ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ Αί Κ
Τό Μυστηριώδες Έγκλημα
ΙΙη ϋΓ3ηηθ ΘΠ ϋνοηΐθ
επιμέλεια έκδοσης ΝΕΣΤΟΡΑ Γ. ΧΟΥΝΟΥ εικονογρ. εξωφύλλου
ΝΤ.
ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΎΛΟΥ
εσωτ. εικονογράφηση Ζ. ΒΕΝΕΤΤ ©, Αηξγτα Ηοιιχβ, Ξ.Α.. ΑίΗβηχ, Οτεεοε, 1980 για την παρούσα έκδοση.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΒΕΡΝ «ΑΓΚΥΡΑΣ-
ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ
Τό Μυστηριώδες Εγκλημα (Βραβευμένο από τη Γαλλική Ακαδημία)
Διασκευή ΑΛΙΚΗΣ Σ. ΒΡΑΝΑ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ «ΑΓΚΥΡΑ» ΔΗΜ. Α. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Α.Β.Ε.Ε. Πειραιώς 18, ΑΘΗΝΑ (101)
ΙΟΥΛΙΟΣ ΒΕΡΝ (1828-1905) Ο μεγάλος αυτός Γάλλος συγγραφέας, από τους πρωτοπόρους της μοντέρνας επιστημονικής φαντασίας, γεννήθηκε στή Νάντη, στίς 8 Φεβρουαρίου τοϋ 1828. Σπούδασε δικηγόρος, αλλά τόν περισσότερο χρόνο του τόν αφιέρωνε στό γράψιμο. Ξεκίνησε τήν καριέρα του σάν θεατρικός συγγραφέας, χωρίς, όμως, ιδιαίτερη επιτυχία. Τό όνομα του έγινε γνωστό τό 1863, όταν κυκλοφόρησε τό έργο του «Πέντε βδομάδες μέ Αερόστατο». Αργότερα, κυκλοφόρησαν τό «Ταξίδι στό Κέντρο τής Γης» (1864), «Άπό τη Γή στή Σελήνη» (1865), «20.000 λεύγες κάτω από τίς θάλασσες» (1870), «Ό γύρος τοΰ κόσμου σε 80 ήμέρες(1873), ό «Μιχαήλ Στρογκώφ» (1876) καί μιά πλειάδα ακόμα έργων πού ονομάστηκαν, συγκεντρωτικά, «Τά παράξενα Ταξίδια» καί έκαναν τόν Βερν πασίγνωστο καί κοσμαγάπητο. Μέ τό έμφυτο δώρο τής αφήγησης, τό χιούμορ του, τίς επιστημονικές του μηχανές (εϊχε προβλέψει τό υποβρύχιο, τό αεροπλάνο, τήν τηλεόραση, τά διαστημικά ταξίδια καί άλλα θαυμαστά επιτεύγματα τής εποχής μας) καί τήν όγάπη του γιά τήν πρόοδο τής επιστήμης, ό Βερν συνάρπασε μικρούς καί μεγάλους. Στά 1872 αποσύρθηκε στην Άμιένη, όπου καί πέθανε στίς 24 Μαρτίου τοΰ 1905. Τά έργα του μεταφράστηκαν σ' όλες σχεδόν τίς γλώσσες τοϋ κόσμου καί, σήμερα, τόσα χρόνια μετά τό θάνατο του, εξακολουθούν νά διαβάζονται μέ τήν ϊδια αγάπη καί τόν ίδιο ενθουσιασμό.
Πρωτοσέλιδο παρμένο από παλαιά γαλλική έκδοση
Πέρα απ' τά σύνορα
Ό άνθρωπος ήταν ολομόναχος μέσα στή νύχτα. Κυκλοφορούσε σά λύκος ανάμεσα στους πάγους πού είχε στοιβάξει ένας ατέλειωτος χειμώνας. Ό άνεμος φυσούσε δυνατά καί τά ρούχα του, φοδραρισμένο παντελόνι, χοντρό πανωφόρι καί κασκέτο μέ κατεβασμένα αυτιά, δέν ήταν αρκετά γιά νά τόν ζεστάνουν. Τά χέρια καί τά χείλια του ήταν σκασμένα καί τά
12 νύχια του τον πονούσαν ανυπόφορα. Ωστόσο, εξακολουθούσε νά προχωρεί μέσα στό βαθύ σκοτάδι, κάτω άπό ένα χαμηλό ουρανό πού τά σύννεφα του απειλούσαν νά ξεχυθούν σέ χιόνι. Βρισκόμαστε στις πρώτες μέρες τού Απρίλη, μά σέ γεωγραφικό πλάτος 58°. Προχωρούσε χωρίς ανάπαυλα. ΜΑν σταματούσε κάπου, ίσως νά μήν έβρισκε τή δύναμη νά ξεκινήσει ξανά. Όμως, κατά τίς έντεκα τό βράδυ, ό άνθρωπος αυτός σταμάτησε απότομα. Όχι γιατί τά πόδια του δέν άντεχαν άλλο, ούτε γιατί ή ανάσα του είχε κοπεί, ούτε ακόμη γιατί ή κούραση τόν είχε νικήσει. Ή σωματική του αντοχή ήταν εφάμιλλη μέ τήν ψυχική του δύναμη. Κοίταξε 'ίσια μπροστά του καί φώναξε μέ φωνή πού παλλόταν άπό έναν ανεξήγητο πατριωτικό ενθουσιασμό: — Επιτέλους... Τά σύνορα! Τά σύνορα τής Λιβονίας... Τά σύνορα τού τόπου!.. Μέ μιά πλατιά κίνηση αγκάλιασε τό διάστημα πού απλωνόταν μπροστά του στά δυτικά, καί μέ σταθερό πόδι χτύπησε τήν κατάλευκη επιφάνεια τού εδάφους, σάν γιά ν' αφήσει πάνω της τό αποτύπωμα του! Ερχόταν άπό μακριά, άπό πολύ μακριά, άπό χιλιάδες βέρστια κι είχε περάσει αμέτρητους κινδύνους χάρη στή δύναμη, στό θάρρος καί τήν εξυπνάδα του. Φυγάδας έδώ καί δυό μήνες, προχωρούσε κατά τή δύση, διασχίζοντας ατέλειωτες στέπες, διαλέγοντας κουραστικά μονοπάτια γιά ν1 αποφύγει τους σταθμούς των κοζάκων, σκαρφαλώνοντας σέ ψηλά κι απότομα βουνά, φτάνοντας ακόμη καί ως τίς κεντρικές επαρχίες τής ρωσικής αυτοκρατορίας όπου ή αστυνομία βλέπει καί παρατηρεί τά πάντα. Καί νά πού τώρα, σάν άπό κάποιο θαύμα, έχοντας γλιτώσει άπό συναπαντήματα όπου θά μπορούσε νά είχε αφήσει τή ζωή του. φώναζε: — Τά σύνορα τής Λιβονίας... Τά σύνορα!.. Νά 'ταν τάχα τούτη ή χώρα πού απλωνόταν μπροστά του ή πατρίδα του όπου θά βρίσκε τή σιγουριά καί τή γαλήνη; Νά 'ταν ό τόπος όπου οί φίλοι κι οΐ συγγενείς θά τόν περίμεναν μ'
13 ανοιχτή αγκαλιά γιά νά τόν ζεστάνουν καΐ νά τοϋ παρασταθούν; Όχι! Από τή χώρα ετούτη θά περνούσε, σάν φυγάδας. Θά προσπαθούσε νά φτάσει στό πλησιέστερο λιμάνι καί θά πάσκιζε νά μπαρκάρει χωρίς νά κινήσει υποψίες. Και μόνο σάν έβλεπε τή γή της Λιβονίας νά σβήνει σιγά σιγά μπροστά του, μόνο τότε θά 'νιωθε ασφαλής καί ήσυχος. — Τά σύνορα! είχε πει αυτός ό άνθρωπος. Μά ποια ήταν ετούτα τά σύνορα πού τίποτα δέ φαινόταν νά υποδηλώνει τά όρια τους; Τ Ηταν τά σύνορα πού χωρίζουν άπ' τή ρωσική αυτοκρατορία τίς τρεις διοικήσεις, της Εσθονίας, της Λιβονίας καί τής Κουρλάνδης, πού αλλιώτικα ονομάζονται Βαλτικές Επαρχίες. Καί στό σημείο αυτό, τούτη ή μεθοριακή γραμμή χωρίζει σέ βόρεια καί νότια τήν επιφάνεια τής λίμνης Πέιπους πού παγώνει τό χειμώνα καί ξαναλιώνει τό καλοκαίρι. Ποιος ήταν αυτός ό τριανταπεντάρης φυγάδας μέ τό γεροδεμένο κορμί καί τό σταθερό βήμα; Κάτω άπ' τό κασκέτο πού σκέπαζε τό κεφάλι του ξεπεταγόταν μιά πλούσια ξανθή γενειάδα καί τά μάτια του γυάλιζαν καταγάλανα και γεμάτα ζωντάνια. Μιά φαρδιά ζώνη τού έσφιγγε τή μέση, κρύβοντας ένα λεπτό δερμάτινο σακίδιο πού περιείχε δλα τά χρήματα του, μερικά ρούβλια σέ χαρτονομίσματα, λιγοστά καί ανίκανα νά τοΰ εξασφαλίσουν τό μακρύ ταξίδι πού είχε αρχίσει. Τά υπόλοιπα ταξιδιωτικά του εφόδια ήταν ένα πιστόλι μέ έξι σφαίρες, ένα μαχαίρι σφιγμένο στή δερμάτινη ζώνη του, ένας ντορβάς μέ μερικά απομεινάρια άπό τρόφιμα, ένα φλασκί μέ λίγο κρασί κι ένα χοντρό μπαστούνι. Τό φλασκί, ό ντορβάς κι ακόμα καί τό σακίδιο ήταν, στή σκέψη του, πράγματα λιγότερο πολύτιμα άπ' τά όπλα του πού σκόπευε νά τά χρησιμοποιήσει άν τοΰ έπιτί-θενταν άγρια θηρία ή άν τόν σταματούσε ή αστυνομία. Έτσι, ταξίδευε μόνο τή νύχτα, έχοντας γιά σκοπό του νά φτάσει απαρατήρητος σέ κάποιο άπ' τά λιμάνια τής Βαλτικής θάλασσας ή τοΰ κόλπου τής Φινλανδίας. Μέχρι τήν ώρα, τά είχε καταφέρει. Όμως θά έξακολου-
14 θοΰσε νά έχει τήν ίδια τύχη καί μέσα στή Λιβονία όπου ή αστυνομία ξαγρυπνούσε; Σίγουρα ή δραπέτευση του θά είχε γίνει γνωστή καί θά τόν αναζητούσαν όπως έκαναν πάντα γιά όλους τους δραπέτες, ποινικούς ή πολιτικούς. Ή λίμνη Πέιπους πού έχει μήκος εκατόν είκοσι βέρστια καί πλάτος εξήντα, κάθε καλοκαίρι είναι γεμάτη κίνηση. Εκτός άπ1 τους ψαράδες πού δοκιμάζουν τήν τύχη καί τήν επιδεξιότητα τους στά νερά της, βλέπει κανείς καί χοντρές βάρκες φτιαγμένες άπό κορμούς δέντρων πού μεταφέρουν στάρι, λινάρι καί κανναβούρι στίς γειτονικές επαρχίες καί ίσαμε τόν κόλπο τής Ρίγας. Όμως, αυτή τήν εποχή, ή λίμνη Πέιπους είναι έρημη καί παγωμένη. Οι πάγοι της είναι τόσο στέρεοι πού θ' άντεχαν πάνω τους ολόκληρο πυροβολικό. Τέτοια ήταν ή τρομαχτική έρημος πού διασχίζε ό δραπέτης μέ σταθερό κι αποφασιστικό βήμα. Γνώριζε καλά τήν περιοχή καί βάδιζε μ' έναν γρήγορο ρυθμό πού θά τόν βοηθούσε νά φτάσει στή δυτική ακτή προτού ξημερώσει. — Ή ώρα είναι δύο μετά τά μεσάνυχτα, συλλογιζόταν. "Αλλα είκοσι θέρστια ακόμη καί δέ θά δυσκολευτώ νά βρώ κάποια ψαροκαλύθα όπου θά μπορέσω νά ξεκουραστώ ως τό βράδυ... Τώρα πιά, δέ βαδίζω στην τύχη!.. Κι έμοιαζε πώς είχε ξεχάσει τήν κούραση καί πώς ή εμπιστοσύνη τόν ξαναπλημμύριζε. "Αν ή ατυχία έκανε τους διώκτες του νά ξαναβρούν τά ίχνη του, εκείνος θά κατάφερνε νά τους ξεφύγει καί πάλι. Ό δραπέτης, άπό φόβο μήπως οΐ πρώτες ανταύγειες τής μέρας προδώσουν τήν παρουσία του προτού προλάβει νά διασχίσει τή λίμνη Πέιπους, έκανε μιά τελευταία προσπάθεια. Δυναμωμένος μέ μιά γερή γουλιά κρασί, ρίχτηκε σέ μιά πορεία ολοένα καί πιό γρήγορη, χωρίς νά επιτρέψει στον εαυτό του τήν παραμικρή στάση. Έτσι, κατά τίς τέσσερις τό πρωί, μερικά καχεκτικά δέντρα, χιονισμένα πεύκα καί σημύδες, φάνηκαν θαμπά στον ορίζοντα. Εκεί ή γη ήταν στέρεη. Αλλά κι οί κίνδυνοι περισσότεροι. Παρόλο πού τά λιβονικά σύνορα κόβουν διαγώνια τή λίμνΓ
15 Πέιπους, οί σταθμοί των τελωνείων, όπως θά καταλάβατε, δέ βρίσκονται σ' αυτή τήν πλευρά. Ή κυβέρνηση τά εγκατάστησε στή δυτική ακτή, έκεϊ πού πλευρίζουν οΐ βάρκες τό καλοκαίρι. Ό δραπέτης τό ήξερε καλά αυτό κι ή κατάπληξη του ήταν μεγάλη σάν είδε ένα φως νά λάμπει αόριστα, σχηματίζοντας μιά κιτρινωπή τρύπα ανάμεσα στά σύννεφα. — Αυτό τό φως κουνιέται ή δέν κουνιέται; αναρωτήθηκε σταματώντας πλάι σ' έναν άπ' τους όγκους τοϋ πάγου πού υψώνονταν γύρω του. "Αν τό φως μετακινιόταν θά σήμαινε πώς ερχόταν άπό κάποιο φανάρι, καί φανάρια κρατούν συνήθως μόνον οί τελωνοφύλακες πού βγαίνουν περιπολία στή λίμνη. "Αν τό φως έμενε στή θέση του, σίγουρα θά φώτιζε κάποιο τελωνειακό σταθμό μιά πού, τέτοια εποχή, οί ψαράδες δέν έχουν αρχίσει νά επισκέπτονται τίς καλύβες τους. Ωστόσο, έπρεπε νά προσέχει πολύ, αν δέν ήθελε νά τό μετανιώσει» Ό δραπέτης έστριψε αριστερά. Στή μεριά αυτή, όσο μπορούσε νά κρίνει μέσα άπ' τήν ομίχλη πού υψωνόταν κάτω άπ' τό φύσημα της πρωινής αύρας, τά δέντρα φαίνονταν πιό πυκνά. "Αν τόν κυνηγούσαν, θά 'χε κάποιο καταφύγιο γιά νά κρυφτεί κι έπειτα κάποια ευκολία γιά νά τό σκάσει. Ό δραπέτης δέν είχε κάνει περισσότερα άπό πενήντα βήματα όταν μιά άγρια φωνή: «Τίς ει;» αντήχησε στά δεξιά του. Αυτό τό «τίς ει», είπωμένο μέ μιά βαριά γερμανική προφορά, έκανε πολύ δυσάρεστη εντύπωση σ' εκείνον πού απευθυνόταν. "Ο δραπέτης δέν απάντησε. Έπεσε μέ τά μούτρα στό χώμα κι έκανε πολύ καλά, γιατί σχεδόν αμέσως ακούστηκε μιά τουφεκιά πού λίγα δευτερόλεπτα νωρίτερα θά τόν είχε βρει κατάστηθα. Όμως θά κατάφερνε νά ξεφύγει άπ' τήν περίπολο των τελωνειακών; Δέν υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι τόν είχαν δει... Απόδειξη ή φωνή κι ή τουφεκιά... Ωστόσο, μέσα σ' αυτό τό πυκνό σκοτάδι, θά μπορούσαν καί νά γελαστούν... Καί πραγματικά, ό δραπέτης είχε δλη τήν ευκαιρία νά τό
16 διαπιστώσει καί μόνος του, όταν οΐ φωνές των άντρων πλησίασαν. Ανήκαν σέ κάποιο τελωνειακό σταθμό τής λίμνης Πέιπους, φτωχά ανθρωπάκια έτοιμα κάθε τόσο νά ζητήσουν τό φιλοδώρημα τους, καταδικασμένα άπ' τή μοσχοβίτικη Διεύθυνση Τελωνείων σέ μιά στερημένη ζωή. Ήταν δυό καί ξαναγύριζαν στό πόστο τους όταν είχαν δει μιά σκιά μπροστά τους, ανάμεσα στους πάγους. Είσαι σίγουρος ότι τόν είδες; ρωτούσε ό ένας. Ναί, απαντούσε ό άλλος, σίγουρα θά 'ταν κάποιος λα θρέμπορος πού προσπαθούσε νά περάσει στή Λιβονία... Δέν είναι ό πρώτος αυτού τού χειμώνα καί δέ θά είναι καί ό τελευταίος, μά δέν πιστεύω ότι θά τόν πιάσουμε. Σίγουρα ακόμη θά τρέχει! Βλέπεις, είπε εκείνος πού είχε πυροβολήσει, μέ τέτοιο σκοτάδι δέν μπορείς νά πετύχεις τό στόχο καί πολύ λυπάμαι πού δέν τόν σώριασα καταγής... Ένας λαθρέμπορος έχει πάντα τό σάκο του γεμάτο... Θά τά μοιραζόμαστε όλα σάν καλοί φίλοι... — Νιώθω τό στομάχι μου νά διαμαρτύρεται! είπε ό άλλος. ΟΊ τελωνοφύλακες συνέχισαν τίς έρευνες τους, μέ περισ σότερη σπουδή τώρα πού σκέφτονταν πόσο θά τους ζέσταινε λίγο κρασί ή λίγη βότκα. Δέν κατάφεραν τίποτα. "Οταν ό δραπέτης βεβαιώθηκε πώς είχαν απομακρυνθεί αρκετά, συνέχισε τό δρόμο του κατά τήν ακτή καί, προτού ξημερώσει, είχε βρει καταφύγιο μέσα σέ μιά έρημη καλύβα, τρία βέρστια νότια άπ' τό σταθμό τοΰ τελωνείου. Βέβαια, ή προφύλαξη απαιτούσε νά μείνει ξύπνιος εκείνη τή μέρα καί νά χει τό νοϋ του καί στον παραμικρό κρότο, αλλά τσακισμένος άπ' τήν κούραση, ό άνθρωπος αυτός, όσο γερός κι άν ήταν δέν μπόρεσε ν' αντισταθεί στον ϋπνο. Ξαπλωμένος σέ μιά γωνιά, τυλιγμένος στό πανωφόρι του,
κοιμήθηκε βαθιά, κι όταν ξύπνησε ή μέρα είχε προχωρήσει αρκετά. Ή ώρα ήταν τρείς τό μεσημέρι. Γιά καλή του τύχη, οί
17 τελωνειακοί δέν είχαν κάνει καμιά προσπάθεια νά τόν βρουν. Μόλις ξύπνησε, μέ Ικανοποιημένη πιά τήν ανάγκη γιά ϋπνο, ικανοποίησε καί τήν ανάγκη τοϋ φαγητού. Τά λιγοστά τρόφιμα πού περιείχε ό ντορβάς του ήταν αρκετά γιά νά τού εξασφαλίσουν ένα δυό γεύματα. Θά 'πρεπε νά τά ανανεώσει μέ τήν πρώτη ευκαιρία, όπως καί τό κρασί του πού είχε τελειώσει. — ΟΙ χωρικοί δέ μ' έδιωξαν ποτέ, σκέφτηκε, καί τούτοι δώ οι Λιβονοί δέ θά διώξουν ποτέ ένα Σλάβο σάν αυτούς! Είχε δίκιο, αλλά ή κακοτυχία του δέν έπρεπε νά τόν οδηγήσει σέ κάποιο γερμανό ταβερνιάρη, γιατί εκείνος δέ θά υποδεχόταν ποτέ ένα Ρώσο όπως θά έκαναν οι χωρικοί τής ρωσικής αυτοκρατορίας. Φυσικά, ό δραπέτης δέν είχε φτάσει ακόμη στό σημείο νά ζητιανεύει. Τού έμεναν ακόμη μερικά ρούβλια κι αυτά θά τόν βοηθούσαν νά τελειώσει τό ταξίδι του, ώς τή Λιβονία τουλάχιστον. Καί πώς θά μπαρκάριζε; Αυτό θά τό σκεφτόταν αργότερα. Τό σπουδαιότερο, τό κυριότερο, ήταν νά φτάσει, χωρίς νά τόν πιάσουν, σ' ένα άπ' τά λιμάνια τού τόπου, στον κόλπο τής Φινλανδίας ή στή Βαλτική, καί σ' αυτό τό σκοπό συγκέντρωσε όλες του τις προσπάθειες. Μόλις τό σκοτάδι τού φάνηκε αρκετό, κατά τίς εφτά τό βράδυ, άφοϋ όπλισε τό πιστόλι του, ό δραπέτης απομακρύνθηκε άπό τήν καλύβα. Κατά τή διάρκεια τής νύχτας, ό άνεμος είχε γυρίσει νοτιάς κι ή θερμοκρασία είχε κάπως ανέβει. Τό χιόνι έδειχνε πώς δέ θ' αργούσε νά λιώσει. Ή περιοχή είχε πάντα τήν ίδια όψη. Ελάχιστα υπερυψωμένη στό κεντρικό τμήμα, δέν έχει σημαντικούς λόφους παρά μόνο στά βορειοδυτικά, αλλά καί κει τό ϋψος τους δέν ξεπερνάει τα εκατό μέ εκατόν πενήντα μέτρα. Τούτες οΐ απέραντες πεδιάδες δέν δυσκολεύουν καθόλου τόν πεζοπόρο, εκτός αν ό πάγος αρχίσει νά λιώνει, οπότε γίνονται στή στιγμή αδιάβατες. Έτσι, έπρεπε μέ κάθε τρόπο νά φτάσει στό λιμάνι, κι άν ό πάγος έλιωνε νωρίτερα θά 'ταν ευτύχημα γιατί ή ακτοπλοΐα θά ξανάβρισκε τόν καλοκαιριάτικο ρυθμό της. Δεκαπέντε περίπου θέρστια χωρίζουν τή λίμνη Πέιπους 2/ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑ
18 άπ' τήν κωμόπολη τού Έκς όπου ό δραπέτης έφτασε στις έξι τό πρωί. Προσπάθησε όμως νά τήν αποφύγει, γιατί εκεί ίσως τού ζητούσαν τά χαρτιά του κι αυτό ήταν κάτι πού δέν τό ήθελε καθόλου. Τό καταφύγιο πού ζητούσε δε θά τό έβρισκε εδώ. Ολάκερη αυτή τή μέρα τήν πέρασε σ' ένα εγκαταλειμμένο ερείπιο άπ' όπου έφυγε στίς έξι τ' απόγευμα, στρίβοντας νοτιοδυτικά, κι έπειτα άπό μιά πορεία έντεκα βέρστια συνάντησε τόν ποταμό "Εμπαχ — ποταμό πού ενώνει τά νερά του μέ τά νερά τής λίμνης Βατζέρο, στή βόρεια άκρη της. Στό σημείο αυτό, αντί νά περάσει ανάμεσα άπ' τά σημυδοδάση πού απλώνονται στίς ακτές, ό δραπέτης βρήκε πιό σωστό νά προχωρήσει πάνω στή λίμνη πού ή στερεότητα της δέν είχε αρχίσει ακόμη νά γίνεται επικίνδυνη. Μιά χοντρή βροχή, άπό μερικά ψηλότερα σύννεφα, έπεφτε αδιάκοπα καί επιτάχυνε τό λιώσιμο τοϋ πάγου. ΤΗταν ολοφάνερο πώς οι λίμνες καί τά ρυάκια τής περιοχής δέ θ' αργούσαν νά ξεπαγώσουν. Ό δραπέτης βάδιζε βιαστικά, θέλοντας νά φτάσει στην άκρη τής λίμνης προτού ξημερώσει. Τού απόμεναν είκοσι πέντε βέρστια ακόμη κι ή κούραση του ήταν απερίγραπτη, αν λογαριάσει κανείς ότι τήν ίδια αυτή νύχτα είχε κάνει κιόλας άλλα είκοσι πέντε — δηλαδή περίπου δέκα λεύγες. Ή βροχή πού είχε αρχίσει νά πέφτει δέν ήταν καθόλου ευχάριστη γιά τόν πεζοπόρο μας. "Ενα ξερό κρύο θά διευκόλυνε πολύ τήν πορεία του. Κιόλας ό πάγος άρχιζε νά λιώνει καί δέν θά τού άρεσε καθόλου νά διασχίσει τόν ποταμό Εμπαχ κολυμπώντας. Γι' αυτό, είχε κάθε λόγο νά διπλασιάσει τήν ταχύτητα του. Όλ' αυτά, ό δραπέτης τά ήξερε πολύ καλά. Τό χοντρό του παλτό τόν προφύλαγε άπ' τίς ριπές τοΰ νερού καί οι μπότες του, σέ καλή κατάσταση ακόμη, έδιναν σταθερότητα στά βήματα του. Κι έπειτα, μέσα σέ τούτο τό βαθύ σκοτάδι, δέν είχε ανάγκη νά προσανατολίζεται, άφοΰ ό 'Έμπαχ τόν οδηγούσε ίσια στον προορισμό του.
Στίς τρείς τή νύχτα είχε διανύσει άλλα είκοσι βέρστια. Δυό
19 ώρες ακόμη και θά έκανε τήν καθημερινή του στάση. Καί τούτη τή φορά, δέν υπήρχε κανένας λόγος νά ριψοκινδυνέψει σέ κάποιο χωριό αναζητώντας καταφύγιο σέ κάποιο πανδοχείο, αφού τά τρόφιμα του τόν έφταναν γιά μιά μέρα ακόμη. Τό μόνο πού ζητούσε ήταν ένα σίγουρο καί ασφαλές καταφύγιο. Μέσα στά δάση πού πλαισιώνουν τή βόρεια άκρη της λίμνης Βατζέρο, υπάρχουν αρκετές καλύβες ξυλοκόπων, ακατοίκητες τό χειμώνα. Μέ τά λιγοστά κάρβουνα πού βρίσκει κανείς μέσα σ' αυτές καί μερικά ξερόκλαδα, μπορείς εύκολα νά φτιάξεις μιά φωτιά πού θερμαίνει — γιατί όχι; — τό κορμί καί τήν ψυχή, καί δέν έχεις καί τό φόβο μήπως σέ προδώσει ό καπνός. Βέβαια, τούτος ό χειμώνας ήταν πολύ άγριος, αλλά δέν μπορούμε νά μή λογαριάσουμε πόσο είχε διευκολύνει τή φυγή τού δραπέτη άπ' τή στιγμή πού είχε πατήσει τό πόδι του στό έδαφος της αυτοκρατορίας! Μήπως άλλωστε ό χειμώνας δέν είναι ό φίλος όλων των Ρώσων, όπως λέει κι ή παλιά σλαβική παροιμία; Εκείνη τή στιγμή, ένα ουρλιαχτό ακούστηκε άπ' τήν αριστερή όχθη τού Έμπαχ. Δέν υπήρχε καμιά αμφιβολία, ήταν τό ουρλιαχτό κάποιου θηρίου, μιά εκατοστή βήματα πιό κει. Τό ζώο πλησίαζε ή απομακρυνόταν; Τό σκοτάδι δέ σέ βοηθούσε νά τό διακρίνεις. Ό άνθρωπος στάθηκε γιά μιά στιγμή, τέντωσε τ' αυτί του. Έπρεπε νά χει τό νοϋ του, νά μήν αιφνιδιαστεί. Τό ουρλιαχτό ξανακούστηκε πολλές φορές, πιό έντονο. Τοϋ απάντησαν κι άλλα. Ναί, έτσι ήταν. Κάποιο κοπάδι άγριων θηρίων ανηφόριζε τήν ακτή τοΰ Έμπαχ, κι ήταν πολύ πιθανό νά είχαν νιώσει τήν ανθρώπινη παρουσία. Τήν ίδια στιγμή, τό μακάβριο κοντσέρτο ξανακούστηκε τόσο ζωηρό πού ό δραπέτης νόμισε πώς δέ θ' αργούσαν νά τού επιτεθούν. — Είναι λύκοι, σκέφτηκε, καί δέν είναι καθόλου μακριά.
20 Ό κίνδυνος ήταν πολύ μεγάλος. Ξενηστικωμένα άπ' τόν άγριο χειμώνα, τά θηρία αυτά είναι πραγματικά επικίνδυνα. Όταν είσαι γεροδεμένος, ψύχραιμος, καί κρατάς ένα χοντρό μπαστούνι στό χέρι, μπορείς θαυμάσια ν' αντιμετωπίσεις ένα λύκο. Όμως, πώς νά τά βάλεις μ1 έξι τέτοια πειναλέα θηρία; Τό μυαλό τού δραπέτη δούλεψε αστραπιαία. Μέρος νά κρυφτεί δέν υπήρχε. ΟΙ όχθες τοΰ Έμπαχ είναι χαμηλές καί γυμνές. Τό μόνο πού τού απόμενε νά κάνει ήταν ν1 αρχίσει νά τρέχει μ' όλη του τή δύναμη, παρόλο πού δέν είχε καί πολλές πιθανότητες νά ξεφύγει άπ' τους διώκτες του. "Ετσι κι έκανε, αλλά σέ λίγο ένιωσε τά θηρία νά τόν ακολουθούν. Σέ λιγότερα άπό είκοσι βήματα, τ' άγρια ουρλιαχτά ξανακούστηκαν. Στάθηκε καί κοίταξε πίσω του. Θά 'λεγε κανείς πώς τό σκοτάδι είχε γεμίσει φωτεινά σημάδια, όμοια μ' αναμμένα κάρβουνα. Ήταν τά μάτια τών λύκων, αυτών τών πεινασμένων, σκελετωμένων ζώων πού όσμίζονταν λαίμαργα τήν τροφή μπροστά στά δόντια τους. Ό δραπέτης στάθηκε μέ τό πιστόλι στό ένα χέρι καί τό μπαστούνι του στό άλλο. Ήταν προτιμότερο νά μήν πυροβολήσει, άν τό μπαστούνι ήταν αρκετό, γιατί δέν ήθελε νά τραβήξει τήν προσοχή κάποιας άλλης περιπόλου. Ό άνθρωπος είχε καρφωθεί στέρεα στή γη κι είχε έλευθεοώσει τά χέρια του άπ' τά μανίκια τοϋ πανωφοριοϋ του. Τήν ίδια στιγμή, ένας λύκος ορμούσε πάνω του κι ένα δυνατό χτύπημα μέ τό μπαστούνι τόν έριχνε καταγής. Όμως, μισή ντουζίνα λύκοι μαζί ήταν πολλοί γιά νά φοβηθούν, πολλοί γιά νά μπορέσει νά τους εξοντώσει τόν ένα μετά τόν άλλο, χωρίς νά χρησιμοποιήσει τό πιστόλι του. "Αλλωστε, έπειτα άπό ένα δεύτερο χτύπημα στό κεφάλι ενός δεύτερου λύκου, τό μπαστούνι έσπασε. Ό άνθρωπος ξανάρχισε νά τρέχει, μά τά θηρία τόν ξανακυνήγησαν κι αναγκάστηκε νά πυροβολήσει τέσσερις φορές. Δυό ζώα, θανάσιμα τραυματισμένα, σωριάστηκαν πάνω στον πάγο πού βάφτηκε άπ' τό αίμα τους. Όμως, οΐ δυό άλλες σφαίρες πήγαν χαμένες γιατί οί υπόλοιποι λύκοι τρόμαξαν καί
21 τραβήχτηκαν στά πλάγια. Ό δραπέτης δέν προλάβαινε νά ξαναγεμίσει τό πιστόλι του. Τό κοπάδι είχε κιόλας ορμήσει πάνω του. Διακόσια βήματα ακόμη καί τά θηρία βρίσκονταν πίσω του, δαγκώνοντας τό πανωφόρι του. "Ενιωθε κιόλας την καυτή τους ανάσα. "Αν στραβοπατούσε, άν γλιστρούσε, ήταν χαμένος. Δέ θά ξανασηκωνόταν, γιατί τ' άγρια, πεινασμένα θηρία θά τόν καταξέσκιζαν. Είχε φτάσει λοιπόν ή τελευταία του στιγμή; Τόσες δοκιμασίες, τόση κούραση, τόσοι κίνδυνοι γιά νά ξαναγυρίσει στον τόπο του καί νά πεθάνει τόσο άδοξα; Επιτέλους, ή άκρη τής λίμνης φάνηκε μαζί μέ τίς πρώτες ανταύγειες τής αυγής. Ή βροχή είχε σταματήσει κι ή εξοχή ήταν τυλιγμένη σέ μιά ελαφριά ομίχλη. Οί λύκοι όρμησαν πάνω στό θύμα τους πού τους έδιωχνε χτυπώντας τους μέ τό απομεινάρι τοΰ μπαστουνιού του. Ξαφνικά, ό άνθρωπος σκόνταψε σέ μιά σκάλα. Πού ήταν στερεωμένη αυτή ή σκάλα; Δέν είχε καμιά σημασία. "Αν κατάφερνε νά σκαρφαλώσει τά σκαλοπάτια της, τά ζώα δέ θά μπορούσαν ν' ανεβούν πίσω του καί γιά λίγο θά ήταν ασφαλής. Αυτή ή σκάλα έπεφτε κάθετα στό έδαφος καί, πράγμα πολύ παράξενο, οί άκρες της δέν ακουμπούσαν στή γη. Ομως, ή ομίχλη δέν άφηνε νά διακρίνεις πού ήταν στερεωμένο τό πάνω της μέρος. Ό δραπέτης πιάστηκε άπ' τά πλαϊνά της κι ανέβηκε τά πρώτα σκαλοπάτια, τή στιγμή πού οΐ λύκοι ορμούσαν γιά μιά τελευταία φορά καταπάνω του. Τά δόντια τους χώθηκαν στίς μπότες του καί τίς ξέσκισαν. *.τό μεταξύ, ή σκάλα έτριζε κάτω άπ' τό βάρος τού ανθρώπου, ταλαντευόταν κάτω άπ' τίς προσπάθειες του. Θά τόν άντεχε, Αν έσπαγε, θά τόν κατασπάραζαν οΐ λύκοι, θά τόν κατασπάραζαν ζωντανό... Η σκάλα άντεξε κι εκείνος μπόρεσε νά σκαρφαλώσει Τά
τελευταία της σκαλοπάτια μέ αξιοθαύμαστη ευκινησία.
22 Εκεί, προεξείχε ή άκρη ενός ξύλου, κάτι σά χοντρό δοκάρι πού δύσκολα μπορούσες νά τό καβαλήσεις. Τώρα πιά ό άνθρωπος είχε γλιτώσει άπ' τους λύκους πού χοροπηδούσαν στή βάση της σκάλας ουρλιάζοντας άγρια.
Ό Σλάβος γιά τό Σλάβο
Γιά τήν ώρα, ό δραπέτης είχε σωθεί. 01 λύκοι δεν μπορούν νά σκαρφαλώσουν όπως θά είχαν κάνει οι αρκούδες πού είναι ελάχιστες στά δάση της Λιβονίας. Όμως δέν έπρεπε νά κατέβει προτού απομακρυνθεί καί τό τελευταίο θηρίο, κι αυτό θά γινόταν σίγουρα μέ τήν ανατολή τού ήλιου. Καί πρώτα πρώτα γιά ποιο λόγο αυτή ή σκάλα βρισκόταν εκεί, καί πού στηριζόταν τό πάνω της άκρο; Στηριζόταν στον άξονα μιας ρόδας άπ' όπου ξεκινούσαν άλλες τρεΤς παρουσίες σκάλες — στην πραγυατικότητα ήταν τά τέσσερα φτερά ενός μύλου χτισμένου πάνω σ' ένα μικρό ψήλωμα. όχι πολύ μακριά άπ' τό σημείο όπου ό Έμπαχ τροφοδοτείται μέ τά νερά της λίμνης. Από κάποια καλή σύμπτωση, ό μύλος δέ λειτουργούσε κι έτσι ό δραπέτης είχε καταφέρει νά σκαρφαλώσει σ' ένα άπ' τά φτερά του. Απόμενε ή πιθανότητα ό μύλος ν' αρχίσει νά γυρίζει μέ τό γάοαμα. αν ό άνευος δυνάυωνε. Στήν περίπτωση αυτή θά τοΰ ήταν πολύ δύσκολο νά μείνει πάνω στον άξονα. Κι άλλωστε, υπήρχε κι ό μυλωνάς. Τί θά έκανε άν έβρισκε έναν άνθρωπο σκαρφαλωμένο οτήν κορυφή τού μύλου του; Όμως, ό δραπέτης δέν μπορούσε νά κατέβει. Οί λύκοι βρίσκονταν ακόμη έκε'ι, στή βάση τοϋ μύλου, βγάζοντας άγρια ουρλιαχτά πού δέ
Ο δραπέτης ανέβηκε τα πρώτα σκαλοπάτια, τη στιγμή που οι λύκοι ορμούσαν για τελευταία φορά καταπάνω του.
24 θ αργούσαν νά ξυπνήσουν τους κάτοικους των γειτονικών σπιτιών!.. Μια μόνο λύση υπήρχε: νά χωθεί στο εσωτερικό τού μύλου, νά κρυφτεί κάπου γιά όλη τή μέρα, άν ό μυλωνάς δέν κατοικούσε έκεϊ, καί νά περιμένει νά βραδιάσει γιά νά συνεχίσει τό δρόμο του. Ό φεγγίτης τού μύλου ήταν ανοιχτός. Ό δραπέτης χώθηκε στό άνοιγμα του καί βρέθηκε μέσα στό μύλο χωρίς τόν παραμικρό κόπο ή θόρυβο. Ή ησυχία ήταν βαθιά όσο καί τό σκοτάδι. Δέν υπήρχε καμιά αμφιβολία πώς τό ισόγειο ήταν έρημο. Μιά στριφογυριστή σκάλα ένωνε τό πάνω μέρος τού μύλου μ' αυτό τό ισόγειο πού τό δάπεδο του ήταν σκεπασμένο άπό χώμα. Όμως, γιά προφύλαξη, καλό ήταν νά μη φτάσει ώς τό ισόγειο. Νά φάει πρώτα κι έπειτα νά κοιμηθεί, ήταν δυό μεγάλες ανάγκες γιά τόν δραπέτη πού δέν μπόρεσε νά κρατηθεί άλλο. Έφαγε τίς τελευταίες του προμήθειες καί μιά σκέψη άρχισε νά βασανίζει τό μυαλό του. Έπρεπε νά βρε! τρόφιμα. Πού; Πώς; Κατά τίς έφτάμιση ή ομίχλη άρχισε νά διαλύεται καί μπορούσες εύκολα νά ξεχωρίσεις τήν περιοχή γύρω άπ' τό μύλο. Τί έβλεπε κανείς άν έσκυβε έξω άπ' τό φεγγίτη; Στά δεξιά, μιά πεδιάδα πλημμυρισμένη άπ' τά λιωμένα χιόνια κι έναν ατέλειωτο δρόμο πού χαραζόταν προς τά δυτικά, πλαισιωμένος άπό δέντρα γιατί διασχίζε ένα βάλτο πού πάνω του πετούσαν κοπάδια υδρόβια πουλιά. Στ' αριστερά, απλωνόταν ή λίμνη, παγωμένη σ' όλη της τήν επιφάνεια, εκτός άπ' τό σημείο όπου ενωνόταν μέ τόν Έμπαχ. Εδώ καί κει υψώνονταν μερικά πεύκα καί έλατα μέ σκοτεινό φύλλωμα, πού έρχονταν σέ ζωηρή αντίθεση μέ τίς σκελετωμένες καί γυμνές σημύδες. Τό πρώτο πού παρατήρησε ό δραπέτης, ήταν πώς οι λύκοι είχαν απομακρυνθεί. — Πολύ καλά, σκέφτηκε, μά οΐ τελωνειακοί καί χωροφύλακες είναι πιό επικίνδυνοι άπ' τά θηρία!.. Κι όσο πλησιάζω στην
25 κατοικημένη περιοχή τόσο πιό δύσκολο θά μοΰ είναι νά τους ξεφύγω... Πέφτω απ1 τή νύστα... Ωστόσο, προτού αποκοιμηθώ καλό είναι νά δώ πού βρίσκομαι γιά νά ξέρω άπό πού θά φύγω στην περίπτωση πού θά μέ ανακαλύψουν... Ή βροχή είχε σταματήσει. Ή θερμοκρασία είχε υψωθεί μερικούς βαθμούς κι ό άνεμος φύσαγε δυτικός. "Ομως, αυτή ή αύρα πού όσο πήγαινε καί δυνάμωνε δέ θά έκανε τό μυλωνά νά βάλει σέ λειτουργία τό μύλο του; Άπ' αυτό τόν ίδιο φεγγίτη, μπορούσε νά διακρίνει κανείς, σέ μισό βέρστι απόσταση, διάφορα απομονωμένα σπίτια άπ' όπου ξεχύνονταν οι πρώτοι πρωινοί καπνοί. Σίγουρα εκεί θά έμενε κι ό μυλωνάς καί δέ θά 'ταν άσκημο νά χει τό νού του. Ό δραπέτης τόλμησε μερικά βήματα στή στενή εσωτερική σκαλίτσα καί κατέβηκε. Τό κάτω μέρος τού μύλου ήταν γεμάτο σακιά μέ στάρι, πράγμα πού έδειχνε ότι ό μύλος δέν ήταν εγκαταλειμμένος καί λειτουργούσε όταν ό άνεμος είχε αρκετή δύναμη γιά νά κινήσει τά φτερά του. Ό άνθρωπος ξανανέθηκε τήν ξύλινη σκάλα καί φτάνοντας στό κρησφύγετο του πεθαμένος άπ' τήν κούραση, έπεσε σέ μιά γωνιά καί βυθίστηκε σέ ύπνο βαθύ. Τί ώρα ήταν όταν ξύπνησε; Περίπου τέσσερις. Μέρα ακόμη. Ομως ό μύλος εξακολουθούσε νά μή λειτουργεί. Ο δραπέτης ανασηκώθηκε καί μαζεύοντας τά πόδια του ακούμπησε τήν πλάτη στον τοίχο. Αυτό τόν έσωσε. Πραγματικά, τ' αυτί του τσάκωσε στην αρχή μερικά λόγια πού ανταλλάζονταν στον κάτω όροφο, λόγια πού φαίνονταν νά προέρχονται άπό πολλούς ανθρώπους πού μιλούσαν ζωηρά. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν φτάσει στό μύλο μισή ώρα προτού ξυπνήσει, κι άν είχαν ανέβει τή σκάλα, σίγουρα θά τόν είχαν ανακαλύψει. Ο άνθρωπος έμεινε ακίνητος. Έσκυψε μόνο λίγο καί κόλλησε τ' αυτί του στό σανιδένιο πάτωμα γιά ν' ακούει καλύτερα τή συζήτηση πού γινόταν στό ισόγειο.
26 Με τά πρώτα κιόλας λόγια κατάλαβε τί ήταν ό ένας άπ' τους ανθρώπους πού μιλούσαν. Κατάλαβε άπό τί κίνδυνο είχε γλιτώσει, αν γλίτωνε, δηλαδή αν κατάφερνε νά φύγει άπ' τό μύλο, είτε πρίν είτε μετά άπ' τους ανθρώπους πού συζητούσαν μέ τό μυλωνά. Τ Ηταν τρεΤς αστυνομικοί, ένας ένωμοτάρχης της χωροφυλακής καί δυό βοηθοί του. Τήν εποχή εκείνη, πολλοί αστυνομικοί ήταν ακόμη γερμανικής κατανωγης. Άνάυεσά τους ξεχώριζε ό ένωυοτάργης "Εκ πού έδειχνε στους συμπολίτες του μεγαλύτερη επιείκεια άπ' όση στους Ρώσους της Λιβονίας. Γεμάτος ζήλο, οξυδερκής, έφερνε σέ πέρας μέ πραγματική λύσσα τίς εγκληματικές υποθέσεις πού τοϋ εμπιστεύονταν καί ένώ δεχόταν μέ περηφάνια τίς επιτυχίες, τού ήταν αδύνατο νά παραδεχτεί έστω καί τήν παραμικρή ήττα. Έτσι, τώρα πού τού είχαν αναθέσει νά συλλάβει αυτό τό δραπέτη άπ' τή Σιβηρία πού ήταν Λιθονός μέ μοσκοθίτικη καταγωγή, ό ένωμοτάρχης Έκ ενεργούσε δοαστήρια καί χωρίς νά χάνει καιρό. Τήν ώρα πού ό δραπέτης κοιμόταν, ό μυλωνάς είχε έρθει στό μύλο μέ τή σκέψη ν' αφιερώσει όλη του τήν ήμερα στή δουλειά του. Κατά τίς εννιά ή ώρα, ή αϋρα τού είχε φανεί ευνοϊκή κι αν τά φτερά είχαν μπεΤ σέ λειτουργία, ό κοιμισμένος θά είχε ξυπνήσει αμέσως. Όμως, ή ψιλή βροχή πού έπεφτε, εμπόδισε τόν άνεμο νά δυναμώσει. Έτσι, ό μυλωνάς στεκόταν στό κατώφλι τής πόρτας του, όταν ό "Εκ καί οί άντρες του τόν είδαν καί υπήκαν στό υύλο νιά νά τού ζητήσουν μερικές πληροφορίες Εκείνη τή στιγμή, ό "Εκ έλεγε: — Μήπως φάνηκε κατά δω ένας άντρας γύρω στά τριάντα πέντε; Οχι, απάντησε ό μυλωνάς. Τούτη τήν εποχή σπάνια βλέπεις άνθρωπο σ' αυτή τήν περιοχή... Είναι ξένος; Ξένος; "Οχι, είναι Ρώσος άπ' τίς βαλτικές επαρχίες. "Α, Ρώσος... έκανε ό μυλωνάς. Ναι... ένα παλιόμουτρο πού άν τό συλλάβω θά είναι τιμή
1
β ι.
■
νΒ
▼β
|—
1
■
Χ
■
'-■■<
/ ·'νΒ^Β^&νέ^ ■ ■^'
■
■
-
-Λ
-
■
**_Α^Νί"· ·
.
Ι
■ Ι
>
■
·,
Λ
Ν
·
^
^
V
^. -Γ*'
,
•^^^
>
. ; >
* ; '^Μ
Όταν ξύπνησε ο δραπέτης, ήταν ακόμα μέρα αλλά ο μύλος εξακολουθούσε να μη λειτουργεί.
28 μου! Πραγματικά, γιά έναν αστυνομικό, ένας δραπέτης είναι πάντα ένα παλιόμουτρο, άσχετο αν τό αδίκημα του είναι πολιτικό ή ποινικό. — Βρίσκεστε στά ίχνη του; ρώτησε ό μυλωνάς. Εδώ καί είκοσι τέσσερις ώρες πού τόν είδαν στά σύνορα των επαρχιών. Καί ξέρετε προς τά πού κατευθύνεται; ξαναρώτησε ό μυ λωνάς πού ήταν περίεργος άπό φυσικού του. Δέν είναι και τόσο δύσκολο, απάντησε ό Εκ. Πηγαίνει εκεί πού θά μπορέσει νά μπαρκάρει μόλις ελευθερωθεί ή θά λασσα — σίγουρα στό Ρέθελ καί συγκεκριμένα οτή Ρίγα. Μιλώντας γι' αυτή τήν πόλη, όπου συγκεντρώνονται οι θαλάσσιες επικοινωνίες τοΰ βορινού τμήματος της αυτοκρατορίας, ό ένωμοτάρχης είχε απόλυτο δίκιο. Ό κάθε δραπέτης θά είχε συμφέρον νά φτάσει στό Ρέθελ πού είναι ταυτόχρονα καί λουτρόπολη, ή αν όχι στό Ρέβελ, τουλάχιστον στό Μπαλίσκι, στην άκρη τοϋ κόλπου, αφού άπ' τή θέση του, απελευθερώνεται πρώτο άπ τους πάγους. — Καί γιατί νά πάει στό Ρέβελ; Τό καλύτερο γι' αυτόν θά ήταν νά προχωρήσει κατά τό Περνώ! παρατήρησε ό μυλωνάς. Πραγματικά, σ' αυτή τήν κατεύθυνση δέ θά είχε νά διανύσει πολλά θέρστια. Όσο γιά τή Ρίγα, σέ διπλάσια απόσταση άπ τό Περνώ, δέ θά διευκόλυνε καθόλου τίς έρευνες. Φυσικά, ό δραπέτης, ακίνητος στό κρησφύγετο του, μέ κρατημένη τήν ανάσα καί τ' αυτί τεντωμένο, άκουγε όσα λέγονταν καί θά ξερέ νά τά χρησιμοποιήσει σέ όφελος του. — Σωστά, απάντησε ό ένωμοτάρχης, υπάρχει καί τό Περνώ κι οι περίπολοι έχουν κιόλας ειδοποιηθεί, αλλά έχω κάθε λόγο νά πιστεύω ότι ό δραπέτης μας πηγαίνει στό Ρέθελ. όπου θά μπορέσει νά μπαρκάρει πιό γρήγορα. Αυτή ήταν ή γνώμη τού ταγματάρχη Βέρντερ πού διεύθυνε τότε τήν αστυνομία τής Λιθονίας κάτω άπ τίς διαταγές τού
συνταγματάρχη Ραγκένωφ. κι ό Εκ ήταν πολύ καλά πληροφορημένος
29 "Αν ό συνταγματάρχης Ραγκένωφ, σλάβος άπό γεννησιμιού του, δέ διεκδικούσε τίς συμπάθειες καί τίς αντιπάθειες τού ταγματάρχη Βέρντερ πού ήταν γερμανός, είχε ωστόσο θαυμάσιες σχέσεις μέ τόν υφιστάμενο του, τόν ένωμοτάρχη "Εκ. Πάνω άπ' όλους, γιά νά τους διευθύνει, νά τους συυθουλεύει καί νά τους συγκρατεί, υπήρχε ό στρατηγός Γκόοκο. κυβερνήτης τών βαλτικών επαρχιών. Η συζήτηση κράτησε μερικά λεπτά ακόμη. Ό ένωμοτάρχης περιέγραψε τόν φυγάδα μέ τά λόγια πού είχε διαβάσει στην περιγραφή πού τού είχε στείλει τό αρχηγείο του: ανάστημα ψηλό, γεροδεμένος, γύρω στά τριάντα πέντε, μέ πλούσια ξανθιά γενειάδα και καφετί πανωφόρι. Γιά δεύτερη φορά, είπε ό μυλωνάς, σας βεβαιώνω ότι ό άνθρωπος αυτός — Ρώσος είπατε; Ναί, Ρώσος! "Ε, λοιπόν, σάς βεβαιώνω ότι δέ φάνηκε στά μέρη μας κι ότι σέ κανένα άπ' τά σπίτια της περιοχής δέ θά βρείτε στοιχεία άπ' τήν παρουσία του... Τό ξέρεις, είπε ό ένωμοτάρχης, ότι όποιος τοΰ δώσει άσυλο κινδυνεύει νά συλληφθεί καί νά θεωρηθεί συνένοχος του; Ο Θεός νά σάς προστατεύει, τό ξέρω, καί δέν έχω καμιά διάθεση νά μπλέξω σέ τέτοιες Ιστορίες. Έχεις δίκιο κι είναι προτιμότερο νά μήν έρθει κανείς αντιμέτωπος μέ τόν ταγματάρχη Βέρντερ. Είμαι πάντα προσεχτικός, ένωμοτάρχη μου! Στό σημείο αυτό, ό "Εκ ετοιμάστηκε νά φύγει επαναλαμβάνοντας ότι οι άντρες του κι αυτός θά ερευνούσαν όλη τήν περιοχή ανάμεσα στό Περνώ καί τό Ρέβελ. — Στό μεταξύ, είπε ό μυλωνάς, ό αέρας γύρισε νοτιοδυτι κός. Ωρα νά βάλω μπροστά τό μύλο μου. Μήπως οι άντρες σας μπορούν νά μέ βοηθήσουν νά προσανατολίσω τά φτερά μου; "Ετσι, δέ θά χρειαστεί νά ξαναγυρίσω στό σπίτι μου καί θά
μείνω εδώ όλη τη ν·'·ντα
30 Ό Εκ δέχτηκε. Οι άντρες του βγήκαν άπ' τήν αντίθετη πόρτα καί πιάνοντας όλοι μαζί τό μοχλό τόν έστριψαν προς τήν κατεύθυνση πού τους υπόδειξε ό μυλωνάς. Σέ λίγο, ακούστηκε ένα ρυθμικό τίκ τάκ, κι ό μύλος άρχισε νά δουλεύει. Ό ένωυ,οτάοχης κι οι άντρες του ξεκίνησαν μέ κατεύθυνση προς τά νοτιοδυτικά. Ό δραπέτης δεν είχε χάσει οϋτε λέξη άπ' τή συνομιλία. Κι αυτό πού είχε καταλάβει καλά ήταν ότι τώρα πού πλησίαζε στό τέλος τού ταξιδιού του, οι κίνδυνοι όσο πήγαιναν καί πολλαπλασιάζονταν... Ή αστυνομία τόν αναζητούσε παντού... Νά πήγαινε στό Ρέβελ; Οχι, σκέφτηκε. Καλύτερα νά προχωρούσε κατά τό Περνώ, όπου θά 'φτάνε καί πιό γρήγορα... Ή θάλασσα της Βαλτικής κι ό κόλπος τής Φινλανδίας δέ θ' αργούσαν νά ξεπαγώσουν. Σάν πήρε τήν απόφαση του, άρχισε νά σκέφτεται τί έπρεπε νά κάνει γιά νά φύγει άπ' τό μύλο, χωρίς νά τόν αντιληφτεί ό μυλωνάς. Ό μύλος δούλευε συνέχεια κι ό μυλωνάς θά περνούσε τή νύχτα του έκεΐ. Αδύνατο νά βγει άπ' τήν πόρτα τοϋ ισόγειου, ή άπό οποιαδήποτε άλλη πόρτα. Πέρασε έτσι μιά ολάκερη ώρα ανάμεσα στά τίκ τάκ τοϋ μύλου, τά τριξίματα των γραναζιών, τά μουγκρητά τοΰ σταριού πού θρυμματιζόταν καί τά σφυρίγματα τού ανέμου. Τό σκοτάδι άρχιζε νά πλημμυρίζει τό δειλινό, πάντα μεγάλο σ' αυτό τό γεωγραφικό πλάτος. Τό κρησφύγετο τού δραπέτη ήταν θεοσκότεινο είχε φτάσει ή στιγμή γιά τή μεγάλη απόφαση. Ό φυγάδας βεβαιώθηκε ότι τό μαχαίρι του έβγαινε εϋκο-λα άπ τή θήκη και γέμισε μέ έξι σφαίρες τό πιστόλι του. Τώρα, έπρεπε νά περάσει άπ' τό φεγγίτη καί νά προσπαθήσει νά πηδήξει στή γή χωρίς νά πλησιάσει τά φτερά τού μύλου πού γύριζαν αδιάκοπα. Άρχισε νά σέρνεται προς τό φεγγίτη, όταν ακούστηκε ένας θόρυβος. Τ Ηταν ό θόρυβος άπό κάποιο βαρύ περπάτημα πού ανέβαινε τήν εσωτερική σκαλίτσα τού μύλου. Ό μυλωνάς ερχόταν προς τά πάνω μ' ένα φανάρι στό χέρι.
31 Πραγματικά, παρουσιάστηκε, τή στιγμή πού ό δραπέτης, συσπειρωμένος, μέ τό πιστόλι στό χέρι, ετοιμαζόταν νά ορμήσει καταπάνω του. Όμως, μόλις ό μυλωνάς πρόβαλε τό κεφάλι του στό κεφαλόσκαλο, ακούστηκε νά λέει: — Πατερούλη, ήρθε ή ώρα νά φύγεις... Μήν καθυστερείς... Κατέβα... Ή πόρτα είναι ανοιχτή. Σαστισμένος ό δραπέτης, δέν ήξερε τί ν' απαντήσει. "Ωστε ό καλός μυλωνάς γνώριζε τήν παρουσία του στό μύλο; "Ωστε τόν είχε δεί νά μπαίνει; Ναί, τήν ώρα πού εκείνος κοιμόταν, ό μυλωνάς είχε ανέβει τή σκαλίτσα, τόν είχε δεί αλλά δέν τόν είχε ξυπνήσει. Μήπως κι αυτός δέν ήταν Ρώσος; Όί Σλάβοι αναγνωρίζονται εύκολα άπ' τήν έκφραση τοΰ προσώπου τους... Είχε καταλάβει ότι ή λιβονέζικη αστυνομία τόν κυνηγούσε... Γιατί; Δέν είχε καμιά διάθεση νά τό μάθει όπως δέν είχε θελήσει καί νά τόν παραδώσει στον ένωμοτάρχη Έκ καί στους άντρες του. — Κατέβα, ξανάπε μέ σιγανή φωνή. Μέ τήν καρδιά νά χοροπηδάει στό στήθος του, κατασυγκινημένος, ό δραπέτης κατέβηκε στό Ισόγειο. Σοΰ ετοίμασα μερικά τρόφιμα, είπε ό μυλωνάς, γεμίζον τας τό ντορβά του ξένου μέ κρέας καί ψωμί... Είδα ότι δέν είχες τίποτα γιά νά φάς, όπως δέν είχες καί γιά νά πιείς... Νά, γέμισε τό φλασκί σου καί πήγαινε... Μά... αν τό μάθει ή αστυνομία... Προσπάθησε νά τους ξεγελάσεις καί μήν ανησυχείς γιά μένα... Δε σέ ρωτάω ποιος είσαι... "Ενα μόνο ξέρω: ότι είσαι Σλάβος καί ποτέ ένας Σλάβος δέ θά παραδώσει έναν άλλο Σλάβο σέ γερμανούς αστυνομικούς. Ευχαριστώ... ευχαριστώ! φώναξε ό δραπέτης. Πήγαινε, πατερούλη! Ό Θεός νά σέ οδηγεί καί νά σέ συγχωρέσει αν έχεις κάνει κάτι κακό.
Ή νύχτα ήταν κατάμαυρη κι ό δρόμος πού περνούσε έξω άπ' τό μύλο έρημος. Ό δραπέτης έκανε μιά τελευταία κίνηση αποχαιρετισμού στον μυλωνά κι εξαφανίστηκε.
32 Σύμφωνα μέ τό καινούργιο δρομολόγιο πού είχε αποφασίσει ν' ακολουθήσει, έπρεπε προτού ξημερώσει νά φτάσει στην κωμόπολη τού Φάλλεν καί νά κρυφτεί κάπου στά περίχωρα γιά νά ξεκουραστεί. Ό δραπέτης έπρεπε νά κάνει ακόμη σαράντα βέρστια καί θά τά έκανε... Έτσι, δέ θά άπεχε πιά παρά εξήντα θέρστια άπ τό Περνώ. Ακόμη δυό νύχτες πορείας καί τά μεσάνυχτα της 11ης τοϋ Απρίλη θά βρισκόταν στό Περνώ. Εκεί, θά κρυβόταν ίσαμε νά προμηθευτεί τ' απαραίτητα γιά νά μπαρκάρει, καί μόλις έλιωναν τά νερά, τά πλοία πού θά ξεκινούσαν άπό κεϊ θά 'ταν όλα στή διάθεση του. Η πορεία τοΰ δραπέτη συνεχίστηκε γρήγορη, άλλοτε στην πεδιάδα κι άλλοτε ανάμεσα άπό δάση μέ έλατα καί σημύδες. Σέ μεγάλα διαστήματα, παρουσιάζονταν κοιμισμένα χωριά, πλάι σέ χωράφια χλωμά καί μονότονα πού σέ λίγο τά άροτρα θά ετοίμαζαν γιά τή σπορά τοϋ λιναριού, τοϋ κανναβουριοϋ καί τού κριθαριού. Ή θερμοκρασία σιγά σιγά ανέβαινε. Τό χιόνι, μισολιωμένο, μεταμορφωνόταν σέ λάσπη. Φέτος, τό ξεπάγωμα θά ερχόταν πρόωρα. Κατά τίς πέντε ή ώρα, λίγο πρίν φτάσει στην κωμόπολη τού Φάλλεν, ό δραπέτης ανακάλυψε μιά απομονωμένη καλύβα, όπου κατάφερε νά* χωθεί χωρίς νά τόν αντιληφτεί κανείς. Μερικά άπ' τά τρόφιμα πού τού είχε δώσει ό μυλωνάς τού ξανάφεραν πίσω τίς δυνάμεις του" τά υπόλοιπα, τά αναλάμβανε ό ύπνος. Στίς έξι τό βράδυ, ήταν κιόλας έτοιμος νά ξεκινήσει, χωρίς τίποτα νά έχει διακόψει τόν πολύτιμο και ζωογόνο ϋπνο του. "Αν αυτή τή νύχτα κατάφερνε νά διανύσει τή μισή απόσταση πού τόν χώριζε άπ' τό Περνώ, τούτη ή διαδρομή θά ταν ή προτελευταία. Ετσι κι έγινε. Κατά τό ξημέρωμα, ό δραπέτης αναγκάστηκε νά σταματήσει, αλλά τούτη τή φορά, μιά πού δέν έβρισκε τίποτα τό καλύτερο, στό πυκνότερο σημείο ενός δάσους, μισό βέρστι άπ' τό δρόμο. ΤΗταν προτιμότερο άπ' τό νά ζητούσε στέγη και φαγητό σέ κάποιο πανδοχείο, γιατί οι άνθρωποι δέν είναι όλοι σάν τόν καλό μυλωνά της λίμνης.
- Πατερούλη, ήρθε η ώρα να φύγεις... Μην καθυστερείς... του είπε ο μυλωνάς.
34 Τό απόγευμα τής ίδιας εκείνης μέρας, κρυμμένος πίσω άπό ένα σύδεντρο, ό άνθρωπος είδε μιά ομάδα χωροφυλάκων νά περνάει άπ' τό δρόμο γιά τό Περνώ. Οί χωροφύλακες σταμάτησαν γιά λίγο σά νά ήθελαν νά ψάξουν τό δάσος, μά σχεδόν αμέσως φάνηκαν ν' αλλάζουν γνώμη καί συνέχισαν τήν πορεία τους. Τό βράδυ, άπ' τις έξι κιόλας ό δραπέτης ξανάρχισε τό δρόμο του. Ό ουρανός ήταν καθαρός. Τό φεγγάρι, σχεδόν ολόγιομο, έλαμπε περήφανα. Στίς τρεις τή νύχτα, ό δραπέτης άρχισε νά βαδίζει πλάι στην αριστερή όχθη ενός ποταμού, τού Περνόθα, έξι μόνο θέρστια άπ' τό Περνώ. Ακολουθώντας τό ποτάμι, θά έφτανε στά προάστια τής πόλης, όπου σκόπευε νά περάσει τή νύχτα του σέ κάποιο φτωχικό πανδοχείο. Ή ικανοποίηση του ήταν μεγάλη, όταν είδε πώς τό λιώσιμο των πάγων είχε αρχίσει καί πώς ό Περνόβας δέ θ' αργούσε νά γίνει πλωτός. Μερικές μέρες ακόμη καί οι ταλαιπωρίες του στό δρόμο, ή πεζοπορία καί οί διάφοροι κίνδυνοι θά τέλειωναν. Έτσι νόμιζε... Ξαφνικά. Μΐά κραυγή άντήγησε Ήταν (δια υ' εκείνη πού τόν είχε υποδεχτεί σάν είχε περάσει τά σύνορα τής Λιβονίας, τό ίδιο εκείνο «τίς ει» μέ τή γερμανική προφορά. Όμως, τούτη τή φορά, ή κραυγή δέν έβγαινε άπ' τό στόμα κάποιου τελωνοφύλακα. Είχε εμφανιστεί ένας ούλαμός άπό χωροφύλακες κάτω άπ' τίς διαταγές του ίδιου τού ένωμοτάργη "Εκ. Ό δραπέτης στάθηκε γιά μιά στιγμή, κι έπειτα όρμησε μπροστά τρέχοντας. — Αυτός είναι! ούρλιαξε ένας άπ' τους χωροφύλακες. Δυστυχώς, τό φώς τού φεγγαριού δέν τόν βοηθούσε νά τό σκάσει χωρίς νά τόν δουν. Ό "Εκ καί οί άντρες του ρίχτηκαν ξοπίσω άπ' τό δραπέτη. Εκείνος, εξαντλημένος άπ' τό μακρύ του ταξίδι, δέν μπορούσε νά ξαναβρεί τή συνηθισμένη του ταχύτητα. Θά τού ήταν πολύ δύσκολο νά ξεφύγει άπ' τους ξεκούραστους αυτούς χωροφύλακες.
35 — Καλύτερα νά πεθάνω, παρά νά μέ πιάσουν, σκέφτηκε. Καί καθώς ένα μεγάλο κομμάτι πάγου περνούσε άπό μπρο στά του, συγκέντρωσε τίς δυνάμεις του και πήδηξε πάνω. — Πΰρ! Πύρ! φώναξε ό Έκ στους άντρες του. Ακούστηκαν τέσσερις πυροβολισμοί, μά οι σφαίρες χάθη καν ανάμεσα στους μισολιωμένους πάγους. Ό πάγος πού μετάφερε τόν δραπέτη κυλούσε γρήγορα νιατί τά νερά τοϋ Περνόθα κατεβαίνουν πολύ όρυπτικά τίς πρώτες μέρες τοΰ ξεπαγώματος. Ό Έκ καί οί άντρες του ακολουθούσαν τή ροή τού ποταμού τρέχοντας πάνω στην όχθη, μά οί ανωμαλίες τού εδάφους δέν τους διευκόλυναν καθόλου στό σημάδι. Γιά νά πετύχουν έπρεπε νά κάνουν ό,τι κι ό δραπέτης τους, νά πηδήξουν σέ κάποιο κομμάτι πάγου κι έπειτα σέ άλλο καί σέ άλλο. Κι ήταν έτοιμοι νά τό κατορθώσουν, μέ τόν Έκ επικεφαλής τους, όταν ακούστηκε ένας τρομερός πάταγος. Ό πάγος είχε πέσει μέ ορμή πάνω στους βράχους πού υψώνονταν καθώς τό ποτάμι έστριβε προς τά δεξιά. "Οσο γιά τό δραπέτη, έσκυψε, ανασηκώθηκε, ξανάσκυψε κι έπειτα εξαφανίστηκε κάτω άπ τόν όγκο των πάγων πού είχε στοιβαχτεί καί τού έφραζε τό δρόμο. Τό λιώσιμο των πάγων είχε ακινητοποιηθεί. Οί χωροφύλακες όρμησαν στους πάγους καί συνέχισαν νά ψάχνουν γιά μιά περίπου ώρα. Κανένα ίχνος τού δραπέτη, πού σίγουρα θά είχε σκοτωθεί. Θά 'ταν καλύτερα άν τόν πιάναμε, είπε ένας άπ' τους χωροφύλακες. Σίγουρα, απάντησε ό ένωμοτάρχης Έκ, μά αφού δέν καταφέραμε νά τόν πιάσουμε ζωντανό, άς προσπαθήσουμε νά βρούμε τό πτώμα του!
36
Η Οικογένεια Νικόλεψ
Τήν επόμενη εκείνης τής μέρας — 12 Απρίλη — τρία άτομα πού περίμεναν κι ένα τέταρτο, συζητούσαν, ανάμεσα στίς εφτά μέ οχτώ ή ώρα τό βράδυ, στην τραπεζαρία ενός σπιτιού στό προάστιο τής Ρίγας πού οι περισσότεροι κάτοικοι του ήταν Ρώσοι. Τό σπίτι ήταν ταπεινό σέ εμφάνιση, χτισμένο άπό τούβλα, πράγμα σπάνιο σέ τούτο τό προάστιο όπου οί περισσότερες κατοικίες είναι φτιαγμένες άπό ξύλο. Τό τζάκι, χτισμένο σ' ένα κούφωμα τού τοίχου τής σάλας έκαιγε άπ' τό πρωί καί διατηρούσε μιά συνεχή θερμοκρασία δεκαπέντε μέ δεκάξι βαθμών, αρκετά ικανοποιητική μιά πού τό θερμόμετρο έξω άπ' τό παράθυρο έδειχνε πέντε μέ έξι βαθμούς πάνω άπ τό μηδέν. Ή μικρή λάμπα πετρελαίου φώτιζε μόνο τό κέντρο τού τραπεζιού καί τό φώς της ήταν θαμπό κι αόριστο. Ένα σαμοβάρι σιγόβραζε σέ μιά σόμπα μέ μαρμάρινη βάση. Τέσσερα φλιτζάνια πάνω στά τέσσερα πιατάκια τους, έδειχναν πώς οί καλεσμένοι γιά τό τσάι ήταν τέσσερις. Όμως ό τέταρτος δέν είχε φανεί ακόμη, παρόλο πού ή καθορισμένη ώρα είχε περάσει έδώ καί σαράντα λεπτά. — Ό Ντιμίτρι άργησε... παρατήρησε ό ένας άπ τους καλεσμένους πλησιάζοντας σ' ένα παράθυρο μέ διπλή αμπάρα πού έβλεπε στό δρόμο. Ο άνθρωπος αυτός, γύρω στά πενήντα, ήταν ό γιατρός Αμιν, φίλος τού σπιτιού κι άπό τους πιό πιστούς μάλιστα. Εδώ καί είκοσι πέντε χρόνια πού εξασκούσε τήν ιατρική στή
37 Ρίγα, ήταν περιζήτητος για τις επιστημονικές του ικανότητες, κι όλοι εκτιμούσαν τήν ακεραιότητα τού χαρακτήρα του, πράγμα πού έκανε τους άλλους συναδέλφους του νά τόν ζηλεύουν. — Ναι., σε λίγο θά σημάνουν οχτώ... απάντησε κάποιος άλλος καλεσμένος κοιτάζοντας τό ρολόι πού ήταν κρεμασμένο ανάμεσα στά δυό παράθυρα. Όμως, ό κύριος Νικόλεφ δικαι ούται τό «τέταρτο της ευγένειας»», όπως λέμε εμείς στή Γαλλία, καί τό τέταρτο αυτό κρατάει συνήθως πολύ περισσότε ρο άπό δεκαπέντε λεπτά. Ό κύριος πού είχε κάνει αυτή τήν παρατήρηση ήταν ό κύριος Ντελαπόρτ, γάλλος πρόξενος στή Ρίγα. Σαραντάρης, εγκαταστημένος έδώ καί δέκα χρόνια σ' αυτή τήν πόλη, είχε κερδίσει τήν εμπιστοσύνη καί τή συμπάθεια όλων. — "Ο πατέρας είχε κάποιο μάθημα στην άλλη άκρη τής πόλης, είπε τότε ένα τρίτο πρόσωπο. Ό δρόμος είναι μακρύς καί δύσκολος μ' αυτούς τους πάγους πού άλλου έχουν λιώσει κι άλλου όχι!... Θά έρθει καταυουσκευένος. ό καηυένοο ό πατέοας υου. . . Θαυμάσια! φώναξε ό γιατρός "Αμιν, τό τζάκι ροχαλίζει σά δικαστής στό δικαστήριο!.. Κάνει ζέστη σ' αυτό τό σαλόνι... Μέ ένα-δυό φλιτζάνια τσάι ό Ντιμίτρι θά συνέλθει αμέσως... Κι άλλωστε, αν ό πατέρας σου χρειάζεται γιατρό, δε θά δυσκο λευτεί καί πολύ νά τόν βρει. μιά πού είναι ό καλύτερος του φίλος... Αυτό τό ξέρουμε, αγαπητέ μου γιατρέ! απάντησε ή νέα κοπέλα χαμογελώντας. Ή Ίλκα Νικόλεφ, είκοσι τεσσάρων χρόνων, ήταν ό αντιπροσωπευτικός τύπος τής Σλάθας. Ή διαφορά της άπό τ' άλλα κορίτσια τής Ρίγας, τά περισσότερα γερμανικής καταγωγής, ήταν εντυπωσιακή. Εκείνες ήταν ροδαλές μέ γαλανά μάτια καί νερυανική αυθάδεια ένώ εκείνη ήταν υελαγοινπ καλοωτιανμένη, μέ ευγενικά χαρακτηριστικά καί γλυκό βλέμμα. Σοβαρή καί συνετή, καλοντυμένη χωρίς νά είναι κοκέτα. ήταν ό τέ-
λειος τύπος της νεαρής Λιθονέζας μέ ρώσικη καταγωγή. Η Ίλκα δέν ήταν τό μόνο παιδί τού Ντιυίτρι Νικόλεφ. πού
- Ο Ντιμίτρι άργησε... παρατήρησε ένας απ' τους καλεσμένους πλησιάζοντας το παράθυρο.
39 είχε χηοέψειπρίν δέκα χρόνια. Ό αδερφός της ό Πάν. πού Μόλις είχε πατήσει τά δεκαοχτώ, τέλειωνε τίς σπουδές του στό Πανεπιστήμιο τού Ντόρπατ. Ή Ίλκα του είχε σταθεί σά μητέρα μετά τό θάνατο τής μητέρας τους καί τά είχε καταφέρει μέ τήν οικονομία της ώστε νά τοϋ εξασφαλίσει μιά άνετη ζωή στό Πανεπιστήμιο. Γιατί ό Ντιμίτρι Νικόλεφ δέν είχε άλλους πόρους εκτός άπ' τά δίδακτρα πού έπαιρνε παραδίνοντας μαθήματα στό σπίτι του ή έξω. Καθηγητής τής φυσικής καί τών μαθηματικών, πολύ μορφωμένος καί περιζήτητος, δέν είχε κληρονομήσει τίποτα άπ' τους προγόνους του. Τό επάγγελμα τοϋ καθηγητή δέν έκανε ποτέ κανέναν πλούσιο καί μάλιστα στή Ρωσία. Ωστόσο, ό Ντιμίτρι Νικόλεφ ήταν αγαπητός σέ όλους καί κάτεχε μιά εξέχουσα θέση στην κοινωνία τής Ρίγας, τής Σλαβικής κοινωνίας, φυσικά. Καί γιά νά μή σας μείνει καμιά αμφιβολία γΓ αυτό, παρακολουθήστε τή συζήτηση πού έκαναν ό γιατρός καί ό πρόξενος περιμένοντας τήν επιστροφή τοϋ καθηγητή. Λοιπόν, γιατρέ, είπε ό πρόξενος, βρισκόμαστε στίς παρα μονές ενός γεγονότος πού θά έχει σάν αποτέλεσμα νά μετα βάλει τίς πολιτικές συνθήκες τής Εσθονίας, τής Λιβονίας καί τής Κουρλάνδης... Τό γράφουν κι οί εφημερίδες τής Εσθο νίας! Ή ανάπτυξη θά έρθει σταδιακά, απάντησε ό γιατρός, αλλά έφτασε πιά ή ώρα νά φύγουν οί διοικήσεις άπ' τά χέρια τών γερμανών! Είναι απαράδεκτο νά διοικούν οι Γερμανοί τίς επαρχίες μας! Όμως, καί τότε δέ θά είναι καί πάλι παντοδύναμοι, μιά πού θά έχουν τό χρήμα καί τή γή; Τίς θέσεις, απάντησε ό κύριος Ντελαπόρτ, θά μπορέσου με νά τους τίς πάρουμε... Όσο γιά τή γή, θά είναι δύσκολο, γιά
νά μήν πώ ακατόρθωτο!... Μόνο στή Λιβονία, οί Γερμανοί έχουν στην κατοχή τους τίς μεγαλύτερες εκτάσεις, δηλαδή τό λιγότερο τετρακόσιες χιλιάδες εκτάρια! Καί δέν είχε άδικο. Στίς βαλτικές επαρχίες, οί επίτιμοι πολίτες, αστοί καί έμποροι, είναι σχεδόν όλοι τευτονικής κατά-
40 νωγής. Ωστόσο, ό λαός δέ γερμανοποιήθηκε ποτέ και στό Ρέβελ, στό Ντόρπατ, στό Πέτερσμπουργκ, πολλές εφημερίδες δεν παύουν νά υπερασπίζονται τά δικαιώματα του. Κι ό πρόξενος πρόσθεσε: Μου είναι αδύνατο νά φανταστώ ποιος θά υπερίσχυε σέ έναν αγώνα ανάμεσα στους Ρώσους μέ γερμανική καταγωγή καί στους Ρώσους μέ σλαβική. "Ας αφήσουμε τόν Αυτοκράτορα νά πράξει όπως εκείνος νομίζει, απάντησε ό γιατρός "Αμιν. Είναι καθαρόαιμος Σλάβος καί σίγουρα θά καταφέρει νά εκμηδενίσει τό ξένο στοιχείο στίς επαρχίες μας. Στό τέλος θά τό πετύχει! είπε σοβαρά ή κοπέλα. Εδώ κι εφτά χρόνια, οί αγρότες κι οί εργάτες μας αντιστέκονται στην πίεση των κατακτητών πού τους έχουν αφήσει έξω άπ' τή χώρα! Κι ό πατέρας σου, αγαπητή μου Ίλκα, δήλωσε ό γιατρός, έχει κάνει πολλά γι' αυτή τήν υπόθεση!.. Γι' αυτό κι είναι επικε φαλής τοϋ σλαβικού κόμματος. — Αδιαφορώντας γιά τους τρομερούς εχθρούς πού δημι ουργούνται κάθε τόσο, συμπλήρωσε ό κύριος Ντελαπόρτ. .— Ανάμεσα σ' όλους καί τους αδερφούς Γιοχάουζεν, αυτούς τους πλούσιους τραπεζίτες πού θά πεθάνουν άπό στενοχώρια τή μέρα πού ό Ντιμίτρι Νικόλεφ θά πάρει άπ' τά χέρια τους τή διεύθυνση τού δήμου τής Ρίγας!.. Στό κάτω κάτω, οι Γερμανοί στην πόλη μας είναι πολύ λιγότεροι άπ' τους Σλάβους, κι ή πλειοψηφία θά πάει μέ τό μέρος τοϋ Νικόλεφ. — Ό πατέρας μου δέν έχει τέτοιες φιλοδοξίες, απάντησε ή "Ιλκα. Τό μόνο πού τόν ενδιαφέρει είναι νά κερδίσουν οί Σλάθοι καί νά γίνουν αφέντες στον τόπο τους... Θά είναι, στίς επόμενες εκλογές, δεσποινίς Ίλκα, τή
διαβεβαίωσε ό κύριος Ντελαπόρτ, κι άν ό Ντιμίτρι Νικόλεφ δεχτεί νά βάλει υποψηφιότητα... Θά 'ταν ένα πολύ βαρύ φορτίο γιά τους ώμους τού πατέρα μου, πού δέν έχει αρκετά χρήματα, απάντησε ή κοπέ λα. Κι άλλωστε, τό ξέρετε, παρόλο πού οί αριθμοί λένε τό
41 αντίθετο, ή Ρίγα είναι μιά πόλη περισσότερο γερμανική καί λιγότερο ρώσικη! "Ας αφήσουμε τό νερό τοϋ Ντβίνα νά κυλήσει!., φώναξε ό γιατρός. Ή άμπωτη θά διώξει τίς παλιές συνήθειες κι ή παλίρ ροια θά ψέρει τίς καινούργιες Ιδέες... Καί τή μέρα εκείνη, ό καλός μου Ντιμίτρι θά ναι ό νικητής! Σάς ευχαριστώ, γιατρέ, καί σάς. κύριε Ντελαπόρτ. γιά τά αισθήματα πού σάς εμπνέει ό πατέρας μου, μά πρέπει νά προσέξετε... Δέν παρατηρήσατε ότι κάθε μέρα δείχνει όλο καί πιό θλιμμένος; Έγώ ανησυχώ πολύ! Πραγματικά, οι φίλοι του είχαν κάνει τήν ίδια παρατήρηση. Έδώ κι αρκετό καιρό, ό Ντιμίτρι Νικόλεφ φαινόταν πολύ σκεφτικός. Όμως, κλειστός όπως ήταν, δέν εκμυστηρευόταν τά προβλήματα του σέ κανένα οϋτε καί στά παιδιά του ή στον παλιό καλό του φίλο τό γιατρό "Αμιν. Ριχνόταν μέ τά μούτρα στή δουλειά καί πίστευε πώς μόνο μέ τή δουλειά του θά ξεχνούσε. Κι όμως, ό σλαβικός πληθυσμός της Ρίγας τόν έβλεπε σάν τόν μελλοντικό εκπρόσωπο του σ' ένα καινούργιο δήμο. Βρισκόμαστε στά 1876. ΟΊ προσπάθειες νά ρωσοποιηθούν οι βαλτικές επαρχίες χρονολογούνται άπό έναν αιώνα. Γι' αυτό κι ό Ντιμίτρι Νικόλεφ δέν έπαυε νά παλεύει μέ όλες του τίς δυνάμεις μιά πού, όπως ξέρουμε, τά εισοδήματα του ήταν πολύ περιορισμένα, κι ίσως ακόμη πιό λίγα άπ' όσο μπορούμε νά φανταστούμε. Κι ή "Ιλκα ήταν ακόμη ανύπαντρη. Συχνά, διάφοροι νέοι τοϋ περιβάλλοντος τους έρχονταν νά ζητήσουν τό χέρι της, μά ό πατέρας της κι εκείνη αρνιούνταν πάντα ευγενικά. Κι είχαν τό λόγο τους. Εδώ καί μερικά χρόνια, ή Ιλκα ήταν αρραβωνιασμένη μέ τό μοναχογιό τού Μιχαήλ Γιάνωφ, ενός Σλάβου, φίλου τού Ντιμίτρι Νικόλεφ. Κι οι δυό έμεναν στή Ρίγα, στό ίδιο προάστιο. Ό Βλαντιμίρ Γιάνωφ, ηλικίας σήμερα
τριάντα δύο χρόνων, ήταν ένας δικηγόρος μέ πολύ ταλέντο. Παρόλη τή διαφορά τής ηλικίας τους, μπορούμε νά ποϋμε ότι τά δυό παιδιά είχαν μεγαλώσει μαζί. Ο γάμος τους είχε
42 αποφασιστεί πρίν τέσσερα χρόνια και θά γινόταν τοϋ χρόνου. Ωστόσο, όλη ή υπόθεση είχε μείνει μυστική ανάμεσα στίς δυό οικογένειες καί κανένας δέν είχε μάθει τίποτα. Ό Βλαντιμίρ Γιάνωφ ήταν μέλος μιας άπ τίς μυστικές οργανώσεις πού υπάρχουν στή Ρωσία καί δρουν ενάντια στην αυτοκρατορία των Τσάρων. Οιιως ή σκοτεινή υοσκοθίτικη πολιτική δέ δέχεται καυιά αντίσταση. Ενεργεί βίαια καί χωρίς νόμιμες διαδικασίες καί σέ πολλές πόλεις τής αυτοκρατορίας γίνονταν συνέχεια συλλήψεις. Εγιναν καί στή Ρίγα κι ό Βλαντιμίρ Γιάνωφ μεταφέρθηκε στα ορυχεία τού Μινσίνσκ, στή δυτική Σιβηρία. Θά ξαναγύριζε ποτέ; Ποιος τολμούσε νά τό ελπίζει; Χτύπηυα τρομεοό γιά τίς δυό οικογένειες πού τό συυυεριστηκε ολόκληρη ή Ρίγα. Έξι μήνες μετά τή σύλληψη τού Βλαντιμίρ, ό Μιχαήλ Γιάνωφ ένιωσε τό θάνατο νά πλησιάζει. Καί τότε ξεπούλησε τά υπάρχοντα του, — λιγοστά πράγματα, γύρω στίς είκοσι χιλιάδες φράγκα — καί τά εμπιστεύτηκε στον Ντιμίτρι Νικόλεφ γιά νά τά παραδώσει στό γιό του, όταν κάποτε θά γύριζε. Ο Νικόλεφ δέχτηκε τά χρήματα χωρίς νά μιλήσει γι αυτά σέ κανένα, ούτε κάν στην κόρη του. Ή Ίλκα περίμενε τόν άρραβωνιαστικό της. κι όλη της ή καρδιά βρισκόταν κοντά στον εξόριστο. Περίμενε νά τού δώσουν χάρη καί νά ξαναγυρίσει κοντά της. Περίμενε νά τής επιτρέψουν νά πάει κοντά του. Κι όμως, αν έφευγε, τί θά γινόταν ό πατέρας της μέσα σ' αυτό τό σπίτι πού μόνο εκείνη ήξερε νά διευθύνει ώστρ. νά ζουν κάπως άνετα μέ τά λιγοστά χρήματα πού κέρδιζαν; Ωστόσο, δέν ήξερ> πώς υπήρχε καί κάτι πιό σοβαρό ο όλη τήν κατάσταση. Ό Ντιμίτρι Νικόλεφ δέν ης τό χε πει ποτέ γιά νά μή φορτώσει τό μυαλό της μ», παραπανίσιες έγνοιες. Κάποτε θά τό μάθαινε, κι ή μέρα δέν ήταν πιά τόσο μακριά. Ο πατέρας τού Ντιμίτρι Νικόλεφ, εμπορευόμενος στή Ρίγα, είχε πεθάνει αφήνοντας πίσω του ένα χρέος είκοσι πέντε χιλιάδες ρούβλια. Ο Ντιμίτρι πού ήθελε νά μείνει καθαρό τ
43 όνομα τού πατέρα του, αποφάσισε νά πληρώσει αυτό τό χρέος. Ρευστοποιώντας τά λίγα πράγματα άξιας πού είχε, κατάφερε νά πληρώσει μερικές χιλιάδες ρούβλια. Γιά τά υπόλοιπα τού έκαναν κάποια πίστωση καί, κάθε χρόνο, εξοικονομούσε άπ' τή δουλειά του καί πλήρωνε τόν πιστωτή πού δέν ήταν άλλος άπ' τήν τράπεζα των αδερφών Γιοχάουζεν. Ό Ντιμίτρι Νικόλεφ χρωστούσε ακόμη δεκαοχτώ χιλιάδες ρούβλια. Καίτό χειρότερο, ήταν ότι στίς 15 τοϋ Μάη, σέ πέντε βδομάδες, τό ποσό αυτό έπρεπε νά εξοφληθεί. Θά τού έδιναν οι αδερφοί Γιοχάουζεν καινούργια προθεσμία; Ό Ντιμίτρι Νικόλεφ ήταν βέβαιος πώς όχι. Δέν είχε νά κάνει μόνο μέ τόν σκληρό επιχειρηματία· είχε ν' αντιμετωπίσει καί τόν πολιτικό αντίπαλο. Ό Φράνκ Γιοχάουζεν, ό διευθυντής τής Τράπεζας, τόν κρατούσε μ' αυτό τό χρέος, τό τελευταίο μά τό μεγαλύτερο. Θά τού φερόταν ανελέητα. Ή συζήτηση τού γιατρού, τού πρόξενου καί τής Ίλκα συνεχίστηκε γιά μισή ώρα ακόμη, κι ή κοπέλα είχε αρχίσει ν' ανησυχεί όταν ό πατέρας της παρουσιάστηκε στό άνοιγμα τής πόρτας. Παρόλο πού ήταν μόνο σαράντα εφτά χρόνων, ό Ντιμίτρι Νικόλεφ φαινόταν πολύ μεγαλύτερος. ΤΗταν ψηλός, μέ γκριζωπά γένια, σκληρή φυσιογνωυία καί υέτωπο γεμάτο απ τίς ρυτίδες πού σκάβουν οι σκέψεις, οι θλιβερές σκέψεις. Ομως, άπ' τά νιάτα του είχε διατηρήσει μιά φωτεινή ματιά καί μιά φωνή βαθιά καί δυνατή, άπό κείνες πού μιλάνε στην καρδιά. Ό Ντιμίτρι Νικόλεφ έβγαλε τό βρεγμένο παλτό του. άφησε τό καπέλο του σέ μιά πολυθρόνα, φίλησε τήν κόρη του κι έσφιξε τό χέρι τών δυό φίλων του. Άργησες, πατέρα, τού είπε ή Ιλκα. Καθυστέρησα, τής απάντησε εκείνος. Τό μάθημα κράτησε περισσότερο άπ όσο περίμενα... Ώρα νά πιούμε τό τσάι μας, είπε ή κοπέλα. "Αν είσαι πολύ κουρασμένος, Ντιμίτρι, μπορούμε νά φύ-
Χωρίς πολλές διαδικασίες, οι αστυνομικοί συλλάβανε τον Βλαντιμίρ Γιανωφ στη Ρίγα.
45 γουμε, παρατήρησε ό γιατρός "Αμιν. Μήν ενοχλείσαι γιά μάς... Ή όψη σου δέ μοΰ αρέσει και τόσο... Χρειάζεσαι ανάπαυση... Ναί, απάντησε ό Νικόλεφ, μά δέν είναι τίποτα... Ή νύχτα θά μέ συνεφέρει... "Ας πάρουμε τό τσάι μας, φίλοι μου... Αρκετά σας έκανα νά περιμένετε, κι αν μοϋ επιτρέπετε, θά ήθελα νά πλαγιάσω νωρίς... Μά τί έχεις, πατέρα; ρώτησε ή Ίλκα, κοιτάζοντας τόν Ντιμίτρι στά μάτια. Τίποτα, παιδί μου, τίποτα σοϋ λέω. "Αν ανησυχήσεις πε ρισσότερο, ό "Αμιν θά μοϋ βρει κάποια φανταστική αρρώστια μόνο καί μόνο γιά νά νιώσει τήν Ικανοποίηση νά μέ κάνει καλά! Ή αρρώστια σου είναι άπό κείνες πού δέ θεραπεύονται! απάντησε ό γιατρός κουνώντας τό κεφάλι του. Μάθατε τίποτα νεώτερο, κύριε Νικόλεφ; ρώτησε ό πρόξε νος. Τίποτα... εκτός άπ' τό ότι ό γενικός κυβερνήτης Γκόρκο, πού ήταν στό Πέτερσμπουργκ, ξαναγύρισε στή Ρίγα. Θαυμάσια! φώναξε ό γιατρός. Ή επιστροφή του δέ θ' αρέ σει καθόλου στους αδερφούς Γιοχάουζεν. Τό μέτωπο του Ντιμίτρι Νικόλεφ ζάρωσε απότομα. Τό όνομα αυτό τού θύμιζε τή μοιραία προθεσμία πού τόν έριχνε στό έλεος τοϋ γερμανού τραπεζίτη. Καθώς τό τσάι ήταν έτοιμο, ή "Ιλκα γέμισε τά φλιτζάνια — ένα τσάι καλής ποιότητας, παρόλο πού δέ στοίχιζε εκατόν εξήντα φράγκα όπως εκείνο πού έπιναν οί πλούσιοι. Τό βρίσκει κανείς σέ όλες τίς τιμές, ευτυχώς, γιατί είναι τό ποτό όλων τών Ρώσων, πλούσιων καί φτωχών. Τό τσάι συνοδεύτηκε άπό νόστιμα κουλουράκια πού είχε φτιάξει μόνης της ή νεαρή οικοδέσποινα κι ή συζήτηση συνεχίστηκε γιά μισή ώρα, γύρω πάντα άπ' τό ίδιο θέμα. Ό Ντιμίτρι, φανερά σκεφτικός, μόλις πού έπαιρνε μέρος στην κουβέντα κι ας γινόταν, τήν περισσότερη ώρα, λόγος γιά τόν ίδιο. Ή σκέψη του πετούσε άλλου, όπως λένε. Πού; Μόνο εκείνος ήξερε. "Ομως, όταν τόν ανάγκαζαν ν' απαντήσει, δέν
πρόφερε παρά μισόλογα πού δέν Ικανοποιούσαν καθόλου τό
γιατρό. — Μα, Ντιμίτρι, έλεγε καί ξανάλεγε, έσύ μοιάζεις νά βρίσκε σαι στην Κουρλάνδη, ένώ όλοι μας είμαστε στή Ρίγα! Μήπως οι αγώνες σέ κούρασαν; Ή κοινή γνώμη είναι μέ τό μέρος σου κι ή θέση οτό δήμο γιά σένα... Μήπως θέλεις νά πετύχουν καί πάλι οί Γιοχάουζεν; Γι' άλλη μιά φορά, τό όνομα τών αντιπάλων του, έκανε τόν Νικόλεφ νά κατσουφιάσει. Είναι πιό δυνατοί άπ' όσο φαντάζεσαι, Άμιν, απάντησε ό Ντιμίτρι. Ναί, αλλά λιγότερο άπ' όσο νομίζουν οι ίδιοι καί θά τό δείς! απάντησε ό γιατρός. Τό ρολόι σήμανε έννιάμιση. Ό γιατρός κι ό κύριος Ντελαπόρτ σηκώθηκαν γιά νά καληνυχτίσουν τους φίλους τους. Ό καιρός ήταν πολύ άσχημος. Ή βροχή χτυπούσε αλύπητα τά τζάμια κι ό αέρας πού σφύριζε άγρια έμπαινε άπ' τήν καμινάδα καί πολλές φορές ανασήκωνε τή στάχτη στό τζάκι. Τί καταιγίδα! είπε ό πρόξενος. Καιρός γιά νά μένουν οι γιατροί στά σπίτια τους, είπε γελώντας ό γιατρός. Φίλε Ντελαπόρτ, σάς προσφέρω μιά θέση στ' αμάξι μου... ένα αμάξι μέ δυό πόδια καί καμιά ρόδα! Ό γιατρός, όπως τό συνήθιζε, καληνύχτισε τήν Ίλκα μ' ένα φιλί κι ό κύριος Ντελαπόρτ έσφιξε τό χέρι του Ντιμίτρι πού τους συνόδευσε ώς τήν πόρτα. Έπειτα, χάθηκαν κι οι δυό μέσα στό σκοτάδι. Ή Ίλκα έδωσε ένα φιλί στον πατέρα της κι ό Ντιμίτρι Νικόλεφ τήν έσφιξε στην αγκαλιά του μέ περισσότερη τρυφερότητα άπ' τίς άλλες φορές. — Αλήθεια, πατέρα, πού είναι ή εφημερίδα σου; Δέν τήν έφερε ό ταχυδρόμος; Τήν έφερε, παιδί μου, αλλά τόν συνάντησα στό δρόμο καί μοϋ τήν έδωσε γιά νά μήν κάνει τόν κόπο νά έρχεται ώς έδώ... Καί γράμμα, ρώτησε ή Ίλκα. Όχι, κόρη μου, δέν είχαμε κανένα γράμμα.
Τό ϊδιο γινόταν, κάθε μέρα, έδώ καί τέσσερα χρόνια: δέν
47 είχαν γράμμα — τουλάχιστον γράμμα άπ' τή Σιβηρία, το γράμμα πού ή Ίλκα θά μούσκευε μέ τά δάκρυα της τήν υπογραφή τού Βλαντιμιρ Γιάνωφ! Καληνύχτα, πατέρα, είπε. Καληνύχτα, παιδί μου!
Μέ την ταχυδρομική άμαξα
Τήν εποχή εκείνη, τά μεταφορικά μέσα στίς ατέλειωτες πεδιάδες τών επαρχιών της Βαλτικής ήταν μόνο δύο, εκτός αν ό ταξιδιώτης αποφάσιζε νά χρησιμοποιήσει τά πόδια του ή τό άλογο του. Σιδηρόδρομος υπήρχε μόνο ένας, εκείνος πού διασχίζε τήν Εσθονία περνώντας άπ' τόν κόλπο τής Φινλανδίας. Αν τό Ρέθελ είχε κάποια επικοινωνία μέ τό Πέτερσυπουογκ. οί δυό άλλες πρωτεύουσες της Λιβον'ιας και της Κουρλάνδης, ή Ρίγα καί τό Μιτώ δέν είχαν σιδηροδρομική γραμμή γιά τήν πρωτεύουσα τής ρωσικής αυτοκρατορίας. Κι όσο γιά τους τουρίστες, μπορούσαν νά εξυπηρετηθούν μόνο μέ ταχυδρομική άμαξα ή μέ κάρα. Φυσικά, τό χειμώνα, ούτε ταχυδρομική άμαξα ούτε κάρο, ούτε κανένα άλλο τροχοφόρο μπορούσε νά κυκλοφορήσει πάνω στους παγωμένους δρόμους. Όλα τά αντικαθιστούσε τό «περκλθσνόγιο·», κάτι σάν βαρύ τραίνο μέ πατίνια πού κυκλοφορούσε αρκετά γρήγορα πάνω στίς κάτασπρες στέπες τών βαλτικών επαρχιών. Εκείνο τό πρωί, 13 τού Απρίλη, ή ταχυδρομική άμαξα πού θά ξεκινούσε γιά τό Ρέθελ δέν περίμενε παρά έναν μόνο επιβάτη πού είχε κρατήσει θέση άπ' τήν προηγούμενη. ΤΗταν
48 ένας άντρας γύρω στα πενήντα μέ χαρούμενο πρόσωπο καί γελαστά μάτια. Ντυμένος ζεστά μ1 ένα χοντρό παλτό, κρατούσε κάτω άπ' τό μπράτσο του ένα χαρτοφύλακα πού έσφιγγε δυνατά. Όταν μπήκε στό γραφείο τού σταθμού, έπιασε αμέσως κουβέντα μέ τόν αμαξά, πού τόν ρώτησε: — Λοιπόν. Πόχ, έσύ κράτησες θέση στην άμαξα; Εγώ ό ίδιος, Μπρόκς. Ώστε τό κάρο δέ σού φτάνει, θέλεις κι άμαξα μέ τρία άλογα, έ; Μ' έναν καλό οδηγό σάν καί σένα... Καί τά έξοδα; Μά δέν τά πλήρωσα έγώ.
Τότε ποιος; Τό αφεντικό μου... Ό κύριος Φράνκ Γιοχάουζεν. Α! φώναξε ό αμαξάς, αυτός μπορεί νά κλείσει κι όλη τήν άμαξα, αν τού κάνει κέφι... Οπως τό λές, Μπρόκς, μά επειδή έγώ δέν έχω κλείσει παρά μόνο μία θέση, ελπίζω νά βρω καί κανένα συνταξιδιώτη γιά νά μή βαριέμαι στό δρόμο... Φτωχέ μου, Πόχ, πολύ φοβάμαι οτι θά σ' απογοητεύσω... Παρόλο πού δέ συμβαίνει συχνά, αυτή τή φορά θά είσαι μόνος σου στην άμαξα. Τι; Δέν υπάρχει άλλος επιβάτης; Κανένας, εκτός αν πάρουμε κάποιον άπ τό δρόμο. Όσο γιά κουβέντα, θ' αναγκαστείς νά μιλάς μαζί μου. Καί πού πηγαίνεις; —Στό Ρέβελ. στον αντιπρόσωπο τού κυρίου Γιοχάουζεν. Κι ό Πόχ, κλείνοντας τό μάτι. έδειχνε τό χαρτοφύλακα πού είχε στερεωμένο στή ζώνη του μέ μιά άλυσιδίτσα. — Ε. πατερούλη, έχε τό νού σου. βιάστηκε νά τόν διακόψει ό Πόχ. Δέν είμαστε μόνοι μας. Πραγματικά, ένας ταξιδιώτης είχε μπει στό σταθμό. Ό
ταξιδιώτης αυτός φαινόταν σά νά μήν ήθελε νά δουν τό πρόσωπο του. Φορούσε ένα χοντρό πανωφόρι κι ή κουκούλα του
49 ήταν κατεβασμένη ίσαμε τή μύτη του. Πλησίασε τόν οδηγό καί ρώτησε: Έχετε μιά θέση ελεύθερη; Έχω τρεις, απάντησε ό Μπρόκς. Μιά μού φτάνει. Γιά τό Ρέθελ; — Ναι... γιά τό Ρέβελ, απάντησε ό ταξιδιώτης έπειτα άπό υικρό δισταγμό. Καί μέ τά λόγια αυτά, πλήρωσε τό εισιτήριο του ώς τό Ρέθελ. δηλαδή γιά υιά απόσταση γύρω στά διακόσια σαράντα θέρστια. Έπειτα, ξαναρώτησε: Καί πότε ξεκινάτε; Σέ δέκα λεπτά. Πού θά βρισκόμαστε τό θράδυ; Στό Περνώ, άν δέ μάς δυσκολέψει πολύ ό καιρός. Μέ τις καταιγίδες, κανένας δέν μπορεί νά είναι σίγουρος. Θά έχουμε καί καθυστερήσεις; ρώτησε ό υπάλληλος τής τράπεζας Μμμ, έκανε ό Μπρόκς, ό ουρανός δέ μ' αρέσει καθόλου. Νά εύχεστε νά θρέξει, γιατί'άν χιονίσει... Πάντως, άν όλα πάνε καλά, σέ τριάντα έξι ώρες θά είμαστε στό Ρέθελ. Τότε, άς μήν καθυστερούμε περισσότερο, είπε ό Πόχ. Πάμε νά πιούμε κάτι καί ξεκινάμε. Τί θά πιεις, Μπρόκς; Κρασί ή βότκα; Κρασί, απάντησε ό οδηγός. Μπήκαν στό αντικρινό πανδοχείο καί πέντε λεπτά αργότερα ξαναβγήκαν καί κατευθύνθηκαν προς τήν άμαξα όπου Λ άγνωστος ταξιδιώτης είχε πάρει κιόλας θέση. Ό Π ΟΥ κάθκ δίπλα του κι ή άμαξα ξεκίνησε. Ο Πόχ ανήκε στό προσωπικό των αδερφών Γιοχυυιιζί.ν έδω καί πολλά χρόνια. Είχε μπει παιδί καί θά βγαίνε μόνο όταν θά έπαιρνε τή σύνταξη του. Έτσι, ήταν ό έμπιστος τους καί πολλές φορές αναγκαζόταν νά μεταφέρει χρήματα καί έγγραφα πού οι προϊστάμενοι του φοβούνταν νά εμπιστευτούν στό ταχυδρομείο. Αυτή τή φορά, ό χαρτοφύλακας του περιείχε
Μ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑ
50 δεκαπέντε χιλιάδες ρούβλια. Θά τά παράδινε στον αντιπρόσωπο τοϋ Ρέθελ καί θά ξαναγύριζε στή Ρίγα. Ομως. ό λόγος πού βιαζόταν δεν ήταν αυτός. Ήταν κάποιος άλλος πού θά τόν μάθουμε παρακολουθώντας τή συζήτηση του μέ τόν Μπρόκς. Λοιπόν, Μπρόκς — ήταν ή τέταρτη φορά πού τού έκανε αύτη τήν ερώτηση — είσαι βέβαιος πώς αύριο βράδυ θά βρισκόμαστε στό Ρέβελ; Ναι. Πόχ, αν δέ μάς καθυστερήσει ή κακοκαιρία καί ιδιαί τερα άν δέν μάς εμποδίσει νά ταξιδεύουμε τή νύχτα. Κι όταν φτάσουμε στό Ρέβελ, τό αμάξι θά ξαναφύγει μετά άπό είκοσι τέσσερις ώρες; — Ακριβώς, απάντησε ό Μπρόκς. Τόσο χρειάζεται γιά ν αλλάξουμε άλογα. Καί θά μέ ξαναφέρεις πάλι έσύ στή Ρίγα; Καί βέβαια! Μά γιατί βιάζεσαι τόσο; Γιατί έχω νά σοϋ κάνω μιά πρόσκληση. Εμένα; Εσένα. Μιά πρόσκληση πού θά σ αρέσει πολύ, άν αγαπάς τό καλό φαΐ καί τό πιοτό. Μμμ! έκανε ό Μπρόκς ξερογλείφοντας τά χείλη του. Θά πρέπει νά σαι εχθρός τού εαυτού σου γιά νά μήν αγαπάς τό φαΐ καί τό πιοτό. Πρόκειται γιά γεύμα; Γιά κάτι καλύτερο. Γιά δεξίωση γάμου. Γάμου; φώναξε ό οδηγός. Καί γιατί παρακαλώ μ έχουν προσκαλέσει σέ μιά τέτοια δεξίωση: Γιατί είσαι προσωπικός φίλος του γαμπρού — Εγώ;
Καί τής νύφης' Τότε. απάντησε ό Μπρόκς, δέχομαι χωρίς νά ξέρω ποιοι είναι οί μελλόνυμφοι Θά σού πώ έγώ.
Προτού τό πεις, Πόχ, άσε με νά παρατηρήσω οτι οποίοι κι άν είναι, σίγουρα έχουν θαυμάσιο χαρακτήρα 1 Καί βέβαια Εγώ θά παντρευτώ!
51 Εσύ; Εγώ, μέ τή δεσποινίδα Ζηναίδα Παρενσώφ. Τί εξαιρετικό πλάσμα! Αλήθεια, δέν τό περίμενα... Σέ παραξενεύει; Οχι, κι είμαι βέβαιος ότι θά φτιάξετε ένα θαυμάσιο ζευ γάρι παρόλο πού έχεις πατήσει τά πενήντα... Κι ή Ζηναιδα πλησιάζει τά σαράντα πέντε. Τί νά γίνει, Μπρόκς; Θά ζήσουμε ευτυχισμένοι μερικά χρόνια λιγότερα. Πάντως, είμαι βέβαιος πώς όλα θά πάνε καλά. Έχω μιά καλή θέση στην Τράπεζα, κερδίζω πεντακόσια ρούβλια τό χρόνο κι οι αδερφοί Γιοχάουζεν θά μοϋ κάνουν κι αύξηση μετά τό γάμο. Ή Ζηνάίδα έχει καί κείνη τίς οικονομίες της καί σκοπεύει ν' ανοίξει ένα μικρό μπακάλικο στό λιμάνι. Ετσι, μπορούμε νά πούμε ότι θά περνάμε άνετα, αν καί δέν έχουμε ούτε τό ένα τέταρτο άπ' όσα κουβαλάω στό χαρτοφύλακα μου... Ό Πόχ σώπασε ρίχνοντας μιά δύσπιστη ματιά στό συνταξιδιώτη του, πού εξακολουθούσε νά είναι ακίνητος καί φαινόταν νά κοιμάται.
Ή ταχυδρομική άμαξα συνέχιζε τό δρόμο της μέσα σέ τοπία πού ξετυλίγονταν τό ένα όμοιο μέ τ' άλλο, άπό χωριό σέ χωριό, άπό σταθμό σέ σταθμό, χωρίς νά χάνει ούτε λεπτό. Τήν ώρα πού άλλαζαν άλογα, ό υπάλληλος της Τράπεζας κι ό οδηγός κατέβαιναν κι έκαναν μερικά βήματα γιά νά ξεμουδιάσουν. Όμως, ό άγνωστος ταξιδιώτης δέν είχε σαλέψει οϋτε γιά μιά φορά άπ' τή θέση του. Τό μόνο πού έκανε σάν έμενε μόνος ήταν νά ρίχνει μερικές κλεφτές ματιές έξω. Ήσυχος ό σύντροφος μας! έλεγε καί ξανάλεγε ό Πόχ. Στόμα έχει καί μιλιά δέν έχει! απαντούσε ό Μπρόκς. Δέν ξέρεις ποιος είναι;
Όχι... αν καί δέν μπόρεσα ακόμη νά δώ τό πρόσωπο του! Οταν κάνουμε στάση γιά φαγητό, τότε σίγουρα θά μάς τό δείξει! Εκτός άν δέ φάει! απάντησε ό Μπρόκς.
52 Γιά καλή τους τύχη, στην είσοδο ενός μεγάλου χωριού, οί ταξιδιώτες συνάντησαν ένα πανδοχείο όπου βρήκαν ένα στοιχειώδες γεύμα: κρεατόσουπα, σολωμό άπ' τά νερά τού Ντβίνα, φρέσκο λαρδί μέ χορταρικά, χαβιάρι και μαρμελάδα άπό άγριες φράουλες. Γιά πιοτό, τό απαραίτητο τσάι πού βρίσκεται παντού άφθονο σ' όλη τη Ρωσία. Ό Πόχ καί ό Μπρόκς έφαγαν, ήπιαν καί κουβέντιασαν μέ πολύ κέφι. "Οσο γιά τόν άλλο ταξιδιώτη, δέν άλλαξε καθόλου τήν τακτική του. Σερθιρίστηκε χώρια σέ μιά σκοτεινή γωνιά κι οϋτε πού έβγαλε τήν κουκούλα του. Τό μόνο πού φάνηκε καθώς έτρωγε, ήταν ή γκρίζα γενειάδα του. ΟΊ συνταξιδιώτες του δέν έπαυαν νά τόν κοιτάζουν καί νά τόν σχολιάζουν. Μά δέ θά καταφέρουμε νά μάθουμε ποιος είναι; ρώτησε ό Πόχ. θά σού τό πώ έγώ, απάντησε ό Μπρόκς. Τόν γνωρίζεις; — Οχι! Είναι ένας κύριος πού πλήρωσε τό εισιτήριο του· αυτό μού άρκει. Ξεκίνησαν λίγα λεπτά μετά τις δύο, κι ή άμαξα συνέχισε τό δρόμο της μέ μεγάλη ταχύτητα, ένώ ό οδηγός δέν ξεχνούσε νά φωνάζει κάθε τόσο στά ζώα του: «Εμπρός, περιστέρια μου!», «Άντε, χελιδόνια μου!». Στό μεταξύ, ό καιρός όσο πήγαινε καί χειροτέρευε. Τά σύννεφα χαμήλωναν. Στίς πέντε τό απόγευμα είχε κιόλας σκοτεινιάσει. Τό ταξίδι μέσα στίς λάσπες ήταν δύσκολο καί ό οδηγός έκρινε ότι δέν έπρεπε νά ζορίσει τ' άλογα του. Αφού πρέπει νά πάμε πιό αργά, θά πάμε πιό αργά! έλεγε καί ξανάλεγε ό Μπρόκς. Καλύτερα νά καθυστερήσουμε μιά ώρα, παρά νά πάθουμε καμιά ζημιά. Νά καθυστερήσουμε μιά ώρα! φώναξε ό Πόχ. Είναι πιό φρόνιμο! απάντησε ό αμαξάς πού πολλές φορές αναγκαζόταν νά κατεβαίνει άπ' τή θέση του καί νά οδηγεί τά ζώα άπ' τό χαλινάρι.
Ό ταξιδιώτης είχε κάνει μερικές κινήσεις γιά νά δει έξω απ τό παράθυρο, αλλά τό σκοτάδι ήταν αρκετά πυκνό γιά νά
53 μπορεί νά διακρίνει οτιδήποτε. Τά φανάρια τής άμαξας έριχναν ένα θαμπό φως πού μόλις κατάφερνε νά σκορπίζει τό σκοτάδι. Πού βρισκόμαστε; ρώτησε ό Πόχ. Είκοσι βέρστια άπ' τό Περνώ, απάντησε ό Μπρόκς, κι όταν φτάσουμε στό σταθμό καλά θά κάνουμε νά μείνουμε μέχρι αϋριο τό πρωί... Νά πάρει ό διάβολος τήν καταιγίδα πού θά μας καθυστε ρήσει! φώναξε ό υπάλληλος τής Τράπεζας. Εξακολουθούσαν νά προχωρούν. Πολλές φορές ή βροχή έπεφτε τόσο δυνατά πού ή άμαξα κινδύνευε ν' αναποδογυριστεί. Τ' άλογα σκόνταφταν καί κουράζονταν. Ή κατάσταση γινόταν εξαιρετικά επικίνδυνη. Ό Πόχ κι ό Μπρόκς άρχισαν νά σκέφτονται νά εγκαταλείψουν τήν άμαξα καί νά συνεχίσουν μέ τά πόδια. Όσο γιά τόν συνταξιδιώτη τους, δέ φαινόταν αποφασισμένος νά τό κουνήσει άπ' τή θέση του. Οϋτε Άγγλος νά ταν δέ θά έδειχνε τόσο φλεγματική αδιαφορία γιά τά όσα συνέβαιναν γύρω του. Ξαφνικά, στίς έξίμιση τό βράδυ, στό τρομερότερο σημείο τής καταιγίδας, ακούστηκε ένας τρομαχτικός θόρυβος. Μιά ρόδα είχε βουλιάξει μέσα στή λάσπη καί καθώς τά άλογα τήν πίεζαν γιά νά βγει, χτύπησε πάνω σ' ένα βράχο κι έσπασε. Τό αμάξι έγειρε άπ' τή μιά μεριά καί χάνοντας τήν ισορροπία του έπεσε στό ένα του πλευρό. Ακούστηκαν κραυγές πόνου. Ό Πόχ, μέ τό πόδι πληγωμένο, δέν είχε άλλη σκέψη άπ' τόν πολύτιμο χαρτοφύλακα του. Ό Μπρόκς καί ό άγνωστος ταξιδιώτης δέ φαίνονταν νά έχουν πάθει τίποτα. Τό μέρος ήταν έρημο — σε μιά πεδιάδα μ' ένα μεγάλο γέρικο δέντρο στό κέντρο Και τι θ' απογίνουμε τώρα; ρώτησε ό Πόχ. Ή άμαξα δέν είναι σέ κατάσταση νά συνεχίσει. Μπορείς νά πάς μέ τά πόδια στό Περνώ; ρώτησε ό Μπρόκς τόν υπάλλη λο τής Τράπεζας.
*
Ι
■ ΗΤ
Ι
Ι
!* !
-
&
'-ί ■
■
■
ι
■
.
.
··»
■ ■
-*
;
Ί
·. |
Α*
4. ψ
-^Λ.
¥
1
4
Ή*'-'
' ν
* ΓΙ
'
<
\
■
1
Γ
Τα σύννεφα χαμήλωναν και, στις πέντε τ' απόγευμα, είχε κιόλας σκοτεινιάσει. Τα άλογα δυσκολεύονταν να προχωρήσουν στις λάσπες.
55
Δεκαπέντε βέρστια; φώναξε εκείνος. Και το πόδι μου; Μέ άλογο;
Μέ άλογο, στα πρώτα κιόλας βήματα θά έχω πέσει κατά χαμα! Τό μόνο πού μπορούσαν νά κάνουν ήταν νά ψάξουν γιά κάποιο κοντινό πανδοχείο, αν υπήρχε, και νά μείνουν εκεί ό Πόχ κι ό άγνωστος ταξιδιώτης. Απ' τήν πλευρά τους, ό Μπρόκς κι ό ιππέας πού καβαλίκευε τό πρώτο άλογο της άμαξας θά πήγαιναν τό συντομότερο στό Περνώ και θά ξαναγύριζαν μέ κάποιο τεχνίτη πού θά τους επιδιόρθωνε τήν άμαξα. "Αν ό υπάλληλος τής Τράπεζας δέν είχε μαζί του αυτό τό μεγάλο ποσό, ή λύση αυτή θά τού φαινόταν άπ' τίς καλύτερες. Ομως, μέ δεκαπέντε χιλιάδες ρούβλια... Κι άλλωστε, θά έβρισκαν πανδοχείο γιά νά περάσουν τή νύχτα τους; Αυτή ήταν καί ή ερώτηση πού έκανε αμέσως ό Πόχ. — Ναί... σίγουρα θά υπάρχει, απάντησε ό ταξιδιώτης. Και μέ τό χέρι του, έδειξε τό θαμπό φώς πού έκαιγε μιά διακοσαριά βήματα προς τ' αριστερά, στην άκρη ενός δάσους πού μισοδιακρινόταν μέσα στό σκοτάδι. Μά ήταν τό φώς κάποιου πανδοχείου ή μήπως ήταν ή φωτιά κάποιου ξυλοκόπου; Τήν απάντηση τήν έδωσε ό αμαξάς: Είναι τό χάνι τού Κρόφ. Τό χάνι τοϋ Κρόφ; ρώτησε ό Πόχ. Ναί... Ό «Σπασμένος Σταυρός». Πηγαίνετε έκεΐ νά περά σετε τή νύχτα σας, καί θά έρθουμε νά σας πάρουμε αύριο τό πρωί. Ή πρόταση φάνηκε ν' αρέσει στον ταξιδιώτη. "Αλλωστε, δέν υπήρχε καί τίποτα καλύτερο νά κάνουν. Ό καιρός ολοένα καί χειροτέρευε κι ή βροχή δέ θ' αργούσε ν' αρχίσει νά πέφτει δυνατά. Σύμφωνοι, είπε ό Πόχ, πού τό γδαρμένο του πόδι είχε αρχίσει νά τόν πονάει. Αύριο θά ειυαι πολύ καλύτερα καί βασί ζομαι σέ σένα, Μπρόκς... Θά είμαι στην ώρα μου! απάντησε ό οδηγός.
Μόλις έσπασε η ρόδα, τ'
αμάξι έχασε την ισορροπία του κι έπεσε στο ένα του πλευρό.
57 Ό Πόχ έσφιξε τό χέρι του καί ξεκίνησε κουτσαίνοντας γιά τό πανδοχείο. Καθώς ό τραπεζιτικός βάδιζε μέ κάποια δυσκολία, ό ταξιδιώτης θεώρησε καθήκον του νά τού προσφέρει τή βοήθεια του. Ό Πόχ δέχτηκε ευχαριστώντας τόν συνταξιδιώτη του πού, όπως είχε αποδειχτεί, δέν ήταν καί τόσο άγριάνθρωπος όσο είχε δείξει στην αρχή.
Τό χάνι τοϋ «Σπασμένου ΣταυροΟ»
Τό χάνι τού «Σπασμένου Σταυρου» δικαιολογούσε τ όνομα του μέ μιά εικόνα πάνω άπ' τήν πόρτα πού παρίστανε ένα σταυρό ξεκολλημένο άπ' τή βάση του και πεσμένο καταγής. Σίγουρα θά είχε σχέση μέ κάποιο θρύλο χαμένο μέσα στή νύχτα τοΰ χρόνου. Κάποιος Κρόφ, γερμανικής καταγωγής, σαραντάρης, είχε κληρονομήσει άπ' τόν πατέρα του αυτό τό πανδοχείο, σέ τούτη τήν ερημική γωνιά τού δρόμου άπ' τή Ρίγα γιά τό Περνώ. Γιά πελάτες, περαστικούς ή ταχτικούς, ό Κρόφ δέν είχε παρά σπάνιους ταξιδιώτες, μιά ντουζίνα χωρικούς πού δούλευαν στά γειτονικά χωράφια καί μερικούς ξυλοκόπους πού απασχολούνταν στά δάση τής περιοχής. Οι δουλειές τού ταβερνιάρη πήγαιναν καλά; Κανείς δέν ήξερε, γιατί ό Κρόφ δέν ήταν άπό κείνους πού εκμυστηρεύονταν τά οικονομικά τους στους άλλους. Τό χάνι λειτουργούσε έδώ καί τριάντα χρόνια, μέ τόν πατέρα στην αρχή — πού λαθρέμπορος καί λαθροκυνηγός είχε μαζέψει κάμποσα χρήματα καί μέ τό γιό στή συνέχεια/ Έτσι, ήταν πολλοί εκείνοι πού έλεγαν πώς ό «Σπασμένος Σταυρός» δούλευε πολύ καλά,
58 αλλά αυτό ήταν κάτι πού δέν αφορούσε κανένα. Τύπος κλειστός, ό Κρόφ ζούσε ολομόναχος, έφευγε σπάνια άπ' τό χάνι του, κι όταν δέν είχε πελάτες νά εξυπηρετήσει περιποιόταν τόν κήπο του. ΤΗταν ένας άντρας γεροδεμένος, δυνατός, μέ κοκκινωπό πρόσωπο, άγρια γένια, πυκνά μαλλιά καί σκληρό βλέμμα. Δέν έκανε ποτέ ερωτήσεις κι όταν τόν ρωτούσαν κάτι, απαντούσε κοφτά. Τό σπίτι, πού πίσω του απλωνόταν ό κήπος, είχε ένα μοναδικό όροφο καί ή πόρτα του ήταν μονόφυλλη. "Εμπαινες πρώτα στην κύρια αίθουσα τού μαγαζιού πού φωτιζόταν από ένα παράθυρο στό βάθος. Δεξιά κι αριστερά υπήρχαν δυό κάμαρες πού έβλεπαν στό δρόμο καί τό δωμάτιο τού Κρόφ βρισκόταν πίσω άπ' τό πανδοχείο, πλάι στον κήπο. Οι πόρτες καί τά παράθυρα τού πανδοχείου ήταν γερά καί εφοδιασμένα μέ σύρτες πού έκλειναν από μέσα. Ό ταβερνιάρης τά έκλεινε άπ' τό σούρουπο γιατί ή περιοχή δέν ήταν καθόλου σίγουρη. Όμως, τό μαγαζί έμενε ανοιχτό ώς τίς δέκα. Εκείνη τήν ώρα, είχε μισή περίπου ντουζίνα πελάτες πού μέ τή βότκα καί τό κρασί είχαν έρθει στό κέφι. Ό κήπος, όχι πολύ μεγάλος, έκλεινε μ' έναν απλό φράχτη καί γειτόνευε μ' ένα δάσος από έλατα πού έφτανε ώς τό δρόμο. Εκείνο τό βράδυ, γύρω άπ' τά τραπέζια κουβέντιαζαν κι έπιναν τέσσερις χωρικοί κι άλλοι τόσοι ξυλοκόποι άπ' τίς γειτονικές καλύβες. Τό κρασί, δυό καπίκια τό ποτήρι, τους καλούσε καθημερινά, προτού επιστρέψουν στά σπίτια τους πού άπεχαν τρία ή τέσσερα βέρστια. Κανένας τους δέν περνούσε τή νύχτα του στό «Σπασμένο Σταυρό». Όμως, οί οδηγοί των κάρων κι οί αμαξάδες έκαναν ευχαρίστως στάση στό χάνι. προτού τελειώσουν τό δρομολόγιο τους γιά τό Περνώ. Ανάμεσα στους ταχτικούς πελάτες, δυό άτομα κάθονταν παράμερα εκείνο τό βράδυ καί κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα κοιτάζοντας εξεταστικά τους άλλους θαμώνες. Ήταν ό ένωμοτάρχης "Εκ καί ένας άπ' τους άντρες του. Ό "Εκ δέν ήταν καθόλου ευχαριστημένος άπ' τήν τελευ-
59 ταία του επιχείρηση. Ενώ σκόπευε νά συλλάβει ζωντανό τό δραπέτη καί νά τόν οδηγήσει στον ταγματάρχη Βέρντερ, δέν είχε καταφέρει νά τόν βρει οϋτε πεθαμένο. Ή απογοήτευση του ήταν απερίγραπτη κι ένιωθε τόν εγωισμό του πληγωμένο. Σίγουρα, αυτός ό παλιάνθρωπος θά πνίγηκε, έλεγε εκείνη τή στιγμή στό σύντροφο του. Ναί, είνα βέβαιο πιά, απάντησε ό άλλος. Βέβαιο δχι, άφοϋ δέ βρήκαμε τό πτώμα του!.. Αλλά καί νά τό βρούμε, δέν θά μπορούμε νά πούμε ότι αυτό είναι κατόρ θωμα γιά τήν αστυνομία! — Δέν πειράζει. Μιά άλλη φορά μπορεί νά είμαστε πιό τυχεροί, κύριε "Εκ, απάντησε ό χωροφύλακας πού δεχόταν πολύ φιλοσοφικά τίς αποτυχίες τού επαγγέλματος. Ό ένωυοτάρχης κούνησε τό κεφάλι του. χωρίς τήν παραμικρή προσπάθεια νά κρύψει τήν απογοήτευση του. Ή καταιγίδα λυσσομανούσε. Η πόρτα τής εισόδου έτριζε πάνω στά στηρίγματα της πού κόντευαν νά ξεκολλήσουν. Τά έλατα τού δάσους έγερναν κάτω άπ' τό φύσημα τού ανέμου καί πολλές φορές τά σπασμένα κλαδιά τους έφταναν ώς τή στέγη τού πανδοχείου. Νά κάτι πού ευνοεί τους ξυλοκόπους! είπε ένας άπ" τους χωρικούς. Αύριο, δέ θά 'χουν παρά νά σκύψουν καί νά μαζέ ψουν τά ξύλα τους. Ναί, αλλά ευνοεί καί τους κακοποιούς καί τους λαθρέμπο ρους! πρόσθεσε ό χωροφύλακας. Φυσικά, εμείς δέν θά τους αφήσουμε έτσι, είπε ό "Εκ. Σίγουρα κάποια σπείρα λυμαίνεται τήν περιοχή μας. Ε'ίχαμε μιά κλοπή στό Τάρβαρτ κι ένα φόνο οτό Κάρκους! Ό δρόμος, ανάμεσα στή Ρίγα καί στό Περνώ δέν είναι πιά σίγουρος. Τά εγκλήματα πληθαίνουν κι οί εγκληματίες τίς περισσότερες
φορές εξαφανίζονται. Αλλά καί τί έχουν νά φοβηθούν; Τό πολύ πολύ ένα ταξίδι στή Σιθηρία. Αλλοτε, οί κρεμάλες τους τρόμαζαν καί κάθονταν φρόνιμα. Τώρα πού δέν υπάρχουν πιά... — Θά ξανάρθουν, είπε μέ βεβαιότητα ό χωροφύλακας.
60 — "Ωρα είναι, απάντησε ό "Εκ. Πώς ήταν δυνατό ένας ένωμοτάρχης της χωροφυλακής νά νοσταλγεί τή θανατική ποινή πού είχε καταργηθεί γιά τά ποινικά αδικήματα, ένώ γιά τά πολιτικά ίσχυε ακόμη; Αυτό μόνο ό ίδιος θά μπορούσε νά τό εξηγήσει. — Εμπρός, δρόμο, είπε ό Έκ πού ετοιμαζόταν νά φύγει. Έχω ραντεβού μέ τόν ένωμοτάρχη τοΰ πέμπτου λόχου στό Περνώ καί δέν μπορώ νά τόν αφήσω νά περιμένει. "Ομως, προτού σηκωθεί, χτύπησε τό χέρι του στό τραπέζι. Ό Κρόφ έτρεξε. — Τι σού χρωστάω, Κρόφ; ρώτησε βγάζοντας μερικά ψηλά άπ τήν τσέπη του. ΤΊς τιμές τίς ξέρετε, απάντησε ό ταβερνιάρης. Είναι ίδιες γιά όλους. "Ακόμη καί γιά κείνους πού έρχονται στό χάνι σου καί ξέρουν ότι δέ θά τους ζητήσεις ούτε χαρτιά, ούτε κάν τά ονόματα τους; Δέν είμαι τής αστυνομίας, απάντησε απότομα ό Κρόφ. Κι όμως, άν ανήκαν όλοι ο'ι ταβερνιάρηδες στην αστυνο μία, ή χώρα μας θά ήταν πολύ πιό ήσυχη! απάντησε ό ένωμο τάρχης. Πρόσεχε, Κρόφ! "Αν δέν κλείσεις τήν πόρτα σου στους παράνομους, ίσως κάποια μέρα νά κλείσει τό ίδιο σου τό μαγα ζί· Πουλάω κρασί σ όποιον έχει λεφτά νά τό πληρώσει καί δέ μέ νοιάζει ούτε άπό πού έρχεται ούτε γιά πού τραβάει! — Κρόφ, σκέψου καλά τά λόγια μου καί μήν κάνεις τό χαζό, γιατί θά τό μετανιώσεις. Ό ένωμοτάρχης Εκ σηκώθηκε, πλήρωσε τό λογαριασμό του καί προχώρησε κατά τήν πόρτα. Ό χωροφύλακας τόν ακολούθησε. Οι άλλοι πελάτες τους μιμήθηκαν γιατί ή κακοκαιρία δέν τους επέτρεπε νά καθυστερήσουν άλλο στό χάνι τού
«Σπασμένου Σταυροΰ». Εκείνη τή στιγμή, άνοιξε ή πόρτα καί μπήκαν δυό άντρες. Ό ένας υποστήριζε τόν άλλο πού κούτσαινε. Τ Ηταν ό Πόχ κι ό συνταξιδιώτης του. Ο άγνωστος έξακο-
61 λουθούσε νά είναι τυλιγμένος μέ τό παλτό του κι ή κατεβασμένη του κουκούλα τοϋ έκρυβε τό πρόσωπο. Ή ταχυδρομική άμαξα τσακίστηκε διακόσια βήματα πιό κάτω, είπε στον ταθερνιάρη. Ό οδηγός κι ό ιππέας πήγαν στό Περνώ καί θά έρθουν νά μας πάρουν αύριο τό πρωί... Στό μεταξύ, μήπως έχετε δυό κάμαρες γιά νά περάσουμε τή νύχτα μας; Έχω, απάντησε ό Κρόφ. Χρειάζομαι τή μιά γιά μένα, είπε ό Πόχ, κι ένα καλό κρεβάτι, αν είναι δυνατό... Μάλιστα, απάντησε ό Κρόφ. Πληγωθήκατε; Ένα γδάρσιμο στή γάμπα, δέν είναι σοβαρό. — Τή δεύτερη κάμαρα, θά τήν πάρω έγώ, είπε ό ταξιδιώτης. Τήν ώρα πού μιλούσε, ό "Εκ είχε τήν εντύπωση πώς αυτή ή Φωνή τού ήταν πολύ γνωστή. — Θά 'παιρνα όρκο ότι είναι ό... σκέφτηκε. Δέν ήταν απόλυτα βέβαιος κα'ι σάν καλός αστυνομικός ήθελε πρώτα νά σιγουρευτεί. Στό μεταξύ, ό Πόχ είχε καθίσει μπροστά άπό ένα τραπέζι και πάνω του είχε ακουμπήσει τό χαρτοφύλακα του πού εξακολουθούσε νά είναι δεμένος στή ζώνη του. — Εντάξει γιά τό δωμάτιο, είπε στον Κρόφ. Μά ένα γδάρσι μο δέν επηρεάζει τήν όρεξη καί πεινάω. Θά σας σερβίρω αμέσως, είπε ό ταβερνιάρης. Κάνε όσο πιό γρήγορα μπορείς. Ό ένωμοτάρχης έκανε μερικά βήματα προς τό μέρος του. Χαίρομαι πολύ πού δέν τραυματιστήκατε πιό σοβαρά, κύριε Πόχ, τού είπε. Μπά, ό κύριος Έκ! Καλημέρα, κύριε Εκ, ή μάλλον καλη σπέρα! Καλησπέρα, κύριε Πόχ! Πώς άπό δώ; Κάποια αποστολή. Καί τό τραύμα σας;
Μικροπράγματα. Αϋριο θά είμαι καλά. Ό Κοόφ είχε σερβίοει ψωυί. κούο λαοδί καί τό Φλιτζάνι
Την ώρα που ο Εκ ετοιμαζόταν να φύγει, άνοιξε η πόρτα και μπήκαν δυό άντρες.
γιά τό τσάι. Έπειτα, στράφηκε στον ταξιδιώτη: Και σεις, κύριε; Δέν πεινάω, απάντησε εκείνος. Σάς παρακαλώ νά μού δεί ξετε τό δωμάτιο μου. Βιάζομαι νά πλαγιάσω, γιατί δέ θά περιμένω τόν οδηγό της άμαξας. Θά φύγω αύριο τά ξημερώμα τα, κατά τις τέσσερις... Όπως αγαπάτε, απάντησε ό ταθερνιάρης. Κι οδήγησε τόν ταξιδιώτη στην κάμαρα πού βρισκόταν στ' αριστερά της αίθουσας. Όμως, όση ώρα μιλούσε ό άγνωστος, ή κουκούλα είχε ανασηκωθεί κι ό ένωμοτάρχης πού τους κοίταζε προσεχτικά μπόρεσε νά δεϊ ένα μέρος άπ' τό πρόσωπο του. Αυτό τού ήταν αρκετό. — Ναί, μουρμούρισε, αυτός είναι... Μά γιατί βιάζεται τόσο καί δέν περιμένει τήν άμαξα; Πού νά πηγαίνει, άραγε; Ό άγνωστος ταξιδιώτης, χωρίς νά δώσει σημασία στό εξεταστικό βλέμμα τού ένωμοτάρχη μπήκε στην κάμαρα πού τού έδειξε ό Κρόφ. Ό "Εκ πλησίασε τόν Πόχ πού έτρωγε μέ μεγάλη όρεξη. Αυτός ό ταξιδιώτης ήταν υαζί σας στην άυαξα: οώτησε. Ναί, κύριε ' Εκ, καί δέν είπε ούτε μιά λέξη... Καί δέν ξέρετε πού πηγαίνει; Όχι. . Πήρε τήν άμαξα στή Ρίγα καί νομίζω πώς πήγαινε στό Ρέθελ. Αν ήταν έδώ ό Μπρόκς θά υποροΰσε ίσως νά σάς πληροφορήσει. "Ω, δέν πειράζει, απάντησε ό ένωμοτάρχης. Ο Κρόφ άκουγε τή συζήτηση τους μέ τό αδιάφορο ύφος του ταβερνιάρη πού δέν έχει καμιά διάθεση νά μάθει ποιοι είναι οι πελάτες του. Πηγαινοερχόταν στην αίθουσα ένώ οί χωρικοί κι οί ξυλοκόποι τόν καληνύχτιζαν κι έφευγαν. Στό μεταξύ, ό ένωμοτάρχης πού πιά δέ βιαζόταν καθόλου νά φύγει, διασκέδασε κουβεντιάζοντας μέ τόν Πόχ. Κσί σείς: Πηγαίνετε στό Περνώ: ρώτησε.
Όχι... στό Ρέθελ, κύριε Εκ. Γιά δουλειά τού κυρίου Γιοχάουζεν:
64 — Μάλιστα. Και μέ μιά ενστικτώδη κίνηση, τράβηξε κοντά του τό χαρτοφύλακα. Αυτό τό ατύχημα, θά σάς στοιχίσει μιά καθυστέρηση δώ δεκα ωρών. Αρκεί νά μήν καθυστερήσω περισσότερο, γιατί πρέπει νά γυρίσω στη Ρίγα γιά τό γάμο... Μέ τή δεσποινίδα Ζηναΐδα Παρενσώφ... τό ξέρω! Δέν είχα αμφιβολία. Εσείς τά ξέρετε όλα! "Οχι κι όλα γιατί δέν ξέρω πού πηγαίνει ό συνταξιδιώτης σας. Ωστόσο, αν φύγει αϋριο τόσο νωρίς όσο εϊπε, σίγουρα θά πηγαίνει στό Περνώ. Δέν αποκλείεται, απάντησε ό Πόχ, κι αν δέν τόν ξαναδώ, τού εύχομαι καλό ταξίδι. Μά, γιά πέστε μου, κύριε Έκ, εσείς, θά περάσετε τη νύχτα σας στό χάνι; "Οχι, Πόχ. Έχουμε ένα ραντεβού στό Περνώ καί φεύγου με αμέσως. Όσο γιά σας, φάτε καλά, ξεκουραστείτε, καί τά μάτια σας τέσσερα στό χαρτοφύλακα. Είναι κολλημένος πάνω μου, όπως καί τ' αυτιά μου στό κεφάλι μου, απάντησε ό υπάλληλος της Τράπεζας γελώντας καλόκαρδα. Εμπρός, φεύγουμε, είπε ό ένωμοτάρχης στό χωροφύλα κα, καί κουμπώσου καλά γιά νά μήν πουντιάσεις! Καληνύχτα. Πόχ. Καληνύχτα σας, κύριε "Εκ. Οί δυό αστυνομικοί άνοιξαν τήν πόρτα, πού ό Κρόφ έκλεισε πίσω τους καί τήν αμπάρωσε πρώτα μέ τό σύρτη κι έπειτα μέ τό κλειδί. Τέτοια ώρα πιά, κανένας δέ θά ζητούσε φιλοξενία στό «Σπασμένο Σταυρό». Στό μεταξύ, ό Πόχ είχε τελειώσει τό φαγητό του καί μέ
μεγάλη όρεξη μάλιστα. Ή τροφή θά τοϋ ξανάδινε τίς δυνάμεις του κι ένας καλός ϋπνος θά συμπλήρωνε τήν ανάπαυση του. Ο Κρόφ προτού πάει στό δωμάτιο του, περίμενε νά βρεθεί πρώτα ό πελάτης του στό δικό του. Στεκόταν κοντά στό τζάκι,
65 πού ό καπνός του, άπ' τό δυνατό φύσημα τοϋ ανέμου πλημμύριζε πολλές φορές τήν αίθουσα. Ό Κρόφ πάσκιζε τότε νά τόν διώξει μέ μιά πετσέτα πού τίναζε στον αέρα καί πού οι πτυχές της, καθώς ξεδιπλώνονταν, αντηχούσαν σαν κροτάλισμα μαστίγιου. Τό κερί, πάνω στό τραπέζι, τρεμόπαιζε, κι έκανε τίς σκιές τών επίπλων νά χορεύουν στους τοίχους. "Εξω ή θύελλα ξέσπαγε ασυγκράτητη κι ό άνεμος έκανε τόσο θόρυβο πού θά λέγε κανείς ότι κάποιος χτύπαγε τά παράθυρα. Δέν ακούτε; ρώτησε ό Πόχ, σέ κάποια στιγμή πού ο'ι κρότοι στά παράθυρα είχαν γίνει πολύ έντονοι. Δέν είναι κανείς, απάντησε ό ταβερνιάρης, κανείς... Έγώ είμαι συνηθισμένος σέ κάτι τέτοια. "Εχω δε! καί χειρότερα... Κι άλλωστε, συμπλήρωσε ό Πόχ, ποιος μπορεί νά κυκλο φορεί τέτοια ώρα εκτός άπ' τους κακοποιούς ή τους αστυνο μικούς; Ή ώρα ήταν εννέα. Ό υπάλληλος της Τράπεζας σηκώθηκε, στερέωσε τό χαρτοφύλακα κάτω άπ' τή μασχάλη του, πήρε τό αναμμένο κερί πού τοΰ έδωσε ό Κρόφ καί προχώρησε γιά τό δωμάτιο του. Ό ταβερνιάρης κρατούσε στό χέρι του ένα παλιό φανάρι άπό χοντρό γυαλί, πού θά τόν φώτιζε όταν ό Πόχ θά είχε πιά κλείσει τήν πόρτα του. Δέ θά κοιμηθείτε; ρώτησε ό Πόχ προτού μπε'ι στην κάμα ρα του. Καί βέβαια, αλλά πρώτα θά κάνω τόν καθημερινό μου γύρο. Στό ν κήπο; Ναί, στον κήπο, γιατί πολλές φορές μου λείπουν κότες. Οι αλεπούδες; ρώτησε ό Πόχ. Καί οι λύκοι. Αυτά τά καταραμένα ζώα δέ διστάζουν νά πηδήξουν πάνω άπ' τό φράχτη! Κι όπως τό παράθυρο μου βλέπει στον κήπο, άν δω κανένα δέ διστάζω νά τοϋ ρίξω. Γι' αυτό, άν ακούσετε πυροβολισμό, μήν τρομάξετε.
5/ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑ
Οϋτε κανονιά δέν πρόκειται νά μέ ξυπνήσει, αν κοιμηθώ όπως έχω διάθεση. "Α, έγώ δέ βιάζομαι καθόλου Αν ό συντα ξιδιώτης μου θέλει νά φύγει άπ' τά χαράματα, αυτό είναι δική του δουλειά. Εγώ σκοπεύω νά κοιμηθώ ώς αργά τό πρωί καί σάς παρακαλώ πολύ νά μή μέ ξυπνήσετε προτού έρθει ό Μπρόκς κι επισκευάσει τήν άμαξα. Σύμφωνοι, απάντησε ό ταθερνιάρης. Κανένας δέ θά σάς ενοχλήσει, κι όταν ό άλλος ταξιδιώτης φύγει, θά φροντίσω ώστε νά μή σάς ξυπνήσει. Ό Πόχ μπήκε στην κάμαρα του καί κλείδωσε πίσω του τήν πόρτα. Τώρα, στην αίθουσα δέν υπήρχε άλλος άπ' τόν Κρόφ. Πλησίασε στό τραπέζι πού είχε καθίσει ό Πόχ καί μάζεψε τά πιάτα καί τά σερβίτσια. "Α, ήταν πολύ ταχτικός άνθρωπος: δέν ανάβαλε ποτέ γιά τήν επομένη αυτό πού μπορούσε νά κάνει σήμερα. Έπειτα, ό Κρόφ προχώρησε κατά τήν πόρτα τοϋ κήπου καί τήν άνοιξε. Ή κακοκαιρία δέν τόν άφησε νά βγει όπως κάθε βράδυ κι έριξε μιά βιαστική ματιά σηκώνοντας τό φανάρι του καί φωτίζοντας προς όλες τίς κατευθύνσεις. Τίποτα τό ύποπτο στον κήπο. Καμιά άπ' αυτές τίς κινούμενες σκιές πού θά μπορούσαν νά προδώσουν τήν ύπαρξη κάποιου λύκου ή κάποιας αλεπούς. Ό Κρόφ έκλεισε ξανά τήν πόρτα, τήν αμπάρωσε καί μπήκε στην κάμαρα του. Γιά δυό τρία λεπτά ακόμη ακούγονταν τά βήματα του καθώς γδυνόταν. "Επειτα, ένα δυνατό τρίξιμο φανέρωσε ότι εϊχε πέσει στό κρεβάτι του. Λίγα λεπτά αργότερα, όλοι κοιμούνταν μέσα στό χάνι, παρόλη τή μανία της καταιγίδας, τόν άνεμο καί τή βροχή, παρόλα τά βογγητά της θύελλας στό έλατοδάσος πού είχε κιόλας χάσει όλα τά κλαδιά της κορυφής του.
Λίγο πρίν τίς τέσσερις τό πρωί, ό Κρόφ σηκώθηκε κι άφοϋ άναψε τό φανάρι του, μπήκε στην αίθουσα. Σχεδόν τήν ίδια στιγμή, άνοιξε ή πόρτα τοϋ άγνωστου ταξιδιώτη.
β7 τ
Ηταν ντυμένος όπως καί τήν προηγούμενη μέ τό παλτό ανεβασμένο ώς τ1 αυτιά καί τήν κουκούλα κατεβασμένη στό πρόσωπο. Είστε κιόλας έτοιμος, κύριε; ρώτησε ό Κρόφ. Κιόλας, απάντησε ό ταξιδιώτης πού κρατούσε στό χέρι του δυό-τρία ρούβλια. Τι σας χρωστάω; "Ενα ρούβλι, απάντησε ό ταβερνιάρης. Πάρτε ένα ρούβλι και ανοίξτε μου τήν πόρτα. Ό ταβερνιάρης προχώρησε κατά τήν πόρτα, αλλά προτού τήν ανοίξει, στράφηκε καί ρώτησε τόν πελάτη του: Δέ θέλετε νά πιείτε κάτι προτού φύγετε;
"Οχι. — Λίγη βότκα ή ένα ποτήρι κρασί; "Οχι, σάς λέω. Ανοίξτε μου νά φύγω γιατί βιάζομαι. Όπως θέλετε. Ό Κρόφ τράβηξε τό σύρτη καί ξεκλείδωσε. Έξω όλα ήταν ακόμη θεοσκότεινα. Ή βροχή είχε σταματήσει, αλλά ό άνεμος φυσούσε δυνατότερα. Τά σπασμένα κλαδιά έφραζαν τό δρόμο. Ό ταξιδιώτης στερέωσε τήν κουκούλα του, κούμπωσε τό παλτό του καί χωρίς μιλιά βγήκε άπ' τό χάνι καί μέ μερικά βήματα, χάθηκε στό σκοτάδι τής νύχτας. Κι ένώ εκείνος ανηφόριζε τό μεγάλο δρόμο γιά τό Περνώ, ό Κρόφ, ξαναβάζοντας τους χοντρούς σύρτες, ξανάκλεινε τήν πόρτα τού πανδοχείου ό «Σπασμένος Σταυρός».
_____
β
ΣΛάβοι καί Γερμανοί
Τό πρώτο τσάι, μέ βουτυρωμένες φρυγανιές, σερβιριζόταν κάθε πρωί στίς εννέα ακριβώς, στή μεγάλη τραπεζαρία τών αδερφών Γιοχάουζεν. Ή «ακρίβεια»» ήταν ένα άπ' τά κυριότερα
Ρ
■
Μ!
1
*•
1
^
ρ
Ί
•
Ο ταξιδιώτης βγήκε αττ' το χάνι και με μερικά βήματα χάθηκε στο σκοτάδι της νύχτας.
69 προτερήματα αυτών των πλούσιων τραπεζιτών τόσο στην καθημερινή ζωή όσο καί στις επιχειρήσεις τους. Ό Φράνκ Γιοχάουζεν, ό μεγαλύτερος αδερφός, επέμενε Ιδιαίτερα ώστε τά γεύματα, οι επισκέψεις, ή ώρα του ϋπνου καί ή ώρα πού ξυπνούσαν, νά είναι στρατιωτικά ρυθμισμένα καί νά τηρούνται μέ απόλυτη αυστηρότητα σάν τους κανονισμούς κάποιου βιβλίου. Όμως, εκείνο τό πρωί, τό σαμοβάρι δε λειτούργησε. Γιά ποιο λόγο; Γιατί ό Τράνκελ, ό καμαριέρης πού ήταν υπεύθυνος γιά τό σερβίρισμα, τεμπέλιασε. "Ετσι, όταν ό κύριος Φράνκ Γιοχάουζεν κι ό αδερφός του ή κυοία Γιοχάουζεν καί ή κόρη της Μάονκαοιτ Γιοχάουζεν μπήκαν στην τραπεζαρία, τό τσάι δέν ήταν έτοιμο. Τράνκελ, γιατί τό τσάι δέν είναι σερβιρισμένο; ρώτησε ό κύριος Φράνκ Γιοχάουζεν. Ζητώ συγγνώμη άπ' τόν κύριο, απάντησε μέ άξιολύπητο ύφος ό Τράνκελ, μά ξέχασα... Δέν είναι ή πρώτη φορά, Τράνκελ, απάντησε ό τραπεζί της, καί έχω κάθε λόγο νά πιστεύω ότι δέ θά είναι καί ή τελευταία. Η κυρία Γιοχάουζεν κι ό κουνιάδος της, κούνησαν τό κεφάλι τους έπιδοκιμαστικά καί πλησίασαν στό μεγάλο τζάκι πού, ευτυχώς, δέν ήταν σβηστό σάν τό σαμοβάρι. Ό Τράνκελ είχε χαμηλώσει τά μάτια καί δέ μιλούσε. Οχι. δέν ήταν ή πρώτη φορά πού ξεχνούσε. Καί τότε, ό τραπεζίτης, βγάζοντας άπ τήν τσέπη του ένα σημειωματάριο, έγραψε μερικές λέξεις σ' ένα φύλλο καί τό έδωσε στον Τράνκελ λέγοντας: — Πήγαινε αυτό τό σημείωμα στή διεύθυνση πού θά γράψω καί μείνε νά περιμένεις τήν απάντηση. Ό Τράνκελ ήξερε πολύ καλά σέ ποιόν απευθυνόταν τό σηυείωμα καί τί είδους ήταν ή απάντηση πού θά έπαιονε. Χωρίς μιλιά, υποκλίθηκε, φίλησε τό χέρι τού αφέντη του καί βγαίνοντας άπ τό σπίτι, πήρε τό δρόυο γιά τό σταθυό της χωροφυλακής Τό σημείωμα περιείχε μερικές λέξεις:
Πήγαινε το σημείωμα σ' αυτή τη διεύθυνση και μείνε να περιμένεις την απάντηση, είπε ο τραπεζίτης στον Τράνκελ.
71 «Είκοσι πέντε βουρδουλιές στον υπηρέτη μου Τράνκελ. Φράνκ Γιοχάουζεν.» Τήν ώρα πού ό υπηρέτης έβγαινε, ό κύριος Γιοχάουζεν τοΰ είχε πει νά μήν ξεχάσει νά τοϋ φέρει τήν απόδειξη. Κι ό Τράνκελ δέ θά τήν ξεχνούσε γιατί μ' αυτήν θά πληρωνόταν εκείνος πού θά εκτελούσε τήν τιμωρία, σύμφωνα μέ τήν ταρίφα πού είχε υπογράψει ό ταγματάρχης. "Ετσι κυλούσε ή ζωή εκείνη τήν εποχή, κι ίσως νά κυλάει κι ακόμη σήμερα, στην Κουρλάνδη, στην Εσθονία καί οτή Λιβονία. Καί τώρα, μερικές λεπτομέρειες γιά τήν οικογένεια Γιοχάουζεν. Στή Ρωσία, ό δημόσιος υπάλληλος είναι ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο. Ακολουθεί αυτό τόν ακλόνητο κανονισμό τού Τσίν — αύτη τήν ιεραρχία μέ τίς δεκατέσσερις βαθμίδες πού πρέπει νά ανεβαίνουν οι Δημόσιοι Υπάλληλοι άπ' τήν κατώτατη θέση ώς τή σειρά τού Ιδιωτικού σύμβουλου. Όμως, υπάρχουν καί ανώτερες τάξεις πού δέν έχουν τίποτα κοινό μέ τους υπαλλήλους, όπως ή τάξη τών αριστοκρατών πού έχουν στά χέρια τους τεράστια δύναμη. Γερμανικής καταγωγής, ή αριστοκρατία αυτή είναι παλιότερη άπ' τή ρωσική κι έχει διατηρήσει σημαντικά προνόμια, όπως είναι τό δικαίωμα νά δίνει διπλώματα πού φτάνουν ακόμη καί μέχρι τά μέλη τής αυτοκρατορικής οικογένειας. Ό κύριος διευθυντής τής Τράπεζας ήταν ό μεγαλύτερος άπ τά δυό αδέρφια, ό Φράνκ Γιοχάουζεν. Ο νεώτερος ήταν ανύπαντρος. Όσο γιά τόν πρώτο, σαρανταπεντάρης, είχε παντρευτεί μιά γερμανίδα άπ' τή Φραγκφούρτη. Είχε καί δυό παιδιά, τόν Κάρλ, πού μόλις είχε μπει στά δεκαεννιά, καί μιά κόρη πού πλησίαζε τά δώδεκα. Ό Κάρλ τέλειωνε τίς σπουδές στου στό Πανεπιστήμιο τού Ντόρπατ, όπου ό Γιάν, ό γιος τού Ντιμίτρι Νικόλεφ, θά τέλειωνε σέ λίγο τίς δικές του. Ή Ρίγα, πού ιδρύθηκε τόν δέκατο τρίτο αιώνα, είναι, πρέπει νά τό ξαναπούμε, μιά πόλη περισσότερο γερμανική παρά σλαβική. Κι ή καταγωγή της αναγνωρίζεται άπ' τά σπίτια
72 ης παρόλο πού αρκετά κτίρια έχουν φόρμες βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Ή Ρίγα, είναι τώρα μιά πόλη ανοιχτή. Ή κεντρική της πλατεία είναι εκείνη του Δημαρχείου όπου μπορεί νά θαυμάσει κανείς, άπ τή μιά πλευρά τό Ράτχουζ, τό κτίριο τοΰ Συμθουλίου, κι άπ τήν άλλη, τό παλιό μνημείο των Ιπποτών τής Μαύρης Κεφαλής μέ τά μυτερά καμπανάκια καί πού παρουσιάζει υιό αρχιτεκτονική όψη περισσότερο αλλόκοτη παρά καλλιτεχνική. Σ' αυτή τήν πλατεία βρίσκεται καί ή Τράπεζα των Γιοχάουζεν, ένα όμορφο κτίριο μοντέρνας κατασκευής. Τά γραφεία της βρίσκονται στό ισόγειο καί οι αίθουσες υποδοχής στον πρώτο όροφο. Ή οικογένεια Γιοχάουζεν είναι πολύ δεμένη. Οι δυό αδερφοί συμφωνούν σέ όλα. Ό μεγάλος έχει τή γενική διεύθυνση τής Τράπεζας κι ό νεώτερος ασχολείται μέ τή λειτουργία των γραφείων καί τό λογιστήριο. Ή κυρία Γιοχάουζεν είναι μιά γυναίκα συνηθισμένη σέ εμφάνιση, αλλά πολύ περήφανη απέναντι στό σλαβικό στοιχείο. Είναι πάντα καλόδεχτη στην υψηλή κοινωνία τής Ρίγας κι αυτό κολακεύει καί τροφοδοτεί τή ματαιοδοξία της. Ό Φράνκ Γιοχάουζεν, μέλος τού δημοτικού συμβουλίου τής πόλης καί μάλιστα άπ' τά πιό ισχυρά, υπερασπιζόταν πάντα μέ αδάμαστη επιμονή τά προνόμια τής κάστας του, κι ή προσπάθεια τής κυβέρνησης νά ρωσοποιήσει τίς επαρχίες τόν έπληττε προσωπικά. Οι Βαλτικές επαρχίες εκπροσωπούνταν τήν εποχή εκείνη άπό τό στρατηγό Γκόρκο. Πολύ έξυπνος άνθρωπος, καταλάβαινε τίς δυσκολίες τής αποστολής του, φερόταν πολύ προσεχτικά στίς σχέσεις του μέ τό γερμανικό πληθυσμό καί εργαζόταν γιά τό θρίαμβο τού σλαβισμού χωρίς απότομες μεταβολές καί βίαια μέσα. Επικεφαλής τής αστυνομίας ήταν ό συνταγματάρχης Ραγκένωφ, ένας καθαρόαιμος Ρώσος, λιγότερο ικανός άπ τόν αρχηγό του κι έτοιμος ν' αναγνωρίσει έναν εχθρό στό πρόσωπο κάθε Λιθονοϋ, Έσθονού ή Κουρλανδού πού δέν είχε τραφεί τ
73 μέ σλαβικό αίμα. Πενηντάρης, αποφασιστικός κι αδάμαστος σάν αστυνομικός, δέν υποχωρούσε μπροστά σέ τίποτα κι ό κυβερνήτης μέ τό ζόρι κατάφερνε νά τόν συγκρατεί. Μετά τόν συνταγματάρχη Ραγκένωφ, καί άπό αντίθεση, ή προσοχή πρέπει νά συγκεντρωθεί στον ταγματάρχη Βέρντερ, τόν άμεσο υφιστάμενο του στην αστυνομία. Ό ταγματάρχης είναι γερμανικής καταγωγής καί στην εξάσκηση των καθηκόντων του φαίνονταν καθαρά όλες οι υπερβολές τής φυλής του. Είναι τυφλά μέ τό μέρος των Γερμανών, όπως ό συνταγματάρχης είναι μέ τό μέρος των Σλάβων, καί παρόλη τή διαφορά στό βαθμό τους, έρχονται πολλές φορές αντιμέτωποι κι αναγκάζουν τό στρατηγό Γκόρκο νά παίζει τό ρόλο τοϋ διαιτητή. Πρέπει νά παρατηρήσουμε μέσα σ' όλα, πώς ό ταγματάρχης Βέρντερ έβρισκε μεγάλη βοήθεια στό πρόσωπο τοΰ ένωμοτάρχη "Εκ πού, όπως είδαμε στην αρχή. είχε αναλάβει τήν καταδίωξη καί σύλληψη τού δραπέτη άπ' τή Σιβηρία. Τούτος δώ δέν είχε ανάγκη άπό ενθάρρυνση όταν έκανε τό καθήκον του, κι έδειχνε υπερβολικό ζήλο όταν κυνηγούσε κάποιο Σλό βο. Ήταν επίσης πολύ αγαπητός στους αδερφούς Γιοχάουζεν στους οποίους είχε κάνει πολλές εξυπηρετήσεις, εξυπηρετήσεις πού αμείβονταν πλουσιοπάροχα στά ταμεία τής Τράπεζας. Τώρα, ή κατάσταση είναι γνωστή σέ όλους. Ξέρουμε σέ ποιο πεδίο θά συναντηθούν οί αντίπαλοι, ό Φράνκ Γιοχάουζεν κι ό Ντιμίτρι Νικόλεφ, πού είχε τήν υποστήριξη τού λαού. Τό ότι αυτός ό απλοϊκός καθηγητής πού δέν είχε περιουσία ή θέση, είχε φτάσει ν1 απειλεί τήν εκλογή τού παντοδύναμου τραπεζίτη, ήταν κάτι πού οί οξυδερκείς λάβαιναν πολύ σοβαρά ύπ' όψη τους. Οί αδερφοί Γιοχάουζεν δέν απελπίζονταν καί τόν πολεμούσαν μ' όλη τους τή δύναμη. Όλη αυτή ή δημοτικότητα τού Ντιμίτρη Νικόλεφ έπρεπε νά συντριβεί στή γέννηση της καί οί αδερφοί Γιοχάουζεν πίστευαν πώς θά τό κατάφερναν προτού περνούσαν δυό μήνες. Θά τό θυμόσαστε βέβαια: στις 15 τού Μάη έληγε ή προ-
74
θεσμία πού είχε ό Ντιμίτρι Νικόλεφ γιά νά πληρώσει τό χρέος του στην Τράπεζα Γιοχάουζεν. Πού θά έβρισκε δεκαοχτώ χιλιάδες ρούβλια ό φτωχός καθηγητής;
Στό μεταξύ, σύμφωνα μέ τήν εντολή τοϋ αφεντικού του, ό Τράνκελ βιαζόταν νά φτάσει στή διεύθυνση πού έγραφε τό σημείωμα. Αξιολύπητος, δισταχτικός, μά σάν άνθρωπος πού ξέρει καλά τό δρόμο γιά τό σταθμό τής χωροφυλακής μιά καί τόν έχει ακολουθήσει πολλές φορές, βγήκε άπ' τό σπίτι, άφησε αριστερά του τόν πύργο μέ τους κίτρινους τοίχους, πέρασε ανάμεσα στις παράγκες τής αγοράς όπου πουλιέται κάθε τί πού είναι δυνατό νά πουληθεί, κι έπειτα, γιά νά πάρει κουράγιο, ήπιε ένα ποτήρι τσάι μέ βότκα άπό κάποιο πλανόδιο πωλητή. Έριξε μιά θολή ματιά στίς μικρές πλύστρες τοϋ πλυντηρίου, διάσχισε τους βρώμικους δρόμους καί τέλος έφτασε στό σταθμό τής χωροφυλακής. Εκεί, οι χωροφύλακες τόν υποδέχτηκαν σάν παλιό γνώριμο. Απλωσε τό χέρι και τους χαιρέτισε έναν έναν. Γεια σου, Τράνκελ, είπε ένας άπ' τους χωροφύλακες. Καιρό έχουμε νά σέ δούμε... έξι μήνες περίπου. Όχι καί τόσο πολύ! απάντησε ό Τράνκελ. Ποιος σε στέλνει; Ό αφέντης μου, ό κύριος Φράνκ Γιοχάουζεν. Κατάλαβα. Καί θέλεις νά μιλήσεις στον ταγματάρχη Βέρντερ; "Αν είναι δυνατό. — Μόλις ήρθε, Τράνκελ, καί θά χαρεί πολύ νά σέ δει. Ό Τράνκελ προχώρησε κατά τό γραφείο τοϋ ταγματάρχη καί χτύπησε διακριτικά τήν πόρτα. Ό ταγματάρχης είπε «εμπρός»> κι ό Τράνκελ μπήκε. — "Α, έσύ είσαι, Τράνκελ; Εγώ, κύριε ταγματάρχα. Έκανες τίποτα σοβαρό; Τό σαμοβάρι...
75 Ξέχασες νά τό ανάψεις; ρώτησε γελώντας ό ταγματάρχης.
Μάλιστα. Πόσες; — Ορίστε τό σημείωμα. Κι ό Τράνκελ έδωσε στον Βέρντερ τό χαρτί πού τοϋ είχε δώσει ό αφέντης του. Ό ταγματάρχης τό διάβασε. Λίγα πράγματα, είπε. Χμ! έκανε ό Τράνκελ. Μόνο είκοσι πέντε βουρδουλιές! Βέβαια, ό Τράνκελ θά προτιμούσε νά ξεμπέρδευε μέ καμιά δεκαριά. — Λοιπόν, είπε ό ταγματάρχης, δέν υπάρχει κανένας λόγος νά σέ κάνουμε νά περιμένεις. Καί ψώναξε έναν άπ' τους άντρες του. Εκείνος μπήκε αμέσως καί χαιρέτισε στρατιωτικά. — Είκοσι πέντε βουρδουλιές, πρόσταξε ό ταγματάρχης, αλλά όχι πολύ δυνατές γιατί ό Τράνκελ είναι φίλος. Ά, καί νά τανε Σλάθος!.. Εμπρός, Τράνκελ, γδύσου κι όταν τελειώσεις μήν ξεχάσεις νά πάρεις τήν απόδειξη σου. — Ευχαριστώ, κύριε ταγματάρχα. Βγαίνοντας άπ' τό γραφείο, ό Τράνκελ ακολούθησε τό χωροφύλακα στην κάμαρα πού θά γινόταν ή μαστίγωση του. Τού φέρονταν σά νά 'ταν φίλος, σά νά 'ταν άπ' τους πιό ταχτικούς πελάτες τού σταθμού, δέν είχε νά παραπονεθεί γιά τίποτα. Τότε, ό Τράνκελ γδύθηκε άπ' τή μέση καί πάνω κι έπειτα έσκυψε, ένώ ό χωροφύλακας μέ μιά βέργα στό χέρι ετοιμαζόταν νά τόν χτυπήσει. "Ομως, λίγο προτού πέσει ή πρώτη βουρδουλιά, μιά μεγάλη φασαρία ακούστηκε στην πόρτα τού σταθμού. "Ενας άντρας, λαχανιασμένος άπ τό τρέξιμο, φώναζε: — Θέλω τόν ταγματάρχη Βέρντερ! Τόν ταγματάρχη Βέρ ντερ! Ή βέργα είχε μείνει μετέωρη πάνω άπ' τήν πλάτη τού Τράνκελ κι ό χωροφύλακας είχε ανοίξει τήν πόρτα τής κάμα-
Για να πάρει κουράγιο ο Τράνκελ σταμάτησε κι ήπιε τσάι με βότκα σ' έναν πλανόδιο πωλητή.
77 ρας γιά νά δεί τι συνέβαινε. Ό Τράνκελ έτρεξε και κείνος. Ακούγοντας τις φωνές, ό ταγματάρχης Βέρντερ, βγήκε βιαστικά άπ' τό γραφείο του. — Τί τρέχει; ρώτησε. Ό άντρας τόν πλησίασε, χαιρέτισε καί τοϋ έδωσε ένα τηλεγράφημα λέγοντας: Έγινε ένα έγκλημα... Πότε; Αυτή τή νύχτα. Πού Στό δρόμο γιά τό Περνώ, στό χάνι τοϋ «Σπασμένου Σταυρού».
Και ποιο είναι τό θύμα; Ό κλητήρας τής Τράπεζας Γιοχάουζεν. Τί! Ό Πόχ; φώναξε ό Τράνκελ. Ό φίλος μου ό Πόχ; Ξέρουμε τό κίνητρο τού φόνου; ρώτησε ό ταγματάρχης Βέρντερ. Ή κλοπή, γιατί ό χαρτοφύλακας τού Πόχ βρέθηκε άδειος μέσα στό δωμάτιο όπου δολοφονήθηκε. Ξέρουμε τί περιείχε ό χαρτοφύλακας; Όχι ακόμη, κύριε ταγματάρχα, αλλά θά τό μάθουμε στην Τράπεζα. Τό τηλεγράφημα, σταλμένο άπ' τό Περνώ, έγραφε όσα είχαν ειπωθεί παραπάνω. Ό ταγματάρχης Βέρντερ στράφηκε στους άντρες του καί είπε: — Εσύ... πήγαινε νά ειδοποιήσεις τόν δικαστή Κέρστορφ. Μάλιστα, κύριε ταγματάρχα. Καί σύ... τρέχα στό γιατρό Άμιν. Μάλιστα, κύριε ταγματάρχα. Καί πέστε τους νά πάνε αμέσως στην Τράπεζα Γιοχάουζεν όπου θά τους περιμένω. ΟΙ χωροφύλακες βγήκαν βιαστικά άπ' τό σταθμό της χωροφυλακής καί μερικά λεπτά αργότερα, ό ταγματάρχης Βέρντερ έπαιρνε τό δρόμο γιά τήν Τράπεζα.
78 Και νά πώς, μέσα στην αναστάτωση πού προκάλεσε ή είδηση τού φόνου, ό Τράνκελ δέ δέχτηκε τίς είκοσι πέντε βουρδουλιές πού τού άξιζαν γιατί είχε παραμελήσει τά καθήκοντα του.
Έφοδος της αστυνομίας
Δυό ώρες αργότερα, μιά άμαξα έτρεχε ολοταχώς πάνω στό δρόμο γιά τό Περνώ. Δέν ήταν οϋτε κάρο οϋτε ταχυδρομική. ΤΗταν τό αμάξι τού κύριου Φράνκ Γιοχάουζεν μέ άλογα τού ταχυδρομείου πού έπρεπε ν' αλλάζουν στους σταθμούς. Όμως, μέ όλη τήν ταχύτητα πού έτρεχε, δέ θά έφτανε στό χάνι τού «Σπασμένου Σταυρού» πριν νυχτώσει. Μέσα στην άμαξα είχαν πάρει θέση ό τραπεζίτης, ό ταγματάρχης Βέρντερ, ό γιατρός "Αμιν, ό δικαστής Κέρστορφ πού θά διεύθυνε καί τίς έρευνες, κι ό γραμματικός. Στό πίσω κάθισμα, βρίσκονταν δυό χωροφύλακες. Δυό λόγια γιά τόν Δικαστή Κέρστορφ, μιά πού έχουμε ήδη μιλήσει γιά όλους τους άλλους. Ό δικαστικός αυτός, πενηντάρης, ήταν πολύ αγαπητός στους συναδέλφους του καί τό λαό. "Ολοι θαύμαζαν τήν εξυπνάδα καί τήν οξυδέρκεια του κάθε φορά πού αναλάμβανε ένα έγκλημα. Ευσυνείδητος, δέν επηρεαζόταν ποτέ άπό κανένα, δέ δεχόταν πιέσεις άπ' όπου κι αν προέρχονταν, κι ή πολιτική δέν τοϋ υπαγόρευε ποτέ τίς αποφάσεις του. Τ Ηταν ό νόμος προσωποποιημένος. Τύπος μοναχικός, έπιφυλαχτικός, μετρούσε τίς κουβέντες του καί σκεφτόταν πολύ. Έτσι, στην υπόθεση αυτή, υπήρχαν δυό αντίθετα ρεύματα πού θά δυσκολεύονταν πολύ νά συμφωνήσουν άν ή πολιτική
79 έμπαινε γιά κάποιο λόγο στην υπόθεση: άπ' τή μιά, ό τραπεζίτης Γιοχάουζεν κι ό ταγματάρχης Βέρντερ, γερμανικής καταγωγής, κι άπ' τήν άλλη, ό γιατρός "Αμιν, Σλάβος. Μόνο ό δικαστής Κέρστορφ είχε απαλλαγεί άπ' αυτά τά φυλετικά πάθη πού ταλαιπωρούσαν εκείνη τήν εποχή τίς βαλτικές επαρχίες. Στή διαδρομή, ή συζήτηση γινόταν ανάμεσα στον ταγματάρχη καί τόν τραπεζίτη. Ό κύριος Γιοχάουζεν δέν έκρυβε τή βαθιά λύπη πού του είχε προξενήσει ό θάνατος τοϋ άμοιρου Πόχ. Εκτιμούσε ιδιαίτερα αυτόν τόν κλητήρα πού δούλευε κοντά του έδώ καί τόσα χρόνια καί τού είχε δείξει τόση αφοσίωση. — Κι αύτη ή άτυχη Ζηνάϊδα, πρόσθεσε, πώς θά πληροφορηθεί τό θάνατο τού μέλλοντα συζύγου της; Πραγματικά, ό γάμος ήταν νά γίνει σέ μερικές μέρες, κι ό γαμπρός, αντί γιά τήν εκκλησία, θά πήγαινε στό νεκροταφείο! Όσο γιά τόν ταγματάρχη, παρόλο πού λυπόταν γιά τό θύμα, σκεφτόταν περισσότερο μέ ποιο τρόπο θά κατάφερνε νά πιάσει τόν ένοχο. Φυσικά, πρώτα έπρεπε νά δε! τόν τόπο τού εγκλήματος, γιά νά μάθει κάτω άπό ποιες συνθήκες έγινε τό έγκλημα. Ίσως νά έβρισκε κάποια ένδειξη, κάποιο ίχνος πού θά τόν οδηγούσε. Στό βάθος, ό ταγματάρχης Βέρντερ πίστευε πώς τό έγκλημα είχε γίνει άπό κάποιο κακοποιό άπό κείνους πού τριγυρνούν στίς ερημιές κι ήταν σίγουρος πώς αργά ή γρήγορα, ή χωροφυλακή μέ τίς περιπόλους της θά τόν έπιανε. Ό ρόλος τού γιατρού "Αμιν περιοριζόταν στίς ιατροδικαστικές διαπιστώσεις πάνω στό πτώμα τού Πόχ. Θά έκανε μιά εξέταση καί θά βγάζε τά συμπεράσματα του. Όμως, εκείνη τή στιγμή, ανησυχούσε γιά κάτι άλλο. Πραγματικά, τήν προηγούμενη, όταν είχε πάει γιά τήν καθημερινή του επίσκεψη στον καθηγητή, εκείνος δέ βρισκόταν στό σπίτι του. Ή Ίλκα τού είχε πεΤ ότι ό πατέρας της είχε φύγει ταξίδι. Πού πήγαινε; Καμιά εξήγηση. Καί τό ταξίδι αυτό ήταν προμελετημένο; Ασφαλώς, γιατί ό Νικόλεφ δέν είχε λάβει κανένα γράμμα απ τήν ώρα πού είχε επιστρέψει στό σπίτι του. Κι όμως, δέν είχε μιλήσει σέ κανένα γι αυτό τό ταξίδι,
80 ούτε ακόμη καί στην κόρη του. Καί γιατί φαινόταν τόσο σκεφτικός; Κανένας δέν μπορούσε νά ξέρει, γιατί ό καθηγητής, όπως τό είπαμε, δέν εκμυστηρευόταν εύκολα τίς σκέψεις του. Τό σίγουρο πάντως είναι ότι τήν επόμενη, πολύ πρωί, είχε αφήσει ένα σημείωμα στην κόρη του κι είχε φύγει, χωρίς νά φανερώσει σέ κανένα τό σκοπό τού ταξιδιού του. Ό γιατρός Αμιν είχε αφήσει τήν Ίλκα φανερά ανήσυχη, αλλά καί κείνος μοιραζόταν τίς ίδιες ανησυχίες. Τό αμάξι κυλούσε γρήγορα. Ένας ιππέας, σταλμένος επίτηδες πριν τήν άμαξα, έφτανε πρώτος στους σταθμούς καί προετοίμαζε τήν αλλαγή των αλόγων, ώστε νά μήν υπάρχει ή παραμικρή καθυστέρηση. Ό αέρας ήταν ξερός καί κρύος. Ή χτεσινή καταιγίδα είχε κοπάσει. Μόνο πού ό δρόμος, πλημμυρισμένος άπ' τή βροχή καί γεμάτος λάσπες, ανάγκαζε τ' άλογα νά κάνουν μεγάλες προσπάθειες. Στά μισά τού δρόμου, οί ταξιδιώτες σταμάτησαν γιά φαγητό. Έφαγαν σ' ένα φτωχικό χάνι τοϋ σταθμού καί ξανάφυγαν σχεδόν αμέσως. Τώοα. όλοι ήταν σιωπηλοί, βυθισυένοι στις σκέψεις τους. Εκτός άπό μερικές λέξεις πού είχαν ανταλλάξει ό κύριος Γιοχάουζεν κι ό ταγματάρχης Βέρντερ, όλοι σώπαιναν μέσα στην άμαξα. Τέλος, κατά τίς πέντε, ή άμαξα σταμάτησε στον τελευταίο σταθμό πρίν τό Περνώ. Ό ήλιος, πολύ χαμηλά στον ορίζοντα δέ θ αργούσε νά βασιλέψει, κι ό «Σπασμένος Σταυρός» άπεχε δέκα βέρστια ακόμη. Κύριοι, είπε ό δικαστής Κέρστορφ, όταν φτάσουμε στό πανδοχείο θά έχει νυχτώσει πιά καί δέ θά μπορούμε νά κάνουμε τήν ερευνά μας. Γι αυτό σάς προτείνω νά τήν αναβάλουμε γΓ αύριο τό πρωί. Ή πρόταση είναι πολύ σωστή, απάντησε ό γιατρός Αμιν, καί αν ξεκινήσουμε νωρίς νωρίς... "Ας μείνουμε έδώ, είπε ό τότε ό κύριος Φράνκ Γιοχάουζεν, εκτός αν ό ταγματάρχης Βέρντερ έχει αντίρρηση. *— Ή μόνη αντίρρηση πού μπορώ νά έχω είναι ότι θά καθυ-
81 στερήσει ή έρευνα, απάντησε ό τανυατάοχης πού βιαζόταν νά φτάσει στον τόπο τοΰ εγκλήματος. Τό πτώμα φρουρείται, έτσι δεν είναι; ρώτησε ό δικαστής Ναί, καθώς και τό χάνι, απάντησε ό ταγματάρχης Βέ^ ντερ. Τό τηλεγράφημα πού έλαβα άπ τό Περνώ μέ πληροφ' ρε! ότι στάλθηκαν αμέσως χωροφύλακες μέ διαταγή νά μή αφήσουν κανένα νά μπει καί νά εμποδίσουν τόν ιδιοκτήτη ν επικοινωνήσει μέ οποιονδήποτε. Τότε, παρατήρησε ό δικαστής, αν καθυστερήσουμε μια νύχτα, δέν πρόκειται νά συμβεί τίποτα τό σημαντικό... Όχι, ασφαλώς, είπε ό ταγματάρχης, αλλά ό δολοφόνος θά βρει χρόνο ν' απομακρυνθεί κάμποσα βέρστια άπ τό «Σπασμένο Σταυρό»! Ό ταγματάρχης μιλούσε σάν αστυνομικός πού ξέρει νά κάνει τή δουλειά του. Ωστόσο, ή νύχτα έπεφτε καί τό φρονιυότερο ήταν νά περιυένουν ώς τ άλλο ποωί Ό τραπεζίτης καί οι σύντροφοι του μπήκαν στό πανδοχείο τού σταθμού, δείπνησαν καί πέρασαν τή νύχτα τους λιγότερο ή περισσότερο βολικά, στίς κάμαρες πού τους διαθέσανε. Τήν άλλη μέρα, 15 τού Απρίλη, μέ τό ξημέρωμα, ή άμαξα ξεκίνησε ξανά καί κατά τίς εφτά ή ώρα, έφτανε στό χάνι. Οί χωροφύλακες άπ' τό Περνώ τους υποδέχτηκαν στό κατώφλι. Ο Κρόφ πηγαινοερχόταν μέσα στην αίθουσα. Δέν είχε χρειαστεί νά κάνουν καμιά προσπάθεια γιά νά τόν συγκρατήσουν. Νά φύγει άπ' τό πανδοχείο του, καί γιά ποιο λόγο; Καί ποια μαρτυρία ήταν πολυτιμότερη άπ τή δική του; Στό μεταξύ, οί χωροφύλακες είχαν προσέξει ώστε όλα νά μείνουν στή θέση τους, μέσα όπως καί έξω, στίς κάμαρες όπως καί στό σημείο τού δρόμου, έξω άπ τήν πόρτα τού πανδοχείου. Είχαν απαγορεύσει στους χωρικούς νά πλησιάζουν στό σπίτι καί, τη στιγμή εκείνη, μιά πενηνταριά περίεργοι ήταν συγκεντρωμένοι σέ κάποια απόσταση Κρατώντας τήν υπόσχεση του. κατά τίς εφτά τό πρωί, ό οδηγός Μπρόκς μέ τόν ιππέα κι έναν τεχνίτη είχαν έρθει στό χάνι. όπου λογάριαζαν νά θρούν τόν Πόχ καί τόν ταξιδιώτη γιά 6/ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΔΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑ
Την άλλη μέρα, 15 του Απρίλη, κατά τις ετττά, η άμαξα έφτασε στο χάνι.
83 νά συνεχίσουν τό ταξίδι τους μόλις ή άμαξα θά επισκευαζόταν. Φανταστείτε τή φρίκη πού ένιωσε ό Μπρόκς, όταν ό ταβερνιάρης τόν οδήγησε μπροστά στό πτώμα τού Πόχ, αύτοϋ τοϋ άμοιρου Πόχ πού βιαζόταν τόσο νά γυρίσει στή Ρίγα γιά νά παντρευτεί καί νά ζήσει ευτυχισμένος! Αμέσως, πηδώντας σ' ένα άλογο κι αφήνοντας τόν τεχνίτη καί τόν ιππέα στό χάνι, είχε τρέξει στό Περνώ γιά νά ειδοποιήσει τήν αστυνομία. Τό τηλεγράφημα γιά τόν ταγματάρχη στάλθηκε βιαστικά, κι οι χωροφύλακες ξεκίνησαν γιά τό «Σπασμένο Σταυρό». Όσο γιά τόν Μπρόκς, σκοπός του ήταν νά ξαναγυρίσει στό χάνι καί νά τεθεί στή διάθεση τών δικαστικών πού, σίγουρα, θά ζητούσαν τή μαρτυρία του. Ό δικαστής κι ό ταγματάρχης άρχισαν τίς πρώτες έρευνες. Οι χωροφύλακες, τοποθετημένοι άλλοι μπροστά στό σπίτι, άλλοι πίσω, κι άλλοι στον κήπο, ή δεξιά στην άκρη τοϋ έλατοδάσους, άναλάβανε νά κρατάνε τους περίεργους σέ απόσταση. Βλέποντας τόν άτυχο Πόχ, ό κύριος Γιοχάουζεν δέν μπόρεσε νά συγκρατήσει τόν πόνο του. Ναί, ήταν αυτός, ό παλιός υπάλληλος της Τράπεζας του, μέ τό κεφάλι καταματωμένο, τό αώυα κοκαλωυένο άπ' τό θάνατο — είχαν πεοάσει τόσες ώοες — ξαπλωμένο στό κρεβάτι, στή θέση πού είχε δεχτεί τό μοιραίο χτύπημα. Τήν προηγούμενη, μέ τό χάραμα, ό Κρόφ γιά νά μήν ενοχλήσει τόν πελάτη του, έκανε όσο λιγότερο θόρυβο μπορούσε. Όμως, σάν ήρθε ό οδηγός, κατά τίς εφτά, χτύπησαν κι οί δυό μαζί τήν πόρτα πού ήταν κλειδωμένη άπό μέσα. Καμιά απάντηση. Ανήσυχοι, τήν είχαν παραβιάσει κι είχαν βρεθεί μπροστά σ' ένα πτώμα ακόμη ζεστό. Πάνω στό τραπεζάκι, πλάι στό κρεβάτι, βρισκόταν ό χαρτοφύλακας μέ τ' αρχικά τών αδερφών Γιοχάουζεν, άδειος, καί μέ τήν άλυσιδίτσα του σπασμένη. Πρώτα πρώτα, ό γιατρός Αμιν, έκανε τήν καθιερωμένη εξέταση. Τό θύϋα είχε χάσει πολύ αίιια Μιά κατακόκκινη λ'ιιινη απλωνόταν άπ τό κοεβάτι 'Ός την πόοτα Τό πουκάιιισο τού Πόχ, κοκαλωμένο κι αυτό, είχε στό ϋψος τού πέμπτου πλευρού, λίγο πιό αριστερά, τό ίχνος μιας τρύπας πού άντι-
84 στοιχούσε σ' ένα τραύμα μέ πολύ παράξενο σχήμα. Δέν υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι είχε γίνει μ' ένα άπ' αυτά τά σουηδέζικα μαχαίρια πού ή λάμα τους, στερεωμένη σέ ξύλινη λαβή, είναι εφοδιασμένη μ' έναν κρίκο. Ό κρίκος αυτός είχε αφήσει πάνω στό δέρμα, οτό πάνω μέρος τού τραύματος, ένα αποτύπωμα ξεχωριστό. Τό χτύπημα είχε δοθεί μέ εξαιρετική δύναμη καί ένα μόνο είχε αρκέσει γιά νά φέρει τό θάνατο, τρυπώντας τήν καρδιά. Όσο γιά τό κίνητρο τού εγκλήματος, δέν υπήρχε καμιά αμφιβολία. Ήταν ή ληστεία, μιά πού τά χρήματα είχαν εξαφανιστεί άπ' τό χαρτοφύλακα τοϋ Πόχ. Όμως, μέ ποιο τρόπο είχε μπεί ό δολοφόνος στην κάμαρα; Σίγουρα άπ' τό παράθυρο πού έβλεπε στό δρόμο, άφοϋ ή πόρτα ήταν κλειδωμένη άπό μέσα κι ό Κρόφ γιά νά τήν ανοίξει, χρειάστηκε νά τή σπάσει. Γι' αυτό όμως, θά ήταν σίγουροι όταν θά εξέταζαν τά ίχνη οτό παράθυρο. Αυτό πού αποδείχτηκε αμέσως καί μέ βεβαιότητα, άπό τους λεκέδες τού αίματος οτό μαξιλάρι, ήταν πώς ό Πόχ είχε φυλάξει τό χαρτοφύλακα του κάτω άπ' αυτό τό μαξιλάρι, κι ότι ό δολοφόνος είχε ψάξει έκεΐ μέ τά ματωμένα χέρια του, είχε πάρει τό χαρτοφύλακα, τόν είχε αδειάσει άπ' τό περιεχόμενο του καί τόν είχε αφήσει πάνω οτό τραπέζι. Όλες αυτές οι διαπιστώσεις έγιναν έπειτα άπό λεπτομερείς έρευνες, μπροστά στον ταβερνιάρη πού απαντούσε πολύ έξυπνα σέ όλες τίς ερωτήσεις πού τοϋ έκαναν. Προτού βγάλουν τά πορίσματα τους, ό δικαστής κι ό ταγματάρχης θέλησαν νά επεκτείνουν τίς έρευνες τους καί έξω άπ' τό χάνι. Θά έκαναν τό γύρο τού σπιτιού καί θά κοίταζαν μήπως ό δολοφόνος είχε αφήσει κάπου τά ίχνη του. Βγήκαν κι οι δυό, μαζί μέ τόν γιατρό "Αμιν καί τόν κύριο Γιοχάουζεν. Ό Κρόφ κι οι χωροφύλακες που είχαν έρθει άπ τή Ρίγα τους ακολουθούσαν, ένώ οΐ χωρικοί έμεναν σέ απόσταση τριάντα βημάτων. Πρώτα πρώτα εξετάστηκε τό παράθυρο. Αμέσως, διαπιστώθηκε δτι τό δεξιό παντζούρι πού ήταν σέ πολύ κακή κατάσταση είχε παραβιαστεί μ' ένα λοστό, κι ότι ό σιδερένιος
85 γάντζος του είχε ξεκολλήσει άπ' τή θέση του. Ό δολοφόνος είχε περάσει τό χέρι του άπό ένα σπασμένο τζάμι — τά γυαλιά βρίσκονταν ακόμη στό έδαφος — κι είχε ανοίξει τό παράθυρο. "Αρα, δέν έμενε πιά καμιά αμφιβολία ότι ό δολοφόνος είχε μπει στην κάμαρα άπ' αυτό τό παράθυρο. Όσο γιά τ' αποτυπώματα τών βημάτων γύρω άπ' τό χάνι ήταν πολλά καί δέν ακολουθούσαν πάντα τήν ίδια κατεύθυνση, καί δέν μπορούσαν νά βοηθήσουν τήν έρευνα. Κι αυτό είχε γίνει γιατί, τήν προηγούμενη, προτού ακόμη φτάσουν οι χωροφύλακες, πολλοί περίεργοι είχαν κυκλοφορήσει γύρω άπ' τό σπίτι κι ό Κρόφ, παρόλες τίς προσπάθειες του, δέν είχε καταφέρει νά τους εμποδίσει. Ό δικαστής Κέρστορφ κι ό ταγματάρχης έφτασαν τότε μπροστά στό παράθυρο της κάμαρας όπου είχε περάσει τή νύχτα του ό άγνωστος ταξιδιώτης. Δέν έδειχνε τίποτα τό ϋποπτο. Τά παντζούρια, ερμητικά κλεισμένα, δέν είχαν ανοιχτεί άπ' τήν προηγούμενη, δηλαδή άπ' τήν ώρα πού ό ξένος είχε φύγει βιαστικά άπ' τό χάνι. Ωστόσο, ό τοίχος καί τό περβάζι είχαν μερικές γραντζουνιές σά νά είχαν γδαρθεί άπ' τό παπούτσι κάποιου πού είχε πηδήξει άπ' τό παράθυρο. Έπειτα, ό δικαστής, ό ταγματάρχης, ό γιατρός κι ό τραπεζίτης ξαναγύρισαν στό πανδοχείο. Τώρα, θά επισκέπτονταν τήν κάμαρα τοϋ άγνωστου ταξιδιώτη πού επικοινωνούσε, όπως ξέρουμε, μέ τήν κεντρική αίθουσα τοϋ πανδοχείου. "Ανοιξαν τήν πόρτα. Ένα βαθύ σκοτάδι βασίλευε μέσα σ' αυτό τό δωμάτιο. Ό ταγματάρχης Βέρντερ πλησίασε ό ίδιος στό παράθυρο: τό άνοιξε κι έσπρωξε τά δυό παντζούρια προς τά έξω. Τό δωμάτιο φωτίστηκε. Βρισκόταν στην κατάσταση πού τό είχε αφήσει ό ταξιδιώτης. Τό κρεβάτι ξέστρωτο, τό κερί μισολιωμένο, οι δυό καρέκλες στή συνηθισμένη τους θέση κι ένα παλιό ντουλάπι πού δέν περιείχε τίποτα. Τότε, ό δικαστής Κέρστορφ ζήτησε ν' ανακρίνει τόν πανδοχέα. Είχε εγκατασταθεί στή μεγάλη αίθουσα, σ' ένα τραπέζι, καί πλάι του, ό γραμματικός κρατούσε σημειώσεις. Ό ταγματάρχης Βέρντερ, ό γιατρός "Αμιν κι ό κύριος Γιοχάουζεν πού
Πρώτα εξετάστηκε το παράθυρο και διαπιστώθηκε πως το δεξιό παντζούρι είχε παραβιαστεί με λοστό.
87 ήθελαν νά παρακολουθήσουν άπό κοντά τήν υπόθεση πήραν κι αυτοί θέση γύρω άπ' τό τραπέζι, κι ό Κρόφ άρχισε νά λέει όσα ήξερε. Κύριε δικαστή, είπε, προχτές τό βράδυ, κατά τις οχτώ ή ώρα, ήρθαν στό χάνι μου δυό ταξιδιώτες καί μού ζήτησαν δωμάτια γιά νά περάσουν τή νύχτα τους. Ό ένας κούτσαινε ελαφρά γιατί είχε χτυπήσει όταν αναποδογύρισε ή ταχυδρομι κή άμαξα πού τους μετάφερε, μιά εκατοστή βήματα πιό κάτω, στό δρόμο τοϋ Περνώ. Κι ήταν ό Πόχ, ό υπάλληλος τής Τράπεζας Γιοχάουζεν; Ναί... καί μού τό είπε ό ίδιος... Μοϋ είπε ακόμη καί γιά τό ατύχημα... "Αν δέν είχε χτυπήσει τό πόδι του, θά πήγαινε μέ τόν αμαξά στό Περνώ και τώρα θά ζούσε. "Οσο γιά τόν αμαξά, δέν τόν είδα εκείνο τό βράδυ. Τόν είδα τό άλλο πρωί πού ήρθε γιά νά πάρει τους δυό επιβάτες του. Ό Πόχ δέν είπε τί πήγαινε νά κάνει στό Ρέβελ; ρώτησε ό δικαστής. "Οχι. Μοϋ ζήτησε νά τόν σερβίρω κι έφαγε μέ μεγάλη όρε ξη. "Οταν πήγε στό δωμάτιο του ή ώρα κόντευε εννιά καί τόν άκουσα νά κλειδώνει τήν πόρτα άπό μέσα. Κι ό άλλος ταξιδιώτης; Ό άλλος ταξιδιώτης, απάντησε ό Κρόφ, είχε ζητήσει μόνο ένα δωμάτιο καί δέν είχε μείνει νά φάει μαζί μέ τόν Πόχ. Τήν ώρα πού έμπαινε νά κοιμηθεί, μέ ειδοποίησε ότι θά έφευγε τήν άλλη μέρα πολύ νωρίς κι ότι δέ θά περίμενε τήν επιστρο φή τού αμαξά.
Δέν έμαθες ποιος ήταν αυτός ό ταξιδιώτης; "Οχι, κύριε δικαστή, κι ούτε κι ό Πόχ τό ήξερε. Καθώς έτρωγε, μού μίλησε γιά τόν συνταξιδιώτη του, πού σ' όλο τό δρόμο δέν είχε πει ούτε δυό λέξεις, καί πού ήταν πάντα χωμέ νος στην κουκούλα του. Ούτε καί γώ κατάφερα νά δώ τό πρό σωπο του κι έτσι δέ θά μπορέσω νά σάς τόν περιγράψω. Όταν έφτασαν οί δυό ταξιδιώτες, υπήρχαν άλλα άτομα στό «Σπασμένο Σταυρό»; Μισή ντουζίνα χωρικοί καί ξυλοκόποι τής περιοχής, καθώς κι ό ένωμοτάρχης Εκ μ' έναν άπ τους άντρες του.
88 — "Α, έκανε ό κύριος Γιοχάουζεν, ό ένωμοτάρχης "Εκ! Μά δέ γνωριζόταν μέ τον Πόχ; Καί βέβαια, άφοϋ κουβέντιασαν κιόλας τήν ώρα πού ό κύριος Πόχ έτρωγε. Κι όλοι αυτοί οΐ πελάτες έφυγαν; ρώτησε ό δικαστής. Ναι, κατά τίς όχτώμιση, απάντησε ό Κρόφ. Καί τότε έγώ έβαλα τους σύρτες κι αμπάρωσα όλες τίς πόρτες. "Ωστε, κανένας πιά δέν μπορούσε ν' ανοίξει απέξω; Κανένας, κύριε δικαστή. Οϋτε κι άπό μέσα, αν δέν είχε κλειδί; Οϋτε. Καί τό πρωί, βρήκατε τίς πόρτες στην ίδια κατάσταση πού τίς αφήσατε; Στήν ίδια. Ή ώρα θά κόντευε τέσσερις όταν ό ταξιδιώτης βγήκε άπ' τήν κάμαρα του... Τού φώτισα μέ τη λάμπα μου. Μου πλήρωσε όσα μού χρωστούσε, δηλαδή ένα ρούβλι καί τού ξεκλείδωσα την πόρτα. Φορούσε πάντα τήν κουκούλα του καί δέν μπόρεσα νά δώ τό πρόσωπο του. Όταν έφυγε ξανακλείδωσα, γιατί ήταν ακόμη νωρίς. Καί δέν είπε πού πήγαινε; Δέν είπε. Καί τή νύχτα δέν άκουσες κανένα ύποπτο θόρυβο; Κανέναν. Κατά τή γνώμη σου, Κρόφ, ρώτησε ό δικαστής, όταν αυ τός ό ταξιδιώτης έφυγε άπ' τό χάνι σου, τό έγκλημα είχε κιό λας γίνει; Έτσι νομίζω. — Κι όταν έφυγε ό μυστηριώδης ταξιδιώτης τί έκανες; Ξαναγύρισα στήν κάμαρα μου και πλάγιασα περιμένοντας νά ξημερώσει, αλλά δέ νομίζω νά μέ πήρε ό ύπνος. Δηλαδή, άν άπ' τίς τέσσερις ώς τίς έξι τό πρωί γινόταν
κάποιος θόρυβος στό δωμάτιο τού Πόχ, θά τόν άκουγες — Ασφαλώς, είπε ό ταγματάρχης Βέρντερ, αλλά δέν προη γήθηκε πάλη κι ό άμοιρος ό Πόχ κεραυνοβολήθηκε στό κρεβά τι του άπ' αυτό τό χτύπημα πού τόν άφησε στον τόπο!
Ναι, ήταν πιά ολοφάνερο: τό έγκλημα είχε γίνει προτού φύγει ό μυστηριώδης ταξιδιώτης. Ωστόσο, άπ' τίς τέσσερις ώς τις πέντε τό πρωί, είναι ακόμη σκοτάδι κι ή καταιγίδα λυσσομανούσε μέ τόση δύναμη πού ό οποιοσδήποτε κακοποιός θά μπορούσε νά παραβιάσει κάποιο παράθυρο καί νά μπει στό χάνι. Ό Κρόφ εξακολούθησε ν απαντάει πολύ κατηγορηματικά στίς ερωτήσεις πού τού έκανε ό δικαστής. Φυσικά, ούτε πού είχε σκεφτεί πώς ο'ι υποψίες θά μπορούσαν νά πέσουν καί πάνω του. Αντίθετα, είχε αποδειχτεί απόλυτα ότι ό δολοφόνος είχε έρθει απέξω, είχε σπάσει τό παντζούρι και τό τζάμι, είχε ανοίξει τό παράθυρο κι έπειτα, μετά τό έγκλημα, είχε πάρει τά χρήματα κι είχε φύγει πάλι μέ τόν Ίδιο τρόπο. Ό Κρόφ, στη συνέχεια, διηγήθηκε πώς είχε ανακαλύψει τό έγκλημα. "Ορθιος άπό τις εφτά, πηγαινοερχόταν στη μεγάλη αίθουσα, όταν ό αμαξάς Μπρόκς παρουσιάστηκε στό χάνι. Κι οι δυό μαζί είχαν προσπαθήσει νά ξυπνήσουν τόν Πόχ... Καμιά απάντηση. Έσπασαν τότε την πόρτα και βρέθηκαν μπροστά σ' ένα πτώμα. Είστε βέβαιος πώς εκείνη τή στιγμή, ρώτησε ό δικαστής Κέρστορφ, ό δυστυχισμένος δέ ζούσε πιά; "Οχι, δέ ζούσε, κύριε δικαστή, απάντησε ό Κρόφ. Ό Μπρόκς καί γώ κάναμε ό,τι μπορούσαμε γιά νά τόν συνεφέ ρουμε, αλλά μ ένα τέτοιο χτύπημα στην καρδιά... Καί δέ βρήκατε τό όπλο πού χρησιμοποίησε ό δολοφόνος; "Οχι, γιατί σίγουρα θά τό πήρε μαζί του. Μπορείτε νά μάς βεβαιώσετε, επέμεινε ό δικαστής, δτι ή κάμαρα τού Πόχ ήταν κλειδωμένη άπό μέσα; Ναί. απάντησε ό Κρόφ. Μπορεί νά σας τό πεί κι ό Μπρόκς. Γι αυτό αναγκαστήκαμε νά σπάσουμε τήν πόρτα Καί μετά τί έγινε; Εφυγε ό Μπρόκς; Ναί. κύριε, έφυγε πολύ βιαστικός Ηθελε νά πάει στο Περνώ γιά νά ειδοποιήσει τήν αστυνομία Κι ό Μπρόκς δεν ξαναγύρισε; — Οχι. αλλά θά έρθει σήμερα τό πρωί. γιατί επιμένει ν
90 άνακριθεΐ Πολύ καλά, απάντησε ό κύριος Κέρστορφ, μπορείτε νά φύγετε. Αλλά μήν απομακρυνθείτε άπ' τό χάνι γιατί μπορεί νά σας χρειαστούμε. Μάλιστα. Στήν αρχή της κατάθεσης του, ό Κρόφ είχε δηλώσει τά στοιχεία του, όνομα, επώνυμο, ηλικία καί επάγγελμα, πού ό γραμματικός είχε σημειώσει γιά τήν περίπτωση πού θά τόν καλούσαν στό δικαστήριο. Στό μεταξύ, ό δικαστής ειδοποιήθηκε ότι ό αμαξάς Μπρόκς μΟΛίς είχε φτάσει στό «Σπασμένο Σταυρό». ΤΗταν ό δεύτερος μάρτυρας κι ή κατάθεση του είχε τήν Ιδια σημασία μ' εκείνη τού Κρόφ. Φώναξαν τόν Μπρόκς πού μπήκε στήν αίθουσα καί παρουσιάστηκε με όλα του τά στοιχεία. Μίλησε γιά τους δυό ταξιδιώτες πού είχε πάρει στη Ρίγα, γιά τό ατύχημα της άμαξας, γιά τήν απόφαση τού Πόχ καί του συντρόφου του νά περάσουν τή νύχτα στό «Σπασμένο Σταυρό» καί δεν παράλειψε ούτε μιά λεπτομέρεια. Στή συνέχεια, ή κατάθεση του συμφωνούσε απόλυτα μ' εκείνη τού ξενοδόχου. Ομως, εκεί πού επέμεινε, ήταν στό ότι ό Πόχ, όσες ώρες ταξίδευαν, είχε μιλήσει κάπως άπρόσεχτα γιά τή δουλειά πού είχε στό Ρέβελ, δηλαδή γιά τά χρήματα πού κουβαλούσε μαζί του. — Σίγουρα, πρόσθεσε, ό άλλος ταξιδιώτης καί οι διάφοροι σταθλίτες πού μάς άλλαζαν τ' άλογα σέ κάθε σταθμό θά είδαν τό χαρτοφύλακα του καί τοΰ τό είχα πει Οταν τόν ρώτησαν γιά τόν άγνωστο ταξιδιώτη πού είχε πάρει τήν δμαΒβ στή Ρίγα, απάντησε: — Δέν τόν ξέρω. καί δέν μπόρεσα νά δώ τό πρόσωπο του Κι έφτασε τή στιγμή πού ή άμαξα ετοιμαζόταν νά φύγε» Λίγα λεπτά νωρίτερα. Καί δέν είχε κλείσει τή θέση του άπό νωρίτερα; "Οχι, κύριε δικαστή
Καί πήγαινε στό Ρέβελ:
91 Αυτό πού ξέρω, είναι ότι είχε πληρώσει μέχρι τό Ρέβελ. Δέν είχατε συμφωνήσει ότι θά ερχόσουνα τό άλλο πρωί νά τους πάρεις; Μάλιστα, κύριε δικαστή, όπως είχαμε συμφωνήσει ότι ό Πόχ κι ό σύντροφος του θά ξανάπαιρναν τή θέση τους στην άμαξα. Κι όμως, τό άλλο πρωί, στίς τέσσερις τά ξημερώματα, ό ταξιδιώτης έφευγε μόνος του άπ' τό «Σπασμένο Σταυρό»Μά γι' αυτό ξαφνιάστηκα όταν ό Κρόφ μου είπε ότι ό άγνωστος δέν ήταν πιά στό χάνι. Και τι συμπέρασμα έβγαλες; ρώτησε ό κύριος Κέρστορφ. Έβγαλα τό συμπέρασμα ότι είχε σκοπό νά κατέβει στό Περνώ κι ότι μιά πού απόμεναν μόνο δώδεκα θέροτια, αποφά σισε νά τά κάνει μέ τά πόδια. "Αν αυτός ήταν ό σκοπός του, παρατήρησε ό δικαστής, δέν είναι παράξενο πού δέν έφυγε γιά τό Περνώ αμέσως μετά τό ατύχημα; — Πραγματικά, κύριε δικαστή, απάντησε ό Μπρόκς, αυτό σκέφτηκα και γώ. Ή ανάκριση τοϋ αμαξά δέν άργησε νά τελειώσει κι ό Μπρόκς πήρε την άδεια νά βγεΤ άπ' τήν αίθουσα. Καθώς έκλεινε τήν πόρτα πίσω του, ό ταγματάρχης Βέρντερ είπε στό γιατρό "Αμιν: Δέν έχετε άλλες διαπιστώσεις νά κάνετε πάνω στό πτώμα τοϋ θύματος; Όχι, ταγματάρχα, απάντησε ό γιατρός. Σημείωσα ακριβώς τή θέση, τό σχήμα καί τις διαστάσεις τοΰ τραύματος. Και χτυπήθηκε μέ μαχαίρι; — Μέ μαχαίρι πού τό έλασμα του άφησε ίχνη πάνω στό δέρμα, τόν βεβαίωσε ό γιατρός Αμιν. "Ισως ή ένδειξη αυτή νά βοηθούσε στην αποκάλυψη τού δράστη.
— Μπορώ νά δώσω εντολή ώστε τό πτώμα τού άμοιρου Πόχ νά μεταφερθεί στή Ρίγα όπου καί θά ταφεΐ; ρώτησε ό κύριος Γιοχάουζεν.
92 Μπορείτε, απάντησε ό δικαστής. Ώστε είμαστε ελεύθεροι νά πηγαίνουμε; ρώτησε ό για τρός. Ναί, απάντησε ό δικαστής, αφού έδώ δέν υπάρχει άλλος μάρτυρας ν' ανακρίνουμε. Προτού φύγω, είπε ό κύριος Κέρστορφ, θά ήθελα νά ρίξω ακόμη μιά ματιά στην κάμαρα τού ταξιδιώτη... Ίσως υπάρχει κάτι πού μάς διέφυγε. Ό δικαστής, ό ταγματάρχης, ό γιατρός κι ό κύριος Γιοχάουζεν ξαναγύρισαν στην κάμαρα. Ό ταθερνιάρης τους ακολουθούσε, έτοιμος ν' απαντήσει σ' όλες τις ερωτήσεις. Ό σκοπός τού δικαστή ήταν νά ψάξει τίς στάχτες στό τζάκι, γιά νά βεβαιωθεί ότι δέν έκρυβαν κάτι ύποπτο. "Ετσι, τά μάτια του καρφώθηκαν γεμάτα ενδιαφέρον στή σιδερένια βέργα πού χρησιμοποιούσαν γιά νά σκαλίζουν τή φωτιά. Τήν πήρε στά χέρια του, τήν κοίταξε προσεχτικά καί είδε πώς τό ένα της άκρο είχε στραβώσει. Μήπως μ' αυτήν είχαν παραβιάσει τό παράθυρο τού Πόχ; Έτσι, όταν βρέθηκαν όλοι μαζί έξω καί σέ κάποια απόσταση πού ό Κρόφ νά μή μπορεί νά τους ακούσει, ό δικαστής δήλωσε στους συντρόφους του: — ΤρεΤς είναι οι πιθανοί ένοχοι γΓ αυτό τό έγκλημα: ή ένας κακοποιός πού ήρθε απέξω, ή ό ταβερνιάρης, ή ό άγνωστος ταξιδιώτης. Ή σιδερένια βέργα καί τά ίχνη στό παράθυρο δέν επιτρέπουν καμιά αμφιβολία γΓ αυτό. Ωστόσο, τά πάντα ενο χοποιούν τόν άγνωστο ταξιδιώτη πού ήξερε τί περιείχε ό χαρ τοφύλακας τού θύματος. Τά επιχειρήματα του ήταν αδιάσειστα. Όμως, ποιος ήταν αυτός ό ταξιδιώτης καί πώς θά κατάφερναν ν' ανακαλύψουν τήν ταυτότητα του; — Κύριοι, είπε τότε ό ταγματάρχης Βέρντερ, τά πράγματα συνέβησαν όπως ακριβώς μάς είπε ό δικαστής Κέρστορφ. Ομως, οι έρευνες επιφυλάσσουν πολλές εκπλήξεις καί θά πρέπει νά προσέξουμε. Θά κλειδώσω τήν κάμαρα τού ταξιδιώτη, θά πάρω μαζί μου τό κλειδί καί θ αφήσω δυό
χωροφύλακες
93 έδώ. θά 'χουν εντολή νά μήν απομακρυνθούν άπ' τό χάνι κι επίσης νά προσέχουν τόν ταβερνιάρη. Όλοι συμφώνησαν κι ό ταγματάρχης έδωσε τις ανάλογες εντολές. Λίγο προτού ξανανέβει στην άμαξα ό κύριος Γιοχάουζεν πήρε παράμερα τό δικαστή καί τού είπε: Συμβαίνει κάτι πού δέν εκμυστηρεύτηκα ακόμη σέ κανέ να, κύριε Κέρστορφ, καί πού θά ήθελα νά τό πω μόνο σέ σάς... Τί; "Εχω τους αριθμούς των χαρτονομισμάτων πού έκλεψε ό δολοφόνος. Ήταν εκατόν πενήντα των εκατό ρουβλίων. Τους κρατήσατε; ρώτησε ό δικαστής σκεφτικός. Ναί, όπως κάνω πάντα, καί σκοπεύω νά ειδοποιήσω δλες τίς Τράπεζες των Επαρχιών καί τής Ρωσίας. Δέ συμφωνώ μαζί σας, απάντησε ό κύριος Κέρστορφ. "Αν κάνετε αυτό πού λέτε, θά τό μάθει ό κλέφτης καί θά πάει σέ κάποια άλλη χώρα, όπου οι αριθμοί τών χαρτονομισμάτων δέ θά είναι γνωστοί... "Ας τόν αφήσουμε νά ενεργήσει χωρίς φόβο κι ίσως έτσι καταφέρουμε νά τόν πιάσουμε. Λίγα λεπτά αργότερα, ή άμαξα έφευγε μέ τόν δικαστή καί τό γραμματικό του, μέ τόν τραπεζίτη, τόν ταγματάρχη Βέρντερ καί τόν γιατρό "Αμιν. Τό χάνι τού «Σπασμένου Σταυρού» θά έμενε κάτω άπ' τήν επιτήρηση δυό χωροφυλάκων πού δέ θά 'πρεπε νά λείψουν οϋτε μέρα ούτε νύχτα.
8
Στό Πανεπιστήμιο του Ντόρπατ
Αυτή τή 16η τού Απρίλη, τήν επόμενη της μέρας πού οι υπεύθυνοι είχαν κάνει τήν έρευνα στό χάνι τοΰ «Σπασμένου Σταυροΰ», μιά συντροφιά άπό πέντ' έξι νεαρούς φοιτητές έκαναν βόλτες στην αυλή τοΰ Πανεπιστήμιου τοΰ Ντόρπατ, μιας άπό τίς κυριότερες πόλεις της Λιβονίας. Ή συζήτηση τους ήταν πολύ ζωηρή. Οι ψηλές τους μπότες έτριζαν πάνω στην άμμο. Πηγαινοέρχονταν, με τό φανταχτερό κασκέτο τους λοξά βαλμένο πάνω στό κεφάλι τους. Ό ένας έλεγε: Όσο γιά μένα, σας έγγυώμαι ότι οΐ πέρκες θά είναι φρε σκότατες. Όσο γιά τ' άλλα ψάρια, όποιος πει οτι δέν τοϋ αρέ σουν, θά τού σπάσω τό κεφάλι! Καί σύ, Ζίγκφριντ; ρώτησε ό μεγαλύτερος άπ' τους φοιτη τές. Έγώ, απάντησε ό Ζίγκφριντ, έχω αναλάβει τό κυνήγι κι όποιος πεί κακό γιά τά κοτόπουλα και τους πετεινούς μου, θά 'χει νά κάνει μαζί μου! Περιμένω τά καλά σας λόγια γιά τά χοιρομέρια καί τά ψητά! είπε ένας τρίτος. Στά συστήνω ιδιαίτερα, αγαπητέ μου Κάρλ. Θαυμάσια, είπε εκείνος πού τόν έλεγαν Κάρλ. Μ όλα αυτά τά υπέροχα πράγματα, θά γιορτάσουμε όπως της αξίζει τή γιορτή τού Πανεπιστήμιου. Μόνο μέ τόν όρο νά μή μας ενοχλήσουν μέ τήν παρουσία τους αυτοί οι Σλάβο-μοσκοβιτο-
ρώσοι!
95 "Οχι! φώναξε ό Ζίγκφριντ, δέ θά έρθει κανένας τους, αρ κετά σηκώσανε κεφάλι τώρα τελευταία... Καλά θά κάνουμε νά τους τά κατεβάσουμε στην κοιλιά τους, απάντησε ό Κάρλ. Κι ας προσέξει καλά όποιος θελήσει νά αναγνωρίσει γΓ αρχηγό αυτό τόν Γιάν. Κάποια μέρα, τό προβλέπω, θά έχουμε μιά συνάντηση οι δυό μας καί τότε θά τοϋ δείξω έγώ τί σημαίνει Γερμανός. Κι αυτός κι ό καλός του φίλος ό Γκοσποντίν! πρόσθεσε όΖίγκφριντ κουνώντας απειλητικά τή γροθιά του προς τό βάθος της αυλής. — Κι ό Γκοσποντίν κι όλοι αυτοί πού σκέφτονται νά γίνουν αφεντικά μας! φώναξε ό Κάρλ. Θά δουν αν μπορούν νά νική σουν τή γερμανική φυλή! Σλάβος, σημαίνει σκλάβος καί όταν θά προσθέσουμε αυτή τήν ομοιοκαταληξία στό Λιβονέζικο Ύμνο, τότε θά τους αναγκάσουμε νά τους τραγουδάνε. — Καί μάλιστα στά γερμανικά! συμπλήρωσε ό Ζίγκφριντ. Όπως βλέπουμε, οι νεαροί αυτοί, εκτός άπό τά σχέδια τους γιά τό γιορταστικό τραπέζι, είχαν κι άλλα σχέδια χειρότερα κι Ιδιαίτερα άπ' όλους ό Κάρλ. Μέ τό όνομα του καί τήν κοινωνική του κατάσταση επηρέαζε τους άλλους συμφοιτητές του καί μπορούσε νά τους παρασύρει στην οποιαδήποτε ακρότητα. Μά ποιος ήταν λοιπόν αυτός ό Κάρλ, αυτός ό μαχητικός καί καβγατζής νεαρός; ΤΗταν ό γιος τού τραπεζίτη Φράνκ Γιοχάουζεν πού τήν ίδια εκείνη χρονιά τέλειωνε τίς σπουδές του στό Πανεπιστήμιο. Σέ λίγους μήνες, θά γύριζε στή Ρίγα όπου τόν περίμενε μιά πολύ σημαντική θέση στην επιχείρηση τοΰ πατέρα του καί τού θείου του. Καί ποιος ήταν αυτός ό Γιάν πού απειλούσαν μέ τόσο υίσος ό Ζίγκφριντ καί οι άλλοι; Όλοι μας θ' αναγνωρίσαμε τό γιό τού Ντιμίτρι Νικόλεφ. τού καθηγητή τής Ρίγας, πού μπορούσε νά βασίζεται στον συμπατριώτη καί συμφοιτητή του Γκοσποντίν.
όπως ό Κάρλ Γιοχάουζεν βασιζόταν στό φίλο του Ζίγκφριντ. Τό Ντόρπατ, παλιά πόλη τής Χάνς, Ιδρύθηκε άπ' τους Ρώσους στά 1750. Χτισμένη γραφικά πάνω σ 1 ένα λόφο πού
96 υψώνεται στά νότια τής ροής τού Έμπαχ, έχει μακριούς δρόμους πού εξυπηρετούν τ'ις τρεις συνοικίες της. Οι τουρίστες τήν επισκέπτονται γιά τό παρατηρητήριο της, τόν ελληνικού ρυθμού καθεδρικό της ναό και τά ερείπια μιας καμπυλοξύγωνης εκκλησίας. Όπως στον πληθυσμό τού Ντόρπατ τό γερμανικό στοιχείο υπερίσχυε τού σλαβικού, έτσι καί στό πανεπιστήμιο, άπ' τους εννιακόσιους φοιτητές μόνο οι πενήντα ήταν σλαβικής καταγωγής. Ανάμεσα τους, ό Γιάν Νικόλεφ κάτεχε τήν πρώτη θέση. Οί σύντροψοί του τόν θεωρούσαν αν όχι αρχηγό τους, τουλάχιστον τό φερέφωνο τους σέ κάθε σύρραξη, πού ό κοσμήτορας παρόλη τή φρόνηση του δέν κατάφερνε πάντα νά προλαβαίνει. Τήν ήμερα εκείνη, ένώ ό Κάρλ Γιοχάουζεν καί οί φίλοι του θολτάριζαν στην αυλή κουβεντιάζοντας μέ τόν τρόπο πού είδαμε, μιά άλλη ομάδα άπό φοιτητές, μοσκοθίτες στην καταγωγή καί τήν καρδιά, κουβέντιαζαν παράμερα γιά τό ίδιο θέμα. Ό ένας άπ' αυτούς τους φοιτητές, γύρω στά δεκαοχτώ, αρκετά μεγαλόσωμος καί γεροδεμένος γιά τήν ηλικία του, είχε ένα βλέμμα ζωηρό καί καλοσυνάτο. Μέ τήν πρώτη ματιά, ό νέος αυτός σέ γέμιζε συμπάθεια κι εμπιστοσύνη παρόλο πού τό σοβαρό του πρόσωπο φαινόταν νά βασανίζεται κιόλας άπ' τίς σκέψεις γιά τό μέλλον. ΤΗταν ό Γιάν Νικόλεφ πού τέλειωνε τή δεύτερη χρονιά του στό Πανεπιστήμιο. Ή ομοιότητα του μέ τήν Ίλκα ήταν καταπληκτική. Ό φίλος του, ό Γκοσποντίν, ανήκε σέ μιά πλούσια εσθονική οικογένεια τού Ρέβελ. Παρόλο πού ήταν μεγαλύτερος στά χρόνια άπ' τόν Γιάν Νικόλεφ, έδειχνε λιγότερη σοβαρότητα άπ' αυτόν στίς πράξεις. Είχε όμως καλή καρδιά κι ένιωθε γιά τό Γιάν μιά ειλικρινή φιλία. Γιά τι άλλο θά μπορούσαν νά κουβεντιάζουν οί δυό αυτοί νεαροί, έκτος άπ' τίς προετοιμασίες γιά τή μεγάλη γιορτή πού είχε τόσο αναστατώσει όλους τους φοιτητές τού Πανεπιστήμιου;
97 "Οπως τό συνήθιζε, ό Γκοσποντίν παρασυρόταν άπ' την ορμητικότητα του, πού ό Γιάν τού κάκου προσπαθούσε νά συγκρατήσει. — Ναι, φώναζε, θέλουν νά μας αποκλείσουν άπ' τή γιορτή οι γερμαναράδες! Αρνήθηκαν τις συνδρομές μας γιά νά μήν έχουμε τό δικαίωμα νά λάβουμε μέρος! Θά ντραπούν νά τσουγκρίσουν τά ποτήρια τους μέ τά δικά μας! Όμως, έμεΐς δέ ν είπαμε τήν τελευταία μας λέ ξη καί τό δείπνο τους θά μπορούσε νά τελειώσει προτού ακόμη αρχίσει! — Είναι ανάρμοστο, συμφωνώ, απάντησε ό Γιάν. Όμως, αξίζει τόν κόπο ν1 αναμετρηθούμε μαζί τους; Θέλουν νά γιορ τάσουν μόνοι τους; "Ας τό κάνουν. Έμεΐς δέν έχουμε παρά νά φτιάξουμε τή δική μας γιορτή καί νά είσαι βέβαιος πώς δέ θά μας λείψει τό κέφι! "Ομως ό βίαιος Γκοσποντίν δέν είχε τήν ίδια γνώμη. Άν δεχόταν αυτή τήν κατάσταση, θά 'ταν σά νά υποχωρούσε καί, υιλώντας. παρασυρόταν άπ' τά ίδια του τά λόνια! "Ακουσε με, Γιάν, φώναξε. Κανένας δέν αμφιβάλλει πώς είσαι λογικός καί μετρημένος. Όσο γιά μένα, δέν είμαι καθό λου λογικός, κι οϋτε θέλω νά είμαι! Πιστεύω πώς ή στάση τού Κάρλ Γιοχάουζεν καί τής συμμορίας του είναι προσβλητική γιά μας καί δέ θά τό αντέξω περισσότερο... "Αφησε ήσυχο τόν Κάρλ, απάντησε ό Γιάν Νικόλεφ, καί μή νοιάζεσαι οϋτε γιά τά λόγια οϋτε γιά τίς πράξεις του! Σέ μερι κούς μήνες, εκείνος καί σύ θά έχετε φύγει άπ' τό Πανεπιστή μιο κι ίσως νά μήν ξανασυναντηθείτε ποτέ, εκτός άν βρεθείτε αντιμέτωποι σέ θέματα φυλής καί καταγωγής. Δέν αποκλείεται, σοφέ Νέστορα! Αλλά δέ θά παρηγορη θώ ποτέ, άν φύγω άπό δώ μέσα χωρίς νά έχω δώσει ένα καλό μάθημα σ' αυτόν τό γερμαναρά! — Έλα τώρα, Γκοσποντίν, είπε 6 Γιάν Νικόλεφ. Ας μή δημιουργούμε άσκημο προηγούμενο, προκαλώντας το χωρίς λόγο... — Χωρίς λόγο; ξεφώνισε έξαλλος ό νέος. Έχω τουλάχιστον χίλιους: τά μούτρα του πού δέ μ' αρέσουν, τή στάση του πού
7/ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑ
Όπως συνήθως, ο Γκοσποντίν παρασυρότον απ1 την ορμητικότητα του, που ο Γιαν του κάκου προσπαθούσε να συγκρατήσει.
99 μέ σοκάρει, τόν ήχο τής φωνής του πού μ' εξαγριώνει, τό περιφρονητικό του ϋφος, τά καμώματα του κι όλους τους φίλους του πού τόν έχουν γι' αρχηγό τους. — Ολα τούτα δέν είναι σοβαρά, Γκοσποντίν, είπε ό Γιάν Νικόλεφ πιάνοντας φιλικά τόν συμφοιτητή του άπ' τό μπράτσο. Όσο δέν υπάρχει άμεση πρόκληση, δέν μπορούμε νά κάνουμε τίποτα! Κι αν γινόταν κάτι τέτοιο, δέ θά περίμενα οΰτε στιγμή γιά ν' απαντήσω! Καί θά'μαστε όλοι στό πλευρό σου, τόν διαβεβαίωσαν οι άλλοι νέοι τής συντροφιάς. Τό ξέρω, είπε ό Γκοσποντίν. Μά μού κάνει εντύπωση πού αυτός ό Κάρλ δέν τά βάζει ποτέ μέ τόν Γιάν... Τί έννοεΤς, Γκοσποντίν; Θέλω νά πω πώς αν έμεΐς οι άλλοι έχουμε μέ τους Γερ μανούς σχολικές αντιζηλίες, ό Γιάν Νικόλεφ έχει μέ τόν Κάρλ κι άλλου είδους αντιθέσεις. Ό Γιάν ήξερε πολύ καλά τί εννοούσε ό Γκοσποντίν. Ή αντιζηλία των Γιοχάουζεν καί τών Νικόλεφ στή Ρίγα ήταν γνωστή σ' όλους τους φοιτητές τού Πανεπιστήμιου. Κανένας δέν αγνοούσε ότι οι αρχηγοί τών δυό οικογενειών βρίσκονταν αντιμέτωποι σ' αυτή τή μάχη πού θά τους οδηγούσε στό εκλογικό πεδίο. "Ετσι, ό Γκοσποντίν είχε άδικο όταν μεταχειριζόταν τήν αντιζηλία τών πατεράδων γιά νά φέρει σέ δύσκολη θέση τους γιους. Δυστυχώς, όταν τόν έπνιγε ό θυμός, δέν μπορούσε νά συγκρατηθεί καί ξεπερνούσε τά όρια. "Ομως, ό Γιάν δέν τού είχε απαντήσει. Μόνο πού τό πρόσωπο του είχε χλωμιάσει. Έκανε μιά προσπάθεια γιά νά κρατήσει τήν αυτοκυριαρχία του κι απάντησε ρίχνοντας μιά ματιά στό άλλο άκρο τής αυλής όπου ήταν συγκεντρωμένη ή συντροφιά τού Κάρλ Γιοχάουζεν: — Ας μή μιλάμε πιά γι' αυτό, Γκοσποντίν. Ποτέ δέν ανακάτε ψα τό όνομα τού κυρίου Γιοχάουζεν στίς συζητήσεις μας, κι ό Θεός νά φυλάει τόν Κάρλ άν ποτέ σκεφτεί νά μιλήσει γιά τόν
100 πατέρα μου! Ό Πάν έχει δίκιο κι ό Γκοσποντίν άδικο, είπε ένας άπ' τους φοιτητές. "Ας κοιτάμε τί γίνεται στό Ντόρπατ κι άς μή μάς ενδιαφέρει τί συμβαίνει στή Ρίγα. Ναι, απάντησε ό Γιάν Νικόλεφ πού ήθελε νά ξαναφέρει τή συζήτηση στό αρχικό της σημείο. Ωστόσο, άς μήν υπερβάλ λουμε κι άς περιμέ νουμε νά δούμε πώς θά εξελιχτούν τά πράγματα. Ωστε, Γιάν, ρώτησε ό φοιτητής, δέ νομίζεις ότι πρέπει νά διαμαρτυρηθούμε γιά τή στάση τού Κάρλ καί τών φίλων του σχετικά μέ τή γιορτή: Νομίζω ότι, άν δέ συμβεΤ τίποτα περισσότερο, πρέπει νά δείξουμε απόλυτη αδιαφορία. Συμφωνώ γιά τήν αδιαφορία! απάντησε ό Γκοσποντίν κου νώντας τό κεφάλι του. Μόνο πού πρέπει νά δούμε άν θά συμφωνήσουν κι οι σύντροφοι μας... Είναι έξαλλοι, Γιάν, σέ προειδοποιώ. Χάρη σε σένα, Γκοσποντίν. "Οχι, Γιάν, καί μιά περιφρονητική ματιά ή μιά προσβλητική κουβέντα θά βάλει μεγάλη φωτιά! Θαυμάσια! φώναξε ό Γιάν Νικόλεφ χαμογελώντας. Ή φω τιά δέ θά πιάσει γιατί θά τή σβήσουμε μέ σαμπάνια! Μόνο μιά τετράγωνη λογική μπορούσε νά υπαγορεύσει μιά τέτοια απάντηση. Όμως, οι άλλοι ήταν εξαγριωμένοι. Θ ακολουθούσαν τή συνετή αυτή συμβουλή; Πώς θά τέλειωνε ή μέρα τής γιορτής; Όλα μπορούσε νά τά φοβάται κανείς. Έτσι, δέ θά παραξενευτούμε, άν μάθουμε ότι ακόμη κι ό πρύτανης είχε πολύ σοβαρές ανησυχίες. Εδώ καί κάμποσο καιρό, τό ήξερε καλά, ή πολιτική, ή μάλλον αυτή ή μάχη ανάμεσα στον σλαβισμό και τό γερμανισμό. κινδύνευε νά επεκταθεί καί μέσα στό Πανεπιστήμιο. Ό πρύτανης παρακολουθούσε άπό πολύ κοντά τίς διαθέσεις τών φοιτητών. Οι καθηγητές.
παρόλο πού ήταν μέ τό μέρος τών γερμανών, τίς φοβούνταν κι αυτοί. Μπορούσε κανείς νά ξέρει πού θά σταματούσε ή ορμητικότητα αυτών τών νέων; Στήν πραγματικότητα, εκείνη τή μέρα, υπήρξε κάποιος
101 πού μπόρεσε νά επηρεάσει τους φοιτητές περισσότερο κι άπό τόν ίδιο τόν πρύτανη. Κι αυτός ήταν ό Γιάν Νικόλεφ. "Αν ό πρύτανης δέν είχε καταφέρει ν1 αποσπάσει άπ' τόν Κάρλ τήν υπόσχεση ότι ή γιορτή θά γινόταν άπ' όλους μαζί, είχε ωστόσο πετύχει νά κερδίσει τή διαβεβαίωση τοΰ Γιάν καί τοϋ Γκοσποντίν πώς δέ θά τάραζαν τό ρυθμό της γιορτής. Δέ θά έμπαιναν στην αίθουσα τοϋ δείπνου καί δέ θ' απαντούσαν μέ ρωσικά τραγούδια στά γερμανικά πού θά τραγουδούσαν οι άλλοι, εκτός, φυσικά αν τους προκαλούσαν ή τους έβριζαν. Όμως ποιος μπορούσε νά εγγυηθεί γιά τους φλογερούς αυτούς νέους; Ό Γιάν Νικόλεφ κι οι σύντροφοι του θά συγκεντρώνονταν έξω, θά γιόρταζαν αυτή τήν επέτειο μέ τό δικό τους τρόπο, και θά έμεναν ήσυχοι, άν δέ βρισκόταν κανένας νά ταράξει τή γαλήνη τους. Ωστόσο, ή μέρα προχωρούσε. Όλοι σχεδόν οί φοιτητές ήταν συγκεντρωμένοι στή μεγάλη αυλή τού Πανεπιστήμιου. Μέχρι τήν ώρα τού δείπνου, στίς τέσσερις τό απόγευμα, ό Κάρλ Γιοχάουζεν, ό Ζίγκφριντ κι οί φίλοι τους δέν έφυγαν άπ' τήν αυλή. Οί περισσότεροι φοιτητές τους πλησίαζαν κι αντάλλαζαν μαζί τους μερικές λέξεις σά νά περίμεναν τίς οδηγίες τους. Είχε κυκλοφορήσει ή φήμη ότι τό δείπνο είχε απαγορευτεί — φήμη ολότελα αβάσιμη, γιατί μιά τέτοια απαγόρευση θά γινόταν αφορμή γιά σοβαρά επεισόδια. Ό Γιάν Νικόλεφ κι οί σύντροφοι του δέν έδειξαν νά εντυπωσιάστηκαν άπ' τίς διαδόσεις. Κυκλοφορούσαν παράμερα, όπως τό συνήθιζαν, καί πολλές φορές διασταυρώνονταν καί μ' άλλους φοιτητές. Τότε κοιτάζονταν. Τά μάτια τους έξακόντιζαν όλες τίς προκλήσεις πού δέν είχαν αρχίσει ακόμη νά βγαίνουν άπ τά χείλη τους. Ό Γιάν ήταν ήρεμος, αδιάφορος, αλλά έκανε μεγάλο κόπο γιά νά συγκρατήσει τόν Γκοσποντίν. Εκείνος, δέν απόστρεφε τό κεφάλι κι οϋτε χαμήλωνε τά μάτια. Τό βλέμμα του έλαμπε σά φωτιά καθώς ανταμωνόταν μ' εκείνο τού Κάρλ. Επιτέλους, ακούστηκε τό καμπανάκι γιά τό δείπνο, κι ό Κάολ Γιοχάουζεν επικεφαλής τών συντρόφων του — πολλές
102
εκατοντάδες — προχώρησε κατά τήν αίθουσα του αμφιθέατρου. Σέ λίγο, δέν έμειναν στην αυλή παρά ό Γιάν Νικόλεφ, ό Γκοοποντίν καί οϊ άλλοι σλάβοι φοιτητές, πού περίμεναν τή στιγμή νά φύγουν άπ' τό Πανεπιστήμιο καί νά γυρίσουν στά σπίτια τους Μιά πού δέν τους κρατούσε τίποτα, τό φρονιμότερο θά 'ταν νά φύγουν αμέσως, κι αυτό προσπάθησε νά τους εξηγήσει ό Γιάν, μά δέν κατάφερε νά τους πείσει. Θά 'λεγε κανείς πώς ό Γκοσποντίν καί μερικοί άλλοι είχαν καρφωθεί στό έδαφος κι ένιωθαν τό αμφιθέατρο νά τους τραβάει σά μαγνήτης. Πέρασαν είκοσι λεπτά. Οι φοιτητές πηγαινοέρχονταν σιωπηλοί. Μά τί ήθελαν λοιπόν; Ν' ακούσουν τά λόγια πού ανταλλάζονταν στό αμφιθέατρο καί ν 1 αντιδράσουν αν δέν τους άρεσαν; Πραγματικά, οι συνδαιτημόνες τοϋ αμφιθέατρου δέν περίμεναν τό τέλος της γιορτής γιά νά φτάσουν στά τραγούδια καί στις προπόσεις. Μέ τά πρώτα ποτήρια, τά μυαλά τους είχαν πάρει φωτιά. Πίσω άπ' τά παράθυρα είχαν δεί τόν Γιάν καί τους άλλους πού δέν έλεγαν νά φύγουν. "Ετσι, άρχισαν τίς προκλήσεις Ό Γιάν έκανε μιά τελευταία προσπάθεια. Πάμε! είπε στους φίλους του. "Οχι! απάντησε ό Γκοσποντίν. "Οχι! απάντησαν κι οΐ άλλοι. Δέ θέλετε οΰτε νά μ' ακούσετε οΰτε νά μέ ακολουθήσε τε; Θέλουμε ν' ακούσουμε τι θά πουν αυτοί οΐ μεθυσμένοι Γερμανοί κι άν δέ μάς αρέσει, τότε θά μας ακολουθήσεις έσύ, . Γιάν. "Ελα, Γκοσποντίν, είπε ό Γιάν. Τό θέλω! Περίμενε, απάντησε ό Γκοσποντίν, και σέ λίγα λεπτά δέ θά τό θέλεις πιά! Στό αμφιθέατρο, ή φασαρία μεγάλωνε. Ακούγονταν φωνές, τσουγκρίσματα ποτηριών καί γέλια. "Επειτα ό γερμανικός ϋμνος, τραγουδισμένος άπό εκατοντάδες φωνές, ξεχύθηκε
103 6π' τό αμφιθέατρο καί απλώθηκε ως έξω στην αυλή. Ξαφνικά, μιά βροντερή φωνή σκέπασε όλες τις άλλες: — "Ω, Ρίγα, ποιος σ' έφτιαξε τόσο όμορφη; Ή σκλαβιά των Λιβονών! Είθε κάποια μέρα, μέ τά λεφτά μας, ν' αγοράσουμε τόν πύργο σου άπ' τους Γερμανούς και νά τους βάλουμε όλους νά χορέψουν σ' αναμμένα κάρβουνα! Τ Ηταν ό Γκοσποντίν, πού είχε αρχίσει νά τραγουδάει τό ρωσικό ϋμνο. "Επειτα, μαζί του, όλοι οι φοιτητές τραγούδησαν τό εντυπωσιακό ρεφραίν πού έχει τόσο μεγαλειώδη και θρησκευτικό χαρακτήρα. Ξαφνικά, ή πόρτα τοΰ αμφιθέατρου άνοιξε καί μιά εκατοστή φοιτητές ξεχύθηκαν στην αυλή. Κύκλωσαν τήν ομάδα των σλάβων πού στό κέντρο της στεκόταν ό Πάν Νικόλεφ, ανίσχυρος πιά νά συγκρατήσει τους συντρόφους του πού είχαν χάσει τήν ψυχραιμία τους, ερεθισμένοι άπ' τίς φωνές καί τίς κινήσεις των αντιπάλων τους. Παρόλο πού ό Κάρλ Γιοχάουζεν δέν ήταν μαζί τους γιά νά τους εξωθεί — βρισκόταν ακόμη στό αμφιθέατρο — ό γερμανικός ϋμνος έτσι όπως τόν ούρλιαζαν αντί νά τόν τραγουδούν, πάσκιζε νά πνίξει τό ρώσικο. Εκείνη τή στιγμή, δυό φοιτητές βρέθηκαν αντιμέτωποι, έτοιμοι νά ριχτούν ό ένας πάνω στον άλλο. Ήταν ό ΖΊγκφριντ κι ό Γκοσποντίν. Μήπως αυτή ή φυλετική διαφορά θά λυνόταν ανάμεσα στους δυό τους; Ακούγοντας τίς φωνές, ό πρύτανης είχε βιαστεί νά επέμβει. Μερικοί καθηγητές είχαν βγει μαζί του καί τώρα περιφέρονταν ανάμεσα στους φοιτητές προσπαθώντας νά τους ηρεμήσουν, αλλά χωρίς νά τό καταφέρνουν. Ό Γιάν Νικόλεφ κι οΐ σύντροφοι του, παρά τήν μειωμένη αριθμητική δύναμη τους, δέν υποχωρούσαν ούτε μπροστά στίς απειλές οϋτε μπροστά στίς βρισιές. Εκείνη τή στιγμή, ό Ζίγκφριντ, μέ τό ποτήρι στό χέρι, πλησίασε τόν Γκοσποντίν καί τοΰ έχυσε τό κρασί στό πρόσωπο. Τ Ηταν ή πρώτη πράξη βίας καί θά τήν ακολουθούσαν κι άλλες.
Ο Ζίγκφριντ, με το ποπίρι στο χέρι, πλησίασε τον Γκοσποντίν και του έχυσε το κρασί στο πρόσωπο.
105 Ωστόσο, βλέποντας τόν Κάρλ Γιοχάουζεν νά παρουσιάζεται στην κορφή της σκάλας, και τά δυό στρατόπεδα ακινητοποιήθηκαν. Οι φοιτητές άνοιξαν διάδρομο κι ό γιος τοϋ τραπεζίτη μπόρεσε νά πλησιάσει τήν ομάδα όπου στεκόταν ό γιος τοϋ καθηγητή. Δύσκολο νά περιγράψουμε τό ϋφος τού Κάρλ εκείνη τή στιγμή. Ήταν ήρεμος, μά όσο πλησίαζε τόν αντίπαλο του, τό βλέμμα του γέμιζε περιφρόνηση. Οι σύντροφοι του δέν έκαναν λάθος: ερχόταν γιά νά τού πετάξει καταπρόσωπο κάποια καινούργια βρισιά. Ή φασαρία είχε δώσει τή θέση της σέ μιά ησυχία πολύ πιό τρομερή. Ένιωθες πώς ή διαμάχη θά ξετυλιγόταν ανάμεσα στον Γιάν Νικόλεφ καί τόν Κάρλ Γιοχάουζεν. Στό μεταξύ, ό Γκοσποντίν, πού δέ σκεφτόταν πιά τόν Ζίγκφριντ, περίμενε νά πλησιάσει ό Κάρλ κι έκανε μιά κίνηση γιά νά τοϋ κλείσει τό δρόμο. Ό Γιάν τόν συγκράτησε. —Αυτό είναι δική μου δουλειά! τοϋ είπε απλά. Κι είχε δίκιο. Έτσι, κρατώντας πάντα τήν ψυχραιμία του, παραμέρισε μέ τό χέρι τους συντρόφους του πού προσπάθησαν νά μπουν στή μέση. — Δέ θά μ' εμποδίσεις... φώναξε ό Γκοσποντίν αγριεμένος. — Τό θέλω! απάντησε ό Γιάν Νικόλεφ μέ αποφασιστική φω νή. Καί γυρνώντας προς τους συγκεντρωμένους φοιτητές, πρόσθεσε: — Εϊσαστε εκατοντάδες, είπε, καί μείς δέν ξεπερνάμε τους πενήντα! Χτυπήστε μας! θά αμυνθούμε καί θά νικηθούμε! Μά θά έχετε φερθεί σάν δειλοί! Μιά βουή άπό φωνές τοϋ απάντησε. Ό Κάρλ έγνεψε πώς ήθελε νά μιλήσει κι έγινε καί πάλι ησυχία. — Ναί, είπε, θά είμαστε δειλοί! Υπάρχει κάποιος Σλάβος πού νά θέλει νά πάρει τήν υπόθεση στά χέρια του;
106
—Όλοι μας! φώναξαν οΐ σύντροφοι τοϋ Γιάν. Ό Γιάν πλησίασε ένα βήμα καί είπε: Τήν παίρνω έγώ καί άν ό Κάρλ θέλει νά τον προκαλέσω προσωπικά, τον προκαλώ. Εσύ; ρώτησε περιφρονητικά ό Κάρλ. Ναί, έγώ, απάντησε ό Γιάν. Διάλεξε δυό φίλους σου. Έγώ έχω κιόλας διαλέξει τους δικούς μου. Εσύ; Νά χτυπηθείς μαζί μου; Ναί... αΰριο, άν δέν είσαι έτοιμος τώρα. Ό Κάρλ είχε σταυρώσει τά χέρια του στό στήθος.καί κοίταζε τόν Γιάν άπ' τήν κορφή ώς τά νύχια: Είπες ότι διάλεξες τους μάρτυρες σου; ρώτησε. Νά τοι, απάντησε ό Γιάν δείχνοντας τόν Γκοσποντίν καί έναν άλλο φοιτητή. Καί νομίζεις πώς θά δεχτούν; Καί βέβαια δεχόμαστε! φώναξε ό Γκοσποντίν. Όμως, έγώ δέ θά δεχτώ ποτέ νά χτυπηθώ μαζί σου, Γιάν Νικόλεφ, φώναξε ό Κάρλ. Καί γιατί; Γιατί κανένας δέ χτυπιέται μέ τό γιό ενός δολοφόνου!
Καταγγελία
Αυτά είχαν συμβεί στίς 16 τοϋ Απρίλη στό Πανεπιστήμιο τοϋ Ντόρπατ. Δώδεκα ώρες νωρίτερα, πρωί πρωί, είχε διαδοθεί ή είδηση γιά τό έγκλημα στό χάνι τοϋ «Σπασμένου Σταυροϋ». Ό Πόχ ήταν γνωστός σέ όλους. Κάθε μέρα, κυκλοφοροϋ-
107 σε καλοσυνάτος στην πόλη, μέ τον αιώνιο χαρτοφύλακα του στο χέρι, σταλμένος σέ κάποια δουλειά τοϋ κυρίου Γιοχάουζεν. Δέν είχε κανέναν εχθρό κι όλοι τόν αγαπούσαν Τήν επόμενη θά παντρευόταν τή Ζηναΐδα Παρενσώφ καί θ' ακολουθούσε μιά σεμνή γιορτή όπου θά παραθρίσκονταν όλοι οί συνάδελφοι του στην Τράπεζα Φυσικά, οι κύριοι Γιοχάουζεν θά τόν τιμούσαν και κείνοι μέ τήν παρουσία τους... Καί νά πού ό Πόχ πέθαινε δολοφονημένος, σέ κάποιο απόμερο χάνι, σ' έναν άπ' τους δρόμους της Λιβονίας. Ή είδηση προκάλεσε μεγάλη αίσθηση! Ή Ζηναΐδα πού τό έμαθε εντελώς ξαφνικά, κόντεψε νά μείνει. Ολες οι γειτόνισσες έτρεξαν νά τήν παρηγορήσουν καί νά τής παρασταθούν, καί πρώτη ή κυρία Γιοχάουζεν. Ωστόσο, αν τό θύμα ήταν γνωστό, ό δράστης έμενε ακόμη άγνωστος. Αυτές τίς δυό τελευταίες μέρες, τήν 14η καίτή 15η, ένώ ή δικαιοσύνη ερευνούσε στον τόπο τού εγκλήματος, κανένας δέ υιλοϋσε γιά τόν πιθανό δολοφόνο. Περίμεναν όλοι τήν επιστροφή των ειδικών. Όσο γιά τό δολοφόνο, όποιος κι άν ήταν, κουβαλούσε πίσω του τήν κατάρα όλης τής πόλης, κι ή αυστηρότητα τών νόμων δέν αρκούσε γιά νά ικανοποιήσει τήν αγανάκτηση τής κοινής γνώμης. Δέν πρέπει νά ξεχνάμε δτι τό έγκλημα είχε γίνει σέ μιά πολύ μακρινή εποχή, τότε πού ή δικαιοσύνη τιμωρούσε μέ πολύ βάρβαρο τρόπο τους καταδικασμένους σέ θάνατο. Στήν αρχή τους έκαιγαν μέ πυρωμένο σίδερο κι ϋστερα τους μαστίγωναν, μέχρι νά πεθάνουν. Όμως, τά ήθη σιγά σιγά μαλάκωσαν κι έτσι στή Ρωσία, ή θανατική καταδίκη ισχύει ακόμη γιά τά πολιτικά εγκλήματα,, ένώ γιά τά ποινικά υπάρχουν τά καταναγκαστικά έργα στά όρυ* χεΐα τής Σιβηρίας. Τό πρωί τής 16ης, ό ταγματάρχης Βέρντερ παρουσιάστηκε στό γραφείο τού ιεραρχικού αρχηγού του τού συνταγματάρχη Ραγκένωφ. πού περίμενε ανυπόμονα νά πληροφορηθεί τήν υπόθεση, έτοιμος νά εξαπολύσει τά καλύτερα λαγωνικά του
108 στά Ιχνη του δολοφόνου. Αργότερα θά έβλεπαν άν θά ήταν απαραίτητο νά κοινοποιήσουν τήν υπόθεση στον κυβερνήτη των επαρχιών. Ό ταγματάρχης πληροφόρησε τόν συνταγματάρχη Ραγκένωφ γιά τις συνθήκες κάτω άπ τίς όποιες είχε διαπραχτεΐ τό έγκλημα, γιά τά στοιχεία πού είχαν προκύψει κατά τήν ανάκριση, και γιά τίς διαπιστώσεις πού είχε κάνει ό γιατρός "Αμιν. Βλέπω, του απάντησε ό συνταγματάρχης, πώς οι υποψίες σας συγκεντρώνονται ιδιαίτερα σ' αυτόν τόν ταξιδιώτη πού πέρασε τή νύχτα του στό πανδοχείο. Μάλιστα. Κι ό ταβερνιάρης; Αυτός δέν κίνησε τίς υποψίες σας; Στήν αρχή, μάλιστα, απάντησε ό ταγματάρχης, αλλά μετά, όταν είδα τά ίχνη στό παράθυρο καί τή στραβή βέργα, δέ μοϋ έμεινε καμιά αμφιβολία. Κι όμως, δέ θά 'ταν άσκημο νά παρακολουθούμε αυτόν τόν Κρόφ. Μά ασφαλώς, συνταγματάρχα μου. Δυό άπ1 τους άντρες μου επιτηρούν τό σπίτι κι ό ταβερνιάρης βρίσκεται πάντα στή διάθεση της αστυνομίας. Βλέπω ότι έχετε πάρει τήν απόφαση σας σχετικά μέ τό δολοφόνο, ταγματάρχα Βέρντερ. Πιστεύω, όπως κι ό δικαστής Κέρστορφ, κι ό γιατρός "Αμιν, κι ό κύριος Γιοχάουζεν, ότι ένοχος είναι ό άγνωστος ταξιδιώτης. Βλέπετε, άπ' τήν αρχή φρόντισε νά μήν τόν ανα γνωρίσουν καί σέ καμιά περίπτωση δέν έδειξε τό πρόσωπο του. Καί φεύγοντας άπ' τό χάνι, δέν είπε πού πήγαινε; Όχι, συνταγματάρχα μου. Δέν μπορούμε νά υποθέσουμε ότι, φεύγοντας άπ' τή Ρίγα, σκόπευε νά πάει στό Περνώ;
Μπορούμε, παρόλο πού είχε κρατήσει θέση γιά τό Ρέθελ. Καί κανένας ξένος δέν έφτασε στό Περνώ τή 14η καί τή 15η τοϋ μήνα: Κανένας, τόν διαβεβαίωσε ό ταγματάρχης Βέρντερ, κι
109 όμως ή αστυνομία ήταν επιφυλακή μιά πού τό έγκλημα είχε άνακαλυφτεί τήν ίδια μέρα. Πού πήγε αυτός ό ταξιδιώτης; Στό Περνώ; Ή μήπως βγήκε άπ' τίς επαρχίες μας παίρνοντας μαζί του και τά κλοπιμαία; Πραγματικά, ταγματάρχα Βέρντερ, δέν αποκλείεται τά λιμάνια νά τού έδωσαν τήν ευκαιρία νά τό σκάσει. Νά τού δ ώ σ ο υ ν , συνταγυατάρχα μου. εξακολούθησε ό ταγματάρχης, γιατί τά νερά δέν είναι ακόμη ελεύθερα. 01 πληροφορίες πού συγκέντρωσα είναι ότι κανένα πλοίο δέν ξεκίνησε ακόμη. Κι αν αυτός ό ταξιδιώτης προσπαθήσει νά μπαρκάρει, θά πρέπει νά περιμένει μερικές μέρες, είτε σέ κάποια κωμόπολη τού εσωτερικού, είτε σ1 ένα άπ' τά λιμάνια, τό Περνώ, τό Ρέβελ... Ή τή Ρίγα, απάντησε ό συνταγματάρχης Ραγκένωφ. Δέν αποκλείεται νά ξαναγύρισε. Καθόλου απίθανο, συνταγματάρχα μου, μά όλα πρέπει νά τά προβλέπουμε κι οί άντρες μου έχουν εντολή νά ερευνούν όλα τά πλοία πού ετοιμάζονται ν' αποπλεύσουν. Όπως κι άν έχει τό πράγμα, οί πλόες δέ θ' αρχίσουν πρίν τό τέλος τής εβδομάδας καί ως τότε, θά δώσω διαταγές νά επιτηρούν αυστηρά τήν πόλη. Ό συνταγματάρχης ενέκρινε τά διάφορα μέτρα πού σκόπευε νά λάβει ό υφιστάμενος του, επεκτείνοντας τα σ' όλη τήν επικράτεια των Βαλτικών επαρχιών. Ό ταγματάρχης Βέρντερ τού υποσχέθηκε νά τόν κρατάει ενήμερο. Όσο γιά τίς έρευνες, θά τίς συνέχιζε ό δικαστής Κέρστορφ καί μπορούσαν νά βασίζονται σ' αυτόν τόν άξιο νομικό γιά νά συγκεντρώσει δλα τά στοιχεία πού είχαν κάποια
σχέση μ' αυτή τήν υπόθεση. "Αλλωστε, έπειτα άπ' τή συζήτηση του μέ τόν ταγματάρχη Βέρντερ, ό συνταγματάρχης Ραγκένωφ δέν είχε πιά καμιά αμφιβολία ότι ένοχος ήταν ό άγνωστος ταξιδιώτης. 01 αποδείξεις εναντίον του ήταν αδιάσειστες. Αλλά ποιος ήταν; Καί πώς θά κατάφερναν ν' ανακαλύψουν τήν ταυτότητα του, αφού δέν τόν γνώριζαν οϋτε ό αμαξάς, οϋτε ό ταβερνιάρης; Κανένας δέν είχε δει τό πρόσωπο του καί δέν μπορούσε
110 νά πει 6ν ήταν νέος ή γέρος. Κάτω άπ' αυτές τΙς συνθήκες, σέ ποια κατεύθυνση θά μπορούσαν νά στραφούν οΐ έρευνες; Και ποιοι καινούργιοι μάρτυρες θά πρόσθεταν νεώτερα στοιχεία; Τ Ηταν τό απόλυτο σκοτάδι. Σέ λίγο θά δούμε μέ ποιο τρόπο αυτό τό σκοτάδι φωτίστηκε ξαφνικά άπό μιά λάμψη, όπως ή νύχτα γίνεται μέρα. Εκείνο τό πρωί, άφοΰ ετοίμασε τήν Ιατροδικαστική του έκθεση σχετικά μέ τήν υπόθεση τού «Σπασμένου Σταυρού», ό γιατρός "Αμιν τήν παρουσίασε στό γραφείο τού κυρίου Κέρστορφ. Κανένα καινούργιο στοιχείο; ρώτησε τό δικαστή. Κανένα, γιατρέ μου. Βγαίνοντας άπ τό γραφείο τοϋ δικαστή, ό γιατρός "Αμιν συνάντησε τόν πρόξενο της Γαλλίας, τόν κύριο Ντελαπόρτ. Στό δρόμο, τού μίλησε γιά τήν υπόθεση καί γιά τίς δυσκολίες πού παρουσίαζε. Πραγματικά, απάντησε ό πρόξενος, δσο σίγουρο κι άν φαίνεται πώς ό ταξιδιώτης αυτός είναι ό δράστης τού εγκλή ματος, τόσο είναι σίγουρο ότι θά δυσκολευτούμε νά τόν ανα καλύψουμε. Δέ μού λέτε, γιατρέ, έχει μεγάλη σημασία γιά σας τό όπλο τού εγκλήματος καί τά σημάδια πού άφησε γύρω άπ' τήν πληγή; Έστω! Αλλά άπό κε'ι μέχρι νά ξαναβρούμε αυτό τό μαχαίρι... Ποιος ξέρει; απάντησε ό γιατρός Αμιν. θά δούμε, είπε ό κύριος Ντελαπόρτ. "Αλήθεια, είχατε νέα άπ' τόν κύριο Νικόλεφ; Νέα άπ' τό Ντιμίτρι; ρώτησε ό γιατρός. Καί πώς νά έχω, αφού λείπει ταξίδι. Σωστά, λείπει τρεις μέρες! Παράξενο, δέ βρίσκετε; Ναί... παρατήρησε ό γιατρός Αμιν. — Καί χτες ακόμη ή δεσποινίς Νικόλεφ, δέν είχε καμιά είδηση...
— Πάμε νά δούμε τήν Ίλκα, πρότεινε ό γιατρός. "Ισως σήμε ρα τό πρωί νά έλαβε κάποιο γράμμα, ή Ισως ό καθηγητής νά έχει επιστρέψει σπίτι του Ό κύριος Ντελαπόρτ κι ό γιατρός Αμιν πήραν τό δρόμο
111 γιά τό σπίτι τοϋ καθηγητή. Όταν έφτασαν στην πόρτα, ρώτησαν άν ή δεσποινίς Νικόλεφ μπορούσε νά τους δεχτεί. Ή υπηρέτρια τους απάντησε καταφατικά καί πέρασαν στο σαλόνι, όπου βρισκόταν ή Ίλκα. — Αγαπητή μου Ίλκα, γύρισε ό πατέρας σου; ρώτησε αμέ σως ό γιατρός. — Όχι, δέ γύρισε, απάντησε ή κοπέλα. Από τό χλωμό καί σκεφτικό πρόσωπο της καταλάβαιναν πόσο μεγάλη ήταν ή ανησυχία της. — Σίγουρα, όμως, θά λάβατε νέα του, παρατήρησε ό πρόξε νος. Ή Ίλκα έγνεψε αρνητικά. Ή απουσία του είναι ανεξήγητη, είπε ό γιατρός, όπως ανεξήγητη είναι κι ή αιτία τοϋ ταξιδιού του... Αρκεί νά μήν τού συνέβη κανένα κακό! ψιθύρισε ή νέα μέ ταραγμένη φωνή. Τά εγκλήματα είναι πολύ συχνά στή Λιβονία έδώ καί κάμποσο καιρό. Ό γιατρός Άμιν προσπάθησε νά τήν καθησυχάσει, παρόλο πού κι ό ίδιος ήταν πολύ ανήσυχος. "Ας μήν υπερβάλλουμε, είπε, μπορεί ακόμη νά ταξιδεύει κανείς μέ ασφάλεια! Πραγματικά, έγινε κάποιο έγκλημα προς τήν περιοχή τοϋ Περνώ, κι άν ό δολοφόνος παραμένει ακόμη άγνωστος, τό θύμα ήταν γνωστό... ένας υπάλληλος της Τράπε ζας. "Οπως βλέπετε, αγαπητέ μου γιατρέ, παρατήρησε ή Ίλκα, οί δρόμοι δέν είναι καθόλου σίγουροι καί πάνε τέσσερις μέρες άπό τότε πού έφυγε ό πατέρας μου... Προαισθάνομαι κάτι κακό... Ησύχασε, αγαπητό μου παιδί, είπε ό γιατρός σφίγγοντας
της τά χέρια. Ό Ντιμίτρι μας είχε προειδοποιήσει ότι θά έλειπε δυό τρεις μέρες, άρα ή αργοπορία του δέν είναι ανησυχητική. Μού λέτε τήν αλήθεια, γιατρέ; ρώτησε ή κοπέλα κοιτά ζοντας τον. Καί βέβαια, "Ιλκα, καί βέβαια, καί δέ θά είχα καμιά ανησυ χία, σέ βεβαιώ, άν ήξερα ποια ήταν ή αιτία αυτού τοϋ ταξιδιού.
112
"Εχεις τό σημείωμα πού σοϋ άφησε πρ'ιν φύγει; — Νά το! απάντησε ή Ίλκα βγάζοντας ένα χαρτί άπ' τήν τσέπη της. Ό κύριος Ντελαπόρτ διάβασε προσεχτικά. Ή λακωνική φράση πού είχε γράψει ό Ντιμίτρι στην κόρη του, δεν ήταν καθόλου διαφωτιστική. Καί δέ σε φίλησε προτού φύγει; "Οχι, καλέ μου γιατρέ, καί μάλιστα, τό βράδυ, μοΰ φάνηκε πώς ή σκέψη του ταξίδευε πολύ μακριά. Ίσως, παρατήρησε ό πρόξενος, ό κύριος Νικόλεφ νά είχε κάποιο πρόβλημα. Όπως θυμόσαστε, γιατρέ, γύρισε αργότερα άπ' ό,τι συνη θίζει. Είπε ότι τό μάθημα του κράτησε πολύ. Ναί, μοΰ φάνηκε κάπως παράξενος, συμφώνησε ό για τρός. Αλλά, γιά πες μου, Ίλκα, μετά πού φύγαμε εμείς, τί έκανε ό Ντιμίτρι; Μέ καληνύχτισε κι ανέβηκε στην κάμαρα του, ένώ έγώ πήγα στή δική μου. Κι άπό κείνη τήν ώρα δεν ήρθε καμιά επίσκεψη πού νά δικαιολογεί αυτό τό ξαφνικό ταξίδι; Όχι, απάντησε ή κοπέλα. Νομίζω πώς θά πρέπει ν' απο κοιμήθηκε αμέσως, γιατί δέν άκουσα κανένα θόρυβο. Μήπως ή υπηρέτρια τοϋ έδωσε κάποιο γράμμα πού ήρθε αργά τό βράδυ; "Οχι, γιατρέ. Είμαι σίγουρη ότι άφοϋ κλείσαμε τήν πόρτα όταν φύγατε έσεϊς, δέν τήν ξανάνοιξε κανείς. Δηλαδή, εκείνο τό βράδυ, τό ταξίδι του είχε κιόλας αποφασιστεί; Ναί, δέν υπάρχει καμιά αμφιβολία, είπε ό κύριος Ντελα πόρτ. Καμιά! επανάλαβε ό γιατρός. Όμως, αγαπητή μου Ίλκα. σοϋ ξαναλέω πώς δέν υπάρχει κανένας λόγος ν ανησυχείς. Στό βάθος, ό γιατρός ήταν πιό ανήσυχος άπ' τήν Ίλκα,
ιδιαίτερα γιά τους λόγους πού έκαναν τόν καθηγητή ν αποφασίσει αυτό τό ταξίδι.
113 Έπειτα, ό κύριος Ντελαπόρτ καί κείνος, αποχαιρέτισαν την κοπέλα καί τής υποσχέθηκαν νά ξανανυοίσουν τό βράδυ γιά νά μάθουν νέα τού Ντιμίτρι. Ή νεαρή κοπέλα έμεινε στο κατώφλι τοϋ σπιτιού της ώς τή στιγμή πού κι οι δυό χάθηκαν στή στροφή τού δρόμου. Έπειτα, σκεφτική, γεμάτη κακά προαισθήματα, ανέβηκε στό δωμάτιο της. Τήν ίδια, περίπου, ώρα οτό γραφείο τού ταγματάρχη Βέρντερ, συνέβαινε κάτι πού θά οδηγούσε στά ίχνη τού ένοχου. Τό πρωί εκείνης τής μέρας, ό ένωμοτάρχης "Εκ επέστρεφε στή Ρίγα. Όπως θυμόμαστε, ό Έκ καί οι άντρες του είχαν ξεκινήσει μέ αποστολή τήν αναζήτηση ενός δραπέτη άπ' τά ορυχεία τής Σιβηρίας, κι είχαν αναγκαστεί νά τόν κυνηγήσουν ώς τό Περνώ. Όμως ό δραπέτης, πέφτοντας ανάμεσα στους πάγους τού Πέρνοβα, εξαφανίστηκε μέσα στά μισολιωμένα νερά τού ποταμού. Είχε σκοτωθεί; Τ Ηταν πιθανό, αλλά δέν ήταν σίγουρο. Επιστρέφοντας στή Ρίγα, ό ένωμοτάρχης Έκ βιάστηκε νά παρουσιάσει τήν αναφορά του στον ταγματάρχη Βέρντερ καί κει, στό γραφείο του, πληροφορήθηκε τό έγκλημα πού είχε γίνει στό χάνι τού «Σπασμένου Σταυρού». Έτσι, ή έκπληξη καί ή Ικανοποίηση τού ταγματάρχη έφτασαν στό κατακόρυφο, σάν έμαθε ότι ό ένωμοτάρχης είχε νά τοΰ κάνει αποκαλύψεις σχετικά μέ τό δράστη πού εξακολουθούσε νά παραμένει άγνωστος. Γνώριζες τόν Πόχ; ρώτησε ό ταγματάρχης τόν υφιστάμε νο του. Τόν γνώριζα καί τόν είδα γιά τελευταία φορά τή βραδιά τής 13ης. Πού; Στό χάνι τού Κρόφ. Ήσουνα εκεί; Μάλιστα, κύριε ταγματάρχα, μαζί μέ δυό άπ' τους άντρες μου. V ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑ
Η Ίλκα έμεινε στο κατώφλι μέχρι που οι δυό φίλοι του πατέρα της χάθηκαν στη στροφή του δρόμου.
115
Καί μίλησες μέ τόν άτυχο Πόχ; Γιά λίγα λεπτά. Επίσης, θέλω νά προσθέσω πώς άν ό δολοφόνος είναι αυτός ό ταξιδιώτης πού πέρασε τή νύχτα του μαζί μέ τόν Πόχ στό ίδιο χάνι, τόν γνωρίζω κι αυτόν. Τόν γνωρίζεις; Ναί, κι άν είναι ό δολοφόνος... Καί βέβαια είναι, οΐ έρευνες δέν αφήνουν καμιά αμφιβο λία. Τότε, κύριε ταγματάρχα, θά σάς τόν πώ, αλλά πολύ φοβά μαι ότι δέ θά μέ πιστέψετε! θά σέ πιστέψω! Είναι ό καθηγητής Ντιμίτοι Νικόλεφ... Ό Ντιμίτρι Νικόλεφ; φώναξε ό ταγματάρχης κατάπλη κτος. Μά... δέν είναι δυνατόν... Σάς τό είχα πει πώς δέ θά μέ πιστεύατε! Ό ταγματάρχης είχε σηκωθεί άπ' τό κάθισμα του καί πηγαινοερχόταν μέσα στό γραφείο του μουρμουρίζοντας: «Ό Ντιμίτρι Νικόλεφ!... Ό Ντιμίτρι Νικόλεφ!». Τ Ηταν δυνατό; Αυτός ό υποψήφιος γιά τίς δημοτικές εκλογές, αυτός ό αντίπαλος της πανίσχυρης οίκογένειας Γιοχάουζεν, αυτός ό Ρώσος πού συγκέντρωνε τά όνειρα καί τίς ελπίδες των συμπατριωτών του, ήταν δυνατό νά είναι ό δολοφόνος του Πόχ; Τό βεβαιώνεις; ρώτησε σταματώντας μπροστά στον Εκ. Τό βεβαιώνω. Ώστε ό Ντιμίτρι Νικόλεφ έλειψε άπ' τή Ρίγα; Ναί... Αλλωστε μπορείτε νά τό διαπιστώσετε καί μόνος σας. Θά στείλω ένα χωροφύλακα οτό σπίτι του, απάντησε ό ταγματάρχης, καί θά είδοποιήσω τόν κύριο Φράνκ Γιοχάουζεν νά περάσει άπ' τό γραφείο μου... Εσύ, μείνε έδω. Στίς διαταγές σας, κύριε ταγματάρχα. Δέκα λεπτά αργότερα, ό κύριος Φράνκ Γιοχάουζεν βρισκόταν μπροστά στον ταγματάρχη κι ό ένωμοτάρχης "Εκ επανα-
λάμβανε τήν κατάθεση του. Δέν είναι καθόλου δύσκολο νά μαντέψουμε τά αίσθήματα
- Το βεβαιώνεις; ρώτησε ο Βέρντερ τον Εκ.
117 τοΰ τραπεζίτη. "Επιτέλους, ή πιό απροσδόκητη τροπή ερχόταν νά βάλει ένα τέλος στην αντιδικία του μέ τόν Νικόλεφ! Τό βεβαιώνεις; ξαναρώτησε ό ταγματάρχης τόν ένωυοτάρχη "Εκ. Μάλιστα, απάντησε ό Έκ μέ φωνή γεμάτη βεβαιότητα. Μά... κι αν δέν έφυγε άπ' τή Ρίγα; ρώτησε μέ τή σειρά του ό κύριος Φράνκ Γιοχάουζεν. Έφυγε, δήλωσε ό Εκ. Τή νύχτα της 13ης προς τή 14η τοϋ μήνα, δέ βρισκόταν στό σπίτι του. Τόν είδα μέ τά ίδια μου τά μάτια, καί τόν αναγνώρισα. "Ας περιμένουμε νά γυρίσει ό χωροφύλακας πού έστειλα στό σπίτι τού Νικόλεφ, είπε ό ταγματάρχης, δέ θ' αργήσει. Ό κύριος Φράνκ Γιοχάουζεν, καθισμένος πλάι στό παράθυρο, είχε βυθιστεί στίς σκέψεις του. Ήθελε νά πιστεύει ότ· ό ένωμοτάρχης δέν είχε γελαστεί, κι ωστόσο ένιωθε κάτι σαν ένστικτο δικαιοσύνης νά επαναστατεί μέσα του μπροστά σέ μιά τέτοια κατηγορία. Ό χωροφύλακας παρουσιάστηκε στό γραφείο τοϋ ταγματάρχη κι ανάφερε ότι ό Ντιμίτρι Νικόλεφ είχε φύγει άπ' τή Ρίγα στίς 13 τό πρωί, κι ότι δέν είχε επιστρέψει ακόμη. Έτσι, ή μαρτυρία τοϋ Έκ επιβεβαιωνόταν. — "Αρα, είχα δίκιο, κύριε ταγματάρχα, είπε. Ό Ντιμίτρι Νικό λεφ έφυγε άπ' τό σπίτι του, τό πρωί της 13ης. Ό Πόχ καί κείνος πήραν θέση στην ίδια άμαξα. Τό βράδυ έγινε τό ατύχη μα κι οί δυό ταξιδιώτες πέρασαν τή νύχτα τους στό χάνι. "Αρα, αν ένας άπ' τους ταξιδιώτες δολοφόνησε τόν άλλο, τότε ό δολοφόνος είναι ό Ντιμίτρι Νικόλεφ! Ό κύριος Φράνκ Γιοχάουζεν έφυγε, σαστισμένος αλλά καί ικανοποιημένος μ αυτό τό τρομερό νέο. Καί τό νέο δέν άργησε νά διαδοθεί. Κυκλοφόρησε στην πόλη σάν τό δυνατό άνεμο! Ό δολοφόνος τού «Σπασμένου Σταυρού» ήταν ό Ντιμίτρι Νικόλεφ. Ευτυχώς, δέν έφτασε ώς τήν Ίλκα. Καί γΓ αυτό φρόντισε ό γιατρός Αμιν.
Τό βράδυ, όταν ό κύριος Ντελαπόρτ καί κείνος συναντήθηκαν στό σαλόνι της, δέν είπαν ούτε λέξη γι' αυτό τό θέμα.
118 Αλλωστε, ούτε κι οΐ Ιδιοι τ6 είχαν πιστέψει. Ό Νικόλεφ δολοφόνος; Σαχλαμάρες! Ομως, ό τηλέγραφος είχε παίξει το ρόλο του. Ή αστυνομία είχε κινητοποιηθεί: διαταγή, νά συλλάβουν τόν Ντιμίτρι Νικόλεφ, όπου κι άν τόν συναντούσαν.
10
Ανάκριση
Ό Ντιμίτρι Νικόλεφ επέστρεψε στή Ρίγα τή νύχτα τής 15ης προς 16η τού Απρίλη, χωρίς νά τόν σταματήσουν στό δρόμο. Ανήσυχη, ή Ίλκα δέν κοιμόταν. Και φανταστείτε σέ ποια κατάσταση θά βρισκόταν ή άμοιρη κοπέλα, άν ήξερε τήν τρομερή κατηγορία πού βάραινε τόν πατέρα της! "Αλλωστε, υπήρχε καί κάτι άλλο πού τήν εμπόδιζε νά ησυχάσει. Είχε λάβει ένα τηλεγράφημα άπ' τόν Γιάν πού τήν ειδοποιούσε γιά τόν ερχομό του στό σπίτι, χωρίς νά εξηγεί τους λόγους αυτής τής ξαφνικής επιστροφής του. Ωστόσο, ένα μεγάλο βάρος έφυγε άπό πάνω της δταν, κατά τίς τρεις τή νύχτα, άκουσε τόν πατέρα της V ανεβαίνει τή σκάλα. Μιά πού εκείνος δέ χτύπησε τήν πόρτα της, σκέφτηκε πώς θά 'ταν προτιμότερο νά τόν άφηνε νά κοιμηθεί. Τό άλλο πρωί, θά τόν έβλεπε και θά τόν αγκάλιαζε. Κι Ισως. άν τό έκρινε σωστό, νά τής εξηγούσε γιατί είχε φύγει τόσο ξαφνικά. Πραγυατικά. τήν άλλη υέρα. πατέρας καί κόρη συναντήθηκαν πολύ νωρίς, κι ό Ντιμίτρι τής είπε αφού τή φίλησε: — Επιτέλους, ήρθα, κόρη μου Ή απουσία μου κράτησε περισσότερο άπ' δσο είχα υπολογίσει. — Φαίνεσαι κουρασμένος, πατέρα μου. παρατήρησε ή "Ιλκα
119 Λίγο. αλλά θ αναπαυτώ τό πρωί, και το απόγευμα θά μπορέσω νά πάω στα μαθήματα μου. Μήπως θά'ταν πιο φρόνιμο νά περιμένεις ιιέχοι αϋοιο Οι ιιαθητές σου έχουν ειδοποιηθεί "Οχι, Ίλκα, Οχι. Δέν μπορώ νά τους αφήσω περισσότερο. τ Ηρθε κανείς όσο έλειπα; Κανείς εκτός άπ' τό γιατρό καί τόν κύριο Ντελαπόρτ. Ξαφνιάστηκαν πολύ μέ τήν αναχώρηση σου. Ναι... απάντησε ό Νικόλεφ μέ διοταχτική φωνή. Δέν είχα πει τίποτα. Αλλά καί τί νά έλεγα; Δέν έλειψα καί τόσο πολύ, κι οϋτε μέ αναγνώρισε καί κανένας στό δρόμο. Ό καθηγητής δέν είπε περισσότερα, κι ή κόρη του, έπιφυλαχτική, αρκέστηκε νά τόν ρωτήσει άν ερχόταν άπ' τό Ντόρπατ.
Άπ' τό Ντόρπατ; έκανε σαστισμένος ό Νικόλεφ. Καί γιατί ρωτάς; Γιατί δέν μπορώ νά εξηγήσω ένα τηλεγράφημα πού έλαβα χτες βράδυ. Τηλεγράφημα; Κι άπό ποιόν; Άπ' τόν αδερφό μου. Μας ειδοποιεί ότι έρχεται απόψε. — Έρχεται ό Γιάν; Παράξενο... Τί νά θέλει άραγε; Ωστόσο, βλέποντας τήν αγωνία της κόρης του, θεώρησε απαραίτητο νά εξηγήσει: Κάτι σοβαρές υποθέσεις... είπε. Υποθέσεις πού μέ ανάγ κασαν νά φύγω βιαστικά. Κι είσαι ικανοποιημένος, πατέρα; — Ικανοποιημένος, ναί, αγαπητό μου παιδί, απάντησε εκεί νος αποφεύγοντας νά κοιτάξει τήν κόρη του στά μάτια. Έπειτα, σάν άνθρωπος αποφασισμένος νά μήν πει περισσότερα, άλλαξε θέμα συζήτησης. Μετά τό πρωινό τσάι, ό Ντιμίτρι Νικόλεφ ανέβηκε στό γραφείο του καί ρίχτηκε στή δουλειά. Τό σπίτι είχε ξαναβρεί τή συνηθισμένη του γαλήνη κι ή Ίλκα δέν μπορούσε οϋτε νά μαντέψει τή συμφορά πού θά τους χτυπούσε. Στίς δώδεκα τό μεσημέρι, ένας χωροφύλακας παρουσιάστηκε στην πόρτα τών Νικόλεφ. "Εφερε ένα γράμμα γιά τόν
— Φαίνεσαι κουρασμένος, πατέρα μου, παρατήρησε η Ίλκα
121 καθηγητή καί τό έδωσε στην υπηρέτρια χωρίς να ρωτήσει αν ό παραλήπτης βρισκόταν στό σπίτι του. Βλέπετε, ή αστυνομία παρακολουθούσε τό σπίτι άπ' τήν προηγούαενη Τό γράυυα ήταν πολύ λακωνικό: «Ό δικαστής Κέοστορψ καλεί τόν καθηγητή Νικόλεφ στό γραφείο του, όπου τόν περιμένει επειγόντως». Διαβάζοντας το, ό Ντιμίτρι Νικόλεφ χλώμιασε κι ή φυσιογνωμία του ποτίστηκε μέ μιά ζωηρή ανησυχία. Έπειτα, κάνοντας τή σκέψη ότι δέ θά 'πρεπε ν' αφήνει τόν δικαστή νά τόν περιμένει, φόρεσε τό πανωφόρι του καί κατέβηκε στή σάλα όπου βρισκόταν ή κόρη του: Ίλκα, είπε, έλαβα ένα σημείωμα άπ' τό δικαστή Κέρστορφ. Μου ζητάει νά περάσω άπ' τό γραφείο του. Ό δικαστής; έκανε έκπληκτη εκείνη. Καί τί υπορεϊ νά σέ θέλει, πατέρα; Δέν ξέρω, απάντησε βιαστικά ό Νικόλεφ. Μήπως έγινε τίποτα στό Ντόρπατ κι ό Γιάν αναγκάστηκε νά φύγει; Ίσως... Εξάλλου, δέ θ' αργήσουμε νά τό μάθουμε. Ό καθηγητής βγήκε κι ή κόρη του παρατήρησε τήν ταραχή του. Πλάι του, ό χωροφύλακας βάδιζε αβέβαια, μηχανικά, χωρίς νά δίνει σημασία στην περιέργεια τών ανθρώπων πού συναντούσαν στό δρόμο. Όταν έφτασαν στό δικαστήριο, μπήκαν σ' ένα γραφείο όπου βρισκόταν ό δικαστής Κέρστορφ μ' ένα γραφέα καί τόν ταγματάρχη Βέρντερ. Χαιρετήθηκαν κι ό Ντιμίτρι Νικόλεφ περίμενε νά τού απευθύνουν τό λόγο. — Κύριε Νικόλεφ, είπε ό δικαστής, σας ζήτησα νά μ' επισκε φτείτε γιατί χρειάζομαι μερικές πληροφορίες γιά μιά υπόθεση. Στή διάθεση σας. κύριε, απάντησε ό Ντιμίτρι Νικόλεφ. Καθίστε κι ακούστε με. Ο καθηγητής διάλεξε μιά καρέκλα μπροστά στό γραφείο τοϋ δικαστή, ένώ ό ταγματάρχης Βέρντερ στεκόταν όρθιος, πλάι στό παράθυρο. Σέ λίγο. ή συζήτηση μεταβλήθηκε σέ ανάκριση. — Κύριε Νικόλεφ, είπε ό δικαστής, μήν παραξενευτείτε αν οι
122 ερωτήσεις πού θά σάς κάνω έχουν άμεση σχέση μέ τήν ιδιωτική σας ζωή. Ποέπει νά μού απαντάτε υέ ειλικρίνεια όχι μόνο γιά τό καλό τής υπόθεσης, αλλά καί γιά τό δικό σας. Ο Νικόλεφ δέν απάντησε, αλλά κούνησε καταφατικά τό κεψάλι του κοιτάζοντας τό δικαστή κατάματα. Ό κύριος Κέρστορψ συμβουλεύτηκε τά χαρτιά πού είχε μπροστά καί ρώτησε μέ ήρεμη καί σοβαρή φωνή: Κύριε Νικόλεφ, ρώτησε, είναι αλήθεια ότι απουσιάσατε μερικές μέρες; Μάλιστα, κύριε. Καί πότε φύγατε άπ' τή Ρίγα; Στίς 13, τό πρωί. Καί επιστρέψατε; — Απόψε τή νύχτα. Φύγατε μόνος; Μόνος. Καί ξαναγυρίσατε μόνος; Μόνος. Όταν φύγατε, πήρατε τήν άμαξα τού Ρέθελ; Ναι, απάντησε μέ κάποιο δισταγμό ό Νικόλεφ. Καί όταν ξαναγυρίσατε; Τ Ηρθα μέ κάρο. Καί πού τό βρήκατε αυτό τό κάρο; Πενήντα θέρστια άπό δω, στό δρόμο τής Ρίγας. Ωστε φύγατε τά ξημερώματα τής 13ης; Μάλιστα, κύριε, στίς έξι. Είσαστε μόνος στην άμαξα, "Οχι μ έναν άλλο ταξιδιώτη. Τόν γνωρίζατε;
"Οχι Όμως. δέ θ αργήσατε νά μάθετε πώς ήταν ό Πόχ τήρας στην Τράπεζα Γιοχάουζεν; Πραγυατικά ό κύριος αυτός ήταν πολύ φλύαρος κ°ί σταμάτησε νά κουβεντιάζει μέ τόν οδηγό. Καί συζητούσε γιά προσωπικά του θέματα;
Μάλιστα
123 Καίτί έλεγε; Ότι πήγαινε στό Ρέβελ γιά λογαριασμό τοϋ κυρίου Γιοχάουζεν. Δέν έδειχνε ανυπόμονος νό γυρίσει στή Ρίγα... όπου θά παντρευόταν; Ναί... αλλά γιά νά είμαι ειλικρινής δέν πρόσεχα καί τόσο τά λόγια του, γιατί δέ μ' ενδιέφεραν. Δέ σάς ενδιέφεραν; ρώτησε τότε ό ταγματάρχης Βέρντερ. Καθόλου, απάντησε ό Νικόλεφ κοιτάζοντας τόν ταγματάρ χη σαστισμένος. Γιά ποιο λόγο θά έπρεπε νά μ1 ενδιαφέρουν; Αυτό ακριβώς θέλουμε καί μείς νά μάθουμε, απάντησε ό δικαστής Κέρστορφ. Στήν απάντηση αυτή, ό καθηγητής έκανε μιά κίνηση δείχνοντας ότι δέν καταλάβαινε. — Αυτός ό Πόχ. είπε ό δικαστής, δεν είχε ένα χαρτοφύλακα, άπό κείνον πού χρησιμοποιούν συνήθως γιά τή μεταφορά χρημάτων καί εγγράφων; Μπορεί, κύριε, αλλά δέν τό πρόσεξα. Καί δέν μπορείτε νά μας πείτε αν τόν πρόσεχε, ή αν τόν άφηνε έδώ καί κει; "Ημουνα σέ μιά γωνιά, τυλιγμένος μέ τό πανωφόρι μου, χωμένος μέσα στήν κουκούλα μου καί δέν πρόσεξα τί έκανε και τί δέν έκανε ό συνταξιδιώτης μου. Κι όμως, ό οδηγός είναι κατηγορηματικός σ' αυτό τό σημείο. Αν τό βεβαιώνει εκείνος, θά πεί ότι είναι κι αλήθεια. Δέν μιλήσατε υ.έ τόν Πόχ: Κατά τή διάρκεια τοϋ ταξιδιού, δχι. Τού μίλησα γιά πρώτη φορά όταν χρειάστηκε νά πάμε στό χάνι, μετά τό ατύχημα. Καί όλη τή μέρα. μείνατε στή γωνιά σας. προσεχτικά χωμένος στό παλτό σας; Προσεχτικά; Γιατί προσεχτικά, κύριε; ρώτησε ό Νικόλεφ
παραξενεμένος μ' αυτή τή λέξη. Γιατί δέ θέλατε νά σάς αναγνωρίσουν. Τ Ηταν ό ταγματάρχης Βέρντερ πού, έΓαμβαίνοντας στήν
124 ανάκριση, πέταξε αυτό τό υπονοούμενο. "Ομως αυτή τή φορά, ό Ντιμίτρι Νικόλεφ δέν τό αρνήθηκε, όπως είχε κάνει μέ τή λέξη τοΰ δικαστή. Έπειτα άπό μιά μικρή παύση, αρκέστηκε ν' απαντήσει: Νομίζω ότι σάν ελεύθερος πολίτης, έχω τό δικαίωμα νά ταξιδεύω όπως μού αρέσει! Θαυμάσια προφύλαξη, απάντησε ό ταγματάρχης, γιά νά μή σας αναγνωρίσουν μάρτυρες μέ τους οποίους θά μπορού σατε νά έρθετε αντιμέτωπος. Άλλο ένα σοβαρό υπονοούμενο πού έκανε τόν καθηγητή νά χλωμιάσει. — Μέ λίγα λόγια, πρόσθεσε ό δικαστής, δέν αρνείστε ότι συνταξιδέψατε μέ τόν Πόχ. — Οχι, αν αυτός πού ταξίδευε μαζί μου στην άμαξα, ήταν ό Πόχ. —Αυτό παραείναι βέβαιο, απάντησε ό ταγματάρχης. Καί ό κύριος Κέρστορφ εξακολούθησε: Τό ταξίδι συνεχίστηκε άπό σταθμό σέ σταθμό, χωρίς απρόοπτα. Τό μεσημέρι κάνατε μιά ώρα παύση γιά νά φάτε. Εσείς, σερβιριστήκατε σέ μιά σκοτεινή κι απόμερη γωνιά τής αίθουσας, φροντίζοντας πάντα νά μή σας αναγνωρίσουν. Έ πειτα, ή άμαξα συνέχισε τό δρόμο της. Ό καιρός ήταν πολύ άσκημος καί κατά τίς εφτά έγινε τό ατύχημα. Ένα άλογο σωριάστηκε κι ή άμαξα αναποδογυρίστηκε. Κύριε, τόν διέκοψε ό Νικόλεφ, μού επιτρέπετε νά σας ρωτήσω γιά ποιο λόγο μέ ανακρίνετε; Γιά χάρη τής δικαιοσύνης, κύριε Νικόλεφ. "Οταν ό οδηγός Μπρόκς διαπίστωσε πώς ή άμαξα δέν ήταν σέ κατάσταση νά φτάσει ώς τόν επόμενο σταθμό, τό Περνώ, έγινε ή πρόταση νά
περάσετε τή νύχτα σας στό χάνι τού δρόμου. Μάλιστα, έσεΐς υποδείξατε τό χάνι... Πού δέν τό γνώριζα καί όπου, εκείνο τό βράδυ, μπήκα γιά πρώτη φορά. Έστω! Πάντως, είναι βέβαιο ότι προτιμήσατε νά περάσετε έκεΤ τή νύχτα σας αντί νά πάτε στό Περνώ μέ τόν οδηγό.
125 Ναί, προτίμησα νά πάω στο χάνι μαζί με τόν συνταξιδιώτη μου. Εσείς τόν πείσατε νά σάς ακολουθήσει; Δεν τόν έπεισα γιά τίποτα, απάντησε ό Νικόλεφ. Τ Ηταν τραυματισμένος καί δε θά μπορούσε νά περπατήσει μέχρι τό Περνώ. ΤΗταν μάλιστα ευτύχημα γι1 αυτόν πού βρέθηκε εκείνο τό χάνι... Μεγάλο ευτύχημα! φώναξε ό ταγματάρχης Βέρντερ πού δεν κατάφερε νά κρατήσει άλλο τήν ψυχραιμία του. Ό κύριος Κέρστορφ, μή θέλοντας ν' αφήσει τήν ανάκριση νά πάρει λαθεμένο δρόμο, βιάστηκε νά ξαναρχίσει τίς ερωτήσεις: Όταν ό οδηγός έφυγε γιά τό Περνώ, εσείς ξεκινήσατε γιά τό «Σπασμένο Σταυρό»; Τό «Σπασμένο Σταυρό»; άπανάλαβε ό Νικόλεφ. Δέν ήξε ρα ότι τό χάνι ονομαζόταν έτσι. Όταν φτάσατε μέ τόν Πόχ, σάς δέχτηκε ό ταβερνιάρης Κρόφ. Τοϋ ζητήσατε ένα δωμάτιο κι ό Πόχ έκανε τό ίδιο. Ό Κρόφ σάς πρότεινε νά δειπνήσετε, αλλά εσείς δέ δεχτήκατε, ένώ ό Πόχ δέχτηκε. Δέν πεινούσα. Καί τήν άλλη μέρα φύγατε, χωρίς νά περιμένετε τήν επισκευή τής άμαξας. Ειδοποιήσατε καί τόν ταθερνιάρη κι ανεβήκατε αμέσως στό δωμάτιο σας... Μάλιστα, έτσι ακριβώς έγινε, απάντησε ό καθηγητής δείχνοντας πώς όλες αυτές οι ερωτήσεις είχαν αρχίσει νά τόν κουράζουν. Τό δωμάτιο σας βρισκόταν στ' αριστερά τής αίθουσας όπου έπιναν ακόμη μερικοί πελάτες τοΰ Κρόφ, καί στό άκρο τοϋ σπιτιού... Δέν ξέοω. κύριε. Σάς έπαναλαυβάνω ότι έιιπαινα νια
πρώτη φορά σ1 αυτό τό χάνι. Κι άν σκεφτείτε ότι νύχτα έφτασα καί νύχτα έφυγα... — Χωρίς νά περιμένετε τήν επιστροφή τού οδηγού, επιμένω σ αυτό τό σημείο, παρατήρησε ό κύριος Κέρστορφ. χωρίς να
126 περιμένετε τόν οδηγό καί τήν επισκευή της άμαξας... Χωρίς νά τόν περιμένω, δήλωσε ό Νικόλε^ρ, άφοΰ δέν έμεναν παρά είκοσι μόνο θέρστια γιά τό Περνώ. Έστω! Αυτό πού είναι βέβαιο, είναι πώς ή ιδέα αυτή σας ήρθε τό βράδυ καί σεις τήν εφαρμόσατε στις τέσσερις τό πρωί. Ό Ντιμίτρι Νικόλεφ δέν απάντησε. Τώρα, εξακολούθησε ό κύριος Κέρστορφ, πρέπει νά σας κάνω άλλη μιά ερώτηση. Περιμένω, κύριε. — Ποιος ήταν ό λόγος γιά τό ταξίδι σας, ένα ταξίδι πού αποφασίστηκε τόσο βιαστικά καί μυστικά; Στήν ερώτηση αυτή, ό κύριος Νικόλεφ φάνηκε ν1 αναστατώνεται. Προσωπικές υποθέσεις, απάντησε. Τί είδους; Δέν έχω κανένα λόγο νά σάς τίς αποκαλύψω. "Ωστε αρνείστε νά μιλήσετε; Ναί, αρνούμαι. Μπορείτε τουλάχιστον νά μας πείτε πού πηγαίνατε φεύ γοντας άπ' τή Ρίγα; Ούτε αυτό μπορώ νά σάς πώ. Πληρώσατε εισιτήριο ώς τό Ρέβελ. Ή δουλειά σας ήταν στό Ρέβελ; Καμιά απάντηση. — Μοϋ φαίνεται πώς ήταν μάλλον στό Περνώ, άφοϋ φύγατε χωρίς νά περιμένετε τήν άμαξα. Επιμένω: ή δουλειά σας ήταν στό Περνώ; Ό Ντιμίτρι Νικόλεφ επέμεινε στή σιωπή του. — "Ας συνεχίσουμε, είπε ό δικαστής. Κατά τίς τέσσερις τό πρωί, σύμφωνα μέ τήν κατάθεση τοΰ πανδοχέα, σηκωθήκατε... Σηκώθηκε καί κείνος... Όταν βγήκατε άπ' τήν κάμαρα, τυλιγ μένος στό πανωφόρι σας καί μέ κατεβασμένη τήν κουκούλα χαμηλά ώστε νά μήν αναγνωρίζεται τό πρόσωπο σας, ό Κρόφ σάς ρώτησε άν θέλατε τσάι ή κρασί... Αρνηθήκατε καί πληρώ-
127 σατε τό λογαριασμό σας... Έπειτα, ό Κρόφ, άφοΰ τράβηξε τίς αμπάρες της πόρτας, σας άνοιξε καί σεις απομακρυνθήκατε βιαστικά προς τήν κατεύθυνση τοϋ Περνώ. Είμαι σαφής; Απόλυτα, κύριε. Γιά τελευταία φορά, θέλετε νά μας αποκαλύψετε τό σκοπό τοϋ ταξιδιού σας, και πού πηγαίνατε φεύγοντας άπ' τή Ρίγα; — Κύριε Κέρστορφ, είπε τότε ψυχρά ό Ντιμίτρι Νικόλεφ, δέν ξέρω τί σκοπό έχουν όλες αυτές οι ερωτήσεις καί γιά ποιο λόγο βρίσκομαι αυτή τή στιγμή στό γραφείο σας. Ωστόσο, απάντησα σέ όσα μπορούσα ν' απαντήσω... Είχα άλλωστε κάθε δικαίωμα νά μή μιλήσω καί καθόλου. Προσθέτω ότι τό έκανα μέ όλη μου τήν καλοπιστία. "Αν ήθελα νά κρύψω ότι έκανα αυτό τό ταξίδι καί τούτο γιά λόγους πού θά αφορούσαν μόνο εμένα, άν ήθελα ν' αρνηθώ ότι ταξίδεψα μέ τήν ταχυδρομική άμαξα, άν ήθελα ν' αρνηθώ ότι ό συνταξιδιώτης τού κλητήρα ήμουνα έγώ, πώς θά μέ διαψεύδατε, αφού, όπως λέτε, ήμουνα τόσο προσεχτικά σκεπασμένος ώστε νά μή μ' αναγνωρίσει κανείς; Πρέπει νά τό τονίσουμε πώς ό Ντιμίτρι Νικόλεφ πρόβαλε τά επιχειρήματα του μέ μοναδική αυτοκυριαρχία όπου άχνοδιακρινόταν κάποια περιφρόνηση. Όμως, ή απάντηση τού δικαστή τόν ξάφνιασε: Άν ό Πόχ κι ό Μπρόκς δέν κατάλαβαν ποιος είστε, κύριε Νικόλεφ, υπάρχει ωστόσο ένας άλλος μάρτυρας πού σας αναγνώρισε. Ένας άλλος μάρτυρας; Ναί... καί δέ θ' αργήσετε ν' ακούσετε τήν κατάθεση του. Κι ό δικαστής στράφηκε σ' ένα χωροφύλακα καί τοϋ είπε: Οδηγήστε έδώ τόν ένωμοτάρχη Έκ. Μιά στιγμή αργότερα, ό ένωμοτάρχης έμπαινε στό γραφείο, χαιρετούσε στρατιωτικά τόν ταγματάρχη καί περίμενε τίς ερωτήσεις τού κυρίου Κέρστορφ. — Είστε ό ένωμοτάρχης "Εκ, τού έκτου λόχου; ρώτησε ό
δικαστής.
126 Ό ένωμοτάρχης είπε τά στοιχεία του, ένώ ό Ντιμίτρι Νικόλεφ τόν κοίταζε σά νά τόν έβλεπε γιά πρώτη φορά. Τό βράδυ της 13ης Απριλίου, συνέχισε ό δικαστής, βρισκόσαστε στο χάνι τού «Σπασμένου Σταυροϋ», έτσι δέν είναι; Μάλιστα, κύριε δικαστά. Επέστρεφα άπ' τόν ποταμό Πέρνοθα Κυνηγούσα ένα δραπέτη πού ωστόσο εξαφανίστηκε πέφτοντας ανάμεσα στους πάγους. Στήν απάντηση αυτή, ό Ντιμίτρι Νικόλεφ δέν μπόρεσε νά συγκρατήσει μιά κίνηση πού ξάφνιασε τόν κύριο Κέρστορφ. Ωστόσο, ό δικαστής δέν είπε τίποτα καί ζήτησε άπ' τόν "Εκ νά επαναλάβει τήν κατάθεση του. Ό Έκ άρχισε τήν αφήγηση του άπ' τή στιγμή πού οι δυό ταξιδιώτες έφτασαν στό χάνι καί τέλειωσε λέγοντας ότι σέ κάποια στιγμή πού ή κουκούλα τού άγνωστου ανασηκώθηκε, εκείνος μπόρεσε καί τόν αναγνώρισε. Ήταν ό Ντιμίτρι Νικόλεφ. Καί τώρα, τόν αναγνωρίζεις; ρώτησε ό δικαστής. Είναι ό κύριος άπό δώ. Ό καθηγητής πού είχε ακούσει τήν κατάθεση χωρίς νά τή διακόψει, είπε τότε: Ό ένωμοτάρχης δέν έκανε λάθος. Ήμουνα στό χάνι. Μόνο πού άν εκείνος μέ πρόσεξε, έγώ δέν τόν πρόσεξα καθό λου. "Αλλωστε, δέν καταλαβαίνω τί χρειαζόταν αυτή ή άντιπαράσταση, αφού άπ' τήν αρχή σας είπα ότι εκείνη τή νύχτα βρισκόμουνα στό <'Σπασμένο Σταυρό». Θά τό μάθετε, κύριε Νικόλεφ, απάντησε ό δικαστής. Μά πρώτα, όμως, θά σας ξαναζητήσω νά μού αποκαλύψετε τό σκοπό καί τόν προορισμό τοϋ ταξιδιού σας. Αρνούμαι. Ή άρνηση σας είναι σέ βάρος σας! Γιατί;
Διότι έτσι επιβαρύνετε τή θέση σας! Σέ τί πράγμα; Στήν κατηγορία ότι τή νύχτα της 13ης προς τή 14η Απρι λίου, στό χάνι τοϋ «Σπασμένου Σταυροϋ», δολοφονήσατε καί
129 ληστέψατε τόν Πόχ, κλητήρα τής Τράπεζας Γιοχάουζεν. — Εγώ, δολοφόνος; Ο Νικόλεψ σηκώθηκε, έσπρωξε πέρα την καρέκλα του καί προχώρησε κατά τήν πόρτα. — Τό αρνείστε, Ντιμίτρι Νικόλεφ; ρώτησε ό δικαστής. — Υπάρχουν ορισμένα πράγματα πού δέ χρειάζεται νά τ' αρνηθεί κανείς, γιατί δέ στέκουν άπό μόνα τους, απάντησε ό Νικόλεφ. Προσέξτε! Μά ελάτε τώρα! Σοθαρευτείτε! Είμαι πολύ σοβαρός! Δέ μ' αρέσει νά συζητώ ένα τέτοιο θέμα, κύριε, είπε ό κα θηγητής μέ αγέρωχο ύφος, αλλά θά μπορούσα νά μάθω γιατί ή κατηγορία στρέφεται ενάντια σ' εκείνον πού πέρασε τή νύχτα του στό χάνι μαζί μέ τό θύμα; Γιατί, απάντησε ό Κέρστορφ, στό δωμάτιο τής κάμαρας βρέθηκαν ίχνη πού αποδείχνουν ότι κάποιος τό παραβίασε απέξω, καί γιατί ή βέργα πού χρειάστηκε γι' αυτή τή δουλειά βρέθηκε μέσα στην κάμαρα τοϋ ταξιδιώτη. Κι αποκλείετ αι νά έγινε τό έγκλημα, άφοϋ έφυγα έγώ; ρώτησε ό Νικόλεφ. Θέλετε νά κατηγορήσετε τόν πανδοχέα; Μά δέ βρέθηκε κανένα στοιχείο εναντίον του. Δέ θέλω νά κατηγορήσω κανένα, κύριε Κέρστορφ, απάν τησε ακόμη πιό αγέρωχα ό Νικόλεφ. "Εχω όμως τό δικαίωμα νά πω ότι είμαι ό τελευταίος πού θά μπορούσε νά κατηγορηθεί γιά ένα τέτοιο έγκλημα. Εκτός άπ' τή δολοφονία, υπάρχει καί ή ληστεία, είπε τότε ό ταγματάρχης Βέρντερ, καί τά χρήματα πού είχε ό Πόχ στό χαρτοφύλακα του εξαφανίστηκαν... Καί γώ τί σχέση έχω; Ό δικαστής πετάχτηκε προτού ό Βέρντερ προλάβει ν' απαντήσει: — Ντιμίτρι Νικόλεφ, ρώτησε, θά μάς πείτε που πήγατε φεύ γοντας άπ' τό πανδοχείο. ' > / ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑ
130 — Όχι! απάντησε κοφτά ό Νικόλεφ. Κι άν νομίζετε ότι πρέ πει, συλλάβετε με! — Όχι, κύριε Νικόλεφ, είπε ό δικαστής αφήνοντας τόν ταγματάρχη κατάπληκτο, δέ θά σας συλλάβω! Βέβαια, υπάρ χουν κατηγορίες εναντίον σας, αλλά λαμβάνω ύπ' όψη μου τό παρελθόν σας καί τό σεβασμό πού σάς έχει όλη ή πόλη καί σας επιτρέπω νά φύγετε... Γιά τήν ώρα, είστε ελεύθερος... Ωστό σο, σάς παρακαλώ νά είστε πάντα στή διάθεση της δικαιοσύ νης!
11
Ή οργή τού πλήθους Στό μεταξύ, ή πόλη είχε αρχίσει ν' αναστατώνεται. ΟΊ περισσότεροι κάτοικοι σκέφτονταν πώς, μετά τήν ανάκριση, ό καθηγητής θά προφυλακιζόταν κι ή έκπληξη τους ήταν μεγάλη όταν τόν είδαν νά ξαναγυρίζει ελεύθερος στό σπίτι του. Όμως, τό τρομερό νέο είχε π'ιά φτάσει παντού. Τώρα, ή Ίλκα ήξερε τή φοβερή κατηγορία πού βάραινε τόν πατέρα της κι ό Γιάν, ό αδερφός της, της είχε διηγηθεί τό επεισόδιο στό Πανεπιστήμιο. Ό πατέρας μας είναι αθώος! φώναξε ό νέος, καί θά μέ δε! κι άπ' τήν ανάποδη αυτός ό άθλιος Κάρλ. Ναί... ναί... αθώος.απάντησε ή νέα κοπέλα σηκώνοντας περήφανα τό κεφάλι της, καί κανένας, οΰτε οί εχθροί του, δέ θά τολμήσουν νά τόν κατηγορήσουν! Τέτοια ήταν ή γνώμη καί τών στενών φίλων τοΰ σπιτιού,
τού γιατρού "Αμιν καί τού κυρίου Ντελαπόρτ, πού έτρεξαν νά
131 συμπαρασταθούν στον καθηγητή και τήν οικογένεια του. Η παρουσία τους, τά καλά τους λόγια καί οι ενθαρρυντικές τους κουβέντες απάλυναν τόν πόνο των δυό άδερφιών. Μέ δυσκολία όμως κατάφεραν νά τους εμποδίσουν νά πάνε στό γραφείο τοϋ δικαστή. — "Οχι, τους είπε ό γιατρός "Αμιν, μείνετε έδώ μαζί μας! Καλύτερα νά περιμένετε! Ό Νικόλεφ θά ξαναγυρίσει δικαιωμέ νος! Τί χρειάζεται τότε νά περνάς μιά ολάκερη ζωή στην τιμιό τητα, όταν άπ' τή μιά στιγμή στην άλλη μπορούν νά σέ επιβα ρύνουν μέ τέτοιες κατηγορίες; Χρειάζεται, καλό μου παιδί, απάντησε ό γιατρός. Κι αν ό ίδιος ό Ντιμίτρι παραδεχόταν ότι σκότωσε κάποιον, έγώ θ' απαντούσα ότι τρελάθηκε καί δεν ξέρει τί λέει. Νά σέ ποια κατάσταση βρήκε τήν οικογένεια του καί τους φίλους του, ό Ντιμίτρι Νικόλεφ όταν επέστρεψε στό σπίτι του. Όμως, τά πάθη είχαν αρχίσει νά φουντώνουν καί, στό δρόμο, είχε ακούσει κάμποσα άσκημα σχόλια γιά λογαριασμό του. Τά παιδιά του σφίγγονταν πάνω του καί κείνος τά γέμιζε φιλιά. Ό γιατρός "Αμιν, ό πρόξενος, οί φίλοι του, τοϋ έσφιγγαν τό χέρι κι έδειξαν μέ τόν τρόπο τους ότι καμιά κατηγορία δέν θά τους έκανε ν' αλλάξουν τή γνώμη τους γι' αυτόν. "Επειτα, μέσα στό σαλόνι όπου ήταν όλοι συγκεντρωμένοι, ένώ κάμποσοι περίεργοι είχαν μαζευτεί έξω άπ' τό σπίτι του, ό Ντιμίτρι Νικόλεφ διηγήθηκε τί είχε συμβεί στό γραφείο τού δικαστή, χωρίς νά παραλείψει τήν εχθρότητα τού Βέρντερ καί τά υπονοούμενα του. Ή φωνή του ήταν βραχνή καί κοφτή καί τό βλέμμα του είχε χάσει τή λάμψη του. Κατάλαβαν ότι είχε ανάγκη νά ξεκουραστεί, νά μείνει μόνος, κι ίσως ακόμη *αί νά ριχτεί στή δουλειά του γιά νά ξεχάσει τή δοκιμασία του, κι οί φίλοι του αποφάσισαν νά φύγουν. Ό Γιάν ανέβηκε στην κάμαρα τής αδερφής του κι ό Ντιμίτρι Νικόλεφ κλείστηκε στό γραφείο του. Βγαίνοντας ό κύριος Ντελαπόρτ είπε στό γιατρό:
— Τά πνεύματα είναι αναστατωμένα καί παρόλο πού ό Ντιμί-
- Αν νομίζετε ότι πρέπει, συλλάβετε με! είπε Ο Ντιμίτρι Νικόλεφ.
133 τρι είναι αθώος, πιστεύω πώς ό αληθινός ένοχος πρέπει νά βρεθεί τό συντομότερο, γιατί τό μίσος τών εχθρών του δε θά πάψει νά τόν κυνηγάει! — Πολύ τό φοβάμαι, απάντησε ό γιατρός. Πρώτη φορά επιθυμώ τόσο πολύ ν' ανακαλύψτε! ό ένοχος ενός εγκλήματος. Διαφορετικά, οι Γιοχάουζεν θά εκμεταλλευτούν όσο μπορούν αυτή τήν ευκαιρία πού τους παρουσιάζεται!
Φυσικά, ό Γιάν ούτε πού σκεφτόταν νά ξαναγυρίσει στό Πανεπιστήμιο. Πώς θά τόν υποδέχονταν οι συμφοιτητές του, ακόμη καί κείνοι πού ώς τώρα ήταν φίλοι του, Ίσως νά μήν είχε μείνει κανείς γιά νά τόν υπερασπίζεται, εκτός άπ' τόν καλό του Γκοσποντίν, καί πώς θά κατάφερνε νά κρατάει τήν ψυχραιμία του μπροστά στά ειρωνικά σχόλια τού Κάρλ; — "Α, αυτός ό Κάρλ! έλεγε καί ξανάλεγε στό γιατρό "Αμιν. Ό πατέρας μου είναι αθώος! Μά ή αθωότητα του θ' αναγνωριστεί μόνο αν βρεθεί ό αληθινός ένοχος! Όμως, είτε αναγνωριστεί είτε όχι, θά κάνω τόν Κάρλ Γιοχάουζεν νά πληρώσει ακριβά τή βρισιά του! Καί γιατί νά περιμένω; Ό γιατρός μόλις πού κατάφερνε νά τόν συγκρατεί: — Μήν είσαι ανυπόμονος, Γιάν, τόν συμβούλευε, καί μήν κάνεις απερισκεψίες! Όταν έρθει ή ώρα, θά στό πώ μόνος μου: κάνε τό καθήκον σου! Ό Γιάν όμως επέμενε κι αν δέν ήταν τά παρακάλια τής αδερφής του, σίγουρα θά είχε ξεσπάσει κι αυτό θά χειροτέρευε οπωσδήποτε τήν κατάσταση. Τό βράδυ τής επιστροφής του οτή Ρίγα, έπειτα άπ τήν ανάκριση, ό Ντιμίτρι Νικόλεφ είχε ρωτήσει αν είχε έρθει κάποιο γράμμα γΓ αυτόν. Όχι... ό ταχυδρόμος δέν είχε φέρει παρά τήν έφηυερίδα τών σλάβων. Τήν επόμενη, τήν ώρα τής διανομής, ό καθηγητής, αφήνοντας τή δουλειά του, βγήκε νά περιμένει τόν ταχυδρόμο
134 υ τήν πόρτα Εκείνη τή στιγμή, ή γειτονιά ήταν ακόμη έρημη και μόνο μερικοί χωροφύλακες πηγαινοέρχονταν έξω άπ' τό σπίτι. Ή Ίλκα βγήκε μαζί μέ τόν πατέρα της στό κατώφλι. Περιμένεις τόν ταχυδρόμο; τόν ρώτησε. Ναί, απάντησε ό Νικόλεφ, καί μοΰ φαίνεται πώς αργεί πολύ σήμερα. Όχι, καλέ μου πατέρα, είναι ακόμη πολύ νωρίς, σέ βεβαιώ. Κάνει κρύο. καλύτερα νά μπε'ις υέσα. Περιμένεις νοάυμα: Ναί, παιδί μου, αλλά μή μένεις έξω. Ανέβα στην κάμαρα σου Απ' τό ϋφος του, θά 'λεγε κανείς, ότι ή παρουσία της Ίλκα τόν ενοχλούσε. Εκείνη τή στιγμή, φάνηκε κι ό ταχυδρόμος. Δέν είχε κανένα γράμμα γιά τόν καθηγητή, καί κείνος δέν μπόρεσε νά κρύψει τή δυσαρέσκεια του. Τό βράδυ καί τό άλλο πρωί, ό Νικόλεφ έδειξε πάλι τήν ανυπομονησία του όταν ό ταχυδρόμος πέρασε έξω άπ' τό σπίτι χωρίς νά σταματήσει. Από ποιόν περίμενε γράμμα ό Ντιμίτρι Νικόλεφ καί τί σημασία μπορούσε νά έχει αυτό τό γράμμα γι' αυτόν; Είχε καμιά σχέση μέ τό μυστηριώδες ταξίδι του μέ τίς τόσο άσκημες συνέπειες γιά όλους; Εκείνο τό πρωί, άπό τίς οχτώ ή ώρα, ό γιατρός "Αμιν κι ό κύριος Ντελαπόρτ έφτασαν βιαστικά καί ζήτησαν νά δουν τά δυό αδέρφια. Έρχονταν νά ειδοποιήσουν πώς ή κηδεία τοΰ Πόχ θά γινόταν τήν ίδια εκείνη μέρα. Φοβούνταν ότι ό κόσμος μπορεί νά εκδηλωνόταν εναντίον τού Νικόλεφ κι ίσως νά χρειαζόταν νά λάβουν μερικά μέτρα. "Ετσι, ό γιατρός Αμιν συμβούλεψε νά μήν πουν τίποτα στον Ντιμίτρι Νικόλεφ. Μιά πού κλεινόταν στό γραφείο του καί δέν κατέβαινε παρά μόνο τήν ώρα τού φαγητού, μπορούσε θαυμάσια νά γλιτώσει άπό πολλές σκοτούρες κΓίσως και κινδύνους.
135 Τό γεύμα, όπου ήταν καλεσμένοι κι ό γιατρός με τόν κύριο Ντελαπόρτ, κύλησε χωρίς απρόοπτα. Δέν είπαν ούτε λέξη γιά τήν κηδεία πού θά γινόταν τ' απόγευμα. Ωστόσο, περισσότερες άπό μιά φορά, άγριες κραυγές έκαναν τους συνδαιτημόνες νά τιναχτούν, εκτός άπ' τόν καθηγητή πού δέ φαινόταν ν' ακούει τίποτα. Μετά τό φαγητό, ό καθηγητής έσφιξε τό χέρι των φίλων του κι ανέβηκε στό γραφείο του. Ό Γιάν κι ή Ίλκα, ό γιατρός κι ό πρόξενος έμειναν στή σάλα. Έξω, ή φασαρία όσο πήγαινε καί δυνάμωνε κι ό κόσμος ολοένα καί συγκεντρωνόταν έξω άπ' τό σπίτι τού καθπνητή. Κατά τή μιάμιση, δυνατές φωνές καί κλάματα ανάγγειλαν πώς ή πομπή πλησίαζε στό στρίψιμο τού δρόμου. Τό σπίτι αντήχησε. Τότε, ό γιος. ή κόοη καί οι φίλοι τοΰ καθηγητή, τόν είδαν νά κατεβαίνει στή σάλα. Τι συμβαίνει; ρώτησε. Πήγαινε επάνω, Ντιμίτρι, απάντησε ζωηρά ό γιατρός. Είναι ή κηδεία τοΰ άμοιρου Πόχ. — Εκείνου πού δολοφόνησα! είπε ψυχρά ό Νικόλεφ. — Πήγαινε επάνω, σέ παρακαλώ! — Πατέρα! φώναξαν ό Γιάν καί ή "Ιλκα ικετεύοντας τον. Ό Ντιμίτρι Νικόλεφ βρισκόταν σέ απερίγραπτη ψυχολογι κή κατάσταση. Χωρίς ν' ακούσει κανένα, προχώρησε σ' ένα παράθυρο της αίθουσας καί προσπάθησε νά τ' ανοίξει. Όχι! Μήν τό κάνεις αυτό! φώναξε ό γιατρός. Είναι καθαρή τρέλα! Κι όμως, θά τό κάνω! Καί προτού προλάβουν νά τόν εμποδίσουν, άνοιξε τό παράθυρο καί στάθηκε στό άνοιγμα του. Χιλιάδες κραυγές ξέφυγαν άπ' τά στόματα τού πλήθους. Εκείνη τή στιγμή, ή πομπή έφτανε στό ϋψος τού σπιτιού Η Ζηναίδα Παρενσώφ, πού όλοι λογάριαζαν σά χήρα τού νεκρού, ακολουθούσε τό φέρετρο πού ήταν στολισμένο μέ λουλούδια καί στεφάνια. Έπειτα, έρχονταν οι κύριοι Γιοχάουζεν καί τό προσωπικό τής τράπεζας τους, μπροστά άπ τους υπόλοιπους φίλους καί γνωστούς πού είχαν έρθει στην κηδεία
136 περισσότερο γιά νά περάσουν τήν ώρα τους. Ή πομπή σταμάτησε έξω άπ' τό σπίτι τοΰ καθηγητή κι οί κατάρες κι οι απειλές δυνάμωσαν. Πραγματικά, άπ' τή στιγμή πού ό Νικόλεφ είχε παρουσιαστεί στο παράθυρο, τό πλήθος είχε αρχίσει νά ουρλιάζει: «Θάνατος στό δολοφόνο! Θάνατος στό δολοφόνο!» Εκείνος, με τά χέρια σταυρωμένα, τό κεφάλι ανασηκωμένο περήφανα, ακίνητος σάν τό άγαλμα της περιφρόνησης, δέν έθγαζε άχνα. Τά παιδιά του, ό γιατρός κι ό κύριος Ντελαπόρτ πού δέν είχαν καταφέρει νά τόν σταματήσουν, στέκονταν τώρα πλάι του. Στό μεταξύ, ή πομπή συνέχισε τήν πορεία της. Οι φωνές διπλασιάστηκαν. 01 πιό εξαγριωμένοι δέ δίστασαν νά ορμήσουν πάνω στην πόρτα τοΰ καθηγητή καί ν' αρχίσουν νά τή χτυπούν. Ό συνταγματάρχης, ό ταγματάρχης κι ο'ι χωροφύλακες έτρεξαν νά τους σταματήσουν. Όμως, κατάλαβαν ότι γιά νά σώσουν τή ζωή τού Νικόλεφ θά 'πρεπε νά τόν συλλάβουν, αλλά καί πάλι υπήρχε ό φόβος νά τόν λιντσάρουν καθώς θά πέρναγε ανάμεσα άπ' τόν κόσμο. Ό κόσμος όσο πήγαινε κι αγρίευε, ή αστυνομία ήταν ανίκανη νά τόν σταματήσει καί δέ θ' αργούσαν νά σπάσουν τήν πόρτα καί νά μπουν στό σπίτι, όταν ένας άντρας όρμησε πάνω στό πλήθος, έφτασε στό κεφαλόσκαλο καί στάθηκε μπροστά στην πόρτα. Σταματήστε! φώναξε κι όλοι σώπασαν. Τραβήχτηκαν πίσω καί κάρφωσαν τά μάτια τους πάνω του. Τότε, ό Φράνκ Γιοχάουζεν τόν πλησίασε καί τόν ρώτησε: Μά ποιος είσαι; Ναί! Ποιος είσαι: Είμαι ένας κατάδικος πού ό Ντιμίτρι Νικόλεφ θέλησε νά σώσει θυσιάζοντας τήν τιμή του καί πού έρχεται τώρα νά τόν σώσει θυσιάζοντας τήν ίδια του τή ζωή. Καί πώς όνομάζεσαι;ρώτησε ό συνταγματάρχης. Βλαντιμίρ Γιάνωφ!
137
12
Βλαντιμίρ Γιάνωφ
Ναί, ό Βλαντιμίρ Γιάνωφ κι ό τόσο γνωστός μας δραπέτης, πού τίς περιπέτειες του παρακολουθήσαμε στην αρχή, ήταν τό ίδιο πρόσωπο. Μετά από τέσσερα χρόνια σκληρής δουλειάς στά ορυχεία τής Σιθηρίας, είχε δραπετεύσει κι είχε διασχίσει τίς απέραντες στέπες τής ρωσικής αυτοκρατορίας. Τελικά, είχε φτάσει στό Περνώ, όπου θά προσπαθούσε νά μπαρκάρει γιά τή Γαλλία ή τήν Αγγλία. ΈκεΊ είχε κρυφτεί, μετά τή βουτιά του ανάμεσα στους πάγους τού Πέρνοθα, καί περίμενε τό πρώτο καράβι πού θά τόν δεχόταν σάν επιβάτη. Φτάνοντας στό Περνώ, ό Βλαντιμίρ Γιάνωφ δέν είχε ούτε καπίκι. "Ετσι, έγραψε στον Ντιμίτρι Νικόλεφ καί τόν παρακάλεσε νά τόν συναντήσει καί νά τού παραδώσει τά χρήματα πού τοΰ είχε εμπιστευτεί ό πατέρας του. Κι αν ό Νικόλεφ δέν είπε λέξη γιά τό ταξίδι του οϋτε στους φίλους του μά οϋτε καί στην κόρη του, ήταν γιατί ήθελε πρώτα νά βεβαιωθεί γιά τήν παρουσία τοϋ Βλαντιμίρ στό Περνώ. Αλλά γιατί καί στην επιστροφή του δέν είχε μιλήσει; Γιατί ό Γιάνωφ τόν είχε ορκίσει νά μήν πεΤ τίποτα στην Ίλκα, αν δέ λάβαινε πρώτα ένα γράμμα πού θά τόν διαβεβαίωνε ότι ό δραπέτης ήταν πιά ασφαλής σέ κάποια χώρα τού εξωτερικού. Όταν ό Ντιμίτρι Νικόλεφ έφυγε άπ' τό χάνι τού «Σπασμένου Σταυρού», ήταν ακόμη σκοτάδι. Ελπίζοντας πώς δέν θά τόν πρόσεχε κανείς, πήρε τό δρόμο γιά τό Περνώ πού εκείνη
— Σταματήστε! φώναξε ο άντρας που 'χε ανεβεί στο κεφαλοσκαλο.
139
τήν ώρα ήταν έρημος. Έπειτα άπό μιά βιαστική πορεία δυό ωρών, έφτασε στο Περνώ και πήγε στο ξενοδοχείο όπου είχε καταλύσει ό Βλαντιμίρ μέ ψεύτικο όνομα. Τί χαρά καί γιά τους δυό νά συναντηθούν έπειτα άπό μιά τόσο μεγάλη απουσία, έπειτα άπό τόσες δοκιμασίες καί τόσους κινδύνους; ΤΗταν σάν ένας πατέρας νά ξανάβρισκε τό γιό του. Ό Νικόλεφ έδωσε στον Βλαντιμίρ τό πορτοφόλι μέ όλη τήν περιουσία τοϋ Γιάν Γιάνωφ καί. θέλοντας νά βρίσκεται εκεί όταν θά μπαρκάριζε, έμεινε δυό μέρες μαζί του. Ομως, ή αναχώρηση τοΰ πλοίου καθυστερούσε κι ό Ντιμίτρι αναγκάστηκε νά ξαναφύγει γιά τή Ρίγα. Ό Νικόλεφ αποχαιρέτισε τόν Βλαντιμίρ, έφυγε άπ τό Περνώ κι έφτασε στή Ρίγα τή νύχτα της 16ης προς τή 17η, χωρίς νά υποψιάζεται τήν τρομερή κατηγορία πού βάραινε πάνω του. Τώρα πιά, όλοι ήξεραν ποιος ήταν αυτός ό κατάδικος καί γιατί είχε έρθει στή Ρίγα. Μόλις άνοιξε ή πόρτα τού σπιτιού, ό Βλαντιμίρ έπεσε στην αγκαλιά τού Ντιμίτρι Νικόλεφ, έσφιξε πάνω του τήν αρραβωνιαστικιά του, φίλησε τόν Γιάν, χαιρέτισε όσους τοϋ άπλωσαν τό χέρι καί, μπροστά στό συνταγματάρχη καί τόν ταγματάρχη Βέρντερ πού τόν είχαν ακολουθήσει, δήλωσε: Στό Περνώ, όταν έμαθα γιά ποιο φριχτό έγκλημα κατηγο ρούσαν τόν Νικόλεφ καί διάβασα στίς εφημερίδες ότι αρνιόταν ν αποκαλύψει τό σκοπό τού ταξιδιού του παρόλο πού έτσι θ απόδειχνε τήν αθωότητα του. είδα ποιο ήταν τό καθήκον μου καί νά μαι! Αυτό πού θέλησες νά κάνεις γιά μένα. Ντιμίτρι Νικόλεφ, δεύτερε πατέρα μου. θά τό κάνω καί γώ γιά σένα. Δέν έκανες καθόλου καλά, Βλαντιμίρ, καθόλου καλά! Είμαι αθώος, δέν είχα τίποτα νά φοβηθώ καί ή αθωότητα μου δε θ αργούσε ν' αναγνωριστεί.
Καλά δέν έκανα. Ίλκα; ρώτησε ό Βλαντιμίρ. Μήν απαντάς, παιδί μου. είπε ό Νικόλεφ, δέν μπορείς ν' αποφασίσεις ανάμεσα στον πατέρα σου καί τόν άρραβωνιαστικό σου! Βλαντιμίρ. σ' εκτιμώ βαθιά γΓ αυτό πού έκανες,
Μετά τη δραπέτευση του, ο Γιάνωφ είχε διασχίσει τις απέραντες στέπες της αυτοκρατορίας για να φτάσει στο Περνώ.
141
αλλά καί σέ κατηγορώ! Μέ λίγη περισσότερη λογική, θά καταλάβαινες ότιτό φρονιμότερο ήταν νά βρεθείς κάπου ασφαλής. Από κεΊ, θά μοϋ έγραφες, και μόλις λάβαινα τό γράμμα σου, θά μιλούσα, θά φανέρωνα τό σκοπό τού ταξιδιού μου... Δέ μπορούσες νά περιμένεις λίγο; — Πατέρα μου, είπε τότε ή Ίλκα μέ σταθερή φωνή, θέλω νά δώσω τήν απάντηση μου. Ό,τι κι αν συμβεί, ό Βλαντιμίρ φέρ θηκε πολύ σωστά καί θά τόν ευγνωμονώ σ' όλη μου τή ζωή. — Ευχαριστώ, Ίλκα, ευχαριστώ! φώναξε ό Βλαντιμίρ. Τώρα πιά, ή αθώωση τοϋ Ντιμίτρι Νικόλεφ, δέν θ' αργούσε. Τό νέο είχε διαδοθεί αμέσως. Ωστόσο, οι κύριοι Γιοχάουζεν εξακολουθούσαν ν' αμφιβάλλουν, κι ό ταγματάρχης Βέρντερ είδε μέ δυσαρέσκεια ένα Σλάθο νά γλιτώνει άπ' τις κατηγορίες, καί δέ θ αργήσουμε νά διαπιστώσουμε καί μόνοι μας ότι δέν θά κατάθεταν τόσο εύκολα τά όπλα. Ή κοινή γνώμη, όμως. είχε καθησυχάσει. Κανένας δέν απειλούσε πιά νά επιτεθεί στό σπίτι τού Νικόλεφ κι οι χωροφύλακες έπαψαν νά τό φρουρούν. Έμενε ή περίπτωση τού Βλαντιμίρ Γιάνωφ. Παρόλα όσα είχε κάνει γιά νά γλιτώσει τόν Νικόλεφ άπ' τή φριχτή κατηγορία, εξακολουθούσε πάντα νά είναι ένας πολιτικός κατάδικος πού είχε δραπετεύσει. Έτσι, ό συνταγματάρχης Ραγκένωφ τού είπε μέ φωνή καλοσυνάτη: — Βλαντιμίρ Γιάνωφ, είστε ένας δραπέτης καί είμαι υποχρε ωμένος νά τό αναφέρω στον κυβερνήτη. Θά πάω αμέσως νά βρώ τόν στρατηγό Γκόρκο. Όμως, στό μεταξύ, δέν έχω καμιά αντίρρηση νά μέ περιμένετε έδώ, αν φυσικά μού δώσετε τό λόγο τής τιμής σας ότι δέ θά ξαναφύγετε. — Σάς τόν δίνω, συνταγματάρχα! απάντησε ό Βλαντιμίρ. Δέν υπάρχουν λόγια γιά νά περιγράψει κανείς τή σκηνή πού επακολούθησε ανάμεσα στον Βλαντιμίρ καί τήν οίκογένεια Νικόλεφ, γιατί ό γιατρός "Αμιν καί οι άλλοι φίλοι τους είχαν φύγει. Είχαν πολύ καιρό νά ζήσουν τόση ευτυχία. Γελούσαν, μιλούσαν κι έκαναν καί σχέδια γιά τό μέλλον. Ξεχνούσαν τήν κατάσταση τοϋ Γιάνωφ, τήν καταδίκη πού τόν κυνηγούσε,
142 τις συνέπειες τής φυγής του, καΐ τον συνταγματάρχη πού σέ λίγο θά ξαναρχόταν μέ τίς εντολές τοΰ κυβερνήτη. Πραγματικά, έπειτα από μιά ώρα ξαναφάνηκε καΐ είπε στον Βλαντιμίρ: — Ο στρατηγός Γκόρκο διάταξε νά παρουσιαστείς στό φρούριο τής Ρίγας καί νά περιμένεις τή διαταγή πού θά στεί λει τό Πέτερσμπουργκ. — Είμαι έτοιμος νά υπακούσω, απάντησε ό Βλαντιμίρ. Αντίο πατέρα μου. είπε στον Νικόλεφ, αντίο αδερφέ μου. είπε στον Γιάν. καί. σφίγγοντας τό χέρι της Ίλκα: αντίο, αδερφή υου — "Οχι αδερφή σου. γυναίκα σου! τού απάντησε εκείνη. Έτσι. χωρίστηκαν. Γιά πόσον καιρό; Απ" τή στιγμή εκείνη, τό εξαιρετικό ενδιαφέρον που παρουσίαζε αυτή ή υπόθεση μετατοπίστηκε στον δραπέτη πού δέν είχε διστάσει νά θυσιάσει τήν ελευθερία του. κι ίσως και τή ζωή του. μιά πού είχε καταδικαστεί γιά πολιτικό αδίκημα Όποια κι αν ήταν ή γνώμη τοϋ Ντιμίτρι Νικόλεφ, ή στάση τοϋ Βλαντιμίρ ήταν αξιοθαύμαστη. Ομως. τώρα. ποια θά ήταν ή απόφαση τοϋ Αυτοκράτορα; Ό δραπέτης θά ξαναγυρνούσε στά βάθη της ανατολικής Σιθηρίας άπ% οπού είχε ξεφύγει με τόσα βάσανα καί τόσους κινδύνους; Κι ή αρραβωνιαστικιά του. μετά τήν ευτυχία νά τόν ξαναδεί, θά τόν ξανάχανε γιά πάντα; Ωστόσο, θά ήταν λάθος νά πίστευε κανείς πώς αυτή ή ξαφνική κι απροσδόκητη επέμβαση τού Βλαντιμίρ Γιάνωφ θά σήμαινε γιά όλους τήν αθωότητα τού Ντιμίτρι Νικόλεφ. Στήν πόλη τής Ρίγας πού ήταν γεμάτη γερμανούς, δέν μπορούσε νά συμβεί κάτι τέτοιο. Ιδιαίτερα, οΐ ανώτερες τάξεις δέν άνέχονταν νά βλέπουν ν 1 αθωώνεται αυτός ό σλάβος καθηγητής. Κι ό Φράνκ Γιοχάουζεν συνόψιζε μέ μερικά λόγια τή γνώμη των όμοιων του, εκείνων πού δέν ήθελαν ν αφήσουν τή λεία τους νά τους ξεφύγει: — Ναί. βέβαια, τώρα ξέρουμε τους λόγους τοϋ ταξιδιού τού Ντιμίτρι Νικόλεφ... Πήγαινε νά συναντήσει τόν Γιάνωφ στο Περνώ, έστω! Όταν έφυγε άπ τό χάνι στις τέσσερις τό πρωί. ήταν γιά να φτάσει γρηγορότερα στό Περνώ, έστω! Ομως.
143 πέρασε τή νύχτα του «Σπασμένο Σταυρό», ναί ή όχι; Ό Πόχ δολοφονήθηκε τήν ίδια εκείνη νύχτα, στο ίδιο χάνι, ναί ή όχι; Κι ό δολοφόνος μπορεί νά είναι άλλος άπ' τον ταξιδιώτη πού κοιμήθηκε στην κάμαρα όπου βρέθηκε ή βέργα; Κι ό ταξιδιώτης αυτός ήταν ό Ντιμίτρι Νικόλεφ, ναί ή όχι; Αυτή ήταν ή άποψη τού κυρίου Γιοχάουζεν. "Ομως, ό συνταγματάρχης Ραγκένωφ είχε πολύ διαφορετική γνώμη κι αυτό φαίνεται από μιά συζήτηση πού έκανε μέ τόν ταγματάρχη Βέρντερ. Βλέπετε, ταγματάρχα, έλεγε, είναι κάπως απίθανο ό Νικό λεφ νά βγήκε άπ' τό δωμάτιο του γιά νά μπει άπ' τό παράθυρο σ' εκείνο τού Πόχ... Καί τά ίχνη πού βρήκαμε; ρώτησε ό ταγματάρχης. Τά ίχνη; Μά δέν ξέρουμε αν ήταν πρόσφατα... Αυτό τό χάνι βρίσκεται απομονωμένο... Δέν αποκλείεται νά μπήκε κά ποιος άλλος απέξω, είτε εκείνη τή νύχτα, είτε κάποια άλλη. Θά παρατηρήσω, συνταγματάρχα μου, ότι ό δολοφόνος θά 'πρεπε νά ήξερε άπό πρίν πώς υπήρχαν χρήματα κι ό Νικόλεφ δέν τό αγνοούσε. Όμως, δέν τό αγνοούσαν κι ένα σωρό άλλοι, απάντησε ζωηρά ό συνταγματάρχης Ραγκένωφ. αφού ό Πόχ είχε τήν α προνοησία νά φλυαρεί άπό δώ κι άπό κει νια τό περιεχόμενο τοϋ χαρτοφύλακα του... Φυσικά, τό επιχείρημα αυτό είχε τήν αξία του. Οι υποψίες είχαν πάψει νά βαρύνουν αποκλειστικά τόν Ντιμίτρι Νικόλεφ Ωστόσο, ό ταγματάρχης δέν ήθελε νά τό παραδεχτεί κι επέμενε στην ενοχή τού Νικόλεφ. Κι έγώ επιμένω, απάντησε ό συνταγματάρχης, πώς οι Γερμανοί είναι πάντα Γερμανοί. "Οπως κι οΐ Σλάβοι είναι πάντα Σλάβοι, απάντησε ό ταγ ματάρχης.
Π' αυτό, άς αφήσουμε τόν δικαστή Κέρστορφ νά συνεχί σει τήν ερευνά του, είπε τελειώνοντας ό συνταγματάρχης Ραγκένωφ. Όταν ή ανάκριση θά έχει κλείσει οριστικά, τότε θά είναι ή ώρα νά συζητήσουμε τά υπέρ καί τά κατά.
— Κι εγώ επιμένω, απάντησε ο συνταγματάρχης, πως οι Γερμανοί είναι πάντα Γερμανοί.
146 Χωρίς νά επηρεάζεται άπ' τά πολιτικά πάθη, ό δικαστής ερευνούσε μέ κάθε προσοχή τήν υπόθεση. Τώρα ήξερε αυτό πού ό καθηγητής είχε αρνηθεί νά τοϋ αποκαλύψει: τους λόγους τού ταξιδιού του, κι αυτό ήταν κάτι πού δικαιολογούσε τήν άρνηση του νά τόν θεωρήσει ένοχο. "Ομως, τότε, ποιος ήταν ό δολοφόνος; Ό αμαξάς Μπρόκς άνακρίθηκε πολλές φορές. Ήξερε τήν αποστολή τοϋ Πόχ καλύτερα άπό κάθε άλλον καί γνώριζε πόσο μεγάλο ήταν τό ποσό πού κουβαλούσε μαζί του. Όμως, δέν υπήρχε κανένα στοιχείο πού νά τόν ενοχοποιεί. Μετά τό ατύχημα, είχε φύγει γιά τό Περνώ κι είχε περάσει τή νύχτα του
εκεί. Οι πιθανοί ένοχοι ήταν μόνο δύο: ό ταβερνιάρης κι ό Ντιμίτρι Νικόλεφ. Μετά τό έγκλημα, ό Κρόφ δέν είχε κουνήσει άπ' τό χάνι του καί κάθε τόσο τόν καλούσαν γιά ανάκριση. Τίποτα δεν έδειχνε νά τόν ενοχοποιεί, ούτε στή στάση του, αλλά καί οΰτε στίς απαντήσεις του. Κι αν ήταν κατηγορηματικός σ' ένα σημείο, ήταν στό ότι ό δολοφόνος δέν μπορούσε νά είναι άλλος άπ' τόν Ντιμίτρι Νικόλεφ. Καί δέν άκουσες κανένα θόρυβο τή νύχτα; τόν ρωτούσε ό δικαστής. Κανένα. Κι όμως, ένα παράθυρο ανοίχτηκε, κι ένα δεύτερο παρα βιάστηκε... Τό δωμάτιο υ.ου είναι στην αυλή. απαντούσε ό ΚοόΦ. καί τά δυό παράθυρα βλέπουν στό μεγάλο δρόμο... Κοιμόμουνα βαθιά... Αλλωστε, τή νύχτα εκείνη ό καιρός ήταν πολύ άσκη μος καί ή καταιγίδα σκέπαζε όλους τους θορύβους.
Τέσσερις μέρες είχαν περάσει άπό τότε πού ό Βλαντιμίρ Γιάνωφ είχε κλειστεί στό φρούριο της Ρίγας. Σύμφωνα μέ τις εντολές τού κυβερνήτη, ό φυλακισμένος
10/ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑ
146 είχε ένα δικό του, ξεχωριστό δωμάτιο, κι όλοι τού φέρονταν όπως ταίριαζε στην ηρωική του πράξη. Ό Ντιμίτρι Νικόλεφ, πού ή υγεία του είχε κλονιστεί άπ' τίς τόσες δοκιμασίες, δέν μπόρεσε νά τόν επισκεφτεί όπως θά τό επιθυμούσε, μιά πού τό επισκεπτήριο ήταν ελεύθερο. Κάθε υέρα. ό Γιάν καί ή Ίλκα παρουσιάζονταν στό φρούριο καί ένας φύλακας τους οδηγούσε στον κρατούμενο. Κουβέντιαζαν κι έκαναν σχέδια γιά τό μέλλον. Ναί, σχέδια γιά τό μέλλον, γιατί όλοι έλπιζαν στή μεγαλοψυχία τού αυτοκράτορα. Η μεγαλειότητα του δέ θά έμενε ασυγκίνητη μπροστά στό δράμα αυτής τής οικογένειας. Κι αν ό Βλαντιμίρ έπαιρνε τήν αυτοκρατορική χάρη, ό γάμος των δυό αυτών νέων πού άγαπιούνταν θά μπορούσε νά γίνει σε μερικές βδομάδες. Στίς 2ά τού Απρίλη, αφού αποχαιρέτισε τόν Γιάνωφ καί τους δικούς του, ό Γιάν έφυγε άπ' τή Ρίγα γιά νά ξαναγυρίσει στό Ντόρπατ. Πρίν φύγει, τόν είχαν αποκαλέσει «γιό τοΰ φονιά», καί τώρα ξαναγύριζε μέ τό μέτωπο ψηλά. Οι φίλοι του, κι ιδιαίτερα ό Γκοσποντίν, τόν υποδέχτηκαν μ' όλη τή θέρμη καί τόν ενθουσιασμό πού τού άξιζαν. Αντίθετα, ό Κάρλ Γιοχάουζεν κι οι δικοί του δέν έκαναν καμιά προσπάθεια νά κρύψουν τήν απογοήτευση τους. Έτσι, ή τελική ρήξη δέν άργησε νά έρθει. Ό Γιάν ζήτησε ικανοποίηση άπ' τόν Κάρλ καί τους φίλους του κι όταν ό Κάρλ αρνήθηκε νά χτυπηθεί μαζί του, ό Γιάν τόν χαστούκισε. Η μονομαχία, πού ήταν πιά αναπόφευκτη, έγινε, κι ό Κάρλ Γιοχάουζεν πληγώθηκε βαριά. Στό μεταξύ, πέντε μέρες αργότερα, έφτανε άπ' τό Πέτερσμπουργκ ή απάντηση σχετικά μέ τόν Βλαντιμίρ Γιάνωφ. Είχαν κάθε δίκιο νά πιστεύουν στή μεγαλοψυχία τού αυτοκράτορα. Ό κατάδικος έπαιρνε χάρη κι αφηνόταν ελεύθερος
Κάθε μέρα, ο Γιαν κι η Ίλκα πήγαιναν στο φρούριο να δουν τον κρατούμενο.
14β
13
Η Δεύτερη Ανάκριση
Η χάρη τοΰ Βλαντιμίρ Γιάνωφ έκανε μεγάλη εντύπωση, όχι μόνο στη Ρίγα, αλλά σ' όλες τίς επαρχίες της Βαλτικής. Ή χειρονομία της κυβέρνησης χαρακτηρίστηκε σάν ένδειξη εύνοιας γιά τίς άντιγερμανικές τάσεις. Ή εργατική τάξη, τή χειροκρότησε ανεπιφύλαχτα. Ωστόσο, ή αριστοκρατία κι ή αστική τάξη κατηγόρησαν έντονα τήν αυτοκρατορική επιείκεια, θεωρώντας την σάν κάλυψη καί γιά τόν ίδιο τόν Ντιμίτρι Νικόλεφ. Ό Βλαντιμίρ Γιάνωφ έφυγε άπ' τό φρούριο τής Ρίγας συνοδευόμενος άπ' τόν συνταγματάρχη Ραγκένωφ πού είχε έρθει νά τοϋ αναγγείλει τήν αυτοκρατορική απόφαση. Πήγε αμέσως στό σπίτι των Νικόλεφ καί, καθώς ή ε'ίδηση είχε μείνει μυστική, ό Ντιμίτρι καί ή Ίλκα τήν πληροφορήθηκαν άπ' τό ίδιο του τό στόμα. Σχεδόν αμέσως έφτασαν κι ό γιατρός Άμιν κι ό κύριος Ντελαπόρτ καί μερικοί άλλοι φίλοι τού σπιτιού. Ποιος άδειαζε τώρα νά σκεφτεί τίς κατηγορίες πού είχαν βαρύνει τόν καθηγητή; Ό Ντιμίτρι Νικόλεφ, μέ τήν καρδιά τυραννισμένη, καί τό πρόσωπο χλωμό άπ τίς συγκινήσεις, δέν μπόρεσε νά πεΤ ούτε λέξη. Χαμογελούσε θλιμμένα. Τό βράδυ, τήν καθορισμένη ώρα γιά τό τσάι, οι πιό στενοί φίλοι του Βλαντιμίρ καί των Νικόλεφ συγκεντρώθηκαν στό σαλόνι τοϋ καθηγητή. Εκείνη τήν ώρα διάλεξε καί ή Ίλκα γιά νά πει στον αγαπημένο της: — Βλαντιμίρ, όποτε θελήσεις, θά γίνω γυναίκα σου!
149 Ό γάμος ορίστηκε νά γίνει σέ έξι βδομάδες άπό κείνη τή μέρα, κι ό Βλαντιμίρ εγκαταστάθηκε σ' ένα δωμάτιο στό ισόγειο. Ή περιουσία τών δυό αρραβωνιασμένων ήταν γνωστή. Η Ίλκα δεν είχε τίποτα καί μέχρι τότε ό Ντιμίτρι δέν είχε μιλήσει σέ κανένα γιά τό χρέος του στους Γιοχάουζεν. Εξοικονομώντας ό,τι μπορούσε, είχε πληρώσει ένα μέρος τοϋ χρέους καί πίστευε πώς θά κατάφερνε νά ξεπλήρωνε καί τό υπόλοιπο. Νά γιατί δέν είχε φανερώσει στά παιδιά του πώς ή τελευταία προθεσμία έληγε σέ δεκαπέντε μέρες. "Ομως, τώρα, δέν μπορούσε νά σωπάσει άλλο. Ό Βλαντιμίρ έπρεπε νά μάθει τήν αλήθεια. "Αλλωστε, αυτή ή πικρή αλήθεια δέ θ' άλλαζε καθόλου τά αισθήματα του γιά τήν Ίλκα. Απ τήν πλευρά του, ό Βλαντιμίρ κουβέντιαζε συχνά μέ τό νιατρό "Αυιν γιά τή δύσκολη κατάσταση τοϋ Νικόλεφ. όσο τό έγκλημα δέ θά είχε διαλευκανθεί. Καταλάβαιναν πώς ό μόνος τρόπος γιά νά κλείσει τό στόμα τών Γιοχάουζεν καί τών οπαδών τους, θά ήταν όχι μόνο ή σύλληψη τού δολοφόνου αλλά καί ή δίκη καί ή καταδίκη του. Κι ενώ ό ϊδιος ό Ντιμίτρι Νικόλεφ φαινόταν νά μήν ασχολείται πιά μ' αυτή τήν υπόθεση, οι φίλοι του δέν έπαυαν νά βοηθούν τήν ανάκριση συγκεντρώνοντας όσες πληροφορίες μπορούσαν, άπό δω κι άπό κει. Άλλωστε, κατηγόρησαν τόσο έντονα τόν ταβερνιάρη πού, κάτω άπ" τήν πίεση της κοινής ννώυης. ό κύοιος ΚέοστοοΦ κι ό συνταγματάρχης Ραγκένωφ αποφάσισαν νά κάνουν υιό δεύτερη έοευναστό χάνι τού «Σπασυένου Σταυοόύ». Ή έρευνα αυτή θά γινόταν στίς 5 τού Μάη. Ό δικαστής Κέρστορφ, ό ταγματάρχης Βέρντερ κι ό ένω-μοτάρχης "Εκ πού ξεκίνησαν άπ' τήν προηγούμενη, έφτασαν στό χάνι νωρίς τό πρωί. Οι χωροφύλακες πού είχαν μείνει γιά νά προσέχουν τό σπίτι δέν είχαν ν αναφέρουν τίποτα νεώτερο. Ό Κρόφ πού είχε ειδοποιηθεί γιά τήν επίσκεψη τών αρχών, βιάστηκε νά τεθεί στή διάθεση τους. — Κύριε δικαστή, είπε, ξέρω πολύ καλά ότι θέλουν νά μέ μπλέξουν σ' αυτή τήν υπόθεση... Ουως, αυτή τή φορά, πι-
150 στεύω ότι θά φύγετε σίγουρος γιά την αθωότητα μου! Θά δούμε, απάντησε ό κύριος Κέρστορφ. Ας αρχίσουμε... Απ τό δωμάτιο τοΰ ταξιδιώτη; ρώτησε ό Κρόφ. Όχι, απάντησε ό δικαστής. Σκοπεύετε νά ερευνήσετε ολόκληρο τό σπίτι; ρώτησε ό ταγματάρχης Βέρντερ. Μάλιστα, ταγματάρχα. Νομίζω, κύριε Κέρστορφ, πώς, αν υπάρχει κάποιο στοι χείο, σίγουρα θά βρεθεί μέσα στό δωμάτιο πού κράτησε ό Ντιμίτρι Νικόλεφ. Ή παρατήρηση αυτή έδειχνε ότι ό ταγματάρχης πίστευε στην ενοχή του καθηγητή ενώ αντίθετα δέν υποψιαζόταν καθόλου τόν ταθερνιάρη. — Οδήγησε μας εκεί, πρόσταξε ό δικαστής τόν ταθερνιάρη. Πρώτα τό δωμάτιο κι έπειτα ολόκληρο τό σπίτι ερευνήθη καν προσεχτικά άπ' τό δικαστή καί τόν ταγματάρχη. Μετά, ήρθε ή σειρά τοϋ κήπου. Ίσως ό Κρόφ νά είχε θάψει κάπου τά χρήματα της ληστείας, αν τήν είχε κάνει, πράγμα πού έπρεπε ν' αποδειχτεί οπωσδήποτε. Οί έρευνες αποδείχτηκαν άκαρπες. Σέ μετρητά, ό ταβερνιάρης δέν είχε παρά μιά εκατοστή χαρτονομίσματα τών είκοσι πέντε, δέκα, πέντε, τριών καί ενός ρουβλιού, δηλαδή ένα ποσό πολύ μικρότερο άπό κείνο πού περιείχε ό χαρτοφύλακας τοϋ τραπεζιτικού. Τότε, ό ταγματάρχης Βέρντερ, παίρνοντας παράμερα τόν δικαστή, τού είπε: Μήν ξεχνάτε, κύριε Κέρστορφ, ότι άπ' τήν ήμερα τού εγκλήματος, ό Κρόφ δέν έφυγε οϋτε στιγμή άπ τό χάνι. Τό ξέρω, απάντησε ό κύριος Κέρστορφ, αλλά προτού έρθουν οι χωροφύλακες καί μετά τήν αναχώρηση τοϋ Νικόλεφ, ό Κρόφ έμεινε κάμποσες ώρες μόνος. Μά, επιτέλους, κύριε Κέρστορφ, αφού δε βρήκαμε τίποτα τό ενοχοποιητικό. Ναί, δέ βρήκαμε, αλλά ή έρευνα δέν τέλειωσε ακόμη.
Έχετε τά κλειδιά τών δυό δωματίων, ταγματάρχα;
151 — Μάλιστα, κύριε Κέρστορφ. Πραγματικά, τά κλειδιά είχαν κατατεθεί στό αστυνομικό τμήμα κι ό ταγματάρχης Βέρντερ τά έβγαλε άπ τήν τσέπη του. Σέ λίγο, οι δυό άντρες βρίσκονταν στό δωμάτιο όπου είχε γίνει τό έγκλημα. Τίποτα δέν είχε πειραχτεί έδώ μέσα. Τό κρεβάτι ήταν ξέστρωτο, τό μαξιλάρι λεκιασμένο μέ αίμα, καί τό πάτωμα κόκκινο άπό μιά ξεραμένη κηλίδα πού έφτανε ίσαμε τήν πόρτα. Όσο κι αν έψαξαν, ό δικαστής κι ό ταγματάρχης δέν μπόρεσαν ν' ανακαλύψουν τίποτα καινούργιο. Ο δολοφόνος είχε φροντίσει νά μήν αφήσει κανένα ίχνος. — "Ας ρίξουμε μιά ματιά κα'ι στή δεύτερη κάμαρα, είπε ό δικαστής. Πρώτα πρώτα κοίταξαν τήν πόρτα. Δέν είχε κανένα εξωτερικό ίχνος. "Αλλωστε, οι χωροφύλακες πού είχαν μείνει στό χάνι διαβεβαίωναν πώς κανένας δέν είχε επιχειρήσει νά τήν ανοίξει. Ή κάμαρα ήταν βυθισμένη σέ βαθύ σκοτάδι. Ό ένωμοτάρχης "Εκ προχώρησε κατά τό παράθυρο, τό άνοιξε διάπλατα καί τό δωμάτιο φωτίστηκε. Τίποτα δεν είχε αλλάξει άπ' τήν τελευταία έρευνα. Στό βάθος, βρισκόταν τό κρεβάτι πού είχε κοιμηθεί ό Ντιμίτρι Νικόλεφ. Κοντά στό κρεβάτι, στό μέρος τοϋ κεφαλιού, ένα χοντροκομμένο τραπεζάκι μέ τό κερί μισολιωμένο. Στή μιά γωνιά μιά ψάθινη καρέκλα, καί στην άλλη ένα σκαμνί. Δεξιά, τό ντουλάπι κι αντίκρυ τό τζάκι. Ό δικαστής πλησίασε τό τζάκι. — Ό ταξιδιώτης είχε ανάψει φωτιά; ρώτησε τόν Κρόψ — Όχι, απάντησε εκείνος. — Καί τίς στάχτες, τίς εξέτασε κανείς τήν πρώτη φορά Δέ νομίζω, απάντησε ό ταγματάρχης Βέρντερ. Εξετάστε τις, λοιπόν! Ό ένωμοτάρχης έσκυψε πάνω άπ τό τζάκι καί, στην άοιοτερή γωνιά, διάκρινε ένα μισοκαυένο χαρτί πού χανόταν ανάμεσα στίς στάχτες.
Μετά το σπίτι, ήρθε κι η σειρά του κήπου, γύρω στο χάνι.
153 Φανταστείτε τήν έκπληξη όλων όταν άναγνώρίσαν ότι τό χαρτί αυτό ήταν ένα απομεινάρι άπό χαρτονόμισμα. Ναί, δέν υπήρχε καμιά αμφιβολία, ήταν ένα χαρτονόμισμα τών εκατό πού ό αριθμός του είχε καε'ι άπ' τή φλόγα, σίγουρα τή φλόγα τοΰ κεριού, μιά πού τό τζάκι δέν είχε ανάψει καθόλου. Χώρια άπ' αυτό, τό χαρτί ήταν καί λερωμένο άπό αίμα. Τώρα πιά ήταν σίγουρο πώς ό δολοφόνος είχε θελήσει νά τό κάψει ακριβώς γιατί ήταν ματωμένο! Καί τό χαρτονόμισμα, άπό πού μπορούσε νά προέρχεται εκτός άπ' τό χαρτοφύλακα τοΰ Πόχ; Ποιος μπορούσε ν' αμφιβάλλει πιά; Τό έγκλημα είχε γίνει άπό κάποιον μέσα στό σπίτι, καί μάλιστα άπό κείνον πού είχε μ ε ίν ει σ ' α υ τή ν έδ ώ τ ή ν κ άμ αρ α . Ο ταγματάρχης καί ό ένωμοτάρχης κοιτάχτηκαν σάν άνθρωποι πού είχαν βγάλει άπό καιρό τό συμπέρασμα τους. Όμως , ό κύριος Κέρστορφ δέ μίλησε . Όσο γιά τόν Κρόφ. δέ Μπόρεσε νά συγκρατηθεί: — Τί σας έλεγα; φώναξε. Βλέπετε πού θέλετε νά ρίξετε όλο τό βάρος πάνω μου; Ό κύριος Κέρστορφ έβαλε τό καμένο χαρτονόμισμα στό σημειωματάριο του. — Κύριοι, ή έρευνα τέλειωσε . Μπορούμε νά πηγαίνουμε. Ενα τέταρ το της ώρ ας αργότερ α , ή άμαξ α κυλούσε στό δρόμο της Ρίγας, ένώ οι χωροφύλακες έμεναν στό χάνι τού «Σπασμένου Σταυρού». Τήν επόμενη, πρωί πρωί, ό κύριος Φράνκ Γιοχάουζεν μάθαινε τ' αποτελέσματα τής δεύτερης έρευνας. Βέβαια, καθώς ο αριθμός τοϋ χαρτονομίσματος είχε καεί, δέν μπορούσαν νά διαπιστώσουν άν ανήκε σ' έκεϊνα πού μετάφερε ό Πόχ, αλλά όλα έδειχναν πώς τό χαρτονόμισμα είχε κλαπεί άπ τό χαρτο φύ λα κα το ύ θ ύμ α το ς . Τό νέο δέν άργησε νά διαδοθεί. Οι φίλοι τοϋ Ντιμίτρι Νικόλεφ έμειναν κατάπληκτοι. Ή υπόθεση έμπαινε σέ μιά δεύτερη φάση καί τρομερές δοκιμασίες απειλούσαν τήν οικογένεια τού καθηγητή.
Ναι, δεν υπήρχε αμφιβολία: ήταν ένα μισοκαμένο χαρτονόμισμα των εκατό.
156 Οσο γιά τους οπαδούς τού Γιοχάουζεν, δέν έχαναν ευκαιρία πού νά μή δείχνουν τόν ενθουσιασμό τους. Γιά κείνους, ή σύλληψη τού Νικόλεφ δέν ήταν πιά παρά ζήτημα ήμερων. Ό Βλαντιμίρ Γιάνωφ έμαθε τά νέα άπ' τό γιατρό Αμιν. Κι οι δυό μαζί αποφάσισαν νά μήν πουν λέξη στον Νικόλεφ. Ό Βλαντιμίρ μάλιστα ήθελε νά εμποδίσει τις φήμες νά φτάσουν καί ώς τήν αρραβωνιαστικιά του, αλλά όσο κι αν προσπάθησε, δέν τό κατόρθωσε. Έτσι, τήν ίδια κιόλας μέρα, τήν είδε πνιγμένη στά δάκρυα. Ό πατέρας μου είναι αθώος! Ό πατέρας μου είναι αθώος! έλεγε καί ξανάλεγε χωρίς νά μπορεί νά πει τίποτ' άλλο. Ναί, αγαπημένη μου Ίλκα, είναι. Ό ένοχος θ1 αποκαλυ φτεί καί τότε όλα θά διορθωθούν!.. Όμως, ή υπόθεση είχε πάρει πιά τό δρόμο της καί τίποτα δέν μπορούσε νά τή σταματήσει. Τό απόγευμα, ό Ντιμίτρι Νικόλεφ έλαβε μιά κλήση γιά νά παρουσιαστεί στό γραφείο τού ανακριτή. Πάλι τά'ίδια; έκανε δυσανασχετώντας ό καθηγητής. Δέ θά τελειώσουμε ποτέ; "Ισως νά χρειάζονται κάποια συμπληρωματική κατάθεση, είπε ή κοπέλα. Θέλετε νά σάς συνοδεύσω; ρώτησε ό Βλαντιμίρ. Όχι, Βλαντιμίρ, σ' ευχαριστώ! Ό δικαστής κι ό γραμματέας του ήταν μόνοι εκείνη τή στιγμή. Έπειτα άπό μιά συνάντηση μέ τόν κυβερνήτη καί τόν συνταγματάρχη Ραγκένωφ, είχε αποφασιστεί ότι ό καθηγητής θά έδινε καί μιά δεύτερη κατάθεση κι ότι ό μόνος πού θ αποφάσιζε γιά τή σύλληψη του ήταν ό δικαστής. Ό κύριος Κέρστορφ προσκάλεσε τόν Νικόλεφ νά καθίσει καί τού είπε μέ συγκινημένη φωνή: — Κύριε Νικόλεφ, χτες έκανα μιά δεύτερη έρευνα στό χάνι τού «Σπασμένου Σταυρού», καί ιδού τί βρήκα στην κάμαρα Οπου περάσατε τή νύχτα σας εκείνο τό μοιραίο βράδυ. Κι έδειξε στον καθηγητή τό μισοκαμένο χαρτονόμισμα. — Τί είναι αυτό τό χαρτί; ρώτησε ό Νικόλεφ.
156
— Είναι ό.τι απόμεινε άπό ένα χαρτονόμισμα πού κάηκε καί πετάχτηκε στίς στάχτες τού τζακιού. — Ενα χαρτονόμισμα άπό κείνα πού μετάφερε ό Πόχ; — Κατά πάσα πιθανότητα, ναί, απάντησε ό δικαστής, καί μην εκπλαγείτε, κύριε Νικόλεφ, αν σάς πω ότι αυτό είναι ένα και νούργιο στοιχείο εναντίον σας. — Εναντίον μου; ρώτησε ό καθηγητής ξαναπαίρνοντας τό ειρωνικό καί περίφρονητικό του ϋψος. Μά, κύριε, ή δήλωση τού Βλαντιμίρ Γιάνωφ δέν είναι αρκετή γιά ν' αθωωθώ οριστι κά; Ο κύριος Κέρστορφ απόφυγε ν' απαντήσει. Κοίταζε προ.σεχτικά τόν Νικόλεφ κι έβλεπε ότι οί δοκιμασίες είχαν αφήσει βαθιά ίχνη στό πρόσωπο τού καθηγητή. Ό Ντιμίτρι Νικόλεφ έφερε τό χέρι στό μέτωπο του καί ρώτησε: Ωστε αυτό τό αποκαΐδι βρέθηκε στό τζάκι της κάμαρας όπου πέρασα τή νύχτα μου; Μάλιστα. Καί ή κάμαρα αυτή κλείστηκε έπειτα άπ' τήν πρώτη έρευ να; Κλειδώθηκε κι είμαι σίγουρος ότι δέν ξανάνοιξε ώς χτες. Καί πώς δέν τό βρήκατε μέ τήν πρώτη έρευνα; Αυτό είναι κάτι πού καί μένα μέ παραξενεύει, απάντησε μέ ειλικρίνεια ό δικαστής. Φανταστείτε πόσο παραξενεύει εμένα, είπε ειρωνικά ό Ντιμίτρι Νικόλεφ. Ωστόσο, αντί νά παραξενεύομαι θα 'πρεπε νά ανησυχώ, γιατί αν κατάλαβα καλά οί υποψίες αρχίζουν πάλι νά πέφτουν πάνω μου. Φοβάμαι πώς ναί. Μιά που έχετε ήδη έτοιμα τά επιχειρήματα σας, μού επιτρέπετε νά σάς πώ καί τά δικά μου; ρώτησε ό Νικόλεφ. Σάς ακούω.
— Εγώ έφυγα άπ' τό χάνι στίς τέσσερις τό πρωί. Εκείνη τήν ώρα, είχε γίνει τό έγκλημα, ή δέν είχε γίνει; Αν ναί, ό δολο φόνος είμαι έγώ, αν όχι, δέν είμαι. Ωστόσο, κύριε δικαστά,
157 πώς μπορείτε νά είστε βέβαιος ότι ό δολοφόνος δέν έκανε όλα τ' απαραίτητα ώστε οΐ υποψίες νά βαρύνουν τόν άγνωστο ταξιδιώτη, δηλαδή εμένα; Θέλετε νά πείτε ότι ένοχος είναι ό Κρόψ; Ό Κρόφ ή οποιοσδήποτε άλλος! Δέν είναι δική μου δου λειά ν1 ανακαλύψω τόν ένοχο. Εγώ θέλω νά υπερασπιστώ τόν εαυτό μου καί τόν υπερασπίζομαι! Καί τώρα, γιά πέστε μου, θά μέ συλλάβετε; Όχι, κύριε Νικόλεφ, απάντησε ό δικαστής.
14
Τό ένα χτύπημα μετά τό άλλο
Είναι ολοφάνερο πώς ή υπόθεση περιοριζόταν ανάμεσα στον ταβερνιάρη Κρόφ καί τόν καθηγητή Ντιμίτρι Νικόλεφ. Τό μισοκαμένο χαρτονόμισμα απόκλειε τήν εκδοχή νά έχει γίνει τό έγκλημα άπό κάποιον περαστικό κακοποιό. Γιατί πώς θά Μπορούσε νά μπεΊ στην κάμαρα τοΰ Νικόλεφ καί νά κάψει τό χαρτονόμισμα; Δέ θά τόν άκουγαν; Καί πώς, ό δολοφόνος θά σκεφτόταν νά ρίξει όλα τά βάρη στον Νικόλεφ; Θά έκανε τό έγκλημα, τή ληστεία, καί θ' απομακρυνόταν όσο πιό γρήγορα μπορούσε άπ' τό χάνι τού «Σπασμένου Σταυροϋ». Ωστόσο, αυτό πού παραξένεψε όλους τους κάτοικους τής Ρίγας, ήταν ότι καί μετά τή δεύτερη έρευνα, ό δικαστής δέν υπόγραψε καί πάλι ένταλμα συλλήψεως γιά κανέναν άπ' τους δύο ύποπτους. Τώρα, τά δυό αντιμαχόμενα κόμματα άρχισαν νά επιτίθεν-
ται τό ένα στό άλλο μέ μεγαλύτερο πάθος. Ό Ντιμίτρι Νικόλεφ ήταν Σλάθος κι οι Σλάθοι τόν υποστήριζαν γιατί αρνιούνταν νά
158 παραδεχτούν ότι ό μέχρι τώρα αρχηγός τους ήταν ένας κοινός δολοφόνος. Ό Κρόφ ήταν γερμανός, κι οι γερμανοί,τόν υπεράσπιζαν όχι τόσο γιατί πίστευαν στην αθωότητα του, αλλά γιά νά πολεμήσουν τόν Ντιμίτρι Νικόλεφ. Οι δημοτικές εκλογές πλησίαζαν, κι οι Σλάβοι ολοένα και εκδηλώνονταν υπέρ τού Νικόλεφ. Ή οικογένεια τού πλούσιου τραπεζίτη, οι φίλοι του. οί πελάτες του. υή θέλοντας νά εγκαταλείψουν τόν αγώνα, πολεμούσαν μέ κάθε μέσο. Είχαν μέ τό μέρος τους τήν οικονομική υπεροχή καί δέν τσιγκουνεύονταν όταν ήθελαν νά τραβήξουν τις εφημερίδες μέ τό μέρος τους. Απαιτούσαν τή σύλληψη τοΰ Νικόλεφ κι όσοι σκέφτονταν μέ περισσότερη μετριοπάθεια, ζητούσαν νά συλληφτοΰν και ό Κρόφ και ό καθηγητής. Ομως, μέσα σ' όλη αυτή τήν αναταραχή τί γινόταν ό Κρόφ; Ό Κρόφ δέν έφευγε στιγμή άπ' τό χάνι του πού επιτηρούσαν αυστηρά οι χωροφύλακες. Συνέχιζε τή δουλειά του. Κάθε βράδυ, οι πελάτες του, χωρικοί καί ξυλοκόποι, συγκεντρώνονταν όπως πάντα στή μεγάλη αίθουσα. Ομως, ήταν ολοφάνερο πώς ή υπόθεση δέν τόν άφηνε αδιάφορο. Απ τή στιγμή πού ό καθηγητής ήταν ελεύθερος, μπορούσε νά φοβάται καί ν ανησυχεί ότι τό θέμα δέν είχε κλείσει κι ότι δέν αποκλειόταν νά κατηγορούσαν κι αυτόν. Πιό άκοινώνητος από κάθε άλλη φορά, χαμηλώνοντας τά μάτια μπροστά στά πιό επίμονα βλέμματα, δέν έπαυε νά κατηγορεί τόν Νικόλεφ μ ένα πάθος καί μιά οργή πού τόν έκαναν νά μελανιάζει.
Συνήθως. σ ένα σπίτι όπου έτοιυάζεται νάυος. όλοι είναι χαρούμενοι. Ομως, δέ συνέβαινε τό ίδιο καί στό σπίτι τού Νικόλεφ. Κι αυτό πού τόν απασχολούσε, δέν ήταν τόσο η κατηγορία πού βάραινε πάνω του — ήταν αθώος — οσο ήταν τό χρέος του στους αδερφούς Γιοχάουζεν Ήξερε ότι, οι τραπεζίτες, παρασυρμένοι άπ τό πολιτικό τους πάθος, δε θά έδειχναν τήν παραμικρή έπιείκια καί θά τόν χτυπούσαν μ αυτό τον
159 όχι και τόσο έντιμο τρόπο. Μια βδομάδα είχε περάσει άπ' τήν τελευταία ανάκριση στό γραφείο τού κυρίου Κέρστορφ. Βρισκόμαστε στίς 13 τοϋ Μάη. Τήν επόμενη, τό χρέος τοϋ Νικόλεφ έπρεπε νά πληρωθεί. Καί τά λεφτά δεν υπήρχαν. Αυτό περίμεναν κι οι αδερφοί Γιοχάουζεν γιά νά τόν εξοντώσουν τελειωτικά. Τό πρωινό της επόμενης μέρας κύλησε κι ό Ντιμίτρι δέν παρουσιάστηκε στό ταμεΤο των αδερφών Γιοχάουζεν. Τό απόγευμα, κατά τίς τέσσερις, μιά ειδοποίηση τής Τράπεζας ανάγκαζε τόν Νικόλεφ νά πληρώσει τίς 18.000 ρούβλια πού χρωστούσε, ώς τό βράδυ τής ίδιας μέρας. Ή ατυχία θέλησε ώστε τό ειδοποιητήριο νά παραδοθεί στά χέρια τού Βλαντιμίρ Γιάνωφ. Ναί, ή ατυχία, όπως θά δούμε καί πιό κάτω. Ό Βλαντιμίρ, διαβάζοντας τό ειδοποιητήριο, τά κατάλαβε όλα. Όλα, καί πρώτα πρώτα ποιο ήταν τό καθήκον του. Τό καθήκον του ήταν νά σώσει τόν Ντιμίτρι Νικόλεφ, αφού τό μπορούσε. Μήπως δέν είχε τά χρήματα πού τού είχε αφήσει ο πατέοας του καί πού ό καθηγητής τοΰ είχε παραδώσει ανέπαφα στό Περνώ; "Ε, λοιπόν, θά έπαιρνε άπ' αυτά τά χρήματα, θά πλήρωνε τό χρέος καί θά έσωζε τόν Ντιμίτρι Νικόλεφ άπ αυτή τήν τελευταία καταστροφή. Ή ώρα κόντευε πέντε, κι ή τράπεζα έκλεινε στίς έξι. Ό Βλαντιμίρ Γιάνωφ δέν είχε καιρό γιά χάσιμο. Αποφασισμένος νά μή μιλήσει σέ κανένα γι αυτό πού σκόπευε νά κάνει, ανέβηκε στην κάμαρα του, πήρε τά χρήματα πού χρειάζονταν γιά τήν εξόφληση τού χρέους καί προχώρησε κατά τήν εξώπορτα. Βγαίνοντας, συναντήθηκε μέ τήν Ίλκα καί τόν Γιάν πού έμπαιναν. — Φεύγεις, Βλαντιμίρ, τόν ρώτησε ή κοπέλα. — Ναί, αγαπημένη μου, απάντησε ό Βλαντιμίρ. Έχω μια δουλειά, αλλά θά βρίσκομαι πίσω γιά τό δείπνο.
160 Αυτά, κύριε Γιάνωφ, είναι τά κλεμμένα χρήματα... Τά κλεμμένα; — Ναί... Τά κλεμμένα άπ' το χαρτοφύλακα του Πόχ! Οχι! Τά χρήματα αυτά μού τά έφερε ό Ντιμίτρι Νικόλεφ στό Περνώ, καί προέρχονται άπ' τόν πατέρα μου Τώρα εξηγούνται όλα! φώναξε ξανά ό Φράνκ Γιοχάουζεν. Δέν μπορούσε νά σάς δώσει τά χρήματα τού πατέρα σας γιατί δέν τά είχε. κι επωφελήθηκε άπ' τήν ευκαιρία Ό Βλαντιμίρ έκανε ένα βήμα προς τά πίσω. Ή τράπεζα μας είχε κρατήσει τά νούμερα καί ιδού ή λίστα, πρόσθεσε ό Φράνκ Γιοχάουζεν βγάζοντας άπ' τό συρτά ρι του ένα φύλλο χαρτί γεμάτο αριθμούς. Κύριε, κύριε... τραύλισε ό Βλαντιμίρ σά νά τόν είχε χτυ πήσει κεραυνός. Ναι, συνέχισε ό Φράνκ Γιοχάουζεν, κι αφού μας φέρνετε αυτά τά χρήματα έκ μέρους τού Ντιμίτρι Νικόλεφ, αυτό σημαί νει ότι ό Ντιμίτρι Νικόλεφ τά έκλεψε άπ τόν κλητήρα μας, αφού τόν σκότωσε στό χάνι τού «Σπασμένου Σταυρού»! Ό Βλαντιμίρ δέ βρήκε τίποτα ν απαντήσει... Ενιωθε τό μυαλό του νά σαλεύει. Κι όμως, πίσω άπ τήν αναστάτωση του, κατάλαβε ότι ό Ντιμίτρι Νικόλεφ ήταν χαμένος οριστικά. Δηλαδή, ό Ντιμίτρι... ό Ντιμίτρι... τραύλιζε ό Βλαντιμίρ. Εκτός, αν είσαι έσύ ό δολοφόνος, απάντησε ό Φράνκ Γιο χάουζεν. Αθλιε! Ομως, ό Βλαντιμίρ είχε άλλες σκέψεις καί δέν έδωσε οημασία στή βρισιά. — Επιτέλους, είπε ό κύριος Γιοχάουζεν, αφού έβαλε στην τσέπη του τά κλεμμένα χαρτονομίσματα. Επιτέλους, τόν κρπ τάμε! Τώρα πιά έχουμε αποδείξεις! Αποδείξεις ατράνταχτες Πηγαίνω στον Κέρστορφ και, προτού περάσει μια ωρα. ο Νικόλεφ θά βρίσκεται στή φυλακή! Στό μεταξύ, ό Βλαντιμίρ Γιάνωφ είχε ορμήσει έξω απ τήν Τράπεζα σάν τρελός. Τρέχοντας μέ όλη του τή δύναμη γιά το
σπίτι τού Νικόλεφ, προσπαθούσε νά διώξει απ τό μυαλό του τίς μαύρες σκέψεις πού τό πλημμύριζαν Δέν ήθελε νά πιστέ
161 ψει αυτό πού τοϋ είχε φωνάξει ό Γιοχάουζεν, έπρεπε ν1 ακούσει πρώτα καί τόν ϊδιο τόν Νικόλεφ. Ό Βλαντιμίρ Γιάνωφ έφτασε στό σπίτι κι άνοιξε τήν πόρτα. Κανένας στό ισόγειο, ούτε ό Γιάν οϋτε ή Ίλκα, ευτυχώς! Ό Βλαντιμίρ ανέβηκε τή σκάλα καί μπήκε στό γραφείο τού Νικόλεφ. Ό καθηγητής καθόταν όπως πάντα στό γραφείο του καί κρατούσε τό κεφάλι του μέ τά δυό του χέρια. Βλέποντας τόν Βλαντιμίρ όρθιο στό κατώφλι τής πόρτας, σηκώθηκε κι αυτός. Τί έχεις; τόν ρώτησε. Ντιμίτρι! φώναξε ό Βλαντιμίρ. Μίλησε μου... πές μου τα όλα... Δέν ξέρω... δικαιολογήσου... Όχι, δέν είναι δυνατό... Σίγουρα, τρελάθηκα! Μά τί συμβαίνει; ξαναρώτησε ό Νικόλεφ. Ποια καινούργια συμφορά ήρθε νά χτυπήσει τό σπιτικό μας; Πρόφερε αυτές τίς λέξεις, σάν άνθρωπος πού περιμένει τά πάντα καί πού τίποτα πιά δέν μπορεί νά τόν ξαφνιάσει. — Βλαντιμίρ, συνέχισε, σε προστάζω νά μιλήσεις... Νά δικαι ολογηθώ, γιάποιό πράγμα; Πιστεύεις καί σύ ότι είμαι... Ό Βλαντιμίρ, δέν τόν άφησε νά συνεχίσει κι έκανε μιά υπεράνθρωπη προσπάθεια νά συγκρατηθεί: — Ντιμίτρι, είπε, πρίν μιά ώρα, έφτασε έδώ ένα ειδοποιητή ριο... — Από τους αδερφούς Γιοχάουζεν... συμπλήρωσε ό Νικό λεφ. Τώρα, ξέρεις τί συμβαίνει. Δέν μπορώ νά τους εξοφλήσω, κι όπως βλέπεις, τώρα πιά δέν μπορείς νά γίνεις γιος μου. Ό Βλαντιμίρ δέ θεώρησε απαραίτητο ν απαντήσει σ αυτή τήν τελευταία φράση. Ντιμίτρι, είπε, σκέφτηκα ότι θά μπορούσα έγώ νά σε βγά λω άπ' τή δύσκολη θέση. Εσύ; Είχα στή διάθεση μου τά χρήματα που μού παράδωσες στό Περνώ. Μά τά χρήματα αυτά σού ανήκουν, Βλαντιμίρ! Είναι απ τόν πατέρα (?ου! 11/ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑ
162
Ναι, τό ξέρω. Κι ακριβώς επειδή μοϋ ανήκουν, εχω κάθε δικαίωμα νά τά διαθέσω όπως θέλω. Πήρα λοιπόν τα χρήματα, τά ίδια πού μοϋ έδωσες έσύ, καί πήγα στην Τράπεζα. Έκανες τέτοιο πράγμα 1 Εκανες τέτοιο πράγμα! φώναξε ο Νικόλεφ ανοίγοντας την αγκαλιά του. Μά γιατί τό έκανες; Δέν έχεις άλλη περιουσία! Ντιμίτρι... απάντησε ό Βλαντιμίρ χαμηλώνοντας τή φωνή του. Τά χαρτονομίσματα πού έδωσα στον κύριο Γιοχάουζεν, είναι τά ίδια μ' εκείνα πού μετάφερε ό Πόχ καί πού εξαφανί στηκαν μετά τη δολοφονία του. Ή Τράπεζα είχε κρατήσει τά νούμερα... Τά ϊδια... τά ίδια! Επαναλαμβάνοντας αυτές τίς λέξεις, ό Νικόλεφ έβγαλε μιά άγρια κραυγή πού αντήχησε σ 1 όλο τό σπίτι. Σχεδόν άμέοως, ή πόρτα τού γραφείου άνοιξε καί παρουσιάστηκαν ό Πάν καί ή Ίλκα. Βλέποντας τήν κατάσταση τού πατέρα τους έτρεξαν κοντά του, ένώ ό Βλαντιμίρ αποτραβιόταν σέ μιά γωνιά. Ούτε ό αδερφός ούτε ή αδερφή σκέφτηκαν νά ζητήσουν κάποια εξήγηση. Τό πρώτο πού τους ενδιέφερε, ήταν νά βοη θήσουν τόν πατέρα τους πού υπόφερε. Τόν ανάγκασαν νά κάθισε», ένώ τό στόμα του δέν έπαυε νά τραυλίζει τίς ίδιες πάντα λέξεις: Τά κλεμμένα χαρτονομίσματα! Τά κλεμμένα χαρτονομί σματα!.. Πατέρα μου, φώναξε ή Ίλκα, τί συμβαίνει; Βλαντιμίρ, ρώτησε ό Γιάν, τί συνέβη; Ό Νικόλεφ σηκώθηκε, πλησίασε τόν Βλαντιμίρ, τού έπιασε τά χέρια καί κοιτάζοντας τον στά μάτια, ρώτησε. Αυτά τά χρήματα πού σοΰ έδωσα... αυτά τά ίδια πού πήγες στην Τράπεζα... είναι εκείνα πού κλάπηκαν απ τό χαρτοφύλα
κα τού Πόχ; Ναί, είπε ό Βλαντιμίρ. Είμαι χαμένος... χαμένος φώναξε ό Νικόλεφ. Καί σπρώχνοντας πέρα τα παιδιά του, προτού εκείνα προ-
λάβουν νά τόν εμποδίσουν, βγήκε άπ' τό γραφείο καί μπήκε τρέχοντας στην κάμαρα του. Ομως, δέν έμεινε γιά πολύ. Ένα τέταρτο αργότερα, κατέβαινε τή σκάλα, άνοιγε τήν εξώπορτα, καί χανόταν μέσα στό σκοτάδι. Ό Γιάν καί ή Ίλκα, συγκλονισμένοι άπ' αυτή τήν αποκάλυψη, έκλαιγαν. Εκείνη τή στιγμή, ή υπηρέτρια τους ειδοποίησε ότι οι χωροφύλακες ζητούσαν τόν κύριο Νικόλεψ. Τους είχε στείλει ό δικαστής κι έρχονταν γιά νά τόν συλλάβουν. Ενώ οί χωροφύλακες έψαχναν τό σπίτι γιά νά βεβαιωθούν ότι ό Νικόλεψ δέν ήταν εκεί, ό Βλαντιμίρ, ό Γιάν καί ή Ίλκα. χωρίς νά έχουν συνεννοηθεί, ωθημένοι άπ' τό ίδιο συναίσθημα, ορμούσαν στό δρόμο. "Ηθελαν νά βρουν τόν πατέρα τους... δέ θά τόν έγκατάλειπαν... Παρόλα τά ενοχοποιητικά στοιχεία, παρόλες τίς αποδείξεις, δέν ήθελαν νά πιστέψουν πώς ήταν εγκληματίας. Ή νύχτα είχε κιόλας πέσει. Ό Βλαντιμίρ, ό Γιάν κι ή Ίλκα τρέχοντας προς τά προάστια, έφτασαν στό παλιό τείχος της πόλης. Μπροστά τους απλωνόταν ή κατασκότεινη εξοχή. Χωρίς νά τό πολυσκεφτούν, πήραν τό δρόμο γιά τό Περνώ. Διακόσια βήματα πιό κει, σταμάτησαν κι οι τρεις μπροστά σ ένα ανθρώπινο κορμί πού βρισκόταν σωριασμένο στην άκρη τοϋ δρόμου. Ήταν ό Ντιμίτρι Νικόλεφ. Πλάι του, βρισκόταν ένα ματωμένο μαχαίρι. Ό Γιάν καί ή Ίλκα ρίχτηκαν πάνω στον πατέρα τους, ένώ ό Βλαντιμίρ έτρεχε νά ζητήσει βοήθεια στό κοντινότερο σπίτι. Ήρθα\/ μερικοί χωρικοί μ ένα πρόχειρο φορείο κι ό Νικόλεφ μεταφέρθηκε στό σπίτι όπου, ό γιατρός Αμιν, δέν μπόρεσε παρά νά διαπιστώσει τό θάνατο του. Ό Ντιμίτρι Νικόλεφ είχε χτυπηθεί, όπως είχε χτυπηθεί κι ό Πόχ. μέ μιά μαχαιριά στην καρδιά, καί τό μαχαίρι είχε αφήσει γύρω άπ τό τραύμα ένα σημάδι όμοιο μ εκείνο πού είχαν δει στό πτώμα τού Πόχ Ο άθλιος, βλέποντας πώς ήταν πιά χαμένος, είχε αυτοκτονήσει γιά νά γλιτώσει άπ τήν τιμωρία.
164
15
Πάνω σ' Ινα τάφο
Αυτό το δικαστικό δράμα πού είχε συγκλονίσει τους κάτοικους τών Βαλτικών επαρχιών, είχε πιά τελειώσει. Γιά μιαν ακόμη φορά, μετά τό βίαιο θάνατο εκείνου πού εκπροσωπούσε τό σλαβικό στοιχείο, οι γερμανοί είχαν θριαμβεύσει. Ωστόσο, ό ανταγωνισμός θά ξανάρχιζε αργά ή γρήγορα, κι ή ρωσοποίηση θά γινόταν κάτω άπ' τήν επιρροή της κυβέρνησης. Ναί, δέν υπήρχε καμιά αμφιβολία πώς ό Νικόλεφ, δολοφόνος καί ληστής, είχε αυτοκτονήσει γιά νά γλιτώσει τήν τιμωρία. Φυσικά, ή εξέλιξη αυτή αθώωνε πέρα γιά πέρα τόν Κρόφ. Κι ήταν πιά καιρός. Γιατί ό δικαστής είχε αποφασίσει ν' αντιμετωπίσει σοβαρά καί τήν εκδοχή τής ενοχής τοΰ ταβερνιάρη. Ετσι, ό Κρόφ συνέχισε ανενόχλητος τή δουλειά του ατό χάνι του, παριστάνοντας τόν αθώο πού είχε ενοχοποιηθεί άδικα. Μετά τήν κηδεία τού καθηγητή, ή Ίλκα καί ό Πάν, πού δέ θά ξαναγυρνούσε στό Πανεπιστήμιο τοϋ Ντόρπατ, γύρισαν στό σπίτι τους όπου δέ βρήκαν κανένα φίλο εκτός άπ' τό γιατρό καί τόν κύριο Ντελαπόρτ. Τά δυό αδέρφια έβλεπαν τό μέλλον τους πολύ σκοτεινό. Οσο γιά τήν αυτοκτονία τού πατέρα τους τήν άπόδιναν σέ μιά στιγμή τρέλας κι όχι σέ φόβο γιά τήν αποκάλυψη τής αλήθειας, Τό ίδιο σκεφτόταν κι ό Βλαντιμίρ Γιάνωφ. πού αρνιόταν νά πιστέψει όσα είχαν αποδειχτεί τόσο φανερά. Κι όμως. πώς τά λεφτά τού Πόχ είχαν βρεθεί στην κατοχή τού Νικόλεφ, αν δέν τά είχε κλέψει 6π τό πτώμα τού Πόχ;
165 Κι όταν κουβέντιαζε μέ τό γιατρό "Αμιν, τόν πιό παλιό φίλο της οικογένειας, εκείνος απαντούσε μέ μιά τετράγωνη λογική: Θά παραδεχτώ τά πάντα, αγαπητέ μου Βλαντιμίρ, θα πα ραδεχτώ ότι ό Νικόλεφ δέν έκλεψε τόν Πόχ, παρόλο πού τά κλοπιμαία βρέθηκαν στά χέρια του, θά παραδεχτώ ακόμη πώς ή αυτοκτονία του δέν αποδείχνει τήν ενοχή του, κι οτι μπορεί νά σκοτώθηκε σέ μιά κρίση τρέλας, τρέλας πού προήλθε άπ τίς φοβερές δοκιμασίες. Όμως, υπάρχει ένα στοιχείο πού υπερισχύει σέ όλα: ό Ντιμίτρι χτυπήθηκε μέ τό ίδιο όπλο πού χτύπησε τόν Πόχ! Αν είναι έτσι, απάντησε ό Βλαντιμίρ κάνοντας μιά τελευ ταία παρατήρηση, ό Ντιμίτρι Νικόλεφ είχε σίγουρα κάποιο παρόμοιο μαχαίρι καί δέν τό είχε δείξει σέ κανένα, ούτε κάν στά παιδιά του. Τί λέτε; Δέν μπορώ ν' απαντήσω, Βλαντιμίρ. Ομως, τί θ απογί νουν τ άμοιρα παιδιά του; Όταν ή Ίλκα θά γίνει γυναίκα μου, ό Γιάν θά είναι αδερ φός μου. Ό γιατρός πήρε τό χέρι τού Βλαντιμίρ καί τό έσφιξε δυνατά. Πιστέψατε ποτέ, γιατρέ, ότι θά έπαυα ν' αγαπώ τήν Ίλκα, έστω κι αν ό πατέρας της ήταν ένοχος; Οχι, Βλαντιμίρ, απάντησε ό γιατρός. Ποτέ δέ μού πέρασε ή σκέψη ότι θ' αρνιόσουνα νά παντρευτείς τήν Ίλκα. Τί φταίει αυτή γιά όσα έγιναν; Δέ φταίει καθόλου! φώναξε ό Βλαντιμίρ. Στά μάτια μου, είναι τό πιό άγιο, τό πιό ευγενικό πλάσμα, ή πιό άξια γιά τήν αγάπη ενός άντρα! Ό γάμος μας μπορεί ν αναβλήθηκε, αλλά θά γίνει! Κι έπειτα, θά φύγουμε άπ' αυτή τήν πόλη. Βλαντιμίρ, ξέρω ότι έχεις μεγάλη καρδιά, θέλεις νά παντρευτείς τήν Ίλκα, αλλά εκείνη τό θέλει ακόμη; Αν αρνηθεί, θά πει ότι δέ μ αγαπάει. "Αν αρνηθεί, Βλαντιμίρ, θά πει ότι σ αγαπάει καί μάλιστα μέ μιά αγάπη πολύ μεγαλύτερη άπ' όσο φαντάζεσαι! Ή συζήτηση αυτή δέν άλλαξε μέ κανένα τρόπο τά αισθή-
166 ματα τοϋ Βλαντιμίρ Γιάνωφ πού ήταν αποφασισμένος νά κάνει οπωσδήποτε τό γάμο του μέ τήν Ίλκα μόλις θά τό επέτρεπαν τά προσχήματα τοΰ πένθους. Δέν τόν ένοιαζε καθόλου γιά τό τι θά έλεγε ό κόσμος κι αν υπήρχε κάτι πού νά τόν απασχολεί, αυτό ήταν τό μέλλον του. Απ τά χρήματα πού τού είχε παραδώσει ό Ντιμίτρι Νικόλεφ δέν τοϋ έμεναν παρά μόνο δυό χιλιάδες ρούβλια. Έ, λοιπόν, δε θά τρόμαζε μπροστά στά εμπόδια! Θά εργαζόταν σκληρά γιά τή γυναίκα του καί γιά κεΤνον. Μέ τήν αγάπη της Ίλκα, τίποτα δέν ήταν ακατόρθωτο! Πέρασαν δεκαπέντε μέρες. Ό Πάν, ή Ίλκα, ό Βλαντιμίρ κι ό γιατρός "Αμιν δέ χωρίζονταν σχεδόν καθόλου. Ό Βλαντιμίρ δέν είχε πε"ι ακόμη οϋτε λέξη γιά τό γάμο. Ούτε καί τά δυό αδέρφια μιλούσαν καθόλου γι' αυτό. Τις περισσότερες ώρες τις περνούσαν κλεισμένοι στό δωμάτιο τους. Τή μέρα εκείνη, καθώς ό Βλαντιμίρ βρισκόταν μόνος μέ τήν Ίλκα στό σαλόνι, αποφάσισε νά τήν βγάλει άπ' τή σιωπή της: Ίλκα, της είπε μέ συγκινημένη φωνή, όταν έφυγα άπ' τή Ρίγα, πρίν τέσσερα χρόνια, όταν μέ πήραν άπό σένα καί μ έστειλαν στη Σιβηρία, σού υποσχέθηκα ότι δέ θά σέ ξεχνούσα ποτέ. Σέ ξέχασα; "Οχι, Βλαντιμίρ. Σού υποσχέθηκα νά σ' αγαπώ γιά πάντα. Τά αισθήματα μου άλλαξαν; Όπως δεν άλλαξαν καί τά δικά μου γιά σένα, Βλαντιμίρ, κι αν μοϋ είχαν δώσει τήν άδεια, θά είχα έρθει στή Σιθηρία καί θά είχα γίνει γυναίκα σου. Ή γυναίκα ενός κατάδικου, Ίλκα... Ή γυναίκα ενός εξόριστου, Βλαντιμίρ, απάντησε ή νέα κοπέλα. Ό Βλαντιμίρ ένιωσε τί σήμαινε αυτή ή απάντηση, αλλά δέν έδωσε σημασία καί συνέχισε. "Ομως, δέ χρειάστηκε νά έρθεις έκεΐ, Ίλκα. Τά πράγματα άλλαξαν κι ^)ρθα έγώ έδώ γιά νά γίνω άντρας σου...
Ναί, τά πράγματα άλλαξαν, Βλαντιμίρ. Αλλαξαν τρομαχτι-
167 κά. Ή Ίλκα πρόφερε αυτές τις τελευταίας λέξεις με τόσο πόνο πού Ολο της τό κορμί τρεμούλιασε. Αγαπημένη μου Ίλκα, δέ θά εξακολουθήσω αυτή τή συζή τηση πού σέ στενοχωρεί. Θέλω μόνο νά σου ζητήσω νά κρατή σεις τήν υπόσχεση σου Τήν υπόσχεση μου; ρώτησε ή Ίλκα κλαίγοντας μέ λυγ μούς, τήν υπόσχεση μου; "Οταν τήν έδινα ήμουνα άξια... Τώ ρα... Τώρα, Ίλκα, εξακολουθείς νά είσαι άξια! "Οχι, Βλαντιμίρ, πρέπει νά ξεχάσεις τά σχέδια μας. Ξέρεις καλά ότι δέ θά τά ξεχάσω ποτέ! Αν δέ μάς είχε βρει αυτό τό κακό, δέ θά είχαμε παντρευτεί έδώ και δεκαπέν τε μέρες; Ναί, κι ευλογώ τό Θεό πού μάς εμπόδισε! Δέν είσαι υπο χρεωμένος οϋτε νά μετανιώνεις οϋτε νά ντρέπεσαι πού μπή κες σέ μιά ατιμασμένη οικογένεια! Ίλκα, είπε σοβαρά ό Βλαντιμίρ, δέ θά μετάνιωνα, δέ θά ντρεπόμουνα νά είμαι άντρας τής Ίλκα Νικόλεφ. Σέ πιστεύω, απάντησε τρυφερά ή Ίλκα, σέ πιστεύω. Αγα πιόμαστε, αλλά είναι αδύνατο νά παντρευτούμε. — Αδύνατο! φώναξε ό Βλαντιμίρ. Μά αυτό θά τό κρίνω έγώ. Δέν είμαι κανένα παιδί, Ίλκα. Ή ζωή μου δέν ήταν οϋτε ευτυ χισμένη, οϋτε εύκολη μέχρι σήμερα κι έχω μάθει νά σκέφτομαι πολύ προτού αποφασίσω κάτι. Εχε μου εμπιστοσύνη. Πίστευε με όταν έγώ κρίνω κάτι γιά σωστό. — Κι ό κόσμος; Τί θά πει ό κόσμος; — Αδιαφορώ γιά τόν κόσμο, Ίλκα. Γιά μένα ό κόσμος είσαι έσύ, όπως καί γώ είμαι γιά σένα! θά φύγουμε άπ αυτή τήν πόλη, άν τό θές! Ό Γιάν θά έρθει μαζί μας, καί όπου κι αν πάμε, θά είμαστε ευτυχισμένοι, στό ορκίζομαι! Ίλκα, αγαπημέ νη μου Ίλκα, πές μου ότι θέλεις νά γίνεις γυναίκα μου1 Ό Βλαντιμίρ έπεσε στά γόνατα, τήν παρακάλεσε, τήν
ικέτεψε. Όμως, ή Ίλκα έδειχνε ολοένα καί πιό ταραγμένη — Σήκω! Σήκω! τόν παρακαλούσε Δέ γονατίζουν μπροστά στην κόρη ενός...
168
Ό Βλαντιμίρ δεν τήν άφησε νά συνεχίσει: Ίλκα, ξανάπε μέ μάτια γεμάτα δάκρυα, γίνε γυναίκα μου. Ποτέ, απάντησε ή Ίλκα, ποτέ ή κόρη ενός δολοφόνου δε θά γίνει γυναίκα τού Βλαντιμίρ Γιάνωφ. Αυτή ή σκηνή τους είχε τσακίσει καί τους δυό. Ή Ιλκα κλείστηκε στό δωμάτιο της. Ό Βλαντιμίρ. άπογοητευυένος βγήκε άπ τό σπίτι, περιπλανήθηκε στους δρόμους καί κατάφυγε στό σπίτι τού γιατρού "Αμιν. Ό Βλαντιμίρ τού διηγήθηκε τή σκηνή καί τού μίλησε γιά τήν επίμονη άρνηση τής Ίλκα νά γίνει γυναίκα του. Δυστυχώς, αγαπητέ μου Βλαντιμίρ, είπε ό γιατρός, στο είχα πει. Τήν ξέρω καλά τήν Ίλκα. Τίποτα δέ θά τήν κάνει ν αλλάξει γνώμη. "Αχ. γιατρέ, αφήστε με νά ελπίζω ότι θά δεχτεί. Ποτέ, Βλαντιμίρ. Νιώθει ατιμασμένη καί δέ θά γίνει ποτέ γυναίκα σου, ποτέ, άφοΰ είναι ή κόρη ενός δολοφόνου. Κι αν δέν είναι; φώναξε ό Βλαντιμίρ. Κι αν ό πατέρας της δέν έκανε τό έγκλημα; Ό γιατρός 'Αμιν έστρεψε άλλου τό κεφάλι του, αποφεύγοντας ν' απαντήσει. Ωστόσο, ό Βλαντιμίρ δέν υποχωρούσε: — Ακούστε με, γιατρέ, είπε. Θεωρώ τήν Ίλκα γυναίκα μου μπροστά στό Θεό, καί θά περιμένω.
Τι; Τήν επέμβαση τοΰ Θεού!
Δυό μήνες πέρασαν. Η κατάσταση δέν είχε αλλάξει. Κανένας στην πόλη δέ μιλούσε πιά γιά τήν υπόθεση. Στίς εκλογές είχαν κερδίσει οί γερμανοί, κι ό Φράνκ Γιοχάουζεν δέν έδειχνε ν ασχολείται πιά μέ τήν οικογένεια τού Νικόλεφ. Ομως, ό Πάν καί ή Ίλκα, δέν ξεχνούσαν τήν υποχρέωση τού πατέρα τους κι είχαν αποφασίσει νά ξοφλήσουν εκείνοι το χρέος του. Γιά νά τό καταφέρουν, χρειαζόταν χρόνος. Επρεπε να πουλήσουν τή λιγοστή περιουσία τους, τό πατρικό σπίτι, τη
169 ϋι6Λιοθήκη τοϋ καθηγητή, κάθε τι που μπορούσε ναποΓΓληθεϊ Έπειτα θά έβλεπαν... Ή Ίλκα μπορούσε να δίνει μαθήματα,αν [ τήν ήθελαν Κι αν δέν τή δέχονταν, ίσως να πήγαιναν σε ίαποια άλλη πόλη. Οσο γιά τον Γιαν, θα έβρισκε κάπου (δουλεία σάν υπάλληλος Φυσικά, μετά τήν άρνηση τής Ίλκα νά τόν παντρευτεί, ό Βλαντιμίρ Γιάνωφ είχε φύγει άπ' τό σπίτι. Τήν επισκεπτόταν όμως συχνά καί κουβέντιαζε μαζί της γιά τά διάφορα σχέδια των δυό αδερφών σχετικά μέ τό πώς θά εξοφλούσαν τόν κύριο Γιοχάουζεν. Ό γιατρός 'Αμιν, μάρτυρας στην απελπισία τού Βλαντιμ'ιρ, προσπαθούσε μερικές φορές νά μεταπείσει τήν Ίλκα, αλλά δέν τό κατόρθωνε. — Ή κόρη ενός δολοφόνου, έλεγε εκείνη, δέν μπορεί νά γίνει γυναίκα ενός τίμιου άντρα! "Ετσι κυλούσε ό καιρός ώς τίς 17 τού Σεπτέμβρη, πού ήρθε ένα γράμμα γιά τόν Γιάν καί τήν Ίλκα. Τό έστελνε ό ιερέας τής Ρίγας, ένας γέροντας εβδομήντα χρόνων, αξιοσέβαστος άπ' όλο τόν ορθόδοξο πληθυσμό, καί εξομολογητής τής Ίλκα. Ό ιερέας καλούσε τά δυό αδέρφια νά βρίσκονται τήν ίδια κιόλας μέρα, στίς πέντε τό απόγευμα, στό νεκροταφείο τής Ρίγας. Ταυτόχρονα, ό γιατρός "Αμιν κι ό Βλαντιμ'ιρ Γιάνωφ πού είχαν λάβει καί κείνοι ένα παρόμοιο γράμμα, επισκέπτονταν έκεΤνο τό πρωί τό σπίτι τών Νικόλεφ. Ό Γιάν τους έδειξε τό γράμμα τοϋ παπα- Αξίεφ: — Τί σημαίνει αυτή ή πρόσκληση, ρώτησε, καί γιατί μάς δίνει ραντεβού στό νεκροταφείο; Τ Ηταν τό νεκροταφείο όπου αναπαυόταν ό Ντιμίτρι Νικόλεφ, χωρίς ή εκκλησία νά έχει ευλογήσει τήν ταφή του. Τί λέτε, γιατρέ; Λέω ότι αφού μάς κάλεσε, πρέπει νά πάμε. Είναι σοφός άνθρωπος καί πολύ συνετός καί ποτέ δέ θά μάς έστελνε αυτή τήν πρόσκληση, αν δέν είχε πολύ σοβαρούς λόγους. ι
170 Θά έρθεις, Ίλκα; ρώτησε ό Βλαντιμίρ. Προσεύχομαι πολύ συχνά στον τάφο τοϋ πατέρα μου, αλλά δέ θά χάσω τήν ευκαιρία νά προσευχηθώ άλλη μία, απάντησε εκείνη. Τότε, θά συναντηθούμε εκεί στίς πέντε, είπε ό γιατρός κι έφυγε μαζί με τόν Βλαντιμίρ. Στήν κανονισμένη ώρα, ό Γιάν καί ή Ίλκα έφτασαν ατό νεκροταφείο καί συναντήθηκαν μέ τους φίλους τους. Κι οι τέσσερις μαζί, προχώρησαν κατά τόν τάφο τοϋ Ντιμίτρι Νικόλεφ. Ό παπάς, γονατισμένος πάνω στήν ταφόπλακα, προσευχόταν γιά τήν ψυχή του. Ακούγοντας τά βήματα τους, ανασήκωσε τό κάτασπρο κεφάλι του κι έγνεψε στον Βλαντιμίρ καί τήν Ίλκα νά πλησιάσουν. "Επειτα είπε: — Βλαντιμίρ Γιάνωφ... τό χέρι σου. Καί σύ, Ίλκα Νικόλεφ, τό δικό σου. Πήρε τά χέρια των νέων καί τά ένωσε πάνω άπ τόν τάφο. Τότε, μέ φωνή σοβαρή συνέχισε: — Βλαντιμίρ Γιάνωφ καί "Ιλκα Νικόλεφ, σας ενώνω μπροστά στό θεό. Ή κοπέλα τράβηξε απότομα τό χέρι της. "Οχι, πάτερ μου, είπε, είμαι κόρη ενός δολοφόνου. Ή κόρη ενός αθώου πού δέν μπορούμε νά τόν κατηγο ρήσουμε ούτε γιά τήν αυτοκτονία του! απάντησε ό παπάς Κι ό δολοφόνος; ρώτησε ό Γιάν τρέμοντας από συγκίνη ση. — Είναι ό πανδοχέας τού «Σπασμένου Σταυρού» Κρόφ!
Είναι ό
171
16
Εξομολόγηση
Τήν παραμονή εκείνης της μέρας, ό ταβερνιάρης Κρόφ, άρρωστος από πνευμονική συμφόρηση, πέθαινε μέσα σέ λίγες ώρες. Προτού πεθάνει, βασανισμένος άπό τίς τύψεις έδώ καί τρεις μήνες, είχε καλέσει τόν παπα-Αξίεφ γιά νά εξομολογηθεί. Τήν εξομολόγηση αυτή ό παπάς τήν είχε γράψει, κι ό Κρόφ τήν είχε υπογράψει. Μετά τό θάνατο του, θά γινόταν γνωστή σέ όλους. Ή εξομολόγηση αυτή σήμαινε τήν καταδίκη τού Κρόφ καί τήν αποκατάσταση τού Ντιμίτρι Νικόλεφ. Καί νά τί περιείχε αυτή ή εξομολόγηση τοΰ δολοφόνου. Τή νύχτα της 13ης προς τή 14η Απριλίου, ό Ντιμίτρι Νικόλεφ κι ό Πόχ είχαν φτάσει στό χάνι τοΰ «Σπασμένου Σταυρού». Βλέποντας τό χαρτοφύλακα τοΰ Πόχ, ό ταβερνιάρης, πού οι δουλειές του δέν πήγαιναν καλά τόν τελευταίο καιρό, αποφάσισε νά κλέψει τόν κλητήρα. Ωστόσο, ή φρόνηση τόν συμβούλευε νά περιμένει πρώτα νά φύγει ό άλλος ταξιδιώτης πού είχε δηλώσει ότι δέ θά έμενε ώς τό πρωί. Όμως, μή μπορώντας νά συγκρατηθεί, κατά τίς δύο τή νύχτα, μπήκε στην κάμαρα τοΰ Πόχ, πιστεύοντας ότι δέν θά τόν αντιλαμβανόταν. Όμως ό Πόχ ήταν ξύπνιος κι ό Κρόφ, γιά νά μήν αποκαλυφτεί, ρίχτηκε πάνω του μέ τό μαχαίρι, ένα σουηδέζικο μέ
172 κρίκο, καί τόν σκότωσε. Έπειτα, έψαξε τό χαρτοφύλακα τοϋ Πόχ. Περιείχε δεκαπέντε χιλιάδες ρούβλια σέ χαρτονομίσματα τών εκατό. Όμως, πόση ήταν ή απογοήτευση τοΰ Κρόφ, όταν σέ μιά τσέπη τού χαρτοφύλακα βρήκε ένα χαρτί μέ αριθμούς καί μέ τόν τίτλο: «Κατάλογος αριθμών τών χαρτονομισμάτων, πού τό αντίγραφο του βρίσκεται στά χέρια τών αδερφών Γιοχάουζεν». Αυτή ήταν μιά προφύλαξη πού έπαιρνε πάντα ό Πόχ, όταν μετάφερε χρήματα. Έτσι, τά χρήματα αυτά ήταν άχρηστα γιά τόν Κρόφ καί τό έγκληυα πού είχε κάνει δεν τοΰ άφηνε κανένα κέρδος. Τότε τού ήρθε ή σκέψη νά φορτώσει τήν ευθύνη τού εγκλήματος στον άγνωστο ταξιδιώτη τής πλαϊνής κάμαρας. Βγήκε άπ' τό πανδοχείο, έξυσε τόν τοίχο κάτω άπ' τό πρώτο παράθυρο, παραβίασε τά παντζούρια τού δεύτερου καί μπήκε στό σπίτι. Λυσσασμένος άπ" τή σκέψη ότι τά χαρτονομίσματα δέν μπορούσαν νά τόν εξυπηρετήσουν σέ τίποτα, έκανε τήν πιό εγκληματική σκέψη πού θά μπορούσε νά κάνει άνθρωπος. Έψαξε στά πράγματα τοΰ Νικόλεφ, βρήκε τά χρήματα πού είχε μαζί του — τά πήγαινε στον Βλαντιμίρ — καί τ' άλλαξε μέ τά κλεμμένα. Στίς τέσσερις τό πρωί, ό Ντιμίτρι Νικόλεφ έφευγε άπ' τό «Σπασμένο Σταυρό»» χωρίς νά ξέρει τί τόν περίμενε. Βλέποντας ν' αθωώνεται τήν πρώτη φορά ό Νικόλεφ, ό Κρόφ άρχισε νά φοβάται. Π' αυτό, μηχανεύτηκε κάτι πού θά τόν ενοχοποιούσε γιά τά καλά τόν καθηγητή. Έκαψε ένα άπ' τά χαρτονομίσματα τού Νικόλεφ, τό πασάλειψε μέ αίμα καί τό έβαλε στό τ#ικι, ανάμεσα στίς στάχτες. Εκεί τό βρήκε ό Βέρντερ καί, όπως είδαμε, άρχισε νά μιλάει ξανά γιά τήν ενοχή τοϋ Νικόλεφ. Ωστόσο, ό Κρόφ δέν ησύχαζε. Έτσι, εκείνη τή μέρα, τριγύριζε έξω άπ' τό σπίτι τοΰ Νικόλεφ, αποφασισμένος νά τόν σκοτώσει γιά νά πιστέψουν όλοι ότι είχε αυτοκτονήσει άπό
173
τύψεις. Οι περιστάσεις τον ευνόησαν. Είδε τόν Νικόλεφ νά βγαίνει σάν τρελός έπειτα άπό τή φοβερή σκηνή πού είχε μέ τόν Βλαντιμίρ και τόν ακολούθησε. Καί κεί, στον έρημο δρόμο γιά τό Περνώ, τόν χτύπησε μέ τό ίδιο μαχαίρι πού είχε σκοτώσει τόν Πόχ, καίτό άφησε πλάι στό θύμα. Τώρα πιά μπορούσε νά συνεχίσει ήσυχος τή ζωή του. Όμως, δέν έζησε και πολύ γιά νά χαρεί τους καρπούς τών εγκλημάτων του. Νιώθοντας τό θάνατο νά πλησιάζει, ζήτησε τόν παπά καί έκανε τήν εξομολόγηση του, παρακαλώντας νά γίνει γνωστή μετά τό θάνατο του. Ή αποκατάσταση τοϋ Ντιμίτρι Νικόλεφ δέν άργησε. Ομως, πόση θλίψη γιά τά παιδιά του καί τους φίλους του, τώρα πού δε ζούσε πιά γιά νά τή δε'ι κι ό ίδιος! Έτσι, τέλειωσε αυτό τό εκπληκτικό δράμα πού έμεινε αλησμόνητο στά δικαστικά χρονικά τών επαρχιών της Βαλτικής...
ΤΕΛΟΣ
ΙΟΥΛΙΟΣ ΒΕΡΝ 1828-1905
Τό Μυστηριώδες "Εγκλημα Ό άγνωστος πού κυκλοφορεί σάν σκιά μέσα στην άγρια θύελλα, δείχνει πώς κάτι θέλει ν' αποφύγει. Τό σπίτι του είναι ατό δρόμο του, δυό βήματα κοντά του, κι όμως έκεΤνος παίρνει τήν αντίθετη κατεύθυνση. Θέλει μέ κάθε τρόπο νά ξεφύγει άπ' τους διώκτες του, νά βρεθεί σ' έναν άλλο τόπο όπου οι νόμοι δέν είναι τόσο αυστηροί. Είναι αθώος, κι όμως όλοι τόν θεωρούν ένοχο. Τόν κατηγορούν γιά ένα έγκλημα πού δέν έχει κάνει. Όλα εΤναι επιβαρυντικά γΓ αυτόν, καί οι περιπέτειες του ακολουθούν ή μιά τήν άλλη. Θά καταφέρει ν' αποδείξει τήν αθωότητα του;
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ «ΑΓΚΥΡΑ» ΔΗΜ. ΑΠ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Α.Β.Ε.Ε. ΠΕΙΡΑΙΩΣ 18, ΑΘΗΝΑ Τ. 101, ΤΗΛ. 5223694