το GPS και κοίταξε τη μικρή συστάδα από φάρμες και αγροτόσπιτα, κυκλωμένη από χωράφια. Αραιοκατοικημένη περιοχή. Αξιοπρεπή οδοστρώματα. Δέντρα και σημεία με πυκνή βλάστηση. Καλό μέρος για να παραλάβει κάποιος λύτρα. «Συνέχισε μετά το κτίριο εκεί πέρα». Ο Άσαντ έδειξε παρακάτω στο δρόμο. «Διασχίζουμε μια γέφυρα, κι από εκε και ύστερα πρέπει να έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα». Αμέσως μόλις εμφανίστηκε η πρώτη φάρμα δίπλα στη σιδηροδρομική γέφυρα, ο Καρλ αναγνώρισε το μέρος που του είχε περιγράψει ο Μάρτιν Χολτ. Αγροτόσπιτα και στις δύο πλευρές του δρόμου. Οι γραμμές που περνούσαν πίσω από τα σπίτια στα αριστερά. Λίγο παρακάτω, δύο κτίρια μόνα τους, κ έπειτα, διαγωνίως, ένας άστρωτος παράδρομος που οδηγούσε προς τις γραμμές. Παρακάτω, μια συστάδα δέντρων και πυκνότερη βλάστηση στη στροφή. Αυτό ήταν το σημείο όπου τουλάχιστον δύο από τα θύματα του απαγωγέα
είχαν πετάξει τα χρήματά τους από το τρένο. Σταμάτησαν στον παράδρομο, ο οποίος περνούσε κάτω από μια μικρή γέφυρα, και άναψαν τον μπλε φάρο, ώστε να φαίνονται καθαρά σε περίπτωση που περνούσε από εκε κάποιο άλλο όχημα, μέσα στην πρωινή ομίχλη. Ο Καρλ κατέβηκε από το αυτοκίνητο με δυσκολία κα σκέφτηκε να τονωθεί λιγάκι ανάβοντας τσιγάρο. Ο Άσαντ είχε καρφώσει ήδη το βλέμμα του στο έδαφος μπροστά του. «Είναι βρεγμένα εδώ», είπε, μονολογώντας βασικά. «Πολύ βρεγμένα. Εντάξει, έβρεχε τον τελευταίο καιρό, αλλά όχι τόσο πολύ. Δες και μόνος σου». Έδειξε δύο σημάδια από ρόδες που φαίνονταν καθαρά στο χώμα. «Κοίτα. Ένα αυτοκίνητο ήρθε σε αυτό το σημείο, πολύ αργά», παρατήρησε, ενώ έσκυβε. «Κι εδώ επιτάχυνε, σαν να βιαζόταν». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. «Είτε επιτάχυνε είτε σπίναραν οι ρόδες του, επειδή ήταν τόσο βρεγμένα». Άναψε τσιγάρο και κοίταξε τριγύρω. Ήξεραν ότι δύο άντρες είχαν πετάξει σάκους οι οποίοι περιείχαν λύτρα από το παράθυρο κάποιου τρένου στο χωράφι εδώ, όμως κανείς τους δεν είχε δει το αυτοκίνητο. Το μόνο που είχαν δει ήταν ένα φανό αναλαμπής που αναβόσβηνε. Και στις δύο περιπτώσεις, το τρένο είχε έρθει από τα ανατολικά, επομένως οι σάκοι θα μπορούσαν να είχαν καταλήξει οπουδήποτε στο χωράφι, μέχρι κι εκείνο το αγροτόσπιτο που έστεκε παράμερα, σε απόσταση καμιά διακοσαριά μέτρων. Το οίκημα έμοιαζε να έχει ανακαινιστε
πρόσφατα, επομένως οι ιδιοκτήτες του ίσως να μη βρίσκονταν εδώ το 2004, όταν ο πατέρας του Φλέμιν Εμίλ Μάντσεν πέταξε τα λύτρα. Ακόμα κι αν βρίσκονταν, ήταν απίθανο να είχαν δει κάτι που θα πρόσφερε κάποια χρήσιμη πληροφορία στην Αστυνομία. Έτσι συνέβαινε συνήθως. Ο Καρλ έφερε τα χέρια στο σβέρκο του και τεντώθηκε, φυσώντας τον καπνό του στο νοτισμένο αέρα που σηκωνόταν από τη γη, φέρνοντας τις πρώτες νότες ζεστασιάς του Μάρτη. Το άρωμα της Μόνα ήταν ακόμα στα ρουθούνια του. Άντε τώρα να συγκεντρωθεί στη δουλειά. Πώς μπορούσε α σκεφτεί οτιδήποτε, πέρα από το πότε θα την έβλεπε ξανά; «Κοίτα, Καρλ. Φεύγει ένα αυτοκίνητο από το σπίτι εκε πέρα». Ο Άσαντ έδειξε προς το αγροτόσπιτο. «Να το σταματήσουμε, τι λες κι εσύ;» Ο Καρλ άφησε το τσιγάρο να πέσει κάτω και το έσβησε με το παπούτσι του. Η γυναίκα που καθόταν στη θέση του οδηγού έδειχνε ανήσυχη καθώς σταμάτησε πίσω από τον αναμμένο μπλε φάρο. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε. «Έχουν κάποιο πρόβλημα τα φώτα μου;» Ο Καρλ ανασήκωσε τους ώμους. Πώς να το ήξερε; «Μας ενδιαφέρει αυτό το οικόπεδο. Σ’ εσάς ανήκει;» Η γυναίκα έγνεψε καταφατικά. «Μέχρι τα δέντρα εκεί πέρα. Γιατί ρωτάτε;» «Γεια, με λένε Χαφέζ αλ-Άσαντ», είπε ο Άσαντ, τείνοντας το τριχωτό χέρι του μέσα από το παράθυρο του αυτοκινήτου. «Μήπως έτυχε να δείτε ποτέ κάποιον να πετάει κάτι από το
τρένο προς τα εδώ;» «Όχι, δε νομίζω. Για πότε λέτε;» ρώτησε η γυναίκα. Το βλέμμα της είχε ζωηρέψει τώρα, καθώς συνειδητοποιούσε πως δε θα της έκοβαν πρόστιμο. «Αρκετές φορές. Πριν από μερικά χρόνια, ίσως. Έχετε δε κάποιο αυτοκίνητο να περιμένει εδώ;» «Πριν από χρόνια, όχι. Πρόσφατα μετακομίσαμε». Χαμογέλασε, φανερά ανακουφισμένη. «Μόλις τελειώσαμε την ανακαίνιση. Κοιτάξτε, έχουμε ακόμα τις σκαλωσιές στην πίσω πλευρά». Έδειξε προς το σπίτι κι ύστερα έστρεψε το βλέμμα της στον Καρλ. Ίσως να της έμοιαζε με άνθρωπο που ήξερε περισσότερα πράγματα για σκαλωσιές, σε σχέση με τον Άσαντ. Ο Καρλ ετοιμαζόταν να την ευχαριστήσει. Να παραμερίσε σαν τελωνειακός και να της ευχηθεί καλή συνέχεια στο ταξίδ της. Λογάριαζε να ανάψει κι άλλο τσιγάρο και να σκεφτε ξανά τη Μόνα. «Πάντως, ήταν ένα αυτοκίνητο εδώ προχτές, την ίδια ώρα που έγινε εκείνο το τρομερό δυστύχημα κοντά στο Λίντεμπγιερ», συνέχισε η γυναίκα. Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Τα σημάδια από ρόδες στο χώμα. Η έκφραση της γυναίκας άλλαξε. «Απ’ ό,τι ακούστηκε, προηγήθηκε καταδίωξη. Δύο γυναίκες, που επέβαιναν στο ένα αμάξι, τραυματίστηκαν πολύ σοβαρά. Ο ξάδερφος του γαμπρού μου ήταν στο πλήρωμα του ασθενοφόρου που έφτασε εκεί. Είπε πως μετά βίας τις έβγαλαν ζωντανές». Λογικό, σκέφτηκε ο Καρλ. Η οδήγηση ήταν επικίνδυνη
πόθεση στην επαρχία. Σάμπως είχαν και τίποτε άλλο να κάνουν από το να πατούν τέρμα το γκάζι στην ερημιά; «Τι είδους αυτοκίνητο ήταν;» ρώτησε ο Άσαντ. Η γυναίκα έσφιξε τα χείλη της για μια στιγμή. «Τα πίσω φώτα είδαμε μονάχα, τίποτε άλλο, και ύστερα έσβησαν κ αυτά. Ίσα που φαίνεται αυτό το σημείο από το καθιστικό μας, όταν βλέπουμε τηλεόραση. Με τον άντρα μου σκεφτήκαμε πως ήταν κάποιο ζευγαράκι στα σιρόπια». Έγειρε το κεφάλι της δεξιά αριστερά. Μάλλον εννοούσε πως δεν το απαγόρευε ο νόμος και ότι το είχε κάνει και η ίδια αρκετές φορές. «Ξαφνικά, όμως, τα φώτα χάθηκαν», συνέχισε. «Είδαμε τα φώτα ενός άλλου αυτοκινήτου, και ύστερα τα δύο αμάξια εξαφανίστηκαν. Ο άντρας μου σκέφτηκε αργότερα πως μπορεί να ήταν τα ίδια αυτοκίνητα μ’ εκείνα που ενεπλάκησαν στο τροχαίο».greekleech.info Χαμογέλασε απολογητικά, σαν α ζητούσε την κατανόησή τους. «Έχει μια έφεση στο μελόδραμα». «Είπατε πως αυτά συνέβησαν τη Δευτέρα;» Ο Καρλ έριξε μια ματιά προς τα σημάδια από τις ρόδες. Όποιος κι αν είχε σταματήσει εδώ, είχε διαλέξει πράγματι στρατηγικό σημείο. Καλή ορατότητα. Κοντά στις γραμμές. Και σε περίπτωση που συνέβαινε κάτι απρόσμενο, μπορούσε να επιστρέψει στο δρόμο μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. «Αναφέρατε κάποιο τροχαίο», συνέχισε. «Πού ακριβώς συνέβη;» «Στην απέναντι πλευρά του Λίντεμπγιερ. Παλιότερα, η αδερφή μου ζούσε καμιά διακοσαριά μέτρα παρακάτω από το σημείο εκείνο». Ένευσε κοφτά με το κεφάλι. «Μετανάστευσε
στην Αυστραλία, στο μεταξύ». Κι ύστερα τους είπε πως συμπτωματικά προς τα εκε πήγαινε και η ίδια, οπότε θα τους υποδείκνυε το σημείο. Η γυναίκα οδηγούσε με πενήντα χιλιόμετρα το πολύ διασχίζοντας το δάσος, με τον Καρλ κολλημένο στον πίσω προφυλακτήρα της. «Μήπως να κλείναμε το φάρο τώρα πια;» ρώτησε ο Άσαντ μερικά χιλιόμετρα παρακάτω στο δρόμο. Ο Καρλ έστρεψε τα μάτια προς τα πάνω νευριασμένος. Φυσικά, πώς το είχε ξεχάσει; Η μικρή τους φάλαγγα πρέπε α έμοιαζε γελοία, έτσι όπως τσουλούσε με ρυθμό σαλιγκαριού. «Κοίτα». Ο Άσαντ έδειξε προς ένα σημείο του δρόμου όπου ο ήλιος είχε αρχίσει πια να στεγνώνει την πρωινή πάχνη. Το είδε και ο Καρλ. Σημάδια από λάστιχα, στο απέναντ ρεύμα, κι ύστερα, δέκα μέτρα παρακάτω, ένα δεύτερο ζευγάρι, στη δική τους λωρίδα. Ο Άσαντ έγειρε προς τα εμπρός και παρατήρησε το δρόμο μέσα από το παρμπρίζ. Πιθανότατα στο μυαλό του εξελισσόταν μια καταδίωξη αυτοκινήτων. Έμοιαζε έτοιμος να στρίψει απότομα ένα φανταστικό τιμόνι από στιγμή σε στιγμή και να πατήσει ανύπαρκτα πεντάλ. «Να, κι εκεί!» αναφώνησε, δείχνοντας κι άλλα σημάδια στο οδόστρωμα, που έδιναν την εντύπωση ότι κάποιο όχημα είχε φρενάρει ακαριαία. Τότε, η γυναίκα μπροστά τους σταμάτησε και κατέβηκε. «Εδώ συνέβη», είπε, γνέφοντας προς τον κορμό ενός
δέντρου που είχε σχεδόν απογυμνωθεί από το φλοιό του. Περπάτησαν για λίγο τριγύρω κι εντόπισαν μερικά θραύσματα από σπασμένα φώτα, καθώς και βαθιές χαρακιές στο οδόστρωμα. Προφανώς, το δυστύχημα ήταν πολύ σοβαρό, αν και οι λόγοι για τους οποίους είχε συμβεί δεν ήταν εξίσου προφανείς. Θα έπρεπε να ζητήσουν πληροφορίες από τους συναδέλφους τους στην Τροχαία. «Εντάξει, ας γυρίσουμε πίσω», είπε ο Καρλ. «Μήπως θα ήθελες να οδηγήσω εγώ στην επιστροφή, Καρλ;» Ο Καρλ κοίταξε το βοηθό του. Όλα αυτά τα πρόσφατα σημάδια επικίνδυνης οδήγησης διόλου θελκτική δεν καθιστούσαν τη συγκεκριμένη προοπτική. Κάθε άλλο. «Ας ρωτήσουμε πρώτα τα παλικάρια της Τροχαίας», είπε κα κάθισε πίσω από το τιμόνι. Ο Καρλ δε γνώριζε τον αξιωματικό που είχε αναλάβει την πόθεση και ήταν υπεύθυνος για την επιτόπια έρευνα, όμως του ενέπνεε σαφώς εμπιστοσύνη. «Μεταφέραμε το καταστραμμένο όχημα στην Κόνγκστεντσβαϊ, ώστε να γίνει λεπτομερής έλεγχος», είπε ο άντρας στο τηλέφωνο. «Εντοπίσαμε ίχνη από την μπογιά του άλλου αυτοκινήτου σε διάφορα σημεία πρόσκρουσης, αν κα δεν είμαστε ακόμα βέβαιοι για την ακριβή σύστασή της. Πάντως, είναι σκουρόχρωμη, πιθανότατα ανθρακίτης, όμως η τριβή κατά τη στιγμή της πρόσκρουσης ενδεχομένως να επηρέασε τον τόνο της». «Και τα θύματα;» ρώτησε ο Καρλ. «Επέζησαν;»
Ο αξιωματικός της Τροχαίας τού έδωσε δύο αριθμούς ληξιαρχείου για να το ελέγξει μόνος του. «Επομένως, απ’ ό,τι είστε σε θέση να γνωρίζετε, ενεπλάκη και δεύτερο όχημα;» Ο αξιωματικός στην άλλη άκρη της γραμμής γέλασε. «Είναι απολύτως βέβαιο αυτό. Απλώς δεν έχουμε βγει ακόμα α το πούμε δημόσια. Υπάρχουν σαφείς ενδείξεις καταδίωξης σε αρκετά σημεία του δρόμου, σε απόσταση τουλάχιστον δυόμισι χιλιομέτρων πριν το σημείο του δυστυχήματος. Τα οχήματα κινούνταν με μεγάλη ταχύτητα, ξέφρενα. Επομένως, αν οι δύο κυρίες που βρήκαμε εκε εξακολουθούν να είναι ζωντανές, θα το χαρακτήριζα θαύμα». «Και ο άλλος οδηγός, παραμένει άγνωστος;» Ο αξιωματικός της Τροχαίας το επιβεβαίωσε. «Ρώτα τον για τις γυναίκες, Καρλ», ψιθύρισε ο Άσαντ από τη θέση του συνοδηγού. Αυτό έκανε. Ποιες ήταν; Πώς γνωρίζονταν; Τέτοιου είδους ερωτήσεις. «Λοιπόν», απάντησε ο άλλος. «Και οι δύο είναι κάτοικο του Βίμπορ, πράγμα που είναι μάλλον περίεργο, μιας και το τροχαίο συνέβη στη μέση του πουθενά, στο Νότιο Σγιέλαν. χουμε εξακριβώσει ότι πέρασαν μπρος πίσω τη Γέφυρα Στόαρμπελτ εκείνη τη μέρα, όμως δεν είναι αυτό το πιο περίεργο σημείο της όλης υπόθεσης». Ο Καρλ διαισθάνθηκε πως ο άντρας με τον οποίο μιλούσε είχε φυλάξει το καλύτερο για το τέλος. Τυπικό της Τροχαίας, που ήθελε να δείξει στα καλόπαιδα του Ανθρωποκτονιών πως δεν ήταν οι μόνοι με συναρπαστικές δουλειές.
«Α, μάλιστα. Και ποιο είναι το περίεργο, δηλαδή;» ρώτησε. «Το πιο περίεργο είναι ότι, λίγο πριν το δυστύχημα, έπεσαν πάνω στην μπάρα των διοδίων της Γέφυρας Στόαρμπελτ και στη συνέχεια έκαναν ό,τι μπορούσαν για να ξεφύγουν από την Αστυνομία». Ο Καρλ απέμεινε να κοιτάζει το δρόμο μπροστά του. Αυτό κι αν ήταν σημαντική εξέλιξη. Διάολε. «Μπορείς να μου στείλεις την αναφορά, για να τη δω στον υπολογιστή του αυτοκινήτου;» «Τώρα; Κάτσε να συνεννοηθώ πρώτα με τον προϊστάμενό μου». Κι έκλεισε το τηλέφωνο. Πέντε λεπτά αργότερα, διάβαζαν την αναφορά για τις δύο επιβάτιδες του αυτοκινήτου. Ήταν κάθε άλλο παρά συνηθισμένη. Οι κάμερες κυκλοφορίας τις είχαν πιάσει σε τέσσερις περιπτώσεις, δύο φορές την καθεμία στη θέση του οδηγού, και όλες την ίδια μέρα. Επιπλέον, είχαν διαλύσει την μπάρα στα διόδια της Γέφυρας Στόαρμπελτ. Επικίνδυνη οδήγηση στην εθνική οδό Ε20. Στο ίδιο τμήμα του οδικού δικτύου τις καταδίωκαν αρκετά περιπολικά. Στη συνέχεια, βάσει των μέχρι στιγμής στοιχείων, είχαν κινηθεί με τα φώτα σβηστά στον επαρχιακό δρόμο 150, προτού καταλήξουν να διαλύσουν το αυτοκίνητο σε έναν ερημικό δρόμο που περνούσε μέσα από μια δασωμένη έκταση.
«Γιατί να οδηγήσουν από το Βίμπορ μέχρι το Σγιέλαν, να επιστρέψουν στο Φιν και έπειτα ξανά στο Σγιέλαν, κα μάλιστα τρέχοντας σαν τρελές σε όλη τη διαδρομή; Έχεις κάποια εξήγηση να προτείνεις, Άσαντ;» «Δεν ξέρω, Καρλ. Για την ώρα, κοιτάζω αυτό εδώ». Έδειξε τη λίστα με τις κάμερες κυκλοφορίας που είχαν καταγράψει τις παραβάσεις των δύο γυναικών. Οι τοποθεσίες ήταν διάσπαρτες, από την εθνική οδό Ε45, νότια του Βάιλε, μέχρι την Ε20, μεταξύ Όδενσε και Νίμπορ, κι ύστερα ξανά στην Ε20, νότια του Σλάγιελσε. Ο Άσαντ ακολουθούσε με το δείκτη του τις αράδες της αναφοράς. Ο Καρλ είδε την τοποθεσία όπου σταμάτησε το χέρι του βοηθού του. Απ’ ό,τι έβλεπε, οι δύο γυναίκες είχαν παραβιάσει το όριο ταχύτητας και σε κάποιο χωριό. Ο Καρλ πρώτη φορά το άκουγε. Φίερσλεου το έλεγαν, και η κάμερα τις είχε πιάσει να πηγαίνουν με ογδόντα πέντε χιλιόμετρα σε ζώνη με όριο ταχύτητας τα πενήντα. Αν σε όλες αυτές τις παραβάσεις συνυπολογιζόταν το γεγονός ότι και οι δυο τους είχαν οδηγήσει, οι γυναίκες εκείνες είχαν φορτωθεί με αρκετές ποινές για να χάσουν τις άδειές τους εκείνη τη μέρα. Ο Καρλ εισήγαγε το όνομα του Φίερσλεου στο GPS κα παρατήρησε το χάρτη. Βρισκόταν λίγο έξω από το Σκίμπι. Στα μισά περίπου της απόστασης ανάμεσα στο Ρόσκιλε κα το Φρέδερικσουν. Ο Άσαντ έφερε το δείκτη του πάνω στην οθόνη και τον μετακίνησε αργά προς τα πάνω, στην κατεύθυνση του
όρσκοεν. Ήταν το σημείο όπου η Ίρσα εκτιμούσε πως θα μπορούσε να υπάρχει ένα λεμβοστάσιο. Αυτό κι αν ήταν αποκάλυψη! «Τηλεφώνησε στην Ίρσα», είπε ο Καρλ καθώς έβαζε ταχύτητα. «Πες της να συγκεντρώσει ό,τι πληροφορίες μπορέσει να βρει γι’ αυτές τις δύο γυναίκες. Δώσ’ της τους αριθμούς του ληξιαρχείου και πες της ότι επείγει. Να μας τηλεφωνήσει αμέσως μόλις μάθει σε ποιο νοσοκομείο τις πήγαν και σε τι κατάσταση βρίσκονται. Μου κίνησε την περιέργεια όλη αυτή η ιστορία». Άκουσε τη φωνή του Άσαντ, όμως στο μεταξύ είχε βυθιστεί στις δικές του σκέψεις, καθώς φανταζόταν τη φρενιασμένη διαδρομή των δύο γυναικών από τη μια άκρη της χώρας στην άλλη. Πιθανότατα μαστουρωμένες ήταν, του ψιθύριζε στο αφτί η κοινή λογική. Ναρκομανείς ή, το λιγότερο, βαποράκια. Κάτ τέτοιο, τύφλα στη μαστούρα. Έγνεψε καταφατικά. Αυτό θα ήταν. Αλλιώς, τι λόγο είχαν α οδηγούν έτσι; Άλλωστε, πώς ήταν σίγουρο ότι είχε εμπλακεί και δεύτερο αυτοκίνητο στο τροχαίο; Θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν κάποιος πανικόβλητος, ολότελα αθώος άνθρωπος, πάνω στον οποίο είχαν πέσει οι τρελές, που ποιος ξέρει τι κυλούσε μέσα στις φλέβες τους. Κάποιος δύστυχος θα ήταν, χεσμένος από το φόβο του, που το μόνο που θα ήθελε ήταν να εξαφανιστεί από εκεί πέρα και να πάει στο σπίτ του. «Εντάξει», άκουσε να λέει ο Άσαντ, κλείνοντας το κινητό του.
«Κατάφερες να τη βρεις;» ρώτησε. «Κατάλαβε τι πρέπε α κάνει;» Προσπάθησε να ερμηνεύσει τη μαγκωμένη έκφραση του Άσαντ. «Ε, Άσαντ, σου μιλάω. Τι είπε η Ίρσα;» «Η Ίρσα;» Ο Άσαντ ανασήκωσε το κεφάλι. «Δεν ξέρω, Καρλ. Εγώ με τη Ρόζε μίλησα».
40 ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΜΕΝΟΣ. Καθόλου ευχαριστημένος. Είχαν περάσει δύο μερόνυχτα από το τροχαίο και, σύμφωνα με τα όσα μετέδιδε το ραδιόφωνο, η κατάσταση του ενός θύματος παρουσίαζε πλέον βελτίωση. Η δεύτερη γυναίκα παρέμενε σε κρίσιμη κατάσταση, όμως το ρεπορτάζ δε διευκρίνιζε ποια από τις δύο ανάρρωνε και ποια όχι. Όποια από τις δύο κι αν ήταν, δεν μπορούσε να αναβάλε άλλο την αντεπίθεσή του. Την προηγούμενη μέρα είχε συγκεντρώσει πληροφορίες σχετικά με μια νέα οικογένεια που πιθανώς θα έβαζε στο στόχαστρό του και στη συνέχεια είχε σκεφτεί να περάσει από το σπίτι της Ίζαμπελ στο Βίμπορ για να κάνει διάρρηξη, αφαιρώντας, μεταξύ άλλων, τον υπολογιστή της. Όμως σε τ θα τον ωφελούσε αυτό, αν εκείνη είχε μεταφέρει ήδη όσα γνώριζε στον αδερφό της; Εκτός αυτού, υπήρχε και το ζήτημα του πόσα γνώριζε η Ράκιλ. Άραγε, της είχε πει τα πάντα η Ίζαμπελ; Φυσικά ναι. Έπρεπε να απαλλαγεί και από τις δύο γυναίκες. Ήταν απολύτως βέβαιος γι’ αυτό πλέον. Έστρεψε το βλέμμα του προς τον ουρανό. Μονίμως αυτή η αιώνια πάλη ανάμεσα στον ίδιο και το Θεό. Από τότε που
ήταν παιδί ακόμα. Γιατί Εκείνος δεν μπορούσε να τον αφήσει στην ησυχία του; Έβαλε σε μια σειρά τις σκέψεις του, άνοιξε τον πολογιστή και βρήκε το τηλέφωνο του Κέντρου Αποκατάστασης Πολυτραυματιών στο Νοσοκομείο Ριγκς. πεσε πάνω σε μια αυστηρή γραμματέα, η οποία του έδωσε ελάχιστες πληροφορίες. Και οι δύο γυναίκες είχαν μεταφερθεί στη ΜΕΘ, αυτό μονάχα γνώριζε. Κάθισε για λίγο ακίνητος, με το βλέμμα καρφωμένο πάνω στο σημειωματάριό του. Μονάδα Εντατικής Θεραπείας – ΜΕΘ: 4131 Τηλέφωνο: 35 45 41 31
Τρεις ασήμαντες πληροφορίες, ζωτικής σημασίας για τον ίδιο, θανάσιμες για κάποια άλλα άτομα. Τόσο απλό ήταν το πράγμα, όποιος κι αν τον παρακολουθούσε από ψηλά. Αναζήτησε στο διαδίκτυο το συγκεκριμένο τμήμα, και η επίσημη ιστοσελίδα του εμφανίστηκε πρώτη στον κατάλογο των αποτελεσμάτων. Ήταν μια περιποιημένη ιστοσελίδα. Λιτή και ουσιαστική, όπως το ίδιο το νοσοκομείο. Ένα κλικ στο σύνδεσμο ρακτικές Πληροφορίες και άλλο ένα στο αρχείο με τίτλο ληροφορίες για τις Οικογένειες , και στην οθόνη εμφανίστηκε ένα φυλλάδιο το οποίο περιείχε όλα όσα έπρεπε α γνωρίζει.
Προχώρησε παρακάτω. Η αλλαγή βάρδιας πραγματοποιούνταν στο διάστημα μεταξύ τρεις και μισή με τέσσερις το απόγευμα. Τότε θα χτυπούσε. Όταν ήταν πιο απροετοίμαστοι. Αυτό το απίστευτα χρήσιμο φυλλάδιο τον ενημέρωσε, επίσης, ότι η παρουσία συγγενών και αγαπημένων προσώπων μπορούσε να προσφέρει μεγάλη ανακούφιση και στήριξη στους ασθενείς. Επομένως, στο εξής ήταν κι αυτός συγγενής. Θα αγόραζε λουλούδια. Τα λουλούδια ήταν πάντοτε ευπρόσδεκτα. Επίσης, θα φρόντιζε να πάρει την κατάλληλη έκφραση, ώστε να βλέπουν όλοι πόσο βαθιά είχε επηρεαστεί. Συνέχιζε να διαβάζει και βρήκε ακόμα πιο χρήσιμα στοιχεία. Οι συγγενείς και οι στενοί φίλοι των οσηλευόμενων στη μονάδα ήταν δεκτοί ανά πάσα στιγμή. Ακόμα και οι στενοί φίλοι! Σκέφτηκε λίγο. Θα ήταν καλύτερα αν παρουσιαζόταν σαν στενός φίλος. Αυτό θα διασταυρωνόταν δυσκολότερα. Ένας στενός και έμπιστος φίλος της Ράκιλ. Μέλος της θρησκευτικής της κοινότητας. Θα υιοθετούσε ένα φιλικό, άκακο τόνο, με προφορά από το κέντρο της Γιουτλάνδης, ώστε να δικαιολογήσει την παρατεταμένη παραμονή του εκεί. Για όσο διάστημα χρειαζόταν. Άλλωστε, είχε ταξιδέψει από τόσο μακριά. Όλα αυτά και ακόμα περισσότερα τα πληροφορήθηκε από την παρουσίαση της Μονάδας Εντατικής Θεραπείας. Έμαθε πού μπορούσε να φτιάξει τσάι και καφέ, καθώς επίσης ότι ο γιατροί ήταν διαθέσιμοι ολημερίς να απαντήσουν σε τυχόν ερωτήσεις. Υπήρχαν και φωτογραφίες οι οποίες έδειχναν τη
διάταξη των δωματίων και τον εξοπλισμό τους, καθώς κα ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τις συσκευές παρακολούθησης των ασθενών. Παρατήρησε προσεκτικά τις φωτογραφίες των μηχανημάτων και κατάλαβε πως θα έπρεπε να φροντίσε ώστε να σκοτώσει γρήγορα και να εξαφανιστεί αμέσως. Μόλις έσβηνε ένας ασθενής που νοσηλευόταν σε μια τέτοια μονάδα, όλες οι συσκευές στο δωμάτιο χτυπούσαν συναγερμό. Το προσωπικό στο χώρο παρακολούθησης θα ειδοποιούνταν την ίδια στιγμή. Θα έφταναν στο δωμάτιο σε ελάχιστο χρόνο, ξεκινώντας τη διαδικασία ανάνηψης μέσα σε δευτερόλεπτα. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν επαγγελματίες, ως όφειλαν να είναι άλλωστε. Επομένως, όχι μόνο έπρεπε να σκοτώσει γρήγορα, αλλά έπρεπε να το κάνει κι έτσι ώστε να εκμηδενίσει κάθε περίπτωση ανάνηψης και, το σημαντικότερο, να μην προκαλέσει υποψίες πως ο θάνατος δεν επήλθε από φυσικά αίτια. Πέρασε μισή ώρα μπροστά στον καθρέφτη. Σχημάτισε ρυτίδες στο μέτωπό του, στερέωσε καινούρια περούκα, αλλοίωσε την όψη των ματιών του. Όταν τελείωσε, παρατήρησε το αποτέλεσμα με ικανοποίηση. Απέναντί του είχε έναν άντρα τσακισμένο από την οδύνη. Έναν προχωρημένο μεσήλικα, διοπτροφόρο, γκριζομάλλη, με κάτωχρη επιδερμίδα. Καμία σχέση με τον πραγματικό εαυτό του. Άνοιξε το ντουλαπάκι του φαρμακείου, έσυρε έξω ένα συρτάρι και πήρε από μέσα τέσσερα μικρά, πλαστικά πακέτα.
Κοινές σύριγγες, από εκείνες που μπορούσε να αγοράσε οποιοσδήποτε ελεύθερα σε κάθε φαρμακείο. Κοινές βελόνες, σαν κι αυτές που χιλιάδες ναρκομανείς κάρφωναν στις φλέβες τους καθημερινά, με τις ευλογίες της κοινωνίας. Ήταν το μόνο που χρειαζόταν. Μια σύριγγα γεμάτη με αέρα, μια βελόνα μέσα σε κάποια φλέβα. Ο θάνατος θα ερχόταν γρήγορα. Κι εκείνος θα μπορούσε να περάσει γρήγορα από το ένα δωμάτιο στο άλλο και να τις ξεπαστρέψει και τις δύο, προτού σημάνε συναγερμός. Ήταν ζήτημα συγχρονισμού. Αναζητούσε τη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, στον τομέα 4131. Υπήρχαν πινακίδες, καθώς και ανελκυστήρας που οδηγούσε απευθείας εκεί, απ’ ό,τι φαινόταν. Ο αριθμός του τομέα έδειχνε την είσοδο, τον όροφο και το τμήμα. Τουλάχιστον, έτσι ανέφεραν οι επίσημες πληροφορίες του οσοκομείου. Είσοδος 4, Όροφος 13, Τμήμα 1. Όμως, όπως αποδείχτηκε στην πορεία, ο ανελκυστήρας έφτανε μόνο μέχρ τον έβδομο όροφο. Κοίταξε το ρολόι του. Η ώρα της αλλαγής βάρδιας πλησίαζε, επομένως δεν είχε χρόνο για χάσιμο. Πέρασε δίπλα από δύο τραυματίες που έστεκαν στα πόδια τους κι εντόπισε το γραφείο πληροφοριών κοντά στην κεντρική είσοδο. Ο άντρας που καθόταν πίσω από το τζάμ έμοιαζε καταβεβλημένος, όμως ήταν ουσιώδης και φιλικός. «Όχι, εσείς θέλετε την Είσοδο 41, Όροφο 3, Τομέα 1.
Πάρτε τον ανελκυστήρα από την Είσοδο 3, εκεί πέρα». Του υπέδειξε το σημείο, κι ύστερα σημείωσε τις πληροφορίες πάνω σε ένα φωτοτυπημένο διάγραμμα του οσοκομείου, το οποίο πέρασε από τη σχισμή, για να μην πάρξουν περιθώρια λάθους. Εισαγωγή ασθενούς στον Τομέα..., έγραφε, και δίπλα τη σωστή ερμηνεία των αριθμών. Άψογες οδηγίες για τον τόπο του εγκλήματος. Τ πρόθυμος άνθρωπος! Βγήκε από τον ανελκυστήρα στον τρίτο όροφο κα ακολούθησε τις πινακίδες, που τον κατηύθυναν προς τη μονάδα. Μια δίφυλλη πόρτα με λευκές κουρτίνες οδηγούσε στο εσωτερικό της. Αν δεν ήξερε πού βρισκόταν, μπορεί κα α νόμιζε πως είχε μπει σε γραφείο τελετών. Χαμογέλασε. Υπό μία έννοια, αυτό ήταν. Αν το επίπεδο ασφάλειας ήταν αντίστοιχο με του διαδρόμου, όπου δεν υπήρχε ψυχή και ο χώρος κατακλυζόταν από άδεια καροτσάκια κατά μήκος του τοίχου, θα τον βόλευε μια χαρά. Τράβηξε το κορδόνι για να ανοίξει η πόρτα. Η μονάδα, με μια πρώτη ματιά, έμοιαζε μεγαλύτερη απ’ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Δεν περίμενε πως θα συναντούσε ιδιαίτερη δραστηριότητα εκεί, αντίθετα φανταζόταν ότι θα επικρατούσε βαθιά περισυλλογή και ήρεμη φιλοπονία. Αλλά δεν ήταν καθόλου έτσι τα πράγματα. Όχ εκείνη την ώρα, τουλάχιστον. Τελικά, ίσως να μην είχε επιλέξει την κατάλληλη χρονική στιγμή, όπως νόμιζε. Πέρασε από δύο μικρά καθιστικά για τους επισκέπτες κα
τράβηξε γραμμή στην Υποδοχή. Μια πολύχρωμη αψίδα που θα έκανε τον καθένα να σταματήσει. Η γραμματέας έγνεψε προς το μέρος του για να του δώσε α καταλάβει πως θα τον εξυπηρετούσε σε πολύ λίγο. Εκείνος έριξε μια ματιά στο χώρο. Γιατροί και νοσοκόμες κυκλοφορούσαν ολόγυρα. Κάποιο βρίσκονταν κοντά στους ασθενείς τους· άλλοι κάθονταν μπροστά σε οθόνες υπολογιστών σε μικρούς προθαλάμους, έξω από κάθε δωμάτιο. Μερικοί πηγαινοέρχονταν με γοργό βήμα στο διάδρομο. Ίσως να οφειλόταν στην αλλαγή βάρδιας αυτή η εικόνα, σκέφτηκε. «Μήπως ήρθα σε ακατάλληλη ώρα;» ρώτησε τη γραμματέα, με έντονη προφορά Γιουτλάνδης. Εκείνη έριξε μια ματιά στο ρολόι της και ύστερα ανασήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε φιλικά. «Ίσως να μην είναι και η καλύτερη. Ποιον ψάχνετε;» Στο πρόσωπό του απλώθηκε μια έκφραση ανησυχίας, ακριβώς όπως είχε προετοιμαστεί στο σπίτι. «Είμαι φίλος της Ράκιλ Κρογκ», είπε. Η γραμματέας έγειρε το κεφάλι στο πλάι με απορία. «Ράκιλ; Δεν έχουμε κάποια Ράκιλ εδώ. Μήπως εννοείτε τη Λίζα Κρογκ;» Έστρεψε το βλέμμα στην οθόνη της. «Λίζα Κάριν Κρογκ, έτσι γράφει εδώ». Τι διάολο, τόση αφηρημάδα; Ράκιλ ήταν το όνομα που χρησιμοποιούσε στην κοινότητά της, όχι το πραγματικό της. Το ήξερε αυτό. «Αχ, λυπάμαι. Λίζα, φυσικά. Είμαστε μέλη της ίδιας
κοινότητας, βλέπετε. Χρησιμοποιούμε βιβλικά ονόματα εκεί. Το δικό της είναι Ράκιλ». Η έκφραση της γραμματέως άλλαξε, αν και σχεδόν ανεπαίσθητα. Μήπως δεν τον πίστευε ή απλώς της προκαλούσαν αποστροφή τα περί θρησκείας; Υπήρχε περίπτωση να του ζητήσει ταυτότητα; «Γνωρίζω και την Ίζαμπελ Γιόνσον», έσπευσε να προσθέσει εκείνος, πριν της μπουν ιδέες. «Είμαστε φίλοι ο τρεις μας. Τις έφεραν μαζί εδώ, απ’ ό,τι κατάλαβα από τους συναδέλφους σας κάτω, στο Κέντρο Αποκατάστασης Πολυτραυματιών. Καλά δε λέω;» Η γραμματέας έγνεψε καταφατικά. Ήταν ένα κάπως σφιγμένο χαμόγελο, πάντως ήταν χαμόγελο. «Σωστά, ναι. Θα τις βρείτε και τις δύο εκεί». Έδειξε ένα δωμάτιο και του είπε τον αριθμό. Στο ίδιο δωμάτιο. Πιο βολικά δεν μπορούσαν να του έρθουν τα πράγματα. «Θα πρέπει να περιμένετε λίγο, όμως. Η Ίζαμπελ Γιόνσον μεταφέρεται αυτή τη στιγμή σε άλλη μονάδα. Ένας γιατρός και μερικές νοσοκόμες έχουν πάει ήδη να την ετοιμάσουν. Επίσης, έχει έρθει κάποιος να την επισκεφτεί, οπότε θα είχατε την καλοσύνη να περιμένετε μέχρι να φύγει ο προηγούμενος; Προτιμάμε οι επισκέπτες να μπαίνουν ένας κάθε φορά». Του έδειξε το καθιστικό κοντά στην έξοδο. «Να, εκεί πέρα κάθεται. Ίσως να είστε γνωστοί». Ανησυχητικές πληροφορίες. Στράφηκε γρήγορα για να κοιτάξει. Πράγματι, εκε καθόταν ένας άντρας μόνος του, με τα μπράτσα σταυρωμένα.
νας άντρας ντυμένος με στολή αστυνομικού. Ο αδερφός της Ίζαμπελ. Δεν υπήρχε αμφιβολία: ίδια ψηλά ζυγωματικά, ίδιο σχήμα προσώπου, ίδια μύτη. Καθόλου καλά τα πράγματα. Κοίταξε ξανά τη γραμματέα με μια έκφραση γεμάτη ελπίδα. «Τα πηγαίνει καλύτερα η Ίζαμπελ;» «Απ’ ό,τι γνωρίζω, ναι. Συνήθως δε μεταφέρουμε ασθενείς σε άλλους χώρους, εκτός κι αν παρουσιάζουν βελτίωση». Απ’ ό,τι γνώριζε. Γνώριζε πάρα πολύ καλά τι συνέβαινε, εννοείται. Αυτό που δε γνώριζε ήταν το πότε θα γινόταν η μεταφορά, όμως αυτό θα συνέβαινε σε πολύ λίγο, προφανώς. Άσχημη εξέλιξη. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ήταν εδώ κ ο αδερφός της. «Θα μπορούσα να περάσω για να δω τη Ράκιλ; Τη Λίζα, θέλω να πω». Η γυναίκα έγνεψε αρνητικά. «Λυπάμαι, όμως η κυρία Κρογκ δεν έχει ανακτήσει τις αισθήσεις της ακόμα». Εκείνος έγειρε προς το μέρος της. «Η Ίζαμπελ, όμως, έχε συνέλθει;» ρώτησε σιγανά. «Δεν είμαι απολύτως σίγουρη, για να πω την αλήθεια. Κάντε μια ερώτηση στη νοσοκόμα εκεί πέρα». Έδειξε προς το μέρος μιας ξανθιάς γυναίκας η οποία προχωρούσε μάλλον κουρασμένη στο διάδρομο, κρατώντας κάποιους ιατρικούς φακέλους υπό μάλης. Έπειτα η γραμματέας στράφηκε σε έναν άλλο επισκέπτη που είχε σταθεί, στο μεταξύ, μπροστά στον πάγκο. Η δική του σειρά είχε περάσει. «Με συγχωρείτε». Σταμάτησε τη νοσοκόμα εκτείνοντας το χέρι του. Μέτε Φρίγκαρ-Ράσμουσεν έγραφε το καρτελάκ
της. «Μήπως θα ξέρατε να μου πείτε αν έχει ανακτήσει τις αισθήσεις της η Ίζαμπελ Γιόνσον; Θα μπορούσα να τη δω;» Ίσως να μην ήταν δική της ασθενής. Ίσως να μην ήταν η βάρδιά της. Ίσως να μην ήταν η μέρα της. Ή ίσως, πολύ απλά, να ήταν τόσο εξουθενωμένη, ώστε το μόνο που έκανε ήταν να τον κοιτάξει με δυο μάτια σαν κουμπότρυπες και να του απαντήσει με αντίστοιχα σφιγμένα χείλη. «Η Ίζαμπελ Γιόνσον; Εεε...» Έμεινε να κοιτάζει στο κενό για μια στιγμή. «Ναι, έχει τις αισθήσεις της, αλλά της χορηγούνται ισχυρά παυσίπονα. Το σαγόνι της υπέστη κάταγμα, οπότε δεν μπορεί να μιλήσει. Δεν επικοινωνε καθόλου επί του παρόντος, όμως τα πράγματα θα βελτιωθούν». Άντλησε όση δύναμη της απέμενε για να χαμογελάσει. Εκείνος την ευχαρίστησε και την άφησε να συνεχίσει τη δουλειά μιας προφανώς πολύ απαιτητικής μέρας. Η Ίζαμπελ δεν επικοινωνούσε. Επιτέλους, μια θετική είδηση. Τώρα έπρεπε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία. Έσφιξε τα χείλη του αποφασιστικά, απομακρύνθηκε απαρατήρητος από το χώρο αναμονής και προχώρησε στο διάδρομο. Σε λίγο θα έπρεπε να απομακρυνθεί, και μάλιστα γρήγορα. Κατά προτίμηση, μέσω των ανελκυστήρων έξω από τη ΜΕΘ, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα το παράξενο. Όμως, αν υπήρχαν και άλλες πιθανές έξοδοι, ήθελε να γνωρίζε ποιες ήταν αυτές. Πέρασε μπροστά από αρκετά δωμάτια, μέσα στα οποία κρέμονταν ζωές από εύθραυστα νήματα, ενώ γιατροί κα οσοκόμες εργάζονταν ψύχραιμα και ευσυνείδητα. Στο χώρο
παρακολούθησης, κάμποσοι άνθρωποι με λευκές ρόμπες κάθονταν μπροστά σε οθόνες υπολογιστών, συνομιλώντας χαμηλόφωνα. Τα πάντα βρίσκονταν υπό έλεγχο. Ένας νοσοκόμος πέρασε από δίπλα του και έδειξε να αναρωτιέται για μια στιγμή τι γύρευε ο επισκέπτης εκεί. Πάντως, αντάλλαξαν χαμόγελα, και ο άντρας προχώρησε στο διάδρομο. Στους τοίχους υπήρχαν χρώματα. Φωτεινές, έντονες ζωγραφιές. Χρωματιστά τζάμια. Ακτινοβολούσαν ζωή. Ο θάνατος δεν ήταν καλοδεχούμενος εδώ. Έστριψε σε μια γωνία βαμμένη κόκκινη και εντόπισε ένα δεύτερο διάδρομο, ο οποίος εκτεινόταν παράλληλα με αυτόν απ’ όπου είχε έρθει, ενώ στα αριστερά του υπήρχαν διαδοχικά δωματιάκια που μάλλον προορίζονταν για το προσωπικό. Τα ταμπελάκια έξω από τις πόρτες έδειχναν ποιος ήταν εγκαταστημένος εκεί. Κοίταξε στα δεξιά του, περιμένοντας πως θα κατέληγε πίσω στο χώρο υποδοχής, εφόσον συνέχιζε προς εκείνη την κατεύθυνση. Όμως ο διάδρομος έμοιαζε αδιέξοδος. Πάντως, υπήρχε ένας ανελκυστήρας. Μία ακόμα πιθανή οδός διαφυγής. Παρατήρησε μια λευκή ρόμπα η οποία κρεμόταν δίπλα στην ανοιχτή πόρτα ενός δωματίου γεμάτου σεντόνια κα ράφια, όπου στοιβάζονταν διάφορες κούτες με εφόδια. Πιθανότατα, τόσο η ρόμπα όσο και τα σεντόνια είχαν αφεθε εκεί για το πλυντήριο. Πέρασε με τρόπο μέσα, άρπαξε τη ρόμπα και την κρέμασε στο μπράτσο του, κι ύστερα περίμενε για μια στιγμή προτού κατευθυνθεί και πάλι προς το χώρο υποδοχής.
Πηγαίνοντας προς τα εκεί, ένευσε στον ίδιο νοσοκόμο με πριν, κι ύστερα ψηλάφισε την τσέπη του σακακιού του, για να βεβαιωθεί πως οι σύριγγες βρίσκονταν στη θέση τους. Φυσικά, ήταν εκεί. Κάθισε σε έναν μπλε καναπέ στο πρώτο και μικρότερο από τα δύο καθιστικά. Ο αστυνομικός που βρισκόταν στον άλλο χώρο δεν έδειχνε να τον είχε αντιληφθεί. Πέντε λεπτά αργότερα, ο αστυνομικός σηκώθηκε και πήγε στην Υποδοχή. Δύο γιατροί και μερικές νοσοκόμες είχαν μόλις βγει από το δωμάτιο στο οποίο νοσηλευόταν η αδερφή του. Νέα πρόσωπα είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους μεταξύ του προσωπικού, παίρνοντας θέση στα αντίστοιχα πόστα. Η αλλαγή βάρδιας βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Ο αστυνομικός κοίταξε ανήσυχος τη γραμματέα. Εκείνη του απάντησε με ένα καταφατικό νεύμα. Όλα είχαν τακτοποιηθεί. Ο αδερφός της Ίζαμπελ Γιόνσον μπορούσε να περάσει στο δωμάτιο. Ακολούθησε τον άντρα με τα μάτια και τον είδε να εξαφανίζεται μέσα. Σε λίγη ώρα, θα ερχόταν κάποιος τραυματιοφορέας για να μεταφέρει την Ιζαμπέλ. Δεν ήταν ο πλέον ιδανικές συνθήκες γι’ αυτό που σκόπευε να κάνει. Εφόσον η Ίζαμπελ ήταν σε αρκετά καλή κατάσταση, που της επέτρεπε να μεταφερθεί σε άλλο χώρο, έπρεπε να τη σκοτώσει πρώτη. Ίσως να μην είχε τα περιθώρια να τελειώσε και με τη δεύτερη εκκρεμότητα. Ο χρόνος τον πίεζε. Έπρεπε να βγάλει τον αδερφό από το δωμάτιο το συντομότερο, όσο παρακινδυνευμένο κι αν ήταν.
Η προοπτική να πλησιάσει αυτό τον άνθρωπο δεν τον είλκυε καθόλου. Ενδεχομένως η Ίζαμπελ να του είχε πει τα πάντα. τσι είχε ισχυριστεί η ίδια, άλλωστε. Ίσως ο αδερφός της να γνώριζε πάρα πολλά. Τουλάχιστον θα έπρεπε να καλύψει το πρόσωπό του όταν θα έφτανε κοντά του. Περίμενε μέχρι που είδε τη γραμματέα να μαζεύει τα πράγματά της και να σηκώνεται για να παραχωρήσει τη θέση της στην αντικαταστάτριά της. Φόρεσε τη ρόμπα. Τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή. Στην αρχή, δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει τις δύο γυναίκες. μως στη γωνία καθόταν ο αστυνομικός και μιλούσε στην αδερφή του, κρατώντας το χέρι της. Επομένως, η γυναίκα που βρισκόταν πιο κοντά στην πόρτα, κρυμμένη πίσω από τις μάσκες, τα σωληνάκια κα τους ορούς, ήταν η Ράκιλ. Πίσω της υψωνόταν ένα τείχος από μηχανήματα υψηλής τεχνολογίας και οθόνες, όπου αναβόσβηναν φωτάκια κα ακούγονταν βόμβοι. Το πρόσωπό της ήταν σχεδόν τελείως καλυμμένο, το σώμα της το ίδιο, ενώ η κουβέρτα δεν κατόρθωνε να κρύψει το βαρύτατο τραυματισμό της και τις ανεπανόρθωτες βλάβες. Κοίταξε προς το μέρος της Ίζαμπελ και του αδερφού της. «Τι συνέβη, Ίζαμπελ;» την είχε μόλις ρωτήσει εκείνος. «Λυπάμαι, όμως θα πρέπει να σας διώξουμε ξανά, κύριε Γιόνσον», είπε, σκύβοντας πάνω από τη Ράκιλ κα ανασηκώνοντας τα βλέφαρά της, δήθεν για να εξετάσει τη
διαστολή στις ίριδες. Ήταν σαφώς αναίσθητη. «Η Ίζαμπελ θα μεταφερθεί τώρα σε άλλο θάλαμο. Θα μπορούσατε να πάτε στην καφετέρια, στο μεταξύ. Θα σας ενημερώσουμε για το πού μεταφέρθηκε η Ίζαμπελ όταν επιστρέψετε. Ας πούμε, σε μισή ώρα;» Άκουσε τον άντρα να σηκώνεται και να λέει μερικές σύντομες, αποχαιρετιστήριες κουβέντες στην αδερφή του. νας άνθρωπος μαθημένος να υπακούει σε εντολές. Έγνεψε καταφατικά προς το μέρος του αστυνομικού, αποστρέφοντας το πρόσωπό του, καθώς εκείνος έβγαινε από το δωμάτιο. Ύστερα στάθηκε για λίγο ακίνητος, παρατηρώντας τη γυναίκα που κειτόταν μπροστά του. Φάνταζε απίθανο να αποτελούσε απειλή για τον ίδιο μελλοντικά. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η Ράκιλ άνοιξε τα μάτια και τον κοίταξε, λες και είχε ανακτήσει πλήρως τις αισθήσεις της. Το άδειο βλέμμα της καρφώθηκε πάνω του με τέτοια ένταση, ώστε δυσκολεύτηκε να αποστρέψει το πρόσωπό του. Ύστερα τα βλέφαρά της έκλεισαν και πάλι. Στάθηκε ακίνητος, περιμένοντας να δει αν θα συνέβαινε ξανά. Δε συνέβη. Πιθανότατα ήταν κάποιου είδους αντανακλαστική αντίδραση. Αφουγκράστηκε τους βόμβους των μηχανημάτων της. Οι σφυγμοί της σαφώς είχαν αυξηθεί στη διάρκεια του λεπτού που είχε μεσολαβήσει από τη στιγμή της εισόδου του στο δωμάτιο. Μετά στράφηκε προς την Ίζαμπελ, το στήθος της οποίας ανεβοκατέβαινε σε ολοένα και μικρότερα διαστήματα. Ήξερε
ότι ήταν εκεί αυτός. Είχε αναγνωρίσει τη φωνή του, όμως σε τι θα την ωφελούσε κάτι τέτοιο; Το σαγόνι της ήταν ακινητοποιημένο και τα μάτια της καλυμμένα με επιδέσμους. ταν συνδεδεμένη με διαφόρους ορούς και μηχανήματα παρακολούθησης, αν και στο στόμα της δεν είχε σωλήνα, καμία μηχανική υποστήριξη της αναπνοής. Σύντομα θα ήταν σε θέση να μιλήσει. Η ζωή της δε διέτρεχε πλέον κίνδυνο. Ήταν ειρωνικό, το λιγότερο, σκέφτηκε εκείνος, που όλα αυτά τα θετικά σημάδια θα την καταδίκαζαν σε θάνατο. Κινήθηκε προς το μέρος της, αναζητώντας ήδη με το βλέμμα του την κατάλληλη φλέβα στο μπράτσο της. Έβγαλε την πρώτη σύριγγα από την τσέπη του. Έσκισε τη συσκευασία και προσάρμοσε τη βελόνα. Ύστερα τράβηξε το έμβολο, γεμίζοντας τη σύριγγα με αέρα. «Έπρεπε να είχες αρκεστεί στα όσα απέσπασες από εμένα, ζαμπελ», είπε, παρατηρώντας πως η αναπνοή και οι σφυγμο της καρδιάς της είχαν ανέβει και πάλι. Καθόλου καλό σημάδι, σκέφτηκε, κάνοντας το γύρο του κρεβατιού της και απομακρύνοντας το μαξιλάρι που στήριζε το μπράτσο της. Οι αντιδράσεις της θα καταγράφονταν στο χώρο παρακολούθησης. «Ηρέμησε, Ίζαμπελ», είπε. «Δε θα σου κάνω κακό. Ήρθα για να σου πω ότι θα παιδιά θα είναι ασφαλή. Θα τα φροντίσω εγώ. Όταν θα είσαι καλύτερα, θα σου στείλω μήνυμα για το πού βρίσκονται. Πίστεψέ με, ήταν απλώς θέμα χρημάτων. Δεν είμαι δολοφόνος. Αυτό ήρθα να σου πω». Παρατήρησε πως η αναπνοή της παρέμεινε βαριά, όμως οι σφυγμοί της μειώθηκαν. Ωραία.
Τότε στράφηκε και κοίταξε τις οθόνες που κατέγραφαν τις ζωτικές ενδείξεις της Ράκιλ. Οι βόμβοι είχαν αυξηθε ανησυχητικά. Εντελώς ξαφνικά, η καρδιά της έμοιαζε να έχε τρελαθεί. Κάνε γρήγορα, παρότρυνε τον εαυτό του. Έπιασε το μπράτσο της Ίζαμπελ, βρήκε το χτύπο μιας φλέβας και κάρφωσε τη βελόνα. Πέρασε μέσα πανεύκολα. Η Ίζαμπελ ούτε που αντέδρασε. Κατά πάσα πιθανότητα ήταν τόσο μαστουρωμένη από τα παυσίπονα, ώστε και στο χέρι της να την κάρφωνε, δε θα το καταλάβαινε. Δοκίμασε να πιέσει το έμβολο της σύριγγας, όμως αυτό δεν υποχώρησε. Μάλλον του είχε ξεφύγει η φλέβα. Τράβηξε τη βελόνα και δοκίμασε ξανά. Αυτή τη φορά, η ζαμπελ τινάχτηκε. Τώρα καταλάβαινε τι της έκανε, ότι είχε έρθει για να τη βλάψει. Οι σφυγμοί της πολλαπλασιάστηκαν και πάλι. Εκείνος πίεσε το έμβολο, κι αυτό αρνήθηκε ξανά να κινηθεί. Γαμώτο. Έπρεπε να βρει άλλη φλέβα. Και τότε, η πόρτα άνοιξε. «Τι συμβαίνει εδώ;» ρώτησε η νοσοκόμα που εμφανίστηκε, καθώς το βλέμμα της περνούσε από τα μηχανήματα της Ράκιλ στον άγνωστο ο οποίος κρατούσε μια σύριγγα πάνω στο μπράτσο της Ίζαμπελ. Αυτός έριξε τη σύριγγα στην τσέπη του κα κινητοποιήθηκε πριν καν συνειδητοποιήσει η γυναίκα τ συνέβαινε. Το χτύπημα που της κατέφερε στο λαιμό ήταν τόσο απότομο και δυνατό, ώστε εκείνη σωριάστηκε στο δάπεδο, μπροστά στην ανοιχτή πόρτα. «Βοήθησέ την. Κατέρρευσε. Υπερκόπωση, απ’ ό,τ
φαίνεται», είπε αυστηρά στη νοσοκόμα που ήρθε τρέχοντας από το χώρο παρακολούθησης, για να διαπιστώσει τι είχε προκαλέσει τις ανησυχητικές ενδείξεις στα μηχανήματα των δύο γυναικών. Μέσα σε δευτερόλεπτα, σήμανε συναγερμός σε ολόκληρη τη μονάδα. Λευκοντυμένοι άνθρωποι άρχισαν α συρρέουν και να συγκεντρώνονται στην πόρτα του δωματίου, την ώρα που εκείνος απομακρυνόταν απαρατήρητος προς τους ανελκυστήρες. Αληθινή καταστροφή. Για δεύτερη φορά, τα δευτερόλεπτα είχαν κυλήσει υπέρ της Ίζαμπελ. Δέκα δευτερόλεπτα ακόμα και θα είχε πετύχει μια γερή φλέβα, διοχετεύοντας μέσα της αέρα. Δέκα δευτερόλεπτα. Δέκα αναθεματισμένα δευτερόλεπτα. Τόσο χρειάστηκε για να τιναχτούν τα πάντα στον αέρα. Πίσω του ακούγονταν φωνές, καθώς οι πόρτες έκλειναν στο πέρασμά του. Έξω, στο χώρο των ανελκυστήρων, ένας αποστεωμένος άντρας με σκούρες σακούλες κάτω από τα μάτια του περίμενε κάποιο μήνυμα από τον Τομέα Πλαστικής Χειρουργικής. Ο άντρας έγνεψε με σεβασμό προς το μέρος του, βλέποντας τη ρόμπα του. Αυτή ήταν η επίδραση ενός άσπρου ρούχου μέσα σε νοσοκομείο. Πάτησε το κουμπί του ανελκυστήρα, ρίχνοντας ολόγυρα ματιές, καθώς προσπαθούσε να εντοπίσει την έξοδο κινδύνου, όταν άνοιξε η πόρτα. Έγνεψε με το κεφάλι στις άλλες λευκές ρόμπες και κάτι θλιμμένους επισκέπτες, καθώς έμπαινε στο θάλαμο, και τράβηξε γραμμή προς το βάθος, ώστε να μην παρατηρήσει κανείς ότι έλειπε το καρτελάκι με το όνομά του.
Στο ισόγειο, παραλίγο να πέσει πάνω στον αδερφό της ζαμπελ, βγαίνοντας από τον ανελκυστήρα. Φαίνεται πως δεν είχε προλάβει να απομακρυνθεί περισσότερο. Οι δύο άντρες με τους οποίους μιλούσε πρέπει να ήταν συνάδελφοί του. Ίσως όχι ο βραχύσωμος Άραβας, πάντως σίγουρα ο Δανός. Έδειχναν ανήσυχοι. Τους καταλάβαινε. Γαμώτο. Έξω, στον καθαρό αέρα, κοίταξε προς τον ουρανό και είδε το ελικόπτερο μεταφοράς ασθενών να πλησιάζει στην ταράτσα του κεντρικού κτιρίου. Κατέφθαναν νέες προμήθειες για το Κέντρο Αποκατάστασης Πολυτραυματιών. Φέρτε κι άλλους, σκέφτηκε. Όσο περισσότερα επείγοντα περιστατικά είχαν να αντιμετωπίσουν τόσο λιγότεροι πόρο θα απέμεναν για την παρακολούθηση των δύο γυναικών, των οποίων την παρουσία εκεί είχε επισπεύσει ο ίδιος. Έβγαλε τη ρόμπα του μόνο όταν έφτασε στη σκιά των δέντρων, στο χώρο στάθμευσης, όπου είχε αφήσει το αυτοκίνητό του. Πέταξε την περούκα στο πίσω κάθισμα.
41 ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΠΡΟΛΑΒΕΙ καλά καλά να επιστρέψει μαζί με τον Άσαντ στο υπόγειο, κι ο Καρλ αντιλήφθηκε τις αλλαγές που είχαν συντελεστεί. Δεν ήταν προς το καλύτερο. Χαρτοκιβώτια και κάθε λογής σκουπίδια είχαν κατακλύσει το χώρο. Μεταλλικά ράφια ήταν παραταγμένα κατά μήκος του τοίχου, και οι κλαγγές που αντηχούσαν από τα βάθη του διαδρόμου φανέρωναν πως, ό,τι κι αν είχε συμβεί εκεί, σαφώς δεν είχε ολοκληρωθεί. «Για όνομα!» αναφώνησε, κοιτάζοντας προς το διάδρομο. Πού στην ευχή ήταν η πόρτα η οποία υποτίθετα ότι απέκλειε το τμήμα με τον αμίαντο; Πού είχε πάει το διαχωριστικό που τοποθέτησαν πριν από λίγες μέρες; Μήπως ήταν εκείνες οι γυψοσανίδες που τώρα έγερναν πάνω στο σύστημα καταχώρισης των υποθέσεών τους και τη μεγέθυνση του μηνύματος που βρέθηκε μέσα στο μπουκάλι; «Τι γίνεται εδώ πέρα;» βρυχήθηκε, τη στιγμή που ξεπρόβαλε το κεφάλι της Ρόζε πίσω από την πόρτα του γραφείου της. Δόξα τω Θεώ. Αυτή , τουλάχιστον, την αναγνώριζε. Κατάμαυρα μαλλιά, μια κατάλευκη πούδρα σοβατισμένη πάνω στα μούτρα της, παχιά μάσκαρα. Μάτια που πετούσαν σπίθες, έτσι όπως μόνο αυτά ήξεραν. Η παλιά, καλή Ρόζε. «Αδειάζουν το υπόγειο. Ο τοίχος εμπόδιζε», είπε,
περιγράφοντας όσο πιο ουδέτερα μπορούσε την κατάσταση. Ο Άσαντ ήταν που θυμήθηκε να την καλωσορίσει και πάλ στη δουλειά. «Χαίρομαι πολύ που σε βλέπω, Ρόζε. Δείχνεις τόσο...» Σκάλωσε για μια στιγμή, σαν να έψαχνε την κατάλληλη λέξη. στερα χαμογέλασε πλατιά. «Δείχνεις τόσο υπέροχη, είσα και πάλι ο εαυτός σου». Μάλλον δεν ήταν η διατύπωση που θα είχε επιλέξει ο Καρλ. «Ευχαριστώ για τα λουλούδια», είπε εκείνη, ανασηκώνοντας ελαφρά τα βαμμένα φρύδια της, μάλλον σε ένδειξη συγκίνησης. Ο Καρλ χαμογέλασε φευγαλέα. «Δεν ήταν τίποτα. Μας έλειψες. Όχι πως δεν τα πήγαμε καλά και με την Ίρσα, βέβαια», έσπευσε να προσθέσει. «Πάντως, μας έλειψες». δειξε προς το διάδρομο. «Τώρα που έφυγε το διαχωριστικό, θα μας ζαλίζουν ξανά τον έρωτα από το Υγειονομικό», είπε. «Τι διάολο γίνεται εδώ πέρα, τέλος πάντων; Αδειάζουν το πόγειο;» «Πρέπει να φύγουν τα πάντα, έτσι είπαν. Εκτός από εμάς, το αρχείο, ο χώρος φύλαξης κλεμμένων αντικειμένων, το κέντρο διανομής αλληλογραφίας και η λέσχη κηδειών.[1] τσι επιβάλλει η νέα μεταρρύθμιση. Δύο βήματα μπροστά κα ξανά πίσω στην αρχή». Θα τους απέμενε τόσος πολύς χώρος, που θα χάνονταν εκεί κάτω. Ο Καρλ στράφηκε στη Ρόζε. «Λοιπόν, τι μας έχεις; Ποιες είναι οι δύο γυναίκες που τραυματίστηκαν στο τροχαίο και σε
τι κατάσταση βρίσκονται;» Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους. «Α, ναι. Δεν έχω ασχοληθεί ακόμα με αυτό. Ήταν δουλειά της Ίρσα, αρχικά. Γιατί, βιάζεσαι;» Με την άκρη του ματιού του, ο Καρλ είδε την παλάμη του Άσαντ να υψώνεται απότομα για να προλάβει τυχόν ξέσπασμά του. Σαν να του έλεγε: « Πρόσεχε, γιατί ικανή είναι να τα βροντήξει και να φύγει ξανά ». Ο Καρλ μέτρησε από μέσα του μέχρι το δέκα. Πανηλίθια γυναίκα! Σοβαρά, δεν είχε κάνει αυτό που της ζήτησε; Δηλαδή, έτσι θα ήταν στο εξής; «Σου ζητώ ταπεινά συγνώμη, Ρόζε», είπε, αντλώντας όσα αποθέματα υπομονής διέθετε. «Στο μέλλον θα προσπαθήσουμε να διευκρινίζουμε καλύτερα τις ανάγκες μας. Τώρα, θα είχες την ευγενή καλοσύνη να συγκεντρώσεις τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε, αμέσως; Είναι πολύ σημαντικό, βλέπεις, οπότε στα σβέλτα θα ήταν ό,τι πρέπει». Έγνεψε αμυδρά προς τη μεριά του Άσαντ, ο οποίος απάντησε υψώνοντας τον αντίχειρά του. Η Ρόζε τίναξε το κεφάλι της, σαν να μην ήξερε τι να πει. Ώστε αυτός ήταν ο τρόπος για να την κάνει καλά. «Παρεμπιπτόντως, έχεις ραντεβού με τον ψυχολόγο σε τρία λεπτά, σε περίπτωση που σου διέφυγε», απάντησε εκείνη, ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι της. «Στη θέση σου, θα φόραγα πατίνια». «Γιατί;» Του έδωσε ένα κομμάτι χαρτί με μια διεύθυνση σημειωμένη πάνω του. «Αν τρέξεις, μπορεί και να προλάβεις.
Η Μόνα Ίψεν ζήτησε να σου μεταφέρω πόσο περήφανη είνα που ακολουθείς το πρόγραμμα». Αυτό ήταν. Τώρα δε γινόταν να τη σκαπουλάρει. Η λεωφόρος Άνκερ Χίγκορς βρισκόταν μόλις δύο δρόμους παρακάτω από τα Κεντρικά της Αστυνομίας, όμως και πάλ ήταν αρκετά μακριά για να νιώσει ο Καρλ λες και είχε μπήξε κάποιος το σωλήνα ηλεκτρικής σκούπας στο στόμα του, με μοναδικό σκοπό να ρουφήξει τα πνευμόνια του. Αν νόμιζε η Μόνα πως έτσι του έκανε χάρη, ίσως να έπρεπε να πουν δυο λογάκια. «Χαίρομαι που ήρθες», είπε ο Κρις ο ψυχολόγος. «Δυσκολεύτηκες να το βρεις;» Τώρα, τι έπρεπε να απαντήσει; Δυο δρόμους παρακάτω από τη δουλειά του ήταν. Στη Διεύθυνση Αλλοδαπών. Πρέπει να είχε περάσει από εκεί χίλιες φορές. Ο τρελογιατρός, όμως, τι έκανε εκεί πέρα; «Αστειεύομαι, Καρλ. Είμαι βέβαιος ότι ελάχιστα πράγματα δε θα μπορούσες να βρεις. Και τώρα, πιθανότατα, αναρωτιέσαι τι γυρεύω σε αυτό το κτίριο. Λοιπόν, μεγάλο μέρος της δουλειάς εδώ, στη Διεύθυνση Αλλοδαπών, απαιτε τις υπηρεσίες ενός ψυχολόγου. Το αντιλαμβάνεσαι αυτό, προφανώς». Ο τύπος τον έκανε να ανατριχιάζει. Τι στ’ ανάθεμα, διάβαζε τις σκέψεις του; «Έχω ένα μισάωρο στη διάθεσή μου, το πολύ», είπε ο Καρλ. «Τρέχει μια υπόθεση». Δε χρειάστηκε καν να πει ψέματα γι’ αυτό.
«Μάλιστα». Ο Κρις σημείωσε κάτι για το αρχείο του. «Την επόμενη φορά θα ήθελα να φροντίσεις ώστε να έχεις περιθώριο για ολόκληρη τη συνεδρία, εντάξει;» Εμφάνισε ένα φάκελο ξέχειλο από έγγραφα, τα οποία πρέπει να είχαν πάρει τουλάχιστον ένα δίωρο για να φωτοτυπηθούν. «Ξέρεις τι είναι αυτό; Έχεις ενημερωθεί;» Ο Καρλ έγνεψε αρνητικά, όμως κάπου πήγαινε το μυαλό του. «Έχεις μια υποψία, τουλάχιστον. Το βλέπω. Αυτός είναι ο φάκελός σου. Τα βασικά στοιχεία και όλα τα έγγραφα που σχετίζονται με το περιστατικό στη διάρκεια του οποίου εσύ κα οι συνάδελφοί σου δεχτήκατε πυρά, σ’ εκείνο το οίκημα στο Άμαρ. Σε αυτό το σημείο θα έπρεπε να σου πω ότι στην κατοχή μου βρίσκονται και κάποιες άλλες πληροφορίες, τις οποίες, δυστυχώς, δεν έχω το ελεύθερο να αποκαλύψω πλήρως». «Τι έκανε λέει;» «Αναφορές τόσο του Χάρντι Χένινγκσεν όσο και του Άνκερ Χέιαρ, με τους οποίους συνεργαζόσουν στη συγκεκριμένη υπόθεση. Αναφορές οι οποίες συντείνουν στο ότι γνώριζες περισσότερα πράγματα για την υπόθεση αυτή απ’ ό,τι εκείνοι». «Δε νομίζω ότι ισχύει αυτό. Γιατί ισχυρίζονται κάτι τέτοιο; Είχαμε αναλάβει την υπόθεση από κοινού, από την πρώτη στιγμή». «Είναι κι αυτό ένα από τα θέματα τα οποία ενδεχομένως α φωτίσουμε περισσότερο στη διάρκεια των συνεδριών μας.
χω την αίσθηση πως υπάρχει κάτι που σε μπλοκάρει και το οποίο είτε έχεις καταπιέσει πλήρως είτε δε θέλεις να μαθευτε παραέξω». Ο Καρλ κούνησε το κεφάλι. Τι κουλά ήταν αυτά που άκουγε; Κατηγορούνταν για κάτι; «Σε διαβεβαιώνω ότι δεν έχω μπλοκάρει καθόλου, όπως το θέτεις», είπε, με μάγουλα αναψοκοκκινισμένα από τον εκνευρισμό. «Ήταν μια συνηθισμένη υπόθεση, όπως τόσες άλλες. Αν εξαιρέσουμε το ότι μας πυροβόλησαν, δηλαδή. Πού θες να καταλήξεις;» «Ξέρεις για ποιο λόγο εξακολουθείς να αντιδράς τόσο έντονα στο περιστατικό αυτό, ενώ έχει μεσολαβήσει τόσο διάστημα, Καρλ;» «Ναι, ξέρω. Έτσι θα αντιδρούσες κι εσύ, αν γλίτωνες για χιλιοστά από το θάνατο, την ώρα που δύο από τους καλύτερούς σου φίλους δε στάθηκαν τόσο τυχεροί». «Θεωρείς, δηλαδή, ότι ο Χάρντι και ο Άνκερ ήταν φίλο σου, σωστά;» «Φιλαράκια, ναι. Καλοί συνάδελφοι». «Υπάρχει κάποια διαφορά». «Μπορεί. Δεν ξέρω αν εσύ έχεις έναν παράλυτο εγκαταστημένο στο δικό σου καθιστικό, εγώ όμως έχω. Αυτό μου επιτρέπει να θεωρούμαι φίλος του;» «Με παρεξήγησες. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι σε πολλά θέματα είσαι ένας αξιοπρεπέστατος άνθρωπος. Πιθανότατα αισθάνθηκες ενοχές για τον Χάρντι Χένινγκσεν, επομένως καταλαβαίνω απολύτως γιατί θα ήθελες να καταβάλεις ιδιαίτερη προσπάθεια στην περίπτωσή του. Όμως
είσαι βέβαιος ότι η επαγγελματική σας σχέση ήταν τόσο καλή όσο την παρουσιάζεις;» «Ναι, βέβαιος είμαι». Αυτός ο Κρις ήταν πολύ εκνευριστικό άτομο. «Η νεκροψία του Άνκερ Χέιαρ αποκάλυψε ίχνη κοκαΐνης στο αίμα του. Το γνώριζες αυτό;» Ο Καρλ κάθισε βαρύς σε ένα κάθισμα που υποτίθεται πως ήταν πολυθρόνα. Όχι, ιδέα δεν είχε. «Εσύ κάνεις χρήση κοκαΐνης, Καρλ;» Για κάποιο λόγο, τα καταγάλανα μάτια του ψυχολόγου, τα οποία προηγουμένως έδειχναν απλώς να καταγράφουν την κατάσταση, τώρα άρχιζαν να φαντάζουν εχθρικά. Είχε φλερτάρει ξεδιάντροπα μαζί του, μπροστά στη Μόνα. Η ξεφωνημένη αδερφάρα, ξινισμένη και χαμογελαστή ταυτόχρονα. «Κοκαΐνη; Όχι, δεν κάνω χρήση. Τις σιχαίνομαι αυτές τις αηδίες». Ο Κρις ο ψυχολόγος ύψωσε τις παλάμες του, δήθεν αμυνόμενος. «Εντάξει, ας το δούμε από μια άλλη σκοπιά. Μήπως είχες κάποια σχέση με τη γυναίκα του Χάρντι, προτού παντρευτούν;» «Πάλι γι’ αυτή θα μιλήσουμε;» Αγριοκοίταξε τον τύπο, ο οποίος παρέμεινε απαθής και ανέκφραστος σαν άγαλμα. «Την ήξερα», είπε έπειτα από λίγο. «Ήταν φίλη μιας γκόμενάς μου. Έτσι γνωρίστηκε με τον Χάρντι». «Και δεν υπήρξε κανενός είδους ερωτική σχέση μεταξύ σας;» Ο Καρλ ρουθούνισε. Αυτός ο άνθρωπος έχωνε τη μύτη
του παντού. Πώς θα μπορούσαν αυτές οι ερωτήσεις να τον απαλλάξουν από τον πόνο στο στήθος του, ιδέα δεν είχε. «Διστάζεις. Υπήρξε κάτι;» «Τι είδους ψυχολογική στήριξη είναι αυτή, τέλος πάντων; Τη μέγκενη για τα δάχτυλα πότε θα την εμφανίσεις; Και για α απαντήσω στην ερώτησή σου, όχι. Χαϊδολογήματα, μέχρ εκεί». «Χαϊδολογήματα; Τι εννοείς;» «Α, δεν υποφέρεσαι, Κρις. Μπορεί να είσαι γκέι, όμως δε ομίζω πως σου είναι αδύνατο να φανταστείς μια αμοιβαία σωματική διερεύνηση μεταξύ δύο ετερόφυλων;» «Δηλαδή, μιλάμε για...» «Κοίτα, δε θα σου πω λεπτομέρειες, εντάξει; Χαμουρευτήκαμε, πασπατευτήκαμε καμπόσο, όμως τίποτε άλλο. Δεν το κάναμε. Ευχαριστημένος;» Ο Κρις σημείωσε την απάντηση. Ύστερα, τα γαλάζια μάτια του στράφηκαν ξανά στον Καρλ. «Για να επιστρέψουμε στην υπόθεση. Ας την ονομάζουμε πόθεση του καρφωτικού πιστολιού, εντάξει; Από τις αναφορές του Χάρντι Χένινγκσεν προκύπτει ότι ενδεχομένως α είχες έρθει σε επαφή με τα άτομα που αργότερα σας πυροβόλησαν. Ισχύει αυτό;» «Μην ακούω μαλακίες! Λάθος κατάλαβε». «Εντάξει». Έριξε στον Καρλ ένα βλέμμα σαν να του έλεγε πως ό,τι συζητούσαν εκεί, ήταν εμπιστευτικό. «Το πρόβλημα, Καρλ, είναι πως αν πέσεις στο κρεβάτι με φαγούρα στον κώλο, τα δάχτυλά σου πιθανώς να βρομάνε όταν σηκωθείς το πρωί».
Όχι άλλες σοφιστείες του κώλου. Του έφτανε ο Άσαντ. λεος. «Τι έγινε, θεραπεύτηκες;» ρώτησε η Ρόζε, όταν επέστρεψε ο Καρλ στο διάδρομό τους. Της χαμογέλασε, ενδεχομένως περβολικά φιλικά. «Ξεκαρδιστήκαμε πάλι, Ρόζε. Την επόμενη φορά που θα περάσω από εκεί, θα σε γράψω για μερικά μαθήματα καλών τρόπων». «Α, ώστε έτσι;» Είχε αρχίσει να τον κοντράρει κιόλας. «Ελπίζω να μην έχεις την απαίτηση να είμαι φιλική και διακριτική ταυτόχρονα». Φιλική; Χριστός κι Απόστολος! «Τι βρήκες γι’ αυτές τις δύο γυναίκες, Ρόζε;» Του έδωσε ονόματα, διευθύνσεις και ηλικίες. Πενηντάρες, αμφότερες. Καμία γνωστή σχέση με εγκληματικά στοιχεία. Δύο συνηθισμένες γυναίκες. «Δεν πρόλαβα να μιλήσω με τη ΜΕΘ ακόμα. Θα τους πάρω σε ένα λεπτό». «Σε ποιον ανήκε το αυτοκίνητο με το οποίο είχαν το δυστύχημα; Μου φαίνεται πως ξέχασα να ρωτήσω». «Καλά, δε διάβασες την έκθεση της Τροχαίας; Κάτοχος ήταν η Ίζαμπελ Γιόνσον, όμως στο τιμόνι βρισκόταν η άλλη γυναίκα, η Λίζα Κάριν Κρογκ». «Ναι, αυτό το ξέρω. Ανήκουν στην Εκκλησία της Δανίας;» «Κομματάκι ξεκάρφωτες όλες αυτές οι ερωτήσεις, δε βρίσκεις;»
«Πρέπει να ξέρω. Λοιπόν;» Ανασήκωσε τους ώμους της. «Μάθε και πες μου, Ρόζε. Κι αν δεν είναι, θέλω να ξέρω ποιο άλλο δόγμα ασπάζονται». «Τι είμαι εγώ, δημοσιογράφος;» Ο Καρλ ήταν έτοιμος να της βάλει τις φωνές, όμως τον πρόλαβαν κάτι φωνές και κραυγές που ακούστηκαν από κάποιο σημείο κοντά στο χώρο διαλογής της αλληλογραφίας. «Τι τρέχει;» φώναξε ο Άσαντ. «Πού θες να ξέρω;» απάντησε εκνευρισμένος ο Καρλ. Το μόνο που μπόρεσε να δει ήταν έναν άντρα ο οποίος στεκόταν στην άλλη άκρη του διαδρόμου, με την πλαϊνή πλευρά μιας μεταλλικής βιβλιοθήκης σηκωμένη πάνω από το κεφάλι του, κι ύστερα έναν ένστολο που πετάχτηκε από το γειτονικό διάδρομο, έπεσε πάνω του και τον πέταξε πέρα. Το μεταλλικό κομμάτι έσκασε κάτω με δύναμη και ο αστυνομικός σωριάστηκε προς τα πίσω. Την ίδια στιγμή, ο άντρας είδε την ολομέλεια του Τομέα Q α τον κοιτάζει και χωρίς τον παραμικρό δισταγμό όρμησε καταπάνω τους, κραδαίνοντας το μεταλλικό κομμάτι. Η Ρόζε ποχώρησε, όμως ο Άσαντ παρέμεινε δίπλα στον Καρλ. «Μήπως να αφήσουμε τα παιδιά από πάνω να το αναλάβουν, Άσαντ; Να φέρουμε τον αξιωματικό υπηρεσίας εδώ;» πρότεινε ο Καρλ, την ώρα που ο άλλος φώναζε ακατάληπτα. Ο Άσαντ, όμως, δεν απάντησε. Πήρε θέση, με τα γόνατα λυγισμένα και τον κορμό του να γέρνει προς τα εμπρός,
φέρνοντας τα χέρια σε ελαφριά διάταση, σαν παλαιστής. Ο τύπος που ορμούσε καταπάνω τους, όμως, δεν έδειξε να προβληματίζεται, πράγμα για το οποίο πολύ σύντομα θα μετάνιωνε. Τη στιγμή που σήκωσε το αυτοσχέδιο όπλο του πάνω από το κεφάλι του για να επιτεθεί, ο Άσαντ πήδηξε στον αέρα και το βούτηξε και με τα δύο χέρια. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό. Τα μπράτσα του άντρα λύγισαν στους αγκώνες, οπότε ο Άσαντ κατέβασε το σίδερο πάνω στον ώμο του με τέτοια δύναμη, ώστε ακούστηκε καθαρά ο ξερός ήχος κόκαλου που έσπαγε. Μάλλον για τυπικούς λόγους, ο Άσαντ ολοκλήρωσε την αντεπίθεσή του καταφέροντας μια γερή κλοτσιά στη μυώδη κοιλιακή χώρα του άλλου. Δεν ήταν ευχάριστο το θέαμα, ενώ οι ήχοι που ξέφυγαν από τα χείλη του αιφνιδιασμένου άντρα ήταν από εκείνους που θα ευχόταν κανείς να μην ακούσε ποτέ ξανά. Πρώτη φορά έβλεπε ο Καρλ έναν άνθρωπο τόσο φρενιασμένο να εξουδετερώνεται τόσο γρήγορα. Όση ώρα σφάδαζε σωριασμένος στο πάτωμα, εξαιτίας της σπασμένης του κλείδας και της κλοτσιάς που του είχε ρίξει με ακρίβεια ο Άσαντ, ένστολοι αστυνομικοί κατέφθασαν τρέχοντας. Τότε μόνο παρατήρησε ο Καρλ τις χειροπέδες που κρέμονταν από το δεξί χέρι του άγνωστου τύπου. «Μόλις τον μεταφέραμε από το Σταθμό 4 προκειμένου να παρουσιαστεί στα δικαστήρια», είπε ένας από τους αστυνομικούς, καθώς έκλεινε τις χειροπέδες γύρω από τον άλλο καρπό του άντρα. «Ένας Θεός ξέρει πώς κατάφερε να
βγάλει τις χειροπέδες του, όμως πριν καταλάβουμε τι γίνεται, είχε βουτήξει στο φρεάτιο φορτίων και κατέβηκε τσουλήθρα στο τμήμα διαλογής αλληλογραφίας». «Δε θα έφτανε μακριά, ό,τι κι αν έκανε», σχολίασε ένας δεύτερος αστυνομικός. Ο Καρλ τον γνώριζε. Άσος στο σημάδι. Όλοι είχαν κολακευτικά σχόλια για τον Άσαντ. Δεν τους ενδιέφερε ότι είχε στείλει τον κρατούμενό τους στο οσοκομείο. «Ποιος είναι, τέλος πάντων;» ρώτησε ο Καρλ. «Δεν αποκλείεται να μιλάμε για τον τύπο που καθάρισε τους τρεις Σέρβους εισπράκτορες τις δύο τελευταίες εβδομάδες». Τότε μόνο παρατήρησε ο Καρλ το δαχτυλίδι που έκλεινε γύρω από τη σάρκα του μικρού δαχτύλου του άντρα. Το βλέμμα του Καρλ διασταυρώθηκε με του Άσαντ. Ο βοηθός του κάθε άλλο παρά αιφνιδιασμένος έδειχνε. «Είδα τι έγινε», είπε μια φωνή πίσω από τον Καρλ, την ώρα που οι αστυνομικοί έσερναν το Σέρβο που βογκούσε στο χώρο όπου θα έπρεπε να βρίσκεται κανονικά. Ο Καρλ στράφηκε απότομα. Ήταν ο Βάλντε, ένας από τους συνταξιούχους αστυνομικούς που ήταν υπεύθυνοι για τη λειτουργία της λέσχης κηδειών. Αντιπρόεδρος, απ’ ό,τ θυμόταν ο Καρλ. «Τι διάολο κάνεις εδώ πέρα, Βάλντε, μέρα Τετάρτη; όμιζα πως συναντιόσαστε μόνο τις Τρίτες, σωστά;» Ο Βάλντε γέλασε πνιχτά και χάιδεψε τα γένια του. «Να σου πω, βγήκαμε όλα τα παιδιά να γιορτάσουμε τα γενέθλια
του Γιάνικ χτες. Εβδομήντα χρόνων έγινε ο μπαγάσας. Να ξέρεις, τις τιμάμε τις παραδόσεις». Στράφηκε στον Άσαντ. «Φίλε, τον ρήμαξες τον τύπο. Δε θα με πείραζε να το ξανάβλεπα αυτό. Πού τα έμαθες τα κόλπα;» Ο Άσαντ ανασήκωσε τους ώμους. «Δράση και αντίδραση. Αυτό είναι όλο». Ο Βάλντε έγνεψε καταφατικά. «Έλα εκεί όπου μαζευόμαστε. Σου αξίζει ένα Γκάμελ Ντανσκ». «Γκάμελ Ντανσκ;» ρώτησε ο Άσαντ απορημένος. «Ο Άσαντ δεν πίνει αλκοόλ, Βάλντε», εξήγησε ο Καρλ. «Είναι μουσουλμάνος. Θα πιω εγώ το δ ικό του». ταν όλοι εκεί. Κυρίως συνταξιούχοι της Τροχαίας, αλλά κα ο Γιάνικ, ο υπεύθυνος συντήρησης του κτιρίου, καθώς κι ένας από τους παλιούς σοφέρ του γενικού αστυνομικού διευθυντή. Σάντουιτς, τσιγάρα, σκέτος καφές και Γκάμελ Ντανσκ. Ο συνταξιούχοι την περνούσαν ζάχαρη στα Κεντρικά της Αστυνομίας. «Πώς πάει, Καρλ, όλα καλά;» ρώτησε ένας. Παλιά, ο Καρλ είχε κάτι πάρε δώσε μαζί του, στην Αστυνομία του Γκλαντσάξε. Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. «Τρομερό αυτό που συνέβη στον Χάρντι και τον Άνκερ. Πολύ άσχημη ιστορία. Τελικά, κατάφερες να βγάλεις άκρη;» «Δε θα το έλεγα». Έστρεψε το βλέμμα του στο παράθυρο, πάνω από τα αραδιασμένα τραπέζια. «Τι τυχεροί είστε εσείς εδώ κάτω που έχετε φυσικό φωτισμό. Μακάρι να βλέπαμε κ εμείς το φως της μέρας».
Τα μέλη της λέσχης συνοφρυώθηκαν ταυτόχρονα. «Τι τρέχει;» ρώτησε ο Καρλ. «Όλα τα δωμάτια εδώ κάτω έχουν παράθυρα», σχολίασε ένας από αυτούς. «Τα δικά μας, μια φορά, δεν έχουν». Ο Γιάνικ, ο υπεύθυνος συντήρησης, σηκώθηκε. «Πέρασα τριάντα εφτά χρόνια εδώ πέρα και ξέρω το κτίριο σπιθαμή προς σπιθαμή. Έχεις την καλοσύνη να μου δείξεις αυτό το δωμάτιο που λες; Άλλωστε, πρέπει κάποια στιγμή να ξεκουνήσω». Κρίμα το Γκάμελ Ντανσκ. «Ορίστε», είπε ο Καρλ, ένα λεπτό αργότερα. Έγνεψε προς τον τοίχο, πάνω στον οποίο ήταν τοποθετημένη η τηλεόραση με την επίπεδη οθόνη. «Για πες, πού είναι το παράθυρο που έλεγες;» Ο Γιάνικ κοίταξε παραξενεμένος. «Καλά, αυτό εκεί πώς θα το έλεγες;» Έδειξε ευθεία στον τοίχο. «Δεν ξέρω. Τοίχο, ίσως;» «Γυψοσανίδα είναι, Καρλ. Γυψοσανίδα. Οι δικοί μου την τοποθέτησαν, όταν μετατράπηκε σε αποθήκη αυτός ο χώρος. Εδώ μέσα ήταν τίγκα στα ράφια κάποια στιγμή. Να, κι εκε παρακάτω, όπου κάθεται η χαριτωμένη γραμματέας σου. Τα ίδια ράφια μ’ εκείνα που χρησιμοποίησε αργότερα η Μονάδα Υποστήριξης για να αποθηκεύει τα κράνη και τις προσωπίδες. Μιλάμε για τα ίδια ράφια που έχουν κατακλύσει το υπόγειο τώρα». Γέλασε. «Δεν το είχες καταλάβει, ε, Καρλ; Μήπως θες να σου κόψω τη γυψοσανίδα για να μπορείς να βλέπεις έξω, ή τα καταφέρνεις και μόνος σου;»
Εκείνος δυσκολευόταν να το πιστέψει. «Ναι, αλλά στην απέναντι πλευρά;» Έγνεψε προς το γραφειάκι του Άσαντ. «Τι, λες για εκεί; Αυτό δεν ήταν ποτέ γραφείο, Καρλ. Αποθήκη για σκούπες ήταν. Δεν υπάρχει παράθυρο εκε πέρα». «Αφού είναι έτσι, θα καθίσω κι εγώ χωρίς παράθυρο. Μπορεί αργότερα, μόλις τελειώσουν με το καθάρισμα του πογείου, να βρω στον Άσαντ ένα άλλο γραφείο». Ο Γιάνικ κούνησε το κεφάλι και γέλασε πνιχτά. «Κακός χαμός επικρατεί εδώ κάτω», είπε, όπως κοντοστάθηκαν στο διάδρομο. «Αυτό εκεί, τι ρόλο παίζει;» δειξε ό,τι απέμενε από το γύψινο διαχωριστικό, τα πολείμματα του οποίου τώρα ήταν ακουμπισμένα πάνω στον τοίχο, ξεκινώντας από τις υποθέσεις που είχε στερεώσε εκεί ο Άσαντ, μέχρι και παρακάτω από το γραφείο της Ρόζε. «Τοποθετήσαμε ένα διαχωριστικό εξαιτίας των σωλήνων εκεί πέρα, από τους οποίους, απ’ ό,τι φαίνεται, πέφτε αμίαντος. Τα καλόπαιδα του Υγιειονομικού μάς ζάλισαν». «Τι, γι’ αυτούς εκεί τους σωλήνες λες;» Ο υπεύθυνος συντήρησης έδειξε με τον αντίχειρά του προς το ταβάνι, καθώς έκανε μεταβολή για να επιστρέψει στο ποτό του. «Μπορείς να τους κατεβάσεις όλους, άμα θες. Οι σωλήνες της θέρμανσης περνούν πλέον μέσα από την ψευδοροφή. Αυτοί που φαίνονται στο ταβάνι δε χρησιμεύουν σε τίποτα τώρα πια». Το γέλιο του αντήχησε στο μεγαλύτερο μέρος του πογείου. Ο Καρλ βλαστημούσε ακόμα όταν εμφανίστηκε η Ρόζε.
σως αυτή τη φορά να είχε αξιωθεί να κάνει τη δουλειά της, έτσι, για αλλαγή. «Ζουν και οι δύο, Καρλ. Η Λίζα Κάριν Κρογκ βρίσκετα ακόμα σε κρίσιμη κατάσταση, η άλλη, όμως, θα αναρρώσει. Είναι πλέον σχεδόν βέβαιοι γι’ αυτό». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Σε αυτή την περίπτωση, καλό θα ήταν να πάνε από το νοσοκομείο και να της μιλήσουν. «Όσο για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους, η Ίζαμπελ Γιόνσον είναι μέλος της Εκκλησίας της Δανίας, ενώ η Λίζα Κρογκ ανήκει σε κάτι που ονομάζεται Μητέρα Εκκλησία. Μίλησα στους γείτονές τους, στο Φρέδερικς. Απ’ ό,τ κατάλαβα, είναι μια αλλόκοτη σέκτα που δεν έχει παρτίδες με τους άλλους. Η γειτόνισσα ήταν της γνώμης πως ο άντρας της Λίζα Κρογκ παρασύρθηκε σε αυτή την αίρεση από τη γυναίκα του. Ο άντρας αυτοαποκαλείται πλέον Γιόσουα, ενώ η γυναίκα συστήνεται ως Ράκιλ». Ο Καρλ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Έχει κι άλλο», συνέχισε η Ρόζε, κουνώντας το κεφάλι. «Η Αστυνομία του Σλάγιελσε βρήκε ένα σάκο στους θάμνους, στον τόπο του δυστυχήματος. Πετάχτηκε έξω από το αυτοκίνητο όταν σμπαραλιάστηκε, απ’ ό,τ φαίνεται.greekleech.info Και τι λες να βρήκαν μέσα; Ένα εκατομμύριο κορόνες, σε χρησιμοποιημένα χαρτονομίσματα. Ψιλοπράματα, δηλαδή». «Τώρα τα έχω ακούσει όλα», σχολίσε ο Άσαντ, ακριβώς πίσω από τον Καρλ. «Μεγαλοδύναμε Αλλάχ!» Μεγαλοδύναμε Αλλάχ, πράγματι. Κάτι τέτοιο θα έλεγε και ο Καρλ.
Η Ρόζε έγειρε το κεφάλι στο πλάι. «Και το κερασάκι στην τούρτα είναι πως πριν από ένα λεπτό έμαθα ότι ο άντρας της Λίζα Κάριν Κρογκ έπεσε νεκρός μέσα στο τρένο, στο τμήμα μεταξύ Σλάγιελσε και Σόρε, το βράδυ της Δευτέρας. Περίπου την ίδια ώρα που η γυναίκα του διέλυσε το αμάξι. Έμφραγμα, αναφέρει ο ιατροδικαστής». «Ω, γαμώτο!» αναφώνησε ο Καρλ, έχοντας ένα πολύ δυσάρεστο προαίσθημα. Σχεδόν ένιωσε ένα ρίγος να διατρέχει την πλάτη του. «Θα περάσω μια στιγμή να δω πώς τα πάει ο Χάρντι, προτού ανέβουμε στη ΜΕΘ», είπε ο Καρλ. Πήρε την πινακίδα με το STOP που χρησιμοποιούσαν για να σταματούν οδηγούς για τροχαίες παραβάσεις και την άφησε πάνω στο ταμπλό, έτσ ώστε να φαίνεται από το παρμπρίζ. Ήταν ένας καλός τρόπος α καλμάρουν οι ελεγκτές των παρκόμετρων, σε περιπτώσεις όπου το αυτοκίνητο ήταν περίεργα σταθμευμένο. «Εσύ περίμενέ με εδώ, εντάξει; Είναι κάτι πραγματάκια που θέλω να τον ρωτήσω». Ο Καρλ βρήκε τον Χάρντι σε ένα δωμάτιο με θέα. Μεγάλα παράθυρα, γεμάτα ουρανό και ακανόνιστα σύννεφα που έμοιαζαν με κομμάτια παζλ που κάποιος είχε σκορπίσει στο πάτωμα. Ο Χάρντι είπε πως τα πήγαινε μια χαρά. Οι πνεύμονές του συνέρχονταν και οι εξετάσεις κόντευαν να ολοκληρωθούν. «Δε με πιστεύουν, όμως, όταν τους λέω ότι μπορώ να κινήσω τον καρπό μου», παραπονέθηκε. Ο Καρλ το άφησε να περάσει ασχολίαστο. Σε τι θα
ωφελούσε αν τσάκιζε τις ελπίδες του; «Μίλησα με έναν ψυχολόγο σήμερα, Χάρντι. Όχι με τη Μόνα, αλλά με έναν τρόμπα ονόματι Κρις. Μου είπε πως είχες γράψει κάποια πράγματα για εμένα σε μια αναφορά. Μια αναφορά την οποία εγώ δεν είδα ποτέ. Σου λέει κάτι αυτό;» «Το μόνο που έγραψα ήταν ότι ήξερες την υπόθεση καλύτερα απ’ ό,τι εγώ και ο Άνκερ». «Και τι σε έκανε να το νομίζεις αυτό;» «Μα, αφού έτσι ήταν. Ήξερες τον Γκέοργκ Μάντσεν, το γέρο που βρήκαμε δολοφονημένο». «Όχι, δεν τον ήξερα, Χάρντι. Πρώτη φορά στη ζωή μου τον έβλεπα». «Τι μου λες τώρα, αφού τον είχες χρησιμοποιήσει ως μάρτυρα σε μια άλλη υπόθεση. Δε θυμάμαι τις λεπτομέρειες, θυμάμαι, όμως, πως τον ήξερες». «Λάθος θυμάσαι, Χάρντι». Ο Καρλ κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι. «Τέλος πάντων, δεν έχει καμία σημασία τώρα πια. Για άλλο λόγο ήρθα. Σκέφτηκα να περάσω για να δω πώς τα πηγαίνεις. Ο Άσαντ στέλνει τα χαιρετίσματά του. Είναι κ αυτός εδώ». Ο Χάρντι ανασήκωσε τα φρύδια. «Προτού φύγεις, Καρλ, θέλω να μου υποσχεθείς κάτι». «Ό,τι θες, φίλε. Πες το κι έγινε». Ο Χάρντι ξεροκατάπιε μερικές φορές, προτού αποκαλύψε τι είχε στο μυαλό του. «Άσε με να ξανάρθω στο σπίτι σου. Αν δε γυρίσω, θα πεθάνω». Ο Καρλ τον κοίταξε στα μάτια. Αν υπήρχε άνθρωπος ικανός να τερματίσει τη ζωή του με τη βούλησή του και μόνο,
αυτός ήταν ο Χάρντι. «Κανένα πρόβλημα, Χάρντι», απάντησε σιγανά. Η Βίγκα μπορούσε να κάτσει στα αβγά της με τον πώςτον-λένε από το Τουρμπανιστάν. Είχαν σταθεί και περίμεναν να κατέβει ο ανελκυστήρας στην Είσοδο 3, όταν άνοιξαν οι πόρτες και εμφανίστηκε ένας από τους παλιούς καθηγητές του Καρλ στη Σχολή Αστυνομίας. «Κάρστεν!» αναφώνησε ο Καρλ, τείνοντας το χέρι. Πήρε ένα χαμόγελο για απάντηση, όταν τον αναγνώρισε, τελικά, ο άντρας. «Καρλ Μερκ», είπε, έπειτα από μια παύση. «Μεγάλωσες, βλέπω». Ο Καρλ χαμογέλασε. Κάρστεν Γιόνσον. Μία ακόμα πολλά ποσχόμενη σταδιοδρομία, η οποία είχε καταλήξει στην Τροχαία. Ένας ακόμα αστυνομικός που είχε παραμερίσει, προκειμένου να μην επιτρέψει στο σύστημα να τον αλλοτριώσει. Στάθηκαν εκεί για λίγο, ανταλλάσσοντας αναμνήσεις κα μερικές κουβέντες σχετικά με το πόσο πιο δύσκολο ήταν πλέον να υπηρετείς στο Σώμα απ’ ό,τι παλιότερα, κι ύστερα έδωσαν τα χέρια για να αποχαιρετιστούν. Για κάποιο λόγο, όμως, όπως έσφιξε το χέρι του Κάρστεν Γιόνσον, ο Καρλ είχε μια αλλόκοτη αίσθηση, προτού αντιληφθεί ο εγκέφαλός του το γιατί. Ήταν ένα ανησυχητικό, απροσδιόριστο κάτι, το οποίο έκανε το σύστημα του να φρακάρει. Πρώτα αυτή η αίσθηση, κι ύστερα η συνειδητοποίηση ότι κάτι του ξέφευγε.
Ξαφνικά, κατάλαβε. Φυσικά! Παραήταν μεγάλη η σύμπτωση. Ο άνθρωπος έδειχνε αποκαρδιωμένος, αναλογίστηκε ο Καρλ. Είχε βγει από τον ανελκυστήρα ο οποίος οδηγούσε στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Τον έλεγαν Γιόνσον. Αυτό ήταν. «Πες μου, Κάρστεν, για την Ίζαμπελ Γιόνσον ήρθες εδώ;» ρώτησε. Ο άντρας έγνεψε καταφατικά. «Είναι η μικρή μου αδερφή. Εσύ, όμως, από πού την ξέρεις;» Κούνησε το κεφάλι, καθώς δεν μπορούσε να καταλάβει. «Στο Ανθρωποκτονιών δεν πηρετείς;» «Όχι πια. Όμως, άκουσέ με, δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας. Κάτι ερωτήσεις ήρθα να της κάνω, αυτό είνα όλο». «Θα ζοριστείς. Το σαγόνι της είναι ακινητοποιημένο κα την έχουν πλακώσει στα παυσίπονα. Τώρα μόλις ήμουν μαζ της, και δεν είπε λέξη. Με έβγαλαν από το δωμάτιο. Ετοιμάζονται να τη μεταφέρουν σε άλλο χώρο. Μου είπαν να περιμένω στην καφετέρια κάνα μισάωρο». «Εντάξει. Λέω να ανέβουμε τώρα, προτού τη μεταφέρουν. Χάρηκα που σε είδα, Κάρστεν». Εκείνη τη στιγμή έφτασε στο ισόγειο ένας ακόμα ανελκυστήρας, κι ένας άντρας με ιατρική ρόμπα βγήκε από μέσα. Τους έριξε μια ματιά, βλοσυρός. Ο Καρλ με τον Άσαντ μπήκαν στο θάλαμο και πάτησαν το κουμπί.
Ο Καρλ είχε περάσει από τη συγκεκριμένη μονάδα αμέτρητες φορές στο παρελθόν. Άνθρωποι οι οποίοι είχαν την ατυχία να βρεθούν στο δρόμο οπλισμένων παραφρόνων συχνά κατέληγαν εδώ. Η προτελευταία στάση για τα θύματα βίαιων εγκλημάτων. Το νοσηλευτικό προσωπικό ήταν πρώτης τάξεως. Απ’ όλα τα μέρη του πλανήτη, μάλλον εδώ θα ήθελε να καταλήξει ο Καρλ, αν τα πράγματα στράβωναν τόσο πολύ. Μαζί με τον Άσαντ διάβηκαν τη δίφυλλη πόρτα κα βρέθηκαν σε ένα χώρο όπου επικρατούσε αναβρασμός. Πρέπει να είχαν πέσει πάνω σε κάποιο επείγον περιστατικό. Δεν ήταν η καλύτερη συγκυρία, το καταλάβαινε αυτό. Έδειξε την ταυτότητά του στην Υποδοχή και σύστησε τον Άσαντ. «Ήρθαμε για να κάνουμε ορισμένες ερωτήσεις στην ζαμπελ Γιόνσον. Λυπάμαι αν είναι ακατάλληλη η στιγμή, όμως είναι πολύ επείγον». «Κι εγώ λυπάμαι, όμως είναι αδύνατο να τη δείτε αυτή τη στιγμή. Η Λίζα Κάριν Κρογκ, η οποία νοσηλευόταν στο ίδιο δωμάτιο με την Ίζαμπελ Γιόνσον, κατέληξε πριν από μερικά λεπτά, ενώ και η κατάσταση της Ίζαμπελ επιδεινώθηκε. Κι όχ μόνο αυτό, αλλά μια νοσοκόμα μας δέχτηκε επίθεση. Πέρασε ένας άντρας από εδώ. Ενδεχομένως να επιχείρησε να τις σκοτώσει, δεν το γνωρίζουμε ακόμα. Επικρατεί χάος. Η οσοκόμα παραμένει αναίσθητη».
[1] Οι λέσχες κηδειών πρωτοεμφανίστηκαν το 19ο αιώνα στη
Μεγάλη Βρετανία και βοηθούσαν τα μέλη τους ή τις φτωχές οικογένειες να θάψουν αξιοπρεπώς τους νεκρούς τους, μαζεύοντας χρήματα. (Σ.τ.Ε.)
42 ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΑΝ ΜΙΣΗ ΩΡΑ καθισμένοι στο χώρο αναμονής, ενώ στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας εξακολουθούσε να επικρατεί αναστάτωση. Ο Καρλ σηκώθηκε και πήγε στην Υποδοχή. Δεν μπορούσαν να περιμένουν άλλο. «Δε φαντάζομαι να έχετε κάποιες πληροφορίες για τη Λίζα Κάριν Κρογκ, έτσι δεν είναι; Τη γυναίκα που πέθανε προ ολίγου;» ρώτησε, δείχνοντας και πάλι το σήμα του στη γραμματέα. «Χρειάζομαι το τηλέφωνο του σπιτιού της». Λίγες στιγμές αργότερα στεκόταν με ένα σημείωμα στο χέρι. Έβγαλε το κινητό από την τσέπη του κι επέστρεψε στον Άσαντ, ο οποίος καθόταν και χτυπούσε τα πόδια του ρυθμικά, σαν να έπαιζε ντραμς. «Μείνε εδώ να έχεις το νου σου», είπε. «Εγώ θα είμαι έξω, στα ασανσέρ. Φώναξέ με όταν πουν ότι μπορούμε να περάσουμε, εντάξει;» Ύστερα τηλεφώνησε στη Ρόζε. «Χρειάζομαι κάποιες πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό τηλεφώνου που θα σου πω. Ονόματα και στοιχεία ληξιαρχείου για όσους κατοικούν σε αυτή τη διεύθυνση, εντάξει; Επίσης, Ρόζε, θέλω να το κάνεις αμέσως, είμαστε σύμφωνοι;» Εκείνη ξεφύσηξε, κάπως ενοχλημένη, αλλά είπε πως θα
το κοίταζε. Ο Καρλ κάλεσε τον ανελκυστήρα και κατέβηκε στο ισόγειο. Πρέπει να είχε περάσει μπροστά από την καφετέρια καμιά πενηνταριά φορές όλα εκείνα τα χρόνια, χωρίς να σταματήσε ούτε μία. Σέρβιραν ένα κάρο παχυντικά φαγητά, σε εξωφρενικές τιμές. Τα πράγματα δεν είχαν αλλάξει. Πεινούσε, βέβαια, όμως άλλος ήταν ο λόγος που είχε κατέβει εκεί. «Κάρστεν Γιόνσον!» φώναξε, προτού εντοπίσει τον ξανθομάλλη άντρα που τέντωσε το λαιμό του για να δε ποιος τον γύρευε. Ο Καρλ τού ζήτησε να τον ακολουθήσει και, όπως ανέβαιναν από τις σκάλες, του εξήγησε τι είχε συμβεί πάνω, μετά που του ζήτησαν να κατέβει στην καφετέρια και να περιμένει. Μια ανήσυχη έκφραση απλώθηκε στο πρόσωπο του άντρα. «Μισό», είπε ο Καρλ, την ώρα που έφταναν στον τρίτο κα το κινητό του άρχισε να χτυπάει. «Προχώρα εσύ, Κάρστεν. λα να με βρεις έτσι και με χρειαστείς». Γονάτισε δίπλα στον τοίχο, έπιασε το κινητό ανάμεσα στον ώμο και το αφτί του και ακούμπησε το σημειωματάριο στο δάπεδο, μπροστά του. «Εντάξει, Ρόζε, ακούω». Εκείνη του έδωσε τη διεύθυνση, και ύστερα εφτά ονόματα με τους αντίστοιχους αριθμούς ληξιαρχείου. Πατέρας, μητέρα και πέντε παιδιά. Γιόζεφ, δεκαοχτώ ετών, Σάμουιλ, δεκάξι, Μίριαμ, δεκατεσσάρων, Μαγκνταλένα, δώδεκα, και Σάρα, δέκα. Ο Καρλ τα σημείωσε όλα.
Μήπως ήθελε να του βρει κι άλλα στοιχεία; Εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι κι έκλεισε το κινητό, χωρίς να της απαντήσει κανονικά. Οι πληροφορίες ήταν, πράγματι, ανησυχητικές. Πέντε παιδιά, ορφανά πλέον, και τα δύο από αυτά ήταν σχεδόν βέβαιο ότι διέτρεχαν θανάσιμο κίνδυνο. Το ίδιο μοτίβο, όπως και παλιότερα. Ο απαγωγέας είχε βάλει στο στόχαστρο μια οικογένεια που είχε ισχυρούς δεσμούς με μια μικρή θρησκευτική ομάδα και περισσότερα παιδιά από το μέσο όρο. Η μόνη διαφορά στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν πως υπήρχαν ελάχιστες πιθανότητες να αφήσει ζωντανό το ένα από τα απαχθέντα παιδιά, όπως έπραττε συνήθως. Τ λόγο είχε να το κάνει; Ο Καρλ αισθάνθηκε ότι βρισκόταν στη δίνη μιας πόθεσης ζωής και θανάτου. Όλα τα ένστικτά του βρίσκονταν πλέον σε συναγερμό. Θα ακολουθούσαν και άλλοι φόνοι, άμεσα. Έπρεπε οπωσδήποτε να τους αποτρέψει, και μαζί τους την καταστροφή μιας ολόκληρης οικογένειας. Δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο, όμως τι θα μπορούσε να κάνει; Πέρα από τα παιδιά της νεκρής γυναίκας και τη γραμματέα με την οποία είχε μιλήσει ο δολοφόνος, και η οποία αυτή τη στιγμή επέστρεφε στο σπίτι της με το κινητό της κλειστό, το μοναδικό άλλο άτομο που μπορούσε να βοηθήσει, η Ίζαμπελ Γιόνσον, βρισκόταν σε ένα δωμάτιο πίσω από εκείνη τη δίφυλλη πόρτα. Ανήμπορη να μιλήσει, υπό την επήρεια σοκ. Ο δολοφόνος είχε περάσει από εδώ σήμερα. Τον είχε δε μια νοσοκόμα, όμως εξακολουθούσε να είναι αναίσθητη. Η κατάσταση ήταν πραγματικά απελπιστική.
Συμβουλεύτηκε τις σημειώσεις του και κάλεσε τον αριθμό του σπιτιού στο Φρέδερικς. Κάτι τέτοιες στιγμές, η δουλειά του ήταν αβάσταχτη. «Γιόζεφ, παρακαλώ», είπε μια φωνή. Ο Καρλ έριξε μια ματιά στο σημειωματάριό του. Είχε σηκώσει το τηλέφωνο το μεγαλύτερο παιδί. Δόξα τω Θεώ, κάτι ήταν κι αυτό. «Γεια σου, Γιόζεφ. Είμαι ο επιθεωρητής Καρλ Μερκ, του Τομέα Q, της Αστυνομίας της Κοπεγχάγης. Τηλεφωνώ επειδή...» Το ακουστικό επέστρεψε ήσυχα στη θέση του στην άλλη άκρη της γραμμής. Ο Καρλ κοντοστάθηκε για λίγο, αναλογιζόμενος το σφάλμα του. Δεν έπρεπε να είχε συστηθεί έτσι. Η Αστυνομία, το δίχως άλλο, είχε περάσει ήδη από εκεί προκειμένου να ενημερώσει τα παιδιά για το θάνατο του πατέρα τους. Ο Γιόζεφ και τα αδέρφια του, λογικά, θα είχαν σοκαριστεί. Γιατ δεν το σκέφτηκε νωρίτερα; Κάρφωσε το βλέμμα του στο δάπεδο. Πώς θα μπορούσε α κάνει τον νεαρό να μιλήσει; Ύστερα τηλεφώνησε στη Ρόζε. «Πάρε την τσάντα σου, Ρόζε», είπε. «Βρες ένα ταξί και έλα εδώ, στο Νοσοκομείο Ριγκς, όσο γρηγορότερα μπορείς». «Πολύ λυπηρό, πράγματι», σχολίασε ο γιατρός. «Μέχρ προχτές, στη μονάδα υπήρχε σε εικοσιτετράωρη βάση φύλακας αστυνομικός. Νοσηλεύαμε θύματα του πολέμου των συμμοριών. Αν βρισκόταν και σήμερα εδώ, πιθανότατα α μην είχαν συμβεί όλα αυτά. Δυστυχώς, θα μπορούσε να
πει κάποιος, οι δύο συμμορίτες που είχαμε, μεταφέρθηκαν σε άλλη πτέρυγα το βράδυ της Δευτέρας». Ο Καρλ άκουγε με προσοχή. Το πρόσωπο του γιατρού ήταν ευγενικό. Δεν υπήρχε περιθώριο για τουπέ εδώ μέσα. «Φυσικά, κατανοούμε απόλυτα ότι η Αστυνομία πρέπει να εξακριβώσει την ταυτότητα του εισβολέα το ταχύτερο δυνατόν και εννοείται ότι θα συνδράμουμε με όποιον τρόπο μπορούμε. Όμως η κατάσταση της νοσοκόμας η οποία δέχτηκε επίθεση παραμένει τέτοια ώστε, δυστυχώς, ως γιατρός, είμαι υποχρεωμένος να πω ότι οφείλουμε να δώσουμε προτεραιότητα στην αποκατάσταση της υγείας της. Ενδεχομένως να έχουμε να κάνουμε με αυχενικό τραύμα και, σε κάθε περίπτωση, βρίσκεται σε κατάσταση σοκ. Επομένως, δε θα μπορέσετε να τη δείτε πριν από αύριο το πρωί, το ωρίτερο. Λυπάμαι. Στο μεταξύ, θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να επικοινωνήσουμε με τη γραμματέα η οποία είδε το δράστη. Ζει στο Ισχάι, αν δεν απατώμαι, επομένως δεν αποκλείεται να βρίσκεται στο σπίτι της μέσα στα επόμενα είκοσι λεπτά, αν υποθέσουμε πως δε θα κάνει κάποια ενδιάμεση στάση». «Έχουμε στείλει ήδη άνθρωπο να την περιμένει στη διεύθυνση κατοικίας της, ώστε να μη χαθεί χρόνος. Με την ζαμπελ Γιόνσον, όμως, τι γίνεται;» Ο Καρλ έριξε μια ματιά στον αδερφό της, κι εκείνος απάντησε με ένα καταφατικό εύμα. Δεν είχε αντίρρηση να αναλάβει τις ερωτήσεις ο Καρλ. «Ναι, βεβαίως. Όπως αντιλαμβάνεστε, είναι ιδιαίτερα ταραγμένη. Τόσο η αναπνοή της όσο και οι σφυγμο παραμένουν αρκετά ασταθείς, όμως θεωρούμε ότι θα
μπορούσε να ωφεληθεί από μια επίσκεψη του αδερφού της. Η εξέτασή της ολοκληρώνεται σε πέντε με δέκα λεπτά, επομένως ο κύριος θα μπορέσει να περάσει στο δωμάτιο τότε». Ο Καρλ άκουσε ένα σαματά στην είσοδο. Η τσάντα της Ρόζε παραλίγο να πάρει μαζί της τις κουρτίνες. «Μάλιστα, ευχαριστώ», είπε ο Καρλ και ύστερα έγνεψε στον Άσαντ και στη Ρόζε να τον ακολουθήσουν έξω. «Εμένα τι με θέλεις;» ρώτησε εκείνη, μόλις συγκεντρώθηκαν στο διάδρομο. Ολόκληρο το σώμα της έμοιαζε να λέει πως το τελευταίο μέρος στον κόσμο όπου θα ήθελε να βρίσκεται ήταν μπροστά από κάτι ανελκυστήρες σε μια Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Μπορεί να είχε κάποιο θέμα με τα νοσοκομεία. «Έχω να σου αναθέσω μια δύσκολη αποστολή», είπε ο Καρλ. «Τι έκανε λέει;» απάντησε εκείνη, έτοιμη να μουλαρώσει. «Θέλω να τηλεφωνήσεις σε έναν νεαρό και να τον κάνεις α καταλάβει ότι πρέπει να μας βοηθήσει αμέσως, διαφορετικά δύο από τα αδέρφια του θα καταλήξουν νεκρά. τσι φαίνεται, τουλάχιστον. Τον λένε Γιόζεφ και είνα δεκαοχτώ χρόνων. Ο πατέρας του πέθανε χτες και η μητέρα του βρίσκεται εδώ, στη ΜΕΘ. Φαντάζομαι ότι η Αστυνομία του Βίμπορ πέρασε και τον ενημέρωσε. Αυτό που δε γνωρίζε ακόμα είναι ότι η μητέρα του πέθανε πριν από λίγο. Δε θα ήταν σωστό να του μεταφέρουμε αυτή την είδηση τηλεφωνικά, όμως ενδεχομένως να είναι απαραίτητο. Αυτό εξαρτάται από εσένα, Ρόζε. Πρέπει να απαντήσει στις
ερωτήσεις μας. Αυτή είναι η ουσία». Η Ρόζε έμοιαζε παραλυμένη, χωρίς να τολμάει καν να διαμαρτυρηθεί, λες και οι λέξεις είχαν σκαλώσει στο κενό ανάμεσα στο δισταγμό και στην αναγκαιότητα. Καταλάβαινε από την όψη του Καρλ πόσο επείγον ήταν. «Έστω, αλλά γιατί να το κάνω εγώ; Γιατί δεν αναλαμβάνει ο Άσαντ, ή εσύ;» Της εξήγησε πως ο νεαρός τού είχε κλείσει το τηλέφωνο. «Χρειαζόμαστε μια ουδέτερη φωνή. Τη φωνή μιας ευγενικής γυναίκας, σαν τη δική σου». Αν είχε χαρακτηρίσει έτσι τη φωνή της Ρόζε οποιαδήποτε άλλη στιγμή, θα του ήταν αδύνατο να μην κάνει κάποια αστεία γκριμάτσα. Αυτή τη στιγμή, όμως, δεν υπήρχε τίποτα, μα τίποτα το αστείο. Ήταν απαραίτητο να κάνει η Ρόζε αυτό που της έλεγε. Της είπε όσα έπρεπε να γνωρίζει και ύστερα απομακρύνθηκε μαζί με τον Άσαντ, για να της δώσουν χώρο. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε τη Ρόζε νευρική. Ίσως η ρσα να ήταν καταλληλότερη σε αυτή την περίπτωση. Για κάποιο λόγο, οι πιο ζόρικες αποδεικνύονταν πάντοτε τρυφερές κατά βάθος. Την παρακολουθούσαν από απόσταση καθώς μιλούσε, ψώνοντας το χέρι της ελαφρά, λες και θα μπορούσε να αποτρέψει έτσι τον νεαρό από το να της κλείσει το τηλέφωνο. Σε αρκετές περιπτώσεις σούφρωσε τα χείλη της κι έστρεψε το βλέμμα προς το ταβάνι, σαν να προσπαθούσε να μην καταρρεύσει και βάλει τα κλάματα. Ήταν στενάχωρο το θέαμα. Μια ζωή τιναζόταν στον αέρα στην άλλη άκρη της
γραμμής. Αυτό που είχε πει η Ρόζε στον νεαρό σήμαινε πως τόσο η δική του ζωή όσο και των αδερφών του δε θα ήταν ποτέ ξανά η ίδια. Ο Καρλ κατανοούσε απόλυτα την κατάσταση που καλούνταν να χειριστεί η Ρόζε. Κι ύστερα, την είδαν να ακούει, απόλυτα συγκεντρωμένη, ενώ ταυτόχρονα σκούπιζε τα μάτια της. Ανάσαινε πιο βαθιά τώρα. Έθετε τις ερωτήσεις της, τη μία μετά την άλλη. Έδωσε χρόνο στον νεαρό να απαντήσει. Έπειτα από μερικά λεπτά, έκανε νόημα στον Καρλ να πλησιάσει. Κάλυψε το δέκτη του κινητού με την παλάμη της. «Δε θέλει να σου μιλήσει, μόνο σ’ εμένα. Είναι πολύ, πολύ ταραγμένος. Πάντως, θα απαντήσει στις ερωτήσεις σου». «Τα πήγατε θαυμάσια, Ρόζε, και οι δυο σας. Τον ρώτησες αυτά που είχαμε συμφωνήσει;» «Ναι». «Έχουμε περιγραφή και όνομα;» «Ναι». «Κάποιο στοιχείο που θα μπορούσε να μας οδηγήσε γραμμή στον άνθρωπό μας;» Εκείνη έγνεψε αρνητικά. Ο Καρλ έφερε την παλάμη πάνω στο μέτωπό του. «Σε αυτή την περίπτωση, δε νομίζω ότι έχω κάτι άλλο να τον ρωτήσω αυτή τη στιγμή. Δώσε του το τηλέφωνό μου και πες του να με πάρει έτσι και θυμηθεί οτιδήποτε θα μπορούσε να έχει σημασία». Η Ρόζε έγνεψε καταφατικά και ο Καρλ απομακρύνθηκε. «Κανένα στοιχείο», είπε εκείνος, γέρνοντας στον τοίχο μ’ έναν αναστεναγμό. «Άσχημα τα πράγματα, Άσαντ».
«Θα τον βρούμε», απάντησε καθησυχαστικά ο βοηθός του. Κατά πάσα πιθανότητα, όμως, ήταν εξίσου ανήσυχος με τον Καρλ. Φοβόταν κι αυτός πως δε θα έφταναν εγκαίρως για να σώσουν τα παιδιά. «Δώσε μου ένα λεπτό», είπε η Ρόζε, όταν έκλεισε το τηλέφωνο. Έμεινε να κοιτάζει το κενό, σαν να είχε αντικρίσει για πρώτη φορά τη σκοτεινή πλευρά του κόσμου και ήθελε να μην το ζήσει ποτέ ξανά. Στάθηκε αμίλητη για λίγο, χαμένη στις σκέψεις της, καθώς δάκρυα ανάβλυζαν στα μάτια της. Ο Καρλ έπιασε τον εαυτό του να εύχεται να μετακινούνταν πιο αργά οι δείκτες του ρολογιού του. Εκείνη ξεροκατάπιε μερικές φορές. «Εντάξει, είμα έτοιμη», είπε τελικά. «Ο απαγωγέας κρατάει τον αδερφό κα την αδερφή του Γιόζεφ. Τον Σάμουιλ και τη Μαγκνταλένα. Απήγαγε τα παιδιά το Σάββατο, και οι γονείς τους προσπαθούσαν, στο μεταξύ, να συγκεντρώσουν τα λύτρα. Η ζαμπελ Γιόνσον θέλησε να τους βοηθήσει, αν και ο Γιόζεφ δεν ήταν απόλυτα σίγουρος τι σχέση είχε με την υπόθεση. Πρώτη φορά την είδαν τη Δευτέρα. Μονάχα αυτό ήξερε. Ο γονείς του δεν του είπαν πολλά». «Για τον απαγωγέα, τι είπε;» «Ο Γιόζεφ περιέγραψε τον άντρα ακριβώς όπως είναι στο σκίτσο της Αστυνομίας. Σαράντα και κάτι, ενδεχομένως λίγο ψηλότερος του μέσου όρου. Δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο στον τρόπο που περπατάει ή ό,τι άλλο. Ο Γιόζεφ πιστεύει ότι βάφε τα μαλλιά και τα φρύδια του και ότι πιθανότατα έχει πολλές
γνώσεις πάνω σε θεολογικά ζητήματα». Έστρεψε ξανά το βλέμμα της στο κενό. «Έτσι και πιάσω στα χέρια μου αυτό το κτήνος, θα...» Άφησε τη φράση της ανολοκλήρωτη. Το πρόσωπό της τα έλεγε όλα. Ποιος βρισκόταν τώρα μαζί με τα παιδιά; ήταν η επόμενη ερώτηση του Καρλ. «Κάποιος από την οργάνωσή τους». «Πώς αντέδρασε ο Γιόζεφ στην είδηση του θανάτου της μητέρας του;» Η Ρόζε κούνησε την παλάμη μπροστά στο πρόσωπό της. Δεν ήθελε να το συζητήσει. Όχι ακόμα, τουλάχιστον. «Επίσης, είπε ότι ο άντρας δεν μπορούσε να τραγουδήσει», συνέχισε, ενώ τα μαύρα –από το χρώμα του κραγιόν– χείλη της έτρεμαν. «Τον είχε ακούσει να τραγουδάε στις συναντήσεις τους, και δεν ήταν καθόλου καλός. Οδηγούσε ένα φορτηγάκι. Όχι ντίζελ, το ρώτησα κι αυτό. Τουλάχιστον, δεν ακουγόταν να έχει ντίζελ κινητήρα, έτσι μου είπε. Ένα ανοιχτό μπλε φορτηγάκι, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Δεν ήξερε να μου πει πινακίδες ή μοντέλο. Δεν τον ενδιαφέρουν τα αυτοκίνητα». «Είπε τίποτε άλλο;» «Ο άντρας τούς συστήθηκε ως Λαρς Σέρενσεν, όμως ο Γιόζεφ θυμόταν πως μια φορά τον φώναξε με το μικρό του για να του πει κάτι, και στην αρχή εκείνος δεν αντέδρασε καθόλου, οπότε πιστεύει πως το κανονικό του όνομα είνα άλλο». Ο Καρλ τα έγραψε όλα αυτά στο σημειωματάριό του. «Για την ουλή, μάθαμε κάτι;»
«Δεν την είχε παρατηρήσει». Σούφρωσε τα χείλη της. «Επομένως, δεν πρέπει να είναι σε ιδιαίτερα χτυπητό σημείο». «Τίποτε άλλο;» Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Το βλέμμα της φανέρωνε πόσο αποκαρδιωμένη ήταν. «Σ’ ευχαριστώ, Ρόζε. Τα λέμε αύριο. Μπορείς να γυρίσεις στο σπίτι σου». Η Ρόζε έγνεψε καταφατικά, όμως έμεινε ακίνητη. Μάλλον χρειαζόταν περισσότερο χρόνο για να συνέλθει. Ο Καρλ στράφηκε στον Άσαντ. «Μόνο η ασθενής μας εκεί μέσα μπορεί να μας βοηθήσει πλέον, Άσαντ». Μπήκαν αθόρυβα στο δωμάτιο. Ο Κάρστεν Γιόνσον μιλούσε σιγανά στην αδερφή του. Μια νοσοκόμα ασχολούνταν με κάτι στον καρπό της Ίζαμπελ. Ο βόμβος από το μηχάνημα πάνω από το κρεβάτι της φανέρωνε πως οι σφυγμοί της ήταν κανονικοί και ότι πλέον είχε ηρεμήσει. Το βλέμμα του Καρλ έπεσε στο κρεβάτι δίπλα στης ζαμπελ. Ένα λευκό σεντόνι, κάτω από το οποίο διαγραφόταν ένα σχήμα. Όχι μια στοργική μητέρα πέντε παιδιών, η οποία είχε πεθάνει βιώνοντας μια ανείπωτη οδύνη. Μονάχα ένα σχήμα, κάτω από ένα σεντόνι. Ένα κλάσμα δευτερολέπτου μέσα σε ένα αμάξι που έτρεχε ξέφρενα, και ο επίλογος γράφτηκε εδώ. Τα πάντα χάθηκαν. «Μπορούμε να πλησιάσουμε;» ρώτησε τον Κάρστεν Γιόνσον. Ο άντρας έγνεψε καταφατικά. «Η Ίζαμπελ θέλει να μιλήσει, όμως δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε τ
προσπαθεί να πει. Για την ώρα δε βοηθάει ένας πίνακας με γράμματα, οπότε η νοσοκόμα προσπαθεί να χαλαρώσει τους επιδέσμους γύρω από τα δάχτυλα του δεξιού της χεριού. Η ζαμπελ έχει κατάγματα και στους δύο πήχεις, καθώς και σε αρκετά δάχτυλα, επομένως ίσως να μην καταφέρει καν να πιάσει μολύβι». Ο Καρλ παρατήρησε τη γυναίκα που κειτόταν μπροστά του στο κρεβάτι. Το πιγούνι της ήταν ίδιο με του αδερφού της, όμως κατά τα άλλα ήταν αδύνατο να καταλάβει τι όψη είχε κανονικά αυτό το ταλαιπωρημένο πρόσωπο. «Γεια σου, Ίζαμπελ. Είμαι ο επιθεωρητής Καρλ Μερκ, του Τομέα Q, της Αστυνομίας της Κοπεγχάγης. Καταλαβαίνεις τ λέω;» «Μμμμμμ», ήρθε η απάντηση, και η νοσοκόμα έγνεψε καταφατικά. «Θα ήθελα να σου εξηγήσω με λίγα λόγια γιατί βρίσκομα εδώ, Ίζαμπελ». Της είπε για το μήνυμα μέσα στο μπουκάλι και τις άλλες απαγωγές, και ότι πλέον γνώριζε πως είχαν να κάνουν με μία ακόμα τέτοια υπόθεση. Όλοι στο δωμάτιο παρατήρησαν πώς τα μηχανήματα κατέγραψαν την αντίδρασή της σε όσα της έλεγε. «Λυπάμαι που αναγκάζεσαι να τα ακούσεις όλα αυτά, ζαμπελ. Το ξέρω πως δεν αισθάνεσαι και πολύ καλά, ούτως ή άλλως, όμως φοβάμαι πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Σωστά κατάλαβα ότι εσύ και η Λίζα Κρογκ εμπλακήκατε σε μια υπόθεση σαν κι αυτή που περιέγραφε το μήνυμα στο μπουκάλι, όπως σου είπα μόλις τώρα;»
Η Ίζαμπελ έγνεψε σχεδόν ανεπαίσθητα, καταφατικά, κ έκανε διάφορους ήχους, τους οποίους χρειάστηκε να επαναλάβει μερικές φορές, προτού ισιώσει την πλάτη του ο αδερφός της και ανασηκώσει το κεφάλι. «Μου φαίνεται πως λέει ότι το όνομα της γυναίκας είναι Ράκιλ». «Σωστά», είπε ο Καρλ. «Επέλεξε άλλο όνομα, το οποίο χρησιμοποιούσε στην κοινότητά της. Το γνωρίζουμε αυτό». Η Ίζαμπελ απάντησε με ένα ελαφρό, καταφατικό νεύμα. «Έχω δίκιο όταν υποθέτω ότι τη Δευτέρα εσύ και η Ράκιλ επιχειρήσατε να σώσετε τα δύο παιδιά της Ράκιλ, τον Σάμουιλ και τη Μαγκνταλένα, και ότι το τροχαίο που ακολούθησε συνέβη στη διάρκεια αυτής της προσπάθειας;» Τα χείλη της Ίζαμπελ τρεμούλιασαν. Ύστερα, ένα ακόμα αμυδρό καταφατικό νεύμα. «Θα σου δώσουμε να κρατήσεις ένα μολύβι τώρα, ζαμπελ. Ο αδερφός σου είναι εδώ, αν χρειαστείς βοήθεια». Η νοσοκόμα την ενθάρρυνε να πιάσει το μολύβι, όμως τα δάχτυλα της Ίζαμπελ δεν ανταποκρίνονταν. Η νοσοκόμα στράφηκε, κοίταξε τον Καρλ και κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι. «Δεν κάνουμε τίποτα», είπε ο αδερφός της. «Αφήστε να προσπαθήσω εγώ», πρότεινε ο Άσαντ από το βάθος του δωματίου, και πέρασε μπροστά. «Ο πατέρας μου έπαθε αφασία όταν ήμουν δέκα χρόνων. Σχηματίστηκε ένας θρόμβος και όλες οι λέξεις του χάθηκαν. Από τότε, μονάχα εγώ μπορούσα να τον καταλάβω, μέχρι τη μέρα που πέθανε». Ο Καρλ συνοφρυώθηκε. Επομένως, ο άντρας στον οποίο μιλούσε ο Άσαντ μέσω Skype τις προάλλες δεν ήταν ο
πατέρας του. Η νοσοκόμα παραχώρησε την καρέκλα της στον Άσαντ. «Ναι, λυπάμαι, Ίζαμπελ. Το όνομά μου είναι Άσαντ κα είμαι από τη Συρία. Είμαι βοηθός του Καρλ Μερκ και τώρα θα μιλήσουμε μαζί. Ο Καρλ θα μιλάει κι εγώ θα ακούω το στόμα σου, εντάξει;» Ακολούθησε ένα μικρό, καταφατικό νεύμα. «Τι είδους αυτοκίνητο ήταν αυτό που σας έβγαλε από το δρόμο;» ρώτησε ο Καρλ. «Μήπως είδες τη μάρκα ή το χρώμα του; Ήταν καινούριο ή παλιό;» Ο Άσαντ έφερε το αφτί κοντά στο στόμα της Ίζαμπελ. Τα μάτια του ήταν γουρλωμένα και φωτεινά, καθώς άκουγε μία προς μία τις ανάσες που ξέφευγαν από τα χείλη της. «Mercedes. Μαύρη. Μάλλον παλιά», επανέλαβε. «Θυμάσαι μήπως τον αριθμό κυκλοφορίας, Ίζαμπελ;» ρώτησε ο Καρλ. Αν θυμόταν, υπήρχε ελπίδα. «Βρόμικες πινακίδες. Δύσκολα τις έβλεπε στο σκοτάδι», είπε ο Άσαντ έπειτα από λίγο. «Τα τρία τελευταία νούμερα μπορεί να ήταν 433, όμως η Ίζαμπελ δεν είναι σίγουρη για τα τριάρια. Θα μπορούσαν να ήταν οχτάρια ή και τα δύο». Ο Καρλ αναλογίστηκε τους πιθανούς συνδυασμούς. 433, 438, 483, 488. Μόνο τέσσερις. Αυτό περιόριζε την έρευνα. «Τα συγκράτησες αυτά, Κάρστεν;» είπε. «Μια σχετικά παλιά Mercedes, σκούρου χρώματος, με πινακίδες που λήγουν σε 433, 438, 483 ή 488. Δουλειά για το τμήμα σου». Ο Κάρστεν Γιόνσον έγνεψε καταφατικά. «Λοιπόν, μπορούμε να μάθουμε αρκετά γρήγορα πόσες Mercedes
κυκλοφορούν στους δρόμους με πινακίδες που λήγουν σε αυτά τα νούμερα, όμως δεν ξέρουμε το χρώμα. Επίσης, η Mercedes είναι σχετικά συνηθισμένη μάρκα, οπότε μπορεί να πάρχουν αρκετές με αυτό το συνδυασμό». Είχε δίκιο. Ο εντοπισμός των οχημάτων ήταν σχετικά απλός, όμως ο έλεγχος των ιδιοκτητών τους ήταν άλλη ιστορία. Θα απαιτούνταν πολύ περισσότερος χρόνος απ’ ό,τ είχαν στη διάθεσή τους. «Θυμάσαι μήπως κάτι άλλο που θα μπορούσε να μας βοηθήσει, Ίζαμπελ; Κάποιο όνομα, ίσως;» Η γυναίκα έγνεψε και πάλι καταφατικά. Πλέον χρειαζόταν περισσότερη ώρα για να μιλήσει και ήταν φανερή η προσπάθεια που κατέβαλλε. Σε αρκετές περιπτώσεις, άκουσαν τον Άσαντ να την παροτρύνει να επαναλάβει αυτό που είχε πει. Ύστερα ήρθαν τα ονόματα. Τρία συνολικά: Μες Κρίστιαν Φογκ, Λαρς Σέρενσεν και Μίκελ Λάουστ. Προσθέτοντας σε αυτά το τέταρτο, Φρέντι Μπρινκ, το οποίο γνώριζαν από την πόθεση Πόολ Χολτ, καθώς και το πέμπτο, Μπίργερ Σλοτ, από την υπόθεση Μάντσεν, συνολικά είχαν να κάνουν με έντεκα ονόματα, μικρά και επίθετα. Καθόλου αισιόδοξα τα πράγματα. «Υποθέτω πως κανένα από αυτά δεν είναι το πραγματικό του όνομα», είπε ο Καρλ. «Πιθανότατα μπορούμε να τα αποκλείσουμε». Στο μεταξύ, ο Άσαντ αφουγκραζόταν τις κοπιώδεις προσπάθειες της Ίζαμπελ να μιλήσει. «Λέει πως ένα από τα ονόματα είναι στην άδεια
οδήγησης. Επίσης, ξέρει πού κρυβόταν», πρόσθεσε ξαφνικά. Ο Καρλ τινάχτηκε. «Θες να πεις ότι έχει κάποια διεύθυνση;» ρώτησε. «Ναι, και κάτι ακόμα», απάντησε ο Άσαντ, έπειτα από μία ακόμα παύση απόλυτης συγκέντρωσης. «Έχει ένα ανοιχτό μπλε φορτηγάκι. Έχει συγκρατήσει την πινακίδα του». Ένα λεπτό αργότερα, είχαν στα χέρια τους τον αριθμό κυκλοφορίας. «Έφυγα», είπε ο Κάρστεν Γιόνσον, έχοντας φτάσει ήδη στην πόρτα. «Η Ίζαμπελ λέει ότι ο άντρας έχει ένα σπίτι σε κάποιο χωριό στο Χορνσέρε», συνέχισε ο Άσαντ. Στράφηκε ξανά στην Ίζαμπελ. «Δεν μπορώ να καταλάβω πώς λες ότ ονομάζεται το μέρος, Ίζαμπελ. Σε σχάουν τελειώνει το όνομα; χι; Κάπως αλλιώς; Σε σλέου, αυτό λες;» Η Ίζαμπελ έγνεψε καταφατικά. Το όνομα του χωριού τελείωνε σε σλέου. Ο Άσαντ δεν κατάφερε να αποκρυπτογραφήσει το πρώτο σκέλος. «Θα κάνουμε ένα διάλειμμα μέχρι να επιστρέψει ο Κάρστεν. Εντάξει;» ρώτησε ο Καρλ τη νοσοκόμα. Εκείνη έγνεψε καταφατικά. Ένα διάλειμμα ήταν κάτ παραπάνω από καλοδεχούμενο. «Νόμιζα πως θα μεταφερόταν κάπου αλλού η Ίζαμπελ, λάθος κατάλαβα;» πρόσθεσε ο Καρλ. Η νοσοκόμα έγνεψε και πάλι καταφατικά. «Δεδομένων των συνθηκών, νομίζω πως είναι καλύτερα να περιμένουμε μερικές ώρες». Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα και μια γυναίκα
μπήκε στο δωμάτιο. «Τηλεφώνημα για τον Καρλ Μερκ. Βρίσκεται εδώ;» Ο Καρλ σήκωσε το δάχτυλο ψηλά και παρέλαβε το ασύρματο τηλέφωνο. «Ναι;» είπε. «Ναι, γεια σας, ονομάζομαι Μπετίνα Μπίελκε. Με ενημέρωσαν ότι με ψάχνατε. Είμαι η γραμματέας της ΜΕΘ που είχε βάρδια νωρίτερα σήμερα». Ο Καρλ έκανε νόημα στον Άσαντ να πλησιάσει για να ακούσει κι αυτός. «Χρειαζόμαστε μια περιγραφή του άντρα που ήρθε να επισκεφτεί την Ίζαμπελ Γιόνσον, λίγο πριν λήξει η βάρδιά σας», της εξήγησε. «Όχι του αστυνομικού, του δεύτερου άντρα. Μπορείτε να μας τον περιγράψετε;» Τα μάτια του Άσαντ μισόκλεισαν όπως άκουγε. Όταν έληξε το τηλεφώνημα, αντάλλαξαν ένα βλέμμα με τον Καρλ, κουνώντας και οι δύο το κεφάλι. Η περιγραφή του ατόμου που είχε επιτεθεί στην Ίζαμπελ Γιόνσον ταίριαζε απόλυτα με τον άντρα που είχε βγει από τον ανελκυστήρα στο ισόγειο, την ώρα που οι δυο τους μιλούσαν στον Κάρστεν Γιόνσον. Πενηντάρης, γκριζωπά μαλλιά, ωχρή επιδερμίδα, γυαλιά, κάπως καμπουριασμένος. Καμία σχέση με την εικόνα του ψηλού, γυμνασμένου άντρα με πυκνά μαλλιά, γύρω στα σαράντα, που τους είχε δώσει ο Γιόζεφ. «Ο άντρας αυτός ήταν μεταμφιεσμένος», συμπέρανε ο Άσαντ. Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Δεν είχαν καταφέρει να τον
αναγνωρίσουν, παρότι είχαν παρατηρήσει το σκίτσο της σουηδικής Αστυνομίας τουλάχιστον εκατό φορές. Παρά το πλατύ πρόσωπο. Παρά τα φρύδια τα οποία σχεδόν έσμιγαν πάνω από τη μύτη. «Απίστευτο», είπε ο Άσαντ στο πλευρό του. Αυτό ακριβώς. Απίστευτο, την τύχη τους μέσα. Τον είχαν δει. Θα μπορούσαν να τον είχαν σταματήσει, να τον είχαν συλλάβει. Θα μπορούσαν να είχαν σώσει τη ζωή δύο παιδιών. Απλώνοντας απλώς το χέρι και σταματώντας τον. «Νομίζω πως η Ίζαμπελ κάτι θέλει να σας πει», είπε η οσοκόμα. «Έπειτα κρίνω ότι είναι απαραίτητο να κάνουμε το διάλειμμα που λέγαμε. Η Ίζαμπελ είναι εξουθενωμένη». δειξε τις οθόνες, στις οποίες καταγραφόταν πολύ μικρότερη δραστηριότητα απ’ ό,τι πριν. Ο Άσαντ επέστρεψε στο κρεβάτι και ακούμπησε πάλι το αφτί του πάνω στα χείλη της Ίζαμπελ για ένα, μπορεί και δύο λεπτά. «Ναι», είπε τελικά κι έγνεψε καταφατικά. «Ναι, θα του το πω, Ίζαμπελ». Στράφηκε και κοίταξε τον Καρλ. «Κάποια ρούχα τα οποία ανήκαν στον απαγωγέα βρίσκονταν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου που διέλυσαν. Ρούχα με τρίχες του πάνω τους. Τι λες να κάνουμε τώρα, Καρλ;» Ο Καρλ δεν είπε λέξη. Μακροπρόθεσμα, ήταν μια ευοίωνη προοπτική, όμως εκείνη την ώρα δεν τους βοηθούσε ιδιαίτερα. «Επίσης, λέει ότι ο απαγωγέας έχει μια μικρή μπάλα του
μπόουλινγκ με τον αριθμό 1 περασμένη στο μπρελόκ με τα κλειδιά του αυτοκινήτου του». Ο Καρλ γύρισε προς τα έξω το κάτω χείλος του. Η μπάλα του μπόουλινγκ! Ώστε εξακολουθούσε να την έχει. Έπειτα από δεκατρία και πλέον χρόνια βρισκόταν ακόμα στο μπρελόκ του. Μήπως είχε κάποια ιδιαίτερη σημασία για εκείνον; «Έχω τη διεύθυνση». Ο Κάρστεν Γιόνσον επέστρεψε, κρατώντας ένα σημειωματάριο. «Το μέρος ονομάζετα Φίερσλεου, βόρεια του Ρόσκιλε». Παρέδωσε τη διεύθυνση στον Καρλ. «Το όνομα του ιδιοκτήτη είναι Μες Κρίστιαν Φογκ, ένα από τα ονόματα που μας έδωσε η Ίζαμπελ». Ο Καρλ σηκώθηκε αμέσως. «Φύγαμε», είπε, γνέφοντας στον Άσαντ να τον ακολουθήσει. «Δε νομίζω ότι χρειάζεται να βιαστείτε», είπε διστακτικά ο Κάρστεν Γιόνσον. «Το βράδυ της Δευτέρας, οι γείτονες τηλεφώνησαν στην Άμεση Δράση. Σύμφωνα με την Πυροσβεστική του Σκίμπι, το κτίριο καταστράφηκε από φωτιά». Το έκαψε! Το κάθαρμα, βρισκόταν ένα βήμα μπροστά. Ο Καρλ ξεφύσηξε σκασμένος. «Έχεις ιδέα αν το μέρος αυτό βρίσκεται κοντά στο φιόρδ;» Ο Γιόνσον έβγαλε ένα iPhone από την τσέπη του κα πληκτρολόγησε τη διεύθυνση στην αναζήτηση του χάρτη. πειτα από λίγο, έγνεψε αρνητικά. Πέρασε το κινητό στον Καρλ και του υπέδειξε το σημείο. Προφανώς, το λεμβοστάσιο βρισκόταν κάπου αλλού. Το Φίερσλεου απείχε αρκετά χιλιόμετρα από το νερό.
Όμως, αν δεν βρισκόταν εκεί, τότε πού ήταν; «Πρέπει να περάσουμε από εκεί, ούτως ή άλλως, Άσαντ. Κάποιος εκεί γύρω μπορεί να ξέρει κάτι για τον άνθρωπό μας». Στράφηκε ξανά στον Κάρστεν Γιόνσον. «Μήπως παρατήρησες έναν άντρα ο οποίος βγήκε από το ασανσέρ την ώρα που κάναμε να μπούμε εμείς, όταν βρεθήκαμε τυχαία στο ισόγειο νωρίτερα; Γκρίζα μαλλιά, γυαλιά. Αυτός επιτέθηκε στην αδερφή σου». Ο Γιόνσον έδειξε να σοκάρεται. «Χριστέ μου! Όχι, δεν τον πρόσεξα. Είσαι σίγουρος;» «Εσύ δεν είπες πως σε έδιωξαν, επειδή θα μετακινούσαν την Ίζαμπελ; Πιθανότατα αυτός ήταν που σου μίλησε. Μήπως θυμάσαι το παρουσιαστικό του;» Ο Γιόνσον έγνεψε αρνητικά, έδειχνε πραγματικά ταραγμένος. «Όχι, λυπάμαι. Είχε σκύψει πάνω από την άλλη γυναίκα. Πού να φανταστώ. Φορούσε ιατρική ρόμπα». Στράφηκαν ταυτόχρονα και κοίταξαν τη γυναίκα που κειτόταν κάτω από το σεντόνι, στο διπλανό κρεβάτι. Τρομερό, πράγματι. «Όπως και να ’χει, ευχαριστώ, Κάρστεν», είπε ο Καρλ, τείνοντας το χέρι. «Το μόνο που εύχομαι είναι να είχαμε συναντηθεί υπό καλύτερες συνθήκες. Ευτυχώς που ήσουν εδώ, όμως». Αντάλλαξαν χειραψία. Μια σκέψη πέρασε εκείνη τη στιγμή από το μυαλό του Καρλ. «Α, ναι, Άσαντ και Ίζαμπελ. Κάτι τελευταίο. Απ’ ό,τ ξέρουμε, ο άντρας έχει μια ουλή σε ορατό σημείο. Μήπως
ξέρουμε πού ακριβώς;» Κοίταξε τη νοσοκόμα στο πλευρό της Ίζαμπελ. Εκείνη έγνεψε αρνητικά. Η Ίζαμπελ Γιόνσον κοιμόταν ήδη. Η ερώτησή του θα έπρεπε να περιμένει. «Τώρα πρέπει να κάνουμε τρία πράγματα, Καρλ», είπε ο Άσαντ καθώς έφευγαν από το δωμάτιο. «Πρέπει να πάρουμε το αμάξι και να δούμε όλα τα μέρη που μας υπέδειξε η Ίρσα. α σκεφτούμε, ίσως, κι αυτό που είπε ο Κλες Τόμασεν, τι λες κι εσύ; Επίσης, έχουμε το θέμα του μπόουλινγκ. Πρέπει να πάμε με το σκίτσο σε μέρη όπου παίζουν οι άνθρωπο μπόουλινγκ. Κι ακόμα, να ρωτήσουμε τους ντόπιους εκε όπου κάηκε το σπίτι». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Μόλις είχε εντοπίσει τη Ρόζε, που ήταν ακόμα γερμένη πάνω στον τοίχο, δίπλα στους ανελκυστήρες. Μέχρι εκεί μόνο είχε καταφέρει να φτάσει. «Είσαι εντάξει, Ρόζε;» ρώτησε όταν την πλησίασαν. Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους. «Ήταν δύσκολο όταν χρειάστηκε να του πω για τη μητέρα του», είπε με σιγανή φωνή. Κρίνοντας από τις μαύρες γραμμές που είχαν σχηματιστεί στα μάγουλά της, είχε κλάψει αρκετά. «Αχ, Ρόζε. Έλα, έλα», είπε ο Άσαντ. Πέρασε ευγενικά το μπράτσο του γύρω της και στάθηκαν για λίγο έτσι, ώσπου η Ρόζε αποτραβήχτηκε, σκούπισε τη μύτη πάνω στο μανίκι της και κοίταξε τον Καρλ. «Θα το πιάσουμε το κάθαρμα, εντάξει; Δεν πάω σπίτι μου. Πες μου μονάχα τι μπορώ να κάνω, ώστε να μην ξανακάνε αυτός τίποτα». Τα μάτια της πετούσαν σπίθες. Η Ρόζε είχε επιστρέψει.
Αφού έδωσε οδηγίες στη Ρόζε να εντοπίσει χώρους μπόουλινγκ στο Βόρειο Σγιέλαν και να τους στείλει με φαξ το σκίτσο, μαζί με τα διάφορα ονόματα που ενδεχομένως χρησιμοποιούσε ο δολοφόνος, ο Καρλ επέστρεψε στο αυτοκίνητο μαζί με τον Άσαντ και πληκτρολόγησε το όνομα του Φίερσλεου στο GPS. Ήταν ήδη αργά το απόγευμα, ώρα που οι περισσότερο άνθρωποι επέστρεφαν στα σπίτια τους. Όμως ο ίδιος και ο Άσαντ δεν ανήκαν σε αυτή την κατηγορία. Τουλάχιστον, όχι εκείνη τη μέρα. Έφτασαν στον τόπο της φωτιάς την ώρα που ο ήλιος κόντευε να χαθεί. Σε μισή ώρα θα έπεφτε το σκοτάδι. Η φωτιά πρέπει να ήταν πολύ δυνατή. Όχι μόνο είχε καταστραφεί τελείως το σπίτι, με τους εξωτερικούς τοίχους να είναι το μόνο τμήμα που έστεκε ακόμα όρθιο, αλλά την ίδια τύχη είχε ο αχυρώνας και ό,τι άλλο υπήρχε σε ακτίνα τριάντα έως σαράντα μέτρων τριγύρω. Τα δέντρα υψώνονταν προς τον ουρανό που σκοτείνιαζε σαν καμένα τοτέμ, ενώ τα χειμωνιάτικα σπαρτά στο διπλανό χωράφι είχαν καψαλιστεί. Δεν ήταν απορίας άξιο που κλήθηκαν πυροσβεστικά οχήματα από το Λάιρε, το Ρόσκιλε, το Σκίμπι και το Φρέδερικσουν. Η φωτιά θα μπορούσε να είχε πάρε διαστάσεις. Περπάτησαν γύρω από το σπίτι μια δυο φορές, και ο καταστραμμένος σκελετός του βαν που προεξείχε από το καθιστικό έκανε τον Άσαντ να σχολιάσει πως η όλη εικόνα τού θύμιζε τη Μέση Ανατολή. Ο Καρλ πρώτη φορά αντίκριζε τέτοια σκηνή.
«Δεν πρόκειται να βρούμε τίποτα εδώ πέρα, Άσαντ. Κάλυψε τα ίχνη του. Πάμε στους γείτονες να δούμε τι έχουν α μας πουν γι’ αυτόν τον Μες Κρίστιαν Φογκ». Χτύπησε το κινητό του. Ήταν η Ρόζε. «Θες να ακούσεις τι βρήκα;» ρώτησε. Δεν πρόλαβε να της απαντήσει. «Μπέλερουπ, Τόρνμπι, Γκλόστρουπ, Γκλαντσάξε, όρβεστ, Ρεδόβρε, Χίλεροδ, Βάλμπι, Άξελτορ και το DGI[1] στην Κοπεγχάγη, το Μπρίγκεν στο Άμαρ, το Εμπορικό Κέντρο του Στένλοζ, Χόλμπεκ, Τάστρουπ, Φρέδερικσουν, Ρόσκιλε, Χέλσινγκορ και Άλερεντ, εκεί όπου ζεις εσύ. Χώρο μπόουλινγκ στην περιοχή που μου ζήτησες να ελέγξω. στειλα φαξ παντού, και μόλις σε κλείσω θα αρχίσω τα τηλέφωνα. Θα σε πάρω αργότερα. Α, και μην ανησυχείς, δε θα ανεχτώ “μα” και “μου”». Τους κακομοίρηδες. Οι γείτονες στο αγρόκτημα που βρισκόταν σε απόσταση λίγων εκατοντάδων μέτρων από τα ερείπια του αγροτόσπιτου τους προσκάλεσαν να περάσουν μέσα. Είχαν καθίσει για φαγητό. Ένα πλούσιο δείπνο με πατάτες και χοιρινό, πολύ περιποιημένο, από δικά τους προϊόντα, υπέθεσε ο Καρλ. Μεγαλόσωμοι, ανοιχτόκαρδοι άνθρωποι, με μεγάλα, πλατιά χαμόγελα. Προφανώς, είχαν φτιάξει μια καλή ζωή εκεί πέρα. «Τον Μες Κρίστιαν γυρεύετε; Να πω την αλήθεια, χρόνια έχω να δω το γερο-μπισμπίκη. Πάντως, ξέρω πως είχε μια σκορδόπιστη στη Σουηδία, οπότε θαρρώ πως πήγε να τη βρει», είπε ο οικοδεσπότης. Έμοιαζε λες και είχε γεννηθε
φορώντας πουκάμισο ξυλοκόπου. «Καμιά φορά, πάντως, βλέπουμε το μπλε φορτηγάκι του», παρενέβη η γυναίκα του. «Και τη Mercedes. Έβγαλε καλά χρήματα στη Γροιλανδία, οπότε τα σηκώνει η τσέπη του. Αφορολόγητα, φαντάζομαι». Χαμογέλασε. Προφανώς, γνώριζε πολύ καλά τι ίσχυε με τις φοροαπαλλαγές. Ο Καρλ έγειρε πάνω στο στιβαρό, ξύλινο τραπέζι, ακουμπώντας με δύναμη και τους δύο αγκώνες στην επιφάνειά του. Έτσι και δεν έβρισκε μαζί με τον Άσαντ κάτι να φάνε, και μάλιστα σύντομα, θα αναγκάζονταν από το ακαταμάχητο άρωμα του ψητού χοιρινού να το κατασχέσουν στο όνομα του νόμου. «Το γερο-μπισμπίκη, είπατε. Είναι σίγουρο πως μιλάμε για τον ίδιο άνθρωπο;» ρώτησε, και μόνο που δεν του έτρεχαν τα σάλια. «Τον Μες Κρίστιαν Φογκ εννοείτε, ναι; Σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, πρέπει να είναι σαράντα πέντε χρόνων, το πολύ». Το ζευγάρι γέλασε. «Τι να πω, αυτός που λέτε μπορεί να είναι κανένας ανιψιός», είπε ο άντρας. «Αυτά, όμως, εσείς μπορείτε να τα βρείτε στο πι και φι στον υπολογιστή, έτσι δεν είναι;» Έγνεψε καταφατικά, ευχαριστημένος με αυτό που σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή. «Μπορεί να νοικιάζει το σπίτι σε κάποιον άλλο. Το σκεφτήκαμε κι εμείς αυτό κάποια στιγμή, καλά δε λέω, Μέτε;» Η γυναίκα συγκατένευσε. «Ναι, βλέπετε, ερχόταν το φορτηγάκι, και έπειτα από λίγο έφευγε η Mercedes. Έπειτα,
περνούσαν μέρες χωρίς να κουνιέται φύλλο εκεί πέρα, ώσπου επέστρεφε η Mercedes κι έφευγε το φορτηγάκι». Κούνησε το κεφάλι της. «Ο Μες Κρίστιαν παραείναι μεγάλος για τόσα σούρτα φέρτα. Κάθε φορά, αυτό λέω». «Ο άντρας που έχουμε υπόψη μας είναι κάπως έτσι», είπε ο Άσαντ, βγάζοντας το σκίτσο από την τσέπη του. Το ζευγάρι παρατήρησε το σκίτσο, που κάτι φάνηκε να τους λέει. «Αυτός δεν είναι ο Μες Κρίστιαν. Ο Μες Κρίστιαν πρέπε α κοντεύει τα ογδόντα τώρα πια», είπε η γυναίκα. «Χώρια που ήταν λέτσος. Τούτος εδώ είναι περιποιημένος. Αριστοκράτης». «Εντάξει. Για τη φωτιά, τι έχετε να μας πείτε; Την είδατε;» συνέχισε ο Καρλ. Χαμογέλασαν. Παράξενη αντίδραση. «Η φωτιά πρέπει να φαινόταν μέχρι το Όρε ή ακόμα και το ίκαμπινγκ Σγιέλαν, φαντάζομαι», είπε ο άντρας. «Μάλιστα. Παρατηρήσατε μήπως κάποιον να έρχεται ή να φεύγει από το σπίτι, εκείνο το βράδυ;» Έγνεψαν αρνητικά. «Λυπάμαι, όχι», είπε ο άντρας χαμογελώντας. «Είχαμε πέσει στο κρεβάτι. Εμείς ο επαρχιώτες σηκωνόμαστε από νωρίς, βλέπετε. Όχι σαν εσάς τους πρωτευουσιάνους, που κοιμάστε μέχρι τις έξι». «Πρέπει να σταματήσουμε σε κάποιο βενζινάδικο», είπε ο Καρλ, μόλις επέστρεψαν στο αυτοκίνητο. «Πεθαίνω της πείνας, εσύ;» Ο Άσαντ ανασήκωσε τους ώμους. «Έχω κάτι να
τσιμπήσω». Έχωσε το χέρι στην τσέπη του κι έβγαλε από μέσα δύο φανταχτερά πακέτα που περιείχαν κάτι προφανώς μεσανατολικό. Κρίνοντας από τη συσκευασία, πρέπει να ήταν χουρμάδες και σύκα. «Θες ένα;» ρώτησε. Ο Καρλ αναστέναξε με ικανοποίηση έτσι όπως καθόταν στο αυτοκίνητο και μασούλαγε. Μια χαρά ήταν οι λιχουδιές του Άσαντ. «Τι λες να απέγινε ο άνθρωπος που ζούσε εδώ;» Ο Άσαντ έγνεψε προς το καταστραμμένο σπίτι. «Καλό τέλος, πάντως, δεν είχε, αν θες τη γνώμη μου». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά και κατάπιε. «Εδώ πρέπει να περάσουν τα πάντα από κόσκινο», απάντησε. «Έτσι και κάνε σωστά τη δουλειά του το Εγκληματολογικό, φαντάζομαι πως θα ανακαλύψουν τα λείψανα ενός ηλικιωμένου άντρα, αν ποθέσουμε πως ο δικός μας δεν ξεφορτώθηκε το πτώμα». Ο Άσαντ ανέβασε τα πόδια του στο ταμπλό. «Αυτό ακριβώς λέω κι εγώ», είπε, αν και έδειχνε κάπως απορημένος. «Και τώρα, τι κάνουμε, Καρλ;» συνέχισε. «Να σου πω την αλήθεια, δεν ξέρω. Πρέπει να μιλήσουμε με τον Κλες Τόμασεν και να δούμε αν κατάφερε να επικοινωνήσει με τις ιστιοπλοϊκές λέσχες και το δασάρχη που έλεγε στο Νόρσκοεν. Ύστερα θα μπορούσαμε να τηλεφωνήσουμε στον Κάρστεν Γιόνσον και να τον βάλουμε α κοιτάξει μήπως κάποια Mercedes που ταιριάζει στην περιγραφή πιάστηκε από καμιά κάμερα κυκλοφορίας εδώ γύρω. Όπως συνέβη στην περίπτωση της Ράκιλ και της ζαμπελ».
Ο Άσαντ έγνεψε καταφατικά. «Ίσως καταφέρουν να βρουν τη Mercedes από την πινακίδα. Μπορεί να σταθούμε τυχεροί, κι ας μην ήταν σίγουρη η Ίζαμπελ Γιόνσον». Ο Καρλ έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο. Για κάποιο λόγο, αμφέβαλλε πως τα πράγματα θα εξελίσσονταν τόσο απλά. Τότε άρχισε να χτυπάει το κινητό του. Καλά, δεν μπορούσαν να τον είχαν πάρει τριάντα δευτερόλεπτα ωρίτερα, σκέφτηκε αναστενάζοντας κι έβαλε νεκρά. Ήταν η Ρόζε, και ήταν ενθουσιασμένη. «Τηλεφώνησα σε όλους τους χώρους μπόουλινγκ, κα κανείς δεν ξέρει τον άντρα στο σκίτσο». «Σκατά», είπε ο Καρλ. «Τι τρέχει;» θέλησε να μάθει ο Άσαντ, κατεβάζοντας τα πόδια του από το ταμπλό. «Δεν τελείωσα, Καρλ», συνέχισε εκείνη. «Όπως το περιμέναμε, τα ονόματα που είχαμε δεν αντιστοιχούσαν σε κανέναν, με εξαίρεση το Λαρς Σέρενσεν. Για την ακρίβεια, πήρχαν δύο Λαρς Σέρενσεν». «Λογικό». «Ύστερα, όμως, μίλησα με έναν τύπο στο Ρόσκιλε. Ήταν πολύ πρόθυμος να βοηθήσει, καλή του ώρα. Δεν είχε καιρό που ασχολούνταν με το μπόουλινγκ, όμως μου έδωσε να μιλήσω σε έναν από τους άλλους παίκτες που ήταν εκεί κα έπιναν. Έχουν παιχνίδι απόψε, απ’ ό,τι κατάλαβα. Τέλος πάντων, αυτός είπε πως υπήρχαν αρκετοί παίκτες που έμοιαζαν κάπως με τον άντρα στο σκίτσο. Όμως άλλο ήταν που του έκανε εντύπωση». «Και ποιο ήταν αυτό το άλλο, Ρόζε;» Τι μανία κι αυτή, να
τραβάει ό,τι είχε να πει. «Μες Κρίστιαν Φογκ, Λαρς Σέρενσεν, Μίκελ Λάουστ, Φρέντι Μπρινκ και Μπίργερ Σλοτ. Κόντεψε να ξεραθεί από τα γέλια, όταν του είπα τα ονόματα». «Τι εννοείς;» «Να, δεν ήξερε κανέναν που να τον έλεγαν έτσι ακριβώς. μως, στην ομάδα με την οποία παίζει απόψε, έχουν έναν Λαρς, έναν Μίκελ και έναν Μπίργερ. Αυτός ήταν ο Λαρς. Κ όχι μόνο, υπήρχε κι ένας Φρέντι, πριν από μερικά χρόνια, ο οποίος έπαιζε μπόουλινγκ μαζί τους σε ένα άλλο μέρος, αλλά μεγάλωσε πολύ. Μες Κρίστιαν δεν είχαν, βέβαια, αλλά και πάλι, περίεργη σύμπτωση, τι λες κι εσύ;» Ο Καρλ άφησε το μισό κομμάτι της λιχουδιάς που δεν είχε προλάβει να φάει πάνω στο ταμπλό. Τώρα, ήταν όλος αφτιά. Σαφώς και δεν ήταν ασυνήθιστο ο δράστης να εμπνέεται από τα ονόματα ανθρώπων του κύκλου του. Να σκαρώνε ανάποδα ονόματα. Να αλλάζει κάποιο γράμμα. Να κάνει το επίθετο, μικρό, και το μικρό, επίθετο. Οι ψυχολόγο πιθανότατα είχαν κάποιον επιστημονικό όρο που εξηγούσε αυτή τη συμπεριφορά, όμως ο Καρλ αρκούνταν στο να την ονομάσει έλλειψη φαντασίας. «Και μετά τον ρώτησα αν γνώριζε κάποιον ο οποίος κυκλοφορούσε με μια μπάλα του μπόουλινγκ με τον αριθμό 1 περασμένη στο μπρελόκ του, οπότε ο τύπος έσκασε ξανά στα γέλια. Όλοι είχαν τέτοια μπρελόκ στην ομάδα τους, είπε. Απ’ ό,τι κατάλαβα, παίζουν μαζί εδώ και χρόνια, σε διάφορα μέρη». Ο Καρλ είχε απομείνει να κοιτάζει τη δέσμη των φώτων
του αυτοκινήτου. Πρώτα η σύμπτωση με τα ονόματα, τώρα η μπάλα του μπόουλινγκ. Έστρεψε το βλέμμα του στο GPS. Πόση απόσταση τους χώριζε από το Ρόσκιλε; Γύρω στα τριάντα πέντε χιλιόμετρα; «Έλα, Καρλ, με ακούς; Τι λες, έχουν κάποια σημασία όλα αυτά; Όπως σου είπα, το όνομα Μες Κρίστιαν δεν του έλεγε κάτι». «Όχι, δεν του έλεγε κάτι, Ρόζε. Όμως το όνομα αυτό προέκυψε από τελείως άλλο μέρος, και πλέον ξέρουμε από πού. Και, για να σου απαντήσω, ναι, πιστεύω πως κάτ σημαίνουν όλα αυτά. Μην το γκαντεμιάσω, Ρόζε, αλλά μου φαίνεται πως κάτι βρήκαμε εδώ. Ποια είναι η διεύθυνση του χώρου που λέγαμε;» Άκουσε τη Ρόζε να φυλλομετράει τις σημειώσεις της. Ο Καρλ έγνεψε προς το GPS, ώστε να είναι έτοιμος ο Άσαντ να περάσει τη διεύθυνση. «Έγινε», είπε, ενώ την επαναλάμβανε. «Καλή δουλειά έκανες, Ρόζε. Θα σε ξαναπάρω αργότερα». Στράφηκε στον Άσαντ. «Κεμπενχάουνσβαϊ 51, στο Ρόσκιλε», είπε και αμέσως κόλλησε το πόδι του στο γκάζι. «Ξύπνα, Άσαντ, πέρνα τη διεύθυνση στο GPS!»
[1] Οικοδομικό συγκρότημα πίσω από τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της Κοπεγχάγης, που φιλοξενε
αθλητικές εγκαταστάσεις και άλλους χώρους αναψυχής. (Σ.τ.Ε.)
43 ΒΑΛΕ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΣΟΥ να δουλέψει, επαναλάμβανε διαρκώς στον εαυτό του. Κάνε το σωστό. Όχι βιαστικές κινήσεις, για τις οποίες μπορεί να μετανιώσεις αργότερα. Προχώρησε αργά με το αυτοκίνητο στο δρόμο. Ανταπέδωσε τα νεύματα των γειτόνων του και ύστερα σταμάτησε μπροστά στο σπίτι, νιώθοντας το βάρος της καταστροφής να τον πλακώνει. Βρισκόταν σε ανοιχτό μέρος, εκεί όπου αρπακτικά με κοφτερό βλέμμα ήταν πιθανό να παρακολουθούν όλες τις κινήσεις του από μακριά. Δε θα μπορούσαν να είχαν εξελιχτε χειρότερα τα πράγματα στο νοσοκομείο. Έριξε μια ματιά στην παιδική κούνια που κρεμόταν από τα σκοινιά της. Είχαν μεσολαβήσει λιγότερες από τρεις εβδομάδες από τη στιγμή που την κρέμασε στη σημύδα.greekleech.info Το όνειρό του για ένα χαλαρό καλοκαίρι, παίζοντας με το αγοράκι του, είχε γκρεμιστεί. Μάζεψε ένα μικρό, κόκκινο πλαστικό φτυάρι από το σκάμμα κι ένιωσε ένα κύμα λύπης που απειλούσε να τον σαρώσει. Του ήταν ένα συναίσθημα άγνωστο από τα παιδικά του χρόνια κα μετά. Κάθισε στο παγκάκι του κήπου για λίγο κι έκλεισε τα μάτια του. Λίγους μόλις μήνες νωρίτερα, θα ανάσαινε εκεί το άρωμα των τριαντάφυλλων και την παρουσία μιας γυναίκας.
Μπορούσε ακόμα να νιώσει την ήρεμη ευτυχία των χεριών του παιδιού όπως πλέκονταν γύρω από το λαιμό του, την τρυφερή του ανάσα πάνω στο μάγουλό του. Σταμάτα, είπε στον εαυτό του και κούνησε το κεφάλι. Αυτά ανήκαν στο παρελθόν. Όπως και όλα τα άλλα. Οι γονείς του έφταιγαν για την πορεία που είχε πάρει η ζωή του. Οι γονείς του και ο πατριός του. Όμως από τότε είχε ανταποδώσει κι εκείνος τα χτυπήματα που είχε δεχτεί, σε αρκετές περιπτώσεις. Πόσες φορές είχε τιμωρήσει άντρες κα γυναίκες σαν κι εκείνους; Ως προς τι υποτίθεται πως θα έπρεπε να μετανιώσει; Κάθε πόλεμος έχει θύματα. Ήταν κάτι με το οποίο έπρεπε α συμβιβαστεί. Πέταξε το πλαστικό φτυαράκι στο γρασίδι και σηκώθηκε. Υπήρχαν πολλές γυναίκες εκεί έξω. Θα έβρισκε μια καλή μητέρα στον Μπέντζαμιν. Αν αξιοποιούσε όλα τα περιουσιακά στοιχεία του τώρα, θα μπορούσε να φτιάξει μια καλή ζωή για τους δυο τους, κάπου στον κόσμο, μέχρι να έρθει η στιγμή που θα συνέχιζε την αποστολή του και θα εξασφάλιζε και πάλι χρήματα. Προς το παρόν, υπήρχαν κάποια θέματα τα οποία καλούνταν να αντιμετωπίσει. Η Ίζαμπελ ήταν ζωντανή και σε στάδιο ανάρρωσης. Ο αδερφός της ήταν αστυνομικός και βρισκόταν στο οσοκομείο όταν πήγε εκείνος εκεί, για να εξουδετερώσει τον κίνδυνο. Αυτός ήταν η σοβαρότερη απειλή. Τους ήξερε κάτ τέτοιους ανθρώπους. Θα το έβαζαν πείσμα να τον εντοπίσουν. Όμως δε θα τα κατάφερναν. Θα φρόντιζε ο ίδιος
α μη συμβεί. Η νοσοκόμα την οποία είχε εξουδετερώσει, θα τον θυμόταν. Από τώρα και στο εξής, κάθε φορά που η γυναίκα θα συναντούσε κάποιον άγνωστο με ανερμήνευτο βλέμμα, θα ταραζόταν. Το σοκ από το χτύπημα που της είχε καταφέρε στο λαιμό θα παρέμενε φωλιασμένο βαθιά μέσα της. Η εμπιστοσύνη της στους άλλους ανθρώπους θα γκρεμιζόταν. Κι εκείνος θα ήταν ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο που θα ξεχνούσε η νοσοκόμα. Η γραμματέας, επίσης, θα τον θυμόταν. Πάντως, δε φοβόταν αυτές τις δύο γυναίκες. Σε τελική ανάλυση, δεν είχαν ιδέα ποια ήταν η πραγματική του όψη. Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη, παρατηρώντας το είδωλό του, καθώς αφαιρούσε το μακιγιάζ. Θα τα έβγαζε πέρα. Ήταν πιο εξοικειωμένος απ’ ό,τι ο περισσότεροι με την ικανότητα των ανθρώπων να παρατηρούν. Ένα αρκετά ρυτιδιασμένο πρόσωπο ήταν αρκετό ώστε να μην παρατηρήσουν τίποτε άλλο. Κι ένα σκληρό βλέμμα πίσω από ένα ζευγάρι γυαλιά αρκούσε πάντοτε ώστε α μην αναγνωρίζεται ένα άτομο χωρίς αυτά. Ένας διακριτός σπίλος, όμως, χτυπούσε στο μάτι κα καταγραφόταν, αν και παραδόξως η απουσία του, από τη στιγμή που θα αφαιρούνταν, περνούσε απαρατήρητη. Κάποια πράγματα εξυπηρετούσαν τη μεταμφίεση, κάποια άλλα όχι. Ωστόσο, ένα πράγμα ήταν βέβαιο: η καλύτερη μεταμφίεση ήταν εκείνη που έκανε τον άνθρωπο να μοιάζε συνηθισμένος, καθώς το συνηθισμένο ήταν αδιάφορο. Και το αδιάφορο ήταν η ειδικότητά του. Το να σχηματίζει ρυτίδες
στα κατάλληλα σημεία, να απλώνει σκιές στο πρόσωπο κα γύρω από τα μάτια, να αλλάζει χτενίσματα, να παίζει με τα φρύδια, να αφήνει την επιδερμίδα και τα μαλλιά να λειτουργούν ως ενδείξεις της ηλικίας και της κατάστασης της γείας. Αξιοποιούσε όλα αυτά τα πράγματα προκειμένου να πετύχει το ιδανικό αποτέλεσμα. Σήμερα, είχε κυκλοφορήσει σαν ένας μέσος άνθρωπος. σοι τον είχαν δει θα θυμούνταν την ηλικία, την προφορά κα τα γυαλιά του. Όμως δε θα ήταν σίγουροι αν τα χείλη του ήταν λεπτά ή γεμάτα, αν τα ζυγωματικά του ήταν αδρά ή έντονα. Το γνώριζε αυτό, κι έτσι αισθανόταν ασφαλής. Φυσικά, δε θα ξεχνούσαν τι είχε συμβεί και οπωσδήποτε τα χαρακτηριστικά του θα παρέμεναν στο νου τους, όμως δε θα ήταν σε θέση να περιγράψουν την πραγματική του εμφάνιση. Ας συνεχίσουν τις έρευνές τους. Τίποτα δεν ήξεραν. Το Φίερσλεου και το φορτηγάκι είχαν χαθεί, όπως άλλωστε θα χανόταν ο ίδιος, πολύ σύντομα. Ο συνηθισμένος άνθρωπος που κατοικούσε σε μια συνηθισμένη γειτονιά του Ρόσκιλε θα αποχωρούσε από τη σκηνή. Ένας άντρας που έζησε σε μια άνετη μονοκατοικία, ένας ανάμεσα σε αμέτρητους άλλους σε αυτή τη μικρή χώρα. Σε λίγες μέρες, όταν η Ίζαμπελ θα ήταν σε θέση να μιλήσει, θα μάθαιναν τι έκανε όλα αυτά τα χρόνια, όμως κα πάλι δε θα είχαν το παραμικρό στοιχείο για την ταυτότητά του. Αυτή ήταν γνωστή μόνο στον ίδιο, κι έτσι θα ήθελε να παραμείνει. Πάντως, τα μέσα ενημέρωσης κάτι θα ανέφεραν. Πολλά, ενδεχομένως. Προειδοποιήσεις θα απευθύνονταν σε πιθανά θύματα, ώστε να βρίσκονται σε επιφυλακή, και για το
λόγο αυτό θα ήταν υποχρεωμένος να αναστείλει τις δραστηριότητές του για κάποιο διάστημα. Θα ζούσε μετρημένα με τις οικονομίες του και θα αναζητούσε νέα ορμητήρια. Έριξε μια ματιά στο περιποιημένο σπίτι του. Παρότι η σύζυγός του είχε προσέξει το μέρος και είχαν διαθέσει αρκετά χρήματα σε επισκευές και βελτιώσεις, η οικονομική κρίση σήμαινε ότι δεν ήταν κατάλληλη στιγμή για να βγει ένα σπίτ στην αγορά. Πάντως, ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει. Η εμπειρία τον είχε διδάξει πως, εφόσον κάποιος αναγκαζόταν να εξαφανιστεί, το να κόψει ορισμένες μόνο γέφυρες ήταν σε κάθε περίπτωση ανεπαρκές. Δεν υπήρχαν περιθώρια για ημίμετρα: νέο αυτοκίνητο, νέα τράπεζα, νέο όνομα, νέα διεύθυνση, νέοι κύκλοι. Εφόσον υπήρχε μια καλή εξήγηση, ώστε φίλοι και γείτονες να καταλάβουν για ποιο λόγο ετοιμαζόταν να φύγει, τα πράγματα θα έπαιρναν το δρόμο τους. Μια νέα δουλειά στο εξωτερικό, με καλά χρήματα, σε ευχάριστο κλίμα. Ο καθένας θα μπορούσε να καταλάβει. Κανείς δε θα απορούσε με μια τέτοια απόφαση. Με άλλα λόγια: όχι ξαφνικές, παράλογες αντιδράσεις. Στάθηκε δίπλα στην ανοιχτή πόρτα, μπροστά από το βουνό που σχημάτιζαν τα χαρτοκιβώτια, και πρόφερε δυνατά το όνομα της γυναίκας του δυο τρεις φορές. Αφού πέρασε γύρω στο λεπτό χωρίς να δώσει εκείνη σημεία ζωής, έκανε μεταβολή κι έφυγε. Τον βόλευε αυτό. Η απομάκρυνση ενός κατοικιδίου το οποίο συμπαθεί η οικογένεια ήταν κάτι που ελάχιστο
άνθρωποι ήθελαν να κάνουν, κι έτσι ακριβώς αισθανόταν κ αυτός για εκείνη. Τώρα, όλα αυτά ανήκαν στο παρελθόν. Καλύτερα έτσι. Απόψε, μετά το μπόουλινγκ, θα φόρτωνε το πτώμα της στο αυτοκίνητο και θα πήγαινε στο Βιμπεγκόρεν, προκειμένου α ξεμπερδεύει οριστικά. Η γυναίκα του και τα δύο παιδιά εκε πάνω έπρεπε να βγουν από τη μέση. Κι από τη στιγμή που τα πτώματα θα αποσυντίθονταν κα η δεξαμενή θα ξεπλενόταν και θα καθαριζόταν σε δύο εβδομάδες, τα πάντα θα ήταν εντάξει. Η πεθερά του θα γινόταν ράκος. Το αποχαιρετιστήριο σημείωμα της κόρης της θα εξηγούσε πως οι κακές σχέσεις μεταξύ τους είχαν αποτελέσει σημαντικό παράγοντα στην απόφαση της ίδιας και του άντρα της να μεταναστεύσουν κα ότι θα επικοινωνούσε και πάλι μαζί της από τη στιγμή που θα επουλώνονταν τα τραύματα. Κι όταν, όπως ήταν αναπόφευκτο, η μητέρα της θα άρχιζε κάποια στιγμή να αναρωτιέται τι συνέβη, ενδεχομένως ακόμα και να εκφράζει υποψίες, εκείνος θα επέστρεφε και θα την ποχρέωνε να γράψει το σημείωμα που θα συνόδευε τη δική της αυτοκτονία. Άλλωστε, δε θα ήταν η πρώτη φορά που θα χορηγούσε θανατηφόρα δόση ηρεμιστικού. Πάντως, σε πρώτη φάση, έπρεπε να καταστρέψει τα χαρτοκιβώτια, να επισκευάσει και να πουλήσει το αυτοκίνητο και να βάλει πωλητήριο στο σπίτι. Θα καθόταν στον πολογιστή του και θα έβρισκε ένα ωραίο μέρος στις Φιλιππίνες, θα περνούσε να παραλάβει τον Μπέντζαμιν, θα διαβεβαίωνε την αδερφή του ότι θα συνέχιζε να της στέλνε
χρήματα και στη συνέχεια θα ξεκινούσε να διασχίσει την Ευρώπη, με προορισμό τη Ρουμανία, με κάποιο αδιάφορο όχημα, το οποίο θα εγκατέλειπε σε ένα δρόμο εκεί πέρα, βέβαιος ότι μέσα σε ελάχιστες ώρες θα απέμενε μονάχα ο σκελετός του. Τα αεροπορικά εισιτήρια τα οποία θα εκδίδονταν με νέα, πλαστά ονόματα δε θα αποκάλυπταν το παραμικρό για την πραγματική τους ταυτότητα. Κανείς δε θα έδινε σημασία σε ένα αγοράκι και τον πατέρα του, που ταξίδευαν από το Βουκουρέστι με προορισμό τη Μανίλα. Μονάχα αν η πτήση κινούνταν στην αντίθετη κατεύθυνση θα ασχολούνταν κάποιος μαζί τους. Μια πτήση δεκατεσσάρων ωρών προς το μέλλον. Κατέβηκε στο διάδρομο του ισογείου και βρήκε την τσάντα του μπόουλινγκ από εβονίτη. Εκεί μέσα φύλαγε τα αναμνηστικά των αθλητικών του επιτυχιών. Είχε θριαμβεύσε πάμπολλες φορές όλα εκείνα τα χρόνια, κι αν υπήρχε ένα πράγμα που θα του έλειπε από αυτή τη ζωή, ήταν το μπόουλινγκ. Όμως δεν έτρεφε καμία ιδιαίτερη συμπάθεια για τους συμπαίκτες του. Οι δύο από αυτούς, τουλάχιστον, ήταν ηλίθιοι και δεν τον ενοχλούσε που δε θα τους έβλεπε ξανά. ταν όλοι τους απλοί άνθρωποι, που έκαναν απλές σκέψεις και ζούσαν απλή ζωή. Μέτριοι εκ φύσεως. Για τον ίδιο, όμως, αυτά δεν είχαν σημασία, εφόσον κατάφερναν συνήθως να σημειώνουν καλά σκορ στο μπόουλινγκ. Ο ήχος που έκαναν οι δέκα κορύνες όπως
σκόρπιζαν, ήταν ο ήχος της επιτυχίας. Σε αυτό το σημείο, κα οι έξι της ομάδας γίνονταν ένα. Αυτή ήταν η ομορφιά του μπόουλινγκ. Η ομάδα κατέβαινε να παίξει με σκοπό να νικήσει. Ως ε τούτου, μπορούσαν να βασίζονται πάνω του, σίγουροι πως θα ήταν παρών όποτε διακυβευόταν κάτι. Αυτό, καθώς και ο πολύ χρήσιμος φίλος του: ο Πάπας. «Όλα εντάξει;» είπε πλησιάζοντας στο μπαρ. «Εδώ καθόμαστε, ναι;» Λες και υπήρχε περίπτωση να καθίσουν οπουδήποτε αλλού. Κόλλησε πέντε με όλους τους συμπαίκτες του. «Τι πίνουμε;» ρώτησε. Τα γνωστά εισαγωγικά στην ψυχολογία της ομάδας. Όπως και οι υπόλοιποι, περιοριζόταν σε μεταλλικό νερό πριν το παιχνίδι. Οι αντίπαλοί τους, συνήθως, δεν έδειχναν τέτοια εγκράτεια, κι αυτό ήταν λάθος τους. Κάθισαν εκεί για μερικά λεπτά, σχολιάζοντας τα υπέρ κα τα κατά της ομάδας που αντιμετώπιζαν απόψε, με τη συζήτηση σταδιακά να περνάει στο πόσο βέβαιο αισθάνονταν ότι θα κέρδιζαν το περιφερειακό πρωτάθλημα, ανήμερα της Αναλήψεως. Και τότε, τους αποκάλυψε τα σχέδιά του. «Φοβάμαι πως θα χρειαστεί να βρείτε αντικαταστάτη μου ωρίτερα». Άπλωσε τα χέρια στο πλάι, απολογητικά. «Λυπάμαι, παιδιά». Οι υπόλοιποι βουβάθηκαν, τον κοίταζαν σαν χαμένοι, ενώ τα βλέμματά τους έμοιαζαν να τον κατηγορούν για προδοσία.
Παρέμειναν αμίλητοι για κάποια ώρα. Ο Σβεντ, που όπως πάντοτε μασούσε τσίχλα πριν το παιχνίδι, αύξησε την ταχύτητα της μάσησης. Τόσο αυτός όσο και ο Μπίργερ έδειχναν πολύ εκνευρισμένοι. Το περίμενε, άλλωστε. Ο Λαρς έσπασε τη σιωπή. «Λυπάμαι που το ακούω, Ρενέ. Τι συνέβη; Σε γλωσσόφαγε η κυρά σου; Κλασικά!» Ήταν μια ερμηνεία την οποία επιδοκίμασαν και οι άλλοι. «Μπα, όχι». Επέτρεψε στον εαυτό του να καγχάσει. «Δεν έχω θέμα με τη γυναίκα μου. Είναι δουλειά στη μέση. Μου πρόσφεραν διευθυντική θέση σε μια καινούρια εταιρεία η οποία διεκδικεί κυρίαρχο ρόλο στην αγορά ηλιακής ενέργειας στη Λιβύη. Όμως μην ανησυχείτε, σε πέντε χρονάκια θα γυρίσω, μόλις λήξει το συμβόλαιο. Φαντάζομαι πως, τότε πια, θα με χρειάζεστε για την ομάδα βετεράνων». Κανείς δε γέλασε, κι εκείνος δεν μπορούσε να τους ψέξε γι’ αυτό. Είχε διαπράξει ιεροσυλία. Ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να κάνει κάποιος σε μια ομάδα πριν από ένα σημαντικό αγώνα. Ένας άνθρωπος που είχε άλλα στο κεφάλ του εύκολα έβαζε λάθος φάλτσα στην μπάλα. Ζήτησε συγνώμη για την ακατάλληλη στιγμή, γνωρίζοντας πως δεν μπορούσε να κάνει κάτι περισσότερο. Όδευε ήδη προς την έξοδο. Όπως το σχεδίαζε. Ήξερε ακριβώς πώς αισθάνονταν οι άλλοι. Το μπόουλινγκ ήταν η απόδρασή τους από την καθημερινότητα. Μια διευθυντική θέση στο εξωτερικό δε θα προέκυπτε ποτέ στη δική τους ζωή. Τώρα, που είχε εμφανίσει αυτό το εμπόδιο ανάμεσά τους, θα αισθάνονταν σαν ποντίκια στη φάκα. Έτσ ένιωθε κι εκείνος κάποτε. Όμως είχε περάσει πολύς καιρός
από τότε. Πλέον, ήταν η γάτα.
44 ΕΙΧΕ ΔΕΙ ΤΟ ΦΩΣ της μέρας να εισχωρεί τρεις φορές ανάμεσα από τα χαρτοκιβώτια και ήταν βέβαιη ότι δε θα το αντίκριζε ξανά. Είχε κλάψει μερικές φορές, αλλά πλέον δεν μπορούσε. Δεν είχε καν τη δύναμη που χρειαζόταν για να κλάψει. Όταν επιχείρησε να ανοίξει το στόμα της, τα χείλη της αρνήθηκαν να υπακούσουν. Η γλώσσα της είχε κολλήσε πάνω στον ουρανίσκο. Πρέπει να είχε περάσει περίπου μία μέρα από την τελευταία φορά που σχηματίστηκε αρκετό σάλιο στο στόμα της ώστε να μπορέσει να καταπιεί. Πλέον, η προοπτική του θανάτου φάνταζε λυτρωτική. Θα κοιμόταν για πάντα, χωρίς να πονάει πια. Το τέλος αυτού του βασανιστηρίου. «Εκείνος που στέκει ενώπιος με το θάνατο, εκείνος που γνωρίζει ότι το τέλος σιμώνει και διακρίνει τη στιγμή που όλα θα πάψουν, αυτός ας μιλήσει για τη ζωή», θυμόταν το σύζυγό της να σχολιάζει ειρωνικά κάποτε, ανατρέχοντας σε μια φράση του πατέρα του. Ο σύζυγός της! Αυτός ο άντρας που δεν έζησε αληθινά ούτε για λίγο, πώς τολμούσε να χλευάζει μια τέτοια σκέψη; Πολύ σύντομα, ίσως και η ίδια να ήταν νεκρή. Το μόνο βέβαιο ήταν πως έτσι αισθανόταν. Όμως θα μπορούσε, τουλάχιστον, να πει ότι είχε ζήσει.
Σωστά; Προσπάθησε να θυμηθεί συγκεκριμένα, όμως οι στιγμές ενώνονταν και γίνονταν μία. Τα χρόνια διυλίζονταν σε εβδομάδες· σκόρπιες αναμνήσεις αναπηδούσαν στο χρόνο και το χώρο, σχηματίζοντας κάθε λογής απίθανους συνδυασμούς. Πρώτα θα πεθάνει το μυαλό μου, τώρα πια το ξέρω, σκέφτηκε. Δεν είχε επίγνωση πλέον της αναπνοής της. Ήταν τόσο αδύναμη, ώστε δεν μπορούσε καν να νιώσει τον αέρα όπως περνούσε από τα ρουθούνια της. Τα δάχτυλα του ελεύθερου χεριού της μυρμήγκιαζαν. Εκείνα τα δάχτυλα που χτες είχαν ξύσει μια τρύπα στο χαρτόκουτο από πάνω της και είχαν συναντήσει κάτι, καμωμένο από μέταλλο. Προσπάθησε για λίγο να καταλάβει τι ήταν, όμως δεν μπορούσε. Τώρα, τα δάχτυλά της μυρμήγκιαζαν ξανά. Ένιωθε λες κα τα τραβούσαν νήματα που κατέληγαν απευθείας στο Θεό. Γαργαλήματα και σποραδικά πεταρίσματα, σαν φτερά πεταλούδας. Εμένα γυρεύεις, Θεέ μου; αναρωτήθηκε. Αυτό είναι το πρώτο άγγιγμα, προτού με πάρεις στον Παράδεισο; Χαμογέλασε το είναι της. Ποτέ πριν δεν είχε βρεθεί τόσο κοντά στο Θεό, τόσο κοντά σε οποιονδήποτε. Και δεν αισθανόταν φόβο, ούτε μοναξιά. Το μόνο που αισθανόταν ήταν εξάντληση. Το βάρος των χαρτοκιβωτίων πάνω της δεν πήρχε πλέον. Μονάχα αυτή η εξάντληση. Τότε, ξαφνικά, ένιωσε έναν πόνο στο στήθος. Ένα περόνιασμα τόσο διαπεραστικό, που την έκανε να ανοίξει τα
μάτια διάπλατα μέσα στο σκοτάδι. Η μέρα πέρασε, η τελευταία μου μέρα, ήταν η σκέψη που διέτρεξε φευγαλέα το μυαλό της. Άκουσε τον εαυτό της να βογκάει και ένιωσε τους μυς του στήθους της να συσπώνται γύρω από την καρδιά της. Τα δάχτυλά της άνοιξαν σπασμωδικά. Το πρόσωπό της σφίχτηκε. Αχ, πονάει. Σε παρακαλώ, Θεέ μου, άσε με να πεθάνω τώρα, προσευχήθηκε, ξανά και ξανά, μέχρι που αυτά τα προμηνύματα του θανάτου διακόπηκαν μεμιάς από ένα περόνιασμα πιο φριχτό από το πρώτο. Στα δευτερόλεπτα που ακολούθησαν, ήταν βέβαιη πως η καρδιά της είχε σταματήσει. Περίμενε να έρθει το σκοτάδι κα α την πάρει μαζί του, για πάντα. Και τότε, τα χείλη της άνοιξαν, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να ξεκλέψει μια στατη ανάσα. Μια ανεπαίσθητη αναπνοή, που πήγε κα σφηνώθηκε σ’ εκείνο το μικροσκοπικό σημείο μέσα της όπου η θέλησή της για ζωή παρέμενε πεισματικά αγκιστρωμένη. Ένιωσε μια φλέβα να πάλλεται στον κρόταφό της. Μια δεύτερη, χαμηλά στο πόδι της. Το σώμα της ήταν ακόμα πολύ δυνατό για να υποκύψει. Η δοκιμασία που της έθετε ο Θεός δε θα έληγε από τώρα. Ο φόβος για το τι μπορεί να την περίμενε στη συνέχεια την έκανε να προσευχηθεί. Ήταν μια σύντομη προσευχή, ζήτησε α γλιτώσει από τον πόνο και να έρθει σύντομα ο θάνατος. Άκουσε τον άντρα της να ανοίγει την πόρτα και να λέει το όνομά της. Όμως της ήταν αδύνατο πλέον να σχηματίσει ή α αρθρώσει κάποια απάντηση. Άλλωστε, σε τι θα
ωφελούσε; Ένιωσε το δείκτη και το μέσο της να συσπώντα αντανακλαστικά. Ένιωσε τα δάχτυλά της να βρίσκουν την κούτα από πάνω, τα νύχια της να συναντούν το μεταλλικό αντικείμενο που είχε ακουμπήσει και νωρίτερα. Μέταλλο, ψυχρό και απόκοσμο, μέχρι που ένας σπασμός υποχρέωσε όλα τα δάχτυλά της να ανοίξουν, οπότε αισθάνθηκε πως από τη λεία επιφάνεια αυτού του αντικειμένου προεξείχε κάτι σαν V. Προσπάθησε να σκεφτεί λογικά. Προσπάθησε να ξεχωρίσει τα πράγματα, έτσι ώστε τα νευρικά σήματα από το έντερό της που είχε πάψει να λειτουργεί, από τα κύτταρά της που ζητούσαν απεγνωσμένα λίγο νερό, από την επιδερμίδα της που είχε πάψει να αισθάνεται, να μην παρεμποδίσουν την εικόνα που πάλευε τώρα να συλλάβει. Την εικόνα ενός μεταλλικού αντικειμένου, με ένα ανάγλυφο V πάνω στην επιφάνειά του. Οι σκέψεις της σκόρπισαν. Για μία ακόμα φορά, το κενό απειλούσε να καταπιεί το μυαλό της. Αυτό το τίποτα που επέστρεφε και τη διεκδικούσε, σε διαστήματα διαρκώς συντομότερα. Και τότε, οι εικόνες ξεχύθηκαν σαν χείμαρρος στο μυαλό της. Εικόνες λείων αντικειμένων, όπως το πλήκτρο του μενού στο κινητό της, το ρολόι της, ο καθρέφτης πάνω στην τουαλέτα της, πετάχτηκαν και βάλθηκαν να χορεύουν μπροστά της. Ό,τι λείο είχε καταγράψει στη ζωή της, διεκδικούσε μια θέση στο μυαλό της, ένα σημείο όπου θα αναγνωριζόταν η ύπαρξή του. Αίφνης, το είδε μπροστά της.
να αντικείμενο που η ίδια δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ της, όμως κάποιοι άντρες το έβγαζαν με υπερηφάνεια από την τσέπη τους, όταν εκείνη ήταν ακόμα παιδί. Ένα σύμβολο κύρους, από μια εποχή περασμένη, στη γοητεία του οποίου είχε υποκύψει και ο σύζυγός της. Εκεί ήταν ο αναπτήρας Ronson, με το ανάγλυφο V, παραπεταμένος μέσα σε ένα χαρτόκουτο, έτσι ώστε να φανεί, ίσως, χρήσιμος σ’ εκείνη. τσι ώστε να τσιγκλήσει τις σκέψεις της ή να δώσει την οριστική λύση σε ό,τι απέμενε από τη δύστυχη ζωή της. Αν κατάφερνα να τον τραβήξω και να τον ανάψω, τα πάντα θα τελείωναν σύντομα, σκέφτηκε. Ό,τι του ανήκει, θα χανόταν μαζί μου. Και πάλι, χαμογέλασε το είναι της. Η σκέψη αυτή ήταν αλλόκοτα αναζωογονητική. Καίγοντας τα πάντα, θα κατάφερνε, τουλάχιστον, να αφήσει το σημάδι της, να καρφώσει ένα αγκάθι στη ζωή του, από το οποίο εκείνος ποτέ, μα ποτέ, δε θα κατάφερνε να απαλλαγεί. Θα έχανε όλα αυτά για τα οποία είχε διαπράξει τα εγκλήματά του. Τιμωρία. Κράτησε την ανάσα της και βάλθηκε ξανά να σκαλίζει το χαρτόνι, συνειδητοποιώντας αμέσως πόσο σκληρό ήταν αυτό το υλικό. Πόσο παράλογα ανθεκτικό. Αποσπούσε μικροσκοπικά κομμάτια κάθε φορά. Σαν σφήκα που κατέτρωγε την επιφάνεια ενός τραπεζιού στον κήπο. Φαντάστηκε τη σκόνη του χαρτονιού να χορεύει στον αέρα μπροστά στο πρόσωπό της. Αόρατα σωματίδια, που όλα μαζ μπορεί να σχημάτιζαν μια τρύπα, αρκεί τα δάχτυλά της να αποδεικνύονταν αρκετά δυνατά. Μια τρύπα μέσα από την
οποία θα μπορούσε να πέσει ο αναπτήρας στο χέρι της. Τελικά, αφού πάσκισε αρκετά και κατάφερε να μετατοπίσε τον αναπτήρα μόλις μερικά χιλιοστά, η δύναμή της έσβησε. Έκλεισε τα μάτια και φαντάστηκε τον Μπέντζαμιν για μια στιγμή. Μεγαλύτερο απ’ ό,τι ήταν τώρα, να μιλάει, να κινείτα σβέλτα. Ένα υπέροχο αγοράκι που έτρεχε να την υποδεχτεί. Στο χέρι κρατούσε μια πανέμορφη δερμάτινη μπάλα και το βλέμμα του ξεχείλιζε σκανταλιά. Πόσο πολύ θα ήθελε να βρισκόταν κι εκείνη εκεί. Να τον ακούσει να αρθρώνει την πρώτη του πρόταση. Στην πρώτη του μέρα στο σχολείο. Την πρώτη φορά που θα την κοίταζε κατάματα και θα της έλεγε πως ήταν η καλύτερη μανούλα στον κόσμο. Το συναίσθημα που βίωσε εκδηλώθηκε μόνο με τη συγκέντρωση λίγης υγρασίας στην άκρη των ματιών της, όμως ήταν εκεί. Το συναίσθημα που γέννησε η σκέψη του Μπέντζαμιν. Του παιδιού της, που πλέον θα έπρεπε να ζήσε χωρίς την παρουσία της. Του Μπέντζαμιν, που στο εξής θα έπρεπε να ζει... μ’ εκείνον. « ΟΧΙ!» ούρλιαξε κάθε μόριο μέσα της. Μα σε τι θα ωφελούσε αυτό; Κι όμως, η σκέψη επέμενε να επιστρέφει, ολοένα και πιο επιτακτική. Εκείνος θα ήταν με τον Μπέντζαμιν, και η σκέψη αυτή θα ήταν η τελευταία που θα σχημάτιζε το μυαλό της, όταν η καρδιά της θα υπέκυπτε τελικά. Άπλωσε ξανά τα δάχτυλά της. Το νύχι του μέσου της συνάντησε μια σχισμή, οπότε άρχισε να ξύνει εκεί, να σκαλίζε
με αυτό το ένα δάχτυλο, μέχρι που έσπασε το νύχι. Το μοναδικό της εργαλείο την είχε προδώσει. Κάπου εκεί την πήρε ο ύπνος, ενώ τη βασάνιζε αυτή η σκέψη. Το κάλεσμα απέξω ακούστηκε την ίδια στιγμή που το κινητό της χτυπούσε και πάλι στην πίσω τσέπη του παντελονιού της. Πιο σιγανά πλέον. Σύντομα, η μπαταρία θα άδειαζε. Αναγνώριζε τα σημάδια. Η φωνή ήταν του Κένεθ. Ίσως ο άντρας της να βρισκόταν ακόμα στο σπίτι. Ίσως να άνοιγε την πόρτα. Ίσως ο Κένεθ να καταλάβαινε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ίσως... Τα δάχτυλά της κινήθηκαν ελαφρά. Ήταν η μόνη αντίδραση που μπόρεσε να έχει. Όμως η εξώπορτα δεν άνοιξε. Δεν ακούστηκαν διαπληκτισμοί. Το μόνο που αντιλήφθηκε ήταν το κινητό της που χτυπούσε, ενώ ο ήχος του εξασθενούσε διαρκώς. Κα τότε, ξαφνικά, ο αναπτήρας έπεσε από την κούτα και στάθηκε πάνω στον αντίχειρά της. Η παραμικρή λάθος κίνηση, και ο αναπτήρας θα χανόταν στο σκοτάδι που την κύκλωνε. Προσπάθησε να μη δώσει σημασία στη φωνή του Κένεθ, α αγνοήσει το γεγονός ότι οι δονήσεις του κινητού στην τσέπη της εξασθενούσαν. Και τότε, με ένα σχεδόν ανεπαίσθητο τίναγμα του δαχτύλου της, ο αναπτήρας έπεσε στην παλάμη της. Μόλις σιγουρεύτηκε ότι τον είχε πιάσει καλά, έστριψε τον καρπό της, όσο περισσότερο μπορούσε. Όχι περισσότερο από ένα εκατοστό ίσως, όμως αρκετά ώστε να της δώσει ελπίδα.
Ο παράμεσος και το μικρό της δάχτυλο είχαν μουδιάσε τελείως, δεν τα ένιωθε καθόλου, κι όμως είχε εμπιστοσύνη στο εγχείρημά της. Τον πίεσε με όση δύναμη της απέμενε και άκουσε τον ήχο που έκανε το αέριο όπως έβγαινε από τη βαλβίδα. Πάρα πολύ αχνός. Πώς θα μπορούσε να πατήσει τον αναπτήρα με τόση δύναμη ώστε να προκαλέσει σπίθα; Δοκίμασε να διοχετεύσει τα ύστατα αποθέματα της δύναμής της στο άκρο του αντίχειρά της. Σε μια τελευταία εκδήλωση της θέλησής της να δείξει στον κόσμο πώς είχε περάσει τις έσχατες ώρες της ζωής της και πού είχε πεθάνει. Πίεσε ξανά. Όση ζωή απέμενε μέσα της εστιάστηκε σε αυτή τη μία κίνηση. Οπότε, σαν πεφταστέρι στο νυχτερινό ουρανό, η σπίθα ξεπήδησε μπροστά της μέσα στο σκοτάδι, ανάβοντας το αέριο και φωτίζοντας τριγύρω. Έστριψε τον καρπό της σ’ εκείνο το ένα ελεύθερο εκατοστό, προς τη μεριά της κούτας, και άφησε τη φλόγα να γλείψει τα πλαϊνά της. Τελικά, σταμάτησε κα παρακολούθησε τη γαλαζωπή γλωσσίτσα φωτιάς να κιτρινίζει και να απλώνει, να τραβάει σιγά σιγά προς τα πάνω, αφήνοντας πίσω της ένα μαυρισμένο ίχνος καπνιάς, σε κάθε εκατοστό της διαδρομής της. Το σημείο που είχε πάρει φωτιά άρχισε να σβήνει σταδιακά, σαν μια γραμμή μπαρουτιού που δεν κατέληγε πουθενά. Έπειτα από λίγο, η αδύναμη φλόγα έφτασε στην κορυφή της κούτας κι εκεί έσβησε. Πίσω της άφησε μονάχα μια βαθιά, κόκκινη λάμψη. Λίγο μετά, έσβησε κι αυτή.
Τον άκουσε να τη φωνάζει και ήξερε πως τα πάντα είχαν τελειώσει. Δεν είχε άλλη δύναμη. Έκλεισε τα μάτια και φαντάστηκε τον Κένεθ έξω, μπροστά από το σπίτι. Τα αδέρφια που θα μπορούσαν να είχαν χαρίσε οι δυο τους στον Μπέντζαμιν. Μια όμορφη ζωή. Ρουθούνισε λόγω της μυρωδιάς του καπνού και νέες εικόνες πέρασαν φευγαλέα από το μυαλό της. Κατασκηνώσεις δίπλα στη λίμνη. Φωτιές στη γιορτή του μεσοκαλόκαιρου, συντροφιά με μεγαλύτερα αγόρια. Τα αρώματα από τη λαϊκή αγορά που είχαν στήσει οι αγρότες στη Βιτρόλ, εκείνη τη φορά που μαζί με τον αδερφό της είχαν κάνει κάμπινγκ με τους γονείς τους στη Γαλλία. Η μυρωδιά του καπνού ήταν εντονότερη τώρα. Άνοιξε τα μάτια και αντίκρισε ένα κίτρινο φως να χορεύε μαζί με το μπλε από πάνω της. Και την επόμενη στιγμή, φλόγες ξεπήδησαν από παντού. Φωτιά. Είχε ακούσει πως σχεδόν όλοι όσοι έχαναν τη ζωή τους σε φωτιά, πέθαιναν από εισπνοή καπνού και ότι, αν ήθελε κάποιος να γλιτώσει, έπρεπε να πέσει στο πάτωμα, κάτω από τον καπνό. Εκείνη ήθελε να πεθάνει από εισπνοή καπνού. Της φαινόταν λυτρωτικός, ανώδυνος θάνατος. Όμως ο καπνός ανέβαινε προς τα πάνω κι εκείνη δεν μπορούσε να σταθεί. Οι φλόγες θα την κατέτρωγαν, πριν προλάβει να την πάρει ο καπνός. Θα πέθαινε παραδομένη στη φωτιά.
Και τότε, έκανε την εμφάνισή του ο φόβος. Ο ύστατος, καθηλωτικός τρόμος.
45 «ΕΚΕΙ, ΚΑΡΛ!» Ο Άσαντ έδειξε ένα κτίριο με λείες γραμμές στο χρώμα της τερακότας, το οποίο έβλεπε προς την Κεμπενχάουνσβαϊ και βρισκόταν σε διαδικασία ανακαίνισης. ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΝΟΙΧΤΑ – ΣΥΓΝΩΜΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΝΑΣΤΑΤΩΣΗ! έγραφε ένα πανό πάνω από την πόρτα. Δεν
έμοιαζε με είσοδο. «Στρίψε εδώ, προς το εμπορικό κέντρο, και ύστερα στα δεξιά. Πρέπει να περάσουμε γύρω από την οικοδομή», του είπε ο Άσαντ, δείχνοντας και πάλι προς την κατεύθυνση ενός σκοτεινού, άδειου χώρου ανάμεσα σε καινούρια κτίρια. Μπήκαν σε έναν αμυδρά φωτισμένο χώρο στάθμευσης δίπλα στο μπόουλινγκ και βρήκαν μια θέση. Ο Καρλ βγήκε και περπάτησε τριγύρω. Υπήρχαν τουλάχιστον τρεις σκούρες Mercedes παρκαρισμένες εκεί, αν και καμία δεν έδειχνε να έχει εμπλακεί πρόσφατα σε τροχαίο. Αναρωτήθηκε πόσος χρόνος χρειαζόταν προκειμένου να επισκευαστεί ένα αυτοκίνητο. Σίγουρα όχι τόσο λίγες μέρες, σωστά; Το μυαλό του πήγε στο υπηρεσιακό του πιστόλι, το οποίο βρισκόταν μέσα στον οπλοβαστό των Κεντρικών της Αστυνομίας. Πιθανότατα έπρεπε να το είχε φέρει μαζί του, όμως πώς θα μπορούσε να το ξέρει όταν έφυγαν από εκεί το πρωί; Η μέρα είχε αποδειχτεί μεγάλη και γεμάτη εκπλήξεις. Έστρεψε το βλέμμα του προς το κτίριο.
Πέρα από μια πινακίδα, που έδειχνε δύο πελώριες κορύνες, τίποτε άλλο στην πίσω πλευρά αυτού του εξεζητημένου κτιρίου δεν υπαινισσόταν καν ότι θα μπορούσε α στεγάζεται εκεί μέσα αίθουσα του μπόουλινγκ. Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς και όταν πέρασαν μέσα και βρέθηκαν σε ένα κλιμακοστάσιο γεμάτο μεταλλικούς φοριαμούς. Θύμιζε κάπως χώρο αποσκευών σε σιδηροδρομικό σταθμό. Κατά τα άλλα, οι τοίχοι ήταν γυμνοί. να άδειο μέρος με δύο πόρτες και καμία ένδειξη για το πού θα μπορούσαν να οδηγούν αυτές. Σκαλοπάτια που κατέβαιναν, με τα εθνικά χρώματα της Σουηδίας. Ο χώρος ήταν τελείως άψυχος. «Πάμε κάτω, στο υπόγειο», πρότεινε ο Άσαντ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΨΗ – ΕΛΠΙΖΟΥΜΕ Α ΣΑΣ ΔΟΥΜΕ ΣΥΝΤΟΜΑ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΜΠΟΟΥΛΙΝΓΚ ΤΟΥ ΡΟΣΚΙΛΕ – ΣΠΟΡ, ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΚΑΙ ΑΞΕΧΑΣΤΕΣ ΤΙΓΜΕΣ! έγραφε μια πινακίδα στην άλλη πλευρά της
πόρτας. Ο Καρλ αναρωτήθηκε αν εκείνη η τελευταία φράση ποτίθεται πως είχε κάποια σχέση με το μπόουλινγκ. Έτσ όπως το έβλεπε ο ίδιος, το μπόουλινγκ δεν ήταν σπορ, ούτε ήταν διασκεδαστικό, και σίγουρα δεν πρόσφερε αξέχαστες στιγμές. Περισσότερο του έφερνε στο νου χλιαρή μπίρα, πλαδαρούς πισινούς και φαγητό που δε χωνευόταν με τίποτα. Τράβηξαν γραμμή στο χώρο υποδοχής, όπου ένας άντρας μιλούσε στο τηλέφωνο, περιτριγυρισμένος από ανακοινώσεις σχετικά με κανόνες και κανονισμούς, σακουλάκια με καραμέλες και υπενθυμίσεις να επιδεικνύουν οι θαμώνες το
εισιτήριο του πάρκινγκ. Ο Καρλ έριξε μια ματιά τριγύρω. Στο μπαρ δεν έπεφτε καρφίτσα. Τσάντες του μπόουλινγκ και σάκοι πεταμένο παντού. Άνθρωποι συγκεντρωμένοι σε παρέες, συνομιλούσαν ζωηρά μπροστά στους περίπου είκοσι διαδρόμους. Άντρες κα γυναίκες, ντυμένοι με άχαρα παντελόνια και διάφορα μπλουζάκια, με λογότυπα λεσχών πάνω τους. Η εικόνα ήταν τυπική μιας βραδιάς αγώνων. «Πρέπει να μιλήσουμε στον Λαρς Μπράντε. Τον ξέρεις;» ρώτησε ο Καρλ τον άντρα πίσω από τον πάγκο, μόλις κατέβασε το τηλέφωνο. Εκείνος έγνεψε προς μια παρέα στο μπαρ. «Να, αυτός εκε είναι, με τα γυαλιά πάνω στο κεφάλι. Φωνάξτε πως γυρεύετε τον Κηφήνα, και θα δείτε». «Τον Κηφήνα;» «Ναι, έτσι τον λέμε». Πλησίασαν, παρατηρώντας πως τα βλέμματα των θαμώνων στρέφονταν με περιέργεια στα αταίριαστα ρούχα κα παπούτσια τους, καθώς αναρωτιούνταν τι γύρευαν εκεί αυτο οι δύο. «Ο Λαρς Μπράντε; Ή μήπως προτιμάτε το Κηφήνας;» ρώτησε ο Καρλ, τείνοντας το χέρι. «Με λένε Καρλ Μερκ, Αστυνομία της Κοπεγχάγης, Τομέας Q. Μπορούμε να μιλήσουμε λίγο;» Ο Λαρς Μπράντε χαμογέλασε και του έσφιξε το χέρι. «Α, αι, σωστά. Παραλίγο να το ξεχάσω. Ένας συμπαίκτης μόλις μας πέταξε μια κεραμίδα στο κεφάλι. Μας ανακοίνωσε πως αποχωρεί από την ομάδα, πάνω που πλησιάζει το
περιφερειακό πρωτάθλημα. Αφαιρέθηκα. Συγνώμη». Κατέβασε την παλάμη του πάνω στην πλάτη του διπλανού του. Κατά πάσα πιθανότητα, ήταν εκείνος που τους άφηνε ξεκρέμαστους. «Αυτοί είναι οι συμπαίκτες σας;» ρώτησε ο Καρλ, γνέφοντας προς τη μεριά των υπολοίπων. «Οι καλύτεροι του Ρόσκιλε», απάντησε ο Μπράντε, ψώνοντας και τους δύο αντίχειρες. Ο Καρλ κοίταξε με νόημα τον Άσαντ σαν να του έλεγε: « Μείνε εδώ και έχε το νου σου μη μας την κάνει κανένας » . Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που χρειάζονταν. Ο Λαρς Μπράντε ήταν ένας ψηλός άντρας με μυώδες, λεπτό σώμα. Τα χαρακτηριστικά του φανέρωναν άνθρωπο που η δουλειά του ήταν πολύωρη και καθιστική, ωρολογοποιός, ίσως, ή μπορεί και οδοντίατρος. Όμως η επιδερμίδα του ήταν τραχιά και τα χέρια του μαυρισμένα. Συνολικά, έδινε μια αρκετά μπερδεμένη εντύπωση. Πήγαν και στάθηκαν κοντά στον πίσω τοίχο κι έμειναν να παρακολουθούν για λίγο το παιχνίδι, προτού αρχίσει να μιλάει ο Καρλ. «Τα είπατε με τη βοηθό μου, τη Ρόζε Κνούδσεν. Απ’ ό,τ μου μετέφερε, διαπιστώσατε μια σύμπτωση στα ονόματα που σας ανέφερε, την οποία βρήκατε μάλλον διασκεδαστική. Επίσης, είναι και το θέμα με την μπάλα του μπόουλινγκ στο μπρελόκ. Θέλω να καταλάβετε ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα θέμα ρουτίνας. Ερευνάμε μια πολύ σοβαρή και άκρως επείγουσα υπόθεση, και ό,τι πείτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό στοιχείο».
Ο Μπράντε τίναξε το κεφάλι του από το σάστισμα. Τα γυαλιά που είχε στερεωμένα πάνω στο κεφάλι σχεδόν βούλιαξαν μέσα στα μαλλιά του. «Θεωρούμαι ύποπτος για κάτι; Περί τίνος πρόκειται;» Ο άνθρωπος αισθανόταν φανερά αμήχανος με την όλη κατάσταση. Ήταν παράξενο, ειδικά από τη στιγμή που ο Καρλ σε καμία περίπτωση δεν τον είχε θεωρήσει ύποπτο. Γιατί να φανεί τόσο συνεργάσιμος με τη Ρόζε, αν είχε κάτι να κρύψει; Όχι, δεν ήταν λογικό. «Ύποπτος; Κάθε άλλο. Απλώς θα ήθελα να σας κάνω μερικές ερωτήσεις, αν δεν έχετε αντίρρηση». Ο Μπράντε έριξε μια ματιά στο ρολόι του. «Να πω την αλήθεια, δεν είναι και η καλύτερη στιγμή. Παίζουμε σε είκοσ λεπτά, οπότε κανονικά τέτοια ώρα θα έπρεπε να προετοιμαζόμαστε. Δεν μπορεί να περιμένει γι’ αργότερα; Όχ πως δεν έχω περιέργεια να καταλάβω τι γίνεται εδώ πέρα, βέβαια». «Δεν μπορεί να περιμένει, λυπάμαι. Να πάμε να μιλήσουμε στους επόπτες;» Ο Μπράντε έδειξε να απορεί, όμως έγνεψε καταφατικά. Οι επόπτες φάνηκαν να σαστίζουν εξίσου, όμως μόλις έδειξε ο Καρλ το σήμα του, συνεργάστηκαν αμέσως. Ο Καρλ και ο Μπράντε επέστρεψαν στον πίσω τοίχο, περνώντας μπροστά από αρκετά τραπέζια, την ώρα που ακουγόταν η ανακοίνωση από τα ηχεία. «Λόγω αστάθμητων παραγόντων, η σειρά με την οποία θα αγωνιστούν οι ομάδες τροποποιήθηκε», εξήγησε ένας από τους επόπτες και στη συνέχεια ανέλυσε τις αλλαγές.
Ο Καρλ έριξε μια ματιά προς το μπαρ, όπου πλέον πέντε βλέμματα είχαν καρφωθεί προς τη μεριά τους. Πέντε πρόσωπα με εκφράσεις απορίας, και πίσω τους ο Άσαντ, με τα μάτια του να παρακολουθούν τους σβέρκους των πολοίπων, σε επιφυλακή όπως μια ύαινα. Ένας από τους άντρες αυτούς ήταν ο άνθρωπος που αναζητούσαν. Ο Καρλ ήταν βέβαιος. Εφόσον παρέμεναν εκεί, τα παιδιά θα ήταν ασφαλή. Με την προϋπόθεση ότ εξακολουθούσαν να ζουν. «Πόσο καλά γνωρίζετε τους συμπαίκτες σας; Αν δεν κάνω λάθος, είστε ο αρχηγός της ομάδας, σωστά;» Ο Μπράντε έγνεψε καταφατικά και απάντησε χωρίς να κοιτάξει τον Καρλ. «Παίζουμε μαζί από τότε που άνοιξε το κέντρο εδώ. Προηγουμένως, παίζαμε στο Ρεδόβρε. Εδώ βολεύει καλύτερα.greekleech.info Εκείνο το διάστημα είχαμε δύο ακόμα μέλη, όμως εμείς που ζούμε στην περιοχή του Ρόσκιλε αποφασίσαμε να συνεχίσουμε εδώ. Οπότε, ναι, τους ξέρω αρκετά καλά. Ειδικά τον Κερήθρα, τον τύπο με το χρυσό ρολόι εκεί πέρα. Είναι ο αδερφός μου, ο Γιόνας». Ο Καρλ είχε την αίσθηση πως ο Λαρς Μπράντε έδειχνε ευρικός. Μήπως έκρυβε κάτι; «Κερήθρας και Κηφήνας. Παράξενα ονόματα», είπε ο Καρλ. Ίσως ένα τέτοιο σχόλιο να βοηθούσε στην εκτόνωση της έντασης. Ήταν επιτακτική ανάγκη ο άνθρωπος αυτός να του μιλούσε ανοιχτά, το συντομότερο δυνατόν. Ο Κηφήνας χαμογέλασε κάπως λοξά. «Μπορεί. Πάντως, ο Γιόνας κι εγώ είμαστε μελισσουργοί, οπότε δεν είναι και τόσο παράξενο, αν το καλοσκεφτείς»,
εξήγησε. «Όλοι μας έχουμε παρατσούκλια στην ομάδα. Καταλαβαίνετε πώς πάει». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά, παρότι δεν καταλάβαινε. «Μου έκανε εντύπωση που είστε όλοι αρκετά ψηλοί. Δε φαντάζομαι να είστε όλοι συγγενείς, σωστά;» Αν ήταν συγγενείς, θα κοίταζαν να καλύψει ο ένας τα νώτα του άλλου, ό,τι κι αν συνέβαινε. Ο Μπράντε χαμογέλασε ξανά. «Όχι, μονάχα ο Γιόνας κ εγώ. Πάντως, έχετε δίκιο, είμαστε ψηλότεροι από το μέσο όρο, όλοι μας. Τα μακριά χέρια βοηθούν να παίρνει η μπάλα καλύτερα φάλτσα, βλέπετε». Γέλασε. «Τέλος πάντων, απλή σύμπτωση είναι. Τώρα που το είπατε το σκέφτηκα». «Θα ζητήσω να μου δώσετε τους αριθμούς εγγραφής σας στο ληξιαρχείο σε λίγο, όλα τα μέλη της ομάδας. Όμως, πριν φτάσουμε εκεί, μήπως ξέρετε αν κάποιος από εσάς είχε αντιμετωπίσει ποτέ θέμα με την Αστυνομία;» Ο Μπράντε έδειξε ειλικρινά κατάπληκτος. Ίσως τώρα μόλις να άρχιζε να συνειδητοποιεί τη σοβαρότητα της κατάστασης. Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Δε γνωριζόμαστε και τόσο καλά για να απαντήσω σε αυτό», είπε. Προφανώς, δεν ήταν ολότελα αλήθεια. «Οδηγεί κάποιος από εσάς Mercedes;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Ο Γιόνας κι εγώ, πάντως, όχι. Ιδέα δεν έχω τι αμάξι οδηγούν τα άλλα παιδιά, θα πρέπε α τους ρωτήσετε εσείς». Μήπως προσπαθούσε να καλύψει κάποιον; «Δεν μπορεί να μην ξέρετε τι αυτοκίνητα έχουν. Δεν
πηγαίνετε σε εκτός έδρας αγώνες μαζί;» Ο άλλος έγνεψε καταφατικά. «Ναι, όμως πάντοτε συναντιόμαστε πρώτα εδώ. Κάποιοι φυλάμε τα πράγματά μας στους φοριαμούς πάνω, ενώ ο Γιόνας κι εγώ έχουμε ένα παλιό φορτηγάκι Volkswagen που μας χωράει και τους έξι. Μας βγαίνει φτηνότερα, κι έτσι πηγαίνουμε όλοι μαζί». Οι απαντήσεις του ήταν λογικές και ακούγονταν αρκετά φυσικές, παρότι ο άντρας είχε αρχίσει να δείχνει κάπως πιεσμένος. «Ποια είναι τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας, ακριβώς; Μπορείτε να μου τους υποδείξετε;» είπε ο Καρλ, όμως λίγο μετά το σκέφτηκε καλύτερα. «Όχι, σταθείτε. Πρώτα πείτε μου από πού βρήκατε αυτά τα μπρελόκ με την μπάλα του μπόουλινγκ. Είναι συνηθισμένα; Μπορεί κανείς να τα αγοράσει κι εδώ, ας πούμε;» Ο Μπράντε κούνησε και πάλι αρνητικά το κεφάλι. «Τα συγκεκριμένα, όχι. Το νούμερο 1 είναι επειδή είμαστε καλοί». Χαμογέλασε λοξά. «Κανονικά, οι μπάλες δε γράφουν τίποτα πάνω τους ή, το πολύ, ένα νούμερο που δείχνει τι μέγεθος μπάλας χρησιμοποιείς. Το νούμερο 1 δε θα το δεις ποτέ, δεν τις φτιάχνουν τόσο μικρές. Όχι, τις αγόρασε ένα από τα παιδιά στην Ταϊλάνδη». Έβγαλε το δικό του από την τσέπη. Μικρό, σκούρο και φθαρμένο. Δεν είχε κάτι που θα τραβούσε την προσοχή, ακόμα και με το χαραγμένο αριθμό πάνω του. «Τα παιδιά εδώ, και κάνα δυο από την παλιά ομάδα, είνα οι μόνοι που έχουν τέτοια μπρελόκ», συνέχισε. «Νομίζω πως έφερε μαζί του δέκα, αν θυμάμαι καλά». «Και ποιος ήταν αυτός που τα έφερε;»
«Ο Σβεντ. Ο τύπος με το μπλε σακάκι. Κάθεται εκεί πέρα και μασάει τσίχλα, μοιάζει με ράφτη. Αν δεν κάνω λάθος, ράφτης ήταν κάποτε». Ο Καρλ στράφηκε και τον κοίταξε. Όπως και τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας, παρακολουθούσε στενά όσα συνέβαιναν, προσπαθώντας να φανταστεί τι μπορεί να ήθελε η Αστυνομία τον αρχηγό της ομάδας τους. «Εντάξει. Οπότε είστε συμπαίκτες. Αυτό σημαίνει ότ προπονείστε μαζί, ας πούμε;» ρώτησε ο Καρλ. Κράτησε στο μυαλό του ότι θα ήταν χρήσιμο να μάθει αν κάποιος από αυτούς απουσίαζε συχνά. «Ο Γιόνας κι εγώ, ναι, και καμιά φορά έρχεται και κάποιος από τους άλλους. Κυρίως για να σπάσουμε πλάκα, όμως. Παλιότερα, το κάναμε πιο συχνά, όμως τώρα πια, όχι». Χαμογέλασε ξανά. «Μπορεί να περάσουμε για λίγο ζέσταμα πριν από έναν αγώνα, κατά τα άλλα δεν προπονούμαστε καθόλου. Ίσως και να έπρεπε, όμως ας μην το ψάξουμε τώρα. ταν χτυπάμε πάνω από διακόσια πενήντα σχεδόν σε κάθε αγώνα, με άριστα το τριακόσια, δεν υπάρχει σοβαρό περιθώριο βελτίωσης, καλά δε λέω;» «Έχει κάποιος από εσάς ουλή σε ορατό σημείο;» Ο Μπράντε ανασήκωσε τους ώμους. Θα έπρεπε να τους ελέγξουν έναν προς έναν μετά. «Θα μπορούσα να καθίσω εκεί, τι λέτε;» Ο Καρλ έγνεψε προς το χώρο του φαγητού, όπου είχαν στηθεί στη σειρά τραπέζια στρωμένα με λευκά τραπεζομάντιλα. «Γιατί όχι;» «Έγινε, πάω να καθίσω, λοιπόν. Μπορείτε να πείτε του
αδερφού σας να έρθει και να με βρει εκεί;» Ο Γιόνας Μπράντε ήταν φανερά σαστισμένος. Τι γύρευε εκε πέρα η Αστυνομία; Τι μπορεί να ήταν τόσο σημαντικό ώστε α αλλάξει η σειρά με την οποία θα αγωνίζονταν; Ο Καρλ δεν απάντησε. «Πού βρισκόσαστε σήμερα το απόγευμα, μεταξύ τρεις και τέταρτο και τέσσερις παρά τέταρτο; Μπορείτε να θυμηθείτε από πού περάσατε;» Στο μεταξύ, τον παρατηρούσε. Αρρενωπός. Σαρανταπεντάρης. Αυτός ήταν ο άντρας που είχε δε μπροστά στα ασανσέρ, στο νοσοκομείο, σήμερα; Ο άντρας του σκίτσου; Ο Γιόνας Μπράντε έγειρε ελαφρά προς τα εμπρός. «Μεταξύ τρεις και τέταρτο και τέσσερις παρά τέταρτο; Δεν είμαι σίγουρος, για να πω την αλήθεια». «Μάλιστα. Βλέπω φοράτε ωραίο ρολόι. Δεν το κοιτάζετε συχνά;» Ο άλλος γέλασε απρόσμενα. «Όχι, το κοιτάζω. Απλώς δεν το φοράω ποτέ όταν είμαι στη δουλειά. Αυτό εδώ κάνε γύρω στα τριάντα πέντε χιλιάρικα. Το κληρονόμησα από τον πατέρα μας». «Με άλλα λόγια, ήσαστε στη δουλειά μεταξύ τρεις κα τέταρτο και τέσσερις παρά τέταρτο; Αυτό λέτε;» «Ναι, λογικά στη δουλειά θα ήμουν». «Οπότε, πώς και είπατε πριν ότι δεν είστε σίγουρος;» «Εννοούσα πως δεν ήμουν σίγουρος αν βρισκόμουν στο εργαστήριο, αν ήμουν έξω κι επισκεύαζα τις κυψέλες ή αν ήμουν πέρα στον αχυρώνα και άλλαζα κάποιο γρανάζι στον
εξαεριστήρα». Προφανώς, δεν ήταν ο εξυπνότερος από τους δύο αδερφούς. Ή μήπως ήταν; «Φοροδιαφεύγετε;» Αυτή ήταν μια τροπή στην κουβέντα που ο άλλος δεν περίμενε. Κατά τα φαινόμενα, η απάντηση ήταν καταφατική. χι πως απασχολούσε τον Καρλ αυτό το θέμα. Ήταν δουλειά άλλου τμήματος. Το μόνο που ήθελε ο ίδιος ήταν να σχηματίσει μια εικόνα για το τι είδους άνθρωπο είχε απέναντ του. «Έχετε φάκελο στην Αστυνομία, Γιόνας; Και να ξέρετε, μπορώ να το τσεκάρω τόσο απλά». Στράκισε τα δάχτυλά του στον αέρα. Προσπάθησε, έστω. Ο Γιόνας Μπράντε κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Τα άλλα παιδιά της ομάδας, μήπως;» «Γιατί ρωτάτε;» «Επειδή θα ήθελα μια απάντηση». Ο Γιόνας αποτραβήχτηκε ελαφρά. «Μου φαίνεται πως μπορεί να έχει ο Μπετόβεν, ο Γκάζιας και ο Πάπας». Ο Καρλ έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω. Τι γελοία ονόματα! «Και πώς τους λένε αυτούς όταν βρίσκονται στα σπίτια τους;» Ο Γιόνας Μπράντε μισόκλεισε τα μάτια, στρέφοντας το βλέμμα του στους άντρες στο μπαρ. «Ο Μπίργερ Νίλσεν, ο φαλακρός εκεί, παίζει πιάνο σε ένα μπαρ. Γι’ αυτό τον λέμε Μπετόβεν. Ο Γκάζιας είναι ο τύπος δίπλα του. Μίκελ τον λένε κανονικά. Είναι μηχανικός μοτοσικλετών, δουλεύει στην πόλη. Δε νομίζω να έκανε κανείς τους τίποτα σοβαρό. Στην
περίπτωση του Μπίργερ, μου φαίνεται πως πουλούσε ασφράγιστα ποτά. Ο Μίκελ την πάτησε όταν τον τσάκωσαν α πασάρει κλεμμένα αμάξια. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, όμως. Γιατί ρωτάτε;» «Και ο τρίτος που αναφέρατε; Ο Πάπας, σωστά; Αυτός φαντάζομαι είναι ο Σβεντ, ο τύπος με το μπλε σακάκι». «Ναι. Καθολικός είναι. Από εκεί βγήκε και το παρατσούκλι του. Πέρα από αυτό, δεν ξέρω πολλά για την περίπτωσή του. Κάτι μπλεξίματα είχε στην Ταϊλάνδη, μου φαίνεται». «Ποιος μας απομένει; Ο τύπος που κάθεται και μιλάε στον αδερφό σας. Αυτός δεν είναι που αποχωρεί από την ομάδα;» «Ναι, ο Ρενέ. Είναι ο καλύτερος παίκτης μας, οπότε, όσο και να πεις, μας κακοφάνηκε. Ρενέ Χένρικσεν τον λένε, όπως τον ποδοσφαιριστή, τον κεντρικό αμυντικό που παλιότερα έπαιξε και στην εθνική. Γι’ αυτό τον φωνάζουμε Τρία». «Από το νούμερο της φανέλας που φορούσε ο Χένρικσεν;» «Κάποια στιγμή, ναι». «Έχετε ταυτότητα πάνω σας, Γιόνας; Κάποιο έγγραφο με τον αριθμό ληξιαρχείου;» Εκείνος έχωσε υπάκουα το χέρι στην τσέπη του κι έβγαλε ένα δίπλωμα οδήγησης. Ο Καρλ σημείωσε τον αριθμό. «Παρεμπιπτόντως, οδηγεί κανένας σας Mercedes;» Ο Γιόνας Μπράντε ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν ξέρω. Συνήθως, συναντιόμαστε εδώ και...»
Ο Καρλ δεν είχε χρόνο για να ακούσει δεύτερη φορά την ίδια ιστορία. «Ευχαριστώ, Γιόνας. Θα σας ήταν εύκολο να στείλετε τώρα τον Ρενέ σ’ εμένα;» Τα μάτια του ενός ήταν καρφωμένα συνεχώς πάνω στον άλλο από τη στιγμή που σηκώθηκε εκείνος από το μπαρ μέχρι τη στιγμή που κάθισε μπροστά στον Καρλ. Εκ πρώτης όψεως, ευχάριστος τύπος. Όχι πως έπρεπε να κρίνει κανείς από την εμφάνιση, πάντως ήταν αξιοπρεπώς τυμένος, περιποιημένος και με σταθερό, καταδεκτικό βλέμμα. «Ρενέ Χένρικσεν», είπε ο άντρας για να συστηθεί, ανασηκώνοντας την τσάκιση του παντελονιού του όπως καθόταν. «Κατάλαβα από τον Λαρς Μπράντε πως έχετε ξεκινήσει κάποιου είδους έρευνα. Όχι πως μου είπε τίποτα. Εικασίες κάνω, απλώς. Μήπως έχει κάποια σχέση με τον Σβεντ;» Ο Καρλ παρατήρησε τον άντρα προσεκτικά. Ίσως να ήταν κάπως αποστεωμένος στο πρόσωπο, αν και δεν αποκλείετα η αίσθηση αυτή να προέκυπτε καθώς κρεμούσαν με τα χρόνια τα αφράτα μάγουλα της νιότης. Ψηλοί κρόταφοι, μαλλιά πρόσφατα κουρεμένα. Όμως μια περούκα θα τα έκρυβε άνετα όλα αυτά. Το βλέμμα του είχε κάτι που προκαλούσε μια απροσδιόριστη αίσθηση στον Καρλ. Εκείνες οι λεπτές γραμμές δεν ήταν απλώς ρυτίδες γέλιου. «Τον Σβεντ; Τον Πάπα εννοείτε, φαντάζομαι». Ο Καρλ χαμογέλασε, παρότι δεν είχε καμία απολύτως διάθεση.
Ο άντρας ανασήκωσε τα φρύδια. «Γιατί υποθέτετε ότι ήρθαμε μέχρι εδώ για τον Σβεντ, αναρωτιέμαι», είπε ο Καρλ. Η έκφραση του άλλου άλλαξε. Δεν ήταν πια σε εγρήγορση, επιφυλακτικός, αλλά σχεδόν το αντίθετο τώρα πια. Έμοιαζε αμήχανος, σαν να τον είχαν τσακώσει στα πράσα, σαν να αποδείχτηκε πως ήταν αδαής αντί για έξυπνος. «Α», έκανε. «Λάθος μου που ανέφερα έτσι το όνομα του Σβεντ. Μήπως θα μπορούσαμε να το πιάσουμε από την αρχή;» «Εντάξει. Αποχωρείτε από την ομάδα, απ’ ό,τι μαθαίνω. Σχεδιάζετε να μετακομίσετε;» ρώτησε ο Καρλ. Πάλι η ίδια εκείνη έκφραση, λες και ο τύπος αισθανόταν ξαφνικά γυμνός. «Ναι, πράγματι. Μου προτάθηκε μια δουλειά στη Λιβύη, α αναλάβω επικεφαλής ενός προγράμματος εκεί. Θα τοποθετήσουμε πελώριους ηλιακούς συλλέκτες στην έρημο, οι οποίοι θα παράγουν ενέργεια μέσω μιας κεντρικής μονάδας. Πρόκειται για επαναστατική εξέλιξη. Δεν ξέρω αν την έχετε υπόψη σας». «Ενδιαφέρον ακούγεται. Και πώς ονομάζεται η εταιρεία;» «Α, εδώ φτάσαμε στο βαρετό κομμάτι». Χαμογέλασε. «Για την ώρα, το όνομά της είναι απλώς ο αριθμός με τον οποίο καταχωρίστηκε στο μητρώο εταιρειών. Οι μέτοχοι δεν έχουν καταφέρει ακόμα να συμφωνήσουν αν θα πρέπει το όνομα να μπει στα αραβικά ή τα αγγλικά, όμως μπορώ να σας πω ότι αυτή τη στιγμή η εταιρεία έχει το όνομα 773 ΠΒ
55». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. «Πόσα μέλη της ομάδας οδηγούν Mercedes, εκτός από εσάς;» «Ποιος λέει πως έχω Mercedes;» Ο άντρας κούνησε το κεφάλι. «Απ’ ό,τι ξέρω, ο Σβεντ είναι ο μόνος που έχει τέτοιο αμάξι. Συνήθως, όμως, έρχεται με τα πόδια. Μένει εδώ κοντά». «Και πώς ξέρετε ότι ο Σβεντ έχει Mercedes; Ο Λαρς και ο Γιόνας μού έδωσαν την εντύπωση ότι στους αγώνες πηγαίνετε όλοι μαζί, με το φορτηγάκι τους». «Σωστά. Όμως με τον Σβεντ βλεπόμαστε και εκτός ομάδας, εδώ και κάποια χρόνια. Άλλοτε, θα έπρεπε να πω. χω καιρό να περάσω από το σπίτι του, προφανώς. Παλιότερα, όμως, συνηθίζαμε να βρισκόμαστε αρκετά συχνά. Εξακολουθεί να οδηγεί το ίδιο αυτοκίνητο, αυτό το ξέρω σίγουρα. Τι να πρωτοκάνει με μια αναπηρική σύνταξη;» «Τι σημαίνει αυτό το “προφανώς” που είπατε;» «Ε, να, τα ταξίδια του στην Ταϊλάνδη, καταλαβαίνετε. Γι’ αυτό δεν ήρθατε;» Η αποστροφή αυτή είχε όλα τα σημάδια μιας παραπλανητικής κίνησης. «Ποια ταξίδια; Δεν είμαι της Δίωξης Ναρκωτικών, αν αυτό νομίζετε». Τώρα, ο τύπος έδειχνε να τα έχει τελείως χαμένα. Θέατρο έπαιζε; «Της Δίωξης Ναρκωτικών; Όχι, δεν είχα αυτό κατά νου», είπε. «Κοιτάξτε, δε θέλω να του δημιουργήσω πρόβλημα του ανθρώπου. Πιθανότατα λάθος εντύπωση σχημάτισα εγώ, αυτό είναι όλο».
«Μήπως καλύτερα να αναπτύσσατε λιγάκι αυτές τις ποψίες σας; Εκτός κι αν προτιμάτε να οδηγηθείτε για ανάκριση στα Κεντρικά, εσείς αποφασίζετε». Ο άντρας κούνησε το κεφάλι πέρα δώθε. «Ευχαριστώ, δε θα πάρω. Αυτό που εννοώ είναι πως, κάποια στιγμή, ξέφυγε του Σβεντ πως τα ταξίδια του στην Ταϊλάνδη ήταν για να κανονίσει να συνοδέψουν κάποιες ντόπιες νεογέννητα μωρά στη Γερμανία. Μωρά τα οποία είχαν επιλεγεί για υιοθεσία από άτεκνα ζευγάρια. Αυτός αναλαμβάνει όλη τη χαρτούρα και πιστεύει πως κάνει χάρη στους εμπλεκόμενους. Το θέμα είναι πως δε νομίζω να τον απασχολεί ιδιαίτερα από πού προέρχονται αυτά τα παιδιά, αν με καταλαβαίνετε». Κούνησε και πάλι το κεφάλι. «Είναι σπουδαίος στο μπόουλινγκ, οπότε δεν έχω πρόβλημα να είμαι στην ίδια ομάδα μαζί του, όμως από τότε που έμαθα τι κάνει, δεν έχω περάσει από το σπίτ του ούτε μία φορά». Ο Καρλ στράφηκε και κοίταξε τον άντρα με το μπλε σακάκι. Μήπως όλο αυτό ήταν προπέτασμα καπνού για να καλυφθεί κάτι άλλο; Πες την αλήθεια, αλλά όχι όλη την αλήθεια, αυτός ήταν ο κώδικας των περισσότερων εγκληματιών. Ίσως να μην ταξίδευε καν στην Ταϊλάνδη. σως να ήταν αυτός ο απαγωγέας και να χρειαζόταν ένα άλλοθι για να το πλασάρει στους συμπαίκτες του, όσο εκείνος ασχολούνταν με τη φριχτή δουλειά του. «Είναι κάποιο μέλος της ομάδας ιδιαίτερα καλό, ή κακό, στο τραγούδι;» Ο άντρας απέναντι στον Καρλ έσκασε στα γέλια. «Λυπάμαι, δεν τραγουδάμε και τόσο συχνά».
«Εσείς, πώς τα πάτε με το τραγούδι;» «Α, μια χαρά. Ήμουν ψάλτης κάποτε, στην εκκλησία του Φλεν. Συμμετείχα και στη χορωδία. Θέλετε να με ακούσετε;» «Όχι, ευχαριστώ. Ο Σβεντ τραγουδάει;» Ο άλλος κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι. «Ιδέα δεν έχω. Γι’ αυτό ήρθατε εδώ;» Ο Καρλ χαμογέλασε βεβιασμένα, λοξά. «Έχει κανείς σας ουλή σε ορατό σημείο;» Ο άντρας ανασήκωσε τους ώμους. Ο Καρλ δεν μπορούσε α τον αποκλείσει ακόμα. Το διαισθανόταν. Σίγουρα όχι. «Μήπως έχετε ταυτότητα πάνω σας; Κάτι με τον αριθμό ληξιαρχείου;» Εκείνος δεν απάντησε, μονάχα έφερε το χέρι στην τσέπη κ έβγαλε από μέσα ένα λεπτό πορτοφόλι, από εκείνα που προορίζονται μονάχα για πιστωτικές και άλλες κάρτες. Είχε κ ο Λαρς Μπιερν ένα τέτοιο, στα Κεντρικά. Ίσως να ήταν σύμβολο κύρους, κατά κάποιον τρόπο. Πού να ήξερε από αυτά ο Καρλ; Σημείωσε τα στοιχεία του άντρα, παρατηρώντας την ηλικία του. Σαράντα τεσσάρων ετών, επομένως συνέπιπτε με τις εκτιμήσεις τους. «Ποιος είπαμε ότι είναι ο αριθμός μητρώου της νέας εταιρείας;» «Είναι 773 ΠΒ 55. Γιατί;» Αν είχε σκαρφιστεί ένα τέτοιο γελοίο νούμερο ο Καρλ, από μια έμπνευση της στιγμής, θα το είχε ξεχάσει δύο λεπτά αργότερα. Επομένως, ο άντρας πιθανότατα έλεγε την αλήθεια.
Ο Καρλ ανασήκωσε τους ώμους. «Κάτι τελευταίο. Πού βρισκόσαστε στο διάστημα μεταξύ τρεις και τέσσερις σήμερα το απόγευμα;» Ο άλλος σκέφτηκε. «Για να θυμηθώ. Μεταξύ τρεις και τέσσερις. Πήγα για κούρεμα, σε ένα κουρείο στην Αλεχέλγκενσγκεδε. Έχω ένα σημαντικό ραντεβού αύριο, οπότε πρέπει να εμφανιστώ περιποιημένος». Πέρασε την παλάμη πάνω από τον κρόταφό του για να δείξει τι εννοούσε. Σαφώς έμοιαζε φρεσκοκουρεμένος. Όμως θα έπρεπε να το διασταυρώσουν με το που θα έφευγαν από εκεί. «Κύριε Χένρικσεν, θα ήθελα να καθίσετε στο λευκό τραπέζι εκεί, στη γωνία, αν έχετε την καλοσύνη. Ίσως χρειαστεί να σας μιλήσω ξανά». Ο άντρας έγνεψε καταφατικά και είπε πως ευχαρίστως θα βοηθούσε, όπως μπορούσε. Σχεδόν όλοι αυτό έλεγαν, όταν εμφανιζόταν η Αστυνομία. Ο Καρλ έκανε νόημα στον Άσαντ να του στείλει τον άλλο με το μπλε σακάκι. Δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο. Ο Σβεντ δεν έμοιαζε καθόλου με άνθρωπο που εισέπραττε αναπηρική σύνταξη. Οι ώμοι του γέμιζαν και με το παραπάνω το σακάκι, χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει στις βάτες που ήταν στη μόδα τη δεκαετία του 1980. Τα χαρακτηριστικά του ήταν έντονα, οι μύες του σαγονιού του κουνιούνταν αισθητά όπως μασούσε την τσίχλα του.greekleech.info Είχε πλατύ πρόσωπο και πυκνά φρύδια, τα οποία σχεδόν έσμιγαν πάνω
από τη μύτη. Μαλλιά κοντά, κουρεμένα με την ψιλή. Κάπως καμπουριαστό βάδισμα. Ο άντρας αυτός σίγουρα διέθετε περισσότερες δυνατότητες απ’ ό,τι έδειχνε με μια πρώτη ματιά. Μύριζε ευχάριστα, όχι κάτι συγκεκριμένο, όμως. Το βλέμμα του ήταν κάπως αφηρημένο, με σκούρες σακούλες κάτω από τα μάτια, οι οποίες τα έκαναν να μοιάζουν πιο σμιχτά απ’ ό,τι ήταν πραγματικά. Οπωσδήποτε αποτελούσε περίπτωση που άξιζε να ερευνηθεί περισσότερο. Έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι στον Ρενέ Χένρικσεν, καθώς καθόταν. Κατά κάποιον τρόπο, όλο αυτό ήταν πολύ ευχάριστο.
46 ΔEN ΗΤΑΝ ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΟΣ όταν συνειδητοποίησε για πρώτη φορά ότι μπορούσε να ελέγξει τα συναισθήματά του σε σημείο ώστε να περνούν απαρατήρητα. Η ζωή του στο σπίτι του πάστορα επιτάχυνε αυτή τη διαδικασία. Ζώντας όχι στο φως του Θεού, αλλά στη σκιά Του, τα συναισθήματα πολλές φορές μπορούσαν να παρερμηνευτούν. Η χαρά ερμηνευόταν σαν ρηχότητα, η ενόχληση σαν αντιπάθεια και απειθαρχία. Και κάθε φορά που παρεξηγούνταν, τον περίμενε η τιμωρία. Για το λόγο αυτό κρατούσε τα συναισθήματά του για τον εαυτό του. Καλύτερα έτσι. Ήταν μια τακτική η οποία αποδείχτηκε χρήσιμη όποτε τον βάραινε η αδικία ή τον κατέκλυζε η απογοήτευση. Έτσι, κανείς δεν ήξερε τι συνέβαινε μέσα του. Και σήμερα, αυτό τον έσωσε. Η ξαφνική εμφάνιση αυτών των δύο αστυνομικών ήταν πραγματική βόμβα. Εκείνος, όμως, είχε απορροφήσει το σο και δεν είχε φανερώσει το παραμικρό. Τους αναγνώρισε αμέσως μόλις μπήκαν στην αίθουσα. ταν οι δύο άντρες που είχε δει να μιλούν με τον αδερφό της ζαμπελ μπροστά στους ανελκυστήρες του Νοσοκομείου Ριγκς το απόγευμα, καθώς επιχειρούσε να διαφύγει. Ένα τόσο αταίριαστο ζευγάρι χτυπούσε από μακριά.
Το ερώτημα ήταν αν εκείνοι τον είχαν αναγνωρίσει. Είχε την αίσθηση πως όχι. Αν κάτι υποψιάζονταν, ο ερωτήσεις τους θα ήταν περισσότερο πιεστικές. Ο επιθεωρητής στον οποίο είχε μόλις μιλήσει θα τον κοίταζε με τελείως διαφορετικό τρόπο. Ζύγισε με το νου τις επιλογές του. Υπήρχαν δύο οδο διαφυγής, σε περίπτωση που ζόριζαν τα πράγματα. Η μία, μέσα από το δωμάτιο συντήρησης που οδηγούσε στην πίσω πόρτα, κι από εκεί στην έξοδο κινδύνου, πίσω από εκείνη τη γελοία καρέκλα χωρίς πόδια, που κάποιος είχε τοποθετήσε εκεί ώστε να είναι σαφές πως η έξοδος ήταν κλειστή. Αλλιώς, θα μπορούσε να πάρει το σύντομο δρόμο και να περάσει από εκεί όπου έστεκε ο άλλος αστυνομικός, ο βοηθός. Οι τουαλέτες βρίσκονταν ανάμεσα στο χώρο ποδοχής και στην έξοδο, οπότε, αν κατευθυνόταν προς τα εκεί, αρχικά δε θα κινούσε υποψίες. Ο μελαψός, όμως, θα τον έβλεπε αμέσως μόλις προσπερνούσε την πόρτα που οδηγούσε στις αντρικές τουαλέτες. Αναγκαστικά, θα έπρεπε να αφήσει το αυτοκίνητό του εκεί. Όπως πάντα, είχε παρκάρει σε κάποια απόσταση, στο χώρο στάθμευσης του εμπορικού κέντρου, πιο κάτω. μως, αν έκανε να κινηθεί προς το αυτοκίνητο, δε θα προλάβαινε να διαφύγει. Θα του έκλειναν το δρόμο και θα παγιδευόταν εκεί. Όχι, η δεύτερη περίπτωση δεν έπαιζε. Κι εφόσον άφηνε το αυτοκίνητο, αυτό σήμαινε πως έπρεπε να το βάλει στα πόδια. Παρότι γνώριζε την πόλη αρκετά καλά ώστε να ξέρει από πού θα έκοβε δρόμο, δεν μπορούσε να είναι σίγουρος ότι θα
αποδεικνυόταν αρκετά γρήγορος. Η καλύτερη λύση θα ήταν να τους αποσπούσε την προσοχή, με κάποιον τρόπο. Αν έπρεπε να διαφύγει κα ταυτόχρονα να διατηρήσει τον έλεγχο της κατάστασης, πράγμα που ήταν απολύτως αναγκαίο, θα έπρεπε να μεταχειριστεί δραστικότερα μέσα. Ένα ήταν βέβαιο: έπρεπε να απομακρυνθεί από αυτούς τους δύο αστυνομικούς, οι οποίοι είχαν καταφέρει να ακολουθήσουν τα ίχνη του έως εδώ. Τώρα, πώς κέρατο τα είχαν καταφέρει, αυτό δεν μπορούσε να το φανταστεί. Προφανώς, θεωρούνταν ύποπτος. Διαφορετικά, γιατί να τον ρωτήσει ο επιθεωρητής για τη Mercedes, τις ικανότητές του στο τραγούδι και το όνομα της εταιρείας που είχε σκαρφιστεί; Ευτυχώς, κατάφερε να θυμηθεί τον αριθμό. Είχε δείξει μια πλαστή άδεια οδήγησης, στο όνομα το οποίο χρησιμοποιούσε εδώ και χρόνια στη λέσχη. Απ’ ό,τ φάνηκε, η άδεια δεν προκάλεσε υποψίες, επομένως για την ώρα δεν ήταν τελείως εκτεθειμένος. Το πρόβλημα ήταν ότι τον είχαν στριμώξει, κυριολεκτικά. Τα πράγματα για τα οποία είχε πει ψέματα θα μπορούσαν εύκολα να διασταυρωθούν και σύντομα θα ξέμενε από ταυτότητες και καταφύγια στα οποία θα μπορούσε να κρυφτεί. Αλλά η πιο άμεση έγνοια του ήταν ότι, προς το παρόν, είχε εγκλωβιστεί, καθώς δεν μπορούσε να φύγει χωρίς α γίνει αντιληπτός. Έριξε μια ματιά προς το μέρος του Πάπα, ο οποίος καθόταν απέναντι από τον επιθεωρητή, μασουλώντας μανιασμένα την τσίχλα του, με βλέμμα αμήχανο.
Ο άνθρωπος αυτός ήταν το απόλυτο εξιλαστήριο θύμα. Τον είχε χρησιμοποιήσει σε αρκετές περιπτώσεις ως πρότυπο για τις μεταμφιέσεις του. Ένας άντρας όπως ο Πάπας ήταν η πεμπτουσία του αδιάφορου ατόμου. Της εμφάνισης που έπρεπε να επιδιώξει αν ήθελε να περάσει απαρατήρητος. νας συνηθ συνηθιισμένο σμένοςς άνθρ άνθ ρω πος πο ς , ό πως πω ς και ο ίδ ιο ς . Για την ακρίβεια, έμοιαζαν σε αρκετά σημεία. Ίδιο σχήμα προσώπου, ίδιο ύψος, σωματική διάπλαση και βάρος. Άνθρωποι με ευχάριστη όψη και οι δυο τους. Αξιοπρεπείς, έστω κι αν ήταν κάπως αδιάφοροι. Άντρες που φρόντιζαν την εμφάνισή τους, χωρίς να φτάνουν σε υπερβολές. Από τον Πάπα τού είχε γεννηθεί η ιδέα να μακιγιάρεται έτσι ώστε τα μάτια του να φαίνονται κοντά το ένα στο άλλο και τα φρύδια του σμιχτά. Επίσης, λίγη πούδρα στα μάγουλα τα έκανε να μοιάζουν πλατι πλ ατιά ά σαν του το υ Πάπα Πάπα.. Τα χαρακτηριστικά αυτά τα είχε δανειστεί σε αρκετές περιπτώσεις. Όμως Όμως υπ ήρχε κι άλλ άλ λ ο ένα στοι στο ιχείο χείο στη ζω ζω ή του Πάπ Πάπαα πο π ου τώρα σχεδί σχεδ ίαζε να χρ χ ρησιμοπο ησιμοπ ο ιήσει σε βάρος του. Ο Σβεντ ταξίδευε αρκετές φορές στην Ταϊλάνδη κάθε χρόνο, χρόνο , και και δ εν πήγα π ήγαιινε για για να θαυμάσε θ αυμάσειι το τοπί τοπ ίο. Ο επιθεωρητής έστειλε τον Πάπα να καθίσει στο τραπέζ δίπλα στο δικό του. Το πρόσωπό του είχε γίνει άσπρο σαν κιμωλία, ενώ, κρίνοντας από την έκφρασή του, θα πρέπει να είχε δε δ εχτεί χτεί ισχυρ ισχυρόό χτύπ χτύπ ημα π ρο ο λ ίγου γο υ. Τώρα ήταν η σειρά του Μπίργερ, και μετά απέμενε μόνο ένας. Δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο· οι ερωτήσεις σύντομα
θ α τελ τελ είωναν. ωνα ν. Πήγε και κάθισε δίπλα στον Πάπα. Ακόμα κι αν είχε επιχειρήσει ο αστυνομικός να τον εμποδίσει, εκείνος θα καθόταν. Θα έκανε φασαρία, κατηγορώντας τον για αυταρχικές μεθόδους. Θα κατέληγαν να λογομαχήσουν, οπότε εκείνος θα σηκωνόταν να φύγει σαν κύριος, λέγοντάς τους πως θα μπορούσαν να τον βρουν στο σπίτι του, αν ήθεελ αν να του μιλ ήθ μιλ ήσου ήσο υν κι άλλ άλ λ ο . Τους Τους είχε δώ δ ώ σει σει τα τα στοιχεία στοιχεία του, του, οπότε οπ ότε δε δ ε θ α ήταν δύ δ ύσκολ σκολοο να τον εντοπ εντοπίίσουν, αν έπρε έπρεπε α του υπο υποβάλ βάλουν ουν και και άλλε άλλ ες ερωτήσει ωτήσεις . Ήταν κι αυτή μια μια ο δ ό ς δ ιαφυ αφ υγής. γής . Δεν μπορ μπο ρούσαν να τον συλλάβουν χωρίς το παραμικρό στοιχείο. Στο μεταξύ, είχε τη σαφή αίσθηση πως ένα πράγμα που δε διέθεταν ο αστυνομικοί ήταν απτές αποδείξεις. Παρότι πολλά είχαν αλλάξει στη χώρα, η κατάσταση δεν είχε φτάσει ακόμα στο σημείο όπου οι αστυνομικοί θα άρχιζαν να συλλαμβάνουν ανθρώπους χωρίς σοβαρά στοιχεία στα χέρια τους, και ήταν βέβαιο ότι η Ίζαμπελ δεν είχε κατορθώσει ακόμα να τους αποκαλύψει τίποτα το συγκεκριμένο σε βάρος του, ώστε να του απαγγεί απαγ γείλλ ο υν κατηγο κατηγορρίες . Η στιγμή αυτή θα έφτανε, αναπόφευκτα. Όχι ακόμα, όμως. Είχε δει σε τι κατάσταση βρισκόταν η Ίζαμπελ. Όχι, Όχι, δ εν είχαν καμία απ αποο λ ύτως απ απόό δ ειξη. Ούτε π τώμα ούτε τη θέση του λεμβοστάσιου. Σύντομα, το φιόρδ θα κατάπινε τα εγκλήματά του. Τελικά, το θέμα ήταν να περάσει απαρατήρητος για μερικές εβδομάδες και στη συνέχεια να εξαφανίσει κάθε
ίχνος. Ο Πάπας τον αγριοκοίταξε. Οι γροθιές του ήταν σφι σφ ιγμένες γμένες , οι μύε μύες του λαι λα ιμού μο ύ του τσι τσιτωμένοι, τωμένοι, η αναπ ανα π νοή νο ή του γρήγορη και βαριά. Σωστές αντιδράσεις όλες, χρησιμότατες στην τρέχουσα κατάσταση. Έτσι κι έρχονταν τα πράγματα όπως όπ ως τα υπο υπολλ όγι όγ ιζε, τα τα πάντα π άντα θα θ α τελ τελ είωναν ωνα ν μέσα μέσα σε ελ ελ άχιστα άχιστα λεπτά. «Τι πήγες και του είπες, ρε αλήτη;» τον ρώτησε ο Πάπας μέσα μέσα απ α π ό τα δόν δ όντι τια α του το υ, καθ καθώ ώ ς εκείνος νο ς κάθ άθιισε στο στο τραπ τραπέέζι. «Τίποτα που δε γνώριζαν ήδη, Σβεντ», απάντησε ήρεμα. «Πίστεψέ με, φαίνεται να ξέρει τα πάντα. Έχεις φάκελο από παλλ ιά, το ξέχασε πα ξέχασεςς ;» Του φάνηκε πως ο άντρας απέναντί του ανάσαινε πιο γρήγορ γρήγο ρα τώρα. «Δε σου φταίει κανένας, Σβεντ. Για κάποιο λόγο, ο παιδόφιλοι δεν είναι δημοφιλείς στις μέρες μας», είπε, δ υνατότε νατό τερρα αυτή τη φορ φο ρά. «Δεν είμαι παιδόφιλος. Αυτό του είπες;» Η φωνή του Πάπα είχε είχε ανέβει αισθητά. αισθ ητά. «Τα ξέρει όλα. Σε εντόπισαν. Ξέρουν ότι έχεις πορ πο ρνογρ νογ ραφι αφ ικό υλ ικό με πα παιιδ ιά στον υπολ υπο λ ογι ογ ιστή σου». σου». Οι αρθρώσει αρθ ρώσειςς στα χέρ χ έριια του το υ Πάπ Πάπαα είχα είχανν ασπ α σπρί ρίσει σει.. «Δε σε πιστεύω. Αδύνατο». Συγκράτησε τα λόγια του, όμως ακούστηκαν δυνατότερα απ’ ό,τι θα ήθελε. Έριξε μια ματιά ματιά ολόγ ολ όγυυρα. Η τακτική έδειχνε να φέρνει αποτελέσματα. Ο επιθεωρητής κοίταζε προς το μέρος τους, είχε το νου του, ακριβώς όπως το είχε προβλέψει εκείνος. Ήταν πονηρός.
Πιθανότατα τους είχε βάλει να καθίσουν κοντά ακριβώς για α δει τι θα συνέβαινε. Θεωρούνταν και οι δύο ύποπτοι. Αυτό ήταν προφ προφανέ ανέςς . Έστρε Έστρεψε το βλέ βλ έμμα του π ρο ς το μπαρ μπ αρ και δι δ ιαπ απίίστωσε ό τ ο μελ μελ αψός αψός βοηθ βο ηθός ός δ ε φαινόταν φαινόταν από αυτή αυτή τη τη γωνία. «Το ξέρουν ότι δεν κατεβάζεις όλο αυτό το υλικό από το διαδίκτυο, Σβεντ. Ξέρουν, όμως, ότι το παραλαμβάνεις από τους φ ίλ ο υς σου σο υ σε στικ στικάκια» άκια»,, πρόσθε πρόσθ εσε χαλαρά. χαλ αρά. «Δεν είναι αλήθεια!» «Μα, «Μ α, εσύ εσύ ο ίδ ιος μου το το είπες, πες , Σβεντ». Σβεντ». «Και τότε, γιατί ρωτάει όλους εσάς, αν έχει έρθει εδώ για εμένα; Είσαι σίγουρος πως εμένα γυρεύουν;» Για μια στιγμή, ξέχασε να μασήσει την τσίχλα του. Το σαγόνι του έμεινε ακίνητο. «Πιθανότατα έχει ανακρίνει ήδη ένα σωρό γνωστούς σου, Σβεντ. Τώρα, ήρθε εδώ να κάνει ερωτήσεις δημόσια, για να δ ει πώς πώ ς θ α αντιδ αντιδ ράσει άσεις ». Ο Πάπας άρχισε να τρέμει. «Δεν έχω τίποτα να κρύψω. Άλλωστε, δεν είμαι ο μόνος. Έτσι το έχουν στην Ταϊλάνδη. Δεν κάνω κακό στα παιδιά. Απλώς, μου αρέσει να είμαι μαζ τους, αυτό είναι όλο. Δεν είναι σεξουαλικό το θέμα. Όχι όταν είμαι είμαι μαζί τους» τους » . «Εντάξει, εγώ το ξέρω αυτό, Σβεντ. Μου το έχεις πει, άλλωστε. Το θέμα είναι πως ο φίλος μας ο επιθεωρητής πιστεύει ότι διακινείς αυτά τα παιδιά σε κυκλώματα.greekleech.info Λέει πως είναι όλα καταγραμμένα στον υπολογιστή σου. Τόσο η διακίνηση όσο και η κυκλοφορία πορνογραφικού υλικού με παιδιά. Καλά, δε
σου το ανέφερε;» Συνοφρυώθηκε. «Δε φαντάζομαι να λέε αλήθεια, Σβεντ; Έχεις πολύ φορτωμένο πρόγραμμα σε αυτά τα ταξίδ ταξίδιια, βέβαια. βέβαια. Μόνος Μό νος σου το το είπες». πες ». «Σοβαρά, νομίζει πως κάνω διακίνηση;» Ο Σβεντ συνειδητοποίησε ότι είχε υψώσει πολύ τη φωνή του κι έριξε μια ματιά τριγύρω, προτού συνεχίσει σε χαμηλότερο τόνο. «Γι’ αυτό ρώτησε αν ήμουν καλός στη συμπλήρωση εντύπων και δεν ξέρω κι εγώ τι; Και πώς γινόταν να ταξιδεύω τόσο εσύ συχνά, με μια αναπηρική σύνταξη. Αυτό είναι κάτι που εσύ του έβαλες στο μυαλό, Ρενέ. Το ξέρεις πάρα πολύ καλά πως δεν παίρνω καμία αναπηρική σύνταξη. Αυτός, όμως, λέε πως του το είπες εσύ. Χρειάστηκε να του το ξεκαθαρίσω. Τα χρήματά μου είναι από την επιχείρηση που πούλησα, το ξέρεις αυτό» αυτό».. «Μη γυρίσεις, όμως κοιτάζει προς το μέρος μας τώρα. Αν ήμουν στη θέση σου, Σβεντ, θα σηκωνόμουν όμορφα κ ωραία και θα τραβούσα προς την έξοδο. Δε νομίζω να σε εμποδίσουν». Έχωσε το χέρι στην τσέπη του και άνοιξε το σουγιά, κρατώντας τον με τρόπο στην παλάμη του. «Μόλις π ας σπί σπ ίτι, τι, να καταστρ καταστρέψεις τα πάντα. π άντα. Οτι Οτιδδ ήπο ήπ ο τε θ α μπορούσε μπ ορούσε α σε φέρει σε δύσκολη θέση, εντάξει; Μια φιλική συμβουλή σού δίνω απλώς. Ονόματα, επαφές, παλιά αεροπορικά εισιτήρια, τα πάντα. Με καταλαβαίνεις; Πήγαινε σπίτι σου κα κάν’ το αμέσως. Σήκω και φύγε. Κάν’ το τώρα, αλλιώς θα σε συλλάβουν, Σβεντ. Ξέρεις τι κάνουν σε κάτι άτομα σαν κ εσένα σένα στη φυ φ υλ ακή, ακή, σωστά;» σωστά; » Ο άντρας που φώναζαν Πάπα τον κοίταξε αγριεμένος κα τα μάτια του γούρλωσαν για μια στιγμή, προτού ηρεμήσει.
στερα, έσπρωξε πίσω την καρέκλα του και σηκώθηκε. Το είχε είχε πι π ιάσει το το μήνυ μήν υμα. Σηκώθηκε κι εκείνος, τείνοντας το χέρι σαν να ήθελε να ανταλλάξουν χειραψία. Έκλεισε τα δάχτυλά του γύρω από το σουγιά, με την παλάμη στραμμένη προς τα κάτω και τη λ επίδα πίδ α γυ γ υρισμένη σμένη πρ π ρος το μέρος μέρος του. του. Ο Πάπας τον κοίταξε επιφυλακτικά για λίγο κι ύστερα χαμογέλασε. Όλοι οι δισταγμοί του σαν να εξανεμίστηκαν μεμιάς. Ήταν ένα θλιβερό άτομο, με επιθυμίες τις οποίες αδυνατούσε να ελέγξει. Ένας θρησκευόμενος άνθρωπος που πάλευε ενάντια στην ντροπή του και τον βάραινε η αποδοκιμασία της Καθολικής Εκκλησίας. Και να που τώρα ο φίλος του έστεκε απέναντί του, με το χέρι απλωμένο. Ήθελε το καλ καλόό του το υ. Εκείνος έκανε την κίνησή του τη στιγμή που ο Πάπας έτεινε το χέρι για να ανταλλάξουν χειραψία, πιέζοντας τη λαβή του σουγιά πάνω στην παλάμη του άλλου κα ποχρεώνοντας έτσι τον Πάπα να πιάσει το όπλο αντανακλαστικά. Και τότε τράβηξε το χέρι του σαστισμένου άντρα προς το μέρος του, απότομα, έτσι που η λεπίδα τον βρήκε λίγο πάνω από το γοφό, σκίζοντας τη σάρκα. Δεν πόνεσε πολύ, όμως το τραύμα θα αιμορραγούσε και θα έδει έδ ειχν χνεε αρκετ αρκετά ά σοβ σο βαρό. «Ε, τι κάνεις; Βοήθεια, κρατάει μαχαίρι!» φώναξε κα τράβηξε ξανά το χέρι του Πάπα προς το μέρος του. Τα δύο τραύματα ήταν άψογα. Είχε αρχίσει ήδη να αιμορραγεί κάτω απόό το μπλ απ μπ λ ο υζάκι του. Είδε τον αστυνομικό να πετάγεται όρθιος, έτσι που η
καρέκλα του έπεσε προς τα πίσω. Όλοι όσοι βρίσκονταν εκε γύρω γύρω στράφ στράφηκ ηκαν αν πρ π ρος το μέρ μέρος τους τους . Έσπρωξε Έσπρωξ ε π έρα τον Πάπ Πάπα. α. Ο άντρας άντρας π αραπάτησε στο πλάι, πλ άι, κοιτάζοντας σαν χαμένος τα αίματα στα χέρια του. Ήταν σοκαρισμένος. Τα πάντα είχαν συμβεί τόσο γρήγορα. Τα είχε χαμένα. «Τρέχα, αναθεματισμένε φονιά», είπε ο τραυματισμένος με λ ύσσα, σφίγγοντας σφίγγο ντας τα πλευ πλ ευρρά του. Και τότε, ο Πάπας έκανε μεταβολή, πανικόβλητος, με το σουγιά στο χέρι, γκρεμίζοντας δύο τραπέζια καθώς επιχει πιχειρούσε να δι δ ιαφύ αφ ύγει προς τους τους δ ιαδ αδρρόμου όμο υς . Ήταν φ ανερό ανερό ό τι ήξερε ήξερε το χώρ χώ ρο απ απέέξω κι ανακατωτά. Κατευθυνόταν στο δωμάτιο συντήρησης, κι από εκεί στην πίσω έξ έξοδο. οδ ο. «Το νου σας, κρατάει μαχαίρι!» φώναξε ξανά ο τραυματισμένος, και είδε τους πάντες να παραμερίζουν, όπως τους τους πλησί πλ ησίαζ αζεε τρέ τρέχοντας ο άλλ άλ λ ος. ος . Παρακολούθησε τον Πάπα που πήδηξε πάνω από το διάδρομο 19, ενώ ο βραχύσωμος μελαψός αστυνομικός όρμησε να τον καταδιώξει, σαν αρπακτικό που είχε εντοπίσε το θήρ θ ήραμά αμά του. του. Ήταν ένας ένας άνισος άνισος αγώνας. αγώνας . Και τότε, ο ίδιος έκανε ένα βήμα μπροστά και πήρε μια μπάλα μπάλ α του μπόουλινγκ μπό ουλινγκ από τη σχάρα. σχάρα. Όταν Όταν ο βοηθ βο ηθόό ς του επ ιθ εω ρητή π ρό φτασε τον το ν Πάπ άπαα στο τέρμα του διαδρόμου, αυτός άρχισε να τινάζει το μαχαίρ μπροστά του σαν τρελός. Κάτι μέσα του είχε σπάσει. Όμως ο αστυνομικός βούτηξε στα πόδια του και οι δυο τους έφυγαν με το κεφάλι στο αυλάκι ανάμεσα στους δύο τελευταίους
διαδρόμους. Ο επιθεωρητής είχε καλύψει ήδη τη μισή απόσταση μέχρ το σημείο της συμπλοκής, όμως η μπάλα του μπόουλινγ που έριξε με δύναμη ο καλύτερος παίκτης της ομάδας προς τον τελευταί τελευταίοο δι δ ιάδ άδρρο μο, μο , ήταν ήταν γρ γ ρηγορ ηγο ρότερη. ότερη. Ακούστηκε καθαρά ένα κρακ τη στιγμή που η μπάλα βρήκε τον Πάπα στον κρόταφο. Σαν να έσκαγε κάποιος ένα κλ ειστό ειστό σακουλάκι σακουλ άκι με πατατάκι πατατάκια, α, πι π ιέζο έζοντάς το. Ο σουγι σουγιάς άς έπεσε απ απόό το χέρι χέρι του του στο στο δ άπ άπεεδ ο. Όλ Όλ α τα βλέ βλ έμματα στράφ στράφηκ ηκαν αν απ απόό τον ακί ακίνητο άντρα άντρα σ’ εκείνον που όλοι, ενστικτωδώς, ήξεραν ότι είχε καταφέρει το χτύπημα. Κάποιοι από αυτούς, τουλάχιστον, ήξεραν επίσης για ποιο λόγ λ όγοο έπεσε στα γόνατα, σφίγγο σφίγγοντας ντας τα πλε πλ ευρά του. Το σχέδ σχέδιο ιο είχε εκτ εκτελ ελεστε εστείί στην εντέλει εντέλ εια. α. Ο επιθεωρητής έμοιαζε πραγματικά ταραγμένος, όταν επέστρεψε και κάθισε βαρύς σε μία από τις καρέκλες. «Τα πράγματα είναι σοβαρά», είπε. «Ο Σβεντ δε θα τα βγάλ βγ άλεει πέρα, πέρα, απ’ απ ’ ό ,τι ,τι μπορ μπο ρώ να καταλάβ αταλ άβω ω . Το Το κρανίο του το υ έχε έχε σπάσει. Αν ήμουν στη θέση σου, θα έλεγα μια προσευχή κα θ α ευχόμο ευχόμουυν να τον προλάβο προλ άβουυν οι ο ι διασώστε διασώστεςς ». Κοίταξε προς τον τελευταίο διάδρομο, εκεί όπου το πλήρωμα του ασθενοφόρου είχε σκύψει πάνω από τον τραυματία Σβεντ. Πες μια προσευχή, είχε πει ο αστυνομικός. μως αυτό αυτό ήταν ή ταν το τελ τελ ευταίο ταίο πράγμα πο π ο υ θ α έκανε. έκανε. Ένας δ ιασώστης ασώ στης άδ άδεειασε τις τις τσέπες τσέπες του Σβε Σβ εντ κα παρέδωσε το περιεχόμενό τους στον Άραβα βοηθό του επιθεωρητή. Αυτοί οι δύο ήξεραν τη δουλειά τους. Θα
καλούσαν ενισχύσεις σε λίγο και θα περνούσαν από κόσκινο τις πληροφορίες. Θα ήλεγχαν τους αριθμούς ληξιαρχείου, το δικό του, όπως και του Πάπα. Θα έβαζαν στο μικροσκόπιο το άλλοθί του. Θα τηλεφωνούσαν σε ένα κομμωτήριο από το οποίο δεν είχε περάσει ποτέ. Σε πολύ λίγο, οι υποψίες θα στρέφονταν και πάλι πάνω του. Το διάστημα που θα μεσολαβούσε μέχρι τότε ήταν το τελευταίο του χρονικό περιθώριο. Ο επιθ επιθεεωρητής ωρητής δ ίπλα πλ α του καθ καθόταν όταν συνοφ συνοφρρυωμένος, ωμένος , με τις τις σκέψεις του ήδη σε αναβρασμό. Και τότε, στράφηκε και τον κο ίταξε κατάματα. κατάματα . «Ο άντρας που ενδεχομένως σκότωσες, απήγαγε δύο παιδιά. Πιθανόν να τα έχει δολοφονήσει ήδη. Όμως, αν είνα ακόμα ζωντανά, θα πεθάνουν από τη δίψα και την πείνα, έτσ και δεν καταφέρουμε να τα βρούμε. Σε λίγο, θα πάμε από το σπίτι του για να το ερευνήσουμε. Θα μπορούσες, ίσως, να μας βοηθήσεις σε αυτό. Μήπως ξέρεις αν είναι ιδιοκτήτης κάποιας καμπίνας, εξοχικού σπιτιού ή κάτι τέτοιου, σε απόμακρη τοποθεσία; Ενός σπιτιού που διαθέτε λεμβοστάσιο;» Κατάφερε να συγκρατήσει την κατάπληξή του. Πώς ήξεραν ότι υπήρχε λεμβοστάσιο; Πώς στ’ ανάθεμα ήταν δ υνατό να ν α το ξέρο ξέρο υν αυτό αυτό ; « Λυπάμαι», υπάμα ι», είπ είπ ε με ψύ ψύχραιμη φω φ ωνή. νή. Στρ Στράφ άφηκε ηκε και κο κοίταξ ίταξεε τον πεσμένο άντρα. «Θα ήθελα να βοηθήσω, όμως δεν έχω ιδέα». Ο επιθεωρητής κούνησε το κεφάλι. «Άσχετα με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε ό,τι έγινε, θα σου
απαγγελ απ αγγελθθ ούν κατηγορί κατηγορίεες . Α πλώς πλ ώς,, σε ενημερ νημερώνω». ώνω ». Εκείνος συγκατένευσε αργά. Ποιος ο λόγος να διαμαρτυρηθεί απέναντι σε κάτι τόσο προφανές; Ήθελε να φανεί συνεργάσιμος. Ίσως έτσι να χαλάρωναν κάπως την π ίεση πο π ο υ το το υ ασκο ασκο ύσαν. Πλησίασε λησίασε ο βοηθός βοηθ ός.. «Μήπως είσαι βλάκας;» είπε, σαν να μην πίστευε αυτό που είχε συμβεί, ενώ τον κοίταζε κατάματα. «Η κατάσταση βρισκόταν υπό έλεγχο. Γιατί έριξες την μπάλα; Συνει Συνειδ ητοπο ητοπ ο ιείς τι έκανες;» ανες ;» Εκείνος ύψωσε τις ματωμένες παλάμες του, σαν να ήθελε α δικαιολογηθεί. «Ο άνθρωπος είχε τρελαθεί», είπε. «Φοβ «Φ οβήθ ήθηκ ηκα α πως θ α σε μαχαίρ μαχαίρωνε». Έσφι Έσφ ιξε ξανά τα π λ ευρ ευρά του και μόρφασε μόρφα σε,, για να τους δ είξει πόσο πό σο πολ π ολύύ πονούσε πο νούσε.. Κι ύστερα, έριξε στο βοηθό ένα προσβεβλημένο, θυμωμένο βλέμμα. «“Ευχαριστώ” θα έπρεπε να πεις, που ξέρω τόσο καλό σημάδι σημάδ ι», σχολί σχολ ίασε. ασε. Οι δ ύο αστυνομικ αστυνομικοοί συσκέφτηκαν συσκέφτηκαν γι γ ια λίγο λ ίγο.. «Σε «Σ ε πολύ πολ ύ λ ίγο φτάνει η Αστυ Α στυνομία. νομία. Α υτοί θα σου πάρουν πάρουν κατάθεση», είπε ο επιθεωρητής. «Θα φροντίσουμε να ρίξε κάποιος μια ματιά στα τραύματά σου. Έρχεται ήδη κα δεύτερο ασθενοφόρο. Κοίτα να παραμείνεις ψύχραιμος, έτσ θ α περ π εριιο ριστε ριστείί η αιμορραγ αιμορραγίία. Δε φ αίνεται αίνεται και και τόσο σοβ σο βαρό, αν αν θ ες τη γνώμη μου». μου». Εκείνο είνοςς έγνεψε έγνεψε κατα καταφ φ ατικά ατικά και παραμέρι π αραμέρισε σε μερικ μερικά βήματα ήματα.. Ώρα για για την επ επ ό μενη μενη κί κίνηση.
Από τα μεγάφωνα ακούστηκε μια ανακοίνωση. Οι αγώνες ματαιώνονταν, λόγω απρόβλεπτων εξελίξεων. Έρι Έριξε μια μια ματιά ματιά π ρος τους συμπ συμπαίκ αίκτε τεςς του, οι ο π ο ίο κοίταζαν στα χαμένα, σαν να μην είχαν αντιληφθεί τις εντολέ ντολ ές των αστυνομικώ αστυνομικώ ν να παραμε π αραμείίνου νο υν στις στις θ έσει σεις τους. τους . Την περίμενε κάμποση δουλειά την Αστυνομία. Τα πράγματα είχαν ξεφύγει. Κατά πάσα πιθανότητα, θα περνο περνούύσαν όλη όλ η νύχτα νύχτα συντάσσοντας συντάσσοντας αναφορέ αναφ ορέςς . Σηκώθηκε ηκώθ ηκε και προχώ προχώρρησε ψύ ψύχραιμα, κατά κατά μήκ μή κο ς του πίσω πίσω τοίχου, π ρος τους δ ιασώστε ασώ στεςς , στο στο τέρ τέρμα του δι δ ιαδ αδρρό μου μο υ 20. Έπειτα Έπειτα απ απόό ένα σύντομο σύντομο νεύμα, νεύμα, σαν να αναγνώ αναγνώρριζε τις τις προσπάθειές τους, έσκυψε με τρόπο και μάζεψε το σουγιά, ρίχνοντας χνο ντας μια μια ματιά ματιά πρ π ρος τα πίσω, πίσω, καθ καθώς ώς χωνόταν χω νόταν στο στενό στενό πέρασμα που οδηγούσε στο δωμάτιο συντήρησης με ήρεμες κινήσεις νήσεις , κατορθών ατορθ ώνοοντας να πε π εράσει απ απαρατήρ αρατήρητος ητος.. Μέσα σε λιγότερο από είκοσι δευτερόλεπτα, είχε φτάσε στην έξοδο κινδύνου και από εκεί στο χώρο στάθμευσης, τρέ τρέχοντας χο ντας π ρο ς το γκαράζ γκαράζ δί δ ίπ λ α στο εμπορ εμπο ρικό κέντρ κέντροο . Έβγαλ Έβγ αλεε γρήγορ γρήγο ρα τη Merced Me rcedes es στην Κεμπενχάου μπενχάο υνσβαϊ, νσβ αϊ, ακριβώς τη στιγμή που ξεπρόβαλαν οι μπλε φάροι του ασθε ασθ ενοφόρου νοφ όρου στο στο βάθ β άθος ος του δ ρόμου όμο υ. Τρεις σηματοδότες, κι έγινε άφαντος.
47 ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΣΥΜΒΕΙ ήταν τρομερό. Αληθινή καταστροφή. Είχε βάλει τους δύο άντρες να καθίσουν κοντά, και τα π ράγματα άγ ματα πήραν π ήραν τραγικ τραγικήή τρο τρο π ή. Ο Καρλ κούνησε το κεφάλι απελπισμένος. Ανάθεμα. ταν τόσο σίγουρος, τόσο αποφασισμένος. Μα, πώς θα μπορούσε να προβλέψει ότι η κατάσταση θα εξελισσόταν τόσο άσχημα; ά σχημα; Το Το μόνο μό νο που πο υ ήθ ήθεελ ε ήταν να τους τους ταράξει ταράξει λ ίγο, γο , ώ στε να δει δ ει τι θ α συνέβαινε. Και οι δύο ταίριαζαν στο προφίλ, όμως ποιος ήταν ο άνθρωπός τους; Αυτό ήταν το ζήτημα. Και οι δύο έφερναν κάπως στο σκίτσο που είχε ετοιμάσει η σουηδική Αστυνομία, οπότε ο Καρλ είχε θελήσει να δει πώς θα αντιδρούσαν υπό πίεση. Ήταν ειδικός στο να εντοπίζει εκείνους που τους κατέτρωγαν οι ενοχές. Έτσι νόμιζε, τουλάχιστον. Και τώρα, είχαν πάει όλα κατά διαόλου. Ο μοναδικός άνθρωπος που θα μπορούσε να του πει πού βρίσκονταν τα παιδιά, απομακρυνόταν πάνω σε φορείο, με προορισμό το ασθενοφ ασθ ενοφόό ρο πο υ το το ν περ π ερίίμενε και τη ζω ζω ή του το υ να κρ κρέμεται έμεται από μια κλωστή. Και ήταν εξ ολοκλήρου λάθος του Καρλ. Η κατάσταση είχε είχε αποβ απ οβεεί πιο πιο δ εινή απ’ α π’ ό ,τι ,τι π ρο ηγου ηγο υμένω μένωςς . « Εδ ώ κο ίτα, Καρλ Καρλ»» . Στράφηκε στον Άσαντ, ο οποίος κρατούσε το πορτοφόλ
του Πάπα στο χέρι χέρι το το υ. Δεν Δεν έδει έδ ειχν χνεε ευ ευχαρι χαριστημένο στημένοςς . «Ναι, τι τρέχει, Άσαντ; Δε βρίσκεις διεύθυνση;» «Διεύθυνση βρίσκω. Δεν είναι αυτό το θέμα, όμως. Κάτ άλλο παρατήρησα, και δεν είναι καλό, Καρλ. Κοίτα!» Του έδωσε μια απόδειξη από το ταμείο ενός σούπερ μάρκετ. « Κο ίτα την ώρ ώ ρα πο π ου γράφ γράφεει π άνω, άνω , Καρλ» Καρλ».. Ο Καρλ παρατήρησε το χαρτί για μια στιγμή κι ένιωσε τον ιδ ρώ τα να κυλ κυλ άει στο σβ σβέρκ έρκο του. Ο Άσαντ είχε είχε δί δ ίκιο . Δε Δεν ήταν καθ αθόό λ ο υ καλό αλ ό αυτό αυτό . Μια απόδειξη σούπερ μάρκετ στο Ρόσκιλε. Το ποσό ήταν μικρό, το αντίτιμο ενός λόττο, μιας εφημερίδας και ενός πακέτου τσίχλες. Είχαν αγοραστεί εκείνη τη μέρα, στις τρεις και είκοσι πέντε το απόγευμα. Λίγα μόλις λεπτά αφότου η ζαμπελ Γιόνσον δέχτηκε επίθεση στο Νοσοκομείο Ριγκς, στην Κοπεγχάγη. Σε απόσταση μεγαλύτερη των τριάντα χιλιομέτρων. Εφόσον η απόδειξη ανήκε στον Πάπα, τότε δεν ήταν αυτός ο άνθρωπός τους. Και γιατί να μην του ανήκει, αφού βρέθ βρέθ ηκε ηκε μέσα μέσα στο πο π ο ρτοφό τοφ ό λ ι του; «Σκατά», βόγκηξε βό γκηξε ο Καρλ. Καρλ. «Οι διασώστες βρήκαν μισό πακετάκι τσίχλες στην τσέπη του», είπε ο Άσαντ, καθώς έστρεφε βαρύθυμος το βλέμμα του ολόγ ολ όγυυρα. Και τότε, η έκφρασή του άλλαξε. Σαν να κατάλαβε κάτι. «Πού είναι ο Ρενέ Χένρικσεν;» ρώτησε αλαφιασμένος. Ο Καρλ Καρλ κοίταξε με με τη σειρά σειρά του του τριγύρ τριγύρω ω. Πού στον στο ν κόρακα είχε πάει; «Εκεί!» κραύγασε ο Άσαντ, δείχνοντας προς το στενό
διάδρομο που οδηγούσε στο δωμάτιο όπου περνούσαν από σέρβις και συντήρηση οι μηχανισμοί τοποθέτησης των κορυνών. Ο Καρλ το είδε αμέσως. Ήταν ένα σημάδι στον τοίχο, μήκους μερικών εκατοστών. Όμως ήταν σίγουρα αίμα. «Το κάθαρμα», γρύλισε και διέσχισε τρέχοντας τους διαδρόμους. «Πρόσεχε, Καρλ», φώναξε πίσω του ο Άσαντ. «Χάθηκε και το μαχαίρι. Μου φαίνεται πως το πήρε μαζί του». Κάνε να είναι εδώ μέσα. Αυτή ήταν η μόνη σκέψη στο μυαλό του, καθώς έμπαινε σε ένα δωμάτιο πλάτους λίγων μόλις μέτρων, γεμάτο με μηχανήματα, εργαλεία κα σκουπίδια. Όμως εκεί μέσα επικρατούσε ησυχία. Υπερβολική ησυχία. Πέρασε βολίδα μπροστά από σωλήνες εξαερισμού, σκάλες και πάγκους γεμάτους σπρέι και ντοσιέ. Λίγο μετά, έφ τασε στην πί π ίσω πό π ό ρτα. Την άνοιξε απότομα, γεμάτος αγωνία, και αντίκρισε το κενό της εξό δ ο υ κινδύ νδ ύνου νο υ π ο υ ο δ ηγού ηγο ύσε μακρ μακριά. Ο άνθρ άνθ ρω π ό ς τους είχε ξεφ ξεφ ύγει. γει. Ο Άσαντ επέστρεψε δέκα λεπτά αργότερα. Ιδρωμένος, με άδει άδ ειαα χέρ χ έριια. « Εντόπ ντό π ισα αί αίμα παρακ π αρακάτω άτω,, στο γκ γκαράζ», εί είπ ε. Ο Καρλ ξεφύσηξε αργά. Καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα, καθώς μόλις είχε πάρει απάντηση από τον αξιωματικό π ηρεσί ηρεσίας ας στα Κεντρ Κεντριικά της Α στυνο στυνομί μίας ας.. «Όχι, λυπάμαι. Το όνομα και ο αριθμός ληξιαρχείου δε
συμπίπτου συμπίπτο υν», ν» , του είχε είχε πει π ει.. Δε συνέπιπταν! Πράγμα που σήμαινε ότι ο Ρενέ Χένρικσεν δεν υπήρχε. Κι όμως, αυτός ήταν ο άνθρωπος που αναζητούσαν. «Εντάξει, ευχαριστώ, Άσαντ», είπε αποκαμωμένα. «Κάλεσα την ομάδα αστυνομικών σκύλων. Λογικά, θα είνα εδ ώ απ α πό στιγμή σε στιγμή. στιγμή. Το Το υλ άχιστον, έχο έχουυν από απ ό κάπου κάπ ου να π ιαστούν, έστω έστω κι κι αν είναι είναι η μόνη μας μα ς ελ π ίδ α». α» . Ενημέρωσε τον Άσαντ για την κατάσταση. Δεν είχαν κανένα απολύτως στοιχείο για τον άντρα που τους είχε συστηθεί ως Ρενέ Χένρικσεν. Αυτό που είχαν ήταν ένας κατά συρ συρροή δ ολοφ ολ οφόνο όνοςς , ο οπο ο ποίίος εξακολ ακολουθο ουθούύσε να κυ κυκλ οφορε οφ ορε ελεύθερος. «Θέλω να επικοινωνήσεις με τον αστυνομικό διευθυντή εδώ, στο Ρόσκιλε. Ονομάζεται Ντάμγκαρ», είπε ο Καρλ στερα από μια στιγμή. «Εγώ θα τηλεφωνήσω στον Μάρ Μά ρκους Γιάκο άκο μπσε μπ σεν» ν».. Δε θα ήταν η πρώτη φορά που θα ενοχλούσε τον προϊστάμενό του στο σπίτι του. Ο Γιάκομπσεν ήταν διαθέσιμος στον αριθμό τηλεφώνου του είκοσι τέσσερις ώρες το εικ εικο σιτετ σιτετρράωρ άω ρο . Αυ Αυτή ήταν η ισχύουσα συμφωνία. συμφω νία. «Το έγκλημα δεν ξεκουράζεται στιγμή στην πόλη, οπότε γιατί να ξεκ ξ εκοο υράζ υράζοο μαι εγώ εγώ;;» έλεγε πάντο πά ντοτε τε.. Πάντως, διόλου ευχαριστημένος δεν ακούστηκε που διέκοπταν την οικογενειακή του γαλήνη, όταν έμαθε για ποιο λ όγο όγ ο τού τηλ τηλεεφωνούσε φω νούσε ο Καρλ αρλ . «Για όνομα του Θεού, Καρλ. Δεν έχω δικαιοδοσία στο Ρόσκιλε. Απευθύνσου στον Ντάμγκαρ».
«Το ξέρω αυτό, Μάρκους, κι ο Άσαντ προσπαθεί ήδη να βρει το τηλέφωνό του, όμως ο ηλίθιος που τα έκανε μαντάρα είναι δικός σου». «Και να μου το έλεγαν, δε θα το πίστευα ότι θα άκουγα μια τέτοια ομολογία από τα χείλη του Καρλ Μερκ, οφείλω να το παραδεχτώ». Τώρα ακούστηκε σχεδόν ευχαριστημένος. Ο Καρλ άφησε τη σκέψη αυτή κατά μέρος. «Από στιγμή σε στιγμή θα πλακώσουν οι δημοσιογράφοι εδώ πέρα», είπε. «Τι να κάνω;» «Άσ’ τους στον Ντάμγκαρ, κι εσύ κοίτα να συνέλθεις. Άφησες τον ύποπτό σου να ξεφύγει, οπότε εσύ πρέπει να τσακώσεις τώρα το κάθαρμα. Ενημέρωσε την τοπική Αστυνομία. Καληνύχτα, Καρλ, και καλό κυνήγι. Θα μιλήσουμε ξανά το πρωί». Ο Καρλ ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος. Είχε απομείνε μόνος του με τον Άσαντ. Χωρίς κανένα απολύτως στοιχείο. «Έχω εδώ το προσωπικό τηλέφωνο του αστυνομικού διευθυντή Ντάμγκαρ», είπε ο Άσαντ. Το μόνο που είχε να κάνει τώρα ο Καρλ ήταν να πατήσε τα σωστά πλήκτρα στο κινητό του. Άκουσε το τηλέφωνο να χτυπάει και αισθάνθηκε ξανά το σφίξιμο στο στήθος. Όχι, για όνομα του Χριστού. Όχι τώρα! «Ντάμγκαρ. Δεν μπορώ να απαντήσω αυτή τη στιγμή. Παρακαλώ, αφήστε μήνυμα», απάντησε ο αυτόματος τηλεφωνητής. Ο Καρλ έκλεισε εκνευρισμένος το κινητό του. Κανονικά, ένας αστυνομικός διευθυντής δεν έπρεπε να είναι διαρκώς διαθέσιμος;
Αναστέναξε. Αναγκαστικά, θα έπρεπε να βολευτεί με τους τοπικούς συναδέλφους του, όταν θα αποφάσιζαν να εμφανιστούν. Ίσως, μάλιστα, κάποιος από αυτούς να ήξερε πώς να σταματήσει το τσίρκο των φυλλάδων, προτού ξεκινήσει. Δεν υπήρχε άλλη λύση, αλλιώς θα κατέφθαναν εκεί όλοι οι δημοσιογράφοι του Σγιέλαν. Δύο από τα όρνεα είχαν εμφανιστεί ήδη και τραβούσαν φωτογραφίες στην πίσω είσοδο. Χριστός κι Απόστολος! Οι φήμες κυκλοφορούσαν γρηγορότερα κι από τα ίδια τα γεγονότα στην εποχή των πολυμέσων. Εκατό άνθρωποι είχαν γίνει μάρτυρες του επεισοδίου και εκατό κινητά είχαν εμφανιστεί για να απαθανατίσουν τη σκηνή. Επόμενο ήταν να κάνουν ήδη την εμφάνισή τους τα πτωματοφάγα ζώα. Έγνεψε καταφατικά προς τους δύο επιθεωρητές της τοπικής Αστυνομίας, στους οποίους είχαν επιτρέψει την είσοδο οι ένστολοι που είχαν πάρει θέση στο χώρο ποδοχής. «Καρλ Μερκ». Τους έδειξε την ταυτότητά του. Και οι δύο φάνηκαν να αναγνωρίζουν το όνομα, όμως δε μίλησαν. Τους εξήγησε τι είχε συμβεί. Δεν ήταν εύκολο. «Δηλαδή, ψάχνουμε έναν άντρα που ξέρει να μεταμφιέζεται και να γίνεται αγνώριστος. Δε γνωρίζουμε το όνομά του. Και το μόνο στοιχείο που έχουμε, βασικά, είναι ότ οδηγεί μια Mercedes; Λίγα πράγματα, σωστά;» απέδωσε περιληπτικά την κατάσταση ο ένας από τους δύο. «Για αρχή, ας πάρουμε αποτυπώματα από το μεταλλικό νερό που έπινε. σως έτσι βρούμε κάποια άκρη. Τι θα γίνει με την κατάθεσή σου; Θες να την πάρουμε τώρα;»
Ο Καρλ χτύπησε ελαφρά το συνάδελφό του στον ώμο. «Η κατάθεσή μου μπορεί να περιμένει. Ξέρετε πού να με βρείτε, οπότε ξεκινήστε με το προσωπικό εδώ. Εγώ θα πάω να μιλήσω στους συμπαίκτες του». Τον άφησαν να φύγει, αν και απρόθυμα. Είχε δίκιο. Ο Καρλ έγνεψε στον Λαρς Μπράντε, ο οποίος έδειχνε πολύ ταραγμένος. Είχε χάσει δύο δικούς του, ταυτόχρονα. Ο ένας είχε μαχαιρωθεί και ο άλλος πιθανότατα θα πέθαινε. Η ομάδα του είχε διαλυθεί. Άνθρωποι που νόμιζε ότι γνώριζε, τον είχαν απογοητεύσει κατά τρόπο ασυγχώρητο. Ήταν ράκος, δεν υπήρχε αμφιβολία. Το ίδιο και ο αδερφός του, όπως κι ο πιανίστας. Βουβά, κρεμασμένα μούτρα είχαν και οι τρεις τους. «Πρέπει να εξακριβώσουμε την πραγματική ταυτότητα του Ρενέ Χένρικσεν, οπότε σκεφτείτε καλά. Μήπως ξέρετε κάτ που θα μπορούσε να μας βοηθήσει; Οτιδήποτε. Παιδιά έχει; Αν έχει, πώς τα λένε; Είναι παντρεμένος; Πού εργαζόταν; Πού πηγαίνει για τα ψώνια του; Από ποιο φούρνο περνάει όταν είναι η σειρά του να πάρει γλυκά; Σκεφτείτε!» Τρία μέλη της ομάδας δεν αντέδρασαν καθόλου. Ο τέταρτος, ο μηχανικός με το παρατσούκλι Γκάζιας, ανακάθισε ευρικά στο σκαμπό του. Δε φαινόταν τόσο επηρεασμένος όσο οι υπόλοιποι. «Η αλήθεια είναι πως είχα απορήσει μια δυο φορές που δε μιλούσε ποτέ για τη δουλειά του», είπε έπειτα από λίγο. «Θέλω να πω, εμείς οι υπόλοιποι, όλο για δουλειές μιλάμε». «Και;» «Δεν ξέρω, πάντοτε έδειχνε να έχει πολύ μεγαλύτερη
άνεση απ’ ό,τι εμείς, οπότε λογικά θα είχε κάποια καλή δουλειά. Πάντοτε κερνούσε μετά τους αγώνες περισσότερους γύρους απ’ ό,τι εμείς. Οπότε, ναι, φαντάζομαι ότι είναι γερά ματσωμένος, σε σχέση μ’ εμάς. Να, πάρτε την τσάντα εκε πέρα, για παράδειγμα». Έστρεψε τον αντίχειρά του προς τη μεριά του πατώματος πίσω από το διπλανό σκαμπό. Ο Καρλ κινήθηκε αμέσως προς τα εκεί και βρέθηκε μπροστά σε μια αθλητική τσάντα με αλλόκοτο σχήμα, αποτελούμενη από διάφορες θήκες οι οποίες ενώνονταν με φερμουάρ. «Μιλάμε για επώνυμη τσάντα», είπε ο μηχανικός. «Θέλετε να μάθετε πόσο κάνει μια τέτοια; Δεκατρία κατοστάρικα, το λιγότερο. Πού να δείτε τι έχω εγώ. Για να μην πω για την μπάλα που χρησιμοποιεί...» Ο Καρλ δεν τον άκουγε πλέον. Τα λόγια ήταν περιττά. Γιατί δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα; Αφού είχε μπροστά του την τσάντα του τύπου, για όνομα! Έκανε πέρα το σκαμπό και τράβηξε την τσάντα προς το μέρος του. Έμοιαζε κάπως με τροχήλατο βαλιτσάκι, ενώ ο διάφορες θήκες έδειχναν ικανές να συνδυαστούν με διάφορους τρόπους. «Είσαι σίγουρος πως είναι δική του;» Ο μηχανικός έγνεψε καταφατικά, απορημένος που η πληροφορία του προξένησε τέτοιο ενδιαφέρον. Ο Καρλ έκανε νόημα στους συναδέλφους του από το Ρόσκιλε να πλησιάσουν. «Γάντια, γρήγορα!» φώναξε. Ο ένας έψαξε στις τσέπες του κι έβγαλε ένα ζευγάρι λατέξ
γάντια. Ο Καρλ ένιωθε σταγόνες ιδρώτα να στάζουν από το μέτωπό του και να πέφτουν πάνω στην μπλε αθλητική τσάντα, καθώς την άνοιγε. Ήταν σαν να εισχωρούσε σε ένα εκρικό θάλαμο χαμένο από αιώνες. Το πρώτο πράγμα που είδε ήταν μια μεγάλη, πολύχρωμη μπάλα του μπόουλινγκ. Λεία και γυαλιστερή, εξαιρετικά μοντέρνα. Ύστερα, ένα ζευγάρι παπούτσια, ένα δοχείο με ταλ και ένα μπουκαλάκι με γιαπωνέζικο έλαιο μέντας. Έπιασε το μπουκαλάκι και το έδειξε στα μέλη της ομάδας μπόουλινγκ. «Αυτό εδώ, σε τι το χρησιμοποιούσε;» Ο μηχανικός το κοίταξε. «Α, ήταν απλώς μια συνήθειά του. Έριχνε από μια σταγόνα σε κάθε ρουθούνι, λίγο πριν το παιχνίδι. Μάλλον πίστευε ότι τον βοηθούσε στην αναπνοή. Για να συγκεντρώνεται καλύτερα, ίσως. Μπορείτε να το δοκιμάσετε. Δε θα σας το πρότεινα, όμως. Είναι απαίσιο». Ο Καρλ άνοιξε τις υπόλοιπες θήκες. Σε μία βρήκε μια δεύτερη μπάλα του μπόουλινγκ, ενώ η επόμενη ήταν άδεια. Κι αυτό ήταν όλο. «Να δω κι εγώ;» ρώτησε ο Άσαντ, ενώ ο Καρλ ίσιωνε το σώμα του κι έκανε πίσω. «Αυτές τις θήκες εδώ μπροστά, τις έψαξες;» «Αυτό θα έκανα τώρα», απάντησε εκείνος, με το μυαλό του να βρίσκεται ήδη κάπου αλλού. «Δε φαντάζομαι να ξέρετε από πού αγόρασε αυτή την τσάντα;» ρώτησε, χωρίς να απευθύνεται συγκεκριμένα σε κάποιον. «Από το διαδίκτυο», απάντησαν τρεις φωνές ταυτόχρονα. Καταραμένο διαδίκτυο.
«Τα παπούτσια και τα υπόλοιπα πράγματα;» ξαναρώτησε, την ώρα που ο Άσαντ έβγαζε ένα στιλό από την τσέπη του και άρχισε να σκαλίζει με αυτό τις τρύπες για τα δάχτυλα σε μία από τις μπάλες του μπόουλινγκ. «Από το διαδίκτυο αγοράζουμε όλο τον εξοπλισμό μας. ρχεται πιο φτηνά», είπε ο μηχανικός. «Για πιο προσωπικά θέματα, δε μιλούσατε ποτέ; Για τα παιδικά σας χρόνια, τι κάνατε μεγαλώνοντας; Πώς αρχίσατε α ασχολείστε με το μπόουλινγκ; Την πρώτη φορά που σκοράρατε πάνω από διακόσιους πόντους;» Άντε, επιτέλους, κωθώνια. Μου κρύβετε πληροφορίες, σίγουρα. «Μπα, όχι. Πέρα από τη δουλειά, το μόνο θέμα που συζητούσαμε ήταν το παιχνίδι», συνέχισε ο μηχανικός. «Κα όταν τελείωνε το παιχνίδι, συζητούσαμε πώς τα είχαμε πάει». «Εδώ, Καρλ», είπε ξαφνικά ο Άσαντ. Ο Καρλ στράφηκε και κοίταξε το χαρτάκι στην παλάμη του βοηθού του. Είχε πατηθεί σφιχτά, σχηματίζοντας μια μπαλίτσα. «Το βρήκα στον πάτο της τρύπας του αντίχειρα», εξήγησε ο Άσαντ. Ο Καρλ έμεινε να τον κοιτάζει σαστισμένος. Στον πάτο της τρύπας του αντίχειρα, αυτό είχε πει; «Σωστά, ναι», είπε ο Λαρς Μπράντε. «Ο Ρενέ πάντοτε έβαζε κάτι μέσα σε αυτή την τρύπα. Οι αντίχειρές του ήταν σχετικά κοντοί. Του είχε καρφωθεί η ιδέα ότι έπρεπε να φτάνουν μέχρι τέρμα. Έλεγε πως έτσι είχε καλύτερη αίσθηση της μπάλας όταν της έδινε τα φάλτσα».
Εκεί, πετάχτηκε ο αδερφός του Μπράντε, ο Γιόνας. «Τα πάντα έπρεπε να είναι τέλεια, κάθε φορά. Είχε ένα σωρό συνήθειες. Το έλαιο μέντας, η τρύπα του αντίχειρα, το χρώμα της μπάλας. Για παράδειγμα, δεν έπαιζε ποτέ με κόκκινη μπάλα. Έλεγε πως του αποσπούσε την προσοχή». «Α, ναι», πρόσθεσε ο πιανίστας. Ήταν η πρώτη φορά που άνοιγε το στόμα του. «Επίσης, συνήθιζε να στέκεται στο ένα πόδι, για τρία με τέσσερα δευτερόλεπτα, προτού πάρει φόρα α ρίξει. Κακώς τον βγάλαμε Τρία. Το Λέλεκας θα του πήγαινε καλύτερα. Αστειευόμασταν συχνά γι’ αυτό». Έσκασαν όλοι στα γέλια κι ύστερα σταμάτησαν εξίσου απότομα. «Αυτό εδώ είναι από την άλλη μπάλα», είπε ο Άσαντ, καθώς παρέδιδε στον Καρλ μια δεύτερη χάρτινη μπαλίτσα, ίδια με την πρώτη. «Πρόσεξα πολύ όπως την έβγαζα». Ο Καρλ ίσιωσε τα δύο χάρτινα σφαιρίδια πάνω στον πάγκο. Και τότε στράφηκε και κοίταξε εμβρόντητος τον Άσαντ. Τ θα έκανε χωρίς εκείνον; «Είναι αποδείξεις, Καρλ. Αποδείξεις από κάποιο ΑΤΜ». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Το προσωπικό της τράπεζας το περίμεναν υπερωρίες. Μια απόδειξη από σούπερ μάρκετ και δύο αποδείξεις αναλήψεων από την Τράπεζα Ντάνσκε. Τρία μικρά, απολύτως συνηθισμένα κομμάτια χαρτιού. Βρίσκονταν και πάλι στα ίχνη του.
48 Η ΑΝΑΠΝΟΗ ΤΟΥ ήταν ήρεμη. Έτσι διατηρούσε υπό έλεγχο τους αυτόματους μηχανισμούς άμυνας του σώματός του. Αν επέτρεπε στην αδρεναλίνη να περάσει στις φλέβες του, ο σφυγμοί του θα πολλαπλασιάζονταν, και αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελε, καθώς ήδη αιμορραγούσε έντονα από το γοφό του. Εκτίμησε την κατάσταση. Το σημαντικό ήταν ότι είχε διαφύγει. Δεν είχε ιδέα πώς είχαν πλησιάσει τόσο οι αστυνομικοί, όμως αυτό ήταν κάτι το οποίο θα ανέλυε αργότερα. Για την ώρα, το ρεζουμέ της πόθεσης ήταν πως από τον μπροστινό καθρέφτη του αυτοκινήτου δεν έβλεπε τίποτα που να έδειχνε ότι τον καταδίωκαν. Το ερώτημα ήταν ποια θα ήταν η επόμενη κίνηση της Αστυνομίας. Υπήρχαν χιλιάδες Mercedes σαν αυτή που οδηγούσε. Πολλές, παλιότερα, κυκλοφορούσαν σαν ταξί· τις συναντούσε κανείς παντού. Όμως, αν η Αστυνομία έστηνε μπλόκα στους δρόμους που οδηγούσαν από και προς το Ρόσκιλε, τότε το να σταματήσουν ένα τέτοιο αυτοκίνητο θα ήταν πολύ απλή υπόθεση. Έπρεπε να κινηθεί όσο το δυνατόν ταχύτερα. Να επιστρέψει στο σπίτι, να φορτώσει το πτώμα της γυναίκας του
στο πορτμπαγκάζ, μαζί με τα πιο ενοχοποιητικά στοιχεία που φύλαγε στις κούτες. Να κλειδώσει εκεί και ύστερα να τραβήξε γραμμή για το αγροτόσπιτο δίπλα στο φιόρδ. Αυτή θα ήταν η βάση του τις ερχόμενες εβδομάδες. Κι αν αναγκαζόταν να κυκλοφορήσει, θα έπρεπε να το κάνει μεταμφιεσμένος. Ανέκαθεν έφερνε αντιρρήσεις κάθε φορά που η ομάδα έβγαινε φωτογραφίες με τα κύπελλα που είχαν κερδίσει, και τις περισσότερες φορές κατάφερνε να το αποφύγει. Όμως θα μπορούσαν να βρουν κάποιες φωτογραφίες του, αν το έβαζαν πείσμα. Δεν υπήρχε αμφιβολία γι’ αυτό. Μερικές εβδομάδες μόνος του στο Βιμπεγκόρεν ήταν μια καλή ιδέα, από κάθε άποψη. Πρώτα θα διέλυε τα πτώματα στη δεξαμενή. Κι ύστερα θα διέφευγε. Αναγκαστικά, θα εγκατέλειπε το σπίτι στο Ρόσκιλε, και ο Μπέντζαμιν θα έπρεπε να παραμείνει στην αδερφή του. Όταν θα ερχόταν ο καιρός, θα περνούσε να τον παραλάβει ξανά. πειτα από δυο τρία χρόνια, ο φάκελος της υπόθεσης θα μάζευε σκόνη στα αρχεία της Αστυνομίας. Είχε προνοήσει και είχε μεταφέρει ήδη τα απαραίτητα στο Βιμπεγκόρεν, για μια τέτοια περίπτωση. Νέα στοιχεία ταυτότητας, καθώς κι ένα σεβαστό χρηματικό ποσό. Δε θα του αρκούσαν για να ζήσει με πολυτέλεια, όμως έφταναν για μια απλή ζωή σε κάποιο απόμακρο μέρος, ώσπου να μπορέσει σταδιακά να βάλει και πάλι μπροστά. Μάλιστα, η σκέψη ότι θα ηρεμούσε για ένα δυο χρόνια φάνταζε δελεαστική. Έριξε μια ματιά στον μπροστινό καθρέφτη και άρχισε να
γελάει. Τον είχαν ρωτήσει αν μπορούσε να τραγουδήσει. «Φυσικά και μπορώ, φυσικά και μπορωωώ!» φώναξε, γελώντας πνιχτά, καθώς έφερε στο νου του τις συναντήσεις για προσευχή στο χώρο της Μητέρας Εκκλησίας, στο Φρέδερικς. Σίγουρα όλοι θα θυμούνταν πόσο φάλτσος ήταν. Αυτός ήταν ο στόχος του, άλλωστε. Να νομίζουν ότι τον ήξεραν, ενώ στην πραγματικότητα δεν ίσχυε αυτό. Η αλήθεια ήταν ότι είχε καλή φωνή. Πάντως, υπήρχε κάτι που σίγουρα έπρεπε να κάνει: να βρε έναν πλαστικό χειρουργό ώστε να απαλλαγεί από την ουλή πίσω από το δεξί αφτί του, το σημάδι που του είχε αφήσει το καρφί όταν τον έπιασαν να κρυφοκοιτάζει τη θετή του αδερφή. Πώς στ’ ανάθεμα έμαθαν οι αστυνομικοί για την ουλή; Μήπως είχε φανεί απρόσεκτος στη μεταμφίεσή του κάποια στιγμή; Φρόντιζε πάντοτε να καλύπτει το σημάδι, από τότε που τον ρώτησε εκείνο το αλλόκοτο αγόρι, το οποίο τελικά σκότωσε, πώς το είχε αποκτήσει. Να δεις, πώς το έλεγαν; Είχε φτάσει στο σημείο που πλέον δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τη μία περίπτωση από την άλλη. Έδιωξε τη σκέψη αυτή από το μυαλό του και προτίμησε να επικεντρωθεί στο τι είχε συμβεί στην αίθουσα του μπόουλινγκ. Αν νόμιζαν πως θα έβρισκαν τα δακτυλικά του αποτυπώματα πάνω σ’ εκείνο το μπουκαλάκι του νερού, ήταν γελασμένοι. Το είχε σκουπίσει με χαρτοπετσέτα όση ώρα ανέκριναν τον Λαρς Μπράντε. Δε θα έβρισκαν τίποτα ούτε στα τραπέζια ή στις καρέκλες. Είχε προσέξει πολύ.
Χαμογέλασε ευχαριστημένος. Ναι, ήταν πολύ επιμελής. Και τότε θυμήθηκε την τσάντα του μπόουλινγκ. Δύο μπάλες του μπόουλινγκ με τα δακτυλικά του αποτυπώματα απλωμένα παντού, ενώ στις τρύπες για τον αντίχειρα υπήρχαν δύο αποδείξεις που μπορούσαν να τους κατευθύνουν στο σπίτι του, στο Ρόσκιλε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να παραμείνε ήρεμος, ώστε να μην επιδεινώσει την αιμορραγία. Ανοησίες, σκέφτηκε. Δεν πρόκειται να βρουν τις αποδείξεις. Τουλάχιστον, όχι από την πρώτη στιγμή. Όχι, είχε στη διάθεσή του άφθονο χρόνο. Μπορεί να εντόπιζαν το σπίτι του στο Ρόσκιλε σε μια δυο μέρες. Εκείνος, όμως, το μόνο που χρειαζόταν ήταν μισή ώρα. Έστριψε στο δρόμο όπου έμενε και αμέσως είδε το νέο άντρα στο γρασίδι μπροστά στο σπίτι. Στεκόταν εκεί κα φώναζε το όνομα της Μία. Κι άλλο εμπόδιο. Βγάλ’ τον από τη μέση. Αμέσως. Θα στάθμευε το αυτοκίνητο λίγο παρακάτω. Άπλωσε το χέρι για να πιάσει το ματωμένο σουγιά στο τουλαπάκι του συνοδηγού κι ύστερα πέρασε με χαμηλή ταχύτητα μπροστά από το σπίτι, αποστρέφοντας το πρόσωπό του. Ο εραστής της ακουγόταν σαν κεραμιδόγατος την άνοιξη, έτσι θλιβερά που έσκουζε. Σοβαρά, προτίμησε η γυναίκα του αυτό το παιδαρέλι από τον ίδιο; Και τότε παρατήρησε το ηλικιωμένο ζευγάρι που έμενε απέναντι, παρακολουθώντας πίσω από τις κουρτίνες. Γιατ ήταν τόσο περίεργοι οι γέροι;
Πάτησε γκάζι. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτε από τη στιγμή που υπήρχαν μάρτυρες. Ας έβρισκαν το πτώμα μέσα στο σπίτι. Τι διαφορά είχε; Η Αστυνομία τον υποψιαζόταν ήδη για σειρά βαρύτατων εγκλημάτων. Δεν ήταν σίγουρος για ποια ακριβώς, πάντως ήταν αρκετά σοβαρά. Ίσως έπειτα από λίγο να εντόπιζαν ένα χαρτοκιβώτιο γεμάτο φυλλάδια από μεσιτικά γραφεία, που διαφήμιζαν εξοχικές κατοικίες προς πώληση, όμως σε τι θα τους ωφελούσε αυτό; Βάδιζαν στα τυφλά. Δεν υπήρχε κανένα έγγραφο που να μαρτυράει ποιο απ’ όλα είχε αποφασίσει να αγοράσει. Δεν είχε λόγο να ανησυχεί άμεσα. Τα συμβόλαια του Βιμπεγκόρεν βρίσκονταν εκεί, μέσα στο κουτί με τα χρήματα και τα διαβατήρια. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να προβληματίζεται. Εφόσον κατάφερνε να σταματήσει την αιμορραγία σύντομα και δεν τον σταματούσαν στο δρόμο, όλα θα πήγαιναν καλά. Βρήκε το κουτί των πρώτων βοηθειών και γδύθηκε έως τη μέση. Οι μαχαιριές αποδείχτηκαν βαθύτερες απ’ ό,τι υπολόγιζε. Η δεύτερη, ειδικά. Ήταν σίγουρος πως είχε τραβήξει το χέρ του Πάπα προς το μέρος του με όση ακριβώς δύναμη χρειαζόταν, όμως για κάποιο λόγο περίμενε πως θα του προέβαλλε μεγαλύτερη αντίσταση.
Γι’ αυτό αιμορραγούσε τόσο πολύ. Έπρεπε να φροντίσε ώστε να εξαφανίσει κάθε ίχνος από τα μπροστινά καθίσματα της Mercedes, προτού την ξεφορτωθεί. Βρήκε τη σύριγγα με το αναισθητικό, και αποστείρωσε τα τραύματα. Ύστερα έκανε την ένεση. Κάθισε για λίγο εκεί, κοιτάζοντας ολόγυρα το καθιστικό. λπιζε ειλικρινά πως η αστυνομία δε θα ανακάλυπτε το σπίτ στο Βιμπεγκόρεν. Εδώ, περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού, αισθανόταν ότι βρισκόταν στον τόπο του. Μακριά από τον κόσμο, μακριά απ’ όλα τα ψέματα και την ατιμία του. Ύστερα ετοίμασε τη βελόνα και τα ράμματα. Σε ένα λεπτό μπόρεσε να καρφώσει τη βελόνα στη σάρκα γύρω από τα τραύματα χωρίς να αισθανθεί το παραμικρό. Δύο ακόμα ουλές για τον πλαστικό χειρουργό, σκέφτηκε και γέλασε. Όταν τελείωσε, επιθεώρησε το αποτέλεσμα και γέλασε ξανά. Άψογο δεν ήταν, πάντως η αιμορραγία είχε σταματήσει. Έβαλε μια κομπρέσα την οποία στερέωσε με λευκοπλάστη κι ύστερα ξάπλωσε στον καναπέ. Όταν αισθανόταν έτοιμος, θα κατέβαινε στο λεμβοστάσιο και θα σκότωνε τα παιδιά. σο συντομότερα τόσο γρηγορότερα θα ξεφορτωνόταν τα πτώματα. Και λίγο μετά θα έφευγε. Δέκα λεπτά. Ύστερα θα πήγαινε στην αποθήκη για να πάρει το σφυρί.
49 ΠΕΡΑΣΑΝ ΕΙΚΟΣΙ ΛΕΠΤΑ μέχρι να διασταυρώσουν ποιος είχε κάνει την ανάληψη μετρητών και πού κατοικούσε. Το όνομά του ήταν Κλάους Λάρσεν και θα τους έπαιρνε λιγότερο από πέντε λεπτά για να φτάσουν στο σπίτι του. «Τι σκέφτεσαι, Καρλ;» ρώτησε ο Άσαντ, καθώς ο Καρλ έπαιρνε τη στροφή για να συνεχίσει στην οδό Κονγ Βάλντεμαρς. «Σκέφτομαι πως είμαστε τυχεροί που μας ακολουθούν ενισχύσεις και που αυτοί θυμήθηκαν να φέρουν μαζί τα πηρεσιακά τους όπλα». «Λες πως θα φτάσουν εκεί τα πράγματα, δηλαδή;» Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Έστριψαν στο δρόμο. Ακόμα κι από εκείνη την απόσταση, μπορούσαν να δουν έναν άντρα, το σώμα του οποίου φωτιζόταν κάπως από τις λάμπες στο πεζοδρόμιο, να φωνάζει προς ένα παράθυρο. Δεν ήταν ο άνθρωπος που έψαχναν. Ήταν νεότερος, λεπτότερος και ολότελα απελπισμένος. «Γρήγορα! Βοηθήστε με! Το σπίτι καίγεται!» ούρλιαξε, βλέποντάς τους να τρέχουν προς το μέρος του. Ο Καρλ έριξε μια ματιά προς τα πίσω, καθώς ο συνάδελφοί του στο επόμενο αυτοκίνητο φρέναραν απότομα και καλούσαν ήδη ενισχύσεις. Το ηλικιωμένο ζευγάρι που
στεκόταν τυλιγμένο με τις ρόμπες του στην απέναντι πλευρά του δρόμου πιθανότατα είχε κάνει το ίδιο. «Είναι κανείς μέσα στο σπίτι;» φώναξε ο Καρλ. «Ναι, έτσι νομίζω. Σίγουρα κάτι δεν πάει καλά εκεί μέσα». Ο νέος άντρας ήταν τελείως λαχανιασμένος.greekleech.info «Περνάω από εδώ συνέχεια τις τελευταίες μέρες, όμως δεν ανοίγει κανείς, κι όταν καλώ το κινητό της κοπέλας μου, το ακούω που χτυπάει πάνω, αλλά δε μου απαντάει». Έδειξε το παράθυρο στη στέγη κι ύστερα έφερε τις παλάμες στους κροτάφους του, απελπισμένος. «Και τώρα, γιατί έπιασε φωτιά;» αναφώνησε. Ο Καρλ ανασήκωσε το κεφάλι και είδε τις φλόγες, ο οποίες φαίνονταν πλέον καθαρά στο παράθυρο, ακριβώς πάνω από την εξώπορτα. «Μήπως είδες κάποιον άντρα να μπαίνει στο σπίτι το τελευταίο μισάωρο;» ρώτησε. Ο άλλος έγνεψε αρνητικά. Του ήταν αδύνατο να σταθε ακίνητος. «Θα σπάσω την πόρτα», φώναξε, σε έξαλλη κατάσταση πλέον. «Εντάξει;» Ο Καρλ έριξε μια ματιά στους συναδέλφους του. Εκείνο του έγνεψαν καταφατικά. Έδειχνε δυνατός και γυμνασμένος, και προφανώς ήξερε τ έκανε, καθώς πήρε λίγη φόρα, τινάχτηκε με τα πόδια μπροστά και κατάφερε μια απότομη, γερή κλοτσιά πάνω στην κλειδαριά με τη φτέρνα του. Το αποτέλεσμα ήταν να βογκήξε από τον πόνο και να αρχίσει να ξεστομίζει διάφορες βρισιές, καθώς έπεφτε βαρύς στο έδαφος, ενώ η πόρτα παρέμενε εντελώς άθικτη.
«Η κλειδαριά είναι πολύ δυνατή!» Στράφηκε πανικόβλητος στο περιπολικό πίσω του. «Βοηθήστε με, για όνομα του Θεού!» ούρλιαξε. «Φοβάμαι πως είναι η Μία εκε μέσα!» Και τότε, ακούστηκε ένας εκκωφαντικός κρότος. Ο Καρλ στράφηκε απότομα, ακούγοντας τον ήχο, και είδε τη σκυμμένη σιλουέτα του Άσαντ να μπαίνει στο σπίτι μέσα από το σπασμένο μπροστινό παράθυρο. Ο Καρλ τον ακολούθησε, με το νέο άντρα στο κατόπι του. Ο Άσαντ είχε κάνει καλή δουλειά. Το διπλό τζάμι μαζί με το πλαίσιο κειτόταν σπασμένο στο πάτωμα, όπως και η ρεζέρβα που είχε εκσφενδονίσει πάνω του. Πέρασαν μέσα. «Από εδώ!» φώναξε ο άντρας και σχεδόν έσυρε τον Άσαντ και τον Καρλ μαζί του, στο διάδρομο. Στις σκάλες, ο καπνός δεν ήταν ιδιαίτερα πυκνός, όμως η εικόνα ήταν τελείως διαφορετική όταν έφτασαν στον όροφο. δη ήταν αδύνατο να δουν στο μισό μέτρο. Ο Καρλ τράβηξε το πουκάμισό του για να καλύψει το στόμα του και είπε στους άλλους δύο να κάνουν το ίδιο. Πίσω του, ο Άσαντ είχε αρχίσει ήδη να βήχει. «Γύρνα πίσω, Άσαντ!» του φώναξε ο Καρλ. Ο Άσαντ, όμως, δεν υπάκουσε. Απέξω ακουγόταν ο ήχος πυροσβεστικών οχημάτων που πλησίαζαν, αλλά αυτό καμία παρηγοριά δεν έδωσε στο νέο άντρα, καθώς προχωρούσε ψηλαφώντας τον τοίχο. «Νομίζω ότι είναι εδώ μέσα. Μου έλεγε πως έχει πάντοτε το κινητό πάνω της», κατάφερε να αρθρώσει μέσα στον
πυκνό καπνό. «Ησυχία, πείτε μου αν το ακούτε». Πρέπει να είχε καλέσει τον αριθμό του τηλεφώνου της, γιατί λίγα δευτερόλεπτα μετά άκουσαν ένα αδύναμο κουδούνισμα κάπου εκεί κοντά. Παραπατώντας, ο άντρας προχώρησε, ψάχνοντας στα τυφλά για να εντοπίσει την πόρτα. Και τότε άκουσαν κάτι που έμοιαζε με παράθυρο στην άλλη πλευρά του τοίχου, να γίνεται κομμάτια από την ένταση της φωτιάς. Ένας από τους συναδέλφους του Καρλ, από την Αστυνομία του Ρόσκιλε, ανέβηκε τη σκάλα βήχοντας έντονα. «Έφερα ένα μικρό πυροσβεστήρα», είπε με κόπο. «Πού είνα η φωτιά;» Η απάντηση στην ερώτησή του δόθηκε αμέσως μόλις ο έος άντρας άνοιξε διάπλατα την πόρτα του δωματίου, οπότε φλόγες πετάχτηκαν προς το μέρος του. Ακούστηκε ένας δυνατός συριγμός από τον πυροσβεστήρα. Η επίδρασή του ήταν περιορισμένη, αλλά αρκετή για να μπορέσουν να δουν στο εσωτερικό. Η εικόνα που αντίκρισαν δεν ήταν ενθαρρυντική. Η φωτιά είχε απλωθεί για τα καλά στο ταβάνι και μέσα στο δωμάτιο ο στοιβαγμένες κούτες σχημάτιζαν βουνό. «Μία!» φώναξε ο άντρας με αγωνία. «Μία, είσαι εδώ;» Την ίδια ακριβώς στιγμή, ένας πίδακας νερού πέρασε μέσα από το σπασμένο παράθυρο της στέγης, μετατρέποντας τον αέρα σε ατμό. Ο Καρλ ρίχτηκε στο πάτωμα κι ένιωσε ένα δυνατό πόνο να διατρέχει το μπράτσο και τον ώμο του, όπως κάλυπτε ενστικτωδώς το πρόσωπό του.
Άκουσαν φωνές από κάτω, και λίγο μετά εκτοξεύτηκε ο αφρός. Τα πάντα τελείωσαν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. «Ανοίξτε όλα τα παράθυρα», είπε βήχοντας ο αστυνομικός από το Ρόσκιλε. Ο Καρλ πετάχτηκε όρθιος και, ψηλαφώντας, έφτασε στην πόρτα, με το δεύτερο αστυνομικό να κάνει το ίδιο. Καθώς ο καπνός διαλυόταν από τον πάνω όροφο, άρχισε α αποκαλύπτεται ο χώρος όπου είχε ξεσπάσει η φωτιά. Ο έος άντρας έστεκε στο κατώφλι, πάνω σε ένα αφρισμένο, μουσκεμένο πάτωμα, μετακινώντας με μανία χαρτοκιβώτια στο διάδρομο. Κάμποσα σιγόκαιγαν ακόμα, όμως τίποτα δεν ήταν ικανό να τον σταματήσει. Και τότε, ο Καρλ είδε το πεσμένο, ακίνητο σώμα στο κεφαλόσκαλο. Ήταν ο Άσαντ. «Στην άκρη!» φώναξε, σπρώχνοντας τον ένα από τους αστυνομικούς. Κατέβηκε πηδώντας μερικά σκαλιά και άρπαξε τα πόδια του Άσαντ, τραβώντας το σώμα του προς το μέρος του, προτού το φορτώσει στον ώμο του. «Βοηθήστε τον», είπε αγριεμένα σε δύο διασώστες, βγαίνοντας στον κήπο μπροστά στο σπίτι. Εκείνοι ανταποκρίθηκαν γρήγορα με μια μάσκα οξυγόνου. Για όνομα του Θεού, βοηθήστε τον, ήταν η μόνη σκέψη που περνούσε από το μυαλό του Καρλ, ακόμα και την ώρα που ακούστηκαν φωνές από τον όροφο. Δεν είδε τη νέα γυναίκα όταν την κατέβασαν κάτω. Πρώτη
φορά την παρατήρησε όταν την ξάπλωσαν σε ένα φορείο, δίπλα στον Άσαντ. Το σώμα της έμοιαζε αγκυλωμένο, λες και είχε αρχίσει κιόλας να επέρχεται η νεκρική ακαμψία. Ύστερα έβγαλαν υποβασταζόμενο το νέο άντρα. Ήταν καλυμμένος με καπνιά και μεγάλο μέρος των μαλλιών του είχε καψαλιστεί, όμως το πρόσωπό του έδειχνε ανέπαφο. Έκλαιγε. Ο Καρλ απομακρύνθηκε για λίγο από τον Άσαντ και τον πλησίασε. Έμοιαζε έτοιμος να καταρρεύσει από στιγμή σε στιγμή. «Έκανες ό,τι μπορούσες», ήταν τα μόνα λόγια παρηγοριάς που μπόρεσε να αρθρώσει ο Καρλ. Και τότε, ο άλλος άρχισε να κλαίει με λυγμούς και να γελάει ταυτόχρονα. «Ζει», τραύλισε και σωριάστηκε στα γόνατα. «Έπιασα σφυγμό. Η καρδιά της χτυπάει». Πίσω τους, ο Άσαντ άρχισε να βήχει. «Τι τρέχει;» φώναξε, τινάζοντας ξαφνικά τα χέρια του. «Ηρέμησε», του είπε ένας από τους διασώστες. «Εισέπνευσες καπνό. Μπορεί να είναι σοβαρό». «Δεν φταίει ο καπνός. Γλίστρησα στη σκάλα και χτύπησα το κεφάλι μου. Ούτε τον κώλο ελέφαντα στα δύο μέτρα δεν μπορούσα να δω εκεί μέσα». Πέρασαν δέκα λεπτά μέχρι να ανοίξει η γυναίκα τα μάτια της. Το οξυγόνο και ο ορός που της χορήγησαν οι διασώστες επέδρασαν θαυματουργά. Στο μεταξύ, οι πυροσβέστες έσβηναν τις τελευταίες εστίες
της φωτιάς, ενώ ο Άσαντ, ο Καρλ και οι αστυνομικοί του Ρόσκιλε είχαν ερευνήσει ήδη μία φορά το σπίτι, χωρίς να καταφέρουν να βρουν άμεσα έγγραφα τα οποία σχετίζονταν με οποιονδήποτε Ρενέ Χένρικσεν ή Κλάους Λάρσεν. Επίσης, τίποτα σχετικό με κάποια ιδιοκτησία κοντά σε νερό. Το μόνο πράγμα που εντόπισαν ήταν τα συμβόλαια του σπιτιού μέσα στο οποίο βρίσκονταν, όπου εμφανιζόταν το όνομα ενός άλλου προσώπου. Μπέντζαμιν Λάρσεν. Έψαξαν να δουν αν υπήρχε κάποια Mercedes καταχωρισμένη σε αυτή τη διεύθυνση. Και πάλι, τίποτα. Ο τύπος είχε τόσες στρατηγικές διαφυγής που ήταν απίστευτο. Στο καθιστικό υπήρχαν δύο κορνιζαρισμένες φωτογραφίες γάμου, η νύφη όλο χαμόγελα, με την ανθοδέσμη της στο χέρι, ο γαμπρός κομψός και ταυτόχρονα ανέκφραστος. Επομένως, η γυναίκα στο φορείο ήταν η σύζυγός του. Τα ονόματά τους ήταν γραμμένα στην πόρτα: Μία και Κλάους Λάρσεν. Δύσμοιρη Μία. «Ευτυχώς που ήσουν εδώ, διαφορετικά τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν εξελιχτεί πολύ χειρότερα», είπε στο νέο άντρα, ο οποίος είχε ανέβει στο ασθενοφόρο και τώρα κρατούσε το χέρι της Μία. «Ποια είναι η σχέση σου με αυτή τη γυναίκα; Ποιος είσαι;» ρώτησε ο Καρλ. Ο άντρας απάντησε πως τον έλεγαν Κένεθ. Αυτό μόνο. λα τα άλλα έπρεπε να περιμένουν. «Πρέπει να παραμερίσεις λίγο, Κένεθ. Είναι ανάγκη να
κάνω στην κυρία Λάρσεν ορισμένες άκρως επείγουσες ερωτήσεις». Έστρεψε ερωτηματικά το βλέμμα του στο διασώστη, ο οποίος αντί άλλης απάντησης ύψωσε δύο δάχτυλα. Δύο λεπτά. Τόσο μόνο μπορούσε να την απασχολήσει. «Μία», άρχισε να λέει. «Είμαι αστυνομικός. Είσα ασφαλής πλέον, δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι. Αναζητούμε τον άντρα σου. Αυτός είναι υπεύθυνος για ό,τι έγινε εδώ;» Η γυναίκα συγκατένευσε σιωπηλά. «Πρέπει να μάθουμε αν ο άντρας σου είναι ιδιοκτήτης ή έχει πρόσβαση σε κάποιο σπίτι κοντά στη θάλασσα. Κάποιο εξοχικό, ας πούμε. Σου λέει κάτι αυτό;» Εκείνη πίεσε τα χείλη της. «Μπορεί», είπε σιγανά. «Πού, Μία;» ρώτησε, βάζοντας τα δυνατά του να συγκρατήσει την ένταση της φωνής του. «Δεν ξέρω. Οι κούτες». Έγνεψε ελαφρά προς τη μεριά του σπιτιού. Το έργο τους φάνταζε ακατόρθωτο. Ο Καρλ στράφηκε στους συναδέλφους του από το Ρόσκιλε και τους είπε τι να αναζητήσουν. Κάποιο οίκημα με λεμβοστάσιο, κατά μήκος του φιόρδ. Αν έβρισκαν ένα φυλλάδιο, ή κάτι τέτοιο, στις κούτες που είχε βγάλει ο Κένεθ στο διάδρομο, έπρεπε να τον ειδοποιήσουν αμέσως. Για την ώρα, μπορούσαν να ξεχάσουν τις κούτες που είχαν απομείνε στο δωμάτιο. Αυτές ήταν σχεδόν βέβαιο ότι είχαν καταστραφεί. «Γνωρίζεις αν ο άντρας σου χρησιμοποιεί οποιοδήποτε άλλο όνομα πέραν του Κλάους Λάρσεν, Μία;» ρώτησε.
Του έγνεψε αρνητικά. Και τότε ύψωσε το χέρι της, πολύ αργά. Η προσπάθεια που κατέβαλε το έκανε να τρέμει. Ακούμπησε την παλάμη της ελαφρά πάνω στο μάγουλο του Καρλ. «Σας παρακαλώ, βρείτε τον Μπέντζαμιν. Σας παρακαλώ». Και με αυτά τα λόγια, το χέρι της κρέμασε κι έκλεισε τα μάτια της εξουθενωμένη. Ο Καρλ κοίταξε απορημένος το νέο άντρα. «Ο Μπέντζαμιν είναι ο γιος τους», είπε. «Το μοναχοπαίδ της Μία. Είναι μόλις δεκαοχτώ μηνών». Ο Καρλ αναστέναξε κι έσφιξε ελαφρά το μπράτσο της γυναίκας. Τι οδύνη είχε προκαλέσει ο άντρας της σε αυτό τον κόσμο! Και τώρα, ποιος ήταν ικανός να τον σταματήσει; Ίσιωσε το σώμα του κι έριξε μια γρήγορη ματιά στο μπράτσο και τον ώμο του, που τα είχε γλείψει η φωτιά. Θα τον πέθαιναν στον πόνο τις επόμενες μέρες, του είπε ο διασώστης. Τι να γίνει. «Είσαι εντάξει, Άσαντ;» ρώτησε. Οι πυροσβέστες μάζευαν ήδη τα λάστιχά τους, την ώρα που το ασθενοφόρο έφευγε από το σπίτι. Ο βοηθός του έστρεψε τα μάτια προς τον ουρανό. Πέρα από ένα μικρό πονοκέφαλο και την κάπνα πάνω του, ήταν μια χαρά. «Μας ξέφυγε, Άσαντ». Ο Άσαντ έγνεψε καταφατικά. «Τι μπορούμε να κάνουμε τώρα;» ρώτησε.
Ο Καρλ ανασήκωσε τους ώμους. «Μπορεί να έχε σκοτεινιάσει, όμως νομίζω πως πρέπει να πάμε στο φιόρδ κα α ελέγξουμε τα μέρη που κύκλωσε η Ίρσα». «Έχουμε τις φωτογραφίες μαζί μας;» Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά και πήρε έναν πλαστικό φάκελο από το πίσω κάθισμα. Δεκαπέντε αεροφωτογραφίες. λες σημαδεμένες με κύκλους. «Γιατί λες να μη μας τηλεφώνησε ξανά ο Κλες Τόμασεν;» αναρωτήθηκε ο Άσαντ όπως έμπαιναν στο αυτοκίνητο. «Είπε πως θα μιλούσε στο δασοτέτοιον». «Στο δασάρχη. Ναι, έτσι είπε. Ίσως δεν κατάφερε να τον βρει». «Θες να τηλεφωνήσω στον Κλες και να ρωτήσω, Καρλ;» Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά κι έδωσε στον Άσαντ το κινητό του. Πέρασε κάποια ώρα μέχρι να απαντήσει ο Τόμασεν. Όταν το έκανε, το ζαρωμένο μέτωπο του Άσαντ φανέρωσε μεμιάς πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Έκλεισε απότομα το κινητό κα στράφηκε στον Καρλ προβληματισμένος. «Ο Κλες Τόμασεν απόρησε με το τηλεφώνημα. Είπε ότ ενημέρωσε την Ίρσα χτες, πως ο δασάρχης του Νόρσκοεν είχε επιβεβαιώσει ότι κάποτε υπήρχε ένα λεμβοστάσιο στο τέρμα του δρόμου που οδηγούσε στο σπίτι του θηροφύλακα». Έκανε μια σύντομη παύση, σαν να τον είχε παραξενέψει η λέξη αυτή, κι ύστερα συνέχισε. «Είπε στην Ίρσα α μας προωθήσει το μήνυμα. Νομίζω πως αυτό ήταν την ώρα που της έδωσες τα λουλούδια, Καρλ. Μάλλον θα το ξέχασε».
Το ξέχασε; Αυτό είχε πει ο Άσαντ; Πώς ήταν δυνατό να το ξέχασε, γαμώτο; Η πληροφορία αυτή ήταν κάτι παραπάνω από κρίσιμη. Εντελώς ανεγκέφαλη ήταν αυτή η γυναίκα, τέλος πάντων; Έβαλε μια τελεία στις οργισμένες σκέψεις του. Δε βοηθούσαν σε τίποτα. «Πού βρίσκεται αυτό το λεμβοστάσιο, Άσαντ;» Ο Άσαντ άπλωσε το χάρτη στο ταμπλό του αυτοκινήτου κι έδειξε ένα σημείο. Η περιοχή είχε κυκλωθεί δύο φορές. Βιμπεγκόρεν. Στην Ντίρνεσβαϊ, Νόρσκοεν. Ήταν στο ίδιο σημείο που τους είχε επισημάνει η Ίρσα. Η σύμπτωση ήταν σχεδόν αφόρητη. Από την άλλη, πώς θα μπορούσαν να ξέρουν ότι είχε πετύχει διάνα στην εκτίμησή της; Και πώς θα μπορούσαν να προβλέψουν ότι η όλη κατάσταση θα αποκτούσε τόσο επείγοντα χαρακτήρα; Ότι βρισκόταν σε εξέλιξη νέα υπόθεση απαγωγής; Ο Καρλ κούνησε το κεφάλι. Η ουσία, όμως, ήταν πως μια έα υπόθεση απαγωγής βρισκόταν πράγματι σε εξέλιξη κα ότι η κατάληξή της ήταν αδιανόητη. Όλα τα στοιχεία συνέτειναν στο ότι τα δύο παιδιά βρίσκονταν αυτή τη στιγμή στην ίδια κατάσταση που είχαν βρεθεί ο Πόολ και ο Τρίγκβε Χολτ πριν από δεκατρία χρόνια. Δύο παιδιά που διέτρεχαν θανάσιμο κίνδυνο. Αυτή τη στιγμή.
50 ΦΤΑΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΓΙΕΑΡΣΠΡΙΣ, έστριψαν δεξιά σε ένα κόκκινο κιόσκι με την επιγραφή ΓΛΥΠΤΑ ΚΑΙ ΠΙΝΑΚΕΣ κα λίγο μετά βρέθηκαν στο δάσος. Κινήθηκαν σε έναν ασφαλτοστρωμένο δρόμο βρεγμένο από τη βροχή, ώσπου είδαν μια πινακίδα που έγραφε ΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΟΧΗΜΑΤΩΝ . Ένα σπίτι κάπου παρακάτω θα ήταν ιδανικό για όποιον δεν ήθελε να τον ενοχλήσουν. Προχώρησαν με χαμηλή ταχύτητα. Το GPS τους έδειχνε ότι είχαν ακόμα απόσταση μέχρι να φτάσουν στο σπίτι, και ο προβολείς τους φώτιζαν το δρόμο. Αν έφταναν σε κάποιο ξέφωτο, θα έπρεπε να σβήσουν τα φώτα και να συνεχίσουν στο σκοτάδι. Σε μερικές εβδομάδες, τα δέντρα θα αποκτούσαν φυλλωσιές, όμως για την ώρα η φύση δεν τους πρόσφερε τόσο σημαντική κάλυψη. «Φτάνουμε σε ένα δρόμο που ονομάζεται Μπέδεβαϊ, Καρλ. Πρέπει να σβήσεις τα φώτα. Καθώς θα τον διασχίζουμε, το δάσος ξανοίγει». Ο Καρλ έγνεψε προς το ντουλαπάκι του συνοδηγού, απ’ όπου έβγαλε ο Άσαντ το φακό. Ύστερα έσβησε τα φώτα. Συνέχισαν με τη βοήθεια της δέσμης του φακού. Επαρκούσε οριακά για να βλέπουν πού πήγαιναν.
Αντιλήφθηκαν ότι είχαν μπει σε κάποιο λιβαδότοπο που κατέληγε στο φιόρδ. Αγελάδες ξεκουράζονταν στο χορτάρι. Κι ύστερα είδαν ένα μικρό υποσταθμό ηλεκτρισμού στα αριστερά τους. Άκουσαν ένα σιγανό βουητό καθώς περνούσαν από εκεί. «Αυτός λες να ήταν ο ήχος που άκουγαν;» αναρωτήθηκε ο Άσαντ. Ο Καρλ έγνεψε αρνητικά. Όχι, παραήταν αδύναμος. Ήδη είχε σβήσει. «Εκεί, Καρλ». Ο Άσαντ έδειξε κάποιο σκοτεινό περίγραμμα. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα, είδαν ότι ήταν ανεμοφράχτης, ο οποίος εκτεινόταν από το δρόμο μέχρι τα όρια της θάλασσας. Το Βιμπεγκόρεν βρισκόταν ακριβώς από πίσω. Σταμάτησαν στην άκρη, κατέβηκαν και στάθηκαν εκεί για λίγο, για να εκτιμήσουν την κατάσταση. «Τι σκέφτεσαι, Καρλ;» ρώτησε ο Άσαντ. «Σκέφτομαι το τι πρόκειται να βρούμε. Κι εκείνο το πηρεσιακό όπλο που άφησα στον οπλοβαστό, πίσω στα Κεντρικά». Πίσω από τον ανεμοφράχτη υπήρχε ένα μαντρί, και πιο πέρα μία ακόμα συστάδα δέντρων, η οποία έφτανε μέχρι το φιόρδ. Δεν ήταν μεγάλο οικόπεδο, σε καμία περίπτωση. Όμως δε θα μπορούσε να βρεθεί ιδανικότερη τοποθεσία. Εδώ υπήρχαν ο δυνατότητες για μια ευτυχισμένη ζωή. Ή για το τέλεια συγκαλυμμένο έγκλημα. «Κοίτα!» έδειξε ο Άσαντ.
Ο Καρλ το είδε αμέσως. Το περίγραμμα ενός μικρού κτίσματος, κοντά στην ακτή. Κάποιου είδους βοηθητικό κτίριο. «Κι εκεί», αναφώνησε ο Άσαντ, γνέφοντας προς τα δέντρα. Ένα αδύναμο φως. Κοίταξαν ανάμεσα από τα κλαδιά του ανεμοφράχτη κα βρέθηκαν απέναντι σε ένα αγροτόσπιτο από κόκκινα τούβλα. Πολυκαιρισμένο και μάλλον παραμελημένο. Υπήρχε φως στα δύο παράθυρα που έβλεπαν προς το μονοπάτι. «Είναι μέσα στο σπίτι, τι λες κι εσύ;» ψιθύρισε ο Άσαντ. Ο Καρλ δεν απάντησε. Πού να ήξερε; «Το μονοπάτι οδηγεί στην άλλη πλευρά του σπιτιού, μου φαίνεται. Μήπως να κοιτάζαμε αν υπάρχει καμιά Mercedes εκεί;» ψιθύρισε ξανά ο Άσαντ. Ο Καρλ κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Υπάρχει. Πίστεψέ με». Και τότε, άκουσαν τον ήχο. Ένα βαθύ βουητό, το οποίο ερχόταν από το βάθος του κήπου. Σαν μηχανότρατα που επέστρεφε στη βάση της, διασχίζοντας τα νερά μιας ήσυχης λίμνης. Ένα σταθερό, ξεκάθαρο βουητό από κάπου εκε κοντά. Τα μάτια του Καρλ μισόκλεισαν, καθώς έστηνε αφτί. Τελικά, τα δύο αδέρφια είχαν δίκιο. Ακουγόταν πράγματι κάποιος ήχος. «Από το βοηθητικό κτίσμα, εκεί κάτω. Το βλέπεις, Άσαντ;» Ο Άσαντ γρύλισε καταφατικά. «Το λεμβοστάσιο πρέπει να βρίσκεται μέσα στους
θάμνους. Τι λες κι εσύ, Καρλ; Λογικά, εκεί πέρα είναι το φιόρδ», συμπέρανε ο Άσαντ. «Μπορεί. Ανησυχώ, όμως, μήπως εκείνος είναι ήδη εκε κάτω. Και για το τι μπορεί να κάνει», απάντησε ο Καρλ. Η σιωπή που επικρατούσε στο αγροτόσπιτο και το δυσοίωνο βουητό από το βοηθητικό κτίσμα τού προκάλεσαν ρίγος. «Πρέπει να πάμε εκεί κάτω, Άσαντ». Ο βοηθός του συγκατένευσε και πέρασε το φακό στον Καρλ, σβησμένο πια. «Πάρε, να τον έχεις για όπλο, Καρλ. Εγώ εμπιστεύομαι περισσότερο τα χέρια μου». Χώθηκαν ανάμεσα στους θάμνους που έγδερναν το καμένο μπράτσο του Καρλ. Αν δεν είχαν νοτιστεί το πουκάμισο και το σακάκι του, και δεν ήταν τόσο δροσιστικό το ψιλόβροχο, ο πόνος ενδεχομένως να τον είχε ακινητοποιήσει. Όπως πλησίαζαν στο βοηθητικό κτίσμα, το βουητό έγινε περισσότερο αισθητό. Μονότονο, βαθύ και επίμονο. Σαν μια καλολαδωμένη μηχανή που γύριζε σταθερά. Μια φωτεινή λωρίδα διακρινόταν κάτω από την πόρτα. Κάτι γινόταν εκεί μέσα. Ο Καρλ έδειξε την είσοδο και έπιασε σφιχτότερα το βαρύ φακό. Αν άνοιγε αιφνιδιαστικά την πόρτα ο Άσαντ, θα μπορούσε ο ίδιος να ορμήσει μέσα για να καταφέρει το πρώτο χτύπημα. Από εκεί και πέρα, βλέποντας και κάνοντας. Κοντοστάθηκαν και κοιτάχτηκαν για μια στιγμή, προτού κάνει σήμα ο Καρλ. Ο Άσαντ έπιασε γερά το χερούλι της πόρτας. Μέσα σε ένα κλάσμα δευτερολέπτου, είχε ανοίξει, κα
ο Καρλ πέρασε γρήγορα μπροστά. Έριξε μια ματιά ολόγυρα και κατέβασε το φακό. Ο χώρος ήταν άδειος. Άδειος, εκτός από ένα σκαμνί, μερικά σκόρπια εργαλεία, αφημένα πάνω σε έναν πάγκο, μια μεγάλη δεξαμενή πετρελαίου, κάτι λάστιχα και μια γεννήτρια, η οποία βούιζε πάνω στο τσιμεντένιο δάπεδο, απομεινάρι μιας εποχής όπου τα πράγματα φτιάχνονταν για να κρατήσουν μια ζωή. «Τι είναι αυτή η μυρωδιά, Καρλ;» ψιθύρισε ο Άσαντ. Ο Καρλ αναγνώρισε τη δυσοσμία αμέσως. Είχε περάσε καιρός από την τελευταία φορά που την είχε οσφρανθεί, τον καιρό ακόμα που ήταν της μόδας τα παλιά έπιπλα από πεύκο, τα οποία έπρεπε να καθαρίζονται. Μια όξινη, πνιγηρή αποφορά που έκανε τα ρουθούνια να τσούζουν. Η μυρωδιά της καυστικής σόδας. Στράφηκε στη δεξαμενή πετρελαίου. Φριχτές εικόνες εισέβαλαν στο μυαλό του. Τράβηξε προς το μέρος του το σκαμνί και πάτησε πάνω του ανήσυχος, προτού σηκώσει το καπάκι. Ύψωσε το φακό, και τότε σκέφτηκε ότι απείχε ένα πάτημα του διακόπτη από το σοκ της ζωής του. Άναψε το φακό κι έστρεψε τη δέσμη του στα βάθη της δεξαμενής. Όμως δεν είδε τίποτα. Μονάχα νερό κι ένα μακρύ θερμαντικό σώμα, το οποίο ήταν χαλαρά στηριγμένο στο εσωτερικό τοίχωμα. Δεν του ήταν δύσκολο να φανταστεί σε τι χρησίμευε αυτό το πράγμα. Έκλεισε το φακό, κατέβηκε από το σκαμνί και κοίταξε τον Άσαντ. «Εικασίες κάνω, όμως νομίζω πως τα παιδιά μπορεί να
βρίσκονται ακόμα στο λεμβοστάσιο», είπε. «Ίσως και να είνα ζωντανά». Βγήκαν από το βοηθητικό κτίσμα με πάρα πολύ μεγάλη προσοχή και στάθηκαν για μια στιγμή αμίλητοι, καθώς τα μάτια τους συνήθιζαν και πάλι στο σκοτάδι. Σε μόλις τρεις μήνες, εδώ πάνω τέτοια ώρα ο ήλιος θα έλαμπε λες και ήταν μέρα. Αυτή τη στιγμή, όμως, το μόνο που μπορούσαν να διακρίνουν ήταν αμυδρά περιγράμματα στο χώρο ανάμεσά τους και το φιόρδ. Μπορούσε να υπάρχει λεμβοστάσιο εκε κάτω, σε τόσο χαμηλή βλάστηση; Ο Καρλ έκανε νόημα στον Άσαντ να τον ακολουθήσει. Προχώρησαν με αργές κινήσεις, τσαλαπατώντας παχιούς γυμνοσάλιαγκες. Ήταν φανερό πως αυτό δεν άρεσε στον Άσαντ. Τελικά, έφτασαν στους θάμνους. Ο Καρλ έσκυψε προς τα εμπρός και παραμέρισε ένα κλαδί. Κι εκεί, ακριβώς μπροστά στα μάτια τους, υπήρχε μια πόρτα, γύρω στο μισό μέτρο πάνω από την επιφάνεια του εδάφους. Άπλωσε το χέρι και άγγιξε τις χοντρές σανίδες, πάνω στις οποίες ήταν στερεωμένη η πόρτα. Ήταν λείες και νοτισμένες. Μύριζε πίσσα. Αυτό το υλικό είχε χρησιμοποιηθεί μάλλον για να κλείσουν οι σχισμές. Ήταν η ίδια πίσσα μ’ εκείνη που χρησιμοποίησε ο Πόολ Χολτ προκειμένου να σφραγίσει το μπουκάλι με το οποίο έστειλε το τελευταίο του μήνυμα. Το νερό πάφλαζε σιγανά μπροστά στα πόδια τους. Επομένως, είχαν δίκιο: το κτίσμα ήταν χτισμένο πάνω στο φιόρδ, σχεδόν σίγουρα πάνω σε πασσάλους. Αυτό ήταν το λεμβοστάσιο που γύρευαν.
Το είχαν εντοπίσει. Ο Καρλ κατέβασε το χερούλι, όμως η πόρτα δεν άνοιξε. Ψηλάφισε στο σκοτάδι και βρήκε ένα σύρτη, ασφαλισμένο με περόνη. Τράβηξε την περόνη προσεκτικά και την άφησε να κρεμαστεί από την αλυσίδα της. Εφόσον η πόρτα ήταν αμπαρωμένη απέξω, τότε προφανώς το κάθαρμα δεν μπορε α βρισκόταν εκεί μέσα. Με αργές κινήσεις, άνοιξε την πόρτα και άκουσε αμυδρά, πολύ αμυδρά, κάποιον να κρατάει την ανάσα του. Η δυσοσμία τελματωμένου νερού, σάπιων φυκιών, ούρων και περιττωμάτων υποδέχτηκε τα ρουθούνια του. «Είναι κανείς εδώ;» ψιθύρισε. Πέρασε μια στιγμή, και τότε ακούστηκε ένα πνιχτό βογκητό. Άναψε το φακό. Η εικόνα που αντίκρισε ήταν συγκλονιστική. Δύο κορμιά λουφαγμένα, σε απόσταση λίγων μέτρων, μέσα στις ακαθαρσίες τους. Βρεγμένα ρούχα, λιγδωμένα μαλλιά. Δυο δεμάτια ζωής που είχαν χάσει κάθε ελπίδα. Το αγόρι τον κοίταζε με μάτια γουρλωμένα, φοβισμένα. Καθόταν σκυμμένο κάτω από τη στέγη, δεμένο πισθάγκωνα, αλυσοδεμένο. Το στόμα του καλυπτόταν με γερή μονωτική ταινία, η οποία παλλόταν αισθητά όπως ανέπνεε. Καθετ πάνω του ήταν σαν κραυγή βοήθειας. Ο Καρλ έστρεψε τη δέσμη του φακού και είδε την κοπέλα που κρεμόταν από τις αλυσίδες της, με το κεφάλι γερμένο στο πλάι, σαν να κοιμόταν. Όμως ήταν ξύπνια. Τα μάτια της ήταν ανοιχτά κα αντέδρασαν στο δυνατό φως με μια σειρά από σαστισμένα
πεταρίσματα των βλεφάρων. Δεν είχε τη δύναμη να ανασηκώσει το κεφάλι. «Ήρθαμε να σας βοηθήσουμε», είπε ο Καρλ, καθώς σκαρφάλωνε στο πάτωμα και προχωρούσε στα τέσσερα. «Μονάχα κάντε ησυχία. Όλα θα πάνε καλά». Βρήκε το κινητό του και σχημάτισε έναν αριθμό. Λίγες στιγμές αργότερα, μιλούσε με την Αστυνομία του Φρέδερικσουν. Εξήγησε ποιος ήταν και ζήτησε άμεσα ενισχύσεις, προτού κλείσει το τηλέφωνο. Οι ώμοι του αγοριού κρέμασαν. Το τηλεφώνημα τον είχε κάνει να χαλαρώσει. Ο Άσαντ τρύπωσε μέσα και αφαίρεσε την ταινία από το στόμα της κοπέλας, κι ύστερα έλυσε το λουρί με το οποίο ήταν δεμένα τα χέρια της. Ο Καρλ άρχισε να βοηθάει το αγόρι. Ήταν συνεργάσιμο, αν και παρέμεινε σιωπηλό, παρότ το φίμωτρό του είχε αφαιρεθεί, ενώ μετατόπιζε το βάρος του ώστε να μπορέσει ο Καρλ να λύσει τον κόμπο του λουριού πίσω από την πλάτη του. Απομάκρυναν τα παιδιά από τον τοίχο και τράβηξαν τις αλυσίδες γύρω από τη μέση τους, διαπιστώνοντας πως ήταν περασμένες σε μια άλλη, η οποία με τη σειρά της ήταν γερά στερεωμένη πάνω στις χοντρές, ξύλινες σανίδες του τοίχου πίσω τους. «Μας έβαλε τις επιπλέον αλυσίδες χτες και τις κλείδωσε μεταξύ τους. Πριν, ήταν μόνο η αλυσίδα στον τοίχο, περασμένη μέσα από το λουρί. Αυτός έχει τα κλειδιά», εξήγησε το αγόρι με τραχιά φωνή.
Ο Καρλ κοίταξε τον Άσαντ. «Είδα ένα λοστό στην αποθήκη. Μπορείς να πας και να τον φέρεις, Άσαντ;» «Λοστό;» «Για όνομα! Ένα λοστό, ναι». Ο Καρλ καταλάβαινε από την έκφρασή του Άσαντ πως ο βοηθός του ήξερε πολύ καλά τι ήταν ο λοστός. Απλώς δεν είχε καμία διάθεση να πατήσει ξανά πάνω σε όλους εκείνους τους γυμνοσάλιαγκες. «Κράτα το φακό. Πάω να τον φέρω εγώ». Ο Καρλ έφτασε στην πόρτα και βγήκε έξω. Λάθος ήταν που δεν πήρε εξαρχής μαζί του το λοστό. Θα ήταν κι αυτός ένα χρήσιμο όπλο. Προχώρησε προσεκτικά, τσαλαβουτώντας στο γλοιώδη πολτό από γυμνοσάλιαγκες, ζωντανούς και νεκρούς, κα παρατήρησε ένα αδύναμο φως σε ένα από τα παράθυρα του σπιτιού που έβλεπαν προς το φιόρδ. Νωρίτερα, δεν ήταν αναμμένο. Στάθηκε ακίνητος για λίγο και αφουγκράστηκε. Τίποτα. Προχώρησε προς την αποθήκη και άνοιξε προσεκτικά την πόρτα. Ο λοστός ήταν εκεί, μπροστά του, πάνω στον πάγκο, κάτω από ένα σφυρί και έναν κάβουρα. Σήκωσε το σφυρί κα παραμέρισε τον κάβουρα, αλλά τινάχτηκε τρομαγμένος καθώς το εργαλείο γλίστρησε από τον πάγκο κι έπεσε στο πάτωμα με θόρυβο. Πάγωσε, τεντώνοντας τα αφτιά.
Ύστερα πήρε το λοστό και ακροπατώντας έφυγε από την αποθήκη. Τα πρόσωπα που αντίκρισε επιστρέφοντας έμοιαζαν ανακουφισμένα. Λες και κάθε κίνηση που είχε κάνει ο ίδιος και ο Άσαντ από τη στιγμή που άνοιξαν την πόρτα του λεμβοστάσιου ήταν από μόνη της ένα θαύμα. Διόλου παράξενο. Προσεκτικά, έσπασαν τις αλυσίδες από τον τοίχο. Το αγόρι σύρθηκε αμέσως στο κέντρο του χώρου. Η κοπέλα έμεινε στη θέση της, βογκώντας. «Τι έχει το κορίτσι;» ρώτησε ο Καρλ. «Μήπως χρειάζετα λίγο νερό;» «Νερό, ναι. Είναι πολύ άσχημα. Έχουμε καιρό κλεισμένο εδώ μέσα». «Άσαντ, εσύ πάρε την κοπέλα», ψιθύρισε ο Καρλ. «Κράτα καλά τις αλυσίδες, ώστε να μην κάνουν θόρυβο. Εγώ θα βοηθήσω τον Σάμουιλ». Ένιωσε το αγόρι να μαγκώνεται και να γυρνάει προς το μέρος του, κοιτάζοντας ξαφνικά τον Καρλ λες και είχε απελευθερώσει ένα δαίμονα που φώλιαζε μέσα του. «Ξέρεις το όνομά μου», είπε επιφυλακτικά. «Αστυνομικός είμαι. Ξέρω πολλά για εσένα και την οικογένειά σου, Σάμουιλ». Το αγόρι αποτραβήχτηκε ελαφρά. «Πώς γίνεται; Μίλησες στους γονείς μας;» Ο Καρλ πήρε βαθιά ανάσα. «Όχι. Δεν τους έχω μιλήσει». Ο Σάμουιλ έσφιξε τις γροθιές του. «Κάτι δεν πάει καλά»,
είπε. «Δεν είσαι αστυνομικός». «Ναι, αστυνομικός είμαι, Σάμουιλ. Θέλεις να δεις το σήμα μου;» «Πώς ξέρατε πού βρισκόμαστε; Πώς θα μπορούσατε να το ξέρετε;» «Προσπαθούμε να εντοπίσουμε τον απαγωγέα σας εδώ και καιρό, Σάμουιλ. Έλα, πρέπει να βιαστούμε», επέμεινε ο Καρλ, την ώρα που ο Άσαντ έβγαζε την κοπέλα έξω. «Αν είστε αστυνομικοί, τότε γιατί πρέπει να βιαστούμε;» Μια έκφραση φρίκης απλώθηκε στο πρόσωπό του. Προφανώς, ήταν ανάστατος. Μήπως βρισκόταν σε κατάσταση σοκ; «Χρειάστηκε να σπάσουμε τις αλυσίδες από τον τοίχο, Σάμουιλ. Δεν είναι απόδειξη αυτό; Δεν έχουμε το κλειδί». «Έχει κάποια σχέση με τους γονείς μας; Δεν έδωσαν τα λύτρα; Τους συνέβη κάτι;» Άρχισε να κουνάει το κεφάλι πέρα δώθε, ασταμάτητα. «Πού είναι οι γονείς μας;» ρώτησε επιτακτικά, υψώνοντας τη φωνή του. «Σσστ», έκανε ο Καρλ αυστηρά. Απέξω ακούστηκε ένας γδούπος. Μήπως είχε γλιστρήσε ο Άσαντ στο μονοπάτι; «Είσαι εντάξει, Άσαντ;» ψιθύρισε ο Καρλ. Καμία απάντηση. Στράφηκε ξανά στον Σάμουιλ. «Πάμε, Σάμουιλ. Πρέπει να φύγουμε από εδώ». Το αγόρι τον κοίταξε κατάματα, με δυσπιστία. «Σε κανέναν δε μίλησες στο τηλέφωνο προηγουμένως, σωστά; Μας βγάζετε έξω για να μας σκοτώσετε, έτσι δεν είναι; Αυτό δε θέλετε να κάνετε;»
Ο Καρλ κούνησε το κεφάλι. «Άκουσέ με, Σάμουιλ. Εγώ θα βγω τώρα έξω. Μόλις βγω, έλα στην πόρτα και θα δεις πως όλα είναι εντάξει». Ύστερα σύρθηκε προς τα πίσω και βγήκε στο δροσερό, νυχτερινό αέρα. Ξαφνικά, ακούστηκε ένας ήχος, και δέχτηκε ένα κοφτό, βαρύ χτύπημα πάνω στο λαιμό του. Τα πάντα σκοτείνιασαν.
51 ΙΣΩΣ ΝΑ ΗΤΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΘΟΡΥΒΟΣ απέξω ή ο πόνος από τα τραύματά του. Ό,τι κι αν ήταν, συνήλθε απότομα κ έριξε αλαφιασμένος μια ματιά ολόγυρα. Τότε θυμήθηκε τι είχε συμβεί και κοίταξε το ρολόι του. Είχε περάσει σχεδόν μιάμιση ώρα από τη στιγμή που ξάπλωσε. Ζαλισμένος, ανακάθισε στον καναπέ και γύρισε στο πλάι, για να δει αν είχε αιμορραγήσει. Έγνεψε αρνητικά, ευχαριστημένος με τη δουλειά του. Τα τραύματα έδειχναν στεγνά, επουλώνονταν. Καθόλου άσχημα για πρώτη απόπειρα. Σηκώθηκε και τέντωσε τα άκρα του. Στην κουζίνα πήρχαν κουτιά με χυμό και τρόφιμα σε κονσέρβες. Ένα ποτήρι χυμός ροδιού και λίγο ψωμί με τόνο θα του έδιναν δύναμη, έπειτα από τόσο αίμα που έχασε. Λίγο φαγητό στο πόδι, κι ύστερα θα κατέβαινε στο λεμβοστάσιο. Άναψε το φως στην κουζίνα και κοίταξε έξω στο σκοτάδ για μια στιγμή, προτού κατεβάσει τα στόρια. Δεν υπήρχε λόγος να φανερώσει την παρουσία του, έτσι και ήταν κανείς εκεί έξω. Προείχε η ασφάλεια. Ξαφνικά, κοντοστάθηκε και συνοφρυώθηκε. Τι ήταν αυτό; νας θόρυβος. Έμεινε ακίνητος για λίγο. Στο μεταξύ, επικράτησε και πάλι ησυχία.
Κάποιος φασιανός που είχε τρομάξει, ίσως; Όμως τι θα μπορούσε να τρομάξει ένα φασιανό τέτοια ώρα; Ανέβασε τα στόρια κι έστρεψε το βλέμμα του στην κατεύθυνση απ’ όπου του είχε φανεί ότι ακούστηκε ο θόρυβος, φροντίζοντας να μείνει εντελώς ακίνητος. Και τότε, την είδε. Μια μορφή στο σκοτάδι. Μια σιλουέτα που κινούνταν. Όποιος κι αν ήταν, πέρασε από την αποθήκη κι ύστερα έφυγε. Τραβήχτηκε απότομα από το τζάμι. Τώρα, η καρδιά του χτυπούσε γρηγορότερα απ’ ό,τι θα ήθελε. Άνοιξε το συρτάρι μπροστά του κι έπιασε ένα μαχαίρ φιλεταρίσματος. Από την κατάλληλη θέση, ο εισβολέας δεν πήρχε περίπτωση να γλιτώσει το χτύπημα μιας τόσο μακριάς, λεπτής λεπίδας. Ύστερα φόρεσε το παντελόνι του και βγήκε αθόρυβα έξω, ξυπόλυτος. Τώρα άκουγε καθαρά τους ήχους από το λεμβοστάσιο. Λες και κάποιος είχε βαλθεί να το γκρεμίσει. Σαν κάτι να έγδερνε τα ξύλα. Στάθηκε ακίνητος και αφουγκράστηκε. Ήξερε τι ήταν. Είχαν βαλθεί να σπάσουν τις αλυσίδες. Κάποιος προσπαθούσε να ξεκολλήσει τα καρφιά που στερέωναν τις αλυσίδες στον τοίχο. Ποιος, όμως; Αν ήταν η Αστυνομία, τότε θα βρισκόταν αντιμέτωπος με
όπλα ανώτερα από το δικό του. Εκείνος, όμως, γνώριζε τα κατατόπια. Ήξερε πώς να εκμεταλλευτεί το σκοτάδι. Πέρασε μπροστά από την αποθήκη και είδε αμέσως πως από την πόρτα έβγαινε περισσότερο φως απ’ ό,τι θα έπρεπε κανονικά. Η πόρτα έστεκε μισάνοιχτη τώρα, όμως ήταν σίγουρος ότ την είχε κλείσει πίσω του, όταν κατέβηκε μέχρι εκεί για να ελέγξει τη θερμοκρασία της δεξαμενής. Ήταν απόλυτα βέβαιος. Ίσως να μην ήταν μόνο ένας ο εισβολέας. Ίσως να ήταν και κάποιος άλλος εκεί μέσα. Κόλλησε πάνω στον τοίχο και σκέφτηκε τι θα μπορούσε α κάνει. Ήξερε το μέρος αυτό σαν την παλάμη του χεριού του. Έτσι και είχε τρυπώσει κάποιος εκεί, θα μπορούσε να τον μαχαιρώσει πριν καταλάβει ο άλλος τι είχε συμβεί. Ένα χτύπημα, στο μαλακό σημείο κάτω από το στέρνο. Θα μπορούσε έτσι να βγάλει από τη μέση δυο τρεις σε μερικά δευτερόλεπτα, και δε θα δίσταζε να το κάνει. Ή εκείνοι ή αυτός. Μπήκε γρήγορα μέσα, με το μαχαίρι προτεταμένο, κα κοίταξε ολόγυρα στο άδειο δωμάτιο. Κάποιος είχε περάσει από εκεί. Το σκαμνί ήταν σε λάθος σημείο και τα εργαλεία του ανακατεμένα. Ο κάβουρας, πεσμένος στο πάτωμα. Αυτός ήταν ο θόρυβος που είχε ακούσει. Έπιασε το σφυρί από τον πάγκο. Το ένιωθε καλύτερα στο χέρι του απ’ ό,τι το μαχαίρι. Του ήταν περισσότερο οικείο. Κατηφόρισε αθόρυβα το μονοπάτι που οδηγούσε στο
ερό, νιώθοντας τη γλίτσα από τους γυμνοσάλιαγκες ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών του. Σιχαμένα πλάσματα. Θα τα ξεπάστρευε σε πρώτη ευκαιρία. Έσκυψε προς τα εμπρός, τεντώνοντας το λαιμό του για να δει, και διέκρινε ένα αχνό φως στη σχισμή της πόρτας του λεμβοστάσιου. Από μέσα άκουσε ψιθυριστές φωνές. Τέντωσε τα αφτιά του, όμως δεν κατάφερε να διακρίνει σε ποιον ανήκαν ή τι έλεγαν. Όμως, τι σημασία είχε αυτό; Όποιος κι αν βρισκόταν εκεί μέσα, είχε μόνο μία έξοδο. Το μόνο που είχε να κάνει ο ίδιος ήταν να πλησιάσει αθόρυβα και να αμπαρώσει την πόρτα, οπότε θα τους παγίδευε, ώσπου α φέρει το μπιτόνι από το αυτοκίνητο για να βάλει φωτιά στο κτίσμα. Οι φλόγες θα φαίνονταν από μεγάλη απόσταση, όμως τ άλλη επιλογή είχε; Θα έβαζε φωτιά στο λεμβοστάσιο, θα μάζευε τα έγγραφα και τα χρήματά του και θα ξεκινούσε για τα σύνορα, το ταχύτερο δυνατόν. Άλλη λύση δεν υπήρχε. Άνθρωπος ανίκανος να αναπροσαρμόσει τα σχέδιά του ήταν άξιος της μοίρας του. Πέρασε το μαχαίρι μέσα στη ζώνη του και κινήθηκε προσεκτικά προς την πόρτα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, όμως, η πόρτα άνοιξε και φάνηκαν δύο πόδια. Μεμιάς, παραμέρισε. Τώρα καλούνταν να αντιμετωπίσε το πρόβλημα με πιο άμεσο τρόπο. Παρακολούθησε τη φιγούρα να πατάει με την όπισθεν τα πόδια της στο έδαφος, ενώ το υπόλοιπο σώμα ήταν ακόμα τεντωμένο μέσα στο λεμβοστάσιο.
«Πού είναι οι γονείς μας;» άκουσε ξαφνικά το αγόρι να φωνάζει, και η ερώτησή του αμέσως απαντήθηκε από ένα επιτακτικό «σσστ», ώστε να σωπάσει. Και τότε είδε το μελαψό αστυνομικό να τραβάει την κοπέλα έξω και να την παίρνει στα χέρια του, οπισθοχωρώντας προς το μέρος του. Ήταν ο ίδιος βραχύσωμος Άραβας που είχε δει στην αίθουσα του μπόουλινγκ. Εκείνος που ρίχτηκε στα πόδια του Πάπα. Τ γύρευε εδώ πέρα; Πώς τον είχαν εντοπίσει; Γύρισε το σφυρί στο πλάι, όπως το σήκωσε στον αέρα, κα κατέβασε τη φαρδιά πλευρά του με δύναμη πάνω στο σβέρκο του άντρα. Εκείνος σωριάστηκε χωρίς να κάνει κιχ, και η κοπέλα έπεσε πάνω του. Τον κοίταξε με άψυχα μάτια, συμβιβασμένη εδώ και καιρό με τη μοίρα της, κι ύστερα τα έκλεισε. Τη χώριζε από το θάνατο ένα δυνατό χτύπημα. Θα έπρεπε να περιμένει, όμως. Ούτως ή άλλως, δεν αποτελούσε απειλή αυτή την ώρα. Ανασήκωσε το κεφάλι, περιμένοντας την έξοδο του δεύτερου αστυνομικού. Και πάλι, τα πόδια εμφανίστηκαν πρώτα στο άνοιγμα. Άκουσε τον άντρα να διαβεβαιώνει το αγόρι πως όλα θα πήγαιναν καλά. Και τότε, επιτέθηκε. Ο αστυνομικός γλίστρησε στο έδαφος. Άφησε το σφυρί κι έμεινε να κοιτάζει τους δύο αναίσθητους άντρες, ακούγοντας για λίγο τον άνεμο που σφύριζε στα δέντρα, τη βροχή που έπεφτε πάνω στις πλάκες
του μονοπατιού. Το αγόρι, στο μεταξύ, κάτι είχε καταλάβει, ο κινήσεις του μέσα στο λεμβοστάσιο ακούγονταν ανήσυχες. Κατά τα άλλα, όμως, επικρατούσε ησυχία. Πήρε την κοπέλα στα χέρια του και την ανέβασε ξανά στο λεμβοστάσιο, με μια γρήγορη κίνηση, έκλεισε με δύναμη την πόρτα και ασφάλισε το σύρτη με την περόνη. Ίσιωσε το σώμα του κι έριξε μια ματιά τριγύρω. Εκτός από τις φωνές του αγοριού, εξακολουθούσε να επικρατεί ησυχία. Ούτε σειρήνες ούτε άλλοι παράταιροι ήχοι. Όχι ακόμα, τουλάχιστον. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Τι θα μπορούσε να περιμένει στη συνέχεια; Άραγε, θα έρχονταν και άλλοι αστυνομικοί, ή μήπως αυτοί οι δύο είχαν κάνει του κεφαλιού τους, θέλοντας α εντυπωσιάσουν τους προϊσταμένους τους; Έπρεπε να βεβαιωθεί. Αν είχαν έρθει μόνοι τους, τότε θα προχωρούσε βάσει του σχεδίου του. Όμως, αν ήταν να καταφθάσουν και άλλοι, τότε έπρεπε να διαφύγει το ταχύτερο. Ό,τι κι αν ίσχυε, θα έπρεπε να απαλλαγεί και από τους τέσσερίς τους, αμέσως μόλις έπαιρνε την απάντησή του. Τρέχοντας, έφτασε στην αποθήκη και άρπαξε το σκοιν που κρεμόταν πίσω από την πόρτα. Είχε δέσει κι άλλοτε ανθρώπους. Δεν έπαιρνε πολλή ώρα. Από το λεμβοστάσιο ακουγόταν φασαρία, όση ώρα εκείνος έδενε πισθάγκωνα τους δύο αναίσθητους άντρες. ταν το αγόρι, που πλέον ούρλιαζε με όση δύναμη είχε, απαιτώντας να του ανοίξει. Ωρυόταν πως οι γονείς του δε θα του έδιναν ποτέ τα χρήματα, αν δεν επέστρεφε ασφαλής μαζ
με την αδερφή του στο σπίτι τους. Ο μικρός ήταν μαχητής. Αυτό όφειλε να του το αναγνωρίσει. Τότε, ο Σάμουιλ άρχισε να κλοτσάει την πόρτα. Εκείνος τσέκαρε το σύρτη. Είχαν περάσει χρόνια από τότε που τον στερέωσε πάνω στην πόρτα, όμως το ξύλο παρέμενε γερό. Θα άντεχε. Απομάκρυνε τους δύο άντρες από το λεμβοστάσιο, έτσ ώστε το φως της αποθήκης να φωτίσει τα πρόσωπά τους. στερα ανασήκωσε τον πιο μεγαλόσωμο από τους δύο κα τον κάθισε στο μονοπάτι. Γονάτισε μπροστά του και βάλθηκε να του ρίχνει δυνατά χαστούκια. «Έλα, ξύπνα!» τον πρόσταζε. Κάποια στιγμή, ο επιθεωρητής συνήλθε. Τα μάτια του στράφηκαν προς τα πάνω. Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά του μερικές φορές και προσπάθησε να εστιάσει. Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Πλέον, οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί. Εκείνος δεν ήταν πια ο ύποπτος που ανακρινόταν σε ένα τραπέζι μιας αίθουσας μπόουλινγκ, αποφεύγοντας να δώσει εξηγήσεις για τις κινήσεις του. «Κάθαρμα», μουρμούρισε ο αστυνομικός. «Θα σε πιάσουμε. Έρχονται ενισχύσεις. Έχουμε τα δακτυλικά σου αποτυπώματα». Κοίταξε τον επιθεωρητή στα μάτια. Ο τύπος ήταν ακόμα ζαλισμένος. Οι κόρες του αντέδρασαν πολύ αργά όταν εκείνος έγειρε στο πλάι και άφησε το φως της αποθήκης να πέσει ξαφνικά πάνω στο πρόσωπό του. Ίσως αυτό να εξηγούσε και την απρόσμενη ηρεμία του. Ή μήπως αυτή
οφειλόταν στο ότι ο αστυνομικός, πολύ απλά, δεν πίστευε πως ήταν ικανός να τους σκοτώσει; «Ενισχύσεις. Τι πρωτότυπο!» απάντησε. «Ας έρθουν ο ενισχύσεις, ευχαρίστως. Από εδώ όπου είμαστε, υπάρχε ορατότητα μέχρι το Φρέδερικσουν, απέναντι στο φιόρδ», είπε. «Θα δούμε τους μπλε φάρους αμέσως μόλις φτάσουν στη Γέφυρα του Διαδόχου Φρειδερίκου. Άφθονος χρόνος για να γίνουν τα απαραίτητα, ώσπου να φτάσουν εδώ». «Από το Νότο θα έρθουν. Από το Ρόσκιλε. Την τύφλα σου θα δεις, καθίκι», είπε ο αστυνομικός. «Άσε μας ελεύθερους. Παραδώσου. Σε δεκαπέντε χρόνια θα είσαι έξω. τσι και μας σκοτώσεις, είσαι νεκρός, σ’ το υπόσχομαι. Θα σου ρίξουν, ειδάλλως θα σαπίσεις σε κάποιο κελί, ισοβίτης. να και το αυτό. Οι φονιάδες αστυνομικών δεν τη γλιτώνουν σε αυτό το σύστημα». Εκείνος χαμογέλασε. «Μιλάς λες και σου τράβηξε κάποιος μια ξεγυρισμένη στο κεφάλι. Άσε που λες ψέματα. Κ αν δεν απαντήσεις στις ερωτήσεις μου, θα κολυμπάς σ’ εκείνη τη δεξαμενή, μέσα στην αποθήκη, σε...» –έριξε μια ματιά στο ρολόι του– «...ας πούμε σε είκοσι λεπτά από τώρα. Παρέα με τα πιτσιρίκια και το φιλαράκο σου εδώ πέρα. Κα ξέρεις κάτι;» Κόλλησε το πρόσωπό του μπροστά στα μούτρα του Καρλ. «Εγώ θα έχω γίνει καπνός». Τα χτυπήματα από το λεμβοστάσιο δυνάμωσαν. Ακούγονταν εντονότερα τώρα, περισσότερο μεταλλικά. Ενστικτωδώς, έριξε μια ματιά προς το σημείο όπου είχε αφήσει το σφυρί. Το ένστικτό του επιβεβαιώθηκε. Το σφυρί είχε εξαφανιστεί.
Πρέπει να το είχε πάρει η κοπέλα, χωρίς να την καταλάβει, όταν τη σήκωσε και την έβαλε μέσα. Δεν ήταν τόσο στον κόσμο της όσο του είχε φανεί, η άτιμη σκρόφα. Τράβηξε με αργές κινήσεις το μαχαίρι από τη ζώνη του. Πλέον, δεν υπήρχε εναλλακτική λύση.
52 ΠΕΡΙΕΡΓΩΣ, Ο ΚΑΡΛ δε φοβόταν. Όχι επειδή είχε την όποια αμφιβολία πως ο άντρας μπροστά του ήταν αρκετά παράφρων ώστε να τον σκοτώσει χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, αλλά επειδή τα πάντα ολόγυρά του φάνταζαν τόσο γαλήνια. Τα σύννεφα απλώνονταν ήσυχα στον ουρανό, κρύβοντας τη σελήνη. Τα νερά του φιόρδ πάφλαζαν σιγανά. Η μυρωδιά του χώματος. Ακόμα και το βουητό της γεννήτριας πίσω του ακουγόταν καθησυχαστικό. Τ παράξενο! Ίσως όλα αυτά να οφείλονταν στο χτύπημα που είχε δεχτεί. Σε κάθε περίπτωση, το κεφάλι του τον πέθαινε, σβήνοντας έτσι τον πόνο από το μπράτσο και τον ώμο του. Τότε άρχισαν να ακούγονται ξανά χτυπήματα από το λεμβοστάσιο. Πιο δυνατά απ’ ό,τι λίγο νωρίτερα. Κοίταξε τον άντρα. Είχε τραβήξει το μαχαίρι από τη ζώνη του. «Θέλεις να καταλάβεις πώς σε βρήκαμε, έτσι δεν είναι;» είπε ο Καρλ, καθώς ένιωθε να επιστρέφει κάπως η αίσθηση στα δεμένα πισθάγκωνα χέρια του. Έστρεψε το βλέμμα προς το ψιλόβροχο. Οι στάλες είχαν αυξηθεί, μαλάκωναν το σκοινί. Έπρεπε να κερδίσει χρόνο. Τα μάτια του άντρα ήταν ψυχρά. Τότε διέκρινε μια σύσπαση στα χείλη του.
Είχε δίκιο. Αν υπήρχε ένα πράγμα που πέθαινε να μάθε αυτό το κάθαρμα, ήταν πώς είχαν καταφέρει να τον εντοπίσουν. «Κάποτε, ήταν ένα αγόρι, που το έλεγαν Πόολ. Πόολ Χολτ, τον θυμάσαι;» ρώτησε, καθώς μούλιαζε το σπάγκο στο βρεγμένο χορτάρι πίσω του. «Ήταν κάπως ιδιαίτερη περίπτωση αυτός ο Πόολ». Στο μεταξύ, τα χέρια του δούλευαν, τα έστριβε και τα τέντωνε ανεπαίσθητα. Άφησε τα λόγια του να αιωρηθούν στον αέρα κι έγνεψε καταφατικά, συλλογισμένος. Δεν υπήρχε λόγος να βιαστεί. Άσχετα από το πόσο ανθεκτικό αποδεικνυόταν το σκοινί, όσο περισσότερο κρατούσε την προσοχή του δολοφόνου στραμμένη σε όσα του έλεγε τόσο περισσότερο θα παρέμεναν όλοι τους ζωντανοί. Χαμογέλασε. Ήταν μια αντίστροφη ανάκριση. Τι ειρωνεία! «Ε, και τι με αυτό;» ρώτησε επιτακτικά ο άντρας. Ο Καρλ γέλασε. Τα διαστήματα ανάμεσα στα χτυπήματα με το σφυρί μέσα από το λεμβοστάσιο ήταν μεγαλύτερα τώρα, όμως ακούγονταν περισσότερο ακριβή. «Πέρασε καιρός από τότε, σωστά; Θυμάσαι; Η κοπέλα που κρατάς δεν είχε καν γεννηθεί. Ή μήπως δε σκέφτεσα καθόλου τα θύματά σου; Όχι, φυσικά και δεν τα σκέφτεσαι». Εκείνη τη στιγμή, η έκφραση του άντρα άλλαξε, κι ένα ρίγος διέτρεξε την πλάτη του Καρλ. Με μια γρήγορη κίνηση, ο άλλος πετάχτηκε όρθιος κα κόλλησε το μαχαίρι πάνω στο λαιμό του Άσαντ. «Απάντησέ μου αυτή τη στιγμή. Τέρμα οι μαλακίες, ειδάλλως ο φιλαράκος σου εδώ πέρα θα κάνει γαργάρες με το αίμα του.
Συνεννοηθήκαμε;» Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά, ενώ συνέχιζε να στρίβει τα χέρια του. Ο τύπος σοβαρολογούσε, δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία γι’ αυτό. Τώρα στράφηκε προς το λεμβοστάσιο. «Θα σε κάνω να φτύσεις το γάλα που βύζαξες προτού πεθάνεις, έτσι κα συνεχίσεις, Σάμουιλ. Πίστεψέ με!» ούρλιαξε. Τα χτυπήματα σταμάτησαν για μια στιγμή. Ο Καρλ άκουσε το κορίτσι που έκλαιγε με λυγμούς εκεί μέσα. Κι ύστερα, ο Σάμουιλ συνέχισε. «Ο Πόολ κατάφερε να στείλει ένα μήνυμα μέσα σε μπουκάλι. Έπρεπε να είχες διαλέξει καλύτερο σημείο για να φυλακίζεις τα θύματά σου, όχι μέσα σε ένα λεμβοστάσιο, πάνω από το νερό», είπε ο Καρλ. Ο άντρας συνοφρυώθηκε. Μήνυμα μέσα σε μπουκάλι; Στο μεταξύ, το σκοινί στα χέρια του Καρλ άρχιζε να χαλαρώνει. «Το μπουκάλι κατέληξε στα δίχτυα κάτ ψαράδων, ανοιχτά των ακτών της Σκοτίας, πριν από μερικά χρόνια. Και κάποια στιγμή έφτασε στο γραφείο μου», συνέχισε, ενώ οι καρποί του δούλευαν χωρίς διακοπή. «Κρίμα για εσένα», είπε ο άλλος, αν και ήταν φανερό ότ η περιέργειά του δεν είχε ικανοποιηθεί. Δεν ήταν δύσκολο για τον Καρλ να διαβάσει τις σκέψεις του. Πώς μπορούσε να του είχε κάνει τέτοια ζημιά ένα μήνυμα μέσα σε μπουκάλι; Κανένα από τα παιδιά που είχε φυλακίσε μέσα στο λεμβοστάσιο όλα εκείνα τα χρόνια δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει πού βρισκόταν. Πώς γινόταν να το αλλάξε αυτό ένα κομμάτι χαρτί μέσα σε γυαλί;
Ο Καρλ διέκρινε μια κίνηση στο πόδι του Άσαντ. Κάτσε εκεί που είσαι, Άσαντ. Κοιμήσου. Έτσι κι αλλιώς, δεν μπορείς να κάνεις κάτι. Το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να τους βοηθήσει τώρα ήταν αν κατάφερνε να χαλαρώσει το σκοινί γύρω από τους καρπούς του αρκετά, ώστε να λύσει τα χέρια του. Ακόμα και τότε, όμως, δεν μπορούσε να προβλέψει τι θα συνέβαινε. Ο άντρας που είχε απέναντί του ήταν δυνατός, αδίστακτος και κρατούσε ένα μαχαίρι που φαινόταν πολύ επικίνδυνο. Το χτύπημα που είχε δεχτεί ο Καρλ στο κεφάλι σίγουρα θα επιβράδυνε την αντίδρασή του. Γενικά, ελάχιστες ήταν οι ελπίδες. Μακάρι να είχε καλέσει την Αστυνομία του Ρόσκιλε για να στείλε ενισχύσεις, ώστε η βοήθεια να ερχόταν από το Νότο. Έτσι, ίσως κάτι να γινόταν. Όμως η αστυνομία του Φρέδερικσουν δε θα μπορούσε να μην προδώσει την άφιξή της. Το κάθαρμα είχε δίκιο. Αμέσως μόλις έφταναν στη γέφυρα, ο ουρανός θα βαφόταν μπλε. Κι αυτό θα συνέβαινε σε κάνα δίλεπτο, το πολύ. Τότε, τα πάντα θα τελείωναν. Το συνειδητοποιούσε αυτό πλέον. Και το σκοινί εξακολουθούσε να είναι πολύ σφιχτό. «Σήκω φύγε, Κλάους Λάρσεν, ή όπως αλλιώς σε λένε. Σήκω φύγε, όσο προλαβαίνεις ακόμα», του πέταξε ο Καρλ, την ώρα που τα χτυπήματα τα οποία κατέφερε ο Σάμουιλ στην πόρτα είχαν αποκτήσει ξαφνικά βαθύτερο ήχο. «Σε ένα πράγμα έχεις δίκιο, τουλάχιστον. Το όνομά μου δεν είναι Κλάους Λάρσεν», είπε ο άντρας, όπως στεκόταν ακόμα πάνω από το αναίσθητο κορμί του Άσαντ. «Δεν έχεις ιδέα ποια είναι η πραγματική μου ταυτότητα. Και όχι μόνο
αυτό, αλλά πιστεύω πως εσύ κι ο φιλαράκος σου ήρθατε εδώ πέρα μόνοι σας απόψε. Οπότε, γιατί να θέλω να φύγω; Τι σε κάνει να πιστεύεις πως έχω οποιονδήποτε λόγο να φοβάμαι;» «Σήκω και φύγε, όπως κι αν σε λένε. Δεν είναι πολύ αργά. Εξαφανίσου, ξεκίνα μια άλλη ζωή. Θα σε ψάξουμε, όμως στο μεταξύ μπορεί και να έχεις μετανοήσει. Αλήθεια, είσαι ικανός για κάτι τέτοιο;» Ξαφνικά, το σκοινί χαλάρωσε. Κοίταξε τον άντρα κατάματα και είδε τα μάτια του να χρωματίζονται μπλε. Περιπολικά διέσχιζαν τη γέφυρα. Το τέλος είχε φτάσει. Ο Καρλ ίσιωσε την πλάτη του και μάζεψε τα πόδια. Ο άντρας ανασήκωσε το κεφάλι, είδε τους φάρους που κατέκλυζαν με το φως τους τον ουρανό, και την αντανάκλασή τους στα νερά του φιόρδ. Σήκωσε το μαχαίρι πάνω από τον ανυπεράσπιστο Άσαντ. Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο Καρλ επιτέθηκε, βουτώντας με το κεφάλι πάνω στα πόδια του άντρα. Ο απαγωγέας παραπάτησε κι έπεσε, εξακολουθώντας α κρατάει το μαχαίρι, έσφιξε το γοφό του κι έριξε στον άντρα που του είχε ορμήσει μια φονική ματιά, το τελευταίο πράγμα που θα αντίκριζε ο Καρλ στη ζωή του, όπως ήταν βέβαιος. Και τότε, τα χέρια του ελευθερώθηκαν από το σκοινί. Ο Καρλ κατάφερε να σταθεί στα πόδια του και πήρε θέση άμυνας. Γυμνά χέρια απέναντι στο μαχαίρι του αντιπάλου του. Σε τι θα τον ωφελούσαν; Αισθάνθηκε πόσο ζαλισμένος ήταν ακόμα. Ανήμπορος να τρέξει, όσο κι αν το ήθελε. Όσο δελεαστικός κι αν φάνταζε ο κάβουρας στο πάτωμα της
αποθήκης, του ήταν αδύνατο να συντονίσει τα άκρα του κα α τρέξει. Τα πάντα γύρω του έμοιαζαν να συρρικνώνονται κα α διαστέλλονται ταυτόχρονα. Παραπατώντας, έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω, την ώρα που ο άντρας σηκωνόταν, με το μαχαίρι στραμμένο προς το μέρος του. Η καρδιά του χτυπούσε σαν ταμπούρλο, το κεφάλι του τον πέθαινε. Τα υπέροχα μάτια της Μόνα πέρασαν φευγαλέα από μπροστά του. Στύλωσε τα πόδια για να κρατήσει την ισορροπία του. Το έδαφος ήταν γλιστερό και, για μία ακόμα φορά, ένιωσε τη γλίτσα από τους γυμνοσάλιαγκες στις σόλες των παπουτσιών του. Οι μπλε αντανακλάσεις από τη γέφυρα δε φαίνονταν πια. Τα περιπολικά θα έφταναν εκεί σε πέντε λεπτά. Αν κατάφερνε α αντέξει λίγο ακόμα, μπορεί και να γλίτωνε τα παιδιά. Ανασήκωσε το πρόσωπο και κοίταξε τα κλαδιά των δέντρων που απλώνονταν πάνω από το μονοπάτι. Άραγε, θα μπορούσε να τα φτάσει και να πιαστεί από αυτά; Έκανε ένα ακόμα βήμα προς τα πίσω. Τώρα, όμως, ο άντρας χίμηξε καταπάνω του, με τη λεπίδα στραμμένη στο στήθος του Καρλ και μάτια που φλέγονταν από μανία. Αυτό που του ανέτρεψε τα σχέδια, όμως, ήταν ένα μικρό πόδι, μετά βίας νούμερο σαράντα. Ο Άσαντ άπλωσε το πόδι του, βάζοντας τρικλοποδιά στον απαγωγέα, ώστε να τον κάνει να χάσει την ισορροπία του.greekleech.info Στην αρχή, φάνηκε πως θα κατάφερνε να σταθεί όρθιος, όμως αμέσως μετά, έτσι όπως ήταν
ξυπόλυτος, γλίστρησε πάνω στη γλίτσα των γαστερόποδων. Ακούστηκε ένας απαίσιος, ξερός ήχος καθώς το μάγουλό του έσκασε στο έδαφος. Αμέσως, ο Καρλ κινήθηκε προς το μέρος του και άρχισε να τον κλοτσάει στο στομάχι, όσο πιο δυνατά μπορούσε, ώσπου ο άντρας άφησε το μαχαίρι. Ο Καρλ το μάζεψε από κάτω κι ύστερα έστησε τον άλλο στα πόδια του. Τον κοίταξε στα μάτια και κόλλησε τη λεπίδα πάνω στην καρωτίδα του. Πίσω τους, ο Άσαντ προσπάθησε α ανασηκωθεί, στηριγμένος στον αγκώνα του, όμως τελικά έκανε εμετό και σωριάστηκε ξανά. Ένας χείμαρρος βρισιών στα αραβικά ξεχύθηκε από τα χείλη του, μαζί με το περιεχόμενο του στομαχιού του. Κρίνοντας από την ένταση των βλαστημιών του, θα γινόταν καλά. «Κάν’ το», είπε ο άντρας. «Έχω σιχαθεί τα μούτρα σου». Ξαφνικά, τίναξε το κεφάλι προς τα εμπρός, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να αυτοκτονήσει. Ο Καρλ αντιλήφθηκε την κίνηση και πρόλαβε να τραβήξει το μαχαίρι. Η λεπίδα έγδαρε το λαιμό του άλλου. Το τραύμα ήταν επιφανειακό. «Το φαντάστηκα», τον χλεύασε ο άντρας, ενώ το αίμα κυλούσε από την πληγή. «Δεν μπορείς να το κάνεις, έτσι δεν είναι; Δεν έχεις τα κότσια». Έκανε λάθος. Αν το επιχειρούσε ξανά αυτό, ο Καρλ ήταν βέβαιος ότι θα τον άφηνε να καρφωθεί πάνω στη λεπίδα. Ο Άσαντ θα ήταν ο ζαλισμένος μάρτυρας της αυτοκτονίας του απαγωγέα. Οπότε, αν ήθελε, ας το επιχειρούσε. Θα γλίτωναν και τα δικαστήρια από έναν κόπο. Εκείνη τη στιγμή, ο θόρυβος από το λεμβοστάσιο
σταμάτησε. Ο Καρλ έριξε μια ματιά πίσω από τον ώμο του άντρα κα είδε την πόρτα να ανοίγει διάπλατα. Και τότε, το κάθαρμα μπροστά του κόλλησε ξανά το πρόσωπό του στο δικό του. «Τελικά, δε μου είπες πώς με βρήκες. Δεν πειράζει, θα το μάθω στη δίκη», είπε. «Πόσα χρόνια λες να μου ρίξουν; Δεκαπέντε, σωστά; Αέρας θα περάσουν». Τίναξε το κεφάλ του πίσω και άρχισε να γελάει. Από στιγμή σε στιγμή, ήταν ικανός να ριχτεί ξανά στο μαχαίρι. Δική του απόφαση. Ο Καρλ έσφιξε την παλάμη του γύρω από τη λαβή, έχοντας πλήρη συναίσθηση του πόσο φριχτή θα ήταν αυτή η εμπειρία. Τότε ακούστηκε ένας ήχος σαν αβγό που έσπαγε. Ένας κοφτός, μάλλον συνηθισμένος ήχος. Ο άντρας έπεσε στα γόνατα και σωριάστηκε βουβά στο πλάι. Ο Καρλ ανασήκωσε το κεφάλι και είδε τον Σάμουιλ να στέκεται μπροστά του με το σφυρί στο χέρι και μάτια κατακόκκινα από το κλάμα. Είχε σπάσει την κλειδαριά από μέσα, με τη βοήθεια του σφυριού. Πώς διάολο το είχε πάρει; Ο Καρλ κοίταξε κάτω. Άφησε το μαχαίρι να πέσει από το χέρι του κι έσκυψε πάνω από τον άντρα, ο οποίος κειτόταν στο έδαφος, με το κορμί του παραδομένο σε κοφτούς σπασμούς. Εξακολουθούσε να ανασαίνει, όμως μέσα στα επόμενα λεπτά η ζωή θα έφευγε από μέσα του. Αυτό που είχε δει ο Καρλ να συμβαίνει μπροστά στα μάτια του ήταν εκτέλεση. Προμελετημένος φόνος. Ο άντρας ήταν ήδη εξουδετερωμένος. Το αγόρι δεν μπορεί να μην το είχε
αντιληφθεί. «Άσε κάτω το σφυρί, Σάμουιλ», είπε κι έριξε μια ματιά στον Άσαντ. «Ό,τι έγινε ήταν αυτοάμυνα. Είμαστε όλο σύμφωνοι σε αυτό, καλά δε λέω, Άσαντ;» Ο Άσαντ ανασήκωσε το κεφάλι και γύρισε το κάτω χείλος προς τα έξω. Η απάντησή του δόθηκε τμηματικά, στις παύσεις όσο έκανε εμετό. «Πάντοτε σύμφωνοι είμαστε, Καρλ. Σωστά;» Ο Καρλ παρατήρησε το κορμί που κειτόταν στη γλίτσα του μονοπατιού, μπροστά του. Το στόμα του απαγωγέα είχε κρεμάσει, τα μάτια του ήταν γουρλωμένα. «Άντε πηδήξου», είπε ξέπνοα. «Άντε πηδήξου κι εσύ», απάντησε ο Καρλ. Από το δάσος ακούγονταν ήδη σειρήνες. «Λένε πως αν εξομολογηθείς τα κρίματά σου, ο θάνατος έρχεται ευκολότερα», είπε σιγανά ο Καρλ. «Πόσους σκότωσες;» Ο άντρας τού έκλεισε το μάτι. «Πολλούς». «Πόσους πολλούς;» «Πολλούς». Και τότε φάνηκε να υποκύπτει. Το κεφάλι του έγειρε στο πλάι, αποκαλύπτοντας το τρομερό τραύμα στην πίσω πλευρά του κρανίου του. Μαζί με μια μεγάλη, ροδαλή ουλή πίσω από το αφτί του. Ένας γουργουριστός ήχος ακούστηκε από το στόμα του. «Πού βρίσκεται ο Μπέντζαμιν;» ρώτησε ο Καρλ, επιτακτικά αυτή τη φορά. Τα μάτια του άντρα έκλεισαν αργά. «Είναι με την Εύα».
«Ποια είναι η Εύα». Του έκλεισε ξανά το μάτι, με φανερή δυσκολία. «Η πανάσχημη αδερφή μου». «Πώς σε λένε; Χρειάζομαι ένα επίθετο. Ποιος είσαι;» Ο άντρας χαμογέλασε και πρόφερε τα τελευταία του λόγια: «Είμαι ο Τσάπλιν».
ΕΠΙΛΟΓΟΣ Ο ΚΑΡΛ ΗΤΑΝ ΚΑΤΑΚΟΠΟΣ. Άφησε το φάκελο να πέσε πάνω στη στοίβα που υψωνόταν στη γωνία. Η υπόθεση είχε κλείσει. Οριστικά και αμετάκλητα. Στο διάστημα που μεσολάβησε από τη μέρα που ο Άσαντ είχε πλακώσει στο ξύλο το Σέρβο γορίλα στο διάδρομο του πογείου, είχε κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Οι άνθρωπο του Μάρκους Γιάκομπσεν είχαν αναλάβει τις τρεις πρόσφατες υποθέσεις εμπρησμών, όμως εκείνη του Ρεδόβρε, από το 1995, είχε επιστραφεί στον Τομέα Q. Ο συνεχιζόμενος πόλεμος μεταξύ των συμμοριών απασχολούσε σε τέτοιο βαθμό τα στελέχη του τρίτου ορόφου, ώστε κανείς δεν είχε διάθεση να μπλέξει με μια ξεχασμένη ιστορία. Στο μεταξύ, είχαν γίνει συλλήψεις τόσο στη Σερβία όσο και στη Δανία. Τώρα, το μόνο που χρειάζονταν ήταν μια δυο ομολογίες. Ο Καρλ υπολόγιζε ότι θα περίμεναν πολύ. Ο Σέρβοι που είχαν συλλάβει θα προτιμούσαν να σαπίσουν για δεκαπέντε χρόνια σε κάποια φυλακή της Δανίας, παρά να προκαλέσουν την οργή των αφεντικών τους. Τα υπόλοιπα ήταν δουλειά του περιφερειακού εισαγγελέα. Τεντώθηκε και αποφάσισε να πάρει έναν υπνάκο για μερικά λεπτά, συντροφιά με την ανοιχτή τηλεόραση και το μονότονο ήχο του ειδησεογραφικού καναλιού. Το ρεπορτάζ κάτι έλεγε για κάποιους υπουργούς της κυβέρνησης που
πήγαν να ανέβουν σε ποδήλατο, έπεσαν και τσακίστηκαν. Εκείνη τη στιγμή, χτύπησε το τηλέφωνο. Αναθεματισμένη εφεύρεση. «Έχουμε επισκέπτες, Καρλ», είπε ο Μάρκους από την άλλη άκρη της γραμμής. «Είναι εύκολο να έρθετε πάνω και ο τρεις σας;» Ήταν μέσα Ιουλίου, έβρεχε ασταμάτητα εδώ και δέκα ολόκληρες μέρες. Ο ήλιος είχε πέσει σε χειμερία νάρκη. Τ στην ευχή τούς ήθελε εκεί πάνω; Ο τρίτος όροφος ήταν τόσο σκοτεινός όσο και το υπόγειο. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια χωρίς να πει λέξη στη Ρόζε κα στον Άσαντ. Ανάθεμα τις διακοπές. Ο Γέσπερ την έβγαζε στο σπίτι όλη μέρα, παρέα με την κοπέλα του. Ο Μόρτεν είχε πάε εκδρομή με ποδήλατο, παρέα με έναν τύπο ονόματι Πρέμπεν, και δεν έδειχναν να βιάζονται να επιστρέψουν. Στο μεταξύ, είχαν πάρει νοσοκόμα για να φροντίζει τον Χάρντι, ενώ η Βίγκα ήταν στην κοσμάρα της, όπως πάντα, αυτή τη φορά κάπου στην Ινδία, παρέα με έναν τύπο που είχε δύο μέτρα μαλλί τυλιγμένο κάτω από το τουρμπάνι του. Κι αυτός είχε μείνει ξεκρέμαστος εδώ, την ώρα που η Μόνα με τα παιδιά της έκαναν ηλιοθεραπεία στην Ελλάδα. Μακάρι να είχαν αποφασίσει και ο Άσαντ με τη Ρόζε να ξεκουμπιστούν για λίγες μέρες· τουλάχιστον έτσι θα μπορούσε να περνάει όλη τη μέρα αραχτός στο γραφείο, παρακολουθώντας με την ησυχία του τον Ποδηλατικό Γύρο της Γαλλίας. Οι διακοπές ήταν κόλαση. Ειδικά όταν δεν ήταν οι δικές του.
ριξε μια ματιά στην κενή θέση της Λις, φτάνοντας στον τρίτο όροφο. Ίσως εκείνη να είχε πάει ξανά κάποιο ταξίδι με τροχόσπιτο, μαζί με το θερμόαιμο άντρα της. Ίσως να έπρεπε και η κυρία Σέρενσεν να δοκιμάσει κάτι αντίστοιχο. Δύο εβδομάδες αχαλίνωτου σεξ στο κρεβάτι ενός τροχόσπιτου σίγουρα θα ζωντάνευαν ακόμα και μια όρθια μούμια, σαν κα του λόγου της. Έκανε ένα σφιγμένο νεύμα στη γρια-κλώσα, κι εκείνη απάντησε υψώνοντας το μεσαίο της δάχτυλο. Τι λεπτο τρόποι! Σιχαμένη κάργια. Άνοιξε την πόρτα του γραφείου του Μάρκους Γιάκομπσεν και βρέθηκε μπροστά σε μια γυναίκα την οποία δεν κατάφερε α αναγνωρίσει. «Καρλ», είπε ο διοικητής, καθισμένος στην πολυθρόνα του. «Η Μία Λάρσεν, από εδώ, πέρασε με το σύζυγό της για α σας ευχαριστήσουν και τους τρεις, προσωπικά». Τότε μόνο αναγνώρισε ο Καρλ τον άντρα που στεκόταν λίγο παραδίπλα. Θυμήθηκε αμέσως το πρόσωπό του. Ήταν ο άντρας έξω από το φλεγόμενο σπίτι στο Ρόσκιλε. Ο Κένεθ, αυτός που είχε σώσει τη Μία από τις φλόγες. Κοίταξε ξανά τη γυναίκα που έδειχνε τόσο αμήχανη μπροστά του. Σοβαρά, ήταν το ίδιο άτομο; Η Ρόζε και ο Άσαντ αντάλλαξαν χειραψίες μαζί τους. Ο Καρλ τούς μιμήθηκε, κάπως διστακτικά. «Ζητώ συγνώμη», είπε εκείνη. «Καταλαβαίνω ότι έχετε πολλή δουλειά, όμως ήθελα να σας ευχαριστήσω προσωπικά που μου σώσατε τη ζωή». Έμειναν για λίγο έτσι, αντικριστά, να κοιτάζονται. Ο Καρλ
δεν ήξερε τι να απαντήσει. «Δε θα ήθελα να πω ότι δεν ήταν τίποτε, αν μου επιτρέπετε», σχολίασε ο Άσαντ. «Συμφωνώ», πρόσθεσε η Ρόζε. Γέλασαν όλοι. «Πώς τα πάτε τώρα; Εντάξει;» ρώτησε ο Καρλ. Η Μία πήρε μια βαθιά ανάσα και δάγκωσε στιγμιαία το χείλος της. «Θα ήθελα να μάθω πώς τα πηγαίνουν τα δύο παιδιά. Σάμουιλ και Μαγκνταλένα, σωστά δε θυμάμαι τα ονόματά τους;» Ο Καρλ ανασήκωσε τα φρύδια. «Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρουμε ακριβώς. Τα δύο μεγαλύτερα, τα αγόρια, έφυγαν από το σπίτι. Νομίζω πως ο Σάμουιλ είναι εντάξει. Όσο για τη Μαγκνταλένα και τις δύο αδερφές της, ανέλαβε τη φροντίδα τους η θρησκευτική τους κοινότητα, απ’ ό,τι έμαθα. Ίσως να είναι καλύτερα έτσι, ποιος ξέρει. Η απώλεια και των δύο γονιών με τέτοιον τρόπο, φαντάζομαι πως είναι αφόρητη». Η Μία έγνεψε καταφατικά. «Καταλαβαίνω. Ο πρώην άντρας μου προκάλεσε μεγάλη δυστυχία. Αν υπάρχει κάτι που θα μπορούσα να κάνω για τα παιδιά, ειλικρινά θα το ήθελα». Δοκίμασε να χαμογελάσει, όμως τελικά συνέχισε να μιλάει. «Το να χάσεις τους γονείς σου είναι τρομερό πράγμα, φυσικά. μως και το να χάσει μια μάνα το παιδί της είνα αβάσταχτο». Ο Μάρκους Γιάκομπσεν ακούμπησε την παλάμη του πάνω στο μπράτσο της. «Οι έρευνες συνεχίζονται, Μία. Η Αστυνομία κάνει ό,τι μπορεί με τις πληροφορίες που μας έδωσες. Στο τέλος θα έχουμε καλά αποτελέσματα, είμα
βέβαιος γι’ αυτό. Κανείς δεν μπορεί να κρατήσει σε αυτή τη χώρα ένα παιδί κρυμμένο για πάντα, πίστεψέ με». Το κεφάλι της κρέμασε, ακούγοντας την έκφραση «για πάντα». Ο Καρλ θα το είχε θέσει κάπως διαφορετικά. Τώρα πήρε το λόγο ο νέος άντρας στο πλευρό της Μία. «Θέλουμε να ξέρετε πόσο ευγνώμονες είμαστε», είπε, με το βλέμμα καρφωμένο πάνω στον Καρλ και τον Άσαντ. «Η αβεβαιότητα κάνει τη Μία κομμάτια, όμως αυτό είναι άλλο ζήτημα». Το δύστυχο ζευγάρι. Γιατί δεν έλεγαν τα πράγματα έτσ όπως ήταν; Είχαν περάσει ήδη τέσσερις μήνες, και το αγόρ ακόμα δεν είχε εντοπιστεί. Αρχικά, δε διατέθηκαν ο απαραίτητοι πόροι στους διάφορους μηχανισμούς, και πλέον, κατά πάσα πιθανότητα, ήταν πολύ αργά. «Δεν έχουμε πολλά στοιχεία για να προχωρήσουμε», είπε διστακτικά ο Καρλ. «Η αδερφή του πρώην συζύγου σας ονομάζεται Εύα, είμαστε μάλλον σίγουροι γι’ αυτό. Όμως, ποιο είναι το επίθετό της; Το ίδιο ισχύει και για το δικό του, άλλωστε. Θα μπορούσε να ήταν οποιοδήποτε. Δεν είμαστε καν βέβαιοι για το μικρό του όνομα. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι ο πατέρας τους ήταν πάστορας, κάπου. Το Εύα δε θα ήταν ασυνήθιστο όνομα για την κόρη ενός κληρικού. Γνωρίζουμε ότι είναι περίπου σαράντα χρόνων, όμως τίποτε άλλο πέρα από αυτό. Έχουμε αναρτήσει τη φωτογραφία του Μπέντζαμιν σε κάθε αστυνομικό τμήμα της χώρας και ο συνάδελφοί μου έχουν ενημερώσει τις τοπικές Αρχές ώστε να έχουν το νου τους. Σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε, επί του παρόντος».
Εκείνη έγνεψε καταφατικά, προσπαθώντας να μην απογοητευτεί απ’ ό,τι έλεγε ο Καρλ. Ο Κένεθ κρατούσε μια ανθοδέσμη με τριαντάφυλλα μπροστά του και εξήγησε ότι η Μία περνούσε ώρες κάθε μέρα μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή, αναζητώντας στο διαδίκτυο ενημερωτικά δελτία διαφόρων εκκλησιών ή άρθρα εφημερίδων, στα οποία θα μπορούσε να υπάρχει κάποια φωτογραφία του πρώην συζύγου της. Η προσπάθεια αυτή είχε εξελιχτεί σε διαρκή ενασχόληση, κι αν κατάφερνε κάποια στιγμή να εντοπίσει κάτι, οι πρώτοι που θα το μάθαιναν ήταν αυτοί οι τρεις. Κι ύστερα πρόσφερε την ανθοδέσμη στον Καρλ, μαζί με τις ευχαριστίες τους. Μόλις έφυγαν, ο Καρλ έμεινε για λίγο με την ανθοδέσμη στο χέρι και μια περίεργη γεύση στο στόμα. Σαράντα κατακόκκινα τριαντάφυλλα, τουλάχιστον. Ευχήθηκε να προορίζονταν για κάποιον άλλο. Κούνησε το κεφάλι. Δεν υπήρχε περίπτωση να τα βάλε πάνω στο γραφείο του. Όμως δεν ήθελε να τα δώσει ούτε στη Ρόζε, ή την Ίρσα. Ποιος ξέρει τι συνέπειες θα μπορούσε να έχει μια τέτοια κίνηση. Έτσι, προτίμησε να αφήσει την ανθοδέσμη να πέσει πάνω στον πάγκο, μπροστά από την κυρία Σέρενσεν, όπως περνούσαν από εκεί. «Σας ευχαριστώ που μένετε πιστή στις επάλξεις, κυρία Σέρενσεν», ήταν το μόνο που είπε προτού φύγει, αφήνοντάς τη σαστισμένη, να ξεστομίζει άναρθρες διαμαρτυρίες. Οι τρεις τους αντάλλαξαν βλέμματα όλο νόημα καθώς
κατέβαιναν τις σκάλες. «Ναι, ξέρω τι σκέφτεστε», είπε ο Καρλ, γνέφοντας καταφατικά. Έπρεπε να εκδώσουν ένα δελτίο προς όλες τις αρμόδιες πηρεσίες, ώστε να βρίσκονται σε επιφυλακή μήπως εμφανιστεί απρόσμενα κάποιο παιδί που να έχει την ηλικία και την όψη του Μπέντζαμιν. Το ίδιο δελτίο, για την ακρίβεια, το οποίο είχαν αποστείλει ήδη. Μόνο που αυτή τη φορά θα πρόσθεταν την οδηγία προς τους επικεφαλής αυτών των πηρεσιών να ασχοληθούν προσωπικά με το ζήτημα. Τουλάχιστον, με τον τρόπο αυτό, θα δινόταν κάποια προτεραιότητα στην έρευνα και θα την αναλάμβαναν τα κατάλληλα άτομα, χωρίς χρονοτριβή. Μέσα στις δύο τελευταίες εβδομάδες, ο Μπέντζαμιν είχε μάθει τουλάχιστον πενήντα νέες λέξεις, και η Εύα με δυσκολία τον προλάβαινε. Ήταν αναμενόμενο. Μιλούσαν τόσο πολύ οι δυο τους, καθώς η Εύα αγαπούσε το αγοράκι περισσότερο από καθετ στον κόσμο. Ήταν οικογένεια πλέον, και ο σύζυγός της αισθανόταν το ίδιο. «Τι ώρα είναι να έρθουν;» τη ρώτησε για δέκατη φορά εκείνη τη μέρα. Αυτός είχε ώρες που έτρεχε πέρα δώθε. βαλε σκούπα, έψησε ψωμί, ετοίμασε τον Μπέντζαμιν. Τα πάντα έπρεπε να είναι στην εντέλεια. Η Εύα χαμογέλασε. Πόσο πολύ είχε αλλάξει η ζωή τους από τότε που είχε έρθει κοντά τους αυτό το αγοράκι. «Έφτασαν κιόλας. Ακούω το αυτοκίνητο. Δώσε μου τον
Μπέντζαμιν, Βίλι». Ένιωσε το απαλό μάγουλο του παιδιού πάνω στο δικό της. «Έρχονται κάποιοι άνθρωποι για να μας πουν αν μπορούμε να σε κρατήσουμε, Μπέντζαμιν», ψιθύρισε στο αφτ του. «Νομίζω πως μπορούμε. Θέλεις να μείνεις μαζί μας, καρδιά μου; Θέλεις να μείνεις με την Εύα και τον Βίλι;» Το αγοράκι κόλλησε πάνω στο στήθος της. «Εύα», είπε και χαχάνισε. Εκείνη κατάλαβε που έδειχνε προς την είσοδο, απ’ όπου ακούγονταν ήδη φωνές. «Είναι κάποιος», είπε το αγοράκι. Η Εύα το αγκάλιασε και ύστερα έστρωσε τα ρούχα του. Ο Βίλι τής είχε πει να κρατήσει τα μάτια της κλειστά, ώστε να μην τους ταράξει. Πήρε βαθιά ανάσα, είπε μια προσευχή κ έσφιξε τρυφερά τον μικρό. «Όλα θα πάνε καλά», ψιθύρισε. Οι φωνές ήταν φιλικές. Τις αναγνώρισε. Ήταν οι άνθρωπο που θα αξιολογούσαν την περίπτωσή τους. Είχαν περάσει κ άλλοτε από εκεί. Πλησίασαν για να τη χαιρετήσουν. Τα χέρια τους ήταν καλοσυνάτα και θερμά. Είπαν «γεια» στον Μπέντζαμιν κ στερα κάθισαν λίγο παραδίπλα. «Λοιπόν, Εύα. Μελετήσαμε την υπόθεση και, προφανώς, εσύ και ο Βίλι δεν είστε οι πλέον χαρακτηριστικοί υποψήφιοι. Αυτό είναι δεδομένο, όμως θα θέλαμε να σου ξεκαθαρίσουμε από την πρώτη στιγμή ότι αποφασίσαμε να παραβλέψουμε το
ζήτημα της όρασής σου. Έχουν προηγηθεί αρκετές περιπτώσεις όπου εγκρίθηκαν ως θετοί γονείς άνθρωποι σε ανάλογη θέση μ’ εσένα, και σε καμία περίπτωση δε θεωρούμε ότι το ζήτημα αυτό αποτελεί σοβαρό ανασταλτικό παράγοντα». Ένιωσε κάτι να χαλαρώνει μέσα της. Δεν ήταν σοβαρός ανασταλτικός παράγοντας. Οι προσευχές της είχαν εισακουστεί. «Μας εντυπωσίασε το γεγονός ότι καταφέρατε να αποταμιεύσετε σημαντικά ποσά. Αυτό μας δείχνει ότ μπορείτε να διαχειριστείτε τα οικονομικά σας καλύτερα απ’ ό,τι οι περισσότεροι άνθρωποι. Εκτός αυτού, μας έκανε πολύ θετική εντύπωση το γεγονός ότι έχασες τόσο βάρος σε τόσο μικρό διάστημα, Εύα. Είκοσι πέντε κιλά μέσα σε τρεις μήνες, όπως μας λέει ο Βίλι. Είναι καταπληκτικό. Πραγματικά, μπράβο σου. Δείχνεις υπέροχη». Τώρα ένιωσε μια ζεστασιά να απλώνεται στο σώμα της. Η επιδερμίδα της μυρμήγκιαζε. Ακόμα και ο Μπέντζαμιν το αισθάνθηκε. «Καλή Εύα», αναφώνησε το αγοράκι. Τον ένιωσε να χαιρετάει τις δύο γυναίκες. Ο Βίλι έλεγε πως ήταν ακαταμάχητα χαριτωμένος όταν το έκανε αυτό. Ο Θεός να τον έχει καλά. «Έχετε ένα πολύ όμορφο σπίτι εδώ. Ένα ασφαλές κα στοργικό περιβάλλον για να μεγαλώσει ένα παιδί». «Και, εννοείται, η νέα δουλειά του Βίλι προσμετριέται στα θετικά», πρόσθεσε η άλλη γυναίκα. Ήταν μια φωνή πιο ρωμαλέα, πιο ώριμη. «Πιστεύεις πως θα σε δυσκολέψει αυτό,
δηλαδή το ότι θα λείπει κάποιες ώρες από το σπίτι στη διάρκεια της μέρας;» Η Εύα χαμογέλασε. «Θέλετε να πείτε, αν θα μπορέσω να τα βγάλω πέρα με τον Μπέντζαμιν μόνη μου; Κοιτάξτε, είμα τυφλή από μικρό κορίτσι. Όμως δε νομίζω ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που μπορούν να δουν τόσο καλά όσο εγώ». «Τι εννοείς;» ρώτησε η πιο βαθιά από τις δύο φωνές. «Το θέμα είναι να διαισθάνεσαι τις ανάγκες των άλλων, σωστά; Εγώ αντιλαμβάνομαι τις ανάγκες του Μπέντζαμιν πριν τις εκφράσει καν. Καταλαβαίνω τι αισθάνονται ο άνθρωποι από τη φωνή τους. Για παράδειγμα, εσείς είστε πολύ χαρούμενη αυτή τη στιγμή. Διαισθάνομαι ένα πλατύ χαμόγελο βαθιά μέσα σας. Μήπως έγινε κάτι πρόσφατα που σας έκανε τόσο χαρούμενη;» Οι δύο γυναίκες γέλασαν σιγανά. «Λοιπόν, μιας και το ανέφερες, έγινα γιαγιά μόλις σήμερα το πρωί». Η Εύα τής έδωσε συγχαρητήρια και ύστερα απάντησε σε πολλές ερωτήσεις πρακτικού χαρακτήρα. Πλέον δεν είχε καμία αμφιβολία ότι, παρά την αναπηρία της και τη σχετικά προχωρημένη ηλικία και των δυο τους, η αίτησή τους θα εγκρινόταν και θα προωθούνταν για περαιτέρω αξιολόγηση. Αυτό ακριβώς ήλπιζαν κι εκείνοι. Τώρα που είχαν φτάσει έως εκεί, οι πιθανότητές τους ήταν σημαντικές. «Σε πρώτο στάδιο, μιλάμε για έγκριση ώστε να γίνετα θετοί γονείς. Ωσότου μπορέσουμε να εξακριβώσουμε τ συνέβη στον πατέρα του μικρού, μέχρι αυτό το σημείο μπορούμε να προχωρήσουμε. Όμως, πέρα από τη
συγκεκριμένη εκκρεμότητα, θεωρούμε ότι αυτό είναι το πρώτο βήμα προς την επίσημη υιοθεσία». «Πότε είπες ότι είχες τελευταία νέα του αδερφού σου;» ρώτησε η πρώτη γυναίκα. Πρέπει να ήταν η πέμπτη φορά στη διάρκεια των δύο συνεντεύξεων που της έκανε την ίδια ερώτηση. «Δεν έχουμε νέα του από το Μάρτιο, όταν ήρθε και μας άφησε τον Μπέντζαμιν. Όπως σας εξηγήσαμε, φοβόμαστε ότι η μητέρα του Μπέντζαμιν απεβίωσε εξαιτίας κάποιας ασθένειας. Ο αδερφός μου μας είπε πως ήταν βαριά άρρωστη». Η Εύα έκανε το σταυρό της. «Ήταν πολύ κλειστός άνθρωπος ο αδερφός μου. Αν η μητέρα του Μπέντζαμιν είνα πράγματι νεκρή, τότε φοβάμαι πως ίσως επέλεξε να την ακολουθήσει». «Δεν έχουμε καταφέρει να εξακριβώσουμε την ταυτότητα της μητέρας του Μπέντζαμιν. Ο αριθμός ληξιαρχείου στο πιστοποιητικό γέννησης που μας δώσατε είνα δυσανάγνωστος. Μήπως το έγγραφο ήρθε σε επαφή με νερό ή κάτι τέτοιο;» Η Εύα ανασήκωσε τους ώμους. «Πάντως, έτσι δείχνει. Έτσι ήταν όταν μας το παρέδωσε», πρόσθεσε ο σύζυγός της, από την άκρη του δωματίου. «Απ’ ό,τι φαίνεται, οι γονείς του Μπέντζαμιν απλώς συζούσαν. Δεν υπάρχει κανένα έγγραφο που να δείχνει ότι ο αδερφός σου είχε παντρευτεί, εφόσον ισχύει ο αριθμός ληξιαρχείου που μας δώσατε. Για την ακρίβεια, ο αδερφός σου είναι αρκετά μυστήρια περίπτωση, θα έλεγα. Ξέρουμε ότ πέβαλε αίτηση για να καταταχθεί στις Δυνάμεις
Καταδρομών, όμως στη συνέχεια είναι λες και χάθηκε κάθε ίχνος του». «Ναι», συμφώνησε εκείνη κι έγνεψε καταφατικά. «Όπως σας είπα, ήταν πολύ κλειστός χαρακτήρας. Δε μας έλεγε τίποτα για τη ζωή του». «Κι όμως, σας εμπιστεύτηκε τον Μπέντζαμιν». «Ναι». «Μπέντζαμιν και Εύα», είπε το αγοράκι και κατέβηκε στο πάτωμα. Η Εύα άκουσε τα βηματάκια του καθώς έτρεχε στο χαλί. «Το αμάξι μου», είπε. «Μεγάλο αμάξι. Καλό». «Προφανώς, τα πηγαίνει εξαιρετικά», είπε η πιο βαθιά φωνή. «Είναι πολύ προχωρημένος για την ηλικία του». «Ναι, σε αυτό μοιάζει στον παππού του. Ήταν πάρα πολύ έξυπνος άνθρωπος». «Σωστά, μας μίλησες για την οικογένειά σου, Εύα. Ο πατέρας σου ήταν πάστορας, εδώ κοντά, αν θυμάμαι καλά. χαιρε μεγάλου σεβασμού, απ’ ό,τι καταλαβαίνω». «Ο πατέρας της Εύας ήταν ένας θαυμάσιος άνθρωπος», σχολίασε ο Βίλι από το βάθος. Η Εύα χαμογέλασε. Πάντοτε αυτό έλεγε ο άντρας της, κ ας μην τον είχε γνωρίσει. «Το αρκουδάκι μου», είπε ο Μπέντζαμιν. «Καλό αρκουδάκι. Έχει μπλε κορδέλα». Γέλασαν όλοι. «Ο πατέρας μου μας έδωσε σωστή, χριστιανική ανατροφή», συνέχισε η Εύα. «Ο Βίλι κι εγώ θα θέλαμε να μεγαλώσουμε τον Μπέντζαμιν με τις ίδιες αξίες, εφόσον ο
αρμόδιες υπηρεσίες μάς επιτρέψουν να τον κρατήσουμε. Οδηγός μας θα είναι η προσέγγιση του πατέρα μου στο δώρο της ζωής». Διαισθάνθηκε πόσο πολύ τις ικανοποίησε αυτό το σχόλιο. Η σιωπή τους ανέδιδε ζεστασιά. «Θα χρειαστεί να παρακολουθήσετε ένα πρόγραμμα προετοιμασίας, διάρκειας δύο εβδομάδων, πριν έρθει το Συμβούλιο Υιοθεσιών και αποφανθεί σχετικά. Προφανώς, δεν είναι δεδομένη η θετική έκβαση, όμως η αίσθηση που αποκομίζω είναι ότι στα καίρια ζητήματα είστε σε καλύτερη κατάσταση απ’ ό,τι οι περισσότεροι υποψήφιοι, επομένως...» Ξαφνικά, διαισθάνθηκε πως κάτι δεν πήγαινε καλά, λες και όλη η ζεστασιά είχε εξαφανιστεί μεμιάς από το δωμάτιο. Ακόμα και ο Μπέντζαμιν σταμάτησε ό,τι έκανε. «Κοίτα», είπε. «Φως. Μπλε». «Μου φαίνεται πως είναι η Αστυνομία απέξω», είπε ο Βίλι. «Μήπως συνέβη κάτι;» Η σκέψη πως η άφιξη της Αστυνομίας ίσως είχε σχέση με τον αδερφό της πέρασε φευγαλέα από το μυαλό της. Τότε άκουσε φωνές από την είσοδο, τις διαμαρτυρίες του άντρα της, το θυμό του. Άκουσε βήματα στο καθιστικό και τις δύο γυναίκες να σηκώνονται από τις θέσεις τους και να κάνουν πίσω. «Αυτός είναι, Μία;» ρώτησε μια αντρική φωνή. Μια άγνωστη φωνή. Ύστερα, ψίθυροι. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν. Της φάνηκε πως ο άντρας κάτι εξηγούσε στις δύο γυναίκες με τις οποίες συνομιλούσε προηγουμένως η ίδια.
Ο Βίλι είχε υψώσει τη φωνή του στην είσοδο. Γιατί δεν ερχόταν στο δωμάτιο; Τότε, άκουσε μια νεότερη γυναίκα να κλαίει. Από το κατώφλι του δωματίου στην αρχή, ύστερα πιο κοντά. «Για όνομα του Θεού, θα μου πει κάποιος τι συμβαίνει;» είπε ικετευτικά. Ένιωσε τον Μπέντζαμιν να πλησιάζει. Την έπιασε από το χέρι, κι εκείνη αισθάνθηκε το γόνατό του πάνω στο πόδι της. Τον σήκωσε στην αγκαλιά της. «Εύα Μπρέμερ, είμαστε από την Αστυνομία του Όδενσε. χουμε έρθει με τη μητέρα του Μπέντζαμιν. Θέλει να πάρε τον Μπέντζαμιν σπίτι». Της κόπηκε η ανάσα. Προσευχήθηκε στο Θεό να τους διώξει όλους από εκεί πέρα. Προσευχήθηκε να της επιτρέψε α ξυπνήσει από αυτό τον εφιάλτη. Οι άγνωστοι κινήθηκαν προς το μέρος της, και τώρα άκουσε τη μητέρα να μιλάει στο αγόρι. «Γεια σου, Μπέντζαμιν», είπε με τρεμάμενη φωνή. Μια φωνή η οποία, κανονικά, δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί. Μια φωνή την οποία η Εύα ήθελε να διώξει. «Η μανούλα είμαι. Θυμάσαι τη μανούλα;» «Μανούλα», είπε ο Μπέντζαμιν. Ακούστηκε ταραγμένος και γραπώθηκε από την Εύα. «Μανούλα», επανέλαβε, κα την αγκάλιασε ακόμα πιο σφιχτά. «Όχι». Στο δωμάτιο έπεσε βουβαμάρα. Για μια στιγμή, η Εύα άκουγε μονάχα την ανάσα του αγοριού. Την ανάσα του παιδιού που αγαπούσε περισσότερο κι από την ίδια της τη ζωή.
Κι ύστερα ένιωσε μια δεύτερη ανάσα. Βαριά κα φοβισμένη, όπως του Μπέντζαμιν. Αφουγκράστηκε κι ένιωσε τα χέρια της να τρέμουν, καθώς έσφιγγε το παιδί πάνω στο στήθος της. Αφουγκράστηκε την ανάσα ενός άλλου ανθρώπου, κ στερα άκουσε τη δική της. Τρεις άνθρωποι που βαριανάσαιναν. Σοκαρισμένοι, τρέμοντας τη στιγμή που θα ακολουθούσε. Έσφιξε το παιδί στην αγκαλιά της. Κράτησε την ανάσα της για να μην κλάψει. Το αγκάλιασε τόσο σφιχτά, ώστε έγιναν σχεδόν ένα. Κι ύστερα χαλάρωσε. Έπιασε το χεράκι του και το έκλεισε μέσα στην παλάμη της. Για μια στιγμή, στάθηκε έτσι, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Έπειτα άπλωσε το χέρι της, που κρατούσε το χέρι του παιδιού, κα άκουσε τη φωνή της σαν να ερχόταν από κάπου μακριά. «Μία. Έτσι δε σε έλεγαν;» Η απάντηση έφτασε τρεμάμενη στ’ αφτιά της. «Ναι». «Πλησίασε, Μία. Έλα εδώ να σε αγγίξουμε, να νιώσουμε ποια είσαι».
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ να θερμό «ευχαριστώ» στη Χάνε Άντλερ-Όλσεν, για την καθημερινή έμπνευση, ενθάρρυνση και τις ευφυείς, εύστοχες παρατηρήσεις της. Ευχαριστώ, επίσης, τους Έλσεμπετ Βέρενς, Φρέντι Μίλτον, Έντι Κίραν, Χάνε Πίτερσεν, Μίσια Σμάλστιγ και Κάρλο Άντερσεν, για τα άκρως απαραίτητα κα λεπτομερή σχόλιά τους, καθώς και την Άννε Κ. Άντερσεν για το κοφτερό μάτι και την αστείρευτη ενέργειά της. Ευχαριστώ τον Χένρικ Γκρέγκερσεν της Lokalavisen, στο Φρέδερικσουν. Ευχαριστώ, επίσης, τους Γκίτε και Πίτερ Κ. Ράνες, καθώς κα το Δανικό Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών στο Χελδ Χόβεντγκαρ, αλλά και τον Στιβ Σέιν, για τη θερμή φιλοξενία τους όποτε χρειάστηκε. Θα ήθελα, επίσης, να ευχαριστήσω τον Μπο Τίστεδ Σίμονσεν, αναπληρωτή διευθυντή του Τμήματος Ιατροδικαστικής Ιατρικής, στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης. Ευχαριστώ τον αστυνομικό επιθεωρητή Λάιφ Κρίστενσεν, ο οποίος είχε την ευγενή καλοσύνη να μοιραστε μαζί μου τις εμπειρίες του και να επισημάνει αστοχίες σε θέματα σχετικά με τις αστυνομικές διαδικασίες. Ευχαριστώ, επίσης, τον προϊστάμενο συντήρησης Γιαν Άντερσεν και τον επιθεωρητή Κνουδ Β. Νίλσεν, από τη λέσχη κηδειών της Αστυνομίας της Κοπεγχάγης, για τη ζεστασιά και τη φιλοξενία τους. Τέλος, ένα μεγάλο «ευχαριστώ» σε όλους εσάς, τους