ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Σύνδρομο άγοραφοβίας
Τ Α
Β Ι Β Α Ι Α
Τ ΟΥ
Κ Ο Σ Τ Η
Π Α Π Α Γ Ι Ο Ρ Γ Η
ΠΕΡΙ Μ έ θ η ς (’Εξιστόρηση καί βίωση της μέ$ης), Ροές 1987, Καστανιώ-
της 1990 Κ 0 8 ΤΙ8 ΡΑΡΑΙΟΚαΐδ, ΌΕΚ ΚΑΙ]80Η, Κΐ,ΕΤΤ-ϋΟΤΤΛ 1993 ΣΙΑΜΑΙΑ ΚΑΙ ΕΤΕΡΟΘΑΛΗ (Έξομολογητικά καί άλλα κείμενα), Ροές 1987,
Καστανιώτης 1990 ΙΜΕΡΟΣ ΚΑΙ ΚΛΙΝΟΠΑΑΗ (Τό Πάθος της ζηλοτυπίας), Ροές 1988, Καστα
νιώτης 1992
Η
Κ ό κ κ ιν η Α λ ε π ο ύ · Οί ΞΥΛΟΔΑΡΜΟΙ (Μισαν$ρωπίας προλεγόμενα· Ξυ
λοδαρμοί), Ροές 1989, Καστανιώτης 1992 ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ (Βίος καί συγγραφή), Καστανιώτης 1990 ΖΩΝΤΕΣ ΚΑΙ ΤΕθΝΕΩΤΕΣ (Ό Νεκρός), Καστανιώτης 1990
Η
ΟΜΗΡΙΚΗ ΜΑΧΗ (Πόλεμος καί ήθη στήν Ίλιάδα), Καστανιώτης 1993
Γ ε ια ΣΟΥ, Α ς η μ α κ η (Σκίτσο του X. Βακαλόπουλου), Καστανιώτης 1993 Μ υ σ τ ικ ά τ η ς ΣΥΜΠΑΘΕΙΑΣ (Φιλαλληλία καί άρνηση), Καστανιώτης 1994 Σ ω κ ρ ά τ η ς : Ο Ν ο μ ο θ ε τ η ς π ο υ α υ τ ο κ τ ο ν ε ι (Μιά πολιτική ανάγνωση
του πλατωνικού έργου), Χώρα 1978, Νεφέλη 1980, Εξάντας 1988, Κα στανιώτης 1995 ΛΑΔΙΑ ΞΙΔΙΑ (Τό Νόημα τής μεταφορας), Καστανιώτης 1996 Α λ έ ξ α ν δ ρ ο ς Α δ α μ α ν τ ιο υ Ε μ μ α ν ο υ ή λ (Βίος καί συγγραφή του Αλέ
ξανδρου Παπαδιαμάντη), Καστανιώτης 1997 Μ ΕΤΑΦ ΡΑΣΕΙΣ Ρ ε ν ε Ζιραρ, Τ ο Ε ξ ιλ α σ τ ή ρ ιο
θυμ α,
Ε ξά ντα ς
1991
Ο ι Φ λ ό γ ε ς τ η ς ζ η λ ο τ υ π ί α ς , Εξάντας 1993
Σ. Κ ιρ κ εγκ ω ρ, Φ ιλ ο σοφ ικ ά ψιχία , Καστανιώτης 1998 Ε μ μ . Λ ε β ιν α ς , Ο λ ό τη τα κ α ι ά π ε ιρ ο , Εξάντας 1988 Α ιιο τ η ν ύ π α ρ ξ η σ τ ο ΥΠΑΡΧΟΝ, ’Ίνδικτος 1996
Ζ.-Φρ. ΛίΟΤΑΡ, Η ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ, Γνώση 1988 Ο. ΝΤΕ ΜΠΑΛΖΑΚ, ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΚΩΜΩΔΙΑΣ, Μ πά-
στας-Πλέσσας 1995 Ερ. Μ π ερ ξο ν , Τα Α μ ε σ α δ ε δ ο μ ε ν α τ η ς ς υ ν ε ι δ η ς η ς , Καστανιώτης 1998 Ζ ακ Ν τ ε ρ ιν τ α , Π ε ρ ί ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ, Γνώση 1990 ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ Μ α ρ ξ , Εκκρεμές 1993
Η
Ε ν ν ο ι α τ ο υ α ρ χ ε ίο υ , Εκκρεμές 1995
Η
ΦΩΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ, Ό λκ ό ς 1997
Π. Ρ ικ ε ρ , Η Ζ ω ν τ α ν ή ΜΕΤΑΦΟΡΑ, Κ ρ ιτικ ή (υπό εκδ.)
Ζ.-Ζ. ΡΟΓΣΩ, ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ, Καστανιώτης 1998 Ζ.-Π. Σ α ρτρ, Τ ο Ε ί ν α ι
κ α ι το μ η δ έ ν ,
Ε.-Μ . Σ ιό ρ α ν , Ε γ κ ό λ π ιό
Μ ις ε λ Φ ο ϊκ ω , Ο ι Α ε ξ ε ι ς
Η
Παπαζήσης 1977
α ν α ς κ ο λ ο π ις μ ο υ ,
Εξάντας 1988
κ α ι τα π ρ α γ μ α τ α ,
Γνώση 1986
Α ρ χ α ιο λ ο γ ί α τ η ς γ ν ω ς η ς , Εξάντας 1987
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ
ι<*9
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Στάγδην, βραδέως, ενδοφλεβίως, ορός πού στάζει άργά καί ίσοβίως. Τραγούδι του Ο ρφ εα Π ε ρ ι δ η
ΤΟΓ ΣΓΝΔΡΟΜΟΓ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ
:
μέρος π ρ οτο ¥
Α' Σ υ ν ε δ ρ ί α ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΑΡΧΙΣΕ Ϊ'Π ΟΓΛΑ, ΣΑΝ ΟΛΕΣ
τίς ψυχικές ασθένειες, καί μάλιστα σέ μιάν εποχή πού ένιωθα σιδερένιος καί χωρίς εκκρεμότητες. Καθόμουνα μέ κάποιον φίλο σέ ενα πολυ σύχναστο καφενείο του κέντρου καί γλω σσοκοπανάγαμε, δπως κάνουν δλοι δσοι, πίνο ντας καφέδες καί χαζεύοντας τούς περαστι κούς, κλέβουν μερικές ώρες άπό τόν Θεό, δ ταν ξαφνικά μου ηρθε λές ό ούρανός σφοντύ λι. Τό φ ώ ς χαμήλωσε σά νά εγινε μερική έ κλειψη καί τά πράγματα ενα γύρο ύπέστησαν μιά ισχυρή καθίζηση. Πελιδνός — δπως μου θύμισε κατόπιν δ παρακαθήμενος— σηκώθηκα μηχανικά καί κοί ταξα ολόγυρα. Θά επεφτα; Θα βουτοΰσα μέ τά μούτρα άνάμεσα σέ καρέκλες καί τραπέ ζια; Χωρίς νά προσέχω τούς θαμώνες, τρά βηξα πρός τό βάθος του καφενείου καί κατέ βηκα προσεχτικά τά σκαλοπάτια μέχρι τόν απόπατο. Έπρεπε επειγόντως νά βρώ νερό. Άποφεύγοντας νά κοιτάξω τόν άπειλητικό κα θρέφτη, έβαλα τό κεφάλι κάτω άπό τή βρύ ση κι εμεινα σέ αύτή τή στάση τρία-τεσσερα λεπτά μέ τό κρύο νερό νά τρέχει στό τριχωτό τής κεφαλής καί στό λαιμό. 11
«
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ η
Ή τα ν μιά ανώδυνη λιποθυμική τάση; Προάγγελλος ύπογλυκαιμικοΰ κώματος; Νικοτι νίαση; Χωρίς νά πάω στους γιατρούς, πού μου άνοιγαν πάντα δυσάρεστες ιστορίες, προ τίμησα τήν εύκολη, κομπογιαννίτικη λύση. Έ φταιγε τό τσιγάρο — δε χωρούσε αμφιβολία. Τρία πακέτα τήν ήμερα επί είκοσιπέντε χρό νια άσφαλώς δέν κάνουν καλό σέ κανέναν. Αφού λοιπόν μού ήταν αδύνατο νά τό μειώ σω, αποφάσισα εκ τών πραγμάτων νά τό κό ψω. Μέ τό μαχαίρι; Ναί, μέ τό μαχαίρι. Άποφεύγοντας τόν καφέ, άρχισα νά μασουλάω τσίχλες, νά παίζω άδέξια κάτι χαζά κομπολόγια, νά περπατάω μέ τίς ώρες στά προάστια. Ή μικρή αλήθεια είναι δτι ένιωθα κάπως καλύτερα, άλλά ή μεγάλη άλήθεια έ λεγε άλλα- κάτι μέσα μου μέ ειδοποιούσε δτι είχα πάρει τήν κ άτω βόλτα. Οί συμβουλές γνωστών καί φίλων δέν πρόσφεραν τίποτα: έχεις αύτό, έχεις εκείνο, δέν εχεις τίποτα, ό λοι τά περάσαμε αύτά κ.τ.λ. Οί τηλεφωνικές διαγνώσεις διάφορων γιατρών πάλι, άντί νά βοηθούν, μέ έκαναν χειρότερα. «Είσαι διαβη τικός καί νιώθεις εξάντληση; Μά είναι προ φανές». «Έ χεις τόσο υψηλές τιμές στό αίμα; Απορώ πώς καταφέρνεις καί περπατάς!» Α πορούσα κι εγώ, μά οί ζαλάδες δέν έλεγαν νά ύποχωρήσουν. Θέλοντας καί μή, τό έριξα στήν αύτοπαρακολούθηση. Κάθε ταχυπαλμία, κάθε λύσι μο στά γόνατα, κάθε κάψιμο στό ρουθούνι μέ έριχνε σέ βαριές σκέψεις. Νά δοϋμε καί σή
«
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: α' ΣΥΝΕΔΡΙΑ η
ι3
μερα πώς ϋά πάει. Ίσω ς είναι περαστικό. Ί σως φταίει ή υποχονδρία μον. Βέβαια, εκτός αχό τήν αποχή του τσιγάρου, δέν είχα λάβει άκόμα άλλα έκτακτα μέτρα. "Οπως δλοι οί άσθενεΐς, ειχα τήν έλπίδα δτι θά τήν περάσω στή ζούλα, χωρίς νά πέσω στά χέρια τών γιατρών. Εξακολουθούσα λοιπόν νά συχνάζω τακτικά στά μέρη πού σύχναζα, χωρίς νά παίρνω περισσότερα μέτρα προφύλαξης. Ή επαφή μέ τούς άλλους, έτσι τουλάχιστον ή θελα νά πιστεύω, ήταν άπρόσκοπτη καί τά πειράγματα γύρω άπό τό κόψιμο του τσιγά ρου έδιναν κι έπαιρναν. Τό πρώτο ισχυρό πλήγμα πού δέχτηκα ή ταν δταν συνειδητοποίησα μέ παλμό καρδίας δτι οι ζαλάδες, παρά τήν άκαπνία, δέν έλε γαν νά υποχωρήσουν. 'Άρα, μήπως τό τσιγά ρο ήταν αθώο; Ή καθημερινή μου πείρα οδη γούσε σέ αύτό τό συμπέρασμα. Ή ιατρική μου ειχε πάει στράφι, άλλά δέν έμεινε άνεργη για τί τά συμπτώματα έπέμεναν. Σέ δημόσιους χώρους, μετά άπό ενα πρώτο διάστημα μιας ή δυό ώρών, άρχιζα νά νιώθω ένα μυρμήγκια σμα στό κορμί, μιάν αιφνίδια ναυτία πού δέν ειχε σχέση μέ κάτι συγκεκριμένο. Κάτιτι στήν άτμόφαιρα «δέ μέ ήθελε», σχεδόν μέ ειδοποι ούσε μέ έναν εύκρινή ψίθυρο: "Ως έδώ καλά, παρακάτω ίσως είναι επικίνδυνο... "Οταν αύτό σου συμβαίνει γιά πρώτη φο ρά, δέν έχεις δηλαδή καμιά βοηθητική πείρα γιά νά εξηγήσεις τό σύμπτωμα, ούσιαστικά δέν ξέρεις νά διακρίνεις τό προσωρινό άπό τό
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ
μόνιμο. Τό πρωί, στό καφενείο, ακριβώς μετά τόν καφέ πού έβαζα απρόθυμα στά χείλη μου, άρχιζε ύπόκωφα ενα εσωτερικό ξεθεμέλιωμα πού δέν ήθελα μέ τίποτα νά παραδεχτώ. Πε ραστική άδιαϋεσία ϋά είναι... άλλωστε χτες ήπια δυό μπίρες... Κι δμως δέν έφταιγε ούτε ή μπίρα ούτε δ καφές. Ή δράσή μου, ειδικά στήν περιφέρειά της, ξέφτιζε άπροσδόκητα καί τά πράγματα έχαναν τήν εύστάθειά τους· άνέμιζαν άνεπαίσθητα σά νά μέ ειρωνεύονταν. Τά πρώτα σπέρματα τής φοβίας ήταν αύ τή ή αιφνίδια ύποψία δτι μού συμβαίνει κάτι πολύ σοβαρό πού οί άλλοι δέν ύποψιάζονται. Τούς κοιτούσα γιά νά δω άν κάτι άπό τήν άνησυχία μου ειχε σκαλώσει πάνω τους, κι έ βλεπα άνυποψίαστες φάτσες πού βούλιαζαν άπολαυστικά στήν καθημερινή ρουτίνα. Ή διά χυτη εντύπωσή τους δτι δλα πάνε καλά μέ εκτόπιζε άκαριαια άπό τήν κατάσταση καί τό περιβάλλον. Δέν άνήκα έκει, επρεπε νά φύγω. Τότε άρχιζαν οί οχληρές ερωτήσεις: «Για τί σηκώθηκες; ξέχασες τό μάτι τής κουζίνας άνοιχτό; Έχεις μιά χλομάδα άδερφέ μου...» Έ νιωθα άπόλυτη άνάγκη νά άπομακρυνθώ καί νά φτάσω στό σπίτι σέ χρόνο μηδέν. Ή κατάκλιση φάνταζε στό μυαλό μου σάν τό μόνο γιατρικό. Έκεΐ Θά τά ξέχναγα δλα. Σέ πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, δηλαδή, ειχε διαμορφωθεί ενα πανίσχυρο άντανακλαστικό: τό έξω μέ έβαζε σέ δοκιμασία, ύπονόμευε τήν άντοχή μου· άντίθετα τό μέσα πρόσφερε κάποια άνακούφιση.
«
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Α' ΣΥΝΕΔΡΙΑ Μ
ι5
Μοιραία, άρχισα νά γίνομαι καχύποπτος άπέναντι στούς χώρους ένγένει καί ειδικότε ρα άπέναντι στά λημέρια τών γνωστών. Ό φί λος σέ σταματά, σου προσφέρει καφέ, σπρώ χνει μιά καρέκλα νά καθίσεις. Χωρίς νά τό θέλει, σου στήνει τήν παγίδα. Τά πιό οικεία μέ ρη — τό γραφείο του εκδότη μου, ή Καλλιδρομίου, κάποια φιλικά σπίτια στό Χαλάντρι— άρχισαν νά μοιάζουν μέ φάκες. Τό φοβερό στήν περίπτωσή μου είναι ότι ή φοβία είχε κάνει ραγδαίες προόδους προτού εμφανιστεί μέ άπειλητικά συμπτώματα στή συνείδηση. ’Άν καί ιδιωτική μου υπόθεση, τή μάθαινα τελευταίος. Μοΰ «εριχνε» δέκα γύ ρους, όπως λένε. Επειδή οί καταιγίδες καί οί θύελλες ξεσποΰσαν πρώτα στό στήθος, ειχα τήν εντύπωση δτι τά σπλάχνα μου είχαν επί χρόνια συνωμοτήσει έν κρυπτώ, καί μόνο στό τέλος μοΰ κοινοποιοΰσαν τήν άπόφαση. Ή ταν λοιπόν ήλίου φαεινότερο: κουβαλούσα μέ σα μου — στό ΐδιο τό κορμί μου— κάτι νοση ρό, πού δέν τό γνώριζα, άλλά θά τό μάθαινα όσονούπω. Όπότε, φυσιολογικότατα, μοΰ μπήκε ή ι δέα τοΰ καρκίνου. Ποτέ μου δέν ειχα τόσο β α ρύ κεφάλι- γιατί λοιπόν νά μήν υποδηλώνουν αυτές οί ναυτίες κάποιον δγκο;
Ε κείνη άκριβώς τήν περίοδο, κατά μοιραία σύμπτωση, ό Νίκος Νασοφίδης, παιδικός φί λος πού εχει παίξει ρόλο στή ζωή μου καί εί χαμε κοινές σχέσεις με τόν χρόνο, προσεβλή-
ι6
<*ξ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ »
θη άπό αύτή τήν ασθένεια καί ή φοβία μου άπόχτησε πένθιμα τεκμήρια. Ό καρκίνος χτύπαγε τήν πόρτα μας. Ό σ ο μάθαινα τά ταξί δια του Νίκου στή Στοκχόλμη ή στή Βοστόνη γιά επεμβάσεις, χημειοθεραπεΐες καί τά λοιπά, Θεωρούσα δεδομένο οτι ήμουνα στή λί στα άναμονής. Ή εσωτερική διάβρωση ειχε κάνει τέτοια πρόοδο, ώστε τό παραμικρό μετατρεπόταν αυ θωρεί σέ οιωνό. Προληπτικός ήμουνα πάντα — μετρούσα τίς πλάκες στό πεζοδρόμιο, β ά φτιζα τά μολύβια πάνω στό τραπέζι μου, άλ λαζα Θέση δταν έπαιζε ή ομάδα μου— , άλλά τώρα ή δεισιδαιμονία δέν άφηνε τίποτα στή Θέση του. Κάθε μικρογεγονός έπαιρνε δυσα νάλογη βαρύτητα. Πόσο μάλλον πού ενας φί λος, υγιέστατος μέχρι χθές, μπαρκάριζε κά θε εξάμηνο σέ κάποιο άεροπλάνο γιά νά έπισκεφτεΤ μακρινές πρωτεύουσες. Τηλεφωνού σα, κυκλοφορούσα μέσα στό σπίτι μου, καί ειχα τήν αίσθηση δτι οί χειρότερες σκέψεις μου είχαν βγει άπό τό σκοτάδι κι έπαιζαν έ να πένθιμο Θέατρο. Ό τα ν μάλιστα είδα τόν Νίκο νά επιστρέ φει τήν τελευταία φορά άπό τό εξωτερικό χ ω ρίς μαλλιά, φανερά άδυνατισμένος καί μέ άλ λη πλέον φωνή, κατάλαβα μιά κι έξω δτι ή ζωή είχε άρχίσει τά σκληρά παιχνίδια. Φο ρώντας τό καπελάκι του, ό Νίκος δέν ελεγε νά χάσει τό κουράγιο καί τήν εύπροσηγορία του. Έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον γιά τήν κα τάστασή μου καί κατέληγε πάντα μέ τήν
ί*ξ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Λ ΣΥΝΕΔΡΙΑ ?*>
ελπίδα ότι δλα θά περάσουν. Πράγματι πέρασαν δ Νίκος πέθανε μετά άπό λίγους μή νες, δπως ειχε πεθάνει καί ή Φρίντα πρίν ά πό δύο χρόνια· όσο γιά μένα, παρέμενα άγκυλωμένος σέ μιά φαιδρή κατάσταση: κάθε έ ξοδος άπό τό σπίτι μέ έκανε πιό θλιβερό καί πιο άπαισιόδοξο. Ζώντας κυριολεκτικά σέ κατάσταση πο λιορκίας, έβλεπα νά χάνεται μέρα μέ τήν ήμέρα κι ένας νέος θύλακας άντιστάσεως. Σ τα διακά χήρεψε τό στασίδι μου στό καφενείο, στήν ταβέρνα, στό μπάρ, στό γήπεδο, στόν εκ δότη, στό περιοδικό δπου συνεργαζόμουν, άκό μα καί στά φιλικά σπίτια. Τό πιό οδυνηρό ήταν δτι κανείς πιά δέν υ πολόγιζε στήν παρουσία μου ώ ς πρός τή δι άρκεια. Παρότι ειχα διαπρέψει επί δεκαπεντα ετία ώ ς άνθεκτικό μέλος τής συντροφιάς (πρώ τος άρχίσας τήν σφαγήν καί τελευταίος σταματήσας), τώρα, σέ μικρό διάστημα, ή καρέ κλα μου εμενε ορφανή. Κάδε κουβέντα, κάθε νέα έλευση, κάθε τρανταχτό άστεΐο πού τρικύ μιζε τό τραπέζι, άντί νά μέ δένει μέ τήν ομή γυρη, μέ εφερνε στά δρια τής άντοχής μου. «Τί τρέχει μ’ αυτόν;» ρώταγαν οί γνωστοί. « ’Άσε, έχει τόν άνθρωποδιώχτη...» Κι άφου δ λύκος στήν άντάρα χαίρεται, βρήκε τή χρυ σή ευκαιρία νά εκδηλωθεί Θορυβωδώς καί ή λανθάνουσα κλειστοφοβία μου. Τ ο πρώτο διαζύγιο τό πήρα έπισήμως άπό τούς ταξιτζήδες. Αναπάντεχα, τό ΤΑΧΙ άρχι
ι8
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ ^
σε νά μου φαίνεται απελπιστικά μικρό καί νά μέ πνίγει. Πώς χωράνε πέντε νομάτοι μέσα σ ’ αύτό τό κουτί; Ή περίπτωση νά βρεθώ στό πίσω κάθισμα καί μάλιστα άνάμεσα σέ δύο ξένους επιβάτες, πού έχουν πιάσει τίς πόρτες εκατέρωθεν, μου φαινόταν αδιανόητη. Αύτό άλ λωστε μού έφερνε άπό παλιά σκοτοδίνη. Μό νο πού τώρα, άκόμα καί ή μπροστινή Θέση, κα τά τεκμήριο προνομιούχα, έμοιαζε μέ παγίδα. Ό οδηγός μέ ενοχλούσε μέ τήν παρουσία του, τό τζάμι μπροστά τό ένιωθα κολλημένο στό πρόσωπό μου, δσο γιά τό παράθυρο τής πόρ τας, άκόμα καί κατεβασμένο, δέ μέ βοηθούσε νά αίστανθώ κάποια άνεση. Αντί νά πάω στή δουλειά μου, βασανιζόμουνα τζάμπα καί βερεσέ. Είπα λοιπόν αντίο στά ΤΑΧΙ καί μέ βαριά καρδιά κατέφυγα στά λεωφορεία. Αλλά κι ε κεί δέν ελειπαν οί δυσάρεστες εκπλήξεις. "Ε να άδειο λεωφορείο, δώρο Θεού γιά τήν περί πτωσή μου, μόνο μέ μερικά κεφάλια μέσα, προσφέρει μεγάλη άνακούφιση. Ούτε λόγος νά γίνεται. Τό μάτι σου φτάνει πέρα, δέκα, δε καπέντε — δταν δέ είναι μακρύ όχημα, άκό μα καί δεκαοχτώ— μέτρα. Αλλάζεις Θέση, ση κώνεσαι όρθιος, διαλέγεις παράθυρο, είσαι τέ λος πάντων ελεύθερος άνθρωπος. Τί κάνεις ό μως στίς ώρες τής αιχμής, πού είναι καί οί περισσότερες; Επιβιβαζόμουν συνήθως στά λεωφορεία τού Χολαργού, τά διπλά, μέ τή φυσαρμόνικα ά νάμεσα· έστεκα όρθιος καλού-κακού κοντά στήν πόρτα — πάντα κοντά στήν πόρτα— καί
«
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Α
ΣΥΝΕΔΡΙΑ ?*>
παρακολουθούσα μέ ελεγχόμενη ανησυχία πό σοι έμπαιναν καί πόσοι έβγαιναν. Τό αδια χώρητο είχε ενα δριο αντοχής: δταν περνά γαμε τό Χίλτον καί πλησιάζαμε μέ τό καλό στό ύψος του Μεγάρου Μουσικής, δ συνωστι σμός ήταν τόσο άνυπόφορος, ώστε αυτομά τως άφηνα πίσω πορτοφολάδες καί έφαψίες νά κυνηγουν τήν χρυσή ευκαιρία καί κατέ βαινα περίφοβος. Άπό τό πεζοδρόμιο, πτοημένος, μέ τήν εντύπωση δτι έχασα γι’ άλλη μιά φορά τό τρένο, παρακολουθούσα τό πελώριο σαρ δελοκούτι νά μετακινείται άργά μέ τά κεφά λια τών επιβατών σά χαλκομανίες πάνω στά τζάμια κι άνέπνεα- Ευτυχώς, γλίτωσα... Άπό τί; Ιδέα δέν ειχα. Ό εχθρός ήταν ά δηλος, άλλά οί άντιδράσεις ξεπερνουσαν πιά κάθε δριο ελέγχου. Αποστεγνωμένος, χωρίς τήν παραμικρή ικμάδα χιούμορ, καταγινόμουν μέ τήν άθλια λογιστική μου: Θ ’ άνεβοκατέ βαινα Χαλάντρι-Αϋήνα καί Άϋήνα-Χολαργό μέ τά πόδια σάν τούς παλαβούς; Θ ’ άπέφευγα δλα τά παλιά στέκια σάν ψωριάρης; Κ αί πώς ΰά ζοϋσα; Επειδή πρώτη φορά ειχα βρεθεί σέ τόσο δεινή κατάσταση, άρνιόμουν νά πιστέψω στή μονιμότητά της. Ήμουνα σίγουρος δτι κάτι μέ ειχε βρει, άλλά που Θά πήγαινε;— Θά περ νούσε. Αποφάσισα λοιπόν νά κλειστώ στό σπί τι μέχρι νά παρέλθει δ κίνδυνος. Γενικά δούλευα σπίτι· μόνο τήν κατ’ οίκον εργασία γνωρίζω. Τό εξω ήταν γιά μένα πά ντα τσάρκα καί διασκέδαση. Μονάχα πού τώ
20
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ &
ρα ή δουλειά στό σπίτι έπαιρνε ένα επιπλέον νόημα. Έφερνα πίσω εναν ξεθεωμένο άνθρω πο πού έπρεπε πάση θυσία νά τόν περιθάλψω. Άλλά πώς; Ησυχία; Ξεκούραση; Φιλική φροντίδα; Τά είχα δλα πλουσιοπάροχα. Ά ν ήθελα, μπορούσα νά πιάσω μιά γωνιά καί νά κοιμηθώ ντουγρού τριάντα ώρες. Κανείς δέν Θά με ενοχλούσε- δσο γιά τόν ύπνο — σημα ντικό αύτό— , δέν είχε διαταραχτεί Έ σ τ ω καί τίς πρωινές ώρες, τά μάτια μου επιτέ λους έκλειναν. Ή διαταραχή αφορούσε στό κοινό αίσθη μα ζωής. Τό πλέον πρωτογενές. Δέν είχα φυ σική αίσθηση τής πραγματικότητας. Τά πιό αύτονόητα πράγματα — νά πιώ εναν καφέ, νά κ άτσω νά φ άω σ ’ ένα εστιατόριο, νά τά πώ μέ κάποιον γνωστό— έσπαζαν στά χέ ρια μου καί γίνονταν Θρύψαλα. Είχε διαταραχτεί άκόμα καί ή επαφή μέ τό παιδί τής γυναίκας μου, μιά συναναστρο φή πού άπολάμβανα άπό καρδιάς. Ό μικρός μέ έβλεπε πιά νευρικό, μελαγχολικό καί κα κόκεφο καί μέ ρωτούσε: «Πότε Θά σού περάσει αύτό;» Είχαν διακοπεί άπότομα καί οί βραδινές έξοδοι πού κάναμε στό κέντρο τής Α θήνας, πράγμα πού τόν είχε βάλει σέ άπορίες. Αύτό έγινε εντελώς ξαφνικά, μετά άπό έ να άσχημο επεισόδιο σέ κάποιο φαστφουντάδικο στό Κολωνάκι. Είχαμε βγει, ώ ς συνή θως κατά τίς εννιά τό βράδι, καί βαδίζαμε λέ γοντας άστεΐα καί πειράγματα. "Οταν φτάσαμε στό «ταχυφαγεΐο», έδωσα χρήματα στόν
Κ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Α ΣΥΝΕΔΡΙΑ η
2ΐ
μικρό καί τόν περίμενα έξω χωρίς νά τόν χ ά νω άπό τά μάτια μου. Παρευθύς άρχισα τούς άθλιους υπολογι σμούς. Πόσο Θά έστεκε στήν ούρά; Πέντε, δέ κα λεπτά; Παρ’ ελπίδα, σέ αύτό τό μηδαμι νό διάστημα, πρόλαβα νά πάθω μεγάλη νιλα. Έ ξω άπό τό κατάστημα έστεκαν πολλοί νέοι πού χαζολογοΰσαν, μασούλαγαν σάντουιτς, έ κοβαν κίνηση. Τά φ ώ τα ήταν ισχυρά, σχεδόν μέ τύφλωναν, καί ξυλιασμένος άρχισα νά νιώ θω δτι τό έδαφος σάλευε κάτω άπό τά πόδια μου. Ή σκέψη δτι μπορει νά έχανα τίς αισθή σεις μου σ ’ εναν τέτοιο χώρο, δπου δέν ύπήρχε γνωστός, καί Θά έμενε τό παιδί μόνο καί καταθορυβημένο, μου εφερε σκοτοδίνη. Πήρα άγκαζέ τήν παγωνιέρα, πάλι καλά πού βρέθη κε κοντά κι αύτή, καί δρόσισα τό πρόσωπό μου μέ άφθονο κρύο νερό. Άπό τότε, τέρμα οί νυχτερινές έξοδοι. Χωρίς νά έχει καμιά ειδική γνώση πάνω στό Θέμα, ή γυναίκα μου έδειχνε σοφή άνοχή καί μου έδινε κουράγιο. Έ τσι κι άλλιώς ήξε ρε δτι ποτέ δέν ήμουνα στά κατακαλά μου. Παρατηρούσε κι αύτή μιά βαθμιαία επιδείνω ση. Έβλεπε δτι κάτι ξένο μέ περιτριγύριζε καί ειχε βάλει φαρδιά πλατιά τήν υπογραφή του στό κούτελό μου. Γίατ/ ξεπόρτιζα ό πως παλιά; Γιατί δέν πέταγα τή σκούφια μον γιά τίς παρέες; Τί μέ κρατούσε άργό καί κατσούφη μέσα στό σπίτι τίς πιό άδειες ώρες; Τής ζητούσα συχνά νά μού κάνει εντριβές στό μέρος τής καρδιάς γιατί — έτσι ϊνιω ϋα—
22
«
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ Μ
αύτό μέ ανακούφιζε. Πράγματι άνακουφιζόμουνα παροδικά, πιό πολύ άπό τήν περιποίη ση παρά άπό τήν έμπρακτη επίδραση. Ειχα σαράκι, καί τά ξόρκια δέν τό έπιαναν. Μυ γιάγγιχτος, μέ τό παραμικρό έσπαγα ο,τι έ βρισκα μπροστά μου. Ήμουνα άτσίγαρος, χω ρίς κέφι γιά δουλειά, οπότε τό μόνο πού μέ βοηθούσε νά ξεχνιέμαι ηταν τό γυαλί. "Εβλε πα μέ τίς ώρες τηλεόραση καί περίμενα τό μάνα έξ ούρανοΰ.
Η
πιό λυπηρή άπό τίς άσχημες εξελίξεις αφο ρούσε σέ μιά παθολογική ευπάθεια στίς συ γκινήσεις. Ή παραμικρή συγκίνηση, ή οίαδήποτε άψιθυμία, ενα άπλό ξάφνιασμα, μέ Ικα νέ νά μοιάζω μέ άδύναμο λαμπτήρα πού δέ χεται υπερβολικό ήλεκτρικό φορτίο. Τό περί εργο είναι ότι, άνυποψίαστος άπό τίς νεοφα νείς αυτές καταστάσεις, άρχισα νά διαπιστώ νω τήν άδυναμία μου παρακολουθώντας νυχτόημερα άστυνομικά εργα στήν τηλεόραση. Είχα πάντα άδυναμία σέ αυτές τίς ταινί ες. Δέν κατέθεταν ενοχλητικά διαπιστευτή ρια σοβαρότητας, δέν κατατρίβονταν σέ ψυ χολογικά τερτίπια καί, κυρίως, Θεωρούσαν τό κακό αυτονόητη υπόθεση. Μιά άφήγηση δμως πού άλλάζει τόν ειρμό άπροειδοποίητα, πού φέρνει τά πάνω κάτω, γεννά αιφνίδιες συγκι νήσεις πού μέ οδηγούσαν σέ οριακή κ α τά σταση. Δέν μέ κέντριζαν πιά — μέ φόβιζαν. Ήμουνα τόσο εύπαθής ώστε, άν κάποιος μοΰ διηγόταν ενα έμφραγμα, στή στιγμή έρ-
«
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ:
α'
ΣΥΝΕΔΡΙΑ ?*>
23
χόμουνα στή θέση του έμφραγματία. (Πήγα μιά βραδιά νά δώ στό θέατρο ενα έργο μέ η ρώα κάποιον όστεοφύλακα ό όποιος, στήν πρώ τη κιόλας σκηνή, παθαίνει έμφραγμα. Περιτ τό νά πώ δτι άποχώρησα προτροπάδην μέσα στά σκοτάδια, μαζί μέ τή γυναίκα μου). Τί είχε άπογίνει ή ψυχική μου άντοχή; ή τέρψη τοϋ κακοϋ; Τά φίλτρα τής συμπάθει ας καί τής αντιπάθειας είχαν καεί άπό τή ρίζα. Μολονότι έβλεπα τίς ταινίες στήν πιό άνετη στάση — ξαπλωμένος καί μέ τό κεφά λι στηριγμένο σέ μαξιλάρες— , οί εξάρσεις μου έφερναν κάτι σάν ύψοφοβία. Λίγο άκόμα καί ()ά γκρεμιζόμουνα μέσα μου. Μέ κατάπληξη διαπίστωσα δτι, οσάκις προαισθανόμουν μιά κορύφωση — δηλαδή πολύ συχνά— , μιά σφο δρή άνάγκη μέ ώθούσε νά άλλάξω κανάλι ό πως άκριβώς άποστρέφουμε τό πρόσωπο άπό ενα φριχτό Θέαμα. Μέ τρόμαζαν οί βιαιοπρα γίες, οί κακοποιήσεις πού άφοροΰσαν στό σ ώ μα, οί πτώσεις άπό ψηλά· άλλά εκείνο πού δέν άντεχα ούτε σέ ενα πλάνο ήταν οί άκρωτηριασμένοι καί οί νεκροί. Έ χ ω μιά νοσηρή εύπάθεια άπέναντι στούς ακρωτηριασμούς καί στά διαμελισμένα κορ μιά. Κομμένο δάχτυλο γιά μένα σημαίνει φό νος. "Οταν διάβαζα στόν Ίώσηπο γιά τόν Κλεΐτο, ένα Θρασύ νεανία πού, προκειμένου νά μή χάσει καί τά δυό του χέρια, πήρε μαχαίρι καί άπέκοψε μονάχος του τό άριστερό (κάκέίνος άσμενος υπέρ τοϋ μή τάς δύο χβΐρας άποβαλεϊν λαβών μάχαιραν κόπτει τήν άριστεράν
24
& ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ Μ
έαυτοΰ), δέν άντεξα καί πέταξα τό βιβλίο. Ή ταν σά νά μου είχανε στείλει δέμα μ’ ενα κομ μένο χέρι μέσα. Μιάν άλλη φορά πάλι, βλέπαμε μέ τόν μι κρό ενα εργο μέ μεταλλαγμένους πού τόν εν θουσίαζε- δύο γυναίκες — πού είχαν πεθάνει καί κυκλοφορούσαν πιά σά βρικόλακες— γκρε μίζονταν άπό τήν κορυφή μιάς σκάλας καί έφταναν στό έδαφος ένα μάτσο ξεκολλημένα μέλη ή καθεμιά: χέρια, πόδια, λεκάνες, κεφά λια, τά όποια παραταΰτα έπέμεναν νά συζη τούν. Ό μικρός είχε ξεραθεί στά γέλια, ένώ εγώ ετρεξα στό μπάνιο γιά νά βάλω τό κε φάλι μου κάτω άπό τό νερό. Φυσικά, αύτό δέν ϊσχυε μόνο γιά τίς τηλε οπτικές περιπέτειες. Τρόμαζα στίς καθημερι νές συζητήσεις μήπως άκούσω τίποτα γιά Θανάτους, καρκίνους, νεκροταφεία καί τά πα ρόμοια. (Γιά κακή μου τύχη ή σοδειά ήταν — καί είναι— μεγάλη στό Χαλάντρι). Άρρώσταινα χειρότερα οταν μάθαινα άπό τρίτους τόν Θάνατο κάποιου γνωστού τόν όποιο οί οι κείοι μοΰ τόν είχαν άποκρύψει γιά νά μέ προφυλάξουν. ’Άν καί είχα περάσει πολλά χρό νια Θεωρώντας άνοήτως τή Θανατοληψία οι κεία κατάσταση, τώρα τό πένθος είχε μετατραπεΐ σέ ταμπού. Τήν παραμικρή άναφορά σέ πεθαμένο τή Θεωρούσα προσωπική επίθεση. Οί προσωπικές επιθέσεις δέν έλειπαν εκεί νο πού άπουσίαζε άπογητευτικά ήταν ή οίαδήποτε δυνατότητα άντίδρασης. Κάθε ερέθισμα έπαιρνε σωματική έκφραση, τροφοδοτούσε έ-
Κ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: α' ΣΥΝΕΔΡΙΑ »
25
φιδρώσεις, τρεμούλες, ταχυκαρδίες. "Ολη ή θωρακική χώρα, στήν περιοχή τοΰ διαφράγματος καί τής καρδιάς, βρισκόταν σέ άθλια κ α τάσταση. Ξένος καί άπειρος άπέναντι στό ίδιο μου τό σώμα, παρακολουθούσα δίχως νά μπο ρώ νά έπέμβω.
Η τανε , Θυμάμαι, Χριστούγεννα, κι ή γυναί κα μου μέ τό παιδί της είχαν πάει στό Α γρίνιο γιά διακοπές. "Οσο γιά τίς δικές μου διακοπές, τίς περνούσα κλειδωμένος στό σπί τι βλέποντας τηλεόραση καί μαλώνοντας μέ τά ροΰχα μου. Ό χ ι μόνο δέν είχα δει κάποια βελτίωση, άλλά έμφανώς πήγαινα άπό τό κα κό στό χειρότερο. Μάλιστα είχα άρχίσει σο βαρά ν’ άναρωτιέμαι πόσο μακριά Θά πήγαι νε αύτό τό άστειο. Μετά άπό ενα δεκαήμερο συστηματικής μόνωσης, τά συμπτώματα εί χαν πολλαπλασιαστεΤ καί ειχα πιά τή σφο δρή προαίσθηση δτι έπίκειται κάτι πολύ σοβαρό. Τή βραδιά πού περίμενα τή γυναίκα μου είχα τή βεβαιότητα δτι Θά λιποθυμήσω. Α πλώς δέν ήξερα ποτε άκριβώς. Έτρεμα μήπως χά σω τίς αισθήσεις μου μόνος κι άβοήθητος στό σπίτι, γι’ αύτό έκανα κουράγιο, νά παραδώ σω τό πνεΰμα σέ οικεία χέρια. 'Άς έρθει πρώ τα, σκεφτόμουνα, καί μετά καταρρέω. Πράγ ματι, ήρθε άπό τό σταθμό στίς τρεις τό πρωί, μόνη ευτυχώς, χωρίς τό παιδί. Παρότι κοιμή θηκα, τό χάραμα ό κόμπος ειχε φτάσει στό χτένι. Μέσα στό στήθος μου ή άρρώστια άλώνιζε· δέν τής ελειπε πιά τίποτα: ήταν τόσο Κ ω ςτη ς
Π α π α γ ιω ρ γ η ς ,
Σύνδρομο Αγοραφοβίας
2
2(>
ί*ξ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ ?»>
ξεκαπίστρωτη πλέον, ώστε ένιωθα δτι μπορού σε άνά πάσα στιγμή νά μέ συντρίψει. Επειδή άκόμα άγνοούσα τά χάπια, πήγαι να κάθε λίγο καί λιγάκι στό μπάνιο κι έρι χνα νερό στό πρόσωπό μου. Ά λλά τί νά κά νει τό νερό; Κάθε ματιά στόν καθρέφτη μέ έβγαζε πιό χλομό, μ ένα πρόσωπο φλουρί. Μέ σα σέ διάστημα μισής ώρας, είχα φτάσει σέ σημείο άπελπισίας. Πάνω στή σύγχυσή μου, έτσι γιά νά κάνω κάτι, πήρα μέ τό ζόρι πρω ινό, κι άφου χτύπησα μιά ινσουλίνη, έπεσα ξα νά στό κρεβάτι περιμένοντας. Τί τό ’θελα; Αύτή τή φορά ή κατάσταση είχε ξεπεράσει τά συνηθισμένα δρια επιφυλα κής. Μέσα μου ειχε ξεσπάσει ενα ύπουλο βου ητό, τό όποιο άνέβαινε μέ σπασμούς πρός τό κεφάλι, κι εν άκαρεΐ συνειδητοποίησα δτι οί μηχανισμοί άνάσχεσης είχαν άχρηστευθεί. Θά πρέπει νά φώναξα προτού χάσω τίς αισθή σεις μου, κ αθώ ς ήδη βούλιαζα μέσα μου, μέ τήν άπόλυτη αίσθηση δτι αύτή τή φορά τά ψέματα είχαν τελειώσει. Ά π ό κεί καί πέρα ή διαδικασία ήταν τυ πική. Πανικόβλητες κλήσεις στό ι66, διαγνώ σεις καί κόντρα διαγνώσεις άπό τηλεφώνου, νοσοκόμοι στήν είσοδο τής κρεβατοκάμαρας καί επείγουσα διακόμιση στό νοσοκομείο Πει ραιώς, κάτω άπό τήν 'Ομόνοια.
Π ρεπει νά πώ δτι τά νοσοκομεία, άντί νά μου προκαλούν φόβο, δπως συμβαίνει συνή θως, μέ γεμίζουν μέ μιά αίσθηση θαλπωρής.
*
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Α' ΣΥΝΕΔΡΙΑ Λ
27
Μόλις βλέπω νοσοκόμους καί γιατρούς νιώ θω σπίτι μου. Έ χ ω περάσει πολλές μέρες σέ διάφορα θεραπευτήρια καί, πιθανώς επειδή βγή κα άπό κεί-μέσα σώος καί άβλαβης, ή Θέα τών Θαλάμων καί τό πήγαιν’-έλα τών άσθενών δέν μου είναι δυσάρεστα. Διακομίστηκα άρον-άρον στά εξωτερικά ια τρεία καί σωριάστηκα σέ ενα στενό κρεβατάκι, μέσα σέ φασαρία, τρεχάματα, καί διά φορα επείγοντα περιστατικά. Σύρριζα σέ μέ να, πίσω άπό ενα βρόμικο παραβάν, έστεκε ένας γέρος, παχύσαρκος καί δύσμορφος, πού άπροειδοποίητα άρχισε νά κατουράει τού κ α λού καιρού στό πάτωμα μέ ολοφάνερη ανακού φιση. Πάνω στήν ώρα κατέφθασε μιά Άφρικάνα νοσοκόμα, έτοιμη νά τόν έπιπλήξει. «Κύ ριος, γκιατί ούρεΐτε στό πάτωμα; Είναι ντύσκολο νά ζητήσει μιά πάπια;» «Τί πάπια καί χήνα κορίτσι μου;» είπε ό γέρος, πού έ νιωσε πιό "Ελληνας οταν είδε τό μαύρο χρώ μα- «δέ λές πού μού "ρθε καί ξαλάφρωσα...» Σέ λίγο πάνω άπό τό κεφάλι μου ειχε συγκληθεΐ' άτυπο ιατρικό συμβούλιο. Μιά εύγενική γιατρέσσα εξηγούσε στή γυναίκα μου καί σέ κάποιους φίλους πού είχαν σπεύσει, ότι άποκλειόταν τό ύπογλυκαιμικό κώμα, τό έμφραγμα, τό επιληπτικό επεισόδιο. Τήν αι τία επρεπε νά τήν αναζητήσουμε σέ ψυχογε νείς παράγοντες. Μ’ ένα λόγο, είχαμε βρει μαλλί νά ξάνουμε. Ό Θεός νά σέ φυλάει άπό «ψυχογενείς» άσθένειες. Ό χ ι πώς οί οργανικές είναι άνώ-
28
«
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ
δυνες ή ακίνδυνες, άλλά είναι τουλάχιστον ε πιδεκτικές διαγνώσεως, θεραπείας, έγχειρήσεως κ.τ.λ. Στόν οργανισμό «άνοίγεις καί μπαίνεις», δπως λένε οί γιατροί, ένώ στόν ψυ χισμό δέν υπάρχει καμιά είσοδος. Είναι σά νά κοιτάζεις τό άόρατο. "Οταν πάσχεις άπό νεφρό, στομάχι, συκώτι καί τά παρόμοια, νιώθεις δτι κινδυνεύεις, ό οργανισμός καί σύ μαζί του, άλλά βρίσκεις τουλάχιστον μιά ψευτο-καταφυγή στό νοΰ σου, άναλογίζεσαι τήν κατάσταση, έστω καί σάν αιχμάλωτος πολέ μου. "Οταν δμως τό νόσημα πλήττει τόν ίδιο τόν ψυχισμό, εξανεμίζεται ή εμπιστοσύνη πού μπορεΐ να εχεις στόν έαυτό σου. Είσαι δντως εσύ πού σκέφτεσαι; ή μήπως εκεί, στά μύ χια τοΰ Έ γ ώ , ή άσθένεια μαγειρεύει τίποτα πλαστά συμπεράσματα; Πάνω άπό τήν άρρώστια ό γιατρός μπορεΐ νά συνεννοείται μέ τόν άσθενή, νά κάνει υπο τυπώδεις έστω διαβουλεύσεις· άντίθετα, στήν ψυχική άσθένεια αύτή ή δυνατότητα είναι υ πονομευμένη. Ό θεραπευτής δέν ξέρει ποτέ άν μιλάει μέ τόν άσθενή ή μέ τήν ίδια τήν Αυ τής Μεγαλειότητα τήν Ασθένεια. Ή εικόνα πού διαμορφώνει γιά τόν έαυτό του ό ψυχασθενής, καλή του ώρα, μεσιτευμένη άπό λόγια Θεραπευτών, φίλων καί γ ν ω στών, δχι μόνο τοΰ είναι αινιγματική, άλλά χάνει καί τήν πολύτιμη διάκριση άνάμεσα στό Έ γ ώ καί στόν έαυτό του. Μιλοΰν σέ μέ να ή στήν άσθένεια; Κι άν ναί, ποιά είναι ή διαφορά; Δέν πρόκειται γιά τό κλασικό «μπάς
*
ΜΕΡΟΧ ΠΡΩΤΟ: Α' ΣΥΝΕΔΡΙΑ Μ
29
καί τρελάθηκα;», πού μπαινοβγαίνει σέ όλα τά κεφάλια, άλλά γιά μιά περίπλοκη διάβρω ση της προσωπικότητας πού δέν ξέρει «Π ρώ των Βοηθειών». Ό ψυχοθεραπευτής δεν έχει χειροπιαστό άντικείμενο. Πιάνει κουβέντα μέ ένα Έ γ ώ τό όποιο μιλάει συνήθως μασκαρεμένο άκούσια σέ άσθένεια. Έ χοντας λοιπόν ψυχανεμιστεί τί μέ περίμενε, ήτοι βαριές σκοτούρες γιά τή σχέση σ ώ ματος καί ψυχής, ήθελα πρίν άπ’ όλα νά βε βαιωθώ γιά τήν κατάσταση τού οργανισμού. Στό Σισμανόγλειο είχα καλούς φίλους· ζήτη σα λοιπόν νά μέ πάνε στήν Πεντέλη κατευ θείαν άπό τήν Όμόνοια. Πράγματι, εκεί μέ έ βαλαν κάτω καί μέ έκαναν φύλλο-φτερό. Αί μα, καρδιά, άκτινογραφίες κάθε λογής, άξονικές καί τά τοιαΰτα. Ακόμα καί ό διαβήτης βρέθηκε ρυθμισμένος. Στό καρδιογράφημα μού συνέβη καί κάτι καλό. "Ενας φίλος καρδιολόγος, άπό τούς περπατημένους γιατρούς πού ένδιαφέρονται οχι μόνο γιά τήν άσθένεια παρά καί γιά τόν άσθενή, καθώς μέ ειδε ζορισμένο, με ρώτησε μέ τή χαμηλή του φωνή: «Καπνίζεις καθόλου;» «Ό χ ι», τού άπάντησα μέ παιδικό παράπονο, «τό έκοψα πρίν άπό λίγους μήνες». «Έ λ α τώ ρα, δέκα τσιγάρα τήν ήμέρα ενας παλιός κα πνιστής τά έχει άνάγκη». Αύτό ήταν. Ή άνωθεν συγκατάνευση μέ έφερε στά ίσια μου. Έπέστρεψα μανιωδώς στά εβδομήντα τσιγάρα τήν ήμέρα καί ξαναβρήκα τόν εαυτό μου. Ή άλλαγή ήταν σημαδια
<*ξ ΣΥΝΔΡΟΜΟ
ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ
&
κή, γιατί δταν καπνίζω άγοράζω μυαλό, σκέ φτομαι, γίνομαι Ηοπιο Βίφϊοη». Μέ τή νικο τίνη θά τά καταφέρω νά τά βγάλω πέρα, άναλογιζόμουν άλλά, κι αύτό νά μή γινόταν, θά μοΰ έμενε αμανάτι τό τσιγάρο ώς είδος πρώτης άνάγκης. Τό οξύμωρο στήν κατάστασή μου δέν ή ταν μόνο αύτό. Όλοι μπαίνουν στά νοσοκο μεία γιά νά θεραπευτούν καί νά επιστρέφουν στήν κοινωνία. Απεναντίας, έγώ ζητούσα α πλώς ένα πιστοποιητικό υγείας γιά νά τά βά λω μέ μιάν άσθένεια.
Σ υ νε δ ρ ί α Μ
ε
ΤΟ ΕΒΓΑ ΑΓΙΟ ΤΟ Ν Ο ΣΟΚ Ο Μ ΕΙΟ, ΤΟ ΑΞΕΠΕ-
ραστο σύμπτωμα πού Θά μέ κατέτρυχε τά ε πόμενα χρόνια, καί Θά μου γινόταν καθημε ρινός βραχνάς, άποδείχτηκε πώς θά ήταν δ φόβος — τί λέω; ή άπόλυτη βεβαιότητα— τής επικείμενης λιποθυμίας. Τήν πτώση τήν ειχα στήν τσέπη. Κάθε έξοδος άπό τό σπίτι, κάθε συναπάντημα στό δρόμο, άκόμα καί τό αιφνίδιο κουδούνισμα τού τηλεφώνου πού δο νούσε τήν κάμαρα, μετατρεπόταν μονομιάς σέ 8&1ίο η)θΐϊί)]<Λ Στήν παραμικρή [ίου κίνηση, υψωνόταν μιά τεράστια παντιέρα μέσα μου πού έγραφε μέ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ:
β'
μεγάλα γράμματα: «Ποτ
ΣΥΝΕΔΡΙΑ Μ
π α ς ; Ά φ ο γ ξ ε ρ ε ις
3ι ΠΟ
Τί ήθελα νά καταφέρω; Νά πάω γιά εφημερίδα καί τσιγάρα στό ψιλικατζίδικο της γωνίας, νά μπω στό λεωφορείο δπως δλος ό κόσμος, νά βρεθώ στό 8νιρβι· Μ&Αβί γιά τά τρέχοντα ψώ νια, νά πάω στή Λαϊκή Αγορά κάθε Σάββα το πρωί. Στήν Τράπεζα, στά βιβλιοπωλεία, στά καφενεία, στά έστιατόρια — ή ίδια πά ντα παντιέρα: « Γ γ ρ ν α σ π ί τ ι , δ ε ν ε ί σ α ι π ι α γ ι α Α Γ ΚΑΛΑ ΠΩΣ ΔΕ ΘΑ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΕΙΣ...»
ΤΕΤΟΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ...»
Ή άποδοκιμασία, τό μύχιο αίσθημα ματαί ωσης, σκιρτοΰσε μέ τήν παραμικρή σκέψη ε ξόδου. Αύτό βέβαια δέ σημαίνει δτι έπαψα νά ξεπορτίζω. Έδενα τά κορδόνια, περνούσα ενα πανωφόρι, έψαχνα γιά τά κλειδιά μου, πασχί ζοντας νά μιμηθώ τίς σίγουρες κινήσεις τού παρελθόντος. Γιά ελάχιστο χρόνο ή κωμωδία έπιανε. Ό λ α πήγαιναν καλά. Δέν ξέρω τί με σολαβούσε, άλλά παρευθύς μέ κατέκλυζε ή ύποψία δτι παίζω τόν παπά μέ τόν εαυτό μου, ότι πάω νά ξεστρίψω άπό μιάν άνύπαρκτη θύρα. Υποδυόμουνα τή βεβαιότητα, παρότι κιόλας ειχα μολυνθεΐ γιά τά καλά άπό τήν ητ τοπάθεια. Καί νά τά κατάφερνα, δπως μου συνέβαινε συχνά, νά ξεπροβοδίσω τόν εαυτό μου ΐσαμε παραέξω, ούσιαστικά εκμεταλλευό μουνα λάθρα κάποια έναπομείναντα περιθώ ρια φυσικότητας πού δέ Θ’ άργούσαν νά πέσουν σέ ξένα χέρια. Κέρδος; Μηδέν εις τό πηλίκον. Τό ζοφερό ήταν δτι δύσκολα μπορούσα νά μεταδώσω στούς άλλους τήν κατάστασή μου·
32
Κ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ ?*>
έϋισμενοι όλοι στήν ασθένεια πού φαίνεται, πού κάνει μπάμ καί δέν έχει ανάγκη κολαού ζο, δέν μάς περισσεύει μυαλό γιά νά πειστού με δτι ενα σαράκι, παρότι εξωτερικά άδήλωτο, τρώει τόν άνθρωπο άπό μέσα. «Σέ βλέπω πολύ καλά* δεν έχεις τίποτα!» Τί Θά έπρεπε νά έχω δηλαδή γιά νά μέ δει άλλιώς; Άλλά τό πιό άποθαρρυντικό, πού διόγκωνε τό αίσθημα τής μόνωσης, ήταν δτι οί περισσό τεροι Θεωρούσαν, είλικρινά, τόν έαυτό τους πο λύπειρο ομοιοπαθή. Ζαλάδες; Λιποθυμίες; Α γοραφοβίες; Δέν υπήρχε άνθρωπος πού νά μήν πει, μέ ένα σοφό γελάκι, δτι τά ’ξερε άπό πρώ το χέρι. «Δέν είσαι τίποτα άν δέν ξεμπερδέψεις γρήγορα μ’ αύτή τήν κατάσταση». Ό ν τω ς, δέν ήμουνα τίποτα. Αύτό τό χάλι, νά χ ά σω μέσα άπό τά χέρια μου τό χώρο — καφενεία, δρόμους, κέντρα, σπίτια, τήν πό λη ολόκληρη— καί νά παραδέρνω άξιολύπητος στό σπίτι σάν φυγόδικος, εκτός δτι ήταν άπό τά άγραφ α, δέν μου πήγαινε καθόλου. Τή μισή μου ζωή τήν ειχα περάσει χύμα, Θεατριζόμενος σέ ταβερνεΐα, κέντρα χαροκό πων καί χαμαιτυπεία. Τώρα τί θά έκανα; Μου περνούσε βέβαια καί ή υποψία μήπως, άπό προσωπική βλακεία, ειχα «καταλάβει» λάθος τόν έαυτό μου. Ποιός μοΰ έλεγε δτι ή έξωστρέφεια ήταν έγγενές γνώρισμα τού χ α ρακτήρα μου; Δέν άντεχα στή σκέψη δτι, έπί εικοσαετία περίπου, ειχα διαπράξει ολέθρια σφάλματα στό «στιλ ζωής», χτυπ ώ ντας ανε πίγνω στα γροθιές στό μαχαίρι.
& ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: β' ΣΥΝΕΔΡΙΑ Ά
33
Άπό τήν άλλη, ένιωθα άληθινή ντροπή δ ταν βρισκόμουνα στήν άνάγκη νά ομολογή σω, σέ γνωστούς καί φίλους πού ξαφνικά μέ είχαν χάσει άπό τά μάτια τους, ενα εύτελές μυστικό σάν τή φοβία. «Δέν κατάλαβα, φοβά σαι νά βγεις στό δρόμο;» «Ακριβώς...» « Ά λ λο πάλι καί τοΰτο...» Ή τα ν γελοίο, άλλά ηταν γεγονός άδιάσειστο. Ή άκατανοησία ολόγυρα μέ πίκραινε, άλ λά καί τά ελάχιστα πρόσωπα πού έδειχναν διαφορετική στάση σέ τί θά μέ βοηθούσαν; Είναι πράγματα πού δέ μοιράζονται. Αύτή τήν πίτα μόνος Θά τήν έτρωγα, μόνος Θά τήν έχεζα. Ή τα ν μιά καθαρά ιδιωτική υπόθεση, πού δέ μου άφηνε κανένα ρεπό. Προϊόντος του χρόνου, ό άστερισμός τών συμπτωμάτων είχε μπεΤ τουλάχιστον σέ μιά σειρά. Κάθε ώρα είχε τόν άέρα της· κάθε σκίρτημα είχε τή δική του κλιμάκωση. Α διάφορο άν δλα αύτά επιμένουν καί δέν υπο χωρούν: ζωηρά καί ξετσίπωτα κ α θ ώ ς είναι, σου δίνουν τήν εύκαιρία νά τά γνωρίσεις καί νά ξέρεις πότε, πού καί πώς εκδηλώνονται. Ή εναρκτήρια πράξη, τίς περισσότερες φο ρές, είναι ή έξοδος. Στό δρόμο, δπου κι άν ο δηγεί, ή άλλαγή δέν συνεπάγεται άδυναμία άναγνώρισης προσώπων καί πραγμάτων. Τό μυαλό δέν παθαίνει τίποτα- όλη ή ζημιά γί νεται στό Θυμικό. Ώ ς έκτούτου, δλα τά βλέ πεις καί δλα τά ξέρεις, άπλώς χάνεις τό αί σθημα τής οικειότητας καί άρχίζεις νά είσαι άπόβλητος.
34
«
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ
?*
Στήν οποία επαφή διαμεσολαβεί ενα αίσθη μα αποξένωσης, ριζικής αδυναμίας, πού βά ζει φραγμό σέ οίαδήποτε άπόπειρα φυσιολο γικής άντίδρασης. Οί άλλοι στέκουν, μιλούν, χαριεντίζονται, ενώ εσύ βρίσκεσαι στά πρόθυ ρα της άπώλειας. Ά ν μάλιστα άποπειραθεΐ κανείς νά σέ ενθαρρύνει μέ χτυπήματα στήν πλάτη ή ματιές φιλικής ίταμότητας («Π ά νω του ρέ, μήν κωλώνεις!»), τά πράγματα γί νονται πολύ χειρότερα. Στήν πραγματικότη τα, καμιά βοήθεια δέν είναι εφικτή· τό μόνο φάρμακο είναι νά βρεθείς σπίτι ώ ς διά μαγείας. Τ ο πιό κλασικό αδιέξοδο τό άντιμετωπίζει κα νείς μέσα στό χώρο του διιρβΓ Μ&Αβί, Μέ τήν είσοδο, τή διάβαση τού τρίκ-τράκ, πού σέ κλείνει κατά κάποιο τρόπο μέσα στό πολυ κατάστημα, ήδη βρίσκεσαι σέ κατάσταση ε σωτερικής επαγρύπνησης (κι ένας ζεστός άέρας σέ τυλίγει). Ά φησες τό έξω, τό δρόμο, τήν ελευθερία κινήσεων καί διαφυγής καί — τί κουτουράδα!— ήρθες καί κλείστηκες σέ τού το τόν αφιλόξενο χώρο δπου, κανείς δέ δίνει δυάρα γιά σένα καί τό πρόβλημά σου. "Ο,τι γιά τούς λοιπούς πελάτες είναι φυσιολογικό, καθημερινό καί αύτονόητο, γιά σένα πλησι άζει τό σκάνδαλο. Τά πολύχρωμα εμπορεύμα τα στοιβαγμένα στά ράφια, τά σούρτα-φέρτα του κοσμάκη, ενίοτε ή χαμηλή μουσική, ύποκρύπτουν μιά διάχυτη άπειλή πού δέ Θέλει καί πολύ νά συγκεντρωθεί ξαφνικά καί νά πέσει στό κεφάλι σου. Σηκώνεις τό χέρι — ε-
«
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: β' ΣΥΝΕΔΡΙΑ (*,
35
νας απ’ δλους κι εσύ— γιά νά πάρεις τό πα κέτο μέ τόν καφέ, τήν κρέμα ξυρίσματος, τά σαπούνια καί τά ξυραφάκια, κι άντί νά κοι τάς τό εμπόρευμα, παρατηρείς κλεφτά τό χέ ρι σου- Μ ήπως τρέμει; μήπως λίγη άπό τή χλομάδα τον προσώπον, πού δέν τή βλέπεις, άλλά τή μαντεύεις, έχει κατέβει χαμηλά στό χέρι; Κάθε βήμα είναι μετρημένο. Κάθε κίνη ση έχει τή δική της ψυχική παγίδα. ’Άν προ χωρήσεις πρός τά μέσα, τοϋτο σημαίνει δτι δυσκολεύεις τήν ήδη δύσκολη Θέση σου. Ά ν κάνεις πρός τά έξω, είσαι τουλάχιστον κο ντά στό ταμείο, άρα κοντά στήν ελευθερία. Δέ χρειάζεται νά γίνει κάτι ιδιαίτερο γιά νά προσλάβει ή άτμόσφαιρα τού πολυκαταστή ματος τό νόημα μιάς καλοστημένης παγίδας πού παίζει άνάλγητα μέ τή χρεωκοπημένη α ντοχή σου. Ό ίδιος ό χρόνος παραμονής άποτελεΤ τό βαρόμετρο τής φθοράς. Τί άλλο άπομένει άπό τή φυγή; νά τό σκάσεις πηδώντας πάνω άπό τίς μπάρες τού ταμείου χωρίς νά νοιάζεσαι γιά τούς έπιτιμητικούς ψιθύρους; Τό πιό συνετό, σ’ αύτή τήν περίπτωση, είναι νά τά παρατήσεις δλα εκεί πού βρίσκονται καί νά υποχωρήσεις. Προσοχή δμως, δέ χρειάζονται σπασμωδικές κινήσεις. Κάθε απότομη κίνηση, κάθε Θυμική μετάπτωση είναι υπέρ τού άντιπάλου, γιατί πολλαπλασιάζει τόν πανικό. Ό ,τι κάνεις, θά πρέπει νά γίνει γλυκά-γλυκά, δ πως ξεγελάς ένα μολοσσό πού σέ ματιάζει α πειλητικά γρυλίζοντας. Πρέπει νά φύγεις χω ρίς κάν νά τό ομολογήσεις στόν εαυτό σου.
56
<*ξ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ
ί*>
Ά ν τυχόν κάνεις τό σφάλμα, σάν κανονι κός πελάτης, νά φορτώσεις ενα καλάθι καί νά στηθείς στήν ουρά περιδένοντας τή σειρά σου, ενας Θεός ξέρει πώς Θά ξεμπερδέψεις. Τό τέστ αντοχής είναι τέλειο, άληθινός ψυχοβγάλτης. Μπροστά σου στέκουν άνυποψίαστοι πελάτες μέ ξέχειλα καροτσάκια. Τούς μετράς, ύπολογίζεις μέ τό μάτι τά ψώνια τους καί τό χρό νο πού Θά χρειαστεί τό κορίτσι στό ταμείο γιά νά κάνει τήν άθροιση. Τρία λεπτά γιά τόν κα θένα; Τέσσερα; "Οσο είσαι ό τελευταίος, ούραγός, ή αναμονή διατηρεί άκόμα τήν κ α θ α ρή άνάσα της. Στήν παραμικρή λιποψυχία, πού ήδη σιγοβράζει, μπορεΐς νά υποχωρήσεις. Ά λ λωστε, εξαρχής τή φυγή μάλλον σκέφτεσαι, παρά τό πέρασμα άπό τό ταμείο. Τί γίνεται όμως όταν, άναπάντεχα, ενας νέος πελάτης διαπράττει τό έγκλημα κι έρ χεται νά σταθεί πίσω σου, στερώντας σου τό ζηλευτό προνόμιο του ούραγοΰ; Είσαι πιά μα νταλωμένος- πιασμένος στό δόκανο. Σέ λίγο οί άριθμητικές σου πράξεις είναι πένθιμες. Τέσ σερις πελάτες μπροστά, τρεις πίσω. Τρεις πε λάτες μπροστά, τέσσερις πίσω. Πέντε! Ά ν μά λιστα συμβε'ΐ καί κανένα άπό τά συνηθέστατα άτυχήματα — νά σωθούν τά ψιλά στό τα μείο, νά τελειώσει ή ταινία στή μηχανή, νά βρεθεί κάποιο εμπόρευμα χωρίς τιμή— , νιώ θεις δτι πλησιάζουν τά τελευταία σου. Τό σίγουρο είναι δτι οί άλλοι δέν προσφέ ρουν καμιά άρωγή. Πελάτες, ύπάλληλοι, επό πτες — επειδή άκριβώς κινούνται σάν νά μή
& ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: β' ΣΥΝΕΔΡΙΑ η
συμβαίνει τίποτα, καί ο'ντως δέ συμβαίνει τί ποτα γι’ αυτούς— διογκώνουν τή σύγχυσή σου. Αποκλείεται νά μονολογήσεις: Εϊμαι κι έγώ σάν κι αυτούς, άς κάνω πώς δέν κα ταλαβαίνω... Ό άλλος βρίσκεται πολύ μα κριά· πάνω άπ’ δλα, δέν είναι δμοιος, μιά π α ραλλαγή του πλησίον. Ή άδιάφορη παρουσία του, τό ύφος της αύτονόητης καθημερινότη τας, πού άναλογίζεται μόνο τόν εαυτό της καί δέ βλέπει μισό μέτρο μπροστά της, άντί νά χαρίσει μιά κάποια μιμητική άλληλεγγύη, σέ άπομονώνει περισσότερο. Έγώ σβήνω, κι αύτοί βόσκανε άμέριμνοι... Επίσης, τά άντανακλαστικά τής επιθετικότητας δέ λειτουρ γούν κανονικά. Δέ σκέφτεσαι νά τά βάλεις μέ κάποιον — έστω γιά νά βγάλεις τό άχτι σου ή νά φορτώσεις σέ ξένες πλάτες τή φο βία σου. Ά φου είσαι ένας άνθρωπος πού, άκούσια, κάνει τό πανεύκολο πανδύσκολο, ή σχέση σου μέ τούς άλλους είναι σχέση μεγά λης μειονεξίας. Αύτοί παιδιαρίζουν μέσα στό πολυκατάστημα, εσύ Θαλασσοπνίγεσαι. "Ο,τι σέ πληγώνει κατάκαρδα είναι πού δ λα γίνονται μπροστά στά μάτια τους χωρίς νά υποψιάζονται τό παραμικρό. Ά ν ξαφνικά βάλεις μιά φωνή, «Ά νθ ρω π ος στή Θάλασ σα!», μπορεί καί νά σέ δέσουν. Ά ν πάλι δια τηρήσεις τή μούγγα καί πικροσυλλογίζεσαι (Θά τά βγάλω πέρα κουτσά-στραβά, ή ϋά σωριαστώ ενώπιον όλων}), περιέρχεσαι σέ Θέ ση ύπόλογου. Ή βαθύτερη παρόρμησή σου — πέρα άπό τήν άνάγκη τής φυγής— είναι νά
38
«
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΛΓΟΡΛΦΟΒΙΑΧ
εξομολογηθείς στόν πρώτο παρατυχόντα — στόν ξένο- τί σημασία έχει;— ότι άπό στιγμή σέ στιγμή ενδέχεται νά βρεθείς φαρδύς-πλατύς στό δάπεδο. Είναι περίεργο, άλλά έχεις τήν άνάγκη νά ζητήσεις συγνώμη γιά τήν κ α τάστασή σου.
Γ ια μεγάλο διάστημα — τριάντα μήνες καί βάλε— , όπου κι άν βρισκόμουνα, «έπεφτα». Βουτουσα κανονικά μέσα στά κατάμεστα λε ωφορεία (χωρίς νά μου συμβεΐ ποτέ έμπράκτω ς). Γκρεμιζόμουνα Θεαματικά μέσα σέ βι βλιοπωλεία παρασέρνοντας Θορυβωδώς βιβλία καί ράφια (χωρίς ποτέ νά γκρεμιστώ). Τό ίδιο πάθαινα σέ φανάρια, σέ περίπτερα, σέ φούρ νους καί λοιπά καταστήματα. Ήμουνα τραυ ματίας χωρίς τραύμα. Τό γεγονός τό έπλα θα χωρίς νά τό παθαίνω. Άλλά, σέ αύτή τή δεινή κατάσταση, τό έμπρακτο γεγονός ελά χιστη σημασία ειχε. Τό άφόρητο δεδομένο ήταν ότι δέν άντεχα ψυχικά τήν παράσταση τής δημόσιας παρου σίας μου. Ή άπλή σκέψη ότι Θά βρεθώ σέ ενα φιλικό σπίτι γιά νά φάμε ή νά συζητή σουμε, γεννούσε αύτομάτως μιάν άνοικονόμητη σειρά άπό πτώσεις. Έ π εφ τα μέ τά μού τρα μέσα στό πιάτο μου- κατέρρεα σάν π α λιάτσος μπροστά στήν τηλεόραση τήν ώρα πού παρακολουθούσαμε ένα μάτς· χανόμουνα στόν άπόπατο καί οί άλλοι άργουσαν — πό σο άργοΰσαν!— ν’ άντιληφθουν τήν άπουσία μου καί νά σπεύσουν άνήσυχοι.
¥> ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: β' ΣΥΝΕΔΡΙΑ Μ
5<)
Ή πτώση είχε γίνει τόσο έμμονη ιδέα, ώ στε δέν έθετα σε αμφιβολία τό γεγονός της. Δέν είχα νά έπιδείξω οπτική παράσταση, ζοϋσα δμως εσωτερικά τήν οδύνη της. Ούσιαστικά δέν ξεπόρτιζα: έβγαινα άπό τό σπίτι γιά νά «βουτήξω» κάπου έξω. Περιοριζόμουνα λοι πόν νά σκέφτομαι τά συμπαρομαρτοΰντα. Θά χτυπουσα; Πώς θά ένιωθα άν, πεσμένος, άρ χιζα σιγά-σιγά νά συνέρχομαι καί νά ξεχω ρίζω τά διάφορα κεφάλια πού θά έσκυβαν πάνω μου μέ περιέργεια; ’Άκουγα κιόλας κα θαρά τά λόγια τους: « Ί σ ω ς πάσχει άπό κά τι σοβαρό... Δώστε του λίγο νερό... Λύστε του τή ζωστήρα... Νά τόν πάμε σέ κάποιο κοντι νό νοσοκομείο...» Εντούτοις ή πλασματική πτοοση, παρά τό δράμα της, έβαζε τά πράγματα στή θέση τους. Έφερνε τήν άλήθεια στό προσκήνιο. Αί φνης, οι ξεροκέφαλοι παρακαθήμενοι ή παρατρεχάμενοι άναγκάζονταν νά στρέψουν τήν κεφαλή πρός τόν πάσχοντα. Τί μέ χώριζε ά πό δλους αυτούς κι άπό τόν εαυτό μου; Μιά θυμική κατατονία, πού άγγιζε τά δρια τής εμβολής. Ή τα ν επόμενο λοιπόν νά άνησυχώ γιά τήν καρδιά μου. Τό ύποχρεωτικό «ιατρικό» δελτίο πού συ νέτασσα καθημερινά γιά προσωπική χρήση, άφοροΰσε στίς ύπουλες εντάσεις πού ξεσποΰσαν στά ενδότερα τής Θωρακικής χώρας. Ή άτονία — διάφορες παραλλαγές τής ναυτίας — δέ μου εκανε ιδιαίτερη εντύπωση γιατί άποτελοΰσε τρέχουσα υπόθεση. Τό άνησυχητι-
4ο
#5 ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ »
κό ήταν ή περιοχή τής καρδιάς. Άλλοτε σάν πόνος, άλλοτε σάν τοπική νάρκωση, ένιωθα τό άριστερό τμήμα του θώρακα νά πετρώνει. Δέν πίστευα δτι ρέει ή δτι σφύζει τίποτα έκεΐ μέσα. Σοβαρά κι άστεια άναρωτιόμουνα: Λες νά σταμάτησε ή καρδιά μου; Τά παθολογικά σύνδρομα τού «κουρέα», τού «εστιατορίου», του «κινηματογράφου», τά ό ποια εκθέτουν δλα τά σχετιζόμενα με τίς φο βίες εγχειρίδια, έχουν νά κάνουν μέ αύτό τό έπώδυνο αίσθημα τής σταματημένης καρδιάς. Πάς, γιά παράδειγμα, σέ ενα εστιατόριο, κι άφου εντοπίσεις τό κατάλληλο τραπέζι — άπαραιτήτως κοντά στήν έξοδο— , παίρνεις τόν κατάλογο σάν κανονικός άνθρωπος καί (κά νεις π ώ ς) παραγγέλνεις. "Ως έδώ άς πούμε δτι δλα πάνε κ α τ’ εύχήν. Κοιτάς τούς άλλους Θαμώνες, παριστά νεις τόν μίστερ-καθημερινότητα, τσιμπάς μιά γωνίτσα άπό τό ψωμί στό πανέρι, καί δλα μοιάζουν νά βαίνουν καλώς. Κούνια πού σέ κούναγε! Ή δη σέ έχουν ζώσει τά φίδια, ήδη τό μέσα σου διαμαρτύρεται Θορυβωδώς. Φι μώνοντας προσωρινά τίς επείγουσες έσωτερικές κλήσεις, άναμένεις τήν παραγγελία. Πό σο θά κάνει ό σερβιτόρος νά φανεί άπό τήν κουζίνα μέ τό δίσκο; Πέντε, δέκα, δεκαπέντε λεπτά; Ή κακιά ώρα άρχίζει μέ αύτά τ ’ άναθεματισμένα λεπτά. Σέ μηδέν χρόνο πείθεσαι δτι δέ ζεις τήν κα τάσταση, άλλά δτι είσαι κλεισμένος μέσα της, διπλομανταλωμένος, καί τά κλειδιά παρμένα.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Β' ΣΥΝΕΔΡΙΑ ?*
Ό λο τό εστιατόριο αίφνης χάνει τή φυσι κότητα του καί γίνεται μιά απατηλή παρά σταση, σά νά σέ περιέβαλαν μέ σκηνικά άπό χαρτόνι. Τό βάθος τής άντίδρασης μεταβιβά ζεται έν ριπή οφθαλμού στήν καρδιά, ή όποία έχει μεταβληθει σέ μιά σκοτεινή μάζα πόνου καί άναισθησίας, όπότε ή φοβία τής λιποθυ μίας γεννιέται άπό τό τίποτα. Έρεισμα δέν υπάρχει, άρα άρχίζεις νά πέφτεις. «Πέφτεις» πίσω καί χτυπάς τό κεφάλι στό δάπεδο* «πέ φτεις» στά πόδια του σερβιτόρου, πού χάνει άπό τά χέρια του τό δίσκο καί άρχίζει τίς βρισιές· «σωριάζεσαι» πλάι στό τραπέζι του γειτονικού ζεύγους πού μπήχνει τίς τσιρίδες. Άπό φιλόξενος τόπος, δπου είσήλθες γιά νά φας μιά μπουκιά ψωμί σάν όλο τόν κόσμο, τό εστιατόριο έχει μεταβληθει σέ τόπο βα σα νιστηρίων. Τί άπομένει; Ή κλασική άντίδραση. Αλαφιασμένος, μέ τήν ψυχή στό στόμα, άφήνεις σπασμωδικά μερικά χιλιάρικα π ά νω στό τραπέζι, πού δέν άξιώθηκε τά πιάτα, καί ψάχνεις τήν έξοδο πρίν σέ πάρει μυρου διά ό σερβιτόρος. ΜπορεΤ νά φαίνεται γελοίο, άλλά τό οξύμωρο — εσύ πληρώνεις τό φαγη τό πού δέν έφαγες, ενώ άλλοι τό σκάνε γιά νά μήν πληρώσουν αύτό πού έφαγαν— με γεθύνει άκόμα περισσότερο τή μόνωσή σου. Δέν είμαι πιά ικανός οϋτε ένα πιάτο φαί νά άπολαύσω... Πώς κατάντησα! Τ ο ’ίδιο π άνω -κ άτω συμβαίνει στό κατάστη μα του κουρέα. Μόνο πού εδώ δέν υπάρχουν
4ρ
Κ
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΛΓΟΡΑΦΟΒΙΛΧ
η
περιθώρια διαφυγής γιατί ή σχέση είναι άμε ση, κανονικό ηι&η-ίο-ιη&ιι, καί δέ μπορεΐς νά «τήν κάνεις κατσίκα». Περνάς τό κατώφλι καί χαιρετάς μέ τό καλύτερο χαμόγελο, σά νά ικετεύεις τήν επιείκεια γιά δ,τι θά ακο λουθήσει. Κούρεμα; Ξύρισμα; Κάθεσαι καί σου περνάει τό πανί στό στήθος καί γύρω άπό τούς ώμους. 'Απλή κίνηση, άλλά άν ήξερε τί εκανε! Μέ αύτή τή χειρονομία σέ έδεσε άπό τό δέντρο- είναι σά νά σέ κάρφωσε στό δάπεδο. Κοιτάς τόν εαυτό σου στόν τεράστιο καθρέφτη, βλέπεις πίσω σου τό μπαρμπέρη νά ετοιμάζε ται κι έξαίφνης συνειδητοποιείς δτι έχεις φτάσει στό μή περαιτέρω. Είσαι χάλια παρότι δέν μεσολάβησε τίποτα άνησυχητικό. Τί σημασία έχει πού σοΰ ζήτησε νά βγάλεις τά γυαλιά; "Ο τι σχολίασε τήν τριχοφυΐα σου; "Οτι ένδιαφέρθηκε γιά τήν καταγωγή σου; Δέ φταίει ό κου ρέας, ούτε υπάρχουν άλλα πρόσωπα μές στό κουρείο γιά νά δικαιολογήσουν τόν πανικό σου. Εντούτοις αύτή ή παγερή κατάσταση (κα θρέφτης πού δλα τά προδίδει, πανί σάν πετρα χήλι, πολυθρόνα σάν ήλεκτρική καρέκλα, κρύο ψαλίδι στό σβέρκο) ήδη άπαιτεΐ μιάν άντοχή πού δέν διαθέτεις. Τί μέλλει γενέσθαι; Θά τό βάλεις μήπως στά πόδια μισοκουρεμένος καί μέ τό ζουρλομανδύα στούς ώμους; Δέ γίνεται. Θά γυρίσεις έντρομος στόν κουρέα γιά νά τού εξομολογηθείς: Ξέρεις, μάστορα, καλός είσαι, άλλά μου είναι άδύνατο νά συνεχίσω; Καί μό νο ή σκέψη δτι θά σέ κοιτάξει σά ν’ άντικρίζει τρελό σέ συντρίβει.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: β' ΣΥΝΕΔΡΙΑ Ρκ
φ
Μέχρι νά σου λύσει τό πανί καί νά καθα ρίσει τίς τρίχες, έχεις κάνει τή συνηθισμένη σου γυμναστική. Έχεις πέσει μέ τά μούτρα μπροστά στόν καθρέφτη, εχεις μισολιποθυμήσει στήν πολυθρόνα, εχεις ρίξει δλο τό βάρος του κεφαλιού σου ξαφνικά στό μπράτσο του μπαρμπέρη, πού τραβήχτηκε πίσω έντρομος. "Οταν πληρώνεις καί βγαίνεις μέ ασταθές βάδισμα, δέν ξέρεις άν ήσουνα στόν κουρέα ή στό γιατρό.
Α ντίθετα, στόν κινηματογράφο τά πράγμα τα είναι λίγο διαφορετικά. Τό ζηλευτό προ νόμιο είναι δτι εκεί δέν έχεις προσωπική κρά τηση. Κάθεσαι βέβαια στήν ούρά γιά νά β γ ά λεις εισιτήριο. Άλλά αύτό εχει διαφυγές. Μπορείς νά χαζεύεις δήθεν τίς φωτογραφίες στίς προθήκες καί, τήν κατάλληλη στιγμή, δταν τό ταμείο μείνει ελεύθερο, νά αρπάξεις τήν εύκαιρία άπό τά μαλλιά καί νά βρεθείς μέ τό εισιτήριο στό χέρι. Άπό κεί καί πέρα είσαι ελεύθερος άνθρω πος. Κανείς δέν σέ ξέρει, κανένα μάτι δέν σέ παρακολουθεί. Μέσα στό σκοτάδι κάνεις δ,τι θέλεις· μένεις, φεύγεις, άλλάζεις θέση, π ας στόν άπόπατο ή βγαίνεις στήν έρημη είσοδο νά καπνίσεις. Ή ιδανική θέση — αύτό νά λέγεται— είναι ή τελευταία, κοντά στήν έξοδο- εκεί μπορεις νά περάσεις δλη τήν υπόλοιπη ζωή. Είναι μιά θέση πού έπινοήθηκε ειδικά γιά σένα. Είσαι μαζί μέ τούς άλλους, μετέχεις στή γενική ά-
44
«
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ Μ
πόλαυση, άλλά ταυτόχρονα δέν έχεις έμπλακεΐ στό ανεξιχνίαστο δίχτυ του βάθους, δπου δεκάδες κεφάλια, παρατεταγμένα, κλείνουν τά περάσματα, καί γιά νά διαβείς πρέπει νά ζητήσεις ενα μάτσο συγνώμες. Γιατί νά μπλέ ξεις μέ τόσα πόδια δταν πίσω βασιλεύει ή ε λευθερία κινήσεων; "Οποια στιγμή θέλεις, μπο ρεΐς νά πάρεις τό πανωφόρι σου καί νά χα θείς μέσα στή νύχτα. Ή μόνη σκληρή λεπτομέρεια στόν κινημα τογράφο είναι τό διάλειμμα. Τότε δλα άνατρέπονται. Ένώ, όσο κυριαρχεί σκότος καί ή μηχανή γυρίζει, τό κοπάδι τό έχεις βάλει στή σπηλιά καί κάθεσαι σάν κύκλωπας στήν εί σοδο, μόλις ανάψουν τά φ ώ τα χάνεις τόν έλεγχο γιατί τό μέσα βγαίνει έξω. ’Άν παραμείνεις στή Θέση σου δέν είσαι πιά ό τελευταίος πρός τά έξω, άλλά δ πρώτος πρός τά μέσα. "Οπως στά πολυκαταστήμα τα, κι έδώ είσαι αιχμάλωτος κάποιας σειράς. Οί Θαμώνες τού σινεμά, χωρίς πανωφόρι οί περισσότεροι, έχουν σκορπιστεί στό χώρο τής εισόδου καί καπνίζουν χαζοβολτάροντας καί σιγοκουβεντιάζοντας, ορθώνοντας χωρίς νά τό Θέλουν ένα άνθρώπινο φράγμα. Σέ εμποδίζουν νά βγεις στό δρόμο. Θά κάτσεις τάχα άσάλευτος στή θέση σου μέχρι νά άκουστεί ή κα μπάνα καί νά άποκατασταθοϋν τά πράγμα τα; Θά επιχειρήσεις άπεγνωσμένη έξοδο μπρο στά σέ τόσα μάτια κι δ,τι γίνει; Μέ τί πόδια καί μέ τί καρδιά θά περάσεις άνάμεσα στό πλήθος γιά νά πατήσεις έπιτέλους στό δρόμο;
Κ ΜΕΡΟΣ ΠΡΟΤΟ: β' ΣΥΝΕΔΡΙΑ η
φ
"Ενας σοβαρός κίνδυνος είναι ή πιθανή α τυχία νά βρεθείς φ ά τσ α -φ ά τσα μέ κάποιον γνωστό πού θά καπνίζει αμέριμνος σέ μιά γωνιά. Αύτό τό συναπάντημα δέν είναι άρωγή, άλλά σκέτο ναυάγιο. Τά μάτια τοϋ άλ λου, ή χειραψία καί κυρίως ή άπεχθής έρωτησούλα «Π ώ ς άπό δώ; σινεμαδάκι;» είναι ικα νά νά σέ στείλουν. Προτιμάς νά τό βάλεις στά πόδια, παρά νά υποβληθείς σ’ αύτή τή φαινο μενικά άνώδυνη άνάκριση.
Γ ενικά στούς δημόσιους χώρους δέν εχεις τό αίσθημα δτι ή πραγματικότητα σού άνήκει ή δτι τής άνήκεις. Μολονότι δέν έχεις παραισθή σεις, νιώθεις νά πνέει ένας ύπουλος λίβας πά νω άπό τό κεφάλι σου ή μέσα άπό τήν καρ διά. Τά πράγματα ενα γύρο χάνουν κάποια ά πό τή βαρύτητά τους καί τά άφουγκράζεσαι νά σού ζητούν επιτακτικά νά ύποκύψεις. Τράπεζες, δημόσιες ύπηρεσίες, γραφεία εφη μερίδων καί εκδοτών είναι δ,τι πρέπει γιά νά άπωλέσεις καί τήν τελευταία ικμάδα άπό τό σθένος σου. Μιά 'ϊπηρεσία μέ πρόσωπο στό δρόμο, σάν τά περίπτερα, γιά τούς άγοραφοβικούς είναι τόπος εύφορίας. Έκεΐ, μπορεΐς νά σταθείς στό γκισέ πατώντας τήν ίδια στιγ μή στό πεζοδρόμιο. Τί άνεση καί τί δικαιοσύ νη! Είσαι μέσα καί έξω ταυτόχρονα, χαρα μίζεις τό λίγο γιά νά έχεις τό πολύ. Δεμένος καί άμέσως λυτός καί άνεξάρτητος. Αλλά μέσα; Ποιό νοσηρό κρανίο σοφίστη κε τά διαδοχικά γραφεία, τίς επάλληλες αϊ-
4β
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ
Μ
θουσες, τούς εξαντλητικούς διαδρόμους τής Ε φορίας, τούς υπαλλήλους πού εργάζονται α νυποψίαστοι μακριά άπό τίς εισόδους καί χρο νοτριβούν σαδιστικά στήν άναδίφηση τών εγ γράφων, λες καί δέ συντρέχει ό παραμικρός λόγος βιασύνης; μιά στιγμή πού νόμισα στά σοβαρά ό τι δλα γύρω είχαν σκηνοθετηθεΐ μέ τρόπο πού μέ άνάγκαζε σέ κάθε βήμα νά άνακαλύπτω τίς άδυναμίες μου. Χωρίς νά τό άντιληφθώ, είχα «ξεχωρίσει» άπό τόν άλλο κόσμο. Ό ε φιάλτης μου ήταν άπλός: δέν μπορούσα νά κάνω τίποτα άπ’ δλα εκείνα πού θεωρούνται αύτονόητα. Προφανώς είχα άλλάξει- τά σπλάχνα μου ήταν διαφορετικά, ενώ δ κόσμος ολόγυρα ζούσε στούς ίδιους ρυθμούς. Παρά τό κάπνισμα πού πρόσφερε κάποια άναψυχή, διαπίστωνα δτι καθημερινά έχανα έδαφος· οί χώροι άποκλείονταν, οί δρόμοι έκλειναν, μέ άποτέλεσμα νά υποχωρώ πρός τό σπίτι, κ αθώ ς ή άκτίνα εξόδου μίκραινε καί τό εξωτερικό γινόταν χα ώδες καί άνάλγητο. Η
ρθε
Γ' Σ υ ν ε δ ρ ί α Η
ΣΚΕΨΗ Π Ο ϊ Μ ΟΓ ΕΚΟΒΕ Κ ΓΡΙΟ Λ Ε Κ ΤΙΚ Α ΤΑ
ήπατα ήταν ή μακάβρια πιθανότητα δτι θά
& ΜΕΡΟΣ ΠΡΟΤΟ: Γ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ ?*>
47
μπορούσε — άγνωστο π ώ ς— νά βρεθώ μόνος καί αβοήθητος στό κέντρο της πόλης. Δοκί μαζα νά παρακολουθήσω νοερά τόν εαυτό μου νά βαδίζει μόνος στήν Πανεπιστημίου καί νά στρίβει — φυσικότατα, καθημερινά, όπως όλος ό κόσμος— πρός τήν Κλαυθμώνος ή τή Βουκουρεστίου κι έσπερνα μέσα μου τόν πα νικό. Πίστευα ότι διέπραττα ενα βαρύ άμάρτημα- στό επόμενο βήμα Θά επρεπε νά σωρια στώ, τό πόδι μου κινδύνευε νά άκινητοποιηθεΤ στόν άέρα, ολόκληρο τό κορμί νόμιζα ότι Θά ε ξαερωθεί γιά ν’ άποφύγει τή δεινή δοκιμασία. Μέ αύτοκίνητο βέβαια μπορούσα νά διαβώ αυτούς τούς δρόμους, όπως καί κάθε άλ λο μέρος του κέντρου. Προφυλαγμένος μέσα στό αύτοκίνητο, μέ τή σωτήρια παρουσία του όδηγοΰ, λησμονούσα γιά λίγο τήν άνάσχεση. Μερικοί φίλοι (ό Τάσος, ό Ξενοφών, ό Όρφέας) μέ έπαιρναν συχνά μέ τό αύτοκίνητο καί μέ έβγαζαν άτα. Μέ άνοιχτό παράθυρο, χειμώνα-καλοκαίρι, μέ μουσικές καί άστεΐα, έ παιρνα μιά άνάσα φυσιολογικής ζωής. Δέν ή ταν δά καί τίποτα δύσκολο! σκεφτόμουνα με τά, σίγουρος ότι δέν άπέχω καί πολύ άπό τίς σκέψεις του φυσιολογικού. Εποχούμενος, μα κριά άπό τήν άπειλητική στασιμότητα, ένιω θα σχεδόν σάν τούς άλλους. Κάτι τέτοιες στιγ μές, ζοΰσα άλκυονίδες αύταπάτες. Ζΐεν είναί τίποτα! Πέρασε! Άρκοΰσε όμως κάτι άπρόβλεπτο — ενα μποτιλιάρισμα, μιά βλάβη τού αύτοκινήτου, ένας γνωστός πού μάς ζητούσε νά σταθούμε στήν άκρη τού δρόμου— γιά ν’
48
ί*ξ Σ Υ Ν Δ Ρ Ο Μ Ο
Α Γ Ο Ρ Α Φ Ο Β ΙΑ Σ
&
αρχίσουν οί υπόκωφες εκπυρσοκροτήσεις μέ σα στό κρανίο καί οί ύποπτοι σπασμοί μέσα στό στήθος. Μιά άπό τίς πιό άσχημες στιγμές τήν πέρασα στήν ’Ασκληπειού· ηταν άργία, Θυμά μαι, δταν δ Ξενοφών μέ άφησε στό ύψος τής Νεφέλης γιά νά πεταχτεΐ σέ μιά δουλειά, έκεΤ-κοντά. Είχα βγει άπό τό αύτοκίνητο καί κοίταζα γύρω μου σά χαμένος. Οί δρόμοι ή ταν έρημοι καί οί Αθηναίοι φευγάτοι, τά μα γαζιά κλειστά, καί ή πόλη έμοιαζε βατή καί φιλική. Γιά ποιόν δμως; Χωρίς καμιά προει δοποίηση, ή άτμόσφαιρα Θύμωσε ενα γύρο, κά τι σάν έρπηζωστήρας μέ τύλιξε ολόκληρο κι έπεσα σέ άποκάρωμα. Άνέπνεα; Στεκόμουν άκόμα στά πόδια μου; Είχα τή σφοδρή προ αίσθηση δτι ή άνάσα Θά μέ έγκατέλειπε άπό στιγμή σέ στιγμή. Ή λιποθυμία είχε ξεκινήσει άπό τά άκρα· δέν ένιωθα τά πόδια καί τά χέρια μου. Τό στό μα μου είχε στεγνώσει καί δ,τι ρευστό μέσα μου έπηζε καί πέτρωνε. Θά έπεφτα; "Απλω σα τά χέρια μου καί στηρίχτηκα στό άψυχο άμάξωμα τού αυτοκινήτου. Πρώτη φορά στή ζωή μου έκανα τή σκέψη νά μπώ μέσα καί νά τό σκάσω οδηγώντας πρός άγνωστη κ α τεύθυνση. Α,λλά δέν είχα πιάσει ποτέ μου τι μόνι. Κείνα τά πέντε λεπτά πού άπουσίασε ό οδηγός έφταναν γιά ν’ άγγίξω τό μηδέν. Πα ρακάτω δέν υπήρχε τίποτα- μόνο ή κατάρρευση. "Οταν επιτέλους βρέθηκα στή Θέση του συ νεπιβάτη κι άκουσα τόν παρήγορο Θόρυβο τής
Κ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Γ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ η
<9
μηχανής, άρχισα αυτομάτως νά ανακτώ τήν αυτοκυριαρχία μου, ν’ ανασαίνω κανονικά, άλ λά ή πένθιμη διαπίστωση είχε στρατωνιστεί μέ τό έτσι θέλω στό νου μου: ό χώρος μου εί χε φύγει άπό τά χέρια. Ή τα ν μάταιο νά κά νω πώς δέν καταλαβαίνω καί νά εκτίθεμαι.
Α πομενει λοιπόν νά άφηγηθώ καταλεπτώς τό πώς περιχαρακώθηκαν όλοι οί οικείοι τόποι στό Χαλάνδρι καί τά φιλικά σπίτια μετατράπηκαν σέ ζοφερά άδυτα. Τά δάχτυλα δέν μού έφταναν γιά νά λο γαριάσω τούς άπωλεσμένους Θύλακες· μέ εί χε άποκλείσει αυστηρά τό κέντρο της πόλης, τό γραφείο του εκδότη μου, ή Καλλιδρομίου, τό Τίμα λάχει πού επί χρόνια ήταν δεύτερο σπί τι μου. Σάμπιος νά είχε ενοχοποιηθεί όλος ό πρότερος βίος μου, τά σημεία καθημερινής συ ναναστροφής είχαν πέσει σέ καραντίνα. Ή Αθήνα ειχε χαθεί, άπόμενε όμως τό Χαλάντρι. Ή τοι ή Λαϊκή Αγορά, τό κατάστημα μέ τά άμερικάνικα ροΰχα, τό σπίτι του ζωγρά φου, του γιατρού, τό φαρμακείο καί ένα-δύο καφενεία. Μέ τό ζωγράφο μέ έδενε φιλία περίπου σα ράντα χρόνων. Ή μασταν μαζί στό Γυμνάσιο, μαζί βρήκαμε τίς πρώτες γυναίκες καί συ γκατοικήσαμε σ ’ ένα ετοιμόρροπο διώροφο στή Δαφνομήλη. Μαζί γράφαμε μιά άπό κείνες τίς Θελκτικές κωμωδίες τών παράλληλων βί ων όπου ό καθένας είναι ιστορικός — καί σ α τιρικός παραχαράκτης— τής ζωής τού άλλου. Κ ω ςτη ς
Π α π α γ ιω ρ γ η ς ,
Σύνδρομο Άγοραφοβίας
5ο
#5 ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ ί*>
"Οταν κάποιος σέ θυμάται άπό τήν εποχή πού κυκλοφορούσες μέ κοντά παντελονάκια, τίποτα δέν άλλάζει τή γνώμη του. Τά παντε λονάκια δέ μακραίνουν ποτέ. Οί δεκαετίες πού καταφθάνουν άπρόσκλητες, αποδημίες, γυναί κες, παιδιά, άρρώστιες δέν αλλάζουν τίποτα· ή άρχική εικόνα παραμένει άφθαρτη. Μέ ενα μειδίαμα, κάτω άπό τό μασκάρεμα του π α ρόντος μπορεΤς νά άνασύρεις τόν άμήχανο έ φηβο, όσο κι άν έχει άλλαξομουτσουνιάσει. Πήγαινα στό εργαστήρι του ζωγράφου σχε δόν κάθε μεσημέρι. Καπνίζαμε άπό δέκα τσι γάρα, μου ελεγε τά φρέσκα άστεΐα καί μετά ορίζαμε τήν αύριανή συνάντηση. Τίποτα δέ φαινόταν ικανό νά άλλάξει αύτή τή σωτήρια ρουτίνα· ϊσως γι’ αύτό ολα άνατράπηκαν ά πό τή μιά στιγμή στήν άλλη. Μέ τό πού έ μπαινα στό εργαστήρι, οί μπογιές μου μύρι ζαν εχθρικά, ή καρέκλα δέν κράταγε καλά, οί πίνακες παιχνίδιζαν, καί κυρίως μέ επιανε μιά νευρική άδημονία μέχρι νά φύγω. Αύτό πού φοβόμουνα, δυστυχώς, ειχε έπέλθεΐ' ετρεμα τό άτελιέ. "Ολα τά φιλικά του γνω ρίσματα είχαν γίνει ξένα καί εχθρικά. "Οταν έβγαινα άπό τό σπίτι μου καί έπαιρνα τό δρόμο γιά τό άτελιέ, παρίστανα νοερά τήν ε πίσκεψη πού Θά έκανα, σκεπτόμουν τίς γνω στές κινήσεις καί τά χιλιοειπωμένα λόγια, κι ομως τίποτα τό οικείο δέν προέκυπτε. Έ φτανα σέ σημείο νά άναρωτιέμαι: Θ’ άντέξω τό βλέμμα τον μόλις φανώ στήν πόρτα; Θά μπορέσω νά πιω καφέ, ή ϋά φύγω άρον-άρον
«
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Γ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ ?*>
5ι
χωρίς εξήγηση; Έ σ τ ω κι άν δέν είχα βεβαι ωθεί άκόμα, εβλεπα καθαρά δτι κι αύτό τό καταφύγιο ειχε πέσει στά χέρια τού εχθρού σχεδόν άμαχητί. Πηγαίνοντας κάθε μεσημέρι, κακομελετού σ α — φεύγοντας, άνακουφιζόμουνα.Άρα κεί νη τή μισή ώρα ύπέφερα. Μάλιστα οί άνήσυχες ματιές του ζωγράφου, οί φροντίδες καί κάποιος νοσοκομειακός ζήλος χειροτέρευαν τά πράγματα. «Έχεις τίποτα;» ρωτούσε. Καί κα λά νά ένιωθα κείνη τή στιγμή, μέ τό πού άκουγα τήν ερώτηση μ’ επαιρνε μαζί της καί μέ βούλιαζε. Τό εργαστήρι είχε μεταβληθει σέ φόβητρο καί κάθε κάμαρη μέ προετοίμαζε, βουβά καί άνεπαίσθητα, γιά μιά επιδείνωση πού μέ πα γίδευε σέ άπορίες: Τί γυρεύω έδώ-χάμω; Πώς τήν πάτησα καί μπήκα; Θά θεωρούσα τρελό δποιον μού προέβλεπε τί θά επακολουθούσε, κι δμως ή τρέλα επαληθεύτηκε. Δέ θυμάμαι πόσο διάστημα διέρρευσε — βδομάδες, μήνες— , πάντως ήρθε μιά στιγμή πού μού ήταν άδύνατο πιά νά διαβώ τό κ α τώφλι τού ζωγράφου. "Ολα τά άνεξέλεγκτα μέσα μου είχανε μουλαρώσει. Παρά τά άστεΐα, τή φιλική κοροϊδία, παρά τίς ενθαρρυντικές ε πισκέψεις του στό δικό μου σπίτι, μόνος ή πα ρέα μέ τόν γιό του, κάτι μέσα μου ειχε καεί Συνέχιζα βέβαια νά κάνω τή βόλτα μου κ α νονικά στίς έρημιές τού Χαλανδρίου, περνούσα καθημερινά εξω άπό τό σπίτι, άλλά δέ ζύγω να ούτε στήν εξώπορτα.
52
^
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑ):
^
Ειδικά τό καλοκαίρι, πού μαζεύονταν διά φοροι φίλοι καί γνωστοί στή βεράντα — τό σπίτι είναι ισόγειο καί βλέπει στό δρόμο— , καί τούς διέκρινα άπό μακριά νά χαριεντίζονται καί νά τά πίνουν χωρίς εμένα, ή παρωδία παιζόταν ώ ς εξής: έφτανα στό ύψος τοΰ σπι τιού, σταματούσα γιά λίγο σάν ψωριάρης, μό λις γιά μισό λεπτό, χαιρετούσα χλομός τόν ζωγράφο πού έβγαινε στό δρόμο, έστελνα χαι ρετισμούς στούς άλλους, πού άπαγορευόταν νά έλθουν πρός συνάντησή μου, καί κατόπιν συνέχιζα τό δρόμο μου. Μοϋ φαινόταν σάν ψέμα, σά χοντρή φάρ σα, άλλά τελικά ή νέα άπώλεια ήταν γεγο νός· είχα χάσει μέσα άπό τά χέρια μου έναν χώρο πού τόν υπολόγιζα πολύ. Μου θύμιζε τό «έχασα τή μανδύα μου άπ’ τήν άπροσεξία μου...», άλλά μοΰ ήταν άδύνατο — εφιάλτης σωστός— νά φανταστώ τόν εαυτό μου μέσα στό εργαστήριο, νά καπνίζει, νά πίνει καφέ, νά βλέπει τηλεόραση, νά αστεΐζεται ή νά μι λάει σέ πολυπρόσωπη παρέα. Θά έχανα άκόμα καί τό φτωχό προνόμιο νά συγχρωτίζομαι μερικούς φίλους καί πα λιούς συμμαθητές; Τό Θλιβερό ήταν δτι είχε γίνει μετάσταση καί στό τηλέφωνο. Μόλις άφουγκραζόμουνα τό κουδούνισμα, παρευθύς ή σκέψη δτι θά μιλήσω άμεσα, χωρίς καμιά προετοιμασία, σέ έναν τρίτο, άλλαζε τή θυμική μου κατάσταση. Σήκωνα τό άκουστικό σάν πυροτεχνουργός. Έ φ τα ν α σέ σημείο νά πλαγιάζω γιά ν’ άντέξω τή φωνή τοΰ άλλου.
ί*ξ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Γ ΣΥΝΕΔΡΙΑ »
53
Μιά μέρα πού έπεσε δ σοβάς της σκεπής καί παραλίγο νά τραυματίσει τόν πατέρα μου, ειδοποίησα εναν φίλο άπό τήν Καλλιδρομίου νά έρθει γιά νά εκτιμήσει τήν κατάσταση. Ή συνεννόηση έγινε άπό τηλεφώνου καί μού ό ρισε ραντεβού μετά άπό μιά ώρα. Τί ώρα ή ταν αύτή! Ή άναμονή γενικά μέ έκανε χ ά λια, άλλά ή βεβαιότητα δτι ή συνάντηση θά γίνει καί θά έπρεπε νά παρίσταμαι σέ ύπολογισμούς καί σχέδια άνακατασκευής, έφερ νε τά πράγματα στό άπροχώρητο. "Οταν τε λικά ό φίλος έφτασε στήν πόρτα χαμογελα στός, τό μόνο πού τού είπα, πλαγιασμένος στό κρεβάτι, ήταν δτι δέ μπορούσα ούτε κου βέντα ν’ άλλάξω μαζί του. Δέν ήθελα μέ τίποτα νά τό παραδεχτώ, άλλά μέσα μου είχε γίνει σχολαστική κατα γραφή τών χώρων καί τών ζωνών κυκλοφο ρίας. Τό καθεστώς ήταν ανάλγητο. Υπήρχε ελευθερία ή άπαγόρευση διέλευσης· ΐσχυε ειδι κός κώδικας πρός κάθε κατεύθυνση. Όποιο σημείο τοϋ χώρου έπεφτε άργά ή γρήγορα σέ καραντίνα, άποκλειόταν νά δοθεί έκνέου σέ κυκλοφορία. Μιά ιταμή δύναμη τό κρατούσε υπό τόν έλεγχό της. Απόδειξη δτι πολύ σύ ντομα έχασα καί τή φιλόξενη γωνιά δπου πωλούνταν τά άμερικάνικα ροΰχα. Τό κατάστημα βρίσκεται κοντά στήν πλα τεία του Χαλανδρίου κι άποτελεΐ τερπνό χώρο γιά γυναίκες καί άντρες, νεαρούς καί νεαρές, φτωχούς καί ιδιόρρυθμους, ήθοποιούς καί ψω νισμένους, ψιλοφρικιά κι ένδυματομανείς σάν
54
&
ΣΥΝΔΡΟ Μ Ο
Α Γ Ο Ρ Α Φ Ο Β ΙΑ Σ
τόν ζωγράφο. Αυτός ψώνιζε αποκλειστικά ά πό κεΐ, σχεδόν καθημερινά, πουκάμισα, π α ντελόνια, πλεχτά, πανωφόρια, άκόμα καί πα πούτσια. Δέν ειχε άνάγκη άπό ρούχα, άπλώς εκανε δώρα στόν έαυτό του. Συνάμα ό χώρος, γιά τούς πιό τακτικούς πελάτες, είναι καί ενα αυτοσχέδιο εντευκτή ριο όπου, εκτός άπό τόν καφέ, μπορεΐς νά κά ψεις πέντε τσιγάρα στή σειρά καί νά λύσεις καί τά προβλήματα τής άνθρωπότητας μέ τούς ιδιοκτήτες, δύο άδέλφια πού όταν μοιραζόταν τό μυαλό στούς Θνητούς ήταν παρόντα. Τά ρούχα, δπως σέ δλες τίς σχετικές άγορές, δέν ήταν σέ πακέτα· στοιβάζονταν πρό χειρα σέ πάγκους δπου ό καθένας μπορούσε μέ τήν ήσυχία του νά φέρει τά πάνω κάτω καί νά τραβήξει τόν τυχερό του λαχνό. Αρι στερά οί άντρες, δεξιά οί γυναίκες, πρόβαραν τά υπερατλαντικά ενδύματα καί παίρνοντας πόζες μπροστά στόν καθρέφτη ρωτούσαν τήν Αμαλία καί τόν Δημήτρη: «Τί λές γι’ αύτό; Αξίζει τόν κόπο;» Μπήκα γρήγορα στή λέσχη τών πελατών, δχι μόνο επειδή άπό παλιά είχα άδυναμία στό ξένο ρούχο, άλλά κυρίως επειδή τό κατάστη μα ειχε Θέρμη. Απολάμβανα κάθε νέο φορτίο, τήν άτμόσφαιρα τής μικρής άγοράς καί τό «μπάτε, φίλοι, άλέστε», δπου ό καθένας μας μασκαρευόταν μέ άφέλεια γιά νά άρέσει στόν έαυτό του. Τί Θά μπορούσε νά μού άπαγορεύσει τήν είσοδο σέ αύτή τή λαϊκή γιορτή; Είχα έλευθέ-
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Γ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ
55
ρας καί υπογραφή φαρδιά-πλατιά. Εντούτοις, κι αύτή ή πόρτα δέν άργησε ν’ άμπαρωθε! Ό δρόμος ολόκληρος πού περνούσε μπροστά άπό τό κατάστημα ειχε κλείσει λες καί ήταν χ α λί καί τό μάζεψαν μέχρι νεωτέρας. Στά καλά καθούμενα, καθώ ς έβγαινα άπό τό σπίτι μου γιά νά πάω μέχρις εκεί μέ τά πό δια, ή άτμόσφαιρα της άγοράς υπονομευόταν μέσα στό νού μου, ό άέρας χάλαγε άνεξήγητα κι άρχιζαν οί «πτώσεις». Έ πεφτα στό βάθος, πάνω στόν πάγκο μέ τά παντελόνια. Άλλοτε μέ τά μούτρα πάνω στά τζίν καί τά κοτλέ, άλ λοτε στους μικρούς διαδρόμους γύρω άπό τόν πάγκο. Τό περίεργο είναι δτι συχνά «έπεφτα» άθόρυβα χωρίς νά μέ άντιληφθεΤ κανείς, ώσότου κάποιος πελάτης έβαζε τίς φωνές καθώς έβλεπε ένα ζευγάρι ποδάρια νά εξέχουν άπό έ να σωριασμένο πανωκόρμι πού είχε μπλεχτεί σέ παλτά καί καμπαρντίνες. Έ π εφτα κ αθώ ς πρόβαρα ένα άπό τά πολ λά άμπέχωνα καί κατέρρεα άβοήθητος καί γε λοίος μέ τό ένα χέρι περασμένο στό μανίκι καί τό άλλο άρπαγμένο άπό κάποια ρούχα. Έ π ε φτα μέσα σέ μαύρη καπαρντίνα καί τά κοριτσόπουλα ένα γύρο άρχιζαν νά τσιρίζουν καί νά πιάνουν τίς άκρες. Προτού εξοβελιστώ οριστικά άπό τά άμερικάνικα, δέ μπορώ νά πώ δτι δέν έδωσα μά χη. Τό νέο πλήγμα μου έπεφτε βαρύ. Πήγαι να καί ξαναπήγαινα, άν καί ήξερα καλά δτι Θά φάω τά μούτρα μου. Έμπαινα δπως καί παλιά στό κατάστημα, δεχόμουνα τήν προ
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΛΓΟΡΛΦΟΒΙΛΣ
σφορά τοϋ καφέ, πού έβραζε αόρατος στό πλα ϊνό καφενείο, καί παρευθύς άρχιζε τό δράμα. Ώσότου τό παιδί φέρει τόν καφέ μέ τόν ειδι κό δίσκο, έπρεπε άπαραιτήτως νά παρέλθουν πέντε λεπτά — μέσα κι έξω άπό μένα- έξω βέ βαια τά λεπτά περνούσαν εύκολα, κανείς δέν τά πρόσεχε, άλλά μέσα μου γίνονταν πυρηνι κές δοκιμές. Α ναθεμάτιζα τήν ώρα καί τή στιγμή πού δεσμεύτηκα μέ τόν καφέ. Τί τόν ήϋελα; Έπιανα λοιπόν Θέση κοντά στήν πόρ τα κι ένιωθα, δσο ό χαβαλές μέσα άρχιζε νά φουντώνει, δτι ειχε στραγγίσει καί ή τελευ ταία σταγόνα αίμα άπό τό πρόσωπό μου. Κείνες τίς στιγμές είχα τήν έμμονη υποψία δτι μεγάλωνε ή ηλεκτρική άγωγιμότητα στό δέρμα μου- τό κρέας μου ολόκληρο δέν έστεκε καλά γύρω άπό τά κόκαλά μου. Καί τό π α ράξενο είναι δτι μεγάλωνε ή άπόγνωσή μου επειδή παρατηρούσα δτι κανείς δέν τό πρόσε χε. Γιά τόν περίγυρο δέν έτρεχε τίποτα. Ό λ α ήταν καλά καί άγια. Έ γ ώ δμως ειχα χάσει τή Θέση μου εκεί-μέσα. Δέν ύπήρχε άλλη λύση· ή Γβάοηίβ ειχε κα ταντήσει Γθάοπΐ&Μβ· έφυγα, κι έκανα νά ξαναπεράσω περίπου ενα χρόνο. Ά λλά καί π α ραδίπλα, στό φαρμακείο, τά πράγματα δέν εί χαν πιό αίσια κατάληξη. Έκεΐ ή δουλειά δέν έπέτρεπε κουβεντολόι στά όρθια καί χαβαλέ. Καθόσουνα στήν ουρά κι δ,τι προλάβαινες έλεγες μέ τόν φίλο πίσω άπό τόν πάγκο. Τά γέλια, πάντως, καί τά πειράγματα άρχιζαν μέ τό πού διάβαινα τό
& ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Γ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ ?*
ϋγ
κατώφλι. «Μπά... μπά... μπά... Π ώς αχό δώ; Θά χάς ταξίδι;» Όρθιοι χάντα, ό σπετσιέρης — πιθανώς ό τελευταίος τών σιωπηλών— καί ή αδελφή του, είχαν χάντα ενα ξεχωριστό βλέμμα γιά μένα. Ό τ α ν μχαίνεις σέ ένα κα τάστημα, καλό είναι νά νιώθεις δτι μχαίνεις καί λίγο στήν ψυχή του καταστηματάρχη. Έ τσι ένιωθα. Τά φάρμακα πού αγόραζα ήταν ελάχιστα — ινσουλίνες, σύριγγες, χάχια— γΓ αύτό συχνά λυπόμουνα πού δέν είχα μιά χιό σοβαρή ασθένεια ή όχοία νά μέ ύχοχρεώνει νά χερνώ χιό συχνά άχό κεΐ. Ανοησίες βέβαια καί χαιδικοί συναισθημα τισμοί, γιατί μέσα σέ λίγες βδομάδες ή εγκάρ δια υποδοχή μετέπεσε σκοτεινά σέ άχερίγραχτο εφιάλτη. Χωρίς τίχοτα ν’ αλλάξει, δλα άλ λαξαν καί μέ άρχαζαν άπό τά μούτρα. Γε νικά σέ δλους τούς δημόσιους χώρους, τή ζη μιά τήν πάθαινα δχι έμχράκτως, μέ έξωθεν υπαιτιότητα, άλλά νοερά, κ αθώ ς προβάριζα τήν κατάσταση προτού τή ζήσω. Άπό τό σπίτι μου μέχρι τό φαρμακείο — μισή ώρα π άνω -κ άτω μέ τά πόδια— αύτό πού πάθαινα στήν άπλή σκέψη, πώς θά εμ φανιστώ σέ λίγο στό κατώφλι τοΰ σπετσιέρη καί θά σταθώ στήν ούρά άναμένοντας τή σειρά μου, ξεπερνούσε κάθε δριο. Μέ τό πού πατούσα τό πόδι στήν είσοδο, άρχιζαν οί πτώ σεις καί οί κουτρουβάλες. Ό τρόμος καί ή εσωτερική διάλυση πού μοΰ προκαλούσε αυτός ό τόσο φιλικός χώρος, πιθανώς όφειλόταν στίς τζαμαρίες τοΰ κατα-
58
«
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ ?*>
σχήματος πού μετατρέπονταν μέσα στή φα ντασία μου σέ σπασμένα γυαλιά. Δέ μέ ήθελε ό χώρος, διαμαρτυρόταν κι έδειχνε τήν εχθρό τητά τον μέ τόν τρόπο του. "Έπεφτα λοιπόν ε νώπιον όλων σέ κοινή θέα καί ακοή, καί κα τρακυλούσα πολύ επικίνδυνα. Πότε πάνω στά παπούτσια, άριστερά όπως έμπαινα, καί τσά κιζα τή βιτρίνα μέ τό βάρος μου. Πότε δεξιά, καί παρέσερνα μέ πάταγο ό,τι υπήρχε πάνω στήν προθήκη. Τό δάπεδο γλιστρούσε εγκληματικά. Ά λ λαζαν άρδην οί νόμοι τής βαρύτητας, τής ευ στάθειας, άλλά κυρίως άλλαζαν όλες οί δικές μου ισορροπίες. Δέν είχα σώμα- ήμουνα έρμαιο τοΰ στιγμιαίου πανικού. Ήμουν άπολύτως πε πεισμένος ότι μόλις μπω, κάποιον θά άρπάξω άπό τά μαλλιά ή άπό τά μανίκια πέφτο ντας. Ή άπλή σκέψη ότι θά φ τάσω κανονι κά στόν πάγκο καί θά β γ ω μέ τά φάρμακα, όπως όλοι, μοΰ φαινόταν άπίθανος άθλος. Ού τε σά σκέψη δέν τό άντεχα. Σέ αύτή τήν άξιολύπητη κατάσταση δέν περίμενα βέβαια καμιάν άρωγή, καί προπά ντων ετρεμα μήπως ή φοβία μου καθρεφτι στεί σέ κάποιο οικείο βλέμμα. Ή παραμικρή εκδήλωση συμπάθειας, μιά χειρονομία άλληλεγγύης, Θά μποροΰσε νά μέ συντρίψει. "Ολοι Θά έπρεπε νά κάνουν πώς δέ μέ προσέχουν. Πελιδνό καί ξυλιασμένο, όπως μέ εβλεπε μπρο στά στόν πάγκο του ό φαρμακοποιός, άν παρ’ ελπίδα έπιχειροΰσε νά μέ τονώσει — «Τί γί νεται; Νιώθεις άσχημα; Μήπως Θέλεις νά κά
& ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Γ' ΣΥΝΕΛΡΙΑ &
5$
τσεις;» — , ήμουνα βέβαιος δτι τά λόγια του θά μέ έχαναν νά σωριαστώ. Τπέφερα μέ δλα αυτά- ντρεπόμουνα γιά τό χάλι μου. Πλήν δμως δέν ήμουν σέ θέση νά δι δαχτώ άπό τά πλασματικά μου μαρτύρια. Λό γου χάρη, μόλις έβγαινα άπό τό φαρμακείο κι έπέστρεφα δρομέως στό σπίτι μου, ό κίνδυνος κόπαζε κατά πολύ καί συνερχόμουν. Ά ρ α τί έφταιγε; Τό άξεπέραστο πρόβλημα ήταν τό άρχικό κύμα φοβίας. Ά ν είχα τό κουράγιο ν’ άντέξω κουτσά-στραβά αύτή τήν επίθεση, με τά δλα ϊσως νά πήγαιναν καλύτερα. Πότε «με τά» δμως; Ποτέ δέ μού πέρασε άπό τό νού νά παραμείνω στό επίμαχο σημείο γιά νά παρέλθει τό πρώτο πλήγμα. Ή παραζάλη εκείνων τών στιγμών ήταν τόσο σφοδρή, ώστε δέ μού εμενε κανένα περιθώριο. Αντί νά φωνάξω βοή θεια, άναζητοΰσα τήν έξοδο κινδύνου. Τό Θλιβερό ήταν δτι μετά άπό κάθε υπο χώρηση, διαπίστωνα σαστισμένος δτι εμφα νίζονταν καί νέα συμπτώματα. Ή πηγή δέν στέρευε παρ’ δλους τούς αναθεματισμούς. Ε κτός άπό τήν εφίδρωση, τά παγωμένα άκρα, τήν άπώλεια τής αίσθησης τού πραγματικού, τή ναυτία καί τούς άνεξέλεγκτους σπασμούς στό στήθος, άναγκάστηκα νά παραδεχτώ καί μιά νέα άδυναμία. Ή ταραχή μέ έστελνε καρ φί στόν άπόπατο, σάμπως ό πανικός νά ταυ τιζόταν μέ τήν επείγουσα άφόδευση. Ό μόνος χώρος πού παρέμενε άκόμα κ ά πως βατός στό Χαλάνδρι ήταν τό φιλικό σπί τι ένός γιατρού.
6ο
Κ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ ? *
Έδώ τά πράγματα ήταν πιό κρίσιμα, για τί σε αύτό τό πρόσωπο βάσιζα πολλά. Προγάστωρ, σωματώδης σάν τόν Φάλσταφ ή τό λοχαγό Λεμπιάτκιν, πανέξυπνος καί άνθρω πος πού έχει περάσει δλες τίς «παιδικές α σθένειες», ό γιατρός ζοΰσε μέ τόν γιό του σέ μιά μονοκατοικία μέ είσοδο κοντά στό δρόμο. Λόγω παρελθόντος, μέ γοητεύουν τά σπί τια — σάν τοΰ ζωγράφου— πού δέν έχουν μί ζερο ώράριο ούτε μυγιάγγιχτους ενοίκους. Τίς περισσότερες ώρες ό γιατρός άφηνε τήν εξώ πορτα πελάντρα, οπότε όποιος περνούσε άπό κεΐ έμπαινε. Τό σπίτι του ηταν δλημέριον καί, κατά τήν περίπτωση, καπηλειό καί καφενείο. Φώναζα λοιπόν τό όνομά του άπό τά σκαλιά κι έμπαινα. Οί Κρητικοί άρέσκονται στά κουβαρνταλίκια. Ποτά, γλυκά, φαγητά, ψημένα κουνέλια μεταφέρονταν άπό τήν κουζίνα στό βάθος κι έπαιρναν Θέση πρό τού επισκέπτη. Ή θελεςδέν ήθελες, ένιωθες οδοιπόρος· έτρωγες, έπινες καί μετά άρχιζε ή συζήτηση. Ό γιατρός, όπως δλοι οί σοβαροί άνθρωποι, είχε γελοιοποιήσει τή σοβαρότητα, τουλάχιστον γιά προσωπική χρήση· γ ι’ αύτό, δταν τό έ φερνε ή στιγμή, συνήθιζε νά μασκαρεύεται μέ έναν πελώριο πνευματικό σκοΰφο καί νά σο φίζεται απορίες. Τότε άνθιζε στή φάτσα του καί ένα πονηρό χαμόγελο, καταδικό του. Οί ογκώδεις άνθρωποι συνήθως έχουν ένα γλυ κό χαμόγελο, καί ό γιατρός χάριζε άπλόχερα τά μειδιάματα οσάκις έλεγε μιά φράση
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Γ' ΣΥΝΕΛΡΙΑ Ά
(η
πού τόν ικανοποιούσε. Σάν δργανοπαίχτης πού ήταν, έβλεπε σέ δλα τά ζητήματα δρόμους, συγχορδίες, οργανικά ξεσπάσματα. Του άρε σαν κάποιοι μεγάλοι ζωγράφοι, κάποιοι ποι ητές καί φυσικά ό Μάρξ. Δέν ήταν ίστρούχτορας, άλλά θεωρούσε προσωπική προσβολή νά του θίγεις τούς εκλεκτούς του. "Οπότε περνούσα τό κατώφλι, θυσίαζε τό πρώτο του χαμόγελο, μέ χτυποΰσε στή ράχη καί μέ ενα βραχνό «Πέρνα μέσα!» εκανε μιά άπό τίς πελώριες κινήσεις του. Νά περάσω, άλλά μέ τί κότσια; Πολύ νωρίς, αύτά τά «Πέρ να μέσα» δυσκόλεψαν, δταν διαπίστωσα δτι, μέ τό έμπα, έσπευδα κατευθείαν στόν απόπα το. Ό γιατρός προέβαινε άμέσως σέ διάγνω ση: «Οί φοβίες λύνουν τόν σφιγκτήρα», μου έλεγε μέ τρέχον ύφος· «μή δίνεις καμιά ση μασία...» «Μά δέ βλέπεις δτι είμαι χάλια;» τόν ρωτούσα χλομός καί μέ τό πρόσωπο υ γρό άκόμα άπό τά νερά πού ειχα ρίξει γιά νά άνακουφιστώ. «Άκου λοιπόν τί γράφει δ Δαρβίνος», α παντούσε δ γιατρός, καί έριχνε δλο τό βάρος του σέ μιά καρέκλα. «Στά τελευταία, προχω ρημένα στάδια, καθώς ό φόβος φτάνει στά άκρα, άκούγεται ή φοβερή κραυγή του τρό μου. Μεγάλες σταγόνες ιδρώτα φαίνονται στό δέρμα. "Ολοι οί μύες τού σώματος χαλαρώ νουν, σύντομα επακολουθεί τέλεια σωματική εξάντληση καί ή διανοητική ικανότητα εκμη δενίζεται. Επηρεάζονται καί οί έντερικές λει τουργίες. Οί σφιγκτήρες μύες δέν λειτουργούν
62
Κ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ Μ
πιά καί δέν συγκρατοΰν τό περιεχόμενο τοΰ σώματος...» Μέ δλα αυτά, άντί νά νιώσω καλύτερα, βούλιαζα σέ ναυτίες καί σκοτοδίνες, άλλά δ γιατρός συνέχιζε τή διάλεξη. «Στήν Ανατο μία τής μελαγχολίας (κοίτα τώρα τί θυμήθη κα...) δ Μπάρτον άναφερει τήν περίπτωση κά ποιου πού φοβόταν δτι, άν ξεπορτίσει, θά λι ποθυμήσει καί θά πε&άνει». «Τελικά πέ&ανε;» άπαντοΰσα γιά νά κάνω λίγο χιούμορ. «Για τί νά πεΦάνει; Νομίζεις πώς θά τή γλιτώσεις τόσο εύκολα; Τά ίδια είχε πάϋει δ Ιταλός συγγραφέας Μαντσίνι, πού δέν έβγαινε άπό τό σπίτι του γιατί ζοΰσε υπό τό κράτος τής λιποθυμίας...» Όδεύοντας πρός τό σπίτι του, προοικονομοΰσα επακριβώς τίς άντιδράσεις μου. Παλ μός καρδίας, κομμένα γόνατα, φόβος δτι τά πόδια μου θά λυγίσουν, καί μετά — άμα τή χαιρετούρα— καρφί στόν απόπατο γιά νά βρώ άνακούφιση. Ωραία ζωή! "Ολο τό εσω τερικό σύστημα δέν άντεχε σέ καμιά ένταση· ειχε ξεχαρβαλωθεί. Μέ τήν παραμικρή φόρτι ση διαμαρτυρόταν καί ρετάριζε. Εντούτοις ή ιδιότητα τοΰ γιατροΰ μοΰ ένέπνεε πλήρη εμπι στοσύνη. "Ο,τι κι άν μοϋ συμβεϊ, σκεπτόμου να, αυτός ξέρει. Θά μέ συνεφέρει- στήν έσχα τη άνάγκη, ϋά ειδοποιήσει νά μέ διακομίσουν στό νοσοκομείο... Αύτός ήταν δ λόγος πού, ένώ έκοψα τίς επισκέψεις στόν ζωγράφο, στά άμερικάνικα, στό φαρμακείο, στή Λαϊκή Αγορά, στά κα-
Κ ΜΕΡΟΣ ΠΡΟΤΟ: δ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ ? *
63
φενεΐα, δέν έπαψα νά περνάω, εστω καί μέ μισή καρδιά, άπό τό σπίτι του γιατρού. Μέ άλλα λόγια, είχε φτάσει αισίως ή ώρα του ψυχιάτρου καί τών ψυχοφαρμάκων.
Δ' Συνεδρία Ο
ΨΥΧΙΑΤΡΟΣ ΕΙΧΕ ΤΗΝ ΕΔΡΑ ΤΟΓ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗ
Ρηγίλλης. Έ χει σημασία ό τόπος; Γενικά ό χι: θά μπορούσε νά είναι στους Αμπελοκή πους, στό Παγκράτι ή στά Πατήσια. Άλλά στήν περίπτωσή μου ό τοπογραφικός έντοπισμός ήταν στοιχείο πρώτης τάξεως, καθώς ξυπνούσε μέσα μου έναν ολόκληρο άστερισμό άπό άνήσυχες σκέψεις: Πόσο άπέχει τό ια τρείο του άπό τό σπίτι μου στά Έζάρχεια; Ποιό δρόμο πρέπει νά άκολουϋήσο) γιά νά φτάσω μέχρι έκει; Θά πάω πρωί ή βράδι; Θά βρω γνωστούς στό δρόμο; Θά περιμένω στόν προθάλαμο ή ϋά μέ δεχτεί άμέσως; Στά σοβαρά-στ’ άστεΐα, ειχε φτάσει κι αυ τή ή ώρα- έπρεπε νά πει τό λογάκι του καί κάποιος ψυχίατρος. Μολονότι ήμουνα πάντα περήφανος γιά τήν ψυχική μου άντοχή κι έ λεγα κατ’ ιδίαν: "Ο,τι κι άν μου συμβεϊ, απο κλείεται νά τρελαϋώ ή νά αύτοκτονήσω!, οί συνθήκες μέ οδηγούσαν σηκωτό σχεδόν στά χέρια τής ψυχιατρικής, γιά τήν όποία δέν έ τρεφα ιδιαίτερη εκτίμηση — κάθε φορά πού
64
& ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ Μ
άκουγα επισκέψεις σέ ψυχαναλυτές, ψυχία τρους, ψυχογιατρούς, άλλαζα κουβέντα. Ή ιδέα τής συμβουλευτικής επίσκεψης σέ κάποιον ειδικό άνήκε σέ εναν παλιό φίλο, γυ ναικολόγο τό επιτήδευμα, ό όποιος μεριμνοΰσε τά τελευταία χρόνια γιά τά άπομεινάρια μιάς πάλαι-ποτέ ένδοξης συντροφιάς. Πέρασε με σημέρι άπό τά Έξάρχεια μέ τό αυτοκίνητό του καί μέ παρέλαβε χωρίς δεύτερη κουβέντα. «Δέν είναι τίποτα· άπλώς, θά σου πεΤ κι αύτός μιά γνώμη...» Ό γιατρός ήταν νέος, λίγα χρόνια πιό κά τω άπό μένα, καί συμπαθής άπό τήν πρώτη ματιά. Ψηλός, μέ μικρό κεφάλι, χωρίς πόζα ή φτηνή σοβαρότητα, είχε στήν εμφάνισή του κάποια άπό τά γνωρίσματα τής εύκολης οι κειότητας πού πετυχαίνουν μερικοί καλοβαλ μένοι άνθρωποι. «Λοιπόν;...», μέ ρώτησε κοιτώντας μέ προ σήνεια, λές καί δέν μέ εβλεπε γιά πρώτη φο ρά. Ή άνάκριση άρχιζε. Μόνο πού, σέ παρό μοιες στιγμές, μού είναι άδύνατο νά διεκτρα γωδήσω τήν κατάστασή μου. Αύθορμήτως τό ρίχνω στήν πλάκα. Δέν τά καταφέρνω νά πα ραστήσω τόν άρρωστο καί κυρίως νά πάρω ύφος άνθρώπου πού επείγεται γιά βοήθεια. Είπαμε διάφορα άστεΐα, πού δέ φτούρησαν γιά πολύ. Τελικά άναγκάστηκα νά μιλήσω σοβαρά. «Ξέρεις, γιατρέ, άντιμετωπίζω κάποιες κα θημερινές δυσκολίες πού εμφανίστηκαν πρό σφατα...», είπα μειδιώντας.
**> ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Δ ΣΥΝΕΔΡΙΑ 'Λ
65
«Πού θά πει;» απάντησε ρωτώντας δ ανα κριτής συντονισμένος τέλεια στό κλίμα. Τού άράδιασα μέ άνεση δλα τά συμπτώ ματα τών τελευταίων μηνών. Περίμενα δτι θά τόν ξαφνιάσω; δτι θά τόν φέρω σέ δύσκολη θέση; Ή άλήθεια είναι πώς δέν ειχα ιδέα άπό άνάλογες καταστάσεις. "Ο λη μου ή πείρα ήταν άναγνωστική, άπό δια βάσματα γύρω στή φροϊδική ψυχανάλυση. Μ’ άλλα λόγια, ήμουν παρθένος κι άφελής, πράγ μα πού δ γιατρός έδειξε νά εκτιμά ιδιαίτερα. Χωρίς περιστροφές, οικονομώντας τό χρόνο, άρ χισε τά μαγικά: «Μού λές δτι σέ πιάνουν ζαλάδες καί τα χυκαρδίες σέ κάθε έξοδο άπό τό σπίτι. Δε κτό. Έσύ, τί λές γ ι’ αύτό τό πράγμα;» «Μέ έχει άνησυχήσει. Άλλά εδώ ήρθα νά άκούσω τή δική σου γνώμη». «Σωστά. Τί Θά έλεγες, λοιπόν, άν τώρα προκαλούσαμε αύτά τά συμπτώματα;» «Εννοείς μέ τεχνητό τρόπο;» «Α σ φ α λ ώ ς!» είπε δ γιατρός, με καθαρό βλέμμα. Μου πέρασε τότε άπό τό νοΰ δτι σέ κάποια παρακάμαρη έχει ένα πειραματόζωο πού τό χρησιμοποιεί σάν παράδειγμα. «Είμαι περίεργος νά τό δώ!», του είπα, καί κάθισα καλύτερα στή Θέση μου γιά ν’ απο λαύσω τό Θέαμα. «Δέν κατάλαβες», μέ πρόλαβε ό γιατρός, «μήν περιμένεις νά σού δείξω τίποτα διαφάνει ες. Πάνω σου Θά γίνει τό πείραμα».
66
¥> ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ Μ
«Σέ μένα;» «Ακριβώς. Σήκω, λοιπόν, όρθιος καί άνάνπνεε βαθιά χωρίς διακοπή». Έβγαλα πειθήνια τό σακάκι μου κι άρχι σα νά εφαρμόζω κατά γράμμα τίς υποδεί ξεις του. Γελοίο Θέαμα — νά παίρνεις βαθιές άνάσες, λές καί ετοιμάζεσαι νά βουτήξεις στό νερό άπό κάποια ψηλοκρεμαστή σανίδα. Ό Θεραπευτής είχε στραφεί πρός τό παράθυρο προσδοκώντας τήν επιτυχία του πειράματος καί, καθώς άνάσαινα μέ εκτάσεις τών χειρών, πρόλαβα, άν Θυμάμαι καλά, νά ρίξω μιά εξεταστική ματιά στή βιβλιοθήκη — τίποτα τό ιδιαίτερο, τά βιβλία ελάχιστα καί δλα στήν άγγλική. Συνέχισα τό ρούφα-φύσα δυό-τρία λεπτά καί, πάνω πού άρχιζα νά νιώθω δυ σφορία, καψίματα στή μύτη καί στό στήθος, ό γιατρός στράφηκε καί μέ κοίταξε σάμπως νά κρατούσε ρολόι καί ειδε δτι ό τακτός χρό νος ειχε διαρρεύσει. «Τί νιώθεις τώρα;» ειπε καί μέ κοίταξε προστατευτικά. «Κοτόπουλο». «Δηλαδή;» «Πράγματι, έχω ζαλάδα καί άλάφιασμα». Τό πείραμα είχε πετύχει. Άφου μου ειπε νά κάτσω, βάλθηκε νά μου εξηγεί μέ ενα χιλιοπροβαρισμένο ύφος δτι ή μεταβολή στό ρυθμό εισπνοής κι έκπνοής προκαλεΐ σταδιακή έντα ση πού καταλήγει στά γνωστά συμπτώματα. «Καί τό δνομα αύτής;» τόν διέκοψα μέ κάποια ειρωνεία.
& ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Δ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ Μ
6γ
«Ύπέρπνοια!» «Καί γιατί ό'λ’ αυτά μου προκαλουν τρόμο, ενώ παλαιότερα δέν ένιωθα τίποτα παρόμοιο;» Ό γιατρός γέλασε μέ τή λεπτή ικανοποί ηση του ανθρώπου πού βλέπει ένα παλιό, δο κιμασμένο τέχνασμα νά επαληθεύεται γιά μυ ριοστή φορά. Ήταν κατασταλαγμένος άνθρω πος, χωρίς τίποτα τό πεποιημένο, οπότε ή συ μπάθεια τού ασθενούς ήταν προεξοφλημένη. «Καί ποιός μοϋ λέει», έπέμεινα, «ότι τά συ μπτώματα προκαλούν τό φόβο καί δέ συμβαί νει τό εντελώς άντίθετο;» Ό γιατρός άφησε τό μάτι του νά σπιθίζει: «Γιά προχώρα...» «Θέλω νά πώ ότι μπλέκουμε ϊσως τό αίτιο μέ τό αίτιατό!» «Ακριβώς». Τότε έπεσα σέ βαθιά συλλογή. Ά ν ίσχυε αύτό, τότε πιθανώς τά πράγματα ήταν πολύ χειρότερα. Ά ν δέν ύπήρχε κάποια μυστηριώ δης οργανική αιτία πού μέ έφερνε σέ τέτοιο χάλι, άλλ’ αντίθετα αύτή γεννιόταν άπό έναν ψυχογενή παράγοντα πού άγνοούσα, τότε δέν ύπήρχε άλλη λύση· έπρεπε νά στραφούμε πρός τό παρελθόν. «Δηλαδή, θά καταφύγουμε στόν φροϊδισμό;» τού είπα χωρίς νά τό πολυσκεφτώ. «Ούτε λόγος γιά Φρόιντ», μέ έκοψε απότο μα ό γιατρός· «αύτή είναι ή χειρότερη μέθοδος». Ά ν καί μέ πείραξε πού μίλησε μέ Θράσος γιά τόν Φρόιντ, τόν όποιο είχα μελετήσει συ στηματικά κάποτε, παρηγορήθηκα μέ τήν κα
68
«
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ ?*>
τηγορηματική του απάντηση. Τουλάχιστον θά γλίτωνα άπό τίς άνασκαφές. «Μέ άλλα λόγια, γιατρέ, δέν σάς ενδιαφέ ρει τό παρελθόν μου;» «Όλοι έχουμε ενα παρελθόν», μου άπάντησε λακωνικά, εννοώντας πολύ περισσότερα. «Δέ σάς ενδιαφέρει τί έχω ζήσει;» τού εί πα μέ άληθινή απορία, σά νά τόν έπιανα νά παραβιάζει τή Θεραπευτική δεοντολογία σέ βάρος μου. «"Ολοι κάτι έχουμε ζήσει...» «Πάει νά πει, δηλαδή, ότι τά προβλήματα μέ τήν οικογένεια, μέ γνωστούς καί φίλους, μέ γυναίκες, σάς άφήνουν άδιάφορο; Τότε τί άκριβώς σάς ενδιαφέρει;» «"Ολοι έχουμε τέτοια προβλήματα», συνέ χισε άκλόνητος ό γιατρός μιλώντας μέ έκ φραση άνθρώπου πού άρχίζει νά τόν ενοχλεί τό έρωτηματολόγιο τοΰ άσθενοΰς. Ειχα άρχίσει νά μήν καταλαβαίνω. Ά ν ή ζωή μου δέν έπαιζε ρόλο, τότε πώς έφτασα ώς έδώ; «’Άν Θέλεις νά μιλήσεις γιά τό παρελθόν σου», συμπλήρωσε δ γιατρός, «νά πάς σ’ έ ναν ψυχαναλυτή νά σέ στρώσει στό ντιβάνι· έδώ Θά εφαρμόσουμε άλλη μέθοδο, πολύ πιό άποτελεσματική». «Είμαι όλος άφτιά», τοΰ άπάντησα, καί πράγματι έτσι ένιωθα. Δέ Θυμάμαι τί μεσολάβησε. Άλλά σέ μιά στιγμή ό γιατρός μου έκανε ενα άνεκτίμητο δώρο. Δίνοντας στή φωνή του εκείνον τόν έ-
/*ξ ΜΕΡΟΣ ΠΡΟΤΟ: Δ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ
(χ)
μπιστευτικό τόνο πού σχεδόν πάντα συνοδεύ εται άπό ενα φιλικό άγγιγμα του άλλου — χωρίς δμως νά μέ άγγίξει, μιά καί βρισκόταν πίσω άπό τό γραφείο— , μου είπε ξάστερα: «Μην άνησυχεΐς! Ή περίπτωσή σου είναι κοινή. Έχεις σύνδρομο άγοραφοβίας. Κλασική άποφευκτική συμπεριφορά...» Τί σήμαινε αύτό; Αίφνης ή χαώδης κατά σταση τών ύποψιών, του τρόμου καί τής πα νικόβλητης άνασφάλειας εμπαινε σέ νέο στά διο. Ό γκος στό κεφάλι; Καρδιολογικά προ βλήματα; Άγνωστη άσθένεια μέ διακριτά συ μπτώματα; Τρίχες! Ό γιατρός ήταν κατηγο ρηματικός: «Ή περίπτωσή σου είναι κοινή...» Πρώτη φορά ένιωθα τόση χαρά άκούγοντας νά μέ εξομοιώνουν μέ τούς άλλους. Ανήκα λοιπόν σέ μιά κατηγορία, σ’ ενα άναγνωρίσιμο είδος ασθενών. Δέν ήμουνα εξαί ρεση, μοναχικός τών μοναχικών, νά μέ πνί γουν τά σπλάχνα μου χωρίς κανείς νά μέ κα ταλαβαίνει. Ύπήρχε κλάμπ, σύλλογος, άδελφότητα ομοιοπαθών. Άρα δέν ήμουν καί γιά τά σκουπίδια· ή περίπτωσή μου έμοιαζε ιάσιμης... Ό γιατρός, άπό τήν έκφραση τού όποιου προσπαθούσα νά κλέψω κάποιαν αισιοδοξία, εξακολουθούσε παραταυτα νά κρατάει στά ση εμπειρογνώμονα Θεραπευτή πού δέ χαρί ζεται. Θά διέκρινε πάντως δτι στό πρόσωπό μου ειχε άνατείλει δειλά κάποια ελπίδα, για τί τόν είδα νά σκύβει τό κεφάλι καί νά γ ί νεται άκόμα πιό σκυθρωπός. Μήπως είχα βιαστεί καί πήρα τήν άρχή γιά τέλος;
ί*$ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ »
Μάλλον αύτό είχε συμβεΐ. Θαυματουργό χάπι δέν υπήρχε, κι άς περίμενα κάτι τέτοιο. Ό φόβος τοΰ άσυλου, τής εικόνας ενός χαπακωμένου εγκλείστου πού σέρνει τά πόδια του στούς διαδρόμους καί στό προαύλιο, πού κοιτάζει μέ άτονο βλέμμα, δέν είχε θέση στή διάγνωσή του. Συνεπώς; Τό πρώτο κύμα εύφορίας μετέπεσε σέ καχύποπτη άναμονή. Προσδοκούσα τή σωτήρια υπό δειξη, άλλ’ αύτή άργοΰσε χαρακτηριστικά. «'Τπάρχει κάτι σοβαρό πού δέν μου λές, γιατρέ;» τοΰ είπα γιά νά δώσω διαφορετικό τόνο στή συζήτηση. «Τί νά ύπάρχει; Ή κατάσταση είναι ξεκά θαρη, όλα εξαρτώνται άπό τή δική σου πρω τοβουλία». «Πιό λιανά...» «Τό πρόβλημά σου είναι πώς θά επανέλθεις στόν πρότερο βίο...» Φέξε μου καί γλίστρησα, είπα άπό μέσα μου, χωρίς νά χάσω όμως τήν εμπιστοσύνη στά λεγόμενά του. «Συμφωνώ, γιατρέ...» «Δέν αρκεί νά συμφωνείς, πρέπει νά προ σπαθήσεις...» Παίζαμε τήν κολοκυθιά, μόνο πού ό για τρός δέν εδειχνε νά άστειεύεται. Έγώ περίμενα άπό αύτόν τή λύση καί αύτός τήν περίμενε άπό μένα. Δοκίμασα λοιπόν νά γίνω πιό συγκεκριμένος: «Πώς νά προσπαθήσω, όταν κάθε έξοδος άπό τό σπίτι άργά ή γρήγορα ταυτίζεται μέ
Κ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Δ ΣΥΝΕΔΡΙΑ »
γι
τή λιποθυμία; Ή σκέψη δτι Θά μπω σέ ενα κατάστημα, δτι Θά κάτσω στήν ουρά, δτι Θά συναντήσω εναν γνωστό καί Θά μιλήσω μα ζί του, είναι ικανή νά μέ συντρίψει...» «Τί κάνεις λοιπόν εκείνη τή στιγμή;», ρώ τησε δ γιατρός, πού έβρισκε τή δεινότητά του μόλις έπιστρέφαμε στά ίδια τά πράγματα. «Ό ταν βρεθώ σέ δημόσιο χώρο εννοείτε;» «Ά ς πούμε...» «Φεύγω ταχέως...» «Πρός τά που ακριβώς;» «Φυσικά πρός τό σπίτι». «Έ κεΐ νιώθεις καλύτερα, ή τά συμπτώμα τα συνεχίζονται;» «Ασφαλώς καί νιώθω καλύτερα...» «"Οταν μπεις στό σπίτι ή άπό πρίν;» «Μόλις φύγω άπό τό επικίνδυνο σημείο ά μέσως παίρνω τά πάνω μου, άλαφραίνω, εί μαι άλλος άνθρωπος...» «Συνεπώς, άρκεΐ ή άλλαγή κατεύθυνσης γιά νά γίνεις άλλος άνθρωπος;» «Ναί, άρκεΐ...» « ’Άρα...» «Θέλεις νά πεις δτι προκαλώ άφ’ έαυτου μου τά συμπτώματα, δτι αύθυποβάλλομαι;» «Δέν υπάρχει άμφιβολία περί τούτου...» Ή άνάκριση είχε άρχίσει νά μού δίνει στά νεύρα, γιατί εκμεταλλευότανε τό προφανές καί μού τό έριχνε καταπρόσωπο σά βρόμικη πετσέτα. «Γιατρέ, μέ τήν αύθυποβολή πέρασα ολό κληρη ζωή. Δέ μού κάνει καμιά εντύπωση. Ή
Αξ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ »
μουνα πάντα φαντασιόπληκτος καί ένδοφατικός. Δέ μπορώ νά καταλάβω όμως γιατί τώρα μέ έχουν ζώσει τόσα θορυβώδη συμπτώ ματα...» «Ίσως άλλαξε ή αυθυποβολή», πέταξε τό λογάκι του ό γιατρός, πού κρατούσε μεθοδι κά μιά σοφή απόσταση. Καί πάλι δέν έβλεπα τήν άκρη. «Ά ς πούμε ότι βρίσκομαι στήν κρίσιμη κα τάσταση, γιατρέ· τί φρονείς ότι πρέπει νά κάνω εκείνη τή στιγμή πού νιώθω αβοήθη τος καί πελαγωμένος;» «Πρίν απ’ όλα πρέπει νά έχεις ύπόψη σου ότι οί στιγμές δέν είναι όλες ίδιες. Ή πρώτη επίθεση είναι ή ισχυρότερη. Άν καταφέρεις ν’ άντέξεις τό φλάντιγκ, τήν κατακλυσμική ε μπειρία, Θά έχεις κάνει ήδη τό πρώτο βήμα- άν μείνεις καί δέ νικηθείς, κέρδισες κιόλας τήν πρώτη μάχη...» Ξαφνικά ό γιατρός ειχε γίνει εκπληκτικά σαφής. Άλλωστε μου είχε μάθει καί τή λέ ξη πού μου έλειπε. Κατακλυσμική εμπειρία! Πράγματι, έτσι ήταν. Αύτή μέ έκανε νά υ ποφέρω. Τά πράγματα, άντί νά εμφανίζο νται, έμοιαζαν μέ κατακλυσμό... Τό πρώτο κύ μα μέ έπνιγε κι ήθελα νά τό βάλω στά πόδια. «Νά μείνω, γιατρέ, άλλά μέ τί σκέψεις; Ε κείνες τίς στιγμές τής ναυτίας καί τής Θο λούρας έχω άμεση άνάγκη κάποιες σωτήριες σκέψεις, έναν αύτοέλεγχο...» Πάλι ό γιατρός άλλαξε στάση καί ύφος. Καλό σημάδι, είπα μέσα μου.
«
ΜΕΡΟΣ ΠΡΏΤΟ: Δ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ η
γ3
«Θά ξέρεις βέβαια τήν περίφημη ρήση του Επίκτητου: ταράσσει τούς άνθρώπους ού τά πράγματα, άλλά τά περϊ τών πραγμάτων δόγματα...» Σάν παλιός αναγνώστης αύτοΰ του δούλου πού ειχε εξοριστεί στή Γυάρο, δέν εντυπωσιά στηκα. Αντίθετα, δυσαρεστήθηκα. Που μυα λό γιά φιλοσοφίες τέτοιες ώρες! «Γιατρέ, δέν μέ ενδιαφέρει νά ξέρω κάτι σπουδαίο, εχω άνάγκη μιά μέθοδο πού θ’ άνατρέπει τά συμπτώματα». «"Ολο τό ζήτημα, δπως βλέπεις, είναι δ φαύ λος κύκλος στόν δποΐο εμπλέκεσαι χωρίς νά εχεις διέξοδο». «Ναί», βιάστηκα νά πώ σά χαζός. «Μόλις εκτεθείς καί εμφανιστούν τά συ μπτώματα, ή πρώτη σου άντίδραση είναι ή φοβία, ή φοβία εντείνει τά συμπτώματα, αυ τά μέ τή σειρά τους προκαλοΰν μεγαλύτερη φοβία κ.ο.κ. Ή εμπειρία, δπως καταλαβαί νεις, δέν δίνεται ατόφια έξ ύπαρχής. Μάλλον είναι δικό σου δημιούργημα...» «Καί πώς Θά βγώ άπό τόν φαΟλο κύκλο;» Έκανα διαρκώς χαχόλικες ερωτήσεις, άλ λά δ γιατρός εδειχνε μεγάλη κατανόηση. «Έσύ, τί πιστεύεις;» «"Οπότε προσπαθώ νά έκλογικεύσω τήν κατάσταση, τό μόνο πού διαπιστώνω είναι ό τι μέ τό νού δέν κάνω τίποτα... Δέν καταλα βαίνω πώς μέ νοητική παρέμβαση Θά έξέλθω άπό τόν οϊπηιΐπδ νϊΐϊοκιΐδ». Πάνω στήν προ φορά τού λατινικού —τί τό ’θελα;— μέ έπιαΚ ω ς τ η ς Π α π α γ ιω ρ γ η ς ,
Σύνδρομο Ά γοραφ οβίας
4
74
& ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ η
σε σφοδρό τραύλισμα, άλλά ό γιατρός εκανε πώς δέν τό πρόσεξε. «Ασφαλώς καί θά κάνεις μιά άρχή...» «Δηλαδή θά δώ έστω καί τήν παραμικρή βελτίωση;» « ’Άν περιμένεις θεαματικά άποτελέσματα, τό βέβαιο είναι ότι θά απογοητευτείς... Άλλά ή άσθένεια έχει δικούς της χρόνους». «Πρόκειται γιά βαρ'ά ασθένεια δηλαδή;» Πάλι τήν είχα πει τή βλακεία μου, άλλά ό γιατρός δέ χαμπάριαζε εύκολα — φαίνεται πώς είχε άντιμετωπίσει πολύ χειρότερες περι πτώσεις. «Ά ν εξακολουθήσεις νά φοβάσαι, νά διο γκώνεις τά πράγματα καί νά κάθεσαι άβου λος, τά πράγματα Θά επιδεινώνονται. Άλλά άν αύτενεργήσεις,...» Πάλι σέ μένα έπεφτε τό βάρος. «Γιατρέ», του είπα, Θίγοντας ένα λεπτό ζή τημα, όπως άποδείχτηκε, «άν είσαι μαζί μου εκείνη τή στιγμή, ίσως τά καταφέρω πολύ καλύτερα...» Είχα Θίξει τή μισθωμ,ένη φιλία τοΰ για τρού, τή νοικιασμένη συμπαράσταση πού συ νήθως παρέχεται στούς άσθενείς. Δουλειές μέ φούντες. Ό γιατρός συγκατένευσε μέ κατανόηση καί, αιφνίδια, κλέβοντας άπό τή φράση μου τό κεντρικό νόημα, μέ άφησε άναυδο: «Δέν σοΰ κάνει εντύπωση δτι, τόση ώρα πού μιλάμε, δέν έχουν έμφανιστεΐ τά άπειλητικά συμπτώματα;»
ί*ξ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Δ ΣΥΝΕΔΡΙΑ &
Άλλο καί τούτο! Όντως, ειχε δίκιο. Φαί νεται πώς ή παρουσία ενός θεραπευτή πού γνώριζε τέλεια τήν κατάστασή μου, πού δέν ήξερε μόνο τήν ασθένεια, άλλά καί τούς τρό πους θεραπείας, μου ενέπνεε άπόλυτη εμπι στοσύνη. Δέν τό είχα άντιληφθεί, άλλά δλη αύτή τήν ώρα άντιδροΰσα φυσιολογικά, κάθε φοβία είχε περάσει σέ δεύτερη μοίρα. «Δηλαδή, είσαι ή ύγεία μου, γιατρέ;» «Έστω κι έτσι, βρίσκουμε μιάν άκρη...» Φαντάστηκα σκηνές εξόδου μαζί μέ τό για τρό· σέ μπάρ, ταβερνεία, καφενεία, γήπεδα, φι λικά σπίτια καί δημόσιες συγκεντρώσεις. Ή σκέψη, στήν κατάσταση πού βρισκόμουνα, δέ μου φάνηκε κακή. Άνά πάσα στιγμή Θά μπο ρούσα νά στραφώ πρός τήν πατρική του μορ φή, νά ζητήσω βοήθεια καί κυρίως κατανό ηση. Νά τες λοιπόν καί οι βοηθητικές ρόδες! Μέχρι εκείνη τή στιγμή δέν ήξερα δτι έτσι άκριβώς γίνεται ή θεραπεία. Ό άγοραφοβικός ξεπορτίζει καί ό γιατρός, δίκην σωματο φύλακα καί ψυχοφύλακα, τόν παρακολουθεί εκ του συστάδην ή έκ του μακρόθεν. Τόν αφή νει νά μπει σέ ενα λεωφορείο καί σπεύδει στήν επόμενη στάση νά δει πώς πάνε τά πράγμα τα. Κανονικό πείραμα: τόν εκθέτει καί κατό πιν μελετά τό άποτέλεσμα. Ό τι Θά πληρώνω κάθε φορά πού έμπαινα στό νοσοκομείο, τό καταλάβαινα καί τό είχα δεχτεί Άλλά τή μισθοδοσία ενός ψυχογιατροΰ, πού Θά μέ έπαιρνε στό κατόπι γιά νά μελετά που Θά σκουντουφλήσω καί που Θά τά βρώ
76
*
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ Μ
σκούρα, τή θεωρούσα λιγάκι παράταιρη. Ά λ λωστε, τί &ά έλεγα στίς συντροφιές; «Κοιτάχτε κεΐ, στό άλλο τραπέζι, ή στή γωνιά τοϋ δρόμου, αυτός ό κύριος μέ τήν καπαρντίνα εί ναι ό γιατρός μου καί στή δύσκολη στιγμή ϋά μπει νά μέ μαζέψει»; Τότε νομίζω δτι τοΰ έδωσα άλλη μιά άφορμή γιά νά μέ άφήσει σύξυλο. «Κ ι άν, παρά τήν παρουσία σου, λιποθυμή σω, γιατρέ, σέ εναν δημόσιο χώρο;» Ό γιατρός πήρε ύφος μεγάλου σκακιστή πού κάνει μάτ μέ μιά μνημειώδη κίνηση καί μοΰ άποκρίθηκε, μιλώντας γιά πρώτη φορά στή γλώσσα πού είχε σπουδάσει: « 8 ο \ν1ια ΐ?»
Αύτό ήταν. «Καί τί εγινε;» Μπορούσα νά καταρρεύσω σέ κοινή θέα πρό πάντων τών όμμάτων — «καί τί εγινε;» Ή αποστροφή δέν άνήκε σέ άσθενή βέβαια, άλλά σέ εναν ψυχρό θεατή. Ήταν άνάλγητη, άλλά μεστή νοήματος. «Μά όλο τό ζήτημα, γιατρέ, είναι πώς θά φτάσω στό σημείο νά πώ τό “ Τί εγινε;” !» «Δέ διαφωνώ, αύτό είναι τό ζήτημα!» Παρά τήν κατάπληξη, δέν είχα άντιληφΟεΐ ότι ήδη μιλούσαμε γιά τήν ίδια τή θεραπεία. Πίστευα άφελώς ότι δλα αυτά άναφέρονταν παρέργως καί λιγάκι φιλολογικώς. Δέν μπο ρεΐ, ή θεραπεία θά είχε άλλα, πιό ισχυρά μυ στικά. Περίμενα λοιπόν καί δέ μιλούσα. «Λοιπόν;» συνέχισε ό γιατρός, «θά άποτολμήσεις τήν κατακλυσμική εμπειρία;»
«
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Δ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ 'Ά
Τόν κοίταξα χωρίς νά καταλαβαίνω. «Μά αύτό δέν κάνω καθημερινά;» «Ό χ ι άκριβώς. Έσύ εκτίθεσαι καί κάθε φορά γυρίζεις σπίτι σου νικημένος καί απο θαρρυμένος. Ένώ ή σκόπιμη έκθεση έχει άλ λο σκοπό. Πρέπει νά τά βάλεις μέ τή φοβία κάνοντας μέ πλήρη συνείδηση ό,τι φοβάσαι». «Μά ξέρω πολύ καλά τό άποτέλεσμα». «Δέν ξέρεις τίποτα. Τό μυστικό δέν είναι ή φοβία, άλλά ή σκέψη δτι φοβάσαι μήπως φοβηθείς...» Ή υποψία δτι δ γιατρός ήξερε κι άλλα πράγματα πού τά ειχα άνάγκη, άλλά μοΰ τά πούλαγε μέ τό σταγονόμετρο, άρχισε νά μοΰ χαλάει τό κέφι. Άλλά τί νά έκανα; Αυτός δέν έφταιγε σέ τίποτα. Έγώ πήγα καί τόν βρήκα. «Μέ άλλα λόγια, μέ ρίχνεις στήν άγορά κι δ,τι ήθελε προκύψει...» «Σέ ρίχνω πίσω στή ζωή...» Τότε μοΰ ξεφούρνισε τό περίφημο παράδειγ μα τοΰ Παράκελσου ό οποίος Θεράπευσε εναν ύδροφοβικό άπό τήν άσθένειά του μέ μιά άπλή σπρωξιά. Μόλις δ άσθενής βρέθηκε στό νερό, τοΰ πέρασαν δλα. Τό ζήτημα βέβαια είναι ν’ άντέξει κανείς τό σόκ, γιατί άν μείνει έπιτόπου... Καχύποπτος πάντα, χωρίς νά παίρνω κα τά γράμμα τή μέθοδό του, Θέλησα νά δώσω άλλο τόνο στή συζήτηση. «Μήπως, γιατρέ, τό μηχάνημα», κι έδειξα τό σώμα μου, «έχει κάποιαν άνήκεστο βλάβη;» Ό γιατρός άντιπαρήλθε τήν ερώτηση καί βάλθηκε νά μοΰ μιλάει διεξοδικά γιά τήν πε
78
Μ; ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ ?*
ριοχή του εγκεφάλου πού άποκαλεται «ύπομέλας τόπος», γιά τούς μεταβιβαστικούς μη χανισμούς, γιά τό αυτόνομο νευρικό σύστη μα, γιά τήν ύπέρπνοια κ.τ.τ. Έφόσον τόσοι άνθρωποι είχαν θεραπευτεί μέ τή μέθοδο τοϋ Παράκελσου, γιατί νά μιλάμε γιά βιοχημικές βλάβες; Πράγματι, δέν ύπήρχε τίποτα μέσα στό ια τρείο του πού νά θυμίζει βιολογικό εργαστή ριο ή χειρουργείο. 'Η ώρα μου ειχε τελειώσει καί στόν θάλα μο άναμονής περίμεναν κι άλλοι ομοιοπαθείς. Άφοϋ πλήρωσα, πρόλαβα νά τοϋ άποσπάσω μερικά τεχνικά μυστικά πού Θά μπορούσα νά εφαρμόζω ύπό μορφή πρώτων βοηθειών. Τί είχα άποκομίσει; σκεπτόμουνα, καθώς μέ ξεπροβόδιζε άνάμεσα σέ κάτι άπίθανες φά τσες πού περίμεναν τή σειρά τους. Έγώ πή γα γιά έμπρακτη βοήϋεια, κι αυτός τό μόνο πού μου πρόσφερε ήταν ή έκϋεση μέ συνο δεία γιατρού. Τό μεγάλο μου πρόβλημα, ό φό βος τής λιποθυμίας, είχε άντιμετωπιστεΐ σάν τέστ, παρά σάν δράμα πρός ΐαση. 5 " ιιΊκιΙ.' Ή φράση κουδούνιζε άκόμα μέσα στό κεφάλι μου όταν ήρθε νά μέ παραλάβει μέ τό αύτοκίνητο του ο άδελφός του γιατρού πού μέ είχε πάει στό ιατρείο. "Ηταν ένας χαρτοπαί χτης πού είχαμε κάνει χρόνια καλή παρέα. «Σέ εσιαξε ό μηχανολόγος;» μού είπε ειρω νικά, γιατί, λόγω παρελθόντος, δέν πίστευε τί ποτα απ' όλα αύτά καί τά Θεωρούσε καμοόματα.
.1* ί V»
’ : I ί ί ’Γ Ο
I1
V , ,- 'ΐ ',ϋ ί] \ 'Μ
79
Ε' Ζννεδρία / . , .4.τι'ΐ·)Λ ΜΕ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΛΑΣΣΟΝΟΣ Π Ρ Ο
σν<θεί ας χάνεις τό εύκολο, τό πρόχειρο, κι α φήνεις τή μ,είζονα προσπάθεια γ ι’ άργότερα. Άπό τίς τεχνικές συμβουλές πού είχα άποσπάσει τελικά άπό τόν θεραπευτή, ξεδιάλεξα τίς πιό πρακτικές, μέ τήν ελπίδα ότι —που ξέρεις καμιά φορά!— μπορεΐ νά έβλεπα έστω καί τήν ελάχιστη άλλαγή. Φρούδες ελπίδες βέβαια — οί όποιες όμως κράτησαν μερικές βδομάδες. Οί τεχνικές τίκ-τόκ (πού μοΰ άρεσαν σάν ονομασία γιατί μέ τά μονολεκτικά τους «υ πόσχονταν») ήταν οί πρώτες πού μοΰ κίνη σαν τήν περιέργεια. Τί ειχα νά χάσω; Δέν ή ταν φάρμακο, ήταν άπλές συμβουλές άπό τόν πάσχοντα πρός τόν πάσχοντα. Ουσιαστικά πρόκειται γιά τίς αυτόματες σκέψεις πού κάνει ό άνθρωπος μιλώντας ένδοφατικά στόν έαυτό του. Δέ ϋά καταφέρω ποτέ νά κόψω τό χορτά ρι. Έχει μεγαλώσει πολύ, σκέφτεται ό πτοημένος άσθενής. Καί παρευδ-ύς —ή υγιής βού ληση— άποκρίνεται μέ τό ίδιο στόμα: Ή άρχή είναι τό ήμιαν τοΰ παντός. Κανείς δέν μέ υποχρεώνει νά τελειώσω σήμερα όλη τή δουλειά. Χορτάρι φυσικά δέν είχα νά κόψω· άλλα μ’ έκαιγαν. Μόλις λοιπόν βρισκόμουνα σέ δη μόσιο χώρο καί όλα γύρω άρχιζαν νά άναδί-
8ο
& ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ »
νουν ανεπαίσθητους τριγμούς, τά τίκ-τόκ έ παιρναν τό λόγο. Σέ ένα δεκάλεπτο πρέπει νά τήν κάνω, σκε φτόμουνα· διαφορετικά, άν μάλιστα τύχει νά μέ πλησιάσει κανένας γνωστός, θά γίνω σούπα. ’Άς προσπαθήσω αύτή τή φορά, ανταπα ντούσα άπό τήν ύποθετική εστία της υγείας, Ισως ήρθε ή στιγμή νά δείξω μεγαλύτερη άντοχή στήν έκθεση. Τό αποτέλεσμα ήταν τζίφος, μηδαμινό, άλ λά τά τίκ-τόκ δέν τά έγκατέλειπα. Μου είχαν γίνει έμμονη ιδέα, τόσο πού νόμιζα δτι οί σκέ ψεις μου περνούσαν σάν ύπότιτλοι μέσα άπό τά μάτια μου καί τίς διάβαζαν οί άλλοι. Ειδικά μέσα στά λεωφορεία, δπου τό πρώ το δεκάλεπτο βρισκόμουνα σέ κατάσταση συ ναγερμοί;, τά τίκ-τόκ έπεφταν δπως οί μονά δες στά φλιπεράκια. Κυριολεκτικά μονολογού σα ένδοφατικά, σάν τίς γριές, καί ξόρκιζα κά θε άνοδο επιβάτη, κάθε κλονισμό τού οχήμα τος καί κάθε σύμπλεγμα επιβατών. Νηφάλια καί εν ψυχρώ, μπορεΐ αυτά τά πειράματα νά είχαν κάποιο νοήμα, εν Θερμώ δμως δέν παρουσίαζαν καμιά άποτελεσματικότητα. Ά παξ καί ή φοβία σωματοποιούσε τά σκιρτήματά της, κι αύτό γινόταν συστη ματικά καί άναπόδραστα, τά εύχέλαια πού έ κανα ήταν σάν παιδικές προσευχές. Μιά άλλη συμβουλή τού γιατρού γιά τόν έλεγχο της ύπέρπνοιας — θά μιλήσω γ ι’ αύτήν παρακάτω— ήτανε ν’ άναπνέω μέ τό διάφραγμα καί δχι μέ τούς θωρακικούς μύες
Αξ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Ε' ΣΥΝΕΔΡΙΑ ?*>
8ι
πού καθιστούν τήν ανάσα πιό τραχιά καί πιό ευεπίφορη στά συμπτώματα της ταχυκαρδί ας καί της ζάλης. Αύτή τήν τεχνική δέν τήν πολυκαταλάβαινα. Δοκίμαζα όμως μιάν άλλη κίνηση πού τή συμπλήρωνε: ό ασθενής τοπο θετεί τό αριστερό του χέρι στήν προκάρδια χώ ρα καί τό δεξί του πάνω στήν κοιλιακή· τή στιγ μή του κλονισμού, ό άσθενής οφείλει νά κινεί έ ντονα τό δεξί του χέρι, ένώ τό άριστερό του πρέ πει νά διαγράφει ανεπαίσθητους κύκλους. Τό τί νιώθει κανείς όταν, μέσα σέ λεωφο ρεία, σέ δρόμους καί πλατείες, μονολογεί καί κάνει διακριτικές κινήσεις πάνω στό σώμα του, δέ χρειάζεται νά τό πώ... ’Άν έβγαινε του λάχιστον κατι! Μιά άπό τίς αυταπάτες μου, πού άντεξε πολύ καιρό, ηταν ότι Θεωρούσα τήν όλη κα τάσταση παροδική νίλα πού κάποια ώραία πρωία Θ’ άφανιζόταν καί θά μου έπέτρεπε νά ζήσω φυσιολογικά. Τίποτα δέν δικαιολογού σε αύτή τήν παιδική προσδοκία. Κι όμως, κά θε φορά πού ξύπναγα —ή εγερση άπό τό κρε βάτι ήταν ή πιό καλή μου ώρα— δέν παρέλειπα νά σκεφτώ: ’Ίσως σήμερα νά μέ ζέχασε, ϊσως νά τά μάζεψε καί νά πήγε άλ λου. Άρκοΰσε όμως νά ξεπορτίσω, νά άγοράσω γάλα, κρουασάν γιά τό παιδί, κάποια άθλητική εφημερίδα, γιά νά διαπιστώσω μέ α πογοήτευση τά ΐδια. Έδώ είναι, μέ έχει δα γκωμένο στό σβέρκο... Μές στίς σαστισμένες διαγνώσεις μου, δια πίστωνα μέ βαριά καρδιά ότι καθημερινά τά
82
Κ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ ?*>
συμπτώματα άποχτούσαν άποχρώσεις πού δέ διέθεταν στήν πρώτη τους εμφάνιση. Οί με ταπτώσεις του φωτός, γιά παράδειγμα, μέ έκαναν άνω-κάτω. Μιά κάμαρη πού βουλιά ζει ξαφνικά ή καί άνεπαισθήτως στό σκοτά δι ξεπερνοΰσε τήν αντοχή μου. Ή κλοπή του φωτός — έτσι τό καταλάβαινα— μου τρα βούσε ύπουλα τήν καρέκλα. Προκαλουσε γε νική άποσταθεροποίηση καί άνοιγε μέσα μου ενα κενό πού έχασκε. "Οταν τό φώς έπεφτε, έπεφτα κι έγώ μαζί του. Άλλά αύτή ή άστάθεια σέ λίγο περιέλαβε ένα πλήθος πράγματα πού δέ μετείχαν στό νοσηρό μου κύκλο. Τά μαλλιά τών γυναικών πρίν άπ’ όλα. Κάθε φορά πού μέσα στά λεωφορεία άντίκριζα ένα νεαρό κορίτσι μέ έντονα χαρακτη ριστικά, γερή κορμοστασιά, καί κυρίως δυνα τά μαλλιά έπαιρνα δύναμη. Ή ύγεία δέν μέ άπειλούσε. Άλλά μπροστά σέ μιά ηλικιωμέ νη γυναίκα, μέ φτενή έπιδερμίδα, ζάρες καί ξέβαφα μαλλιά, άμέσως μου έρχονταν οί πιό πένθιμες σκέψεις. ΙΊαρότι ή άνακομιδή τών λειψάνων τής μάνας μου είχε γίνει, άναλογιζόμουνα τά μαλλιά της μέσα στήν κάσα, πώς νά έχουν ξεβάψει, πώς νά στέκουν λευ κά καί πεντάρφανα. Ή σκέψη ήθελα νά εί ναι φευγαλέα, άλλά δέν ήταν. "Οσο κοίταζα τήν άγνωστη έπιβάτώα Ή ^ 'ψ η έ » "·* καί ήθελε νά μέ δια.ν. ο-ει. Τότε περίπου Κ' τόν αν ψεύτικου προσώπου, το,.. .το.· ιΐν*)·
«
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Ε' ΣΥΝΕΔΡΙΑ Μ
83
μιμείται τέλεια τό ζωντανό κεφάλι, άλλά εί ναι σκέτη, ξέπνοη κούκλα. Στηνόμουνα μπρο στά στά εμπορικά καταστήματα καί περιερ γαζόμουνα μαζοχιστικά τίς άνέκφραστες κού κλες στίς βιτρίνες μέ τά εντυπωσιακά φορέ ματα — άσάλευτες καί άκαμπτες. Ή άκαμψία, τό πλαστικό τους κορμί δέν άργουσε νά μου μεταδώσει μιά αίσθηση ψεύτικου κορμιού. Αύτά τά πλαστά σώματα, οί άψυχες φιγού ρες, δέν είχαν αίμα, δέν είχαν άνάσα, άλλά κι έγώ δέν άπεΐχα πολύ άπό αυτόν τόν άναιμο κόσμο πού δέν άνάσαινε. Ζήλευα όλοψύχως τόν κόσμο στούς δρό μους, πού προχωρούσαν μέ βήμα σταθερό, χα ριεντίζονταν, παπάριζε ό ενας τόν άλλον στόν ώμο καί είχαν άπόλυτο αίσθημα πραγματικό τητας. Ποιός σκέφτεται άν Θά κάτσει σέ ένα καφενείο; Ά ν Θά μπει σέ ένα κατάστημα μέ κόσμο πού πηγαινοέρχεται; Κι δμως έγώ αύ τό άκριβώς είχα χάσει: τό συνηθισμένο αί σθημα τής πραγματικότητας. Ή κάθε κατά σταση, εμφανιζόταν σαφής καί καθαρή, γιά ν’ άρχίσει άναπάντεχα νά ξεφτίζει ένδοθεν σάν χρόστυχο ύλικό. Ο ι λαχτάρες ήταν πολλές: άνά πάσα στιγ μή έστηνα ένα φαιδρό δράμα — άλλά πάνω στό πλοίο γιά τήν Άνδρο τό πατατράκ παραήταν ισχυρό. Είχα δώσει ραντεβού μπροστά στό μαιευ τήριο «Ή ρα», στή Μεσογείων, καί Θά περ νούσε ένας φίλος μέ τή γυναίκα του καί τή
84
«
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ Μ
γυναίκα μου γιά νά πάρουμε τό πλοίο άπό τή Ραφήνα. 'Ωράία, καλοκαιρινά προγράμμα τα! Πήρα λοιπόν τό σάκκο μου, ντύθηκα κα ταλλήλως καί, μισή ώρα πρίν — δπως κάνω σέ κάθε ραντεβού— , στήθηκα μπροστά στό μαιευτήριο άναμένοντας τούς εκδρομείς. Γιά βοήθημα, είχα άγοράσει ενα μπουκάλι παγωμένο νερό άπό τό περίπτερο καί κάθε τό σο έπινα καί δροσιζόμουνα στό πρόσωπο. Στήν άρχή ή κατασταση ήταν υποφερτή, ώσότου — γιά κακή μου τύχη— μέ πρόσεξε μιά έπισκέπτρια του μαιευτηρίου καί εκανε χαρές. «Νά σέ βρω έδώ!» «Ξέρεις, πάω γ ι’ άλλου...» «Διακοπές; Μά εσύ δέν κούναγες ποτέ! Φαί νεται πώς περνάς πολύ καλά...» Τί νά τής πώ; Ένιωθα νά χάνω τό αίμα άπό τό πρόσωπό μου καί, τό χειρότερο, έδειξε νά μήν τής διαφεύγει ή χλομάδα μου. «Έ χεις τίποτα;» ρώτησε άπότομα. «Έ γ ινες πανί...» «Υποφέρω άπό κάτι, άλλά τώρα δέν μπο ρώ νά σου εξηγήσω», τής είπα, καί μέ τό βλέμμα τήν ίκέτευσα νά άπομακρυνθεΐ. Ά ν δέν εφευγε, ούτε κι έγώ ξέρω τί Θά έκανα. Ευτυχώς είχε τήν εξυπνάδα νά μάς βοηθή σει καί τούς δύο. Άλλά προτού συνέλθω άπό τό συναπάντημα, στή στιγμή κατέφθασαν οί εκδρομείς σκασμένοι στά γέλια. Γιά νά τούς άντιμετωπίσω χρειαζόμουνα κουράγιο, πού δέν διέθετα. Έχυσα πάντως τό υπόλοιπο νερό στό κεφάλι
#5 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Ε' ΣΥΝΕΔΡΙΑ »
85
μου κι εμφανίστηκα στήν πόρτα σκυθρωπός. «Τί μούτρα ειν’ αυτά;» μέ ρωτούσε ό ο δηγός, πού ειχε δική του μέθοδο πάνω στό πρόβλημα. «Τίποτα, θά μού περάσει». Προτού φτάσουμε στή Ραφήνα, ήδη ή θά λασσα μέ είχε κυκλώσει. "Οταν λοιπόν βρέ θηκα μέ τά πολλά στό κατάστρωμα τοϋ πλοί ου, έγινε κάτι πού μέ κατατρόμαξε. Ποτέ δέν τά πήγαινα καλά μέ τόν ανοιχτό ορίζοντα καί τίς απέραντες επιφάνειες. Άλλά τώρα αντι μετώπιζα ενα σκληρό πρόβλημα. Τό Αιγαίο ολόγυρα δέν ήταν Θάλασσα- τά νερά του τά χαίρονταν οί μακάριοι ταξιδιώτες πού είχαν πιάσει τίς κουπαστές, άγνάντευαν, φωτογραφίζονταν, ρωτούσαν ποιά ήταν ή απέ ναντι ακτή. Γιά μένα ή γαλάζια επιφάνεια εί χε μετατραπεΐ ύπουλα σέ μιά πελώρια κολλώ δη μάζα πού δέν είχε κυματάκια, γλάρους, πι νελιές άφρών εδώ κι εκεί. Άπό τά βάθη του, αύτός ό πυκνός χυλός, φούσκωνε καί ξεσποΰσε σέ αθόρυβους παφλασμούς πού δέν Θά αρ γούσαν νά φτάσουν στό κατάστρωμα. Ή γυναίκα μου, πού παρακολουθούσε κά θε μου αντίδραση καί δέ μέ έχανε άπό τά μά τια της, κατάλαβε δτι κάτι έκτακτο συμβαί νει καί μέ ρώτησε μέ τρόπο άν χρειάζομαι τίποτε. Τί νά τής πώ; "Οτι μέ άπειλοϋσε τό πέλαγος; "Οτι δέν είχα καμιά αίσθηση θά λασσας, πλοίου, ταξιδιού, άλλά ότι μέ έπνι γαν τά γαλάζια κρέπια πού κρέμονταν πά νω καί σέρνονταν κάτω;
86
«
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ η
Γενικά, κάθε φορά πού χάλαγε ή παρά σταση του έξω κόσμου, ήμουνα φειδωλός στίς εξομολογήσεις καί στίς περιγραφές. Δέν μέ κράταγε μόνο τό μάταιο τής προσπάθειας, τά άποθαρρυντικά σχόλια πού διάβαζα στά μάτια του άκροατή. Τπήρχε κάτι πολύ χει ρότερο: άπαξ καί περιέγραφα κάτι άμεσο, στή στιγμή υψωνόταν εναντίον μου λές καί του έδινα τήν άδεια μέ τά λόγια μου. Πάνω στό πλοίο, καταμεσής τοΰ πελάγου, πώς τώρα Θά μιλοΰσα γιά τό σώμα μου πού, ειχε μεταβληθεΐ σέ κάτι σάν ζελέ καί κόλλαγε πάνω σ’ αύτό τό λουλακί βαμβάκι πού παρίστανε τή Θάλασσα; Στίς ψυχασθένειες, ή εξωτερική παράστα ση παίζει πρωταρχικό ρόλο. Κι όχι μόνο αύ τή. "Οταν καμιά φορά τύχαινε νά πώ σέ κα νένα φίλο ψυχογιατρό τά συμπτώματά μου, ένώ τά άκουγε άπαθής, τόν έβλεπα νά τινά ζεται μόλις τοΰ έλεγα ότι τή στιγμή τής λι ποψυχίας «ολα γύριζαν». «Είσαι βέβαιος;» ρώταγε. «Δηλαδή;» «Θέλω νά πώ, νιώθεις νά γυρίζουν όλα γύ ρω σου, ή άπλώς φοβάσαι ότι θά χάσεις τίς αισθήσεις σου;» «Τί διαφορά έχει;» «Μεγάλη διαφορά..., άλλά σκέψου εσύ καί πές μου!» Πράγματι, δέν ήταν σωστή ή έκφραση. Τά πράγματα ολόγυρα δέ γύριζαν. ’Άν καί είχα μιάν άπροσδιόριστη αίσθηση οτι πάσχω άπό
ί*ξ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Ε' ΣΥΝΕΔΡΙΑ ?*
8γ
στροβιλισμούς, δτι μικρά τρυχανάκια μέ με ρεμέτιζαν εσωτερικά, ή εικόνα του εξωτερικού κόσμου δέν έχασχε αχό χεριδίνηση. ’Άντεχε καί χαρέμενε στακάτη. Άχλώς, μιά διαλείχουσα δεύτερη δράση, ενα ατροφικό Έγώ πού δέν μου άνήκε, εκανε μετεωρικά τήν εμφάνι σή του, μέ τρόμαζε καί χαρευθύς εδυε μέσα μου χωρίς νά αφήνει εμφανή ϊχνη. Μέσα στό χέλαγος, ειχα πάθει ενα ώκεάνειο σόκ πού ήταν τό ακριβώς αντίθετο τής κλειστοφοβί ας. Όχως μέ έχνιγαν οί μικροί, άδιέξοδοι χώ ροι, ή άχεραντοσύνη του χελάγους μέ είχε ρί ξει σέ μιά νοσηρή ναυτία έχειδή δέν άντεχα αύτό τό χαώδες συναίσθημα. Προσχάθησα, δχως χάντα, νά έκλογικεύσω τήν ταραχή μου κοιτώντας κάτω, ανάμε σα στα πόδια μου, μιλώντας ύχοτυχωδώς μέ τή συντροφιά πού είχε αρματωθεί δλα τά συμχράγκαλα — γυαλιά ήλίου, νερά, καφέδες, φωτογραφικές μηχανές—, άλλά τό Θέατρο δέν εβρισκε μεγάλη χέραση. Δέν ειχα άλλωστε διαφυγή. Που νά πή γαινα; Στήν καμπίνα μου πού δέν ύπήρχε; Νά χερπατήσω χάνω στό πέλαγος; Μόνο με τά άχό καμιά ώρα άρχισα νά νιώθω χιό στα θερά τά σχλάχνα μου, χιό υγιή τήν δράσή μου καί 'χανός νά σκεφτώ: Δέ συμβαίνει τί ποτα, πααε στήν Άνδρο διακοπές! Αύτή ή βραδ?ι.;: προσαρμογή, μέ εκανε νά χιστεύω δτι μ;ϋΐ>' ΐΑου είχε διασωθεί τό χολύτιμο αίτων πραγμάν^'. απλώς έχρεπε νά Λ,νί<νχλ-·ψω ’ /ν·ε'ι
88
#5 ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ »
Α φοϊ λοιπόν τό αλκοόλ είναι ιδεώδες αγχο λυτικό — θεραπευτής έφα— , δέν άντεξα στόν πειρασμό καί μιά γιορτή πήγα στό σπίτι του γιατρού, στό Χαλάνδρι, γιά νά μεθύσω. Ξεκινήσαμε μέ τσικουδιές· χρόνια παρθέ νος άπό οινόπνευμα, άνα$υμόμουνα άγαλλιαστικά τή σταδιακή επιρροή του. Στήν άρχή μέ βύθισε, πήγα πολύ χαμηλά, πίστευα ότι ζαλίστηκα καί κοιτούσα τήν ομήγυρη νά δώ άν τό παρατήρησαν. Μετά ηρ$ε τό κρασί καί ξέχασα σιγά-σιγά φοβίες, λιποθυμίες, διαφυ γές καί δλα τά σχετικά. Ήμουν ενας άπό τή συντροφιά- άνήκα όλοψύχως στό πνεύμα της χωρίς δεύτερη σκέψη καί ύποπτες κιν δυνολογίες. Δέ μπορώ νά θυμηθώ μέ άκρίβεια τί εγινε στό μάκρος κείνης τής μέρας, τό βέβαιο είναι δτι άπό ενα σημείο καί ύστερα ήμουνα δπως παλιά. Δέ μέ ενοχλούσε ή παρουσία τών άλ λων, δέν έκανα δεύτερες σκέψεις καί, κυρί ως, ούτε στιγμή δέν έκανα χρονικούς υπο λογισμούς. Ώς διά μαγείας, ή μέ$η μέ είχε επαναφέ ρει στήν πρότερη υγεία. Αύτό πού προπάντων άπήλαυσα ήταν μιά φιλία μέ τή ροή τού χρό νου, πού μου ειχε λείψει άπολύτως επί μήνες· άντεχα τό γέλιο, τίς αύξομειώσεις τής έντα σης, τά τραγούδια καί όλο τό ραβαΐσι πού δσο πήγαινε άνέβαινε,γιά νά κορυφωΟεΐ κατά τό σούρουπο. Τί ειχε άπογίνει ή θλιβερή μου κα τάσταση; Μήπως ειχα θεραπευτεί μιά κι έ ξω μέ τό οινόπνευμα;
«
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Ε' ΣΥΝΕΔΡΙΑ Μ
89
"Οταν κατά τά μεσάνυχτα μέ μετέφεραν σπίτι κάποιοι άπό τήν ομήγυρη, σέ πλήρη σού ρα, συνέπεσε νά καταφθάσει καί ή γυναίκα μου άπό τήν Κωνσταντινούπολη, δπου είχε μεταβεΐ μέ τούς γονείς του Χρήστου Βακαλόπουλου. «Γύρισες άπό τήν Τουρκιά καί μέ βρήκες Χότζα!» τής ειπα, γιά ν’ άποσείσω λιγάκι τήν ένοχή τοΰ μεθυσμένου. Άλλά τό ζήτημα γιά μένα ήταν ή συνέ χεια· νά μεθάω γιά νά ξαναβρώ τήν κοινωνικότητά μου δέν ήταν λύση. Τό οινόπνευμα μοΰ τό είχαν άπαγορεύσει αύστηρά. Είχα ώστόσο τήν κρυφή ελπίδα δτι τήν επομένη θά ξυπνοΰσα άλλος άνθρωπος. Πράγματι, ξύπνη σα, ντύθηκα καί ξεπόρτισα γιά νά διαπιστώ σω άν είχε συντελεστεϊ μέσα μου κάτι δια φορετικό. Φροΰδες ελπίδες. Μόλις βρέθηκα στήν πλα τεία Χαλανδρίου ή ίδια καί χειρότερη ναυτία έκανε τήν εμφάνισή της. Μάλιστα ή φοβία ήταν μεγαλύτερη, γιατί είχα τήν ένοχή δτι, άντί νά βοηθήσω τό σθένος μου, τελικά τό εί χα υπονομεύσει. "Επαιζα μέσα στή Θλίψη μου έν ού τταικτοΐς, κι έχανα μονίμως χωρίς νά κερδίζω σέ τίποτα. Τότε, νομίζω, μοΰ πρότεινε δ άδελφός μου τά λεξοτανίλ. «Πάρε ενα χάπι, δέν κάνει κα κό...» Όντως δέν έκανε. Τά τρικυκλικά φάρ μακα Θεωρούνται μεγάλη άνακάλυψη καί τά έβαλα δίχως δεύτερη σκέψη στή ζωή μου. Πρώτη φορά έπαιρνα παρόμοιο χάπι καί δέν
„^
)
I
Λ I
ΓΟ Ρ.
ήξερα τί νά περιμένω. Νύστα; Κ /λ .. ^ . . · ; ν; Ατονία; Αύτό πού ένιωσα ήταν τό χ ό άθωο πράγμα του κόσμου, Μετά άπό κάποΌ διά στημα, ή άναπνοή μου βελτιώθηκε ανεπαί σθητα, μιά αιθρία γλύκανε τό στήθος μου κι ένιωσα νά βγαίνω γιά λίγο άπό τά σκατά. Οί ενοχλητικές σκέψεις είχαν άποσυρθεΐ δια κριτικά, μιά αινιγματική άνακωχή βασίλευε στήν χροκάρδιο χώρα. ~Ηταν άραγε τό μυ στικό φάρμακο πού περίμενα; Έν Θερμώ μέ άχογοήτευσε κι αύτό. "Οταν έχρεχε νά κάνω κάχοια συνάντηση ή «έχικίνδυνη» έξοδο, φρόντιζα νά πάρω ένα χάπι γιά νά δώσει μιά χείρα βοήθειας. Τήν έδινε; Φευ! Ένώ γιά μερικά λεπτά εΐχα τήν αυταπάτη δτι τό χάπι κρατάει, τελικά υπο χωρούσε κι αύτό καί μέ έριχνε σέ χειρότερη κατάσταση γιατί ένιωθα άμέσως προδομένος άπό τόν μεγάλο μου σύμμαχο. Παραταυτα, γιά ένα οχτάμηνο περίπου τά χάπια δέν έλειψαν άπό τήν τσέπη μου. Ή σκέψη καί μόνο δτι κουβαλάω μαζί μου μιά έπικουρική ουσία έδινε άλλο χαρακτήρα στίς έξόδους μου. Μαζί μέ τά τίκ-τόκ, τίς γελοίες έντριβές καί τή σιωπηρή κατήχηση πού έχα να στά σπλάχνα μου, τά χάπια άποτελοΰσαν τήν άμυντική μου όμχρέλα. Φυσικά, δέν άργησα νά άντιληφθώ δτι περισσότερο μέ βο ηθούσε ή σκέψη δτι τά κουβαλάω χάνω μου, χαρά ή ίδια ή άρο^γή τους. Δέν είναι καί λίγο, δμως, στήν κρίσιμη στιγμή νά βγάζεις άπό τήν τσέπη τό μαγικό
*-■ > ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ; Κ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ η
<)ΐ
δισκίο καί νά τό στέλνεις μέσα, στίς μαχόμενες περιοχές. Πάντα, μετά τήν κατάποση έ νιωθα πολύ καλύτερα, κι ας ήξερα δτι ή επενέργεια δέν είναι στιγμιαία. Ή δική μου αί σθηση ήταν ακαριαία καί δέν ύπήρχε τρόπος νά τήν άλλάξω. Θυμάμαι πόση θλίψη ένιωσα δταν κάποιος ψυχίατρος άπό τό φιλικό περιβάλλον, άπαντώντας στήν άνησυχία μου μήπως τελικά εθι στώ στά ψυχοφάρμακα, μού είπε γελώντας: «Γιατί; πόσα χρόνια σου μένουνε;» Μέ είχαν ξεγράψει; Έπαιζα τίς καθυστερήσεις; Μέ τά ίδια πράγματα πού παλαιότερα γελούσα, τώ ρα γινόμουνα χάλια. Μέ ποιό δικαίωμα κάνουν πράξεις πίσω άπό τήν πλάτη μου καί βγάζουν συμπεράσματα γιά τό μέλλον μου; Κάθε έ'ξωθεν άρνητική μαρτυρία ερχόταν νά ένισχύσει τήν ήδη εδραιωμένη πεποίθηση δτι είχα καταλήξει χάρβαλο, συντρίμμι, εσωτε ρικό ναυάγιο. Ειχα χάσει πιά καί τήν εμπιστο σύνη στήν αύτοπαρατήρηση, στήν όποία έδινα πάντα μεγάλη σημασία. Ήξερα πολλούς πα λιάτσους, πολλούς φλώρους πού τά είχαν κά νει θάλασσα στή ζωή τους καί κυκλοφορούσαν μασκαρεμένοι· έγώ τί σχέση είχα μέ δαύτους; Τό άσχημο ήταν δ'τι μου έλειπε πιά τό σθένος νά θυμώσω, νά βάλω πείσμα, δπως παλιά. Μές στόν χλιαρό κόσμο τής ναυτίας καί τής διαλείπουσας σκοτοδίνης, κάθε ξένη ρήτρα κα ταγραφόταν καί δέν έβρισκε άπάντηση. Τό μόνο ενδιαφέρον στοιχείο σέ δλη αύτή τήν ολιγωρία ήταν ή σχέση μου μέ τήν άνα-
92
Κ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ &
πνοή. "Οσοι έχουν μελετήσει τόν "Ομηρο στό πρωτότυπο ξέρουν τί μεγάλη σημασία έχουν οί ττραττίδες, ήγουν τό διάφραγμα, στή ζωή του ανθρώπου. Έκεΐ είναι τό θυμικό κέντρο, ε κεί σχηματίζεται τό φρόνημα καί οί αντιδρά σεις του θνητού. Έκεΐ ακριβώς ύπέφερα. 35
ΤΟΓ ΣΓΝΔΡΟΜΟΤ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ¥
ζ ' Συνεδρία
Ο
ΦΟΒΟΣ ΤΗΣ ΛΙΠΟΘΓΜΙΑΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΚΑΤΙ ΤΟ
πρωτόγνωρο γιά μένα. Ή σκέψη της ε πικείμενης κατάρρευσης καί ολο τό πένθιμο κλίμα της σβησμένης προσωπικότητας πού βυ θίζεται στόν εαυτό της μέ κατέτρυχε άπό τά παιδικά μου χρόνια. Ήμουνα παιδί φιλάσθε νο; Άπέφευγα τά ζοριλίκια; Τίς υπερβολές; Έ στω τίς μεγάλες συγκινήσεις; Ούτε κατά δι άνοια. Ό που άποκοτιά καί τύφλα ήμουνα ε θελοντής. Άντεχα πολλά, άκόμα καί τόν άνομολόγητο φόβο δτι δέν θά άντέξω. Κοντά σέ δλα αύτά, ή λιποθυμία εκανε κάποτε-κάποτε τή μεγαλοπρεπή εμφάνισή της, καταρ γώντας χρονικές άποστάσεις καί ψυχικές άμυνες. στό μαιευτήριο «Ή ρα», μιά επο χή, είχαμε νοικιάσει μέ κάποιον φίλο ενα μι κρό σπίτι πού τό ειχε ξεχάσει ή άνοικοδόμηση καί βρισκόταν μέσα σέ ενα παρατημένο χωράφι, πνιγμένο στά άγριόχορτα. Δέ μένα με εκεί Τό είχαμε μόνο γιά γαμηστρώνα. Εί χα πάει λοιπόν ενα δ'μορφο καλοκαιρινό βρά δι μέ μιά φίλη μου γιά νά περάσουμε τό σαβ βατοκύριακο καί ξοδεύαμε άμέριμνα τίς ώρες πίνοντας καφέδες. Α
π ένα ντι
95
<
Κ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ Μ
Σέ μιά στιγμή, βγήκα μισόγυμνος γιά νά κάνω τήν ανάγκη μου στήν άπλα, κι έπέστρεφα άφηρημένος, δταν μου συνέβη τό αναπά ντεχο. Έξω άπό τήν πόρτα υπήρχε μιά τσιμεντωμένη επιφάνεια καί στίς γωνίες δύο κολονάκια — μου έφταναν περίπου ώς τό γόνα το— πού κάποτε θά στήριζαν άσφαλώς μέ τήν προέκτασή τους κάποιο κιόσκι. Έφταιγε τό σκοτάδι; Ή άφηρημάδα μου; Τό γεγονός είναι δτι σκόνταψα στό ένα κολονάκι καί άκαριαια βρέθηκα με τά μούτρα πάνω στό τσι μέντο. Τό πλήγμα ήταν σφοδρό γιατί δέν εί χα προλάβει νά προτάξω τά χέρια μου. Άνασηκώθηκα σιγά-σιγά, άπ’ δσο Θυμά μαι, λές καί φοβόμουνα μήν άφήσω κάτω κα νένα κομμάτι μου, μπήκα στό σπίτι άλαλιασμένος, άλλά δπως άποδείχτηκε ή πτώση εί χε κάνει πολύ καλή δουλειά. Ή λιποθυμία, πού ξέσπασε μέ ενα βουητό, έμοιαζε μέ μικρό Θάνατο. Ή φίλη μου — πρώτη φορά μέ έβλε πε σέ τέτοια κατάσταση— πελάγωσε προσπα θώντας νά μέ συνεφέρει. Μου έριχνε νερά, μέ σκαμπίλιζε, μου έκανε εντριβές, μέ ταρακούναγε καί ζητούσε άπάντηση. Τηλέφωνο στό σπίτι δέν υπήρχε καί, καθώς ή λιποθυμία τραβούσε του μάκρους, φοβήθηκε δτι ήρθε ή μοιραία στιγμή νά δει τόν πρώτο της νεκρό. Νεκρό δέν μέ ειδε, άντίθετα εγώ πρόλαβα νά δώ πλήθος άγνωστους νεκρούς, βυθισμέ νος καθώς ήμουνα σέ αυτόν τόν άλλόκοτο λή θαργο. Αμέτρητα κομμένα κεφάλια πού κά λυπταν σωρηδόν μιά περιοχή σάν άνυδρη κοί-
Κ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: <Ζ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ Μ
τη ποταμού μέ ψηλές όχθες, ζύγωναν καί α πομακρύνονταν μέ βοή, σάμπως νά βρισκό μουνα πάνω σέ μιά πελώρια κούνια πού κρε μόταν άπό τόν ούρανό. "Ολα αύτά είναι εφι άλτες πού βλέπει κανείς στά όνειρα καί ξυ πνάει άπότομα κάθιδρος. Μόνο πού έκεΐ τό ζήτημα ήταν δτι, σάν βαθύβιο κήτος πού βλέ πει ύποθαλασσίως τή στάθμη τού νερού, δέ μπορούσα ν’ άνέβω στήν επιφάνεια καί ν’ άνοίξω τά μάτια μου. Τήν ίδια στιγμή πού ή φίλη μου, έξω άπό τόν εφιάλτη, πάσχιζε νά μέ συνεφέρει, έγώ — βέβαιος δτι τήν άκουγα— έκανα άπελπισμένες προσπάθειες ν’ άνταποκριθώ χωρίς κα νένα άποτέλεσμα. Ήθελα νά τής γνέψω νά περιμένει λιγάκι άκόμα, νά τής δώσω νά κα ταλάβει δτι σύντομα Θά άνερχόμουνα στήν ε πιφάνεια τής συνείδησης, άλλά ό κόπος ήταν μάταιος. Οί άναίσθητοι δέν μιλάνε. "Οταν τελικά συνήλθα καί άνοιξα τά μά τια μου, ένιωθα σά νά ειχα έπιστρέψει άπό τήν Κόλαση. Κάναμε χαρές καί οί δυό σά νά είχαμε γλιτώσει άπό τού χάρου τά δόντια. Διηγηθήκαμε τό επεισόδιο ό ένας στόν άλλον έτσι άκριβώς δπως τό ζήσαμε καί, πέρα άπό τό άμοιβάϊο σόκ, πού ξεχάστηκε σέ λίγες μέ ρες, ό τρόμος μου παρέμεινε γ ι’ αύτή τήν κα τάσταση δπου είσαι βυθισμένος σέ άνυπολόγιστα βάθη καί προσεύχεσαι σχεδόν νά σω θείς. Δέ μέ ένοιαζε τί Θά πάθαινα στό μέλλον, άρκεΐ νά μήν ξαναζούσα αύτή τή φρικτή άναισθησία. Κ ω ς τ η ς Π α π α γ ιω ρ γ η ς ,
Σύνδρομο Άγοραφ οβίας
5
^8
Κ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ Μ
Κι δμως δέν ήταν ή πρώτη φορά πού τή ζούσα, ούτε βέβαια ή τελευταία.
Η πρώτη μου λιποθυμία κρατάει άπό πολύ πα λιά, δταν άκόμα ήμουνα μαθητής στήν Παρα λία τής Κύμης. Τότε —γύρω στό ’57— είχε άρχίσει νά λειτουργεί στό χωριό ή Σχολή Εμπο ροπλοιάρχων πού γιά μάς, πιτσιρίκια όχτώέννιά ετών, ήταν γεγονός πρώτου μεγέθους. Γιά πρώτη φορά βλέπαμε μεγάλους νά κωπηλα τούν μέ στρατιωτική πειθαρχία μέσα στό λι μάνι, νά έκτελοΰν άσκήσεις άκριβείας καί νά παίζουν, στίς ελεύθερες ώρες, βόλεϊ ή ποδό σφαιρο. "Ενα σμήνος ινδάλματα είχαν εισβάλει στή μικρή κοινότητα καί ό καθένας μας εί χε διαλέξει άπό τήν πρώτη μέρα τόν ήρωά του. Ή Σχολή ειχε χτιστεί πάνω σέ εναν λόφο πού είχε άπό κάτω πιάτο τό λιμάνι καί, ε κτός άπό τήν κωπηλασία, δλες οί λοιπές παιδιές διεξάγονταν στά γήπεδα πέριξ τού κτη ρίου. Συρματόπλεγμα δέν υπήρχε, ούτε μά ντρα- μολαταύτα τό μεγάλο εμπόδιο ήταν οί φύλακες μέ τά σκυλιά, πού περιπολουσαν καί δέ μάς άφηναν νά ζυγώσουμε. Ανεβαίναμε λοιπόν στό λόφο άπό κρυφά μονοπάτια καί πιάναμε τούς δχτους ολόγυρα. Άπό κεΐ βλέ παμε τά πάντα, καί στήν παραμικρή ύπο πτη κίνηση τό βάζαμε στά πόδια πηδώντας στήν κοίτη κάποιων ξεροπόταμων πού κατέ βαζαν άφθονο νερό τό χειμώνα. Τό κυνηγητό εδινε κι έπαιρνε- κάθε μέρα είχαμε νά διηγηθούμε μέ καμάρι ενα έπεισό-
Κ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ζ ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ
διο μέ τούς φύλακες. Ή απαγόρευση ήταν ρη τή πανταχόθεν, άπό οικογένειες καί άρχές· εντούτοις κάθε σούρουπο ξεμύτιζαν ορισμένα κεφαλάκια γύρω άπό τό κτήριο της Σχολής, ειδικά τίς μέρες πού μαθαίναμε δτι Θά δίνο νταν άγώνες. Ή κερκίδα είχε στηθεί πανη γυρικά καί δέν έλειπαν κάποια αυτοσχέδια συνθήματα πού έβγαζαν τούς φύλακες άπό τά ροΰχα τους. Σέ μιά άπό τίς συνηθισμένες επελάσεις της περιφρούρησης, δταν πιά τό κακό είχε παραγίνει, Θυμάμαι δτι κουτρουβαλήσαμε ένα σύ μπλεγμα δυό-τριών παιδιών καί πέσαμε μέ τά μούτρα πάνω σέ Θάμνους μέ άγκάθια. Δέν σπάσαμε τίποτα, άλλά έπιστρέφοντας στά σπίτια μας περί λύχνων άφάς, τά χέρια μας ήταν κεντημένα μέ δεκάδες μύτες. Τά άγκά θια είχαν περάσει τό δέρμα καί τά μέτραγες διά γυμνού οφθαλμού χωρίς καμιά προσπά θεια. Ήταν σάν νά ’χε σφίξει κανείς μέσα στήν παλάμη του εναν άχινό. Πώς Θά έβγαι ναν οί μαύρες μύτες; Μόνο μέ τό βελόνι. Πράγ ματι, τό άλλο πρωί, μόλις ό πατέρας μου έ φυγε χαράματα γιά τό σχολείο, έδειξα στή μάνα μου τίς παλάμες πού έκρυβα δλη νύ χτα κάτω άπό τά σκεπάσματα. Τήν είδα πού πήρε τή βελόνα άμίλητη, τήν έκαψε στό καντήλι κι δλο φούρκα άρχισε νά σκάβει τήν παλάμη μου χωρίς νά πάψει στιγμή νά μέ ψέλνει: «Είσαι ντίπ-γιά-ντίπ... Πώς Θά γρά φεις τώρα; Καί πώς Θά σέ δει ό πατέρας σου στό σχολείο;»
ιο ο
& ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ &
Στά πρώτα αγκάθια έδειξα αντοχή. Δέν κοίταζα τό χέρι μου, ένιωθα μόνο τή μύτη τής βελόνας νά σκάβει κάτω άπό τήν επιδερ μίδα κι ευχόμουνα νά τελειώνει ή επέμβαση. «Νά, αύτό έβγαλε αιμα...», έλεγε ή μάνα μου καί μέτραγε τίς εξαγωγές· «Πάει κι αύτό, πάει κι εκείνο...» Τά δύσκολα δέν τά κυνη γούσε, τά άφηνε προσωρινά κι άλλαζε παλά μη μέ σπασμωδικές κινήσεις. Πόση ώρα θά είχε περάσει; Είκοσι λεπτά; Μισή ώρα; Στά χέρια μου γινόταν κανονική άνασκαφή κι εγώ κοιτούσα τό λούξ πού έκαιγε πάνω άπό τά κεφάλια μας (τό ήλεκτρικό δέν είχε φτάσει άκόμα στό χωριό) καί τό φανάρι μέ τό ψωμί. Σέ μιά στιγμή πού ή μάνα μου στράφηκε στό νεροχύτη γιά νά μού βράσει τό γάλα, βρήκα εύκαιρία νά πάρω μιάν άνάσα. Τήν άκουγα νά άναθεματίζει τή γκαζιέρα πού ολο βούλωνε τό μπέκ της άπό τό άκάθαρτο πε τρέλαιο («Φτού, μαγκούφα! φτού, μαγκούφα!») καί, μόλις τόλμησα νά κοιτάξω τίς σκαμ μένες μου παλάμες, τά χρώματα τής κουρελοΰς πού ήταν στρωμένη στή μικρή κουζίνα μου φάνηκαν πιό ζωηρά. Όντως — γιατί τά έβλεπα άπό πιό κοντά, καθώς έπεφτα μέ τά μούτρα στό πάτωμα. Ή μάνα μου άκουσε τό γδούπο καί πρέ πει νά στράφηκε παραξενεμένη. Πρώτα Θά είδε τήν άδεια καρέκλα μου καί μετά εμένα φαρδύ-πλατύ στό πάτωμα. Έμπηξε τίς φω νές; Τής φύγανε τά κατσαρολικά άπό τά χέ ρια; "Οταν ξύπνησα στήν άγκαλιά της, μέ
Κ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Γ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ Μ
ιο ί
φυσουσε στό πρόσωπο καί μου έταζε: «Θά σου κάνω τηγανητές πατάτες τό μεσημέρι... τίποτα δέν ητανε, κανακάρη μου... μιά σβησμάρα, θά περάσει...» Θά πέρναγε; Μετά άπό λίγους μήνες τά περαστικά άποδείχτηκαν φρούδες ελπίδες. Εί χε χιονίσει, θυμάμαι, κι όλα τά παιδιά είχαμε βγεΤ παγανιά σά βουρλισμένα στους χείμαρ ρους καί στους ελαιώνες. Μόλις άσπριζε ό τόπος ένα γύρο, άπό τήν ’Οχτονιά ως τόν Όξύλιθο, δλος ό άνήλικος πληθυσμός ξεπόρτιζε μέ δίχτυα, σφεντόνες, άγκιστράκια καί τετζερέδια γιά τήν άγρα τών πτηνών. Τό δίχτυ ή ταν δύσκολο καί ποτέ δέν τό κατάλαβα. Γνώ ριζα δμως καλά τά άλλα δπλα. Ή σφεντό να κατασκευαζόταν εύκολα* μιά ξύλινη διχά λα, τρία πετσάκια καί δύο λάστιχα. Ό τέτζερης ήταν κι αύτός άπλός. Τόν έστηνες πλα γιαστά μέ ένα ξύλο τό όποιο έδενες μέ ένα μακρύ σπάγκο. Τά πουλιά πήγαιναν άνυποψίαστα νά δοκιμάσουν τά σποράκια καί πα ρευθύς, μ’ ένα τράβηγμα του σπάγκου, πα γιδεύονταν ζωντανά. Άλλά τά πιό οικεία δπλα ήταν ή σφεντό να καί τά άγκιστράκια. "Οταν ταλαντευόταν στό κλαδί τό πτηνό έφερνε μεγάλη συγκίνη ση. Αυτή τή φορά δέ θά γλιτώσει! Σχεδόν δέν τό πίστευες δτι ήταν τόσο κοντά καί συνάμα τόσο μακριά. Τέντωνες τή σφεντόνα καί ή σουνα βέβαιος δτι θά πέσει. Πώς νά γίνει αύ τό δταν ή σφεντόνα έπρεπε νά σκοπεύσει σέ έναν κύκλο δέκα μόλις εκατοστών; Μόνο οί
& ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ Μ
μεγάλοι κατάφερναν νά φέρνουν σκοτωμένα πουλιά, μέ λειωμένα κεφάλια τά περισσότερα. «Ξέρει φοβερό σημάδι», έλεγαν γιά ένα γειτονόπουλό μου, τόν Νίκο τόν Σουβλή, πού μέ περνούσε τρία χρόνια. Κάποιο κυριακάτικο πρωινό, μετά τή λει τουργία, ό Νίκος μέ πήρε μαζί του γιά νά δι δαχτώ άπό πρώτο χέρι τά μυστικά τοϋ κυνηγίου. Έριξε πολλές φορές, άλλά δέν ειδα κα νένα ζαγκί ή καμιά τσίχλα νά πέφτουν. Μό νο πού τό κυνήγι δέν τέλειωσε έκεϊ. Σέ πολλά σημεία τού ελαιώνα διακρίνονταν στημένα άγκιστράκια. Κάποιος δηλαδή καθάριζε τοπι κά τό χιόνι, σέ μιά άκτίνα πενήντα εκατο στών, κι άφοΰ έβαζε ένα άγκίστρι μέ ζωντα νό σκουλήκι, έδενε τήν πετονιά σ’ ενα μικρό παλουκάκι σίγουρος γιά τήν «ψαριά» — τό πουλί πιανόταν σάν ψάρι. Αύτό ήταν τό μυστικό του Νίκου. Λάθρα, έκλεβε τά πουλιά τών άλλων καί γύριζε στό χωριό μέ καμάρι. Έ τσι έμαθα άκόμα γιατί ό λα τά Θηράματά του είχαν λειωμένο τό κεφάλι: ήταν εύκολο νά καταλάβει κανείς άν τό δόλιο πουλί ήταν σκοτωμένο στό κλαδί ή κλεμμέ νο- κοίταζε άπλώς τή γλώσσα του, σάν ια τροδικαστής: άν ή γλώσσα έλειπε, τό πουλί ειχε πιαστεί σέ άγκίστρι. Ό Νίκος λοιπόν λά βαινε τά μέτρα του λειώνοντας τά κεφάλια. Πού γλώσσα καί που νεκροψία! "Ενα τέτοιο πουλί μού χάρισε νά πάω σπίτι μου. "Οταν εφτασα στό σπίτι, τούς βρήκα ό λους στο τραπέζι: τόν πατέρα μου, τή μάνα
& ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ζ ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ Ά
ιο3
μου καί τόν αδερφό μου. "Ελειπα θορυβωδώς άπό τό τραπέζι. Ή σούπα άχνιζε κι έγώ στά θηκα άμήχανος, κρατώντας τό άμοιρο πουλί πού κρεμόταν άπό τό χέρι μου ακέφαλο. Α κολούθησε σφοδρό κήρυγμα γιά τά πετεινά του ουρανού (άν καί ό πατέρας μου ήταν άλ λοτε δεινός κυνηγός...), τίς σφεντόνες καί τήν άνυπακοή ένγένει. Ό πατέρας μου δέν μέ έ δερνε, μπορούσε όμως μέ ένα βλέμμα νά μέ άποσβωλώσει. Τά μάτια του δέν τά άντεχα. Έκατσα καθημαγμένος, κρύος άκόμα άπό τήν έξοχή, καί, προτού πιάσω τό κουτάλι μου, βούτηξα μέσα στό πιάτο μέ τή σούπα. Τό φυσικό μου ήταν άδύναμο, δέ χωρούσε άμφιβολία, καί μου υπαγόρευε κάποιες προ φυλάξεις. Δέ μπορούσα ν’ άντέξω τίς σφοδρές συγκινήσεις καί τά σκληρά χτυπήματα. Κά θε κάταγμα, κάθε ισχυρός κλονισμός, προκαλούσε μέσα μου μιά χαώδη άντίδραση, πού άγγιζε τήν άπώλεια τού Έγώ. Τό αιμα καί κυρίως οί άκρωτηριασμοί — ό εφιάλτης μου— μέ έφερναν άκαριαΐα στή Θέση τού παθόντος. Δέν ήταν άπλή, αυθόρμητη συμπάθεια, άλλά άκούσιο μαρτύριο: ήμουνα έγώ ό κουλός, ό κούτσαβλος, ό αίμόφυρτος. Κομμένα χέρια, κομμένα πόδια, άκρωτηριασμένα δάχτυλα μέ έκαναν χάλια. Έστω καί χωρίς οπτική πα ράσταση, μόνο διά τής ομιλίας, ή περιγραφή ενός μοιραίου ατυχήματος μέ έφερνε στά πρό θυρα τής κατάρρευσης. Μου έτυχε λοιπόν νά χάσω τίς αισθήσεις μου στή διάρκεια μιάς τη λεφωνικής συνδιάλεξης.
104
& ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΛΓΟΡΛΦΟΒΙΛΣ Ά
Ήταν γαϊδουροκαλόκαιρο θυμάμαι, γύρω στό ’8ο, δταν χτύπησε μεσημέρι τό τηλέφωνο καί εσπευσα άνυποψίαστος νά τό σηκώσω. Αναγνώρισα τή φωνή μιας παλιάς φίλης — άλλά, γιατί μίλαγε τόσο περίεργα; Ειχε εκεί νη τή βραχνάδα πού ύποδηλώνει ψυχικό βά σανο. «Τί τρέχει;» τή ρώτησα αυθόρμητα. «’Άσ’ τα, πάθαμε μεγάλη συμφορά!» Μιά ολόκληρη συντροφιά, μετά άπό κρα σοκατάνυξη, είχαν άναχωρήσει γιά τήν Πά τρα μέσα σέ ενα μεγάλο, ιδιωτικό άμάξι, καί βέβαια δέν άπέφυγαν τήν τράκα. Μετωπική μέ δλα τά συμπαρομαρτουντα· τά αύτοκίνητα είχαν μεταβληθεί σέ μάζα άπό σιδερικά, πολλοί άπό τούς επιβάτες είχαν παγιδευτεί, ορισμένοι πήγαν κατευθείαν στόν τάφο τους καί κάποιοι άλλοι, τυχεροί-άτυχοι, παραδόθη καν στά χέρια τών γιατρών. Μου άράδιαζε ονόματα, λεπτομέρειες, άλλά τό σοβαρό ήταν τά συντριπτικά κατάγματα, τά παραμορφω μένα πρόσωπα, οί σπασμένες λεκάνες, οί α κρωτηριασμοί καί τά ρέστα. Ούτε πληρωμένη νά ήταν. Προσπάθησα νά τήν εμποδίσω νά συνεχίσει γιατί ήδη τό σθέ νος μέ είχε έγκαταλείψει, άλλά αύτή κρα τούσε πολλά άκόμα στό στόμα της. Τά μνη μόσυνα, οι διαγνώσεις καί τά νοσοκομεία έ πεφταν βροχή. Φυσικά, ούτε πού κατάλαβα πώς βρέθηκα ανάσκελα στό δροσερό δάπεδο. Ή λιποθυμία Θά πρέπει νά ήταν μικρή, γιατί μόλις άρχισα νά συνέρχομαι, είδα άκριβώς πάνω άπό τό κε
ί*ξ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: <ζ’ ΣΥΝΕΔΡΙΑ <*
ιο 5
φάλι μου νά κρέμεται τό ακουστικό πού ειχε φωνή ακόμα. «Μά που είσαι; Τί έγινες; Για τί δέν άπαντάς;» ρωτούσε ή φωνή της στό άκουστικό. «Έλειψα γιά λίγο...», τής άποκρίθηκα, χωρίς νά τήν πείσω γιά τήν παύση πού είχε μεσολαβήσει. Ο σο κι άν προσπάθησα νά γίνω γιατρός του έαυτου μου καί νά άνακαλύψω τόν μύχιο μη χανισμό πού μέ γκρέμιζε άπροσδόκητα μιάκαί-κάτω, δέν πέτυχα τίποτα. Προφανώς, δέν άντεχα κάποιες συγκινήσεις. Πλήν όμως, ή παθολογική μου άδυναμία άφορουσε μόνο στά άρνητικά αισθήματα. Στή χαρά, γιά παράδειγ μα, στόν ενθουσιασμό καί τά παρόμοια, δέν ένιωσα ποτέ τόν εαυτό μου νά μήν άντέχει καί νά φοβάται τήν πτώση. Μολονότι ό τρόμος, ό Θυμός καί τό ξεκάρδισμα παρουσιάζουν συ χνά τά ίδια σωματικά συμπτώματα (άλάφιασμα, φουσκωμένες φλέβες, ταχυπαλμία, σκιρ τήματα κάθε λογής), στή Θετική τους μορφή περνούσαν άπαρατήρητα. Ποτέ δέν είπα μέ σα μου ότι δέν άντέχω άλλο τή χαρά ή τήν έξαρση. Αντίθετα, ή φρίκη ή ό πόνος είχαν ορατά όρια. Κάποτε στόν οδοντογιατρό αύτά τά όρια καταπατήθηκαν βάναυσα μέ άποτέλεσμα τή γνωστή κατάρρευση. Άπό μικρός, τά δόντια μου είχαν μαύρα χάλια. Ή γλώσσα μονάχα στούς κοπτήρες έβρισκε λεία έπιφάνεια· πίσω έπεφτε σέ τρύπες, σέ αιχμές καί σέ ρήγμα τα. Όταν λοιπόν πήρα τήν κοσμοϊστορική ά-
ιο 6
& ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ Μ
πόφαση νά κάτσω στή μεγάλη καρέκλα του γιατρού, ήξερα δτι δε θά χεράσω ευχάριστες ώρες. Ό τροχός έμπαινε βουίζοντας καί ξε χνούσε νά βγεί άπό τό γιαπί πού ειχε κατα ντήσει τό στόμα μου. Ό γιατρός δέν πρέπει νά ήταν άλμπάνης· του ελειπαν δμως τά μο ντέρνα μηχανήματα, οι ενέσεις δέν μέ έπια ναν δσο έπρεπε, οπότε ή άνασκαφή γινόταν σχεδόν χωρίς άναισθητικό. Μέ τήν πρώτη κιόλας δοκιμασία βεβαιώ θηκα δτι ό γιατρός θά έβρισκε τό άδύναμο ση μείο μου. Ούτε κάν δυσκολεύτηκε. Στήν τρίτη επίσκεψη, ενώ τό κομπρεσέρ ξεφάντωνε μέ σα στή στοματική μου κοιλότητα κι άφουγκραζόμουνα εξοργιστικές τριβές, καθώς τί ποτα δέν άντιστεκόταν, ό γιατρός μέ είδε νά χάνω τό χρώμα μου καί νά κλείνω χαλαρά τό στόμα μου πάνω στό παγερό μέταλλο. Μού διηγόταν μετά τήν προσπάθεια πού κατέβαλε γιά νά μού άνοίξει τά σαγόνια καί νά μέ συνεφέρει μέ αιθέρα. Άπό κείνη τή μέ ρα δ αιθέρας άρχισε νά βαραίνει στή συνείδη σή μου σάν βασκανία. Δέ χρειαζόταν νά τόν μυρίσω, ή λέξη καί μόνο άρκούσε νά πληρώ σει τά ρουθούνια μου μέ λιποθυμικές παραι σθήσεις. Ό ήχος της είχε κάτι τό δαιμονικό. Μέ μαγνήτιζε· ή άόρατη ούσία τής λέξης μού ύπαγόρευε πιεστικά νά σωριαστώ γιά νά νιώσω στά ρουθούνια μου τήν πένθιμη μυρωδιά. Εύτυχώς, αύτό έπαναλήφθηκε μόνο μιά φο ρά άκόμα. Ήμουνα γύρω στά δεκαοχτώ καί δούλευα δπου έβρισκα: στίς οίκοδομές, βοηθός
Κ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ς ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ
ύδραυλικοϋ, πωλητής λαχείων. Γιά ένα φεγγά ρι μέ ειχε προσλάβει κάποιος φίλος τοπογρά φος ώς βοηθό στίς χαράξεις δρόμων καί υπο νόμων. Ένα ολόκληρο επιτελείο άπό ειδήμο νες κυκλοφορούσε στό κέντρο της πόλης μέ τά ειδικά τρίποδα, κι άφου γίνονταν οί με τρήσεις, εμείς, οί ψιλοί, τραβούσαμε γραμμές καί μπήγαμε κάτι πλατυκέφαλα καρφιά στήν άσφαλτο, γιά νά άκολουθήσει τό συνεργείο εκσκαφής. Εύκολη δουλειά, μόνο πού έγώ δέν ήθελα καί πολύ γιά νά σκαρώσω τήν άπαραίτητη πτώση. Σέ μιά σειρά καρφώματα πού κάνα με στά περίχωρα τής πλατείας ’Εξαρχείων, τό σφυρί μου ξέφυγε λίγο, κοπάνησε του κα λού καιρού πάνω στό νύχι μου καί — νηστι κός καθώς ήμουνα— μέ μετέφεραν άναίσθητο σ’ ένα παρακείμενο κομμωτήριο. Ξύπνησα μέ τρία όμορφα κεφάλια νά μέ κοιτάζουν άσκαρδαμυκτί- οί κομμώτριες μέ παρατηρούσαν μέ συμπάθεια, σάν άδελφές του ελέους. Σιγομουρμούριζαν άκατάληπτα λόγια καί ή άτμόσφαιρα μύριζε δυνατές κολώνιες καί αιθέρα, ό όποιος Θά ειχε ρεύσει άφθονος γιά τό χατήρι μου. «Επιτέλους συνέρχεται», έλεγε τό ένα κεφάλι. «Λιποθυμία μιά φορά! Πήγε κι ήρθε δ άθεόφοβος...», έλεγε τό διπλα νό κεφάλι. «Λέτε νά πάσχει άπό κάτι σοβα ρό;» έλεγε ή τρίτη συνάδελφος, μένοντας μέ τήν άπορία. Αυτή ή πιστοποιημένη άπόσταση άπό τούς άλλους, τούς υγιείς, τούς άνθεχτικούς, άλλοτε
ιο 8
ί**ΐ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ Μ
μέ τρέλαινε κι άλλοτε μέ γέμιζε ενοχές. Τί μοϋ έλειπε τέλος πάντων; Πρέπει νά πώ δτι, οσάκις παραβρέθηκα σέ λιποθυμίες τρίτων, τό Θέαμα της άψυχης κούκλας πού σωριάζεται μόνο περιφρόνηση καί ύπεροχη μού ένέπνεε. Σέ τίποτα δέν ήθελα νά μοιάζω μέ αύτή τήν πελιδνή, άνήμπορη ύπαρξη πού βουλιάζει μέ σα στό σκοτάδι της. Κι δμως, εκ τών πραγμάτων ήμουν άναγκασμένος νά παραδεχτώ δτι ή λιποθυμία έ μοιαζε λίγο καί μέ καταφύγιο. Άσυνειδήτως, τήν χρησιμοποιούσα σάν τεχνητή φυγή. Αδυ νατώντας νά εκμηδενίσω τήν αίσθηση τού πό νου, αύτοεκμηδενιζόμουνα προσωρινά, γινόμουν άόρατος, άνύπαρκτος γιά τόν ίδιο μου τόν ε αυτό. Ήμουν τάχα σάν κι εκείνους πού μπρο στά σέ ένα φρικιαστικό ϋέαμα κλείνουν τά μάτια καί άποχωροϋν πανικόβλητοι; Ή σκέ ψη μέ ενοχλούσε, άλλά άλήθευε. Το Θέαμα τών νεκρών, πού μέ τά χρόνια εγινε ταμπού γιά τόν ψυχισμό μου, στήν αρ γή, στά παιδικά χρόνια, δέν μου προκαλοΰσε τήν ίδια άντίδραση. Γενικά, άπό πεθαμένους κι άδικοχαμένους δέ νηστεύαμε στό χωριό. Τό Θέαμα τής νεκρόκασας μέ τόν άγέλαστο ένοι κο ήταν πολύ οικεία υπόθεση. Κάθε τόσο, δλο καί κάποιον φύτευαν στό νεκροταφείο πάνω άπό τή Θάλασσα. Γιά δλους τούς πιτσιρικάδες, πού τό κε φάλι τού ξαπλωμένου νεκρού μάς ερχόταν πε ρίπου ώς τά μάτια, νεκρός σήμαινε φέρετρο
ί*ξ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ζ ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ Μ
καί φέρετρο σήμαινε νεκρός. Άφου δέν είχα με δει ποτέ νεκρό σέ σπίτι ή στό δρόμο, είχα με τήν πεποίθηση δτι μόλις πεθαίνει κανείς αυ τομάτως φυτρώνει γύρω του ενα ξύλινο πλαί σιο μέ τό αναπόφευκτο σκέπαστρο. Επίσης δλοι σχεδόν οί νεκροί ήταν γέροι- ή κηδεία κα τευόδωνε κάποιον κουρασμένο, ρυτιδιασμένο, καμπούρη. Ίσως γ ι’ αύτό τά κλάματα ήταν περιορισμένα. Ή κηδεία του Νικολαΐδη ωστόσο ήρθε νά χαλάσει αυτή τήν ομοιομορφία. Κάθε απόγευμα, δλα τά παιδιά άραζαν στήν παραλία καί παρατηρούσαν στόν ανοι χτό ορίζοντα τί πλεούμενο έβγαινε άπό τό λι μάνι. Μοτορσίπ; Επιβατηγό; Ψαρόβαρκα; Καΐ κι; Γρί-γρί; Τράτα; Ξέραμε τά πάντα γιά τή χωρητικότητα, τό πλήρωμα, τίς μηχανές καί ειδικά τί άπόνερα έστελνε στήν άκτή κάθε σκαρί. Ακόμα καί τά καλοκαιρινά βράδια πού έβγαιναν τά καΐκια μέ τά πυροφάνια καί μοί ραζαν τίς λάμπες, γνωρίζαμε ποιοί καί πώς ψαρεύουν σέ κάθε φωτεινό σημείο. Όταν λοιπόν, ένα χειμωνιάτικο άπόγευμα, είδαμε τό καΐκι του Νικολαΐδη νά κάνει πα ράξενους κύκλους καταμεσής του πελάγους, δλοι στά καφενεία σηκώθηκαν δρθιοι κι άρχι σαν τίς εικασίες. «Κάτι έχει εντοπίσει», έλε γε ό ενας. «Δοκιμάζει τή μηχανή», έλεγε ό άλλος. «Θά κοιμήθηκε», μονολογούσε ένας συ νάδελφος ψαράς. Ή άλήθεια βέβαια ήταν άλλη. Ό Νικολαΐδης είχε βάλει μπροστά τή μηχανή, βγήκε
ιιο
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ »
μόνος του Ιξω άπό το λιμάνι γιά νά δει πώς δούλευαν τά πιστόνια, κι εκεί, καθώς έσκυβε πάνω στή μηχανή μέ τό κασκόλ περασμένο στό λαιμό του, ό περιστρεφόμενος τροχός άρ παξε τήν άκρη τού κασκόλ καί τό μετρέτρεψε αυτοστιγμεί σέ βρόχο. Θά πρέπει νά τόν έπνιξε μέσα σέ δευτερόλεπτα. Τό καΐκι βολτάριζε σάν αύτιστικό επί ώρα, ώσότου 6 λιμενάρχης έστειλε ενα ταχύπλοο, γιά νά δει τί συμβαίνει. "Οταν γύρισαν, είδα με τό Νικολαί'δη ολόγυμνο πάνω σέ μιά σκά λα πού τήν είχαν επιστρατεύσει σά φορείο. Τόν είχαν σκεπάσει πρόχειρα μέ μιά κουβέρ τα πού κρέμαγε άπό τή μιά μεριά κι άφηνε όλο τό κορμί του εκτεθειμένο. Μόνο όταν άκουσα τή λέξη «Πέθανε» μπό ρεσα νά καταλάβω ότι ήταν νεκρός. Πώς νά συνδέσω αύτό τό σμπαραλιασμένο κορμί μέ τή λέξη νεκρός, άφοΰ δέ φαινόταν πουθενά φέρετρο; Εξάλλου αύτός ό άνθρωπος, πού μέ θαγε πολύ συχνά, ήταν γυμνός, ενώ όλοι οί πεθαμένοι πού ξέραμε ήταν ντυμένοι καί μά λιστα μέ τά καλά τους. Στήν κηδεία του χάλασε ό κόσμος. Έκλαιγαν άκόμα καί οί άντρες άπό τήν άγορά, πού συνήθως δέν πάταγαν στήν Εκκλησία. Ε μείς είχαμε πιάσει τίς άκρες, δέ μάς άφηναν νά ζυγώσουμε στό φέρετρο πού ειχε πάνω του εναν πύργο άπό στεφάνια. Αύτό πού δέν καταλάβαινα ήταν γιατί άξιζε τόσο πολύ ό Νικολαί'δης πού όλο μέθαγε καί καβγάδιζε. Γιατί τόν έκλαιγαν τόσο γοερά; Ούτε στιγ
& ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: <ζ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ Μ
ιιι
μή δέν είχα νιώσει φόβο. Ό θάνατος αυτός δέν μέ αφορούσε. Ήταν υπόθεση τών μεγά λων. Μάλιστα στό θέαμα τών γυναικών, πού ολοφύρονταν καί λιποθυμούσανε στό δάπεδο της Εκκλησίας, δέν ένιωθα τίποτα. Τό μυστήριο είναι ότι ή εικόνα του γυμνού Νικολαΐδη πάνω στή σκάλα, ίδια κι άπαράλλαχτη, μου ξανάρθε σέ μιάν άλλη τρομερή λι ποθυμία — τή χειρότερη πού έχω πάθει— , τρι άντα χρόνια μετά. Είχα άνέβει σέ μιά σκάλα γιά νά βιδώσω τή λάμπα τής τραπεζαρίας πού είχε καεί, όταν παραπάτησα, κλονίστηκα μέ τό ένα πό δι στόν άέρα, καί μετά, σά βουτηχτής, έπεσα μέ τό κεφάλι στή γωνία του τραπέζιου. Γιά κακή μου τύχη, χτύπησα έκει άκριβώς πού δέν έπρεπε: ανάμεσα στά μάτια — στό «μα γικό τρίγωνο». Μέ πήραν τά αίματα αμέσως, καί κατά περίεργο τρόπο δέν κατέρρευσα μιά κι έξω. Μπό ρεσα νά σηκωθώ, πήγα στό μπάνιο, περιερ γάστηκα τό τραύμα, άλλά, πρίν προλάβω νά ρίξω νερό στό πρόσωπό μου, ένα σκοτεινό βου ητό άνέβηκε άπό τά κατάβαθά μου πρός τό κεφάλι. Οί γονείς μου — ζοΰσε κι ή μάνα μου τότε— άσφαλώς έκαναν δλες τίς άσχημες σκέψεις. Θά πρέπει νά έμεινα σέ πλήρη άναισθησία πάνω άπό είκοσι λεπτά. Διάστημα πελώριο γ ι’ αυτούς, μικρό όμως γιά μένα πού, άγνωστο γιατί, βρισκόμουνα σέ μιά κατάσταση εύδαιμονίας καθώς ειχα ε πιστρέφει στίς παιδικές μνήμες μέ επίκεντρο
112
«
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ Μ
τόν Νικολαΐ'δη. Τόν έβλεπα πάλι πάνω στή σκάλα, άκουγα τά λόγια τών ανθρώπων του λιμανιού, άκόμα τά άκούω, ωστόσο δέν υπήρ χε τίποτα τό πένθιμο στήν ατμόσφαιρα. "Ολα γύρω είχαν γίνει άνάλαφρα σάν παιχνίδι. Ή σκάλα δέν ειχε βάρος. Ούτε ό νεκρός είχε. Τόν κουβαλούσαν κι ήταν σά νά παίζουν μιάν ά γνωστη φάρσα. «Δέν ψαρεύει...», φαίνεται πώς ψέλλισα άνοίγοντας τά μάτια μου καί προσπαθώντας νά καταλάβω γιατί βρισκόμουνα στριμωγμένος άνάμεσα στή μπανιέρα καί τή λεκάνη, ξα πλωμένος πάνω στό μοσαϊκό καί μέ ενα παχύ μαξιλάρι κάτω άπό τό άσήκωτο κεφάλι μου. «Ποιός ψαρεύει;» είπε ή μάνα μου. «Θεέ μου, παραλογίζεται!» «Δέν είναι τίποτα», τής άπάντησε καθησυχαστικά ό πατέρας μου, «τά έχουν αύτά οί λιποθυμίες». Άλλά δέν έχασα τήν εύκαιρία νά τούς προ σφέρω κι άλλες άφορμές γιά άνήσυχες σκέ ψεις. Τό δνομα τού Νικολαΐ’δη ερχόταν καί ξα ναρχόταν στά χείλη μου χωρίς άλλη εξήγηση. «Ποιόν Νικολαΐ'δη εννοείς;» μέ ρώτησε ό πατέρας μου, περισσότερο γιά νά παρηγορή σει τή μάνα μου παρά γιά νά καταλάβει. «Τό Νικολαΐ'δη πού πέθανε στήν Παραλία!» Τότε ήταν πού τά χρειάστηκαν καί οί δύο. «Πάει τό παιδί μας!» ξανάπε ή μάνα μου καί χτύπησε τίς παλάμες της ψηλά, πάνω ά πό τό κεφάλι της, στρίβοντας μ’ εναν περίερ γο τρόπο τούς καρπούς.
«
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Ζ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ 7*
ιι3
«Που τόν θυμήθηκες;» μέ ρώτησε μέ ουδέ τερη φωνή 6 πατέρας μου καί μέ ένα γυά λινο βλέμμα. «Τραβήξου νά σηκωθώ, μέ πρήξατε», του άπάντησα καί πιάστηκα άπό τή μπανιέρα.
Ζ' Συνεδρία Ε
ιχ α μ ε γ ά λ ε ς δ γ ς κ ο λ ιε ς ν α εν ςω μ α τω θ ω σ τ η ν
έκάστοτε κοινωνική ομάδα. Τά χρόνια του Δη μοτικού, σχεδόν δέν υπήρχε μέρα πού νά μην τσακωθώ. Ό Γιάννης ό Γαβρίλης — μακαρί της πιά— , ό Κατσίλης καί ό Φίλιππος ό Μεταξετεινός, πού έχω νά τούς δώ σαράντα χρό νια, ήταν μερικά άπό τά παιδιά πού είχαν βάλει σχεδόν σκοπό νά άφήσουν κάποια ση μάδια στό πρόσωπό μου. Κι έγώ επίσης. Ση μάδια δέν έμειναν, στό πρόσωπο τουλάχιστον, άλλά τό πρόβλημα παρέμενε. Ειχα κάποιο σα ράκι; ένα σπέρμα κοινωνικής διχόνοιας πού δέ μ’ άφηνε ήσυχο; ένα μικρό ψεγάδι στόν εγκέ φαλο πού μέ έκανε άνω-κάτω καί δέ μου έπέτρεπε νά φερθώ φυσιολογικά; Κάποτε μιά φίλη μου, κόρη στρατηγού, μέ τήν όποία είχαμε ζήσει μαζί κάνα-δυό χρονάκια, ειχε πει γελώντας: «Είσαι ελαττωματι κό άνταλλακτικό, άλλά τί πειράζει; Έγώ σέ πάω». Τό ελάττωμα άφοροΰσε στίς σχέσεις
114
«
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΛΓΟΡΛΦΟΒΙΛΣ
μου μέ τόν προφορικό λόγο, πού μέ καθιστού σαν αυτόχρημα εξαίρεση, μέ έβγαζαν άπό τήν κοινωνική σειρά κι έκαναν τά άπλά πράγμα τα σπαζοκεφαλιές. Αυτή ή ιστορία είχε άρχίσει πολύ άπλά — δπως δλες οί ψυχικές άσθένειες. Στίς έξι τά ξεις του Δημοτικού Σχολείου — πέντε στό λι μάνι καί μιά στό Χαλάνδρι— δέ θυμάμαι νά είχα κάποια ειδική δυσκολία στήν ομιλία. Τό μόνο πού μέ ξένιζε ήταν ή ματιά του πατέ ρα μου: άλλιώς μέ κοιτούσε στό σπίτι, άλλιώς στό σχολείο. Τό «δάσκαλο» ποτέ δέν τόν κατάλαβα. Κατά τά ύπόλοιπα, λάλαγα ό πως όλα τά παιδιά τής ηλικίας μου. Δέν τολ μούσα βέβαια νά βγω στή μέση τής Εκκλη σίας — πρό του πληρώματος— καί ν’ άπαγγείλω τό Πάτερ ημών ή τό Πιστεύω, δπως έκαναν όλοι οί καλοί μαθητές (ό άδερφός μου, ό Τζιβιτζής), ώστόσο Θυμάμαι πολύ καλά δτι ελεγα τό ποίημα στό τέλος τής χρονιάς, καί δτι είχα παίξει μάλιστα καί σέ μιά Θεα τρική παράσταση πού είχε σκηνοθετήσει δ πα τέρας μου στό πατάρι ενός καφενείου. Τά άληθινά προβλήματα άρχισαν μέ τήν ει σαγωγή στό Γυμνάσιο. Είχα περάσει πρώτος στίς εξετάσεις, γιατί διαγωνίστηκα μέ παιδιά ψαράδων, ναυτικών, γεωργών καί ξυλοκόπων πού δέν είχαν δε! ποτέ βιβλίο στά σπίτια τους. Ώς πρώτος λοιπόν, είχα καί ειδική μεταχεί ριση. Δέ μέ σήκωναν στό μάθημα, προσπερ νούσαν τό όνομά μου στόν κατάλογο μέ ενα εύχάριστο μουρμουρητό, καί δταν κάποια ά-
«
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Ζ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ ?Α
ιι5
πορία κυκλοφοροΰσε μέσα στήν τάξη, ό Τρίμης έστρεφε τό πρόσωπό του πρός τή μεριά μου μέ εμπιστοσύνη. Τόν δικαίωσα; Τό βέ βαιο είναι δτι, καί νά ήξερα μιάν άπάντηση, άποκλειόταν νά τήν προφέρω μέσα σέ πενή ντα παιδιά. Ή συστολή μου έφτανε μέχρι άφασίας. Τότε εμφανίστηκε ό γλωσσοδέτης πού έγινε πανίσχυρο καθεστώς κατά τά επόμε να χρόνια. Κάποιο ρολάκο πρέπει νά κράτησε σέ αύ τό τό μικρό δράμα καί ό φιλόλογος Ιωάννης Νοτάρης — αίωνία του ή μνήμη. Έχοντας μείνει, δπως έμαθα, ένα μεγάλο διάστημα σέ νοσοκομείο, είχε άφοσιωθεΐ σέ μελέτες της αρ χαίας ελληνικής «πανεπιστημιακού επιπέδου». Ξεφτέρι λοιπόν, μανιακός μέ τή διδασκαλία, ήθελε νά κάνει τά γυμνασιόπαιδα του Χαλαν δρίου μέλη ενός δικής του έμπνεύσεως πανε πιστημίου. Αδιαφορούσε επιδεικτικά γιά τή δι δακτέα ύλη, παρέδιδε διπλάσια καί τριπλά σια άπό τό κανονικό, όσο γιά τούς βαθμούς, τούς έβαζε μέ ένα αύστηρό σταγονόμετρο. Τό « 15» ήταν τό δικό του «άριστα». Όταν λοιπόν — γιά κακή μου τύχη— εμ φανίστηκα στό δεύτερο εξάμηνο τής Πρώτης Γυμνασίου, μέ βαθμό « 19» άπό τό Γυμνάσιο τής επαρχίας, είχε τήν ιδανική εύκαιρία νά δείξει στούς μαθητές του τή διαφορά τής δι κής του τάξης άπό τή λοιπή Ελλάδα. Αύτό πού τόν σκανδάλιζε ήταν τό « 19», τό οποίο Θά πρέπει νά κουδούνιζε μέσα στό νοΰ του σά Βραβείο Νόμπελ. Έσπευσε λοιπόν νά μέ ση-
Ιΐ6
Κ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ η
χώσει στό μάθημα καί προέβη σέ κανονική άνθρωποθυσία. Τή λέξη «Συντακτικό» σχε δόν τήν αγνοούσα μέχρι τότε, παραταυτα ε κείνος έπέμενε νά μέ ανακρίνει μέ δλους τούς τύπους γιά τήν αιτιατική απόλυτο καί τό σύναρ&ρο απαρέμφατο. Προφανώς ήθελε νά μέ αφήσει άναυδο — καί τά κατάφερε. Ό ταν ξανάκατσα στό θρανίο, εγώ καί ή ξεπουπουλιασμένη μου επαρχία, δέν ειχε μεί νει τίποτα άπό τό «19». Εφεξής περιορίστη κα στό «ίο», καί μάλιστα χαριστικά. Άλλά ή δυσπραγία μου δέν περιορίστηκε μόνο στίς ώρες τής διδασκαλίας, πού επανειλημμένα θύ μιζαν διαπόμπευση γιά τόν επαρχιώτη μαθη τή. Σιγά-σιγά άναγκάστηκα νά παραδεχτώ δτι οί λέξεις ταλαιπωρούνταν σκληρά μές στό στόμα μου. Ό χ ι πάντα βέβαια- όχι σέ κάθε κατάσταση. 'Γπήρχαν δμως περιστάσεις δπου γινόμουνα μουγγός μέ τά δλα μου. Ή άνάσα έμπαινε, άλλά δέν εβγαινε. Έ τσι άρχισα εκ τών πραγμάτων νά σπου δάζω τή δική μου επώδυνη φωνολογία. Τό \π\, γιά παράδειγμα, εναρκτήριο γράμμα τού επω νύμου μου, δέ μού έκανε ποτέ τή χάρη. Δέν εβγαινε μέ καμία Παναγία. Έ ξ ι χρόνια στό Γυμνάσιο, ούτε μιά φορά δέν κατάφερα νά άποκριθώ στήν ερώτηση «Πώς λέγεσαι;» πού ξεστόμιζαν κάθε τόσο οί καθηγητές. Μέ τό πρώτο «Πα... Πα...» γινόταν μέσα μου κοσμο χαλασιά. Τό ϊδιο ϊσχυε μέ τό \κ\ καί το |τ|. Τά οδοντικά καί τά χειλικά δυσανασχετούσαν ε ξακολουθητικά προκαλώντας μικρές εκρήξεις
«
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Ζ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ
στήν άκρη της γλώσσας μου. Ήθελα μήπως μιά γλώσσα χωρίς φωνήεντα; Τό θλιβερό ήταν πώς μέ τά χρόνια συνει δητοποίησα ότι ή κατάσταση ειχε γενικευτεί. Ακόμα καί εκτός σχολείου, στίς αλάνες καί στίς γειτονιές, δπου ήμουν στωμύλος καί φλύ αρος, ερχόντουσαν στιγμές πού ή γλώσσα μου κόλλαγε χαρακτηριστικά στόν ουρανίσκο. "Ε φταιγε μήπως τό |<$|, τό \&\ καί τό |ρ|; Μέ δλα τά γράμματα άρχισα νά έχω προηγούμεναδ,τι ϊσχυε γιά τά σύμφωνα άρχισε σιγά-σιγά νά ισχύει καί γιά τά φωνήεντα- όσονούπω, δί φθογγοι καί κάθε λογης συμπλέγματα μπή καν στό χορό. Ή ταν στιγμές πού ή γλώσσα μέ ήθελε καί δλα πήγαιναν ρολόι- ήταν πάλι στιγμές πού οί λέξεις έσπαγαν μέσα στό στόμα μου καί τίς έφτυνα συλλαβή πρός συλλαβή πάνω στό πρόσωπο του άλλου μέ κάποιο αφόρητο αί σθημα ντροπής καί ένοχης. Ειδικά σέ διάθε ση Θυμού μου ήταν άδύνατο νά ξεκινήσω μιά πρόταση καί νά τή βγάλω πέρα. Σκοτείνια ζαν τά μάτια μου, τό στέρνο μου δενόταν ά πό μέσα κόμπο, λαλιά δμως δέν έβγαινε ούτε γιά δείγμα. "Οταν κάποτε συμβουλεύτηκα έναν ειδήμο να, άφου μέ αχούσε μέ συγκατάβαση, έβγα λε αύτοσχεδίως τή διάγνωση. Τίποτα τό έμ φυτο δέν μέ παίδευε. "Ολα όφείλονταν στίς πρωτοβουλίες του πρώτου μου παιδαγωγού, ήγουν του πατέρα μου. Ά ν καί ήμουνα εκδη λωμένος άριστερόχειρας, δ σοφός παιδοτρίβης
ιι8
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ Μ
δέν δίστασε, ένονόματι της ομοιομορφίας καί του ορθόδοξου βίου, νά μέ κάνει μέ τό στανιό δεξιόχειρα. Φυσικά, δταν έπαιρνε τό μολύβι άπό τό άριστερό χέρι καί μού τό έβαζε μέ τό ζόρι στό δεξί, δέ θά μπορούσε νά φανταστεί δτι μου προετοίμαζε σάν πυθία μιά ζωή στέ ρησης καί άστείας οδύνης. Άλλά δ κύβος εί χε ριφθεΐ. Ή κατάσταση ειχε ώς έξης: Ά ν άποκαλέσω συμβατικά Μ ω υ σ η τά δσα σκεφτόμου να κι ένιωθα, καί άν βαφτίσω Ά α ρ ώ ν τά δσα πάσχιζα νά ξεστομίσω, μπορώ νά πώ ό χι ό Μωυσης τά πήγαινε καλά, ενώ ό Ά α ρών χώλαινε άνησυχητικά. Ή ταν δυό διαφο ρετικά πρόσωπα- δ ενας μέ ντρόπιαζε, δ άλ λος μέ ξεντρόπιαζε. Μέσα μου διηγόμουνα ιστο ρίες, έστηνα ψιλή κουβέντα μέ τούς άγγέλους, έπλαθα διαλόγους καί μαλώματα. Ό Μωυσης στεκόταν στό ύψος του. Τί νά πώ δμως γιά τόν Άαρών πού τά μούσκευε όσάκις χρειαζόμουνα τήν επαφή μέ τούς άλλους; Τά πατατράκ ήταν πολλά, κορδόνι ολόκληρο, πού μέ άκολουθοΰσε μέσα κι έξω σά φαιδρή σκιά, άλλά δέ μπορούσα νά ζητήσω ευθύνες άπό κανέναν. Ό Άαρών ήταν τό κουσούρι μου. Ή άχίλλειος πτέρνα, πού ειχε άνέλθει άπό τά πόδια στό στόμα. Σέ κάθε συνάντηση ήξερα δ'τι, άργά ή γρήγορα, μου τήν ειχε φυλαγμένη. Ένώ σέρβιρα τίς φράσεις στρογγυλεμένες καί με στές, αίφνης — εδώ βρισκόταν δ βαθύτερος ε αυτός μου— έσπαγε ή πρόταση καί γινόταν
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Ζ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ Μ
119
χίλια κομμάτια στό πρόσωπο του άλλου. Άπό τήν έκφρασή του καταλάβαινα ότι έλεγε μέ σα του: «Ά, εδώ είμαστε λοιπόν...» Ποϋ δηλαδή; Μέ βασάνιζε αύτό τό ανεξέ λεγκτο τελωνείο τής προφοράς πού ψαλίδιζε ό,τι ήθελε, επέβαλλε αφωνία, μέ έκανε ρεζίλι χωρίς νά έχω τρόπο νά άντιδράσω. Κάποιο φθινοπωρινό απόγευμα, στό γήπε δο Χαλανδρίου, δ προπονητής μάζεψε καμιά δε καριά άπό τούς δεκατετράχρονους πού δοκι μάζονταν καί μάς είπε πανηγυρικά: «Είστε καλοί, Θά ήθελα νά υπογράψετε δελτίο». Μό νο πού δέν άρχίσαμε τίς δαγκωνιές άπό τή χα ρά μας. Ά μ ’ έπος, άμ’ έργον, μάς σύστησε νά κάτσουμε όκλαδόν σχηματίζοντας ένα ημικύ κλιο καί άρχισε σοβαρός νά καταγράφει σέ ένα τεφτέρι τά στοιχεία του καθενός. Έ γώ βρισκόμουνα ακριβώς μετά άπό τόν Μανόλη Δαβαράκη, ένα παιδί μέ έντονα προ βλήματα βατταρισμοδ πού μέσα στό γήπεδο ήταν χάρμα: στή Θέση του άριστερου εξτρέμ, μέ Θεόστραβα κανιά καί εντυπωσιακή ταχύ τητα, σχεδόν δέν ειχε άντίπαλο. "Οταν έφτασε λοιπόν ή σειρά μας, ό Κατσαντρής του έ κανε τήν τετριμμένη ερώτηση: «Όνομα;» Ό Δαβαράκης είχε σκύψει τό κεφάλι λές καί ειχε νά ομολογήσει φόνο χωρίς νά περιμένει βοήθεια άπό πουθενά. Ποιός Θά τόν έσωζε; Ό πλησίον βέβαια. «Δα-βα-ράκης!» άπάντησα μέ ευκρινή συλλαβισμό καί πλήρη συ νείδηση τοϋ ρόλου μου. Τά άδιέξοδο του συμπαίκτη, παραδόξως, μου είχε δείξει τήν έξο
<*ξ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ ?*
δο. Στή συνέχεια κάποια φωνήεντα βοήθησαν νά βγει κουτσά-στραβά τό μικρό όνομα, τό όνομα πατρός, τό όποιο δέν ήξερα, άλλά τό μά ντεψα διαβάζοντας τά χείλη του Δαβαράκη πού έπέμενε νά σκάβει νευρικά τό χώμα καί νά δίνει σέ κάθε ερώτηση άνισο άγώνα μέ τό |<$| καί τό |τ|. Τηλέφωνα εύτυχώς εκείνη τή δε καετία ύπήρχαν σέ ελάχιστα σπίτια- διαφο ρετικά, άντε νά ξεμπερδέψεις μέ τό «ό-ύο», τό «τ-ρία», τό «τ-έσσερα», τό «π-έντε» καί δλα τά λοιπά άριθμητικά καθάρματα. Ειχε έρθει, μοιραία, καί ή δική μου σειρά. «Λέγεσαι...», ξανάπε χωρίς οίκτο δ Κατσαντρής. Τί γινόταν τώρα; Στό ξένο δνομα πέρασα πάνω άπό τό |<5|, τό \β\ καί τό |ρ| σερφάροντας, στό \π\ δμως, τόν ιδιωτικό μου βασα νιστή, δέν ύπήρχε παράκαμψη. Κόλλησα καί άκινητοποιήθηκα. «Πα...;» είπε ερωτηματικά ό Κατσαντρής, χωρίς νά μέ κοιτάξει, σκύβο ντας δμως γιά νά άκούσει καλύτερα. «Πα...», είπα καί πάλι, μέ μιά έκφραση σάμπως νά προσπαθούσα κάτι νά Θυμηθώ. «Μά καλά», παρατήρησε δ προπονητής γε λώντας, «ξέχασες τ’ δνομά σου;» Μού είχε ερθει κανονική σκοτοδίνη, καί δέν ξέρω τί Θά γινόταν άν, άπρόσμενα, δέν άκουγα δίπλα μου τόν ήρωα Δαβαράκη νά συμπληρώνει τέλεια τό επώνυμό μου. Λποφύγαμε νά κοιταχτού με, άλλά είχαμε συνεννοηθεΤ πλήρως. Παρόμοια περιστατικά έχω ζήσει άπειρα. Τό περίεργο δμως είναι δτι σέ άνάλογες στιγ μές δπου δ Άαρών τά σκάτωνε, ή πρώτη άρ-
& ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Ζ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ Ά
12 1
Βρώση της γλώσσας δέν μου παρείχε πράγ ματα. Ά ν ή συνεννόηση μέ τούς άλλους γινό ταν μέ άναρθρες κραυγές, μέ μονοσύλλαβα, μέ «άααα», «ούουου», «όοοο», «έεεε» καί τά σχε τικά, θά μπορούσα νά τά βγάλω πέρα μιά χα ρά. Δέ μου έλειπε ό ήχος — εκεί πού τά θα λάσσωνα ήταν στήν άρθρωσή του. Χ τις παιδιές, στά σεριανίσματα, στό χαβαλέ γενικά δέν τραύλιζα διακριτικά γιατί ή φω νητική απόδοση έπαιρνε τόν χαρακτήρα ελεύ θερου παιχνιδιού καί αύθαιρεσίας. Έλεγες δ,τι μπορούσες. Κανείς δέν περίμενε άπό τό στό μα σου κάτι τό συγκεκριμένο. Φυσικά ελλό χευε πάντα ό κίνδυνος κάποιου άνεκδότου, δ που οί άλλοι άναμένουν τήν κρίσιμη άνατροπή γιά νά γελάσουν. Ε κεί δμως λάβαινα τά μέτρα μου· ξεκινούσα άπό τό τέλος. Όπότε, δταν έφτανε ή δύσκολη λέξη, ήδη τήν ήξεραν, γιατί τούς ειχα ρωτήσει: «Εκείνο μέ τόν πρι απισμό τό ξέρετε;» Δέ Θυμάμαι νά μέ έβρισε κανείς «κεκέ»· οί δυσκολίες άρχιζαν άπό τή στιγμή πού ερχό μουνα σέ επαφή μέ τό Νόμο: καθηγητές, πρε σβύτες, γκισέδες, ξένους, προπονητές, συνάξεις· επίσης, δπου οφειλα νά μιλήσω εις έπήκοον δλων. Έκεΐ ή πρώτη άρθρωτική ζώνη δέν έπαρκοϋσε. "Ολα βασίζονταν στήν έναρθρη λα λιά — τόν εφιάλτη μου. Ή σπαζοκεφαλιά άρ χιζε μέ τή δεύτερη άρθρωση, αύτή πού, ώς συ ντεταγμένος λόγος, στηρίζει τόν πολιτισμό. "Ο ταν ή κοινωνία στηνόταν γύρω μου καί προσΚ ω ςτη ς
Π α π α γ ιω ρ γ η ς,
Σύνδρομο Αγοραφ οβίας
122
ΣΥΝΔΡΟΜΟ
ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ
η
δοκουσε μιά συγκεκριμένη έκφραση, ήταν τών αδυνάτων αδύνατο νά άνταποκριθώ. Μέσα στό στόμα μου καί στό στήθος μου παιζόταν ένα πολύπτυχο δράμα πού ειχε νά κάνει —τί άλλο;— μέ τήν άναπνοή. Κάθε φθόγ γος της ομιλίας προκύπτει άπό τήν επίδραση κάποιων εσωτερικών οργάνων πάνω σέ μιά στήλη άέρα ή όποία άναδύεται άπευθείας ά πό τά πνευμόνια. Ό ομιλητής, άσυνειδήτως, άξιοποιεΐ αύτή τήν ικανή ποσότητα άναπνοης. Περιττό νά πώ ότι κανείς δέν περιορίζεται σέ μιά σκέτη εκπνοή· ένα \χά\, πού είναι ισχνό χνώ το ή ξερό γέλιο. ΆπαιτεΤται περίπλοκη παρεμ βολή χορδών, επέμβαση τής γλωττίδας, τού φάρυγγα καί τών ρινικών κοιλοτήτων. Τότε άκριβώς άρχιζαν οί σκληρές διαπραγματεύ σεις μέ τά φωνήεντα καί προπάντων μέ τά σκατοσύμφωνα. Άπό μόνο του ενα φωνήεν δέν παρουσιάζει δυσκολίες. ΜπορεΤς νά προφέρεις εξακολουθη τικά καί άπρόσκοπτα ένα «έεεε» καί νά τό συνεχίσεις όσο άντέχει ή άναπνοή σου. Ούδέν πρόβλημα. Τί γίνεται όμως μέ τίς λέξεις πού έχουνε τό χούι νά παρουσιάζουν εναλλαγές συμφώνων καί φωνηέντων; Τή λέξη κοπετός, γιά παράδειγμα; Τή λέξη παραπλήσιος ή τε τριμμένος; Ή γλώσσα, ό φάρυγγας, ή στο ματική κοιλότητα καί τά χείλη πρέπει νά άνταποκριθουν σέ ειδικές συσπάσεις γιά νά παραχθει τό φωνητικό κομμάτι μέ τά συμφωνο φωνήεντα. Μιλάμε γιά κανονική ορχήστρα, όπου εισπνέεις άέρα καί εκπνέεις λέξεις.
«
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Ζ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ Ά
ιζ 3
Γιατί δμως όταν παρατηρούμε έναν τραυ λό «έν ώρ# εργασίας,*:· έχουμε τήν εντύπωση δτι έχει παγιδευμένη στό στόμα του μιά πο σότητα αέρα πού τόν χαλάει, τόν κάνει άνωκάτω καί δέν ξέρει πώς νά τόν έκπνεύσει; Ό τραυλός αδυνατεί νά παρακολουθήσει τήν άσυνεχή ροή τών γραμμάτων. Ένώ ένα «άααα» τόν παρηγορεΐ μέ τή συνεχή ροή του, ή ά-τ-α-ξ-ί~α, γιά παράδειγμα, είναι φωνητι κό κνούτο, γιατί τόν αναγκάζει νά πατήσει έξι διαδοχικά καί διαφορετικά πλήκτρα. Γιά τήν ακρίβεια, τό ζήτημα έγκειται στό κλείσι μο καί στό άνοιγμα του αναπνευστικού σω λήνα. Μακρά ή βραχέα, τά φωνήεντα προφέρονται μέ ορθάνοι/ιο αναπνευστικό σωλήναάπεναντίας τά σύμφωνα, μέ τόν τρόπο του τό καθένα, προαπαιτούν διακοπή, στάση, παύλα — μέ άλλα λόγια, παγίδευση τής άναπνοής. Στά διαβόητα |πα| ή |τα|, πού αιώνες τώρα βασανίζουν τή συμπαθέστατη άδελφότητα τών τραυλών, τό κλείσιμο καί τό άνοιγμα είναι προφανή. "Οταν προφέρουν τό |#α|, τό κλείσι μο χαλαρώνει γιά νά περάσουν άπό τό \π\ στό \α\, μέ άποτέλεσμα νά επέρχεται μιά φωνητι κή έκρηξη πρίν άπό τό φωνήεν \α\ πού ακολου θεί, σάμπως νά ελευθερώνεται αιφνίδια ό άέρας. Παρατηρεΐται δηλαδή τό άντίθετο φαινό μενο άπό κείνο πού διαπιστώνουμε στή συλ λαβή \απ\. Ένώ στήν πρώτη περίπτωση τό κλείσιμο προηγείται του άνοίγματος, στή δεύ τερη τό άνοιγμα προηγείται καί τό κλείσιμο έπεται. Στό \αη\ συμβαίνει μιά ξαφνική δια
12 4
κ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ ?*
κοπή του |α|, ήτοι ένα τραύλισμα. Τό δέσιμο της γλώσσας ταυτίζεται μέ τή διακοπή της πνοής. Μόνο έτσι αντιλαμβανόμαστε γιατί ορισμέ να σύμφωνα — \κ\, \π\, |τ|— είναι σωστή κρε μάλα γιά τούς απογόνους τοϋ Δημοσθένη, τοϋ Κλαύδιου, τοϋ Ρουσό καί τοϋ Σόμερσετ Μόμ, ενώ άλλα — \φ\, |λ|, |σ|, |ρ|— , παρά τήν εγγε νή δυσκολία τους, παλεύονται μέχρις ενός ση μείου. Ό λόγος είναι άπλός. Μπορεΐ κανείς νά παρατείνει στό στόμα του τόν ήχο \φφφ\, \ββββ\, \λλλλ\ ή |ρρρρ|, δπως περίπου κάνει μέ τά φωνήεντα, ενώ τοϋ είναι παντελώς άδύνατο νά προφέρει εξακολουθητικά τόν ήχο \ττττ\, \τίπππ\ ή \κκκκ\. ’Έτσι άλλωστε εξηγείται γιατί άπαντες οί βραδύγλωσσοι έχουν ενα κρυφό δ'νειρο ροϊκότητας, άπρόσκοπτης φωνητικής ροής. Ή επί δοσή τους στό τραγούδι τά λέει δλα. Μοιάζει παράξενο, άλλά ό τραυλός τραγουδάει ελεύ θερα άφήνοντας κατά μέρος γλωσσοδέτες καί κα, κα, κα. Φαίνεται πώς, μέ τή φωνη τική καί άναπνευστική προσπάθεια πού κα ταβάλλει δ τραγουδιστής, δλα τά γράμματα προικίζονται Θέσει μέ μιά φωνηεντική εύκολία. Άλλωστε, ποιός τραυλός Θά άδυνατοΰσε νά προφέρει μιά λέξη πού Θά έκφερόταν ώς: «άεεειιιουουοοο»; Χωρίς τά σύμφωνα, καί δή τά στιγμιαία, ό κόσμος Θά ήταν ένας προσωδιακός Παρά δεισος. Εντούτοις ζούσα στήν Κόλαση, μέ βα σανιστές τά σύμφωνα.
Μ! ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ϊ. Σ 'ιΜ 'Μ ’ Π η
125
Θέλοντας καί μ.ή, πέρα/-· .·. ΐ τά εφηβικά μου χρόνια εφευρίσκοντας γιά νά ξε γελάω ή νά εξευμενίζω τά μο/ί ηρά |;τ| καί |τ|. Σέ μιά λέξη, γιά παράδειγμα, δπου στήν πρώ τη συλλαβή —τή χειρότερη— παραμονεύει ένα άμείλικτο |κ|, δέν υπάρχει περίπτωση νά επι τεθείς κατά μέτωπο. Ή άποτυχία είναι προεξοφλημένη. Ωστόσο έχεις τό περιθώριο νά επι νοήσεις αύτοσχεδίως κάποιες παρελκυστικές κινήσεις. Άπό ένστικτο, τό θύμα του γλωσσο δέτη πασχίζει νά μπασταρδέψει τό δηλητηρι ώδες σύμφωνο μέ κάποια νάματα φωνηεντισμοΰ. Ά ν τό \κ\ του κράτους ψιλοεξουδετερωθεΤ ώς \ακ\, \εκ\, \οκ\, έχει μετά τήν ελπίδα νά περάσει στό υπόλοιπο |ράτος|, ή |άτα^αα|, ό ταν πρόκειται γιά τό εξίσου δυσμάσητο κάταγμα. Τί θά βγε! άπό τό στόμα του; Μά έ να *άκάταγμα, ενα *έκράτος, πού άφήνει πά νω στό πρόσωπο του άκροατή μιά θαμπάδα άπορίας. Γενικά, δλοι οί τραυλοί έχουν ένα άπόθεμα βοηθητικών, ροϊκών έκφράσεοον — «άς πού με», «θά έλεγα», «ϊσως» κ.τ.λ.— τίς όποιες παρεμβάλλουν κατά τήν περίπτωση, γιά νά ύπερβοΰν τά προσκόμματα. Κάποτε πού δούλευα στό δικηγορικό γρα φείο ενός θείου μου, ώς προασκούμενος δικη γόρος, τρομάρα μου, οί συνεννοήσεις πού έκα να άπό τηλεφώνου εϊχαν άφήσει εποχή. Ό κόμπος ήταν τά διάφορα ονόματα πού, πε ριττεύει νά πώ, άρχιζαν δλα άπό άπαγορευτικά σύμφωνα. «Ό κύριος Καπέτσος;» «Θέ
126
#5 ΣΥΝΔΡΟΜΟ
ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ »
λετε νά συναντηθείτε μέ τον κύριο Παπάζο γλου;» «Σάς ενδιαφέρει ή υπόθεση του κυρίου Τουτουντζη;» Τό όνομα Ζαρκάδας, πού ανήκε στόν Θείο μου, δέν ολιγωρούσε κι αύτό. Ή δοκιμασία ή ταν σαδιστική καί επαιρνε πολλές μορφές. Έ~ πρεπε σέ κάθε κουδούνισμα νά πώ δτι δ κύ ριος Ζαρκάδας άπουσιάζει. Τό \ζζζζ\ Θυμάμαι δτι κατάφερνα νά τό πιάσω στόν ύπνο καί νά τό μισοξεγελάσω- τό |α| πού άκολουθοΰσε ήταν έξ ορισμού φίλος μου, τό |ρ| τό μισοσκότωνα, άλλά στό |κ[ τέλειωναν μιά καί καλή τά άστεΐα. Τότε Θυμόμουνα τά λόγια του Μπούφαλο Μπίλ πού, δταν βρέθηκε σέ έναν χορό καί έπρεπε νά ζητήσει μιά κυρία σέ χορό, εί πε δτι Θά προτιμούσε νά βρίσκεται στήν πε διάδα μέ διακόσιους Ινδιάνους γύρω του. Κα λύτερα τό βασανιστήριο τής σταγόνας παρά τά καψόνια τής προφοράς. Τό \χ\ μου άνοιγε κανονικά τόν τάφο. Δοκί μαζα λοιπόν νά κάνω κάποιες λαθροπλαστογραφήσεις συμφώνων, μήπως καί ξεγελάσω τήν ακοή του συνομιλητή στήν άλλη άκρη του τηλεφώνου. Μάταιος βέβαια, γιατί ή άκοή δέν κάνει λάθηγρίμμα νά λείψει τό κενό φαίνεται. «Ζαρ/άδχς, είπατε;» σκλήριζε ή ξένη φωνή στό ακουστικό, «Όχι, κύριε, Ζαρσάδας». «Ζαρσάδας; Μά μιλεΐστε τέλος πά ντων καθαρά!» Θά ήταν ψέμα δμως άν ελεγα δτι τό μόνο πρόβλημα σχετιζόταν μέ τήν ήχοποίηση τών καταραμένων στιγμιαίων. Μπορεϊ τά τριβό-
& ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Ζ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ Μ
μενα σύμφωνα, τά πνευματικά, τά πλευρικά καί τά παλλόμενα νά ήταν φιλικά, πιό πει θήνια, άλλά ποτέ δέν ένιωσα οτι τό εσωτερικό μου πληκτρολόγιο, αύτό πού έβγαζε τά γράμ ματα, απέδιδε καλά — άπεναντίας, δλα τά γράμματα δυστροπουσαν νοσηρά μέσα στή στοματική μου κοιλότητα. Μολονότι αύτό δέν είναι πρόβλημα γιά τά κότσια ενός εφήβου, ειχα τήν υποψία ότι δέν υπάρχουν τεχνικές ούτε φωνοθεραπευτικές μέ θοδοι. Ποτέ δέ σκέφτηκα ότι μέ κάποια μαθή ματα ορθοφωνίας Θά έβρισκα τή λύση. Ή εύθύνη βάραινε τόν ψυχισμό μου. Άπό τή στιγ μή πού βρισκόμουνα ενώπιον τών καθηγη τών, τών προπονητών, ενώπιον τής κοινωνίας ένγένει καί ό'φειλα άπαρεγκλίτως νά καταθέ σω φωνητικά τήν παρουσία μου, ή καλή α νάσα στά πνευμόνια μου γινόταν κακή ανά σα κι ένας αινιγματικός ιός τρύπωνε στό Θυμικό μου γιά νά έξολοθρεύσει τή γλώσσα. Άραγε, τραύλιζα έπειδή φοβόμουνα τήν πα ρουσία τών άλλων; ή φοβόμουνα τήν παρου σία τών άλλων επειδή ειχα τή βεβαιότητα ό τι Θά τραυλίσω; Ό πω ς καί στήν άγοραφοβία, ό κύκλος ήταν φαύλος καί οί αιτίες χα μένες μέσα στά άποτελέσματα. Άλλά, άν υ πάρχει μιά άπόμακρη άπαρχή τής άγοραφοβίας ή τής λεξοφοβίας, αυτή δέ μπορει νά μη σχετίζεται μέ τά προβλήματα τής προφοράς. Ή γλώσσα πού φέρνει κοντά τούς άνθρώπους, εμένα μέ ειχε άπομακρύνει χωρίς ημε ρομηνία λήξεως.
128
& ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ Ά
Μέσα μου, κάποια άπό τά μυστικά κέ ντρα πού συγκρατοΰν τόν άνθρωπο είχαν δια σαλευτεί Οί φυσιολόγοι διατείνονται δτι μόλις έρθει στόν κόσμο τό βρέφος, άνάλογα μέ τή στάση πού θά πάρει στόν ύπνο, καταλαβαί νει κανείς άν είναι δεξιόχειρο ή άριστερόχειρο. Έ γώ φαίνεται πώς ειχα στρέψει τήν κεφα λή αριστερά. Άλλά δέν είσακούσθηκα. Έ τσι ή ισορροπία άνάμεσα στους λοβούς του εγκε φάλου ειχε διασαλευτεί, μέ άποτέλεσμα τό κέ ντρο του λόγου πού στεγάζεται στόν άριστερό λοβό νά χάσει τήν αυτόματη λειτουργία του. Τό ήλεκτρομαγνητικό σήμα δέν ερχόταν στήν ώρα του. Άπό μέρα σέ μέρα, τό κουσούρι μετατρε πόταν σέ χρόνια άναπηρία, μέ φυσική συνέ πεια νά διαστρέψει τόν ψυχισμό μου καί νά μέ οδηγήσει σέ άλλόκοτες άποφάσεις. Ό λό γος; Πρίν άπ’ δλα ή άθλια εικόνα πού πα ρουσίαζα στίς συντροφιές καί στίς συζητή σεις. Σέ άντίθεση μέ άλλους ομοιοπαθείς, πού κρατούσανε μιάν άποσταση άπό τόν εαυτό τους καί δέν έπαιρναν κατάκαρδα τήν εικό να του τραυλίζοντος Έ γώ τους, αύτό τό ρεζίλι σέ μένα ήταν άφόρητο. Προτιμούσα νά μού κόψουν τή γλώσσα άπό τή ρίζα. Φυσικά, τή γλώσσα τήν κράτησα, εστω μόνο γιά νά τρώω· άλλά τότε δέν μπορούσα νά φανταστώ τί χαράτσι Θά πλήρωνα γιά τήν αποχή μου άπό τήν ομιλούσα κοινωνικό τητα. Άφοϋ ό Άαρών μου δέν τά έλεγε, σέ δλες τίς μεγάλες εκκρεμότητες —πανεπιστή-
& ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Η' ΣΥΝΕΔΡΙΑ Ά
129
μιο, στρατός, εργασία— , ήμουνα υποχρεωμέ νος νά άκολουθήσω άποκλίνουσα οδό. Δέν υ πήρχε άλλη λύση: άπό παντού έπρεπε νά πά ρω τρελόχαρτο. Οϋτω καί έγένετο. Τό σκασα άπό τόν στρατό, άπό τό πανεπιστήμιο, άπό τήν εργασία, τήν οικογένεια. "Οταν λοιπόν βρέθηκα στό Παρίσι, δέν ειχα περιθώρια εκλογής. Θά ήμουν ό σιωπηλός του χωρίου, κλεισμένος σέ μιά σοφίτα μέ ξυρισμέ νο κεφάλι καί άφοσιωμένος υστερικά στό διά βασμα. Άπό τή σοφίτα θά ’βγαινα πάνοπλος γιά ν’ άνακτήσω ό,τι είχα στερηθεί. Σάν άνέκδοτο δέν ήχε! άσχημα- μόνο πού έγώ τό έκα να ζωή. Καί, άσφαλώς, πλήρωσα τή νύφη. Έ ξω φρένων μέ τήν κοινωνική μου εικό να, δηλητηριασμένος άπό τίς σκέψεις πού πι θανώς έκαναν οί άλλοι γιά μένα, άφοσιώθηκα στή διάσωση μιάς εσωτερικότητας πού κά ποτε θά διέψευδε δλες αυτές τίς εύτελεις σκέ ψεις. Θέλει πολύ τάχα μιά νεανική ψυχή νά συφοριαστει, νά πληρωθεί μικροψυχίας καί μνησικακίας, ζώντας μόνο μέ τήν άπώτερη προοπτική νά ρεφάρει γιά σαράντα χρόνια άφωνίας;
Η' Σ υ ν ε δ ρ ί α Μ ι κ ρ ό ς δ ε ν θ γ μ α μ α ι ν α ε ι χ α π ο τ ε τ η Φο
βία τών κλειστών χώρων. Βέβαια στό λιμάνι,
ι 3ο
<*? ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ »
δταν μάς καβαλοΰσε ό διάβολος, κάναμε πολ λές βάρβαρες ασκήσεις άντοχής. Κλείναμε κά ποιον σέ μιά ψαροκασέλα πού βρισκόταν σύρ ριζα στό χασάπικο τού Γαβρίλη, ρίχναμε έπιδεικτικά τό βάρος μας πάνω στό καπάκι καί αρχίζαμε τό μέτρημα. Πόσο θά άντεχε; Ίσ α με τό 7ο, τό 8ο, τό ιοο, τό 120; "Οσο σκλη ρός κι άν ήταν, σέ μιά στιγμή έσκαγε καί άρχιζε νά ζητάει βοήθεια. Ή ταν τό σύνθημα. Τότε ξεκίναγε τό καψόνι. Οί μεγαλύτεροι, πού ήταν καί οί πιό χειροδύναμοι, δχι μόνο δέν ί δρωνε τό άφτί τους με τά «Άνοίξτε, πεθαίνω, γαμώ τό καντήλι σας...», άλλά καθυστερού σαν μέχρι νά άκουστοΰν άπό μέσα κλάματα καί ικεσίες. Γιά νά πετύχει τό άστείο καί νά κάνει τόν κύκλο τής πλατείας έπρεπε ό εγκλωβισμένος νά σπάσει, νά βγει άπό τό κασόνι ράκος σω στό. Επιπλέον, κείνες τίς δύσκολες στιγμές, τόν άνάγκαζαν νά λέει μεγαλοφώνως διάφο ρες βρισιές γιά τή μάνα του καί τήν άδελφή του πού μετά ήταν δύσκολο νά τίς πάρει πί σω. «Τό κάνει ή μάνα σου γιά μιά λίρα...» «Ναί, τό κάνει· άνοίξτε...» Κάτι άνάλογο συνέβαινε καί στά ξεροπή γαδα πού ήταν προχείρως καλυμμένα μέ κλα διά καί σκουριασμένες λαμαρίνες. Κατεβαί ναμε μέ σχοινιά ή καί χωρίς καμιά βοήθεια, πατώντας προσεχτικά στίς εσοχές τών τοι χωμάτων, μόνο καί μόνο γιά νά αποδείξουμε δτι ό φόβος πού νιώθουμε δέν ίσχυε. Τό βάθος δέν πρέπει νά ήταν μεγάλο. Πέντε, τό πολύ
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: η ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ Μ
ι 3ι
έξι, μέτρα. Άλλά στόν πάτο, δπου δέν απο κλείονταν τά φίδια, οί σαύρες καί τά σερπετά, τό στρογγυλό κομμάτι του ούρανού, μέ τά κεφαλάκια στά χείλη του φιλιατρού, άρχιζε νά παίρνει δυσανάλογη άξία. Τό άνέβασμα άρχιζε άμέσως, άλλά άπό πάνω έβαζαν μπροστά τά μεγάλα μέσα· έρι χναν χώματα, κλαδιά, ενίοτε καί άναμμένα στουπιά, δ,τι έβρισκαν τέλος πάντων, γιά νά σου κάνουν τή ζωή δύσκολη. Στίς σπάνιες πε ριπτώσεις πού ύπηρχε σχοινί, σέ άφηναν νά άνέλθεις ώς τά μισά περίπου, καί αίφνης έ νιωθες τό σχοινί άψυχο στά χέρια σου. Ό άναρριχώμενος παγιδευόταν κακήν-κακώς, μέ τήν πλάτη στό φρεάτιο καί τά πόδια τεντω μένα άπέναντι. Τότε άρχιζε τό μαρτύριο: «Πες κάτι γιά τό μουνί της άδελφής σου». Μέσα στά πηγάδια δέν έμεινε άγάμητη μά να κι άδελφή. Έ γώ άδελφή δέν είχα, δσο γιά τή μάνα μου — τήν τιμημένη «κυρα-δασκά λα»— , κανείς δέν τολμούσε νά τήν πιάσει στό στόμα του. Μιά φορά μόνο χρειάστηκε νά εξωμοτήσω καί, μέ τά μάτια τυφλωμένα άπό τό χώμα, νά φωνάξω «Ζήτω ό Όλυμπιακός!»· κι άλλη μιά φορά στήν ψαροκασέλα, δπου ξε γελάστηκα καί μπήκα, μέ άποτέλεσμα νά μιλήσω γιά τή μάνα του Άστερίου, πού άνοι ξε άμέσως μέ άπειλητικές διαθέσεις. Τ ην πρώτη κανονική κρίση κλειστοφοβίας τήν έπαθα μεγάλος, δταν είχα άρχίσει νά πίνω καί ήμουνα προγάστωρ καί άσυμμάζευτος. Πηγαί
ι$ 2
<**? ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ ?ϋ
ναμε ενα κυριακάτικο απόγευμα στή Νέα Φι λαδέλφεια γιά νά δούμε ΑΕΚ-ΠΑΟ. Σέ ενα μικρό κουπεράκι —καί μόνο πού τό σκέφτο μαι τώρα, άναριγώ— είχαμε τρυπώσει πέντε νομάτοι: μιά αεροσυνοδός στό βολάν, ό για τρός πλάι, καί πίσω ό αδελφός του γιατρού, έγώ καί ενας άλλος φίλος, άεκτζής. Καθώς πλησιάζαμε στή γέφυρα καί παίρναμε τήν κα τηφόρα, μου ήρθε κανονική σκοτοδίνη. Ά ρχι σα νά φωνάζω, λές καί μέ μαχαιρώσανε. Στήν άρχή δέν τούς έπεισα, γιατί νόμισαν δτι ήταν ενα άπό τά συνηθισμένα άστεΐα. Μό λις είδαν δμως δτι δέν άλλαζα έκφραση, τά χρειάστηκαν. Ή δδηγός έπιασε εσπευσμένα τήν άκρη, δ γιατρός πετάχτηκε έξω κι άνοι ξε σοκαρισμένος τήν πόρτα, άφοΰ πρώτα σή κωσε τό διαολεμένο μπροστινό κάθισμα. Βγή κα κι άνάσανα. «Πάτε σείς», είπα τού γιατρού- «Θά έρθω μέ τά πόδια». Μου πρότειναν νά κάτσω μπρο στά μέ κατεβασμένο τζάμι. Τίποτα! Άρνήθηκα νά ξαναμπώ σέ κείνο τό κουτί. Από τότε, ή σκέψη δτι Θά μπω σέ δίπορτο αύτοκίνητο καί Θά παγιδευτώ στά καλά κα θούμενα στήν πίσω Θέση μου προκαλοΰσε α σφυξία καί τό αίσθημα δτι Θά δεχτώ μιάν ά δικο έπίθεση. Αύτό πού κυρίως μέ τρομοκρα τούσε δέν ήταν ό κλειστός, μικρός χώρος, για τί άνέκαθεν μου άρεσαν τά μικρά δωμάτια, δσο ή αίσθηση δτι μού άποκλείουν τήν έξοδο. Κάθε λογης παγίδευση, εγκιβωτισμός, μέ πλημ μύριζε μέ ένα άφόρητο αίσθημα άπελπισίας.
Κ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: η ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ Μ
ι 55
Έ χω βυζάξει νοσηρά, άπειρες ώρες, τήν κα τάσταση του ανθρώπου πού τόν κλείνουν στή σκευοφόρο, στό πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Τί νιώθει μόλις άκούει τό καπό νά κλείνει μέ βρόντο καί συνειδητοποιεί δτι δέν έχει ούτε μιά πιθανότητα νά έξέλθει μέ δική του πρωτο βουλία; Αρχίζει νά μηχανεύεται διάφορα τερ τίπια πιθανώς. Κλοτσάει τό τοίχωμα πού τόν χωρίζει άπό τίς πίσω Θέσεις, άλλά διαπιστώ νει, δυστυχώς, δτι είναι μεταλλικό χώρισμα. Άπό κεΐ ή έξοδος είναι κλειστή. Παίζει μέ τήν κλειδαριά, γιά νά άπογοητευθεΐ στό λεπτό, κα θώς βλέπει δτι είναι κλειδωμένη άπ’ έξω. Άρα τίποτε δέν τόν σώζει. Ρωτούσα φίλους τί Θά έκαναν σέ άνάλογη κατάσταση καί μέ κοίταζαν μέ άδιάφορο βλέμμα. «Έ , δέ Θά πέθαινα κιόλας». Κάποιος μου ειπε μέ βαριεστημάρα: «Θά έπεφτα νά κοιμηθώ». Αντίθετα, γιά μένα, αύτή ή πιθα νότητα ήταν ικανή νά δηλητηριάσει μέσα μου κάθε ικμάδα ζωής. Πράγματι, δταν έπιασαν τόν Βενέτη, τόν ιδιοκτήτη τών άρτοποιείων, καί τόν άφησαν γιά μέρες μέσα στή σκευοφόρο ενός αυτοκινήτου, οχι μόνο πεταγόμουνα άλαφιασμένος κάθε φορά πού έφερνα στό νου μου τό γεγονός, άλλ’ άπέφευγα καί νά ψω νίσω άπό τόν φούρνο του στό Χαλάντρι. Κ α τ α μίαν έννοια, έχω εξονυχίσει ίδεοληπτικά καί μαζοχιστικά δλες τίς περιπτώσεις κλει στοφοβικής άπελπισίας. ΜπορεΤ νά φαίνεται παιδικό, άλλά δέν μπορώ νά ξεπεράσω άκό-
ι ^4
^
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ ?*>
μα σέ αυτή τήν ηλικία τό άπλό γεγονός ότι ειχα παραμείνει επί εννέα μήνες στήν κοιλιά τής μάνας μου. Δέ μου φταίει βέβαια ή κοι λιά. Έκει ήταν ή καλύτερη κρυψώνα. Άλλά ή κατάσταση ενός ζωντανού οργανισμού πού παραμένει επί βδομάδες και βδομάδες μέσα στίς γλίνες καί στόν άμνιακό σάκκο, ανα πνέει μέ ξένη άνάσα καί συστρέφεται μέσα στήν ξένη κοιλιά σάν άστροναύτης σέ ενα υ γρό διάστημα, μου γεννούσε τό αίσθημα μιάς σατανικής καταδίκης. Τί σόι ύπομονή είναι αύτή, νά άναμένεις μετά άπό εννιά μήνες — διακόσιες εβδομήντα μέρες καί βάλε— , τήν άπελευθέρωση; Αύτό τό αίσθημα του άδικου βασάνου επαναλαμβανόταν κάθε φορά πού έβλεπα σκηνές άπό σεισμούς καί ή οθόνη έδειχνε άτομα πού παγιδεύτηκαν κάτω άπό τά χαλάσματα. Ε κεί ή άπόγνωση δέν ειχε όριο. Νά πεθάνεις άπό κάποιο άγκωνάρι πού δέχεσαι κατακέ φαλα, ήταν κάτι πού τό καταλάβαινα. Ά λ λά νά στενάζεις επί μέρες παγιδευμένος κά τω άπό τά τσιμέντα άναμένοντας τά συνερ γεία νά σέ άνασύρουν, ήταν κάτι άκατανόη το. Πού εβρισκε καρδιά ν’ άντέξει αύτός ό άν θρωπος; Έ χασε τίς αισθήσεις του κατά τήν κατάρρευση τής πολυκατοικίας; Κι όταν συ νήλθε, διαπίστωσε ότι είχε εγκλωβιστεί μέσα στά τσιμέντα καί τά χώματα;... Θά μπορού σα νά νιώσω συμπάθεια γιά τήν περίπτωση ενός άνθρώπου πού άποκλείεται στήν ύπόγεια κατοικία του καί εκεί, επί ώρες πασχίζει νά
Κ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Η' ΣΥΝΕΔΡΙΑ Μ
ι35
σκάψει ενα λαγούμι νά βγει στόν καθαρό άέρα. Ή ελευθερία κινήσεων, ή προσπάθεια, επα ναφέρει κάποιον υποτυπώδη φυσιολογικό βίο. Άλλά ή στάση εκείνου πού παραμένει σά μού μια κάτω άπό μιά άσήκωτη πλάκα τσιμέντο χωρίς τό περιθώριο τής παραμικρής μετατόπι σης, καταργούσε μέσα μου τό δποιο δικαίω μα στή ζωή. Τί νά πώ εξάλλου γιά τόν γυάλινο Θάλα μο πού χρησιμοποιούσε ό Κουστό στίς ερευνη τικές καταδύσεις του; Έδώ δέν υπήρχε έξω θεν παρέμβαση, σεισμός, βασανιστές, άτυχίες· οί άνθρωποι υποβάλλονταν στό μαρτύριο μέ τή βούλησή τους! Όσο ικανοποιημένοι κι άν έ δειχναν οί καταδύτες, γιά τά δικά μου μέτρα, μιά άμπούλα δύο περίπου τετραγωνικών πού κλείνει άεροστεγώς καί βυθίζεται στά βύθη του ώκεανου είναι μιά επιστημονική κατάρ γηση τής ζωής. Πώς Θά ζήσει έκεΐ-μέσα ένας άνθρωπος χωρίς νά παραφρονήσει; Δέν έδινα καμιά σημασία στό άπλό γεγονός οτι έκεΐμέσα παρέμεναν ερευνητές επί ώρες καί έργάζονταν χωρίς τό παραμικρό αίσθημα δυσφο ρίας. Μου άρκουσε ή σκέψη δτι έγώ στή Θέ ση τους Θά παρέλυα. Ή στιγμή της τρέλας ερχόταν γιά μένα μέ τή συνειδητοποίηση δτι δέν υπάρχει διαφυγή πρός τόν άνοιχτό άέρα. Άκουγα σχεδόν μιά υ ποχθόνια φωνή νά σιγοψιθυρίζει: «Ξέχνα τή φύση σου, έδώ πιά Θά ζήσεις μέ άλλη ψυχή». Άναλογιζόμουνα παλιές ιστορίες γιά άνθρώπους πού δραπέτευσαν σκάβοντας λαγούμια
ιΖ(>
& ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ »
σάν τίς αλεπούδες ή τούς σκύλους πού παγι δεύτηκαν σέ τυφλές σχισμές βράχων. Ό σκύ λος σύρθηκε άνυποψίαστος δέκα-εϊκοσι μέτρα γυρεύοντας διέξοδο. Τό ένστικτό του δέν τόν εΐχε προφυλάξει φαίνεται, γιατί δταν διαπί στωσε δτι δέν μπορούσε νά επιστρέφει, άλλά ούτε καί νά προχοορήσει- ήταν πλέον άργά. Ή πέτρα τόν είχε κλείσει μέσα της. Ειχε τή δυ νατότητα νά κάνει κάποιες κινήσεις, μόνο πού άντί νά βελτιώσουν τήν κατάστασή του, τήν χειροτέρευαν. Άρχιζε τότε νά ούρλιάζει σάν άν θρωπος· τό φρικιαστικό ήταν δτι σ’ αύτή τήν κατάσταση ή ζωή δέν τόν έγκατέλειπε. Τόν άκουγαν νά θρηνεί μερόνυχτα ολόκληρα, χω ρίς νά βγαίνει ή ψυχή του. Στή θέση τού σκύλου, δ άνθρωπος θά θεω ρούσε τό θάνατο λύτρωση. Νά πεθάνει έπιτόπου καί νά ησυχάσει. Άλλά ή κλειστοφοβία φαίνεται πώς δέ σου κάνει ποτέ αύτή τή με γάλη χάρη. Τό μυστικό τής άπελπισίας της είναι δτι σέ κρατάει στή ζωή, εν πλήρει συνειδήσει, λές καί πρέπει νά βιώσεις δλες τίς διαστάσεις αύτής τής φρίκης. Καί ή φρίκη δέν άναγνωρίζει δριο. Μένεις εκεί, παγιδευμένος καί άσάλευτος, χωρίς νά μπορείς νά ξε ριζώσεις τή ζωή άπό μέσα σου. Ή ζωή, πού σέ ζεΐ, εδώ θά ήθελες νά σέ πεθάνει. Άλλά που τέτοια τύχη! Νά ούρλιάξεις; Νά πάθεις κρίση; Τίποτα άπ’ δλα αύτά δέ φέρνει άνακούφιση, γιατί μετά άπό κάθε άπονενοημένο φωνητικό διάβημα ξαναπέφτεις στήν ίδια κα τάσταση πού μοιάζει μέ κώμα.
Κ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Η' ΣΥΝΕΔΡΙΑ η
ι 5γ
Χτο Μεσαίωνα, πολλοί άρχοντες όριζαν, κατά τήν ταφή τους, νά υπάρχει μέσα στό φέρετρο ή άκρη ενός σχοινιού πού συνδεόταν μέ ένα σήμαντρο. ’Άν, δ μή γένοιτο, τύχαινε νά ξυπνή σουν μ,έσα στόν τάφο, θά μπορούσαν νά χτυ πήσουν τήν καμπάνα γιά νά τούς ξεθάψουν. Παστρικές δουλειές, χωρίς άμφιβολία. Δέν ή ταν μόνο λόγοι κλειστοφοβίας πού υπαγόρευ αν αυτές τίς άσυνήθιστες προφυλάξεις. Οί νε κροφάνειες ήταν συνηθισμένες εκείνη τήν επο χή. "Οπως άλλωστε καί οί περιπτώσεις νεκρών πού άνασηκώνονταν μέσ’ άπό τό φέρετρό τους μεσούσης τής κηδείας ή —τό χειρότερο— οί πε ριπτώσεις ταφέντων πού, δταν άνοίχτηκε ό τά φος τους, βρέθηκαν σέ στάση πρηνηδόν ό σκε λετός ήταν μπρούμυτα ή συνεστραμμένος, γε γονός πού πρόδιδε τά βασανιστήρια πού τρά βηξε δ άμοιρος ταφείς μέχρι νά του κάνει τή χά ρη ή ψυχή του νά τόν έγκαταλείψει τελεσίδικα. Αυτή ή σκέψη του άνολοκλήρωτου Θανά του δπου ό ταφείς, φαινομενικά νεκρός, συνέρ χεται άδόκητα μέσα στήν καρφωμένη κάσα του καί τό μόνο πού διακρίνει (ή άπλώς αι σθάνεται) είναι ό χαμηλός ουρανός σύρριζα στή μύτη του, άποτελεΐ τόν άξεπέραστο εφιάλτη κάθε κλειστοφοβικού. Δέν είναι δ Θάνατος τό φόβητρο — αυτός σου σταματάει τήν καρδιά καί σέ στέλνει σέ αιώνια άνάπαυση. Εκείνο πού δέν παλεύεται μέ τίποτα είναι τό χαρο πάλεμα σέ άνύπαρκτο χώρο. Νά σέ χώσουν μέσα στά χώματα ζωντανό, άβοήθητο, ξεχα σμένο άπό ζωντανούς καί νεκρούς, άνήμπορο
ι38
Κ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ Η
νά άντισταθείς, καί νά σβήσεις έκεΤ-μέσα σέ κατάσταση παραφροσύνης, πεθαίνοντας οχι μιά, όχι δυό καί δέκα, άλλά άπειρες φορές. Τήν ίδια φριχτή σκέψη έκανα συχνά γιά τά άποτροπιαστικά ψυγεία τών νεκροθαλά μων. Ή σάρκα θέλει ψύξη, άκόμα καί τό σαρ κίο τού άρτιθανόντος. Δέν είναι καλό νά τόν ψέλνουν κι αύτό νά έχει κιόλας σκουληκιά σει. Σέ βάζουν λοιπόν στό συρτάρι δπου, παρέα μέ πολλούς γείτονες — πάνω καί κάτω, λές κι είσαι σέ κουκέτες τού τρένου— , περιμένεις σιω πηρά τή σειρά σου. Ά ν όντως είσαι νεκρός, πάει καλά. Ά ς κάνουν δ,τι θέλουν. Τί γίνεται δμως άν, παρ’ ελπίδα, ξυπνήσεις έκεΐ-μέσα; Μήπως δέν έχουν συμβεΤ τέτοια άνατριχιαστικά περιστατικά; Μέσα στά νοσοκομεία ψιθυρίζονται πολλά. Έ νιω θα πλήρη ταύτιση μέ τόν τρόμο τού Ντοστογιέφσκι, ό όποιος έξόρκιζε πιεστικά τή γυναίκα του νά προσέξει ιδιαίτερα τήν ταφή του- εννοούσε νά βεβαιωθεί πρώτα δτι είναι νεκρός πέρα γιά πέρα καί μετά νά δώσει τήν άδεια στούς νεκροθάφτες. Γιά τόν κλειστοφο βικό, δ Θάνατος — εκτός άπό Θάνατος— είναι μιά άσφάλεια. Πέθανε, γλίτωσε, άπαλλάχτηκε άπό τήν ψυχή του. Ά ν δμως έχει διασω θεί μιά γωνίτσα ψυχής; κάποιο ξέφτι συνεί δησης; "Ενα άπλό ζώπυρο φτάνει γιά νά φου ντώσει μέσα στό φέρετρο καί νά τόν εκδικη θεί δεόντως. 'Ο κλειστοφοβικός τρέμει τήν ίδια τήν ψυχή τον άπό αύτή πρέπει νά τόν προφυλάξουν. Όφείλουμε γενικά νά προφυλάξου-
*·; ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ϋ ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ
κη ;
με τούς ανθρώπους άπό τόν ΐδιο τους τόν εαυ τό. Είναι ανόσιο νά τούς ποντίζουμε μέσα στά χώματα χωρίς πρώτα νά έχουμε βεβαιωθεί ό τι δέν υπάρχουν Θύλακες ζωής στή σωρό τους. Ο λάκκος είναι μακάβρια σκέψη, πλήν δμως δέν είναι ή χειριστή. Ό μεγαλύτερος βραχνάς — διαβατικός, ευτυχώς— είναι μιά άλλη σκέ ψη, πού συχνά ζύγωνε καί άπομακρυνόταν σάν τά προειδοποιητικά συμπτώματα τής λι ποθυμίας. Χωρίς κάποια εξωτερική αιτία, σκε πτόμουνα δτι είμαι φυλακισμένος στό κορμί μου, δτι ή συνείδηση είναι εντοιχισμένη στά τοι χώματα τού κρανίου μου, πίσω άπό τήν επι φάνεια τού προσώπου. Γιά ποιά φυσιολογική ζωή μιλούσαν; Μέ σύμβουλους τήν οχιά καί τόν διάβολο, δ άρχιτέκτονας του κορμιού είχε διαπρέψει σέ άλλεπάλληλους έγκιβωτισμούς. Ή έξατομίκευση, αίφνης, μοΰ φαινόταν καταδί κη. Ή συνείδηση δέν έπαυε νά δίνει φώς, άλ λά αύτό τό φώς τό οφείλουμε σέ ενα μέσα πού είναι διπλοκλειδωμένο. Ή σαρκική φάρσα τού κάθε άτόμου κρύβει ένα καλομασκαρεμενο δε σμωτήριο. Αύτή ή έμμονη υποψία, πού τήν καλλιερ γούσα λές καί ήμουν έμμισθος εχθρός του ε αυτού μου, μέ έκανε νά πετάγομαι δρθιος καί νά βγαίνω στόν ελεύθερο άέρα γιά ν’ άνασάνω. Τουλάχιστον ή άνοιχτή άτμόσφαιρα δέν πά σχει άπό αύτή τήν καταδίκη. Ή άνάσα είναι εύλογία Θεού. Μόνο πού κι αύτή τήν εύλογημένη παραμυθία υπάρχει τρόπος νά τήν μα
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ ?*
γαρίσεις. Ώς διά μαγείας, ολη ή άτμόσφαιρα διαβρωνόταν άπό τή σκέψη δτι ό ύποσελήνιος κόσμος, παρά τά φαινόμενα, είναι κι αυτός ε να ευρύχωρο κουτί. Τότε, δέ μετράει τό σπίτι, οί δρόμοι, ή πόλη δλόκληρη. Ό ούρανός μοιά ζει καταθλιπτική οροφή πού ολοένα κατέρχε ται. Τό αχανές σύμπαν μπορει νά σμικρυνθεΐ μέσα στό νοΰ καί νά καταστεί άποπνικτικό καί περίκλειστο. Ό άσκεπής πλανήτης μας εί ναι έγκιβωτισμένος, άσφυχτικά φυλακισμένος στόν αιώνα τόν άπαντα. Ό ταν καμιά φορά έβλεπα έντομα πού τα ριχεύτηκαν μέσα σέ κεχριμπάρι ή ένα μυστή ριο ζωγράφημα πού παριστουσε ένα ανθρώπι νο πλάσμα κλεισμένο μέσα σέ μιά μποτίλια, αύτή ή συμβολική έμφιάλωση μέ έριχνε στήν καρδιά τής πανανθρώπινης κλειστοπάθειας καί διαρρήγνυα άστραπιάία κάθε δεσμό μέ τή ζωή. Δέν υπήρχε λύση. Αύτή ήταν ή συνθή κη τής ύπαρξης. "Ολα τά πλάσματα κατά πιναν τήν πίκρα τους άπό καταβολής χρό νου, καθώς ή ζωή τά βύθιζε σταθερά μέσα στή μουγγή άπελπισία τους. Τά πιό άδικημένα πλάσματα στόν κόσμο είναι οί σιαμαίοι. Πώς νά ζήσεις, δταν άπό τό πανωκόρμι σου φυτρώνει ό σωσίας σου; Ά λ λο κεφάλι, άλλα χέρια, άλλος άνθρωπος, πού τόν έχεις φυτρωμένο πάνω σου σάν κλαδί καί τόν κουβαλάς στό κρεβάτι, στό τραπέζι καί στόν άπόπατο; Αύτή ή κατάσταση είναι ή ϊδια ή παραφροσύνη, πού έχει γίνει διπλό κορμί γιά νά μαγαρίζει τήν δποια ιδέα λογικής ή χαράς
& ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: η ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ ?ϋ
ιζ|Ί
Οά μπορούσαν νά νιώσουν αυτά τά δικέφαλα πλάσματα.
Η σκέψη είναι βαριά, μόνο πού τά κλειστοφο βικά αισθήματα δέν έπελαύνουν ποτέ καταπά νω στήν προσωπικότητα άνεξάρτητα άπό τίς συνθήκες. Ά ν τά καταφέρνεις στίς λεπτές δια πραγματεύσεις μέ τή γύρω πραγματικότητα, άν ξέρεις νά τηρείς άποστάσεις, νά προβλέπεις τήν επόμενη στιγμή καί νά άποφεύγεις τίς ο δυνηρές συμπτώσεις, μπορεις νά ζεΐς σάν φυ σιολογικός άνθρωπος. Γενικά τό μέτρο του «κλειστού» καί του «άνοικτου» κρύβεται μέσα μας καί δέν εχει νά κάνει μέ άντικειμενικές εκτιμήσεις· ό κλειστο φοβικός μπορεί νά επισκέπτεται όλους τούς χώρους, άκόμα καί στή σπηλιά τού Νταβέλη νά μπεΤ, νά κοιμαται σέ τσιρούτικη κρε βατοκάμαρα, μέ μιά μόνο προϋπόθεση: νά μή στερηθεί ποτέ τή βεβαιότητα ότι άνά πάσα στιγμή μπορει νά έξέλθει στόν άνοικτό χώρο καί στόν ελεύθερο άέρα. Όπως μέ τήν ύψοφοβία καί τήν έντομοφοβία, τό κλειστοφοβικό φρόνημα άφορά μόνο σέ μιά ειδική κατάσταση. Δέν κάνει τό γύρο τής προσωπικότητας άνευ λόγου. Σέ σύγκριση μέ τήν άγοραφοβία γιά παράδειγμα, είναι μιά άνώδυνη άσθένεια. Τί πρέπει νά άποφεύγει ό αιμοφιλικός;— τίς πληγές. Παρόμοια, ό κλει στοφοβικός πρέπει νά λαβαίνει τά μέτρα του γιά νά μήν παγιδευτεί. Άπό κεϊ καί πέρα ή άρρώστια τόν ξεχνάει. Άλλωστε ό κλειστοφο
14 2
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ Μ
βικός δε φοβαται τούς ανθρώπους· ώς εκτούτου, δέν εχει τό βραχνά της λιποθυμίας. Κυρίως δέν πάσχει άπό σωματοποίηση τών συμπτωμάτων. Ποτέ δέν βγαίνεις άπό τό σπί τι σου μέ παλμό καρδίας ή μέ τή φοβία ότι Θά σέ παγιδεύσει ενας άποπνικτικός χώρος. Ή φοβία ύπάρχει βέβαια, είναι άπωθημένη στά βάθη της προσωπικότητας, άλλά δέν άναμιγνύεται στά καλά καθούμενα μέ τά καθημε ρινά γεγονότα. Μόνο εκτάκτως ξεμυτίζει. "Ο λο τό ζήτημα λοιπόν είναι νά άποκλειστεΐ κα τά τό δυνατόν ή εμφάνιση τών εκτάκτων συ μπτώσεων. Κάποτε στή Νεάπολη, στό σπίτι μιας φί λης όπου τά πίναμε μακαρίως μέχρι πρωίας μέ μιά πολυκέφαλη παρέα, όταν ήρθε ή ώρα νά ξεκαλουπώσουμε, ελαβα εύτυχώς τά μέ τρα μου. Τό διαμέρισμα ήταν στόν έβδομο ό ροφο καί, ώς γνωστό, κανείς δέν κατεβαίνει πλέον — ούτε άνεβαίνει φυσικά— άπό τή σκά λα. "Ολοι πάνε κι έρχονται μέ τό κλουβί τού άνελκυστήρα. Τά πρόσωπα ήταν πολλά καί ό άνελκυστήρας Θά επρεπε νά κάνει πολλούς δρόμους γιά νά άδειάσει δλα τά μπάζα. Προτί μησα λοιπόν γιά εύνόητους λόγους νά κατέλθω κλιμακηδόν. Σκαλοπάτι-σκαλοπάτι τά κατάφερα. Άλλά δταν εφτασα επιτέλους στό ι σόγειο, τό Θέαμα πού άντίκρισα ήταν ιδιαζό ντως υποβλητικό. Μέσα στό Θάλαμο, πού εί χε ώφέλιμο φορτίο μόλις τριών άτόμων, είχαν στοιβαχτεί δπως-δπως εφτά άτομα· κατά φυ σική συνέπεια, ό Θάλαμος πήρε τόν κατήφορο,
ί*ξ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Η' ΣΥΝΕΔΡΙΑ Μ
ιφ
δταν έφτασε στό ισόγειο βουλίαξε άπό τό υπερβολικό βάρος καί βρέθηκε μερικά εκατο στά πιό χαμηλά άπό τό δάπεδο. Αποτέλεσμα: ή πόρτα δέν άνοιγε. Μέσα άπό τό τζαμάκι σά λευαν οί σκιές τών μεθυσμένων πού είχαν ψο φήσει στά γέλια γιά τό πάθημά τους, κι άντί νά καλούν σέ βοήθεια, ούρλιαζαν νά μήν τούς άνοίξουμε. Σπεύσαμε νά ξυπνήσουμε τόν Θυρωρό ό ο ποίος, μέ τίς δέουσες βλαστήμιες, άνέβηκε στήν ταράτσα μέ τά πόδια γιά νά τραβήξει τό πε ρίφημο «λουρί». Εμένα ομως μου εμεινε ό τρό μος στά κόκαλα: τί ϋά είχα απογίνει άν, μέ σα στή σούρα μου, είχα παγιδευτεί επ ί εικο σάλεπτο μέσα σέ έναν άσφυκτικό χώρο, δπου κανείς δέν έδινε δυάρα γιά τέτοια πράγματα; Άλλά καί νά ’δινε, άκόμα χειρότερα. Μετά ά πό είκοσι χρόνια αύτή ή σκέψη μέ άναστατώνει. σκηνές άπό κινηματογραφικά έρ γα πού ποτέ δέν έσβησαν άπό τή μνήμη μου. Ειδικά δσα είδα σέ μικρή ήλικία. Στή Γέφυ ρα του ποταμού Κβάι,ό Σέρ’Άλεκ Γκίνες κα ταδικάζεται άπό τούς Ιάπωνες άξιωματικούς του στρατοπέδου εργασίας νά παραμείνει μέσα σέ ενα λαμαρινένιο κλουβί μέχρις δτου ύποκύψει καί άλλάξει γνώμη. Θά άντέξει τή δοκιμα σία; Ένώ οί βασανιστές του περιμένουν δτι ά πό στιγμή σέ στιγμή θά σπάσει, αυτός δεί χνει σθένος και τελικά θριαμβεύει. Ό Γκίνες βέβαια εμεινε, υποτίθεται, μέσα σέ κείνο τό φρι χτό κλουβί μόνο μερικά εικοσιτετράωρα· άντίΥ π α ρχο γν
14 4
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ ?*
θετα, έγώ δέ βγήκα άκόμα άπό τήν άπαίσια φάκα. Κάθε τόσο επανέρχεται βασανιστικά καί πρέπει νά καταβάλλω ειδική προσπάθεια γιά νά τήν άπωθήσω στό βυθό τής μνήμης μου. Στή Μεγάλη άπόδραση, ό Μπρόνσον σκά βει κρυφά, μαζί μέ τούς άλλους κρατούμενους, μιάν ύπόνομο γιά νά διαφύγουν. Τό χώμα δέν έχει ύποστηλώματα καί κάθε τόσο καταρρέ ει. Σέ μιά στιγμή μάλιστα, ό ήρωας, καθώς βλέπει νά κλείνεται ή στοά μπρός καί πίσω καί νά σβήνει τό φώς, κυριεύεται άπό αίσθη μα τρόμου καί άσφυξίας. Πιστεύει πώς Θάφτη κε ζωντανός. Τότε άκριβώς, παγιδευμένος, μό νος, μισοθαμμένος καί πανικόβλητος, άρχίζει νά μουγγρίζει. 'ϊπάρχει κάτι τό ζαβό καί τό πρωτόγονο στό βάθος τού πανικού πού δέν επιδέχεται κανενός έξορθολογισμού. Δέ μπορεΐς νά στραφείς στή συνείδησή σου καί νά τής πεις: «Είναι δύσκολη ή κατάσταση, άλλά — πού Θά πάει; Θά βρεθεί λύση». Πέρα άπό ενα όριο ή συνεί δηση χάνει κάθε δικαίωμα καί άρχίζει νά μι λάει τό άρχέγονο κύμα πού, άνήμπορο νά βρει διέξοδο, πλήττει τόν ίδιο τόν εαυτό του. Αύτή ή σφοδρή αύτοπάθεια μου έρχεται στό νοΰ κάθε φορά πού βλέπω άνθρώπους παγιδευμένους μέσα σέ σμπαραλιασμένα αυτοκί νητα. Μου έτυχε μάλιστα νά μού διηγηθεΐ έ νας φίλος μιάν άνάλογη κατάσταση. Είχαν τρακάρει τρία άτομα μέσα σέ ένα αύτοκίνητο πού δέν ήταν καί τόσο φτηνό. Ό ενας επαθε άσχημη ζημιά, ό άλλος έσπασε τό χέρι
Κ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Η' ΣΥΝΕΔΡΙΑ η
ιφ
του, ένώ ό Ιδιος, παρά τήν τράκα, χτύπησε μό νο στό πρόσωπο. Τό ζήτημα όμως ήταν άλλο. Μετά τό ντεραπάρισμα, τή σύγκρουση καί τήν άναμπουμπούλα, συνειδητοποίησαν ότι είχαν παγιδευτεί μέσα στά παλιοσίδερα. Τόσο αύτοί όσο καί ό έπιβάτης του άλλου αύτοκινήτου. Περίμεναν έκει έπί ώρες — γιατί ήταν νύχτα καί ό δρόμος έπαρχιακός— Ισαμε νά τούς πά ρουν είδηση οί περαστικοί, νά ειδοποιήσουν τό εκατό καί νά έρθει μέ τό ειδικό συνεργείο. Μό νο τότε, μέ σιδεροπρίονα, έκοψαν τίς παραμορ φωμένες πόρτες καί έφτιαξαν μιά τρύπα άπ’ όπου πέρασαν σιγά-σιγά τά ματωμένα κορ μιά τους. "Οσες φορές άναρωτιέμαι κατά μόνας τί νά ένιωθαν εκείνοι οί άνθρωποι μέσα στή στραπατσαρισμένη τους φυλακή, τό μό νο πού μένει στό μυαλό μου είναι ή άναμονή του σιδεροπρίονου. Ίσως γι’ αύτό εχω μεγάλη άδυναμία στά αύτοκίνητα μέ κινητή στέγη. Δέν ξέρω τίς μάρκες, τίς τιμές, άγνοώ άπολύτως τίς τέρψεις τής οδήγησης, άλλά ή άνοιχτή στέγη άντιπροσωπεύει γιά τό φρόνημά μου κάτι παρήγορο. Καί πεθαμένος, πού λέει ό λόγος, καί τσακισμένος, σέ ένα τέτοιο άμάξι μπορεΐς νά άφήσεις τήν τελευταία πνοή σου σάν άνθρωπος. Ό χι σά Θηρίο μέσα σέ σιδερέ νιο κλουβί, όπου ό σωτήρας κρατάει σιδερο πρίονο. Κι όμως, σέ ένα παρόμοιο αύτοκίνητο, «κα μπριολέ» μέ τά όλα του, πέρασα μιά πολύ ο δυνηρή νύχτα. Είχαμε πάει άπό νωρίς σέ ένα υπόγειο σκυλάδικο στούς Αμπελοκήπους. "ΟΚ ω ςτης
Π α π α γ ιω ρ γ η ς,
Σύνδρομο Α γοραφ οβίας
7
ιφ
& ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ
ταν λέω νωρίς, εννοώ λίγο πρίν άπό τά μεσά νυχτα, τήν ώρα δηλαδή πού μόλις έχουν σκου πίσει οί καθαρίστριες καί κάποια μέτρια φω νή ζεσταίνει τό μικρόφωνο. Ήμασταν λίγα ά τομα. "Ενας χαρτοπαίχτης — αυτός πού ήρθε νά μέ πάρει μέ τό αύτοκίνητο μετά τήν επί σκεψη στό γιατρό— , ό καπετάνιος, ένας σω ματώδης νεαρός πού ειχε κάνει στρατό μέ τόν χαρτοπαίχτη, ενας δικηγόρος, ή γυναίκα του καί μιά Έλληνο-αυστραλέζα. Μέσα στό μαγαζί δέν ειχε κόσμο- δυό-τρία τραπέζια είχαν ζωή. Μόνο στό βάθος, άπό τήν άλλη μεριά τής πίστας, βλέπαμε μιά πολυ πρόσωπη παρέα πού ήταν στά κέφια — ση μάδι πώς ήρθαν στό μαγαζί φτιαγμένοι. Σέ μιά στιγμή λοιπόν πού χόρευε στήν πίστα ε νας λεμές, μικρόσωμος, κακοφτιαγμένος καί μέ πρωτοφανές Θράσος, ή παρέα τού έστειλε πιάτα τά όποια έσπασαν τελετουργικά τά παι διά τού μαγαζιού μπροστά στά πόδια του. "Ως εδώ τίποτα τό περίεργο. Ή κακή στιγ μή δμως ήθελε ένα κομματάκι άπό τά συντρι βόμενα πιάτα νά πέσει πάνω στό τραπέζι μας. Χωρίς νά τό σκεφτεΐ, ό χαρτοπαίχτης τό πή ρε καί τό ξανάριξε στήν πίστα. Ή επαναφο ρά δμως δέν πέρασε άπαρατήρητη άπό τά μά τια του λεμέ, ό όποιος εδωσε σέ αύτή τήν κί νηση δλο τό νοσηρό περιεχόμενο πού λαχτα ρούσε ή Θιγμένη καρδιά του. 'Ήϋελαν νά τόν ταπεινώσουν! — ήταν φανερό. Χωρίς νά χά σει καιρό, μέ εμπόλεμη άποφασιστικότητα, πή ρε τρία πιάτα άπό μιά διπλανή ντάνα καί τά
Κ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Η' ΣΥΝΕΔΡΙΑ Μ
πέταξε πάνω στό τραπέζι μας. Ή ταν κήρυ ξη πολέμου· τουλάχιστον ό καπετάνιος — άν θρωπος φτιαγμένος γιά παρόμοιες καταστά σεις— έτσι τό κατάλαβε. Σηκώθηκε λοιπόν όρ θιος —ενα κεφάλι πάνω άπό τόν λεμέ, παρότι ό τελευταίος εστεκε πάνω στήν πίστα— , τόν κοίταξε δολοφονικά καί μέ μιά ξαφνική κί νηση τόν περιέλουσε μ’ ένα μπουκάλι νερό. Ή πρόκληση είχε λάβει πληρωμένη άπάντηση καί, μολονότι πολλοί άπό τήν άντίπερα συντροφιά ορθώσανε τό άνάστημά τους, εσπευσαν τά γκαρσόνια νά μπουν στή μέση. Είχαν περάσει δύο; τρία λεπτά; Ένιωσα πάντως σταγονίδια μαζί μέ κομμάτια γυαλί νά πέφτουν πάνω στό τραπέζι μας. Τί είχε γίνει; Ό λεμές είχε επιστρέφει στήν παρέα του, πήρε ένα ποτήρι καί διέσχισε τό μισό μα γαζί γιά νά φτάσει όπισθεν στό τραπέζι μας. Αθέατος, Εσπασε τό ποτήρι στόν πελώριο πυ λώνα τού μαγαζιού καί άστραπιαια τό κάρ φωσε στό πρόσωπο τού μακάριου καπετάνιου ό όποιος άπολάμβανε τίς δάφνες τής νίκης του. Δέν ύπάρχει άμφιβολία δτι ό λεμές σημάδευε τά μάτια, κι άν ξαστόχησε καί βρήκε τή μύ τη, όφείλεται μάλλον στήν ενστικτώδη κίνηση προφύλαξης τού καπετάνιου. Τά δσα επακολούθησαν έμοιαζαν μέ κακοπαιγμένη ταινία. Ό καπετάνιος πρόλαβε νά αρπάξει τόν λεμέ άπό τόν γιακά, τού κατάφερε μερικές μπουνιές, άλλά δ σπιθαμιαίος κακοποιός έκανε στροφές γύρω άπό τόν εαυ τό του καί άπειλουσε τούς πάντες μέ τό σπα
14 8
«
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ ?*
σμένο ποτήρι. "Ενα παχουλό γκαρσόνι πού α ψήφησε τήν απειλή, δέχτηκε τό γυαλί στήν κοιλιά καί λίγο έλειψε νά του άδειάσει τά ά ντερα. Όλόκληρη ή παρέα του λεμέ ειχε ση κωθεί καί έτρεχαν άλλόφρονες πρός τήν έξο δο. "Ενας γιγαντόσωμος τύπος, πού φώναζε συνέχεια «Τί μαλώνετε, ρέ χταποδάκια!», έ βγαινε τελευταίος καί φρόντιζε νά εμποδίζει τά γκαρσόνια νά πιάσουν τόν λεμέ. Ή άναμπουμπούλα ήταν μεγάλη, άλλά ό δράστης κατάφερε νά ξεφύγει, καί τό μόνο πού έμενε ήταν νά πάμε άμέσως στό νοσοκομείο τόν κα πετάνιο, πλημμυρισμένον στά αϊματα. Βρέθηκε ένα αμάξι μέ κινητή οροφή — δί πορτο δυστυχώς— καί έσπευσα νά πιάσω Θέ ση στό πίσω μέρος κρατώντας τό κεφάλι του καπετάνιου, πού έβριζε γιατί δέν τόν άφήσαμε νά λυώσει αύτό τό σκουλήκι. Είχαμε τρυ πώσει πέντε άτομα μέσα σέ ενα άκριβό άμάξι πού δέ χώραγε καλά-καλά ούτε τρεις. "Ο ταν τό συνειδητοποίησα, ήταν πιά πολύ άργά. Σχεδόν δέν τό πίστευα. Έκανα τήν πιό παιδι κή σκέψη: Κ αί τώρα τί ϋά γίνει; Ζήτησα μάλλον άπό τόν οδηγό νά άνοίξει τή σκεπή, άλλά μέσα στό καταχείμωνο φυ σικό ήταν νά μέ κοιτάξει σάν νά ήμουνα τρε λός. Ήθελα νά κατέβω, νά πάρω άνάσα, άλ λά δέκα πόδια, δέκα χέρια καί πέντε κεφά λια μέσα στήν άλλόφρονα άτμόσφαιρα του αύτοκινήτου δέν άφηναν κανένα περιθώριο. Τό τε άρχισαν νά μου μπαίνουν οί σκέψεις ότι δλο αύτό τό συμβάν είναι σκηνοθετημένο άπό
«
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: θ ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ »
ι4$
τήν ατυχία μου. Τί γύρευα έγώ έκεΐ-μέσα; Θά μπορούσα νά πάρω ΤΑΧΙ , νά πάω άκόμα καί μέ τά πόδια ώς τόν Ευαγγελισμό. Ή χαμηλή σκεπή, πού κάθε δευτερόλεπτο κατέβαινε καί μέ έπνιγε, ήταν ενα πράγμα μέ τά αίματα του καπετάνιου καί μέ τά κορναρΐσματα του οδηγού πού άνέβαινε πεζοδρό μια καί φρενάριζε άπότομα καθώς μισοέμπαινε στό άντίθετο ρεύμα. Είχα φτάσει σέ χρόνο μηδέν στό δριο, καί 0ά πρέπει νά πέρασα πε ρίπου ενα δεκάλεπτο σέ άποκάρωμα, άναπνέοντας μηχανικά καί χωρίς βλέμμα. Είχα παραδώσει τόν εαυτό μου στή σύμπτωση. "Οταν έπιστρέψαμε στό μαγαζί, μέ τόν κα πετάνιο μπανταρισμένο καί έτοιμο νά ξαναπιεί καί νά χορέψει, όπως ελεγε, Θυμάμαι τά παράπονα τής Έλληνο-αυστραλέζας: «Δέν εί ναι ευγενικό νά φεύγετε καί νά μάς άφήνετε μόνες μέσα στόν ύπόκοσμο...»
Συνεδρία Κ α τ ό π ιν ε ο ρ τ ή ς κ α ι ά γιο μ ε γ ά λ η α π ό σ τ α σ η
πιά, όταν άναλογίζομαι τήν εποχή μέ τά πο τά καί τά μεθοκοπήματα, μου φαίνεται σάν τό φυσικότερο πράγμα στόν κόσμο. "Ενας νέος πού δέν έχει ταυτότητα, κλίση, κοινωνικό πρό σωπο, εργασία καί οικογένεια, που άλλου Θά
ι 5ο
Κ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ ?*
βρει νά ξεσπάσει; Ό άεργος δέν είναι μόνο κοπρίτης, φαΐ καί σκατό· μέσα στή θολούρα τού μυαλού του γίνεται δ εκλεκτός άγρός του διαβόλου. Ή ιστορία κρατούσε κιόλας άπό τά χρό νια του Παρισιού. Τά Σάββατα, δ φίλος μου Τάκης Νατσούλης — παλιός συμμαθητής πού κράτησε κατά καιρούς στή ζωή μου τό ρόλο του τυφλοσούρτη— ερχόταν στή σοφίτα μέ τό μπουζούκι καί, πάνω στό κέφι, κατέβαζα μερικά κονιακάκια... Ήμουνα κρυφοποτηράκιας, άλλά ή άρχή — έστω κι άν δέν ήταν τό ήμισυ του παντός— ειχε γίνει. Ή πρώτη κίνηση μετράει πάντα, γιατί προϋποθέτει ξεμυάλισμα καί παραμύθα. "Ο,τι κολακεύει τήν ψυχή σέρνει πίσω του ψίθυρους καί περίπλο κα παραμύθια. Ή επίσημη πρεμιέρα πάντως δέν ήταν πα ρισινή· δέ Θυμάμαι ποτέ στή σοφίτα τού ΣένΜισέλ νά έγινα χότζας καί νά ξέχασα άκό μα καί τή μάνα μου. Αύτά άρχισαν στό Χα λάνδρι, καί μάλιστα μέ τόν πιό άβίαστο τρό πο. Κάθε βράδι, μηδεμιάς νυκτός έξαιρουμένης, πιάναμε στασίδι στό Στέκι τοϋ καλλιτέ χνη, ταβέρνα ενός παλιού πηγαδά, πού ειχε με τατρέψει σέ φτηνό φαγάδικο ενα παλιό παρά πηγμα κοντά στήν τωρινή πλατεία Κένεντι. Καρέκλες, τραπέζια, αύλή μέ χώμα καί βοτσαλάκι, φαγητά, κρασί χύμα, τέσσερις τοί χοι. Τό άλλο μένει; Ή παρέα βέβαια, ή όποία συγκροτήθηκε εκ τών ένόντων, καί μάλιστα σύμφωνα μέ δλους τούς τύπους. Ή συμποτι-
«
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: θ' >;ΥΧΙ;Λ Ί.\ ;·ι
ιά ι
κή συντροφιά θέλει πολλές διαφορές καί κάποιες ουσιώδεις ομοιότητες· ελεύθερο χρόνο, ώ ρες γιά σκότωμα δηλαδή, κοινά γούστα, αδυ ναμία στόν χαβαλέ καί ένα ένοχο σκίρτημα γιά τούς άλλους. Τίποτε άπ’ όλα αύτά δέν έ λειπε. Ακόμα καί οί ήλικίες —καίριες σέ κά θε στρατολόγηση— ήταν σοφά συμπτωματικές. Πρώτη γενιά εμείς οί τριανταπεντάρηδες· δεύτερη γενιά οί είκοσιπεντάρηδες, πού είχαν ξεβάψει πάνω τους τά πολιτικά καί οί οργα νώσεις· καί παρακάτω τά δεκαεφταράκια πού, έννοειται, σπούδαζαν μέ λιμασμένο μάτι τά δι κά μας τά πατήματα — γιά τήν ακρίβεια, τά στραβοπατήματα καί τίς άπειρες φάλτσες κου βέντες. ’Άν υπάρχει σχολή άνωτέρων σπουδών, εκεί βρίσκεται. Αυτές οί συντροφιές έχουν ά ξια, γιατί μέσα στήν παρωδία καί τό φιλικό χνώτο γελοιοποιούν κάθε ιεραρχία, κάθε πόζα καί ολες τίς νεοπλασίες τής προσωπικότητας. Απόσταση, άνωτερότητα, σεβασμός καί τά ρέ στα παραμένουν στά άζήτητα. Αργά ή γρή γορα κάποιος Θά έρθει νά σου τσαλακώσει τήν προσωπίδα πού φοράς. Τά πάντα δοκιμάζο νται μέσα στήν έμφυτη του καθενός σκληρό τητα, στήν άνοιχτή καρδιά καί στό ψυχοσω τήριο καραγκιοζιλίκι. Τό μυστικό είναι ότι ό καθένας προσέρχε ται σάν άνολοκλήρωτο πορτρέτο, σά μαλθα κή ψυχή πού τής λείπει ή σκληραγωγία. "Ε νας αύτάρκης άνθρωπος, μέ πλήρη επίγνωση καί οχυρωμένη προσωπικότητα, γιατί νά σέρ νεται κάθε βράδι στά ταβερνεια σάν μέλος
^
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ Μ
ενός απερίγραπτου θιάσου; Ή παρέα συνεπά γεται εξάρτηση, ύποτέλεια, γέλα με νά σέ γε λώ νά περνάμε τόν καιρό. Θέλει κάποια μά για — νά νιώθεις λίγος καί νά τρέχεις γιά νά ένσωματοοθείς στό πολύ. Αύτό όντως υπήρχε, τουλάχιστον ετσι πιστεύαμε, χωρίς νά ξέρου με άκριβώς τί είναι. Δέν απαρτιζόταν άπό τό άθροισμα τών παρισταμένων, δέν άναγόταν στίς άπουσίες· γεννιόταν πάντως όταν υπήρ χε άπαρτία, καί ό καθένας άπολάμβανε τόν εαυτό του πάνω στά μ,ουτρα τού άλλου. Τίς πρωινές ώρες τό νιώθαμε νά παφλάζει ολό γυρα χωρίς νά μπορούμε νά τό δείξουμε. Παρά τίς κλιμακωτές ηλικίες, κάποια πτυ χία καί κάποιες σπουδές, στή μάζωξη δέν υ πήρχε Ιχνος άπό ελιτίστικο πνεύμα, σνομπισμό ή διάθεση νά τηρηθούν οί άποστάσεις. Ή ταν θέμα τιμής ό καθένας νά ξηλώνει τά γαλόνια του καί νά τά πετάει κάτω άπό τό τραπέζι. Κι όλα ήταν χύμα. Κατά πρώτο λόγο, δέν υ πήρχαν χρήματα. Ποιός νά έχει γεμ,άτη τσέ πη, οταν ελάχιστοι εργάζονταν καί σέ κανέναν δέν περίσσευαν; Δέ θυμάμαι κάποιον νά έφαγε κάποτε ένα ακριβό φαγητό ή νά παρήγγειλε ενα άκριβό κρασί. Πίναμε χύμα ρε τσίνα, καλή ή άσχημη άδιάφορο, τρώγαμε τούς κοινούς μεζέδες, πατάτες, σαλάτες, ψωμί, όμελέτες, λουκάνικα. "Ο,τι πληροί τή γαστέρα, τέλος πάντων, μειωμένοις έξόδοις. Άλλωστε τό φαγητό δέν ήταν αύταξία. Ού τε υπήρχαν στό Στέκι εκλεκτά εδέσματα: ψά ρια, άστακοί, σπεσιαλιτέ νά πούμε καί τά λοι
«
ΜΕΡΟΧ ΔΕΥΤΕΡΟ: θ ' ΧΥΝΕΔΡΙΑ Μ
ι5 3
πά. Τρώγαμε μόνο γιά νά άντέξουμε τό κρα σί. Καί ή αλήθεια είναι δτι τό άντέχαμε καί μάς άντεχε άρκετές ώρες. Τρώγοντας άργά, πίνοντας άκόμα πιό άργά, κουβέντα-πιρουνιάγουλιά, μπορέί κανείς νά κάτσει στό τραπέζι 5-8 ώρες χοορίς νά βαρεθεί καί, κυρίως, χωρίς νά χάσει εντελώς τόν έλεγχο. Τό ζήτημα είναι τί γίνεται σέ αυτό τό πο λύωρο διάστημα. Μέ τί άσχολουνται παρακαθήμενοι καί συνδαιτυμόνες; Συζητοΰν; Ε π ι δεικνύονται; Φλερτάρουν; Μαλώνουν γιά τό χρυσόμαλλο δέρας; Τίποτα δέν άποκλείεται. ’Άν υπάρχει κρασί καί διάθεση, ή μαλάγρα είναι πλούσια. Έ τσ ι ή μιά ώρα δέ μοιάζει μέ τήν άλλη. "Οταν στίς εννιά είσαι στεγνός, στίς δέ κα έχεις πιει τή μισή σου, στίς έντεκα κο ντεύεις τό κιλό, στίς τρεις είσαι φτιαγμένος κα νονικά καί τό χάραμα —γιατί τότε δέν υπήρ χε άκόμα ώράριο— έχεις ξεχάσει πιά τί ήπιες, τί είπες καί τί αχούσες, ποιοι ήρθαν καί ποιοί έφυγαν· ή ροή του χρόνου έχει άλλο νόημα. Δέν κάνει κανείς νυχτοκάματο στό τραπέ ζι, μέ τίς ίδιες φάτσες άπέναντί του καί στό ίδιο μέρος, χωρίς νά τόν δένει μιά εσώτερη ψυ χική άνάγκη μέ τόν περίγυρο. Πρέπει νά εί σαι λιγάκι λειψός, λιγάκι ορφανός, λιγάκι Θύ μα τών άλλων, ξεκούμπιοτος καί άοπλος γιά νά δεχτείς τήν αγελαία ομοψυχία. Τό σημα διακό είναι δτι, άπαξ καί γίνεις δεκτός στό τραπέζι, άρχίζεις νά γράφεις τή δική σου ι στορία, νά κρέμεσαι άπό τά χείλη τών άλ λων πού μέ τά καθημερινά τους λογύδρια δε
ι5 4
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ ?ϋ
σμεύουν τό βίο σου καί τό πρόσωπό σου. Εί σαι ο,τι λέει ή μάζωξη σύν μιά άδιευκρίνητη υστεροβουλία πάντα. Κ τςι έχουν οι ιστορίες του κρασιού: σήμερα μιλάς γιά τά γεγονότα της χθεσινής νύχτας· αύριο γιά τά γεγονότα της σημερινής. Πά ντα υπάρχουν γεγονότα καί απρόβλεπτες κα ταστάσεις καί πάντα βάζει τό χεράκι του τό μεθύσι. Αύτή ή κατάσταση είναι πάνω άπό τά άτομα, γ ι’ αύτό καί τό Θέαμα τής στα διακής μέθης ήταν μιά άπό τίς μεγάλες άνακαλύψεις τής ζωής μου. Δέν μπορούσα νά υ ποψιαστώ δτι σέ δυό-τρεΐς ώρες ό πότης άρχίζει νά βλέπει στερεοσκοπικά καί νά διακρίνει μιά άκριβοθώρητη διάσταση τών πραγμάτων. Στά πρώτα βήματα Θυμάμαι άτομα νά κλαινε, νά έμέσσουν, νά επιτίθενται κατά φα νταστικών εχθρών, νά προδίδουν μυστικά καί νά εκτίθενται. Μέ τόν καιρό είχε καταστεί Θέ μα άρχής: άνθρωπος πού δέ μέθαγε καί δέν τσα λάκωνε τήν προσωπικότητά του δέ μπορούσε νά είναι επιστήθιος φίλος. Γιά νά κερδίσεις τή συμπάθεια τής συντροφιάς έπρεπε νά επιδεί ξεις τάλαντο στή διατάραξη τών αισθήσεων. Οί περισσότεροι έδειχναν ειδική προδιάθεση σέ αύτό τό άτακτο Θέατρο. Τό άπουσιολόγιο ή ταν αύστηρό καί οί άσκήσεις άκατάπαυστες. Δηλητηριάζοντας σιγά-σιγά τόν οργανισμό, φορτίζοντας τό νευρικό σύστημα καί άποσυντονίζοντας τήν προσωπικότητα, τό κρασί έ κανε τά αόρατα δρατά γιατί σέ έβαζε σέ ά-
«
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ:
θ'
ΣΥΝΕΔΡΙΑ η
ι55
νακουφιστικά βάσανα. Μόνο πού αύτή ή πα θολογία δέν είχε τίποτα τό προβλέψιμο καί τό ενιαίο. Κανείς δέν πίνει γιά νά καταρρακω θεί. Απεναντίας, πάει γιά τό διάφορο. Τούς τόκους. Αδειάζεις τίς μποτίλιες γιατί τό οι νόπνευμα, πολλαπλασιάζοντας επί δέκα τήν ψυχή, τήν κατακολακεύει, τή «γλείφει» στήν κυριολεξία, τήν άνεβάζει τρία μπόγια πάνω. Πας λίγος στήν ταβέρνα καί φεύγεις πολύς. Εκείνη ή αρχική αψάδα, όταν ό οίνοβαρής κοιτάζει μέ άλλα μάτια καί δέχεται αιφνίδι ους μαγματικούς σπασμούς άπό τά κατάβαθά του, είναι σά μιά νέα εφηβεία. Δέν ξεχνιού νται τά άλλοιωμένα πρόσωπα, οί μεταλλαγ μένες φωνές, ολη ή μιμική του έξηρμένου ό όποιος —έχοντας πιάσει Κάιρο— σαλεύει πα λαβά σέ ενα ύπερώο οπου του χαρίζεται άφειδώλευτα μιά πρωτοφανής ελευθερία. Οί με θυσμένοι είναι ενα τραγούδι. Ίσως γ ι’ αύτό, οί συμποτικές συντροφιές πού δέν τραγουδούν —υπάρχει κι αύτή ή άνωμαλία— είναι άτυ χες, γιατί ή έξαρση κατατρίβεται σέ φωνα σκίες καί ρητορικούς λεονταρισμούς. Εύτυχώς εμείς ήμασταν κανονική ορχήστρα. Δέν εν νοώ τά όργανα, πού συχνά δέν έλειπαν. Μό νοι μας, ά-καπέλα, ξέραμε νά άποδώσουμε ε κατοντάδες τραγούδια, κι ολη νύχτα χαλού σαμε τόν κόσμο, μέ άποτέλεσμα τό άλλο με σημέρι, όταν τέλος πάντων ξυπνούσαμε, νά έ χουμε κλεισμένο λαιμό όπως μετά τά συλλα λητήρια ή τό γήπεδο. Έπειτα, τό τραγούδι, ό πως λένε, δέν πάει μέ τό κακό. Πιθανώς γΓ
ι 56
Κ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ Ά
αύτό, ή ατάσθαλη χορωδία μας ν:/ζ βγάλει καλό όνομα. Πολύ κρασί, περισσότερο τραγού δι, ελάχιστα ζοριλίκια. Γενικά, δέν ψάχναμε γιά εχθρούς. Τό μυστικό ήταν ό ίδιος ό θί ασος πού μέρα μέ τή νύχτα άποχτοΰσε νέες συνήθειες, έβαζε χρόνια καί σπαταλιόταν σέ κουσούρια πού όδηγοΰν κατευθείαν στό σπίτι του γιατρού. Άλλά άκόμα ύπήρχαν περιθώ ρια: ή ιστορία γραφόταν καί ξαναγραφόταν μέ τήν έλευση τής νύχτας. Κ αθε σούρουπο πετοΰσα τή σκούφια μου γιά νά βρεθώ εν μέσω τού άνακτοβουλίου. Ή α πουσία. θά σήμαινε ερωτική άπογοήτευση. Τί θά μέ εμπόδιζε άπ’ τό νά βρεθώ στόν παυσί λυπο τόπο δπου μου περνούσαν δλα τά άλγη καί έκανα ειδικές άσκήσεις γέλωτος; Ωστό σο, ή σκληραγωγία του κρασιού μόνο εύκολη δέ μού ήταν. Έ κ φύσεως διψομανής, έπινα τρεις καί τέσσερις φορές πάνω άπό τά δρια τής άντοχής μου. "Ενας άπειρος οργανισμός — μέ πάθος γιά τά γλυκά, τό γάλα καί τά φρούτα— πώς νά άντέξει ξαφνικά τήν ύπου λη εισροή τόσου οινοπνεύματος; Γυρνοΰσα σπί τι μου τά χαράματα σέ μαύρο χάλι. "Επιανα τούς τοίχους, βόγγαγα, ξερνοΰσα, συχνά δέν έβρισκα ούτε τό κρεβάτι μου, άλλά τό μεση μέρι, πού ξυπνοΰσα μέ τό κεφάλι κουδούνα, δέν ειχα άλλη σκέψη: περίμενα νά νυχτώσει. Παράξενο τό λαγήνι τών άπολαύσεων δέ γεμίζει γιατί είναι ραγισμένο. "Ο,τι θησαυρί ζεις τή νύχτα, τό παίρνει ή μέρα καί τό σκορ
ί*?· ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: β ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ
ι5γ
πίζει. Συχνά κάποιοι έπαιρναν τή μεγάλη α πόφαση: απείχαν γιά λίγες μέρες παίρνοντας άδεια άπό τή σημαία- άλλοι — ξένοι πού βρέ θηκαν τυχαία μαζί μας καί έφυγαν τό πρωί μπουσουλώντας— άγανακτοΰσαν. Τί χάλια είναι αύτά; Μορφωμένοι άνθρωποι... Άλλά τά άφτιά μας είχαν γίνει πολύ περήφανα. Τά βα σικά στελέχη παρέμεναν πιστά. Κατέπλεαν άπαρεγκλίτως τίς γλυκές ώρες- άλλοι άπό κάποιο ραντεβού, άλλοι άπό τή χαρτοπαιξία, άλλοι άπευθείας άπό τή δουλειά ή τά καφε νεία. Ή άπαρτία κρατούσε καλά. Μιά τόσο φανατική προσήλωση στή νύχτα, στό ξεφάντωμα καί τήν κραιπάλη (ή λέξη δέν είναι καί τόσο άμαρτωλή: δηλώνει τόν μεθυ σμένο πού πάει πέρα-δώθε τό κεφάλι του: κά ρα + πάλλω) δέ Θά μπορούσε νά είναι άσχετη μέ τίς γυναίκες. Κατά μία έννοια, πού μέ τόν καιρό εγιναν πολλές, δλα τά εμψύχωνε ή Χάιδω με τήν παρουσία της καί μέ τήν άπουσία της. Φαίνεται πώς οί συγκινήσεις Θέλουν δό λωμα, σάν τά παραπειστικά ομοιώματα πού χρησιμοποιούν οί ψαράδες στά υποθαλάσσια τεχνάσματά τους. Τό μεθύσι Θέλει πάντα φου στάνι. Στήν πιό στυγνή άνδροπαρέα, μόλις τό οινόπνευμα φτερουγίσει, ώς διά μαγείας άργοσαλεύει καί κάποιο φουστάνι. Όντως τά κο ρίτσια δέν έλειπαν. "Ολο καί κάποιο Θηλυκό εν σάρκωνε τή «Μερακλού τή Φρόσω πού μεθά ει μέ τό πρώτο». Άνδρες στήν ούρά, πού κρυφοζηλεύουν, μαλώνουν σάν τά σαρκοβόρα πά νω άπό τό ελάφι, πληγώνονται, μουτρώνουν,
ι58
Λξ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ Μ
διαπληκτίζονται, έρχονται στά χέρια. Κάθε φο ρά πού οί σοφές ώρες κατάφερναν νά εμφα νίσουν κάποιον μεθυσμένο — άλλά άληθινά με θυσμένο— τό νούμερό του Θύμιζε άνθρωπο ε ρωτικά λαβωμένο. Τί άλλο έλεγαν τά τραγούδια; Εϊτε Τον κόσμου τό περίγελο ερμηνεύαμε, εϊτε Ά π ’ τά ψηλά πατώματα, τή ή τό Ζΐεν ξαναπέ φτω στήν άγκαλιά σου, μέσα στή Θερμοκέ φαλη έξαψη ό καθένας διηγόταν στόν έαυτό του μιά άνολοκλήρωτη ερωτική ιστορία. Ή μα σταν μιά άδελφότητα άναστενάρηδων πού έ πιναν γιά νά βγάλουν φανταστικές φλόγες άπό τό στόμα. Κανονικό τσίρκο μέ άνελλιπεΐς παραστάσεις καί συχνά μπροστά σέ φιλοπε ρίεργο άκροατήριο. Μπράτιμοι, λογοτιμίτες, κάναμε έναν κύκλο άνοιχτών χειρών γύρω άπό τό τραπέζι, κά ποιοι ένωναν τά αίματά τους εις ένδειξη αι ώνιας φιλίας, άλλοι φιλιόντουσαν στό στόμα — πράγμα πού έκανε πολλά γύναια ή άνδράρια νά φρίττουν καί νά μάς ύποψιάζονται γιά «γκέι». Πράγματι, ήμασταν συντροφιά «χα ρούμενη» (β-&7&). Αληθινή δράκα ξεκαρδισμέ νης άλληλεγγύης. Τί λόγια, τί οίνοβαρεΐς απο στροφές, τί Θεατρινισμοί καί άλησμόνητα νού μερα. Κρίμα πού τά πήρε δλα τό ποτάμι! Περιττό νά πώ δτι αύτή ή Θερμή άδελφότη τα ήταν πρωτοφανής γιά μένα. Τέτοια κολυμβήθρα άνθρώπινης άποδοχής, πού λησμονού σε νά ζητήσει πίσω τά δανεικά, ούτε νά τή φανταστώ δέ μπορούσα. Μυγιάγγιχτος κι έ-
Κ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: θ ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ »
109
ριστικός άπό κούνια, εκεί ξέχναγα ανακου φιστικά δλα μου τά πιστεύω καί όλους τούς δρκους πού δίνει ό βαστάζος τών βιβλίων. Μό νο οί άνθρωποι σε κάνουν νά χαίρεσαι. Μονά χα μέ ανθρώπους μπορεΐς νά γλεντήσεις, νά βγάλεις τό μέσα εξω, νά πετάξεις, άν χρεια στεί, τήν άχρηστη προσωπίδα πού σέ πνίγει καί δέ σέ άφήνει ν’ άνασάνεις.
Επί δέκα χρόνια εζησα αύτό τό παράξενο κα θεστώς — τή μέρα Χούσερλ, Σπινόζα καί Χέγκελ· τή νύχτα ταβέρνα, μεθοκόπημα καί σκυ λάδικα. "Οποιος δέν ξέρει τό δρομολόγιο δέ μπο ρεΐ νά καταλάβει. Επίσης, δέ μπορεΐ νά υπο ψιαστεί τό εσωτερικό ξεχαρβάλωμα, δταν αυ τά πού ζεΐς δέν έχουν καμιά σχέση μέ αύτά πού σέ δίδαξαν τά δόλια τά διαβάσματα. Ό λο τό δανεικό μυαλό πού είχα άγοράσει στό ε ξωτερικό επρεπε τώρα νά περάσει άπό δοκι μασία, ν’ άλλάξει φύση καί, στήν άνάγκη, νά πεταχτεΐ στά σκουπίδια. Άνθρωπος πού δέν ξεσκαρτάρει τόν έαυτό του πώς νά δει Θεού πρόσωπο; Βέβαια ή φιλοποσία, δταν είναι χρόνια καί τελεΐται μέ εξαντλητικούς ρυθμούς, δέν άφήνει άλώβητη τήν προσωπικότητα. Ανεπαίσθη τα επέρχεται μιά άλλοίωση στή συμπεριφορά πού μπορεΐ νά είναι εμφανής στούς άλλους, άλλά σπανίως στόν ίδιο τόν πάσχοντα. Πρίν άπ’ δλα, είχα χάσει τό σώμα μου. Ένώ ώς πρώην άθλούμενος είχα συνηθίσει νά ζώ μ’ ε να σώμα λεπτό καί εύκίνητο— ήρθε μιά στιγ
ι6ο
& ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ Μ
μή πού έφερα μεγαλοπρεπώς πάνω μου δεκα πέντε κιλά πρόσθετες σάρκες. Γιά πρώτη φο ρά στή ζωή μου ήμουνα προγάστωρ! Μέσ’ ά πό τή ζώνη του παντελονιού μου κουβαλούσα ενα ενοχλητικό μαξιλάρι. Δέν τό πίστευα, άλ λά ήταν γεγονός. Κοντά στ’ άλλα, συνέβη καί τό μοιραίο πέ ρασμα άπό τό κρασί στό ουίσκι. Γιά τούς έπαΐόντες, αύτό τό πέρασμα μοιάζει μέ προα γωγή λόγω προϋπηρεσίας. Σχεδόν δέν μπορεΐς νά τό άποφύγεις. Ά ν κυνηγάς μέ μονόκανο ή μπροστογεμές, κάποτε θά πάρεις στά χέρια κι ενα δίκανο ή μιάν επαναληπτική καραμπίνα. Τότε αλλάζουν τά πάντα. Απομακρύνεσαι άπό τό φαγητό, τήν άτμόσφαιρα τής ταβέρ νας, τίς μεγάλες κρασομποτίλιες κ.τ.λ. Άκό μα καί τό ποτήρι άλλάζει, σύν ό τρόπος πού τό πιάνεις. Δέ θυμάμαι πότε πρωτομέθυσα μέ ούίσκι, άλλά ήταν σημαδιακή μέρα. Εθισμένος στό κρασί καί τούς άνώδυνους άσπρους πάτους, τό ήπια μονορούφι γκλού-γκλού-γκλού, καί μέσα σέ μιάν ώρα — δσο άντεξε ή μποτίλια— κατάλαβα ότι ειχα μεταφερθεί σέ άλλο τόπο: έβλεπα μιάν άλλη πραγματικότητα. Τά πράγ ματα γύρω μου είχαν δεχτεί ένα ισχυρό πλήγ μα καί τά κοίταζα άποσβωλωμένος. Δέν ή μουν έγώ αύτός πού κοίταζε, τίποτα δέ μου Θύμιζε τό παρελθόν. Πάνω στήν τύφλα μου, σκεφτόμουνα μέ παιδική άπορία: Τί έκανα τόσα χρόνια; Ποϋ είχα πλανηϋεϊ; Που ζοϋσα; Γιατί στερήϋηκα αύτή τήν άπόλυτη κατάστα
Κ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: θ ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ
η
ι6 ι
ση; Έ τσ ι πήρα δρκο νά μήν ξαναπιώ τίποτε άλλο. Είχα γεννηθεί γιά τό ουίσκι καί μόνο. Μέ αύτό τό ποτό ξεπέρασα καί τή χρόνια άναπηρία μου. Απροσδόκητα, τίς ώρες τής μέ θης δέν είχα καμιά δυσκολία μέ τά σύμφω να καί τούς ρόζους του |κ| καί του |#|. Μπο ρούσα νά μιλάω απρόσκοπτα, ροϊκά, μέ εύφράδεια, κι όχι μόνο ελληνιστί, παρά καί γαλ λιστί καί σ’ δλες τίς γλώσσες τών άγγέλων. Μέ μιά μπουκάλα ούίσκι άνέβαινα στό ύψος μου. Τό καταλάβαινα δτι μέ τό οινόπνευμα λύ νονταν δλοι οί κόμποι στό διάφραγμα καί ε λευθερωνόμουνα, δπως φυλακισμένος πού βρί σκει τό δεσμωτήριο άφύλακτο. Κάπως έτσι εξηγώ καί τή μανία μου γιά τά τραγούδια. Μολονότι δέν δοκίμασα ποτέ νά γράψω έ να τραγούδι — δπως τόσοι άλλοι— , μάθαινα τά τραγούδια μέ άπίθανη εύκολία. Καί φυσι κά τά τραγουδούσα. Άπό τό στόμα μου πέρασαν Θεραπευτικά άμέτρητα τραγούδια, λάλησα σέ όλους τούς δρόμους, καθώς ή συντρο φιά περνούσε ξαφνικούς έρωτες, άλλοτε μέ τά σμυρνέικα, άλλοτε μέ τά βαριά λαϊκά κι άλ λοτε μέ τά σκυλάδικα, πού ήταν ή άδυναμία μας. Άπό τήν άφωνία ειχα περάσει πανηγυ ρικά στήν άδουσα άπόλαυση. Ήξερα τίς ει σαγωγές, πότε μπαίνει τό μπουζούκι, πότε γί νεται ή δεύτερη φωνή. Σήμερα, δταν έξω άπ’ τό σπίτι μου περνά νε καμιά φορά πλανόδιοι μουσικοί άπό τά Βαλ κάνια, βγαίνω στό δρόμο καί τούς άμείβω χαι ρετίζοντας μέ σεβασμό, τιμώντας έκεΐνο τό
& ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ η
παρελθόν. Οί τραγουδιστές πάντα μου άρεσαν, μόνο πού δέ μπορώ νά τούς ξεχωρίσω από τό ποτό καί τά σκυλάδικα. Άλλωστε αυτό ήταν καί ενα από τά προβλήματα της συντροφιάς μας. Πώς νά πιεις ουίσκι στην ταβέρνα; Πολ λοί αντιστέκονταν σθεναρά καί μέ τό δίκιο τους. Οί ξιδάκηδες είχαν επιχειρήματα. Ή μό νη συμβιβαστική λύση ήταν ή μπίρα. Κατε βάζεις καμιά δεκαριά μπίρες, κάνεις τήν πρώ τη σερμαγιά, καί κατόπιν — βοηθούντων τών παρισταμένων καί τών συμπτώσεων— κατα λήγεις στό ποτό τής άλήθειας. Αγαθή ή σκαιά τη τύχη, ή γνωριμία μέ τό ουίσκι συνοδεύτηκε μέ τίς πρώτες επισκέψεις στά σκυλάδικα δπου, ώς γνωστόν, σερβίρουν μόνο ουίσκι, παγάκια, ξηροκάρπια καί κόκακόλα. Κάποιος παλιός φίλος μάς μίλησε γιά ενα υπόγειο στους Αμπελοκήπους — οδός Έ σλιν— , δπου τό πατιρντί έδινε κι έπαιρνε, κι δπου μέ τήν πρώτη κάθοδο δέσαμε γιά τά κα λά. Έπί εξαετία δίναμε καθημερινά παρών, σά μπως νά δουλεύαμε «πελάτες». Πηγαίναμε πρώτα μπουλουκηδόν στήν τα βέρνα, τρώγαμε, σαχλαμαρίζαμε, παίζαμε μέ τίς μπίρες καί μετά —κατά τίς μία ή τίς δύο τό αργότερο— καταπλέαμε στήν ύπόγα. Ό χώρος μάς κολάκευε δεόντως· καθώς εμφανι ζόμασταν εις φάλαγγα κατ’ άνδρα, οί τρα γουδίστριες μας καλωσόριζαν όνομαστί άπό τήν πίστα. ΈκεΤ-μέσα νιώθαμε «αρχηγοί τής ζωής». Οί Θαμώνες βέβαια δέν ήταν του κα τηχητικού. Κάθε τραπέζι ειχε στόμα καί δά
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: θ ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ
η
ι6 3
γκωνε. Ειχα δει πολλά άσχημα ζοριλίκια, για τί ήταν άνθρωποι του υποκόσμου, οπλοφόροι καί τρόφιμοι των φυλακών. Άλλά εμείς τό βιο λί μας. Οί λαϊκοί, άμα δεν τούς πειράξεις, εί ναι εντάξει καί γλεντάνε. Ανάμεσα στην πί στα, στά τραπέζια καί στά πιάτα πού συντρί βονταν, διάβηκαν μερικά όμορφα χρόνια. Μα κάρι νά μην τελείωναν ποτέ. Τότε άγνοοΰσα ότι τό μεθύσι, οπως καί τό γαμήσι, θέλει ανάπαυλα, καθαρή άνάσα καί άναψυχή. "Οταν ομως στό μάκρος ενός χρόνου δεν περνούσα ούτε είκοσι μέρες ξεμέθυστος, τί νά κάνει ο οργανισμός; Καί νά πίναμε τουλά χιστον καθαρό ούίσκι; Ή μποτίλια ήταν αυθε ντική, τό περιεχόμενο σκέτο ξυλόπνευμα. "Οπό τε πήγα στό μαγαζί έμπειρους πότες —σάν τόν σχωρεμένο τόν Σταμάτη Μιχαηλίδη— , τήν άλλη μέρα, ό'χι μόνο δέν πήγαν στή δουλειά, άλλά στό αυστηρό τηλέφωνημά τους ήταν κα τηγορηματικοί: «Έκεί-μέσα σάς π* νε γιά φούντο...» Δέν καταλάβαινα επακριβώς τό νό ημα τής φράσης, τό μόνο πού ήξερα καλά ή ταν δτι, άπό ενα σημείο καί πέρα, ειχα πλήρη απώλεια μνήμης. Τά σπλάχνα μου είχαν γ ί νει πεδίο πυρηνικών δοκιμών. "Οταν ξυπνούσα τήν επομένη, θυμόμουνα τήν ταβέρνα, τή με τακίνηση στό κέντρο, τούς χορούς καί τά πιά τα, τά σπασίματα καί τά γιούχα, άλλά τά με τά — τόν πατσά στήν Όμόνοια καί τήν επι στροφή στό σπίτι— δέν τά κατέγραφα. Τά μάθαινα τήν άλλη μέρα, δταν ή σύναξη ξαναστηνόταν γιά τά περαιτέρω.
16 4
«
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ ?*>
Ή φίλη μέ τήν οποία ζούσα ανησυχούσε μέ τό δίκιο της. Πάσχιζε μέ καλό τρόπο νά μέ συνετίσει. «Θ’ άρρωστήσεις άσχημα!... Θά πί νουν οι άλλοι καί συ θά κοιτάς σάν ψωριάρης!» Ειχε άπόλυτο δίκιο, γιατί τίς πρωινές ώρες, πού έπέστρεφα, ήμουνα σέ κακό χάλι· ή κατάκλιση γινόταν μέσα σέ ένα σπίτι δπου δλα γύριζαν — γύριζαν πραγματικά— δπως τά άλογάκια στό τσίρκο. Ψυχανεμιζόμουν δτι θά σβήσω, ικέτευα τόν ύπνο νά έρθει νά μέ σώσει. Μεθυσμένος ποτέ δέν λιποθύμησα, παρότι ή κατάρρευση ξαγρυπνοΰσε πλάι μου σο βαρή καί άμίλητη. Αμέτρητες φορές έκανα τή σκοτεινή σκέψη δτι, άν δέν προλάβω νά κοι μηθώ —τώρα, επειγόντως—, κάτι πολύ άσχη μο θά μου συμβει. Μ ε τά χρόνια τό μεθύσι έκανε ζοφερούς κύ κλους μέσα μου καί έπλαθε τό δικό του κό σμο. Φαίνεται πώς ίσοβίως έπασχα άπό κοι νωνικότητα καί τό ουίσκι μου ειχε φέρει δλα μαζί τά χαμένα, τόσο πού πνιγόμουνα άπό πλησμονή. Πώς νά εξηγήσω δμως δτι, άν καί μέ λυμένη γλώσσα πιά — έτοιμος νά ρητορεύσω άκόμα καί στή δίκη τού Χρίστου—, σκο τείνιαζε ό τόπος γύρω μου καί άρχιζα νά νιώ θω ξέκρεμος, περιττός, έτοιμος νά πάρω τόν άγύριστο; Ειχα άρχίσει κάτι άνομολόγητες συνδιαλέξεις μέ τό δαίμονά μου πού δέν έφερ ναν καλά μαντάτα. Έξωθεν βοήθεια δέν υπήρχε, μόλη τήν πι στή συμπαράσταση του Τάσου, πού ήταν δα
Κ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: θ ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ Μ
ι(>5
σκαλοπαίδι κι αυτός, πότης, αλλά όχι μέθυ σος. Ή συντροφιά άλλωστε, παρά τό καθη μερινό φροντιστήριο, δεν πήγαινε πολύ καλά. Οί πολυκέφαλες παρέες θυμίζουν σακκούλι ό που ό διάβολος βάζει μέσα πέτρες καί άβγά καί μετά τό φέρνει βόλτα. Τί απομένει μέσα στό σακκούλι μετά από χρόνια; "Ενας αλλό κοτος πολτός. Οί σκληροί άντέχουν, οί αδύνα μοι σπάζουν. Σ’ αυτή τή δοκιμασία πρέπει κα νείς νά λογαριάζει τόν εαυτό του άτυχο αν αποδειχτεί σκέτη πέτρα ή σκέτο αβγό. Γιά νά κερδίσεις καί νά τή γλιτώσεις τελικά, πρέπει νά είσαι πέτρα κι αβγό μαζί. Στίς δύσκολες ώρες τής ζωής, χρειαζόμα στε μιά σοφή χειρομάντισσα, μιά χαρτορίχτρα πού θ’ άποθέσει τήν παλάμη της πάνω στό κεφάλι μας καί θά σκύψει γιά νά μάς στά ξει στό άφτί δυό άκριβά λόγια. Άλλά που νά βρεθεί τέτοια ψυχή; Ποιά χέρια κρατουν τή μα γική σφαίρα του χρόνου όπου μέσα είναι καταγεγραμμένο τό ριζικό του καθενός μέ γρα φή μεγαλογράμματο; Ώσπερ μόσχος ούκ έΰώάχθην. Έφτασε μιά στιγμή πού πίστευα στά κατάβαθά μου ότι τό λάδι ειχε σωθεί στό καντήλι μου καί τό φιτίλι άρχιζε νά τσιτσι ρίζει. Έπινα, έχανα κάθε επαφή μέ τόν περί γυρο, καί βάλθηκα νά βλέπω τόν κόσμο σάν μεταθανάτιος. Τό νοσοκομείο, οί γιατροί μέ τά κλειδωμένα πρόσωπα, οί φαρμακωμένοι ψίθυ ροι κατέφθασαν μέσα στό κατακαλόκαιρο του ’86. Έ τσ ι κλείνει μιά εποχή. Έ τσ ι τελειώνει μιά πολυκαιρισμένη καί άχαρη εφηβεία.
ι6 6
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ Μ
Γ Συνεδρία Ο τ α ν ε π ι τ ε λ ο γ ς ε φ τ α ς ε η ω ρ α ν α ε ξ ε λ θ ω Α
χό τό Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο, ό γιατρός μέ πήρε κατά μέρος καί μου ειπε μέ σώφρον ύφος: «Πέρασες τό ποτάμι, άλλά είχες ά γ γελο καί σέ φέραμε πίσω. Κοίτα τώρα νά δεί ξεις σοβαρότητα στη ζωή σου...» Μεστά λό για πού δέν τά ξέχασα ποτέ. Στη νέα ζωή πού ξεκίνησα δισταχτικά, αυτό πού μου έκανε πε λώρια εντύπωση ήταν δτι έφευγα άπό τό σπί τι — δταν πιά ήμουνα σέ θέση νά περπατάω χωρίς υποστήριξη— καί έπέστρεφα τό βράδι στήν ϊδια κατάσταση. Ούτε σούρα, ούτε πα ραπατήματα, ούτε άμνησία ή τρόμος μήπως δέ μέ πάρει ό ύπνος. ~Ηταν δυνατόν; Κι δμως έτσι ζοΰσαν οι άνθρωποι. "Ενα άλλο πράγμα πού μέ είχε άφήσει σύ ξυλο ήταν δτι, μαζί μέ τή φίλη μου, πηγαί ναμε επισκέψεις τό βράδι σέ φιλικά σπίτια. Αύτό πιά κι άν ήταν παράδοξο! Μαζεύονταν κάποιοι γνωστοί, έφτιαχναν ενα φαγητό, γέ μιζαν κάποια ποτήρια κι έτσι — μέ φαγοπό τι καί κουβεντολόι— περνούσαν οί ώρες. Που τά δικά μας καμώματα! Θυμάμαι σπίτια πού παρουσίαζαν τίς πρωινές ώρες εικόνα κανο νικής κατεδάφισης. Σπασμένες καρέκλες, τό πάτωμα γεμάτο γυαλιά, σκισμένα ρούχα, άκόμα καί τίς άδειες φιάλες μπίρας τίς σπά ζαμε στό ταβάνι καμιά φορά. Τώρα, τίποτα άπ’ δλα αυτά. Ειρήνη, φιλία καί τρυφερότη
Κ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΐ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ
»
ι6 γ
τα: ή εποχή του νερού, μ’ ενα λόγο, είχε αρχίσει. Κατά μυστηριώδη σύμπτωση, δ,τι περιφρονουσα στη ζωή μου ερχόταν μιά στιγμή πού τό λουζόμουνα. Άπεχθανόμουν τούς γραφιάδες τών εφημερίδων πού γράφουν μέ πίεση καί εί ναι τζουτζέδες της στήλης τους; Τελικά μόνο από τίς εφημερίδες είδα μισθό καί λεφτά παντελονάτα. Θεωρούσα τά ψυχολογικά προβλή ματα (φοβίες, άγχη, χάπια) αδυναμίες πού προσιδιάζουν σέ νευρωτικές γεροντοκόρες; Τε λικά κατέληξα νά μη μπορώ νά ξεπορτίσω αν δέν κατάπινα τό χάπι μου. Άλλά τό πιό σπαρ ταριστό ήταν ή άντιπάθειά μου γιά τή λέξη διαβητικός. Υγιής πάντα — ως τά σαράντα μου δέν είχα πάει ποτέ στό γιατρό— , μέ ζω ώδη αντοχή, δέν ήθελα νά άκούω γι’ αυτή τή χρόνια πάθηση. Ζάχαρο; Διαβήτης; Ενέσεις; Δίαιτες; Τί χρειάζονται αυτοί οί άνθρωποι; Κατέληξα λοιπόν διαβητικός. Καί μάλιστα βαριας μορφής. Τί άλλο θά μπορούσε νά γίνει άφου, μέ τό ξυλόπνευμα πού ράντιζα τά σπλά χνα μου, είχα κάψει τό πάγκρεας; Ό θερά πων ιατρός μέ είχε βέβαια προειδοποιήσει, άλ λά τότε δέν ειχα μυαλό γιά νά δώσω βάση στά λόγια του. «Τρώγε μέ μέτρο, μακριά από γλυκά, καί νά γυμνάζεσαι». Έπαιρνα τά νταονίλ καί πίστευα άφελώς δτι ήμουνα προφυλαγμένος από κάθε κίνδυ νο. Φυσικά, δέν ήμουνα. Απείχα βέβαια άπό τό οινόπνευμα, άλλά τό είχα ρίξει στά γλυκά. Μέ έβλεπαν τά κανταΐφια καί έτρεμαν. Ήρθε λοιπόν μιά στιγ
ι(>8
& ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ η
μή πού ανέβηκε ή όξόνη στά ύψη, άρχισαν κάτι ύπουλοι πόνοι καί ξέσπασαν οί εμετοί. Πρώτων Βοηθειών, πάλι γιατροί, πάλι εξετά σεις καί σιβυλλικές διαγνώσεις. Έδινα εικό να έμφραγματία, άλλά τό συμπέρασμα ήταν διαφορετικό: άμεση άνάγκη γιά χ ο ρ ή γ η σ η ι νσουλί νης. Τί σήμαινε αυτό; — ιδέα δέν ειχα. Ό ταν λοιπόν είδα κάποιο σούρουπο νά μπαίνει στό θάλαμο μιά συμπαθής γιατρέσσα καί ν’ άραδιάζει στό κομοδίνο φιαλίδια, σύριγγες καί έ να ειδικό φυλλάδιο μέ σχήματα καί οδηγίες, υποψιάστηκα οτι Θά ήταν κάποια τελική εξέ ταση πρίν άπό τήν έξοδό μου. «Θά παίρνετε 24 μονάδες ινσουλίνης τό πρωί, καί 12 μονάδες τό βράδι». «Πόσο διάστημα θά γίνεται αυτό, γιατρέ;» ρώτησα άφελώς. «Δέν καταλάβατε... Είστε πιά ίνσουλινοεξαρτώμενος. Θά ζήσετε χάρη σ’ αύτό τό φάρ μακο. Τά γεύματά σας θά είναι καθορισμέ να σέ άκριβεΐς ποσότητες. Μή σάς άνησυχει, θά συνηθίσετε...» Τής γυναίκας μου, πού έπαγρυπνουσε, θά πρέπει νά τής κακοφάνηκε. Αντίθετα, εγώ — ανυποψίαστος— τό πήρα στό σορολόπ. 8 ο ϊυΚαίΐ — όπως θά έλεγε καί ό ψυχίατρος. Ά πό τήν έπομένη, όντως, έβαλα μπροστά τήν άγωγή. Μόλις ξυπνούσα έκανα γυμναστική· πάνω τά χεράκια, κάτω τά χεράκια· πούςάπ, τροχάδην, κοιλιακούς. Μισή ώρα πρίν πά ρω πρωινό (γάλα, φρυγανιές, φρούτο) έκανα
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΐ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ
ι( ^
ένεση. Ίσαμε τίς μία τό μεσημέρι μέ τσάκιζε ή πείνα, κι άφοΰ επιτέλους έτρωγα (ψάρι, σα λάτα, άλιπο τυρί, φρούτο), περίμενα τό βράδι γιά νά ξανακάνω ένεση καί νά ξαναφάω (πιό ελαφρά αυτή τή φορά). Δέν ήταν χαλά, ούτε λόγος νά γίνεται, άλ λά δέν ήταν κι άσχημα. Μόνο πού άκόμα δέν ειχα πάρει κάν είδηση γιατί γίνονταν όλα αυ τά, τί ρόλο έπαιζε ή ινσουλίνη καί τί χρεια ζόταν τόση άκρίβεια καί τόση αίσθηση κιν δύνου γιά μιάν άνεπάρκεια του οργανισμού πού δέν έχει πόνους. Είχα μαντρωθεί γιά τά καλά, μέσα κι έξω. Παρότι λοιπόν είναι βα ρετό, δέν αντέχω στόν πειρασμό νά πω μέ άπλά λόγια τή λειτουργία τής ινσουλίνης μέ σα στόν άνθρώπινο οργανισμό. X έναν υγιή άνθρωπο, μετά άπό τή λήψη τής τροφής, όποια κι άν είναι αυτή, άκολουθεΐ ή γνωστή λειτουργία του μεταβολισμού. Ό ορ γανισμός «καίει» τά λευκώματα, τίς λιπαρές ουσίες καί κυρίως τούς υδατάνθρακες, άποθηκεύοντάς τα στό ήπαρ υπό μορφή διαλυτών σακχάρων. Κ αί λοιπόν; άναρωτιέται ό κάθε φαγάς· γιά νά φας καί νά χωνέψεις, όπως ϋά έλεγε ό Χέγκελ, δέν άπαιτεΐται γνώση τών λειτουργιών τον στομάχου ή του ήπατος. Ό ντως, έτσι είναι. Βλέπουμε επειδή έχουμε μά τια, όχι επειδή ξέρουμε τούς νόμους τής οπτι κής. Μόνο πού τό ζήτημα μπλέκει άσχημα λί γο παρακάτω: Τά σάκχαρα είναι άπολύτως άπαραίτητα στόν οργανισμό, γιατί ή άποθήΚ ω ςτης
ΙΙα π α π ω ρ γ η ς,
Σύνδρομο Α γοραφ οβίας
8
17 0
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙ ΑΣ 7*
κευσή τους συνεπάγεται ενέργεια ή όποία δρα στηριοποιεί τόν εγκέφαλο, τούς πνεύμονες, τά νεφρά κ,τ.λ. Μέ μόνη προϋπόθεση ότι δέν πρέ πει νά παραμένουν στό αίμα, άλλά νά μεταβι βάζονται πάραυτα στά ήπατικά κύτταρα. Τό διαβητικό σκάνδαλο εδώ βρίσκεται: πώς με ταβιβάζονται τά σάκχαρα; τί τά κρατεί ελλι μενισμένα στό αίμα καί τί τά ξαποστέλνει; Στον υγιή άνθρωπο, καλή του ώρα, τό πάγκρεας εκκρίνει τήν ορμόνη του — ήγουν τήν περιλάλητη ινσουλίνη— ή όποία κρατάει τό ρόλο του μετακομιστή. Όσα κι άν είναι τά πε ριττά σάκχαρα στό αίμα, ή ινσουλίνη ύποχρεουται νά τά άπομακρύνει καί νά επαναφέρει τήν ισορροπία των τιμών. Αντίθετα, στόν άσθενή, τό πάγκρεας αδυνατεί νά προσφέρει τήν άπαραίτητη ινσουλίνη, μέ άποτέλεσμα τό αίμα νά πνίγεται στά περιττά σάκχαρα. Ε κεί εμφανίζονται τά άσχημα συμπτώματα, ε κεί παρεμβαίνει ό γιατρός γιά νά δώσει στόν άσθενή έξωθεν δ,τι δέν του δίνεται εσωθεν. Ή ιατρική διορθώνει κάποια παράλειψη του Θε ού, εξ ου καί ή επείγουσα άνάγκη της ένεσης. Τελεία καί παύλα. Ή ποσότητα τού σακχάρου πού επιτρέπεται νά κυκλοφορεί στό αί μα άνάγκη πάσα νά μήν ξεπερνά τό 0,90 έ ως ι,ιο επί τόϊς χιλίοις. Άπό κεΐ καί πάνω αρ χίζουν τά άμαρτήματα. Στήν περίπτωση τού διαβητικού, πού ή τιμή φτάνει τό 2, 3> 4> έχου με σταδιακή βλάβη στίς άρτηρίες, στά μάτια, μέ ολέθριες συνέπειες: άκρωτηριασμούς, τύφλω ση, εγκεφαλικά, εμφράγματα. Ή μόνη σωτη
*ζ' ΜΕΡΟΣ ΛΕΥΤΕΡΟ: ΐ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ 7*
ιγι
ρία είναι ή πάση θυσία μετάβαση των περιτ τών σακχάρων άπό τό αίμα στά κύτταρα- άλ λωστε αυτό δηλώνει ή λέξη διαβήτης («διάβα ση»). "Οσο γιά τή διαβόητη ινσουλίνη, παίρνει τό δνομά της άπό τή λατινική λεξούλα ϊιιχιιΙα («νήσος»), Ή πολυπόθητη έκκρισή της όφείλεται σέ μιάν ομάδα κυττάρων πού είναι διε σπαρμένα μέσα στό παγκρεατικό έγχυμα καί πού βαφτίστηκαν άπό τήν ιατρική νησί δι α του Λ ά γ κ ε ρ α ν ς . Όλο τό δράμα, δηλαδή, παίζεται άνάμεσα σέ έναν «διαβάτη» ταχυ δρόμο καί μερικά «νησίδια». Τό γοητευτικό — καί ύπουλο— γνώρισμα τής άσθένειας είναι ότι δέν παρουσιάζει πό νους. Απεναντίας, κολακεύει τό Θυμικό καί τό άποκοιμίζει. Τά συμπτώματα βέβαια είναι πολλά καί επίμονα — πολυδιψία, πολυφαγία, πολυουρία, εφιδρώσεις, κομμάρες— , όλα αύτά ώστόσο δέν άνησυχοϋν τόν άνυποψίαστο άσθενή. Νιώθει δυνατός, εύδιάθετος, ανθεκτικός στήν εργασία καί σέ άλλες επιδόσεις — όπως στό ποδόσφαιρο, γιά παράδειγμα— , άνάλογα μέ τίς ώρες καί τίς καμπύλες του σακχάρου. Συνάμα ή τιμή τού σακχάρου έχει άπόλυτη συνάρτηση μέ τό Θυμικό του άνθρώπου καί τίς άψιθυμίες του. Δέ μπορείς νά ξεσπάς σέ κραυγές καί σέ ουρλιαχτά καί τό σάκχαρο νά παραμένει άδιάφορο. Είναι χαρακτηριστι κό ότι, σέ κάθε ένταση, ό οργανισμός άνεβάζει αυτόματα τήν τιμή τού σακχάρου γιά νά υποστηρίξει τό Θυμικό του παραφερόμενου. Τά μανιακά ξεσπάσματα του Άδόλφου Χίτλερ,
17 2
&
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ ?ϋ
καθώς λένε, δέν ήταν άσχετα μέ τίς αλλεπάλ ληλες υπογλυκαιμίες πού πάθαινε, επειδή λά τρευε τά γλυκά καί τά σακχαρώδη. Κάθε Θυμική μετάπτωση υποκρύπτει καί κάποια συ νενοχή του σακχάρου.
Η κατάσταση αλλάζει, καί αλλάζει ριζικά, α πό τή στιγμή πού ό άσθενής περάσει στή λή ψη της ινσουλίνης. Πρίν άπ’ δλα ερχεται ή μιζέρια. Νά τρώς, νά «τσιμπιέσαι» μέ τή σύριγ γα καί κατόπιν νά μετράς μέ τήν ειδική συ σκευή γιά νά δεις τί έκανες, είναι μεγάλη α θλιότητα. Γενικά, όπου τό φυσικό καταντά τε χνητό καί ελεγχόμενο, ό άνθρωπος χάνει κά τι από τόν εαυτό του. Σου βγάζει ή μικρή ο θόνη του μετρητή ι,ιο ; Νιώθεις τρελή χαρά σά μικρό παιδί. Πας στό 1,40; Αρχίζουν οί τύ ψεις καί οί μομφές. Ανεβαίνεις στό ι,8ο; τά μούσκεψα! Ό κοιλιόδουλος πού είναι δεμέ νος μέσα σου χειροπόδαρα φαίνεται πώς έλυ σε τό ένα του χέρι. Έ τσ ι πάει κάθε μέρα καί κάθε νύχτα. "Οταν ή συσκευή — άνάλγητη στήν παρρησία της— γράφει άμαρτωλά νού μερα, 2,30, 3>8ο, 4,15 κ·τ.π., περιττό νά πού με δτι κηρύχνεις τόν εαυτό σου σέ κατάστα ση εκτάκτου άνάγκης. Ή πλειονότητα τών διαβητικών καί ίνσουλινοεξαρτώμενων, δλοι μέ σύνδρομο κακής πί στης, άνθρώπων δηλαδή πού ψεύδονται ένα ντι του έαυτου τους, εφαρμόζουν σιωπηλά τή σοφία του «τραβάτε με κι ας κλαίω». Που νά γλιτώσεις άπό τό στόμα; "Ολο καί κάποιο
*·
ΜΕΡΟΧ ΔΕΥΤΕΙ'Ο: ΐ' ' ·
1 Μ ΓΛ ?*,
ιγ 5
γλύκισμα περνάει λάθρα καί β^υλιμικά τό τε λωνείο του καταπιώνα, ολο κ-η κάποιο ψυγείο ανοίγει αθόρυβα τίς μικρές ώρες πού οί άλ λοι κοιμούνται. Αυτή ή πλευρά της αρρώστιας καί της ιν σουλίνης, παροιμιώδης ατούς κόλπους τών α σθενών, δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Δέν είναι ή μόνη ώστόσο. Ή χορήγηση ινσου λίνης υποκρύπτει κι έναν οίονεί Θανάσιμο κίν δυνο. ’Άν, γιά οίονδήποτε λόγο, ό χρήστης βρε θεί νά μήν έχει επαρκή σάκχαρα στό αίμα, ήτοι άν ή τιμή έχει κατέλθει κάτω από 0,50, τότε αρχίζει ή κατάρρευση. Ένώ στόν φυσιο λογικό οργανισμό αυτό δύσκολα συμβαίνει, μιά καί ή ισορροπία ρυθμίζεται αυτομάτως, στόν πάσχοντα, πού λαμβάνει ένέσιμη ινσουλίνη, ή πτώση καί τό κώμα βρίσκονται πάντα πρό τών πυλών. Ή σωματική δύναμη, ή ψυχική άντοχή, ή βούληση δέν πιάνουν χαρτωσιά μπροστά στή δύναμη του φαρμάκου. Ακόμα κι έναν παλαι στή ή ινσουλίνη είναι ικανή νά τόν σωριάσει καταγής εν ριπή όφθαλυ λ,~ Τ- ]ς σχιζοφρε νείς, οπως μοϋ έλεγε ξν^ς φΐη-ς πού πάσχει χρόνια από αυτή τήν '-.αί συντηρεί ται σέ υποφερτά δρια μέ χάπια, δταν τούς έ πιανε κρίση — παλιά τουλάχιστον— μέ ιν σουλίνη τούς έκαναν καλά. Δέν τούς τή χορη γούσαν βέβαια ύποδοοίως — δπου ή επίδραση είναι χρονοβόρα—-, άλλά τήν έκαναν κατευ θείαν στή φλέβα. Ό ασθενές ϊ,ςεφτε παρευ θύς σέ ύπογλυκαιμικό κώ;ι/·' τόν συνέ
174
^
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ η
φερναν επειγόντως χορηγώντας τήν ένδεδειγμένη τροφή. Ό άνθρωπος τής ινσουλίνης έχει μαλακό μαξιλάρι, άλλά κάτω άπό τό κρεβάτι του υ πάρχει καί μιά χειροβομβίδα. ’Ίσως, γιά νά μή χάσει ή ζωή τό ενδιαφέρον της. Βέβαια, άπό τό ύπογλυκαιμικό κώμα — τουλάχιστον στά πρώτα του στάδια— συνέρχεται κανείς εύκο λα. Μ’ ένα γλυκό ξαναβρίσκεις τόν κόσμο καί έρχεσαι στά ίσια σου. Λίγο νά ξεχαστεΤς ό μως καί νά μή φας, άν κουραστείς υπέρ τό δέον ή άν συμβεΐ κάτι άλλο, τό κώμα παρα μονεύει. Όθεν καί ή ταυτότητα πού σου δίνει τό Νοσοκομείο, λές καί εϊσαι λεπρός : ΕΧΩ ΔΙΑΒΗΤΗ, [α'] Ά ν είμαι αναίσθητος ή συμπεριφέρομαι ασυνήθιστα, πιθανώς νά εί ναι ή αντίδραση άπό τον διαβήτη ή τή Θε ραπεία του. [β'] Ά ν μπορώ νά καταπίνω, δώστε μου ζάχαρη ή ένα γλυκό πιοτό. (Πρέ πει νά έχω πάνω μου ζάχαρη ή ταμπλέτες γλυκόζης), [γ'] Ά ν δέν ανακτώ τίς αισθή σεις μου σύντομα, καλέστε έναν γιατρό, ή στείλτε με σέ νοσοκομείο. [δ’|·Άν είμαι α ναίσθητος ή δέν μπορώ νά καταπίνω, μήν προσπαθήσετε νά μου δώσετε οτιδήποτε α πό το στόμα, άλλά καλέστε ένα γιατρό ή στείλτε με σέ νοσοκομείο αμέσως.
Άπό πίσω γράφεις τά στοιχεία σου, τή διεύ θυνση, τόν τύπο τής ινσουλίνης πού σου χορη γείται καί φυσικά τή δόση. Ό κάθε άσθενής, σημαντικό αυτό, παίρνει δική του, καταδική του ινσουλίνη. Δέ μπορείς
Κ
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΐ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ ?*
ιγ
5
νά δανειστείς μιά δόση άπό τόν διπλανό σου άσθενή, όπως παίρνεις μιάν άσπιρίνη ή ενα λεξοτανίλ. Όλα είναι αύστηρώς έξατομικευμένα. Γιά παράδειγμα, μερικοί τύποι ινσουλίνης πα ρουσιάζουν προγνωστικά συμπτώματα (τρε μούλα, εφίδρωση, ναυτία) καί σου επιτρέπουν νά λάβεις τά μέτρα σου, ενώ άλλες σέ ρίχνουν κάτω στό λεπτό χωρίς προειδοποίηση. Ευτυχώς εγώ είχα καταταγει διά ειδικού ιατρικού διατάγματος στην πρώτη κατηγορία: ή Μ 2 ι ο ο , ΗίΐηιηΙίη, κρυσταλλική ινσουλίνη, παρέχει τό προνόμιο τών προειδοποιητικών συ μπτωμάτων πού επιτρέπουν στόν άσθενή νά διορθώνει εγκαίρως τά λάθη του. Πλήν όμως είχα βρει τόν μπελά μου μέ τόν τρόπο χορή γησης. Επειδή ό κοσμάκης τρέμει τήν σύριγ γα, οί γιατροί φροντίζουν νά μειώνουν τή συ χνότητα τών ενέσεων. Μου είχαν ορίσει συγκε κριμένα νά παίρνω 24 μονάδες τό πρωί καί δώδεκα μονάδες τό βράδι. Αυτό σήμαινε ότι στίς οχτώ, μέ τό ξύπνημα, έτρωγα γιά νά καλύψω τίς ίο μονάδες καί ϊσαμε τό μεσημέρι, πού Θά κάλυπτα τίς υπόλοιπες, κυκλοφορού σα άνυποψίαστος μέ 14 μονάδες ινσουλίνης στό αίμα, οί όποιες έκαναν πάρτι γενεθλίων στίς φλέβες μου. Τί σήμαινε αύτό; Γύρω στίς εντεκα μέ δώ δεκα γινόμουνα πανί. Έχανα τό κέφι μου, δέν πατούσα καλά, μου ήταν άδύνατο νά τρέξω, νά σηκώσω βάρος ή νά κάνω μιά έντονη μυ ϊκή προσπάθεια. Τί είχε άπογίνει τό σπίρτο μου, ή ευκινησία μου, ή άνεσή μου στό χώρο;
&
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ ?*>
Θυμόμουν ότι είχα κερδίσει στοιχήματα σκαρ φαλώνοντας σέ κολόνες τής ΔΕΗ καί μέ έ πιανε δέος. Ήμουνα πιά άλλος άνθρωπος, ανή μπορος καί μισερός. Ή ινσουλίνη είχε κατα πιεί άδοξα τά μισά μου γνωρίσματα. Εκτός άπό διαιτολόγο, γκρινιάρη καί άτε γκτο, αυτό τό φάρμακο μέ είχε καταντήσει καί ενα είδος παθολογικού χρονομέτρου. Μέ σα σέ λίγους μήνες ό χρόνος μου είχε άπωλέσει τό ενιαίο του νόημα, καί είχε κατακερμα τιστεί σέ καλές καί κακές ώρες. Τό πρωί; Ξυπνούσα κατά κανόνα ευδιάθετος. Ίσαμε τίς εννιά-δέκα πήγαινα ρολόι. Κατά τίς έντεκα έ πεφτε τό θυμικό, γιά νά φτάσω περί τίς δώ δεκα στό όριο επιφυλακής. Μετά τό μεσημε ριανό φαγητό έπαιρνα καί πάλι τά πάνω μου, γιά νά επιστρέφω στήν άθυμία καί τήν παρα ξενιά κατά τίς πέντε τό άπόγευμα — τή χει ρότερη ώρα μου. Ήμουνα τρεις-τέσσερις άν θρωποι μαζί. Ό πρωινός, ό μεσημεριανός, ό άπογευματινός καί ό βραδινός. Άρχιζα καλά τή μέρα μου, τήν τέλειωνα καλύτερα, άλλά ένδιαμέσως έκανα νερά. Ασφαλώς είναι πανεύκολο νά ξεγελάσεις τήν ινσουλίνη. Τρως τόν περίδρομο καί νιώθεις δυνατός σά λύκος. Άλλά πρός τί ή δολιότητα; Μόλις ή μέτρηση άρχίζει νά βγάζει πένθιμα νούμερα, ή αυταπάτη λήγει, σέ πνίγουν οι ε νοχές- οπότε ξεκινάς φτού κι άπ’ τήν άρχή. Ό κύκλος είναι φαύλος, άδιέξοδος, γ ι’ αύτό δέν υπάρχει διαβητικός πού νά μήν έχει μυγιάγ γιχτη συμπεριφορά. "Ενα ύπουλο χόρδισμα τού
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΐ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ ?*>
άγανακτητικού μέρους της ψυχής σέ κάνει, ακούσια, νά ψάχνεις αιτία γιά νά ξεσπάσεις· μυρίζεις τά νύχια σου γιά νά βρεις τόν φταί χτη, ή φθείρεις τόν εαυτό σου μέ μιά έντεινόμενη αυτοπάθεια. από τίς τρέχουσες ενοχλήσεις —κυρί ως δτι έτρωγα, όχι γιά τήν απόλαυση, παρά γιά νά σώσω τόν εαυτό μου από τήν επέλα ση της ινσουλίνης—, τό πρόβλημά μου ήταν ή έμμονη φοβία της αιφνίδιας κατάρρευσης. Δέ Θά συγχωρούσα ποτέ στόν εαυτό μου νά βρε θεί φαρδύς-πλατύς μέσα στό δρόμο καί νά πέσει στά χέρια καί τίς περιποιήσεις του πρώ του τυχόντος. Έφτανε τό μυαλό μου γιά νά προφυλαχτώ από τίς κακοτοπιές. Στό μετα ξύ, μάθαινα κάθε τόσο διάφορα στραπάτσα ο μοιοπαθών: άλλον τόν γλίτωναν παρατρίχα άπό τό κώμα στόν ύπνο· άλλος ταξίδευε στή Νέα Τόρκη καί, λόγω τής άλλαγής τών ώρών, σωριαζόταν μέσα στούς δρόμους άβοήθητος· άλλοι παρέμεναν σύξυλοι στό σπίτι τους σέ ήμικωματώδη κατάσταση. Φυσικά λάβαινα τά μέτρα μου. Πού πάει νά πει ότι, σέ κάθε έξοδο, οί τσέπες μου Θύμι ζαν περίπτερο: καραμέλες, ζάχαρες, παραζάχαρες. Άλλά οί παλιές συνήθειες του υγιούς δέ σέ εγκαταλείπουν εύκολα. Άσυνειδήτως έ χεις τήν άνάγκη νά ξεφορτωθείς αυτές τίς ο χληρές προφυλάξεις καί νά βγεις στό δρόμο καθαρός κι άνάλαφρος, όπως όλος ό κόσμος. Κάποια νύχτα λοιπόν, πρωινές ώρες, πού εκαΠ
έρα
17 8
&
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ
να τόν συνηθισμένο μου ποδαρόδρομο καί ειχα φτάσει ϊσαμε τίς παρυφές του Τμηττοΰ, τά χρειάστηκα. Ερημιά ολόγυρα, γλυκιά νύχτα, παρά τό κρύο — ή καλύτερη μου. Μηχανικά έβαλα τά χέρια μου στίς τσέπες καί άναζήτησα τίς ναυ αγοσωστικές παστίλιες. Τίποτα! Βρήκα τσι γάρα, άναπτήρα, κλειδιά, άλλά πουθενά τά δεκανίκια μου. Στη στιγμή μέ έζωσαν τά φί δια. Ά ν πάθαινα κάτι έκεΐ-άπάνω, ούτε τά σκυλιά δέ Θά μ’ έβρισκαν... Ειχα άρχίσει νά νιώθω κάποια άδυναμία; Τό ζήτημα είναι δτι, καί καλά νά ήμουνα, δ πανικός μπορούσε νά μέ μεταμορφώσει σε ήμιλιπόθυμο. Δέν ειχα άλλη λύση· τάχυνα τό βήμα μου υπολογίζοντας τήν άπόσταση γιά τό σπίτι. Μέ χώριζαν τέσσερα ή πέντε χιλιόμετρα. Γιά κακή μου τύχη, επιασε καί μιά δυνατή μπό ρα πού κατέβαζε «γάτες καί σκυλιά». Δέν έ βλεπα ούτε πέντε μέτρα μπροστά μου. Άλλά τό άπλό γεγονός δτι μου πέρασε άπό τό νοΰ ή ξενική έκφραση κι οχι ή ελληνική (τά «καρεκλοπόδαρα») μέ έβαλε σέ μαύρες υποψίες. Μήπως ήδη είχα άρχίσει νά καταρρέω καί δέν τό ειχα πάρει πρέφα; Δέ διέκρινα γύρω ουτ’ ενα περίπτερο, ένα καφενείο τέλος πάντων — μαυρίλα μόνο καί άπομόνωση. Όπότε άρχισα νά τρέχω. Πόσο χρόνο Θά μου έπαιρνε; Οί δυνάμεις πού μου άπόμεναν πί στευα πώς Θά μέ κρατούσαν μέχρι τό σπίτι· ήταν δμως καί δίκοπο μαχαίρι, γιατί τρέχοντας καις διπλό τό πετρέλαιο. Όντως πρόλα
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΐ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΐ*>
βα νά φτάσω όρθιος στό σπίτι · ήμουν σέ κα κά χάλια —λούτσα κι εξαντλημένος— καί βρή κα τήν ευκαιρία νά καταβροχθίσω δ,τι πέτυχα μπροστά μου: ψωμιά, τυριά, άκόμα καί κά τι αμαρτωλά μελομακάρονα πού είχαν άπομείνει από τίς γιορτές καί ήταν γιά πέταμα. Παρόμοιες λαχτάρες πάθαινα πολλές, ειδι κά τίς μεσημεριανές ώρες, όταν άπό τό πρωι νό ίσαμε τό μεσημεριανό γεύμα κυκλοφοροΰσα μέ ινσουλίνη στό αίμα. Τότε, νομίζω, αποφά σισα νά μοιράσω τήν πρωινή δόση. Έπαιρνα μόνο δέκα μονάδες, καί τίς άλλες δεκατέσσε ρις τίς άφηνα νά τίς πάρω πρίν άπό τό γεύ μα. Έ τσ ι άπόδιωχνα τό φόβο τής υπογλυκαι μίας· έπιθυμουσα νά τό πιστεύω τουλάχιστον, γιατί στήν πράξη δέν μου έβγαινε. Ήθελα δέν ήθελα, ήμουνα πάντα σέ επιφυλακή. Τό «πρίν», τό «μετά», τό «τώρα» σέ άλλους εί χε σχέση μέ τήν δουλειά ή μέ τόν ελεύθερο χρόνο, ενώ σέ μένα ταυτίζονταν μέ τήν χορή γηση τής ινσουλίνης. Ο π έ λίγο ούτε πολύ, ήρθε μιά στιγμή πού υποχρεώθηκα νά παραδεχτώ δτι ή εφηβική μου αδυναμία είχε επανέλθει μέ τή μορφή του επιτηρούμενου διαβήτη. Χωρίς νά τό άντιληφθώ, είχα έγκαταστήσει στό κέντρο τής ζωής μου τή λιποθυμία. Δέν ήταν πιά κρίσεις, αιφνί δια συμβάντα, χτυπήματα καί τά παρόμοια, άλλά μιά πάγια Θεραπεία πού διατηρούσε ι σχυρές συγγένειες μέ τή λιποθυμία. Τό κώμα είχε άποβεΐ καθεστώς. Υπονόμευε κάθε αύθόρ-
ι8 ο
&
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ Μ
μητη εκδήλωση, κάθε συντροφιά, κάθε χαβαλετζίδικη συναναστροφή. "Οταν λοιπόν άρχισαν τά συμπτώματα τής άγοραφοβίας, τά όποια ήταν φτυστά μέ τά σωματικά συμπτώματα τής υπογλυκαιμίας, ένιωθα νά δυσκολεύει ή Θέση μου καί νά μή βρίσκω άκρη. Τί έφταιγε; Μ ήπως ή μία ειχε τροφοδοτήσει ύπογείως τήν άλλη; Μέ τήν κλί ση μου στη νοσηρότητα, δέ δυσκολεύτηκα νά δεχτώ ότι ή φοβία του κώματος ξέσπασε με τασχηματισμένη σέ Θορυβώδη άγοραφοβία. Τό είπα καί στό γιατρό, ό όποιος γέλασε μέ προ στατευτικό ύφος: «Ούδεμία σχέση...» Τότε για τί άμφότερα τά φαινόμενα είχαν πανομοιότυπη εκδήλωση; Ή πολύωρη αύτοπαρατήρηση μου έδινε Θαμπά πορίσματα. Κά θε φορά πού ένιωθα άδύναμος επειδή έπεφτε ή τιμή του σακχάρου στό αίμα, γινόμουν ιδα νική λεία γιά τόν άγοραφοβικό πανικό. Συνέβαινε όμως κα ί τό άντίθετο; Φυσιολογικά, δο κίμασα νά βγώ στό δρόμο φαγωμένος καί χωρίς ινσουλίνη γιά νά δώ τό άποτέλεσμα: άν τό υψηλό ζάχαρο μέ γλίτωνε άπό τή ναυτία τής άγοραφοβίας, Θά ειχα ένα τό κρατούμενο. Τζίφος βέβαια! Ό χ ι μόνο μέ άναστάτωσε τό κατακλυσμικό κύμα, άλλά μέ έπιασε ό α νάποδος φόβος: μήπως τό υψηλό ζάχαρο μου φέρει τίποτα χειρότερο. Μέ άλλα λόγια, ήμου να γιά τά καλά παγιδευμένος. Επιπλέον, οί δύο άσθένειες — οργανική ή μιά, ψυχογενής ή άλλη— έπαιζαν τό κορόιδο μαζί μου. Ή άγο-
Κ
ΜΕΡΟΧ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΐ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ ?*
ι8 ι
ραφοβία μέ πέταγε στήν υπογλυκαιμία καί αυτή μέ τή σειρά της μέ έριχνε πίσω αδιάφορη στόν κατακλυσμικό πανικό. Τότε νομίζω άρ χισα νά σκέπτομαι σοβαρά τήν τρέλα. 1
ΤΟΓ ΣΓΝΔΡΟΜΟΓ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ
ΜΕΡΟΧ ΤΡΙΤΟ
ΙΑ' Σ υ ν ε δ ρ ί α ΑΠΟΙΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ, ΣΕ ΕΝΑ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ΓΓΊ-
Κ
εινών τροφών, δπου είχα μπεΤ, άφοΰ πρώ τα κρυφοκοίταξα άπό τό τζάμι γιά νά δώ άν υπάρχει ουρά, βρήκα νά προηγείται μόνο ένας πελάτης, πράγμα παρήγορο. 0ά περιμένω νά πληρώσει, σκεφτόμουνα, κα ί μετά παίρνω τά ματζούνια μου κα ί φεύγω. Αυτό γινόταν κα θημερινά καί δέ μέ ξάφνιαζε πιά. Άλλο μέ αίφνιδίασε. Ό πελάτης μπροστά μου ήταν μεσαίου ύ ψους, περίπου σάν κι έμενα, προγάστωρ καί γεμάτος μπογιές, πρόδιδε δηλαδή άπό μακριά τό επιτήδευμά του. Μ πογιατζήδες δέν γνωρί ζω· άρα αποκλείεται νά έχω καμιά άπρόβλεπτη συνάντηση, μονολογούσα. Ά μ ’ δε! Μόλις ό μπογιατζής πήρε τά τσιμισίρια του καί Ι κανέ μεταβολή, πισωπάτησε άντικρίζοντάς με καί είπε μεγαλοφώνως πρός τόν καταστη ματάρχη: «Άααα, νά κι άλλος παλιός συμμαθητής!» Έμεινα- τί ήταν κι αυτό πάλι; Μέσα άπό τά ροΰχα του μπογιατζή, αίφνης, είχε άναδυθει ή παιδική μορφή ενός γειτονόπουλου πού είχα νά τό δώ πάνω άπό τριάντα χρόνια. «Γιωργάκη!» είπα κι ένιωθα νά γίνομαι πε λιδνός, «που βρίσκεσαι;» ι 85
ι
86
Κ
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ ?*
Αμέσως άρχισε ή άναδρομή καί τό απου σιολόγιο. «Ή μάνα σου, ή κυρία Κλάρα;» «Πέθανε». «Ή δική σου, ή κυρα-Δήμητρα;» «Πέθανε, Γιωργάκη». «Ό πατέρας σου;» «Αυτός ζεΐ άκόμα!» Συνεχίσαμε μέ τά τρία άδέλφια του καί με τά μέ τόν δικό μου άδελφό, πού άκόμα ζοΰσε. "Υστερα άρχισαν οί πιό δύσκολες ερωτήσεις. «Άπό δουλειά τί γίνεται;» μέ ρώτησε. « Ε γώ, οπως βλέπεις, εγινα μπογιατζής. Παλιά έπαιζα μπουζούκι, άλλά τά παράτησα». Τί νά τοϋ έλεγα; δτι είμαι συγγραφέας; Δέν υπάρχει χειρότερο επάγγελμα άπό τό συγγραφιλίκι γιά τόν πολύ κόσμο. Πήγα νά τοϋ πω ότι είμαι μεταφραστής, άλλά επειδή, λόγω συγκινήσεως, τό άρχικό |μ| μου έβγαλε κάτι πα ράσιτα, κατέληξα στό «δημοσιογράφος». « Δημοσιογράφος;» «Ναί, δημοσιογράφος». «Στήν τηλεόραση;» Του εξήγησα τέλος πάντων που καί πώς, άλλά ήδη δέν έστεκα καλά στά πόδια μου. Εί χαν μπεΤ, επιπλέον, καί άλλοι πελάτες κι ένιω θα τελείως παγιδευμένος. Εξάλλου ό Γιωργάκης, πατέρας τώρα τριών παιδιών, ειχε τήν άσχημη συνήθεια πού έχουν όλοι οί αυθόρμη τοι άνθρωποι: μέ έκοβε στή μούρη εξεταστικά, πράγμα πού με έκανε νά πιστεύω ότι ειχε δια κρίνει τή χλομάδα μου. Ά ν τώρα μέ ρωτήσει
«
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΪΑ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ Μ
18 7
γιατί πάνιασα, ϋά τή μπατάρω τή βάρκα στά σίγουρα! σκεφτόμουνα. Ό συνομιλητής μου Ι κανέ κάτι χειρότερο: μέ χτύπησε στήν πλάτη συγκαταβατικά, λες καί ή συνάντηση δεν του είχε φανεί τόσο θερμή όσο θά τήν περίμενε, κι άφου χαιρέτισε τόν καταστηματάρχη, βγήκε μέ τή σιγουριά του εργάτη πού του άνήκει ή πραγματικότητα καί δέν κωλώνει. Παρόμοιες λαχτάρες πάθαινα συχνά, καί μάλιστα εκεί πού δέν τό περίμενα. Κάποιο πρωί, στήν αφετηρία του Μουσείου, καθώς πή γαινα καί δέν πήγαινα, εξαίφνης ένας κύριος μέ μαύρα γυαλιά άλλαξε κατεύθυνση καί ήρ θε καταπάνω μου. «Έσύ είσαι;» «Δυστυχώς, ναί», άπάντησα, καί στήθηκα μπροστά του, έτοιμος νά ύποστώ άνάκριση. Ή ταν ένας φίλος άπό τό Παρίσι μέ τόν όποιο είχαμε σαρώσει τά βιβλιοπωλεία. Ή άναδρομή προμηνυόταν σπαραξικάρδια καί, όντας βέ βαιος δτι δέ Θά τήν άντεχα, τόλμησα νά του πώ μέ χαζό ύφος: «Ξέρεις, πάσχω άπό μιά μαλακισμένη άγοραφοβία καί μου είναι άδύνατο νά σου πώ τό παραμικρό». «Αγοραφοβία;» σάστισε ό Παριζιάνος. «Μά εγώ είμαι μόνο ενας!» Ή άπορία του ήταν εύλογη, άνέκδοτο άπό μόνη της, άλλά εγώ είχα κιόλας συμπτώμα τα τρεμούλας καί ναυτίας. «Θέλεις νά φύγω δηλαδή;» «Λυπάμαι», του είπα μέ ντροπή, «άλλά με βρήκες σέ πολύ άσχημη στιγμή».
ι88
&
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΛΓΟΡΛΦΟΒΙΑΣ ?*
Ό φίλος έφυγε καί σέ λίγο ήμουνα ήρεμος πάλι. Τό σαράκι δμως μέ έτρωγε: για τί νά μην άντέχω τόσο άνώδυνες συναντήσεις; Τί γκρεμός άνοιγε μέσα μου κ α ί άπειλοϋσε νά μέ καταπιεί; Προσπαθούσα νά κατατάξω τίς φοβίες, μπάς καί μέσα άπό τήν κατηγοριοποίηση προκύψει κανένα ενδιαφέρον συμπέρα σμα, άλλά ή κατάσταση δέν άλλαζε. Μέ ε νοχλούσαν οί παλιοί γνωστοί; Μά τότε γιατί άρκοΰσε νά μέ σταματήσει ένας άγνωστος στό δρόμο, προκειμένου νά μέ ρωτήσει τήν ώ ρα ή κάποια οδό, γιά νά γίνω χάλια; Μέ χα λούσε ή μέρα ή ή νύχτα; Οί κλειστοί χώροι ή οι άνοιχτοί; Μόνο στό σπίτι ένιωθα καλά. Άλλά αυτό, άντί νά μέ παρηγορεΐ, μέ έριχνε σέ χειρότερη άπόγνωση. Κάθε λογής ιδρυματισμός, έστω οικιακός, μέ έβγαζε άπό τά ροΰχα μου. Όσο έβλεπα δτι ό κόσμος τής υγείας καί τής φυ σικότητας μέ άρνιόταν, σκύλιαζα· έσπαζα τό κεφάλι μου νά βρώ τήν αινιγματική λύση, άλ λά ή καλή ώρα δέν ερχόταν. Α ν καί ή συμπτωματολογία κόρωνε σέ κάθε δοκιμασία, είχα βάλει πείσμα νά πάω κόντρα. Δέ μπορούσα, γιά παράδειγμα, ν’ άντέξω τή σκέψη δτι Θά μπω σ’ ένα κατάστημα υποδη μάτων καί Θά υποβληθώ σέ όλη τή διαδικα σία τών ερωτήσεων, τών άπαντήσεων, τής α ναμονής, τής επιλογής, τών άλλων πελατών, του άνέβα-κατέβα, του πλήρωνε, πάρε ρέστα κ.τ.λ. Εντούτοις, πήρα τή μεγάλη άπόφαση
&
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΙΑ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ Μ
18 9
καί μπήκα. Τό κατάστημα φυσικά τό διάλε ξα έρημο· ό νεαρός μέσα κοίταζε κάτι φρέ σκους δίσκους πού είχε άγοράσει καί δέν έδι νε δεκαρούλα γιά τίποτα. «Γειά», ειπα, λές καί μέ ρώτησε. «Ναί», έκανε ό νεαρός μέ ύφος δυσαρεστημένο, γιατί τόν έκοβα πάνω στήν τέρψη του. «Θέλω έκεινα-έκεΐ τά παπούτσια» — καί του έδειξα μέ ζωηρές κινήσεις ένα ζευγάρι στή βιτρίνα. «Τά μαΰρα;» μέ ρώτησε χωρίς νά μέ κοι τάζει. «Όχι, δίπλα στά μαΰρα». «Τί νούμερο;» Του ειπα καί τό νούμερο. ’Ίσαμ’ εκεί τά εί χα πάει άριστα καί χειροκροτούσα μέ θέρμη τόν εαυτό μου πού ειχε βγει παλληκάρι καί τό ελεγε τό ποίημα. «Περάστε άπό δώ», μου είπε ό νεαρός καί μέ πήγε πίσω άπό τή σκάλα, δπου είχε κά θισμα καί ειδικά κουτάλια γιά νά ύποβοηθουν τό πόδι νά μπεΤ στό παπούτσι. Ή μετακίνη ση περιττό νά πώ δτι δέν μου καλοφάνηκε. Ε δώ λέμε πώς νά βγω — οχι πώς θά μπώ στά ενδότερα. Τέλος πάντων, έκανα πώς δέν κα τάλαβα. Άλλά τά ζόρικα μόλις τότε άρχιζαν. «Ξέρετε, δέν έχω αυτό τό παπούτσι στό νούμερό σας». Στή στιγμή πήγα στόν πάτο, καί σκέφτηκα αυτομάτως τήν έξοδο. «Καλά, δέν πειράζει», ειπα, εύχαριστημένος πού τά ειχα καταφέρει έστω καί μέχρι εκεί.
19 0
«
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ ?*
Πάνω πού είχα σηκωθεί, ό νεαρός στράφη κε μέ νέα πρόταση. «Στό νούμερό σας έχω αυτό πού είναι λι γάκι καλύτερο», κι άρχισε νά άραδιάζει τίς άρετές πού δικαιολογούσαν προφανώς τήν άκριβότερη τιμή. Τήν τιμή ούτε πού τήν άκουσα, αχούσα ό μως πολύ καθαρά τή μουσική πού ήρθε ξα φνικά άπό μιάν άλλη κάμαρη. Ή άλλαγή του φωτισμού ή ή ένταση της μουσικής ήταν βά ναυσα πλήγματα. «Ξέρετε...», ψέλλισα, καθώς έψαχνα έναν τρόπο νά του δίνω οσο πιό γρήγορα γινόταν. «Μιά στιγμή νά σάς φέρω καί κάτι άλ λο», είπε καί χάθηκε στήν παρακάμαρη, όπου προφανώς υπήρχε καί κάποιο άλλο πρόσωπο. Άπό κείνη τή στιγμή ήδη είχα παγιδευτεί Αλλιώς τά ειχα υπολογίσει. Μπαίνω - δείχνω τό παπούτσι - τό άγοράζω χωρίς νά τό δοκι μάσω -πληρώνω -βγαίνω. Τώρα δλα είχαν άνατραπεΐ. Ό νεαρός μάλιστα κουβαλήθηκε μέ τρία-τέσσερα κουτιά πού μόνο γιά νά τά δώ Θά χρειαζόταν κανένα δεκάλεπτο. Έτρεμε έλαφρώς τό χέρι μου; Τότε Θά πρέ πει νά μου πέρασαν άπό τό νου διάφορες τρέ λες. Ό τι στά γάντια χωρίζονται τά δάχτυ λα, ενώ στά παπούτσια πανε μαζί· δτι δλα κείνα τά παπούτσια Θά άρχιζαν νά σπαρτα ρούν γιά νά έπιστρέψει τό δέρμα στά ζώα άπ’ δπου τό άφαίρεσαν δτι τό δέρμα στό χέρι του υπαλλήλου έμοιαζε λίγο μέ τό δέρμα τοϋ π α πουτσιού. Μ’ ενα λόγο τά ειχα βρει μπαστού
Κ
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΙΑ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ Μ
19 1
νια. Έπρεπε νά βγω άπό κεί-μέσα. Άλλά ό νεαρός είχε κάνει τόσες φροντίδες, ώστε θά ή ταν γαϊδουριά νά τόν παρατήσω μέ τά άνοιχτά κουτιά καί νά τό βάλω στά πόδια. "Εψα χνα ενα πρόσχημα, μιάν άφορμή, τήν είσοδο κάποιου πελάτη. Τίποτα. Θά πρέπει νά δοκίμασα ενα-δύο ζευγάριαένιωθα δμως ήδη οτι οί κινήσεις μου είχαν κάποια άκαμψία, δτι έχανα σιγά-σιγά τήν επα φή μέ τό χώρο, οπότε — μέ άλλη φωνή τώρα — του είπα επιτακτικά: «Δώσε μου αύτό νά τελειώνουμε». Πότε πλήρωσα, πότε βγήκα, δέ θυμάμαι. Άλλά τό αίσθημα τής ήττας ήταν πελώριο. Τά αισθήματα του ήττημένου δέν μου ήταν ξένα- μπορώ νά πώ κι δτι μου άρεσαν κά πως, γιατί μέ πείσμωναν καί μέ ώθουσαν νά θέσω σκοπούς. Άλλά στήν προκείμενη περί πτωση δέν είχα νά κάνω μέ μιά συνηθισμέ νη άποτυχία. Ή άποθάρρυνση άγκάλιαζε δλο μου τό Είναι, κρατούσε χρόνια καί, παρά τίς προσπάθειες, βελτίωση δέν έβλεπα. Γ ια άλλη μιά φορά, δπως στίς άρχές, πού μου
είχε μπει ή ιδέα του καρκίνου, άρχισα νά σκέ φτομαι σοβαρά τήν τρέλα. Άφου άγνοουσα πλήρως αύτά τά πράγματα, τί μου έλεγε δτι δ'λες αυτές οί ματαιωμένες άπόπειρες, οί φο βικές νευρώσεις, ή προϊούσα άπομόνωση δέ μέ προετοίμαζαν μεθοδικά γιά κάτι χειρότερο; Ή προεργασία είχε γίνει* μάλιστα έκρινα δτι βρι σκόταν σέ «καλό σημείο». Είχα άποτραβη-
Κ
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ
χτεΐ άπό τούς χώρους εργασίας, διασκέδα σης, κοινής συναναστροφής- τί άλλο άπέμενε άπό τό νά βουλιάξω σέ μιά παραληρηματική ψύχωση καί νά φτάσω στην παράνοια; Ένδοφατικός πάντα, στίς πολύωρες καί πο λύβουες συνεδρίες μέ τόν εαυτό μου, πρόσεχα μέ σχολαστικότητα νά δώ άν ή άλληλουχία τών λόγων επασχε άπό κάτι πού ενδεχομένως μου είχε διαφύγει. Μήπως κιόλας ειχα στιγ μές παραφροσύνης τίς όποιες δέν ήξερα νά ξε χωρίσω; Κ ι άν ναί, πώς &ά τίς εντόπιζα; Πρίν άπ’ δλα, βάλθηκα νά παρατηρώ άν ή εσωτερική παράσταση τοϋ εαυτού μου άπέκλινε τής εξωτερικής. Τίποτα τό άνησυχητικό σέ πρώτη ματιά. Τά πράγματα διατηρούσαν τή μορφή καί τό περίγραμμά τους- άντιλαμβανόμουνα μέ ιδιαίτερη άνεση τή σχέση αίτίας-άποτελέσματος, τά πήγαινα καλά μέ τούς συμπερασμούς καί τίς επαγωγές. Γενικά, στή νοητική σφαίρα δέν είχα παράπονα άπό τόν εαυτό μου. Μπορούσα άκόμα νά σκέπτομαι μέ διάρκεια, νά λέω άστεΤα καί νά άντιλαμβάνομαι τά λόγια τού άλλου πολύ πρίν ολοκλη ρώσει τή φράση του. Τά προβλήματα άρχιζαν μέ τά αισθήματα. ’Άν έπασχα σέ κάτι, αυτό ήταν τό θυμικό. Καί ή τρέλα, άν τελικά μου έκανε τήν τιμή νά μέ προτιμήσει, θά εκανε τήν είσοδό της άπό τήν πύλη τών αισθημάτων. Συγκινησιακά, παρα τηρούσα δτι συχνά ή φαντασία σήκωνε δικό της μπαϊράκι καί μέ έστελνε πολύ μακριά ά πό τό προκείμενο. Έβλεπα μήπως έναν άν
^
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΙΛ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ η
θρωπο μέ ξένο κεφάλι; Έ χανα τό σπίτι μου; Δέν αναγνώριζα τή γυναίκα μ,ου; Ούτε κα τά διάνοια. Απλώς, μέσα σέ κάθε ελεγχόμε νη παράσταση υπήρχε καί ενα ανεξέλεγκτο σπέρμα διόγκωσης καί υπερβολής. Άπό τήν άλλη, τά όνειρα πού έβλεπα — τά όποια συνήθως λησμονώ άμα τη αφυπνίσει— δέν είχαν τίποτα τό άνησυχητικό. Αινιγματι κές ιστορίες καί γρίφοι, δπως πάντα. Μέ τή δευτερεύουσα επεξεργασία τά έριχνα στόν κά λαθο άχρήστων τής νυκτός καί άρχιζα τή μέρα μου. Ειδα όμως ένα όνειρο εκείνη τήν εποχή πού μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση καί δέν τό λησμόνησα. Θ α πρέπει νά ήμουνα μέ πολλούς συμμαθητές άπό τό Γυμνάσιο —ποιούς; δέ θυμάμαι— καί νά γύρναγα στούς δρόμους μιας επαρχιακής πόλης. Έψαχνα κάποιο μαγαζί άνοιχτό; Τ πέφερα άπό πονόδοντο καί ζητούσα ένα φάρ μακο; Τελικά θά πρέπει νά βρήκα ενα φαρ μακείο καί μπήκα γιά νά ρωτήσω τή φαρ μακοποιό. Τής μίλησα χαμογελαστά καί μου άπάντησε στό ϊδιο ύφος. Το έχετε; Τό έχουμε. Πόσο κάνει; Τόσο. Αιφνίδια όμως, καθώς εί χα στραφεί καί έψαχνα τή συνηθισμένη ζυγα ριά πού έχουν οί σπετσιέρηδες γιά νά ζυγι στώ, μου βγήκαν τά έντερα άπό τό στόμα. Δέν ξέρω πώς μπορεΐ νά γίνει αυτό, ούτε γιατί μου συνέβη· θυμάμαι πάντως ότι άπροσδόκητα βρέθηκα νά κρατάω στίς δυό παλά μες μου έναν κόμπο άπό έντόσθια (έμοιαζαν Κ ω ςτης
ΙΙα π α γ ιω ρ γ η ς,
Σύνδρομο Α γοραφ οβίας
9
ι ^4
«
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ &
μάλλον μέ χοντρά σχοινιά πλεγμένα μεταξύ τους, παρά μέ έντερα), τά όποια δέν ήξερα τί νά τά κάνω. Νά τά τραβήξω μέ δύναμη γιά νά ξεριζωθούν; Θά πέθαινα έπιτόπου γιατί θά έμενα χωρίς όργανα. Νά τά καταπιώ; Μου ήταν άδύνατο. Νά πάρω μαχαίρι καί νά τά κόψω; Θά πέθαινα άπό αιμορραγία. Οί συμμαθητές — δέν θυμάμαι τά πρόσω πά τους— θά πρέπει νά είχαν υποχωρήσει μέ άποτροπιασμό, ένώ ή φαρμακοποιός είχε πά ρει τό ύφος άνΟρώπου πού δέ μπορεϊ νά κάνει τίποτα. Βρισκόμουνα σέ άπελπιστική κατά σταση, άβοήΦητος, δίβουλος, τρίβουλος, καί συ νάμα χωρίς τήν παραμικρή υποψία γιά τό τί μου συμβαίνει. "Οταν ξύπνησα, ήμουνα μού σκεμα στόν ιδρώτα. Α ν στόν ξύπνιο μου έβλεπα ή φανταζόμουν κά τι άνάλογο, άσφαλώς θ’ άνησυχουσα. Άλλά στόν ύπνο ήταν άλλο καθεστώς — εκεί υπάρ χει ποιητική άδεια. Εντούτοις, ειχα πάρει τήν άπόφαση νά πάω ενάντια σέ αύτό τό χάλι, καί προκαλοΰσα σχεδόν τόν εαυτό μου νά ο μολογήσει. Ήθελα νά ξέρω: βρίσκομαι ή δέ βρίσκομαι σέ κάποιο προστάδιο τρέλας; Αύτό πού πρόσεχα σχολαστικά ήταν οί φω νές. Μήπως στίς ένδοφατικές μου εξάρσεις, πού διαρκούν χρόνια (άπό τήν εποχή τού Παρισιού), παρενέβαιναν λάθρα κι άλλες άνάσες, κι άλ λες φωνές; Μήπως κάποια λαλιά έβγαινε άπό τόν τοίχο; Τήν άκουγα τάχα χωρίς νά βλέπω τό στόμα ή τό πρόσωπο πού τήν ξεστομίζει;
*
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΙΑ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ ? *
ιφ
ΕΙχα διαβάσει τίς περιπτώσεις ασθενών μέ παραληρηματικές ιδέες πού, όχι μόνο άκουγαν φωνές, άλλά ήταν βέβαιοι δτι δλο τό μυαλό τους κατοικεΐται άπό ξένα πρόσωπα πού άσκουν κατοχή στά μύχια του νοΰ τους. Μοΰ συνέβαινε κάτι άνάλογο; Ά ν τελικά ένέδιδα στήν τρέλα, ήξερα δτι ή εμφάνισή της θά έπαιρ νε τή μορφή παραληρήματος. Ήμουν επιρρε πής στό παραλήρημα- προπονημένος χρόνια καί μέ επιδόσεις. Άλλά δέν έστερξε. Ποτέ δέ μου ετυχε νά άκούσω φωνές- ποτέ δέ μου μπήκε ή υποψία δτι στούς κόλπους του νου μου κάποιοι ξένοι έχουν στήσει τό δικό τους καθεστώς. "Ημου να τόσο βέβαιος γι’ αυτό, ώστε ένιωσα καί λί γη άπογοήτευση. Ήθελα τόσο πολύ νά κάνω ντεμαράζ άπό τήν κατάσταση δπου είχα άγκυλωθεΐ επί μήνες καί μήνες, ώστε άκόμα καί ή τρέλα μου φαινόταν προτιμότερη. Στιγμές-στιγμές τήν έβλεπα καί σάν λύση άπελπισίας. Καλύτερα τρελός, σχιζοφρενής, παρά σέ αυτή τή μισερή κατάσταση του ύγιους πού δέν άντέχει νά ξεπορτίσει. Έφτασα μάλιστα μέχρι σημείου νά νιώθω άπαξιωτικά αισθήματα γιά τόν εαυτό μουτόσος Θόρυβος, τόση οδύνη, καί νά μήν είμαι άξιος γιά έναν κόκκο τρέλας! "Ολο μου τό κου ράγιο άναλωνόταν στίς κατώτατες βαθμίδες τής ψυχασθένειας. Τά υψηλά κλιμάκια άνήκαν σέ άλλους. Πιό προικισμένους, πιό τολμη ρούς. Τό έβλεπα δμως δτι δέ μέ πήγαινε πρός τά κεΐ. Στίς καλές μου στιγμές, ένιωθα τόση
ιφ
«
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ »
διαύγεια, είχα τόση όρεξη γιά εργασία, ώστε κάθε αρνητική σκέψη πήγαινε περίπατο. Σκεφτόμουνα καμιά φορά τό Γιώργο Νταλιάνη, έναν παλιό φίλο πού ειχε θητεύσει στην Πλατεία Έξαρχείων τήν εποχή του Μπαλή, καί τώρα ήταν κλεισμένος στό Δρομοκαίτειο. Λίγο προτού τόν πάνε μέσα, θυμάμαι δτι στό σπίτι του στήν Αργυρούπολη είχε ξεκολλήσει τό κάλυμμα τής συσκευής του τηλεφώνου για τί πίστευε δτι κάποιοι ελέγχουν τίς συνδιαλέ ξεις του. Τόν ενοχλούσε τό στάκ-στάκ τής υ δρορροής καί μύρια άλλα, πού δέν τά θυμά μαι τώρα. Στήν άρχή μέ έπαιρνε κάτι λαχα νιασμένα τηλεφωνήματα μέσα άπό τήν κλινι κή καί μού μιλούσε μόνο γιά βιβλία, ώσότου ή φωνή του πιά άπό τά φάρμακα δέν έβγαι νε καί δέ μπορούσα νά καταλάβω τί μού έλεγε. Τό δικό μου τό βαγόνι δέν πήγαινε πρός τά κεΐ. Δέν είχα σύγχυση φρενών. Μόνο σύγχυ ση αισθημάτων. Πιό σωστά: μειωμένη αντο χή στίς συγκινήσεις. Τότε Θυμάμαι, άφού πέρασα μιά άγονη περίοδο φλέρτ μέ τήν τρέλα, ένιωσα τήν άνάγκη νά σοβαρευτώ καί νά δώ τήν κατάστασή μου πιό ρεαλιστικά. Ή τα ν παιδική προσδοκία νά άναμένω τήν άποκατάσταση τής υγείας. "Ο,τι ειχε γίνει, είχε γίνειάν ειχα κάποια περιϋώρια ζωής άκόμα, δέν επρεπε νά τά άναζητήσω στήν άνάκαμψη ε νός παρελθόντος πού είχα κάνει ό,τι περνού σε άπό τό χέρι μου γιά νά τό ξεκάνω. 'Όφειλα νά προχωρήσω μέ ό,τι άπόμενε. Ίσως αύτή ήταν ή πιό Θεραπευτική σκέψη πού έκανα σέ
&
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΙΛ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ η
διάστημα τριών χρόνων. Σάν τά έξυπνα ζώα πού, όταν πιαστούν σέ παγίδα, δέ διστάζουν νά φάνε τό ένα τους πόδι γιά νά ελευθερω θούν, έπρεπε νά δείξω αυταπάρνηση καί κρύο μυαλό. Τί ειχα χάσει; Τί μοϋ άπέμενε; Αυτά έπρεπε νά δώ, καί άναλόγως νά πράξω. Πρέ πει νά πώ ότι, σέ παρόμοιες καταστάσεις, ά πό τά εφηβικά μου χρόνια ήμουνα μανούλα. Δώσε μου αδιέξοδο γιά νά τό γαμήσω. Στρώ θηκα λοιπόν στή δουλειά γιά νά δώ, μέ νέα μάτια αύτή τή φορά, ποιά ήταν ή άνήκεστος βλάβη καί ποιό τό άκος πού μου έλειπε. μιλώντας, ή κατάσταση είχε ώς έξης. ’Άν υποθέσουμε ότι ή επαφή μέ τούς άλ λους είναι μιά κλίμακα πού τήν άνεβαίνεις ώσπου νά φτάσεις σέ ενα κεφαλόσκαλο καί νά χτυπήσεις τή Θύρα, στήν περίπτωσή μου είχε συμβεΐ τό άκόλουθο παράδοξο: ή κλίμακα υ πήρχε, ή Θύρα επίσης, μόνο πού είχαν άφαιρεθεΐ κάποια σκαλοπάτια ή τό κεφαλόσκα λο- γιά νά άνέλθω ίσαμε τό πρόσωπο του άλ λου, δφειλα νά κάνω ένα άλμα, νά βρεθώ γιά λίγο — δσο κρατούσε ή κατακλυσμική εμπει ρία— στό κενό- αντί νά κλαίω καί νά οδύρο μαι γιά τήν άφαίρεση τών βαθμιδών (έξω καί μέσα ), έπρεπε νά δείξω σθένος καί άντοχή στά άλματα. Ό άσθενής άρχίζει νά άνακτά λίγο άπό τό παλιό του σθένος, όχι όταν Θεραπευτεί, άν υποθέσουμε ότι τά καταφέρει, άλλά άπό τή στιγμή πού Θά δεχτεί όλοψύχως ότι ή νέα Ρ
ε α λ ις τ ικ α
&
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ Μ
κατάσταση είναι κι αυτή μιά παραλλαγή τής υγείας. Είναι απίστευτο πόσο αλλάζουν τά πράγματα με αυτή τήν άπλή σκέψη. Μπορεΐς νά βλέπεις μόνο μέ τό ενα μάτι, νά εργάζε σαι μόνο μέ τό ενα χέρι ή μέ τό ένα πόδι- γιά λίγα σκαλοπάτια λοιπόν δέ χάλασε ό κόσμος! Τότε, ώστόσο, πρέπει νά δείξει κανείς κου ράγιο καί άνυποχώρητη διάθεση. Ή άρρώστια μοιάζει λίγο μέ τόν εμπόλεμο άντίπαλο πού, ϊσαμε τήν τελευταία στιγμή πρίν άπό τήν άνακωχή, πασχίζει δολίως νά άρπάξει εδάφη. Άκόμα καί μιά σπιθαμή γης είναι κέρδος! Βρισκόμουνα τάχα στίς παραμονές τής άνακωχής; Ιδέα δέν ειχα, άλλά ή άρπαγή εδα φών ήταν προφανής. Μιλάω μέ πολεμικούς δρους, πλατειάζω ε νοχλητικά πάνω στό ζήτημα τών άπαγορευμένων ζωνών καί τής διέλευσης, άλλά δλο τό ζήτημα βρίσκεται εδώ άκριβώς. Πώς θά εκ τοπιστεί ό άόρατος εχθρός. Πώς θά άνοιξει δ δρόμος καί θά πετύχεις —τί; Θεέ καί Κύριε! — νά μπεις σ’ ένα κατάστημα, νά άγοράσεις κατιτίς, δπως όλος ό κοσμάκης, χωρίς νά σου άνέβει ή ψυχή στό στόμα. Τό είχα βάλει δμως μανιακά σκοπό καί δέν ύποχωροϋσα. Θά έφτανα ώς εκεί πού μπο ρούσα. Γι’ αύτό άλλωστε, παρά τίς καθημε ρινές πανωλεθρίες, δέν τό έβαζα κάτω. Ξανά καί ξανά, έμπαινα στά καταστήματα, επινο ούσα άνάγκες καί έξοδα, μόνο καί μόνο γιά νά δέχομαι τό ώστικό κύμα τής άσθένειας, νά μελετάω εν θερμώ τήν άδυναμία μου καί νά
Κ
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: Ιλ ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ η
επανέρχομαι δριμύτερος. Έ στω καί μιά σκιά αντοχής αν έπεδείκνυα, πανηγύριζα σά μι κρό παιδί. Οί ψυχικές άσθένειες μπαίνουνε στήν ψυ χή μέ τό τσουβάλι καί βγαίνουνε, άν βγουν ποτέ, μέ τή βελόνα. Αύτό τό ειχα ψυχανεμι στεί σωστά, γιά τούτο δέ μέ πείραζε άπό ενα σημείο καί πέρα ή χασούρα. "Οσο χρόνο κι άν άπαιτουσε ή επιχείρηση, ήμουν άποφασισμένος νά τόν θυσιάσω. Καί δέκα χρόνια άκόμα ήμουνα διατεθειμένος νά διαθέσω γιά νά ξαναβρώ κάτι άπό τήν παλιά μου κοινωνικότητα.
Η
κατακλυσμική εμπειρία διαδραματιζόταν καθημερινά, συχνά δεκάκις τής ημέρας, μέ πανομοιότυπο τρόπο. Σχέδιαζα, ας πούμε, νά πάω στή Λαϊκή τό Σάββατο, μιά άπό τίς πιό γλυκιές μου απασχο λήσεις. Έ λοιπόν, άπό τήν Παρασκευή τό βρά δι μέ έζωναν τά φίδια. Πρόβαρα νοερά τήν εί σοδο στό χώρο τής Λαϊκής, τό πάρε-δώσε καί τό φορτωμένο καρότσι, καί ή άφήγηση έβγαι νε μισερή σέ όλα. Ψαράδες, μανάβηδες, ζητιά νοι, Σέρβοι μέ άκρωτηριασμένα μέλη μπλέκο νταν στό νοΰ μου καί δέ μέ άφηναν νά άναπνεύσω. Ένδοθεν, τό σήμα ήταν πεντακάθα ρο: Μην πας — γιατί νά βασανίζεσαι; Ήθελα όμως νά βασανιστώ. "Αρπαζα τό καρότσι κι ό,τι είχε άπομείνει άπό τόν εαυτό μου καί εισέβαλλα στό χώρο τής άγορας. Από κεΐ καί μπρός άρχιζε ή ιατρική. Περίμενα τό εσωτερικό κύμα νά σηκωθεί καί νά μέ πνίξει.
200
«
/ : \\»ιίν· ί>
ΛΓΟΡΛΦΟΒΙΑΣ
?Κ
Δέν παρέλειπε φυσικά. Τριγμοί, ψευτοκαταιγί δες στό στήθος, ύπουλοι παφλασμοί στο ύψος του διαφράγματος σκάρωναν ενα δυσοίωνο κλί μα. Θά προχωρούσα ή θά τό έβαζα στά πό δια έπιστρέφοντας στό σπίτι άπραγος; Ή κατάκτηση πού είχα κάνει — μέγιστο βήμα— άφορουσε στό φόβο της λιποθυμίας. Μολονότι σκεφτόμουνα συνεχώς Νά δεις πού ϋά πέσω σέ κανένα πάγκο κα ί θά μέ βρουν άγκαλιά μέ τίς ντομάτες, δέν έπέτρεπα νά μέ νικήσει ή πρώτη επίθεση, πού είναι καί ή πιό επικίνδυνη. Προχώρα κι άς πέσεις, έλεγα μέ σα μου, κι άς μην τό πίστευα δτι τό ελεγα εγώ. Έπεφτα; Ό χ ι βέβαια, άλλά ό δαίμονας της κατακλυσμικης εμπειρίας έπλαθε μικρές ιστορίες σέ κάθε τετραγωνικό μέτρο. Ή χο ντρή μανάβισσα μέ δεχόταν πάνω της μέ δλο μου τό βάρος, ό τυφλός μέ τό μαγνητόφω νο πού έβαζε διαρκώς Καζαντζίδη σκόνταφτε πάνω στό πεσμένο σώμα μου. Έκανα σκουπί δια δηλαδή σέ δλο τό χώρο της Λαϊκής. Άλ λά δέν άποθαρρυνόμουνα. Παρότι δέν χρονομετρούσα τούς πανικούς μου, σέ πέντε λεπτά ήδη τό κλίμα μέσα στό στήθος μου είχε άλλάξει. Δέν είχε κλίνει ευθέ ως πρός τό καλύτερο, άλλά —παρά τή ναυ τία καί τήν ολόσωμη ζαλάδα— μου έπέτρεπε νά κινούμαι καί νά κοιτάζω τά δημητρια κά. Έ χανα στά ποσοστά- ήμουνα μόνο 3 °[ δ εαυτός μου — άλλά αύτό τό τριάντα μου έδινε δικαίωμα κυκλοφορίας. Πήγαινα κι ερ χόμουνα άναμένοντας νά άνατείλει μέσα μου
/Κ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ; ΙΛ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ
2οι
τό πολυπόθητο κουράγιο. Θά ήμουνα ψεύτης άν έλεγα δτι συνέβαινε αύτό, κι εντούτοις κάποια ληθαργική βελτίωση γινόταν προφανής. Άκόμα καί στόν φλοιό του εγκεφάλου έ νιωθα έναν άνεξήγητο κνισμό, ολο μου τό σώ μα μέ έκοβε σάν καινούργιο ρούχο πού δέν είχε πάρει τό σχήμα μου, πλήν δμως ή επί σκεψη στή λαϊκή γιορτή ήταν γεγονός, καί έφτανα στό σπίτι νικητής καί τροπαιουχος. Καθαρά γιά πειραματικούς λόγους, μόλις έφτανα στό σπίτι μέ τά ψώνια, τά άφηνα καί ξαναπήγαινα πίσω, γιά νά δώ άν αύτή τή φορά θά ένιωθα τό ίδιο. Μετά τήν κορύ φωση καί τήν ύφεση, πάλι κορύφωση καί ξαναπάλι ύφεση· τά άντανακλαστικά λειτουρ γούσαν άλάθητα, άλλά κι εγώ ήμουν σέ θέ ση νά διακρίνω τίς παραμικρές διαφορές. Ό μεγάλος μου εχθρός, ό ιδιωτικός μου τύ ραννος, ήταν τό πρώτο δεκάλεπτο- ό κόσμος γύρω μου περιβαλλόταν άπό μιά δεκάλεπτη τάφρο. Ά ν τήν υπερπηδούσα, είχα ελπίδες φυ σιολογικής συμπεριφοράς. Καί καλά στή Λαϊκή, δπου οί επαφές καί οί συνδιαλέξεις είναι φευγαλέες καί προαιρε τικές- τί γίνεται δμως δταν ή επαφή μέ τόν άλλον είναι πρόσωπο-πρός-πρόσωπο, σέ κλει στό χώρο, χωρίς δυνατότητα διαφυγής; ΈκεΤ τό πεντάλεπτο καί τό δεκάλεπτο μπορει νά παίρνει ξαφνικές παρατάσεις καί νά εμφα νίζει ταλαντώσεις πού δέ μπορεΐς νά τίς προ βλέψεις. Αύτό άκριβώς μέ εμπόδιζε νά πάω στό καφενείο καί νά μείνω έκθετος σέ συνα
ί*ξ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ ?*
ντήσεις καί συνομιλίες. Κάθε νέα έλευση γεν νούσε ενα νέο δεκάλεπτο εσωτερικού χάους καί λαχανιασμένης αναμονής. Πώς θά κουμαντάριζα αυτά τά δεκάλεπτα; ϋΓί άν ε?Γ£φταν όλα μα ζί; Κά&ε καινούργιος εδικαιού το τό δικό τον δεκάλεπτο... Μέ ένα λόγο, εί χα καταντήσει άθλιος δεκαλεπτάκιας, σπα γκοραμμένος μέ τά λεπτά, τά δευτερόλεπτα, άλλά ή πρόοδος ήταν κιόλας θεαματική. ΈκεΤ πού δέν άνεχόμουνα τήν άπλή παράσταση τής επίσκεψης σέ δημόσιους χώρους, τώρα τή δια πραγματευόμουν σοβαρά στίς διμερείς συμ φωνίες μέ τήν άσθένεια, καί μάλιστα εθετα καί ορούς.
ΙΒ' Συνεδρία Μ
έσα
ΣΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΚΑΧΥΠΟΨΙΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΝ
εαυτό μου, στίς αντοχές καί στά άλλόκοτα καμώματά του, μου πέρασε κι άπό τό νου μήπως παλιά, τήν εποχή μέ τά μεθύσια, εί χα πάθει κάποια βλάβη στόν εγκέφαλο άπό τίς κεφαλιές. "Οπου κι άν βρισκόμουνα τότε, σέ ταβερνεΐα, μπάρ, σκυλάδικα, άρχιζα τίς κεφαλιές μέ τούς παρακαθήμενους φίλους, τά γκαρσόνια, ενίοτε καί μέ ξένους πού προ θυμοποιούνταν νά δοκιμάσουν τήν τέχνη τής κεφαλοσφαίρισης.
&
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΙΒ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ ?*
2ο3
Στά κανονικά του ένας άνθρωπος δέν μπορεΐ νά κουτουλιέται μέ οποίον βρίσκει· άλλά μέσα στή σούρα δλα γίνονται. Τό μυστικό σέ αυτά τά οδυνηρά χτυπήματα — γιατί πάντα υπάρχει κάποιο μυστικό— είναι νά μήν άφήνεις τόν άλλον νά σέ πλήξει άναμένοντας μέ τό κούτελο προτεταμένο, άλλά νά τόν χτυπή σεις πρώτος εσύ, καί μάλιστα μέ τήν κορυ φή του κεφαλιού, εκεί δπου αρχίζουν οί πρώ τες φύτρες τών μαλλιών. Γενικά τά πήγαινα καλά ώς κριάρι- άντεχα. Πλήν δμως, τήν άλλη μέρα τό μεσημέρι, ό ταν άνοιγα επιτέλους τά μάτια μου, πέρα ά πό τήν ξινίλα καί τή χλαπάτσα, ένιωθα ότι πάνω άπό τά φρύδια μέ είχαν χτυπήσει μέ ενα λοστό. Σημάδια δέν έμεναν, άλλά άπό μέ σα, στήν υποδόρια περιοχή, δ πόνος ήταν οξύς. Μήπως λοιπόν — άναλογιζόμουνα— εί χα κονομήσει κάποιες διασείσεις άπό κείνα τά χρόνια πού προοδευτικά προκάλεσαν κάκωση στόν εγκέφαλο; Ή άπορία, ωστόσο, δέν έδενε μέ τή γενική μου άποψη γιά τό κρανίο. Επειδή ειχα τήν ά νάγκη νά πιστεύω ότι είμαι σιδεροκέφαλος, ποτέ δέν άνέχθηκα νά θέσω στήν παραμικρή άμφισβήτηση τίς συνάψεις του εγκεφάλου, τίς αύλακες, τούς λοβούς καί όλο τό ήλεκτρομαγνητικό σύστημα πού μέ υπηρετούσε τόσες δε καετίες. Ή ταν ιερή περιοχή. Άν κάτι δυστροπουσε, ολιγωρούσε, επασχε, αύτό θά πρέπει νά ήταν τό διάφραγμα καί όλη ή δέσμη τών εντάσεων καί τών συγκινήσεων.
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ 'ί*
Βρισκόμουν, ώς έκτούτου, ευεπίφορος σέ ό τι είχε σχέση μέ τήν αναπνοή. Όντως, έπασχα στό θωρακικό κλωβό, στήν προκάρδια χώ ρα, κι οΰτε πού ήξερα πώς θά απαλλασσόμουν άπό τίς περιδινήσεις ανάσας καί εντάσεων πού διαπίστωνα καθημερινά στίς κρίσιμες στιγμές καί στούς εκτεθειμένους τόπους. "Ολο τό στή θος πόναγε, δονουνταν κι εσφυζε άκανόνιστα. Είχα όμως αρχίσει νά κρατώ μιά μικρή α πόσταση άπό αύτή τήν κατάσταση — δπως κρατάς βέργα στήν άκρη τής όποίας περιελίσσεται μιά οχιά. Ή πρόοδος ήταν γεγονός· ρίχτηκα λοιπόν μέ τά μούτρα στήν προσπάθεια νά άνακαταλάβω τά άπωλεσμένα εδάφη πού έστέναζαν κάτω άπό τήν «ξένη» κατοχή. Τή μέθοδο τήν είχα βρεί λίγο-πολύ μόνος μου, άπό πείρα, καί μάλιστα πικράν, καί διψούσα γιά νέες δοκι μασίες καί νέες νίκες. Ιδού λοιπόν τό χρονικό τών Θριάμβων μου. Τί είχα χάσει; Τό σπίτι του ζωγράφου, τά άμερικάνικα, τό φαρμακείο, τήν Καλλιδρομίου, τό γραφείο του εκδότη, τό γήπεδο, τά εστια τόρια, τίς ταβέρνες, τά μπάρ. Όλα Θά τά άνακαταλάμβανα εξ εφόδου. Τό έ'λεγα καί τό πίστευα. Το άτελιέ του ζωγράφου πρόβαλε μεγάλη α ντίσταση. Εκατό μέτρα προτού πατήσω τό πλατύσκαλο είχα ύπέρπνοια, λιποθυμικές τά σεις, χλομάδα άκόμα καί στά ροΰχα μου. Καί λοιπόν; Έπρεπε νά ξαναζεστάνω τήν καρέκλα
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΙΒ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ ?*
2ο 5
μου έκεΐ. Εμφανίστηκα λοιπόν ολόσωμος στήν πόρτα καί χαιρόμουν επιτέλους ότι ή δική μου κορμοστασιά κόβει τό φως του δρόμου. Ό ζω γράφος με κοίταξε λές καί δέν πίστευε στά μάτια του: «Έσύ;» μου έλεγε μέ τήν έκφρα σή του. «Ναί, έγώ», απαντούσα μέ τή δική μου έκφραση, άφήνοντας καί κάποια αποσιωπη τικά γιά τήν άμφίβολη συνέχεια. Τά πρώτα λεπτά ομολογώ ότι έμοιαζα μέ τόν πυγμάχο πού, μόλις άκούγεται τό γκόγκ, τρώει ένα κροσέ, ένα ντιρέκτ καί αποφεύγει παρατρίχα τό μοιραίο άπερκατ. Ήμουνα σέ άσχημη θέση- άλλά τό «ξύλο» πιά δέν τό φο βόμουνα. Ένώ κατά τό θλιβερό παρελθόν στιγ μές σάν αυτή ή συνείδησή μου έριχνε τήν πε τσέτα στό ρίγκ καί αποχωρούσα κακήν-κακώς, τώρα παρέμενα μέ άπόφαση. Καλύτερα νά πέσω μέσα στίς μπογιές κα ί στά τελάρα παρά νά άποχωρήσω. Συνάμα κατάπινα άέρα σάμπως νά είχα στόμα ιπποπόταμου. Ή άνάσα μου έκανε Θο ρυβώδεις καταδύσεις στά ένδότερα καί δέ μπο ρούσα νά τήν ελέγξω. «Νά κάνω καφέ;» ρώτησε ό ζωγράφος γιά νά μέ έπαναφέρει στά τρέχοντα. «Περίμενε λίγο, νά συνέλθω» του ειπα, καί σοφιζόμουνα τεχνικές γιά τήν Οπέρπνοια. Γύ ρω μου ήταν σά νά ’βλεπα έναν άέρα πού στρο βιλιζόταν άθόρυβα, άνασάλευε τό μικρό σύμπαν του έργαστηρίου καί μόλυνε τήν άνάσα μου. Τί νέο είχε προκύψει; Ούσιαστικά ολες οί άντιδράσεις ήταν όπως καί πρίν, μέ τή δια
2θ6
<*? ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ Μ
φορά —καί τί διαφορά!— δτι ζοϋσα τά συ μπτώματα σάν παροδική κρίση. Έ γώ 0ά μεί νω, σκεπτόμουνα, κι αυτά ας κάνουν δ,τι θέ λουν. Όντως έμεινα. Παρά τή χλομάδα μου, κάποιαν αστάθεια στό χέρι πού κρατούσε τόν καφέ καί κάποιους νηματώδεις ήχους στή φω νή, έπέμενα νά κοιτάζω τόν ζωγράφο, νά με τέχω στίς συνηθισμένες συζητήσεις μας, κι ας γίνονταν μέσα μου προσεισμικοί κλονισμοί. Μετά τό πρώτο δεκάλεπτο, ή αναπνοή άρ χισε νά βελτιώνεται αισθητά καί ή φωνή κέρ διζε σέ σταθερότητα. Γελούσα μάλιστα ηχηρά, γιά νά πείσω τόν εαυτό μου δτι έχει γυρίσει σελίδα. Αύτό πού μέ ενοχλούσε μέχρι άποκαρδιώσεως ήταν δτι ό φίλος ζωγράφος καθόταν λιγάκι στά καρφιά. Έβλεπε δτι ή άνάρρωση άρχισε. Παρατηρούσε μιάν άλλαγή. Αλλά ό ϊδιος δέν ήταν νοσοκόμος· έχασκε λιγάκι μου διασμένος πρό τών άπρόβλεπτων άντιδράσεων. Συχνά υποτροπίαζα- πήγαινα στή μέσα κά μαρα γιά νά κατακλιθώ. Έριχνα νερά στό πρόσωπό μου. Κι δμως ή πρόοδος είχε σημει ωθεί. Πότε καθιστός, πότε εν κατακλίσει, πό τε δρθιος νά βολτάρω πέρα-δώθε, πότε ύπ’ α τμόν, επειθα δτι Θά έρθουν καλύτερες μέρες. Μου συνέβαινε νά κάτσω καί δυό ολόκληρες ώρες στό άτελιέ, νά άλλάξω δυό καί τρεΤς Θέ σεις, νά άλλάξω χρώμα στό πρόσωπο καί φω νές, άλλά δταν έφευγα είχα άλλον άέρα. «Τώρα πού φεύγω, καί μέ τήν ιδέα μόνο, μπορώ νά πώ δτι είμαι καλά», του έλεγα καί τόν άφηνα άφωνο.
«
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΙΒ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ »
«Δηλαδή δυό ώρες τώρα ύπέφερες καί δέ μιλούσες;» «Τί ήθελες νά πώ;» αμερικάνικα τά πράγματα ήταν λίγο δια φορετικά, γιατί εκεί τά πρόσωπα ήταν πολλά, εναλλασσόμενα καί, κυρίως, τά δύο αδέλφια δέ γνώριζαν καί πολύ καλά τήν κατάστασή μου. Έλειπε· ήρθε. Καί τί εγινε; Δικός μας εί ναι πάλι. Ήθελα πάση Θυσία νά ενσωματω θώ στή λέσχη τών άμερικανόφιλων, άλλά τά πιστοποιητικά μου εξακολουθούσαν νά είναι κομμάτι λειψά. Μιά κωμική λεπτομέρεια άφορουσε στήν προσφορά καθίσματος. Έφόσον άπό ψίθυρους του ζωγράφου είχαν μάθει δτι άπουσίαζα ε πειδή ύπέφερα, μόλις έκανα τήν εμφάνισή μου, τό πιό φυσικό ήταν νά μου προσφέρουν ενα κάθισμα. «Κάτσε», μου ελεγε διακριτικά ό Δημήτρης. Δέν ήξερε φυσικά δτι αύτή ή άσθένεια δέν είναι συμβατή μέ τήν καθιστική στά ση. "Οσο ήμουν όρθιος καί βολτάριζα, διατη ρούσα κάτι άπό τήν ελευθερία φυγής. Αντί θετα, μόλις καθόμουνα, σκαρφάλωναν στή ρά χη μου δλοι οί δαίμονες. Μάλιστα ή καρέκλα ήταν άπό κείνες πού, μέ ειδικό λεβιέ, άνεβαίνουν καί κατεβαίνουν κατά τή βούληση του καθήμενου. Κάθε φορά πού καθόμουνα λοιπόν, δλο καί κάποιο νοση λευτικό χέρι πάσχιζε νά τή φέρει στά μέτρα μου, μέ άποτέλεσμα νά χάνω γιά δευτερόλε πτα τά πάνω καί τά κάτω. Οί ξαφνικοί κλο Χ
τα
208
&
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ Μ
νισμοί δέν μου έκαναν καλό. Σηκωνόμουν α μέσως καί άρχιζα νά άνασκαλεύω τίς στοί βες μέ τά ρούχα. Άλλά κι εδώ οί συνθήκες είχανε στραφεί λίγο επί τά βελτίω· ή μέσα γωνιά μέ τά πα ντελόνια δέ θύμιζε πιά παγίδα. Ούτε έψαχνα χώρο γιά νά πέσω. Λίγος άπό τόν εαυτό μου λιποθυμοΰσε — αύτό συνέβαινε παντού— , άλ λά τί ΰά μέ πείραζε άν κέρδιζα τήν κοινωνι κή ζωή έστω μέ ένα 10% λιπόϋνμου Εγώ ; Λύ τη ήταν είλικρινά καινούργια σκέψη. Χωρίς καμιά νοσηρότητα, συμβιβάστηκα μέ τήν προ οπτική ότι άπό δώ καί μπρός έτσι θά πήγαι ναν τά πράγματα. Θά λιποθυμώ κατά ενα μικρό μέρος καί θά ζώ μέ τό υπόλοιπο 90%. Τοτε άρχισα νά εμφανίζομαι πιά πανηγυρι κά καί στό καφενείο της Καλλιδρομίου. Είχα χαθεί γιά δυό περίπου χρόνια· άπό καθημερι νός θαμώνας του Παρασκήνιου, ειχα άπωθηθεΐ στό παρελθόν, οταν αίφνης πήρα τόν ανή φορο καί επιασα καρέκλα. Τό είχα άνάγκη αύτό, καί δέν άλλαζα γνώμη μέ τίποτα. Ή λογιστική μέ τά δεκάλεπτα, εδώ, έδωσε καί πήρε. Άφου κάθε τόσο εμφανιζόταν κι ένας παλιός Θαμώνας, τό άρχικό δεκάλεπτο, τό άλ μα πάνω άπό τήν τάφρο, ή ύπέρπνοια κ.τ.π. επαναλαμβάνονταν σέ τακτά διαστήματα, μέ συνέπεια νά μήν προλαβαίνω νά συνέλθω. Τή μιά ώρα πού έμενα στήν καρέκλα μου τή μέ τραγα σέ άρχικά δεκάλεπτα. Μολαταύτα, ή Θεραπεία πήγαινε ρολόι.
Κ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΙΒ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ Μ
Μιά πελώρια δυσκολία σέ κείνον τόν τόσο οικείο χώρο ήταν ή συνάντηση μέ τό όψιμο πα ρελθόν πού ειχε αίσθηματοποιηθεΐ στήν καρδιά καί δέν έβρισκε σύνδεση μέ τήν παρούσα στιγ μή. ’Άν καί τό κατάστημα είχε ανακαινιστεί ριζικά, πολλά χρόνια μου εγνεφαν άπό κάθε μεριά. Δέν άντεχα τό χώρο, τό χρόνο, τά πρό σωπα, τόν εαυτό μου. Κι όμως, όλα αύτά ή ταν τό κρίσιμο δεκάλεπτο. Μετά τήν άποκατάσταση τής άναπνοής, τό λέγε-λέγε καί τό ξεθάρρεμα, μπορούσα νά στήσω κανονικά τό κεφάλι, ν’ άνεβάσοο τό σαγόνι στή σωστή θέ ση καί νά μοιάζω μέ φυσιολογικό άνθρωπο. Ήμουν ένας άπ όλους· τί μοϋ έλειπε; Τίποτα. Ξεκίνησα λοιπόν μιά επίπονη σει ρά άπό σκόπιμες εξόδους σέ φαγάδικα καί κα φενεία, μέ αποκλειστικό σκοπό νά ξαναδέσω τά κόκαλά μου. Τό μεγάλο γεγονός, αύτό γιά τό οποίο μιλούσε διαρκώς ό γιατρός, ήταν ή έκθεση. Ό χι ή άπλή εμφάνιση πλέον, τό φευ γαλέο πέρασμα — σά φτερό— μέσα άπό τήν άγορά. Άλλά ή σταθερή παραμονή. Έπρεπε νά προβάλω άντίσταση στά μάτια τών άλ λων, νά άπαντήσω στά λόγια τους, νά άντέξω στήν παρουσία τους επί ώρες. Δέν είχα δώσει ποτέ βάση στήν άποψη ότι γύρω άπό τό σαρκικό σώμα άπλώνεται ενα δίκτυο ενέργειας πού μας περιβάλλει όπως τό φωτοστέφανο τούς άγιους. Έ να τέτοιο βιοπλασματικό πεδίο, ή αύρα τέλος πάντων, κεντού σε ώστόσο τό νοητικό μου κέντρο μέ άνεξήγητο τρόπο, μέ βάπτιζε άνάποδα σέ άγνωστα
2 10
ί*ξ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ Μ
νερά, χωρίς νά μπορώ νά μεταδώσω τό πα ραμικρό. Τό ένιωθα πάντως δτι εϊχε διαταραχτεΤ, κι έβρισκε σιγά-σιγά τή θέση του. Μου συνέβαινε σέ δέκατα δευτερολέπτου νά συλλαμβάνω κρυφά περάσματα, σύρριζα άπό τά μάτια μου, υδάτινων επιφανειών πού δέν είχαν καμιά οντότητα, παρά έμοιαζαν νά κα θρεφτίζουν άκαριαΐα τό νόημα μιάς λέξης πού σχεδόν δέν ειχε ειπωθεί. Αιφνίδιοι τριγμοί, λές καί τό κορμί μου ειχε άνακαλύψει έκνέου τή δονητική του φύση, διασταυρώνονταν στό Θυμικό μου κέντρο καί έσπαζαν μέσα στή φω νή μου σέ άκτινωτούς κυματισμούς. Ανάμε σα στά άστρα, στά μάτια τών άλλων καί στά υλικά μου σπλάχνα, ή ισορροπία πάσχιζε νά ξαναβρει τό άπόκρυφο σημείο της. Δέ μπορώ νά κρύψω τήν πεποίθησή μου ό τι δλο τό φυτικό καί παμπάλαιο τμήμα τής προσωπικότητάς μου, εκείνο πού υποστηρίζε ται άπ’ τό πανίσχυρο αυτόνομο νευρικό σύστη μα, τό ένιωθα σαθρό καί τραυματισμένο. Τά μυστικά πλέγματα πού ρυθμίζουν τούς σφυγ μούς τής καρδιάς, τή λειτουργία του εγκεφά λου, τήν κίνηση τών βλεφάρων καί τών σπλά χνων, τά άφουγκραζόμουνα λαβωμένα νά ε πανέρχονται σιγά-σιγά στίς ισορροπίες τους. Παρότι όλα τά εγχειρίδια, στά όποια έντρυφοΰσα, μιλούσαν γιά άσκήσεις άναπνοής καί γιά τεχνικές αυτοελέγχου, ποτέ δέν έπεχείρησα νά παρέμβω. Αφου ολα αυτά λειτουργουν πέραν τής βουλήσεως, δέν ειχε νόημα νά έμπλέξω τή δική μου Θέληση. Άπό μόνα τους Θά έ
Κ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΙΒ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ ?-*
2 ΐι
βρισκαν τό δρόμο. Είχα άνάγκη φροντιστήριο, χειραγώγηση, καθημερινή άσκηση. "Ολα αυ τά δμως συνοψίζονταν στήν εκθεση καί στόν συναγελασμό. Πράγματι, κάθε φορά πού άντεχα —ή ψυ χή μου τό ξέρει πώς— μιά συντροφιά επί δί ωρο καί τρίωρο, έβγαινα πιό δυνατός καί υγι ής. Καί τό παράδοξο ήταν δτι ζούσα τά ίδια πράγματα πού είχα βιώσει κατά τήν κατάρ ρευση, μόνο πού τώρα ή φορά ήταν άντίδρομη. Κατιούσα τότε, άνιούσα τώρα. Αύτές οί αύτοθεραπεΐες, άν δέν φαίνονται γελοίες, κρύβουν μεγάλες χαρές, γιατί ζεΐς τό πιό άπλό πράγ μα σάν άθλο πρώτου μεγέθους. Επανειλημμένα μου ετυχε νά φεύγω άπό μιά συντροφιά καί μέχρι τό σπίτι νά ουρλιά ζω άπό τή χαρά μου. ’Όντως, δέν είχα χρεωκοπήσει. Μου δινόταν άκόμα μιά ευκαιρία. Κάποιος ϋεός μοΰ ειχε γνέψει άπό τά ουρά νια. Μέ ή&ελε. Άλλά, ώς γνωστόν, οί Θεοί εί ναι ζηλότυποι· δίνουν κάτι καί ταυτόχρονα σου παίρνουν τό δεκαπλάσιο. τήν εποχή, εγινε τό ναυάγιο τού Δύστος στ" ανοιχτά τοϋ λιμανιού τής Κύμης καί, δέν ξέρω πώς, τό Θεώρησα σάν κακό οιωνό. Νά δεις πού κάτι 9 ά συμβεϊ στήν οικογένεια, ελεγα καί ξανάλεγα — μέ τή σκέψη στόν ύπέργηρο πατέρα μου. Καί, κατά τό ήμισυ, εί χα προαιστανθει σωστά· μόνο πού δέν ήταν ή σειρά τού πατέρα μου — παρά τοϋ άδελφοΰ μου. Κ
είνη
2 12
&
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ ?*
Δυό χρόνια πιό μεγάλος άπό μένα, ό αδελ φός μου παρουσίαζε τελευταία καρδιαγγειακά προβλήματα. Ειχε κόψει τό τσιγάρο (παρότι μέγας καπνιστής), άν κι εγώ ήξερα ότι κρυφοκάπνιζε· είχε περιορίσει τήν πολυφαγία (άν καί τό βάρος του άλλα πρόδιδε)· παραταυτα, ή κα τάστασή του δέ βελτιωνόταν. Κάποιος πόνος στό ύψος του διαφράγματος τόν απασχολού σε μονίμως καί έκανε προσπάθειες νά διασκε δάσει τήν εντύπωση. Πρέπει νά πώ ότι μέ αυτόν τόν άνθρωπο, στόν όποιο αναγνώριζα χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια πολλά δικά μου γνωρίσματα, είχα με χάσει τήν επαφή άπό χρόνια. Έφταιγε ή δι κή μου άπουσία επί έπταετία στή Γαλλία; έ φταιγε ό δικός του ξενιτεμός στή Λιβύη καί τήν Λραβία; Ή αποξένωση ήταν πολύ πιό πα λιά καί κρατούσε άπό τά παιδικά μας χρόνια. Σάν παιδί, ό Τάκης δέν ήταν διεκδικητικός· δέν επαιζε ποδόσφαιρο, γιά παράδειγμα, πράγ μα πού εμένα μοϋ φαινόταν σάν άναπηρία· δέν καυγάδιζε, πράγμα άσχημο κι αύτό γιά τά ή θη τής άλάνας. Είχε όμως άλλη κλίση: είχε πά ρει άπό τόν πατέρα μου τό ταλέντο του χειρώνακτα· ο,τι έπιανε στά χέρια του γινόταν μά λαμα. Ψάρευε, σκάρωνε μικρές βάρκες, καί στήν πρώτη τάξη του Γυμνασίου κατάφερε μέ αστεία μέσα νά κατασκευάσει ολομόναχος έ να φωνόγραφο πού άπέδιδε σωστά. Μολονότι άναγνώριζα τόν άδελφικό δεσμό, άπό μικρός δέν έπαιζα μέ τόν άδελφό μου στίς άλάνες. Κι αύτό συνεχίστηκε ίσαμε τίς μεγά
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΙΒ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ ?*,
2 ΐ3
λες ηλικίες. "Οπως ή Λιβύη, δπου πήγε γιά νά βγάλει κάποια χρήματα, είναι σά νά τήν κοσκίνησε κάποιος θεός καί νά έριξε δλες τίς πέ τρες στήν Ελλάδα, τό ϊδιο συνέβαινε καί μέ τά αισθήματα μας. Όλη τήν κακία τήν ειχα πά ρει εγώ- αυτός ήταν εργατικός, στοργικός, ε πιρρεπής σέ άπολαύσεις, άλλά μίσος δέ νομί ζω δτι ενιωσε ποτέ. Έ τσ ι εζησε μέχρι τά πε νήντα δύο του. "Οταν λοιπόν τό έφερε ή τύχη, λίγο μετά τό ναυάγιο του Δύστος, νά άρρωστήσει καί νά φέρνει βόλτα τούς γιατρούς καί τά νοσοκο μεία, άγνωστο πώς, βρήκαμε τόν καιρό νά μεί νουμε πολλές ώρες μαζί καί νά πούμε δσα δέν είχαμε πεΤ επί δυό ή τρεις δεκαετίες. Γιά λίγο εστω, ήμασταν άληθινά άδέλφια, κοιταζόμα σταν μέ τρυφερότητα καί εξομολογηθήκαμε ε να σωρό πράγματα. Ή διαμάχη μου μέ τήν οικογένεια δλα αύτά τά χρόνια, άπό δεκεννιά χρονώ ίσαμε πε νήντα, μέ είχε κάνει νά ξεχάσω δτι έχω άδελφό. Τόν είχα πάρει ποτέ τηλέφωνο; Τό εντυ πωσιακό πάντως ήταν δτι ό ίδιος έδειχνε α νωτερότητα καί μιά συγκατάβαση, πού μόνο μετά άπό μερικούς μήνες κατάλαβα τί σήμαινε. Τά δεχόταν δλα· είχε ένα πονεμένο χαμόγε λο καί προσπαθούσε νά ξεχνάει τά άμεσα προ βλήματα μέ διάφορα σχέδια γιά τό μέλλον. Τί τόν είχε πιάσει δμως κι άναθυμόταν τά παιδικά μας χρόνια τόσο καθαρά; Μέσα σέ λί γες ώρες, καπνίζοντας μέ προφύλαξη, μού Θύμησε πώς τόν είχα σπρώξει σέ έναν γκρε
2ΐ 4
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ Μ
μό καί κόντεψε νά τσακιστεί- τούς μεθυσμέ νους στά καπηλειά της Καρύστου πού τούς έλουζαν μέ ούζο καί μετά τούς ανάγκαζαν νά σηκώνουν τά τραπέζια μέ τά δόντια- με τά, πώς πήγαμε στό Λιμάνι καί ό πατέρας έχτισε εναν παλιό περιστεριώνα καί τόν μετα μόρφωσε σέ σπίτι- τά Θυμόταν δλα: τή σκε πή, τό κούφιο χώρισμα, τήν ξύλινη εξωτερική σκάλα, τό νυχτολούλουδο πού άντεξε δέκα χρό νια, τό υπόγειο μέ τά ξυλουργικά εργαλεία. Θυ μόταν πεντακάθαρα τίς πετονιές πού έριχνε τή νύχτα καί τό πρωί του εκλεβε τά ψάρια δ Α στεριού- πώς ήρθαμε στήν Αθήνα καί μέναμε αρχικά σέ ενα παράπηγμα, στήν αύλή ενός εργοστασίου. "Οταν άρχισε τό μπές-βγές στά νοσοκομεία γιά εξετάσεις, επειδή ήξερε τή φοβία μου, δέ μου ζητούσε νά τόν έπισκεφθώ. Πήγαινε ή γυ ναίκα μου. Τήν πρώτη μέρα μάλιστα, του έ στειλα ενα μικρό βιβλίο γιά νά διαβάσει καί νά ξεχαστεί: ήταν ή Παγκόσμια Ιστορία τής άτιμίας. Μόνο αυτός ξέρει άν τό διάβασε. Πα ρά τά μισόλογα τών γιατρών, πού ό Τάκης τά ερμήνευε πάντα αισιόδοξα, είχαμε δλοι άρχίσει νά σκεφτόμαστε τά χειρότερα. Τό χρώ μα του προσώπου του δέν ήταν καθόλου κα λό- ούτε βέβαια τά κιλά πού είχε χάσει ξαφνι κά, καί περηφανευόταν γι’ αύτό δείχνοντας τό παντελόνι πού έπλεε πάνω του, ένέπνεαν θε τικές σκέψεις. Όπότε, ξαφνικά, μιά μέρα σκέφτηκα τό χει ρότερο. Ό αδερφός μου πέ&αινε κι έγώ δέν εΐ-
& ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΙΒ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ ί *
2ΐ 5
χα καταλάβει τίποτα. Αίφνης μου ήρθε στό νου ή έξομολογητική του διάθεση, τό ϋφος του πού προμηνοΰσε αναχώρηση, μιά γενική συ γκατάβαση γιά δλα. Καί τότε μοιραία Θυμή θηκα τή δική μου υποχρέωση. Στήν κατάστα ση πού βρισκόμουνα, ενα τόσο βαρύ γεγονός Θά μέ έφερνε πίσω χωρίς συζήτηση. Πώς Θά άντεχα τήν κηδεία, εγώ πού δέν τολμούσα νά τόν έπισκεφθώ στό νοσοκομείο; Ή σκέψη δτι Θά τόν έβλεπα νεκρό μέ έφερνε κοντά στίς χει ρότερες ώρες φοβίας πού είχα περάσει. Ή υ ποτροπή ήταν πρό τών πυλών. "Οταν στήν τελευταία εξέταση οί γιατροί τόν άφησαν έλεύθερο νά γυρίσει σπίτι του καί μά λιστα τού επέτρεψαν νά καπνίζει, αύτού του πρώην έμφραγματία, τά πράγματα μιλούσαν άπό μόνα τους. Αλλά πιό καθαρά κροτάλισαν ενα πρωινό άπό τό τηλέφωνο: «Ό Τάκης πέ θανε». Είχε ξυπνήσει πολύ πρωί γιά νά πάει στό χτήμα του, κάπου στό Γραμματικό- κά πνισε ένα τσιγάρο- κι επειδή ένιωσε κυρασμένος, ξανακοιμήθηκε, γιά νά μήν ξυπνήσει. Ό καλός άνθρωπος είχε τελειώσει. Ή μισή άπό τήν τετραμελή μας οικογένεια είχε μετανα στεύσει στό κοιμητήριο του Χαλανδρίου. Τό ζή τημα ήταν τώρα τί Θά έκανα εγώ πού έπρεπε νά παραστώ στήν κηδεία καί νά άντιμετωπίσω όλο τό μαυροντυμένο συγγενολόι πού άσφαλώς Θά κατέπλεε στό νεκροταφείο. Πώς ϋά άντεχα τό φέρετρο όταν μοϋ ήταν άδύνατο νά άντέξω κ α ί τήν άναφορά άκόμα τοϋ ϋανάτον; "Ενας γιατρός, άπό τηλεφώνου
2 ΐί>
«
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ Μ
μιλώντας, μου είχε μάλιστα πει δτι ή α γ ο ρ α φ ο β ί α είναι κάτι σάν ευφημισμός αυτής τής ασθένειας — τό άληθινό της δνομα είναι ά γ χ ο ς θανάτ ου. Ή έκθεση, μέ άλλα λό για, αυτή τή φορά εφτανε στό απόλυτο. Δέ χω ρούσε καμιά σχετικότητα, καμιά διαφυγή: ό θάνατος ειχε καταφθάσει μεγαλοπρεπώς κι εγώ, μέ τή γυναίκα του άδελφου μου καί τήν κόρη του, θά ήμασταν οί τεθλιμμένοι συγγενείς. Άπό τό νου μου πέρασαν όλα τά εϊδη πτώ σεων, λιποθυμίας, κατάρρευσης, λιποψυχίας. Φυσικά, δέν εγινε τίποτε. Ό άδελφός μου μέ κράτησε γιά άλλη μιά φορά στό ύψος μου. Έ βρεχε, Θυμάμαι, κρατούσαμε τίς ομπρέλες· κι εγώ, μέσα σέ ενα μαύρο παλτό του πατέρα μου, παρίστανα τόν άληθινό. Φεύγοντας, μαζί μέ τόν Νατσούλη, δέν παραλείψαμε νά περάσουμε κι άπό τόν τάφο του συμμαθητή μας Νίκου Νασοφίδη. Ή ταν δε ξιά δπως βγαίνουμε. Σταυρός δέν υπήρχε στόν τάφο, γιατί ό Νίκος — Θά ’παιξε κι ό Νίτσε, λέω, τό ρόλο του σ’ αύτό— προτίμησε νά πεθάνει άθεος.
ΙΓ ' Συνεδρία Π
α ΡΟΤΙ
Α ΪΤ Η Η ΧΡΟΝΙΑ ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΜΕ ΠΕΡΑΣΕ
άπό του σκυλί ου τό έντερο, μέ έκανε νά χά
&
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΙΓ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ »
217
σω τό σθένος μου καί νά σκέφτομαι τά χει ρότερα, ήρθε μιά στιγμή — γίνονται καί θαύ ματα καμιά φορά— πού ξαστέρωσα. Ή προσδοκητική αγωγή πού ειχα ακολουθήσει εδωσε αποτελέσματα καί μάλιστα Θαυμαστά. Α πλώς, τό σημείο απ’ όπου ξεκίνησα μέ τό ση μείο δπου κατέληξα άπείχαν τόσο πολύ, ώστε δύσκολα μπορούσα ν’ άντιληφθώ τή διαφορά. Δέν υπάρχει μαγική συνταγή — αύτό τό λέω γιά τούς ομοιοπαθείς, ενεργούς ή υποψή φιους. Οί χρόνοι τής ψυχής διαφέρουν ριζικά άπό τούς χρόνους τού σώματος. Άλλωστε δέν ήταν ενα τυχαίο σόκ, ενας κλονισμός τέλος πάντων, τόν όποιο Θά ξεπερνούσα μέ κάποιες άσκήσεις άναψυχής. Στά συμπτώματα τής ά γοραφοβίας διέκρινα τελικά τίς άνατοκισμένες ταλαιπωρίες μιας ολόκληρης ζωής πού άποθηριώθηκαν —καί καλά έκαναν— γιατί εί χε φτάσει ή στιγμή τους. Φαίνεται πώς, εκτός άπό τόν μεταβολισμό πού τελέϊται στόν οργανισμό, υπάρχει καί ενας άκριβοθώρητος μεταβολισμός τής ψυχής καί τών σπλάχνων, «δπου καίγονται τά άποθηκευμένα συσσωρεύματα πολλοΰ καιρού». Στή συσ σώρευση είχα δείξει ιδιαίτερη δεινότητα, άλλά στήν καύση τών άποβλήτων ήμουν ανίκανος. Τί είχα χαλάσει μέσα μου καί τί είχα φτιά ξει δλες αύτές τίς δεκαετίες; Μού ήταν άδύνατο νά άπαντήσω. Ξεκινούσα δμως τή συζήτηση άπό άλλο ση μείο. Άπό μιά ήλικία καί μετά, με άφηνε κα τάπληκτο ή διαπίστωση δτι ορισμένοι άνθρωΚ ω ςτης
Π α π α γ ιω ρ γ η ς,
Σύνδρομο Ά γοραφ οβίας
ΙΟ
2ΐ8
Σ ΥΝΔΡΟΜΟ
ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ
η
ποι ώριμάζουν, έχουν τό τάλαντο νά περνούν άπό τή μιά δεκαετία στήν άλλη χωρίς άντίσταση, ενώ άλλοι μένουν προσηλωμένοι στήν εφηβεία, χωρίς δυνατότητα άπεξάρτησης. Σέ αυτή τή δεύτερη κατηγορία τών εξαρτημένων άνήκα κι εγώ. "Ολα μου τά τεχνάσματα, τά στοιχήματα καί οί δολιότητες αφορούσαν στά προβλήματα μιας παγιδευμένης εφηβείας, ή οποία ζητούσε μετά πάθους τά έαυτής χωρίς νά βρίσκει άνταπόκριση. Τίς νοητικές δυνάμεις, όπως κι άν τίς εννοήσουμε, τίς διέθεσα γ ι’ αύτόν τό σκο πό. Ποτέ δέ σκέφτηκα τόν εαυτό μου υπερή λικα, οικογενειάρχη, άνθρωπο μέ ευθύνες καί κοινωνικά βάρη. Έξ ύπαρχής τό σχέδιό μου τε λείωνε γύρω στά σαράντα. Κατά μία έννοια, έκει τελείωσε καί ή εφη βεία μου. Τό χρόνο όμως, παρότι τόν έφθειρα οσο μπόρεσα, δέν κατάφερα νά τόν εξαντλή σω ολοκληρωτικά. Τήν τελευταία στιγμή μου δωρίστηκε μιά παράταση, πού μου έπεσε βα ριά. Μιά περίοδος υγείας, εργασίας, οικογένει ας, εύθυνών, συναναστροφών δέν είναι κι ά σχημη προοπτική. Εντούτοις, ζουσα μέ τό αί σθημα ότι κατοικώ σ’ ένα χαμηλοτάβανο Έγώ, κατάλληλο γιά άλλες εποχές. Τό παρόν μέ έ φθειρε γιατί δέν ήταν στά μέτρα μου. Αύτό δέν είναι μόνο ίδιο τών φτωχών φύ σεων. Ακόμα καί άνθρωποι ιδιαίτερα προικι σμένοι, άληθινά φαινόμενα, όπως ό Γκόγκολ ή ο Παπαδιαμάντης, παρουσίαζαν τήν ίδια ρο πή. Μετά τίς Νεκρές ψυχές, όπου όλοκληρώ-
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: 1Γ ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΐ*>
2 19
θηκε ή διακωμώδηση τών ηθών καί της ζωής του, ό Γκόγκολ δεν κατάφερε νά ένηλικιωθεΐ πνευματικά, ξεσπόριασε, μαράθηκε, έπεσε σέ κατάθλιψη. "Ενας ώριμος καί γηραλέος Γκό γκολ Θά ήταν σκάνδαλο. Σκάνδαλο επίσης Θά ήταν ενας Παπαδιαμ-άντης πού Θά είχε ύπερβεΐ μέσα του τήν παιδική ήλικία καί Θά κα ταγινόταν σέ άλλα Θέματα. Ό ταν ή εφηβεία καταλήγει στή νεύρωση, εύκολο είναι νά διακρίνει κανείς καί ενα κί νητρο έκδικητικότητας. "Ολα τά πρόσωπα πού είχα Θαυμάσει ήταν εκδικητικά. Δυστυχώς καί πολλά άπό κείνα πού περιφρονοΰσα. Τί σημα σία είχε; "Οταν Θέλεις νά εκδικηθείς όκόκληρη τήν κοινωνία, είναι βέβαιο δτι τό φταίξιμο βα ραίνει εσένα καί δχι τήν κοινωνία. Τό κατα λαβαίνεις άλλωστε άπό τή δυσκολία σου νά έγκολπωθεϊς τίς άξιες. Ή άρνητική πλευρά τής ζιοής, ή άχρηστη, μέ είχε γοητεύσει σέ τέτοιο βαθμό ώστε, δταν εκ τών πραγμάτων κλήθηκα νά πώ «ναί» στή νέα ζωή, δέν ήξερα πώς νά συμπεριφερθώ. Τό ϊδιο πάνω-κάτω επαθα δταν τά συμπτώμα τα τής φοβίας άποσύρθηκαν ή έξασθένησαν καί έπρεπε πιά νά ζήσω σάν φυσιολογικός άνθρωπος. ήταν τά νέα δεδομένα; Μέ σωστό ένστι κτο γιά τίς περιστάσεις, ή γυναίκα μου, πού μέ προστάτευε σάν αίθερικό σώμα, έστηνε κάποια γεύματα μέ έκλεκτούς φίλους. Τετριμ μένη κατάσταση, άλλά οχι γιά μένα πού άδυΠ
οια
220
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ Μ
νατουσα νά μείνω στό τραπέζι καί νά παρα κολουθήσω ευωχίες καί τά παρόμοια. Εντού τοις τά κατάφερα άπό τήν πρώτη φορά σχε δόν, καί στή συνέχεια πήγαινα ολοένα καί κα λύτερα. Μέσα σέ λίγους μήνες ή σκέψη τής συνεστίασης δέν μου προκαλοΰσε καμιά ταρα χή. Παρότι δέν είχα ήθη τρεχέδειπνου, πήγαι να σέ φιλικά σπίτια, διασκέδαζα, μιλούσα σά νά μή συνέβαινε τίποτα. Άλλά ή μεγάλη άποκάλυψη ήταν ή συμφι λίωση με τό χώρο καί τό πηγαίο πιά φρόνη μα δτι στό δρόμο ήμουνα σπίτι μου, δτι δλες οί κατευθύνσεις ήταν δικές μου καί άπό που θενά δέ φύσαγε άλλεργικός άνεμος. Καί στίς χειρότερες ώρες τής φοβίας μου, τό δρόμο δέν τόν ειχα στερηθεί. Μόνο πού οί άλλοτινές έξο δοι Θύμιζαν τόν ποδηλάτη πάνω στό ποδήλα το: πρέπει διαρκώς νά ποδηλατεΐ γιατί, άν ο λιγωρήσει, Θά πέσει. Τότε προχωρούσα γιά νά άποφύγω δ,τι έβλεπα- ή κίνηση, κατά κάποιο τρόπο, μέ γλίτωνε άπό τήν επικίνδυνη στάση. Καφενεία, καταστήματα, άναψυκτήρια, περί πτερα άκόμα έχασκαν σάν παγίδες. Παγίδα ήταν ή πλατεία, δ πολυσύχναστος δρόμος, δ κινηματογράφος, οί εκκλησίες. Γιά παράδειγμα, μου ήταν άδύνατο νά στα ματήσω καί νά κάτσω γιά λίγο σέ ενα πα γκάκι. Ή άπλή στάση, ή έξοδος δηλαδή άπό τήν κίνηση (ή οποία επενεργούσε πάντα σάν άλλοθι άπέναντι σέ κάθε λογής ύπουλη στατικότητα) μέ έφερνε σέ επισφαλή Θέση. Δέν ήμουνα μέσα στό χώρο. Ειχα έγκαταλειφθεΐ
«
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΙΓ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ
221
εκεί. Ούτε στιγμή δέν ένιωθα σάν μέρος του χώρου- οί Ιδιες οί διαστάσεις του, άν έμενα έ κεΐ γιά ικανό χρόνο, θά μέ τιμωρούσαν. Κι όμως τώρα, άλλος άνθρωπος πιά, παρα δινόμουνα στήν άτμόσφαιρα ελαφρά τη καρδία. Κάτι άπό τήν προστασία του οικου είχε μεταπηδήσει εδώ καί ειχε λύσει τά μάγια. Που πήγαν οί σκοτοδίνες; Οί ζαλάδες; Ό δορκαδίζων σφυγμός; Κι δταν άκόμ,α κάτι άπ’ δλα αύτά επέστρεφε, υπήρχε ειδικός μηχανισμός άνάσχεσης πού τό εξουδετέρωνε καί τό άποστόμωνε έν τή γενέσει του. Αύτό πού εχει τή μεγαλύτερη σημασία εί ναι δτι ή νέα κατάσταση τής ανεμελιάς καί τής ελευθερίας δέν ήταν άσχετη μέ τά προη γούμενα. Τό αρχικό σφίξιμο πάντα έδινε ενα διστακτικό παρόν. Απλώς έλειπε ή συνέχεια. Δέν ύπήρχε μεγεθυντικός καθρέφτης δπου ό φό βος νά βλέπει τόν εαυτό του καί νά δεκαπλα σιάζεται έν ριπή οφθαλμού. Κάθε πανικός πάθαινε σμίκρυνση. Τό ίδιο άλλωστε συνέβαινε μέ τίς συναντή σεις καί κυρίως μέ τά απρόβλεπτα συναπαντήματα. Ή αντίδρασή μου Θύμιζε τά δπλα «ΠΑΟ» πού, γιά νά έξαπολύσουν τό βλήμα, α παιτούν πίσω τους ενα ελεύθερο χώρο πενήντα μέτρων, δπου ξεχύνεται μιά τεράστια γλώσσα φωτιάς. Τό Θυμικό μου, δντως, κλότσαγε σέ κά θε συνάντηση. Έριχνε πίσω ένα πύρινο γλωσ σίδι. Αλλά μέχρις εκεί Σ’ ίλ ίγ ι.'ΐο χρόνο έβρι σκα τήν αύτοκυριαρχία μου > μ δέν έπέτρεπα στό πρώτο τράνταγμα νά ί/γ ( "'έ^εια.
222
*? ΣΥΝΔΡΟΜΟ
ΑΓΟΡΑΦΟΒΙΑΣ
Μ
Μέ αύτό τόν εσωτερικό άνασχετικό μηχα νισμό μπόρεσα νά άντέξω γιά πρώτη φορά καί τήν ατμόσφαιρα του γηπέδου, πού τόσο ά δικα είχα στερηθεί Είχα βρει όμως τόν άν θρωπό μου. Μετά άπό πολλά χρόνια σιωπής, είχα συναντήσει στό Χαλάνδρι τόν Μίμη Μαρουδά, παλιό συμμαθητή, οικογενειάρχη τώρα, φροντιστή καί τακτικό στά γήπεδα. Χωρίς νά έχει ξεκάθαρη εικόνα της κατάστασής μου, ό Μίμης τό άποφάσισε μόνος του. «Άπό τήν επόμενη Κυριακή δέν Θά χάσου με παιχνίδι». Είπε καί, ευτυχώς, έγένετο. Τό πρώτο μάτς ήταν στή Νέα Σμύρνη· βρά δι, κατακαλόκαιρο, κι ό κόσμος λιμασμένος γιά ποδόσφαιρο μετά τή νεκρή περίοδο τών δια κοπών. Κουβαλούσα μαζί μου τρία μπουκάλια νερό καί ήδη άπό τό στριμωξίδι τής εισόδου τό είχα μετανιώσει. Τί γυρεύω εδώ; Τόσος κό σμος είναι πάνω άπό τήν άντοχή μου. Άκόμα βέβαια δέν είχα δει τίποτα, γιατί τά σκούρα ήρθαν όταν παγιδεύτηκα στήν κερκίδα- ούτε μπρός ούτε πίσω· διάφοροι γνωστοί άρχισαν νά χαιρετούν άπό τούς διαδρόμους καί νά υ ποβάλλουν τή φριχτή ερώτηση «Πώς άπό δώ;» καί ολόκληρο τό πέταλο νά βράζει. Φυσικά δέν έχασα τήν ευκαιρία νά παρα δοθώ σέ νοσηρές παραισθήσεις. Όλόκληρος ό άγωνιστικός χώρος, πράσινος μέ κάποια Θα μπά μπαλώματα, μου φαινόταν σάν ενα μα ξιλάρι όπου Θά μπορούσα νά γείρω τό πελώ ριο κεφάλι μου. Τά συνθήματα ενα γύρο καί
«
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΙΓ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ *
223
οί άγριες ιαχές θύμιζαν σκυλοκαβγά πού άπορρύθμιζε τήν άνάσα μου. Έπινα συνέχεια νερό. Ό Μίμης πλάι δέν μέ έχανε άπό τή μα τιά του: «Δίψασες, ε;» Δέ διψούσα- άπλώς, δέν άνήκα άκόμα στό χώρο, όλη ή άτμόσφαιρα ε πενεργούσε πάνω μου άλλεργικά. Ή ταν ζήτημα δεκαλέπτου; Τό ήλπιζα- ώς έκτούτου, τό πέτυχα. Μετά άπό ενα μισάωρο ειχα πάρει άδεια εισόδου άπό τή νεύρωση, εί χα βρει τή θέση μου, ειχα γίνει συμβατός μέ τή γύρω άναταραχή. Στό ημίχρονο μάλιστα δέ σκεπτόμουνα κάν τή διάρκεια τού άγώνα: ’Άς κρατούσε δσο ήθελε. Ειχα όμως τήν καθαρά ψυχιατρική περιέρ γεια: τί γινόταν ό ένδοθεν πανικός δταν τελι κά προσαρμοζόμουνα καί πλησίαζα τήν κατά σταση τών άλλων; Πώς συνέβαινε αυτή ή αυ τόματος ϊασις; Ή άπορία μένει εκκρεμής άκό μα καί τώρα πού έπέστρεψα πιά στά δρια τού φυσιολογικοΰ άνθρώπου. ’Εδώ άλλωστε βρίσκε ται τό μυστικό τής άπόφασης- δσο άψηφάς τήν άσθένεια, τόσο σέ λησμονά. Ά π α ξ καί μπεις στά κακά στενά, άρχίσεις νά δειλιάζεις καί ν’ άναδιπλώνεσαι, είναι βέβαιο δτι Θά εμφανιστεί καί πάλι μπροστά σου. Τό ένιωθα αύτό, δταν πιά ή συντροφιά του Μίμη, τής γυναίκας του καί τών παιδιών του μονιμοποιήθηκε, δχι μόνο στό γήπεδο, άλλά καί στίς τακτικές συνεστιάσεις πού κάναμε κάθε Παρασκευή στό σπίτι του. "Ολη ή χαλανδρέικη παρέα, άπαξ τής έβδομάδος, είχε άπαρτία. Παρά τήν οικειότητα καί τή φιλία, τό
224
Λ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΑΓΟ ΡΑΦΟ ΒΙΑΣ Μ
τράκ τής σκηνής υπήρχε πάντα. Στό τραπέ ζι έπρεπε νά μείνεις δυό-τρεις ώρες, νά άκοΰς, νά μιλάς, νά παρακολουθείς τίς ταλαντώσεις τών συγκινήσεων καί τά ξεσπάσματα. Τό «ΠΑΟ» δούλευε άσταμάτητα. Λόγια άπό τό στόμα, γέλια και ξεφωνητά, ενώ άπό πί σω ή πύρινη φλόγα, μειούμενη προοδευτικά, δέν έπαυε νά γλείφει τούς τοίχους. Γιά νά κα ταστώ «πυροβόλο άνευ όπισθοδρομήσεως» — έτσι τήν καταλάβαινα τήν παραμονή μες στή συντροφιά— έπρεπε νά αισθάνομαι στά νώ τα μου ότι μονίμως φεύγει μιά φλόγα άπό α έρια. Ή ράχη μου «καιγόταν», άλλά δέν έδι να καμιά σημασία. Ειχα καταφέρει νά βρώ καί πάλι τή θέση μου. Τί άλλο ζητούσα τό σους άγονους μήνες; στήν Τράπεζα καί στηνόμουνα στή σειρά- έκεΐ σπούδαζα καλύτερα τήν άνάρρωση. Ό πίνακας έδειχνε τό νούμερο 123 κι έγώ κρατούσα τό νούμερο 182. Ούδεμία άνησυχία! Κάθε λεπτό ή δίλεπτο άκουγόταν ή «παρήγορη» κόρνα, πού σήμαινε ότι ή σειρά μου πλη σιάζει. Τότε τά έβαζα καί μέ τά επίθετα. Για τί παρήγορη ; Ή ταν άπλώς ενας ήχος. Σιγάσιγά Θά έφτανα κι έγώ στόν γκισέ, Θά έπαιρ να τά χρήματά μου, Θά έβγαινα έπειτα νά πάω γιά καφέ... Τήν επιστροφή τής υγείας τήν καταλάβαι να κυρίως άπό τήν αίσθηση του στήθους μου, πού ειχε άλαφρύνει καί δεχόταν τήν άνάσα σά χάδι. Ποϋ πήγε τό βάρος; "Ολο κείνο τό π έ Π
ή γαιν α
«
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΙΤ' ΣΥΝΕΔΡΙΑ Μ
225
τρωμα τοϋ άριστεροϋ μέρους πού μέ έκανε νά νομίζω δτι δέ σφύζει τίποτα μέσα στόν ϋωρακικό κλωβό; Ή ανάσα ειχε ελευθερωθεί άπολύτως· βάδιζα στό δρόμο καί άνέπνεα πλέ ον μέ δλους τούς τρόπους. Κανένα κάψιμο στό ρουθούνι, καμιά ύπέρπνοια. Κι δλα τούτα, βέβαια,χωρίς νά έξαλειφθούν ριζικά κάποιες ενδείξεις ανησυχίας στήν έναρ ξη κάθε νέας κατάστασης. Τό δεκάλεπτο εί χε περιοριστεί σέ δίλεπτο η λεπτό, πάντως υ πήρχε. Καί δέν κρύβω πιά δτι μου άρεσε. Ή τάφρος ειχε συρρικνωθεΐ σέ μικρό ρυάκι, πού, άντί νά μέ άπειλεΤ, μέ δρόσιζε μέ τόν άδύναμο ήχο του. Τόση πολυτέλεια! Άπό χτεσινό Θύ μα ειχα προβιβαστεΤ σέ σθεναρό βιοπαλαιστή. Έ τσι μπόρεσα νά πενθήσω καί τόν άδελφό μου. Πήγαινα πιά στό νεκροταφείο, άφηνα τά άνθη, άναβα τό καντήλι, επλενα τόν τάφο καί προσπαθούσα — δανείζοντάς του γιά λίγο τή δική μου καρδιά καί τόν δικό μου νου— νά τόν διευκολύνω νά σκεφτεΐ γιά λίγο τίς γυ ναίκες πού άφησε πίσω του (σύζυγο, Θυγατέ ρα, έγγονή). Τό πένθος δέν άπειλοΰσε τήν καρ διά. Σώρευε τήν πίκρα καί τήν άδυναμία, άλ λά ήταν κι αύτό εκδήλωση ζωής. Πήγαινα παραδίπλα στόν τάφο του Νασοφίδη, πού εί χε άποχτήσει εναν μισερό ξύλινο σταυρό, ελεγα καί μιά νοερή καλησπέρα στή μάνα μου, πού είχε μετακομίσει οριστικά στό όστεοφυλάκειο, κι εφευγα όρθιος καί δυνατός. Είχα γιάνει επιτέλους. 1
ΠΙΝΑΚΑΣ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
Μ έρος Π ρώ το
Α' Συνεδρία............................................... ...ιι Β' Συνεδρία ............................................... ...3° Γ' Συνεδρία ............................................... ...φ Δ' Συνεδρία ...............................................
63
Ε' Συνεδρία ................................................ 79 Μ έρος Δ εύτερο (ζ' Συνεδρία................................................
95
Ζ' Συνεδρία............................................... 113 Η' Συνεδρία............................................... 129 Θ' Συνεδρία............................................... 149 Ι' Συνεδρία ................................................. ι 6 6 Μ έρος Τρίτο
ΙΑ' Συνεδρία............................................. 185 ΙΒ' Συνεδρία.............................................202 ΙΓ' Συνεδρία ............................................. 2ΐ6
Ή κατάρρευση άρχισε ύπουλα, σάν δλες τίς ψυχικές ασθένειες, καί μάλιστα σέ μιάν εποχή πού ένιωθα σιδερένιος καί χωρίς έκκρεμότητες. Καθόμουνα μέ κάποιον φίλο σέ ένα πολυσύχναστο καφενείο τού κέντρου καί γλωσσοκοπανάγαμε, δπως κάνουν δλοι δσοι, πίνοντας καφέδες καί χαζεύο ντας τούς περαστικούς, κλέβουν μερικές ώρες άπό τό Θεό, δταν ξαφνικά μοϋ ήρ θε λές ό ουρανός σφοντύλι. Τό φως χα μήλωσε σά νά έγινε μερική έκλειψη καί τά πράγματα ένα γύρο ύπέστησαν μιά ισχυρή καθίζηση.
Ι8ΒΝ960-03-2286-4
9 789600
322866