ΤΟΥ τΕΧΝΟΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ Από την χοινων(α της πληροφορ(ας στην ειχονιχή ζωή
ι::
....,------.....
ΣΕΙΡΑ: ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ Διεύθυνση: Στέλιος Παπαθανασόπουλος
Η Εποχή του Τεχvοπολιτwμού Από την κοινωνία της πληροφορίας στην εικονική ζωή
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών διεθνώς αλλά και στη χώρα μας συντελεί ται μια πραγματικά κοσμογονικ1i αλλαγ1i στο επικοινωνιακό πεδίο: εμφανίζονται νέα τηλεοπτικά κανάλια, νέοι ραδιοφωνικοί σταθμοί, νέα περιοδικά και εφημερίδες, νέα Μέσα Επικοινωνίας, νέες πανε.ιιιστημιακές Σχολές Επικοινωνίας και εργαστήρια δημο
σιογραφικών σπουδών, νέες θέσεις εργασίας . Όλα αυτά μαζί συνιστούν όχι μόνο ένα νέο επικοινωνιακό πεδίο, άξιο ιδιαίτερης προσοχής και μελέτης, αλλά και ένα χώρο
που έχει αποκτήσει ξεχωριστ1i σημασία μέσα στο πλαίσιο της σύγχρονης κοινωνίας. Ακόμα, στην ίδια περίοδο νέες κριτικές θεωρητικές προσεγγίσεις έχουν αναπτυχθεί για την επικοινωνία, την ενη μέρωση και τον πολιτισμό. Αυτές οι σημαντικές αλλαγές που
συντελούνται αποτελούν ταυτόχρονα την ολοκλήρωση μιας διαδικασίας και την απαρ χή μιας άλλης. Ωστόσο, ενώ πολλά λέγονται, γράφονται και ακούγονται, ελάχιστες α ναφορές γίνονται στις υπάρχουσες συστηματικές μελέτες πάνω σε αυτά τα φαινόμενα, μια και η σχετική βιβλιογραφία στη χώρα μας, που έχει ασχοληθεί συστηματικά και σε
βάθος με την ανάλυση των φαινομένων της μαζικ1iς επικοινωνίας, παρά την αύξηση των τίτλων κατά την τελευταία δεκαετία , παραμένει μικρή και, σε αρκετές περιπτώσεις, χω ρίς ιδιαίτερη εκδοτικ1i φροντίδα και επιμέλεια.
Η σειρά των Εκδόσεων Καστανιώτη «Επικοινωνία και Κοινωνία», από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, προσπαθεί να καλύψει ένα μέρος αυτού του βιβλιογραφικού και εκδοτικού <<κενού>>. Βασικός στόχος της σειράς είναι να αποτελέσει σημείο αναφοράς για την καταγραφ1i και την ανάλυση των αλλαγών στο πεδίο της επικοινωνίας στην εποχ1i μας. Τα βιβλία που πρόκειται να εκδοθούν αναφέρονται στα φαινόμενα της μαζικής ε πικοινωνίας μέσα στο πολιτικό, οικονομικό, πολιτιστικό και ιστορικό τους πλαίσιο. Επι πλέον, επιδίωξη της εν λόγω σειράς είναι να εξετάσει διαμέσου μιας κριτικ1iς προσέγ
γισης τα φαινόμενα που χαρακτηρίζουν τη μαζικ1i κοινωνία, και ιδιαίτερα την <<"'ΛΟινω νία της πληροφορίας>>, καθώς και τα προβλήματα και τα ζητ1iματα που προκύπτουν α πό τη σύγκλιση των Μέσων Επικοινωνίας με τα συσηiματα της πολιτισμικ1iς παραγω
γής και διάδοσης τα οποία βασίζονται στις τεχνολογίες των τηλεπικοινωνιών και της πληροφορικ1iς. Επίσης , με τη σειρά <<Επικοινωνία και Κοινωνία>> σκοπεύουμε να παρουσιάσουμε τον
κοινωνικό ρόλο των διαφόρων επικοινωνιακών φαινομένων, να προτείνουμε ένα νέο τρόπο σκέψης πάνω στα ΜΜΕ και να προσφέρουμε ένα διαφορετικό πεδίο ανάλυσης. Τέ λος, στόχος της παρούσας σειράς, στη δεύτερη δεχαετία της ζω1iς της και στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, είναι να αποτελέσει έναν εκδοτικό χώρο για την παρουσίαm1 της έρευνας και της ανάλυσης όσον αφορά στα Μέσα Επικοινωνίας υπό το φως των νέων χοι
νωνικών, πολιτιχών, οικονομικών και τεχνολογικών δεδομένων.
-ΣΕΙΡΑ: ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
1. 2.
Στέλιος Παπαθανασόπουλος, Απελευθερώνοντας την τηλεόραση Μάξουελ ΜακΚόμπς- Έντνα Έινσιντελ- Ντέιβιντ Ουίβερ, Τα ΜΜΕ και η δια μόρφωση της κοινής γνώμης
3. 4.
Νικόλας Νεγροπόντης, Ψηφιακός κόσμος Κωνσταντίνος Στράτος, Αντίθεση και διαφωνία (Η στάση των εφημερίδων στη δικτατορία, 1967-1974)
5. 6.
Ντένις ΜακΚουέιλ, Εισαγωγή στη θεωρία της μαζικής επικοινωνίας Στέλιος Παπαθανασόπουλος, Η δύναμη της τηλεόρασης, η λογική του Μέσου και η Αγορά
7. Σατ Τζάλυ, Οι κώδικες της διαφήμισης 8. Σβεν Μπίρκερτς, Οι ελεγείες του Γουτεμβέργιου 9. Νιλ Πόστμαν , Τεχνοπώλιο (Πολιτισμός και Τεχνολογία) 10. Δημήτρης Ρέππας , Πρόσωπο με πρόσωπο με τα Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης 11. Σβεν Βίνταλ- Μπένο Σίγνιτζερ, σε συνεργασία με την τζιν Όλσον, Εφαρμοσμέ νη επικοινωνία (Μια εισαγωγή στον επικοινωνιακό σχεδιασμό)
13. Νίκος Κολοβός , Κινηματογράφος - Η τέχνη της βιομηχανίας 14. Στέλιος Παπαθανασόπουλος, Η τηλεόραση και το κοινό της 15. Νίκος Λέανδρος, Πολιτική Οικονομία των ΜΜΕ (Η αναδιάρθρωση της βιομηχα νίας των Μέσων στην εποχή της πληροφοριακής επανάστασης)
16. Στέλιος 17.
Παπαθανασόπουλος (επψέλεια-εισαγωγή-μετάφραση), Επικοινωνία και
Κοινωνία (Από τον εικοστό στον εικοστό πρώτο αιώνα) Ντένις ΜακΚουέιλ- Σβεν Βίνταλ, Σύγχρονα μοντέλα Επικοινωνίας (nα τη μελέ τη των ΜΜΕ)
18. Στέλιος Παπαθανασόπουλος, Η Ευρώπη των Επικοινωνιών (Οι πολιτικές της Ευ ρωπαϊκής Ένωσης για το Επικοινωνιακό Πεδίο)
19.
Κέβιν Ρόμπινς- Φρανκ Ουέμπστερ, Η Εποχή του Τεχνοπολιτισμού, Από την κοι
νωνία της πληροφορίας στην εικονική ζωή
ΚΕΒΙΝ ΡΟΜΠΙΝΣ- ΦΡΑΝΚ ΟΥΕΜΠΣτΕΡ
ΗΕΠΟΧΗ
ΤΟΥ ΤΕΧΝΟΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ Από την κοινωνία της πληροφορίας στην εικονική ζωή
Kevin Robins- FΓank WebsteΓ, τίιηe~· of tlιe Technocιιlture: Fronι the lnformation Society 10 tlte Virtual Life
" Copyright Kevin Robins and Frank Webster, 1999. All Γighιs reserved. Authoήsed translation fron1 English language edition published by Routledge, a n1ember of the Taylor & Francis Group. ο Copyright για την ελληνικ1\ γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2002 Απαγορεύεται 'l muδιιιοσίευση •ί m'CLϊαραγωγιΊ του παρόντο; έργου στο σύ\'Ολό του ιί τμιιμάτων του με ο:τοιονδιΊποτε τρόπο. i'.α·
Οώ; και η μετά1κότερο η]ς όλΙJ> αισθψικ1j; ψ<(άνισης του βι· βλίου. με
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΠΑΝΙΩΤΗ Α.Ε .
Ζαλόγγου Ι 1, 106 78 Αθήνα -.:J' 210-330.12.08-210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
«Επανάσταση των τεχνολογιών», «μεταβιομηχανική κοινωνία», «Τρίτο Κύ μα», «το σοκ του μέλλοντος», «εποχή της μικροηλεκτρονικής», «εποχή των πληροφοριών» είναι μερικοί από τους χαρακτηρισμούς με τους οποίους διάφοροι αναλυτές και μελλοντολόγοι προσπαθούν να περιγράψουν τη μεταβαλλόμενη κοινωνία μας και να μας υπενθυμίσουν ότι οι αλλαγές αυτές έχουν σχέση με τις τεχνολογίες της πληροφορικής και της επικοι νωνίας. * Διαβάζουμε καθημερινά στον Τύπο και βλέπουμε στην τηλεό ραση για τις υποσχέσεις και τις ανέσεις που προαναγγέλλουν οι νέες τε χνολογίες, οι οποίες, στην ουσία, μεταβάλλουν τον καθημερινό τρόπο ζωής μας. Μια νέα φιλολογία έχει αναπτυχθεί γύρω από τις νέες τεχνο λογίες, η οποία συχνά χαρακτηρίζεται με το γενικό όρο «κοινωνία της πληροφορίας» .1
Αυτοί που πιστεύουν ότι έχει διαμορφωθεί αυτή η κοινωνία θεωρούν πως οι παλαιές δομές της βιομηχανικής κοινωνίας ανατρέπονται και ό τι το κοινωνικό πεδίο αναπτύσσεται σταθερά γύρω από την «πληροφο ρία», σε διάφορες μορφές της, πέρα από αυτήν της ενημέρωσης. Καθώς περάσαμε από τη φεουδαλική και αγροτική κοινωνία στις αστικές πό λεις και στα εργοστάσια της βιομηχανικής κοινωνίας, στις μέρες μας γι νόμαστε μάρτυρες μιας εξίσου σημαντικής κοινωνικ1Ίς μεταβολής και ο δηγούμεθα, «εκόντες άκοντες», στη μεταβιομηχανική εποχή της «Κοι
νωνίας της πληροφορίας», του «τεχνοχώρου» και των «εικονικών κοινο τήτων». Η πληροφορική και οι τηλεπικοινωνίες θεωρούνται συστατικά
* Αποδίδουμε τον όρο <> (Icr) ως τεχνο λογίες της πληροφορικής και της επικοινωνίας. (Σ.τ.Ε.)
1. Williams, F., The Communications Revolutίon, Beνerly Hills, Sage, 1982, Dizard, W.P., The Coming Information Age: An Overview of Technology, Economics and Polίtics, London, Longman, 1982, Toffler, Α. , Τρίτο Κύμα, Αθήνα: Κάκτος, 1982, Frederick, Η . , <> στο L. Μ. Harasim (ed.), Global Networks: Computers and Internatίonal Communίcatίons, Cambήdge , ΜΑ, ΜΠ Press, 1993, σ. 283-295.
9
στοιχεία αυτ1Ίς της νέας κοινωνίας. Η οικονομία ανασυγκροτείται, κα θώς η πληροφόρηση όλο και περισσότερο αρχίζει να αγοράζεται και να πωλείται ως εμπόρευμα. Στην πολιτική και στη διοίκηση οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές έρχονται να τονώσουν τη λα·ίκή συμμετοχή και να βοηθή σουν τους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς. Στο πολιτιστικό πεδίο οι νέες τεχνολογίες διανοίγουν νέες προοπτικές για τις επικοινωνίες. Ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τη γνώση υπόκειται σε μεταβολή , ή τουλάχιστον
έτσι διατείνονται ορισμένοι μελλοντολόγοι. 2 Όλες αυτές οι εκτιμήσεις όμως διαστρεβλώνουν την κατανόησή μας για την κοινωνία. Μάλιστα, το κάνουν με τρεις τρόπους, καθώς: (α) υ περεκτιμούν το ρόλο των νέων τεχνολογιών στην κοινωνική μεταβολή, (β) υπεραπλουστεύουν τη δυναμική της κοινωνικής μεταβολής, και (γ) υποβαθμίζουν την πολιτιστική και κοινωνική σημασία των νέων τεχνο λογιών.3 Κανένας δεν αμφιβάλλει ότι τα πράγματα αλλάζουν, και μάλιστα με ταχείς ρυθμούς. Η τεχνολογία της πληροφορικής έχει συντελέσει σε αυ
τή τη μεταβολή, κυρίως με τις δυνατότητες που προσφέρει η μικροηλε κτρονική, και ιδιαίτερα με την προσιτή τιμή των προ·ίόντων της. Η ταχύ τητα όμως αυτής της αλλαγής έχει δώσει σε πολλούς την εντύπωση ότι
εξαρτιόμαστε από αυτήν. 4 Η τεχνολογία από μόνη της, όσο ισχυρή κι αν
2. Βλ. σχετικά: Bimber, Β . , <>, στο Bloomfield (ed.), The Question of Artificia"ι InteΠigence: Philosophical and Sociological Perspectives, London, Croom H elm, 1987, Bloomfield, Β.Ρ., <
1996. 4. Latour, Β., <
10
( ι \
προβάλλεται, ούτε καθορίζει ούτε διαμορφώνει τις κοινωνικές σχέσεις και τους κοινωνικούς θεσμούς. Οι νέες τεχνολογίες έχουν επίσης κοινω νικη προέλευση και είναι θετικό να τις αντιλαμβανόμαστε ως μια πιθα
νή δίοδο για την ανάπτυξη κοινωνικών δυναμικών. Και τούτο διότι πολ λοί παράγοντες καθορίζουν την εξέλιξη-της τεχνολογίας. Ήτεχνογνωσtα-
Ύιναι ασφαλώς η σπουδαιότερη. Αλλά τούτο απ~χει πολύ από το να ι σχυριζόμαστε ότι η τεχνολογικη αλλαγη επιφέρει σημαντικές κοινωνικες
-αναδιαρθρώσεις και ότι η τεχνολογία αποτελεί τον αποφασιστικό παρα-: γοντα της κοινωνικης μεταβολf]ς. 5 Όπως είναι φανερό μέσα οτην!στο ρία, καμία τεχνολογικη επανάσταση δεν προαναγγέλθηκε, η δε χρήσ και εφαρμογή των νέων τεχνολογιών στις διάφορες ιστορικές περιόδους Ύjταν πάντα διαφορετικη από αυτήν που οραματίστηκαν οι εφευρέτες της.
; Και τούτο συμβαίνει διότι το κοινό πρέπει να ενσωματώσει μια τεχνικη,,1 την οποία μετασχηματίζει κατά τη χρf]ση της. Με άλλα λόγια, είναι δια φορετικό να αναπτύξεις μορφές της νέας τεχνολογίας από το να δια
μορφώσεις τη χρf]ση της. Για παράδειγμα, ο
Alexander Graham Bell
θεωρούσε ότι το τηλέφωνο θα χρησιμοποιούνταν για την ακρόαση των ) κονσέρτων, ενώ ο
Guillielmo Marconi φανταζόταν το ραδιόφωνο ως μέ σο της διαπροσωπικf]ς επικοινωνίας. Πριν από δεκατρία χρόνια ο Kenneth Baker, υπουργός Τεχνολογίας στη Βρετανία, προέβλεπε ότι έως το τέ λος του προηγούμενου αιώνα θα κάναμε τα ψώνια μας μέσω της τηλεό ρασης, αλλά ακόμα πηγαίνουμε στα σούπερ μάρκετ.
Δεν υποστηρίζουμε ότι όλες οι χρf]σεις της τεχνολογίας αποτελούν λειτουργίες της εξουσίας. Όμως η εξουσία ελέγχει το μοντέλο της κύ ριας κατεύθυνσης της παραγωγf]ς, της διανομης και της χρf]σης της τε__χνολογίας. Θεμελιώδης αρχη του σύγχρονου συστf]ματος είναι το κέρ
δος από τήν πώληση αγαθών στην αγορά. Στην ουσία, η κινητήριος δύ ναμη του συστf]ματος είναι η μετατροπη προ'ίόντων και ανθρώπων σε ε μπορεύματα. Εξουσία -με την ευρύτερη έννοιά της- και εμπορεύματα
συνδέονται πολύ στενά. Και πρέπει να τονίσουμε ότι η εξουσία έχει κα τορθώσει ώστε η χρf]ση των νέων τεχνολογιών να γίνεται αποδεκτη σύμφωνα με τις επιθυμίες της. Και τούτο διότι, εν ονόματι της άνεσης μας, αποδεχόμαστε να πληρώνουμε τους λογαρ ιασμούς μας διαμέσου των νέων συστημάτων, να αναζητούμε γρf]γορη πληροφόρηση γιακά
ποιο θέμα κ.ο.κ. Αλλά στη συμπεριφορά της εξουσίας δεν παρατηρού με κάποια αλλαγή όσον αφορά στη χρf]ση της τεχνολογίας με σκοπό να
οργανώσει την κοινωνία. Ο τεράστιος μηχανισμός της σύγχρονης γρα φειοκρατίας συνεισφέρει σε αυτόν το στόχο. Ωστόσο η μηχανοποίηση διαμέσου των ηλεκτρονικών υπολογιστών
μάς οδηγεί πέρα από τη γραφειοκρατία. 6 Στις μέρες μας, η τεχνολογία της πληροφορικής υιοθετείται ως μέσο διαχείρισης και ελέγχου όχι μό νο των σύγχρονων οργανισμών αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας. Για τί με το να δίνουμε, σχεδόν κάθε μέρα, τα στοιχεία μας στις τράπεζες, στις εφορίες, στις εταιρείες ύδρευσης και ηλεκτρισμού -και σύντομα στις ηλεκτρονικές ταυτότητες- δεν κάνουμε άλλο από το να παρέχουμε προ σωπικές πληροφορίες στους ηλεκτρονικούς λαβυρίνθους της εξουσίας.
Η σύγκλιση της πληροφορικής, των μέσων επικοινωνίας και των τηλε πικοινωνιών καθιστά εξαιρετικά ταχύτερες πια την αναζήτηση και την εύρεση τέτοιων πληροφοριών, από τον έναν οργανισμό στον άλλο. Έχε
τε άραγε αναλογιστεί με ποιο τρόπο βρίσκουν τη διεύθυνσή σας διάφο ρες εταιρείες για να σας προτείνουν τα προ"ίόντα τους; Καταστάσεις που δημιουργούν ακανθώδη ζητήματα όταν μεταφέρονται στον τομέα των πολιτικών ελευθεριών. Η δημιουργία, λόγου χάρη , μιας εθνικής τράπε ζας δεδομένων, με πληροφορίες για όλους τους πολίτες, θα μπορούσε να επιφέρει όχι μόνο περισσότερη αστυνόμευση αλλά και έλεγχο από άλλα επίδοξα κέντρα εξουσίας.
Μια τεχνολογική επανάσταση δε δρομολογεί κατ' ανάγκην μια κοινω νική επανάσταση, αλλά η θεώρηση της κοινωνίας της πληροφορίας ται
ριάζει πολύ με το δυτικό μύθο της προόδου διαμέσου της τεχνολογίας.7 Η απήχησή της προέρχεται από τη διαδεδομένη αντίληψη ότι η τεχνο λογία βαδίζει με ένα σχεδόν αυτόνομο τρόπο και ότι οι επιδράσεις τής είναι ωφέλιμες, μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Αλλά οι πολιτισμικές με ταβολές που προκύπτουν, καθώς οι τεχνολογίες της πληροφορικής και της επικοινωνίας διαδίδονται, πράγματι θέτουν ερωτήματα κριτικής και
ηθικής σημασίας. 8 Οδεύουμε προς μια «Κοινωνία πληρωμών» : Πληρώνουμε γιρ. το τη λέφωνο, αρχίζουμε να πληρώνουμε για την τηλεόραση, για την παροχή
6. Calabrese, Α., and Burgelman, J.C., Communicatίon, Cίtizenship and $ocial Policy: R e-thinking the Limits of the Welfare State, Lanham, MD: Rowman & Littlefield, 1999. 7. Shapiro, S., <
στοιχείων από τις τράπεζες δεδομένων. Οι διαφημιστές ταξινομούν τα
μέσα ανά κεφαλη καταναλωτη κ.ο.κ. Η νέα τεχνολογία καθιστά δυνα τη τη μέτρηση και παρακολούθηση όλων των επικοινωνιακών μας δρα στηριοτΥ]των. Ας δούμε όμως μερικά παραδείγματα της «κοινωνίας επί
πληρωμΥj». 9 Στην τηλεφωνία, λόγου χάρη, η είσοδος της ψηφιακΥ]ς τε χνολογίας οδΥ]γησε στην aπορρύθμιση των τηλεπικοινωνιών. Τώρα πια δίνεται η δυνατότητα για χρονοχρέωση στα τηλεφωνΥ]ματά μας και, ό
πως συμβαίνει σε άλλες χώρες της Δύσης, οι επιχειρΥ]σεις λόγω της πο σότητας των τηλεφωνημάτων μπορούν και διαπραγματεύονται χαμη λότερες τιμές και έτσι διατηρούν τα κέρδη τους. Αντίθετα, οι μικρές ε πιχειρΥ]σεις και οι ατομικοί καταναλωτές αναγκάζονται να πληρώνουν όλο και μεγαλύτερα ποσά. Στην τηλεόραση, όπως Υ]δη συμβαίνει, τα πε ρισσότερα νέα κανάλια κοστολογούν τους τηλεθεατές σύμφωνα με το
πρόγραμμα που παρακολουθούν. Στην ουσία, με τις σύγχρονες τεχνολο γίες όλα τα προ'ίόντα μπορούν να κοστολογηθούν. Και το σημαντικότε ρο είναι ότι, στην εποχη των «πολυμέσων», έχουμε Υ]δη αρχίσει να κατα
βάλλουμε το αντίτιμο για την παροχη υπηρεσιών οι οποίες παραδοσια κά προσφέρονταν δωρεάν από την Πολιτεία. Αλλά και στο πολιτιστικό επίπεδο οι συνέπειες είναι σημαντικές. Αν με την τεράστια διάδοση της τηλεόρασης έχει πληγεί ο εγγράμματος πο λιτισμός, με την ταχύτητα των νέων τεχνολογιών της επικοινωνίας κιν δυνεύουμε να aποστερηθούμε τόσο την προσωπικη όσο και την πρακτι κη εμπειρία. Αυτό που κάνουμε σΥ]μερα είναι να συμμετέχουμε στις ε μπειρίες άλλων ανθρώπων, σε βάρος της προσωπικΥ]ς μας εμπειρίας. Στην πραγματικότητα, τείνουμε να χάσουμε την ικανότητά μας να κρίνουμε τον εαυτό μας και να παίρνουμε αποφάσεις για μας, ενώ αρχίζουμε όλο και περισσότερο να εξαρτιόμαστε από αυτά που μας λένε οι «προμη θευτές των πληροφοριών». Αν για θέματα που έχουν να κάνουν με την κρίση, την ερμηνεία και το σχολιασμό στηριζόμαστε όλο και περισσότε ρο σε εικόνες των μέσων ενημέρωσης, τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος, μακρο πρόθεσμα, να απολέσουμε την ικανότητά μας να σκεφτόμαστε, και συ νεπώς ολόκληρη η κοινωνία να χάσει τη δυνατότητα να σκέφτεται και να κρίνει. Η κοινωνία ως κοινότητα επικοινωνούντων ατόμων απει λείται και κινδυνεύει να περιέλθει σε παρακμη. Η εφεύρεση και επέκταση των νέων τεχνολογιών της πληροφορικΥ]ς και της επικοινωνίας, αυτη η δεύτερη Βιομηχανικη Επανάσταση, τώρα
9.
Παπαθανασόπουλος, Σ. , Η Δύναμη της Τηλεόρασης, η Λογική του Μέσου και η
Αγορά, Αθήνα, Καστανιώτης,
1997.
μας απειλεί, παράλληλα με τη βιομηχανοποίηση της φυσικfις εργασίας,
και με τη βιομηχανοποίηση της πνευματικfις εργασίας. Η εκμετάλλευση διαφορετικών διαστάσεων της εργασίας, η παραβίαση του ιδιωτικού χώρου από την τηλεόραση, από τις τηλεπικοινωνίες και τους υπολογιστές είναι απλές ενδείξεις του δρόμου όπου βαδίζουμε. Αλλά και για την πο λυδιαφημισμένη «τηλε-εργασία» -που είναι η δυνατότητα, χωρίς να πη γαίνουμε στη δουλειά μας, να παράγουμε από το σπίτι αυτό που μας ζη τούν- είναι μια απάτη, καθώς λειτουργώντας έτσι στην ουσία αποστερού μεθα την κοινωνικοποίηση που μας παρέχει ο χώρος της εργασίας και πα ράλληλα χάνουμε όλες εκείνες τις βασικές υλικές και κοινωνικές απο λαβές που έχουν θεσμοθετηθεί για τους εργαζομένους. Ήδη αυτοί που εργάζονται στο σπίτι τους πληρώνονται κατ' αποκοπη και δεν απολαμ βάνουν την ιατροφαρμακευτικη περίθαλψη και την κοινωνικη ασφάλι ση τις οποίες υποχρεούται να παρέχει ο εργοδότης. Όσο για τις εργατι κές ενώσεις, αυτές σίγουρα χάνουν τον έλεγχο και τη διαπραγματευτι
κη τους ικανότητα. Τόσο στο πολιτικό όσο και στο πολιτιστικό επίπεδο, η νέα τεχνολο γία απαιτεί μεγάλης κλίμακας δίκτυα και συστfιματα κεντρικfις αποθfι κευσης και ελέγχου. Στην πραγματικότητα, αποτελεί μέσο συντήρησης της κυρίαρχης θέσης αυτού που την ελέγχει και παράλληλα μέσο χει ραγώγησης αυτών που την αποδέχονται και τη χρησιμοποιούν. Οποιοσ δfιποτε επιχειρηματολογεί υπέρ του «παγκόσμιου χωριού» θα πρέπει σί γουρα να έχει χάσει την αίσθηση και τη λειτουργία του πραγματικού χω ριού.10 Και τούτο διότι το χωριό χαρακτηρίζεται από στενές διαπροσω πικές σχέσεις, ηθικη δέσμευση, άμεση επαφη καu δημιουργία κοινών βά σεων για τη διευθέτηση διαφόρων καθημερινών ζητημάτων και προ βλημάτων. Αντίθετα, οι κάτοικοι του παγκόσμιου χωριού συνδέονται μόνο θεωρητικά, με ανώνυμες επαφές, στιγμιαίες επικοινωνίες διαμέσου του εικονοτηλεφώνου, της τηλεδιάσκεψης και της τηλεόρασης. Αλλά και η έλευση των «εικονικών κοινοτήτων», που προσφέρονται μέσω της ψηφιακfις τεχνολογίας, ενέχει τον κίνδυνο να αρχίσουμε να υ ποτιμούμε την αξία της κοινωνικfις πραγματικότητας. Χαμένοι στον παράξενο, υβριδικό κόσμο του Διαδικτύου, μπορεί να αρχίσουμε να πι
στεύουμε ότι τα εικονικά σπίτια είναι αληθινά σπίτια, ότι το κυβερνοσέξ δε διαφέρει από το πραγματικό. Στον «κυβερνοχώρο», κάθε αναφορά στο σώμα προκαλεί το ερώτημα: ποιο σώμα, το πραγματικό η το εικονι-
10. Mowlana, 1997.
Η.,
Global Information and World Communication, London: Sage,
κό; Και αυτό εtναι πρόβλημα, όχι μόνο επειδή υποβαθμtζει την πηγή πολλών από τις aπολαύσεις μας, αλλά και γιατι μας ωθεt στο να aπο
ποιηθούμε των ευθυνών μας. 11 Η αποσωματοποιημένη φύση του κυ βερνοχώρου εtναι η πιο ισχυρή πανοπλtα του, το ότι μπορεl, να μας δι δάξει να εκτιμούμε περισσότερο την ευστροφl,α με βάση την ομορφιά, το πνεύμα με βάση τη δύναμη, το χαρακτήρα από το χρώμα του δέρμα τος. Επιτρέποντάς μας να συναντιόμαστε σε ένα καθαρά διανοητικό πε δtο, χωρίς το φόβο να πληγωθούμε ή να μας απορρtψουν, ο συνεσταλ μένος μπορεί να μάθει να έχει αυτοπεποtθηση, ο βίαιος να συνειδητο ποιήσει τη ματαιότητα της συμπεριφοράς του , ο μη ανεκτικός να κατα λάβει ότι τα ανθρώπινα πλάσματα ειναι περισσότερο όμοια παρά δια φορετικά. Ως όνειρο ήταν σαγηνευτικό. Η πραγματικότητα όμως εtναι τερατώδης. Ένας υβριδικός κόσμος όπου κάθε δυνητικ1Ί αρετή μετα
τρέπεται στο σκοτεινό σωσια της, όπου η ελευθερία γtνεται ελευθερία να προσβάλλεις, η ανωνυμl,α γtνεται ανωνυμια του χυδαtου τηλεφωνή ματος και η απελευθέρωση από το φυσικό σώμα γl,νεται πρόκληση να βασανtσεις το εικονικό σώμα ενός άλλου. Όπως υποστηρl,ζουν και οι συγγραφεις του ανά χεLρας βιβλίου , η ελευθερtα υπάρχει μόνο όταν υ πάρχουν ορισμένοι περιορισμοl, και η ηθική ειναι νοητή μόνο μέσα στα όρια του φυσικού κόσμου. Δεν μπορεί να υπάρχει ηθική στον Παράδει
σο. Ούτε στην Κόλαση.1 2 Το «παγκόσμιο χωριό» και, η σύγχρονη εκδοχή του, η «δικτυακ1Ί κοι νωνtα» αγνοούν τη διαπροσωπική επαφή και -στην πράξη- τις πολιτι
στικές ιδιαιτερότητες, οι οποtες μέσα από την αντtθεση δημιουργούν κι νηση στην κοινωνία. Η πλανητικών διαστάσεων επικοινωνια και η επι δερμική μεtωση της χωροταξικής απόστασης ευνοούν την απόρριψη των πολιτιστικών, κοινωνικών και γλωσσικών ιδιομορφιών και τελικά κατα λήγουν να αποτελούν άρνηση της αληθινής κοινότητας. Η μαζική επικοινωνl,α και οι τεχνολογLες της επικοινωνtας πρέπει να λειτουργήσουν σε στενή σχέση με την κεντρική θέση που έχει η πραγ
ματική επικοινωνια στην ανθρώπινη ζωή. 13 Τα μέσα επικοινωνίας και οι τεχνολογLες της πληροφορικής και της επικοινωνl,ας θα πρέπει να υ πηρετούν τις ανθρώπινες ανάγκες, τόσο τις ατομικές όσο και τις κοινω νικές. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι οι νέες τεχνολογLες της πληροφορι-
11. Slouka, Μ., The War of the Worlds, London: Abacus, 1996. 12. Mitchell, W.J., City of Bits: Space, Place and the Infobahn, Cambridge, Press, 1995. 13. Π όστμαν, Ν. , Η Πυξίδα του Μέλλοντος, Αθήνα: Καστανιώτης, 2002.
ΜΑ: ΜΠ
κής και της επικοινωνίας να αποκτήσουν έναν οικολογικό χαρακτήρα,
με την έννοια του να εξυπηρετούν επ' αγαθώ την ανθρώπινη φύση. Στο βιβλίο αυτό οι Kevin Robins και Frank Webster αναλύουν τα θέ ματα που συνδέονται με την τεχνολογική αλλαγή, από το πεδίο της πο
λιτικής της πληροφορίας έως τα ζητήματα που σχετίζονται με τον πολι τισμό και την ταυτότητα στον κυβερνοχώρο. Οι συγγραφείς αμφισβη τούν το όραμα του νέου κόσμου της εικονικής κοινωνίας και κοινότη τας. Εξετάζουν ενδελεχώς τον υπερβάλλοντα ενθουσιασμό προσωπικο τήτων μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών, όπως ο
Bill Gates,
και θέτουν
το ερώτημα κατά πόσον οι νέες τεχνολογίες της πληροφορικής και της επικοινωνίας αιτιολογούν την ουτοπική ρητορική που προβάλλουν. Οι
συγγραφείς υποστηρίζουν επίσης ότι οι νέες τεχνολογίες της πληροφο ρικής και της επικοινωνίας αποσκοπούν στην αναπαραγωγή των συ ντηρητικών κοινωνικών πρακτικών με νέο περιτύλιγμα. Η Εποχή του Τεχvοπολιτισμού είναι ένα προκλητικό βιβλίο, καθώς διερευνά την κοινωνική και πολιτιστική σημασία των νέων τεχνολογιών και καταγράφει τις εξελίξεις που δρομολογήθηκαν από την «έλευση των μηχανών» κατά τη Βιομηχανική Επανάσταση και την ανάπτυξη της μα-
ζικής παραγωγής στις αρχές του εικοστού αιώνα έως την Επανάσταση της Πληροφορικής και την παγκόσμια δικτυακή κοινωνία. Εξετάζει με ποιο τρόπο οι Ένοπλες Δυνάμεις επηρεάζουν τη διαμόρφωση της κοι νωνίας της πληροφορίας, με ποιο τρόπο οι εμπορικές προσταγές καθορίζουν την πορεία της, καθώς και το πώς οι κυβερνήσεις επιδιώκουν να ελέγχουν τις εξελίξεις που θα οδηγήσουν στη μελλοντική κοινωνία. Οι
Kevin Robins και Frank Webster προσφέρουν μια εμπεριστατωμένη, εύληπτη και σφαιρική ανάλυση, η οποία εκτείνεται από τους εικονικούς χώρους έως τη στρατιωτική κοινωνία της πληροφορίας, από τη λειτουργία της προπαγάνδας έως την πολιτική της εκπαίδευσης, από την προβολή της προόδου έως την αντίσταση και το κίνημα των Λουδδιτών. ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
ι6
ι
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΉ ΕΚΔΟΣΉ
Η Εποχή του Τεχvοπολιτισμού είναι ένα βιβλίο που αποτελεί το προ·ίόν
της μελέτης μας για τις νέες τεχνολογίες της πληροφορικής και της επι κοινωνίας κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Τα κεφάλαια που περι λαμβάνονται σε αυτό αντανακλούν τη μεταβαλλόμενη ατζέντα όσον α φορά σε αυτές τις νέες τεχνολογίες στην εν λόγω περίοδο. Στις αρχές της δεκαετίας του
1980 το ενδιαφέρον εστιαζόταν τόσο στην πορεία των
ίδιων των τεχνολογιών όσο και στο μέλλον της εργασίας. Τα θέματα
που προσέλκυαν την προσοχή ήταν η ανεργία, η απο-ειδίκευση και ο έ λεγχος στον εργασιακό χώρο - αυτά τα θέματα άλλωστε ήταν ο πυρή νας της ανάλυσης ενός προηγούμενου βιβλίου μας, με τίτλο Information Technology: Α Luddite Analysis (1986). Από τα τέλη της δεκαετίας του
1980, ένα μεγάλο μέρος του ενδιαφέροντος στράφηκε στις επιπτώσεις των νέων τεχνολογιών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση -το θέμα αυτό το α
ναλύουμε στο βιβλίο μας The Technical Fix (1989)- και πρόσφατα αυτό το ενδιαφέρον επεκτάθηκε στην ανώτατη εκπαίδευση (αναφερόμαστε σε αυτό στο νέο μας βιβλίο
The Virtual University?). Από την εποχή του
πολέμου στον Περσικό Κόλπο καταγράφεται ένα αυξανόμενο ενδιαφέ ρον για τη στρατιωτική σημασία των τεχνολογιών της πληροφορικής και της επικοινωνίας και για το φαινόμενο που αποκαλείται «ηλεκτρο νικός πόλεμος». Προσφάτως οι νέες τεχνολογίες έχουν συνδεθεί με κοι
νωνικά και πολιτικά εγχειρήματα, με τη δημιουργία των «δυνητικών ή εικονικών» κοινοτήτων - για παράδειγμα, τη συγκρότηση της «εικονι Κ1lς δημοκρατίας»
(virtual democracy).
Υπάρχει επίσης μια θεματολο
γία που αναπτύσσεται γύρω από τον πολιτισμό και τη συγκρότηση ταυ τοτήτων στο κυβερνοχώρο (κυβερνοκουλτούρα, κυβερνοφρικιά). Στην
Εποχή του Τεχvοπολιτισμού αναφερόμαστε σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, που προέρχονται από διαφορετικά ζητήματα και ατζέντες, ωστόσο όλα θέτουν σημαντικά ερωτήματα για τη φύση και το μέλλον των σύγχρο νων κοινωνιών. Τα κεφάλαια του βιβλίου αντανακλούν τα ενδιαφέροντα, τις ανησυ χίες και τις απόψεις των συγγραφέων του, όπως αυτά έχουν αναπτυχθεί
στις δύο τελευταίες δεκαετίες. Ο καθένας μας αντιμετωπίζει αυτά τα ζη τήματα μέσα από το πρίσμα της επιστημονικής του προσέγγισης -ο
Webster από την κοινωνιολογία, ο Robins από την πολιτιστική γεωγρα φία και τις σπουδές των μέσων και της επικοινωνίας- αλλά προσπαθή σαμε να υιοθετήσουμε μια ευρύτερη, διεπιστημονική προσέγγιση όσον
αφορά στη μελέτη των νέων τεχνολογιών. Κατά την άποψή μας, τα θέ ματα αυτά δεν είναι δυνατόν να αναλυθούν επαρκώς μόνο μέσα α:τι:;ό τη στεν1Ί οπτική μιας επιστημονικής προσέγγισης. Σταδιακά αναπτύξαμε έ ναν ιδιαίτερο προσανατολισμό της έρευνάς μας όσον αφορά στην κοι νωνική , πολιτιστική και πολιτική σημασία των τεχνολογιών της πληρο
φορικής και της επικοινωνίας. Η Εποχή του Τεχνοπολιτισμού είναι ένα βιβλίο που φιλοδοξεί να αποτελέσει το έναυσμα για περαιτέρω διάλογο γύρω από αυτό που σήμερα αποκαλούμε «κοινωνία της πληροφορίας». Ενδεχομένως θα ήταν θετικό να περιγράψουμε εν συντομία το θεωρη τικό μας προσανατολισμό, έτσι ώστε οι Έλληνες αναγνώστες να έχουν μια γνώση των πνευματικών μας καταβολών, καθώς και μια ιδέα όσον
αφορά στον τρόπο με τον οποίο οι διάφορες αναλύσεις και τα επιχειρή ματα που κατατίθενται στο βιβλίο αυτό συνδέονται μεταξύ τους ( ελπί ζουμε ότι συνδέονται). Αυτό που θέλουμε να πούμε μπορεί να συμπυ κνωθεί στο πλαίσιο τριών κατευθύνσεων:
•
Πρώτον, θα πρέπει να διασαφηνίσουμε ότι η προσέγγισή μας για
τις νέες τεχνολογίες βασίζεται στην κριτική θεωρία. Αυτό σημαίνει ότι δεν υιοθετούμε άκριτα τις εξελίξεις στο χώρο του τεχνοπολιτισμού, ό πως παρουσιάζονται, για παράδειγμα, στα μέσα ή από τους υποστηρι κτές της κοινωνίας της πληροφορίας. Είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι στα θαύματα της «Επανάστασης των Πληροφοριών», στη δυναμική του «λεωφορειόδρομου των πληροφοριών», στον «κυβερνοπολιτισμό» κ.ο.κ.
Εν μέρει η επιφύλαξή μας προέρχεται από την έλλειψη εμπιστοσύνης προς τον τρόπο με τον οποίο προβάλλεται η «εποχή των πληροφοριών» τόσο από τα επιχειρηματικά όσο και από τα πολιτικά συμφέροντα. Πιο σημαντικό όμως είναι το ότι νιώθουμε άβολα με την ιδέα της προόδου, με την άποψη δηλαδή ότι η τεχνολογική καινοτομία αυτομάτως μετα φράζεται ως κοινωνική βελτίωση . Δεν αντιτιθέμεθα σε αυτό που απο καλείται «πρόοδος», αλλά σε αυτό που νομίζουμε ότι υποβαθμίζει την έννοια της προόδου , γι' αυτό και νομίζουμε ότι είναι ανάγκη να επανε ξετάσουμε το νόημα αυτής της έννοιας, ιδίως σε σχέση με την τεχνολο γική της διάσταση. Επειδ1Ί αντιμετωπίζουμε με ιδιαίτερη επιφυλακτι κότητα και σκεπτικισμό την τεχνολογική αλλαγή , συχνά μας αποδίδε-
18
ται ο χαρακτηρισμός «τεχνο-απαισιόδοξοι>> ή «τεχνόφοβοι>>. Βεβαίως, αυτές είναι εκφράσεις αυτών που θεωρούν εαυτούς «τεχνο-αισιόδοξους» . Αυτή η εσφαλμένη πόλωση ανάμεσα στους aποκαλούμενους aπαισιόδο ξους και τους αισιόδοξους συνήθως σηματοδοτεί τον τρόπο που διενερ γούνται οι μελέτες για τις νέες τεχνολογίες, οι οποίες, κατά την άποψή μας, περιορίζουν και στην ουσία υπονομεύουν τις όποιες προσπάθειες καταβάλλονται για έναν πιο ουσιαστικό διάλογο πάνω στο θέμα. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια ανάλυση που να ανταποκρίνεται στις πολυ πλοκότητες, στις αμφισημίες και στην ανισότητα της τεχνολογικής αλλα γής. Χρειαζόμαστε λοιπόν μια κριτική θεωρία, ένα λόγο που να είναι ε
νήμερος για τα νέα δεδομένα και ταυτόχρονα να είναι αναστοχαστικός.
•
Δεύτερον, θέλουμε να σημειώσουμε ότι η προσέγγισή μας για την
αποκαλούμενη «Επανάσταση των Πληροφοριών» βασίζεται στην ιστορι κή της διάσταση. Θα λέγαμε ότι είναι απλώς αδύνατον να προσεγγίσει κανείς τις νέες τεχνολογίες της πληροφορικής και της επικοινωνίας -να
αναπτύξει μια κριτική θεωρητική προσέγγιση όσον αφορά στη σύγχρο νη τεχνολογική αλλαγή- χωρίς να γνωρίζει την Ιστορία. Επομένως τι μας λέει η ιστορικ1Ί προσέγγιση; Πώς μπορούμε να πλαισιώσουμε τις
σύγχρονες εξελίξεις; Νομίζουμε ότι είναι αναγκαίο να κατανοήσου~ιε την τεχνολογική αλλαγή σε σχέση με δύο ευρύτερες ιστορικές δυναμι κές. Καταρχάς, υπάρχει η ιστορία του σύγχρονου , μετά το Διαφωτισμό, πολιτισμού, με τη λογική της γνωστικής εκλογίκευσης, τάξης και αρχής. Κατά δεύτερον, υπάρχει ένα ιστορικό πλαίσιο της ανάπτυξης του σύγ χρονου καπιταλισμού ~ιε την ακατάπαυστη ώθηση προς τις επιστημονι κές και τεχνολογικές καινοτομίες με στόχο την οικονομική συσσώρευση και επέκταση. Αυτό το διπλό πλαίσιο είναι απαραίτητο για να κατα
νοήσουμε την ανάπτυξη των τεχνολογιών της πληροφορικής και της ε πικοινωνίας και την ευρύτερη ατζέντα της «κοινωνίας της πληροφο ρίας» (συζητούμε αυτά τα θέματα στο δεύτερο και στο τρίτο κεφάλαιο ). Θεωρούμε επίσης ότι η ιστορική προσέγγιση μπορεί να βοηθήσει και να αποτελέσει ένα αντίβαρο στην άποψη ότι οι νέες τεχνολογίες της πλη ροφορικής και της επικοινωνίας συνδέονται με κάποια μορφή τεχνολο
γικΊΊς και κοινωνικ1Ίς «επανάστασης» . Όπως δείχνουμε στο δεύτερο μέ ρος του βιβλίου, πολλές εξελίξεις στις βιομηχανίες της πληροφορίας στην πράξη σηματοδοτούν την επέκταση και εντατικοποίηση των πρω τοβουλιών που αρχικά τέθηκαν σε κίνηση στις αρχές του εικοστού αιώ να με τη διαφήμιση, το μάρκετινγκ και τις δημόσιες σχέσεις. Εκεί όπου άλλοι βλέπουν αυτές τις εξελίξεις ως έναν «επαναστατικό μετασχηματι-
σμό», εμείς τις θεωρούμε σημαντικές συνέχειες στις μεθόδους της επε ξεργασίας της πληροφορίας και της διοίκησης, οι οποίες είναι γνωστές περισσότερο από έναν αιώνα. Τελικά θα υποστηρίζαμε ότι η ιστορική γνώση τροφοδοτεί το σκεπτικισμό που αναφέραμε προηγουμένως. Σκε φτείτε, για παράδειγμα, τους ισχυρισμούς που προβάλλονται για τα νέα επικοινωνιακά δίκτυα, δηλαδή ότι θα αυξήσουν την επικοινωνία ανά
μεσα στους ανθρώπους (και κατ' επέκταση θα τους φέρουν πιο κοντά) ή ότι θα συμβάλουν στη γεωγραφική αποκέντρωση. Εάν αναλογιστείτε αυτά που έχουν λεχθεί τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια για τη νέα τεχνολογία, από την εποχή του τηλέγραφου έως τις μέρες μας, θα δια πιστώσετε ότι πρόκειται για τις ίδιες προβλέψεις και προγνώσεις. Αλλά, βεβαίως, με την ιστορική εμβάθυνση θα αντιληφθείτε ότι αυτές οι πρό τερες προσδοκίες ήταν ανυπόστατες και σε γενικές γραμμές δεν υλο ποιήθηκαν. Η ιστορική προσέγγιση μπορεί να θεωρηθεί ότι ενθαρρύνει πιο σοβαρές επιφυλάξεις για το τι πρόκειται να επιφέρουν οι νέες τε χνολογίες της επικοινωνίας στην κοινωνία και στον πολιτισμό.
•
Τρίτον, θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι η προσέγγισή μας στο νέο
τεχνοπολιτισμό είναι αντι-τεχνοκεντρική. Βεβαίως και μας απασχολο~ν οι δυνατότητες των νέων τεχνολογιών της επικοινωνίας, αλλά αυτές οι δυνατότητες δε βρίσκονται στον πυρήνα της έρευνάς μας. Στην Εποχή του Τεχνοπολιτισμού, όπως και σε άλλα βιβλία μας, αποσκοπούμε να θέ σουμε την τεχνολογική εξέλιξη στο ευρύτερο πλαίσιο της οικονομικής και κοινωνικής αλλαγής. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η ταύτιση των τεχνολογικών εξελίξεων με την περιρρέουσα λογική και δυναμική της ανάπτυξης στην καπιταλιστική νεωτερικότητα. Το σημείο της εκκίνη σής μας δεν είναι η ιστορία των τεχνολογιών, αλλά η ιστορία της πολι
τικής οικονομίας, της οποίας η μία πλευρά εμπλέκει την εταιρική και α νταγωνιστική κινητοποίηση των τεχνολογιών (σε συνδυασμό με την κι νητοποίηση του κεφαλαίου, της εργατικής δύναμης και άλλων παρα γωγικών πηγών). (Να αναφέρουμε απλώς ότι η λογική της κινητοποίη σης έχει προκαλέσει αντιδράσεις, κι αυτό που μας ενδιαφέρει είναι οι μορφές της αντι-κινητοποίησης, όπως αναλύουμε στο δεύτερο κεφά λαιο.) Ενδιαφερόμαστε επίσης για τον τρόπο με τον οποίο οι σύγχρονοι
θεσμοί (εννοούμε τους εμπορικούς και δημόσιους/κρατικούς θεσμούς) αναζητούν τρόπους για να κινητοποιήσουν τους πληροφοριακούς πό ρους διαμέσου τόσο των τεχνολογικών όσο και των μη τεχνολογικών (δη λαδή οργανωσιακών) μέσων. Το ερώτημά μας στρέφεται στο τι συνέβη στη φύση της γνώσης διαμέσου της ιστορίας της καπιταλιστικής νεωτε-
20
ρικότητας. Η γνώση έχει μετασχηματιστεί και χρησιμοποιηθεί για εργα λειακούς στόχους; Η σφαίρα της εκπαίδευσης έχει ιδιαίτερη σημασία για να δούμε αυτά τα θέματα (βλέπε το όγδοο και το ένατο κεφάλαιο ). Τε λικά, σε αυτό το πλαίσιο, η προσοχή μας στρέφεται στις ευρύτερες αλ λαγές στο χώρο του πολιτισμού. Η Εποχή του Τεχνοπολιτισμού είναι ένα βιβλίο που έχει γραφτεί μέσα από τις δικές μας εμπειρίες, τα ενδιαφέροντα και τις ανησυχίες. Δεν α ποτελεί ένα είδος εγχειριδίου για τις νέες τεχνολογίες, αλλά είναι ένα βι βλίο που εμπεριέχει τις απόψεις και τις θέσεις μας σε σχέση με την ανα δυόμενη ατζέντα της «κοινωνίας της πληροφορίας». Απευθύνεται σε ανθρώπους που έχουν παρόμοιους προβληματισμούς, οι οποίοι ελπίζου με ότι θα ανταποκριθούν στις σκέψεις μας, συγκροτώντας τις δικές τους απόψεις και θέσεις όσον αφορά στη σημασία των νέων τεχνολογιών. Εί μαστε ευγνώμονες στο συνάδελφό μας Στέλιο Παπαθανασόπουλο, που μας έδωσε τη δυνατότητα να απευθυνθούμε στο ελληνικό κοινό. Όταν σημειώνουμε ότι το βιβλίο αυτό είναι γραμμένο μέσα από τις δικές μας εμπειρίες, αναφερόμαστε σε μεγάλο βαθμό στις εμπειρίες που έχουμε α πό τη Βρετανία. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, όπου αναφερόμαστε στο έργο ενός Βρετανού κινηματογραφι στή και ποιητή, του Humphrey Jennings, καθώς και στις θέσεις μας για τους Λουδδίτες στο δεύτερο κεφάλαιο, οι οποίοι σε ένα βαθμό προκά λεσαν το διάλογο για τις νέες τεχνολογίες στη Βόρεια Αγγλία στις αρ χές του δεκάτου ενάτου αιώνα. Αυτά τα θέματα μπορεί να μην είναι οι κεία στους Έλληνες αναγνώστες, αν και θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι και τα δύο παραπάνω παραδείγματα είναι πολύ διδακτικά, αλλά, δυ στυχώς, εν πολλοίς άγνωστα. Ωστόσο αναγνωρίζουμε ότι οι ελληνικές εμπειρίες και συνθήκες μπο ρεί να είναι διαφορετικές. Γνωρίζουμε από τη δική μας εμπειρία ότι οι Έλληνες αναγνώστες θα αναπτύξουν τις δικές τους, μάλλον διαφορετι κές, οπτικές και σκέψεις όσον αφορά στα θέματα τα οποία πραγματεύ εται το παρόν βιβλίο. Αν και το βιβλίο βασίζεται στη βρετανική εμπει ρία, ελπίζουμε, πάντως, ότι η θεματολογία του σε ένα βαθμό θα συμβά λει στον προβληματισμό των Ελλήνων αναγνωστών απέναντι στην ά
κριτη αποδοχή των νέων τεχνολογιών. Πρόθεση και ελπίδα μας είναι να προκαλέσουμε κάποιο στοχασμό, είτε υπέρ είτε κατά των θέσεων τις ο ποίες αναπτύσσουμε στο βιβλίο. ΚΕVΙΝ ROBINS- FRANK WEBSTER Μάρτιος
21
2002
Ο ΜΕΤΑΒΑΛΛΟΜΕΝΟΣ ΤΕΧΝΟΧΩΡΟΣ
Στις τελευταίες δύο ή και πλέον δεκαετίες πολλοί θεωρούν ότι έχουμε ει
σέλθει σε μια περίοδο ταχύτατων και έντονων αλλαγών. Πράγματι, συ χνά έχει υποστηριχθεί ότι κατά το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα δεν έχουν προηγούμενο οι αλλαγές όσον αφορά στην κλίμακα, στο εύ ρος και στην ταχύτητα της Ιστορίας. Το μόνο βέβαιο για το μέλλον εί ναι, όπως μας λένε, ότι θα είναι πολύ διαφορετικό από το παρόν και ό τι η ανθρώπινη κοινωνία θα αλλάξει πιο θεαματικά και με μεγαλύτερη ταχύτητα σε σύγκριση με οποιαδήποτε φάση της Ιστορίας της. Κανένας δε θα μπορεί να είναι απών από αυτές τις σημαντικές αλλαγές, κανενός
η ζωή δε θα μείνει ανέπαφη από τις ανακατατάξεις και την αναστάτω ση αυτής της αλλαγής. Μας λένε επίσης ότι ο λόγος αυτών των κλιμα κούμενων αλλαγών ~qr; τ!]ς αναyκαιό:ητας και του μοιραίου χαρα
κτήρα τους- είναι ~_:~ογική επανάσταση. επανάστασης έχει λaβει κανονιστικές
ιδέα της τεχνολογικής
ιαστασεις -έχει μάλλον τυποποι
ηθεί και αποτελεί κοινό τόπο- στην τεχνοπολιτισμική εποχή μας. Η συζήτηση για την πορεία της τεχνολογικής επανάστασης έχει προσ
λάβει κατά καιρούς διάφορες μορφές. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, το ενδιαφέρον εστιαζόταν στο μικροκύκλωμα, που θα καθιστούσε τις νέες τεχνολογίες κατάλληλες προς χρήση, και όλοι μιλούσαν για την «επα νάσταση της μικροηλεκτρονικής». Λίγο αργότερα η συζήτηση στράφη
κε στη δυνατότητα των νέων τεχνολογιών να επεξεργάζονται και να α ποθηκεύουν πληροφορίες και δεδομένα, ενώ στη δεκαετία του
1980 δό
θηκε έμφαση στην επικοινωνιακή λειτουργία των νέων τεχνολογιών και
μας είπαν ότι η επανάσταση αφορούσε στις τεχνολογίες τόσο της πλη ροφορικής όσο και της επικοινωνίας. Στη δεκαετία του 1990, το έντονο ενδιαφέρον στράφηκε στο Διαδίκτυο, στα σχέδια για τη δημιουργία των «λεωφόρων της πληροφορίας» και στα συναφή σενάρια για την παγκό σμια «δικτυακή κοινωνία» (network society). Στις μέρες μας η ατζέντα συνήθως καθορίζεται με βάση τους όρους της «κυβερνο-επανάστασης»
και της έλευσης της «εικονικής» ή «δυνητικής κοινωνίας»
(virtual society).
Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι αυτοί οι μεταβαλλόμενοι τρόποι θεώρησης όσον αφορά στην τεχνολογική επανάσταση αντανακλούν το μεταβαλλόμενο τεχνοχώρο της τελευταίας εικοσαετίας. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο δημόσιος διάλογος για τις νέες τεχνολογίες έχει προσλάβει πολλές μορφές, διαφορετικά κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα έρχονται στην επιφάνεια, καθώς η φύση και η ση μασία των τεχνολογικών καινοτομιών μεταβάλλονται. Στιςgρχέ__ς_της_δ.ε=.
.....καετίας του 1980, ο κύριος προβληματισμός εντοπιζόταν στις πιθανές ε πιδράσεις τ.!]_ς__πληροφορικής στην εργασία και στην απασχόληση. Πολ-
λΟί:Ciναλϋ-tές θεώρησαν-τηνέα «ζωτική π~ριοχή» της τεχνολογίας ως «φο νιά της απασχόλησης», προβλέποντας την «καταβαράθρωση της εργα σίας», η οποία θα είχε επιπτώσεις όχι μόνο στις θέσεις των εργαζομέ νων στα εργοστάσια αλλά και, επαυξητικά, στον τομέα της παροχής υ πηρεσιών, ακόμα και στο επίπεδο των διευθυντικών στελεχών. Εκείνη την εποχή διατυπώνονταν πολλές εικασίες για την αναδιάρθρωση της εργασίας -όπως η μείωση του συνόλου των ωρών στη διάρκεια μιας ερ γάσιμης εβδομάδας, μία θέση για πολλά άτομα, άδειες κτλ.- και την πι
θαν' δ μιουργία της «Κοινωνίας του ελεύθερου χρόνου». 1 Στη δεκαετία το
19~ο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τέθηκαν τόσο η οικονομική
όσο και η πολιιική σημασία της «κοινωνίας της πληροφορίας»
~
(information society). Τέθηκαν ερωτήματα σχετικά με τη μετάβαση σε μια ~Ι;!:,εταβιομηχανίκή κοινωνία», στην οποία νέες μορφές απασχόλησης θα κυ ριαρχούσαν, ιδίώς στο~τομέα των υπηρεσιών, όπου νέες εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες θα ήταν αναγκαίες για να εξοπλίζουν τους εργαζομένους
με τις απαραίτητες δεξιότητες. Ταυτόχρονα ένα μέρος του δημόσιου δια λόγου στράφηκε σε θέματα σχετικά με την ισότητα ως προς την πρό-
(
σβαση στις πηγές και τις δεξιότητες στη διαχείριση της πληροφορίας, στις ανησυχίες σχετικά με τη διάκριση ανάμεσα στους «έχοντες» και τους «μη έχοντες», στους «πληροφοριακά πλούσιους» και τους «πληροφοριακά φτω χούς». Η πολιτική ατζέντα επικεντρωνόταν στην εύρεση μιας ισορρο πίας ανάμεσα στις προσταγές του οικονομικού ανταγωνισμού και στα
θέματα που αφορούσαν στην κοινωνική δικαιοσύνη από τη μια πλευρά, \στον πολιτισμό από την άλλη. Το τελευταίο διάστημα καταγράφεται μια μετατόπιση όσον αφορά στη φύση αυτού του διαλόγου για τις νέες τεχνολογίες. Οι οικονομικές πραγ ματικότητες έχουν εξοβελίσει κάποιες από τις πιο «ιδεαλιστικές» πλευ ρές αυτού που θα χαρακτηρίζαμε σήμερα ως «πρώιμη περίοδο της πλη ροφορίας». Η νέα ατζέντα της πληροφορίας είναι εξ ολοκλήρου πραγ-
I
ματιστική στη σύλληψή της όσον αφορά στην προσαρμογή στις συνθή κες της παγκόσμιας οικονομίας. Στη Βρετανία το Νέο Εργατικό Κόμμα φιλοδοξεί να καταστήσει τη χώρα «πρωτεύουσα της γνώσης στην Ευ ρώπη». Το ζητούμενο τώρα είναι να αναπτυχθούν οι πηγές πληροφο ριών και οι δεξιότητες που είναι αναγκαίες για την αντιμετώπιση του α νταγωνισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Η οικονομική προτεραιότητα πο~
τίθεται είν~~τυξη μιας νέας τάξης, αυτης την οποία ο Robert Reich αποκαΛεί ~ικούς-αναλυτές».2 Αυτοί είναι οι ειδικοί της πληρq φορίας και της γνώσης, οϊ άνθρωποι που ασχολούνται με τη «διαχείριση
τωv ιδεών», που επεξεργάζονται το «κεφάλαιο της διανόησης», το οποίο είναι αποφασιστικής σημασίας για την επιτυχία στα νέα «επιχειρηματι κά δίκτυα» του καπιταλισμού στον εικοστό πρώτο αιώνα. Επομένως το
εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να μεταρρυθμιστεί και να δημιουργήσει· μια νέα γενιά εργατών της πληροφορίας, καθώς και να προωθήσει μια νέα εργασιακή ηθική (ουδείς ομιλεί πια στις μέρες μας για την έλευση της κοινωνίας του ελεύθερου χρόνου). Πάντως, σε αυτόν το νέο ρεαλισμό παράλληλα διακρίνουμε μια νέα τάση ιδεαλισμού, που έχει συνδεθεί με την πολιτισ ικ ' οικειοποίηση της
τεχνολογικής ατζέντας. )Μια νέα «ενθουσιώδης» τεχνοπολιτισμική α
ιτrεντα-έχει αναδυθεί στη δεκαετία του 1990, γι' αυτό που έχει γίνει α
{ ~ιληπτό ως «Οι aπελευθερωτικές δυνατότητες του κυβερνοχώρου και της εικονικής ή δυνητικής πραγματικότητας». Μερικοί εκλαμβάνουν τις
δυνατότητες των νέων εικονικών τεχνολογιώ~~χεία ~άθμι-
~~ και ήδη έχουν καταστρώσει σχέδι~α τη 'δημϊ: ουργια της «ηλεκτρονικής αγοράς»
(electronic agora).
Υπάρχει επίσης
ένα έντονο ενδιαφέρον για τις δυνατότητες χρήσης των δικτυακών τε χνολογιών όσον αφορά στη δημιουργία των «εικονικών» ή «δυνητικών»
κοινοτήτων, τις ομάδες των ανθρώπων που συνενώνονται σε παγκόσμια κλίμακα με γνώμονα τα συμφέροντα και τα ενδιαφέροντά τους και όχι
«τυχαία», λόγω της γεωγραφικής τους εντοπιότητας. 3 Ο εικονικός κοι νοτισμός
(virtual
τελευταία χρόνια
communitaήanism) αποτελεί ένα σημαντικό θέμα τα
-
αναμφίβολα ως αντάλλαγμα για τις διασπαστικές
συνέπειες της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Επιπλέον, υπάρχει η πο
λιτιστική ατζέντα που ασχολείται με τις επιπτώσεις του κυβερνοχώρου στο ζήτημα της ταυτότητας. Αυτή έχει εκδηλωθεί ως μια πλευρά της λα·ίκής κουλτούρας -ταιvίες, λογοτεχνία, περιοδικά κτλ.- σε όλο τον κό σμο που στρέφεται γύρω από το θέμα του «κυβερνοφρικιού» (cyberpunk), με το μυθιστόρημα του William Gibson ως σημείο αναφοράς.4 Η φιγού ρα του «ανθρώπου-μηχανή»
(cyborg)
(ένα μέρος του αυτοματοποιημέ-
νο, μηχανικό, ένα άλλο οργανικό) έχει επίσης αποτελέσει το επίκεντρο των συζητήσεων για την ανθρώπινη «φύση», καθώς σημαντικά ζητήμα τα έχουν εγερθεί σχετικά με τις ενσωματωμένες και απο-ενσωματωμέ
νες ταυτότητες. 5 Ο τεχνοπολιτισμός έχει απομακρυνθεί πολύ από τις ηρωικές μέρες του «πανίσχυρου μικροτσίπ».
Αυτή λοιπόν είναι η νέα μορφή του τεχνοχώρου
(technoscape). Η ο
λική μεταβολή τα τελευταία είκοσι και πλέον χρόνια συνίσταται σε μια μετατόπιση του κέντρου βάρους από την πολιτική στην τεχνολογική προοπτική. Η ατζέντα έχει προσανατολιστεί από την ανησυχία σχετικά με την κοινωνία της πληροφορίας στο ενδιαφέρον για την εικονική ζωή. Εμείς αντιμετωπίζουμε την όλη διαδικασία όχι ως μια αντικατάσταση
(
της παλαιάς aτζέντας από νέες αλλά ως τη διεύρυνσή της και τον εμπλουτισμό της με νέες ατζέντες και προοπτικές. Το τεχνοπολιτισμικό πρό ταγμα, καθώς εστιάζει στις τεχνολογίες της πληροφορικής και της επι κοινωνίας, στις μέρες μας ενσωματώνει ένα ευρύτερο πεδίο θεμάτων -α πό την οικονομική πολιτική έως τον εικονικό πολιτισμό- και συνάμα α-
,
ποτελεί το σημείο εκκίνησης διαφορετικών θεωρήσεων. Με δεδομένο αυτό το εύρος, υπάρχει μια τάση να κατακερματιστεί ο δημόσιος διάλο γος για τις νέες τεχνολογίες- ως συνέπεια ενός πρόσθετου επιμερισμού της διανοητικής και ακαδημα·ίκής εργασίας. Αυτοί που ενδιαφέρονται για τα «κυβερνοφρικιά» δεν έχουν πολλά να πουν για την οικονομία της πληροφορίας. Αυτοί που ενδιαφέρονται για την εικονική κοινότητα
(virtual community)
γνωρίζουν λίγα πράγματα για τη στρατιωτική διά
σταση της κοινωνίας της πληροφορίας. Και αυτοί που εξειδικεύονται
στην πολιτική των επικοινωνιών έχουν ελάχιστα να πουν για το ζήτημα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και της κατάρτισης. Σε αυτό το βιβλίο ασχολούμαστε επισταμένα με τις διαφορετικές ατζέντες που συνδέο νται με τις νέες τεχνολογίες και επιχειρούμε να αναλύσουμε αυτά τα θέ
ματα μέσα από μια οικονομική, πολιτική και πολιτιστική προσέγγιση. Νομίζουμε ότι είναι σημαντικό να ασχοληθούμε το ίδιο σοβαρά με την πολιτική οικονομία της κοινωνίας των πληροφοριών, όσο και με την πολιτιστική πολιτική της εικονικής κοινωνίας. - Η Εποχή του Τεχνοπολιτισμού είναι το προ·ίόν της μακρόχρονης ενα
σχόλησΙΊς μας με τα εν λόγω θέματα. Έχουμε καταγράψει τις μεταβολές της συναφούς επιχειρηματολογίας για τις τεχνολογίες της πληροφορίας από τα τέλη της δεκαετίας του 1970.6 Στο παρόν βιβλίο έχουμε προσπα θήσει να δώσουμε τα περιγράμματα της αλλαγής από τότε που άρχισε η πολιτική συζήτηση για την πληροφορική. Καταγράφουμε τις θέσεις στη
δεκαετία του
1980, αλλά και λαμβάνουμε υπόψη
μας τις νέες προσεγγί-
σεις και προοπτικές που χαρακτήρισαν το νέο πολιτιστικό προσανατολι σμό της δεκαετίας του
1990. Ελπίζουμε λοιπόν ότι αυτό το βιβλίο θα συμ
βάλει στη γεφύρωση των τόσο διαφορετικών οπτικών, όπως είναι η πο λιτική οικονομία και ο κυβερνοπολιτισμός. Το φάσμα των θεμάτων που περιλαμβάνονται στο βιβλίο είναι ευρύ: από τους εικονικούς χώρους έως
τη στρατιωτική διάσταση της κοινωνίας της πληροφορίας, από την ιστο ρία της προπαγάνδας έως την πολιτική της εκπαίδευσης, από την προ βολή της προόδου που έχει σημειωθεί έως τη σημασία των Λουδδιτών. Η προσπάθειά μας να συζητήσουμε από κοινού τόσο διαφορετικά θέματα, που συνήθως εξετάζονται χώρια, αποσκοπεί στο να συνεισφέρουμε στη διεύρυνση του διαλόγου για τις νέες τεχνολογίες. Και επιθυμούμε να το κάνουμε αυτό υπό το πρίσμα μιας κριτικής διερεύνησης.
Στο σημείο αυτό θα 1Ίταν χρήσιμο να πούμε λίγα πράγματα για τις δι κές μας τάσεις και διαθέσεις σχετικά με τα θέματα που συζητούμε. Κα ταρχάς, θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η προσέγγισή μας, στην ουσία, είναι πολιτική. Αυτό είναι εμφανές στον τρόπο με τον οποίο αντι~ιετω πίζουμε τη φύση των νέων τεχνολογιών. Απορρίπτουμε την προσέγγιση που αντιμετωπίζει τις τεχνολογίες ως κοινωνικά ουδέτερες - σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, οι τεχνολογίες δεν έχουν κοινωνικές διαστάσεις και τα κοινωνικά προβλήματα μελετώνται με τους όρους του «τεχνολογικού προσδιορισμού», αφού θεωρείται ότι η κοινωνική !-!:ετα[2ολή-1ιαΕQ~ι
ί
από τις τεχνολογικές εξελίξεις~ Κω:ά την άποψ1Ί μας, οι τεχνολογίες πα-
ντα-&ημιόυQΞiσύν ιδιαίτερες κοινωνικές αξίες και προτεραιότητες. Πράγ: ματι, μπορούμε να εκλάβούμε τις τεχνολογίες ως φορείς που διάρθρώ
νουν τις κοινωνικές σχέσεις. Αυτό, βεβαίως, έχει επιπτώσεις στις σχέσεις
εξουσίας. Στην κοινωνία μας, συνεπώς, είναι αναγκαίο να ασχοληθούμε με τους τρόπους με τους οποίους οι τεχνολογίες διαμεσολαβούν στις κα πιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Με βάση αυτό, η οπτικ1Ί μας έχει έναν έντονα πολιτικο-οικονομικό προσανατολισμό και διερευνά με κριτικό πνεύμα την καπιταλιστική εκμετάλλευση των κοινωνικών και ανθρώπι νων πόρων, καθώς και τους τρόπους με τους οποίους οι νέες τεχνολογίες
έχουν εμπλακεί σε αυτή τη διαδικασία. Η προσέγγισή μας στην «πλη ροφορία», παρομοίως, επιδιώκει να πάει πέρα από τις τεχνικές ερμη νείες, να υποστηρίξει ότι η πληροφορία είναι επίσης μια κοινωνική σχέ ση . Στην έρευνά μας για τον κυβερνοπολιτισμό, το ενδιαφέρον μας στρέ φεται στον τρόπο με τον οποίο συνδέεται με τις κυρίαρχες σχέσεις εξου σίας. Η κρίση μας για τον κυρίαρχο εικονικό πολιτισμό (virtual culture) είναι ότι υπολείπεται όσον αφορά στην (καπιταλιστική) δυναμική της δικτυακής κοινωνίας. Ενώ καταγράφεται μια σθεναρ1Ί αντίσταση στην
επιχειρηματική λογική της δεκαετίας του
1980, η :τρέχουσα
δεκαετία έ
χει χαρακτηριστεί από μια σχετική πολιτική απραξία. Μερικές φορές εί ναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς ότι οι υπέρμαχοι του εικονικού κοινοτι σμού και των κυβερνοφρικιών λειτουργούν απλώς ως διαφημιστές των στόχων της
Microsoft.
Δεύτερον, υποστηρίζουμε ότι για να κατανοήσουμε τη φύση και τη σημασία των σύγχρονων εξελίξεων είναι απαραίτητο να τις δούμε στην ι στορική τους διάσταση . Οι περισσότερες μελέτες για την Επανάσταση των Πληροφοριών τείνουν να τη θεωρούν εξ ολοκλήρου νέα και πρωτό γνωρη, κάτι ουρανοκατέβατο (και βεβαίως σε αυτό το κάτι πρέπει να προσαρμοστούμε) . Η δική μας προσέγγιση ασχολείται με την προέλευση της κοινωνίας της πληροφορίας -η οποία, όπως και να το κάνουμε, δεν είναι μυστηριώδης. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου ασχολούμαστε με τις
καταβολές της τεχνολογικής προόδου στο πλαίσιο του ιστορικού καπιτα λισμού. Αυτό που διαπιστώνεται στις μέρες μας είναι 1'1 συνέχεια αυτού
που είχε τεθεί σε κίνήση στις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα:αυτοπΟυ στις μέρες μας αποκαλούμε παγκόσμια οικονομία της πληροφορίας είναι, όπως ΊΕΙΟστηρίζου~, η πιο πρόσφατη έκφραση της κινητοποίησης τηξ
κοινωνίας από τον καπιταλισμό. Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου εξετa-= ζουμε τη μακρά ιστορία της Επανάστασης των Πληροφοριών στον εικο στό αιώνα. Αυτό μας πηγαίνει πίσω μερικές δεκαετίες στον ίδιο αιώνα, ό που μπορούμε να αναγνωρίσουμε τις ρίζες της οργανωμένης και συστη ματικής συλλογής των πληροφοριών, της ανάλυσης και της διανομής τους στους εργαζομένους, στην οργάνωση της κατανάλωσης και στις πολιτικές σχέσεις. Όπως και ο
James Beniger, θεωρούμε
ότι αυτή η περίοδος χα
ρακτηρίζεται από μια πραγματική «απογείωση» της «επανάστασης του ε
λέγχου» στον εικοστό αιώνα? Η επιμονή μας στην ιστορική προοπτική παρακινείται επίσης από την επιθυμία να αναγνωρίσουμε τις συνέχειες όσον αφορά στην εξέλιξη της τεχνολογικής aτζέντας. Ενώ αποδεχόμα στε ότι υπάρχουν συγκεκριμένα είδη καινοτομίας, υποστηρίζουμε ότι πολλά γύρω από την Επανάσταση των Πληροφοριών είναι «μία από τα ίδια» (παρότι οι τεχνολογίες είναι νέες, τα κοινωνικά οράματα που έχουν δημιουργήσει τείνουν να είναι φοβερά συντηρητικά). Τρίτον, θα θέλαμε, στο σημείο αυτό, να αναφέρουμε λίγα πράγματα για την επικρατούσα τάση να κρίνονται όλες οι προσεγγίσεις στην τε
χνολογική εξέλιξη σύμφωvα με την απλή αντίθεση της «αισιοδοξίας» προς την «απαισιοδοξία», και ιδίως για την aπόκρισή μας όσον αφορά στον τρόπο με τον οποίο διαρθρώνεται ο διάλογος για τις νέες τεχνο λογίες. Είναι πολλοί εκείνοι που νιώθουν ότι ο ενθουσιασμός τους για
τις νέες «προκλήσεις» και «ευκαιρίες» θα πρέπει να εκληφθεί ως κάποια ένδειξη προσωπικής διάκρισης. Ας δώσουμε ένα παράδειγμα. Στο βι βλίο του Ο Δρόμος προς το Μέλλον ο Bill Gates δεν μπορεί να κρύψει το πόσο αισιόδοξος είναι (και, βέβαια, θέλει να πείσει τους αναγνώστες του ότι θα ήταν ωφέλιμο γι' αυτούς να είναι το ίδιο αισιόδοξοι). Ο εν θουσιασμός που τον διακατέχει, όπως μας λέει, οφείλεται στην προοπτι κή μιας «επανάστασης των επικοινωνιών», η οποία συνδέεται με το Δια δίκτυο και το μελλοντικό μετασχηματισμό του σε μια παγκόσμια «λεω φόρο των πληροφοριών». Ζούμε σε μια εποχή κοσμο'ίστορικών αλλα γών, επισημαίνει ο Gates, «Ο κόσμος αλλάζει συθέμελα, επηρεάζοντάς μας εξίσου σοβαρά όπως η ανακάλυψη της επιστημονικής μεθόδου , η εφεύρεση της τυπογραφίας και η έλευση της βιομηχανικής εποχής». 8 Από αυτή την εποχή, υποστηρίζει ο Gates, μπορούμε να αναμένουμε τα πάντα.
{το Δίκτυο θα μας ενώσει, εάν το επιλέξουμε, ή θα μας σκορπίσει σε εκα τομμύρια διαμεσολαβημένες κοινότητες. Πάνω από όλα, και με αναρίθμη τους τρόπους, η λεωφόρος της πληροφορίας θα μας προσφέρει επιλογές που θα μας εξασφαλίσουν πρόσβαση στη διασκέδαση, στην ενημέρωση και
\
στους συνανθρώπους μας.9
Βέβαια, η επανάσταση αυτού του είδους πρέπει να αντιμετωπίσει κάποιες δυσκολίες (περιγράφονται ως «μη προσδοκώμενες δυσλειτουρ γίες»), αλλά, «παρά τα προβλήματα που προκύπτουν από τη λεωφόρο της πληροφορίας», ο
Gates
συμπεραίνει: «Ο ενθουσιασμός μου γι' αυ
τήν παραμένει απεριόριστος». ω Τόσος είναι ο ενθουσιασμός του. Βέβαια, πάντα είχαμε την τάση να απορρίπτουμε την επιπόλαιη και ρηχή επιχειρηματολογία της τεχνολογικής προώθησης αυτού του είδους. Απλώς δε δεχόμαστε τις επαγγελίες αυτού του οπτιμιστικού δημαγωγι κού λόγου , με τα μαγικά του οράματα για τις νέες τεχνολογίες να προ βάλλονται σαν να είναι η πανάκεια των ασθενειών της κοινωνίας μας με την προώθηση της συμμετοχικής πολιτικής, την υλική άνεση, την α ναβάθμιση της παιδείας, τις καλύτερες επικοινωνίες, την ανανεωμένη κοινότητα και οτιδήποτε θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί. Επομένως η Εποχή του Τεχνοπολιτισμού θα πρέπει να εννοηθεί ως το αντιστάθμισμα στο Δρόμο προς το Μέλλον. Απλώς δεν πιστεύουμε ότι καθετί είναι προς το συμφέρον μας εάν η «πρόοδος» βαδίζει απρόσκοπτα. Στη διάρκεια του εικοστού αιώνα, το ίδιο συνέβη με κάθε νέα μορφή τεχνολογίας. Και οι υπερβολές γύρω από αυτές ουδέποτε υλοποιήθηκαν. Γιατί να πιστέ-
ψουμε λοιπόν ότι αυτή η νέα τεχνολογία είναι διαφορετική από τις προηγούμενες νέες τεχνολογίες; Τείνουμε να είμαστε επιφυλακτικοί στις επαγγελίες τόσο του
Gates
όσο και των αισιόδοξων φίλων του κςιι συ
νοδοιπόρων. Και είναι αυτή η επιφυλακτικότητα που, προφανώς, οδη
γεόι στο να θεωρούμαστε «απαισιόδοξοι>> . Στο πλαίσιο που περιγράψα με, για ποιο λόγο να επιλέξουμε κάποιον άλλο δρόμο; Τώρα, αν η «απαισιοδοξία» ήταν το βασικό κριτήριο αυτών που διε ρεύνησαν την (ιστορική) μαρτυρία για να καταλήξουν στο εν λόγω συ μπέρασμα, θα ήταν αρκετό. Αλλά, βέβαια, είναι κάτι πολύ περισσότερο.
Η aπαισιοδοξία συνήθως συνδέεται με κάποια μορφή aτυχούς ψυχο λογικής τάσης και ευαισθησίας ή με κάποια μορφή μελαγχολικού μετα
φυσικού προσανατολισμού. 11 Ο απαισιόδοξος θεωρείται ότι είναι από τη φύση του έτσι - με την ίδια έννοια που στο βιβλίο του Ο Ψηφιακός Κόσμος ο Νικόλας Νεγροπόντης είναι αισιόδοξος εκ φύσεως (επειδή η τεχνολογική επανάσταση , που τόσο την πιστεύει, είναι «όπως η δύναμη
της φύσης» ).12 Είναι αυτή η επιδερμική προσέγγιση που απορρίπτουμε. Αν έως τώρα έχετε επιλέξει να θεωρείτε την Εποχή του Τεχvοπολιτισμού απαισιόδοξο βιβλίο, θα λέγαμε ότι είναι απαισιόδοξο όσον αφορά στην κοινωνική του ανάλυση και κριτική με βάση την ιστορικ1Ί εμπειρία. Και θα υποστηρίζαμε ότι υπάρχουν πάρα πολλά και ουσιώδη στοιχεία για
την επιφυλακτική αυτή στάση και τα συμπεράσματα στα οποία κατα λήγουμε. Χωρίς μια τέτοια «απαισιοδοξία», θα ήμασταν μόνο συμβιβα στικοί και συναινετικοί στην τεχνολογική τάξη (κάτι το οποίο οι αισιό δοξοι φαίνεται να επιζητούν). Επομένως, εάν το προτιμάτε, ναι, όντως υπάρχει μια τάση aπαισιοδοξίας. Αλλά, μιλώντας πιο σοβαρά, θα υπο στηρίζαμε ότι δεν πρόκειται για ένα απαισιόδοξο βιβλίο. Όμως το κε ντρικό επιχείρημα της Εποχής του Τεχvοπολιτισμού είναι ότι ο διάλογος πρέπει να επεκταθεί πέραν των ορίων της τεχνολογικής aτζέντας. Η κριτική της τεχνολογίας δεν μπορεί να είναι ένα απλό τεχνολογικό ζή τημα. Οφείλουμε να διερευνήσου~ιε τα όρια του τεχνοπολιτισμού εν ο νόματι των αξιών που είναι πιο σημαντικές και ωφέλιμες. Αυτές οι α ξίες θα είναι εν μέρει προσανατολισμένες εναντίον των νέων τεχνολο γιών, αλλά θα είναι κυρίως αντίθετες στις προσταγές του καπιταλισμού που καθοδηγούν και διαμορφώνουν την τεχνολογική ατζέντα. Στον
a-
πλουστευτικό τεχνοπολιτισμό και στην παρορμητική του διάθεση προς
την τεχνολογική τάξη και την εικονική κοινότητα επιθυμούμε να aντι τάξουμε πιο περίπλοκες και πιο προκλητικές πολιτιστικές και πολιτικές αξίες. Στην τεχνολογική «ενδυνάμωση» αντιπαραθέτουμε την πολιτική ελευθερία.
Γ
Στο πλαίσιο αυτό, το κίνημα των Λουδδιτών αποτελεί ένα σημαντικό κεντρικό στοιχείο στην επιχειρηματολογία μας. Βασιζόμενοι στο έργο του
Edward Thompson,
έχουμε προσπαθήσει να διασώσουμε το Λουδ
δισμό από την απόρριψη αυτών που άκριτα επαγγέλλονται την «πρόο δο». Υποστηρίζουμε ότι το κίνημα των Λουδδιτών προσφέρει ένα δια φωτιστικό αναστοχασμό στο ζήτημα της τεχνολογικής αλλαγής. Μπο ρούμε να αντιληφθούμε αυτό το ιστορικό κίνημα ως ένα κίνημα που δεν ήταν ενάντια στην τεχνολογία per se (αν και η τεχνολογία ήταν αναμφι σβήτητα το θέμα), αλλά που εκδήλωσε την αντίδρασή του ενάντια στις σαρωτικές αλλαγές στον τρόπο ζωής, καθώς οι παλαιότερες μορφές, που
βασίζονταν στη «συνήθεια και πρακτική», αντικαθίσταντο από τις νέες κοινωνικές κινητοποιήσεις του φιλελεύθερου καπιταλισμού στις πρώτες δεκαετίες του δεκάτου ενάτου αιώνα. Ο Λουδδισμός ήταν μια μορφή α ντίδρασης στις βαθιές αλλαγές στον τρόπο ζωής, αλλαγές στις οποίες η τεχνολογία αναμφίβολα εμπλεκόταν, αλλά που είχαν να κάνουν με κάτι πολύ περισσότερο από τις απλές τεχνολογικές εξελίξεις. Αυτό στο οποίο κυρίως αντιστέκονταν οι Λουδδίτες ήταν το ξετύλιγμα της λογικής των Κινημάτων των Περιφράξεων (Enclosures). Οι Περιφράξεις (ιδίως στην περίοδο ανάμεσα στο 1760 και το 1820) προκάλεσαν την επέκταση των εμπορικών σχέσεων και σε άλλες επικράτειες που είχαν ως τότε εξαιρε θεί και σηματοδότησαν την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Οι προηγούμε νοι τρόποι διατροφής και απασχόλησης -αγροκαλλιέργειες, εργασιακές σχέσεις που βασίζονταν στην υποχρέωση και στο σεβασμό, εκτεταμένη πρόσβαση στην κοινόκτητη γη και διαθεσιμότητα για θέρισμα, κυνήγι και συλλογή τροφών- αποκηρύχθηκαν και εγκαταλείφθηκαν στο όνομα της αποδοτικότητας, της προόδου και των δικαιωμάτων της ιδιωτικής ι διοκτησίας. Στην πορεία η αγροκαλλιέργεια εμπορευματοποιήθηκε έ ντονα, ο αγρότης απώλεσε το δικαίωμα πρόσβασης στη γη και η κοινό
κτητη γη ιδιωτικοποιήθηκε.Β Ένα μεγάλο μέρος του νέου εργατικού βιομηχανικού δυναμικού δημιουργήθηκε μέσα από αυτές τις εξελίξεις, καθώς οι εκδιωχθέντες αγρότες εξαναγκάστηκαν, για λόγους επιβίωσης, να αναζητήσουν απασχόληση στις αναπτυσσόμενες πόλεις. Η λογική των περιφράξεων ήταν η λογική της νέας καπιταλιστικής τάξης, και ήταν σε αυτή την ξένη τάξη στην οποία οι Λουδδίτες aντιστάθηκαν. Ποια είναι η αναλογία προς όσα συντελούνται με την Επανάσταση
των Πληροφοριών; Στις άρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, θα υποστη ρίζαμε, αυτό που αποκαλείται «παγκόσμια δικτυακή κοινωνία» μπορεί να παρομοιαστεί με τα Κινήματα των Περιφράξεων, δηλαδή της περαι τέρω και ταχύτατης επέκτασης της ισχύος των κριτηρίων και των νό-
μων της αγοράς. Αυτή η διαδικασία έχει τόσο εκτατικές όσο και εντα τικές διαστάσεις. Επαγγέλλεται την «περίφραξη» ολόκληρου του πλα νήτη, δημιουργώντας αυτό που ο
Stephen Gill
έχει αποκαλέσει «Πα
14
γκόσμιο πανοπτικόν», καθώς εισάγει τους κανόνες και τις ρυθμίσεις της αγοράς σχεδόν παντού (πάγιες τακτικές, δημόσιες παροχές, κοινω νικού περιεχομένου συνήθειες), με πολλαπλές επιπτώσεις. Επιπλέον, α πειλεί να διεισδύσει ακόμα περισσότερο στην ιδιωτική ζωή και στις, κα τά το παρελθόν, ιερές περιοχές της ζωής (ελεύθερος χρόνος, διάπλαση
των παιδιών, οικιακές δραστηριότητες, ακόμα και ταυτότητες) . Θα μπο ρούσαμε να πούμε ότι, για πρώτη φορά στην ανθρώπινη Ιστορία, ολό κληρος ο πλανήτης οργανώνεται γύρω από ένα σύνολο οικονομικών
αρχών (κέρδος, συσσώρευση, ιδιωτική ιδιοκτησία, παροχή υπηρεσιών υπό την προϋπόθεση της πληρωμής, ανταγωνισμός στην αγορά) , αρχών που είναι σε θέση να λειτουργήσουν σε πραγματικό χρόνο χωρίς να λαμ
βάνουν υπόψη τις αποστάσεις και επιζητούν να διεισδύσουν όσο πιο βαθιά μπορούν στις σφαίρες της καθημερινής ζωής. Βέβαια, αυτό δε σημαίνει ότι όλα έχουν επηρεαστεί ή ενσωματωθεί σε αυτή τη λογική, αλλά η εμβέλεια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού τόσο σε εύρος όσο και σε κλίμακα επισκιάζει οποιαδήποτε προηγούμενη κατάσταση. Η ανάπτυξη αυτών των νέων περιφράξεων διευκολύνεται μαζικά από
την έλευση των τεχνολογιών της πληροφορικής και της επικοινωνίας. Η κριτική μας για τις νέες τεχνολογίες εντάσσεται σε μια ευρύτερη πολιτι κή θεώρηση, η οποία είναι επίσης μια θεώρηση του τρόπου λειτουργίας του σύγχρονου πολιτισμού. Στο πλαίσιο αυτό, επ' ευκαιρία, στο πρώτο μέρος του βιβλίου θα α ναπτύξουμε τη δική μας προσέγγιση κατά την εξέταση διαφόρων «τε
χνο-οραμάτων». Γι' αυτό στο πρώτο κεφάλαιο εξετάζουμε τις θέσεις του
Humphrey Jennings,
αποσκοπώντας στο να αναλύσουμε τις σημασίες
της «επερχόμενης μηχανής» 15 στη Βρετανία. Ο J ennings, που για πολλά χρόνια θεωρούνταν ένας ταλαντούχος κινηματογραφιστής και κριτικός τέχνης, υποστήριξε ότι η εκβιομηχάνιση δεν ήταν απλώς ένα ζήτημα τε χνολογικής προσαρμογής και συναφών αλλαγών στην απασχόληση,
στην παραγωγικότητα και τα συναφή. Η εκβιομηχάνιση σχετιζόταν με πολύ περισσότερα πράγματα, με τους ωκεανούς της ζωής που ήταν α ποκλεισμένοι από μια τέτοια μίζερη αντίληψη. Στο έργο του Pandaemo-
nium ο Jennings εστιάζει στα προφανή χαρακτηριστικά της ανάπτυξης του βιομηχανικού καπιταλισμού, καθώς και στις συναφείς αλλαγές στη
δημιουργία, στον πολιτισμό και στη φαντασία. Με έναν παρόμοιο τρόπο μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα το εύρος και το βάθος των περι-
F
φράξεων που η «κοινωνία της πληροφορίας» στην πράξη προαναγγέλ
λει, ενώ παραμένει ανοιχτή σε νέες δυνατότητες. Στο δεύτερο κεφάλαιο αναλύουμε διεξοδικά και μέσα από μια ιστορική προοπτικ1Ί το κίνημα των Λουδδιτών, αποσκοπώντας σε μια βαθύτερη κατανόηση των θέσεών του, που παραμένουν επίκαιρες και μας βοηθούν να κατανο1Ίσουμε τις ε περχόμενες αλλαγές στην εποχή μας. Στο τρίτο κεφάλαιο ασκούμε κριτι κή στην επαναναδυόμενη γλώσσα της «προόδου», η οποία απροκάλυπτα συνοδεύει κάθε τεχνολογική καινοτομία. Στο κεφάλαιο αυτό εξετάζουμε δημοφιλείς προσεγγίσεις για τις τεχνολογίες της πληροφορικής και της ε πικοινωνίας, καθώς και της ίδιας της πληροφορίας, εντοπίζοντας και α πορρίπτοντας τα κοινά χαρακτηριστικά αυτών των προσεγγίσεων. Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου εστιάζουμε στην «προέλευση» της «ε ποχής των πληροφοριών», κάτι που είναι σύμφωνο με τις επισημάνσεις
μας σχετικά με τις ιστορικές της καταβολές. Έτσι, διευρύνουμε την ι στορική μας έρευνα για το Λουδδισμό, για να εξετάσουμε περαιτέρω στοιχεία της αλλαγής. Το τέταρτο κεφάλαιο εξετάζει την εμφάνιση και την ανάπτυξη, στις αρχές του εικοστού αιώνα, της Επιστημονικής Διοί
κησης ως βασικού στοιχείου για τη διάδοση της Επανάστασης των Πλη ροφοριών. Με αυτό τον τρόπο είμαστε σε θέση να υπογραμμίσουμε τη διττή τάση: είναι ταυτόχρονα μια κίνηση προς τον κοινωνικό προγραμ ματισμό και έλεγχο και μια κίνηση προς την αύξηση της επιτήρησης και του ελέγχου διαμέσου των τομέων της κοινωνικής, πολιτικής και οικο νομικής ζωής. Στο πέμπτο κεφάλαιο αναπτύσσουμε περαιτέρω το επι χείρημά μας σύμφωνα με τους όρους της «ορθολογικής τρέλας» του τε χνολογικού ορθολογισμού και της τάξης. Βασιζόμενοι στις θέσεις του
Jean-Paul de Gaudemar, αναλύουμε με ποιο ·τρόπο έχουν εμπλακεί στη λογικ1Ί της κοινωνικής κινητοποίησης η γνώση και οι τεχνολογίες της γνώσης, οι οποίες όλο και περισσότερο απομακρύνονται από τη σφαί ρα της παραγωγής και εισέρχονται στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο. Το έκτο κεφάλαιο εστιάζεται στα μεσοπολεμικά χρόνια για να τονίσει τη
σημασία της παραμελημένης διάστασης της πληροφόρησης-προπαγάν δας, την οποία εκλαμβάνουμε ως συστατικό στοιχείο του αυξανόμενου
ελέγχου και σχεδιασμού , μια κατάσταση που έχει ήδη εντοπιστεί από με γάλους μελετητές της εποχής μας, όπως ο Harold Lasswell και ο Walter αλλά, κατά παράδοξο τρόπο, παραμελήθηκε από τους με ταγενέστερους ερευνητές. Στο τρίτο μέρος του ανά χείρας βιβλίου στρεφόμαστε στην πολιτική
Lippmann,
του κυβερνοχώρου για να εξετάσουμε ορισμένα ζητήματα. Στο έβδομο κεφάλαιο επικεντρωνόμαστε στη στρατιωτική διάσταση της «Κοινωνίας
33
2 - Η Εποχή το υ Τεχνοπολιτισμού
Ι ι
της πληροφορίας», κι αυτό όχι μόνο επειδή η τελευταία ήδη διακατέχε ται από μια ευφορία για τη «μεταβιομηχανική » εποχή της ειρήνης και της aφθονίας. Υποστηρίζουμε, αντιθέτως, ότι η στρατιωτική αρχή «της προσταγής και του ελέγχου» αποτελεί το σημείο καμπής για τις εξελί ξεις της «Κοινωνίας της πληροφορίας» και ότι είναι απόλυτα συνδεδε μένη με την ευρύτερη αναζήτηση για τάξη και έλεγχο εντός και διαμέ σου των κρατών. Οποιοσδήποτε απολογισμός της «κοινωνίας της πλη
ροφορίας» που προσπαθεί να υποβαθμίσει αυτή τη διάσταση, το βασί λειο του «πληροφοριακού πολέμου», δεν είναι σε θέση να κατανοήσει με επάρκεια τα τεκταινόμενα του σύγχρονου κόσμου. Στο όγδοο και στο ένατο κεφάλαιο εστιάζουμε στην εκπαίδευση, καταρχάς στην πρωτοβάθ
μια και τη δευτεροβάθμια και στη συνέχεια στην τριτοβάθμια. Αφιερώ νουμε ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου στην εκπαίδευση επειδή ακριβώς αυτ1Ί καταντά εξαιρετικά επικίνδυνη όταν επαφίεται στους ειδικούς της εκπαίδευσης και ταυτόχρονα επειδ1Ί στις μέρες μας καταλαμβάνει κε ντρική θέση στις φιλοδοξίες των πολιτικών, οι οποίοι επιζητούν να μας οδηγήσουν στην «Κοινωνία της γνώσης» όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και πιο επιτυχημένα. Η επένδυση στην εκπαίδευση (όλο και περισσότερο ε
κλαμβάνεται ως «ανθρώπινο κεφάλαιο») θεωρείται το προνομιακό μέ σο για την εξασφάλιση της οικονομικής επιτυχίας, γι' αυτό και νέες μορ φές ελέγχου και πειθαρχίας εισάγονται στο εκπαιδευτικό σύστημα. Όλα μαζί αποτελούν ένα μεγάλο «τεχνοχώρο» στην «εποχή των πληροφο
ριών» . Προσεγγίζουμε αυτές τις φιλοδοξίες με κριτικό πνεύμα. Στο πλαί σιο αυτό συνδέουμε τις εξελίξεις στο χώρο της εκπαίδευσης με τις ευρύ τερες δυνάμεις και κατευθύνσεις της αλλαγής στην κοινωνία. Στο τέταρτο μέρος ασχολούμαστε με δημοφιλή θέματα, αυτά που εί ναι τα κύρια στις θεματικές της «εικονικής κοινωνίας» του Διαδικτύου, του κυβερνοχώρου και της λεωφόρου των πληροφοριών, τα οποία συ νολικά δημιουργούν έναν άλλο τεχνοχώρο. Εδώ βρίσκουμε τη ζωηρή
ελπίδα ότι οι νέες τεχνολογίες της πληροφορικής και της επικοινωνίας θα αναβιώσουν τις κοινοτικές σχέσεις, θα βελτιώσουν τις επικοινωνίες και γενικά θα αναβαθμίσουν τη δημοκρατική διαδικασία και τη συμμε τοχή στα κοινά, και όλα μαζί θα εμπλουτίσουν τον πολιτισμό. Στο δέ κατο κεφάλαιο αμφισβητούμε τις φιλοδοξίες της «εικονικής ζωής» και
ταυτόχρονα ασκούμε έντονη κριτική στον υπόρρητο στόχο τους για ένα διατεταγμένο, σταθερό και ενσωματωμένο κόσμο. Και, τέλος, στο ενδέ κατο κεφάλαιο αναπτύσσεται αυτό το επιχείρημα, καθώς εξετάζονται οι εικονικοί χώροι και αμφισβητούνται τα ιδανικά της ηλεκτρονικής κοι νότητας και αλληλόδρασης.
34
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ~
ΤΕΧΝΟ-ΟΡΑΜΑΤΑ
Ιιι
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΓΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΔΑΙΜΟΝΙΟΥ
Ο Humphrey Jennings
(1907-1950) στις μέρες μας είναι γνωστός κυρίως
ως παραγωγός ντοκιμαντέρ, λόγω της σύνδεσής του με τη σχολή του
Grierson
στη δεκαετία του
1930,
και ως δημιουργός μιας σειράς πολύ
σημαντικών ταινιών εθνικού περιεχομένου κατά τη διάρκεια του πολέ μου. Στην ιστορία του κινηματογράφου έχει καταγραφεί ως το τυπικό παράδειγμα Βρετανού σκηνοθέτη: «Το θέμα του ήταν η Βρετανία, και τί ποτε άλλο δεν μπορούσε να τον ενδιαφέρει πέρα από αυτό». 1 Πιο συ γκεκριμένα, υπήρξε η φωνή της Βρετανίας κατά τη διάρκεια του πολέ μου, «αφού 1Ίταν ο πόλεμος που τροφοδοτούσε το ταλέντο του και δη
μιουργούσε τις συνθήκες για τα καλύτερα έργα του» . 2 Ο υποστηρίζει ότι ο
Jennings -στην
Erik Barnouw
ουσία ένας ποιητής του πολέμου της
βρετανικής οθόνης- επιτελεί το έργο του, δηλαδή τη σκιαγράφηση της
ανθρώπινης συμπεριφοράς, σε συνθήκες έντονης φόρτισης. 3 Σύμφωνα με τον
Lindsay Anderson, ο οποίος στήριξε την κριτική του θεωρία στις Jennings, «αυτός είναι ο μόνος αληθινός ποιητής που ανέ δειξε ποτέ ο βρετανικός κινηματογράφος».4 Αλλά, προσθέτει ο Anderson,
ταινίες του
«χρειαζόταν η φλόγα του πολέμου για να ζεστάνει το πάθος του », αφού «από ιδιοσυγκρασία ο
J ennings ήταν ένας διανοούμενος
καλλιτέχνης
-
5
ίσως μάλιστα παραήταν διανοούμενος για τον κινηματογράφο». Ποιη τ11ς, πατριώτης, διανοούμενος - αυτά τα επίθετα χαρακτηρίζουν την ι διαίτερη θέση που κατέχει ο Humphrey Jennings στην ιστορία του βρε τανικού κινηματογράφου. Παράλληλα όμως με τους διθυράμβους για τον
Jennings,
τον ανυ
πέρβλητο αυτό καλλιτέχνη του κινηματογράφου , μπορεί κανείς να δια
κρίνει και μια κάπως παράδοξη διάστασ1Ί του . Υπάρχει δηλαδή η αί σθηση ότι ο Jennings συμπτωματικά υπήρξε παραγωγός ταινιών, ότι το πραγματικό του ενδιαφέρον ήταν άλλο. Ο Gerald Noxon, φίλος του
J ennings, θεωρεί ότι το πραγματικό του 37
ταλέντο 1Ίταν η ζωγραφική και
ότι «αν ο
Humphrey
είχε κληρονομήσει ένα αρκετά ικανοποιητικό ει
σόδημα, θα είχε εγκαταλείψει την παραγωγή ταινιών και θα επέστρεφε
στη ζωγραφική ως βασική ασχολία στη ζωή του». 6 Ο Charles Dand πι στεύει ότι «Ο 1ennings ενδιαφερόταν για τις ταινίες μόνο ως τέχνη» 7 και βλέπει σε εκείνον «το μάτι ενός ζωγράφου, το μυαλό ενός κριτικού- δη λαδΊ1 ένα δυνατό συνδυασμό χαρισμάτων. Ενδεχομένως υπερβολικά
δυνατό». 8 Κοινή διαπίστωση αποτελεί εδώ το γεγονός ότι το ανεξάντλη το και πρωτε·ίκό ταλέντο του
1ennings δε θα μπορούσε να περιοριστεί
μέσα στο πλαίσιο της παραγωγής ταινιών. Αυτό που τόσο ο Nixon όσο και ο Dand προσπαθούν να ορίσουν είναι το εύρος, η πρωτοτυπία και η πολυπλοκότητα των πνευματικών και αισθητικών προσπαθειών του
1ennings.
Παρ' όλη την κάπως ρομαντική της ακαμψία, η διαπίστωση
αυτή είναι πιο εύστοχη όσον αφορά στην πραγματική αξιολόγηση του 1ennings απ' ό,τι μια περιοριστική αναφορά σχετικά με το κινηματογρα φικό του ταλέντο. Τα ενδιαφέροντα και οι προβληματισμοί του
1ennings
ήταν πολύ
πλευρα και οι ταινίες του αποτελούσαν μια οπτική ενός ευρύτερου, πα
νοραμικού και καλειδοσκοπικού εγχειρήματος, που τον ενέπλεκε τόσο στη Μαζική Παρατήρηση όσο και στο κίνημα των υπερρεαλιστών, κα θώς και στην απόπειρα συγγραφής του Παvδαιμόvιου, με την οποία α
σχολείται το παρόν κεφάλαιο. 9 Στο σύνολο αυτών των εμπλοκών μπο ρεί κανείς να δει τη συμπύκνωση και τη σημασία του έργου του 1ennings
(ως θεωρητικού και πρακτικού ταυτοχρόνως). Και μπορεί κανείς να ι σχυριστεί ότι στην πράξη αυτό τον ώθησε να αποτελέσει μια εξαιρετικά πρωτότυπη, εφευρετική και μετριοπαθή παρέμβαση στη βρετανική δια νόηση. Ήταν μια προσπάθεια, όπως τονίζει ο David Mellor, να βρεθούν τα μονοπάτια στο τέλμα της σύγχρονης πνευματικής ζωής της Βρετα
νίας που θα οδηγούσαν στην αναγέννησή της. 10 Έτσι, λοιπόν, ήταν ένας ηράκλειος άθλος που οδ1Ίγησε τον 1ennings να ασχοληθεί με τη ζωγρα φική, τη φωτογραφία, την ποίηση, την κοινωνιολογία, την κοινωνική ι στορία και τη φιλοσοφία. Ένας οξυδερκής σύγχρονος αναλυτής επιση μαίνει: «Τον εγκυκλοπαιδισμό που εκθειάζει ο
1ennings
προσπαθεί να
τον εκφράσει μέσα στον ίδιο του τον εαυτό». 11 Αναμφίβολα δεν ευθυνό ταν τόσο ο πρόωρος θάνατος του 1ennings όσο η φύση του εγκυκλοπαι δικού του εγχειρήματος για το γεγονός ότι παρέμεινε αποσπασματικό και ατελές. Μόνο τώρα καταλαβαίνουμε την αξία αυτού του παραδειγματι
κού νεωτερικού πολιτιστικού εγχειρήματος, που εμψυχώθηκε από ένα πνεύμα αέναα καινοτόμο, νομαδικό και παραβατικό. Η φύση και η ένταση αυτού που θα ~ιπορούσε να αποκαλέσει κανείς
υπαρξιακό εγχείρημα του Jennings έγιναν ξεκάθαρες με τη μεταθανάτια έκδοση του έργου για το Πανδαιμόνιο, στα μέσα της δεκαετίας του
1980.
Αυτή η συσσώρευση στοιχείων σχετικά με τον πολιτιστικό αντίκτυπο
της Βιομηχανικής Επανάστασης και του Διαφωτισμού υπ1Ίρξε η βάση των προβληματισμών του στα τελευταία δώδεκα χρόνια της ζωής του ο James
Merralls μας πληροφορεί ότι «το υλικό που
είχε συλλεγεί γι' αυ
τό το έργο γέμιζε ένα ολόκληρο μπαούλο».12 Σήμερα εμφανίζεται απο μονωμένο από το σημασιολογικό πλαίσιο που κάποτε του προσέδιδε νόη μα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ακούγεται πολύ πιο δυνατό όταν επα νατοποθετείται μέσα στο πνευματικό και καλλιτεχνικό περιβάλλον που το δημιούργησε. Παρ' όλα αυτά, διατηρείται ανεξίτηλο μέσα στο χρόνο,
εξήντα χρόνια μετά την πρώτη του σύλληψη, και παραμένει ένα ισχυρό και ηχηρό ντοκουμέντο. Θέτει ένα ζ1Ίτημα που προκαλεί ίσως ακόμα με γαλύτερο, αλλά και πιο άμεσο, ενδιαφέρον από ποτέ: τη σχέση μεταξύ της επιστήμης, της τεχνολογίας και της εκβιομηχάνισης από τη μια με
ριά, του τρόπου ζω1Ίς, της κουλτούρας και της aτομικότητας από την άλλη . Όπως έχει γράψει ο
Murray Bookchin, το κρίσιμο πρόβλημα που
αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι αυτό της λειτουργίας της φαντασίας στο να μας προσφέρει κατευθύνσεις, ελπίδα και την αίσθηση της θέσης μας
μέσα στη φύση και την κοινωνία.Β Αυτό άλλωστε ήταν και το κυρίαρ χο ενδιαφέρον του Humphrey Jennings. Ο George Pitman θυμάται μια συνάντηση μαζί του: «Ο Jennings διαφωνούσε μαζί μου ως προς αυτό που θεωρούσε βασικό πρόβλημα που θα πρέπει να επιλύσει ένας σκη νοθέτης (δηλαδή ουσιαστικά ο ίδιος). "Το όλο ζήτημα" , μου εκμυστη
ρεύτηκε, "είναι ο ρόλος της φαντασίας στη βιομηχανικ1Ί κοινωνία"». 14 Και η φανταστική ιστορία της Βιομηχανικ1Ίς Επανάστασης, το Πανδαιμόνιο, είναι η εκ μέρους του Jennings ηρωική και επική προσέγγιση του θέμα τος. Είναι κάτι από το οποίο μπορούν να μάθουν πολλά όσοι προσπα θούν να καταλάβουν τη σύγχρονη υπερ-βιομηχανική εποχή. Προσπα θούμε εδώ να ανακαλέσουμε τις θέσεις του Humphrey Jennings, σχεδόν μισόν αιώνα μετά το θάνατό του, και να επανατοποθετήσουμε την παντο
τινά επίκαιρη προσέγγιση και ανησυχία του να κατανοήσει την αλλαγή. Είναι εμφανές από το Πανδαιμόνιο ότι ο Humphrey Jennings ήταν κάτι περισσότερο από ένας ιδιόρρυθμος και ανένταχτος σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ. Το τεράστιο υλικό του πάνω στη Βιομηχανική Επανάσταση μαζί με την ενασχόλησή του με τη Μαζικ1Ί Παρατήρηση και το κίνημα των υπερρεαλιστών συνθέτουν ένα έργο με ιδιαίτερη ηθική, αισθητική
και πολιτική πολυπλοκότητα. Οι ανησυχίες και ενασχολήσεις του
nings πιστεύουμε ότι τον κατατάσσουν στο κύριο 39
Jen-
ρεύμα της βρετανικής
διανόησης. Αυτή είναι η παράδοση εκείνου που ο
Fred Inglis έχει απο
καλέσει «ριζοσπαστική ειλικρίνεια», η οποία τα τελευταία διακόσια χρό νια έχει ως στόχο «να ξαναγράψει τις βαθιές αντιθέσεις του ρομαντικού
αισθήματος και του διαφωτιστικού ορθολογισμού». 15 Είναι η παράδοση του «Πολιτισμός και Κοινωνία» που τόσο περίτεχνα έχει σκιαγραφήσει ο
Raymond Williams,
μια προσέγγιση που έχει τις ρίζες της κυρίως στο
ρομαντισμό και ασχολείται με την ιστορική σχέση του πολιτισμού, σε ό
λες τις εκφάνσεις του, με την εξέλιξη της εκβιομηχάνισης. 16 Πιο συγκε κριμένα, η ουτοπική και η ρομαντική παράδοση του αγγλικού σοσιαλι σμού του Edward Thompson, στην καλύτερη εκδοχ1Ί της, έχει προκαλέ σει «μια επανάσταση των αξιών, ή μια αισιοδοξία, ενάντια στην πραγ ματικότητα».17 Στο πλαίσιο αυτής της μεταμορφωμένης ρομαντικής πα ράδοσης, την οποία συναντούμε με διαφορετική διάσταση στα έργα των
Inglis, Williams και Thompson, αν1Ίκει σίγουρα και ο Humphrey Jennings. Στο πιο κριτικό και ριζοσπαστικό της σημείο, η δύναμη της ηθικής με
ταμορφώνεται σε ουτοπική φαντασία. Όπως ο
William Morris, ο Jennings δε βλέπει μόνο
τον υποβιβασμό
της φύσης -ανθρώπινης και φυσικής- από τη μηχανοποίηση του εμπο
ρίου και την εκβιομηχάνιση , αλλά διαβλέπει επίσης πιο κριτικά τις υπό γειες σχέσεις της εξουσίας. Τόσο στην περίπτωση της εσωτερικής όσο και της εξωτερικής φύσης, δείχνει ιδιαίτερη ευαισθησία στην επιστρο φή της έννοιας του καταπιεσμένου , που στοιχειώνει το βιομηχανικό κα πιταλισμό σε όλα τα στάδιά του. Για τον Jennings, και πάλι σε συμφω νία με τον Morris, τα μαθήματα Ιστορίας δεν εμπνέουν τη νοσταλγία ή την αντίδραση (όπως στην προσέγγιση του «Πολιτισμός και Κοινωνία»), αλλά τη συνειδητοποίηση της «επερχόμενης εξουσίας» και των πιθανο τήτων για δημιουργικότητα και πρωτοπορία στο επίπεδο τόσο της πολι τικής όσο και της φαντασίας.
ΚΕΪΜΠΡΠΖ ΚΑΙ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ Η φαντασία δεν είναι μια κατάσταση, είναι η ίδια η ανθρώπινη ύπαρξη.
William Blake, Milton Αλλά στα Μάτια του Ανθρώπου της Φαντασίας η Φύση είναι Φαντασία. Όπως υπάρχει ένας άνθρωπος, ανάλογα βλέπει.
William Blake, Επιστολή στοv δόκτορα nusler, 23 Αυγούστου
Για να εκτιμήσουμε σωστά το Πανδαιμόνιο, είναι απαραίτητο να το το ποθετήσουμε στο πλαίσιο της πνευματικής εξέλιξης του
Jennings.
Αν
και αυτό δεν έγινε συνειδητό κατά τη διάρκεια της ζωής του, η φιλόδο ξη αυτ1Ί εργασία υπήρξε η μόνιμη συντροφιά του Jennings. Στον πυρΊ1να όλων των δραστηριοτήτων του βρίσκονται οι αλληλοσχετιζόμενες ε ρωτήσεις αναφορικά με τη θέση της φαντασίας στο βιομηχανικό καπι ταλισμό και τη θέση της επιστήμης στο συνολικό πεδίο της γνιΟσης. Ο
Humphrey Jennings είχε μεγαλώσει σε ένα σπίτι βαθιά επηρεασμέ από το Σωματειακό Σοσιαλισμό* του A.R. Orage. Η στάση του απέ
νο ναντι στην επιστήμη ενισχύθηκε αναμφίβολα από τη φοίτησή του στο Κολέγιο Πιρς του Κέιμπριτζ, που είχε διευθυντή τον φοβερό W.H.D. Rouse, του οποίου οι φιλελεύθερες και κλασικιστικές ιδέες υποτιμούσαν την αξία της επιστήμης και της τεχνολογίας- «Όσο καλύτερη είναι η
μηχανή τόσο λιγότερο χρησιμοποιεί την εξυπνάδα μας». Ο
Rouse αντι
~ιετώπιζε διαφορετικά την αλήθεια που πηγάζει από την ποίηση: «Η ποίηση δεν μπορεί να κατασκευάσει μια μηχανή , αλλά είναι η τροφή της φαντασίας: Εκφράζει τις υψηλότερες λειτουργίες του ανθρώπου, τις ε σωτερικές ελπίδες και τους φόβους του, τα πιο ιδιαίτερα συναισθήμα
τα , τις εικασίες του για το σύμπαν αλλά και για το ίδιο του το τέλος». 18 Αναφέρουμε αυτές τις πρώτες επιρροές για να τονίσουμε την πολιτιστι κή και πνευματική κληρονομιά του
Humphrey Jennings.
Το ιστορικό
πλαίσιο και οι προσωπικές εμπειρίες τον έθεσαν υπό την επιρροή μιας αντι-βιομηχανικής αντίληψης, που έχει αποκληθεί «αγγλική ιδεολογία»
και η οποία, σύμφωνα με τον Martin Wieneι-, κατάφερε να δημιουργή σει έναν πολιτιστικό cordon sanita.ire (υγειονομικό ιμάντα) γύρω από τις δυνάμεις της οικονομικής ανάπτυξης - τεχνολογία, βιομηχανία, εμπό
ριο.19 Οι προβληματισμοί και οι ενασχολήσεις του Jennings όμως ανα πτύχθηκαν έξω και πέρα από αυτή την πολιτιστική αντίληψη. Μια .εποικοδομητική φάση στη ζωή του
Humphrey Jennings
εγκαι
νιάστηκε με την ανάμειξ1Ί του, όσο ήταν στο Κέιμπριτζ, στο λογοτεχνι
κό περιοδικό
Experiment.
Εκεί συνδέθηκε με μια ομάδα νέων διανοου
μένων και καλλιτεχνών, μεταξύ των οποίων οι Kathleen Raine, William Empson, J acob Bronowski και J ulian Treνelyan. Όπως χαρακτηριστικά τόνισε η Kathleen Raine:
* Guild Socialism: Σοσιαλιστικ1Ί θεωρία σύμφωνα με την οποία οι εργατικές και ε παγγελματικές ενώσεις πρέπει να αποτ ελέσουν τις βaσεις της κοινωνίας. Αναπτύχθηκε
στις αρχές του εικοστού αιώνα. (Σ.τ.Ε.)
Το χαρακτηριστικό αυτής της λογοτεχνικής ομάδας ήταν η «επιστημονική της προκατάληψη» - οι Bronowski και Empson ήταν μαθηματικοί, εγώ με λετούσα φυσικές επιστήμες, και για όλους μας το επιστημονικό πρωτογενές
υλικό θεωρούνταν, χωρίς αμφιβολία, μέρος της ποίησης.2° Ο J ames Meπalls στο προσχέδιό του σχετικά με την επαγγελματική βιογραφία του Jennings παρατηρεί ότι έμειναν «έκπληκτοι από την τρο μερή και ξαφνική εμφάνιση της φαντασίας από την οποία είχε ξεπηδή σει η Βιομηχανική Επανάσταση». Και δ ιάβαζαν «τον Νεύτωνα, τον Fa-
raday, τον Δαρβίνο για το ποιητικό τους περιεχόμενο, την πνευματική τους αρετή όσο και για την επιστημοσύνη τους». 21 Η συγκρότηση της ο μάδας του
Experiment (και η πληροφόρηση για όλες τις μεταγενέστερες
ενασχολήσεις του Jennings) αποτελούσε ένα ιστορικό και ηρωικό εγχεί ρημα ενασχόλησης με τις πνευματικές επιπτώσεις του Διαφωτισμού και της Βιομηχανικής Επανάστασης: με την αλλαγή της σχέσης ανάμεσα στην επιστήμη και την τέχνη, τη λογική και τη φαντασία, το υλικό και το πνευματικό. Η ζωή και το έργο του
William Blake αποτέλεσαν μια βασική πηγή
φαντασίας και έμπνευσης στις προσπάθειές τους να εργαστούν πάνω σε
αυτά τα εντυπωσιακά ζητήματα. Οι Raine και Bronowski θα πρέπει να 1Ι ιιι 1
αναφερθούν ως σημαντικοί μελετητές του Blake. Για τον Jennings ο Blake υπήρξε ένας σταθερός πνευματικός, αισθητικός και ηθικός καθο δηγητής. Η Kathleen Raine, που αργότερα θεώρησε τον Jennings με τενσάρκωση του πνεύματος του Blake, τονίζει τη σημαντική επιρροή του Blake στο Πανδαιμόνιο: Για τη Βασιλική Φιλοσοφική Εταιρεία είχε αρχίσει αυτή η φοβερή διαδι κασία (τέτοιο ήταν το θέμα του βιβλίου του Humphrey), καθώς οι μύλοι του Σατανά εμφανίστηκαν πρώτα, όπως είχε ήδη προβλέψει ο Blake πολύ και ρό πριν, στις μηχανιστικές θεωρητικοποιήσεις των Bacon, Νεύτωνα και
Locke και μόνο αργότερα aντικατοπτρίστηκαν σε εκείνες τις μηχανές, στην έκφραση και την εικόνα τους, από τους ανελέητους τροχούς των οποίων ο κό
σμος μας φαίνεται ότι δεν μπορεί πλέον να αποδεσμευτεί - ούτε σε περίο
δο ειρήνης ούτε σε περίοδο πολέμου. 22 Σε άλλο σημείο η Raine τονίζει και πάλι τα όσα οφείλει ο Jennings Blake για τη δική του αντίληψη όσον αφορά στην ιστορική διαδι κασία: «Η Ιστορία όπως τη συνέλαβε ο Humphrey Jennings, παρόμοια στον
με τον Blake, είναι η πραγματοποίηση των ανθρώπινων φαντασιώσεων».23 Η βασική ικανότητα του
.......---r--
J ennings ήταν να αφομοιώνει και να αξιοποιεί
·
την επιρροή του Blake. Αντίθετα με τη Raine, της οποίας το έργο παγι δεύτηκε μάλλον στην ειδωλολατρία και στο μυστικισμό του Blake, η σχέ ση του
Jennings δεν ήταν δουλική.
Μια επιπλέον, και λίγο παραμελημένη, επιρροή στην πνευματικtΊ εξέ λιξη του
Jennings ήταν ο κριτικός λογοτεχνίας
Ι.Α.
Richards (1893-1979).
Όπως σημειώνει ο James Meπalls, ο Richards, «Που προσπάθησε να προσ
διορίσει τη σχέση της επιστήμης και της ποίησης με το κύριο ρεύμα της φαντασιακής σκέψης», υπήρξε εξέχουσα φυσιογνωμία στην εκδοτική ο
μάδα του Experiment. 24 Ο Richards, ο συγγραφέας των έργων Principles
of Literary Criticism και Science and Poetry στη δεκαετία του 1920 -ένας συγγραφέας τον οποίο ο Williams, επιπροσθέτως, τοποθετεί στην πα ράδοση του «Πολιτισμός και Κοινωνία>>-25 ως επίδραση βοήθησε τον
Jennings
να κατανοήσει τη σχέση επιστήμης και ποίησης ως μορφών
γνώσης και να εξερευνήσει τη φύση της φαντασίας στο πλαίσιο του βιο μηχανικού καπιταλισμού. Σε ένα πρώτο επίπεδο, σημειώνει ο
Richards,
η φαντασία είναι «αυτό το είδος της συσχετικής σύνδεσης πραγμάτων
που αρχικά φαίνονται ασύμβατα, η οποία βρίσκει την έκφρασή της στην επιστημονική φαντασία» . Σε ένα άλλο επίπεδο, είναι «η ευρηματικότητα, το να συνδέει κανείς στοιχεία που αρχικά δε συσχετίζονται... » Η aποκο ρύφωσή της (και εδώ παραθέτει απόσπασμα του Coleήdge) είναι η «συν θετική και μαγική δύναμη» η οποία «αποκαλύπτεται στην ισορροπία ή συμφιλίωση αντίθετων ή ασύμβατων στοιχείων ... »26 Αυτό που τονίζεται εδώ -και αποτελεί την κύρια πηγή έμπνευσης στη σκέψη του
Jennings-
είναι το δημιουργικό δυναμικό και η ενέργεια που εκλύεται από τη δη
μιουργία συνδέσεων. Μέσα από αυτή την ποιητική ικανότητα είναι εύ κολο «να κατανικήσει κανείς τη δύναμη της συνήθειας». Η ποιητική ο πτική, μέσα από την «ανώτερη δύναμή της, που υπερέχει της εμπειρίας» , μας αποδεσμεύει από τις παρωπίδες και τις αναστολές της ρουτίνας και της αδιάφορης και παθητικής ύπαρξης. 27 Η ενασχόληση με τη σχέση ανάμεσα στην επιστήμη και την ποίηση, η έμφαση στη φαντασία και η ηθική σοβαρότητα που χαρακτήριζαν τον
Blake και τον Richards -με διαφορετικό τρόπο τον καθένα- παρέμειναν ισχυρές πεποιθήσεις στον Jennings καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του. Ο Jennings, παρ' όλα αυτά, δεν ήταν απλώς ένας ρομαντικός ή παλιο μοδίτης. Η προσέγγισή του στη φαντασία ήταν κατ' ουσίαν μοντέρνα. Η κατανόησή του για την Ιστορία και την παράδοση ήταν βαθιά, αλλά μι λούσε μια σύγχρονη γλώσσα προκειμένου να προσεγγίσει τα πνευματι κa και αισθητικa ζητήματα της νεωτερικότητας. Γι' αυτό και ο Jennings στρaφηκε στο κίνημα των υπερρεαλιστών. Μπορεί, βέβαια, να φαίνεται
43
μακρύς ο δρόμος από το Expenment, τη Βιομηχανική Επανάσταση και τον Blake έως τον υπερρεαλισμό. Παρ' όλα αυτά, η απόσταση εl.ναι πε ρισσότερο φαινομενική παρά πραγματική, αφού η βρετανική πτέρυγα του υπερρεαλισμού θεώρησε τον εαυτό της κληρονόμο της ρομαντικής παράδοσης. Όπως έγραψε ο
Herbert Read στο έργο Catalogue of the Intemational Surrea}jst Exhibition (1936), «ένα έθνος που ανέδειξε δύο τό σο σημαντικούς υπερρεαλιστές, όπως ο William Blake και ο Lewis Carroll, σημαi.νει ότι ήταν προορισμένο γι' αυτό. Επειδή η τέχνη και η λογοτε χνl.α μας εl.ναι οι πιο ρομαντικές στον κόσμο, εl.ναι πολύ πιθανό να γl.
νουν και οι πιο υπερρεαλιστικές». 28 Όπως έχει σημειώσει ένας ιστορ ικός του αγγλικού υπερρεαλισμού, η βασικότερη έμφαση, αλλά και η αδυνα
μl.α του, ήταν η συνέχειά του με το ρομαντισμό. Θεωρήθηκε «κάτι πε ρισσότερο από έναν εκκεντρικό συνδυασμό αυτού που ήταν πάντα δια
θέσιμο από τον αγγλικό ρομαντισμό». 29 Η έκκληση που έγινε στον υπερ ρεαλισμό ήταν να απελευθερώσει τη φαντασl.α, και η επιρροή του
Blake
ήταν μεγάλη. Την περίοδο εκεl.νη ο
ότι ή
Anthony Blunt υποστηρίζει
ταν «Ο ρομαντισμός που έφτασε στην οριακή ανάπτυξή του»30 και ότι έ να βασικό στοιχεi.ο του υπερρεαλισμού ήταν ο «αντι-ορθολογισμός του Blake».31 Αυτή η σχέση με το ρομαντισμό προφανώς διευκόλυνε την αποδοχή του υπερρεαλισμού από τον Jennings. Παράλληλα ο υπερρεαλισμός πρό
σφερε ένα όχημα αισθητικής στις δημιουργικές του φιλοδοξi.ες. Ο στό χος του υπερρεαλισμού ήταν «να απελευθερώσει τον άνθρωπο από τα δεσμά της λογικής, να απομακρύνει τις παρωπίδες της καθαρά διανοη
τικής οπτικής, έτσι ώστε να μπορέσει επιτέλους να δει>>. 32 Ο υπερρεαλι σμός θα μπορούσε (σύμφωνα με τα λόγια του
Blake) να ανοίξει τις πύ (Richards). Θα
λες της ενόρασης, να «υπερβεl. τη δύναμη της συνήθειας»
μπορούσε να υπερβεl. τους περιορισμούς του λόγου και της λογικής, να επανακτήσει για τον άνθρωπο αυτά τα μέρη του σύμπαντος που εl.χε χά
σει33
- το ασυνείδητο, το όνειρο και την επιθυμία, που τα είχε χαρτο
γραφήσει ο Freud. Και ο υπερρεαλισμός ήταν κάτι περισσότερο από έ να στενά προσδιοριζόμενο κίνημα αισθητικής. Η φιλοδοξία του ήταν να διαρρήξει τις συμβατικές οπτικές και να συμβάλει στο μετασχηματισμό της ίδιας της ζωής. Αυτό ήταν ένα κίνημα που επανέφερε τη φαντασία στην πολιτική θεματολογία. Για τον πνεύμα και όχι το γράμμα του
Jennings, έπρεπε να υιοθετηθεί το Blake. Ο Blake έπρεπε να ανακαλυφθεί εκ
νέου χάριν της νεωτερικότητας, και ο υπερρεαλισμός, που υποσχόταν
νέους και ισχυρούς σύγχρονους μύθους, 34 φαινόταν να είναι πλήρης ο ραματισμών.
44
Αν και ο
Jennings γνώριζε και ανταποκρινόταν
στην εσωτερική ρο
μαντική τάση του αγγλικού υπερρεαλισμού, προσπαθούσε ταυτόχρονα να μην ολισθήσει σε ένα νοσταλγικό ρομαντικό συντηρητισμό. Οι μο ντέρνες και καινοτόμες δυνατότητες του υπερρεαλισμού ήταν αυτές που υπόσχονταν απελευθέρωση της φαντασίας και πολιτική αλλαγή. Σε μια
κριτική του Herbert Read, ο J ennings κατηγορεί την υπεράσπιση της ρομαντικής εμμονής από τον Read και εκφράζει μεγάλες αμφιβολίες
«για τη χρήση του υπερρεαλισμού στη Βρετανία». 35 Επικαλούμενος τα λόγια του
Andre Breton, υποστηρίζει:
Ο υπερρεαλισμός έχει αντικαταστήσει τη «σύμπτωση» με το «είδωλο» και εμείς πρέπει <<να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να καθοδηγηθεί προς το ά γνωστο από αυτή τη νέα υπόσχεση». Το να θεωρήσουμε τον υπερρεαλισμό μορφή του ρομαντισμού είναι σαν να αρνούμεθα αυτή την υπόσχεση. Είναι σαν να προσκολλάται στο είδωλο με τις εμμονές του. Είναι σαν να ψάχνει για φαντάσματα μόνο στις επάλξεις και στις επάλξεις μόνο για φαντάσμα τα. Οι «συμπτώσεις» έχουν την αέναη ελευθερία να εμφανίζονται οπουδή ποτε, οποτεδήποτε, σε οποιονδήποτε: στο φως της ημέρας σε εκείνους τους
οποίους περισσότερο aπεχθανόμαστε, σε μέρη που περισσότερο μισούμε. Και μάλιστα όχι το ίδιο σε όλους: ίσως λιγότερο σε κακόμοιρους αναζητη τές του μυστηρίου και της ποίησης σε ερημωμένες ακρογιαλιές και σε σκονι
σμένα παλιατζίδικα.36 Ο
Jennings
ασχολείται με τη δυναμική του υπερρεαλισμού για να
προχωρήσει πέρα από τα μυστήρια και τα κλισέ της ρομαντικής φαντα
σίας. Σε μια παρατήρησή του για τους πίνακες του
Magritte
σημειώνει
ότι «η ποίησή τους δεν προέρχεται απαραίτητα από τις γνωστές περιο χές του ρομαντισμού
-
ένα πιάτο με ζαμπόν θα γίνει τόσο τρομακτικό
όσο ένα λιοντάρι, ένα τούβλο τόσο μυστηριώδες όσο η νύχτα» . Ο
gritte
Ma-
«ποτέ δεν επιτρέπει στον εαυτό του να σαγηνευτεί από την άμεση
ευχαρίστηση της μίμησης», ξέρει ότι ένας πίνακας ζωγραφικής είναι α
πλώς μια εικόνα, και με αυτή την οπτική είναι «στην ουσία νεωτερικός». 37 Ο Jennings ήταν ριζικά νεωτερικός,38 και η ιδέα και η αισθητική της «σύμπτωσης» ήταν θεμελιώδεις στη νεωτερική φαντασία του. Αυτή η έν νοια συχνά απορρίπτεται από τους κριτικούς του έργου του ως ένα εί δος εκκεντρικής και λαθεμένης εμμονής. Έτσι, ο Tom Haτrίsson39 υπο στήριξε ότι «ήταν ένα άτομο που του άρεσαν οι άγριες ιδέες. Πίστευε, για παράδειγμα, ότι η σύμπτωση είναι βασική διάσταση της ανθρώπινης
συμπεριφοράς. Αναζητούσε συνεχώς τις συμπτώσεις». 40 Η θεωρία της σύμπτωσης δεν ήταν στην πραγματικότητα, όπως θα αναλύσουμε πα-
45
ρακάτω, καθαρή εκκεντρικότητα. Αποτελούσε την κεντρική αισθητική
και διανοητική στρατηγική σε όλα τα έργα του J ennings και ήταν ιδιαί τερα σημαντική στο Πανδαιμόνιο. Αυτή η παρατήρηση είναι σύμφωνη προφανώς με τις αντίστοιχες του
Richards
όσον αφορά στη φύση της
φαντασίας και στηρίζεται στην ανάλυση του Jennings.41 Αλλά μέσω του υπερρεαλισμού η φαντασιακή οπτική του
J ennings
συσχετίστηκε με τα
μεγάλα προβλήματα και τις συζητήσεις της νεωτερικής σκέψης και ξέ φυγε από τον επαρχιωτισμό των αγγλικών πολιτισμικών σπουδών. Η σημασία της σύμπτωσης τονίζεται χαρακτηριστικά από τον Max Ernst στις παρατηρήσεις του για «την τεχνική του κολάζ». Είναι, όπως γράφει, «η εκμετάλλευση της ευκαιριακής συνάντησης σε ακατάλληλο επίπεδο δύο αμοιβαία απομακρυσμένων αληθειών» ή «η καλλιέργεια μιας συστηματικής απομάκρυνσης από ένα μέρος». Η συνέπεια, όπως την περιγράφει: Ένα ολοκληρωμένο, αληθινό πράγμα, με μια απλή λειτουργία εμφανώς κα θορ ισμένη μια και καλή (μια ομπρέλα), που εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά σε κάποιο άλλο πράγμα, πολv διαφορετικό και όχι λιγότερο αταίριαστο (μια ραπτομηχανή) , σε ένα περιβάλλον όπου και τα δυο πρέπει να νιώθουν ξέ να (πάνω σε ένα τραπέζι κοπτικής), ξεφεύγει από αυτό το ίδιο το γεγονός, από την απλή λειτουργία του και την ίδια του την ταυτότητα. Μέσα από μια νέα σχέση, το ψεύτικο απόλυτό του θα μετατραπεί σε ένα διαφορετικό α
I
I~ I
πόλυτο, την ίδια στιγμή αληθινό και ποιητικό: η ομπρέλα και η ραπτομηχα
νή θα ερωτευτοvν.42 Μια τέτοιου είδους ριζοσπαστική συμπαράθεση προκαλεί το αποτέ λεσμα της απο-οικειοποίησης καθιστά ξένη και ξεπερασμένη τη δύνα μη της συνήθειας. Ανάλογα με τις προσδοκίες, μπορεί να αναδείξει το μυστηριώδες μέσα από το οικείο. «Αυτή η υποταγή της προφάνειας και η ανατροπή των σχέσεων του πραγματικού», σύμφωνα με τον
Ernst,
«θα επέσπευδε τη γενικότερη πνευματική κρίση στην εποχή μας». 43 Ο Jennings ήξερε πολύ καλά ότι αυτή η αισθητική στρατηγική θα μπορούσε να ολισθήσει στην επιφανειακότητα. Αναφερόμενος ειδικά στον Ernst, θεωρεί ότι ο υπερρεαλισμός περιορίζεται όταν δεν κάνει άλ λο από το να «εκμεταλλεύεται τις πρόσκαιρα υποβλητικές ιδιότητες της ασυμφωνίας που προέρχονται από την αντιπαράθεση των αντικειμένων
ως αντικειμένων (με λογοτεχνικές συσχετίσεις)». 44 Παρ' όλα αυτά, στο πιο αληθινό και έντονο σημείο, αυτή η συσκευή μπορεί να οδηγήσει σε μια αφηγηματική λογική κάτω από αυτή του ορθολογικού νου . Η συ νεισφορά του Freud και της ψυχανάλυσης σε έναν εκ βαθέων συσχετι-
σμό του υπερρεαλισμού με τη σχετική φύση της φαντασίας τονίζεται α πό τον Jennίngs όταν μελετά το όριο στο οποίο οι σχέσεις «κοινής λογι κής» διαφέρουν ή ξεπερνούν αυτές που υπάρχουν σε έναν πίνακα ή υ ποδεικνύονται από την «aσυνείδητη φαντασία».45 Στο έργο του Magήtte, σημειώνει ο Jennίngs, «έρχονται κοντά αυτά τα διαφορετικά στοιχεία» με τον πιο έντονο και δελεαστικό τρόπο. Από τις αντιθέσεις στους πίνα κες του Magήtte, ο Jennings σημειώνει «τον ταυτόχρονο παραλογισμό τους -αφού τίποτα δεν επιλέγεται σκόπιμα- και την εμφανή αλήθεια τους, αφού η συνεύρεσή τους είναι, στην πραγματικότητα, ένα γεγονός πέρα από κάθε επιλογή». 46 Στο έργο του ο Jennings αποσκοπούσε στο να «διυλίσει>> εικόνες (ποιη τικές, καλλιτεχνικές, φωτογραφικές, κινηματογραφικές, κοινωνιολογι κές και ιστορικές) ισόποσης συμπυκνωμένης ισχύος. Η εικόνα είναι ένα «σημείο διευθέτησης»: η δύναμη και η αλήθεια της «δε βρίσκονται στα στοιχεία της, αλλά στη διάταξή τους σε μια συγκεκριμένη στιγμή».47 Αυτό που χαρακτήριζε τον Jennίngs ήταν η άρνησή του για την ατομι κή και υποκειμενική μυθολογία που ο υπερρεαλισμός συχνά υιοθετού σε υπό την επήρεια του ρομαντισμού. Η εικόνα «πρέπει να είναι εξειδι κευμένη, συγκεκριμένη και ιστορική. [... ) Πάνω απ' όλα, η εικόνα δεν πρέπει ποτέ να πλάθεται>>. 48 Προτιμούσε φράσεις από διάφορες πηγές, καρτ ποστάλ και έντυπα ευρείας κυκλοφορίας. Το άλογο, το άροτρο, η ατμομηχανή, ο τρούλος του Αγίου Παύλου [του Λονδίνου) αποτέλεσαν τη βάση της περίφημης εικονογραφίας του. Αυτή ήταν για τον Jennίngs η υπερρεαλιστική γοητεία του objet trouve* και του ready made ( έτοι μου-φτιαγμένου ), συνδεδεμένη με τη στρατηγική της ανατροπής της προ σωπικής, εκφραστικής και δημιουργικής φωνής του ρομαντικού συγγρα φέα. Αλλά, ενώ ένας υπερρεαλιστής «βρίσκει στη φαντασία του[ ... ) μια εικόνα που αναζητά και στη συνέχεια τη συγκεκριμενοποιεί στον εξω τερικό ~όσμο, σε έναν πίνακα, ένα ποίημα ή ένα αντικείμενο», ο Jennings «ανακαλύπτει στο πραγματικό, συγκεκριμένο αντικείμενο την εικόνα της συλλογικής φαντασίας». 49 Ο Jennings αναζητούσε «μια δημόσια ει κόνα, μια λα·ίκή ποίηση»,50 μέσα από την οποία προσπαθούσε να ανι χνεύσει την έκφραση συλλογικών επιθυμιών και της συλλογικής φαντα σίας. Στην αισθητική του, ο εξωτερικός κόσμος είχε την πρωτοκαθε δρία. Ο υπερρεαλισμός εκφραζόταν ως μια πολιτική και τεκμηριωμένη παρόρμηση.
*Ευρεθέντος αντικειμένου. (Σ.τ.Μ.)
47
Μια σημαντική πτυχή της καλλιτεχνικ1Ίς δραστηριότητας του Jennings,
η οποία έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το παρόν κεφάλαιο, είναι η διε ρεύνησή του για το φαντασιακό αντίκτυπο του Διαφωτισμού και της Βιομηχανικής Επανάστασης. Εδώ ο Jennings μας ευαισθητοποιεί ανα φορικά με τις αντιστοιχίες μεταξύ πολιτισμικών μορφικών στοιχείων και κοινωνικο-ιστορικών μετασχηματισμών. Σε ένα από αυτά τα ποιή
ματα της εποχής του πολέμου γράφει: Βλέπω το ι1οvδίvο Βλέπω τοv τρούλο του Α yίου Παύλου, όπως το μέτωπο του Δαρβίvου
Με άλλα λόγια, συσχετίζει την αρχιτεκτονική του καθεδρικού ναού με την παράδοση της λογικής και της διανόησης του Διαφωτισμού. Σε ένα δοκίμιο το
1938 παρατηρεί ότι «το έξοχο παράδειγμα της αυτόματης μη
χανής -της aτμομηχανής- αναπτύχθηκε ακρ ιβώς την ίδια εποχή με το
ρεαλισμό των
Gericault, Daumier και Courbet [... ] και την ίδια εποχή με
τις έρευνες των Cuvier και Lyall».51 Μια κεντρική και πολυδουλεμένη εικόνα για τον πολιτισμικό και φαντασιακό αντίκτυπο της εκβιομηχάνι σης είναι η συσχέτιση του αλόγου με την ατμομηχανή. Ο
Jennings γοη
τεύεται από την αντιστοιχία ενός ζώου και μιας μηχανής. «Οι μηχανές είναι ζώα δημιουργημένα από τον άνθρωπο», γράφει, «και η ιδέα μιας
Ι:tι,ι
μηχανής που θα λειτουργούσε από μόνη της (αυτόματα, χωρίς τη βοή θεια ενός ζώου) αποτελεί το αιώνιο πάθος του ανθρώπου, γιατί τότε θα μπορούσε να πιστέψει ότι έχει δημιουργήσει μια ζωή - μια ψεύτικη ζωή».s2 Αλλού γράφει: Η μετατροπή ενός αλόγου σε ατμομηχανή φαίνεται τέλεια στο
pede»
«The Cyclo-
και σε άλλα άλογα-κινητ1Ίρες, όπου το άλογο, αντί να τραβάει ένα
φορτίο, μπήκε μέσα σε ένα, με κινούμενο πάτωμα που έστριβε τις ρόδες.
Στον
Blake μπορείτε να βρείτε τη μεταμόρφωση λιονταριών και τίγρεων σε
μηχανές. 53 Αυτή είναι μια εντυπωσιακή εικόνα, που συμπυκνώνει και αντανα κλά την αμοιβαία σχέση ανάμεσα στο δυναμικό της Ιστορίας και της τε χνολογίας και εκείνο της αντίληψης και της φαντασίας. Αλλά ο Jennings
φαίνεται ότι πηγαίνει μακρύτερα και προσπαθεί να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στη φύση και τη βιομηχανία. «Μια εικόνα ενός αλόγου μπορεί να γίνει εικόνα μιας ατμομηχαν11ς. Πώς;» αναρωτιέται. Και η απάντη-
ση: «Ακριβώς μέσα από τη ζωγραφική και την ποίηση54
-
'Ή γη είναι
μπλε όπως ακριβώς ένα πορτοκάλι"».*
Όπως παρατηρεί ο James Meπalls, με το έργο του ο Jennings αναζη τά τη συμφιλίωση μιας εμφανούς αντίθεσης: την αντιπαράθεση αλόγων και κινητ1Ίρων -εικόνων της υψηλότερης ενέργειας της φύσης και της καταναλωτικής δύναμης των μηχανών- της αγροικίας και του εργοστα
σίου, της γεωργίας και της βιομηχανίας, της πρόζας και της ποίησης. 55 Σε αυτή την εργασία, αναμφίβολα, αποτυγχάνει. Ο Jennings θέλει να ε πεξεργαστεί εικόνες που περιέχουν τον πολιτισμικό αντίκτυπο του ορθο λογισμού και της εκβιομηχάνισης. Αλλά παραμένουν στατικές και παγω μένες εικόνες· η πραγματικότητα δεν μπορεί να μεταμορφωθεί με χρώ ματα των λέξεων και η συμφιλίωση φύσης και βιομηχανίας παραμένει μια τεχνητή επινόηση.
ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΠΙΚΗ: ΜΑΖΙΚΗ ΠΑΡΑΤΉΡΗΣΗ
Γνωρίζω ότι αυτή η συνεχ1Ίς υπεράσπιση του ποιητή θεωρείται πολύ ερα σιτεχνικ11 από τους σύγχρονους, πολιτικά σκεπτόμενους Άγγλους.
Humphrey Jennings Η Μαζική Παρατήρηση (Mass Observation) ήταν μια σοβαρή κοινωνι κοπολιτική προσπάθεια μελέτης της βρετανικής κοινωνίας στα τέλη της δεκαετίας του 1930.56 Και, ως τέτοια, εντασσόταν σε μια συγκεκριμένη πνευματικ1Ί παράδοση : Πριν από έναν αιώνα ο Δαρβίνος εστίασε τη σκέψη του στον άνθρωπο ως ένα είδος ζώου του οποίου η συμπεριφορά και η ιστορία θα μπορούσαν να εξηγηθούν από την επιστήμη. Το 1847 ο Marx διαμόρφωσε μια επιστημονι Κ1l μελέτη πάνω σε αυτό που ονόμασε «Οικονομικό άνθρωπο». Το 1865 ο Tylor όρισε τη νέα επιστήμη της ανθρωπολογίας, που θα έβρισκε εφαρμο γή στο «πρωτόγονο» και στο «άγριο». Το 1893 ο Freud και ο Breuer δημο σίευσαν την πρώτη τους μελέτη πάνω στην υστερία, άρχισαν λοιπόν να φέρ
νουν στο φως τα ασυνείδητα στοιχεία του «πολιτισμένου» ανθρώπου.57
Η φιλοδοξία ήταν να μελετηθεί η «πολιτισμένη» κοινωνία διαμέσου μιας μεγάλης μελέτης «των πεποιθήσεων και των συμπεριφορών των
* La terre est bleue comme une orange (στο πρωτότυπο). (Σ.τ.Μ.) 49
Βρετανών». 58 Ανάμεσα στα αντικείμενα που την απασχόλησαν ήταν τα εξής:
• Συμπεριφορά των ανθρώπων σε εθνικές επετείους • Φωνές και χειρονομίες αυτοκινητιστών • Η κουλτούρα της ολιγοσπερμίας • Ανθρωπολογία των οπαδών του ποδοσφαίρου • Συμπεριφορά στο μπάνιο • Γένια, μασχάλες, φρύδια • Αντισημιτισμός • Διάδοση, διάχυση και σημασία των χυδαίων αστείων • Κηδείες και εργολάβοι κηδειών • Γυναικεία ταμπού για το φαγητό • Η ιδιωτική ζωή των μαιών. 59 Την απασχολούσαν «η μαζική φαντασία και ο συμβολισμός», η ε
ναλλαγή δημοφιλών εικόνων, καθώς και τα μέσα πρόσβασης σε αυτές τις υπόγειες πληροφορίες διαμέσου της συμμετοχής του κοινού. Η Μα ζική Παρατήρηση στρατολόγησε ένα σημαντικό αριθμό από «ανεκπαί δευτους παρατηρητές», το έργο των οποίων ήταν «να περιγράψουν πλή ρως, καθαρά και σε απλή γλώσσα όλα όσα βλέπουν και ακούν σχετικά
!I
με το συγκεκριμένο πρόβλημα πάνω στο οποίο καλούνται να δουλέ
ψουν».60 Μέσα από τη δική τους καταγραφή μικρών λεπτομερειών συ μπεριφοράς, το πλήθος των παρατηρητών θα παρείχε τα στοιχεία εκεί να που θα συνέβαλλαν στη σύνθεση «του χάρτη του δημόσιου αισθή ματος».61
Διαμέσου της Μαζικής Παρατήρησης υποστηρίζεται ότι «Ο καλλιτέ χνης και ο επιστήμονας -και οι δύο περιορισμένοι από την ιστορική α νάγκη της τεχνητΊiς τους απομόνωσης- ενώνουν, επιτέλους, τις δυνάμεις τους και επιστρέφουν στο λαό, από τον οποίο είχαν αποκοπεί». 62 Η κί νηση αυτή ήταν συγχρόνως μια ποιητική και μια επιστημονική απόπει ρα κοινωνικής ανάλυσης και τεκμηρίωσης. Αναδρομικά, αυτή η διάκρι ση φαίνεται να στηρίζεται στα διαφορετικά ενδιαφέροντα και στις δια
φορετικές ιδέες των Madge και J ennings από τη μια μεριά και του Haπis son από την άλλη. Ο ίδιος ο Haπisson, του οποίου η έκθεση για τη Μα ζικΊi Παρατήρηση άσκησε σημαντική επιρροή, σίγουρα καλλιέργησε αυ τή την ερμηνεία. Ο Madge και ο Jennings, όπως υποστηρίζει, «ανέπτυ
ξαν την ιδέα της δημιουργίας ενός εθνικού πάνελ ανθρώπων που θα έ γραφαν για τον εαυτό τους, ως ένα είδος "υποκειμενικής λογοτεχνίας",
μια ιδέα σχεδόν ποιητική στη σύλληψ11 της». 63 Η προσέγγισή τους ήταν «ένα είδος ονειροπόλου σύλληψης,
[... ] μια προσέγγιση που ήταν μη ε
πιστημονική - λογοτεχνική ή ποιητική-λογοτεχνική ίσως. Δεν 1Ίταν κα θόλου ένα θέμα "κοινωνικού ρεαλισμού " - στην πραγματικότητα, επρό
κειτο ακριβώς για το αντίθετο: ήταν ένα είδος κοινωνικού υπερρεαλι
σμού.64 Το πρόβλημα με τον Madge και τον Jennings ήταν ότι δεν έκα ναν καθόλου παρατήρηση. Εγώ έκανα την παρατήρηση», λέει ο
Harrisson, που εκθειάζει το επιστημονικό του υπόβαθρο ως βιολόγου, ορνι θολόγου και aνθρωπολόγου. «Κρατούσα μια επιστημονική γραμμή». 65
Η ουσία της επιστημονικής μεθόδου ήταν «να ξοδεύει πολύ χρόνο όχι τόσο για να ακούει (ή να ρωτάει) λέξεις όσο για να παρακολουθεί και να καταγράφει ακριβώς αυτά που βλέπει. Ίσως το πιο σημαντικό [... ] κομ μάτι τεχνικού εξοπλισμού για κάθε είδους κοινωνικό επιστήμονα». 66 Αυτό λοιπόν που επιβεβαιώνει ο Harrisson είναι μια διχοτομία ανά μεσα στην επιστημονική παρατήρηση και τη συλλογή δεδομένων από τη μια μεριά και στην καλλιτεχνική δραστηριότητα από την άλλη. Η ε πιστημονική κοινωνική έρευνα θεωρείται εξωτερική στη λογοτεχνία και την ποίηση. Αυτό, βέβαια, οδήγησε σε αξιολογήσεις της Μαζικής Πα ρατήρησης που θεωρούν την προσέγγιση των Madge και Jennings κοι νότοπη και εκκεντρική. Ο J ulian Symons γράφει «για τις δύο πλευρές της Μαζικής Παρατήρησης: την εξεζητημένη προσπάθεια να συσχετι στεί το κίνημα με την τέχνη και με τη λογοτεχνία και τη συνειδητοποίη ση ότι αυτή ήταν μια τεχνική κοινωνικής έρευνας η οποία [... ] είχε τη χρησιμότητά της μόνο στην κοινωνική έρευνα». 67 Η ποιητική διάσταση του εγχειρήματος εκλήφθηκε ως αφελής και αλλόκοτη, ενώ η «επιστημο νική» και η κοινωνιολογική διατηρήθηκαν και αναπτύχθηκαν από τον Harrisson και άλλους.68
Αυτή η πόλωση ανάμεσα στην επιστήμη και την τέχνη (κοινωνική έ ρευνα και ποίηση) στο έργο της Μαζικής Παρατήρησης είναι aτυχής. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι βασίζεται στο δυ'ίσμό του «κόσμου» και του «πνεύματος» του δεκάτου ενάτου αιώνα. Ο Raymond Williams υπο στήριξε ότι αυτός ο ορισμός του «πραγματικού κόσμου και εν συνεχεία ο αφελής διαχωρισμός του από την παρατήρηση και τη φαντασία των ανθρώπων οδηγούν αφενός στην απομάκρυνσή του από την πραγματι κή ζωή και την καταγραφή της και αφετέρου σε ένα διακριτό φαντα
στικό κόσμο». 69 Αυτή η θετική και φυσιοκρατική αντίληψη, με την έκ κλησή της στα γεγονότα, είναι εμφανής στη μελέτη της Μαζικής Παρα τήρησης. Αλλά θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένα συστατικό στοι
χείο που προέρχεται από τον «επιστήμονα» Harrisson. Για τον J ennings,
51
αντίθετα, η διάκριση του εξωτερικού, υλικού κόσμου από το εσωτερικό, φανταστικό βασίλειο δεν είναι ένα δεδομένο, αλλά μια κοινωνικο-πολι τισμική εκδήλωση του Διαφωτισμού και της Βιομηχανικής Επανάστασης.
Η τεκμηριωτική παρατήρηση και η κοινωνική έρευνα πρέπει να βρί σκονται σε συνάφεια με την ποίηση και τη φαντασία. Η εμπλοκή του
Jennings με τη
Μαζική Παρατήρηση πρόσφερε μια στενή σχέση ανάμε
σα στην υπερρεαλιστική αισθητική του και την πολιτική της κοινωνικής
έρευνας. Ο
J ennings συνδέθηκε μόνο πρόσκαιρα με τη Μαζική Παρατήρηση 1937-1938), αλλά η ενασχόλησή του ήταν αναμφισβήτητα
(το διάστημα
μια εκδήλωση της γενικότερης αισθητικής του και των πνευματικιΟν προ βληματισμών του. Στην αυτοβιογραφία του ο Για τον
Humphrey ήταν
Julian Trevelyan γράφει:
μια προέκταση της υπερρεαλιστικής οπτικής του
για τη βιομηχανική Αγγλία. Οι εργάτες του Bolton ήταν οι απόγονοι των Stephenson και Watt, οι αστοί στους σκοτεινούς σατανικούς μύλους του Blake ξαναγεννιούνταν σε έναν κόσμο όπου επικρατούσαν τα λαγωνικά και τα Marks & SpenceΓ.7°
Υπάρχει ένα βασικό ποιητικό κίνητρο στην ενασχόλησή του, μια δέ Chal'les Madge ονομάζει «aρχετυπική ποιητική
σμευση σε αυτό που ο
Ιι~~ι
φύση του μυαλού» και στη θεώρηση ότι «το μυαλό είναι ένα ποιητικό ερ γαλείο, και άρα είναι ποιητικό πέρα από τον εαυτό του, ακόμα κι όταν
πρέπει να είναι επιστημονικό». 71 Παρά την επιρροή του Blake και του υπερρεαλισμού στην κατανόηση του φαντασιακού από τον Jennings, η ποιητική ικανότητα του τελευταίου ξεφεύγει από το ρομαντικό υποκει μενισμό και το σολιψισμό. Ο Jennings προσπαθεί να συσχετίσει εσωτε ρικές και εξωτερικές πραγματικότητες, την ποίηση και την πολιτική. Αυτό που ήταν πολύ ισχυρό στη Μαζική Παρατήρηση 1Ίταν η ποιητική εντολή, ο αληθινός κόσμος σαν ένα τεράστιο ποιητικό κείμενο, η παρα γωγή μιας «ποίησης που δεν είναι, όπως τώρα, περιορισμένη σε μια
χούφτα ηθοποιών». 72 Ο Jennings προσπάθησε να μετατρέψει τον υπερ ρεαλισμό σε ένα συνδυασμό ποίησης και πολιτικής του πραγματικού κόσμου. Όπως σημειώνει η Kathleen Raine: Ελπίζαμε να διακρίνουμε στην επιφάνεια βρόμικων τοίχων, σε πλακάτ δια φημίσεων, γραμμένα πάνω στις φαγωμένες πέτρες των πεζοδρομίων, στο παι χνίδι της σκιάς με το φως των φαναριών του δρόμου πάνω από τις λακκσu βες στις γωνίες μικρών δρόμων ίχνη του όμορφου, παρηκμασμένου, υποτι-
μημένου, λυπηρού και ταλαιπωρημένου
deus absconditus.*
Ήταν μια έρευ
να για τα χαμένα χαρακτηριστικά από τα πιο υψηλά στα πιο χαμηλά.Ί3 Όπως με τους πίνακες και την ποίηση του
Jennings
-μερικοί από
τους οποίους πήραν τη μορφή τους την εποχή εκείνη-74 η Μαζική Πα ρατήρηση αποτελεί γι' αυτόν ένα είδος «ανάστροφου υπερρεαλισμού»:
«0 υπερρεαλισμός[ ... ] θέλει να προβάλει τη
φαντασία πάνω στον αντι
κειμενικό κόσμο, έτσι ώστε να τον μεταμορφώσει. Η Μαζική Παρατή
ρηση προσπαθεί να επανορθώσει τη φαντασία που παρήγαγε χυδαίες
εικόνες και αντικείμενα της καθημερινότητας». 75 Είναι αυτή η εμπλοκή της φαντασίας με τον αληθινό κόσμο που καθιστά το τόλμημα του Jennings πολιτικό (και δημοκρατικό) και το πηγαίνει πέρα από το ρο μαντικό υποκειμενισμό. Η Μαζική Παρατήρηση προωθήθηκε και δημιουργήθηκε στην πρά
ξη από την Κρίση του Δεκεμβρίου του 1936, που ήταν «η μεγαλύτερη α πό όλες τις σύγχρονες κρίσεις - μεγαλύτερη από όλους τους φόβους του
πολέμου».76 Αυτό που ήταν σημαντικό σχετικά με μια κρίσιμη κατά σταση για τον Jennings ήταν η δυνατότητά της να ξεπεράσει τη δύναμη της συνήθειας. Ενώ συνήθως υπήρχε η τάση «να επιτελούμε όλες τις
πράξεις μας από συνήθεια, έχοντας τόσο λίγη συνείδηση αυτών που μας
περιέβαλλαν όση έχουμε σχεδόν όταν περπατάμε στον ύπνο μας»,77 η κρίση ανέτρεψε την aυτοματική φύση της κοινωνικής εμπειρίας. Μέσω της διαδικασίας της απο-οικειοποίησης, αναζωπύρωσε την κοινωνική φαντασία
-
ο
Richards είχε τονίσει
αντίστροφα το ίδιο σημείο: «Η φα
ντασία, χαρακτηριστικά, δημιουργεί αποτελέσματα παρόμοια με εκείνα
που συνοδεύουν μεγάλες και ξαφνικές κρίσεις στην εμπειρία». 78 Για τον Jennings, ωστόσο, διακυβεύονταν σοβαρότερα ζητήματα στις
συνέπειες της κρίσης παρά για την άμεση πολιτική. Αυτά είναι εμφανή
σε μερικά φυλλάδια της πρώιμης εποχής της Μαζικής Παρατήρησης,7 9 ιδίως στο εκρηκτικό φυλλάδιο Μαζική Παρατήρηση. 80 Βέβαια, είναι πα ρακινδυνευμένο να αποδώσει κανείς μερίδιο ευθύνης στον
Jennings γι'
αυτή την έκδοση , αλλά είναι δύσκολο να αποφευχθεί το συμπέρασμα ό τι σημαντικά κεφάλαια και ιδέες τα εμπνεύστηκε σε εκείνη τη δύσκολη ιστορική συγκυρία. Αυτό που έκανε το εν λόγω φυλλάδιο ήταν να κα ταγράψει την κρίση στις ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις, μια ανάλυση
που φαίνεται ότι βασίζεται στο πλαίσιο των αναλύσεων και των προ-
* Φυγόπονου θεού. (Σ.τ.Μ.) 53
βληματισμών της ομάδας του
Experiment και η οποία προεικονίζει την ανάλυση του Πανδαιμόνιου. Έτσι, ο Jennings αναλύει τους ιστορικούς μετασχηματισμούς της τέχνης και της επιστi]μης ως μορφών γνώσης υ πό την επιρροη του βιομηχανικού καπιταλισμού. Η επιστi]μη και η τεχνολογία, υποστηρίζει ο J ennings, ως εφαρμογές ασκούν βαθιές πολιτισμικές επιδράσεις: «Η ατμομηχανη, ο ηλεκτρισμός, η φωτογραφία άσκησαν τόσο μεγάλη επίδραση στην πνευματικη και τη φυσικη συμπεριφορά, που ακόμα δεν το έχουμε συνειδητοποιi]σει πλi]
ρως».81 Το τρένο, ειδικότερα: όχι μόνο δημιούργησε μια νέα αρχιτεκτονική και ένα νέο τύπο μηχανικής,
μια νέα κουλτούρα, αυτή του εισιτηρίου και του σταθμού, αλλά και άλλαξε εντελώς τη φύση των ονείρων και της παιδικής φαντασίας (φιλοδοξία να γίνεις οδηγός μιας μηχανής), [...] μας έδωσε μια διαφορετική σύλληψη του χώρου, της ταχύτητας και της δύναμης. Έκανε δυνατές τις μαζικές δρα στηριότητες -τον τελικό Κυπέλλου, το ράλι, τις διακοπές στην παραλία, τις ορειβατικές εκδρομές- των οποίων οι επιπτώσεις στη συμπεριφορά και στη
νοοτροπία μας επεκτείνονται πολύ πέρα από τη φαντασία μας. 82 Η επιστi]μη, η τεχνολογία και η εκβιομηχάνιση επέφεραν αρνητικές κοινωνικές και πολιτισμικές επιπτώσεις. Οδi]γησαν τη μάζα σε μια «ευ ρύτερη μοιρολατρία σχετικά με τα τωρινά και τα πιθανά μελλοντικά α
ποτελέσματα της επιστi]μης» 83 και σε «κλυδωνισμό της μοιρολατρίας στην καρδιά της επιστi]μης». 84 Εδώ είναι που η «ανθρωπολογία του ε αυτού μας» στη Μαζικη Παρατi]ρηση είναι κρίσιμη: Διαμέσου της «επι
στημονικi]ς μελέτης της ανθρώπινης κοινωνικi]ς συμπεριφορά;»,85 η ά γνοια που ενισχύει την πρόληψη και τη μοιρολατρία ~ιπορεί να ξεριζω θεί. Στο σημείο αυτό το φυλλάδιο βρίσκεται στο πιο επιστημονικό και τελεολογικό του σημείο: «Όλες οι επιστi]μες έχουν βοηθi]σει ώστε να έρθει η στιγμη που η επιστi]μη του ανθρώπου θα μπορούσε να αναδυ θεί>>.86 Ωστόσο υπάρχει μια άλλη προσέγγιση στην επιστi]μη, που τίθεται ενάντια σε αυτη τη θετικη αντίληψη. Αυτη η οπτικi] αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην ευρηματικότητα της επιστημονικi]ς γνώσης. Αντιλαμβά νεται τη σπουδαιότητα της θέσης του Δαρβίνου για την «επιστημονικi]
εικόνα του ανθρώπου σε σχέση με το σύμπαν» 87 και μπορεί να δει ότι τα σωθικά του σκυλόψαρου είναι δυνατόν να γίνουν πηγi]
για το ζωολόγο.
88
divina voluptas*
Και η επιστi]μη επίσης μπορεί να απο-οικειοποιi]σει,
* Θε'ίκής ηδονής. (Σ.τ.Μ.) 54
να κάνει παράξενες, να ανοίξει τις πύλες της ενόρασης. Αυτό που εξε τάζει το φυλλάδιο -με εμφατικό τρόπο- είναι η άρση αυτής της διάκρι σης της επίγνωσης που χώρισε την επιστήμη από την τέχνη, τη φαντα σία από τη λογική . «Το έργο των σημαντικότερων καλλιτεχνών είναι συγ
γενές με εκείνο των σημαντικότερων επιστημόνων»,89 καθένα από αυτά διαθέτει ταυτόχρονα γνωστικά και φανταστικά στοιχεία. Αυτό στο ο ποίο αποσκοπεί είναι η «απόλυτη σύγκλιση επιστήμης, τέχνης και πολι
τικής».90 Και το όχημα γι' αυτό φαίνεται να είναι η Μαζική Παρατήρη ση, «όπου τόσο η τέχνη όσο και η επιστήμη εστιάζουν στο ίδιο πεδίο: στο πεδίο της ανθρώπινης συμπεριφοράς που βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας». 91 Αν οι σημειώσεις για την επιστήμη είναι περισσότερες, στο φυλ λάδιο της Μαζικής Παρατ1Ίρησης περιλαμβάνεται μια θεώρηση που προϋποθέτει την αλληλοσυσχέτιση ανάμεσα στον πολιτισμό και στην εκ βιομηχάνιση, η οποία είναι ουτοπική -μολονότι αφηρημένη και επιθυ μητή- στις φιλοδοξίες της για την ενδυνάμωση και την επανένωση επι στήμης και τέχνης ως μορφικών στοιχείων του φαντασιακού. Για τον J ennings η Μαζική Παρατήρηση ήταν σημαντική ως μια ου τοπική -και ίσως τελικά απραγματοποίητη- σύλληψη. Η μοναδική του
ολοκληρωμένη μελέτη ήταν το May the Twelfth (12η του Μάη του
1937).92
Αυτή η μνημειώδης μελέτη της Στέψης -ή, καλύτερα, η εθνική εμπειρία της Στέψης- αποτελείται εξ ολοκλήρου από αποκόμματα του Τύπου
και αναφορές παρατηρητών. Είναι ένα μεγάλο και καλειδοσκοπικό κο λάζ, διαμορφωμένο σαν μια ταινία. Ο David Mellor το περιγράφει ως «μια γιγαντιαία συμφωνία κειμένων φτιαγμένη από τη μηχανή ενός ρεα λιστή κινηματογραφιστή στο τέλος μιας μέρας (ιδιαίτερης, αν και κοι νής),[...] ένα ατέλειωτο παλίμψηστο γραμμένο από πολλούς, αλλά συ
ντονισμένο από έναν». 93 Ο στόχος του ήταν να κεντρίσει το συλλογικό ασυνείδητο της Αγγλίας, να εξερευνήσει τις ισχυρές και υπόγειες κατα βολές των συμβόλων της μοναρχίας.
Αν και ο
Jennings αποσύρθηκε αμέσως από τη
Μαζική Παρατήρη
ση, λόγω του ότι «ένιωθε πως ήταν μια απηρχαιωμένη τάση στην εξ πρεσιονιστική ημι-ανθρωπολογία του Tom [Harrisson]»,94 το έργο του May the Twelfth -που μοιάζει πολύ και προοιωνίζεται το Παvδαιμόvιο
είναι σύμφωνο με τις γενικότερες πνευματικές και αισθητικές ανησυχίες του
J ennings. Αυτό που πέτυχε ήταν μια συνένωση του ντοκιμαντέρ και
του υπερρεαλισμού που αποτελεί μια μοντέρνα αισθητική άποψη. Το May the Twelfth συνεχίζει να αναπτύσσει τις υπερρεαλιστικές ανησυχίες του J ennings: η φροϋδική του ανησυχία έχει να κάνει με το συλλογικό ασυνείδητο και τη φαντασία, αποτελείται από objets trouves με τη μορ-
55
φή κειμένων από τον Τύπο και αναφορών παρατηρητών. Διερευνά την αντιπαράθεση και τη σύμπτωση, υποτιμά το κύρος του (ρομαντικού) συγγραφέα- ο
Jennings
δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα συνθέτη
κολάζ και επιμελητή εκδόσεως- και εξερευνά τις δυνατότητες της απο οικειοποίησης («Αυτό που δεν παρατηρούμε πια λόγω της οικειοποίη
σης επανέρχεται στο συνειδητό» ). 95 Αλλά, εκτός του ότι είναι ένας υπερ ρεαλιστής ποιητής που ασχολείται με θέματα και έτοιμες-φτιαγμένες ει κόνες
(ready made), ο Jennings είναι επίσης ένας παρατηρητής και ένας
δημοσιογράφος -ένας ποιητής-δημοσιογράφος- και τα ενδιαφέροντά
του πάντα έχουν να κάνουν με την καταγραφή του ρόλου της πολιτικής στα κοινωνικά δρώμενα. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του
1930 υπΊΊρ
χε πραγματικά μια στενή σχέση ανάμεσα στον υπερρεαλισμό και στην τεκμηρίωση: «Ένας νέος ρεαλισμός, που υποστηρίζεται, δυναμώνεται και διευρύνεται από τις νέες φωτο-μηχανικές τεχνολογίες, επρόκειτο να
καταστεί, παράλληλα με τον υπερρεαλισμό, ένα από τα κυρίαρχα ζητή
ματα της σύγχρονης θεματολογίας» . 96 Όπως ο υπερρεαλισμός, έτσι και το ντοκιμαντέρ δε δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο στοιχείο της προσωπικής δημιουργικότητας, αντικαθιστώντας το με το ανώνυμο και απρόσωπο
«Εγώ» 97 και με τη συλλογικ1Ί και συνεργατική πολιτιστική παραγωγή. Και αυτό επίσης προσπαθεί να βρει κάτι νέο, και έτσι να προβάλει νεω τερικές θέσεις. Αυτό που κάνουν ο
Jennings
και η Μαζικ1Ί Παρατήρη
ση είναι να εντείνουν και να επεκτείνουν το ενδιαφέρον για την τεκμη ρίωση καθιστώντας «την υποκειμενική αντίληψη του παρατηρητή[ ... ] έ
να από τα θέματα παρατήρησης» 98 και μετατρέποντάς την σε μια κοι νωνική ποίηση, μια δημοκρατική ποίηση, «που δεν είναι, όπως τώρα,
περιορισμένη σε μια χούφτα ηθοποιών». 99 Η μελέτη κινείται περισσότε ρο προς την αισθητική του ντοκιμαντέρ και την πολιτικοποίηση του υ περρεαλισμού . Η καλλιτεχνική και η επιστημονική φαντασία πρόκειται
να συγκλίνουν στη μορφή του ποιητή-δημοσιογράφου, του οποίου οι κοι νωνικές καταγραφές είναι συγχρόνως αισθητικές, επιστημονικές και πο λιτικές.
ΜΙΑ ΜΙΚΡΟΦΥΣΙΚΗ ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ
Ο υλικός μετασχηματιστής του κόσμου μόλις είχε γεννηθεί. Αναδύθηκε μέ σα από το σκελετό του, από τη μουσικ1Ί ενός τρένου ορυκτών από τη μαύ ρη χώρα, με καρδι<Χ και πνεύμονες και μυς γυμνούς στη θέα ενός aποκρου στικού προσώπου. Αμέσως αγρίεψε μέσα στα βαλτώδη δάση της Ολλαν-
-._
δίας, όπου ο ηλεκτρισμός και τα χλομά γαλάζια μάτια το συνέδεσαν με ο πτασίες, δαίμονες, μάγους και μαντείες.
Humphrey Jennings, «Report on the Industrial Revolution»
Jennings ποτέ δεν ολοκλήρωσε, 100
Το Πανδαιμόνιο, ένα κείμενο που ο
φτάνει σ' εμάς έρμαιο στο χρόνο. Γι' αυτόν το λόγο ήταν απαραίτητο να
το εντάξουμε στο ιστορικό και χρονολογικό του πλαίσιο. Η σημασία αυ τού του ωκεάνιου κειμένου γίνεται πιο εμφανής όταν ιδωθεί ως μέρος μιας ισόβιας ενασχόλησης με τη σχέση ανάμεσα στην επιστήμη, την τε χνολογία και τη φαντασία, μια ενασχόληση που συνενώνει όλα τα ποι κίλα και διακριτικά ενδιαφέροντα του Jennings. Το Πανδαιμόνιο είναι «η φαντασιακή ιστορία της Βιομηχανικής Επανάστασης. Ούτε η πολιτι κή ιστορία, ούτε η μηχανική ιστορία, ούτε η κοινωνική ιστορία, ούτε η
οικονομική ιστορία, άλλά η φαντασιακή ιστορία». 10 L Το ενδιαφέρον του για το πώς οι μηχανές έχουν διαπλεχθεί με την ανθρώπινη ζωή και η χαρτογράφησή του όσον αφορά στην αποσυσχέτιση της λογικής και της φαντασίας έχουν επηρεαστεί εμφανώς από τον
Blake. Η διερεύνηση ο από τον Jennings -η εσωτερική και
λόκληρου του βιομηχανικού τοπίου η εξωτερική διάσταση- έμελλε να aνιχνευθεί με την ένταξή του στην εκ δοτική ομάδα του Experίment (Raine, Bronowski, Richards). Αλλά το Πανδαιμόνιο τον τοποθετεί στο ευρύτερο πλαίσιο της παράδοσης του «Πολιτισμός και Κοινωνία», μαζί με προσωπικότητες όπως οι
Cobbett
και
Morris.
Για τον
Morris,
ο
Jennings
Blake,
υποστήριζε ότι «είχε
συμμαχήσει με την εργατική τάξη και την αντιμετώπιζε ως ισότιμο μέ
λος και ως ποιητής». 102 Για τον Jennings, η «φαντασία του ποιητή» ήταν αποφασιστικής σημασίας στον πολιτικό αγώνα.
Αλλά αν η συσχέτιση με το ευρύτερο πλαίσιο της εποχ1Ίς είναι απα ραίτητη για να εκτιμήσουμε τα θεματικά ενδιαφέροντα του Jennings, είναι εξίσου απαραίτητη για την κατανόηση της αισθητικής και πνευματικής μορφής του Πανδαιμόνιου. Αυτό που καθιστά σημαντικό τον Jennings, ό πως έχουμε σημειώσει, είναι το ότι το έργο του υπερβαίνει το ρομαντικό υποκειμενισμό της προσέγγισης του «Πολιτισμός και Κοινωνία» και ε
ντάσσεται στο νεωτερικό πλαίσιο αναφοράς. Σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο θα πρέπει να εντάξουμε το Πανδαιμόνιο. Αποτελείται από «εικόνες» από
τη λογοτεχνία, τις εφημερίδες, τα ημερολόγια, τις aυτοβιογραφίες, τις ε
πιστολές, τις φιλοσοφικέ-ς πραγματείες και τις επιστημονικές εκδόσεις στην περίοδο
1660-1886·
ένα μοντέρνο κολάζ, μια συμφωνία, ένα παλίμ
ψηστο φτιαγμένο σαν μια ταινία «για τη Βιομηχανική Επανάσταση» ι ω και, όπως το
May the Twelfth,
αποτελούμενο από «σελίδες ενός μαζικού
57
ημερολογίου». 104 Είναι ίσως η πιο φιλόδοξη προσπάθεια του Jennings να συμφιλιώσει τον υπερρεαλισμό με την τεκμηρίωση. Όπως και με τις άλ λες μοντέρνες ενασχολήσεις του -ζωγραφική, ποίηση, ταινίες, Μαζική Πα ρατήρηση- η πρώτη του ύλη είναι το
ready made, το objet trouνe. Όπως
και στα άλλα κείμενα, αυτή η διαδικασία σχετίζεται με την υποβάθμιση
του (εκφραστικού) συγγραφικού Άλλου- ο Jennίngs είναι συνθέτης κο λάζ και εκδότης. Πάλι εκμεταλλεύεται, μέσω της τεχνικής του κολάζ, τη φαντασιακή δύναμη της υπερρεαλιστικής «σύμπτωσ119>, την «εκμετάλλευ ση της ευκαιρίας να συναντηθούν σε μια ανώμαλη επιφάνεια δύο αμοι βαία aπόμακρες πραγματικότητες». Το αποτέλεσμα είναι η απο-οικειο ποίηmι Μέσα από την αντιπαράθεση το κείμενο, «με μια απλή λειτουρ γία προφανώς καθορισμένη μια και καλή , ( ...] δραπετεύει από τις απλές
λειτουργίες του και από την ίδια του την ταυτότητα». Τελικά ο στόχος του Πανδαιμόνιου είναι η υπερρεαλιστική τεκμηρίωση της aσυνείδητης ιστο ρίας της Βιομηχανικής Επανάστασης, το υπόγειο μάθημα της φαντασίας. Το Πανδαιμόνιο πρέπει να διαβαστεί ως ένα κείμενο της νεωτερικότητας. Η μελέτη του είναι παρόμοια με αυτήν του
Walter Benjamin: «Η
απομά
κρυνση των κομματιών από το πλαίσιό τους και η ένταξή τους σε ένα νέο πλαίσιο και με τέτοιο τρόπο που να φωτίζει το ένα το άλλο, η παραβίαση
της διορατικότητας με την εκγύμναση παρά με την εξερεύνησψ>. 105 Το Πανδαιμόνιο είναι ένα νεωτερικό κείμενο. Η συγγραφική παρου
σία του Jennings είναι περιθωριακή και φευγαλέα, και δεν κάνει καμιά προσπάθεια να κατευθύνει και να επηρεάσει τον αναγνώστη. Για την α κρίβεια, υπάρχουν πολλοί τρόποι ανάγνωσης του κειμένου : Κάποιος μπο ρεί να ακολουθήσει τη χρονολογική «αφι1γησψ> ή, εναλλακτικά, χρησι
μοποιώντας το γλωσσάριο, μπορεί να ανιχνεύσει «θεματικές συνέχειες» μέσα στην ιστορική περίοδο. Η πρόθεση είναι να τεθεί ο αναγνώστης σε μια ενεργή ερμηνευτική διαδικασία. Το Πανδαιμόνιο αποσκοπεί στο να αλλάξει τις σχέσεις ανάμεσα στο συγγραφέα, στο κείμενο και το κοινό. Εξαρτάται από τους αναγνώστες να κάνουν τις συσχετίσεις, τις συνδέ σεις και τις αντιστοιχίες του υλικού που έχει συγκεντρώσει ο
J ennings,
και σε αντίθετη διάταξη από αυτήν που το έχει τοποθετ1Ίσει. Οι εικόνες από τις οποίες αποτελείται το Πανδαιμόνιο είναι «κόμποι σε ένα μεγάλο δίχτυ ποικίλων χρόνων και τόπων», η καθεμιά «με τη δι
κή της ιδιαίτερη θέση σε ένα aτύλιχτο φιλμ». 106 Είναι αυτό που ο Jennings αποκαλεί «φωτεινότητες», στιγμές λάμψης που εκφράζουν την ανθρώ πινη εμπειρία της Βιομηχανικ1Ίς Επανάστασης. Όπως ξετυλίγεται η σει ρά των εικόνων, μετατοπίζεται απότομα από θέμα σε θέμα. Το γαλαξια κό αντιπαρατίθεται στο μικροσκοπικό, το παράλογο συνοδεύει το γήινο.
Παρακινείται από την πνευματιστική επικοινωνία του «Νου του Ανθρώ που» του
Faraday,
τις παρατηρήσεις του
Nathaniel Hawthorne
πάνω
στις κορασίδες των οικοτροφείων στο Λίβερπουλ, ένα περίεργο συμπό
σιο στο σκελετό ενός δεινόσαυρου, μια περιγραφή της
Coketown
από
τους Hard τimes. 107 Η επιλογή των κειμένων αρνείται οποιαδήποτε επι φανειακή , περιοριστική κατανόηση της Βιομηχανικής Επανάστασης. Αποτελεί μαρτυρία της μαζικής πολυπλοκότητας και της διφορούμενης πολιτισμικής της υπόστασης. Αποτελεί ένα «τεράστιο σύστημα κατα
σκευής»108 και διερευνά την εκμετάλλευση και την υποβάθμιση των ερ γα ζομένων. 109 Ο Jennings προσπαθεί να κατανοήσει την περ ίοδο της Β ιομηχανικ1Ίς Επανάστασης σε όλες τις εκφάνσεις της μέσα από μια α
ντιπαράθεση και εναλλαγ1Ί εικόνων, για να δημιουργήσει ένα σύνθετο, σχεδόν κυβιστικό, διανοητικό κολάζ. Με αυτή τη μέθοδο κατευθύνεται προς τη φαντασιακή αναπαράσταση
-
στην πραγματικότητα, την ανα
παρουσίαση της υφής, των πόρων και των «προδιαθέσεων» της ιστορι
κής διαδικασίας. Για να εξυπηρετήσει αυτόν το σκοπό ταιριάζει συχνά με κείμενα που έχουν ελάχιστη εμφανή σχέση με τους μηχανισμούς του βιομηχανικού καπιταλισμού . Ο Jennings προσεγγίζει τον πολιτισμό του βιομηχανικού καπιταλισμού στα κρυφά, από την πίσω πόρτα της φα ντασίας. Καθοδηγεί την αντίληψη σε πλάγιες και λοξές διερευνήσεις του aσυνειδήτου της Ιστορίας. Η δική του μέθοδος είναι η «μέθοδος της ποίησης», αφήνοντας κατά μέρος τις αναλυτικές διακρίσεις χάριν μιας συνθετικής άποψης για την πολυπλοκότητα της ζωής. 11 0 Ο J ennings εί ναι ένας ποιητής-παρατηρητής-ψυχαναλυτής. Μέσα από την ελεύθερη συσχέτιση κειμένων προσπαθεί να ανακαλύψει τις νευρώσεις και το φα ντασιακό ασυνείδητο του βιομηχανικού καπιταλισμού. Για εμάς η ιδιαίτερη αξία του Πανδαιμόνιου έγκειται στο ότι παρου σιάζει την ιστορική αλληλοσυσχέτιση της λογικής και της φαντασίας, της επιστήμης και της ποίησης ως μορφών γνώσης. Το μεγάλο θέμα του
Jennings είναι η
σχέση ανάμεσα στα μέσα παραγωγής και τα «μέσα της
όρασης»: «Η σχέση της παραγωγής με την όραση και της όρασης με την
παραγωγή υπήρξε πάντα το μεγαλύτερο πρόβλημα του ανθρώπου». 111 Σε κάποια περίοδο της ανθρώπινης εξέλιξης [γράφει] τα μέσα της όρασης και τα μέσα της παραγωγής ήταν στενά συνδεδεμένα - ή τουλάχιστον έτσι θεωρούσαν οι άνθρωποι. Αναφέρομαι στα μαγικά συστήματα κάτω από τα οποία δεν ήταν δυνατόν να οργώσεις το χώμα χωρίς μια δέηση, να φας χω ρίς μια ευχ1Ί, να κυνηγήσεις ένα ζώο χωρίς μια μαγική επίκληση. Να χτίσεις
χωρίς να έχεις μια αίσθηση νίκης. 1 12
59
Στην περίοδο 1660-1860, ωστόσο, τα μέσα παραγωγής άλλαξαν ριζι κά «από τη συσσώρευση κεφαλαίου, την ελευθερία του εμπορίου, την ε φεύρεση των μηχανών, τη φιλοσοφία του υλισμού, τις ανακαλύψεις της επιστήμης» . 113 Εκείνο που απασχολεί τον Jennings είναι πώς αυτές οι αλλαγές έχουν διαμορφώσει τα μέσα της όρασης: ο βαθμός στον οποίο
η λογική και η φαντασία αποσυνδέθηκαν, το κατά πόσον η όραση εντά χθηκε -ή θα μπορούσε να ενταχθεί- στην επιστημονική και υλιστική θεώ ρηση. Το μεγάλο του επίτευγμα 1Ίταν το ότι περιέγραψε τις περίπλοκες δικτυώσεις, τη σημασία της φαντασίας σε μια βιομηχανική κοινωνία. Το Πανδαιμόνιο θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι η μικροφυσική της φα ντασίας.
Το βιβλίο ξεκινά με ένα κεφάλαιο από το
Paradise Lost*
που περι
γράφει το χτίσιμο του Πανδαιμόνιου, το οποίο ο Jennings εξισώνει με τη Βιομηχανική Επανάσταση: Το Πανδαιμόνιο είναι το παλάτι όλων των δαιμόνων. Η κατασκευή του ξε κίνησε το 1660. Δε θα τελειώσει ποτέ - θα πρέπει να μετατραπεί σε Ιερου
σαλήμ. Η κατασκευή του Πανδαιμόνιου είναι η αληθιν1i ιστορία της Βρε
τανίας των τελευταίων τριακοσίων χρόνων. 114 Απέναντι σε αυτό παρατίθεται ένας απολογισμός της ιδρυτικ1Ίς συ νάντησης της Βασιλικής Φιλοσοφικής Εταιρείας (28 Νοεμβρίου 1660), όπου προτάθηκε ένα κολέγιο «για να προωθήσει την πειραματική φυ σικομαθηματική μάθηση>>. 115 Σύμφωνα με τον Jennings, το πρώτο στά διο της εκβιομηχάνισης «είναι μια φάση καθαρής επιστήμης, άμεσων πειραμάτων και καθαρά φιλοσοφικής υλιστικής σκέψης». Η εφεύρεση ακόμα βρισκόταν μόνο στα χαρτιά. Οι άνθρωποι -ο aντίκτυπος πάνω στη ζωή- και η επακόλουθη εκμετάλλευση δεν είχαν ακόμα κάνει την εμφάνισή τους. 11 6 Υποστηρίζει ότι όταν οι αστοί 1Ίρθαν στην εξουσία, τα καθ1iκοντά τους 1iταν να πάρουν τη γη από τους ανθρώπους μέσω των απαλλοτριώσεων,** να δημιουργήσουν ένα σύστημα εργοστασίων και να ε φεύρουν τις μηχανές και τα μέσα εξουσίας που θα τα διοικούσαν. Πριν ό μως μπορέσει να γίνει οτιδήποτε από τα παραπάνω, ήταν απαραίτητο να α ναλύσουν τους υλικούς πόρους και τις δυνάμεις που υπήρχαν στη φύση και σε εκείνα τα νησιά που θα συνεισέφεραν στο σχέδιο. Και συνεπώς χρειαζό
ταν την οικονομική βοήθεια της Βασιλικής Εταιρείας. 117
Αυτή η διαδικασία συνεπαγόταν ένα μαζικό και ιστορικό αναπρο
σανατολισμό προς την κατεύθυνση της φυσικής εντολής. Μια σημαντι κή πτυχή αυτού ήταν η μετάβαση από μια θρησκευτική σε μια λα·ίκή α ντίληψη των «παραδείσων» μέσα από την ανάδυση της επιστήμης της μετεωρολογίας: «Όσο για τα πρόσωπα του ουρανού , αυτά είναι τόσο πολλά, που αρκετά χρειάζονται αντίστοιχα ονόματα. Γι' αυτό θα είναι
βολικό να συμφωνήσουμε πάνω σε κάποια συγκεκριμένα πράγματα». 11 8 Σε μια από τις πρώτες μελέτες πάνω στις επιπτώσεις της aστραπής α
ντικαθίσταται η aνιμιστική γλώσσα με τη δημιουργία ενός καταλόγου
συγκεκριμένων δεδομένων. 119 Η παρατήρηση και η κατάταξη ήρθαν να καλύψουν ολόκληρο το φυσικό κόσμο: Παρατηρήσεις των αστεριών για την τελειοποίηση της Αστρονομίας με τη
βοήθεια τηλεσκοπίων ... Παρατηρήσεις πάνω στην παγωμένη Μπίρα, στις κρυσταλλώσεις του Χιονιού, στο παγωμένο Νερό, στα παγωμένα Ούρα... Πα ρατηρΎjσεις πάνω στο aσβέστωμα του Εδάφους, στη βελτίωση των Προβά των, αλλά και στην καταστροφΎj του Μαλλιού τους: διαφόρων τρόπων απο
φυγής της σήψης του καλαμποκιού ... Παρατηρήσεις πάνω στους Νόμους της Θνησιμότητας, πάνω στους θανάτους των Σοφών, πάνω σε μικρές Μύγες
που ζουν σε Σκόνη Κατσαρίδων, πάνω σε έντομα θρεμμένα στη Δροσιά. 120 Αυτά, όπως υποστηρίζει ο
Jennings, είναι οι εμβρυ·ίκές
aπαρχές αυ
τού που έμελλε να γίνει μια aπογυμνωμένη, κοσμικ1Ί, αφαιρετική αντί ληψη του «κόσμου της νεωτερικότητας», αποτελούμενου από «άτομα και μόρια συνδεδεμένα νομοτελειακά». 121 Ήταν αυτή η «μηχανοποίηση της σκέψης» που αντικειμενοποίησε τη φύση (και την ανθρώπινη φύση) και δημιούργησε τη διανοητική λογι Κ1l για την εκμετάλλευσή της. Ο φυσικός κόσμος άρχισε να θεωρείται μια δύναμη, όχι απλώς για να παρατηρηθεί και να ταξινομηθεί, αλλά
και για να κυριαρχηθεί, να κεφαλαιοποιηθεί και να μετασχηματιστεί α
πό αυτό που ο Ruskin αποκαλεί «σιδηρούν-κυρίαρχο γένος» . 1 22 Και, ό πως τονίζει ο
Ruskin, αυτή η «βεβήλωση» της γης είναι «μέρος της εκ μετάλλευσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο». 123 Από τα πρώτα πει
ράματα πάνω σε ζώα, όπως η αιμορραγία μιας φοράδας για να μετρη
θεί η πίεση του αίματος, 124 έως τη χρησιμοποίηση των ανθρώπων ως α ντικειμένων πειραμάτων δεν είναι τόσο τεράστια η εξέλιξη. 125 Η παρα τήρηση που αντικειμενικοποιεί την ανθρώπινη συμπεριφορά οδηγεί ε πίσης στη βεβήλωση της ανθρώπινης φύσης. Αυτή η βεβ1Ίλωση , όπως υποστηρίζει ο
Jennings, είναι μέρος
μιας εκκολαπτόμενης μηχανικής α
ντίληψης για τον κόσμο. Στο δέκατο έβδομο αιώνα:
61
η ιδέα ότι οι ζωντανοί οργανισμοί είναι μηχανές[... ] κερδίζει έδαφος.
[... ]Η
αναλογία που ξεκινά με τα έντομα, των οποίων οι κινήσεις είναι υποχρεω τικές, δε φαίνεται να έχει αναφορές στον άνθρωπο, ένα ζώο με ψυχή. Αλλά η διάκριση αναιρείται στην πράξη, όταν η ανθρώπινη εργασία αρχίζει να
οργανώνεται σε μια σκληρή λογικ1i βάση. 126 Κατά τη διάρκεια της Βιομηχανικ1Ίς Επανάστασης, η μετατροπή των εργαζομένων σε αντικείμενα και εργαλεία εκφράζεται με τη δημι
ουργία αυτών που ο Robert Owen αποκαλεί «ανθρώπινες μηχανές»: 127 «Άνδρες, γυναίκες, παιδιά στριμώχνονται μαζί με το σίδερο και τον α
τμό. Η ζωική μηχαν1Ί -που, στην καλύτερη περίπτωση, σπάει αν υπο στεί βασανιση1ρια από μερικές χιλιάδες πηγές- αλυσοδένεται γρήγορα
με τη μηχανή». 128 Η πειραματικ1Ί, επιστημονική παρατήρηση μεταμορ φώνεται σε επίβλεψη και επιθεώρηση της εργασίας και σε ψύχραιμη εκ
μετάλλευσή της. 129 Περισσότερο ακόμα και από την υλική υποβάθμιση της Βιομηχανι κής Επανάστασης, ο Jennings ασχολείται με τα μεταλλαγμένα μέσα της όρασης που υπόκεινται σε αυτή την επιθετική σχέση φύσης και aνθρω πότητας. Σε αυτή τη διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στα μέσα της πα ραγωγής και τα μέσα της όρασης θεωρεί ότι οι αλλαγές στα δεύτερα «όχι
μόνο επηρεάζουν τις αλλαγές στα μέσα παραγωγΊ1ς, αλλά και τις καθι
στούν εφικτές».13° Το ενδιαφέρον του προσανατολίζεται στον ορθολογι σμό του εσωτερικού τοπίου, στην αλλαγή στη φαντασία, στον τρόπο που «η συναισθηματική πλευρά της φύσης (μας) έχει χρησιμοποιηθεί, έχει
αλλάξει, έχει μαλακώσει και την έχουν επικαλεστεί σε αυτά τα διακόσια χρόνια». 131 Μια κεντρική θέση στη μελέτη του
Jennings
πάνω στην ιστορική ο
δύσσεια της φαντασίας αναφέρεται στην αντίθεση ανάμεσα στην επιστή
μη και την ποίηση ως μορφές γνώσης. «Όταν οι απαλλοτριώσεις ανά γκασαν τους κατοίκους της υπαίθρου να φύγουν από τη γη τους», γρά φει, «δεν aπαλλοτρίωσαν μόνο τους ανθρώπους αλλά και την ποίηση, που έχει τις ρίζες της στους συναισθηματικούς δεσμούς του ανθρώπου
με τη γη και του ανθρώπου με τον άνθρωπο».132 Σε ένα κείμενο από ε φημερίδα του
Owen
του
1833
αναφέρεται ότι «σε μια απόλυτα λογική
κοινωνία θα υπήρχε ελάχιστη ποίηση>>. 133 Ο Jennings αναρωτιέται μή πως ο Διαφωτισμός, με τις επιστημονικές και μηχανικές ιδέες του, «που άρχισαν να αποτελούν αντικείμενο εκμετάλλευσης από το κεφάλαιο και να εμπλέκουν πολλούς ανθρώπους, απέβη τελικά μια περίοδος κατα στολής της καθαρά φαντασιακής αντίληψης του απλού λαού».134 Αυτό
-·~·
που βλέπει είναι ένας καθαρός διαχωρισμός ανάμεσα στη λογική και τη φαντασιακή γνώση. Η επιστήμη απολήγει σε μια ουδέτερη, λειτουργική, «μη aνιμιστική» γλώσσα.13 5 «Το μεγαλύτερο μέρος της επιστημονικής εργασίας δεν είναι συμβατό με την ποιητικ1Ί έκφραση για έναν απλό λό γο: επειδή το ενδιαφέρον μας για την ποίηση δεν εντοπίζεται σε πράγ ματα, ανακαλύψεις, εφευρέσεις, φόρμουλες, αλλά στις επιδράσεις που έχει πάνω στους ανθρώπους».136 Ένας δριμύς και περίεργος μικρόκο σμος αυτής της διαδικασίας βρίσκεται σε ένα αυτοβιογραφικό κεφάλαιο από τον Δαρβίνο. «Εδώ και πολλά χρόνια», γράφει, «δεν αντέχω να δια βάσω ούτε μία γραμμή ποίησης». Αναφερόμενος σε αυτή την περίεργη και αξιοθρ1Ίνητη απώλεια του υψηλότερου αισθητικού γούστου, συνε χίζει: Το μυαλό μου φαίνεται ότι έχει γίνει ένα είδος μηχανής που αλέθει γενικούς νόμους μέσα από το πλ1Ίθος των γεγονότων, όμως γιατί αυτό θα έπρεπε να προκαλέσει ατροφία μόνο σε αυτό το μέρος του μυαλού από το οποίο εξαρ τώνται τα υψηλότερα γούστα δεν μπορώ να το καταλάβω.[...] Η απώλεια αυτών των γούστων σημαίνει απώλεια της ευτυχίας και μπορεί να καταντΙ1σει τραυματική για τη διανόηση, και για τον ηθικό χαρακτήρα πιθανόν, α δυνατίζοντας το συναισθηματικό μέρος της φύσης μας. 137
Αυτό που τεκμηριώνει ο Jennings είναι η αυξανόμενη κυριαχία του εξορθολογισμού εις βάρος της ποιητικής φαντασίας. Ασχολείται με τις μορφές με τις οποίες η ποίηση επιβίωσε στη Βιομηχανική Επανάσταση, και οι ιδέες του σε αυτό το πλαίσιο είναι περίπλοκες. Οι αντιδράσεις ε νάντια στη βιομηχανική μηχανή εξέλαβαν συχνά τη μορφή μιας συναι σθηματικΊΊς και νοσταλγικής ανταπόκρισης στη φύση για την παραστα τικότητά της, και αυτή η επιφανειακή ανταπόκριση έγινε εμφανής σε πολλούς ποιητές του δεκάτου ενάτου αιώνα. Έτσι, η ποίηση του Tennyson είναι, στις καλύτερες στιγμές της, ένας ύμνος στην ομορφιά και, στις χειρότερές της, μια «Ωδή που τραγουδιέται στα εγκαίνια της Διεθνούς
Έκθεσης», 138 είναι τέχνη «που εκπορνεύεται από μόνη της για να καλύ ψει τη γύμνια της καταπίεσης».139 Η ποιητική φαντασία επιβίωσε, όπως υποστηρίζει ο Jennings, κυ ρίως χάρη σε εκείνες τις προσωπικότητες που ήρθαν σε αντιπαράθεση με τις επιπτώσεις της Βιομηχανικής Επανάστασης παρά σε εκείνες που άλλαξαν την οπτική τους. Αναφέρεται στους ποιητές (Milton, Blake, Shelley) και στους μυθιστοριογράφους (Disraeli, Dickens) οι οποίοι «α πό καιρού εις καιρόν, αλλά μόνο σπάνια, βρήκαν ένα χώρο στο έργο τους για να ασχοληθούν με τις οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές επανα-
στάσεις στον ίδιο βαθμό και για να καταγράψουν τη σύγκρουση. Ασχο λείται επίσης με τους κοινωνικούς κριτικούς (η παράδοση του «Πολιτι σμός και Κοινωνία»-
Cobbett, Carlyle, Ruskin, Arnold,
Morήs) οι ο
ποίοι εκπόνησαν παθιασμένες μελέτες αυτής της σύγκρουσης, με αυτο βιογράφους, με συγγραφείς ημερολογίων, με επιστολογράφους οι οποίοι «όχι μόνο καταγράφουν μερικές από τις συγκρούσεις αλλά και δείχνουν
την αυξανόμενη συνειδητοποίηση αυτών των συγκρούσεων από τους
ανθρώπους που είχαν εμπλακεί σε αυτές». 140 Ο Jennings όμως αναγνω ρίζει επίσης ότι η ποίηση επιβιώνει μέσα στο έργο των επιστημόνων και των φιλοσόφων «όπου περιστασιακά ψάχνουν κάτω από τα άμεσα επι στημονικά θέματα και καταγράφουν τη διαμάχη των δικών τους νέων συστημάτων με άλλα, όπως η θρησκεία- Νεύτων,
νος».141 Τα γραπτά του
Berkeley, Δαρβί Faraday είναι ένα καλό παράδειγμα. Η μελέτη
του για «τις ακτίνες του σκότους», που μοιάζει να εμπνέεται από την Εκ κλησία του Αγίου Παύλου του Λονδίνου , αποτελεί έναν επιτυχημένο
συνδυασμό επιστημονικής και αισθητικής αντίληψης. 142 Το ίδιο κάνει και η μελέτη του για την πτήση ενός μπαλονιού: Η σαβούρα είχε πεταχτεί μια δυο φορές, και ήταν μάλλον άμμος, αλλά η σκόνη της δημιούργησε το ρεύμα ενός χρυσού σύννεφου που έμοιαζε να κα
τεβαίνει από το μπαλόνι και κατευθυνόταν προς τα κάτω, για μια στιγμ1Ί, και μετά το μπαλόνι φαινόταν στάσιμο και ανέβαινε αργά αργά. Δείχνει το πό σο ωραία κάθε κόκκος αυτού του αμμώδους σύννεφου διέγειρε την όραση από τις aντανακλάσεις του. Πρόκειται για μια απτή απόδειξη του συνδυα
σμού πολλών συνεπειών -η καθεμιά από τις οποίες από μόνη της είναι τε
λείως αδιάφορη- που απολήγουν σε ένα θετικό αποτέλεσμα. 143 Μέσα στις σελίδες του Παvδαιμόvιου aντηχούν οι σκέψεις του
Blake
για τον Νεύτωνα: Πετάς την άμμο ενάντια στον άνεμο Και ο άνεμος την ξαναφέρνει πίσω Και κάθε κόκκος γίνεται πολύτιμος λίθος
Α vταvακλώvτας τις θεϊκές ακτίνες. 144 Άλλο ένα σημαντικό θέμα στην ανάλυση του
Jennings
για τις επι
πτώσεις της φαντασίας στη Βιομηχανική Επανάσταση επικεντρώνεται
στη σχέση ανάμεσα στον aνιμισμό και τον υλισμό. Πρώιμες επιστημονι
κές μελέτες περιέχουν έντονα στοιχεία ανιμισμού 145 και μάχονται σκλη ρά για να αναπτύξουν μια πιο κοσμική γλώσσα της παρατήρησης και
της ταξινόμησης. Αλλά όσο αναπτύχθηκε μια μηχανιστική και αφηρη μένη επιστημονική γλώσσα τόσο ο φυσικός κόσμος απομαγεύτηκε. Όπως έγραψε ο Arthur Elton στο τεύχος του London Bufletin που ήταν αφιερωμένο στις «Επιπτώσεις της Μηχανής», «Ο άνεμος θα μπορούσε να είναι ένας Θεός όταν οι νόμοι των αερίων, της πτήσης και της μετε ωρολογίας δεν είχαν μελετηθεί» . 146 Στη διάρκεια του δεκάτου ογδόου και του δεκάτου ενάτου αιώνα η φαντασία του aνιμισμού -ως μορφή γνώσης και σχέσης με το φυσικό κόσμο- διασώζεται στη λογοτεχνία του ονείρου, ιδίως στο έργο του Christopher Smart,147 στο Corporeal and Vege tative του Blake,148 στη μελέτη του Samuel Bamford για τον «άνεμο
του Παραδείσου». 149 Από τα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα όμως μοιά ζει σαν απομεινάρι. Ο aνιμισμός στο έργο του Tylor κατέστη αντικείμε νο ανθρωπολογικής μελέτης. 150 Ο Jennings τονίζει επίσης «τη σημασία του τέλους του aνιμισμού για τον ιμπρεσιονισμό» με το να μετακινεί τις συμβολικές, aνιμιστικές ιδιότητες των αντικειμένων. 1 5 1 Ο Ruskin θρηνεί για το κτίριο ενός σταθμού τρένου: «Η κοιλάδα έφυγε, και οι Θεοί μαζί της, και τώρα κάθε βλάκας στο Μπάξτον μπορεί να είναι στο Μπέικ γουελ σε μισή ώρα και αντίστροφα». 1 52
Αλλά αν η ζωτικότητα του aνιμισμού ως γνωστικής και συναισθημα τικής σχέσης προς τη φυσική και την κοινωνική τάξη ιστορικά καταστέλ λεται και λογοκρίνεται, εκτοπίζεται από την ανίερη θεώρηση της επι στήμης και του υλισμού, τείνει να επανεμφανιστεί με τη μορφή ονειρι κών εικόνων των υστι:ρικών συμπτωμάτων στα περιθώρια και στα δια στήματα της βιομηχανικής κοινωνίας. Μια πλευρά αυτού είναι η έξη του αντικειμένου που συνδέεται με τη μηχανή, όπως γράφει ο Arthur Elton: Οι Θεοί άλλαξαν σπίτι. Άφησαν τα σύννεφα και τα κύματα, για να ζήσουν μέσα στη μηχανή. Περισσότερο από κάθε μηχανή, η ατμομηχανή μοιάζει να
έχει ζωή και ανθεκτικότητα. Είχε όρεξη, γι' αυτό έφαγε κάρβουνο. Είχε ε λεύθερη βούληση, γι' αυτό και κινούνταν χωρίς την ανθρώπινη καθοδΊiγη ση. Ήταν ένα ζώο. Ήταν ανθρώπινη. Ήταν ένας δαίμονας.153
Η εικόνα που ενδεχομένως συμπυκνώνει το σεβασμό και το δέος για τα επιτεύγματα της επιστήμης είναι η περιγραφή της Mary Shelley σχε τικά με τη δημιουργία, στην οποία «μια ισχυρή μηχανή δείχνει σημάδια ζωής, και η λειτουργία της είναι ανήσυχη και ασθμαίνουσα». 154 Αλλά αυτή η aνιμιστική φαντασία μεταναστεύει και σε άλλα μυστικά και πε ρίεργα μέρη. Σε ένα γράμμα της η Mary Howitt περιγράφει πώς, στα 1850, «τα παλιά ξωτικά και οι νεράιδες ελευθερώνονται και πάλι>> με τη
3 -
Η Εποχιj του Τεχvοπολιτισμού
μορφή ενός πνεύματος και ενός αισθήματος που εμποτίζει «όλες τις τά ξεις και τις αιρέσεις με την ιδέα ότι ο κόσμος βρίσκεται στην παραμον1Ί
μιας μεγάλης πνευματικής επανάστασης». 155 Ο
Francis Galton γράφει
στον Δαρβίνο για «τα απίστευτα πράγματα της τελευταίας μου πνευμα
τιστικής συγκέντρωσης της Δευτέρας» . 1 56 Ο Faraday διαπιστώνει, aπο γοητευμένος, «πόσο αδύναμος, εύπιστος, aπίστευτος είναι ο κόσμος μας όσον αφορά στο μυαλό του ανθρώπου» . 157 Ο Francis Galton, περιγρά φοντας τη φαντασμαγορία, γράφει για «περισσότερους από πέντε εκδό τες πολύ ισχυρών εφημερίδων που έχουν βιώσει άμεσα αυτά τα νυχτε
ρινά οράματα ολοζώντανα». 1 58 Για τον Jennings αυτά τα φαινόμενα, ό πως επίσης το έργο Condition of the Working Class in England,* είναι εν δεικτικά του τι είναι η Βιομηχανική Επανάσταση. Αυτά τα εμφανώς πα ράλογα και περίεργα αποτελούν τις φαντασιακές εκδηλώσεις του Δια φωτισμού όσο και της λογικής και αφηρημένης σκέψης. Το επίτευγμα του Παvδαιμόvιου είναι ότι αναπαριστά με εξαιρετικό τρόπο τη ζωή των ανθρώπων που έζησαν στην περίοδο
1660-1886.
Ο
ξαναζωντανεύει την ιδιοσυστασία και τα συναισθήματα της Βιομηχανικής Επανάστασης. Αυτό που καθιστά τόσο σημαντικό τον κατάλογό του σχετικά με τις φαντασιακές μετατοπίσεις και μεταμορ
Jennings
φώσεις είναι η πολύπλοκη και διαλεκτική φύση της κατανόησής του. Ο
,,
Jennings, όπως έχουμε υποστηρίξει, δεν είναι ένας συντηρητικός και ρο μαντικός στοχαστής. Η φαντασία γι' αυτόν δεν είναι το πρωταρχικό και βασικό μέσο για να προστατευτεί από τη σφοδρή επίθεση της Λογικής. Παρόλο που τεκμηριώνει τον κατασταλτικό και κυριαρχικό τρόπο σκέ ψης του Διαφωτισμού , η μελέτη του έχει αποχρώσεις, υπερβαίνοντας
«τη μονόπλευρη οπτική και ύπνωση του Νεύτωνα». Ο
Jennings
γνωρί
ζει επίσης ότι τα τελευταία διακόσια χρόνια, δυνητικά τουλάχιστον, τό νωσαν και ενίσχυσαν τις πηγές της φαντασίας των ανθρώπων. Παρότι
η επιστήμη και η τεχνολογία επέφεραν την εκμετάλλευση και τη βεβή λωση , παράλληλα μετέτρεψαν τις αντιλήψεις μας, βλέποντας τα πράγ ματα από μια πιο ριζοσπαστική σκοπιά, και έκαναν τον κόσμο παράξε νο και ακατανόητο. Έτσι, η ανάπτυξη της μικροσκοπικής οπτικής κατέστησε δυνατό «το να δει κανείς εκατοντάδες τέρατα μέσα σε μια σταγόνα νερό μεγεθυ σμένη με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνεται μερικά πόδια πιο μακρόστενη
και το να δει επίσης έναν ψύλλο να μοιάζει σχεδόν με έναν ελέφαντα». 1 59 Η αστρονομία ξεδιπλώνει την κλίμακα του σύμπαντος: * Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στηv Αγγλία. (Σ.τ.Μ.)
66
Ανάμεσα στα διάφορα πράγματα που έδειξα στον σερ Ί'ζόουνς, όσο ήταν στο Χάμερφιλντ, ήταν και ένα κομμάτι ύφασμα πάνω στο οποίο είχα τυπώ σει ένα εκατομμύριο κουκκίδες. Αυτό έγινε με σκοπό να κάνω ορατό ένα εκα τομμύριο. Στην αστρονομία ένα εκατομμύριο είναι ένα είδος μονάδας, και
μου πέρασε από το μυαλό να δείξω τι πραγματικά είναι ένα εκατομμύριο. 160 Και η γεωλογία μάς κάνει γνωστές «τις aπαίσιες διαδικασίες του χρό
νου»: «Δεν είναι μόνο το ότι αυτή η οπτική του χρόνου ακυρώνει τις ελ πίδες του ποιητή για αθανασία, αλλά η ίδια είναι πιο καταπληκτικ1Ί α
πό όλες τις συλλήψεις του Δάντη και του Milton». 161 Παρότι, σε μια λιγότερο επική κλίμακα, οι τεχνολογικές καινοτομίες είχαν επίσης αναδείξει και δραστηριοποιήσει τις αντιλήψεις των ανθρώ πων για τον κόσμο, η πτήση του μπαλονιού έκανε γνωστή τη «γνώμη ε νός αγγέλου» για τη γη: Να νιώΟεις ότι επιπλέεις μέσα στα ατέλειωτα βασίλεια του διαστήματος και πίνεις μέσα στο λεπτό και καθαρό αέρα των ουρανών, καθώς πλέεις ανά
μεσα στα αστέρια, ελεύθερος «όπως ο κορυδαλλός στην πύλη του Παραδεί σου», και διασκεδάζεις, έστω και για μισ1i ώρα, ιδού μια πρόγευση του Ηλύ
σιου πεπρωμένου που είναι η υπέρτατη ελπίδα όλων. 1 62 Αλλά ίσως το πιο καταπληκτικό για τον
Jennings
είναι η επίδραση
του σιδηρόδρομου στην αντίληψη και τη συμπεριφορά. Με το τρένο aπολαμβάνεις την εμπειρία της ταχύτητας: «Είναι το πράγμα που μοιάζει περισσότερο με μια πτήση του Φάουστ πάνω στο μανδύα του Διαβόλου ,
Ίl σαν να σε έχει βάλει πάνω στην πλάτη του ένα τεράστιο πουλί και να
πετάει σε άγνωστα μέρψ>. 163 Το σιδηροδρομικό δίκτυο είναι πρωτόγνω ρο: «Σε μια πρόσφατη συνάντηση της Metropolitan Railway Company παρουσίασα ένα εκατομμύριο εισιτ1Ίρια για να δείξω τον αριθμό των ε πιβατών (τριάντα επτά εκατομμύρια) που είχαν μετακινηθεί με το σιδη
ρόδρομο τους προηγούμενους δώδεκα μήνες». 164 Και με την έλευση του σιδηροδρομικού δικτύου επήλθε μια συμπτωματική και περίεργη ανά μειξη του πληθυσμού. Ανακαλώντας μια περίσταση όπου κατά τύχη ά
κουσε τις δολοπλοκίες που αφορούσαν σε μια αντίπαλη επιχείρηση ενώ ταξίδευε μέσα σε ένα βαγόνι, ο σερ H enry Bessemer αντιλαμβάνεται αυτ1Ί την «τρομερή αποκάλυψη» περισσότερο σαν μια «πράξη αιώνιας
δικαιοσύνης παρά σαν μια από τις καθημερινές υποθέσεις της ζωής». 165 Ακούγοντας μια συζήτηση σε ένα ταξίδι με τρένο, μέσα στο οποίο υπο Edward Lear δεν υπάρχει», ο Lear μπορεί να απο
τίθεται ότι «κανένας
δείξει την ύπαρξή του και να σβήσει τη σιωπή. 1 66
Μέσω της συσσώρευσης και της τακτοποίησης αυτών των κομμα
τιών ο
Jennings
ανακατασκευάζει την εμπειρία και την υφή αυτού του
ιστορικού μετασχηματισμού που προήλθε από τη Βιομηχανικ1Ί Επανά σταση. Το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται στη δομή του συναισθήμα τος, της γλώσσας, των εικόνων, των μεταφορών και των εννοιολογικών πλαισίων μέσα από τα οποία διαμορφώνεται. Μέσα σε αυτό το κοπια στικό κολάζ εικόνων, των οποίων η εξουσία, όπως λέει ο Benjamin, «δεν έγκειται στη δύναμη του να διατηρήσουν, αλλά να καθαρίσουν, να α ντλήσουν νόημα από το περιεχόμενο, να καταστρέψουν», 167 ο Jennings ανιχνεύει το συναισθηματικό αντίκτυπο του ορθολογισμού και της εκ βιομηχάνισης, τις απώλειες που υφίσταται η φαντασία, τα κέρδη και τις δυνατότητες.
ΠΑΝΔΑΙΜΟΝΙΟ Ή ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ ;
Οι κόποι του αρχαιολόγου, του κριτικού, αυτού που συναρμολογεί μουχλια σμένα χειρόγραφα ίσως να προετοιμάζουν το δρόμο για να εμφανιστούν ο ρισμένοι ιδιοφυείς άνθρωποι, οι οποίοι μπορεί να συνδυάσουν τις δικές τους
μικρές λεπτομέρειες μέσα σε ένα καταπληκτικό σύστημα 1l να εξελιχθούν α πό ένα σωρό στοιχείων σε μια γενική αρχή προορισμένη να φωτίσει την κα ριέρα των μελλοντικών γενιών.
Humphrey Jennings, «The Boyhood of Byron»
Ι'' Ι ι
Ποια είναι αυτά τα πράγματα, αυτοί οι παράγοντες της διαδικασίας που α ποκαλούμε γεγονότα; Αλλάζουν συνεχώς. Έχουν φτιαχτεί, γι' αυτό μπορούν και να αλλάζουν. Γι' αυτό υπάρχει και η πιθανότητα να διαφέρουν.
Ernst Bloch Πριν από αρκετά χρόνια ο Bob Υoung ήταν aπογοητευμένος γιατί «τα θέματα που αφορούσαν στην επιστήμη και στην τεχνολογία 1Ίταν απο κομμένα από το κύριο ρεύμα του πολιτισμού». Υποστήριζε ότι «πρέπει
να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε πιο αποτελεσματικές πολιτισμι κές φόρμες- νέους τρόπους να αποκαλύψουμε τον αντίλογο και να πα
ρακινήσουμε τους αναγνώστες ψυχή τε και σώματι στο διάλογο». 1 68 Το δημοσιευμένο έργο του Jennings είναι αποσπασματικό και διάσπαρτο. Όμως το συνολικό του έργο -μέσα από τους πίνακές του και την ποίη ση για τη Μαζική Παρατήρηση και το Πανδαιμόνιο- αποσκοπούσε στο
να επανεντάξει την επιστήμη και την τεχνολογία στο πλαίσιο του δημό σιου διαλόγου.
68
-·- ··
Το προαπαιτούμενο για τον πολιτιστικό διάλογο πάνω σε επιστημο νικά και τεχνολογικά θέματα είναι η κατανόηση της επιστήμης και της τεχνολογίας όχι μόνο ως τεχνικά ή οικονομικά φαινόμενα αλλά και ως πολιτισμικές δυνάμεις. Για τον
Jennings, το
πρωταρχικό πολιτικό θέμα
ήταν ο τρόπος με τον οποίο η επιστήμη και η τεχνολογία, μέσω της Βιο μηχανικής Επανάστασης, όχι μόνο διαμόρφωσαν το φυσικό και βιομη χανικό τοπίο αλλά και «ενημέρωσαν» τις ιδέες, τη γλώσσα, τις αντιλή
ψεις, τα συναισθήματα και τη φαντασία του εσωτερικού τοπίου. Υπο στηρίζει ότι πίσω από τις άμεσες πολιτικές κρίσεις του 1930 ελλοχεύει μια πιο θεμελιώδης κρίση του ορθολογισμού και της εκβιομηχάνισης. Αυτή είναι η αποκοπή της επιστ1Ίμης από την ποίηση, η επακόλουθη «μοι ρολατρία της μάζας για τις σύγχρονες και μελλοντικές επιπτώσεις της επιστήμης και. .. η τάση να τις αφήσουν σαν να βρίσκονται πέρα από την
εμπλοκή του μέσου ανθρώπου». 169 Αυτό ακριβώς το ενδιαφέρον είναι που τοποθετεί τον Jennings στην ηθική και πολιτική σφαίρα που ο
mond Williams
Ray-
έχει θεωρήσει ως προσέγγιση του «Πολιτισμός και Κοι
νωνία» στην αγγλική κοινωνικ1Ί σκέψη . Πραγματικά, οι έρευνες του
Jennings για τη διανόηση και την αισθητική τον καθιστούν έναν από τους πιο ριζοσπαστικούς και ευρηματικούς πρωταγωνιστές της.
Ο κίνδυνος να εκλάβουμε έτσι τον Jennings είναι ότι ~ιπορούμε να τον θεωρήσουμε έναν παραγνωρισμένο ρομαντικό στοχαστή. Η πραγ ματική του συμβολή, ωστόσο, είναι ότι έχει επανεισαγάγει το επιχείρη μα του «Πολιτισμός και Κοινωνία» στο διάλογο για τον υπερρεαλισμό και το μοντερνισμό. Αυτό το επίτευγμα φέρνει τα επιστημονικά θέματα στη σφαίρα του πολιτισμικού διαλόγου. Στο Παvδαιμόvw η χρήση του υπερρεαλιστικού
objet trouve
του
J ennings
και η αρχή της σύμπτωσης
ενσωματώθηκαν περισσότερο σε αυτές τις θεματικές ενασχολήσεις. Σε αυτή τη «φαντασιακή ιστορία της Βιομηχανικής Επανάστασης» ο
nings ενδιαφέρεται για τις ιστορικές δυνάμεις που
Jen-
έχουν προκαλέσει το
διαχωρισμό της λογικής και της φαντασίας, της επιστήμης και της ποί ησης, του υλισμού και του aνιμισμού. Η δύναμη της Ιστορίας και της παράδοσης είναι καταλυτική για την κατανόησή του αναφορικά με τη σύγχρονη πολιτική και πολιτιστικ1Ί κρίση και τη μελλοντική πορεία. Η φιλοσοφική αντίληψη του Jennings, όπως και του Ernst Bloch, προϋ ποθέτει «την ανακάλυψη του μέλλοντος στο παρελθόν. Το ανθρώπινο είδος δεν έχει τελειώσει ακόμα, γι' αυτό δεν έχει τελειώσει ακόμα και το παρελθόν του. Συνεχίζει να μας επηρεάζει, κάτω από ένα διαφορετικό σύμβολο, στη διαδρομή των ερωτήσεών του, στο πείραμα των απαντ11-
σεών του».1Ί 0 Η εκ μέρους του Jennings χρησιμοποίηση της Ιστορίας ως
6g
ενός πολιτικού μοχλού για να οραματιστεί το μέλλον αντανακλά τις α πόψεις του για την aρχαιογνωσία -τη συλλογή ιστορικών εικόνων και αποσπασμάτων- σε μια νεωτερική τεχνική. Όπως στη Μαζική Παρατή ρηση έχτισε «μουσεία ήχου, οσμών, τροφών, ρούχων, οικιακών αντικει
μένων, διαφημίσεων, εφημερίδων κτλ.», 171 το ίδιο έκανε και στο Παv δαιμόvιο, μετατρέποντάς το σε ένα μουσείο, μια βιβλιοθήκη, μια σύνθε
ση μουχλιασμένων χειρογράφων. Αλλά μέσω του κατακερματισμού και της σύγκρουσης ιστορικών υπολειμμάτων καθίσταται δυνατή η απόδρα ση από την οικεία και συνηθισμένη δύναμη της Ιστορίας και της παρά δοσης, και έτσι μπορεί να ξεπεραστεί η δύναμη της συνήθειας. Όπως ο
Benjamin, έτσι και ο Jennings ανακαλύπτει ότι: Η ικανότητα διάδοσης του παρελθόντος έχει αντικατασταθεί από την ικα
νότητα μνημόνευσής του και στη θέση του κύρους του έχει αναδειχθεί μια περίεργη δύναμη για να εγκατασταθεί στο παρόν και να το αποστερr]σει α
πό «τη γαλήνη του μυαλού» , την άμυαλη ειρήνη της μακαριότητας. 172 Διαμέσου της διαδικασίας της απο-οικειοποίησης, της διάσπασης της συμπαγούς και συμπιεσμένης αμεσότητας της παράδοσης και της Ιστο
I
lli
ρίας γίνεται ίσως δυνατό να καταλάβουμε τους φαντασιακούς πόρους
χάριν της αλλαγής και να διατηρήσουμε την «ουτοπική υποχρέωση» . 1 73 Τα «γεγονότα» που έχουν συγκεντρωθεί από το συλλέκτη-ντοκιμαντερί στα βρίσκονται σε ροή, έχουν φτιαχτεί, γι' αυτό μπορούν και να αλλάξουν.
«Η ελπίδα αναζητά την αλήθεια της Ιστορίας ως την πιο ισχυρή αυ
τογνωσία της ή το ακάλυπτο πρόσωπό της». 174 Αν το Παvδαιμόvιο είναι η αλήθεια της Ιστορίας, τότε η ελπίδα παίρνει τη μορφή της Ιερουσαλήμ και της
Xanadu: «Η Xanadu είναι το παλάτι της ευχαρίστησης: το αντί
θετο του Πανδαιμόνιου. Τώρα είναι μόνο μια ονειρικ1Ί δυνατότητα, στις μέρες μας μπορεί μόνο να βρεθεί στα όνειρα ή στο όπιο - καταγεγραμ
μένη μόνο αποσπασματικά» . 1 75 Στις ουτοπικές του προσδοκίες ο Jen-
nings αποδεικνύεται κληρονόμος του Blake, αλλά και του William Moπis -το Πανδαιμόνιο τελειώνει με ένα κεφάλαιο από το Α Dream of John Ball- τον οποίο θεωρεί υπεύθυνο για την επαναχρησιμοποίηση της φα
ντασίας στο εργατικό κίνημα. 176 Συγκεντρώνοντας τα νήματα της Ιστο ρίας διαμέσου του μοντάζ των κειμένων, αυτό που απορρέει είναι «η ε
ξουσία που έρχεται>>: «Οι άνθρωποι είναι η δύναμη που έρχεται. .. Αυτοί είναι, λέω, η δύναμη, αξίζουν να aποπλανηθούν από μια άλλη Εξουσία που δεν έχει πια δύναμη στην Αγγλία, και είναι πιθανό να έρθει και να
εγκατασταθεί μια άλλη Εξουσία που δεν υπάρχει τώρα στην Αγγλία». 177
Η
Kathleen Raine
θυμάται τη βόλτα της με τον Jennίngs κατά μ1Ίκος
της Μπάτερσι Μπριτζ λίγο πριν από το θάνατό του: Σηκώνοντας το χέρι του με μια χαρακτηριστική κίνηση προς τη βιομηχανι Κ1i περιοχή από το Σταθμό του Ηλεκτρικού στο Μπάτερσι, είπε: «Όλα αυ
τά δημιουργtiθηκαν μέσα σε λιγότερο από διακόσια χρόνια. Έχει σκεφτεί κανείς ποτέ αν αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι Θα έπρεπε
να ζουν; Θα πρέπει όλα να φύγουν, έγινε ένα τεράστιο λάθος!» 178 Ο Jennings δεν 1Ίταν μόνο νεωτερικός, είχε και μια σοσιαλιστικη και ουτοπικ1Ί κλίση προς τη ρομαντικη παρaδοση. Το έργο του , στις πιο πο λύπλοκες και έντονες εκδοχές του, επιδιώκει να ξεπερaσει τη συνi]θεια, την αυτοματικη αντίληψη και τη μοιρολατρία. Η αισθητικη και διανοητι κη στρατηγικη της εκτόπισης και αι-το-οικειοποίησης της Ιστορίας και της παράδοσης επιδιώκει να διανοίξει τους φαντασιακούς-ουτοπικούς χώ ρους -τόσο στην επιστ1Ίμη όσο και στην ποίηση- στους οποίους οι μελλο ντικές δυνατότητες (Ιερουσαλi]μ- Xanadu) μπορούν να αξιοποιηθούν: Ο κόσμος δεν έχει ακόμα καθοριστε~ είναι ακόμα ανοιχτός, όπως ο aυριανός καιρός. Υπάρχουν προϋποθέσεις που ακόμα δε γνωρίζουμε ή που ακόμα δεν υπάρχουν. Γι' αυτό μπορεί να βρέξει αύριο ή μπορεί να έχει καλό καιρό. Ζού
με περικυκλωμένοι από την πιθανότητα, όχι μόνο από την παρουσία. 179
71
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΓΕΡΟ
ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΛΟΥΔΔΙΣΜΟ
Αναμφίβολα είμαστε ευφυείς. Όμως απέχουμε πολύ από το να είμαστε ι κανοί να αλλάξουμε το πρόσωπο του κόσμου, αφού στο θεατρικό σανίδι συ νεχίζουμε να βγάζουμε λαγούς και λευκά περιστέρια από τα κεφάλια μας, σμήνη από περιστέρια, που αδιάκριτα αφήνουν τις ακαθαρσίες τους πάνω στα βιβλία. Δε χρειάζεται να είσαι ο Hegel για να καταλάβεις ότι η Λογική είναι συγχρόνως λογική και παράλογη.
Hans Magnus Enzensberger, The Sinking of the
τitanjc
Σε αυτό το κεφάλαιο επιζητούμε να προσεγγίσουμε τη σημασία του Λουδδισμού. Είναι ένα ζήτημα με το οποίο ασχοληθήκαμε στη δεκαε
τία του
1980, όταν γράψαμε
ένα βιβλίο για την πληροφορικ1Ί με υπότι
τλο «Μια Λουδδιτική Ανάλυση>>. 1 Αντιδρώντας στην απόλυτη απόρρι ψη των θέσεων των Λουδδιτών, θεωρ1Ίσαμε ότι αυτές θα έπρεπε να α ντιμετωπιστούν με μεγαλύτερη κατανόηση και ότι θα έπρεπε να υπάρ χει μια ιστορικά πιο τεκμηριωμένη γνώση όσον αφορά στις συγκεκρι μένες συνθήκες στις οποίες το κίνημά τους έδρασε. Η πρόθεσή μας δεν ήταν να αποκαταστήσουμε τον κλασικό Λουδδισμό ως μια πολιτική στρατηγική. Αυτό που κάναμε και τονίσαμε ήταν ότι ο Λουδδ ισμός γεν νήθηκε σε μια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία: Αποτέλεσε την ασυμβί
βαστη απάντηση ενός αναδυόμενου προλεταριάτου που βίωνε τη μετα τόπιση των παραδοσιακών κοινωνικών σχέσεων από τις σχέσεις του κα πιταλιστικού laissez-faire. Ο Λουδδισμός αντιπροσώπευε μια στάση α ντίστασης, άρνησης των εργαζομένων να προσδιοριστούν και να κυριαρ χηθούν από το κεφάλαιο, που αναπτυσσόταν με γοργούς ρυθμούς στο δέκατο ένατο αιώνα. Ο στόχος, βέβαια, 1Ίταν να επαναφέρουμε τη λουδδιτική εμπειρία στη συζήτηση των νέων τεχνολογιών του τέλους του εικοστού αιώνα
-
πολύ περισσότερο αφού ο αφορισμός «Λουδδίτης» απευθυνόταν σε ο ποιονδήποτε διατύπωνε την παραμικρή κριτική παρατήρηση για την ε ξάπλωση των τεχνολογιών της πληροφορικής. Αυτό που ήθελαν να μας πουν όσοι εναντιώνονταν στο Λουδδισμό ήταν ότι οι νέες τεχνολογίες δεν μπορούσαν να έχουν εχθρούς, αφού δεν υπήρχε κάτι στην ίδια την τεχνολογία που να μπορεί να λειτουργήσει με τέτοιο τρόπο. Μαζί με άλ
λους μελετητές,2 ήμασταν επιφυλακτικοί απέναντι σε όσους παρουσία ζαν την ανάπτυξη των τεχνολογιών της πληροφορικής σαν κάτι που έ
χει τη δική του αναπόφευκτη και προοδευτική πορεία και που κατά κά ποιο τρόπο είναι ανεξάρτητο από την υπόλοιπη κοινωνία, άρα εξελίσ σεται με τη δική του λογική. Για εμάς, η τεχνολογία θα έπρεπε να είναι σύμφυτη με την πορεία της κοινωνίας
-
και στη σύγχρονη εποχή υπο
στηρίζαμε ότι αυτή η κοινωνική συνάφεια σχετίζεται με τη διάρθρωση των καπιταλιστικών σχέσεων, που προϋποθέτει μια διαδοχή διαφορετι κών ιστορικών σταδίων. Μας ενδιέφεραν οι δυνατότητες αντίστασης στη λογική της τεχνολογικής κυριαρχίας και ήμασταν περίεργοι για ε κείνες τις μορφές αντίστασης που θα μπορούσαν να αναδυθούν στις μέ ρες μας. Το μάθημα που πήραμε από τους Λουδδίτες ήταν ότι υπάρχουν άλλες αξίες για τις οποίες θα μπορούσαμε να παλέψουμε μπροστά στην εξάπλωση της καπιταλιστικής κυριαρχίας στην κοινωνία και στη φύση.
Ο
Toni Negή αναφέρθηκε κάποτε σε αυτές ως «την ανάπτυξη των πα ραγωγικών δυνάμεων του προλεταριάτου, ιδωμένη από τη μαρξιστική οπτική ως η ικανότητα να χαρούμε, να εφεύρουμε και να είμαστε ελεύ θεροι».3 Στην ουσία, πρόκειται για την αναγνώριση ότι το μέλλον μπο ρεί να είναι διαφορετικό από αυτό που επιβάλλει η κυρίαρχη καπιταλι στική και τεχνολογική φαντασίωση. Στην ανάλυση που ακολουθεί, επιδιώκουμε να αναμορφώσουμε την παλαιότερη θεματολογία μας. Αλλά, βέβαια, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι τα .πράγματα έχουν αλλάξει πολύ από τότε που αρχίσαμε να μελετά με το Λουδδισμό. Μπορεί ο Λουδδισμός σήμερα να αποτελεί σημείο α ναφοράς; Στο τελευταίο μέρος αυτού του κεφαλαίου αναλύουμε το θέ μα τού τι μπορεί να είναι ο Λουδδισμός στα τέλη του 1990.
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΛΟΥΔΔΙΣΜΟΥ
Στις αρχές του 1813 ο βαρόνος Thompson, όταν κλήθηκε να καταδικά σει κάποιους άνδρες που ήταν ένοχοι για την καταστροφή μιας μηχανής στο West Riding, άδραξε την ευκαιρία για να κάνει ένα μάθημα πολιτι-
73
κής οικονομίας. «Αυτές οι βλαβερές οργανώσεις», όπως τόνισε, «είχαν ως στόχο» την καταστροφή των μηχανών που έχουν ανακαλυφθεί για να απαλλάξουν τους εργάτες εργοστασίων από τη χειρωνακτική εργασία, μια κίνηση, προ φανώς σχεδιασμένη από σατανικά μυαλά, για να αιχμαλωτίσουν τον εργα ζόμενο κατασκευασηΊ και να τον εμπλέξουν σε ταραχές και εγκλήματα, πεί θοντάς τον ότι η χρησιμοποίηση των μηχανών συνεπάγεται μείωση της ζή τησης για ανθρώπινα χέρια και, βέβαια, μείωση των μισθών και της θέλησης για δουλειά. Δεν υπάρχει πιο αβάσιμο και κακοπροαίρετο επιχείρημα. Η παραγωγι1 μας χρωστάει την ύπαρξ1Ί της, αν όχι την υπεροχή κα_ι την άνθη σή της, στην υπεροχή των μηχανών. Οτιδήποτε μειώνει τα έξοδα αυξάνει την παραγωγή και τη ζήτηση για το είδος στην εσωτερική και στη διεθνή α γορά· σε περίπτωση που η χρήση των μηχανών απαγορευόταν εντελώς, θα ακολουθούσε σύντομα η ελάττωση της παραγωγής, και στην περίπτωση που στις άλλες χώρες οι μηχανές απαγορεύονταν, τότε θα μπορούσαν να
πωλούν φτηνότερα από εμάς». 4 Έτσι, ο δικαστής προσήγαγε τους Λουδδίτες στο δικαστήριο. Και με
την πράξη του αυτή όχι μόνο πρόσφερε ένα συνοπτικό και ορθόδοξο α πολογισμό ενός οικονομικού δόγματος που αργότερα εξελίχθηκε στη Βρετανία αλλά και παρώδησε με σκληρότητα τις αντιλήψεις αυτών των 'Ι ι
διαμαρτυρόμενων εργατών που είχαν προσχωρήσει στους Λουδδίτες. Οι επικρίσεις του
Thompson προβλήθηκαν ευρέως
από τον Τύπο της επο
ΧΊlς και σε ειδικά τυπωμένα φυλλάδια. Το οικονομικό δόγμα έγινε ολο ένα και πιο δημοφιλές στη διάρκεια του δεκάτου ενάτου αιώνα. Η πα ρωδία ενισχύθηκε.
Μπορεί να φανταστεί κανείς την αντίδραση των υποστηρικτών, οι ο ποίοι παρέμειναν σιωπηλοί ενώ δεκαεπτά από τα μέλη τους καταδικά στηκαν σε απαγχονισμό για τη συμμετοχή τους σε οργανώσεις και δρα στηριότητες που αντιστέκονταν στην εισαγωγή των νέων τεχνολογιών. Αλλά αν τα λόγια του Thompson απευθύνονταν σε «ώτα μη ακουόντων» εκείνη τη μέρα του Ιανουαρίου του
1813, οι
εκτελέσεις που ακολούθη
σαν είχαν αποτελέσματα. Επρόκειτο να σηματοδοτήσουν το τέλος της σοβαρής αντίστασης των Λουδδιτών απέναντι στη μηχανοποίηση στο Γιόρκσα'ίρ. Έκτοτε η Βιομηχανικ1Ί Επανάσταση αναπτύχθηκε με πιο γορ γούς ρυθμούς. Εμείς δε χρειάζεται πια να κρεμάμε τους aντιπάλους της τεχνολογικής «επανάστασης». Ακόμα υπάρχει η ανάγκη να δίνουμε δια
λέξεις σε εκείνους που δείχνουν δυστροπία, συχνά όμως αρκεί να επι καλεστούμε απλώς το φάντασμα του Λουδδισμού. Κηρύγματα όπως αυ-
74
τό του βαρόνου Thompson δεν είναι αναγκαία σήμερα, αφού η ίδια η λέ ξη «Λουδδίτης», πολύ επιτυχώς, εξοβελίζει εξ ορισμού οποιαδήποτε α ντίθεση φέρει το μήνυμά της. Και από την εποχή της ήττας της πραγ ματικής επανάστασης των Λουδδιτών είχαμε συνεχώς υπενθυμίσεις για την αναμφισβήτητη τρέλα και τη ματαιότητα του Λουδδισμού. Σχεδόν έναν αιώνα πριν, ο John Russell υποστήριζε ότι «η ιστορία του Λουδδισμού θα έπρεπε να διδάξει τους συνδικαλιστές, τους αναρ
χικούς και όσους μάχονται λανθασμένα για την πρόοδο του ανθρώπινου είδους[ ...] πόσο λίγα πράγματα επιτυγχάνονται με την παράλογη βία» . Δεν έχει νόημα η αντίσταση στην τεχνολογία: «Η λανθασμένη τακτική της καταστροφής των μηχανών δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει το ογκούμε
νο κύμα της επιστημονικής βιομηχανίας». 5 Πιο σύγχρονες μελέτες πα ρουσιάζουν τους Λουδδίτες το ίδιο aπελπισμένους. «Οι Λουδδίτες», σύμ φωνα με το επιχείρημα, «άργησαν να μάθουν το μάθημα οικονομίας σχε τικά με το ατελέσφορο της αντίστασης στην τεχνολογική αλλαγή». Το ε πιχείρημα συνεχίζει ακολουθώντας την πεπατημένη οδό: Θα ήταν υπερβολικά ρομαντικό να υποθέσει κανείς ότι το βιομηχανικό σα μποτάζ έπαιξε σημαντικό ρόλο στις μελλοντικές προσπάθειες της εργατικής
τάξης στη μάχη της για την επίτευξη διαφόρων στόχων της. Δε χρειάζεται να είσαι ούτε Ουίγος ούτε Φαβιανός για να aπορρίψεις το σαμποτάζ στη βιο μηχανία και τη βία ως «πρωτόγονη» μορφή συμπεριφοράς και τρόπο επίλυ σης των εργατικών προβλημάτων κατώτερο από τις μεθόδους που χρησι μοποιήθηκαν από τους ανθρώπους οι οποίοι αργότερα έφτιαξαν ισχυρά συν δικάτα ή προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν τη δύναμη του κράτους προς
όφελος των δικών τους συμφερόντων. 6 Στο σύνολό του λοιπόν ο Λουδδισμός έχει χρεωθεί με μια υβριστική ετικέτα: Αν δε σου αρέσει η «πρόοδος» , η «βελτίωση», η «αλλαγή», το «νέο», το «μέλλον», τότε ρισκάρεις να έχεις το φόβο πάντα εγκατεστη
μένο μπροστά στην πόρτα σου.
Ο ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ
Στη σύγχρονη βρετανική πολιτική, το φάντασμα του Λουδδισμού επικα
λέστηκαν πρόσφατα αυτοί που υποστήριζαν τον τεχνολογικό «εκσυγ χρονισμό». Έτσι, στις παραμονές των εθνικών εκλογών, και μετά από τρεις συνεχείς νίκες των Συντηρητικών στις δημοσκοπήσεις, ο Χάρολντ
Ουίλσον αποφάσισε να ανανεώσει την «πεπαλαιωμένη» εικόνα του Εργα-
75
τικού Κόμματος. Στη συνέλευση του κόμματος το
1963, παρέταξε την ε
πιστημονική ανάπτυξη παράλληλα με τη μοίρα του Εργατικού Κόμμα τος όταν συμβούλευσε τους οπαδούς του ότι «πρέπει να υποτάξουμε το σοσιαλισμό στην επιστήμη και την επιστήμη στο σοσιαλισμό». Στον πε ρίφημο λόγο του στο Σκάρμποροου, ο Ουίλσον επέμενε ότι το Εργατικό Κόμμα αντιπροσώπευε οτιδήποτε θετικό και καινοτομικό - και τι θα μπορούσε, βέβαια, να το συμβολίσει καλύτερα από τη «θέρμη αυτής της (τεχνολογικής) επανάστασης»; Συνέχισε ορίζοντας ως αντίθετους του εκ
συγχρονιστικού ζήλου της ίδιας της ηγεσίας «όλους εκείνους που θα μπορούσαν να αντισταθούν στην τεχνολογική πρόοδο». «Ας είμαστε ει λικρινείς για ένα πράγμα», είπε ο Ουίλσον, «δεν υπάρχει χώρος για τους
Λουδδίτες στο Σοσιαλιστικό Κόμμα». 7 Αυτό που αντιπροσώπευαν ο Ουίλσον και το Εργατικό Κόμμα ήταν η τεχνοκρατική πορεία προς τον εκσυγχρονισμό, ενάντια σε όσους δεν μπορούσαν να αντιληφθούν τις α ρετές της ορθολογικής προόδου. Μετά από μία δεκαετία, με το κόμμα σε σύγχυση και μέσα από μια σει ρά αλλαγών τακτικής που προηγι1θηκαν της εκλογικής 1Ίττας από την κυ βέρνηση Χιτ, ο σερ Κιθ Τζόσεφ προχώρησε σε μια ριζική αναθεώρηση της πορείας του έθνους και της επάρκειας της συντηρητικής αντίληψης. Ο σερ Κιθ πληροφόρησε το Συνέδριο του Συντηρητικού Κόμματος ότι «σε μερικές περιοχές της χώρας συνεχίζει να εμφανίζεται ο Λουδδισμός». Αργότερα, από τη θέση του ως υπουργού Βιομηχανίας, επιτέθηκε στα
τμ1Ίματα των Λουδδιτών της εργατικής τάξης χαρακτηρίζοντάς τα ως «έ να από τα έξι δηλητήρια που καταστρέφουν την ευημερία μιας χώρας,
[...]
μια πολιτικοποιημένη συνδικαλιστική κίνηση σχετική με το Λουδ
δισμό».8 Όταν η κυρία Θάτσερ ανέλαβε την ηγεσία του κόμματος και στη συνέχεια την πρωθυπουργία, έθεσε ως στόχο να «εξουδετερώσει το δη λητήριο» στο οποίο είχε αναφερθεί ο μέντοράς της. Επιδίωξε να απο δυναμώσει τα εργατικά συνδικάτα αρχικά μέσω διαφόρων νομικών και
πολιτικών μέτρων και μετά διαμέσου της αναμέτρησης, με αποκορύφω μα αυτήν με την Εθνική Ένωση των Ανθρακωρύχων το 1984-85. Ένας α πό τους υπουργούς Βιομηχανίας της Θάτσερ ενεργοποίησε έντεχνα το γνωστό λουδδιτικό φόβο: «Οι φόβοι ότι η αυτοματοποίηση θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε μεγαλύτερη ανεργία δεν είναι νέοΙ>>, διακ1Ίρυξε ο Patήck Jenkin στο περιοδικό New Scientist. «Στα 1811 οι Λουδδίτες εξεγέρ θηκαν και κατέστρεψαν τα μηχανήματα υφασμάτων, τα οποία θεωρού σαν άμεση απειλή για τη δουλειά τους. Παρ ' όλα αυτά, η ανεργία στη βιομηχανία υφασμάτων άρχισε να μεγαλώνει κυρίως στο δέκατο ένατο
αιώνα». 9 Κατά τη διακυβέρνηση της Θάτσερ οι καυστικές κριτικές ενα-
-- --- -·- ------~===---------
ντίον των υποτιθέμενων Λουδδιτών μετουσιώθηκαν σε άμεση δράση κα τά των εργαζομένων. Στην περίπτωση των Συντηρητικών, ο εκσυγχρο νισμός είχε να κάνει με τη δημιουργία ελεύθερων αγορών, και η λουδδι τική αντίθεση προερχόταν από εκείνους που αντιστέκονταν στο νεοφιλε λευθερισμό. Μια σημαντική πρόοδος τόσο για τους τεχνοκράτες όσο και για τους εκσυγχρονιστές της αγοράς συντελέστηκε στα τέλη του
1970 με την ανά
πτυξη των νέων τεχνολογιών της μικροηλεκτρονικής. Εκείνο που ένωσε
όλους ήταν η αποφασιστικότητα να εξορκίσουν αυτό που -ο καθένας με διαφορετικό τρόπο- αντιλαμβάνονταν ως μια άλλη μορφή εκσυγχρονι σμού. Υπήρχε ο φόβος ότι το κακό του Λουδδισμού θα παρεμπόδιζε την πρόοδο. Γύρω στα 1980 οι φόβοι ότι η Βρετανία μπορεί να αποτύχαινε να προσαρμοστεί στη νέα τεχνολογική ατζέντα κατέστησαν θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος. Ο λόρδος Ντάρντορφ, πρώην κοσμήτορας του London School of Economics και έχοντας ρίζες στην τάξη των ευγενών της Οξ φόρδης, διέκρινε ένα «νέο πνεύμα Λουδδισμού» στην Ευρώπη σε μια α νάλυσή του για «το 1980» στο περιοδικό New Society. «Υπάρχει, και όχι μόνο ανάμεσα στους τυπογράφους, ένα πνεύμα Λουδδισμού που διο γκώνεται. Οι αντιδράσεις κατά της πυρηνικής ενέργειας αποτελούν μέ ρος του. Και οι διαμαρτυρίες εναντίον της τεχνολογίας βρίσκουν την έκ φρασή τους στις αυξανόμενες αμφιβολίες για τα θετικά αποτελέσματα της επιστήμης». 10 Στις σελίδες του Management Today ο Michael J. Earl επανέλαβε το ψευτοδίλημμα του Ντάρντορφ- «επιστήμη ή Λουδδισμός;» Ο Earl, πάντως, φάνηκε πεπεισμένος ότι κανένας δε θα μπορούσε πραγ ματικά να πεισθεί από τα επιχειρήματα των Λουδδιτών: Η δύσκολη ερώτηση συνεχίζει να τίθεται- θα αλλάξει η κοινωνία προς το
καλύτερο; Οι τεχνολόγοι, οι κοινωνιολόγοι, οι δημοσιογράφοι και άλλοι έ χουν αρχίσει να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι από αυτούς [που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου] απεύ χονται την αναχαίτιση της τεχνολογικής προόδου· δεν είναι εκ φύσεως Λουδ
δίτες.11 Ενδεχομένως το πιο ισχυρό παράδειγμα φοβίας για τους Λουδδίτες ήταν μια διαφήμιση της ΙΒΜ το
1979. Η
διαφημιστική εταιρεία της ΙΒΜ
παρενέβη προσφέροντας μαθήματα Ιστορίας. 12 Προβάλλοντας ένα σπα σμένο ξυπνητήρι, θύμισε ότι «ανάμεσα στα 1811 και 1816 μια ομάδα ερ γατών στην υφαντουργία αντέδρασε στην απειλή της τεχνολογίας». Τό νισε επίσης ότι, αν είχε επιτραπεί σε αυτούς τους Λουδδίτες να συνεχί σουν να σπάνε μηχανές, «η Βρετανία δε θα είχε γίνει ποτέ η οικονομική
77
δύναμη που έγινε στα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα». Το ηθικό συ μπέρασμα, βέβαια, 1Ίταν ότι η αντίθεση των Λουδδιτών ήταν εντελώς μάταιη , αφού «δεν είναι η ίδια η πρόοδος που αποτελεί απειλή, αλλά ο τρόπος που προσαρμοζόμαστε σε αυτήν». Μόνο κάποιος αφελής και α γνώμων θα προσπαθούσε να εμποδίσει την «τεχνολογία, που είναι ο μη χανισμός της προόδου». Μόνο οι χαζοί και οι aχρείοι -Λουδδίτες- θα
επιχειρούσαν μια τέτοια ενέργεια, αφού είναι τόσο ηλίθια όσο και το να σπας ρολόγια με την αυταπάτη ότι μπορείς να καθυστερήσεις το αύριο: «Δεν μπορείς να σταματήσεις το χρόνο σπάζοντας ρολόγια», όπως α κριβώς δεν μπορείς να σταματήσεις την πρόοδο αντιστεκόμενος στις μηχανές. Ο Λουδδισμός αποτελεί την εικόνα αυτού που είναι αρνητικός
και αντιστέκεται άσκοπα στην τεχνολογική ανάπτυξη. Το να είσαι Λουδ δίτης ισοδυναμεί με το να είσαι απερίσκεπτος και αγνώμων, βίαιος και σκόπιμα καταστροφικός, χωρίς φαντασία, αντίθετος στην ανθρώπινη πρόο δο κτλ. Και το σημαντικό ήταν το πόσο αποτελεσματικά ο ρητορικός εκφο βισμός λειτούργησε στα 1980. Οι συνδικαλιστές και οι κριτικοί της νέας τεχνολογίας άλλαξαν στάση για να αποφύγουν την κατηγορία του Λουδ
δισμού. Στην προσπάθειά τους να μη θεωρηθούν aταβιστικοί και aντι δραστικοί, τελικά κατέληξαν να δεχτούν τους όρους εκείνων που δια κωμωδούσαν το Λουδδισμό. Αποκηρύξεις για το Λουδδισμό ήρθαν και από εκείνους που επέμεναν στην <<υπεύθυνη» προσέγγισή τους όσον α
φορά στις τεχνολογικές καινοτομίες. Για παράδειγμα, ο Baπie
Sherman,
υπεύθυνος έρευνας στο Association of Scientific, Technical and Mana~ gerial Staffs* (ASTMS), υποστήριξε ότι «θα πρέπει να αγκαλιάσουμε και να υιοθετήσουμε τις νέες τεχνολογίες» και ότι «Οι Λουδδίτες δε δου
λεύουν ποτέ».13 Ο David Cockroft, στέλεχος της International Federation of CommerciaJ, Cleήcal, Professional and Technical Employees** (FΙΕτ), υποστήριξε επίσης πως «αποτελεί αξίωμα στις μέρες μας ότι η "επιλο γή" των Λουδδιτών για τους Βρετανούς συνδικαλιστές δεν είναι έγκυρη
λόγω των πιέσεων του διεθνούς ανταγωνισμού». Επίσης σημείωσε τη «μέση οδό» ανάμεσα στην τυφλ1Ί αποδοχή της τεχνολογίας και στον ά
μυαλο Λουδδισμό. 14 Μια μελέτη κάποιας ομάδας εργασίας για τις νέες τεχνολογίες στη βιομηχανία προσθέτει ότι «Οι συνδικαλιστές απέχουν
*Ένωση Επιστημονικού, Τεχνικού και Διοικητικού Προσωπικού . (Σ.τ.Μ. )
** Διεθνής Συνομοσπονδία Ιδιωτικών, Δημοσίων, Επαγγελματικών και Τεχνικών Εργαζομένων. (Σ.τ.Μ.)
πολύ από το να είναι Λουδδίτες, για το οποίο και κατηγορούνται. Στην πραγματικότητα, αυτοί στο εργαση1ριο παραπονιούνταν ότι συνεχώς προέτρεπαν τις εταιρείες τους να επενδύσουν και να αντικαταστήσουν τον απηρχαιωμένο και συχνά επικίνδυνο εξοπλισμό». 15 Ένα πρόσφατο παράδειγμα είναι αυτό του
Cojjn Hines, που
σε ένα σοβαρό φυλλάδιο υ
ποστήριξε ότι δεν είδε: μια αντίδραση λουδδιτικού τύπου σε αυτές τις εξελίξεις, όπως το «σπάσιμο του υπολογιστή», ως κατάλληλη. Η ανάγκη να παραμείνουμε διεθν
γωνιστικοί μας επιτρέπει λίγες εναλλακτικές επιλογές εκτός από αυτήν της υιοθέτησής τους, αφού τα περισσότερα βιομηχανικά ανεπτυγμένα κράτη ή δη χρησιμοποιούν τους υπολογιστές και τους μικροεπεξεργαστές περισσό
τερο από εμάς στη Βρετανία. 16 Έτσι, διαμέσου αυτής της ρητορικής επίθεσης, η διοίκηση μπόρεσε να υποβαθμίσει τις αντιδράσεις για τις απολύσεις εργαζομένων, την α πα-ειδίκευση και τις αλλαγές στις συνθήκες εργασίας (και, βέβαια, αυ τή η ρητορικ1Ί για την «πρόοδο», το «ρεαλισμό» και την «ανταγωνιστι κότητα» δε χρειάζεται να πείσει για να είναι αποτελεσματική, αλλά εί ναι αρκετά λειτουργική όταν εξουδετερώνει την όποια αντίσταση μέσα στους δικούς της όρους συζήτησης, aποτρέποντας έτσι την ενεργοποίη ση εναλλακτικών συζητήσεων).
Στη δεκαετία του
1990 είδαμε μια καταπληκτική αναγέννηση του τε
χνολογικού ενθουσιασμού και νέα οράματα για την πρόοδο. 17 Αυτό που χαρακτηρίζει τόσο τη συνδικαλιστική όσο και την πολιτική σκέψη για το τεχνολογικό μέλλον είναι αυτό που ονομάζεται «υπερ-λεωφόρος των πληροφοριών» [η ανταγωνιστική δυνατότητα του Διαδικτύου , ο Παγκόσμιος Ιστός (World Wide Web) και ο κυβερνοχώρος]. Η νέα τε χνολογική ώθηση ενσωματώθηκε σε αυτή την επιχειρηματική ιδεολογία
της παγΚοσμιοποίησης και στα σενάρια για τη δημιουργία της παγκό σμιας δικτυακής κοινωνίας (network society). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το Νέο Εργατικό Κόμμα επεξεργάστηκε την οπτική που φαίνεται να συνδυάζει το τεχνοκρατικό και το νεοφιλελεύθερο νήμα των εκσυγχρο νιστικών στρατηγικών. Ο τεχνοκρατικός εκσυγχρονισμός συνεχίζει να αναπτύσσεται, με την κυβέρνηση σήμερα εντεταλμένη να καταστήσει τη Βρετανία -σύμφωνα με τα λόγια του Peter Mandelson- «πρωτοπόρο της ψηφιακής Ευρώπης». 18 Ο αγώνας για τη γνώση έχει ήδη αρχίσει, διακήρυξε ο Τόνυ Μπλερ το 1995 στο Συνέδριο του Εργατικού Κόμμα τος: «Η γνώση είναι δύναμη. Η πληροφορία είναι ευκαιρία. Και η τεχνο-
79
λογία μπορεί να την πραγματοποιήσει.( ... ] Αυτός ο συνδυασμός τεχνο λογίας και τεχνογνωσίας θα μεταμορφώσει τη ζωή όλων μας». Αλλά ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός είναι τώρα συνδεδεμένος με τον εκσυγ χρονισμό της αγοράς. Αυτή η τελευταία άποψη του εκσυγχρονισμού έ χει να κάνει με την αποδοχή και την προσαρμογή στην πραγματικότη τα της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Απευθυνόμενος στο Συνέδριο
του κόμματος το 1998, ο Μπλερ αναφέρθηκε στα διλήμματα του «να βρει
κανείς ασφάλεια και σταθερότητα σε έναν κόσμο που ωθείται γρήγορα μπροστά από τις aσυγκράτητες δυνάμεις της Ιστορίας και της ανθρώ πινης επινόησης». Είπε: «Είναι σαν να βρήκε ο καπιταλισμός τη δική
του εκδοχή για τη διαρκή επανάσταση». Ο ρόλος της κυβέρνησης σε αυτό το πλαίσιο του εκσυγχρονισμού θα πρέπει να είναι το να βοηθή σει να προσαρμοστούμε στις ανεξέλεγκτες δυνάμεις της παγκόσμιας οι κονομίας, συντονίζοντας την πληροφοριακή στρατηγική της Μεγάλης Βρετανίας για να μεγιστοποιήσει όσο το δυνατόν τα οποιαδήποτε ο φέλη. Η εμφανής επίκληση του Λουδδισμού είναι ίσως λιγότερο συχνή σή μερα. Παρά ταύτα, δε λείπουν οι κατά καιρούς ειρωνείες, όπως, για πα ράδειγμα, ο ξεπερασμένος πια ισχυρισμός των Peter Mandelson και Ro-
ger Liddle ότι «μόνο ένας Λουδδίτης θα αγνοούσε τις δυνατότητες που προσφέρει η τεχνολογική αλλαγή» . 19 Αλλά γενικά φαίνεται λιγότερο α παραίτητο να επικαλεστεί κανείς το φάντασμα του Λουδδισμού. Μήπως δεν είναι και τόσο απαραίτητο να αποδείξει κανείς τις αρετές της κοι νωνίας της πληροφορίας; Ή μήπως είναι τόσο αυτονόητο το αναπόφευ κτο της παγκόσμιας αλλαγής και δεν υπάρχει πλέον καμιά ελπίδα αντί στασης στη νέα τεχνολογική εντολή; «Η αντίσταση στην αλλαγή είναι μά ταιη>>, όπως είπε ο Μπλερ το 1998. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε τώρα είναι «να διαχειριστούμε την αλλαγή, μαζί». Αλλά ίσως το Νέο Εργατικό Κόμμα είναι υπεραισιόδοξο για την πορεία στον «Τρίτο Δρό μο». Ίσως ακόμα χρειαζόμαστε τους Λουδδίτες για να αμφισβητούν τις δυνατότητες που «προσφέρει>> η τεχνολογική αλλαγή. Στο τέλος αυτού του κεφαλαίου θα θέσουμε την έννοια της τεχνοκρατικής εμπιστοσύνης του Νέου Εργατικού Κόμματος σε ένα νέο πλαίσιο. Θα υποστηρίξουμε ότι ο Λουδδισμός συνεχίζει, στην πραγματικότητα, να αποτελεί μια ά κρως αναγκαία δύναμη στη νέα παγκόσμια κοινωνία - και, πολύ περισ
σότερο, ότι είναι ζωντανός και ανθεί. Ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός ακόμα νιώθει να απειλείται από το «άλλο» του.
Βο
---
.
-
ΙΣΊ'ΟΡΙΚΟΣ ΛΟΥΔΔΙΣΜΟΣ
Αρχικά πρέπει να ασχοληθούμε με την παρωδία του Λουδδισμού, ανα λογιζόμενοι το τι ήταν ο ιστορικός Λουδδισμός. Η βιομηχανική ανατα ραχή των αρχών του δεκάτου ενάτου αιώνα -η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τους Λουδδίτες (1811-1816) αλλά και τον «αγροτικό Λουδδισμό» του
Captain Swing- προέκυψε μέσα στο πλαίσιο σοβαρών και δραματι
κών αλλαγών στη δομή των κοινωνικών σχέσεων.2° Αυτές σημαδεύτη καν από καινοτομίες στην οργάνωση της εργασίας, αλλά και επεκτάθη καν πέρα από την άμεση διαδικασία της παραγωγής, στην αναδιάρθρω ση του κοινωνικού χώρου (στις πόλεις, στην οικογένεια, στον ελεύθερο χρόνο κτλ.) . Στις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα οι κύριοι υποκινητές τέτοιων αλλαγών ήταν μια νέα κατηγορία ανθρώπων, οι νέοι επιχειρη ματίες, οι οποίοι διακήρυτταν και εφάρμοζαν τη θεωρία του Jaissez-
faire. Επιφανείς προσωπικότητες, όπως ο Ουίλιαμ Κάρτρciίτ από το Ρόου φολντς, κοντά στο Λιντς, ήταν ένθερμοι υποστηρικτές του βιομηχανικού καπιταλισμού. Ο ενθουσιασμός τους για τις νέες τεχνολογίες ενσωμα
τωνόταν στη νέα τους πολιτική οικονομία. Αυτοί οι εκσυγχρονιστές έ δωσαν ιδιαίτερη έμφαση στη μηχανοποίηση του εργοστασίου, στη συ γκεντρωτική οργάνωση της παραγωγής και σε οτιδήποτε θα μπορούσε να συμβάλει στη βελτίωση της απόδοσής τους. Αυτή η τόσο ριζοσπα στική τομή θεωρ1iθηκε παράλογη όχι μόνο από τους πολλούς υπαλλή λους αυτών των ανθρώπων αλλά και από τοπικούς εργοδότες που προ τιμούσαν να διατηρήσουν τις παλαιότερες και δοκιμασμένες μεθόδους. Οι τελευταίοι, βέβαια, σύντομα αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μπροστά στην ανταγωνιστικότητα της αγοράς, που προερχόταν από εκείνους που ο Εήc Hobsbawm έχει περιγράψει ως «μεγάλους εκσυγχρονιστές ε πιχειρηματίες» .21
Θα ήταν λάθος να εκλάβουμε τον Κάρτρα·ίτ και τους ομοίους του ως πρωτοπόρους της τεχνολογίας. Το άγχος τους για τις τεχνολογικές εξε λίξεις και τη βελτίωση μπορεί καλύτερα να θεωρηθεί η υλική έκφραση
ενός ιδεολογικού ζήλου ο οποίος έρχεται σε αντίθεση με αυτόν των μι κρότερων σε μέγεθος αφεντικών του δεκάτου ογδόου αιώνα. Αυτό εί ναι εμφανές στο πέρασμα από μια πατερναλιστική θεωρία σε μια θεω ρία του συμβολαίου, η οποία ήρθε να μεσολαβήσει στις κοινωνικές σχέ σεις: από την προσωπική ευθύνη απέναντι στους υπαλλήλους περάσα με σε μια δέσμευση απέναντι στους μισθούς, στην τιμή και στο κέρδος. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αλλαγής των στάσεων και των συμπεριφορών οι τεχνολογίες, όπως ο αργαλειός, έκαναν εντύπωση σε επιχειρηματίες 8ι
σαν τον Κάρτρα·ίτ, αφού αυτ1Ί η «λογική» μετριόταν με τους ακριβείς ό ρους της φιλελεύθερης πολιτικής οικονομίας. Για τους καπιταλιστές του Jaίssez-faire -που ήταν συνήθως αυτοί οι ίδιοι οι βιομήχανοι οι οποίοι εί χαν στην κατοχ1Ί τους ή διαχειρίζονταν τα μεγαλύτερα εργοστάσια- οι νέες μηχανές και η συγκεντρωτική παραγωγή σήμαιναν επιπλέον από
δοση, μειωμένο κόστος εργασίας και μεγαλύτερο έλεγχο στη διαδικασία της εργασίας (ο βαρόνος Thompson μιλούσε τη γλώσσα τους). Ενάντια σε όλα αυτά τάχθηκε ο Λουδδισμός. Αλλά ο Λουδδισμός, ο πραγματικός Λουδδισμός, δεν ήταν μια κραυγή ενάντια στις καινοτο μίες, οι οποίες ανεξήγητα (τουλάχιστον για τα θύματά τους) έδιωξαν τους ανθρώπους από τη δουλειά τους. Ήταν μια απάντηση από πολ λούς απλούς ανθρώπους στις αλλαγές που είχαν επιβληθεί από τα πά νω και οι οποίες είχαν επιπτώσεις σε όλο το φάσμα της ζωής τους, κυ ρίως μέσω της «αξιοποίησης» γυναικών και παιδιών στη θέση των ·εξειδι
κευμένων εργατών. 22 Ο Λουδδισμός ήταν, πάνω από όλα, μια προσπά θεια των εργαζομένων να ασκήσουν έστω κάποια επιρροή στις αλλαγές αυτές που τις ένιωθαν ενάντιες στα συμφέροντά τους και στον τρόπο ζωής τους. Ήταν μια διαμαρτυρία εκείνη την εποχή, πριν από οποιαδή ποτε μορφή οργανωμένου συνδικαλισμού , ενάντια στις νέες μορφές λογι στικής, τρόπων εργασίας, ρυθμών δουλειάς και βιομηχανικής πειθαρχίας.
Ορισμένοι ιστορικοί, και κυρίως ο
Edward Thompson,
εξέτασαν τις
αντιδράσεις της εργατικής τάξης όπως εκφράστηκαν από το Λουδδισμό. Οι ιστορικοί αυτοί έδειξαν ότι οι Λουδδίτες δεν ήταν κάποιοι αδιάλλα
κτοι παράφρονες. Αντίθετα, ήταν ιδιαίτερα πειθαρχημένοι και καλά ορ γανωμένοι. Ένιωθαν έντονα τις επιπτώσεις που επέφερε η πρόοδος, αλ λά οι αντιδράσεις τους ήταν μετρημένες. Οι στόχοι τους δεν ήταν σε κα μιά περίπτωση αδιαφοροποίητοι, αλλά, αντίθετα, προσεκτικά επιλεγμέ νοι σε σχέση με τη δράση, την πολιτική και τη στάση του συγκεκριμένου εργοστασιάρχη. (Όχι άδικα, το εργοστάσιο του Κάρτρα·ίτ -το ίδιο πολύ καλά φυλασσόμενο- υπήρξε ο χώρος που δέχτηκε την πιο έντονη επίθε ση από τους Λουδδίτες στο Γιόρκσα·ίρ.) Το πλέον σημαντικό είναι ότι
τώρα γνωρίζουμε πως, παρά τις αντιδράσεις πολλών δικαστών, πολιτι κών και βιομηχάνων, οι Λουδδίτες δεν aντιμάχονταν τις ίδιες τις νέες τε χνολογίες, αλλά την αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων που σε μεγάλο βαθ μό επέφερε η μηχανοποίηση. Έτσι, παρατηρούμε, για παράδειγμα, ότι πολλά εργοστάσια που χρησιμοποιούσαν μηχανές είχαν δεχτεί επιθέ σεις, αλλά καταστρέφονταν μόνο εκείνα στα οποία δούλευαν άνθρωποι με πολύ χαμηλούς μισθούς ή οι εργαζόμενοι ήταν ανειδίκευτοι και δεν είχαν κατάρτιση.
Με λίγα λόγια, ο Λουδδισμός ήταν μια απάντηση -πολιτική και ηθι
κή- των εργαζομένων στις δυνάμεις που είχαν πρόθεση να καταστρέ ψουν τις παραδοσιακές κοινωνικές σχέσεις. Για τον Edward Thompson, ο «Λουδδισμός πρέπει να ιδωθεί ως το κρίσιμο σημείο στην κατάργηση της προστατευτικής νομοθεσίας και στην επιβολή της πολιτικής οικο νομίας του φιλελευθερισμού στη βούληση και τη συνείδηση των εργα ζομένων».23 Ο Λουδδισμός προϋπέθετε μια προσπάθεια να θέσουν τις προτεραιότητές τους πάνω σε ένα σύστημα απάνθρωπο, βιομηχανικού καπιταλισμού. Δεν ήταν μια τυφλή αντίδραση, ούτε μια υπόθεση περι θωριακής αντίστασης, αλλά ούτε απλώς μια βιομηχανική εξέγερση. Ή
ταν ένα δυναμικό κίνημα που άρχισε να αναπτύσσεται στα χωριά και στην ύπαιθρο, το οποίο οργάνωνε και εφάρμοζε πολύ προσεκτικά τις ε νέργειές του και κινούνταν σε διάφορα επίπεδα, από τις ένοπλες εφό δους σε εργοστάσια έως και τη βιομηχανική δράση και τις επικλήσεις για
πολιτική αναθεώρηση. Με λίγα λόγια, ήταν αυτό που ο
Thompson απο
καλεί «ημι-στασιαστικό κίνημα».24 Ο Λουδδισμός ήταν μια δύναμη που στρεφόταν μεν στο παρελθόν, σε καλύτερες εποχές, επιζητώντας <<την πλήρη διαμόρφωση της εργασίας με βάση τις παλαιές απολαβές που κα θορίζονταν από τα έθιμα και το νόμο», παράλληλα όμως έβλεπε και προς το μέλλον της οργάνωσης και των διεκδικήσεων της εργατικής τάξης. Α ν και είναι αναμενόμενη η σαρκαστική απόρριψη που τόσο συχνά δέχεται
ο Λουδδισμός σήμερα, από τους συγχρόνους του δε δεχόταν την ίδια α πόρριψη. Παρά τη μεγάλη παρουσία ταγμάτων, κυβερνητικών κατα σκόπων και υψηλών αμοιβών για τους πληροφοριοδότες, η προσπά θεια εντοπισμού των Λουδδιτών ακτιβιστών ήταν μάλλον αποτυχημένη. Η μόνη ικανοποιητική εξήγηση είναι ότι ο Λουδδισμός τύγχανε ευρείας (έστω και σιωπηρής) υποστήριξης. Ο Λουδδισμός λοιπόν ήταν μια προσπάθεια να χαλιναγωγηθούν οι αγριότητες του βιομηχανικού καπιταλισμού και αυτός να στραφεί σε διαφορετικές προτεραιότητες. Ενώ έχει κατακριθεί γενικά ως μια πρω τόγονη μορφή αντίστασης, που συναντάται σε «Κοινωνίες στις οποίες οι διαδικασίες εκβιομηχάνισης είναι ατελέσφορες»,25 θα πρέπει -και οφεί λουμε- να προβάλουμε μια εναλλακτική και θετική ερμηνεία του Λουδ δισμού ως «μιας εναλλακτικής πολιτικής οικονομίας και ηθικής σε σχέ ση με αυτήν του φιλελευθερισμού» : Ήταν ο ρά
Marx που κατέδειξε, στο «10 Hour Bill» (1847), ότι «για πρώτη φο [...) στο φως της μέρας η πολιτική οικονομία της μεσαίας τάξης υπέκυ
ψε στην πολιτική οικονομία της εργατικής τάξης». Οι άνθρωποι που επιτέ-
θηκαν στο μύλο του Κάρτρα·ίτ στο Ρόουφολντς προέβαλλαν αυτή την εναλ λακτική πολιτική οικονομLα, μολονότι αυτό πραγματοποιήθηκε σε μια μπερ
δεμένη μεταμεσονύχτια συμπλοκή.26 Η πολιτική οικονομία του Λουδδισμού έφερε μαζί της μια ηθική α ντίδραση στις αλλαγές που είχαν επιβληθεί στην κοινωνία με βάση τη λογική του βιομηχανικού καπιταλισμού. Ήταν μια κριτική δυναμικά εκ φρασμένη και ένας εναλλακτικός τρόπος κατανόησης της τεχνολογικής
αλλαγής.
ΣτΟ ΟΝ ΟΜΑ ΤΗΣ ΠΡΟΟΔΟΥ
Είναι σημαντικό να απαλλάξουμε τους Λουδδίτες από την αρνητική ει κόνα που τους έχει αποδοθεί. Αλλά η συζήτησή μας γι' αυτούς δε θα πρέπει να είναι απλώς μια υπόθεση απόδοσης τιμής στους παλαιούς καλ τσοποιούς και υφαντές. Το πιο σημαντικό είναι να καταλάβουμε για ποιο λόγο η λογική τους προβάλλεται ως παράλογη στις μέρες μας. Πώς
τα κατορθώματα των «ηλιθίων του Λέστερσα"ίρ», των αποκαλούμενων Ned Ludd, είχαν τόσο μεγάλη ιστορική απήχηση; Πώς η κατηγορία κα τά του Λουδδισμού θα μπορούσε να αποκτήσει μια τελετουργική γοη τεία που περιλαμβάνει οποιαδήποτε πραγματική συζήτηση πάνω στις
πολιτικές και κοινωνικές εφαρμογές των τεχνολογικών αλλαγών; Πρέ πει να λάβουμε υπόψη τη φαντασιακή θέσμιση της καπιταλιστικ1Ίς κυ ριαρχίας, αυτού που ο Κορνήλιος Καστοριάδης περιγράφει ως τη «ση μασία της απεριόριστης επέκτασης και λογικής της καπιταλιστικής κυ
ριαρχίας πάνω σε όλα». 27 Για να απευθύνουμε αυτές τις ερωτήσεις, θα επιχειρήσουμε τώρα να διερευνήσουμε αυτή τη σημασία σε μια από τις ιδανικές της μορφές - αυτήν της προόδου, η οποία έχει αναχθεί σε βα
σικό κριτήριο με βάση το οποίο ο Λουδδισμός παρουσιάζεται σαν πα ράλογος και aταβιστικός. Στο επόμενο τμήμα του κεφαλαίου θα εξετά σουμε με ποιο τρόπο η ιδέα της προόδου έχει καταλήξει να συνδέεται στενά και ανεξήγητα με τις εξελίξεις στην επιστήμη και την τεχνολογία -σε αυτό που εμείς θεωρούμε συρρικνωμένη ιδέα της προόδου- και πώς η τεχνολογική πρόοδος πλέον λειτουργεί ως aποξενωμένη και απόλυτη αξία. Στη συνέχεια θα ασχοληθούμε με τον τρόπο με τον οποίο η τε
χνολογική εξέλιξη έχει ενσωματωθεί στη διαδικασία της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Εδώ θα τεθεί το ερώτημα της κατανόησης της τεχνολο γικής κυριαρχίας στην πολιτική της διάσταση, αφού μεσολαβεί στη σχέ-
-- -
----·----------~----- - --------
ση ανάμεσα στην εργασία και στο κεφάλαιο. Ασχολούμαστε με τις νέες τεχνολογικές εξελίξεις με γνώμονα το ρόλο που ζητείται να παίξουν στην κινητοποίηση της κοινωνικr']ς εργασίας. Τα πιο γνωστά σχόλια και οι κριτικές πάνω στο Λουδδισμό αφορούν στο αναπόφευκτο της επιστημονικr']ς και τεχνολογικr']ς προόδου, εναντίον της οποίας οι Λουδδίτες φαίνεται να αναπτύσσουν μια απελπισμένη και οπισθοδρομικr'] δράση. Έτσι, ο
Russell
αναφέρεται στην «προοδευτικr']
παλίρροια της επιστημονικr']ς βιομηχανίας» και ο Thomis στην «αδυνα μία αντίστασης στην τεχνολογικr'] αλλαγi]» κτλ. Σε αυτr'] την προφανr'] έννοια της επιστημονικr']ς και τεχνολογικr']ς προόδου αντιστέκονταν οι
Λουδδίτες και το σημείο αυτό θέλουμε να μελετr']σουμε. Αυτr'] η μυθολογία της «προόδου» ασκεί γοητεία λόγω του ότι συ μπυκνώνει τις έννοιες της αλλαγr']ς, της ανάπτυξης και της προόδου. Ενώ η «αλλαγή» είναι μη καθορισμένη και ανοιχτr'], η «ανάπτυξη» υπο
νοεί μια θετικr'] κατεύθυνση (σε αντίθεση με τη διάλυση η το χάος) και η «πρόοδος», ακόμα περισσότερο, υπονοεί μια «φωτισμένη» οδό προς τα εμπρός. Στη σύγχρονη εποχή η αλλαγη φαίνεται να είναι κυρίως συ νέπεια των επιστημονικών και τεχνολογικών καινοτομιών (οι «ακατα μάχητες δυνάμεις της Ιστορίας και της ανθρώπινης καινοτομίας» που υ ποστηρίζει ο Μπλερ) . Άλλωστε οι αξίες της επιστr']μης και της τεχνο λογίας επηρέασαν την ερμηνεία μας για την αλλαγή ως κοινωνικr'] πρό οδο (στο λόγο του στην Bήtish
Association
το
1885 ο Lyon Playfair rΊ
ταν αρκούντως aποκαλυπτικός: «Η ανθρώπινη εξέλιξη είναι τόσο ταυ τισμένη με την επιστημονικr'] σκέψη στη σύλληψη και την εφαρμογή της,
που εμφανίζονται ως βασικές μεταβλητές στην ιστορία του πολιτισμού»). Διαμέσου της διαμεσολάβησης της επιστήμης και της τεχνολογίας, ένα συγκεκριμένο είδος αλλαγής παρουσιάζεται ως το μόνο λογικό - δηλα δr'] ως η «δοσμένη από τη φύση μορφ1Ί της ανάπτυξης», και επομένως η μοναδικr'] μορφη και κατεύθυνση της «προόδου». Στην πραγματικότητα, βέβαια, οι προϋποθέσεις πάντα υπάρχουν για τη μάχη ενάντια στη διαδικασία της κοινωνικr']ς αλλαγr']ς, και r']ταν α
κριβώς μια τέτοια σύγκρουση που χαρακτr']ριζε το Λουδδισμό . Η ηγε μονικr'] θέση του κεφαλαίου εξαρτιόταν από την ικανότητά του να επι βάλλει τις αξίες του στη φύση της αλλαγής (και ταυτόχρονα να αρνείται ότι εναλλακτικές αξίες θα μπορούσαν να έχουν οποιαδήποτε λογικr'] ε γκυρότητα). Και εδώ η συγχώνευση της αλλαγής και της προόδου καθί σταται κρίσιμη, όπως όταν ο Thomis επιμένει «στην αδυναμία αντίστα σης στην τεχνολογικr'] αλλαγr'j» . Αυτr'] η έκθλιψη των δύο ευδιάκριτων όρων συμβάλλει με επιτυχία στη μετατόπιση της ιστορικr']ς «ανάπτυξης»
από τη σφαίρα της κοινωνικής σκοπιμότητας και την κάνει να φαίνεται σαν μια αντικειμενική «φυσική» διαδικασία, διαφωτισμένη από την αν θρώπινη δράση. Η ανθρώπινη επιλογή περιορίζεται μόνο στην αποδο χή ή την απόρριψη μιας προκαθορισμένης «προόδου». Και, βέβαια, η απόρριψη θα ήταν μια παράλογη επιλογή
-
αυτό ήταν το μεγάλο λάθος
των Λουδδιτών. Αυτό που είναι σκανδαλώδες σχετικά με το Λουδδισμό είναι ότι αποκαλύπτει και προκαλεί τη σύγχρονη μυθολογία της προόδου. Ας αναλογιστούμε το σύγχρονο ιδανικό της επιστημονικής και τε χνολογικής ανάπτυξης (το ιδανικό που επιμένει στο να είμαστε όλοι α ντι-Λουδδίτες). Η ανάπτυξη δε θεωρείται ένα έμφυτο κοινωνικό φαινό μενο. Το αντίθετο μάλιστα, η επιστήμη και η τεχνολογία θεωρούνται πρω ταρχικά μη κοινωνικές, εκλαμβάνονται ως το ουδέτερο κίνητρο της «προόδου», που αναπτύσσεται ανεξάρτητα από την ανθρώπινη δράση
και την εμπρόθετη δημιουργία. Επομένως αυτή η τελευταία διάσταση, ο χώρος του κοινωνικού, συσκοτίζεται και γίνεται εμφανής μόνο στο επί πεδο που χρησιμοποιούνται και εφαρμόζονται οι τεχνολογίες. Έτσι, τα αποτελέσματα της επιστήμης και της τεχνολογίας στον κοινωνικό ιστό
-στο να αντικαθιστούν και να προσδιορίζουν την εργασία, για παρά δειγμα- θεωρούνται πλέον δευτερεύοντα και εξαρτημένα. Αυτές οι αρ νητικές κοινωνικές επιπτώσεις των νέων τεχνολογιών θεωρούνται συ μπτωματικές, ίσως και αναπόφευκτες παρενέργειες της ιστορικής κατα στροφικής δύναμης της «προόδου». Οι επιπτώσεις αυτές μπορεί να πε ριοριστούν, όπως προτείνεται, από την οξυδερκή χρήση των τεχνολο γιών. Συνεπώς, ενώ αναγνωρίζεται ότι κάποιες ορατές κοινωνικές προ τεραιότητες μπορεί να επηρεάσουν την εφαρμογή τους, η εν λόγω οπτι κή αποκρύπτει τη σημασία τους όσον αφορά στην προέλευση των νέων
τεχνολογιών. Πιθανές εναλλακτικές προτεραιότητες παραμένουν ανεκ μετάλλευτες, σαν να μην υπήρχαν ποτέ στην πράξη. Έτσι, η επινόηση της επιστημονικής και τεχνολογικής ανάπτυξης εμφανίζεται ανεξάρτητη από ευρύτερες κοινωνικές αλλαγές. Αντίθετα, θεωρείται ένα ουδέτερο κοινωνικό φαινόμενο, το αποτέλεσμα των δια
νοητικών ικανοτήτων των επιστημόνων και των τεχνολόγων να διαβά σουν το Βιβλίο της Φύσης, να διευκρινίσουν και να ανακαλύψουν αυτό που είναι έμφυτο σε μια εξωτερική και αυτόνομη φύση. Τέτοιου είδους αποκαλύψεις επιστημονικών νόμων και διαδικασιών -θεωρούμενων ό τι ήδη προϋπάρχουν στη φύση και απλά περιμένουν να ανακαλυφθούν προχωρούν σε ένα γραμμικό συνεχές και απολήγουν σε μια ευρύτερη αν θρώπινη γνώση και κυριαρχία στη φύση. Αυτή γίνεται τότε αντιληπτή με όρους της σωρευτικής διαδικασίας της επιστημονικής και τεχνολογι-
86
κής ανάπτυξης, της συνεχούς αποκάλυψης (και άρα της τιθάσευσης) των νόμων και της αλήθειας της φύσης
-
μιας διαδικασίας που είναι
πραγματικά «αναπόφευκτη», από τη στιγμή που η κατεύθυνση της επι στημονικής εξέλιξης εμφανίζεται θεμελιωμένη στη φυσική εντολή. Υπό
αυτή την οπτική, η κοινωνική διαδικασία εκλαμβάνεται ως μια λειτουρ γία της φυσικ1Ίς εντολής και οι επιστημονικές και τεχνολογικές αλήθειες απλώς αποκαλύπτονται, υπό τον όρο ότι δεν είναι προίόντα των κοινω νικών διαδικασιών. Παρ' όλα αυτά, αν η ανθρώπινη δράση καταργείται, αυτό δε σημαί νει ότι η σκοπιμότητα απουσιάζει από αυτό το περίπλοκο σχήμα. Η φυ σική εντολή -ως τέτοια, και εκτός των κοινωνικών σχέσεων- θεωρείται
λογική, με τη δική της λογική πρόνοιας, με το δικό της σκοπό. Η επι στημονική και η τεχνολογική ανάπτυξη αντιμετωπίζονται ως aποκαλύ ψεις αλλά και εκφάνσεις αυτής της εντολής. Υπό το πρίσμα αυτό, εξι σώνονται με την πρόοδο. Από αυτό το περίπλοκο σημείο υπεροχής εί ναι μάλλον αδύνατον να αντιληφθεί κανείς τη σύγχρονη κατεύθυνση της επιστημονικής και τεχνολογικής αλλαγής ως οτιδήποτε άλλο πέρα από πρόοδο: Κάθε «λογική» αλλαγή κινείται προς την κατεύθυνση της προ όδου και κάθε επιστημονική εξέλιξη, βεβαίως, είναι λογική. Σε αυτό το ρηματικό επίπεδο, όπου η κοινωνικ1Ί εντολή προέρχεται από τη φυσική εντολ1Ί, η αντίληψη της προόδου είναι αδιαμφισβήτητη, αφού πρόκειται για αλλαγή που συντελείται σύμφωνα με τη φυσική και αιώνια «τάξη των πραγμάτων». Είναι μια εντολή που ξεπερνά την ιδιαιτερότητα των διαφορετικών ιστορικών και κοινωνικών αξιών.
Μέσω αυτής της ορθολογικής ιδεολογίας, επιμέρους αξίες εμφανί ζονται όχι μόνο σαν αυθαίρετες και ανατρεπτικές αλλά και σαν εκπο ρεύσεις μιας υψηλότερης απόλυτης εντολής του κόσμου που εκφράζε ται μέσω της κοινωνίας. Φαίνεται ότι οι καπιταλιστικές προτεραιότητες
-η προσταγή της κερδοσκοπίας, η πρωτοκαθεδρία της ατομικής ιδιοκτη σίας, η προσφορά με βάση τη δυνατότητα πληρωμής, η εμπορικότητα ως βασική αρχ1Ί της παραγωγής, η επιθυμία για ελαχιστοποίηση του κόστους εργασίας και τα συναφή- κινούνται προς την κατεύθυνση της προόδου επειδή εκπορεύονται και υπακούουν στην εντολή της φύσης, «στη φύση των πραγμάτων», και απηχούν φυσικές, απόλυτες και αιώνιες αλήθειες. Και είναι ακριβώς αυτή η υπαγωγ1Ί του κοινωνικού και του ιδιωτικού στις κατηγορίες του φυσικού και του αιώνιου που χαρακτηρίζει τη μορ φή της ιδεολογίας της προόδου, μια μορφή που επιβάλλει στη σκέψη μας μια λογική από την οποία είναι δύσκολο -όχι όμως και αδύνατον να αποδράσουμε. Ο
Marx ήταν σαφής αναφορικά με τον κεντρικό ρό-
λο και τη σημασία αυτού του φαινομένου. «0 νόμος της καπιταλιστικής συσσώρευσης», παρατηρεί, «μετατρέπεται από τους οικονομολόγους σε
έναν υποτιθέμενο νόμο της φύσης».28 Και συνεχίζει: Όταν οι οικονομολόγοι λένε ότι οι σύγχρονες σχέσεις[...] είναι φυσικές, υ πονοούν ότι αυτές είναι οι σχέσεις στις οποίες ο πλούτος δημιουργείται και οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτύσσονται σε συμφωνία με τους νόμους της φύσης. Αυτές οι σχέσεις λοιπόν είναι φυσικοί νόμοι, ανεξάρτητοι από την επίδραση του χρόνου. Είναι αιώνιοι νόμοι, που θα πρέπει πάντα να κυβερ
νούν την κοινωνία. Άρα υπήρχε Ιστορία, αλλά δεν υπάρχει πλέον. 29 Κατά συνέπεια οι καπιταλιστικές σχέσεις συγκροτούνται σαν ένα φυσικό αντικείμενο, σαν μια «δεύτερη φύση». Το μέλλον εμφανίζεται ε
ντελώς ανεξάρτητο από την κοινωνική επιλογή, είναι υπεράνω συγκρού σεων για συγκεκριμένες αξίες, αλλά κυρίως εκφράζει μια προκαθορι σμένη πορεία της φύσης. Σε αυτό το πλαίσιο, οι Λουδδίτες δεν είναι οι υποστηρικτές μιας συγκεκριμένης ομάδας αξιών και προτεραιοτήτων που αντίκειται κάποια άλλη, ούτε καν αναφέρονται σε «δυσλειτουργικά» στοιχεία ενός συγκεκριμένου κοινωνικού συστήματος. Θεωρείται ότι βρί σκονται σε διαφωνία με την ίδια την «πορεία των γεγονότων». Οι Λουδ δίτες εκλαμβάνονται σαν δεινόσαυροι. Θεωρούμενοι σαν αντίπαλοι της προόδου, πρέπει επίσης να αντιμετωπιστούν σαν αντίπαλοι του ορθο λογισμού επειδή ζουν με αυταπάτες. Επιδιώκουν να παρεμποδίσουν όχι τόσο τους κοινωνικούς νόμους όσο την ίδια την εντολή της φύσης. Έτσι, ο Λουδδισμός είναι ανώμαλος, aφύσικος, τερατώδης, παράλογος.
Ο ΦΕτΙΧΙΣΜΟΣ τΗΣ τΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ
Όπως ακριβώς ο
Marx
θεωρητικοποίησε το φετιχισμό του εμπορεύμα
τος στην καπιταλιστική κοινωνία, έτσι κι εμείς μπορούμε να αναφερθού
με σε έναν «τεχνολογικό φετιχισμό» για να καταλάβουμε τον τρόπο με τον οποίο η καπιταλιστική τεχνολογία εκλαμβάνει μια ξεχωριστή οντό τητα, που έχει τη δική της πορεία και αυτονομία, είναι εντελώς ανεξάρ τητη από την υπόλοιπη κοινωνία και απέναντι σε αυτήν η κοινωνία πρέ πει να αντιδράσει. Σύμφωνα με το επιχείρημα του Lucio Colletti, «η δια δικασία αλλοτρίωσης/φετιχισμού επηρεάζει όλες τις απόψεις των καπι ταλιστικών κοινωνιών, και είναι πάντα η ίδια. [...)Εξαρτάται από το ότι δίνει υπόσταση, ότι θεωρεί ως υλικές διάφορες αφηρημένες έννοιες και ότι εκλαμβάνει την επακόλουθη αντιστροφή υποκειμένου και τη θεωρεί
88
αναγκαία». 3 0 Αυτή η διαδικασία προϋποθέτει τρεις στενά συνδεδεμένες αναφορές: α) το αφηρημένο, β) την πραγμοποίηση, όπου «μερικές συγκε κριμένες κοινωνικές σχέσεις παραγωγής μεταξύ ανθρώπων εμφανίζο νται ως σχέσεις αντικειμένων προς τους ανθρώπους -ή, διαφορετικά, με
ρικές κοινωνικές σχέσεις εμφανίζονται ως οι φυσικές ιδιοκτησίες αντικει μένων μέσα στην κοινωνία»-31 και γ) την αναστροφή ή κυριαρχία, όπου «η κοινωνική πλευρά των ανθρώπων εμφανίζεται ως χαρακτηριστικό ή ι διοκτησία αντικειμένων- [και] από την άλλη μεριά, τα αντικείμενα εμφα
νίζονται να διαθέτουν κοινωνικά και ανθρώπινα χαρακτηριστικά». 32 Άρα η αλλοτρίωση/φετιχισμός είναι εκείνη η διαδικασία σύμφωνα με την οποία «Οι σχέσεις παραγωγής μετατρέπονται σε οντότητες και α νεξαρτητοποιούνται σε σχέση με τους παράγοντες παραγωγ1Ίς [και ταυ τόχρονα] εμφανίζονται ως ισχυροί φυσικοί νόμοι που ενδυναμώνουν τη
θέλησή τους πάνω στούς παράγοντες και αντιμετωπίζονται σαν τυφλή αναγκαιότητα». 33 Μέσα σε αυτή τη διαδικασία, η καπιταλιστική κυριαρ χία εκφράζεται και αντλεί την αποτελεσματικότητά της από την αμη χανία των κοινωνικών σχέσεων. Σε αυτό το σημείο, είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι «Οι διαδικασίες πραγμοποίησης, η υλοποίηση του αφη ρημένου, η αναστροφή του υποκειμένου και του εγκαλούμενου» δεν εί ναι απλώς ιδεολογικές φαντασιώσεις (με όρους ψευδούς συνείδησης) , αλλά «τοποθετούνται [... ] στη δομή και στον τρόπο λειτουργίας της ίδιας
της καπιταλιστικής κοινωνίας». 34 Πρόκειται για ένα είδος σφετερισμού: η περίπλοκη διάσταση των φετιχιστικών μορφών στην καπιταλιστική κοινωνία τοποθετείται στην ίδια την πραγματικότητα. 35 Ο
Georg Lι:kacs υποστηρίζει ότι κάτω από το χαρακτηριστικό της γε
νικευμένης παραγωγής του εμπορεύματος στην καπιταλιστική κοινωνία η πραγμοποίηση αυτού που παράγεται στις σχέσεις εμπορεύματος αποκτά αποφασιστική σημασία τόσο για την αντικειμενική εξέλιξη της κοινωνίας
όσο και για τη στάση που υιοθετεί ο άνθρωπος απέναντί της. Μόνο τότε το εμπόρευμα καθίσταται κρίσιμο για την υποταγή της συνείδησης του ανθρώ που στις μορφές με τις οποίες αυτή η πραγμοποίηση του αφηρημένου βρί σκει την έκφρασή της και για τις προσπάθειες των ανθρώπων να κατανο11σουν τη διαδικασία ή να επαναστατήσουν ενάντια στα καταστροφικά της α ποτελέσματα και να απελευθερωθούν από τη δουλεία στη «δεύτερη φύση»
που δημιουργείται. 36 Στις καπιταλιστικές οικονομικές σχέσεις, η ίδια η εργασία μετατρέ πεται σε εμπόρευμα σαν όλα τα άλλα. Έτσι, η εργασία αξιώνει την α
φηρημένη και αδιαφοροποίητη μορφή μιας ανταλλακτικ1Ίς αξίας: «Α-
8g
φηρημένη, ίση , συγκρίσιμη εργασία, μετρημένη με αυξανόμενη ακρί
βεια σύμφωνα με τον κοινωνικά απαραίτητο χρόνο για την ολοκλήρω
σΊ1 της». 37 Η εργατική δύναμη ως εμπόρευμα αυτο-αφαιρείται, απομα κρύνεται και διαχωρίζεται από την ύπαρξή της και την ιδιαιτερότητά της ως αξίας χρήσης. Σε αυτή τη διαδικασία, «η δραστηριότητα του αν θρώπου αποξενώνεται από αυτόν, μετατρέπεται σε εμπόρευμα που υ πόκειται στη μη ανθρώπινη αντικειμενικότητα των φυσικών νόμων της κοινωνίας και καλείται να συνεχίσει το δικό της δρόμο ανεξάρτητα από τον άνθρωπο, ως ένα οποιοδ1Ίποτε αντικείμενο του καταναλωτή» . Ο
Lukacs υποστηρίζει ότι αυτή η αποξένωση και η εξωτερίκευση εκφράζο νται ως κυριαρχία: «Αυτό που έχει κεντρικ1Ί σημασία εδώ είναι ότι, λό γω της κατάστασης, η ίδια η δραστηριότητα του ανθρώπου, η εργασία του, καθίσταται κάτι αντικειμενικό και ανεξάρτητο από τον ίδιο, κάτι που
τον ελέγχει με την αρετή μιας αυτονομίας αλλότριας προς αυτόν». 38 Διαμέσου αυτής της διαδικασίας η ασύμμετρη, αφηρημένη εργασία καθίσταται το σχήμα και η έκφραση της κοινωνικής εργασίας. Η ανθρώ πινη κοινωνικότητα και οι παραγωγικές δυνάμεις καλούνται να εντα χθούν σε αυτή την αλλοτριωμένη μορψ1Ί στην οποία ο άνθρωπος αντι
μετωπίζεται ως μια ξένη και υποχρεωτικ1Ί ορθολογικότητα του κεφα λαίου . Με τη μηχανοποίηση, βέβαια, αυτή η διαδικασία φτάνει στην κο ρύφωσή της. Με τη διαμεσολάβηση της τεχνολογίας η διαδικασία της
εργασίας παίρνει την πιο κατάλληλη μορφή για την κυριαρχία του κεφα λαίου και η αφηρημένη εργασία καθίσταται ακόμα περισσότερο μέρος της πραγματικής εμπειρίας των ανθρώπων. Αυτή η διαμεσολάβηση των κοινωνικών σχέσεων παραγωγ1Ίς μέσω του «φετιχισμού της τεχνο λογίας» περιγράφεται χαρακτηριστικά από τον
Marx.
Για τον «καπιτα
λιστικό τρόπο παραγωγής» υποστηρίζει: Ακόμα και η κοινωνική μορφ1Ί εργασίας εμφανίζεται ως μια μορφ1Ί ανά
πτυξης του κεφαλαίου, και έτσι οι παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνικ1Ίς ερ γασίας εμφανίζονται σαν παραγωγικές δυνάμεις του καπιταλισμού. Αντι μέτωπες με μια τέτοια μορφή εργασίας, οι κοινωνικές δυνάμεις, στην πραγ ματικότητα, «κεφαλαιοποιούνται>>. Στην πράξη, η συλλογική ενότητα στη συ νεργασία, ο συνδυασμός στον καταμερισμό της εργασίας, η χρήση των δυ νάμεων της φύσης και των επιστημών, των προ'ίόντων της εργασίας, ως μη χανών
-
όλα αυτά αντιμετωπίζουν τους εργαζομένους ως κάτι ξένο, αντι
κειμενικό, ετοιμοπαράδοτο, ως κάτι που υπάρχει χωρίς την παρέμβασή τους
και συχνά είναι εχθρικό απέναντί τους. Όλα παρουσιάζονται, πολύ απλά, ως οι κυρίαρχες μορφές των εργαλείων της εργασίας. Ως αντικείμενα, είναι ανεξάρτητα από τους εργαζόμενους τους οποίους εξουσιάζουν. Αν και το
go
-
"~ ----
--
---~---
----- - -
-
--
---
εργασηiριο είναι κατά κάποιο τρόπο το προ'ίόν του συνδυασμού των εργα ζομένων, ολόκληρη η εξυπνάδα και η θέληση φαίνεται να ενσωματώνονται στον καπιταλιστή ... Με την ανάπτυξη των μηχανών δημιουργούνται οι προ ϋποθέσεις της εργασίας οι οποίες έρχονται να την εξουσιάσουν ακόμα και τεχνολογικά και ταυτόχρονα την αντικαθιστούν, την καταπιέζουν και την καθιστούν περιττ1i στις ανεξάρτητες μορφές της. Σε αυτή τη διαδικασία λοι πόν τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της εργασίας αντιπαρατίθενται στους ερ γαζόμενους, για να μιλήσουμε σύμφωνα με τους καπιταλιστικούς όρους πα ραγωγής, άρα οι μηχανές αποτελούν ένα παράδειγμα του τρόπου με τον ο ποιο τα ορατά προ"ίόντα της εργασίας προσλαμβάνουν την εικόνα των α
φεντικών τους. 39 Αυτό που προσπαθούμε να πούμε είναι ότι η σημασία της αλλοτριω μένης ή φετιχιστικ1Ίς τεχνολογίας μπορεί να ιδωθεί ως η προέκταση και η εντατικοποίηση της αφηρημένης εργασίας (όπως ακριβώς η περιπλοκή και η κυριαρχία). Αλλά θα έπρεπε επίσης να θεωρηθεί από μια ιστορική προοπτική, σύμφωνα με τους όρους ανάπτυξης της σύγχρονης εργασίας: Αν ακολουθ1iσουμε την πορεία που ακολούθησε η εργασία στην εξέλιξ1i της από τη χειρωνακτική εργασία, μέσω της συνεργασίας και της κατασκευής, στη μηχανοποιημένη βιομηχανία, μπορούμε να διαπιστώσουμε μια συνεχή τάση προς τον απόλυτο ορθολογισμό, την προοδευτική εξάλειψη των ποιο
τικών, ανθρώπινων και ατομικών χαρακτηριστικών του εργαζόμενου.40
Αυτός ο ορθολογισμός και η μηχανοποίηση της παραγωγής επιφέρουν παράλληλα την κατάλυση των παραδοσιακών μορφών ζω1Ίς και «κατα στρέφουν αυτούς τους δεσμούς που είχαν συνενώσει τα άτομα σε μια κοι 41
νότητα την εποχή που η παραγωγή ήταν ακόμα 'Όργανικ1Ί"».
Εδώ επι
καλούμαστε τους προβληματισμούς του Edward Thompson, που τοποθε
τεί την εισαγωγή των μηχανών σε ένα πλαίσιο όπου «συγκρούονται[...] δύο διαφορετικοί τρόποι ζωής». 42 Στο σημείο αυτό αναφερό~ιαστε στους Λουδδίτες, οι οποίοι κατόρθωσαν να αντιληφθούν την πραγματική ση μασία της εκμηχάνισης και εκβιομηχάνιm1ς και ήταν αρκετά τολμηροί ώ στε να προσπαθήσουν να έχουν κάποιο λόγο στην πορεία των γεγονότων.
Η ΚΑΠΙτΑΛΙΣτΙΚΗ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Η προσέγγιση του Edward Thompson για το Λουδδισμό και την τεχνο
λογία μάς βοηθά να δούμε την τεχνολογία ως αναπόσπαστο στοιχείο gι
της κοινωνίας - και, πιο συγκεκριμένα, ως στοιχείο των καπιταλιστικών σχέσεων. Το έργο του Haπy Braverman και του Andre Gorz μας έχει βοηθήσει να κατανοήσουμε τόσο τη λογική όσο και την ιστορική ώθη
ση της καπιταλιστικής τεχνολογίας. 43 Αυτό που υποστηρίζουν είναι ότι η τεχνολογική αποτελεσματικότητα στην καπιταλιστική κοινωνία είναι πρωταρχικά ένας μηχανισμός ελέγχου και κυριαρχlας,44 ένας μηχανι σμός διαιώνισης του κεφαλαlου και της ανάπτυξ1Ίς του. Ο
Marx το εξέ
φρασε αυτό επιγραμματικά στο Κεφάλαιο, όταν σημείωνε ότι «θα ήταν δυνατόν να γραφτεί ένα ολόκληρο βιβλίο για τις εφευρέσεις που πραγ ματοποιήθηκαν από το
με μόνο στόχο να προσφέρουν στο κεφά
1830
λαιο τα όπλα για να φιμώσει την εξέγερση της εργατικής τάξης». Προ
οδευτικά, και κυρίως με την έλευση του φορντισμού στις αρχές του ει κοστού αιώνα, η τεχνολογία κατέστη ένας προνομιακός μηχανισμός έκ φρασης της κ.οινωνικής κυριαρχίας του κεφαλαίου. Εδώ θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε κάποιες από τις απόψεις που δια τυπώνει ο Γάλλος κοινωνιολόγος Jean-Paul Gaudemar στο βιβλίο του La Mobilisation Generale.45 Οι θέσεις αυτές μας βοηθούν να εντοπίσου
με τους μεγαλύτερους ποιοτικούς μετασχηματισμούς που έχουν συντε λεστεί στους μηχανισμούς της καπιταλιστικής συσσώρευσης από την ε ποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης και στη συνέχεια να εντοπίσουμε το ρόλο της τεχνολογίας στο ευρύτερο πλαίσιο αυτών των μετασχηματι
σμών. Ο Gaudemar επιδιώκει να εξιστορήσει την καπιταλιστική ανά πτυξη κατά το δέκατο ένατο και τον εικοστό αιώνα με όρους οι οποίοι αφορούν στον τρόπο που το κεφάλαιο χρησιμοποίησε την εργατική δύ ναμη
-
με όρους που αφορούν στον τρόπο με τον οποιο ολόκληρος ο
πληθυσμός «κινητοποιήθηκε». Το παραστατικό πρότυπο του πολέμου δεν είναι καθόλου συμπτωματικό, αφού, όπως λέει ο Gaudemar, η επι στράτευση σε καιρό πολέμου προσφέρει «το θεωρητικό κλειδί για την κα
τανόηση των μορφών κινητοποίησης γενικότερα». 46 Ο
Gaudemar αναφέρεται στις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα, στην
εποχή των Λουδδιτών, την οποία αποκαλεί «περίοδο της πάνδημης κι νητικότητας», όπου η μορφ1Ί της κοινωνικής κινητοποίησης συνδέεται με την εκμετάλλευση της αφηρημένης υπεραξίας. Αυτή είναι η περίοδος κατά την οποία ο παραδοσιακός τρόπος ζωής του αγροτικού πληθυσμού υπονομεύεται συνεχώς, για να δημιουργηθεί ένα εργοστασιακό προλε ταριάτο, μέσω αυτού που ο Sίdney
Pollard
αποκαλεί «προσαρμογ1Ί της
εργασίας στην κανονικότητα και την πειθαρχία της εργασίας στο εργο
στάσιο».47 Αυτή η πειθαρχική διαδικασία προϋποθέτει προσπάθειες και από τις δύο πλευρές, μέσα και έξω από το εργοστάσιο, για να δημιουρ-
.
...
·----------
-
-- -
---- - --
-
---
-
·- .
γηθεί ένα ευέλικτο και συνεργάσιμο εργατικό δυναμικό: ποινικοποίηm1 του πλανόδιου πωλητή, υπονόμευση της παραδοσιακής λα.ίκής κουλτού ρας (πανηγύρια, αθλήματα κτλ.) , καταμερισμός της εργασίας, δημιουρ γία του «εργοστασίου-φυλακή», πειθαρχία με τη μορφή τιμωριών, έλεγ χος μέσω του μισθού, εκστρατεία εναντίον (της ανεπίσημης αργίας) της «Αγίας Δευτέρας», εμπέδωση της οικονομίας χρόνου, της ηθικής της ερ γασίας και των κομφορμιστικών αξιών γενικότερα μέσω της θρησκείας και του σχολείου, έλεγχος του κοινωνικού χώρου. Στη διάρκεια του δεκάτου ενάτου αιώνα, η πάνδημη κινητοποίηση
αντικαταστάθηκε από τη διαδικασία της «μερικ1Ίς κινητοποίησης» . «Η μερική κινητικότητα εισάγει στο εργοστάσιο αυτή την κίνηση που μέχρι
τώρα είχε αναπτυχθεί μόνο έξω από αυτό». 48 Σε αυτή τη διαδικασία με τατροπής, η προγενέστερη μορψ1Ί «εξωτερικής» πειθαρχίας και ελέγχου
μεγεθύνεται από μια εσωτερική στο εργοστάσιο πειθαρχία, στην οποία η τεχνολογία παίζει πρωταρχικό ρόλο και ο έλεγχος ενώνεται με τον υ πέρτατο στόχο, που είναι η βελτίωση της παραγωγής και η απόδοση της υπεραξίας: Η μηχανή ως διττό όργανο πειθαρχίας και αυξημένης παραγωγικότητας. Έ τσι, η εισαγωγή της όχι μόνο ως αυτόνομο τεχνολογικό μάννα, που θέτει την
---
αντικειμενική του λογικ1Ί στον τρόπο παραγωγής,[ ... ] αλλά επίσης ως λύση
στα πειθαρχικά προβλήματα των εργατών. 49
Αυτές οι εξελίξεις κορυφώνονται με την Επιστημονικ1Ί Διοίκηση του
F.W. Taylor και, τυπικά, με τη γραμμή παραγωγής (assembly line) του Henry Ford. 50 Με το φορντισμό εμφανίζεται στην ιστορική σκηνή η φι γούρα του «μαζικού εργάτη» -του εργάτη που έχει χάσει την ιδιαιτερό τητα και την εξειδίκευσή του- ο οποίος καθίσταται μια αφηρημένη, κι νητή εργατική δύναμη, μεταβλητό κεφάλαιο συγχρονισμένο στη λογική της μηχανής. Μέσα στο οργανωμένο εργοστάσιο «Ποικίλες τεχνολογι κές καινοτομίες παρέχουν ένα εργαλείο ελέγχου της εργατικής τάξης "από μέσα" , διαμέσου της ύπαρξής της ως καθαρά "εργατικής δύνα μης"».sΙ
Είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη ότι η μερική κινητικότητα είχε ως συνέπεια κάτι περισσότερο από μια αναστάτωση εντός του εργοστασίου. Γι' αυτό και περιελάμβανε μια μαζική αναδόμηση της σχέσης του εργο στασίου με τον έξω κόσμο, καθώς και μια ανασύνθεση του πολιτισμού, του ελεύθερου χρόνου, της κατανάλωσης, του κοινωνικού χώρου (κα τοικία, ταξίδια), όπως σημειώθηκε από τον
93
Gramsci στις m1μειώσεις του
για το
«Arnericanism and Fordism».* Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ό
τι ο φορντισμός βρίσκει το συμπλήρωμά του στον κε·ίνσιανισμό. Η λογι κή της μαζικής παραγωγής προϋποθέτει και ανάλογους τρόπους μα ζικής και κοινωνικής κατανάλωσης (π.χ., κατοικία, δρόμοι κτλ.), που α
ναδύθηκαν με την «κε·ίνσιανή επανάσταση>>. 52 'fο..χεφ~ι φπΜχε ται σταδιακ~ι_μόνο στη σφαίρα πα®γωγής και στον έλεγχο των δυ νάμεων παραγωγής αλλά και στη σφαίρα της κατανάλωσης και_της_ ανα παραγωγής. Όπως έχουν τονίσει οι Bob Young και Les Levidow, υπάρ χει μια τάση προς «έναν πιο άμεσο πολιτικό έλεγχο πάνω στην παρα
γωγή και αναπαραγωγή της καθημεριν1Ίς ζωής. Και αυτό πραγματο ποιείται με την εφαρμογή των μεθόδων της εργοστασιακ1Ίς πειθαρχίας
στον τρόπο με τον οποίο διοικεί το κράτος την κοινωνία ως σύνολο». 53 Καθώς η πειθαρχία διαπερνά την κοινότητα, η εποχή του μαζικού ερ
γάτη ταυτίζεται με την εποχή του ~οινωνικού εργοστασίου».
Αν όλα αυτά δείχνουν μια συνεχή επέκταση της καπίt"αλιστικής κυ
ριαρχίας -πρώτα στο εργοστάσιο και εν συνεχεία στην κοινωνία- αυτό δε θα έπρεπε να ερμηνευτεί ως ένα είδος λειτουργισμού. Η λογική της καπιταλιστικής κυριαρχίας είναι μια προκατειλημμένη επέκταση και πα ραμένει πάντα μια ανολοκλ1Ίρωτη επιχείρηση. Γιατί το κεφάλαιο σε μό νιμη βάση και με επιμον1Ί καθυποτάσσει όσους του αντιστέκονται. Ό πως το θέτει ο Edward Thompson, «στη Βρετανία χρειάστηκαν διακό σια χρόνια συγκρούσεων μέχρι να τεθούν οι εργαζόμενοι στην υπηρε σία των άμεσων οικονομικών κινήτρων, και η υποταγή αυτ1Ί δεν υπΊΊρ
ξε παρά μόνο περιορισμένψ>. 54 Η λογική του κεφαλαίου είναι να απο δυναμώσει τη θέση των εργαζομένων μεταβάλλοντάς τους σε μια απλή εργατική δύναμη, σε μεταβλητό κεφάλαιο. Αυτοί οι άνθρωποι όμως α ποδείχτηκαν επίμονοι και απρόβλεπτοι. Η αντίσταση είναι πανταχού παρούσα. Ο
Gaudemar γράφει για την
«αυτο-κινητοποίηση» των εργα
ζομένων, τη μάχη τους για ανεξαρτησία και αυτονομία. Στο πλαίσιο της πάνδημης κινητοποίησης οι Λουδδίτες έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Όπως
λέει ο
Gaudemar, η
μάχη τους δεν 1Ίταν
ούτε αντιδραστικr] συμπεριφορά ούτε πρωτόγονη και παιδικr] συμπεριφο
ρά ενός κινr]ματος της εργατικr]ς τάξης που δεν είχε ακόμα ωριμάσει και οργανωθεί, αλλά ένα ευρύτερο κοινωνικό κίνημα όπου το θέμα της αυτο
νομίας των εργαζομένων και τελικά η μοίρα του κεφαλαίου διακυβεύονταν.55
*«Αμερικανισμός και Φορντισμός» . (Σ.τ.Μ.)
94
Στην περίοδο της εξαγωγής του σχετικού πλεονάσματος της αξίας η αντίσταση προσέλαβε άλλη μορφ1Ί. Στις αρχές του εικοστού αιώνα πή ρε τη μορφή βιομηχανικού σαμποτάζ. Σύμφωνα με έναν αμφιταλαντευό μενο μαχητ1Ί, μέλος της οργάνωσης Industrίal Workers of the World$
(IWW): Από όλες τις λέξεις, με μια λιγότερο ή περισσότερο εσωτερική γεύση που έ χει σκόπιμα απο-φυσικοποιηθεί και διαστρεβλωθεί από το κεφάλαιο για να τρομοκρατ1Ίσει και να φέρει σε αμηχανία το κοινό, η «άμεση δράση» και το «σαμποτάζ» τοποθετοuνται εuκολα δίπλα στην αναρχία, το νιχιλισμό, τον ε
λεύθερο έρωτα, το νεο-μαλθουσιανισμό κτλ., στην ιεραρχία των καταραμέ
νων ψεμάτων. 56 Το σαμποτάζ αναπτύχθηκε ως μορφΊl αντίστασης από το συνδικαλι στικό κίνημα (στην Ευρώπη) και το IWW (στις Ηνωμένες Πολιτείες), ως μέρος του αγώνα τους ενάντια στην κατάχρηση της Επιστημονικής Διοίκησης και της φορντικής βιομηχανικής πειθαρχίας. Όπως το έθεσε ένας σχολιαστής, η «Επιστημονικ1Ί Διοίκηση» πρέπει να συναντιέται με το «Επιστημονικό Σαμποτάζ», αν ο «νόμος της προόδου» δεν είναι ένας νόμος του οποίου το αφεντικό καρπούται το μονοπώλιο.57 Το σαμποτάζ, όπως ο Λουδδισμός πριν από αυτό, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί σοβα ρά, σαν μια πολιτική απάντηση στις συνθήκες που επέβαλε ο φορντι σμός - η άρνηση σε ένα βιομηχανικό σύστημα εκμετάλλευσης. Δε θα πρέπει απλώς να θεωρηθεί ένας απερίσκεπτος, άσκοπος βανδαλισμός. Το σαμποτάζ, για την ακρίβεια, περιλαμβάνει έναν αριθμό διαφόρων τα κτικών: ca 'canny (μια ανεπαρκή δουλειά μιας μέρας για μια ανεπαρκ1Ί πληρωμή μιας μέρας), προφορικό σαμποτάζ (το να ενημερώνεις τον κα ταναλωτΊ1 για την κακή ποιότητα των προ"ίόντων, για να βλάψεις τα συμ φέροντα του κεφαλαίου ), άτυπο σαμποτάζ (το να δουλεύεις αργά και μη αποδοτικά, για να βλάψεις την ομαλ1Ί λειτουργία της επιχείρησης και για να aπογοητεύσεις τους εργοδότες). Οι περισσότερες από αυτές τις τακτικές δεν περιλάμβαναν καθόλου βία. Όπως το έθεσε ένας υποστη ρικτής της άμεσης δράσης, «το σαμποτάζ σημαίνει τη φραγή της μηχα νής της καπιταλιστικής βιομηχανίας με τη χρήση συγκεκριμένων μορ
φών δράσης, όχι απαραίτητα βίαιων και καταστρεπτικών». 58 Ενόψει των ατέρμονων απαιτήσεων για βιομηχανική αποδοτικότητα, το σαμπο
τάζ αντιπροσώπευε «την άρνηση για αποδοτικότητα» και ερμηνεύτηκε
* Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου. (Σ.τ.Μ.) 95
από τους υποστηρικτές του ως μια ηθική απάντηση: «Το σαμποτάζ της
εργατικ1Ίς τάξης είναι καθαρά κοινωνικό και στοχεύει στο καλό των πολλών εις βάρος των λίγων». 59 Η άμεση δράση και το σαμποτάζ κατέληξαν σε μια προσπάθεια να κερδίσουν χρόνο και χώρο από την αδυσώπητη μηχαν1Ί του κεφαλαίου,
και ως τέτοια θεωρήθηκαν άμεσοι απόγονοι του Λουδδισμού. 60 Ως μια μορφή αντι-κινητοποίησης, το σαμποτάζ ήταν μια στρατηγική κατάλ ληλη για τις συνθήκες της μερικής κινητοποίησης. Όπως σημειώνει ο
Gaudemar: Το σαμποτάζ είναι ίσως η μόνη δυνατ1Ί μορφή αγώνα ενάντια στις μορφές μερικής κινητοποίησης, ενώ την ίδια στιγμή σηματοδοτεί την κατάρρευση της έννοιας της εργασίας ως «σωτήριας αρχ1Ίς» και του εργοστασίου ως αιώ
νιας φιγούρας του παραγωγικού χώρου.6 1 Πρέπει να αναγνωριστεί ότι το συνδικαλιστικό σαμποτάζ παρέμεινε μια δράση που ποτέ δεν αναπτύχθηκε ως μέρος μιας ενιαίας πολιτικής στρατηγικής. Ένας σύγχρονος παρατηρητής το περιέγραψε ως ένα «συ
νονθύλευμα μισοεκφρασμένων, μετατοπισμένων και ποικίλων επιθυ
μιών [... ] ένα ανθρώπινο φαινόμενο» . 62 Στην ευρύτερή του έννοια (και όχι απλώς ως καταστροφή των μηχανών); το σαμποτάζ αντιπροσώπευε μια στρατηγική διαμέσου της οποίας τα άλλα κινήματα των εργαζομέ νων προσπαθούσαν να αρνηθούν την κυριαρχία του κεφαλαίου. Ήταν ένα παράδειγμα αυτού που ο Toni Negri αποκαλεί «αυτο-διατίμησψ> του προλεταριάτου, ο αγώνας να «αποδεσμευτεί από την ανταλλακτική
αξία και[ ... ] να ανακαταλάβει τον κόσμο των αξιών χρήσης».63
Ο ΛΟΥΔΔΙΣΜΟΣ ΣΉΜΕΡΑ
Ο
Immanuel Wallerstein
προσφέρει μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία της
προέλευσης του καπιταλιστικού συστήματος- ενδιαφέρουσα και χρήσι μη , γιατί ξεπερνά τα όρια του κυρίαρχου και προοδευτικού λόγου. «Δε θεωρώ το καπιταλιστικό σύστημα δείγμα ανθρώπινης προόδου», γρά
φει. «Το θεωρώ κυρίως αποτέλεσμα κάποιας βλάβης στα φράγματα της Ιστορίας ενάντια στο συγκεκριμένο μοντέλο ενός συστήματος εκμετάλ λευσης». Σε άλλα ιστορικά συστήματα, όπως τονίζει ο Wallerstein, ό ποτε υπήρχαν καπιταλιστικές διαστρωματώσεις που ήταν πολύ επιτυ χημένες ή πολύ θετικές, υπήρχαν κοινωνικές ομάδες που τους αντιστέ-
g6
--
~
---
-
-- - - -
--
- ----
-~
κονταν, «χρησιμοποιώντας την ουσιαστική τους δύναμη και τα συστή ματα αξιών τους για να υποστηρίξουν την ανάγκη να περιορίσουν εκεί να τα κοινωνικά στρώματα που ήταν προσανατολισμένα στο κέρδος». Οι καπιταλιστικές τάξεις λοιπόν «αναγκάζονταν να υπακούσουν σε α
ξίες και πρακτικές που τους υπαγορεύονταν». Στο δυτικό κόσμο, επιση μαίνει ο
Wallerstein, «για ένα συγκεκριμένο συνδυασμό αιτίων που ή
ταν πρόσκαιρα -ή συγκυριακά, ή συμπτωματικά- οι αντι-τοξίνες ήταν
λιγότερο διαθέσιμες ή λιγότερο αποτελεσματικές και ο ιός εξαπλώθηκε γρήγορα και στη συνέχεια δεν αποδείχτηκε ευάλωτος σε μεθεπόμενες
προσπάθειες αναστροφής των αποτελεσμάτων του». 64 Θα μπορούσαμε να δούμε τους Λουδδίτες των αρχών του δεκάτου ενάτου αιώνα ακρι βώς με τους όρους της προσπάθειας να στήσουν φράγματα απέναντι στην εκμετάλλευση και να υπερασπιστούν τις εναλλακτικές κοινωνικές αξίες. Ίσως η λέξη «Λουδδίτης» απέκτησε τη συγκεκριμένη συμβολική της δύναμη όπως και εκείνη που τον θέλει εκφραστή των ηττημένων α ξιών που στόχο είχαν να αναχαιτίσουν την πρόοδο. Και κάθε φορά που
υπήρχε μια μαχητική άρνηση εναλλακτικών και μετριοπαθών πολιτικών αρχών χρησιμοποιούνταν η ρητορική εναντίον του κινήματος των Λουδ διτών. Με τους όρους του Wallerstein, ήταν ο πόλεμος του ιού εναντίον των αντι-τοξινών. Η καταστολή του κιν1Ίματος των καλτσοποιών και των υφαντουργών αποτελεί μια κρίσιμη ιστορική στιγμή, μια στιγμή διορατικότητας στη δύ ναμη της αντικοινωνικής πειθαρχίας του κεφαλαίου. Ήταν η συμβολική στιγμή όπου η ηθική οικονομία υπερκεράστηκε από τα νέα τάγματα της
πολιτικής οικονομίας. Και από τις αρχές του. δεκάτου ενάτου αιώνα, βέ βαια, η εκστρατεία του κεφαλαίου ενάντια στην κοινωνία ήταν συνεχής, περιλαμβάνοντας νέες μορφές κοινωνικής κινητικότητας για να επε κτείνει και να εδραιώσει τη δύναμή του . Στη σύγχρονη εποχή αυτό που αναφέρεται ως «παγκοσμιοποίηση» σηματοδοτεί μια περαιτέρω εξέλιξη στον πόλεμο - την τελευταία φάση, όπως χαρακτηριστικά λέει ο Noam
Chomsky
δηκτικά και ειρωνικά, στην επιβολή των σωστών προτεραιο
τήτων πάνω σε έναν aπείθαρχο κόσμο. 65 Ο William Robinson έχει περι γράψει την παρούσα φάση της παγκόσμιας κινητικότητας ως έναν «πα γκόσμιο πόλεμο». «Είναι ένας πόλεμος», όπως σημειώνει, «μιας πλού σιας και ισχυρής μειονότητας ενάντια στη φτωχή και aπόκληρη μειονό τητα». Η ανθρωπότητα εισέρχεται σε μια περίοδο που δεν έχει να ζηλέ ψει τίποτε από την αποικιακή λεηλασία του κεφαλαίου των προηγούμε νων αιώνων. Τα φράγματα στην αμείλικτη εκμετάλλευση ξεπερνιούνται σε μια κλίμακα που δεν έχει ιστορικό προηγούμενο:
97 4-
Η Εποχή του Τεχνοπολιτισμού
Ο παγκόσμιος καπιταλισμός γκρεμίζει όλες τις δομές που δεν εντάσσονται στην αγορά και που στο παρελθόν έθεταν όρια στη συσσώρευση -και τη δι
κτατορία- του κεφαλαίου ... Καμιά από τις προ-εμπορεύματος σφαίρες δεν παρέχει ένα προστατευτικό κάλυμμα από την αλλοτρίωση του καπιταλι σμού. Σε κάθε όψη της κοινωνικής μας ύπαρξης συνεχώς αλληλοδρούμε με τους συνανθρώπους μας διαμέσου απάνθρωπων και ανταγωνιστικών εμπο
ρευματικών σχέσεων. 66 Αυτό που οι Λουδδίτες επιδίωξαν και απέτυχαν να αντιμετωπίσουν, στη συγκεχυμένη μεταμεσονύχτια αναμέτρησή τους, στις μέρες μας έχει διογκωθεί και έχει πάρει τερατώδεις και απειλητικές διαστάσεις. Στην πράξη, οι απειλές είναι πιο προκλητικές από ποτέ και προκαλούν αυτούς που θα επιδίωκαν να περιορίσουν την αυταρχική λογική τους. Σε αυτό το νέο πλαίσιο της παγκόσμιας περίφραξης, μας φαίνεται ό τι ο Λουδδισμός όχι μόνο δεν αποτελεί ένα είδος ιστορικού κατάλοιπου , αλλά είναι πιο σημαντικός από ποτέ. Οτιδήποτε κι αν σημαίνει, ο Λουδ δισμός είναι μια έννοια την οποία δεν μπορούμε να παραβλέψουμε. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης υποστήριξε ότι η καπιταλιστική κυριαρχία έ
χει συντηρηθεί «επειδ1Ί ακόμα ευνοείται από μοντέλα ταυτοποίησης που είχαν δημιουργηθεί σε προγενέστερες εποχές»: Γιατί θα έπρεπε ένας δικαστής να είναι αδέκαστος; Για ποιο λόγο ένας δά σκαλος θα πρέπει να κάθεται να ιδρώνει με τα παιδιά και να μην αφήνει να περνά η ώρα του μαθήματος, εκτός από την ημέρα που έρχεται ο επιθεω ρητής; Για ποιο λόγο πρέπει ο εργάτης να εξαντλείται ώσπου να βιδώσει και την εκατοστή πεντηκοστή βίδα, αν μπορεί να εξαπατήσει τον ποιοτικό έλεγχο; Δεν υπάρχΕL τίποτα στα καπιταλιστικά σημαινόμενα, 1Ίδη από τότε που εκδηλώθηκαν, αλλά κυρίως όπως έχουν εξελιχθεί σήμερα, που να μπο ρεί να δώσει μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα. 67
Ο καπιταλισμός χρησιμοποίησε και εκμεταλλεύτηκε τις μορφές της κοινωνικότητας και του πολιτισμού που κληρονόμησε από άλλα κοινω
νικά μορφώματα, και αυτό ήταν κρίσιμο στο να μετριαστεί η διάλυση των κοινωνικών κανόνων και αξιών. Αν και δεν κατόρθωσε να ανανεώ σει τα αποθέματα του κοινωνικού νοήματος, επέφερε μια μακροπρόθε
σμη διάβρωση της κοινωνικής τάξης που αποτελούσε τη βάση των κα πιταλιστικών οικονομιών. Μπορούμε να το αναλογιστούμε με όρους εξά ντλησης των κοινωνικών πόρων. Ο Καστοριάδης το περιγράφει ως «κρ ί ση της διαδικασίας ταύτισης» - «αφού δεν υπάρχει αυτοπαράσταση της
κοινωνίας ως εστίας νοήματος και αξίας». 68 Η βίαιη επίθεση του παg8
---
----
----~
γκόσμιου νεοφιλελευθερισμού κατa τη δεκαετtα του 1980 -συνυφασμέ νου με τις πολιτικές του Ρέιγκαν και της Θaτσερ- υπήρξε, βέβαια, μια ιδιαtτερα παραληρηματική στιγμή στο μακρύ πόλεμο κατa της ανθρώ πινης κοινωνtας. Εκείνη την εποχή φαινόταν σαν τLποτα να μην μπο ρούσε πια να αναστεLλει τη λογική του κεφαλαίου. Φαινόταν ότι οι νοη ματοδοη1σεις του κεφαλαtου διατηρούνταν αρκετa καλa. Αλλa, σε μια εποχή που δεν μπορούσαν να παρουσιαστούν παρa σαν χλομa φαντa σματα χαμένα στην Ιστορtα, οι Λουδδtτες ήταν απαραtτητοι περισσότε ρο από ποτέ. Δε θα ξεχνιόνταν- αφού ο όρος «Λουδδtτης» αναφέρεται σε ένα πλέγμα αξιών και διαθέσεων που δεν μπορούμε να ξεχaσουμε (γιατί αυτές μπορούν να κaνουν τον κόσμο κοινωνικa σημαντικό). Από τα μέσα της δεκαετίας του
1990 έγινε όλο
και πιο βαθιa η επt
γνωση του κενού που εtχε εγκατασταθεt στον πυρήνα του νεοφιλελευ θερισμού. Και υπήρξε μεγaλο ενδιαφέρον για το κοινωνικό και πολιτι κό έλλειμμα που χαρακτηρtζει τις σύγχρονες καπιταλιστικές οικονο μLες. Ο
Alain Touraine
αναφέρεται στο πρόβλημα «ενός τεχνολογικού
πολιτισμού στερημένου από τις νόρμες και τις αξίες που ήταν χαρακτη ριστικές των προηγούμενων κοινωνιών, οι οποLες καθοδηγούσαν και ή λεγχαν την ατομική συμπεριφορa». «Σήμερα», παρατηρεt, «δεν υπaρχει πλέον μια αρχή που να ενοποιεt την κοινωνική ζωή. Η κοινωνική ζω1Ί φαίνεται να μεταλλaσσεται συνεχώς από τις τεχνολογικές και οικονομι κές αλλαγές, που λειτουργούν αυτόνομα από τους κοινωνικούς θεσμούς
και από τους προσανατολισμούς στις αξίες». 69 Υπήρξε ανταπόκριση α πό διaφορες προοπτικές σε αυτό που θεωρήθηκε η απεξaρθρωση του κοινωνικού ιστού. Την tδια στιγμή εμφανίστηκε μια αντtδραση ενaντια
στην εξaντληση της φυσικής βaσης της κοινωνίας, με μια ολοένα και μεγαλύτερη συνειδητοποtηση της ανaγκης για αυτοπεριορισμό. Στη ση μερινή συγκυρία ένας ιδιαtτερος πολιτικός σχηματισμός διαμορφώνεται -σαν ένα εtδος πολιτικής κατανομής της εργασtας- ως απaντηση στη ζη μία που συντελέστηκε στον κοινωνικό και το φυσικό κόσμο. Ας αναλογιστούμε τις δύο βασικές πλευρές αυτού του νέου πολιτι κού σχηματισμού . Η πρώτη εντοπtζεται στο πλαtσιο της καθεστηκυtας πολιτικής τaξης. Στη Βρετανtα αυτό ήταν εμφανές στις στρατηγικές του
Νέου Εργατικού Κόμματος, το οποtο, όπως προαναφέραμε, επιδtωκε να επανεισαγaγει μια τεχνοκρατική και διαχειριστική διaσταση στην πολιτική , έτσι ώστε να αντιμετωπtσει τις υπερβολές του νεοφιλελευθερι σμού. Σύμφωνα με τον Kees νan der Pijl, αυτό αντιπροσωπεύει μια κοι νωνtα που καθορtζεται από τα στελέχη των επιχειρήσεων και των οργα νισμών, των οποίων ο ρόλος «τους προδιαθέτει να διατηρήσουν την κοι-
99
νωνία άθικτη, ως ένα λειτουργικό σύνολο, και όχι απλώς να υπερασπι στούν την ιδιωτική ιδιοκτησία με κάθε μέσο». Αυτοί είναι οι Σοσιαλδη μοκράτες, «που προσπαθούν να αναδομήσουν την κοινωνική συνοχή σε μια οικονομία της αγοράς που σταδιακά aποσαθρώνει τον κοινωνικό ι
στό και εξαντλεί τις κοινωνικές και φυσικές βάσεις πάνω στις οποίες
στηρίζεται η καπιταλιστική συσσώρευση». 70 Αυτό το πρόταγμα των συ ντονισμένων τεχνοκρατών πολιτικών ενσωματώνεται στην πολιτική του «Τρίτου Δρόμου». Έτσι, ο Τόνυ Μπλερ στο λόγο του στο συνέδριο του
Εργατικού Κόμματος, το 1998, αναγνώρισε την ύπαρξη ενός «κόσμου όπου το φάντασμα της παγκόσμιας οικονομικ1Ίς κρίσης ... τώρα υπερ πηδά την αλλαγή και θεωρεί ότι ο κόσμος πρέπει να κινηθεί ακόμα τα χύτερα». Ενόψει αυτής της αναταραχής, με την «παραδοσιακ1Ί κοινω νία διασπασμένη και διαλυμένη», ο Μπλερ υποστήριξε την ανάγκη α
ποκατάστασης των κοινωνικών δεσμών: «Εκσυγχρονίστε», «Μεταρρυ θμίστε». «Με αυτό τον τρόπο», είπε ο Μπλερ, «θα αντιμετωπίσουμε την πρόκληση μαζί. Και αν το πνεύμα του έθνους είναι πρόθυμο, μπορεί να
κάνει το έθνος ισχυρό. Ένα έθνος, μία κοινότητα». Και αυτό που ο Μπλερ προσπάθησε να ξεκαθαρίσει στη συνέχεια είναι ότι «μια ισχυρή οικογε νειακή ζω1Ί είναι η βασική μονάδα μιας ισχυρής κοινότητας». Από την οπτική των στελεχών, τότε, κάποια μορφή κοινοτισμού φαίνεται ότι εί ναι ο τρόπος με τον οποίο μια κοινωνία μπορεί να επιβιώσει στα ερεί πια της παγκόσμιας οικονομίας και της τεχνολογικής αναταραχής. Αλλά υπάρχει και μια άλλη σημαντική διάσταση στο σύγχρονο πο λιτικό σχηματισμό. Εδώ αναφερόμαστε στην ανάπτυξη νέων κοινωνι
κών κινημάτων που εμπλέκονται σε διαφορετικές μορφές άμεσης δρά σης. Αυτοί είναι οι οργανωτές των κινητοποιήσεων ενάντια στο Α30 σχέδιο διαπλάτυνσης της εθνικής οδού στο Ντέβον, ενάντια στο νέο αε ροδιάδρομο στο αεροδρόμιο του Μάντσεστερ, ενάντια στην επέκταση του ψυχαγωγικού Κεντρικού Πάρκου στο Σέργουντ Φόρεστ, ενάντια στη βάση Φασλέιν Τρίντεντ έξω από τη Γλασκόβη και τα λοιπά. Στο χω ριό του Βινγκρό, στη Νοτιοδυτική Γαλλία, οι κάτοικοι μάχονταν επί μια δεκαετία κατά της εξόρυξης που διενεργούσε η πολυεθνική ελβετική ε ταιρεία Omya, θέλοντας να αντισταθούν στην υποβάθμιση της κοινό
τητάς τους και της ζωής τους. 71 Σε πολλές περιπτώσεις η νέα τεχνολο γία του Διαδικτύου έχει καταστεί μέσο διάδοσης της διαφωνίας. Έτσι, οι πρόσφατες μυστικές διαπραγματεύσεις γύρω από την Πολυμερή Συμ
φωνία Επένδυσης (Multilateral Agreement ση Investment, ΜΑΙ) -μια ιδιαίτερα προβληματική συμφωνία για την προσέλκυση διεθνών επενδύ σεων εξασφαλίζοντας ότι οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν τόσο τις εθνι-
\00
~
------
--~-----
- ---
·-~-
κές όσο και τις ξένες εταιρείες με τον ίδιο τρόπο- συνάντησαν αντιδρά σεις από τους λεγόμενους «αντάρτες του δικτύου που χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο».72 Τα παραδείγματα είναι πάμπολλα πλέον. Και είναι πα ραδείγματα μιας νέας εγρήγορσης και αντίστασης στα σχέδια της πα γκοσμιοποίησης και των κυβερνήσεων. Όπως το θέτει ένας εκπρόσω πος των Φίλων της Γης, «υπάρχει μια νέα αίσθηση του επείγοντος [που]
προέρχεται από τις ανεξέλεγκτες εταιρείες και τους θεσμούς. Όταν οι άν θρωποι βλέπουν πώς οι επιχειρήσεις επηρεάζουν τις πολιτικές αποφά
σεις, εξοργίζονται>>.73 Όλα αυτά είναι παραδείγματα ενός νέου πνεύμα τος Λουδδισμού -το οποίο, αν λάβουμε υπόψη τα δημοσιεύματα στα μέ σα ενημέρωσης, έχει εξασφαλίσει τη γενική συμπάθεια, ακόμα και συ μπαράσταση. Είναι ένας Λουδδισμός που εμφανίζεται σε μια νέα φάση συσσώρευσης και ο οποίος στις μέρες μας έχει προχωρήσει πολύ μακρύ τερα από το εργοστάσιο και περιλαμβάνει όλες τις πτυχές της κοινω νίας, του περιβάλλοντος και της ίδιας της ζωής. Μέσω αυτής της νέας μορφής άμεσης δράσης, το σχέδιο αυτο-αξιολόγησης -το σχέδιο οικειο ποίησης του κόσμου των αξιών χρήσης- αποκτά μια νέα γενικευμένη
μορφή. Αυτό λοιπόν είναι το νέο πολιτικό φάντασμα: κάτι ανάμεσα στον προ σκείμενο στην αγορά διαχειριστικό «Τρίτο Δρόμο» του Νέου Εργατι κού Κόμματος και στην επέκταση των πρωτοβουλιών άμεσης δράσης με μια ευρύτερη περιβαλλοντική οπτική. Είναι ξεκάθαρο ότι, μετά τη σκληρή επίθεση του νεοφιλελευθερισμού, υπάρχει τουλάχιστον ένας χώ ρος ο οποίος μπορεί να διανοίξει έναν κοινωνικά και περιβαλλοντικά
ευαισθητοποιημένο διάλογο για την επιστήμη και την τεχνολογία στις καπιταλιστικές κοινωνίες. Ενώ μπορεί να υπάρχει μια σχετική άνεση στην τεχνοκρατική θεματολογία, οι προσδοκίες μας δε θα πρέπει να εί
ναι πολύ μεγάλες. Το κύριο θέμα αφορά στις δυνατότητες που μπορούν να υπάρξουν στα πλαίσια των νέων κινημάτων άμεσης δράσης, που τώ ρα έχουν ευρεία και ση μαντική βάση υποστήριξης. Σε ποιο βαθμό μπο ρούν να επιτύχουν την πολιτικοποίηση της συζήτησης για την τεχνολο
γία; Εδώ θα υποστηρίζαμε την ανάγκη για εσωτερική συζήτηση στα διάφορα στρατόπεδα αυτών που ασχολούνται τώρα με το ρόλο της επι στήμης και της τεχνολογίας. Αυτό που γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο εί
ναι ότι υπάρχουν περισσότεροι από ένας τρόποι για να είναι κανείς Λουδδίτης. Υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί τρόποι διαμόρφωσης μιας πολιτικής Λουδδισμού - και οι διαφορές είναι σημαντικές. Επαναφέρουμε αυτό το θέμα στο προσκήνιο υπό το φως της πρόσφα της εμφάνισης -στις Ηνωμένες Πολιτείες ειδικότερα- ενός κιν1Ίματος
10 1
που αποκαλείται νεο-λουδδιτικό. Οι νεο-Λουδδίτες είναι λίγοι σε αριθ
μό, αλλά έχουν μεγάλη απήχηση. Η οργάνωση της δεύτερης συνέλευσης των Λουδδιτών, τον Απρίλιο του 1996 στο Μπάρνσβιλ του Οχάιο -η πρώτη είχε πραγματοποιηθεί στο Νότιγχαμ το 1812- προκάλεσε ποικίλα σχόλια στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Βέβαια, δεν ήταν έκπληξη το γε γονός ότι πολλά σχόλια ήταν ειρωνικά μπροστά σε μια τέτοια συνάντη ση ανθρώπων που πρέσβευαν έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής και δια
φόρων μανιακών- τα γνωστά αστεία για γένια και σανδάλια. Δυστυχώς, ήταν εύκολο να συσχετιστεί αυτός ο νεο-Λουδδισμός στην ημερήσια διά ταξη με το βομβιστή «Unabomber», που τότε είχε συλληφθεί. Ο Theodore Kaczynski, του οποίου το μανιφέστο των 35.000 λέξεων «Η Βιομη χανική Κοινωνία και το Μέλλον της» είχε εκδοθεί από τους New York τimes και την Washington Post το Σεπτέμβριο του 1995, προκάλεσε έ ντονη αμφισβήτηση προς τη βιομηχανική κοινωνία και τις νέες τεχνο
λογίες. 74 Αλλά, πέρα από τα όρια της προβλεπόμενης κριτικής και της εχθρότητας που είχε δημιουργήσει, υπάρχουν ακόμα σημαντικά προ βλήματα με αυτό το σχέδιο του νεο-Λουδδισμού. Κι αυτό γιατί πρόκει ται για ένα βαθιά συντηρητικό και φονταμενταλιστικό Λουδδισμό. Εί
ναι ένας aπολιθωμένος Λουδδισμός. Κατά την άποψή μας, αυτό το κί νημα είναι διδακτικό για το τι δε θα έπρεπε να επιτραπεί στο Λουδδι σμό να γίνει.
Το Rebels Against the Future* του Κirkpatrick Sale προσφέρει την καλύτερη μελέτη τού τι είναι ο νεο-Λουδδισμός. Το εναρκτήριο σημείο εστίασης του βιβλίου είναι το περιβάλλον, και ειδικότερα το πρόβλημα της αειφόρου ανάπτυξης στις σύγχρονες κοινωνίες. Επικαλείται, για την ακρίβεια, τους πρώτους Λουδδίτες ως πρωτο-οικολόγους, aντιπάλους της «τεχνόφιλης προπαγάνδας»/ 5 που λέγεται ότι έχει κυριαρχήσει στη σύγχρονη εποχή. Ο Sale εκκινεί από τη βαθιά οικολογική υπόσχεση ό τι ένας περιβαλλοντικά ευαίσθητος τρόπος ζωής απαιτεί από τους αν θρώπους να θέσουν εαυτούς στις αρχές της φυσικής τάξης και να δε σμευτούν να ζουν σε οικολογικές αυτοσυντηρούμενες περιοχές. Το πρό βλημα, από αυτή την άποψη, είναι η εκβιομηχάνιση, που επιδιώκει διαρ κώς να διατάζει και να ελέγχει το φυσικό κόσμο. Το θέμα είναι ότι η [ύστερη βιομηχανική τεχνολογία] κυριαρχεί και εισχωρεί,
επιβάλλεται στη ζω1Ί μας με έναν πρωτόγνωρο τρόπο μεσολάβησης στην ε μπειρία. Όλο και λιγότερο η ανθριbπινη ζωή συνδέεται με τα άλλα είδη, με
*Επαναστάτες εvάvτια στο Μέλλοv. (Σ.τ.Μ.)
102
τα φυσικά συστήματα, με τα εποχιακά και επαρχιακά σχήματα. Αντίθετα, ό
λο και περισσότερο συνδέεται με την τεχνόσφαιρα, με τις τεχνητές και μη χανικές κατασκευές, με τα βιομηχανικά μοντέλα και τις διαδικασίες, ακόμα
και με ορμόνες φτιαγμένες από τον άνθρωπο, γονίδια, κύτταρα και άλλες
μορφές ζωής.76 Από τις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα, αυτό που συμβαίνει στις δυ τικές κοινωνίες είναι ένας ανελέητος πόλεμος της τεχνόσφαιρας ενα ντίον της βιόσφαιρας. Η επίθεση που ξεκίνησε με τους μηχανικούς aρ γαλειούς της πρώτης Βιομηχανικής Επανάστασης κορυφώνεται με τους
υπολογιστές στη δεύτερη. Για τον
Sale, το πρόβλημα είναι τόσο η
εκβιομηχάνιση όσο και η τε
χνόσφαιρα . Αυτή η διάγνωση για το τι είναι λάθος στη σύγχρονη κοι νωνία -π.χ. , η νεωτερικότητα από μόνη της- οδηγεί αναπόφευκτα σε έ να πολύ συντηρητικό πολιτικό σχέδιο, περιλαμβάνοντας την επιστροφή στη φύση και σε εκείνες που θεωρούνται πιο φυσικές κοινότητες (και ά ρα επιβεβαιώνει το στερεότυπο του Λουδδισμού ). Το θέμα είναι να υ περασπιστούμε την «οργανική κοινότητα» έναντι της «βιομηχανικής νεω τερικότητας».77 Ο
Sale
εκφράζει μια βαθιά επιθυμία επανασύνδεσης με
«παραδοσιακούς τρόπους ζωής και επιβίωσης». Επικαλείται έντονα την «κλειστή κοινοτική ζωή» των προ-βιομηχανικών κοινωνιών και εκθειά
ζει «όλα αυτά που υπονοεί η "κοινότητα" -αυτάρκεια, αλληλεγγύη, η θική στην αγορά, επιμονή στην παράδοση, κανονισμοί σύμφωνα με το
έθιμο, οργανική γνώση αντί της μηχανιστικής επιστήμης». 78 Η ιδανική κοινότητα κατά τον Sale είναι η κοινότητα που βασίζεται στη διαπρο σωπική επικοινωνία και επαφή όσον αφορά στις αξίες και στον πολιτι σμό, που είναι κοινά σε όλα τα μέλη της. Ως πρότυπα χρησιμοποιεί τις κοινότητες του
Old Order Arnish και τις παραδοσιακές
ινδιάνικες κοι
νότητες. Αμφότερες «βασίζονται στην ηθική και καθοδηγούνται από
πνευματικές αξίες που δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο να ζει κανείς σε αρ
μονία με τη γη και να διατηρεί μικρής κλίμακας κοινότητες». 79 Αυτό που αντιπροσωπεύουν οι νεο-Λουδδίτες είναι μία ακόμα εκδήλωση (με μια ιδιαίτερα αμερικανική μορφή) της σύγχρονης επαναξιολόγησης της οικογένειας και της κοινότητας (στις βασικές τους πεποιθήσεις και προσ
δοκίες μοιάζουν εκπληκτικά με τη νέα γενιά των εικονικών κοινοτιστών, όπως ο Howard Reinhold). 80 Υπάρχει μια βαθιά αίσθηση νοσταλγίας σε αυτόν το νεο-αγροτισμό, που επικαλείται ένα ξεπερασμένο όραμα, αυτό της aρχέγονης κοινότητας. Έτσι, υποστηρίζουμε ότι η θέση των νεο-Λουδ διτών είναι απλο"ίκ1Ί όσον αφορά στα δεινά της σύγχρονης κοινωνίας. Ε-
πίσης, το εναλλακτικό κοινωνικό όραμά τους παραμένει φτωχό και ου σιαστικά αδιάφορο (εμείς οι ίδιοι δε θα είχαμε ποτέ ασχοληθεί με το Λουδ δισμό αν δεν είχαμε σκεφτεί ότι το πρόταγμά του ήταν τόσο σημαντικό). Το λάθος στην παραπάνω ανάλυση είναι το συμπέρασμά της ότι το πρόβλημα έγκειται στην τεχνολογία και στην εκβιομηχάνιση. Αυτό στο
οποίο aντιστάθηκαν οι Λουδδίτες δεν ήταν οι τεχνολογικές και οι βιο μηχανικές καινοτομίες, αλλά η τεχνολογική και βιομηχανική διάρθρωση των καπιταλιστικών σχέσεων. Το πρόβλημα, όπως υποστηρίξαμε, συν δέε ται με την καπιταλιστική-τεχνολογική σημασία της κυριαρχίας. Μό λις αναγνωριστεί αυτό, θα έχουμε πολύ περισσότερες επιλογές από την επιστροφή στις aρχέγονες τοπικές κοινότητες. Το θέμα δεν είναι να επι στρέψουμε στις αυστηρές, συντηρητικές συνθήκες των κοινοτήτων μικρής κλίμακας, αλλά, όπως λέει ο
Toni Negri, να
επανοικειοποιηθούμε τον
κόσμο των αξιών χρήσης, για να μπορούμε να αντλούμε ευχαρίστηση , να εφευρίσκουμε και να είμαστε ελεύθεροι στο σύγχρονο κόσμο. Γι' αυτόν το σκοπό υπάρχουν πολλές δυνατότητες. Κάποιος μπορεί να επιλέξει την
αναζωογόνηση των μορφών συγκρότησης της ταυτότητας και της κοι νωνίας των πολιτών που είχε σφετεριστεί το κεφάλαιο σε προηγούμενες εποχές. Δεν αναφερόμαστε εδώ σε αγροτικές αξίες, αλλά στον πολιτισμό του άστεως, που δημιουργήθηκε μέσα στη μακραίωνη ιστορία των πόλε ων. Μπορούμε επίσης να επωφεληθούμε από την ανάπτυξη που έχει ε
πιτευχθεί ως συνέπεια της καπιταλιστικής κινητικότητας της κοινωνίας. Οι πολύπλοκοι και πολυπολιτισμικοί πληθυσμοί των παγκόσμιων πόλε ων αποτελούν τώρα μια τεράστια πολιτισμική και πολιτική πηγή. Το θέ
μα είναι ότι μπορούμε να αντισταθούμε στη λογική της καπιταλιστικt1ς κυριαρχίας για πολλούς και διάφορους λόγους. Υποστηρίζουμε ότι η aυ τοαξιολόγηση θα έπρεπε να γίνει στο όνομα των κοσμοπολίτικων αξιών. Η aντίστασή μας στη νέα παγκόσμια λογική της τεχνο-κινητοποίησης
καλό θα ήταν να συνδυάστεί με δράσεις που να αποσκοπούν στην ανά πτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, οι οποίες προέρχονται από ένα α μάλγαμα ποικίλων πολιτισμικών «συναντήσεων» και εμπειριών.
"'•
-
-
-
·~------
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΠΟ
Η ΠΑΡΑΠΛΆΝΗΣΗ τΗΣ ΠΡΟΟΔΟΥ
Αποτελεί συνήθη έπαρση των ανθρώπων όλων των εποχών να θεωρούν ότι η εποχή τους είναι η πιο αξιόλογη στην Ιστορία. Πράγματι, φαίνεται ότι σχεδόν κάθε δεκαετία του εικοστού αιώνα μπορεί να διεκδικήσει αυ τό τον τίτλο για τη μοναδική της συμβολή στην Ιστορία. Αν αναλογι στούμε για λίγο εδώ την τάση μας να χαρακτηρίζουμε τις δεκαετίες -η «καταπιεσμένη» δεκαετία του
η «ατομιστική» δεκαετία του
1930, η «ριζοσπαστική» δεκαετία του 1960, 1980- αμέσως θα αντιληφθούμε το νόημα
των παραπάνω. Κι όταν προσθέσουμε στην τάση αυτή το γεγονός ότι έ χουμε εισέλθει στην τρίτη χιλιετία και αναρωτηθούμε από πού ερχόμα στε και πού πάμε, τότε είναι αρκετά εύκολο να καταλάβουμε γιατί έχου με τόσες ερμηνείες όσον αφορά στο ότι ζούμε σε μια περίοδο βαθιάς και ενθουσιώδους (αν όχι συγκεχυμένης) αλλαγής. Ένας Θεός ξέρει πόση αγωνία υπήρχε προς το τέλος του δεκάτου ενάτου αιώνα, γι' αυτό και δεν πρέπει να εκπλησσόμαστε που η αρχή του νέου αιώνα έχει προκαλέ σει αγωνία, σκεπτικισμό και φόβο για το «καινούργιο». Αυτές οι τάσεις έχουν κάνει τόσο έντονα την εμφάνισή τους, ώστε υπάρχει μια γενική παραδοχή ότι ούτως ή άλλως ζούμε σε μια «μετα ... » εποχή. Σε όλες τις πρόσφατες θεωρίες σχετικά με το τι αποτελεί αυτή η νέα εποχή Και τι προηγείται της έλευσής της έχει δοθεί κεντρική θέση στην πληροφορική. Στο τέλος της δεκαετίας του
1970 και κυρίως στις αρχές
της δεκαετίας του 1980 στο επίκεντρο βρισκόταν η τεχνολογία της πλη ροφορικής και το πώς οι εξελίξεις στους υπολογιστές θα επέφεραν την «επανάσταση της μικροηλεκτρονικής», η οποία προμήνυε την άφιξη ε
νός ηλεκτρονικού πολιτισμού. Περίπου μια δεκαετία αργότερα βρισκό μαστε ακόμα σε μια φάση ανησυχίας όσον αφορά στη μεταμορφωτική δυνατότητα της πληροφορικής και των τεχνολογιών της επικοινωνίας, οι οποίες, ιδίως διαμέσου της «λεωφόρου των πληροφοριών», προαναγ γέλλουν τον ερχομό της «εποχής της πληροφορίας». Ακόμα πιο πρόσφα-
105
τα η έμφαση στην τεχνολογία έχει υποβιβαστεί, μολονότι πολλοί σχο λιαστές εξακολουθούν να επιμένουν ότι βρισκόμαστε στην απαρχή μιας νέας εποχής, η οποία αυτή τη φορά προσδιορίζεται από μια Επανάστα ση των Πληροφοριών που αποδίδει στην πληροφορία/γνώση κυρίαρχο ρόλο στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Στο παρόν κεφάλαιο επιζητούμε να εξε
τάσουμε και να σχολιάσουμε τις πλευρές αυτής της προσέγγισης η οποία εκλαμβάνει την πληροφορία (και τις τεχνολογίες της πληροφορικής) ως αποφασιστικό φορέα για την κοινωνική μεταβολή. Επιχειρούμε να διε ρευνήσουμε τους πιο σημαντικούς τύπους και να επισημάνουμε τις δυ σκολίες που παρουσιάζει αυτή η θεώρηση. Θα ξεκινήσουμε την ανάλυ σή μας με κάποιες παρατηρήσεις σχετικά με την παρουσίαση των τε
χνολογιών της πληροφορικής και της επικοινωνίας και μετά θα εξετά σουμε την έμφαση που έχει δοθεί πρόσφατα στην πληροφορία ως μοχλό αλλαγής της κοινωνίας.
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΠΙΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Στα τέλη του 1978 ο τότε Βρετανός πρωθυπουργός 'Γζέιμς Κάλαχαν πα ρότρυνε τη χώρα να συμβαδίσει με την «επανάσταση της μικροηλεκτρο νικής» που είχε ήδη αρχίσει. Αυτό ήταν μόνο ένα περιστατικό -αν και
πολύ σημαντικό- σε μια σειρά συναγερμών οι οποίοι αντηχούσαν καλώ ντας τους Βρετανούς να προετοιμαστούν για μια τεχνολογική εισβολή που θα άλλαζε, όπως επανειλημμένως τους διαβεβαίωναν, δραστικά τη ζωή τους. 'Ενα τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ της σειράς «Horizons» ( «Ορίζο ντες») με τον τίτλο «Now the chips are down», που μεταδιδόταν το 1978, αποτέλεσε το πρότυπο για αναρίθμητα άλλα προγράμματα, άρθρα σε ε
φημερίδες και βιβλία τσέπης, τα οποία, αν και αγωνίζονταν για μια δια
φοροποίηση στους τίτλους τους, έλεγαν περίπου τα ίδια πράγματα. The Mighty Micro, The Wired Socίety, The Micro Millennium, The Sί&on Civίlizatίon, The Micro Revolutίon και The Third Wave* είναι οι πιο α
ντιπροσωπευτικοί τίτλοι εκείνης της περιόδου. Οι υποστηρικτές τους ή ταν πεπεισμένοι ότι αυτή η επανάσταση θα αλλάξει τη ζωή τους και εί χαν αναλάβει την αποστολή να αφυπνίσουν ένα ανύποπτο και εφησυ-
* Τα παραπάνω θα μπορούσαν να αποδοθούν ως: «Η Δύναμη της Μικροηλεκτρο νικής», «Η Ενσύρματη Κοινωνία» , «Η Χιλιετία της Μικροηλεκτρονικ1iς>>, <<0 Πολιτι σμός του Υπολογιστή», «Η Επανάσταση της Μικροηλεκτρονικής>> και <<Το Τρίτο Κύμα». (Σ.τ.Ε.) ιο6
χασμένο κοινό. Έτσι, τα πάντα θα εκσυγχρονίζονταν από την έλευση της πληροφορικής: η εργασία, το σχολείο, η πολιτική, η αστυνόμευση , η ψυχαγωγία - ό,τι και να σκεφτείς, η τεχνολογία θα το άλλαζε. Σε αυτό το κοινωνικό περιβάλλον, ο φουτουρισμός, μια θεωρία που είχε περιπέσει σε δυσμένεια από τα τέλη του
1960, γνώρισε μια αξιοση
μείωτη ανάκαμψη, η οποία έγινε έκδηλη σε μια σειρά από εκδόσεις. Οι φουτουριστές, με σεβασμό αλλά ταυτόχρονα προκλητικά, πειστικά, α πειλητικά, ρεαλιστικά, αν και ιδεαλιστικά, επισήμαναν τις άμεσες και μα
κροπρόθεσμες συνέπειες της τεχνολογικής επανάστασης, από την ο ποία κανένας δε θα μπορούσε να γλυτώσει. Ο Wilson Dizard, για πα ράδειγμα, επέμενε χαρακτηριστικά: Το όραμα ενός ενσύρματου μέλλοντος με ηλεκτρονικούς υπολογιστές στο σαλόνι, παγκόσμιες τηλεδιασκέψεις, εργοστάσια ρομποτικής, που θα διοι κούνται μέσω τεχνικών εξ αποστάσεως, και μιας νέας ποιότητας ζωής, η ο ποία θα βασίζεται στην πρόσβαση σε τεράστιες πηγές πληροφόρησης, είναι τόσο πιθανό να γίνει πραγματικότητα, ώστε δεν είναι δυνατόν πια να απορ
ριφθεί σαν κάτι που αποτελεί επιστημονική φαντασία. 1 Έτσι, είχαμε φανταστεί την έλευση μιας aταξικής κοινωνίας που δε θα χρησιμοποιεί μετρητά για τις συναλλαγές της, το τέλος της αλληλο
γραφίας διαμέσου των παραδοσιακών ταχυδρομείων, την έλευση της τηλε-εργασίας και την πραγματοποίηση αγορών από την πολυθρόνα του καθιστικού μας. Το περιοδικό Futurist, σίγουρα το πιο ευφάνταστο από όλους τους «προφήτες της εποχής», δημοσίευε κάθε μήνα άρθρα που έ καναν λόγο για την είσοδό μας σε μια εποχή όπου οτιδήποτε ήταν επι στημονική φαντασία την προηγούμενη δεκαετία θα είναι τώρα τεχνο
λογική πραγματικότητα. Το εν λόγω έντυπο υποστήριζε ότι ένα πλού σιο σε πληροφόρηση μέλλον δεν προανήγγελλε τίποτα λιγότερο από μια «νέα Αναγέννηση» για τη Δύση, ότι η τεχνολογία της πληροφορικής θα
γλύτωνε την Αμερική από την αποτελμάτωση, καθώς τα «νέα θαυμα τουργά μυαλά» θα εισχωρούσαν παντού, από τα παιχνίδια έως τον οικια κό εξοπλισμό και τα μηχανήματα που παίζουν σκάκι και τάβλι, θα πα ρέχουν αυτόματες μηχανές που θα κουρεύουν το γκαζόν και μετά θα μαζεύουν τα φύλλα, χωρίς να χρειάζονται ανθρώπινα χέρια, θα «επιτρέ πουν» στο κεφάλαιο να είναι γενναιόδωρο με τους εργαζόμενους χωρίς σημαντικό κόστος, θα συγκρατούν τον πληθωρισμό, προσφέροντας ικα
νοποίηση στον κόσμο, με περισσότερο ελεύθερο χρόνο, διάθεση και χρή μα, ώστε «Ο τροχός της Ιστορίας, έχοντας περάσει από το δεσποτισμό
107
και την ολιγαρχία, να μπορέσει εξαιτίας αυτού του θαυματουργού μικρο
τσίπ να κολλήσει για πάντα στη δημοκρατία»? Βεβαίως, υπήρχαν και πιο συγκρατημένες προβλέψεις. Τα σχόλια ή ταν λιγότερο ευφάνταστα, όσο μικρότερος ήταν ο χρονικός ορίζοντας της πρόβλεψης. Τα άμεσα οράματα που σκιαγραφήθηκαν κυρίως από πο λιτικούς και επιχειρηματίες αφορούσαν στις πιθανές επιδράσεις στο ισο ζύγιο πληρωμών, στην ευρωπα·ίκή στρατηγική σχέσεων με την Ιαπωνία
και τις ΗΠΑ ή στις οργανωτικές πλευρές των δημόσιων υπηρεσιών στο μέλλον. Τα σενάρια περιέγραφαν τις επιπτώσεις στις παραδοσιακές λει τουργίες, εξέταζαν την ανάγκη για επενδύσεις στη νέα τεχνολογία και τόνιζαν την υποχρέωση της παιδείας να εξοικειώσει τους μαθητές με την τεχνολογία της πληροφορικής. Η συζήτηση ήταν αντιστοίχως δυ σοίωνη, ρεαλιστική και συγκρατημένη. Ωστόσο τα νηφάλια και τα απερίσκεπτα στοιχεία του φουτουρισμού συνήθως εμπλέκονταν στο ότι οι αναλυτές προσδοκούσαν ένα εκθαμ βωτικό μέλλον, το οποίο θα πραγματοποιούνταν μόνο μετά τα δύσκολα χρόνια της προσαρμογής. Για παράδειγμα, το
1978
ο Τζέιμς Κάλαχαν
θεωρούσε ότι «~ιπορεί να είμαστε στο κατώφλι της πιο ραγδαίας βιομηχανικής αλλαγής στην Ιστορία, η οποία πιθανόν να προσφέρει στο λαό μας μια σειρά από αγαθά και υπηρεσίες που παλαιότερα δεν μπορούσε να αντέξει οικονομικά, αλλά πρέπει να προετοιμαστούμε γι' αυτή την αλλαγή , γιατί δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο, αν θέλουμε να aποκομίσου
με τα μέγιστα δυνατά οφέλη από τη νέα τεχνολογία». 3 Αυτή η ταλάντευ ση μεταξύ των ουτοπικών μακροπρόθεσμων προοπτικών και των ανυ πέρβλητων προβλημάτων στο άμεσο μέλλον συνδεόταν άμ~σα με την έ
λευση της τεχνολογίας της πληροφορικής. Βεβαίως, αποτελούσε στοι χείο της παραδοσιακής τακτικής «καρότο και μαστίγιο». Στη δεκαετία του 1980 πολλές μορφές της τεχνολογίας της πληροφο ρικής τέθηκαν σε εφαρμογή. Ευρέως διαδεδομένοι ήταν, π.χ., οι ηλε κτρονικοί επεξεργαστές κειμένου, και τα δίκτυα υπολογιστών εγκατα στάθηκαν στα γραφεία. Υιοθετήθηκαν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ιδιαί τερα στα πιο ευκατάστατα νοικοκυριά, όπου χρησιμοποιούνταν για
βοήθεια στα μαθήματα του σχολείου, αν και πιο συχνά παρείχαν τηλεο πτικού τύπου ψυχαγωγία. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, πολλά διευ θυντικά στελέχη θεωρούσαν τα ηλεκτρονικά τους ημερολόγια αναντι κατάστατα και οι φορητοί υπολογιστές ήταν κάτι συνηθισμένο πια. Τα
βιντεοπαιχνίδια γίνονταν όλο και πιο πολύπλοκα και τα συναντούσες σε κάθε σπίτι σχεδόν, ενώ η καλωδιακή τηλεόραση άφησε το aποτύπω μά της στην κοινωνική μας ζω1Ί, και ιδιαίτερα με τα κανάλια που μετέι ο8
·
διδαν αθλητικά και ταινίες. Επιπλέον, η τεχνολογία της πληροφορικής, διακριτικά, κατέστη αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινής μας ζωής, είτε με τη μορφή συσκευών αναγνώρισης στο αυτοκίνητο, «έξυπνων» φω τοτυπικών μηχανημάτων, ευρείας χρήσης υπολογιστών στο τραπεζικό σύστημα και στις επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου είτε ακόμα και με την αυτοματοποίηση της aποδελτίωσης στις βιβλιοθήκες. Εν ολίγοις, η πληροφορική βρήκε εφαρμογή με πολλούς και διάφο ρους, σαφείς και εύχρηστους τρόπους. Με βάση τα παραπάνω, δεν εξέ πληξε το γεγονός ότι τα συναρπαστικά σενάρια των αρχών της δεκαε
τίας του
1980 έφθιναν όσο η
δεκαετία προχωρούσε. Υπήρχαν άλλα, πιο
άμεσα και συγκλονιστικά θέματα που απασχολούσαν τους δημοσιογρά φους και τους άλλους διαμορφωτές της κοινής γνώμης, όπως η μαζική ανεργία και η οικονομική ύφεση, η κατάρρευση της βιομηχανικής πα ραγωγής, η ευρωπα·ίκή ολοκλήρωση, μια προαναγγελθείσα αποδυνά μωση στην ασφάλεια της εργασιακής μονιμότητας, οι αναταραχές στο
εσωτερ ικό των πόλεων, ο πόλεμος με την Αργεντινή, η παρατεταμένη απεργία των aνθρακωρύχων το 1984-1985 και το πυρηνικό ατύχημα του Τσέρνομπιλ. Εν πάση περιπτώσει, η πληροφορική φαινόταν να είναι πολύ πεζή και οικεία στις πρακτικές της επιπτώσεις -μια αναβάθμιση
στις γραφομηχανές, μια επέκταση της τηλεόρασης, ένας πιο εξυπηρετι κός τρόπος για να μπορείς να πάρεις χρήματα από την τράπεζα, ανα λυτικός λογαριασμός τηλεφώνου- σε σχέση με το θόρυβο γύρω από την παντοδυναμία της, που δεν μπορούσε παρά να φαίνεται τελικά υπερ βολικός. Υπό το πρίσμα αυτό, μάλλον ήταν παράξενο το γεγονός ότι παρατη ρήθηκε μια επιστροφή στον τεχνολογικό φουτουρισμό από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, με επtκεντρο τις συνέπειες του συνδυασμού της πλη ροφορικής με τις τεχνολογίες πληροφόρησης και επικοινωνtας. Ο αντι πρόεδρος της Αμερικής Αλ Γκορ έδωσε το βασικό τόνο το 1994, όταν έ δειξε ενθουσιασμό για τη δημιουργl,α μιας παγκόσμιας πληροφοριακής υποδομής, η οποια θα οδηγούσε στη «λεωφόρο των πληροφοριών» , ικα νή να δρομολογήσει μια ακμαία και σταθερή οικονομική πρόοδο, ισχυ ρές δημοκρατίες, καλύτερες λύσεις στα παγκόσμια και τοπικά περιβαλ λοντικά προβλήματα, να βελτιώσει το σύστημα υγείας και, σε τελική α νάλυση, να εδραιώσει μια μεγαλύτερη αίσθηση κοινής διαχεLρισης του μικρού μας πλανήτη.4 Τα βασικά ενδιαφέροντα των σύγχρονων υποστηρικτών της τεχνο λογίας είναι θέματα όπως η εικονική ή δυνητική πραγματικότητα, η έ λευση της «κοινωνίας της πληροφορίας» και το πώς θα είναι η ζωή στον
ιοg
κυβερνοχώρο, και το πιο πολυσυζητημένο θέμα τείνει να είναι το Δια δίκτυο και η δυνατότητά του να βελτιώνει τις πληροφοριακές ανταλλα γές, να προάγει τις ηλεκτρονικές κοινότητες και να τερματίζει την εκ παίδευση όπως αυτή νοείται σήμερα. Ενώ αρκετό από το λεξιλόγιο έχει αλλάξει ήδη από τη δεκαετία του
1980, η εμπιστοσύνη
στην τεχνολογία
παραμένει αξιοσημείωτη. Οι σύγχρονοι αναλυτές δε νιώθουν πια δέος για την ισχύ των υπολογιστών, τη ρομποτική και την αυτοματοποιημέ νη βιομηχανία. Σήμερα οι υποστηρικτές της τεχνολογίας θεωρούν ότι η διάδραση, τα πολυμέσα και η παγκόσμια διασύνδεση είναι «τα μεγαθή
ρια στην ιστορία της τεχνολογίας». 5 Ωστόσο το πλαίσιο παραμένει το ίδιο: Η τεχνολογία είναι ο από μη
χανής Θεός που μεταμορφώνει οτιδήποτε κάνουμε, και, εφόσον την εν στερνιζόμαστε και δε λειτουργούμε ανασταλτικά στο έργο της, σχεδόν όλα γύρω μας θα βελτιωθούν. Στις αρχές της δεκαετίας του
1980, ήταν
πολύ συχνές οι δηλώσεις ότι η πληροφορική θα μας έφερνε στα πρόθυ
ρα μιας «δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης». 6 Το καλοκαίρι του ο Ευρωπαίος επίτροπος
Martin Bangemann
1994,
υποστήριξε την ίδια άπο
ψη, επιμένοντας ότι «η πληροφορική και οι τεχνολογίες της επικοινω
νίας δημιουργούν μια νέα Βιομηχανική Επανάσταση, εξίσου σημαντική
και φιλόδοξη με εκείνες του παρελθόντος»? Ο ίδιος ο
Bill Gates
πρό
σθεσε τη βαρύνουσας σημασίας γνώμη του σε εκείνη του Ευρωπαίου ε πιτρόπου, παρατηρώντας ότι «ζούμε σε μια εποχή κοσμο"ίστορικών αλ
λαγών, ο κόσμος αλλάζει συθέμελα, επηρεάζοντάς μας εξίσου σοβαρά όπως η ανακάλυψη της επιστημονικής μεθόδου, η εφεύρεση της τυπο
γραφίας και η έλευση της Βιομηχανικής Εποχής». 8 Την εποχή αυτή ο τεχνολογικός ουτοπισμός έχει τρεις σαφείς δια στάσεις. Η πρώτη συμπίπτει με μια συγκεκριμένη τάση της μετανεωτε
ρικής θεώρησης, που εξετάζει τις ταυτότητες σε σχέση με τις επιλογές και τις δυνατότητες. Τώρα υποστηρίζεται ότι οι νέες τεχνολογίες καθι στούν δυνατή την ύπαρξη ενός κόσμου «μετανεωτερικής δυνητικότη
τας»,9 στον οποίο διανοίγονται νέες και πιο πολύπλοκες δυνατότητες στη συγκρότηση των ταυτοτήτων. Αυτή συσχετίζεται με τη δεύτερη διά σταση, η οποία τροφοδοτείται από μια έκδηλη συγχώνευση της βιολο γίας και των μηχανημάτων που οδηγεί στην άνοδο των ανθρώπων-μη χανών (cyborg) (κυβερνο-οργανισμών) και μας επιτρέπει να επιλέξουμε οποιαδήποτε σωματική ή μετα-σωματική μορφή θέλουμε, τώρα που οι βεβαιότητες (της φύσης και της σεξουαλικότητας) τίθενται υπό αμφι
σβήτηση. Και οι δύο διαστάσεις είναι αλληλένδετες με μια ελκυστική εκδοχή της «νέας βιολογίας», η οποία εμπερικλείει τις θεωρίες του χά-
110
ους και της πολυπλοκότητας, τη μετα-δαρβίνεια θεωρία ότι οι οργανι σμοί μπορεί να είναι ταυτόχρονα εκπληκτικά περίπλοκοι, ώστε να είναι
εκτός ελέγχου, 10 αλλά και να αυτοπροσαρμόζονται αμέσως και παρα δόξως εξαιτίας της ιδιότητας της πολυπλοκότητας που διαθέτουν.ll Η αντίληψη της «αυθόρμητης ταξινόμησης» στη βιολογική επικράτεια έχει
μεταφερθεί προσφάτως και στο πεδίο της πληροφορικής, όπως και το μήνυμα ότι η ζωή στην «εποχή της πληροφορίας» είναι εξαιρετικά πε ρίπλοκη, επειδή αποτελείται από αναρίθμητες και ξεχωριστές ατομικές ενέργειες που όμως ως εκ θαύματος συνδέονται μεταξύ τους. Αυτός ο «έ λεγχος χωρίς εξουσία» βασίζεται κυρίως στην παρουσία και τη ραγδαία
ανάπτυξη του Διαδικτύου, μιας και είναι το Δίκτυο που κατευθύνει την
ακατάστατη δύναμη της πολυπλοκότητας,12 μετασχηματίζοντας το χάος της συμμετοχής στο γιγαντιαίο Διαδίκτυο σε μια λειτουργική δίνη - ή, για να υιοθετήσουμε το παραστατικό πρότυπο του Kevin Kelly, δημιουρ γώντας μια αυτο-προσαρμοζόμενη κυψέλη από τις ξεχωριστές δράσεις
εκατομμυρίων μελισσών. 13 Αυτό το όραμα παρουσιάζεται, ιδιαίτερα στα τέλη της δεκαετίας του
1990,
με άφθονες περιβαλλοντολογικές ανησυχίες. Πράγματι το θέμα
σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την οικολογική θεώρηση και την ικανό τητα της Γης να μεταβάλλεται, παρά τις συνεχείς απειλές που δέχεται. Παρουσιάζεται επίσης εύκολα σαν μια απόδειξη της επιθυμίας του κα πιταλισμού, όταν, για παράδειγμα, το σύστημα της αγοράς περιγράφεται σαν ένα «αυθόρμητα αυτο-οργανωμένο φαινόμενο», μια ευέλικτη οικο νομική τάξη που ξεπροβάλλει αυθόρμητα από το χάος των ελεύθερων αγορών, 14 και όταν οι προτιμήσεις του φοβισμένου συντάκτη του Wired
Kevin Kelly
αναφέρονται σε αυτό «το μυστήριο του Αόρατου Χεριού
-
της άσκησης ελέγχου χωρίς εξουσία». 15
ΚΡΙτΙΚΉ
Έτσι διαμορφώθηκαν -και με τον ίδιο τρόπο συνεχίζουν- πάμπολλες α ναλύσεις για τη νέα τεχνολογία. Φαίνεται πως έχουμε κατακλυστεί από προβλέψεις και εισηγήσεις οι οποίες αναγνωρίζουν ότι η τεχνολογία θα
ασκεί τεράστια κοινωνική επίδραση, ότι η υιοθέτησή της είναι αναπό φευκτη και ότι μακροπρόθεσμα θα αποτελεί μια θετική κατάσταση για όλους μας. Για να το επιβεβαιώσουμε, οι υποστηρικτές της τεχνολογίας
υπήρξαν στόχος πολλών κριτικών, 16 παρόλο που οι καθαρά αντίθετες φωνές έλαβαν ένα πολύ μικρό μερίδιο δημοσιότητας από τα μέσα μαζι-
111
κής ενημέρωσης, την εκπαίδευση και την πολιτική αντιπαράθεση. Επει δή ακριβώς έχουν σύγχρονο λόγο, πιστεύουμε ότι οι πρωταρχικές αντι
δράσεις απέναντι στη νέα τεχνολογία αξίζουν μια πιο προσεκτική εξέ ταση. Παρακάτω εξετάζουμε τα κυριότερα στοιχεία τους. Η τεχνολογία είναι καλοπροαίρετη Η τεχνολογία εμφανίζεται στο σύνολό της ως καλοπροαίρετη. Συνήθως οι περισσότερες από τις αλλαγές είναι αλλαγές προς το καλ\Jτερο: καλύτε ρη παιδεία, καλύτερα μέσα ενημέρωσης, καλύτερες μορφές ανθρώπινης ε
πικοινωνίας, βελτιωμένη ψυχαγωγία, καλύτερη ιατρική περίθαλψη, λιγότε ρη μόλυνση, λιγότερη ανθρώπινη δουλεία, λιγότερη χρήση του πετρελαίου, περισσότερο αποδοτική βιομηχανία, και μια καλύτερα πληροφορημένη κοι
νωνία με πολλές πηγές πληροφόρησης. 17 Αναφορές σε εν δυνάμει αρνητικές επιδράσεις γίνονται, αλλά η δε
σπόζουσα εικόνα είναι αυτή μιας «καλοπροαίρετης τεχνολογίας», 18 η ο ποία ενδέχεται να δημιουργήσει μια «ηλεκτρονική αναγέννηση». 19 Έτσι, ο Νικόλας Νεγροπόντης δηλώνει την αισιοδοξία του εξαιτίας της «εν δυναμωτικής φύσης τού να είσαι ψηφιακός», που θα διασφαλίσει μια «λεωφόρο των πληροφοριών» πέρα και από τις πιο ευφάνταστες προ βλέψεις των ανθρώπων, η οποία «είναι βέβαιο ότι θα βρει νέα ελπίδα
και αξιοπρέπεια σε μέρη όπου υπήρχαν ελάχιστες στο παρελθόν». 20 Η τεχνολογία ως θέαμα Η τεχνολογία παρουσιάζεται σαν θέαμα, σαν κάτι που μπορεί να προ καλέσει μόνο θαυμασμό και δέος, μολονότι θα έχει ένα καταστροφικό
αποτέλεσμα. Αυτή η άποψη εκλαμβάνει την τεχνολογία ως ένα φαινό μενο το οποίο θα αφιχθεί στην κοινωνία ξαφνικά. Η αντίληψη της απο κοινωνικοποιημένης τεχνολογίας, η οποία έχει ρυθμιστεί ώστε να επι φέρει μεγάλης σημασίας κοινωνικές επιδράσεις, αναπόφευκτα οδηγεί σε εκκλήσεις τύπου Κάλαχαν για επαγρύπνηση μπροστά στην απροσ δόκητη άφιξη. Είμαστε συνηθισμένοι στο να αντιλαμβανόμαστε την κοι νωνική αλλαγή σε σχέση με την πορεία της τεχνολογίας («η εποχή του σιδηρόδρομου», «Ο κόσμος που δημιούργησε η ατμομηχανή»), κάπως
απομακρυσμένοι από την ανθρώπινη πρόθεση και απόφαση, γι' αυτό και οι πιο πρόσφατες εξελίξεις νοηματοδοτούνται κατ' αυτόν τον τρό πο. Το παρελθόν εκλαμβάνεται ως μια ιστορία τεχνολογικών καινοτο-
112
μιών, η σύγχρονη Βρετανία ως το προ"ίόν μιας aξιοσημείωτης σειράς α
νακαλύψεων,21 η δε μικροηλεκτρονική και οι τεχνολογίες της πληροφο ρικής και της επικοινωνίας ως ένα ακόμα στάδιο αυτής της προόδου .22 Η Ιστορία -η τεχνολογική πρόοδος- έχει τη δική της λογική και δυνα μική που διαμορφώνει την κοινωνία, παρόλο που στερείται κοινωνικής αξίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η τεχνολογία θεωρείται, κυρίως στην αρχή της, κάτι ξεχωριστό από την κοινωνία (προφανώς έχοντας προέλθει από μια εσωτερική διαδικασία σε ένα αλλόκοτο και υπέροχο μέρος όπως η Σίλι κον Βάλε"ί) μόνο και μόνο για να εισαχθεί σε μια ύστερη φάση ως μια α νεξάρτητη μεταβλητή, η οποία αποτελεί την κύρια αιτία της κοινωνικής μεταβολής. Επειδή τόσο πολλοί σχολιαστές υιοθετούν αυτή την προοπτική και αποδέχονται ως σημείο εκκίνησής τους μια ολοκληρωμένη τεχνολογία, ολισθαίνουν στο να προσφέρουν στους ανθρώπους μόνο το ρόλο του κα ταναλωτή νέων προ"ίόντων. Το να αγνοήσει κάποιος τις διαδικασίες δια μέσου των οποίων η ίδια η τεχνολογία χρειάζεται να δημιουργηθεί ση μαίνει ότι περιορίζεται σε συλλογισμούς που αφορούν μόνο στην πιθα νή επίδραση που θα έχουν τα τεχνολογικά προ"ίόντα. Στο βαθμό που η
θεώρηση της τεχνολογίας εκκινεί από την τεχνολογία όπως αυτ1Ί είναι, η ανάλυση μπορεί να περιοριστεί στις κοινωνικές συνέπειες μιας δια μορφωμένης τεχνολογίας και να αγνοήσει μια ολόκληρη σειρά από κοι
νωνικές επιλογές που έχουν πραγματοποιηθεί κατά την παραγωγή της τεχνολογίας: Αυτό με το οποίο ασχολούνται τα μέσα είναι ο «aντίκτυπος» μιας τέτοιας
ανάπτυξης. Πού ήταν αυτά τα μέσα, όταν αυτά συνελήφθησαν ως ιδέες και προετοιμάζονταν για την αγορά; Το σήμερα είναι το χθες του
Tomorrow's
World, αλλά τι είδους διάλογος πραγματοποιήθηκε πριν επιτραπεί στην ε Raymond Baxter & Co. να μαγνητοσκοπήσει αυτό που μας επιφυ λάσσει το μέλλον;23
ταιρεία
Η τεχνολογία είναι ουδέτερη
Επειδή θεωρείται ότι η τεχνολογία είναι α-κοινωνική, αντιμετωπίζεται ως ουδέτερη, ως ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται άλλοτε σωστά, άλ λοτε όχι, και σε τελική ανάλυση εξαρτάται από τα κίνητρα μιας κοινω
νίας. Με βάση την υπόθεση της ουδετερότητας, τα περισσότερα δοκί μια για τις τεχνολογίες της πληροφορικής και της επικοινωνίας υπο στηρίζουν ότι η τεχνολογία προσφέρει επιλογές. Μέσα σε αυτό το φά-
σμα της πολιτικής βρίσκουμε διαβεβαιώσεις ότι «η ίδια η τεχνολογία εί ναι ουδέτερη. Ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζεται και χρησιμοποιείται καθορίζει τις επιδράσεις στους ανθρώπους», και, από μια τέτοια υπόθε ση, η ιδέα της επιλογής είναι ακατανίκητη. Ένας τέλειος ειδ1Ίμων, όπως ο
Bill Gates, το
αφεντικό της
Microsoft, μας
ενημερώνει ότι:
Το Διαδίκτυο θα μας ενώσει, αν αυτό επιλέξουμε, η θα μας αφήσει να δια σκορπιστούμε σε ένα εκατομμύριο «διαμεσολαβημένες» κοινότητες. Πάνω από όλα, και με άπειρους νέους τρόπους, η λεωφόρος των πληροφοριών θα
μας προσφέρει δυνατότητες επιλογών ώστε να έρθουμε σε επαφή με ψυχα
γωγία, πληροφόρηση και οτιδ1Ίποτε άλλο. 24 Επιπλέον, αν η τεχνολογία είναι κοινωνικά ουδέτερη και προσφέρει
το δικαίωμα της επιλογής στο κοινό, τότε βάσει ποιας λογικής μπορού -
με να την αμφισβητούμε;
·
Το αναπόφευκτο Είναι παράδοξο το ότι οι απόψεις, οι οποίες τόσο συχνά κάνουν λόγο για τις επιλογές που μας προσφέρει η τεχνολογία, ομόφωνα επικαλού νται μια υφέρπουσα αίσθηση αναπόφευκτου. Υπάρχει απόλυτη συμφω νία στο ότι οι νέες τεχνολογίες πρέπει να υιοθετηθούν, και μάλιστα το συντομότερο δυνατόν. Ο ισχυρισμός του
Peter Large ότι «σε έναν αντα
γωνιστικό κόσμο δεν υπάρχει εναλλακτική λύση από το να χρησιμοποι
ηθεί το μικροτσίπ όσο πιο γρήγορα και πιο ευρέως γίνεται»25 και η ά ποψη του
Anthony Hyman ότι «Οι νέες τεχνολογίες χρειάζεται να εισα
χθούν άμεσα και δημιουργικά»26 ήταν συνήθεις δηλώσεις των φουτου ριστών κατά τη δεκαετία του
1980. Και επαναλήφθηκαν
σαν ένα θέμα
ρουτίνας δεκαπέντε χρόνια αργότερα. 27 Αυτό το αναπόφευκτο έχει ενισχυθεί από μια ιστορική παρακαταθή κη η οποία aποκαλούνταν «ιδεολογία της εκβιομηχάνισης» και αναφε ρόταν στον παραδοσιακό τρόπο της σκέψης, που εκλαμβάνει την τεχνο λογία ως το αόρατο χέρι της προόδου, ανεξάρτητα από τα κοινωνικά ζητήματα της ισχύος και του ελέγχου. Ο
David Dickson
συνοψίζει:
Το μ1Ίνυμα αυτής της ιδεολογίας είναι ότι η εκβιομηχάνιση διαμέσου της τε χνολογικής εξέλιξης είναι περισσότερο μια πρακτική -παρά πολιτική- α
ναγκαιότητα για να επιτuχουμε την κοινωνική ανάπτυξη. Υπαινίσσεται μια αντικειμενικότητα στη διαδικασία και επιζητεί να την απομακρύνει από την πολιτικi] αντιπαράθεση. Έτσι, παρέχει ένα πλαίσιο νομιμότητας για προ-
φητείες που εμφανίζονται να προάγουν τη διαδικασία της εκβιομηχάνισης, συχνά ανεξαρτήτως των πολιτικν τους επι πτσεων. Το να σταθείς εμπόδιο στο δρόμο της τεχνολογίας είναι εξ ορι σμού aντιδραστικό. Η εκβιομηχάνιση εξισ<Ι>νεται με τον εκσυγχρονισμό, με
την πρόοδο, με μια καλύτερη και υγιέστερη ζω1Ί για όλους. 28
Το παρελθόν στο μέλλον Εάν κάποιος αμφισβητήσει τα πλεονεκτήματα του να αποδέχεσαι τους σύγχρονους τεχνολογικούς νεωτερισμούς, συχνά χαρακτηρίζεται aπό κοσμος ρομαντικός και θεωρείται ότι βρίσκεται σε οξεία αντίθεση με την κοσμικότητα και τη διορατικότητα των υποστηρικτών της τεχνολογικής
εξέλιξης. 29 Αυτή η θεώρηση ισχυροποιεί μια βαθιά ριζωμένη παράδοση στην Αγγλία, αυτήν της απόρριψης της βιομηχανίας εν ονόματι μιας ε
πιστροφής στην αγροτική παραγωγή. Είναι ένα αξιοσημείωτο χαρα κτηριστικό του βιομηχανικού καπιταλισμού ότι διαμέσου των μετασχη ματισμών των τριών τελευταίων αιώνων οι ιδέες της αγροτικής ζωής α
ποδεικνύονται ασυνήθιστα ανθεκτικές. 30 «Η πραγματική Αγγλία δεν α ντιπροσωπεύτηκε ποτέ από την πόλη, αλλά από το χωριό, η δε αγγλική
ύπαιθρος έχει μετατραπεί, στο μυαλό του μέσου Άγγλου, σε ένα τερά
στιο ειδυλλιακό αγροτικό τοπίο» . 31 Η εξιδανίκευση της υπαίθρου μπο ρεί εύκολα να αποδειχτεί ότι είναι παραπλανητικ1Ί, ότι αγνοεί την εξα θλίωση, την καταπίεση και τις στερήσεις της προ-βιομηχανικής εποχής. Οι υποστηρικτές της ειδυλλιακής αγροτικής ζωής πολύ συχνά αποδει κνύονται ανυποψίαστοι όσον αφορά στην ιστορία, την πραγματική ι στορία της υπαίθρου , όπου η ζωή ήταν πολύ πιο σκληρή και απάνθρω πη από οτιδήποτε ζήσαμε αργότερα. Γι' αυτό και δεν μπορούμε να τους πάρουμε στα σοβαρά. Εξαιτίας αυτού, η αντίθεση προς τη νέα τεχνο
λογία συκοφαντείται εύκολα και, ως εκ τούτου, απορρίπτεται ως συν δεόμενη με μια παράδοση που επαναφέρει στο προσκήνιο την επιθυμία για επιστροφή στις στερήσεις των παλαιότερων εποχών. Αντλώντας α πό αυτή τη ρητορική, ο
Wilson
Ρ.
Dizard
μπορεί να ειρωνευτεί και να
καταδικάσει «την ανησυχητική τάση να αρνηθούμε τις επιπτώσεις των νέων μηχανημάτων, την πιθανότητα μιας βιώσιμης τεχνολογικής δημο κρατικής κοινωνίας. Αυτές οι αντι-τεχνολογικές δυνάμεις, οι νέοι Λουδ
δίτες, ασχολούνται με την αστρολογία, με ευτελείς συγγραφείς και με
την κακή ποίηση>>. 32 Παραδόξως, και πιθανώς επειδή ο αγροτισμός είναι τόσο βαθιά ρι ζωμένος, οι υποστηρικτές της νέας τεχνολογίας έχουν προσπαθήσει πολ-
115
λές φορές να αποδυναμώσουν τους αντιπάλους τους ακόμα και γελοιο ποιώντας τις θέσεις τους. Αυτό επιτυγχάνεται προβάλλοντας την επι στροφή του παρελθόντος στο μέλλον, την αναβίωση της χρυσής εποχής με ανέσεις του εικοστου πρώτου αιώνα, υποδηλώνοντας ότι η υιοθέτη ση των νέων τεχνολογιών θα οδηγήσει σε μια επιστροφή σε ένα χαμένο τρόπο ζω11ς. Βλέπουμε αυτ1Ί τη θέση στα κείμενα αυτών που οραματί ζονται την επανεγκαθίδρυση της οικιακής παραγωγής στην εποχή της ηλεκτρονικής βιοτεχνίας, μια περίοδο όπου η κοινότητα θα αναδημιουρ
γηθεί σε μια ενσiJρματη κοινωνία, ένα διάστημα κατά το οποίο η μόλυν ση θα εξαφανιστεί χάρη σε «τεχνολογίες που είναι περιβαλλοντολογικά
υγιείς και μη καταστρεπτικές για το περιβάλλον». 33 Αυτή η ικανότητα συνδυασμου της απόρριψης των επικριτών των νέων τεχνολογιών με το επιχείρημα ότι οι νέες τεχνολογίες πληρουν τις απαιτήσεις των επικριτών τους είναι πολυ κοινή. Ο
Dizard, για
παρά
δειγμα, απορρίπτει τις «αντι-τεχνολογικές δυνάμεις» εξαιτίας της αφέ λειάς τους και ταυτόχρονα εξυμνεί «την αναζήτηση μιας νέας Εδέμ μέ σω της μείξης της φiJσης και της μηχανής», η οποία είναι μια ισχυρή Μ
ναμη που μας παρακινεί προς νέες μορφές μετα-εκβιομηχάνισης, που «στην εποχή της πληροφορίας» αποτελοiJν μια «ηλεκτρονική λiJτρωση»
για τις aντιληπτικές μας ικανότητες.34 Επίσης, ο Alvin Toffler απορρίπτει τους επικριτές της εκβιομηχάνισης, οι οποίοι φαντάζονται το αγροτικό παρελθόν ως ζεστό, κοινοβιακό, σταθερό, οργανικό και με αρχές περισ
σότερο πνευματικές παρά καθαρά υλιστικές, επειδή «η ιστορική έρευνα αποκαλiJπτει ότι αυτές οι υποτιθέμενες αξιαγάπητες αγροτικές κοινό
τητες ήταν[ ... ] πηγές κακής διατροφής, ασθένειας, φτώχειας, έλλειψης στέγης και τυραννίας, με τους ανθρώπους παραδομένους στην πείνα, στο
κρυο και στα μαστίγια των αφεντάδων τους». 35 Ωστόσο ο Toffler δεν α πολογείται για την εκβιομηχάνιση. Αντιθέτως, «τα συστήματα του Δru τερου κυματος» βρίσκονται σε κρίση και οι θεσμοί τους «συνθλίβονται πάνω από τα κεφάλια τους» εξαιτίας της κρίσης που διαπιστώνεται στο περιβάλλον, στην ικανοποίηση που αντλοiJμε από την εργασία μας, α κόμα και στις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Αλλά από τις στάχτες αυτής της καταστροφής αναδυεται η λiJτρωση με τη μορφή του «πολιτισμου του Τρίτου κυματος», ο οποίος θα υπερκεράσει την κοινωνία του Δru τερου ΚiJματος (δηλαδή τη βιομηχανική κοινωνία). Εδώ η ηλεκτρονική βιοτεχνία θα διευκολυνει την ανάπτυξη (και την επανεγκαθίδρυση) της έννοιας του «παραγωγοiJ-καταναλωτή», ο οποίος θα εργάζεται στο σπί τι. Μια τέτοια κατεiJθυνση δρομολογεί την επιστροφή σε τρόπους ζωής που ήταν «συνήθεις στις αρχές της Βιομηχανικής Επανάστασης στους
!t6
αγροτικούς πληθυσμούς», αν και τώρα κανένας δεν μπορεί να φαντα
στεί αυτό τον τρόπο ζωης παρά μόνο με την τεχνολογία παραγωγης α
γαθών και διατροφης του εικοστού πρώτου αιώνα. 36 Αν τα συνδυάσουμε όλα αυτά, αυτό που προκύπτει είναι ένα «ρεαλι στικό-ουτοπικό μέλλον»,37 το οποίο μοιάζει εν πολλοίς -αλλά είναι κάτι πολύ περισσότερο- με τις ρομαντικές θεωρησεις του παρελθόντος. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο J ames Martin ισχυρίζεται τα εξης: Οι μελλοντικές κοινότητες ενδέχεται να παράγουν το μεγαλύτερο μέρος της τροφής τους και να καλύπτουν οι ίδιες τις καθημερινές τους ανάγκες. Θα έ χουν γραφεία για «χαρτο-γραφιάδες» συνδεδεμένα με εθνικής εμβέλειας δί κτυα τηλεπικοινωνιών. Θα έχουν δορυφορικούς σταθμούς ή άλλους συνδέ
σμους που θα προσφέρουν τις ίδιες τηλεοπτικές υπηρεσίες οι οποίες παρέ χονται στις μεγαλουπόλεις. Το ψωμί και τα λαχανικά τους, που θα παράγο νται σε τοπικό επίπεδο, θα είναι καλύτερα από εκείνα τα μαζικώς παραγό μενα που διανέμονται σε εθνικό επίπεδο. Η αγγαρεία τού να πηγαινοέρχε σαι στη δουλειά σου σχεδόν θα πάψει να υπάρχει. Για πολλούς ο τρόπος ζωής στις αγροτικές κοινότητες με τις άριστες τηλεπικοινωνίες θα καταστεί
προτιμότερος από εκείνον των πόλεων. 38 Το ηθικό δίδαγμα όλης αυτης της προπαγάνδας -λες και κάποιος θα μπορούσε να το παραλείψει- είναι απλώς το εξης: Από το να καταφέρονται εναντίον των ιδεών των Λουδδιτών, εναντίον της μηχανής, αυτοί που πραγματικά θέλουν να σπάσουν τα δεσμά του παρελ
θόντος και του παρόντος καλά θα έκαναν να επιταχύνουν την άφιξη των τε [...] επειδή ακριβώς η υπερβιομηχανοποιημένη κοινω
χνολογιών του αύριο
νία, δηλαδή η πιο ανεπτυγμένη τεχνολογικά κοινωνία, επεκτείνει την ελευ
θερία.39
Νεο-μακλουαvισμός Ο φουτουρισμός -ο οποίος φαντάζεται ότι οι άνθρωποι ζουν με ένα βου κολικό τρόπο, αλλά κατέχουν μεγάλη δύναμη επειδη έχουν διεθνοποιη σει την επικοινωνία και τις παραγωγικές ικανότητες της αγρο-επιστη
μονικο-βιομηχανικης φάσης-40 πρόσφατα έχει κάνει και πάλι την εμφά νισή του. Άλλωστε έχει μια μακρά παράδοση. Αναπτύχθηκε, κυρίως στις ΗΠΑ, κατά τη διάρκεια του δεκάτου ενάτου αιώνα σαν μια διακριτη
«βιομηχανοποιημένη εκδοχη του βουκολικού προτύπου»,41 εκφράστηκε στον ενθουσιασμό του
Walt Whitman για το «ηλεκτρονικό σώμα» (body tη
electric)42 και συνέθεσε μια «ισχυρή μεταφορά της αντίθεσης», μια ισχυ ρή παρακίνηση για «πίστη στον αγροτικό μύθο μαζί με την αναγνώριση
της εκβιομηχάνισης ως αντίβαρού της». 43 Ο
Εξέχον μέλος αυτής της παράδοσης υπήρξε ο Marshall McLuhan. McLuhan είχε, παραδόξως, μια προσωπική σχέση με την Αγγλική
Σχολή της λογοτεχνικής κριτικής, η οποία είχε τη μορφή μιας υπό εξα φάνιση αγροτικής «οργανικής κοινότητας», και με τον «ποιμενικό βιομη χανισμό» της πατρίδας του, της Βόρειας Αμερικής. 44 Επιπλέον, οι πε ρισσότεροι από τους σύγχρονους αναλυτές των νέων τεχνολογιών μπο ρεί να ενταχθούν στη θεώρηση και επιμονη του McLuhan για το «ηλε κτρονικό θαύμα».45 Πράγματι, η παρουσία στοιχείων του έργου του μπο ρεί να εντοπιστεί σε όλα τα βιβλία, τα άρθρα και τα τηλεοπτικά προ
γράμματα που έχουμε αναφέρει. Η επίδραση του
McLuhan είναι ξεκά
θαρη: με τον J ames Martin να πιστεύει ότι η επαγγελία της δημοκρατίας στη δορυφορικη εποχή θα πραγματώσει το ιδανικό του McLuhan για το
παγκόσμιο χωριό,46 με τους Sam Felida και Rex Malik να εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους προς τον
McLuhan στην πρώτη σελίδα της ανα φοράς τους για τα στοιχεία της τηλεθέασης47 και με τον Joseph Pelton εμ φανώς επηρεασμένο από τον McLuhan όσον αφορά στο όραμά του για την «τηλεπόλψ> στην εποχή της «Παγκόσμιας Συζf]τησης». 48 Ακόμα και ο
Manuel Castells
στην τριλογία του, που είναι πολύ ανώτερη από το
φουτουρισμό που αναφέρεται εδώ, aποτίει φόρο τιμής στη διορατικότη
τα του McLuhan ότι η τηλεόραση προανήγγειλε «το τέλος του Γαλαξία του Γουτεμβέργιου». 4 9
Τεχνολογικός ντετερμινισμός Είναι βέβαιο ότι ανακαλέσαμε τον
McLuhan,
πρώτον, για να καταδεί
ξουμε την παράδοση στην κοινωνική σκέψη του «ποιμενικού βιομηχα
νισμού»50 και, δεύτερον -και πιο σημαντικό- για να επισημάνουμε τον τε χνολογικό ντετερμινισμό, ο οποίος τώρα υποστηρίζει εμφανώς το φου
τουρισμό. Ξεκινώντας από την τεχνολογία, αυτη η ανάλυση είναι πάντα αιτιοκρατική, αφού, αποδεχόμενη την τεχνολογία όπως είναι, συνεχίζει να υποβάλλει το εξf]ς ερώτημα: ποιες είναι οι κοινωνικές επιπτώσεις αυ τΊΊς της τεχνολογίας; Η τεχνολογία θεωρείται ότι είναι μια σημαντικη -και ξεχωριστf]- μεταβλητη η οποία προκαλεί κοινωνικη αλλαγή, και οι συγγραφείς, ακολουθώντας μια σκληρη η όχι γραμμη θεώρησης όσον α
φορά στο βαθμό της αιτιώδους σχέσης, παραμένουν μέσα σε ένα ντε τερμινιστικό πλαίσιο.
118
Εξαιτίας του πρόσφατου ενδιαφέροντος για τις νέες τεχνολογίες, θεω ρούμε ότι είναι σωστό να επικαλεστούμε την κριτική στον
McLuhan
σχετικά με την ηλεκτρονικ1Ί χιλιετία. Κι αυτό γιατί το έργο του αποτελεί
μια ακραία μορφή του τεχνολογικού ντετερμινισμού και διατηρεί στις μέρες μας μια ορισμένη αξία ως άποψη ότι η τεχνολογία αποτελεί την κινητήρια δύναμη της Ιστορίας. Καθώς ο μακλουανισμός επανέρχεται στο προσκήνιο, είναι σημαντικό να καταδείξουμε τα δύο βασικά χαρα κτηριστικά του. Πρώτον, η τεχνολογία θεωρείται ένας καθοριστικός πα ράγοντας στην κοινωνία, και για τον
McLuhan ο πιο καθοριστικός:
«Ό
λα τα μέσα μάς εκμεταλλεύονται. ΕΙ.ναι τόσο διαβρωτικά, με προσωπι κές, πολιτικές, οικονομικές, αισθητικές, ψυχολογικές, ηθικές, φιλοσοφι κές και κοινωνικές επιπτώσεις, ώστε δεν αφήνουν καμία διάστασή μας
ανέγγιχτη, ανεπηρέαστη και αμετάλλακτη. Το μέσο είναι το μήνυμα» . 51 Η διαφορά ανάμεσα στον ισχυρισμό του
McLuhan
για «την απόλυτη
ανθρώπινη υπακοή» ενώπιον της τεχνολογικής αλλαγής και στην κοι νότοπη στις μέρες μας δήλωση ότι «πρέπει να προσαρμοστούμε στον κόσμο των μικροτσίπ» 52 έγκειται μόνο στην έμφαση που δίνεται (αν και
όχι τόσο). Δεύτερον, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η τεχνολογία είναι αποσπασμένη από το κοινωνικό της πλαίσιο και αντιμετωπίζεται ως με μονωμένο φαινόμενο. Ο τεχνολογικός ντετερμινισμός εμφανίζεται σε όλες τις δημοφιλείς (καθώς και στις λιγότερο δημοφιλείς) επισκοπήσεις της νέας τεχνολο γίας. Ένα χαρακτηριστικό παραστατικό πρότυπο είναι εκείνο μιας ξέ νης, εξω-κοινωνικής εισβολής που δεν μπορεί να παρεμποδιστεί και ε πιφέρει μαζικές αλλαγές στις κοινωνικές διευθετήσεις. Η ρητορική της επανάστασης που δημιουργείται από τέτοιους εισβολείς έχει καταστεί το κύριο προ·ίόν των φουτουριστικών ιδεών, γι' αυτό και τα παραδεl.γ
ματα είναι χιλιάδες. Οι
Burkitt και Williams τονl.ζουν:
Μια μυστηριώδης δύναμη έχει εισβάλει στη ζωή μας, δουλεύοντας σιωπη λά, κρυμμένη από το ανθρώπινο μάτι. Γίνεται αντιληπτή μόνο από ελάχι στους. Είναι μικρότερη από ένα νύχι, λεπτότερη από φύλλο και καλύπτεται από χιλιάδες σημάδια. Τροφοδοτείται με ελάχιστη ηλεκτρική ενέργεια,
[...)
κι όμως πιθανόν είναι μια από τις πιο σημαντικές μηχανές που κατασκεύα σε ποτέ ο άνθρωπος: το μικροτσίπ.53
Ο
Alvin Toffler, γράφοντας για την «ισχυρή, βρυχώμενη μηχανή της
αλλαγής, την τεχνολογία», 54 οραματl.ζεται μια «θεμελιωτικά νέα τεχνο δομή για τον πολιτισμό του Τρl.του Κύματος», 55 η οποl.α είναι μια «ι119
οχυρή παλί{?ροια
[...]αναδυόμενη στο μεγαλύτερο μέρος του σύγχρονου
κόσμου, δημιουργώντας ένα νέο, συχνά αλλόκοτο, περιβάλλον για να ερ γαστείς, να παίξεις, να παντρευτείς, να μεγαλώσεις παιδιά ή να συντα
ξιοδοτηθείς».56 Ο
Frederick Williams ισχυρίζεται ότι η ζωή μας δε θα
ξαναγίνει ποτέ όπως ήταν πριν, εξαιτίας των «θαυμάτων της ηλεκτρονι
κής επικοινωνίας». 57 Ο Chήstopher Eνans αρχίζει το βιβλίο του σημειώ νοντας:
Αυτό το βιβλίο είναι για το μέλλον.[ ...] Είναι ένα μέλλον το οποίο θα εμπλέ ξει το μετασχηματισμό της παγκόσμιας κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα. [... ] Είναι ένα μέλλον το οποίο σχηματίζεται σε μεγάλο βαθμό μέσω της μονα δικής εκπληκτικής ανάπτυξης της τεχνολογίας, της οποίας η επίδραση μό λις τώρα αρχίζει να γίνεται αισθητή. Το κομμάτι της τεχνολογίας στο οποίο αναφέρομαι είναι, φυσικά, ο ηλεκτρονικός υπολογιστής.58
Ανακαλώντας αυτά τα χαρακτηριστικά ακόμα και ως στοιχεία τεκ μηρίωσης, είναι αναγκαίο να τονίσουμε ότι αυτή η νεο-μακλουανική διά σταση εστιάζεται στην τεχνολογία ως προς τον αποκλεισμό των κοινω νικών φαινομένων -το κοινωνικό είναι πάντα προσαρμόσιμο και υπο δεέστερο της τεχνολογίας- και στην πράξη «καταργεί την Ιστορία». Έ
τσι, αποσύρει «τα θέματα της ανθρώπινης ανάγκης, του συμφέροντος,
της αξίας ή του στόχου». 5 9 Με βάση αυτή την αντίληψη για τις απο-κοι νωνικοποιημένες τεχνολογίες, οι υποστηρικτές του μακλουανισμού α ποδίδουν μια εκπληκτικά προσδιοριστική δύναμη στην τεχνολογία: η τεχνολογία μεταμορφώνεται σε έναν από μηχανής Θεό, επηρεάζοντας την κοινωνία περισσότερο και από την ίδια την κοινωνία. Κατ' αυτόν
τον τρόπο ο μακλουανισμός αποτελεί ένα είδος «τεχνολογικού φετίχ», το οποίο είναι ιδεαλιστικό παρά το φαινομενικό υλισμό του. Αν και εί ναι υλιστική στον τρόπο που εξετάζει τα πράγματα σε αυτό τον κόσμο (και πώς αλλιώς μπορεί κάτι να γίνει πιο υλιστικό παρά μόνο με τη σύν δεσή του με την τεχνολογία), η προσέγγιση είναι ιδεαλιστική , καθώς ε ξαιρεί τον κόσμο από αυτά τα πράγματα στα οποία αποδίδει τέτοια κοι νωνική σημασία. Η εικασία για την κοινωνική σημασία των τεχνολογιών της πληρο φορικής και της επικοινωνίας μάς φαίνεται ότι έχει δύο επιπτώσεις που πρέπει να επισημανθούν. Η πρώτη συνίσταται στο ότι καταφέρνει να κατευθύνει τη συζήτηση με έναν άμεσα ποσοτικό τρόπο, ο οποίος καθι στά ανέφικτο το να εισακουστούν διαφορετικές θέσεις. Οι αναλύσεις που αφορούν στις νέες τεχνολογίες είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου μονομερείς,
120
οπότε ο δημόσιος διάλογος καθίσταται αξιοσημείωτα φτωχός. Δεύ τερον, η βασική επίπτωση αυτής της παρουσίασης των τεχνολογιών εί ναι ότι, ενώ μπορεί να μην πείθει τον κόσμο να υποδεχτεί εγκάρδια τη νέα τεχνολογία, δημιουργεί μια γενική αίσθηση υπακοής στις καινοτομίες. Πιστεύουμε ότι αυτό συμβαίνει επειδή η τεχνολογία, χωρίς διακριτές αρ χές, είναι κάτι που ο απλός άνθρωπος δεν μπορεί να κατανοήσει. Η τε χνολογία είναι και παραμένει ένα μυστήριο, ακόμα κι αν οι λειτουργίες της εξηγηθούν με aπλοποιημένους όρους, επειδή η γένεσή της -η κοι νωνική της ιστορία- αγνοείται. Κατ' αυτόν τον τρόπο η τεχνολογία το ποθετείται στο επίπεδο της επιστημονικής φαντασίας, σαν να προέρχε ται -ευτυχώς, καλοπροαίρετα- από άλλον πλανήτη. Όπως παρατήρησε η Μάργκαρετ Θάτσερ, «η πληροφορική είναι φιλική, προσφέρει μια χεί ρα βοηθείας. Πρέπει να υιοθετηθεί. Πρέπει να τη σκεφτόμαστε περισ σότερο σαν τον Εξωγιjιvο παρά σαν την πληροφορική» . 60 Χωρίς την Ι στορία, οι νέες τεχνολογίες έγιναν μια ακατάπαυστη δύναμη, η οποία, αν και ακατανόητη στους ιθαγενείς, γίνεται επαρκώς κατανοητή σε αυ τούς που έχουν συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να αλλάξουν όλο τον τρό πο ζωής τους.
Ούτως ή άλλως, είμαστε υποχρεωμένοι να προσαρμοστούμε στα πράγματα που έχουν κυριαρχ1Ίσει στην κοινωνία κάπως απροσδόκητα, χωρίς καν να έχουν προαναγγελθεί. Είναι κατανοητό ότι σε αυτές τις περιστάσεις η συνήθης αντίδραση είναι αυτή της αδιαφορίας. Η τεχνο λογία μάς επιβλήθηκε χωρίς να ληφθούν υπόψη οι επιθυμίες ή ακόμα και οι προσδοκίες μας, και φαίνεται ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τί ποτε άλλο από το να αποδεχτούμε τους όρους της. Συνεπώς γινόμαστε συχνά μάρτυρες μιας αναγκαστικής αποδοχής του αναπόφευκτου , μιας αίσθησης αδυναμίας και ενός αισθήματος υπερβολικής εξοικείωσης και aπάθειας μετά από μια συνεχή αλλά αποπροσανατολιστική έκθεση στα μέσα.
Εκκινώντας από την ευχάριστη παρουσία των νέων τεχνολογιών -και μόνο τότε μπορούμε να αναρωτηθούμε για τις κοινωνικές τους επιπτώ σεις- παραδεχόμαστε εξαρχής ότι η τεχνολογία λειτουργεί ουσιαστικά πέρα από τον έλεγχό μας. Ακριβώς επειδή τόσο πολλές αναλύσεις για τις νέες τεχνολογίες υιοθετούν άκριτα αυτό το βαθιά, κατά τη γνώμη μας, παραπλανητικό πλαίσιο, πρωταρχικός και αντικειμενικός στόχος του έργου μας, κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια, ήταν να παρουσιάσου με μια εναλλακτική προσέγγιση για την πληροφοριακή και τεχνολογική αλλαγή, περισσότερο ευαίσθητη κοινωνικά και ιστορικά.
121
Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ
Μια από τις πιο ορατές πρόσφατες τάσεις ήταν η αναγγελία της έλευ σης μιας νέας εποχής, η οποία μπορούσε να οριστεί ως «εποχή της πλη
ροφορίας» και έλκυε την προσοχή μακριά από το ρόλο των τεχνολο γιών, προβάλλοντας παράλληλα την «πληροφορία» ως κεντρικό άξονα της νέας εποχής. Ενώ αυτ1Ί η ομάδα των διανοητών τείνει να θεωρεί ότι οι υψηλές τεχνολογίες είναι ένας σημαντικός παράγοντας (μια πληρο
φοριακ11 υποδομή) 61 της «εποχής της πληροφορίας» , είναι προφανές ό τι η έμφαση στη μεταρρυθμιστική δύναμη της πληροφορίας ξεφεύγει α πό την απλή τεχνολογική της δύναμη. Η «πληροφορία» ως έννοια, κα τά τη γνώμη πολλών αναλυτών, έχει καταστεί ικανή να σηματοδοτήσει την πιο βαθιά κοινωνική μεταβολή, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε η «κοινωνία της πληροφορίας» να είναι σήμερα ένας όρος πολύ συνη θισμένος στο λεξιλόγιο των πολιτικών, των επιχειρηματιών και των πα νεπιστημιακών. Πιθανώς η πιο σαφής θέση πάνω σε αυτό το θέμα εντοπίζεται στα
κείμενα του πρώην υπουργού Εργασίας των ΗΠΑ Ρόμπερτ Ριτς. 62 Ο ι σχυρισμός του είναι ότι η οικονομική δραστηριότητα έχει αλλάξει ριζι
κά από τη δεκαετία του
1950.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αναβαθμι
στεί αρκετά ο ρόλος συγκεκριμένων επαγγελμάτων, αυτών που εκείνος ορίζει ως «συμβολικούς αναλυτές». Η παγκοσμιοποίηση έχει αποδυνα μώσει ουσιαστικά την οικονομικ1Ί κυριαρχία του κράτους σε τέτοιο βαθ μό, ώστε οι παλαιές καλές εποχές που οι αμερικανικές εταιρείες παρή γαν σε εθνικό επίπεδο με αμερικανικό εργατικό δυναμικό να έχουν πα ρέλθει από καιρού. Ο
Reich
υποστηρίζει πως η παγκοσμιοποίηση ση
μαίνει ότι στις μέρες μας δεν είναι πια εφικτό να υπάρχει ανεξάρτητη και διακριτή εθνική οικονομική ενότητα. Στην εποχή μας είναι τέτοιες
οι μετακινήσεις του κεφαλαίου και των επενδύσεων (πάνω από ένα τρι σεκατομμύριο δολάρια την ημέρα διακινούνται σε ξένα νομίσματα), ώ στε είναι πια αδύνατον ακόμα και να εντοπιστούν κοινοπραξίες σε εθνι
κό, κρατικό επίπεδο. 63 Επιπλέον, τα ίδια τα προ'ίόντα είναι εξαιρετικά δύσκολο να οριστούν ως εθνικά. Ο Reich ισχυρίζεται ότι αν βγάλουμε τις ταμπέλες, η ίδια η παραγωγή είναι μια παγκόσμια δραστηριότητα με συστατικά στοιχεία που παράγονται σε ένα ή, πιο συχνά, σε περισσότε ρα μέρη, σχεδιάζονται σε ένα άλλο μέρος και τις πιο πολλές φορές κα ταλήγουν να συναρμολογούνται μόνο σε μία χώρα παραγωγής, κάτι το οποίο σημαίνει ελάχιστη συμμετοχή στο χώρο των εγχώριων εργασιών και πραγματική εθνική συνεισφορά στο τελικό προ'ίόν. Επιπρόσθετα, η
122
βιομηχανία κατευθύνεται από τη μεγάλου όγκου προς μια υψηλής ποιό τητας παραγωγή -δηλαδή μακριά από μαζικά και τυποποιημένα κατα ναλωτικά προ"ίόντα, εξειδικευμένα και εξατομικευμένα στη χρήση αγα θά- γι' αυτό και η συγκεκριμένη περιοχή ενός εργοστασίου έχει ελάχιστη σημασία. Κι αυτό γιατί το κυρίαρχο θέμα είναι αυτό που ο
Scott Lash και John Urrf'l έχουν ορίσει ως «εντατικοποίηση του σχεδιασμού» προ·ίό ντων (ο λογότυπος στα ρούχα της Nike, το σχέδιο των παπουτσιών, το 0
σενάριο της ταινίας, τα γραφικά σε ένα παιχνίδι στον υπολογιστή). Τελικό αποτέλεσμα αυτού, κατά τον Robert Reich τουλάχιστον, είναι
ότι «σε λίγο καιρό δε θα υπάρχει αμερικανική εταιρεία ή αμερικανική βιομηχανία. Η αμερικανική οικονομία δεν είναι τίποτε άλλο από ένα τμή μα της παγκόσμιας οικονομίας». Η οικονομική_Qραστηριό!ητα όλο και π~ισσότεQ.Q.11Qα-w:ατοποιείται εκτός των εθνικών συνόρων, καθώς συ γκρ_οτείται..από έναιι-«πα:yκόσμιο ιστ9» σχ§gε~~α και δ_ιαμέσου των κοινοπραξιών, οι οποίες ανήκουν σε μυριάδες διασκορπισμένους μετό
χους. Επιπλέον, η επιχειρημ{i'τική δραστηριότητα είναι λιγότερη γραφειο κρατική, ενώ η βασική εργασία συντελείται σε αυτο-παρακινούμενες και μη ιεραρχημένες ομάδες εργαζομένων και επιχειρηματιών, οι οποίοι συ νασπίζονται γύρω από συγκεκριμένα σχέδια, συνδεδεμένοι μέσω ενός «ιστού» δικτύων που αγνοεί τα εθνικά σύνορα. Οι πρωταγωνιστές σε αυτή τη διαδικασία είναι οι «συμβολικοί ανα
λυτές», το 20% του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού, το οποίο συγκρα τεί και αναπτύσσει τα «επιχειρησιακά δίκτυα». Είναι οι ειδήμονες της πληροφορίας/γνώσης, οι ειδικοί που «εμπλέκονται διαρκώς στη διαχεί ριση ιδεών» 65 και κατέχουν το «πνευματικό κεφάλαιο», το οποίο είναι απαραίτητο για την επιτυχία στον καπιταλισμό του εικοστού πρώτου αιώνα. «Οι συμβολικοί αναλυτές επιλύουν, αναγνωρίζουν και μεσολα
βούν στα προβλήματα χειριζόμενοι σύμβολα». 66 Η μόρφωσή τους είναι υψηλού επιπέδου και είναι κάτοχοι των βασικών δεξιοτήτων της aφαι ρετικής σκέψης, του πειραματισμού και της συνεργασίας. Αυτοί οι συμ
βολικοί αναλυτές_ε~αι_αι..επανν&ψ.ατίεςτη~~αι, όπως πι στεύει ο
Reich,
αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο των πολυεθνικών ε
ταιρειών που κυριαρχούν και θα συνεχίσουν να κυριαρχούν στην πα
γκόσμια σκηνή.ί9ι συμβολικοί αναλυτές εντοπίζουν και επιλύουν προ βλήματα, ενώ δημιουργούν και στρατηγικές για επαγγελματικούς κλά δους όπως, π.χ., ο τραπεζικός, ο νομικός, ο μηχανικός, ο λογιστικός, οι
επικοινωνίες, η διοίκηση, ακόμα και τα Πανεπιστήμια. 67 Είναι σε μεγά λο βαθμό κοσμοπολίτες, αλλά -ευτυχώς για τους δυτικούς, και κυρίως για τους Αμερικανούς πολιτικούς- είναι δυσανάλογα εγκατεστημένοι στα
123
ανεπτυγμένα δυτικά κράτη, τα οποία, χάρη στην υπεροχή των συστη μάτων ανώτατης εκπαίδευσής τους, μπορούν και παράγουν συνεχώς συμ βολικούς αναλυτές. Αυτό που χρειάζεται να κάνουν οι κυβερνήσεις, σύμ
φωνα με τον Reich, είναι να συνεχίσουν την παραγωγή υψηλής ποιότη τας συμβολικών αναλυτών, διατηρώντας το νόμο και την τάξη (και ως εκ τούτου έναν ελκυστικό κοινωνικό ιστό), και έτσι θα διευθύνουν έθνη υ
ψηλόμισθων οι οποίοι νιώθουν άνετα με τον εαυτό τους και τη χώρα τους. 68 Στο σημείο αυτό δεν είναι τόσο η πολιτική σκέψη του Reich που μας ενδιαφέρει, όσο η συγκεκριμένη έμφαση που δίνει στην κατηγορία των «συμβολικών αναλυτών». Στην ανάλυσή του παρουσιάζει αυτούς τους εργάτες της πληροφορίας/γνώσης ως τις κυρίαρχες δυνάμεις της οικο νομικής δραστηριότητας. Και δεν είναι ο μόνος. Για παράδειγμα, ο Manuel Castells υιοθετεί μια παρόμοια άποψη. Έτσι, στο llise of the Net-
work Society* ο Castells περιγράφει την ανάδυση ενός «οριζόντιου κορ πορατισμού» για να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίη σης, κάτι που αντιπροσωπεύει τη διαδικασία «μετασχηματισμού των με
γάλων εταιρειών σε δίκτυα», 69 όπου οι συμμαχίες συνεχώς και αδιαλεί πτως συνάπτονται και καταλύονται και όπου οι βασικοί πρωταγωνιστές έχουν εμποτιστεί από το πνεύμα της πληροφορίας και, ως εκ τούτου, νιώθουν άνετα σε δικτυακές διαδικασίες που είναι σημαντικές για την επιτυχία. 70 Αυτοί οι δικτυακοί εργάτες αντιπροσωπεύουν αυτό στο ο ποίο αναφέρεται ο Castells με τον όρο «αυτο-προγραμματιζόμενο εργα τικό δυναμικό», το οποίο κατέχει υψηλού επιπέδου εκπαίδευση και, πά νω από όλα, είναι πρόθυμο και ικανό να εκπαιδευτεί και να επανεκπαι δευτεί όπου και όποτε αυτό είναι απαραίτητο. Δεν κατέχουν παρά τη συγκεκριμένη ικανότητα να γίνονται επιδέξιοι όπου χρειάζονται. Ο Castells εκτιμά ότι αυτή η κατηγορία των πληροφοριακών επαγγελμά:t.ω.Υ. (iην αποκαλεί «πληροφοριακό εργατικό δυναμικό») αποτελεί το .JO% του ~yα~ι?<-ού_ξιυναμικού στα κράτη (υψηλότερο ποσοστό από αυτό που οοολογίζει ο Reich), αλλά ένας [1ασJκός σύνδεσμος είναι ότι και αυτός_ θεωρεί τους συμβολικούς ανaλυτές δημιουργούς του πλούτου στον «πλη ροφοριακό καπιταλισμό», σε avτίθεσΎϊ με το «γενικό έ"ρyατικό δυναμι-
Κό» , το οποίο φθίνει, μηχανοποιείται εύκολα, είναι στατικό και ανίκανο
να ανταποκριθεί στις ταχύτατες αλλαγές που απaιiεί μϊα""παγκοσμιο:: ποιημένη οικονομία. 7 1 _ Παρατηρούμε μια παρόμοια έμφαση να δίνεται στις ικανότητες και
* Η Αvοδος της Δικτυακής Κοινωνίας. (Σ.τ.Μ.) 124
τη στρατηγική σημασLα της πληροφορl.αςΙγνώσης στο βιβλl.ο του Peter Drucker Post-Capitalist Society,* όμως αυτός ο «γκουρού της διοίκησης»
λέει περίπου τα ίδια πράγματα τα τελευταία σαράντα χρόνια. 72 Η γη, το εργατικό δυναμικό και το κεφάλαιο παραμένουν σημαντικά, ισχυρίζε ται ο Drucker, αλλά εξαφανίζονται στη μετα-καπιταλιστική κοινωνl.α ε ξαιτl.ας των ειδικών της γνώσης -των γενικών διευθυντών- των οποl.ων
η ανεπτυγμένη γνώση εl.ναι το κλειδl. για την οικονομική επιτυχία και αυτό που μετασχηματίζει τον καπιταλισμό, καθώς καθιστά τη γνώση κυρLαρχη πηyι1 του συστήματος. Δε μας προκαλεl. έκπληξη το γεγονός ότι συναντάμε αρκετές ομοιότητες με το δημαγωγικό ύφος του Alvin Tof-
fler.
Στο πρόσφατο φουτουριστικό του έργο
Powershift** ο Toffler προ
βάλλει την «ανώτερη εταιρεία» ως το πρότυπο του μέλλοντος. Είναι κά τι που οφείλει την επιτυχl.α του στην «εξυπνάδα» την οποία επενδύει στα αγαθά και στις υπηρεσl.ες του και, φυσικά, είναι κάτι στο πλαl.σιο του ο ποίου διαπρέπουν «Οι κάτοχοι της γνώσης», καθώς μετακινούμαστε αλ
ματωδώς προς την «ΚΟινωνία της γνώσης».73 Αυτ1Ί η ιδέα που αφορά στη σύγχρονη συνεισφορά της πληροφο ρίας/γνώσης aρθρώθηκε στη Βρετανία από τον Tom Stonier, ο οποl.ος δημοσl.ευσε το Wealth of Information*** μόλις το 1983. Αλλά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση, συγκεκριμέ να στην Αμερικ1Ί, στη νέα κεντρική θέση της πληροφορίας. Για παρά δειγμα, οι Fred Block και Laπy Hirschhorn74 μέσα από μια σειρά δη μοσιεύσεων επιβεβαLωσαν ότι η εργασl.α όλο_και περισ_σότερο παQ§.(,χε _ μια «κυβερνητική ανάδραση» στους χειριστές, οι οποίοι με τη σειρά τους
έπρεπε να κατανοούν πολύπλοκα συστήματα ϋπολογ.ιστών, να διορfui> νουν σφάλματα και να αναπροσανατολίζουν σωστά την παραγωγή. Ο
~ B1ock μίλησε για τις «μεταβιομηχανικές δυνατότητες» και ο Hirschhorn για τη «μεταβιομηχανική τεχνολογl.α» . Όμως και οι δύο έδωσαν έμφα-
ση -και με αρκετές αναφορές στον Soshana Zuboff-75 στην αναβάθμι ..Q!Ι των εργα~ο!;!:ένων μ§.g.9.LΙης εκπαίδευ..QΙJς.ffiστε να εQ!.αι ι~woLνα ~ ναπροσαρμόζονται σε μια διαρκώς μεταβαλλόμενη κατάσταση. Τέτοιοι
σχημάtισμοι, ταυτόχρονα αvαλυτικοί και υποστηρικτικοί, ήταν σύμφω νοι με τις δημοφιλεl.ς θέσεις της μετα-φορντικής «ευέλικτης εξειδίκευ σης», τις οποl.ες συναντάμε κατά κύριο λόγο στους
Στη Βρετανία η ανάγκη να δοθεί προτεραιότητα στην πληροφορία/ γνώση υπήρξε κυρίαρχο θέμα για τους Εργατικούς. Ο Τόνυ Μπλερ, πηχώντας τις απόψεις του
Robert Reich,
a-
τοποθετεί στο επίκεντρο της
πολιτικής την εκπαίδευση, κυρίως επειδ1Ί είναι αυτή που μπορεί να επι βεβαιώσει τη φιλοδοξία του να μετατρέψει τη Βρετανία σε «πληροφο
ριακό κεφάλαιο της Ευρώπης».7 7 Παρόμοιες θέσεις παρουσιάζονται σε ένα πρόσφατο δοκίμιο του
Charles Leadbetter, ο οποίος
ισχυρίζεται ό
τι η Βρετανία αντιγράφει την Καλιφόρνια αποσκοπώντας στην προά
σπιση εκείνων των βιομηχανιών που βασίζονται στη γνώση, όπως οι υ πολογιστές, η βιοτεχνολογία και τα μέσα. Οι βιομηχανίες αυτές κατα
λαμβάνονται από υψηλόμισθους και ικανούς «συμβολικούς αναλυτές». 78 Τα κείμενα των
Scott Lash
και
John Urry
αναδεικνύουν ένα γνωστικό
θέμα. 9 Ισχυριζόμενοι ότι έχουμε περάσει σε μια περίοδο «ανακλαστι 7
κής συσσώρευσης», οι
Lash
και
Urry
επιμένουν ότι η πληροφορία έχει
καταστεί πολύ σημαντική για την οικονομία κατά δύο τουλάχιστον ση μαντικούς τρόπους. Καταρχάς, η εργασία και η παραγωγή οργανώνο νται γενικά όλο και περισσότερο γύρω από έναν τυποποιημένο ατομικό και κοινωνικό έλεγχο, ~ιε μηχανισμούς ανάδρασης στους οποίους έχουν ενσωματωθεί δραστηριότητες. Κατ' αυτόν τον τρόπο, οι ανάγκες του
πελάτη αποτελούν τη βασική προτεραιότητα κατά τη διαδικασία της παραγωγ1Ίς, πρότυπα αγοράς για να διευκολύνεται η άμεση και αποτε λεσματική ανταπόκριση. Επίσης, η ποιότητα της παραγωγής διασφαλί ζεται στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Δεύτερον, υπάρχει ένας αυξανόμενος βαθμός πολιτιστικής και αισθητικής συνεισφοράς σε οικονομικά ζητή ματα, πράγμα που καταδεικνύει τη σημασία της παραγωγής στα μέσα, τη σπουδαιότητα των υπηρεσιών ελεύθερου χρόνου, του τουρισμού , της ένδυσης κ.ά. Αν και αναγνωρίζουν ότι αυτές οι τάσεις ενδέχεται να μη βοηθήσουν άμεσα τους απλούς εργάτες και ξεχωρίζουν το σχεδιασμό από την εντατικοποίηση της γνώσης (μιας και το τελευταίο θεωρείται περισσότερο γνωστικό παρά αισθητικό), οι Lash και Urry δεν αμφι
βάλλουν καθόλου ότι αυτοί οι «επαγγελματίες διευθυντικοί εργάτες» 80 θα καταλάβουν τις θέσεις-κλειδιά στο μέλλον.
ΚΡΙτΙΚΉ
Κάποιος δεν μπορεί παρά να νιώσει έκπληξη -και όχι μόνο- από την έμ φαση που έχει δοθεί πρόσφατα στην πληροφορία στο χώρο των κοινω νικών επιστημών. Ωστόσο τουλάχιστον τέσσερις θεωρητικές παρατηρή-
126
σεις πρέπει να διατυπωθούν. Καταρχάς, πρέπει να τονιστεί ότι η έμφα ση που δίνουμε σήμερα στον κρίσιμο ρόλο της πληροφορίας και στους ανθρώπους που εργάζονται στον κλάδο της πληροφορίας δεν έχει τί ποτα κοινό, τουλάχιστον ως προς τις αρχές, με το επιχείρημα ότι η «επο χ11 της πληροφορίας» επιβάλλεται από τις τεχνολογικές εξελίξεις. Για να
το επιβεβαιώσουμε, είναι πιθανό οι εργαζόμενοι στον κλάδο της πλη ροφορίας να είναι ικανοί να χρησιμοποιούν τις νέες τεχνολογίες. Όμως η έμφαση στη συνεισφορά τους επανειλημμένα στρέφει την προσοχ1Ί στο γεγονός ότι, σύμφωνα με τον
ση και πληροφορία,
81
Manuel CasteUs, αυτοί κατέχουν γνώ
μια ιδιότητα που aποκτιέται κατά κανόνα διαμέ
σου ενός υψηλού επιπέδου εκπαίδευσης. Επίσης, καλό θα ήταν να θυ μηθούμε την έμφαση που έχει δοθεί πρόσφατα στις ικανότητες των «συμ βολικών αναλυτών» να επιλύουν προβλήματα, να αναπτύσσουν στρατη γικές, να σκέφτονται aφαιρετικά κ.ο.κ. Έτσι, μας προσφέρεται μια εξή γηση της αλλαγής η οποία δε στηρίζεται στους τεχνολογικούς νεωτερι σμούς αλλά στις ικανότητες του εκπαιδευτικού συσηΊματος να παράγει έναν ορισμένο τύπο εργατικού δυναμικού, και συγκεκριμένα εργάτες με υψηλού επιπέδου εκπαίδευση, εφοδιασμένους με βασικές «μεταβιβάσι μες δεξιότητες» . Υπό αυτή την οπτική, είναι εκπληκτικό ότι ο ενθουσια σμός για την «εποχή της πληροφορίας» δε σχετίζεται με το επιχείρημα
ότι αυτή είναι αποτέλεσμα της πληροφορικής και συνδέεται πια με έναν πιο γενικό ισχυρισμό, ότι η νέα εποχή εκφράζεται μέσω των μεταβαλ λόμενων χαρακτηριστικών της επαγγελματικής δομής. Εξαιτίας αυτού, καταγράφεται ένας βαθμός αμφιβολίας σχετικά με την κλίμακα της ί διας της Επανάστασης των Πληροφοριών. Δεύτερον, αν αποδεχτούμε ότι υπάρχει μια αυξανόμενη αντιπροσώ πευση των «συμβολικών αναλυτών» στο εργατικό δυναμικό, μπορεί κα νείς να θέσει ερωτήματα σχετικά με την καινοτομία που εισάγουν, το μέ γεθος και τη σημασία τους για το σύγχρονο καπιταλισμό. Η ιστορική α νάλυση
The Rise of Professional Society* του Harold Perkin αποτελεί μια
χρήσιμη πηγή, καθώς χαρτογραφεί λεπτομερώς την άνοδο των επαγ γελματικών ειδικοτήτων όχι μόνο κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας αλλά και του προηγούμενου αιώνα συνολικά. Η ιστορία της Αγγλίας, τουλάχιστον από το
1880, όπως ισχυρίζεται ο Perkin, μπορεί
να γίνει κατανοητή ως η· ανάδυση μιας «επαγγελματικής κοινωνίας», η οποία διεκδικεί την άνοδό της κυρίως λόγω του ανθρώπινου κεφαλαίου
* Η Άνοδος της Επαγγελματικής Κοινωνίας. (Σ.τ.Μ.) ιη
που δημιουργείται από την εκπαίδευση. 82 Οι επαγγελματίες είναι οι «συμ βολικοί αναλυτές» και βρίσκονται σε ανοδική πορεία, σύμφωνα με τον
Perkin, τα τελευταία εκατό χρόνια. Δεν υπάρχουν εδώ τέτοιοι λόγοι που να μας ωθούν να τονίσουμε την ανάδυσή τους τα τελευταία χρόνια, ό πως θα υπήρχαν σε κάθε αλλαγή η οποία θα ήταν τόσο σημαντική, ώ στε δικαιολογημένα να ήταν δυνατόν να της αποδοθεί ο τίτλος «εποχ1Ί
της πληροφορίας». 83 Επιπλέον, ακόμα και οι παραπάνω εκτιμήσεις θεωρούν ότι οι απα 30% του
σχολούμενοι στον κλάδο της πληροφορίας δεν ξεπερνούν το
εργατικού δυναμικού. Το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα δε θα καλύπτει τις ανάγκες για τη λειτουργία της παγκόσμιας οικονομίας δεν απορρίπτει τη γενική θέση (ιδίως καθώς, στον Reich τουλάχιστον, υ πάρχει μια αφέλεια στο γεγονός ότι ενθαρρύνει την Αμερική να αρπά ξει ένα δυσανάλογο μερίδιο από αυτά τα επαγγέλματα για τους πολίτες
της). Ωστόσο φροντίζει να μας ενημερώσει ότι !J «εποm-.τ.rις-Jtληρ.QCΩQ:
ρίας» θα είναι μια εποχiJ πσv θα αποκλείσει π&"ρα πολλούς_ανθαι@;ους,
από ολόκληρους πληθυσμούς σε υπανίiπτυκτες χώρες όπ_ρ.ις_αυτέU!}ςΑ:
φρικής έως ένα μεγάλο ποσοστό ανειδίκευτων και ανεκπαίδευτων ερ::jα;:: ζομένωv στις δυτικές ανεπτυγμένες κοινωνίες. 84 Επιπλέον, αξίζει να θυμηθούμε και την άλλη διάσταση του συλλογι σμού του
Perkin. Δηλώνει ξεκάθαρα ότι η υψηλού
επιπέδου εκπαίδευ
ση από μόνη της δεν οδηγεί σίγουρα σε μια προνομιακή θέση. Μπορεί μάλιστα η εκπαίδευση αυτή να χρειαστεί να πιστοποιηθεί επισήμως, αλ λά είναι τουλάχιστον ισοβαρής η τοποθέτηση κάποιου στην αγορά ερ γασίας, και ιδιαίτερα η ικανότητα ενός επαγγέλματος να ασκεί επιρροή σε αυτή την αγορά. Εάν κάποιο επάγγελμα μπορεί να μονοπωλήσει την αγορά, τότε σίγουρα θα παρατηρηθεί μια προώθηση της θέσης και των προνομίων του. Αν όμως κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, τότε οι απολαβές και η εκτίμηση γι' αυτόν που ασκεί το συγκεκριμένο επάγγελμα θα είναι μικρές. Επιπλέον, δε χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να θέσουμε ερω τ11ματα σχετικά με την υποτιθέμενη επιρροή που αποδίδεται στους «συμ βολικούς αναλυτές» από πολλούς θεωρητικούς της «εποχής της πληρο φορίας». Μπορεί να είναι απαραίτητοι στην αγορά, αλλά το αν κατέ χουν στα χέρια τους μεγάλη δύναμη ή όχι είναι ένα εντελώς διαφορετι κό ζήτημα. Μια ματιά στο σύγχρονο καπιταλισμό στα τέλη του εικο στού αιώνα δείχνει ότι οι περισσότεροι «συμβολικοί αναλυτές» είναι υ πάλληλοι στο χώρο της αγοράς, εντελώς διαφορετικοί από την εικόνα των δυναμικών χρηματιστών που έχουν γι' αυτούς οι θαυμαστές τους. Στη Βρετανία τα τελευταία είκοσι χρόνια έχουμε βιώσει μια συνεχιζόμενη ε128
πίθεση σε πολλά επαγγέλματα (και όχι λιγότερο εναντίον των πανεπι στημιακών καθηγητών, ερευνητών και δασκάλων) και έχουμε γίνει επί σης μάρτυρες μιας έκδηλης παρακμής της παιδείας προς όφελος της
παραγωγής πτυχιούχων της ανώτατης εκπαίδευσης. Μεγάλο μέρος των παραπάνω αποδεικνύει ότι δεν είναι οι «συμβολικοί αναλυτές» που έ χουν τη δύναμη, αλλά το σύστημα αγοράς. Το τελευταίο -οποιεσδήπο τε κι αν είναι οι πνευματικές ικανότητες των απασχολούμενων- εμφανί ζεται ως ο πλέον καθοριστικός παράγοντας. Είναι εμφανές ότι η άνοδος των «συμβολικών αναλυτών» έχει ελάχιστα προσπαθήσει, αν όχι καθό λου, να περιορίσει την καθοριστική δύναμη του κεφαλαίου στο χώρο της εργασίας ή οπουδήποτε αλλού . Μπορεί επίσης η παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου να επιβραβεύει συνεχώς το «πληροφοριακό εργατικό δυναμικό» για να το βοηθήσει με αναγκαία καθήκοντα, όπως ο συντονισμός και η γενική διεύθυνση των σύγχρονων επιχειρηματικών ζητημάτων. Μπορεί, τέλος, να έχει προω θηθεί σε ένα βαθμό το πληροφοριακό έργο, καθώς η πολιτιστική βιομη χανία έχει αναπτυχθεί όσον αφορά στην οικονομική της αξία. Ωστόσο καμία από αυτές τις εξελίξεις δεν εξηγεί σε ικανοποιητικό βαθμό τις με ταρρυθμιστικές δυνατότητες της πληροφορίας/γνώσης. Πολύ περισσό τερο, και οι δύο υπογραμμίζουν τον κεντρικό ρυθμιστικό ρόλο της κα πιταλιστικής οικονομίας. Και είναι βέβαιο ότι σε αυτήν θα πρέπει να ε πικεντρωθούν πιο αποδοτικά οι αναλυτές παρά στα συνακόλουθα εργατικά αιτήματα. 85 ·
Επιπλέον, 'αν και είναι αναμφισβήτητο ότι ο παγκοσμιοποιημένος κα πιταλισμός είναι ένα εξαιρετικά ανατρεπτικό και αβέβαιο φαινόμενο για τους άμεσα ενδιαφερόμενους, περιλαμβάνοντας ακόμα και τεράστιες σε μέγεθος καπιταλιστικές εταιρείες, υπάρχουν αρκετές ενδείξεις που υπο δηλώνουν ότι οι κύριοι μέτοχοι, οι οποίοι κατέχουν και το μεγαλύτερο μέρος της ιδιοκτησίας αυτών των εταιρειών, προέρχονται από προνομιού χες τάξεις. Αυτοί διαμορφώνουν επίσης μια δεξαμενή από την οποία συλλέγονται οι υψηλόβαθμοι διευθυντές και λειτουργούν μέσω δικτύων και ενδοκοινοπραξιακών κεφαλαιοκρατικών σχέσεων. 86 Αναμφίβολα όλοι αυτοί οι πρωταγωνιστές είναι «συμβολικοί αναλυτές» της μιας ή της άλλης μορφής. Όμως είναι λάθος να τους συσχετίζουμε με τους υπόλοι πους μηχανικούς του λογισμικού, τους λογιστές και τους δημοσιογρά φους, που επίσης εργάζονται με τη χρήση συμβόλων. Στο επίκεντρο του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού βρίσκονται πράγματι οι «συμβολι κοί αναλυτές». Αλλά βρίσκονται κυρίως εκεί -και μπορούν να συνεχί σουν να βρίσκονται εκεί- εξαιτίας των προνομιούχων καταβολών τους, 129
5 -
Η Εποχιί το υ Τεχνοπολιτισμού
της προνομιακής εκπαίδευσής τους και του aνυπολόγιστου πλεονεκτή
ματος του κληρονομημένου πλούτου.8 7 Τρίτον, κάποιος μπορεί να προβάλει σοβαρές αντιρρήσεις για εκείνους που δίνουν ιδιαίτερη σημασία στο καινοφανές της πληροφορίας στη σύγχρονη εποχή, ανακαλώντας απόψεις από το έργο ενός από τους κυ ρίαρχους κοινωνικούς στοχαστές, του
Anthony Giddens. Στο
έργο του
για το πώς έχει διαμορφωθεί το παρόν ο Giddens σημειώνει ότι η πλη ροφορία αποτελε~ σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό, αναπόσπαστο κομμάτι της καθημεριν1Ίς ζωής. Ωστόσο αποφεύγει να δηλώσει ότι η πληροφο ρία -ή εκείνοι που έχουν εύκολη πρόσβαση σε αυτήν ή την ικανότητα να τη χρησιμοποιούν- εμπεριέχει διαμορφωτικές ιδιότητες, τις οποίες επι καλούνται τόσο πολλοί στοχαστές της «κοινωνίας της πληροφορίας». Η έμφαση του
Giddens εντοπίζεται σε αυτό που αναφέρεται ως «εντατικο
ποιημένη αναστοχαστικότητα» της «ύστερης νεωτερικότητας» . Αυτό που τονίζει είναι ότι η νεωτερικότητα είναι η ιστορία της απελευθέρωσης των ανθρώπων από τα δεσμά της φύσης, τις απαγορεύσεις και τους περιο ρισμούς της κοινότητας -όπου εμφανίζεται ότι οι άνθρωποι θεωρούσαν
τις πράξεις τους αποτέλεσμα της μοίρας- και της εμφάνισης ατόμων και ομάδων που κάνουν τις επιλογές τους για τη δική τους αλλά και την κοι νΙ1 με τους άλλους μοίρα σε συνθήκες «κατασκευασμένης αβεβαιότη τας» . Δηλαδή ο κόσμος όλο και περισσότερο αποδεσμεύεται από στα θερά και αμετάβλητα όρια, αλλά αναγνωρίζεται μάλλον ως εύπλαστος και αποτέλεσμα των ανθρώπινων αποφάσεων. Ένα προαπαιτούμενο αυ τού του προτάγματος είναι η «αναβάθμιση» της προσωπικότητας και η συλλογική εξέταση, ή αλλιώς ο αναστοχασμός, αν και δεν πρέπει να ε κληφθεί ως μια τάση προς ενδοσκόπηση. Αντίθετα, βασίζεται σε ένα ά
νοιγμα σε ιδέες, πληροφορίες και θεωρίες από πολύ διαφορετικά πεδία, οι οποίες εξετάζονται και ενσωματώνονται σύμφωνα με τον τρόπο που οι συνθήκες και οι άνθρωποι αποφασίζουν. Ένα βασικό σημείο εδώ είναι ότι μια κοινωνία «aποσυνδεδεμένη α
πό την παράδοσή της» , 88 η οποία χαρακτηρίζεται από εντατικοποιημέ νη αναστοχαστικότητα των φορέων και των θεσμών της, απαιτεί γνώση/ πληροφορία. Ένα μέρος αυτ1Ίς της γνώσης είναι τοπικής προέλευσης και
συγκεκριμένο (εξετάζεται το βιογραφικό κάποιου από μια εταιρεία, η ο ποία μελετά τα αρχεία των υπαλλήλων της). Όμως ένα εξίσου μεγάλο ποσοστό αυτής της γνώσης είναι αφαιρετικό, προέρχεται κυρίως από τα ηλεκτρονικά μέσα και από άλλους θεσμούς, ιδίως τους εκπαιδευτικούς.
Αν κάποιος αποδεχτεί τον ισχυρισμό του Giddens ότι όντως κατοικού με σε έναν κόσμο «υψηλής νεωτερικότητας», στον οποίο επικαλούμα-
στε, πολύ περισσότερο από ό,τι μέχρι τώρα, την αναστοχαστικότητα, τό
τε είναι εφικτό να αντιληφθούμε αυτό που συμβαίνει ως μια αναβάθμιση της σημασίας της πληροφορίας και της γνώσης στη σύγχρονη ζωή. Ένας κόσμος επιλογών -τόσο για τις οργανώσεις όσο και για τα άτομα- βα σίζεται στη διαθεσιμότητα και την παραγωγή λεπτομερούς και πλού
σιας πληροφόρησης. Αν κατανοήσει κανείς τη θέση του Giddens ότι η εποχή μας είναι μια εποχή εντατικοποιημένης αναστοχαστικότητας βά σει της οποίας εμείς διαμορφώνουμε τις υλικές και τις φυσικές συνθή κες, τότε αντιλαμβάνεται ότι η εν λόγω εποχη θα διατηρηθεί και θα α παιτ11σει ένα πολύπλοκο και πλούσιο πληροφοριακό περιβάλλον. Ωστόσο, για αρκετούς λόγους, θα έπρεπε να διστάσουμε να απεικο νίσουμε οποιαδr]ποτε καινούργια «κοινωνία της πληροφορίας» υπό αυ τούς τους όρους. Ακόμα και ο ίδιος ο
Anthony Giddens
είναι aπρόθυ
μος να το κάνει. Ενώ τονίζει το γεγονός ότι ο «κόσμος της εντατικοποιη
μένης αναστοχαστικότητας» είναι ένας κόσμος έξυπνων ανθρώπωv,89 απο φεύγει να τον παρουσιάσει σαν κάτι άλλο από μια προέκταση των μα
κροχρόνιων τάσεων και, ως εκ τούτου, σαν μια <<υψηλή νεωτερικψ> πε ρίοδο παρά σαν μια νέα εποχη. Επιπλέον, η εξr]γηση του Giddens για την αύξηση της πληροφορίας/γνώσης δε δίνει προτεραιότητα σε συγκε κριμένες επαγγελματικές ομάδες, ούτε αναβαθμίζει την πληροφορία σε μια αξιοσημείωτη προνομιακή θέση σε οικονομικά ζητήματα. Αντιθέτως, επιμένει ότι η πληροφορία είναι ένα προαπαιτούμενο πολύ ευρύτερων κοινωνικών διαδικασιών και ότι επιδρά σε οτιδήποτε κάνουμε, από τον τρόπο που επεμβαίνουμε στο σώμα μας έως την απόφασή μας για το τι θα φάμε.
Τέταρτον, θα ΠQέπει να λάβουμε υπόψη μας και τα κείμενα του πρω τοπόρου στο χώρο της «Κοινωνίας της πληροφορίας»
Daniel Bell. Μας
προκαλεί ενδιαφέρον το ότι αυτοί που σr]μερα δίνουν έμφαση στο «πλη ροφοριακό εργατικό δυναμικό» κατ.αλr]γουν ακριβώς στο ίδιο συμπέρα σμα με τον
Bell, αν
και από διαφορετικό δρόμο. Ο ισχυρισμός του
Bell
ότι επρόκειτο για μια μετάβαση σε μια οικονομία υπηρεσιών, όπου οι περισσότερες δουλειές ήταν διαπροσωπικές και όλο και περισσότερο ε παγγελματοποιούνταν, χαρακτήρισε την έλευση της «μεταβιομηχανικής κοινωνίας» (και επομένως της «κοινωνίας της πληροφορίας»). Οι σύγ χρονοι αναλυτές τείνουν να τονίζουν τις συνέπειες της παγκοσμιοποίη σης, ενώ ο Bell είχε επικεντρωθεί στην αύξηση των δαπανών στις υπη ρεσίες. Ωστόσο και οι δύο πλευρές καταλr]γουν στα ίδια συμπεράσμα τα, ότι δηλαδή οι θέσεις εργασίας στο μέλλον θα καταληφθούν κυρίως από τους πολύ καλά μορφωμένους επαγγελματίες της γνώσης. Και αυ-
τό σηματοδοτεί ένα σημαντικό κοινωνικό μετασχηματισμό. Μια σειρά ε πικρίσεων, τόσο εμπειρικών όσο και θεωρητικών, έχουν συστηματικά υ πονομεύσει ολόκληρη την πρόταση του Bell για «αγαθά παρά υπηρε
σίες».90 Στις αρχές της νέας χιλιετίας, το συμπέρασμα του Bell επανα κάμπτει με μια νέα μορφή, 91 γι' αυτό και είμαστε επιφυλακτικοί να προ συπογράψουμε την τελευταία τάση.
Η ΘΕΩΡΗΤΙΙ<Η ΓΝΩΣΗ
Ωστόσο προσκαλούμε τον
Daniel Bell
να μας επιτρέψει να αναστοχα
στούμε πάνω σε μια ορισμένη πλευρά της στρατηγικής σημασίας ενός συ γκεκριμένου τύπου πληροφορίας, συγκεκριμένα της θεωρητικής γνώσης. Ο
Bell παρουσιάζει τη
θεωρητική γνώση ως «κεντρική αρχή» της μετα
βιομηχανικής κοινωνίας. Παρόλο που στην ανάλυσή του δίνει περισσό τερη σημασία στις ποσοτικές αυξήσεις στα επαγγέλματα του κλάδου των υπηρεσιών, τις οποίες θεωρεί δείκτες της μεταβιομηχανικής κοινωνίας, ο
Bell τονίζει ότι αυτό που
είναι ριζικά νέο σήμερα είναι η κωδικοποίηση
της θεωρητικής γνώσης και η σημασία της για τις καινοτομίες. 92 Είναι εύκολο να καταλάβουμε τι εννοεί ο Bell με αυτό, αν συγκρί νουμε τη σύγχρονη μεταβιομηχανική κοινωνία με την προδρομική της, τη βιομηχανική. Στο παρελθόν υποστηριζόταν ότι γενικά οι νεωτερι σμοί οφείλονταν σε εμπνευσμένους και ταλαντούχους διανοητές οι ο ποίοι ήταν αδιάφοροι προς την επιστήμη και τους βασικούς νόμους που
υπέβοσκαν στις έρευνές τους. 93 Σε αντίθεση με αυτό τον αποφασιστικά πρακτικό και ρυθμιστικό προσανατολισμό, ο Bell υποστηρίζει ότι οι και νοτομίες ξεκινούν, στις μέρες μας, από θεωρητικές βάσεις. Δηλαδή σή μερα, που έχουμε φτάσει σε μια κατάσταση στην οποία είναι δυνατόν να κωδικοποιήσουμε γνωστές επιστημονικές αρχές, η γνώση μας γι' αυτές μετατρέπεται σε σημείο εκκίνησης για δράση. Κατ' αυτόν τον τρόπο, αυτό πσυ παλαιότερα απορριπτόταν σαν άχρηστο, σαν μια απλή θεωρία,
στις μέρες μας έχει καταστεί ο κεντρικός άξονας των πρακτικών νεωτε ρισμών. Επίσης, δεν είναι δύσκολο να βρούμε επεξηγήσεις γι' αυτή «την αλ
λαγή στο χαρακτήρα της ίδιας της γνώσης» . 94 Για παράδειγμα, ο Alan
Turing στο
δοκίμιό του
«On Computable Numbers» (1937)
έθεσε μαθη
ματικά αξιώ~ιατα τα οποία υποβοήθησαν τις μετέπειτα εφαρμογές στην επιστήμη των υπολογιστών. Η ανάπτυξη των ενσωματωμένων κυκλω μάτων, που επέτρεψε να σημειωθεί η «μικροηλεκτρονική επανάσταση»
στα τέλη της δεκαετίας του
1970,
στηριζόταν σε γνωστές αρχές της ε
φαρμοσμένης φυσικής, ενώ οι καινοτομίες σε τομείς τόσο διαφορετικσuς όπως η τεχνολογία του ψηφιακού δίσκου και της πυρηνικ1Ίς ενέργειας βασίζονταν σε θεωρητικές ανακαλύψεις οι οποίες πιστευόταν, αρχικά τουλάχιστον, ότι δεν είχαν πρακτικές εφαρμογές. Συνήθως οι τεχνολο γικές εφαρμογές σήμερα στηρίζονται σε θεωρητική γνώση, είτε χρησιμο ποιούνται για να υπολογιστούν οι ανάγκες ενός νοικοκυριού για παρο χή νερού ή το απαιτούμενο ποσό της ενέργειας για μια συγκεκριμένη πε ριοχή είτε για την κατασκευή μιας γέφυρας. Δε μας προκαλεί έκπληξη το ότι ο ιστορικός Eric Hobsbawm επιβεβαιώνει την αντίληψη του Bell ότι κατά τη διάρκεια αυτού του αιώνα «Οι θεωρητικοί ήταν πρωτοπόροι, [... ]λέγοντας στους επαγγελματίες τι θα έπρεπε να μελετήσουν και τι θα
έπρεπε να ανακαλύψουν βάσει των θεωριών τους». 95 Ο
Daniel Bell
αναπτύσσει το επιχείρημά του για την «πρωτοκαθε
δρία της θεωρητικής γνώσης» ακόμα περισσότερο. Το κάνει αυτό για να δηλώσει ότι η γνώση είναι προεξάρχουσα όχι μόνο στο πεδίο των τε χνολογικών καινοτομιών αλλά και στις κοινωνικές και πολιτικές υποθέ σεις. Για παράδειγμα, οι κυβερνήσεις στις μέρες μας εφαρμόζουν πολι τικές που βασίζονται σε θεωρητικά μοντέλα της οικονομίας. Αυτές μπο ρεί να είναι ποικίλες -κε·ίνσιανές, μονεταριστικές, της προσφοράς και της ζήτησης κ.ά.- όμως όλες τους είναι θεωρίες που αποτελούν τις βά σεις για τις αποφάσεις των υπουργών όσον αφορά σε καθημερινά προ
βλήματα. Επίσης, μπορούμε να αντιληφθούμε τις κύριες ανησυχίες που προκύπτουν για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των οικονομικών πολι τικών. Το θέμα είναι όχι μόνο να αντιμετωπίσουμε ένα ιδιαίτερα πιεστι κό πρόβλημα (π.χ., μια πετρελαιοκηλίδα) αλλά και να δράσουμε ως επί το πλείστον βάσει θεωρητικών μοντέλων για τη διατήρηση του οικοσυ
στήματος. Προς το παρόν τέτοια μοντέλα δεν έχουν αναπτυχθεί ούτε έ χουν τύχει επεξεργασίας, αλλά αυτά, όπως και παρόμοιες περιστάσεις, μπορούν να μας βοηθήσουν να εκτιμήσουμε ότι, ενώ η θεωρητική γνώ
ση δε χρειάζεται να είναι αληθινή -με απόλυτες τιμές- παίζει σημαντι κό ρόλο στη ζωή μας στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα. Η θεωρη τικ11 γνώση ορίζει σε μεγάλο βαθμό μια νέα χρήση της πληροφορίας/γνώ σης, καθώς και το ρόλο της. Αν η θεωρία εφαρμόζεται στην αρχή των εξελίξεων, σε αντίθεση με τις κάποτε πρακτικές εκτιμ1Ίσεις, τότε μπορεί να υποστηριχθεί ότι μια τέτοια γνώση προαναγγέλλει ένα νέο είδος κοι νωνίας.
Η θεωρία επικαλείται aφαιρετικούς και γενικεύσιμους κανόνες, νό μους και διαδικασίες. Με βάση αυτό, μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι
οι εξελίξεις, ειδικά στην επιστημονική γνώση, έχουν κωδικοποιηθεί σε κείμενα τα οποία αφομοιώνονται από τους υποψήφιους επαγγελματίες. Αυ1ά με τη σειρά τους ενσωματώνονται στο πρακτικό τους έργο. Η θέ ση αυτή μπορεί δικαιολογημένα να θεωρηθεί ότι βρίσκεται στο επίκε ντρο των ερευνητικών και αναπτυξιακών έργων, καθώς και των καινο τομιών. Όμως υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι αυτή εντοπίζεται σε ένα ευρύ πεδίο επαγγελμάτων, όπως η αρχιτεκτονική , η οικοδομική τέχνη,
η διατροφή ή ακόμα και η ραπτική . Ωστόσο υπάρχουν και αυτοί που θα διεύρυναν την ιδέα της θεωρη τικής γνώσης ώστε να συμπεριλάβει ένα ευρύτερο πεδίο όλων αυτών τα οποία θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ενδείξεις για μια κοινωνία
που στηρίζεται στη γνώση . Εδώ, για παράδειγμα, κάποιος θα μπορούσε να συμπεριλάβει την εκπαίδευση πολλών δημοσίων υπαλλήλων -στη δικαιοσύνη, τις κοινωνικές υπηρεσίες, τη λογιστική- ως ένδειξη της πρω τοκαθεδρίας της γνώσης στο σύγχρονο κόσμο. Πράγματι, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η ανώτατη εκπαίδευση στο σύνολό της ασχολείται με τη μετάδοση της θεωρητικής γνώσης. Μια τέτοια μεταδιδόμενη γνώση εί ναι αναμφισβήτητα κωδικοποιημένη και γενικά απαλλαγμένη από πρα κτικές εφαρμογές. Είναι επίσης γενικεύσιμη, παρότι είναι μιας διαφορε τικής σειράς σε σχέση με τη θεωρητική γνώση που χρησιμοποιείται σε ε πιστήμες όπως η χημεία και η φυσική. Ο
Nico Stehr,
προτείνοντας ότι τώρα κατοικούμε σε μια «κοινωνία
της γνώσης», επεκτείνει τον ορισμό της θεωρίας λέγοντας ότι στις μέρες
μας η γνώση αποτελεί πλέον συστατικό μέρος του τρόπου ζω1Ίς μας.% Η αναγωγή στη θεωρητική γνώση είναι τώρα πια σημαντική σχεδόν σε ό,τι κάνουμε, από το σχεδιασμό των νέων τεχνολογιών, την παραγωγή καθημερ ινών προ·ίόντων έως και το πώς εκλογικεύουμε τη ζω1Ί μας α
ντλώντας από τις μεγάλες «δεξαμενές γνώσης», πράγμα που μας βοηθά να καταλάβουμε καλύτερα τη θέση μας. Ο Stehr προτείνει μια προκλη τική τρίπτυχη τυπολογία σχετικά με την εξέλιξη της γνώσης: από την
πλήρους σημασίας (το ιδεώδες του Διαφωτισμού για γνώση που θα προ σφέρει καλύτερη κατανόηση) έως την παραγωγική (τη γνώση που εφαρ μόζεται στη βιομηχανία) και την ενεργό (όπου η γνώση συνδέεται στε νά με την παραγωγή -για παράδειγμα, με την παραγωγή των έξυπνων συσκευών). Ωστόσο, όσο ελκυστική κι αν φαντάζει η ιδέα της θεωρητικής γνώ σης, υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στο να καταλήξουμε σε ένα σαφή και συγκεκριμένο ορισμό τού τι σημαίνει γνώση. Η θεωρία του Max Weber για τον ορθολογισμό, η οποία αναπτύχθηκε περίπου στα τέλη του
δεκάτου ενάτου αιώνα και υπογραμμίζει την εμπρόθετη δράση (κυρίως υπήρξε σημαντική στην ανάπτυξη των γραφειοκρατικών δομών), Θα μπο ρούσε να χρησιμοποιηθεί ως ένας ορισμός. Η Θεωρία αυτή περιλαμβά νει aφαιρετικές και κωδικοποιημένες αρχές, νόμους και κανόνες ( ολό κληρη τη γραφειοκρατική μηχανή), καθώς και την απαίτηση από τους συμμετέχοντες να κατέχουν μια αφαιρετική γνώση (πώς λειτουργεί το σύστημα). Η Θεωρητική γνώση, υπό αυτή την έννοια, δεν είναι τίποτε
άλλο από την εκμάθηση των κανόνων και των διαδικασιών βάσει των οποίων λειτουργεί η γραφειοκρατία. Αν αυτό ισχύει, τότε αναγκαζόμα στε να ρωτήσουμε ποιο είναι το καινούργιο και το σημαντικό. Τα παραπάνω μας οδηγούν σε μια γενικότερη δυσαρέσκεια για την ανακρίβεια του όρου «θεωρητική γνώση». Αν, για παράδειγμα, η «πρω τοκαθεδρία της θεωρητικής γνώσης» θεωρηθεί ότι αναφέρεται σε κα θιερωμένες επιστημονικές αρχές (το σημείο βρασμού του νερού, την α γωγιμότητα των στοιχείων κ.ά.) οι οποίες είναι κωδικοποιημένες σε κεί ~ιενα, τότε αυτό είναι ένα πρόβλημα. Ωστόσο, αν η θεωρητική γνώση θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει και υποθετικά μοντέλα, όπως τη σχέση ανά μεσα στον πληθωρισμό και στην ανεργία ή την κοινωνική τάξη και την ευκαιρία για εκπαίδευση, τότε αυτό αποτελεί ένα άλλο ζήτημα. Αν, πά λι, η Θεωρητική γνώση θεωρηθεί ότι αποτελεί προτεραιότητα των ερευ νητικών και αναπτυξιακών κεφαλαίων και ομάδων για τις σύγχρονες καινοτομίες, τότε αυτό επίσης είναι ένα διαφορετικό θέμα. Τελικά, αν η άνοδος της θεωρητικής γνώσης χαρακτηριστεί από τη διάδοση της πα ροχής πανεπιστημιακών πτυχίων -μια συνηθισμένη στρατηγική στην κοινωνική επιστήμη- τότε αυτό μπορεί να εισαγάγει έναν ακόμα σημα ντικό, αν και διαφορετικό, ορισμό. Εξαιτίας aυτών των ασαφειών, στην καλύτερη περίπτωση μπορεί κάποιος να συμπεράνει ότι η θεωρητική γνώση πιθανόν εντοπίζεται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι έως τώ ρα. Όμως τούτο απέχει πολύ από το να καταλήξουμε είτε στο ότι αυτή είναι η πρωταρχική δύναμη στην κοινωνία είτε στο ότι σηματοδοτεί μια αποφασιστική στροφή στην Ιστορία. Ακόμα κι αν κάποιος αποδεχόταν ότι η θεωρητική γνώση είναι πιο σημαντική στις μέρες μας, θα έπρεπε να διαμαρτυρηθεί για το ότι η γνώ ση δε δημιουργεί μια νέα τάξη, η οποία θα μας οδηγήσει πέρα από τον καπιταλισμό. Κατά την άποψή μας, όπως θα δείξουμε και στα επόμενα κεφάλαια, οι εξελίξεις στην πληροφορία/γνώση , συμπεριλαμβανομένης και της θεωρητικής γνώσης, έχουν συμβάλει αποφασιστικά στην επέ κταση και την εμπέδωση των καπιταλιστικών σχέσεων τόσο στον τρόπο
ζωής όσο και σε μια ευρύτερη γεωγραφική κλίμακα. Αυτή η λογική έχει 135
κυριαρχήσει, και σε αυτό τον ορθολογισμό έχουν υποταχθεί οι εξελίξεις στον τομέα της πληροφορίας. Εξαιτίας αυτού θεωρούμε ότι υπάρχει έ
ντονος σκεπτικισμός και αμφιβολία απέναντι στην «πρόοδο». 97 Οι άν θρωποι αντιμετωπίζουν την αλλαγή ως συνέχεια γνωστών προτύπων α κόμα σε ένα περιβάλλον συνεχών προσαρμογών και νεωτερισμών, και προβάλλεται η παραπλάνηση προς την αδιάκοπη «πρόοδο». Η αντίρρη
ση του Thoreau, που εκφράστηκε στα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα, για την πρόοδο η οποία δημιούργησε μέσα βελτίωσης για μη βελτιωμέ νους σκοπούς παραμένει έως σήμερα επίκαιρη.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχουμε γίνει μάρτυρες δύο σημαντι κών φάσεων τεχνολογικού ουτοπισμού, όπου η ανάπτυξη των νέων τε χνολογιών υποτίθεται ότι θα επιφέρει ριζική και ευτυχώς ωφέλιμη κοι νωνική μεταβολή. Τέτοιες σκέψεις παραμένουν κυρίαρχες, παρότι ακό μα και σήμερα ακούμε πολύ συχνά να γίνεται λόγος για τη «δεύτερη
,, IJΙ
Βιομηχανική Επανάσταση» που πρόκειται να προκαλέσουν οι νέες τε χνολογίες. Σε αυτό το κεφάλαιο αναλύσαμε τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού του τρόπου κατανόησης της αλλαγής, ούτως ώστε να μπορέσου με να τη χαρακτηρίσουμε παραπλανητική και άχρηστη. Δεν είμαστε οι μόνοι που τάσσονται υπέρ της απόρριψης των τεχνολογικο-ουτοπικών θεωρήσεων σχετικά με την ουδετερότητα των τεχνολογικών καινοτο μιών και της τεχνολογικά ντετερμινιστικής αντίληψης της Ιστορίας. Πράγ ματι, στην κοινότητα των κοινωνικών επιστημών αποτελεί κοινό τόπο το να επιμένει κανείς για την κοινωνική διάσταση της τεχνολογικής ε ξέλιξης.98 Παρ' όλα αυτά, αν και θεωρητικά απορρίπτεται, ο ενθουσια σμός για την τεχνολογία ασκεί μια ιδιαίτερη γοητεία σε αρκετές αναλύ σεις για την Επανάσταση των Πληροφοριών, γι' αυτό και αξίζει συστη ματική κριτική.
Το ότι τα τελευταία χρόνια έχουν δημοσιευτεί τόσο πτ>λλές αναλύ σεις οι οποίες δίνουν ιδιαίτερη σημασία στις αλλαγές που μπορεί να ε πιφέρει η πληροφορία πιθανόν να οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι αυ τές ανταποκρίνονται στις δυναμικές κριτικές του τεχνολογικού ντετερ μινισμού. Αυτό εμφανίζεται σε διάφορες εκδοχές, αλλά είναι αναγκαίο να διακρίνουμε τον ξεχωριστό ρόλο της «συμβολικής ανάλυσης» στην ε ποχή της παγκοσμιοποίησης. Τα έργα των Robert Reich και Manuel Castells, λόγου χάρη, επιμένουν στην αυξανόμενη ση μαντικότητα του
«πληροφοριακού εργατικού δυναμικού» στις συνθήκες της «δικτυακής κοινωνίας». Σε αυτή τη νέα και αναπτυσσόμενη κοινωνική ομάδα που αποτελείται από πολύ μορφωμένα και ικανά να επιλύουν προβλήματα άτομα, σε αυτή την ομάδα που επικοινωνεί, αναλύει και σχεδιάζει, πα ραχωρείται τρομερή δύναμη στην εποχή του πληροφοριακού καπιταλι
σμού. Ωστόσο δεν έχουμε πεισθεί. Ενώ έχει συντελεστεί μια αναμφισβή τητη επέκταση του πληροφοριακού έργου -μια τάση που είχε χαρτο γραφηθεί πριν από καιρό από πολλούς, μεταξύ των οποίων και από τον Daniel Bell- είναι υπερβολικό να ισχυριστούμε ότι αυτή η εξέλιξη, που έχει προωθηθεί για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα του παγκόσμιου καπι ταλισμού, έχει καταλήξει στο μετασχηματισμό του ίδιου του καπιταλισμού.
137
, ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ~
ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΕΣ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ
·l
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡ'ΓΟ
Η ΜΑΚΡΑ ΙΣΓΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΓΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
Τι είναι η Επανάσταση των Πληροφοριών; Η απάντηση στην εν λόγω ε ρώτηση φαντάζει αυταπόδεικτη. Ένα πλήθος βιομηχάνων, πολιτικών και ακαδημα·ίκών έχουν αναλάβει να μας γνωστοποιήσουν ότι οι πρόσφατες εξελίξεις στις τεχνολογίες της πληροφορικής και της επικοινωνίας θέ τουν τα θεμέλια για μια νέα εποχή πλούτου και aφθονίας. Μια σειρά άρ θρων και βιβλίων μάς έχουν καταστήσει σαφές, από τις αρχές της δεκα ετίας του
1980,
ότι έχουμε φτάσει σε ένα κρίσιμο σημείο στην Ιστορία,
καθώς γινόμαστε μάρτυρες μιας δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης.
Σύμφωνα με έναν αναλυτή, «η πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση αύξησε σε μεγάλο βαθμό τη μυ·ίκή δύναμη των ανθρώπων και των ζώων στην πα ραγωγή. Αυτή η νέα εξέλιξη θα επεκτείνει επίσης την ανθρώπινη πνευ ματική ικανότητα, σε βαθμό που τώρα μόνο αμυδρά μπορούμε να φα νταστούμε».1 Υποστηρίζεται ότι η εκμετάλλευση (και η εκβιομηχάνιση) της πληροφορίας και της γνώσης σηματοδοτεί μια ιστορική μετάβαση, από τη βιομηχανική στη μεταβιομηχανική κοινωνία. Η υπόσχεση είναι ότι διαμέσου των νέων τεχνολογιών (των εξελιγμένων υπολογιστών, της ρομποτικής, των τηλεπικοινωνιακών δορυφόρων κτλ.) οι δυνάμεις της αν θρώπινης ευφυίας και της λογικής μπορούν να βελτιωθούν πολύ περισ σότερο από όσο μπορούμε να φανταστούμε. Έτσι, η Επανάσταση των Πληροφοριών αντικατοπτρίζει τη συμβιωτική σχέση ανάμεσα στην αν θρώπινη εξέλιξη και την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο. Σε αυτό το κοκτέιλ επιστημονικής φιλοδοξίας και εμπορικής υπερ βολής υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός υπονοούμενων, αλλά και ση
μαντικών συμπερασμάτων. Πρώτον, υποτίθεται ότι η καταλυτική αλλα γή έχει συντελεστεί από τις πρόσφατες τεχνολογικές καινοτομίες: ο συ σχετισμός της Επανάστασης των Πληροφοριών και των τεχνολογιών της πληροφορικής και της επικοινωνίας φαντάζει αυταπόδεικτος. Έτσι, η
συζήτηση γΙJJ. την Επανάσταση των Πληροφοριών τοποθετείται στο ι στορικό πλαίσιο της τεχνολογικής ανάπτυξης και το διάλογο για την τε χνολογική «πρόοδο». Δεύτερον, συνάγεται το συμπέρασμα ότι αυτή η τεχνολογική επανάσταση, όπως και η προηγηθείσα Βιομηχανική Επα νάσταση , σηματοδοτεί την αρχή μιας νέας ιστορικής εποχής. Οι όροι «βιομηχανική» και «μεταβιομηχανική» κοινωνία -οι οποίοι, μέσα από
μια δΙJJ.δικασία ιδεολογικής σύγκρουσης, συχνά μεταφράζονται ως «κα πιταλιστική» και «μεταΚαπιταλιστική»- σηματοδοτούν τη μετάβαση α πό μια περίοδο περιορισμών και περιστολών σε αυτήν της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της αφθονίας. Ένα τρίτο συμπέρασμα αφορά στην καινοτομία της Επανάστασης των Πληροφοριών. Για πρώτη φορά, ως συνέπεΙJJ. της ανάπτυξης και της σύγκλισης των τηλεπικοινωνιών και της επεξεργασίας δεδομένων, έχει γίνει εφικτή η αξιοποίηση της ανθρώ πινης ευφυtας και λογικής με έναν επιστημονικό και συστηματικό τρόπο. Με αυτό σχετίζεται, βέβαια, το αναμφισβήτητο συμπέρασμα ότι η ορ γανωμένη γνώση και η επικοινωνία είναι κοινωνικά ωφέλιμες. Η πλη ροφορία είναι το μεγαλύτερο περιουσιακό στοιχείο της μεταβιομηχανι κής κοινωνίας: «Είναι το
[...]
ακατέργαστο υλικό της αλήθειας, της ο
μορφιάς, της δημιουργικότητας, της καινοτομίας, της παραγωγικότη
τας, της ανταγωνιστικότητας και της ελευθερίας» . 2 Η πληροφορία είναι ανά πάσα στιγμή παρούσα- πρόκειται για ένα ουτοπικό σενάριο. Τέλος, το όλο θέμα στην πράξη αντιμετωπίζεται σαν ένα οικονομικό ζήτημα και η πληροφορία σαν μια κατεξοχήν οικονομική κατηγορία. Η επανάστα
ση αφορά στη «δημιουργία μιας επιχείρησης πληροφοριών». 3 Σύμφωνα με τον
Tom Stonier,
«η συσσώρευση των πληροφοριών είναι εξίσου ση·
μαντική με τη συσσώρευση του κεφαλαίου», γιατί «καθώς η γνώση μας ε
πεκτείνεται, ο κόσμος γίνεται πλουσιότερος». 4 Η πληροφορία είναι το κλειδί της οικονομικής ανάπτυξης και παραγωγικότητας και η βάση για την παραγωγή μιας μεγαλύτερης πίτας, από την οποία όλοι θα πάρου
με μεγαλύτερα μερίδια. Το τaχύτατα μεταβαλλόμενο πεδίο των οικονο μικών των πληροφοριών αντανακλά την οικονομική προσάρτηση στην
πληροφορία και τη γνώση. 5 Στο παρόν κεφάλαιο παραθέτουμε και αμφισβητούμε αυτά τα συ μπεράσματα και την αυτάρεσκη υπόσχεσή τους για τεχνολογική πρόο
δο, οικονομική ανάπτυξη και ανθρώπινη βελτίωση. Έτσι, η προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τη σημασία των νέων τεχνολογιών της πληροφο ρικής και επικοινωνίας με τους όρους της γενεαλογίας τους μας οδηγεί σε μια σκεπτικιστική στάση απέναντι στην άποψη ότι συγκροτούν μια τεχνολογική επανάσταση. Ενώ θα μπορούσαμε, βέβαια, να δεχτούμε
την έκταση της καινοτομίας σε αυτό τον τομέα και το βαθμό της αξιο ποίησής της, πιστεύουμε ότι αυτές οι νέες τεχνολογίες είναι επαναστα
τικές κατά έναν τρόπο μάλλον ασήμαντο. Βεβαίως, δεν υπονοούμε ότι δεν υπάρχουν στις μέρες μας σημαντι κές μεταβολές στο χαρακτήρα των καπιταλιστικών κοινωνιών, και είναι σίγουρο ότι οι νέες τεχνολογίες της πληροφορικής και της επικοινωνίας εμπλέκονται σε αυτές τις διαδικασίες μεταβολής. Ορισμένοι σχολιαστές έχουν αναφερθεί σε μια ιστορική μετάβαση από τον «οργανωμένο» στον
«aποδιοργανωμένο» καπιταλισμό, 6 ενώ άλλοι έχουν προσπαθήσει να εννοήσουν την παρούσα περίοδο με τους όρους μιας αλλαγής στο κυ
ρίαρχο καθεστώς της συσσώρευσης από το σύστημα του φορντισμού σε
ένα που χαρακτηρίζεται ως νεο- ή μετα-φορντικό σύστημα. 7 Σε αυτή την τελευταία άποψη παρατηρείται, κατά τη γνώμη μας, μια ισχυρή τάση να δοθεί υπερβολική έμφαση στα στοιχεία της ρήξης. Αυτά είναι η αλλαγή από το συγκεντρωτισμό στην αποκέντρωση , από τη μαζικοποίηση στην
απομαζικοποίηση , από τη συγκέντρωση στη διασπορά, από τη σταθερό τητα στην ευελιξία. Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν άλλοι που εργάζονται στο ίδιο πλαίσιο και έχουν τονίσει τα στοιχεία της συνέχειας ανάμεσα στο φορντισμό και το διάδοχό του καθεστώς της συγκέντρωσης. Ο Joachim Hirsch διακρίνεται ως ένας ιδιαίτερα διεισδυτικός αναλυτής σχετικά με τη διαιώνιση της κυριαρχίας και του ελέγχου. Σύμφωνα με την ανάλυσή του , ο μετα-φορντισμός προβάλλεται ως ένα νέο σύστημα <<υπερ-εκβιο μηχάνισης», που χαρακτηρίζεται από τη «μικρο-ηλεκτρονική αναδιάρ θρωση του τε'ίλορισμού» και από τη ρυθμιστική μορφή του «αυταρχικού κρατισμού», που συνδυάζει τον «αποκεντρωτικό και κατακερματισμένο
κορπορατισμό» με τις νέες (και ίσως πιο ευέλικτες) τεχνολογίες και τις
στρατηγικές καταστολής και επιτήρησης. 8 Το βασικό θέμα εδώ είναι αυτό της αλλαγής και της συνέχειας, κα θώς και .της κατανόησης ότι αυτός ο συσχετισμός προφανώς είναι ένα μέσο αντιμετώπισης των διαφόρων ιστορικών καταστάσεων. Με όσα α κολουθούν επιθυμούμε να στρέψουμε την προσοχή μακριά από τις ά μεσες εξελίξεις στον τομέα των πληροφοριών, όσο συνταρακτικές κι αν
είναι αυτές, προς όφελος μιας μακροπρόθεσμης προοπτικής. Αν και πολ λοί μελετητές έχουν επικεντρωθεί στις πρόσφατες μεταβολές, εμείς προ σανατολιζόμαστε σε αυτή την κατεύθυνση, ιδίως σε θέματα που αφο
ρούν στην εργασιακή ανάπτυξη και τις μορφές της οργάνωσης. 9 Πι στεύουμε ότι η ενεργοποίηση των πληροφοριακών και επικοινωνιακών πόρων, κατά την αντίληψη ορισμένων, λειτουργεί με πολύ μεγαλύτερη περιοδικότητα από τη συνήθως αποδεκτή.
143
Επιπλέον, σε αντίθεση με τις απόψεις που αντιμετωπίζουν την κοι νωνία της πληροφορίας με όρους τεχνολογικής επανaστασης, έχει ση μασία να τονίσουμε ότι η συσχέτιση της πληροφορίας και των πληρο
φοριακών πόρων αποτελούσε πaντα συστατικό στοιχείο των καπιταλι στικών κοινωνιών, εκτός οποιουδήποτε τεχνολογικού πλαισίου. Η συ σχέτιση της γνώσης (δεξιότητα) στο εργοστaσιο, για παρaδειγμα, μπο ρεί να λειτουργεί μόνο διαμέσου του ιεραρχικού ελέγχου . Επίσης, τα
κρaτη λειτουργούσαν αποτελεσματικa επί πολλές γενιές, χωρίς να επω φελούνται από τις τεχνολογίες των υπολογιστών. Και εδώ, αλλa και σε ευρύτερο πλαίσιο, οι οργανωτικές δομές -που εξελίσσονται σε γραφειο κρατικούς θεσμούς- μπορούν να συγκροτήσουν aποτελεσματικούς μη χανισμούς για τον έλεγχο και τη διαχείριση των πληροφοριακών πό ρων. Η συγκέντρωση, η καταγραφή, η aθροιση και η αξιοποίηση της πληροφορίας μπορεί να -και έχει- επιτευχθεί με βaση ελaχιστη βοήθεια από την τεχνολογία. Αυτό που υποστηρίζουμε είναι ότι η Επανaσταση των Πληροφοριών έχει εννοηθεί, επιφανειακa και συμβατικα, ως ένα ζήτημα τεχνολογικό,
όπως και αυτό της πρωτοπορίας της τεχνολογίας. Αντιθέτως, θεωρούμε ότι η Επανaσταση των Πληροφοριών μπορεί να εννοηθεί βαθύτερα, ως ένα ζήτημα διαφορετικής (και aνισης) πρόσβασης και ελέγχου των πλη ροφοριακών πόρων. Αυτό ακριβώς είναι, αν και απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί ως τεχνολογικό ζήτημα, το οποίο θα έπρεπε να μας απα σχολεί κατa τη διαχείριση και τον έλεγχο των πληροφοριών μέσα και α νaμεσα στις ομ
διαλόγου για την κοινωνική μεταβολή, απομακρύνοντaς το από τις «τε χνολογικές επιδρaσεις», ενώ παρaλληλα πολιτικοποιεί την ίδια τη διαδι κασία της τεχνολογικής ανaπτυξης: Την εντaσσει όμως στο πεδίο των με ταβολών που συνδέονται με τη διαθεσιμότητα και την πρόσβαση στις
πληροφορίες. Αντιθέτως, οι προσπaθειες για προσανατολισμό της ανa λυσης και της συζήτησης σε τεχνικούς και τεχνοκρατικούς διαύλους εξυ πηρετούν την καταστολή αυτών των σημαντικών ερωτημ
Επίσης, η επικρατούσα τaση για τη θεώρηση των τεχνολογιών της πληροφορικής και της επικοινωνίας κυρίως με όρους οικονομικής ανa πτυξης, παραγωγικότητας και προγραμματισμού την επανεντaσσει σε ένα ισχυρό τεχνικό, διαχειριστικό και οργανικό πλαίσιο (όπου τα σημα ντικότερα θέματα είναι αυτa της ανταγωνιστικής θέσης και της κατα
νομής των μισθών και των κερδών). Σε αντίθεση με αυτή την άποψη, ·η δική μας προσέγγιση επικεντρώνεται στην πληροφορία και στις τεχνο λογίες της πληροφορικής σύμφωνα με τις πολιτικές και τις πολιτιστικές
τους διαστάσεις. Και στις δύο αυτές πλευρές εξετάζονται οι σύνθετες σχέσεις ανάμεσα στην τεχνολογία, την πληροφορία και την εξουσία. Στην περίπτωση της πρώτης, αυτό που εξετάζεται, στο χώρο της εργα σίας αλλά και στην κοινωνία συνολικά, είναι η σχέση ανάμεσα στη δια χείριση και στον έλεγχο. Και στην περίπτωση της πολιτιστικής διάστα σης, αυτά που απασχολούν είναι οι μικροπολιτικές της εξουσίας, αυτό που ο
Foucault
χαρακτηρίζει ως <<τριχοειδή αγγεία της εξουσίας». Το
θέμα που τίθεται είναι η επίδραση των τεχνολογιών της πληροφορικής και της επικοινωνίας στη διάσταση, στον τύπο, στην οργάνωση και στις
συνήθειες της καθημερινής ζωής. 10 Αυτό που , κατά τη γνώμη μας, είναι προφανές και στα δύο επίπεδα είναι οι άρρηκτοι δεσμοί ανάμεσα στην πληροφορία/γνώση και την εξουσία. Για να εντοπίσουμε το πολιτιστικό και πολιτικό πλαίσιο στο οποίο έ χουν διαμορφωθεί οι τεχνολογίες της πληροφορικής και της επικοινω νίας, υποστηρίζουμε ότι έχουν επιτελέσει δύο διακριτές αλλά συναφείς λειτουργίες, οι οποίες είναι θεμελιώδεις για τη συνοχή και τη διαιώνιση των καπιταλιστικών κοινωνιών. Από τη μια μεριά αποτελούν το μηχα
νισμό της κοινωνικής διοίκησης, του σχεδιασμού και της διαχείρισης, α πό την άλλη βρίσκονται στο επίκεντρο των στρατηγικών της εποπτείας και του ελέγχου. Το επιχείρημά μας είναι ότι αυτές οι δύο λειτουργίες εί ναι στενά συνδεδεμένες και ενισχύονται αμοιβαία. Επαναλαμβάνοντας τα λόγια του
Foucault,
δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί ο κοινωνικός σχε
διασμός και η διοίκηση χωρίς επιτήρηση, είναι αδύνατον να μην ενισχύει η επιτήρηση τη διοικητική συνοχή, την αποτελεσματικότητα και την ε
ξουσία.11 Δεν έχει νόημα να οραματιζόμαστε μια εποχή όπου ο σχεδια σμός και η διαχείριση θα είναι απλώς τεχνικά και εργαλειακά ζητήμα
τα -η διοίκηση των πραγμάτων- και θα σταματήσουν να εμπλέκονται στις διαδικασίες της εξουσίας, της επιτήρησης και του ελέγχου.
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΣ
Κάποια από τα έργα του Anthony Giddens ξεκαθαρίζουν αυτή τη σχέ ση ανάμεσα στο σχεδιασμό και τον έλεγχο. Υποστηρίζει ότι το κράτος πρέπει να διατηρήσει τον αποτελεσματικό έλεγχο και των «κατανεμημέ νων πηγών» (σχεδιασμός, διοίκηση) και των «εξουσιαστικών πηγών» (ε
ξουσία, έλεγχος). Ο
Giddens τονίζει ότι αποφασιστικής σημασίας για την
προσπάθεια αυτή είναι η συλλογή και η αποθήκευση των πληροφοριών:
145
Ο ρόλος των «εξουσιαστικών μέσων» είναι σημαντικός για να συγκροτούν κοινωνικά συστήματα που καλύπτουν μεγαλύτερο εύρος χώρου και χρόνου από ό,τι οι φυλετικές κουλτούρες. Η εποπτεία -ο έλεγχος των πληροφοριών
και η επίβλεψη των δραστηριοτήτων κάποιων ομάδων από άλλες ομάδες
είναι, με τη σειρά της, το κλειδί για την επέκταση αυτών των πηγών. 12 Αφού η συλλογή, η καταγραφή και η εποπτεία των πληροφοριών εί ναι ζωτικής σημασίας για το σκοπό αυτό, ο
Giddens
υποστηρίζει ότι η
κανονιστική συλλογή, η αποθήκευση και ο έλεγχος των πληροφοριών αποτελούν τις βασικές προϋποθέσεις της διοικητικής αποτελεσματικό
τητας και της διατήρησης της εξουσίας. 13 Στο σύγχρονο κράτος ο κατανεμημένος και ο εξουσιαστικός έλεγχος συγκλίνουν στο σημείο που ο καθένας εξαρτάται από τη συνεχή, τυπο
ποιημένη και όλο και περισσότερο κεντρική εποπτεία και καταγραφή των υπηκόων. Επιπλέον, ο κατανεμημένος έλεγχος επικρατεί, μεροληπτικά,
μέσω της ικανότητάς του να συνδυάζει (και να νομιμοποιεί) τις διοικητι κές και τις εξουσιαστικές λειτουργίες: «Η επιτήρηση ως κινητήριος μο χλός της διοικητικής εξουσίας -μέσω της αποθήκευσης και του ελέγχου των πληροφοριών- είναι το πρωταρχικό μέσο συγκέντρωσης των εξου σιαστικών πηγών που εμπλέκονται στο σχηματισμό του έθνους-κρά
τους>>. 14 Στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες αυτός ο διοικητι κός-τεχνοκρατικός μηχανισμός εποπτείας εκφράζει τις κυρίαρχες σχέ σεις εξουσίας και καθορίζει την εσωτερική ολοκληρωτική φύση του σύγχρονου κράτους. Οι δυνατότητες ενός δεσποτικού κράτους [γράφει ο
Giddens]
εξαρτώνται
από την ύπαρξη κοινωνιών στις οποίες το κράτος μπορεί να διεισδύσει επι
τυχώς στις καθημερινές δραστηριότητες της πλειονότητας των υπηκόων του. Αυτό, με τη σειρά του, προϋποθέτει ένα υψηλό επίπεδο επιτήρησης, [ ... ] την
κωδικοποίηση των πληροφοριών που είναι σχετικές με την επίβλεψη της συμπεριφοράς σημαντικού μέρους του πληθυσμού. 15 Αυτές ακριβώς είναι, όπως θα υποστηρίξουμε, οι δυνατότητες που αναπτύσσονται από τις νέες τεχνολογίες της πληροφορ ικής. Διαμέσου της επιτήρησης και της καταγραφής, που διακρίνει ο
dens,
Gid-
πρόσθετες αποδείξεις για την τάση προς έλεγχο μπορούν να βρε
θούν στο πεδίο της οικονομικής ανάλυσης. Για παράδειγμα, ένας τρόπος
για την κατανόηση των συναλλαγών στην οικονομική αγορά 16 είναι να υιοθετεί τους όρους της θεωρίας της πληροφορίας. Έτσι, ο Hayek θεω ρεί το «σύστημα των τιμών[ ... ] ένα μηχανισμό για τη διακίνηση των πλη-
ροφοριών» και υποστηρίζει ότι «το πρόβλημα του ποιος είναι ο καλύτε ρος τρόπος χρησιμοποίησης της γνώσης, που αρχικά διαδίδεται σε όλους τους ανθρώπους, είναι τουλάχιστον έ:να από τα βασικά προβλήματα της
οικονομικής πολιτικής».11 Η πρόταση του
Hayek σε αυτό το πρόβλημα
ήταν η αποφυγή του κεντρικού σχεδιασμού -<<της κατεύθυνσης όλου του
οικονομικού συστήματος σύμφωνα με ένα ενοποιημένο πρόγραμμα>>- για χάρη του ανταγωνισμού, στον οποίο αναφέρεται ως «αποκεντρωτικό
σχεδιασμό από πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους». 18 Παρ' όλα αυ τά, άλλοι οικονομολόγοι δεν αντιμετωπίζουν τόσο άνετα το «πρόβλημα της χρησιμοποίησης της γνώσης, η οποία δεν προσφέρεται ολόκληρη σε
κανέναν» . 1~τα τέλη του εικοστού αιώνα, η οικονομία πήρε μια πιο σύν θετη μορφη. Η σχέση ανάμεσα στην εθνική οικονομία και στις διεθνείς αγορές, η διαχείριση της τεχνολογικής καινοτομίας, ο συντονισμός πα ραγωγής και κατανάλωσης, η εσωτερική διάρθρωση των διασκορπισμέ
νων πολυεθνικών εταιρικών ομίλων, όλα αυτά καθίστανται πιεστικά ζη τήματα της οικονομικής διαχείρισης. Ο Alfred Chandler έχει υποστηρί ξει ότι αυτό αντικατοπτρίζει ένα σημείο καμπής στην Ιστορία, «όταν ο ό γκος των οικονομικών δραστηριοτήτων έφτασε σε ένα επίπεδο που κα
τέστησε το διοικητικό συντονισμό πιο αποτελεσματικό και προσοδοφό ρο από τον εμπορικό συντονισμό». Αποτελεί μια καμπή όπου «το ορατό χέρι της διοίκησης αντικατέστησε το αόρατο χέρι των δυνάμεων της α
γοράς».20 Αυτό που καθίσταται σημαντικό είναι ακριβώς η συλλογή της διασκορπισμένης γνώσης, η συλλογή και ο συγκεντρωτισμός των πληρο φοριών, καθώς και η κατάστρωση ενός ενοποιητικού σχεδίου. Η οικονο
μική διαχείριση στην εποχή του διεθνούς κεφαλαίου τείνει αναγκαστικά προς τη διαδικασία εκείνη του διοικητικού ελέγχου που διενεργείται α πό ένα «διευθύνοντα νου», του είδους που ο Hayek απεχθάνεται τόσο. 21J Η ανάγκη για αποτελεσματική και κεντρική διαχείριση των πληροφοριών
απασχολεί έναν ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό οικονομολόγων. Έτσι, ο
ΓCharles Jo?scher, αν~φερόμενος ~ν «,αύ~ηση τη~ πολυπλοκότητας, των ~ικονομικων συστηματων», σημειωνει οτι ενα τεραστιο «οργανωτικο και πληροφοριακό έργο συντονισμού των διαφορετικών βημάτων στη γραμ
μή παραγωγής [και] του αριθμού των συναλλαγών συντελείται μέσα και ανάμεσα στις μονάδες παραγωγής». «Οι μεγαλύτερες μη καταγεγραμμέ νες δυνατότητες για τη βελτίωση της οικονομικής απόδοσης», καταλή γει, «βρίσκονται στον τομέα του χειρισμού των πληροφοριών». Κατά συ νέπεια ένας μεγάλος αριθμός ερευνητικών και αναπτυξιακών πόρων άρ χισε να κατευθύνεται στη δημιουργία τεχνολογιών που επεξεργάζονται,
αποθηκεύουν, μεταφέρουν και μεταποιούν τις πληροφορίες. 22 147
J
Είμαστε ιδιαίτερα καχύποπτοι απέναντι στα σενάρια της «κοινωνίας
της πληροφορίας» που διαμορφώνουν οι ομο.ίδεάτες του Daniel Bell,23
r στα οποία η πληροφορία/γνώση προβάλλεται ως μια ευεργετική και προο }
δευτική κοινωνική δύναμη. Υποστηρίζουμε ότι η πληροφορία αποτελεί, εδώ και πολύ καιρό, το βασικό χαρακτηριστικό της ρύθμισης στο σύγ
χρονο κράτος και στις καπιταλιστικές οικονομίες. Επίσης, η ιστορία της διαχείρισης των πληροφοριών καταδεικνύει ότι η τεχνική και οικονομι
κή εκμετάλλευσή τους θα έπρεπε να γίνει κατανοητή στο ευρύτερο πλαί σιο της πειθαρχικής και πολιτικής της ανάπτυξης. 24 Πολύ σημαντική στο πλαίσιο αυτό είναι η διαδικασία με την οποία ο εξουσιαστικός έλεγχος έχει υπαχθεί στο μηχανισμό του επιμεριστικού ελέγχου: Η εξουσία εκ
~!!έQ.α από_ !ην πειθαρχία της υπολογιστικής καϊσρθΌλογικης ι.wινωνικής διαχείρισηs-καιι διοί~σης.Jσtορικά, αυτ,ή..ιη δαχοικασία έΧει πραγματοποιηθεί χωρίς σημαντική τεχνολογική διαμεσολάβηση. Ωστό σο οι νέες τεχνολογίες εμπλέκονται όλο και περισσότερο, επειδή, όπως έχει υποστηρίξει ο Lewis Mumford, «η μηχανοποίηση, ο αυτοματιισμός,
η κυβερνητική» ξεπερνούν την αδυναμία του συστήματος, <<την αρχική του εξάρτηση από τους αντιτιθέμενους και καμιά φορά ενεργά aνυπά κουους σερβομηχανιισμούς, που είναι αρκετά ανθρώπινοι ώστε να υιιο
θετήσουν στόχους οι οποίοι δε συμπίπτουν πάντα με αυτούς του συστή ματος».25 Παρ' όλα αυτά, είτε είναι γραφειοκρατικός είτε τεχνολογικός, ο διοικητικός έλεγχος ωθείται προς μια εκτενή και εντατική καταγραφή και παρακολούθηση των εθνικών πληθυσμών. «Με τους μηχανισμούς της επεξεργασίας πληροφοριών (η γραφειοκρατία χρησιμοποιεί ανθρώ πους, ο υπολογιστής χρησιμοποιεί μηχανές) αυξάνεται σημαντικά η δυ νατότητα καταγραφής της συμπεριφοράς», υποστηρίζει ο Mark Poster. «Η μέθοδος της τεχνολογίας διευρύνει πολύ το μέγεθος της κανονιστι
κής επιτήρησης, συγκροτώντας νέους τρόπους κυριαρχίας, που δεν έ
χουν ακόμα διερευνηθεί». 26 Αυτή η πειθαρχική και υπολογιιστική διαχεί ριση της ύπαρξης στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες παίρνει τη μορφή του πολιτισμού τους, του τρόπου ζωής τους και των κοινωνι
κών σχέσεων που επικρατούν σε αυτές.
J
Η ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣτΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι η λογική του σχεδιασμού και του ελέγχου ανέκαθεν ήταν υπό αμφισβήτηση. Σε ένα περιβάλλον αυξανόμενης πο λυπλοκότητας και αβεβαtιότητας η ανάγκη για έλεγχο μπορεί να γίνεται
πιο έντονη και νευρωτική, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι γίνεται και πιο συ
νεκτική.2Ί Επιπλέον, η λογική του ελέγχου μπορεί να χρειάζεται αυτήν της αντίστασης. Οι πληθυσμοί ποτέ δεν παραμένουν απλά και απόλυτα αμετάβλητοι και αποκομμένοι. Αντίθετα, είναι πεισματικά ρευστοί και κινητικοί. Η δύναμη της αντίστασης είναι μια ζωτική και δυναμική πλευρά του συστήματος ελέγχου, και θα ήταν μέγιστο λάθος να την α ντιμετωπίσουμε μόνο σαν μια υπολειμματική δύναμη. Ωστόσο, αν δεν
υποτιμήσουμε τη σημασία αυτής της αντίθετης δύναμης, κάθε ισορρο πημένη σκέψη θα έπρεπε επίσης να μας προτρέπει να μην υποτιμούμε την επιμονή και την ευρηματικότητα των ποικίλων φορέων ελέγχου. Έτσι, στο υπάρχον πλαίσιο μιας ιστορικής μετάβασης πέρα από το φορ ντισμό, μας δίνεται η εντύπωση ότι υπάρχουν σημαντικές μεταβολές και στις μεθόδους παρακολούθησης και ελέγχου. Ενώ ο έλεγχος συχνά γί νεται αντιληπτός ως μια εξωτερική και άμεση καταπιεστική δύναμη, οι πραγματικές του δυναμικές είναι πιο σύνθετες και συγκεκαλυμμένες και, στην πραγματικότητα, εκμεταλλεύονται ιδανικά τη συμμόρφωση, ακόμα και τη δημιουργικότητα, των υπηκόων του. Υπάρχουν ενδείξεις
ότι, μετά από μια περίοδο «αντίστασης» 28 και αποσταθεροποίησης, η παρούσα περίοδος αφορά κυρίως στην επανεπιβεβαίωση και την απο τελεσματικότητα των στρατηγικών ελέγχου. Αυτό είναι προφανές τόσο στην εικόνα του νέου μοντέλου του εργαζόμενου (ευέλικτος, ενδοτικός, αυτο-κινητοποιούμενος και αυτοελεγχόμενος εργαζόμενος), όσο και σε αυτό του φοιτητή (αυτοκατευθυνόμενος, ευέλικτος, ενθουσιώδης και πει
θαρχημένος).29 Καθώς η γνωστική εισβολή και η επιτήρηση γίνονται ό λο και περισσότερο κανονιστικές, διαβρωτικές και συγκεκαλυμμένες, η λογική του ελέγχου -της εξουσίας διαμέσου της διαφάνειας ή της «γνω στικότητας»- εσωτερικεύεται.
Τα επόμενα τμήματα του κεφαλαίου αποσκοπούν στο να διερευνή σουν αυτή τη σκοτεινή, κρυμμένη πλευρά της Επανάστασης των Πλη ροφοριών, κι αυτό γίνεται στη βάση ότι οι σοβαρές, και όχι μόνο αυτές που έχουν καλές προθέσεις, απαντήσεις γίνονται δυνατές μόνο αν αντι
μετωπίσουμε όχι απλώς τις κατασταλτικές δυνατότητες της πληροφο ρίας και της γνώσης, αλλά κυρίως την ουσιώδη και απαραίτητη σχέση ανάμεσα στις κατασταλτικές και τις πιθανές aπελευθερωτικές διαστά σεις της. Στην παρακάτω ανάλυση επικεντρώνουμε την προσοχή μας στη διοικητική και πειθαρχική εκμετάλλευση των πληροφοριακών πόρων και τεχνολογιών. Καταρχάς αναλύουμε το ρόλο της πληροφορίας στο οικονομικό πλαίσιο της παραγωγής, των αγορών και της κατανάλωσης. Έπειτα αναλύουμε τη σχέση ανάμεσα στις τεχνολογίες της πληροφορι-
149
κής και της επικοινωνίας και στο πολιτικό σύστημα. Μια τέτοια ανάλυ ση παραμένει επιλεκτικ'ή και ημιτελής. Η φιλοδοξία μας είναι να επι χειρήσουμε μια γενική περιγραφή, μια χαρτογράφηση της κοινωνίας της πληροφορίας, για να εντοπίσουμε τη συνοχή ανάμεσα σε εξελίξεις που μοιάζουν μεταξύ τους πολύ ανόμοιες. Ενώ η εκμετάλλευση της πληρο
φορίας/γνώσης έχει μια αρκετά μεγάλη ιστορία, εμξΟίς θεωρούμε ότι η πραγματικά σημαντική περίοδος τοποθετείται στις αρχές του εικοστού αιώνα. Σε αυτή την περίοδο, και ιδιαίτερα στη σύνθετη μήτρα των δυνά μεων που περιέβαλαν την Επιστημονική Διοίκηση του Fredeήck Winslow Taylor, μπορεί να ειπωθεί ότι πραγματικά εγκαινιάστηκε η κοινωνία της
πληροφορίας. 30
. ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΉ ΔΙΟΙΚΗΣΗ
ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΑΛ.ΩτΙΚΟΣ ΚΑΠΠΑΛΙΣΜΟΣ
Αν και η εικόνα που έχουμε για τη Βιομηχανική Επανάσταση αφορά κά-
' Ποια αχανή, απρόσωπα εργοστάσια, όπου πολυάριθμα «εργατικά χέρια» έπεφταν θύματα μιας άγριας εκμετάλλευσης από aπόμακρους καπιταλι στές, η αλήθεια είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας -αν και ήταν αδιαμφισβήτητα επίπονη- συντελούνταν σε μικρές μονάδες, με περίπου
δώδεκα εργάτες που επιβλέπονταν από ένα αφεντικό. 31 Σταδιακά άρχισε να διερευνάται το μέγεθος, όταν η λογική του ανταγωνισμού και των καρ
τέλ κατέληξε στον κορπορατικό καπιταλισμό,32 όπου τον έλεγχο ασκού σαν ολιγοπώλια. Αυτή η κατάσταση έχει χαρακτηρίσει από τότε το οικο νομικό και κοινωνικό πεδίο. Στις μέρες μας, που η άμεση επίβλεψη της
εργασίας είναι σχεδόν αδύνατη, απέβη απαραίτητη η ύπαρξη κάποιων μηχανισμών συντονισμού και ενοποίησης των σύνθετων και κατακερμα τισμένων διαδικασιών παραγωγής.
Αυτό το αίτημα συνδυάστηκε με την αναδυόμενη ιδέα μιας πλήρως ελεύθερης αγοράς και την απήχηση του κοινωνικού δαρβινισμού, που συ
νόδευε τη φιλελεύθερη οικονομία. 33 Ο Martin Sklar έχει επισημάνει στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών μια αυξανόμενη δυσαρέσκεια
(ιδιαίτερα ανάμεσα σε ηγετικά στελέχη) γιa τις «σπατάλες του καπιτα λισμού» κατά την περίοδο
1890-1916, κάτι που παραλληλιζόταν με τη με
τάβαση της οικονομίας από τον «ιδιοκτησιακό-ανταγωνιστικό» στον «κορ
πορατιστικό-διευθυντικό» καπιταλισμό. 34 Πιο γενικά, όπως παρατηρεί ο Eric Hobsbawm, σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο, από το 1880 έως το 1914, το «ορατό χέρι>> της σύγχρονης επιχειρηματικής οργάνωσης και διοί κησης αντικατέστησε το «αόρατο χέρι>> της ανώνυμης αγοράς του Adam
Smith,
οπότε τον πρώτο ρόλο ανέλαβαν οι διευθυντές, οι μηχανικοί και
οι λογιστές. 35 Στην περίοδο αυτή, αποφασιστική συμβολή είχαν η φιλοσοφία και η πρακτική του Taylor με τις προτάσεις του για την Επιστημονική Διοί κηση σε όλη την κοινωνία γενικά, και ιδιαίτερα η εφαρμογή της στην παραγωγή. Η Επιστημονική Διοίκηση σήμαινε την εξειδικευμένη διεύ θυνση από μηχανικούς, το σχεδιασμό των εργοστασίων, τη μελέτη του χρόνου και της κίνησης, τη σταθεροποίηση και τον εντατικό καταμερι
σμό της εργασίας. Η λέξη-κλειδί για την εφαρμογή των αρχών της μη χανικΊΊς στο βιομηχανικό σύστημα παραγωγής ήταν η «αποδοτικότη
τα>,. Ο Taylor «πρότεινε ένα νοικοκυρεμένο, κατανοητό κόσμο στο ερ γοστάσιο, μια οργάνωση ανθρώπων των οποίων οι πράξεις θα σχεδιά ζονταν, θα συντονίζονταν και θα ελέγχονταν αδιάκοπα από την εξειδι κευμένη διοίκηση. Το σύστημά του περιείχε κάποια στοιχεία από το ανα
πόφευκτο και την αντικειμενικότητα της επιστήμης και της τεχνολογίας. 36 Η εργοστασιακή παραγωγή έμελλε να γίνει το ζήτημα της αποδοτικής και επιστημονικής διοίκησης: ο σχεδιασμός και η διοίκηση των εργατών και των μηχανημάτων με τον ίδιο τρόπο σαν να επρόκειτο για εργαλεία μιας μεγάλης μηχανής.37 Δύο παρατηρήσεις στο σημείο αυτό συνδέονται με το γενικότερο επι χείρημά μας. Πρώτον, στο σύστημα του
Taylor η
αποτελεσματική παρα
γωγή και η αποτελεσματική διοίκηση (καθώς και ο σχεδιασμός της) είναι αδιαχώριστα συνδεδεμένες με τον έλεγχο του εργατικού προσωπικού. Αν και οι δύο αυτές πλευρές συχνά αντιμετωπίζονται ως αυτόνομες (και η έμφαση συχνά δίνεται στην πειθαρχική λειτουργία), εμείς θα υποστη ρίζαμε ότι ο σχεδιασμός και ο έλεγχος αποτελούν ο ένας ζωτικό μέρος του άλλου: η αποδοτικότητα μεταφράζεται σε κυριαρχία και η μηχανικ1Ί των ανθρώπων εντάσσεται στη μηχανική των πραγμάτων. Δεύτερον, η διοίκηση και ο έλεγχος αποτελούν λειτουργίες που χρειάζονται ιδιαίτε
ρες διευθυντικές ικανότητες, γνώση και την ύπαρξη πληροφοριών για το χώρο της εργασίας. Σύμφωνα με τον Taylor, όπου αυτό είναι δυνατόν, οι εργάτες θα έπρεπε να απαλλάσσονται από τη δουλειά του σχεδιασμού
και όλη ή «πνευματική εργασία» θα έπρεπε να συγκεντρώνεται στο τμή μα σχεδίασης του εργοστασίου . Σύμφωνα με τον
Anthony Giddens, η
α
ντιπαραβολή και η ενσωμάτωση των πληροφοριών είναι αναγκαίες τόσο
για τη διοίκηση όσο κάι για την επιτήρηση. Αυτή η διττή άρθρωση της πληροφορίας/γνώσης για «αποτελεσματικό» άχεδιασμό και έλεγχο βρί σκεται στον πυρήνα της Επιστημονικής Διοίκησης, η οποία, κατά τη γνώμη μας, χαρακτηρίζει την αυθεντική Επανάσταση των Πληροφοριών.
Είνα,ι σημαντικό ότι ο τε·ίλορ ισμός ως σύστημα ελέγχου του εργοστα
σίου δεν εξάρτάται από την τεχνολογική υποστήριξη: η συλλογή των πληροφοριών και η παρακολούθηση δεν εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις τεχνολογίες της πληροφορικής. Η ικανότητά του να υποτάσσει τη δουλειά του απλού εργαζόμενου σε μια αυτοματοποιημένη τελειο
ποίηση της ρουτίνας38 είναι συνέπεια των μορφών της οργάνωσης και της άμεσης διοικητικής παρέμβασης, δηλαδή της τεχνικής, και όχι της
τεχνολογίας. Έτσι, μπορεί να συμπεριληφθεί στην ιστορία του
Mumford
για τη μη τεχνολογική μεγαμηχανή -ο στρατός είναι ένα χαρακτηριστι κό παράδειγμα- η οποία είναι «μια αόρατη κατασκευή που αποτελείται από ζωντανά αλλά αμετακίνητα ανθρώπινα εξαρτήματα, εκ των οποίων το καθένα έχει αναλάβει το δικό του ειδικό γραφείο, ρόλο και εργασία, ώστε το συνολικό αποτέλεσμα της εργασίας να είναι θετικό και ο σχε
διασμός αυτού του μεγάλου συλλογικού οργανισμού μεγαλειώδης».39 Ωστόσο, αν αυτή η μορφή των <<μεγατεχνικών» αντικαταστήσει τις δια προσωπικές μεθόδους ελέγχου με πιο λογικές και υπολογιστικές διαδι κασίες και καθιερώσει έναν ορισμένο βαθμό αυτοματισμού, είναι γεγο
νός ότι τα μηχανήματα θα μπορούν να εφαρμόσουν αυτή την αρχή πιο αποτελεσματικά. Στο βαθμό που υποτάσσει τα αναξιόπιστα ανθρώπινα συστατικά στις επακριβείς επαναλήψεις των μηχανημάτων,.!] τεχνολο
-γ~ιάηιει τόσο την αποδσ~:~_ότητα όσο και τον έλεγχο. Η συνειδητοποίηση αυτή αποτελεί τη μεγαΧη συνεισφσρά-tου-ΗenifFΌrd στην
Επιστημονική Διοίκηση της παραγωγής. Ο
Ford,
εκτός του ότι ενσω
μάτωσε την πληροφορία/γνώση στη διαδικασία παραγωγής, την ενέτα ξε επίσης στην τεχνολογία της γραμμής παραγωγής, φιλοδοξώντας να επι ύχει τον τεχνικό έλεγχο της εργασιακής διαδικασίας. 40 Θα υποστηρίζαμε ότι η μεταγενέστερη εξέλιξη της καπιταλιστικής βιομηχανίας θέτει το ζήτημα της εμβάθυνσης και της επέκτασης της συλ λογής των πληροφοριών και της επιτήρησης για το συνδυαστικό σκοπό του σχεδιασμού και του ελέγχου της παραγωγικής διαδικασίας. Στο πλαί
σιο αυτό εισέρχονται οι νέες τεχνολογίες της πληροφορικής και της ε πικοινωνίας. Έτσι, ο αριθμητικός έλεγχος των υπολογιστών, η υψηλή αυ τοματοποίηση, η ρομποτική κτλ. εντείνουν αυτή την αρχή του τεχνικού
ελέγχου. Οι νέες τεχνολογίες που τώρα ευρέως χρησιμοποιούνται στην εργασία γραφείου και στις υπηρεσίες απειλούν να <
σες,41 έτσι ώστε, ενώ οι εργαζόμενοι θα μπορούν να απολαμβάνουν έ ναν αυξημένο βαθμό αυτονομίας στις καθημερινές τους λειτουργίες, θα υπόκεινται ανά πάσα στιγμή στην εύκολη και «εξελιγμένη» επιτήρηση. Οι νέες τεχνολογίες είναι επίσης σημαντικές για τη διοίκηση και το συ ντονισμό ακόμα πιο σύνθετων οργανωτικών και παραγωγικών δομών.
Η καθιέρωση και η διατ1Ίρηση ενός συστήματος πολυεθνικών επιχειρή σεων εξαρτάται από τις αποτελεσματικές επικοινωνίες υπολογιστικών
συστημάτων που θα μπορούν να χειριστούν οικονομικές συν~λαγές, ε πιχειρησιακές κατευθύνσεις και οργανωτικούς συντονισμούς.
Επιπλέον, ο τε'ίλορισμός είναι κάτι περισσότερο από μια
ρφή διοί
κησης των εργοστασίων. Κατά την άποψή μας, έχει μετατραπεί σε μια νέα κοινωνική φιλοσοφία, μια νέα αρχή κοινωνικής επανάστασης και έ να νέο φαντασιακό θεσμό της κοινωνίας. Έξω από τις πύλες του εργο στασίου, η Επιστημονική Διοίκηση μετουσιώθηκε σε μια νέα μορφή κοι νωνικού ελέγχου, όχι μόνο με την κυριαρχική σημασία του όρου αλλά και με την πιο ουδέτερη έννοιά του, δηλαδή αυτήν-της «ικανότητας που
έχει ο κοινωνικός οργανισμός να αυτορρυθμίζεται>>. 42 Ο Taylor και οι διάφοροι επίγονοί του πίστευαν ότι η ιδέα της ορθολογικής, επιστημο νικής και αποτελεσματικής διοίκησης και ρύθμισης μπορούσε να επε
κταθεί πέρα από το χώρο της εργασίας, και σε άλλες κοινωνικές δραστη ριότητες. Μιλούσαν για την «κοινωνική αποδοτικότητα», με την οποία εν νοούσαν την «Κοινωνική αρμονία» υπό την ηγεσία «ικανών» ειδικών. 43 · Το 1916 ο Henry L. Gantt έκανε «ένα σημαντικό βήμα, από το δω μάτιο σχεδίασης του εργοστασίου στον κόσμο» με το σχηματισμό της Νέας Μηχανής. Η Νέα Μηχανή ήταν ένας οργανισμός από μηχανικούς και ομο'ίδεάτες αναθεωρητές, υπό την ηγεσία του
Gantt, που
αποσκο
πούσε στο να αποκτήσει πολιτική και οικονομική δύναμη. 44 Ο συσχε τισμός έγινε ανάμεσα στην κοινωνία και τη μηχανή. Η κοινωνία πρέπει
να ρυθμίζεται και να συντηρείται από τους κοινωνικούς μηχανικούςΓΟι ειδικοί και οι τεχνοκράτες προορίζονται για ενορχηστρωτές μιας προ
γραμματισμένης κοινωνίας. 45 Όπως και στο εργοστάσιο, αυτό το υπο λογιστικό και οργανικό σύστημα διακυβέρνησης περιλαμβάνει μια συν
δυαστική διαδικασία διοίκησης/σχεδιασμού και επιτήρησης και εξαρ τάται από τη συνολική σύνθεση και τη διάθεση των πληροφοριακών πό ρων. Συνεπάγεται την «εξυπνάδα του συνόλου», και αυτή επιτυγχάνε ται με τη μορφή οργανικών, θεωρητικών και ποσοτικά καθορισμένων δε δομένων. Η νομιμότητα του τεχνοκρατικού κανόνα αιτιολογείται από την προσταγή της γνώσης/πληροφορίας: αναλαμβάνει «μια ~ικειμενι κή και καθολική λογική που βασίζεται στην ανώτερη γνώση».~ 153
Μια επιπλέον νομιμοποιητική πλευρά της Επιστημονικής Διοίκησης ήταν η αδιαμφισβήτητη ικανότητά της να αυξάνει την παραγωγικότη τα, την οικονομική ανάπτυξη και, συνακόλουθα, τον κοινωνικό πλούτο. Όπως υποστηρίζει ο Charles Maier, η Επιστημονική Διοίκηση υποσχό ταν «μια αποφυγή της σύγκρουσης» ανάμεσα στην εργασία και στο κε φάλαιο, «που δε θα είχε κανένα αποτέλεσμα». Αυτό που ο τε·ίλορισμός «πρόσφερε -σίγουρα μέσα στο εργοστάσιο και τελικά, σύμφωνα με το συγγραφέα του, σε όλες τις σφαίρες της πολιτικής και κοινωνικής ζω
ής- ήταν η εξάλειψη της ανεπάρκειας και του περιορισμού». 47 Εγγενή στη μαζική παραγωγή ήταν το σύστημα της μαζικής κατανάλωσης και η υπόσχεση της καταναλωτικής ουτοπίας. Στην Επιστημονική Διοίκη
ση ήταν μια ευρεία κοινωνική φιλοσοφία, μια υπόσχεση αναμόρφωσης μέσω της ανάπτυξης και της επέκτασης, που είχε μεγάλη επιρροή στους κοινωνικούς πολιτικούς και στους θεωρητικούς που προοδευτισμού (και συνέπιπτε στη Βρετανία με τις αρχές και τις πεποιθήσεις του
Fabian).
Αυτό το σύνθετο και αναπτυσσόμενο σύστημα της μαζικ1Ίς παραγω γής και της μαζικής κατανάλωσης θα μπορούσε να συντονιστεί και να ρυθμιστεί μόνο αν τα κριτήρια της αποδοτικότητας και της βελτίωσης ε πεκτείνονταν, στο σύνολό τους, από το εργοστάσιο στην κοινωνία. Ειδι κά το σύστημα της κατανάλωσης έπρεπε να τεθεί υπό τις πρακτικές της Επιστημονικής Διοίκησης. Σταδιακά κατέστη προφανές ότι τόσο η οικο
νομική όσο και η κοινωνική σταθερότητα εξαρτιόνταν από τη συνεχή και τακτικ1Ί κατανάλωση, καθώς και από την ανταπόκριση της ζήτησης στους κύκλους και τα μοντέλα της παραγωγής. Τελικά αυτό που χρεια ζόταν ήταν η Επιστημονική Διοίκηση της ανάγκης, της επιθυμίας και της φαντασίας, η ανακατασκευή τους με όρους των τύπων των εμπορευ μάτων.48 Έτσι, οι τε.ίλορικές αρχές του υπολογισμού πρέπει να επεκτα
θούν και στη σφαίρα του εμπορίου. 49 Η σταθερή ζήτηση εμπορευμάτων όπως τα ρούχα, τα τσιγάρα, τα έπιπλα και οι διάφορες συσκευές, τα καλ
λυντικά ή τα επεξεργασμένα τρόφιμα απαιτούσε την εύρεση τρόπων για να φτάσουν αυτά στους πελάτες, να ανταποκριθούν στις ανάγκες, τις ε πιθυμίες και τις διαθέσεις τους με την πειστικότητα, ίσως και με τον επα νασχεδιασμό τους, ώστε να γίνουν περισσότερο, και με νέους τρόπους, ελκυστικά. 50 Σε αυτό το σχέδιο της διοικητικής συστηματοποίησης της παραγω
γής σημαντικό και καθοριστικό ρό.λο έπαιξε ο ομόλογος του Henry Ford στην General Motors, ο Alfred Ρ. Sloan. Ο Sloan ήταν αυτός που στη δε καετία του 1920 εισήγαγε την «πώληση με δόσεις», τις ανταλλαγές των μεταχειρισμένων, τις ετ1Ίσιες αλλαγές στα μοντέλα, το όνομα και το σή-
μα της μάρκας στην αυτοκινητοβιομηχανία.5 1 Ο στόχος ήταν να εξισορ ροπηθούν η παραγωγή και η ζήτηση, αλλά και να εντατικοποιηθεί και να «επιταχυνθεί>> η κατανάλωση. Έτσι, ο «σλοουνισμός» αποτέλεσε το παράδειγμα της αρχής του σύγχρονου μάρκετινγκ, έχοντας ως απώτερη
φιλοδοξία την Επιστημονική Διοίκηση των αγορών και της συμπεριφο ράς των καταναλωτών. Το σύστημα της μαζικής κατανάλωσης (και της καταναλωτικής κοι νωνίας) εξαρτάται από τη συλλογή, τη συσσώρευση και τη διάδοση των πληροφοριών. Μια συνέπεια αυτής της επιτακτικής ανάγκης για συσ σώρευση δεδομένων στα πρότυπα της κατανάλωσης ήταν η δημιουργία των εταιρειών έρευνας της αγοράς, που ειδικεύονται στη συλλογή και
καταγραφή των δημογραφικών και κοινωνικο-οικονομικών πληροφο ριών και στη λεπτομερή καταγραφ1Ί των συνηθειών και των προτύπων στις αγορές. Η International Business Machines (ffiM), που τότε βρισκό ταν σε εμβρυ·ίκή μορφή, ανέπτυξε τεχνολογίες για την εξυπηρέτηση των επιχειρήσεων που επιζητούσαν την καταγραφή και την παρακολούθη ση. Ο
Henry C.
Κing, ένας ένθερμος υποστηρικτής της Επιστημονικής
Διοίκησης, περJέγραψε !!LQΧέσ:η αιι_άμ_εσα_αιις..;π;_ρ~_Qρφέι; των Ε.
Ί:':!J)λ.Qγιών τ_~ρq_φορι'iής και τι~πληρ<2_φοριακές ανάγκες τω~πι χειρΊΊσεων ως εξής: Η πιο εξελιγμένη τεχνική για τη μέτρηση της αγοραστικής συμπεριφοράς είναι αυτή που πραγματοποιείται μέσα από τα ηλεκτρονικά μηχανήματα ταξινόμησης και καταγραφ1Ίς. Αυτές οι ιδιοφυείς μηχανές έχουν καταστή σει δυνατές την καταγραφή και την ταξινόμηση της συμπεριφοράς του α
γοραστικού κοινού, αλλά και της συμπεριφοράς εκείνων που εξυπηρετούν αυτό το κοινό, σε μια κλίμακα που ήταν έως τώρα ανέφικτη . Ενώ με τις συ νηθισμένες μεθόδους μπορούν να καταγραφούν εκατοντάδες συναλλαγές, με αυτή τη μέθοδο μπορούν να καταγραφούν χιλιάδες, και με μεγαλύτερη
άνεση. Επιπλέον, δεν έχει γίνει δυνατή μόνο η συγκρότηση περιεκτικών αρ-
χείων, αλλά αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι το ότι έχει γίνει σχετικά εύκολη η εξαγωγή σημαντικών πληροφοριών και δεδομένων από τα αρχεία αυτά. Η τεχνική που αναπτύσσεται από τους διάφορους επιχειρηματίες μέσα από τη χρησιμοποίηση αυτών των μηχανών
[...] είναι η ποσοτική με-
λέτη και ανάλυση της ανθρώπινης συμπεριφοράς στο νιοστό βαθμό. 52 Είναι επίσης ζωτικής σημασίας να μεταφερθούν πληροφορίες στον καταναλωτή, και αυτή η πληροφοριακή εργασία έδωσε ιδιαίτερη ώθη ση στη διαφήμιση (αν και ήταν επίσης ιδιάίτερη η ώθηση στη συσκευα σία και στην τυποποίηση των προ·ίόντων, καθώς και στην παρουσίασή
~
τους). Σε έναν ύμνο στην αμερικανικ1Ί παραγωγικότητα, ο Daνid
Porter
υποστηρίζει ότι «η διαφήμιση είναι ένα εργαλείο κοινωνικού ελέγχου» · είναι, συνεχίζει, «Ο μόνος θεσμός που έχουμε για να δημιουργούμε νέες
ανάγκες, για να εκπαιδεύουμε τα άτομα ώστε να συμπεριφέρονται σαν καταναλωτές, για να μεταβάλλουμε τις συνήθειες των ατόμων και, συ νεπώς, για να επισπεύδουμε την προσαρμογή τους στην εν δυνάμει α
φθονία».53 Μέσω της εκμετάλλευσης των πληροφοριακών πηγών και διαύλων, οι πρώτες διαφημιστικές εταιρείες έψαχναν για «έναν τρόπο
να μεταφέρουν την ιδέα του
Frederick W. Taylor για την Επιστημονική
Διοίκηση στις διαδικασίες πώλησης και διανομής». 54 Αυτό που κατέστη εμφανές ήταν ότι τα πληροφοριακά αποθέματα (και οι τεχνολογίες της πληροφορικής και της επικοινωνίας στην πρώτη τους μορφή) αποτελού σαν ζωτικά στοιχεία των σύγχρονων επιχειρήσεων και του εθνικού και διεθνούς επιχειρηματικού συστήματος. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης και της τρίτης δεκαετίας του εικο στού αιώνα, οι εξελίξεις αυτές συνδυάστηκαν για να δημιουργήσουν μια πιο συστηματική, υπολογιστική και εκλογικευμένη διαχείριση της οικο
νομικής ζωής. Υπήρχε μια ανησυχία για τη διαχείριση των πληροφο ριών, καθώς και για την έμφαση στην ποσοτικοποίηση και στις επαγγελ ματικές και «επιστημονικές» διαδικασίες. Έτσι, έννοιες από την ψυχο λογική έρευνα εισήχθησαν στη διαφήμιση και οι εκστρατείες προετοι μάζονταν πιο λεπτομερώς, με προέλεγχο και προσεκτική ανάλυση του
διαφημιστικού κειμένου και της προβολής του, οι τεχνικές μέτρησης της τηλεθέασης αναβαθμίστηκαν, έτσι ώστε να διαφοροποιούν τις κατηγο
ρίες του κοινού, τους τρόπους συμπεριφοράς και τις προτιμήσεις, 55 η έ ρευνα αγοράς άνθησε και σταδιακά χρησιμοποίησε ερευνητικό υλικό, δεδομένα απογραφής και τεχνικές κοινωνικής επιστήμης, που διαμόρ φωναν ανάλογα τις εμπορικές στρατηγικές. Οι δημόσιες σχέσεις ανα πτύχθηκαν σαν «μια απόπειρα από την πληροφορία, την πειθώ και την
·προσαρμογή να οργανωθεί η υποστήριξη του κοινού» και αρκετά ενσυ νείδητα διακηρύχθηκε ότι «Οι μηχανικές μέθοδοι μπορούν να εφαρμο
στούν στην αντιμετώπιση των προβλημάτων μας». 56 Η βελτίωση αυτών των μεθόδων, που αποσκοπούσαν στον πιο αποτελεσματικό έλεγχο και σχεδιασμό, πραγματοποιήθηκε με γνώμονα την πεποίθηση ότι οι καινο τομίες ενεργοποιούνταν όχι από ένα βάρβαρο εγωισμό αλλά από την α ναζήτηση για αποδοτικότητα, εξειδίκευση και λογική διαχείριση τόσο των πραγμάτων όσο και των ανθρώπων. Στο πλαίσιο αυτής της ιστορικής επισκόπησης μπορούμε να αρχίσου
με να καταλαβαίνουμε μερικές πλευρές της σύγχρονης Επανάστασης
των Πληροφοριών. Το επιχείρημά μας είναι ότι αυτό που συχνά αντιμε τωπίζεται ως καινοτομία και «επανάσταση», στην πραγματικότητα, δεν είναι τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από την προέκταση και εντατικο ποίηση των διαδικασιών που ξεκίνησαν πριν από εβδομήντα χρόνια πε ρίπου. Οι υπέρμαχοι της Επιστημονικής Διοίκησης, με την πιο ευρεία της έννοια, ήταν αυτοί που δρομολόγησαν την Επανάσταση των Πλη ροφοριών.57 Σε αυτό το σημείο, ιδιαίτερα σημαντικές για τη ρύθμιση των οικονομικών συναλλαγών και της συμπεριφοράς των καταναλωτών ήταν οι στρατηγικές των «μηχανικών κατανάλωσης». 58 Αυτοί οι υπέρμαχοι των μεγάλων επιχειρήσεων ήταν οι πρώτοι που στράφηκαν στην «ορθολογι κή» και «επιστημονική» εκμετάλλευση των πληροφοριών στην ευρύτε ρη κοινωνία. Οι δε απόγονοί τους -οι πολυ&θνικοί διαφημιστές, οι ερευ νητές της αγοράς, οι αναλυτές της κοινής γνώμης, οι «μεσίτες» των δε δομένων κτλ.- βρίσκονται στις μέρες μας στον πυρήνα της πολιτικής για τις πληροφορίες και την πληροφορική. Είναι αυτοί που προωθούν και προσθέτουν συστήματα καλωδιακής τηλεόρασης, επικοινωνιακούς δο ρυφόρους, τηλεπικοινωνιακές συνδέσεις, νέους υπολογιστές κτλ. Ο στό χος τους είναι η ανάπτυξη αυτού που έχει χαρακτηριστεί ως «παγκόσμια δικτυακή αγορά»,59 στο πλαίσιο της οποίας ακόμα πιο πολλές κοινωνικές λειτουργίες και δραστηριότητες εισέρχονται στο Διαδίκτυο (η παιδεία, τα ψώνια, η ψυχαγωγία κτλ.). Το καινούργιο στοιχείο στο εγχείρημά τους είναι η κλίμακά του, καθώς και η μεγαλύτερη εξάρτηση από τις προηγ μένες τεχνολογίες της πληροφορικής και της επικοινωνίας, ώστε η Επι στημονική Διοίκηση της καταναλωτικής ζωής να καταστεί πιο αποτε λεσματική και πιο αυτοματοποιημένη. Ο στόχος μιας κυβερνο-αγοράς και η φαντασιακή θέσμιση μιας κοινωνίας ως παραγωγικής και κατα ναλωτικής μηχανής, στην πραγματικότητα, εντοπίζονται στον Taylor, στον
Gantt και τους
ομο·ίδεάτες τους.
Το παγκόσμιο μάρκετινγκ στην εποχή του διεθνούς κεφαλαίου απαι τεί μια παγκόσμια αγοραστική έρευνα και διαφήμιση. Απαιτεί επίσης τη δυνατότητα παρακολούθησης και καταγραφής των αγορών και την προώ θηση μιας πειστικής προπαγάνδας για ένα συγκεκριμένο προ·ίόν ή μια εταιρεία. Οι φορείς παροχής πληροφοριών και υπηρεσιών που επιτελούν αυτές τις εργασίες της «διοίκησης του μυαλού» είναι και οι ίδιες πολυε θνικές επιχειρήσεις, οι οποίες όλο και περισσότερο ενσωματώνονται στο εύρος των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων της πληροφορίας. Έτσι, η Saatchi and Saatchi, η μεγαλύτερη διαφημιστική εταιρεία στον κόσμο κατά τη δεκαετία του 1980, καθιερώθηκε και στην παροχή υπηρεσιών στις δημόσιες σχέσεις, στην έρευνα αγοράς, στη συμβουλή διαχείρισης και 57
1
στην προιbθηση πωλιlσεων, όπως και στις μεγάλες διαφημιστικές κα μπάνιες. Μετά από μία δεκαετία και περισσότερο όλες οι μεγάλες δια φημιστικές εταιρείες στον κόσμο, από τον όμιλο WWP έως τη Υoung & Rubicam, προσφέρουν μια παρόμοια σειρά υπηρεσιιbν. Η στρατηγικ1Ί της Saatchi and Saatchi στοχεύει κυρίως στο να κατευθύνει την πληρο
φοριακή της εξειδίκευση στους «πολυεθνικούς διαφημιζόμενους που α ναζητούν μεγαλύτερο συντονισμό στις διεθνείς αγοραστικές τους δραστη ριότητες» . Οι διαφημιζό~ιενοι αυτοί αντιπροσωπεύουν το 80% των εται ρειιbν οι οποίες δαπανούν τα περισσότερα χρήματα για διαφήμιση στην
Αμερική. 60 Το παγκόσμιο μάρκετινγκ απαιτεί μια τεράστια στρατηγική εποπτείας και πληροφορίες: την «ανάλυση όλων των δημογραφικιbν, πο
λιτιστικιbν και ενημερωτικιbν συνηθειιbν», έτσι ιbστε οι υπεύθυνοι αγο ράς να «μπορούν να επιτηρούν το παγκόσμιο πεδίο μάχης για τις εται ρείες τους, να καταγράφουν την ανάπτυξη των δυνάμεων τους και να σχεδιάζουν τη διαφήμιση και το μάρκετινγκ με ένα συνεκτικό και λογι
κό τρόπο». 61 Ένα σημαντικό σημείο που έθεσε ένας υπάλληλος της Saatchi and Saatchi είναι το ότι «μια συντονισμένη προσέγγιση στο μάρ κετινγκ πολυεθνικιbν εμπορικιbν σημάτων είναι τόσο πετυχημένη όσο καλές είναι οι πληροφορίες που τη στηρίζουν, οι οποίες αφορούν στις κα ταναλωτικές συνήθειες, αντιλ1Ίψεις και συμπεριφορές».62 Η εξάπλωση του παγκόσμιου μάρκετινγκ είναι προφανής όχι μόνο
στη νέα πολιτική για την πληροφορία αλλά ακόμα και στην επίδρασή της στα μαζικά μέσα επικοινωνίας. Ο Τύπος, το ραδιόφωνο και η τηλε όραση έχουν από καιρό διαμορφωθεί, και συχνά με καίριο τρόπο, από τις πιέσεις της διαφήμισης, και φαίνεται πιθανό ότι οι νέες τεχνολογίες
θα εξαρτηθούν από τους ίδιους καταναλωτικούς σκοπούς. 63 Στις μέρες μας υπάρχουν οι δυνατότητες και για παγκόσμια διαφήμιση και για α κόμα πιο εστιασμένη διαφήμιση, που προορίζεται σε συγκεκριμένα τμή ματα του κοινού (narrowcasting). Η καλωδιακή τηλεόραση είναι πολύ σημαντική σε αυτό τον τομέα, καθιΟς η διαδραστική επικοινωνιακή της δυνατότητα επιτρέπει (και μάλιστα απαιτεί) την καταγραφή και την πα ρακολούθηση των συγκεκριμένων συνηθειιbν τηλεθέασης. Αυτή η καθη μερινή καταχιbριση των προτιμήσεων των καταναλωτιbν μπορεί να βελ
τιωθεί με τη χρήση συσκευιbν όπως, π.χ. , οι «ανθρωπομετρητές», διαμέ σου των οποίων σε κάθε μέλος μιας οικογένειας υπό παρακολούθηση δίνεται ένας προσωπικός κωδικός, τον οποίο πρέπει να πληκτρολογούν όταν βλέπουν τηλεόραση και να ξαναπληκτρολογούν όταν την κλείνουν. Μία ακόμα επέκταση αυτής της παρακολούθησης και της συλλογής πλη ροφοριιbν είναι η καταγραφή δεδομένων από τις ταμειακές μηχανές
των σούπερ μάρκετ, ώστε να δημιουργηθεί μια βάση για το σχεδιασμό διαφημιστικών ειδικά «προσανατολισμένων» σε συγκεκριμένες κατανα λωτικές ομάδες. Επίσης, η αύξηση των πιστωτικών καρτών επιτρέπει την καταγραφή των αγοραστών και δίνει πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με το τι αγοράζουν οι άνθρωποι, σε ποια τιμή , πόσο συχνά, α πό πού και πόσο έτοιμοι είναι να εξοφλήσουν το λογαριασμό. Η επισήμανση του καθηγητή
David Schmittlein
για «τα πλεονεκτή
ματα του να διαχειρίζεσαι τους πελάτες όπως και τα ενεργά στοιχεία των εταιρειών» είναι χαρακτηριστική και διαφωτιστική: «Η διαχείριση των πελατών» απαιτεί «λεπτομερή ιστορικά των συναλλαγών», ώστε να αποκαλυφθεί η «αξία» τους. Είναι προφανές ότι αυτό χρειάζεται την κα
τασκευή βάσεων δεδομένων για αγορές, από τις οποίες μπορούν να συ ναχθούν περίπλοκα και προσωπικά προφίλ των καταναλωτών, βάσει των οποίων μπορούν να δημιουργηθούν αποτελεσματικές εκστρατείες πωλήσεων. Στα πλεονεκτήματα «περιλαμβάνονται πιο πιστοί κατανα λωτές, που δεν έχουν την τάση να ψωνίζουν από διαφορετικά μέρη ή με
βάση την τιμή, πιο αποδοτικά, αποτελεσματικά και ιδιαίτερα επικοινω νιακά προγράμματα, επανενεργοποίηση των πολύ κερδοφόρων "χαμέ νων" πελατών με χαμηλό κόστος και πιο συγκεντρωμένη και επιτυχη μένη ανάπτυξη νέων προ·ίόντων». Πράγματι, «η διαχείριση των πελατών ως περιουσιακών στοιχείων τελικά οδηγεί μια εταιρεία στην οργάνωση όλων των δραστηριοτήτων της, συμπεριλαμβανομένης και της ανάπτυ ξης νέων προ"ίόντων, γύρω από συγκεκριμένες ομάδες πελατών, των ο ποίων οι αντιλήψεις, οι προτιμήσεις και οι αγοραστικές συμπεριφορές παρακολουθούνται διαχρονικά». Επιπλέον, «Οι πελάτες μπορούν να α γοραστούν και να πουληθούν», αφού «συχνά αποτελούν μια περιουσια
κή αξία που μπορεί να εκτιμηθεί αξιόπιστα, ειδικά με τη χρήση διαθέσι μων λεπτομερών πληροφοριών όσον αφορά στις συναλλαγές που έχουν κάνει>>. Εν συντομία, «η ανάγκη για ενεργή διαχείριση των ομάδων των πελατών[ ... ] ακριβώς όπως και των άλλων οργανωτικών περιουσιακών στοιχείων που απαιτούν διαχείριση» είναι μια ευθύνη και ένα προαπαι
τούμενο για κάθε σύγχρονη εταιρεία. 64 Θα υποστηρίζαμε ότι αυτό που βελτιώνουν οι νέες τεχνολογίες είναι η Επιστημονική Διοίκηση του μάρκετινγκ. Οι «τηλεαγορές», η παγκό
σμια και «στοχευμένη» διαφήμιση και η ηλεκτρονική επιτήρηση της έ ρευνας αγοράς, όλα συνδυάζονται για να διαμορφώσουν μια πιο εκλο γικευμένη και «αποδοτική» δικτυακή αγορά. 65 Πληροφορία, παρακο
λούθηση, αποτελεσματικότητα: οι ίδιες οι αρχές του τε"ίλορισμού εντεί νονται, επεκτείνονται και aυτοματοποιούνται διαμέσου της χρησιμο-
59
1
ποίησης των νέων τεχνολογιών της πληροφορικής και της επικοινω νίας. Μια θεμελιώδης πλευρά της «επανάστασης των επικοινωνιών» εί ναι η βελτίωση του σχεδιασμού και του ελέγχου της καταναλωτικής συ μπεριφοράς, που ήταν ήδη εγγενής στην πρώιμη φιλοσοφία της Επι στημονικής Διοίκησης.
IQ'.B.E.~ Η ανάπτυξη μιας «προγραμματισμένης» αγοράς, μιας ρυθμισμένης και κωδικοποιημένης καταναλωτικής κοινωνίας, είναι ένα θεμελιώδες πο λιτιστικό φαινόμενο. Η διέγερση των αναγκών, η καταγραφή των προ τιμήσεων, η παρακολούθηση της κατανάλωσης, όλα αντανακλούν έναν πιο εκλογικευμένο και κανονιστικό τρόπο ζωής (αυτό, φυσικά, δεν υπο νοεί ότι αυτές οι εκστρατείες είναι οπωσδήποτε επιτυχημένες, ούτε αρ νούνται τη δυνατότητα των ατόμων να αντλούν ευχαρίστηση και δημι
ουργικότητα από τα καταναλωτικά αγαθά). Τώρα θα θέλαμε να στρα φούμε σε ένα δεύτερο σύνολο παραγόντων, που είναι κεντρικής σημα σίας για την ιστορική ανάπτυξη της «κοινωνίας της πληροφορίας». Α ναφερόμαστε στο ρόλο των πληροφοριακών και επικοινωνιακών πό ρων στην πολιτική διαδικασία. Εδώ επίσης μπορούμε να εντοπίσουμε
την τάση προς το συνδυασμένο σχεδιασμό και έλεγχο, κι αυτό έχει τερά στια σημασία για την πολιτιστική ζωή της νεωτερικότητας. 66 Έχουμε αναφερθεί στις θέσεις του
Anthony Giddens
ότι το κράτος,
και ειδικά το έθνος-κράτος, έχει ωθηθεί στις διαδικασίες της εποπτείας και της συλλογής πληροφοριών. Ο Giddens υποστηρίζει ότι «η αποθή κευση εξουσιαστικών πόρων είναι η βάση των κρατικών δραστηριοτή των εποπτείας», και μια τέτοια εποπτεία, συνεχίζει, «συνεπάγεται το συνδυασμό των πληροφοριών που είναι σχετικές με τον κρατικό έλεγχο και την άμεση επιτήρηση της συμπεριφοράς των υπηκόων του». Η απο
θήκευση εξουσιαστικών πόρων καί ελέγχου εξαρτάται από «τη διατή ρηση και τον έλεγχο της πληροφορίας ή της γνώσης». 67 Οι πληροφο ριακές και επικοινωνιακές δυνατότητες είναι από πολλές απόψεις κε ντρικής σημασίας για το κράτος και την πολιτική σφαίρα. Πρώτον, απο τελούν αναντικατάστατες προϋποθέσεις για τη διοίκηση και το συντο νισμό -τη διατήρηση της συνοχής και της ακεραιότητας- των σύνθετων κοινωνικών δομών. Δεύτερον, έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην επι τήρηση και στον έλεγχο των «aποκλινόντων» μελών του εθνικού πληθυ σμού, καθώς και στην παρακολούθηση εξωτερικών (και πιθανώς εχθριιβο
κών) πληθυσμών. Τρίτον, έχουν υπάρξει βασικές για τη δημοκρατική
διαδικασία της πολιτικής αντιπαράθεσης στη δημόσια σφαίρα. Στην παρακάτω ανάλυση θέλουμε να σκιαγραφήσουμε το συγκεκριμένο σχή μα και τη δύναμη που έχουν αποκτήσει αυτές οι πληροφοριακές λει τουργίες στην πολιτική ζωή κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα. Ο ιστορικός μας απολογισμός για τη σχέση ανάμεσα στην πληροφο ρία και στο πολιτικό σύστημα εγείρει έναν αριθμό επισημάνσεων που μπορούν να αναλυθούν με χρήσιμο τρόπο στην αρχή. Καταρχάς, θα έ πρεπε να τονίσουμε και πάλι ότι ούτε ο σχεδιασμός ούτε η παρακολού
θηση εξαρτώνται από την τεχνολογική υποστ1Ίριξη. Έτσι, ο Theodore σημειώνει αυτό που οι Άγγλοι ωφελιμιστές παραδέχτηκαν στις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα ότι 1Ίταν «η κινητήρια δύναμη των γε
Roszak
γονότων και των αριθμών στο μοντέρνο κόσμο» : «Όλα τα απαραίτητα
στοιχεία της λατρείας της πληροφορίας βρίσκονται εκεί- το προσωπείο της ηθικ1Ίς ουδετερότητας, η αύρα της επιστημονικής ακρίβειας, το πά θος για τεχνοκρατικό έλεγχο. Μόνο ένα πράγμα λείπει: ο υπολογι
στής».68 Οι αρχές της πειθαρχικής παρακολούθησης έχουν μη τεχνολο γικές καταβολές και επιρροές από την αρχιτεκτονική του Παvοπτικού. Το θέμα που θίγουμε έχει να κάνει κυρίως με τις σχέσεις εξουσίας- αν και, έχοντας πει κάτι τέτοιο, πρέπει να τονίσουμε ότι οι τεχνολογίες αναπτύχθηκαν στον εικοστό αιώνα για να καταστήσουν την άσκηση της εξουσίας πιο αποδοτική και αυτοματοποιημένη. Η δεύτερη επισήμανσή μας είναι ότι οι λειτουργίες της διοίκησης και του ελέγχου έχουν σε με γάλο βαθμό συγχωνευτεί, και οι κανονιστικές και πειθαρχικές τάσεις εκ
φράζονται όλο και περισσότερο μέσα αΠό τους υπολογιστικούς και «ορ θολογικούς» μηχανισμούς της διοίκησης. Επίσης, υποστηρίζουμε ότι η
ιδέα ενός δημοκρατικού «διαλόγου» στη δημόσια σφαίρα έχει παραχω ρήσει τη θέση της σε αυτόν της εργαλειακής και «αποδοτικής» Επιστη μονικής Διοίκησης της πολιτικής ζωής. Παράλληλα με αυτό, η επιτήρη ση συνδέεται με ένα μετασχηματισμό της πολιτικής ταυτότητας και των δικαιωμάτων του εθνικού πληθυσμού και στρέφεται τώρα ενάντια στον
«Εσωτερικό εχθρό». Τέλος, τονίζουμε ότι, aν και άνέκαθεν υπήρχε μια πολιτική για την πληροφορία, μια ιδιαίτερα σημαντική στιγμή αυτών των διαδικασιών καταγράφεται στις αρχές του εικοστού αιώνα και σχετί ζεται με το εγχείρημα του τε·ίλορισμού. Για να διευκρινίσουμε αυτά τα επιχειρήματα, ας ξεκινήσουμε από τον ιδανικό ρόλο της πληροφορίας και των επικοινωνιών στη δημοκρα τική πολιτιΚή θεωρία. Στον κλασικό του απολογισμό για την ανάδυση της αστικής δημόσιας σφαίρας, ο Habermas περιγράφει την ιστορική ιβ ι
6 - Η Εποχή τοu ΤεχνοπολιτισμοtJ
σύγκλιση των δημοκρατικών αρχών, τους νέους διαύλους της επικοινω νίας και της δημοσιότητας και την πίστη του Διαφωτισμού στον ορθό
λόγο. 69 Η δημόσια σφαίρα είναι το πεδίο, ισότιμα ανοιχτό για όλους τους πολίτες, στο οποίο συζητούνται θέματα γενικού και πολιτικού ενδιαφέ ροντος και ανταλλάσσονται ιδέες. Παραμένει διαφορετική και διαχωρι σμένη από το κράτος και, πράγματι, στο βαθμό που αποτελεί το χώρο της κριτικής σκέψης, λειτουργεί ως εμπόδιο στην κρατική εξουσία. Οι θεμελιώδεις αρχές είναι ότι «Οι γνώμες πάνω σε θέματα ενδιαφέροντος
για το έθνος που εκφράζονται δημόσια από ανθρώπους εκτός κυβέρνη σης[... ) πρέπει να επηρεάζουν ή να καθορίζουν τις πράξεις, το προσω πικό ή τη δομ1Ί της κυβέρνησής τους» και ότι «η κυβέρνηση θα αποκα λύπτει και θα εξηγεί τις αποφάσεις της, ώστε να παρέχει τη δυνατότη τα στους ανθρώπους εκτός κυβέρνησης να σκέφτονται και να συζητούν
τις αποφάσεις αυτές».7° Μια τέτοια δημοκρατική συζ1Ίτηση στα σύνορα του διευρυμένου έθνους-κράτους εξαρτάται απαραίτητα από την υπο δομή επικοινωνίας και δημοσιότητας. Πράγματι, μόνο πάνω σε αυτή τη βάση μπορεί να έχει οποιοδήποτε νόημα η ιδέα ενός κοινού. Διαμέσου αυτών των μέσων διασφαλίζονται οι δίαυλοι της επικοινωνίας και του διαλόγου, καθώς και η πρόσβαση στις πηγές πληροφοριών. Σε αυτή τη
βάση, η δημόσια χρήση της λογικής θα μπορούσε να διασφαλιστεί. Ο
Gouldner περιγράφει την αστική δημόσια σφαίρα ως «ένα από τα μεγά λα ιστορικά βήματα προς τον εξορθολογισμό» . 71 Αυτή 1Ίταν η προσδοκία, αν και πολλοί κριτικοί του
Habermas
αμ
φιβάλλουν για το κατά πόσον η αστική δημόσια σφαίρα -και η «ιδανι κή κατάσταση λόγου» που αυτή προϋποθέτει- ήταν ποτέ μια σημαντι ΚΊl ιστορική πραγματικότητα. Στην παρούσα συζήτηση, πάντως, αυτές οι ενστάσεις δεν είναι σημαντικές. Αυτό που μας ενδιαφέρει στην προ
κειμένη περίπτωση είναι οι επακόλουθοι μετασχηματισμοί της δημόσιας σφαίρας, οι οποίοι είναι εμφανείς στην Ιστορία. Μια δ ιαδικασία που συ ντελείται είναι η εισβολή των εμπορικών και εμπορευματικών σχέσεων στη δημόσια σφαίρα, και αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή της
λογικής σε κατανάλωση. 72 Αλλά ίσως ακόμα πιο σημαντική είναι η δια δικασία μέσα από την οποία η πολιτική αντιπαράθεση έχει φτάσει στο σημείο να ρυθμίζεται από μεγάλες εταιρείες και από το κράτος (ο όρος του
Habermas γι' αυτό είναι «επαναφεουδαλισμός»). Το
«κοινό», συνα
κόλουθα, «παραγκωνίζεται, ρυθμίζεται και επηρεάζεται από μεγάλες ορ γανώσεις που κανονίζουν τα πράγματα μεταξύ τους βάσει των τεχνικών πληροφοριών και των σχετικών τους θέσεων ισχύος», και αυτό καταλή γει στην «κυριαρχία των επιχειρηματικών μορφωμάτων», μέσα στα οι6.2
ποία η συζήτηση δεν είναι δημόσια αλλά είναι πολύ «περιορισμένη α νάμεσα στους τεχνικούς και τους γραφειοκράτες». Το δε κοινό τώρα κα θίσταται «μια προϋπόθεση για οργανωτική δράση που πρέπει να ρυθ
μιστεί, δηλαδή να χειραγωγηθεί».7 3 Ο Habermas και ο Gouldner δια χωρίζουν τον τεχνοκρατικό και το διοικητικό εξορθολογισμό της πολι τικής ζωής, καθώς και την Επιστημονική Διοίκηση της δημόσιας σφαί ρας και τη δημόσια πληροφόρηση και επικοινωνία. Ο
Gouldner
όμως
πηγαίνει παραπέρα, τονίζοντας ότι αυτή η τάση εξορθολογισμού είναι, κατά ειρωνεία της τύχης, ήδη παρούσα στα ίδια τα θεμέλια της δημόσιας σφαίρας. Υποστηρίζει ότι: Τα μέσα που θα επιφέρουν την επικοινωνιακή ικανότητα που aποζητά ο
Habermas για τον ορθολογικό διάλογο προϋποθέτουν αυτόν ακριβώς το συ γκεντρωτισμό και την ενίσχυση της κρατικής μηχανής, η οποία όλο και πε ρισσότερο μοιάζει να αναστέλλει παρά να διευκολύνει την οικουμενοποίη ση του ορθολογικού και ελεύθερου διαλόγου που είναι απαραίτητος γιακά
θε δημοκρατική κοινωνία.74 Η πιο σημαντική πολιτιστική μεταβολή που αφορά στη δημόσια σφαί ρα είναι η ιστορική μετατόπιση από την αρχή της πολιτικής και δημό σιας λογικής σε έναν «επιστημονικό» και διοικητικό ορθολογισμό. Ό πως υποστηρίζει ο
Giddens,
υπάρχουν προβλήματα στην ίδια την κλί
μακα και την πολυπλοκότητα του σύγχρονου έθνους-κράτους. Η κοι νωνική ολοκλήρωση εξαρτάται από την ισχυροποίηση και το συγκεντρω
τισμό ·του κράτους, και μία πλευρά αυτού είναι η ανάπτυξη και η ρύθμι ση των επικοινωνιακών και πληροφοριακών πόρων. Το σκεπτικό και η αιτιολόγηση αυτών των τάσεων καθίστανται ένα «τεχνικό» ζήτημα της «αποδοτικής» διαχείρισης και της διοίκησης της ευρύτερης επικράτειας του έθνους-κράτους. Σε αυτή τη βάση, η πολιτική αντιπαράθεση, η συν διαλλαγή και η διαφωνία στη δημόσια σφαίρα μπορούν να φαίνονται «αναποτελεσματικές» , να δίνουν την εντύπωση ότι αποτελούν έναν α
νασταλτικό και ενοχλητικό φραγμό στην ορθολογική διοίκηση της κοι νωνίας. Ο ορθολογικός και ενήμερος διάλογος της δημόσιας σφαίρας παραχωρεί τη θέση του στην ορθολογική Επιστημονική Διοίκηση της κοινωνίας από τεχνικούς και γραφειοκράτες. Σε αυτή τη διαδικασία, η
ίδια η φύση και τα κριτήρια της λογικής έχουν μεταβληθεί. Στην πρώτη περίπτωση, γίνεται έκκληση στη λογική και στην κρίση του κάθε πολί
τη. Στη δεύτερη, η έκκληση απευθύνεται στην επιστημονική λογική του ειδικού και στη λογική του κοινωνικού συστήματος. Η πιο «αντικειμε-
νική» λογική της Επιστημονικής Διοίκησης φαίνεται να υπόσχεται μια πιο «αποδοτική» δημοκρατία σε σχέση με τον συχνά ασαφή και aνορ
θολογικό πολίτη. Έτσι, η λογική καθίσταται εργαλειακός παράγοντας, ο μηχανισμός για τη διοίκηση που αποσκοπεί στον αποδοτικό έλεγχο της πολυσύνθετης κοινωνικής ολότητας. Το ιδεώδες του Λόγου του Δια φωτισμού γεννά αυτό που ο Καστοριάδης αποκαλεί «ορθολογική ιδεο λογία»: την ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας, την υπεροχή του οικονο μικού «λογισμού», την πίστη στην «ορθολογική» οργάνωση της κοινω νίας, τη νέα θρησκεία «της επιστήμης και της τεχνολογίας» . 75 Η τεχνοκρατική τάση, φυσικά, αντανακλάται στη θετικιστική φιλο σοφία του
Saint-Simon και του Comte, η οποία, όπως πειστικά υποστη ρίζει ο Gouldner, ήταν εχθρική απέναντι στο ιδεώδες της δημοκρατικής πολιτικής που είναι ανοιχτή σε όλους και διεξάγεται δημόσια. Η τάση
αυτή υποστήριξε την αντίληψη ότι οι δημόσιες υποθέσεις ήταν, στην πραγ ματικότητα, επιστημονικά και τεχνολογικά προβλήματα που έπρεπε να
επιλύονται από επαγγελματίες και ειδικούς.76 Αλλά διαμέσου μιας με ταγενέστερης μορφής πρακτικής κοινωνιολογίας, η οποία συνδεόταν με τη διάδοση των αρχών της Επιστημονικής Διοίκησης στην ευρύτερη κοι νωνία, η κοινωνική μηχανική προσέλαβε μια πιο συμπαγή μορφή. Απο
τέλεσμα αυτού ήταν η συστηματική εκμετάλλευση των πληροφοριακών και επικοινωνιακών πόρων να διεξάγεται με πιο σταθερό τρόπο. Σε αυ
τή την προσπάθεια συμβολικό ρόλο έπαιξε ο
Walter Lippmann.
Η Επι
στημονική Διοίκηση, ιδίως όταν τοποθετήθηκε στις συνθήκες της βιο μηχανικής δημοκρατίας, ενσωμάτωσε στο εργοστασιακό καθεστώς αυτό που οι προοδευτικοί στοχαστές, όπως ο Lippmann, οραματίστηκαν για την κοινωνία συνολικά. 77 Ο
Lippmann επισημαίνει δύο διλήμματα της σύγχρονης μαζικής κοι
νωνίας. Το πρώτο αναφέρεται στην πολιτική ικανότητα των πολιτών στη δημοκρατική κοινωνία: «Το ιδεώδες του πολυπράγμονα, κυρίαρχου
πολίτη είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα λανθασμένο ιδεώδες. Είναι ανέ φικτο. Η επιδίωξη της δημιουργίας αυτού του πολίτη είναι παραπλανη τική. Η μη δυνατότητα επίτευξής του έχει ως αποτέλεσμα την πανταχού
παρούσα απογοήτευσψ>.78 Το δεύτερο δίλημμα σχετίζεται με το ότι η κοι νωνία έχει αποκτήσει «μια πολυπλοκότητα η οποία τώρα είναι τόσο με
γάλη, ώστε ο άνθρωπος είναι αδύνατον να τη διαχειριστεί>>. 79 Συνέπεια αυτού είναι το ότι η κεντρική κυβέρνηση έχει αναγκαστεί να αναλάβει την ευθύνη για τον έλεγχο και το συντονισμό αυτής της ιδιαίτερα κατα κερματισμένης κοινωνικής δομής. Και αυτό περιλαμβάνει «την ανάγκη για την παρεμβολή κάποιας μορφής aυθεντίας ανάμεσα στον απλό πο-
λίτη και στο αχανές περιβάλλον στο οποίο είναι ενταγμένος». 80 Όπως και στο τε·ίλορικό εργοστάσιο, αυτό εξαρτάται από το «συστηματικό έ λεγχο των υπηρεσιών και των πληροφοριών». Η συγκέντρωση της κοι νωνικής γνώσης, υποστηρίζει ο
Lippmann,
πρέπει απαραίτητα να κα
ταστεί «το φυσικό συμπλήρωμα της δράσης». 81 Για να καταστεί αποδο τικός ο κοινωνικός έλεγχος, είναι επιβεβλημένος ο έλεγχος των πληρο φοριακών και επικοινωνιακών διαύλων. Με την Επιστημονική Διοίκη ση της κοινωνικής και της πολιτικής ζωής, μέσα από το συγκεντρωτισμό των επικοινωνιακών και πληροφοριακών δραστηριοτήτων, «η πειθώ γί νεται μια συνειδητή τέχνη και ένα σύνηθες εργαλείο της λαοφιλούς κυ βέρνησης» και η «κατασκευή της συναίνεσης βελτιώνεται θεαματικά ό σον αφορά στην τεχνική, γιατί τώρα βασίζεται περισσότερο στην ανά
λυση παρά στον κανόνα της ανάτασης των χεριών». 82 Αυτό που πιστεύουμε πως είναι ιδιαίτερα σημαντικό εδώ είναι ο συ σχετισμός της θεωρίας της κοινής γνώμης με τη μελέτη της προπαγάν δας στο σύγχρονο πολιτικό διάλογο. Η προπαγάνδα συνήθως και ευρέως
αντιμετωπίζεται σαν μια αντιξοότητα στην ορθολογική πολιτική αντιπα ράθεση, σαν μια δύναμη που παρεμποδίζει την κοινή λογική. Στο πλαί σιο όμως της κοινωνικής πολυπλοκότητας και της «ανικανότητας» του πολίτη, όπως παρατήρησε ο
Lippmann,
η προπαγάνδα μεταμφιέστηκε
σε μια πιο θετική κοινωνική δύναμη στα μάτια πολλών κοινωνικών και
πολιτικών στοχαστών στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Μια ι διαίτερα «ρεαλιστική » εκτίμηση της πολιτικής διαδικασίας υποστήριζε ότι «σε έναν κόσμο ανταγωνιστικών πολιτικών θεωριών οι υποστηρικτές της δημοκρατικής διακυβέρνησης δεν μπορούν να εξαρτώνται μόνο α
πό την επίκληση της λογικής ή του αφηρημένου φιλελευθερισμού» . 83
Έγινε σαφές ότι η «ΠQΟπαγάνδα, ως υποστήριξη ιδεών και θεωριών, έ χει ένα βάσιμο και επιθυμητό ρόλο να παίξει στο δημοκρατικό μας σύ
στημα».84 Η ίδια η πολυπλοκότητα του σύγχρονου κράτους είναι τέτοια, που μια «ελεύθερη αγορά» ιδεών και αντιπαράθεσης πρέπει να αντικα τασταθεί από τη διαχείριση και την ενορχήστρωση της κοινής γνώμης. Ο
Harold Lasswell
διατύπωσε περιληπτικά το επιχείρημα:
Η σύγχρονη αντίληψη για την κοινωνική διοίκηση επηρεάζεται βαθύτατα από την προπαγάνδα. Η από κοινού δράση για τους δημόσιους σκοπούς ε ξαρτάται από κάποια συγκεκριμένη σύνθεση κινήτρων... Η προπαγάνδα σί
γουρα έχει έρθει για να μείνει, ο σuγχρονος κόσμος εξαρτάται από αυτήν, παραδόξως, για το συντονισμό των ατομικών συστατικών σε περιόδους κρί
σης και για τη διεξαγωγή μεγάλης κλίμακας «συνηθισμένων» δράσεων.85
Η προπαγάνδα εδώ κατανοείται με όρους ρύθμισης και ελέγχου των διαύλων επικοινωνίας και πληροφοριών στις δημοκρατικές κοινωνίες. Σε ένα επίπεδο, αυτό είναι ζήτημα διάδοσης και εκπομπής κάποιων κατηγο
ριών των πληροφοριών. 86 Όπως διασαφηνίζει ο Walter Lippmann, «χω ρίς κάποια μορφή λογοκρισίας, η προπαγάνδα, με τη στενή έννοια της λέ ξης, είναι αδύνατη. Προκειμένου να διεξαχθεί η προπαγάνδα, πρέπει να
υπάρχει κάποιος φραγμός ανάμεσα στο κοινό και το γεγονός».fΏ Για τον
Lippmann,
η προπαγάνδα και η λογοκρισία είναι συμπληρωματικές ως
μορφές πειθούς και διαχείρισης της κοινής γνώμης. Υπάρχει μια μεταβο
λή, από το ιδανικό μιας ενημερωμένης και έλλογης κοινής γνώμης στην α ποδοχή της χειραγώγησης και του χειρισμού της από τους τεχνικούς των δημοσίων σχέσεων. Η κρατική λειτουργία έχει φτάσει στο σημείο να ρυθ μίζει όλο και περισσότερο τη δημοκρατική αρχή, και αυτό συμβαίνει τό
σο πολύ, ώστε τώρα να φαίνεται αδιαχώριστη από την αρχή αυτή. 88 Έχουμε καταναλώσει αρκετό χρόνο για την περιγραφή της ανάπτυ ξης της ορθολογικής πολιτικής διοίκησης και του ελέγχου των πληρο φοριών. Και τούτο διότι πιστεύουμε ότι αυτό αποτελεί ένα σημαντικό ι στορικό πλαίσιο για την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιwν της πληρο φορικής και της επικοινωνίας. Μέσω της ορμής της Επιστημονικής Διοί κησης και της ανάπτυξης της προπαγάνδας και της έρευνας της κοινής γνώμης, κατέστη εμφανές ότι ο κοινωνικός σχεδιασμός και έλεγχος ε ξαρτιόταν από την εκμετάλλευση των πληροφοριακών πόρων και των
τεχνολογιών. Αυτή υπήρξε η ιστορική στιγμή της Επανάστασης των Πληροφοριών. Οι πιο πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις -στις διαστη μικές και δορυφορικές τεχνολογίες, στην επεξεργασία δεδομένων και στις τηλεπικοινωνίες- επεκτείνουν αυτό που στην ουσία ήταν μια ριζι κή πολιτική «επανάσταση» στη διαχείριση των πληροφοριών (και των επικοινωνιών). Αυτή η ιστορική συγκυρία δημιούργησε τις σύγχρονες βιομηχανίες και γραφειοκρατίες των δημοσίων σχέσεων, την προπαγάν δα, την καταμέτρηση της δημόσιας (και ιδιωτικής) γνώμης, τη διαχείρι ση της ενημέρωσης, την παραγωγή και την υποστήριξη της εικόνας, την
πολιτική διαφήμιση, τη λογοκρισία και την «επίσημη» μυστικοπάθεια, τις «δεξαμενές σκέψης» κτλ. Οι πιο πρόσφατες καινοτομίες έχουν έρθει με την κλιμακούμενη αύξηση και την εκμετάλλευση των πληροφορια κών πόρων.
Ενώ η διαχείριση των πληροφοριών απέκτησε τα κυριότερα χαρα κτηριστικά της στην περίοδο του μεσοπολέμου , η ανάπτυξη και η εξά πλωσή της στις τελευταίες δεκαετίες επιταχύνονται δραματικά. Ωστόσο μοιάζει ειρωνικό το γεγονός ότι η μεγαλύτερη διαχείριση των πληρο166
φοριών συνοδεύεται από έ:να δισταγμό αποδοχής όσον αφορά στην ύ παρξή της. Αναλογιστείτε, για παράδειγμα, την τεράστια διόγκωση και
επέκταση της διαφημιστικής βιομηχανίας που συντελέστηκε από το 1945.89 Η διαφ1Ίμιση δεν έχει μόνο θεαματικά αναπτυχθεί σε οικονομική αξία αλλά και έχει επεκτείνει τις θεματολογίες της, ώστε να περιλαμβάνει έ να σύνολο νέων πληροφοριακών και επικοινωνιακών δραστηριοτ1Ίτων, που κυμαίνονται από τις συμβουλές έως τις δημόσιες σχέσεις, από την άμεση αλληλογραφία έως τις επιχειρηματικές συλλογές ομοιωμάτων. Ταυτόχρονα αναπτύχθηκαν τα φαινόμενα των «ανεπιθύμητων διαφημι στικών εντύπων» και των δωρεάν «εφημερίδων», καινοτομίες σχεδιασμέ νες για να εντοπίσουν με μεγαλύτερη ακρίβεια τους εν δυνάμει κατανα
λωτές. Μαζί με αυτές τις επεκτάσεις σε νέα προ·ίόντα και νέες αγορές έ χει αναπτυχθεί και ένας επαγγελματισμός ανάμεσα σε αυτούς που α σκούν το επάγγελμα (σαφ1Ί απόδειξη του οποίου αποτελεί ο πολλαπλα σιασμός των μαθημάτων για τη διαφήμιση, τις δημόσιες σχέσεις και το μάρκετινγκ που προσφέρονται στο εκπαιδευτικό σύστημα) και μια α ξιοσημείωτη αύξηση στην ακρίβεια των «εκστρατειών» τους (προσεκτι κή έρευνα αγοράς με τη χρήση τεχνικών της κοινωνικ1Ίς επιστήμης, ό πως τα δείγματα αγοράς, οι «ομάδες-στόχοι>> κτλ., καταγραφή και ανά λυση δεδομένων διαμέσου ηλεκτρονικού υπολογιστή, «στοχευόμενες»
κατηγορίες του κοινού) . Περαιτέρω απόδειξη της αναπτυσσόμενης τάσης προς τη διαχείριση της κοινής γνώμης, κάτι που αγγίζει βαθιά το πολιτικό πεδίο, είναι η αλ ματώδης ανάπτυξη των ομάδων συμφερόντων στη Βρετανία, οι οποίες έχουν διεισδύσει στο Πρωθυπουργικό Μέγqρο για να επεκτείνουν την
επιρροή τους. Ένα βασικό συστατικό αυτής της στρατηγικής είναι η πρόσ ληψη βουλευτών από τους ενδιαφερόμενους. Πράγματι, ο
Adam Raphael
εκτίμησε ότι το ένα τρίτο των μελών του Βρετανικού Κοινοβουλίου εί
ναι αμειβόμενοι «σύμβουλοι>>, 90 ενώ πάνω από τους μισούς έχουν εμπο ρικά συμφέροντα ως αμειβόμενοι σύμβουλοι, διευθυντές ή μέτοχοι. Άρα σημαντικές εξηγήσεις για την ανάπτυξη των νέων πληροφορια κών τεχνολογιών παρέχουν η ρύθμιση της πολιτικής ζωής και η «Κατα σκευή» της κοινής γνώμης. Ο
Jeremy Tunstall περιγράφει τον τεχνολο
γικό εκσυγχρονισμό της πολιτικής διοίκησης στις Ηνωμένες Πολιτείες ως εξής: οι προεκλογικές εκστρατείες <<τώρα διαμορφώνονται διαμέσου
υπολογιστών», το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο επιτρέπει «τις ξεχωριστές προσπάθειες μέσω αλληλογραφίας [...)που απευθύνονται σε συγκεκρι μένες επαγγελματικές ομάδες ή γειτονιές», οι ηλεκτρονικές βάσεις δεδο
μένων προσφέρουν πολιτικές και δημογραφικές πληροφορίες. 91 Στη Βρε-
τανία, επίσης, η προεκλογική εκστρατεία καθίσταται όλο και περισσό τερο αντικείμενο των τεχνικών της ηλεκτρονικής, με την ανάπτυξη προ
γραμμάτων λογισμικού για την ανάλυση των ομάδων των ψηφοφόρων και της συμπεριφοράς τους, τη λεπτομερειακή εξέταση των προσεκτικά
επιλεγμένων υποκειμένων πριν από την προώθηση του προ'ίόντος, 92 την ανάπτυξη της εστιασμένης αλληλογραφίας και το σχεδιασμό των εκστρα
τειών διαμέσου υπολογιστή. 93
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Το αναπόφευκτο τίμημα της «προόδου» είναι ένας όλο και στενότερος κοινωνικός έλεγχος. Στην πράξη , είναι συνεπακόλουθο των σύγχρονων
κοινωνικών μορφών. 94 Πιστεύουμε ότι αυτή είναι η πραγματικότητα. Ενάντια σε εκείνους που εκλαμβάνουν τις νέες επικοινωνιακές τεχνο λογίες ως τη βάση της επερχόμενης «επικοινωνιακής εποχής» 95 και τις νέες πληροφοριακές τεχνολογίες ως πανάκεια για την τρέχουσα «επο
χή της άγνοιας», 96 η δική μας θέση είναι ότι η ανάπτυξή τους, στην πραγματικότητα, σχετίζεται άμεσα με τις διαδικασίες της κοινωνικής διοίκησης και του ελέγχου. Το μέγεθος και η πολυπλοκότητα του σύγ χρονου κράτους έχουν καταστήσει τους επικοινωνιακούς και πληροφο ριακούς πόρους (και τις τεχνολογίες) κεντρικής σημασίας για τη διατή ρηση της πολιτικής και διοικητικής συνοχής.
Έτσι, η Επανάσταση των Πληροφοριών δεν είναι απλώς ένα ζήτημα της τεχνολογικής «προόδου», μιας νέας τεχνολογικής ή βιομηχανικής ε πανάστασης. Είναι σημαντικ1Ί λόγω της νέας μήτρας των πολιτικών και
πολιτιστικών δυνάμεων που υποστηρίζει. Αποφασιστικής σημασίας εδώ είναι η οργανωτική μορφή και δομή που πρόκειται να διαμορφώσει. Οι επικοινωνιακοί και πληροφοριακοί πόροι (και οι τεχνολογίες) θέτουν τις συνθήκες και τα όρια στην κλίμακα και τη φύση των οργανωτικών δυνατοτήτων. Αυτό που επιτρέπουν είναι η ανάπτυξη σύνθετων και με γάλων σε κλίμακα γραφειοκρατικών οργανισμών, αλλά και εκτεταμέ νων επιχειρηματικών δομών, που υπερβαίνουν τα έως τώρα γνωστά ό ρια του χώρου και του χρόνου (πολυεθνικές επιχειρήσεις) . Επιπρόσθε
τα, συγκροτούν το νευρικό σύστημα του σύγχρονου κράτους και εγγυώ νται τη συνοχή του ως μιας αναπτυσσόμενης οργανωτικής μορφής. Στο βαθμό που εγγυώνται και ενισχύουν αυτές τις απαραίτητες εξουσιαστι κές δομές στη νεωτερική κοινωνία, οι πληροφορίες και η επικοινωνία παίζουν καταλυτικό ρόλο στις πολιτικές διοικητικές ρυθμίσεις και, συ-
t68
νεπακόλουθα, στην κοινωνική και πολιτιστική επιβίωση της νεωτερικό τητας.
Η εκμετάλλευση των πληροφοριακιΟν πόρων και των τεχνολογιιbν εκ
φράζεται, πολιτικά και πολιτιστικά, διαμέσου της διπλής τάσης για κοι νωνικό σχεδιασμό και διαχείριση από τη μια μεριά και για επιτήρηση και έλεγχο από την άλλη . Με ιστορικούς όρους, αυτό μπορεί να ιδωθεί ως η αποθέωση της μεγαμηχανής του
Lewis Mumford:
η τεχνολογία
στις μέρες μας όλο και περισσότερο εκπληριΟνει αυτά που προηγουμέ νως εξαρτιόνταν από τη γραφειοκρατική οργάνωση και δομή. Όμως το κύριο σημείο αναφοράς είναι η ανάδυση, στις αρχές του εικοστού αιιΟνα, της Επιστημονικής Διοίκησης (ως φιλοσοφίας τόσο της βιομηχανικής παραγωγής όσο και της κοινωνικής αναπαραγωγής). Αυτή ήταν η στιγ μή που ο «επιστημονικός» προγραμματισμός και η διοίκηση ξέφυγαν α πό το εργοστάσιο, για να καταλήξουν να ρυθμίζουν όλες τις πλευρές της ζωής. Αυτή την περίοδο «η συγκέντρωση της κοινωνικής γνιΟσης» κα
τέστη «το καθιερωμένο συνοδευτικό της δράσης» και η κατασκευή της συναίνεσης διαμέσου της προπαγάνδας και της διαχείρισης γνιbμης βα σιζόταν περισσότερο στην ανάλυση παρά στον «κανόνα της ανάτασης
των χεριιbν». 97 Αν διαμέσου της Επιστημονικής Διοίκησης ο σχεδιασμός και η διαχείριση της καθημερινής ζωής κατέστησαν τόσο διεισδυτικές πρακτικές, το ίδιο ισχύει και για τον κοινωνικό έλεγχο που επέφεραν. Ο σχεδιασμός και η διαχείριση ήταν απαραίτητα και αδιαχιbριστα στοιχεία. Ταυτόχρονα αποτελούσαν μια διαδικασία παρακολούθησης και χειρι σμού της πειθούς. ΚαθιΟς αυτές οι διοικητικές και πληροφοριακές στρα
τηγικές αναπτύχθηκαν αρχικά σε μια συστηματική βάση, αυτή την ι στορική στιγμή πιστεύουμε ότι δρομολογήθηκε η Επανάσταση των Πλη ροφοριιbν. Οι νέες τεχνολογίες της πληροφορικής και της επικοινωνίας έχουν σίγουρα αναπτύξει και αυτοματοποιήσει αυτές τις συνδυαστικές πληροφοριακές και υπηρεσιακές δραστηριότητες, ωστόσο στην πράξη εξακολουθούν να είναι εξευγενισμένα στοιχεία αυτού που ήταν: μιας πο λιτικο-οικονομικής επανάστασης. Οι πρόσφατες καινοτομίες στις τεχνολογίες της πληροφορικής και της
επικοινωνίας έχουν γενικά αναλυθεί από μια στενή τεχνολογική ή οικο νομική οπτική. Αποτελούν ένα θέμα τεχνολογικής εκτίμησης ή εκμετάλ λευσης των νέων τεχνολογιιbν για την προιbθηση του βιομηχανικού α νταγωνισμού. Στο πλαίσιο και στο πνεύμα της ανάλυσής μας, αυτό φα
ντάζει σαν μια οπτική aνισομερής και προκατειλημμένη. Η βασική εριΟ τηση που πρέπει να τεθεί στο πλαίσιο της Επανάστασης των Πληροφο
ριιbν στις μέρες μας αφορά, κατά την άποψή μας, στη σχέση ανάμεσα στη tβg
γνώση/πληροφορία και στο σύστημα της πολιτικής και επιχειρηματικής ε ξουσίας. Για ορισμένους η γνώση είναι εγγενώς και aυταπόδεικτα μια κα λοπροαίρετη δύναμη και οι βελτιώσεις στη χρήση της γνώσης είναι, προ
φανώς, ο ορθός τρόπος για τη διασφάλιση της κοινωνικής προόδου. 98 Η πληροφορία αντιμετωπίζεται σαν ένας εργαλειακός και τεχνικός πόρος που θα εξασφαλίσει την ορθολογική και αποτελεσματική διοίκηση της κοινωνίας. Είναι ένα ζήτημα κοινωνικής μηχανικής που ασκείται από τους επαγγελματίες της γνώσης, τους ειδικούς των πληροφοριών και τους τεχνοκράτες. Κατά την άποψή μας, τα προβλήματα της «κοινωνίας της πληροφορίας» είναι πιο σοβαρά, σύνθετα και περίπλοκα. Αυτό, φυσικά, εγείρει σοβαρά πολιτικά και φιλοσοφικά ζητήματα. Εί ναι τα ζητήματα που αντιμετωπίζει ο
Walter Lippmann
όταν αναγνω
ρίζει στη «Μεγάλη Κοινωνία» το συγκεντρωτισμό της εξουσίας, που α
ποστερεί [τους πολίτες] από τον έλεγχο κατά τη χρήση αυτής της εξου σίας, και όταν έρχεται αντιμέτωπος με την ανησυχητική συνειδητοποί ηση ότι «τα προβλήματα που διαταράσσουν τη δημοκρατία φαίνεται ό τι δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με δημοκρατικές διαδικασίες».99 Είναι τα ζητήματα που θίγει ο
Lewis Mumford όταν υποστηρίζει ότι <<η
ένταση ανάμεσα στο συνεταιρισμό μικρής κλίμακας και τον οργανισμό μεγάλης κλίμακας, ανάμεσα στην προσωπική αυτονομία και τη θεσμική ρύθμιση, ανάμεσα στον απομακρυσμένο έλεγχο και στη διασκορπισμένη τοπική διαμεσολάβηση έχει τώρα πλέον δημιουργήσει μια κρίσιμη κα
τάσταση>>.100 Είναι τα θεμελιώδη ζητήματα που απασχολούν τον Κα στοριάδη στην ανάλυσή του για την εργαλειακή λογική και την «ορθολο γική ιδεολογία», αυτούς τους μύθους που , περισσότερο από τα χρήμα τα ή τα όπλα, «αποτελούν ανυπέρβλητα εμπόδια στο δρόμο για την α
νασυγκρότηση της ανθρώπινης κοιvωνίας». 101 Ορισμένα από τα σημαντικά ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπι στούν από τις νέες τεχνολογίες είναι η σχέση τους με τις μορφές της κοι νωνικής οργάνωσης, η κεντρική τους θέση στις δομές της πολιτικής εξου
σίας και ο ρόλος τους στις πολιτιστικές συνέπειες του καταναλωτικού κα πιταλισμού. Πιστεύουμε ότι η κοινωνιολογική ανάλυση είναι αφελ1Ίς όταν αντιμετωπίζει τις νέες τηλεπικοινωνίες, τις δορυφορικές τεχνολογίες, το βίντεο και τις τεχνολογίες των ηλεκτρονικών υπολογιστών σαν αθώες τε χνικές συλλήψεις και περιμένει με ελπίδα την έλευση μιας μεταβιομηχανι κής ουτοπίας. Είναι καλύτερα να επανεξετάσουμε το παρελθόν, τις δια πλεκόμενες ιστορίες της λογικής, της γνώσης και της τεχνολογίας, καθώς και της σχέσης τους με την οικονομική ανάπτυξη του καπιταλισμού και του πολιτικού και διοικητικού συστήματος του σύγχρονου κράτους. ηο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Η ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗτΙΚΟΎ ΚΑΠΠΑΛΙΣΜΟΥ
Οι νέες τεχνολογίες τnς πλ.!L_ροφορικής και της επικοινωνίας αλλάζουν
όχι μόνο τα πεδία της ψυχαγωγίας και του ελεύθερου χρόνου, αλλfLf:_ν_
,δυvάμει όλ~ τιςGφαίρες της κοινωνίας: την εργασία (ρομποτική, μηχα
νογράφηση διοίκησης), την πολιτικ;ή διοίΚησ :-tην αστυνόμευση, τις
στρατιωτικές δραστηριότητΕς (ηλεκτρονικόςπόλεμος), την επικοινωνία,
την εκπαίδευση (μάθηση από απόσταση), την κατανάλωση (ηλεκτρονι κές συναλλαγές). Αν συνδυαστούν, έστω και κατακερματισμένες, οι δυ νάμεις του επιχειρηματικού κεφαλαίου και τα πολιτικά συμφέροντα ε πιτύχουν τη συστηματική εισαγωγή αυτών των νέων τεχνολογιών -από τη ρομποτική και τις τράπεζες πληροφοριών έως το Διαδίκτυο και τα παιχνίδια της εικονικής πραγματικότητας- τότε πολλές όψεις της κοι
νωνικής ζωής θα αλλάξουν. Συνεπώς 1J στρατηγικ!J ανάπτυξJJ τω~ τεχνολογιών της πληροφορικής και της επικοινωνίας θq_ε,Ξ!ιgιέ,ρει.ε:τ.tι.:
Το πραγματικό νόημα και η σημασία των παραπάνω μπορούν καλύτε ρα να κατανοηθούν αν εξετάσουμε την αποκαλούμενη «επανάσταση των
τεχνολογιών» στην ιστορική της διάσταση. Αλλά με βάση ποια ιστορία; Την ιστορία των «τεχνολογικών επαναστάσεων»; Την οικονομική ιστο ρία των «μακρών κυμάτων» της καπιταλιστικής ανάπτυξης (όπως αυτή θεωρητικοποιήθηκε από τους Kondratieff και Schumpeter); Στην πρά
ξη, με καμία από αυτές. Προτιμούμε να βασιστούμε στην ανάλυση του
Jean-Paul de Gaudemar,1 ο οποίος προβαίνει σε μια ανασκόπηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης με γνώμονα τους τρόπους με τους οποίους
το κεφάλαιο εκμεταλλεύεται την εργατική δύναμη και το πώς οι πληθυ σμοL «Κινητοποιήθηκαν». Ο
Gaudemar
αναφέρεται στις αρχές του δε
κάτου ενάτου αιώνα χαρακτηρLζοντάς την «περLοδο της πάνδημης κινη τοποLησης». Εκείνη την εποχή ο παραδοσιακός τρόπος ζωής και οι α γροτικοί πληθυσμοί συστηματικά υποβαθμίστηκαν, για να δημιουργηθεί το εργατικό δυναμικό των εργοστασίων. Αυτή η διαδικασία δημιούργη σε νέες συνθήκες τόσο στο χώρο του εργοστασίου όσο και εκτός αυτού, στην καθημερινή ζωή: από τη μία πλευρά η κατανομή της εργασίας, η μισθωμένη εργασία, το ωράριο και η πειθαρχία του «εργοστασίου-φυ λακή», από την άλλη πλευρά η υποβάθμιση του παραδοσιακού πολιτι σμού (γιορτές, αθλητισμός κτλ.) , ο έλεγχος του κοινωνικού χώρου και η εισαγωγή νέων ηθών στο εργατικό δυναμικό διαμέσου της θρησκείας και του σχολείου.
Κατά τη διάρκεια του δεκάτου ενάτου αιώνα, η πάνδημη κινητοποί ηση έγινε εφικτή διαμέσου της «μερικής κινητοποίησης». Στη διαδικα σία αυτή, η πρότερη μορφή του «εξωτερικού» ελέγχου και πειθαρχίας -η «αστυνόμευση» των εργατών- αντικαταστάθηκε από την εσωτερική πειθαρχία του εργοστασίου, στο οποίο η τεχνολογία άρχισε να παίζει α ποφασιστικό ρόλο και ο έλεγχος συνέπεσε με το στόχο της παραγωγι κότητας και της υπεραξίας. Η μηχανή αποτέλεσε ένα διπλό εργαλείο,
· αυτό του ελέγχου και της αυξημενης παραγωγικότητας. Αυτη η εζελίςη κσριJφώΘηκέάτις αρχές του εικοστού αιώνα με την Επιστημονική Διοί κηση του
Frederic Winslow Taylor και, ιδιαLτερα, με την αυτοματοποιη- μένη γραμμή συναρμολόγησης του Henry Ford. Στp φορντικό εgχοστά
σι~άτ!Js..Επώλεσε την ιδιαιτερότη~ και τη δεξιοτεχνΙχ "του ~
πάχθηκε στη λογικήtηςμηχανής. 'ΟαιQ_ς επισ!JΙJ-ανε ένας ΑΙJ&Qικανός κΟινωνιολόγος της ffi'οχήξ'"«'W""καθήκον του εργάτη απαιτεί ~όνο ταχύ
τητα, "{Jβελmδa: εγρήγορση -καϊνεϋρώδηGτaθερότητα για"""vα κάνει το
.,..ρομπότl μηχανη,_,, να λειτουργήσει με τον ίδιο ρυθμό, επίπQ);.α_και..αδ..ιsi:__
κοπα;:τ-tο φορντικό εργοστάσιο κατέστη ένα ολοκληρωμένο και αυτο-
-ματοπΟιημένο σύ~ιπλεγ_μα,Lαμεγαμηχg~ή που καθόρίξε τους όρ9υςΠεϊ ιJaρχίας
iou ε'Qfατικού δ.~;:.α!J:ι~ύ. Επομένως ο έλεγχος ήταν πράγματι
-δομιΚός. Το ρολόι και η γραμμή παραγωγής κυριάρχησαν. 01,σχέσεις ε
ξουσίας~π_Qχθη~α.'L...σJη λει1Q1!.ργία της τεχ_νaλο:yίας,...κατέ.crι.~ αυχ.όματες και..αόρατες.
Ο φορντισμός σηματοδότησε το μεσουρ
στην άμεση διαδικασία της παραγωγής. Επίσης, κατέστησε απαραίτητη την αναδόμηση της σχέσης ανάμεσα στο εργοστάσιο και στον έξω κόσμο, οπότε οδήγησε σε μια εκτενή ανακωδικοποίηση των δομών της καθημε ρινής ζωής. Υπό αυτή την έννοια, ο «φορντισμός» σχεδίασε όχι μόνο μια «επανάσταση» στο εργοστάσιο αλλά και μια αναδημιουργία του <<τρόπου ζωής στο σύνολό του». Αυτή η τελευταία πλευρά είναι που μας ενδιαφέ ρει ιδιαίτερα στο παρόν κεφάλαιο. Ποια ήταν, επομένως, τα συστατικά στοιχεία του φορντισμού ως κοι νωνικού συστήματος; Τέσσερις ευρείες και αλληλοσυσχετιζόμενες πε ριοχές μπορούν να εντοπιστούν. Καταρχάς, ο φορντισμός συνεπάγεται μια προοδευτική εισβολ1Ί στη σφαίρα της αναπαραγωγής - ελεύθερος χρόνος, οικογένεια και καθημερινή ζωή. 3 Αυτό συντελέστηκε κυρίως διαμέσου της επικράτησης του καταναλωτισμού ως τρόπου ζωής, όπου υ πάρχει μαζική παραγωγή και απαραιτήτως μαζική κατανάλωση. Όπως έχει επισημάνει ο J ohn Art, <<το παραδοσιακό πλαίσιο όπου κοινωνικές σχέσεις και συνείδηση σε μεγάλο βαθμό διαμεσολαβούνταν από τις συν θήκες των εμπειριών της εργατικής τάξης έχει παραχωρήσει τη θέση του σε μια κοινωνική, αλλά στην πράξη ατομική, εμπειρία που διαμεσολα βείται από τον καταναλωτισμό».4 Εκεί που κάποτε υπήρχε μια σχετική αυτονομία (γούρνες, αγροτεμάχια, ύφανση και ραπτική κτλ.) τώρα επι βάλλεται μια αυστηρή εξάρτηση από εμπορεύματα που παράγονται και διανέμονται στην αγορά με βάση τις καπιταλιστικές προσταγές. 5 Η α ναπαραγωγή της κοινωνικής ζωής τροφοδοτείται από προ·ίόντα των κα πιταλιστικών εργοστασίων - όσον αφορά όχι μόνο στην υλική αλλά, ό λο και πιο συχνά, και στην ψυχική της διάσταση. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό του φορντισμού είναι η αυξανόμενη κρα τική παρεμβατικότητα στη διοίκηση της κοινωνίας. Υπήρχε μια τάση «προς έναν πιο άμεσο πολιτικό έλεγχο όσον αφορά στην παραγωγή και την α ναπαραγωγή της καθημερινής ζωής, με την επέκταση των μεθόδων της εργοστασιακής πειθαρχίας στην κρατική διοίκηση της συνολικής κοινω
νίας».6 Υπό τις συνθήκες της φορντικής παραγωγής -πολύπλοκη και τε χνολογικά διαμεσολαβημένη κατανομή της εργασίας, ενσωμάτωση των
συνθηκών παραγωγής και αναπαραγωγής/κατανάλωσης, εξαφάνιση των παραδοσιακών μορφών της κοινωνικής ολοκλήρωσης- η κοινωνία άρ χισε να γίνεται πιο πολύπλοκα αλληλοσυνδεόμενη και αλληλοεξαρτώ μενη, καθώς και περισσότερο επιρρεπής στον κατακερματισμό και στην αποσύνθεση. Με στόχο να διασφαλιστούν οι συνθήκες της κοινωνικής ο λοκλήρωσης και συνοχής, η κρατική διοίκηση και η νομοθεσία κατέστη σαν απαραίτητες. Αυτή η παρεμβατικότητα, όπως σημειώνει ο Joachim
Hirsch, μπορεί να προσλάβει δύο μορφές: το κράτος <<να παίζει τόσο τον υποστηρικτικό ρόλο του aρωγού όσο και του επόπτη , του καταπιεστή και επιτηρητή». Από τη μια πλευρά, το κράτος αναλαμβάνει «τη γραφειο κρατικά οργανωμένη ρύθμιση» με στόχο να εγγυηθεί όχι μόνο τις συν θήκες της υλικής αναπαραγωγής (π.χ. , οικονομικός προγραμματισμός, οικονομικές πολιτικές, επιστημονικ1Ί έρευνα και ανάπτυξη) αλλά και αυ τές της κοινωνικής αναπαραγωγής (πρόνοια, κοινωνική πολιτική). Από την άλλη, εμπλέκεται όλο και περισσότερο στις διαδικασίες επιτήρησης και ελέγχου που παρατηρούνται σε αυτό που ο Hirsch αποκαλεί «κρά
τος ασφάλειας» .Ί Το τρίτο και το τέταρτο χαρακτηριστικό του φορντισμού σχετίζονται και εμπλέκουν την αποπειραθείσα προσάρτηση του χρόvου και του χώ ρου αvτίστοιχα. Ο φορντισμός εκφράζει και εμβαθύνει αυτή τη διαδικα
σία διαμέσου της οποίας το κεφάλαιο επιδιώκει να επιβάλει το μέτρο και το ρυθμό στο χρόνο και στη συναίσθηση του χρόνου. Η περίοδος της μερικής κινητοποίησης έχει χαρακτηριστεί από μια «σταδιακή απόσπα ση του εργατικού χρόνου από τον προσωπικό χρόνο,
[... ]
όμως ταυτό
χρονα, παραδόξως, ο εργατικός χρόνος και ο "ελεύθερος χρόνος" [έ
χουν] σταδιακά ταυτιστεί». 8 Οι χρόνοι της παραγωγής και της αναπαραγωγής έχουν καταστεί πλέον συνεχείς
-
ένας ενιαίος χρόνος που υπόκειται στον υπολογισμό
και στην πειθαρχία του εξωτερικού χρόνου . Ο χρόνος επιμερίζεται και κατακερματίζεται σύμφωνα με τις ανάγκες της παραγωγής/αναπαρα
γωγής, διαιρείται και υποδιαιρείται για να χρησιμοποιηθεί όσο πιο πα ραγωγικά, εντατικά και αποδοτικά είναι δυνατόν. Όπως ο Foucault έ χει επισημάνει σε σχέση με άλλο θέμα, «η εξουσία σπονδυλώνεται άμε
σα με το χρόνο, εξασφαλίζει τον έλεγχό του και εγγυάται τη χρήση του». 9 Όπως και ο χρόνος, έτσι και οι χωροταξικές σχέσεις έχουν aποικιστεί. Με το φορντισμό, ο χρόνος έχει συνέπειες κυρίως στο συγκεντρωτισμό των κοινωνικών δομών, κι αυτό γιατί επιζητείται να εξασφαλιστούν το μονοπώλιο και η αποτελεσματικότητα τη ς εξουσίας: η συγκέντρωση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος και ο συγκεντρωτισμός των παραγωγι κών μονάδων των επικοινωνιακών συστημάτων, των γραφειοκρατικών οργανώσεων, των αστικών δομών κτλ. Συμπληρωματική σε αυτά είναι η αυξανόμενη εμπορευματοποίηση και περιθωρ ιοποίηση της καθημερι νής ζωής, που συμβολίζεται με την οδήγηση του ιδιωτικού αυτοκινήτου και την απομόνωση της τηλεοπτικής παρακολούθησης. Η θέση μας, συνεπώς, είναι ότι ο φορντισμός έθεσε την κοινωνική
ζωή υπό τη διπλή διοίκηση της παραγωγικότητας και της πειθαρχίας.
174
Η κυριαρχία του κεφαλαίου, η οποία άρχισε με μια επανάσταση στον «τρόπο παραγωγής», επεκτάθηκε σε μια επανάσταση στο «ύφος της
καθημερινής ζωής». 10 Τώρα μπορεί να φαίνεται ότι η ανασκόπησή μας ανtΊκει στη λειτουργιστική προσέγγιση όσον αφορά στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει τη σκληρή επικυριαρχία του κεφαλαίου στην κοινω νική ζωή, αλλά ας aποσαφηνίσουμε στο σημείο αυτό ότι η κινητοποίη ση αναπόφευκτα εμπλέκει μια αντι-κινητοποίηση (αυτ1Ίν των Λουδδι τών, για παράδειγμα, στις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα ή των σα μποτέρ συνδικαλιστών στις αρχές του εικοστού αιώνα). Το εγχείρημα να επιβάλει κανείς πειθαρχία στους πληθυσμούς είναι ένας αγώνας να τους συγκρατήσει και να τους διατηρήσει ενωμένους μπροστά στην α πειλή μιας εν δυνάμει διασπαστικής και aσταθούς «αυτο-κινητοποίη σης». Και αυτός ακριβώς ο αγώνας ανάμεσα στις δυνάμεις της κινητο ποίησης και τις δυνάμεις της αντι-κινητοποίησης χαρακτηρίζει τους πο λιτικο-οικονομικούς μετασχηματισμούς που συνδέονται με την Επανά σταση των Πληροφοριών. Η κινητοποίηση των νέων τεχνολογιών της
πληροφορικής μπορεί να ιδωθεί ως μια απάντηση στην πρόκληση του φορντισμού όσον αφορά στον τρόπο της παραγωγ1Ίς και στην καθημε ρινή ζωή. Αν και ο φορντισμός -υποστηριζόμενος από τις κε·ίνσιανές οικονομικές στρατηγικές- οδήγησε σε μια περίοδο οικονομικής άνθη σης και σχετικής κοινωνικής ηρεμίας, προκάλεσε επίσης άλλες, λιγότε ρο διαχειρίσιμες, επιπτώσεις («παρενέργειες»), όπως περιβαλλοντική μό λυνση , υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων, τυποποίηση της παρα γωγής, κατανάλωση κτλ. Για να αντιμετωπιστούν αυτές οι «δυσλειτουρ γίες», πρόβαλλαν στο προσκήνιο διάφορα κοινωνικά κινήματα (σοσια λιστές, συνδικαλιστές, οικολόγοι, το κίνημα των γυναικών, aντιπολεμι
κές διαδηλώσεις, εκστρατείες για την υγεία). Στη διάρκεια της δεκαετίας του
1980 το κεφάλαιο πάλευε να αφομοιώσει και να συγκρατήσει αυ
τές τις αντι-κινητοποιήσεις, αναζητώντας την αναδιάρθρωση του τρόπου συσσώρευσης και του τρόπου ζωής. Πρόσφερε τη δυνατότητα αφομοί ωσης των αιτημάτων που συνδέονταν με την ποιότητα ζωής ως το μο χλό για τη νέα φάση της συσσώρευσης. Οι νέες τεχνολογίες της πληρο φορικΊΊς και των επικοινωνιών υποσχέθηκαν να απαντήσουν και να ι
κανοποιήσουν τις έντονες διαμαρτυρίες για περισσότερη ελευθερία, δη μοκρατία, διασκέδαση, αποκέντρωση και προσωπική δημιουργία. Και υποσχέθηκαν να το κάνουν αυτό με γνώμονα τη νέα και πιο «ευέλικτη» λογική της πάνδημης κινητοποίησης. Έως τώρα έχουμε σκιαγραφήσει το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο ε ντάσσεται η «επανάσταση» στις νέες τεχνολογίες της πληροφορικής και
75
1
της επικοινωνίας. Ακολουθήσαμε, πάντως, ένα εννοιολογικό πλαίσιο που βασίζεται σε μια ιδιαίτερη προσέγγιση και θεωρητική εστίαση. Υπο
στηρίζουμε ότι μέσα από την έννοια της «κινητοποίησης» μπορούμε να διαγνώσουμε καλύτερα την ιστορική επίδραση του κεφαλαίου -ιδίως διαμέσου της εκμετάλλευσης της τεχνολογίας- στον τρόπο ζωής. Και αυτή η θεωρητική εστίαση μας επιτρέπει να εξετάσουμε με ένα κριτικό πνεύμα τις πιθανές επιπτώσεις των νέων τεχνολογιών της πληροφορι κής και της επικοινωνίας και να ρωτήσουμε εάν η «επανάσταση των τε
χνολογιών» έχει πράγματι κάτι να προσθέσει. Το επιχείρημά μας είναι ότι η αποκαλούμενη Επανάσταση των Πληροφοριών στην πράξη αντι προσωπεύει μια νέα σημαντική φάση στη στρατηγική της μερικής κινη τοποίησης, μια φάση στην οποία η τεχνολογική κυριαρχία επεκτείνεται και συστηματικά χρησιμοποιείται σε σφαίρες έξω από αυτές του εργα σιακού χώρου. Αυτός ο μετασχηματισμός αντιπροσωπεύει τόσο μια ε ντατικοποίηση όσο και, με σημαντικό τρόπο, έναν ανασχηματισμό του φορντισμού ως τρόπου ζωής. Θέλουμε να τονίσουμε ότι αυτή η σεισμι
κή ~ιετατόπιση είναι σημαντική έως τώρα, αφού εκπροσωπεί μια αναδό μηση και αναδιάρθρωση των σχέσεων εξουσίας. Αυτό που ελλείπει από τους περισσότερους aπολογισμούς για τις νέες τεχνολογίες της πληρο φορικής και της επικοινωνίας, ιδίως στη δεκαετία του 1990, είναι μια θε ώρηση σχετικά με τους τρόπους με τους οποίους οι νέες τεχνολογίες aρ θρώνουν και εκφράζουν τις σχέσεις εξουσίας. Στο επόμενο τμήμα του
κεφαλαίου θα εστιαστούμε στις νέες τεχνολογίες ως πολιτιστικές και πο λιτικές δυνάμεις οι οποίες διαμορφώνουν και διαποτίζουν τις δομές της καθημερινής ζωής. Δεν υποστηρίζουμε ότι το κεφάλαιο και οι νέες τε
χνολογίες του θα επιτύχουν οπωσδήποτε αυτό για το οποίο έχουν ταχθεί -οι μορφές αντι-κινητοποίησης δεν μπορούν εύκολα να προβλεφθούν αλλά μας ενδιαφέρει αυτό που επιζητούν να θεμελιώσουν σύμφωνα με τους όρους ενός νέου συστήματος κοινωνικής κινητοΠοίησης. Συνεπώς στο παρόν κεφάλαιο εξετάζουμε το αν οι νέες τεχνολογίες είναι ικανές -ή πρόκειται να καταστούν- να ανακαλύψουν τις κατάλληλες αντι-κι
νητοποιήσεις.
Η ΚΙΝΗΤΟΠΟΠΙΣΗ Σ'ΓΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ
Όπως ήδη έχουμε σημειώσει, οι νέες !.§Χ.νολο:ti&.ς της πληροφ.αρι.Ltής και
της επικοινωνίας θα
νωνία της πληροφορίας η εργασία μετασχ!)ματίζ~ται σε_μεγάλο_βαflμό
· υπό την επηρεια δϊαφόρων μορφών αυτοματισμού. Η απο-ειδίκευq,1U:_
νΟς σημαντικού μέρους της εργασίας θά συνεχιaτa χα ι θα επεκ}η~ε~ δουλειές στοΥ .:τομ.ig_ των υπrιQfQ!;_cJlν, 9που ιδJ.ως οι γυνςtίκες θα εί~αι...ι
'ΟμϊΟςπιο σημαντικές θα είναι οι επιπτώσεις στην ενοποίηση των ερ
γασιακών διαδικασιών που βασίζονται στα δίκτυα των νέων τεχνολο
γιών της πληροφορικής και της επικοινωνίας. 12 Οι επιπτώσεις αναμφι σβήτητα θα διαφέρουν μεταξύ τους και θα είναι άνισες, ενώ το μέγεθός τους θα εξαρτηθεί από τις ικανότητες των εργατών, τις ευκαιρίες και τη ζήτηση για μελλοντικές εργασίες. Ωστόσο αυτό που είναι βέβαιο και α ναμενόμενο είναι μια αυξανόμενη ικανότητα να παρακολουθούνται σε καθημερ ινή βάση οι εργασιακές διαδικασίες εξαιτίας της πρόσβασης και του ελέγχου στα δίκτυα των νέων τεχνολογιών της πληροφορικής και της επικοινωνίας. Για πολλούς, αυτή η αυξανόμενη παρακολούθηση θα έχει ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση και την αστυνόμευση της εργασίας,
καθώς τα ποσοστά της εργασίας και της παραγωγικότητας θα παρακο
λουθούνται εξ αποστάσεως σε «πραγματικό χρόνο» (real-time).B Γιακά ποιους -πρόκειται για μια μειονότητα της τάξης του
20%- θα δημιουρ γηθσuν θέσεις iργασίας που θα αμείβονται καλύτερα όσον αφορά στις. δε;ιότφες Και στην ικανοποίηση από τη δουλειά, κι αυτό είναι πιο εμ- · φανές στη νέα τό.ξη των προνομιούχων «συμβολικών αναλυτών» του RobertReich. r4 Αυτοί θα έχουν την ευθύνη της διαχείρισης και του συντο νισμού της εργασίας και των υλικών της επιχείρησης, της προώθησης των
πφλήdεων · στη «μεταβιομηχανική εποχή». Αναμφίβολα κάποιοι άλλο~:_
· θα επωφεληθούν, καθώς η ανάγκη επιβράδυνσης του κατακερματι?μού ] απαιτειτη-γνωση του συστήμαiος για το οποίο κάποιος θα είναι υπεύ θυνοζμια κατασταση Πουενδεχομένως να βελτιώσει τις δεξιότητες των
εργα~ιι_συ:yκεκριμένους_ τομείς. 15 Ωστόσο αποφασιστικής σημασίας είναι το ότι όλες οι μορφές εργcwίας, σε οποιαδήποτε δεξιότητaΚιαν βασίζονται, θαοιαμεσολαβουVται από τα ηλεΚτρονίΚά δίΚτυα και ταυ
τόχρόVii"Έa υπάρχει αυξανομε.νη ανάγκη γϊii Επιτήρηση αυτού-που π~ ράγει ο καθ""έVας. Λόγω των δυνατοτήτων που είναι εγγέVείς σiην παρα
κολούθηση, η ερyασία μπορεί στην ουσία να οργανώνεται έτσι ώστε να 177
επιτρέπεται μεγαλύτερη αυτονομία και ανεξαρτησία στους εργαζόμε νους- πρόκειται για την εμφαν-ή αυτονομία και αyεξα!ftησία. Αυτόν το
μετασχηματισ~ϊό της εργασίας -την «εξατομίκευση της ερ)ιασίας»- υπο
γραμμίζει ο Manuel Castells στο έργο του The Information Age. 16 Ο Ca-
stells υποστηρίζει ότι αυτή η
τεχνολογική μεταβολή με δυναμικό τρόπο επιταχύνει την τάση προς την αυξανόμεν-η «ευελιξία» της εργασίας. Αν οι εργάτες και οι εργασιακές διαδικασίες μπορούν να παρακολουθηθούν
σε καθημερινή βάση διαμέσου του Δικτύου, τότε εύκολα μπορεί κάποιος να οραματιστεί μια «νέα ευάλωτη κατάσταση της εργασίας υπό συνθή κες μιας απεριόριστης ευελιξίας που προμηνύει τη δημιουργία -σε άλ
λα πεδία του Δικτύου- της "διαθέσιμης εργατικής δύναμης"». 17 Στη συ νέχεια είναι βέβαιο ότι θα συναντ1iσουμε μια γενικευμένη επέκταση της «ευέλικτης εργασίας» (προσωρινά συμβόλαια, πληρωμή με το πακέτο εργασίας, μερική απασχόληση κτλ.) και, στις ανεπτυγμένες καπιταλιστι
κές κοινωνίες, τη διαιώνιση της κατώτερης τάξης στην περιφέρεια των αγορών εργασίας των μητροπολιτικών περιοχών. Το πιο πιθανό είναι ότι το βασίλειο της «διασκέδασης» και του «ελεύ θερου χρόνου» θα υπαχθεί ακόμα περισσότερο στο καθεστώς του κατα ναλωτισμού -οι εμφανείς τάσεις της φορντιστικής κανωνίας θα επεκτα θούν και θα ριζώσουν. Η εμπορευματοποιημένη ψυχαγωγία και οι συ ναφείς υπηρεσίες θα εισχωρήσουν σταθερά και σταδιακά στα νοικοκυ
ριά. Θα παρατηρείται τάση ΠQΟς μια αυξανόμενη ιδιωτικοποιημένη και παθητική ανάπλαση και κατανάλωση. Στο νέο αυτό είδος καταναλωτή, ένας αυξανόμενος αριθμός κοινωνικών λειτουργιών και δραστηριοτή
των θα μεσοποιείται διαμέσου της οικιακής τηλεοπτικής οθόνης ή του τερματικού του υπολογιστή. Δε θα προσφέρεται μόνο ψυχαγωγικό πε ριεχόμενο αλλά και υπηρεσίες εν-ημέρωσης, οικονομικές και αγοραστι κές συναλλαγές, επικοινωνία, τηλε-εργασία, ιατρικές και εκπαιδευτικές υπηρεσίες. Διαμέσου του οικιακού υπολογιστή, και μόνο διαμέσου αυ τού, θα έχουμε πρόσβαση σε αυτό που έχει αποκληθεί «δικτυακή αγορά». Για να απελευθερωθεί κοινωνικά και πολιτιστικά, το νοικοκυριό πρέπει να ξοδέψει ένα σημαντικό ποσό χρημάτων, να επενδύσει σε βασικές ο πτικές, επικοινωνιακές και ηλεκτρονικές τεχνολογίες. Οι τεχνολογίες θα πολλαπλασιαστούν στο σπίτι, για να μεσοποιήσουν την κατανάλωση και την αναπαραγωγή, να διευκολύνουν την αυξανόμενη ζήτηση και τη σύνθετη εμπειρία της καθημερινής ζωής. Όπως ο Andre Gorz το έχει θέσει, αυτή η διαδικασία καθιστά υποτελή την οικιακή σφαίρα «στα πα ραγωγικά κριτήρια του κέρδους, της ταχύτητας και της συμβατικότητας στο μέσο όρο». Διαμέσου της Επανάστασης των Πληροφοριών το κεη8
φάλαιο εισβάλλει σε όλες τις διαστάσεις της κοινωνικής ζωής: «Η εκβιο μηχάνιση, διαμέσου των οικιακών υπολογιστών, της σωματικής και ψυ χικής φροντίδας και υγιεινής, της εκπαίδευσης των παιδιών, του μαγει ρέματος ή της σεξουαλικής τεχνικής έχει σχεδιαστεί ακριβώς για να ε ξασφαλιστούν κέρδη από δραστηριότητες που έως τώρα ανήκαν στην
ατομική φαντασία». 18 Αυτό που υποστηρίζουμε σε σχέση με τον ελεύθερο χρόνο είναι ότι οι νέες τεχνολογίες μπορούν, εν δυνάμει, να επεκτείνουν και να εμβαθύ
νουν τη χρονική πειθαρχία που επιβάλλει το κεφάλαιο. Όλο και περισ σότερο η διασκέδαση θα υπάγεται στις μορφές που θα επιβάλλει το κε φάλαιο, το οποίο στις μέρες μας μπορεί να έχει πρόσβαση στον κατανα λωτή διαμέσου των ηλεκτρονικών υπολογιστών και συναφών συσκευών, μέσω των οποίων είναι ικανό να διεισδύει στα εσώτερα του σπιτιού, προ σφέροντας ταινίες, αθλητισμό και τηλεαγορές επί εικοσιτετραώρου βά σεως, παροχές τιμολογημένες, μετρημένες και ελεγμένες από τις επιχει ρήσεις. Ο «ελεύθερος χρόνος» σταδιακά θα υπαχθεί στην «εργασία» της
κατανάλωσης. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα των νέων τεχνολογιών έγκει ται στην ικανότητά τους να υπερβαίνουν κάποιους από τους περιορι σμούς της φορντιστικής χρονικής πειθαρχίας. Στο φορντισμό, με την αυ στηρή κατανομή της ημέρας σε εργάσιμο χρόνο και σε χρόνο αναπαρα
γωγής, αναπτύσσεται τόσο μια περιοριστική ακαμψία στην εκμετάλλευ ση του χρόνου όσο και ένας περιορισμός στο βάθος και στην ένταση του (παραγωγικά) aξιοποιήσιμου χρόνου. Ωστόσο, με το δυναμικό συνδυα σμό εργασίας, ψυχαγωγίας και κατανάλωσης που προσφέρει το οικιακό τερματικό παροχής πληροφοριών, η παραδοσιακή αυστηρή διάκριση α
νάμεσα στην παραγωγή (χρόνος εργασίας) και την αναπαραγωγή (ελεύ θερος χρόνος) μπορεί να υποβαθμιστεί. Τα δίκτυα οικιακής πληροφόρη σης διευκολύνουν την αναδόμηση των μοντέλων του aξιοποιήσιμου χρό
νου σε μια πιο ευέλικτη και ατομική βάση. Τα οικιακά δίκτυα παρέχουν τα τεχνολογικά μέσα για να διασπάσουν τους χρόνους εργασίας, κατανά λωσης και ανάπλασης σε «κομμάτια» κάποιας διάρκειας, τα οποία μπο ρούν έπειτα να διευθετηθούν σε περίπλοκες, εξατομικευμένες συνθέσεις και να μετατοπιστούν σε οποιοδήποτε μέρος της ημέρας ή της νύχτας. Η τάση είναι προς μια μορφή εργασίας που μπορεί να επιτελεστεί οποιαδή ποτε ώρα (κι όταν οι συνθήκες το απαιτούν, όλες τις ώρες). Συνεπώς θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς την άφιξη των «ευέλικτων χρονορυθμι στών» ως συστατικό μέρος της ευρύτερης διαδικασίας της «ευελιξίας». Ο ευρύτερος στόχος είναι η εντατικοποίηση και η μείωση της ακαμψίας της εκμετάλλευσης τόσο της εργατικής όσο και της «αγοραστικής δύναμης».
179
Συναφής με την προσάρτηση του χρόνου είναι ο αποικισμός του κοι νωνικού χώρου. Η ορμή του φορντισμού ως κοινωνικού συστήματος βα σιζόταν στον έλεγχο διαμέσου του συγκεντρωτισμού και της συγκέντρω
σης της ιδιοκτησίας των δομών και των σχέσεων στο χώρο. '§_ν.~ς απi_ __wυς πιο επίμω.ιους ισχυρισμούς των υπΘστηρικτών-τ:ης-5-<κοι..νω~ς πληgοφορίας»_είναι ότι οι νέες τεχνολογίες μπορού'! ν~'!q_κό:ιι!ουν αυ
tΊΊ την τάQΙJ~υ συγκεντρωτισμού και να εγκαθιδρύσουν μια νέα εποχή -
· αποκέντρωσ:ηζhριν από μία εικοσαετία η σημαντική μελέτη του Νο!a υποστήρίξε ότι η πλuρpφορική 5
Vο'\dμε τη μετάJ?Εση «από μια βιομηχανική, οργαVικήκοινωνία σε μιι;urο:
λυμορφική κοινωνία της πληροφορίας», η οποία αποτελ,.είται από «έναν
απεριόριστο αριθμό ευέλικτων ομάδων» . 19 Πράγματι, σε μια τέτοια πε ρίπτωση η αποκέντρωση τοποθετείται στ11νέα ατζέντα. Είναι εμφανής σε νέα «απομαζικοποιημένα» μέσα (καλωδιακή τηλεόραση, βίντεο, ψη
φιακή τηλεόραση, Διαδίκτυο), τα οποία στις μέρες μας έχουν αρχίσει να διαβρώνουν τα μοντέλα του συγκεντρωτισμού, του συγχρονισμού και της τυποποίησης, όλα χαρακτηριστικά στοιχεία των μαζικών μέσων. Αυτά τα νέα μέσα θεωρούνται ότι παρέχουν επικοινωνία και ανάπλαση σύμφωνα με τις προσωπικές ανάγκες και τις προτιμήσεις των ατόμων, ε πομένως προωθούν μεγαλύτερη πολυμέρεια, περισσότερες επιλογές και μεγαλύτερη ελευθερία. Εμείς όμως υποστηρίζουμε ότι η αποκέντρωση , αντί να προωθεί την ελευθερία και τη δημοκρατία, στην πράξη εξευγε νίζει και εκσυγχρονίζει την αποτελεσματική άσκηση της εξουσίας. Πρώ
τον, θα πρέπει να επισημανθεί ότι το αποκεντρωμένο «ηλεκτρονικό σπί τι» θα αναπτυχθεί στο πλαίσιο μιας κοινωνικής δομής η οποία θα βασί ζεται όλο και περισσότερο στις συγκεντρωτικές και διαχειριστικές τά σεις μιας γραφειοκρατικά οργανωμένης νομοθεσίας. Συστήματα μεγά λης κλίμακας για το συντονισμό των εθνικών στατιστικών στοιχείων θα προβάλλουν ένα είδος κοινωνικής οργάνωσης, λήψης αποφάσεων και διοίκησης. Οι συγκεντρωτικοί μηχανισμοί της δημόσιας διοίκησης και η
νομοθεσία θα ενισχυθούν από τη δημιουργία νέων συστημάτων υπηρε σιών πληροφοριών, για παράδειγμα, στην πρόνοια, στην κοινωνική α σφάλιση ή στην εφορία. Μια πρόσθετη, και ιδιαίτερα σημαντική, πτυχή του συγκεντρωτισμού εντοπίζεται στις πληροφορίες που κατέχουν η αστυ
νομία και ο στρατός. Δεύτερον, και εξίσου σημαντικό, η αποκέντρωση συμπληρώνει και ενισχύει αυτές τις κυρίαρχες τάσεις προς το συγκεντρω τισμό. Αποκέντρωση, διασπορά, απομαζικοποίηση, εξατομίκευση, ιδιω τικοποίηση, απομόνωση, περιθωριοποίηση: αυτοί είναι οι κυρίαρχοι δίt8o
αυλοι διαμέσου των οποίων η εξουσία θα περάσει από την κοινωνία των πολιτών στην Εποχή των Πληροφοριών. Πρόκειται για μια αποκέντρω ση των χώρων, της παραγωγής και της κατανάλωσης/αναπαραγωγής: κι νητοποίηση και ταυτόχρονα ακινητοποίηση. Υποστηρίζουμε λοιπόν ότι η Επανάσταση των Πληροφοριών αποτε λεί μέρος μιας ευρύτερης αναδιάρθρωσης της κοινωνικής ζωής, μιας α ναδιάρθρωσης που μπορεί να ιδωθεί τόσο ιστορικά όσο και θεωρητικά ως η επέκταση και η αναδιαμόρφωση του φορντισμού . Ως τέτοια, αυτή η «επανάσταση» σηματοδοτεί μια σημαντική προέκταση της σχετικής ή τεχνολογικής κινητοποίησης στις σφαίρες της ζωής που κείνται εκτός του εργασιακού χώρου. Διαμέσου των νέων τεχνολογιών της πληροφορικής και της επικοινωνίας και διαμέσου των ευρύτερων εφαρμογών τους η
κοινωνική ζωή διανοίγεται σε έναν πιο αποτελεσματικό αποικισμό: Ο ρυθμός και ο κοινωνικός χώρος της καθημερινής ζωής εν δυνάμει υπά γονται σε μια πιο αποτελεσματική κωδικοποίηση , με βάση τις κυρίαρ χες σχέσεις εξουσίας.
ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΟΡΑΤΟΠΠΑ
Θα μπορούσαμε να εξετάσουμε την τεχνολογική κινητοποίηση μέσα α ·πό την οπτική της ορατότητας στην κοινωνία. Οι νέες τεχνολογίες που καθημερινά διανέμουν προγράμματα και υπηρεσίες διαμέσου των ηλε κτρονικών δικτύων είναι ταυτόχρονα καταγραφείς ενός πλήθους συν διαλλαγών. Είναι στη φύση τους να καταγράφουν τις δραστηριότητες, τις προτιμήσεις και τα γούστα εκείνων οι οποίοι έχουν συνδεθεί με το η λεκτρονικό δίκτυο. Η δικτυακή κοινωνία είναι μια πιο διαφανής κοινω νία, και μια πιο διαφανής κοινωνία είναι εν δυνάμει μια πιο πειθαρχη μένη κοινωνία.
Προσεγγίζουμε αυτό το ζ1Ίτημα μέσα από ένα ιστορικό πρίσμα. Στο τέλος του δεκάτου ογδόου αιώνα, ο Jeremy Bentham έδινε το περίγραμ μα των σχεδίων του για μια θεσμική αρχιτεκτονικ1Ί του ελέyχ.ου. Αυτό που πρότεινε ο
Bentham ήταν ένας γενικός
μηχανισμός που εφαρμόζε
ται στις φυλακές, στα άσυλα, στα σχολεία και στα εργοστάσια για την αυ τοματοποιημένη και αδιάκοπη λειτουργία της θεσμικής εξουσίας και του
ελέγχου. Αυτός ο μηχανισμός, το Πανοπτικόν, είναι ένα κτήριο κυκλι κής δόμησης με μια σειρά από ατομικά κελιά κτισμένα γύρω από έναν κεντρικό πύργο. Από αυτό τον πύργο ελέγχου κάθε κελί θα μπορούσε να παρατηρηθεί και να επιτηρηθεί. Ένας σωστά σχεδιασμένος φωτισμός ι8ι
στα κελιά, μαζί με το σκοτάδι και την κάλυψη του κεντρικού πύργου, ε
ξασφαλίζει στην «εποπτική δύναμη» μια «απεριόριστη δυνατότητα να βλέπει χωρίς vα τη βλέπουv». 20 Η ουσία του Πανοπτικού, σύμφωνα με τον Bentham, έγκειται στην «κεντρική θέση που κατέχει ο επόπτης, σε συνδυασμό με τα πολύ γνωστά και πιο αποδοτικά μηχανήματά του για να βλέπει χωρίς να τον βλέπουν» . Το σημαντικό, όπως υποστηρίζει, εί ναι ότι «καθένας άνθρωπος θα πρέπει να είναι υπό παρακολούθηση για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα», αλλά το κάθε άτομο που βρίσκεται υπό παρακολούθηση είναι επιθυμητό να νιώθει ότι βρί σκεται πάντα υπό παρακολούθηση, γιατί όσο πιο έντονη έχει το άτομο αυτή την αίσθηση, τόσο το καλύτερο. 21 Ο επόπτης είναι προφανώς πα νταχού παρών και παντογνώστης, ενώ οι έγκλειστοι, που δεν έχουν τη δυνατότητα να δουν ο ένας τον άλλο, οδηγούνται στο να βιώνουν το κα θεστώς των «απομονωμένων και μοναχικών ατόμων». Ο έγκλειστος περιθωριοποιείται, παρακολουθείται και τελικά αυτο-παρακολουθείται: «Νιώθει απόλυτα ικανοποιημένος με το χώρο που του έχει παραχωρηθεί. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να ξεσπάσει το θυμό του από το να χτυπά το κεφάλι του στον τοίχο;»22 Ο Jeremy Bentham θεωρούσε το Πανοπτικόν ένα αρχιτεκτονικό πα ράδειγμα ικανό προς γενίκευση. Αυτή η θέση, βεβαίως, αναπτύχθηκε ενδελεχώς από τον Michel Foucault στην ιστορική και φιλοσοφική του εξερεύνηση για τις μορφές και τις σχέσεις της εξουσίας. Για τον Foucault
το Πανοπτικόν, ως μηχανισμός και ως «οικοδόμημα» διοχέτευσης της ροής της εξουσίας, ισοδυναμούσε με ένα σημαντικό ορόσημο στην ιστο ρία του ανθρώπινου πνεύματος. Ιστορικά, αντιπροσώπευε ένα προπύρ γιο απέναντι στην κινητή αταξία του πλήθους, απέναντι στους aπαγο ρευμένους υπολογισμούς και στις «επικίνδυνες αναμείξεις». Το Πανοπτι κόν ήταν ακριβώς μια μορφή κινητοποίησης -και εδώ το έργο του Foucault διασταυρώνεται με αυτό του Gaudemar- και αποτελούσε ένα είδος αρχιτεκτονικού ελέγχου και επιτήρησης, μειώνοντας τη σύγχυση διαμέσου της εγκαθίδρυσης ενός σταθερού πλέγματος εξουσίας. Τελικά ο
Bentham
αποσαφήνισε τη μεγάλη αλλαγή στην κοινωνική οικονομία
της εξουσίας. Η συμβολή του αποτελούσε μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας να εφαρμοστούν οι μηχανισμοί της εξουσίας που πλαισιώ
νουν τη ζωή των ατόμων. [Πρόκειται] για μια προσαρμογή και μια τελειο ποίηση των μηχανισμών ενός συστήματος που ασχολείται με αυτά και επι τηρεί την καθημερινή τους συμπεριφορά, την ταυτότητά τους, τη δραστη ριότητά τους, τις φαινομενικά ασήμαντες κινήσεις τους. [Πρόκειται] για μια
άλλη πολιτική απέναντι σε αυτή την πολλαπλότητα των σωμάτων και των
δυνάμεων που αποτελεί έναν πληθυσμό.23 Αυτή η πολιτική, σύμφωνα με τον
Foucault, εφαρμόστηκε διαμέσου
της δημιουργίας χώρων που ήταν ταυτόχρονα αρχιτεκτονικά λειτουργι κοί και ιεραρχικοί. Το Πανοπτικόν συμπεριλάμβανε «τόσο πολλά κλου βιά, τόσο μικρά θέατρα, στα οποία το κάθε δρων πρόσωπο είναι μόνο, τέλεια εξατομικευμένο και μόνιμα ορατό»: Το πλήθος -μάζα συμπαγής, τόπος πολλαπλών συναλλαγών, ατομικότητες
που συγχέονται, ομαδικά φαινόμενα- καταργείται προς όφελος μιας σύνα ξης χωριστών ατομικοτήτων. Από την άποψη του φύλακα, το πλήθος αντι καθίσταται από μια πολλαπλότητα αριθμήσιμη και ελέγξιμη. Από την άπο
ψη των κρατουμένων, αντικαθίσταται από μια μοναξιά εγκάθειρκτη και ε πιτηρούμενη.
Μέσα στη μηχανή του Πανοπτικού το άτομο «το βλέπουν, αλλά δε
βλέπει. Είναι αντικείμενο μιας πληροφόρησης, ποτέ το υποκείμενο μιας επικοινωνίας». Ο κρατούμενος υποβάλλεται σε «μια συνειδητή και μό νιμη -σε βάρος του- κατάσταση ορατότητας που εξασφαλίζει την αυτό
ματη λειτουργία της εξουσίας». 24 Τόσο ύπουλες ήταν οι σχέσεις εξου σίας, ώστε το άτομο άρχισε να αυτο-παρακολουθείται: Το άτομο που υποβάλλεται σε ένα πεδίο ορατότητας εν γνώσει του επωμί ζεται τους καταναγκασμούς της εξουσίας. Τους προσαρμόζει αυθόρμητα στον εαυτό του. Δέχεται μέσα του τη σχέση της εξουσίας, όπου παίζει ταυ τόχρονα δύο ρόλους. Γίνεται η βάση της ίδιας του της υποταγής. Έτσι, η ε
ξωτερική εξουσία ανακουφίζεται από τα υλικά της βάρη. Τείνει στο aσώ ματο. Και όσο προσεγγίζει το όριο αυτό, τόσο τα αποτελέσματά της είναι σταθερά, βαθιά, κεκτημένα μια για πάντα και ακατάπαυστα προεκτεινόμε να: aτελεύτητη νίκη που αποφεύγει κάθε φυσική αναμέτρηση, νίκη εκ των
προτέρων εξασφαλισμένη . 25 Το Πανοπτικόν, επομένως, ήταν η μηχανή που διασφάλιζε την αδιά
κοπη διανομή της εξουσίας, μια μηχανή που καθιστούσε το επιτηρού μενο άτομο ένα ορατό, αναγνωρίσιμο και ευάλωτο αντικείμενο. Αντι προσώπευε ένα γενικευμένο «είδος εγκατάστασης των σωμάτων στο χώρο, κατανομής των ατόμων το ένα σε σχέση με το άλλο, ιεραρχικής οργάνωσης, διευθέτησης των κέντρων και των αγωγών της εξουσίας, κα
θορισμού των μηχανισμών της και των τρόπων παρέμβασής της». 26 Σύμ-
φωνα με τον Foucault, η πανοπτική μηχανή, «ταυτόχρονη επιτήρηση και
παρακολούθηση, απομόνωση και διαφάνεια»,2 7 αποτελούσε ένα ολοκλη ρωμένο σύστημα επιτήρησης/παρακολούθησης και πειθαρχίας/ελέγχου. Ο Foucault θεώρησε το Πανοπτικόν του Bentham ένα σημαντικό γε γονός στην ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος. Αυτό που τονίζουμε εί ναι ότι οι νέες τεχνολογίες της πληροφορικής και της επικοινωνίας -ιδίως
στη δικτυακή κοινωνία- επιτρέπουν τη μαζική επέκταση και μεταβολή της ίδιας (σχετικής, τεχνολογικής) κινητοποίησης την οποία ο Bentham είχε οραματιστεί. Αυτό που υποστηρίζουν οι νέες τεχνολογίες είναι, στην πράξη, ο ίδιος μηχανισμός εξουσίας και ελέγχου, αλλά τώρα aπελευθε ρωμένος από τις αρχιτεκτονικές των πετρών και των τούβλων στο πρό τυπο του Bentham. Με βάση την Επανάσταση των Πληροφοριών, όχι μό νο η φυλακή ή το εργοστάσιο αλλά γενικά το κοινωνικό σύνολο μπορεί να λειτουργήσει ως μια ιεραρχική και πειθαρχική μηχανή. Αν αναλογιστούμε τους τηλεπικοινωνιακούς βρόχους, τα κυκλώμα τα και τα δίκτυα που συγκροτούν αυτό που αποκαλείται δικτυακή κοι νωνία, μπορούμε να δούμε ότι το τεχνολογικό σύστημα έχει συσταθεί για
να διασφαλίσει το συγκεντρωτισμό, τη μυστικότητα, την επιθεώρηση, την παρατήρηση, την εποπτεία και την τεκμηρίωση των δραστηριοτήτων του συνόλου της κοινωνίας. Τα δίκτυα της καλωδιακής τηλεόρασης, για πα ράδειγμα, μπορούν σε σταθερή βάση να καταγράφουν τις προτιμήσεις των καταναλωτών όσον αφορά στα προγράμματα, καθώς και τις λεπτο μέρειες των οικονομικών ή επικοινωνιακών τους συναλλαγών. Έχουμε
στις μέρες μας αναρίθμητα και όλο και περισσότερο αλληλοσυνδεόμε να δίκτυα γραφειοκρατικών και εμπορικών τραπεζών δεδομένων που συγκεντρώνουν και συσσωρεύουν πληροφορίες σχετικά με τις δραστη ριότητες, τις συναλλαγές, τις ανάγκες και τις επιθυμίες ατόμων ή κοινω νικών ομάδων. Και, βεβαίως, ζούμε στην εποχή της κάμερας παρακολού θησης, της καταγραφής των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και των όλο και πιο εξελιγμένων και ολοκληρωμένων υπολογιστικών συστημάτων aστυ νόμευσης. Ο πληθυσμός έχει καταστεί ορατός και αναγνωρίσιμος στις διά
φορες «δυνάμεις επιτήρησης» των υπολογιστικών συστημάτων. Στο ση μείο αυτό ο Foucault προτείνει ότι το Πανοπτικόν είναι «μια μηχανή διαχωρισμού του ζεύγματος "βλέπω
-
με βλέπουν": Στο περιφερικό κυ
κλικό οικοδόμημα είναι κανείς απόλυτα ορατός, χωρίς ποτέ ο ίδιος να βλέπει, ενώ από τον κεντρικό πύργο βλέπει κανείς τα πάντα, χωρίς πο
τέ να τον βλέπουν». 28 Το άτομο καθίσταται το αντικείμενο επιτήρησης, όχι όμως το υποκείμενο επικοινωνίας. Και, όπως στο Πανοπτικόν, η δι κτυακή κοινωνία είναι ένα «σύστημα τεκμηρίωσης εξατομικευτικό και
μόνιμο». 29 Το επιτηρούμενο και υπό παρακολούθηση άτομο υπόκειται σε συνεχή καταγραφή και καθίσταται το αντικείμενο γνώσης (για αρ χεία και φακέλους). Είναι ορατό και γνωστό. Δε θεωρούμε ότι υπάρχει, ή ότι θα υπάρξει, μία και μοναδική παντο γνώστρια και τα πάντα «εποπτεύουσα δύναμη» στην «ενσύρματη κοι νωνία». Υπάρχει, βεβαίως, το πρόβλημα της καταπίεσης των πολιτικών και κοινωνικών ελευθεριών, που σχετίζεται με τον αυξανόμενο συγκε ντρωτισμό του κράτους και της αστυνομίας. Αμφότερα, όπως προτείνει και ο
David Leigh, συνιστούν
«μια πολύ εμφανή μορφή της γραφειοκρα
τικής ουτοπίας: Ο aξιωματούχος μένει aόρατος και ο πολίτης ξεγυμνώ
νεται».30 Αυτή η πολιτική και κατασταλτική χρήση των νέων τεχνολο γιών της πληροφορικής και της επικοινωνίας πρέπει πάντα να βρίσκε
ται στο προσκήνιο. Αλλά υπάρχουν επίσης και άλλες, πιο καθημερινές και τυποποιημένες, εποπτικές δραστηριότητες, οι οποίες επιτελούνται α πό πιο διάχυτα και πολυάριθμα κέντρα εξουσίας. Σε αντίθεση με τα πιο ενεργά και υπολογιστικά σωρευτικά δεδομένα των φορέων ελέγχου, υ πάρχει επίσης μια πιο παθητική και «ανιαρή» συλλογή στοιχείων που προέρχονται από γραφειοκρατικές και εμπορικές οργανώσεις, στοιχείων που αποκαλούνται «συναλλακτικές πληροφορίες». 31 Για οποιαδήποτε δραστηριότητα διαμεσολαβείται ηλεκτρονικά -για παράδειγμα, παρα κολούθηση καλωδιακής τηλεόρασης, ηλεκτρονικές οικονομικές συναλ λαγές, τηλεαγορές- συσσωρεύεται «ένας τόνος φακέλων» με πληροφο ρίες σχετικά με τα άτομα ή τις ομάδες που προβαίνουν σε αυτές τις δρα στηριότητες (όπως το πού μένουν, την εργασία τους και τη διασκέδασή τους, τις επαφές τους, τους φίλους τους, τις προτιμήσεις τους, τα γούστα τους, τις επιθυμίες τους). Αυτές οι πληροφορίες, αφού συλλεγούν και τύ χουν επεξεργασίας, καθίστανται ένα πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο για ένα πλήθος αγοραστών από τον εμπορικό και τον πολιτικό κόσμο. Ο Joel Kovel έχει επισημάνει ότι η επιτήρηση «είναι μια διαδικασία εγγενώς συνδεδεμένη με την τεχνολογική εξέλιξη». Η επιτ1Ίρηση, όπως υποστη ρίζει, πηγάζει από την εργασιακή διαδικασία, όπου αναπτύχθηκε η α νάγκη «παρακολούθησης του παραγωγού και ελέγχου του παραγόμενου προ'ίόντος του». 32 Αυτή η φάση στην εξέλιξη των τεχνικών επιτήρησης, η οποία βρίσκει την απόλυτη έκφρασή της στην Επιστημονική Διοίκη
ση του Taylor και στο. φορντικό εργοστάσιο, στις μέρες μας έχει αντικα τασταθεί από μια πιο επεκτατική και φιλόδοξη επιτήρηση: Η ιδια τεχνικr] αξιοποιr]θηκε από το κράτος, καθ
γάτη και άνθησε με την τεχνολογία της Επιστημονικής Διοίκησης στις αρ χές του αιώνα μετατράπηκε σε άμεσο πολιτικό σκοπό. Η μηχανογραφημέ
νη ηλεκτρονική επιη1ρηση 1Ίταν ο προπομπός μιας νέας φάσης κυριαρχίας.33 Οι τεχνολογίες, όπως φαίνεται από τον τρόπο λειτουργίας τους, έχουν αναπτυχθεί για να παρακολουθούν και να ελέγχουν, να ελέγχουν δια μέσου της παρακολούθησης. Οι νέες τεχνολογίες της πληροφορικ1Ίς και της επικοινωνίας επεκτείνουν αυτή την ικανότητα. Με βάση αυτές βελ τιστοποιείται η ικανότητα κινητοποίησης και ελέγχου διαμέσου της πα
ρακολούθησης και της καταγραφής. Η εξουσία που εκφράζεται ως επι τήρηση και Πανοπτισμός τώρα μπορεί να επεκταθεί στο σύνολο της κοι νωνίας. Το ηλεκτρονικό δίκτυο είναι μια διαφανής δομή στην οποία οι δραστηριότητες λαμβάνουν χώρα στην περίμετρο -τηλε-εργασία, ηλε κτρονικές τραπεζικές συναλλαγές, κατανάλωση ψυχαγωγίας ή ενημέ
ρωσης, τηλεαγορές, επικοινωνία- και είναι ορατές στο «ηλεκτρονικό μά τι» των κεντρικών υπολογιστικών συστημάτων που διαχειρίζονται το δί κτυο/α. Η «τεχνική» διαδικασία της διοίκησης πολυάριθμων ηλεκτρο νικών συναλλαγών είναι ταυτόχρονα, και εξ ολοκλήρου, μια διαδικασία παρατ1Ίρησης, καταγραφής, ανάκλησης και επιτήρησης. Ο ηλεκτρονι κός εργάτης, ο καταναλωτής ή ο επικοινωνητής σε σταθερή βάση ανι χνεύονται και οι ανάγκες/προτιμήσεις/δραστηριότητες μεταφέρονται ως πληροφορίες στις εταιρείες και στους θεσμούς που βρίσκονται στην καρ
διά του δικτύου. Συνεπώς το Πανοπτικόν του
Jeremy Bentham -ως
το πρότυπο της
διάρθρωσης των σχέσεων εξουσίας- είναι ένα κεντρικό σχήμα για την κα τανόηση των μορφών εξουσίας στην κοινωνία των πληροφοριών. Στην πανοπτική μηχανή -είτε είναι κατασκευασμένη από τούβλα και λάσπη είτε διαμέσου των ηλεκτρονικών συνδέσεων- η κινητοποίηση επιτυγχά νεται με τα μέσα της (σειριακής, κυψελωτής) απομόνωσης των ατόμων, συνδυαζόμενη με την ανάπτυξη της επιτήρησης και των μυστικών πλη
ροφοριών των κεντρικών υπηρεσιών. 34
Η ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ
Η πληροφορία είναι το κλειδί στη νέα φάση της οικονομικής ανάπτυ
ξης. Και, ακόμα περισσότερο, η απρόσκοπτη διακίνηση της πληροφο ρίας θεωρείται το μέσο για την επίτευξη της μελλοντικής φιλελεύθερης και επικοινωνιακής δημοκρατίας. Στην αυγή της εποχ1Ίς της πληροφο-
ρίας, ο
Tom Stonier υποστήριξε
ότι «σε μια μεταβιομηχανική κοινωνία
η αποθήκευση των πληροφοριών μιας χώρας καθίσταται ένα σημαντι κό περιουσιακό στοιχείο, η μεγαλύτερη πηγή πλούτου της». «Καθώς η γνώση μας επεκτείνεται>>, όπως σημειώνει, «Ο κόσμος καθίσταται πλου
σιότερος». Κατ' επέκταση, πρότεινε ότι «ενώ οι υλικές συναλλαγές μπο ρούν να οδηγήσουν σε ανταγωνισμό, οι συναλλαγές στο επίπεδο των πληροφοριών είναι πιο πιθανό να οδηγήσουν σε συνεργασία - οι πλη ροφορίες είναι ένας πόρος που μπορεί όντως να μοιραστεί>>. Ακόμα πιο ευφάνταστα, ο Stonier υποστήριξε ότι «κανένας δικτάτορας δεν μπορεί να επιβιώσει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια επικοινωνιακή κοι
νωνία όσο οι ροές των πληροφοριών δεν ελέγχονται από το κέντρο». 35 Η πληροφορία θεωρείται η αρχή της aπολύτρωσης. Αν και είμαστε εξαιρετικά επιφυλακτικοί σχετικά με αυτή τη θεω ρούμενη ουτοπία της πληροφορίας, μια σημαντική μεταβολή συντελεί ται στην κοινωνική οικονομία της πληροφορίας/γνώσης. Έχουμε ήδη δείξει ότι οι βιομηχανίες των μέσων, και κυρίως οι βιομηχανίες της ηλε κτρονικής, των τηλεπικοινωνιών και της επεξεργασίας δεδομένων, υ
πόκεινται σε μια διαδικασία σύγκλισης και ενσωμάτωσης. Αυτή η ρα γδαία αλλαγή θα μπορούσε επίσης να γίνει αντιληπτή ως ένας μετασχη ματισμός των δομών της παραγωγής και διακίνησης των πληροφοριών, ως μια σημαντική ανασύσταση της τρέχουσας κοινωνικής οικολογίας της πληροφορίας/γνώσης. Η αναδυόμενη μεγαβιομηχανία της πληρο φορίας κατανέμεται σε εμπορικά και μη εμπορικά συστατικά. Η τελευ ταία κατηγορία συμπεριλαμβάνει κάποιες δραστηριότητες μέσα στον ι διωτικό τομέα (τράπεζες, ασφάλειες) στο πλαίσιο των κεντρικών και το πικών κυβερνητικών επιχειρήσεων, καθώς και των στρατιωτικών και α
στυνομικών εφαρμογών. Όσον αφορά στη μη εμπορική εκμετάλλευση της πληροφορίας -τις γραφειοκρατικές εφαρμογές και τις εφαρμογές ε λέγχου- έχουμε ήδη αναφερθεί στο ζήτημα της επιτήρησης. Η γραφειο κρατική κοινωνική διαχείριση και η αστυνομική ή στρατιωτική επιτή ρηση είναι από μόνες τους έκδηλες στην υποχρεωτική και αδιάλειπτη συλλογή στοιχείων, σε αυτό που αποκαλείται «μυστικές πληροφορίες» του «κράτους ασφάλειας» .
Ωστόσο, αν η πληροφορία υλοποιείται στον πολιτικό τομέα, διακι νείται σε μια ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα στο πεδίο της αγοράς. Παρα τηρούμε μια έκρηξη παραγωγής προ'ίόντων των νέων μέσων: ηλεκτρο νικά παιχνίδια, βιντεοκασέτες και ψηφιακοί δίσκοι, καλωδιακά και δο ρυφορικά κανάλια, υπολογιστές. Κι έχουμε, ακόμα, την εμπορευματο ποίηση νέων τομέων της πληροφορίας: «Μια πολύ μεγαλύτερη ακτίνα
της πληροφορίας έχει καταστεί επικερδής, επειδή μπορεί με ευέλικτο τρόπο να γίνει αντικείμενο επεξεργασίας, επιλεκτικά να επαναδιευθε τηθεί και γρήγορα να μεταφερθεί και να διανεμηθεί από μια επιδέξια
νέα τεχνολογία». 36 Επομένως η επιστημονική και τεχνολογική γνώση , τα δημογραφικά στοιχεία, η εκπαίδευση , η υγεία, τα δημόσια έγγραφα και οι στατιστικές υπηρεσίες, οι βιβλιοθήκες -τελικά τα πάντα- μετα τρέπονται σε πληροφοριακά εμπορεύματα. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η κρατική παρεμβατικότητα που ε πιδιώκει να αλλάξει οτιδήποτε έως τώρα θεωρούνταν ότι ήταν δημόσιοι πόροι σε εμπορικές επιχειρήσεις. Η απελευθέρωση και η ιδιωτικοποίη ση της
British Telecom στη
δεκαετία του
1980, για
παράδειγμα, αποτε
λούσαν μέρος της στρατηγικής να ανοιχτεί η σφαίρα των πληροφοριών στις δυνάμεις της αγοράς. Παρόμοιες ήταν οι προσπάθειες της βρε
τανικής κυβέρνησης να παραχωρήσει κρατικές υπηρεσίες πληροφοριών σε ιδιωτικούς φορείς, όπου αυτό ήταν δυνατόν, και όταν δεν ήταν, να ει σαγάγει εμπορικά κριτ1Ίρια σε αυτές τις κρατικές υπηρεσίες. Σύμφωνα
με τη σημαντική έ'ιtθεση Rayner το
198137 σχετικά με τις κρατικές στα
τιστικές υπηρεσίες, τονίζεται ότι «η επιχορήγηση των εκδόσεων στατι στικών στοιχείων θα πρέπει σε σύντομο χρονικό διάστημα να διακοπεί>>, κάθε πληροφορία στις επιχειρήσεις «θα πρέπει να κοστολογείται», κα θώς «θα πρέπει να εισαχθούν πιο ευέλικτα μέσα, που θα δίνουν τη δυ νατότητα στο κοινό να έχει πρόσβαση σε κυβερνητικές πηγές.
[... ] Το κό
στος της παροχής τέτοιων διευκολύνσεων θα πρέπει να καλύπτεται από
αντίστοιχη κοστολόγηση στα ενδιαφερόμενα άτομα
1l τους φορείς» .
Όλα αυτά έχουν σημαντικές επιπτώσεις. Θα δούμε έναν αυξανόμε νο περιορισμό εκείνων των πληροφοριών που κρίνεται ότι δεν έχουν ε μπορική βιωσιμότητα. Για παράδειγμα, η ετήσια έκδοση της κοινωνικής στατιστικής (που παρέχει πληροφορίες για την οικογένεια, την υγεία, την εκπαίδευση , την οίκηση κτλ.) , της General Household Survey, δια
κόπηκε το 1997 και είναι αμφίβολο αν θα επανέλθει. Ακολούθησαν μα ζικές αυξήσεις στις τιμές των κυβερνητικών εκδόσεων. 38 Πριν από μία εικοσαετία περίπου , το
1979, η Διαρκής Βασιλική Επιτροπή για την Κα
τανομή του Εισοδήματος και του Πλούτου αυθαίρετα διέκοψε τις εργα σίες της, καθώς αυτές δεν ενδιέφεραν του πλουσίους και θεωρήθηκε ό τι αυτό που έκανε ήταν να διεγείρει μια «πολιτική της ζηλοφθονίας». Έ τσι, αξιόπιστες πληροφορίες για τη φτώχεια στη Βρετανία είναι δύσκο
λο να βρεθούν στη δεκαετία του 1990, από τη στιγμή που δεν υπήρχε ε μπορικό ενδιαφέρον (η σημασία της φτώχειας είναι πολιτική - ένας πρόσθετος συναφής λόγος για την παραμέλησή της είναι, για κάποιους, 188
η άρνηση της ύπαρξής της). 39 Επιπρόσθετα, οι πληροφορίες που είναι διαθέσιμες θα διανέμονται με διαφορετικό τρόπο: «σημαντικά στοιχεία» (οικονομικά, εμπορικά, επιστημονικά) για τον εύπορο επιχειρηματικό τομέα, «ασήμαντα στοιχεία», διαμέσου της τηλεκειμενογραφίας, για τον απλό καταναλωτή. Η επίπτωση, βεβαίως, έγκειται στο επίπεδο της δη μόσιας γνώσης, της διαθεσιμότητας των πηγών πληροφόρησης ως κοι νωνικής υπηρεσίας (ένα ιδανικό που ατελώς υλοποιήθηκε σε καλύτερες εποχές) που υποβαθμίζεται σημαντικά.
Μπορεί αυτό να οφείλεται στην Επανάσταση των Πληροφοριών; Μας τοποθετεί στο κατώφλι της «Κοινωνίας της πληροφορίας»; Δε νομίζουμε. Αυτή η πολιτική και εμπορική προσάρτηση της πληροφορίας εμφανίζε ται σαν μια νέα πραγματικότητα. Εμείς θεωρούμε ότι αποτελεί προέκτα ση της λογικής του σφετερισμού της πληροφορίας και της γνώσης, όπως σημειώνει ο Kovel, η οποία έχει τις ρίζες της στην εργασιακή διαδικασία. Αυτό περιγράφηκε πριν από πολλά χρόνια από τον Marx με τους όρους του σκόπιμου διαχωρισμού της πνευματικής από τη χειρωνακτική εργα σία, τονίζοντας ότι το κεφάλαιο προσπαθεί να μονοπωλήσει τη διανοητι κή πλευρά της εργασιακής διαδικασίας με στόχο να αυξήσει την παρα γωγικότητα και να εξασφαλίσει τον έλεγχο. Ήταν μια εξέλιξη που, όπως επισημαίνουμε σε άλλα σημεία του βιβλίου, βρήκε την πλήρη έκφρασή της στην Επιστημονική Διοίκηση του
Taylor. Με την Επιστημονική Διοί
κηση το σχέδιο της οικειοποίησης των δεξιοτι1των και της γνώσης των ερ γατών κατέστη συστηματικό και υποχρεωτικό. Αυτό που αντελήφθη ο
Taylor ήταν ότι οι παραδοσιακές δεξιότητες των εργατών και η γνώση του «νόμου της πεπατημένης» ήταν εκείνα τα στοιχεία που οι εργάτες του θεω ρούσαν προϋποθέσεις για την ανεξαρτησία και την προσαρμοστικότητά τους απέναντι στην πειθαρχία και τον έλεγχο. Με βάση αυτό, ανέλαβε τη σκόπιμη συνάθροιση εκείνων που ανήκαν στη διεύθυνση και τώρα είχαν υπό την κατοχή τους όλο το μεγάλο όγκο της παραδοσιακής γνώσης, η οποία κατά το παρελθόν βρισκόταν στα μυαλά των εργαζομένων, και της σωματι κής δεξιότητας και τεχνικής των εργαζομένων, την οποία είχαν αποκτήσει μέσα από την πλούσια εμπειρία τσυς. Η συλλογή όλης εκείνης της παραδο σιακής γνώσης και η καταγραφή της, η κωδικοποίηση και, σε πολλές περι πτώσεις, η συμπύκνωσή της σε νόμους, κανόνες, ακόμα και σε μαθηματικούς τύπους, έγιναν οικειοθελώς αποδεκτές από τα στελέχη της Επιστημονικής
Διοίκησης. 40 Ο Taylor αποπειράθηκε να συγκεντρώσει όλη την «πνευματική εργα σία» στο συγκεντρωτικό του «τμήμα σχεδιασμού». Με τη χρήση των μη-
χανών όμως αυτή η συγκέντρωση δεξιοτήτων και γνώσης κατέστη πραγ ματικά συστηματική. Διαμέσου της τεχνολογίας βλέπουμε το «διαχωρι σμό των πνευματικών ικανοτήτων της παραγωγικής διαδικασίας από τη χειρωνακτική εργασία και το μετασχηματισμό αυτών των ικανοτή
των σε εξουσίες που ασκήθηκαν από το κεφάλαιο πάνω στην εργασία».41 Με τη γραμμή παραγωγής του Henry Ford η διαδικασία αυτή έφτασε στην ιστορική της κορύφωση. Στην περίπτωση αυτή , οι δεξιότητες των εργατών κυριολεκτικά αποτέλεσαν τμήματα των μηχανών: Ο έλεγχος της εργασιακής διαδικασίας προϋπέθετε το πρόσχημα της αντικειμενι κής αναγκαιότητας, και η κυριαρχία εκφράστηκε διαμέσου του ιδεολο γήματος του τεχνολογικού «ορθολογισμού». Στο φορντικό εργοστάσιο, ό πως ένας σύγχρονος αναλυτής σημείωνε, «Οι αυτόματες μηχανές επιδει
κνύουν τη μεταφορά της σκέψης, της δεξιότητας ή της ευφυtας από το
άτομο στη μηχανή». 42 Στην ιστορική εξέλιξη της εργασιακής διαδικασίας, αυτή η αυτόματη και απρόσωπη λειτουργία της εξουσίας, επιτελούμενη διαμέσου της τεχνολογικής οικειοποίησης της γνώσης/δεξιότητας, εντα τικοποιήθηκε και επεκτάθηκε. Σε αυτήν συμπεριλαμβάνεται ο τε"ίλορι
σμός και η εκμηχάνιση πολλών μορφών της πνευματικής εργασίας δια μέσου των τεχνολογιών της πληροφορικής και της επικοινωνίας. Υποστηρίζουμε ότι αυτή η συνάθροιση δεξιοτήτων/γνώσης/πληρο φοριών, περισσότερο εμφανής στην καπιταλιστική εργασιακή διαδικα σία, εισέρχεται στις μέρες μας σε ένα νέο και πιο σύνθετο στάδιο. Αυτό που βλέπουμε είναι μια προοδευτική συλλογή, συγκέντρωση και συγκε ντροποίηση της γνώσης σε μια ευρεία κοινωνική κλίμακα, επομένως ό λα αυτά αποσκοπούν στην εγκαθίδρυση αυτού που θα θεωρούσαμε ένα
είδος κοινωνικού τε"ίλορισμού. 43 Σε μια εντατικοποιημένη καταναλωτι κή κοινωνία, όπως σημειώσαμε προηγουμένως, οι ανάγκες -υλικές και
ψυχικές- εκπληρούνται από εμπορεύματα. Όπως ο lνan Illich έχει ση μειώσει, το «επαγγελματικά σχεδιασμένο εμπόρευμα» αντικαθιστά «την πολιτιστικά διαμορφωμένη χρήση-αξία». Διακρίνουμε επίσης την υπο κατάσταση με <<τυποποιημένα πακέτα για οτιδ1Ίποτε έκαναν οι άνθρω
ποι από μόνοι τους στο παρελθόν».44 Η συνέπεια αυτού του καταναλω τισμού είναι η εσκεμμένη μείωση των κοινωνικών δεξιοτήτων, της γνώ σης και της αυτάρκειας. Ο
Jeremy Searbook
έχει γράψει για τους «λεη
λατημένους ανθρώπους, το διασκορπισμό των δεξιοτήτων και την α πώλεια του ανθρώπινου πόρου» και για τη «διαδικασία απόσπασης των αναγκών και των ικανοποιήσεων των ανθρώπων που ανήκουν στην ερ γατική τάξη, οι οποίοι είχαν μάθει να μιλούν ο ένας στον άλλο, και της ε
παναπώλησης αυτών με τη μορψ1Ί των εμπορευμάτων». 45 Στο m1μείο αυ190
τό αναφερόμαστε στη διαδικασία της κοινωνικής απο-ειδίκευσης, της αρπαγής της γνώσης και των δεξιοτήτων, οι οποίες πωλούνται και πά λι με τη μορφή εμπορικών αγαθών και υπηρεσιών ή, διαφορετικά, αγα
θών και υπηρεσιών που έχουν παραχθεί με επαγγελματικό τρόπο δια μέσου των γραφειοκρατικών εταιρειών και οργανώσεων. 46 Αυτή την οικειοποίηση και τη συγκέντρωση της κοινωνικής γνώσης και δεξιότητας έχουν σχεδιαστεί για να προωθήσουν οι νέες τεχνολο γίες της πληροφορικής και της επικοινωνίας, και έτσι να ενισχύσουν έ
ναν πιο επεκτατικό, αποδοτικό και συστηματικό σφετερισμό της κοινω νικής γνώσης. Εν δυνάμει, όλες οι κοινωνικές λειτουργίες πρόκειται να ενσωματωθούν και να μετασχηματιστούν σε πληροφοριακά εμπορεύμα τα: εκπαίδευση, ψυχαγωγία, υγεία, επικοινωνία κ.ο.κ. Με τις νέες τεχνο λογίες οι κατά το παρελθόν aταξινόμητες και aπροσπέλαστες πληρο φορίες και η γνώση μπορούν να γίνουν αντικείμενα επεξεργασίας και να αποκτηθούν. Βλέπουμε τη «μετανάστευση της πληροφορίας από το σπίτι στην οργάνωση», αν και ένα μεγάλο μέρος αυτής της πληροφορίας
μέχρι πρόσφατα «δε συλλεγόταν καθόλου, αλλά φυλαγόταν για να χρη σιμοποιηθεί έξω από τα σπίτια μας». 47 Διαμέσου των τραπεζών δεδομέ νων και των υπηρεσιών πληροφοριών όλοι θα πρέπει να αγοράσουμε
τις απαραίτητες πληροφορίες για να ανταποκριθούμε στην πολυσύνθε τη βιομηχανική κοινωνία - ή να aποστερηθούμε τις υπηρεσίες της, αν είμαστε πολύ φτωχοί.
Επιπρόσθετα, οι άνθρωποι από μόνοι τους όλο και περισσότερο ε μπιστεύονται το κύρος των στοιχείων. Οι δράσεις και οι συναλλαγές τους καταγράφονται ως ψηφία και μηδενικά από τις πανταχού παρού σες και πάντα εποπτεύουσες μηχανές της πληροφορικής. Ήδη οι πιστω
τικοί φορείς, οι χρηματοπιστωτικοί οίκοι και μεγάλοι έμποροι λιανικής πώλησης δημιουργούν τράπεζες δεδομένων με στοιχεία των καταναλω τών τους -ή των εν δυνάμει καταναλωτών τους- τους κατηγοριοποιούν και τους αναλύουν, διερευνούν τις κινήσεις τους, έτσι ώστε τα στοιχεία αυτά να χρησιμοποιούνται προς όφελος της επιχείρησης. Στις ανεπτυγ μένες καπιταλιστικές κοινωνίες, οι συνδέσεις ανοιχτού δικτύου παρέ χουν αυτόματη πρόσβαση σε τύπους αγορών, δημογραφικά χαρακτηρι στικά, τραπεζικούς λογαριασμούς κ.ο.κ. Όλο και περισσότερο, οι άν θρωποι καθίστανται αντικείμενα επιτήρησης: αντικείμενα της γνώσης και της πληροφορίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, αν και αυτή η επιτήρηση έχει αναπτυχθεί κυρίως ως μια προέκταση των δυνάμεων της αγοράς, το κεφάλαιο δεν είναι εξ ολοκλήρου υπεύθυνο για τη διάδοσή της. Η ανάπτυξη του σύγιgι
χρονου κράτους, ολοκληρωτικά συνδεδεμένη με την άνοδο του επιχειρη ματικού καπιταλισμού, έχει συμβάλει από μόνη της και σε πολύ σημα ντικό βαθμό στην επέκταση της επιτήρησης. Ο Anthony Giddens μας υ πενθυμίζει τη σημασία του εθνικισμού, της κοινωνίας των πολιτών, του πολέμου και της προετοιμασίας του πολέμου ως βασικών παραγόντων που έχουν οδηγήσει στην αύξηση της επιτήρησης (και του aντιστρόφου
της, του ελέγχου της διασποράς των πληροφοριών). 48 Το κράτος συσσω ρεύει φακέλους, όλο και περισσότερο χρησιμοποιεί τη μηχανοργάνωση, στην υγεία, τη φορολογία, την κοινωνική ασφάλιση, την απασχόληση, την εκπαίδευση, την κατοχή αυτοκινήτων, την κατοίκηση, το έγκλημα και τις μυστικές πληροφορίες. Ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της δεκαε τίας του
1980,
όταν το κράτος αισθητά προέταξε το καταπιεστικό του
προσωπείο για να καταστείλει τα κοινωνικά κινήματα και με στόχο να
διευκολύνει την αναγκαία αναδόμηση για να ξανακερδίσει την ανταγω νιστικότητα, η προειδοποίηση του Giddens για τους κινδύνους του a πολυταρχισμού κρατών που τόσο έντονα χειραγωγούν και διεισδύουν στην ιδιωτικ1Ί σφαίρα της ζωής των πολιτών τους δεν είχε κανένα απο τέλεσμα. Στα τέλη της χιλιετίας, το Νέο Εργατικό Κόμμα κατέλαβε την εξουσία στη Βρετανία, αλλά οι κίνδυνοι αυτοί δεν απομακρύνθηκαν. Όπως το Πανοπτικόν του
Bentham ορίζει τις κοινωνικές σχέσεις της
επιτήρησης και του ελέγχου, κάποιος άλλος ορίζει τις κοινωνικές σχέ σεις σε αυτό που αποκαλούμε γενικευμένο τε·ίλορισμό. Αναφερόμαστε στον H.G. Wells και στη λιγότερο γνωστή θεώρησή του για τον Παγκό σμιο Εγκέφαλο ή την Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια- το όραμα μιας α περιόριστης, συγκεντρωτικής και προσπελάσιμης δεξαμενής γνώσης. Σύμφωνα με τον
Wells:
Ένας τεράστιος και διαρκώς αυξανόμενος πλούτος της γνώσης είναι δια σκορπισμένος στο σύγχρονο κόσμο, ένας πλούτος γνώσης και απόψεων που -συστηματικά ταξινομημένος και ευρέως διανεμημένος- θα μπορούσε να ε πιλύσει όλα τα σοβαρά προβλήματα της εποχής μας. Ωστόσο αυτή η γνώ
ση είναι ακόμα διεσπαρμένη, ανοργάνωτη και ανίκανη.49 Τα παγκόσμια συστήματα γνώσης πρέπει να συγκεντρώνονται στον Παγκόσμιο Εγκέφαλο για τη δημιουργία ενός νέου παγκόσμιου οργά νου για τη συλλογή, την εύρεση, τη σύνοψη και τη γνωστοποίηση της
γνώσης. 50 Ο Wells επισημαίνει «τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού ευρετηρίου για όλη την ανθρώπινη γνώση , τις ιδέες και τα επιτεύγματα [...) τη δημιουργία δηλαδή της συλλογικής πλανητικ1Ίς μνήμης για την ανθρωπότητα». 51 «Η συνολική ανθρώπινη μνήμη», όπως πιστεύει, «μπο-
ρεί, ενδεχομένως σε σύντομο χρονικό διάστημα, να είναι προσπελάσιμη από κάθε άτομο». 52 Για τον Wells, «Ο χρόνος έχει ωριμάσει για μια εκτε ταμένη αναθεώρηση και έναν εκσυγχρονισμό της διανοητικής οργάνω σης του κόσμου», 53 και αυτή η «σύνθεση της γνώσης είναι το θεμέλιο για την απαρχή του νέου κόσμου».54 Ο κόσμος «πρέπει να συγκεντρώσει το μυαλό του» διαμέσου ενός νέου είδους «πνευματικού τραπεζικού ιδρύ
ματος», του Παγκόσμιου Εγκεφάλου . 55 Όπως καταδεικνύεται και στο Πανοπτικόν του
Jeremy Bentham, ο
Παγκόσμιος Εγκέφαλος είναι μια παράλογη ουτοπική πρόταση , αλλά είναι μια πρόταση που θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Ο Παγκό σμιος Εγκέφαλος είναι μια διανοητική «εφεύρεση» με σημαντική κοι
νωνική και πολιτική απήχηση.56 Ο Παγκόσμιος Εγκέφαλος αναμένεται να είναι αυτό που τώρα βλέπουμε σαν ένα αναδυόμενο καθεστώς της παραγωγής των πληροφοριών, της διακίνησης, της κατανάλωσης και του ελέyχου, σαν μια νέα οικονομία και πολιτική της γνώσης. Βεβαίως, ο Wells είδε αυτό το «νέο εγκυκλοπαιδισμό» ως ένα θετικό φαινόμενο. Το δικό του πρόταγμα ήταν ένα φαβιανό ιδανικό της γνώσης ως μιας μορφής κοινωνικού πόρου: Η γνώση αντιμετωπίζεται ως ουδέτερη, που περι κλείει όλα τα καλά στοιχεία μέσα της. Στην πραγματικότητα, πάντως, τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Αυτό που έχουμε στον Παγκό σμιο Εγκέφαλο είναι η ουτοπία του τεχνοκρατικού προγραμματισμού, της τεχνοκρατικής διοίκησης και διαχείρισης. Το εγκυκλοπαιδικό όρα μα εκπροσωπεί, στην πράξη, έναν τεχνοκρατικό καταναλωτισμό αυτού που αποκαλείται δημόσια σφαίρα. Αντί να απολαμβάνουμε, όντας ενη μερωμένοι, το διάλογο και την ανταλλαγή επιχειρημάτων, καθώς και την
παρεχόμενη γνώση (ως φιλοδοξία τουλάχιστον), περιοριζόμαστε στην εμπορευματοποίηση, την αντιπαραβολή και τη χειραγώγηση των δεδο μένων. Όπως έχει καταδείξει ο Jϋrgen Habermas, η δημόσια σφαίρα έ χει ολισθήσει σε μια μακρά διαδικασία παρακμής. Ιστορικά, έχουμε δια πιστώσει την εκτόπιση της πολιτικής δημόσιας σφαίρας από την απολι
τική καταναλωτική κουλτούρα, που aπαλείφει τη διαφορά ανάμεσα στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων και την κοινωνική επαφή και προτάσσει τον κοινωνικό σχεδιασμό διαμέσου της χειραγώγησης της «κοινής γνώ μης». Η κριτική έχει μεταβληθεί σε ενσωμάτωση, επιδοκιμασία, κατα νάλωση.57 Η δημόσια σφαίρα έχει καταστεί δημοσιότητα και κοινή γνώ μη. Και στις μέρες μας η δημοσιότητα και η κοινή γνώμη προϋποθέτουν
μια συρρικνωμένη και aποξενωμένη μορφή της Παγκόσμιας Εγκυκλο παίδειας της «κοινωνίας της πληροφορίας». Για το φαβιανό Wells -ό πως και για τους καθοδηγητές και τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης-
193
7 -
Η Εποχή του Τεχνοπολιτισμού
φαίνεται πως στις αρχές του εικοστού αιώνα ήταν αυταπόδεικτο ότι η ε λεύθερη και άφθονη ροή των πληροφοριών θα μπορούσε να φέρει κο ντά τους ανθρώπους. Τελικά αποδείχτηκε ότι το μόνο που κατάφερε ή ταν να τους διαιρέσει, να τους καταστήσει αδαείς, να τους φιμώσει, να τους χειραγωγήσει, να τους αποξενώσει και να τους απομονώσει. Για την πλειοψηφία, όπως έχει σημειώσει ο
Andre Gorz, η «έκρηξη των πλη
ροφοριών» δεν υπόσχεται μεγαλύτερη ελευθερία ή αυτονομία. Η επέκταση της γνώσης μάλλον έχει χαθεί, παράλληλα με την υποβάθμιση της δύναμης και της αυτονομίας των κοινοτήτων και των ατόμων. Υπό αυτή την έννοια, μπορούμε να ομιλούμε για ένα σχιζοφρενικό χαρακτήρα του
πολιτισμού μας: Όσο περισσότερο μαθαίνουμε, τόσο περισσότερο γινόμαστε ανασφαλείς, aποξενωνόμαστε από τον εαυτό μας και από τον κόσμο που μας περιβάλλει. ΑυηΊ η γνώση με την οποία τροφοδοτούμαστε είναι τόσο θρυμματισμένη, ώστε περισσότερο μας οδηγεί στο να τεθούμε υπό έλεγχο πα
ρά μας προσφέρει τη δυνατότητα να ασκήσουμε έλεγχο. 58 Αυτό που λείπει από τις περισσότερες αναλύσεις για την κοινωνία
της πληροφορίας είναι μια κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η γνώ ση και η πληροφορία διαμεσολαβούν στις σχέσεις εξουσίας. Στην κοινωνία της πληροφορίας δεν υπάρχει ένα κεντρικό «τμήμα
σχεδιασμού», όπως υπήρχε στο τε"ίλορικό εργοστάσιο. Τα κέντρα εξου σίας είναι πολλαπλά και διαφορετικά. Τα αρχεία του εμπορίου και του ελέγχου είναι σχετικώς διασκορπισμένα . Αλλά σε καθένα από αυτά η κοινωνική γνώση και οι πόροι προσαρτώνται και μετασχηματίζονται σε εξουσία και κεφάλαιο. Οι αποθήκες της συλλογικής γνώσης και της λα"ί
κής μνήμης έχουν εσκεμμένα εκτοπιστεί από την aποξενωμένη αντικει
μενικότητα των τραπεζών δεδομένων και των δεξαμενών πληροφοριών.59 Επιπλέον, οι πληροφορίες, όταν συλλέγονται σε μια μαζική και συστη
ματική κλίμακα, καθίστανται «έξυπνες» πληροφορίες (intelligence). Οι πληροφορίες για τους φυσικούς πόρους ή για τις δραστηριότητες και τις συναλλαγές των ατόμων καθίστανται πολιτικά σημαντικές όταν συγκε ντρώνονται σε μεγάλες ποσότητες που μπορούν να τύχουν επεξεργασίας και να αθροιστούν από τα τεχνολογικά μέσα. Αυτό που υπονοούμε είναι ότι στην κοινωνία της πληροφορίας η λειτουργία της έξυπνης πληρο φορίας είναι το παράδειγμα για κάθε συλλογή πληροφοριών. Με τα λό
για ενός μέλους του συστήματος πληροφοριών, αυτό που βλέπουμε είναι η ωρίμανση της λειτουργίας των έξυπνων πληροφοριών από την προέλευ σή της ως κυβερνητικής κατασκοπευτικής υπηρεσίας σε μια πλήρως ανε-
194
πτυγμένη πνευματική πειθαρχία, που εξυπηρετεί τόσο τον ιδιωτικό όσο και το δημόσιο τομέα. [...] Ο πολλαπλασιασμός των τραπεζών πληροφοριών και των κέντρων ανάλυσης για επενδύσεις, παροχή συμβουλών, εκτιμήσεις πολιτικών ρίσκων και αναλύσεων <<τάσεων», φαινόμενα πολύ συχνά στις μέ ρες μας, αποτελούν μάρτυρες της αύξησης των εν λόγω υπηρεσιών πληρο φοριών που βρίσκονται εκτός των κυβερνητικών κύκλων. 60 Ακριβώς η ίδια λογική είναι εμφανής στην πρόταση του συνταξιού χου διευθυντ1Ί της CIA Στάνσφιλντ Τέρνερ. Ανησυχώντας για την εύρε ση στόχου-αντικειμένου της CIA μετά την κατάρρευση του κομουνιστι κού κόσμου, ο Turner, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, παρότρυνε τη CIA να επεκτείνει το σύστημα των πληροφοριών της σε δραστηριότητες που ανήκουν στον οικονομικό τομέα. Διαβεβαίωσε ότι πρόκειται γω.. μω.. ο μαλή μετάβαση σε μω.. «πιο συμβιωτική σχέση ανάμεσα στους κόσμους των μυστικών πληροφοριών και των επιχειρήσεων», αφού οι ανησυχίες για την «εθνική κυριαρχία» μπορούν εύκολα να ενσωματώσουν τις α πειλές που προέρχονται από τους οικονομικούς ανταγωνιστές. Και τού το διότι «η κύρω.. απειλή για την αμερικανική εθνική κυρω..ρχία στις μέ ρες μας συνδέεται με την οικονομική σφαίρα». Έτσι, η CIA μπορεί νό μιμα να συμπεριλάβει υπό την εποπτεία της τη στενή παρακολούθηση των ξένων επιχειρήσεων ανά τον κόσμο. 61 Πέρα από το μύθο της κοι νωνίας της πληροφορίας βρίσκεται η πραγματικότητα μιας αυξανόμε νης εμπορικής και πολιτικής εκμετάλλευσης της κοινωνικής γνώσης και πληροφορίας.
Ο ΚΛΕΙΣ'ΓΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ
Σε αυτό το κεφάλαιο είδαμε τις τεχνολογίες της πληροφορικής και της επικοινωνίας υπό το πρίσμα της κοινωνικής κινητοποίησης. Υπό αυτή την οπτική, οι τεχνολογίες εκπροσωπούν -και έχουν εκπροσωπήσει επί μακρόν- ένα από τα θεμελιώδη μέσα με τα οποία το κεφάλαιο έχει επι διώξει να ασκεί τον έλεγχο επί της κοινωνίας. Οι τεχνολογίες αποτελούν τα μέσα με τα οποία η γνώση έχει ιδιοποιηθεί (τόσο από το κράτος όσο και από το κεφάλαιο) και έχει, κατ' επέκταση, στραφεί κατά της κοινω νίας από την οποία αυτές προήλθαν. Πρόκειται γω.. ένα μακρόχρονο ι στορικό σχέδιο που έχει προσλάβει διάφορες μορφές: το Πανοπτικόν του Bentham, το τε·ίλορικό-φορντικό εργοστάσιο, το όραμα του Παγκό σμιου Εγκεφάλου και τώρα το όραμα της δικτυακής κοινωνίας. Η πο-
ρεία αυτού του σχεδίου έχει ως απώτερο σκοπό την επιβολή μιας ορθο λογικής και αποτελεσματικής τάξης καταρχάς στη σφαίρα της παρα γωγής και μετέπειτα στο σύνολο της κοινωνίας. Η επιθυμία να θεσπι στεί μια συνεκτική τάξη είναι αυτό που περιγράφουμε ως φαντασίωση του κυβερνητικού καπιταλισμού. Μπορούμε να την εκλάβουμε ως μια διαδικασία κατά την οποία η γνώση εγκαθιδρύεται ως μια κοινωνικά καταπιεστική δύναμη. Ο Bernard
Doray περιγράφει το τε"ίλορικό σύστημα -το οποίο αποτέλεσε μια γόνι μη περίοδο στην ιστορία του κοινωνικού ορθολογισμού- ως μια «ορθο λογική τρέλα».
Αν ο όρος <<τε"ίλορική τρέλα» έχει κάποιο νόημα, είναι επειδή μας βοη θά να δούμε διαμέσου των συνεκτικών οικονομικών και τεχνικών συ στημάτων την αντίθεση ανάμεσα στην αντικειμενική κοινωνικοποίηση της εργασίας και την υποκειμενική απαλλοτρίωση των φορέων της ερ γασιακής διαδικασίας. Το γεγονός ότι η γραμμή παραγωγής πολύ συχνά εμφανίζεται να είναι το
«αφεντικό» σε ένα μηχανοποιημένο εργοστάσιο και το ότι οι μηχανές φαί νονται να είναι τα πραγματικά υποκείμενα της συλλογικής εργασιακής δια δικασίας σχετίζεται με το ότι αποτελούν οντότητες που μοιάζουν με τον Ια νό: Ταυτόχρονα απομονώνουν τους εργαζομένους και aρθρώνουν, συλλο
γικοποιούν και κοινωνικοποιούν την εργασία τους. Όπως κάθε πειθαρχικό σύστημα που επιβάλλει τους κανόνες της κοινωνικοποίησης αλλά αρνείται εκείνους που δίνουν πρόσβαση στους κανόνες της, έτσι και ο τε"ίλορισμός
γίνεται αντιληπτός ως μια μορφή καταδίωξης.62 Μπορούμε να διερευνήσουμε την άνοδο της δικτυακής κοινωνίας με τους όρους της επέκτασης αυτής της λογικής πέρα από την άμεση εργα σιακή διαδικασία. Στις μέρες μας τα νέα δίκτυα πληροφοριών που επι βάλλουν τους κανόνες της κοινωνικοποίησης υπαγορεύουν τη λογική της ταυτόχρονης συλλογικότητας και απομόνωσης. Ζούμε σε μια εποχή κα τά την οποία όλες οι πλευρές της ζωής -εργασία, επικοινωνία, διασκέδα ση, κατανάλωση, εκπαίδευση- όλο και περισσότερο υπάγονται στη λο γική της κοινωνίας της πληροφορίας. Η επιδίωξη του ορθολογισμού, της αποτελεσματικότητας και της κυριαρχίας έχει καταστεί μια παρω διακή μορφή του ορθολογισμού στο επίπεδο του κοινωνικού συνόλου.
Οι υποστηρικτές της φαντασίωσης της κυβερνητικής τείνουν να δί νουν έμφαση στην ορθολογική πλευρά των πληροφοριακών στρατηγι κών τους. Πιστεύουν ότι η κινητοποίηση της γνώσης θα δημιουργήσει όλο και πιο αποτελεσματικές μορφές κοινωνικής διοίκησης. Νομίζουμε ι gβ
ότι μεγαλύτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στον aνορθολογισμό που ενισχύει την προδιάθεσή τους να διατάζουν. Είναι εμφανές ότι αυτό που λείπει στην εποχή μας είναι ένας καλά διοικούμενος κοινωνικός κόσμος. Ο παγκόσμιος χώρος που έχει συσταθεί διαμέσου των τεχνολογιών της πληροφορικής και της επικοινωνίας έχει εξελιχθεί σε έναν καταστροφι κό χώρο. Ο John Berger πηγαίνει ακόμα παραπέρα, θεωρώντας τη νέα παγκόσμια τάξη ως ενσάρκωση του Διαβόλου, που aπεικονίστηκε στο δέκατο όγδοο αιώνα από τον Ιερόνιμους Μπος: Δεν υπάρχει ορίζοντας εδώ. Δεν υπάρχει συνέχεια ανάμεσα στις πράξεις, δεν υπάρχουν παύσεις, ούτε μονοπάτια, ούτε σχέδιο, ούτε παρελθόν και μέλλον. Υπάρχει μόνο η αντάρα της διαφοράς, του κατακερματισμένου παρόντος. Παντού υπάρχουν εκπλήξεις και εντυπώσεις, όμως πουθενά δεν υπάρχει α ποτέλεσμα. Τίποτα δεν κινείται· τα πάντα διακόπτονται. Υπάρχει ένα είδος
χωρικού παραληρήματος.63 Αυτό μας φαίνεται να είναι πράγματι ένα επίτευγμα της σε «πραγ ματικό χρόνο» παγκόσμιας κοινωνίας των πληροφοριών. Η επιδίωξη της τάξης απολήγει στη δημιουργία αυτού που ο
Berger έχει περιγράψει ως
«χώρο του Διαβόλου». Είναι ένας καταπιεστικός χώρος ενός κλειστού κόσμου.
Εμείς εστιαζόμαστε στη δύναμη της φαντασίωσης του κυβερνο-κα πιταλισμού επειδή θεωρούμε ότι είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε αυ τό που διευθύνει την κινητοποίηση και τη γνώση. Πρέπει να αναγνωρί
σουμε πλήρως τη δύναμη αυτού που προβάλλει τον εαυτό του ως φορέα του απόλυτου ορθολογισμού και της αποτελεσματικότητας. Καθήκον μας είναι να εκθέτουμε, να ασχολούμαστε, να προβληματιζόμαστε και να ασκούμε κριτική σε αυτή τη δύναμη . Αλλά όταν εστιαζόμαστε στη λογι κή της Περίφραξης που συνδέεται με την Επανάσταση των Πληροφο ριών, παράλληλα η προσοχή μας θα πρέπει να στρέφεται στο ενδεχό μενο μιας νέας αντι-κινητοποίησης. Όπως ο «ένας άλλος χώρος είναι άκρως
J ohn Berger υποστηρίζει, αναγκαίος.[ ... ] Ένας ορίζοντας πρέπει
να ανακαλυφθεί». 64 Θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς: Πού είναι αυτές οι περιοχές της αντίστασης απέναντι στη σύγχρονη φαντασίωση του κυ βερνητικού καπιταλισμού;
197
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ: ΤΟ ΚΡΥΜΜΕΝΟ ΠΡΌΣΩΠΟ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ
Η ενασχόληση της κοινωνικής επιστημονικής έρευνας με την προπαγάν δα θα πρέπει να τοποθετηθεί στο πλαίσιο της εκβιομηχάνισης, της aστι κοποίησης και του σχηματισμαu του έθνους-κράτους ανάμεσα στα τέλη
του δεκάτου ενάτου και στις αρχές του εικοστού αιώνα. Αυτοί οι μετα σχηματισμοί προκλήθηκαν από την ταχεία ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού και αποτέλεσαν κεντρικά ζητήματα μελέτης στην κλασι κή κοινωνιολογία. Απεικονίζονται, για παράδειγμα, στις σκέψεις του Gemeinschaft (κοινότητα) και την Gesellschaft (κοινω νία), στη διάκριση του Durkheim ανάμεσα στη μηχανική και την οργα Tδnnies για την
νική αλληλεγγύη και στην αστική κοινωνιολογία του στην πολιτική οικονομία του
Marx. Ενώ η
Simmel, καθώς και
ευρωπα·ίκή κοινωνική σκέψη
είναι ευρέως γνωστή για τη μεγάλη προσπάθέιά της να ερμηνεύσει τη σπουδαιότητα αυτών των πολύ σημαντικών αλλαγών στον τρόπο ζωής, το ενδιαφέρον γι' αυτές τις αλλαγές βρήκε το θεωρητικό του υπόβαθρο στην αμερικανική θεωρία της «μαζικής κοινωνίας». Οι μετακινήσεις του πληθυσμού και η επαφή των ανθρώπων στα πέρατα του κόσμου, το άνοιγμα των αγορών παντού στον κόσμο και η εξάπλωm1 της σύγχρονης τεχνολογίας, η ανάπτυξη των πόλεων, η λειτουργία των μέσων μαζικής επικοινωνίας, η αυξανόμενη γνώση της ανάγνωσης και της γραφής από τις μάζες σε όλο τον κόσμο συνδυάστηκαν για να πλήξουν τη συνοχή σε τοπικό επίπεδο και για να φέρουν σε επαφή τους έως τώρα ετερόκλητους και τοπικούς πολιτισμούς. Σε αυτό τον αναβρασμό οφείλεται η απομυθοποίη
ση των απόλυτων πίστεων, που εκφράζεται στην κοσμική εκδοχή του σύγ
χρονου ανθρώπου. 1 Καθώς οι παραδοσιακοί δεσμοί και οι αξίες έχουν εξασθενήσει, υπο στηρίζεται ότι κατ' αυτόν τον τρόπο και το άτομο σταδιακά απομονώ-
νεται, aποκόβεται και αλλοτριώνεται. Εφόσον η κοινωνία υπόκειται πε
ρισσότερο από ποτέ στις αρχές του ορθολογισμού,Ζ οι μηχανισμοί της κοινωνικής συνοχής καταρρέουν. Όπως τονίζουν οι De Fleur και Ball-
Rokeach, <
πιο σημαντικό στοιχείο αυτής της ιδέας ήταν ότι η ανα
ποτελεσματική κοινωνική οργάνωση απέτυχε να προσφέρει επαρκείς συνεκτικούς δεσμούς ανάμεσα στα άτομα ώστε να διατηρηθεί ένα ολο κληρωμένο και σταθερό σύστημα κοινωνικού ελέγχου» . 3 Σε αυτό το πλαίσιο της θεωρίας της μαζικής κοινωνίας αναδύθηκε η
κοινωνιολογία της επικοινωνίας. Οι νέες τεχνολογίες της επικοινωνίας στις αρχές του εικοστού αιώνα είχαν ως στόχο να παίξουν έναν αποφα σιστικό ρόλο σε αυτό που σύντομα ονομάστηκε «Μεγάλη Κοινωνία»
(Great Society). Για τον Louis Wirth, <
αν δεν είναι ήδη, ο βασικός σκελετός του δικτύου της κοινωνικής ζωής». Ο
Wirth
υποστήρ ιζε ότι «προκειμένου να επικοινωνήσουμε αποτελε
σματικά μεταξύ μας, πρέπει να έχουμε κοινή γνώση , αλλά σε μια μαζι κή κοινωνία μόνο διαμέσου της επικοινωνίας μπορούμε να αποκτήσου
με αυτό το κοινό σώμα γνώσης». 4 Παρότι τα μέσα μαζικής επικοινωνίας είχαν καταστεί κεντρικοί δίαυλοι επικοινωνίας και διάδοσης της πλη ροφορίας, οι επιπτώσεις παρέμειναν ανοιχτές και αβέβαιες. Από την άλ λη πλευρά, μπορεί τα δικτατορικά καθεστώτα να σφετερίζονταν τα μέ σα για «να ενορχηστρώνουν τις ευαισθησίες των χωρίς παραδόσεις πλη
θυσμών, που ήταν αποκομμένοι από τις πηγές προσανατολισμού τους». Εν γένει, τα μέσα είχαν «τεράστια δυνατότητα να διαδίδουν τη γνώση
και να προβάλλουν ορθολογικά κριτ1Ίρια αξιόλόγησης σε ένα διευρυμέ νο δημοκρατικό κοινό». 5 Για καλό ή για κακό, οι μαζικές επικοινωνίες θα έπαιζαν από εδώ και στο εξής έναν καταλυτικό ρόλο στην πολιτική διαδικασία. Σε έναν κόσμο στον οποίο
<
απρόσωπο έχει υποσκελίσει
την προσωπική αφοσίωση στους ηγέτες» και «η γνώση της γραφής και της ανάγνωσης και οι δίαυλοι επικοινωνίας έχουν επιταχύνει τη σύνδε ση ανάμεσα σε κυβερνώντες και κυβερνώμενους», ο Harold Lasswell υ ποστηρίζει ότι «το μεγαλύτερο μέρος αυτού που άλλοτε μπορούσε να ε πιτευχθεί με τη βία και τον εκφοβ ισμό τώρα μπορεί να επιτυγχάνεται με
την επιχειρηματολογία και την πειθώ. 6 Αυτό στο οποίο αναφέρεται στην προκειμένη περίπτωση ο Lasswell δεν είναι τα ελεύθερα και ανοιχτά δίκτυα επικοινωνίας. Η θέση του εί ναι λιγότερο τελεολογική και εστιάζεται περισσότερο στην πειστική χρήση των διαύλων επικοινωνίας για τη χειραγώγηση της κοινής γνώ-
μης και της κατασκευής της συναίνεσης. Ο Lasswell μας υπενθυμίζει ό τι τόσο στα δημοκρατικά όσο και στα ολοκληρωτικά συστήματα η δια δικασία των επικοινωνιών ενισχύεται από σχέσεις επιρροής. Σε αυτό το σημείο θέτουμε το ζήτημα της προπαγάνδας, καθώς: ο κόσμος μας είναι εξατομικευμένος, και σε αυτόν οι ατομικές ιδιοτροπίες
παίζουν σημαντικότερο ρόλο από ποτέ. Πρόκειται για έναν κόσμο που α παιτεί πιο έντονες προσπάθειες για να συντονίσει [αυτές τις ατομικές ιδιο τροπίες] και να τις συνδέσει με το παρελθόν. Το νέο αντίδοτο στη σκοπιμό τητα είναι η προπαγάνδα. Α ν η μάζα απελευθερωθεί από τις «σιδερένιες α λυσίδες» της, πρέπει να αποδεχτεί τις «aργυρές αλυσίδες» της. Αν δεν α γαπά, τιμά και υπακού ει, δε θα πρέπει να προσδοκά ότι θα ξεφύγει από την
αποπλάνηση. 7
ΑΠΟΚΛΙΝΟΝΤΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
Αυτό που υποστηρίζουμε είναι ότι στην πλούσια βιβλιογραφία για την προπαγάνδα και τις επικοινωνίες υπάρχουν δύο διακριτά θεωρητικά παραδείγματα. Βέβαια, δεν αναφερόμαστε σε αντίθετες θέσεις, αλλά σε διαφορετικούς τόνους που μπορεί να συνυπάρχουν μέσα στα ίδια κεί
μενα. Η πιο συνηθισμένη προσέγγιση -αλλά, κατά την άποψή μας, η λι γότερο ενδιαφέρουσα ή παραγωγική- είναι εκείνη η οποία, από την ο πτική της επικοινωνιακής θεωρίας, εφαρμόζει ένα ψυχολογικό μοντέλο στη μελέτη της προπαγάνδας. Στην ουσία, μετατοπίζει το συμπεριφορι
κό μοντέλο «ερεθίσματος-ανταπόκρισης» στο μοντέλο του «πομπού -δέ κτη>> στη διαδικασία της επικοινωνίας (και της προπαγάνδας). Έτσι, ο
Harold Lasswell, γράφοντας στα τέλη του 1920, προτείνει ότι «η στρα τηγική της προπαγάνδας [ ... ] μπορεί εύκολα να περιγραφεί με τη μορφή του μοντέλου "ερεθίσματος-ανταπόκρισης": Ο προπαγανδιστής μπορεί να ασχολείται με τον πολλαπλασιασμό αυτών των ερεθισμάτων που επι χειρούν να προκαλέσουν τις επιθυμητές αντιδράσεις, καθώς και με τον
εκμηδενισμό αυτών των ερεθισμάτων που είναι πιθανό να προκαλέσουν
ανεπιθύμητες αντιδράσεις». 8 Ο James Carey χαρακτηρίζει αυτή τη θέ ση ως «διαβιβαστική προσέγγιση της επικοινωνίας», μια θεώρηση που αντιλαμβάνεται την επικοινωνία κυρίως ως ένα ζήτημα «πειθούς, αλ λαγής στάσης, αλλαγής συμπεριφοράς, κοινωνικοποίησης διαμέσου της
διαβίβασης της πληροφορίας, της επιρροής ή των συνθηκών». 9 Η προ παγάνδα είναι «η προσπάθεια να επηρεάσουμε και να ελέγξουμε τη συ
μπεριφορά των ατόμων». 10 Βασική στο μοντέλο αυτό είναι η εικόνα ενός 200
δραστήριου επικοινωνητή-προπαγανδιστή (ερέθισμα) και ενός παθητι καu, αδρανούς δέκτη (ανταπόκριση). Η προπαγάνδα αποτελεί μια δια δικασία σκόπιμης χειραγώγησης ή aποπλάνησης, και αυτή η χειραγώ γηση επιτελείται σε απομονωμένα, επιρρεπή άτομα (στις aποκομμένες μονάδες που περιγράφονται στη θεωρία της μαζικής κοινωνίας). Επι
πλέον, υποτίθεται ότι αυτή η διαδικασία πειθούς προσελκύει τα συναι σθήματα και λειτουργεί με ένα είδος «συναισθηματικής κατοχής»: Τα ά τομα στο μαζικό κοινό «είναι πιθανό να επηρεαστούν από σαγηνευτικές εκκλήσεις, όπως αυτές που εμφανίζονται στον Τύπο ή στο ραδιόφωνο εκκλήσεις που δίνουν έμφαση σε aρχέγονα κίνητρα, aντιπάθειες και
-
παραδοσιακές έχθρες» .11 Η εξέλιξη των ερευνών για τις επιδράσεις της μαζικής επικοινωνίας έχει σε μεγάλο βαθμό οδηγήσει στην εκτόπιση αυταύ του «υποδερμι κού» μοντέλου για χάρη μιας πιο «καταστασιακής» προσέγγισης. Τα μέ σα μαζικής ενημέρωσης, δικαιολογημένα τελικά, θεωρείται ότι, εκτός
των άλλων επιδράσεων στις στάσεις και τις συμπεριφορές, ασκούν επιρ ροή και στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο. Μεταβλητές έχουν εισαχθεί ανά μεσα στον πομπό/ερέθισμα και το δέκτη/ανταπόκριση. Οι ψυχολόγοι, για παράδειγμα, έχουν επεξεργαστεί τη θεωρία της αντίληψης και της μάθησης και έχουν αναπτύξει τις έννοιες της επιλεκτικής αντίληψης και της γνωστικής παραφωνίας. Οι κοινωνιολόγοι έχουν δώσει έμφαση τό
σο στη διαμεσολαβητική επιρροή όσο και στις διαπροσωπικές σχέσεις, καθώς και στις δομικές μεταβλητές, όπως η κοινωνική τάξη ή το φύλο. Η θεωρητική ορθοδοξία σταδιακά έχει απομακρυνθεί από τη θεώρηση των πανίσχυρων μέσων και αναγνωρίζει τον ενεργό δέκτη, καθώς και το επίμονο και απρόθυμο κοινό. Είναι εμφανές ότι τα μέσα, παρόλο που καθορίζουν και ενισχύουν την ημερήσια θεματολογία, δεν είναι «πανί σχυρα» όσον αφορά στον έλεγχο της βούλησης και της συμπεριφοράς του μαζικού κοινού. 12 Eνcii δε θέλουμε να διαφωνήσουμε με την προσέγγιση του ενεργού κοινού, θεωρούμε σημαντικό το ότι, όπως έχει δυσφημιστεί το «υποδερ μικό» μοντέλο, έτσι και το ενδιαφέρον για την προπαγάνδα έχει ατονή σει. Έχει εκτοπιστεί στην περιφέρεια της θεωρίας της μαζικής επικοι νωνίας, στη μελέτη του ψυχολογικού πολέμου και των συναφών εγχειρη μάτων. Το αίτιο της υποβάθμισης, κατά την άποψή μας, βρίσκεται κυ ρίως στο (κατεξοχήν συμπεριφορικό) μοντέλο της επικοινωνίας που γνω στοποιεί αυτή την προσέγγιση . Για εμάς, το πρόβλημα είναι η περιορι σμένη του έμφαση στις επιδράσεις σε ατομικό επίπεδο όσον αφορά στις αλλαγές στην ατομική στάση, γνώμη ή συμπεριφορά. Η προπαγάνδα, 201
aτυχώς, εκλαμβάνεται με αποκλειστικά στενούς ψυχολογικούς όρους, και επιπλέον έχει προσδιοριστεί με την ισχυρή («υποδερμική») εκδοχή αυτού του μοντέλου. Συνεπώς, καθώς έχουν αναδυθεί περισσότερο διε ξοδικές και εξελιγμένες μεταβλητές, η ίδια η έννοια της προπαγάνδας έχει υποτιμηθεί και αμφισβητηθεί. Καθώς η επικοινωνία και η προπαγάνδα απέβησαν οι «σωτήριες λέμ βοι» περισσότερο της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας παρά της πο λιτικής φιλοσοφίας και της πολιτικής οικονομίας, έτσι και τα βασικά ζη τήματα δεν αποσαφηνίστηκαν και οι σημαντικές θεωρητικές διαμάχες α ναβλήθηκαν. Συντασσόμαστε με τον
Terence Qualter όταν δηλώνει:
Απορροφημένοι από τους μηχανισμούς της εμπειρικής έρευνας και τις α σήμαντες υποθέσεις των λεπτομερci:ιν περιπτωσιολογικci:ιν μελετci:ιν, οι ερευ νητές αδιαφόρησαν για σημαντικά και αναπάντητα ερωτήματα, όπως είναι ο ρόλος που η κοινή γνci:ιμη ~ιπορεί ή οφείλει να παίζει στη δημοκρατία, ο aντίκτυπος της προπαγάνδας και η χειραγci:ιγηση της κοινής γνci:ιμης στη θεω
ρία και την πρακτική της δημοκρατικ1Ίς διακυβέρνησης. 13 Στο m1μείο αυτό ερχόμαστε στο δεύτερο θεωρητικό μας παράδειγμα για τη μελέτη της προπαγάνδας. Αυτό εξετάζει την προπαγάνδα στο πλαίσιο της ευρύτερης πολιτικής θεωρίας και της πολιτικής οικονομίας των επικοινωνιών. Παρότι αυτή η προσέγγιση έχει επισκιαστεί -ίσως και αποδυναμωθεί πλήρως- από το πιο περιορισμένο παράδειγμα των επι
κοινωνιών, είναι, κατά τη γνώμη μας, περισσότερο αποτελεσματική και εγείρει θεμελιώδη και επείγοντα ζητήματα αναφορικά με τη σχέση α νάμεσα στην επικοινωνία, την πληροφορία και την πολιτική διαδικασία στη σύγχρονη κοινωνία. Η εν λόγω προσέγγιση τοποθετεί τη μελέτη της προπαγάνδας και της
επικοινωνίας στο ευρύτερο πλαίσιο των πολιτικών φαινομένων και της θεωρίας: νομιμοποίηση, δημοκρατία, γραφειοκρατία, κοινωνική διοίκη ση, κοινή γνώμη, κοινωνικός έλεγχος, κράτος. Το βασικό της μέλημα είναι οι αρχές της διοίκησης και της διακυβέρνησης που είναι απαραίτητες για
να εξασφαλιστεί η ολοκλήρωση και η συνοχή στη Μεγάλη Κοινωνία. Οι απολύτως αναγκαίες προϋποθέσεις για διοικητικό έλεγχο σε όλη την ε κτεταμένη περιφέρεια του σύγχρονου κράτους είναι η αποτελεσματική ε πικοινωνία και η πληροφοριακή υποδομή. Ο
William Albig σημειώνει:
Η επικοινωνία είναι ο θεμελιci:ιδης κοινωνικός θεσμός, εφόσον καθορίζει τα όρια του μεγέθους της κοινότητας και από τη φύση της επηρεάζει όλους τους τύπους των ανθρci:ιπινων σχέσεων. Και η ολοκλήρωση οποιασδήποτε
202
κοινωνικής μονάδας, συνεχίζει, βασίζεται στην ικανότητα να μεταφέρει ι δέες, να μεταβιβάζει διοικητικές εντολές και να εμποδίζει την αποσύνθεση
σε απομακρυσμένα σημεία. 14 Μόνο διαμέσου της εκτεταμένης ροής της επικοινωνίας και της πλη
ροφορίας μπορούν η διοικητική ενότητα και η ακεραιότητα να διασφα λιστούν. Υπό αυτή την έννοια, μπορούμε να διαφωνήσουμε ότι το έ θνος-κράτος είναι, στην ουσία, μια κοινωνία της πληροφορίας. Αν η επικοινωνία και οι πληροφορίες ενισχύουν τη διοικητική συνο χή και ισχύ, τότε είναι μάλλον αποφασιστικής σημασίας για την πολιτι κή διοίκηση και ολοκλήρωση. Ο
Alvin Gouldner δηλώνει ότι με τη διά
λυση των παραδοσιακών και τοπικών κοινοτήτων και με την εμφάνιση της επικοινωνιακής υποδομής «η κοινωνική αλληλόδραση κατέστη λι γότερο απαραίτητη για το πολιτιστικό αίσθημα της ομαδικής αλληλεγ γύης. Οι άνθρωποι τώρα πια θα μπορούσαν να μοιραστούν πληροφο ρίες και πεποιθήσεις, γεγονότα και αξίες, χωρίς αμοιβαία πρόσβαση και
αλληλόδραση>>. 15 Διαμέσου αυτής της διαδικασίας αναπτύχθηκε η ιδέα του «Κοινού» ως ενός ακροατηρίου για την επικοινωνία και της κοινής γνώμης ως μιας πολιτικής δύναμης: «Η οργανωμένη εξουσία της κοινής γνώμης στη Μεγάλη Κοινωνία ήταν πιθανή μόνο όταν η γνώμη μπο ρούσε να διαμορφωθεί και να εκφραστεί από μεγάλες ομάδες σε σχετι
κά μικρές χρονικές περιόδους». 16 Θα τονίσουμε ότι μεγάλο μέρος της πρώιμης βιβλιογραφίας για την προπαγάνδα συμπίπτει με τη μελέτη της
κοινής γνώμης. 17 Το κοινό ενδιαφέρον είναι η ροή της επικοινωνίας και της πληροφορίας αφενός ανάμεσα στους πολίτες και αφετέρου ανάμε
σα στους πολίτες και στην κυβέρνηση στη Μεγάλη Κοινωνία. Στην έρευ να της κοινής γνώμης αναγνωρίζεται ότι «η ποιότητα της κοινής γνώ μης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αποτελεσματικότητα της δη
μόσιας επικοινωνίας». 1 8 Η ελεύθερη διακίνηση και η πρόσβαση στην πλη ροφορία θεωρούνται κρίσιμες για την αποτελεσματική διαμόρφωση της κοινής γνώμης και, με αυτό τον τρόπο, για τη δημοκρατική διαδικασία. Αυτό που προϋποθέτει αυτός ο ιδεότυπος είναι ένα ορθολογικό κοι
νό. Επικαλείται μια ορθολογική διαδ ικασία κρίσης και λήψης των απο φάσεων - που δημιουργεί τη βάση μιας ελεύθερα διαθέσιμης πληροφό ρησης και αποτελεσματικής επικοινωνίας. Η πίστη στον ορθολογισμό είναι ιδιαίτερα εμφανής στο έργο της Σχολής του Σικάγου. Έτσι, κατά την άποψη του
Robert Park:
Η κοινή γνώμη καθορίζεται από σύγκρουση και διάλογο. [...] Το κοινό πο τέ δεν είναι εκστατικό. Είναι πάντα περισσότερο ή λιγότερο έλλογο. Αυτό
το γεγονός της σύγκρουσης με τη μορφή του διαλόγου εισάγει στον έλεnο που ασκείται από την κοινή γνώμη τα στοιχεία του ορθολογισμού και της
πραγματικότητας. 19 Αυτή η πίστη στη δυνατότητα ενός «σύμπαντος του λόγου» αντικα τοπτρίζει και διαιωνίζει τη φιλοσοφία του Διαφωτισμού του δεκάτου ο γδόου αιώνα. Θεωρεί δεδομένη τη διαδικασία της «δημόσιας διαβούλευ σης»
(das offentliche Rasonnement), της «δημοσιότητας», η οποία, σύμ Habermas, χαρακτήριζε τη δημόσια σφαίρα του δεκάτου ογδόου αιώνα (0ffentlichkeit).20 φωνα με τον
ΠΡΟΠΑΓΆΝΔΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ
Δεν ήταν όμως όλοι οι παρατηρητές το ίδιο αισιόδοξοι με τον Robert Park και τη Σχολή του Σικάγου. Κατά τη γνώμη πολλών, το ιδανικό του Δια φωτισμού για τον ορθολογικό πολιτικό λόγο είχε αποδειχτεί μια ουτο πία: Οι δίαυλοι της επικοινωνίας και της πληροφόρησης ήταν ατελείς και ανεπαρκείς, ενώ οι πολίτες της Μεγάλης Κοινωνίας συχνά αποδείχτη καν αρκετά aνορθολογικοί και «φτωχοί κριτές των ίδιων τους των συμ
φερόντων, περνώντας αστραπιαία από τη μία θέση στην άλλη χωρίς σο βαρό λόγο ή δειλά προσκολλώμενοι στα απηρχαιωμένα ερείπια της επο
χής του Ιησού Χριστού». 21 Αυτό που έγινε ιδιαίτερα φανερό ήταν ο αμr φιλεγόμενος ρόλος των νέων μέσων επικοινωνίας στη διαδικασία της
διάδοσης της πληροφορίας και της ορθολογικής λήψης των αποφάσεων. Επειδή οι νέες τεχνολογίες ήταν απολύτως αναγκαίες για το «δημόσιο διάλογο» στο έθνος-κράτος του εικοστού αιώνα, κατέστησαν επίσης δυ
νατή τη χειραγώγηση του δημόσιου διαλόγου και της δημόσιας σφαί ρας. Ο ορθολογικός λόγος θα μπορούσε να «λαξευτεί>> από τους μηχα νισμούς της προπαγάνδας. Ο Herbert Blumer, ενώ επισήμανε τη σημα σία του «δημόσιου διαλόγου» και «τη διαθεσιμότητα και την ευελιξία των φορέων της δημόσιας επικοινωνίας», διαφώνησε με την άποψη ότι «υπάρχει ανάμειξη στον αποτελξσματικό δημόσιο διάλογο» και υποστή ριξε ότι «σήμερα οι περισσότεροι μελετητές της κοινής γνώμης βρίσκουν
πως το κύριο ενδιαφέρον τους είναι η μελέτη της προπαγάνδας» . 22 Στο βαθμό που η έρευνα της κοινής γνώμης ασχολήθηκε με τις δυνατότητες διεξαγωγής ενός ορθολογικού και δημοκρατικού δημόσιου λόγου, έ. πρεπε αναγκαστικά να αντιμετωπίσει εκείνες τις δυνάμεις που μπορού-
σαν να ανατρέψουν, να εμποδίσουν ή να επηρεάσουν τη διαδικασία της διαμόρφωσης γνώμης. Ενώ η προπαγάνδα συνήθως συνδυαζόταν με την αξιοποίηση των μα ζικών μέσων ενημέρωσης από τα δικτατορικά και απολυταρχικά καθε στώτα, το πιο σημαντικό μακροπρόθεσμα ήταν μια αυξανόμενη αναγνώ
ριση από διάφορους πολιτικούς επιστήμονες ότι η προπαγάνδα στην
πραγματικότητα αποτελούσε ένα αναπόσπαστο χαρακτηριστικό τωv δη μοκρατικών κοιvωvιώv. Μια όλο και περισσότερο πραγματική και «ρεα λιστική» αποτιμηση της πολιτικής διαδικασίας υποδήλωνε ότι «σε έναν κόσμο ανταγωνιστικών πολιτικών δογμάτων, οι υποστηρικτές της δημο κρατικής διακυβέρνησης δεν μπορούν να βασίζονται μεμονωμένα στην
επίκληση της λογικής ή του αφηρημένου φιλελευθερισμού» . 23 Αυτό που έγινε φανερό ήταν ότι «η προπαγάνδα, ως προάσπιση ιδεών και δογμά των έχει να παίξει έναν έννομο και θεμιτό ρόλο στο δημοκρατικό μας σύ στημα».24 Στις παραμονές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ένας με λετητής σημείωνε ότι «η μεγάλη αδυναμία της δημοκρατίας» είναι «το ότι παραχωρεί ιδιαίτερες ελευθερίες στο άτομο εις βάρος του κύρους και της ασφάλειας που εγγυάται η εξουσία. [...]Η δημοκρατία διατρέ χει πάντα τον κίνδυνο να ολισθήσει στην αναρχία, πολιτική και ηθική». Μπροστά στον κίνδυνο αυτής της πάντα πιθανής αστάθειας, οι δημοκρα τικές κοινωνίες πρέπει να αναπτύξουν μια προπαγάνδα που να είναι θε τική και καταφατική προς νέες ελευθερίες: «Αν και η δημοκρατία βασί
ζεται στην αρχή του ελεύθερου διαλόγου, δε χρειάζεται να είναι υπερευ αίσθητη γύρω από την αποτελεσματική χρήση της προπαγάνδας ως ευ
αισθητοποιημένης ιδεολογίας για να κάνει τις απόψεις της πειστικές».Ζ5 Το σύγχρονο δημοκρατικό κράτος λειτουργεί εκ των πραγμάτων προ παγανδιστικά. Δεδομένης της μεγάλης πολυπλοκότητας του προηγμέ νου κράτους, η «ελεύθερη αγορά» ιδεών και συζητήσεων πρέπει να εκτο πιστεί από μια (επιστημονική) διοίκηση και ενορχήστρωση της κοινής γνώμης. Ο Lasswell το ξεκαθαρίζει επιγραμματικά: «Η σύγχρονη σύλ ληψη της κοινωνικής διοίκησης επηρεάζεται βαθιά από την προπαγαν
διστική αντίληψη. Μια συντονισμένη δράση για δημόσιους στόχους ε ξαρτάται από μια συγκεκριμένη συγκέντρωση των κινήτρων. Η προπα γάνδα», συνεχίζει ο Laswell, «σιγουρα ήρθε για να μεινει, και ο σύγχρο νος κόσμος, παραδόξως, βασίζεται σε αυτήν για το συντονισμό των με λών του σε περιόδους κρίσης και για τη διεξαγωγή μεγάλης κλίμακας "φυσιολογικών" επιχειρήσεων». 26 Από αυτή την έρευνα της πολιτικής επιστήμης αναδύεται μια εντε λώς διαφορετική προσέγγιση της προπαγάνδας σε σχέση με τη συμπε-
ριφορική προσέγγιση. Η τελευταία βασίζεται στο μοντέλο του «ερεθί σματος-ανταπόκρισης», εστιάζεται στην αλλαγή της στάσης και της συ μπεριφοράς και με τη θεωρία της για τη «συναισθηματική κατοχή» επι κεντρώνεται στο άτομο κτλ. Η εναλλακτική προοπτική η οποία τοποθε τεί τη μελέτη της προπαγάνδας στο πλαίσιο της πολιτικής επιστήμης έ χει, κατά την άποψή μας, αξιοσημείωτη σημασία και ενδιαφέρον. Ενώ θα διαφωνούσαμε με πολλές από τις ουσιώδεις κρίσεις που έγιναν από
τον Lasswell και τους συνεργάτες του, πιστεύουμε ότι το θεμελιώδες θεω ρητικό παράδειγμά τους εγείρει κρίσιμα ερωτήματα για το συσχετισμό της προπαγάνδας, της κοινής γνώμης και της μαζικής επικοινωνίας με τις μεταβολές στη φύση του πολιτικού ελέγχου στις αρχές του εικοστού αιώνα. Επικεντρώνοντας την προσοχή μας στη σχέση ανάμεσα στις
πληροφορίες/επικοινωνίες και στην εξουσία, υποστηρίζουμε ότι αυτή η προσέγγιση αναγνωρίζει ενδεχομένως τον κεντρικό άξονα της πολιτι κής τάξης, κάτι που παραμένει αποφασιστικής σημασίας στις μέρες μας. Όσον αφορά στην ανάπτυξη της κατανόησης της προπαγάνδας, η προσέγγιση αυτή παρουσιάζει δύο κύριες θέσεις: Η πρώτη είναι ότι η προπαγάνδα αποτελεί ένα ζήτημα της πολιτικής της πληροφορίας. Είναι το ζήτημα της δυνατότητας πρόσβασης και περιορισμού στη ροή της πληροφορίας στο σύγχρονο κράτος. Σε ένα επίπεδο, αυτό έχει να κάνει με τη διαχείριση της πληροφορίας και με την «ειδική έκκληση» (προπα γάνδα, δημόσιες σχέσεις, διαφήμιση). Σύμφωνα με τον
Albig, η ειδική έκ
κληση είναι «ένα αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ανάπτυξης και της ορ
γάνωσης της κοινωνίας κατά τον προηγούμενο αιώνα».Π Αλλά το ίδιο σημαντικά με τη χειραγώγηση της πληροφορίας είναι ο περιορισμός της και η λογοκρισία. Όντως η λογοκρισία υπονομεύει τις αρχές του ελεύ θερου και ορθολογικού δημόσιου διαλόγου. Η λογοκρισία και η μυστι
κότητα είναι συμπληρωματικές στην ολοφάνερη υποκρισία της προπα γάνδας και της πληροφορίας. Σύμφωνα με τον Walter Lippmann, «χω ρίς κάποια μορφή λογοκρισίας, η προπαγάνδα, με τη στενή έννοια της λέξης, είναι αδύνατη. Για να οργανωθεί μια προπαγάνδα πρέπει να υ πάρχει κάποιος φραγμός ανάμεσα στο κοινό και το γεγονός». «Κάθε aξιωματούχος είναι σε ένα βαθμό λογοκριτής. Και εφόσον κανένας δεν μπορεί να αποσιωπήσει την πληροφορία -είτε με το να την κρύψει είτε με το να ξεχάσει να την αναφέρει- χωρίς κάποια ιδέα του τι επιθυμεί να ξέρει το κοινό, κάθε ηγέτης είναι σε κάποιο βαθμό προπαγανδιστής». 28
206
Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΉ ΤΗΣ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ
Η δεύτερη σημαντική θέση είναι ότι η προπαγάνδα και η διαχείριση της πληροφορίας αποτελούν κανονιστικές όψεις των σύγχρονων δημοκρατι
κών κοινωνιών. Αντί η προπαγάνδα να θεωρείται ότι ενέχει εξαιρετικά aφύσικα ή στοιχεία που διαστρεβλώνουν τη δημοκρατική διαδικασία, θεωρείται μια συστατική όψη της «υπάρχουσας» δημοκρατίας, της δη μοκρατίας στη μαζική κοινωνία. Αν και η προπαγάνδα ήταν, σύμφωνα με τα λόγια του
William Albig, «συμπτωματικ1Ί
στην ανάπτυξη των φυ
λών ή των απλών ανθρώπων», είναι «απαραίτητη για την ανάπτυξη της
συναίνεσης στα σύγχρονα κράτψ. 29 Αντίθετα με τη συμπεριφορική έμ φαση στο άτομο, αυτό που επισημαίνεται εδώ είναι ότι το «κατάλληλο
ακροατήριο» της προπαγάνδας είναι το κοινό. 30 Μόνο με την ανάδυση του κοινού και της δημοκρατικής κοινής γνώμης μπορεί η προπαγάνδα
να καταστεί μια σημαντική κοινωνική δύναμη. Ενώ η αμιγής θεωρία της δημοκρατικής διακυβέρνησης διαμέσου του δημόσιου διαλόγου φαντάζει υπεροπτική, η πραγματικότητά της είναι περισσότερο προβληματική και δύσχρηστη. Έχουμε ήδη αναφερθεί στο επιχείρημα του
Lasswell ότι, δεδομένης της περίπλοκης και εξατομι
κευμένης φύσης των σύγχρονων κοινωνιών, η «συνολικ1Ί δράση» της προ
παγάνδας είναι απαραίτητη για να διασφαλίσει «μια σταθερή συγκέ ντρωση κινΊ1τρων». Ο Ellul προσθέτει ότι «η κοινή γνώμη είναι τόσο ευ μετάβλητη και ταλαντευόμενη, ώστε η κυβέρνηση δε θα μπορούσε πο τέ να βασίσει πάνω της μια σειρά δράσεων. Μόλις η κυβέρνηση θα άρ χιζε να υλοποιεί συγκεκριμένες πολιτικές που θα εμφανίζονταν να ευ
νοούνται από τις σφυγμομετρ1Ίσεις, η κοινή γνώμη θα στρεφόταν ενα
ντίον τους». 31 Οπότε ένας κεντρικός διευθυντικός φορέας πρέπει τόσο να διαμορφώνει όσο και να ενορχηστρώνει την κοινή γνώμη , ώστε να διασφαλιστεί μια «ορθολογική» κυβέρνηση. Οι σύγχρονες κοινωνίες, ό πως δηλώνει ο
Wirth, «έχουν μάθει ότι,
εξαιτίας του μεγέθους, της πο
λυπλοκότητας και της εσωτερικής τους ετερογένειας, η κατασκευή της
συναίνεσης είναι μια από τις σπουδαιότερες τέχνες προς καλλιέργεια». 32 Η διαχείριση της συναίνεσης όμως είναι ένα λεπτό ζήτημα στο βαθμό που οποιαδήποτε κυβέρνηση παραμένει, σε τελική ανάλυση, υπόλογος στην κοινή γνώμη. «Δεν μπορεί να ακολουθήσει την κοινή γνώμη» , δια φωνεί ο E llul, «αλλά ούτε μπορεί να ξεφύγει από αυτήν». «Αν η κυβέρ νηση δεν μπορεί να ακολουθήσει την κοινή γνώμη, τότε η κοινή γνώμη πρέπει να ακολουθήσει την κυβέρνηση». Το όλο θέμα είναι «η προπα γάνδα να κάνει τις μάζες να απαιτήσουν από την κυβέρνηση αυτό που
207
η κυβέρνηση έχει ήδη αποφασίσει να κάνει>> .33 Αυτή η διαχείριση του δημόσιου λόγου και της κοινής γνώμης -εντέλει διαμέσου του ελέγχου από τους διαφόρους διαύλους της πληροφόρησης- έχει καταστεί μια εγ γενής όψη της «φυσιολογικής» πολιτικής διακυβέρνησης στη δημοκρα τική κοινωνία.
Στο πλαίσιο αυτό ο Harold
Lasswell σημειώνει ότι «η προπαγάνδα υ
περέχει, αφού είναι το μόνο μέσο μαζικής κινητοποίησης και ταυτόχρο να έχει μικρότερο κόστος από τη βία, τη δωροδοκία ή άλλες πιθανές τε
χνικές ελέγχου». 34 Η ιδεαλιστική διαμάχη πάνω στη δημόσια σφαίρα και την ορθολογική δημοκρατική διακυβέρνηση, στην προκειμένη περί πτωση, μεταμορφώνεται σε ανησυχία για τους μηχανισμούς. της κοινω νικής διοίκησης και του κοινωνικού ελέγχου. Από τις πρώτες μέρες της προπαγάνδας και της έρευνας της κοινής γνώμης, με μια δυναμική θεώ
ρηση για τις ρήξεις που προκαλούνται κατά το μετασχηματισμό από
Gemeinschaft σε Geseflschaft, δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στις δυνατότητες κοινωνικής συνοχής στο πλαίσιο της μαζικής κοινωνίας. Για τον Robert
Park, η νέα κοινωνική τάξη «είναι λίγο πολύ μια τεχνητή λειτουργία, έ να κατασκεύασμα. Δεν είναι ούτε απόλυτη ούτε ιερή, αλλά πραγματική και πειραματική» . 35 Γι' αυτό και ο Park ήγειρε το ζήτημα του κοινωνι κού ελέγχου. Το ίδιο ζήτημα προβάλλεται από τον
Louis Wirth σε σχέ
ση με την κατασκευή της συναίνεσης. Υποστηρίζει ότι «η έλλειψη ενός κοινωνικού πνεύματος που θα συνοδεύσει το κοινωνικό σώμα είναι μια ατέλεια που πρέπει να διορθώσουμε, αν επιζητούμε να διαρκέσει η ορ γανωμένη κοινωνική ζωή στην κλίμακα στην οποία πρέπει να τη ζήσου με τώρα» και στη συνέχεια προτείνει ότι «το μόνο λογικό ισοδύναμο της "νόησης" στον ατομικό οργανισμό που μπορούμε να σκεφτούμε ως α παραίτητο στον κοινωνικό οργανισμό μπορεί να παραχθεί διαμέσου της
συναίνεσης». 36 Το κεντρικό ζήτημα είναι αυτό της δημιουργίας της κοι νωνικής και της ηθικής ολοκλήρωσης σε μια κοινωνία όπου το κοινό και η κοινή γνώμη λογίζονται ως μια κοινωνική δύναμη και στο πλαίσιο της οποίας ο εξαναγκασμός έχει απο-νομιμοποιηθεί ως μια μορφή κοι νωνικού ελέγχου. Όπως παρατηρεί ο Morris J anowitz, το ενδιαφέρον για τον κοινωνικό έλεγχο στο πλαίσιο αυτής της θεωρητικής προσέγγι σης δεν εστιάζεται στην κοινωνική ψυχολογία της υπακοής. Αντιθέτως, συμβολίζει μια «πολυσήμαντη εστίαση στο έθνος-κράτος και σε ένα εν διαφέρον που έχει αποκληθεί "μακροκοινωνιολογία"». 37 Ο κοινωνικός έλεγχος στην προκειμένη περίπτωση εστιάζεται ιδιαίτερα στην αναπα ραγωγή της μαζικής κοινωνίας και στο ρόλο της πληροφορίας, των επικοινωνιών και της κοινής γνώμης στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας. 208
Υπό αυτή την έννοια, το ιδανικό του Διαφωτισμού για το Λόγο με ταφράζεται σε ορθολογισμό και σε τεχνοκρατική ρύθμιση της κοινωνίας. Η πίστη σε ένα έλλογο κοινό υποχωρεί μπροστά στην εξειδικευμένη γνώση και στην επιστημονική διαχείριση της κοινής γνώμης. Στο όνομα της επιστήμης, του ορθολογισμού και της αποτελεσματικότητας, η δια κυβέρνηση καθίσταται ένα ζήτημα κοινωνικής κατασκευής και ο μηχα νισμός της προπαγάνδας και της διαχείρισης της πληροφορίας γίνεται
περισσότερο διεισδυτικός. «Πάντα υπήρχε κάποια προπαγάνδα», τονί ζει ο
Albig,
«αλλά στη σύγχρονη εποχή είναι οργανωμένη, σκόπιμη και
πιο αποτελεσματική».38 Η υπαγωγή της προπαγάνδας στην ανάγκη άσκησης του κοινωνικού
ελέγχου στο σύγχρονο κράτος είναι ιδιαίτερα εμφανής στο έργο του
Walter Lippmann κατά τη διάρκεια των αρχών της δεκαετίας του 1920. Ο Lippmann τονίζει δύο διλήμματα της μαζικής κοινωνίας. Το πρώτο είναι αυτό της ικανότητας της κοινής γνώμης: «Το ιδανικό του αυτάρ κους, ανεξάρτητου πολίτη είναι, κατά την άποψή μου, ένα λανθασμένο
ιδανικό. Είναι ανέφικτο. Η επιδίωξή του είναι παραπλανητική. Η απο τυχία να το παραγάγουμε έχει επιφέρει τη σημερινή απομάγευση». 39 Το δεύτερο πρόβλημα είναι αυτό της αυξανόμενης πολυπλοκότητας της
κοινωνικής οργάνωσης. Έχει αναπτυχθεί «μια πολυπλοκότητα τόσο με
γάλη, ώστε να είναι ανθρωπίνως αδύνατον να ελεγχθεί>>. 40 Γι' αυτό και οι κυβερνήσεις έχουν, αναγκαστικά, αναλάβει την ευθύνη για τον έλεγ χο και το συντονισμό όλο και περισσότερο κατακερματισμένων κοινω
νιών. Σε αυτή τη διαδικασία έχουν συνειδητοποιήσει «την ανάγκη για παρεμβολή κάποιας μορφής εξειδίκευσης ανάμεσα στον πολίτη και στο αχανές περιβάλλον στο οποίο είναι ενταγμένος».41 Έχουν δημιουργήσει «μια τεχνοκρατία που επιχειρεί να συντονίσει και να διοικήσει τη Μεγά λη Κοινωνία, και στον πυρήνα αυτού του σχεδίου βρίσκονται η συστη ματική πληροφόρηση και ο έλεγχος της πληροφορίας». Η συγκέντρω ση της κοινωνικής γνώσης, υποστηρίζει ο παραμένει τυχαία.
Lippmann, στο σύνολό της [... ]Αυτό όμως δε σημαίνει ότι πρέπει να θεωρηθεί ως
«το φυσιολογικό συμπλήρωμα της δράσης». 42 Αν πρόκειται η μαζική κοινωνία να διακυβερνηθεί αποτελεσματικά και ορθολογικά, τότε ο έ λεγχος στα κυκλώματα της πληροφορίας είναι απαραίτητος. «Δεν είναι πλέον δυνατόν», συνεχίζει ο Lippmann, «να πιστεύουμε στο αρχικό δόγ μα της δημοκρατίας[...] ότι η αναγκαία γνώση για τη διαχείριση των αν θρώπινων σχέσεων προκύπτει αυθόρμητα από την καρδιά των ανθρώ πων». Η όλη διαδικασία τώρα έχει γίνει ζήτημα Επιστημονικής Διοίκη
σης της κοινωνικής κατασκευής. Σε μια φράση στην οποία φαίνεται να
209
επικαλείται τον
F.W. Taylor, ο Lippmann
δηλώνει ότι η κατασκευή της
συναίνεσης έχει «βελτιωθεί σε μεγάλο βαθμό τεχνικά, επειδή τώρα βα
σίζεται στην ανάλυση και όχι στον κανόνα της ανάτασης των χεριών». 43 Η κοινωνία ως σύνολο φαίνεται ότι θα κινηθεί στις ίδιες γραμμές του
ορθολογισμού και της αποτελεσματικότητας όπως το τεϊλορικό εργοστά σιο. Η ίδια τεχνοκρατική νότα είναι παρούσα στα γραπτά του Edward για την «κατασκευή της συναίνεσης»: «Η κατασκευtΊ υπονοεί
Bernays
σχεδιασμό. Και ο προσεκτικός σχεδιασμός, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, είναι αυτός που διακρίνει τις σύγχρονες δημόσιες σχέσεις από την παλαιότερη επιτυχημένη ή αποτυχημένη δημοσιότητα και προπαγάν
δα» .44 Ο
Lippmann
σημειώνει ότι με την επιστημονική διαχείριση της
κοινής γνώμης διαμέσου της συγκέντρωσης των επικοινωνιών, των πλη
ροφοριών και των υπηρεσιών πληροφοριών «η πειθώ έχει καταστεί μια εμπρόθετη τέχνη και ένα όργανο δημοφιλούς διακυβέρνησης». Η θέση του, με την οποία συμφωνούμε, είναι ότι πρόκειται για «μια επανάστα ση που λαμβάνει χώρα και είναι aπείρως πιο σημαντική από οποιαδή
ποτε μεταβολή τη ς οικονομικtΊς εξουσίας». 45 Τι είναι αυτό που την κα θιστά επανάσταση τέτοιας σπουδαιότητας; Θα επιχειρήσουμε να απα ντήσουμε σε αυτό το ερώτημα στις παρακάτω σελίδες του κεφαλαίου.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ
Στη βάση αυτής της μελέτης της πρώιμης προπαγάνδας και της έρευνας της κοινής γνώμης, θέλουμε τώρα να στραφούμε σε δύο θέματα που μας
φαίνονται καθολικής αξίας. Το πρώτο έχει σχέση με την αύξουσα σημα σία των ροών της πληροφορίας και της διαχείρισης της πληροφορίας και το δεύτερο με τη φύση του κοινωνικού ελέγχου στις σύγχρονες κα πιταλιστικές κοινωνίες. Αυτό που υποστηρίζουμε είναι η όλο και πιο συ στηματικtΊ παρουσία της προπαγάνδας και του ελέγχου της πληροφορίας στις εν λόγω κοινωνίες.
Πότε πραγματοποιήθηκε η Επανάσταση των Πληροφοριών; Στις μέρες μας συχνά αμφισβητείται το ότι η πληροφορία έχει αναχθεί πια σε καθοριστικό κοινωνικό πόρο και φαινόμενο. Ο Daniel Bell υπο στηρίζει ότι είμαστε μάρτυρες της μετάβασης από τη βιομηχανική στη μεταβιομηχανικ1Ί κοινωνία, στην οποία η «κεντρική αρχή» είναι η «συγκέ ντρωση της θεωρητικής γνώσης [ ... ] ως ο κύριος μοχλός της κοινωνικής
2 10
αλλαγής» και όπου «η γνώση, και όχι η εργασία, είναι η πηγή της α
ξίας».46 Οι πρόσφατες εξελίξεις στις τεχνολογίες της πληροφορικής και της επικοινωνίας οδηγούν στη μελλοντική «κοινωνία της πληροφορίας» όπου θα υπάρχει ελευθερία, αφθονία και αρμονία. Σε αυτή τη φουτου ριστική προοπτική, η έκρηξη των πληροφοριών εκλαμβάνεται ως κάτι πραγματικά ωφέλιμο. Όσο μεγαλύτερη είναι η ροή της πληροφορίας και της επικοινωνίας, τόσο το καλύτερο: «Με την αύξηση της επικοινωνίας
μπορεί να γίνει εφικτή η αύξηση της γνώσης, η αύξηση της δημιουργι
κότητας και η αύξηση της κατανόησης ανάμεσα στους ανθρώπους». 47 Ωστόσο η ιδιαίτερη σημασία των τεχνολογιών της πληροφορικής και της επικοινωνίας εντοπίζεται «στη διοίκηση της μαζικής κοινωνίας, εφόσον πρόκειται για ένα μηχανισμό που διατάζει και διεκπεραιώνει τις συναλ
λαγές, των οποίων ο αριθμός έχει αυξηθεί θεαματικά, λόγω της αύξησης στις κοινωνικές αλληλοδράσεις». Οι τεχνολογίες της πληροφορικής και της επικοινωνίας ως «μια εργαλειακή μέθοδος ορθολογικής δράσης» ε πιτρέπουν τον επιστημονικό και επαρκή συντονισμό μιας πολύπλοκης
κοινωνικής οργάνωσης. 48 Αυτό που χαρακτηρίζει τέτοιες επικλήσεις της «κοινωνίας της πλη
ροφορίας» είναι ένας έντονα τεχνοκρατικός προσανατολισμός. Οι τε χνολογίες της πληροφορικής και της επικοινωνίας θεωρούνται (κοινω νικά ουδέτερα) εργαλεία ικανά να προάγουν τον κοινωνικό ορθολογισμό,
το σχεδιασμό και την αποτελεσματικότητα. Αυτό όμως που η εν λόγω προσέγγιση υποβαθμίζει και λογοκρίνει είναι οι σχέσεις εξουσίας στη σύγχρονη κοινωνία. Ο Richard Swift προτείνει μια εναλλακτική ερμη νεία της «διοικούμενης κοινωνίας»: Η διοίκηση θεωρείται πια κάτι το φυσιολογικό. Έχει αντίκτυπο σε όλους μας. Δεν περιμένουμε τίποτε άλλο. Μας λένε τι να κάνουμε στη δουλειά, τι να αγοράσουμε στο σπίτι και, όλο και πιο συχνά, πώς να σκεφτούμε. Ο σύγ χρονος κόσμος είναι υπερβολικά πολύπλοκος. Δεν μπορούμε να φανταστού
με έναν τρόπο για να τα βγάλουμε πέρα. 49 Αυτό που βλέπει ο Swift δεν είναι εκλογίκευση αλλά εξορθολογισμός.
Από αυτή την άποψη, οι νέες τεχνολογίες της πληροφορίας διευρύνουν και επιτείνουν την εκλογίκευση του ελέγχου. Αν κάποιος εξετάσει τον ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο της πληρο φορίας στην κοινωνία, τα στοιχεία πράγματι παραπέμπουν στον έλεγχο αντί για την αποτελεσματική κοινωνική διοίκηση -ή, για την ακρίβεια, υποδηλώνουν ότι ο έλεγχος αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της κοινω-
211
νικής επιστημονικής διοίκησης. Υπάρχουν τέσσερις σχετικές δυνάμεις που ενισχύουν το σύστημα της διαχείρισης και του ελέγχου των πληρο φοριών. Πρώτον, υπάρχουν οι θεσμοί της ενεργού πειθούς, όπως είναι
οι φορείς προπαγάνδας, δημοσίων σχέσεων και διαφήμισης. 50 Δεύτε ρον, υπάρχουν οι διάφοροι μηχανισμοί μυστικότητας, ασφάλειας και λο γοκρισίας, οι οποίοι προσπαθούν να περιορίσουν την πρόσβαση του κοι
νού σε κατηγορίες «εμπιστευτικών» πληροφοριών. 51 Τρίτον, υπάρχουν οι ραγδαίες εξελίξεις προς την εμπορικότητα και την εμπορευματοποί ηση της πληροφορίας, οι οποίες υποτάσσουν τη ροή της πληροφορίας σε επιχειρηματικές αξίες και προτεραιότητες (διαμέσου των δυνάμεων
της αγοράς, των ευρεσιτεχνιών, των πνευματικών δικαιωμάτων κτλ.). 52 Και, τέλος, υπάρχει η εξάπλωση της συλλογής της πληροφορίας από ε πιχειρηματικά και πολιτικά συμφέροντα (σφυγμομετρήσεις, έρευνες α γοράς, κοινωνικές έρευνες, καθώς και ακόμα πιο απειλητικές μορφές ε
πιτήρησης). Αυτή η συλλογή «των όλο και περισσότερο λεπτομερών πλη ροφοριών σχετικά με τις ατομικές και οικογενειακές μονάδες όχι μόνο απειλεί τον ιδιωτικό τους χώρο αλλά και αυξάνει δραματικά τη δύναμη αυτών που έχουν πρόσβαση στα δεδομένα για να δημιουργήσουν και να επιδοθούν σε εξειδικευμένη προπαγάνδα». 53 Άρα αυτό που διαθέτουμε είναι μια πιο έντονη και αναλυτική ρύθμιση του πληροφοριακού περι βάλλοντος. Υποστηρίζουμε ότι η προπαγάνδα, ενώ ήταν μια διαδικασία
ad hoc χειραγώγησης της πληροφορίας, έχει μεταμορφωθεί σε έναν όλο και περισσότερο συστηματικό και ολοκληρωμένο μηχανισμό, που ως στό χο έχει τον παγκόσμιο έλεγχο των πληροφοριών. Στην πρωτοποριακή του μελέτη για τις βιομηχανίες των πληροφοριών, ο Herbert Schiller περι γράφει τον «έλεγχο της πληροφορίας και τον ιδεατό μηχανισμό» ως ένα συνεκτικό σύστημα «διοίκησης της νόησης».s4 Η ενεργοποίηση των πληροφοριακών πόρων και των πηγών γνώσης, όπως έχουμε επισημάνει, γενικά θεωρείται μια έκφραση της «επανάστα σης της πληροφορικής» στα τέλη του εικοστού αιώνα, η οποία υποτίθε
ται ότι μας οδηγεί από τη βιομηχανική στη μεταβιομηχανική κοινωνία. Η θέση μας όμως είναι ότι, παρόλο που οι νέες τεχνολογίες της πληρο φορικΊiς και της επικοινωνίας εμπλουτίζουν και εκσυγχρονίζουν τη δια χείριση της πληροφορίας, αυτό δε σημαίνει την έλευση μιας νέας θετι κής περιόδου της κοινωνικής εξέλιξης. Πιστεύουμε ότι οι νέες τεχνολο γίες μάλλον διευρύνουν τις υποκείμενες διαδικασίες του ορθολογισμού και του ελέγχου από τις αρχές του αιώνα. Η επιστημονική διοίκηση των πηγών των πληροφοριών -σύγχρονη με την επιστημονική διοίκηση του εργοστασίου- ήταν ο καταλυτικός μηχανισμός για τη διασφάλιση της
212
οργανωτικής συνοχής του έθνους-κράτους (μαζική κοινωνία). Και η δια
κυβέρνηση αυτής της Μεγάλης Κοινωνίας απαιτούσε την ανάπτυξη μιας συστηματικής και συντονιστικής διαχείρισης της κοινής γνώμης. Σε αυ τή την (προ-ηλεκτρονική) περίοδο αναπτύχθηκε ο μηχανισμός της «διοί κησης της νόησης». Εκείνη την περίοδο ιδρύθηκαν οι βασικές βιομηχα νίες της πληροφορίας -μαζική επικοινωνία, διαφήμιση, δημόσιες σχέ σεις, σφυγμομέτρηση, έρευνα αγοράς- και η προπαγάνδα κατέστη η «ε πιστημονική» και συστηματική κατασκευή της συναίνεσης. Αυτό που
θέλουμε να υποστηρίξουμε είναι ότι σε αυτή την κατάσταση συμβάλλει σημαντικά η έλευση της Επανάστασης των Πληροφοριών, πολύ περισ σότερο από ό,τι οι άλλες πρόσφατες εξελίξεις. Θα μπορούσαμε να ισχυ ριστούμε ότι ήταν όχι τόσο μια τεχνολογική όσο μια πολιτική επανά σταση. Η προπαγάνδα και η διαχείριση της πληροφορίας πρέπει, σύμ
φωνα με τον Lasswell, να αποτελέσουν τα κυρίαρχα «μέσα της μαζικής κινητοποίησης» στο σύγχρονο έθνος-κράτος. Όταν ο Walter Lippmann γράφει για μια επανάσταση πιο σημαντική από οποιαδήποτε μεταβολή στο επίπεδο των οικονομικών δυνάμεων, είναι ακριβώς αυτή η Επανά σταση των Πληροφοριών την οποία υποδεικνύει. Αντίθετα με τους ισχυ ρισμούς του
Bell και άλλων
μελλοντολόγων, υποστηρίζουμε ότι οι βιο
μηχανικές κοινωνίες έχουν εδώ και πολύ καιρό μετασχηματιστεί σε κοι νωνίες της πληροφορίας: η τεχνοκρατική στρατηγική της πληροφορίας, η επικοινωνία και η διαχείριση της κοινής γνώμης έχουν μετατραπεί σε
αναπόσπαστο τμήμα της διακυβέρνησης κατά το μεγαλύτερο μέρους του εικοστού αιώνα.
Διατηρώντας τοv έλεγχο: Η διαλεκτική του Διαφωτισμού
Στην ανασκόπηση για την προπαγάνδα στις αρχές του εικοστού αιώνα προσπαθήσαμε να aποσαφηνίσουμε δύο διαφορετικές θεωρητικές προ σεγγίσεις. Υποστηρίξαμε ότι η προσέγγιση που εντάσσει την προπαγάν δα στο πλαίσιο της πολιτικής θεωρίας είναι μεγαλύτερης σημασίας τό σο στο θεωρητικό όσο και στο πολιτικό επίπεδο από αυτήν της συμπε ριφορικής ψυχολογίας. Η πρώτη, δηλαδή η μακροκοινωνιολογική προ σέγγιση, ασχολείται με την προπαγάνδα, την πληροφορία και την κοινή γνώμη σε σχέση με τις δημοκρατικές διαδικασίες και τον κοινωνικό έ λεγχο στο σύγχρονο κράτος. Στη βιβλιογραφία μπορούμε να αναγνωρί σουμε εμφανώς αντίθετες θέσεις γύρω από τη φύση και τη λειτουργία της προπαγάνδας στη δημοκρατική κοινωνία. Υπάρχει εκείνη που θεω ρεί τη δημοκρατία μια διαδικασία ορθολογικού και αναζωογονητικού
213
διαλόγου στο πλαίσιο της δημόσιας σφαίρας και αντιμετωπίζει την προ παγάνδα ως τη σκόπιμη παρεμπόδιση ή το χειρισμό του ορθολογικού πο λιτικού λόγου. Σε αντίθεση με αυτήν έρχεται μια πιο πραγματιστική προ σέγγιση, η οποία, απελπισμένη από την αυξανόμενη πολυπλοκότητα της κοινωνίας και αμφισβητώντας το «ιδανικό του παντοδύναμου και ανε
ξάρτητου πολίτη», καταλήγει στο ότι <<τα προβλήματα που ταλανίζουν τη δημοκρατία φαίνεται ότι δεν μπορούν να επιλυθούν με τις δημοκρατι
κές μεθόδους». 55 Από αυτή την άποψη, η προπαγάνδα -όχι πια ένας υ ποτιμητικός όρος- καλείται να παίξει έναν κρίσιμο ρόλο στη διαχείριση
της δημοκρατικής γνώμης και στη διαμόρφωση της δημοκρατικής συ ναίνεσης. Η πίστη στον έλλογο, ενημερωμένο πολίτη ανάγεται σε πίστη στον ορθολογιστή, στον επιστήμονα τεχνικό και στον ειδικό. Καθίσταται αισθητή η ανάγκη για «καταρτισμένους επαγγελματίες που μπορούν να καταπιαστούν με τα όλο και πιο δύσκολα προβλήματα της προσαρμο
γής, της ερμηνείας και της πειθούς». 56 Παρότι αυτές οι προσεγγίσεις φαί νονται αποκλίνουσες, και ενδεχομένως αλληλοσυγκρουόμενες, στην ου
σία οι διαφορές τους είναι περισσότερο επιφανειακές παρά πραγματι κές. Και οι δύο έχουν κοινή φιλοσοφική αφετηρία και θεμελίωση. Αμφό τερες έχουν τις ρίζες τους στην αρχή του Λόγου και του ορθολογισμού
του Διαφωτισμού . Στην πρώτη περίπτωση , η έκκληση απευθύνεται στη λογική και στην κρίση του πολίτη. Στη δεύτερη, η έκκληση απευθύνεται στον επιστημονικό ορθολογισμό του ειδικού και στον ορθολογισμό του κοινωνικού συστήματος. Σε αυτή την τελευταία οπτική, η «πιο αντικει μενική» πραγματικότητα της επιστημονικής διαχείρισης και διοίκησης φαίνεται να υπόσχεται μια περισσότερο «αποτελεσματική» δημοκρατική τάξη από τον συχνά χωρίς άποψη , παράλογο και aπληροφόρητο πολί τη . Σε αυτή την ιστορική και φιλοσοφική μετατόπιση από τη λογική στον εξορθολογισμό είναι παρούσα η διαλεκτική του Διαφωτισμού. Στην πρώιμη έρευνα της προπαγάνδας και της κοινής γνώμης, αυτή η τεχνοκρατική οπτική υποθέτει ότι η επιστημονική διοίκηση της κοι νωνίας, της πληροφορίας και της γνώμης είναι αξιωματική, αν θέλουμε η δημοκρατία να συνεχίσει να λειτουργεί στη μαζική κοινωνία. Όπως σημείωσε ο
Albig, οι οπαδοί της δημοκρατικής διακυβέρνησης δεν μπο
ρούν να βασίζονται απλώς στην επίκληση της λογικής ή του αφηρημέ
νου φιλελευθερισμού. Ο
Lasswell
από τη μια πλευρά επισημαίνει ότι η
«πρακτική [της προπαγάνδας] από τους ειδικούς μάλλον συγκρούεται ανεπανόρθωτα με κάποιους θεμελιώδεις κανόνες μιας κοινωνίας που αυτοαποκαλείται δημοκρατική», 57 από την άλλη όμως προβαίνει σε αυ τή τη δήλωση μόνο για να αντικρούσει την ιδέα. Ο
214
Lasswell πιστεύει ό-
τι η προπαγάνδα είναι απαραίτητη και αναπόφευκτη στις δημοκρατικές κοινωνίες και ότι η πεφωτισμένη, δημοκρατική προπαγάνδα μπορεί να διαφοροποιηθεί από τις παραπλανητικές πρακτικές των aπολυταρχι
κών καθεστώτων. Σε αυτό το ζήτημα, η γενική ομοφωνία είναι ότι η δη μοκρατική κοινωνία μπορεί να δικαιολογ1Ίσει και να νομιμοποι1Ίσει την προπαγάνδα και τη διαχείριση της πληροφορίας βάσει των σκοπών για τους οποίους αυτές εφαρμόζονται: «Η προπαγάνδα [της δημοκρατικής κοινωνίας] θα είναι αυτή του κοινού εγχειρήματος για τον πολιτισμό, του πειραματισμού και της ανεκτικότητας, της συνεργατικής κοινοπο λιτείας. Η προπαγάνδα [της δημοκρατικής κοινωνίας] δε θα είναι αρ
νητική, θα είναι θετική και καταφατική στις νέες ελευθερίες».ss Αν αυτές οι θέσεις δεν είναι πειστικές και επιδέχονται απόρριψη, ε πειδή διατυπώθηκαν πριν από πολλά χρόνια, κατά τη δεκαετία του 1930, τότε αναλογιστείτε τους προβληματισμούς των Joseph Nye και William
Owens- ο Nye υπήρξε διευθυντής του Αμερικανικού Εθνικού Συμβου λίου Πληροφοριών (US National Intelligence Council) και επί του παρό ντος είναι κοσμήτωρ της Σχολής Διακυβέρνησης John F. Kennedy του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, ο Owens ναύαρχος και πρώην αντιπρό εδρος του Συνδέσμου Αρχηγών του Προσωπικού (Joint Chiefs of Stuff). Το άρθρο τους «America's Infoπnation Edge»* δημοσιεύτηκε στην επι θεώρηση Foreίgn AffaΠs το 1996.59 Είναι πεπεισμένοι ότι ο «εικοστός πρώ τος αιώνας, όχι ο εικοστός, θα αποβεί η περίοδος της μεγαλύτερης υπε ροχής της Αμερικής» και το αποδίδουν στο ότι «Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν περισσότερες δυνατότητες από οποιαδήποτε άλλη χώρα να πολ λαπλασιάσουν την ισχύ των πηγών σκληρής (hard) και μαλακής (soft) ισχύος διαμέσου της πληροφορίας». Η «σκληρή ισχύς» αναφέρεται στα περισσότερο εξελιγμένα στρατιωτικά συστήματα τα οποία, όπως σημειώ νουμε στο έβδομο κεφάλαιο αυτού του βιβλίου , πάντα ενσωματώνουν την αιχμή των τεχνολογιών της πληροφορικ1Ίς και της επικοινωνίας, ενώ η «μαλακή ισχύς» σηματοδοτεί τη «δυνατότητα της Αμερικής να επιτύχει τα επιθυμητά αποτελέσματα» μέσω της αξιοποίησης του συγκριτικού της πλεονεκτήματος στη δημιουργία, την επεξεργασία και τη διασπορά της πληροφορίας. Οι
Nye και Owens επισημαίνουν ότι δεν είναι τόσο η
στρατιωτική δύναμη όσο «η κυριαρχία της πληροφορίας η οποία θα α ποτελέσει το κλειδί στην εποχή της πληροφορίας». Ευτυχώς, οι ΗΠΑ, με την πρώτη στον κόσμο κινηματογραφική βιομηχανία, τα διεθνή μέ-
*<<Η Αμερική στο χείλος των πληροφοριών». (Σ.τ.Μ.)
215
σα επικοινωνίας και τον όχι μικρότερο σε σημασία ραδιοφωνικό σταθ μό Φωνή της Αμερικής, έχσυν ήδη δείξει ότι «επενδύουν στα aξιοσέ βαστα εργαλεία της "μ(χλακής ισχύος" για να διευρύνουν την απήχηση των ιδανικών τους, της ιδεολογίας, του πολιτισμού, του οικονομικού μο ντέλου και των κοινωνικών και πολιτικών τσυς θεσμών». Μια τέτοια ε πωδός παραπέμπει αμέσως στις επισημάνσεις του
Harold Laswell
για
τη μεσοπολεμική περίοδο. Αλλά πόσο επαρκής είναι αυτή η θέση; Πόσο διαφέρει η διαχείριση της πληροφορίας στο όνομα της δημοκρατίας από τη δικτατορική λει τουργία της προπαγάνδας και τον έλεγχο της πληροφορίας; Παρότι υ πάρχουν στοχαστές-ερευνητές, όπως ο Lasswell, ο Nye και ο Owens, για τους οποίους η αρχή φαίνεται αναμφισβήτητη, υπάρχουν και άλλοι που
επισημαίνουν μια περισσότερο θολή και αμφιλεγόμενη πραγματικότη τα. Για τον
Francis Wilson, υπάρχει μια «στενή
σχέση ανάμεσα ·στη δη
μοκρατική διοίκηση ή τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και στους ο παδούς της aπολυταρχίας, οι οποίοι εφαρμόζουν τεχνικές πρωτότυπες
προκειμένσυ να διακηρύξουν μια νέα ελευθερία για τους aνιδιοτελείς ο
παδούς τους» . 60 Και κατά την άποψη του Francis Rourke: Δεν είναι υπερβολή να πσuμε ότι η πιθανότητα του ελέγχου των επικοινω
νιών έχει τώρα διανοίξει μια νέα λεωφόρο διαμέσου της οποίας το χάσμα ανάμεσα στην απολυταρχική και τη δημοκρατική διακυβέρνηση μπορεί στα διακά να ελαττωθεί, καθώς οι σύγχρονοι δικτάτορες βαθμιαία αντικαθιστούν τον εξαναγκασμό με την πειθώ και οι δημοκρατικοί ηγέτες έχουν πια την ι κανότητα να κατασκευάζουν τη συναίνεση πάνω στην οποία η εξουσία τους
υποτίθεται ότι θα στηριχθεί.61 Η εμπειρία από τον πραγματικό κόσμο δείχνει ότι οι δημοκρατικές αρχές μπορούν να υπονομευτούν. Οι δημοκρατικές και aπολυταρχικές πολιτικές πληροφόρησης μπορούν, κατά καιρούς, να συγκλίνουν. Όμως υποτίθεται ότι αυτή είναι μια έκτακτη, παρεκκλίνουσα και ανεπιθύμητη
κατάσταση. Το βέβαιο είναι ότι ο (ιδανικός) ρόλος της πληροφορίας και των επικοινωνιών στις δημοκρατίες είναι θεμελιωδώς και σαφώς δια φορετικός από ό,τι στα απολυταρχικά κράτη. Αυτή την ιδεολογική, ίσως και υπολογιστική, υπόσχεση θα έπρεπε να την εξετάσσυμε. Θα πρέπει να τονίσσυμε ότι η προπαγάνδα και η δια χείριση της πληροφορίας στις σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες κι νούνται παράλληλα με εκείνες των aπολυταρχικών καθεστώτων. Η θέ
ση μας είναι ότι στο κράτος του όψιμου καπιταλισμού η διαχείριση της πληροφορίας διατρέχει τον κίνδυνο να είναι απολυταρχική. Δεν είναι
216
απλώς ότι οι επικοινωνίες και τα μέσα ενημέρωσης στις δημοκρατίες εί ναι κατ' εξαίρεση και περιστασιακά διαστρεβλωμένα από πανίσχυρα (δι κτατορικά) συμφέροντα. Αυτό που κυριαρχεί είναι ένας ολοένα και πιο
σύνθετος μηχανισμός πληροφόρησης -προπαγάνδα, λογοκρισία, διαφή μιση, δημόσιες σχέσεις, επιτήρηση κτλ.- διαμέσου του οποίου η διαχείρι ση της γνώμης έχει γίνει όχι μόνο απολυταρχική αλλά και τυποποιημέ
νη, ίσως και κανονιστική. Εμείς θεωρούμε ότι η απολυταρχική προσέγ γιση αυηΊς της διαδικασίας εντοπίζεται στις όλο και περισσότερο συστη ματικές (αθροιστικές), ολοκληρωμένες και «επιστημονικές» φιλοδοξίες και τάσεις της. Στο σημειο αυτό πρέπει να τονίσουμε ότι αυτός ο ισχυ ρισμός δεν προϋποθέτει την ύπαρξη μιας παραπλανητικής και συνω
μοτικής ελίτ των διαχειριστών της νόησης. 62 Η λογική του ελέγχου και της διαχείρισης της πληροφορίας είναι, αντίθετα, μια αναπόσπαστη και συστημική πλευρά του σύγχρονου κράτους. Ο
Anthony Giddens έχει α
ναπτύξει το πολύ πειστικό επιχείρημα ότι ο έλεγχος της πληροφορίας
είναι κεντρικής σημασίας και συστατικό στοιχείο για τη διοικητική ενό τητα και τη συνοχή του κράτους: «Η διοίκηση που δημιουργήθηκε από το έθνος-κράτος δε θα μπορούσε να υπάρχει χωρίς τη βάση της πληρο φορίας, που είναι το μέσο της αναστοχαστικής αυτορρύθμισης». Επη ρεασμένος από τους θεωρητικούς της πρώιμης μαζικής κοινωνίας, ο
dens αποδίδει αυτ1Ί την αναγκαιότητα για συντονισμένη
Gid-
διαχείριση της
πληροφορίας στην πολυπλοκότητα και στον εδαφικό επεκτατισμό των σύγχρονων κοινωνιών. Ο έλεγχος των πληροφοριών και των επικοινω
νιών είναι απαραίτητος τόσο για τη συνοχή όσο και για τη ρύθμιση των κοινωνικών συστημάτων που εκτείνονται σε τόσο μεγάλους γεωγραφι κούς χώρους. Αυτό που διαβλέπει ο Giddens στον πυρήνα της διοικητι κής και της γραφειοκρατικής «αποτελεσματικότητας» είναι οι απόγονοι του ολοκληρωτισμού. Ο «ορθολογικός» και ο «επιστημονικός» συντονι σμός του έθνους-κράτους -απαραίτητος για τη συνοχή και την αναπαρα γωγή του- aυτο-εκφράζεται ως έλεγχος και κυριαρχία. Ο ολοκληρωτισμός,
υποστηρίζει ο Giddens, «είναι μια ευπάθεια του σύγχρονου κράτους». 63 Αυτή η τάση προς τη διαχείριση και τον έλεγχο της πληροφορίας α ναπαράγει το τεχνοκρατικό ρεύμα της παράδοσης του Διαφωτισμού. Αυ τό είναι το ρεύμα του ορθολογισμού, της επιστημονικής διοίκησης και της κοινωνικής κατασκευής, της αποτελεσματικότητας και της εξειδίκευσης και, σε τελική ανάλυση, του κοινωνικού ελέγχου: «Ο Διαφωτισμός συ
μπεριφέρεται απέναντι στα πράγματα όπως ένας δικτάτορας απέναντι
στους πολίτες. Τους ξέρει στο βαθμό που μπορεί να τους χειριστεί». 64 Από αυτή την τεχνοκρατική φιλοσοφία ελέγχου αντλούν και τα απολυ-
ταρχικά και τα δημοκρατικά (με την έννοια του
Lasswell)
συστήματα
προπαγάνδας και διαχείρισης πληροφορίας τις κοινές τους καταβολές. Αν η ανάπτυξη των πηγών επικοινωνίας και πληροφορίας είναι, ιδανι
κά, η προϋπόθεm1 για ορθολογικό δημόσιο λόγο στη μαζική κοινωνία, τότε η διαδικασία της επίτευξής του έχει -ιστορικά, και ίσως και λογικά -ενθαρρύνει το συγκεντρωτισμό και την ενίσχυση αυτού του κρατικού μηχανισμού που συνήθως υποσκάπτει τον ορθολογικό λόγο (για χάρη της εκλογίκευσης και του ελέγχου). Η δημοκρατική δημόσια σφαίρα έ
χει διαβρωθεί, όπως δηλώνει ο
Habermas, τόσο από τις δυνάμεις της ε
μπορευματοποίησης όσο και από αυτές της κατανάλωσης, καθώς και α πό τη διαδικασία της πολιτικής διοίκησης και εκμετάλλευσης, στην ο
ποία ο Habermas αναφέρεται με τον όρο «επαναφεουδαλισμός». 65 Ο ορ θολογισμός, ωστόσο, διαμέσου της διαλεκτικής του Διαφωτισμού έχει μετατραπεί σε εκλογίκευση, τεχνοκρατία και επιστημονική κοινωνική διοίκηση. Η προπαγάνδα και η διαχείριση της πληροφορίας, σε αυτή τη διαδικασία, έχουν καταστεί κανονιστικές και αναπόσπαστες όψεις του κοινωνικού ελέγχου. Αυτή η πολιτική προσέγγιση της προπαγάνδας εγείρει θεμελιώδη
και σύνθετα ζητήματα σχετικά με τη σχέση ανάμεσα στις επικοινωνίες, την πληροφορία και τη δημοκρατική διαδικασία. Η πολυπλοκότητα και η κλίμακα της Μεγάλης Κοινωνίας πρέπει να επιβάλλουν την κοινωνι κή κατασκευή και διαχείριση της πληροφορίας (όπως πίστευε ο Lippmann); Είναι δυνατόν να διασώσουμε τη σφαίρα του ορθολογικού δια λόγου από τη λογική της εκλογίκευσης; Μπορούν οι βιομηχανίες και οι μηχανισμοί του ελέγχου της πληροφορίας να στραφούν σε δημοκρατι κούς σκοπούς; Αυτά τα ερωτήματα είναι ακόμα πιο κρίσιμα στις μέρες μας από ό,τι ήταν για την προπαγάνδα και την έρευνα της κοινής γνώ μης στην αυγή της «κοινωνίας των πληροφοριών». Η κατανόηση και η ανάλυσή μας για το πλαίσιο του ελέγχου της πληροφορίας στις δημο κρατικές κοινωνίες καταδεικνύουν ότι αυτά τα ερωτήματα δεν επιδέχο νται απλές απαντήσεις.
218
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ ~
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΚΥΒΕΡΝΟΧΩΡΟΥ
-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
ΚΥΒΕΡΝΟΠΟΛΕΜΟΙ: Η ΕΠΑΝΆΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΣτΡΑτΙΩτΙΚΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ
Επί του παρόντος η συζήτηση γύρω από τις τεχνολογίες της πληροφο ρικής και της επικοινωνίας και την «Κοινωνία της πληροφορίας» γίνε ται δεκτή με ενθουσιασμό. Βεβαίως, υπάρχει κάποια ανησυχία όσον α φορά στις οικονομικές διαστάσεις αυτών των εξελίξεων, αλλά αυτή η α
νησυχία υπολείπεται κατά πολύ έναντι του ακαταμάχητου ενθουσιασμού για καλύτερες επικοινωνίες, για άλματα στην παραγωγικότητα και για την προοπτική δημιουργίας πολύ καλύτερων εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Λίγοι σχολιαστές μπαίνουν στον κόπο να ασχοληθούν με το ζοφερό θέ μα του ηλεκτρονικού πολέμου, παρότι και η στρατιωτική διασύνδεση των τεχνολογιών της πληροφορικής και των επικοινωνιών είναι αδιαμφισβή τητη. Ενδεχομένως δεν το κάνουν επειδή η στρατιωτική διάσταση των νέων τεχνολογιών εμφανίζεται τόσο ξεπερασμένη και χωρίς νόημα στον κόσμο των ημερών μας. Ασφαλώς αυτό δε θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη. Η αναμφισβήτη τη νίκη της Δύσης στο μακροχρόνιο Ψυχρό Πόλεμο έχει αυξήσει απε ριόριστα την αυτοπεποίθηση του καπιταλισμού, ο οποίος, παρότι συνε χίζει να αντιμετωπίζει δυσεπίλυτα προβλήματα, απολαμβάνει επιτέλους την ανακούφιση και την ασφάλεια ότι δεν υπάρχει κάτι εναλλακτικό που να μπορεί να είναι μια σταθερή απειλή. Οι καπιταλιστικές πρακτικές και αρχές τώρα έχουν επεκταθεί σε όλο τον πλανήτη , δημιουργώντας μια κλίμακα με την οποία, όταν συγκρίνεται οποιοσδήποτε άλλος προηγού μενος τρόπος ζωής -δουλεία, φεουδαλισμός, αποικιοκρατία- φαντάζει εξαιρετικά μικρής εμβέλειας, ίσως και ξεπερασμένος. Εκτός από τα κο σμογονικά γεγονότα του 1989 και την αδιαφιλονίκητη διείσδυση των δυνάμεων της αγοράς στις έως τότε aποκλεισμένες περιφέρειες, τώρα εί ναι πολύ λιγότερο αισθητή η ανάγκη να υπερασπιστεί κανείς τον εαυτό του έναντι της «κομουνιστικής απειλής». Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι 221
πλiον μόνες και θριαμβεύτριες, η μόνη υπερδύναμη. Επιπροσθέτως, μπο ρέσαμε να απολαύσουμε ένα «μέρισμα ειρήνης», με το οποίο οι απαιτή σεις για τις στρατιωτικές δαπάνες μειώθηκαν στο 4% , ή και λιγότερο, του Ακαθάριστου Εθνικού Προ·ίόντος. Ως επιστέγασμα, η άνετη νίκη στον
πόλεμο του Περσικού Κόλπου από τις αμερικανικές Ένοπλες Δυνάμεις (κυρίως ενισχυμένες από τους Βρετανούς, όλοι στο όνομα των Ηνωμέ νων Εθνών) ενθάρρυνε μερικούς να μιλήσουν για μια «νέα παγκόσμια τάξη», όπου οι Μεγάλες Δυνάμεις είναι σταθερές και συμπάσχουν με το σύστημα αγοράς, ενώ παράλληλα είναι ικανές να επαναφέρουν τα δια φωνούντα έθνη σε τάξη, χωρίς να απειλούνται σοβαρά οι ίδιες. Τόση είναι η εμπιστοσύνη στην υπεροχή των νικητών, που, αν δεχτούν πιέσεις, οι στρατιωτικές καταβολές των τεχνολογιών της πληροφορικής και της επικοινωνίας μπορούν τώρα να αναγνωριστούν ανεπιφύλακτα. Στη νέα εποχή ειρ1Ίνης και προόδου, μπορούμε να αναφερόμαστε με ά
νεση σε παλαιότερες στρατιωτικές επιτακτικές ανάγκες, από τη στιγμή που αυτές, κάποτε πανίσχυρες, έχουν προ πολλού ξεχαστεί και αυτό που έχει απομείνει είναι ότι δημιούργησαν ευεργετικές και ωφέλιμες τεχνο λογίες. Σύμφωνα με ένα δημοφιλές επιχείρημα, όπως η χειρουργική γνώ ση ξεπήδησε μέσα από συνθήκες πολέμου και όπως το μακράς εμβέ λειας βομβαρδιστικό προπορεύτηκε του μακράς αποστάσεως αεροπλά
νου, ίσως έτσι κι εμείς αποδεχτούμε την ώθηση που οι στρατιωτικές α νάγκες έδωσαν στις επικοινωνίες διαμέσου του ηλεκτρονικού υπολογι στή. Κι αυτό γιατί στις μέρες μας απολαμβάνουμε την αφθονία αυτών των τεχνολογιών, και μάλιστα νωρίτερα ενδεχομένως από ό,τι επρόκει το να εμφανιστούν. Έτσι, ενώ πρέπει να παραδεχτούμε ότι το ραντάρ διαδόθηκε κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ότι μαζικές επενδύσεις σε εξοπλισμούς κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Βιετνάμ ώθησαν στην παραγωγή του μικροκυκλώματος
(rnicrochip),1
θα μπορούσαμε εξίσου να υποστηρίξουμε ότι οι νέες τεχνολογίες ξεπέ ρασαν τις καταβολές τους. Είναι αρκετά γνωστό ότι το Διαδίκτυο, που ενδεχομένως αποτελεί τον πυρ1Ίνα της έκρηξης των νέων τεχνολογιών στις μέρες μας, αναδύθηκε από τις προσπάθειες των Ενόπλων Δυνάμεων να αναπτύξουν ασφαλή μέσα επικοινωνίας ανάμεσα στις μονάδες τους. 2 Α ν μια τέτοια εκπληκτικ1Ί τεχνολογία μπορεί να αναδυθεί από το στρα τιωτικό μηχανισμό, τότε σίγουρα δεν πρέπει να έχουμε πολλές αμφιβο λίες για το αν οι Ένοπλες Δυνάμεις έχουν διαδραματίσει έναν εξέχοντα ρόλο στην τεχνολογική επανάσταση. Στην εποχή της ειρήνης και της ευη μερίας -πώς αλλιώς να περιγράψουμε καλύτερα την «Κοινωνία της πλη ροφορίας»;- στην αυγή της νέας χιλιετίας, μπορούμε όντως να επικρο222
τήσουμε τις τεχνολογίες της πληροφορικής και της επικοινωνlας, που α
ναγγέλθηκαν με τόσο πανηγυρικό τρόπο, από όπου κι αν προέρχονται. 'Ισως ήταν μια άσχημη χρυσαλλίδα, αλλά εξελίχθηκε σε μια υπέροχη πε ταλούδα που πετά ελεύθερη από το κουκούλι της. Στο παρόν κεφάλαιο στρεφόμαστε στις στρατιωτικές διαστάσεις της Επανάστασης της Πληροφορικής και υποστηρίζουμε ότι οι διαστάσεις
αυτές παραμένουν ισχυρές και επιτακτικές. Έτσι έχουν τα πράγματα, α νεξαρτήτως του αν κάποιος εξετάζει τη δημιουργlα των πιο εξελιγμένων επικοινωνιακών τεχνολογιών της πληροφορικής ή εστιάζεται στο χαρα κτήρα της πληροφορίας που είναι διαθέσιμη στο κοινό, ιδίως σε περιό δους κρίσης. Το σημείο καμπής των τεχνολογιών της πληροφορικής και της επικοινωνίας παραμένει η «αιματοβαμμένη πλευρά>> των στρατιωτι κών καινοτομιών. Θα τεκμηριώσουμε αυτή τη θέση παρακάτω, αλλά ε ξαρχής επιθυμούμε να τονίσουμε ότι αυτό δεν έχει να κάνει απλώς με την κακή εφαρμογή των τεχνολογιών, οι οποίες σε διαφορετικές περι στάσεις θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σωστά, αν δηλαδή αποσύ ρονταν οι προσταγές των στρατιωτικών «αναγκών». Ο βασικός ισχυρι
σμός μας είναι ότι το βασίλειο του ηλεκτρονικού πολέμου λειτουργεί με βάση μια λογική ελέγχου και κυριαρχίας, μια αρχή που επηρεάζει σε ση μαντικό βαθμό την τεχνολογική αλλαγή και ασκεί την πιο επιζήμια επιρ
ροή της. 3 Αυτή η αρχή, η οποlα καθοδηγεί την ανάπτυξη των πιο εξελι γμένων στην Ιστορlα συστημάτων εντολών και ελέγχου, είναι κάτι το ο
ποίο αναπτύσσει ταυτόχρονα τεχνολογίες που επιτηρούν και ελέγχουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο πιθανούς aντιπάλους. Επίσης, διαμέσου της δημιουργίας νέων μηχανισμών στις τεχνολογίες μπορούν ακόμα και να αντιμετωπίσουν την ανάγκη για ανθρώπινη υπευθυνότητα στη λήψη α
ποφάσεων. Δηλαδή, όσο περισσότερα όπλα σχεδιάζονται και αναπτύσ σονται για να ελέγχουν τον εχθρό, τόσο αφαιρείται από τους χρήστες τους η ανάγκη να ασκούν κριτική για τη χρήση τους. Έτσι, ο έλεγχος ασκεί ται τόσο στον εχθρό όσο και σε αυτούς που χρησιμοποιούν αυτές τις τε χνολογίες. Αυτό εκφράζεται στα εξελιγμένης τεχνολογίας όπλα, στα συ στήματα επιτήρησης, προγραμματισμένα να προκαλούν αυτόματες αντι δράσεις σε προκαθορισμένα ερεθίσματα, στην εξάπλωση του «πεδίου της κυβερνητικής», όπου ο εχθρός φαίνεται σαν μια εικόνα στη βιντεο-οθό νη και οι αντιδράσεις καθορίζονται από καλά μελετημένες προσομοιώ σεις. Η εξελιγμένη στρατιωτική τεχνολογlα εκφράζει την ενσωμάτωση της ανθρώπινης λήψης των αποφάσεων σε εξαιρετικά εξελιγμένες τε
χνολογίες και ταυτόχρονα μειώνει στο ελάχιστο τις ανθρώπινες ανησυ χίες και επιλογές, προς όφελος μιας προσχεδιασμένης και προγραμματι-
223
σμένης δράσης, και κατευθύνεται κατά του εχθρού, ο οποίος παρατη ρεtται, προσδιορtζεται και ελέγχεται με τον καλύτερο δυνατό και συνά μα με πρωτόγνωρο τρόπο.
Η ΔΗΜΟΚΡΑτΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ
Για τους θεωρητικούς του φουτουρισμού και της μεταβιομηχανικής κοι νωνtας, «η τεχνολογtα εtναι ουδέτερη, χωρtς κοινωνικές αξLες, και η α
ποτελεσματικότητα εtναι η υπέρτατη αξtα της». 4 Για παράδειγμα, ένας υπερασπιστής της γνώσης του υπολογιστή υποστηρίζει ότι «Οι σκοποι για τους οποtους χρησιμοποιούνται η δύναμη και η πολυμέρεια του υ πολογιστή εtναι οι ανθρώπινες επιλογές. Δεν εtναι αναπόφευκτες συνέ πειες των tδιων των μηχανών». 5 Οι Lδιοι οι υπολογιστές εtναι α-κοινω νικοι, δεν εtναι «Οι tδιοι υπεύθυνοι για τη δύναμη που συχνά τους χρη
σιμοποιεt».6 Για το λόγο αυτό, οι υπολογιστές μπορεt να εtναι ταυτόχρο να απελευθερωτικοι αλλά και απειλητικοι ισως -αν και το πρώτο εtναι
πιθανότερο- και το όλο θέμα εστιάζεται κυρίως στη χρήση τους ή στην κατάχρησή τους παρά σε μια εσωτερική τάση των υπολογιστών. Αν η κα τάχρηση της τεχνολογικής δυναμικής μπορει να προληφθε~ τότε καθLστα ται μια δύναμη για την ανθρώπινη βελτLωση και εξέλιξη. «Η μηχανή», δια τεtνεται ο Daniel Boorstin, «εtναι ο μέγας μάρτυς της ανθρώπινης δύνα
μης. [... ]Η δύναμη της μηχανής εtναι η δύναμη του ανθρώπου να ξανα κτtσει τον κόσμο του, να τον υποτάξει στις δικές του ανάγκες». ΕLναι αυτή η ακλόνητη πtστη στην τεχνολογική πρόοδο και απελευθέρωση που χαρακτηρtζει τη Δημοκρατία της Τεχνολογίας.? Πιστεύουμε ότι η κοινωνtα έχει παρασυρθεt από «μια συλλογική φα ντασLωση της τεχνολογικής δύναμης», τέτοια που «όποιο κι αν εtναι το ε ρώτημα, η τεχνολογtα αποτελεt τυπικά την έτοιμη απάντηση».s Η τεχνο λογtα έχει γtνει δεύτερη φύση, ένα δεδομένο και αναμφισβήτητο στοιχεLσ της σύγχρονης τάξης πραγμάτων. Τέτοια εtναι η εξουσία της τεχνολο γtας, ώστε «όταν κάποιος επιχειρεt να εξετάσει την ηθική διάσταση του τεχνολογικού εγχειρήματος, του αποδίδεται ο χαρακτηρισμός της αλαζο νείας».9 Η τεχνολογία εμπεριέχει την «υπόσχεση της απελευθέρωσης και του πλουτισμού, και το να αρνηθεί κανείς την υπόσχεση θα ήταν σαν να επέλεγε την απομόνωση, τη μιζέρια, τη φτώχεια. [... ]Η τεχνολογtα έχει την τάση να μειώνει την ικανότητα της απόφασης, αφήνοντας να εννοη θεt ότι την υποκαθιστά». 10 Η τεχνολογία έχει καταστεί ταυτόχρονα το μέ σο και ο σκοπός, το όργανο της προόδου, αλλά και η εκπλήρωσή της.
1
Όπως παρατηρεί ο Langdon Winner, «στις μέρες μας οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι συχνά να προβούν σε δραστικές αλλαγές στον τρόπο ζωής τους ώστε να αφομοιώσουν την τεχνολογική καινοτομία, ενώ παράλληλα α ντιστέκονται σε παρόμοιες αλλαγές όταν αυτές υποστηρίζονται από την
πολιτική». 11 Η τεχνολογία έχει γίνει ο μύθος της εποχής μας. Η σύγχρονη κοινωνία είναι προσηλωμένη στην ιδέα της προόδου, της ανάπτυξης, της άνευ ορίων και όρων εξέλιξης και στη δύναμη της εργα λειακής λογικής για να επιτευχθεί αυτό το όραμα. Ο «κρυμμένος κινητή ρας» αυτής της τεχνολογικής ανάπτυξης είναι, σύμφωνα με τον Κορνή λιο Καστοριάδη, η ιδέα της «ολικής ηγεμονίας», η «φαντασίωση του κα θολικού ελέγχου, η βούληση ή επιθυμία μας για κυριαρχία σε όλα τα α ντικείμενα και σε όλες τις περιστάσεις». 12 Ο θεμελιώδης μύθος της επο χής μας είναι αυτός του ελέγχου, της παντοδυναμίας, της κυριαρχίας, και η δύναμή του έγκειται στο ότι φαίνεται να αποτελεί ένα καθαρά ουδέτε ρο φαινόμενο, μια αδιαμφισβήτητη έκφραση λογικής και ορθολογισμού. Όπως τονίζει ο Καστοριάδης, αυτός είναι ο μύθος που, περισσότερο α πό τα χρήματα ή τα όπλα, συνιστά το πιο μεγάλο εμπόδιο στην πορεία για οποιαδήποτε αναδόμηση της ανθρώπινης κοινωνίας. Ο τεχνολογικός πολιτισμός είναι αυτός του φυσιολογικού και καθη μερινού ελέγχου. «Η πλάνη που βρίσκεται πίσω από το σύστημα», υπο στήριξε ο Christopher Lasch, «η πλάνη ότι μπορούμε να γίνουμε οι ίδιοι aφέντες της υφηλίου [...]είναι η καρδιά και η ψυχή της σύγχρονης τεχνο
λογίας» .Β Αυτό που αντιπροσωπεύει, σύμφωνα με τον Arnold GeWen, είναι ένας διαχωρισμός των διανοητικών από τις ηθικές παρορμήσεις του ορθολογισμού του Διαφωτισμού, ένας ~ιαχωρισμός στον οποίο οι τε λευταίες «είναι τώρα περιορισμένες στο μίζερο ρόλο να αναζητούν, μα
ταίως, μόνο την πρόοδο του επαρκούς, του λειτουργικού, του τεχνολογι κά πιθανού». 14 Όπως ~ιας υπενθυμίζει ο Leo Marx: Κατά την αρχική πεποίθηση του Διαφωτισμού για την πρόοδο, η επιστήμη και η τεχνολογία θεωρούνται ότι βρίσκονται στην υπηρεσία της απελευθέ ρωσης από την πολιτική καταπίεση. Με τον καιρό αυτή η αντίληψη μετα βλήθηκε[ ...] και κατέληξε στην τρέχουσα άποψη ότι οι τεχνολογικές καινο τομίες που βασίζονται στην επιστήμη είναι από μόνες τους μια επαρκής και
αξιόπιστη βάση για την πρόοδο. 15 Στην κοινωνία μας η τεχνική έχει καταστεί κεντρικής σημασίας στη σχέση μας τόσο με τον εξωτερικό κόσμο όσο και με την εικόνα μας.
«Αυτό συμβαίνει σήμερα», γράφει ο Arnold Gehlen, «όταν, για παρά δειγμα, ανατρέχουμε στην κυβερνητική, στη θεωρία των τεχνικών ρύθ225
8-
Η Εποχιί του Τεχvοπολιτισμού
μισης για να βρούμε ενδείξεις για το πως λειτουργεί ο εγκέφαλος και το
νευρικό μας σύστημα». 1 6 Στον πυρήνα της τεχνικής υπάρχει το αίτημα για έλεγχο τόσο του εξωτερικού όσο και του εσωτερικού κόσμου. Άρα η τάση προς έλεγχο και κυριαρχία δεν είναι εξωτερική στο τε χνολογικό σχέδιο. Δεν είναι η κατάχρηση ή η κακή χρήση ενός βασικά
ουδέτερου και ακόμα καλοπροαίρετου τεχνολογικού συστήματος. Είναι μάλλον ένας συστατικός και ενσωματωμένος παράγοντας. Κατά την ά ποψή μας, η καθαρότερη έκφραση αυτής της βούλησης για δύναμη βρί σκεται στις στρατιωτικές τεχνολογi.ες. Η πιο εκλεπτυσμένη έκφρασή της παρουσιάζεται με τη μορφή των πυρηνικων όπλων. «Αυτά», ισχυρίζεται ο Joe Koνel, «δεν είναι απλιbς μια διαταραχή, αλλά το αναμενόμενο απο τέλεσμα μιας συνολικής στάσης απέναντι στον κόσμο» .Π Οι στρατιωτικές τεχνολογi.ες είναι οι πιο τελειοποιημένες εκφράσεις του εξαναγκασμού της εντολής και του ελέγχου . Κι όμως, στο πλαίσιο της κοινωνικής θεω ρίας ο στρατός τείνει να θεωρείται μια εξαιρετική και άτυπη παραλλαγή του τεχνολογικού προτάγματος: «Ούτε ο εκτενής ρόλος της επιτήρησης
ούτε η μεταβαλλόμενη φύση της στρατιωτικής δύναμης μαζί με την ανά πτυξη των μέσων διεξαγωγής του πόλεμου έχουν καταστεί σημαντικές
προσεγγίσεις της κοινωνικής θεωρίας». 18 «0 aντίκτυπος του πολέμου στον εικοστό αιιbνα», συνεχίζει ο
Anthony Giddens, «πάνω σε γενικευμέ
να πρότυπα αλλαγής ήταν τόσο βαθύς, που φαντάζει κάπως παράλογο να αναζητά κανείς να ερμηνεύσει τέτοια πρότυπα χωρίς συστηματική α
ναφορά σε αυτόν». 1 9 Θέλουμε να υποστηρίξουμε ότι οι στρατιωτικές εξε λίξεις είναι κεντρικές και όχι περιθωριακές στο τεχνολογικό σχέδιο. Ως οι καθαρότερες εκφράσεις των «ορθολογικιbν» προσταγων, οι στρατιωτικές
τεχνολογi.ες κατέχουν κεντρική θέση στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμ βανόμαστε τις ευρύτερες σχέσεις ελέγχου και εξαναγκασμού.
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ
Εδω και πολύ καιρό η τεχνολογία αποτελεί ένα στοιχείο-κλειδί του πο λέμου. Προφανως δεν είναι δυνατόν να βασίζεται κανείς πλέον στη φυ
σική γενναιότητα των στρατιωτων, και μόνο ο σχεδιασμός και η εφαρ μογή του από τη Διεύθυνση Επιχειρήσεων μπορούν να παρέχουν τόση
υπεροχή.20 Μια απλή σύγκριση είναι αρκετή για να καταδειχθεί ότι η τεχνολογία είναι ικανή να παρέχει μια αποφασιστική διαφορά- εδω μπορεί κανείς να σκεφτεί τον αναβολέα, το τόξο, το ξίφος, το όπλο
ximum,
ακόμα και το τουφέκι
Armalite.
Ma-
Μια επίπτωση των απτών πλεονεκτημάτων της ανώτερης τεχνολο γίας στη μάχη υπήρξε η σταθερή πίστη σε μια «τεχνική αμηχανία» στο πρόβλημα του πολέμου. Η λογική λέει ότι αν κάποιος μπορούσε να ε φεύρει ένα «θαυματουργό όπλο», το οποίο δε θα κατείχε ο εχθρός, τότε η
νίκη -και συνεπώς η ειρήνη- θα 1Ίταν εύκολο να επιτευχθεί. Η δυσκολία με αυτή την πεποίθηση, φυσικά, έγκειται στο ότι η προσπάθεια εξασφά λισης καινούργιων όπλων έχει οδηγήσει σε έναν αγώνα εξοπλισμών, ό που πρόοδοι στη μία πλευρά απαντήθηκαν γρήγορα με εξελίξεις στην άλ λη, καταλήγοντας σε τεχνολογικό πλεονέκτημα για κάθε πρωταγωνιστή που είναι όμως μικρής διάρκειας, αν και ο συναγωνισμός επιβεβαίωσε παντού την αυξανόμενη διάδοση καταστροφικών οπλοστασίων. Εντού τοις η πεποίθηση της τεχνικής αμηχανίας παρέμεινε ισχυρή καθ' όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα, από τα όπλα της Γερμανίας, όπως το Big Bertha στο Δυτικό Μέτωπο και τις βόμβες V-1, που έπεφταν σαν βροχ1l στο Λονδίνο το 1944, έως την αναζήτηση κατά τη δεκαετία του 1980, εκ μέρους της Πρωτοβουλίας της Στρατηγικής Άμυνας, τεχνολογιών ικανών να δράσουν σαν ένα αδιαπέραστο ηλεκτρονικό εμπόδιο σε κάθε μορφή πυραύλου ή εναέριας επίθεσης με στόχο τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος θεωρείται ορόσημο για διάφορους λόγους
-
εν μέρει εξαιτίας του μεγέθους των απωλειών από όλες τις
πλευρές και της κινητοποίησης μεγάλων τμημάτων των πληθυσμών προς υποστήριξη της πολεμικής προσπάθειας. Πάνω από όλα, η περίοδος
1914-1918
προκάλεσε αυτό που χαρακτηρίστηκε ως η «εκβιομηχάνιση
του πολέμου», με την οποία συνδέεται η εντατικοποίηση της βιομηχανι κής παραγωγής στη διάρκεια των πολέμων. Η μηχανική, τα χημικά και η εξασφάλιση ενέργειας αποτέλεσαν κρίσιμα στοιχεία αυτής της διαδι κασίας, όπου η οικονομική ισχύς ενός κράτους όχι μόνο θεωρήθηκε ότι
1Ίταν απαραίτητη στην ικανότητά του να υπερισχύει σε καιρούς πολέ μου21 αλλά και αναγνωρίστηκε ότι η στενή σχέση ανάμεσα στη βιομηχα νία και στις πολεμικές απαιτήσεις θα μπορούσε να είναι αποφασιστικής σημασίας. Οι ισχυρές και ανταγωνιστικές βιομηχανίες θεωρούνται στα
θερά ότι διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στους πολέμους. Αυτή η ενσωμάτωση της τεχνολογίας και του στρατού έδωσε ώθηση στον αγώνα των εξοπλισμών. Από τότε η τεχνολογική υπεροχή -στη μά χη και στην παραγωγή όπλων- αποτελεί μείζονα στόχο, στον οποίο η βιο μηχανία μπορεί να συμβάλει. Αυτό μπορεί να το κάνει χρησιμοποιώντας την επιστήμη ως μια παραγωγική και καινοτόμο δύναμη στη διεξαγω
γή του πολέμου (και στη διατήρηση μιας aξιόπιστης άμυνας). Η περίοδος που αρχίζει περίπου από το 1914 και φτάνει έως τις δε-
καετίες του
1960 και του 1970
είναι πιθανό να χαρακτηριστεί ως αυτή
του Βwμηχανικού Πολέμου, ώστε να μπορέσουμε να αναγνωρίσουμε με ρικά μείζονα χαρακτηριστικά της. Σε αυτά περιλαμβάνονται:
•
Επιστράτευση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού για την υποστήρι ξη της πολεμικής επιχείρησης. Αυτό περιλάμβανε σοβαρές αλλαγές
στο εργατικό δυναμικό (γυναίκες να αναλαμβάνουν πολλές ασχο λίες για να απαλλάξουν τους άνδρες σε ηλικία πολέμου), «συστρά τευση για τη νίκη» και, φυσικά, μια σχετική αποδοχή της αντίλη ψης ότι ο άμαχος πληθυσμός αποτελεί νόμιμο στόχο από μαχητές (κάτι που μας βοηθά να κατανοήσουμε τις τεράστιες απcί:>λειες σε άμαχο πληθυσμό κατά τον εικοστό αιώνα, που έφτασαν στον απί στευτο αριθμό των πενήντα εκατομμυρίων νεκρών κατά τη διάρ κεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν πολίτες).
•
Υποστηρικτικές προσπάθειες για να συνταιριάξουν τη βιομηχανική πα ραγωγή και το στρατιωτικό αγώνα σε μια στρατηγικ1] «ολοκληρωτικού
πολέμου». Για το σκοπό αυτό ιδρύονται εργοστάσια πολεμοφοδίων, μετατρέπονται εγκαταστάσεις αυτοκινt1των για την κατασκευή τανκ, υφαντουργίες επιδίδονται στην παραγωγή στολών και παράλληλα αυξάνεται η παραγωγή άνθρακα. Για να θυμηθούμε ένα λόγο του Ουίστον Τσώρτσιλ στα τέλη του 1939, όλα θυσιάζονται για τη νίκη. «Νίκη με κάθε κόστος».
•
Συμμετοχή τεράστwυ αριθμού οπλιτών, σύμφωνα με τα ιστορικά δε
δομένα, περιλαμβάνοντας γενικά τη στρατολόγηση της πλειοψη
φίας των αρρένων 18-34 ετών. Εξοπλισμένοι με τα καλύτερα όπλα και εφόδια που η χώρα μπορούσε να διαθέσει, αυτά τα στρατεύμα τα αντιπροσώπευαν τις «μαζικές δυνάμεις» , οι οποίες πράγματι ε
λάμβαναν μέρος στους πολέμους. 22
•
Έντονες απόπειρες για το σχεδιασμό της πολεμικής επιχείρησης, κάτι
που επεκτάθηκε από την κρατικοποίηση των βιομηχανιών, όπως οι μεταφορές και η ενέργεια, που ήταν χρήσιμες στην πολεμική ε πιχείρηση. Αυτές πραγματοποιήθηκαν και σχεδιάστηκαν από υ ψηλόβαθμους αξιωματικούς, οι οποίοι αποφάσιζαν κυρίως πώς να παρατάξουν τις δυνάμεις τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και
πώς να κατευθύνουν τους χαμηλόβαθμους αξιωματικούς ώστε να θέσουν σε εφαρμογή αυτό το σχέδιο. Στα τελευταία χρόνια γινόμαστε μάρτυρες της υποβάθμισης του βιο-
μηχανικού πολέμου και της ταχύτατης αντικατάστασής του από αυτό που θα μπορούσε να αποκαλέσει κανείς Πόλεμο της Πληροφορικής ή κv βερvοπόλεμο. Ο κυβερνοπόλεμος δίνει μεγαλύτερη έμφαση από ό,τι ο βιομηχανικός προκάτοχός του στις πληροφοριακές διαστάσεις του πο λέμου. Αυτό δε σημαίνει ότι οι πληροφορίες δεν ήταν στο παρελθόν ση μαντικές για την ένοπλη σύγκρουση. Βεβαίως, ήταν πάντα κρίσιμες, ό
πως και η πληθώρα κατασκόπων, πληροφοριοδοτών και προδοτών. Η επιμονή που επέδειξε γι' αυτούς ο στρατός, καθώς και οι ιδιαίτερες πλη ροφορίες που αυτοί πρόσφεραν αποδεικνύουν το σημαντικό έργο τους στον πόλεμο. Παρ' όλα αυτά, η βασική διαφορά στις μέρες μας είναι ότι η πληροφόρηση εν καιρώ πολέμου παίζει έναν aύξουσας σημασίας και πιο διεισδυτικό ρόλο, ανεξαρτήτως του αν εμπλέκει την παρατήρηση του εχθρού (ή πιθανών εχθρών), ρυθμίζοντας την αξιοποίηση των πηγών κά ποιου ή τη διαχείριση της κοινής γνώμης στο εσωτερικό και το εξωτερι κό. Επιπλέον, η πληροφόρηση διέπει πια όλες τις διαστάσεις του σύγ χρονου πολέμου, είτε με τη μορφή δορυφόρων που μπορούν να κατα σκοπεύουν τον εχθρό, είτε με υπολογιστές που καταγράφουν και προσ διορίζουν στρατιωτικούς στόχους, οπουδήποτε κι αν είναι, είτε με «έξυ πνα» όπλα που είναι από πριν προγραμματισμένα «να ρίχνουν και να ξε
. χνούν». Δηλαδή η πληροφόρηση δεν είναι πια απλώς θέμα γνώσης για έναν εχθρό ή για τις πηγές κάποιου. Στις μέρες μας η πληροφόρηση εί ναι, και ως θέμα της ρουτίνας, ενσωματωμένη στα οπλικά συστήματα και στα συστήματα λήψης των αποφάσεων. Όπως παρατήρησε ο στρατιω τικός ιστορικός
J ohn Erikson:
Οι σύγχρονες στρατιωτικές επιχειρήσεις δεν έχσuν να κάνουν με όπλα. Έ χουν να κάνσuν με την πληροφόρηση, τη διαταγή, τον έλεγχο. [...] Η πλη ροφόρηση ενεργεί. Θέτει σε λειτουργία τα όπλα. Τους λέει πού να πάνε. Το δίκτυο συνθημάτων είναι το βασικό.[ ... ] Δεν πρόκειται για τους μυς ή το δυ νατό χέρι του στρατιώτη. Το πιο σημαντικό είναι το νευρικό σύστημα: τα
συνθήματα και οι επικοινωνίες. 23 Σε αυτό το σημείο μπορούμε να επισημάνουμε τα διακριτά χαρακτη
ριστικά του Πολέμου της Πληροφορικής. 24
•
Με το διασκορπισμό του στρατού σε διάφορα μέρη του πλανήτη (αυτό ισχύει κυρίως για τις Ένοπλες Δυνάμεις των Ηνωμένων Πο λιτειών και του ΝΑΤΟ) έχουν αναπτυχθεί εξαιρετικά πολύπλοκα και ανθεκτικά συστήματα εντολής και ελέyχου, για να συντονίζουν,
229
νά αξιολογούν και να επιτηρούν αυτές τις πηγές. Εφόσον είναι προφανής στο σημαντικό παράδειγμα ελέγχου και εντολής πυρηνι κών όπλων, η υποδομή των επικοινωνιακών υπολογιστών ώστε να χειρίζονται και να προστατεύουν τη διαρροή πληροφοριών καθί
σταται μια αναγκαία προϋπόθεση του σύγχρονου πολέμου. 25 Ταυ τόχρονα όμως είναι μια πηγή ευπάθειας (για παράδειγμα, μπορεί κανείς να θυμηθεί εδώ την ανησυχία για τους χάκερ που είχαν πρό σβαση στους υπολογιστές του Πενταγώνου και του Υπουργείου Αμύνης κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του
•
1990),
καθώς τα συ
στήματα εντολής και ελέγχου είναι ένας πρωτεύων στόχος για κάθε στρατιώτη στον πόλεμο σήμερα. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την αποδυνάμω ση της συνακόλουθης απειλής σχετικά με τη σύγκρουση των υπερ
δυνάμεων, προβλέπεται ότι οι μελλοντικές συγκρούσεις26 θα έχουν τη μορφή αυτού που εύστοχα έχει χαρακτηρίσει ο
Manuel Castells
ως «στιγμιαίο πόλεμο».27 Με αυτόν εννοούνται σχετικά σύντομες συ μπλοκές (εκτός από περιπτώσεις εμφυλίων πολέμων, που είναι προ βληματικές για ευνόητους λόγους), με επιχειρήσεις διάρκειας λίγων μόνο ημερών ή εβδομάδων, όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες (ή άλλες δυνάμεις του ΝΑΤΟ καύή των Ηνωμένων Εθνών) κερδίζουν λόγω
•
της εξαιρετικής υπεροχής των στρατιωτικών δυνάμεών τους. Αυτό σημαίνει ότι ο πόλεμος δε θα απαιτεί πλέον επιστράτευση του πληθυσμού (τουλάχιστον όχι στην επικράτεια των Μεγάλων Δυνά μεων, όπου ο στόχος είναι να διεξάγουν «καθαρό πόλεμο», που ση μαίνει ότι ο δικός τους πληθυσμός θα παραμένει άθικτος). Η διε ξαγωγή του πολέμου θα βασίζεται σε σχετικά μικρούς αριθμούς ε παγγελματιών στρατιωτών, πιλότων και τμημάτων υλικοτεχνικού εφο
διασμού. Αυτό αντιπροσωπεύει μια αλλαγή στο στρατό προς αυτό που έχει αποκληθεί «στρατιώτες της γνώσης»,28 ένας όρος που υ πογραμμίζει τον καταλυτικό ρόλο του εξειδικευμένου προσωπικού όχι σε άοπλη μάχη ή ακόμα και σε ανταλλαγή πυρών αλλά στη δια χείριση περίπλοκων και εξελιγμένων ηλεκτρονικών εργαλείων, ό πως το εξελιγμένο πολεμικό αεροσκάφος, τα συστήματα επιτήρη σης και οι τεχνολογίες πλοήγησης.
•
Μεγάλη προσοχή δίνεται στη «διαχείριση της κοινής γνώμης» στο εσω
τερικό και, στην πράξη, σε όλο τον κόσμο. Αυτό είναι ιδιαίτερα πιε στικό στα δημοκρατικά κράτη, όπου η κοινή γνώμη είναι ένας ση
μαντικός παράγοντας στην πολεμική επιχείρηση29 και μια γνήσια α νησυχία για τους στρατιωτικούς ηγέτες συνιστά μια συντονισμένη
εγχώρια αντίδραση κατά του πολέμου, εφόσον αυτό μπορεί να επη ρεάσει σοβαρά την πολεμική ικανότητα των δυνάμεών τους. Επι πλέον, είναι ευρέως διαδεδομένο ότι το κοινό θα αντιδράσει σε «λαν θασμένες εικόνες» (δηλαδή σε αιματοβαμμένα πτώματα περισσότε ρο παρά σε «χτυπήματα ακριβείας σε νόμιμους στόχους»). Αναπό φευκτα αυτό προτρέπει τους στρατιωτικούς ηγέτες στον προσεκτικό
σχεδιασμό και στη διαχείριση των πληροφοριών σχετικά με τον πό λεμο, αν και παράλληλα πρέπει να γίνουν επίπονες προσπάθειες για να αποφευχθεί η κατηγορία της λογοκρισίας, αφότου αυτή πραγμα τοποιείται σε δημοκρατικές χώρες που έχουν «ελεύθερα μέσα» και υ πονομεύει την αξιοπιστία των αναφορών. Επομένως η «διαχείριση της κοινής γνώμης» πρέπει να συνδυάζει τρόπους που να εγγυώνται μια συνεχ1Ί ροή της κάλυψης από τα μέσα ενημέρωσης η οποία να είναι θετική και φαινομενικά ελεύθερα συγκεντρωμένη από ανεξάρ τητα ειδησεογραφικά πρακτορεία. Η κάλυψη του πολέμου στον Περ σικό Κόλπο το
1991
μπορεί να θεωρηθεί απόδειξη της «διαχείρισης
της αντίληψης» πρώτης κατηγορίας, εφόσον κατάφερε να ελκύσει την προσοχή των μέσων μαζικής ενημέρωσης, ενώ στην ουσία ήταν
προσανατολισμένη. 30 Σε αυτό το βαθμό, η επισήμανση του Jean Baudrillard ότι «Ο Πόλεμος του Κόλπου δεν έγινε ποτέ»3 1 είναι σωστή, καθώς η κάλυψη από την τηλεόραση και τα άλλα μέσα είχε υποστεί κατάλληλη επεξεργασία από τους στρατιωτικούς συμμάχους.
•
Ο Πόλεμος της Πληροφορικής διεξάγεται με τη χρήση εξαιρετικά ε
ξελιγμένων τεχνολογιών. Αυτό είναι προφανές στις Ένοπλες Δυ νάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών, που έχουν μαζικούς πόρους (ο προϋπολογισμός της άμυνας των ΗΠΑ, σε τρέχουσες τιμές, ξεπερ
νά τα τριακόσια δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο και είναι με γαλύτερος από αυτόν του συνόλου κάθε επίδοξου εχθρού και ου
δέτερης χώρας). 32 Θα αναφέρουμε μόνο μία ένδειξη αυτού : περί που το ένα τρίτο του προϋπολογισμού των εξοπλισμών του βρε τανικού Υπουργείου Αμύνης (τώρα περίπου εννέα δισεκατομμύ ρια στερλίνες το χρόνο) διοχετεύεται στα «Συστήματα Εντολών και Πληροφορικής». 33 Όταν προστεθεί και η δαπάνη για τα «Οπλι κά και Ηλεκτρονικά Συστήματα», τότε αναλογεί περισσότερο από
το ήμισυ του προϋπολογισμού. Ίσως, κι αυτό δε μας προξενεί έκ πληξη, το Υπουργείο Αμύνης δαπανά όλο και μεγαλύτερα ποσά α πό το συνολικό προϋπολογισμό για τεχνολογίες παρά για το προ σωπικό.34 Πρέπει να σημειωθεί ότι πολλές από αυτές τις προηγμέ νες τεχνολογίες υιοθετούνται από άλλα κράτη, κυρίως εξαιτίας του
ιδιαίτερα aνθηρού εμπορίου εξαγωγής όπλων και του συγκριτικά χαμηλού κόστους εισαγωγής για τους αγοραστές. Για το λόγο αυ τό, πολλές χώρες, κυρίως στη Μέση και την Άπω Ανατολή, έχουν πρόσβαση στις τεχνολογίες καταστροφικών όπλων.
•
Οι τεχνολογίες του κυβερνοπολέμου είναι εξ ολοκλήρου βασισμέ νες στην πληροφορική. Τώρα μπορούμε να μιλάμε ακόμα και για την ψηφιοποίηση του πεδίου μάχης, αν και η χρήση της πληροφο
ρικής εξαπλώνεται σε όλο το πεδ ίο των εντολών και του ελέγχου. 35
•
Ο Πόλεμος της Πληροφορικής δεν απαιτεί την επιστράτευση των πολιτών ή της βιομηχανίας. Βασίζεται στην εκμετάλλευση των πιο προωθημένων στοιχείων των βιομηχανικών καινοτομιών για στρατιω
•
τικούς σκοπούς - για παράδειγμα, της ηλεκτρονικΊΊς, της επιστήμης των υπολογιστών, των τηλεπικοινωνιών και της αεροναυπηγικής. Ο Πόλεμος της Πληροφορικής, για διάφορους λόγους, απαιτεί σχο λαστικό σχεδιασμό, αλλά είναι ένας σχεδιασμός για ευελιξία στην α ντίδραση, σε αντίθεση με τα περίπλοκα και δυσκίνητα σχέδια της περιόδου του Βιομηχανικού Πολέμου. Στις μέρες μας τεράστιες πο σότητες πληροφοριών, σε συνδυασμό με την ενσωμάτωση του λο
γισμικού στα όπλα, τροφοδοτούν τον πολύπλοκο σχεδιασμό του πο λέμου , που δίνει προτεραιότητα «στην κινητικότητα, στην ευελιξία
και τη γρήγορη αντίδραση>> . 36 Η θεωρία των παιγνίων, οι προσο μοιώσεις (χρησιμοποιώντας συχνά ανεπτυγμένες τεχνικές του βί ντεο) και η παραγωγή συστημάτων αποτελούν αναπόσπαστο μέ
ρος του Πολέμου της Πληροφορικής. Το ίδιο ισχύει και για το σχε
διασμό αντιμετώπισης έκτακτων καταστάσεων. 37
•
Τέτοια είναι η πολυπλοκότητα αυτού του σχεδιασμού για ευελιξία,
που πολλές πλευρές του Πολέμου της Πληροφορικής είναι από πριv προγραμματισμένες, ως εκ τούτου δεν είναι πια στα χέρια του πραγ ματικού πολεμιστή. Όπως το θέτει ένας διευθυντής του Πανεπι στημίου Εθνικής Αμύνης των Ηνωμένων Πολιτειών, τώρα αλλά και στο μέλλον «πολλές αποφάσεις θα είναι πλήρως αυτοματοποιημέ
νες».38 Εν μέρει αυτό αποτελεί ανταπόκριση στην απαίτηση για τα χύτητα δράσης στο σύγχρονο πόλεμο -παραδείγματος χάρη, όταν εκτοξευθεί ένας πύραυλος, ο ανασχετικός πύραυλος που έχει σχε
διαστεί για να ανακόψει την πορεία του και να τον καταστρέψει πρέπει να απελευθερωθεί το συντομότερο δυνατόν, κάτι που οι υ πολογιστές μπορούν να καταφέρουν γρηγορότερα από τους αν
θρώπους.39 Έτσι, η κρίση και η ευθύνη μεταφέρονται από τα χέρια του στρατιωτικού προσωπικού στις τεχνολογίες.
Ο πόλεμος του Περσικού Κόλπου , διάρκειας πέντε εβδομάδων, τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο του
Πόλεμος της Πληροφορικής».
40
1991, έχει ορθιΟς αποκληθεί «Ο πριΟτος
Η «Καταιγίδα της Ερήμου» κατέδειξε
τα περισσότερα από τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά: τη μικρή έως μηδαμινή απειλή για τους πολίτες του μεγάλου πρωταγωνιστή (των Ηνω μένων ΠολιτειιΟν), την προσεκτική οργάνωση για τη διευκόλυνση της ο γκιΟδους μετακίνησης των ΣυμμαχικιΟν Δυνάμεων (500.000 στρατιιΟτες οι περισσότερες από τις δυνάμεις αυτές δεν ήταν μάχιμες, αλλά σχετίζο νταν με την υλικοτεχνική υποδομή του στρατεύματος, και οι περισσότε ροι στρατιιΟτες δεν αντάλλαξαν πυρά απευθείας με τον εχθρό), τη μετα φοριά υλικού για χιλιάδες μίλια στο πεδίο της μάχης, διατηριΟντας πα ράλληλα μια ευελιξία αντίδρασης, που εκφράστηκε με μια εκπληκτική ταχύτητα προέλασης στην έρημο του Κουβέιτ,41 και τη λεπτομεριΟς δια χειριζόμενη «φιλική προς τα μέσα» κάλυψη σε ό,τι έχει χαρακτηριστεί ως
το «Πιο επικοινωνιακό γεγονός στην έως τιΟρα ανθριΟπινη ιστορία».42 Οι δυτικές δυνάμεις μεσολάβησαν σε αυτή την περιφερειακή διαμά χη επειδή υπήρχε μια υποβόσκουσα απειλή για την πρόσβασή τους στις προμήθειες πετρελαίου, καθιΟς και λόγω της επιθετικότητας του Σαντάμ Χουσε'ίν προς το Κουβέιτ και τους κατοίκους του, που εκφράστηκε με την εισβολή του σε αυτό. Φαίνεται ότι το οικονομικό κίνητρο ήταν απο
φασιστικής σημασίας, καθιΟς υπήρχαν την ίδια εποχή μαρτυρίες για χει ρότερη κακοποίηση πληθυσμιΟν στην πριΟην Γιουγκοσλαβία, εντούτοις οι Μεγάλες Δυνάμεις ήταν διστακτικές, αμφιταλαντεύονταν και τελικά
με καθυστέρηση αποφάσισαν να εμπλακούν εκεί. 43 Οι Συμμαχικές Δυνάμεις ήταν ανυπέρβλητα καλύτερα εφοδιασμένες
και προετοιμασμένες από τις ιρακινές. 44 Οι συνέπειες αντικατοπτρίζονται στις αντίστοιχες απιΟλειες: γύρω στους 300 στρατιιΟτες στην αμερικανική και τη βρετανική πλευρά,
30.000 έως 60.000 στην αντίπαλη πλευρά· πολ
λοί από αυ:τούς πέθαναν, έχοντας αντέξει σαράντα δύο μέρες πολέμου, α πό τον «Τουρκικό Τουφεκισμό» καθιΟς τρέπονταν σε φυγή πίσω στο Ιράκ, στο δρόμο για τη Βασόρα. Στον εν λόγω πόλεμο έχει υπολογιστεί ότι ο ό γκος των βομβιΟν που ερρίφθησαν ήταν μεγαλύτερος από τον aντίστοιχό
του καθ' όλη τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. 45 Η «Καταιγίδα της Ερήμου» ήταν η πειστική απόδειξη της «τεχνοπο
λιτικής προσέγγισης της μάχης» του Πολέμου της Πληροφορικής,46 από τα μαχητικά βομβαρδιστικά Στελθ, τις κατευθυνόμενες με λέιζερ βόμβες και τους πυραύλους Πάτριοτ, που προσπάθησαν να αναχαιτίσουν τους πυραύλους Σκουντ που εκτοξεύθηκαν από το Ισραήλ και τη Σαουδική
Αραβία,47 διαμέσου του «μεγαλύτερου και πιο ολοκληρωμένου συστήμα-
233
... •,
τος
C3148 που οργανώθηκε ποτέ [...] όχι μόνο για να συνδέει τις αμερικα
νικές δυνάμεις στον Περσικό αλλά και να διατηρήσει τις βάσεις στις IlliA,
την κυριαρχία της Ουάσιγκτον και τις άλλες συμμαχικές δυνάμεις». 49 Όπως σημείωσε ένας aνταποκριτής του
Econonlist στον επίλογό του:
Το κλειδί όμως ήταν το πλεονέκτημα της πληροφορίας, το οποίο παρεχόταν από ένα επικοινωνιακό δίκτυο που συνέδεε δορυφόρους, αεροσκάφη ανα γνώρισης, σχεδιαστές, αρχηγούς, τανκ, βομβαρδιστικά, πλοία και άλλα πολ λά. Διευκόλυνε τους συμμάχους να τα έχουν όλα: παρακολούθηση, προσα νατολισμό, απόφαση και δράση, ταχύτατες αντιδράσεις που κόβουν την α νάσα και οδηγούν σε κάποιο είδος συνεχούς χρονικής υπερφαλάγγισης. Μια εντελώς νέα τάξη στην πολεμική αεροπορία: μια λίστα εκατοντάδων στό χων για χιλιάδες πτήσεις αναπαραγόταν κάθε εβδομήντα δύο ώρες και θα ανανεωνόταν ακόμα κι όταν το αεροσκάφος βρισκόταν στον αέρα. Τα μά
τια των ιρακινών ραντάρ τυφλώθηκαν, τα ασύρματα νεύρα κόπηκαν. 50
ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ, ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Η προετοιμασία για τον πόλεμο έχει αποσπάσει τεράστια κρατικά κον δύλια και συναφή έρευνα και ανάπτυξη. Επίσης έχει διαμορφώσει δυ ναμικά τη σύσταση και την ανάπτυξη των τεχνολογιών της πληροφορι κής και της επικοινωνίας και έχει καλλιεργήσει την ανάπτυξη ενός πο λιτισμού που βασίζεται στον έλεγχο και την εποπτεία. Όπως παρατήρησε η Βρετανική Επιτροπή Αμύνης της Βουλής των Κοινοτήτων, τα ποσά που δαπανώνται για τις Ένοπλες Δυνάμεις «αντι
προσωπεύουν σε κάθε επίπεδο ένα τεράστιο πρόγραμμα άμεσης αγοράς αγαθών και εξοπλισμού από τη βιομηχανία, το οποίο έχει σαφώς ένα ση μαντικό αντίκτυπο στη βρετανική βιομηχανία και τον εξοπλισμό».51 Πιο πρόσφατα το Υπουργείο Αμύνης βεβαίωσε ότι «είναι ο μεγαλύτερος πε λάτης της βρετανικής βιομηχανίας». 52 Βάσει ακαδημa·ίκών εκτιμήσεων, πάνω από το 12% της παραγωγής της βρετανικής βιομηχανίας εξαρτά ται από τις αμυντικές δαπάνες. Ωστόσο ο αριθμός αυτός ωχριά μπρο στά στο 37% της βρετανικής μηχανικής παραγωγής που βασίζεται στις στρατιωτικές αγορές. 53 Αν και η βιομηχανική παραγωγή δεν είναι συ νώνυμη των τεχνολογιών της πληροφορικής και της επικοινωνίας, σε αυτή τη σφαίρα είναι συγκεντρωμένες οι νέες τεχνολογίες και, επιπλέον, αποβαίνουν όλο και περισσότερο το κυρίαρχο συστατικό της. Επεξη γηματικό αυτού είναι το γεγονός ότι μόνο δύο επιμέρους τομείς της μη χανικής -η διαστημικtΊ και η ηλεκτρονική- απορροφούν πάνω από το
234
μισό της επιχορήγησης των συνολικών αμυντικών δαπανών.54 Σε αυτούς τους συγγενείς χώρους βρίσκει κανείς τους πιο εξελιγμένους τύπους των τεχνολογιών της πληροφορικής και της επικοινωνίας. Μια τέτοια στρατιωτική ηγεμονία θα πρέπει απαραιτήτως να ασκεί κυρίαρχη επιρροή στην κατεύθυνση της έρευνας, της ανάπτυξης και της εκμετάλλευσης των νέων τεχνολογιών
-
και, ως εκ τούτου , στη μορφή
της τεχνολογικής και οικονομικής ανάπτυξης γενικότερα. Το €)11;ρατιω
τικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα επιβάλλει μια δυναμική συλλογικού και στρατιωτικού συμφέροντος, που διαστρεβλώνει και διαφθείρει οικονο μικές και κοινωνικές προτεραιότητες μέσα από διαδικασίες οι οποίες σπα νίως βλέπουν το φως της δημόσιας έρευνας. 55 Μπορεί να υποστηριχθε~ για παράδειγμα, ότι οι μεγάλες δαπάνες για την άμυνα τείνουν να υπονομεύσουν την οικονομική ανταγωνιστικότη
τα. Ο λόγος γι' αυτό έγκειται στο γεγονός ότι τα κονδύλια για την έρευ να και την ανάπτυξη (Ε&Α) δεν προέρχονται από τον πολιτικό τομέα αλλά από τις στρατιωτικές εφαρμογές και έχουν ελάχιστη εμπορική χρή ση. Έτσι, η ηλεκτρονική είναι ο πιο εντατικός τομέας της Ε&Α στη βρε
τανική οικονομία, αφού απορροφά το 30% της συνολικής χρηματοδό τησης για Ε&Α. Όμως το 45% αυτών των κονδυλίων αντλείται από την κυβέρνηση, κυρίως από το Υπουργείο Αμύνης, ενώ τα δύο τρίτα των σχε
τικών ερευνών της Ε&Α σχετίζονται με την άμυνα. 56 Ενώ αυτές οι δυ σανάλογες χρηματοδοτήσεις οδήγησαν στην τεχνολογική ανάπτυξη για στρατιωτικούς σκοπούς, είναι δύσκολο για τις εταιρείες τις συμβεβλη μένες με το στρατό να μεταφέρουν την τεχνογνωσία τους σε προ"ίόντα και αγορές για πολιτική/εμπορική χρήση, με αποτέλεσμα η δραστηριό
τητα της οικονομίας να είναι σαφώς μειωμένη και aποδυναμωμένη από το στρατιωτικό εφιάλτη . Το να αμφισβητεί κανείς την κατεύθυνση των δαπανών για Ε&Α δε συνεπάγεται απλώς να αναρωτιέται για τις επιπτώσεις στην οικονομική ανταγωνιστικότητα και αποδοτικότητα. Καλείται επίσης να αντιμετωπί σει την κοινή πεποίθηση ότι οι τεχνολογίες είναι προ- ή παρα-κοινωνικά φαινόμενα, τα οποία η «κοινωνία» μπορεί να επιλέξει αν θα χρησιμο
ποιήσει καλώς ή κακώς. Ένα χαρακτηρ ιστικό παράδειγμα είναι οι χρή σεις των υπερ-υπολογιστών για το σχέδιο «Πρωτοβουλία Στρατηγικής Άμυνας» (SDI),* που διήρκεσε από το 1983 ως το 1993 και διαμορφώ θηκε από τις στρατιωτικές απαιτήσεις για μηχανές που θα επιτρέπουν α-
*Γνωστό και ως «Πόλεμος των Άστρων». (Σ.τ.Ε.)
235
l πομίμηση και έλεyι..ο σε πραγματικό χρόνο εξαιρετικά περίπλοκων συ στημάτων. Μια τέτοια ανάπτυξη δεν έχει καθαρές πολιτικές/εμπορικές εφαρμογές, ούτε και τα επιπλέον προγράμματα εκατό εκατομμυρίων λι ρών για την κατασκευή πυραύλων Τρίντεντ και Τόμαχοκ. Με αυτές τις μεθόδους οι ιδιαίτερες ανάγκες και προτεραιότητες του στρατού βρί σκονται σε πλεονεκτική θέση, ενώ άλλες εφαρμογές παραμερίζονται, ε κτοπίζονται και υποτιμώνται. Οι προτεραιότητες του στρατού βρίσκονται, επομένως, στον πυρήνα
της Επανάστασης της Πληροφορικής και, όπως άλλοι κοινωνικοί και οι κονομικοί πόροι, η εκπαίδευση υποτάσσεται σε αυτές. Χρειάζεται κατάλ ληλα εξειδικευμένο και ικανό προσωπικό για να αναπτύσσει, να διατη ρεί και να θέτει σε λειτουργία εξελιγμένα οπλικά συστήματα. Αυτό ση μαίνει ότι ο στρατός επιλέγει ένα μεγάλο αριθμό από τους καλύτερους
φοιτητές για τις επιχειρήσεις του. Έχει σημειωθεί ότι, αν υπολογιστεί ο αριθμός των απασχολουμένων στο Υπουργείο Αμύνης και της χρηματο δότησης για Ε&Α στην ιδιωτική βιομηχανία, «περισσότεροι από το 30% όλων των εξειδικευμένων επιστημόνων και μηχανικών της Βρετανίας α
πασχολούνται στον αμυντικό τομέα». 57 Επίσης, υποστηρίζεται ότι «Οι ευ φυέστεροι και οι καλύτεροι>> απόφοιτοι των Πανεπιστημίων τείνουν να απορροφώνται στη στρατιωτική Ε&Α,58 φιλοδοξώντας να εργαστούν «σε προγράμματα τόσο προωθημένα, που βρίσκονται στα πρόθυρα του μέλ
λοντος».59 Ο Joseph Weizenbaum περιγράφει την πορεία «επιθυμητών» αποφοίτων του Πανεπιστημίου του: Οι μαθητές που έρχονται να μελετήσουν στα εργαστήρια τεχνητής νοrjμο σύνης (Ί'Ν) του ΜΙτ
[...]ή
σε άλλα τέτοια εργαστήρια στις Ηνωμένες Πολι
τείες θα έπρεπε να αποφασίσουν πώς θέλουν να αξιοποιήσουν το ταλέντο
τους χωρίς να παρασύρονται από τις επιδοκιμασίες. Θα έπρεπε να ξεκαθα ριστεί ότι μετά την αποφοίτησή τους οι περισσότερες από τις εταιρείες για τις οποίες θα δουλέψουν, και ειδικά αυτές που θα τους εντάξουν στο δυνα μικό τους, είναι αυτές που , περισσότερο από τις υπόλοιπες, αναζητούν α κόμα πιο γρήγορους και πιο αξιόπιστους τρόπους για να σκοτώνουν ακόμα περισσότερους ανθρώπους.
[... ]Όποιοι ευφημισμοί κι αν χρησιμοποιούνται
για να περιγράψουν τα σχέδια μαθητών των εργαστηρίων ΤΝ, η πιθανότη τα ότι η εφαρμογή της έρευνάς τους θα εξυπηρετήσει αυτόν ή παρόμοιους
στρατιωτικούς σκοπούς είναι συντριπτική . 60 Η στρατιωτική έρευνα μπορεί επίσης να επιφέρει σημαντικές συνέ
πειες στην ακαδημα·ίκή ελευθερία και την απρόσκοπτη επικοινωνία της διανόησης. Σύμφωνα με την άποψη του David Dickson, η στρατιωτική
υποστήριξη «είναι η ρίζα ενός νέου φαουστικού παζαριού που προσφέ ρεται στα Πανεπιστήμια: όσο περισσότερα χρήματα παρέχονται για τη
βασική επιστήμη, τόσο πιο προετοιμασμένοι είναι να δεχτούν περισσό τερους ελέγχους στα πορίσματα των επιστημόνων τους». 61 Έτσι, στις Η νωμένες Πολιτείες ένας αναπληρωτής διευθυντής της CIA εξέφρασε τις ανησυχίες του ότι η «άκριτη δημοσίευση» των αποτελεσμάτων έρευνας σε ακαδημα·ίκά έντυπα «θα μπορούσε να ζημιώσει ίσως την εθνική α σφάλεια». Οι ακαδημα·ίκοί στο πεδίο της πληροφορικής, υποστήριξε, θα έπρεπε να γνωστοποιούν τα «ευαίσθητα» σημεία των ερευνών τους στην κυβέρνηση, έτσι ώστε να υποβληθούν σε εξέταση πριν από τη δημοσίευ ση, όπως γίνεται ήδη στο χώρο της κρυπτογραφίας. 62 Το μήνυμα εδώ εί ναι σαφές: αν οι ακαδημα·ίκοί επιζητούν επιχορήγηση για τις έρευνές τους, τότε θα πρέπει να γίνουν συνήγοροι των στρατιωτικών στρατηγικών.
Η ΑΙΜΑΤΟΒΑΜΜΕΝΗ ΠΛΕΥΡΑ
Αν οι τεχνολογίες της πληροφορικής και της επικοινωνίας αποτελούν το σημείο καμπής της «προόδου», τότε η στρατιωτική τους εκδοχή είναι η αιματοβαμμένη πλευρά τους. Ο πόλεμος και η προετοιμασία γι' αυτόν ήταν το πιο θεμελιώδες κίνητρο για την ανάπτυξη των νέων τεχνολο γιών. Όπως ωμά αναφέρει ένας σχολιαστής, «η ηλεκτρονική είναι ο λό γος για τον οποίο γίνεται ο πόλεμος». 63 Μπορεί να αναρωτηθεί κανείς αν ο πόλεμος απασχολεί την ηλεκτρονική. Οι επικοινωνιακές τεχνολογίες μέσω των υπολογιστών είναι σημα ντικές σε ολόκληρο το ρεπερτόριο του σύγχρονου στρατιωτικού εξοπλι σμού: στρατηγικοί και τακτικοί πυρηνικοί πύραυλοι, «συστήματα προ ειδοποίησης και ελέγχου αέρος» (Α WACS), πύραυλοι εδάφους-αέρος, η λεκτρονικά μέτρα, συστήματα επικοινωνίας στο πεδίο της μάχης, κατα σκοπευτικοί δορυφόροι κ.ά. Είτε στην περίπτωση του στρατιώτη του πεζικού, που είναι εξοπλισμένος με φορητό υπολογιστή, επιθετικό του φέκι, συσκευές όρασης για τη νύχτα και φορητούς πυραύλους, είτε στην περίπτωση αυτών που προβαίνουν σε ταχεία ανάλυση πληροφοριών συ γκεντρωμένων από μη επανδρωμένους ανιχνευτές (δορυφόροι, βομβη τές, ηλεκτρονικοί κοριοί κτλ.) , για να εκτοξευτούν στη συνέχεια πύραυ λοι Κρουζ σε επιλεγμένους στόχους, η κεντρική σημασία των επικοινω νιακών τεχνολογιών μέσω υπολογιστών είναι αναπόφευκτη.64 Οι πύ ραυλοι Έξοσετ, για παράδειγμα, οι οποίοι ήταν τόσο καταστροφικοί κα τά τη διάρκεια του πολέμου στα Φόκλαντ το 1982, ήταν «έξυπνα» όπλα, τα
οποία περιείχαν τόσο εξελιγμένη τεχνολογία, που ο χρήστης μπορούσε «να πυροβολεί και να ξεχνά». Η ταχύτητά τους, το βεληνεκές τους, η α κρίβειά τους και η ικανότητά τους να περνούν ξυστά από το στόχο τούς
κατέστησαν πρακτικά «άτρωτους» στην άμυνα του εχθρού. Τα υποστηρικτικά και ενσωματωμένα ηλεκτρονικά συστ·ήματα όπλων είναι όλο και περισσότερο απαραίτητα δίκτυα εντολής, ελέγχου, επικοι νωνιιbν και πληροφοριιbν
(C31).
Αυτά είναι σημαντικά για τη διατήρη
ση αυτιbν που έχουν ονομαστεί «καθεστιbτα πληροφόρησης» 65 σε περίο δο ειρήνης και σε περίοδο πολέμου. Σε περιόδους ειρήνης χρησιμοποι
ούνται για στρατιωτικές καθημερινές υποθέσεις και οικονομικά, για να διευκολύνουν επικοινωνίες μικρής και μεγάλης εμβέλειας, για να παρα τηρούν και να αναλύουν τις ενέργειες του εχθρού ή των πιθανιbν εχθριbν. Σε συνθήκες πολέμου είναι ακόμα πιο απαραίτητα. Με ταχύτητα ανί χνευσης και αντίδρασης στο μέγιστο βαθμό στο σύγχρονο πόλεμο, εξαι τίας της ταχύτητας με την οποία μπορεί να εκτελεστεί οποιαδήποτε ε πίθεση, οι Ένοπλες Δυνάμεις δαπανούν δισεκατομμύρ ια δολάρια για
να βελτιιbσουν την ανίχνευση και τα στάδια επικοινωνίας των δικτύων άμυνάς τους. Μόνο οι πιο εξελιγμένοι υπολογιστές θα μπορούσαν να προσφέρουν οποιαδήποτε ελπίδα να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, και τα σχε τικά συστήματα υπολογιστιbν απαιτούν μαζικές επενδύσεις. Είναι τόσο
έντονη η πίεση για ταχύτητα αντίδρασης, ιbστε τα αμυντικά συμφέρο ντα αναζητούν τιbρα τρόπους για να περάσουν τις διαδικασίες λήψης α ποφάσεων των στρατιωτικιbν συμπλοκιbν μέσω υπολογιστή (για παρά δειγμα, αναπτύσσοντας προγράμματα «εκτόξευσης με προειδοποίηση» με τη βοήθεια εξειδικευμένων και ίσως εντελιbς αυτοματοποιημένων συ
στημάτων). «Δεν υπάρχει κάποιος τεχνολογικός λόγος», γράφει ο
Barnaby,
Frank
«γιατί ο πόλεμος δε θα έπρεπε να γίνεται πλήρως αυτοματο
ποιημένα, να διεξάγεται με μηχανές και πυραύλους μέσω υπολογιστιbν,
χωρίς την άμεση ανθριbπινη παρέμβασψ>.66 Στα στάδια αυτής της πορείας ο στρατός βασίζεται απόλυτα σε συ στήματα πληροφόρησης για τη διεξαγωγή των υποθέσεων του. Χωρίς τέτοιες επικοινωνίες, δομές ελέγχου και επιτήρησης, ο στρατός θα ήταν ανίκανος ακόμα και να εμπλακεί σε μάχη. Αυτή η εμπιστοσύνη οδήγη
σε τους στρατιωτικούς προγραμματιστές να συλλάβουν τη στρατηγική του «aποκεφαλισμού»: Αν η μια πλευρά στοχεύει να νικήσει σε μια πυ
ρηνική αναμέτρηση, τότε είναι αναποτελεσματικό να επιτεθεί σε σιλό πυραύλων ή σε στρατεύματα πεζικού, εφόσον είναι τόσο μεγάλα και διασκορπισμένα, που ένα ανταποδοτικό χτύπημα θα ήταν αναπόφευ κτο. Αντιθέτως, πρέπει να αποκλείσει και να καταστρέψει τα εχθρ ικά
στρατεύματα
C3I, ελπίζοντας
να καταστρέψει τις διασκορπισμένες δυ
νάμεις στην επακόλουθη αναταραχή. 67 Τα κράτη στις μέρες μας επιδιώκουν να αποκτήσουν πλεονέκτημα σε προηγμένες επικοινωνιακές τεχνολογίες μέσω υπολογιστών. Η μια πλευ ρά παράγει ηλεκτρονικά συστήματα καθοδήγησης αεροσκάφους, πεζι
κών και ναυτικών δυνάμεων, η άλλη αναπτύσσει ηλεκτρονικά μέτρα «μπλοκαρίσματος» αυτών των συστημάτων. Η πρώτη aνταποδίδει με α ντίμετρα, η δεύτερη με αντι-αντίμετρα και ούτω καθεξής. Με την ανά πτυξη της Πρωτοβουλίας Στρατηγικής Άμυνας (SDI) και της συμπλη ρωματικής Πρωτοβουλίας Στρατηγικού Υπολογισμού (SCI) όλη αυτή η
διαδικασία κατέληξε σε ένα τελικό συμπέρασμα. 68 Η υπόσχεση της «ευ φυούς μηχανικής» τεχνολογίας ήταν ότι θα συντόνιζε τα συστήματα μά χης, άμυνας και ελέγχου τόσο για επίγειους πολέμους όσο και για πιθα
νή αναμέτρηση στο διάστημα. Αυτές οι εξελίξεις δεν μπορούν να α γνοηθούν με την αιτιολογία της «κακ1Ίς εφαρμογής» της ουδέτερης ή καλοπροαίρετης τεχνολογικής προόδου. Θα υποστηρίζαμε ότι οι από λυτες εκφράσεις μιας πλ1Ίρους ορθολογιστικής και τεχνοκρατικής στά σης απέναντι στον κόσμο βρίσκονται στον πυρ1Ίνα των νέων τεχνολογιών.
ΣΓΡΑτΙΩτΙΚΗ ΠΑΡΑΚΟΛΟΎΘΗΣΗ
Το σύγχρονο κράτος, όπως υποστηρίζει ο της επιτήρησης:
J oel Kovel, λειτουργεί μέσω «0 τεχνοκράτης κοιτά ερευνητικά έξω από τον πύργο
του, στέλνει δορυφόρους-δολοφόνους, εξοπλίζει τις μυστικές του υπη
ρεσίες, παρακολουθεί τον Άλλο και αποσκοπεί στο να μάθει τα μυστικά
του αντιπάλου του πριν από αυτόν». 69 Το κράτος στις μέρες μας, υπο στηρίζει, «χαρακτηρίζεται από την ανάδυση της τεχνολογίας της παρα κολούθησης.[ ...] Η ηλεκτρονική παρακολούθηση μέσω υπολογιστών ο
δήγησε σε μια εντελώς νέα φάση κυριαρχίας».7° Οι διαδικασίες επιτή ρησης και μυστικών υπηρεσιών καθίστανται όλο και πιο αναγκαίες για το κράτος, και αυτό έχει βρει την πιο καθαρή του έκφραση στις δρα
στηριότητες της στρατιωτικής εντολής και του ελέγχου. Όπως ήδη αναφέραμε, η πληροφόρηση είναι σημαντική για τους στρα τιωτικούς φορείς και γι' αυτούς του ελέγχου . Καταγράφεται μια ακόρε στη δίψα για δεδομένα, πληροφορίες, γνώσεις και μυστικές πληροφο ρίες σχετικά με τους παράγοντες που επηρεάζουν τα «εθνικά συμφέρο
ντα». Συνέπεια αυτού ήταν η κατασκευή ενός μαζικού συστ1Ίματος αλ ληλοσυνδεόμενων τεχνολογιών για να παρακολουθούν καθημερινά και 2 39
εν συνεχεία να ανιχνεύουν γεγονότα και δραστηριότητες, π. χ., στρατιω τικές και πολιτικές δραστηριότητες ανά τον πλανήτη. Έτσι, η Εθνική Υ πηρεσία Ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών (NSA), που απασχολεί γύ ρω στα 70.000 άτομα, παρακολουθεί σήματα επικοινωνίας σε όλο τον κό
σμο.71 Το πετυχαίνει διαμέσου ενός εκτεταμένου ηλεκτρονικού δικτύου παρακολούθησης και διαμέσου «αυτών που θεωρούνται οι μεγαλύτεροι και πιο εξελιγμένοι υπολογιστές της εποχής μας σε οποιαδήποτε γραφειο
κρατία στον πλανήτη>>. 72 Στη Βρετανία η Διεύθυνση Επικοινωνιών
(GCHQ) στο Τσέλτεναμ απασχολεί γύρω στα νούς δεσμούς με την NSA. 73
5.000 άτομα και έχει
στε
Μαζί με τους υπολογιστές, οι δορυφόροι έχουν καταστεί ο κέντρικός μοχλός των δραστηριοτήτων επιτήρησης. Σύμφωνα με δύο σχολιαστές, ο στρατός έχει φτάσει σε ένα σημείο όπου «θα κουφαινόταν, θα βου βαινόταν και θα τυφλωνόταν σε περίπτωση που καταστρέφονταν οι δο
ρυφόροι του». 74 Αναγκαστικά αυτά τα συστήματα κρύβονται από την κοινή θέα, καθώς η μυστικότητα είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της προστασίας από τον εχθρό. Έτσι, δημιουργείται ένα ανώνυμο και ανέ
λεγκτο εθνικό και παγκόσμιο δίκτυο επιτήρησης και μετάδοσης μηνυ μάτων μεταξύ των φορέων της άμυνας. Όπως παρατήρησε ο Buπows:
William Ε. ,..._,
Το σύστημα που παρακολουθεί και ακούει τα πάντα είναι τόσο μυστικό -τό
σο σκοτεινό- που κανένα άτομο[ ... ] δεν ξέρει όλα τα κρυμμένα μέρη του. Το ίδιο ισχύει για τα προ'ίόντα που συλλέγει ή για την πραγματική έκταση της χρηματοδότησής του, που είναι ευρέως διασκορπισμένη, αλλά και συ
ντηρεί την όλη λειτουργία του εγχειρήματος. 75 Οι υπηρεσίες ασφαλείας θεωρούν ότι βρίσκονται σε μια κατάσταση συ νεχούς επίθεσης από εχθρούς και τρομοκράτες. Διαρκώς επιφυλακτικές ως προς τους κατασκόπους, εύκολα κυριεύονται από την υποψία και το φόβο των αποκαλύψεων, στοιχεία που ενδυναμώνουν την α-διαπερατό
τητά τους, τις απαλλάσσουν από το να λογοδοτούν στο κοινό και χρησι
μεύουν στο να διαβρώνουν τις δημοκρατικές αξίες και τη διακυβέρνηση.76 Τα επικοινωνιακά συστήματα μέσω υπολογιστών αποβαίνουν όλο και περισσότερο αναγκαία στις στρατηγικές για τα πυρηνικά. Τα πυρηνικά όπλα έφτασαν σε ένα επίπεδο «ωρίμανσης» κατά τη δεκαετία του 1960 και στο μεσοδιάστημα δεν έχουν υποστεί δραστικές αλλαγές (εκτός ίσως σε αριθμούς και κεφαλές). Παρ' όλα αυτά, αυτό που έχει αναπτυχθεί εί ναι η «κάθετη ενσωμάτωση» συστημάτων προειδοποίησης και ευφυtας
σε οπλικά συστήματα και η «οριζόντια ενσωμάτωση» διεσπαρμένων ση μείων στρατιωτικής κυριαρχίας σε μία και μοναδική κεντρική δομή κυ ριαρχίας. Τέτοιες στρατηγικές εξελίξεις εξαρτώνται, φυσικά, από την κα
τασκευή και τη διάρθρωση περίπλοκων δικτιJων ηλεκτρονικής επιτή ρησης και C31, που είναι σίγουρα <<η πιο σιJνθετη τεχνολογικά οργάνωση
η οποία κατασκευάστηκε ποτέ από άνθρωπο». 77 Οι στρατηγικές προ γραμματισμοιJ SDI και πυρηνικής επιτήρησης, αφοιJ εφαρμόστηκαν με γοργά βήματα για περισσότερο από δυο δεκαετίες, έφτασαν σε ένα ση μείο μαζικής και, όπως διέρρευσε, αποφασιστικής κλιμάκωσης. 78 Η SDI ήταν το απόλυτο σιJστημα C31, προορισμένο να συγκεντρώνει, να επε ξεργάζεται και να δρα βάσει πληροφοριών που εποπτειJουν πιθανώς χι λιάδες εκτοξειJσεις πυραύλων, δεκάδες χιλιάδες παραπλανητικών πυραύ λων. Βασίστηκε στην ατέρμονη και ακοιJραστη παρατήρηση των πιθα
νών εχθρών για να εντοπιστεί το παραμικρό σημάδι κινητοποίησής τους. Τα δίκτυα επιτήρησης της SDI και των υπολογιστών θα ήταν απαραίτη τα για να επιτελέσουν όλες αυτές τις λειτουργίες σχεδόν αμέσως και με α πόλυτη ακρίβεια, χωρίς το πλεονέκτημα της δοκιμής σε πραγματικές συν θήκες. Οι ανάγκες συγκέντρωσης πληροφοριών και επεξεργασίας τους που ικανοποιοιJσε αυτό το σιJστημα επιτήρησης και κατασκοπείας προ κάλεσαν έντονες ανησυχίες. Η SDI μπορεί να διακόπηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, αλλά στην πράξη μεταμορφώθηκε σε Οργανισμό Βαλλιστικών ΠυραιJλων Άμυνας και προσανατολίστηκε στην προστα σία από πιθανή επίθεση πυραιJλου. Ακόμα και σε αυτό το επίπεδο, φα ντάζει απίθανα φιλόδοξη η προσπάθεια να προστατευτοιJν οι Η νω μένε ς Πολιτείες από την, το συντομότερο δυνατόν, απόμακρη και αυτόματη ανίχνευση της εχθρικής κίνησης. Σε αυτή την εκδοχή, το σχέδιο του Πα νοπτικοιJ βρίσκει σίγουρα την πιο καθαρή του έκφραση . ΕντοιJτοις οι μηχανισμοί επιτήρησης δε στρέφονται μόνο εναντίον ε ξωτερικών εχθρών. Στην καταδίωξή της για εσωτερικοιJς «ανατρεπτι κοιJς», η βρετανική μυστική υπηρεσία ασφαλείας, η ΜΙ5, διαθέτει στο αρχηγείο της στο Μέιφερ ένα Τμήμα Υπολογιστών με δυνατότητα απο θήκευσης είκοσι εκατομμυρίων καταλόγων, με αρχεία για περίπου μισό εκατομμιJριο ανθρώπους και ένα δίκτυο διακοσίων τερματικών που έ
χουν πρόσβαση στον κεντρικό υπολογιστή. 79 Διαρροές και περιστασια κά δημοσιειJματα αποκάλυψαν ότι η παρακολοιJθηση ασκείται σε εργα τικά σωματεία, ακτιβιστές, εκπαιδευτικοιJς και δημοσιογράφους, καθώς
και σε αυτοιJς που μπορεί να θεωρηθοιJν ιJποπτοι. 80 Πρόσφατα ένας aποστάτης από την ΜΙ5 ισχυρίστηκε ότι παρακολουθοιJσε το τηλέφωνο του
Peter Mendelson και διατηροιJσε ένα λεπτομερές αρχείο της ιδιωτι-
κής του ζωής. 81 Επιπροσθέτως, η ΜΙ5 συνεργάζεται στενά με το Ειδικό Τμήμα της ΑστυνομLας, με αποτέλεσμα να επεκτεLνει το δLκτυο πληρο
φοριων της σε διεθνές επLπεδο. 82 Οι υπηρεσLες ασφαλεLας έχουν επLσης πρόσβαση, κατόπιν αιτήσεως, σε μια τεράστια αλυσLδα τραπεζικων δε δομένων, περιλαμβάνοντας τον Εθνικό Υπολογιστή της ΑστυνομLας, καταλόγους ΕφορLας, αρχεLα της
British Telecom* και δεδομένα από το
Υπουργείο ΥγεLας και Εθνικής ΑσφαλεLας. Στο όνομα της ασφάλειας, η κρατική επιτ1Ίρηση έχει καταστει ένα πανδημικό, Lσως και κανονιστικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης κοινω νίας. Σταδιακά επεκτάθηκε από τις μυστικές υπηρεσLες στις καθημερινές αστυνομικές δραστηριότητες. Αυτό υποβοηθήθηκε ιδιαLτερα από τη δι ευρυμένη χρήση των ηλεκτρονικων υπολογιστων εκ μέρους της αστυνο μίας, προωθωντας νέους τρόπους προληπτικής και «εκκαθαριστικής»
a-
στυνόμευσης. Καθως καθίσταται εφικτό να διατηρηθεί «μια ευρεLα βά ση δεδομένων που μπορεL να προστατεύεται ανέξοδα, εLναι συνετό αρ
χικά να θεωρούνται όλοι πιθανοL ύποπτοι>>. 83 Τέτοιες εξελίξεις μπορούν να ιδωθούν, σύμφωνα με τον Foucault, ως μέρος «μιας μη αναστρέψιμης συνεχούς ιστορικής διαδικασLας για όλο
και πιο εντατικό και εκτεταμένο κοινωνικό έλεγχο» . 84 Όπως το εLχε θέ σει ο πρωην διευθυντής της Μητροπολιτικής Βρετανικής Αστυνομίας σερ Κένεθ Νιούμαν, «θα ήταν καλύτερα αν σταματούσαμε να μιλάμε
για τη μείωση της εγκληματικότητας και θέταμε το όλο θέμα σε ένα υ ψηλότερο επLπεδο, που αντιπροσωπεύεται από τις λέξεις "κοινωνικός
έλεγχος".85 Παρ' όλα αυτά, εLναι ξεχωριστό το γεγονός ότι αυτές οι στρα τηγικές επιτήρησης και ελέγχου διαμορφωνονται στο στρατιωτικό μο ντέλο. Υπό την επήρεια των ηλεκτρονικων μεθόδων, «η αστυνομία ανα πτύσσει τις δράσεις της προς έναν πιο στρατιωτικό τρόπο όσον αφορά
στη λειτουργία της». 86 Έτσι, η στρατηγική aστυνόμευσης της «στόχευ σης και της παρακολούθησης», που συνεπάγεται δραστηριότητες επι τήρησης ωστε να «στοχεύει>> σε άτομα, ομάδες, τοποθεσLες ή περιοχές ει
δικού ενδιαφέροντος, προέρχεται από το στρατιωτικό μοντέλο. Αυτή η συλλογιστική αναπτύχθηκε από τον σερ Κένεθ Ν ιού μαν λόγω της πεί ρας του στα τέλη της δεκαετLας του 1970 ως διοικητή της αστυνομίας στο Άλστερ της Βόρειας Ιρλανδίας, όπου ο βρετανικός στρατός «είχε ορ γανωσει, υπό την καθοδήγηση του αντιστασιαστή θεωρητικού
Frank
Κitson, ένα τέτοιο σύστημα για τη συλλογή και την ανάλυση μυστικων
πληροφοριών». 87 Αντί να είναι μια ασυνήθιστη και εξαιρετική κατά σταση πραγμάτων, το στρατιωτικό μοντέλο των τεχνολογιών επιτήρησης, αλληλοσυνδεόμενα με συστήματα κυριαρχίας και ελέγχου, προσεκτικά κρυμμένο από την κοινή γνώμη, έχει καταστεί ένα ευρείας εφαρμογής
μοντέλο για στρατηγικές ελέγχου και αστυνόμευσης. 88
Η ΚΟΥΛΤΟΎΡΑ ΤΗΣ ΣnΑΤΙΩΤΙΙ<ΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ
Γιατί παρουσιάστηκαν όλες αυτές οι στρατιωτικές όψεις των τεχνολο γιών της πληροφορικής και της επικοινωνίας; Γιατί δόθηκε τόσο μεγά λη έμφαση στα δίκτυα στρατιωτικής εντολής, ελέγχου και επιτήρησης; Μήπως αυτά είναι μόνο ακραίες και άτυπες εφαρμογές των νέων τεχνο
λογιών; Γιατί να μην αφήσουμε αυτή την εξωστρατιωτική ειδίκευση σε αμυντικούς αναλυτές και δημοσιογράφους ερευνητές; Γιατί να μη δού με τη θετική πλευρά; Εμμένουμε στην κεντρική σημασία του στρατιωτικού παραδείγματος στο πλαίσιο της οικονομικής και κοινωνικής αναδόμησης που συντελεί ται στις μέρες μας. Ένας ικανός λόγος για την επιμονή μας είναι η σχε δόν ολοκληρωτική απώθηση του εν λόγω ζητήματος στη μεταβιομηχα νική και φουτουριστική μελέτη. Για τις περισσότερες εξέχουσες προσω πικότητες της Επανάστασης των Πληροφοριών ο πόλεμος και τα όπλα
φαίνονται να είναι απλώς ένας άλλος κόσμος, ένα άλλο σύμπαν. Όταν γίνεται αναφορά σε αυτά τα θέματα, πολύ περιστασιακά, τότε οι στρα τιωτικές τεχνολογίες της πληροφορικής και της επικοινωνίας θεωρού νται πανάκεια για τον πόλεμο και τη σύγκρουση. Το βιβλίο του Tom
Stonier The Wealth of Information* (1983)
προσφέρει μια παραδειγμα
τική απεικόνιση αυτής της λογικής. Σύμφωνα με τον
Stonier, η
κοινω
νία της πληροφορίας θα είναι «ένας κόσμος ειρήνης και πολλών πρω
τόγνωρων πραγμάτων στην καταγεγραμμένη ανθρώπινη Ιστορία». 89 «Ο πόλεμος», διαβεβαιώνει, «είναι ένας θεσμός υπό εξαφάνιση» : Ο aρχαίος θεσμός, που πρωτοπαρουσιάστηκε με την ανατολή των αρχαίων πολιτισμών, δεν καλύπτει πλέον κοινωνικές ανάγκες και εξαφανίζεται στη μεταβιομηχανική εποχή, όπως η δουλεία εξαφανίστηκε στη βιομηχανική ε ποχή. Η πρωταρχική κοινωνική ανάγκη για πόλεμο, η ανάγκη να μετακι-
* Ο Πλούτος τωv Πληροφοριών. (Σ.τ.Μ.) 243
-νηθούν μεγάλοι σε όγκο πληθυσμοL, ικανοποιείται πιο αποτελεσματικά με την τεχνολογική εφευρετικότητα και τη σχετική πληθυσμιακή σταθερότη
τα.90 Για τον
Stonier,
ο δεσποτισμός και η σuγκρουση θα υπονομευθούν
από τη γενική διαθεσιμότητα των επικοινωνιών και των πληροφορια κών πηγών. Κατά την άποψή του: Κανένας δικτάτορας δεν μπορεί να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστη
μα στην κοιyωνία της επικοινωνίας, καθώς η ροή των πληροφοριών δεν μπο ρεί πλέον να ελεγχθεί από το κέντρο. [... ]Η μείωση της απειλής πολέμου στη μεταβιομηχανική κοινωνLα, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη τάση προς τη συναινετική δημοκρατlα, εLναι αποτέλεσμα των εκτεταμένων επικοινωνια
κών δικτύων μας. 91 Στο βιβλίο του
The Mighty Micro (1979) ο Chήstopher Evans εξέφρα
ζε μια παρόμοια πίστη στην τεχνολογία. Η πεποίθησή του ήταν ότι η προ βλεπόμενη εξουσία του υπολογιστή θα απέτρεπε όλους τους επίδοξους φιλοπόλεμους. Γιατί όταν οι στατιστικές τροφοδοτούνται στο χωρίς συναίσθημα, aπολιτικό εσωτερι κό του υπολογιστή, αυτό που προκύπτει εLναι μια εκτίμηση όσο πιο αληθι νή και αντικειμενική μπορεL να γLνει από τα γεγονότα. Επιπλέον, κάθε φο ρά που τα δεδομένα περιλαμβάνουν αναμέτρηση μεταξύ πυρηνικών δυνά
μεων, το κατηγορηματικό μ1Ίνυμα που δίνεται -και στις δύο πλευρές- είναι:
Θα χάσετε! 92 Ο
Martin Libicki,
του Πανεπιστημίου Εθνικής Αμύνης των ΗΠΑ,
προβαίνει σε υποθέσεις χρησιμοποιώντας παρόμοια επιχειρήματα. Υπο στηρίζει ότι τα συστήματα «δυνητικής ή εικονικής πραγματικότητας» είναι ήδη διαθέσιμα για μια «προσομοίωση του πολέμου». Στη συνέχεια
αναρωτιέται: «Αν οι δύο πλευρές είναι αρκετά πολιτισμένες ώστε να
προσομοιώνουν τον πόλεμο, τότε γιατί να πολεμούν;»93 Η ίδια εμπιστο σύνη στους υπολογιστές και στις «υπερ-ευφυείς μηχανές» να προλαμ βάνουν πυρηνικό αφανισμό διαμόρφωσε την πεποίθηση του Ρόναλντ Ρέιγκαν ότι η SDI μπορεί να καταστήσει τα πυρηνικά όπλα ανίκανα και παρωχημ.ένα.94 Άρα ένας λόγος για να δοθεί έμφαση στις στρατιωτικές όψεις της πληροφορικής είναι να αντικρουστεί ο aυτάρεσκος και απατηλός τεχνο λογικός ουτοπισμός. Αλλά ο στόχος μας δεν είναι να διορθώσουμε α-
προσεξίες και παραλείψεις. Αντίθετα, θέλουμε να δημιουργήσουμε ένα ισχυρότερο θεωρητικό πλαίσιο για να τοποθετήσουμε το στρατιωτικό εγχείρημα στο επίκεντρο. Όπως ο Anthony Giddens υποστήριξε, η ση μασία του για τον έλεγχο των πηγών της εξουσίας (για εξουσία πάνω στους ανθρώπους) , ιδιαίτερα των μέσων βίας, θεμελίωσε τη θέση του
στρατού στην κοινωνική, την οικονομική και την πολιτική γένεση του έ θνους-κράτους. Ο Giddens επεξεργάστηκε το ευρύτερο επίπεδο εκβιο μηχάνισης ως σύνολο, για να καταδείξει ότι οι τεχνολογικές, διοικητι κές και οργανωτικές δομές διαμορφώθηκαν και επηρεάστηκαν έντονα από τις πολεμικές και αμυντικές ανάγκες. Αναπόσπαστα από αυτές τις
εξελίξεις είναι τα πλαίσια επιτήρησης και ελέγχου που παρακολουθούν τις κινήσεις των εξωτερικών εχθρών του εθνικού κράτους. Σταδιακά στράφηκαν στην παρακολούθηση των εθνικών πληθυσμών. Εν ολίγοις, έχει δημιουργηθεί μια γιγάντια πανοπλία πληροφοριών και επικοινω νιακών τεχνολογιών αφιερωμένων στην προετοιμασία και, αν είναι α ναγκαίο, στη διεξαγωγή του πολέμου. Δεν είναι ανάγκη να επικαλεστούμε τις θεωρίες συνωμοσίας και το Μεγάλο Αδελφό του Όργουελ για να εξηγήσουμε αυτές τις δραστη ριότητες παρακολούθησης και ελέγχου. Όπως παρατηρούν ο Nicholas
Abercrombie και οι συνεργάτες του, ένα μεγάλο μέρος της «ανάπτυξης του κρατικού μηχανισμού ενδεχομένως προέρχεται από αυτές τις ίδιες πιέσεις που αρχικά παρήγαγαν τα πολιτικά δικαιώματα». Σταδιακά η αναγνώριση των ατομικών δικαιωμάτων κατέληξε στην «ατομικότητα που [... ] οδηγεί σε μεγαλύτερη επιτήρηση και έλεγχο μεγάλων πληθυ
σμών».95 Αυτό που δεν μπορεί, πάντως, να αγνοηθεί είναι το γεγονός ό τι οι στρατιωτικές ανάγκες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του κράτους και των συστημάτων επιτήρησης, που είναι συστατικά του στοι
χεία. Όπως ισχυρίζεται ο Giddens, «η επιτήρηση ως ο κινητήριος μο χλός της διαχειριστικής δύναμης -διαμέσου της αποθήκευσης και του ε λέγχου της πληροφορίας- είναι το πρωταρχικό μέσο της συγκέντρωσης των εξουσιαστικών πόρων, οι οποίοι εμπλέκονται άμεσα στο σχηματι
σμό του έθνους-κράτους». 96 Η εφαρμογή της διοίκησης και του ελέγχου είναι συστατικά στοιχεία του κράτους. Η εξαιρετικά σημαντική και δύ σκολη συνέπεια αυτού είναι ότι οι «τάσεις προς την απολυταρχία είναι ένα τόσο διακριτό χαρακτηριστικό της εποχής μας όσο και ο βιομηχα νικός πόλεμος» . Ο δεσποτισμός είναι «μια διαστρεβλωτική ιδιότητα του σύγχρονου κράτους», που αναπτύσσεται από τη «συγκεντρωμένη πολι
τική δύναμη η οποία παράγεται από τη συγχώνευση των ανεπτυγμένων τεχνικών της επιτήρησης και της τεχνολογίας του βιομηχανοποιημένου 2 45
πολέμου». 97 Η σημαντικότερη πολιτική συμβολή του Giddens έγκειται στη θεώρησή του ότι «δεν υπάρχει κανένας τύπος έθνους-κράτους στο σύγχρονο κόσμο που να είναι εντελώς aπαλλαγμένος από τον κίνδυνο
να καταστεί αντικείμενο aπολυταρχικής εξουσίας». 98 Αυτή η θεώρηση των aπολυταρχικών τάσεων είναι πολύ πιο διορα
τική από την τυφλή εμπιστοσύνη των μελλοντολόγων στη λογική της τε χνολογικής προόδου και της διάδοσης της δημοκρατίας. Ακόμα και μια βιαστική ματιά στον περιβάλλοντα κόσμο δείχνει ότι από το να εμπι στευόμαστε την καλοπροαίρετη τεχνολογική εξέλιξη είναι προτιμότερο να αγωνιζόμαστε ενάντια στις aπολυταρχικές και καταπιεστικές τάσεις που παρατηρούμε στις ήδη υπάρχουσες τεχνολογίες. Ο πυρήνας της θέσης μας είναι ότι θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και ενήμεροι όσον αφορά στην ταυτόχρονη έλξη και απώθηση για τον τεχνολογικό ορθολογισμό και, σε τελική ανάλυση, για ό,τι θεωρείται λο γικό από τη φύση του . Οι τεχνολογίες του στρατού και του ελέγχου δε θα έπρεπε να εξαιρούνται. Αντίθετα, βρίσκονται στο κέντρο του προ
τάγματος του τεχνολογικού ορθολογισμού. Αν θέλουμε να διατηρήσου με -και ίσως να βοηθήσουμε να επιβιώσει- το τεχνολογικό πρόταγμα, τότε πρέπει να αντιμετωπίσουμε, αντί να aποκρύψουμε, τη σκοτεινή πλευρά του. Το στρατιωτικό σύστημα της τεχνολογίας δεν ήταν κάποιο τεράστιο ιστορικό τυχαίο γεγονός. Ήταν μια θεμελιώδης και σημαντική διάσταση της επιστημονικής, της τεχνολογικής και της βιομηχανικής α νάπτυξης.
Ο
Giddens ισχυρίζεται ότι η απολυταρχία είναι μια μεροληπτική τά
ση του σύγχρονου κράτους. Δεν ισχυρίζεται ότι όλα τα κράτη είναι ισό τιμα υπό αυτή την έννοια. Ούτε προτείνει ότι το οποιοδήποτε κράτος θα υποκύψει αναγκαστικά σε αυτό τον πειρασμό. Εντούτοις, λόγω της αλ
ματώδους ανάπτυξης του ηλεκτρονικού πολέμου και των τεχνολογιών
C3I, η
ο
απολυταρχική τάση καθίσταται όλο και περισσότερο πραγματική και όχι απλώς πιθανή. Σε αυτή την παγκόσμια στρατιωτική δομή έχου με ίσως την απόλυτη ολοκλήρωση της ορθολογικής και τεχνοκρατικής διάταξης της κοινωνίας. Εδώ ο εξουσιαστικός και ο διοικητικός έλεγχος συνενώνουν τις δυνάμεις τους στον ανταγωνισμό για την απόλυτη υπε ροχή. Η τεχνοκρατία είναι η πολιτική κυριαρχία, διαμορφωμένη από
την τεχνική και την εργαλειακή λογική, «ένα οργανωτικό είδος κυριαρ χίας, το πιο δυναμικό -σε υλικούς όρους- που έχει δει ποτέ ο κόσμος,
αλλά ταυτόχρονα αποτελεί το aπόστημα όλων αυτών» . 99 Μέσα σε μια τεχνοκρατική τάξη:
η λογική της μηχανής εγκαθίσταται στο πνεύμα του αφέντη. Εκεί μεταμορ
φώνεται σε «ελεύθερη αξιών» τεχνική λογικ11. Και η κρυμμένη σημασία της είναι η κυριαρχία, ακριβώς επειδή είναι κρυμμένη και μεταμφιεσμένη σε ε λεύθερη αξία. Έτσι, κυριαρχεί και ταυτόχρονα αρνείται ότι κυριαρχεί. Όσο περισσότερο κυριαρχε~ τόσο περισσότερο το αρνείται. Αν της δοθεί περισ σότερος χρόνος, είναι σε θέση να προκαλέσει την αρχή ενός «περιορισμέ
νου πυρηνικού πολέμου». 100 Στο πλαίσιο του τεχνοκρατικού προτάγματος, ακόμα και στο στρα τιωτικο-πυρηνικό μεσουράνημά του , «η ίδια η τεχνική όψη του κόσμου ενσαρκώνει την ουδετερότητα και την αντικειμενικότητα.
[...]Η τεχνική
όψη του κόσμου μυθοποιείται>>. 101 Οι έσχατοι στόχοι μένουν αδιαπραγ μάτευτοι, ο τεχνολογικός έλεγχος και η υπεροχή καθίστανται απόλυτη α ξία. Σε αυτό το «Πεντάγωνο της Εξουσίας», γράφει ο Lewis Mumford, δεν υπάρχει καμιά εμφανής παρουσία που εκδίδει διαταγές: σε αντίθεση
με το έργο του Θεού , οι νέες θεότητες δεν μπορούν να αντψετωπιστούν, πόσο μάλλον να αμφισβητηθούν ... Ο απώτερος στόχος αυτής της τεχνικής είναι να αντικαταστήσει τη ζωή, ή μάλλον να μεταφέρει τις ιδιότητες της ζωής στη μηχανή και στη μηχανική συλλογικότητα, επιτρέποντας έτσι στον οργανισμό να παραμένει, έτσι ώστε να μπορεί να ελεγχθεί και να χειραγω
γηθεί. 102 Στο αποκορύφωμά της, αυτή η στρατιωτική μετατόπιση της ζωής γί νεται κυριολεκτική και μεταφορική . Αυτό στο οποίο δίνουμε έμφαση εδώ είναι η κεντρική θέση που κα τέχει το στρατιωτικό πρόταγμα. Ερωτήματα σχετικά με την κοινωνικ1Ί
αξία των τεχνολογικών συστημάτων δεν μπορούν και δε θα απευθυνθούν μέχρι να προετοιμαστούμε για να αντιμετωπίσουμε με τη δέουσα προσο χή τη σημασία της στρατιωτικής επιστήμης και τεχνολογίας. Οι στρα τιωτικές τεχνολογίες είναι χαρακτηριστικές του οράματος του ολοκλη ρωτικού ελέγχου που έχει από καιρό εγκατασταθεί στον τεχνολογικό το μέα. Αποτελούν παράδειγμα «ενός συστήματος που εσκεμμένα εκμηδε νίζει την ανθρώπινη προσωπικότητα, αγνοεί την ιστορική εξέλιξη, επι
σκιάζει το ρόλο της ανθρώπινης ευφυtας και επιβάλλει την κυριαρχία στη φύση και, σε τελική ανάλυση, την κυριαρχία πάνω στον ίδιο τον άν
θρωπο και στις βασικές πτυχές της ζωής του».l03
2 47
--
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ
Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΩΣ ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ
Όπως σημειώσαμε στο τρίτο κεφάλαιο, αποτελεί κοινό τόπο στις μέρες μας να δίνεται έμφαση στη σημασία της εκπαίδευσης για την «Κοινψνία της πληροφορίας». Διάφοροι μελετητές, όπως ο
Drucker
και ο
Manuel Castells,
Robert Reich,
ο
Peter
και επιφανείς πολιτικοί ανά τον κόσμο
διατείνονται ότι η εκπαίδευση αποτελεί τη βασική προϋπόθεση της επι τυχίας -ακόμα και της επιβίωσης- σε αυτόν το νέο κόσμο. Οι πιο φιλό
δοξοι πολιτικοί (και οι πολιτικοί είναι φιλόδοξοι παντού) θεωρούν ότι για την επίτευξη των φιλοδοξιών τους είναι αναγκαίο να δουν στις χώρες τους να ευδοκιμεί ένα εκπαιδευτικό σύστημα υψηλής στάθμης, καθώς οι «συμβολικοί αναλυτές» καταλαμβάνουν τα ανώτερα στρώματα της εργα σιακής ιεραρχίας στον πληροφοριακό καπιταλισμό. Στο σύγχρονο κό σμο οι ικανότητες όπως η ανάλυση, η αντίληψη, ο σχεδιασμός και η ε πικοινωνία βρίσκονται στην κορυφή του συστήματος. Αν κάποια χώρα
επιζητεί να κατακτήσει ένα υψηλό ποσοστό αυτών των αμειβόμενων και καλοπληρωμένων θέσεων, τότε η χάραξη μιας συναφούς εκπαιδευτικής πολιτικής είναι αναγκαία για την εκπλήρωση των φιλοδοξιών της για ει ρήνη και ευημερία. Ακόμα και σε περιπτώσεις που οι χώρες έχουν λιγό τερο φιλόδοξους στόχους -και κάποιος μπορεί να υποθέσει ότι ελάχι στες είναι αυτές- πρέπει να αγωνιστούν για να παράγουν ένα εργατικό δυναμικό το οποίο να μπορεί να λειτουργήσει σε μια «δικτυακή κοινω
νία». Όμως και σε αυτή την περίπτωση απαιτείται ο επαναπροσδιορι σμός του εκπαιδευτικού συστήματος. Είτε με τον έναν είτε με τον άλλο τρόπο, η ικανότητα της εκπαίδευσης να παράγει το κατάλληλο είδος του «ανθρώπινου κεφαλαίου» είναι αποφασιστικής σημασίας. Επομένως εί ναι αναγκαία προτεραιότητα κάθε εγχειρήματος να ανταποκριθεί στις ευκαιρίες που προσφέρει η «εποχή της πληροφορίας». Δε φαίνεται να υπάρχει καμιά διαφυγή από το γεγονός ότι «στην παγκόσμια οικονομία του εικοστού πρώτου αιώνα οι ικανότητες, η εφευρετικότητα και η δη-
μιουργικότητα του εργατικού δυναμικού θα είναι αυτά που θα δώσουν στις επιχειρήσεις -και στα κράτη- την ανταγωνιστική τους όψη». 1 Οι σχολιαστές συχνά αντανακλούν τα παραπάνω στηριζόμενοι στις εκπαιδευτικές πολιτικές, αξιοποιώντας τες ως θετικές ή αρνητικές απο κρίσεις στην έλευση της «κοινωνίας της πληροφορίας» και των συνακό λουθων επιπτώσεών της. Το επαναλαμβανόμενο θέμα εδώ είναι αυτό της ικανότητας της εκπαίδευσης να προσαρμόζεται αποτελεσματικά στις νέ ες οικονομικές προκλήσεις. Με βάση το συλλογισμό ότι οι κυβερνήσεις τώρα έχουν λιγότερες ευκαιρίες να ελέγξουν τις οικονομίες τους, αφού αυτές δεν περιορίζονται από εθνικά όρια, είναι λογικό να σκεφτούμε ό τι η εθνική ευμάρεια εξαρτάται από την ικανότητα μιας χώρας να εξα σφαλίσει ένα δυσανάλογα μεγάλο μερίδιο από τον παγκόσμιο καταμερι σμό της εργασίας προς όφελος των πολιτών της. Για το λόγο αυτό ο Phil Brown και ο Hugh Lauder γράφουν, πολύ σωστά, για τους «πολέμους της παγκόσμιας γνώσης»2 που διεξάγονται ανάμεσα σε χώρες των οποί ων τα κύρια όπλα είναι το εκπαιδευτικό σύστημα και η ικανότητα του τε λευταίου να παράγει ελκυστική και αξιοζήλευτη εργασία. Στο παρόν κεφάλαιο θέλουμε να θέσουμε το ζήτημα των αλλαγών στην παιδεία. Παρ' όλα αυτά, θέλουμε να προσεγγίσουμε το θέμα από μια μάλλον διαφορετική οπτική από αυτήν που προτιμούν οι λ1Ίπτες των αποφάσεων. Η κύρια ανησυχία μας δεν αφορά στο ευθύ ερώτημα με ποιο τρόπο η παιδεία αντιμετωπίζει την πρόκληση της παγκοσμιοποίη σης. Αντίθετα, θέλουμε να εστιαστούμε στις εξελίξεις επικεντρώνοντας την προσοχι1 μας στη βρετανικιΊ πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τρι τοβάθμια εκπαίδευση και στις ομάδες των μαθητών ηλικίας 16-19 ετών. Παράλληλα τονίζουμε, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, τα χαρακτηριστικά των σχέσεων ανάμεσα στην παιδεία, τη γνώση και την εξουσία. Πρέπει να αναγνωριστεί ότι θα έχουμε πολλά να πούμε για τους δεσμούς ανά μεσα στην οικονομικιΊ αλλαγή και στις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Ό μως επιζητούμε να τα τοποθετήσου~ιε σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, ένα πλαί σιο που να θέτει ερωτήματα, όπως, π. χ., με ποιο τρόπο η εκπαίδευση α ντιλαμβάνεται αυτό που ορίζεται ως γνώση και~ ποιο τρόπο ένα κα τάλληλο πρόγραμμα σπουδών σχεδιάζεται και εφαρμόζεται. Αυτά δεν είναι αβάσιμα ερωτήματα, καθώς γνωρίζουμε, τουλάχι στον από το έργο του Michel Foucault, ότι η γνώση (και πού αλλού τη συ ναντάμε περισσότερο από το εκπαιδευτικό σύστημα:) είναι πάντα στε νά συνδεδεμένη με την εξουσία και τη δύναμη. Τι Οεωρείται γνώση; Ποιος θεωρείται ότι κατέχει γνώσεις: Ποια γνιί)ση Οεωρείται νόμιμη; Κα θένα από αυτά τα ερωτι1ματα είναι αναγκαίο στην κατανό ησι1 μας για
....-----------------------------------------------------------------------το τι και γιατί συμβαίνει στην εκπαίδευση στις μέρες μας. Για το λόγο αυτό στο παρόν κεφάλαιο εξετάζουμε μερικές από τις βασικές εξελίξεις στο εκπαιδευτικό σύστημα, επικεντρώνοντας την προσοχή μας στις ε ξελίξεις στη Βρετανία, χωρίς να αδιαφορούμε για τη σχέση ανάμεσα στην εξουσία και τη γνώση. Ισχυριστήκαμε ότι οι μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει τις τελευταίες δεκαετίες μπορούν να θεωρηθούν μάλλον μια αλλαγή από ένα φορντικό
σε ένα νεο-φορντικό τρόπο παραγωγής. 3 Αυτή η μετάβαση περιλαμβά νει μια πληθώρα συσχετιζόμενων παραγόντων, όπως η παγκόσμια επέ κταση και η ενοποίηση των οικονομικών και χρηματικών δραστηριοτή των, η μείωση της εθνικής κυριαρχίας, η μεγαλύτερη διείσδυση των σχέ σεων αγοράς στην καθημερινή ζωή, η αυξανόμενη ευελιξία της παρα
γωγής και της κατανάλωσης, τα διαφορετικά εργασιακά πρότυπα, κα θώς και η επιτάχυνση της πορείας της ίδιας της αλλαγής. Αυτές οι κοι νωνικο-οικονομικές τάσεις έχουν χειροπιαστές, ίσως και πολύπλοκες, συνέπειες στην κοινωνική σταθερότητα. Πιο εμφανώς ίσως, η μεγάλη ε πιτάχυνση της ίδιας της αλλαγής επιφέρει μια διάχυτη αίσθηση αβεβαι ότητας και ανησυχίας μεταξύ των ευρύτερων στρωμάτων του κοινού,
κάτι που επηρεάζει με διάφορους τρόπους τα αισθήματα κοινωνικής αλ ληλεγγύης και ευχαρίστησης. Επιπλέον, αυτό που περιγράφηκε ως η «Κα τάρρευση της σύμβασης» στην εργασία,4 το οποίο συνοδεύει νεο-φορ ντικές εργασιακές πρακτικές (ένα «ευέλικτο» εργατικό δυναμικό, μια αν
θηρή μερική απασχόληση και προσωρινές εργασιακές ρυθμίσεις, υψηλά επίπεδα μακροχρόνιας ανεργίας), έχει σοβαρές, αν όχι διαφοροποιημέ νες, συνέπειες για την κοινωνική τάξη (αυξανόμενη πειθαρχία σήμερα, ενθαρρυντική αναταραχή τότε). Επίσης, οι νεο-φορντικές εργασιακές συμβάσεις έχουν σημαντικές επιπτώσεις σε οικογενειακές καταστάσεις, που με τη σειρά τους επηρεάζουν τις σχέσεις νοικοκυριού και τις πρα κτικές της ανατροφής των παιδιών, οι οποίες σε τελική ανάλυση αποτυ
πώνονται στο χαρακτήρα της κοινωνικής τάξης. 5 Συνεπώς δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η αναγκαιότητα του νεο φορντισμού σχετίζεται με αλλαγές στον τύπο και στους τρόπους της κοι νωνικής τάξης. Στις μέρες μας αποτελεί κοινοτοπία της κοινωνικής επι στήμης, τουλάχιστον από την εποχή του
Emile Durkheim, γύρω στις αρ
χές του εικοστού αιώνα, ότι η παιδεία είναι ο κεντρικός φορέας -συνα γωνιζόμενη μόνο από την οικογένεια- της κοινωνικής ρύθμισης. Η παι
δεία είναι ένα σημαντικό πλαίσιο στο οποίο η νεολαία αφομοιώνει τις κοινωνικές αξίες, μαθαίνει την κατάλληλη συμπεριφορά, ενσωματώνει στον ψυχισμό της μια αίσθηση του «ανήκειν» και ενθαρρύνεται να δε-
φ
χτεί ως νόμιμα τα κατά τα άλλα αμφισβητούμενα φαινόμενα. Υπάρχουν εδώ ισχυροί λόγοι για να δοθεί προτεραιότητα και να αναζητηθούν οι αλλαγές στο χαρακτήρα της εκπαίδευσης στις μέρες μας, δίνοντας έμ φαση στην εκπαίδευση ως μια ιδιαίτερα σημαντική προσπάθεια να πα ραχθούν αποτελεσματικά μέσα πειθαρχίας και ρύθμισης, που συμφωνούν με τη μετάβαση στο νεο-φορντισμό. Αυτό που προσφέρουμε στο παρόν κεφάλαιο είναι μια σειρά από ερωτήματα, ερμηνείες και θεματολογίες επικεντρωμένα γύρω από τη σχέση ανάμεσα στην εκπαίδευση, στον κοι
νωνικό έλεγχο και στο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα.
ΝΕΟ-ΦΟΡΝτΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
Στην επισκόπησή του για το φορντισμό ο Benjamin Coriat6 ισχυρίζεται ότι αυτό το «καθεστώς συσσώρευσης» συνεπαγόταν μια διαδοχή αλλη λοσυνδέσεων οι οποίες περιστρέφονταν γύρω από τη μαζική παραγω γή, τις αλλαγές στη σχέση των τάξεων και νέες μορφές κοινωνικής ρύθ μισης. Ο φορντισμός, όπως υποστηρίζει, βασίστηκε στο συνδυασμό της βιομηχανικής εργασίας, της κατανάλωσης και της εξάρτησης της ευη μερίας, που προσδιορίζονταν από τον κε·ίνσιανό κρατικό μηχανισμό. Το αναδυόμενο καθεστώς του νεο-φορντισμού μπορεί να ιδωθεί στο πλαί σιο των νέων διαρθρώσεων της παραγωγής, της κατανάλωσης, των τα
ξικών συμμαχιών και του κοινωνικού ελέγχου. Το σήμα κατατεθέν του νεο-φορντισμού είναι η ευελιξία (αποκεντρωμένη, κατακερματισμένη και διασκορπισμένη), που εκδηλώνεται με νέες μορφές παραγωγής, νέα πρό τυπα κατανάλωσης και ταξικές σχέσεις οι οποίες χαρακτηρίζονται από αύξουσα εξατομίκευση και διαφοροποίηση , αν και με ιδιαίτερα διακρι
τούς διαχωρισμούς ανάμεσα στους κεντρικούς και τους περιφερειακούς εργάτες. Αυτά είναι προσδιοριστικά χαρακτηριστικά της νεο-φορντι κής στρατηγικής της συσσώρευσης, καθώς και κεντρικά στοιχεία των ορ γανωτικών προτύπων της. Αλλά τι γίνεται με τις νέες μορφές ρύθμισης
και διοίκησης; Πώς μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία, ακόμα και συναί νεση, για τη νομιμότητα του νεο-φορντικού τρόπου ζωής; Έως ένα βαθμό το τελευταίο είναι περισσότερο ζήτημα της επανεπι βεβαίωσης του ελέγχου ενώπιον μιας παρατηρούμενης aπειθαρχίας, η ο ποία έχει άμεση συνάφεια με την παρακμή της φορντικής!κε·ίνσιανής συ ναίνεσης. Στον πυρήνα αυτής της παρακμής «βρίσκεται η αποτυχία ενός
θεσμοθετημένου προτuπου κυριαρχίας», που «μπορεί να επιλυθεί μόνο διαμέσου της εγκαθίδρυσης νέων προτύπων κυριαρχίας[ ... ] διαμέσου της
αποκατάστασης της εξουσίας και μιας όχι και τόσο ομαλής αναζήτησης
νέων μοντέλων κυριαρχίας» . 7 Το αρχικό στάδιο σε αυτή την επανεπιβε βαίωση της πειθαρχίας περιλάμβανε αυτό στο οποίο ο John Holloway α ναφερόταν ως τη μεταβατική ή «επιθετική» περίοδο των ανταγωνιστι κών τακτικών με στόχο την καταστροφή των υπολειμμάτων του φορντι σμού/κέίνσιανισμού. Συνήθως έχει εκφραστεί ως η επιβολή ενός άνωθεν συγκεντρωτικού ελέγχου , με την οικονομική πολιτική να είναι υποδεέ
στερη της «πολιτικής της ηγεμονίας». 8 Παραδείγ~ιατος χάρη, κατά την εν λόγω περίοδο τα σωματεία ήταν αποδυναμωμένα από τη νέα νομοθεσία (για παράδειγμα, θέτοντας εκτός νόμου δευτερεύουσες ομάδες απεργών και περιορίζοντας τον αριθμό των επίσημων απεργών που επιτρέπονταν κατά τη διάρκεια των διενέξεων), οι απεργιακές κινητοποιήσεις αντιμε
τωπίστηκαν και κατεστάλησαν (κυρίως οι ανθρακωρύχοι το 1984-1985) και η ανεργία ενέτεινε τους φόβους αυτών που είχαν εργασία. Η παιδεία ήταν μια βασική περιοχή στην οποία καταβλήθηκαν προ σπάθειες για να επιβληθεί και πάλι η κοινωνική και ηθική πειθαρχία. Πολλές από τις πολιτικές στρατηγικές των κυβερνήσεων των Θάτσερ και Μέιτζορ μεταξύ 1979 και 1997 μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτέλε σαν παράδειγμα αυτής της επιθετικής στάσης. Οι εκπαιδευτικοί θεω ρούνταν υπεύθυνοι για τη διαιώνιση, ίσως και για την πρόκληση, της «αγγλικής ασθένειας» και για την αποτυχία να ενθαρρύνουν την επι στημονική και την τεχνολογική εκπαίδευση. 9 Αυτό ήταγ το επιχείρημα της διάλεξης-ορόσημο στο κολέγιο Ruskin το 1976 του τότε πρωθυ πουργού Τζέιμς Κάλαχαν και έγινε αντικείμενο αμέτρητων κριτικών, α πό τα «εξτρεμιστικά φυλλάδια» έως τις πολεμικές ιαχές του
(Black Papers) της δεκαετίας του 1970 Ινστιτούτου Adam Smith στη δεκαετία του
1980. Οι εκπαιδευτικοί, υπεραπασχολημένοι με ακαδημα"ίκά θέματα και με την προαγωγή τους στην εκπαιδευτική ιεραρχία, θεωρούνταν ανίκα νοι να ανταποκριθούν στις νέες επαγγελματικές απαιτήσεις του «πραγ
ματικού κόσμου» εξαιτίας της υπεροπτικής αφοσίωσής τους στην ανε φάρμοστη και θεωρητικ1Ί μελέτη. Οι εκπαιδευτικοί, λόγω των πολιτι κών προκαταλήψεών τους Ίl , στην καλύτερη περίπτωση , εξαιτίας των προοδευτικών ιδεών τους, θεωρ1Ίθηκαν υπεύθυνοι για την αποτυχία της Βρετανίας να αναπτύξει την επιστημονική και τεχνολογική βάση της και να καταστεί αποτελεσματικά ανταγωνιστική στις διεθνείς αγορές. Επιπλέον, η δημόσια εκπαίδευση θεωρούνταν ότι απαιτούσε όλο και περισσότερα κονδύλια από το κράτος. Έτσι, σε μια εποχ1Ί «σφιξίματος του ζωναριού» , ιδίως κατά τη δεκαετία του 1980, σε μια εποχή στην ο ποία η «κουλτούρα των λογιστών» προσέλκυε πολλούς, ήταν επόμενο
να απαιτηθεί από την εκπαίδευση και τους εκπαιδευτικούς να είναι πιο «ανταγωνιστικοί>>. Η αναγκαία λύση ειπώθηκε ότι ήταν η θεσμοθέτηση ενός μεγαλύτε ρου συγκεντρωτικού ελέγχου και κατεύθυνσης, και ένα πλήθος πολιτι κών πρωτοβουλιών προσανατολίζονταν ακριβώς σε αυτούς τους στό χους. Ο Νόμος της Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης του χός του, ο Εκπαιδευτικός Νόμος του
1988 και ο διάδο 1993, η εισαγωγή του Εθνικού Προ
γράμματος Σπουδών, οι συντονισμένες εκκλήσεις για βελτίωση στην «ποιότητα του δασκάλου», που κορυφώθηκαν με τη δημιουργία του Γρα φείου Κατάρτισης των Δασκάλων (τeacher
Training Agency)
το
1994,
ενός οργανισμού που εξέδιδε αυστηρές κατευθυντήριες γραμμές σε πα
νεπιστημιακούς κλάδους αρμόδιους για την εκπαίδευση δασκάλων στο τι να κάνουν και τι ήταν αποδεκτό, και οι διάφορες αναθεωρήσεις, όλα στόχευαν στην καλύτερη διοίκηση του διδακτικού δυναμικού . Παράλ ληλα με αυτές τις κινήσεις, που αποσκοπούσαν στο να αλλάξουν οι δά σκαλοι και η διδασκαλία, καταγράφεται η υποβάθμιση του ελέγχου της τοπικής εξουσίας στην εκπαίδευση και, αντίστοιχα, η ισχυροποίηση της κεντρικής εξουσίας. Έτσι, το Υπουργείο Παιδείας και Επιστημών -με τονομαζόμενο σε Υπουργείο για την Παιδεία και την Απασχόληση το 1995- έγινε σαφώς παρεμβατικό και συγκεντρωτικό. Αυτή η διαδικασία του συγκεντρωτισμού και της συναφούς παρεμβατικότητας της κυβέρ νησης ήταν ίσως πιο φανερή στην ανάπτυξη της Επιτροπής των Υπηρε σιών Ανθρώπινου Δυναμικού
(Manpower Services Comrnission- MSC),
που τη διαδέχτηκε το Γραφείο Κατάρτισης, το οποίο λειτούργησε για να παρακάμψει και να περιορίσει τις εξουσίες των τοπικών κυβερνήσεων και της τοπικής εκπαίδευσης. Στο επίπεδο της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ο συγκεντρωτισμός, η επιθεώρηση και ο έλεγχος αποσκοπούσαν στη μείωση της τοπικής αυτονομίας χάριν της κεντρικής εξουσίας.
Η πειθαρχία ήταν ο κατεξοχήν στόχος όσον αφορά στην πελατεία των σχολείων και των κολεγίων, στους νέους ανθρώπους που προορίζο νταν να αποτελέσουν το εργατικό δυναμικό του μέλλοντος. Στα πλαίσια της κρίσης του φορντισμού και της υψηλής ανεργίας, «Οι νεαροί άνερ
γοι έχουν ιδωθεί ως ένα είδος βραδυφλεγούς εκρηκτικού μηχανισμού
προσκολλημένου στο κουφάρι του κρατικού πλοίου». 10 Οι νέοι, στο σύ νολό τους, έχουν θεωρηθεί μια επαναστατική και aποσταθεροποιητική δύναμη, και οι κραυγές εναντίον της επιθετικότητας, του χουλιγκανι σμού και της βίας στις πόλεις ενέτειναν τα αιτήματα για πειθαρχία και
έλεγχο. Ενόψει της «aπειλητικής νεολαίας» 11 καθίσταται αναγκαίο να δι-
253
~
-·
~-
δαχθοuν οι νέοι άνθρωποι τη σωστή θέση τους στην «τάξη των πραγ
μάτων», να μειωθοuν οι ουτοπικές προσδοκίες τους και να καθυποτα χθοuν στον «πραγματικό» κόσμο. Το
1985 η
Λευκή Βίβλος για «Καλu
τερα Σχολεία», για παράδειγμα, καθιστοuσε σαφές ότι «η απρέπεια, η διαταραχή και η αποσuνθεση» πρέπει να αντικατασταθοuν' από «υψη λά επίπεδα αγωγής εντός και εκτός σχολείου», από «καλή συμπεριφορά
και αυτοπειθαρχία».ι2
ΠΑΙΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΉ ΕΥΕΛΙΚΤΩΝ ΑΠΟΦΟΠΩΝ
Εντοuτοις ο νεο-φορντισμός δεν αφορά μόνο στο ξεκαθάρισμα μιας τώ ρα πια απηρχαιωμένης πειθαρχικής δομής. Σχετίζεται επίσης με την «εν σωμάτωση του υπεuθυνου εργάτη» και «την κατεUθυνση προς την κα
τασκευή μιας νέας συναίνεσης» .Β Ο σκοπός εδώ είναι η προβολή μιας νέας υπόσχεσης και της εμπλοκής του εργαζόμενου, καθώς και νέων μορ φών ενσωμάτωσης. Στην ουσία πρόκειται για την κατασκευή ενός νέου κομφορμισμοu και μιας καινοuργιας συνενοχής. Οι παραδοσιακές μορ
φές οργάνωσης πρόκειται να αντικατασταθοuν από ένα νέο ατομικι σμό, και μέσα από αυτή την αναδομημένη και απο-ηθικοποιημένη αί σθηση του εαυτοu θα δημιουργηθοuν νέες μορφές οργάνωσης. Ο αγώ νας άρχισε για τη θέσπιση όλο και περισσότερο εξατομικευμένων εργα σιακών σχέσεων, συνδέοντας ιδανικά το μόχθο ενός ατόμου με ένα δί κτυο που του επιτρέπει να παρακολουθείται διαρκώς και καθημερινά, ενώ ταυτόχρονα είναι εφοδιασμένο με τεχνογνωσία και παρακινητικά χαρακτηριστικά τα οποία επιτρέπουν την αυτο-κινητοποίηση και την
αυτόνομη αξιοποίηση. Θεμελιώδης στο σχηματισμό αυτοu του νέου ατομικισμοu και της η θικοποίησης του νεο-φορντικοu εργατικοu δυναμικοu ήταν η διάδοση μιας νέας εκπαιδευτικής φιλοσοφίας από μια ευρεία συνάθροιση εκπαι δευτικών και παρα-εκπαιδευτικών υποστηρικτών. Αυτή η αναπτυσσό μενη ορθοδοξία επικεντρωνόταν γUρω από τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης ανάμεσα στην παιδεία και την εκπαίδευση. Αυτή μπορεί να χα
ρακτηριστεί από:
•
τη διδασκαλία περισσότερο των ικανοτήτων και δεξιοτήτων παρά των παραδοσιακών μαθημάτων
•
την εμπειρική, βασισμένη σε εργασίες και στην επίλυση προβλημά των, παιδαγωγική παρά από διδακτικές ακαδημα"ίκές μεθόδους
•
τα εξατομικευμένα συμβόλαια μαθήσεως, στα οποία οι μαθητές α
•
ναλαμβάνουν την ευθύνη για την προσωπικ1Ί τους ανάπτυξη έναν αυξανόμενο προσανατολισμό προς τον επιχειρηματικό και βιομηχανικό κόσμο
•
μια έμφαση στην τεχνολογική, διαμέσου υπολογιστή, «γνώση γρα φής και ανάγνωσης»
•
μια επικέντρωση στην προσωπική και κοινωνική, καθώς και στην τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση
•
νέες μορφές αξιολόγησης, που είναι περισσότερο σχετικές με κρι
τήρια παρά με κανόνες
•
μια δέσμευση σε «διά βίου μάθηση» , καθορισμένη ως επανεκπαί δευση καθ' όλη τη διάρκεια της επαγγελματικής ζωής κάποιου.
Ο απώτερος στόχος ήταν η εκπαίδευση για ευελιξία, δηλαδή εκπαί δευση για την ευέλικτη παραγωγή που απαιτούσε ο νεο-φορντισμός. Ένα σημαντικό έγγραφο, που συνένωσε τα διάφορα στοιχεία αυτ1Ίς της νέας παιδαγωγικής φιλοσοφίας, εκδόθηκε το 1982 από το Εκπαι δευτικό Συμβούλιο της Βιομηχανίας Επεξεργασίας Ελαστικών και Πλα στικών, αναγνωρίζοντας ότι το εκπαιδευτικό σύστημα απέτυχε να «πα ραγάγει το εύρος των ικανοτήτων, δεξιοτήτων και γνώσεων που απαι τούνται για τη συντήρηση και την εξάπλωση της παραγωγικής δύναμης και για την ευημερία του έθνους». Υποστήριξε τη δημιουργία ενός νέου
επαγγελματισμού, ο οποίος «δε θα είναι απλώς ένα είδος προετοιμα σίας για την εργασία, αλλά η απόκτηση ικανοτ1Ίτων γενικού χαρακτή ρα, που θα απαιτούνται από το νεαρό άτομο σε ένα ευρύ φάσμα κατα στάσεων, οι οποίες προκύπτουν και στην επαγγελματική και στην προ
σωπική ζωή». Εδώ παρατηρούμε την επίκληση ικανοτήτων, αρμοδιο τήτων, προσωπικών (ημερησίων) διατάξεων μάθησης και συμβολαίων μάθησης, εργασιακής εμπειρίας, προφίλ κατάρτισης κτλ. Αλλά υπάρχει
επίσης ένας εμφανής προσανατολισμός στη σημασία αυτών των διαφό ρων στοιχείων: ο σκοπός είναι η δημιουργία ενός ανθρώπου που να εί ναι «ένας ικανός ενήλικας σε μια ποικιλία καταστάσεων στην επαγγελ
ματική και την προσωπικ1Ί του ζωή». 14 «Ένα τέτοιο άτομο» είναι ένας ώριμος ενήλικας που είναι ικανός και έτοιμος να δεχτεί την ευθύνη για τον εαυτό του και τις πράξεις του και που έχει αναπτύξει μια σειρά ικανο
ηΊτων για να υποστηρίξει αυτή τη θέση.[...] Η μακρά πορεία της μάθησης, που ξεκινά στην προσχολική περίοδο και οδηγεί μέσα από το σχολείο στην ενήλικη ζωή, κατευθύνεται προς το σκοπό της απόκτησης μιας σειράς ικα
νοτ11των σε ένα επίπεδο που καθιστά τον κάτοχο ικανό να τα βγάζει πέρα
255
~ ..-=
----- -
με καταστάσεις και πιέσεις που θα συναντήσει και να καθιερώσει ένα μέτρο αυθεντικ1Ίς αυτονομίας. Η γνώση από μόνη της δεν επαρκεί για την ανά πτυξη μιας ικανότητας. Δεξιότητες, στάσεις και εμπειρία είναι εξίσου απα
ραίτητα στοιχεία. 15 Αντίστοιχες αρχές της ευέλικτης εκπαίδευσης υπήρχαν επίσης σε διάφορες διακηρύξεις του σημαντικού κινήματος «Εκπαίδευση για ικα νότητα». Το μήνυμα ήταν περίπου το ίδιο: ικανότητα, αντιμετώπιση, δη
μιουργικότητα, συνεργασία. Καταγράφεται η ίδια επιμονή, ότι δηλαδή η κατάρτιση θα έπρεπε να προετοιμάζει το μαθητή τόσο για την εργασία όσο και για τη ζωή: «Το ζητούμενο είναι να ανακαλυφθεί μια πιο αντα
ποδοτική εκπαίδευση, στην οποία η σκέψη, η πράξη και η δημιουργία
να συνενώνονται σε μια νέα αντίληψη ζωής και μάθησης». 16 Πρόκειται για την ίδια έμφαση που δόθηκε στις «μεθόδους ανακάλυψης» , στο ε ρευνητικό έργο και την ανεξάρτητη μάθηση. Σύμφωνα με τον Tyrell Burgess, «υπάρχει ένα συνεχές της μάθησης, της οποίας η λογική είναι η ίδια από το μικρό παιδί έως τον εργάτη-ερευνητή στα όρια της γνώσης. Η καθεμία ασχολείται με τη διατύπωση προβλημάτων, τη λύση τους και
τον έλεγχο των λύσεων». 1 7 Η νέα παιδαγωγική ασχολούνταν με τη «μέ θοδο», τη διαδικασία, την ικανότητα. Ήταν προβλεπόμενες, σύμφωνα με τον Burgess, και μια νέα θεωρία μάθησης και μια νέα θεωρία γνώσης. Αυτ1Ί η παιδαγωγική είχε τις πιο σημαντικές καταβολές της στην πε ραιτέρω εκπαίδευση, όπου μερικά από τα πιο πιεστικά προβλήματα προ σαρμογής στους νεο-φορντικούς τρόπους εκδηλώθηκαν μεταξύ των α
τόμων ηλικίας 16-19 ετών. Η φορντική εμπειρία μιας μετάθεσης από την πλήρους απασχόλησης εκπαίδευση στην πλήρους απασχόλησης ερ γασία για τους περισσότερους από τους μισούς δεκαεξάχρονους κατέρ ρευσε κατά τη δεκαετία του
1980.
Οι βιομηχανικές θέσεις εργασίας πα
ρουσίασαν δραματική πτώση, τα σχήματα μαθητείας θεωρήθηκαν ξεπε ρασμένα και δύσχρηστα, και έτσι οι ευκαιρίες για τους νέους που άφη ναν το σχολείο μειώθηκαν πολύ. Οι περισσότεροι, ιδιαίτερα στις πιο υ ποβαθμισμένες περιοχές, βίωσαν μια μετάβαση όπου μετά το πέρας του
σχολείου οδηγούνταν απευθείας στην ανεργία, 18 αλλά ελήφθησαν μια σειρά εκπαιδευτικών μέτρων για να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες. Χωρίς αμφιβολία λοιπόν, η φιλοσοφία της «εκπαίδευσης για ευελιξία>> διαρθρώθηκε πιο δυναμικά στον ευρύτερο εκπαιδευτικό τομέα, και ιδιαί τερα σε αυτούς τους νέους των
16-19 ετών.
Βρήκε ίσως την πιο καθαρή
έκφρασή της σε δημοσιεύματα της Μονάδας για την Περαιτέρω Εκπαί δευση (Further Education Unit- FEU), της Επιτροπής Υπηρεσιών Αν θρώπινου Δυναμικού
(MSC)
και του διαδόχου της, του Γραφείου Κα-
τάρτισης, καθώς και στην εισαγωγή των Εθνικών Επαγγελματικών Προ σόντων (National Vocational Qualifications - NVQs), τα οποία σχεδιά στηκαν προσεκτικά για να βελτιώσουν τις προοπτικές απασχόλησης για τους νέους, εναρμονίζοντας καλύτερα την εκπαίδευση με τον επαγγελ ματικό κόσμο. Ωστόσο αυτό το ήθος της «εκπαίδευσης για δεξιότητα» βρήκε σύντομα το δρόμο του στο σχολικό σύστημα, κυρίως διαμέσου
της διάδοσης των Γενικών Εθνικών Επαγγελματικών Προσόντων
neral National Vocational Qualifications- GNVQs).
( Ge-
Η επιρροή του έγι
νε ιδιαίτερα αισθητή και στην ανώτατη εκπαίδευση, όπως θα δούμε στο
επόμενο κεφάλαιο. Αναγνωρίζοντας την ανάγκη «να παρέχει ένα ευέλικτο, ευπροσάρ μοστο εργατικό δυναμικό, ικανό να τα βγάζει πέρα με την αλλαγή», η
FEU έδωσε έμφαση στην ανάπτυξη της ικανότητας και της «προσωπι κής αποτελεσματικότητας» όχι μόνο στην εργασία αλλά και στον «κό σμο έξω από το χώρο της απασχόλησης» . Για το σκοπό αυτό, «Οι εκπαι δευόμενοι θα πρέπει να αφομοιώσουν μια στρατηγική της μάθησης η ο
ποία θα τους βοηθήσει να βρουν ποιες ικανότητες και γνώσεις θα χρεια
στεί να προσθέσουν στο ήδη υπάρχον απόθεμά τους». 19 Έδωσε έμφαση στην «ανάπτυξη της πρωτοβουλίας, της παρότρυνσης, του επιχειρηματι
κού πνεύματος, των ικανοτήτων επίλυσης προβλημάτων και άλλων προ σωπικών aρετών» και ενθάρρυνε την ενεργό συμμετοχή στη μάθηση και την προώθηση της αυτο-εμπιστοσύνης του μαθητή, καλλιεργώντας έτσι την προσωπική αξιοποίηση ως το μόνο τρόπο για «να τα βγάλει πέρα
κανείς σε έναν ολοένα και πιο πολύπλοκο κόό-μο». 20 Δε χρειάζεται να μεγαλοποιούμε τη σταθερότητα και τη συνέπεια αυ τών των θέσεων, γιατί είναι ξεκάθαρο ότι ήμασταν μάρτυρες της ανάδυ
σης μιας νέας πολιτικής φιλοσοφίας στην εκπαίδευση και τη διδασκα λία. Μιας εκπαίδευσης που ήταν αφιερωμένη στην παραγωγή ενός ευ προσάρμοστου, ευέλικτου, ενσωματωμένου , αυτο-ελεγχόμενου εργατι κού δυναμικού για το εμβρυ·ίκό καθεστώς του νεο-φορντισμού . Παρ ' ό λα αυτά, αυτό που είναι φανερό πια και, αρχικά τουλάχιστον, φαντάζει παράδοξο είναι ότι η vέα εργαλειακή προσέγγιση βασιζόταν, στηv πραγ
ματικότητα, σε προοδευτικές εκπαιδευτικές θεωρήσεις. Έτσι, και οι παι δαγωγικές προσεγγίσεις εστιάστηκαν, για παράδειγμα, στο παιδUμαθη τή, στην εμπειρική μάθηση και σχέση, στη συνέχεια ανάμεσα στην ερ
γασία και τη ζωή και στην εφαρμογή μιας νέας μορφής αξιολόγησης. Όπως παρατηρεί ο
Andy Green,
«το εκπαιδευτικό παράδειγμα εξελί
χθηκε αντλώντας βασικά στοιχεία της προοδευτικής θεώρησης, που τα
ανέπτυξε με νέους τρόπους».21
9 -
Η Εποχή του Τεχνοπολιτισμού
Ο Geoffrey Partington22 επιχειρεί μια χρήσιμη σκιαγράφηση των τεσ σάρων διαφορετικών κατηγοριών προοδευτισμού:
•
Προοδευτικοί που επικεvτρώvοvται στο πα ι& Αντιλαμβάνονται την
πρόοδο υπό την έννοια ότι ένα παιδί θα είναι καλύτερα εφοδια σμένο από την εκπαίδευση, ώστε να αναπτύξει τα ατομικά του εν διαφέροντα και τις ικανότητες με αυθεντικό τρόπο και χωρίς πε ριορισμούς.
•
Ριζοσπαστικοί προοδευτικοί: Κρίνουν την εκπαίδευση «στο μέτρο που
πετυχαίνει να συμβάλει στη βασική αναδόμηση της κοινωνίας».
• Φιλελεύθεροι προοδευτικοt Ανησυχούν για «την ενσωμάτωση όσο το δυνατόν περισσότερων παιδιών στη θεωρητική γνώση».
• Ερyαλειακοί προοδευτικοί: «Η βασική τους έγνοια είναι να κατα στήσουν την εκπαίδευση όλο και πιο επαρκή, ώστε να υπηρετεί αυ τό που θεωρούν οικονομικές, πολιτικές ή πολιτιστικές ανάγκες της κοινωνίας».
Ο οργανικός προοδευτισμός μάς απασχολεί ιδιαίτερα εδώ. Αυτό που φαίνεται παράδοξο είναι η ασυμφωνία ανάμεσα στα προο
δευτικά ιδεώδη και στους λειτουργικούς και τεχνοκρατικούς σκοπούς της εργαλειακής θεώρησης. Το πρόβλημα έχει σχέση με την κακή χρήση αυτών που θεωρούνται υγιείς, aπελευθερωτικές και προοδευτικές τεχνι κές και αρχές; Θα λέγαμε ότι δεν είναι τόσο απλό. Δεν μπορούμε να
a-
ντιπαραβάλουμε τον «αγνό» και απελευθερωτικό προοδευτισμό απένα
ντι στη βλασφημία και την υποταγή στις σχέσεις εξουσίας. Ο εργαλεια κός προοδευτισμός αναφέρεται κυρίως στον έλεγχο, με μια ιδιαίτερη έκ φραση και έκκληση του ελέγχου, και αυτό είναι το σημαντικό θέμα. Ό πως υποστήριξε ο
Philip Cohen,
αυτή η προσέγγιση συνιστά «μια μο
ντέρνα εκδοχή της αυτο-βελτίωσης, μια προσπάθεια να κατασκευαστεί μια[ ... ] κινητή φόρμα aυτοπειθαρχίας, προσαρμοσμένη στις νέες συνθή
κες παραγωγής της τεχνολογίας και της κατανάλωσης». 23 Η μορφή και η λειτουργία της πειθαρχίας επαναπροσδιορίζονται με πιο «υποκειμενι κούς» όρους, αλλάζοντας από εξωτερικούς ελέγχους προς μηχανισμούς
που μπορούν να αποσπούν εθελοντική συνεργασία.
Είναι απαραίτητο να σημειωθεί ότι αυτ1Ί η μορφή aυτοπειθαρχίας δε σχετίζεται με αυτό που έχει αποκληθεί «νέος επαγγελματισμός». Αυτή η αναμόρφωση συναισθημάτων, κινήτρων και φιλοδοξιών είναι χαρακτη ριστικό προηγούμενων και προφανώς πιο ανθρώπινων μορφών προο δευτισμού.24 Σύμφωνα με τον Andy Green, ακόμα και στη δεκαετία του
1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο προοδευτισμός διαμορφώ θηκε από την ανάγκη για «ένα νέο οικονομικό άνθρωπο, ο οποίος χα ρακτηρίζεται από την προσαρμοστικότητα και την ανάγκη για την ε γκατάσταση ενός "εσωτερικου επόπτη" σε αυτους που απασχολοΊJνται στις μεταβαλλόμενες σχέσεις κυριαρχίας και υποτέλειας στη βιομηχα
νία».25 Μια σημαντική ανάλυση όσον αφορά στις κοινές βάσεις του ριζικου
και του εργαλειακου προοδευτισμου προσφέρεται από τον Basil Bernstein στο άρθρο του «Για την ταξινόμηση και την πλαισίωση της εκπαιδευτι
κής γνώσης». 26 Σε αυτό το κείμενο, στο οποίο αναρωτιέται με ποιο τρόπο οι μορφές εμπειρίας και ταυτότητας διατηροΊJνται και αλλάζουν από την επίσημη διδασκαλία της εκπαιδευτικής γνώσης, ο Bernstein διακρί νει αυτό που αποκαλεί «συλλογικο'ΙJς» και «ολοκληρωμένους» κώδικες: Κάθε οργάνωση της εκπαιδευτικής γνώσης που περιλαμβάνει έντονη ταξι νόμηση, προωθεί αυτό που εδώ ονομάζεται συλλογικός κώδικας. Κάθε ορ
γάνωση εκπαιδευτικής γνώσης που εμπλέκει μια έκδηλη προσπάθεια να
μειωθεί η δύναμη της ταξινόμησης αποκαλείται ολοκληρωμένος κώδικας. 27 Οι συλλογικοί κώδικες χαρακτηρίζονται από καλά απομονωμένες
υποκειμενικές ιεραρχίες εντός της εκπαιδευτικής γνώσης, και κάτω από αυτό το σΊJστημα «η κοινωνική τάξη προκυπτει από την ιεραρχική φ'ΙJ ση των σχέσεων εξουσίας, από τη συστηματική ταξινόμηση της διαφο ροποιημένης γνώσης στο χρόνο και στο χώρο και από μια κατηγορημα
τική, συν1Ίθως προβλεπόμενη , εξεταστική διαδικασία». 28 Στην περίπτω ση του ολοκληρωμένου κώδικα, προβλέπεται αλλαγή στο πρόγραμμα σπουδών στο οποίο το περιεχόμενο των μαθημάτων συνδέεται ά~ιεσα το ένα με το άλλο και η ταξινόμηση μειώνεται. Η συνέπεια, σΊJμφωνα με
τον
Bernstein, αυτής της διαταραχής της ταξινόμησης της γνώσης είναι
μια «διαταραχή των υπαρχουσών εξουσιαστικών δομών».29 Αυτό που είναι ιδιαίτερα σημαντικό στο επιχείρημα του
Bernstein εί
ναι η αναγνώρισή του ότι ο προοδευτισμός ο οποίος αποτελεί παράδειγ
μα του ολοκληρωμένου κώδικα αντανακλά μια νέα σχέση ανάμεσα στη γνώση και την εξουσία. Η ενασχόλησή του εστιάζεται στο ποιες θα είναι οι συνέπειες στον κοινωνικό έλεγχο και στην κοινωνική τάξη ενός σημα ντικοΊ) μετασχηματισμοΊ) στο status της γνώσης. Ως τέτοια, η κατruθυν ση της έρευνάς του δε διαφέρει πολυ από τη θεώρηση του
Lyotard για τη
μετανεωτερική κατάσταση της γνώσης. 30 «Η αυξανόμενη διαφοροποίη ση της γνώσης στα υψηλότερα επίπεδα σκέψης, μαζί με την ενσωμάτω-
2 59
ση προηγούμενων διακριτών περιοχών» καθιστούν αναγκαία, σύμφωνα με την άποψη του
Bernstein, «μια μορφή κοινωνικοποίησης που να είναι
κατάλληλη γι' αυτές τις αλλαγές στη δομή της γνώσης». 31 Αλλαγές στη γνώση στο χώρο εργασίας και στις απαιτήσεις ικανοτήτων -η μετατόπι ση από τη γενική πραγματογνωμοσύνη χάριν γενικών αρχών από τις ο ποίες μια σειρά διαφόρων λειτουργιών μπορούν να εξαχθούν- έχουν ε
πίσης σημαντικές συνέπειες στη διαδικασία της κοινωνικοποίησης: «Με κατηγορηματικό τρόπο θα μπορούσε να ειπωθεί ότι στα τέλη του δεκά του ενάτου αιώνα απαιτείται ένας πειθήνιος και άκα~ιπτος άνθρωπος, ε νώ στα τέλη του εικοστού αιώνα απαιτείται ένας υπάκουος αλλά ευέλι κτος άνθρωπος». 32 Σύμφωνα με τον Bernstein, στο σημείο αυτό αναδύε ται μια οξυδερκής προσέγγιση της διαδραστικής σχέσης ανάμεσα στις δομές της γνώσης και στα συστήματα από τη μια πλευρά και στις δομές της εξουσίας και τις αρχές ελέγχου από την άλλη.
Υπό τους όρους της μετάδοσης της εκπαιδευτικής γνώσης, η αλλαγή από τους συλλογικούς στους ολοκληρωμένους κώδικες «περιλαμβάνει μια αλλαγή σε αυτά-που θεωρούνται απόκτηση γνώσης, έγκυρη μετάδο
ση γνώσης και έγκυρη πραγμάτωση της γνώσης». 33 Αυτή η αλλαγή του κώδικα, συνεχίζει ο
Bernstein,
«εμπλέκει θεμελιώδεις αλλαγές στην τα
ξινόμηση της γνώσης, και άρα αλλαγές στη δομή και την κατανομή της
εξουσίας και στις αρχές του ελέγχου». 34 Με τον ολοκληρωμένο κώδικα υπάρχει ένα ενδιαφέρον για τις γενικές αρχές, τις βαθιές δομές της γνώ σης, τους τρόπους μετάδοσης της γνώσης (και όχι τόσο για τα επίπεδα της γνώσης). Σε αντίθεση με τη διδακτική θεωρία μάθησης που σχε
τίζεται με το συλλογικό κώδικα, η διαδικασία της μάθησης που χαρα κτηρίζει τον ολοκληρωμένο κώδικα εντοπίζεται περισσότερο σε ομαδι κό ή ατομικό επίπεδο και είναι «πιθανό να επιδείξει σημαντικό βαθμό
ευελιξίας». Έτσι, διαφορετικές ιδέες για το τι εκλαμβάνεται ως γνώση έ χουν επιπτώσεις στην οργανωτική δομή της απόκτησης της γνώσης και στις μορφές εξουσίας και ελέγχου που υποστηρίζουν αυτή τη διαδικα σία. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της αποτίμησης ο ολοκληρωμένος κώδικας τείνει να δίνει έμφαση στις χαρακτηριστικές ιδιότητες του μα θητή, να «ενθαρρύνει περισσότερο το μαθητή/σπουδαστή να δημοσιο
ποιεί περισσότερο τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις αξίες του». Συ νέπεια αυτού, ισχυρίζεται ο Bernstein, είναι το γεγονός ότι «όσο περισ
σότερο ο μαθητής είναι διαθέσιμος για έλεγχο, [...]η κοινωνικοποίησή του θα μπορούσε να είναι πιο επιτακτική και ενδεχομένως πιο διεισδυτική». 35
260
ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΞΟΥΣΙΑΣΠΚΟ ΣΤΟ ΘΕΡΑΠΕΥΙΊΚΟ ΕΛΕΓΧΟ
Η ανάλυση του
Bernstein
προσφέρει σημαντικές γνώσεις όσον αφορά
στη φύση και τη σημασία αυτού που aποκαλέσαμε εργαλειακό προο δευτισμό. Μας επιτρέπει επίσης να συσχετίσουμε σύγχρονες παιδαγωγι κές και αλλαγές στα προγράμματα με ευρύτερες κοινωνικές διαδικασίες. Αυτό που ο
Bemstein ξεκαθαρίζει είναι ότι οι στρατηγικές του
εργαλει
ακού προοδευτισμού δε δημιουργήθηκαν εκ του μηδενός, αλλά μάλλον προήλθαν από τις ευρύτερες αλλαγές στις δομές της εξουσίας και του ε
λέγχου. Στην ανάλυσή του για τη μετάβαση από το συλλογικό στον ολο κληρωμένο κώδικα, το έργο του Bernstein συμμερίζεται πολλές από τις ευρύτερες ανησυχίες των ιστορικών και των κοινωνιολόγων για τον κοι νωνικό έλεγχο. Για τον Morris
Janowitz, η
ιστορική πορεία του κοινωνικού ελέγχου
σχετίζεται με <<τη μείωση της υποταγής» και με «μια δέσμευση σε διαδι κασίες επαναπροσδιορισμού των κοινωνικών στόχων με στόχο να αυξη
θεί ο ρόλος του ορθολογισμού». 36 Αυτός ο αυξανόμενος ορθολογισμός μπορεί επίσης να συσχετιστεί με μια πιο αφηρημένη και απρόσωπη μορ
φή της κοινωνικής ρύθμισης. Ο έλεγχος καθίσταται λιγότερο εξαρτώμε νος από τον άμεσο εξαναγκασμό και όλο και πιο απρόσωπος, αυτόμα τος, καθημερινός και ξεπερασμένος στη λειτουργία του. Επίσης, γίνεται όλο και πιο έντονος και επεκτατικός - ο Stanley Cohen αναφέρεται σε αυτή τη διαδικασία με τη φράση ««χαλαρώνοντας τη θηλιά και aπλώ
νοντας το δίκτυ». 37 Ο «ορθολογικός» έλεγχος καθίσταται διεισδυτικός και διαβρωτικός, υπερ-δραστήριος και απαντητικός. Καθώς ο κοινωνικός έλεγχος γίνεται όλο και «ορθολογικός», απρό
σωπός και συνεχής, μπορεί να εκληφθεί, σύμφωνα με τους όρους της θε μελιώδους αρχής, ως εποπτεία και συλλογή πληροφοριών. Σύμφωνα με τον Anthony Giddens: Η αποθήκευση των πληροφοριών είναι κεντρικής σημασίας για να κατανοή σουμε το ρόλο των «εξουσιαστικών πόρων» στη δομή των κοινωνικών συ στημάτων που καλύπτουν μεγαλύτερα μέρη χώρου και χρόνου από ό,τι οι φυλετικοί πολιτισμοί. Η επιτήρηση -έλεγχος της πληροφορίας και επιστασία των δραστηριοτήτων κάποιων ομάδων από άλλες- είναι, με τη σειρά της, το
κλειδί στην επέκταση τέτοιων πόρων.38 Η άμεση και εξαναγκαστική εποπτεία αντικαθίσταται όλο και πε
ρισσότερο από την επιτήρηση και τη συσσώρευση κωδικοποιημένης
πληροφορίας. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Edward Shils αναφέρεται στο «γνωστικό πάθος» των φορέων ελέγχου και σημειώνει ότι η «γνωστική όρεξη είναι α-νομική- είναι ανίκανη κορεσμού». Αυτό που έχουμε δει, συνεχίζει ο Shils, είναι «ακραία εισβολή στον ιδιωτικό χώρο», ενδυνα μωμένη από την «πεποίθηση ότι είναι απολύτως ορθό να συγκεντρώνε
ται η γνώση για το παρελθόν του ατόμου, την προσωπική του ζωή και την ιδιοσυγκρασία του». 39 Η προσωπική ζωή διαβρώνεται όλο και πε ρισσότερο από τη γνωστική εισβολή και την παρεισφρητική αντίληψη. Αυτή η διαπεραστική θέαση και γνώση ενδυναμώνονται όλο και περισ σότερο από τις τεχνολογίες της παρατήρησης και της καταγραφής. Όπως δείξαμε στο πέμπτο κεφάλαιο, το ερώτημα της σχέσης ανάμε σα στην επιτήρηση, τη γνώση και τον έλεγχο αναπτύχθηκε πληρέστερα στο έργο του Michel Foucault. Ο Foucault υποστηρίζει ότι η εξουσία και η γνώση συνεπάγονται η μία την άλλη, «Πως δεν υπάρχει σχέση ε ξουσίας χωρίς συσχετισμένη σύσταση ενός πεδίου γνώσης, ούτε και γνώ ση που να μην προϋποθέτει και να μη συνεπάγεται ταυτόχρονα σχέσεις εξουσίας». 40 Προαπαιτούμενο για τη συσσώρευση της γνώσης από έναν υποκεί μενο πληθυσμό είναι ο βαθμός της ορατότητάς της. Ο Foucault επιμέ νει ότι: Η άσκηση της πειθαρχίας προϋποθέτει ένα μηχανισμό που εξαναγκάζει α κόμα και με μια ματιά, ένα μηχανισμό όπου οι τεχνικές οπτικής παρακο λούθησης απολήγουν στην επιβολή εξουσ(ας και όπου, αντLστροφα, τα μέσα
καταναγκασμού καθιστούν απόλυτα ορατούς εκε(νους που επιτηρούνται.41 Η παραδειγματική περίπτωση θέασης/γνώσης/εξουσίας είναι, για τον
Foucault, το
Πανοπτικόν του Jeremy Bentham. Αυτή η δομή -για πα ράδειγμα, μια φυλακή ή ένα άσυλο- επιτρέπει οι κρατούμενοι που βρί σκονται γύρω από τον κεντρικό πύργο να βρίσκονται υπό συνεχή πα ρατήρηση από έναν κεντρικό πύργο επιθεώρησης. Οι κρατούμενοι βλέ πονται, αλλά οι ίδιοι δεν μπορούν να δουν, ούτε μπορούν να επικοινω
νήσουν μεταξύ τους παραμένουν σε «μια απομονωμένη και επιτηρού μενη μοναξιά». Μέσα στο Πανοπτικόν το τιμωρημένο/άρρωστο άτομο παρακολουθείται με δύο τρόπους: «με επιτήρηση, βέβαια, αλλά και με γνωριμία του κάθε κρατούμενου, γνώση της συμπεριφοράς του, των βα θύτερων τάσεών του, της προοδευτικής βελτίωσής του». 42 Για τον Foucault, το Πανοπτικόν δεν είναι μια ιστορική παραδοξότη τα, αλλά μάλλον ένας «αορίστως γενικεύσιμος μηχανισμός», 43 ένα μνη-
μείο σύγχρονων σχέσεων εξουσίας. Αυτό στο οποίο ο Foucault δίνει έμ φαση είναι μια καθαρά σύγχρονη δύναμη και ένα σύστημα ελέγχου που περιστρέφεται γύρω από μια καθολική ορατότητα, γύρω από μια εκτε ταμένη και εντατική διαδικασία επιτήρησης και συγκέντρωσης της γνώ σης. Αυτό που είναι εμφανές για τη λειτουργία του είναι το ότι καταργεί τον εξαναγκασμό προς όφελος της αυτο-αστυνόμευσης. Το Πανοπτικόν
«επιφέρει στον έγκλειστο μια κατάσταση συνειδητής και μόνιμης ορατό τητας, που επιβεβαιώνει την αυτόματη λειτουργία της εξουσίας». Όσο οι κρατούμενοι παρατηρούνται διαρκώς, εσωτερικεύουν τις σχέσεις εξου σίας και ρυθμίζουν τον εαυτό τους. Η λειτουργία της εξουσίας, επιπλέον, είναι αυτόματη και απρόσωπη. «Είμαστε», λέει ο
Foucault, «στην πανο
πτική μηχανή πολιορκημένοι από τις εξουσιαστικές της ενέργειες, των ο ποίων εμείς οι ίδιοι είμαστε οι φορείς, αφού είμαστε ένας από τους μη χανισμούς της». 44 Το Πανοπτικόν είναι ένα προ-εμβληματικό στοιχείο στη δημιουργία αυτού που ο Foucault αποκαλεί «πειθαρχημένη κοινωνία». Ο Foucault μας βοηθά να καταλάβουμε τους μηχανισμούς διαμέσου των οποίων τα άτομα καθίστανται υποχωρητικά στην «πειθαρχική κουλτούρα της θε ραπευτικής κατάστασης». 45 Αυτή η πειθαρχική ή θεραπευτική κουλ τούρα χαρακτηρίζεται από επιτήρηση και γνωστική παρείσφρηση και η συνέπεια αυτής της απόλυτης ορατότητας είναι να «aυτοματοποιηθεί>> και να «απο-εξατομικευτεί» η λειτουργία της εξουσίας. Ο Christopher Lasch έγραψε για τις όλο και πιο εκτεταμένες και εντατικές δραστηριό τητες της «θεραπευτικής κατάστασης», καθώς και για την εισβολή στην
προσωπική ζωή από τον «εποπτεύοντα μηχανισμό» της. 46 Πολλοί τομείς της ζωής, όπως η φυσική και η πνευματική υγεία, η φροντίδα του παι διού, η συμπεριφορά, ακόμα και η σεξουαλικότητα, υπόκεινται σε επι τήρηση και διοικητική τεκμηρίωση. Ο Lasch περιέγραψε «την αλλαγή από έναν εξουσιαστικό σε ένα θεραπευτικό τρόπο κοινωνικού ελέγχου
- μια αλλαγή που μεταμόρφωσε όχι μόνο τη βιομηχανία αλλά και την πολιτική, το σχολείο και την οικογένεια». «Η παρατήρηση», σημειώνει ο
Lasch, «αρχικά αντιληπτή ως ένα μέσο για πιο αποτελεσματικές μορφές εποπτείας και ελέγχου, έχει καταστεί από μόνη της μέσο ελέγχου». 47 Το εκπαιδευτικό σύστημα αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο αυτής της αλ λαγής προς τη θεραπευτική πειθαρχία. Όπως και άλλα στοιχεία του «ε
ποπτεύοντος συνόλου», αντανακλά και συνεισφέρει στη μετάβαση από τις εξουσιαστικές κυρώσεις στη χειραγώγηση και την επιτήρηση - «τον επαναπροσδιορισμό της πολιτικής εξουσίας με θεραπευτικούς όρους». 48
---=
-- -
Η ΚΥΒΕΡΝΗΓΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
Υποστηρίζουμε ότι οι αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα αποτελούν την όψη ενός ευρύτερου μετασχηματισμού στα πρότυπα του κοινωνικού
ελέnου. Οι σύnρονες μορφές κοινωνικού ελέnου αποτελούν, κατά την άποψή μας, συνέχεια της «πειθαρχημένης κοινωνίας», για την οποία ο
Foucault παρατηρεί ότι αναδύεται στις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώ να. Αυτές που μπορεί να θεωρηθούν καινοτόμες και προοδευτικές εξε λίξεις προς την αυτορρύθμιση είναι θεμελιώδεις στο πανοπτικό μοντέλο. Το θέμα του Πανοπτικού -«ταυτόχρονη επιτήρηση και παρατήρηση , βε βαιότητα και γνώση, εξατομίκευση και συνολικό άθροισμα, απομόνωση
και διαφάνεια»-49 παραμένει το παράδειγμα για τον κοινωνικό έλεγχο. Ωστόσο υπήρξε μια υψηλής σημασίας καινοτομία στην επιβολή της πειθαρχίας κατά τα τέλη του εικοστού αιώνα, η οποία οφείλεται στην ε ξέλιξη των τεχνολογιών της πληροφορικής και· της επικοινωνίας. Αυτές δεν άλλαξαν το κύριο πρότυπο ελέγχου, αν και ο υπολογιστής στις μέ ρες μας είναι η θεμελιώδης τεχνολογία της θέασης και της γνώσης, της επιτήρησης και της αποθήκευσης πληροφοριών. Ο υπολογιστής συνει
σέφερε στην επέκταση και στην εντατικοποίηση του πανοπτικού ελέγ χου. Κατέστησε τον κοινωνικό έλεnο πιο διεισδυτικό, πιο επιθετικό, πιο ολοκληρωτικό, αλλά και πιο καθημερινό, εγκόσμιο και αναπόφευκτο. Στη βάση των νέων τεχνολογιών, η επιτήρηση γίνεται συνεχής και περιρ
ρέουσα, «ένα διάχυτο πανοπτικό όραμα».sο Η κυβερνητική, μέσω της εντατικοποίησης αυτού του πανοπτικού ο ράματος, καθίσταται απαραίτητη για τη διαδικασία του κοινωνικού ε λέγχου. Μπορούμε να μιλάμε για «κυβερνητική
(cybernetic) κοινωνία, ό
που οι αρχές για την ηθική των δημοκρατικών κοινωνιών -ατομική αυ τονομία- καθίστανται όλο και πιο ξεπερασμένες και αντικαθίστανται α πό τεχνικές προσταγές, που προέρχονται από τις διοικητικές οικονομικές σφαίeες». 51 Με το Πανοπτικόν του Bentham η γνωστική και σταδιακή παρείσφρηση εξασφαλίζει την εξουσία χωρίς τον εξαναγκασμό: «Χάρη στις τεχνικές της επιτήρησης, η "βιοσωματική" της εξουσίας, η επίδρα ση στο σώμα, επιτελείται σύμφωνα με τους νόμους της οπτικής και της
μηχανικής,[... ] χωρίς να καταφεύγει, θεωρητικά τουλάχιστον, στον κατα
ναγκασμό ή στη βία». 52 Σε αυτούς τους νόμους το ηλεκτρονικό Πανοπτι κόν προσθέτει εκείνους της κυβερνητικής, της εξέλιξης και της διαχείeι σης της πληροφορίας. Λειτουργώντας έτσι, επεκτείνει τους μηχανισμούς του κοινωνικού ελέnου. Αυτός ο γενικευμένος πανοπτικισμός λειτουρ γεί μέσω του ατόμου και, τελικά, μέσω της κοινωνικής εσωτερίκευσης της
επιτήρησης. Όπως ισχυρίζεται ο
Marike Finlay, ο πειθαρχικός περιορι
σμός «λειτουργεί διαμέσου της εσωτερίκευσης των διαδικασιών του λό
γου στη συνείδηση των "ελεγχόμενων υποκειμένων"». 53 Σε ένα επίπεδο, αυτό συνεπάγεται μια περιορισμένη ορατότητα, τέτοια που αυτά τα υ ποκείμενα καταλήγουν να «παρακολουθούν τον εαυτό τους», να ασκούν εξουσία πάνω στον ίδιο τους τον εαυτό. Συνεπάγεται επίσης την aσυνεί δητη υποβολή διαδικασιών και συμπεριφορών -τρόπους δράσης, ομι λίας, σκέψης- κατάλληλων σε έναν πειθαρχικό θεσμό. Αυτός ο θεσμός
καθορίζει τις παραμέτρους και το αντιλαμβανόμενο οργανωτικό πλαίσιο μέσω του οποίου το υποκείμενο αποκτά εμπειρίες και αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Στην περίπτωση του ηλεκτρονικού Πανοπτικού: Υπάρχει μια εσωτερίκευση τέτοιων διαδικασιών του Λόγου όπως η λογική
τού μέσου/σκοπού, η αντίληψη της γνώσης υπό το πρίσμα της λύσης προ βλημάτων και συγκεκριμένα πρότυπα πληροφόρησης και διάταξης. Από τη στιγμή πσυ θα εσωτερικευτούν, όλες αυτές οι διαδικασίες διαθέτουν μια ι
κανότητα επιτήρησης στην κοινωνική αλληλόδραση του υποκειμένου.54 Η σχέση του υποκειμένου τόσο με τις εσωτερικές όσο και με τις ε ξωτερικές πραγματικότητες (και πιθανότητες) αποκρυσταλλώνεται γύ ρω από μερικές ορθολογικές αρχές, και οι εναλλακτικές αντιλήψεις και σκέψεις αποδυναμώνονται. Ο υπολογιστής, σύμφωνα με τον
Sherry Turkle, «αλλάζει την αντίλη
ψη των ανθρώπων για τον εαυτό τους, για τους άλλους, για τη σχέση τους με τον κόσμο, [...] επηρεάζει τον τρόπο σκέψης μας, ειδικά για τον εαυτό μας». «Αποτελεί ένα νέο καθρέφτη στον οποίο ο νους αντικατο
πτρίζεται σαν μηχαVΊi».55 Βεβαίως, ο Turkle βασίζεται στις κεντρικές θέ σεις της κυβερνητικής θεωρίας, οι οποίες εδώ και αρκετό καιρό έχουν
ερμηνεύσει τις κοινωνικές, ψυχολογικές και βιολογικές διαδικασίες σύμ φωνα με τους όρους της επεξεργασίας της πληροφορίας. Η γλώσσα των σερβομηχανισμών, της αuτορρύθμισης, των βρόχων ανατροφοδότησης
και ελέγχου υποστηρίχθηκε και εφαρμόστηκε σε όλες τις -μηχανικές φυ σικές, κοινωνικές, ανθρώπινες- διαδικασίες. Επιπλέον, η αναγνώριση ό τι οι άνθρωποι και οι υπολογιστές διέθεταν κοινά χαρακτηριστικά σή μαινε ότι «η αναλογία ανάμεσά τους γίνεται όλο και πιο υποχρεωτική» .56 Υποστηρίζοντας ότι οι άνθρωποι όλο και περισσότερο καταλήγουν να θεωρούν εαυτούς ως μηχανές επεξεργασίας της πληροφορίας, ο Theo-
dore Roszak προτείνει πως αυτό μπορεί να αντανακλά «μια αίσθηση α δυναμίας και υπαρξιακής αποτυχίας που στοιχειώνει τον άνθρωπο».57
Αναφερόμενος σε αυτό που αποκαλε!. «μοντέλο επεξεργασ!.ας δεδομέ νων του νου», ο
Roszak προτε!.νει ότι αυτή η
αντ!.ληψη,
ακόμα κι αν δεν είναι καλuτερη από μια καρικατούρα, εύκολα μεταφέρει την
εντολή για χαρακτήρα και αξία. Όταν παραχωρούμε σε κάποιον την εξου σία να μας διδάξει πώς να σκεφτόμαστε, μπορεί να του δίνουμε την ευκαιρία να μας διδάξει τι να σκεφτούμε, από πού να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε και πού να σταματήσουμε.58
Τότε αυτό το μοντέλο κυβερνητικής δεν ε!.ναι απλώς ένα ουδέτερο, τε χνικό φαινόμενο. Συνεπάγεται μια ιδια!.τερη αντ!.ληψη για το νου, τη λο γική, τη γνώση και την ικανότητα και αποκλε!.ει αντl.θετες αντιλήψεις. Το ποθετε!. τη μηχανιστική πάνω από την ολιστική σκέψη, τη γνωστική λει τουργία πάνω από τη δια!.σθηση, την υπολογιστική πάνω από τη διαλε κτική ορθολογικότητα.59 Ενισχύει επ!.σης το διαχωρισμό της λογικής α
πό τη συναισθηματική ζωή. 60 Έτσι, σύμφωνα με τον Christopher Lasch, η κυβερνητικ1Ί εικόνα του εαυτού-μηχανή «ικανοποιε!. την επιθυμ!.α να
πιστεύουμε ότι η σκέψη μπορε!. να διαχωρ!.σει τον εαυτό της από το συ ναίσθημα», που βασίζεται στην π!.στη ότι η σκέψη μπορε!. να «ξεπερά σει τα συναισθηματικά και σωματικά όρια τα οπο!.α έχουν επιβαρύνει την ανθρωπότητα στο παρελθόν». Η ενίσχυση αυτής της εικόνας, ισχυρl. ζεται ο Lasch, «εl.ναι η φαντασ!.ωση του ολοκληρωτικού ελέγχου, της α πόλυτης υπερβατικότητας των επιβαλλόμενων στην ανθρωπότητα ο
ρ!.ων από την ταπεινή καταγωγή τους». 61 Αποδεχόμενοι αυτή την κυβερ νητική επιχειρηματολογ!.α και εσωτερικεύοντας τις διαδικασ!.ες της, φυλα
κί.ζουμε τον εαυτό μας στους ορ!.ζοντές της.
ΕΡΓ ΑΛΕΙΑΚΟΣ ΠΡΟΟΔΕΥΓΙΣΜΟΣ
Η συζ1ΊτηmΊ μας για τον εργαλειακό προοδεuτισμό επιδ!.ωξε να εντοπ!.σει αυτή την παιδαγωγικ1Ί στρατηγική στο πλα!.σιο των ευρύτερων προτύ πων του κοινωνικού ελέγχου . Η πραγματική σημασ!.α των εξελίξεων στα σχολε!.α και τα κολέγια από τη δεκαετία του 1980 μπορε!. να καταστε!. ε παρκώς αντιληπτή μόνο μέσα από αυτή την πειθαρχική προοπτική. Πε ρισσότερο από το να καλύπτουν απλώς «τις ανάγκες της βιομηχαν!.ας», αυτές οι πρωτοβουλ!.ες αποτελούν «μια μαζική κρατική παρέμβαση στην κοινωνικοπο!.ηση», μια νέα «επιστήμη» της νεολαl.ας, στο πλαίσιο της ο πο!.ας οι έννοιες της εργασιακής προετοιμασ!.ας και της διαχείρισης της «ζωής» ε!.ναι ενωμένες. Αποτελούν μια προσπάθεια να λάβουν μια τε-
266
χνολογική διάσταση προηγούμενα πολιτιστικά πρότυπα που θεωρούνται είτε ανεπαρκή είτε μη παραγόμενα «φυσικά». 62 Ως τέτοια διάσταση, εκ φράζει μια στρατηγική που απαιτεί τη θεσμοθέτηση άλλων μέτρων ελέγ χου με στόχο την καθοδήγηση της νεολαίας. Θέλουμε να εξετάσουμε δύο όψεις της νέας παιδαγωγικής: καταρχάς, τη διαμόρφωση ενός προφίλ ικανοτήτων και την αξιολόγηση και, δεύτε
ρον, το ζήτημα των δεξιοτήτων και των αρμοδιοτήτων. Η διαμόρφωση του προφίλ ικανοτήτων βρίσκεται στον πυρήνα της πανοπτικής πειθαρ χίας. Είναι κεντρική σε αυτή τη διαδικασία με την οποία «ευρείες όψεις της μαθητικής ζωής και της ταυτότητας εξετάζονται με λεπτομερειακό τρόπο και αποσκοπούν στη δημιουργία πιο ισχυρών μορφών κοινωνι κού ελέγχου, καθώς και στην επέκταση αυτής της "παιδαγωγικής" στην καθημερινή ζωή». 63 Προφίλ και αρχεία αξιολογήσεων κατέστησαν ένα συστατικό χαρακτηριστικό όλων των εκπαιδευτικών προγραμμάτων και των προγραμμάτων κατάρτισης και το προφίλ ικανοτήτων έχει υποστη ριχθεί από πολλές οργανώσεις. Αποτελεί μια βασική όψη των «προοδευ τικών» μεθόδων διδασκαλίας, που επικεντρώνονται στο μαθητή και στοχεύουν στην αναγνώριση και στην τεκμηρίωση της επιτυχίας, καθώς και στην αύξηση της κινητοποίησης. Τονίζει «τα θετικά χαρακτηριστι κά, όπως ο ενθουσιασμός, η τόλμη , η προσαρμοστικότητα, η επιμονή, η ακρίβεια, η προθυμία και η ικανότητα να δεχτεί [κανείς] την ευθύνη, η ι κανότητα να δρα δημιουργικά σε ομαδικές δραστηριότητες και η ικανό τητα να εργάζεται ανεξάρτητα», 64 καθώς και την ακαδημα"ίκή επιτυχία. Οι αρχές στις οποίες βασίζεται το προφίλ ικανοτήτων, σύμφωνα με την Patήcia Broadfoot, έχουν τρεις διαστάσεις: μια παραγωγική αρχή , η οποία δίνει έμφαση στη διάγνωση των δυνάμεων και των αδυναμιών και στην «επιτυχία και την επίτευξη παρά στην αναφορά κανόνων και στην αποτυχία», ένα ενδιαφέρον για «ανοιχτές σχέσεις και σχέσεις συ νεργασίας ανάμεσα σε δασκάλους και μαθητές» και μια συνοπτική λει τουργία, η οποία παρέχει «πληροφορίες για τις ικανότητες, τις δεξιοτε χνίες και τις δεξιότητες που θα είναι χρήσιμες στους μαθητές, στους δα σκάλους τους, στις οικογένειές τους και στους πιθανούς καταναλωτές τέ τοιων αρχείων». 65 Αυτό που θεωρείται από πολλούς η απελευθερωτική πλευρά της δια μόρφωσης του προφίλ ικανοτήτων, με την έμφασή της στην καθοδή γηση, στη συμβουλή και τη διαπραγμάτευση, προέρχεται από τον προ οδευτισμό. Αλλά τον ίδιο στόχο έχουν και οι διαστάσεις του ελέγχου. Ό πως ισχυρίζεται ο Bernstein, αναφορικά με τον ολοκληρωτικό κώδικα, η εκτίμηση γίνεται πιο παρεισφρητική και διεισδυτική, λαμβάνοντας υ-
-
---- -
πόψη τη στάση και τις προδιαθέσεις του μαθητή. Το προφίλ ικανοτήτων δε σχετίζεται μόνο με γνωστικά και ακαδημa·ίκά επιτεύγματα αλλά και με κοινωνικές και ατομικές συμπεριφορές, με την αξιολόγηση της προ σωπικότητας. Η πεποίθηση ότι η διαμόρφωση του προφίλ των ικανοτήτων θα κινη τοποιήσει τους ~ιαθητές ενέχει έντονα στοιχεία ελέγχου. Σύμφωνα με τον «η έμφαση σε έναν πραγματικό
Tyrell Burgess και την Elizabeth Adams,
υπολογισμό αυτών που οι μαθητές έχουν καταφέρει, των εμπειριών τους και του απολογισμού από τους ίδιους τους μαθητές των όσων έχουν κά
νει συνεπάγεται μια νέα θέση για τους μαθητές στη διοίκηση της ίδιας
της εκπαίδευσής τους». 66 Από μια έρευνα του Συμβουλίου για την Πρω τοβάθμια Εκπαίδευση στη Βρετανία διαπιστώθηκε ότι οι δάσκαλοι πι στεύουν πως «Οι μαθητές που προέβαιναν στη δική τους αξιολόγηση έ νιωθαν ότι η συμπεριφορά τους επηρέαζε το μέλλον τους» και ότι «όταν θα καταλάβαιναν πως ιδιότητες όπως η αβρότητα και η πειθαρχία ή η κα λή συμπεριφορά θα προσμετρούνταν στην επίσημη αξιολόγησή τους, αυ
τό θα τους ενθάρρυνε να δείξουν μια καλύτερη συμπεριφορά». 67 Στο ση μείο αυτό παρατηρούμε τη διαδικασία αυτορρύθμισης, που είναι χαρα κτηριστικό στοιχείο του ολοκληρωμένου κώδικα του
Bernstein.
Επι
πλέον, βλέπουμε την εσωτερίκευση προτύπων σκέψης και συμπεριφο ράς, τα οποία αποτελούν χαρακτηριστικά στοιχεία της πανοπτικής πει θαρχίας.
Ο F. Allen Hanson68 έχει καταγράψει την τεράστια αύξηση της «ζω ής υπό εξέταση» που σημειώθηκε στις προηγούμενες δεκαετίες, η οποία
αποτέλεσε την αιχμή των εκσυγχρονιστών εκπαιδευτικών. Διακρίνει τα τεστ γνησιότητας από τα τεστ καταλληλότητας. Προσδιορίζει τα πρώτα ως μια ποιοτική κατάσταση, όπως η αφοσίωση σε ένα σκοπό (για παρά δειγμα, η μοναρχία, η θρησκεία, ένα συνδικάτο), και τα τεστ καταλλη λότητας ως μια ικανότητα ενός ή άλλου τύπου (για παράδειγμα, η οδή γηση αυτοκινήτου, το να θέτει κανείς σε λειτουργία μια μηχανή). Κάπο τε τα τεστ γνησιότητας ήταν ευρέως διαδεδομένα (ο Hanson, για παρά δειγμα, μας θυμίζει πόσο κοινό ήταν το βασανιστήριο ως μηχανισμός για
να κριθεί η αληθοφάνεια της θέσης του άλλου). Ωστόσο αυτά τα τεστ κα ταργήθηκαν, για να αντικατασταθούν, ιδίως στην εκπαίδευση, από τεστ καταλληλότητας με τη μορφή των τεστ ευφυtας και των επιδόσεων σε ε
ξετάσεις, που διευκολύνουν τους aξιολογητές να καταμετρήσουν και να κατηγοριοποιήσουν τις ικανότητες ενός ατόμου. Ο Hanson είναι σίγου ρα σωστός στην ιστορική ανασκόπησή του, ωστόσο υποτιμά τη ζωτικό τητα των τεστ γνησιότητας. Τα σχέδια διαμόρφωσης του προφl,λ ικανο-
268
τήτων, του οποίου ένας πολύ κοινός στόχος είναι η αξιολόγηση της «δέ σμευσης» και της «κινητοποίησης» ενός υποψηφίου, στη νέα εκπαιδευτι κή πολιτική της Βρετανίας έχουν την ίδια αξία και συνδυάζονται με τα θεσμοποιημένα τεστ που αξιολογούν την καταλληλότητα των μαθητών.
Αναπόφευκτα τα προφίλ ικανοτήτων αποτελούν διαστάσεις της ε ξουσίας και του ελέγχου. Δεν τίθεται ζήτημα κακής χρήσης τους, με την έννοια ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν πιο αυστηρά και με ευελιξία,
όπως προτείνουν κάποιες μελέτες. Το προφίλ ικανοτήτων είναι ένας μη χανισμός επιτήρησης και πειθαρχίας, που λειτουργεί παρεισφρητικά και ανεπαίσθητα. Σύμφωνα με τον Andy Hargreaves, μια τέτοια διεισδυτική λεπτομερής εξέταση ήταν χαρακτηριστικό στοιχείο όλων των μορφών προοδευτισμού: Στη θεωρία, κανένα μέρος δεν ήταν ιδιωτικό, δεν υπήρχε καμιά κρυψώνα από την αμείλικτη, ίσως καλοπροαίρετη καταδίωξη του δασκάλου. Αν η με τατροπή νεαρών ατόμων σε εύκολες παραγώγιμες μονάδες είναι ένας κίνδυ νος σχετικός με την επιτήρηση, σύμφυτος με την προσωπική καταγραφή, έ
νας άλλος είναι η ανάπτυξη της παρατήρησης και της παρακολούθησης, των οποίων η εξέλιξη και η περιεκτικότητα θεωρητικά μόνο κατέχουν υποδέε
στερη θέση στην ιστορία του σχολείου. 69 Ποιες είναι οι προοπτικές όταν τέτοια συστ·ήματα μηχανογραφούνται πλήρως; Δεν υπόσχονται οι υπολογιστές να εκπληρώσουν τη δυνατότη τα επιτήρησης του προφίλ των ικανοτήτων; Η δεύτερη όψη του εργαλειακού προοδευτισμού που θέλουμε να συ ζητήσουμε σε αυτό το τμ1Ίμα του κεφαλαίου είναι η θεώρηση των ικα νοτήτων και των δεξιοτ1Ίτων των εκπαιδευόμενων, που υπήρξε κεντρι
κή σε πολλές πρόσφατες πολιτικές για την εκπαίδευση.7° Αυτή η θεω ρία ικανοτήτων αναπτύχθηκε από αρκετές και διαφορετικές οργανώ σεις και παρατηρούνται διαφωνίες και διαφορές όσον αφορά στην έμ φαση που δίνουν. Εξελίχθηκε επίσης, την τελευταία εικοσαετία, προς α πάντηση στο μεταβαλλόμενο οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο.7 1 Όμως ενδιαφερόμαστε λιγότερο για τις θεωρητικές εκδοχές και περισσότερο για την ευρύτερη έννοια του συνολικού εγχειρήματος. Αυτό, όπως ι σχυριζόμαστε, αποσκοπεί στον έλεγχο. Η γλώσσα της ικανότητας, της δυνατότητας μετάβασης, της προσωπικής αποτελεσματικότητας και ού τω καθεξής είναι μια εκδήλωση των νέων τεχνικών της πειθαρχημένης
εξουσίας. Με όρους του Basil Bernstein, αυτό .επικεντρώνεται γύρω α πό αυτή την αλλαγή σε ό,τι υπολογίζεται ότι έχει γνώση και ικανότητα που ενισχύει τη μετάβαση από τον «υποταγμένο και άκαμπτο άνθρω-
ο-= -~---
πο» στον «ευπροσάρμοστο και ευέλικτο άνθρωπο». Πρόκειται επίσης, σύμφωνα με τον Maήke
Finlay, για την πανοπτική αυτορρύθμιση μέσω
της ανάληψης και της εσωτερίκευσης ιδιαίτερων ρηματικών διαδικα σιών και περιορισμών στη γνώση. Αρχικά, στα τέλη της δεκαετίας του
1970, η αναπτυσσόμενη νέα παι
δαγωγική επικεντρώθηκε σε αυτό που ονομάστηκε «ικανότητες για την
κοινωνία και τη ζωή» (Social and Life Skills- SLS). Οι κοινωνικές ικα νότητες είναι αυτές που χρειάζονται στις συνδιαλλαγές με άλλους αν θρώπους και στην επαγγελματική και την ιδιωτική ζωή. Οι ικανότητες για τη ζωή είναι αυτές που «χρειαζόμαστε για να χειριστούμε την καθη μερινή μας ζωή» και αποτελούνται από ικανότητες χειρισμού, ικανότη τες ευρέσεως εργασίας και ικανότητες διαχείρισης του ελεύθερου χρό
νου. Το σημαντικό εδώ είναι η επιτυχία και η επιβίωση σε έναν κόσμο με γάλης ανεργίας και η προσαρμογή σε ένα μέλλον όπου υπάρχει αρκετός ελεύθερος χρόνος. Οι «ικανότητες για την κοινωνία και τη ζωή» βασίζο νται στο μοντέλο τού χωρίς προσόντα μαθητή και υιοθετούν την παρά δοση της παιδείας που αποζημιώνει με προσόντα και δεξιότητες τους μα θητές της. Υποστηρίζεται ότι οι νέοι άνθρωποι είναι υπεύθυνοι για την ανεργία την οποία υφίστανται: Η ανεργία οφείλεται σε προσωπικές ελ λείψεις, όπως ο αναλφαβητισμός, η ανικανότητα εκτέλεσης αριθμητικών πράξεων, η έλλειψη σαφήνειας ή επικοινωνιακών ικανοτήτων, και πρέ πει να διορθωθούν. Οι διδασκόμενες ικανότητες βασίζονται κυρίως στο περιεχόμενο (ή στο προ"ίόν): «ικανότητες ευρέσεως εργασίας, ικανότητες
βελτl.ωσης του εαυτού , γνώση για την απόκτηση πληροφοριών σχετικά με τις δυνατότητες επανεκπαίδευσης, κρατικές χορηγLες και σχέδια και
επιλογές για περαιτέρω και ανώτερη εκπαίδευσψ.7 2 Είναι θέμα τεχνι κών συνέντευξης, διαχείρισης του χρήματος, κατάλληλης χρήσης του ε
λεύθερου χρόνου, συνδιαλλαγής ~ιε το αφεντικό κτλ. 73 Αναδρομικά, μπορεί να δούμε τις «ικανότητες για την κοινωνία και τη ζωή» ως μια στρατηγική για τη μεταβατική φάση αναδόμησης. Ε
πρόκειτο για μια προσωρινή περιεκτικ1Ί στρατηγική που είχε την τάση να «κατηγορεί το θύμα», να επικεντρώνεται στην επιβLωση και στην α ντιμετώπιση και να «επαναφέρει το ρεαλισμό». Ωστόσο τη δεκαετία του 1980 είδαμε την ανάδυση μιας νέας τάσης, που αφορά στην επαν-ηθι κοποίηση και την επαν-ενσωμάτωση. Βασιζόμενη στις παραδόσεις του προοδευτισμού , αυτή η νέα προσέγγιση δίνει έμφαση στις θετικές ιδιό τητες των εκπαιδευόμενων, στην ενσωμάτωσή τους στον επαγγελματικό κόσμο, στην αυτορρύθμισή τους και στις κοινωνικές ευθύνες. Προηγού μενες κυβερνήσεις οποιασδ1Ίποτε απόχρωσης δέχονται τώρα κριτική ε-
270
πειδ1Ί «παρείχαν δικαιώματα χωρίς αντίστοιχες υποχρεώσεις και απο
θάρρυναν τους ανθρώπους από το να αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους». 74 Όσο η φύση του νεο-φορντισμού γίνεται όλο και πιο σαφής, τόσο η ρη τορική της κατάρτισης μετατρέπεται σε μια ενασχόληση με την ευελιξία, τις βασικές δεξιότητες, την παραγωγικότητα, τις ικανότητες επεξεργα σίας, τις μεταβιβάσιμες ικανότητες. Το μέλλον θεωρείται ότι μπορεί να απαιτεί μια εντελιΟς διαφορετική προσέγγιση, για να διευκολύνει τους ανθριΟπους να τα βγάζουν πέρα στις νέες συνθήκες με μια σημαντική
αλλαγή στο εργασιακό περιεχόμενο. «Εκπαίδευση για προσαρμοστικότητα», «εκπαίδευση για ευελιξία» είναι οι εναλλακτικές φράσεις που έχουν χρησι
μοποιηθεί για να περιγράψουν ό,τι απαιτείται. 75 Συνολικά η νέα θεωρία των δεξιοτήτων εμπεριέχει περιπλοκές και αποχρώσεις που είναι λεπτομερείς μες στην πολυπλοκότητά τους. Είναι το αποτέλεσμα ενός ηράκλειου άθλου της κοινωνικ1Ίς έρευνας, η οποία αντανακλά τη συνενοχή ενός μεγάλου αριθμού ερευνών για τη διοίκη ση της κοινωνίας. Με την έκδοση της «επιστημονικής» και της «αντικει μενικής» μεθοδολογίας, μια τέτοια έρευνα είναι, σύμφωνα με τον Edward
Shils, «η υψηλότερη και καθαρότερη εκδ1Ίλωση της επέκτασης του γνω στικού ενδιαφέροντος στα ανθρώπινα όντα».7 6 Ένα πρόωρο παράδει γμα μιας τέτοιας εργασίας ήταν αυτή που ανέλαβε η Μονάδα Επαγγελ
ματικής Απασχόλησης του Ινστιτούτου Επιστήμης και Τεχνολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ουαλίας. Αυτό που τόνισαν ήταν ότι «υπάρχει μια ε πείγουσα και αυξανόμενη ανάγκη για τους εργαζόμενους να είναι πολύ
πιο ευπροσάρμοστοι σε σύγκριση με το παρελθόν». 77 Πάνω σε αυτή τη βάση υποστηρίχθηκε ότι η εκπαίδευση πρέπει να επικεντρωθεί περισ σότερο στη μεταβίβαση ικανοτήτων, στην κατοχή δεξιοτήτων και στη «μάθηση της μάθησης». Αυτό συνεπαγόταν μια μετατόπιση στην έμφα ση από αυτό που πρέπει να μαθευτεί (προ·ίόν) στο πώς μαθαίνεται (δια
δικασία): «Η διδασκαλία απόκτησης ικανοτήτων όπως η αναγνώριση του λάθους, η αντίληψη των μέτρων, η εξέταση και η διάγνωση του ε λαττώματος απαιτεί πολύ διαφορετικές μεθόδους από αυτές που χρησι
μοποιούνται παραδοσιακά από το δάσκαλο ή από τον εκπαιδευτή». 78 Οι εκπαιδευόμενοι πρέπει να ενθαρρύνονται ώστε να «μαθαίνουν να βελ τιώνουν τους τρόπους μάθησής τους» και να «βλέπουν τη μάθηση σαν
δική τους ευθύνψ.7 9 Έτσι, η νέα παιδαγωγική ιδέα δίνει έμφαση στην αίσθηση της ευθύνης των μαθητευόμενων, που είναι ικανοί να «δουν τι ακριβώς απαιτείται και να υποβληθούν σε εκτίμηση χωρίς διαμεσολά-
βησψ>. 80 Αυτό που βλέπουμε εδώ ειναι μια πλήρης συστηματοποιηση των μεθόδων του προοδευτισμού (ο ολοκληρωμένος κώδικας). Μια δεύτερη σημαντική συνεισφορά της κοινωνικής έρευνας προς αυτή την κατεύθυνση προέρχεται από το Ινστιτούτο Σπουδών του Αν θρώπινου Δυναμικού
(Institute of Manpower Studies - IMS), η οποια ά
σκησε επιρροή στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής κατά τη δεκαετια του 1980. Το IMS σε τακτική βάση έδινε έμφαση στην ευελιξια, στην αυτάρκεια και στην επαγγελματική ικανότητα. Μέσα από έναν α ριθμό μελετών ανέπτυξε ένα σύνολο θέσεων όπου επεξεργάστηκε την έννοια των «αφηρημένων και ανοιχτών δεξιοτήτων ευελιξLας» και προ σπάθησε να τις συσχετισει με ιδιαιτερες επαγγελματικές ομάδες ή «οι
κογένειες επαγγελματικής εκπαιδευσης». 81 «Αυτό που ειναι. νέο» στη με λέτη του IMS ειναι «η σύνδεση ανάμεσα στις ομάδες της επαγγελματι κής εκπαιδευσης και στον τρόπο με τον οποιο αναπτύσσεται η δεξιότη
τα στην εργασια. Ειναι ένας συνδυασμός αναγνωρισμένων μεταβιβάσι μων ικανοτήτων και διευκόλυνσης των νέων ανθρώπων να μεταβιβά
σουν τέτοιες ικανότητες, εφόσον τις κατέχουν». 82 Αυτό, όπως υποστή ριζε, αποτελούσε μια μορφή εργαλειακού προοδευτισμού με την οποια προσαρμόστηκε η αυτορρύθμιση σε ένα περιβάλλον στο οποLσ, λόγω συ γκεκριμένων οικονομικών και τεχνολογικών παραγόντων, η προετοι μασια εξειδικευμένων επαγγελματιών για εξειδικευμένες συγκεκριμένες
θέσεις εργασιας δεν ειναι πλέον επαρκής για την εξέλιξη της κοινωνίας. Με βάση αυτή την οπτική, νέοι άνθρωποι «κατέχουν» δεξιότητες και, καθώς αναζητούν εργασια, παίρνουν μαζί τους αυτές τις δεξιότητες και τις πωλούν στην αγορά εργασιας. Αυτά τα επιχειρήματα σταδιακά συνέκλιναν σε μια προσπάθεια να α ναπτυχθούν όλο και περισσότερο, σε όλα τα επLπεδα του εκπαιδευτικού συστήματος, οι aποκαλούμενες <<δεξιότητες του βασικού πυρήνα». Η
FEU στην έκθεσή της το 1982 για τις βασικές δεξιότητες υποστήριξε ότι η επαγγελματική προετοιμασLα θα έπρεπε να «παρέχει στους νέους ανθρώ πους μια σειρά δεξιοτήτων που να μπορούν να χρησιμοποιηθούν στους επαγγελματικούς χώρους.[...] Η κατοχή ενός πυρήνα δεξιοτήτων κοινών
σε πολλές απασχολήσεις θα βελτιώσει την προσαρμοστικότητά τους». 83 Οι βασικές δεξιότητες που είναι απαραιτητες σε έναν εκπαιδευόμενο πε
ριλαμβάνουν μεταβιβάσιμες ικανότητες, μαζί με τις επαγγελματικές ικα νότητες και συγκεκριμένες ικανότητες απασχόλησης. Κατά τη δεκαετία του 1980, η Επιτροπή Υπηρεσιών Ανθρώπινου Δυναμικού έδωσε έμφα ση στη σημαντικότητα των «δεξιοτήτων του βασικού πυρήνα» για την ε πιτευξη ανταγωνιστικότητας, για τη δυνατότητα μεταβίβασής τους, για
την πρόοδο και την περαιτέρω κατάρτιση, καθώς και για τη δυνατότητα
επιβίωσης στον κόσμο εκτός χώρου εργασίας. 84 Προς τα τέλη της δεκα ετίας του 1990, έγιναν νέα αποφασιστικά βήματα προς τη συστηματο ποίηση της επαγγελματικής κατάρτισης, ενώ προωθήθηκε ο ρόλος των ι κανοτήτων του βασικού πυρήνα. Για το σκοπό αυτόν, οι Εθνικές Επαγ γελματικές Ιδιότητες
Επαγγελματικές
(NVQs) συμπληρώθηκαν από τις Γενικές Εθνικές Ικανότητες ( GNVQ), που έδιναν έμφαση περισσότερο
σε γενικές παρά σε συγκεκριμένες ικανότητες.85 Προτάθηκαν διαφορε τικά επίπεδα
GNVQ -Προχωρημένα, Ενδιάμεσα και Βασικά- με σκοπό
να διασφαλιστεί ότι στο προσεχές μέλλον τα νεαρά άτομα -περισσότεροι
από τους μισούς- θα μάθαιναν κάποιες από τις ικανότητες GNVQ ή κά ποιες άλλες. Προς υποστήριξη αυτού, η κυβέρνηση έδωσε εντολές στα σχολεία να προσφέρουν αυτές τις ικανότητες στους μαθητές τους. Επιπρόσθετα, το Εθνικό Συμβούλιο Προγράμματος Σπουδών, αρε σκόμενο να προωθεί διατμηματικά προγράμματα σπουδών, πρότεινε στα σχολεία τι να διδάσκουν. Παράλληλα έστρεψε την προσοχή του στην α
ναγνώριση των «ικανοτήτων του βασικού πυρήνα». 86 Ο «βασικός πυρή νας» σύντομα αντικαταστάθηκε από «βασικές ικανότητες». Όμως από
το 1996 η συντηρητική κυβέρνηση της Βρετανίας, έχοντας γνώση της ε πιτακτικής ανάγκης να «διασφαλιστεί ότι η παιδεία θα ανταποκρίνεται πιο αποτελεσματικά στον επαγγελματικό κόσμο», κατέστρωσε σχέδια για να εξοπλίσει όλους τους νέους ηλικίας 14-19 ετών «με τις βασικές ικα νότητες, όπως, π.χ., με συμπεριφορά και στάσεις που είναι κρίσιμες για
την επιτυχία τους στην ενήλικη επαγγελματική ζωή».87 Το Νέο Εργατικό Κόμμα ήταν υπερκομματικό από αυτή την άποψη, εισάγοντας το
1997
μια νέα GNVQ με τις ίδιες «βασικές δεξιότητες». 88 Η ανάπτυξη των βασικών δεξιοτήτων (αριθμητική, επικοινωνία, ε πίλυση προβλημάτων, πρακτικές ικανότητες) «σχετίζεται τόσο με το πώς οι εκπαιδευόμενοι μαθαίνουν, όσο και με το ποια συγκεκριμένη γνώση
αποκτούν». Ο στόχος είναι η δεξιότητα: «Η δεξιότητα δεν είναι το ίδιο πράγμα με το να έχει κανείς τις aποκτηθείσες ικανότητες, είναι το να
μπορεί να τις εφαρμόζει με το σωστό τρόπο και στο σωστό χρόνο.
[... ]
Είναι η δεξιότητα να εκτελεί κανείς τα καθήκοντά του σε μια πραγμα τική κατάσταση».89 Μόνο στη διαδικασία ανάπτυξης οι «προοδευτικές όψεις» του νέου εργαλειακού δόγματος έγιναν πιο σαφείς και πιο θεμελιωμένες στο θε ωρητικό τους επίπεδο. Η έννοια της ικανότητας -προσδιορισμένης ως η κατοχή και η ανάπτυξη ικανοτήτων, γνώσης και κατάλληλων στάσεων και εμπειρίας- ήταν κεντρική σε αυτή τη διαδικασία. Σε αυτό το πλαί-
2 73
-=
----
σιο σημαντικό ήταν το φυλλάδιο της FEU με τον τίτλο
tence Based System.
Η
FEU
Towards a Compe-
έκανε λόγο για έναν «ευρύτερο ορισμό της
δεξιότητας σε σχέση με αυτόν που συνδέεται με την επαγγελματική ζωή»,
έναν ορισμό που περιλαμβάνει ακόμα και «κοινωνικούς ρόλους». 90 Αυ τή η επέκταση της ικανότητας από τις εργασιακές ικανότητες στις «ικα
νότητες ζωής» έμελλε να κλονίσει την πόλωση του εκπαιδευτικού συστή ματος «ανάμεσα στη θεωρητική και την επαγγελματική μάθηση , ανάμε σα στη διδασκαλία υψηλού και χαμηλού επιπέδου, ανάμεσα σε "πραγ ματικές", βασισμένες στην εργασία, και "αφηρημένες" μαθητικές εργα
σίες και ούτω καθεξής». 91 Εδώ αντιληφθήκαμε την «επιστήμη της νεο λαίας» του Stronach,92 στην οποία η διαχείριση της ζωής συνδέεται με την επαγγελματική προετοιμασία. Ένα δεύτερο φυλλάδιο της FEU ήταν το
Ability Lea.m ing (Εκμάθηση
Δεξιοτήτων) , το οποίο συνέβαλε στη θεωρητική αιτιολόγηση των παρα πάνω θέσεων. Ο
Leslie Srnith
είχε στόχο να ενεργοποιήσει μια «επιστη
μονική θεωρία» -τη θεωρία της γνωστικής ανάπτυξης του
Piaget-
για
να αποσαφηνίσει τη φύση των γενικών αλλά μεταβιβάσιμων ικανοτή των. Υπάρχει, όπως ισχυρίστηκε, «μια προφανής ομοιότητα ανάμεσα στο πρόγραμμα σπουδών βασικών ικανοτήτων που προβάλλεται στην έρευνα [της
FEU]
και στη θέση του
Piaget
περί των γενικών μεταβιβά
σιμων ικανοτήτων στον έφηβο/ενήλικα». 93 Ο Smith συσχέτισε τη μεταβι βάσιμη ικανότητα με την επίσημη και τη λειτουργική σκέψη και ισχυρί στηκε ότι «Οι γενικές γνωστικές ικανότητες
[...] μπορούν να μετατεθούν α
πό το ένα πλαίσιο στο άλλο και έχουν μια αποδεκτή ψυχολογική βάση». 94 Θα μιλήσουμε εκτενέστερα για τον
Piaget,
αλλά προς το παρόν αρ
κεί να σημειώσουμε ότι αυτό το νέο δόγμα δεξιοτήτων και ικανοτήτων αφορά στην ανακατασκευ1Ί των δεξιοτήτων και της γνώσης σε μια νέα βάση, ώστε να ανακατασκευαστούν και να ελεγχθούν οι δομές. Αυτή α ποτελεί μόνο μία φάση σε μια μακρά ιστορία τέτοιων πρωτοβουλιών και στρατηγικών κοινωνικού ελέγχου.
Η ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟΛΟΓΙΣτΉ
Οι υπολογιστές και η «γνώση των υπολογιστών»
(computer literacy)
εί
ναι κεντρικ1Ίς σημασίας σε αυτό τον εργαλειακό προοδευτισμό. 95 Ο υ πολογισt11ς είναι το τοτέμ της μεταβιομηχανικ1Ίς «επανάστασης» στην
παιδεία, η δε γνώση του υπολογιστ1Ί είναι το διαβατήριο για τις aντα
μοιβές της. 96 Οι κυβερνήσεις συναγωνίζονται μεταξύ τους για να καυχη274
..
~--------~==~----------------------------------~~
θούν για το πόσους υπολογιστές κατόρθωσαν να τοποθετήσουν στις αί θουσες διδασκαλίας, προκηρύσσουν πολιτικές για τις «υπερ-λεωφόρους της πληροφορικής στην παιδεία»
(1995)
και ένα «Εθνικό Δίκτυο Μάθη
σης» (1997). Ορισμένοι υπουργοί υποστηρίζουν επίσης ότι οι υπολογι στές αντιπροσωπεύουν το «τέταρτο στοιχείο», «μια βασική ι:Λανότητα τό σο σημαντική όσο και η γνώση της ανάγνωσης, της γραφής και της αριθ
μητικής».97 Οι Συντηρητικοί όρισαν το
1982 ως
«Έτος της Πληροφορι
κής» και, στο πνεύμα του τεχνολογικού θριάμβου, το Νέο Εργατικό Κόμ
μα ανακήρυξε το 1998 «Έτος του Δικτύου».98 Οι τεχνολογίες της πληρο φορικής και της επικοινωνίας αποδεικνύονται κρίσιμες για κάθε αξιόπι στο εκπαιδευτικό σύστημα, για τον ίδιο τον εκσυγχρονισμό, για την επι
βίωση και την επιτυχία της κοινωνίας στην επόμενη χιλιετία. 99 Όταν ο Bill Gates επισκέφθηκε την Αγγλία στα τέλη του 1997, ήταν τέτοιος ο εν θουσιασμός των πολιτικών να συνδεθούν με αυτή την εικόνα της τεχνο λογίας στην εποχή της πληροφορίας, ώστε όχι μόνο ο υπουργός Οικονο μικών, ο υπουργός Παιδείας και ο πρόεδρος του Υπουργείου Εμπορίου αλλά και ο πρωθυπουργός βρήκαν χρόνο για να τον συναντήσουν. 100 Αλ λά αυτό που είναι πιο εκπληκτικό και από αυτή την υπερβολή και από
τα αναρίθμητα φυλλάδια και από τις πρωτοβουλίες για τη γνώση του υ πολογιστή είναι ο κομφορμισμός και η προβλεψιμότητα των νέων τε χνολογιών. Ο καθένας μουρμουρίζει το δικό του τροπάριο για ένα νέο είδος μάθησης που είναι εξατομικευμένο, επικεντρωμένο στο μαθητή και βασίζεται στις δραστηριότητες και στις εμπειρίες του. Στο σημείο αυτό θέλουμε να επικεντρωθούμε στη γνώση του υπολο γιστή μόνο στο πλαίσιο του κοινωνικού ελέγχου. Στην προσπάθειά μας αυτή θα ξεκινήσουμε από μια διερεύνηση των εννοιών της μάθησης, της γνώσης και του νου, που γνωστοποιούν αυτό το μεσσιανικό δόγμα. Η θεμελιώδης πρόταση είναι αυτή της κυβερνητικής: η πεποίθηση ότι το ανθρώπινο μυαλό λειτουργεί όπως -ή ως- μια υπολογιστική μηχανή.
Σύμφωνα με τον
Stonier και τον Conlin,101 «το ανθρώπινο μυαλό είναι
μια εξαιρετική συσκευ1i επεξεργασίας πληροφοριών» . Υποστηρίζοντας ότι «η αναλογία υπολογιστή - εγκεφάλου φαίνεται να γίνεται πολιτι σμικά αποδεκτή», δύο άλλοι υπέρμαχοι της «γνώσης του υπολογιστή» προτείνουν ότι «η σωστή διάταξη της γνώσης σε έναν υπολογιστή ανα πτύσσεται και προτείνει κατευθυντήριες γραμμές και εικόνες σχετικά με
το πώς τα περιβάλλοντα μάθησης μπορούν να οδηγήσουν στην ανάπτυ
ξη καλών οργανώσεων γνώσης στο μυαλό ενός παιδιού». 102 «Η επιστή μη του υπολογιστή», υποστηρίζουν, «δεν αφορά μόνο στη μηχανή του υ πολογιστή. Πρόκειται επίσης για τρόπους περιγραφής διαδικασιών- κα-
275
-=
---·-
l τανόηση, σκέψη, λογική, αναγνώριση, μάθηση. Η εκπαίδευση θα μπορού σε επιπλέον να έχει πιο ακριβείς περιγραφές αυτών των δραστηριοτή
των».103 Η επιστήμη της πληροφορικής, σύμφωνα με τον Marvin Minsky, «μας πρόσφερε μια εντελώς νέα θεώρηση για την ίδια τη σκέψη», αφού μας επιτρέπει «να συνθέτουμε θεωρίες μάθησης και παιδείας βασισμένες
σε επαρκείς περιγραφές νοητικών διαδικασιών». 1 04 Αυτή η προσέγγιση ευνοεί τις ορθολογικές διαδικασίες, τη συμπερι φορά που κατευθύνεται με βάση το στόχο της και τις γνωστικές δομές.
Δίνει έμφαση στο ότι οι ικανότητες επίλυσης των προβλημάτων συνε πάγονται την επίλυσή τους διαμέσου της «αλγοριθμικής σκέψης», η ο ποία, σύμφωνα με ένα συγγραφέα, «αποτελεί το τρίτο στάδιο στην επί λυση προβλήματος, που άρχισε να διαδέχεται τα διαισθητικά και κανο νιστικά στάδια ακόμα και πριν από την εποχή των υπολογιστών, έχο
ντας τέτοιους προδρόμους όπως η Επιστημονική Διοίκηση». 105 Αυτό τείνει να δίνει έμφαση στη διαδικασία παρά στο προ'ίόν της μάθησης.
Σύμφωνα με τον Kenneth Ruthνen, η ανάπτυξη της γνώσης του υπολο γιστή εντάσσεται σε μεγάλο βαθμό «σε ένα μοντέλο προσανατολισμέ-νο στη διαδικασία για το πρόγραμμα σπουδών, το οποίο δίνει έμφαση στην ανάπτυξη ικανοτήτων διαχείρισης της πληροφορίας και επίλυσης προ
βλημάτων».106 Η έννοια της γνώσης που ενεργοποιείται είναι εξαιρετι κά εργαλειακή και αφορά στον έλεγχο. Πρόκειται για τη χρήση ισχυρών
εργαλείων για τη χειραγώγηση και τον έλεγχο του κόσμου. Ο Thomas Dwyer αναφέρεται σε αυτό με τον όρο «aπελευθερωτικός έλεγχος», που σημαίνει έλεγχος τόσο στο περιβάλλον όσο και στον ίδιο τον εαυτό: Ο έλεγχος στο περιβάλλον θα συμπεριλάμβανε τον έλεγχο κοινωνικών, φυ σικών και οικονομικών παραγόντων. Επιπροσθέτως, η παιδεία θα έπρεπε να διδάσκει τον εσωτερικό έλεγχο. Μετά από τρεις δεκαετίες εργασίας πά νω στην προοδευτική παιδεία, ο
Dewey θα μπορούσε ακόμα να επισημάνει
ότι «Ο ιδανικός σκοπός της παιδείας θα έπρεπε να είναι ο αυτοέλεγχος». 107 Ο μέγας υπέρμαχος αυτής της εργαλειακής γνωστικής θεώρησης, ο γκουρού των εγγράμματων του υπολογιστή, ήταν ο Seymour Papert, του οποίου το βιβλίο Mindstorms (1980) 108 αποτελεί ένα σταθερό σημείο
αναφοράς. Ο Papert εκφράζει μια ανησυχία στο έργο του σχετικά με τη «θεωρητική προσέγγιση της παιδείας, των υπολογιστικών μοντέλων και
της ανθρώπινης ψυχής». 109 Αναμφίβολα αποτελεί την πιο κατανοητή και τέλεια εκδοχή της γνωστικής θέσης η οποία ενσωματώνει τις αν θρώπινες ψυχικές διαδικασίες σε αυτές του υπολογιστή . Ο Papert αντιη6
μετωπίζει τα παιδιά σαν μικρούς προγραμματιστές και υποστηρίζει ότι «διδάσκοντας τον υπολογιστή πώς να σκεφτεί, τα παιδιά επιχειρούν μια
εξερεύνηση του πώς σκέφτονται τα ίδια». 110 Η έμφαση δίνεται στη δια δικασία ανάπτυξης των ικανοτήτων, καθώς και σε εκείνη με βάση την οποία κάποιος μαθαίνει πώς να μαθαίνει τους άλλους. Ο Papert τονίζει «τη δύναμη των ιδεών και την απόκτηση του νου», καθώς και τη σημα
σία τους για την απόκτηση μιας «αίσθησης κυριαρχίας». 111 Θεμελιώδης στο εννοιολογικό του πλαίσιο είναι η ψυχολογία της ανάπτυξης του
Pia-
get, η
οποία δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις γνωστικές διαστάσεις της βρε φικής και της παιδικής ηλικίας. Από τον Piaget δανείστηκε ο Papert την ιδέα του «παιδιού ως επιστημολογιστή», δηλαδή του παιδιού που με έ
ναν ενεργό τρόπο κτίζει τις νοητικές του δομές. 112 Συνεπώς το σχέδιό του ήταν να «αποκαλύψει έναν πιο επαναστατικό
Piaget,
του οποίου οι
επιστημολογικές ιδέες μπορούν να προεκτείνουν τα γνωστά όρια του αν θρώπινου μυαλού», και για να το κάνει αυτό εντάσσει την ψυχολογία του Piaget στο θεωρητικό πλαίσιο της τεχνητής νοημοσύνης. 113 Αυτό που θα έπρεπε να έχει γίνει μέχρι τώρα ξεκάθαρο είναι η συγ
γένεια ανάμεσα στη θέση του
Papert
(και, στην πράξη, στο δόγμα της
γνώσης του υπολογιστ1Ί εν γένει) και στον εργαλειακό προοδευτισμό, που συζητήσαμε προηγουμένως. Ο Papert, ο οποίος αυτοαποκαλείται «εκπαιδευτικός ουτοπιστής», τοποθετεί το έργο του στις προοδευτικές προσεγγίσεις. Υπάρχει, όπως ο ίδιος προτείνει, μια μορφή εκπαίδευσης με βάση τον υπολογιστή, που περιλαμβάνει άσκηση και πρακτική, η ο ποία ενδυναμώνει τις παραδοσιακές και τις aντιδραστικές εκπαιδευτι
κές δομές. Μέσα σε τέτοιες δομές ο δάσκαλος είναι «μια εξουσιαστική φι γούρα που αναθέτει τις εργασίες και κρίνει την αποδοτικότητα», ενώ το παιδί μαθαίνει «πώς να αποδέχεται την εξουσία με έναν τρόπο καθορι σμένο από το σχολείο και την κοινωνία». «Αντικαθιστώντας τον άνθρω πο-δάσκαλο με μια μηχανή δεν αλλάζει τίποτα, εκτός ίσως από το ότι καθιστά τη διαδικασία πιο αποτελεσματική δίνοντάς της μια μηχανική εικόνα, που στην ουσία είναι πιο ηχηρή από αυτό που συμβαίνει πραγ ματικά».114 Μια τέτοια προσέγγιση δημιουργεί μια κατάσταση στην ο ποία ο μαθητής είναι παθητικός, προγραμματίζεται από τον υπολογιστή παρά τον προγραμματίζει εκείνος. Αυτό αποτελεί το είδος της διδασκαλίας την οποία ο Bemstein χα ρακτηρίζει ως «ολοκληρωμένο κώδικα». Αντίθετα, ο Papert αντιπαρα βάλλει ένα γνωστικό προοδευτισμό που θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι εντάσσεται στο πλαίσιο του ολοκληρωμένου κώδικα. Σε αυτή την
προσέγγιση, το παιδί προγραμματίζει τον υπολογιστή, «το ίδιο το Παιδί 277
I
έχει τον έλεγχο και τα αποτελέσματα του προγραμματισμού του παιδιού
περιορίζονται μόνο από τη φαντασία του». 115 Σύμφωνα με τον Papert, «το εξουσιαστικό μοντέλο aπορρυθμίζεται>>. «Ο δάσκαλος γίνεται συ νεργάτης με το παιδί σε ένα κοινό εγχείρημα κατανόησης, κάτι που είναι τελείως άγνωστο, επειδή οι καταστάσεις που δημιουργούνται από κάθε
παιδί είναι εντελώς καινούργιες». 116 Υπάρχει, επίσης, όπως υποστηρίζει, μια αλλαγή στη σχέση του παιδιού με τη γνώση, η οποία τώρα καθίστα ται πηγή δύναμης, η ικανότητα που έχει κανείς να «κάνει τα πράγματα να δουλεύουν». Η αλληλόδραση με τον υπολογιστή «μπορεί να φέρει σε επαφή το μαθητή με τον εσώτερο εαυτό του, μπορεί επίσης να του καλ λιεργήσει μια εικόνα του εαυτού του ως ανεξάρτητου διανοητικού πα
ράγοντα». Ο Papert τοποθετεί κατηγορηματικά το έργο του στο πλαίσιο του προοδευτισμού, μαζί με τις θεωρίες των Dewey, Neil και Montessori, υποστηρίζοντας ότι οι θέσεις τους ήταν θεωρητικά ορθές, αλλά «απέτυ
χαν λόγω ελλείψεων της τεχνολογικής υποδομής». 117 Οι παρατηρήσεις του Bernstein όσον αφορά στην προοδευτική παι δεία θα πρέπει να μας κάνουν να υποψιαζόμαστε κάθε προσπάθεια, ό πως αυτή του
Papert, να aντιπαραβληθεί ο
εξισορροπητικός και συνερ
γασιακός προοδευτισμός έναντι της εξουσιαστικής και αυστηρής δ ιδα
σκαλίας. Οι σχέσεις εξουσίας δεν εξαλείφονται έτσι απλά. Γι' αυτό και το ερώτημα που θα έπρεπε να θέσουμε είναι αυτό της ιδιαίτερης μορφής που αποκτούν οι σχέσεις εξουσίας και ελέγχου. Σε ποιες δομές και δια δικασίες αποφασιστικής σημασίας κοινωνικοποιούνται οι μαθητές, κα τά τον Papert; Όπως πολλοί κριτικοί επισήμαναν, ο
Papert προτείνει μια εξαιρετικά
εξορθολογιστική κατανόηση της ανθρώπινης ανάπτυξης και ταυτότη
τας.118 Αυτή η έμφαση στη γνώση είναι χαρακτηριστικό στοιχείο του ερ γαλειακού προοδευτισμού. Όπως παρατήρησε η Valeήe Walkerdine, η πανοπτική πειθαρχία, που ενισχύει τον προοδευτισμό, βασίζεται «σε μια μεταστροφή από τη ρύθμιση του έκδηλου εξαναγκασμού στη ρύθμιση της συγκεκαλυμμένης ομαλοποίησης, βασισμένης σε μηχανισμούς και τε
χνικές ταξινόμησης και, επομένως, ρύθμισης του κανονικού». 119 Αυτό που σταδιακά έμελλε να διαφοροποιήσει αυτή τη διαδικασία της συγκεκα λυμμένης ρύθμισης ήταν η έμφαση στον ορθολογισμό. Έτσι, ο Piaget υ ποστήριξε την ομαλότητα της προόδου στην ανάπτυξη του παιδιού από το συναίσθημα στη λογική και «πρότεινε ότι η καλύτερη πορεία για την ανθρωπότητα θα ήταν να κατευθύνει την παιδική ανάπτυξη προς τον ορθολογισμό, απαλλαγμένη από την κυριαρχία των συναισθημάτων. Ο ορθολογισμός θα ήταν ο εγγυητής της προόδου». 120 Η ανάπτυξη εκλαμη8
βανόταν σύμφωνα με τους όρους της απόκτησης της γνώσης και το φυ σιολογικό παιδί θεωρούνταν αυθόρμητο και, βεβαίως, ορθολογικό. Βα σιζόμενη στον
Foucault, η Walkerdine προτείνει ότι ο ορθολογισμός κα
τέληξε να εκλαμβάνεται ως ουσιαστικό στοιχείο της ανάπτυξης, η οποία θα μπορούσε να παρακολουθείται, να ομαλοποιείται και να ρυθμίζεται. Η τρέχουσα εμμονή στις δεξιότητες, στις ικανότητες, στη διαδικασία μά θησης και ούτω καθεξής αποτελεί ένα περαιτέρω στάδιο στην «επιστη μονική» πραγματεία της ομαλοποίησης όσον αφορά στη γνωστική ανά
πτυξη. Το επίτευγμά της είναι ότι εκλαμβάνει το μαθητή ή τον εκπαιδευό μενο ως μια μηχανή επεξεργασίας των πληροφοριών. Αυτό που η εν λόγω προσέγγιση υποβαθμίζει είναι η διαισθητική, η συναισθηματική, η αισθητική πλευρά της ανθρώπινης εμπειρίας χάριν μιας αποκλειστικής ενασχόλησης με τη γνώση. Ακόμα και υπό τους ό ρους της γνωστικής θεωρίας, αυτή η στάση ευνοεί την αναλυτική σκέψη
έναντι των ολιστικών μορφών κατανόησης. 121 Αυτή η πίστη στη λογική, στον ορθολογισμό και στα μοντέλα ποσοτικοποίησης βρίσκει την καλύ τερή της έκφραση στην κυβερνητική και στη θεωρία της τεχνητής νοη
μοσύνης.122 Όπως κατέδειξε ο Douglas Noble, η κυβερνητική ήταν μια σημαντική δύναμη που επηρέασε την ανάπτυξη του εργαλειακού προο δευτισμού. Η θεωρία της κυβερνητικής και της πληροφορικής «απορ ροφήθηκε -μέσω του έργου του Jerome
Bruner και άλλων- σε μια "δια
νοητική" αναθεώρηση του αμερικανικού εκπαιδευτικού συστήματος, με αποκορύφωμα τη γοητεία που ασκεί τελευταία στους εκπαιδευτές η γνω στικ11 θεωρία: η επίλυση προβλημάτων, οι δυνατότητες της σκέψης και
ο μικρο-υπολογιστής». 123 Υπάρχει επίσης μια συγγένεια με την κυβερ νητική στο έργο του Piaget. Ο John Broughton χαρακτηρίζει το έργο του Piaget ως μια «κυβερνητική βιο-ψυχολογία» και θεωρεί ότι ο Piaget «αγωνίζεται να εντάξει στη θεωρία του το ότι η πραγματική ποιότητα των ανθρώπινων όντων μπορεί να κατανοηθεί στο πλαίσιο της θεωρίας της κυβερνητικής. Έτσι, η θεωρία του καθίσταται σκόπιμα ορθολογική
και εμπειρική». 124 Αυτή η γνωστικ1Ί προσέγγιση είναι ίσως η πιο βελτιωμένη μορφή του εργαλειακού ορθολογισμού. Ο Broughton αναφέρεται σε αυτήν με τον όρο «συσηΊματα θετικισμού» και προτείνει ότι η σημασία της έγκειται στην «κοινωνικοποίηση των ατόμων με τον κατάλληλο τρόπο ώστε να δρουν μέσα σε γραφειοκρατικές οργανώσεις.[ ...] Πρόκειται για μια κοι νωνικοποίηση στη διαφορετικότητα του ιδιαίτερου, μια κοινωνικοποίη
ση που αποτελεί μια λειτουργικά προσδιορισμένη μορφή εξουσίας. 125 Η γνώση του υπολογιστή, στις πιο «προοδευτικές» μορφές της, απαιτεί να
279
I
l απελευθερώσει τους μαθητές, να τους προικίσει με έλεγχο πάνω στο πε ριβάλλον και τον εαυτό τους. Ο Papert ομολογεί ότι ο υπολογιστής ε μπνέει στους ανθρώπους το φόβο μήπως «χάσουν το σεβασμό στη διαί σθησή τους, στην αίσθηση των αξιών τους, στη δύναμη της κρίσης τους. Ανησυχούν μήπως η εργαλειακή λογική καταστεί ένα μοντέλο για ορ θή σκέψη». Γι' αυτόν όμως, αυτοί δεν είναι «φόβοι για τους ίδιους τους υπολογιστές, αλλά μάλλον[...] φόβοι για το πώς ο πολιτισμός θα αφο μοιώσει την παρουσία του υπολογιστή». 1 26 Το δικό του μοντέλο είναι έ να μοντέλο χρήσης/κατάχρησης: Ο υπολογιστής είναι μια ουδέτερη δύ ναμη στην κοινωνία, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για καλό ή για κακό. Θεωρούμε ότι το πρόβλημα είναι πολύ πιο σοβαρό και ότι ο υπο λογιστής εμπλέκεται βαθιά στη μεταμόρφωση της ίδιας της εικόνας μας και στις σχέσεις εξουσίας και ελέγχου. Αυτό δεν είναι κάποιο ατυχές υ
ποπρο'ίόν, έVα προσωρινό πρόβλημα κατάχρησης. Αντίθετα, πρόκειται μάλλον για μια ουσιαστική και συγκροτημένη εκδοχή, που είναι κεντρι κής σημασίας για την ανάπτυξη ενός «προοδευτικού» κοινωνικού ελέγ χου με διάφορες μορφές.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
ΑΠΟΔΟΜΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΧΩΡΟ: Η ΝΕΑ ΠΑΡΑΓΩΓΉ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, η παιδαγωγική μέθο δος του εργαλειακού προοδευτισμού εφαρμόστηκε αρχικά σε σπουδα στές των κολεγίων ηλικίας 16-19 ετών, αν και σε σύντομο χρονικό διά στημα επεκτάθηκε και στα σχολεία, όπου εφαρμόστηκε σε παιδιά μι κρότερων ηλικιακών ομάδων. Στην ανώτερη εκπαίδευση συναντώνται και τα σχετικά στοιχεία που επισημαίνει ο εργαλειακός προοδευτισμός: μια στροφή προς ικανότητες και δεξιότητες και μια απομάκρυνση από το βασικό ενδιαφέρον για το περιεχόμενο, μια πιο στενή σχέση ανάμε σα στα κολέγια και στο χώρο της εργασίας, ένας προσανατολισμός στην εφαρμοσμένη έρευνα και λιγότερο στην πειθαρχημένη διδασκαλία, ένα έντονο ενδιαφέρον για εμπειρική μάθηση, που συνδέεται με μια εστία ση στο μαθητή κτλ.
Τα κολέγια της ανώτερης εκπαίδευσης και, πιο πρόσφατα, τα σχο λεία αποτελούν αναμφίβολα το βασικό επίκεντρο του εργαλειακού προο δευτισμού . Παρ' όλα αυτά, η ηθική και οι πρακτικές του έχουν βαθιά δι
εισδύσει στην ανώτατη εκπαίδευση από τις αρχές της δεκαετίας του
1980, και, πιο συγκεκριμένα, σε μαθήματα επαγγελματικού
προσανατο λισμού σχετικά με την ιατρική περίθαλψη, τις επιχειρήσεις και τη μηχα
νική, έως και το υψηλότερο επίπεδο των πτυχιακών, ακόμα και των με ταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών. Οι αλλαγές που έχουν ·συντελεστεί στη βρετανική ανώτατη εκπαίδευ ση κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες είναι τόσο σημαντικές, που αξίζει
να τις εξετάσουμε ξεχωριστά στο παρόν κεφάλαιο. Στη συνέχεια θα ε πιχειρήσουμε να εντοπίσουμε την εξάπλωση του εργαλειακού προοδευ τισμού στην ανώτατη εκπαίδευση, για να αναπτύξουμε περισσότερο το θέμα του προηγούμενου κεφαλαίου, αλλά ταυτόχρονα για να συνειδη τοποιήσουμε το νόημα και τη σημασία των θεαματικών αλλαγών, που ε-
γείρουν ερωτi]ματα για την έννοια και τους σκοπούς του Πανεπιστημίου στις μέρες μας. Η πιο ορατtΊ εξέλιξη στην ανώτατη εκπαίδευση είναι η μαζικη αύξη ση στα ποσοστά των φοιτητών, τα οποία για τους δεκαοκτάχρονους έ χουν ανέλθει από το
12% περίπου
στο
30%, ίσως και παραπάνω, σε διά
στημα είκοσι χρόνων (η αύξηση Ύjταν εξαιρετικά γρi]γορη μετά το τέλος της δεκαετίας του
1980). Στα τέλη
της δεκαετίας του
1990, υπi]ρχαν πε
ρισσότεροι από ενάμισι εκατομμύριο φοιτητές στην ανώτατη εκπαίδευ ση, σε σύγκριση με τους λίγο περισσότερους από μισό εκατομμύριο φοι τητές στα τέλη της δεκαετίας του
1960
(αύξηση που τότε θεωρijθηκε
πρωτοφανi]ς μετά την πολιτικη της διεύρυνσης του Robbins). 1 Πρόκει ται για μια αύξηση του φοιτητικού πληθυσμού που ακολουθijθηκε από μια μείωση του κατά κεφαλi]ν κόστους (π.χ. , της ανά φοιτητή χρηματο δότησης) της τάξης του 40% κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του ει κοστού αιώνα. 2 Το γεγονός αυτό περιγράφεται συνi]θως ως ενδεικτικό της μετάβασης από την ανώτατη παιδεία των προνομιούχων3 στην παι δεία των μαζών, μια αλλαγη που κατέστη, καθυστερημένα, επιτακτικtΊ ανάγκη στο Ηνωμένο Βασίλειο, προκαλώντας μεγάλη αναταραχη και ε
παναπροσδιορισμό των σκοπών της ανώτατης εκπαίδευσης. 4 Πέρα από τον αξιοσημείωτο συνωστισμό, που τώρα ξενίζει κάθε επι
σκέπτη στις πανεπιστημιουπόλεις, η πιο αξιοπρόσεκτη ίσως εξέλιξη στην ανώτατη εκπαίδευση Ύjταν η αναβάθμιση, το 1992, περίπου τριάντα τε χνολογικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων* σε Πανεπιστi]μια. Επρόκειτο για μια καθυστερημένη (αν και ξαφνικi]) προαγωγη των «γενναίων αγωνι στών» σε ένα πιο «aξιοσέβαστο» επίπεδο, μια αλλαγi] στην οποία τα «πα λαιότερα» ιδρύματα αντέδρασαν αμυντικά, αποκαλώντας τα νεοεισερχό μενα «νέα Πανεπιστi]μια» (παραβλέποντας το γεγονός ότι η πλειοψηφία των Πανεπιστημίων που υπi]ρχαν πριν από το
1992 είχαν
δημιουργηθεί
μετά το 1960).5 Παρ ' όλα αυτά, θα Ύjταν ίσως πιο ακριβές να πούμε ότι αυτός ο επανασχεδιασμός των τεχνολογικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, αντί να τα αναβαθμίζει σε καθιερωμένα Πανεπιστijμια, Ύjταν περισσότε ρο σημάδι των αλλαγών στην πορεία και τη λειτουργία των Πανεπιστη μίων σε όλη την ανώτατη εκπαίδευση. Στο πλαίσιο αυτών των αλλαγών, προφανi]ς είναι η αυξημένη ενα σχόληση των πολιτικών και των επιχειρηματιών με τα Πανεπιστi]μια,
* Πρόκειται για τις πολυτεχνικές σχολές (polytechnics), αντίστοιχες των ελληνικών Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. (Σ.τ.Ε.)
ώστε να διασφαλίζεται η καταλληλότερη αντιμετώπιση των προτεραιο τήτων και των προβλημάτων τους. Τα ανώτερα τεχνολογικά ιδρύματα, που τοποθετήθηκαν από την αρχή στη -μάλλον παραπλανητικά- απο καλούμενη «ανώτατη δημόσια εκπαίδευση» , είχαν πολύ πιο στενές σχέ σεις με τις τοπικές επιχειρήσεις, εφόσον ήταν πιο καινοτόμα από τα πα
ραδοσιακά Πανεπιστήμια στην εισαγωγή μαθημάτων και μεθόδων δι δασκαλίας με έντονο προσανατολισμό στις πρακτικές εφαρμογές. Ο τρόπος χρηματοδότησης, η σύνθεση των φοιτητών τους και ο χαρακτή ρας της αυτοδιοίκησής τους πρόσφεραν στα ανώτερα τεχνολογικά ιδρύ
ματα, τουλάχιστον σε σχέση με τα Πανεπιστήμια, μεγαλύτερη πρόσβαση στους κύκλους της πολιτικής και της βιομηχανίας. Βεβαίως, και τα πα
λαιότερα Πανεπιστήμια είχαν σημαντικούς δεσμούς με τη βιομηχανία 6 -πολλά από αυτά μάλιστα ξεκίνησαν από εκεί ακόμα και εφαρμογές (ι δίως στα νομικά και στην ιατρική)- αλλά είναι ιστορικό γεγονός ότι μέ σα στο παραδοσιακό Πανεπιστήμιο έχει υπάρξει μικρή εξωτερική πα ρέμβαση. Τα Πανεπιστήμια ήταν από την ίδρυσή τους, και σύμφωνα με το Κοινοβούλιο, αυτοδιοικούμενα και ανεξάρτητα ιδρύματα. Παρόλο που ήταν δημόσιοι οργανισμοί, στο βαθμό που η κυβέρνηση χρηματο δοτούσε τις δαπάνες τους, η Πολιτεία δεν έκανε τίποτα παραπάνω από
το να δρα ως προμηθευτής. Ακόμα και μετά τη μεγάλη δημόσια επέν δυση που οδήγησε στη δημιουργία μιας σειράς νέων Πανεπιστημίων στη δεκαετία του 1960 (Γιορκ, Σάσεξ, Κεντ κ.ά.), δεν παρενέβη στα εσωτε ρικά τους. Πρέπει να σημειωθεί ότι συχνά στενές σχέσεις αναπτύσσο νταν με τα χρόνια με κάποιους χορηγούς, υπήρχαν κάποιες συνεργα σίες, περιστασιακές συμβουλές από επαγγελματικούς συνεταιρισμούς και υποδείξεις από υπουργούς. Αλλά η έλλειψη εξωτερικής παρέμβασης ή ταν ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη, ιδίως σε σύγκριση με τη δευτεροβάθμια
δημόσια εκπαίδευση. 7 Αυτό γινόταν πιο φανερό στο σχεδιασμό του προ γράμματος σπουδών, στον τρόπο διδασκαλίας και στη διαμόρφωση των κριτηρίων με τα οποία θα αποφοιτούσαν οι φοιτητές. Ωστόσο κατά τη δεκαετία του 1980 καταγράφεται μια αξιοσημείωτη αύξηση στο εύρος και στην ένταση των κυβερνητικών προσπαθειών για καθοδήγηση της ανώτατης εκπαίδευσης. Τα πρώην τεχνολογικά εκπαι δευτικά ιδρύματα ήταν πιο δεκτικά και ευέλικτα (ίσως και πιο ευάλω τα) από τα συγγενικά τους Πανεπιστήμια σε αυτούς τους χειρισμούς. Λό γω αυτής της στάσης τους, τα τεχνολογικά ιδρύματα συμμορφώθηκαν πιο πρόθυμα και τους απονεμήθηκε ο τίτλος του Πανεπιστημίου, ενώ τα καθιερωμένα Πανεπιστήμια άλλαξαν, ώστε να μοιάσουν περισσότερο με τα τεχνολογικά ιδρύματα.
Ο κυβερνητικός έλεγχος των οικονομικ<.i>ν κονδυλίων της αν<.i>τατης εκπαίδευσης αποτελούσε ένα μεγάλο μέσο επιρροής. Επιπλέον, σοβα
ρός έ"ι..Εγχος ασκούνταν για να αποτραπεί ο προσανατολισμός της ανω τατης εκπαίδευσης σε ανεπιθύμητες κατευθύνσεις. Για παράδειγμα, έγι νε προσπάθεια από την πρ<.i>τη κυβέρνηση της Θάτσερ να μειωθεί η χρη ματοδότηση για τις τέχνες, τις aνθρωπιστικές και τις κοινωνικές σπου δές και να στραφεί σε πιο πρακτικές και προπαρασκευαστικές επιστήμες και τεχνολογικά θέματα. Ένας υπουργός της περιόδου εκείνης, ο Νόρ μαν Τέ~ιπιτ, ερμήνευσε την τακτική αυτή σαν να παίρνεις χρήματα από τους «ανθρ<.i>πους που γράφουν για τα αρχαία αιγυπτιακά κείμενα και τις προγαμιαίες συνήθειες της κατοίκων της κοιλάδας του Άνω Βόλτα» και .να τα δίνεις στους τομείς που πραγματικά είχε ανάγκη η βιομηχανία. Επιπρόσθετα, σταδιακά τέθηκαν πιο φανερά τα όρια στη χρηματοδότη ση των φοιτητικ<.i>ν χ<.i>ρων (η προηγούμενη χρηματοδότηση προσαρμο
ζόταν στους φοιτητές και εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από το τι επέ"ΑΕ γαν να σπουδάσουν στο Πανεπιστήμιο), ως μηχανισμός αποτροπής κά
θε λανθασμένης επέκτασης. 8 Επίσης, σημαντικές ήταν οι κυβερνητικές παραινέσεις για να πεισθούν τα Πανεπιστήμια να κινηθούν σε πιο επιθυμητές κατευθύνσεις. Για πα ράδειγμα, στα τέλη της δεκαετίας του
1980 και στη
δεκαετία του
1990 τα
κονδύλια για την έρευνα των κοινωνικ<.i>ν επιστημ<.i>ν διαμορφ<.i>θηκαν έ τσι <.i>στε να δίνονται υπό όρους, σε αντίθεση με την προηγούμενη «μέθο
δο ανταπόκρισης» στις αιτήσεις (που προϋπέθετε ότι οι ερευνητές ανα ζητούσαν χρηματοδότηση για τις προτάσεις που τους ενδιέφεραν και το Συμβούλιο Έρευνας ζητούσε από τους συναδέλφους τους να κρίνουν αν άξιζαν υποστήριξης). Οι όροι αυτοί ήταν μια νέα μορφή περιορισμ<.i>ν, που συνδέονταν με τη «χρηστική» αξία των προτάσεων για ερευνητικά προγράμματα και αποσκοπούσαν στο να ενθαρρύνουν ή/και να δημιουρ γήσουν «συνεργασίες» με τους χρηματοδότες, καθ<.i>ς και στη δημιουργία προκαθορισμένων «προγραμματικ<.i>ν τομέων» από τα Συμβούλια Έρευ
νας, <.i>στε να διασφαλίζεται ότι τα ερευνητικά κονδύλια θα διοχετεύονται σε συγκεκριμένους τομείς έρευνας. Πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι η κυβέρνηση εγκαινίασε μεγάλα σχέδια που έχουν διεισδύσει στο ίδιο το πρόγραμμα σπουδ<.i>ν και στην παιδαγωγική μέθοδο. Το σχέδιο της Επιτροπής Υπηρεσι<.i>ν Ανθρ<.i>πι νου Δυναμικού «Οι Επιχειρήσεις στην Αν<.i>τατη Εκπαίδευση», παρα δείγματος χάρη, δημιουργήθηκε για να ενθαρρύνει τα Πανεπιστήμια να αναπτύξουν τη δ ιδασκαλία των «δεξιοτήτων» στα υπάρχοντα μαθήμα τα. Ο στόχος ήταν να δοθούν κίνητρα στο πρόγραμμα σπουδ<.i>ν και,
ακολουθώντας αυτή την πολιτική, τα πανεπιστημιακά ιδρύματα ελάμ
βαναν οικονομικές επιδοτήσεις. 9 Όπως αναμενόταν, τα Πανεπιστήμια, που είχαν ήδη δεχτεί σοβαρό πλήγμα από τις προηγούμενες περικοπές στη χρηματοδότηση, αναγκάστηκαν να πλειοδοτήσουν γι' αυτά τα κον
δύλια και τα πρώην τεχνολογικά ιδρύματα, ήδη εξοικειωμένα με τις α ξίες της επαγγελματικής απασχόλησης, κυριάρχησαν στην ανάληψη αυ τών των κονδυλίων. 1 0 Αυτού του είδους οι πρωτοβουλίες χαρακτήρισαν όλη τη δεκαετία του 1990, ανεξάρτητα από τις αλλαγές των κυβερνήσεων. Για παράδειγ μα, τη χρονιά που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, το Νέο Εργα τικό Κόμμα εξέδωσε το «Πρόγραμμα Ανάπτυξης της Ανώτατης Εκπαί δευσης και Απασχόλησης», το οποίο επιδοκίμαζε τις προηγούμενες προ σπάθειες για την καλύτερη ενσωμάτωση των προσόντων επαγγελματι
κής απασχόλησης στα προγράμματα σπουδών της ανώτατης εκπαίδευ σης και την προώθηση μαθημάτων που ανταποκρίνονταν στην αγορά. Από το 1996 το πρόγραμμα έχει επίσης προωθήσει δραστηριότητες ό πως τα «Δίκτυα Αποφοίτων», που έχουν σκοπό να εξασφαλίσουν ότι οι απόφοιτοι θα ενημερώνουν τα Πανεπιστήμια για τις συνθήκες στην αγο ρά εργασίας μετά την απόκτηση των πτυχίων τους, ώστε να «βελτιωθεί η συνάφεια και η ανταπόκριση του προγράμματος σπουδών». Ακόμα πιο αποκαλυπτική για την αδιάπτωτη κρατική παρεμβατικότητα στην εσω τερική ζωή του Πανεπιστημίου είναι η νέα πολιτική της κυβέρνησης για να «εισαγάγουν τις ανάγκες της βιομηχανίας στην ανώτατη εκπαίδευση από τον πρώτο χρόνο των σπουδών». Κι όλα αυτά γίνονται στο όνομα ε νός καλύτερου εκσυγχρονισμού και συγκρότησης των σχολείων, των κο λεγίων και των πολιτικών για το Πανεπιστήμιο. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα παραπάνω αποσκοπούν στο να συνδέσουν καλύτερα την παιδεία με την εργασία. Υπό αυτό το πρίσμα, δεν αποτελεί έκπληξη το να διαπιστώ νει κανείς στη μελέτη του Deaήng -την πιο σημαντική έρευνα για τα Πα νεπιστήμια που πραγματοποιήθηκε μετά την αντίστοιχη του Robins το 1963- μια σταθερή άποψη ότι θα πρέπει να εμπεριέχονται «ως προαπαι τούμενα μαθήματα σε όλα τα προγράμματα σπουδών της ανώτατης εκ παίδευσης η μάθηση της επικοινωνίας, της αριθμητικής, της χρήσης πλη ροφορικής και η ικανότητα να μάθεις πώς να μαθαίνεις». 11 ΕΡΓ ΑΛΕΙΑΚΟΣ ΠΡΟΟΔΕΥΊΊΣΜΟΣ ΣτΟ ΠΑΝΕΠΙΣΓΗΜΙΟ
Το κράτος έχει αναμφίβολα αναπτύξει έναν πιο παρεμβατικό ρόλο στην
ανώτατη εκπαίδευση. Αυτό έχει να κάνει με την κατανομή των μειωμέ-
νων κονδυλίων, ενώ ο αριθμός των φοιτητών αυξάνεται. Από την άλλη
πλευρά, συνδέεται στενά με την ανάπτυξη μιας «κοινωνίας λογιστών», 12 που εκφράζει μια πεποίθηση ότι τα δημόσια έξοδα πρέπει να υπόκει νται σε εξονυχιστικό έλεγχο και να κατανέμονται προσεκτικά. Η τακτι
κή αυτή συνοδεύεται από την εισχώρηση επιχειρησιακών πρακτικών
στο Πανεπιστήμιο 13 (πιο χαρακτηριστικά, από μια αυξημένη διαχειρι στική λογική και ένα συναφή υποβιβασμό των ακαδημα·ίκών και των ιε ραρχιών που βασίζονται στην αναγνώριση από τους συναδέλφους), α πό την προτεραιότητα στην παραγωγή εσόδων και τη δημιουργία επι χειρήσεων, καθώς και από την αυξημένη χρήση εμπορικών μηχανισμών στις πανεπιστημιακές υποθέσεις. 14 Πρέπει να γίνει παραδεκτό, βέβαια, ότι η εμπορευματοποίηση έχει, σε κάποιες περιπτώσεις, ωθήσει τα Πανεπιστήμια να κάνουν πράγματα
τα οποία σε άλλες εποχές δε θεωροuσαν αποδεκτά. Ένα προφανές πα ράδειγμα είναι η άμεση εγγραφή φοιτητών από χώρες εκτός της Ευρω πα·ίκής Ένωσης, οι οποίοι καταβάλλουν τετραπλάσια δίδακτρα, ενώ έ
να άλλο είναι η γρήγορη επέκταση των αυτοχρηματοδοτοuμενων μετα πτυχιακών προγραμμάτων σπουδών. Ωστόσο είναι παράδοξο να θεω ρήσουμε ότι η επιβολή από την κυβέρνηση μιας «συμβολαιογραφικής κουλτοuρας» μπορεί να κάνει τα Πανεπιστήμια πιο ανεξάρτητα. 1 5 Οι καινοτομίες για την αuξηση των εσόδων από ιδιωτικές πηγές μπορεί να είναι aξιοπρόσεκτες, αλλά καταλήγουν μόνο σε μικρά ποσά χρηματο δοτήσεων (κάτι που δε σημαίνει όμως ότι τα ποσά αυτά είναι αμελη τέα!). Στην πραγματικότητα, όσο κι αν επιθυμοuν τα Πανεπιστ1Ίμια να
ελαχιστοποιήσουν την εξάρτησή τους από την Πολιτεία, η συντριπτική πλειονότητα των εσόδων τους -κυρίως για τη διδασκαλία των φοιτητών
και, σε μικρότερο βαθμό, για την έρευνα- προέρχονται από το κράτος. 1 6 Βάσει αυτοu, είναι αναπόφευκτο ότι όταν η κυβέρνηση αποφασίζει να χρηματοδοτήσει υπό αυτοuς τους όρους, η ανώτατη εκπαίδευση πέφτει θuμα του ευρuτερου κρατικου συγκεντρωτισμοu_lΊ Αυτό που περισσότερο συγκρατεί τον κυβερνητικό παρεμβατισμό α φορά στη συμβολή των πανεπιστημιακών προγραμμάτων στις ανάγκες
της οικονομίας. Ένα κυβερνητικό έγγραφο του 1987 επέμενε ότι «η α νώτατη παιδεία θα πρέπει να βοηθά πιο αποτελεσματικά την οικονο μία». Με αυτό τον τρόπο έθετε ένα βασικό ζήτημα, που ακόμα δεν έχει
ξεπεραστεί. 18 Οι «ανάγκες της βιομηχανίας» και η «απορρόφηση» των αποφοίτων στην αγορά εργασίας είναι οι υψηλές και βασικές προτε ραιότητες του εν λόγω εγγράφου. Το μήνυμα που συχνά στέλνει η βιο μηχανία, και το οποίο αναμεταδίδεται από την κυβέρνηση, είναι ότι τα
Πανεπιστήμια δεν έχσυν καταφέρει να επιτύχουν τα αναμενόμενα απο τελέσματα, ότι οι απόφοιτοι υπολείπονται εμφανώς όσον αφορά στις «με ταβιβάσιμες ατομικές δεξιότητες» πσυ θα τσυς έκαναν χρήσιμους στους
εργοδότες. 19 Το παράπονο αυτό συχνά συνδέεται με την κριτική που α σκείται ότι τα Πανεπιστήμια δίνουν μεγάλη έμφαση στη θεωρία και στην απόδοση των φοιτητών σε αυτόν το σχολαστικό (και μη πρακτικό) το μέα. Οι εργοδότες, και διαμέσου αυτών και η κυβέρνηση, επανειλημμέ να επιμένουν ότι οι απόφοιτοι πρέπει να διαθέτουν δεξιότητες, δηλαδή να ξέρουν να πράττουν, και όχι μόνο να κατέχουν θεωρητικές γνώσεις
-
πράγμα που θα τους εξοπλίσει ώστε να δρουν αποτελεσματικά στον
«πραγματικό κόσμο». 20 Τα προαπαιτούμενα γι' αυτά τα προσόντα, αν και διαφέρουν, περιστρέφονται γύρω από την κατανόηση της αριθμητι κής, της επικοινωνίας, τη συνεργασία, την προσαρμοστικότητα, την αυ το-κινητοποίηση κτλ. Όλα αυτά ανταποκρίνονται άμεσα στη μέθοδο δι δασκαλίας του εργαλειακού προοδευτισμού. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι η απαίτηση να εισέλθουν οι μεταβιβά σιμες δεξιότητες στο πρόγραμμα σπουδών δεν προέρχεται μόνο από τον εξωπανεπιστημιακό χώρο. Παρόμοιες αιτιάσεις ακούγονται και μέσα α πό το Πανεπιστήμιο -και όχι μόνο- για να βοηθήσουν την επαγγελμα τική αποκατάσταση των φοιτητών, αλλά και γιατί υπόσχονται να προ
ωθήσουν την προοδευτική παιδαγωγική μεταρρύθμιση. Τον κύριο λόγο έχουν αυτοί που υποστηρίζουν μια μαθητοκεvτρική προσέγγιση στην εκ παίδευση, κάτι που θα υποβάθμιζε την κυριαρχία των ακαδημα'ίκών και την πρωταρχική τους δέσμευση απέναντι στις αρχές της υπακοής και της συναδελφικότητας. Οι υποστηρικτές της μεταρρύθμισης ισχυρίζο νται ότι τα Πανεπιστήμια για πολύ καιρό έχουν επιβάλει τις δικές τους απόψεις στους φοιτητές, οι οποίοι -συχνά χωρίς να το θέλουν- υποχρεώ νονται να φέρονται ως μαθητευόμενοι ειδικοί σε συγκεκριμένους τομείς.
Η αλήθεια είναι ότι ελάχιστοι φοιτητές φιλοδοξούν να ακολουθήσουν τα βήματα των καθηγητών τους στην ακαδημα·ίκή καριέρα. Στη συντρι πτική τους πλειονότητα δε θα χρησιμοποι1Ίσουν ποτέ ως επαγγελματίες τα θέματα που μελετούν και είναι μάταιο από την πλευρά των πανεπι στημιακών να συμπεριφέρονται σαν να συμβαίνει το αντίθετο (ακόμα και σε πρακτικούς τομείς, όπως η μηχανική, μια μεγάλη ~ιειονότητα δεν εργάζονται ως μηχανικοί_ μετά την αποφοίτησή τσυς, ενώ σχετικά λίγοι
ιστορικοί ή κοινωνιολόγοι θα ακολουθήσουν επαγγελματική πορεία α νάλογη με τις σπουδές τους μετά το Πανεπιστήμιο). Επιπλέον, το βασι κό κέρδος των φοιτητών από τα πανεπιστημιακά προγράμματα προς το παρόν δε λαμβάνεται υπόψη ή, στην καλύτερη περίπτωση, υποβαθμί-
,,
ζεται από τους ιθύνοντες του προγράμματος σπουδών. Εδώ κάποιος α ναζητά ικανότητες για επαρκή παρουσίαση ενός επιχειρήματος, για βελ
τίωση των γραπτών και προφορικών δυνατοτ1Ίτων, για ικανοποιητική εύρεση πληροφοριών, δηλαδή για την ανάπτυξη των «μεταβιβάσιμων δεξιοτήτων>>. Σε εκείνους τους εκπαιδευτικούς που επιθυμούν το Πανεπιστήμιο να υιοθετήσει μια μαθητοκεντρική πολιτική μπορούμε να διακρίνουμε μια θέληση για ριζικές αλλαγές. Βάζουν στην πρώτη θέση τις ανησυχίες και τις προτεραιότητες των φοιτητών, αντί των ακαδημα·ίκών και, πολύ πε ρισσότερο, αυτές των εργοδοτών και της κυβέρνησης. Αυτή η παιδαγω γική μέθοδος είναι αξιόλογη, κυρίως επειδή αναγνωρίζει τη μεταβιβα στική δυνατότητα που μπορεί να έχει για ένα άτομο η πανεπιστημιακή εμπειρία και επειδή, δικαιολογημένα, τοποθετεί τις ανησυχίες των φοι
τητών στον κεντρικό άξονα του Πανεπιστημίου.21 Παρ' όλα αυτά, πρέπει να τονίσουμε την ταύτιση των επιθυμιών των εργοδοτών και της κυβέρ νησης με την εκστρατεία των προοδευτικών για τη μεταρρύθμιση της α νώτατης εκπαίδευσης. Οι τελευταίοι υποστηρίζουν τις θέσεις τους ενά ντια στις πιθανότητες επιτυχίας, οι οποίες για δεκαετίες έχουν υποβαθ μιστεί προς όφελος της ακαδημα·ίκής κυριαρχίας. Φαίνεται, πάντως, ό τι μόνο τώρα που η προοδευτική μέθοδος διδασκαλίας μπορεί να προ χωρήσει για οργανικούς λόγους μπορούν να γίνουν σημαντικά βήματα.
Μπορούμε να τονίσουμε κάποιες σημαντικές εκφάνσεις αυτού του ερ γαλειακού προοδευτισμού, όπως έχει εκδηλωθεί τα τελευταία χρόνια στην ανώτατη εκπαίδευση.
• Μια έμφαση στις μεταβιβάσιμες δεξιότητες, σε βάρος της γνώσης σε ένα συ γκεκριμένο θέμα. Σε κάποια Πανεπιστήμια οι μεταβιβάσιμες δεξιότητες έ χουν αναλυθεί και ενσωματωθεί στο σχεδιασμό κάθε μαθήματος, υποχρε ωτικού και επιλεγόμενου, και έχουν ομαδοποιηθεί σε διάφορες κατηγορίες δεξιοτήτων, όπως «αυτοδιαχείριση» ή «επίλυση προβλημάτων», και ύστε
ρα τοποθετούνται σε κατηγορίες που πρόκειται να διδαχθούν, να εφαρμο στούν ή να αξιολογηθούν. Για παράδειγμα, κάποια μαθήματα μπορούν να σχηματίσουν μια κατηγορία μεταβιβάσιμων δεξιοτήτων, όπως η «ομαδι κή εργασία», και στη συνέχεια αυτή να χωριστεί σε τρία επιπλέον μέρη, δηλαδή «ικανότητα ανάληψης ευθυνών και διεκπεραίωσης συμφωνημέ νων εργασιών», «ικανότητα κινητοποίησης και συνεργασίας με τους άλλους>> και «ικανότητα διαπραγμάτευσης μέσα σε ένα πλαίσιο σεβασμού για τους
άλλους». Μια τέτοια προαγωγή των μεταβιβάσιμων δεξιοτήτων αναπόφευ κτα υποβαθμίζει τη θέση της διδακτέας ύλης στο πρόγραμμα μαθημάτων.
• Μια μεταστροφή του προγράμματος σπουδών προς τις ικανότητες, έτσι
288
ώστε οι φοιτητές να έχσυν τη δυνατότητα να δείξουν «τα πράγματα που μπορούν να κάνουν» αντί, όπως στο παρελθόν, να επικεντρώνονται στο
βαθμό που έχσυν απορροφήσει τη γνώση μιας θεωρητικής κατεύθυνσης. Βασική προϋπόθεση στην κίνηση για τις ικανότητες είναι η άμεση απο δοχή των μεταβιβάσιμων δεξιοτήτων από το Πανεπιστήμιο. Οι φοιτητές στο παρελθόν αναμφίβολα ανέπτυσσαν αρκετές από αυτές, αλλά όσον α φορά στο πρόγραμμα σπσυδών δεν αναγνωρίζονταν ούτε ανταμείβονταν. Αντίθετα, οι μεταβιβάσιμες δεξιότητες σήμερα ταυτίζονται όλο και περισ σότερο με ικανότητες τις οποίες ο φοιτητής θα πρέπει να διδάσκεται και
θα πρέπει να τις εξασκεί και να τις κατακτά πλήρως. 22 Η πρακτική της πε ριγραφής των μαθημάτων με όρους «αποτελεσμάτων μάθησης>> που μπο ρούν να εφαρμοστούν (βασιζόμενη στο μοντέλο τού «στο τέλος αυτού του
μαθήματος οι μαθητές θα μπορούν...») αντικαθιστά την προηγούμενη πρα κτική των «θεμάτων πσυ πρέπει να καλυφθούν» με έναν τρόπο «μαθητείας» και «αμφισβήτησης», που από τη φύση του ήταν προσωρινός, ατελής και αντικείμενο αμφισβήτησης.
•
Μια αλλαγή του τρόπου αξιολόγησης των φοιτητών, που σημαίνει την κα
τάργηση των πτυχιακών εξετάσεων και την εισαγωγή μιας ποικιλίας μεθό δων αξιολόγησης- ειδικά προς την κατεύθυνση μιας σειράς εργασιών δια φόρων ειδών (εκθέσεις, εργασίες, παρσυσιάσεις, περιλήψεις κτλ.) που ανα λαμβάνονται σε όλη τη διάρκεια του μαθήματος. Επιπλέον, η αξιολόγηση παίρνει όλο και περισσότερο τη μορφή συγκεκριμένων εργασιών που α παιτούν μια σημαντική διαπραγμάτευση τσυ θέματος. Σηματοδοτεί επίσης μια νέα προσέγγιση ανάμεσα στσυς φοιτητές και τους καθηγητές, καθώς και την παρσυσία των μεταβιβάσιμων δεξιοτήτων στην ίδια την άσκηση.
• Μια ταχύτατη ανάπτυξη των διατμηματικών προγραμμάτων, που διευκο λύνουν την επιλογή των φοιτητών, μια διαδικασία που έχει γελοιοποιηθεί
ως η προώθηση ενός πτυχίου του τύπσυ «διάλεξε και ανακάτεψε», αλλά που εξασφαλίζει τα δικαιώματα και τις ευθύνες των φοιτητών στο σχεδια σμό του δικού τους πτυχίου. Αυτή η έμφαση πσυ δίνεται στο φοιτητή υ ποβαθμίζει τον ακαδημα·ίσμό, ενώ ταυτόχρονα υπογραμμίζει την ατομική ευθύνη που έχει κάθε φοιτητής για να δημιουργήσει, μέσα από κριτική σκέψη και επιλογή, το δικό τσυ τρόπο διδασκαλίας. Από αυτή την άπο ψη, κάποιος μπορεί να σημειώσει πως τουλάχιστον ένα διατμηματικό πτυ
χιακό πρόγραμμα έχει λόγσυς να περηφανεύεται ότι, ενώ την ίδια στιγμή φοιτούν αρκετές χιλιάδες φοιτητές, κανένας δεν έχει ακριβώς το ίδιο πρό γραμμα μαθημάτων με τον άλλο. Κατά τη γνώμη μας, αυτή η εξατομίκευ ση της ανώτατης εκπαίδευσης είναι ένας ιδιαίτερα σημαντικός τρόπος ε λέγχου, αφού, ενώ μειώνει τη σημασία τσυ περιεχομένου της παιδείας, αυ ξάνει την ευθύνη του κάθε φοιτητή ξεχωριστά για την προσωπική του εκ παιδευτική επιτυχία (ή αποτυχία).
• Ένα σημαντικό συστατικό της ανώτατης εκπαίδευσης αφορά στην ευρεία
ιο
-
Η Εποχιί του Τεχνοπολιτισμού
αποδοχ1Ί του σχεδίου του «σκεπτόμενου ασκούμενου». 23 Αυτό περιλαμβά νει τη φιλοδοξία για την ενθάρρυνm1 της συνήθειας μιας συνεχούς ενδοσκό πησης από την πλευρά των φοιτητών, ώστε να τους επιτρέψει να κάνουν καλύτερα τις μελλοντικές επιλογές τους, όπως και να διδαχθούν πιο απο τελεσματικά από τις προηγούμενες και τις τρέχουσες εμπειρίες τους.
• Στενά συνδεδφένη με αυτό είναι η πιο συνηθισμένη μεταβιβάσιμη δεξιό τητα, της οποίας η ανάπτυξη είναι ζητούμενο στην ανώτατη εκπαίδευση, η κριτική σκέψη. Το εκφρασμένο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη κριτικής σκέψης υπάρχει σχεδόν παντού και είναι κάτι που μπορεί να βρει αντα πόκριση στον επιχειρηματία που ζητά ανθρώπους με φαντασία για να λύ νουν τα προβλήματα, στο λογιστή που αγωνίζεται για την προώθηση της παράλληλης σκέψης, όπως και στον aντικομφορμιστή που επιθυμεί να δει φοιτητές να θέτουν ερωτήματα για τα συμφέροντα που μπορεί να κρύβο νται πίσω από τις όποιες απόψεις και θεωρίες. Υποπτευόμαστε ότι είναι δύσκολο να βρεθεί οποιουδήποτε βαθμού πρόγραμμα στη χώρα που να μην επιχειρεί να αναπτύξει την «κριτική σκέψη» . Εξάλλου, όταν κάποιος στοχεύει στη δημιουργία σκεπτόμενων ασκούμενων που συνεχώς μελετούν τον εαυτό τους και τις πράξεις τους, η κριτική ποιότητα φαντάζει σαν ένα απαραίτητο συμπλήρωμα. Η γνώμη μας είναι ότι ο μόνος τρόπος για να συμπεριληφθεί ένα τόσο δυνητικά αποσταθεροποιητικό σχέδιο σαν την «κριτική σκέψη» σε διάφορες σπουδές, όπως η Μαιευτική, η Διοίκηση Επιχειρήσεων, η Διαχείριση Ακινήτων και οι Τουριστικές Σπουδές, είναι να απογυμνωθεί από την πραγματική του δύναμη, περιοριζόμενο σε προ καθορισμένους (και αδιαμφισβήτητους) στόχους. Με αυτό τον τρόπο η
«Κριτικ1Ί σκέψη» μπορεί να εφαρμοστεί ως μια πρακτικ1Ί «ικανότητα»24 που μπορεί να καταστήσει τη μαιευτική πιο αποτελεσματική (ενώ η ορ γάνωση των υπηρεσιών κοινής πρόνοιας είναι εκτός ορίων), ή μπορεί να παρέχει τη μέθοδο για τη μεγιστοποίηση των εταιρικών κερδών (αλλά δε θα θέτει ευρύτερα ερωτήματα για την επιχειρηματική συμπεριφορά), ή μπορεί να οδηγεί σε νέους τρόπους διαχείρισης ακιν1Ίτων (αλλά δε θα αμ
φισβητεί την ίδια την ανάγκη για τη διαχείριm1 των ακιν1Ίτων), ή μπορεί να προωθεί καλύτερους τρόπους αντιμετώπισης των τουριστών (αλλά δε θα υποστηρίζει τη σκέψη ότι ο τουρισμός ίσως πρέπει να καταργηθεί). • Ένα εσωτερικό στοιχείο του εργαλειακού προοδευτισμού είναι η ανάπτυ ξη ενός συνεχούς ελέγχου του φοιτητή και η επέκταση της παρακολούθησης σε μέχρι τώρα ανέγγιχτους τομείς της ζωής και της ψυχής του. Ο συνεχής έλεγχος είναι ιδιαίτερα προφανής στην πολύ συχνότερη αξιολόγηση και στην αύξηση των πραγμάτων που υπόκεινται σε αξιολόγηση, που είναι ε πίσης ένα στοιχείο τόσο της παρακολούθησης όσο και της κατανομής των σπουδόJν σε εξάμηνα. Συνεπώς οι φοιτητές αξιολογούνται για την πρόο δό τους σε πολύ πιο τακτά διαστήματα από ό,τι έως τώρα (όχι μόνο στην περίοδο των εξετάσεων, που τώρα γίνονται μόλις δύο -και σε κάποιες πε-
ριπτώσεις περισσότερες- φορές, αλλά και κατά τη διάρκεια παραδοσια κών και ομαδικών δραστηριοτήτων). Οι φοιτητές ενημερώνονται για διά φορες δραστηριότητες (προφορικές ικανότητες, διαχείριση χρόνου και για το σύνολο των μεταβιβάσιμων δεξιοτήτων) οι οποίες προηγουμένως, όταν η γνώση ήταν -τουλάχιστον επισήμως- το κύριο ενδιαφέρον, σπα νίως aποσπούσαν την προσοχή τους. Βεβαίως, το σκεπτικό αυτιiς της προσέγγισης είναι ότι βελτιώνεται η ίδια η εικόνα του φοιτητή, που τώρα είναι επιφορτισμένος με την ανάληψη ευθυνών για τη μάθησή του.
•
Επιπλέον, μπορούμε να δούμε μια πιο συστηματική και ακόμα πιο τακτι κή επιτήρηση με την εισαγωγή της διαμόρφωσης του προφίλ του φοιτητή. 25 Όντας ένα λογικό παράγωγο του μαθητοκεντρισμού και της μείωσης της ακαδημα"ίκ1iς αξιολόγησης, η διαμόρφωση του προφίλ υπόσχεται να κα ταγράψει και να αξιολογήσει τα πάντα, καθετί το οποίο έχει αναλάβει ο
.
φοιτητής και κρίνεται σημαντικό. Είναι ξεκάθαρα προοδευτικό μέτρο, θέ τει στο κέντρο το φοιτητή-άτομο, αλλά υπόσχεται να aρχειοθετήσει ό,τι συμβαίνει -απόδοση μέσα και έξω από την τάξη, σχέσεις με τους συμφοι τητές, αλλά και με το προσωπικό- σε «φακέλους αξιολόγησης», που θα μπορούσαν να συμβάλουν σε μια εξατομικευμένη «σκιαγράφηση του α ποφοίτου». Αυτ1i θα αντικατασηiσει το (σχετικά) ελλιιτές σε πληροφορίες πτυχίο με ένα <<ντοσιέ» που θα περιλαμβάνει δηλώσεις αυτοαξιολόγησης συγκεντρωμένες από το φοιτητή, την απόδοση που είχε σε μια σειρά επι λεγόμενων μαθημάτων (και μια δήλωση γιατί επελέγησαν τα συγκεκριμέ να μαθήματα), τις εμπειρίες του από τις εκπαιδευτικές εκδρομές, τις με ταβιβάσιμες δεξιότητες που απέκτησε, τη συμμετοχή του σε αθλητικές δραστηριότητες, τη δράση του στο φοιτητικό κίνημα, διάφορες άλλες δρα στηριότητές του , όπως η βοήθεια στην υποδοχή των εισακτέων κτλ. Η διαμόρφωση του π.ροφίλ στα βρετανικά Πανεπιστtiμια βρίσκεται σε ένα σχετικά πρώιμο στάδιο, αλλά είναι πιθανό να αναπτυχθεί στο μέλλον. Και αυτό τουλάχιστον συμβαίνει επειδή συμβάλλει στις φιλοδοξίες να εμπεδω θεί η συνήθεια της «διά βίου μάθησης», κάτι που εξυπηρετεί ιδιαίτερα τα κυβερνητικά και τα επιχειρηματικά συμφέροντα. Η σύσταση του Deaήng
ότι τα Πανεπιστ1iμια θα πρέπει να δίνουν στον κάθε φοιτητή ένα «φάκε λο προόδου» που θα καταγράφει τα «έως εκείνη τη στιγμή επιτεύγματά του και ο οποίος θα χρησιμοποιείται σε όλη του τη ζωή» 26 υπογραμμίζει και ενθαρρύνει αυτή τη νέα μέθοδο.
Ο ΜΕΤΑ-ΦΟΡΝΠΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΉΜΙΟ
Ο εργαλειακός προοδευτισμός αναπτύσσεται ταχύτατα στην ανώτατη
εκπαίδευση, καθοδηγούμενος από μια απροσδόκητη συμμαχία ανάμεσα
στους μεταρρυθμιστές της εκπαίδευσης και κυβερνητικούς φορείς ευαι σθητοποιημένους στις εκφρασμένες ανάγκες της βιομηχανίας. Παρ ' όλα αυτά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό το τελευταίο είναι ο πιο σημαντι κός παράγοντας. Σε συμφωνία με τις επείγουσες οικονομικές ανάγκες που παρουσιάζονται τα τελευταία χρόνια, θεωρείται ορθό να ξεκινά κά
θε συζήτηση για αλλαγή στην ανώτατη εκπαίδευση με την επιμονή ότι η μεταρρύθμιση είναι απαραίτητη εξαιτίας των ραγδαίων αλλαγών στο κοινωνικο-οικονομικό πεδίο.
Πολλοί αναλυτές που έχουν επηρεαστεί από τις κοινωνικές επιστή μες αναφέρονται στην έλευση του μετα-φορντισμού, που απαιτεί μια αρ κετά διαφορετική μορφή ανώτατης εκπαίδευσης από όλες τις προηγού
μενες.27 Αν και οι όροι της σύλληψης του σχεδίου δεν είναι συγκεκρι μένοι, αρκετά θέματα επαναλαμβάνονται από όλους τους σχολιαστές, εί
τε αυτοί είναι επηρεασμένοι από την κοινωνική θεωρία είτε όχι.28 Όπως έχει γίνει ξεκάθαρο από τα προηγούμενα κεφάλαια, προτιμούμε τον όρο «νεο-φορντισμός» γιατί μας θυμίζει τα θεμελιώδη ζητήματα τα οποία παραβλέπονται εξαιρετικά εύκολα από εκείνους που προτιμούν να επι
κεντρώνονται στις πρόσφατες αλλαγές. Ωστόσο συμφωνούμε με τους πε ρισσότερους σε μερικά σημαντικά στοιχεία της εν λόγω εποχής:
•
Η παγκοσμιοποίηση έχει ως αποτέλεσμα μια θεαματική επιτάχυνση των
αλλαγών και μια αύξηση στις ανταγωνιστικές προκλήσεις, που έχουν ε ντείνει την αβεβαιότητα και έχουν μεγαλώσει τις δυσκολίες στις οικονομι κές σχέσεις. Υπάρχει επίσης μια σχετική μείωση της εθνικής κυριαρχίας στα οικονομικά θέματα, επειδή η παγκοσμιοποίηση μεροληπτικά υποβι
βάζει τη δυνατότητα για μια ανεξάρτητη εθνική οικονομία.29 Το αποτέ λεσμα είναι ότι ένα παγκόσμιο, διεισδυτικό και, κατά κύριο λόγο, αυτό
•
νομο σύστημα αγοράς επιβάλλει πολλούς περιορισμούς στα κράτη, ενώ δεν είναι υπό τον έλεγχο των κυβερνήσεων. 30 Τα Πανεπιστήμια πρέπει να ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες, εξασφα λίζοντας ότι οι εργαζόμενοι θα είναι εξοπλισμένοι με τις πιο σύγχρονες ι κανότητες και γνώσεις, που θα ανταποκρίνονται στις συνεχώς μεταβαλλό μενες συνθήκες.
•
Για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν την παροχή αυτών των δεξιοτ~Ίτων και γνώσεων, τα Πανεπιστήμια και οι επιχειρήσεις/βιομηχανίες πρέπει να συνδε θούν πιο στενά. Αν ισχύει ότι «σε μια ταχύτατα μεταβαλλόμενη παγκόσμια οικονομία η συνεχής αναζήτηση δεξιοτήτων και γνώσεων αποτελεί προ τεραιότητα», τότε είναι απόλυτα συνεπής για την κυβέρνηση, ως έκφρα ση της απόλυτης λογικής της ενσωμάτωσης, η δημιουργία ενός Πανεπιστη
μίου για τη Βιομηχανία, το οποίο θα «διαδώσει την επανάσταση που φέ ρουν οι δεξιότητες στο Ηνωμένο Βασίλειο» και θα προωθήσει την αντα-
γωνιστικότητα και την απασχόληση. 31 Και όλα τα άλλα Πανεπιστήμια εν θαρρύνονται να κινηθούν σε παρόμοιες κατευθύνσεις.
•
Μια ζωτικής σημασίας ικανότητα (ίσως και το πρωταρχικό προσόν) των
εργαζομένων είναι να είναι ευέλικτοι, να μπορούν γρ1Ίγορα να προσαρμο στούν στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες, και έτσι να μπορούν να α σκούνται -και συχνά να επαν-ασκούνται- σε όλη τη διάρκεια της εργα σιακής τους ζωής. Έτσι, προκύπτει η έννοια της «διά βίου μάθησης».
•
Εφόσον τα Πανεπιστήμια πρέπει να παράγουν αποφοίτους με την απα ραίτητη ευελιξία, που θα τους βοηθήσει να τα καταφέρουν σε αυτό τον α σταθή κόσμο, συνεπάγεται ότι και το Πανεπιστήμιο θα πρέπει να αυξήσει
τη δικ1] του ευελιξία. Η ευέλικτη εργασία απαιτεί το ευέλικτο Πανεπιστή μιο. Η ανώτατη εκπαίδευση πρέπει να απαλλαγεί από τις άκαμπτες πρα
κτικές, υιοθετώντας, για παράδειγμα, τα μαθ1Ίματα επιλογής, ενθαρρύνο ντας την πρόσβαση, διευκολύνοντας τις σπουδές μερικής απασχόλησης, αλλάζοντας τακτικά τα μαθ1Ίματα, προσφέροντας ταχύρυθμα μαθήματα τα οποία είναι απαραίτητα, κλείνοντας καινοτόμες συμφωνίες με τις επι χειρήσεις, κρατώντας τα Πανεπιστήμια ανοιχτά κατά τη διάρκεια των κα λοκαιρινών μηνών και ως αργά το βράδυ.
•
Η αυξανόμενη πλειοψηφία των επαγγελμάτων σε αυτόν το νέο κόσμο, συμπεριλαμβανομένων και των πλέον δημοφιλών από αυτά, είναι συμβο
λικής ή εvτατικοποιημέvης γνώσης. Αυτό σημαίνει ότι στην «εποχή της πληροφορίας» δεν μπορεί κανείς να στηριχθεί στις παραδοσιακές πηγές εργασίας, καθώς αυτές έχουν ξεπεραστεί από ένα είδος συμβολικής και πληροφοριακής εργασίας. Σύμφωνα με τα λόγια του Βρετανού πρωθυ πουργού, «στις μέρες μας περισσότεροι άνθρωποι δουλεύουν στον κινη ματογράφο και στην τηλεόραση από ό,τι στην αυτοκινητοβιομηχανία -
· πόσο μάλλον στα ναυπηγεία»,32 και η εκπαίδευση πρέπει να ακολουθήσει την τάση αυτή.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες, σε συνδυασμό, θέτουν το Πανεπιστήμιο στο επίκεντρο της οικονομικής πολιτικής, εφόσον η ανώτατη εκπαίδευ ση έχει επιφορτιστεί με την παροχή εφοδίων στο μελλοντικό εργατικό
προσωπικό (και έχει αναλάβει τη συνέχιση της προετοιμασίας του στις μόνιμα μεταβαλλόμενες συνθήκες) , και αυτό το εργατικό δυναμικό χρει άζεται μονίμως νέες πληροφορίες και γνώσεις. Επιπλέον, εφόσον οι κυ βερνήσεις έχουν εξαναγκαστεί από τις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης να εγκαταλείψουν την εθνική οικονομική πολιτική, πρέπει να προωθή σουν το μόνο πράγμα πάνω στο οποίο έχουν εθνική επιρροή
-
γι' αυτό
και δίνεται προτεραιότητα στην ανώτατη εκπαίδευση, που έχει αναλά
βει να διασφαλίσει ότι η νεολαία θα έχει τις ικανότητες οι οποίες θα της επιτρέψουν να καταλάβει τις καλύτερες διαθέσιμες δουλειές στον πα-
293
γκόσμιο καπιταλισμό. Κάτω από αυτό το πρίσμα, δεν αποτελεί έκπλη ξη η επισήμανση του περιοδικού Economist ότι το Πανεπιστήμιο «έχει αρχίσει να αναδεικνύεται σε ένα όλο και περισσότερο χρήσιμο περιου σιακό στοιχείο».33 Αυτή η ανάλυση και η συναφής πολιτική έχουν, σε σημαντικό βαθμό επηρεαστεί από τις απόψεις του Robert Reich λίγο πριν από την προα γωγή του στη θέση του υπουργού Εργασίας στην κυβέρνηση Κλίντον. 34 Στο βιβλίο του
The Work of Nations: Preparing Ourselves for the 21st Century Capitalism* ο Reich επιβεβαιώνει ότι η βασική μέριμνα της κυ
βέρνησης πρέπει να είναι η ικανότητα της ανώτατης εκπαίδευσης να πα ράγει αρκούντως ελκυστικά προ·ίόντα, ώστε να κερδίσουν το δυσανάλο
γα μεγάλο μερίδιο του 20% των κορυφαίων εργασιών της παγκόσμιας οικονομίας. Η βασική ανησυχία του Reich είναι οι ΗΠΑ, στις οποίες -ε πειδή ακόμα και εδώ η ιδέα μιας ανεξάρτητης εθνικής οικονομίας είναι απατηλή, και έτσι βρίσκεται πέρα από την κυβερνητική επιρροή- ο Πρό εδρος μπορεί να δράσει για το εθνικό συμφέρον, επικεντρώνοντας σε πολιτικές που θα εξασφαλίσουν ότι οι πολίτες του θα βρουν εργασία ως «συμβολικοί αναλυτές». Αυτοί είναι οι ειδικοί που «συνέχεια ασχολού νται με διαχειριστικές ιδέες» και οι οποίοι «λύνουν, αναγνωρίζουν και διαχειρίζονται προβλήματα χειριζόμενοι σύμβολα». 35 Όλοι έχουν το χα ρακτηριστικό ότι κατέχουν υψηλή μόρφωση, γι' αυτό και έχουν τον έ λεγχο και την άνεση με τα βασικά προσόντα της αφαίρεσης, της ανάλυ σης συστημάτων, του πειραματισμού και της συνεργασίας. Νιώθουν σαν στο σπίτι τους στον κόσμο του παγκόσμιου καπιταλισμού, έναν κόσμο που έχει αψ1σει πίσω του την ομοιομορφία και τη σταθερότητα της φορ ντικής εποχής (όταν οι πιο αναγνωρίσιμες εργασιακές εμπειρίες ήταν η μαζική παραγωγή και η επανάληψη), έναν κόσμο όπου πολύ μεγάλοι α ριθμοί «εργατών της γνώσης» θα βρεθούν σε ένα κράτος που μπορεί να διατηρήσει ένα πανεπιστημιακό σύστημα ικανό να παράγει τις υψηλού επιπέδου ικανότητες των «συμβολικών αναλυτών» του. Κατάλληλα εκ παιδευμένοι σε υψηλού επιπέδου Πανεπιστήμια, οι συμβολικοί αναλυ τές συγκρατούν και καθιστούν το παγκόσμιο σύστημα αγοράς λειτουργι κό, και κάθε κράτος που μπορεί να εντοπίσει ένα μεγάλο αριθμό τους ε ντός των συνόρων του εξασφαλίζει την ευημερία και την ικανοποίηση. Αυτή η ανάλυση βρίσκεται πίσω από τη φιλοδοξία του Μπλερ να κά-
* Η Εργασία των Εθνών: Προετοψάζοντας τον Εαυτό μας για τον Καπιταλισμό του 21ου αιώνα. (Σ.τ.Μ.)
νει το Λονδίνο «την ευρωπα·ίκή πρωτεύουσα της γνώσης». 36 Στον πυ ρήνα της επαναλαμβανόμενης επιμονής του εντοπίζονται οι κύριες πο λιτικές αρχές του Νέου Εργατικού Κόμματος, που δεν είναι άλλες από «εκπαίδευση, εκπαίδευση, εκπαίδευση». 37 Είναι οι ίδιες προϋποθέσεις που έχει εκφέρει ο
Reich και τις οποίες συναντούμε στη δήλωση του Βρε
τανού υπουργού Παιδείας και Εργασίας ότι η ανώτατη εκπαίδευση εί ναι ένα από τα «βασικά πλεονεκτήματα που διαθέτει η βρετανική οικο νομία, καθώς αντιμετωπίζει ένα αυξανόμενα ανταγωνιστικό και ταχύ τατα μεταβαλλόμενο παγκόσμιο περιβάλλον», επειδή «σε μεγάλο ποσο
στό τα άτομα απασχολούνται σε βιομηχανίες που στηρίζονται στη δη
μιουργία, στη διαχείριση και στη διάδοση της γνώσης». 38 Είναι οι υπο σχέσεις του
Reich
που υποστηρίζουν τη διακήρυξη του
Dearing
ότι
«στο μέλλον το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των ανεπτυγμένων οικονο μιών θα έγκειται στην ποιότητα, στην αποτελεσματικότητα και στη σχε τικότητα της απαίτηmΊς τους για παιδεία και κατάρτιση» . 3 9 Όλο και περισσότερες κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν την ανώτατη εκ παίδευση κατ' αυτόν τον τρόπο, σαν ένα χώρο «ανθρώπινου κεφαλαίου».
Είναι βέβαιο ότι μια τέτοια προσέγγιση συμφωνεί με μια μεγάλη μερίδα κοινωνικών αναλυτών που τονίζουν την ανάγκη ανάδυσης ενός νέου
μετα-φορντικού μοντέλου. Ξεχωριστό παράδειγμα αποτελεί το έργο του
Manuel Castells.40 Εδώ η κατηγορία «πληροφοριακή εργασία», που υ πολογίζεται ότι περιλαμβάνει το 30% του συνόλου των επαγγελμάτων στις χώρες του ΟΟΣΑ, χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τις εργασίες που προκαλούν την αλλαγή, που συνδυάζουν τις οικονομικές δραστη
ριότητες και που γενικά προωθούν τη σκέψη,, τη σύλληψη, το σχεδιασμό
και τη λειτουργία που απαιτεί ο «πληροφοριακός καπιταλισμός». 41 Τα επαγγέλματα τα οποία ανταποκρίνονται σε αυτές τις λειτουργίες «ενσω
ματώνουν τη γνώση και τις πληροφορίες», μια ιδιότητα που αναπτύσσε ται στο Πανεπιστήμιο. Η κεντρική θέση της πληροφοριακής εργασίας στη σύγχρονη εποχή έχει μεγάλη σχέση με το μεγαλύτερό της προτέρημα, αυτό που ο Castells αποκαλεί «αυτο-προγραμματισμό». Τούτο σημαίνει ότι η πληροφορια κή εργασία περιλαμβάνει ένα εύρος γενικών και συγκεκριμένων δεξιο τήτων, αλλά καμία δεν είναι πιο σημαντική από την ικανότητα για κα
τάρτιση και επανακατάρτιση, μια βασική ικανότητα του να «μαθαίνεις πώς θα μάθεις», που είναι απαραίτητη για την προσαρμοστικότητα και τον καιροσκοπισμό που απαιτείται στον τρομακτικά ευέλικτο κόσμο του πληροφοριακού καπιταλισμού. Αναμενόμενη είναι λοιπόν αυτή η απαίτηση που βρίσκεται πίσω από τις έντονες προσπάθειες οι οποίες κα295
ταβάλλονται σε όλο το εκπαιδευτικό σύστημα -και πέρα από αυτό-- για να εμφυσηθεί ένα ήθος «διαρκούς μάθησης» σε μια «κοινωνία της μά θησης». Για τον ίδιο λόγο τα Πανεπιστήμια πρέπει επίσης να προσαρ μοστούν στο να γίνουν όσο το δυνατόν πιο διαθέσιμα, ώστε η «πληροφο ριακή εργασία» να ανανεώνει και να εκσυγχρονίζει τις δεξιότητες, όπως
το απαιτούν οι περιστάσεις. Στο πλαίσιο αυτό των βαθύτατα διαφορετικών κοινωνικο-οικονομι κών συνθηκών πρέπει να τοποθετήσουμε την ταχύτατη μετάβαση από την παιδεία της aριστείας στη μαζική ανώτατη εκπαίδευση που παρα τηρείται στη Βρετανία. Η εκπληκτική επέκταση των Πανεπιστημίων, που πλέον έχουν γίνει μέρος της ζωής για έναν στους τρεις νέους ενήλι κες, δεν πρέπει απλώς να εξηγείται ως αποτέλεσμα είτε των τοπικών πο λιτικών κριτηρίων είτε ακόμα και του εκδημοκρατισμού της ανώτατης εκπαίδευσης. Αν και αυτοί οι παράγοντες έχουν σίγουρα σημαντική συμ βολή, είναι δευτερεύοντες ως προς την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση πως η επαγγελματική δομή του πληροφοριακού καπιταλισμού σηματο δοτεί το γεγονός ότι οι πιο επιθυμητές εργασίες είναι αυτές που κατέχει
το
20%-30%
του εργατικού δυναμικού, το οποίο και απασχολείται στη
γνωσιακή/πληροφοριακή εργασία. Ο Dearing το διείδε αυτό και κατέ ληξε στο συμπέρασμα ότι η «Βρετανία πρέπει να χαράξει πολιτικές για να φτάσει τα ποσοστά συμμετοχής των άλλων ανεπτυγμένων κρατών· αν δε
γίνει κάτι τέτοιο, θα αποδυναμωθεί η ανταγωνιστικότητά της». 42 Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι, ενώ βρισκόμαστε στην εποχή αυ τής της επέκτασης της ανώτατης εκπαίδευσης, το Πανεπιστήμιο λειτουρ γεί κατά κύριο λόγο όπως και στο παρελθόν. Αντιθέτως, όπως έχουμε ήδη αναφέρει και όπως αναπτύσσουμε παρακάτω, κατά τη διάρκεια
αυτής της διαδικασίας η σύλληψη και οι σκοποί του Πανεπιστημίου αλ λάζουν βαθύτατα. Χαρακτηριστικό αυτής της αλλαγής είναι η έμφαση που δίνεται στις μεταβιβάσιμες δεξιότητες. Την αλλαγή αυτή τη θεωρή σαμε μια βασική φάση του εργαλειακού προοδευτισμού. Αργότερα θα
εξετάσουμε πώς ο «μετα-φορντισμός» απαιτεί έναν ακόμα πιο ριζικό με τασχηματισμό του Πανεπιστημίου.
Η ΚΑΡΙΕΡΑ ΤΟΥ ΝΤΟΣΙΕ
Για την ώρα όμως πρέπει να εξετάσουμε περαιτέρω το χαρακτήρα της
πληροφοριακής εργασίας στη νεο-φορντική εποχή, εφόσον αυτός έχει σημαντικές συνέπειες για την κατανόηση του μεταβαλλόμενου ρόλου
του Πανεπιστημίου. Από αυτή την άποψη, αξίζει να σημειώσουμε τη συ χνή παρατήρηση ότι στις μέρες μας γινόμαστε μάρτυρες μιας σημαντικής απο-γραφειοκρατικοποίησης των οργανώσεων. Αυτό εκφράζεται με χα ρακτηρισμούς όπως, π. χ., «αποστρωματοποίηση>> και «επανασχεδιασμός» των οργανώσεων, μια διαδικασία που έχει οδηγήσει σε πολλές απολύσεις μεταξύ των πολλών επιπέδων της υπαλληλικής (πληροφοριακής) εργα σίας- μια δοκιμασία στην οποία είναι αρκετά συνηθισμένοι οι χειρώνα κτες εργάτες, αλλά που είναι λιγότερο συχνή για τους μη χειρώνακτες, γι' αυτούς των οποίων η εργασιακή ιστορία συνήθως εμφανίζει μια α σφάλεια της θέσης που κατέχουν και μια σταδιακή αναβάθμιση στη γρα φειοκρατική ιεραρχία. 43 Ένα αποτέλεσμα των πρόσφατων αλλαγών στις οργανώσεις είναι ότι οι δρόμοι της γραφειοκρατικής καριέρας συχνά φρά ζονται, και με το κλείσιμό τους επέρχονται και οι πιο σοβαρές επιπτώ σεις για την εργασία που απαιτεί υψηλού επιπέδου μόρφωση. Η είσοδος σε μια μεγάλη οργάνωση στην οποία ο εργαζόμενος μάλλον θα παρα μείνει για αρκετά χρόνια και θα ανέβει σταθερά τα σκαλιά της ιεραρχίας τώρα κλείνει.
Το όλο θέμα είναι ότι η σκληρότητα του εμπορικού ανταγωνισμού ση συνδυασμό με την απαραίτητη ταχύτητα της αντίδρασης και τη συνεχή \ αναστάτωση καθιστούν τις γραφειοκρατικές δομές ακριβές και δυσκίνητες. Επιπλέον, οι δομές αυτές καθίστανται άχρηστες από την επέκταση των τεχνολογιών της πληροφορικής και της επικοινωνίας σε όλες τις ορ γανώσεις στον κόσμο. Οι γραφειοκρατικές ιεραρχίες χάνουν το σκοπό της ύπαρξής τους όταν τα δίκτυα πληροφοριών διευκολύνουν τη διαδι κασία λ1Ίψης αποφάσεων και την υλοποίησή τους (και όπου η ταχύτητα απάντησης είναι πιο επιτακτική από ποτέ). Μια συνέπεια αυτού που ο Castells44 περιγράφει ως παρακμή της «καθετοποιημένης» οργάνωσης και αντικατάστασή της από μια «οριζόντια» είναι το ότι οι οργανώσεις έχουν μειώσει τα κλιμάκια στις γραφειοκρατικές τους ιεραρχίες για λόγους οικονομίας, αφού μπορούν να τα αντικαταστήσουν με την τεχνολογία. Έτσι, οι υπάλληλοι που έχουν παραμείνει στις εν λόγω οργανώσεις έχουν αυξήσει τη δύναμή τους. Σε αυτές τις νέες οργανώσεις, όπου κυ ριαρχεί η «επίπεδη διαχείριση», το κρίσιμο συστατικό της επιτυχίας είναι ότι αυτοί που παραμένουν δεν πρέπει να παρεμποδίζονται από τους παραπάνω, ώστε να δρουν έγκαιρα και αποτελεσματικά.
Παρότι αυτοί που συνεχίζουν να εργάζονται είναι απαραίτητοι, δεν μπορούν να προσδοκούν μια προαγωγή διαμέσου των γραφειοκρατι κών δομών, με τα επακόλουθα αξιώματα, τις ετήσιες αυξήσεις και όλα τα υπόλοιπα, αφού η επιλογή αυτή έχει πλέον καταργηθεί. Αφήνεται ό297
._,__.___-
-
-
......,ι
μως να εννοηθεί ότι αυτό το είδος των εργαζομένων δε νοσταλγεί ούτε αναζητά μια τέτοια προοπτική , αφού δεν αποδίδει αποτελεσματικά ό ταν περιορίζεται από τις γραφειοκρατικές ιεραρχίες. Αντίθετα, σε μια αυξανόμενα δικτυακή κοινωνία, όπου το φαξ, το ηλεκτρονικό ταχυ δρομείο και οι υπολογιστές καθιστούν τις επικοινωνίες, την ανάλυση, τη
διακίνηση και την αποθήκευση των πληροφοριών μια απλή διαδικασία, οι εν λόγω εργάτες χρησιμοποιούν -και εκτιμούν- τους (οριζόντιους) συνδέσμους που δημιουργούν όταν εργάζονται για ένα συγκεκριμένο θέμα. Υποτάσσονται δηλαδή περισσότερο στο συνολικό σχέδιο και στο
«παγκόσμιο δίκτυο»45 των σχέσεων που διατηρούν παρά σε μια συγκε κριμένη επιχείρηση. Έτσι, η πρωταρχική τους ομάδα αναφοράς σχημα τίζεται από τους συναδέλφους τους που εργάζονται σε τομείς παρόμοι ους με τους δικούς τους (για παράδειγμα, στον τομέα των μηχανικών λογισμικού ή των κειμενογράφων διαφημίσεων ή των ερευνητών βιοχη μείας). Η δε βασική τους προτεραιότητα είναι η επιτυχία του συγκεκρι μένου σχεδίου στο οποίο δουλεύουν και όχι η εταιρεία που τους το έχει
αναθέσει. Άρα δε νιώθουν ανασφαλείς για την καριέρα τους. Η τελευ ταία χαρακτηρίζεται από μετακινήσεις από το ένα συμβόλαιο στο άλλο, δημιουργώντας φήμη ανάμεσα σε μια ομάδα αναφοράς που διέπει τις επιχειρήσεις. Θέλουν να αναγνωρίζονται περισσότερο σαν καλοί σχε διαστές ή δημοσιογράφοι παρά σαν υπάλληλοι μιας μισθολογικής τά ξης στην κλίμακα της οργάνωσης, με προοπτικές αυξήσεων και σύντα ξης. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι οι εργοδότες δεν μπορούν να απαιτούν μεγάλη αφοσίωση από αυτούς τους περιστασιακούς εργαζόμενους, και
γι' αυτόν ακριβώς το λόγο δεν μπορούν στην πράξη να τους ελέγξουν. Αυτοί είναι αυτόνομοι εργαζόμενοι, _βασικοί για την επιτυχία της εται ρείας, γι' αυτό και πρέπει να τους δίνονται όλα τα περιθώρια δράσης. Είναι εύκολο να σκιαγραφήσει κανείς μια ωραία εικόνα για την εξά πλωση αυτής της «δικτυακής κοινωνίας», στην οποία ευέλικτοι, καινο
τόμοι και μορφωμένοι άνθρωποι κατέχουν ουσιαστικά την εξουσία στο νέο κόσμο του πληροφοριακού καπιταλισμού. Η εντύπωση που μας δί νεται είναι ότι πρόκειται για μια εποχή καλοπληρωμένων «νομάδων» ε
παγγελματιών, που μπορεί να δουλεύουν στη βιοτεχνολογία ή στη γνω σιοτεχνική, οι οποίοι δεν «υποχρεώνονται>> απέναντι σε μία και μοναδι κή επιχείρηση, αλλά είναι σημαντικοί για την ανάπτυξη νέων προ"ίό ντων και την αναγνώριση των εμπορικών ευκαιριών. Τέλος, αυτοί οι αυ τόνομοι εργαζόμενοι δεν ικανοποιούνται από τη χρηματική ανταμοιβή, αλλά από την επαγγελματική αναγνώριση στο «παγκόσμιο δίκτυο».
Ποιος ηθοποιός δε βάζει ένα Όσκαρ πάνω από κάποια εκατομμύρια;
Ποιος δημοσιογράφος δε βάζει ένα Πούλιτζερ πάνω από την ασφάλεια; Ποιος επιστήμονας δε βάζει ένα Νόμπελ πάνω από τη διοικητική εξου σία; Ο Castells φτάνει στο σημείο να υποστηρίξει ότι οι άνθρωποι αυτοί διακατέχονται από ένα «πληροφοριακό πνεύμα». Με αυτό ο
Castells ε
πιζητεί να περιγράψ ει την επαγγελματική τους αφοσίωση και την αστεί ρευτη ενέργειά τους, οι οποίες συγχρόνως καταστρέφουν και δημιουρ
γούν.46 Ο Francis Fukuyama, ενώ πενθεί για τη γενική μείωση της δια προσωπικής εμπιστοσύνης σε μια ανερχόμενη «συμβολαιογραφική κουλ τούρα», σε αυτούς τους δικτυακούς επιχειρηματίες διαβλέπει τη γενιά ε νός «κοινωνικού κεφαλαίου», με το οποίο εννοεί τους κοινούς δεσμούς που δημιουργούνται μεταξύ ομο'ίδεατών (και με παρόμοια μόρφωση) οι
οποίοι έχουν τα ίδια ηθικά και επαγγελματικά κριτήρια. 47 ~ίΥQ_υρα μπορεί κάποιος να υποστηρίξει την εξάπλωση αυτής της
«καριέρας του ντοσιέ», 48 των βιογραφικών φακέλων με τους οποίους οι
άνθρωποι εΠιδεικνύουν _τη_ζωή τους, παρουσιάζοντας στους μελλοντιΚοίJς τους εργοδότες αποδείξεις επιτυχιών σε ένα εύρος έργων και σε μια ποικιλία οργανώσεων. Σε αυτή την περίπτωση, η εργασιακή ευελι ξία μπορεί να αντιμετωπίζεται σαν απελευθερωτική, ακόμα και συναρ παστική, επιθετική και κυρίαρχη της τύχης της. Μπορεί άνετα να διευ
κολύνει το συνδυασμό οικογενειακών υποχρεώσεων και επαγγελματι κών απαιτήσεων και υποστηρίζει την περιφρόνηση απέναντι στους υ παλλήλους που δεν έχουν την ικανότητα της συμμόρφωσης με εκκλή σεις στην εταιρική αφοσίωση και με απειλές για προαγωγή. Παρ' όλα αυτά, ένας άλλος, πολύ πι._Q,.gWλιστικός και εμπειρικά ενήμερος τρόπος
θέασης αuτ;.ψ;-τηςεξέλιξης είναι η «άρση τηςμοvιμότητα:~>~που έχει υ ποχρεώσει τους περισσότερους εργαζόμενους σε μια aπρόθυμη ευελι
ξία,-στο να εργάζονται σε μια σειρά από ευκαιριακές δουλειές που έχουν λίγα θέτικά στοιχεία να τους προσφέρουν. 50 - Ωστόσο είναι εντυπωσιακό σε ποιο βαθμό το πανεπιστημιακό σύ στημα έχει συμπλεύσει με την αισιοδοξία των υποστηρικτών της «Κα ριέρας του ντοσιέ» για να διευκολύνει τη δημιουργία των ευέλικτων ερ γαζομένων. Το Πανεπιστήμιο έχει καταβάλει έντονες προσπάθειες για την ανάπτυξη προγραμμάτων που να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις
των εργοδοτών ότι η ανώτατη εκπαίδευση πρέπει να παράγει το ζητού μενο είδος αποφοίτων. Αυτό είναι προφανές, πάνω από όλα, στις φιλο δοξίες του εργαλειακού προοδευτισμού να δημιουργήσει αποφοίτους συνειδητοποιημένους και εξοπλισμένους για τα μελλοντικά εργασιακά πρότυπα. Εδώ η πρωταρχική μέριμνα είναι η ανάπτυξη ευελιξίας ανά μεσα στους φοιτητές, ώστε να φαίνονται ελκυστικοί στους πιθανούς ερ-
~
~
-
---
γοδότες, αλλά και ικανοί να επιβιώνουν σε aντίξοες και μεταβαλλόμε νες συνθήκες. Στην καρδιά του μεγαλύτερου ενδιαφέροντος για την ανάπτυξη με ταβιβάσιμων δεξιοτήτων στους φοιτητές βρίσκεται η δέσμευση προς την ευελιξία. Εφόσον μια δεξιότητα είναι μεταβιβάσιμη, φυσικά, είναι και εγγενώς ευέλικτη, αλλά συχνά ο συσχετισμός είναι πιο σκληρός. Για παράδειγμα, οι «δεξιότητες» -με ιδιαίτερη έμφαση στο σύγχρονο Πανε πιστήμιο- έτσι όπως είναι «προσαρμόσιμες», «τολμηρές», «αυτοδύνα μες», «aυτοκέφαλες» και «αυτοπρογραμματίσιμες», συνειδητά ανταπο κρίνονται στο νέο κόσμο της εργασίας. 51 Οι «μεταβιβάσιμες δεξιότητες»,
όπως η «διαχείριση του χρόνου», η «επίλυση προβλημάτων» και η «συ νεργασία σε ομάδες», προορίζονται να ανταποκριθούν στις ανάγκες της ευέλικτης οικονομίας. Είναι βέβαιο ότι οι αναγνώστες δε χρειάζεται να μάθουν πως η κατηγορία των «μεταβιβάσιμων δεξιοτήτων» μπορεί να
είναι αξιοσημείωτα ελαστική και να συμπεριλάβει περίπου τα πάντα, πέ ραν του γνωστικού περιεχομένου και των πειθαρχικών προσανατολι σμών των μαθημάτων. Επανερχόμαστε στο θέμα του ορισμού παρακά τω, αλλά εδώ πρέπει να τονιστεί ότι το κοινό στοιχείο των -προφανώς α νόμοιων- μεταβιβάσιμων δεξιοτήτων είναι ο ισχυρισμός ότι θα δώσουν
στους φοιτητές τη δυνατότητα να προβληθούν καλύτερα στους μελλο ντικούς εργοδότες τους και να επιβιώσουν ευκολότερα στην οικονομική αβεβαιότητα, επειδή θα έχουν «εμποτιστεί>> με το βασικό προσόν της ευελιξίας.
Υπό αυτή την έννοια, λίγα θέματα μπορεί να είναι πιο επείγοντα ή σημαντικά από αυτό της γνώσης των υπολογιστών, κι αυτό συμβαίνει για δύο λόγους: Πρώτον, είναι γεγονός ότι τα Πανεπιστήμια είναι κατά κόρον χρήστες των υπολογιστών, οπότε είναι εξαιρετικά δύσκολο για τους φοιτητές, όποιο μάθημα κι αν επιλέξουν, να τους αποφύγουν, ανε ξάρτητα από το αν πρόκειται για έρευνα στο Διαδίκτυο, καταλόγους βι βλιοθηκών, πίνακες ανακοινώσεων ή οτιδήποτε άλλο. Δεύτερον, αφού οι απόφοιτοι είναι προορισμένοι να βρουν το δρόμο τους μέσα σε μια
«δικτυακή κοινωνία», συνεπάγεται ότι πρέπει να έχουν μια άνεση με τη δικτυακή τεχνολογία. Αυτά τα δύο δικαιολογούν την επαναλαμβανό μενη έμφαση που δίνεται σε πολλά πανεπιστημιακά μαθήματα, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι φοιτητές θα εξοικειωθούν με τις τεχνολογίες της πληροφορικής και έτσι θα αποκτήσουν τη γνώση των υπολογιστών. Αυ τό πλέον είναι τόσο συνηθισμένο, που κάποιος μπορεί να πει ακόμα και ότι η γνώση των υπολογιστών είναι η πιο χαρακτηριστική από όλες τις μεταβιβάσιμες δεξιότητες.
300
Πρέπει να τονίσουμε ότι η συζήτηση που γίνεται για τη γνώση των υπολογιστών είναι κατά ένα μεγάλο μέρος επιδερμική (ξεκινώντας από τον αστήρικτο ισχυρισμό ότι ο χειρισμός του υπολογιστή ισοδυναμεί με τη στοιχειώδη εκπαίδευση) . Ο σκεπτικισμός μας αυξάνεται όταν θυμό μαστε τις πιέσεις για την ανάπτυξη της γνώσης των υπολογιστών στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Τότε τα μαθήματα έδιναν έμφαση στις βασικές προγραμματιστικές ικανότητες (στις γλώσσες Basic ή Fortran), στη χρήση υπολογιστικών προγραμμάτων επεξεργασίας, καθώς και προγραμμάτων επεξεργασίας κειμένου. Όπως η τεχνολογία έχει προ χωρήσει και έχει γίνει πιο διεισδυτική, έτσι και τα προγράμματα γνώσης υπολογιστών χρειάστηκε να αλλάξουν πορεία. Τώρα πια δεν υπάρχει α νάγκη για προγραμματισμό, ενώ υπάρχει μικρή ανάγκη ακόμα και για
την επεξεργασία κειμένου, αφού όσο πιο πολυσύνθετες καθίστανται οι τεχνολογίες, τόσο πιο εύκολες είναι στη χρήση τους. Στις μέρες μας τα μα θήματα γνώσης των υπολογιστών δεν κάνουν τίποτα παραπάνω από το να διδάσκουν στους aρχάριους πώς να «μπαίνουν» και να «βγαίνουν»
στο Δίκτυο, να κινούνται στο Διαδίκτυο, να στέλνουν αλληλογραφία με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, να χρησιμοποιούν τα Windows και ίσως και κάποια άλλα προγράμματα λογισμικού. Οι φοιτητές χρειάζονται ό λο και λιγότερο την πρόσθετη επιμόρφωση στους ηλεκτρονικούς υπο λογιστές, γιατί είναι ήδη τόσο εξοικειωμένοι με αυτούς όσο και με τα ραδιόφωνα, την τηλεόραση και τις τηλεπικοινωνίες και, όπως και αυτές οι τεχνολογίες, η χρήση των υπολογιστών είναι ξεκάθαρη για τους χρή
στες (ποιος χρειάζεται γνώσεις για να χρησιμοποιεί το τηλέφωνο;) πριν αυτοί εισαχθούν στο Πανεπιστήμιο. Αυτό δε σημαίνει ότι κάποιοι φοιτητές δεν ανησυχούν αρχικά για την πληθώρα των υπολογιστικών συστημάτων που συναντούν κατά την
είσοδό τους στο Πανεπιστήμιο. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι μια σύ ντομη εισαγωγή που συνοδεύεται από πρόσβαση στα μηχανήματα και από την αυτοπεποίθηση που αναπτύσσεται με την εξερεύνηση και την εξάσκηση αρκεί για να τους κάνουν να περιπλανηθούν στη «λεωφόρο των πληροφοριών». Βεβαίως, αν συναντήσουν τεχνικές βλάβες, θα ζητή σουν βοήθεια, όπως κάνουν όλοι, αλλά η ικανότητα επισκευής, ή ακό μα και προγραμματισμού, ενός υπολογιστή δεν είναι απαραίτητη για την εύκολη χρήση του Δικτύου (όπως και η οδήγηση σε έναν αυτοκινη τόδρομο δε σημαίνει ότι ο οδηγός θα πρέπει να μπορεί να επισκευάσει ένα χαλασμένο καρμπιρατέρ). Οπότε γιατί να διδάσκεται η γνώση των υπολογιστών και γιατί να γί
για μια βασικ1Ί εισαγωγtl στους υπολογιστές, ώστε οι φοιτητές να μπο ρέσουν να τους χρησιμοποιήσουν, αλλά και πάλι θα το πούμε ότι είναι παράλογο να θεωρείται δεξιότητα το «κλικάρισμα» στον υπολογιστή, πόσο μάλλον να αναδεικνύεται σε είδος γνώσης. Παρ' όλα αυτά, σ' ε μάς φαίνεται πιο σημαντική η αφανής λειτουργία των μαθημάτων αυ τών, αυτή δηλαδή που διδάσκει τους φοιτητές να είναι ανοιχτοί σε κα θετί καινούργιο, να προσαρμόζονται πρόθυμα στις συνεχείς αλλαγές. Σε
ένα aσταθές οικονομικό περιβάλλον, όπου οι εργασιακές ευκαιρίες για πολλούς μπορούν να «σημαδευτούν» από περιόδους μετατοπίσεων και αδράνειας, έχει μεγάλη σημασία αυτοί που αντικαθίστανται να πείθονται ότι αυτό οφείλεται στο αναπόφευκτο της ανανέωσης και ότι ο καλύτε ρος τρόπος να αντιδράσουν είναι να τολμήσουν και να επανεκπαιδευ τούν στις νέες τεχνολογίες.
ΟΙ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΩΝ ΕΡΓΟΔΟΤΩΝ
Δύο πράγματα είναι ξεκάθαρα: το πτυχίο δεν εξασφαλίζει πια την πρό
σβασησε μιά μικρομεσαία σταδιοδρομία, όπως έκανε ακομα και στο πρόσφατο παρελθόν, 53 και οι εργοδότες θεωρauν απαραίτητο προaον των ανθρώπων που προσλαμβάνουν την κατοχή μεταβιβάσιμων δεξιο τήτων. Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότίΌι φοιτητες επιδοκb μάζουν την απόφαση των Πανεπιστημίων, και ειδικά των νέων, ανα βαθμισμένων τεχνολογικών ιδρυμάτων, που λειτουργούν πρωτοπορια κά σε αυτό τον τομέα, να συμπεριλάβουν τις μεταβιβάσιμες δεξιότητες στα προγράμματα των σπουδών τους. Οι απόφοιτ.οι..-γνωρίζουν καλά ό
τι τα διαπιστευτήριά τους δεν αποτελΟϊΓν πια διαβατήριο για μια «καλή
δουλειά». Ξέρουν, ακόμα, ότι στους περισσότερους τομείς υπάρχει πλη θώρα ικανών υποψηφίων για κάθε θέση και ότι οι εργοδότες κατηγο ρηματικά θεωρούν ότι από μόνες τους οι τεχνικές ικανότητες σε οποιον δήποτε τομέα (είτε είναι η μηχανική , τα οικονομικά, η πληροφορική ή η κοινωνική μέριμνα) δεν επαρκούν για τις απαιτήσεις τους. Έτσι, οι πε ρισσότεροι φοιτητές είναι ιδιαίτερα πρόθυμοι να περνούν το χρόνο τους α ναπτύσσοντας μεταβιβάσιμες δεξιότητες, αφού αυτές είναι ζωτικό στοι χείο της μελέτης για το πτυχίο.
Ωστόσο, όταν φτάνει η στιγμή της πρόσληψης, φαίνεται ότι παρου σιάζεται μια πολύ σοβαρή δυσκολία. Συχνά οι εργοδότες τονίζουν ότι α παιτούν από τους εργαζόμενους να διαθέτουν μεταβιβάσιμες δεξιότητες -ικανότητα για ομαδική εργασία, προσόντα επίλυσης προβλημάτων, ε-
302
πικοινωνιακές ικανότητες και δυνατότητες εκτέλεσης αριθμητικών πρά ξεων κτλ.- αλλά συχνά αυτές συναντώνται όχι στους φοιτητές των ανα βαθμισμένων Πανεπιστημίων, που έχουν κυρίως παρακολουθήσει προ γράμματα τα οποία συνειδητά τους έχουν γαλουχήσει με αυτά λόγω της ευαισθησίας τους στον εργασιακό κόσμο, αλλά στους αποφοίτους των πιο εκλεκτών -και κατά προτίμηση παλαιότερων- Πανεπιστημίων, όπου η γλώσσα των μεταβιβάσιμων δεξιοτήτων δεν έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερα. Πράγματι, οι εργοδότες θεωρούν τους αποφοίτους των πρώην τεχνολο
γικών ιδρυμάτων, που έχουν σαφώς εκπαιδευτεί στις μεταβιβάσιμες δε ξιότητες, ανεπαρκείς γι' αυτόν ακριβώς το λόγο: αν αυτοί οι φοιτητές ή ταν καλοί εξαρχ1Ίς, δε θα χρειάζονταν αυτή την αντισταθμιστική εκπαί
δευση.54 Ο
Philip Brown και ο Richard Scase
στην πολύ ενδιαφέρουσα έρευ
νά τους για τις πρακτικές πρόσληψης των εργοδοτών55 εξηγούν αυτό το παράδοξο, υποστηρίζοντας ότι οι μεταβιβάσιμες δεξιότητες είναι μια άλ λη έκφραση για το «μικρομεσαίο πολιτιστικό κεφάλαιο». Αυτό σημαίνει ότι οι εργοδότες πραγματικά αναζητούν τις μεταβιβάσιμες δεξιότητες, ό μως αυτές αποδεικνύεται ότι υπάρχουν εν αφθονία ανάμεσα στους απο
φοίτους που έ:χουν σπουδάσει στα καλύτερα Πανεπιστ1Ίμια και οι οποίοι, στη συντριπτική τους πλειονότητα, προέρχονται από οικογένειες που έ χουν άμεση σχέση με αυτά τα επαγγέλματα ή διευθύνουν αντίστοιχες ε πιχειρήσεις, από τις οποίες έχουν μάθει να θεωρούν τις μεταβιβάσιμες δε ξιότητες δεύτερη φύση τους. Οι Brown και Scase αναφέρουν: Τελικά τα πραγματικά προσόντα για την εργασία που παρουσιάζονται ως «προσωπικά και μεταβιβάσιμα» αφορούν στην προβολή του μικρομεσαίου πολιτιστικού κεφαλαίου και δεν εκδηλώνονται μόνο έμμεσα, μέσα από τις ακαδημα·ίκές ικανότητες, αλλά και άμεσα, μέσα από την ανάπτυξη των κοι νωνικο-συναισθηματικών χαρακτηριστικών των μικρομεσαίων ταυτοηΊ των. Αυτά είναι τα πραγματικά γενικά κοινωνικά προσόντα που είναι τα
πιο αποδεκτά από τους περισσότερους εργοδότες. 56 Υποστηρίζεται εδώ ότι οι εργοδότες επιλέγουν τους αποφοίτους που
θα προσλάβουν βασισμένοι σε ένα μοντέλο, αυτό της φήμης των Πανε πιστημίων. Επίσης, οι καλύτεροι απόφοιτοι από αυτά τα ιδρύματα και η δυσανάλογα μεγάλη πλειοψηφία εκείνων που έρχονται από προνομι ούχες οικογένειες θεωρούνται από τους εργοδότες ότι κατέχουν τις ζη
τούμενες ζωτικές μεταβιβάσιμες δεξιότητες. 57 Από αυτή την άποψη, τα λιγότερο φημισμένα Πανεπιστήμια και οι φοιτητές που προέρχονται α πό λιγότερο προνομιούχα περιβάλλοντα αντιμετωπίζουν μεγάλες δυ-
σκολίες -ακόμα κι αν έχουν επιμελώς αναπτύξει τις μεταβιβάσιμες δε
ξιότητές τους, ακόμα κι αν αυτές είναι ταξινομημένες και βαθμολογημέ νες- ακριβώς επειδή τέτοιου είδους «προσόντα» είναι από τη φύση τους ασαφή, ανακριβή και διαστρεβλώνονται από τις υποκειμενικές θεωρή σεις των εργοδοτών. Επιπλέον, φαίνεται ότι στις μέρες μας γινόμαστε μάρτυρες της επέ
κτασης μιας πρακτικής -που εδώ και καιρό ισχύει όσον αφορά στην πρό σληψη στις υψηλόβαθμες θέσεις των επιχειρήσεων- σε όλες τις προσλή ψεις. Οι καλύτεροι από τους αποφοίτους πάντα εξετάζονταν λεπτομε ρώς για τις ικανότητες που θα τους έκαναν να ξεχωρίσουν για τις «διευ θυντικές τους προοπτικές». Η «ηγεσία», η «ανεξαρτησία της σκέψης» και το «επιχειρηματικό πνεύμα» ήταν ανέκαθεν το είδος των προσόντων που αναζητούνται πιο συχνά στο
Merton ή
στο
Magdalene.
Η διαφορά
είναι ότι στις μέρες μας οι εργοδότες φαινομενικά εφαρμόζουν αυτή την προσέγγιση στην επιλογή όλων των αποφοίτων. Τώρα αναζητούν αυτό
που οι Brown και Scase ορίζουν ως <<Χαρισματικό χαρακτήρα», κάποιον με ένα «πακέτο προσωπικότητας» που να ξεχειλίζει από «εμπορική διο ρατικότητα», «αυτοδύναμες ικανότητες», «αυτοπεποίθηση» , «ευφράδεια» και «επιχειρηματικό ζήλο». Οι εργοδότες ανακαλύπτουν τα προσόντα αυτά σε φοιτητές με το να προσλαμβάνουν άτομα που τους μοιάζουν ,58 ενώ αυτοί που μοιάζουν λιγότερο στο είδωλό τους (και που συγκεντρώ νονται στα Πανεπιστήμια με το μικρότερο κύρος) είναι οι τελευταίοι που λαμβάνονται υπόψη.59 Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι οι μεταβιβάσιμες δεξιότητες εί ναι πολύ πραγματικά προσόντα και ότι οι μεταρρυθμιστές της ανώτα της εκπαίδευσης έχουν δίκιο όταν επιμένουν ότι η φοιτητική εμπειρία τις βελτιώνει σημαντικά. Αλλά ο ενθουσιασμός για τις μεταβιβάσιμες δεξιό τητες είναι επίσης ένα πολύ επικίνδυνο κοκτέιλ που αναμειγνύει ιδιαί
τερα διφορούμενες θεωρήσεις με κάποιες άλλες, πολύ λιγότερο αμφισβη τούμενες. Φαίνεται ότι οι προδιαθέσεις των εργοδοτών τους έχουν οδη γήσει στο να συμφωνήσουν με τους προοδευτικούς της εκπαίδευσης ό τι οι μεταβιβάσιμες δεξιότητες έχουν μεγάλη αξία και, στη συνέχεια, στο να τις χρησιμοποιήσουν για προσλήψεις με τρόπους που λίγοι προο δευτικοί δάσκαλοι θα ενέκριναν. Επιπλέον, οι Brown και Scase σημειώνουν ότι οι φοιτητές που διδά σκονται τις μεταβιβάσιμες δεξιότητες τις εκτιμούν πραγματικά, αλλά πολλοί από αυτούς, ειδικά εκείνοι που φοιτούν στα Πανεπιστήμια με το μικρότερο κύρος, δεν αντιλαμβάνονται πλήρως την ανάγκη για την ευ
ελιξία της εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ αυτοί οι φοιτητές ήταν πρό-
θυμοι να είναι ευέλικτοι στην εργασία, δεν ήταν προετοιμασμένοι για την «καριέρα του ντοσιέ», ούτε και ενημερωμένοι για το ότι το πτυχίο δε θα τους εξασφαλίζει πια μια θέση στο διευθυντικό ή επαγγελματικό χώρο.
Οι περισσότεροι από αυτούς περίμεναν ότι ένα πτυχίο θα τους πρόσφε ρε μια «καλή δουλειά» με «προοπτικές καριέρας», και σε αυτή την προσ δοκία τους διαψεύσθηκαν. Παίρνοντας συνεντεύξεις από αποφοίτους ένα χρόνο περίπου αφού τέλειωσαν το Πανεπιστήμιο, οι Brown και διαπίστωσαν ότι αυτοί που ήταν αποκλεισμένοι σε προσωρινές, ανασφαλείς και μη ικανοποιητικές δουλειές έτρεφαν αρκετές αυταπά
Scase
τες, μην έχοντας καταλάβει πλήρως, όσο ήταν φοιτητές, ότι ένας επιχει ρηματικός τομέας δεν μπορεί πλέον να εγγυηθεί μια «θέση στον ήλιο» της καριέρας (παρά μόνο, κατά ειρωνεία της τύχης, σε εκείνους που σπού δασαν σε υψηλού επιπέδου Πανεπιστήμια, οι οποίοι ήταν, επίσης κατά ειρωνεία της τύχης, και οι πιο πρόθυμοι να καταλάβουν και να αποδε
χτούν την προοπτική της ευέλικτης εργασίας). 60 Όλα τα παραπάνω συγκεντρώνουν την προσοχή στις ανισότητες της κοινωνικής διάρθρωσης, που είναι βαθιά ριζωμένες στη Βρετανία και στις οποίες εμπλέκονται σημαντικά τα Πανεπιστήμια, τα προγράμματα
σπουδών και οι προτιμήσεις των εργοδοτών. Μια απλή ματιά σε αυτές τις διαφορές, οι οποίες παραβλέπονται εύκολα στις συζητήσεις για το Πανεπιστ1Ίμιο και τα προ·ίόντα του, μας προειδοποιεί για το ενδεχόμε νο η ταχύτατη επέκταση της ανώτατης εκπαίδευσης να καταλήξει στην
προσφορά πολύ διαφορετικών ευκαιριών εργασίας για τους αποφοίτους, ανάλογα με τις κοινωνικές τους καταβολές και το κύρος του Πανεπιστη μίου όπου σπούδασαν. Επιπλέον -και στην πράξη συνδέεται με αυτές τις ανισότητες- υπάρ χει και η ενδεχόμενη αμφισβήτηση της προϋπόθεσης ότι η μετα-φορντι κή οικονομία πραγματικά χρειάζεται ένα ποσοστό
30%
του εργατικού
δυναμικού να είναι απόφοιτοι Πανεπιστημίων. Υπάρχουν, για παρά δειγμα, αποδείξεις ότι πολλοί απόφοιτοι εργάζονται τώρα σε δουλειές που παλαιότερα έκαναν όσοι είχαν απολυτήριο λυκείου. 62 Επίσης, ο Geoff Mason στον τομέα των οικονομικών υπηρεσιών (ο οποίος είναι 61
μια βασική βιομηχανία στην «εποχή της πληροφορίας») εντοπίζει ένα
διαχωρισμό στις προσλήψεις ανάμεσα στους καλύτερους αποφοίτους με προοπτικές (και καλό μισθό) και τους υπόλοιπους (που ανέρχονται συνολικά στο 45% των εργαζόμενων αποφοίτων) , που απασχολούνται σε υπαλληλικές, ταμειακές και άλλες παρόμοιες δουλειές. Πολλοί από αυτούς τους «υπόλοιπους» θα είναι οι απόφοιτοι Πανεπιστημίων με μι
κρότερο κύρος. 63
~
~--
-
-
Το γεγονός αυτό μπορεί να σχετίζεται με την ευρέως διαδεδομένη αμφισβήτηση για τη λεγόμενη διαφύλαξη των ακαδημα·ίκών κριτηρίων στο πέρασμα του χρόνου και την ισότητα των ιδρυμάτων που απονέ μουν τα πτυχία. Αν και θεωρητικά ένα πτυχίο από το Ντέρμπι είναι ι σάξιο με ένα από το Ντάραμ, παρ' όλες τις διαβεβαιώσεις ότι έχουν τη
ρηθεί τα κριτήρια σε όλο το σύστημα και παρά τη βιασύνη να μαζικο ποιηθεί η ανώτατη εκπαίδευση, τελικά λίγοι εργοδότες πείθονται. Επιπλέον, πρέπει να γίνει παραδεκτό ότι οι εργοδότες δεν είναι οι μόνοι που εκφράζουν ανησυχίες για το ότι η ποιότητα των αποφοίτων μπορεί να εξασθενεί ή να διαφοροποιείται ανάλογα με το ίδρυμα. Η κα τάργηση του Εθνικού Συμβουλίου Αξιολόγηm1ς (Council for National Academic Awards), της εποπτικής αρχής που από τα τέλη της δεκαε τίας του 1960 διαβεβαίωνε ότι τα πτυχία είχαν φτάσει σε ένα αποδεκτό επίπεδο στη δημόσια ανώτατη εκπαίδευση , και η κατάργηση του επο πτικού ρόλου του βασιλικού επιθεωρητή (Her Majesty's Inspectorate), ταυτόχρονα με την αύξηση του αριθμού των φοιτητών χωρίς τα αντίστοι χα κονδύλια, προκάλεσαν αναπόφευκτα ανησυχίες για την πραγματική ποιότητα της εκπαίδευσης, ιδίως στα Πανεπιστήμια που αναπτύσσονται πιο γρήγορα και είναι μικρού κύρους. Ίσως η εφημερίδα
Sunday Times (3 Σεπτεμβρίου 1995) να εκφράστηκε αγενώς όταν έγραψε για τα «ψεύ τικα πτυχία» που απονέμονται και η Daily Telegraph να ήταν προβλέψι μα συντηρητική όταν υποστήριξε ότι «το κόστος αυτής της απότομης στροφής προς την επέκταση θα αποβεί εις βάρος της ακεραιότητας και
της ποιότητας των Πανεπιστημίων». 64 Ωστόσο υπάρχει μια ευρέως δια δεδομένη άποψη, ακόμα και ανάμεσα στους ακαδημα·ίκούς κύκλους, ό τι τα κριτήρια κυμαίνονται ανάλογα με το Πανεπιστήμιο και ότι η επέ κταση, σε συνδυασμό με τον περιορισμό του ρόλου των εξωτερικών ε
ξεταστών, έχει οδηγήσει σταδιακά σε παρακμή. 65 Μια έρευνα από το Ινστιτούτο Σπουδών Πολιτικής
Institute)66 διαπίστωσε ότι το
(Policy Studies
30% των φοιτητών δούλευαν πριν πάρουν
το πτυχίο τους (και όχι μόνο κατά τη διάρκεια των διακοπών, οπότε και το ποσοστό αυξάνεται), και έτσι δεν μπορούσαν να μελετήσουν τα μα θήματά τους για εκείνη την περίοδο. Η μελέτη επικαλείται πολλές απο δείξεις για την υποβάθμιση των κριτηρίων στα Πανεπιστήμια. Όμως η
αυξημένη επιτυχία στις πτυχιακές ταξινομήσεις αντιπαρατίθεται σε αυ τΊ1 την ερμηνεία. Σήμερα περίπου οι μισοί φοιτητές αποφοιτούν με άρι στα ή λίαν καλώς, ενώ πριν από είκοσι χρόνια αυτούς τους βαθμούς τους επιτύγχαναν λιγότεροι από ένας στους τρεις φοιτητές. Οι σκεπτικιστές, βέβαια, υποστηρίζουν ότι αυτό οφείλεται όχι στους φοιτητές που προ-
σπαθούν περισσότερο67 ή στη βελτιωμένη μέθοδο διδασκαλίας, αλλά σε μια γενική χαλάρωση των κριτηρίων.68 Αντιπαραθέτουν τις μέτριες προ διαγραφές εισόδου πολλών φοιτητών με τις καλές επιδόσεις τους στις τελικές εξετάσεις -παρά την τάση για υπερπληθυσμό των Πανεπιστη μίων, τις λιγότερες βιβλιοθήκες και το λιγότερο χρόνο συζήτησης με τους καθηγητές- και θεωρούν ότι αυτή η κατάσταση οφείλεται στην υ
περίσχυση της αξιολόγησης εργασιών σε βάρος των εξετάσεων, 69 κα θώς και στην ύπαρξη διαφορετικών κριτηρίων αξιολόγησης ανάμεσα
στα Πανεπιστήμια.ΊΟ Επιπλέον, η πίστη στην ισοτιμία των πτυχίων από τα διάφορα πα νεπιστημιακά ιδρύματα αμφισβητείται από έρευνες που δείχνουν ότι η διαφορετικότητα στις επιδόσεις σχετίζεται ελάχιστα, αν όχι καθόλου, με
τα επιτεύγματα των υποψηφίων για το απολυτήριο του λυκείου. Είναι δύσκολο να συνεχίσει κανείς να πιστεύει ότι υπάρχει ένα κοινό επίπεδο στα πτυχία, όταν σε κάποια Πανεπιστήμια η είσοδος απαιτεί υψηλό βαθμό απολυτηρίου, ενώ σε άλλα αρκούν βαθμοί «πολύ καλώς» ή «Κα λώς» (ενώ υπάρχουν και μερικά που δέχονται φοιτητές με ακόμα χαμη λότερες βαθμολογίες), αν και όλα τα ιδρύματα ακολουθούν περίπου
την ίδια μεθοδολογία των εξετάσεων. 71 Μπροστά σε αυτό, μπορούμε εί τε να καταλήξουμε στο ότι κάποια ιδρύματα -ιδίως αυτά που δέχονται φοιτητές με χαμηλούς βαθμούς- παρέχουν τεράστια «προστιθέμενη α ξία» (αν και φαίνεται, επίσης, ότι είναι τα Πανεπιστήμια με τους λιγότε
ρους πόρους) είτε να συμπεράνουμε ότι τα επίπεδα αξιολόγησης σε αυ
τά τα Πανεπιστήμια είναι λιγότερο αυστηρά από ό,τι στα υπόλοιπα. 72 Σοβαρή συνέπεια αυτής της υποβάθμισης της ποιότητας των πτυχίων
αποτελεί η ενίσχυση του μοντέλου της καλής φήμηςΊ3 το οποίο χρησιμο ποιούν οι εργοδότες όταν προσλαμβάνουν αποφοίτους. Εξάλλου , αν κά ποιος δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι ένα πτυχίο με βαθμό «λίαν καλώς» από το Πανεπιστήμιο Γκίντχολ του Λονδίνου είναι ισότιμο με ένα αντί στοιχο από το Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης, τότε δικαιολογείται η προ σφυγή στην κατανοητ1Ί ιεραρχία της καλής φήμης, αν και αυτή αποτελεί ένα κοκτέιλ σνομπισμού , προσωπικής εμπειρίας, άριστης έρευνας, δη μοσιότητας, γεωγραφικής τοποθεσίας, βαθμού του γενικού τίτλου σπου δών, κατάστασης στην αγορά, ηλικίας και γενεαλογίας. Παρ' όλα αυτά, μια τέτοια προσφυγή είναι κοινωνικά ιδιαίτερα επι λεκτική, επιβεβαιώνοντας έτσι ένα μεγάλο αριθμό προσλήψεων στις υ
ψηλότερες θέσεις εργασίας για εκείνους που κατάγονται από τα πιο προ νομιούχα κοινωνικά στρώματα. Η προτίμηση των εργοδοτών για τα θεω ρούμενα ως καλύτερα Πανεπιστήμια όταν αναζητούν νέους υπαλλήλους
~
-
- -
-
σημαίνει ότι οι απόφοιτοι ειδικά των νέων Πανεπιστημίων βρίσκονται σε μειονεκτική θέση. Συνακόλουθα αυτό είναι ένα ταξικό μειονέκτημα, εφόσον όσο πιο εκλεκτό είναι το Πανεπιστήμιο, τόσο πιο συγκεκριμένη είναι η ταξική προέλευση των φοιτητών του. Επιπλέον, πρέπει να τονι στεί ότι αυτό δεν είναι μια ένδειξη τυφλής προκατάληψης από την πλευρά των πρυτανικών αρχών στα πιο φημισμένα Πανεπιστήμια. Το
αντίθετο, μάλιστα, αφού τα τελευταία χρόνια η ανώτατη εκπαίδευση στη Βρετανία έχει γίνει αξιοκρατική, στο βαθμό που η επιλογή γίνεται βάσει των επιδόσεων στις ανώνυμες γενικές εξετάσεις για το απολυτή ριο. Το γεγονός όμως είναι ότι κατά την ίδια περίοδο έχει σημειωθεί μια εκπληκτική αύξηση της επιτυχίας των ιδιωτικών σχολείων (που αντι προσωπεύουν μόλις το
7%
αυτής της ηλικιακής κατηγορίας, αλλά έ
χουν περίπου τους μισούς εισακτέους στα Πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Κέιμπριτζ), οι μαθητές των οποίων επιτυγχάνουν ιδιαίτερα υψη
λούς βαθμούς στο απολυτήριο του λυκείου. 74 Με αυτό τον τρόπο πραγ ματοποιείται μια αλλαγή «που τα τελευταία τριάντα χρόνια έχει μετα τρέψει τα παλαιά δημοτικά σχολεία σε προμαχώνες της σύγχρονης αξιο κρατίας».75 Έτσι, «η αναλογία των φοιτητών της Οξφόρδης και του Κέιμπριτζ που προέρχονται από τα ιδιωτικά σχολεία είναι τόσο μεγάλη, επειδή τα σχολεία αυτά έχουν ένα σημαντικά υψηλότερο αριθμό άρι στων βαθμών στο απολυτήριο του λυκείου». 76 Μάλιστα, η έρευνα των Financίal Πmes το
1996 για τις επιδόσεις στους γενικούς τίτλους σπου δών κατέληξε ότι το 90% των σχολείων που aρίστευσαν στις εισαγωγι
κές των Πανεπιστημίων ανήκαν στον ιδιωτικό τομέα. 77 Σε γενικές γραμ μές, τα παιδιά που προέρχονται από οικογένειες των ανώτερων κοινω νικο-οικονομικών τάξεων δείχνουν μια εκπληκτική ικανότητα να πη γαίνουν πολύ καλά στο απολυτήριο, σε οποιοδήποτε λύκειο κι αν φοι τήσουν. Αυτό δεν οφείλεται στις προκαταλήψεις των Πανεπιστημίων. Η
δυσανάλογη είσοδός τους στα πλέον επίλεκτα Πανεπιστήμια αποτελεί τη δίοδο για εργασία όταν οι εργοδότες της βιομηχανίας αναζητούν να α πασχολήσουν νέους εργαζόμενους.78 Έτσι, βλέπουμε την αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων. 79 Αξίζει να σημειωθεί πόσο πιεστική έχει γίνει η κατάσταση, όταν σε μια αξιοκρατική εποχή οι προνομιούχοι τα καταφέρνουν καλύτερα στις επίσημες -αξιοκρατικές- αξιολογήσεις. 80 ΤΟ ΜΕΤΑΝΕΩΤΕΡΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΉΜΙΟ;
Στις μέρες μας δεν είναι παράξενο να γράφεις για τα Πανεπιστήμια. Πράγματι, φαίνεται ότι υπάρχει μια ευρύτερη κριτική που αντιμετωπί-
ζει την ανώτατη εκπαίδευση σαν να καθοδηγείται από τις οικονομικές συνθήκες, με αποτέλεσμα την ταχύτατη αύξηση του αριθμού των φοι τητών, χωρίς αντίστοιχες δαπάνες για την ανώτατη εκπαίδευση , ενώ α
ναπτύσσει συνεχώς στενότερους και πιο περιοριστικούς δεσμούς με τη βιομηχανία. Η διάδοση του εργαλειακού προοδευτισμού, ώστε να ικανο ποιούνται οι ανάγκες της μετα-φορντικής, ευέλικτης οικονομίας, θεωρεί ται ότι έχει υποβαθμίσει την ποιότητα της ανώτατης εκπαίδευσης, έχει μειώσει την αυτονομία των Πανεπιστημίων, έχει θέσει σε κίνδυνο τα α καδημα'ίκά ιδεώδη και έχει αναστείλει τα ζητήματα κοινωνικής δικαιο
σύνης, επαναφέροντας την αξιολόγηση στο πλαίσιο των ιεραρχήσεων της
καλής φήμης. 81 Από αυτή την άποψη, η εντυπωσιακή απεικόνιση του
George Ritzer για την Ντισνεϊοποίηση (Disneyfication) του
Πανεπιστη
μίου αντιμετωπίζεται με τρόμο, ακριβώς επειδή ενδέχεται να συμβεί. 82 Η έμφαση στην «ενημερω-διασκέδαση», που συνοδεύει την «εκπαίδευ ση αλά Ντίσνε'ί», όπου η μάθηση είναι «διασκεδαστική», το προσωπικό «εύθυμο» , το πρόγραμμα σπουδών καθορίζεται σύμφωνα με τις εμπο ρικές ανάγκες, προτεραιότητα δίνεται στην παρουσίαση και όχι στην ου σία και οι φοιτητές είναι «καταναλωτές», για την ευχαρίστηση και τη δι ευκόλυνση των οποίων τα εμπορικά κέντρα θα βρίσκονται κοντά στο
Πανεπιστήμιο, όλα αυτά αντιμετωπίζονται με αποστροφή από τους πε ρισσότερους κριτικούς σχολιαστές. Ωστόσο έχει υπάρξει ένα είδος απάντησης που αξίζει της προσοχής μας. Ενώ συνολικά δεν αποκλίνουν από την εμπειρική περιγραφή τού
τι συμβαίνει στην ανώτατη εκπαίδευση, οι υποστηρικτές της ιδέας ότι γινόμαστε μάρτυρες της εξάπλωσης ενός μεταvεωτερικού Πανεπιστημίου βιάζονται να απορρίψουν τις «αφηγήσεις της παρακμής», που σε μεγά
λο βαθμό κατακλύζουν τη συγγραφική δραστηριότητα σχετικά με την ανώτατη εκπαίδευση. Μπορεί να γίνει κοινά αποδεκτό ότι η μαζική α νώτατη εκπαίδευση παρεμποδίζει τη στενή σχέση με τους φοιτητές, α φού οι μικρές ομάδες διδασκαλίας δεν μπορούν πλέον να επιβιώσουν, ότι οι νέες πιέσεις για επαγγελματική κατάρτιση έχουν τεράστια επιρ ροή μέσα στο Πανεπιστήμιο και ότι οι αντιλήψεις της ακαδημα'ίκής κοι νότητας έχουν υπονομευτεί από τις αυξημένες πιέσεις για εξειδίκευση,
ερευνητικά συμφέροντα και εμπορευματοποίηση. Οι υποστηρικτές όμως του μετανεωτερικού Πανεπιστημίου αρνούνται να θεωρήσουν τις αλλα γές αυτές συμπτώματα μιας πτώσης από το ιδανικό, είτε αυτό ήταν το οι κοτροφείο του Νιούμαν, που δίδασκε τις «Οικουμενικές αλήθειες», είτε ήταν η ιδέα του Πανεπιστημίου που είχε ο
Leavis -ως κέντρου
της ηθι
κής ευαισθησίας που αντιστέκεται στο μαζικό πολιτισμό- είτε ήταν η
πεποίθηση του
Oakshott ότι τα Πανεπιστήμια ανατρέφουν το «πνευμα
τικό κεφάλαιο» του πολιτισμού. 83 Αυτή η άρνηση του πένθους για το θάνατο του παλαιού Πανεπιστη μίου μπορεί εν μέρει να οφείλεται στο γεγονός ότι, ακόμα και στο πρό σφατο παρελθόν, ήταν ένα ίδρυμα περιορισμένο σε μια πολύ μικρή με ρίδα του πληθυσμού. Το άνοιγμα του Πανεπιστημίου σε πολύ περισσό
τερους από το προνομιούχο περίπου
5%
του πληθυσμού γίνεται πρό
θυμα δεκτό ως εκδημοκρατισμός της ανώτατης εκπαίδευσης, γεγονός που εμφανώς συμβαδίζει με τη σύγχρονη εποχή. Παρ' όλα αυτά, οι σχο λιαστές του μετανεωτερικού Πανεπιστήμιου δε στηρίζονται σε μια τέτοια «προσέγγιση της προόδου» για να υποστηρίξουν την άποψή τους. Θεω
ρούν ότι αυτό που έχει δημιουργηθεί δεν είναι μια ευτελής έκδοση του καθιερωμένου Πανεπιστημίου, αλλά ένα ριζικά καινούργιο φαινόμενο, το μετανεωτερικό Πανεπιστήμιο. Αυτό το φαινόμενο παρουσιάζει πολλά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αν και το πρωταρχικό είναι οι διαφορές που κατακλύζουν την ανώτατη εκπαίδευση. Αυτές οι διαφορές -στα μαθήματα, στους φοιτητές, στους
σκοπούς, στους ακαδημα·ίκούς, στις αρχές-υπονομεύουν κάθε ιδέα που συλλαμβάνει το Πανεπιστήμιο με ομοιογενείς ή ενωτικούς όρους. Αντί θετα, η ετερογένεια είναι μια λέξη-κλειδί. Οι μεταλλαγές της ανώτατης εκπαίδευσης στις τελευταίες δεκαετίες, από την ώθηση των επιπρόσθε
των αριθμών των περιφερειών έως την ίδια την παγκοσμιοποίηση, ση μαίνουν ότι τώρα έχουμε μια εκπληκτική ποικιλία σε Πανεπιστήμια που βρίσκονται σε μια κατάσταση συνεχούς αλλαγής. Αυτό είναι σύμφωνο και με την έλευση του μετα-φορντισμού, αφού η ευελιξία στην εργασία
(και στον τρόπο ζωής γενικά), που αυτός πρεσβεύει, ενθαρρύνει και την ανάπτυξη ενός ευέλικτου μετανεωτερικού Πανεπιστημίου, που ουδέπο
τε παραμένει στάσιμο. Ο
Peter Scott
φτάνει στο σημείο να φανταστεί
μια αντιστοιχία ανάμεσα στη μετα-φορντική κοινωνία, που είναι ταχύ τατα μεταβαλλόμενη και εγγενώς ευέλικτη, και στη σύγχρονη μετανεω τερική εποχή, όπου οι βεβαιότητες δε γίνονται αποδεκτές και η ζωή κυ λά χωρίς προκαθορισμένα σημεία αναφοράς. Απαραιτήτως, συνεχίζει, το μετανεωτερικό Πανεπιστήμιο απορροφά και ενσωματώνει τον «πλου ραλισμό», τη «ρευστότητα», την «ασάφεια» και το συνεχή «αναστοχα
σμό», στοιχεία που ενστερνίζονται τόσο ο μετα-φορντισμός όσο και η με
τανεωτερικότητα. 84 Τα ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης στις μέρες μας είναι τόσο δια φοροποιημένα εσωτερικά και εξωτερικά, ώστε ο τίτλος «Πανεπιστή μιο» να θυμίζει ελάχιστα, αν όχι καθόλου, τις παλαιές του ιδιότητες. Για
παράδειγμα, δεν μπορεί να υπάρξει κοιν1Ί εσωτερική ζωή στο Πανεπι στήμιο, όταν η εξειδίκευση και ο κατακερματισμός έχουν προχωρήσει τόσο πολύ, σε σημείο που όχι μόνο οι συνάδελφοι σε διαφορετικούς το
μείς να μην καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλο (οι φυσικοί και οι οικονο μολόγοι δε γίνονται κατανοητοί μεταξύ τους), αλλά ακόμα και αυτοί που βρίσκονται στον ίδιο τομέα να μην έχουν κανένα κοινό ενδιαφέρον ή μια
κοινή γλώσσα. 85 Το Πανεπιστήμιο του σήμερα δεν είναι τίποτα παραπά νω από μια συλλογικότητα διαφορετικών ενδιαφερόντων και φωνών. Προεκτείνοντας αυτό σε μια πιο πλατιά κλίμακα, ο
Bill Readings
υπο
στηρίζει ότι αυτός ο πλουραλισμός των διαφορών βρίσκεται πίσω από τις διακηρύξεις των Πανεπιστημίων ότι είναι «εξαιρετικά»
-
στα πάντα,
από τις αθλητικές εγκαταστάσεις, έως τις έρευνες, τις διασυνδέσεις με το εξωτερικό, τα προγράμματα εισαγωγής, τις ίσες ευκαιρίες, την ψυ χαγωγία και τις υπηρεσίες τροφοδοσίας. Όπως παρατηρεί ο
Readings,
αυτή ακριβώς η απουσία βασικών σκοπών επιτρέπει στα Πανεπιστήμια να επιδοκιμάζουν αυτό τον άγριο σχετικισμό, όπου τα πάντα μπορούν
να χαρακτηριστούν «εξαιρετικά»,86 σε αντίθεση με τα Πανεπιστήμια που διαπνέονται από ενωτικά ιδανικά, όπου ισχύουν προτεραιότητες και ιε ραρχίες, φαινόμενα προφανώς απόντα από τη ~ιετανεωτερική εποχή . Επιπλέον, όταν το Διαδίκτυο είναι απλώς η πιο προφανής διαθέσι
μη πηγή πληροφοριών εκτός του Πανεπιστημίου, τότε ο ιστορικός ρό λος του δεύτερου ως της ισχυρότερης πηγής της γνώσης υπονομεύεται και μετατρέπεται σε μία μόνο φωνή ανάμεσα στις πολλές που είναι δια
θέσιμες στον κόσμο της υψηλής τεχνολογίας. Ο Zygmunt Bauman επι κεντρώνει την προσοχή του στη θέση των ακαδημα·ίκών: τώρα δεν είναι τίποτα παραπάνω από τους πολλούς ανταγωνιστές που συμβάλλουν στη γνώση και είναι και οι ίδιοι εσωτερικά διασπασμένοι και aσύμφω νοι, αλλά και συχνά ανοιχτοί σε εξωακαδημα'ίκές αμφισβητήσεις. Έτσι, έχουμε μια μεταβολή από τους διανοούμενους ως νομοθέτες στους διερ
μηνείς.87 Αφού πλέον δεν μπορούμε να φανταστούμε ένα ενιαίο Πανε πιστήμιο, αφοσιωμένο στη μετάδοση της έγκυρης γνώσης -σχετικά με τη φυσική, την ηθική ή την αισθητική- δεν πρέπει να το θεωρήσουμε τί ποτα παραπάνω από ένα σύνολο διαφόρων σχολιαστών. Αυτό συμφωνεί με την πολύ γνωστή θέση του Jean-Franς:ois Lyotard
ότι στις μέρες μας κυριαρχεί η αρχή της αποδοτικότητας, πράγμα που υποβαθμίζει την προηγούμενη προσέγγιση του Πανεπιστημίου, ότι δη
λαδή αναζητά την «αλήθεια». 88 Αφού η επιστήμη πλέον δεν ωθείται α πό τις ανακαλύψεις, αλλά μάλλον καθοδηγείται από την αναζήτηση ε φευρέσεων, και αφού τα οικονομικά και διοικητικά ζητήματα έχουν δι-
311
--
-
----.
~-~----------
l εισδύσει πλήρως στα σύγχρονα Πανεπιστήμια, τότε τα προηγούμενα ε πιχειρήματα για το Πανεπιστήμιο πρέπει να αμφισβητηθούν. Οι ανά γκες της αποδοτικότητας, αλλά και νέα θέματα, όπως η Φυλή και η Ε θνότητα, οι Γυναικείες Σπουδές, οι Πολιτισμικές Σπουδές και η Βιοτε
χνολογία, και όχι το πρόταγμα του Διαφωτισμού, είναι οι νέοι παράγο ντες που προσδιορίζουν τη γνώση. Ωστόσο, όταν τα προηγούμενα όρια αυτών που θα μπορούσαν να συ μπεριληφθούν στο Πανεπιστήμιο παραβιάζονται από τα κριτήρια απο
δοτικότητας, τότε καταρρέουν και τα προστατευτικά τους σύνορα, και μαζί τους και οι προηγούμενες ιεραρχήσεις, στην κορυφή των οποίων βρί σκονται θέματα όπως οι Κλασικοί Συγγραφείς, η Φυσική και η Φιλοσο
φία.89 Αν αυτό που μετρά είναι μόνο η αποδοτικότητα, τότε γιατί να μην υπάρχουν πτυχία στις Τουριστικές Σπουδές, στην Κατασκευή Γηπέδων Γκολφ, στην Περιβαλλοντική Αλλαγή ή ακόμα και στις σπουδές του Ε λεύθερου Χρόνου; Κι αν ισχύει κάτι τέτοιο, τότε τι είναι αυτό που χαρα κτηρίζει το σύγχρονο Πανεπιστήμιο, αν όχι το ότι είναι μια σύνθεση δια φορών, μια ποικιλία γνωστικών δραστηριοτήτων που «επιδιώκονται» -Υ..αι συχνά εγκαταλείπονται- απλώς επειδή υπάρχει κάποια αιτιολόγη ση αποδοτικότητας για την υιοθέτησή τους;
Αυτό έχει προσδιοριστεί ως ο μετασχηματισμός από τον Τύπο Ι της γνώσης (ο οποίος είναι ομοιογενής, στηριγμένος στις ισχυρές ακαδημα·ί κές αρχές, που οργανώνονται ιεραρχικά και μεταδίδονται στους aρχά ριους, διαμορφώνοντας μια σχέση μαθητευόμενου -ειδικού) στον Τύπο Π των γνώσεων, που δεν είναι ιεραρχημένες αλλά πλουραλιστικές, δια
τμηματικές, ευμετάβλητες και ανταποκρίνονται σε διαφορετικές ανά γκες, όπως οι εμπειρίες των φοιτητών, οι βιομηχανικές προτεραιότητες και τα κοινωνικά προβλήματα. Αυτός ο πλουραλισμός των γνώσεων πρέ πει να σημάνει και το τέλος των κοινών σκοπών του Πανεπιστημίου, α φού πλέον δεν υπάρχει πιθανότητα συμφωνίας στους στόχους ή ακόμα
και στις μεθόδους εργασίας. 90 Κατά συνέπεια πρέπει να δώσουμε προ τεραιότητα στο πώς θα προσδιορίσουμε τι μπορεί να είναι το Πανεπι
στήμιο, αντί απλώς να αποδεχόμαστε ότι υπάρχει ένας τεράστιος αριθ μός πολλών διαφορετικών ιδρυμάτων, με ριζικά διαφορετικούς σκοπούς και πρακτικές, τα οποία μπορούμε να αποκαλέσουμε Πανεπιστήμια (α φού δεν υπάρχει ένας καλύτερος όρος). Το Πανεπιστήμιο υπονομεύεται ακόμα και από την αυξημένη δυσκο λία της διάκρισής του από τους αναπτυσσόμενους τομείς της βιομηχα νίας. Υπονοείται δηλαδή ότι επιχειρήσεις, όπως η
Microsoft και η Zeneca,
ακόμα και εταιρείες μέσων επικοινωνίας, όπως ο τηλεοπτικός σταθμός
3 12
Channel 4, ήδη
διαθέτουν πολλά από τα χαρακτηριστικά ενός Πανεπι
στημίου.91 Διαθέτουν πολλούς υπαλλήλους με ανώτατη μόρφωση, που συχνά έχουν διδακτορικά πτυχία και εργάζονται σε σχέδια τελευταίας τεχνολογίας στην παραγωγή λογισμικού, στην προηγμένη ηλεκτρονική, στη βιοτεχνολογία ή στην κοινωνική έρευνα. Επιπλέον, αυτές οι εταιρεί ες έχουν πολλές διασυνδέσεις με Πανεπιστ1Ίμια, συχνά με τη μορφή κοι νών συμφωνιών, προσωπικού, ακόμα και εγκαταστάσεων, κάτι που κα θιστά δυσδιάκριτες τις προηγούμενες διαφορές. Έτσι, το Πανεπιστήμιο δεν μπορεί πια να ξεχωρίζει για το πλεονέκτημα του διαχωρισμού του α πό τον «εξωτερικό κόσμο», ενώ παράλληλα «Οι μεγάλες εταιρείες[ ...] συ νειδητοποιούν περισσότερο το ρόλο τους ως παραγωγών, φορέων και χρηστών της γνώσης - ένας ορισμός όχι και πολύ διαφορετικός από αυ
τόν του Πανεπιστημίου».92 Το να αμφισβητούμε λοιπόν τον προηγούμενο, προνομιούχο, ρόλο του Πανεπιστημίου όσον αφορά στην έρευνα υπονομεύει τα πρότερα δια κριτικά του χαρακτηριστικά. Από το εσωτερικό των ιδρυμάτων, αλλά και από κάποια σημαντικά πολιτικά πρόσωπα, τίθενται σοβαρά ερωτή ματα σχετικά με την υποτιθέμενη αλληλεξάρτηση και άρρηκτη ενότητα της διδασκαλίας και της έρευνας η οποία, σύμφωνα με ορισμένους, χα ρακτηρίζει το πραγματικό Πανεπιστήμιο. Καθώς όλο και περισσότεροι φοιτητές εισάγονται στα Πανεπιστήμια, μπορεί να αμφισβητηθεί η πραγ
ματική αναγκαιότητα του να εμπλέκονται όλοι οι καθηγητές τους στην έρευνα. Γενικά υποστηρίζεται ότι στην πανεπιστημιακή εργασία πρέπει να εμπλέκεται η έρευνα, ώστε να διδάσκονται οι φοιτητές πιο αποτελε σματικά. Όμως, αν και είναι δυσάρεστο για ένα μεγάλο μέρος του πα νεπιστημιακού προσωπικού, τα ερευνητικά αποτελέσματα απλώς δεν ε
πιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό ότι η έρευνα και η διδασκαλία υποστηρί ζονται αμοιβαία.93 Αντίστοιχα, έρχονται στο προσκήνιο απόψεις σύμφωνα με τις οποίες
δεν υπάρχει κάποιος λόγος για να τοποθετείται η έρευνα μέσα στο Πα νεπιστήμιο. Ήδη οι Ασκήσεις Αξιολόγησης της Έρευνας και η κατανομή των κονδυλίων στη βάση των βαθμολογικών επιτευγμάτων διοχετεύουν τους πόρους κατά κύριο λόγο σε ένα συγκρότημα δεκαπέντε ιδρυμάτων περίπου (και έχει εκτιμηθεί ότι το 25% των κονδυλίων έρευνας στη Βρε τανία απορροφάται από τέσσερα μόνο Πανεπιστήμια: Οξφόρδη, Κέι μπριτζ, University College και Impeήal College). 94 Οπότε γιατί να μη δια χωριστούν αυτά από τα υπόλοιπα; Σε μια ακόμα πιο ακραία θέση, έχει σημειωθεί ότι «η έρευνα μπορεί να διεξαχθεί σε οποιοδήποτε κατάλλη
λα εξοπλισμένο ίδρυμα» 95 και ότι ίσως τα ιδανικότερα μέρη γι' αυτήν εί-
-= - - - - -- - - - .
-~----------
-
ναι οι «δεξαμενές σκέψης» και τα αντίστοιχα κέντρα, όπως το το
Demos ή Harwell, και όχι τα Πανεπιστήμια, όπου μπορεί να παρεμποδίζεται α
πό άλλα ζητήματα. Όπως έγραψε το περιοδικό
Economist,
«ένας έξυ
πνος Αρειανός μπορεί να αναρωτιέται γιατί θα έπρεπε ένα Πανεπιστήμιο -αυτόνομο, χαώδες, θορυβώδες με τόσους φοιτητές- να αποτελεί ένα κα
τάλληλο μέρος για τη σύγχρονη έρευνα αιχμής».% Ο σερ Douglas Hague, πρόσφατα επικεφαλής του Συμβουλίου Οικονομικής και Κοινωνικής Έ ρευνας, υποστηρίζει -από την πλευρά του Αρειανού- την εμπορευματο ποίηση των Πανεπιστημίων, εφόσον οι «επιχειρηματίες της γνώσης» μπο ρούν να παράγουν καλύτερη έρευνα από τους «δεινόσαυρους» του Πα
νεπιστημίου.97 Τέλος, τι γίνεται με την εκπαιδευτική ικανότητα των τεχνολογιών της πληροφορικής και της επικοινωνίας; Στο μυαλό κάποιων ακαδημα"ίκών έχει εδραιωθεί η εικόνα, η οποία βασίζεται κυρίως στον
Newman,
του
Πανεπιστημίου ως μιας «εσωτερικής εμπειρίας». Αλλά οι νέες τεχνολο
γίες υπόσχονται τη μάθηση εξ αποστάσεως, από το σπίτι του καθενός, με την άνεσή του, με πρόσβαση στις καλύτερες διαθέσιμες πηγές πληροφο ριών, και όλα αυτά με ένα μικρότερο κόστος παρακολούθησης από ό,τι σε ένα παραδοσιακό Πανεπιστήμιο. Το «εικονικό Πανεπιστήμιο» (νirtual
umversity), το
οποίο είναι ήδη διαθέσιμο σε εμβρυ"ίκΊΊ μορφή στο Διαδί Open Umversity (Ανοιχτό Πανε
κτυο, και το πρωτοποριακό έργο του
πιστήμιο) αναμένεται να υποβαθμίσουν άλλη μια βασική λειτουργία του παραδοσιακού Πανεπιστημίου, καθιστώντας το μετέωρο ως προς το λό
γο ύπαρξής του, αλλά ακόμα και ως προς τη θέση του , αφού οι διαμορ φωμένες δικτυακές εγκαταστάσεις επιτρέπουν στους φοιτητές να με
λετούν όπως, όποτε και ό,τι κρίνουν κατάλληλο. 98 Όπως δηλώνει με εν θουσιασμό η «κυβερνοναύτης»
το τείχος της απομόνωσης».
99
Sadie Plant,
«η τεχνολογία καταρρίπτει
Θα μπορούσε να προσθέσει και ότι αφαι
ρεί από το Πανεπιστήμιο τους λόγους ύπαρξής του.
ΤΟ ΤΕΛ ΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ;
Στις μέρες μας δεν είναι παράξενο να ενθουσιάζονται οι διάφοροι ανα
λυτές με την «ευελιξία, τη συνέργεια και τη μεταβλητότητα» 100 του με τανεωτερικού Πανεπιστημίου. Αλλά αυτά τα χαρακτηριστικά, αν δεν υ πάρξει αντίθεση, θα σημάνουν και το τέλος του Πανεπιστημίου ως σημα
ντικού στοιχείου της κοινωνίας. Αν, αντί για ακαδημα"ίκή κοινότητα, έ χουμε αμοιβαία ασυνεννοησία, αν η έρευνα μπορεί να διεξαχθεί εξίσου
ικανοποιητικά εκτός Πανεπιστημίων, αν το μόνο κριτήριο για την εισα
γωγή στο πρόγραμμα σπουδών είναι η χρησιμότητά τους στις επιχειρή σεις, αν τα μαθήματα μπορούν να μελετηθούν χωρίς παρακολούθηση (και, ακόμα περισσότερο, χωρίς την παρουσία φοιτητών ή διδασκό ντων), αν το μόνο που συναντούμε είναι μια πλειάδα διαφορών, τότε η
ιδέα του Πανεπιστημίου είναι τουλάχιστον προβληματική. 101 Παρ' όλα αυτά, πιστεύουμε ότι τα κεντρικά προσδιοριστικά χαρακτη ριστικά του Πανεπιστημίου εξακολουθούν να υπάρχουν σε όλα τα ιδρύ ματα που αξίζουν τον τίτλο αυτό. Είναι παράξενο το γεγονός ότι μπο
ρεί να αρχίσουμε να τα εκτιμούμε περισσότερο όταν εκφράζουμε αμφι βολίες για τη μετανεωτερική έμφαση στις διαφορές, επικεντρώνοντας την προσοχή στο εμπειρικό γεγονός ότι υπάρχουν ιεραρχήσεις τωv δια φορών μέσα και ανάμεσα στα Πανεπιστήμια, κάτω από τις οποίες κρύ βονται κριτήρια αξιολόγησης που ουσιαστικά ορίζουν το Πανεπιστήμιο.
Ο ισχυρισμός ότι ανάμεσα στα εκατό περίπου ιδρύματα στη Βρετανία που φέρουν τον τίτλο «Πανεπιστήμιο» υπάρχει μεγάλη ποικιλία και δια φοροποίηση (οι οποίες, με τη σειρά τους, είναι άφθονες στην εσωτερική οργάνωση αυτών των ιδρυμάτων) είναι επιφανειακά ικανοποιητικός. Επίσης, επιφανειακή είναι μια άποψη βαθιά δημοκρατική, καθώς αρ νείται την επιλογή είτε της σύγκρισης των ιδρυμάτων και της ιεραρχι κής τους κατάταξης είτε της εξαίρεσης όσων ιδρυμάτων φιλοδοξούν να αποκτήσουν κύρος. Αλλά, ενώ η μετανεωτερική θέση τονίζει την πολυ πλοκότητα του προσδιορισμού των Πανεπιστημίων μέσα στις τόσες
διαφορές, είναι παράλογος ο ισχυρισμός ότι οι διαφορές είναι τέτοιες που υπονομεύουν την ιεράρχηση ή καταργούν την αξιολόγηση. Οι μετανεω τερικοί μπορεί να το αρνούνται, αλλά δε συμβαίνει το ίδιο και με τους εργοδότες, τους φοιτητές, τους ακαδημα·ίκούς και με το ίδιο το κοινό συνολικά. Η κατάληξη είναι ότι, ενώ η αξιολόγηση έχει τις διαβαθμίσεις της και τις γκρίζες ζώνες της, τα Πανεπιστήμια στο σύνολό τους, και κατ' επέκταση τα τμήματα και οι τομείς τους, συμφιλιώνονται με τη θέ ση που τους παραχωρείται. Έτσι, υπάρχουν λίγες αμφιβολίες για τη θέ
ση Πανεπιστημίων όπως η Οξφόρδη , το Κέιμπριτζ, το
London School
of Economics και το Imperial College. Υπάρχει μεγαλύτερος δισταγμός όταν πρόκειται για τα Πανεπιστήμια του Λίβερπουλ και του Γουόργουικ, αλλά και μια ενδυνάμωση της εμπιστοσύνης στην αξιολόγηση όσον α φορά στα Πανεπιστήμια του Μπόλτον και του Μπέρνμαουθ και τα ισό τιμά τους. Επιπλέον, τις περισσότερες φορές η αξιολόγηση δε γίνεται για να φτάσουμε σε έναν κοινό πίνακα αποτελεσμάτων, αλλά περισσό τερο για να συγκρίνουμε συγκεκριμένες θεματικές ενότητες και ιδρύμα-
τα, αν και υπάρχουν πάντα περιθώρια για βελτίωση. Βεβαίως, τέτοιες α ξιολογήσεις είναι πιο λεπτομερειακές όσον αφορά στις ειδικές θεματι κές ενότητες ή τις συγκεκριμένες ανάγκες και τα επιτεύγματα ξεχωρι στών ατόμων. Όμως η αναγνώριση των δυσκολιών που φέρουν οι ση μαντικές διαφορές δεν αναιρεί την πραγματικότητα του ιεραρχικού τους χαρακτήρα. Δεν είναι καθαρός σνομπισμός η αναγνώριση αυτών των κριτηρίων, αν και η κοινωνική θέση μπορεί να συμβάλει με περίπλοκους τρόπους στη διαμόρφωση ενός γενικού μοντέλου φήμης, που τοποθετεί, για πα
ράδειγμα, το Πανεπιστήμιο του Ντάραμ πάνω από του Γουόργουικ, πα ρότι το τελευταίο είναι καλύτερο από το πρώτο σε τομείς-κριτήρια όπως η έρευνα. Όμως δεν είναι η προκατάληψη των θεματικών καταλόγων που επηρεάζει την αξιολόγηση και την κατάταξη, ανά τακτά διαστήμα τα, των ερευνητικών αποτελεσμάτων, καθώς και την ποιότητα της πα ρεχόμενης εκπαίδευσης. Οι πιο αποτελεσματικές αξιολογήσεις των Πα νεπιστημίων αφορούν στην έρευνα, στις ικανότητες των φοιτητών και του
προσωπικού και, σε ένα μικρότερο βαθμό, στην ποιότητα της διδασκα λίας. Επίσης, έχουν να κάνουν με τις ερευνητικές δραστηριότητες, τα προαπαιτούμενα προσόντα για την εισαγωγή των φοιτητών και τις γνώ σεις του προσωπικού. Αναμφίβολα σε ορισμένα ιδρύματα αυτά βρίσκο νται σε υψηλότερο επίπεδο από ό,τι σε άλλα. Το να προσποιούμαστε ό τι όλα τα Πανεπιστήμια είναι ίδια -ίδια υπό την έννοια ότι επιδεικνύουν όλα ένα μεγάλο αριθμό διαφορών- σημαίνει ότι κλείνουμε τα μάτια, ει δικά στις ανισότητες και τις αδικίες που παρατηρούνται συχνά στην α νώτατη εκπαίδευση. Αν αυτές γίνουν αποδεκτές, τότε ο σχετικισμός και η συνακόλουθη ψεύτικη ισότητα της μετανεωτερικότητας πρέπει να α πορριφθούν. Αν οι ιεραρχήσεις των Πανεπιστημίων κριθούν κυρίως -αλλά όχι α ποκλειστικά- από την ποιότητα της έρευνάς τους, των φοιτητών, του προσωπικού τους και της διδασκαλίας τους, τότε κάποια ιδρύματα, λο γικά, θα εξαιρεθούν από την κατηγορία του Πανεπιστημίου , λόγω του ότι η έρευνα, τα μέλη ή η διδασκαλία τους, ή και όλα μαζί, κατά κάποιο τρόπο υστερούν. Ωστόσο υπάρχει άλλο ένα χαρακτηριστικό που συν δέεται αλλά δεν υποτάσσεται σε κανένα από αυτά, το οποίο και ορίζει
το Πανεπιστήμιο. Αυτό αφορά στο δικαίωμα να παρέχει και να έχει α ναγνωρισμένα διαπιστευτήρια για τους φοιτητές που ικανοποιούν τις α παιτήσεις του Πανεπιστημίου. Για εμάς είναι αποκαλυπτικό το γεγονός ότι τα Πανεπιστήμια έχουν διατηρήσει το μονοπώλιο στην απονομή του πτυχίου και ότι θεωρούνται η μόνη αναγνωρισμένη πηγή διαπίστευσης.
Βέβαια, τα πτυχία από διαφορετικά Πανεπιστήμια δεν αντιμετωπίζο νται ως ισάξια, αλλά η λειτουργία αυηΊ παραμένει ένα κύριο χαρακτη ριστικό του Πανεπιστημίου. Η αναγνώριση ότι ένα Πανεπιστήμιο έχει το δικαίωμα να παρέχει α καδημα·ίκούς τίτλους, πράγμα που δεν έχουν το δικαίωμα να κάνουν οι
ιδιωτικές επιχειρήσεις, όποιο επίπεδο γνώσης κι αν κατέχουν αυτές -αν και αναμφίβολα η British Telecom μπορεί να διδάξει πολλά για την η λεκτρονική μηχανική , λίγοι εκτός της εταιρείας θα αποδέχονταν το κύ ρος του πτυχίου της- τονίζει το γεγονός ότι η πανεπιστημιακή εργασία, για να παραμείνει αξιόπιστη , δεν μπορεί να υποβιβαστεί σε μια απλή
διαδικασία. 102 Η αποδοχή των πανεπιστημιακών τίτλων βασίζεται στην πεποίθηση του κοινού ότι η διδασκαλία που παρέχεται και η συνακό λουθη έρευνα καθοδηγούνται από ιδανικά και συντηρούνται από κρι τήρια υψηλότερα από τα εμπορικά και τα εργαλειακά. Αυτά τα ιδανι κά -η απουσία συμφέροντος, η κριτική έρευνα, ο ανοιχτός διάλογος, η
αυστηρή εξέταση των αποδείξεων κτλ.- αποτελούν ένα βασικό στοιχείο της πανεπιστημιακής ζωής και, έστω υπό πίεση, εξακολουθούν να είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. 1 03
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Το Πανεπιστήμιο στη Βρετανία έχει την παράδοση του απομακρυσμέ νου από τις «ανάγκες της κοινωνίας» θεσμού . Αυτό προέρχεται κατά
κύριο λόγο από ένα παράδοξο: όσο η πρόσβαση περιοριζόταν σε ένα πολύ μικρό μέρος του πληθυσμού, το τι συνέβαινε εκεί δεν είχε ιδιαίτε ρη σημασία. Το Πανεπιστήμιο λειτουργούσε για να δημιουργεί και να α ναδημιουργεί μια ελίτ, και για όσο καιρό η μεγάλη πλειοψηφία εξαι ρούνταν, οι ακαδημα·ίκοί απολάμβαναν μια απέραντη ελευθερία σε ό,τι έπρατταν. Η αλλαγή έχει συντελεστεί, με όλη τη δέουσα ανοχή για την αδιαμφισβήτητη ποικιλία που παρατηρείται ακόμα, με σκοπό την ανά πτυξη στενότερων δεσμών με τις απαιτήσεις της οικονομίας. Παράλλη λα με αυτήν έχουν εισβάλει και εξωτερικές πιέσεις εντός του Πανεπι στημίου . Ένα σημαντικό στοιχείο αυτού του φαινομένου είναι η αύξηση του αριθμού των φοιτητών, που εν μέρει οφείλεται στις πιέσεις για ελεύθε ρη πρόσβαση, αλλά κυρίως για τροφοδότηση του «ανθρώπινου κεφα λαίου», που είναι ζωτικό στη μετα-φορντική εποχή του πληροφοριακού καπιταλισμού. Κεντρικό σημείο αυτής της διαδικασίας είναι η ανάπτυ-
~
--------------
~-----------·-
--
ξη αυτού που αποκαλούμε «εργαλειακό προοδευτισμό» στο πλαίσιο -ί σως και πέρα από αυτό- του προγράμματος σπουδών. Αυτός έχει υπο βαθμίσει το ρόλο των ακαδημα"ίκών- και, μαζί του, τη σημασία των προηγούμενων μορφών και του περιεχομένου της μάθησης. Η ορολογία των μεταβιβάσιμων δεξιοτήτων, των ικανοτήτων και των προφίλ παίζει
τώρα ένα δυναμικό ρόλο στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Επιπλέον, το Πανεπιστήμιο στις μέρες μας μοιάζει aποστερημένο α πό ιδανικά και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, καθώς οι πολιτικές σκοπιμό τητες έχουν παρεισφρήσει και έχουν θέσει υπό αμφισβήτηση την αξιο πιστία προηγούμενων αιτιολογήσεων και ορισμών. Οι μετανεωτερικοί μελετητές θα μας προέτρεπαν να «αγκαλιάσουμε» αυτή τη νέα ανησυ χητική κατάσταση και να επικροτήσουμε την απελευθέρωση που πηγά ζει από διαφορές τόσο περίπλοκες, ώστε οι αξιολογήσεις να αποδει κνύονται ανεπαρκείς. Δεν το βρίσκουμε πειστικό και επιμένουμε ότι το μονοπώλιο που κατέχει το Πανεπιστήμιο στην έκδοση νόμιμων διαπι στευτηρίων σηματοδοτεί τη διατήρηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστι
κών του.
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ ~
Η ΖΩΗ ΣΤΟΝ ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΧΩΡΟ
~
·
---------
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ
ΟΙ ΠΡΟΟΠτΙΚΕΣ ΤΟΥ
EIKONIKOY ΠΟΛΠΙΣΜΟΥ
Σε αυτό το τελευταίο μέρος του βιβλίου θα ασχοληθούμε με τη θεώρηση ενός νέου εικονικού πολιτισμού που έχει διαμορφωθεί κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Η δική μας θέση παραμένει κριτική, υποστηρί ζοντας ότι η εικονική ή δυνητική (virtual) κοινωνία είναι ένας ειρηνικός και καλοδιοικούμενος χώρος. Στο παρόν κεφάλαιο εξετάζουμε τρεις ό ψεις του εικονικού πολιτισμού: πρώτον, εξετάζουμε τους ισχυρισμούς ό τι οι εικονικές τεχνολογίες έχουν δημιουργήσει ένα νέο και δυναμικό
χώρο της γνώσης. Έπειτα εξετάζουμε τις θέσεις που έχουν υποστηρι χθεί όσον αφορά στην ανάπτυξη της επικοινωνίας και της κοινότητας σε σχέση με την εικονική πολιτική. Τέλος, μέσα από μια κριτική σκοπιά, συζητάμε αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως τεχνολογικό αποικισμό του μέλλοντος. Στο ενδέκατο κεφάλαιο θα σκιαγραφήσουμε, μέσα από μια α νάλυση που προσανατολίζεται στις διαστάσεις του χώρου, τις συνέπειες των νέων εικονικών τεχνολογιών στο χώρο και στο χρόνο.
ΕΝΑ ΝΕΟ ΠΕΔΙΟ ΓΝΩΣΗΣ;
Οι εικονικές τεχνολογίες έχουν επιπτώσεις στη γνώση, και συνεπώς στις σύγχρονες ελίτ που ζουν από αυτή τη γνώση. Στην παρακάτω ανάλυση
θέλουμε να τονίσουμε ότι αυτές οι σημαντικές επιδράσεις συχνά δεν εί ναι -ή τουλάχιστον δεν είναι ευθέως- κοινά αποδεκτές. Ενώ η ισχύου σα ρητορική, σε συνδυασμό με την ιδέα της Επανάστασης της Πληρο φορικής, οραματίζεται μια νέα συνθήκη της γνωστικής υπερβατικότη τας, εμείς θα aντιπαραβάλουμε αυτό που θεωρούμε το πρόβλημα της σύγχρονης γνώσης. Ας αρχίσουμε με αυτό που θεωρούμε ότι είναι η κυρίαρχη προσέγγι ση στα νέα μέσα, διαμέσου μιας ανάλυσης του πρόσφατου βιβλίου του 321
11 -
Η Εποχή του Τεχνοπολιτισμού
Pierre Uvy Cyberculture, 1 το οποίο προσφέρει μια από τις πιο συνεκτι κές και πειστικές θεωρήσεις όσον αφορά στο όραμα για το σύγχρονο τε χνοπολιτισμό. Το ενδιαφέρον του
Levy
στρέφεται στην εγγενή δυναμι
κή, όπως πιστεύει, των νέων τεχνολογιών της πληροφορικής και της ε πικοινωνίας, οι οποίες μπορούν να επεκτείνουν και να προαγάγουν την ανθρώπινη γνώση. Αυτό που υποστηρίζει στο
Cyberculture είναι ότι έχει
υπάρξει μια τεχνολογική επανάσταση μετρήσιμη ποσοτικά για την αν θρώπινη γνώση, η οποία ταυτόχρονα έχει συμβάλει στη δημιουργία «μιας νέας σχέσης με τη γνώση». Για τον
Levy, αυτό
που είναι νέο στο χώρο
των μέσων επικοινωνίας είναι ακρ ιβώς αυτή η δημιουργία της νέας και πιο σύνθετης σχέσης με τη γνώση (η οποία βρίσκεται σε συνέχεια με τις φιλοδοξίες της νεωτερικότητας, αν και όχι της μετανεωτερικότητας). Ο
Uvy περιγράφει την ανάγκη για ένα νέο «χώρο της γνώσης» που
είναι εντελώς αντίθετος με τον παλαιότερο, ο οποίος χαρακτηριζόταν α πό γραμμικότητα, ιεράρχηση και ακαμψία όσον αφορά στη δομή του. Ο νέος αυτός χώρος είναι το Παγκόσμιο Δίκτυο, το οποίο διακρίνεται από τις ανοιχτές, ρευστές και δυναμικές ιδιότητες του : είναι ένας χώρος δη μιουργικής aφθονίας και aταξίας. Το βασικό παραστατικό του πρότυπο είναι ο «πληροφοριακός κατακλυσμός», που δημιουργεί έναν «ωκεανό πληροφοριών» , έναν «παγκόσμιο ωκεανό μεταβαλλόμενων σημάτων». Ο παλαιός χώρος της γνώσης -στις μέρες μας θεωρείται ότι έχει εκτοπι στεί- ήταν έτσι δομημένος, ώστε τα παλαιά συμφέροντα αναζητούσαν
και τελικά κατόρθωναν να ελέγχουν την ταξινομημένη ολότητα της γνώ σης. Στις νέες συνθήκες της aταξίας, της «ροής της γνώσης», όπως επι μένει ο Levy, δεν μπορούν πια να υπάρχουν τέτοιες ολοκληρωτικές προ οπτικές ή συγκεντρωτικός έλεγχος στο παγκόσμιο πεδίο της γνώσης. Με τη λογική αυτή, η σχέση με τη γνώση εκ των πραγμάτων μεταβάλλεται
Στη συνέχεια ο
Uvy
προσπαθεί να μας πείσει ότι αυτή η νέα σχέση
παρέχει τη βάση για μια ευρύτερη κοινωνική μεταβολή και, όπως φαί νεται, για κοινωνική επανάσταση. Κι αυτό γιατί η νέα «οικολογία της
γνώσης» θεωρείται ότι μεταβάλλει άμεσα τις νέες κοινωνικές διαθέσεις και αξίες. Στον κυβερνοχώρο
(cyberspace), όπως μας λένε, η γνώση δεν
είναι πια αφηρημένη, αλλά έχει καταστεί η ορατή και απτή έκφραση των ατόμων και των ομάδων που την κατέχουν - «δίκτυα αλληλόδρασης» λειτουργούν προς μια «προσωποποίηση ή ενσωμάτωση της γνώσης». Ο
Levy
αντιλαμβάνεται αυτή την εξέλιξη ως μια κατά κάποιο τρόπο επι
στροφή στην προφορικότητα. Μόνο τιΟρα, σε αντίθεση με την αρχα'ίκή προφορικότητα, ο άμεσος μετα-
322
φορέας της γνώσης δεν είναι η πραγματική κοινότητα και η συνολικ11 της ανάμνηση, αλλά ο κυβερνοχώρος, το πεδίο των δυνητικών κόσμων μέσα α πό τον οποίο οι κοινότητες ανακαλuπτουν και κτίζουν τα δικά τους αντι κείμενα και αναγνωρίζουν τον εαυτό τους ως ευφυείς συλλογικότητες.
Cyberculture,
σ.
197
Αυτό που γtνεται αντιληπτό ως καινοτόμο σχετικά με το νέο τεχνο προφορικό πολιτισμό ειναι η δυναμική του να υποστηρίζει μια αδιαμε σολάβητη και άμεση επαφή ανάμεσα στα μέλη του. Η εικονική διαμεσο λάβηση εκλαμβάνεται ως μια επιστροφή στις συνθήκες της διαπροσω
πικής αλληλόδρασης. Η δυναμικ1Ί των νέων τεχνολογιών, με τη σειρά της, φαίνεται να ανήκει σε κάποιο εtδος κοινωνικής αναστροφής ή, θα λέγαμε, παλινδρόμησης. Σε αυτή τη βάση ο
Levy
οραματίζεται έναν ιδανικό κόσμο, αποτε
λούμενο από αρμονικές κοινότητες στον κυβερνοχώρο. Οι νέες τεχνο
λογLες της πληροφορικής και της επικοινωνtας καθιστούν εφικτή τη δια σπορά της γνώσης, όπως πιστεύει, με την αύξηση της δυναμικής για συλ λογική μόρφωση μεταξύ των ανθρώπινων ομάδων. Αυτό ειναι φανερό, για παράδειγμα, στη μεταβαλλόμενη κουλτούρα της εκπαίδευσης, όπου η αρχή της συλλογικής μόρφωσης πραγματοποιειται μέσα από τη «συ νεργατικ11 μάθηση». Στα νέα, «εικονικά Πανεπιστήμια», όπως υποστη ρtζει ο
Uvy, «Οι καθηγητές και οι φοιτητές αντλούν το υλικό τους και τις
πηγές της πληροφόρησής τους» μέσα από μια διαδικασια στην οποLα ο ρόλος του καθηγητή αρχίζει να γίνεται αντιστοιχος με αυτόν του εμψυ
χωτή της συλλογικής μόρφωσης των ομάδων για τις οποLες ειναι υπεύθυ νος. Στη νέα σφαίρα της γνώσης οι βάσεις για τον κοινωνικό καταμερι σμό και τη σύγκρουση φαίνεται ότι έχουν ξεπεραστεί. Φαίνεται σαν η τε χνολογική εναρμόνιση -τα παγκόσμια δίκτυα υπολογιστών και η συμ βατικότητά τους- να μεταφράζεται αμέσως σε συνθήκες κοινωνικής αρ μονLας. «Μέσα σε λίγες δεκαετLες», συμπεραίνει ο
Uvy, «Ο κυβερνοχώ
ρος, με τις δυνητικές κοινότητές του , τις τράπεζες εικόνων, τις αλληλε πιδρώσες προσομοιώσεις του, με την αστείρευτη αφθονία των κειμένων
και των σημάτων του, θα αποβεί ο κρLσιμος διαμεσολαβητής της συλλο γικής μόρφωσης της aνθρωπότητας». Σε κοινωνικούς όρους, λοιπόν, το κυβερνο-ουτοπικό όραμα του Leνy για τη νέα τεχνολογικ1Ί εποχή είναι ένα όραμα παγκόσμιας σύγκλισης των αξιών, εναρμόνισης του πολιτι σμού και εγκαθίδρυσης μιας νέας κοινότητας. Αυτό που στ' αλήθεια είναι σημαντικό στην επιχειρηματολογία του
Uvy είναι η συνύπαρξη μιας ριζοσπαστικής τεχνο-ρητορικής με ένα κοι-
~.
__
νωνικό και πολιτικο-κοινοτιστικό όραμα, το οποίο είναι πράγματι αρ
κετά συμβατικό και ταυτόχρονα συντηρητικό. Θα υποστηρίζαμε, ακό μα, ότι αυτός ο συνδυασμός του ριζοσπαστισμού και αυτού που θα aπο καλούσαμε «πραγματικές φιλοδοξίες» είναι που καθιστά το
Cyberculture
ένα αντιπροσωπευτικό κείμενο στα τέλη της δεκαετίας του
1990. Το
εν
λόγω βιβλίο αναζητά να γίνει αντικείμενο επεξεργασίας αυτό που έχει α ποκληθεί «πολιτική του Τρίτου Δρόμου» - μια πολιτική στην οποία ο ι δεαλισμός τίθεται ως αντίβαρο στις υπάρχουσες πραγματικότητες. Άρα από τη μια μεριά ο Levy εννοεί την εικονική κοινωνία ως μια πολιτι σμική μεταβολή και μια ανάγκη για μια νέα, παγκόσμια συλλογική μόρ φωση (τίποτα λιγότερο) , αλλά από την άλλη γνωρίζει πολύ καλά τις οι κονομικές και επιχειρηματικές δυνάμεις οι οποίες ανατρέπουν τις αλ λαγές που τον ενθουσιάζουν τόσο πολύ. Με άλλα λόγια, γνωρίζει ότι «η εικονοποίηση της σχέσης με τη γνώση» υποστηρίζεται από τους εμπο
ρικούς φορείς και τις εταιρείες που έχουν εισέλθει στο Διαδίκτυο. Αυτή η πολιτική του Τρίτου Δρόμου, μέσα από αυτό που είναι ουσιαστικά μια πολιτική φιλοσοφία της υψηλής τεχνολογίας κοινοτισμού εκπροσωπεί μια προσπάθεια συμβιβασμού ανάμεσα στον πολιτικό ιδεαλισμό και στις πραγματικές ανάγκες και τις επιθυμίες των εταιρειών. Οι νέες ηλεκτρο νικές κοινότητες που φαίνονται να υπόσχονται την επαναπροώθηση της κοινωνικής και πολιτικής ζωής είναι, στην πράξη, τα λειτουργικά προ·ίό
ντα του δικτυακού καπιταλισμού και δεν είναι διόλου αντίθετα με τα συμφέροντα του τελευταίου. Αν όμως, όπως το Cyberculture καθιστά σα φές, υπάρχει ένα όραμα για μια νέα κοινωνική τάξη, τότε αποδεικνύεται ότι είναι ένα είδος καθόλου άσχετο με τις οικουμενικές φιλοδοξίες του
εικονικού κεφαλαίου. Για τον
Uvy, λοιπόν, αυτό που
είναι καινούργιο με τα νέα μέσα είναι
η νέα σχέση με τη γνώση, η οποία καθίσταται δυνατή από τα παγκόσμια
δίκτυα. Στην πράξη, μας λέει την ιστορία της προόδου στο πεδίο της γνώσης, παρουσιάζοντάς την με τους όρους μιας γνωσιακής υπερβατικό τητας, μέσα από την οποία καλούμαστε να κατοικήσουμε ένα νέο, ωκε άνιο χώρο της γνώσης. Αυτή η φαντασιακή επανάσταση στη γνώση ε κλαμβάνεται ως συνώνυμη με μια επανάσταση στις κοινωνικές σχέσεις. Η τεχνολογική οικειότητα και αμεσότητα της επικοινωνίας στον κυβερ
νοχώρο εμπνέει την πολιτική πρακτική του εικονικού κοινοτισμού. Εt ναι ένα κοινωνικό όραμα που, βέβαια, χαρακτηρίζεται ως ευλογοφανές - αναμφίβολα ενισχύθηκε από τα επιχειρηματικά και πολιτικά συμφέ ροντα ως προς την πραγματοποίησή του. Ωστόσο νομίζουμε ότι είναι αναγκαίο να αμφισβητήσουμε αυτό το
κυρίαρχο όραμα. Γιατ~ όπως φαίνεται σ' εμάς, είναι ένα μεροληπτικό, aποπροσανατολιστικό και αυτάρεσκο όραμα. Αυτό που είναι καινούρ
γιο όσον αφορά στα νέα μέσα είναι επίσης αρκετά πιο διφορούμενο και προβληματικό, κατά την άποψή μας, από ό,τι διαφαίνεται στον κομψό και τακτοποιημένο τεχνο-πολιτισμικό προβληματισμό του
Uvy. Ασχο
λείται με μια πιο παραπλανητική ιστορία από αυτήν που λέει- και εν διαφέρεται γι' αυτό που εμείς εννοούμε ως θεμελιώδη αποκ1Ίρυξη του πυρήνα της αποκαλούμενης επανάστασης της γνώσης. Θέλουμε να πού με ότι η αφήγηση αυτού που συμβαίνει στο πεδLο της γνώσης μπορεL να προσεγγιστει από μια εντελώς διαφορετική οπτική: από την οπτική του κόσμου του οποLου την πραγματικότητα καλούμαστε να εγκαταλείψουμε. Για να αποσαφηνLσουμε τι εννοούμε με την «αποκήρυξη» και την «ε γκατάλειψη» , ας εστιάσουμε την προσοχή μας στη θέση του κυβερνο πολιτισμού ότι ο νέος -πραγματικού χρόνου και παγκόσμιας διάστασης χώρος της γνώσης εLναι καλύτερος από αυτόν που προηγήθηκε. Ενδια φέρεται, όπως φαίνεται, να θεμελιώσει αυτό που εLναι καινούργιο, και συνεπώς καλύτερο, σχετικά με την εικονική τάξη της γνώσης. Ο Levy υ ποστηρLζει ότι «οι τράπεζες εικόνων, οι αλληλοδρώσες προσομοιώσεις και οι ηλεκτρονικές συνεδριάσεις εξασφαλLζουν μια καλύτερη γνώση του κόσμου από ό,τι οι παλαιές τεχνολογLες της θεωρητικής αφαίρεσης» . Αν η παλαιά γνώση του κόσμου ήταν πραγματική και προσδιορισμένη
από το χώρο, συνεχLζει ο Levy, τότε αυτό που διακρLνει την «καλύτερη» γνώση ειναι το ότι φαLνεται τυπική και ανεξάρτητη από το χώρο. Το κυ βερνο-πολιτιστικό όραμα του
Levy αναζητά λοιπόν να εγκαθιδρύσει μια
πορεLα όπου η σημαντική γνώση τεLνει να απομακρύνεται από τα συμ φραζόμενα και επιταχύνεται. Ο σύγχρονος πολιτισμός της γνώσης γLνε ται αντιληπτός ως θεμελιώδης όσον αφορά στην απόκτηση γενικών πλη ροφοριακών δεξιοτήτων και ικανοτήτων (το ειδος της γνώσης που είναι λειτουργικό στο πλαLσιο των βασικών παραμέτρων του πραγματικού χρόνου του τεχνολογικού χώρου που τα εταιρικά συμφέροντα στις μέ ρες μας προσπαθούν να φέρουν στην πραγματική ζωή). Οι ικανότητες αυτές γίνεται αποδεκτό ότι από τη φύση τους εLναι εφήμερες και πρό
σκαιρες (θεωρούνται σε μόνιμη βάση απηρχαιωμένες, καθώς τα συστή ματα γνώσης υπόκεινται σε συνεχεi,ς επανεκδόσεις, και αντικαθLστανται από καινούργιες). Και αυτό που νομLζουμε ότι ειναι κρLσιμης σημασLας σε αυτή την αφήγηση της γνωσιακής εξέλιξης, Lσως και επανάστασης,
εLναι αυτό στο οποίο ο Levy αναφέρεται με τον όρο «απελευθέρωση α πό χωρικά όρια» (deterritoήalisation) της γνώσης. Το όλο θέμα είναι ό τι ο νέος πληροφοριακός ωκεανός, ο οποLος, όπως λέγεται, προσφέρει τη
βάση για μια καλύτερη γνώση του κόσμου, προχωράει τόσο μακριά και υπερβαίνει τα όρια της χωρικής και προσωρινότητας του πραγματικού κόσμου.
Βέβαια, όπως οποιοσδήποτε άλλος, γνωρίζουμε ότι το πραγματικό ενδιαφέρον του Leνy έγκειται σε αυτή την απλή και άμεση αφήγηση της μετάβασης από τις τοπικές και στατικές πληροφορίες προς την εγκαθί δρυση ενός νέου, απελευθερωμένου ή «χωρίς γεωγραφικά όρια» επικοι νωνιακού χώρου
-
αυτού που ο
ραντο μηνυματοποιείο»
Michel Serres χαρακτηρ ίζει ως «απέ (immense messagerie), ενός παγκόσμιου χώρου
μηνυμάτων που υπόσχεται να αποτελέσει ένα «νέο σύμπαν». 2 Και ακρι βώς αυτή η έκδηλη απλότητα και το αυταπόδεικτο -και η ευκολία με την οποία ορισμένοι από εμάς θα μπορούσαν να συμφων1Ίσουν μαζί του είναι που μας κάνουν να διαφωνούμε. Θέλουμε να αμφισβητήσουμε τον aστόχαστο ισχυρισμό ότι ο νέος, aπελευθερωμένος από χωρικά όρια, τεχνολογικός χώρος της γνώσης είναι «καλύτερος» από τους άλλους
(φυσικούς και στατικούς) χώρους. Πολλοί επικεντρώνονται στην έννοια του «καλύτερος». Ο ισχυρισμός του
Levy
έχει νόημα -ή έχει απόλυτο
νόημα- μέσα στο στενό πλαίσιο της προόδου με έναν εργαλειακό λόγο
-
ο οποίος είναι η πιο δυναμική αφήγηση της γνώσης στη νεωτερ ικότη
τα. Βέβαια, το βασικό θέμα που πρέπει να απασχολήσει είναι με ποιο τρόπο αυτή η αφήγηση κατόρθωσε να υπερισχύσει έναντι των άλλων (πώς δηλαδή η γνώση που στόχο είχε την κυριαρχία επισκίασε τη γνώ ση που προωθούσε την αυτονομία). Αν θέλαμε να υιοθετήσουμε μια πιο σφαιρική προσέγγιση της γνώ σης στον κόσμο -ασχολούμενοι με γενικότερες ερωτήσεις για τον παγκό σμιο πολιτισμό και τη δημοκρατική ζω11- τότε σίγουρα θα έπρεπε να α ναλύσουμε λεπτομερώς αυτό το «καλύτερος», το μεροληπτικό χαρακτη
ρισμό «καλύτερος» , που προσανατολίζει την προσοχή μας σε μία μόνο όψη της μεταβολής στο πεδίο της γνώσης. Μια τέτοια προσέγγιση θα α σχολούνταν με τους λόγους για τους οποίους το κοινωνικό και το πολι τικό όραμα του τεχνοπολιτισμού έχουν ελάχιστο ενδιαφέρον για τη
γνώση στον πραγματικό κόσμο, δηλαδή σ' αυτόν που ορίζεται με γνώ μονα τη γεωγραφική διάσταση (terήtoήalised) της γνώσης. Θα θέλαμε να ρωτήσουμε με ποιο τρόπο το «νέο σύμπαν» της γνώσης φαντάζει πε
ρισσότερο «αληθινό» και πλήρες νοήματος από τα άλλα -φυσικά και στατικά- είδη γνώσης και ενασχόλησης με τον κόσμο. Δύσκολες ερωτή σεις πρέπει να τεθούν για ένα κοινωνικό όραμα που βασίζεται εξ ολο κλήρου στην ιδέα της «επανάστασης» της γνώσης και στο οποίο η γνώ ση γίνεται αντιληπτή μέσα από μια τέτοια στενή οπτική.
Πρέπει να αντισταθούμε δραστικά στην ιδέα ότι αυτό που αμφισβη τείται είναι ένα είδος εξέλιξης που πραγματοποιείται στο εσωτερικό πε δίο της γνώσης. Ούτε εμείς μπορούμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει -και
να ανταποκριθούμε- αν το δούμε απλώς ως μια αμιγή επιστημονική ή τεχνολογική επανάσταση. Αυτό που πράγματι θεμελιώνει τη νέα θεματο λογία του τεχνοπολιτισμού -με τα συναφή οράματα του «νέου σύμπα ντος» ή της «παγκόσμιας συλλογικ1Ίς μόρφωσης»- είναι κάτι παραπά νω από εγκόσμιο: είναι η παγκόσμια οικονομία. (Πράγματι, υποστηρί ζουμε ότι αυτό που εμφανίζεται ως καινούργιο στα μέσα έχει άμεση
σχέση με την πολιτική τους οικονομία.) Ο λόγος του τεχνοπολιτισμού λειτουργεί -όπως ήδη έχουμε δείξει με ιδιαίτερη αναφορά στον Uνy για να προωθήσει και να νομιμοποιήσει την κυρίαρχη ιδεολογία των ε πιχειρήσεων για την παγκοσμιοποίηση (παρέχοντας την ουτοπική -αυ
τό που θα λέγαμε εξαγνιστική- άρθρωσή της). Το ιδανικό του κυβερνο πολιτισμού συμπεριλαμβάνει ένα ζήτημα το οποίο ο Armand Mattelart
αποκαλεί «εταιρική ιδεολογία της παγκόσμιας επικοινωνίας» . 3 Αυτό στο οποίο θα θέλαμε να δώσουμε έμφαση είναι ότι η διάκριση την οποία προηγουμένως κάναμε ανάμεσα σε εμπεδωμένες και αφηρημένες γνώ σεις και ανάμεσα στους «γεωγραφικά προσδιορισμένους» και «γεωγρα φικά aπελευθερωμένους» χώρους της γνώσης έχει τις καταβολές της στο διαχωρισμό ανάμεσα στις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο Διαδί κτυο και στον υπόλοιπο πληθυσμό της γης. Ένα βασικό επιχείρημα είναι
ότι η παγκόσμια οικονομική λογική, η οποία κινητοποιεί τα νέα μέσα πληροφορικής και επικοινωνίας, αποσκοπεί στο να δημιουργήσει έναν επιχειρησιακό χώρο που να μη σέβεται επικράτειες, αλλά να αψηφά τις πολιτισμικές και τις πολιτικές πραγματικότητες του πραγματικού κόσμου στον οποίο οι περισσότεροι από εμάς ζούμε. Αυτός ο χώρος που δε δεσμεύεται από τις γεωγραφικές επικράτειες είναι ένας ξεχωριστός κόσμος, αλλά δε συνιστά ένα «νέο σύμπαν», με
την έννοια που προσπαθεί να του προσδώσει ο τεχνοπολιτισμός. Είναι έ νας κόσμος στον οποίο λειτουργεί ο δικτυακός καπιταλισμός - ο κόσμος των ηλεκτρονικών συναλλαγών, της ροής των πληροφοριών και των ε παγγελμάτων της γνώσης. Είναι ο κόσμος της ελίτ του Robert Reich, των «συμβολικών αναλυτών» και των «επιχειρησιακών δικτύων». Είναι ο κό σμος του
Bill Gates, του «χωρίς τριβές καπιταλισμού», ένας κόσμος υπε
ρεθνικής κινητικότητας και διασύνδεσης. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι
καλλιεργείται η εντύπωση, ιδίως μεταξύ αυτών που τον διαχειρίζονται, ότι αυτός ο παγκόσμιος χώρος επικοινωνίας έχει καταστ1Ίσει άχρηστη την παλαιά τάξη των εθνικών επικρατειών και συνόρων. Όπως ο Reich
σημειώνει, η νέα παγκόσμια εικονική τάξη αποδεσμεύεται από το έθνος κράτος, ο ψηφιακός κοσμοπολιτισμός παρουσιάζει μια μειωμένη δέ σμευση με τον τόπο. Ισχυριζόμενος ότι «η όρεξη για προσάρτηση εδα φών έχει ήδη αποδυναμωθεί>>, ένας πρώην διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας Citicorp-Citibank σημειώνει «την αυξανόμενη αποσύνδεση του
τόπου από τον πλούτο» 4 και ίσως την αυξανόμενη υποβάθμιση της σχέ σης του τόπου με αυτούς που τον κατοικούν. Ο Zygmunt Bauman είναι ακόμα πιο σαφής όταν συγκρίνει τις νέες «ηγεσίες που παράγουν νόη μα» με τις «απούσες», δρώσες εντός των χωρικών ορίων και λατινομα θείς ηγεσίες της μεσαιωνικής Ευρώπης: Ο κυβερνοχώρος με ασφάλεια έριξε την άγκυρά του στις αιθέριες ιστοσελί δες του Διαδικτύου και αποτελεί το σύγχρονο ισοδύναμο των λατινικών του Μεσαίωνα -το χώρο όπου οι μαθητευόμενες ηγεσίες τού σ1Ίμερα κατοι κούν. Επίσης, είναι λίγα αυτά που θα μπορούσαν να πουν οι κάτοικοι του κυβερνοχώρου με αυτούς που απεγνωσμένα προσπαθούν να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες του πραγματικού φυσικού χώρου. Ακόμα λιγότερα μπορούν να κερδίσουν από αυτόν το διάλογο. 5
Ο κυβερνοχώρος είναι ένας απομονωμένος χώρος, ένας χώρος που έχει χάσει την επαφή με τις πραγματικότητες του κόσμου και συνεπώς λειτουργεί με γνώμονα την πίστη ότι ο κόσμος στον οποίο οι περισσότε ροι από εμάς θέλουν να ζουν δεν έχει σχέση πια με την πραγματικότητα. Ο εικονικός χώρος ισχυρίζεται ότι αποτελεί ένα είδος γεωγραφικά α πελευθερωμένου χώρου, με μια μετα-εθνική πολιτισμική μορφή της γνώ σης που διακινείται μέσα από τα δίκτυα. Σε αυτό το πλαίσιο, θα μπο ρούσαμε να επικαλεστούμε τα σημαντικά επιχειρήματα του Bill Reading που αφορούν στην αλλαγή της παροχής της γνώσης στο Πανεπιστήμιο, το οποίο είναι ένας από τους πρώτους χώρους της παραγωγής της. Η λο γικ11 της παγκοσμιοποίησης, σύμφωνα με τον Reading, τείνει να υποβαθ μίσει τη σπουδαιότητα του «πολιτισμού» - «του συμβολικού και πολιτι
κού ισοδύναμου στο πρόταγμα της ολοκλήρωσης που επιδιώκεται από το έθνος-κράτος». Τη θέση αυτή έχει πάρει τώρα ένα νέο τεχνολογικό μοντέλο γνώσης, το οποίο κρίνεται με βάση το κριτήριο της υπεροχής «ως μονάδα αυτόνομης αξίας, εντελώς εσωτερική στο σύστημα, η υπε
ροχή δε στιγματίζει τίποτε άλλο παρά τη στιγμή που η τεχνολογία αντα
νακλά τον εαυτό της». 6 Το είδος της γνώσης που τώρα σχετίζουμε με τη μορφή της «πληροφορίας» είναι μια γνώση η οποία χαρακτηρίζεται από τη μη «παραπεμπτικότητά της». Η νέα γνώση διατιμάται μέσα από την
ανακύκλωσή της και η καθαρότητα της αναφοράς της κρίνεται από την
αποτελεσματικότητα αυτής της ανακύκλωσης. Ο κυβερνοπολιτισμός υ πάρχει στην «αυτο-αναφορά» του . Απλώς επικοινωνεί με και εντός του
εαυτού του. Λειτουργώντας έτσι, αποτελεί ένα ατελείωτο κύκλωμα επι κοινωνίας -συνδέσεων και διασυνδέσεων- και αυτός είναι ο λόγος της ύ παρξής του. Το Διαδίκτυο μεταφέρει συζητήσεις μεταξύ εκατομμυρίων ανθρώπων χωρίς να ενδιαφέρεται για το γένος, τη φυλή ή το χρώμα, λέει ο διευθύνων σύμβουλος της Citicorp. Και το βασικό του επιχείρημα είναι ότι ο καθένας μπορεί να συμβάλει στην ανταλλαγή πληροφοριών, να
συμμετάσχει στη μεγάλη «παγκόσμια συζήτηση»? Ο πολιτισμός του Δια δικτύου είναι αντίστοιχος του πολιτισμού της Εσπεράντο: ένας πολιτι σμός εκτός γεωγραφικών ορίων και έξω από το χρόνο (με τους δικούς του όρους, υπάρχει μόνο σε «πραγματικό χρόνο»). Είναι ένας πολιτισμός που δεν προσανατολίζεται στο (γεωγραφικό) χώρο ή δεν αγκυροβολεί στον (ιστορικό) χρόνο. Είναι αυτή ακριβώς η ιδιότητα της μη αναφοράς
που υπόσχεται να καταστήσει τη νέα γνώση βάση για ένα «νέο οικουμε νισμό» (Uνy), για την ουτοπία ενός μετα-αναφορικού οικουμενισμού με άλλα λόγια, ενός οικουμενισμού που απαιτεί την υπέρβαση του «χώ ρου» για να υπάρξει. Όπως οι ελίτ που μιλούσαν λατινικά είχαν την πρόθεση να αγνοούν τους γλωσσικούς ιδιωματισμούς στις περιοχές που τους περιέβαλλαν, έ τσι και στην εποχή μας οι ελίτ του κυβερνοπολιτισμού φαίνονται να εί ναι τυφλοί στα νέα πολιτισμικά μείγματα που τους περιβάλλουν στις τό σο πραγματικές παγκόσμιες πόλεις που έχουν γίνει ο προορισμός των
πληθυσμών της γης. Η εταιρική ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης και η δικτυακή κοινωνία είναι η ιδεολογία της «απούσας» τάξης. Είναι μια ι δεολογία που aποκηρύττει τις πραγματικότητες της τρέχουσας παγκο σμιοποίησης. Δεν ξέρουμε αν η απελευθέρωση των γεωγραφικών ορίων αποτελεί μια όψη της παγκόσμιας αλλαγής, αλλά αυτό που διακρίνουμε είναι η δημιουργία νέων ειδών γεωγραφικών περιοχών -παγκόσμιες πό λεις- στις οποίες διαφορετικές κουλτούρες και γνώσεις σπρώχνουν η μία την άλλη, σύμφωνα με τους διαφορετικούς ρυθμούς και προσανα τολισμούς, και δημιουργούν νέες συνθέσεις και επαγγέλματα. Αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε είναι μια πολιτική δέσμευσης μεταξύ όλων αυτών που ζουν στις νέες πολιτισμικές περιοχές (που δεν είναι πια οι παλαιότερες «εθνικές»). Χρειαζόμαστε μια δέσμευση για το τι μπορεί να επιτευχθεί με αυτόν το διάλογο. Αντίθετα, αυτό που μας προσφέρε ται ως εναλλακτική οπτική είναι ο περισσότερο «φιλικός στο χρήστη» μύθος της παγκόσμιας κοινότητας στο «νέο σύμπαν». Αυτό που υποστηρίζουμε είναι ότι πρέπει να αναλογιστούμε τη σχέ-
ση μεταξύ των γεωγραφικά προσδιορισμένων και των νέων αλλά γεω γραφικά aπελευθερωμένων περιοχών της γνώσης και του πολιτισμού. Για να είναι αυτό δυνατόν, πρέπει να μάθουμε να αναγνωρίζουμε τη δια φορετικότητα και τον πλούτο των γνώσεων που τώρα συνυπάρχουν στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία- είναι ανάγκη, όπως ο Daryush Shayegan σημειώνει, <<να υπάρχει πρόσβαση στις διαφορετικές καταγραφές της γνώσης» (γιατί τα κλειδιά της γνώσης δεν ανοίγουν τις ίδιες πόρτες).Β Είναι έντονη η ανάγκη για έναν πιο πλούσιο διάλογο στις σύγχρονες
κοινωνίες- σε αντικατάσταση του επιφανειακού μάρκετινγκ το οποίο αρκείται στο σλόγκαν του κυβερνοπολιτισμού (και αντανακλά την ηγε μονία των συμφερόντων των εταιρειών).
ΕΙΚΟΝΙΚΉ ΠΟΛΠΙΚΗ: ΜΙΑ ΠΟΛΙΠΚΗ ΧΩΡΙΣ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ
Αυτή η πραγματικότητα του καταμερισμού και της πόλωσης πρέπει σί γουρα να ιδωθεί ως αναπόσπαστο στοιχείο του παγκόσμιου μετασχημα τισμού που λαμβάνει χώρα στις μέρες μας, παρόλο που σπανίως αναγνω
ρίζεται στις ιδεολογίες της παγκόσμιας κοινωνίας της πληροφορίας. Αν θεωρήσουμε ότι αυτός ο πολιτικοοικονομικός μετασχηματισμός και οι αρχές που προσδιορίζουν την οικονομία των πληροφοριών είναι απίθα νο να διαφέρουν από αυτές που λειτούργησαν σε προηγούμενες φάσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης, τότε δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι τα πράγματα θα είναι διαφορετικά. Αλλά, βέβαια, αν αυτή η ενοχλητική
πραγματικότητα μπορούσε να aποκηρυχθεί ή να μη γίνει αποδεκτή, ίσως θα ήταν πιθανό να φανταστούμε ότι αυτή η προσωρινή αλλαγή εγκαι νιάζει μια νέα και καλύτερη εποχή yια την κοινωνία. Και δεν είναι παρά αυτός ο μηχανισμός της άρνησης που λειτουργεί όταν η πολιτικοοικονο
μική προοπτική αντικαθίσταται από μια τεχνολογική, όπως φαίνεται να είναι η περίπτωση της τρέχουσας πολιτικής συζήτησης. Αυτό θεωρούμε ότι συμβαδίζει με τη λογική της νέας πολιτικής του Τρίτου Δρόμου. Η προοπτική της «τεχνολογικής επανάστασης» καθιστά δυνατό να
απορροφηθούν οι δυσκολίες των σημερινών αλλαγών, ακόμα και να πι στέψουμε ότι αυτό που συμβαίνει στο σύγχρονο κόσμο μπορεί να συντε λέσει στην κοινωνική και πολιτική βελτίωση. Σε πολιτικές ομιλίες και σε μανιφέστα στις μέρες μας οι δυσκολότερες πραγματικότητες της κατα νομής και της σύγκρουσης επιλύονται με μια επιδερμική ρητορική, η ο
ποία ανταποκρίνεται στην κοινωνικtΊ λογική και συνοχή . Η συνηγορία του τεχνολογικού πολιτισμού συνήθως συνδέεται με τα ιδανικά της επι-
330
κοινωνLας και της κοινότητας -η αποκατάσταση της κοινότητας μέσα από την προαγωγή της επικοινωνLας- και υπόσχεται ένα ασφαλές κα
ταφύγιο από τις αναταράξεις που συνεπάγεται η αλλαγή στον πραγματικό κόσμο.
Ο τεχνοπολιτισμικός λόγος μάς ενθαρρύνει να σκεφτούμε ότι κάτι νέο ανατέλλει στον ορLζοντα. Αλλά με κάποιο αναστοχασμό -εκτός κι αν εLστε τόσο πολύ εντυπωσιασμένοι από τις νέες μηχανές- θα πρέπει να γL νει σαφές ότι δεν υπάρχει τLποτα πραγματικά καινοτομικό ή επαναστα
τικό στις νέες φιλοδοξLες του κοινοτισμού. Αυτό που έχουμε μπροστά μας εLναι στην πράξη μια νέα προβολή μερικών παλαιών ουτοπικών δια τυπώσεων. Ο
Armand Mattelart εντόπισε τη διασύνδεση ανάμεσα στην Saint-Simon στις αρχές του δεκάτου
επικοινωνLα και την κοινότητα του
ενάτου αιώνα. 9 Η επικοινωνLα συνδέθηκε με τη διαφάνεια και, με αυτό τον τρόπο, με την κατανόηση και τελικά με την κοινωνική αρμονLα. Η ουτοπLα ή η ιδεολογLα της επικοινωνLας σχετLζεται με το «να φέρουμε τους ανθρώπους πιο κοντά». Και αυτή η επαφή υποτLθεται ότι θα στα θεροποιήσει τους δεσμούς της κοινότητας. Σε άλλο σημεLο, ο
Mattelart
αναγνωρLζει την ανάγκη για «μια ιδέα της επικοινωνLας ως ρυθμιστικής αρχής που να αντιπαραβάλλεται στην ανισορροπLα της κοινωνικής τά
ξης».10 ΧωρLς να εLναι απελευθερωτική, αυτή η ιδεολογLα ή θρησκεLα της επικοινωνLας -η οποLα Lσως έχει αναλάβει τα σκ1Ίπτρα από την ιδεολο γLα της προόδου- έχει επι διακόσια χρόνια λειτουργήσει ως μέσο προώ θησης της κοινωνικής τάξης και του κοινωνικού έλεγχου. Η επικοινωνLα έχει ως σκοπό να προωθήσει τη μεγαλύτερη κοινωνι κή κατανόηση, η οποLα, με τη σειρά της, υποτίθεται ότι θα προαγάγει τη «γενική συναLνεσψ> ανάμεσα στους ανθρώπους. Ειναι μια προοπτική, λέει ο
Mattelart, στην
οποLα «κάθε κοινωνικό πρόβλημα τεLνει να δια
τυπώνεται σαν μια επικοινωνιακή εξLσωσψ>. 11 Και κάθε λύση, τότε, δια τυπώνεται σαν να πρόκειται για μια νέα τεχνολογική ρύθμιση των επι κοινωνιών. Έτσι, η Linda Harasim, μάλλον από συνήθεια, υποστηρLζει ότι «η ανάγκη των ανθρώπινων όντων να επικοινωνήσουν και να ανα πτύξουν νέα εργαλεLα γι' αυτή την επικοινωνLα καθορίζει την πολιτι στική ιστορία και τον πολιτισμό» . Ισχυρίζεται επίσης ότι σε αυτό το
πλαίσιο τα νέα δLκτυα των υπολογιστών προσφέρουν ένα καινοτομικό τεχνολογικό μέσο «που δLνει στην ανθρωπότητα τη δυνατότητα να εκ
φράσει τον εαυτό της με νέους και -ελπίζουμε- καλύτερους τρόπους» .12 Κινούμενος στο ίδιο πνεύμα, ένας άλλος υπέρμαχος του Διαδικτύου υ ποστηρίζει ότι «η παγκόσμια μήτρα των διασυνδεδεμένων δικτύων κα θιστά εύκολο το σχηματισμό παγκόσμιων αντιγράφων των εγκεφά-
331
~.
___ _
λων». 13 Και, μέσα από μια συνειδητή προσέγγιση της μετανεωτερικότη τας, ο
Mark Poster υποστηρίζει ακριβώς το
ίδιο, επισημαίνοντας ότι το
να επικοινωνείς διαμέσου του υπολογιστή είναι ένα πολύ κρίσιμο ση
μείο για τη «δεύτερη εποχή των μέσων»
(second media age).
Ο
Poster
πιστεύει ότι το Διαδίκτυο είναι σπουδαίο, καθώς έως τώρα έχει δημι ουργήσει νέες μορφές ή τόπους συναντήσεων, χώρους εργασίας και η λεκτρονικά καφενεία στα οποία η τεράστια σε όγκο μεταφορά εικόνων και λέξεων μετατρέπεται σε περιοχή επικοινωνιακών σχέσεων. 14 Κι αν σε καθεμιά από αυτές τις περιπτώσεις οι τεχνολογίες των επικοινωνιών
εκλαμβάνονται ως ένα είδος κοινωνικής και πολιτικής πανάκειας, τότε αυτό φαίνεται ότι συμβαίνει γιατί η αδυναμία ή η ανεπάρκεια στην επι κοινωνία εκλαμβάνεται ως το θεμελιώδες κοινωνικό πρόβλημα που α ντιμετωπίζουμε.
Οι πολιτικοί αρέσκονται να εξαπατούν χρησιμοποιώντας το ίδιο ελ πιδοφόρο μήνυμα. Ο πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Αλ Γκορ ανακοί νωσε την έλευση της «νέας Αθηνα·ίκής Δημοκρατίας», που καθίσταται ε
φικτή μέσα από την επικοινωνιακή αποτελεσματικότητα της «παγκό σμιας λεωφόρου των πληροφοριών». Η νέα ηλεκτρονική αγορά «θα μας επιτρέψει να μοιραστούμε πληροφορίες, να συνδεθούμε και να επικοι
νωνήσουμε ως μια παγκόσμια κοινότητα, θα μας επιτρέψει να ανταλλά
ξουμε ιδέες μέσα σε μια κοινότητα και ανάμεσα στα έθνψ>. 15 Ο Γκορ φα ντάζεται την πιθανότητα «μιας παγκόσμιας συζήτησης όπου όποιος θέ λει θα μπορεί να συμμετέχει». 16 Και στη Βρετανία οι Εργατικοί έχουν την ίδια ιδέα: Βρισκόμαστε στο κατώφλι μιας επανάστασης που εLναι τόσο σημαντική ό σο η εφεύρεση της τυπογραφίας. Οι νέες τεχνολογLες βοηθούν να πραγμα
τοποιεLται η γρήγορη επικοινωνLα με εκατομμύρια διαφορετικούς τρόπους ανά την υφήλιο. Οι νέες τεχνολογLες, που επιτρέπουν στις πληροφορLες να διακινούνται, να ανακαλύπτονται και να λαμβάνονται σε μια κλψακα που μέχρι τώρα κανένας δεν μπορούσε να φανταστει, θα επιφέρουν μια θεμε
λιώδη αλλαγή στη ζωή όλων μας. 17 Μας ενθαρρύνουν να εναποθέσουμε τις ελπίδες μας στο «δίκτυο των επικοινωνιακών συνδέσμων που μπορούν να βοηθήσουν τους ανθρώ πους να μιλήσουν μαζί, να δουν ο ένας τον άλλο και να μοιραστούν εικό νες, κείμενα και ήχους, σε όποια περιοχή του κόσμου κι αν βρίσκονται». 1 8 Και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού οι πολιτικοί του Τρίτου Δρόμου φαίνεται να σκέφτονται ότι η «θεμελιώδης αλλαγή» θα συντελεστεί α πό τη στιγμή που θα μπορούμε να μιλήσουμε αποτελεσματικά μεταξύ
332
μας και να ευχαριστηθούμε μέσα από μια μεγάλη, παγκόσμιας κλίμακας,
συζήτηση. Φαίνεται σαν να θεωρούν, έτσι απλά, ότι τα προβλήματα του κόσμου οφείλονται σε ένα ιστορικό επικοινωνιακό έλλειμμα. Με την επαγγελία της τεχνολογικά αναβαθμισμένης επικοινωνίας α ναπόφευκτα προβάλλει η πολιτική εξιδανίκευση της τεχνολογικής κοι νότητας. Υπάρχουν ορισμένοι μελετητές, όπως ο Mark Poster, που φα ντάζονται εικονικές ή δυνητικές κοινότητες με μια «μετανεωτερική» λο γική, σαν να επρόκειτο για ένα νέο είδος ρευστής και ευέλικτης συνερ γασίας- η εικονική κοινότητα εννοείται ως μια «μήτρα κατακερματισμέ νων ταυτοτήτων, όπου η μία απευθύνεται στην άλλη>>. 19 Αλλά, στο με γαλύτερό του μέρος, ο νέος τεχνο-κοινοτισμός τείνει να γίνει περισσό τερο συντηρητικός και νοσταλγικός: Επικεντρώνεται γύρω από μια φα ντασίωση σχετικά με την ανάρρωση και την ανάκαμψη κάποιου γνήσιου δεσμού. Η Cristina Odone εκφράζει τη νέα ιδεολογία με μεγάλη σαφή νεια. «Το Διαδίκτυο», ισχυρίζεται, «αποτελεί την εστία εκείνου του συλ λογικού χώρου όπου κάποτε συναθροίζονταν οι άνθρωποι γύρω από το τζάκι της οικογένειας, την αυλή της εκκλησίας, το μανάβικο του χωριού». Οι δικτυακές συνδέσεις «φαίνονται έτοιμες να αναβιώσουν αυτή την αί σθηση του "ανήκειν", η οποία βρίσκεται στον πυρήνα της παραδοσια κής κοινότητας». Πολιτικά οράματα προβάλλονται στη φαντασία της, σαν «το μαλλί της γριάς».
Οπότε το Διαδίκτυο θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν το πρώτο κτήριο του τετραγώνου στη δημιουργία μιας νέας κοινωνικής αλληλεγγύης, θεμελιω μένης σε διαπολιτισμικούς, με διαφορετικές αρχές, διαλόγους και στερεω μένη σε μια «ενδυνάμωση» και σε μια ενίσχυση του δικαιώματος για ψήφο των περιθωριακών ατόμων. Ένας νέος γενναίος κόσμος ανατέλλει, στον ο
ποίο η καρδιά και η ψυχή αποκαθίστανται στο πολιτικό σώμα, δίνοντας φωνή στους αδύναμους και δημόσιο χώρο στο άτομο.2°
Στην προκειμένη περίπτωση, ο κόσμος γίνεται αντιληπτός σαν μια α ναπαράσταση του καφενείου του χωριού ή της πλατείας της πόλης. Η αντιμετώπιση των προβλημάτων μπορεί, έτσι, να γίνει εφικτή, σαν την επίλυση των προβλημάτων των γειτόνων στο πλαίσιο της τοπικής κοινό τητας. Η
Odone υποστηρίζει, περιληπτικά, ό,τι λέει ο τεχνο-μελλοντο λόγος Howard Rheingold σε ένα ογκώδες βιβλίο, γεμάτο παρόμοιες κοι νοτικές φιλοδοξίες. Στο έργο του The Virtual Commumty ο Rheingold προσπαθεί να μας πείσει ότι το Διαδίκτυο είναι το σύγχρονο μέσο όχι μόνο για να επαναφέρει την έννοια της κοινότητας αλλά και για να εμ φυσήσει έναν «αληθινό πνευματικό κοινοτισμό». 21 Υπάρχει μια πραγ-
333
--·-~-
ματική θρησκευτικότητα σε αυτό το είδος του ηλεκτρονικού ευαγγελι σμού (στην παράδοση, θα λέγαμε, του καθολικού μυστικισμού του
Mar-
shall McLuhan). Οι πολιτικοί, στην αγωνιώδη προσπάθειά wυς να αντιμετωπίσουν την καταθλιπτική κληρονομιά του οικονομικού φιλελευθερισμού του Ρέιγκαν και της Θάτσερ και να δημιουργήσουν νέες μορφές κοινωνικής και πολι τικής συνοχής, εμφανίστηκαν έτοιμοι να γιορτάσουν το ενδεχόμενο της α ναβίωσης της κοινότητας. Γι' αυτό και στράφηκαν στη φιλοσοφία και στις αρχές του κοινοτισμού, όπως αυτές εξελίχθηκαν και διαδόθηκαν στο
Amitai Etzioni. 22 Η επιρροή του Etzioni έχει αποδειχτεί σημα ντική για τους Αμερικανούς πολιτικούς (ιδιαίτερα με τον Newt Gingήch) έργο του
και γι' αυτό που το Νέο Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας αποκαλεί «επί
πονη και ενεργή αντίληψη της κοινότητας».23 Η θεματολογία του κοινο τισμού αποδείχτηκε ότι μπορεί να συνυπάρξει με τις νέες τεχνο-πολιτι σμικές δημόσιες πολιτικές της λεωφόρου των πληροφοριών. Ο Αλ Γκορ
ενθουσιάστηκε υπέρμετρα από τα επιχειρήματα ότι οι νέες τεχνολογίες θα μπορούσαν να αναβιώσουν τις δημοκρατικές κοινότητες διαμέσου της ηλεκτρονικής προσομοίωσης του Δημαρχείου της εποχής του Jefferson. Στη Βρετανία το κόμμα των Εργατικών έστρεψε την προσοχή του στο α μερικανικό ενδιαφέρον για αντίστοιχες «εικονικές συναντήσεις πόλεων». Υπάρχει μεγάλη επιθυμία να γίνει πιστευτό ότι οι νέες τεχνολογίες της πληροφορικής και της επικοινωνίας μπορούν να επαναφέρουν τη δια ντίδραση των πολιτών (ή των δικτυακών πολιτών-
netizens). Από την
άλλη πλευρά, οι πολιτικοί που υιοθετούν τις δοξασίες του Τρίτου Δρό
μου θεωρούν ότι οι εικονικές τεχνολογίες θα καταστήσουν την κοινότη τα άμεσα διαθέσιμη ως υπηρεσία (ή εμπόρευμα) η οποία θα προωθείται στην ηλεκτρονική οικία - στην ουσία, μιλάμε για κοινότητα ή αλληλεπί δραση προς οικιακή κατανάλωση. Στη Βρετανία αυτός ο νέος τεχνο-κοινοτισμός έχει προωθηθεί δυνα μικά από τον οργανισμό
Demos, το «think-tank»
που συμβουλεύεται ο
πρωθυπουργός Τόνυ Μπλερ. Μελέτες που έχουν δημοσιευτεί στο έντυ πό του, το
Demos Quarterly,
έχουν υποστηρίξει τις αρετές των νέων τε
χνολογιών. Άρθρα για τη δημοκρατική κοινότητα, όπως, για παράδειγ μα, το «Δίκτυα για μια Ανοιχτή Κοινωνία» και το «Επιστροφή στην Αρ
χαία Ελλάδα: Στόχος η Άμεση Δημοκρατία», είναι ενδεικτικά. 24 Πράγ ματι, στο βιβλίο θυντής του
Connexity (Συνδεσιμότητα) ο Geoff Mulgan (πρώην διευ Demos και μετέπειτα σύμβουλος του Μπλερ) αναπτύσσει έ
να θεωρητικό πλαίσιο για να δικαιολογ1Ίσει το κοινωνικό όραμα του Τρί του Δρόμου. Ο
Mulgan βλέπει μια νέα παγκόσμια τάξη, στο πλαίσιο της 334
οποίας «Ο κόσμος έχει γίνει περισσότερο αλληλεξαρτημένος και συνδε δεμένος.[ ... ] Περισσότεροι άνθρωποι εξαρτώνται από όλο και πιο πολ λούς, περισσότερο τώρα παρά ποτέ». 25 Η πολιτικ1Ί της συνδεσιμότητας αναζητά την εύρυθμη λειτουργία με βάση αυτή την καλοπροαίρετη λο γική, «γκρεμίζοντας τα σύνορα και aπομονώνοντας τις ταυτότητες που έχουν αποτελέσει την κύρια αιτία της ανθρώπινης εξαθλίωσης και του
πολέμου». 26 Ο στόχος είναι να προαχθεί μια ευρύτερη έννοια διαφάνει ας, αμοιβαιότητας και εμπιστοσύνης - οι διαπροσωπικές σχέσεις της κοινότητας είναι ένα καίριο σημείο αναφοράς (έχουμε δει ότι οι νέες τε χνολογίες υπόσχονται άμεση σύνδεση μεταξύ των ανθρώπων, υπερβαί
νοντας την ιδέα των ξεχωριστών εαυτών και υποκειμένων). 27 Στη νέα τάξη , ισχυρίζεται ο Mulgan, η συνδεσιμότητα διευρύνει τους ορίζοντες των ανθρώπων και διευκολύνει το σχηματισμό νέων κοινοτήτων, όπως οι εικονικές κοινότητες του κυβερνοχώρου ή οι αδύναμες κοινότητες των κοινών συμφερόντων ή για ευχαρίστηση. 28 Οραματίζεται το μέλλον σαν μια πορεία «προς μια κυτταρικ1Ί δομ1Ί που συγκρατείται από την ε πικοινωνία... Προς μια κυτταρική τάξη στην οποία σημασία έχει η συμ μετοχή ενός αριθμού διαφορετικών κυττάρων». 29 Το να συμμετέχει κά ποιος σε αυτές τις «μικρές μονάδες του "ανήκειν"» είναι σαν να αποτε λεί μέλος μιας λέσχης: Οι λέσχες βασίζονται στα μέλη και έχουν κοινές
αξίες και αμοιβαία εμπιστοσύνη. 30 Διέπονται από μια σχεδόν εξ ορι σμού αμοιβαιότητα. Αυτή είναι η πολιτική του νεο-κοινοτισμού, μια πο λιτική της συμμετοχής και των κοινών συμφερόντων. Αυτή η ατζέντα μάς φαίνεται φτωχή . Η αντίληψη για την (εικονικ11) κοινότητα μοιάζει με καταφύγιο σε ένα μυθικό βασίλειο σταθερότητας και τάξης. Η ιδανική κοινωνία γίνεται αντιληπτή με τους όρους της επι κοινωνιακής αλληλόδρασης σε κοινότητες συγγένειας, ανεξαρτήτως γεω γραφικής θέσης (και αυτές μπορεί να είναι κοινότητες «μετανεωτερι κών» αποκεντρωμένων, κατακερματισμένων υποκειμενικοτήτων ή κοι
νότητες συντηρητικών πολιτών που νομίζουν ότι έχουν σημαντικές και συγκροτημένες ταυτότητες) . Φαίνεται ότι το ιδανικό της εικονικής κοι νότητας ταιριάζει σε αυτούς που μπορούν να συμμετάσχουν στην εικο νική ζωή. Στην πράξη , πρόκειται για μια φυγή από τις αρνητικές δια στάσεις της παγκόσμιας αλλαγής. Ο εικονικός πολιτισμός και η ιδεολο
γία του για την επικοινωνία διατηρούν την ψευδαίσθηση της συναίνε σης και της ομοφωνίας μεταξύ αυτών που έχουν «κοινά συμφέροντα». Μπορεί όμως να γίνει δεκτή η έννοια της κοινότητας που προσδιορίζε ται σχεδόν αποκλειστικά από τις συνθήκες της εικονικής ύπαρξης; Η κοινότητα των συμφερόντων ή των ενδιαφερόντων αποκηρύσσει -μέσα
335
από τα νέα τεχνολογικά μέσα που βρίσκονται τώρα στη διάθεσή της τις συγκρούσεις και τους aνταγωνισμούς του πραγματικού κόσμου. Εί ναι μάλλον ανόητο να θεωρούμε ότι αυτά αποτελούν στην πράξη ου σιώδεις πτυχές της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Αλήθεια, τι μπορεί να συμβεί αν αυτά τα συμφέροντα αποκτήσουν τη δύναμη να καθορί
σουν την πορεία της δημοκρατίας και της πολιτικής; Ο Sivanandan έχει δίκιο: Η εικονική κοινότητα «είναι μια κοινότητα συμφερόντων, όχι ανθρώπων» (και προσθέτει ότι για να επιτευχθεί μια ε
πανάσταση χρειάζεται τους ανθρώπους).31 Η εικονική συνθήκη της απο ενσωμάτωσης και της απελευθέρωσης υποστηρίζει την κοινότητα των
συμφερόντων, παρόλο που η ενσωματωμένη και στατική ύπαρξη σχετί ζεται με την αναγκαιότητα του να «ζεις με άλλους ανθρώπους» -και όχι απλώς με άλλους σε μια τέτοια άμεση κοινότητα- των οποίων η ύπαρξη συχνά μας προκαλεί και μας συγχύζει. Η πολιτική του νέου Τρίτου Δρό
μου αντιπροσωπεύει αυτό που ο Slavoz ZiZek (μιμούμενος τον Jacques
Ranciere) περιγράφει σαν μια προσπάθεια «να ανακοπεί το αποσταθε ροποιητικό ενδεχόμενο της πολιτικής, να aποκηρυχθεί ή να ρυθμιστεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο
[...] και να προετοιμαστεί η
επιστροφή σε ένα
προ-πολιτικό και κοινωνικό σώμα». 32 Αυτή είναι η ουδετεροποίηση της πολιτικής στο όνομα της κοινωνικής (λεσχιακής) διαχείρισης. Αυτό που προσφέρεται, σημειώνει ο
Ranciere, είναι μια πολιτική
δίχως πάθος, «έ
νας κόσμος όπου ο ένας χρειάζεται τον άλλο, όπου τα πάντα επιτρέπο νται στο βαθμό που μπορούν να προσφέρουν προσωπική ικανοποίηση και όπου τα πάντα αναμειγνύονται μεταξύ τους και προτείνονται σ' εμάς σαν ένας κόσμος αυτο-εφησυχαστικής πολλαπλότητας». 33 Εικονική πο λιτική: Μια πολιτική χωρίς δύναμη, χωρίς ανταγωνισμό, χωρίς ανθρώ πους. Μα αυτό δεν είναι καν πολιτική.
«ΠΕΡΙΦΡΑΖΟΝΤΑΣ» ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Πώς μπορούμε να ζήσουμε χωρίς το άγνωστο μπροστά μας;
Rene Char Σε μια βιβλιοκριτική στην επιθεώρηση Joumal Affairs οι μελλοντολόγοι Alvin και Heidi Toffler εξετάζουν, για μία ακόμα φορά, τη φύση της τε χνολογικής αλλαγής. Ασκούν κριτική στους συγγραφείς τού υπό κρίση βιβλίου, που υποστηρίζουν τη «συνεχόμενη» ιστορική προσέγγισή τους, η οποία, όπως λένε οι Toffler, «υποτιμά την τεχνολογική αναστάτωση της
εποχής μας». Η προσέγγιση των
Toffler
αντιλαμβάνεται -και πάντα α
ντιλαμβανόταν- ότι οι σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις αποτελούν ένα
θεμελιώδη μετασχηματισμό, αυτόν που οδηγεί στο «σοκ του μέλλοντος»: Η τεχνολογική επανάσταση δεν είχε μια συνεχή πορεία. Αφού ξεκίνησε α
μέσως μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οδηγήθηκε σε μια υπερ-δια δρομΊ1 και άλλαξε ριζικά το χαρακτήρα της. Οι τεχνολογίες-κλειδιά των δύο αιώνων πριν και του αιώνα μετά το 1850 βασίζονταν στην επέκταση της δύναμης των ανθρώπινων μυών. Οι επόμενες τεχνολογίες έπρεπε να σχετι στούν με την αναβάθμιση του μυαλού . Άρα αυτό δεν είναι μια συνέχεια αλ
λά μια επαναστατικ1Ί ασυνέχεια. 34 Βιώνουμε, όπως λένε, «ένα μετασχηματισμό τόσο σημαντικό τουλά
χιστον όσο και η Βιομηχανική Επανάσταση, αλλά συμπιεσμένο σε μία
σπιθαμή της Ιστορίας». 35 Η επαναστατική aσυνέχεια των Toffler υπο νοεί την αναμον1Ί για την αντιμετώπιση άγνωστων ακόμα εμπειριών. Το μέλλον, μας διαβεβαιώνουν, δε θα είναι σαν το παρελθόν. Πρέπει να με ταβιβάζουν ένα αίσθημα διέγερσης και προσμονής σχετικά με τις πιθα νότητες που υπάρχουν στο μέλλον- στο μέλλον του «Τρίτου Κύματος», στο οποίο αυτό που χαρακτηρίζεται ως «δύναμη του μυαλού» αναδύε ται από μόνο του. Αυτή τη φορά, μας λένε, η νέα τεχνολογία θα κάνει πραγματικά τη διαφορά. Δε θα είναι εύκολο κτλ. (είναι το σοκ του και νούργιου), αλλά αυτή η επανάσταση πραγματικά θα διανείμει σωστά τα
αγαθά. Αυτό είναι το μεγάλο γεγονός. Εκφράζοντας με εύγλωττο τρό πο τις επικές προβλέψεις τους, τα οράματα και τα συνθήματά τους, οι
Toffler είναι καλοί, επαγγελματίες και μελλοντολόγοι. Κάνουν αυτό για το οποίο οι μελλοντολόγοι πληρώνονται (και στην περίπτωσή τους κα
λά) για να κάνουν: να προσφέρουν καλές υποσχέσεις. Υπάρχει μια πλειάδα αυτοαποκαλούμενων μελλοντολόγων που επι ζητούν να μας αποπροσανατολίσουν με αυτό το φανταστικό τεχνολογι
κό μέλλον, το οποίο τόσο καλά γνωρίζουν. Όλοι παίζουν με το χαρτί της aσυνέχειας. Οτιδήποτε ήταν λάθος στο παρελθόν θα βελτιωθεί στο νέο και χαρούμενο είδος του μέλλοντος που η επιστήμη και η τεχνολο
γία έχουν σχεδιάσει για εμάς. Οι επαγγελίες της ελευθερίας, της εξου σίας και του πλούτου στο ασυνεχές μέλλον είναι πια συνηθισμένες και οι κείες. Ζούμε στην εποχή της μελλοντολογίας και της ρητορικής της αλ
λαγής, της αναστάτωσης και της επανάστασης. Βέβαια, αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο, αλλά είναι κάτι οικείο και αποδεκτό από όλους μας. Ο Bill Gates αναπτύσσει το δικό του όραμα στο βιβλίο του Ο Δρόμος προς
337
--·~--
~--·
το Μέλλοv-' 6 - πρόκειται για ένα δρόμο που θα μας οδηγήσει σε έναν κό σμο «χωρίς τις τριβές του καπιταλισμού» (που σημαίνει ότι θα μας πάει στο πουθενά, για να αισθανθούμε, όπως ήδη συμβαίνει, ότι είμαστε κά που αλλού). Για τον Νικόλα Νεγροπόντη όλα έχουν να κάνουν με τη με τάβαση από τον παλαιό, αναλογικό, στον ψηφιακό κόσμο. «Το να είσαι ψηφιακός είναι διαφορετικό» , μας λέει, «στον ψηφιακό κόσμο, οι λύσεις
που ήταν αδύνατες στο παρελθόν τώρα είναι εφικτές». 37 Για να γίνουμε σαφείς, οι παραπάνω συγγραφείς δε θεωρούν εαυτούς απλώς προφ1Ίτες του μέλλοντος, αλλά ικανοποιούνται με το να θεωρούν εαυτούς έγκυ
ρους οραματιστές (σε μια στιγμή που για τους περισσότερους από εμάς αυτή είναι μια υποτιμημένη έννοια). Αυτοί έχουν δει το μέλλον και έ χουν καταλάβει πώς λειτουργεί (ζουν με αυτά τα παλαιά κλισέ). Ακόμα περισσότερο, ξέρουν ότι το μέλλον λειτουργεί καλά, γιατί αυτοί το δια μορφώνουν και χρηματοδοτούν την έλευσή του (δε θα πρέπει λόιπόν να τους εμπιστευόμαστε και πολύ όταν μας λένε ότι στόχος τους είναι η προάσπιση των συμφερόντων μας.) Στόχος του παρόντος βιβλίου ήταν να απορρίψει όλες αυτές τις προ φητείες των τεχνο-οραματιστών
(προφητείες
που συχνά ανήκουν σε
συγγραφείς οι οποίοι γράφουν με ψευδώνυμο και σε διαφημιστικές ε
ταιρείες). Δεν πιστεύουμε ότι είμαστε στις παραμονές μιας επανάστα σης. Δεν προσδοκούμε κανένα «γενναίο νέο κόσμο». Υπάρχουν πάρα πολλοί λόγοι για να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι σε όλες αυτές τις εύκολες υποσχέσεις. Οι κυβερνο-ιεραπόστολοι θέλουν, όπως ο
Edgerton
David
πολύ σωστά παρατηρεί, «να ανοίξουν το δρόμο σε νέους αν
θρώπους που έχουν το μέλλον μπροστά τους, σε αυτούς που περηφα νεύονται ότι έχουν δει το μέλλον». Είναι ένα παλαιό κόλπο, αλλά ακόμα
πέφτουμε στην ίδια παγίδα. Αυτό που θέλουν είναι να εξασφαλίσουν τη συναίνεσή μας στα σχέδιά τους, την αποδοχή μας στο εμπόριο που κά νουν για την «πρόοδο». Και γι' αυτόν το σκοπό, όπως σημειώνει ο Edgerton, «θέλουν να καταστήσουν τη γνώση μας για το παρόν και το πα
ρελθόν μηδαμινή και κενή». 38 Θέλουν να εξουδετερώσουν το χρήσιμο σκεπτικισμό μας σχετικά με την επαναστατική aσυνέχεια. Και θέλουν
να το κάνουν αυτό γιατί η δικ1Ί μας άποψη θα καθιστούσε σαφές ότι τί ποτα δεν είναι σημαντικά καινούργιο και καινοτομικό στις εμπορικές τους βλέψεις. Μπορούμε να δούμε τι κρύβεται πίσω από τα εικονικά και νούργια ρούχα του αυτοκράτορα της Microsoft. Και πού θα μας οδηγούσε τελικά η δική μας γνώση; Θα αναγνωρ ί ζαμε ότι υπάρχουν νέες τεχνολογίες. Αλλά δε θα βλέπαμε καινούργιες τάσεις για νέες κοινωνικές σχέσεις, αξίες, στόχους ή οτιδήποτε άλλο. Οι
τεχνολογίες αλλάζουν, αλλά οι κοινωνίες παραμένουν ίδιες. Πιστεύου
με ότι οι φίλοι μας οι μελλοντολόγοι θα ήθελαν να ήταν έτσι (βαθιά μέ σα τους όλοι πιστεύουν στη συνέχεια). Το μόνο είδος αλλαγής για το ο ποίο ενδιαφέρονται είναι το εμπόριο. Αυτό που θεωρούν εκπληκτικό εί ναι οι τεράστιες εμπορικές δυνατότητες που είναι σύμφυτες με ένα νέο τεχνολογικό προ'ίόν - το Διαδίκτυο ή την ψηφιακή τηλεόραση ή τα η λεκτρονικά παιχνίδια. Αλλά όταν η συζήτηση στρέφεται σε νέους κοι νωνικούς και πολιτικούς σχηματισμούς που ταιριάζουν στη νέα παγκό
σμια τάξη, δεν έχουν κανένα νέα στοιχείο
-
το μόνο το οποίο μπορούν
να αναφέρουν είναι μια αλληλεπιδραστική κατανάλωση και η εικονική κοινότητα. Πίσω από την κυβερνο-ρητορική συνυπάρχουν ένας βαθύς συντηρητισμός και μια φτωχή φαντασία. Στην πράξη , η αλλαγή είναι το τελευταίο πράγμα που θέλουν. Αναζητούν ένα μέλλον που θα διαιωνί
ζει το παρελθόν: υποταγή στο κομπιούτερ, κατανάλωση μέσα από την ψηφιακή τηλεόραση και αναζήτηση της ευτυχίας μέσω της προσωπικής εικονικής κοινότητας. Απλώς να είσαι ευτυχισμένος με τις ασήμαντες α πασχολήσεις της ψηφιακής ζωής. Οι θεμελιώδεις αρχές της καπιταλι στικής κοινωνίας θα συνεχίσουν να ασκούν αυτό τον περίφημο βαρετό
καταναγκασμό. Αν τύχει να σκεφτείς ότι η αλλαγή θα είναι κάτι καλό, μη λάβεις σοβαρά υπόψη σου τους τεχνολογικούς «επαναστάτες» για να το καταφέρεις. Είναι aυτάρεσκα ικανοποιημένοι με την υπάρχουσα κα τάσταση πραγμάτων.
Η συνέχεια είναι τραυματικά εμφανής στο καθετί. Σε αυτό το βιβλίο έχουμε περιγράψει τις αλλαγές που συνδέονται με την παγκόσμια δικτυα κή κοινωνία ως μια νέα συσκευασία του παλαιού. Αυτό που εκφράζουν είναι η σταδιακή υποδούλωση των περισσότερων στοιχείων της κοινω
νικής ζωής σε μια λογική ορθολογισμού και ελέγχου . Το πρόταγμα που υποστηρίζουν έγινε σαφές καταρχάς στις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώ να από «οραματιστές» όπως ο J ohn
Herschel και ο Charles Babbage, οι
οποίοι προσπάθησαν να κινητοποιήσουν τις πνευματικές δυνάμεις με
στόχο την οικονομική και κοινωνική αποτελεσματικότητα. Όπως το δια τυπώνει ο William Ashworth, «Οι αποτελεσματικές και σωστές πνευμα τικές εργασίες, σύμφωνα με τους μεταρρυθμιστές, εξαρτώνται απόλυτα από την οργάνωση του μυαλού. Πράγματι, σύμφωνα με τους Herschel και Babbage, το μυαλό θα λειτουργούσε ιδανικά με την αξιοπιστία και την παραγωγικότητα ενός πολύ καλά οργανωμένου εργοστασίου». 39 Με αυτή την άποψη συνδέεται άμεσα ο έπαινος των λειτουργιών της συμβο λικής ανάλυσης. Το εργοστάσιο-εγκέφαλος είχε ιδωθεί ως η βάση μιας νέας ορθολογικής κοινωνικής τάξης. Βέβαια, υπάρχουν τώρα πολύ δια-
339
φορετικές προσεγγίσεις σχετικά με τη φύση ενός καλά οργανωμένου ερ
γοστασίου, αλλά οι σύγχρονοι συμβολικοί αναλυτές ακόμα κρίνονται α πό την αποτελεσματικότητά τους και την ορθολογικότητα των σχεδίων τους. Οι νέες εξελίξεις της δεκαετίας του 1990 αποσκοπούν στη δημι ουργία μιας νέας κοινωνικ1Ίς τάξης, εντατικοποιημένης (υποτάσσοντας
τον κόσμο σε ένα όλο) και εκτεταμένης (περιλαμβάνοντας ολόκληρο τον πλανήτη). Σύμφωνα με τον Κορνήλιο Καστοριάδη, η νέα παγκόσμια τά ξη πληροφοριών εκφράζει και ίσως εκπληρώνει μία από τις δύο πιο ση μαντικές σημασίες της σύγχρονης κοινωνίας: η μία είναι αυτή που α νταποκρίνεται στον καπιταλισμό (θα αναφερθούμε στην άλλη σε λίγο). Μέσα σε αυτή τη φαντασιακή σημασιοδότηση: Το καθετί επικαλείται το δικαστικό (παραγωγικό) Λόγο και πρέπει να απο δείξει το δίκαιο της ύπαρξής του με βάση το κριτήριο της απεριόρ ιστης επέ κτασης της «ορθολογικής υπεροχής». Παρ' όλα αυτά, ο καπιταλισμός κα θίσταται μια αέναη κίνηση του υποτιθέμενου ορθολογικού, αλλά ουσιαστι κά τυφλού, αυτο-επανακαθορισμού της κοινωνίας διαμέσου της επιτρεπό μενης χρήσης των (ψευδο)ορθολογικών μέσων υπό το πρίσμα ενός μόνου
(ψευδούς) ορθολογικού σκοπού. 4 0 Αυτή η λογική της τάξης έχει εξελιχθεί πια πολύ περισσότερο από τις προσδοκίες των αναλυτών στις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα όσον αφορά τόσο στο εύρος της όσο και στο πρόταγμά της. Έχει δημιουργή σει έναν κόσμο που αποτελείται από έναν πιο κλειστό και συρρικνωμέ
νο χώρο, ένα χώρο στένωσης, ίσως και φυλάκισης. Αλλά υπάρχει κάτι που είναι χειρότερο από αυτό. Αφού ο παγκό σμιος χώρος έχει aποικιστεί από τη λογική της τάξης και της εκλογίκευ σης, το ίδιο συμβαίνει και με το χρόνο. Ένα μεγάλο επίτευγμα της κα πιταλιστικής φαντασίωσης είναι ο αποικισμός του μέλλοντος- που ση μαίνει τον αποικισμό του πιθανού. Οι τεχνολογίες της νέας παγκόσμιας οικονομίας των πληροφοριών φιλοδοξούν να υπερπηδήσουν τα «σύνο ρα» του χρόνου, βάζοντας στη θέση τους την υποδομή γι' αυτό που α ποκαλείται «οικονομία του πραγματικού χρόνου» και δημιουργώντας αυτό που ο Manuel Castells χαρακτηρίζει ως «άχρονο χρόνο» της δι κτυακής κοινωνίας. 41 Αυτό σημαίνει ότι η παγκόσμια κοινωνία υποτάσ σεται σε μια ορθολογιστική και τυποποιημένη προσωρινότητα. Ο
Virilio περιγράφει τη
Paul
διαδικασία αυτή σαν να είναι η δημιουργία ενός
μοναδικού παγκόσμιου χρόνου που καθορίζει την πολλαπλότητα των
τοπικών χρόνων. 42 Είναι η εποχή του παρόντος χρόνου - σύμφωνα με τον Virilio, μια αποκοπή από τον όγκο του χρόνου . 43 Πρόκειται για μια
εποχή δίχως δυναμική για σημαντικές αλλαγές ή μετασχηματισμούς. Η κοινωνία της πληροφορίας είναι παθιασμένη με το μέλλον, αλλά το μέλ λον αυτό είναι εμφανώς η αέναη συνέχεια του παρόντος. Ο Ashis Nandy επισημαίνει ότι η εξάλειψη του μέλλοντος μπορεί να αντανακλά ένα βα θύ φόβο για το μέλλον μεταξύ των δυτικών ηγεσιών. Η εμμονή με τη μελλοντολογία, όπως τονίζει, είναι σχετική με τον πόθο για τον έλεγχο και την ασφάλεια του μέλλοντος. Είναι ακριβώς η προσπάθεια να κά νουν το μέλλον να μοιάζει τόσο πολύ με το παρόν, επειδή ο φόβος είναι πράγματι «Ο φόβος ενός μέλλοντος που δε συγκρατείται ή διαφοποιεί ται από το παρόν». 44 Οποιαδήποτε κι αν είναι η φουτουριστική ρητορι κή που το περιβάλλει, η παγκόσμια κοινωνία της πληροφορίας απο σκοπεί στο να μεταφέρει τις υπάρχουσες συνθήκες παραγωγής στο μέλ
λον. Αυτό που τελικά έχει επιτευχθεί δεν είναι τίποτα περισσότερο από την καπιταλιστική χειραγώγηση του μέλλοντος. Το θεμελιώδες ερώτημα είναι αν υπάρχει κάποια εναλλακτική πρό ταση σε αυτό που μας παρουσιάζεται ως ο δρόμος του μέλλοντος, ως μονόδρομος. Πράγμα που σημαίνει αν μπορούμε να υποθέσουμε ότι υ πάρχουν άλλοι εναλλακτικοί δρόμοι. Για εμάς, αυτό που είναι κρίσιμο
στην όλη συζήτηση είναι, πρώτον, η δυναμική της λογικής του ελέγχΟυ που βρίσκεται στον πυρήνα του καπιταλιστικού προτάγματος και, δεύτε ρον, το ενοχλητικό συμπέρασμα ότι αυτή η λογική πέτυχε να εξαλείψει
την άλλη κύρια σημασία της νεωτερικότητας. Σε αυτό αναφέρεται ο Κα στοριάδης όταν μιλά για τη «σημασία της ατομικής αυτονομίας, της ε λευθερίας, της αναζήτησης μορφών συλλογικής ελευθερίας που να α νταποκρίνονται στο δημοκρατικό, απελευθερωτικό, επαναστατικό πρό ταγμα». Είναι η σημασία στην οποία αντιστοιχεί το «κριτικό, στοχαστι
κό, δημοκρατικό άτομο». 45 Θα συμφωνούσαμε με τον Καστοριάδη ότι αυτή η τελευταία φιλοδοξία βρίσκεται στις μέρες μας καθηλωμένη, σε κατάσταση κρίσης, από τη δυναμική ηγεμονία της οπτικής του ελέγχου: Το πρόταγμα της αυτονομίας δεν έχει, βέβαια, τελειώσει. Αλλά η τροχιά του κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων έχει αποδείξει τη ριζοσπα στική ανικανότητα, τουλάχιστον, των προγραμμάτων στα οποία είχε ενσω ματωθεί.
[... ]
Για την ανόρθωση του προτάγματος της αυτονομίας τα νέα
πολιτικά αντικείμενα και οι νέες ανθρώπινες συμπεριφορές είναι απαραί τητα στοιχεία, για τα οποία στις μέρες μας έχουμε λίγες ενδείξεις. Στο με ταξύ, θα 1Ίταν παράλογο να προσπαθ1Ίσουμε να αποφασίσουμε αν ζούμε μέσα σε μια μεγάλη παρένθεση ή αν είμαστε μάρτυρες της αρχής του τέλους της δυτικής ιστορίας, που ουσιαστικά συνδέεται με το πρόταγμα της αυτο
νομίας και συν-καθορίζεται από αυτό. 46 34 1
Ο δυτικός τεχνοπολιτισμός υπήρξε ένας θεμελιώδης παράγοντας για την εξουδετέρωση του προτάγματος της αυτονομίας. Στις μέρες μας, κα
θώς η παγκόσμια κοινωνία της πληροφορίας έχει σχεδιαστεί για να πραγ ματοποιηθεί, το μέλλον φαίνεται ότι ελέγχεται. Οι ορίζοντες φαίνονται κλειστοί. Ο
Alvin Toffler έχει ήδη σκιαγραφήσει το πορτρέτο του Τρίτου Κύματος. Τα σχέδια του Bill Gates για τον χωρίς τριβές καπιταλισμό στον εικοστό πρώτο αιώνα είναι ήδη καλά διαφημισμένα. Οι προφήτες που ι
σχυρίζονται ότι μας προσκαλούν να εισέλθουμε στο άγνωστο, στην ουσία, μας πωλούν αυτό που όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά. Και όντως μας κατα δικάζουν να ζήσουμε χωρίς το άγνωστο μπροστά μας. Ο
J acques Ranciere
έχει περιγράψει την εποχή της σύγχρονης κοι
νωνίας ως «έναν ομοιογενή χρόνο, με το μέλλον να είναι μια επέκταση του παρόντος» . Είναι ένας χρόνος, όπως λέει, «που δε διαιρείται πια α
πό υποσχέσεις». 47 Το μέλλον δεν είναι πια το άλλο του παρόντος. Επο μένως δεν περιέχει πια την πιθανότητα άγνωστων συναντήσεων και γε γονότων που θα μπορούσαν να αλλάξουν καταστάσεις. Χωρίς το άγνω στο μπροστά μας, δε νοείται η ανθρώπινη δημιουργικότητα ή αυτονο
μία. «Η δημιουργία», σημειώνει ο Καστοριάδης, «σημαίνει την ικανότη τα να κάνεις να ξεπροβάλλει κάτι που δεν είναι δοσμένο, ούτε παραγώ
γιμο, συνδυαστικά ή αλλιώς, μέσα από το δεδομένο. 48 Αυτό που είναι χαρακτηριστικό για το ανθρώπινο ον είναι αυτή η ικανότητα, αυτή η «δυνατότητά» του, με την ενεργητική, τη θετική, τη μη προκαθορισμένη έννοια, να δίνει υπόσταση σε διαφορετικές μορφές κοινωνικής και ατομικής ύπαρξης. [... ]Υπάρχει ένας τουλάχιστον τύπος ό ντος που δημιουργεί το έτερον, που είναι πηγή ετερότητας και που, γι' αυτόν
ακριβώς το λόγο, ετεροιώνεται το ίδιο. 49 Η ετερότητα του άγνωστου μέλλοντος είναι το ζωτικό μέσο διαμέ σου του οποίου η διαδικασία της δημιουργίας και της αυτο-δημιουργίας μπορεί να συντελεστεί. Χωρίς αυτό, το μόνο που μπορεί να υπάρξει εί ναι το τέλος του νοήματος. Η τεχνολογική «περίφραξη» του μέλλοντος
καταπιέζει την πηγή του ελεύθερου χρόνου, που είναι αναγκαίος για τη δημιουργική αταξία της ριζοσπαστικής φαντασίας. Δε μας έχει μείνει τί ποτε άλλο από την επέκταση του παρόντος. Καλούμαστε να συνταχθού με με το νέο τεχνοπολιτισμό, που μοιάζει σαν αποζημίωση για τις υπο σχέσεις που απλόχερα μας προσφέρει. Αυτό είναι αρκετό; Τι συμβαίνει με αυτούς που δέχονται να ζήσουν χωρίς το άγνωστο μπροστά τους;
342
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ
Η ΕΙΚΟΝΙΚΉ ΕΙΡΉΝΕΥΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ
«Άρα είναι δημιουργός», είπε. «Ένα από τα τρία μεγαλύτερα μυστ1iρια. Η εικόνα δείχνει έναν ακροβάτη να στέκεται σε ένα θρανίο γεμάτο από διά φορα αντικείμενα. Αυτό σημαίνει ότι μέσα σου υπάρχει ένας οργανωτής, ο οποίος μάχεται την αταξία ενός κόσμου που θέλει να κυριαρχ1iσει με όποια
μέσα τού είναι διαθέσιμα. Φαίνεται να το επιτυγχάνει, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο δημιουργός είναι επίσης και ακροβάτης. Το έργο του είναι μια
ψευδαίσθηση και η τάξη του απατηλή. Αλίμονο, δεν το ξέρει αυτό. Ο σκε πτικισμός δεν είναι η δύναμή του».
Michel Toumier, Friday Ω! Μακάρι να επιστρέψεις στην αταξία σου και ο κόσμος στη δική του.
Rene Char Σε αυτό το κεφαλαίο θα ασχοληθούμε με τη φύση και τη σημασία αυτών που στις μέρες μας είναι γνωστοί ως εικονικοί χώροι, δηλαδή με τους δι κτυακούς χώρους που έχουν δημιουργηθεί από τις νέες τεχνολογίες της πληροφορικής και της επικοινωνίας. Σε γενικές γραμμές, υπάρχει μια αίσθηση ότι προσφέρουν πολλές δυνατότητες ελευθερίας. Ωστόσο η Linda Harasim δηλώνει, με πολύ ενθουσιασμό για το νέο τεχνο-ιδεαλισμό, ότι τα ψηφιακά δίκτυα έχουν δημιουργήσει ένα «κοινωνικό περιβάλλον».
«Το δίκτυο έχει αναχθεί», όπως υποστηρίζει, «σε ένα χώρο όπου οι άν θρωποι συναντώνται για να εργαστούν, να συνεργαστούν, να λύσουν έ
να πρόβλημα, να οργανώσουν ένα σχέδιο, να συνδεθούν με προσωπικό διάλογο ή να συνομιλήσουν». Υπάρχει μια έντονη προσδοκία να ανα δειχθούν νέοι χώροι χαράς. Οι δικτυακοί κόσμοι (networlds) προσφέρουν ένα νέο χώρο συνάντησης των ανθρώπων και υπόσχονται νέες μορφές
κοινωνικής αλληλόδρασης και κοινότητας. 1 Αν και
Stephen Graham
προτείνει μια σχετικά διαφορετική ορολογία -προερχόμενη από τη θεω-
343
ρία του δρώντας υποκειμένου-δικτύου- φαίνεται ότι λέει ακριβώς το ί διο. Γι' αυτόν, είναι οι μέθοδοι με τις οποίες «Οι νέες τεχνολογίες μετα τρέπονται σε ένα σύνθετο, συμπτωματικό και ευφυές μείγμα δρώντων υ ποκειμένων και τεχνικών μηχανισμών, για να σχηματίσουν τα δρώντα δίκτυα». Ο εικονικός πολιτισμός εκλαμβάνεται σύμφωνα με τους όρους των νέων συνδέσμων ανάμεσα στους aνθρώπινους και τους τεχνολογι κούς χώρους, που χαρακτηρίζονται ως «οικείοι και επανα-συνδυαστικοί» και αποτελούν αυτό που αποκαλείται νέες «σχεσιακές συναθροίσεις». Σε αυτή την εκδοχή του νέου τεχνολογικού οράματος, οι εικονικές κοινό
τητες λειτουργούν σαν μια μεγάλη πολλαπλότητα «συστημάτων κοινω νικο-τεχνικών σχέσεων κατά μήκος του χώρου» - συστημάτων που «συν δέουν τις τοπικές και τις μη τοπικές σχέσεις σε οικείες και αμοιβαίες δια
συνδέσεις».2 Με διαφορετικό τρόπο, λοιπόν, αμφότερες οι οπτικές με ταφέρουν μια αίσθηση πρόβλεψης σχετικά με το έμφυτο δυναμικό στις εικονικές τεχνολογίες, τις οποίες θεωρούν ότι αποτελούν μια δυναμική για την προώθηση της επικοινωνίας τεχνολογίες που διανοίγουν νέους και πιο δημιουργικούς δρόμους, φέρνουν τους ανθρώπους σε επαφή και επεκτείνουν τις μορφές της ανθρώπινης κοινωνικότητας. Έχουμε ένα πρόβλημα με αυτές τις θεωρήσεις, και σε αυτό ακριβώς
αναφέρεται το παρόν κεφάλαιο, ωστόσο δεν αμφισβητούμε τις δυνατό τητες των νέων τεχνολογιών. Πράγματι, δεχόμαστε ότι είναι πολύ πιθα νό, ίσως και δυνατόν, οι εικονικές τεχνολογίες να υποστηρίξουν τέτοιες μορφές και σχήματα επικοινωνίας και κοινότητας. Ο προβληματισμός μας έγκειται περισσότερο στο είδος του κοινωνικού χώρου -ή χώρων που αναδύεται από τις νέες τεχνολογίες - αυτός ο άνετος χώρος συνερ γασίας, διαλόγου, κατανόησης, αμεσότητας, αμοιβαιότητας και τόσων άλλων δυνατοτήτων. Παρότι αυτός ο χώρος διαχέεται από μια ευαί
σθητη φαντασία αμοιβαιότητας και κατανόησης, τον θεωρούμε ξεπε ρασμένο. Ο νέος εικονικός χώρος είναι ένας ειρηνικός χώρος. Είναι ο ε λεγχόμενος κόσμος του Bill Gates, ο κόσμος της «χωρίς τριβές» ανταλ
λαγής. Αυτό που προκαλεί, όπως ο Slaνoj ZiZek παρατηρεί, είναι το ι δανικό ενός «ολοκληρωτικά διαφανούς, αιθέριου μέσου ανταλλαγής
στο οποίο το τελευταίο ίχνος της ηθικής αδράνειας εξαφανίζεται>>. 3 Είναι ένας ψεύτικος χώρος. Στην παρακάτω ανάλυση, θα λάβουμε υπόψη μας την έννοια του ει κονικού χώρου όχι όπως παρουσιάζεται στον τεχνοπολιτισμό -με τους όρους της προόδου και των δυνατοτήτων που παρέχονται- αλλά κυρίως με όρους της παθολογίας. Θα μπορούσαμε να τον κατανοήσουμε σε έ να ευρύτερο πλαίσιο, αυτό που ο
Louis Sass αναφέρει ως «ανώμαλη τά344
ση», που είναι σύμφυτη με το σύγχρονο πολιτισμό, την απομάκρυνση δηλαδ1Ί από την πραγματικότητα και την απώλεια της εμπειρίας από τον κόσμο. Πρόκειται για μια τάση όπου ο κόσμος χάνει την ουσία και την ετερότητά του , και άρα την ανθρώπινη απήχηση και σπουδαιότητά του. 4 Παρ' όλα αυτά, θεωρούμε ότι ο εικονικός πολιτισμός καθοδηγείται από μια επιθυμία να καταστείλει τις πολυπλοκότητες, τις δυσκολίες και τις διαιρέσεις που χαρακτηρίζουν τον πραγματικό γεωγραφικό χώρο. Αλ λά για να υπάρχει κάποιο είδος σημαντικής κοινωνικής σύγκρουσης και εμπειρίας, πιστεύουμε ότι είναι αναγκαία η ύπαρξη μιας τέτοιου είδους aφιλόξενης γεωγραφίας. Έτσι, ο στόχος του επιχειρήματός μας είναι να
υποστηρίξουμε την πλευρά της aταξίας. Σε αντίθεση με το «χωρίς τρι βές» ιδανικό του προγραμματισμένου χώρου, σκοπεύουμε να επισημά νουμε τις αρετές της προστριβής και της αδράνειας στον πραγματικό χώρο. Σε αντίθεση με τις ανέσεις των φιλόξενων χώρων, προτείνουμε την αξία των χώρων που αντιστέκονται και προκαλούν. Θα επικεντρώσουμε το επιχείρημά μας αναλύοντας το βιβλίο του William Mitchell City of Bits,5 επειδή σε αυτό βρίσκουμε όλα τα στοιχεία του σύγχρονου τεχνοπολιτισμικού οράματος, και ειδικότερα τη λογική του ιδεαλισμού. Τα επιχειρήματα του Mitchell είναι γεμάτα υπερβολές. Θα μπορούσαμε να απορρίψουμε τη φανταστική του «πόλη των bits», ε πειδή δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια επιστημονικής φαντασίας φουτουριστική μυθοπλασία. Αλλά αυτό που πραγματικά αμφισβητείται δεν είναι το μέλλον. Οι υπερβολές του Mitchell είναι, πράγματι, πολύ διαφωτιστικές σχετικά με τον κυρίαρχο τρόπο σκέψης όσον αφορά στο
χώρο στο παρόν. Θα λέγαμε ότι δεν υπάρχει τίποτα στο να μας εκπλήσσει. Κι αυτό γιατί το
City of Bits που City of Bits είναι απλώς μια συμπύ
κνωση των οικείων και κοινών φαντασιών σχετικά με τη σχέση ανάμε
σα στην τεχνολογία και στο χώρο. Το βιβλίο είναι ενδιαφέρον παρότι εί ναι τελείως συμβατικό - ή, καλύτερα, επειδή προσπαθεί με τεχνάσματα να παραλλάξει την ξεπερασμένη συμβατικότητά του χρησιμοποιώντας τη μάσκα της προφητείας. Πρώτον, πρέπει να εντάξουμε τις σκέψεις του
Mitchel\
στο υποτιθέμενο πρόβλημα της απόστασης και να εξετάσουμε
πού μας οδηγούν αυτές οι σκέψεις. Έπειτα, στο δεύτερο μέρος της συζή τησης, αναλύουμε τις επισημάνσεις του για τις «πραγματικού χρόνου»
πόλεις ως τη βάση για τον αναστοχασμό της αστυκότητας ιδιαίτερα των αστικών χώρων.
345
(urbanity), και
Η ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΩΣ ΑΞΙΑ
Μερικές φορές η απόσταση είναι αυτή που για μένα εγγυάται την ύπαρξη.
J.-B. Pontalis Ας αρχίσουμε την ανάλυσή μας από το ζήτημα της απόστασης. Ένα κε ντρικής σημασίας, και γενικά χωρίς ιδιαίτερη ανάλυση, θέμα στις περισ σότερες έρευνες της σύγχρονης τεχνολογικής αλλαγής αφορά στην εξά λειψη της απόστασης. Αναμένεται ότι τα νέα εικονικά μέσα θα ανατρέ ψουν τα όρια που συνδέονται με την αληθινή γεωγραφία. Πολλοί σχο
λιαστές επιζητούν να συναγάγουν ένα λογικό νόημα από αυτή την επι θυμία και τη φιλοδοξία σύμφωνα με τους όρους της εκπλήρωσης ενός μακροχρόνιου ουτοπικού προτάγματος για την υπέρβαση των ανθρώ
πινων περιορισμών της ζωής και της παρουσίας στο χώρο όπως αυτός περιορίζεται από τις διαστάσεις του. Ο Michel Seπes το έχει περιγρά ψει ως ένα «Πανουτοπικό» ιδανικό, δηλαδή «όλα τα μέρη σε ένα μέρος
και κάθε μέρος σε όλα τα μέρη, κέντρα και περιφέρειες». 6 Για να ξεπε ραστεί η «τυραννία της απόστασης», όπως ισχυρίζεται, οι νέες εικονικές τεχνολογίες μάς επιτρέπουν να επικοινωνούμε με άλλους οπουδήποτε κι αν είναι, και έτσι να δημιουργούμε νέα είδη ηλεκτρονικών κοινοτή των, που βασίζονται στο συμφέρον και στη συγγένεια (περισσότερο από ό,τι στο «ατύχημα» της γεωγραφικής τοποθεσίας). Στα νέα εικονικά δί
κτυα φαίνεται να υπάρχει η προοπτική μιας μεγαλύτερης εγγύτητας με τους άλλους (με αυτούς με τους οποίους μπορούμε να αλληλεπιδρούμε μέσα από το εικονικό δίκτυο). Οι εικονικές σχέσεις συνδέονται στενά με τα ιδανικά της εγγύτητας, της κοινωνικής συγκρότησης και δέσμευσης. Αυτή λέγεται ότι είναι η εποχή της άμεσης επικοινωνίας, διασύνδεσης και «επαφής» . Λέγεται λοιπόν ότι οι νέες τεχνολογίες τώρα κάνουν ε φικτή την παρουσία σε ένα χώρο στον οποίο μπορούμε να απολαμβά νουμε το είδος της κοινωνικής επαφής που ο αληθινός κόσμος πάντα μας αρνιόταν. Όπου η γεωγραφική απόσταση παρουσιάζεται ως το βα σικό εμπόδιο για την ανθρώπινη επικοινωνία και κοινότητα, το επίτευγ μα της τεχνολογικής προσέγγισης φαίνεται να αποτελεί τη λύση. Αυτή είναι ουσιαστικά η θέση που ο William Mitchell αναπτύσσει στο
ο
aty of Bits. Βασιζόμενος στη θέση ότι «η γεωγραφία είναι η μοίρα», Mitchell θέλει να μας πείσει για τις ουτοπικές δυνατότητες που είναι
σύμφυτες με την τεχνολογική δημιουργία του εικονικού κόσμου, ενός «aσώματου κόσμου», όπως τον περιγράφει, στον οποίο πρέπει να υπάρ χουμε ως «απο-ενσωματωμένα και κατακερματισμένα υποκείμενα». Το
καλό σε μια τέτοια δημιουργία, όπως λέει, είναι ότι θα «ελευθερωθούμε από τους περιορισμούς του φυσικού χώρου». Ο νέος, τεχνολογικά δια μεσολαβημένος κόσμος θα γίνει ένας μετα-γεωγραφικός κόσμος, «βα θιά αντι-χωρικός» από τη φύση του. Όταν η δύσχρηστη φυσικότητα του πραγματικού κόσμου παραμεριστεί από τη λαμπρότητα της εικονικής ζω1Ίς, θα τελειώσει η «τυραννία της απόστασης». Σε τελικ1Ί ανάλυση, θα υπερβούμε τους περιορισμούς που πάντα μας επιβάλλονταν από το γεω γραφικό διαχωρισμό και επιμερισμό. «Η απο-χωρικοποίηση της αλλη
λόδρασης» θα μας προσφέρει τη δυνατότητα να ελέγχουμε τη μοίρα μας. Ας συλλογιστούμε τι θα μπορούσε να σημαίνει κάτι τέτοιο, λαμβάνο ντας υπόψη αυτό που ο
Mitchell θέλει να πει για τη φύση της εικονικής
δέσμευσης με τον κόσμο. Καταρχάς, υποστηρίζει ότι υπάρχει τώρα μια
νέα δυνατότητα για εικονική πρόσβαση. Οι νέες τεχνολογίες παραστά σεων και οραμάτων ίσως να προσφέρουν ένα «ηλεκτρονικό παράθυρο» μέσα από το οποίο θα έχουμε τη δυνατότητα να παρατηρούμε τον κό σμο και τα συμβάντα του: «Αμέσως τώρα το ίδιο παράθυρο είναι ανοι χτό σε χιλιάδες όμοια δωμάτια ξενοδοχείων διεσπαρμένα στον κόσμο. Ο
Ted Turner έχει επιτύχει να τα οργανώσει όλα ηλεκτρονικά σε ένα γι
γαντιαίο ανατρεπτικό πανοπτικόν». Και οι νέες τεχνολογίες υπόσχονται ακόμα μεγαλύτερες δυνατότητες ορατής πρόσβασης, με το Διαδίκτυο να καθίσταται «ένα παγκόσμιο χρονο-οπτικό νεύρο με ηλεκτρονικά μάτια
στα άκρα του». Οι νέες τεχνολογίες φαίνεται ότι υποβαθμίζουν την έν νοια της απόστασης. «Σύντομα», ισχυρίζεται ο Mitchell, «θα μπορούμε να δημιουργούμε καθημερινά τρύπες στο χώρο οπουδήποτε και οποτε δήποτε θέλουμε. Κάθε μέρος/περιοχή με μια δικτυακή σύνδεση θα φέ ρει δυναμικά κάθε άλλο μέρος/περιοχή έξω από το παράθυρό μας». Σε αυτό το όραμα της παγκόσμιας εικονικής προσβασιμότητας έχουμε μια σαφή έκφραση της εικονικής φαντασίας του Πανοπτικού. Αλλά δεν είναι απλώς ένα ζήτημα τηλεκατευθυνόμενου βλέμματος. Ο Mitchell ισχυρίζεται επίσης ότι υπάρχουν νέες πιθανότητες για να προωθήσουμε τη χειροπιαστή δέσμευσή μας με τον κόσμο διαμέσου άλ λων τεχνολογιών που μειώνουν τις αποστάσεις: Έξυπνες τεχνητές συσκευές (γάντια δεδομένων, στολές δεδομένων, ρομπο τικές προσθέσεις, ευφυή τεχνητά δέρματα και παρόμοια) θα αισθάνονται χειρονομίες και Θα εξυπηρετσuν ως συσκευές επαφi]ς με το να ασκούν ε
λεγμένες δυνάμεις και πιέσεις. Θα μπορείς να ξε-..ιινi]σεις μια επιχειρηματι κi] συζi]τηση με μια χειραψία από απόσταση ή να πεις καληνUχτα σε ένα παιδί με το να μεταφέρεις ένα φιλί διαμέσου των ηπείρων.
347
---
-------------------------------------------------
Με τους νέους τεχνολογικούς ανιχνευτές και αισθητήρες ο
Mitchell
λέει «ότι θα μπορείς να τοποθετήσεις τον εαυτό σου σε προσομοιωμένα περιβάλλοντα αντί να κουράζεσαι να τα δεις μέσα από ένα μικρό ορθο γώνιο παράθυρο. [...] Γίνεσαι ένας κάwικος, ένας συμμέτοχος, όχι απλώς ένας παρατηρητής». Κατ' επέκταση, μας λένε ότι «οι περιοχές του κυ
βερνοχώρου θα βρεθούν σε αυξανόμενα πολυ-αισθητηριακούς και δια δραστικούς δρόμους.[ ... ] Δε θα τα κοιτάμε απλώς, θα αισθανόμαστε πα ρόντες μέσα από αυτά» . «Αυτή η επιθυμία να επιτύχουμε συμμετοχική πολυ-αισθητηριακή τηλε-παρουσία» για να επικοινωνήσουμε με όλο τον κόσμο εκφράζει επίσης το πανοπτικό ιδανικό. Στην περίπτωση της εικονικής και της αισθητήριας πρόσβασης, αυ
τό που αμφισβητείται είναι η χρησιμοποίηση των τηλεκατευθυνόμενων τεχνολογιών για να ξεπεραστούν οι φανταστικοί περιορισμοί της από στασης. Ο Mitchell το παρουσιάζει σαν μια λογική και υλοποιήσιμη φι λοδοξία και πολλοί φαίνονται να αποδέχονται αυτό το αισιόδοξο όρα μα. Αλλά ας αναλογιστούμε τι πραγματικά αποζητούν μέσα από αυτή την αποδοχή. Σε ποιο πλαίσιο μπορεί αυτό το πανουτοπικό όραμα να προ σφέρει νόημα; Θα έπρεπε να ρωτήσουμε με ποιο εννοιολογικό σύστημα αυτή η ψύχωση για την εξάλειψη της απόστασης είναι κάτι το σημαντι κό. Οι αναγγελίες του
Mitchell για τη
φύση της εικονικής δέσμευσης α
ντλούν νόημα (μόνο) μέσα σε ένα πλαίσιο που φαντάζεται και μεταχει ρίζεται τη σχέση μας με τον κόσμο σαν να επρόκειτο για μια διαντίδρα ση με τα τεχνολογικά μέσα. Στο κυβερνητικό σχέδιο του
Mitchell, το τα
ξίδι αφορά στην ικανότητα για παρακολούθηση και εποπτεία του κό σμου, η δε τηλε-παρουσία σχετίζεται με την ικανότητα για αλληλόδρα
ση σε συνδυασμό με το χειρισμό της. Μέσα από την αυξανόμενη αλλη λοσύνδεση και ολοκλήρωση αυτών των λειτουργιών (ουσιαστικά των ε κροών και εισροών στο τεχνολογικό σύστημα) είναι πιθανό να επιτευ
χθεί η μεγαλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητα, και άρα η «ενδυνάμω ση» στο σύστημα. Ο Mitchell αναφέρεται στη δημιουργία ενός ολοκλη ρωμένου τεχνολογικού κυκλώματος, «από τους αισθητήρες χειρονομιών που φοριούνται στα σώματα έως την παγκόσμια υποδομή των επικοι νωνιακών δορυφόρων και των μεγάλων αποστάσεων οπτικών ινών. Τα στοιχεία της "σφαίρας των
bits" θα ενωθούν τελικά για να σχηματίσουν
ένα πυκνά αλληλοσυνδεόμενα σύστημα» . Αυτό που οραματίζεται είναι μια νέα εξοικείωση ανάμεσα σε αυτό που ο
Mitchell λέει «εμείς οι αν
θρωπο-μηχανές» και στο ηλεκτρονικό περιβάλλον μας, καθώς «τα σύ νορα μεταξύ της εσωτερικότητας και της εξωτερικότητας έχουν απο σταθεροποιηθεί», εφόσον και «Οι διακρίσεις μεταξύ του εγώ και του άλ-
λου επιδέχονται επαναπροσδιορισμό». Ίσως να έχουμε τη φιλοδοξία να υπερβούμε την απόσταση προφανώς λόγω της επιθυμίας μας να ανα πτύξουμε μορφές διαντίδρασης με τους υπολογιστές και να επιτύχουμε την υπεροχή μέσα σε έναν εικονικό χώρο. Με τους όρους λοιπόν της κυβερνητικής λογικής, η απόσταση δεν έ χει σημασία. Στο πλαίσιο του κυβερνητικού συστήματος, η απόσταση κα
θίσταται μια δύναμη για να αποδυναμωθεί τελικά (συνδέεται με την τρι βή ή το θόρυβο που παρεμποδίζει την αποτελεσματικότητα του συστήμα τος). Στο πλαίσιο της φαντασίωσης της κυβερνητικής, η τεχνολογική ε ξάλειψη της απόστασης καθίσταται το προαπαιτούμενο για τη δημι ουργία μιας νέας και καλύτερης τεχνοπολιτιστικής τάξης. Και μέσα α πό αυτόν το θεσμό της νέας εικονικ1Ίς τάξης κάτι άλλο αντικαθιστά την απόσταση: είναι αυτό που αποκαλείται «εξ αποστάσεως παρουσία». Η
«εξ αποστάσεως παρουσία» είναι το ιδανικό της κυβερνητικής και έχει καταστεί ο κεντρικός μύθος στις επικρατούσες αφηγήσεις για το εικονι
κό μέλλον. 7 Στον κόσμο της «εξ αποστάσεως παρουσίας», το σύστημα λειτουργεί για να αποβάλει οτιδήποτε είναι αβέβαιο, άγνωστο και αλλό κοτο - όλα τα χαρακτηριστικά της ετερότητας που μπορούν να συνενω θούν εξ αποστάσεως. Η «εξ αποστάσεως παρουσία» έχει να κάνει με την τεχνολογική σύνθεση της άμεσης επικοινωνίας -την επαναδημιουρ γία των συνθηκών για άμεση, διαπροσωπική κοινότητα στις συμβολικές
συνθήκες ενός εναλλακτικού εικονικού κόσμου. Εμπλέκει την προσο μοίωση της αμεσότητας για να την καταστήσει το μέτρο αυτού του νέου κόσμου. Ο εικονικός κόσμος χωρίς αποστάσεις γίνεται αντιληπτός ως ο χώρος της γενικευμένης και παγκοσμιοποιημένης αμεσότητας. Αυτό όμως που είναι σημαντικό και προβληματικό είναι ότι αυτή η απλο'ίκή ερμηνεία της απόστασης (κακή) και της εγγύτητας (καλή) έχει καταφέρει να aυτοπαρουσιαστεί ως η βάση ενός ευρύτερου κοινωνικού και πολιτικού οράματος. Τοποθετείται περίπου στο επίκεντρο των ικα νοτήτων της υπέρβασης των χωρικών ορίων και συνδέεται άμεσα με τις «τηλεκατευθυνόμενες» τεχνολογίες, τις οποίες ο
Mitchell
θεωρεί ένα
«νέο» κοινωνικό όραμα, μια πολιτική για νέες εικονικές προσεγγίσεις. Ανάμεσα σε διάφορες, μάλλον προβλεπόμενες, θέσεις του , ισχυρίζεται ότι το αναδυόμενο παγκόσμιο δίκτυο υπολογιστών «ανατρέπει, εκτοπί ζει και ριζοσπαστικά επανακαθορίζει τις θεωρήσεις μας περί της οργά νωσης του χώρου, της κοινότητας και της αστικής ζωής». Είναι κρίσιμο το ότι το σώμα έχει πάψει να αποτελεί θέμα άξιο συζήτησης κατά τη διαδικασία δόμησης των κοινοτήτων μας. Εξ ολοκλήρου νέες δυνατό τητες για κοινωνική αλληλόδραση έχουν διανοιχτεί μέσα από την έλευ349
ση των «ηλεκτρονικά επαυξημένων, αναπροσδιορισμένων, εικονικών σω μάτων, που μπορούν να αισθάνονται και να δρουν από απόσταση, αλλά και να παραμένουν κάπως aποτραβηγμένα στα ιδιαίτερα περιβάλλο ντά τους». Στις μέρες μας, ο
Mitchell τονίζει:
Όσο η τηλεπαρουσία αυξάνεται και μερικές φορές αντικαθιστά τη φυσική παρουσία και όσο περισσότερο οι επιχειρηματικές και κοινωνικές αλληλεπι
δράσεις μεταφέρονται στον κυβερνοχώρο, διαπιστώνουμε ότι η προσβασι μότητα εξαρτάται όλο και λιγότερο από την εγγύτητα και η κοινότητα έχει αποκολληθεί τελικά από τη γεωγραφία... Οι κοινότητες σταδιακά βρίσκουν το κοινό τους έδαφος στον κυβερνοχώρο περισσότερο από ό,τι σε μια
terra
fjrma. Αυτό που ο
Mitchell υποστηρίζει είναι ότι,
εξαιτίας της νέας τεχνο
λογικής φύσης τους, τέτοιες εικονικές κοινότητες πρέπει οπωσδήποτε να είναι καινούργιες, καινοτομικές και επιθυμητές όσον αφορά στην κοι
νωνική τους υφή. Είναι, βέβαια, συμβατικό να πιστεύουμε ότι η τεχνο λογική καινοτομία πρέπει να συνδέεται με την κοινωνική καινοτομία
-
η δύναμη της πίστης γενικά λειτουργεί για να αναχαιτίζει την όποια δυ
σπιστία ότι οι δυνατότητες που είναι σύμφυτες με την τεχνολογική και νοτομία μπορούν κάλλιστα να ενεργοποιηθούν από κοινωνικά συντηρη τικές επιδιώξεις. Μόνο μια τέτοια δύναμη θα μπορούσε να εξηγήσει πώς η ρητορική του νέου τεχνοπολιτισμού κατορθώνει τόσο συχνά να επι κρατεί της υποβαθμισμένης κοινωνικ1Ίς φιλοσοφίας. Κι αυτό γιατί εκεί νο που ο τεχνοπολιτισμός καλλιεργεί στη βάση του είναι το κοινωνικό και πολιτικό σχήμα του κοινοτισμού. Όπως η
Harasim
(που θεωρεί τα
δίκτυα «νέους χώρους συνάθροισης των ανθρώπων») και ο τις «στενές σχεσιακές συνδέσεις»), έτσι και ο
Graham (με Mitchell ενδιαφέρεται για
τις δυνατότητες της εικονικής κοινότητας και τις προοπτικές για ηλε
κτρονική δέσμευση μεταξύ αυτών που έχουν κοινά συμφέροντα και α ξίες (το ερώτημά του αναφέρεται στην κοινοτική τους διάσταση, και συ γκεκριμένα στο «πώς μπορούν να διατηρήσουν τις νόρμες τους μέσα σε αυτά τα όρια»). Αυτό που είναι αρκετά σαφές είναι ότι, έστω κι αν έχουν διανεμηθεί στον κυβερνοχώρο, οι «εικονικοί χώροι σύναξης» του
Mitchell
γίνονται αντιληπτοί σαν ένα μη ριζοσπαστικό ιδανικό. Φαl.νεται σαν να υπάρχει μια παράξενη συγγένεια μεταξύ του εικονικού φουτουρισμού και της νοσταλγl.ας για τον κοινοτισμό. Σε αυτή την ιδιόμορφη φιλοδοξl.α του να εξαλείψει όλες τις αποστά σεις, ο τεχνοπολιτισμός στην πράξη επιζητεί να διαιωνίσει, τώρα με τε-
χνολογικά μέσα, αυτό που η Iris Marion Υoung αποκαλεί «το όραμα του Rousseau»- το όραμα μιας διαφανούς κοινωνίας, ορατής και νόμιμης σε όλα τα επίπεδά της, το όραμα μιας κοινωνίας στην οποία δεν υπάρχουν
αδιαφανείς ζώνες ή ζώνες αταξίας». 8 Μέσα από τη θέσπιση των εικονι κών κοινοτήτων, αναζητά να επαναξιολογήσει το ιδανικό του
Rousseau
για την κοινωνική διαφάνεια, στην οποία «τα άτομα παύουν να είναι άλ λοι, σκοτεινοί και μη κατανοητοί και, αντ' αυτού, γίνονται αμοιβαία συ μπαθητικοί, κατανοούν ο ένας τον άλλο, όπως καταλαβαίνουν τον εαυ τό τους». Υποστηρίζει επίσης την επιθυμία για επικοινωνιακή αμεσότη
τα: «Η αμεσότητα είναι καλύτερη από τη διαμεσολάβηση, επειδή οι ά μεσες σχέσεις έχουν την καθαρότητα και την ασφάλεια που υπήρχε στο όραμα του
Rousseau: Είμαστε διαφανείς ο ένας απέναντι στον άλλο, συ
νυπάρχουμε αγνά στον ίδιο χώρο, πολύ κοντά για να έχουμε επαφή, και τίποτα δεν παρεμβαίνει ανάμεσά μας για να αλλάξει την εικόνα που έ
χουμε για τον άλλο». 9 Αυτό το όραμα μοιάζει σε μεγάλο βαθμό με την άμεση «σφαίρα του
bit» του Mitchell, όπου τα
σύνορα μεταξύ εσωτερι
κότητας και εξωτερικότητας είναι aποσταθεροποιημένα και τα όρια με ταξύ του εγώ και του άλλου έχουν καταλυθεί. Αναμφισβ1Ίτητα το όραμα του
Rousseau είναι σαγηνευτικό. Είναι σα
γηνευτικό γιατί, όπως και κάθε όραμα, παραβλέπει τις συνθήκες που ε
πικρατούν στον πραγματικό κόσμο. Το πρόταγμα του Rousseau περιέ χει μια θεμελιώδη αποκ1Ίρυξη της πραγματικότητας και αποσύρεται α πό έναν κόσμο που του φαίνεται σαν «ασύλληπτο χάος». Όπως ο Jean Starobinski σημειώνει για τον Rousseau, «επειδή οραματίζεται την πλή ρη διαφάνεια και την άμεση επικοινωνία, πρέπει να αποκόψει κάθε δε σμό που μπορεί να τον εντάξει σε έναν προβληματικό κόσμο, ο οποίος διακατέχεται από aνησυχητικές σκιές, καλυμμένα πρόσωπα και θολά
βλέμματα». 10 Αυτό που ενεργοποιεί το πρόταγμα του Rousseau είναι η επιθυμία να απελευθερωθεί από όλες τις διαφορές και από την ετερότη τα. Ο Rousseau δεν ανεχόταν «τις υποχρεώσεις της ανθρώπινης κατά στασης, στην οποία η ικανότητα της επικοινωνίας χρησιμοποιείται πά ντα σαν αντιστάθμισμα στον κίνδυνο της παρεμπόδισης και της μη κα τανόησης». Και «αν κάθε πραγματικότητα αυξάνει την πιθανότητα να
αντιμετωπίσει ένα εμπόδιο, προτιμά αυτήν που δεν υπάρχει>>. 11 Για τον
Rousseau, ο κόσμος θα έπρεπε να είναι ένας κόσμος χωρίς εμπόδια. Ο J.-B. Pontalis παρατηρεί ότι, όσο ζούσε ως περιπλανώμενος, το πνεύμα του Rousseau ήταν καθησυχαστικό: «Ο Rousseau αυτο-ταξίδευε. Κατά παράδοξο τρόπο, οι περιπλανήσεις του δεν ήταν τόσο μια αναζήτηση των άλλων ανθρώπινων όντων, των οποίων η παραξενιά και η διαφορά
35 1
θα τόνιζαν την ετερότητά του , όσο μια ευκαιρία να έχει μια αμέση ε
μπειρία σε απόσταση από εκείνο το "Άλλο"!» 12 Ο κόσμος, με όλη την αδιαφάνεια και την απαξίωσή του , γίνεται αντιληπτός σαν ένας χώρος από τον οποίο αποσύρεται. Τι θα μπορούσαμε να καταλάβουμε από αυτό; Ο τεχνοπολιτισμός φιλοδοξεί να απαλλαγεί από τα δεσμά της γεωγραφίας επειδή αντιλαμ βάνεται το γεωγραφικό καθορισμό και την κατάσταση ως θεμελιώδεις πηγές της aπογοήτευσης και του περιορισμού της ανθρώπινης ζωής. Α
ναζητά να εδραιώσει, στη θέση αυτού του aπόρθητου κόσμου, μια εναλ λακτική τάξη χωρίς χωρικούς περιορισμούς, η οποία πιστεύει ότι θα εί ναι πιο βολική. Ένας νέος και διαφορετικός χώρος -ένας ουδέτερος και
ειρηνικός χώρος- αντικαθιστά κάποιον άλλο. Ο έλεγχος επιτυγχάνεται με το κόστος της απώλειας του κόσμου, που σημαίνει ότι η επιλογή έχει γίνει εν ονόματι «αυτού που δεν υπάρχει>>. Στο μεγαλύτερό του μέρος ο εικονικός πολιτισμός είναι ένας πολιτισμός αποδέσμευσης από τον πραγματικό κόσμο και την ανθρώπινη κατάσταση στην οποία έχουν εν
σωματωθεί (εκκοσμικευτεί) η εμπειρία και το νόημα. Θα μπορούσαμε να να το θεωρήσουμε σαν μια προοδευτική αποκήρυξη -και πνευματική και τεχνολογική- της πραγματικής πολυπλοκότητας και aταξίας της πραγ ματικής κοινωνίας και κοινωνικότητας. Αυτό που προτιμάται είναι μια
τάξη που μπορεί να εγκαθιδρυθεί σε ένα πεδίο όπου οι κίνδυνοι και οι προκλήσεις του πραγματικού κόσμου αναιρούνται- ένα πεδίο απαλλαγ μένο από aνησυχητικές σκιές, καλυμμένα πρόσωπα και θολά βλέμματα. Ο εικονικός πολιτισμός είναι ένας πολιτισμός απόσυρσης από τον κό
σμο. Αλλά αυτό που θέλουμε να κάνουμε σαφές είναι ότι αυτή η λογική ή ο πειρασμός της αποχής απέχει πολύ από το να είναι μόνο ένα πρό βλημα του εικονικού πολιτισμού. Αυτό που πραγματικά μας ενδιαφέρει είναι η μεταβολή που παρατηρείται στη σχέση μας με τον κόσμο, η ο ποία προηγείται της εξέλιξης των νέων τεχνολογιών της πληροφορικής και της επικοινωνίας. Η απώλεια -ή άρνηση- της πραγματικότητας εί ναι ένα φαινόμενο που έχει πιο βαθιές καταβολές - και επομένως πρέ
πει να γίνει αντιληπτή πέρα από τη στενή οπτική του ζητήματος της εικο νικής τεχνολογίας. Η Dorinda Outram έθεσε το ερώτημα της απώλειας της απόστασης ως μιας πλήρους νοήματος πραγματικότητας, στο πλαί σιο μιας πολύ ενδιαφέρουσας ιστορικής προσέγγισης. Έχοντας γνώση της σύγχρονης δυσκολίας τού να επικεντρώσει κανείς την προσοχή στο τι είναι το άλλο, στο χρόνο ή στο χώρο, 13 τοποθετεί την προέλευση της
εστίασης στην ετερότητα στο δέκατο όγδοο αιώνα. Με βάση αυτές τις καταβολές, η Outram επισημαίνει τη σημασία της αλλαγής στο νόημα
35 2
της κινητικότητας κατά το τέλος του Διαφωτισμού (την εποχή του Rousseau). Σε αυτή την περίοδο η Outram σημειώνει ότι καταγράφεται ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για το εσωτερικό του εαυτού, το οποίο συνδέ εται στενά με την υποβάθμιση της γνώσης για την περιβάλλουσα πραγ ματικότητα - «η απώλεια της γνώσης της πραγματικότητας, του "εκεί πέ ρα"». Αυτή η υποβάθμιση συνδέθηκε, με τη σειρά της, με ένα αυξανό μενο άγχος όσον αφορά στην κινητικότητα στον κόσμο. Σε αυτό το πλαίσιο, η Outram τονίζει τη σημασία της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας και παρατηρεί ότι το ενδιαφέρον του Διαφωτισμού για τα ταξίδια συνδέ θηκε με ουτοπικές φαντασιώσεις: «Η κινητιχ.ότητα συνδέθηκε με την α πόδραση, με την επιθυμία για ατέλειωτα ταξίδια σε μέρη που κυριολε κτικά δεν υπήρχαν. Σε αυτά τα ανύπαρκτα μέρη, στην Ουτοπία, μπορεί κανείς να ξεχάσει για λίγο τη διάβρωση της πραγματικότητας του κό σμου» . (Και, βέβαια, εδώ θα λέγαμε ότι οι ίδιες αγωνίες συνεχίζουν να συνδέονται με τις ίδιες διαδρομές που αποσκοπούν στην αντικατάστα ση της πραγματικότητας.) Η Outram στη συνέχεια καταδεικνύει τι θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα συζήτησης στη συγγραφή της ιστορίας της κινητικότητας κατά την εποχή του Διαφωτισμού: Είναι μια ιστορία που δείχνει μια πραγματικά σημαντική αλλαγή στην προ σέγγιση του κόσμου, συνδέεται με την αποδυνάμωση και την τελική παρακ μή των θεωρήσεων για την κινητικότητα και ήταν αισθητή από την εποχή της Ρωμα"ίκής Αυτοκρατορίας ή και νωρίτερα. Αυτή είναι μια ιστορική με ταβολή με την οποία ακόμα δεν έχουμε συμβιβαστεί. Μπορεί να μας δηλώ νει ότι οι τελευταίες μάχες έγιναν πέρα από το νόημα του κειμένου και τη δυνατότητα του χώρου.
Α ναστοχαζόμενοι τι συνέβη στο νόημα της απόστασης, πρέπει να ε κλάβουμε αυτή την ιστορική μεταβολή ως κρίσιμο σημείο αναφοράς, α ναγνωρίζοντας ότι προηγείται αρκετά της εξέλιξης των σύγχρονων τε χνολογιών της επικοινωνίας. Αλλά οι τεχνολογικές εξελίξεις στην επικοινωνία έχουν κατ' επέκτα ση εμπλακεί σε μεγάλο βαθμό σε αυτόν το μετασχηματισμό της εμπειρίας. Θα μπορούσαμε να αντιληφθούμε τη σπουδαιότητά τους βασιζόμενοι στην οπτική της κινητικότητας και του νοήματος του κειμένου. Πρώτον, οι τεχνολογίες της επικοινωνίας έχουν συμβάλει στην ουδετεροποίηση του χώρου. Στις παρατηρήσεις του για τα νέα συστήματα μεταφοράς και τις τεχνολογίες των νέων μέσων (ραδιόφωνο και τηλεόραση) , στις αρχές του εικοστού αιώνα, ο Heidegger σχολιάζει με διαύγεια και ενορατικό τητα τη δημιουργία ενός νέου χώρου: «Όλες οι αποστάσεις στο χρόνο
353
12 -
Η Εποχή του Τεχνοπολιτισμο ύ
και στο χώρο συρρικνώνονται.
[...] Ο άνθρωπος ξεπερνά τις μεγαλύτερες
αποστάσεις στο μικρότερο δυνατό χρόνο». 14 Συνέπεια αυτής της τεχνο λογικής καινοτομίας είναι «ένας κόσμος στον οποίο όλα είναι κοντά και συγχρόνως μακριά. Η μείωση των αποστάσεων υπερισχύει>>. 1 5 Ποια εί ναι η αξία αυτής της νέας κατάστασης; Τι συμβαίνει εδώ όταν, ως απο τέλεσμα της εκμηδένισης των μεγάλων αποστάσεων, όλα είναι τόσο μα
κριά και ταυτόχρονα τόσο κοντά; Τι είναι αυτή η ομοιομορφία στην ο ποία το καθετί δεν είναι ούτε μακριά ούτε κοντά - είναι, όπως ήταν, χω
ρίς απόσταση; 16 Αυτά είναι θεμελιώδη ερωτήματα. Η τεχνολογική εξά λειψη των μεγάλων αποστάσεων πραγματικά δίνει μια ψευδαίσθηση εγ γύτητας και οικειότητας. Η τεχνολογικά επινοημένη οικειότητα δεν έ χει να κάνει με την εγγύτητα, γιατί η εγγύτητα δεν εμπεριέχει τη σμίκρυν ση της απόστασης: Αυτό που είναι τουλάχιστον απόμακρο σ' εμάς όσον αφορά στην απόσταση λόγω της aπεικόνισής του στο φιλμ ή του i]χου του στο ραδιόφωνο μπορεί να παραμείνει μακριά από εμάς. Αυτό που δεν είναι μετρήσιμο και είναι μα κριά από μας λόγω της απόστασής του μπορεί να είναι κοντά μας. Η μικρή απόσταση δεν ισούται με την εγγύτητα. Ούτε η μεγάλη απόσταση είναι μια
απόμακρη κατάσταση. 17 Ο κόσμος της ψευδούς τεχνολογικής οικειότητας είναι συγχρόνως κάτι το οποίο τείνουμε να εκλάβουμε «ως κατάργηση της πιθαVΊΊς ύπαρ ξης μιας aπόμακρης κατάστασης». Χωρίς την εγγύτητα δεν μπορεί να υ πάρχει απομάκρυνση -η εγγύτητα είναι αναγκαία για τη «διαιώνιση της απόστασης». 18 Αυτές είναι σημαντικές παρατηρ1Ίσεις, που αντιτίθενται στα κοινότοπα πιστεύω σχετικά με την απόσταση και την εκμηδένισή της.
Αμφισβητούν την παράλογη επιθυμία να αποδυναμωθούν η ανθρώπινη αυταξία και η αξία της απόστασης. Το ερώτημα που αναδύεται είναι εάν υπάρχει κάποιο νόημα -αισθητικό και ηθικό- σε έναν κόσμο που έ χει στερηθεί τόσο την εγγύτητα όσο και την απόσταση. Δεύτερον, οι τεχνολογικές εξελίξεις έχουν συμβάλει σημαντικά στην καταστολή της εμπειρίας στο χώρο, στην απώλεια δηλαδή της προσο χής σε αυτό που είναι το «άλλο» στο χώρο και στο χρόνο. Η τεχνολογι
κή αμεσότητα μπορεί, πράγματι, να μας απομονώσει τελικά από τη δυ νατότητα να έρθουμε σε επαφή με το «άλλο» . Ο Richard Sennett έχει ερ μηνεύσει την εξέλιξη των τεχνολογιών των μεταφορών μέσα από μια τέ τοια οπτική. Παρόλο που στον εικοστό αιώνα, όπως ο Sennett τονίζει, το αυτοκίνητο έχει «απομακρύνει το σώμα από τους χώρους στους ο-
354
ποίους κινείται, η οδήγηση, με το να τοποθετεί το σώμα σε μια προκαθο ρισμένη θέση και με το να απαιτεί μόνο μικρές κινήσεις, καθησυχάζει
σωματικά τον οδηγό». 19 Η τεχνολογική δομή τέτοιων «σφραγισμένων χώρων» μάς έχει επιτρέψει να χειριζόμαστε και να ελέγχουμε αυτό που καταλήξαμε να θεωρούμε «διασύνδεση» με την πραγματικότητα - ένα παθητικά κινούμενο σώμα είναι πιθανό να χάσει κάθε επαφή με τον κό σμο.20 Τα νέα εικονικά δεδομένα -ταξίδια διαμέσου του εικονικού χώ ρου- μπορούν μαζικά να διευρύνουν τέτοιου τύπου δυνατότητες, επει δή προσφέρουν εντελώς καινούργιες διαστάσεις κινητικότητας και συγ χρόνως καθιστούν την απόσταση από τον πραγματικό κόσμο πιο απο τελεσματική ή συστηματική από ποτέ. Πρόκειται για την τελική φάση του «σφραγισμένου χώρου». Ο
Gilles Chatelet επισημαίνει τη
δημιουρ
γία του «θερμοστάτη-πολίτη», που δεν είναι τίποτε άλλο πια από ένα
«σκουλήκι της κυβερνητικής». 21 Αυτό που ο εικονικός πολιτισμός υπό σχεται είναι ένας εναλλακτικός χώρος που θα εκπληρώνει πλήρως την επιθυμία για αποτελεσματική αποσύνδεση και καταφύγιο από τον κό σμο, ένας χώρος ο οποίος θα είναι πιθανό, προς το παρόν ίσως αόριστα, να συνεχίσει να αγνοεί τη διάβρωση της πραγματικότητας του κόσμου. Στον εικονικό χώρο η εξαφάνιση της απόστασης επιτυγχάνεται πλήρως
- η ομοιομορφία ενός χώρου πληροφοριών αντικαθιστά ένα χώρο ζω ντάνιας και εμπειρίας. Η πόλη των bits -ο ειρηνικός τεχνοχώρος- θα ή ταν ο υπέρτατος χώρος διαμονής για το παθητικά κινούμενο σώμα.
Ποιο θα ήταν το μήνυμα της διάβασης σε έναν τέτοιο χώρο; Σύγχρονες μελέτες και αναλύσεις σχετικά με τις εικονικές τεχνολο γίες εστιάζονται στη δυναμική μιας νέας τεχνοπολιτιστικής τάξης - «έ χουμε επανεφεύρει την ανθρώπινη κατοικία», λέει ο William Mitchell. Σε αυτό aντιπαραβάλλουμε το επιχείρημα ότι οι νέες τεχνολογίες μπορεί να συμβάλλουν στη μείωση των αληθινών πηγών της κοινωνικής ζωής και εμπειρίας μέσα από τη διάβρωση της σημαντικής εξωτερικής πραγ ματικότητας. Βέβαια, δεν περιμένουμε ότι η προοδευτική επέκταση των
τεχνολογιών που μειώνουν την απόσταση θα διακοπεί- ένα πολύ μεγά λο τμήμα του πληθυσμού (ίσως οι περισσότεροι από εμάς) μπορεί να α ντλεί ικανοποίηση από την επαγγελία της εικονικής ζωής. Επιπλέον, υ ποστηρίζουμε ότι αυτό που τίθεται ως σημαντικό ερώτημα -η σύγχρονη τάση να εξαφανίσουμε αυτό που είναι «εκεί έξω»- δεν είναι απλώς ένα ερώτημα εξάρτησης από τις τεχνολογίες, αλλά ενέχει βαθύτερες ψυχο λογικές και πολιτιστικές καταβολές. Η αμφισβήτησή μας δεν μπορεί
πραγματικά (είτε έτσι απλά) να αντιτίθεται στις νέες τεχνολογίες. Το ό λο θέμα είναι να έχουμε κατά νου ότι το ερώτημα που αφορά στην τε-
355
χνολογία δεν περιορίζεται στην ίδια την τεχνολογία. Το όλο θέμα είναι
η αντίσταση στους περιοριστικούς και εύκολους όρους με τους οποίους ο τεχνοπολιτισμός συγκροτεί την όλη θεματολογία- τους όρους δηλαδή της προόδου, της προοδευτικής ενδυνάμωσης και του ελέγχου. Οστό
χος είναι να μετατοπιστεί η όλη συζήτηση στο ευρύτερο και πιο απαιτη τικό πεδίο της κοινωνικής και πολιτικής ανάλυσης, όπου τα ιδανικά της οικειότητας, της αμεσότητας και της κοινότητας θα έχουν λιγότερη α ξιοπιστία. Σε αυτό το πεδίο της ανάλυσης, θα μπορούσαμε να θέσουμε ερωτήματα που σχετίζονται με πιο περίπλοκες διαστάσεις και να αμφι σβητηθούν οι κοινωνικές αξίες του τεχνοπολιτισμού. Αν πρόκειται να α ντισταθούμε στη λογική με την οποία η τεχνολογία καθίσταται ο κριτής και το μέτρο όλων των πραγμάτων, τότε χρειαζόμαστε, πάνω από όλα,
να διασφαλίσουμε ένα κριτικό πνευματικό πλεονέκτημα που να μην υ πάγεται στον έλεγχό της. Ας σκεφτούμε τώρα τι είναι εκείνο που αμφισβητείται σε σχέση με το ζήτημα του χώρου και της απόστασης. Ο τεχνοπολιτισμός ήδη μας μιλά για νέες δυνατότητες κινητικότητας και «εξ αποστάσεως παρουσίας», για αφάνταστα ταξίδια στον κυβερνοχώρο, καθώς και για εικονικές συ ναντήσεις με αυτούς που αποκαλούνται «κυβερνοναύτες» σε νέες, ηλε
κτρονικές περιοχές συνάθροισης. Θεωρούμε ότι είναι αναγκαίο να σκε φτούμε τη φύση αυτών των ταξιδιών σε συμπιεσμένο χώρο και χρόνο και, επιπλέον, είναι αναγκαίο να το κάνουμε στο πλαίσιο ενός ευρύτερου α ναστοχασμού σχετικά με το νόημα της διάβασης. Για το τεχνολογικό σύ στημα φαίνεται ότι η αναζήτηση νέων δυνατοτήτων μπορεί να αποδει χτεί ότι μακροπρόθεσμα σχετίζεται με την εξάλειψη άλλων δυνατοτή των. Αυτό που ο εικονικός πολιτισμός αναζητά να θεμελιώσει είναι ένα
χωροταξικό περιβάλλον στο οποίο η διαφορά μεταξύ της διαπροσωπι κής και της εξ αποστάσεως επικοινωνίας εξαλείφεται, κάποια μορφή χώρου στον οποίο η άμεση επικοινωνία ανάγεται σε υπόδειγμα για κάθε μορφή επικοινωνίας (για τον Αλ Γκορ, το Διαδίκτυο αποτελεί «ένα εί δος παγκόσμιου φόρουμ» και το όλο θέμα είναι «να μοιράζεσαι πληρο φορίες, να συνδέεσαι και να επικοινωνείς ως μέλος μιας παγκόσμιας
κοινότητας» ).22 Ο κόσμος «εκεί έξω» γίνεται αντιληπτός ως η εικόνα ε νός κόσμου οικειότητας και κοινότητας (ενός κόσμου συναίνεσης). Εί ναι ένας κόσμος που έχει συρρικνωθεί στις περιοριστικές διαστάσεις αυ τού που είναι γνωστό και οικείο και προβλέψιμο. Αυτός είναι ένας χώ ρος που η απόσταση και η ετερότητα μετατρέπονται σε μια ψευδεπί γραφη εγγύτητα και σε μια κίβδηλη σχέση. Από αυτή την οπτική , λοι πόν, λέμε ότι το πρόταγμα του τεχνοπολιτισμού εκλαμβάνεται σαν κάτι
που εξασφαλίζει κάποιο μαγικό έλεyχο στην απόσταση και στη φαντα
σιακή διασπαστική δυναμική της. Ο εικονικός πολιτισμός λειτουργεί για να ακυρώνει το νόημα της διάβασης. Ποια είναι η αξία της απόστασης; Και σε ποια βάση θα μπορούσα με να διασώσουμε το νόημα της απόστασης; Ο Gabriel Josipovici προ σφέρει μια απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα στο βιβλίο του
Touch.
Στο
χαζόμενος πάνω σε αυτά τα οποία αξιολογεί θετικά ως τις εμπειρικές πι θανότητες της απομόνωσης, μας ζητά να αναλογιστούμε την περίπτωση της «εξ αποστάσεως θεραπείας». Για να σκιαγραφήσει το επιχείρημά
του ότι η αίσθηση και το νόημα μπορούν να επιτευχθούν από απόσταση , ο J osipovici αναφέρεται στην εμπειρία του προσκυνήματος ως εξής: Ένα ταξίδι μέσα στην εμπειρία. Όταν ο προσκυνητής κατέφθασε στον ιερό
τόπο στο τέλος του μακρινοv του ταξιδιου, αυτό δεν ήταν τόσο μια προσπά θεια να γεφυρώσει την απόσταση που τον χώριζε από τον ιερό τόπο, όσο μια
εσώτερη απόπειρα να κάνει αυτή την απόσταση κατανοητή.23
Ο Josipovici, βέβαια, αναγνωρίζει ότι ή έλευση της νεωτερικότητας υποβάθμισε το νόημα του προσκυνήματος, μετατρέποντας την απόστα ση σε εχθρό. Παρ' όλα αυτά, πιστεύει ότι αυτή η στάση έχει τις κατα βολές της στη σχέση του σώματος με τον κόσμο και πιστεύει επίσης ότι
η απόσταση μπορεί, ακόμα και στη σύyχρονη κοινωνία, να αξιοποιηθεί σαν μια υπαρξιακή διέξοδος. Ο Josipovici αναφέρεται στη δική του τά ση, στην περίπτωση της πρώτης του επίσκεψης στο Λος Άντζελες, να βάλει το χέρι του στα νερά του ωκεανού . Γιατί, αναρωτιέται, αισθάνθη κε την ανάγκη να τον ακουμπήσει και όχι μόνο να τον δει; Η ανάμνηση της πράξης μου εκείνη τη μέρα με βοηθά να εγκαθιδρuσω την
απόστασή της από το τώρα, την ετερότητά της, την απίστευτη ευρuτητα και την παλαιότητά της, και έτσι καθιστά αληθινή σ' εμένα την παρουσία της σε έναν κόσμο τον οποίο επίσης κατοικώ και με βοηθά να επιβεβαιώσω ό
τι θα παραμείνει αρκετά «άλλος» από όλες τις άλλες φαντασιώσεις μου. 24 Μπορεί ακόμα να υπάρχει μια σπουδαία και πλήρης νοήματος σχέ ση με την απουσία. Από το να κυνηγάμε την τεχνολογική κατάργηση της απόστασης, υποστηρίζει ο Josipovici, είναι καλύτερο να προσπαθή σουμε να τη «φέρουμε στη ζωή». Ο J osipovici θέτει σημαντικά θέματα τα οποία αφορούν στην ποιό τητα της ετερότητας που σχετίζεται με την απόσταση. Στο πλαίσιο του συσσωρευμένου εικονικού ιδανικού των εκατομμυρίων στενών «διασυν-
357
δέσεων» μέσα σε κοινότητες που «μοιάζουν με τον εγκέφαλο», θα πρέ πει να λάβουμε σοβαρά υπόψη το κρίσιμο σημείο ότι όλες οι πραγματι κές εμπειρίες είναι εμπειρίες του «άλλου». Και πρέπει προσεκτικά να δούμε το ενδιαφέρον του Josipovici σχετικά με αυτό που συμβαίνει όταν η απόσταση εξαλείφεται. «Να καταργήσεις το πραγματικό ταξίδι», ση
μειώνει, «με όλους τους συναφείς κίνδυνους και τα κίνητρα, με όλους τους πειρασμούς και τις aποπλανήσεις του, ισοδυναμεί με το να καταρ
γείς την εξ αποστάσεως θεραπεία». 25 Και είναι τόσο βέβαιος, ώστε να ι σχυρίζεται ότι «δεν υπάρχει υποκατάστατο για την εξ αποστάσεως θερα πεία» (όταν η θεραπεία καταργήθηκε, αυτό που την αντικατέστησε ήταν η ψευδο-θεραπεία της τεχνολογίας). Αλλά οποιαδήποτε κι αν είναι τα προσόντα της, υπάρχει συγχρόνως ένα θεμελιώδες πρόβλημα με αυτό το επιχείρημα, επειδή η σκέψη του J osipovici διακατέχεται από μια νο σταλγία. Αυτό στο οποίο εμμένει για το παρόν είναι απλώς το απομει
νάρι αυτού που θεωρεί ότι ήταν ευρέως διαθέσιμο στο προ-νεωτερικό παρελθόν. Εμπιστευόμαστε και θεωρούμε τα αποτελέσματα της προό
δου ως τη λογικ1Ί οικειοποίηση του κόσμου και τη γνώση του με άλλους τρόπους, που σημαίνει ότι ταυτόχρονα χάνουμε ένα μέρος της εμπειρίας
και της φαντασίας. Το ουσιαστικό ενδιαφέρον του Josipovici φαίνεται ό τι σχετίζεται με την επαναξιολόγηση της ετερότητας που ενυπάρχει στο Θεό και στη Φύση. Αλλά σπάνια μπορούμε να πιστέψουμε ότι το θε'ίκό μυστήριο ή η ρομαντική μεγαλοπρέπεια μπορούν ακόμα να μας προ
σφέρουν μια σπουδαία πνευματική ή υπα(>ξιακή εστίαση. Αυτός, βε βαίως, δεν μπορεί να είναι ο τρόπος για να ανα-νοηματοδοτήσει κανείς την απόσταση. Δεν παρέχει καμία ουσιαστική εναλλακτική οπτική στην ατζέντα του τεχνοπολιτισμού.
Η διάσωση της απόστασης τώρα μπορεί να επιτευχθεί μόνο στο πλαί σιο ενός κοινωνικού και πολιτικού προτάγματος. Πρέπει να προωθηθεί ως μια πολιτική εναλλακτική στο ολοκληρωτικό όραμα της εικονικής οι κειότητας, της εξοικείωσης και του κοινοτισμού, μια εναλλακτική στην η πιότητα του «συνδέειν» και του «δεσμεύειν» στον κυβερνοχώρο και στην πεπαλαιωμένη εξιδανίκευση των «παγκόσμιων συζητήσεων» στο Δια
δίκτυο. Παρά την αγνή πρόθεσή του για συμμετοχή, συνεργασία, αμοι βαιότητα κτλ., παραμένει ένα άχρηστο όραμα, ένα εντελώς aντικοινω νικό και aντιπολιτικό όραμα. Γιατί ο κυβερνοχώρος, με τις εκατομμύρια μικρές συναινούσες κοινότητες, είναι ένα μέρος όπου θα πας για να βρεις την επιβεβαίωση και την τόνωση της ταυτότητάς σου, η κοινωνι κή και πολιτική ζωή όμως δεν μπορεί να υπάρχει μόνο με την επιβε βαίωση και την τόνωση. Χρειάζεται την απόσταση. Το κρίσιμο σημείο
του Josipoνici που αφορά στην ετερότητα είναι ότι αντιπροσωπεύει κά τι που βρίσκεται πέρα από τη φαντασία μας. Και αυτό το «πέρα», νομί ζουμε, είναι ζωτικής σημασίας όχι μόνο για τα είδη των εμπειριών που προκαλεί ο J osipoνici αλλά και για τις κοινωνικές εμπειρίες των ανθρώ πων. Οι συναντήσεις με άλλους δε θα έπρεπε να γίνονται για την επιβε βαίωση, αλλά για τη μετατροπή. Μπορούμε να τις αναλογιστούμε, ακο λουθώντας τον
Christopher Bollas,
με τους όρους των σχέσεων που με
ταλλάσσουν τα αντικείμενα - οι άλλοι προσφέρουν την πιθανότητα μιας
σχέσης που δεν εξαντλείται στην κατοχή, αλλά «στο πλαίσιό της το α ντικείμενο καταδιώκεται για να παραδοθεί σε αυτt1ν σαν ένα μέσο που
θα αλλάξει τον εαυτό». 26 Μια τέτοια σχέση απαιτεί την αποκήρυξη των ναρκισσιστικών επιθυμιών που εμπλέκονται ή ελέγχουν το αντικείμενο -δηλαδή απαιτεί την αναγνώριση των ουσιαστικών ετεροτήτων και των
δυνατοτήτων για την εμπειρία που προέρχονται από την απόσταση. Η διάσωση της απόστασης συνδέεται με την εμπειρία της αλλαγής - αυτό είναι κάτι ζωτικό αν υπάρχει νόημα στη διάβαση. Αυτό που επικαλούμαστε εδώ λοιπόν ως ριζοσπαστική εναλλακτική πρόταση στη νέα πολιτική της εικονικής κοινότητας είναι αυτό που η Ιήs
Marion Young περιγράφει σαν μια πολιτική
«που γίνεται αντιληπτή ως
μια σχέση μεταξύ ξένων που δεν καταλαβαίνει ο ένας τον άλλο σε μια υποκειμενική και άμεση αίσθηση, μια σχέση που συνδέεται με το χρόνο
και την απόσταση». 27 Ο πολιτισμός της δημοκρατίας θεμελιώνεται πράγ ματι στις διαφορές και τις αποστάσεις μεταξύ των ξένων,. των διαφορε
τικών. Σκεφτείτε την καταλυτική διατύπωση του Jacques Ranciere, που υποστηρίζει ότι «Ο δημοκρατικός διάλογος[ ... ] μοιάζει με τον ποιητικό
διάλογο, όπως ορίζεται από τον Mandelstam: Ο συνομιλητής είναι α παραίτητος για το διάλογο, αλλά το ίδιο απαραίτητη είναι και η αορι στία του συνομιλητή, το απρόβλεπτο της έκφρασής του» (ένας συνομι
λητής δεν είναι συνεργάτης). 28 Η δημοκρατία είναι ένας διάλογος που προϋποθέτει τη διαφωνία: Η θλίψη είναι το πραγματικό μέτρο της ετερότητας, το φαινόμενο που συν
δέει τους ομιλητές ενώ συγχρόνως τους κρατά σε απόσταση μεταξύ τους. Εδώ πάλι αυτό που λέει ο Mandelstam για την ποιητική συνομιλία μπορεί να εφαρμοστεί και στην πολιτική: Δεν είναι θέμα ακουστικής αλλά απόστα σης. Είναι η ετερότητα που προσφέρει νόημα στα παιχνίδια της γλώσσας, κι όχι το αντίστροφο. Για παράδειγμα, τα οράματα μιας νέας πολιτικής που βασίζονται σε μια περιορισμένη και γενικευμένη ετερότητα και σε πολλα πλά δίκτυα τα οποία αναπροσανατολίζουν τις πηγές της επικοινωνιακής
μηχανής είχαν τα απογοητευτικά αποτελέσματα που όλοι γνωρίζουμε.29 359
Σε αντίθεση με το συναισθηματικό ιδανικό της συναίνεσης και της κοινότητας, είναι απαραίτητο να προστατεύουμε τις πιο υγιείς αρχές της σύγχρονης δημοκρατίας, «μια συνένωση που μπορεί να αναδι:θεί μόνο από τη σύγκρουση»: «Η δημοκρατία δεν είναι ούτε συμβιβασμός μετα
ξύ των συμφερόντων ούτε η διαμόρφωση της κοινής · βούλησης. Το εί δος του διαλόγου της είναι αυτό μιας διαιρεμένης κοινότητας». 30 Σε αυ τούς που αναγνωρίζουν και αποδέχονται αυτή την αγωνιστική βάση στην
πολιτική κουλτούρα τα ιδανικά του νέου τεχνοπολιτισμού πρέπει σίγουρα να φαίνονται και aποπροσανατολιστικά και ακατανόητα. Πρέπει να επι μένουν στο να κρίνουν τις φιλοδοξίες και τα επιτεύγματα του εικονικού πολιτισμού σύμφωνα με το μέτρο του άλλου, των αντιμαχόμενων αρχών.
ΠΑΓΚΟΣΜΙΕΣ ΠΟΛΕΙΣ: ΠΡΟΣ ΕΝΑ ΔΟΜΗΜΕΝΟ ΧΩΡΟ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣ
Αναλογ(ζομαι το χάος, τους νομάδες, τους Άραβες, τους Αλγερινούς, τους
μαύρους, τους εβρα(ους, τους περιθωριακούς, τους εξόριστους, τον Σαντάμ Χουσεtν, τον Καντάφι, τους μετανάστες... Η λ(στα δεν έχει τέλος.
Rosalind Belben, Choosing Spectacles Ας επιστρέψουμε στην Πόλη τωv Bits του William Mitchell και ας σκε φτούμε αυτές τις γενικές ερωτήσεις περί τεχνολογίας, χώρου, πολιτι σμού και πολιτικής από μια άλλη οπτική. Σε αυτό το τμήμα της ανάλυ σής μας για την «ειρήνευση» του χώρου θα ασχοληθούμε με τις εξελίξεις
στον αστικό χώρο. Συγκεκριμένα, θέλουμε να αναλογιστούμε τις σύγ χρονες αλλαγές που συνδέονται με την ιδέα της παγκόσμιας πόλης. Θα αντιτεθούμε για μία ακόμα φορά στην ατζέντα του τεχνοπολιτισμού, η
οποία στην προκειμένη περίπτωση συνδέει την αστική παγκοσμιοποίη ση σχεδόν αποκλειστικά με την αναγκαιότητα της αποκαλούμενης «πό λης των πληροφοριών» ή εικονικής πόλης. Στο τεχνολογικό όραμα θέ λουμε να αντιπαραθέσουμε μια εναλλακτική ατζέντα, επειδή εκλαμβά νει την παγκόσμια πόλη με όρους διαφορετικών δυνατοτήτων και αρ κετών άλλων κοινωνικών και πολιτικών αξιών. Καταρχάς, πώς πρέπει να σκεφτόμαστε την παγκόσμια πόλη; Σαν μια
πληροφοριακή ή μια εικονική πόλη; Αυτή η ερμηνεία γρήγορα και εύ κολα έχει κυριαρχήσει. Οι γνωστοί υπέρμαχοι της νέας εικονικής aστι κοποίησης θέλουν να μας εντυπωσιάσουν επικαλούμενοι την κοινωνική και πολιτική δυναμική αυτών που αποκαλούν «πόλεις πραγματικού χρό νου» και «εικονικούς αστικούς χώρους». Αδυνατούν να μας πείσουν ότι
τα νέα τεχνολογικά συστήματα μπορούν ριζοσπαστικά και επ' αγαθώ
να αλλάξουν την αστική ζωή και εμπειρία. Αλλά θα έπρεπε να ρωτάμε τι είδους όραμα ή ουτοπία είναι αυτό που θέλουν να αγοράσουμε. Τι εί δους αστική ζωή θα αναδυόταν στην εικονική πόλη; Και σε ποιο βαθμό το όραμα της πληροφορικής ανταποκρίνεται στις πραγματικότητες της παγκόσμιας μεταβολής στο σύγχρονο αστικό περίγυρο; Ο τεχνολογικός aστισμός καθοδηγείται από τη φαντασία της ιστορι κής προόδου μέσα από την οποία η πραγματικότητα του υπάρχοντος α στικού περιβάλλοντος πρόκειται να ξεπεραστεί ή να αντικατασταθεί.
Στον πυρήνα της αυτή η προσέγγιση ενδιαφέρεται για την ατομική και την κοινωνική «ελευθερία», η οποία μπορεί να κατακτηθεί μέσα από ου σιαστικές εναλλαγές ή αλληλεπιδράσεις στην πόλη των πληροφοριών. Στην Πόλη τωv Bits ο
Mitchell δίνει μια από τις πιο πλήρεις διατυπώσεις
του οράματός του για την «κυβερνοπόλη>> - αναμένοντας, όπως το βλέ πει, το νέο είδος κοινότητας στην οποία «εμείς οι άνθρωποι-μηχανές» θα ανήκουμε όταν οι κοινότητες θα βρουν το κοινό τους έδαφος στον κυ βερνοχώρο παρά σε ένα στέρεο έδαφος, μια teπa firma. Ο Mitchell υπο στηρίζει ότι πρέπει τώρα «να αντιληφθούμε ένα νέο aστισμό, απελευθε ρωμένο από τους περιορισμούς του φυσικού χώρου». Αυτό είναι που φαντάζεται στη μελλοντική «πόλη των
bits»:
Αυτή θα είναι μια πόλη χωρίς σημάνσεις σε κανένα καθορισμένο σημείο στην επιφάνεια της γης, διαμορφωμένη από τη συνδεσιμότητα και από τους πε
ριορισμούς του εύρους των συχνοτήτων περισσότερο παρά από την προσβα σιμότητα και την αξία της γης. Θα είναι κυρίως μη συγχρονισμένη στον τρό πο της λειτουργίας της και κατοικημένη από άτομα aποχωρισμένα και κατα κερματισμένα από το σώμα τους, άτομα που θα συγκροτούν συλλογές ψευ δώνυμων και φορέων. Τα μέρη της θα είναι δομημένα εικονικά, από λογισμι κό αντί από πέτρες και ξύλα, και θα συνδέονται με λογικούς συνδέσμους πα ρά με πόρτες, διαδρόμους και δρόμους.
Ο
Mitchell υποστηρίζει με ενθουσιασμό ότι το «πιο κρίσιμο θέμα που
βρίσκεται μπροστά μας» είναι αυτό «του να φανταζόμαστε και να δημι
ουργούμε ψηφιακά μεσοποιημένα περιβάλλοντα για τη ζωή και τα είδη
των κοινοτήτων που θέλουμε να έχουμε». 31 Μια τέτοια φαντασίωση και κατασκευή πρέπει οπωσδήποτε να έχει σοβαρές συνέπειες στις χωρο ταξικά εδραιωμένες μορφές της κοινωνικής οργάνωσης - και, συγκεκρι μένα, σε αστικές μορφές όπως τις γνωρίζουμε για τουλάχιστον τρεις χι λιάδες χρόνια. Όταν επίμονα καλεί σε συνάθροιση συμμετέχοντες με ψευ δώνυμα και φορείς και μιλάει για όνειρα λογικών συνδέσμων, ο
Mitchell
αισθάνεται άνετα και είναι σίγουρος για το συμπέρασμά του ότι «η ιδέα της πόλης αμφισβητείται και πρέπει τελικά να επανακαθοριστεί»- ότι δηλαδt1 τα ιστορικά επιτεύγματα του αστικού πολιτισμού και της αστυ κότητας (urbanity) μπορούν τελικά να μπουν στο ράφι της Ιστορίας. Ο Mitchell προτίθεται λοιπόν να μας πείσει ότι το μέλλον σχετίζεται με τη δημιουργία της εικονικής εναλλακτικής των «εύκαμπτων πόλεων»
(soft cities)
και ότι σε αυτό το μελλοντικό περιβάλλον πληροφοριών
πρωταρχικό μας καθήκον θα είναι «να ανακαλύψουμε με ποιο τρόπο οι κοινότητες του κυβερνοχώρου μπορούν να λειτουργήσουν δίκαια και ι κανοποιητικά». Στη θεμελίωση της νέας τάξης των «προγραμματιζόμε νων περιοχών» φαίνεται ότι οι κρίσιμες αποφάσεις έχουν καταστεί τεχνι
κές και οργανωτικές και αφορούν στις επιλογές που πρέπει να γίνουν με ταξύ των εναλλακτικών δικτύων τα οποία συναπαρτίζουν τους διασυν δεόμενους υπολογιστές και μεταξύ των ανταγωνιστικών αρχιτεκτονικών του κυβερνοχώρου. Ο Mitchell έχει συρρικνώσει το ερώτημα του αστι κού (ή μετα-αστικού) μέλλοντος σε ένα εντελώς τεχνολογικό ζήτημα το εικονικό του πρόταγμα επιζητεί να εκφράζουμε τη δράση μας μόνο μέσα στους άγονους και περιοριστικούς τεχνολογικούς όρους που καθο
ρίζονται από τον τεχνοπολιτισμό. Αυτό που θέλουμε να aποσαφηνίσου με στην όλη ανάλυση που ακολουθεί είναι η φαντασιακή και πολιτική έν δεια αυτού του μελλοντικού προτάγματος της τεχνολογικής προόδου που ασχολείται με την εικονική υπέρβαση του αστικού «προβλήματος». Θέλουμε να τοποθετήσουμε τον αδύναμο διάλογο όσον αφορά στην ει κονική πόλη εκεί όπου ανήκει, δηλαδή στο ευρύτερο και πιο υγιές πλαί σιο του σύγχρονου αστικού πολιτισμού και της πολιτικής. Στο ιστορικό
αυτό πλαίσιο της αστικής νεωτερικότητας -θα μπορούσαμε να πούμε ό τι έχουν υπάρξει δύο σημαντικές όψεις της σύγχρονης αστικής αισθητι κής- μπορούμε να εδραιώσουμε ένα μέτρο σπουδαιότητας του εικονι κού αστισμού. Επιπλέον, και ίσως πιο αποφασιστικά, να ανανεώσουμε μια αίσθηση για τις περίπλοκες και προκλητικές δυνατότητες της αστυ κότητας, που δεν περιλαμβάνονται καν στα οράματα του κυβερνοχώρου. Πρώτον, ας αναλογιστούμε τι αναδύθηκε στον πολεοδομικό σχεδια
σμό του εικοστού αιώνα ως η κυρίαρχη έκφραση του αστικού μοντερνι σμού. Αναφερόμαστε στην ορθολογική όψη της σύγχρονης πολεοδομίας που έχει καθοδηγηθεί από την επιθυμία να επιβληθεί τάξη στην ταραγ μένη πραγματικότητα του αστικού χώρου. Η Christine Boyer, στο πλαί σιο αυτό, έχει αναφερθεί στην ιδιαίτερη αξία του Le Corbusier: «Οι πα ραδοσιακοί ελικοειδείς δρόμοι (κατά την άποψή του) δεν μπορούσαν για πολύ να κυριαρχήσουν στην υλική τάξη της πόλης, πρέπει να υπάρχει
κάποια αλλαγή, τόσο στην πόλη όσο και στην ευρύτερη περιοχή, η ο ποία να καταλήγει σε μια συνεκτική και ενωτική τάξη». Η επιτακτική α νάγκη ήταν να ρυθμιστεί και να ελεγχθεί ο αστικός χώρος. Στο «δομη μένο και ουτοπικό σύνολο» της σύγχρονης πόλης «η αταξία αντικατα στάθηκε από τη λειτουργική τάξη, η ποικιλία από τη συνεχόμενη επανά
ληψη και η έκπληξη από την ομοιόμορφη προσδοκία». 32 Σε αυτό τον α γώνα για την επιβολή της τάξης και της συνοχής, ο Le Corbusier ανα ζητούσε να ενεργοποιήσει τη δύναμη ενός ορθολογικού οράματος. Στο σχέδιό του για τον πανοραμικό έλεγχο, η τάξη συνδεόταν με την ορατό τητα και τη διαφάνεια. Αυτή ήταν η «Ακτινωτή Πόλη». «Αναβιώνοντας το μύθο της "διαφάνειας" των τελών του δεκάτου ογδόου αιώνα τόσο στο χώρο όσο και στην κοινωνία», όπως παρατηρεί ο
Anthony Vidler,
«Οι μοντερνιστές επικαλέστηκαν την εικόνα της γυάλινης πόλης, με τα αόρατα κτήρια σε μια ανοιχτή κοινωνία. Ο "χώρος" που θα προέκυπτε θα ήταν ανοιχτός, aπείρως εκτεταμένος, και άρα aπαλλαγμένος από ό
λες τις πνευματικές οχλήσεις». 33 Άρα η υποστήριξη του καταναγκασμού για την επιβολή της τάξης α ποτέλεσε τον αγώνα για να επιτευχθεί η αποσύνδεση και η απόσταση α πό την αταξία του αστικού χώρου. Οι μοντέρνοι αρχιτέκτονες, όπως ο
Le Corbusier, αποσκοπούσαν στο να «Καταστείλουν οτιδ1Ίποτε μισούσαν στην πόλη» 34 (και, βέβαια, ό,τι μισούσαν μας λέει πολλά για το χαρα κτήρα τους). Δεν ήθελαν να έχουν καμία σχέση με αυτό που aποστρέφο νταν, όπως η σύγχυση και η αναταραχή (πάλι έχουμε να κάνουμε με το φόβο κάποιων «aνησυχητικών σκιών» και του «αδιανόητου χάους»). Ό πως ο Richard Sennett έχει υποστηρίξει, η σύγχρονη πολεοδομία ευθυ γραμμίζεται με τις σύγχρονες τεχνολογίες: «Έχει από καιρό συνωμοτή σει να ελευθερώσει το σώμα από την αντίσταση ... Με το να αποδυναμώ νει την αίσθηση της aπτής πραγματικότητας και να καθησυχάζει το σώ
μα, συνεχώς αναζητά να επιτύχει μια κατάσταση "aποσύνδεσης από το
χώρο" και "αποευαισθητοποίησης"». 35 Καταγράφεται, έτσι, μια προο δευτική απόσυρση από τον αστικό χώρο και μια απώλεια επαφής με τον πολιτισμό του άστεως. Αμφότερα αποδίδονται σε μια θεμελιώδη άρνη ση της πραγματικότητας του άστεως. «Η γεωγραφία της σύγχρονης πό λης», σημειώνει ο
Sennett, «ως σύγχρονη τεχνολογία, επαναφέρει τα βα
θιά εδραιωμένα προβλήματα του δυτικού πολιτισμού στην αναζήτηση χώρων για το ανθρώπινο σώμα, η οποία μπορεί να γνωστοποιήσει το έ
να ανθρώπινο σώμα στο άλλο». 36 (Ο Sennett θεωρεί κρίσιμο αυτό που είναι η εμπειρία της μετάβασης από τον αστικό χώρο -η ανάγκη για το αστικό σώμα να aφυπνιστεί από την ενόχληση που το ίδιο προκαλεί:
«Γιατί, χωρίς την ενοχλητική αίσθηση του εαυτού μας», ρωτά ο
Sennett,
«τι θα σπρώξει τους περισσότερους από εμάς στο να στραφούμε στον άλ λο, να γευτούμε την εμπειρία του Άλλου;»37) Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, είναι δύσκολο να διακρίνουμε κάτι που είναι σημαντικά καινούργιο ή καινοτόμο στην ατζέντα της εικονικής πο λεοδομίας. Θα λέγαμε ότι συνεχίζει και διαιωνίζει, στις μέρες μας με μέ σα της μικροηλεκτρονικής, το μακρόχρονο πρόταγμα του κυρίαρχου α
στικού μοντερνισμού. Απλώς επεκτείνει το πρόταγμα για να εγκαθιδρύ σει την τάξη και τη συνοχή, αυτή τη φορά σε ένα υποκατάστατο ή σε έ ναν πληρεξούσιο ηλεκτρονικό χώρο. Αυτές είναι τεχνολογίες οι οποίες -με νέους τρόπους και ίσως σε έναν πρωτόγνωρο βαθμό- υπόσχονται α ποσύνδεση και απομόνωση από τη μόλυνση της πραγματικότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, αναλογιστείτε την προσδοκία του Mitchell ότι «όσο τα δίκτυα και οι εφαρμογές της πληροφορικής προσφέρουν νέα είδη υπη ρεσιών, θα μειώνονται οι πιθανότητες να ξεπεραστούν». Ή συλλογιστεί
τε την παλαιότερή του διατύπωση ότι «θα θέλαμε να μείνουμε μακριά α πό επικίνδυνα μέρη, όπως τα πεδία των μαχών ή η νότια πλευρά του Σι κάγου». Το περίφημο μετα-αστυακό όραμα αποδεικνύεται ότι είναι η οι
κεία αντι-αστυακή φοβία και προκατάληψη. Ο κλειστός και αεροστεγής κόσμος του παθιασμένου με την τεχνολογική φαντασία Mitchell δεν α ντιπροσωπεύει τίποτα περισσότερο από το μεσουράνημα ενός μακρο χρόνια εδραιωμένου προγράμματος για την «αστική ειρήνευση». Αλλά σε αυτό το μεσουράνημα, όπως ο Paul Virilio έχει πειστικά υποστηρίξει, η πόλη μπορεί τελικά να χαθεί. «Και χάνοντας αυτή την πόλη», συμπε ραίνει ο Virilio, «θα έχουμε χάσει τα πάντα». 38 Για να καταλάβουμε τι θα χανόταν, πρέπει να σκεφτούμε την άλλη όψη του αστικού μοντερνισμού. Αυτό είναι το ζήτημα της σύγχρονης α στικής αισθητικής που έχει αγκαλιάσει τη σύγχρονη πόλη. Πρόκειται για μια αναζήτηση των δυνατοτήτων που είναι σύμφυτες με την υπερβολή και την αταξία της σύγχρονης πόλης. Αυτή η άποψη έχει τοποθετήσει μια αξία στην ενσωματωμένη και στατική παρουσία στην πόλη -ένα εί δος οντολογίας και ηθικής του δρόμου. Εκείνες που είναι προνομιούχες είναι οι ριζοσπαστικές εμπειρικές πιθανότητες της επαφής και της συ νάντησης στον αστικό χώρο. Αυτή είναι η πόλη της ζωτικής aταξίας.
Είναι αυτή που περιγράφεται από τον ρίς ιδιότητες.
Robert Musil
στον Αvθρωπο χω
Είναι η πόλη της aσυνέχειας, της αλλαγ1iς, [η πόλη] που γέρνει μπροστά, χωρίς βηματισμό, [η πόλη] των πτώσεων πραγμάτων και σχέσεων και των α-
πύθμενων σημείων σιωπής στο ενδιάμεσο, [είναι η πόλη] των λιθόστρωτων
δρόμων και της αγριότητας, ενός μεγάλου ρυθμικού παλμού και της συνε χούς ασυμφωνίας και εξάρθρωσης όλων των αντίπαλων ρυθμci>ν. Πρόκει ται για ένα σύνολο που μοιάζει με έξαψη, ένα υγρό με φούσκες σε ένα όχη μα που περιέχει το στέρεο υλικό των κτηρίων, των νόμων, των ρυθμίσεων
και των ιστορικci>ν παραδόσεων. 39 Σαν μια απόμακρη κραυγή από τη συνοχή και την τάξη της εικονι κής αστυκότητας, η πόλη του
Musil
είναι τέτοια ώστε στο χώρο της οι
δρόμοι πάλλονται άτακτα και χαοτικά. Θα μπορούσαμε ίσως να επικα λεστούμε τον έντονο προβληματισμό του Walter Benjamin για τον α στικό πολιτισμό στη Νάπολη, όπου ασχολείται με το νόημα της διάβα σης και τις πιθανότητες της εμπειρίας στο χώρο. Ο
Benjamin περιγρά
φει τη Νάπολη ως μια πόλη εν κινήσει, μια πόλη όπου η ζωή και οι δρα στηριότητες είναι «διάσπαρτες, πηγαίες και ανακατεμένες». «Η παρουσία
πηγών είναι ο ανεξάντλητος νόμος της ζωής σε αυτή την πόλη». 40 Ο Howard Caygill αναλύει χαρακτηριστικά τις εμπειρίες του Benjamin στο πέρασμά του από τη Νάπολη. Αυτή γίνεται αντιληπτή ως μια πόλη δρόμων και διασταυρci>σεων όπου τα πράγματα εμφανίζονται απρόβλεπτα και εξαφανίζονται... Είναι ένα μέρος όπου τα χωροχρονικά όρια της εμπει
ρίας βρίσκονται σε μια διαδικασία συνεχούς αλλαγής, όχι σύμφωνα με ένα σχέδιο, αλλά σύμφωνα με aυτοσχεδιασμούς των οποίων τα κίνητρα παρα
μένουν ανεξιχνίαστα και των οποίων οι συνέπειες είναι απρόβλεπτες. 41 Σε αυτό τον αστικό χώρο -«μια ταραχή ξαφνικών μεταπτώσεων, συ γκερασμών και αυτοσχεδιασμών»- «το καθετί βρίσκεται σε μια συνεχή
διαδικασία ασυνεχούς μεταλλαγής» . 42 Πρόκειται για μια μεγάλη διαφο ρά από τον εικονικό χώρο, καθώς αρνείται τις φαντασίες της εικονικής υπέρβασης. Η πόλη είναι εκεί όπου το πέρασμα είναι γεγονός, και μά λιστα πλήρες σημασίας.
Αυτό που ερωτάται λοιπόν δεν είναι απλώς το νόημα της προόδου των εικονικών τεχνολογιών. Είναι ο βαθμός στον οποίο το τεχνολογικό ιδανικό της εικονικής πόλης θα κατορθώσει να βοηθήσει τις πολιτικές
αρχές της αστυκότητας. Μπορούμε να δούμε το θέμα σαν να είναι η ά μυνα των αστικών αξιών. Λαμβάνοντας υπόψη την παρατήρηση του Bog-
dan Bogdanovic για την πόλη ότι είναι «ένα εργαλείο για τη σκέψη» ,43 το ζήτημα είναι να ενισχύσουμε τη θέση της πραγματικής πόλης, σε α ντίθεση με την άποψη ότι το εικονικό δίκτυο είναι εκείνο που προωθεί
και ενθαρρύνει τη σκέψη (το δίκτυο επίσης είναι ένα εργαλείο της σκέ-
ψης και η κριτική μας για την «πόλη των bits» επιδιώκει να δώσει έμφα ση σε τέτοιους περιορισμούς). Υπερασπιζόμαστε την πόλη των ημερών μας, αφού δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στο παρελθόν ή να επικαλεστούμε τον «κλασικό» μοντερ νισμό του
Musil ή του Benjamin. Όμως το επιχείρημά μας δεν μπορεί να
βασιστεί στη νοσταλγία. Το ερώτημα είναι αν, στην αρχή του εικοστού πρώτου αιώνα και στις συνθήκες του αστικού μετασχηματισμού, μπορού με να βρούμε τη βάση για μια νέα πολιτική της πόλης. Θέλουμε να υ πογραμμίσουμε τι θεωρούμε ότι είναι απαραίτητο για να επιτευχθεί μια τέτοια αστυκότητα, τις δυνατότητες που αναδύονται μέσα από τις σύγ χρονες διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης του άστεως. Πρόκειται για
δυνατότητες που επί του παρόντος βρίσκονται σε αυτά τα μέρη του α στικού χώρου τα οποία η εικονική φαντασίωση αρνείται και αποκηρύσ σει. Επικεντρωνόμαστε σε αυτό που φαίνεται σαν μια ταραχώδης εναλ λακτική πρόταση στο καθησυχαστικό όραμα της εικονικής τάξης εναλλακτική πρόταση που εντοπίζεται στην αταξία.
-
μια
Ας γυρίσουμε πίσω για να δούμε τη σχέση μεταξύ της παγκοσμιοποί
ησης και της aστικοποίησης. Έχουμε δει ότι η ατζέντα του τεχνοπολιτι σμού συνδέεται με την παγκοσμιοποίηση σε συνδυασμό με τη λεωφόρο των πληροφοριών και τη δικτυακή κοινωνία. Μια τέτοια παρατήρηση έ χει νόημα μόνο για μια σχετικά μικρή μειονότητα του παγκόσμιου πλη
θυσμού
-
για το νέο παγκόσμιο κλάδο των «συμβολικών αναλυτών» (ό
πως επισημαίνει ο Armand Mattelart, αυτt1 η ιδέα της παγκόσμιας επι κοινωνίας είναι, στην πραγματικότητα, η ιδεολογία των επιχειρήσεων). 44 Μόνο από την οπτική των προνομίων και των επιμέρους πλεονεκτημά των τους έχει νόημα η προοπτική της τεχνολογικής υπέρβασης των χωρι κών και πρόσκαιρων περιορισμών. Το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού κατανοεί διαφορετικά την παγκοσμιοποίηση, την οποία αντι λαμβάνεται ως αποσταθεροποίηση και διάσπαση του τρόπου ζωής του.
Κατά τη γνώμη του, ο παγκόσμιος καπιταλισμός είναι μια καταστρεπτι κή δύναμη. Όπως παρατηρεί ο
William Robinson, ο
παγκόσμιος καπι
ταλισμός συνεπάγεται «τον κατακερματισμό και την εμπορευματοποίηση της δημόσιας σφαίρας της ανθρώπινης δραστηριότητας, κυρίως των δη μόσιων τομέων, που ελέγχονται από τα κράτη, καθώς και των ιδιωτικών τομέων που συνδέονται με την κοινότητα και τις οικογένειες, τις τοπικές
κοινότητες και τα νοικοκυριά».45 Αυτοί οι καταστροφικοί μετασχηματι σμοί συνδέονται με αυξανόμενες διακρίσεις ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς σε παγκόσμια κλίμακα- αυτό που ο Robinson περιγράφει ως «ένα παγκόσμιο κοινωνικό απαρτχάιντ», το οποίο αντιστοιχεί σε «μια
μορφή μόνιμης δομικής βi.ας ενάντια στην πλειονότητα του κόσμου». 46 Στα ιδανικά της εικονικής αλληλόδρασης και της τεχνολογικής υπεροχής αντιπαραθέτουμε την εικόνα του
Robinson για την παγκοσμιοποLηση ως
«έναν πόλεμο μιας παγκόσμιας πλούσιας και ισχυρής μειονότητας ενά
ντια στην πλειοψηφία, που ζει στη φτώχεια, aποστερημένη και aποδυνα μωμένη>>. Απέναντι στο όραμα της εικονικής νέας τάξης τοποθετούμε το δραματικό εναλλακτικό ενδεχόμενο ότι η ανθρωπότητα μπορεί να «εισέρ χεται σε μια περίοδο που θα μπορούσε να παρομοιαστεί με τις aποικια
κές λεηλασίες των προηγούμενων αιώνων». 47 Αυτή είναι η άλλη πλευρά της παγκοσμιοποίησης.
Τι συμβαίνει με την πόλη σε αυτή την άλλη παγκοσμιοποίηση; Εδώ, βέβαια, το μέλλον δε συνδέεται με την επέκταση της πόλης των πληρο φοριών (που είναι ο δυνητικός διάδοχος της «Ακτινωτής Πόλης»). Το ζήτημα του άστεως έχει αρκετές άλλες διαστάσεις. Οι παγκόσμιες πό λεις είναι οι περιοχές στις οποίες οι νέοι εκτοπισμένοι και κινητικοί πλη θυσμοί του κόσμου συγκεντρώνονται ανά εκατομμύρια. Ο κάθε πληθυ σμός αντιπροσωπεύει ένα είδος μικρόκοσμου της aταξίας του νέου κό σμου
-
καταδεικνύοντας τις δραματικές αντιθέσεις των πλουσίων και
των φτωχών, τις πολώσεις και τους διαχωρισμούς, τις συναντήσεις και τις aντιπαλότητες. Η παγκόσμια πόλη αποτελεί ένα νέο είδος πόλης, ό που η συνεκτική και διατεταγμένη δομή της «σύγχρονης πόλης» έχει υ
ποβαθμιστεί και ξεπεραστεL από μια χαοτική μεγάπολη διαρκώς εξαπλώνεται. Ο
(megacity) που Michael Dear και ο Steven Flusty σκιαγρα
φούν το νέο αστικό χώρο της μεγάπολης -στην περLπτωσή τους, εLναι το Λος Άντζελες- ως εξής: Η συνηθισμένη μορφή της πόλης, βασισμένη στην αισθητικ1Ί του Σικάγου ,
θυσιάζεται για χάρη ενός ασυνεχούς κολάζ επιμερισμένων, καταναλωτικά προσάνατολισμένων τοπίων που στερούνται τα παραδοσιακά κέντρα, αν
και είναι ακόμα καλωδιωμένα με την ηλεκτρονική εγγύτητα και συνενωμέ να από τις μυθολογίες του οχετού της παραπληροφόρησης... Η επακόλου θη αστική συνάθροιση χαρακτηρίζεται από έντονο κατακερματισμό και ε - ένα διαχωρισμένο παιχνίδι στον πίνακα που υπόκειται σε πα
ξειδίκευση
ράλογους νόμους και διακριτικά αποσυνδεδεμένες αστικές απολήξεις. Με δεδομένη τη διαβρωτική παρουσία του εγκλήματος, της διαφθοράς και της βίας στην παγκόσμια πόλη, χωρίς να αναφερθούμε στη γεωπολιτική της διάσταση, καθώς το έθνος-κράτος χάνει την ισχύ του και δίνεται χώρος δρά σης σε μικροεθνικισμούς και υπερεθνικές μαφίες, η πόλη ως πίνακας παι χνιδιού φαίνεται σαν ένας κατάλληλος διάδοχος του εικοστού αιώνα, της a-
σφυκτικής και συγκεντρωτικής πόλης των αρχών του εικοστού αιώνα. 48
Αυτήν αποκαλούν <<χωροταξική λογική του καπιταλισμού». Οι νέες της μορφές που προέρχονται από αναμείξεις και aντιμεταθέσεις, συνδυα σμένες με παράξενες ενέργειες, προκαλούν την αποσύνθεση των προη γούμενων μοντέλων της αστυκότητας. Ας σημειώσουμε εδώ ότι η παγκό σμια πόλη είναι αυτό ακριβώς: παγκόσμια. Καθώς «οι υπερ-πληθυσμια κές πόλεις» του Τρίτου Κόσμου αναπτύσσονται με ταχύτερο ρυθμό σε σύ γκριση με αυτές του Πρώτου, η διάκριση ανάμεσα στο «σύγχρονο» και τον <<υπανάπτυκτο» aστισμό φαίνεται να εξαλείφεται. Ο
Mike Davis πα
ρατηρεί ότι το Λος Άντζελες έχει αρχίσει να μοιάζει με το Σάο Πάολο και
την Πόλη του Μεξικού. 49 Στο νέο παγκόσμιο περίγυρο, η σύγχρονη (δη λαδή δυτική) αστυκότητα και ο αστικός πολιτισμός ως προνομιακό ση μείο αναφοράς όλο και περισσότερο καταδικάζονται. Οι πόλεις αλλά ζουν, το ίδιο και το νόημα της αστυκότητας. Μπορεί να υπάρχει κάτι το προοδευτικό σε αυτή την -όπως φαίνε ται- παράλογη εξέλιξη; Ο πρωταγωνιστής της νουβέλας του Juan Goytisolo Landscapes After the Battle αντιλαμβάνεται το τι συμβαίνει και δεν αποφεύγει να το περιγράψει: Απολαμβάνει την ευμετάβλητη, μόνιμη παρουσία του πλήθους, τις χαοτικές κινήσεις Brown, την πυρετώδη διασπορά σε κάθε σημείο του ορίζοντα.[...) Η πολυπλοκότητα του αστικού περιβάλλοντος -αυτή η πυκνή και συνεχώς μεταβαλλόμενη περιοχή, που δεν επιδέχεται τη λογική και τον προγραμμα τισμό- τον προσκαλεί σε ένα οδοιπορικό που συνεχώς αλλάζει, σαν το κέ
ντημα της Πηνελόπης, ένα παράδοξο μάθημα στην τοπογραφία.50 Αυτός βρίσκεται στο στοιχείο του , ενθουσιασμένος μ' αυτή τη μη aπολυμασμένη, ανθυγιεινή διασταύρωση όπου ο δρόμος είναι
το μέσο και το ζωτικό στοιχείο, μια σκηνή φτιαγμένη από ανθρώπους με φι γούρες και σύμβολα, όπου οι βάρβαροι και οι είλωτες, οι ξένοι και οι ντό πιοι άνετα καταλαμβάνουν το χώρο που παρέχεται στα σώματά τους για να υφάνουν ένα ατελείωτο δίκτυο άπειρων συναντήσεων και χωρίς φραγμούς
πόθων· με τις τέλεια τακτοποιημένες καρτεσιανές προοπτικές του βαρόνου Ντακάρ, του
Haussmann, των bits και των κομματιών του 'Γλέμσεν και του
Κα'ίρου και του Καράτσι, του Μπαμάκο και της Καλκούτας με ένα Βερο λινέζο που είναι ήδη γλεντζές Ανατολίτης και με μια Νέα Υόρκη που έχει aποικιστεί από Πορτορικανούς και Τζαμα'ίκανούς με μια μελλοντική Μό σχα Ουζμπέκων και Κινέζων και μια Βαρκελώνη των Ταγκαλόγκ και των μαύρων, ικανών να απαγγέλλουν με μια ανείπωτη προφορά τους στίχους
της Ωδής στην Καταλονία.51
Ο aφηγητής του Goytisolo αναγνωρίζει την «αθεράπευτη μόλυνση» του αστικού χώρου. Ο σταδιακός απο-εξευρωπα·ίσμός της πόλης -η εμ φάνιση των ανατολίτικων souks και χαμάμ, των γυρολόγων με τα αφρι κανικά τοτέμ και τα περιδέραια, των αραβικών και τουρκικών γκράφι τι- τον γεμίζει με χαρά. Και αναγνωρίζει ότι οι μεταβολές που έχουν συ ντελεστεί «χαρτογραφούν σταδιακά τη μελλοντική μπάσταρδη μητρό πολη, που συγχρόνως είναι ο χάρτης της ίδιας του της ζωής». 52 Το Landscapes After the Battle αποσκοπεί στην ανατροπή της κυρίαρχης σύγ χρονης (και δυτικής) φαντασίωσης του αστικού χώρου, μιας τάξης του άστεως που προκλητικά αμφισβητεί τους βαθιά εδραιωμένους φόβους της aταξίας, του χάους και της διαφθοράς. Η εικονική αστυκότητα επαναφέρει στο νου την ιδέα και τις δυνατό τητες της πόλης «πραγματικού χρόνου». Θα ήταν η πόλη στην οποία οι νέες επικοινωνιακές τεχνολογίες θα ξεπερνούσαν αυτά που τώρα λέγο νται «περιορισμοί του χρόνου» και «χρονικά όρια» (ο χρόνος γίνεται α ντιληπτός σαν κάτι που μπορεί να νικηθεί). Αυτός ο «πραγματικός» χρόνος είναι ένας καταπιεστικός και τυραννικός χρόνος, ένας χρόνος των επιχειρήσεων, που αγωνίζεται, όπως λέει ο Paul Virilio, «να εξισώσει την πολλαπλότητα των τοπικών χρόνων». 53 Και οι τοπικοί χρόνοι, στη διαφορετικότητά τους, αποτελούν ένα σημαντικό ανθρώπινο πόρο - «Οι πόλεις μπορούν να αναγνωριστούν από τις ικανότητές τους», σύμφωνα με τον Robert Musil στον Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες, «όπως μπορούν οι άνθρωποι να αναγνωριστούν από το περπάτημά τους». 54 Αλλά ίσως η εξίσωση της χρονικής διαφορετικότητας δεν είναι ένα προκαθορισμένο αποτέλεσμα. Ακόμα κι αν ο τεχνοπολιτισμός επιδιώκει να μας πείσει σχετικά με τις υποτιθέμενες αρετές της «πραγματικού χρόνου» ζωής, άλλες απρόβλεπτες καταστάσεις και πράγματα συμβαίνουν στις παγκό σμιες πόλεις μας. Η άλλη πραγματικότητα της αστικής ζωής -αυτή της «πυκνής και διαρκώς μεταβαλλόμενης περιοχής, που αντιδρά στον κίν δυνο να συρρικνωθεί στις προσταγές της λογικής και του προγραμματι σμού»- καλλιεργεί επίσης έναν άλλο χρόνο. Όπως το θέτει ο aφηγητής του Goytisolo, «η σύγχρονη μητρόπολη βαδίζει σύμφωνα με το βυζα
ντινό χρόνο». 55 Ο Daryush Shayegan χαρακτηρίζει τη συνύπαρξη δια φορετικών εθνοτήτων στα κέντρα των μεγαλουπόλεων ως συνέπεια των παγκόσμιων και μετα-αυτοκρατορικών μεταναστεύσεων. Αυτό που ενο χλεί τους δυτικούς ανθρώπους, όπως σημειώνει, είναι ότι οι μετανaστες έχουν aλλο ρυθμό ζωής, διαφορετική αντίληψη του χρόνου και του χώρου, aλλα είδη συναισθήματος και ευαισθησίας. Και επει-
δή αυτοί οι μη δυτικοί πολιτισμοί δεν υπάρχουν πια χωριστά, οι τρόποι που
καταξιώνουν την ιδιαιτερότητά τους ενσωματώνονται ως εγκλωβισμένοι στη Δύση, δίνοντας ώθηση σε υπερ-επικαλυπτόμενα επίπεδα, περισσότερο ή λι γότερο ευχάριστες διασταυρώσεις, περισσότερο ή λιγότερο γόνψες αντιπα
ραθέσεις.56 Υπό τις συνθήκες αυτές, ο χρόνος μπορεί να γίνει αντιληπτός σαν έ να μέσο για την επίτευξη του πιθανού και όχι σαν ένα καταπιεστικό πρό βλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Μπορούμε να αναγνωρίσουμε την ανάγκη μας να είναι περίπλοκος, αμείωτος, να διαθέτει ποικιλία στους ρυθμούς του. Ο χρόνος των πόλεών μας μπορεί να γίνει πολλαπλός, πε
ρίτεχνος και ραδιούργος. Η πόλη των καιρών μας μπορεί να είναι βυ ζαντινή. Για εμάς αυτό που είναι σπουδαίο σε αυτή την πρόκληση του «δη
μιουργικού, μπάσταρδου μείγματος» είναι το ότι πραγματικά αντιλαμ βάνεται και ρυθμίζει τις aρχέγονες δραστηριότητες της παγκόσμιας πό λης. Το όλο θέμα, κατά τη γνώμη μας, δεν είναι να εξυμνηθούν τέτοιες δραστηριότητες, αλλά να αναγνωριστούν ως η πηγή για καθετί-καλό ή κακό- που συμβαίνει στην πόλη (αυτό το ση~ιείο πρέπει να καταστεί σα
φές έναντι της τεχνοπολιτιστικής θεώρησης ότι τα αστικά στοιχεία ε ξαρτώνται από την ουδετερότητα και την καταστολή αυτών των κε ντρικών αστικών δραστηριοτήτων). Χωρίς αυτές ο αστικός χώρος δε θα είχε την απαραίτητη κινητικότητα και μεταβλητότητα. Αλλά, βέβαια, α πό τη στιγμή που θα κάνουμε αυτή τη διαπίστωση θα πρέπει να συμβι βαστούμε με το πιο προκλητικό γεγονός ότι αυτές οι δραστηριότητες εί ναι άστατες και διφορούμενες. Ενώ μας πληροφορούν για τα δυναμικά και δημιουργικά πάθη του αστικού τρόπου ζωής, μπορεί εξίσου να εκ φράζονται με θορυβώδεις, χαοτικούς και συχνά βίαιους τρόπους (όπως το αντιλήφθηκε ο Benjamin γράφοντας για τη Νάπολη). Αυτή η έντα ση μεταξύ των δραστηριοτΊiτων υπάρχει γιατί η πόλη είναι ο τόπος ό που συμβιώνουμε με εκείνους που αντιμετωπίζουμε ως άλλους, εξωγήι νους ή ξένους, με αυτούς που δεν καταλαβαίνουμε ή δε συμφωνούμε ή που δε μας αρέσουν. Η πόλη πρέπει, ουσιαστικά και αναγκαία, να απο τελεί ένα μέρος της πολυπλοκότητας και των συγκρουόμενων δραστη ριοτήτων. Ενώ κάτι τέτοιο μπορεί να επιτυγχάνεται διαμέσου της ε μπειρίας, σαν να επρόκειτο για τις άμεσες πιθανότητες της αλληλεπί δρασης με τους άλλους, είναι επίσης πιθανό η αίσθηση της δυνατότητας να μπορεί γρήγορα να μεταμορφωθεί σε άγχος σχετικά με επικίνδυνες και απειλητικές δραστηριότητες, τέτοιες που να προκαλούν ανησυχία,
370
συχνά αναμοχλεύοντας φόβους και άγχη σχετικά με τους άλλους (η κρί ση της σύγχρονης αστυκότητας μπορεί να είναι μια κρίση που αντιμε τωπίζει αυτή την πραγματικότητα αναμεμειγμένη με τη φαντασία της α ποκήρυξής της διαμέσου των τεχνολογικών μέσων). Αυτό που είμαστε
αναγκασμένοι να δεχτούμε λοιπόν είναι ότι οι δύσκολες και συχνά τραυ ματικές εμπειρίες αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία της αστικής ζωής -η διαφορά, η σύγκρουση και ο ανταγωνισμός είναι, στην πραγματικό τητα, συστατικά του πολιτισμού του άστεως. Γι' αυτό και οι κοινωνικές
σχέσεις της πόλης πρέπει να αναγνωριστούν στην πιο ριζοσπαστική του διάσταση. Αλλά, όπως αναφέραμε, το να διαπιστώνουμε έτσι απλά την παρου σία και τη δύναμη των δραστηριοτήτων αυτών στην πόλη δεν αρκεί. Η σύγχρονη πολιτική για την πόλη πρέπει να ασχοληθεί με τη διανομή αυ τών των περίπλοκων δραστηριοτήτων. Πρόκειται για την προώθηση των δραστηριοτήτων της ίδιας της πόλης. Μια τέτοια πολιτική αντιτίθεται πλήρως στην πολιτική της εικονικής αστυκότητας και στις φιλοδοξίες για την κοινότητα και τη συναίνεση. Αυτό που πρέπει να αναγνωριστεί είναι ότι τα πάθη δεν απομονώνονται από την πολιτική και, επιπλέον, ότι η δημοκρατία αναδύεται μέσα από τις συγκρούσεις των αντιπάλων. Η σύγκρουση είναι αμείωτης έντασης. Το όλο θέμα, όπως σημειώνει ο Chantal Mouffe, είναι να μετασχηματιστεί η ανταγωνιστική σχέση σε μια άμιλλα ή με διαλεκτική σχέση με τον αντίπαλο, ο οποίος δεν πρέπει να εξισώνεται με τον εχθρό που πρέπει να καταστραφεί, αλλά θα πρέπει να εκλαμβάνεται σαν ένας aντίπαλος του οποίου η ύπαρξη πρέπει να είναι
σεβαστή.57 Όπως λέει ο Joel Rornan, ο αστικός πολιτισμός έχει να κάνει με «τη διαρκή αντιμετώπιση των ατόμων και των απόψεων, με τα πολι τικά δικαιώματα που αναπτύσσονται μέσα από μια διαδικασία αμοιβαία αποδεκτών τριβών». Η σύγχρονη κρίση της αστυκότητας είναι, στην πρά ξη, «μια κρίση στον τρόπο με τον οποίο εκλαμβάνουμε την κοινωνική σύγκρουση» . Είναι μια κρίση στις μορφές της αντιπροσώπευσης και της
εξουσιοδότησης, αμφότερες αναγκαίες για να λειτουργήσει η πόλη ως «ένας δομημένος χώρος αντιπαλότητας». 58 Πρέπει να προσπαθήσουμε να κάνουμε την πόλη ένα χώρο αμφισβήτησης. Αντί της παλαιότερης ψύ χωσης που προβάλλει σε μια νέα τεχνο-αστυκότητα, επιμένουμε στη ση μασία της άτακτης όψης της αστυκότητας.
371
Η ΤΑΞΗ ΤΟΥ «ΑλλΟΥ>>
Ο τεχνοπολιτισμός μάς λέει ότι οι νέες εικονικές τεχνολογίες θα μας προ σφέρουν λύσεις στα προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας. Έτσι, επανα λαμβάνει τις τεχνοκρατικές επαγγελίες που συνόδευαν πάντα τις νέες τε χνολογίες της επικοινωνίας. Βέβαια, από τη μια πλευρά αποδεχόμαστε ότι προσφέρουν μια λύση. Θα λέγαμε ότι οι εικονικοί χώροι προσφέρουν μια υπνωτική λύση μέσα από την τεχνολογική ουδετεροποίηση των κοι νωνικών σχέσεων και την «ειρήνευση» του κοινωνικού χώρου. Συμβάλ λουν σε αυτό που ο Κορνήλιος Καστοριάδης όρισε ως τη σύγχρονη «Κα τάσταση της καθολικής διασκέδασης» που οδηγεί «στο θάνατο της δια
σκέδασης, θάνατο κοιτάζοντας μια οθόνη όπου συμβαίνουν πράγματα
που δεν τα ζεις και δε θα μπορούσες ποτέ να τα ζήσεις». 59 Απέναντι στο πρόταγμα του τεχνοπολιτισμού προσπαθήσαμε να αναπτύξουμε κάποιες οπτικές που αναφέρονται στις ικανότητες και στην αξία της εμπειρίας (με τη βαθύτερη έννοια) του χώρου. Ασχοληθήκαμε με τη σπουδαιότητα της κοινωνικής αντίθεσης σε πραγματικούς χώρους - που εκλαμβάνονται ως χώροι πιθανότητας, χώροι που μπορούν να φιλοξενήσουν ό,τι είναι ά
γνωστο, αβέβαιο, ανοίκειο, απρόβλεπτο. Ενώ ο τεχνοπολιτισμός δίνει α ξία στην ασφάλεια και την άνεση που μπορούν να επιτευχθούν μέσα α πό τις εικονικές δραστηριότητες, εμείς δίνουμε βαρύτητα στην έκθεση και τις δυσλειτουργίες της, οι οποίες είναι συνέπεια της ενσωματωμένης
παρουσίας και αντίθεσης. Ενάντια στην προστακτική λογική του τεχνο λογικού ορθολογισμού, αναζητήσαμε τις δυνατότητες που είναι σύμφυ τες με αυτό που θα λέγαμε «τάξη του άλλου».
Αυτό το εναλλακτικό πρόταγμα διαμορφώνεται με τους όρους της ση μασίας και της αξίας της απόστασης - με τους όρους της μάχης που πρέ πει να κερδηθεί για το νόημα της μετάβασης. Ενάντια στην αντικειμενι κότητα της τεχνοπολιτισμικής μεταβολής -ή εκμηδένισης- της απόστα σης και υπό το βάρος ενός βαθιά ριζωμένου άγχους σε σχέση με την ε
ξωτερική πραγματικότητα, αυτό το ζήτημα αφορά στην εδραίωση σημα σιών και αξιών για την απόσταση και τη διάβασή μας διαμέσου του χώ ρου. Είναι ένα ερώτημα για το κατά πόσον μπορούμε να πείσουμε τον εαυτό μας να μιλήσει όταν συναντιόμαστε με άλλους. Μια τέτοια προ σέγγιση αντιτίθεται απόλυτα στο ιδανικό της αμεσότητας και της εγ γύτητας της εικονικής κοινότητας και απαιτεί μια κοινωνικοπολιτική α
τζέντα που θα αναγνωρίζει ως βασικές συνιστώσες την πολυπλοκότητα, τη διαφορά και την αφοσίωση. Αυτή η εναλλακτική πολιτική πρέπει να γίνει αντιληπτή, όπως λέει η
Iris Maήon Υoung, «ως μια σχέση ξένων που 372
δεν καταλαβαίνει ο ένας τον άλλο στο χρόνο και στην απόσταση>>. 60 Αυ τό έχει ιδιαίτερη σημασία στο πλαίσιο της σύγχρονης πολιτικής του πο λιτισμού του άστεως και θέλουμε να δείξουμε μια πιο υγιή όψη της αστυ κότητας απέναντι στο κενό όραμα της εικονικής πόλης. Μέσα από μια ε
μπειρική οπτική, υποστηρίζουμε ότι το να ζεις στην πόλη σημαίνει να εί σαι προετοιμασμένος να εκθέσεις τον εαυτό σου στις περίπλοκες δρα στηριότητές της και στην ετερότητά της (ο θεσμός της αστυκότητας πρέ πει πάντα να περικλείει αυτό που ο
Jaqcues Dewitte
αποκαλεί «ειλικρί
νεια, μια διάθεση να aντιπαραβάλλεσαι στους άλλους και μια επαφή με το απρόβλεπτο» ).61 Μέσα από μια τέτοια οπτική, η αταξία του αστικού χώρου θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή ως η πρωταρχική πηγή της αστι κής ζωής: Μέσα από τις άπειρες προκλήσεις των καθημερινών συναλλα γών με τους άλλους, όπως κινούμαστε με ελιγμούς μέσα από την πυκνό τητα της πόλης και τους χώρους που συνεχώς αλλάζουν, συγκροτούμε, μέσα στο χρόνο, τις αστικές μας εμπειρίες και ταυτότητες. Ο εικονικός πολιτισμός είναι ένας πολιτισμός της άρνησης ή aποκήρυξης όλων αυ τών των «θορυβωδών» δυνατοτήτων της σύγχρονης αστικής πραγματι
κότητας. Ανάμεσα σε αυτούς που τώρα μελετούν τους πιθανούς χώρους της σύγχρονης κοινωνίας πιστεύουμε ότι υπάρχουν δύο ευδιάκριτες ο μάδες: αυτοί που έχουν ανάγκη την τάξη και αυτοί που συμπαθούν την αταξία.
373
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Ο ΜΕΤΑΒΑΛΛΟΜΕΝΟΣ τΕΧΝΟΧΩΡΟΣ
1. Βλέπε, για παράδειγμα , Tom Stonier, The Wealth of Jnformation: Α Profile of the Post-Industrial Economy, London, Thames Methuen, 1983, Cliνe Jenkins and Barrie Sherman, The Leisure Shock, London, Eyre Methuen, 1981, Andre Gorz, Farewell to the Working Class: An Essay on Post-Industrial Socialism, London, Pluto Press, 1982. Για μια κριτική ανασκόπηση βλέπε: Frank Webster and Keνin Robins, InfoπnationTechnology: Α Luddite Analysis, Norwood, NJ, Ablex, 1986, κεφάλαιο 6. 2. Robert Reich, The Work of Nations: Preparing Ourselves for the 21st Century CapitalisΠJ, New York, Vintage, 1992. 3. Για παράδειγμα , Howard Rheingold, The Virtual CoΠJmunity: Finding Connection in a Computerised World, London, Secker and Warburg, 1994. 4. Βλέπε, για παράδειγμα, Mike Featherstone and Roger Burrows (eds), Cyberspace/ Cyberbodies/Cyberpunk: Cultures of Technological EmbodiΠJent, London, Sage, 1995. 5. Βλέπε Chris Hables Gray (ed.), The Cyborg Handbook, London, Routledge, 1995. 6. Βλέπε Frank Webster and Keνin Robins, «Mass Communications and Information Technology» στο Ralph Miliband and John Saνi lle (eds), Socialist Register 1979, London, Merlin, 1979, σ. 285-316. 7. Βλέπε James R. Beniger, The Control Revolution: Technological and Economic Origins of the Information Society, Cambridge, ΜΑ, Harνard Uniνersi ty Press, 1986. 8. Bill Gates, The Road Ahead, London, Viking, 1995, σ. 273. 9. Στο ίδιο, σ. 274. 10. Στο ίδιο, σ. 272. 11. Joe Bailey, Pessimism, London, Routledge, 1988. 12. Nicholas Negreponte, Being Digital, London, Hodder and Stoughton, 1995. Στα ελληνικά: Νικόλας Νεγροπόντης, Ψηφιακός Κόσμος, Αθήνα, Καστανιώτης, 1996. 13. Β λέπε Ε.Ρ. Thompson, Whigs and Hunters: The Origin of the Black Act, London, Allen Lane, 1975. 14. Stephen Gill, «The Global Panopticon? The Neo-Liberal State, Economic Life and Democratic Surνeillance», Alternatives, Vol. 20, Νο. 1 (1995), σ. 1-49. 15. Humphrey Jennings, Pandaemonium, 1660-1886: The Coming ofthe Machine as Seen by Contenφorary ObserveΓs, Mary-Lou Jennings and Charles Madge (eds), London, Picador, 1985.
375
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΜΙΑ ΠΟΛΠΙΣτΙΚΗ ΙΣτΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΔΑΙΜΟ ΝΙΟΥ
1. Lindsay Anderson, «Only Connect: Some Aspects of the Work of Humphrey Jennings>>, Fίlm Quarterly, 1961/62, Vol. 15, Νο. 2, Winter, σ. 9. 2. Στο ίδιο, σ. 5 3. Erik Barnouw, Documentary: Α History of the Non -Fίction Film, Oxford, Oxford University Press, 1974, σ. 144-145. 4. Anderson, ό.π., σ. 5. 5. Στο ίδιο, σ. 12. 6. Gerald Noxon, «How Humphrey Jennings Came to Film», Film Quarterly, 1961/ 62, Vol. 15, Νο. 2, Winter, σ. 25. 7. Charles Η. Dand, «Bήtain's Screen Poet», Films in Review, 1955, Vol. 6, Νο . 2, February, σ. 78. 8. Στο ίδιο, σ. 74. 9. Το βιβλίο του Jennings Pandaemonium: The Coming of the Machines as Seen by Contemporary Observers, London, Deutsch, 1985, τελικώς εκδόθηκε με την επιμέλεια της κόρης του Mary-Lou Jennings και του Charles Madge, τριάντα πέντε χρόνια μετά το θά νατό του και σαράντα οκτώ χρόνια από την αρχ1Ί του εν λόγω έργου.
10. David Mellor, «Sketch for an Historical Portrait of Humphrey Jennings» στο Jennings (ed. ), Humphrey Jennings: Fίlm-Maker, Painter, Poet, London, Bήtish Film Institute, 1982, σ. 63. 11. George Pitman, «Men of Our Time Ν ο . 8: Humphrey Jennings>>, Our Yime, 1944, Ιούλιος, σ. 13. 12. James Meπa\Js, <>, Film Quarterly, 1961/62, Vol. 15, Νο. 2, Winter, σ. 33. 13. Muπay Bookchin, The Ecology of Freedom, Palo Alto, Cheshire Books, 1982, σ. 324. 14. Pitman, ό.π., σ. 13. 15. Fred Inglis, R adical Earnestness: English Social Theory 1880-1980, Oxford, Martin Robertson, 1982, σ. 23. 16. Raymond Williams, Culture and Society 1780-1950, Harmondsworth, Penguin, 1961. 17. Edward Thompson, <>, New Left R eview, 1976, Ν ο. 99, September-October, σ. 109. 18. W.H.D. Rouse, Machin es or Mind? An Introduction to the Loeb Classical Library, London, William Heinemann (επανέκδοση του 1920), σ. 3-4. 19. Martin J. Wiener, English Culture and the D ecline ofthe Industrial Spirit, 1850-1980, Harmondsworth, Penguin, 1985, σ. ix. 20. Kathleen Raine, «Writer and Artist>> στο John, Gήerson et al., Humphrey Jennings, 1907-1950: Α Tribute, London, Bήtish Film Institute (επανέκδοση του 1951). 21. Merralls, 1961/62, ό.π., σ. 31. 22. Kathleen Raine, The Land Unknown, London, Hamish Hamilton, 1975, σ. 167, Jacob Bronowski, <>, The Twentίeth Century, 1959, January, σ. 45-50. 23. Kathleen Raine, <>στο M.-L. Jennings (ed.), Humphrey Jennings: Film-Maker, Painter, Poet, London, Bήtish Film Institute, 1982, σ. 51. 24. Meπalls, ό.π., σ. 30, Julian Treνelyan , Indigo Days, London, MacGibbon and Kee, 1957, σ. 16. Μ.- L.
25. Williams, 1961, ό.π. , σ. 239-246. 26. I.A. Richards (1924), Princίples of Lίterary Critίcίsm, London, Routledge and Kegan Paul, 1961, σ. 241-243. 27. Στο ίδιο, σ. 243-244. 28. Παραπέμπεται στο Julian Symons, The Thίrtίes: Α Dream Revolved, London, Faber, 1975, αναθεωρημένη έ-Λδοση , σ. 85. 29. Paul C. Ray, The Suπealίst Movement ίn England, lthaca, Comell University Press, 1971, σ. 259. 30. Anthony Blunt, <> στο C. Day Lewis (ed.), The Mind ίn Chaίns: Socίalίsm and the Cultural Revolutίon, London, Frederick Muller, 1937, σ.
115. 31. Anthony Blunt, <
Jennings, 1985, ό.π., σ. νίίί). 42. Max Ernst, <
377
52. Στο ίδιο, σ. 22, 27. 53. Mary-Lou Jennings, Humphrey Jennings: Film-Maker, Painter, Poet, London, Britisb Film lnstitute, 1982, σ. 46. 54. Στο ίδιο. 55. Merralls, 1961/62, ό.π. , σ. 31. 56. Για γενικές παρατηρ1iσεις στη Μαζική Παρατήρηση, οι οποίες δεν μπορούν να αναλυθούν διεξοδικά εδώ, βλέπε, ανάμεσα σε άλλα, τα Angus Calder, «Mass-Obserνa tion 1937-1949» στο Martin Bulmer (ed.), Essays on the History of British Sociological Research, Cambridge, Cambridge Uniνersity Press, 1985, σ. 121-136, Tom Jeffery, Mass Observation, Α Short History, Birmingham, Centre for Contemporary Cultural Studies, 1978, Penny Sumωerfield, «Mass Obserνation: Social Research or Social Moνement?», Journal ofContemporary History, 1985, Vol. 20, Νο . 3, σ. 439-452. 57. Tom Harrisson, Humphrey Jennings, Charles Madge, <>, New Verse, 1933, Νο. 3, May, σ. 2. 72. Humphrey Jennings and Charles Madge, <>, Νeιν Verse, 1937, Νο. 24, February-March, σ. 3. 73. Kathleen Raine, The Land Unknown, London, Harnish Haωilton , 1975, σ. 84. 74. Βλέ.ι-τε, για παράδειγμα, Humphrey Jennings, <>, Contenψorary Poetry and Prose, 1936, Νο. 2, June, σ. 39-40. 75. Ray, 1971, ό.π., σ. 177-78. 76. Charles Madge and Tom Harrisson, Britain by Mass Observation, Harmondsworth, Penguin, 1939, σ. 23. 77. Charles Madge and Tom Harrisson, Mass Obserνatίon, London, Frederick Muller, 1937.
78. Ricbards, 1924, ό.π. , σ. 245. 79. Humphrey Jennίngs and Charles Madge, «Poetic Descήption and Mass Obserνa tion>>, New Verse, 1937, Νο. 24, February-March, σ. 1-6, Charles Madge, <>, Left Review, 1937, Vol. 3, Νο. 1, February, σ. 3 1-35, Charles Madge, «The Press and Social Consciousness>>, Left Revie~v. 1937, Vol. 3, Νο. 5, June, σ. 279-286. 80. Charles Madge and Tom Harrisson, Mass Observation, London, Fredeήck MuiJer, 1937. 81. Στο ίδιο, σ. 15. 82. Στο ίδιο, σ. 15-16. 83. Στο ίδιο, σ. 16. 84. Στο ίδιο, σ. 10. 85. Στο ίδιο. 86. Στο ίδιο, σ. 21. 87. Στο ίδιο, σ. 22. 88. Στο ίδιο, σ. 30. 89. Στο ίδιο, σ. 27. 90. Στο ίδιο, σ. 23. 91. Στο ίδιο, σ. 28. 92. Humphrey Jennίngs and Charles Madge (eds), May the Twelfth, London, Faber and Faber, 1937, επανέκδοση 1987. 93. Mellor, 1982, ό.π., σ. 68, υποσημείωση 10. 94. Charles Madge, «The Birth of Mass Obserνation>>, τimes Literary Supplement, 1976, 5 November, σ. 1395. 95. Humphrey Jennings and Charles Madge, «Poetic Description and Mass Observation>>, New Verse, 1937, Νο. 24, February-March, σ. 3. 96. Mellor, 1982, ό.π. , σ. 66, σημείωση 10. 97. Charles Madge, <>, New Verse, 1937, Νο . 24, February-March, σ. 3. 99. Στο ίδιο. 100. Αν και ένα μικρό τμήμα δημοσιεύτηκε σε ένα τεύχος του περιοδικού London Bulletin, με επιμέλεια του Jennings. Βλέπε Hurnphrey Jennings, <>, London Bulletin, 1938, Νο. 45, July 1938, σ. 13-14 και 43-44. 101. Humphrey Jennings, Pandaemonium: The Conύng of the Machine as Seen by Contemporary Observers, London, Deutsch, 1985, σ. χχχν. 102. Στο ίδιο, σ. 352. 103. Στο ίδιο, σ. xviii. 104. Στο ίδιο, σ. 17. 105. Hannah Arendt, «lntroduction>> στο Walter Benjamίn, flluminations, London, Collins/Fontana, 1973, σ. 47-48. 106. Humphrey Jennings, Pandaemonium: The Coming of the Machine as Seen by Contemporary Observers, London, Deutsch, 1985, σ. χχχν. 107. Στο ίδιο, σ. 269-73. 108. Στο ίδιο, σ. 284. 109. Στο ίδιο, σ. 223.
379
110. Στο ίδιο, σ. χ:χχνί. 111. Στο ίδιο, σ. xxxix. 112. Στο ίδιο, σ. xxxviii. 113. Στο ίδιο. 114. Στο ίδιο, σ. 5. 115. Στο ίδιο. 116. Στο ίδιο, σ. 6. Ακόμα, βλέπε Kathleen Raine, The Land Unknown, London, Hamish Hamilton, 1975, σ. 167. 117. Στο ίδιο, σ. 37. 118. Στο ίδιο, σ. 10, παραπέμπεται στο Robert Hooke (1662). 119. Στο ίδιο, σ. 34-38. 120. Στο ίδιο, σ. 13-14. 121. Στο ίδιο, σ. 348. 122. Στο ίδιο, σ. 305. 123. Στο ίδιο, σ. 306. 124. Στο ίδιο, σ. 25-26. 125. Για παράδειγμα, στο ίδιο, σ. 47. 126. Στο ίδιο, σ. 11-12. 127. Στο ίδιο, σ. 156. 128. Στο ίδιο, σ. 185. 129. Σε ένα υπέροχο κείμενο, ο ιστορικός της επιστήμης William J. Ashworth πε ριγράφει με ποιο τρόπο η αλγεβρικ1Ί ανάλυση αποτέλεσε τον προπομπό των αναλύσεων στις πρώτες δεκαετίες του δεκάτου ενάτου αιώνα από επιστή~ιονες όπως ο John Herschel και ο Charles Babbage. Βλέπε σχετικά William J. Ashworth, «Memory, Efficiency and Symbolic Analysis: Charles Babbage, John Herschel and the Industrial Mind>>, Isίs, 1996, Νο. 4, σ. 629-53. 130. Humphrey J ennings, Pandaemonίum: The Comίng of the Machίne as Seen by Contemporary Observers, London, Deutsch, 1985, σ. 38. 131. Στο ίδιο, σ. χχχνίίί. 132. Στο ίδιο, σ. 110. 133. Στο ίδιο, σ. 185-186. 134. Στο ίδιο, σ. 6-7. 135. Στο ίδιο, σ. 139. 136. Στο ίδιο, σ. 79. 137. Στο ίδιο, σ. 343-344. 138. Στο ίδιο, σ. 288-289. 139. Στο ίδιο, σ. 298. 140. Στο ίδιο, σ. x:xxvii-xxxviii. 141. Στο ίδιο, σ. xxxviii. 142. Στο ίδιο, σ. 167. 143. Στο ίδιο, σ. 249. 144. Στο ίδιο, σ. 116. 145. Στο ίδιο, σ. 10. 146. Arthur Elton, «The Gods Move House>>, London BuΠetίn, 1938, Νο. 45, July, σ. 9. 147. Humphrey Jennings, Pandaemonίum: The Comίng of the Machίne as Seen by Contemporary Observers, London, Deutsch, 1985, σ. 55-60.
Vol. 87,
148. Στο ίδιο, σ. 129. 149. Στο ίδιο, σ. 160. 150. Στο ίδιο, σ. 325-326. 151. Στο ίδιο, σ. 324. 152. Στο ίδιο, σ. 325. 153. Arthur Elton, «The Gods Move House>>, London Bulletin, 1938, Νο. 45, July, σ. 10. Βλέπε επίσης Stuart Legg, «Α Note on Locomotive Names>>, London Bulletίn, 1938, Ν ο. 45, July, σ. 20 και 25. 154. Humphrey Jennings, Pandaemomum: The Coming of the Machίne as Seen by Contemporary Observers, London, Deutsch, 1985, σ. 141-142. 155. Στο ίδιο, σ. 269. 156. Στο ίδιο, σ. 328-329. 157. Στο ίδιο, σ. 270. 158. Στο ίδιο, σ. 349. 159. Στο ίδιο, σ. 207. 160. Στο ίδιο, σ. 301-302. 161. Στο ίδιο, σ. 236-237. 162. Στο ίδιο, σ. 264-267. 163. Στο ίδιο, σ. 212. 164. Στο ίδιο, σ. 348. 165. Στο ίδιο, σ. 302-303. 166. Στο ίδιο, σ. 312-313. 167. Hannah Arendt, «lntroduction>> στο Walter Benjamin, Illumίnatίons, London, Collins/Fontana, 1973, σ. 39. 168. Robert Young, <>, Quarto, 1979, December. 169. Charles Madge and Tom Haπisson, Mass Observation, London, Frederick Muller, 1937, σ. 16. 170. Ernst Bloch, <>, New German Crίtique, 1976, Νο. 9, Fall, σ. 8. 171. Charles Madge and Tom Haπisson, Mass Observation, London, Frederick Muller, 1937, σ. 35, βλ. Julian Trevelyan, IndigoDays, London, MacGibbon and Kee, 1957, σ. 83. 172. Hannah Arendt, 1973, ό.π., σ. 38. 173. Ernst Bloch, <>, Cross Cuπents, 1968, Vol. 18, Νο. 3, Surnmer, σ. 282. 174. Ernst Bloch, <>, Ne~v Gennan Critίque, 1976, Ν ο. 9, Fall, σ. 5. 175. Humphrey Jennings, Pandaemomum: The Coming of the Machίne as Seen by Contemporary Observers, London, Deutsch, 1985, σ. 110. 176. Βλέπε Edward Thompson, <>, Ne~v Society, 1985, 25 October, σ. 164-165. 177. Hum phrey J ennings, Pandaemomum: The Comίng of the Machίne as Seen by Contemporary Observers, London, Deutsch, 1985, σ. 332. 178. Kathleen Raine, <> στο M.-L. Jennings (ed.), Humphrey Jennίngs: Fίlm-Maker, Paίnter, Poet, London, British Film Institute, 1982, σ. 52. 179. Ernst Bloch, <>, Cross Cuπents, 1968, Vo\.18, Νο. 3, Surnmer, σ. 281.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΎτΕΡΟ: ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΛΟΥΔΔΙΣΜΟ
1. Frank Webster and Kevin Robins, Information Technology : Α Luddίte Analysίs, Norwood, NJ, Ablex, 1986. 2. Βλέπε ιδίως David Noble «Present Tense Technology- Part 1>>, Democracy, 1983, Vol. 4, Νο. 1, σ. 8-24, Part 2, Democracy, 1983, Vol. 4, Νο . 2, σ. 70-82, και Part 3, Democracy, 1983, Vol. 4, Νο. 3, σ. 71-93. Επίσης Langdon Winner, The Whale and the Reactor: Α Search for Lίmits ίn an Age of Hίgl1 Technology, Clύcago, University of Clύcago Press, 1986. Για μια πιο πρόσφατη αποτίμηση βλέπε Iain Boal and James Brook (eds), Resίstίng the Vίrtua/ Life, San Francisco, CA, City Lights, 1995. 3. Toni Negri, «Preface a l'edition fran<;aise>>, La c/asse ouvrίere contre l 'etat, Paris, Galilee, 1978, σ. 16. 4. J.G. Burke (ed.), The New Technology and Human Values, Belmont, CA, Wadsworth Publishing Co., 1966, σ. 5. 5. John Russell, «The Luddites>> στο Proceedίngs ofthe Thoroton Socίety, 1906, σ. 58. 6. Malcolm Ι. Thornis, The Luddίtes: Machine-Breaking in Regency England, New York, Schocken Books, 1972, σ.168 και 171. Το βιβλίο αυτό ασκεί έντονη κριτική στο έρ γο του Ε.Ρ. Thompson The Making of the English Working Class, στο οποίο βασιζόμαστε. Για μια υποστήριξη των θέσεων του Thompson και άσκηση κριτικής στην «κατακερματι σμένη>> μέθοδο του Thomis βλέπε F.Κ. Donnelly, «ldeology and Early English WorkingCiass History: Edward Thompson and lύs CήtiCS>>, Socίal Hίstory, 1976, Vol. 2, May. 7. Harold Wilson, «Labour and the Scientific Revolution>> στο Report of the 62nd Annual Conference, Scarborough, 30 September-4 October 1963, σ. 133-140. 8. Sir Keith Joseph, Reveι-sing the Trend, Chichester, Rose, 1975. 9. Patrick Jenkin, «The Unemployed Cannot Blame Automation>>, New Scientist, 1983, Vol. 97, Νο. 1346, 24 February, σ. 526-527. 10. Ralf Dahrendorf, «Towards the Hegemony of Post-Modern Values>>, New Society, 15 November 1979, σ. 361. 11. Michae\ J. Earl, «What Microprocessors Mean>>, Management Today, 1978, December, σ. 73. 12. Βλέπε New Statesman, 25 May 1979, σ. 756-757. 13. Barrie Sherman, <> στο Proceedίngs of the Natίonal Conference on Planning for Automatίon, Polyteclmίc of the South Bank, 17 January 1979, σ. 19 και 20. Π.χ. , <<Εν συντομία, εκείνοι (οι Λουδδίτες) ήταν ένα αμυντι κό κα ι, σε ένα βαθμό, συντηρητικό κίνημα. Αλλά πίστευαν στην άμεση δράση. Παρότι
τα λόγια δεν μπορούν να σταματήσουν τις μηχανές, οι εργάτες μπορούσαν, και το έκα ναν. Ήτάν ένα σύντομο αλλά δυναμικό κίνημα>>. Από το
Clive Jenkins and Baπie Sherman, The Collapse of Work, London, Eyre Methuen, 1979, σ. 21. 14. David Cockroft, «Microelectronics: The Employment Effects and the Trade Union Response>> στο Trevor Jones (ed.), Mίcroelectronίcs and Society, Milton Keynes, Open University Press, 1980, σ. 83 και 87. 15. Trade Unions and New Technology, Report of a Trade Union Conference on the Use and Impact of Microelectronics at Aston University, 3 November 1979, σ. 30. 16. Cohn Hines, The <
17. Βλέπε, γω παράδειγμα, Νικόλας Νεγροπόντης, Ψηφιακός Κόσμος, Αθήνα, Καστα 1995, Kevin Kelly, Out of Control: The Neιv Biology of Machines, London, Fourth Estate, 1994, Bill Gates, The Road Ahead, Ne\V Υ ork, Vik.ing, 1995. 18. Peter Mandelson, «Foreword>> στο Converging Technologies: Consequences for the Neιv Κnoιv/edge-Driven Economy, Department ofTrade and lndustry, September 1998, σ. 3. 19. Peter Mandelson and Roger Liddle, The Blair Revolution, London, Faber and Faber, 1996, σ. 209. 20. Βλέπε E.J. Hobsbawm and George Rude, Captain Sιving, Harmondsworth, Pengu.in, 1973. Γω μια συγκριτικ1Ί προσέγγιση στο Λουδδισμό βλέπε Frank Ε. Manuel, <
νιώτης,
να μοναδικό, ομογενοποιημένο φαινόμενο. Σε περιοχές στις οποίες εκδηλώθηκε πήρε δωφορετικές μορφές.
21. Eric Hobsbawm, Labouring Men: Studies in the History of LabouΓ, London, Weidenfeld and Nicolson, 1964, σ. 14. 22. Σημειώστε τις παρατηρ1Ίσεις ενός σύγχρονου αναλυτή: Η αναγκαιότητα του αν θρώπινου δυναμικού σταδιακά υποβαθμίζεται. Στην αρχή είχαμε την εξομοίωση ανά μεσα στην αξία της εργασίας των ενηλίκων και αυτιΊ των ανηλίκων. Μετά οι εργαζόμε
νοι έγιναν απλοί επιτηρητές και προμηθευτές των αναγκών της μηχαVΊΊς, η οποία στο μεγαλύτερο μέρος των λειτουργιών της δεν απαιτούσε σωματική ή πνευματική άσκηση. Ο ενήλικος άνδρας άρχισε να χάνει τη θέση του και η θέση αυτή άρχισε να καλύπτεται
από εκείνους που στ η συνήθη κλίμακα της ιεραρχίας εξαρτιόνταν από αυτόν. Αυτό συ νέβαλε στην υποβάθμιση των σχέσεων που κρατούν μια κοινωνία σε συνοχι1 και απο
τελούν τη βάση για την εθνική ευτυχία Υ..αι αρετή. Ρ. Gaskell,
Artisans and Machinery [1836],
London, Frank Cass, ανατύπωση 1968, σ. 144-145.
23. Ε.Ρ.
τl1ompson,
The Making of tlιe English Working Class, Harmondsworth, Pen-
guin, 1968, σ . 594.
24. Στο ίδιο, σ. 604. 25. Μ.Ι. Thomis, ό.π., σ. 170. Βλέπε Robert Reid, Land of Lost Discontent: The Luddite Revolt, 1812, London, H einemann, 1986. 26. Ε.Ρ. τhompson, ό.π., σ. 603-604. 27. Cornelius Castoriadis, <<τhe Crisis of the Identification Process», Thesίs Eleven, 1997, Νο. 49, σ. 89. (Στην ελληνική έκδοση: Η Αvοδος της Ασημαvτότητας, μετάφραση Κώστας Κουρεμένος, Εκδόσεις Ύψιλον,
2000.)
28. Karl Marx, Capital, Volume 1, Harmonds\νorth, Penguin, 1976, σ. 771. 29. Karl Marx, <
πραγματικά υποκείμενα σε σχέσεις (σ.
32-33). 33. Karl Marx, Capital, Volume 3, London, Lawι-ence and Wishart, 1972, σ. 831.
34. Lucio Colletti, «Marxism and the Dialectic>>, New Left Review, Νο. 93, 1975, σ. 20. 35. Ο CoiJetti υποστηρίζει ότι το πραγματικό επίτευγμα του Marx ως κριτ ικού της αγ γλικής πολιτικής οικονομίας ήταν να διακρίνει τη φuση της αλλοτρίωσης της καπιταλι
στικής πραγματικότητας. Οι νόμοι της πολιτικής οικονομίας, οι <<οποίοι εμφανίζοντα ι να έχαυν έναν υλικό ή αντικειμενικό χαρακτήρα, δεν κάναυν τίποτε άλλο από το να φετιχο ποιούν τις ανθρώπινες κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες είναι πέρα από τον έλεγχο των αν
θρώπων. Δεν αντιπροσωπεύουν φυσιολογικές αντικειμενικότητες, αλλά την αλλοτρίω ση>>. Και «η πραγματικότητα η οποία είναι το θέμα της συζήτησης αναποδογυρίζεται, στέκεται με το κεφάλι, δεν είναι πραγματικότητα, αλλά η συνειδητοποίηση της αλλο
τρίωσης. Δεν είναι θετική πραγματικότητα, αλλά μια πραγματικότητα ανεστραμμένη και ακυρωμένη>>. CoiJetti, «Maπάsm and the Dialectic>>, ό.π., σ. 22. Βλέπε επίσης «Marxism:
Science or Reνolution ?>> στο Lucio Colletti, From Rousseau to Lenin, London, New Left Books, 1972. 36. Georg Lukacs, History and Class Consciousness, Cambridge, ΜΑ, ΜΠ Press,
1971, σ. 86. 37. Στο ίδιο, σ. 87. 38. Στο ίδιο. 39. Karl Marx, «Results of t.h e Immediate Process of Production>>, ό.π.,
σ.
1054-1055.
Σε αυτό το σημαντικό κείμενο ο Marx σημειώνει ότι «Ο ίδιος ο μετασχηματισμός μπορεί να παρατηρηθεί στις δυνάμεις της φύσης και της επιστήμης>>. Βλέπε την παρατήρηση ταυ
Geoffrey Kay ότι «με τη μηχανή η παραγωγή της εργατικ1Ίς δύναμης του κεφαλαίου επι τυγχάνει μια σκληρή υλική μορφή ως εργασία, χάνει όλες τις ιδιαίτερες ανθρώπινες ιδιότητες και καθίσταται ανθρώπινη εργασία χωρίς ιδιαίτερες ιδιότητες - μια γενική ο μογενοποιημένη και αφηρημένη εργασία. «Α Note on Abstract Labour>>, Bulletin of the Conference of Socialist Economists, 1976, Ν ο. 13, March. 40. Lukacs, ό.π., σ. 88.
41. Στο ίδιο, σ. 90. 42. Ε.Ρ. Thompson, ό.π. , σ. 337. 43. Andre Gorz ( ed.), The Division of Labour, Hassocks, Harvester, 1976, Harry Braνerman, Labour a.n d Monopoly Capital, New York, Monthly Reνiew Press, 1974. 44. Ο Daνid Μ. Gordon προβαίνει σε μια χρήσιμη διάκριση ανάμεσα στην «ποσοτι κή>> και την «ποιοτική>> αποτελεσματικότητα στη μηχανική παραγωγ1Ί: «Σε γενικές γραμ μές η παραγωγική διαδικασία είναι ποσοτικά (περισσότερο) αποδοτική, αν επηρεάζει όσο το δυνατόν περισσότερο τη φυσικ1Ί εκροή από τις υπάρχουσες φυσικές εισροές... Μια παραγωγική διαδικασία είναι ποσοτικά αποτελεσματική αν αναπαράγει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις ταξικές σχέσεις ενός τρόπαυ παραγωγής>>. Ο Gordon υποστη ρίζει ότι «Οι παραγωγικές διαδικασίες ενσωματώναυν την καπιταλιστική αποδοτικότη τα αν αναπαράγουν όσο το δυνατόν καλύτερα τον καπιταλιστικό έλεγχο επί της παρα γωγικής διαδικασίας και ελαχιστοποιούν την αντίσταση ταυ προλεταριάτου σε αυτό τον
έλεγχο>>. Daνid Μ.
Gordon, «Capitalist Efficiency and Socialist Efficiency>>, Monthly Review, 1976, Vol. 28, Ν ο. 3, July-August. 45. Jean-Paul de Gaudemar, La Mobilisation Generale, Paris, Editions du Champ Urbain,
1979. 46. Στο ίδιο, σ. 17 47. Sidney PoiJard, «Factory Discipline in the lndustrial Reνolution>>, EconomicHistory
Revie1v, 1963, Vol. 16. Νο. 2. Για την
<<πάνδημη κινητοποίηση»
(absolute mobilization)
βλέπε επίσης Ε.Ρ. Thompson, <
49. Στο ίδιο, σ. 198. 50. Για μια ανάλυση
της συνέχειας ανάμεσα στον Taylor και τον Ford και της πολι τικής λειτουργίας της τεχνολογίας στο φορντικό σύστημα βλέπε Benjarnin Coήat, Science,
Techn.ique et Capital, Paris, Seuil, 1978. 51. Guido Ba\di, <
κή δύναμη. Δεν μπορεί να αγοράσει... Η θεραπεία της επιχειρηματικής ύφεσης είναι διαμέσου της αγοραστικ1iς δύναμης, και η πηγή της αγοραστικής δύναμης είναι οι μι σθοί». Βλέπε Today and Tomorrow, London, Heinemann, 1926, σ. 151. Βλέπε επίσης
Sergio Bologna: <<Για τον Ford οι μισθοί αποτελούν το γενικό συντελεστή του εισοδήμα τος που χρησιμοποιείται σε σχέση με τη δυναμική του συστήματος. Κατέστη ο γενικός
συντελεστ1;ς του κεφαλαίου για να ενταχθεί στο πλαίσιο του οικονομικού προγραμματι σμού. Το 1991 οι ιδέες του Ford αποτελούσαν λαμπρές καινοτομίες για τον ατομικό ε πιχειρηματία. Απομάκρυνε την απειλ1i της γενικής ανατροπής στις εργασιακές σχέσεις, δηλαδή την απειλή τα εργατικά συμβούλια να συy-ιιεντρώνουν το κεφάλαιο, που θα μπορούσε να ανατρέψει τη στρατηγική του συγκεντρωτικού κεφαλαίου ή της κε"ίνσιανής <<εισοδηματικής επανάστασης». Β λέπε <
at the Origin of the Workers' Councils Movement» στο The Labour Process and Class Strategies, London, Stage 1, 1976, σ. 71. 53. Les Levidow and Bob Young, <> στο Science, Technology and the Labour Process, Vol. I, London, CSE Books, 1981, σ. 5 (επανεκδόθηκε από το Free Association Books το 1984). 54. Ε.Ρ. Thompson, <> στο R. Miliband and J. Saville (eds), The Socialist Register 1965, London, Merlin, σ: 354. 55. Gaudemar, ό.π. , σ. 198. 56. Arturo Μ. Giovannitti, Εισαγωγή στο Emile Pouget, Sabotage, Chicago, W.H. Kerr and Co., 1913, σ. 11. 57. Τ Glynn, << lndustήal Efficiency and its Antidote>> στο The Onward Sweep of the Machine Process, Chicago, IWW Publishing Bureau, σ. 18. Για τη σημασία του σαμποτάζ στη φορντική περίοδο βλέπε Bill Watson, <>, Radica1 America, 1971, Vol. 5, Νο. 3. Βλέπε επίσης The IWW Pamphlet, Α Worker's Guide to Direct Action, Somerville, ΜΑ, New England Free Press, νέα έκδοση. 58. Wi\liam Mellor, Direct Action, London, Leonard Parsons, 1920, σ. 105. Αυτό δε σημαίνει, βέβαια, ότι η βία δε χρησιμοποιήθηκε. Για τη χρήση της βίας στις ταξικές α ντιπαραθέσεις βλέπε Louis Adamic, Dynamίte, London, Jonathan Cape, 1931.
59. Elizabeth Gurley Flynn, Sabotage, Cleveland, IWW Publishing Bureau, 1916, σ. 5. Βλέπε επίσης Pouget, ό.π., σ. 107: <<Το "σαμποτάζ των εργατών" είχε ως πηγή έμπνευσης γενναιόδωρες και αλτρουιστικές αρχές>>.
60. Όπως αναγνωρίστηκε από ένα συνδικαλιστή, «το 1816 οι υφαντουργοί προκά λεσαν ένα σαμποτάζ κατά τη διάρκεια του λουδδιτικού τους κινήματος. Στις κοιλάδες
13 -
Η Εποχή του Τεχνοπολιτwμού
του Ουέστ Ρίντινγκ του Γιόρκσciίρ, στο Λάνκασα·ίρ και στο Βορρά οι μηχανές κατα στράφηκαν από τα χέρια εκείνων των ανδρών που θα έμεναν χωρίς δουλειά». E.J.B. Allen, <> στο Workίng Class Autonomy and the Crisίs, London, Red Notes/CSE Books, 1979, σ. 101. 64. Immanuel Wallerstein, <>, New Left Revίew, 1997, Νο. 226, σ. 105. 65. Noam Chomsky, <>, New Left Revίew, 1998, Ν ο. 230, σ. 6. 66. William I. Robinson, <>, Race and Class, 1996, Vol. 38, Νο. 2, σ. 14-15. 67. Castoriadis, ό .π. , σ. 92 (η πλάγια υπογράμμιση είναι του Καστοριάδη) . (Στην ελ
ληνική έκδοση : Η Αvοδος της Ασημαvτότητας, μετάφραση Κώστας Κουρεμένος , Εκδό
σεις Ύψιλον,
2000, σ. 179.) 68. Στο ίδιο, σ . 94. 69. Alain Touraine, <>, Cultural Values, 1998, Vol. 2,
Νο.
1,
σ.143.
70. Kees
νan
der Pijl, <>, τhe Possibίlίties of Transnational Democracy, Uniνe rs i ty of Newcastle upon Tyne, 11-13 September 1998, σ. 2. 71. Jon Henley, <>, Guardίan, 1998, 15 August. 72. Βλέπε Stephen J. Kobrin, <>, Foreίgn Policy, 1998, Νο. 112. 73. Παραπέμπεται στο John Vidal, <<Α Glorious Sumrner for Discontent>>, Guardίan, 1998, 15 August. 74. Βλέπε Ian Katz, <>, Observer, 1996, 14 April, Πhe Luddites' Lost Leader?», Economist, 1996, 13 April, σ. 54, Daνid Futrelle, <>, καθώς και το μανιφέ εισι1γηση στο
Colloquium on
στο του , στο οποίο μπορεί να έχει πρόσβαση κανείς από την ίδια ηλεκτρονική διεύ
θυνση. Μια καλή πηγή πληροφόρησης για την αντίδραση των <> είναι η ηλεκτρονική διεύθυνση της Σχολής Εκπαίδευση στο Πανεπιστ1Ίμιο του Κολοράντο στο Ντένβερ στη διεύθυνση http: //www.cude nνer.edu/-mryder/itc/
75.
Κirkpatrick
Sale, Rebels Against the Future:
τhe
luddite.html.
Luddites and
Industrial Revolution- Lessons for the Computer Age, Reading,
ΜΑ,
τheir
War on the
Addison-Wesley,
1995, σ. 262. 76. Στο ίδιο, σ. 213. 77. Στο ίδιο, σ. 244. 78. Στο ίδιο, σ. 35, 38. 79. Στο ίδιο, σ. 272. 80. Βλέπε Howard Rheingold, The Vίrtual CoΠJmunity: Finding Connection in a CoΠJ puterised World, London, Secker and Warburg, 1994. Για μια κριτική στον τεχνο-κοινο-
τισμό βλέπε Keνin Robins, Into the Image: Culture and Politics in the Field of Vision, London, Routledge, 1996.
ΚΕΦΑΛΑ10 ΊΊ'ΙτΟ: Η ΠΑΡΑΠΛΆΝΗΣΗ ΊΉΣ ΠΡΟΟΔΟΥ
1. Wilson Ρ. Dizard, τhe Coming Information Age: An Overvie~v ofTechnology, Economics and Politics, London, Longman, 1982, σ. 38. 2. Futurist, August, 1981. 3. James Callaghan, Prime Minister Announces Major Programme for Microelectronics, Press Notice, 10 Downing Street, 1978, 6 December. 4. AJ Gore, <> στο Barry Jones, Sleepers Woke! Technology and the Future of Work, Brighton, Wheatsheaf, 1982. 7. Martin Bangemann, Europe and the Global Information Society: Recommendations to dιe European Council, Members of the High-Leνel Group on the Information Society, Brussels, European Comιnission, 1994, 26 May, 1994. 8. Bill Gates, The Road Ahead, London, Viking, 1995, σ. 273. 9. Mark Poster, τhe Second Media Age, Cambridge, Polity, 1995. 10. Keνin KeLiy, Out of Control: The Ne1v Biology of Machines, London, Fourth Estate, 1994. 11. Ilya Prigogine, The End of Certainty: Yίme, Chaos and the New Laws of Nature, New York, Free Press, 1997. 12. Keνin Kelly, ό.π., σ. 33. 13. Βλέπε Gregory Stock, Metaman: The Merging of Humans and Maclιines into a Global SupeωrganisJJJ, New York, Simon and Schuster, 1993. Βλέπε επίσης Walter Truett Anderson, Evolution Isn't What it Used Το Be: Ylιe Augnιented AninJal and the Whole Wired World, London, W.H. Freeman, 1996. 14. Michael L. Rothschild, Bionomics: The Inevitability of Capitaflsm, London, Futura, 1992, σ. 341 και χiν. 15. Keνin Kelly, ό.π., σ. 33. 16. Βλέπε, για παράδειγμα, Theodore Roszak, The Cult of Information: The Folklore of Computers and the True Art ofThinking, Cambήdge , Lutterworth Press, 1986, Clifford StoLI, Silicon Snake Oil: Second Thoughts on the Information Highway, New York, Doubleday, 1995. 17. James Martin, The Wired Society, Englewood Cliffs, Prentice-Hall, 1978, σ. 15. 18. Στο ίδιο. 19. Frederick Williams, The Communications Revolution, Beνerly Hills, Sage, 1982, σ. 280. 20. Νικόλας Νεγροπόντης, Ψηφιακός Κόσμος, Αθήνα, Καστανιώτης, 1995, σ. 231. 21. Daνid Landes, The Unbound Pronιetheus: Technologίcal Change and Industrial DeveJopnιent in Western Europe from 1750 to the Present, Cambridge, Caωbridge University Press, 1969. 22. Βλέπε, για παράδειγμα , John Bray, The Communications MiΓacle: The Telecommu-
nications Pioneers from Morse to the Information Superhighway, Νe\ν γ ork, Plenum Press, 1995. 23. Bob γoung, «Science as Culture», Quarto, December, 1979. 24. Bill Gates, The R oad Ahead, London, Viking, 1995, σ. 274. 25. Peter Large, The Micro Revolution, London, Fontana, 1980, σ. 12. 26. Anthony Hyman, The Commg of the Chip, London, New English Library, 1980, σ. 123. 27. Βλέπε, για παράδειγμα , Martin Bangemann, E urope and the Global Information Society: R ecommendations to the European Council, Members of the High-Level Group on the Information Society, Brussels, European Commission, 26 May 1994. 28. David Dickson, Alternative Technology and the Politics of Technological Change, London, Fontana, 1974, σ. 42. 29. Σύγκρινε τις θέσεις τσu Christopher Lasch για το τοπικό και το επαρχιακό στα βι βλία του The True and Only H eaven: Progress and its Cntics, New γork, W.W. Norton, 1991, και The Revolt of the Elites and the Betrayal of Democracy, New γork, W.W. Norton , 1975. 30. Raymond Williams, The Country and the City, London, Paladin, 1975, σ. 10. 31. Howard Ne\νby , The Deferential Worker: Α Study of Farm Workers in East Anglia, Harmondsworth, Penguin, 1979, σ. 11-12. 32. Wilson Ρ. Dizard, The Coming Information Age: An Overvίew of Technology, Economics and Politics, London, Longman, 1982, σ. 15. 33. James Martin, The Wίred Society, Englewood Cliffs, Prentice-Hall, 1978, σ. 4. 34. Dizard, ό.π . , σ. 22-23. 35. Alvin Toffler, The Third Wave, London, Collins, 1980, σ. 135 (στα ελληνικά: Το Τρίτο Κύμα, Αθήνα, Κάκrος, 1982). 36. Στο ίδιο, σ. 139, 367,294. 37. Στο ίδιο, σ. 375. 38. James Martin, The Wired Society, Englewood Cliffs, Prentice-Hall, 1978, σ. 191. 39. Alνin Toffler, Future Shock, London, Bodley Head, 1970, σ. 282-283 (στα ελληνι κά: Το Σοκ του Μέλλοντος, Αθήνα, Κάκτος).
40. Raymond Williams, Th e Country and the City, London, Paladin, 1975, σ. 331. 41. Leo Marx, The Machine in the Garden, New γork, Oxford University Press, 1964, σ. 32. 42. Jonathan Bentall, The Body E /ectric: Patterns in Westem Industnal Cu/ture, London, Thames and Hudson, 1976. 43. Leo Marx, The Machine ίn the Garden, New γork, Oxford University Press, 1964, σ. 4, 229. 44. John Fekete, The Cntical Tιvilight: Explorations in the Ideology of Ang/o-American Literary Theory from Eliot to McLuhan, London, Routledge and Kegan Paul, 1978. 45. James W. Carey and John J. Quirk, «The Mythos of the Electronic Revolution», The Amen can Scholar, 1970, Vol. 29, Spring and Summer, σ. 219-241, 395-424 (επανεκ δόθηκε στο βιβλίο του James W. Carey Communication as Cu/ture: Essays on Media and Society, Boston, Unwin-Hyman, 1989, κεφάλαιο 5). 46. James Martin, The Wired Society, E nglewood Cliffs, Prentice-Hall, 1978, σ. 75-76. 47. Sam Fedida and Rex Malik, The Viewdata R evolution, London, Association Business Press, 1979.
48. Joseph Ν. Pelton, Global Talk, Alphen aanden Rijn, The Netherlands, Sijthoff and Noordhoff, 1981. 49. Manuel Castells, The Rise of the Netιvork Society, Vol. 1 of The Information A ge, Oxford, Blackwell, 1996, σ. 331, 337. ΣύγΧρινε την έντονη επιρροή του McLuhan στο έρ γο του William Mitchell City of Bits: Space, Place and the lnfobahn, Cambridge, ΜΑ , ΜΠ Press, 1995. 50. Leo Marx, ό.π. 51. Marshall McLuhan (with Q. Fiore), The Medium is the Message: An Inventory of Effects, London, Allen Lane, 1967, σ. 26. 52. Α. Burkitt and Ε. Williams, The Silicon Civilization, London, W.H. Allen, 1980, σ. 154. 53. Στο ίδιο, σ. 9. 54. Alνin Toffler, Future Shock, London, Bodley Head, 1970, σ. 25. 55. Alνin Toffler, The Third Wave, London, Collins, 1980, σ. 164. 56. Στο ίδιο, σ. 18. 57. Frederick Williams, The Communications Revolution, Beνerly Hills, Sage, 1982, σ. 9& 18. 58. Christopher Eνans, The Mighty Micro: The Impact of the Computer Revolution, London, Victor Gollancz, 1979, σ. 9. 59. John Fekete, The Critical Tιvilight: Explorations in the Ideology of Anglo-American Literary Theory from Eliot to McLuhan, London, Routledge and Kegan Paul, 1978, σ. 80, 78. 60. Margaret T hatcher, Speech at the Opening Ceremony of ιτ '82 Conference, Press Office, 10 Downing Street, 1982, 8 December, σ. 29. Το ΕΤ- Ο Εξωyήινος1Ίταν μια ιδιαί τερα δημοφιλής ταινία της εποχής, σε σκηνοθεσία του Στήβεν Σπίλμπεργκ.
61. Michael Connors, The Race to the Intelligent State: Toιvards the Global Information of Economy of 2005, Oxford, Blackwell Business, 1993. 62. Robert Β. Reich, The Work of Nations: Preparίng Ourselves for 21st Century Capitalism, New York, Vintage, 1992. 63. Βλέπε Walter Β. Wriston, The Ywinght of Sovereignty: How the Information Revolution is Transformίng Our World, New York, Scribner, 1992. 64. Scott Lash and John Urry, Economies of Signs and Space, London, Sage, 1994. 65. Robert Β. Reich, The Work of Nations: Preparing Ourselves for 21st Century Capitalism, New York, Vintage, 1992, σ. 85. 66. Στο ίδιο, 67. Στο ίδιο, 68.
σ. σ.
178. 178-179.
Όσον αφορά στις πολιτιΧές της βρετανικής κυβέρνησης για την ανώτατη εκπαί
δευση, καθώς και στις απαιτήσεις των εργοδοτών, βλέπε
Phil Brown and Richard Scase, Higher Education and Corporate Realities: Oass, Culture and the Decline of Graduate Careers, London, UCL Press, 1994, Phil Brown and Richard Scase «Uηiνersities and Employers: Rhetoric and Reality>> στο Anthony Smith and Frank Webster {eds), The Post-Modem University? Contested Visions of Higher Education, Milton Keynes, Open Uniνersity Press,
1997, κεφάλαιο 8. 69. Manuel Castells, The Rise of the Netιvork Society, Vol. 1 of The Information Age, Oxford, Blackwell, 1996, σ. 115. 70. Στο ίδιο, σ. 195. Ο Castel1s προβάλλει αυτό το πνεύμα καθώς συνδυάζει την α-
νάλυση του
Weber για το «θρησκευτικό κάλεσμα>> με την ανάλυση του Schumpeter για
τη «δημιουργική καταστροφή».
71. Manuel Castells, End of Miflennίum, Vol. 3 of The Informatίon A ge, Oxford, Blackwell, 1997, κεφάλαιο 6. Ο Peter Drucker υπολογίζει ότι έως το 2000 «Οι εργάτες της γνώσης θα αντιστοιχούν στο ένα τρίτο ή και περισσότερο του εργατικού δυναμικού των ΗΠΑ»
(<
έχει συμφέροντα στο επιχειρηματικό σύστημα και είναι σε θέση να διασφαλίσει τη συνέ χειά της στη διάρκεια του χρόνου διαμέσου του μονοπωλίου της στο εκπαιδευτικό
σύστημα καθώς και διαμέσου του μονοπωλίου της στον πλούτο. Στέκεται στην κορυφή του συστήματος διαστρωμάτωσης , απολαμβάνει ανώτερα επίπεδα ζωής και ευκαιρ ίες από εκείνους που ανήκουν στην κατώτερη τάξη, η οποία συμπληρώνει τα σκαλοπάτια
των επιχειρηματικών ιεραρχιών. Όπως η ιδιοκτησία έχει καταστεί περισσότερο παγκο σμιοποιημένη, έτσι και οι καπιταλιστικές τάξεις έχουν γίνει λιγότερο <<εθν ικές» στο χαρακτήρα τους. Αντανακλώντας την αποδιάρθρωση των εθνικών οικονομιών, οι α στικές τάξεις έχουν από μόνες τους aποδιαρθρωθεί>> . Βλέπε Michael Useem, Tbe Inner
Circle: Large Corporatίons and the Rίse ofBusίness Political Activίty ίn the US and UK, New
390
York, Oxford University Press, 1984, Michael Useem and Jerome Karabel, <> στο Μ. Dertouzos and J. Moses (eds), The Computer Age: Α Twenty- Year View, Cambridge, ΜΑ, ΜΠ Press, 1979, σ. 189. 93. Daniel Bell, The Comίng ofPost-Industrίal Society: Α Venture in Social Forecastίng, Harmondsworth, Peregrine, 1976, σ. 20. 94. Στο ίδιο. 95. Eric Hobsbawm, A ge of Extremes: The Short n ventieth Century, 1914-1991, London, Michael Joseph, 1994, σ. 534,535 (στα ελληνικά: Η Εποχιj τωv Άκρωv, Αθ ήνα, Εκδόσεις Θεμέλιο, 2001). 96. Nico Stehr, Knowledge Societίes, London, Sage, 1994. 97. Βλέπε Alan Irwin, Citίzen Scίence: Α Study of People, Experίence and Sustaίnable Development, London, Routledge, 1995. 98. Γω. μω. χρήσιμη ανασκόπηση της δεκαετίας της κοινωνικής έρευνας στις νέες τε χνολογίες της πληροφορικής και της επικοινωνίας βλέπε William Dutton (ed.), Information and Communicatίon Technologίes: Vίsίons and Realίties, Oxford, Oxford University Press, 1996.
ΚΕΦΑΛΑ10 TETAJYfO: Η ΜΑ ΚΡΑ ΙΣΤΟΡΙΑ τΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
1. Alexander King, «For Better or For Worse: The Benefits and Risks of Information Technology» στο Ν. Bjorn-Anderson et al., Informatίon Rίcher, For Poorer, Amsterdam, North-Holland, 1982. 2. Jacques Maisonrouge, «Putting Information to Work for People», Intermedίa, 1984, Vo1.12, Νο. 2, March. 3. Information Technology Advisory Panel, Making a Busίness of Information, London, HMSO, 1983, September. 4. Tom Stonier, Y/Je Wealth of Information, London, Thames Methuen, 1983.
391
5. Fή tz Machlup, Κno~vledge: Its Creation, Distribution and Economic Sίgnjficance, Vol. 3: The Economics of Infoπnatίon and Human Capίtal, Pήnceton , NJ, Pήnceton University Press, 1984. 6. Scott Lash and John Urry, The End ofOrganίsed Capitalism, Cambήdge, Polity, 1987. 7. Αναλύονται στο Frank Webster, Theories ofthe Infoπnation Socίety, London, Routledge, 1995, κεφάλαιο 7. 8. Joachim Hirsch, «Fordismus and Postfordismus: Die gegenwartige gesellschaftliche Κήse und ihre Folgen>>, Po1itίsche Vierteljahresschrift, 1985, Vol. 26, Νο. 2, Joachim Hirsch, «Auf dem Wege zum Postfordismus? Die aktuelle Neuformierung des Kapitalismus und ihre politischen Folgen>>, Das Argument, 1985, Νο. 151. 9. Υπάρχει μια αρκετά εκτεταμένη βιβλιογραφία γι' αυτό το θέμα. Ανάμεσα στα πιο σημαντικά έργα είναι τα εξiις: Michael Piore and Charles Sabel, The Second In dustrial Divide, New York, Basic Books, 1984, Fred Block, Postindustrial Possibilίties: Α Critique of Economίc Discourse, Berkeley, CA, University of California Press, 1990, Manuel Castells, The Rise of the Netlvork Society, Oxford, Blackwell, 1996. 10. Αναφερόμαστε αναλυτικά στο επόμενο κεφάλαιο. 11. <<Η γνώση και η εξουσία αποτελούν το ένα αναπόσπαστο τμήμα του άλλου και δεν υπάρχει λόγος να οραματιζόμαστε μια εποχή όπου η γνώση θα πάψει να εξαρτάται από την εξουσία ... Δεν είναι δυνατόν η εξουσία να ασκηθεί χωρίς τη γνώση, είναι αδύ νατον η γνώση να μη γεννήσει εξουσία>>. Βλέπε Michel Foucault, «Pήson Talk: An Inter-
view>>, Radical Philosophy, 1977, Νο. 16, Spήng, σ. 15. 12. Anthony Giddens, The Nation State and Violence: Volume 2 of Α Contemporary Critique of Historical Materialism, Cambridge, Polity Press, 1985, σ. 2. 13. Ο Thomas Richards έχει γράψει με έναν παραστατικό τρόπο σε σχέση με τη Βρε τανικΊi Αυτοκρατορία. Δείχνει την ψύχωση με τη συλλογή πληροφοριών στις aποικίες και στους υπηκόους των αποικιών (χάρτες, ιχνευτές, έρευνες). Βλέπε Thomas
Richards, Th e Imperial Archive: Κnowledge and the Fantasy of Empire, London, Verso, 1993. Βλέπε επίσης Benedict Anderson, Imagined Communίties: R eilections on the Origin and Spread of Nationalίsm, αναθεωρημένη έκδοση, London, Verso, 1991, κεφάλαιο 10. 14. Anthony Giddens, The Natίon State and Vίolence, Volume 2 of Α Contemporary Critίque of Hίstorical Materialίsm, Cambridge, Polity Press, 1985, σ. 181. 15 Στο ίδιο, σ. 302. 16. F.A. Hayek, <>, American Econ omίc R evie1v, 1945, Vol. 35, Νο 4, σ. 526. 17. Στο ίδιο, σ. 520. 18. Στο ίδιο, σ. 521. 19. Στο ίδιο, σ. 520. 20. AJfred D. Chandler, The Visible Hand: The Managerial Revolutίon in American Busίness, Cambridge, ΜΑ , The Belknap Press, 1977, σ. 8, 12. 21. F.A. Hayek, «Econornics and Κnowledge>>, Economίca, 1937, Vol. 4, Nos 13-16. 22. Charles Jonscher, «lnformation Resources and Economic Productiνity>>, Information Economίcs and Policy, 1983, Vol. 1, Ν ο. 1, σ. 21, 15. 23. Βλέπε Κrishan Kumar, Fron1 Post-Industrίal to Post-Modem Society: New Theories of the Contemporary World, Oxford, Blackwell, 1995, κεφάλαιο 2, Kevin Robins and Frank Webster, <> στο J.D. Slack and F. Fejes (eds), The Ideologyofthe Informatίon Age, Norwood, NJ, Ablex, 1987, σ. 95-117.
39 2
24. Αυτό δεν υποδηλώνει, βέβαια, την απαραίτητη αποτελεσματικότητα του τε χνοκρατικού νόμου. Η τεχνοκρατία πιθανόν πάντα προσεγγίζει περισσότερο αυτό που ο S.M. Miller αποκαλεί «ψευδοτεχνοκρατική κοινωνία». Βλέπε S.M. Miller, «The
Coming of Pseudo-Technocratic Society», Sociological Inquiry, 1976, Vol. 46,
Νο.
3-4.
Και οι άνθρωποι πάντα παραμένουν aπείθαρχοι και αντιστέκονται μπροστά στον επι χειρούμενο κοινωνικό προγραμματισμό.
25. Lewis Mumford, <
115. 27. Scott Lash and John Urry, The End of Organised Capitalism, Cambήdge, Polity Press, 1987. 28. Η <<απο-υποτέλεια» σημαίνει «ότι οι άνθρωποι που βρίσκουν τον εαυτό τους σε υποτελείς θέσεις[...] κάνουν οτιδήποτε είναι δυνατόν για να κατευνάσουν, να αντιστα θούν και να αλλάξουν τις συνθήκες υποτέλειας>>. Στο Ralph Miliband, <<Α State of DeSubordination», British Joumal of Sociology, 1978, Vol. 29, Νο. 4, December, σ. 402. 29. John Holloway, <
Νέα Υόρκη, από τον οίκο
τυχία ορίζεται σύμφωνα με τα προσωπικά χαρακτηριστικά περισσότερο -χαρακτήρας, ετοιμότητα, ενθουσιασμός κτλ.- παρά σύμφωνα με τα μέτρα απόδοσης του
Taylor. 38. J.A. Hobson, <
393
41. Mike Cooley, «The Taylorization of lntellectual Work>> στο L. Leνido\ν and Β. Young (eds), Scίence, Tecbnology and the Labour Process, Vol. 1, London, CSE Books, 1981. 42. Morris Janowitz, <>, American Journal of Sociology, 1975, Vol. 81, Νο. 1, July, σ. 84. Βλέπε επίσης Daνid Α. Hounshell, From the American System to Mass Production 1800-1932: The Development of Manufacturing Technology in the Unίted States, Baltimore , The Johns Hopkins Uniνersity Press, 1987, κεφάλαιο 8. 43. Samuel Haber, Efficiency and Uplift: Scίentifίc Management ίn the Progressive Era, 1890-1920, Chicago, Uniνersity of Chicago Press, 1964, σ. χ. 44. Στο ίδιο, σ. 44. 45. Edwin Layton, <>, Amerίcan Quarterly, 1962, Sprίng. 46. Magali Sarfatti-Larson, <>, B erkeley Journal of Socίology, 1972, Νο. 17, σ. 19. 47. Charles S. Majer, <>, Journal of Contemporary History, 1970, Vol. 5, Νο. 2, σ. 31-32. 48. Βλέπε, για παράδειγμα, Stuart and Elizabeth Ewen, Channe/s of Desire, New York, McGraw-Hill, 1982. 49. Ο Herbert Casson αντελ1iφθη έγκαιρα ότι <<αυτό που λειτούργησε τόσο καλά στην απόκτηση της γνώσης και στην παραγωγή των αγαθών μπορεί να λειτουργή σει ε
ξίσου καλά στη διανομή αυτών των αγαθών>>.
Herbert Ν. Casson, Ads and Sales: Α Study of Advertisίng and Selling from the Standpoint of the New Princίples of Scientίflc Management, Chicago, A.C. McClurg and Co., 1911, σ. 71. 50. Daniel Pope, The Making of Modern Advertisi1Jg, New York, Basic Books, 1983, Raymond Williams, <> στο Raymond Williams, Problems in Materialism and Culture, London, Verso, 1980, σ. 170-95. 51. A!fred Ρ. Sloan, My Years wίth General Motors, London, Sidgwick and Jackson, 1965, κεφάλαιο 9. 52. Henry C. Link, τhe Ne~v Psycholog:r of Sel/ing and Advertίsing, New York, Macmillan, 1932, σ. 248. 53. D aν id Μ. Potter, People of Plenty: Economic Abundance and the American Character, Chicago, Uniνersity of Chicago Press, 1954, σ. 168, 175. 54. Quentin J. Schultze, Adverdsίng, Scien ce, an d Professionalism, Uniνersity of lllinois at Urban a-Charnpajgn, 1978, αδημοσίευτη διδακτορική δ ιατρ ιβή, σ. 116. Βλέπε επίση ς S usan Strasser, Sadsfacdon Guaranteed: τh e Making of the Amerίcan Mass Market, Wash ίn gton, Smithsonian Institute Press, 1989. 55. Donald L. Hurwitz, Broadcast Ratίngs: The Rίse and Development of Commercial Audience R esearcb and Measurement ίn Amerίc..1n Broadcasting, Uniνersity of Illinois at Urbana-Champaign, 1983, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή. 56. Edward L. Bernays, The Engineering of Consent, Norn1an, Uniνersity of Okla11oma Press, 1955, σ. 3-4, 9. Β λέπε επίσης Abraham Lipsky, Man the Puppet: Tbe Art of Controlling Mίnds, New York, Frank-Maurice lnc., 1925. 57. Αυτή είναι μια θέση που μοιραζόμαστε με τον <<γκουρού >> τη ς διοίκη ση ς Peter Drucker, ο οποίος περιγράφει τον τείλορισμό ως την <<πιο ισχυρή και μακροχρόνια συμ-
394
βολή της Αμερικ1iς στη δυτική σκέψη>> . Peter Drucker, The Practίce ofManagement, London, Heinemann, 1955, σ. 248. Βλέπε επίσης Peter Drucker, Post-Capitalist Socίety, Oxford, Butterworth Heinemann, 1993. 58. Roland Marchand, Advertίsing the Amerίcan Dream: Making Way for Modemity, 1920-1940, Berkeley, CA, University of Califomia Press, 1985, σ. 25. 59. Herbert S. Dordick et al., The Emerging Nenvork Marketplace, Norwood, NJ, Ablex, 1981. 60. Kenneth Gill, «Chairman's Review>> στο Saatchi and Saatchi Company plc, Annual
Report 1983.
61. Saatchi and Saatchi Company plc, Review of Advertίsing Operatίons 1984, London, Saatchi and Saatchi, 1985. 62. Steve Winram, «The Opportunity for World Brands>>, International Journal of Advertίsing, 1984, Vol. 3, Νο. 1, σ. 25, lvan Fallon, The Brothers: The Rίse and Rίse ofSaatchi & Saatchi, London, Hutchinson, 1988, σ. 197-217. 63. Kevin Robins and Frank Webster, «The Revolution of the Fixed Wheel: Television and Social Taylorism>> στο Ρ. Drummond and R. Paterson (eds), Televίsion in Transίtion, London, British Film Institute, 1985, σ. 36-63, Kevin Robins and Frank Webster, «Broadcasting Politics: Communications and Consumption>>, Screen, 1986, Vol. 27, Νο. 34, May-August, σ. 30-44. 64. David Schmittlein, «Masteήng Management>>, Economist, 1995, 15 December. 65. Dominic Cadbury, <Πhe Impact of Technology on Marketing>>, Intemational Joumal of Advertίsing, 1983, Vol. 2, Νο. 1, σ. 72, 70. 66. Philip Corήgan and Derek Sayer, The Great Arch: English State Formatίon as Cultural Revolution, Oxford, Blackwell, 1985. 67. Anthony Giddens, Α Contemporary Critique of Historica/ Materialism, Vol. 1, Power, Property and the State, London, Macrnillan, 1981, σ. 94. 68. Theodore Roszak, The Cult of Information, Cambήdge, Lurterworth Press, 1986, σ.156.
69. Jίirgen Habermas, Strukturwandel deτ Offentlichkeit, Darmstadt, Luchterhand, 1962. 70. Hans Speier, <>, American Joumal of Sociology, 1950, Vol. 55, January, σ. 376. 71. Alvin Gouldner, The Dialectίc of Ideology and Technology, London, Macmillan, 1976. Βλέπε επίσης Nicholas Gamham, Πhe Media and the Public Sphere>> στο Peter Gold.ing, Graham Murdock and Philip Schlesinger (eds), Communicating Polίtίcs: Mass Communications and the Polίtical Process, Leicester, Leicester University Press, 1986, σ. 37-53. 72. Jίirgen Habermas, Strukturwande/ der Offentlichkeit, Darmstadt, Luchterhand, 1962, σ.194.
73. Alvin Gouldner, The Dίalectίc of Ideology and Technology, London, Macmillan, 1976, σ. 139-40. 74. Paul Piccone, <>, New German Crίtίque, 1976, Νο. 8, Spήng, σ. 173. 75. Cornelius Castoriadis, <>, Thesis Eleven, 1984/85, Νο. 10/11. 76. Alvin Gouldner, The Dίalectic of ldeology and Technology, London, Macmillan, 1976, σ. 36-37.
395
77. Samuel Haber, Efficiency and Uplift: Scientific Management ίn the Progressive Era, 1890-1920, Chicago, Uniνersity of Chicago Press, 1964, σ. 90, 93, 97-98. σ.
78. Walter Lippmann, The Phantom Public, New York, Harcourt, Brace and Co., 1925, 39. 79. Walter Lippmann, Public Opinion, London, Allen and Un>νin, 1922, σ. 394 (στα
80. Στο ίδιο, σ . 378. 81. Στο ίδιο, σ. 408. 82. Στο ίδιο, σ. 248. 83. William Albig, Publίc Opίnίon, New York, McGraw-Hill, 1939, σ. 301. 84. Harwood L. Childs, Publίc Opinion: Nature, Formatίon and Role, Princeton, NJ, Van Nostrand, 1965, σ. 282. 85. H arold D. Lasswell, «The Vocation of Propagandists» στο On Politίcal Sociology, Chicago, Uniνersi ty of Chicago Press, (1934) 1977, σ. 234, 235. 86. Ο E dward Bemays αναφέρεται σε αυτό ως «ειδικ1Ί έκκληση» και ο Harold Lasswell γράφει για τη «λειτουργία της συνηγορίας», προτείνοντας ότι «ως συνήγορος ο προπαγανδιστής μπορεί να θεωρήσει τον εαυτό του ότι έχει πολλά κοινά στοιχεία με το δικηγόρο». Πράγματι, σύμφωνα με τον
Lasswell, η κοινωνία <<δεν μπορεί να δράσει
πνευματικά>> χωρίς τους << ειδιΥ..ούς της αλήθειας» . Αν αυτοί οι ειδικοί «δεν είναι κατάλ
ληλα εκπαιδευμένοι και δεν επικοινωνούν μεταξύ τους και με το κοινό, δεν μπορούμε λογικά να ελπίζουμε να έχουν απήχηση στο κοινό>>. Edward L. Bernays, Crystallίsίng
Public Opinion, New York, Boni and Liνeright , 1923. Βλέπε επίσης Harold D. Lasswell, Democracy Through Public Opinίon, Menasha, Wis., George Banta Publishing Company (τhe Eleusis of Chi Omega, 1941, Vol. 43, Νο. 1, μέρος 2), σ. 63, 75-76. 87. Walter Lippmann, Publίc Opinion, London, Allen and Unwin, 1922, σ. 43. 88. Όπως σημειώνει ο Francis Rourke, <<η κοινή γνώμη έχει καταντήσει να είναι ο υ πηρέτης παρά ο αφέντης της διακυβέρνησης, αναστρέφοντας έτσι τη σχέση την οποία
η δημοκρατική κοινωνία προϋποθέτει και μειώνοντας το χάσμα ανάμεσα στις δημοκρα τικές και τις aπολυταρχικές κοινωνίες>>. Francis Ε. Rourke, Secrecy and Publicίty: Dίlem
mas of Democracy, Baltimore, John Hopkins Press, 1961, σ. xi. 89. John Sinclair, Images Incorporated: Advertίsίng as Industry and Ideology, London, Croom Helm, 1987, σ. 99-123. 90. Adam Raphael, <>, Observer(Colour Supplement), 1990, 14 October, σ. 7-47. 91. Jeremy Tunstall, <>, Telecommunίcations Policy, 1985, Vol. 9, Νο. 3, September, σ. 210. 92. Βλέπε το εξαιρετικά ενημερωτικό άρθρο του Bernice Martin <> στο Hans Kellner and Peter Berger (eds), Hidden Technocrats: The New Class and Ne~v Capitalism, New Brunswick, Transaction, 1992, σ. 111-156. 93. Βλέπε Bob Franklin, Packaging Politics: Politίcal Communications ίn Britain's Media Democracy, London, Edward Arnold, 1994. 94. James Β. Rule, Private Lives and Public Surveίllance, London, Allen Lane, 1973, σ. 43. 95. Tom Stonier, <
96. Mίchael Marien, «Some Questίons for the Informatίon Socίety», The Informatίon Νο. 2. 97. Walter Lίppmann , Publίc Opίnion, London, Allen and Unwίn , 1922, σ. 408, 248. 98. Kenneth Ε. Bouldίng and Lawrence Senesh, The Optimum Utilίsatίon of Κnow /edge: Maldng Κnowledge Serve Human Betterment, Boulder, Col., Westνiew Press, 1983. 99. Walter Lippmann, The Phantom Pub/ίc, New York, Harcourt, Brace and Co., 1925, σ. 189-90. 100. Le\νis Mumford, «Authoritarian and Democratίc Technics», Technology and Cu/ture, 1964, Vol. 5, Νο. 2. 101. Cornelius Castoriadis, <>, Thesίs Eleven, 1984/85, Νο. 10/11, σ. 35. Society, 1984, Vol. 3,
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΏΤΟ: Η ΦΑΝΓΑΣΙΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗτΙΚΟΥ ΚΑΠJτΑΛΙΣΜΟΥ
1. Jean-Paul de Gaudemar, La Mobίlisation Generale, Paris, Editions du Champ 1979 (βλέπε επίσης την ανάλυση του Gaudemar στο κεφάλαιο 2). 2. R.W. Dunn, Labour and Automobiles, London, Modern Books, 1929, σ. 62. 3. Αν και αναφερόμαστε ιδιαίτερα στο φορντισμό -ο οποίος εξελίχθηκε στο πρώ
Urbaίn,
το τέταρτο του εικοστού αιώνα- περιγράφουμε, βεβαίως , τις αλλαγές που εμφανίστηκαν στην περίοδο της μερικής κινητοποίησης.
4. John Alt, <> στο President's Research Committee on Social Trends: R ecent Social Trends in the Unίted States, New York, McGraw Hill, 1933, σ. 857-911. 6. Les Leνi dow and Bob Young, <> στο Science, Teclιno/ogy and the Labour Process, Vol. 1, London, CSE Books, 1981, σ. 5. 7. Joachίm Hirsch, <>, Telos, 1981, Νο. 48, Summer, σ. 83, 82, 87. 8. Nigel Thrift, <>, Lund Studies in Geography, 1981, Series Β , Νο . 48, σ. 64. 9. Mίchel Foucault, Dίscipline and Punish: The Birth of the Prison, Harmondsworth, Penguin, 1979, σ. 160 (στα ελληνικά: Επιτήρηση και Τιμωρία- Η Γέννηση της Φυλακιjς, μετάφραση Καίτη Χατζηδ1Ίμου- Ιουλιέτα Ράλλη, Εκδόσεις Ράππα, 1976, σ. 211). 10. Α. Granou, Capitalisme et Mode de Vie, Paris, Editions du Cerf, 1974. 11. Βλέπε, ανάμεσα σε άλλα, Harley Shaiken, Work Transformed: Automation and Labor ίn the Computer A ge, New York, Holt, Rίnehart and Winston, 1984, Barry Wίl kinson, The Shopfloor PoHtίcs of New Technology, London, Heinemann, 1983, Robert Howard Brave New Workp/ace, New York, Viking Penguin, 1985, Simon Head, <>, Ne ~v York Revίew of Books, 1996,29 February, σ. 47-52. 12. Manuel Castelts, The Rise of the Network Society, Oxford, Blackwell, 1996. 13. Jeremy Rifkin, The End of Work: The Decline of the G/oba/ Labor Force and the Da1vn ofthe Post-Market Era, New York, G.P. Putnam's Sons, 1995. 397
14. Robert Reich, The Work of Nations: Preparing Ourselves for 21st Century Capitalism, New York, Vintage, 1992. 15. Βλέπε Fred Block, Post-Industrial Possibilities: Α Critique of Economic Discourse, Berkeley, CA, Uniνersity of California Press, 1990, Larry Hirschhorn, Beyond Mechanization: Work and Technology in a Post-Industrial Age, Cambridge, ΜΑ, ΜΠ Press, 1984, Shoshana Z uboff, In the A ge of the Smart Machine: The Future of Work and Power, London, Heinemann, 1988, Robert J. Thomas, What Machines Can't D o: Politics and Technology in the Industrial Enterprise, Berkeley, CA, Uniνersi ty of California Press, 1994. 16. Manuel Castells, Th e Rise of the Network Society, Oxford, Blackwell, 1996, σ. 265. 17. Στο Lδιο, σ. 276,272. Επίσης, βλέπε Bennett Harrison, Lean and Mean: Th e Changing Landscape of Corporate Power in the Age of Flexibility, New York, Basic Books, 1994. 18. Andre Gorz, Farewell to the Working Class, London, Pluto Press, 1982, σ. 84. 19. Simon Nora and Main Minc, The Computerisation of Society: Α Report to the President of France, Cambridge, ΜΑ, ΜΠ Press, 1980, σ. 126-127. 20. Jeremy Bentham, Works, Vol. 4, J. Bowring (ed.), Edinburgh, William Tait, 1843, σ. 80. 21. Στο ίδιο, σ. 44. 22. Στο Lδιο, σ. 47. 23. Michel Foucault, Dίsciplίne and Punish: The Birth of the Prison, translated by Alan Sheridan, Harmondsworth, Penguin, 1979, σ. 77-78 (στην ελληνική έκδοση σ. 104-105). 24. Στο Lδιο, σ. 200-201 (στ ην ελληνική έκδοση σ. 265-266). 25. Στο Lδ ιο, σ. 202-203 (στην ελληνική έκδοση σ. 268). 26. Στο ίδιο, σ. 205 (στην ελληνική έκδοση σ. 271-72). 27. Στο ίδιο, σ. 249 (στην ελληνική έκδοση σ. 325). 28. Στο ίδιο, σ. 202 (στην ελληνική έκδοση σ. 267). 29. Στο Lδιο, σ. 250 (στην ελληνική έκδοση σ. 326). 30. Daνid Leigh, TheFrontiers ofSecrecy: Closed Government in Britain, London, Junction Books, 1980, σ. 218. 31. Daνid Burnham, The Rise of the Computer State, New York, Random House, 1983. 32. Joel Koνel, Against the State of Nuclear Terror, London, Pan, 1983, σ. 76. 33. Στο ίδιο, σ. 76-77. 34. Oscar Η. Gandy, The Pan optic Sort: Α Political Economy of Personal Information, Boulder, CO, Westνiew Press, 1993. 35. Tom Stonier, Th e Wealth of Information: Α Profile ofthe Post-Industrial Economy, London, Methuen, 1983, σ. 12, 63, 18-19, 203. 36. Anita R. Schiller and Herbert Ι. Schiller, <
41. Karl Marx, Capital, Υ οΙ. 1, Harmondsworth, Penguίn, 1976, σ. 548. 42. C. Reitell, «Machinery and Its Effect Upon the Workers in the Automotiνe Industry», Annals of the Amerίcan Academy of Polίtίcal and Socίal Scίence, 1924, Noνember, σ. 41. 43. Frank Webster and Κeνίη Robins, lnformation Technology: Α Luddite Analysis. Nonνood, NJ, Ablex, 1986, κεφάλαιο 11. 44. lνan Illich, τhe Right to Useful Unemployment, London, Marion Boyars, 1978, σ. 24. 45. Jeremy Seabrook, Unemployment, London, Quartet, 1982, σ. 179, 105. 46. Ενώ θα επιμέναμε για την πραγματικότητα αυτής της διαδικασίας της κοινωνι Κ1lς απο-ειδίκευσης, δε θέλουμε όμως να την υπερτονίσουμε, αρνούμενοι τις ικανότητες και τις υπάρχουσες δυνατότητες για επανακατάρτιση. Ο Anthony G iddens με πειστικό τρόπο μάς έχει υπενθυμίσει ότι στην καθημεριV11 ζωή οι διαδικασίες της απο-ειδίκευσης και επανακατάρτισης αναπτύσσονται σε σταθερή βάση (Modeιηity and Self-Identίty: Self
a11d Society in the Late Modern Age, Cambridge, Polity, 1991, σ. 137-143). 47. Daνid Burnham, τhe Rise of t11e Computer Stare, New Υ ork, Random House, 1983, σ. 12, 11. 48. Anthony Giddens, The Nation-State and Violence, Vol. 2 of Α Contemporary Critίque of Historical Materialism. Cambridge, Polity Press, 1985. 49. H.G. Wel1s, World Brain, London, Methuen, 1938, σ. 47. 50. Στο ίδιο, σ. 59. 51. Στο ίδιο, σ. 60. 52. Στο ίδιο, σ. 61. 53. Στο ίδιο, σ. 26. 54. Στο ίδιο, σ. 64. 55. Στο ίδιο, σ . 49. 56. Βλέπε Daνe Muddiman, Πhe Uniνersal Library as Modeω Utopia: The lnformation Society of H.G. Wel1s», Library History, 1998, Yol. 14, σ. 85-101. 57. JUrgen Habermas, Π1e Structural Transformation of t11e Public Spbere, Cambridge, Polity Pι-ess, 1989, κεφάλαια 5 και 6 (στα ελληνικά: Αλλαγή Δομής της Δημοσιότητας, Α θήνα, Νήσος, 1997). 58. Andre Gorz, «On the Class Character of Science and ScientistS>> στο Η. and S. Rose (eds), The Polίtical Economy of Science, London, Macmillan, 1976, σ. 64. 59. Jean-Francois Lyotard, <>, Dialectiques 1980, Yol. 29, Winter, σ. 3-12. 60. William Ε. Colby, «lntelligence in the 1980s'>>, lnformation Society, 1981, Yol. 1, Νο. 1, σ. 67-68. 61. Stanfield Turner, «lntelligence for a New World Order>>, Foreίgn Affairs, 1991, Vol. 70, Νο. 4, Fall, σ. 151-152. 62. Bernard Doray, From Taylorism to Fordism: Α Ratίonal Madness, London, Free Association Books, 1988, σ. 166. 63. John BeΓger, «Against the Great Defeat of the World>>, Race and Class, 1998/99, Vol. 40, Νο. 2/3, σ. 1. 64. Στο ίδιο, σ. 4.
399
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ: ΠΡΟΠΑΓΆΝΔΑ: ΤΟ ΚΡΥΜΜΕΝΟ ΠΡΟΣΩΠΟ 'ΓΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ
1. Louis Wirth, «Consensus and Mass Communication», American Socίologίca/ Review, 1948, Vol. 13, Νο. 1, February, σ. 7. 2. Βλέπε Ferdinand Tonnies, On Socίology: Pure, Applίed and Empίrical, Chicago, University of Chicago Press, 1971, κεφάλαιο 19. 3. Melvίn L. De Fleur and Sandra Ball-Rokeach, Theorίes of Mass Communίcatίon, New York, David McKay Company, 3η έκδοση , 1975, σ. 138-139. 4 . Louis Wίrth, «Consensus and Mass Communication», American Socίo/ogίca/ Review, 1948, Vol. 13, Νο. 1, February, σ. 104-105. 5. A lbert Κreiling, «Television in American Ideological Hopes and Fears», Qua/itatίve Socίology, 1982, Vol. 5, Νο. 3, Fall, σ. 200. 6. Harold D. Lasswell, «The Theory of Political Propaganda>>, Amerίcan Politίca/ Scίence Review, 1927, VoL. 21, σ. 631. 7. Harold D. Lasswell, Propaganda Technίques in the World War, London, Kegan Paul, Trench, Trubner and Co., 1927, σ. 222. 8. H.D. Lasswell, «The Theory of Political Propaganda», Amerίcan Politίcal Scίence 1927, Vol. 21, σ. 630. 9. James Carey, «Mass Communication Research and Cultural Studies: An American View>> στο James Curran, Michael Gurevitch and Janet Woollacott (eds), Mass Communίcatίon and Socίety, London, Edward Arnold, 1977, σ. 412. 10. Leonard W . Doob, Public Opίnίon and Propaganda, London, Cresset Press, 1949, Revίew,
σ.
240.
11. Herbert Blumer, «The Mass, the Public and Public Opinion>> στο Bemard Berelson and Morris Janowitz (eds), Reader in Publίc Opίnίon and Communίcatίon, New York, Free Press (1946), 2η έκδοση , 1966, σ. 45. 12. Donald F. Roberts, «The Nature of Communications EffectS>>στο Wilbur Schramm and Donald F. Roberts (eds), The Process and Effects of Mass Communίcatίon, Urbana, IL, University of lllinois Press, αναθεωρημένη έκδοση, 1971, σ. 376. Για ανασκοπήσεις στις μελέτες του κοινού και των vcιδράσεων βλέπε ιδιαίτερα Joseph τ. Kiapper, The Effects of Mass Communίcatίon, New York, Free Press; 1960, Dennis McQuail, «The lnfluence and Effects of Mass Media>> στο James Curran, Michael Gurevitch and Janet Woollacott (eds), Mass Communίcatίon and Socίety, London, Edward Arnold, 1977, David Morley, Televίsίon, Audίences and Cultural Studίes, London, Routledge, 1992, Terence Η . Quaker, Opίnίon Control ίn the Democracίes, London, Macmillan, 1985, κεφάλαια 4-5. 13. ΤΗ. Quaker, Opinίon Control in the Democracίes, London, Macrnillan, 1985, σ. 29. 14. William Albig, Public Opίnίon, New York, McGraw-Hill, 1939, σ. 21, 47. 15. Alvin Gouldner, The Dίalectίc of Ideology and Technology, London, Macmillan,
1976, σ. 95. 16. W. Albig, Public Opίnίon, New York, McGraw-Hill, 1939, σ. 47 17. Βλέπε επίσης Leonard W. Doob, Publίc Opinίon and Propaganda, London, Cresset Press, 1949, Bruce Lannes Smith, Harold D. Lasswell and Ralph D. Casey, Propaganda, Communίcatίon and Publίc Opinίon, Princeton, NJ, Prίnceton University Press, 1946, Daniel Katz ( ed. ), Publίc Opίnίon and Propaganda: Α Book of Readίngs, New York, Holt, Rinehart and Winston, 1964.
18. Η. Blumer, «The Mass, the Public and Public Opinion>> στο Bernard Berelson and Janowitz (eds), Reader in Public OpiJJjon and Communication, New γork, Free Press (1946), 2η έκδοση, 1966, σ. 50. Βλέπε επίσης Bernard Berelson, «Democratic Theory and Publjc Opiruon>>, Public QpiJJjon Quarterly, 1952, Vol. 16, Fall, σ. 313-330, Paul F. Lazarsfeld, <>, Public Opίnion Quarterly, 1957, Vol. 21, Spring, σ. 39-53. 19. Robert Ε. Park, On Socίal Control and CoUective Behavίour: Selected Papers, Ralph Η. Turner (ed.), Chicago, Uniνersity of Chicago Press (1924), 1967, σ. 219-220. 20. Jίirgen Habermas, Strukturwandel der δffentlichkeίt, Darmstadt, Luchterhand, 1962, σ. 41, 129. 21. Harold D. Lasswell, «The Vocation of PropagandistS>> στο On Polίtical Socίology, Chicago, Uniνersity of Chicago Press (1934), 1977, σ. 236. 22. Η. Blumer, «The Mass, the Public and Public Opinion>> στο Bernard Berelson and Moπi s Janowitz (eds), Reader in Publίc OpiJJjon and Communίcation, New γork, Free Press (1946), 2η έκδοση 1966, σ. 50. 23. W. Albig, Public Opinion, New γork , McGraw-Hill, 1939, σ. 301. 24. Harwood L. Childs, Publίc QpiJJjon: Nature, Formation and Role, Pήnceton, Van Nost.rand, 1965, σ. 282. 25. George Ε. Gordon Catlin, «Propaganda as a Function of Democratic Goνernrnent>> στο Harwood L. Childs (ed.), Propaganda and Dictatorship, Pήnceton, NJ, Princeton Uniνersity Press, 1936, σ. 142-143. 26. H.D. Lasswell, «The Vocation of PropagandistS>> στο On Polίtical Socίology, Chicago, Uniνersity of Chicago Press (1934), 1977, σ. 234-235. 27. W. Albig, Public Opinion, New γork, McGraw-Hill, 1939, σ. 283. 28. Walter Lippmann, Public Opinion, London, George Allen and Unwin, 1922, σ. 43, 247 (στην ελληνική έκδοση σ. 48). Για τη στενή σχέση ανάμεσα στη λογοκρισία και την προπαγάνδα βλέπε Keνin Robins and Frank Webster, Πhe Media, the Military and Censorship>>, Screen, 1986, Vol. 27, Νο. 2, March-April, σ. 57-63. 29. W. Albig, Publίc Opίnίon, New γork, McGraw-Hill, 1939, σ. 296. 30. Daνid L. Altheide and John Μ. Johnson, Bureaucratic Propaganda, Boston, Allyn and Bacon, 1980, σ. 10. 31. Jacques Ellul, Propaganda: The Formation of Men's Attitudes, New γork, Alfred Α. Knopf, 1965, σ. 124. 32. Louis Wirth, «Consensus and Mass Commurucation>>, American Socίological Revίew, 1948, Vol. 13, Νο. 1, February, σ. 9. 33. Jacques Ellul, Propaganda: The Formatίon of Men's Attitudes, New γork, Alfred Α. Knopf, 1965, σ. 126, 132. 34. H.D. Lasswell, «The Vocation of PropagandistS>> στο On Polίtical Socίology, Chicago, Uniνersity of Chjcago Press (1934), 1977, σ. 231. 35. Κ.Ε . Park, On Social Control, ό.π., σ. 5, 209-210. Βλέπε επίσης Elisabeth NoelleNewmann, The Spiral of Silence: Public Opinion- Our Social Skin, Chicago. U niνersity of Chicago Press, 1984, σ. 95-96. 36. Lows Wirth, «Consensus and Mass Commurucation>>, American Sociological Revίew, 1948, Vol. 13, Νο. 1, February, σ. 4. 37. Morris Janowitz, «Sociological Theory and Social Controi>>, American Journal of Sociology, 1975, Vol. 81, Νο. 1, July, σ. 83. Morήs
fιΟΙ
-- -
-
.,
__
38. W. Albig, Public Opinion, New York, McGraw-Hill, 1939, σ. 309. 39. WaJter Lippmann, The Plιantom Public, Ne\v York, Harcourt, Brace and Co., 1925, σ. 39. 40. WaJter Lippmann, Public Opinion, London, George Allen and Unwin, 1922, σ. 394. 41. Στο ίδιο, σ. 378. 42. Στο ίδιο, σ. 292, 408. 43. Στο ίδιο, σ. 248. 44. Edward L. Bernays, <>, Critica/ Studίes ίη Mass Commuπίcation, 1986, Vol. 3, Νο. 3, June. Β λέπε επίσης Oscar Η. Gandy, Tbe Paπoptic Sort, Α Political Economy of Personal Infornιation, Boulder, CO, Westview Press, 1993, Gary τ. Marx, Uπdercover: Police SurveiUance in Amenca, Berkeley, University of California Press, 1988, Duncan Campbell and Steve Connor, On the R ecord: Surveίllance, Computers aπd Pnvacy, London, Michael Joseph, 1986, David Lyon, The Electronίc Eye: The Rise ofSurveil/ance Society, Cambridge, Polity, 1994, Simon Davies, Big Brother: Brίtaίn 's Web of Suτveil/ance and the New Technologica/ Order, London, Pan, 1996. 54. Herbert Ι. Schiller, The Mind Maπagers, Boston, Beacon Press, 1973, σ. 4. Ενώ ο Schiller έχει συχνά κατηγορηθεί για την απαισιόδοξη και αιτιοκρατική του π ροσέγγιση , η έμφαση που δίνει στην προπαγάνδα και στον έλεγχο της πληροφορίας δε συνεπάγε
ται την ολοκληρωτική τους επιτυχία και αποτελεσματικότητα. σ.
55. Walter Lippman, The Phantom Public, New York, Harcourt, Brace and Co., 1925, 189-190.
56. Edward L. Bernays, <> στο On Political Sociology, Chicago, University of Chicago Press (1934), 1977, σ. 234. 58. G.E. Gordon Catlin, «Propaganda as a Function of D emocratic Government>> στο Harwood L. Childs (ed.), Propaganda and Dictatorship, Princeton, NJ, Princeton University Press, 1936, σ. 234. 59. Joseph Nye and William Owens, «Ameήca's Information Edge>>, Foreign Affairs, 1996, Vol. 75, Νο. 2, March-April, σ. 20-36. 60. Francis G. Wilson, «Public Opinion: T heory for Tomorrow>>, Journ al of Politics, 1954, Vol. 75, σ. 611. 61. Francis Ε. Rourke, Secrecy and Publicity: Dilemmas of D emocracy, Baltimore, MD , John Hopkins Press, 1961, σ. vii. 62. Για μια θέση που προβαίνει σε αυτή την υπόθεση βλέπε C. Wright Mills, The Po~ver Elite, Νe>ν York, Oxford Uniνersity Press, 1956, ιδίως το κεφάλαιο 13. 63. Anthony Giddens, The Nation State and Violence, Cambridge, Polity Press, 1985, σ. 180, 295. Βλέπε επίσης σ. 302, 310. 64. Max Horkheimer and Theodor W. Adorno, Dialectic of E nlightenment, London, Allen Lane (1944), 1973, σ. 9. 65. Jίirgen Habe rmas, Strukturwand der δffentlichkeit, Darmstadt, Luchterhand, 1962. στο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ: ΚΥΒΕΡΝΟΠΟΛΕΜΟΙ: Η ΕΠΑΝΆΣΤΑΣΗ ΤΗΣ Σ"ΓΡΑτΙΩΠΚΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ
1. Οι στρατιωτικές διαστάσεις έχουν πολύ καλά τεκμηριωθεί, για παράδειγμα, στο Ernest Braun and Stuart MacDonald Revolution in Miniature: Ylιe History and Impact of Semiconductor Electromcs, 2η έκδοση, Carnbridge, Cambridge University Press, 1982. 2. Το Διαδίκτυο προήλθε από το δίκτυο του αμερικανικού στρατού ARPAnet (American Defense Advanced Research Projects Agency) το 1969, το οποίο είχε ως στόχο να βιβλίο των
διασφαλίσει τα μέσα επικοινωνίας ανάμεσα στους επιστήμονες που ασχολούνταν με τα στρατιωτικά προγράμματα.
3. Βλέπε Paul Ν. Edwards, The Closed World: Computers and the Politics of Discourse in Cold War Aιn erica, Cambridge, ΜΑ, ΜΠ Press, 1996. 4. Cornelius Castoriadis, Crossroads in the Labyrinth, Brighton, Harvester, 1984, σ. 242. 5. Elizabeth Gerver, Computers and Adult Learning, Milton Keynes, Open U niversity Press, 1984, σ. 106. 6. Στο ίδιο, σ. 30. 7. Daniel Boorstin, The Republic of Technology: Reflectίons on our Future Com.m umty, New York, Harper and Row, 1978, σ. 90-91. 8. David F. Noble, Forces of Production: Α Social History of Industrial Automation, New York, Knopf, 1984, σ. xi-xii.
9. Albert Borgmann, Technology and the Character of Contemporary Lίfe, Chicago, of Chicago Press, 1984, σ. 174. 10. Στο ίδιο, σ. 103. 11. Langdon Winner, The Whale and the Reactor: Α Search for Limits in an Age of High Technology, Chicago, Uniνers ity of Chicago Press, 1986, σ. 39. 12. Comelius Castoήadis, «Reflections on " Rationality" and "Deνelopment "», Th esίs Eleven, 1984/85, Νο. 10/11, σ. 31. 13. Christopher Lasch, Πechnology and its Cήtics: The Degradation of the Practical Arts» στο Steνen Ε. Go\dberg and Char\es R. Strain (eds), Technological Change and the Transformation of America, Carbonate, IL, Southem Illinois Uniνersity Press, 1987, σ. 88. 14. Arnold Gehien, Man in the Age of Technology, New York, Columbia Uniνersity Press, 1980, σ. 30. 15. Leo Marx, <>, Technology R eview, 1987, Vol. 90, Νο. 1, January, σ. 71. 16. Arnold Gehlen, Man in the Age ofTechnology, New York, Columbia Uniνersity Press, 1980, σ. 11. 17. Joel Koνel , Against the State of Nuclear Terror, London, Pan, 1983, σ. 131. 18. Anthony Giddens, The Nation State and Violence: Volume Two of a Contemporary Critique of Historical Materialism, Cambridge, Polity Press, 1985, σ. 294. 19. Στο ίδιο, σ. 244. 20. Βλέπε, για παράδειγμα, τις αναλύσεις στο βιβλίο του John Keegan The Face of Batύe: Α Study of Agincourt, Waterloo and the Somme, Harmondsworth, Penguin (1976), 1983. 21. Paul Kennedy, The Rise and Fafl of the Great Powers: Economic Change and Military Conflict from 1500 to 2000, London, Unwin Hyman, 1988. Βλέπε επίσης Paul Kennedy Grand Strategies in War and Peace, New Haνen , CT, Yale Uniνersity Press, 1991. 22. Martin Gilbert, Second World War, London, Weidenfeld and Nicolson, 1989, σ. 745-747. 23. John Erikson, παραπέμπεται στο Guardian, 1982, 11 Noνember, σ. 4. 24. Β λέπε Roger C. Molander, Andrew S. Riddile and Peter Α. Wilson, Strategic Information Warfare: Α Ne~v Face of War, Santa Monica, CA, RAND, 1996, Martin Libicki What is Information Warfare?, ACIS Paper 3, Washington DC, National Defe nce Uniνer sity, 1995. 25. Β λέπε Paul Bracken, The Command and Control of N uclear Forces, New H aνen , CT, Yale Uniνersity Press, 1983. Βλέπε επίσης Joint Chiefs of Staff, Doctrine of Command, Control, Communications and Computer (C4) Systems Support to Joint Operations, Washington DC, Joint Chiefs of Staff, 1995. 26. Τουλάχιστον για τις ΗΠΑ και τα μέλη του ΝΑΤΟ με στρατηγική σημασία. Είναι Uniνersity
πιθανό ότι οι πόλεμοι με μικρές επιπτώσεις για τη σταθερότητα του παγκόσμιου καπι
ταλισμού θα αφεθούν στην τύr.η τους, ενδεχομένω ς με μεγάλο κόστος ζωής, όπως του λάχιστον δείχνουν οι συγκρούσεις στη Λιβερία, τη Ρουάντα, την πρώην Γιουγκοσλαβία και τη Βοσνία.
27. Manuel Castells, The Rise of the Net1vork Society, Oxford, Blackwe\J, 1996, σ. 454461. 28. Αξίζει να σημειωθεί ότι η στρατιωτική σκέψη έχει σε μεγάλο βαθμό επηρεαστεί από τον Alvin και τη Heidi Toffier, οι οποίοι επινόησαν τον όρο «μαχητές της γνώσης>>. Βλέ-
πε Alνin
and Heidi Toffler, War and Anti-War, Boston, Little, Brown, 1993. Οι Toffler έ ArquiUa and David F. Ronfeldt (eds), In Athena's Camp: Preparing for Conilict in the Information Age, Santa Monica, CA, RAND, 1997. 29. Ο τρόπος της παρσuσίασης των μέσων μπορεί να είναι εξίσου σημαντικός κατά χσuν επίσης γράψει τον πρόλογο για τον πληροφοριακό πόλεμο στο βιβλίο John
την άσκηση πίεσης στις Μεγάλες Δυνάμεις να παρέμβουν σε καταστάσεις όπου λίγα
στρατιωτικά συμφέροντα διακυβεύονται, αλλά η κοινή γνώμη έχει κινητοποιηθεί. Κά ποιος θα μπορούσε να αναφέρει στο σημείο αυτό την περίπτωση της πρώην Γιουγκο σλαβίας και, πιο πρόσφατα , το Κόσοβο. Θα μπορούσαμε να δούμε παρόμοιες παρεμ βάσεις σε περιπτώσεις όπως η Βόρεια Ιρλανδία. 30. Βλέπε Hedrick Smith (ed.), The Media and the Gulf War: The Press and Democracy
in Wartime, Washington, Seνen Locks Press, 1992, Hamid Mowlana, George Gerbner and Herbert I. Schiller (eds), Triumph of tl1e Image: The Media 's War in the Persian Gulf - Α Global Perspective, Boulder, CO, Westνiew Press, 1992, Phillip Μ. Taylor, War and the Media: Propaganda and Persuasion in the Gulf War, Manchester, Manchester Uniνer sity Press, 1992, W. Lance Bennett and David L. Paletz (eds), Taken byStorm: TheMedia, Public Opinion and US Foreign Policy in the Gulf War, American Politics and Political Economy Series, Chicago, Uniνersity of Chicago Press, 1994, Thomas Α. McCain and Leona.rd Shyles (eds), The 1000 Hour War: Communication in the Gulf, Contributions in MiLitary Studies, Νο. 148, Westport, CT, Greenwood PubLishing Group, 1993, D ominique Wolton, War Game: L' information et Ja gueπe, Paris, Flammarion, 1991, Peter Young and Peter Jesser, The Media and the Military: From Crimea to Desert Storm, London, Macmillan, 1997. 31. Jean Baudrillard, La Gueπe du Golfe n 'a pas eu lieu, Paris, Galilee, 1991. 32. Gary Stix, <
ση της μεταφοράς αυτού του όγκου της εξελιγμένης τεχνολογίας και του προσωπικού και ταυτόχρονα να δίνονται γρήγορες απαντήσεις. Βλέπε, για παράδειγμα, llick Atkinson, Crusade: The Untold Story of the Persian Gulf War, Boston, Houghton Muffin, 1993. 42. Danilo Zolo, Cosmopolis: Prospects for World Govemment, μετάφραση David McKie, Cambridge, Polity, 1997, σ. 25-26. 43. Από ένα μεγάλο όγκο βιβλιογραφίας, βλέπε Ed Vulliamy, Seasons in Hell: Understanding Bosnia's War, London, Sirnon and Schuster, 1994, David Rieff, Slaughterhouse: Bosnia and the Failure of the West, London, Vintage, 1995, Mark Danner, «The US and the Yugos\av Catastrophe>>, New York Review of Books, 1997, 20 November, <>, στο ίδιο, 4 December, <>, στο ίδιο, 18 December, <>, στο ίδιο , 1998, 5 February, <>, στο ίδιο, 19 February. 44. Αρκετοί αναλυτές έχουν αναρωτηθεί αν η νίκη θα ήταν το ίδιο εύκολη σε περί πτωση που ο εχθρός ήταν κάποιος άλλος, πιο ισχυρός από ό,τι το Ιράκ. Βλέπε, για πα ράδειγμα, Mark D. Mandeles, Thomas C. Hone, Sanford S. Terry, Managing <>, Scientific American, 1995, December, σ. 74. 47. Βλέπε Thomas Α. Keaney and Eliot Α. Cohen, Revolution in Warfare? Αίr Power in the Persian Gulf, Annapolis, MD, US Naval Institute, 1995, και Jay Α. Stout, Homets over Kuwait, Annapolis, MD', Naval Institute Press, 1997. 48. Διαταγή, Έλεγχος, Επικοινωνίες, Πληροφορίες (Command, Control, Comrnunications and Intelligence). 49. Gene Ι. Rochlin, Trapped in the Net: The Unanticipated Consequences of Computerization, Princeton, NJ, Princeton Uniνersity Press, 1997, σ. 180. 50. Oliνer Morton, <>, Economist, 1995, 10 June. 51. House of Commons Defence Committee Second Report from the Defence Comrnittee, Session 1981-1982, Ministry of Defence Organisation and Procurement, Vol. 1, R eport and Minutes of Proceedings, London, HMSO, 1982, 11 June, σ. vi. 52. Secretary of State for Defence, Statement of the Defence Estimates, Cm 3223, 1996, May, παράγραφος 428. 53. Mary Kaldor, Margaret Sharp and William Wa\ker, <>, Lloyds Bank Review, 1986, Νο. 162, October, σ. 33. 54. Στο ίδιο, σ. 35. 55. Mary Kaldor, The Baroque Arsenal, New York, Hi\1 and Wang, 1981. 56. Mary Kaldor, Margaret Sharp and William Walker, <>, Lloyds Bank Review, 1986, Νο. 162, October, σ. 38-39. 57. Στο ίδιο, σ. 39. 58. Council for Science and Society, UK MΠitary R&D: Report ofa Working Party, Oxford, Oxford University Press, 1986, σ. 47. 59. Smiths Industries, Διαφήμιση προσωπικού, Guardian, 1986, 14 November. 60. Joseph Weizenbaurn, <>, New York ReviewofBooks, 1983, 27 October, σ. 61. 61. David Dickson, The New Politics ofScience, New York, Pantheon, 1984, σ. 111.
62. Admiral Bobby R. Inman, «Α Government Proposal>>, A viation Week and Space Technology, 1982, 8 February. 63. Dirk Hanson, The New Alcbemists: Silicon Valley and the Mίcroelectronίcs Revolutίon, Boston, Little, Brown and Company, 1982, σ. 283. 64. Francois Heisbourg, The Future of War, London, Phoenix, 1997, σ. 36-40. 65. Paul Bracken, ό.π. 66. Frank Barnaby, ό .π. , σ. 2. 67. Paul Bracken, ό.π. , σ. 232-37, και D aniel Ford, The Button: The Nuclear Trigger: Does it Work ?, Londo n, AJlen and Unwin, 1985, σ. 122-146. 68. Για μια διεξοδικ1Ί ανασκόπηση βλέπε Β. Bruce-Briggs, The Shield of Faith: Α Chronicle of Strategic Defense from Zeppelins to Star Wars, New ΥοΓk , Simon and Schuster, 1988, Sanford Lakoff and Herbert F. York, Α Shield ίυ Space? Technology, PoHtics and the Strategίc Defense lnitiatives, Berkeley, CA, University of CaHfornia Press, 1989. 69. Joel Kovel, «Theses on Technocracy>>, Telos, 1982/83, Ν ο. 54, Winter, σ. 157. 70. Joel Kovel, Against the State of Nuclear Teπor, London, Pan, 1983, σ. 76-77. 71. Jeffrey Τ Richelson and Desmond Ball, The Ties That Bind: Intelligence Cooperation between the UΚIUSA Coun trίes, London, AJJen and Unwin, 1986. 72. David Burnl1am, The Rise ofthe ComputerState, London , Weidenfeld and Nicolson, 1983, σ.121. 73. Sirnon Davies, Big Brother: Britain's Web of Surveίllance and the New Technological Order, London, Pan, 1996, σ. 46-50, και J ames Bamford, The Puzzle Palace: America 's National Security Agency and its Special Relationship ιvith Brίtain 's GCHQ, London, Sidgwick and Jackson, 1983. 74. Bhupendra Jasani and Christopher Lee, Countdown to Space War, London, TayJor and Francis, 1984, σ. 4. 75. William Ε. Burrows, Deep Black: Space Espionage and National Security, New York, Random House, 1986, σ. 22. 76. Βλέπε Phillip Κnightley, The Second Oldest Profession: The Spy as Bureaucrat, Patriot, Fantasist and Whore, London, Andre Deutsch, 1986. 77. Paul Bracken, ό.π. , σ. 214. 78. Β λέπε Paul Stares, Space Weapons and US Strategy: Orίgins and Development, London, Croom Helm, 1985, και Donald R. Baucom, The Origins of SDI, 1944-1983, Modern War Studies, Lawrence, KS, Kansas University P ress, 1992. 79. Duncan Campbell and Steve Connor, On the Record: SurveillaJJCe, Computers and Privacy, London, Michael Joseph, 1986, σ. 275. 80. Βλέπε David Leigh, TheFrontiers of Secrecy: Closed Government in Brίtain, London, Junction Books, 1980, Cathy Massiter, <Πhe Spymasters Who Broke Their Own Rules>>, Guardian, 1985, 1 March, σ. 13. 81. David Leig\1 and David Connett, «Critics Demand Purge of Secret Fίles>> , Observer, 1997,31 August, σ. 10. 82. Nick Davies and Ian Black, «Subversion and the State>>, Guardian, 1984,17 April, σ. 1 9.
83. Gary Τ Marx and Nancy R eichman, «Routinizing the Discovery of SecretS>>, An1erican Beha vioral Scientist, 1984, Vol. 27, Νο. 4, March, σ. 442. 84. Στο ίδιο, σ. 444.
85. Αναφέρεται στο BSSRS Technology of Political Control Group, Technocop: New Police Technologies, London, Free Association Books, 1985, σ. 19-20. 86. Στο ίδιο, σ. 59. 87. Στο ίδιο, σ. 104-105.
88. Βλέπε επίσης τις προσπάθειες να δημιουργηθούν μετά τον Ψυχρό Πόλεμο νέοι ρόλοι στις μυστικές υπηρεσίες πληροφοριών, όπως, π.χ., του οικονομικού συμβούλου. Stanfield Turner, «Intelligence for a New World Order», Foreign Affairs, 1991, Vol. 70, Νο. 4, Fall, σ. 150-166, R. Hilsman, «Does the CIA St.ill Haνe a Role?», Foreign Affairs, 1995, Vol. 74, Νο. 5, σ. 104-116. 89. Tom Stonier, The Wealth oflnformation: Α Profile ofthe Post-Industrial Economy, London, Thames Methuen, 1983, σ. 189. 90. Στο ίδιο, σ . 202. 91. Στο ίδιο, σ. 203-204. 92. Christopher Evans, The Mighty Micro: The Impact of the Computer Revolution, London, Gollancz, 1979, σ. 210-212. 93. Martin Libicki, What is Information Warfare?, ACIS Paper 3, Washingtoiι DC, National Defense University, 1995, August. 94. Ronald Reagan, «Text of Reagan Address on Defense Policy», Congressional Quarterly, 1983, 26 March, σ. 631-633. 95. Nicholas Abercrombie, Stephen Hill and Bryan Tumer, Sovereign Individuals of Capitalism, London, Allen and Unwin, 1986, σ. 151-152, 155. 96. Anthony Giddens, ό.π., σ. 181. 97. Στο ίδιο, σ. 310, 295. 98. Στο ίδιο, σ. 302. 99. Joel Kovel, ό.π., σ. 9. 100. Στο ίδιο, σ. 9-10. 101. Magali Sarfatti Larson, <
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ: Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΩΣ ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ
1. Department for Education and Employment, Working Together for the Future, London, DfEE, 1997, September. 2. Phil Brown and Hugh Lauder, <> στο Leslie Bash and Andy Green (eds), World YearbookofEducation 1995: Youth, Education and Work, London, Kogan Page, 1995, κεφάλαιο 2. 3. Βλέπε ιδίως το τρίτο μέρος του βιβλίου Frank Webster and Kevin Robins, Information Technology: Α Luddite Analysis, Norwood, NJ, Ablex, 1986. 4. Will Hutton, The State We're In, London, Vintage, 1996. 5. Βλέπε, για παράδειγμα, Geoff D ench, Transfoπning Men: Changing Pattems ofD ependence and Dominance ίn Gender Relatίons, Brunswick, NJ, Transaction Publications, 1996. φ8
fGΞ
6. Benjamin Coriat, L' Atelier et Je Chronometre: Essai sur Je Taylorίsme, Je Fordisωe et Ja Production de Masse, Paris, Christian Bourgois, 1979, κεφάλαιο 1. 7. John Holloway, <>, Sociological Revίew, 1977, Vol. 25, Νο. 3, σ. 614. 26. Basil Bemstein, Class, Codes and Control, Vol. 3: Toιvards a Theory of Educational Transmissions, London, Routledge, 1975. 27. Στο ίδιο, σ. 90. 28. Στο ίδιο, σ. 106. 29. Στο ίδιο, σ. 101. 30. Jean-Francois Lyotard, The Postmodem Condition: Α Report on Knoιvledge, μετά-
κ•
J
φραση Geoff Bennington και Brian Massumi, Manchester, Manchester University Press (1979), 1984, και Michael Peters (ed.), Education and the Postmodern Condition, New York, Bergin and Garvey, 1995. 31. Basil Bernstein, ό.π. , σ. 110. 32. Στο ίδιο. 33. Στο ίδιο, σ. 104. 34. Στο ίδιο, σ. 106. 35. Στο ίδιο, σ. 109. 36. Morris Janowitz, <> στο Edward Shils, Center and Perίphery: Essays in Macrosociology, Chicago, University of Chicago Press (1967), 1975, σ. 329, 341, 331, 333. 40. Michel Foucault, Dίscipline and Punish: The Birth of the Prison, Harmondsworth, Penguin, 1979, σ. 27 (στην ελληνικ1Ί έκδοση σ. 40-41). 41. Στο ίδιο, σ. 170-171 (στην ελληνικ1Ί έκδοση σ. 238). 42. Στο ίδιο, σ. 201, 249 (στην ελληνική έκδοση σ. 324). 43. Στο ίδιο, σ. 205 (στην ελληνική έκδοση σ. 271). 44. Στο ίδιο, σ. 217 (στην ελληνική έκδοση σ. 285). 45. John O'Nei!J, <>, Brίtish Journal ofSocίology, 1986, Vol. 37, Νο. 1, March, σ. 43. 46. Christopher Lasch, <>, New York Revίew of Books, 1980, Vol. 27, Νο . 10, 12 June, σ. 24-32. 47. Christopher Lasch, τhe Minίmal Self: Survίval in Tro ubled τimes, London, Pan, 1985, σ. 47-48. 48. Στο ίδιο, σ. 49. 49. Michel Foucault, Disciplίne and Punίsh: The Bίrth of the Prison, Harmondsworth, Penguin, 1979, σ. 249 (στην ελληνική έκδοση σ. 324). 50. Gary Τ Marx. <>, Dίssent, 1985, Winter, σ. 26. 51. Richard Wolin, <>, Telos, 1984/85, Νο. 62, Winter, σ. 27. 52. Foucault, ό.π., σ . 177 (στην ελληνικ1Ί έκδοση σ. 236). 53. Marike Finlay, Powermatics: Α Discursive Crίtique of New Communίcations Technologίes. London, Routledge, 1987, σ. 177. 54. Στο ίδιο, σ. 177-178. 55. Sherry Turkle, τhe Second Self: Computers and the Human Spίrit, London, Granada, 1984, σ. 3. 56. Ulric Neisser, <> στο Charles Dechert (ed.), The Social Impact of Cybemetics, Notre Dame, University of Notre Dame Press, 1966, σ. 74-75. 57. Theodore Roszak, The Cult of Information: The Folklore o f Computers and the True Art of Thinking, Cambridge, Lutterworth Press, 1986, σ. 44.
410
58. Στο ίδιο, σ. 217. Βλέπε επίσης Νιλ Πόστμαν, Τεχνοπώλιο: Η Υποταγή του Πολιτι 1997. 59. Hubert and Stuart Dreyfus, Mind over Machine: The Power ofHuman Intwιion and Expertise in the Era of the Computer, Oxford, Blackwell, 1986. 60. John MacMurray, Reason and Emotion, London, Faber and Faber, 1935. 61. Christopher Lasch, «Chip ofFooiS>>, Νeιν Republic, 1984,13 and 20 August, σ. 27. 62. Ian Stronach, «Work Experience: The Sacred Anνil» στο Carol Varlaam (ed.), Rethinking Transition: Educational Innovation and the Transiιion to Adult Life, Lewes, Falmer Press, 1984, σ. 59-60. 63. Paul Atkinson, Hilary Dickinson and Michael Erben, <Πhe Classification and Control ofVocational Traίning for Young People» στο Stephen Walker and Len Barton (eds), Youth, Unemployment and Schooling, Milton Keynes, Open Uniνersity Press, 1986, σ. 163. 64. DES/Welsh Office, Records of Achievement: Α Statement of Policy, London, D e partment of Education and Science/Welsh Office, 1984, σ. 4. 65. Patricia Broadfoot, <> στο Patricia Broadfoot ( ed.), Profiles and Records of Achievement: Α Revieιv of Issues and Practice, London, Holt, Rinehart and Winston, 1986, σ. 5-6. 66. Tyrell Burgess and Elizabeth Adams, <> στο Patricia Broadfoot (ed.), Profiles and Records of Achievement: Α Revieιv of Issues and Practice, London, Holt, Rinehart and Winston, 1986, σ. 78. 67. Janet Balogh, Profile Reports for School Leaver, York, Longmans for Schools Council, 1982, σ. 40. 68. F. Allen Hanson, Testing Testing: Social Ccnsequences of the Examined Life, Berkeley, Uηiversity of California Press, 1993. 69. Andy Hargreaves, <> στο Patricia Broadfoot (ed.), Profiles and Records of Achievement: Α Review of Issues and Practice, London, Holt, Rinehart and Winston, 1986, σ. 217-218. 70. Βλέπε, για παράδειγμα, Beryl Pratley, Signposts '85: Α Revieιv of 16-19 Education, Further Education Unit, 1985, National Curήcώum Council, Core Skills 16-19: Α Response to the Secretary of State, NCC, 1990. 71. Βλέπε Alison Wolf, Competence-Based Assessment, Milton Keynes, Open University Press, 1995. 72. Baπie Hopson and Mike Scally, Lifeskills Teaching, London, McGraw-Hill, 1981, σμού στην Τεχνολογία, Αθήνα, Καστανιώτης,
σ.
9.
73. John Blythe, Diane Brace and Tony Henry, Teaching Social and Lift Skills, Cambridge, National Extension College/Association for Liberal Education, 1979. 74. Department for Education and E mployment, Working Together for the Future, London, DfEE, 1997, September. 75. Κ.D. Duncan and C.J. Kelly, Task Analysis, Learning and the Nature of Transfer, Sheffield, Manpower Services Commission, 1983, σ. 6. 76. Edward Shils, ό.π., σ. 330. 77. Sylvia Downs, <>, Training and D evelopment, 1982, June, σ. 9. 78. Sylvia Do\νns and Patricia Perry, <>, Joumal of European Industrial Trailιing, 1984, Vol. 8, Ν ο. 1, σ. 26. 79. Sylvia Downs and Patricia Perry, <>, Personnel Management, 1986, March, σ. 42-43.
80. Alison Wolf, Competence-Based Assessment, Milton Keynes, Open University Press, 1995, σ. 8. 81. Christopher Hayes et al., Occupational Traίning FamΠίes, Brighton, lnstitute of Manpower Studies, 1981. 82. Christopher Hayes and Nickie Fonda, «The Privatisation of SkilJS>>, Personnel Management, 1982, October. 83. FEU, Basic Skills, Further Education U nit, 1982. 84. Malcolm Skilbeck, Helen Connell, Nicholas Lowe and Kirsten Taft, The Vocational Quest: New Directions in Education and Traimng, London, Routledge, 1994. 85. Gilbert Jessop, Outcomes: NVQs and the Emerging Model of Education and Traίn ing, Lewes, Falmer, 1991, και Alan Smithers, <>, Dispatches Report on Education, London, Channel4, 1993. 86. National Curriculum Council, Core Skίlls 16-19: Α R esponse to the Secretaιy of State, London, NCC, 1990. 87. DfEE, Learning to Compete: Education and Trainίng for 14 to 19 year olds, Cmnd 3486, DfEE, 1996, December. 88. DfEE, Mίnίster Acts to Strengthen Vocational Qualifications, DfEE, 1997, 5 August. 89. MSC, Ccre Skills ίn ΥΓS, Part 1, Sheffield: Manpower Services Commission, 1984, σ. 6-7. 90. FEU, To~vards a Competence Based System, Further Education Unit, 1984, σ. 3. 91. Στο ίδιο, σ. 5. 92. Stronach, ό.π. 93. Leslie Smith, Abίlity Leaming, Further Education Unit, 1984, σ. vi. 94. Στο ίδιο, σ. 87. Βλέπε επίσης Deanna Kuhn, «Education for Thinking>>, Teachers Ccllege R ecord, 1986, Vol. 87, Νο. 4, Summer, σ. 495-512. 95. Β λέπε Brieda and Tom Vincent, Information Technology and Further Education, London, Kogan Page, 1985. 96. Για μια εκτεταμένη κριτική για τη <<γνώση των υπολογιστών>> (computer literacy) βλέπε Kevin Robins a nd Frank Webster, <> στο Ruth Finnigan, Graeme Salaman and Kenneth Thompson (eds), In formation Technology: Social Issues, London, Hodder and Stoughton, 1987, κεφάλαιο 10, σ. 145-162, και Kevin Robins and Frank Webster, <>, Social Science Computer Revίew, 1989, Vol. 7, Ν ο. 1, Spring, σ. 7-26. 97. Baroness Blackstone, Education and Employment Minister, Information aπd Ccmmunication Technologies 1vίll be the Fourth «R >>, London, DIEE, 1997,29 July. 98. Neil Postman, The End of Education, Ne\v York, Vintage, 1995, κεφάλαιο 3. 99. Για επιφυλακτικές αποκρίσεις σε αυτή την υπερβολή βλέπε Douglas Noble, <
412
102. Tim O 'Shae and John Self, Leamίng and Teaching with Computers: Artificial Intelligence in Education, Brighton, Harvester, 1983, σ. 246 κα ι σ. 5. 103. Στο ίδιο, σ. 268. 104. Marvin Minsky, «Applying Artificial Intelligence to Education» στο Robert J. Siedel and Martin L. Rubin (eds), Computers and Communications: lmplications for Education, Νe\ν York, Academic Press, 1977, σ. 245. 105. William Paisley, <> στο Milton Chen and William Paisley (eds), Children and Microcomputers: Research on the Newest Medium, Beverly Hills, Sage, 1985, σ. 23. 106. Kenneth Ruthven, <>, British Journa/ of Educational Studies, 1984, Vol. 32, Νο. 2, σ. 144. 107. Thomas Dwyer, <> στο Robert Taylor (ed.), The Computer ίn the School: Tutor, Tool, Tutee, New York, Teachers College Press, 1980, σ. 88. 108. Seymour Papert, Mindstorms: Children, Computers and Poιverful Ideas, Brighton, Harvester, 1980. 109. Seymour Papert, <> στο Michael L. Dertouzos and Joel Moses (eds), The Computer Age: Α Twenty- Year View, Cambridge, ΜΑ, ΜΙτ Press, 1979. 110. Seymour Papert, Mindstorms: Children, Computers and Powerfιιl Ideas, Brighton, Harvester, 1980. 111. Στο ίδιο, σ. 119. 112. Στο ίδιο, σ. 19. 113. Στο ίδιο, σ. 157. 114. Στο ίδιο, σ. 76. 115. Στο ίδιο, σ. 81. 116. Στο ίδιο, σ. 83. 117. Στο ίδιο, σ. 86-85. 118. Βλέπε Hubert and Stuart Dreyfus, Mind over Machine: The Power of Human Intuition and Expertise ίn the Era ofthe Computer, Oxford, Blackwell, 1986, John Davy, <>, Teachers College Record, 1984, Vol. 85, Ν ο. 4, Summer, σ. 54958. 119. Valerie Walke rdine, <> στο Julian H enriques, Wendy Holloway, Cathy U rwin, Couze Venn and VaJerie Walkerdine (eds), Changing the Subject: Psychology, Social Regulation and Subjectivity, London, Methuen, 1984, σ. 164. 120. Στο ίδιο, σ. 176. 121. Hubert L. Dreyfus, <>, Review of Metaphysics, 1980, Νο. 34, September, σ. 3-23. 122. John R. Searle, Minds, Brains and Science: The 1984 R eith Lectures, Harmondsworth, Penguin, 1984. 123. Douglas Noble, <>, πολυγραφημένο, 1986, σ. 20. 124. John Μ. Broughton, <>, Human Development, 1981, Νο. 24, σ. 269-270.
125. John Μ. Broughton, <Πhe Surrender of Control: Computer Literacy as Political Socialization of the Child» στο Douglas Sloan (ed.), The Computer in Education: Α Critical Perspective, New York, Teachers College Press, 1985, σ. 105. 126. Seymour Papert, Mindstorms, 1980, ό.π., σ. 155.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝ ΑΤΟ: ΑΠΟΔΟΜΩΝτΑΣ ΤΟΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΧΩΡΟ: Η ΝΕΑ ΠΑΡΑΓΩΓΉ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
1. Committee on Higher Education, Higher Education, Cmnd 2154 (Robbins Report), London, HMSO, 1963. 2. National Committee of Inquiry into Higher Education, Higher Education in the Leaming Society (Dearing Report), London, HMSO, July, 1997, παράγραφοι 12-15. Η έκθεση Dearing είναι διαθέσιμη σε ηλεκτρονική μορφή στο http://www.leeds.ac.uk/educol/ncihe/ naν.htm.
3. Martin Trow, «Reflections on the Transition from Elite to Mass Higher Education», Daedalus, 1970, Vol. 90, Νο. 1, σ. 1-42. 4. Για μια χρήσιμη επισκόπηση για αυτά τα θέματα βλέπε David Jary and Martin Parker (eds), The Νe~ν Higher Education: Issues and Directions for the Post-Dearing University, Stoke, Staffordshire Uniνersity Press, 2 νolumes, 1998. 5. Peter Scott, The Meanings of Mass Higher Education, Milton Keynes, Society for Research into Higher Education!Open Uniνersity Press, 1995, σ. ii. Για την επιμον1Ί στην παραδοσιακή εικόνα των Πανεπιστημίων βλέπε lan Carter, Ancient Cultures of Conceit: British University Fiction of the Post-War Years, London, Routledge, 1990. 6. Βλέπε Michael Sanderson, The Universities and British Industry, 1850-1970, London, Routledge, 1983. 7. Βλέπε Edward Thompson, Wanνick University Ltd: Jndustry, Managemeπt and t/Je Universities, Harmondsworth, Penguin, 1970. Το βιβλίο αυτό θα μπορούσε να αποτελεί βασικό ανάγνωσμα για τις μέρες μας. Η περιγραφή της επιρρ01Ίς των βιομηχάνων στο τό τε νέο Πανεπιστήμιο wυ Γουόργουικ φαίνεται μικρή στις μέρες μας (για παράδειγμα, η Σύγκλητος του Γουόργουικ αποτελείται κατά 30% από μέλη που προέρχονται από τις ε
πιχειρήσεις, ένα μάλλον μικρό ποσοστό για τα σημερινά δεδομένα των Πανεπιστημίων).
8. Είναι ειρωνικό,
αλλά αυτ1Ί η προσπάθεια για τον «προγραμματισμό του ενεργού
ανθρώπινου δυναμικού>> υποβαθμίστηκε από τις κυβερν1Ίσεις στη δεκαετία του
1980 λό
γω του ενθουσιασμού τους με την αγορά. Η πολιτική αυτή, που συνδυάστηγ..ε με τη μεί ωση των κονδυλίων των Πανεπιστημίων από το Υπουργείο Οικονομικών, ενθάρρυνε τους ΕΥ..παιδευτικούς θεσμούς να επεκταθούν οπουδήποτε θα μπορούσαν να έχουν μια
λογική (ή ακόμα, σε πολλές περιπτώσεις, περιθωριακή) απόσβεση. Αυτή η κατάσταση αποτέλεσε το κίνητρο για την επέκταση δημοφιλών, αν και ακατάλληλων για την κυ βέρνηmι πεδίων όπως οι σπουδές επικοινωνίας, πολιτισμού και οι γυναικείες σπουδές, καθώς και η κοινωνιολογία, η ιστορία κτλ. Η κυβερνητική υπόσχεση ότι οι φοιτητές θα όφειλαν να πληρώνουν από μόνοι τους τα δίδακτρα διαμέσου τραπεζικών δανείων και
θα είχαν τη διακριτική ευχέρεια να επιλέξουν πώς θα επενδύσουν τα χρήματά τους είναι βέβαιο ότι θα έχει επιπτώσεις στην απασχόληση, ιδίως σε συγκεκριμένες κατηγορίες, αν και οι προσανατολισμοί παραμένουν ασαφείς.
9. J. Heywood, Enterprise Learning and its Assessment in Higher Education, Sheffield,
Employment Department, 1994. Βλέπε επίσης S. Jones, «Managing Cuπiculum Development: Α Case Study of Enterprise in Higher Education» στο John Brennan, Maurice Kogan and U. Teicher (eds), Higher Education and Work, London, Jessica Kingsley, 1995. 10. Martin Binks and Kate Exley, «Gaίning that Extra Degree of Ability», Guardian, 1994, 21 February, σ . 12. 11. National Committee of Inquiry into Higher Education, Higher Education in the Leaming Society (Dearing Report), London, HMSO, 1997, July, παράγραφος 38, σύστα ση 21. 12. Michael Power, The Audit Society: Rituals of Verification, Oxford, Oxford University Press, 1997. 13. Βλέπε Mary Henkel, «Academic Values and the Un iνeΓsity as Corporate Enterprise>>, Higher Education Quarterly, 1997, Vol. 51, Νο. 2, April, σ. 134-143. 14. Η δημιουργία τμημάτων ως <<Κέντρων κόστου9> είναι ένα παράδειγμα, ένα άλλο είναι η συνήθεια να αντιμετωπίζουν τους φοιτητές ως <<πελάτες», ένα τρίτο παράδειγμα ήταν η κατάργηση της μονιμότητας το
1988. 15. Peter Scott, The Meanings of Mass Higher Education, Milton Keynes, Society for Research into Higher Education/Open University Press, 1995, σ. 83 και αλλοu. 16. <
ξιολόγηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων βασίζετα ι στη συμμετοχή της ακαδημα"ίκής ο
μάδας. Βλέπε Janet Finch, <> στο John Brennan, Peter de Vries and Ruth Wi!Jiams (eds), Standards and Quaϋty in Higher Education. London, Jessica Κingsl ey, 1997, κεφάλαιο 10, σ. 146-169. 18. Department of Education and Science, Higher Education: Meeting the Chal/enge, Cmnd 114, London, HMSO, 1987. 19. Ένα από τα πολλά σχόλια προέρχεται από τον σερ Christopher Ball: <<Οι ικανό
τητες που έχουν μεγαλuτερη αξία στη βιομηχανία, στο εμπόριο και στην επαγγελματι κή ζωή, καθώς και στη δημόσια και κοινωνική διοίκηση, είναι οι μεταβιβάσιμες δια νοητικές και προσωπικές ικανότητες. Αυτές συμπεριλαμβάνουν την ικανότητα ανάλυ
σης σύνθετων θεμάτων, τον εντοπισμό του πυρήνα ενός προβλήματος και των μέσων ε πίλυrniς του, τη σύνθεση και την ενσωμάτωση διάσπαρτων στοιχείων , τη θετική συνερ γασία με τους άλλους και, ενδεχομένως πάνω από όλα, την επικοινωνία με σαφήνεια τό σο προφορικά όσο και γραπτά>> . Βλέπε Sir Christopher Ball, <> στο
Transferable Personal Skills in Employment: The Contribution of Higher Education, London, National Advisory Board for Public Sector Higher Education, 1986, May. 20. Βλέπε Lee Harvey, Sue Moon and Vicki Geall, with Ray Bower, Graduates' Work: Organisational Change and Students' Attributes, Birmingham, Centre for Research into Quality, Uniνersity of Central Eηgland, 1997. Απόσπασμα στους Yimes Higher Education Supplement Survey <>, 1997, 2 February, σ. i-iv. 21 . Βλέπε Ernest L . Boyer, Co/Jege: The Undergraduate Experience in America, The Carnegie Foundation for the Advancement ofTeaching, New Υork, Harper and Row, 1987. 22. Βλέπε Michael Eraut, Developing Professional Κnowledge and Competence, Bήghton,
Falmer Press, 1994, Richard Winter and Maire Maisch, Professίonal Competence and Hίgher Educatίon: The Asset Programme, Brighton, Falmer Press, 1996. 23. Βλέπε Donald Α. Schon, The Rellectίve Practίtioner, New Υork, Basic Books, 1983, και του ιδίου Educatίng the Rellectίve Practίtioner: Toιvard a New Desίgn for Teaching and Learnίng ίn the Professίons, San Francisco, CA, Jossey-Bass, 1987. 24. Παίρνουμε τον όρο αυτόν από τον Ronald Barnett, του οποίου το έργο συστημα τικά αποστρέφεται και αποτελεί μια εναλλακτική πρόταση στα τεκταινόμενα του σύγ χρονου Πανεπιστημίου. Βλέπε τα έργα του
The Lίmits of Competence: Κnowledge, Hίglιer Education and Socίety, Milton Keynes, Society for Research into Higher Education/Open Uniνers ity Press, 1994, Hίgher Educa tίon: Α Crίtical Busίness, Milton Keynes, Society for Research into Higher Education/Open Uniνersity Press, 1997. 25. Βλέπε Alan Jenkins (ed.), Course Based Profilίng: Case Studίes from Oxford Brookes Universίty, Oxford, Oxford Brookes Uniνersity, 1996. 26. National Comrnittee of Inquiry into Higher Education, Hίgher Educatίon ίn the Leamίng Socίety (Dearing Report), London, HMSO, 1997, July, παράγραφος 40. 27. Βλέπε Phillip Brown and Hugh Lauder, <>, British Joumal of Sociology of Education, 1997, Vol. 18, Νο.1 , σ . 45-61. 29. Β λέπε William Greider, One World, Ready or Not: The Manic Logic of Global Capίtalίsm, Ne\V York, Simon and Schuster, 1997. 30. Η έκταση της παγκοσμιοποίησης, βεβαίως, αμφισβητείται, όπως και η παθητική στάση του κράτους, ιδίως για τον ακαδημα·cκό χώρο. Ο Economist, ενώ διαφωνεί, επιση μαίνει ότι <<τα κύρια σημεία αυτής της ιστορίας είναι σχεδόν καθολικά αποδε-Λτά περισσότερο ίσως από τους πολιτικούς ηγέτες του κόσμου. Δεξιά και Αριστερά, με πά θος ή με αδιαφορία, κάμπτονται μπροστά στον παγκόσμιο καπιταλισμό>> . Economist, <>, 1997,20 September. Βλέπε επίσης την ωμti ανάλυση ενός δισε κατομμυριούχου χρηματιστή: George Soros, <>, Guardίan, 1997,22 July. 33. Economist, 1997, 4 October. 34. Βλέπε κεφάλαιο 3. 35. Robert Β. Reich, The Work ofNa tίons: Preparing Ourselves for 21st Century Capitalism, New York, Vintage, 1992, σ. 85, 178. 36. Tony Blair, Ομιλία στο Συνέδριο του Εργατικού Κόμματος, Brighton, 1995. 37. Αυτή η τριλογία ανακοινώθηκε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 1997 και επαναλήφθηκε στην επίσκεψη του Μπλερ στη Ρωσία το ίδιο έτος. Επανέ
λαβε την άποψti του στη Συνομοσπονδία της Βρετανικής Βιομηχανίας το Νοέμβριο του
1997, λέγοντας ότι η <<απολύτως πρώτη προτεραιότητα για την εθνική πολιτική είναι η εκπαίδευση και οι δεξιότητες. Θα κερδίσουμε με το μυαλό μας ή αλλιώς θα χάσουμε>>
(Guardian, 1997, 12 Noνember,
σ.
23).
38. Department for Education and Employment, Higher Education and Employment Development Programme Prospectus, London, DfEE, June, 1997. 39. National Committee of Inquiry into Higher Education, Higher Educaιion in the Learning Society (Dearing Report), London, HMSO, 1997, July, παράγραφος 24. 40. Το μέγιστο έργο του The InforΩJation Age: Econo111y, Society and Culture έχει ε-Λ δοθεί από τις ε-Λδόσεις Blackwell (Oxford) σε τρεις τόμους: Volume 1, τl1e Rise ofthe Network Society 1996, Volume 2, The Po~ver of Identity. 1997, Volume 3, End of MiflenniuΩJ, 1998. 41. Manuel Castells, End of MillenniuΩJ, Oxford, Blackwell, 1998, κεφάλαιο 6. 42. National Committee of lnqui.ry ίnto Higher Education, Higher Education in the Learning Society (Dearing Report), London, HMSO, 1997, J uly, παράγραφος 27. 43. Σύγκρινε τους Michael Hammer and James Champy, Re-Engineering the Corporation: Α Manifesto for Business Revoluιion, London, Brealey Publishing, 1993, και Sίmon Head, <>.
Ernest L. Boyer, OJ/lege: The Undergraduate Experience in AΩ1erica, The Camegie Foundation for the Advancement of Teaching, New Υork, Harper and Row, 1987, σ. 173. 53. Norman Bonney, <>, Financial Yi111es, 1995, 11 January, σ. 11, και <>, Financial Yi111es, 1995, 25 October, σ. 36. 58. Phillip Brown and Richard Scase, <
14 -
Η Εποχή του Τεχνοπολιτισμού
lity» στο Anthony Smith and Frank Webster (eds), The Postmodem University?, Milton Keynes, Open Uniνersi ty Press, 1997, κεφάλαιο 8, σ. 85-98. 59. Kate Purcell and J ane Pitcher, Great Expectations: The New Diversity of Graduate Skills and Aspirations, Manchester, Careers Services Unit, 1996. 60. Phillip Brown and Richard Scase, Higher Education and Oπpora te Realities: Class, Culture and the Decline of Graduate Careers, London, UCL Press, 1994, σ. 147. Η εμπιστο σύνη αυτών των πτυχιούχων εύκολα εξηγείται υπό το φως της ιοχυρής τους θέσης στην αγορά.
61. Ewart Keep and Ken Mayhew, «Economic Demand for Higher Education - Α Sound Foundation for Further Expansion?», Higher Education Quarterly, 1996, Vol. 50, Νο. 2, April, σ. 89-109. 62. <<Ίhe Consequences of Mass Higher Education>>, Incomes Data Reports, 1996, 15 May, και Neil Harήs, «Pity the Poor Graduate>>, New Scientist, 1993, 11 December, Economist, 1996, 6 April, σ. 23. Βλέπε επίσης Ronald Dore, The Diploma Disease, London, Allen and Unwin, 1976, Ι. Berg, Education and Jobs: The Great Training Robbery, New York, Praeger, 1970. 63. Geoff Mason, «Graduate Utilisation in British Industry: The Initial lmpact of Mass Higher Education», National Institute Economic Revie1v, 1996, May, σ. 93-103. 64. Daily Telegraph, 1997, 13 August, σ. 21. 65. Higher Education Quality Council, Academic Standards in tbe Approval, Review and Classification of Degrees, London, HEQC, 1996. 66. C. Callender and Ε. Kempson, Student Finances: Α Survey of Student lncome and Expenditure, London, Policy Studies lnstitute, 1996. 67. Β. MacFarlane, <
θεί στο περιοδικό Lίving Marxism σχετικά με την υποβάθμιση των κριτηρίων στα Πανε πιστήμια, οι οποίες θρηνούν για το γεγονός ότι τα πτυχία έχουν υποβαθμιστεί, με απο τέλεσμα οι γόνοι της εργατικής τάξης ν_α μην έχουν τα ίδια εφόδια για να ανταγωνι
στούν τους πλούσιους. Η βάση του επιχειρήματος είναι ότ ι ο ελιτισμός στην εκπαίδευση δεν είναι κακός όσο προσφέρει ίσες ευκαιρίες και δυνατότητες στη ζωή. Πρόκειται για
μια θέση που συνδέεται με την πολιτική του Κομουνιστικού Κόμματος για τα πανεπι στημιακά του μέλη στη δε-ι<αετία του 1930: <<Κάθε κομουνιστής θα είναι ο πρώτος στον τομέα του>> . Βλέπε
Brendan O 'Neill, <>, Υ..αι Claire Fox, «The Dumbing Down of Higher Education», Lίving Marxism, 1997, October. Βλέπε επίσης Claire Fox, <
Noνember .
69. Για μια εμ.)τειρική τεκμηρίωση βλέπε Lisa Lucas and Frank Webster, <> στο Daνid Jary and Martin Parker (eds), The New Higher Educatίon: lssues and Dίrectίons for the Post-Dearing Unίversίty, Stoke, Staffordshire U niνers ity Press, 1998, σ. 105-113. 70. Higher Education Quality Council, Inter-Institutional Variabίlity of Degree Results: An A nalysis ίn Selected Areas, London, HEQC, 1996. 71. Malcolm Bee and P.J. Dolton, «Degree Class and Pass Rates: Απ lnter-Uniνer-
sity Comparison>>, Higher Education Review, 1985, Spring, σ. 45-52, Jill Johnes and Jim Taylor, «Degree Quality- Απ Inνestigation into Differences between UK Uniνersities>>, Higher Education, 1987, Vol. 16, Νο. 5, σ. 581-602. 72. Η αξιολόγηση της διδασκαλίας (τeaching Quality Assessment) διαμέσου ενός ε θνικού σχήματος εμφανώς απέφυγε να διευθετήσει το φλέγον ζήτημα της συμβατότη τας των κριτηρίων, ζητώντας από τους επιθεωρητές να αξιολογήσουν πτυχιακά προγράμ
ματα σπουδών σύμφωνα με τους όρους και τους στόχους που έθετε το Πανεπιστήμιό τους παρά με εθνικά κριτήρια.
73. Πρέπει να γίνει παραδεκτό ότι αυτό το μοντέλο επηρεάστηκε από πολλούς ακα Halsey, DecHne of Donnish Dominion: The British Academic Profession in the Twentieth Century, Oxford, Clarendon Press, 1992, Πίνακας 8.4. 74. Για παράδειγμα, οι φοιτητές της Οξφόρδης απέσπασαν κατά μέσο όρο στις ε θνικές εξετάσεις (A-leνel) του 1997 τη βαθμολογία των 29 βαθμών (δηλαδή καλύτερα από δύο βαθμούς στην κλίμακα Α και ένα στη Β). Oxford Gazette, Supplement (1) to Νο. 4452, 1997,5 Noνember. 75. Andrew Adonis, «Class Apartheid>>, τimes Higher Education Supplement, 1997, 10 October, σ. 20. Βλέπε Andrew Adonis and Stephen Pollard, Α Class Act: The Myth of Britain's Classless Society, London, Hamish Hamilton, 1997. 76. Melanie Phillips, «Does Tony Know What Daνid Is Doing?», Ne~v Statesman, 1997,24 October, σ. 20. Βλέπε George Walden, We Should Κnow Better: Solvίng the Education Crisis, London, Fourth Estate, 1996. 77. Sίmon Kuper and Parminder Bahra, «State Grammar Schools Make a Breakthrough>>, Weekend Financial τimes, 1996, 26-27 October. 78. Πρέπει να επισημανθεί ότι οι περισσότεροι θεσμοί θα είχαν εντάξει τον εαυτό τους δημα'ίκούς. Βλέπε την έρευνα στο Α.Η.
σε αυτή την «αποστολή της εκπαίδευσης και κατάρτισης της παγκόσμιας ελίτ της δια νόησης>>, με το «μεγαλύ τερο ρόλο να εξάγουν ιδέες και εκπαιδευμένα μέλη σε αυτή την παγκόσμια ελίτ, η οποία όλο και περισσότερο αναζητά να διοικήσει την παγκόσμια οι κονομία». John Ashworth (μετέπειτα κοσμήτωρ του London School of Economics) στο
New Statesman, 1996, 31 May, σ. 16. 79. Βλέπε Pieπe Bourdieu, The State Nobility: EHte Schools in the Field of Poιver, με τάφραση Lauretta Clough, Cambridge, Polity, 1996. 80. Phillip Bro\vn, <>, Work, Employment and Society, 1995, Vol. 9, Νο. 1, March, σ. 29-51. 81. Από μια εκτενή βιβλιογραφία βλέπε για τις ΗΠΑ Alan Bloom, The Closίng of the American Mind: How Higher Education Has Failed Democracy and Impoverished the Souls ofToday's Students, New York, Sίmon and Schuster, 1987, E.D. Hirsch, Cultural Literacy: What Every American Should Knoιv, Boston, Houghton Muffin, 1987, Martha C. Nussbaum, Cultivating Humanity: Α Classical Defense ofRefoπn in Liberal Education, Cambήdge, ΜΑ, Harvard Uniνersity Press, 1997. Για τη Βρετανία βλέπε Νeνίl Johnson, <>, 20th Century British History, 1994, Vol. 5, Νο. 3, σ. 370-385, Α.Η. Halsey, DecHne o f Donnish Dominion: The British Academic Profession in the Twentieth Century, Oxford, Clarendon Press, 1992, Melanie Phillips, Α1Ι Must Have Prizes, London, Little, Brown and Company, 1996. 82. George Rίtzer, <> στο The McDonaldization Thesis: Explorations and Extensions, London, Sage, 1998, κεφάλαιο 11.
83. Βλέπε J.H. Newman, The Idea of a University, Deflned and Illustrated, Daniel Μ. O 'Connell (ed.), Chicago, Loyola University Press (1853), 1987, F.R. Leavis, Education and the Universίty, London, Chatto and Windus, 1943, English Literature in Our Yin1e and the Universίty: The Clark Lectures 1967, London, Chatto and Windus, 1969, Michael Oakshott, τhe Voice of Liberal Learning: Michael Oakshott on Educatίon, Timothy Fuller (ed.), New Haven, CT, Yale University Press, 1989. 84. Peter Scott, τhe Meanings of Mass Higher Educatίon, Milton Keynes, Society for Research into Hίgher Education/Open University Press, 1995. Ενώ το βιβλίο του Scott είναι ένα πνευματικό επίτευγμα, αυτοπαγιδεύεται. Αρνείται ότι η μαζική ανώτατη εκ
παίδευση μπορεί να μειωθεί σε μια «ολιστική ιδέα» επειδή χαρακτηρίζεται από <<δια φορετικότητα>> και ταυτόχρονα τοποθετεί το Πανεπιστήμιο στο μετα-φορντισμό και στη μετανεωτερικότητα. Εδώ έγκειται το αδύνατο σημείο ενός έργου που επανειλημμένως ισχυρίζεται ότι η ανώτατη εκπαίδευση είναι στις μέρες μας ένα <<ασαφές, πολυμερές και aσταθές» φαινόμενο που αρνείται να υπαχθεί σε μια <<μοναδικ1Ί ολιστική ιδέα>> (σ. 165) και μετά προβαίνει στο να προτείνει ότι υφίσταται μια αναλογία ανάμεσα στο μετα φορντισμό και τη μετανεωτερικότητα και στο σύγχρονο Πανεπιστήμιο. 85. Zygmunt Bauman, <> στο Anthony Smith and
Frank Webster (eds), The Postmodern Universίty? Contested Visions of High er Education in Society, Milton Keynes, Society for Research into Hίgher Education/Open University Press, 1997, κεφάλαιο 2, σ. 17-26. 86. Bill Readings, τhe University in Ruins, Cambridge, ΜΑ , Harvard University Press,
1996. 87. Zygmunt Bauman, Legislators and Interpreters: On Modemity, Postmodernity and the InteUectual, Cambridge, Polity, 1987. 88. Jean-Fran~ois Lyotard, The Postmodem Condition: Α Report on Κnowledge, μετά φραση
Geoff Bennington and Brian Massumi, Manchester, Manchester University Press,
1984. 89. Βλέπε τη θέση του θεωρητικού της διοίκησης Peter F. Drucker, όπου υποστηρί ζει ότι δεν <<υπάρχει υψηλότερη και χαμηλότερη γνώση ... Στην κοινωνία της γνώσης, οι
γνώσεις είναι τα εργαλεία, και ως τέτοια είναι εξαρτημένες όσον αφορά στη σπουδαιό τητα και στη θέση τους για την επιτέλεση των καθηκόντων τους>>. Peter F. Drucker,
53-80. 90. Ο Michael Gibbons και οι συνεργάτες του διακρίνουν τις γνώσεις ως εξής: <<Στον Τύπο 1 τα προβλήματα τίθενται και επιλύονται στο πλαίσιο της επιρροής από τα συμφέ ροντα, κυρίως ακαδημα'ίκά, μιας συγκεκριμένης κοινότητας. Αντίθετα, στον Τύπο
2η
γνώση μεταβιβάζεται στο πλαίσιο τη ς εφαρμογής. Ο Τύπος 1 είναι πειθαρχικός, ενώ ο Τύπος 2 είναι διεπιστημονικός. Ο Τύπος 1 χαρακτηρίζεται από ομοιογένεια, ενώ ο Τύ πος 2 από ετερογένεια. Βασικά, ο Τύπος φή του, ενώ ο Τύπος
1 είναι ιεραρχικός και τείνει να διατηρεί τη μορ
2 είναι περισσότερο "ετεροαρχικός" (heterarchical) και πρόσκαι
ρος. Καθένας χρησιμοποιεί ένα διαφορετικό τύπο ποιότητας ελέγχου. Σε σύγκριση με τον Τύπο
1, ο Τύπος 2 είναι περισσότερο κοινωνικά υπεύθυνος και ανακλαστικός». Michael Gibbons, Camille Limoges, Helga Nowotny, Simon Schwartzman, Pe ter Scott and Martin Trow, The New Production of Knowledge: The Dynamics of Science and Research in Contemporary Societies, London, Sage, 1994, σ. 3. 91. <>, Economίst, 1997, 4 October.
r~~==~----------------------------------~=-~
92. Στο ίδιο. 93. Alexandel' W. Astin, What Matters in Co/Jege: Four Critica/ Years Revisited, San Francisco, CA, Jossey-Bass, 1993. Βλέπε επίσης C.J. Sykes, Profscam: Professors and the Demise of Higher Education, Washington DC, Regnery Gateway, 1988. 94. Independent (Education Section), 1997, 24 April, σ. 2. 95. Nevil Johnson, «Dons in Decline: Who Will Look after the Cultural Capital?>>, 20th Century British History, 1994, Vol. 5, Νο 3, σ. 380. 96. Economist, 1997, 4 October. 97. Sir Douglas Hague, Beyond Universities: Α Neιv Republic of the lnte/lect, London Institute of Economic Affairs, 1991, Peter Brimelow <
102. Υπό την έννοια αυτ1i, και μάλιστα προειδοποιητικά,
ένα πρόσφατο συνέδριο α
φιερώθηκε στη διερεuνηση των «πρωτοποριακών πτυχίων των επιχειρΊiσεων», στο οποίο ο Βρετανός υπουργός Π αιδ είας, υπεuθυνος και για τη «διά βίου εκπαίδευση», δρ Κim
Howells εξέφρασε τον ενθουσιασμό του γι' αυηi την εξέλιξη (υπολογίζεται ότι λειτουρ 1.000 τέτοια « Πανεπισηiμια» στις ΗΠΑ). Ωστόσο ο σερ John Egan. διευθuνων σUμβουλος του εποπτικού φορέα των αεροδρομίων (British Airports Authority). προειδοποίησε για την έλλειψη αξιοπιστίας και μεταβίβασης τη ς γνώm1ς των εν λόγω << Πανεπιστημίων» . Phil Baty, <
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ: ΟΙ ΠΡΟΟΠτΙΚΕΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΠΣΜΟΥ
Ι. Pie rre Leν y . Cybercu/ιure. Paris, Editions Odile Jacob, 1997. 2. Micl1e l Serres, Les nιessages distance, Montreai/Quebec, Edition Fides/ Musee de la Ciνilisa ιion. σ. 12, 17. 3. Arιηand Ma ιιelart, <
a
'. Europe of Strangers, Oxford, ESRC Transnational Communi')aper Νο. 3, 1998, σ. 10. · Tniversity in Ruins, Cambridge, ΜΑ, Harvard University
:: des civilisations>>, Esprit, 1996, April, σ. 49. ,ention de Ja communication, Paris, La Decouverte 1994. . ,vfapping World Communication: War, Progress, Culture, Min.ιy of Minnesota Press, 1994, σ. 36. Δ8 . . 1arasim, <> στο Linda Harasim (ed.), -ιΙvorks: Computers and International Communication, Cambridge, ΜΙτ Press, J.
34.
13. J.S. Quarteman, «The Global Matrix of Minds: Networks as Social Space» στο Linda Harasim (ed.), Global Networks: Computers and International Communicatioπ, Cambridge, ΜΑ , ΜΠ Press, 1994, σ. 56. 14. Mark Poster, «Postmodem Virtualities>>, Body and Society, 1995, Vol. 1, Νο. 3-4, σ.192.
15. ΑΙ Gore, <>, Intermedia, 1994, Vol. 27, Νο.
2,
σ.
4.
16. Στο ίδιο, σ. 6. 17. Labour Party, Information Superhigh1vay, London, Labour Party, 1995. 18. Στο ίδιο. 19. Poster, ό.π., σ. 89. 20. Cristina Odone, «Α Patchwork of Catholic Tastes>>, Guardian, 1995, 18 September. 21. Howard Rheingold, τhe Virtual Community, London, Secker and Warburg, 1994. 22. Amitai Etzioni, The Spirit of Community, London, Fontana, 1995. 23. Για το Νέο Εργατικό Κόμμα και τον κοινοτισμό βλέπε Stephen Driver and Luke Marteli, Ne1v Labour: Politics After Thatcherism, Cambridge, Polity, 1998. 24. Geoff Mulgan, «Networks for aπ Open Society», D emos Quarterly, Νο. 4, 1994, σ. 2-6, Andrew Adonis and Geoff Mulgan, «Back to Greece: The Scope for Direct Democracy>>, Demos Quarterly, Ν ο. 3, 1994, σ. 2-9. 25. Geoff Mulgan, Connexity: How to Live in a Connected World, London, Chatto and Windus, 1997, σ. 1. 26. Στο ίδιο, σ. 33. 27. Στο ίδιο, σ.17. 28. Στο ίδιο, σ. 229. 29. Στο ίδιο, σ. 118. 30. Στο ίδιο, σ. 119, 118. 31. Α. Sivanandan, «Heresies and Prophecies: The Social and Political Fall-out of the Technological Revolution>>, Race and Class, 1996, Vol. 37, Νο. 4, σ. 9-10. 32. Slavoj Zizek, «Α Leftist Plea for 'Έurocentrisrn"», Critical Inquiry, Vol. 24, Ν ο. 4, 1998, σ. 992. 33. Jacques Ranciere, On the Shores of Politics, London, Verso, 1995, σ. 23. 34. Alvin Toffler and Heidi Toffler, «The Discontinuous Future>>, Foreign Affairs, 1988, Vol. 77, Νο. 2, σ. 137.
35. Στο ίδιο. 36. Bill Gates, The Road Ahead, London, Vίking, 1995. 37. Nicholas Negroponte, Beίng Dίgital, 1995, ό.π., σ. 231, 230. 38. David Edgerton, «Eνer Accelerating Hype», Prospect, 1997, Apήl, σ. 15. 39. William J. Ashworth, <> στο Ashis Nandy (ed.), Scίence, Hegemony and Vίolence: Α Requίem for Modernίty, Tokyo/Delhi, The United Nations Uniνersity/Oxford Uniνersity Press, 1988, σ. 12. 45. Comelius Castoήadis, «The Crisis of the Identification Process>>, Thesίs Eleven, 1997, Νο. 49, σ. 89-90 (στα ελληνικά: Η Αvοδος της Ασημαvτότητας, μετάφραση Κώστας Κουρεμένος, Εκδόσεις Ύψιλον, 2000). 46. Castoήadis, 1990, ό.π. , σ. 23-24. 47. Jacques Ranciere, On the Shores of Politίcs, London, Verso, 1995, σ. 6. 48. Comelius Castoήadis, «Anthropology, Philosophy, PolitίCS>>, Thesis Eleven, 1997, Ν ο. 49, σ. 104 (Στα ελληνικά: Η ί\vοδος της Ασημαvτότητας, ό.π., σ. 148-149). 49. Στο ίδιο, σ. 103-104 (στην ελληνική έκδοση σ. 147-148).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ: Η ΕΙΚΟΝΙΚΉ ΕΙΡΉΝΕΥΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ
«Networlds: Networks as Social Space» στο Linda Harasim (ed.), ΜΠ Press, 1994, σ. 16-17, 34. 2. Stephen Graham, <>, Progress in Human Geography, 1998, Vol. 22, Νο. 2, σ. 167, 181,178-179. 3. Slaνoj ZiZek, <>, Ne~v Left Revie~v. 1997, Ν ο. 225, σ. 36. 4. Lows Α. Sass, Madness and Modemism, Cambήdge, ΜΑ, Harvard Uniνersity Press, 1992, σ. 32-33. 5. William J. MitcheU, Cίty of Bits: Space, Place and the Infobahn, Cambήdge , ΜΑ, ΜΠ Press, 1995. 6. Michel Seπes, Les messages adistance, Montreal/Quebec, Editions Fides/Musee de la Ciνilisation , 1995, σ. 22. 7. Jean-Louis Weissberg, <>, Terminal, 1996, Νο. 71 Π2 . Βλέπε επίσης Jean-Louis Weissberg, <>, Terminal, 1995, Νο. 67. 8. Iris Marion Young, Justice and the Politίcs of Dίfference, Princeton, NJ, Princeton University Press, 1990, σ. 229. Η παραπομπή είναι από τον Michel Foucault, Power!Κn ow ledge, New York, Pantheon, 1980, σ. 52. 1. Linda
Harasίm,
Globa/ Networks, Cambridge, ΜΑ,
9. Στο ίδιο, σ. 231, 233. 10. Jean Starobinski, Jean-Jacques Rousseau: Transparency and Obstτuction, Chicago, Uniνersity of Chicago Press, 1988, σ. 41. 11. Στο ίδιο, σ. 222, 252. 12. J.-B. Pontalis, Fτontieτs in Psychoanalysis: Between the Dream and Psychic Pain, London, Hogarth Press, 1981, σ. 121. 13. D orinda Outram, <> στο Poetry, Language, Thought. New York, Harper and Row, 1971, σ. 165-166. 15. Στο ίδιο, σ. 177. εισήγηση στο Συνέδριο του
16. Στο ίδιο. σ. 166. 17. Στο ίδιο, σ. 165. 18. Στο ίδιο. σ. 165, 178. 19. RichaΓd Sennett, F/esh and Stone: The Body and the City in Westeτπ Civilisatioπ . London, Faber and Faber. 1994. σ. 365. 20. Στο ίδιο, σ. 349. 21. G illes Chatelet, <
Rousseau μπορεί στο m1μείο αυτό να αποτελέσει m1μαντικό ση Ell ison όσον αφορά στ η θέση του Rousseau <<0 Rousseau απορρίπτει τους δεσμούς της πόλης ως εξαιρετικά aπρόσε
μείο αναφοράς. Δείτε τα σχόλ ια του Cha Γi es για την πόλη:
κτους και αντί αυτού προτιμά το στενό δεσμό της κοινοτικιΊς αμεσότητας του μικρού κράτους.
[... ] Αυτός ο κοινοτικός δεσμός είναι αντι-κοσμοπολίτικος... Στην πόλη τα ά Rousseau προτιμά] τις μικρές ρεπουμπλικανικές κοινότη
τομα είναι απομονωμένα. [Ο
τες, των οποίων οι ειδικοί δεσμοί και οι οριοθεηΊσεις του εαυτού και της έκφραm1ς εί ναι εκ διαμέτρου αντίθετες με αυτούς της κοσμοπολίτικης πόλης>> . <
Charles Ε. Ellison. and the Modern City: The Politics of Speech and Dress>>, Political Y/Jeory. 1985.
13, Ν ο. 4, σ. 522-523.
Εμείς θεωρούμε ότι οι ρεπουμπλικανικές κοινότητες έχουν κα
ταστεί εικονικές κοινότητες.
32. Christine Boyer, The City of Collective Memory. Cambridge, ΜΑ, ΜΠ Press. 1994, σ. 45-46. 33. Anthony Vidler, <>, Differences. 1993, ΥοΙ. 5, Νο. 3, σ. 36.
34. Στο ίδιο, σ. 40. 35. Richard Sennett, Flesh and Stone: The Body and the City in Western Cilfilisatioιι. London, Faber and Faber. 1994. σ. 17-18. 36. Στο ίδιο. σ. 2 1. 37. Στο ίδιο, σ. 374. 38. Paul Virilio. Cybermoιιde. /a politique du pire. Paris. Texιuel. 1996. σ. 52. 39. Robert Musil. Πιe Man Without Qualities. Vol. I. London. Minerνa. 1995. σ. 4 (πρώτη έκδοση 1930). 40. Walter Benjamin, <>στο Joanna Labon (ed.). 8alkan 8/ues: WΓitiπg out of Yugoslalfia. Eνanston. 111 .. Nortll\vest e πl Uniνe rsity Pι·ess. 1995. σ. 46. 44. Armand Mattelart. <
r
Πανδαιμόνιο 37-39.41,57-58,63-64.68-71 Πάνδη μ η κινητοποίηση 92-93, 172
175 Κιν φοποί ηση zω κοινωνία πλη ροφορ ίας:
Π ανεπιστι] μ ιο
299-3 18. 328
Π ανε π ιστι] μ ιο και εργοδοσία 302-308
176-1~ 1
Κινψοποί ησ η και ορατότητα
18 1 -1~6
Κινψοποίηση κω τεχνολογία
17 1-172
Κοινίηψιι
Παγκόσμιο χωριό
9, 18. 24. 28. 126-
127. I:>Ο-Ι:> I. 150. 160. 193-194
9. 27. 122-127, 195-201
Πληροφοριακός κατακλυσμός 322
9. 24. 109-110. 121. 177.223.
275-295 Πόλεμος Πληροcrορίας 226-2:>4
2λλ
ΚL'flερνοπολιτισμός ΚL'βερνοχuJρος
31 -33.60
Π λ ηροφορία/ες
Πληροφορικι]
134
Κι• f·1~·ρν ψι zι] και κοινωνικός έλεγχος 263-
161. 1 ~ 1-1 ~6 . 192-1 9:>. 24 1.
262-265. 347 Π εριφράξεις
103-104
Κοινωνία πληροq;ορ ίας
Κοι νt•ινίιι τ η:: ','νιiJσ ης
Πανοπτικόν
18. 27. 322-330
12. 45. 322-324. 328
<< Π όλι] των
bils» 345-351
Π ολιτισμός και Κοινωνία 40. 43. 57. 6\1 Πραγμοποίφ η 88-90
Λεωφόρος πληροφοριών
2\1
Π ρο μη Οευτές πληροφοριών
Λοuδδί τες/ Λουδδ ισμό ς 21 . 31. 72- Ι 04
Π ρόοδος
Μαζικ1] Παρατι]ρησ η 38-3\1. 4\1-56, 58
Π ροπαγάνδα
12
18. 31.78-79. 84-91, 105- 132. 135.
142.224 166. Ι \1~-204
Προπαγάνδα και κοινή γνώμη
204-207
Τεχνοπολιτισμός,
17-19,26-30,326-327,
352-356 Σαμποτάζ
Τεχνοχώρος
95-96
Σλοουνισμός
23,347
Τηλε-εργασία
155
Στρατιωτικ1Ί πληροφορική Σύγχρονοι Λουδδίτες
211-214
Τηλεόραση
12
9, 12, 106-124
Τηλεπικοινωνίες
96-101
Συμβολικοί αναλυτές 25, 127, 131 , 177,327
Τρ ίτο Κύμα
Σχεδιασμός και έλεγχος
Τρίτος Δρόμος
Τε'ίλορ ισμός
145-148, 189
112-113
Τεχνολογία καλοπροαίρετη Τεχνολογία ουδέτερη
112
C.' ·
<<Ψηφιακός κόσμος»
9, 17, 106-126
Τεχνολογικός ντετερμινισμός
Φετιχισμός τε~ολ) ογίας 88-91
Φορντισμός
113-114
Τεχνολογίες της πληροφορικ1Ίς και της επικοινωνίας
332
Υπερρεαλισμός 40-45
159, 196
Τεχνολογία ως θέαμα
9, 12, 106-124
116, 119
118-120
43 30
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩ Ν ΚΕΒΙΝ ΡΟΜΠΙΝΣ- ΦΡΑΝΚ ΟΥΕΜΠΣΓΕΡ
Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΤΕΧΝΟΠΟΛΠΖΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ'ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΙΚΗ ΖΩΗ
ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑτΙΑΣ ΜΕτΑΞΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΓΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠ ΙΜ ΕΛΕΙΑ
ΣΓΕΛΙΟΥ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΣΓΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΜΕ τΙΜΕS ΚΑΙ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗ ΚΕ ΣΓΟ ΕΠΠΡΑΠΕΖΙΟ ΕΚΔΟτΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΩΝ ΕΚ
ΔΟΣΕΩΝ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ . ΤΗ ΜΑΚΗΑ ΤΟΥ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΕ Ο ΑΝτΩΝΗΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ, ΤΟ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙ ΚΟ ΜΟΝτΑΖ ΚΑΙ ΤΑ ΦΙΛΜ ΕΚΑΝΕ ΤΟ • ΕΡΓΑΣΓΗΡΙΟ
ΓΡΑΦΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΑΦΟΙ ΤΖΙΦΑ». Η ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΕ
1.000
ΑΝΤΠΥΠΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΑΡΑΛΑ
ΜΠΟ ΚΛΑΔΗ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΔΗΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗ •Θ. ΗΛΙΟ ΠΟΥΛΟΣ - Π. ΡΟΔΟΠΟΥΛΟΣ Ο.Ε.• ΤΟΝ Ο ΚΤΩΒΡΙΟ ΤΟΥ
2002 ΓΙΑ
ΛΟ ΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
ΚΕΒΙΝ ΡΟΜΠΙΝΣ- ΦΡΑΝΚ ΟΥΕΜΠΣΓΕΡ
Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΤΕΧΝΟΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ Από την κοινωνία της πληροφορίας στην εικονική ζωή Στο βιβλίο αυτό οι Κ. Ρόμπινς και Φρ. Ουέμπστερ αναλύουν τα θέματα που συνδέονται με την τεχνολογική αλλαγή, από το πε δίο της πολιτικής της πληροφορίας έως ζητήματα που σχετίζο
νται με τον πολιτισμό και τον κυβερνοχώρο. Οι συγγραφείς αμ φισβητούν το όραμα της εικονικής κοινωνίας. Εξετάζουν ενδε λεχώς τον υπερβάλλοντα ενθουσιασμό προσωπικοτήτων μεγά λων πολυεθνικών εταιρειών, όπως ο Μπιλ Γκέιτς, και θέτουν το ερώτημα κατά πόσο οι νέες τεχνολογίες της πληροφορικής και της επικοινωνίας καθρεφτίζουν τη νέα κοινωνία που διαμορ φώνεται. Υποστηρίζουν επίσης ότι οι νέες τεχνολογίες της πλη ροφορικής και της επικοινωνίας αποσκοπούν, τελικά, στην ανα παραγωγή των συντηρητικών κοινωνικών πρακτικών. Η Εποχή του Τεχνοπολιτισμού είναι ένα προκλητικό βιβλίο
καθώς διερευνά την κοινωνική και πολιτιστική σημασία των νέων τεχνολογιών, καταγράφει τις εξελίξεις από την «έλευση των μη χανών» στη Βιομηχανική Επανάσταση και την ανάπτυξη της μαζικής παραγωγής στις αρχές του εικοστού αιώνα έως την
επανάσταση της πληροφορικής και την παγκόσμια δικτυακή κοινωνία. Οι συγγραφείς επιχειρούν μια οξυδερκή, εύληπτη και πολυπρισματική ανάλυση της κοινωνίας της πληροφορίας.
Τα θέματα του βιβλίου, όπως η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, ο ηλεκτρονικός πόλεμος, οι μυστικές υπηρεσίες και η πορεία του
πολιτισμού στην εποχή της πληροφορίας, είναι εξαιρετικά επί καιρα και για την ελληνική περίπτωση.