ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Κ. ∆ΟΥΝ∆ΟΥΛΑΚΗ
Ο ΑΓΙΟΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ
∆ιδακτορικη διατριβη Υποβληθηκε στο τµηµα θεολογιας του Αριστοτελειου πανεπιστηµιου θεσσαλονικησ
Θεσσαλονικη 2006
1
Ο ΑΓΙΟΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ
2
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Κ. ∆ΟΥΝ∆ΟΥΛΑΚΗ
Ο ΑΓΙΟΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ
∆ιδακτορικη διατριβη Υποβληθηκε στο τµηµα θεολογιας του Αριστοτελειου πανεπιστηµιου θεσσαλονικησ
Θεσσαλονικη 2006
3
Εις µνηµόσυνον αιώνιον Αντωνίου Χ. Νεονάκη († 21 Φεβρουαρίου 1968)
Η έγκριση ∆ιδακτορικής ∆ιατριβής από το Τµήµα Θεολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης δεν υποδηλώνει αποδοχή των γνωµών του συγγραφέως. (Ν. 5343/32, άρθρο 202 § 2)
4
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Όταν το 2002 ανέλαβα την εκπόνηση ∆ιδακτορικής ∆ιατριβής στο Τµήµα Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.) και κατά το µήνα Μάιο εγκρίθηκε ως θέµα η προσωπογραφία του αγίου Ευσταθίου Αντιοχείας, του Οµολογητή, τα συναισθήµατά µου ήταν ανάµεικτα και θα µπορούσαν να συνοψιστούν σε ικανοποίηση, σε συγκίνηση και σε προβληµατισµό. Ικανοποίηση αισθάνθηκα διότι «ο άγιος Ευστάθιος Αντιοχείας» ήταν µεταξύ των θεµάτων που είχα προτείνει στο σύµβουλο καθηγητή µου, σήµερα Οµότιµο, κ. ∆ηµήτριο Τσάµη, το οποίο και έγινε αποδεκτό. Συγκίνηση µε κατέλαβε λίγο αργότερα, όταν συνειδητοποίησα ότι η µνήµη του εν λόγω αγίου τιµάται στις 21 Φεβρουαρίου, ηµεροµηνία κατά την οποία εκδήµησε εις Κύριον ο αείµνηστος αδελφός της µητέρας µου, Αντώνιος Χ. Νεονάκης, προλύτης τότε (1968) της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., φοιτητής της κατά Χάλκην Θεολογικής Σχολής παλαιότερα, προς τον οποίο επιγράφεται, «εις µνηµόσυνον αιώνιον», η παρούσα διατριβή. Η ενασχόληση µε µία εκκλησιαστική προσωπικότητα του ∆΄ αιώνα στο πλαίσιο µιας ∆ιδακτορικής ∆ιατριβής δεν ήταν δυνατό να µη µε προβληµατίσει διότι είναι ορατός ο κίνδυνος να εγκλωβιστεί ο συντάκτης της προσωπογραφίας σε κοινοτοπίες. Αυτό συµβαίνει για τους ακόλουθους τρεις λόγους: α. Αφενός, διότι ο αριθµός των πληροφοριών που αντλούµε από τις πηγές αποτελεί συνισταµένη της χρονικής περιόδου που έζησε το συγκεκριµένο πρόσωπο, της δραστηριοποίησης, καθώς και της αναγνώρισής του, β. αφετέρου, διότι πολλές φορές οι πηγές εµφανίζονται να περιέχουν αποκλίνουσες πληροφορίες και γ. εξαιτίας του ότι είναι δυνατό να έχουν µελετηθεί επαρκώς οι πτυχές του βίου και των έργων του συγκεκριµένου ιστορικού προσώπου, εξαιτίας συστηµατικής έρευνας, που πραγµατοποιήθηκε κατά το παρελθόν. ∆εν πρέπει να παραβλέπεται επίσης το γεγονός ότι τόσο η «ιδιαιτερότητα» που παρουσιάζει η συγκεκριµένη χρονική περίοδος της διαµόρφωσης του ∆όγµατος της Εκκλησίας, όσο και η «αντιπαλότητα» που διαπιστώνεται µεταξύ ορθοδοξίας και αίρεσης, συντέλεσαν στην απώλεια πολύτιµου πηγαίου υλικού και συγγραµµάτων των πρωταγωνιστών αυτής, που δυσχεραίνει το έργο του µελετητή για την αποκατάσταση της ιστορικής πραγµατικότητας. Σήµερα, πάντως, µε συγκίνηση, λόγω χαράς που ευοδώθηκε η προσπάθειά µου αυτή, καταθέτω την προσωπική εµπειρία1 µου από την «ψηλάφηση» της ιστορικής παρουσίας του Ευσταθίου Αντιοχείας µέσω των πηγών. Από τη θέση αυτή εκφράζω την ευγνωµοσύνη µου προς τα µέλη της Εισηγητικής Επιτροπής, τον Οµότιµο Καθηγητή κ. ∆ηµήτριο Τσάµη, τον Καθηγητή κ. Γεώργιο Μαρτζέλο, καθώς και τον Επίκουρο καθηγητή κ. Παναγιώτη Σκαλτσή, για το αδιάπτωτο ενδιαφέρον τους και την πολλαπλή καθοδήγηση που µου πρόσφεραν κατά τη διαπραγµάτευση του παρόντος θέµατος. Ευχαριστώ επίσης τα µέλη της Εξεταστικής Επιτροπής τα οποία ευγενώς επιφορτίζονται µε το έργο κρίσης της διατριβής αυτής. Ευχαριστώ ευγνωµόνως τον κ. Σπυρίδωνα Κοντογιάννη, Οµότιµο καθηγητή του Τµήµατος της Θεολογίας στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστηµίου Αθηνών, για την εξασφάλιση δύο χειρογράφων, εκείνου από τον κώδικα του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας [Alex. Patr. 92, (1232), φφ. 418v–420v], καθώς και εκείνου από το Σιναϊτικό κώδικα [Sin. Gr. 602, (13ουαι.), φφ. 123r–125v], που περιέχουν ανέκδοτα υµνογραφικά προς τιµήν του Ευσταθίου Αντιοχείας, όπως επίσης και για τις πολύτιµες υποδείξεις του. 1
Α΄ Ιω. 1, 3· 4: «ό εωράκαµεν και ακηκόαµεν, … ταύτα γράφοµεν ηµεις,…ίνα και υµεις κοινωνίαν έχητε µεθ’ ηµών και… ίνα η χαρά ηµών η πεπληρωµένη». (Αναδιάταξη χωρίων).
5
Στο σηµείο αυτό θα ήταν παράλειψη να µη µνηµονεύσω τον κ. Γεώργιο Ζαχαρόπουλο, Βοηθό στον τοµέα της Εκκλησιαστικής Γραµµατείας του Τµήµατος Θεολογίας του Α.Π.Θ., τον «άριστο Θεολόγο», κατά τη Γρηγοριανή ρήση, ο οποίος πολλά µε δίδαξε µε το παράδειγµα και το έργο του όλα αυτά τα χρόνια. Τον ευχαριστώ από καρδιάς, για την πολύπλευρη στήριξη και συµβολή του κατά τη διαπραγµάτευση του θέµατός µου. Καταλήγοντας, αισθάνοµαι την ανάγκη να επαναλάβω τον ακόλουθο λόγο του Θεοδωρήτου Κύρου: «Εγώ µεν ουν…τούτον αναδεξάµην τον πόνον· τους δε τοις αλλοτρίοις εντυχάνοντας πόνοις παρακαλώ, ει µεν άπαντα ευ έχει τά γεγραµµένα, τον τούτων αναµνήσαι ∆οτήρα και τοις πεπονηκόσι προσευχάς αντιδούναι· ει δε τινα ελλείπει, µη πάντων οµού, τούτων ένεκα καταγνώναι, αλλ’ εκ των ευ ειρηµένων το κέρδος κοµίσασθαι.»2
Εµµανουήλ Κ. ∆ουνδουλάκης. Ηράκλειο Κρήτης, 06 Ιανουαρίου 2006 (Τα Άγια Θεοφάνεια)
2
Θεοδωρήτου Κύρου, Ελληνικών παθηµάτων θεραπευτική, PG 83, 788 - 789.
6
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ………………………………………………………………………... ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ …………………………………………………………………. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ - ΣΥΜΒΟΛΑ ΚΡΙΤΙΚΟΥ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΟΣ …………. ΕΙΣΑΓΩΓΗ………………………………………………………………………….
5 12 32 34
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΒΙΟΣ – ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ – ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ Ο ΒΙΟΣ Ι. ΟΙ ΠΗΓΕΣ 1. ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ …………… α΄ Πατέρες και Εκκλησιαστικοί Συγγραφείς……………………………. αα. Ευσέβιος Καισαρείας …………………………………………... αβ. Αθανάσιος Αλεξανδρείας ………………………………………. αγ. Ιωάννης Κωνσταντινουπόλεως (Χρυσόστοµος) ……………….. αδ. Θεοδώρητος Κύρου ……………………………………………. αε. Λεόντιος Ιεροσολυµίτης ………………………………………… αστ. Αναστάσιος Σιναΐτης ………………………………………….. αζ. Ιωάννης ∆αµασκηνός …………………………………………... αη. Φώτιος Κωνσταντινουπόλεως …………………………………. αθ. Νίκων Μαυρορείτης ……………………………………………. αι. Νικήτας Χωνιάτης ………………………………………………. β΄ Λατίνοι Πατέρες και Εκκλησιαστικοί Συγγραφείς…………………… βα. Αµβρόσιος Μεδιολάνων ……………………………………….. ββ. Ευσέβιος Ιερώνυµος …………………………………………… βγ. Φίληκας Γ΄ Ρώµης ……………………………………………... βδ. Γελάσιος Β΄ Ρώµης …………………………………………….. βε. Φουλγέντιος Ρούσπης …………………………………………... βστ. Φεκούνδος Ερµιανής ………………………………………….. γ΄ Ιστορικοί συγγραφείς και χρονογράφοι……………………………... γα. Θεοδώρητος Κύρου …………………………………………….. γβ. Φιλοστόργιος …………………………………………………… γγ. Σωκράτης ο Σχολαστικός ……………………………………….. γδ. Ερµείας Σωζοµενός …………………………………………….. γε. Γελάσιος Κυζικηνός …………………………………………….. γστ. Θεόδωρος Αναγνώστης ………………………………………... γζ. Θεοφάνης Αββάς ……………………………………………….. γη. Αναστάσιος Βιβλιοθηκάριος ……………………………………. γθ. Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος …………………………… γι. Γεώργιος Κεδρηνός ……………………………………………... για. Γρηγόριος Καισαρείας …………………………………………. γιβ. Νικηφόρος Κωνσταντινουπόλεως ……………………………... γιγ. Γεώργιος Αµαρτωλός …………………………………………... γιδ. Εφραίµ Χρονογράφος ………………………………………….. γιε. Μιχαήλ Γλυκάς ………………………………………………… 7
37 37 37 37 38 40 40 40 41 41 42 43 44 44 45 46 47 47 47 48 48 50 50 51 52 52 53 54 54 55 55 55 56 56 56
δ΄ Πρακτικά Ζ΄ Οικουµενικής Συνόδου………………………………... ε΄ Αγιολογικά κείµενα…………………………………………………... εα. Μηνολόγιο Ανώνυµου Βυζαντινού……………………………… εβ. Μηνολόγιο Βασιλείου Β΄………………………………………... εγ. Συναξάριο Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως…………………… εδ. Ανέκδοτος βίος του Ευσταθίου …………………………………. Η χειρόγραφη παράδοση …………………………………… Οι πηγές του Βίου…………………………………………… Ο συντάκτης του βίου και ο χρόνος συγγραφής……………... Το περιεχόµενο του Βίου …………………………………… Η σπουδαιότητα του Βίου ………………………………….. Το κείµενο του Βίου ………………………………………... 2. ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ………………………… ΙΙ. ΒΙΟΣ ΚΑΙ ∆ΡΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ 1. ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙΗΣΗ……………………… α΄ Καταγωγή και παιδεία του Ευσταθίου ………………………………. β΄ Ο Ευστάθιος ως «Οµολογητής» …………………………………….. γ΄ Ο Ευστάθιος ως επίσκοπος Βεροίας…………………………………. 2. Ο ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ α΄ Η µετάθεση του Ευσταθίου Βεροίας στο θρόνο της Αντιόχειας ……... β΄ Ο ρόλος του Ευσταθίου Αντιοχείας στην Α΄ Οικουµενική Σύνοδο ….. 3. ΚΑΘΑΙΡΕΣΗ ΚΑΙ ΕΞΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ…….. α΄ Εκκλησιαστικές ζυµώσεις και κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις που οδήγησαν στην καταδίκη του …………………………………………. β΄ Το κατηγορητήριο κατά του Ευσταθίου Αντιοχείας …………………... βα. Η κατηγορία της «τυραννίας» και της βιαιοπραγίας……………... ββ. Η κατηγορία του «Σαβελλιανισµού» του Ευσταθίου …………….. βγ. Εξύβριση της βασιλοµήτορος Ελένης …………………………… βδ. Η κατηγορία της µοιχείας ………………………………………. γ΄ Η καθαίρεση του Αντιοχείας Ευσταθίου……………………………… δ΄ Η εξορία του Ευσταθίου και το ζήτηµα της αποκαταστάσεώς του στο θρόνο της Αντιόχειας ………………………………………………… ε΄Ο Ευστάθιος Αντιοχείας και ο εκχριστιανισµός της Ιβηρίας …………. 4. ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑ∆ΙΚΗΣ ΤΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ ΣΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΣΩΜΑ (ΣΧΙΣΜΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ)……… 5. ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΚΟΜΙ∆Η ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ……………………………………………………………… α΄ Η προβληµατική σχετικά µε το θάνατό του …………………………. β΄ Η µετακοµιδή των λειψάνων του ……………………………………
56 57 57 58 58 59 59 59 61 62 62 63 66 67 67 70 73 75 75 81 90 91 93 93 94 97 100 102 112 119 122 127 127 133
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ ΤΑ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ …………………………………………………………………..
136
ΙΙ. ΓΝΗΣΙΑ ΕΡΓΑ 1. ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ………………………………………………………… α΄ Κατά Ωριγένους εις το της Εγγαστριµύθου θεώρηµα διαγνωστικός…… αα. Χρόνος συγγραφής και παραλήπτης……………………………….. αβ. Περιεχόµενο και χαρακτηρισµός…………………………………... β΄ Εις τας επιγραφάς της στηλογραφίας…………………………………..
137 137 137 139 141
8
γ΄ Ερµηνεία του Ψαλµού 92………………………………………………. δ΄Εις το «Κύριος έκτισέ µε αρχήν οδών αυτού» (Παρ. 8, 22)……………. ε΄ Εις το Παροιµιών 9,5…………………………………………………... στ΄Εις τον Εκκλησιαστήν …………………………………………………. ζ΄Εκ του Πανεκκλησιαστού……………………………………………….. η΄ Λόγος εις τας επιγραφάς των Αναβαθµών ……………………………... 2. ∆ΟΓΜΑΤΙΚΑ…………………………………………………………….. α΄ Περί ψυχής κατά φιλοσόφων…………………………………………… β΄ Περί ψυχής κατά Αρειανών…………………………………………….. γ΄ Περί πίστεως κατά Αρειανών…………………………………………… δ΄ Λόγοι κατά Αρειανών ………………………………………………….. ε΄ Κατά Φωτεινού………………………………………………………….. στ΄ Μαρτυρία Ευσεβίου……………………………………………………. 3. ΟΜΙΛΙΕΣ………………………………………………………………….. α΄ Περί των πειρασµών……………………………………………………. β΄ Οµιλία δευτέρα ενώπιον της Εκκλησίας………………………………… γ΄ Οµιλία ενώπιον της Εκκλησίας………………………………………….. δ΄ Περί Εβραϊσµού…………………………………………………………. 4. ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ……………………………………………………………… α΄ Περί του Μελχισεδέκ ……………………………………………………
142 144 145 146 147 148 149 149 150 152 153 155 158 159 159 159 159 160 160 161
ΙΙΙ. ΑΜΦΙΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΝΟΘΑ ΕΡΓΑ 1. ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ…………………………………………………………. α΄ Υπόµνηµα εις Εξαήµερον………………………………………………. β΄ Εις την Γένεσιν………………………………………………………… γ΄ Ερµηνεία εις Ψαλµόν 15……………………………………………….. δ΄ Εις Παροιµίες………………………………………………………….. ε΄ Εις το Ησ. 38,8…………………………………………………………. στ΄ Εις το κατά Ιωάννην ………………………………………………….. 2. ∆ΟΓΜΑΤΙΚΑ ……………………………………………………………. α΄ Έκθεση Πίστεως………………………………………………………... β΄ Σχόλια…………………………………………………………………... 3. ΗΘΙΚΑ - KΑΤΗΧΗΤΙΚΑ………………………………………………... α΄ Λόγος Κατηχητικός……………………………………………………... β΄ Σχόλια…………………………………………………………………... 4. ΟΜΙΛΙΕΣ…………………………………………………………………. α΄ Εις τον Λάζαρον, την Μαρίαν και την Μάρθαν………………………… β΄ Προσφώνησις προς τον Κωνσταντίνον……………………………….… γ΄ Λόγος εις την Σαµαρείτιν……………………………………………….. δ΄ Εις τον Ιωσήφ…………………………………………………………... 5. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ…………………………………………………………… α΄ Ανέκδοτη Αναφορά Ευσταθίου…………………………………………. αα. Γνησιότητα – Χρόνος συγγραφής …………………………………... αβ. Γενικά χαρακτηριστικά - Περιεχόµενο ευχών ……………………… αγ. Εισαγωγικά έκδοσης ………………………………………………... αδ. Κείµενο ……………………………………………………………..
162 162 163 163 164 164 164 165 165 166 167 167 167 168 168 169 170 170 171 173 173 176 178 179
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΚΑΙ ΑΠΟ∆ΟΧΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ Ι. ∆Ε∆ΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ 9
∆Ι∆ΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥ……………………………………………………………….
186
ΙΙ. ΚΥΡΙΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΟΥ ………………… 1. ΘΕΟΛΟΓΙΑ…………………………………………………………………... α΄ Θεός Τρισυπόστατος…………………………………………………….… β΄ Χαρακτηρισµοί και Θεία ονόµατα ………………………………………… γ΄ Άγγελοι και ∆ιάβολος ……………………………………………………… δ΄ ∆ηµιουργία και τρόπος γένεσης των όντων………………………………... ε΄ Το κατ’ εικόνα του Θεού δηµιούργηµα…………………………………….. στ΄ Οι θεοφάνειες στην Ιστορία του Ισραήλ…………………………………… 2. ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ……………………………………………………………….. α΄ Χαρακτηρισµοί και ονόµατα του Χριστού …………………………………. β΄ Ο Χριστολογικός τύπος «Λόγος – άνθρωπος»…………………………….. γ΄ Συνέπειες της υποστατικής ένωσης των δύο φύσεων του Χριστού………… δ΄ Η εις Άδου κάθοδος του Κυρίου, στα συγγράµµατα του Ευσταθίου………... ε΄ Η χρήση του όρου «εικόνα» στα συγγράµµατά του ………………………… 3. ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ……………………………………………………………. α΄ Εκκλησιολογικές τοποθετήσεις στα συγγράµµατά του………………………. β΄ Εσχατολογία…………………………………………………………………
188 188 188 192 193 194 195 197 199 199 201 206 208 209 212 212 212
ΙΙΙ. Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ 214 ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ………………………………………………………………………… ΜΕΡΟΣ ∆ΕΥΤΕΡΟ Ο ΑΓΙΟΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ ΣΤΗ ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑ∆ΟΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ Ο ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ ΩΣ ΑΓΙΟΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 217 Ι. ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ……. 1. Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΑ ΜΗΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΥΠΙΚΑ ΤΗΣ 218 ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ∆ΥΤΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ…………………… 222 2. ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ.. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ Ο ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑ Ι. ΑΝΕΚ∆ΟΤΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΟΥ………………………………. 1. Α΄ ΚΑΝΟΝΑΣ: «ΤΟΥ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΑΚΤΙΣΙΝ….» α΄ Η χειρόγραφη παράδοση του Κανόνα…………………………………. β΄ Μορφολογία του Κανόνα……………………………………………… γ΄ Πηγές και Περιεχόµενο του Κανόνα…………………………………… δ΄ Το κείµενο του Κανόνα………………………………………………... 2. Β΄ ΚΑΝΟΝΑΣ: «ΤΟΝ ΙΕΡΑΡΧΗΝ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ….» α΄ Η χειρόγραφη παράδοση του Κανόνα ………………………………… β΄ Μορφολογία του Κανόνα……………………………………………… γ΄ Πηγές και Περιεχόµενο του Κανόνα…………………………………… δ΄ Το κείµενο του Κανόνα………………………………………………... 3. Γ΄ ΚΑΝΟΝΑΣ (ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ): «ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΜΟΥ ΠΛΗΡΩΣΟΝ….» α΄ Η χειρόγραφη παράδοση και µορφολογία του Κανόνα………………... 10
225 225 227 228 230 236 236 237 239 243
β΄ Πηγές και Περιεχόµενο του Κανόνα ………………………………….. γ΄ Το κείµενο του Κανόνα………………………………………………….
243 245
ΙΙ. ΒΕΛΤΙΩΜΕΝΗ ΕΚ∆ΟΣΗ ΤΟΥ ΕΚ∆Ι∆ΟΜΕΝΟΥ ΚΑΝΟΝΑ………………. α΄ Η έντυπη έκδοση - Συµπληρωµατικοί κώδικες…………………………. β΄ Μορφολογία του Κανόνα………………………………………………... γ΄ Πηγές και Περιεχόµενο του Κανόνα…………………………………… δ΄ Η βελτιωµένη έκδοση……………………………………………………
249 249 250 250 252
ΙΙΙ. ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ……………….… 1. ΑΝΕΚ∆ΟΤΑ ΤΡΟΠΑΡΙΑ ……………………………… …………….… 2. ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΚΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ………………………………………...
258 258 262
IV. ΑΡΧΕΣ (INITIA) ΤΗΣ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ 265 ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ ………………………………………………………………………. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ Ο ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑ∆ΟΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟ∆ΟΞΗΣ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑΣ…………………………………………………………………..
268
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ…………………………………………………………………. ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΡΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΩΝΥΜΙΩΝ………………………………………… ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ………………………………………………………… ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΒΙΟΥ ΤΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ……….. RΕSUMΕ……………………………………………………………………………..
272 278 281 289 290
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΕΥΣΤΑΘΙΑΝΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ (Άπαξ λεγόµενα, σπάνιες λέξεις)……………………… ΣΧΙΣΜΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ (330 – 415 µ.Χ.) ……………………………………. ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΗΓΕΜΟΝΩΝ (Κοσµικών – Εκκλησιαστικών)………. ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΧΩΡΙΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ……………………………………... ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΚΑΝΟΝΩΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΩΝ, ΤΟΠΙΚΩΝ ΣΥΝΟ∆ΩΝ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ……………………………………………… ΧΑΡΤΕΣ ΦΩΤΟΑΝΤΙΓΡΑΦΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ ΚΩ∆ΙΚΩΝ ΕΙΚΟΝΕΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ
11
294 298 299 300 301
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ * Nestle, E., – Aland, B., Rahlfs, A.,
Ανωνύµου, Ανωνύµου, Ανωνύµου, Ανωνύµου, Ανωνύµου, Ανωνύµου, Ανωνύµου, Ανωνύµου, Ανωνύµου, Ανωνύµου, Ανωνύµου, Ανωνύµου, Ανωνύµου, Ανωνύµου, Ανωνύµου, Ανωνύµου, Ανωνύµου, ∆ούκα, Ι., Ιωάσαφ, (µον.),
Ι. ΠΗΓΕΣ Novum Testamentum Graece, Deutsche Bibelgesellischaft, Germany 271995. Septuaginta, Deutsche Bibelgesellschaft, Germany 2 1979. α. Ανέκδοτοι Κώδικες Alexandrinus Patr. 92, (1332), φφ. 418v – 420v. Bodléienne Librairie 65 (Dowkins 58), (1238), φφ. 39v – 47v. Αθηνών, Εθνικής Βιβλιοθήκης 592, (1571), φφ. 247r – 255v. Αθηνών, Εθνικής Βιβλιοθήκης 600, (15ος αι.), φφ. 144v – 155v. Αθηνών, Εθνικής Βιβλιοθήκης 815, (14ος αι.), φφ. 88v – 95v. Αθηνών, Εθνικής Βιβλιοθήκης 2033, (14ος αι.), φφ. 91r – 98v. Αθηνών, Εθνικής Βιβλιοθήκης 2035, (14ος αι.), φφ. 105v – 114v. Αθηνών, Εθνικής Βιβλιοθήκης 2430, (14ος αι.), φφ. 285v – 291v. Αθηνών, Εθνικής Βιβλιοθήκης 2529, (13ος αι.), φφ. 211v – 212 r. Marcianus Gr. II 166, (13ος – 14ος αι.), φφ. 291 v – 292 v. Μεγίστης Λαύρας Γ 102, (12ος αι.), φφ. 26 r -34 v. Μεγίστης Λαύρας Θ 38, (1312), φφ. 122 r 124 r. Μεγίστης Λαύρας Θ 88, (15ος αι.), φφ. 134r-134 v. Μονής Ξηροποτάµου 116, (13ος αι.), φφ. 183 r 183 v. Μονής Ξηροποτάµου 117, (13ος αι.), φφ. 223 r 224v. Μονής Φιλοθέου 8, (12ος αι.), φφ. 46 r - 47v. Sinaiticus Gr. 602, (13ος αι.), φφ. 119 v - 125v. Αθηνών, Εθνικής Βιβλιοθήκης 2519, (1350), φφ. 117 r – 124 r. Αθηνών, Εθνικής Βιβλιοθήκης 2486, (14ος αι.), φφ. 139v – 156 r.
β. Κείµενα Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων Απολογία περί της φυγής αυτού, PG 25, 646B. Αθανασίου Αλεξανδρείας, Έκθεσις Πίστεως, PG 25, 200Α - 208Α. - -. Επιστολή Εγκύκλιος, κατά Αρειανών, PG 25, - -. 648Β· 649Β.
12
------------------------------* Συµπληρωµατική βιβλιογραφία παραθέτουµε στους οικείους τόπους της εργασίας. Αθανασίου Αλεξανδρείας, - -. - -. - -. - -. Αµβρόσιου Μεδιολάνων, Αναστάσιου Βιβλιοθηκάριου, Αναστάσιου Σιναΐτη, - -. Ανωνύµου, Βασιλείου Β΄, Γελάσιου Κυζικηνού, Γεώργιου Αµαρτωλού, Γεώργιου Κεδρηνού, Γρηγορίου Καισαρείας, Γρηγορίου Νύσσης, - -. Επιφάνιου Κύπρου, Ερµεία Σωζοµενού, Ευσεβίου Ιερωνύµου, - -. - -. Ευσεβίου Καισαρείας, - -. Ευσταθίου Αντιοχείας, - -. - -. - -. - -. - -. - -. - -. - -.
Επιστολή προς Σεραπίωνα περί θανάτου του Αρείου, PG 25, 553B. Επιστολή προς τους επισκόπους Αιγύπτου και Λιβύης, PG 25, 553B. Επιστολή προς µοναχούς, PG 26, 1185 - 1190. Περί του όρου της Νικαίας επιστολή, 3, 1 PG 25, 415-475. Περί των συνόδων Αριµίνου και Σελεύκειας, PG 26, 704Α. De obitu Theodosii, PL 16,1399. Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 108, 1211Α· 1212C· 1213Α. Εις την Εξαήµερον, PG 86, 991Α· 994Β. Οδηγός, PG 89, 92D - 93Α. Πασχάλιον Χρονικόν, PG 92, 708Α. Μηνολόγιον Ελληνικόν, PG 92, 480CD· 597C600A. Ιστορία των κατά την εν Νικαία Σύνοδον πραχθέντων, PG 85, 1256C-1257Α· 1309C· 1341D-1344A. Χρονικόν, PG 110, 624CD. Σύνοψις Ιστοριών, PG 121, 560C· 564A. Λόγος εις τους οσίους 318 Πατέρας της Α΄ Οικουµενικής συνόδου εν Νικαία, PG 111, 428B. Περί της Εγγαστριµύθου, PG 45, 108Α· 114C. Περί της Εξαηµέρου, PG 44, 72Α. Πανάριον, PG 42, 189D. Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 67, 864Α-C· 912Β· 980C-984A· 1328BC. Chronicon, PL 27, 677A· 691A. De viris Illustribus, PL 23, 729-730. Epistula LXXIII ad Evangelum de Melchisedech, PL 22,677. Εις τον βίον Κωνσταντίνου, PG 20, 965B· 1069B. Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 20, 45 - 906. Εις τας επιγραφάς της στηλογραφίας, PG 18, 685B· 695Β-697Β. Εις τας επιγραφάς των αναβαθµών, PG 18, 685BC. Εις την ερµηνεία του Ψαλµού 15, PG 18, 685D. Εις την ερµηνεία του Ψαλµού 92, PG 18, 685D688B. Εις το Παροιµιών 8, 22, PG 18, 676C-684C. Εις το Παροιµιών 9, 5, PG 18, 684C-685A. Κατά Αρειανών, PG 18, 692B-696A. Κατά Ωριγένους εις το θεώρηµα της Eγγαστριµύθου, PG 18, 613Α-674C. Λειτουργία, PG 18, 697C- 704B. 13
- -. - -. - -. Ευσταθίου Αντιοχείας, - -. Εφραίµ Χρονογράφου, Θεοδωρήτου Κύρου, - -. Θεοδώρου Αναγνώστη, Θεοδώρου Βαλσαµώνος, Θεοφάνους Αββά, Ιππόλυτου Ρώµης, Ιωάννη ∆αµασκηνού, Ιωάννου ∆αµασκηνού, Ιωάννου Μαλάλα, Ιωάννου Χρυσοστόµου, - -. Λεόντιου Ιεροσολυµίτη, Μαξίµου Οµολογητού, Μιχαήλ Γλυκά, Νικήτα Χωνιάτη, Νικηφόρου Κάλλιστου, Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως, Ρουφίνου Τυράννιου, Σωκράτους Σχολαστικού, Φακούνδου Ερµιανής, Φίληκα Ρώµης, Φιλοστόργιου, Φουλγέντιου Ρούσπης, Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως,
Περί του Μελχισεδέκ, PG 18, 696B-697Β. Περί ψυχής, PG 18, 688B· 692A. Περί ψυχής και κατά Αρειανών, PG 18, 689B- 692A. Προσφωνητικός εις τον βασιλέα Κωνσταντίνον, PG 18, 673D-676B. Υπόµνηµα εις την Εξαήµερον, PG 18, 708A793C. Καίσαρες, PG 143, 353B· 354AΒ. Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 82, 908B· 917D· 920C - 921C· 965Β - 969Β· 1181D. Ερανιστής, PG 83, 88C· 176B· 235Β. Εκλογαί εκ της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, PG 86 Ι, 184Β. Κανόνες της Α΄ Οικουµενικής συνόδου εν Νικαία, PG 137, 281. Χρονογραφία, PG 108, 97AΒ· 108C· 113C· 116AB· 180ΑB· 324ΒC. Εις την Εγγαστρίµυθον, PG 10, 605C - 608A. Επιστολή εις τον αυτοκράτορα Θεόφιλον, PG 95, 353CD. Ιερά Παράλληλα, PG 95, 1109B· PG 96, 477AD· 540Α· 324Β. Χρονογραφία, PG 97, 481C. Εις τον εν αγίοις πατέρα ηµών Ευστάθιον Αρχιεπίσκοπον Αντιοχείας της µεγάλης, PG 50, 597- 606. Λόγοι κατά Ιουδαίων, PG 48, 865Β. Κατά Μονοφυσιτών, PG 86ΙΙ, 1840ΒC. Εγχειρίδια θεολογικά και πολεµικά, προς Μαρίνον, PG 91, 280D. Βίβλος χρονική από κτίσεως κόσµου µέχρι Αλεξίου του Κοµνηνού, PG 158, 369Α. Θησαυρός Ορθοδόξου πίστεως, PG 139, 1366CD· 1367AB· 1369CD· 1370AB. Εκκλησιαστική ιστορία, PG 147, 176D - 181Α· 320Α· 321B. Χρονογραφία σύντοµος από Αδάµ µέχρι των χρόνων Νικηφόρου, PG 100, 1053C· 1045A. Historia Ecclesiastica, PL 21, 480Β- 486Β. Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 67, 129Β- 133C· 144B- 145C· 356BC· 492BC· 497A· 500A· 701C. Pro Defensione Trium Capitolorum, PL 67, 719Β· 795A- 796D· 797C. Epistola V ad Zenonem Imperatorem, PL 58, 920AΒ. Εκ των Εκκλησιαστικών ιστοριών επιτοµή, PG 65, 469C-472A·509ΑΒ. De Veritate Praedestinationis et Gratiae, PL 65, 649D· 650A. Βιβλιοθήκη, PG 103, 941B· PG 104, 156BC.
14
Επιστολαί ΙΣΤ΄, PG 102, 768Α. Οµιλία υπέρ της Εγγαστριµύθου, PG 12, 1012D1028D. γ. Λειτουργικά Κείµενα, Λοιπές Πηγές Ανωνύµου, Μηναίον του Φεβρουαρίου, εκδ. Ανωνύµου, Μηναίον Φεβρουαρίου Αποστολικής ∆ιακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2002. Ανωνύµου, Μηναίον του Φεβρουαρίου, εκδ. Φως, Ανωνύµου, Αθήναι χ.χ. Μηναίον Φεβρουαρίου Ανωνύµου, Πεντηκοστάριον, εκδ. Φως, Αθήναι χ.χ. Ανωνύµου, Πεντηκοστάριον Ανωνύµου, Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Ανωνύµου, Ο Μέγας Συναξαριστής Εκκλησίας, τ. 2, χ.τ., χ.χ. της Ορθοδόξου Εκκλησίας Ανωνύµου, Ωρολόγιον το Μέγα, εκδ. Αποστολικής Ανωνύµου, Ωρολόγιον το ∆ιακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα Μέγα 11 1993. Anonyme, A Manual of Eastern Orthodoxe Prayer, Anonyme, A Manual of New York 1983. Eastern Orthodoxe Prayer Anonyme, Anaphoraes Syriacae, τ. 1, Roma 1939. Anonyme, Anaphoraes Syriacae Anonyme, Fevrier, επιµ. Guillaume, D.P., εκδ. Anonyme, Fevrier Diaconie Apostolique, Roma 1985. Anonyme, Synaxaire Métrique et Tables du Ménée, Anonyme, Synaxaire Métrique επιµ. Guillaume, D.P., εκδ. Diaconie Apostolique, Roma 1991. et Tables du Ménée Arranz, M., La Typicon Arranz, M., “La Typicon du Monastère du Saint – Sauveur à Messine”, Orientalia Christiana Analecta 185 (1969) 156. Assemani, J. S., Kalendaria Ecclesiae Universae, Assemani, J. S., Kalendaria Roma 1755. Ecclesiae Universae Βασιλείου, Αγχιάλου, (µητρ.), «Μηνολόγιον Βασιλείου, Αγχιάλου, (µητρ.), Ευαγγελιάριου της Θ΄ Εκατονταετηρίδος», Νέα Σιών «Μηνολόγιον Ευαγγελιάριου της 7 (1908) 335. Θ΄ Εκατονταετηρίδος» Βεργωτή, Γ., Εγχειρίδιο Ιστορίας της Χριστιανικής Βεργωτή, Γ., Εγχειρίδιο Λατρείας, Θεσσαλονίκη 1991. Ιστορίας της Χριστιανικής Λατρείας Brightman, F. E., Liturgies Eastern and Western, Brightman, F. E., Liturgies Oxford 1965. Eastern and Western Budge, W., The Book of the Saints of the Ethiopian Budge, W., The Book of the Church, τ. 1, Cambridge 1928. Saints of the Ethiopian Church Γαλανού, Μ., Οι βίοι των αγίων, τ. 1, Αθήναι 1950. Γαλανού, Μ., Οι βίοι των αγίων Γεράσιµου Μικραγιαννανίτου, (µον.), Νέος ενιαύσιος Γεράσιµου Μικραγιαννανίτου, (µον.), Νέος ενιαύσιος στέφανος στέφανος της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, Αθήναι 2002. της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας Congourdeau, M., Le livre des Saints, Calendrier et Congourdeau, M., Le livre Sanctoral de l’Église Universalle, Paris 1995. des Saints ∆ουκάκη, Χ., Ο Μέγας Συναξαριστής, Αθήναι 1980. ∆ουκάκη, Χ., Ο Μέγας Συναξαριστής Dalmais, I. H., Les Liturgies d’Orient, Paris 1980. Dalmais, I. H., Les Liturgies d’Orient - -.
Ωριγένους,
15
Dmitrievskij, A., Opisanie Liturgitseskich Rukopisej Dubois, J., Le Martyrologe d’Usuard Ευαγγελίδου, Τ., Οι βίοι των αγίων Ευστρατιάδου, Σ., (µητρ.), Αγιολόγιον Ευστρατιάδου, Σ., (µητρ.), «Ευαγγέλιον Μαρίας της Παλαιολογίνας» Follieri, E., I Calendari in Metro Innografico di Christoforo Mitileneo Forget, I., Synaxarium Alexandrinum Garitte, G., Le Calendrier Palestino- Géorgien du Sinaiticus 34 (Xe Siècle) George, (archev.), Livre de Prieres de l’Église Orthodoxe Grumel, V., La Cronologie Hänggi, A., - Pahl, I., Prex Eucharistica Hayek, M., Liturgie Maronite King, A. A., Liturgie d’Antioche Latyšev, V. V., Menologii Anonymi Byzantini Liesal, N., Les Liturgies Catholiques Orientales Μπριτζάκη, Ο., Σύντοµος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας Macaire, (Hier.), Le Synaxaire Mansi, J. D., Sacrorum Conciliorum Nova et Amplissima Collectio Martimort, A. G., L’Église en Priere Mateos, J., “La Typicon de la Grande Église” Meletiou, Livres de Priers Νικοδήµου, Αγιορείτου, (µον.), Συναξαριστής των δώδεκα µηνών
Dmitrievskij, A., Opisanie Liturgitseskich Rukopisej, Hildesheim 1965. Dubois, J., Le Martyrologe d’Usuard, Bruxelles 1965. Ευαγγελίδου, Τ., Οι βίοι των αγίων, Αθήναι 1896. Ευστρατιάδου, Σ., (µητρ.), Αγιολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκδ. Αποστολική ∆ιακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1995. Ευστρατιάδου, Σ., (µητρ.), «Ευαγγέλιον Μαρίας της Παλαιολογίνας», Εκκλησιαστικός Φάρος 7 (1911) 300. Follieri, E., I Calendari in Metro Innografico di Christoforo Mitileneo, τ. 1, 2, Bruxelles 1980. Forget, I., Synaxarium Alexandrinum, Louvain 1921. Garitte, G., Le Calendrier Palestino- Géorgien du Sinaiticus 34 (Xe Siècle), Bruxelles 1958. George, (archev.), Livre de Prieres de l’Église Orthodoxe, Paris 1978. Grumel, V., La Cronologie, Paris 1958. Hänggi, A., - Pahl, I., Prex Eucharistica, Fribourg 1968. Hayek, M., Liturgie Maronite, Histoire et Textes Eucharistiques, Paris 21964. King, A. A., Liturgie d’Antioche, Paris 1967. Latyšev, V. V., Menologii Anonymi Byzantini, Zentralantiquariat der Deutschen Demokratischen Republik, Leipzig 1970. Liesal, N., Les Liturgies Catholiques Orientales, Rome 1958. Μπριτζάκη, Ο., Σύντοµος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1997. Macaire, (Hier.), Le Synaxaire, Vie des Saints de l’Église Orthodoxe, Thessalonique 1996. Mansi, J. D., Sacrorum Conciliorum Nova et Amplissima Collectio, τ. 13, Austria 1960. Martimort, A. G., L’Église en Priere, New York 1961. Mateos, J., “La Typicon de la Grande Église”, Orientalia Christiana Analecta 165 (1962) 237. Meletiou, Livres de Priers de l’Église Orthodoxe à l’ Usage Fidèles de langue Française, Paris 1978. Νικοδήµου, Αγιορείτου, (µον.), Συναξαριστής των δώδεκα µηνών, τ. 3, εκδ. «Ορθόδοξη Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1998. 16
Nilles, N., Kalendarium Manuale Παπαβασιλείου, Ν. Α., Μητρώον Αγιωνυµίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας Πλατανίτου, Κ., (πρωτ.), Εορτολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας Ρούσσου, Β. (πρεσβ.), Ήρωες του Χριστιανισµού Raes, A., Introductio in Liturgiam Orientalem Rahmani, I., (Patr.), Les Liturgies Orientales et Occidentales Renaudotii, E., Liturgiarum Orientalium Collectio Swainson, C. A., The Greek Liturgies Tomadaki, E., “In Sanctum Eustathium Patriarcham Antiochiae” Χρυσοστόµου, Γ., (αρχιµ.), Το έργον του υµνογράφου Γεράσιµου µοναχού Μικραγιαννανίτου (Ευρετήρια) Ψαριανού, ∆., (µητρ.), Μικρός Συναξαριστής
Nilles, N., Kalendarium Manuale, τ. 1, 2, England 1971. Παπαβασιλείου, Ν. Α., Μητρώον Αγιωνυµίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Λευκωσία 2004. Πλατανίτου, Κ., (πρωτ.), Εορτολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκδ. Αποστολική ∆ιακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 41997. Ρούσσου, Β., (πρεσβ.), Ήρωες του Χριστιανισµού, Αθήναι 1940. Raes, A., Introductio in Liturgiam Orientalem, Romae 1947. Rahmani, I., (Patr.), Les Liturgies Orientales et Occidentales, Beyrouth 1929. Renaudotii, E., Liturgiarum Orientalium Collectio, τ. 2, England 1970. Swainson, C. A., The Greek Liturgies, New York 1884. Tomadaki, E., “In Sanctum Eustathium Patriarcham Antiochiae”, Analecta Hymnica Graeca, τ. 6, Roma 1974. Χρυσοστόµου, Γ., (αρχιµ.), Το έργον του υµνογράφου Γεράσιµου µοναχού Μικραγιαννανίτου (Ευρετήρια), εκδ. Οργανισµός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας Ευρώπης. Θεσσαλονίκη 1997, Θεσσαλονίκη 1997. Ψαριανού, ∆., (µητρ.), Μικρός Συναξαριστής, Αθήνα χ.χ.
ΙΙ. ΚΑΤΑΛΟΓΟΙ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ Ανωνύµου, Κατάλογοι της Πατριαρχικής Βιβλιοθήκης, τ. Α΄, Ανωνύµου, Κατάλογοι της (χειρόγραφα), Αλεξάνδρεια 1945. Πατριαρχικής Βιβλιοθήκης Anonyme, Indici e Cataloghi, Codices Graeci Anonyme, Indici e Cataloghi, Manuscripti Bibliothecae Divi Marci Venetiarum, τ. Codices 1, Roma 1967. Assemanus, E. S., (arch.), Bibliothecae Apostolicae Assemanus, E. S., (arch.), Vaticanae, Codicum Manuscriptorum Catalogus, τ. Bibliothecae Apostolicae Vaticanae, 2, Paris 1926. Codicum Manuscriptorum Catalogus Aubineau, M., “Un Panegyricon Aubineau, M., “Un Panegyricon Chrysostomien pour Chrysostomien pour les Fêtes Fixes les Fêtes Fixes de l’Année Liturgique: Athos de l’Année Liturgique” Panteleimon 58”, Analecta Bollandiana 92 (1974) 77-96. Βέη, Ν., Τα χειρόγραφα των Μετεώρων, τ. Β΄, Βέη, Ν., Τα χειρόγραφα των Αθήνα 1984. Μετεώρων Baro, C., Catalogus Codicum Manuscriptorum, Baro, C., Catalogus Codicum Bibliothèque Regiae Bavaricae, τ. 1, Monachii 1804. Manuscriptorum, Bibliothèque Regiae Bavaricae Beneševic, V., Catalogus Codicum Manoscritorum Beneševic, V., Catalogus Codicum Manoscritorum Graecorum qui in Monasterio Sanctae Catherine in 17
Graecorum Capocci, V., Codices Barberiani Graeci (codd. 1-163) Cavalieri, F., Catalogus Codicum Hagiographicorum Garaecorum, Bibliothèque Vaticanae Clark, K. W., Checklist of the Manuscripts in St. Catherine’s Monastery, Mount Sinai Devreesse, R., Codices Vaticani Graeci Devreesse, R., Codices Vaticani Graeci Devresse, R., “Le fonds Grec de la Bibliothèque Vaticanae des Origines à Raul V” Feron, E., Codices Manuscripti Graeci Ottoboniani Bibliothecae Vaticanae Giannelli, C., Codices Vaticani Graeci Halkin, F., Actuarium Bibliothècae Hagiographicae Graecae Halkin, F., Bibliothèca Hagiographica Graeca Halkin, F., Bibliothèca Hagiographica Graeca Halkin, F., Catalogue des Manuscrits Hagiographiques Halkin, F., Manuscrits Grecs de Paris Inentraire Hagiographique Leporace, T. G., Cento Codici Bessarionei Leroy, J., “Deux Scribes Syriaques Nommés Bãkõs Mercati, G., Codici Latini Pico Grimari Νικοπούλου, Π., Περιγραφή χειρογράφων κωδίκων της ΕΒΕ Πολίτη, Λ., Κατάλογος χειρογράφων ΕΒΕ, Αρ. 18572000 P.P., “De Saint Porphyre de Gaza” Σικελίωνος, Ι., Κατάλογος
Monte Sina Asservantur, τ. 1, Petropoli 1991. Capocci, V., Codices Barberiani Graeci (codd. 1163), τ. 1, Vaticana 1958. Cavalieri, F., Catalogus Codicum Hagiographicorum Garaecorum, Bibliothèque Vaticanae, Bruxellis 1899. Clark, K. W., Checklist of the Manuscripts in St. Catherine’s Monastery, Mount Sinai, Washington 1952. Devreesse, R., Codices Vaticani Graeci, τ. 1, Vatican 1937. Devreesse, R., Codices Vaticani Graeci, τ. 3, Vatican 1950. Devresse, R., “Le fonds Grec de la Bibliothèque Vaticanae des Origines à Raul V”, Studi e Testi 244 (1965) 476. Feron, E., Codices Manuscripti Graeci Ottoboniani Bibliothecae Vaticanae, Romae 1893. Giannelli, C., Codices Vaticani Graeci, Roma 1950. Halkin, F., Actuarium Bibliothècae Hagiographicae Graecae, Subsidia Hagiographica 47 (1969) 216. Halkin, F., Bibliothèca Hagiographica Graeca, Subsidia Hagiographica 8a (1957) 201 –202. Halkin, F., Bibliothèca Hagiographica Graeca, Subsidia Hagiographica 2 (1957). Halkin, F., Catalogue des Manuscrits Hagiographiques de la Bibliothèque Nationale d’Athènes, Subsidia Hagiographica 66 (1983) 76. Halkin, F., Manuscrits Grecs de Paris Inentraire Hagiographique, Subsidia Hagiographica 44 (1968) 56· 141. Leporace, T. G., Cento Codici Bessarionei, Venezia 1968. Leroy, J., “Deux Scribes Syriaques Nommés Bãkõs”, L’Orient Syrien 7 (1962) 103-120. Mercati, G., Codici Latini Pico Grimari pio es di altra Biblioteca Ignota dell Secolo XVI, Vaticane 1937. Νικοπούλου, Π., Περιγραφή χειρογράφων κωδίκων της ΕΒΕ, Αρ. 3122-3369, Αθήνα 1996. Πολίτη, Λ., Κατάλογος χειρογράφων ΕΒΕ, Αρ. 18572000, Αθήνα 1991. P.P., “De Saint Porphyre de Gaza”, Analecta Bollandiana 39 (1941) 67. Σικελίωνος, Ι., Κατάλογος χειρογράφων ΕΒΕ, Αθήνα 18
χειρογράφων ΕΒΕ Smith, P., Catalogi Codicum Manuscriptorum Bibliothecae Bodleinae, Stevenson, H., Codices Manuscripti Palatini Graeci, Bibliothecae Vaticanae Wright, W., Catalogue of Syriac Manuscripts in the British Museum Φωτοπούλου, Ε., Ταµείον ανέκδοτων Βυζαντινών Ασµατικών Κανόνων Zoenberg, H., Catalogues des Manuscripts Syriaque
Ακανθόπουλου, Π., Κώδικας Ιερών Κανόνων και Εκκλησιαστικών Νόµων Αναστασίου, Ι., Εκκλησιαστική Ιστορία Ανωνύµου, «Ευσέβιος ο Παµφίλου, επίσκοπος της εν Παλαιστίνη Καισαρείας» Ανωνύµου, Εικόνες Μονής Παντοκράτορος Ανωνύµου, «Η Γεωργιανή Εκκλησία Αρβανίτη, Α., Επίτοµος ιστορία Συρο-Ιακωβιτικής Αρµενικής και Αιθιοπικής Εκκλησίας Βαφείδου, Φ., (αρχιµ.), Εκκλησιαστική Ιστορία Βεργωτή, Γ., Εγχειρίδιο ιστορίας της Χριστιανικής λατρείας Βουλγαράκη, Η., Καθηµερινές ιστορίες αγίων και αµαρτωλών στο Βυζάντιο Γεδεών, Μ., Πατριαρχικοί Πίνακες Γεωργαντζή, Π., Η Μητρόπολις Τραϊνουπόλεως και αι επισκοπαί της κατά την Βυζαντινήν εποχήν Γιάγκου, Θ., Νίκων ο Μαυρορείτης (Βίος, Συγγραφικό έργο, Κανονική
1892. Smith, P., Catalogi Codicum Manuscriptorum Bibliothecae Bodleinae, τ. 1, Oxford 1864. Stevenson, H., Codices Manuscripti Palatini Graeci, Bibliothecae Vaticanae, Romae 1885. Wright, W., Catalogue of Syriac Manuscripts in the British Museum, London 1870. Φωτοπούλου, Ε., Ταµείον ανέκδοτων Βυζαντινών Ασµατικών Κανόνων, Αθήναι 1996. Zoenberg, H., Catalogues des Manuscripts Syriaque et Sabéens (Mandaites) de la Bibliothèque Nationale, Paris 1874. ΙΙΙ. ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ α. Ελληνόγλωσσα Ακανθόπουλου, Π., Κώδικας Ιερών Κανόνων και Εκκλησιαστικών Νόµων, εκδ. Κυριακίδη, 2 Θεσσαλονίκη 1995. Αναστασίου, Ι., Εκκλησιαστική Ιστορία, Θεσσαλονίκη 1979. Ανωνύµου, «Ευσέβιος ο Παµφίλου, επίσκοπος της εν Παλαιστίνη Καισαρείας», Εκκλησιαστικός Φάρος 20 (1921) 73-77. Ανωνύµου, Εικόνες Μονής Παντοκράτορος, Άγιον Όρος 1998. Ανωνύµου, «Η Γεωργιανή Εκκλησία, το αυτοκέφαλο και η υπαγωγή της εις Πατριαρχείον», Εκκλησιαστικός Φάρος 20 (1921) 349 κ.ε. Αρβανίτη, Α., Επίτοµος ιστορία Συρο-Ιακωβιτικής Αρµενικής και Αιθιοπικής Εκκλησίας, Αθήναι 1967. Βαφείδου, Φ., (αρχιµ.), Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. 1., Κωνσταντινούπολη 1884. Βεργωτή, Γ., Εγχειρίδιο ιστορίας της Χριστιανικής λατρείας, Θεσσαλονίκη 1991. Βουλγαράκη, Η., Καθηµερινές ιστορίες αγίων και αµαρτωλών στο Βυζάντιο, Αθήνα 22002. Γεδεών, Μ., Πατριαρχικοί Πίνακες, Αθήναι 1996. Γεωργαντζή, Π., Η Μητρόπολις Τραϊνουπόλεως και αι επισκοπαί της κατά την Βυζαντινήν εποχήν, (∆ιδ. ∆ιατριβή), Θεσσαλονίκη 1980. Γιάγκου, Θ., Νίκων ο Μαυρορείτης (Βίος, Συγγραφικό έργο, Κανονική διδασκαλία), (∆ιδ. 19
διδασκαλία) Γιάγκου, Θ., «Οι σχέσεις των Εκκλησιών κατά τον ενδέκατο αιώνα» Γιαµαίου, Ι., Κύριες πτυχές ιστορίας της Εκκλησιαστικής Μουσικής ∆ελικανή, Κ., (µητρ.), Η πρώτη εν Νικαία Οικουµενική Σύνοδος, ∆ετοράκη Θ., Βυζαντινή Θρησκευτική ποίηση και Υµνογραφία ∆ετοράκη Θ., Εισαγωγή στη σπουδή των Αγιολογικών κειµένων ∆ιονυσίου του εκ Φουρνά, Ερµηνεία της Ζωγραφικής τέχνης ∆ουνδουλάκη, Ε., «Η επιστήθια τέλεση Θείας Ευχαριστίας από τον άγιο Λουκιανό Αντιοχείας ∆ουνδουλάκη, Ε., Ο άγιος ιεροµάρτυρας Λουκιανός ο Σαµοσατέας (±240 –312) ∆ουνδουλάκη, Ε., Ο ιερός ναός του αγίου Λουκιανού στη Λούκια Μονοφατσίου Ελευθεριάδη, Ε., (αρχιµ.), Γ. Ο άγιος ιεροµάρτυρας Ευστάθιος επίσκοπος Αντιοχείας Ζαχαρόπουλου, Γ., Θεοφάνης Νικαίας (; - ± 1380/1). Ο Βίος και το Συγγραφικό του έργο Ζαχαρόπουλου, ∆., Θεόδωρος ο Μοψουεστίας Θεοδωρήτου, (µον.), Μοναχισµός και αίρεσις, Θεοδώρου, Α., «Η περί των δύο Λόγων θεωρία Ιωαννίδη, Φ., Εκκλησιαστική Γραµµατεία της ∆ύσης (Β΄Ζ΄αι.) Καραβιδόπουλου, Ι., « ‘Ευαγγελιστάριον’ – ‘Ευαγγελιάριον’–
∆ιατριβή), Θεσσαλονίκη 1991. Γιάγκου, Θ., «Οι σχέσεις των Εκκλησιών κατά τον ενδέκατο αιώνα», Κανονικολειτουργικά 1 (1996) 157 κ.ε. Γιαµαίου, Ι., Κύριες πτυχές ιστορίας της Εκκλησιαστικής Μουσικής, Αθήνα 1994. ∆ελικανή, Κ., (µητρ.), Η πρώτη εν Νικαία Οικουµενική Σύνοδος, Θεσσαλονίκη 1997. ∆ετοράκη Θ., Βυζαντινή Θρησκευτική ποίηση και Υµνογραφία, Ρέθυµνο 21997. ∆ετοράκη Θ., Εισαγωγή στη σπουδή Αγιολογικών κειµένων, Ρέθυµνο 1992.
των
∆ιονυσίου του εκ Φουρνά, Ερµηνεία της Ζωγραφικής τέχνης, Πετρούπολη 1909. ∆ουνδουλάκη, Ε., «Η επιστήθια τέλεση Θείας Ευχαριστίας από τον άγιο Λουκιανό Αντιοχείας. (Υπόβαθρο και θεολογικές προεκτάσεις)», Κοινωνία, τεύχ. 2 (2003) 147- 152. ∆ουνδουλάκη, Ε., Ο άγιος ιεροµάρτυρας Λουκιανός ο Σαµοσατέας (±240–312), (Ανέκδ. ∆ιπλωµατική Eργασία), Θεσσαλονίκη 2001. ∆ουνδουλάκη, Ε., Ο ιερός ναός του αγίου Λουκιανού στη Λούκια Μονοφατσίου, Θεσσαλονίκη 1999. Ελευθεριάδη, Ε., (αρχιµ.), «Οι πρόµαχοι του Συµβόλου της Νίκαιας (Γ. Ο άγιος ιεροµάρτυρας Ευστάθιος επίσκοπος Αντιοχείας)», Εκκλησία, τεύχ. 5 (1959) 75-77, 94-96. Ζαχαρόπουλου, Γ., Θεοφάνης Νικαίας (; - ± 1380/1). Ο Βίος και το Συγγραφικό του έργο, (∆ιδ. ∆ιατριβή), Βυζαντινά Κείµενα και Μελέται 35, Θεσσαλονίκη 2003. Ζαχαρόπουλου, ∆., Θεόδωρος ο Μοψουεστίας ως ερµηνευτής των Γραφών, εκδ. Άρτος Ζωής, Αθήνα 1999. Θεοδωρήτου, (µον.), Μοναχισµός και αίρεσις, Αθήναι 1977. Θεοδώρου, Α., «Η περί των δύο Λόγων θεωρία εν τη Θεολογική Γραµµατεία της Αρχαίας Εκκλησίας», Επιστηµονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολή Αθηνών 26 (1984) 101- 118. Ιωαννίδη, Φ., Εκκλησιαστική Γραµµατεία της ∆ύσης (Β΄- Ζ΄αι.), τεύχ. Α΄, Θεσσαλονίκη 2002. Καραβιδόπουλου, Ι., « ‘Ευαγγελιστάριον’ – ‘Ευαγγελιάριον’ – ‘Ευαγγέλιον’, ∆ιευκρινήσεις στην επικρατούσα ορολογία», Αναφορά εις µνήµην Μητροπολίτου Σάρδεων 20
‘Ευαγγέλιον’ Καρµίρη, Ι., Τα ∆ογµατικά και Συµβολικά µνηµεία Καρπουζήλου, Α., Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι Κεφαλά, Ν., (µητρ.), Αι Οικουµενικαί Σύνοδοι Κοµµήτα, Σ., Επίτοµος Εκκλησιαστική Ιστορία Κονιδάρη, Ι., Γενική Εκκλησιαστική Ιστορία Κοντογόνου, Κ., Εκκλησιαστική Ιστορία Κοντογόνου, Κ., Φιλολογική και κριτική Ιστορία Κοντοστεργίου, ∆., Αι Οικουµενικαί Σύνοδοι Κοτσώνη, Ι., (αρχιµ.), Σηµειώσεις Κανονικού ∆ικαίου Μαγγιώρου, Χ. Ν., Ο Μέγας Κωνσταντίνος και η ∆ονατιστική Έριδα Μαλαβάκη, Ν., Βυζαντινολόγιο Μαξίµου, Σάρδεων, (µητρ.), «Η Εκκλησία της Γεωργίας (Ιβηρίας) και το αυτοκέφαλό της» Μαρινάκη, Θ., (αρχιµ.), Άγιος Νικόλαος Μαρτζέλου, Γ., Η Χριστολογία του Βασιλείου Σελευκείας Μαρτζέλου, Γ., Ιστορία της Ορθόδοξης Θεολογίας και πνευµατικότητας Μαρτζέλου, Γ., Ορθόδοξο ∆όγµα και Θεολογικός προβληµατισµός, τ. Α΄ Μαρτζέλου, Γ., Ορθόδοξο ∆όγµα και Θεολογικός προβληµατισµός, τ. Β΄ Μαρτζέλου, Γ., Ουσία και ενέργειαι του Θεού κατά τον Μέγαν Βασίλειον Ματσούκα, Ν., ∆ογµατική
Μαξίµου 1914- 1986, τ. 3 (1989) 107-117. Καρµίρη, Ι., Τα ∆ογµατικά και Συµβολικά µνηµεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. 1, Αθήναι 1960. Καρπουζήλου, Α., Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι, τ. Α΄ (4ος–7ος αι.), εκδ. Κανάκη, Αθήνα 1997. Κεφαλά, Ν., (µητρ.), Αι Οικουµενικαί Σύνοδοι της του Χριστού Εκκλησίας, εκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1972. Κοµµήτα, Σ., Επίτοµος Εκκλησιαστική Ιστορία, Ζάκυνθος 1861. Κονιδάρη, Ι., Γενική Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1957. Κοντογόνου, Κ., Εκκλησιαστική Ιστορία από της θείας συστάσεως της Εκκλησίας µέχρι των καθ’ ηµάς χρόνων, τ. 1, Αθήναι 1866. Κοντογόνου, Κ., Φιλολογική και κριτική Ιστορία, τ. 2, Αθήναι 1853. Κοντοστεργίου, ∆., Αι Οικουµενικαί Σύνοδοι, Θεσσαλονίκη 1991. Κοτσώνη, Ι., (αρχιµ.), Σηµειώσεις Κανονικού ∆ικαίου της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1960. Μαγγιώρου, Χ. Ν., Ο Μέγας Κωνσταντίνος και η ∆ονατιστική Έριδα. Συµβολή στη µελέτη των σχέσων Εκκλησίας και πολιτείας κατά την Κωνσταντίνεια περίοδο, Θεσσαλονίκη 2001. Μαλαβάκη, Ν., Βυζαντινολόγιο, Αθήνα 1999. Μαξίµου, Σάρδεων, (µητρ.), «Η Εκκλησία της Γεωργίας (Ιβηρίας) και το αυτοκέφαλό της», Θεολογία 36 (1965) 335- 372, 529-548, 37 (1966) 513. Μαρινάκη, Θ., (αρχιµ.), Άγιος Νικόλαος της γης και του πελάγους, Θεσσαλονίκη 2003. Μαρτζέλου, Γ., Η Χριστολογία του Βασιλείου Σελευκείας και η οικουµενική σηµασία της, εκδ. Πουρναρά, Θεεσαλονίκη 1994. Μαρτζέλου, Γ., Ιστορία της Ορθόδοξης Θεολογίας και πνευµατικότητας, εκδ. Α.Π.Θ., Υπηρεσία ∆ηµοσιευµάτων, Θεσσαλονίκη 1995-1996. Μαρτζέλου, Γ., Ορθόδοξο ∆όγµα και Θεολογικός προβληµατισµός, τ. Α΄, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1993. Μαρτζέλου, Γ., Ορθόδοξο ∆όγµα και Θεολογικός προβληµατισµός, τ. Β΄, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2000. Μαρτζέλου, Γ., Ουσία και ενέργειαι του Θεού κατά τον Μέγαν Βασίλειον, (∆ιδ. ∆ιατριβή), Θεσσαλονίκη 1983. Ματσούκα, Ν., ∆ογµατική και Συµβολική Θεολογία 21
και Συµβολική Θεολογία Β΄ Ματσούκα, Ν., ∆ογµατική και Συµβολική Θεολογία Γ΄ Μίλα, Ν., (επισκ.), Το Εκκλησιαστικόν ∆ίκαιον Μπακιρτζή, Χ., Άγιος Νικόλαος Ορφανός Μπαλάνου, ∆., Μεγάλαι Μορφαί της Εκκλησίας Μπαλάνου, ∆., Πατρολογία Μπόνη, Κ., Εισαγωγή εις την Αρχαίαν Χριστιανικήν Γραµµατείαν Μπούµη, Π., Κανονικόν ∆ίκαιον Α΄ Μπουρνέλη, Α., Εκκλησιαστική Γραµµατολογία - Πατρολογία Μπουρνέλη, Α., Ο Μεγάλος άγνωστος· το κύριο όνοµά µας Νίκα, Μ. Σ., Λεξικό Ορθόδοξης Θεολογίας Ξύδη, Θ., Βυζαντινή Υµνογραφία Παναγόπουλου, Ι., Η ερµηνεία της Αγίας Παππά Α., Η Γεωργιανή θρησκευτική ζωγραφική Παπαδάκη, Γ., Το Αγιολογικό έργο του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόµου Παπαδόπουλου, Σ., Πατρολογία Α΄ Παπαδόπουλου, Σ., Πατρολογία Β΄ Παπαδόπουλου, Χ., (αρχιεπ.), Ιστορία της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας Παπαδόπουλου, Χ., (αρχιεπ.), Ιστορία της Εκκλησίας της Αντιόχειας Πηλίδη, Ι., (επισκ.), Η Χριστιανική Ιερωσύνη Ράλλη, Κ., Ποινικόν ∆ίκαιον της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας Σαββίδη, Γ. Κ. Α., Ιστορία του Βυζαντίου Σιαµάκη, Κ., Ιερωνύµου. De viris illustribus Σκαλτσή, Π., «Ερµηνευτικά
Β΄, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 21992. Ματσούκα, Ν., ∆ογµατική και Συµβολική Θεολογία Γ΄, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1997. Μίλα, Ν., (επισκ.), Το Εκκλησιαστικόν ∆ίκαιον της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, Αθήναι 1906. Μπακιρτζή, Χ., Άγιος Νικόλαος Ορφανός, Θεσσαλονίκη χ.χ. Μπαλάνου, ∆., Μεγάλαι Μορφαί της Εκκλησίας, Αθήναι 1942. Μπαλάνου, ∆., Πατρολογία, Αθήναι 1930. Μπόνη, Κ., Εισαγωγή εις την Αρχαίαν Χριστιανικήν Γραµµατείαν (96-325), Αθήναι 1974. Μπούµη, Π., Κανονικόν ∆ίκαιον Α΄, Αθήνα 1996. Μπουρνέλη, Α., Εκκλησιαστική ΓραµµατολογίαΠατρολογία, τ. Α΄, Ηράκλειο 2000. Μπουρνέλη, Α., Ο Μεγάλος άγνωστος· το κύριο όνοµά µας, Ηράκλειο 32005. Νίκα, Μ. Σ., Λεξικό Ορθόδοξης Θεολογίας, Αθήνα 1998. Ξύδη, Θ., Βυζαντινή Υµνογραφία, εκδ. Νικόδηµος, Αθήνα 1978. Παναγόπουλου, Ι., Η ερµηνεία της Αγίας Γραφής στην Εκκλησία των Πατέρων, τ. Α΄, Αθήνα 1991. Παππά Α., Η Γεωργιανή θρησκευτική ζωγραφική και οι εκ Γεωργίας Έλληνες - Πόντιοι αγιογράφοι στη Θεσσαλονίκη, (ανέκδ. ∆ιπλωµατική εργασία), Θεσσαλονίκη 2003. Παπαδάκη, Γ., Το Αγιολογικό έργο του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόµου, (ανέκδ. ∆ιπλωµατική εργασία), Θεσσαλονίκη 1998. Παπαδόπουλου, Σ., Πατρολογία Α΄, Αθήναι 21982. Παπαδόπουλου, Σ., Πατρολογία Β΄, Αθήναι 1990. Παπαδόπουλου, Χ., (αρχιεπ.), Ιστορία της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, Αθήναι 21985. Παπαδόπουλου, Χ., (αρχιεπ.), Ιστορία της Εκκλησίας της Αντιόχειας, Αλεξάνδρεια 1951. Πηλίδη, Ι., (επισκ.), Η Χριστιανική Ιερωσύνη (Από Ιστορικής απόψεως, των δέκα πρώτων αιώνων µ.Χ.), Αθήνα χ.χ. Ράλλη, Κ., Ποινικόν ∆ίκαιον της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1998. Σαββίδη, Γ. Κ. Α., Ιστορία του Βυζαντίου, µε αποσπάσµατα από τις πηγές, τ. Α΄, 284-717 µ.Χ., εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1984. Σιαµάκη, Κ., Ιερωνύµου. De viris illustribus, (∆ιδ. ∆ιατριβή), Θεσσαλονίκη 1992. Σκαλτσή, Π., «Ερµηνευτικά ζητήµατα της Θείας 22
ζητήµατα της Λειτουργίας»
Θείας
Σκαλτσή, Π., Τα ∆ιακονικά παραγγέλµατα Σταµούλη, Χ., Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Περί της Ενανθρωπήσεως του Μονογενούς Σταυρίδου, Θ. Β., «Αι Ωριγενιστικαί Έριδες» Στεφανίδου, Β., (αρχιµ.), Εκκλησιαστική Ιστορία Στεφανίδου, Β., (αρχιµ.), «Η εκ δευτέρου τω 327 σύγκλησις της εν Νικαία Πρώτης Οικουµενικής Συνόδου (325)» Σωµαράκη, Β., Οι επίσκοποι της Κρήτης στις Οικουµενικές Συνόδους Τιµοθέου, (αρχιµ.), Άγιοι της Γεωργίας Τρεµπέλα, Π., Λειτουργικοί τύποι Αιγύπτου και Ανατολής Τσάµη, ∆., Αγιολογία Τσάµη, ∆., Εισαγωγή στη σκέψη των Πατέρων της Εκκλησίας Τσάµη, ∆., Εκκλησιαστική Γραµµατολογία Τσάµη, ∆., Μητερικόν, τ. Β΄ Τσάµη, ∆., Μητερικόν, τ. Γ΄ Τσάµη, ∆., Μητερικόν, τ. ΣΤ΄ Τσάµη, ∆., Το Μαρτυρολόγιον του Σινά Τσέτση, Γ., (Μ. πρωτ.), Η ένταξις των αγίων στο Εορτολόγιο Τσιτουρίδου, Α., Ο ζωγραφικός διάκοσµος του αγίου Νικολάου Ορφανού στη Θεσσαλονίκη Φειδά, Β., Βυζάντιο Φειδά, Β., Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α΄ Φειδά, Β., Η Α΄ Οικουµενική Σύνοδος Φειδά, Β., Η προεδρία της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου Φειδά, Β., Ιεροί Κανόνες και
Λειτουργίας», Η Θεία Ευχαριστία, Εισηγήσεις, Πορίσµατα Ιερατικού Συνεδρίου της Ιεράς Μητροπόλεως ∆ράµας έτους 2003, ∆ράµα 2003. Σκαλτσή, Π., Τα ∆ιακονικά παραγγέλµατα και η στάση των πιστών στη Θεία Λειτουργία, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999. Σταµούλη, Χ., Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Περί της Ενανθρωπήσεως του Μονογενούς, εκδ. «Το Παλίµψηστον», Θεσσαλονίκη 1998. Σταυρίδου, Θ. Β., «Αι Ωριγενιστικαί Έριδες», Θεολογία 28 (1957) 550-577. Στεφανίδου, Β., (αρχιµ.), Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 21959. Στεφανίδου, Β., (αρχιµ.), «Η εκ δευτέρου τω 327 σύγκλησις της εν Νικαία Πρώτης Οικουµενικής Συνόδου (325)», Επιστηµονική Επετηρίς Βυζαντινών Σπουδών 6 (1929) 45-53. Σωµαράκη, Β., Οι επίσκοποι της Κρήτης στις Οικουµενικές Συνόδους, Αθήνα 1999. Τιµοθέου, (αρχιµ.), Άγιοι της Γεωργίας, τ. 1, Θεσσαλονίκη χ.χ. Τρεµπέλα, Π., Λειτουργικοί τύποι Αιγύπτου και Ανατολής, εκδ. Αποστολική ∆ιακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1961. Τσάµη, ∆., Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999. Τσάµη, ∆., Εισαγωγή στη σκέψη των Πατέρων της Εκκλησίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992. Τσάµη, ∆., Εκκλησιαστική Γραµµατολογία, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 41992. Τσάµη, ∆., Μητερικόν, τ. Β΄, Θεσσαλονίκη 1991. Τσάµη, ∆., Μητερικόν, τ. Γ΄, Θεσσαλονίκη 1992. Τσάµη, ∆., Μητερικόν, τ. ΣΤ΄, Θεσσαλονίκη 1996. Τσάµη, ∆., Το Μαρτυρολόγιον του Σινά, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2003. Τσέτση, Γ., (Μ. πρωτ.), Η ένταξις των αγίων στο Εορτολόγιο, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη χ.χ. Τσιτουρίδου, Α., Ο ζωγραφικός διάκοσµος του αγίου Νικολάου Ορφανού στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 1986. Φειδά, Β., Βυζάντιο, Αθήνα 41997. Φειδά, Β., Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α΄, Αθήναι 1995. Φειδά, Β., Η Α΄ Οικουµενική Σύνοδος, Αθήναι 1974. Φειδά, Β., Η προεδρία της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου, Αθήνα 1974. Φειδά, Β., Ιεροί Κανόνες και Καταστατική νοµοθεσία 23
Καταστατική Φειδά, Β., Ο θεσµός της Πενταρχίας των Πατριαρχών Φειδά, Β., «Το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Γεωργίας» Φειδά, Β., Το Κολλουθιανόν Σχίσµα και αι αρχαί του Αρειανισµού Φλωρόφσκυ, Γ., (πρωτ.), «Ευστάθιος Αντιοχείας» Φούγια, Μ., (µητρ.), Το πρόσωπο του Ιησού Χριστού Φουντούλη, Ι., Ερµηνεία επτά δύσκολων σηµείων του κειµένου της Θείας Λειτουργίας από το Νικόλαο Καβάσιλα Φουντούλη, Ι., «Η Θεία Λειτουργία Γρηγορίου του Θεολόγου· Εισαγωγικά Προβλήµατα» Φουντούλη, Ι., Κείµενα Λειτουργικής Φουντούλη, Ι., «Περί το πρόβληµα της γνησιότητος των Λειτουργικών Κειµένων» Φούσκα, Κ., (πρωτ.), Θέµατα Πατρολογίας Φωκυλίδη, Ι., «Η εν Νικαία Πρώτη Οικουµενική Σύνοδος» Χαλιβελάκη, ∆., Αιρέσεις και ∆όγµατα & θρησκευτικές παρεκκλίσεις Χατζιδάκη, Μ., «Εκ του Ελπίου του Ρωµαίου» Χατζιδάκη, Μ., Έλληνες ζωγράφοι µετά την Άλωση (1450- 1830) Χρήστου, Π., Εκκλησιαστική Γραµµατολογία Χρήστου, Π., Ελληνική Πατρολογία Χρήστου, Π., Ο Μέγας Βασίλειος Abflag, J., - Kruger, P.,
της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1998. Φειδά, Β., Ο θεσµός της Πενταρχίας των Πατριαρχών, Αθήνα 1969. Φειδά, Β., «Το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Γεωργίας», Επιστηµονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής Αθηνών 24 (1979-1980) 91-140. Φειδά, Β., Το Κολλουθιανόν Σχίσµα και αι αρχαί του Αρειανισµού, Αθήναι 1973. Φλωρόφσκυ, Γ., (πρωτ.), «Ευστάθιος Αντιοχείας», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία 5 (1964) 1088 – 1090. Φούγια, Μ., (µητρ.), Το πρόσωπο του Ιησού Χριστού στις αποφάσεις των Οικουµενικών Συνόδων, εκδ. Αποστολική ∆ιακονία, Αθήνα 1997. Φουντούλη, Ι., Ερµηνεία επτά δύσκολων σηµείων του κειµένου της Θείας Λειτουργίας από το Νικόλαο Καβάσιλα, Θεσσαλονίκη 1984. Φουντούλη, Ι., «Η Θεία Λειτουργία Γρηγορίου του Θεολόγου· Εισαγωγικά Προβλήµατα», Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1994. Φουντούλη, Ι., Κείµενα Λειτουργικής, τ. Γ΄, Θεσσαλονίκη 1985. Φουντούλη, Ι., «Περί το πρόβληµα της γνησιότητος των Λειτουργικών Κειµένων», Αντιπελάργησις, Τόµος τιµητικός προς τον Αρχιεπίσκοπον Κύπρου κ.κ. Χρυσόστοµον…, Λευκωσία 1993. Φούσκα, Κ., (πρωτ.), Θέµατα Πατρολογίας, εκδ. Συµµετρία, Αθήνα 1998. Φωκυλίδη, Ι., «Η εν Νικαία Πρώτη Οικουµενική Σύνοδος», Εκκλησιαστικός Φάρος 24 (1925) 132244. Χαλιβελάκη, ∆., Αιρέσεις και ∆όγµατα & θρησκευτικές παρεκκλίσεις, εκδ. Φλώρος, Αθήνα χ.χ. Χατζιδάκη, Μ., «Εκ του Ελπίου του Ρωµαίου», Επιστηµονική Επετηρίς Βυζαντινών Σπουδών 14 (2003) 414. Χατζιδάκη, Μ., Έλληνες ζωγράφοι µετά την Άλωση (1450- 1830), τ. 1., Αθήνα χ.χ. Χρήστου, Π., Εκκλησιαστική Γραµµατολογία, τ. 1, Θεσσαλονίκη 1984. Χρήστου, Π., Ελληνική Πατρολογία, τ. Γ΄, Θεσσαλονίκη 1987. Χρήστου, Π., Ο Μέγας Βασίλειος, εκδ. Ανάλεκτα Βλατάδων, Θεσσαλονίκη 1978. β. Ξενόγλωσσα Abflag, J., - Kruger, P., Kleines Wörterbuch des 24
Kleines Wörterbuch Alberigo, G., Les Conciles Œcumeniques Altaner, B., “Die Schrift περί του Μελχισεδέκ des Eustathios von Antiocheia” Altaner, B., Patrologie Altaner, B., Précis de Patrologie Altaner, B., “Saints de Trace et de Mésie” Anonyme, The Cretan Painter Theofanis Assemanum, I. S., Series Chronologica Patriarcharum Antiochiae Atiya, A. S., A History of Eastern Christianity Attwater, D., The Golden Book of Eastern Saints Baker, D., Schism, Heresy and Religious Protest Bardenchewer, O., Geschichte der Altkirclichen Literatur Bardy, G., “Melchisédech dans la Tradition Patristique” Bardy, G., Recherches sur Saint Lucien d’Antioche et son École Barnes, T. D., “Emperor and Bishops, AD 324-344: Some Problems” Batiffol, P., La Paix Constantinienne et le Catholicisme Batiffol, P., “Les Sources de l’Histoire du Concile de Nicée” Baumstark, A., Oriens Christianus, Berardino, A., Dizionario Patristico di Antichitá Christiane Berardino, A., Initiation aux Pères de l’Église Berardino, A., Patrologia Bihlmeyer, C.,- Tucle, H., Histoire de l’Église Bogier, L. J., Des Origenes à Saint Grégoire le Grand Boularand, E., L’Hérésie de la ‘Foi’ de Nicée
Chridtlichen Orients, Wiesbaden 1975. Alberigo, G., Les Conciles Œcumeniques, τ. 2, Paris 1994. Altaner, B., “Die Schrift περί του Μελχισεδέκ des Eustathios von Antiocheia”, Byzantinische Zeitschrift 40 (1940) 30-47. Altaner, B., Patrologie, Wien 1978. Altaner, B., Précis de Patrologie, Paris 1961. Altaner, B., “Saints de Trace et de Mésie”, Analecta Bollandiana 31 (1912) 254, 324. Anonyme, The Cretan Painter Theofanis, Mount Athos 1986. Assemanum, I. S., Series Chronologica Patriarcharum Antiochiae, Romae 1885. Atiya, A. S., A History of Eastern Christianity, London 1957. Attwater, D., The Golden Book of Eastern Saints, Milwaukee 1938. Baker, D., Schism, Heresy and Religious Protest, Cambridge 1972. Bardenchewer, O., Geschichte der Altkirclichen Literatur, τ. 1, 2, Darmstadt 1962. Bardy, G., “Melchisédech dans la Tradition Patristique”, Revue Biblique 35 (1926) 496-509, 36 (1927) 25-45. Bardy, G., Recherches sur Saint Lucien d’Antioche et son École, Paris 1976. Barnes, T. D., “Emperor and Bishops, AD 324-344: Some Problems”, American Journal of Ancient History 3 (1978) 53-56. Batiffol, P., La Paix Constantinienne et le Catholicisme, Paris 31914. Batiffol, P., “Les Sources de l’Histoire du Concile de Nicée”, Echos d’Orient 24 (1925) 390-393, 497. Baumstark, A., Oriens Christianus, Rome 1901. Berardino, A., Dizionario Patristico di Antichitá Christiane, Roma 1983. Berardino, A., Initiation aux Pères de l’Église, τ. 4, Paris 1962. Berardino, A., Patrologia, τ. 5, Marietti 1920. Bihlmeyer, C.,- Tucle, H., Histoire de l’Église, τ. 1, Paris 1962. Bogier, L. J., Des Origenes à Saint Grégoire le Grand, Paris 1968. Boularand, E., L’Ηérésie de la ‘Foi’ de Nicée, τ. 2, Paris 1972. 25
Brian, E., - Daley, S. J., The Hope of the Early Church Buonaiti, E., Storia del Christianismo Burn, A. E., Eustathius of Antioch Burn, A. E., The Council of Nicaea Cabrol, F., Dictionnaire d’Archéologie Chrétienne et de Liturgie Canévet, M., Grégoire de Nysse et l’Herméneutique Biblique Carrington, P., The Early Christian Church Cavallera, F., Le Schisme d’Antioche (IVe-Ve siècle) Cavallera, F., Saint Jérôme: Sa Vie et son Œuvre Cayré, F., Précis de Patrologie Chadwick, H., The Church in the Ancient Society Chadwick, H., The Early Church Chadwick, H., “The fall of Eustathius of Antioch” Chellinck, S. J., Patristique et Moyen Age Cléveton, M., Gli Uomini della Fraternitá Coens, M., “Revue Critique d’Hagiographie” Courtonne, Y., Un Témoin du IVe Siècle Oriental Covolo, E., Storia della Theologia Cross, F. L., The Oxford Dictionary of the Christian Church D.H., “Martyr et Confesseur” Dassmann, E., Kirchengeschichte II/2 Delehaye, H., “Les Origines du Culte des Martyres” Delehaye, H., “S. Romain Martyr d’Antioche” Delehaye, H., “Saints de Cypre”
Brian, E., - Daley, S. J., The Hope of the Early Church, Cambridge 1974. Buonaiti, E., Storia del Christianismo, τ. 1, Milano 1942. Burn, A. E., Eustathius of Antioch, London 1926. Burn, A. E., The Council of Nicaea, London 1925. Cabrol, F., Dictionnaire d’Archéologie Chrétienne et de Liturgie, τ. 5, Paris χ.χ. Canévet, M., Grégoire de Nysse et l’Herméneutique Biblique, Paris 1983. Carrington, P., The Early Christian Church, τ. 2, London 1957. Cavallera, F., Le Schisme d’Antioche (IVe-Ve siècle), Paris 1905. Cavallera, F., Saint Jérôme: Sa Vie et son Œuvre, τ. 1, 2, Paris 1922. Cayré, F., Précis de Patrologie, τ. 1, Rome 1927. Chadwick, H., The Church in the Ancient Society, Oxford 2001. Chadwick, H., The Early Church, U.S.A. 1967. Chadwick, H., “The fall of Eustathius of Antioch”, The Journal of Theological Studies 49 (1964) 27-35. Chellinck, S. J., Patristique et Moyen Age, τ. 2, Paris 1947. Cléveton, M., Gli Uomini della Fraternitá, τ. 4, Roma 1984. Coens, M., “Revue Critique d’Hagiographie”, Analecta Bollandiana 88 (1970) 366-377. Courtonne, Y., Un Témoin du IVe Siècle Oriental: Saint Basile et Son Temps d’Après sa Correspondance, Paris 1973. Covolo, E., Storia della Theologia, τ. 1, Bolognia 1995. Cross, F. L., The Oxford Dictionary of the Christian Church, New York 1974. D.H., “Martyr et Confesseur”, Anallecta Bollandiana 39 (1921) 20-49. Dassmann, E., Kirchengeschichte II/2, Germany 1999. Delehaye, H., “Les Origines du Culte des Martyres”, Subsidia Hagiographica 20 (1933) 59, 245. Delehaye, H., “S. Romain Martyr d’Antioche”, Analecta Bollandiana 30 (1932) 283. Delehaye, H., “Saints de Cypre”, Analecta Bollandiana 26 (1907) 263. 26
Devresse, R., Le Patriarcat d’Antioche depuis la Paix de l’Église jusqu’à la Conqute Arabe Dibie, A., Greek and Latin Literature of the Roman Empire Döpp, S., - Geerlings, W., Lexikon der Antiken Christlichen Literatur Downey, G., Ancient Antioch Dragas, G. D., St. Athanasius Contra Apollinarem Drobner, H. R., Lehrbuch der Patrologie Duchesne, L., (mons.), Early History of the Christian Church Duchesne, L., (mons.), Histoire Ancienne de l’Église Dimitrescu, S., Les Tabernacles Œcuméniques de Petru Rares et leur Modèle Céleste Erzanzler, H., Lexikon der Mittel Alters Fliche, A., - Martin, V., Histoire de l’Église Frank, K. S., Lehrbuch der Geschite der Alter Kirche Frend, W. H. C., The Early Church Frend, W. H. C., The Rise of Christianity Frend, W. H. C., The Rise of Monophysite Movement Geerard, M., Calvis Patrum Graecorum Greppner, M., Das Patriarchat von Antiochien Grillmeier, A., Christ in the Christian Tradition Grillmeier, A., Le Christ dans la Tradition Chrétienne Gwatkin, M. H., Studies of Arianism Halkin, F., Anciennes Littératures Chrétiennes Halkin, F., “Recherches et Documents d’Hagiographie’’ Hanson, R. P. C., Studies of Arianism Hanson, R. P. C., “The Fate
Devresse, R., Le Patriarcat d’Antioche depuis la Paix de l’Église jusqu’à la Conqute Arabe, Paris 1945. Dibie, A., Greek and Latin Literature of the Roman Empire, New York 1989. Döpp, S., - Geerlings, W., Lexikon der Antiken Christlichen Literatur, Wien 1998. Downey, G., Ancient Antioch, New York 1983. Dragas, G. D., St. Athanasius Contra Apollinarem, Athens 1985. Drobner, H. R., Lehrbuch der Patrologie, Freiburg 1994. Duchesne, L., (mons.), Early History of the Christian Church, τ. 2, London χ.χ. Duchesne, L., (mons.), Histoire Ancienne de l’Église, τ. 2, Paris 1910. Dimitrescu, S., Les Tabernacles Œcuméniques de Petru Rares et leur Modèle Céleste, Paris χ.χ. Erzanzler, H., Lexikon der Mittel Alters, τ. 4, München 1989. Fliche, A., - Martin, V., Histoire de l’Église, τ. 2, Paris 1947. Frank, K. S., Lehrbuch der Geschite der Alter Kirche, Zürich 1996. Frend, W. H. C., The Early Church, Philadelphia χ.χ. Frend, W. H. C., The Rise of Christianity, London 1994. Frend, W. H. C., The Rise of Monophysite Movement, Cambridge 1972. Geerard, M., Calvis Patrum Graecorum, τ. 2, Brepols 1974. Greppner, M., Das Patriarchat von Antiochien, Würgburg 1891. Grillmeier, A., Christ in the Christian Tradition, London χ.χ. Grillmeier, A., Le Christ dans la Tradition Chrétienne, Paris 1973. Gwatkin, M. H., Studies of Arianism, London 21900. Halkin, F., Anciennes Littératures Chrétiennes, Paris χ.χ. Halkin, F., “Recherches et Documents d’Hagiographie Byzantine”, Subsidia Hagiographica 51 (1971) 320. Hanson, R. P. C., Studies of Arianism, London 2 1900. Hanson, R. P. C., “The Fate of Eustathius of 27
of Eustathius of Antioche” Harnack, A., Lehrbuch der Dogmengeschichte Hazlett, I., Early Christianity. Origins and Evolution to AD 600 Hefelle, C. J., A History of the Christian Councils Héfélé, L., Histoire des Conciles d’après les Document Originaux Honigmann, E., “Recherches sur les Listes des Pères de Nicée Honigmann, E., “The Original Lists of the Members of the Council of Nicaea Jugie, C., “Le Nombre des Conciles Œcumeniques Kannengiesser, C., Politique et Théologie chez Athanase d’Alexandrie Kelly, J. N. D., Early Christian Doctrines Kelly, J. N. D., Early Christian Greeds Kelly, J. N. D., Initiation à la Doctrine des Pères de l’Église Kelly, J. N. D., Jerome: His life, Writings, and Controversies Klostermann, E., Origenes, Eustathius von Antiochien und Grecor von Nyssa über die hexe von Endor Kraft, H., Einfürung in Die Patrologie Kwok, N., - Kit, N., The Spirituality of Athanasius Lardet, P., L’Apologie de Jérôme contre Rufin: un Commentaire Liebaert, J., Les Pères de l’Église Lietzmann, H., Histoire de l’Église Ancienne Lebon, J., Le Moine Saint Marcien Lorenz, R., “Die Eustathius von Antiochien Zugeschriebene Schrift Gegen Photin”
Antioche”, Zeitschrift für Kirchengeschichte 33 (1984) 117 – 179. Harnack, A., Lehrbuch der Dogmengeschichte, Tübingen 1909. Hazlett, I., Early Christianity. Origins and Evolution to AD 600, London 31993. Hefelle, C. J., A History of the Christian Councils, Edinburg 21952. Héfélé, L., Histoire des Conciles d’après les Document Originaux, τ. 8, Paris 1907. Honigmann, E., “Recherches sur les Listes des Pères de Nicée et de Constantinople”, Byzantion 11 (1936) 440 – 449. Honigmann, E., “The Original Lists of the Members of the Council of Nicaea, the Robber-Synod and the Council of Chalcedon ”, Byzantion 16 (1942-1943) 20-28. Jugie, C., “Le Nombre des Conciles Œcumeniques Reconnus par l’Église Greco-Russe et ses Théologiens”, Echos d’Orient 18 (1919) 305- 320. Kannengiesser, C., Politique et Théologie chez Athanase d’Alexandrie, Théologique Historique 27 (1974) 349 κ.ε. Kelly, J. N. D., Early Christian Doctrines, London 5 1977. Kelly, J. N. D., Early Christian Greeds, London 3 1963. Kelly, J. N. D., Initiation à la Doctrine des Pères de l’Église, Paris 1968. Kelly, J. N. D., Jerome: His life, Writings, and Controversies, London 1975. Klostermann, E., Origenes, Eustathius von Antiochien und Grecor von Nyssa über die hexe von Endor, Bonn 1912. Kraft, H., Einfürung in Die Patrologie, Germany 1991. Kwok, N., - Kit, N., The Spirituality of Athanasius, New York χ.χ. Lardet, P., L’Apologie de Jérôme contre Rufin: un Commentaire, New York 1993. Liebaert, J., Les Pères de l’Église, τ. 1, Paris 1986. Lietzmann, H., Histoire de l’Église Ancienne, Paris 1941. Lebon, J., Le Moine Saint Marcien, Leuven 1968. Lorenz, R., “Die Eustathius von Antiochien Zugeschriebene Schrift Gegen Photin”, Zeitschrift für die Neutestamentiche Wissenschaft 71 (1980) 109-128. 28
Malingrey, A. M., La Littérature Grecque Chrétienne Mandouze, A., Histoire des Saints et de la Sainteté Chrétienne Mandouze, A., Histoire des Saints et de la Sainteté Chrétienne Mannuci, U., (mons.), Istitutioni di Patrologia Maraval, P., Le Christianisme de Constantin à la Conquête Arabe Maraval, P., Lieux Saints et Pèlerinages d’Orient Maximos of Sardes, (metr.), The Œcumenical Patriarchate in the Orthodox Church Mayer, J., - Pietri, L., Histoire du Christianisme, Mercati, S. G., Collectanea Byzantina Michel de Grèce, Συρία Mitterand, F., Syrie, Mémoire et Civilization Moreschini, C., - Norelli, E., Storia della Leteratura Christiana Antica Graeca e Latina Moreschini, C., - Norelli, E., Storia della Leteratura Christiana Antica Graeca e Latina, τ. 2 Moubaras, Y., (abbé), “Calendrier Comparé ” Moubaras, Y., (abbé), “Livres des Anaphoras” Nau, F., Nestorius: Le Livre d’Héraclide de Damas Neale, J. M., (rev.), A History of the Eastern Church, τ. 1 Neale, J. M., (rev.), A History of the Eastern Church, (Patr. Antioch) Ortiz, I., Patrologia Syriaca, Papanicolaou, G., (archim.), La Translation des Evêques Parry K., The Blackwell Dictionary of Eastern Christianity Peeters, P., “Les Débuts du
Malingrey, A. M., La Littérature Grecque Chrétienne, Paris 1996. Mandouze, A., Histoire des Saints et de la Sainteté Chrétienne, τ. 3, Paris 1987. Mandouze, A., Histoire des Saints et de la Sainteté Chrétienne, τ. 11, Paris 1988. Mannuci, U., (mons.), Istitutioni di Patrologia, τ. 2, Roma 1950. Maraval, P., Le Christianisme de Constantin à la Conquête Arabe, Paris 2001. Maraval, P., Lieux Saints et Pèlerinages d’Orient, Paris 1995. Maximos of Sardes, (metr.), The Œcumenical Patriarchate in the Orthodox Church, εκδ. Ανάλεκτα Βλατάδων, Thessaloniki 1976. Mayer, J., - Pietri, L., Histoire du Christianisme, τ. 2, Desclée 1995. Mercati, S.G., Collectanea Byzantina, τ. 1, Roma 1970. Michel de Grèce, Συρία, Αθήνα χ.χ. Mitterand, F., Syrie, Mémoire et Civilization, Syrie χ.χ. Moreschini, C., - Norelli, E., Storia della Leteratura Christiana Antica Graeca e Latina, τ. 1, Brescia 1995. Moreschini, C., - Norelli, E., Storia della Leteratura Christiana Antica Graeca e Latina, τ. 2, Brescia 1996. Moubaras, Y., (abbé), “Calendrier Comparé ”, Pentalogie Antiochienne/ Domaine Maronite 4 (1964) 27, 57. Moubaras, Y., (abbé), “Livres des Anaphoras”, Pentalogie Antiochienne/ Domaine Maronite 4 (1964) 8 - 38. Nau, F., Nestorius: Le Livre d’Héraclide de Damas, Paris 1910. Neale, J. M., (rev.), A History of the Eastern Church, The Patriarchate of Alexandria, τ. 1, London 1947. Neale, J. M., (rev.), A History of the Eastern Church, The Patriarchate of Antioch, London 1953. Ortiz, I., Patrologia Syriaca, Romae 1965. Papanicolaou, G., (archim.), La Translation des Evêques dans la Tradition Canonique de l’Église, εκδ. Epectasis, Katérini 2003. Parry K., The Blackwell Dictionary of Eastern Christianity, London 1999. Peeters, P., “Les Débuts du Christianisme en 29
Christianisme en Géorgie d’après les Sources Hagiographiques” Peuech, A., Histoire de la Littérature Grecque Chrétienne Pelikan, J., La Tradition Chrétienne Peter l’Huillier, (arch.), The Church of the Ancient Councils Phidas, V., Droit Canon Pollard, T. E., Johannine Christology and the Early Church Prestige, G. L., Fathers and Heretics Quacquarelli, A., Complementi Interdisciplinari di Patrologia Quasten, J., Initiation aux Pères de l’Église Quasten, J., Patrology Raymond le Coz, L’ Église d’Orient Revendin, O., L’ Église au IVe siècle Revillout, E., Le Concile de Nicée (d’après les Textes Coptes) Richard, M., “Quelques Nouveaux Fragments des Pères Antinicées et Nicées” Rouët, M. J., - Journel, S. I., Enchiridion Patristicum Salavile, S., “La Fête du Concile de Nicée et les Fêtes de Conciles dans le Rite Byzantine” Salavile, S., “L’Iconographie des ‘Septs Conciles Œcumeniques ” Schawrtz, E., Publizistische Sammlungen zum Acacianischen Schisma Schawrtz, E., Zur Geschichte des Athanasius Sellers, R. V., Eustathius of Antioch Sellers, R. V., Two Ancient Christologies Sesboüé, B., - Wolinski, J., Histoire des Dogmes Sesboüé, B., Le Dieu de
Géorgie d’après les Sources Hagiographiques”, Analecta Bollandiana 30 (1932) 2-58. Peuech, A., Histoire de la Littérature Grecque Chrétienne, Paris 1930. Pelikan, J., La Tradition Chrétienne, τ. 1, Paris 1994. Peter l’Huillier, (arch.), The Church of the Ancient Councils, New York 2000. Phidas, V., Droit Canon, une Perspective Orthodoxe, Genève 1998. Pollard, T. E., Johannine Christology and the Early Church, Cambridge 1970. Prestige, G. L., Fathers and Heretics, London 1954. Quacquarelli, A., Complementi Interdisciplinari di Patrologia, Roma 1989. Quasten, J., Initiation aux Pères de l’Église, τ. 3, Paris 1986. Quasten, J., Patrology, τ. 3, New York 1975. Raymond le Coz, L’ Église d’Orient, Paris 1995. Revendin, O., L’ Église au IVe siècle, Genève 1987. Revillout, E., Le Concile de Nicée (d’après les Textes Coptes), Paris 1953. Richard, M., “Quelques Nouveaux Fragments des Pères Antinicées et Nicées”, Symbolae Osloenses 37 (1961) 76-83. Rouët, M. J., - Journel, S. I., Enchiridion Patristicum, Roma 1965. Salavile, S., “La Fête du Concile de Nicée et les Fêtes de Conciles dans le Rite Byzantine”, Echos d’Orient 24 (1925) 445- 447. Salavile, S., “L’Iconographie des ‘Septs Conciles Œcumeniques ”, Echos d’Orient 25 (1926) 144- 176. Schawrtz, E., Publizistische Sammlungen zum Acacianischen Schisma, München 1934. Schawrtz, E., Zur Geschichte des Athanasius, Berlin 1959. Sellers, R. V., Eustathius of Antioch and his Place in the Early History of Christian Doctrine, London 1928. Sellers, R. V., Two Ancient Christologies, London 1940. Sesboüé, B., - Wolinski, J., Histoire des Dogmes, τ. 1, Desclée 1994. Sesboüé, B., Le Dieu de Salut, τ. 1, Paris χ.χ. 30
Salut Sesboüé, B., “Les Pères Grecs et la Rhétorique” Simonetti, M., Biblical Interpretation in the Early Church Simonetti, M., La Crisi Ariana nel IV Secolo Smedt, C., “Des Publications Hagiographiques” Smelik, A. D., “The Witch of Endor (1 Samuel, 28) in Rabbinic and Christian Exegesis till 800 AA” Spanneut, M., “La Position Théologique d’Eustathe d’Antioche” Spanneut, M., Recherches sur les Écrits d’Eustathe d’Antioche Spinks, D. B., The Sanctus in the Eucharistic Prayer Stead, G. C., “The Significance of the Homoousios” Stevenson J., Creeds, Councils and Controversies Stevenson J., A New Eusebius Taft, R., «Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστοµος και η Αναφορά που φέρει το όνοµά του» Thomsonn, R. W., History of the Armenians Thurston, H., Butler’s Lives of the Saints Turner, H. E. W., The Pattern of Christian Truth Urbina, O., Nicée et Constantinople Wallace, D. S., - Hadrill, D., Eusebius of Caesarea Wade, D., -Arnold, H., The Early Episcopal Career of Athanasius of Alexandria Walter, C., L’Iconographie des Conciles dans la Tradition Byzantine Williams, R., A Guide to the Teaching of the Early Church Fathers Young, F. K., From Nicaea to Chalcedon Zeiller, J., Les Origins Chrétiennes dans les Provinces Danubiennes de l’Empire Romain
Sesboüé, B., “Les Pères Grecs et la Rhétorique”, Subsidia Hagiographica 13B (1966) 136. Simonetti, M., Biblical Interpretation in the Early Church, New York 1994. Simonetti, M., La Crisi Ariana nel IV Secolo, Roma 1975. Smedt, C., “Des Publications Hagiographiques”, Analecta Bollandiana 25 (1906) 366- 367. Smelik, A. D., “The Witch of Endor (1 Samuel, 28) in Rabbinic and Christian Exegesis till 800 AA”, Vigiliae Christianae 33 (1977) 160-179. Spanneut, M., “La Position Théologique d’Eustathe d’Antioche”, The Journal Theological Studies 5 (1954) 220-224. Spanneut, M., Recherches sur les Écrits d’Eustathe d’Antioche, Paris 1948. Spinks, D. B., The Sanctus in the Eucharistic Prayer, Cambridge χ.χ. Stead, G. C., “The Significance of the Homoousios”, Studia Patristica 3 (1961) 396-420. Stevenson J., Creeds, Councils and Controversies, London 1966. Stevenson J., A New Eusebius, London 1968. Taft, R., «Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστοµος και η Αναφορά που φέρει το όνοµά του», Κληρονοµία 21 (1989) 285-308. Thomsonn, R. W., History of the Armenians, London 1980. Thurston, H., Butler’s Lives of the Saints, τ. 3, Paris 1924. Turner, H. E. W., The Pattern of Christian Truth, London 1954. Urbina, O., Nicée et Constantinople, Paris χ.χ. Wallace, D. S., - Hadrill, D., Eusebius of Caesarea, London 1960. Wade, D., -Arnold, H., The Early Episcopal Career of Athanasius of Alexandria, London 1999. Walter, C., L’Iconographie des Conciles dans la Tradition Byzantine, Paris 1970. Williams, R., A Guide to the Teaching of the Early Church Fathers, Michigan 1960. Young, F. K., From Nicaea to Chalcedon, London χ.χ. Zeiller, J., Les Origins Chrétiennes dans les Provinces Danubiennes de l’Empire Romain, Paris 1918. 31
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ – ΣΥΜΒΟΛΑ ΚΡΙΤΙΚΟΥ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΟΣ Ι. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ α. Βιβλιογραφικές AB
Analecta Bollandiana, Bruxelles 1882 κ.ε.
AS
Acta Sanctorum, Βρυξέλλαι 1902.
ΒΕΠΕΣ
Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων.
BHG
Bibliotheca Hagiographica Graeca, τ. 1, Bruxelles 31957, εκδ. F. Halkin.
B
Byzantion.
ΒΖ
Byzantinische Zeitschrift, Leipzig, München.
DLE
De Littérature Ecclesiastique, εκδ. Bulletin.
DTC
Dictionnaire de Thèologie Catholique, Παρισίοις1926.
EEC
Encyclopedia of the Early Chrurch, τ. 1, Cambridge-Hong Kong 1922, εκδ. W. Frend.
Ε
Εκκλησία.
ΕΕΒΣ
Επιστηµονική Επετηρίς (Εταιρία) Βυζαντινών Σπουδών.
ΕΕΘΣΑ
Επιστηµονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Αθηνών.
ΕΕΘΣΘ
Επιστηµονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης.
ΕΠΕ
Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαµάς».
ΕΦ
Εκκλησιαστικός Φάρος.
ΘΗΕ
Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία.
JTS
The Journal of Theological Studies.
LCI
Lexikon der Christlichen Ikonographie, τ. 7, Herder, Germany 1974, εκδ. Wolfgang Braunfels.
LACL
Lexikon der Antiken Christlichen Literatur, Germany 1998.
LTK
Lexikon für Theologie und Kirche, Verlag Herder Feiburg, 1961, εκδ. J. Hofer Rom & K. Rahner Innsbruck.
NIDCC
The New International Dictionary of the Christian Church, Paternoster Press, Great Britain 1978, εκδ. J. Douglas.
ODB
The Oxford Dictionary of Byzantium, Oxford University Press 1991, εκδ. Al. P. Kazhdan, Alice-Mary Talbot κ.ά.
32
ODCC
The Oxford Dictionary of Christian Church, Oxford University Press, London 1974, εκδ. F. Cross.
OCA
Orientalia Christiana Analecta, Roma.
ODS
The Oxford Dictionary of Saints, τ. 3, Clarendon Press, Great Britain 1979, εκδ. Farmer.
PG
Patrologiae Cursus Completus, Ceries Graeca, τ. 161, Parisiis 1857-1866, εκδ. J.P. Migne.
PL
Patrologiae Cursus Completus, Series Latina, τ. 221, Parisiis 1844-1880.
PTS
Patristische Texte und Studien, Walter de Gruyter, New York 1973, εκδ. D. Hagedorn.
SH
Subsidia Hagiographica, Bruxelles 1886 κ.ε.
Συναξάριον
Συναξάριον περιέχον όλου του ενιαυτού των αγίων Μαρτύρων και Οσίωνεν
Κωνσταντινουπόλεως
συντόµω τα υποµνήµατα Propylaeum ad Acta Sanctorum Novembris, Synaxarium Ecclesiae Constantinopolitanae, Bruxelles 1902, εκδ.
H.
Delehaye.
ZFK
Zeitscrift für Kirchengeschichte, Stuttgart.
ZNW
Zeitschrift für die Neutestamentliche Wissenschaft, Berlin 1934, εκδ. H. Lietzmann & W. Eltester.
βλ. κ.ά. κ.ε. κεφ. ό.π. πρβλ. σ.
β. Βιβλιογραφο-τεχνικές = βλέπε σσ. = και άλλα (άλλοι) στ. = και εξής τ. = κεφάλαιο (κεφάλαια) υποσ. = όπου παραπάνω φ. = παράβαλε χ.τ. = σελίδα χ.χ.
= σελίδες = στίχος (στίχοι) = τόµος = υποσηµείωση = φύλλο = χωρίς τόπο = χωρίς χρονολογία
ΙΙ. ΣΥΜΒΟΛΑ ΚΡΙΤΙΚΟΥ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΟΣ « » Ακριβής παράθεση χωρίου < > Μη ακριβή παράθεση χωρίου [ ] Προσθήκη του εκδότη add. (additit) = πρόσθεσε codd. (codices) = όλοι οι κώδικες eras. (erasum) = σβησµένο l.n. (legi nequit) = δυσανάγνωστο mg.(in magrine) = στο περιθώριο om.(omittit, omisit) = παραλείπει, παρέλειψε p.c. (post correctionem) = µετά τη διόρθωση
33
s. v. (supra versum)
= πάνω από το στίχο
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Σύµφωνα µε τη Λουκιάνεια διατύπωση «αρχή σοφίας ονοµάτων επίσκεψις», δεν ήταν δυνατό να προβούµε στη διαπραγµάτευση του θέµατός µας, χωρίς να αναφέρουµε πρωτίστως κάποια στοιχεία που σχετίζονται µε το όνοµα3 που φέρει ο άγιος4 που παρουσιάζουµε στις σελίδες που ακολουθούν. ∆εν υπάρχει οµοφωνία σχετικά µε την ετυµολογία του ονόµατος «Ευστάθιος». ∆ύο είναι οι απόψεις που διατυπώνονται: η πρώτη, η οποία είναι επικρατούσα και µε την οποία συµφωνούµε κι εµείς, φέρει το όνοµα να αποτελείται από δύο συνθετικά, το θετικό βαθµό του επιρρήµατος «ευ», καθώς και το ρήµα «ίστηµι». Συνεπώς, Ευστάθιος είναι εκείνος που επιδεικνύει ή θα πρέπει να επιδεικνύει µε τη ζωή και τα έργα του, σταθερότητα σε αρχές, αξίες και θέσεις5, ή όπως σηµειώνει ο Ανώνυµος βιογράφος του ιεράρχη που παρουσιάζουµε: «…Ευστάθιον, (εστίν) το ευσταθές και περίδοξον φρόνηµα…»6. H δεύτερη φέρει το όνοµα προερχόµενο από το ρήµα «σταµατώ»7. Στο Αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας8 δεκαέξι άγιοι φέρουν το όνοµα Ευστάθιος, από τους οποίους επτά9 είναι µάρτυρες10, ένας11 ιεροµάρτυρας12(7/7)13 και οκτώ14 ιεράρχες, µεταξύ των οποίων και ο άγιος που διαπραγµατευόµαστε.
3
Για τους κοινωνικούς σκοπούς που εξυπηρετεί το «όνοµα», αλλά και τη σηµασία του στην εκκλησιαστική κοινότητα, βλ. Α. Μπουρνέλη, Ο Μεγάλος Άγνωστος, το κύριο όνοµά µας, σσ. 53-77· Κογκούλη Ι., Οικονόµου Χ., Σκαλτσή Π., Το Βάπτισµα, εκδ. Λυδία, Θεσσαλονίκη 1992, σσ.152-153. 4 Για τη σηµασιολογική εξέλιξη του όρου «άγιος», βλ.: Ν. Γεωργοπούλου, Communio Sanctorum, Η Εκκλησία ως Κοινωνία αγίων, Αθήνα, 1992, σσ. 17-24, 48-57, 226-130· ∆. Τσάµη, Αγιολογία, σ. 54· Γ. Τσέτση, (Μ. πρωτ.), Η ένταξη των Αγίων στο Εορτολόγιο, σ. 17 κ.ε.· Α. Παπαδόπουλου, Αγιολογία, θέµατα γενικά, ειδικά και εορτολογίου, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 26 κ.ε.· Π. Β. Πάσχου, Άγιοι οι φίλοι του Θεού, εκδ. Αρµός, Αθήνα 1995, σσ. 30-32. 5 Α. Μπουρνέλη, ό.π., σ. 89. 6 V.V. Latyšev, Menologii Anonymi Byzantini, σ. 120. 7 Α. Μπουτούρα, Τα Νεοελληνικά Κύρια ονόµατα, ιστορικώς και γλωσσικώς ερµηνευόµενα, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήναι 1912, σ. 66. 8 Macaire, (hier.), Le Synaxaire, τ. 3, σ. 253. Στο «Ευρετήριο Αγίων» καταγράφονται δεκατρείς άγιοι µε το όνοµα Ευστάθιος. Στο Αγιολόγιο του µητρ. Σωφρόνιου Ευστρατιάδη µνηµονεύονται µονάχα δέκα Άγιοι που φέρουν το όνοµα Ευστάθιος. Από αυτούς απουσιάζουν οι άγιοι άλλων οµόδοξων Εκκλησιών, ενώ υπάρχουν και δύο άγιοι που δε σηµειώνονται στο παραπάνω Συναξάριο του µοναχού Μακαρίου. Μακαρίου Γ., (αρχιεπ.), «Κύπρος, η αγία νήσος», Πόνηµα ευγνώµον του Βασιλείου Μ. Βέλλα, σ. 375· H. Delehaye, “Saints de Chypre”, AB 26 (1907) 263· Σ. Ευστρατιάδη, (µητρ.), Αγιολόγιον, σ. 150 – 152· Ανωνύµου, Ευρετήριο Αγίων και άλλων εκκλησιαστικών γεγονότων, εκδ. Τσολάκη, Αθήνα χ.χ., σ. 38. 9 Πρόκειται για τους: Μεγαλοµάρτυρα Ευστάθιο Πλακίδα (20/9), Ευστάθιο τον εν Αγκύρα (28/7), Ευστάθιο εκ Λιθουανίας (14/4), Ευστάθιο εκ Γάνγκρες (20/11), Ευστάθιο εκ Μιτσχέτα (29/7), Ευστάθιο το νέο, το Ρωµαίο (28/9) και Ευστάθιο τον εκ των µαρτύρων της Βιζύης (28/7). 10 Για τη σηµασιολογική εξέλιξη του όρου «µάρτυρα», βλ. ∆. Τσάµη, ό.π., σσ. 106 - 107· του ίδιου, Το Μαρτυρολόγιον του Σινά, σ. 22 υποσ. 2· Π. Βασιλειάδη, «‘Νεοµάρτυρες’…», Πρακτικά ΘεολογικούΣυνεδρίου (Εις τιµήν και µνήµην των Νεοµαρτύρων),Θεσσαλονίκη 1988, σ. 439 κ.ε. 11 Η µνήµη του Ευσταθίου ιεροµάρτυρος τελείται στις 7 Ιουλίου. 12 Για τη σηµασία του όρου «ιεροµάρτυρας», βλ. Ν. Μαλαβάκη, Βυζαντινολόγο, εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1999, σ. 66. 13 Οι αριθµοί στην παρένθεση δηλώνουν την ηµεροµηνία µνήµης του ιεροµάρτυρα. Ο πρώτος αναφέρεται στην ηµέρα και ο δεύτερος στο µήνα. 14 Στους ιεράρχες αγίους που φέρουν το όνοµα Ευστάθιος συγκαταλέγονται οι: Ευστάθιος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (31/5), Ευστάθιος αρχιεπίσκοπος Σερβίας (4/1), Ευστάθιος αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (20/9), Ευστάθιος επίσκοπος Αντιόχειας (21/2), Ευστάθιος επίσκοπος Κίου της Βιθυνίας (29/3), Ευστάθιος επίσκοπος Αµαθούντος, Ευστάθιος επίσκοπος Σόλων και Ευστάθιος επίσκοπος Χύτρων.
34
Ο Ευστάθιος Αντιόχειας έχει απασχολήσει την ακαδηµαϊκή έρευνα στο εξωτερικό, σε αντίθεση µε την Ελλάδα όπου δεν υπάρχουν αυτοτελείς µελέτες ή µονογραφίες που να πραγµατεύονται όσα αφορούν το πρόσωπό του. Ο ιεράρχης παρουσιάζεται µονάχα σε επιµέρους κεφάλαια, υποενότητες, κυρίως εγχειριδίων της Εκκλησιαστικής Γραµµατολογίας ή βιβλίων ιστορικοδογµατικού περιεχοµένου. Εξαίρεση αποτελεί η µελέτη του αρχιµ. Ευθύµιου Ελευθεριάδη ο οποίος πραγµατευόµενος τους «Πρόµαχους του συµβόλου Νικαίας», εξετάζει συνοπτικά, σε δύο συνέχειες, το πρόσωπο του Ευσταθίου, υπό τον τίτλο: « Ο άγιος ιεροµάρτυς Ευστάθιος επίσκοπος Αντιόχειας»15. Η ξενόγλωσση βιβλιογραφία που αναφέρεται άµεσα στον Ευστάθιο Αντιοχείας είναι δυνατό να διαιρεθεί στις ακόλουθες τρεις κατηγορίες: εκείνη που παρουσιάζει τη ζωή του εν γένει, ή ασχολείται µε επιµέρους πτυχές του βίου του, καθώς και εκείνη που παρουσιάζει τα έργα του ιεράρχη, υπό µορφή κριτικής έκδοσης, ή ερευνά την πατρότητά τους. ∆εν απουσιάζουν, τέλος, µελέτες οι οποίες αναφερόµενες στο πρόσωπο του ιερού Πατρός, έχουν θεολογικο-δογµατικό προσανατολισµό. Ως προς την πρώτη κατηγορία, ενδεικτικά µνηµονεύουµε τις ακόλουθες µονογραφίες και µελέτες16: Tη µονογραφία του Α. Ε. Burn που φέρει τον τίτλο «Eustathius of Antioch»17 (Ο Ευστάθιος Αντιοχείας), καθώς και εκείνη του R. V. Sellers, Eustathius of Antioch and his Place in the Early History of Christian Doctrine18 (Ο Ευστάθιος Αντιοχείας και η θέση του στην πρώιµη ιστορία του Χριστιανικού ∆όγµατος), η οποία παρέχει εκτός από προσωπογραφικές πληροφορίες και στοιχεία της θεολογικής σκέψης του ιεράρχη. Αξιόλογες είναι επίσης οι µελέτες των Η. Chadwick19 και R. P. C. Hanson20 που αναφέρονται στο ζήτηµα της καθαίρεσης και της εξορίας του Ευσταθίου. Αξίζει πάντως να σηµειώσουµε ότι σχεδόν κάθε φάση της ζωής του ιεράρχη αποτελεί αντικείµενο προβληµατισµού και διγνωµίας για τους µελετητές. Η πλειοψηφία των µελετών που αφορούν τον Ευστάθιο Αντιοχείας αναφέρεται στο συγγραφικό έργο του και στην πατρότητα των κειµένων του. Εξαιρετικής σπουδαιότητας είναι το µνηµειώδες έργο του Μ. Spanneut που φέρει τον τίτλο: “Recherchers sur les Écrits d’Eustathe d’Antioche”21 (Έρευνες στα συγγράµµατα του Ευσταθίου Αντιοχείας). Από την πλειάδα των µελετών22 που αποτελούν είτε κριτικές εκδόσεις των συγγραµµάτων του, είτε περιέχουν σχολιασµό τους, αρκούµαστε να αναφέρουµε εκείνες του E. Klostermann23 που περιλαµβάνει, µεταξύ των άλλων, κριτική έκδοση του έργου του Ευσταθίου Αντιοχείας «Εις το της Εγγαστριµύθου θεώρηµα διαγνωστικός»24 και του B. Altaner που φέρει τον τίτλο “Die Schrift περί του Μελχισεδέκ des Eustathios von Antiocheia”25 (Το σύγγραµµα «περί του Μελχισεδέκ», του Ευσταθίου Αντιοχείας). Επίσης, εκείνο του R. Lorenz που τιτλοφορείται “Die Eustathius von 15
Ε. Ελευθεριάδη, (αρχιµ.), «Γ΄. Ο άγιος ιεροµάρτυς Ευστάθιος επίσκοπος Αντιόχειας», Ε, τεύχ. 5 (1959) 75-78, 6 (1959) 94-96. 16 Μεταξύ των µονογραφιών, των οποίων η πρόσβαση δεν ήταν εφικτή, συγκαταλέγεται και η ακόλουθη δακτυλογραφηµένη µελέτη: Ο. Κrause, Eustathius von Antiochia, Breslauer 1921. 17 Παρά τις επίµονες προσπάθειες και την έρευνα που πραγµατοποιήσαµε σε βιβλιοθήκες της Ελλάδος και του εξωτερικού, δεν µπορέσαµε να εντοπίσουµε τη συγκεκριµένη µονογραφία. 18 Εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1928. 19 H. Chadwick, “The Fall of Eustathius of Antioch”, JTS 49 (1964) 27-35. 20 R .P. C. Hanson, “The Fate of Eustathius of Antioch”, ZKG 33 (1984) 171-179. 21 Εκδόθηκε από το Καθολικό τµήµα του Πανεπιστηµίου της Lille, το 1948. 22 Αναλυτικά για µονογραφίες και µελέτες των έργων του Ευσταθίου Αντιοχείας, βλ. Μ. Geerard, Clavis Patrum Graecorum, τ. 2, σσ. 245-253· M. Spanneut, Recherches sur les Écrits d’Eustathe d’Antioche, σσ. 13-17, 7-10. 23 E. Klostermann, Origenes, Eustathius von Antiochien und Grecor von Nyssa Űber die Ηexe von Endor, Bonn 1912. 24 Στη σειρά του J. P. Migne (†1875), βρίσκεται: PG 18, 613A - 673C. 25 Βλέπε σχετικά: ΒZ 40 (1940) 30-47.
35
Antiochien Zugeschiebene Schrift gegen Photin”26 (Το αποδιδόµενο στον Ευστάθιο Αντιοχείας βιβλίο περί του Φωτεινού). Στην κατηγορία των µελετών που µας δίνουν πληροφορίες για τη θεολογική σκέψη και δογµατική διδασκαλία του Ευσταθίου Αντιοχείας, συγκαταλέγεται εκείνη του M. Spanneut που τιτλοφορείται “La position Théologique d’Eustathe d’Antioche”27(Η θεολογική θέση, του Ευσταθίου Αντιοχείας). Όπως και άλλες µελέτες, που θα µνηµονεύσουµε στην οικεία ενότητα και αναφέρονται στη θεολογία του. Τα στοιχεία εκείνα που διαφοροποιούν την παρούσα µελέτη από εκείνες του παρελθόντος και της προσδίδουν πρωτοτυπία, σχετίζονται αφενός µε την παρουσίαση του προσώπου του Ευσταθίου Αντιοχείας στη λατρευτική Παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας -που σηµειωτέον είναι συνεπής µε την επιγραφή της ∆ιατριβής- τα ανέκδοτα Υµνογραφικά κείµενα, η ανέκδοτη Αναφορά και ο Βίος και αφετέρου µε την προσπάθεια που καταβάλλεται να διερευνηθούν πτυχές του βίου και των έργων του ιεράρχη, που δεν αποτέλεσαν αντικείµενο µελέτης κατά το παρελθόν, ή υπήρξε αµφιλογία απόψεων. Για την επίτευξη του συγκεκριµένου στόχου αξιοποιούµε ανέκδοτο, µέχρι σήµερα, πηγαίο υλικό από κώδικες χειρογράφων, καθώς και κείµενα της Εκκλησιαστικής Γραµµατείας, από τα οποία ορισµένα δεν έτυχαν αξιοποίησης µέχρι σήµερα. Εστιάζουµε στα σηµεία εκείνα της ζωής του ιεράρχη όπου δεν υπάρχει οµοφωνία απόψεων και επανεξετάζουµε τις θέσεις που διατυπώθηκαν. Τοποθετούµαστε, κριτικά, στα όσα εκφέρονται και καταθέτουµε την άποψή µας. Η διαπραγµάτευση του θέµατός µας ακολουθεί διµερή διαίρεση: Το πρώτο Μέρος, το οποίο επιγράφεται: «Βίος- Συγγράµµατα- Θεολογία του Ευσταθίου Αντιοχείας», πραγµατεύεται, µε γνώµονα το πηγαίο υλικό και λαµβάνοντας υπόψη ελληνόγλωσσα και ξενόγλωσσα βοηθήµατα, τους κύριους σταθµούς της ζωής του Ευσταθίου, τη συγγραφική του δραστηριότητα και τη θεολογική σκέψη του, καθώς επίσης και τις επιδράσεις τους στη διαµόρφωση και εδραίωση της ∆ογµατικής διδασκαλίας της Εκκλησίας. Στο δεύτερο Μέρος της διατριβής αυτής, που φέρει τον τίτλο: «Ο άγιος Ευστάθιος Αντιοχείας στη Λατρευτική Παράδοση της Εκκλησίας», µάς απασχολεί η ένταξη του αγίου στο Εορτολόγιο της Ανατολικής και ∆υτικής Εκκλησίας, η σχετική µε τον ιεράρχη υµνογραφία, καθώς και οι παραστάσεις του στην εικονογραφική παράδοση της Εκκλησίας. Ιδιαίτερη έµφαση δίνουµε στους Κανόνες που συντάχτηκαν προς τιµήν του ιεράρχη, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι ανέκδοτοι. Σ’ αυτούς, αφού παρουσιάσουµε τη χειρόγραφη παράδοση, καθώς και ορισµένα στοιχεία κωδικολογίας, παραθέτουµε υπό µορφή κριτικής έκδοσης το περιεχόµενό τους. Στο Παράρτηµα της εργασίας επισυνάπτουµε «Ευσταθιανό γλωσσάρι», µε τα άπαξ λεγόµενα και τις σπάνιες λέξεις στα συγγράµµατα του Ευσταθίου, σχεδιάγραµµα του Σχίσµατος της Αντιόχειας, ευρετήρια και χρονολογικούς πίνακες, όπως και φωτοαντίγραφα των χειρόγραφων κωδίκων που µεταγράψαµε. Επιπροσθέτως, τις σηµαντικότερες εικονογραφικές παραστάσεις του Ευσταθίου Αντιοχείας που εντοπίσαµε κατά τη διάρκεια της έρευνάς µας.
26 27
Βλέπε σχετικά: ZNW 71 (1980) 109-128. JTS 5 (1954) 220-224.
36
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΒΙΟΣ- ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ- ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ Ο ΒΙΟΣ Ι. ΟΙ ΠΗΓΕΣ Προκειµένου να διερευνήσουµε την πορεία της ζωής του Ευσταθίου Αντιοχείας κρίνεται σκόπιµο να προσεγγίσουµε και να καταγράψουµε τις πηγές εκείνες που µας παρέχουν πληροφορίες για το βίο του. Για καθαρά µεθοδολογικούς λόγους, εκθέτουµε τις πηγές προσεγγίζοντας τα σχετικά κείµενα της Εκκλησιαστικής Γραµµατείας και κατηγοριοποιώντας τα σε εκείνα των συγγραφέων της Ανατολής και της ∆ύσης, όπως επίσης και σε εκείνα των Αγιολογικών κειµένων. 1. ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ α΄ Πατέρες και Εκκλησιαστικοί Συγγραφείς. Το όνοµα του Ευσταθίου Αντιοχείας µνηµονεύεται σε αρκετά συγγράµµατα Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων της Ανατολικής Εκκλησίας είτε µε αφορµή την αίρεση του Αρειανισµού, είτε εξαιτίας της συγγραφικής δραστηριότητας του ιεράρχη, αλλά και τις επιπτώσεις που είχε η καθαίρεσή του από το θρόνο της Αντιόχειας στην τοπική Εκκλησία. Τα εν λόγω κείµενα28, κατά τη χρονολογική σειρά που συντάχτηκαν, ανήκουν στους: Ευσέβιο Καισαρείας, Αθανάσιο Αλεξανδρείας, Ιωάννη Χρυσόστοµο, Θεοδώρητο Κύρου, Αναστάσιο Σιναΐτη, Ιωάννη ∆αµασκηνό, Φώτιο Κωνσταντινουπόλεως, και Νικήτα Χωνιάτη. αα. Ευσέβιος Καισαρείας. Ευσεβίου Καισαρείας, Εις τον βίον Κωνσταντίνου, 3, 59 PG 20, 1125 B - 1128 B. Αρχ.: «Περί της εν Αντιοχεία…», Τέλ.: «…διαφόρως τα υποτεταγµένα.» Το κεφάλαιο αυτό, από το τρίτο βιβλίο29 του εγκωµίου30 του Ευσεβίου Καισαρείας προς τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, αναφέρεται στις διαµάχες που έλαβαν χώρα στην Αντιόχεια, µετά την καθαίρεση του Ευσταθίου, επισκόπου της πόλεως, από τους Αρειανόφρονες. Το όνοµα του Ιεράρχη µνηµονεύεται στον πλαγιότιτλο του κεφαλαίου που έχει ως εξής.: «Περί της εν Αντιοχεία δι’ Ευσταθίου ταραχής» καθώς και σε άλλα σηµεία του συγκεκριµένου έργου, στις υποσηµειώσεις31. aβ. Αθανάσιος Αλεξανδρείας. Αθανασίου Αλεξανδρείας, Απολογία περί της φυγής αυτού, 3 PG 25, 648 B. Αρχ.: « Ποία Εκκλησία νυν….», Τέλ. : «…και ορθόδοξον.» Στο σύγγραµµα αυτό του Αλεξανδρινού ιεράρχη που γράφτηκε το 35732, στο πλαίσιο της απολογητικής διάθεσής του, ο ιερός Πατήρ µνηµονεύει ονόµατα επισκόπων
28
Σηµειώνουµε τα σηµαντικότερα κείµενα στο κεφάλαιο αυτό. Υπάρχουν και άλλα, τα οποία µνηµονεύουµε στις συναφείς µε αυτά ενότητες. 29 Το εν λόγω έργο γράφτηκε µετά το θάνατο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου (337). Π. Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραµµατολογία, τ. Α΄, σ. 150. 30 Κ. Φούσκα, (πρωτ.), Θέµατα Πατρολογίας, σ. 106. 31 Ευσεβίου Καισαρείας, Εις τον βίον Κωνσταντίνου, PG 20, 1067 C· 1113 C· 1133 D· 1138 C. 32 ∆. Τσάµη, Εκκλησιαστική Γραµµατολογία, σ. 124.
37
τους οποίους οι Αρειανόφρονες ώθησαν σε αποµάκρυνση33 από τις επισκοπές τους. Πρώτος µεταξύ των επισκόπων που µνηµονεύονται, επιγράφεται ο Ευστάθιος Αντιοχείας ο οποίος χαρακτηρίζεται «οµολογητής» και «ορθόδοξος». Αθανασίου Αλεξανδρείας, Ιστορία Αρειανών, 4 PG 25, 697D - 700Β. Αρχ.: « Ευστάθιος τις ήν…», Τέλ.: «…και της Εκκλησίας εκβάλλεται.» Στο συγκεκριµένο σύγγραµµα του Μ. Αθανασίου που χρονολογείται το 357 και επιχειρείται η περιγραφή των περιπετειών του βίου του και της ιστορίας της Αρειανικής αίρεσης, γίνεται αναφορά στο πρόσωπο του Ευσταθίου Αντιοχείας. Η χρήση του Παρατατικού «ην» στις αναφορές του για τον ιεράρχη δηµιούργησε προβληµατισµό στους µελετητές και τους ώθησε να εκτιµήσουν ότι θα πρέπει να είχε πεθάνει την στιγµή που ο Αθανάσιος συντάσσει το σύγγραµµά του. Όµως, όπως θα καταδείξουµε στην οικεία ενότητα, η άποψη αυτή δεν είναι ορθή. Σύµφωνα µε το κείµενο, ο Ευστάθιος, ο επίσκοπος της Αντιόχειας, χαρακτηρίζεται «οµολογητής» και «ευσεβής» στην «πίστη». Καταγράφεται η αντίθεσή του προς την Aρειανική αίρεση η οποία αποτέλεσε την αιτία να τον διαβάλουν στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο. Προκειµένου, όµως, να τον κατηγορήσουν και να καταδικαστεί σε εξορία, προβάλλεται ως πρόφαση, η ύβρις προς τη µητέρα του αυτοκράτορα. Της εξορίας του Ευσταθίου επακολούθησε η τοποθέτηση Αρειανοφρόνων επισκόπων στους θρόνους των εξόριστων ορθοδόξων επισκόπων. aγ. Ιωάννης Κωνσταντινουπόλεως (Χρυσόστοµος). Ιωάννου Χρυσοστόµου, Εγκώµιον εις τον εν αγίοις πατέρα ηµών Ευστάθιον αρχιεπίσκοπον Αντιοχείας της µεγάλης, PG 50, 597D - 606Β. Αρχ.: « Σοφός τις ανήρ…», Τέλ.: «…των αιώνων. Αµήν». Κώδικες: (ΕΒΕ) Αθηνών, Εθνική Βιβλιοθήκη 991, (16ος αι.), φφ. 64 v – 71 v.34 (Π) Παντελεήµονος 58, (13ος αι.), φφ. 266 v – 272 v.35 (P1) Parisinus gr. 748, (11ος αι.), φφ. 248 v – 255 r . 36 (P2) Parisinus gr. 759, (10ος - 11ος αι.), φφ. 349 r – 354 r. 37 (P3) Parisinus gr. 1197, (12ος αι.), φφ. 69 r – 79 v.38 (V1) Vaticanus gr. 107, (17ος αι.), φφ. 45 r – 52 r. 39 (V2) Vaticanus gr. 1628, (11ος αι.), φφ. 103 r – 108 v.40 (V2) Vaticanus gr. 1630, (11ος αι.), φφ. 215 v – 222 r.41 Εκδόσεις: J. P. Migne, PG 50, 597 D - 606Β. 33
Αθανασίου Αλεξανδρείας, Απολογία περί της φυγής αυτού, 3 PG 25, 649 B: «…οι πάντες επίσκοποι αγαθοί και της αληθείας κήρυκες, αρπάζονται, και εξορίζονται πρόφασιν ουδεµίαν έχοντες, ή ότι µη συνέθεντο τη Αρειανική αιρέσει, µηδέ υπέγραψαν αυτοις καθ’ ηµών, εν αις επλάσαντο διαβολαις και συκοφαντίαις.»· πρβλ. Η. Βουλγαράκη, Καθηµερινές ιστορίες αγίων και αµαρτωλών στο Βυζάντιο, σ. 21. 34 O κώδικας είναι χαρτώος και αποτελείται από 267 φύλλα. F. Halkin, Catalogue des Μanuscrits Ηagiographiques, σ. 76. 35 Ο κώδικας είναι περγαµηνός και αποτελείται από 431 φύλλα, διαστάσεων 0,30 × 0,32. Περιέχει οµιλίες του Ιωάννη του Χρυσοστόµου για όλο το έτος. M. Aubineau, “Un Panegyricon Chrysostomien pour les Fêtes Fixes de l’Année Liturgique”, AB 92 (1974) 83. 36 Ο κώδικας είναι περγαµηνός και αποτελείται από 298 φύλλα στα οποία περιέχονται οµιλίες του Ιωάννη του Χρυσοστόµου. F. Halkin, “Manuscrits Grecs de Paris Inventaire Hagiographique”, SH 44 (1968) 56. 37 Ο κώδικας είναι περγαµηνός και αποτελείται από 389 φύλλα, στα οποία περιέχονται οµιλίες του Ιωάννη του Χρυσοστόµου. Ό.π., SH 44 (1968) 56. 38 Στα 186 φύλλα του περγαµηνού αυτού κώδικα περιέχονται οµιλίες του ιερού Χρυσοστόµου. Ό.π., SH 44 (1968) 141. 39 Ο κώδικας είναι χαρτώος και αποτελείται από 171 φύλλα. Περιέχει οµιλίες του ιερού Πατρός. Ε. Feron, Codices Manuscripti Graeci Ottoboniani Bibliothecae Vaticanae, σ. 63. 40 O κώδικας είναι περγαµηνός και αποτελείται από 226 φύλλα. Είναι διαστάσεων 41,5 × 29,5 και κάθε φύλλο έχει δύο στήλες, από 32 σειρές η στήλη. C. Gianneli, Codices Vaticani Graeci, σ. 302. 41 O κώδικας είναι περγαµηνός και αποτελείται από 203 φύλλα. Είναι διαστάσεων 36,0 × 25,8 και κάθε φύλλο έχει δύο στήλες, από 33 σειρές η στήλη. Ό.π., σ. 308.
38
Ε. Ducaeus, S. Ioannis Chrysostomi Panegyrici Tractatus XVII, Burdigalae 1601, σσ. 91 – 119. S. Montfaucon, S. Ioannis Chrysostomi Opera,τ. 2, σσ. 603 – 610. Mελέτες: Γ. Παπαδάκη, Το Αγιολογικό έργο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόµου, σσ. 147 – 153. F. Cavallera, Le Schisme d’Antioche, σ. 19. M. Spanneut, ό.π., σ. 22. Μαρτυρίες: F. Halkin, “Eustathius ep. Antiochenus’’, BHG 1 (1957) 201 – 202. E. Bollandiani, “Eustathius ep. Antiochenus’’, BHG (1909) 89. A. Ehrhard, Überlieferung und Bestand der Hagiographischen und Homiletische Literature der Grichischen Kirche, τ. 3, Leipzig 1938, σ. 71. Η. Delehaye, “Les Origines du Culte des Martyrs”, SH 20 (1933) 97. Ο πανηγυρικός του ιερού Χρυσοστόµου για τον Ευστάθιο Αντιοχείας εκφωνήθηκε το Φθινόπωρο του 388, σύµφωνα µε τους µελετητές42. Ο F. Cavallera, σχολιάζοντας το συγκεκριµένο λόγο, τον χαρακτηρίζει «αρκετά φτωχό»43 σε πληροφορίες σε σχέση µε την ιστορική πoρεία του ιεράρχη. Ο M. Spanneut προεκτείνοντας τη σκέψη του F. Cavallera, αποφαίνεται ότι δε βρίσκουµε σε αυτόν κανένα ιστορικό δεδοµένο, εφόσον ο λόγος εστιάζεται σε ασκητικές και µυστικές θεωρήσεις44. Η θέση αυτή µας βρίσκει εν µέρει µόνο σύµφωνους, εφόσον προσεκτική µελέτη του µάς δίδει, µεταξύ των άλλων και τις ακόλουθες ιστορικές πληροφορίες: Η πρώτη σχετίζεται µε το χρόνο θανάτου του Ευσταθίου, ενώ η δεύτερη αναφέρεται στον τόπο εξορίας και ταφής του. Η πλειοψηφία των µελετητών τοποθετεί το χρόνο θανάτου του ιεράρχη γύρω στο 330 – 335, όπως θα δούµε στην οικεία ενότητα. ∆ύο σηµεία του εγκωµιαστικού λόγου του Χρυσοστόµου µάς υποψιάζουν ότι η θέση αυτή δεν ανταποκρίνεται στην πραγµατικότητα. Ο ιεράρχης, συνδέοντας τον εγκωµιασµό ενός προσώπου µε το θάνατό του, σηµειώνει στην αρχή του λόγου του ότι τώρα που κοιµήθηκε ο Ευστάθιος, έχουµε τη δυνατότητα να τον εγκωµιάσουµε: «…παραινεί κοινή πάσιν ανθρώποις προ τελευτής µη µακαρίζειν µηδένα. Ουκούν επειδή τετελεύτηκεν ο µακάριος Ευστάθιος, µετά αδείας, αυτόν aπάσης εγκωµιάσαι λοιπόν δυνάµεθα».45 Όπως µπορεί κάποιος να αντιληφθεί, θα ήταν αδόκιµο, εξ επόψεως οµιλητικής δεοντολογίας και λογικά άστοχο, να προβαίνει κάποιος στη συγκεκριµένη διατύπωση, εάν το εγκωµιαζόµενο πρόσωπο είχε εκδηµήσει εις Κύριον, πενήντα και πλέον χρόνια πριν. Οδηγούµαστε, λοιπόν, στην εκτίµηση ότι ο Ευστάθιος έζησε αρκετά χρόνια µετά από την εξορία του. Προς την κατεύθυνση αυτή συνηγορεί και ένα άλλο σηµείο του λόγου του ιερού Πατρός. Σύµφωνα µε τον ιεράρχη, ο Ευστάθιος «…ου πρότερον απέστη, έως ο Θεός τον µακάριον Μελέτιον παρεσκεύασεν ελθόντα το φύραµα άπαν λαβείν· ούτος έσπειρεν, εκείνος ελθών εθέρισεν.»46. Η 42
M. Spanneut, ό.π., σ. 22· Ο αρχιµ. Ε. Ελευθεριάδης τοποθετεί την εκφώνηση του λόγου το 384: Ε. Ελευθεριάδη, (αρχιµ.), ό.π., Ε, τεύχ. 6 (1959) 96 υποσ. 38. Εσφαλµένα ο Ρούσσου Β., (πρεσβ.), τοποθετεί την εκφώνηση του λόγου του Χρυσοστόµου προς τον Ευστάθιο Αντιοχείας κατά τη µετακοµιδή των λειψάνων του τελευταίου, επί αυτοκράτορος Ζήνωνος. Την εποχή εκείνη δε ζούσε ο ιερός Χρυσόστοµος. Χαρακτηριστικά σηµειώνει στο κείµενό του: «Επί Ζήνωνος (474 – 491), 117 έτη αργότερον ανεκοµίσθη το λείψανόν του, από Φιλίππους εις Αντιόχειαν,…. Κατά την µετακόµισιν ταύτην ο άγ. Χρυσόστοµος έπλεξε το εγκώµιόν του.». Βλ. Β. Ρούσσου, (πρεσβ.), Ήρωες του Χριστιανισµού, σ. 155. 43 F. Cavallera, Le Schisme d’Antioche, σ. 19. 44 M. Spanneut, ό.π., σ. 22: “…le panégyrique … quoi qu’en dise le R. P. (sic) Cavallera, ne fournit aucune donnée historique précise en ses hautes considérations ascétiques ou mystiques.”. 45 Ιωάννου Χρυσοστόµου, ό.π., PG 50, 597D. 46 Ό.π., PG 50, 605Α.
39
συγκεκριµένη µαρτυρία θεωρείται από µελετητές47 ότι σχετίζεται µε το χρονικό προσδιορισµό του θανάτου του Ευσταθίου, ο οποίος τοποθετείται µετά το 370. Ο Ευστάθιος εξορίστηκε από τους εχθρούς του σε άλλη γη, στη Θράκη48, σύµφωνα µε τον ιεράρχη, όπου και ενταφιάστηκε. Αξίζει, τέλος, να σηµειωθεί ότι αποδίδεται στον προκαθήµενο της Αντιόχειας ο τίτλος του «µάρτυρα», µε την αιτιολόγηση ότι µάρτυρας δεν είναι µονάχα εκείνος που υπέµεινε µαρτυρικό τέλος, αλλά και εκείνος που είχε πρόθεση να προβεί σε αυτό49. aδ. Θεοδώρητος Κύρου. Θεοδωρήτου Κύρου, Ερανιστής ήτοι Πολύµορφος, PG 83, 88C· 176B· 235B. Εκδόσεις: J. P. Migne, PG 83, 32 – 317. Μελέτες: M. Spanneut, ό.π., σσ. 26 - 29. Ε. Αρτέµη, «Ο Ερανιστής του Θεοδωρήτου Κύρου», Κοινωνία, τεύχ. 3 (2004) 284 – 296. Ως γνωστόν, το δογµατικό αυτό έργο του Θεοδωρήτου Κύρου, που γράφτηκε το 44750 για να αντιµετωπίσει το Μονοφυσιτισµό, αποτελείται από τέσσερα βιβλία τα οποία περιέχουν 238 χωρία από ογδόντα οκτώ πατερικά έργα, µεταξύ αυτών και του Ιγνατίου Αντιοχείας, του Ειρηναίου Λυώνος κ. ά. ∆εν είναι στις προθέσεις µας να ασχοληθούµε µε τις εκδόσεις του κειµένου51, ή µε ζητήµατα µεθοδολογικής φύσεως που αφορούν τον Ερανιστή. Αρκούµαστε να σηµειώσουµε ότι το όνοµα του Ευσταθίου, ως επισκόπου Αντιοχείας, µνηµονεύεται είκοσι επτά φορές στο συγκεκριµένο σύγγραµµα: οκτώ φορές στο πρώτο βιβλίο, πέντε φορές στο δεύτερο και δεκατέσσερις φορές στο τρίτο βιβλίο52, παρουσιάζοντας σχόλια του ιεράρχη σε Αγιογραφικά χωρία. Αξίζει επίσης να σηµειωθεί ότι τρεις φορές χαρακτηρίζεται και ως «οµολογητής»53. aε. Λεόντιος Ιεροσολυµίτης Λεόντιου Ιεροσολυµίτη, Κατά Μονοφυσιτών, PG 86ΙΙ, 1840BC. Αρχ.: «Ευσταθίου Αντιοχείας...», Τέλ.: «…κατά πάντα.» Εκδόσεις: J. P. Migne, PG 86ΙΙ, 1840ΒC. Ο Λεόντιος Βυζάντιος διασώζει σχόλιο του Ευσταθίου Αντιοχείας στο ΙΕ΄ Ψαλµό. Η πατρότητά του αµφισβητείται από ορισµένους µελετητές54 και αυτό δεν είναι ανεξάρτητο από τη χρήση του όρου «µοναδικό πρόσωπο» για το Χριστό, στο εν λόγω κείµενο. αστ. Αναστάσιος Σιναΐτης. Αναστάσιου Σιναΐτη, Οδηγός, PG 89, 93A. Αρχ.: «… του φρονήµατος των αγίων...», Τέλ.: «…αλλοτρίους του Χριστού.» Εκδόσεις: J. P. Migne, PG 89,93Α. Το όνοµα του Ευσταθίου Αντιοχείας µνηµονεύεται µεταξύ των Πατέρων και µεγάλων ∆ιδασκάλων της Εκκλησίας, µε τη διδασκαλία των οποίων προτρέπονται να συντάσσονται οι πιστοί. Αναστάσιου Σιναΐτη, Εις την Εξαήµερον, PG 89, 994 Β. Αρχ.: “In hac autem…”, Τέλ.: “…Deo afflatum curatorem.” Κώδικες: (P) Parisinus gr. 861, φφ. 120 r – 121 r. (V) Vaticanus gr. 726, φφ. 127 r. Εκδόσεις: J. P. Migne, PG 89, 994 Β. (Κείµενο στα Λατινικά). 47
Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία , τ. Γ΄, σ. 451. Ιωάννου Χρυσοστόµου, ό.π., PG 50, 600 Β· 601Α. 49 Ό.π., PG 50, 601 Β. Πρβλ. ∆. Τσάµη, Το Μαρτυρολόγιον του Σινά, σ. 22 υποσ. 2. 50 Κ. Φούσκα, (πρωτ.), Θέµατα Πατρολογίας, σ. 143. 51 Για το ζήτηµα των εκδόσεων του Ερανιστή, βλ. M. Spanneut, ό.π., σ. 26. 52 Ό.π., σ. 27. 53 Θεοδωρήτου Κύρου, Ερανιστής ήτοι Πολύµορφος, PG 83, 88C· 176B· 235B. 54 M. Spanneut, ό.π., σ. 35· 67. 48
40
M. Spanneut, ό.π., σσ.128-129, 40-41. Στην ελληνική σειρά της Πατρολογίας, το απόσπασµα55 του κείµενου της Εξαηµέρου που µας αφορά, φέρεται στη λατινική γλώσσα. Ο M. Spanneut, στην κριτική έκδοση του κειµένου, καταλήγοντας το λόγιο του ιεράρχη56, παραθέτει τα ακόλουθα εκ του χειρογράφου: «Ταύτης δε της δόξης εστί και ο πολύς εν θεολογία Ευστάθιος ο θείος και προσοµιλητής και µάρτυς και κορυφαίος της εν Νικαία συνόδου διδάσκαλος ω και πειθαρχούµαι ως θεολήπτη κηδεµόνι.»57 Σύµφωνα µε το συγκεκριµένο κείµενο του Αναστασίου, ο Ευστάθιος σηµειώνεται ως κορυφαίος της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου, ενώ γίνεται ιδιαίτερη αναφορά, µε τη χρήση κοσµητικών επιθέτων, στη θεολογική του οξύνοια. Αξίζει επίσης να σηµειωθεί ότι στο σύγγραµµα του Σιναΐτη, «Κατά Μονοφυσιτών χρήσεις Πατέρων»58, όπου καταγράφεται ο επίσης νόθος59 λόγος του Ευσταθίου στο Κατά Ιωάννην, ο ιεράρχης µνηµονεύεται ως επίσκοπος Αντιόχειας και µάρτυρας. aζ. Ιωάννης ∆αµασκηνός. Ιωάννου ∆αµασκηνού, Επιστολή εις τον αυτοκράτοραν Θεόφιλον, PG 95, 353CD. Αρχ.: «Και Κωνστάντιος µεν….», Τέλ.: «…εξοστρακίστους κατεδίκασεν.» Το απόσπασµα αυτό το οποίο δε µνηµονεύεται στα έργα των µελετητών, ελλήνων και ξένων, αναφέρει τον Ευστάθιο µαζί µε άλλα ονόµατα προσωπικοτήτων της Εκκλησίας, όπως τον Αλεξανδρείας Αθανάσιο, τον Παύλο Κωνσταντινουπόλεως, µε τους χαρακτηρισµούς «λογάδες» και «άγιοι Πατέρες», οι οποίοι δεινοπάθησαν αρκετά από την κακοδοξία των αυτοκρατόρων. Ιωάννου ∆αµασκηνού, Ιερά Παράλληλα, PG 96, 477 ΑD· 540A · 95, 1109B. Κώδικες: (V) Vaticanus gr. 1553, (12ος – 13ος αι.), φφ. 23 r - 24 v· 40 v. (P) Parisinus coisl. 276, (10ος αι.), φφ. 30 r – 35 r · 43 v – 44 r. Εκδόσεις: J. P. Migne, PG 95, 1039 - 1588· 96, 477 ΑD· 540A. M. Spanneut, ό.π., σσ. 96-96, 111, 119. Μαρτυρίες: M. Spanneut, ό.π., σσ. 43-46. Σύµφωνα µε τους µελετητές, το όνοµα του Ευσταθίου Αντιοχείας απαντάται εννέα φορές60 στα Ιερά Παράλληλα, µε αφορµή σχολιασµό του σε διάφορα χωρία και διατύπωση απόψεων. Ο ιεράρχης χαρακτηρίζεται ως «επίσκοπος» Αντιόχειας και «οµολογητής». αη. Φώτιος Κωνσταντινουπόλεως61. Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως, Βιβλιοθήκη, PG 104, 156BC. Αρχ.: «..οι δε το οµοούσιον…..», Τέλ.: «…άλλη συνείχε υπερορία.» Εξαιρετικής σπουδαιότητας τυγχάνει το συγκεκριµένο απόσπασµα του Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως τόσο εξαιτίας του περιεχοµένου του, το οποίο αναφέρεται στη χειροτονία του Ευάγριου Κωνσταντινουπόλεως, όσο και διότι δεν έχει µνηµονευτεί από κανένα µελετητή µέχρι σήµερα. Η αναφορά για χειροτονία του Ευάγριου από τον Ευστάθιο Αντιοχείας µας δίνει τη δυνατότητα να αντιληφθούµε ότι ο ιεράρχης ήταν ακόµη εν ζωή το 370. Το 55
Αναστάσιου Σιναΐτη, Εις την Εξαήµερον, PG 89, 994 Β:“In hac autem senteria est etiam ille in theologia celeberimus Eustachius concionator et martyr, et summus doctor synodi Nicaenae, cui pareo et quem sequor, ut a Deo afflatum curatorem.’’ 56 Το εν λόγω σχόλιο του ιεράρχη στο κείµενο της Γενέσεως κρίνεται νόθο. Σ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία, τ. Β΄, σ. 113· Α. Μπουρνέλη, Εκκλησιαστική Γραµµατολογία, Πατρολογία, τ. Α΄, σ. 59· Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ. Γ΄, σ. 454. 57 M. Spanneut, ό.π., σ. 128. 58 Ό.π., σ. 126. 59 Σ. Παπαδόπουλου, ό.π., σ. 113. 60 M. Spanneut, ό.π., σ. 45. 61 Στα συγγράµµατα του Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως υπάρχουν και άλλες µαρτυρίες για τον Ευστάθιο Αντιοχείας, εκτός από εκείνες που παραθέτουµε εδώ, τις οποίες θα µνηµονεύσουµε στις οικείες ενότητες.
41
συγκεκριµένο απόσπασµα καταγράφει επίσης τον τόπο της δεύτερης εξορίας του Ευσταθίου, τη Βιζύη. Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως, Επιστολαί Α΄, ΙΣΤ΄, PG 102, 768Α. Αρχ.: «Ουδείς τούτων…..», Τέλ.: «…βιβλίων αιχµαλωσίαν υπέµεινε.» Εκδόσεις: J. P. Migne, PG 102, 765 D - 768 Β. Μαρτυρίες: Η. Βουλγαράκη, ό.π., σσ. 185 – 188. Στην επιστολή αυτή του εξόριστου στη µονή των «Αρµενιατών» Φωτίου, πρώην Κωνσταντινουπόλεως, προς τον αυτοκράτορα Λέοντα τον ΣΤ΄ (886 – 912), εκφράζεται η πικρία του για την αυστηρότητα µε την οποία αντιµετωπίστηκε ως εξόριστος. Ο ιερός αυτός Πατήρ, θεωρεί άδικη την ποινή που του επιβλήθηκε, σύµφωνα µε την οποία, δεν είχε τη δυνατότητα, µεταξύ των άλλων, να διατηρεί µαζί του βιβλία για µελέτη. Ο «πνευµατικός» αυτός «λιµός»62, η «αιχµαλωσία του βιβλίου», στην οποία υποβλήθηκε, τον ώθησε να υπογραµµίσει στον αυτοκράτορα ότι τέτοια πράξη δε συνέβη ούτε σε εξορίες ιερών προσώπων, κατά το παρελθόν, έστω και αν αυτές προκλήθηκαν από αιρετικούς. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο απαριθµεί τα ονόµατα εξεχουσών προσωπικοτήτων της Εκκλησίας, οι οποίες µολονότι εξορίστηκαν, δεν τους στερήθηκε το δικαίωµα της µελέτης. Μεταξύ εκείνων που µνηµονεύονται είναι ο Ιωάννης ο Χρυσόστοµος, ο Παύλος ο οµολογητής, ο Μ. Αθανάσιος και ο Ευστάθιος Αντιοχείας, του οποίου το όνοµα καταγράφεται δεύτερο, κ.ά. Το απόσπασµα στο οποίο µνηµονεύεται ο Αντιοχείας, έχει ως εξής: «Ουδείς τούτο των ορθοδόξων ουδ’ υπό των ετεροδοξούντων πέπονθεν…. Ευστάθιος ο θαυµάσιος, την ίσην επιβουλήν παρά των Αρειανιζόντων υπήνεγκεν· αλλ’ ουχ ως ηµείς, και τα βιβλία αφήρηται.»63 Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως, Βιβλιοθήκη, PG 103, 941Β. Αρχ.: «Και γαρ και Ευστάθιος…..», Τέλ.: «…Χριστόν φράζουσι…» Στο κείµενο αυτό ο ιεράρχης µνηµονεύει τους έξι Λόγους κατά των Αρειανών που σύνταξε ο Ευστάθιος Αντιοχείας και αναφέρει συγκεκριµένο απόσπασµα από το εν λόγω έργο64. aθ. Νίκων Μαυρορείτης. Νίκωνος Μαυρορείτη, (µον.), Περί τους πνευµατικούς και αγαπητούς πατέρας και αδελφούς ηµών τους Ιβήρους προς το πνευµατικόν µου τέκνον Γεράσιµον. Αρχ.: «Απολύσαµέν σοι πρώην…», Τέλ.: «…των αγίων. Αµήν.» Κώδικες: (S) Sinaiticus gr. 436 (441), (1090), φφ. 238 rα -240 rα. Εκδόσεις: V. Beneševic, Catalogus Codicum Manuscriptorum Graecorum, τ. 1, σσ. 596- 601. Μαρτυρίες: Θ. Γιάγκου, Νικόλαος ο Μαυρορείτης, (Βίος-Συγγραφικό έργο, Κανονική ∆ιδασκαλία), σ. 128, 158-162. Του ίδιου, «Οι σχέσεις των Εκκλησιών κατά τον ενδέκατο αιώνα», Κανονικολειτουργικά 1 (1996) 157 κ.ε. Πρόθεσή µας δεν είναι να ασχοληθούµε στην παρούσα ενότητα µε τους λόγους που οδήγησαν στη σύνταξη της συγκεκριµένης επιστολής, το ιστορικό της υπόβαθρο, τις πηγές της65 κ.ά. Θα αρκεστούµε να σηµειώσουµε ότι χρονολογείται το 1090 και η
62
Αµώς 8, 11: «Έσται εν ταις ηµέρες εκείναις λιµός άρτου και λιµός του ακούσαι λόγον Κυρίου.» Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως, Επιστολαί Α΄, ΙΣΤ΄, PG 102, 768Α. 64 Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως, Βιβλιοθήκη, 225 PG 103, 941Β: «Και γάρ Ευστάθιος ο των Αντιοχέων αρχιερεύς εν εξ λόγοις τα κατά των Αρειανών αυτοίς ρήµασιν ούτω φησίν… “Αλλ’ οι παράδοξοι της Αρείου θυµέλης µεσόχοροι το µεν αµαρτίαν πεποιηκέναι τον Χριστόν φράζουσι..”». Το απόσπασµα που καταγράφεται στο Φώτιο, βρίσκεται έχει ληφθεί από το εν λόγω έργο του Ευσταθίου PG 18, 692Β. 65 Για τα ζητήµατα αυτά µπορεί να ενηµερωθεί ο ενδιαφερόµενος ανατρέχοντας στην ακόλουθη ενδεικτική βιβλιογραφία: Θ. Γιάγκου, Νικόλαος ο Μαυρορείτης, Βίος - Συγγραφικό έργο - Κανονική 63
42
σηµαντικότητά της, έγκειται στο γεγονός ότι αναφέρεται, µεταξύ των άλλων, στο ρόλο που διαδραµάτισε ο Ευστάθιος Αντιοχείας στον εκχριστιανισµό της Ιβηρίας. Σύµφωνα µε το δεύτερο µέρος66 της επιστολής, ο εκχριστιανισµός της Ιβηρίας έλαβε χώρα επί της εποχής του Μ. Κωνσταντίνου, µε τη συνεργασία της αγίας Νίνας67. Ο αυτοκράτορας, κατόπιν παρακλήσεως των Ιβηριτών, έστειλε στη χώρα εκείνη τον πατριάρχη Αντιοχείας Ευστάθιο68, ο οποίος βάπτισε τη βασιλική οικογένεια και το λαό. Εγκαινίασε το ναό που είχε ανοικοδοµηθεί και χειροτόνησε επίσκοπο, ο οποίος είχε κανονική εξάρτηση από τον Πατριάρχη Αντιοχείας. Σύµφωνα µε το κείµενο, οι Ιβηρίτες προσέφεραν στο Πατριαρχείο Αντιοχείας αρώµατα για την παρασκευή του Αγίου Μύρου και εκείνοι παραλάµβαναν από τον Αντιοχείας το καθαγιασµένο Άγιο Μύρο. Το κείµενο παρέχει και άλλες πληροφορίες για την αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ιβηρίας, οι οποίες, επειδή δεν αφορούν άµεσα το θέµα µας, δε σηµειώνονται στην παρούσα ενότητα. aι. Νικήτας Χωνιάτης. Νικήτα Χωνιάτη, Θησαυρός ορθοδόξου πίστεως, PG 139, 1366CD· 1367AB· 1369CD· 1370AB. Αρχ.: “Jam vero his qui ad concilium...”, Τέλ.: “…unde originem trhebat.” Εκδόσεις: J. P. Migne, PG 139, 1366C – 1370B. (Στα Λατινικά) Μαρτυρίες: Νικοδήµου Αγιορείτου, (µον.), Συναξαριστής των δώδεκα µηνών, τ. 3, σ. 297. Κ. Κοντογόνη, Φιλολογική και Κριτική Ιστορία, τ. 2, σ. 75 υποσ. γ΄. Ανωνύµου, Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, σ. 338. Σύµφωνα µε τον εκκλησιαστικό αυτό συγγραφέα (1150 – 1212), ο Ευστάθιος Αντιοχείας φέρει την καταγωγή του από τους Φιλίππους της Μακεδονίας69. Υπήρξε επίσκοπος Βεροίας της Συρίας και µε απόφαση της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου µετατέθηκε στην Αντιόχεια.70 Ο ιεράρχης είναι, σύµφωνα µε το Χωνιάτη, εκείνος που προσφώνησε τον αυτοκράτορα κατά τις εργασίες της Συνόδου71. Ο Αντιοχείας Ευστάθιος κατηγορήθηκε από τους αιρετικούς, οι οποίοι πέτυχαν την καθαίρεση και την εξορία του επί της βασιλείας του Κωνσταντίνου72. Μνηµονεύονται, τέλος, δύο παραδόσεις αναφορικά µε το διάδοχό του στο θρόνο της Αντιόχειας, τον Ευλάλιο και τον Ευφρόνιο73. Το όνοµα του Ευσταθίου καταγράφεται και σε άλλα κείµενα Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων, στο πλαίσιο και πάλι σχολίων του ιεράρχη. Ο Ευλόγιος ∆ιδασκαλία, σ.128, 158-162· Β. Φειδά, «Το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Γεωργίας», ΕΕΘΣΑ 24 (19791980) 94- 98. 66 Είναι δυνατόν να προβεί κάποιος σε διαίρεση της επιστολής, σύµφωνα µε το θεµατολόγιο από την οποία προκύπτουν πέντε µέρη (παράγραφοι). Το πρώτο µέρος, που είναι εισαγωγικό, το δεύτερο µέρος που σχετίζεται µε τον εκχριστιανισµό των Ιβήρων, την περίοδο της βασιλείας του Μ. Κωνσταντίνου (324-337), το τρίτο µέρος που αναφέρεται στη σχέση Εκκλησίας Ιβηρίας και Εκκλησίας της Αντιόχειας, την περίοδο της βασιλείας του Κων/νου Κοπρώνυµου (741-775), το τέταρτο στη σχέση των δύο Εκκλησιών, την περίοδο της βασιλείας του Κωνσταντίνου του Μονοµάχου (1042-1054) και το πέµπτο µέρος της επιστολής επέχει θέση επιλόγου. 67 Πρβλ. ∆. Τσάµη, «Νίνο Α΄», Μητερικόν, τ. ΣΤ΄, σσ. 354-363. 68 Sinaiticus gr. 436 (441), φφ. 239 rα. 69 Νικήτα Χωνιάτη, Θησαυρός ορθοδόξου πίστεως, 9 PG 139, 1370Β: “Caeterum annuente quoque imperatore, Eustathius Philippos in Macedoniam abducitur, unde originem trahebat.” Εσφαλµένα ο Κ. Κοντογόνης σηµειώνει ότι η καταγωγή του Ευσταθίου από τους Φιλίππους καταγράφεται στο «κεφ. 6» του συγκεκριµένου έργου του Νικήτα Χωνιάτη. Η συγκεκριµένη µαρτυρία βρίσκεται στο ένατο κεφάλαιο. Βλ. Κ. Κοντογόνη, Φιλολογική και Κριτική Ιστορία, τ. 2, σ. 75 υποσ. γ΄ . 70 Νικήτα Χωνιάτη, Θησαυρός ορθοδόξου πίστεως, PG 139, 1366CD· 1367AB. 71 Ό.π., PG 139,1367AB. 72 Ό.π., PG 139, 1369CD· 1370A. 73 Ό.π., PG 139, 1369CD· 1370Β.
43
Αλεξανδρείας (580-607) χρησιµοποιεί για τον Ευστάθιο τη φράση «ο των Αντιοχέων αρχιερεύς»74, ενώ ο όρος «ευσεβής ποιµένας της Αντιόχειας»75χρησιµοποιείται από τον Πέτρο Αντιοχείας (570-591). Η χρήση του όρου «επίσκοπος», για να προσδιοριστεί το λειτούργηµα του Ευσταθίου σε σχέση µε την Εκκλησία της Αντιόχειας, χρησιµοποιείται από το Σεβήρο Αντιοχείας (512-518), στη συριακή76 έκδοση του έργου του «Κατά Γραµµατικού»77. Επίσης από τον Πέτρο Αντιοχείας78, τον Ευστράτιο, πρεσβύτερο Κωνσταντινουπόλεως79 (6ος αι.), τον Ιωάννη το ∆αµασκηνό (στα «Ιερά Παράλληλα»)80 και το Νικηφόρο Κωνσταντινουπόλεως (9ος αι.), στο έργο του «Αντιρρητικός»81. Ο Ευστάθιος µνηµονεύεται, επίσης, ως «πατριάρχης» Αντιοχείας στο επίγραµµα σχολίων των που περιλαµβάνεται στο έργο του αγίου Μαξίµου του Οµολογητού (7ος αι.), «Εγχειρίδια Θεολογικά και πολεµικά»82, καθώς και σε ανέκδοτο83 έργο του Πέτρου Αντιοχείας που περιλαµβάνει το κείµενο του Ευσταθίου Αντιοχείας, «Κατά Φωτεινού». Αξίζει, τέλος, να σηµειώσουµε ότι από τα ονόµατα των Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων, που σηµειώσαµε στις τελευταίες παραγράφους, ο Ιωάννης ο ∆αµασκηνός και ο Ευστράτιος Κωνσταντινουπόλεως χαρακτηρίζουν τον Ευστάθιο ως «οµολογητή»84. β΄ Λατίνοι Πατέρες και Εκκλησιαστικοί Συγγραφείς. Η µνηµόνευση του ονόµατος του Ευσταθίου Αντιοχείας σε κείµενα Λατίνων Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων δεν είναι ανεξάρτητη από την Αρειανική κακοδοξία, την αντιωριγενική τοποθέτηση του ιεράρχη, µέσω των συγγραµµάτων του, καθώς και την παρουσία του ως θεµατοφύλακα της διδασκαλίας της Εκκλησίας. Σύµφωνα µε τις πηγές, το όνοµα του Ευσταθίου µνηµονεύεται σε έργα του Αµβροσίου Μεδιολάνων, του Ιερώνυµου, του πάπα Φίλικος Γ΄, του πάπα Γελάσιου Β΄, του Φουλγέντιου Ρούσπης και του Φακούνδου Ερµιανής. βα. Αµβρόσιος Μεδιολάνων. Αµβροσίου Μεδιολάνων, De obitu Theodosii, PL 16, 1399. Αρχ.: “Stabulariam” , Τέλ.: “asserunt.” Εκδόσεις: CSEL 73, 7 (1955) 369 – 401. J. P. Migne, PL 16, 1399. Μαρτυρίες: Β. Φειδά, Η προεδρία της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου, σ. 81 υποσ. 147 85. Στον επιτάφιο αυτό εγκωµιαστικό λόγο του Αµβροσίου (339-397) προς τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο, που φέρεται να χρονολογείται το 39586, επισηµαίνεται η δυσµενής διάθεση του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου προς τον Ευστάθιο µε την υπογράµµιση της συκοφαντίας, ότι συµπεριφέρθηκε απρεπώς στη µητέρα του.
74
M. Spanneut, ό.π., σ. 111. Ό.π., σ. 111: “For Eustathius who was the pious pastor of Antioche…”. 76 Το ελληνικό κείµενο έχει χαθεί. Ό.π., σ. 31. 77 Ό.π., σ. 112· 31. 78 M. Spanneut, ό.π., σ. 127. 79 Ό.π., σ 127, 36-37. 80 Ό.π., σ 96, 43-46. Στα Ιερά Παράλληλα βρίσκουµε εννέα παραθέµατα του Ευσταθίου Αντιοχείας. 81 Ό.π., σ 127, 97, 47. 82 Μαξίµου Οµολογητού, Εγχειρίδια Θεολογικά και πολεµικά, PG 91, 277A. 83 M. Spanneut, ό.π., σ. 37. 84 Ό.π., σ. 100, 96. 85 Ο καθηγητής Β. Φειδάς έχει ως παραποµπή στον Αµβρόσιο Μεδιολάνων την ακόλουθη: Αµβρόσιος, De obitu Theod., 42 PL 155, 1399. 86 Σ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία Β΄, σ. 661. 75
44
ββ. Ευσέβιος Ιερωνύµος. Ο Σωφρόνιος Ευσέβιος Ιερώνυµος (345-420)87 έτρεφε ιδιαίτερη εκτίµηση στο συγκεκριµένο ιεράρχη των Αντιοχέων. Σε τρία συγγράµµατά του βρίσκουµε αναφορές στο πρόσωπο και στο έργο του Ευσταθίου. Ευσεβίου Ιερωνύµου, De Viris Illustibus, 85,PL 23, 729-730. Αρχ.: “Eustathius, genere Pamphylius…”, Τέλ.: “…enumerare longum est.” Εκδόσεις: J. P. Migne, 85,PL 23, 729-730. Κ. Σιαµάκη, Ιερωνύµου. De Viris Illustibus, σ. 217. Μαρτυρίες: Χ. Παπαδόπουλου, (αρχιεπ.), Ιστορία της Εκκλησίας της Αντιόχειας, σ. 167. Π. Χρήστου, ό.π., σ. 448. F. Cavallera, Saint Jérôme: Sa Vie et Son Œvre, τ. 2, σ. 119. R.V. Sellers, Eustathius of Antioch and his Place in the Early History of Christian Doctrine, σ. 50. J. N. D. Kelly, Jerome: His Life, Writings, and Controversies, σ. 178. M. Spanneut, Recherches.., ό.π., σ. 56. Στο περισπούδαστο αυτό έργο του Ιερωνύµου, που φέρεται να έχει συνταχθεί το 39288, παρουσιάζεται ο Ευστάθιος Αντιοχείας, ογδοηκοστός πέµπτος στη σειρά µεταξύ των 135 εκκλησιαστικών συγγραφέων. Σύµφωνα µε το συγγραφέα, ο ιεράρχης γεννήθηκε στη Σίδη της Παµφυλίας και επισκόπευσε διαδοχικά στη Βέροια της Συρίας και την Αντιόχεια. Αιτία της εξορίας του, επί αυτοκράτορος Κωνσταντίνου, ήταν η έντονη αντίθεσή του προς τους Aρειανούς. Ως τόπος εξορίας και ενταφιασµού του, σύµφωνα µε την ελληνική µετάφραση89, είναι η Τραϊανούπολη της Θράκης. Από την πλούσια συγγραφική δραστηριότητα του Ευσταθίου σώζονται τα βιβλία του «Περί ψυχής» και «Περί της Eγγαστριµύθου κατά Ωριγένους», όπως επίσης και µεγάλος αριθµός επιστολών. Ευσεβίου Ιερωνύµου, Epistula LXXIII ad Evangelum de Melchisedech, PL 22, 677. Αρχ.: “…et Eustathium nostrum…”, Τέλ.: “…comptum pervenise…” Εκδόσεις: J. P. Migne, PL 22, 677-681. CSEL 55, 13-23. Μαρτυρίες: F. Cavallera, Saint Jérôme…, ό.π., σ. 86. P. Lardet, L’apologie de Jérôme contre Rufin, un Commentaire, σ. 104, 201, 402. M. Spanneut, Recherches…, ό.π., σ. 21. Ο Ιερώνυµος, παρουσιάζοντας στοιχεία των σχολίων του Ευσταθίου για το Μελχισεδέκ, µας δίδει ορισµένες πληροφορίες για το συγκεκριµένο πρόσωπο, εκφράζοντας παράλληλα την εκτίµηση και το θαυµασµό του για τον ιεράρχη. Το 87
Για το βίο και το έργο του Ιερωνύµου µπορεί να συµβουλευτεί ο ενδιαφερόµενος την ακόλουθη ενδεικτική βιβλιογραφία: Φ. Ιωαννίδη, Εκκλησιαστική Γραµµατεία της ∆ύσης (Β΄ – Ζ΄αι), τεύχ. Α΄, σσ. 7176· ∆. Τσάµη, Εκκλησιαστική Γραµµατολογία, σσ. 183-186. 88 Φ. Ιωαννίδη, ό.π., σ. 74. 89 Κ. Σιαµάκη, ό.π., σ. 217. Σύµφωνα µε το Λατινικό κείµενο και τους σχολιασµούς ξένων µελετητών, ο Ιερώνυµος αναφέρει ότι ο ιεράρχης ήταν ακόµη ζωντανός, στην Τραϊανούπολη της Θράκης, την εποχή που γράφεται το κείµενο “ubi usque hobie conditus est” και όχι όπως αναφέρει η ελληνική µετάφραση «όπου και είναι θαµµένος µέχρι σήµερα». Πρβλ. R.V. Sellers, Eustathius of Antioch and His Place in the Early History of Christian Doctrine, σ. 50.
45
τελευταίο γίνεται αντιληπτό από τη χρήση της κτητικής αντωνυµίας «nostrum» για τον Ευστάθιο. Σύµφωνα µε ξένους σχολιαστές των έργων του συγκεκριµένου Λατίνου εκκλησιαστικού συγγραφέως, η χρήση κτητικής αντωνυµίας πριν από το κύριο όνοµα κάποιου, δηλώνει την οικειότητα, τη φιλία και την εκτίµηση90. Επειδή τα δύο πρώτα δεν είναι δυνατό να ισχύουν στην περίπτωσή µας, λόγω του ότι δεν υπήρξε προσωπική επικοινωνία µεταξύ Ευσταθίου και Ιερωνύµου, γι’ αυτό θεωρούµε πιθανότερο ότι εκφράζεται η εκτίµηση του τελευταίου προς τον ιεράρχη. Ο Ευστάθιος παρουσιάζεται ως επίσκοπος Αντιόχειας, ο οποίος καταφέρθηκε κατά της Αρειανικής κακοδοξίας91 και ασχολήθηκε µε το ζήτηµα του Μελχισεδέκ. Αξίζει να σηµειωθεί ότι ο καθηγητής Β. Φειδάς συνδέει το επίθετο «primus», που επισηµαίνεται στο σχετικό κείµενο της Λατινικής γραµµατείας, µε την προεδρία του Ευσταθίου Αντιοχείας κατά την Α΄ Οικουµενική Σύνοδο92. Ευσεβίου Ιερωνύµου, Apologia Adversus Libros Rufini,, 3,42 PL 23, 510A- 511B. Αρχ.: “…et Istae machine haereticorum…..”, Τέλ.: “… dum nescit invenit.” Εκδόσεις: J. P. Migne, PL 23, 397-456. Μαρτυρίες: R.V. Sellers, ό.π., σ. 47. M. Spanneut, Recherches, ό.π., σ. 21. Σύµφωνα µε το συγκεκριµένο κείµενο,93 ο τρόπος µε τον οποίο επιτεύχθηκε η καταδίκη και εξορία του Ευσταθίου, µέσα από τη γνωστή ένδικη διαδικασία, αποτελεί τυπική, ενδεικτική έκφραση της ακολουθούµενης µηχανορραφίας των αιρετικών προς τους ορθοδόξους επισκόπους. Ευσεβίου Ιερωνύµου, Chronicon, PL 27, 677Α· 691Α. Αρχ.: “Eustathius, quo in exsilium…”, Τέλ.: “… Ecclesiam occupaverunt.” Αρχ.: “Lucifer, adscitis…”, Τέλ.: “… episcopum fac.” Εκδόσεις: J. P. Migne, PL 27, 677 Α· 691Α. Μαρτυρίες: F. Cavallera, Saint Jérôme, ό.π., τ 1, σ. 66. Στο πρώτο απόσπασµα µνηµονεύεται η εξορία του Ευσταθίου, εφόσον στις ηµέρες του παρουσιάστηκε η Αρειανική κακοδοξία. Στο συγκεκριµένο κείµενο94 η καταγραφή του ονόµατος του Ευσταθίου, ως επισκόπου Αντιοχείας, είναι σαφής. Επισηµαίνεται επίσης η αντιπαλότητα του ιεράρχη µε τους αιρετικούς. βγ. Φίλικας Γ΄ Ρώµης. Φίλικος Γ΄ Ρώµης, Epistola V ad Zenonem Imperatorem, PL 58, 920ΑΒ. Αρχ.: «Πέτρος ο πρωτότοκος…», Τέλ.: «…των εν Νικαία αθροισθέντων.» Εκδόσεις: J. P. Migne, PL 58, 920ΑΒ. Μαρτυρίες: Β. Φειδά, Η προεδρία της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου, σ. 88. Β. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α΄, σ. 439.
90
P. Lardet, ό.π., σ. 104: “Possessif + nom propre: tour expressif … pouvant évoquer plus ou moins de familiarité, d’amitié, d’estime”. 91 Ό.π.,σ. 201. 92 Β. Φειδά, Η προεδρία της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου, σ. 88: «Την εξέχουσαν ταύτην θέσιν του Ευσταθίου Αντιοχείας εν τη Α΄ Οικουµενική συνόδω υπαινίσσεται, καθ’ ηµάς, και ο λατίνος εκκλησιαστικός συγγραφεύς Ιερώνυµος εν τινι επιστολή προς Ευάγγελον πρεσβύτερον… Η µαρτυρία αύτη ουδεµίας έτυχε µέχρι τούδε προσοχής και ουδέποτε συνεδέθη προς το ζήτηµα της προεδρίας της Α’ Οικουµενικής συνόδου ή προς την εν τη συνόδω ταύτη εξέχουσαν θέσιν του Ευσταθίου Αντιοχείας.» 93 Ευσεβίου Ιερωνύµου, Apologia Adversus Libros Rufini, 3,42 PL 23, 510°- 511B: “Istae machinae haereticorm… ut convicti de perfidia ad maledicta se conferant. Sic Eustathius Antiochenus episcopus filios dum nescit invenit.” 94 F. Cavallera, Saint Jérôme, ό.π., τ. 1, σ. 66 υποσ. 3: “Lucifer, adscritis duobus aliis confessoribus, Paulinum, Eustathii episcopi presbyterum, qui se numquam haereticorum communione polluerat, in parte catholica Antiochiae episcopum facit.”
46
Την επιστολή αυτή -της οποίας αµφισβητείται η πατρότητα- απέστειλε ο πάπας Φίλικας Γ΄95 (483-492) στον αυτοκράτορα Ζήνωνα (474-491), επισηµαίνοντας ότι ο Αντιοχείας Πέτρος96 µίανε το θρόνο των προκατόχων του, Ιγνατίου και Ευσταθίου. Ειδικότερα για τον Ευστάθιο, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως οµολογητής, επισηµαίνεται ότι προήδρευσε στη συνάθροιση των 318 αγίων Πατέρων της Νίκαιας97. βδ. Γελάσιος Β΄ Ρώµης. Γελάσιου Β΄ Ρώµης , De duabus naturis. Αρχ.: “Theodoreto tandem…”, Τέλ.: “…puichritudine Deus.” Εκδόσεις: E. Schwartz, “Publizistische Sammlungen zum Acacianischen Schisma”, Abhandlungen der Bayerischen Akademie der Wissenschaften, fasc. 10 (1934) 96-106. M. Spanneut, Recherches, ό.π., σ. 108-110. Μαρτυρίες: M. Spanneut, ό.π., σ. 24-26. O πάπας Γελάσιος Β΄ 98(492-496), άγιος της ∆υτικής Εκκλησίας, στο έργο του «Περί δύο φύσεων», που σήµερα δε σώζεται99 και αποτελούνταν από τρία διαφορετικά µέρη, περιείχε δέκα αναφορές, αποσπάσµατα έργων του Ευσταθίου Αντιοχείας από το έργο του «Κατά Αρειανών». Στην κριτική έκδοση ορισµένων αποσπασµάτων του από το M. Spanneut, ο ιεράρχης µνηµονεύεται ως επίσκοπος Αντιόχειας και οµολογητής κατά της Αρειανικής κακοδοξίας100. βε. Φουλγέντιος Ρούσπης. Φουλγέντιου Ρούσπης, De Veritate Praedestinationis et Gratiae, 2, 22 PL 65, 649D – 650A. Αρχ.: “Quis vero negat beatos…”, Τέλ.: “…Deus praeparavit in gloriam?” Εκδόσεις: J. P. Migne, 2,22 PL 65, 649. Μαρτυρίες: R.V. Sellers, ό.π., σ. 82. S. Salaville, “ Eustathe d’Antioche (saint)”, DTC 15 (1924) 1564. Ο Φουλγέντιος, ο αφρικανός λατίνος συγγραφέας του 6ου αι. και άγιος της ∆υτικής Εκκλησίας, στο προαναφερόµενο έργο του, περιλαµβάνει το όνοµα του Ευσταθίου Αντιοχείας τρίτο στη σειρά, µεταξύ των επιφανών Πατέρων που αντιστάθηκαν, µε το λόγο και τα έργα τους στις αιρέσεις και εµπόδισαν τους «προβατόσχηµους λύκους» να εισέλθουν στην «ποίµνη» του Κυρίου. βστ. Φακούνδος Ερµιανής. Φακούνδου Ερµιανής, Pro Difensione Trium Capitolorum, 8, 1· 11,1 PL 67, 719Β· 795Α· 795D-796D. Αρχ.: “Nam beatus Eustachius,…”, Τέλ.: “…Nemo scit diem illum.” Αρχ.: “...et apud beatissimum Eustachium,…”, Τέλ.: “…orthodoxam confirmavit.” 101 Αρχ.: “Nam beatus Eustachius Antiochenus…”, Τέλ.: “…Nemo scit diem illum.”102 Εκδόσεις: J. P. Migne, PL 67, 527-878. 95
Ν. Βιδάλη, (πρεσβ.), Οι Ρωµαίοι Ποντίφικες και το έργο τους, σ. 104 κ.ε. Αναφέρεται στο µονοφυσιτίζοντα προκαθήµενο της Αντιόχειας Πέτρο το Γναφέα (471, 475-477). 97 Φίλικος Γ΄ Ρώµης, Epistola V ad Zenonem Imperatorem, PL 58, 920ΑΒ: «Πέτρος ο πρωτότοκος υιός του διαβόλου, ο αναξίως εισπηδήσας τη Αντιοχέων αγία του θεού εκκλησία, και µιάνας τον της αρχιεροσύνης θρόνον Ιγνατίου του µάρτυρος,…και Ευσταθίου του οµολογητού και προέδρου των τιη΄αγίων πατέρων, των εν Νικαία αθροισθέντων,…». 98 Ν. Βιδάλη, (πρεσβ.), ό.π., σ. 248 κ.ε. 99 M. Spanneut, Recherches, ό.π., σ. 24. 100 Ό.π., σ. 108· E. Schwartz, ό.π., Abhandlungen der Bayerischen Akademie der Wissenschaften, τεύχ. 10 (1934) 96, 102. 101 Το απόσπασµα έχει ως εξής: “…et apud beatissimum Eustachium, qui sanctorum Patrum, qui apud Nicaeam congregati sunt, primus existens fidem orthodoxam confirmavit”. 102 Το απόσπασµα έχει ως εξής: “…Nam beatus Eustachius sexto adversus Arianos libro, de eo quod ait Dominuus:Nemo scit diem illum”. 96
47
Μαρτυρίες:
J. M. Neale, (rev.), A History of the Holy Eastern Church, τ. 1, σ. 140. R.V. Sellers, ό.π., σ. 82-83. S. Salaville, ό.π., DTC 15 (1924) 1564. Β. Φειδά, Η προεδρία της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου, σ. 86-88. Σε αυτά τα αποσπάσµατα από το έργο του Φακούνδου Ερµιανής, µνηµονεύεται όχι µόνο η παρουσία του Ευσταθίου Αντιοχείας στην Α΄ Οικουµενική Σύνοδο, αλλά και ο ρόλος του σε αυτή. Ο ιεράρχης φαίνεται, σύµφωνα µε το κείµενο αλλά και µε απόψεις µελετητών103, ότι ήταν εκείνος που αφενός είχε την «πρωτοκαθεδρία» της Συνόδου της Νίκαιας και αφετέρου υπέγραψε πρώτος τις αποφάσεις της συγκεκριµένης Συνόδου. Αξίζει, τέλος, να σηµειώσουµε ότι το όνοµα του Ευσταθίου Αντιοχείας φέρεται σε σχόλια της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Ρουφίνου104, στην Εκκλησιαστική Ιστορία105 του Ιλάριου Πικτάβου, όπου περιλαµβάνεται σχόλιο του ιεράρχη «εκ του Πανεκκλησιαστού»106, όπως και στον Αλάτιο ο οποίος τον χαρακτηρίζει ως «οµολογητή»107. γ΄ Ιστορικοί συγγραφείς και Χρονογράφοι. Σηµαντική πηγή πληροφοριών για την προσέγγιση ενός προσώπου και της ιστορικής πορείας του, αποτελούν τα κείµενα των ιστορικών και χρονογράφων. Σ’ αυτά καταγράφονται τα γεγονότα άµεσα και αντικειµενικά, στο βαθµό βέβαια που υπάρχει η διάθεση και παραβλέπονται προσωπικές συµπάθειες και αντιπάθειες, σύγκλιση ή απόκλιση απόψεων µεταξύ του συντάκτη και του ιστορούµενου προσώπου. Οι ιστορικοί και χρονογράφοι αποτελούν πολύτιµη πηγή πληροφοριών και για την προσέγγιση του Ευσταθίου Αντιοχείας, την κατανόηση των όσων συνέβησαν στη σχέση του µε την Αρειανική κακοδοξία, τη διαλεύκανση ασαφών σηµείων της ιστορικής πορείας του, καθώς και στην αποκατάσταση της ιστορικής πραγµατικότητας σε περιπτώσεις όπου ο ιεράρχης φαίνεται ότι αδικείται από τις αντικρουόµενες προς το πρόσωπό του απόψεις. ∆εκαπέντε ιστορικοί συγγραφείς και χρονογράφοι αναφέρονται στο πρόσωπο και τα έργα του Ευσταθίου Αντιοχείας. Στα κείµενα ορισµένων εξ αυτών, οι πληροφορίες είναι αποκλίνουσες ή αποσιωπώνται σηµαντικά στοιχεία. Αυτά δεν είναι ανεξάρτητα από την πηγή πληροφοριών του συντάκτη, αλλά και από το βαθµό που επεισέρχεται η υποκειµενικότητα στο κείµενό του. Για καθαρά µεθοδολογικούς λόγους προτάσσουµε τους ιστορικούς συγγραφείς, κατά χρονολογική σειρά και έπονται οι χρονογράφοι µε την ίδια πάλι διάταξη. γα. Θεοδώρητος Κύρου. Θεοδωρήτου Κύρου, Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 82, 908Β. Αρχ.: «Συνωδά τούτοις…», Τέλ.: «…δογµάτων ήσαν συνήγοροι.» Στο απόσπασµα αυτό µνηµονεύεται ο Ευστάθιος, ως επίσκοπος Βέροιας της Συρίας, ο οποίος έγινε αποδέκτης της επιστολής του Αλεξανδρείας Αλέξανδρου, για την κακοδοξία του Αρείου, όπως και άλλοι ιεράρχες,. Θεοδωρήτου Κύρου, Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 82, 917D· 920C – 921C· 965B – 969B. Ο εκκλησιαστικός αυτός συγγραφέας αναφέρεται στο πρόσωπο του Ευσταθίου Αντιοχείας σε τέσσερα κεφάλαια της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του, τα οποία είναι: Θεοδωρήτου Κύρου, Εκκλησιαστική Ιστορία, 1, 6 PG 82, 917D. 103
Β. Φειδά, Η προεδρία της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου, σ. 87· J. M. Neale, (rev.), A History of the Holy Eastern Church, τ. 1, σ. 140. 104 Ρουφίνου Τυράννιου, Historia Ecclesiastica 1, 11 PL 21, 483C. 105 CSEL 65, σ. 91, 24. 106 M. Richard, “Quelques nouveaux fragments des Pères anténicéens et Nicéens”, SO 220 (1961) 82. 107 Αλάτιου, De Purgatorio, PG 18, 689C.
48
Αρχ.: «Παραυτίκα δε πρώτος…..», Τέλ.: «…προεδρίαν λαχών.» Στο έκτο κεφάλαιο του συγκεκριµένου συγγράµµατος γίνεται αναφορά σε όσα διαδραµατίστηκαν πριν και κατά τις εργασίες της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου στη Νίκαια της Βιθυνίας. Ο Ευστάθιος, επίσκοπος Αντιόχειας, χαρακτηρίζεται από το συγγραφέα ως «µέγας», ενώ µνηµονεύεται ότι άσκησε την προεδρία στη συγκεκριµένη Σύνοδο. Θεοδωρήτου Κύρου, Εκκλησιαστική Ιστορία, 1, 7 PG 82, 920C – 921C. Αρχ.: «Έλεγχος Αρειανιζόντων…», Τέλ.: «…ο µέγας Ευστάθιος.» Το έβδοµο κεφάλαιο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Θεοδωρήτου φέρει τον τίτλο: «Έλεγχος Αρειανιζόντων εκ των Ευσταθίου και Αθανασίου συγγραµµάτων». Σε αυτό καταγράφονται πληροφορίες σχετικές µε τις αντιδράσεις των Αρειανοφρόνων µετά τη Σύνοδο της Νίκαιας. Αναφορικά µε το πρόσωπο του Ευσταθίου Αντιοχείας, επαναλαµβάνεται ο χαρακτηρισµός «µέγας», υπενθυµίζεται η επισκοπική περιφέρειά του και συµπληρώνεται ότι άσκησε έλεγχο στην κακοδοξία των αιρετικών µε ερµηνεία του χωρίου108 των Παροιµιών «Κύριος έκτισέ µε αρχήν οδών αυτού εις έργα αυτού.»109. Θεοδωρήτου Κύρου, Εκκλησιαστική Ιστορία, 1, 20-21 PG 82, 965Β – 969Β. Αρχ.: «Περί της υπό του…..», Τέλ.: «…ετολµήθη συµµορίας.» Στην παράγραφο αυτή πρόκειται να εξετάσουµε µαζί το εικοστό και το εικοστό πρώτο κεφάλαιο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Θεοδωρήτου. Αυτό γίνεται για δύο λόγους: αφενός διότι η θεµατολογία του εικοστού πρώτου κεφαλαίου παρουσιάζει εξάρτηση µε εκείνη του προηγούµενου κεφαλαίου και νοηµατικά υπάρχει συνέχεια και αφετέρου, κυρίως, διότι όπως θα δούµε σε άλλη ενότητα, τα δύο αυτά κεφάλαια αποτέλεσαν πηγή, σε αντιγραφικό µάλιστα βαθµό, για τη σύνταξη Bίου του Ευσταθίου Αντιοχείας. Επιγραµµατικά σηµειώνουµε ότι τα κεφάλαια αυτά καλύπτουν τη ζωή του Ευσταθίου, αλλά και την κατάσταση της Εκκλησίας της Αντιόχειας, από την µετανικαιϊκή περίοδο έως και το Σχίσµα της. Το εικοστό κεφάλαιο φέρει ως τίτλο: «Περί της υπ’ Ευσεβίου και των συν αυτώ, γενοµένης κατά του αγίου Ευσταθίου του της Αντιοχείας επισκόπου δολίας συσκευής». Ο «µέγας» Ευστάθιος, ο «πρόµαχος της αλήθειας»110, αποτέλεσε αντικείµενο διαβουλεύσεων και µηχανορραφιών σύµφωνα µε το συγγραφέα. Προκειµένου να επιτύχουν οι Αρειανόφρονες την καθαίρεσή του από το θρόνο της Αντιόχειας, τον κατηγόρησαν για µοιχεία, όπως και στην περίπτωση του Μ. Αθανασίου, καθώς και για τυραννία111. Αργότερα ο Ευστάθιος εξορίστηκε σε κάποια Ιλλυρική πόλη της Θράκης. Το εικοστό πρώτο κεφάλαιο του έργου φέρει τον τίτλο «Περί των µετά την έξοδον του αγίου Ευσταθίου καταστάντων εν Αντοχεία επισκόπων αιρετικών». Ο ίδιος ο τίτλος, µας προδιαθέτει ότι στη µικρή αυτή ενότητα καταγράφονται τα ονόµατα των διαδόχων του ιεράρχη στο θώκο της Αντιόχειας, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι η θεµατολογία της περιορίζεται σε αυτά. Γίνεται επίσης αναφορά στους υποστηρικτές του Ευσταθίου, τους Ευσταθιανούς, οι οποίοι, µετά την αποµάκρυνση του ιεράρχη, αποτελούσαν µια «ιδιότυπη» εκκλησιαστική κοινότητα στους κόλπους της Εκκλησίας της Αντιόχειας, αρνούµενοι να συνταχθούν µε τους φιλοαρειανούς επισκόπους. Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται µε την «ηθική αποκατάσταση» του Ευσταθίου µετά την κατηγορία για µοιχεία, εφόσον επισηµαίνεται ότι το βρέφος, το φερόµενο ως καρπός της σχέσης του ιερού Πατρός µε µια πόρνη, είχε για πατέρα κάποιον µε το ίδιο όνοµα, χαλκέα στο επάγγελµα112. 108
Παροιµ. 8, 22. Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 1, 7 PG 82, 921Α. 110 Ό.π., 1, 20-21 PG 82, 965 D. 111 Ό.π., 1, 20-21 PG 82, 968C. 112 Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 1, 7 PG 82, 969Β. 109
49
γβ. Φιλοστόργιος. Φιλοστόργιου, Εκκλησιαστική Ιστορία, 2,7 PG 65, 469C – 472A. Αρχ.: «Ότι µετά τρεις όλους ενιαυτούς…..», Τέλ.: «…ποιήσασθαι εργαστήριον.» Μολονότι ο Φιλοστόργιος δε φηµίζεται για την αντικειµενικότητα των γραφοµένων του, εξαιτίας της φιλοαρειανής διάθεσής του, εντούτοις, εκείνος που θα αναγνώσει προσεκτικά το απόσπασµα αυτό που αφορά το πρόσωπο του Ευσταθίου Αντιοχείας, δε γίνεται να µη διακρίνει αποστασιοποίηση του συντάκτη από τα γεγονότα. Τρία χρόνια µετά τη σύνοδο της Νίκαιας, ο Ευσέβιος Καισαρείας, ο Μαρίν και ο Θεογόνιος επιτυγχάνουν να επανέλθουν στην πρότερη θέση τους µε αυτοκρατορική απόφαση. Επανακτούν έδαφος και επιχειρούν να ανατρέψουν την απόφαση της Νίκαιας. Στέφονται αρχικά κατά του Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου και ακολούθως κατά του Ευσταθίου Αντιοχείας και επιτυγχάνουν την εξορία του. Σύµφωνα µε το κείµενο, η καθαίρεση και εξορία του Ευσταθίου δεν είναι δυνατό να έγινε πριν το 328, όπως διατείνονται ορισµένοι µελετητές. Ως προς την αιτία της καταδικαστικής απόφασης, ο Φιλοστόργιος σηµειώνει: «Αλλά και Ευστάθιον τον Αντιοχείας, παιδίσκης µίξιν και αισχράς ηδονής απόλαυσιν αιτίαν επιγραψαµένους, φυγήν αυτώ βασιλεύς ετιµήσατο εις την Εσπέραν µεθόριον ποιησάµενος.» Όπως προκύπτει από τη διατύπωση της φράσεως, αλλά και από τη χρήση της µετοχής «επιγραψαµένους», ο Φιλστόργιος φαίνεται να αντιλαµβάνεται ότι η αιτία της εξορίας του ιεράρχη είναι η υπεράσπιση του δόγµατος της Νικαίας, ενώ µε αφορµή τη µοιχεία επιτυγχάνεται ο στόχος των αντιφρονούντων. Φιλοστόργιου, Εκκλησιαστική Ιστορία, 3,18 PG 65, 509AΒ. Αρχ.: «Ότι φησί Φλαβιανόν και Παυλίνον…..», Τέλ.: «…µεθόριον απαγοµένω.» Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο απόσπασµα αυτό δεν έχουν τύχει αξιοποίησης από τους µελετητές µέχρι σήµερα. Σύµφωνα µε το κείµενο, τον Ευστάθιο Αντιοχείας φαίνεται να ακολούθησαν στην εξορία, έστω για κάποιο διάστηµα, οι Φλαβιανός και Παυλίνος. γγ. Σωκράτης ο Σχολαστικός. Σωκράτους Σχολαστικού, Εκκλησιαστική Ιστορία, 1,23-24 PG 67, 144Α – 145C. Αρχ.: «Και Ευστάθιος µεν ο Αντιοχείας…» Τέλ.: «…δι’ Ευστάθιον γέγονεν, ιστορείσθω.» Στο εικοστό τρίτο και το εικοστό τέταρτο κεφάλαιο της Ιστορίας του ο Σωκράτης αναφέρεται στον Ευστάθιο Αντιοχείας. Στο πρώτο από αυτά, ο ιεράρχης κατηγορεί τον Παµφίλου Ευσέβιο για παραχάραξη του δόγµατος της Νίκαιας, ενώ ο τελευταίος καταφέρεται προς τον πρώτο, ως οµόφρονα του Σαβελλίου. Το εικοστό τέταρτο κεφάλαιο φέρει τον τίτλο: «Περί της γενοµένης συνόδου εν Αντιοχεία, ή καθείλεν Ευστάθιον τον Αντιοχείας επίσκοπον· εφ’ ώ στάσεως γενοµένης, µικρού ανετράπη η πόλις». Σύµφωνα µε τον ιστοριογράφο, η σύνοδος της Αντιόχειας καθαίρεσε τον Ευστάθιο ως οµόφρονα του Σαβελλίου, αλλά και για άλλες αιτίες «ουκ αγαθάς», -όπως ισχυρίζονται κάποιοι-, υπονοώντας κατηγορίες σε επίπεδο ηθικής. Ακολούθως ο Σωκράτης καταγράφει τη µαρτυρία του Γεωργίου Λαοδικείας, φιλοαρειανού, σύµφωνα µε την οποία ο Βεροίας Κύρος, ήταν εκείνος που κατηγόρησε τον ιεράρχη για Σαβελλιανισµό. Ο ιστορικός φαίνεται να τοποθετείται κριτικά ως προς την ευστάθεια του κατηγορητηρίου αυτού, τόσο για το «Σαβελλιανισµό», όσο και για την αµφισβήτηση της ηθικής ακεραιότητας του ιεράρχη. Ως προς την παρέκκλιση του ιεράρχη σε επίπεδο δόγµατος, διατυπώνεται η άποψη, ότι δε θα πρέπει να ευσταθεί εφόσον ο Βεροίας Κύρου καταδικάστηκε και ο ίδιος ως Σαβελλιανιστής. Συνεπώς, δε θα ήταν φυσικό να κατηγορεί οµόφρονά του για τις συγκεκριµένες πεποιθήσεις113. Αναφορικά µε το ζήτηµα της αµφισβήτησης της ηθικής ακεραιότητας του ιεράρχη, 113
Σωκράτους Σχολαστικού, Εκκλησιαστική Ιστορία, 1, 24 PG 67, 145Α.
50
διατυπώνει τα ακόλουθα: «Τούτο δε επί πάντων ειώθασι των καθαιρουµένων ποιείν οι επίσκοποι, κατηγορούντες µεν και ασεβείν λέγοντες, τας δε αιτίας της ασεβείας ου προστιθέντες.»114. Η καταδίκη και καθαίρεση του Ευσταθίου, δίχασε την πόλη της Αντιόχειας και προκλήθηκαν αρκετές αντιδράσεις µεταξύ των πιστών, όπως µας πληροφορεί ο Σωκράτης. Είναι, τέλος, ανάγκη να σηµειώσουµε ότι ο συγγραφέας αναφέρει το όνοµα του Ευσταθίου Αντιοχείας και σε σχέση µε τη διδασκαλία του Ωριγένους. Ο ιστορικός, παρουσιάζοντας τα πρόσωπα εκείνα που καταφέρονται σε συγκεκριµένη διδασκαλία του Αλεξανδρινού συγγραφέως χρησιµοποιώντας τη φράση «των κακολόγων τετρακτύν»115, µνηµονεύει τον ιεράρχη µαζί µε το Μεθόδιο Ολύµπου, τον Απολλινάριο Λαοδικείας και το Θεόφιλο. γδ. Ερµείας Σωζοµενός. Ερµεία Σωζοµενού, Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 67, 864ΑΒ· 912Β· 980Β – 984Β. Στα ακόλουθα τέσσερα κεφάλαια της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Σωζοµενού µνηµονεύεται το όνοµα του Ευσταθίου Αντιοχείας. Ερµεία Σωζοµενού, Εκκλησιαστική Ιστορία, 1,2 PG 67, 864ΑΒ. Αρχ.: «Κρίσπου και Κωνσταντίνου …», Τέλ.: «…των τήδε Ρωµαίων.» Ο ιστοριογράφος καταγράφοντας τους επισκόπους των µεγάλων πόλεων την περίοδο της βασιλείας του Μ. Κωνσταντίνου, µνηµονεύει τη µετάθεση του Ευσταθίου από το θρόνο της Βέροιας, στην Αντιόχεια. Το συγκεκριµένο κείµενο παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, διότι επισηµαίνει ότι η µετάθεση του ιεράρχη έγινε κατά τη διάρκεια των εργασιών της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου. Χαρακτηριστικά σηµειώνεται: «Ουκ εις µακράν δε οι εις Νικαίαν συνεληλυθότες, θαυµάσαντες του βίου και των λόγων Ευστάθιον, άξιον εδοκίµασαν του αποστολικού θρόνου ηγείσθαι· και επίσκοπον όντα της γείτονος Βεροίας, εις Αντιόχειαν µετέστησαν.»116 Ερµεία Σωζοµενού, Εκκλησιαστική Ιστορία, 1,17 PG 67, 912Β. Αρχ.: «και Ευστάθιος ...», Τέλ.: «…επιτραπείς.» Στο κεφάλαιο αυτό του Σωζοµενού διαπιστώνεται «αντίφαση» σε σχέση µε την προηγούµενη αναφορά του στον Ευστάθιο. Εδώ σηµειώνεται ότι ο ιεράρχης είχε καταλάβει το θρόνο της Αντιόχειας πριν από τη σύνοδο της Νίκαιας. Απλά σηµειώνουµε ότι δε θα ασχοληθούµε στην παρούσα ενότητα µε τη «φαινοµενική» αυτή αντίφαση. Ερµεία Σωζοµενού, Εκκλησιαστική Ιστορία, 2,18 PG 67, 980Β – 981Α. Αρχ.: «…ο Παµφίλου Ευσέβιος, …», Τέλ.: «…ονειδίζειν δόξαν.» Το δέκατο όγδοο κεφάλαιο της Ιστορίας του Σωζοµενού αναφέρεται στην αντιπαλότητα µεταξύ Ευσταθίου Αντιοχείας και Ευσεβίου του Παµφίλου. Ο πρώτος κατηγορούσε το δεύτερο για παραχάραξη του δόγµατος της Νικαίας και ο τελευταίος τον πρώτο για Σαβελλιανισµό. Ερµεία Σωζοµενού, Εκκλησιαστική Ιστορία, 2,19 PG 67, 981Α – 984Β. Αρχ.: «Περί της Αντιοχείας συνόδου...», Τέλ.: «…απαγγελίας ευδοκιµούντων.» Με τον τίτλο «Περί της Αντιοχείας συνόδου· και ότι αδίκως καθηρέθη Ευστάθιος, και Ευφρόνιος τον θρόνον λαµβάνει. Και οία Μέγας Κωνσταντίνος έγραψε τη συνόδω, και Ευσεβίω τω Παµφίλου, παρατηρησαµένω τη Αντιοχεία.», παρουσιάζεται το δέκατο ένατο κεφάλαιο της ιστορίας του. Ο συντάκτης αναφέρεται στην καθαίρεση του Ευσταθίου, στις αντιδράσεις που προκλήθηκαν στην τοπική Εκκλησία, καθώς και στο διάδοχο του. Αξίζει να σηµειωθεί 114
Σωκράτους Σχολαστικού, ό.π., 1, 24 PG 67, 144Β. Ό.π., 6, 13 PG 67, 701D. 116 Ερµεία Σωζοµενού, Εκκλησιαστική Ιστορία, 1,2 PG 67, 864ΑΒ. 115
51
ότι ο Σωζοµενός πλέκει το εγκώµιο στον Ευστάθιο για τη στάση του στη συκοφαντία των αιρετικών, αλλά και για τα πνευµατικά χαρίσµατά του. Χαρακτηριστικός είναι ο λόγος του: «…Ευστάθιος δε, ως επυθόµην, ησυχή την συκοφαντίαν ήνεγκεν, ώδέ πη κρίνας άµεινον· ανήρ τά τε άλλα καλός και αγαθός, και επί ευγλωττία δικαίως θαυµαζόµενος, ως εκ των φεροµένων αυτού λόγων συνειδείν εστίν, αρχαιότητι εκφράσεως και σωφροσύνης νοηµάτων και ονοµάτων κάλλει, και χάριτι απαγγελίας ευδοκιµούντων.»117 γε. Γελάσιος Κυζικηνός. Γελάσιου Κυζικηνού, Ιστορία των κατά την εν Νικαία σύνοδον πραχθέντων, 2, 14· 27· 36 PG 85, 1256C – 1257A· 1309CD· 1341D- 1344A. Τις ακόλουθες τέσσερις αναφορές βρίσκουµε στον Γελάσιο τον Κυζικηνό για το πρόσωπο του Ευσταθίου Αντιοχείας, κατά τις εργασίες της Α΄ Οικουµενικής συνόδου. Γελάσιου Κυζικηνού, Ιστορία των κατά την εν Νικαία σύνοδον πραχθέντων, 2, 14· PG 85, 1256C – 1257A. Αρχ.: «Απόκρισις των αγίων Πατέρων …..», Τέλ.: «…ποιήσωµεν.» Στο δέκατο τέταρτο κεφάλαιο του συγκεκριµένου συγγράµµατος του Γελασίου βρίσκουµε δύο παρεµβάσεις του Ευσταθίου Αντιοχείας, εξ ονόµατος των ορθοδόξων επισκόπων, κατά τη διάρκεια των συνεδριών, µε αφορµή το Παλαιοδιαθηκικό χωρίο «Ποιήσωµεν άνθρωπον…»118 Γελάσιου Κυζικηνού, Ιστορία των κατά την εν Νικαία σύνοδον πραχθέντων, 2, 27· PG 85, 1309CD. Αρχ.: «Αι της πίστεως υπογραφαί…», Τέλ.: «…Ινδία.» Στην ενότητα αυτή, που επιγράφεται «Αι της πίστεως υπογραφαί των επισκόπων» και φέρει τις υπογραφές όσων υιοθέτησαν το ορθόδοξο δόγµα στην Α΄ Οικουµενική Σύνοδο, ο Ευστάθιος υπογράφει τρίτος στη σειρά, µετά τον Όσιο Κορδούης και τον Αλέξανδρο Αλεξανδρείας και πριν τον Ιωάννη τον Πέρση. Ο πλήρης τίτλος της υπογραφής του είναι: «Ευστάθιος Αντιοχείας της µεγάλης της κατά Συρίαν κοίλην, και Μεσοποταµίαν πάσαν, και Κιλικίαν εκατέραν.» Γελάσιου Κυζικηνού, Ιστορία των κατά την εν Νικαία σύνοδον πραχθέντων, 2, 36· PG 85, 1341D- 1344A. Αρχ.: «Κατάλογος των αγίων επισκόπων…», Τέλ.: «…Ινδία.» Ο κατάλογος των ονοµάτων επισκόπων, των συµµετεχόντων στην Α΄ Οικουµενική Σύνοδο, καταγράφεται στη συγκεκριµένη ενότητα. Ο ιεράρχης µνηµονεύεται τέταρτος στη σειρά µετά τον Όσιο Κορδούη, τον Αλέξανδρο Αλεξανδρείας και το Μακάριο Ιεροσολύµων, ενώ του Αντιοχείας έπεται ο Ιωάννης ο Πέρσης. Ο τίτλος της υπογραφής είναι απαράλλακτος µε εκείνον της προηγούµενης παράθεσης. γστ. Θεόδωρος Αναγνώστης. Θεοδώρου Αναγνώστη, Εκκλησιαστική Ιστορία, 2, 1 PG 86 Ι, 184Β. Αρχ.: «Ζήνων φόβω…..», Τέλ.: «…του θανάτου Ευσταθίου.» Ο Θεόδωρος ο οποίος ήταν Αναγνώστης119 στο ναό της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινουπόλεως, µας δίδει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την ανακοµιδή και µετακοµιδή των λειψάνων του αγίου Ευσταθίου στην Αντιόχεια. Η εκκλησιαστική αυτή πράξη έλαβε χώρα επί αρχιερατείας του επισκόπου Καλανδίωνος στο θρόνο των Αντιοχέων και βασιλείας του Ζήνωνα, εκατό έτη µετά το θάνατο του Ευσταθίου. Ο ιεράρχης εξορίστηκε στους Φιλίππους της Μακεδονίας, σύµφωνα µε τον ιστοριογράφο,
117
Ερµεία Σωζοµενού, ό.π., 2,19 PG 67, 984ΑΒ. Γέν. 1, 26. 119 Για το διακόνηµα του «Αναγνώστη» στο Βυζάντιο, αλλά και τους «αγίους Αναγνώστες» στην Παράδοσή µας, βλέπε: Ε. ∆ουνδουλάκη, «Άγιοι ‘Αναγνώστες’ της Ορθόδοξης Εκκλησίας», Ο άγιος Νικήτας, τεύχ. 151 – 152 (2001) 127-128. 118
52
όπου και πέθανε. Από εκεί έγινε η µετακοµιδή των λειψάνων του στην πόλη της Αντιόχειας120 και έτυχε µεγάλης τιµής από το πλήθος. Το συγκεκριµένο κείµενο της Ιστορίας του Θεοδώρου αποτέλεσε διαπλαστική πηγή του ανέκδοτου βίου του Ευσταθίου, όπως θα δούµε σε άλλη ενότητα. γζ. Θεοφάνης Αββάς. Θεοφάνους Αββά, Χρονογραφία, PG 108, 97ΑΒ· 116Α· 180ΑΒ· 324ΒC. Σε τρία σηµεία της Χρονογραφίας του Θεοφάνους µας δίδονται πληροφορίες για τον Ευστάθιο Αντιοχείας. Αξίζει να σηµειωθεί ότι η διαφοροποίηση που παρουσιάζουν οι αναφορές του ως προς τον ιεράρχη, σε σχέση µε άλλους ιστοριογράφους, µας ωθεί στο συµπέρασµα ότι αντλεί υλικό για το έργο του από πηγές που είναι άγνωστες στους λοιπούς ιστοριογράφους, πιθανόν από την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, όπου γεννήθηκε και έδρασε. Θεοφάνους Αββά, Χρονογραφία, PG 108, 97ΑΒ. Αρχ.: «Τούτω τω έτει…..», Τέλ.: «…Παµφίλου έγραψε.» Ο Θεοφάνης αναφέρεται στην Α΄ Οικουµενική Σύνοδο στο απόσπασµα αυτό. Η σπουδαιότητα του συγκεκριµένου κειµένου έγκειται στην υπογράµµιση ότι η µετάθεση του Ευσταθίου από τη Βέροια στον επισκοπικό θώκο της Αντιόχειας έγινε κατόπιν αποφάσεως των µελών της. Το κείµενο προβάλλει επίσης ορισµένα ονόµατα εξαίρετων ιεραρχών που συµµετείχαν στη Σύνοδο της Νίκαιας. Κατά την πορεία της έρευνάς µας διαπιστώσαµε ότι στο σύγγραµµα του πρεσβυτέρου, µετέπειτα αρχιεπισκόπου, J. M. Neale, “A History of the Holy Eastern Church”, γίνεται αναφορά σε κάποια από αυτά τα ονόµατα, µε παράφραση του κειµένου του Θεοφάνη –χωρίς να αναφέρεται- µε προσθαφαιρέσεις και φέροντας τον Ευστάθιο Αντιοχείας να έχει επιτελέσει ανάσταση νεκρού, γεγονός που είναι αµάρτυρο στις πηγές. Ας δούµε τα αποσπάσµατα των δύο κειµένων: Θεοφάνους Αββά, Χρονογραφία, PG 108, 97ΑΒ: «Και εγένετο η αγία και οικουµενική πρώτη σύνοδος των τιη΄ Πατέρων, ων οι πολλοί θαυµατουργοί τε και ισάγγελοι υπήρχον,…εν οις και Παφνούτιος, και Σπυρίδων, και Μακάριος, και ο Νισιβινός Ιάκωβος, θαυµατουργοί, και νεκρούς αναστήσαντες και πολλά παράδοξα ποιήσαντες… εξήρχον αυτής Μακάριος ο Ιεροσολύµων και Αλέξανδρος Αλεξανδρείας,.. Της δε Αντιοχέων Εκκλησίας χηρευούσης, η σύνοδος Ευστάθιον εκύρωσε τον επίσκοπον Βεροίας…».
J. M. Neale, (rev.), A History of the Holy Eastern Church, τ. 1, σ. 138: “There was S. Macarius of Jerusalem, illustious for many miracles: there was Eustathius of Antioche, who had raised a dead man to life: there was S. James of Nisibis, who by the power of his intercession routed Sapor and the fliower of the Persian host; there was S. Leontius of Caesarea, in Cappadocia, ‘the equal of the Angels’,…”.
∆εν πρόκειται να επεκταθούµε περισσότερο στο συγκεκριµένο ζήτηµα, κρίνοντας ότι η εξάρτηση µεταξύ των δύο κειµένων είναι εµφανής. Θεοφάνους Αββά, Χρονογραφία, PG 108, 116Α. Αρχ.: «Ο δε Θεοδώρητος…..», Τέλ.: «…αυτόν εξορισθηναι.» Στο συγκεκριµένο κείµενο γίνεται αναφορά στην καθαίρεση του Ευσταθίου, στους πρωτεργάτες αυτής, καθώς και στον τόπο, το Ιλλυρικό, της εξορίας του. Το κείµενο αποτελεί περίληψη αποσπάσµατος της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Θεοδωρήτου (PG 82, 965Β – 969Β). Το απόσπασµα του Θεοφάνους περιλαµβάνεται, µεταφρασµένο, στα λατινικά, στο έργο του Αναστάσιου Βιβλιοθηκάριου. Θεοφάνους Αββά, Χρονογραφία, PG 108, 180Α. 120
Γ. Τσέτση, (Μ. πρωτ.), ό.π., σσ. 37-38.
53
Αρχ.: «Τούτω δε τω χρόνω…», Τέλ.: «…παρέδωκε τω Αρειανώ.» Το συγκεκριµένο κείµενο από την Χρονογραφία του Θεοφάνους είναι εξαιρετικής σπουδαιότητας. Η σηµαντικότητά του έγκειται στο γεγονός ότι παρουσιάζει τον Ευστάθιο να βρίσκεται στη ζωή το 370 –σε αντίθεση µε την επικρατούσα άποψη στην ακαδηµαϊκή κοινότητα, η οποία τον φέρει θανόντα πριν το 337. Σύµφωνα µε το κείµενο, µετά το θάνατο του Κωνσταντινουπόλεως Ευδόξιου121, οι Αρειανοί προέκριναν ως διάδοχό του το ∆ηµόφιλο, ενώ οι ορθόδοξοι τον Ευάγριο. Ο τελευταίος χειροτονήθηκε, σύµφωνα µε το Θεοφάνη, από τον Ευστάθιο Αντιοχείας, ο οποίος κρυβόταν στην Κωνσταντινούπολη, έχοντας επιστρέψει από την εξορία επί της βασιλείας του Ιοβιανού (363 – 365). Η άνοδος του Ουάλη (370) στον αυτοκρατορικό θρόνο οδήγησε, σύµφωνα µε το χρονογράφο, στην εξορία τόσο του Ευαγρίου, όσο και του Ευσταθίου, στη Βιζύη. 122 Θεοφάνους Αββά, Χρονογραφία, PG 108, 324ΒC. Αρχ.: «Κωνσταντινοπόλεως επισκόπου Φραυίτα....», Τέλ.: «…της κοιµήσεως αυτού.» Στην ανακοµιδή και µετακοµιδή των λειψάνων του αγίου Ευσταθίου αναφέρεται το απόσπασµα αυτό. Η µνηµόνευση του ονόµατος του Κωνσταντινουπόλεως Φραβίτα (489)123και η επισήµανση ότι το χρόνο αυτό έγινε η µετακοµιδή των λειψάνων του Ιεράρχη, επί Αντιοχείας Καλανδίωνος, συντελεί ώστε να τοποθετήσουµε τη συγκεκριµένη εκκλησιαστική πράξη στο χρόνο. Εντούτοις, όπως θα σηµειώσουµε στην οικεία ενότητα, υπάρχει ετεροχρονισµός στο εν λόγω κείµενο, διότι οι αρχιερατείες των δύο ιεραρχών, δε συµπίπτουν χρονικά. Σύµφωνα µε το κείµενο, ο τόπος εξορίας και θανάτου του Ευσταθίου ήταν οι Φίλιπποι της Μακεδονίας από όπου, εκατό χρόνια µετά το θάνατο του αγίου, έγινε σε κλίµα ευφορίας από µέρους των πιστών, η µετακοµιδή των λειψάνων του για την Αντιόχεια. γη. Αναστάσιος Βιβλιοθηκάριος. Αναστάσιου Βιβλιοθηκάριου, Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 108, 1211Α. Αρχ.: “Mundi anno 5816”, Τέλ.: “... synodo porrexere.” Γίνεται αναφορά στην Α΄ Οικουµενική Σύνοδο και στα αριθµητικά δεδοµένα των συµµετεχόντων Πατέρων. Αναστάσιου Βιβλιοθηκάριου, Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 108, 1213Β. Αρχ.: “Unde et deposition…”, Τέλ.: “…in exsilium mitteretum.” O εκκλησιαστικός αυτός συγγραφέας αναφέρεται στην καθαίρεση του Αντιοχείας Ευσταθίου, καθώς και στα πρόσωπα εκείνα που πρωτοστάτησαν στην πράξη αυτή. Το κείµενο αποτελεί λατινική µετάφραση αποσπάσµατος της Χρονογραφίας του Θεοφάνους (PG 108, 116Α). Αναστάσιου Βιβλιοθηκάριου, Εις το Παροιµιών 9, 5, PG 18, 684C-685A. Αρχ.: «Ουκούν σαφώς αποδέδεικται…», Τέλ.: «…και το εξής επιφερόµενον.» Στο απόσπασµα αυτό, το οποίο είναι εκείνο που βρίσκουµε αυτούσιο στα Πρακτικά της Ζ΄ Οικουµενικής Συνόδου, γίνεται λόγος για χρήση του όρου «αντίτυπα» του Σώµατος και του Αίµατος του Χριστού, για τον Άρτο και τον Οίνο της Θείας Ευχαριστίας, από τον Ευστάθιο Αντιοχείας. γθ. Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος. 121
Πρόκειται για τον πρώην Αντιοχείας και µετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Σύµφωνα µε τον επίσηµο Κατάλογο των Οικουµενικών Πατριαρχών, ο Ευδόξιος πέθανε το 370. Βλ. Αθηναγόρα, (M. αρχιµ.), Ηµερολόγιον του Οικουµενικού Πατριαρχείου, έτους 2003, εκδ. Οικουµενικού Πατριαρχείου, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 582. 122 Θεοφάνους Αββά, Χρονογραφία, PG 108, 180Α· Εφραίµ Χρονογράφου, Καίσαρες, PG 143, 353Β· Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες, σσ. 80 – 81. 123 Αθηναγόρα, (Μ. αρχιµ.), ό.π., σ. 582.
54
Νικηφόρου Καλλίστου, Εκκλησιαστική Ιστορία, 8, 45· 9,23 PG 146, 176 D – 181Α· 320Α. Σε δύο κεφάλαια της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Καλλίστου βρίσκουµε αναφορές στον Ευστάθιο Αντιοχείας: Νικηφόρου Καλλίστου, Εκκλησιαστική Ιστορία, 8, 45 PG 146, 176 D – 181Α. Αρχ.: «Περί της εν Αντιοχεία…», Τέλ.: «…συµβάντα ωδε είχον.» Ο ιστοριογράφος έχοντας ως πηγές του τα κείµενα προγενέστερων ιστορικών, όπως του Θεοδώρητου, του Σωκράτη και του Σωζοµενού, εκθέτει τα γεγονότα του τεσσαρακοστού πέµπτου κεφαλαίου. Μνηµονεύει την αντιπαλότητα µεταξύ Ευσταθίου Αντιοχείας και Ευσεβίου Καισαρείας, µε αφορµή το δόγµα της Νικαίας, αλλά και την κατηγορία κατά του πρώτου για Σαβελλιανισµό. Το κατηγορητήριο εναντίον του Ευσταθίου δεν περιοριζόταν, σύµφωνα µε το Νικηφόρο, µόνο σε αυτό. Οι αντιφρονούντες προσπάθησαν να πλήξουν την ηθική ακεραιότητα του ιεράρχη και τα κατάφεραν κατηγορώντας τον για µοιχεία, µε την ψευδορκία µιας πόρνης. Στη σύνοδο της Αντιόχειας πέτυχαν την καθαίρεση και την εξορία του Ευσταθίου, ο οποίος υπέµεινε αδιαµαρτύρητα την ποινή και κατέφυγε εξόριστος σε Ιλλυρική πόλη διασχίζοντας τη Θράκη. Καταγράφονται οι συνέπειες της καταδικαστικής απόφασης του Ευσταθίου στο εκκλησιαστικό σώµα µε την πρόκληση Σχίσµατος. Μνηµονεύονται οι Ευσταθιανοί και ο διάδοχος του ιεράρχη στο θώκο της Αντιόχειας. Ο ιστοριογράφος δεν αποστασιοποιείται από τα γεγονότα, αλλά αφήνει να διαφανεί ο θαυµασµός του προς τον Ευστάθιο124, ενώ δεν παραβλέπει να τοποθετεί ως προς τα πραγµατικά αίτια125 της καταδίκης του ιεράρχη και να ασκήσει κριτική στην ένδικη διαδικασία126. Νικηφόρου Καλλίστου, Εκκλησιαστική Ιστορία, 9, 23 PG 146, 320Α. Αρχ.: «Μεθ’ ό γαρ Ευστάθιος….», Τέλ.: «…Ευφρόνιος.» Στο απόσπασµα αυτό αναφέρεται ο Ευφρόνιος, ως διάδοχος του Ευσταθίου στο θώκο της Αντιόχειας, µετά την αποµάκρυνσή του τελευταίου. γι. Γεώργιος Κεδρηνός. Γεωργίου Κεδρηνού, Σύνοψις Ιστοριών, 294 PG 121, 560C. Αρχ.: «Μετά θάνατον Ευσταθίου…», Τέλ.: «…Μασαλιανών αίρεσις.» Ο ιστοριογράφος επισηµαίνει ότι ο Φλαβιανός είναι εκείνος που προχειρίζεται διάδοχος του Ευσταθίου Αντιοχείας, µετά το θάνατο του τελευταίου. για. Γρηγόριος Καισαρείας. Γρηγορίου Καισαρείας, Λόγος εις τους οσίους 318 Πατέρας της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου, εν Νικαία, 1 PG 111, 428Β - 429C. Αρχ.: «Των ουν οσίων και του…», Τέλ.: «…εργάσηται θήραµα.» Στο κείµενο αυτό του πρεσβυτέρου µνηµονεύεται ο προσφωνητικός λόγος που φέρεται να εκφώνησε ο Ευστάθιος Αντιοχείας προς το Μ. Κωνσταντίνο, κατά την έναρξη των εργασιών της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου. γιβ. Νικηφόρος Κωνσταντινουπόλεως. Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως, Χρονογραφία Σύντοµος, 10 PG 100, 1053 C. Αρχ.: «κδ΄ Ευστάθιος ο εν τη πρώτη…», Τέλ.: «…έτη ιη΄.» Στον Κατάλογο των επισκόπων Αντιοχείας που σηµειώνεται στη συγκεκριµένη Χρονογραφία, το όνοµα του Ευσταθίου καταγράφεται εικοστό τέταρτο στη σειρά από τα 124
Νικηφόρου Καλλίστου, Εκκλησιαστική Ιστορία, 8, 45 PG 146, 180 ΑΒ. Ό.π., 8, 45 PG 146, 177Β: «…Ευστάθιος, κατά µεν τον αληθή λόγον, οτίπερ της εν Νικαία υπερίστατο πίστεως, και τους περί Ευσέβιον και Πατρόφιλον τον Σκυθοπόλεως, και τον Τύρου Παυλίνον, ων τη γνώµη οι ανά την έω ιερείς είποντο, ως Αρειανόφρονας απεστρέφετο…». 126 Ό.π., 8, 45 PG 146, 177 ΒC. 125
55
εξήντα ένα ονόµατα που αναγράφονται. Σύµφωνα µε τον κατάλογο, ο ιεράρχης διαδέχτηκε στην επισκοπή τον Παύλο (Παυλίνο) Αντιοχείας και µετά την εξορία του αρχιεράτευσε ο Ευλάλιος και όχι ο Ευφρόνιος, όπως είδαµε σε ορισµένα κείµενα ιστοριογράφων. Σύµφωνα µε τον Κατάλογο, ο Ευστάθιος υπήρξε ο «κορυφαίος» της Συνόδου της Νίκαιας, τον οποίο εκδίωξαν οι Αρειανοί από το θρόνο του. Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως, Χρονογραφία Σύντοµος, 8 PG 100, 1045A. Αρχ.: «Ευάγριος ορθόδοξος χειροτονηθείς….», Τέλ.: «… υπό Ουάλεντος.» Στο απόσπασµα αυτό µνηµονεύεται η εις επίσκοπον χειροτονία του Κωνσταντινουπόλεως Ευάγριου (370) από τον Ευστάθιο Αντιοχείας, ο οποίος εξορίστηκε από τον αυτοκράτορα Ουάλη. γιγ. Γεώργιος Αµαρτωλός. Γεωργίου Αµαρτωλού, Χρονικόν, 4 PG 110, 624CD – 625Β. Αρχ.: «Η δε α΄ αύνοδος…», Τέλ.: «…σε θάττον.» Στο κείµενο αυτό ο Γεώργιος, αναφερόµενος στην Α΄ Οικουµενική Σύνοδο, µνηµονεύει τα ονόµατα εκείνων που ηγούντο των εργασιών της. Το όνοµα του Ευσταθίου Αντιοχείας καταγράφεται τέταρτο, µετά από εκείνο των τοποτηρητών, του Ρώµης Σιλβέστρου, του Μητροφάνους Βυζαντίου και του Αλεξάνδρου Αλεξανδρείας. Παρέχει επίσης πληροφορίες για τα ζητήµατα τα οποία απασχόλησαν τη σύνοδο, την αποκατάσταση του Αρείου, µετά την εξορία του. γιδ. Εφραίµ Χρονογράφος. Εφραίµ Χρονογράφου, Καίσαρες, PG 143, 354Β. Αρχ.: «Ευάγριος τις ορθοδοξίας φίλος…», Τέλ.: «…λάχους γεγευµένος.» Στο συγκεκριµένο απόσπασµα (στ. 9649 – 9654), του έµµετρου λόγου του ο Εφραίµ, αναφέρεται στα γεγονότα που διαδραµατίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη το 370, για τα οποία κάναµε λόγο παραπάνω στο Θεοφάνη. Ο Ευστάθιος χαρακτηρίζεται «µακαριστός ποιµένας» και υπογραµµίζεται η εξορία του από τον αυτοκράτορα Ουάλη, µετά το περιστατικό της πρόκρισης του Ευάγριου στο θώκο της Κωνσταντινουπόλεως. γιε. Μιχαήλ Γλυκάς. Μιχαήλ Γλυκά, Βίβλος Χρονική, 2 PG 158, 369Α. Αρχ.: «Ο δε Πατριάρχης Αντιοχείας Ευστάθιος…», Τέλ.: «…ηλίου γενέσθαι αναποδισµόν.» Ο Μιχαήλ Γλυκάς αξιοποιεί στο απόσπασµα αυτό την παρατήρηση του Ευσταθίου Αντιοχείας σύµφωνα µε την οποία επί εποχής Ιησού του Ναυή, ο ήλιος «στάθηκε» για δύο ώρες127. Ας δούµε, όµως, το σχετικό κείµενο: «… ο δε πατριάρχης Αντιοχείας Ευστάθιος είκοσι και δύο λέγει γενέσθαι την ηµέραν εκείνην ωρών· εν ριπή γαρ οφθαλµού λέγει έοικεν, ου µην εν ώραις δέκα τον του ηλίου γενέσθαι αναποδισµόν…». δ΄ Πρακτικά Ζ΄ Οικουµενικής Συνόδου. Αρχ.: «Ουδαµού ούτε…», Τέλ.: «…Χριστού κηρύττει µελών.» Εκδόσεις: J.D. Mansi, Sacrorum Conciliorum Nova et Amplissima Collectio, τ.13, σ. 265. Στα πρακτικά της Ζ΄ Οικουµενικής Συνόδου, που έλαβε χώρα επί αυτοκράτειρας Ειρήνης της Αθηναίας, στη Νίκαια της Βιθυνίας (787), γίνεται αναφορά στο πρόσωπο και σε έργο του Ευσταθίου Αντιοχείας. Υπογραµµίζεται η ορθόδοξη διδασκαλία του ιερού πατρός και συνδέεται µε εκείνη του Μ. Βασιλείου. Χαρακτηριστικό είναι το κείµενο: «…ουδαµού ούτε ο Κύριος, ούτε οι Απόστολοι, ή Πατέρες εικόνα είπον την διά του ιερέως προσφεροµένην αναίµακτον θυσίαν, αλλά αυτό το σώµα και αυτό το αίµα. Και πρό µεν της του αγιασµού τελειώσεως, αντίτυπα τισι των αγίων Πατέρων ευσεβώς έδοξον 127
Ιησού Ναυή 10,12. Πρβλ. ∆. Αθανασοπούλου, Απαντώ στις απορίες σου, Αθήνα 1992, σ. 74-75.
56
ονοµάζεσθαι. Ων εστιν Ε υ σ τ ά θ ι ο ς ο ευσταθής πρόµαχος της ορθοδόξου πίστεως, και της Αρειανικής κακοδαιµονίας καταλύτης, και Βασίλειος της αυτής δεισιδαιµονίας καθαιρέτης, …..εξ ενός γαρ και του αυτού πνεύµατος φθεγγόµενοι, ο µ έ ν ερµηνεύων το εν ταις παροιµίαις Σολοµώντειον ρητόν· φάγετε τον εµόν άρτον, και πίετε οίνον, ον κεκέρακα υµίν· τόδε φησί· διά του οίνου και του άρτου τα αντίτυπα των σωµατικών του Χριστού κηρύττει µελών· …».128 ε΄ Αγιολογικά κείµενα. Ενδεικτική ορατή έκφραση της αναγνώρισης και της αποδοχής ενός µέλους της λεγόµενης «θριαµβεύουσας»130 Εκκλησίας, αποτελεί η σύνταξη κειµένων που αφηγούνται τις πράξεις και τα µαρτύριά του, που θα προτρέπουν τους πιστούς σε µίµηση των «κατορθωµάτων» του µνηµονευόµενου αγίου. Η ιστορική πορεία του Ευσταθίου Αντιοχείας αποτέλεσε διαπλαστική πηγή για τη σύνταξη κειµένων που εκθέτουν το Βίο και την Πολιτεία του. Στην ενότητα αυτή θα παρουσιάσουµε τα κυριότερα Αγιολογικά κείµενα που αναφέρονται στο πρόσωπο του ιεράρχη, τα οποία είναι τα ακόλουθα: εα. Μηνολόγιο Ανώνυµου Βυζαντινού. Αρχή: «Ευστάθιον τον πάνυ,…», Τέλ.: «…των αιώνων.αµήν.» Κώδικες: Mosquensi, 376 Vlad., (10ος αι.), φφ. 103r – 105v. Εκδόσεις : V. Latyšev, ό.π., σσ. 120- 123. Mαρτυρίες: F. Halkin, ό.π., BHG 1 (1957) 202 , (SH 8a). Στο αυτοκρατορικό131 αυτό Μηνολόγιο του 10ου αιώνα, παρουσιάζεται, σε οκτώ παραγράφους, η πορεία του Ευσταθίου Αντιοχείας. Ο βίος του ιεράρχη που επιγράφεται: «Βίος και πολιτεία του οσίου Πατρός ηµών Ευσταθίου Πατριάρχου Αντιοχείας της Μεγάλης», µνηµονεύεται την 22α του µηνός Φεβρουαρίου. Στο εν λόγω κείµενο διακρίνει κάποιος το ακόλουθο θεµατολόγιο: Αρχικά εγκωµιάζεται ο ιεράρχης και γίνεται «λογοπαίγνιο» µε το όνοµά του (σ. 120, στ. 9-10). Μνηµονεύεται η χάρη που είχε για επιτέλεση θαυµάτων (σ. 120, στ. 16). Ο ιεράρχης προκρίνεται µε την ψήφο του κλήρου και τη γνώµη του λαού (σ. 120, στ. 2526), επίσκοπος Θ ε ο υ π ό λ ε ω ς132, (σ. 120, στ. 23). Γίνεται λόγος για την Α΄ Οικουµενική Σύνοδο (σ. 121, στ. 11-16) και τις αντιδράσεις των κακοδοξούντων ιεραρχών (σ. 121, στ. 1-10, 25-27). Μνηµονεύεται το ψευδές κατηγορητήριο κατά του Ευσταθίου, µε αφορµή το περιστατικό της µοιχείας (σ. 121, στ. 30-36), που οδήγησε στην καθαίρεση και εξορία του (σ. 122, στ. 6-8), στους Φιλίππους της Μακεδονίας (σ. 122, στ. 9). Ε κ α τ ό κ α ι π λ έ ο ν έ τ η (σ. 122, στ. 14) µετά το θάνατό του, επί της βασιλείας του Ζήνωνος, γίνεται η ανακοµιδή των λειψάνων του στην Αντιόχεια (σ. 122, στ. 13-25). Καταγράφεται ο εγκωµιασµός του Ευσταθίου από τον ιερό Χρυσόστοµο (σ. 122, στ. 28-30) και σηµειώνεται η οµολογία της πόρνης για την ψευδή κατηγορία της προς τον ιεράρχη, η οποία έλαβε χώρα µετά από ασθένεια (σ. 122, στ. 33-37). 129
J. D. Mansi, ό.π., σ. 265· M. Spanneut, Recherches , ό.π., σ. 46. Τρία είναι τα στοιχεία που φανερώνουν την αναγνώριση ενός µέλους και καταδεικνύουν την αποδοχή της αγιότητάς του στη συνείδηση του εκκλησιαστικού σώµατος: Η καταγραφή του βίου και της πολιτείας του, η σύνθεση Ασµατικής Ακολουθίας –η οποία προϋποθέτει την ένταξή του στο Εορτολόγιο-, καθώς και η απεικόνισή του σε παραστάσεις της Εκκλησίας. 130 Κρίνεται σκόπιµο να διευκρινιστεί ότι η χρήση του όρου «θριαµβεύουσα» Εκκλησία µονάχα για την ‘επουράνια’ κατάσταση θεωρείται αδόκιµος, εξ επόψεως Ορθοδόξου Θεολογίας. Βλ. Ν. Ματσούκα, ∆ογµατική και Συµβολική Θεολογία Β’, σ. 378, 377. 131 ∆. Τσάµη, Αγιολογία, σ. 33. 132 Για την ονοµασία της Αντιόχειας ως «Θεούπολης», βλ. ∆. Τσάµη, Μητερικόν, τ. Γ΄, ό.π., σ. 18 υποσ. 1. 128 129
57
Ο βίος ολοκληρώνεται µε επίκληση της πρεσβείας133 του αγίου προς το Χριστό (σ. 123, στ. 4-14). εβ. Μηνολόγιο Βασιλείου Β΄. Αρχ.: «Ευστάθιος ο του Χριστού ιεράρχης…», Τέλ.: «…αλλά του χαλκέως.» Κώδικες: Vaticanus gr. 1613, (10ος αι.). Εκδόσεις : J. P. Migne, PG 117, 597 D – 600Α. Το Μηνολόγιο134 του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄135 (10ος αι.), µνηµονεύει τη µνήµη του Ευσταθίου στις 24 Αυγούστου και τον φέρει επίσκοπο Αντιόχειας την περίοδο της βασιλείας του Μ. Κωνσταντίνου. Ο ιεράρχης παρουσιάζεται ως πρόµαχος της αλήθειας και πολέµιος του ψεύδους κατά την Α΄ Οικουµενική Σύνοδο, ενέργεια που τον έφερε σε αντιπαλότητα µε τους Αρειανούς. Το Βασιλειανό Μηνολόγιο διαφοροποιείται σε ένα σηµείο αναφορικά µε τον ιεράρχη και σε σχέση µε τις προγενέστερες πηγές: Επισηµαίνει ότι ο Ευστάθιος Αντιοχείας καταδικάστηκε και εξορίστηκε επί της βασιλείας του Κωνστάντιου136 (337353). Πρωτοστάτης της καταδίκης του ιεράρχη ήταν, σύµφωνα µε το συντάκτη, ο Ευσέβιος Νικοµηδείας, ο οποίος, προκειµένου να θίξει την ηθική ακεραιότητα του ιερού Πατρός χρησιµοποίησε µία πόρνη και το βρέφος της για να τον κατηγορήσει για µοιχεία. Όπως σηµειώνεται στο τέλος του βίου, µετά την καταδίκη του, η πόρνη οµολόγησε την ψευδορκία. Σύµφωνα µε το κείµενο, ο ιεράρχης εξορίστηκε στη Φιλιππούπολη137, όπου και πέθανε. Η µνηµόνευση της συγκεκριµένης πόλης -που είναι αµάρτυρη στις λοιπές πηγές που αναφέρονται στο βίο του Ευσταθίου- µας ωθεί στην εκτίµηση ότι ενδεχοµένως το χειρόγραφο να είχε «Φιλίππου πόλιν» και ο αντιγραφέας να ανέγνωσε και εκ παραδροµής να σηµείωσε «Φιλιππούπολιν». εγ. Συναξάριο Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως. Αρχ.: «Τη αυτή ηµέρα µνήµη…», Τέλ.: «…..έφη το βρέφος.» Εκδόσεις : Η. Delehaye, Propylaeum ad Acta Sanctorum Novembris, σσ.480-481. Ο βίος του Ευσταθίου Αντιοχείας σηµειώνεται την εικοστή πρώτη του µηνός Φεβρουαρίου στο Συναξάριο της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Ο ιεράρχης µνηµονεύεται ως «πατριάρχης» Αντιοχείας επί της βασιλείας του Μ. Κωνσταντίνου. Υπήρξε υπέρµαχος του ορθοδόξου δόγµατος στη Σύνοδο της Νίκαιας και γι’ αυτό προκάλεσε το φθόνο των αντιφρονούντων. Σε σύνοδο που έγινε στην Αντιόχεια, προτάθηκε και υπερψηφίστηκε η καθαίρεση του Ευσταθίου. Το γεγονός πέτυχαν, µε τη βοήθεια µιας πόρνης, η οποία κατηγόρησε τον ιεράρχη για µοιχεία. Ο ιερός Πατήρ, εξορίστηκε στην πόλη των Φιλίππων, όπου και απέθανε. Εκατό χρόνια µετά το θάνατο του Ευσταθίου, επί της βασιλείας του Ζήνωνος, έγινε η ανακοµιδή και µετακοµιδή του λειψάνου του θεοφόρου Πατρός στην Αντιόχεια, όπου έτυχε εκδηλώσεων ευλάβειας από τους πιστούς. 133
Για τη χρήση του όρου «µεσιτεία», «πρεσβεία» των αγίων στην Ορθόδοξη Εκκλησία, βλ. ∆. Τσάµη, Αγιολογία, ό.π., σσ. 137-139. 134 S. Nersessian, “Remarks on the Date of the Menologiun and the Psalter Written for Basil II’’, B 15 (1940-1941) 104 – 125· Η. Delehaye, Synaxaires Byzantins, Ménologes, Typica, σσ. 404-407. 135 Βλ. Βιογραφικό του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄: N. Donald, Βιογραφικό Λεξικό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, σσ. 73-75. 136 Την άποψη ότι ο Ευστάθιος εξορίστηκε επί της βασιλείας του Κωνστάντιου φαίνεται να υιοθετεί και ο Σ. Νίκας, εφόσον σε σύγγραµµά του σηµειώνει: «Μετά το θάνατο του ήπιου και συµβιβαστικού Μ. Κων/νου, ο γιος του Κωνστάντιος, ξεπερνώντας τα όρια της δικαιοδοσίας του, επιβάλλει τον Αρειανισµό…. Όµως ο Κωνστάντιος είναι ανυποχώρητος. Έτσι οι Αρειανοί, αποκτώντας τώρα µεγάλη δύναµη, διώχνουν από το θρόνο της Αντιόχειας τον επίσκοπο Ευστάθιο,…». (Σ. Νίκα, Λεξικό Ορθόδοξης Θεολογίας, σ. 192). 137 Βασιλείου Β΄, Μηνολόγιον Ελληνικόν, PG 117, 600Α.
58
Ο ιερός Χρυσόστοµος αποδίδοντας τιµή προς τον άγιο, έπλεξε εγκωµιαστικούς λόγους προς αυτόν. Το Συναξάριο καταλήγει σηµειώνοντας ότι η πόρνη, εξαιτίας νόσου που την κατέλαβε, οµολόγησε αργότερα ότι συκοφάντησε άδικα τον ιεράρχη επ’ αµοιβή των Αρειανοφρόνων και ότι την πατρότητα του παιδιού έφερε κάποιος χαλκέας, ονόµατι Ευστάθιος. Το όνοµα του Ευσταθίου Αντιοχείας µνηµονεύεται επιγραµµατικά και στις πέντε Ιουνίου138, όπως επίσης και την εικοστή τρίτη του µηνός Αυγούστου139. Αξίζει να σηµειωθεί ότι κατά την τελευταία αυτή ηµεροµηνία, περιέχονται πληροφορίες για τη σωµατική διάπλαση και τη φυσιογνωµία του αγίου140. εδ. Ανέκδοτος Βίος του Ευσταθίου. Μεταξύ των κειµένων αγιολογικού περιεχοµένου που αναφέρονται στο βίο του Ευσταθίου Αντιοχείας περιλαµβάνεται και εκείνος που βρίσκεται στη Μονή Φιλοθέου του Αγίου Όρους. Η χειρόγραφη παράδοση. Ο Βίος του ιεράρχη περιέχεται µονάχα141 στον κώδικα της Μονής Φιλοθέου (Φιλ. 8, φφ. 46rβ – 47vα) και είναι ανέκδοτος, µολονότι κάποια τµήµατά του προέρχονται από προγενέστερους ιστοριογράφους, όπως διαπιστώσαµε και θα καταδείξουµε στην πορεία. Ο συγκεκριµένος κώδικας είναι περγαµηνός και αποτελείται από 323 φύλλα στα οποία περιέχονται Βίοι και µαρτύρια αγίων του µηνός Ιουνίου. Ως προς τη χρονολόγηση του κώδικα δε διαπιστώνεται οµοφωνία µεταξύ των µελετητών. Ο Σ. Λάµπρου τοποθετεί τη χρονολόγησή του το 12ο αι., ενώ ο F. Halkin τον 11ο αιώνα142. Ο κώδικας που παρουσιάζουµε είναι διαστάσεων 26,5 × 18,5 (επιφάνεια που καταλαµβάνει η γραφή) και είναι δίστηλος, µε 36 σειρές κατά στήλη. Η γραφή είναι κατακόρυφη, στρογγυλή, λειτουργική. Ο γραφέας του κώδικα, για τον οποίο δεν έχουµε καµία πληροφορία, διακοσµεί υποτυπωδώς το αρχικό γράµµα κάθε βίου. ∆ιακρίνεται, επίσης, το αρχικό γράµµα κάθε παραγράφου που βρίσκεται στο περιθώριο, αριστερά του κειµένου. Κρίνεται, τέλος, σκόπιµο να σηµειωθεί ότι ο αντιγραφέας αξιοποιεί τις ακόλουθες συντοµογραφίες: Θ(εό)ς, Χ(ριστ)έ, π(ατ)ρ(ό)ς, ηµ(ων), τ(ου), κ(αι) κ.ά. Οι πηγές του Βίου. Ο συντάκτης του βίου του Ευσταθίου Αντιοχείας στον κώδικα της Μονής Φιλοθέου θα µπορούσε να χαρακτηριστεί «αντιγραφέας» και «συρραφέας» των πηγών του. ∆ύο είναι τα κύρια πεδία από τα οποία αντλεί τις πληροφορίες και διαµορφώνει το κείµενό του, χωρίς να αποκλείονται και προφορικές παραδόσεις που είναι άγνωστες σ’ εµάς σήµερα. Το ένα πεδίο άντλησης πληροφοριών είναι το κείµενο της Αγίας Γραφής, ειδικότερα οι Επιστολές του Αποστόλου Παύλου, από τις οποίες φαίνεται να έχει δεχτεί µόνο έµµεσες επιδράσεις. Αξιοποίησε λοιπόν, µέρος χωρίων από την προς Εφεσίους (Εφ. 3, 19· 5, 19), καθώς και από την προς Κολοσσαείς επιστολή (Κολ. 3,16). Στο κείµενο του Βίου του ιεράρχη διαπιστώνονται δύο άµεσα δάνεια από την Αγία Γραφή, το ∆ευτερονόµιο (∆τ. 19,15), καθώς και το Α΄ Τιµ. 5,19. ∆εν τα µνηµονεύσαµε, όµως, µε τα προηγούµενα, διότι περιέχονται στο τµήµα εκείνο του Βίου που έχει τύχει αντιγραφής από το συντάκτη. Το δεύτερο πεδίο πηγής πληροφοριών είναι κείµενα των ιστοριογράφων Θεοδωρήτου Κύρου (†466) και Θεόδωρου Αναγνώστη (6ος αι.). Εδώ συµβαίνει το 138
Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως, σ. 732 (στ. 32, 37 – 38). Ό.π., σ. 918 (στ. 37 - 39, 51, 52, 53, 54 - 58). 140 Ό.π., σ. 918 (στ. 56 – 58). 141 F. Halkin, “Eustathius ep. Antiochenus”, BHG 1 (1957) 202· A. Ehrhard, ό.π., 1 (1937) 646. Αξίζει να σηµειωθεί ότι ο F. Halkin, µνηµονεύει το βίο του Ευσταθίου ως φερόµενο την 7η Ιουνίου (6467) , κάτι που δεν επιβεβαιώνεται από τον A. Ehrhard, που τον καταγράφει την 6η Ιουνίου. 142 F. Halkin, ό.π., BHG 1 (1957) 202. 139
59
ακόλουθο: Ο «συγγραφέας» του βίου αντιγράφει αυτούσια τµήµατα της Εκκλησιαστικής Ιστορίας των παραπάνω συγγραφέων (PG 82, 965C–969 B), (PG 86 I, 184B), τα οποία ενσωµατώνει σε δικό του Προοίµιο και Επίλογο. Στην προσπάθειά του να διαφοροποιήσει το κείµενο που χρησιµοποιεί, το παραφράζει σε κάποια σηµεία, προβαίνει σε προσθαφαιρέσεις λέξεων, επιθετικών προσδιορισµών, αναδιατάσσει τη σειρά των λέξεων σε ορισµένες φράσεις κ.ά. Πρόχειρος υπολογισµός καταδεικνύει περισσότερες από πενήντα διαφοροποιήσεις µεταξύ του κειµένου του κώδικα και εκείνων των ιστοριογράφων. Προκειµένου να καταδείξουµε του λόγου το αληθές, θα παρουσιάσουµε ακολούθως ορισµένα ενδεικτικά αποσπάσµατα, όπου διαπιστώνεται παράφραση, αντιγραφή και αναδιάταξη των φράσεων του κειµένου. ∆είγµα κειµένου όπου διαπιστώνεται παράφραση: Θεοδωρήτου Κύρου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Κώδικας Φιλοθέου 8, φ. 46r β, (στ. 10-12 ) : 1, 20 PG 82, 965ΒC: «…Ευσέβιος γαρ ο Νικοµηδείας επιθυµείν της «Ο δε Ευσέβιος…ιµείρεσθαι της των θέας του Ιεροσολύµοις ναού, διά το Ιεροσολύµων θέας σκηψάµενος, και ταύτη τον πολυθρύλλητον είναι πλασάµενος, απατήσας βασιλέα βουκολήσας, ως το πολυθρύλλητον τον βασιλέα, µετά πολλής τιµής παρ’ αυτού της οικοδοµίας έργον οψόµενος, µετά πλείστης απολύεται…». εκείθεν απήρε τιµής…». ∆είγµα κειµένου όπου διαπιστώνεται αναδιάταξη λέξεων στη φράση: Κώδικας Φιλοθέου 8, φ. 46vβ, (στ. 37-38) : Θεοδωρήτου Κύρου, Εκκλησιαστική Ιστορία, 1, 20 PG 82, 968C: «…Των δε άλλων αρχιερέων, των «…Των δε άλλων αρχιερέων, παρήσαν γάρ ουκ αποστολικών υπερµαχούντων δογµάτων, ολίγοι, και των αποστολικών υπερµαχούντες παρήσαν γαρ ουκ ολίγοι τα τυρευθέντα δογµάτων, και τα τυρευθέντα παντάπασιν παντάπασιν αγνοούντες, προφανώς…». αγνοούντες, προφανώς…». ∆είγµα κειµένων όπου διαπιστώνεται αντιγραφή: Κώδικας Φιλοθέου 8, φ. 46vα, (στ. 12-21) : Θεοδωρήτου Κύρου, Εκκλησιαστική Ιστορία, 1, 20 PG 82, 965C- 968Α: «…του βασιλέως αυτώ και οχήµατα και την «…του βασιλέως αυτώ και οχήµατα και την άλλην αποµείναντος θεραπείαν. Συναπήρε δε άλλην αποµείναντος θεραπείαν. Συναπήρε δε 143 αυτώ και Θεογόνιος ο Νικαίας, κοινωνός αυτώ και Θεογόνιος ο Νικαίας, κοινωνός ών, ών, των πονηρών βουλευµάτων. Αφικόµενοι δε ως και πρόσθεν ειρήκαµεν, των πονηρών εις Αντιόχειαν και το της φιλίας περιθέµενοι βουλευµάτων. Αφικόµενοι δε εις Αντιόχειαν και προσωπείον, θεραπείας απήλαυσαν ότι µάλιστα το της φιλίας περιθέµενοι προσωπείον, πλείστης. Ο γαρ της αληθείας πρόµαχος, ο θεραπείας απήλαυσαν ότι µάλιστα πλείστης. Ο µέγας Ευστάθιος, πάσαν αυτοις αδελφικήν γαρ της αληθείας πρόµαχος ο µέγας Ευστάθιος φιλοφροσύνην προσήνεγκεν. Επειδή δε τους πάσαν αυτοις αδελφικήν φιλοφροσύνην ιερούς κατέλαβον τόπους, και τους οµόφρονας προσήνεγκεν. Επειδή δε τους ιερούς κατέλαβον εθεάσαντο, Ευσέβιον τον Καισαρείας, και τον τόπους, και τους οµόφρονας εθεάσαντο, 144 Σκυθοπολίτην Πατρόφιλον, και τον Λύδδης Ευσέβιον τε τον Καισαρείας, και τον Αέτιον και τον Λαοδικείας Θεόδοτον, και τους Σκυθοπολίτην Πατρόφιλον, και τον Λύδδης άλλους όσοι την λώβην εισεδέξαντο την Αέτιον και τον Λαοδικείας Θεόδοτον, και τους Αρείου, εµήνυσαν τε το τετυρεµένον και συν άλλους όσοι την λώβην εδέξαντο την Αρείου, αυτοις την Αντιόχου κατέλαβον πόλιν.» εµήνυσαν τε το τυρευόµενον και συν αυτοις την Αντιόχου κατέλαβον .» 143 144
Ο κώδικας έχει «Θεόγνις». Ο κώδικας έχει «Λύδης».
60
Κώδικας Φιλοθέου 8, φφ. 47rβ – 47vα , (στ. 67-71, 75-76) : «…αιτήσας τον Ζήνωνα το τίµιον λείψανον του εν αγίοις Ευσταθίου εις Αντιόχειαν ήγαγεν από Φιλίππων της εν Μακεδονία, ένθα και εξώριστο και απέθανεν· όπερ συν πλείστη145 και µεγάλη τιµή οι πολίται εδέξαντο από γάρ δεκαοκτώ µιλίων εξελθούσης της πόλεως και πάσης, ως ειπείν ηλικίας……Οι δε δι’ αυτόν µέχρι τότε αποσχίζοντες τη Εκκλησία ηνώθηκαν µετά εκατόν έτη του θανάτου αυτού…».
Θεοδώρου Αναγνώστη, Εκκλησιαστική Ιστορία, 2 PG 86 Ι, 184Α: «…αιτήσας το λείψανον του Ευσταθίου εις Αντιόχειαν ήνεγκεν από Φιλίππων της Μακεδονίας , ένθα και εξώριστο και απέθανεν· όπερ συν πλείστη τιµή οι πολίται εδέξαντο από δεκαοκτώ µιλίων εξελθούσης της πόλεως πάσης, ως ειπείν ηλικίας. Οι δε δι’ αυτόν µέχρι τότε αποσχιζόµενοι τη Εκκλησία ηνώθηκαν µετά εκατόν έτη του θανάτου Ευσταθίου.»
Ο συντάκτης του Βίου και ο χρόνος συγγραφής. Στο κείµενό µας δεν υπάρχουν σαφείς ή άµεσες ενδείξεις για το συγγραφέα του Βίου, για την ασφαλή χρονολόγηση του κειµένου, για τον τόπο σύνταξής του. Εντούτοις, ορισµένα στοιχεία που αφορούν το περιεχόµενο του κειµένου και τη θέση του στο συγκεκριµένο κώδικα, είναι ικανά να µας οδηγήσουν στις ακόλουθες εκτιµήσεις. Η αντιγραφική διάθεση που καταλαµβάνει το συντάκτη, σε υπερβολικό, µάλιστα βαθµό, η ανεπιτυχής προσπάθεια διαφοροποίησης του τελικού κειµένου από τα δάνειά του, σε συνάρτηση µε το «λειτουργικό» επίλογο του Βίου, µας οδηγούν στο συµπέρασµα ότι ο συγγραφέας είναι περιορισµένης παιδείας, πιθανόν µοναχός σε Μονή µακριά του περιβάλλοντος της Αντιόχειας. Το τελευταίο είναι δυνατό να εκτιµηθεί από το γεγονός ότι ο συντάκτης του Βίου φαίνεται να αγνοεί τον εγκωµιαστικό λόγο146 που εκφώνησε ο Ιωάννης ο Χρυσόστοµος προς τιµήν του Ευσταθίου Αντιοχείας και ο οποίος µνηµονεύεται σε άλλα Μηνολόγια147 και Συναξάρια148. ∆ύο είναι τα στοιχεία που µας διευκολύνουν να προβούµε σε κάποιες εκτιµήσεις για το χρόνο σύνταξης του κειµένου: Το πρώτο σχετίζεται µε τους συντάκτες των πηγών του συγγραφέα, ειδικότερα µε το Θεόδωρο τον Αναγνώστη, του οποίου «αντιγράφει», απόσπασµα κειµένου, όπως είδαµε, στο κείµενο του Βίου του. Ο Θεόδωρος ο Αναγνώστης, µεταγενέστερος του Θεοδωρήτου Κύρου, έζησε τον 6ο αι. Ο συγγραφέας του βίου του ιεράρχη φαίνεται να έχει µελετήσει την Εκκλησιαστική Ιστορία του Θεοδώρου, συνεπώς, θα πρέπει να είναι αν όχι µεταγενέστερός του, τουλάχιστον σύγχρονός του και κατ’ επέκτασιν ο Βίος δε θα πρέπει να έχει συνταχθεί πριν από τον 6ο αι. Το δεύτερο στοιχείο σχετίζεται µε την εορτή µνήµης του Ευσταθίου Αντιοχείας. Ο συγγραφέας του Βίου µνηµονεύει ότι η µετακοµιδή των λειψάνων του ιεράρχη έγινε στις 5 Ιουνίου (Κώδ. Φιλοθέου 8, φ. 47vα, στ. 72-76) και το κείµενό του βρίσκεται σε κώδικα που περιέχει βίους και µαρτύρια αγίων του µηνός Ιουνίου. Ως γνωστόν, η Ορθόδοξη Εκκλησία τελεί τη µνήµη του Ευσταθίου στις 21 Φεβρουαρίου. Όλα αυτά δεν είναι ανεξάρτητα από τον προσδιορισµό του χρόνου συγγραφής του Βίου. Προκειµένου να καθορίσουµε το χρονικό όριο, αρκεί να δούµε µέχρι πια εποχή τελούνταν η µνήµη του ιεράρχη στις 5 Ιουνίου. Ήδη από τον 9ο αι. διαπιστώνεται η τελετή µνήµης του Ευσταθίου κατά το µήνα Φεβρουάριο. Εντούτοις, µέχρι και στις αρχές του 12ου αιώνα,
145
Ο κώδικας έχει «συµπλείστη». Ιωάννου Χρυσοστόµου, ό.π., PG 50, 597- 606· Γ. Παπαδάκη, ό.π., σσ. 147-153. 147 V. Latyšev, ό.π., σ. 122. 148 Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως, σ. 481. 146
61
ορισµένα Τυπικά149 την αναγράφουν το µήνα Ιούνιο. Όλα τα παραπάνω µας οδηγούν στο συµπέρασµα ότι ο Βίος θα πρέπει να συντάχτηκε µεταξύ του 6ου και του 11ου αι.
Το περιεχόµενο του Βίου. Μολονότι το κείµενο επιγράφεται: «Βίος και πολιτεία του εν αγίοις πατρός ηµών Ευσταθίου αρχιεπισκόπου Αντιοχείας της Μεγάλης», και φέρει, σε υποτυπώδη βαθµό, κύρια στοιχεία της µορφής150 των «Βίων», δηλαδή προοίµιο, πλοκή, επίλογο, εντούτοις θεωρούµε ότι δεν εντάσσεται στο γραµµατολογικό είδος των «Βίων των αγίων», αλλά αποτελεί βίο Μηνολογίου151. Προς την κατεύθυνση αυτή µας οδηγεί το γεγονός ότι διαπιστώνονται οµοιότητες του συγκεκριµένου Βίου, ως προς το επίγραµµα και ως προς τη δοµή, µε το κειµένο που αναφέρεται στον ιεράρχη, στο Μηνολόγιο του Ανώνυµου Βυζαντινού152. Το περιεχόµενο του Βίου έχει ως εξής: Του προοίµιου (στ. 3) έπεται η σηµείωση ότι ο Ευστάθιος διετέλεσε επίσκοπος Αντιόχειας την περίοδο της βασιλείας του Μ. Κωνσταντίνου (στ. 4-6). Υπήρξε υπέρµαχος της Ορθοδοξίας κατά την Α΄ Οικουµενική Σύνοδο, στη Νίκαια (στ. 6-8). Οι φιλοαρειανοί επίσκοποι µηχανεύονται την εξορία του (στ. 9-22). Προκειµένου να επιτύχουν το στόχο τους, χρησιµοποιούν κάποια µητέρα, η οποία διατείνεται ότι το παιδί που φέρει στην αγκαλιά έχει ως πατέρα του τον επίσκοπο Ευστάθιο (στ. 23-38). Έτσι επιτυγχάνουν την καθαίρεση του Ευσταθίου και την εξορία του σε κάποια Ιλλυρική πόλη (στ. 39-47, 67-68). Στο Βίο καταγράφεται η χειροτονία του Ευλάλιου, ο θάνατός του και οι διάδοχοί του (στ. 48-53). Μνηµονεύονται επίσης οι Ευσταθιανοί (στ. 55-58), ενώ καταδεικνύεται η σκευωρία της καταδίκης του Ευσταθίου, µε τη µνηµόνευση του πραγµατικού πατέρα του παιδιού (στ. 59-66). Εκατό χρόνια µετά το θάνατο του Ευσταθίου, επί της βασιλείας Ζήνωνος και αρχιερατείας Καλανδίωνος στο θρόνο της Αντιόχειας, γίνεται η ανακοµιδή και µετακοµιδή των λειψάνων του Ευσταθίου από την πόλη των Φιλίππων στην Αντιόχεια (στ. 68-75). Το γεγονός αυτό, που έλαβε χώρα στις 5 του µηνός Ι ο υ ν ί ο υ, επισφράγισε την ενότητα µεταξύ των χριστιανών (στ. 75-80). Ο Βίος περατώνεται µε επίκληση προς το Χριστό (στ. 81-85). Η σπουδαιότητα του Βίου. To αγιολογικό αυτό κείµενο από τον κώδικα της Μονής Φιλοθέου είναι σηµαντικό εξ επόψεως ιστορικής. Αφενός διότι παρέχει πληροφορία για τα αριθµητικά δεδοµένα της σύνθεσης της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου, µνηµονεύει πρόσωπα και γεγονότα που επακολούθησαν αυτής, στην µετανικαιϊκή περίοδο και αφετέρου διότι καταγράφει όσα αφορούν την πορεία του Ευσταθίου Αντιοχείας. Η µνηµόνευση επίσης των Ευσταθιανών, αλλά και της «καταλλαγής» του Εκκλησιαστικού σώµατος της τοπικής Εκκλησίας µε την µετακοµιδή των λειψάνων του ιεράρχη είναι εξίσου σηµαντικά. Ο συντάκτης του Βίου, παρά την αντιγραφική του διάθεση και εξάρτησή του από τις πηγές, δεν στερείται πρωτοτυπίας. Ένα και µόνο σηµείο από εκείνα που ο ίδιος καταθέτει, που ενδεχοµένως να αποτέλεσε προφορική παράδοση, είναι εξαιρετικής σπουδαιότητας. Ο κώδικας της Μονής Φιλοθέου είναι το µόνο κείµενο των πηγών του βίου του Ευσταθίου που τοποθετεί την τελετή της µετακοµιδής των λειψάνων του 149
Ενδεικτικά: M. Arranz, “Le Typicon du Monastère du Saint –Sayveur à Messine’’, OCA 185 (1969) 156· E. Follieri, ‘I Calendari in Μetro Innografico di Christoforo Mitileneo’, SH 63 (1980) 310. 150 Αναλυτικά για τη διάρθρωση και τη θεµατολογία του γραµµατολογικού είδους των Βίων των αγίων, βλ. ∆. Τσάµη, Αγιολογία, ό.π., σ. 31. 151 Για τα Μηνολόγια, βλ. Ό.π., σ. 32-33· Η. Delehaye, ό.π., σ. 311 κ.ε. 152 V. Latyšev, ό.π., σ. 122, 123.
62
ιεράρχη στον Εορτολογικό κύκλο, καταγράφοντάς την στις 5 Ιουλίου ή για να είµαστε ακόµη ακριβέστεροι στη διατύπωσή µας, δικαιολογεί τη φερόµενη, αρχικά, µνήµη του αγίου κατά τη συγκεκριµένη ηµεροµηνία.
Το κείµενο153 του Βίου. † ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΤΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ154 ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ. †
46r β
5
10 46vα 15
20
v
25
46 β
30
Ούτος ο µακάριος και αοίδιµος Ευστάθιος, ο της αληθείας υπέρµαχος γενόµενος, επί Κωνσταντίνου του Μεγάλου βασιλέως155, της Αντιοχέων εκκλησίας πρόεδρος156 υπάρχων, της ορθοδοξίας τας ακτίνας πάση τη οικουµένη κατηύγασε. Όστις και εν τη Πρώτη συνόδω τη εν Νικαία των τριακοσίων δέκα και οκτώ157 αγίων Πατέρων υπήρχε συνήγορος της αληθείας και του ψεύδους αντίπαλος. Τούτον φθονήσαντες οι της Αρειανικής λώβης µετέχοντες, εµηχανήσαντο του θρόνου εξελάσαι. Ευσέβιος γαρ ο Νικοµηδείας επιθυµείν της θέας του Ιεροσολύµοις ναού, διά το πολυθρύλλητον είναι πλασάµενος, απατήσας τον βασιλέα, µετά πολλής τιµής παρ’ αυτού απολύεται, // του βασιλέως αυτώ και οχήµατα και την άλλην αποµείναντος θεραπείαν. Συναπήρε δε αυτώ και Θεογόνιος158 ο Νικαίας, κοινωνός ών των πονηρών βουλευµάτων. Αφικόµενοι δε εις Αντιόχειαν και το της φιλίας περιθέµενοι προσωπείον, θεραπείας απήλαυσαν ότι µάλιστα πλείστης. Ο γαρ της αληθείας πρόµαχος, ο µέγας Ευστάθιος, πάσαν αυτοις αδελφικήν φιλοφροσύνην προσήνεγκεν. Επειδή δε τους ιερούς κατέλαβον τόπους, και τους οµόφρονας εθεάσατο, Ευσέβιον τον Καισαρείας, και τον Σκυθοπολίτην Πατρόφιλον, και τον Λύδδης159 Αέτιον και τον Λαοδικείας Θεόδοτον, και τους άλλους, όσοι την λώβην εισεδέξαντο την Αρείου, εµήνυσαν τε το τετυρεµένον και συν αυτοις την Αντιόχου κατέλαβον πόλιν. Kαι το µεν πρόσχηµα της των άλλων επιδηµίας προπόµπιος ην τιµή, το δε καττυόµενον, ο της ευσεβείας πόλεµος. Γύναιον γάρ εταιρικόν160 την ώραν απεµπολούν µισθωσάµενοι , και την γλώτταν αυτοίς αποδόσθαι πείσαντες, συνήλθον εις το συνέδριον. Είτα τους άλλους άπαντας // έξω γενέσθαι κελεύσαντες, τό τρισάθλιον εισήγαγον γύναιον. Η δε παιδίον υποµάσιον υποδεικνύσα, εκ της Ευσταθίου συνουσίας έλεγε τούτο και συνειληφέναι και τετοκέναι, και αναδευοµένη εβόα. Ο δε της συκοφαντίας το προφανές επιστάµενος, ει τινά έχοι τούτου συνίστορα, άγειν εις µέσον εκέλευσεν. Εκείνης δε µηδένα έχειν µάρτυρα της κατηγορίας λεγούσης, όρκον
153
Κατά τη µεταγραφή του κώδικα, επιµεληθήκαµε τη στίξη, διότι δεν υπάρχει σε αυτόν. Είκοσι οκτώ πόλεις της Ασίας έφεραν το όνοµα «Αντιόχεια». Ιδρυτές τους ήταν ο Σέλευκος Α΄ ο Νικάτορας (312-280 π.Χ.), καθώς και ο υιός του Αντίοχος Α΄ο Σωτήρας (280-261 π.Χ.). Η Αντιόχεια η Μεγάλη ήταν πρωτεύουσα της αρχαίας Συρίας. Περισσότερα για το θέµα, βλ. ∆. Τσάµη, Μητερικόν, τ. Γ΄, ό.π., σ. 18 υποσ. 1. 155 Η περίοδος της βασιλείας του Μ. Κωνσταντίνου τοποθετείται από τους ιστορικούς µεταξύ 324 και 337. Ενδεικτικά: Β. Φειδά, Βυζάντιο, σ. 482. 156 Πρβλ. Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως, σ. 917, στ. 54. 157 Γεωργίου Αµαρτωλού, Χρονικόν σύντοµον, 4 PG 110, 624 C. Σχετικά µε το ζήτηµα του αριθµού των συµµετεχόντων στην Α΄ Οικουµενική σύνοδο, µπορεί να συµβουλευτεί ο ενδιαφερόµενος την ακόλουθη ενδεικτική βιβλιογραφία: E. Honigmann, “Recherches sur les Listes des Pères de Nicée et de Constantinople’’, B 11 (1936) 430449· E. Honigmann, “The Οriginal Lists of the Members of the Council of Nicaea, the Robber Synod and the Council of Chalcedon’’, B 16 (1944) 20 κ.ε. 158 Ο κώδικας έχει «Θεόγνις». 154
63
35
r
40
47 α
45
50
r
55
47 β
60
65
προΰτειναν οι αδικώτατοι δικασταί· καίτοι του νόµου διαρρήδην βοώντος, επί δύο και τριών µαρτύρων είναι βέβαια τα λεγόµενα161· και αντίκρυς του Αποστόλου κελεύοντος, <µηδέ κατά πρεσβυτέρου> γινοµένης γραφής <δίχα δύο και τριών µαρτύρων δέχεσθαι>162. Αλλά τον θείον ούτοι νόµον καταφρονήσαντες, αµάρτυρον κατ’ ανδρός163 τοσούτου κατηγορίαν εσκεύασαν. Επειδή δε οις ειπείν εκείνη τον όρκον προστέθεικε βοώσα, ‘Ευσταθίου το βρέφος είναι’, ως κατά κοινού µοιχού λοιπόν την ψήφον εξήνεγκαν. Των δε άλλων αρχιερέων, των αποστολικών υπερµαχούντων δογµάτων, παρήσαν γαρ ουκ ολίγοι, τα τυρευθέντα παντάπασιν αγνοούντες, προφανώς αντιλεγόντων, και διά τον µέ // γαν Ευστάθιον τήν ψήφον εκείνη την παράνοµον κωλυόντων, προς τον βασιλέα το τάχος οι τό δράµα συντεθεικότες απέστειλαν, και πείσαντες αυτόν, ως αληθής η γραφή και δικαία της καθαιρέσεως η ψήφος, ως µοιχόν οµού καί τύραννον εξελαθήναι παρασκευάζουσι τόν µέγαν Ευστάθιον, τόν της ευσεβείας και σωφροσύνης αγωνιστήν. Και εκείνος µεν ο µακάριος, διά της Θράκης εις Ιλλυρικήν πόλιν απήχθη. Ούτοι δε οι τάλαινες πρώτον µεν, αντ’ αυτού, χειροτονούσιν Ευλάλιον· τούτου δε ολίγον αποβιώσαντος χρόνον, Ευσέβιον µεταθήναι τον Παλαιστίνης ηθέλησαν. Επειδή δέ και αυτός έφυγε τήν µετάθεσιν, και ο βασιλεύς δε διεκώλυσεν, Ευφρόνιον προεβάλοντο. Και τούτου δε τελευτήσαντος, ενιαυτόν γάρ και µήνας ολίγους εβίου µετά τήν χειροτονίαν, Φαλκίτω164 της Εκκλησίας εκείνης τήν προεδρίαν παρέδωσαν. Πάντες δε ούτοι τήν βδελυράν και εναγή του Αρείου λώβην είχον εγκεκρυµµένην εν εαυτοίς. ∆ιά τοι τούτο πλείστοι των ευσεβείν προαιρουµένων των τε ιερωµένων και των πολλών // τούς εκκλησιαστικούς καταλειπόντες συλλόγους, προς εαυτούς συνηθροίζοντο. Ευσταθιανούς δε τούτους ωνόµαζον άπαντες, επειδή µετά την έξοδον του µεγάλου εκείνου Ευσταθίου, συνέστησαν. Το µέντοι εµβρόντητον και τρισάθλιον εκείνο γύναιον, νόσω χαλεπωτάτη και µακροτάτη περιπεσόν, εξέφηνε τήν επιβουλήν των παλαµναίων, και την τραγωδίαν εγύµνωσεν, ου δύο και τρείς, αλλά πάµπολους των ιερέων τα τυρευθέντα διδάξασα. Έφη γάρ επί χρήµασι και δώροις την συκοφαντίαν εκείνην την άνοµον τετολµηκέναι· τόν µέντοι όρκον µη πάµπαν είναι ψευδή· Ευσταθίου γάρ τινός χαλκέως γεγενήσθαι τό βρέφος υπαγόρευσε . Ταύτα µέν ουν εν Αντιοχεία παρά των της Αρειανής αιρέσεως εξάρχων κατά του αγίου Ευσταθίου ετολµήθη165.
159
Ο κώδικας έχει «Λύδης». Kατά τον ∆΄ αιώνα δεν ήταν σπάνιο το φαινόµενο της χρήσης γυναίκας από µέρους φιλοαρειανικών κύκλων προκειµένου να κατηγορηθεί κάποιος ιεράρχης για µοιχεία και να εκπέσει, µε τον τρόπο αυτό του θρόνου του, να οδηγηθεί σε εξορία. Ανάλογη περίπτωση έχουµε και µε τον Αθανάσιο Αλεξανδρείας. 161 ∆ευτ. 19,15. 162 Α΄ Τιµ. 5,19: « …κατά πρεσβυτέρου κατηγορίαν µη παραδέχου εκτός ει µη επί δύο ή τριών µαρτύρων..». 163 Ο κώδικας έχει «κατά ανδρός». 164 Το κείµενο του Θεοδωρήτου έχει ως όνοµα «Φλακίτω», ενώ ο κατάλογος των Επισκόπων της Αντιόχειας µνηµονεύει το όνοµα «Φακέλλιος». Βλ. Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως, Χρονογραφία σύντοµος, PG 100, 1053C· Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., PG 82, 969Α. 165 Οι στίχοι 12 - 63 του συγκεκριµένου κώδικα της Μονής Φιλοθέου, αποτελούν «δάνειο» από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Θεοδωρήτου Κύρου (PG 82, 965C–969B). ∆ιαφοροποιήσεις των δύο κειµένων εντοπίζονται σε 47 σηµεία. 166 Ο Ζήνωνας βασίλευσε από το 474 έως το 491. 167 Ο Καλανδίωνας αρχιεράτευσε στο θρόνο της Αντιόχειας κατά το διάστηµα 481 – 485. 160
64
v
70
47 α
75
80
85
Ούτος δε ο αοίδιµος και µέγας φωστήρ της Εκκλησίας, Ευστάθιος, εν τη εξορία της εν Θράκη τον βίον κατέλυσε και προς τον Θεόν εξεδήµησεν. Μετά δε εκατό έτη, επί της Ζήνωνος βασιλείας166, Καλανδίωνος167 της Αντιοχείας τον θρόνον ιθύνοντος, αιτήσας τον Ζήνωνα το τίµιον λείψανον του εν αγίοις Ευσταθίου εις // Αντιόχειαν ήγαγεν από Φιλίππων της εν Μακεδονία, ένθα και εξώριστο και απέθανεν· όπερ συν πλείστη168 και µεγάλη τιµή οι πολίται εδέξαντο από γάρ δεκαοκτώ µιλίων εξελθούσης της πόλεως και πάσης, ως ειπείν ηλικίας169, µετά ψαλµών170 και ύµνων και χύσεως δακρύων υπαντήσαντες. Περιεπτύξαντο το πολύαθλον εκείνο και καρτερικόν σώµα και ειθ’ ούτως ενέγκαντες εισήγαγον εν τη Εκκλησία, αποκαταστήσαντες τω οικείω θρόνω, και ούτως αυτόν κ α τ έ θ ε ν τ ο, µετά τιµής µεγίστης, ε ν µ ν η µ ε ί ω, µ η ν ί Ι ο υ ν ί ω ε΄ 171, δοξάζοντες τόν Θεόν επί τη αποκαταστάσει. Οι δε δι’ αυτόν µέχρι τότε αποσχίζοντες τη Εκκλησία, ηνώθησαν µετά εκατόν έτη του θανάτου αυτού. Ο δέ την υποµονήν αυτώ εν ταις θλίψεσι δωρησάµενος Χριστέ, ο Θεός, και ανάξας εν τη οµολογία της ορθοδόξου πίστεως, και ηµάς πάντας εν τη ση αγάπη172 στερέωσον και αξίωσον της Βασιλείας σου τυχείν της αιωνίου. Ότι δεδόξασται το πανάγιον όνοµά Σου, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αµήν.
168
Ο κώδικας έχει «συµπλείστη». Οι στίχοι από 67-70, καθώς και οι 75-76, αποτελούν δάνειο από τη Χρονογραφία του Θεοδώρου του Αναγνώστη (PG 86I, 184B). Τα δύο κείµενα διαφέρουν σε 11 σηµεία. 170 Πρβλ. Εφ. 5,19· Κολ. 3,16. 171 Οι υπογραµµίσεις είναι του εκδότη. 172 Πρβλ. Εφ. 3,19. 169
65
2. ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Η προσέγγιση των πηγών καταδεικνύει ότι δεν υπάρχει οµοφωνία µεταξύ των συντακτών τους ως προς συγκεκριµένες χρονικές περιόδους, γεγονότα, καθώς και τις αιτιάσεις τους στο βίο του Ευσταθίου Αντιοχείας. Η συγκεκριµένη πραγµατικότητα αποτελεί συνισταµένη των ακόλουθων παραγόντων: α. Του πρωτογενούς υλικού που διαθέτει ο κάθε συντάκτης, β. του σκοπού που εξυπηρετεί το κείµενό του, καθώς και γ. της συναισθηµατικής διάθεσης και τις προσλαµβάνουσες παραστάσεις που έχει ο συντάκτης προς το ιστορούµενο πρόσωπο. Το πηγαίο υλικό που αξιοποιεί κάθε συντάκτης δεν είναι ανεξάρτητο από τον τόπο διαµονής του, τη δυνατότητα πρόσβασης σε συγκεκριµένα αρχεία, που θα του προσφέρουν πολύτιµες πληροφορίες για το πρόσωπο που καλείται κάποιος να παρουσιάσει. Συνεπώς, δε θα πρέπει να προξενεί εντύπωση το γεγονός ότι ο Θεοφάνης, ή ο ιερός Φώτιος, επί παραδείγµατι, κάτοικος Κωνσταντινουπόλεως, αναφέρει στη Χρονογραφία του την παρουσία του Ευσταθίου στην αυτή πόλη, κατά το 370, τη στιγµή που το περιστατικό αυτό απαντάται σε περιορισµένο αριθµό πηγών. Ο επιδιωκόµενος στόχος αποτέλεσε πάντοτε ρυθµιστικό παράγοντα για τον τρόπο καταγραφής των πληροφοριών σε ένα κείµενο και «διαπλαστική πηγή» του περιεχοµένου του. Ενδεικτικό παράδειγµα ως προς αυτό θα µπορούσε να αποτελέσει η επιστολή του Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως προς τον αυτοκράτορα Λέοντα τον ΣΤ΄. Στόχος του ιεράρχη ήταν, διατυπώνοντας την πικρία του για την «αιχµαλωσία των βιβλίων», να προκαλέσει «επίκληση» στο λεγόµενο «συναίσθηµα του δέκτη», προκειµένου να αρθεί ο συγκεκριµένος περιορισµός. Αυτός ήταν ο λόγος που τον ώθησε να µνηµονεύσει ιεράρχες, µεταξύ αυτών και τον Ευστάθιο Αντιοχείας, που εξορίστηκαν από αιρετικούς, χωρίς να τους στερηθεί το δικαίωµα της ανάγνωσης. Οι προσωπικές συµπάθειες και αντιπάθειες καθορίζουν πολλές φορές τον τρόπο που εκφραζόµαστε για κάποιον ή αποσιωπούµε συνειδητά την αναφορά του ονόµατός του στα κείµενά µας. ∆ιατυπώνεται από πολλούς η απορία για τη «στάση σιγής» που τήρησε ο Ευσέβιος Καισαρείας -και δεν είναι ο µόνος- προς το πρόσωπο του Ευσταθίου Αντιοχείας µέσα στα κείµενά του. Ασφαλώς η έλλειψη αντικειµενικότητας, κυρίως για έναν ιστορικό, αποτελεί «ηθικό παράπτωµα», όµως η στάση του συγκεκριµένου επισκόπου είναι εν µέρει τουλάχιστον δικαιολογηµένη, αν ληφθεί υπόψη η αντιπαλότητα στη σχέση µεταξύ των δύο αυτών εκκλησιαστικών ταγών και η καθοριστική επίδραση των ενεργειών του Ευσεβίου στην καταδίκη και εξορία του Ευσταθίου. Σύµφωνα µε τα κείµενα των πηγών, ο Ευστάθιος Αντιοχείας χαρακτηρίζεται «ευσταθής πρόµαχος της αλήθειας και της ορθόδοξης πίστης», «καθαιρέτης του ψεύδους και καταλύτης της κακοδαιµονίας». Η πλειοψηφία των συγγραφέων που αναφέρονται στον ιεράρχη αναγνωρίζουν στο πρόσωπό του τον ευσταθή άνδρα µε το «περίδοξο φρόνηµα», τον εκκλησιαστικό ηγέτη, τον οµολογητή της πίστεως, το µάρτυρα στον αγώνα κατά της κακοδοξίας, τον «µέγα» και «θεσπέσιο», τον άγιο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η προσωπικότητα του Ευσταθίου, η ιστορική πορεία του, παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον. Η αποσιώπηση των πηγών για την πρώτη φάση της ζωής του ιεράρχη µέχρι την άνοδό του στο θρόνο της Αντιόχειας, οι αποσπασµατικές πληροφορίες που έχουµε γι’ αυτή, οι αντιφατικές απόψεις που επικρατούν για άλλες φάσεις της ζωής του, η δραστηριοποίησή του στο πλαίσιο της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου, τα αίτια και οι αφορµές που οδήγησαν στην καθαίρεση και εξορία του, καθώς και η διερεύνηση του χωροχρόνου της εξορίας και του θανάτου του Ευσταθίου, αποτελούν ορισµένα, µόνο, 66
από τα θέµατα που µας απασχολούν και καλούµαστε να παρουσιάσουµε στις σελίδες που ακολουθούν.
ΙΙ. ΒΙΟΣ ΚΑΙ ∆ΡΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ 1. ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙΗΣΗ Η διερεύνηση της ιστορικής πορείας του Ευσταθίου Αντιοχείας, που καλύπτει το διάστηµα από τη γέννηση µέχρι την ανάρρησή του στον επισκοπικό θρόνο της Βέροιας της Συρίας, καταδεικνύει την ύπαρξη «κενών» στο πηγαίο υλικό. Η αποσιώπηση αυτή δε θα πρέπει να είναι ανεξάρτητη, µεταξύ των άλλων, από το περιορισµένο χρονικό διάστηµα κατά το οποίο ο ιεράρχης βρέθηκε στο προσκήνιο, δηλαδή µεταξύ 324-329, οπότε οι ιστοριογράφοι δείχνουν να αντιµετωπίζουν δυσκολίες για την περαιτέρω πορεία του. α΄ Καταγωγή και παιδεία του Ευσταθίου ∆εν υπάρχει οµοφωνία µεταξύ των πηγών για τον τόπο γέννησης του Ευσταθίου, µολονότι στις περισσότερες δε µνηµονεύεται το γεγονός. Μονάχα ο Ευσέβιος Ιερώνυµος και ο Νικήτας Χωνιάτης µας πληροφορούν για τη γενέτειρα του ιεράρχη, όµως η διγνωµία που διαπιστώνεται στα κείµενα αυτά ώθησε τους µελετητές να αποφεύγουν µια σαφή τοποθέτηση προς τη µία ή την άλλη κατεύθυνση. Σύµφωνα µε τον Ιερώνυµο173 (345-420), ο Ευστάθιος φέρεται να κατάγεται από τη Σίδη174 της Παµφυλίας175, ενώ ο Νικήτας Χωνιάτης (1150-1212) σηµειώνει ως γενέτειρα του ιεράρχη τους Φιλίππους176 της Μακεδονίας177. Σύνολη σχεδόν η ξενόγλωσση βιβλιογραφία, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων178, δεν αναφέρεται στον τόπο γέννησης του ιεράρχη, σε αντίθεση µε τους Έλληνες µελετητές, οι οποίοι άλλοτε παραθέτουν τις δύο απόψεις καταγράφοντας το «διεκδικητή» της πατρότητάς τους και άλλοτε τάσσονται µε κάποια από τις δύο, χωρίς να αιτιολογούν την επιλογή τους. Η καταγραφή και των δύο παραδόσεων για τον τόπο γέννησης του Ευσταθίου διαπιστώνεται στους νεότερους Συναξαριστές179 και σε ορισµένους µελετητές180. 173
Ευσεβίου Ιερωνύµου, De Viris Illustibus, 85 PL 23, 729-730: ‘‘Eustathius, genere Pamphylius, Sidetes,..”. Πρβλ. Κ. Σιαµάκη, ό.π., σ. 216. 174 Η Σίδη αποτελούσε ελληνική παροικία των αρχαίων Κυµαίων, καθώς επίσης και ελληνικό κέντρο εµπορίου και γραµµάτων. Ο αρχιµ. Ε. Ελευθεριάδης σηµειώνει αντί της Σίδης, Σόδης. Πρβλ. Ε. Ελευθεριάδη, (αρχιµ.), ό.π., Ε, τεύχ. 5 (1954) 75· 76 υποσ. 5. 175 Η Παµφυλία αποτελούσε περιοχή της Μ. Ασίας που εκτεινόταν από τα παράλια της Μεσογείου θάλασσας (µήκος 120 χλµ., πλάτ. 40 χιλµ. ) και σχηµάτιζε το Παµφίλιο πέλαγος (σήµερα κόλπος της Αττάλειας). Συνόρευε δυτικά µε τη Λυκία, βόρεια µε την Πισιδία και ανατολικά µε την Κιλικία. Επί Μ. Κωνσταντίνου η Παµφυλία αποτελούσε ξεχωριστή επαρχία µε πρωτεύουσα την Πέργη. Καταστράφηκε από επιδροµές των Αράβων. Η Παµφυλία είχε δύο µητροπολιτικές έδρες: την Πέργη και τη Σίδη. Περισσότερα για το θέµα: K. Lanckoronski, Städte Pamphylieus und Pisidiens, τ. 1, σ. 65 κ.ε.· W. Ruge, “Pamphylin”, Paulus Real- Encyclopädie der Classischen Altertumswissenschaft 18, 6 (1949) 354407· ∆. Τσάµη, Μητερικόν, τ. ΣΤ΄, σσ. 113-114. 176 Για τους Φιλίππους βλέπε: Σ. Κοντογιάννη, Φίλιπποι Η Εκκλησία του Αποστόλου των εθνών, Αθήναι 2001, σσ. 5-13· Β. Φειδά, «Η Εκκλησία των Φιλίππων κατά τους τρεις πρώτους αιώνες», Πρακτικά Β΄Τοπικού Συµποσίου ‘Η Καβάλα και η περιοχή της’, Καβάλα 1987, σσ. 43-48. 177 Νικήτα Χωνιάτη, Θησαυρός ορθοδόξου πίστεως, PG 139, 1370B: ‘‘Eustathius Philippos in Macedonia abducitur, unde originem trahebat”. 178 Εξαίρεση αποτελούν ξενόγλωσσα Λεξικά και Εγκυκλοπαιδείες: Α.Κ., Β.Β., Τ.Β., “Eustathios of Antioch”, ODB 2 (1991) 753· Anonyme, “St. Eustathius, Bishop of Antioch”, Butler’s Lives of the Saints, 3 (1956) 117· Anonyme, “Eustathios, 1. Bischof und Patriarch…von Antiochia”, Brockhaus Enzyklopädie 5 (1968) 796. 179 Νικοδήµου Αγιορείτου, (µον.), ό.π., σ. 297· Κ. ∆ουκάκη, Ο Μέγας Συναξαριστής, τ. 6, σ. 275· Ανωνύµου, Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τ. Β΄, σ. 338· Σ. Ευστρατιάδη, (µητρ.), Αγιολόγιον, σ. 151.
67
Υπάρχουν όµως και εκείνοι181 που υιοθετούν τη θέση του Ιερωνύµου, έστω και αν δε δίνουν περισσότερες διευκρινήσεις. Την εκδοχή της Σίδης της Παµφυλίας, ως γενέτειρας του ιεράρχη, θεωρούµε πιθανότερη κι εµείς για δύο λόγους: Αφενός διότι η µαρτυρία προέρχεται από τον Ιερώνυµο, εκκλησιαστικό συγγραφέα «σύγχρονο» του ιεράρχη και αφετέρου διότι ο συγκεκριµένος συντάκτης, είχε άµεση επαφή µε το περιβάλλον που έζησε και έδρασε ο ιερός Πατήρ, εφόσον διέµεινε για κάποιο διάστηµα (373-379) στο περιβάλλον της Εκκλησίας της Αντιόχειας182. Συνεπώς, η ενηµέρωσή του ήταν άµεση και κατ’ επέκτασιν ορθότερη. Επιπροσθέτως, δε θα πρέπει να παραβλέψουµε το γεγονός ότι ενδεχοµένως η µαρτυρία του Χωνιάτη περί Φιλίππων να προέκυψε από λάθος, εκ παραδροµής, του αντιγραφέα σε σχέση µε τον τόπο εξορίας και θανάτου του ιεράρχη. Ο χρονικός προσδιορισµός της γέννησης του Ευσταθίου παρουσιάζει απόκλιση µεταξύ των µελετητών. Κάποιοι κάνουν λόγο για γέννησή του κατά το «β΄ ήµισυ του γ΄ αιώνα»183, ορισµένοι την τοποθετούν το 260 µ. Χ.184, ενώ κάποιοι άλλοι το 270185. Εντύπωση προκαλεί η άποψη του Π. Χρήστου –του οποίου δύο συγγράµµατα παρουσιάζουν διαφορετικό χρονικό προσδιορισµό της γεννήσεως του Ευσταθίου- στην Ελληνική Πατρολογία, σύµφωνα µε την οποία ο Ευστάθιος Αντιοχείας φέρεται να γεννήθηκε περί το 290.186 Η θέση αυτή εκτιµούµε ότι δεν ανταποκρίνεται στην πραγµατικότητα για τον ακόλουθο λόγο: Ο µελετητής τοποθετεί την άνοδο του Ευσταθίου στο θρόνο της Βέροιας, της Συρίας το 319, συνεπώς ο ιεράρχης βρισκόταν στην ηλικία των 29 ετών κατά την προαγωγή του. Η προαγωγή σε επίσκοπο στη συγκεκριµένη ηλικία δε συµβαδίζει µε τα ιστορικά δεδοµένα της χρονικής εκείνης περιόδου, ούτε είναι σύµφωνη µε το διαµορφωµένο, ήδη, Κανονικό πλαίσιο της Εκκλησίας. Όλες, σχεδόν, οι προαγωγές κληρικών στο επισκοπικό βαθµό λάµβαναν χώρα στην ηλικία των τριάντα και πλέον ετών187 κατά την περίοδο εκείνη. Επιπροσθέτως, ο 11ος Κανόνας της Συνόδου της Νεοκαισάρειας (314), υπαγορεύει ότι ακόµη και οι χειροτονίες των πρεσβυτέρων, δε θα πρέπει να γίνονται πριν από την ηλικία των τριάντα ετών, έστω και αν ο υποψήφιος είναι άξιος. Αυτό σηµειώνεται διότι συνδέεται το ιερατικό -κηρυκτικό έργο του κληρικού µε την ηλικία βάπτισης του Χριστού188. Συνεπώς, γίνεται αντιληπτό ότι η συγκεκριµένη άποψη του Π. Χρήστου, δεn µπορεί να ανταποκρίνεται στην πραγµατικότητα. Ο καθορισµός της γέννησης του Ευσταθίου συνδέεται ασφαλώς µε την επισκοποίησή του. Σύµφωνα µε το Νικηφόρο Κωνσταντινουπόλεως (806-815), ο Ευστάθιος Αντιοχείας αρχιεράτευσε δεκαοκτώ έτη.189 Ως γνωστόν, ο ιεράρχης 180
Ε. Ελευθεριάδη, (αρχιµ.), ό.π., Ε, τεύχ. 5 (1954) 75-76. Ενδεικτικά: ∆. Τσάµη, Εκκλησιαστική Γραµµατολογία, σ. 153· Κ. Φούσκα, (πρωτ.), Θεηγόροι Οπλίται, σ. 103· Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ. Γ΄, σ. 448· Χ. Παπαδόπουλου, (αρχιεπ.), Ιστορία της Εκκλησίας της Αντιόχειας, σ. 166· Κ. Κοντογόνου, Εκκλησιαστική Ιστορία…, σ. 75. 182 Μ. Spanneut, ό.π., σ.19· ∆. Τσάµη, Εκκλησιαστική Γραµµατολογία, σ. 183. 183 ∆. Μπαλάνου, Πατρολογία, σ. 253· του ίδιου, «Ευστάθιος Αντιοχείας, Α. Εισαγωγικά», ΒΕΠΕΣ 18 (1959) 279· Κ. Φούσκα, (πρωτ.), ό.π., σ. 103. 184 ∆. Τσάµη, ό.π., σ. 183· Π. Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραµµατολογία, τ. Α΄, σ. 159. 185 Ε. Ελευθεριάδη, (αρχιµ.), ό.π., Ε, τεύχ. 5 (1959) 75. 186 Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ. Γ΄, σ. 448. 187 Από τους νεότερους σε ηλικία ιεράρχες της χρονικής εκείνης περιόδου, ήταν ο Αλεξανδρείας Αθανάσιος, ο οποίος προήχθη στο επισκοπικό αξίωµα σε ηλικία τριάντα τριών ετών. 188 Π. Ακανθόπουλου, Κώδικας Ιερών Κανόνων και Εκκλησιαστικών Νόµων, σ. 222: «Πρεσβύτερος προ των τριάκοντα ετών µη χειροτονείσθω, εάν και πάνυ η ο άνθρωπος άξιος, αλλή αποτηρείσθω. Ο γάρ Κύριος Ιησούς Χριστός εν τω τριακοστώ έτει εβαπτίσθη, και ήρξατο διδάσκειν.» Πρβλ. V. Phidas, Droit Canon, σ. 204· Ι. Πηλίδη, (επισκ.), Η χριστιανική Ιερωσύνη ( από ιστορικής απόψεως των δέκα πρώτων αιώνων µ.Χ.), σ. 302. 189 Νικηφόρου Κωνστασντινουπόλεως, Χρονογραφία Σύντοµος, 10 PG 100, 1053C. Πρβλ. R. Devreesse, Le Patriarcat d’Antoche, σ. 115. 181
68
εξορίστηκε µετά την καθαίρεση του από τη Σύνοδο της Αντιόχειας, που δεν έλαβε χώρα πριν το 328, σύµφωνα µε τις πηγές.190 Μελετητές191 προτείνουν ως χρονολογία για την αποµάκρυνσή του το 330, θέση την οποία θεωρούµε ότι θα πρέπει -µε απόκλιση , ίσως, ενός έτους- να ανταποκρίνεται στα πραγµατικά γεγονότα. Σύµφωνα µε τα δύο αυτά δεδοµένα, η επισκοποίηση του Ευσταθίου Αντιοχείας θα πρέπει να τοποθετηθεί µεταξύ 311 και 312, µε πιθανότερο το πρώτο. Αν στη συγκεκριµένη χρονολογία υπολογιστεί το ελάχιστο του χρόνου που απαιτήθηκε για την ανάρρηση σε επισκοπικό θρόνο του Αθανασίου Αλεξανδρείας, δηλαδή τα τριάντα τρία χρόνια, η γέννηση του Ευσταθίου Αντιοχείας θα πρέπει να τοποθετηθεί το 278, ή το αργότερο το 281192 µ.Χ. Με την χρονολόγηση αυτή διασφαλίζεται και η λογικότητα των ορίων της ιστορικής του πορείας, εφόσον, σύµφωνα µε κείµενα των πηγών, ο ιεράρχης ήταν στη ζωή έως το 370. Όπως έχουµε ήδη σηµειώσει, οι πηγές αποσιωπούν όσα αφορούν την πορεία του Ευσταθίου προς την ενηλικίωση και την εκκλησιαστική καθιέρωση. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο δεν έχουµε πληροφορίες ούτε για την παιδεία του ιεράρχη. ∆ύο, όµως, στοιχεία από τις πηγές µας ωθούν στο να προβούµε σε ασφαλείς εκτιµήσεις ως προς το συγκεκριµένο ζήτηµα. Το πρώτο στοιχείο αφορά δύο κείµενα ιστοριογράφων οι οποίοι αναφέρονται στους λόγους του Ευσταθίου και στο περιεχόµενό τους. Ο Σωζοµενός αναφέρει: «…ανήρ…επί ευγλωττία δικαίως θαυµαζόµενος, ως εκ των φεροµένων αυτού λόγων συνειδείν εστιν, αρχαιότητι φράσεως και σωφροσύνη νοηµάτων και ονοµάτων κάλλει, και χάριτι απαγγελίας ευδοκιµούντων.».193 Επιπροσθέτως, ο Νικηφόρος Κάλλιστος σηµειώνει για το ίδιο ζήτηµα: «…ανήρ…γλώτταν τε λαµυράν επί συνθήκη λόγων πεπλουτηκώς· ως τα αυτώ πονηθέντα παριστάν έχει, φράσεως όγκω αρχαίας, νοηµάτων τε σωφροσύνη, χάριτί τε και κάλλει λέξεως, εξαγγελίας τε τω συντόνω διαφερόντων ευδοκιµήσας.».194 Όπως µπορεί κάποιος να αντιληφθεί από αυτά, ο Ευστάθιος δε διέθετε µόνο το χάρισµα του λόγου, µεστότητα στο περιεχόµενό του, αλλά και έκανε χρήση αρχαίων εκφράσεων και φιλοσοφικών θεωριών195, τα οποία προϋποθέτουν µεγάλη παιδεία, θύραθεν και εκκλησιαστική. Η πλούσια, επίσης, συγγραφική δραστηριότητα του ιεράρχη και το περιεχόµενό της, συνηγορούν προς την κατεύθυνση της ευρείας παιδείας που έτυχε. Σύµφωνα µε τον µακαριστό αρχιεπίσκοπο Αθηνών, Χ. Παπαδόπουλο, ο Ευστάθιος εµφανίζεται γνώστης των συγγραµµάτων του Πλάτωνα, του Οµήρου, του Ησιόδου, του Αριστοφάνη, του ∆ηµοσθένη196 και άλλων συγγραφέων της θύραθεν παιδείας, ενώ δεν αποκλείεται να φοίτησε στη Σχολή197 της Αντιόχειας.198 Ο Π. Χρήστου, τέλος, διατυπώνει την άποψη, µε 190
Φιλοστόργιου, Εκκλησιαστική Ιστορία, 2, 7 PG 65, 469C– 472A: «…µετά τρεις όλους ενιαυτούς φησιν Ευσέβιον και Μαρίν και Θεόγνιν, ψήφω βασιλέως Κωνσταντίνου επανόδου τυχόντας, πίστεως τε σύµβολον αιρετικής εκθεινασι, και πανταχόσε διαπέµψαι, επ’ ανατροπή της εν Νικαία συνόδου·…και Ευστάθιον τον Αντιοχείας, παιδίσκης µίξιν…αιτίαν επιγραψαµένους, φυγήν αυτώ βασιλεύς ετιµήσατο, εις την Εσπέραν µεθόριον ποιησάµενος.» 191 R. Sellers, Eustathius of Antioch, σ. 21· R. Hanson, “The fate of Eustathius of Antioch”, ZFK 95 (1984) 173· H. Melvill, Studies of Arianism, σ. 77. 192 Για τη γέννηση του Ευσταθίου µεταξύ 280-288. Ανωνύµου,“Eustathius von Antiochien”, LACL, σ.218. 193 Ερµεία Σωζοµενού, Εκκλησιαστική Ιστορία, 2,19 PG 67, 984Β. 194 Νικηφόρου Καλλίστου, Εκκλησιαστική Ιστορία, 8, 45 PG 146, 180ΑΒ. 195 Ενδεικτικά: Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, 28- 29 PG 18, 672Β-D. 196 Χ. Παπαδόπουλου, (αρχιεπ.), Ιστορία της Εκκλησίας Αντιόχειας, σ. 634. 197 ∆εν υπάρχει οµοφωνία µεταξύ των µελετητών, αναφορικά µε τη Σχολή της Αντιόχειας. Κάποιοι δέχονται τον ιδρυµατικό χαρακτήρα της και θεωρούν το Λουκιανό, πρεσβύτερο της Αντιόχειας (†312), ως ιδρυτή της, ενώ κάποιοι άλλοι τη θεωρούν απλώς ως θεολογική και ερµηνευτική τάση. Βρισκόταν στον αντίποδα της Σχολής της Αλεξάνδρειας και υιοθετούσε την Ιστορικογραµµατική ερµηνευτική αρχή για την ερµηνεία των Γραφών, σε αντίθεση µε την Αλληγορική µέθοδο της Αλεξάνδρειας. Από τη Σχολή της Αντιόχειας προέρχονται διαπρεπείς Πατέρες και Εκκλησιαστικοί συγγραφείς, όπως ο Ευσέβιος
69
την οποία συµφωνούµε, ότι ο ιεράρχης πραγµατοποίησε σπουδές όχι µόνο στη γενέτειρά του, ή σε κάποια άλλη όµορη ελληνική πόλη, αλλά πρέπει να µαθήτευσε και κοντά στο Μεθόδιο Ολύµπου, από τον οποίο φαίνεται ότι υιοθέτησε τις αντιωριγενιστικές απόψεις199 που διαπιστώνουµε αργότερα και στα έργα του. β΄ Ο Ευστάθιος ως «Οµολογητής» Ο χαρακτηρισµός του Ευσταθίου Αντιοχείας ως «Οµολογητού», επέχει την ίδια θέση µε εκείνη του χαρακτηρισµού του Αθανασίου Αλεξανδρείας ως «Μεγάλου»200. Αυτό σηµαίνει ότι µολονότι η ορθόδοξη Παράδοση τους προσδίδει το συγκεκριµένο χαρακτηρισµό, µε ό,τι αυτός συνεπάγεται, εντούτοις οι επιθετικοί αυτοί προσδιορισµοί δε συνοδεύουν το όνοµά τους στο Εορτολόγιο, όπως συµβαίνει στην περίπτωση του Βασιλείου Καισαρείας κ.ά.201, στον οποίο ο χαρακτηρισµός «Μέγας» καταγράφεται σε αυτό. Σύµφωνα µε τις πηγές, ο Ευστάθιος Αντιοχείας χαρακτηρίζεται σε ένδεκα κείµενα Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων ως «Οµολογητής», ενώ σε τρία κείµενα ως «Μάρτυρας». Ειδικότερα, ο ιεράρχης χαρακτηρίζεται ως «Οµολογητής» από τους: Αθανάσιο Αλεξανδρείας202, Φίλικα Γ΄ Ρώµης203, Γελάσιο Β΄ Ρώµης204, Θεοδώρητο Κύρου205, Ευστράτιο Κωνσταντινουπόλεως 206, Ιωάννη ∆αµασκηνό207 και Αλάτιο. Τα κείµενα που προσδίδουν στον ιερό Πατέρα το χαρακτηρισµό του «Μάρτυρα» είναι εκείνα του Ιωάννη του Χρυσοστόµου208 και του Αναστάσιου του Σιναΐτη209. Τα παραπάνω ώθησαν τους µελετητές να διατυπώσουν δύο εκδοχές σχετικά µε τη σηµασία του χαρακτηρισµού «Οµολογητής» για τον Ευστάθιο. Η πρώτη άποψη, η οποία είναι η επικρατούσα, φέρει τον ιεράρχη να επείχε θέση Οµολογητή κατά την περίοδο των διωγµών των χριστιανών, πριν από την επισκοποίησή του. Η δεύτερη εκδοχή, την οποία θεωρούµε ότι ανταποκρίνεται στην πραγµατικότητα και µε την οποία συντασσόµαστε, συνδέει το χαρακτήρα της οµολογίας του Ευσταθίου µε την Αρειανική κακοδοξία και µε την εξορία που υπέµεινε. Προκειµένου, όµως, να
Καισαρείας, ο Μεθόδιος Ολύµπου, ο Μελέτιος Αντιοχείας, ο Ιωάννης ο Χρυσόστοµος, ο Θεόδωρος Μοψουεστίας κ.ά. Περισσότερες πληροφορίες για τη Σχολή της Αντιόχειας µπορεί να αναζητήσει ο ενδιαφερόµενος στην ακόλουθη ενδεικτική βιβλιογραφία: ∆. Ζαχαρόπουλου, Θεόδωρος ο Μοψουεστίας ως ερµηνευτής των Γραφών, σσ. 25-95· Β. Σταυρίδη, «Αι Θεολογικαί Σχολαί της Αλεξάνδρειας και Αντιόχειας», Πάνταινος 50 (1965) 63-64· Χ. Παπαδόπουλου, (αρχιεπ.), «Αι Θεολογικαί και Ιερατικαί Σχολαί των πρώτων αιώνων», Εβδοµηντακονταπενταετηρίς Ριζαρείου Σχολής, (1920), σσ. 65-67· Ε. ∆ουνδουλάκη, Ο άγιος ιεροµάρτυρας Λουκιανός ο Σαµοσατέας (± 240-312), σσ. 26-31· U. Mannuci, (mons.), Istituzioni di Patrologia, τ. 2, σ. 91· A. Schmemann, The Ηistorical Road of Eastern Orthodoxy, New York 1977, σ. 75· K. Bihlmeyer, Storia della Chiesa, τ. 1, Morcelliana 1989, σ. 194. 198 X. Παπαδόπουλου, (αρχιεπ.), Ιστορία της Εκκλησίας Αντιόχειας, σ. 166. 199 Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ. Γ΄, σσ. 448-449. 200 Άγιοι οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως «Μεγάλοι», χωρίς να συνοδεύει ο συγκεκριµένος χαρακτηρισµός το όνοµά τους στο Εορτολόγιο, είναι οι: Φώτιος Κωνσταντινουπόλεως (6/2), Θεοδόσιος ο αυτοκράτορας (17/1), Κωνσταντίνος ο αυτοκράτορας (21/5). 201 Άγιοι οι οποίοι µνηµονεύονται στο Αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως «Μεγάλοι» είναι οι: Αντώνιος όσιος (17/1), Ευθύµιος όσιος (20/1), Αρσένιος όσιος (8/5), Παχώµιος όσιος (15/5), Σισώης όσιος (6/7), Ιλαρίων όσιος (21/10) και Ιωαννίκιος όσιος, ο εν Ολύµπω (4/11). 202 Αθανασίου Αλεξανδρείας, Απολογία περί της φυγής αυτού, 3 PG 25, 648B· του ίδιου, Επιστολή προς µοναχούς, PG 25, 697D. 203 Φίλικος Γ΄ Ρώµης, Episola V ad Zenonem Imperatorem, PL 58, 920. 204 E. Schwartz, Publizistische Sammlungen zum Acacianischen Schisma, σ. 96, 102. 205 Θεοδωρήτου Κύρου, Ερανιστής ήτοι Πολύµορφος, PG 83, 88C· 176B· 235B. 206 Μ. Spanneut, Recherches, ό.π., σ.100. 207 Πρβλ. Μ. Spanneut, Recherches, ό.π., σ. 95. 208 Ιωάννου Χρυσοστόµου, ό.π., PG 50, 601Β. 209 Μ. Spanneut, ό.π., σ.128.
70
έχουµε σαφή άποψη για το θέµα κρίνεται σκόπιµο να προσεγγίσουµε το ζήτηµα σφαιρικά. Σύµφωνα µε την Ορθόδοξη Παράδοση, στην τάξη των «Οµολογητών» µνηµονεύονται οι άγιοι οι οποίοι οµολόγησαν την πίστη τους στο Χριστό κατά την περίοδο των διωγµών, χωρίς να υποστούν µαρτυρικό θάνατο, καθώς και εκείνοι οι οποίοι αγωνίστηκαν για το ορθόδοξο δόγµα και τις εκφράσεις του στην εκκλησιαστική πράξη και εξαιτίας της αδιάλλακτης αυτής στάσης τους υπέστησαν διώξεις και εξορία από τους αντιφρονούντες210. ∆ε θα ασχοληθούµε στην ενότητα αυτή µε τα «προνόµια» των Οµολογητών211, τη σχέση Οµολογίας και Μαρτυρίου, Μάρτυρος και Οµολογητή212, αλλά θα προσεγγίσουµε τους Οµολογητές που µνηµονεύονται στο Αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, από την κατηγοριοποίηση των οποίων θα αντλήσουµε πληροφορίες για το θέµα που µας απασχολεί. Στο Αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας213 εξήντα άγιοι φέρουν το χαρακτηρισµό «Οµολογητής» από τους οποίους πενήντα οκτώ είναι άνδρες και δύο γυναίκες «Οµολογήτριες»214. Ο Μ. Γεδεών215 µνηµονεύει δεκαέξι ακόµη οµολογητές που δεν καταγράφονται στο Αγιολόγιο. Από την παραπάνω χορεία των «Οµολογητών», επτά αγίων αγνοούµε το βίο, διότι δε βιογραφούνται στους Συναξαριστές216, ενώ έξι Οµολογητές217 συνδέονται µε τους διωγµούς κατά των χριστιανών επί Αυρηλιανού (270-275), επί ∆ιοκλητιανού (285-305) και Μαξιµιανού. Από αυτούς µονάχα ο όσιος Σισίνιος (23/11) φέρεται ως οµολογητής επί του διωγµού του ∆ιοκλητιανού και αργότερα ως συµµέτοχος των εργασιών της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου, ο οποίος µάλιστα τελειώθηκε «εν ειρήνη» σε βαθύ γήρας218. Σαράντα πέντε άγιοι219 φέρονται Οµολογητές εξαιτίας αιρετικής κακοδοξίας, κακουχιών και εξοριών που υπέµειναν από τους αυτοκράτορες µε αφορµή την εικονοµαχία, το µονοθελητισµό κ.ά. Από αυτούς, τέσσερις Οµολογητές, ο Βάρσος Εδέσσης (15/10), ο Ισαάκιος, ηγούµενος της µονής ∆αλµάτων (30/5), ο Λιβέλιος πάπας Ρώµης (27/9) και ο Παύλος Κωνσταντινουπόλεως (6/11), συνδέουν το χαρακτηρισµό τους ως «οµολογητές» µε τον Αρειανισµό και µε διώξεις, εξορίες που υπέµειναν από 210
Βλέπε σχετικά: ∆. Τσάµη, Αγιολογία, σ. 125· Ν. Μαλαβάκη, ό.π., σ. 103. Π. Πάσχου, ό.π., σσ. 96-99· Γ. Τσέτση, (Μ. πρωτ.), ό.π., σ. 46. 212 Ό.π., σσ. 44-45· H. D., « Martyr et Confesseur », AB 34 (1921) 20-49· P.P., « Les Traductions Orientales du Mot Martyr », AB 34 (1921)50-64. 213 Macaire, (hier.), ό.π., τ. 6, σσ. 239- 280· Σ. Ευστρατιάδη, (µητρ.), ό.π., σσ.1-483. 214 Πρόκειται για την οσία Ανθούσα (27/7) και την αγία Ποπλία ή Πουπλία ή Ποποία (9/10). 215 Μ. Γεδεών, Αγιοποιήσεις, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 44-49. 216 Πρόκειται για τους: Βασίλειο όσιο (1/2), Θεόκτιστο όσιο (17/3), Ιωάννη όσιο, ηγούµενο της µονής Πατελαραίας (3/8), Μωσή (2/12), Παύλο όσιο τον εν Καϊουµά (8/6), Πέτρο Γορδορυνείας (;), και Τιµόθεο όσιο (1/2). 217 Στους οµολογητές που µαρτύρησαν κατά την περίοδο των διωγµών συγκαταλέγονται οι: Θεοφάνης (9/9), Ιωάννης ο Αιγύπτιος (20/9), Αχεµενίδης ο Πέρσης (3/11), Ευσέβιος (21/9), Χαρίτων (28/9) και Σισίνιος (23/11). 218 Σ. Ευστρατιάδη, (µητρ.), ό.π., σ. 426. 219 Πρόκειται για τους: Αιµιλιανό Κυζίκου (8/8), Αναστάσιο (20/9), Βασίλειο όσιο (28/2), Αναστάσιο (20/9), Ευπρέπιο (20/9), Θεόδωρο Αγκύρας (3/11), Θεόκτιστο (20/11), Θεοφάνη Αββά το Χρονογράφο (12/3), Θεόφιλο (10/10), Ιάκωβο επίσκοπο (21/3), Κλήµη τον υµνογράφο (30/4), Ευγένιο (19/2), Μακάριο (19/2), Μακάριο ηγούµενο Πελεκητής (1/4), Μάξιµο (20/9), Μάξιµο Οµολογητή (21/1), Μάρτυρες επισκόπους ∆υτικούς και Μαρτίνο Ρώµης (13/4), Μιχαήλ Σύγκελλο (18/12), Μιχαήλ Συνάδων (23/5), Νικήτα τον πατρίκιο (13/10), Νικήτα ηγούµενο Μηδικίου (3/4), Νικηφόρο Κωνσταντινουπόλεως (2/6), Νικόλαο Στουδίτη τον Κρήν (4/2), Ανώνυµο οµολογητή Αντιόχειας (31/10), Προκόπιο όσιο το ∆εκαπολίτη (27/2), Φώτιο Κωνσταντινουπόλεως (6/2) και Στέφανο ηγούµενο Τριγλίας (3/9). Στους οµολογητές εντάσσονται επίσης και οι ακόλουθοι : Θαδδαίος όσιος (29/12), Θεοφάνης ο Κουβικουλάριος (;), Γέδιος επίσκοπος (10/11), Σέργιος (13/5), Στέφανος ο νέος (28/11), Ανδρέας πρεσβύτερος Λύδης (20/9), Ετιµάσιος (17/12), Ιλάριος Πελεκητής (28/3), Υπάτιος Λύδης (20/9), Ιωάννης ο Ρώσος (27/5), Νικήτας Απολλωνίας (20/3), Νικήτας (28/5) και Αθανάσιος Παυλοπετρίου (22/2). 211
71
τους αυτοκράτορες Κωνστάντιο και Ουαλεντίνο. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι δε θα µπορούσαµε να αποκλείσουµε τη σύνδεση του χαρακτηρισµού «Oµολογητής» για τον Ευστάθιο µε τη συγκεκριµένη εκδοχή. Όσοι µελετητές συντάσσονται µε την άποψη της σύνδεσης της οµολογίας του Ευσταθίου µε τους διωγµούς κατά των χριστιανών, άλλοτε αποφεύγουν να την προσδιορίσουν χρονικά, άλλοτε µνηµονεύουν την πραγµατοποίηση του γεγονότος σε δύο διώκτες και άλλοτε τη συγκεκριµενοποιούν περισσότερο. Στην κατηγορία εκείνων που υιοθετούν την οµολογία του Ευσταθίου κατά την περίοδο των διωγµών των χριστιανών, χωρίς να την προσδιορίζουν, εντάσσονται, µεταξύ των άλλων, οι ∆. Μπαλάνος,220 Κ. Φούσκας, (πρωτ.),221 H. Gwatkin222 και A. Puech223. H πλειονοψηφία των µελετητών224 αποδέχεται την οµολογία του Ευσταθίου κατά την περίοδο των διωγµών, τοποθετώντας την κατά τη δίωξη είτε του ∆ιοκλητιανού, είτε του Λικίνιου. Υπάρχουν, τέλος, κι εκείνοι που εκτιµούν ότι ο Ευστάθιος Αντιοχείας «οµολόγησε» την πίστη του κατά το διωγµό του ∆ιοκλητιανού225 (284-305), του Μαξιµίνου226 (307-313), ή κατά τον τελευταίο διωγµό των χριστιανών227 , του Λικίνιου (308-323). Ενδιαφέρουσα κρίνεται η ακόλουθη άποψη του Π. Χρήστου, η οποία µας εισάγει στη δεύτερη εκδοχή αναφορικά µε την προσωνυµία του Ευσταθίου ως «Oµολογητή». Ο καθηγητής αναφερόµενος στο συγκεκριµένο χαρακτηρισµό του ιεράρχη διατυπώνει ότι από αυτόν «συνάγεται ότι είχε βασανισθή εις κάποιον από τους διωγµούς των αρχών του δ΄ αιώνος, α ν δ ε ν π ρ ό κ ε ι τ α ι π ε ρ ί τ η ς τ α λ α ι π ω ρ ί α ς τ ο υ κατά την εξορίαν ε ξ α ι τ ί α ς τ η ς α ν τ ι α ρ ε ι α ν ι κ ή ς δραστηριότητάς του»228.229 Η δεύτερη εκδοχή του συγκεκριµένου ζητήµατος συνδέει την οµολογία του Ευσταθίου µε την Αρειανική κακοδοξία, όπως σηµειώσαµε παραπάνω. Η θέση αυτή µας βρίσκει σύµφωνους, διότι εκτιµούµε ότι ανταποκρίνεται στην πραγµατικότητα. Όπως είδαµε, από τη χορεία των Οµολογητών στο Αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η συντριπτική πλειοψηφία των προσώπων που φέρουν το συγκεκριµένο χαρακτηρισµό συνδέονται άµεσα µε τους αγώνες υπέρ του ορθόδοξου δόγµατος, της αντίστασής τους προς την αιρετική κακοδοξία, τις διώξεις, τις εξορίες που υπέµειναν από τους αντιφρονούντες, όπως συνέβη και στην περίπτωση του ιερού Πατρός που διαπραγµατευόµαστε. Η ευστάθεια της συγκεκριµένης εκδοχής εκτιµούµε ότι φανερώνεται και από τους ακόλουθους τέσσερις λόγους: Ο ιεράρχης δε µνηµονεύεται ως Οµολογητής στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας µας όπως θα συνέβαινε εάν είχε πράγµατι «µαρτυρήσει» κατά την περίοδο των διωγµών220
∆. Μπαλάνου, Πατρολογία, σ. 253. Κ. Φούσκα, (πρωτ.), Θεηγόροι οπλίται, σ. 103. 222 H.M. Gwatkin, Studies of Arianism, σ. 77. 223 A. Puech, Histoire de la Littérature Grecque Chrétienne, σ. 439. 224 Σ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία Β΄, σ. 111· Γ. Φλωρόφσκυ, «Ευστάθιος ο Αντιοχείας», ΘΗΕ 5 (1964) 1088· Ε. Ελευθεριάδη, (αρχιµ.), ό.π., Ε, τεύχ. 5 (1959) 76· F. Cavallera, ό.π., σ. 33 υποσ. 1· R.V. Sellers, Eustathius of Antioch, σ. 24 υποσ. 2, 55, 56· C. Moreschini- E. Norelli, Storia della Letteratura Cristiana Antica Greca e Latina, II, τ. 3, σ. 56. Ενδεικτικά είναι όσα σηµειώνει ο S. Salaville: « Le titre de confesseur, …indique qu’il dut souffrir pour la foi. Il s’agir sans doute de la persécution de Dioclétien ou de Licinius,… ». S. Salaville, « Eustathe d’Antioche », DTC 15 (1924) 1554. 225 J. Wand, A History of the Early Church to AD. 500, σ. 155. 226 A. E. Burn, The Council of Nicaea, σ. 24. 227 ∆. Τσάµη, Εκκλησιαστική Γραµµατολογία, σ. 153· Π. Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραµµατολογία, τ. Α΄, σ. 159. 228 Η υπογράµµιση είναι δική µας. 229 Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Γ΄, σ. 449. 221
72
αλλά µνηµονεύεται περιπτωτικά, µε το συγκεκριµένο χαρακτηρισµό, από Πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς. ∆εν πρέπει, επίσης, να λησµονήσουµε ότι ο Γελάσιος, πάπας Ρώµης230(492-496 ), στις αναφορές του για τον Ευστάθιο Αντιοχείας συνδέει την «οµολογία» του µε την αίρεση του Αρείου: “Eustathii episcopi Antiocheni confessoris contra Arianos”231. Αξίζει να σηµειωθεί ότι, εάν η οµολογία του Ευσταθίου κατά την περίοδο των διωγµών ανταποκρινόταν στην πραγµατικότητα, ο Ευσέβιος Ιερώνυµος δε θα παρέβλεπε να το σηµειώσει, εφόσον θαύµαζε τον ιεράρχη και είχε άµεση γνώση όσων σχετίζονταν µε τον Ευστάθιο Αντιοχείας και την τοπική Εκκλησία, κατά την περίοδο της παραµονής του στο περιβάλλον της Αντιόχειας (373-379). ∆εν πρέπει, τέλος, να διαφύγει της προσοχής µας και ένα άλλο σηµείο από το λόγο του Αθανασίου Αλεξανδρείας –που δεν έρχεται σε αντίθεση µε το χαρακτηρισµό του ιεράρχη ως «Μάρτυρα» από τον ιερό Χρυσόστοµο232- που εκτιµούµε ότι δίδει απάντηση στον προβληµατισµό µας για την «οµολογία» του Ευσταθίου και το οποίο συνηγορεί υπέρ της δεύτερης εκδοχής. Ο Αλεξανδρινός ιεράρχης, δίδοντας έµφαση στις µηχανορραφίες των Aρειανοφρόνων και στις διώξεις και εξορίες των ορθοδόξων επισκόπων, σηµειώνει: «…οι πάντες επίσκοποι αγαθοί, και της αληθείας κήρυκες, αρπάζονται, και εξορίζονται πρόφασιν ουδεµίαν έχοντες, ή ότι µη συνέθεντο τη Αρειανή αιρέσει, µηδέ υπέγραψαν αυτοίς καθ’ ηµών, εν αις επλάσαντο διαβολαίς και συκοφαντίαις…»233 Για να προσθέσει παρακάτω ότι: «Και γάρ και ετέροις ούτως επιβούλευσαν επισκόποις, πλασάµενοι και κατ’ εκείνων πάλιν προφάσεις ων οι µεν εν τοις εξορισµοίς εκοιµήθησαν, έχοντες το κ α ύ χ η µ α τ η ς ε ι ς Χ ρ ι σ τ ό ν ο µ ο λ ο γ ί α ς234· οι δε έτι και νυν υπερόριοι τυγχάνουσιν, ανδριζόµενοι µάλλον κατά της αιρέσεως εκείνων, και λέγοντες· Ουδέν ηµάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού.»235 γ΄ Ο Ευστάθιος ως επίσκοπος Βεροίας Καµία, σχεδόν, πληροφορία236 δεν έχουµε για την περίοδο της αρχιερατείας του Ευσταθίου στην επισκοπή της Βέροιας της Συρίας, σήµερα Χαλέπι237. ∆ύο στοιχεία κρίνουµε σκόπιµα να επισηµάνουµε, πριν ασχοληθούµε µε το ζήτηµα της αρχιερατείας του Ευσταθίου στον τόπο αυτό. Σύµφωνα µε το «Συνταγµάτιο» της Εκκλησίας της Αντιόχειας, ο επίσκοπος Βεροίας ήταν ο πρώτος Σύγκελλος238 του µητροπολίτη Αντιόχειας239. Συνεπώς, δεν είναι 230
Ν. Βιδάλη, (πρεσβ.), ό.π., σ.105 κ.ε. E. Schwartz, ό.π., σ. 96, 102· Spanneut, ό.π., σ.108, 24. 232 Ο Ιωάννης ο Χρυσόστοµος, σε λόγο του οποίου θα αναφερθούµε εκτενώς σε άλλο κεφάλαιο, δε χρησιµοποιεί τους όρους «µαρτύριο» και «οµολογία» στην περίπτωση του Ευσταθίου συνδέοντάς τους µε εξωεκκλησιαστικούς διωγµούς (βλ. PG 50, 599Β· 600Α· 601Β-602Α), αλλά µε τις κακουχίες που υπέµεινε εξαιτίας της αρειανικής κακοδοξίας. 233 Αθανασίου Αλεξανδρείας, Απολογία περί της φυγής αυτού, 3 PG 25, 649B. 234 Η διάταξη και ο τονισµός των λέξεων αποτελεί προσωπική παρέµβαση. 235 Αθανασίου Αλεξανδρείας, Προς µοναχούς, PG 25, 696D. 236 Κατά την πορεία της έρευνάς µας απευθύναµε επιστολή προς το σηµερινό Μητροπολίτη Χαλεπίου (Βεροίας) της Συρίας κ. Παύλο, προκειµένου να διαπιστώσουµε, εάν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία για την περίοδο της αρχιερατείας του Ευσταθίου στη Βέροια. ∆υστυχώς η απάντησή του ήταν αρνητική. Εµείς, από τη θέση αυτή, θα θέλαµε να ευχαριστήσουµε το Σεβασµιώτατο για την άµεση ανταπόκρισή του στο αίτηµά µας. 237 Στο Χαλέπι της Συρίας έχουν βρεθεί, σύµφωνα µε τους αρχαιολόγους, ένας καθεδρικός ναός, όπως και τα ερείπια ενός επισκοπείου, που χρονολογούνται γύρω στον έκτο αιώνα. Σήµερα στο Χαλέπι υπάρχουν επτά επίσκοποι διαφόρων χριστιανικών δογµάτων. Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία της επισκοπής του Χαλεπίου έχει υπό την πνευµατική εποπτεία της δώδεκα ναούς. Περισσότερα για το Χαλέπι βλέπε στην ακόλουθη ενδεικτική βιβλιογραφία: M. F. Mitterrand, Syrie, Mémoire et Civilisation, χ.χ., Michel de Grèce, Συρία, Ελληνικοί απόηχοι, χ.χ. 238 Ο «Σύγκελλος» ήταν εκπρόσωπος του Μητροπολίτη για διοικητικά ζητήµατα και ιδιαίτερος γραµµατέας του. Περισσότερα για το θεσµό του «συγκέλλου» βλ. K. Πλακογιαννάκη, Τιµητικοί τίτλοι και ενεργά 231
73
τυχαίο –όχι βέβαια µόνο εξαιτίας της συγκελλίας- που δύο επίσκοποι της Βέροιας, οι οποίοι γνώριζαν καλά τα όσα συνέβαιναν στη µητρόπολη της Αντιόχειας, ο Ευστάθιος και ο Μελέτιος ανήλθαν στο θρόνο της. Επειδή, επίσης, η σχέση του σύγκελλου µε τον εκάστοτε Αντιοχείας ήταν άµεση και η συνεργασία τους στενή, για το λόγο αυτό και η επιλογή του Βεροίας φαίνεται ότι γινόταν µε κριτήριο την οµοφροσύνη µεταξύ τους. Έτσι γίνεται κατανοητό γιατί διάδοχος του Ευσταθίου στη Βέροια ήταν ο Κύρος, ο οποίος, ως οµόφρονας του Αντιοχείας στο δόγµα της Νίκαιας, µετά την καθαίρεση και εξορία του τελευταίου, έτυχε και ο ίδιος της αυτής αντιµετώπισης240. Σύµφωνα µε τους µελετητές, εννέα επίσκοποι Βεροίας της Συρίας (µέχρι τον 6ο αιώνα) είναι γνωστοί σ’ εµάς σήµερα. Πρώτος241 στον κατάλογο είναι ο Ευστάθιος, µετέπειτα Αντιοχείας, χωρίς να γνωρίζουµε εάν όντως διετέλεσε και πρώτος επίσκοπος Βεροίας. Τον διαδέχτηκαν οι : Κύρος, Μελέτιος,242 ο µετέπειτα Αντιοχείας, Ανατόλιος, Θεόδοτος, Ακάκιος, Θεόκτιστος, Πέτρος, Αντωνίνος, και Μέγας.243 Οι πηγές δεν είναι διαφωτιστικές ούτε για τους λόγους που συντέλεσαν στην επισκοποίηση του Ευσταθίου, ούτε για το διάστηµα που αρχιεράτευσε στην επισκοπή της Βέροιας. Ένα πρέπει να θεωρήσουµε σίγουρο: ότι η χαρισµατική προσωπικότητά του, η παιδεία του, η ευγλωττία που διέθετε, κυρίως η προσήλωσή του στα θέσµια της Εκκλησίας, θα πρέπει να ήταν εκείνα τα στοιχεία που τον ανέδειξαν επίσκοπο Βεροίας. Ο χρόνος της εκλογής του είναι άγνωστος σ’ εµάς. Η συντριπτική πλειοψηφία των µελετητών απέφυγε να τοποθετηθεί, σηµειώνοντας απλά ότι διετέλεσε επίσκοπος Βέροιας, πριν τη µετάθεσή του στην Αντιόχεια. Ο Π. Χρήστου διετύπωσε την άποψη ότι η ανάρρηση του ιερού Πατρός στο θρόνο της Βέροιας πρέπει να τοποθετηθεί το 319. Η θέση αυτή δε µας βρίσκει σύµφωνους, όπως διατυπώσαµε σε προηγούµενη ενότητα. Η µαρτυρία του Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως ότι ο ιεράρχης βρέθηκε στο πηδάλιο της Εκκλησίας για δεκαοκτώ έτη244, µας ωθεί στην εκτίµηση ότι η επισκοποίηση του Ευσταθίου θα πρέπει να τοποθετηθεί µεταξύ 311 και 312. Για την περίοδο της διαποίµανσης της επισκοπής της Βέροιας από τον ιεράρχη έχουµε ελάχιστες πληροφορίες. Γνωστό είναι σ’ εµάς ότι ο Ευστάθιος Αντιοχείας σε επιστολιµαία πραγµατεία του προς τον αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας «Περί του Μελχισεδέκ», αποδοκιµάζει τις κακοδοξίες του Ιέρακος245. Επίσης, ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος (313-328), στο πλαίσιο ενηµέρωσης για την αίρεση του Αρείου, απέστειλε επιστολή246 (320) σε ιεράρχες, µεταξύ των οποίων και στον Βεροίας Ευστάθιο247, τους οποίους πληροφορούσε για την εµφάνιση της αιρέσεως και ανασκεύαζε µε επιχειρήµατα τη διδασκαλία της.
Αξιώµατα στο Βυζάντιο, εκδ. Ιανός, Θεσσαλονίκη 2001, σσ. 128-129· Β. Λεονταρίτου, Εκκλησιαστικά αξιώµατα και υπηρεσίες, σ. 553-601· Ι. Κοτσώνη, (αρχ.), Σηµειώσεις Κανονικού ∆ικαίου, σσ. 254-255. 239 R. Devreesse, Le Patriarcat d’Antioche, σ. 164. 240 Αθανασίου Αλεξανδρείας, Απολογία, ό.π., 3 PG 25, 648C· R. Devreesse, ό.π., σ. 163. 241 Ό.π., σ. 163· M. Greppner, Das Patriarchat von Antiochien, σ. 60. 242 Φαίνεται ότι η διάρκεια της αρχιερατείας του Μελετίου στη Βέροια ήταν τόσο σύντοµη, που ο R. Devreesse, δεν τον υπολογίζει στην αρίθµηση των εννέα επισκόπων της Βέροιας. Ενδεικτικός είναι ο χαρακτηρισµός που χρησιµοποιεί για να παρουσιάσει την περίοδο της αρχιερατείας του Μελετίου στη Βέροια: «…passa un instant à Bérée…». Ό.π., σ. 163. ∆ιατυπώνεται και µία δεύτερη εκδοχή σχετικά µε το συγκεκριµένο θέµα, την οποία θα παρουσιάσουµε στη σχετική ενότητα. 243 R. Devreesse, ό.π., σσ. 163-164. 244 Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως, ό.π., 10 PG 100, 1053 C. Πρβλ. R. Devreesse, ό.π., σ. 115. 245 Β. Φειδά, Η προεδρία της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου, σ. 89. 246 J. Quasten, Initiation aux Pères de l’Église, τ. 3, σσ. 38-39. 247 Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 1, 3 PG 82, 908Β· K. Μπόνη, Εισαγωγή εις την Αρχαίαν Χριστιανικήν Γραµµατείαν (96-325 µ.Χ.), σ. 291· R. Sellers, ό.π., σ. 24.
74
Η Σύνοδος της Αντιόχειας248 τον Ιανουάριο του 325 έχει ιδιαίτερη σηµασία για το πρόσωπο του ιεράρχη που διαπραγµατευόµαστε και µολονότι πηγές και µελετητές δεν οµονοούν, φαίνεται ότι ο Ευστάθιος προσήλθε σε αυτήν, ως µητροπολίτης Βέροιας, και µε το πέρας αυτής είχε προκριθεί στο θώκο της Αντιόχειας, όπως θα δούµε ακολούθως. 2. Ο ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ Από την ιστορική πορεία του Ευσταθίου, µία µικρή µονάχα χρονική περίοδος είναι σ’ εµάς γνωστή. Εκείνη που κυρίως σχετίζεται µε τις δραστηριότητες του ιεράρχη από την ανάληψη του πηδάλιου της µητρόπολης της Αντιόχειας µέχρι την καθαίρεσή του. α΄ Η µετάθεση του Ευσταθίου Βεροίας στο θρόνο της Αντιόχειας ∆εν υπάρχει σύγκλιση απόψεων µεταξύ των µελετητών του βίου του Ευσταθίου ούτε για τους λόγους, ούτε για τη χρονική στιγµή που ο ιεράρχης προήχθη στο θώκο της Αντιόχειας. Εκείνο πάντως που πρέπει να σηµειωθεί είναι ότι o χρόνος και οι συνθήκες (αιτίες) της προαγωγής είναι αλληλένδετα. Τη διγνωµία των διατυπούµενων πληροφοριών µεταξύ των πηγών, φαίνεται να παρακολουθεί η επιστηµονική έρευνα προβαίνοντας σε διαφοροποιήσεις και προεκτάσεις. Κάποιοι249 τοποθετούν το γεγονός της προαγωγής του Ευσταθίου µεταξύ του 323 και 324, ενώ κάποιοι άλλοι µεταξύ 324 και 325250. Ο ιεράρχης φέρεται άλλοτε διάδοχος του Φιλογόνιου, του οποίου ο θάνατος τοποθετείται µεταξύ του 322 και του 324 και άλλοτε του Παυλίνου (όταν η αρχιερατεία αυτού δεν ακολουθεί εκείνη του Ευστάθιου251), µετά τη βραχυχρόνια παραµονή του πρώτου στο θρόνο της Αντιόχειας και εφόσον βέβαια θεωρηθεί ορθή η εκδηµία του Φιλογόνιου στα τέλη του 323. Η ασάφεια αυτή δεν πρέπει να θεωρηθεί ανεξάρτητη από την «εµπερίστατη», ακόµη, κατάσταση που βρισκόταν η Εκκλησία την περίοδο εκείνη υπό τα απαγορευτικά διατάγµατα του Λικίνιου, που δυσχέραιναν τη διαδικασία για την ανάδειξη των επισκόπων252. Η εκδοχή αυτή253 µνηµονεύεται από τον Ευσέβιο Ιερώνυµο254 και καταγράφεται στους πίνακες των αρχιερατευσάντων στην Αντιόχεια255 παρά τις αµφιβολίες που εκφράζονται256- όπου ο Ευστάθιος κατατάσσεται άλλοτε 248
Η Σύνοδος της Αντιόχειας του 325 έχει απασχολήσει αρκετά την επιστηµονική έρευνα προκαλώντας αντιπαραθέσεις µεταξύ των ερευνητών. Η απόκλιση των απόψεων δεν είναι ανεξάρτητη από την απώλεια σχετικών µαρτυριών στο πηγαίο υλικό, ελληνικό και λατινικό. Πρβλ. Β. Φειδά, Το Κολλουθιανόν Σχίσµα και αι αρχαί του Αρειανισµού, σσ. 112-117· Σ. Παπαδόπουλου, ό.π., σσ. 88-90 κ.ά. 249 Ενδεικτικά: Κ. Κοντογόνη, Φιλολογική και Κριτική Ιστορία, σ. 75· Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Γ΄, σ. 449· Α.Κ., “Eustathios of Antioch”, ODB 2 (1991) 753· J. Quasten, Patrology, τ. 3, σ. 302· του ίδιου, Initiation aux Pères de l’Eglise, σ. 429· C. Moreschini- E. Norelli, ό.π., σ. 56. Ο Leitzmann H., τοποθετεί τη µετάθεση του Ευσταθίου στο θρόνο της Αντιόχειας, το Φθινόπωρο του 324. H. Leitzmann, Histoire de l’Eglise Ancienne, σ. 120. 250 R. Sellers, ό.π., σ. 24· M. Simonetti, La Crisi Ariana nel IV Secolo, σ. 39· Y. Courtonne, Un Témoin du IVe Siècle Oriental, σ. 95· P.A. Casamassa, Istituzioni di Patrologia, τ. 2, σ. 92· F. Cayré, Précis de Patrologie, τ. 1, σ. 318· ∆. Χαλιβελάκη, Αιρέσεις και ∆όγµατα και Θρησκευτικές παρεκκλίσεις, σ. 308. 251 L. Duchesne, Histoire Ancienne de l’Église, τ. 2, σ. 164 υποσ. 165. 252 Ευσεβίου Καισαρείας, Εις τον βίον του Κωνσταντίνου, 1, 51 PG 20, 965Β: «Μηδεµιάς γε µην ευπορών αιτίας,… νόµον εκπέµπει διακελευόµενον, µηδαµή µηδαµώς αλλήλοις επικοινωνείν τους επισκόπους, µηδ’ επιδηµείν αυτών εξείναι τινι τη του πέλας εκκλησία, µηδέ γε συνόδους ή βουλάς και διασκέψεις περί των λυσιτελών ποιείσθαι.» Πρβλ. Β. Φειδά, «Η πρώτη Οικουµενική Σύνοδος», Συνοδικά 1 (1976) 136· Α.E. Burn, The Council of Nicaea, σ. 14: “It is no clear whether there had been another bishop after the death of Philogonius in A.D. 322. Since Licinius forbade the holding of synods there may have been difficulty about proceeding to an election.” 253 Πρβλ. ∆. Μπαλάνου, Πατρολογία, σ. 253. 254 Ευσεβίου Ιερωνύµου, Chronicon, PL 27, 677A· F. Cavallera, Saint Jérôme, ό.π., τ. 1, σ. 66 υποσ. 3. 255 Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως, ό.π., PG 100, 1053C. 256 Ενδεικτικά: J. M. Sauget, “Eustazio, Vescovo di Antiochia, Santo”, BS 59 (1923) 296: “...E(ustazio) ..., poi venne trasferito ad Antiochia come successore di s. Filogone (sempre che non si debbia credere a
75
εικοστός τρίτος257 και άλλοτε εικοστός τέταρτος258 στη σειρά διαδοχής της συγκεκριµένης Εκκλησίας. Σύµφωνα µε τις πηγές, οι παραδόσεις που έχουµε για την προαγωγή του Ευσταθίου στην Αντιόχεια, είναι οι εξής: i. Ο Ερµείας Σωζοµενός καταγράφει δύο παραδόσεις σχετικά µε τη µετάθεση του Ευσταθίου στην Αντιόχεια. Η πρώτη φέρει τον ιεράρχη να έχει αναδειχθεί ως αρχιεπίσκοπος Αντιόχειας, πριν από τη Σύνοδο της Νίκαιας. Το σχετικό κείµενο, το οποίο δεν έχει τύχει προσοχής από τους µελετητές, έχει ως εξής: «…συνεκάλεσε σύνοδον εις Νίκαιαν… Εκοινώνουν δε τούτου του συλλόγου, των µεν Αποστολικών θρόνων, Μακάριος ο Ιεροσολύµων, και Ευστάθιος ή δ η259 την Αντιόχειας της προς τω Ορόντη Εκκλησίαν ε π ι τ ρ α π ε ί ς260, και Αλέξανδρος….»261 Η δεύτερη παράδοση που διασώζει ο ιστοριογράφος φέρει τη µετάθεση του ιεράρχη στην Αντιόχεια κατόπιν αποφάσεως των µελών της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου, θέση την οποία υιοθετεί και ο Νικήτας Χωνιάτης262. Ενδεικτικός είναι ο ακόλουθος λόγος του, ο οποίος όµως δεν έτυχε ευρείας αποδοχής από τους µελετητές263: «…οι δε εις Νίκαιαν συνελθόντες, θαυµάσαντες του βίου και των λόγων Ευστάθιον, άξιον εδοκίµασαν του αποστολικού θρόνου ηγείσθαι· και επίσκοπου όντα της γείτονος Βερροίας, εις Αντιόχειαν µετέστησαν.»264 Στη φαινοµενική αυτή αντίφαση των δύο παραδόσεων του Σωζοµενού, ίσως θα πρέπει να δούµε την προσπάθειά του να αρθεί το ασυµβίβαστο µεταξύ του µεταθετού του συγκεκριµένου επισκόπου σε σχέση µε τη θέσπιση Κανόνα, που αποτρέπει τη συγκεκριµένη πράξη, στον οποίο θα αναφερθούµε παρακάτω. ii. Ο ιστοριογράφος Θεοφάνης φαίνεται να συντάσσεται µε τη δεύτερη µαρτυρία του Σωζοµενού για το πρόσωπο του Ευσταθίου σε σχέση µε την Αντιόχεια, όµως αναφέρεται ρητά σε επικυρωτική265 απόφαση της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου στο συγκεκριµένο γεγονός, διατύπωση που προκαλεί εύλογα ερωτήµατα. iii. Στον Θεοδώρητο Κύρου διασώζεται η παράδοση, που είναι ευρύτερα αποδεκτή, µε την οποία συµφωνούµε και εµείς, για τον τρόπο και χρόνο µεταθέσεως του Ευσταθίου. Το κείµενο, το οποίο αναφέρεται στις εργασίες της Συνόδου της Νίκαιας του 325, έχει ως εξής: «…Παραυτίκα δε πρώτος ο µέγας Ευστάθιος ο της Αντιοχέων Εκκλησίας την προεδρίαν λαχών· Φιλογόνιος γάρ, ου πρόσθεν εµνήσθην, εις τον αµείνω quanto dice s. Girolamo..., secondo cui un certo Paolino avrebbe occupato la sede per un breve periodo) presumibilmente verso l’anno 324.” 257 Ευσεβίου Ιερωνύµου, Chronicon, PL 27, 677Α· R. Devreesse, ό.π., σ. 115. 258 Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως, ό.π., PG 100, 1053C· I. S. Assemanum, Series Cronologica Patriarcharum Antiochiae, σ. 14. 259 Η αραίωση των γραµµάτων του συγκεκριµένου χρονικού επιρρήµατος, αλλά και της µετοχής, αποτελεί προσωπική παρέµβαση στο κείµενο. 260 Στο ρήµα «επιτρέπω», της συγκεκριµένης µετοχής, πρέπει να δούµε τη σηµασία της παραχώρησης και της ανάθεσης της συγκεκριµένης θέσης. Γ. Ράπτη, Λεξικό Ορθογραφικό – Ερµηνευτικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 240. 261 Ερµεία Σωζοµενού, ό.π., 1,17 PG 67, 912Β. 262 Νικήτα Χωνιάτη, ό.π., PG 139, 1366D. 263 Από τις ελάχιστες εξαιρέσεις µελετητών που συντάσσονται µε την εκδοχή του Σωζοµενού, είναι ο επίσκοπος Κατάνης Ιάκωβος, ο οποίος µολονότι φιλοξενεί σε σύγγραµµά του και τις δύο µαρτυρίες«παραδόσεις» για το «χρόνο» µετάθεσης του Ευσταθίου, (ως επιχειρήµατα διαφορετικών θεµάτων), φαίνεται ότι υιοθετεί την άποψη του Σωζοµενού. Το σχετικό απόσπασµα έχει ως εξής: «Η Α΄ Οικουµ. Σύνοδος, 325 µ.Χ. δεν απέκλεισεν, καθ’ εαυτήν, ότι υπάρχουν ειδικαί περιπτώσεις αι οποίαι επιτρέπουν την µετάθεσιν επισκόπου, η οποία προέβη αφ’ εαυτής µε ειδικήν απόφασιν, ως αναφέρεται υπό του ιστορικού Σωζοµένου, εις την µετάθεσιν του επισκόπου Βεροίας, εν Συρία, Ευσταθίου (325-330 µ.Χ.), εις την επισκοπήν της Αντιοχείας, ….». 264 Ερµεία Σωζοµενού, ό.π., 1, 2 PG 67, 864ΑΒ. 265 Θεοφάνους αββά, ό.π., PG 108, 97Β: «Της δε Αντιοχέων Εκκλησίας χηρευούσης, η σύνοδος Ευστάθιον εκύρωσε τον επίσκοπον Βερροίας της Συρίας.»· πρβλ. Χ Παπαδόπουλου, (αρχιεπ.), ό.π., σ. 166· Π. Χρήστου, ό.π., σ. 449· Ε. Ελευθεριάδη, (αρχιµ.), ό.π., Ε 5 (1959) 77· Peter l’ Huillier, (arch.), The Church of the Ancient Councils, σ. 72.
76
µεταβεβήκει βίον· τούτον δε άκοντα ποιµαίνειν αντ’ εκείνου την Εκκλησίαν εκείνην ψήφω κοινή κατηνάγκασαν αρχιερείς τε και ιερείς, και άπας ο λεώς ο φιλόχριστος·»266. Τρεις είναι οι πληροφορίες που αντλούµε από το κείµενο αυτό: i. Ο ιεράρχης ήταν διάδοχος του Φιλογόνιου267. ii. Η προαγωγή του έγινε πριν την έναρξη των εργασιών της Συνόδου της Νίκαιας, όπου και συµµετείχε ως µητροπολίτης Αντιόχειας, άποψη την οποία συµµερίζεται και ο Φώτιος Κωνσταντινουπόλεως268. iii. Η µετάθεση του Ευσταθίου στην Αντιόχεια έγινε µε οµόφωνη απόφαση κλήρου και λαού. Η αναφορά του πληθυντικού «αρχιερέων» που γίνεται από το Θεοδώρητο, καθώς ο τρόπος ανάδειξης του Ευσταθίου στο πηδάλιο της Αντιόχειας, δηλαδή η µετάθεσή του, µας δίνουν τη δυνατότητα να αναφερθούµε, εν συντοµία, στο ζήτηµα της Συνόδου της Αντιόχειας, αλλά και την κανονικότητα της µετάθεσης του ιεράρχη. Η χρήση του πληθυντικού αριθµού «αρχιερείς», επιβεβαιώνει την εκτίµησή µας ότι ο Ευστάθιος µετατέθηκε κατόπιν Συνοδικής αποφάσεως, που προηγήθηκε της σύναξης στη Νίκαια. Η Σύνοδος αυτή, για την οποία έχουµε κάνει ήδη αναφορά, είναι της Αντιόχειας, στις αρχές του 325. Η συγκεκριµένη σύναξη -η οποία προβληµάτισε και απασχόλησε τους µελετητές269- των 59 (;) ιεραρχών από τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αραβία, την Κιλικία, την Ισπανία και την Καππαδοκία, υπό την προεδρία270 του Όσιου Κορδούης271, δεν είχε ως σκοπό µονάχα την αντιµετώπιση της Αρειανικής κακοδοξίας272- την οποία καταδίκασε και εξέδωσε συνοδική επιστολή273, επιβάλλοντας παράλληλα την ποινή της εκκλησιαστικής ακοινωνησίας274 σε επισκόπους275 που δεν 266
Θεοδωρήτου Κύρου, Εκκλησιαστική Ιστορία 1, 6, PG 82, 917D. Ο Θεοδώρητος φαίνεται -όπως διατυπώνεται από κάποιους µελετητές- ότι παραβλέπει τον Παυλίνο από το θρόνο της Αντιόχειας, λόγω της βραχυχρόνιας παραµονής του στο θρόνο της Αντιόχειας. Η άποψη της αποσιώπησης λόγω της βραχυχρόνιας παραµονής υποστηρίχτηκε από τον R. V. Sellers. Βλ. R. V. Sellers, ό.π., σ. 21 υποσ. 1. 268 Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως, Βιβλιοθήκη, PG 103, 292Α. 269 Β. Φειδά, Το Κολλουθιανόν σχίσµα και αι αρχαί του Αρειανισµού, σ. 112-113, υποσ. 262· Α. Γιέβτιτς (πρεσβ. – νυν µητροπολίτη), «Παράδοσις και ανανέωσις εν τω θεσµώ των Οικουµενικών Συνόδων», Συνοδικά 1 (1976) 70-72 . 270 Β. Φειδά, ό.π., σ. 116· D. S. Wallace- D. D. Hadrill, Eusebius of Caesarea, σ. 25. 271 Σύντοµο βίο του Όσιου Κορδούη, (27/8), βλ. Ε. Πιπεράκη, Ισπανικό ορθόδοξο Συναξάρι, εκδ. Α.∆.Ε.Ε., Αθήνα 2003, σσ. 34-37. 272 Ο Αρειανισµός, ως αίρεση, έχει τύχει συστηµατικής προσέγγισης και µελέτης από την πλειοψηφία των κλάδων του Θεολογικού επιστητού, γι΄ αυτό δε θα επεκταθούµε σ’ αυτόν. Απλά σηµειώνουµε ότι µε τη διδασκαλία του Αρείου (256-335), στον οποίο αποδίδεται η πατρότητα και η ονοµασία της αίρεσης, αµφισβητείται η θεότητα του Χριστού και κολοβώνεται η ανθρώπινη φύση Του. Η Χριστολογία του συγκεκριµένου πρεσβυτέρου είχε άµεσες επιπτώσεις στον άνθρωπο, σε σωτηριολογικό επίπεδο· δηµιουργούσε προβληµατική διδασκαλία σε επίπεδο Θεολογίας, εφόσον η αµφισβήτηση της θεότητας του Υιού έθετε σε αµφισβήτηση και τη θεότητα του Θεού Πατέρα και αποτελούσε στοιχείο της ειδωλολατρίας. Το πλήρωµα της Εκκλησίας καταδίκασε τη συγκεκριµένη διδασκαλία τόσο µονοπρόσωπα, όσο και µέσω συλλογικών (συνοδικών) οργάνων της. Για το θέµα µπορεί να συµβουλευτεί ο ενδιαφερόµενος την ακόλουθη ενδεικτική βιβλιογραφία: Β. Φειδά, «Το Κολλουθιανόν Σχίσµα και αι αρχαί του Αρειανισµού», ΕΕΘΣΑ 19 (1972) 137-260· Γ. Μαρτζέλου, Ιστορία της Ορθόδοξης Θεολογίας και πνευµατικότητας, σσ. 18-23· ∆. Κοντοστεργίου, Αι Οικουµενικαί Σύνοδοι, σσ. 35-36· E. Βoularand, «Aux Sources de la Doctrine d’Arius. La Théologie Antiochène », DLE 38 (1967) 242-246· του ίδιου, L’Hérésie d’Arius et la “Foi” de Nicée, τ. 1, Paris 1972· M. Simonetti, La Crisi Ariana nel IV Secoli, σ. 50 κ.ε.· M. S. Gholam, “Evolution et Originalité de l’Église Locale d’Antioche”, Église Locale et Universelle, Les Etudes Théologiques de Chambésy 1 (1981) 48· H. M. Gwatkin, Studies of Arianism, Cambridge 1900, κ.ά. 273 Τη συνοδική επιστολή της Συνόδου της Αντιόχειας του 325 παρέλαβαν όλοι οι επίσκοποι της Ανατολής και της ∆ύσης. 274 Για τον προληπτικό και σωφρονιστικό χαρακτήρα της ποινής της ακοινωνησίας, τις σηµασίες, τη διάρκειά της κ.ά., µπορεί να συµβουλευτεί ο ενδιαφερόµενος την ακόλουθη ενδεικτική βιβλιογραφία: Β. Φειδά, Ιεροί Κανόνες και καταστατική νοµοθεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος, σσ. 118-124· Του ίδιου, Droit Canon, σ. 148· Νικοδήµου Αγιορείτου, (µον.), Πηδάλιον, εκδ. Αστήρ, Αθήναι 1993, σ. 13· Κ. 267
77
συντάχτηκαν µε τη συνοδική απόφαση,- αλλά και ασχολήθηκε πρωτίστως µε την πλήρωση της µητρόπολης της Αντιόχειας276. Στο σηµείο αυτό κρίνεται σκόπιµο να διερευνηθούν οι λόγοι που ώθησαν το εκλεκτορικό σώµα της Συνόδου της Αντιόχειας να επιλέξει τον Βεροίας Ευστάθιο για τη συγκεκριµένη θέση. Σύµφωνα µε τους µελετητές, ποιµαντικοί και προσωπικοί λόγοι, καθώς και σχέσεις αντιπάθειας, η προσωπικότητα και το έργο του ιεράρχη, αποτέλεσαν τους παράγοντες εκείνους που διαµόρφωσαν τη συγκεκριµένη πραγµατικότητα. Κανείς δε µπορεί να παραβλέψει το γεγονός ότι το Εκκλησιαστικό σώµα, µπροστά στον κίνδυνο της αιρετικής διδασκαλίας του Αρείου,277 δε θα δίσταζε να επιλέξει για το θρόνο της Αντιόχειας ένα πρόσωπο που το ορθόδοξο φρόνηµά του θα παρείχε στήριξη στον Αλεξανδρείας Αλέξανδρο για την αντιµετώπιση του ζητήµατος αυτού, που δηµιουργούσε διασπαστικές τάσεις στους κόλπους της Εκκλησίας.278 Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται και ο λόγος της παρουσίας του Όσιου Κορδούης στη Σύνοδο, ο οποίος, ως απεσταλµένος του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, είχε ως στόχο, σύµφωνα µε διατυπωθείσες απόψεις279, να διασφαλίσει την επιλογή του Ευσταθίου για τη συγκεκριµένη θέση. Σύµφωνα µε ορισµένους µελετητές, η εκλογή του ιεράρχη για το θρόνο της Αντιόχειας δεν είναι ανεξάρτητη και από την αντιωριγενική διάθεσή του, σε αντίθεση µε τη στάση του Ευσεβίου Καισαρείας, ο οποίος ήταν συνδιεκδικητής του Ευσταθίου στη χηρεύουσα µητρόπολη. Προσωπικά εκτιµούµε ότι η επίκληση ενός τέτοιου επιχειρήµατος, η προσπάθεια, δηλαδή του εκλεκτορικού σώµατος να επιλέξει ένα πρόσωπο του οποίου η αντιωριγενική στάση θα «έκλεινε» το κεφάλαιο που άνοιξε µε την εκθρόνιση του Παύλου του Σαµοσατέα280, είναι υπερβολική. Αυτό βέβαια δεν σηµαίνει ότι οι ιδεολογικές ζυµώσεις και τάσσεις του περιβάλλοντος της Αντιόχειας δεν διαδραµάτισαν κάποιο ρόλο στην επιλογή του διαδόχου του Φιλογόνιου. Η επιλογή του Ευσταθίου στην πλήρωση της κενής µητρόπολης της Αντιόχειας και η απόρριψη της υποψηφιότητα του Ευσεβίου Καισαρείας παρουσιάζεται από µελετητές ως απόρροια της συµπάθειας και αντιπάθειας που έτρεφε ο πρόεδρος της Συνόδου της Αντιόχειας, Όσιος Κορδούης, προς τους δύο διεκδικητές του θρόνου. Όπως µας πληροφορεί ο Ερµείας Σωζοµενός, ο Όσιος είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις281 µε το Βεροίας Ευστάθιο, πριν από την προαγωγή του, οπότε ήταν φυσικό να είναι θετικά διακείµενος προς το πρόσωπό του. Γνωρίζοντας µάλιστα τις ικανότητες και την Ράλλη, Ποινικόν ∆ίκαιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, σ. 129-134· Π. Ακανθόπουλου, ό.π., σ. 662· Ε. ∆ουνδουλάκη, Ο άγιος ιεροµάρτυρας Λουκιανός ο Σαµοσατέας (±240-312), σ. 39 υποσ. 98, 99. 275 Πρόκειται για τους: Καισαρείας Ευσέβιο, Νερωνιάδος Νάρκισσο και Λαοδικείας Θεόδοτο. 276 Β. Φειδά, «Η Α΄ Οικουµενική Σύνοδος. Προβλήµατα περί την σύγκλησιν, την συγκρότησιν και την λειτουργίαν της Συνόδου», Συνοδικά 1 (1976) 143. 277 G. Papanicolaou, (r. archim.), La Translation des Évêques dans la Tradition Canonique de l’Église, σ. 56: “Un grand concile réunni à Antioch… en a décidè ainsi sur le critere exclusif de l’intêrêt de l’Église en general et l’Église d’Antioche en particulier, dans une période où l’arianisme menaçait de se propager en Orient.” 278 W.H.C. Frend, The Rise of Christianity, σ. 497· E. Βoularand, ό.π., τ. 2, σ. 190. 279 D. S. Wallace- D. D. Hadrill, ό.π., σ. 25-26: “Ossius, according to Chadwick’s view being in the Orient as Constintine’s commissioner, intervened decisively in the election so as to secure the translation of Eustathius from Beroea…”. Πρβλ. Β. Φειδά, «Το Κολλουθιανόν Σχίσµα και αι αρχαί του Αρειανισµού», ΕΕΘΣΑ 19 (1972) 247 · του ίδιου, Η προεδρία της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου, σ. 77 υποσ. 141. 280 W.H.C. Frend, The Rise of the Monophysite Movement, σ. 110: “The Council of Antioch…. which censured Eusebius of Caesarea and elected as bishop of Antioch Eustathius… may be regarded as a partial turning of the tables on the Origenists who had deposed Paul of Samosata in 268. This becomes clear as Eusebius’ Christology as well as his Trinitarian teaching was totally opposed to that of Eustathius…”. 281 Ερµεία Σωζοµενού, ό.π., 3, 11, PG 67, 1061Β: «Όσιόν τε τον οµολογητήν, …, ότι φίλος εγένετο Παυλίνω και Ευσταθίω τοις ηγησαµένοις της Αντιοχέων Εκκλησίας.», πρβλ. R. V. Sellers, ό.π., σ. 24 υποσ. 3· 21, υποσ. 3 (Η παράθεση της παραποµπής στο Σωζοµενό δεν είναι ορθή).
78
ευγλωττία του, την επιτυχήδιεκπεραίωση της αποστολής του για τον εκχριστιανισµό των Ιβηριτών, όπως θα δείξουµε στην οικεία ενότητα, δεν θα πρέπει να αποκλείσουµε την από µέρους του στήριξη της υποψηφιότητας του Ευσταθίου. Σε ό,τι αφορά το πρόσωπο του Ευσεβίου, διατυπώνεται η άποψη282 ότι ο Όσιος Κορδούης φαίνεται να ήταν αρνητικά διακείµενος προς εκείνον, εξαιτίας της διδασκαλίας του, οπότε θα ήταν απίθανο να ενεργήσει υπέρ της προαγωγής του. Η χαρισµατική προσωπικότητα του Ευσταθίου και η ευγλωττία του283, σε συνάρτηση µε τη δωδεκαετή, επιτυχή ασφαλώς, άσκηση των καθηκόντων του στην επισκοπή της Βέροιας της Συρίας όχι µόνο συνέβαλαν στην επίτευξη της εµπιστοσύνης από µέρους του ποιµνίου του, αλλά και συντέλεσαν στην οµόφωνη284 πρόταση285 κλήρου και λαού286 για τη µετάθεσή του στην Αντιόχεια. Χαρακτηριστική είναι η σχετική αναφορά στο Μηνολόγιο του Ανωνύµου Βυζαντινού, όπου σηµειώνεται για τον Αντιοχείας Ευστάθιο ότι: «Ένθεν τοι και προς τον υψηλόν αυτόν ανάγει θρόνον της Θεουπόλεως287, Θεουπολίτην και αυτόν χρηµατίζοντα,…τίθησι δε ψήφω και συνελεύσει των εκκρίτων αρχιερέων και του πλήθους παντός· και ην ούτω καλώς ο µέγας διευθύνων το ποίµνιον….»288 Στο σηµείο αυτό δε θα πρέπει να διαφύγουν της προσοχής µας κάποια στοιχεία που σχετίζονται µε τη µετάθεση289 του εν λόγω ιεράρχη. Την εποχή που ο Ευστάθιος µετατίθεται στην Αντιόχεια, υπάρχουν ήδη δύο δεδοµένα ως προς την πράξη του µεταθετού στους κόλπους της Εκκλησίας. i. Ο 14ος Κανόνας των Αγίων Αποστόλων (314/325)290, ο οποίος είναι αποτρεπτικός προς τις µεταθέσεις αρχιερέων και ii. Η ίδια η παράδοση της Εκκλησία291 η οποία παρείχε, στην πράξη292, τη δυνατότητα κατάληψης του µητροπολιτικού θρόνου, µε µετάθεση επισκόπου293 (ιστορικό προηγούµενο). 282
W.H.C. Frend, The Rise of Christianity, ό.π.,σ. 497: “Hosius seems to have known nothing and cares less about Eusebius’s role as spokesman for Christianity. Hosius left Eusebius in no doubt that he dislikes his teaching and his friendship with Arius. For Eusebius, an Origenist to the core,…. Such ideas may have been unexceptional in most of the East, but were regarded as heretical by the combination of Western and Antiochene influence that dominated the council of January 325 held on the occasion of Eustathius’s election.” 283 Ερµεία Σωζοµενού, ό.π., 1, 2 PG 67, 864ΑΒ. 284 Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 1, 6, PG 82, 917D· Ι. Πηλίδη, (επισκ.), ό.π., σ. 467. 285 Εσφαλµένα ο αρχιεπίσκοπος Peter l’Huillier εµφανίζει τον Ευστάθιο Αντιοχείας να µετατίθεται στην Αντιόχεια µε δική του πρωτοβουλία, µε την ανοχή - επιδοκιµασία των επισκόπων της Συνόδου της Νίκαιας. Το κείµενο, µετά την από µέρους µας υπογράµµιση, έχει ως εξής: «Moreover, Eustathius, an important person in the council, had h i m s e l f been transferred not long before from the see of Boerrhea to that of Antioch, with the approval of the bishops at the Council of Nicea. Were they contradicting themselves in this case?” (Peter l’ Huillier, ό.π., σ. 72). 286 Για τη σηµασία του «δηµόκλητου» κατά την προαγωγή στο βαθµό της αρχιεροσύνης, βλ. Π. Μπούµη, «Η διαδικασία της εκλογής των επισκόπων. Η πραγµατική έννοια του ‘‘ψήφω κλήρου και λαού’’ και η εφαρµογή του», Θεολογία 75 (2004) 107 κ.ε. Για τον ακριβή ρόλο της συµµετοχής του λαού στη διαδικασία της εκλογής του εκάστοτε επισκόπου, βλέπε επίσης: Ν. Μίλα, Το Εκκλησιαστικόν ∆ίκαιον της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, σ. 502κ.ε. 287 Για την ονοµασία της Αντιόχειας ως Θεούπολης, βλ. ∆. Τσάµη, Μητερικόν, ό.π., σ. 18 υποσ. 1. 288 V. Latyšev, ό.π., σ. 120. 289 Θεοδώρου Βαλσαµώνος, Κανόνες της Α΄ Οικουµενικής συνόδου εν Νικαία, PG 137, 281: «Μετάθεσις εστιν η από παροικίας εις παροικίαν µετένεξις όταν τυχόν επίσκοπος, παντοία σοφία κεκοσµηµένος, µετακληθή παρα πλήθους επισκόπων εις µείζονα Εκκλησίαν χηρευούσης, βοήθειαν κινδυνευούσης περί την ευσέβειαν». 290 Π. Ακανθόπουλου, ό.π., σ. 20· V. Phidas, ό.π., σ. 66. 291 Οι µεταθέσεις των επισκόπων δεν απαγορεύονταν σε περιόδους διωγµών, όταν φυλακίσεις και βασανισµοί αρχιερέων ήταν συχνοί. 292 Σύµφωνα µε τις καταγραφές µελετητών, από τον ∆΄ έως και τον ΙΕ΄ αιώνα, είχαν πραγµατοποιηθεί 1100 µεταθέσεις αρχιερέων στην Εκκλησία. Για τα αριθµητικά δεδοµένα, όπως και για τα ονόµατα των µετατιθεµένων επισκόπων, βλ. Π. Τσακουµάκη, (µητρ.), Το µεταθετό των επισκόπου κατά τοις Ι. Κανόνας και την πράξιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήναι 1964, σσ. 16-18· Ε. Θεοδωρόπουλου, (αρχιµ.),
79
Μελετώντας κάποιος το συγκεκριµένο Κανόνα των Αγίων Αποστόλων294, διαπιστώνει ότι στη ρητή απαγόρευση295 της µετάθεσης των επισκόπων, τίθεται µία εξαίρεση και δύο προϋποθέσεις οι οποίες όχι µόνο παρέχουν τη δυνατότητα του µεταθετού, αλλά και συντάσσονται µε την Παύλεια διατύπωση ότι «µετατιθεµένης … της ιερωσύνης εξ ανάγκης και νόµου µετάθεσις γίνεται»296. Ως εξαίρεση θεωρείται η ύπαρξη εύλογης αιτίας, ποιµαντικού χαρακτήρα, ενώ ως προϋποθέσεις τίθενται η «ευσεβής διδασκαλία» του ιεράρχη, που θα λειτουργήσει προς όφελος του ποιµνίου, καθώς και η κατόπιν συνοδικής αποφάσεως και παρακλήσεως αποδοχή του επιτάγµατος της µεταθέσεως, η οποία δε θεωρείται απόρροια προσωπικής επιδίωξης. ∆εν πρόκειται να επεκταθούµε περισσότερο στο ζήτηµα του µεταθετού297 των επισκόπων, τις κατηγοριοποιήσεις του298, ούτε επιθυµούµε να εµπλακούµε στη διαλεκτική της επικρότησης ή της αποδοκιµασίας299 του φαινοµένου, που θα αποτελούσε αδόκιµη υπέρβαση των ορίων της παρούσας διατριβής. Το θεσµικό όργανο της Εκκλησίας, η Σύνοδος, αφουγκραζόµενη τη φωνή του πληρώµατός της και λαµβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις και προκλήσεις κάθε εποχής, µετουσιώνει το βίωµα του Σώµατος σε Εκκλησιαστική, Κανονική300 Πράξη, ενεργώντας περιπτωτικά,301 προς όφελός του. Μεταθετόν επισκόπων και Ορθόδοξος Εκκλησία, Αθήναι 1965, σ. 13· Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες, σ. 21 (και υποσ. 2, της ίδιας σελίδας). 293 Η πρώτη περίπτωση µετάθεσης επίσκοπου στην Εκκλησία φέρεται να είναι εκείνη του Φλαβίου της Κιλκίας ο οποίος έχοντας εκλεγεί βοηθός επίσκοπος (212 µ.Χ.) του υπέργηρου επισκόπου Ιεροσολύµων Νάρκισσου, τον διαδέχτηκε ένα χρόνο µετά, κατόπιν Συνοδικής αποφάσεως. Βλ. Ι. Πηλίδη, (επισκ), ό.π., σ. 525. 294 Π. Ακανθόπουλου, ό.π., σ. 20: «Επίσκοπον µη εξειναι καταλείψαντα την εαυτού παροικίαν ετέρα επιπηδάν, κάν υπό πλειόνων αναγκάζηται, ει µη τις εύλογος αιτία η, τουτο βιαζοµένη αυτόν ποιείν, ως πλέον τι κέρδος δυναµένου αυτού τοις εκείσε λόγω ευσεβείας συµβάλλεσθαι· και τούτο δε ουκ αφ’ εαυτού, αλλά κρίσει πολλών επισκόπων, και παρακλήσει µεγίστη.» 295 ∆ύο είναι κυρίως οι λόγοι για τους οποίους η Εκκλησία δεν υιοθετεί άκριτα τη µετάθεση των επισκόπων: Ο ένας είναι θεολογικός και σχετίζεται µε τη θεώρηση ότι ο επίσκοπος και το ποίµνιό του συνάπτουν µία σχέση και «ενώνονται» σαν σε «µυστικό γάµο». Συνεπώς, η µετάθεση θεωρείται ως χωρισµός, ως «διαζύγιο», όπως αναφέρει ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας. Ο δεύτερος λόγος που αποθαρρύνει στην αποδοχή του µεταθετού των επισκόπων, έχει ποιµαντικές προεκτάσεις και σχετίζεται µε τις ταραχές που συχνά προκαλεί η µετάθεση του επισκόπου στο ποίµνιο (Καν. 15ος της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου). 296 Εβρ. 7,12. 297 Για το µεταθετό των επισκόπων µπορεί να συµβουλευτεί ενδιαφερόµενος την ακόλουθη ενδεικτική βιβλιογραφία: Ν. Κ., «Περί του αµεταθέτου των επισκόπων», Ευαγγελικός Κήρυξ, τεύχ. 6 (1862) 314-321 · Α. Αλεβιζάτου, «Το µεταθετόν», Ορθόδοξος Σκέψις 2 (1959) 101-103· Ν. Καλογερά, (ιεροδ.), «Αντικανονικόν το µεταθετόν των επισκόπων», Ευαγγελικός Κήρυξ, τεύχ. 8 (1862) 369-377· Προκοπίου, (µητρ. Κορίνθου), ό.π., Αθήναι 1964· Ε. Θεοδωρόπουλου, (αρχιµ.), ό.π., Αθήναι 1965· του ίδιου, Το αµετάθετον των επισκόπων, Αθήναι 1962· Ι. Πηλίλη, (επισκ.), ό.π., σσ. 523-526· Maximos of Sardes, The Oecumenical Patriarchate in the Orthodox Church, σσ. 94-95· Ε. Ferguson, “Attitudes to Schism at the Council of Nicaea”, Schism, Heresy and Religious Protest (1972) 63· G. Papanicolaou, (r.archim.), ό.π., Katérini 2003. 298 Α. Αλεβιζάτου, ό.π., Ορθόδοξος Σκέψις 2 (1959) 101· Peter l’ Huillier, (archiep.), ό.π., σ. 72 κ.ε. 299 Ιδιαίτερα σκωπτικός ως προς το ζήτηµα του µεταθετού των επισκόπων εµφανίζεται ο Ευσέβιος Ιερώνυµος και ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας. Ο πρώτος σχολιάζοντας την τάση της µετάθεσης ενός επισκόπου από µία άσηµη και πτωχή επισκοπή σε µία άλλη σηµαντική και πλούσια, τη χαρακτηρίζει ως µοιχεία. Ενδεικτικός είναι ο ακόλουθος λόγος του: “ne virginalis pauperculus societate contemple, ditioris adulterae quaerat amplexus”. Βλ. Ι. Πηλίδη, (επισκ.), ό.π., σσ. 524. O Αθανασίος Αλεξανδρείας θεωρεί τη µετάθεση των επισκόπων ως πράξη παράλληλη προς το διαζύγιο και αναφέρει ότι εκείνος που µετατίθεται διαπράττει το αµάρτηµα της µοιχείας. 300 Με το µεταθετό των επισκόπων ασχολήθηκε η Α΄ Οικουµενική Σύνοδος (Καν. 15), η Σύνοδος της Αντιόχειας , το 341 (Καν. 21), της Σαρδικής , το 343 (Καν. 1, 2) κ. ά. 301 Σωκράτους Σχολαστικού, Εκκλησιαστική Ιστορία, 5, 6 PG 67, 80C-81A: «Και οι τότε επίσκοποι, οι µεταθέντες τον άγιον Γρηγόριον εις Κωνσταντινούπολιν, τον κανόνα τον κωλύοντα την µετάθεσιν εγίνωσκον, ότι εποίησαν αυτόν οι Πατέρες διά τους υπερηφάνους, τους διά κενοδοξίαν πηδώντας από θρόνου εις θρόνον…ου µην ο κανών εµποδίζει και τα οικονοµικώς και επ’ ωφελεία της Εκκλησίας γινόµενα.»
80
Κατόπιν τούτων, γίνεται κατανοητό γιατί η προαγωγή του Ευσταθίου από την επισκοπή της Βέροιας στην Αντιόχεια είναι συνεπής µε το προγενέστερο Κανονικό πλαίσιο της Εκκλησίας, την πλήρωση των προϋποθέσεων για τη «µετάθεση» - σύµφωνα µε την ορολογία του Κανονικού ∆ικαίου- και όχι την «εισπήδηση». Ο ιεράρχης πληρούσε, όπως είδαµε, τα κριτήρια του Αποστολικού Κανόνα σε προσωπικό επίπεδο· ποιµαντικοί λόγοι συνηγορούσαν υπέρ της επιλογής302 του στο θρόνο της Αντιόχειας και οι ιστοριογράφοι µε τα ρήµατα «κατηνάγκασαν», «µετέστησαν» και «εκύρωσε», που χρησιµοποίησαν, απέδωσαν περιεκτικά, αλλά ουσιαστικά, το συγκεκριµένο γεγονός. Σύµφωνα µε τις πηγές και τααρχαία συναξαριακά κείµενα, ο Ευστάθιος µνηµονεύεται ως «Αντιοχείας», άλλοτε χωρίς να συνοδεύεται ο χαρακτηρισµός του από προσδιορισµό του ιερατικού βαθµού του και άλλοτε µε επισήµανση του συγκεκριµένου. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, δε διαπιστώνεται οµοφωνία και αυτό δεν είναι ανεξάρτητο από την οριστικοποίηση ή µη του µητροπολιτικού, πατριαρχικού συστήµατος στην Εκκλησία303 και το βαθµό που ο συντάκτης του τοποθετεί τον ιεράρχη στην ιστορικό του πλαίσιο, ή τον χαρακτηρίζει ετεροχρονισµένα. Για να συγκεκριµενοποιήσουµε το ζήτηµα, ο Ευστάθιος χαρακτηρίζεται ως «Πατριάρχης» Αντιοχείας µονάχα από το Μιχαήλ Γλυκά304 και το Μάξιµο Οµολογητή,305 όπως επίσης µνηµονεύεται µε τον ίδιο τίτλο στο Συναξάριο Κωνσταντινουπόλεως,306 στο Μηνολόγιο Ανωνύµου Βυζαντινού307 και στο Συναξάριο της Μονής Κρυπτοφέρης308. ∆ύο µόνο κείµενα, εκτός από χειρόγραφα µε Ακολουθίες στον άγιο –για τα οποία θα κάνουµε λόγο σε άλλη ενότητα της εργασίας- µνηµονεύουν τον Ευστάθιο ως «Αρχιεπίσκοπο» Αντιόχειας. Πρόκειται για τον εγκωµιαστικό λόγο του Ιωάννη του Χρυσοστόµου309, αλλά και για το Συναξάριο της Κωνσταντινουπόλεως310. Στα υπόλοιπα κείµενα ο ιεράρχης µνηµονεύεται ως «επίσκοπος» 311 Αντιόχειας ή απλά, ως Ευστάθιος Αντιοχείας. β΄ Ο ρόλος του Ευσταθίου Αντιοχείας στην Α΄ Οικουµενική Σύνοδο Οι διαβρωτικές τάσεις που προκάλεσε στους κόλπους της Εκκλησίας η Αρειανική κακοδοξία –παρά την καταδίκη της σε µονοπρόσωπο (Αλέξανδρο Αλεξανδρείας κ.ά.) και συλλογικό επίπεδο (σύνοδο Αλεξάνδρειας 320, σύνοδο Αντιόχειας 325)- κατέδειξε ότι προκειµένου να αντιµετωπιστεί αποτελεσµατικά, κυρίως όµως να προστατευτεί το ποίµνιο, ήταν ανάγκη να γίνει διευρυµένη σύσκεψη των ιεραρχών. Η σύναξη αυτή θα µπορούσε να συσπειρώσει τις «οµόδοξες δυνάµεις» θέτοντας φραγµό στη διάδοση της αιρετικής διδασκαλίας. Η συγκεκριµένη πρόταση του Αλεξανδρείας Αλέξανδρου,312 η Ο αρχιεπίσκοπος Peter l’ Huillier, αναφερόµενος στην απόφαση των Πατέρων της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου να θεσπίσουν Κανόνα κατά του µεταθετού των επισκόπων, σηµειώνει: “Their intention seems only to have been to stop the practice of transfers, without striking down retroactively those transfers that had been made before….” . Peter l’ Huillier, (archiep.), ό.π., σ. 72. 302 G. Papanicolaou, (r. archim.), ό.π.,σσ. 56- 57. 303 Β. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α΄. σσ. 804-831· του ίδιου, Προϋποθέσεις διαµορφώσεως του θεσµού της Πενταρχίας των Πατριαρχών, Αθήναι 1969, σσ. 205-219. 304 Μιχαήλ Γλυκά, ό.π., 2 PG 158, 369Α. 305 M. Spanneut, Recherches, ό.π., σ. 125. 306 Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως, σ. 480. 307 V. Latyšev, ό.π., σ. 120. 308 Crypt. ∆.α. LXIII, φ. 12v. Πρβλ. Ε. Tomadaki, “In Sanctum Eustathium Patriarcham Antiochiae”, AHG 6 (1974) 333. 309 Ιωάννου Χρυσοστόµου, ό.π., PG 50, 597 D. 310 Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως, σ. 732· 918. 311 Πρόκειται για περισσότερα από 35. Πρβλ. Βασιλείου Β΄, Μηνολόγιον Ελληνικόν, PG 117, 597C. 312 Επιφάνιου Κύπρου, Πανάριον, 68, 4 PG 42, 189D: «Αλλά µεταξύ ολίγου του χρόνου, του αυτού Αλεξάνδρου του αγίου Επισκόπου Αλεξανδρείας επιµελησαµένου και κινήσαντος τον µακάριον Κωνσταντίνον, συνεκρότησε σύνοδον εν τη Νικαία πόλει.» Ο Φιλοστόργιος παρουσιάζει τη σύγκλιση της Συνόδου της Νίκαιας ως εισήγηση τόσο του Αλέξανδρου Αλεξανδρείας, όσο και του Όσιου Κορδούης. (Φιλοστόργιου, ό.π., 1, 7 PG 65, 404ΒC).
81
οποία διαβιβάστηκε στον αυτοκράτορα313 δια του Όσιου Κορδούης, δεν ήταν δυνατόν να µη γίνει αποδεκτή από εκείνον. Η αυτοκρατορική συγκατάβαση στην πρόταση που είχε διατυπωθεί, δεν πρέπει να θεωρηθεί ανεξάρτητη και από την επιθυµία του να διατηρηθεί η ενότητα στα όρια της αυτοκρατορίας, κάτι που θα µπορούσε να διασφαλιστεί, µεταξύ των άλλων και µε την ενότητα στους κόλπους της Εκκλησίας314. Αρχική σκέψη ήταν να συγκληθεί η Σύνοδος στην Άγκυρα της Γαλατείας. Η εγγύτητα όµως της Νίκαιας της Βιθυνίας προς την αυτοκρατορική έδρα, αλλά και οι κλιµατολογικές συνθήκες315 που επικρατούσαν εκεί, την ανέδειξαν καταλληλότερη από την Άγκυρα, οπότε και αποφασίστηκε να γίνει εκεί η σύγκληση της Συνόδου. Ο D.S.W. Hadrill, φιλοξενώντας σε σύγγραµµά του την πρόταση του Η. Chadwick, σηµειώνει ότι στη διαφοροποίηση του Κωνσταντίνου, ως προς την επιλογή του τόπου σύγκλησης της συνόδου, πρέπει να αναζητήσουµε βαθύτερα αίτια· την επιθυµία του αυτοκράτορα να «εξισορροπήσει» καταστάσεις316 µεταξύ των συνέδρων, κάτι που θα µπορούσε να επιτύχει µονάχα φέρνοντας τη σύναξη πλησιέστερα σ’ εκείνον. Αξιοπρόσεκτη κρίνεται επίσης η άποψη του καθηγητή κ. Β. Φειδά, η οποία δεν πρέπει να απέχει από την πραγµατικότητα και σύµφωνα µε την οποία η σύγκλιση της Συνόδου είχε προγραµµατιστεί να γίνει στην Άγκυρα, µε το δεδοµένο ότι ο αρχικός σκοπός της ήταν να αποτελέσει γενική Σύνοδο των επισκόπων της Ανατολής και όχι να προσλάβει οικουµενικό χαρακτήρα.317 Πρόθεσή µας δεν είναι ν’ ασχοληθούµε µε την Α΄ Οικουµενική Σύνοδο318 και τα αµφιλεγόµενα γύρω από αυτήν ζητήµατα,319 όπως τα αριθµητικά δεδοµένα320 που Για το θέµα βλ. Β. Φειδά, Η προεδρία, ό.π., σ. 10, 58, 66, 77. Αξίζει να σηµειωθεί ότι ο Ι. Καρµίρης, υιοθετώντας έµµεση πληροφορία του Ρουφίνου, µνηµονεύει τη συγκεκριµένη πρόταση ως απόρροια συλλογικής αποφάσεως των διαπρεπεστέρων επισκόπων. (Ι. Καρµίρη, Τα ∆ογµατικά και Συµβολικά Μνηµεία, σ. 117). 313 ∆ιατυπώνεται και η άποψη ότι ο ίδιος ο αυτοκράτορας είχε την πρωτοβουλία για τη σύγκληση της Συνόδου. Ενδεικτικά: Η.M. Gwatkin, ό.π., σ. 39. 314 Β. Φειδά, Βυζάντιο, σ. 30: «Στην ενότητα της Εκκλησίας έβλεπε ο Μ. Κωνσταντίνος το πιο ασφαλές και σταθερό θεµέλιο της ενότητας της αυτοκρατορίας.» 315 W.H.C. Frend, The Early Church, σ. 139. 316 D.S. W. Hadrill, ό.π., σ. 26: “Dr. Chadwick suggest that Constantine’ s motive for the change of plan was to counter the hopes of the orthodox party under Ossius and Eustathius by bringing the Council under his own wing in Bithynia. At Ancyra Ossius might have had his own way with the Arians too easily, and it was no part of Constantine’s plan to permit domination by one section of the Church.” 317 Β. Φειδά, «Η πρώτη Οικουµενική Σύνοδος…», Συνοδικά 1 (1976) 142. 318 Ερµεία Σωζοµενού, ό.π., 1,17 PG 67, 912Β κ.ε.· Γεωργίου Αµαρτωλού, ό.π., 4, 7 PG 110, 624C-625B· Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 1, 6 PG 82, 916C-920C· Γελάσιου Κυζικηνού, ό.π., 1-3 PG 85, 1191-1360. 319 Ενδεικτικά αναφέρουµε τη θεωρία για την εκ δευτέρου σύγκληση της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου το 327. Ο καθηγητής Β. Στεφανίδης, µε πειστικά, κατά την άποψή µας, επιχειρήµατα, αναιρεί τη συγκεκριµένη υπόθεση. Βλ. Β. Στεφανίδη, «Η εκ δευτέρου τω 327 σύγκλησις της εν Νικαία Πρώτης Οικουµενικής Συνόδου (325)», ΕΕΒΣ 6 (1929) 45-53· του ίδιου, Εκκλησιαστική Ιστορία, ό.π., σ. 182. Τον αντιαιρετικό προσανατολισµό της Συνόδου φαίνεται να υποστηρίζει ο κ. Α. Καρπόζηλος, ο οποίος εκτιµά ότι κατά τις συνεδριάσεις της Συνόδου δεν είχαµε αντιπαλότητα αλλά διαλογική συζήτηση µεταξύ επιφανών θεολόγων. Α. Καρπόζηλου, Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι, σ. 210. 320 Στις πηγές (Ευσέβιο Καισαρείας, Ευστάθιο Αντιοχείας, Αθανάσιο Αλεξανδρείας, Επιφάνιο Κύπρου, Ιλάριο Πικταβίου), δεν υπάρχει οµοφωνία για τον αριθµό των συµµετεχόντων σε αυτήν επισκόπων, που κυµαίνεται από 250 έως και 318. Ορισµένες φορές, προκειµένου να διασφαλιστεί ο «ιερός» αριθµός 318, προβαίνουν οι µελετητές σε ακρότητες ως προς την υποδιαίρεση του αριθµητικού αυτού δεδοµένου. Ενδεικτικά, Σ. Χονδρόπουλου, Ο άγιος των θαλασσών, Αθήνα 2000, σ. 55· Θ. Μαρινάκη, (αρχιµ.), Άγιος Νικόλαος, σ. 86 (ο οποίος φιλοξενεί στο σύγγραµµά του την άποψη του Σ. Χονδρόπουλου). Στο σύγγραµµα του π. Θεοφυλάκτου, (ό.π., σ. 86), φιλοξενείται επίσης η άποψη σύµφωνα µε την οποία οι Σίλβεστρος πάπας Ρώµης και Μητροφάνης πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν παρόντες και πρωτοστάτησαν στις εργασίες της Συνόδου. Όπως όµως γνωρίζουµε και οι δύο ήταν απόντες λόγω γήρατος και εκπροσωπήθηκαν από τους πρεσβυτέρους Βίττονα και Βικέντιο, για τον πάπα και τον πρεσβύτερο Αλέξανδρο, ως εκπρόσωπο του Κωνσταντινουπόλεως. Βλ. Κ. ∆ελικανή, (µητρ.), ό.π., σ. 155, 154.
82
αφορούν τη σύναξη321 αυτή, το συµβολισµό τους,322 τη θέση των λαϊκών323 σε αυτήν κ.ά., αλλά να εστιάσουµε το ενδιαφέρον µας στο ρόλο που διαδραµάτισε ο Ευστάθιος Αντιοχείας κατά τις εργασίες της Συνόδου. Πριν όµως προχωρήσουµε στο συγκεκριµένο ζήτηµα, κρίνεται σκόπιµο να αναφερθούµε σύντοµα στο χρονοδιάγραµµα των εργασιών αυτής της συνάξεως, που παρουσιάζει κάποια εξάρτηση µε όσα µας αφορούν. Η «σύνοδος των Οµολογητών324», όπως χαρακτηρίζεται η Α΄ Οικουµενική, φαίνεται να κήρυξε την έναρξη των εργασιών της στις 20 Μαΐου του 325, όπως αποδέχεται η πλειονοψηφία των µελετητών,325 και ολοκλήρωσε τις εργασίες της στις 25 Αυγούστου του ίδιου έτους. Σύµφωνα µε τις πηγές,326 ο αυτοκράτορας όρισε συγκεκριµένη ηµεροµηνία κατά την οποία οι σύνεδροι όφειλαν να έχουν καταλήξει σε κάποιο αποτέλεσµα σε σχέση µε τους Αρειανόφρονες, ηµεροµηνία που φαίνεται να συµπίπτει µε την 19η Ιουνίου, η οποία παρουσιάζεται επίσης ως αφετηρία των εργασιών της Συνόδου327. Η σύγχυση328 που επικρατεί ως προς το ζήτηµα αυτό, είναι εµφανής και άλλοτε συνδέεται µε εσφαλµένη ανάγνωση χειρογράφου,329 ενώ άλλοτε καταγράφεται ως η ηµεροµηνία που αναγνώστηκε και υπογράφηκε το Σύµβολο της Νίκαιας330. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο αυτοκράτορας απουσίαζε από την έναρξη των εργασιών της Συνόδου, ακόµη και αν θεωρήσουµε – όπως και πρέπει να ήταν- την πρώτη περίοδο ως προπαρασκευαστική, δηλαδή, το διάστηµα µεταξύ 20 Μαΐου έως και 14 Ιουνίου331. Εντύπωση προκαλεί η αναφορά του Α.Ε.Burn, ο οποίος ακολουθώντας τον ιστορικό Σωκράτη, αλλά και το Θεοδοσιανό κώδικα, αποδέχεται την 20η Μαΐου ως ηµεροµηνία έναρξης των εργασιών της Συνόδου και µνηµονεύει τη 19η Ιουνίου ως 321
Αν θεωρήσουµε ορθό τον αριθµό 318 για τους συµµετέχοντες στην Α΄ Οικουµενική Σύνοδο, ο αριθµός αυτός αντιπροσώπευε το ένα έκτο (1/6) του συνόλου των επισκόπων της Εκκλησίας. Α.E. Burn, The Council, ό.π., σ. 21. 322 Ο αριθµός 318, που καθιερώθηκε για να προσδιορίσει τους Πατέρες που συµµετείχαν στην Α΄ Οικουµενική Σύνοδο, θεωρείται συµβολικός. ∆ύο είναι οι κύριοι συµβολισµοί που του αποδίδονται: Ο πρώτος, ο οποίος µνηµονεύεται από τον ιστορικό Σωκράτη και τυγχάνει ευρείας αποδοχής, τον συνδέει µε τις 318 οικογένειες του Αβραάµ στην Π.∆. που κατατρόπωσε τους εχθρούς (Γέν. 14,14). Σύµφωνα µε το Β. Στεφανίδη, ο συσχετισµός αυτός αποσκοπεί στο να θεωρηθεί το συγκεκριµένο περιστατικό της Π.∆. ως πρωτύπωση της νίκης των ορθοδόξων έναντι των Αρειανών, ως θεόσδοτο γεγονός. Ο δεύτερος συµβολισµός προέρχεται από τη µεταφορά του συγκεκριµένου αριθµού στην ελληνική αρίθµηση, όπου το 318 µεταφράζεται σε τιη΄ το οποίο, σύµφωνα µε ορισµένους, σηµαίνει «σταυρός Ιησού Χριστού». Για το ζήτηµα του συµβολισµού του αριθµού 318, βλέπε την ακόλουθη βιβλιογραφία: Σωκράτους Σχολαστικού, ό.π., 4, 12 PG 67, 492ΒC· Α.E. Burn, ό.π., σ. 21· Β. Στεφανίδη, ό.π., σ. 176 υποσ. 5· J.W.C. Wand, ό.π., σ. 153· Ε. Boularand, ό.π., σ. 203· P. Carrington, The Early Christian Church, τ. 2, σ. 480. 323 Λαϊκοί και κληρικοί συµµετείχαν στην Α΄ Οικουµενική Σύνοδο, όπως µας πληροφορεί ο Σωζοµενός (1,17 PG 67, 912C), όµως µονάχα σε συζητήσεις που έλαβαν χώρα σε προσυνοδικό επίπεδο. Β. Φειδά, Η Α΄ Οικουµενική Σύνοδος…, σ. 65. 324 Ιωάννου Χρυσοστόµου, Λόγοι κατά Ιουδαίων, 3, 3 PG 48, 865B. Η Σύνοδος φέρει την προσωνυµία των «Οµολογητών», διότι αρκετοί από αυτούς, όπως µας πληροφορεί ο Θεοδώρητος Κύρου (Ό.π., 1, 6 PG 82, 917ΑΒ) και ο χρονογράφος Θεοφάνης (PG 108, 97Α), έφεραν τα «στίγµατα» από τις διώξεις κατά των χριστιανών. Πρβλ. H.M. Gwatkin, ό.π., σ. 39· Α.Ε. Burn, ό.π., σ. 24. 325 Για την 20η Μαΐου, ως ηµεροµηνία έναρξης των εργασιών της Συνόδου, βλ.: Χ. Παπαδόπουλου, (αρχιεπ.), ό.π., σ. 167· Ν. Μίλα, (επισκ.), ό.π., σ. 116· Ι. Καρµίρη, ό.π., σ. 117· Κάρεν Άµστρουγκ, Ιστορία του Θεού, Αθήνα 1996, σ. 157· M. Simonetti, ό.π., σ. 38· J.W.C. Wand, ό.π., σ. 153· W.H.C. Frend, ό.π., σ. 139 κ.ά. 326 Ερµεία Σωζοµενού, ό.π., 1,17 PG 67, 913Β. 327 J.M. Neale, (rev.), ό.π., σ. 140-141. 328 D.S.W. Hadrill, ό.π., σ. 26. 329 E. Boularand, ό.π., σ. 211: “…Cependant certains estiment que Socrates a été induit en erreur par une mauvaise leçon de manuscrit. Ce serait le 19 juin et non le 20 mai que le concile aurait commencé». 330 Peter l’ Huillier, (archiep.), ό.π., σ. 19· Χ. Παπαδόπουλου, (αρχιεπ.), ό.π., σ. 168. 331 Ι. Καρµίρη, ό.π., σ.117· ∆. Κοντοστεργίου, Αι Οικουµενικαί Σύνοδοι, σ. 33.
83
τελική ηµεροµηνία επίλυσης του ζητήµατος της Αρειανικής κακοδοξίας, κάνοντας παράλληλα λόγο για την 3η Ιουλίου (!) που θεωρείται –µολονότι ο ίδιος φαίνεται να µην υιοθετεί τη συγκεκριµένη εκδοχή- ότι έγινε η άφιξη του αυτοκράτορα στη Σύνοδο, διότι έπρεπε να παραβρεθεί νωρίτερα στην Αδριανούπολη για την πρώτη επέτειο της νίκης του κατά του Λικίνιου332. Εκείνο πάντως που έχει σηµασία είναι ότι, ανεξάρτητα από το ποια από τις παραπάνω υποθέσεις ανταποκρίνεται στην πραγµατικότητα, εάν όντως ο Μ. Κωνσταντίνος καθυστέρησε να παραβρεθεί στις εργασίες της Συνόδου, ή έφτασε την ηµέρα της οριστικής διευθέτησης του ζητήµατος του Αρειανισµού, τότε, δικαιολογούνται τόσο οι παρελθοντικοί χρόνοι των ρηµάτων στον Προσφωνητικό λόγο του Ευσταθίου Αντιοχείας προς τον αυτοκράτορα, όσο και η χρήση του όρου «οµοούσιος» σε αυτόν, για τα οποία θα µιλήσουµε σε άλλη συνάφεια. ∆εν υπάρχει καµία αµφιβολία ότι ο Ευστάθιος Αντιοχείας πρωτοστάτησε333 στις διαλογικές συζητήσεις της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου. Η συγκεκριµένη πραγµατικότητα δε µαρτυρείται µονάχα στα κείµενα των πηγών,334 αλλά και γίνεται αντιληπτή από την έκβαση της αρχιερατείας του Ευσταθίου κατά τη µετανικαιϊκή περίοδο, µε τον πόλεµο που δέχτηκε από τους Αρειανόφρονες, «ως υπέρµαχος του Συµβόλου της Νίκαιας», οι οποίοι και πέτυχαν µε µεθόδευση την καθαίρεσή του. Χαρακτηριστικά σηµειώνεται, για το πρόσωπο του Ευσταθίου στο Συναξάριο της Κωνσταντινουπόλεως: «Ός και παρήν εν τη κατά Νίκαιαν αγία συνόδω και πρώτη, το δόγµα της ευσέβειας κρατύνων, εξελέγχων δε και ανατρέπων τους επί της θείας φύσεως την τοµήν επεισάγοντας και τον υιόν κτίσµα λέγοντας και της πατρικής τιµής και αξίας αλλοτριούντας. ∆ιά γουν την ένθεον αυτού παρρησίαν και τον υπέρ της ορθοδόξου πίστεως ζήλον, φθόνον εκίνησαν…»335. Ο ρόλος όµως του Ευσταθίου Αντιοχείας δε φαίνεται να περιορίζεται στο διάλογο µεταξύ των «αντιµαχόµενων παρατάξεων» της Συνόδου. Το όνοµά του φέρεται να συνδέεται τόσο µε την προσφώνηση του αυτοκράτορα κατά την «έναρξη» των εργασιών της Συνόδου, όσο και µε την προεδρία σε αυτήν336. Ως προς τα ζητήµατα αυτά, επικρατούν οι ακόλουθες πέντε παραδόσεις: i. Ο Ευστάθιος Αντιοχείας ούτε προσφώνησε τον αυτοκράτορα, ούτε προήδρευσε στη Σύνοδο της Νίκαιας. ii. Προσφώνησε το Μ. Κωνσταντίνο, αλλά δεν προήδρευσε. iii. ∆εν προσφώνησε τον 332
Α.Ε. Burn, ό.π., σ. 26: “The date of the opening has been disputed, but Socrates is probably right in stating May 20, for we know from the dating of a law in the collection known as the Theodosian Code that the emperor was at Nicaea on the 23 of that month. It is commonly said that the Emperor did not arrive till July 3, when he had kept the anniversary of the victory at Adrianople. But there seems to be some reason for assigning June 19 as the date of the final decision against Arianism, and that would leave barely thirty days for the protracted debates, during some of which he was present.” Πρβλ. J.M. Neale, (rev.), ό.π., σ.141. 333 ∆. Ζαχαρόπουλου, ό.π., σ. 42. 334 Γελάσιου Κυζικηνού, ό.π., 2,14 PG 85, 1265CD· Αναστάσιου Σιναΐτη, Εις την Εξαήµερον, 9 PG 89, 994Β· Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως, ό.π., 10 PG 100, 1053C· Φακούνδου Ερµιανής, ό.π., PL 67, 719B· 795A· Νικήτα Χωνιάτη, ό.π., 5,7 PG 139, 1367Β. 335 Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως, σ. 480. 336 Την προεδρία της Συνόδου (αλλά και την προσφώνηση του αυτοκράτορα) διεκδικούν, εκτός από τον Ευστάθιο Αντιοχείας, οι: Όσιος Κορδούης, Αλέξανδρος Αλεξανδρείας, Ευσέβιος Καισαρείας, Ευσέβιος Νικοµηδείας, οι πρεσβύτεροι Βίττων και Βικέντιος (αντιπρόσωποι του Πάπα Σιλβέστρου), ο Μ. Κωνσταντίνος, αλλά και ο Χριστός (!). Για τα επιχειρήµατα καθεµίας από τις παραπάνω υποθέσεις αλλά και την αναίρεση των επιχειρηµάτων της, βλέπε την ακόλουθη ενδεικτική βιβλιογραφία: Β. Φειδά, Η Προεδρία, ό.π., σσ. 9-75· του ίδιου, Η Α΄ Οικουµενική Σύνοδος, σ. 63, 84· Β. Στεφανίδη, ό.π., σ. 176, 177 υποσ. 6· Ι. Φωκυλίδου, «Ευσέβιος ο Παµφίλου..», ΕΦ 20 (1921) 73· Π. Χρήστου, ό.π., σ. 159· Κ. ∆ελικανή, (µητρ.)., ό.π., σ.128,132,168· Ι. Γιαµαίου, Κύριες πτυχές Ιστορίας της εκκλησιατικής Μουσικής, σ. 76· C.J. Helefe, ό.π., σσ. 36-37, 280-281· Α.Ε. Burn, ό.π., σ. 27, 28· J.M. Neale, (rev.), ό.π., σ. 80, 139· D.S.W. Hadrill, ό.π., σσ. 26-27· P. Carrington, ό.π., σ. 480· A.S. Atiya, A History of Eastern Christianity, σ. 175· E. Boularand, ό.π., σ. 210, 220· J. Liébaert, Les Péres de l’Eglise, τ. 1, σ. 139· Ε Covolo, Storia della Theologia, τ. 1, σ. 216· A. Grillmeier, Christ in Christian Tradition, σ. 188· J.N.D. Kelly, Early Christian Creeds, σ. 212.
84
αυτοκράτορα, αλλά προήδρευσε (σε συλλογική προεδρία). iv. Προσφώνησε τον αυτοκράτορα και προήδρευσε (σε συλλογική προεδρία) και τέλος v. Προσφώνησε τον αυτοκράτορα και ήταν ο µόνος που είχε επιφορτιστεί µε το έργο της προεδρίας της Συνόδου. ∆εν πρόκειται να ασχοληθούµε µε καθεµία από τις παραπάνω περιπτώσεις, ούτε να προβούµε σε ανάπτυξη των επιχειρηµάτων τους, διότι καµία από αυτές δεν είναι άµοιρη ερεισµάτων από τις πηγές, αλλά και όλες είναι ευάλωτες στην αναίρεση των επιχειρηµάτων τους. Εµείς υιοθετούµε την τελευταία, δηλαδή τόσο της προσφώνησης όσο και της άσκησης της προεδρίας της Συνόδου της Νίκαιας από τον Ευστάθιο Αντιοχείας, για την οποία και θα παρουσιάσουµε τις θέσεις µας ακολούθως. Κανείς δεν µπορεί να αµφισβητήσει ότι η έλλειψη Πρακτικών337 της Συνόδου της Νίκαιας του 325 σε συνάρτηση µε τις αντιφάσεις µεταξύ των πηγών, τη σιγή κάποιων από αυτές, δυσχεραίνουν το έργο του µελετητή για τον καθορισµό του προσώπου που προήδρευσε και προσφώνησε τον αυτοκράτορα στη Σύνοδο. Όπως είναι επίσης γνωστό, κάθε προσπάθεια καθορισµού της προεδρίας µονάχα µε βάση τη σειρά καταγραφής των ονοµάτων των επισκόπων στις λίστες338 των µελών της Συνόδου, κρίνεται επισφαλής, λόγω των µεταγενέστερων παρεµβάσεων339 που εκείνες υπέστησαν, προκειµένου είτε να προσαρµοστούν στο Πατριαρχικό και Μητροπολιτικό σύστηµα της Εκκλησιαστικής διοίκησης, που είχε πλέον διαµορφωθεί, είτε να εξυπηρετήσουν συγκεκριµένες απόψεις. Η υπόθεση-πρόταση του καθηγητή κ. Β. Φειδά για την επίλυση του ζητήµατος της προσφώνησης και προεδρίας της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου µας βρίσκει σύµφωνους στο σύνολό της, µολονότι διατυπώνουµε επιφυλάξεις για την πειστικότητα κάποιων επιχειρηµάτων του, τα οποία εκτιµούµε ότι δεν υπερβαίνουν τα όρια της λογικοφάνειας 340 . Ικανός αριθµός µελετητών341 συντάσσεται µε την άποψη του Θεοδωρήτου Κύρου, αλλά και του Γρηγορίου του πρεσβυτέρου342 σύµφωνα µε την οποία εκείνος που προσφώνησε τον αυτοκράτορα ήταν ο Ευστάθιος Αντιοχείας. «Παραυτίκα δε, µας αναφέρει ο Θεοδώρητος, πρώτος ο µέγας Ευστάθιος, ο της Αντιοχέων εκκλησίας την 337
Η µη τήρηση Πρακτικών στην Α΄ Οικουµενική Σύνοδο βεβαιώνεται, σύµφωνα µε τον καθηγητή κ. Β. Φειδά, και από το γεγονός, µεταξύ των άλλων, ότι ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας καταφεύγει πάντοτε στη µνήµη του για να περιγράψει όσα έγιναν στη Σύνοδο, ενώ σε διαφορετική περίπτωση θα µπορούσε να τα έχει στη διάθεσή του. Βλ. Β. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α΄, σ. 426· Β. Σωµαράκη, Οι επίσκοποι της Κρήτης στις Οικουµενικές Συνόδους, σ. 23. 338 Ε. Honigmann, “The Original Lists of the Members of the Council of Nicaea”, B 16 (1944) 20 κ.ε· του ίδιου, “Recherches sur les Listes des Pères de Nicée ”, B 11 (1936) 440-449· του ίδιου, “La Liste Originale des Pères de Nicée”, B 14 (1939) 17-76· Κ. ∆ελικανή, (µητρ.), ό.π., σ. 147 κ.ε· 154 · Ε. Revillout, Le Council de Nicée, σ. 18 κ.ε.· R. Devreesse, ό.π., σσ. 124-126. 339 Β. Φειδά, Η Προεδρία, ό.π., σ. 7, 92, 98. 340 Ενδεικτικά σηµειώνουµε τα ακόλουθα επιχειρήµατα: 1. Τη σύνδεση µαρτυρίας του Φακούνδου Ερµιανής για τον Ευστάθιο, µε το φυλασσόµενο στην Αντιόχεια κατάλογο όσων υπέγραψαν τις αποφάσεις της Συνόδου της Νίκαιας (Ό.π., σσ. 86-87). 2. Την αξιοποίηση τµήµατος της αναφοράς του Σωζοµενού, που καταγράφει την ευγλωττία του Ευσταθίου κ. ά., για να ισχυριστεί ότι µνηµονεύονται τα προσόντα που θα πρέπει να κοσµούσαν εκείνον που προσφώνησε τον αυτοκράτορα (Ό.π., σσ. 77-78). 3. Την επίκληση του επιχειρήµατος, ότι επειδή ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας ασκεί µοµφή για την πολιτειακή παρέµβαση στη σύνοδο της Τύρου, ενώ δεν αναφέρει κάτι για ανάλογες πρακτικές στη Σύνοδο της Νίκαιας, αυτό υποδηλώνει, σύµφωνα µε τον καθηγητή, ότι ο Μ. Κωνσταντίνος δεν είχε άµεση παρέµβαση στο έργο της Α΄ Οικουµενικής (Ό.π., σσ. 24-25), κ.ά. 341 Κ. Κοντογόνη, Φιλολογική., ό.π., σ. 75· ∆. Μπαλάνου, Πατρολογία, σ. 253· Κ. Φούσκα, (πρωτ.), «Η ακµή της Πατερικής γραµµατείας», Θέµατα Πατρολογίας, σ. 103· C. Konstantinidis, (métr.), “Les Présupposés Historico-Dogmatiques de L’Oecuménicité du II Concile Oecuménique”, Le IIe Concile Oecumenique, Etudes Théologiques 2 (1982) 71· J. Quasten, ό.π., σ. 302· P. Carrington, ό.π., σ. 480· F. Cayré, ό.π., σ. 318· Α.Ε. Burn, ό.π., σ. 27· R.V. Sellers, ό.π., σ. 25· O. Bardenhewer, Geschichte der Altkirchlichen Literatur, σσ. 231-232. 342 Γρηγορίου Καισαρείας, ό.π., 1 PG 111, 428ΒC.
85
προεδρίαν λαχών… ούτως τοις άνθεσι των εγκωµίων την βασιλέως εστεφάνωσε κεφαλήν και την περί τα θεία σπουδήν ευλογίαις ηµείψατο.»343 Θα µπορούσε λοιπόν κάποιος να πει χωρίς αµφιβολία ότι εκείνος που προσφώνησε τον αυτοκράτορα κατά τις εργασίες της Συνόδου ήταν ο Ευστάθιος Αντιοχείας. Εντούτοις αυτό θα αποτελούσε απλούστευση των πραγµάτων και εσκεµµένη παραθεώρηση µιας διαφορετικής παράδοσης που καταγράφεται στις πηγές. Μολονότι η παραπάνω µαρτυρία του Θεοδωρήτου δεν υιοθετείται από όλους τους ιστορικούς, εντούτοις, όπως σηµειώνει ο καθηγητής κ. Φειδάς,344 η εγκυρότητα άλλων αποσπασµάτων των λόγων του Ευσταθίου που παραθέτει ο ιστοριογράφος, πρέπει να µας οδηγήσει στο συµπέρασµα της µη αµφισβήτησης και της συγκεκριµένης µαρτυρίας345. Σύµφωνα µε τον ιστορικό Σωζοµενό, εκείνος που προσφώνησε τον αυτοκράτορα καθόταν στην πρώτη θέση του «δεξιού τάγµατος»,346 τον οποίο ταυτίζει µε τον Καισαρείας Ευσέβιο. Πώς λοιπόν συµβιβάζονται οι δύο αυτές παραδόσεις; Ποιά από τις δύο ανταποκρίνεται στην πραγµατικότητα; Γιατί αποσιωπάται από τον Ευσέβιο το όνοµα του Ευσταθίου, εφόσον αυτός απηύθυνε το λόγο στο Μ. Κωνσταντίνο; Ο καθηγητής κ. Β. Φειδάς δίδει πειστικές απαντήσεις. Ως προς το ζήτηµα της µνηµόνευσης του ονόµατος του Ευσεβίου στη θέση του Ευσταθίου για τον προσφωνητικό λόγο, την συνδέει µε την αυθαίρετη –κατά τον καθηγητή- παραποίηση των γεγονότων από τον Αρειανόφρονα µητροπολίτη Ηρακλείας της Θράκης Σαβίνο, τον οποίο εν αγνοία του θεωρεί ο Σωζοµενός αξιόπιστη πηγή, την οποία και χρησιµοποιεί347. Για λόγους προσωπικούς, αντικειµενικούς και θεολογικούς, σύµφωνα µε τον καθηγητή,348 –µε τον οποίο συµφωνούµε κι εµείς- ο Ευσέβιος Καισαρείας αποσιωπά το όνοµα του Ευσταθίου για τον προσφωνητικό λόγο. Εκείνο που αποµένει να εξετάσουµε είναι το πώς δικαιολογείται η «κατάληψη» της πρώτης θέσης από τα δεξιά του αυτοκράτορα από τον Αντιοχείας Ευστάθιο, που θα προέβαλε το πρόσωπό του ως εκείνο που οµίλησε προσφωνητικά προς αυτόν. Από τις απόψεις που διατυπώθηκαν κατά καιρούς για τα µέλη που απάρτιζαν το κάθε «τάγµα»349 στη Σύνοδο, φαίνεται να είναι ιστορικά ορθή εκείνη, σύµφωνα µε την οποία η θέση των ιεραρχών σε αυτήν καθοριζόταν µε βάση την πολιτειακή ιεραρχική τάξη των διοικήσεων και των επαρχιών της αυτοκρατορίας,350 εφόσον δεν είχε ακόµη διαµορφωθεί η Κανονική τάξη της Εκκλησίας, όπως την έχουµε σήµερα. Σύµφωνα λοιπόν µε τη συγκεκριµένη κατάταξη,351 ο Αντιοχείας Ευστάθιος, που προΐστατο των επισκόπων της Συρίας352, ήταν εκείνος του
343
Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 1,6 PG 82, 917D. Β. Φειδά, Η Προεδρία, ό.π., σ. 75. 345 Πεποίθησή µας είναι ότι το συγκεκριµένο επιχείρηµα του κ. Φειδά, δεν είναι απόλυτα πειστικό. 346 Ερµεία Σωζοµενού, ό.π., 1,19 PG 67, 917BC. 347 Β. Φειδά, Η Προεδρία, ό.π., σσ. 69-72, 85. 348 Ό.π., σσ. 79-80. 349 Ό.π., σσ. 44-45. 350 Ό.π., σσ. 83· του ίδιου, Βυζάντιο, σσ. 162-163: «Σύµφωνα µε τη διοικητική µεταρρύθµιση του Μ. Κωνσταντίνου διαµορφώθηκαν κατά τον ∆΄ αιώνα τα εξής διοικητικά σχήµατα κατά υπαρχίες ή επαρχιότητες (praefecturae). α)η υπαρχία της Ανατολής, που περιλάµβανε τις διοικήσεις…(Συρία, Παλαιστίνη-Μεσοποταµία,….). β)η υπαρχία Ιταλίας, Ιλλυρικού και Αφρικής,…. γ)η υπαρχία του Ιλλυρικού, …. δ)η υπαρχία της Γαλατίας,….» 351 Ευσεβίου Καισαρείας, Εις τον βίον του Κωνσταντίνου, 3,7 PG 20, 1061A: «εις τ’ οίκος ευκτήριος ώσπερ εκ Θεού πλατυνόµενος ένδον εχώρει κατά το αυτό Σύρους άµα και Κίλικας, Φοίνικάς τε και Αραβίους και Παλαιστινούς, και επί τούτοις Αιγυπτίους, Θηβαίους Λίβυας, τους εκ της µέσης των ποταµών ορµωµένους…» Πρβλ. Ε. Honigmann, “The Original Lists…”, B 16 (1944) 24. 352 M. Khorenats‘i, History of the Armenian, σ. 245. 344
86
οποίου η θέση ήταν πρώτη δεξιά του αυτοκράτορα. Συνεπώς ήταν εκείνος που τον προσφώνησε. Κάποιοι µελετητές διατυπώνουν επιφυλάξεις για την πατρότητα του κειµένου που αποδίδεται στον Ευστάθιο Αντιοχείας και το οποίο αποτελεί τον προσφωνητικό λόγο353 του προς το Μ. Κωνσταντίνο. Οι επιφυλάξεις που διατυπώνονται σχετίζονται κυρίως µε τη χρήση των όρων «οµοούσιος» και «υπόστασις»,354 τα οποία παραπέµπουν σε µετανικαιϊκή θεολογική ορολογία. Χωρίς να αµφισβητεί κάποιος τη συγκεκριµένη εκδοχή, θα µπορούσε να αντιπροτείνει τα ακόλουθα επιχειρήµατα, τα οποία θα διασφάλιζαν την αποδιδόµενη στον Ευστάθιο Αντιοχείας πατρότητα του κειµένου: i. Ο όρος «οµοούσιος», ανεξάρτητα εάν ευσταθεί η υπόθεση ότι προτάθηκε από τον ίδιο τον αυτοκράτορα355 µε δική του πρωτοβουλία -άποψη που δε µας βρίσκει σύµφωνους, κυρίως ως προς το δεύτερο σκέλος της- είναι όρος της προνικαιϊκής περιόδου, ο οποίος είχε χρησιµοποιηθεί πρωτίστως από τον Ωριγένη, τον αιρετικό Σαβέλλιο, αλλά και από τον Παύλο το Σαµοσατέα, µε διαφορετική βέβαια σηµασία356. ∆ε θα αναφέρουµε περισσότερα στην παρούσα φάση, διότι θα επανέλθουµε σε άλλη ενότητα. Απλά υπενθυµίζουµε ότι η εµµονή του Ευσταθίου στο Σύµβολο της Νίκαιας, κατ’ ουσίαν στον όρο «οµοούσιος»,357 ώθησε τους Αρειανόφρονες να τον κατηγορήσουν αργότερα για Σαβελλιανισµό. Και ο όρος «υπόσταση» θα µας απασχολήσει αργότερα. Εδώ αρκούµαστε να αναφέρουµε ότι δεν απουσιάζει από τα συγγράµµατα του ιεράρχη. ii. Η καθυστερηµένη άφιξη του Μ. Κωνσταντίνου στις εργασίες της συνόδου της Νίκαιας, προϋποθέτουν την πραγµατοποιηθείσα ήδη διενέργεια διαλόγου για το ζήτηµα του Αρειανισµού, την κατάληξη σε συγκεκριµένη απόφαση. Συνεπώς, δεν είναι αδικαιολόγητοι οι παρελθοντικοί χρόνοι που χρησιµοποιούνται στο κείµενο της προσφώνησης, όπως: «πέπαυται», «καταλέλυται», «απελαύνεται», «ελάνθανεν», κ.ά. iii. Στο εν λόγω κείµενο χρησιµοποιούνται λέξεις και φράσεις που είτε αποτελούν άπαξ λεγόµενα στη θύραθεν και Εκκλησιαστική γραµµατεία, όπως ο όρος «λογοθωπεία»,358 είτε προϋποθέτουν πολύ καλή θεολογική και θύραθεν γνώση, ικανότητα στο χειρισµό του λόγου, χαρακτηριστικά που τονίζονταν ιδιαίτερα στο πρόσωπο του Ευσταθίου. iv. Το ύφος του κειµένου αποκαλύπτει ιεράρχη θετικά διακείµενο προς το πρόσωπο του αυτοκράτορα. ∆ικαιολογείται ο έπαινος αυτός στην περίπτωση του Ευσταθίου, έστω και αν σχετίζεται µε τη «νίκη» των ιεραρχών κατά της αιρετικής κακοδοξίας; Η απάντηση είναι καταφατική. Ο Ευστάθιος γνώριζε, όπως έχουµε ήδη αναφέρει, ότι η παρουσία του Όσιου Κορδούης, απεσταλµένου του αυτοκράτορα στη σύνοδο της Αντιόχειας του 325, δεν ήταν τυχαία. Στόχο της είχε, µεταξύ των άλλων, να διασφαλίσει την κατάληψη του συγκεκριµένου θρόνου από τον ίδιο359. Συνεπώς, ο
353
Ευσταθίου Αντιοχείας, Προσφωνητικός εις τον βασιλέαν Κωνσταντίνον, PG 18, 673D-676B· Γρηγορίου Καισαρείας, ό.π., 1 PG 111, 428Β-429Α. 354 Κ. Κοντογόνη, Φιλολογική, ό.π., σσ. 78-79· C.J. Helefe, ό.π., σ. 280 υποσ. 1· R.V. Sellers, ό.π., σ. 25 υποσ. 6· 61 υποσ. 1. 355 Γ. Μαρτζέλου, Ιστορία της Ορθόδοξης Θεολογίας και Πνευµατικότητας, σ. 21· E. Covolo, ό.π., σσ. 216217. 356 Β. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α΄, σ. 466. 357 Ν. Ματσούκα, ∆ογµατική και Συµβολική Θεολογία Β΄, σ. 105: «Η Οµοουσιότητα….µπορούσε να εξαλείψει τη διαφορότητα (ετερότητα) των υποστάσεων, οπότε ο µοναρχιανισµός ήταν επί θύραις, µε τη µορφή είτε του τροπικού είτε του δυναµικού µοναρχιανισµού». 358 G.W.H. Lampe, A Patristic Greek Lexikon, Oxford 81987, σ. 807. 359 D.S. Wallace- D. D. Hadrill, ό.π., σ. 25-26: “Ossius, according to Chadwick’s view being in the Orient as Constintine’s commissioner, intervened decisively in the election so as to secure the translation of Eustathius from Beroea…”. Πρβλ. Β. Φειδά, «Το Κολλουθιανόν Σχίσµα…», ό.π., ΕΕΘΣΑ 19 (1972) 247 · του ίδιου, Η προεδρία, ό.π., σ. 77 υποσ. 141.
87
εγκωµιαστικός τόνος του συγκεκριµένου λόγου από τον ιεράρχη δεν είναι ούτε απροϋπόθετος, ούτε άστοχος. Για όλους τους παραπάνω λόγους δεν θα µπορούσαµε να αποκλείσουµε την απόδοση της πατρότητας του προσφωνητικού λόγου προς τον Κωνσταντίνο στον Ευστάθιο Αντιοχείας, τουλάχιστον ως προς το βασικό κορµό του κειµένου. Ερχόµαστε τώρα στο ζήτηµα της προεδρίας της Συνόδου. Στον Μ. Κωνσταντίνο πρέπει ασφαλώς να αποδοθεί η «τιµητική»360 προεδρία κατά τις εργασίες της Συνόδου, όµως δεν ήταν εκείνος που προήδρευε361 σε αυτήν. Ρητή αναφορά για άσκηση της προεδρίας από τον Ευστάθιο Αντιοχείας έχουµε, σύµφωνα µε τις πηγές, µονάχα σε επιστολή του πάπα Ρώµης Φήλικα Γ΄ (483-492) προς τον αυτοκράτορα Ζήνωνα, όπου σηµειώνεται: «…και Ευσταθίου του οµολογητού και π ρ ο έ δ ρ ο υ362 των τιη΄ αγίων πατέρων των εν Νικαία αθροισθέντων,…».363 Ο Ευσέβιος Καισαρείας, διασώζει όµως µια διαφορετική παράδοση σε σχέση µε την προεδρία της Συνόδου της Νίκαιας του 325, η οποία δηµιούργησε προβλήµατα στους µελετητές και τους ώθησε να υιοθετούν την άποψη της συλλογικής προεδρίας. Αναφέρει λοιπόν ότι ο αυτοκράτορας, µετά το πέρας της οµιλίας του, «παρεδίδου τον λόγον τοις της συνόδου προέδροις».364 ∆εν πρόκειται ν’ ασχοληθούµε µε τη φιλολογία της συγκεκριµένης εκδοχής. Θα επιχειρήσουµε όµως να καταδείξουµε ότι µε τον πληθυντικό αριθµό «τοις προέδροις», ο Ευσέβιος Καισαρείας δεν αναφερόταν στα πρόσωπα που είχαν επιφορτιστεί µε το έργο της διεύθυνσης των εργασιών της συνόδου, αλλά µε το θεσµό του επισκόπου365. Όπως χαρακτηριστικά και εύστοχα σηµειώνει ο καθηγητής κ. Β. Φειδάς, «οι ‘‘πρόεδροι’’ της επιµάχου φράσεως του Ευσεβίου ταυτίζονται ουχί προς τους ασκήσαντας την προεδρίαν της συνόδου, αλλά προς πάντας τους εν τη συνόδω συνεδρεύσαντας επισκόπους»366, µε το αιτιολογικό ότι «οι όροι ‘‘πρόεδρος’’ και ‘‘προεδρία’’ εδήλουν συνήθως κατά τον ∆΄ αι. τον επίσκοπον και την επισκοπικήν εξουσίαν αντιστοίχως.»367 Ως προς τη συγκεκριµένη διατύπωση του καθηγητή, δεν υπάρχει ασυµφωνία µεταξύ αυτής και των µαρτυριών από τις πηγές. Αξίζει επίσης να σηµειωθεί κάτι που δεν έχει τύχει προσοχής. Η συνέχεια του παραπάνω αποσπάσµατος από τον Ευσέβιο, καταδεικνύει ότι το κείµενο αναφέρεται σε επισκόπους και όχι σε προέδρους της συνόδου, µε την κυριολεξία του όρου. Σηµειώνεται στο κείµενο: «Εντεύθεν ο ι µ ε ν αρξάµενοι κατητιώντο τους πέλας, ο ι δ ε368 απελογούντο τε και αντεµέµφοντο…»369. Γίνεται αντιληπτό ότι ο Ευσέβιος αναφέρεται στους επισκόπους των δύο «αντιµαχόµενων παρατάξεων» και όχι σε προέδρους. Για να επιβεβαιωθεί όµως ακόµη περισσότερο ο επισκοποκεντρικός χαρακτήρας του όρου «πρόεδροι» στον Ευσέβιο, κρίνεται σκόπιµο να διερευνηθεί η λειτουργία του όρου στα συγγράµµατά του συγκεκριµένου εκκλησιαστικού συγγραφέα. 360
Ό.π., σ. 26 και υποσ. 37, όπου και σχετική βιβλιογραφία. Ενδεικτικός είναι ο λόγος του καθηγητή κ. Β. Γιαννόπουλου, ο οποίος αναφερόµενος στη στάση του Μ. Κωνσταντίνου κατά τις εργασίες της συνόδου της Νίκαιας, κάνει λόγο για «άψογη συµπεριφορά … κατά την π α ρ α κ ο λ ο ύ θ η σ η» αυτής. Β. Γιαννόπουλου, «Σχέσεις Εκκλησίας και πολιτείας κατά τα κριτήρια της Ορθόδοξης Παραδόσεως», Église et État en Europe, Études Théologiques 2 (1996) 155. 362 Η διάταξη της λέξεως αποτελεί δική µας παρέµβαση. 363 Φήλικος Γ΄ Ρώµης, Epistola VI ad Zenonem Imperatorem, PL 58, 920ΑΒ. 364 Ευσεβίου Καισαρείας, ό.π., 3,13 PG 20, 1069Β. 365 Peter l’ Huillier, (archiep.), ό.π., σ. 19: “Eusebius stated that the emperor, after having given his speech, gave the floor τοις της συνόδου προέδροις. The plural form here does not permit us, however, to affirm categorically that several bishops had the fist position because the term πρόεδρος at that time was often a synonym for επίσκοπος.” 366 Β. Φειδά, Η προεδρία…, ό.π., σ. 58. 367 Ό.π., σ. 84. 368 Η διάταξη των λέξεων αποτελεί προσωπική παρέµβαση. 369 Ευσεβίου Καισαρείας, ό.π., 3,13 PG 20, 1069Β. 361
88
Όλες370 οι αναφορές του Ευσεβίου Καισαρείας στον όρο «πρόεδρος» στα συγγράµµατά του, ταυτίζονται µε το βαθµό του επισκόπου. Ενδεικτικά µνηµονεύουµε την ακόλουθη φράση του από την Ευαγγελική Απόδειξη: «…την εκκλησιαστικήν των προέδρων αρχήν τοις ενθέοις…»371. Όπου ο εκκλησιαστικός αυτός συγγραφέας χρησιµοποιεί τον όρο «προεδρία» δεν τον ταυτίζει µε εκείνον που έχει ως αρµοδιότητά του τη διεύθυνση και διευθέτηση µιας υπόθεσης, αλλά µε την εξουσία, τη δόξα372. Συνεπώς, κάθε προσπάθεια σύνδεσης και του όρου «πρόεδροι» µε το συγκεκριµένο ρόλο στο χωρίο του Ευσεβίου που αφορά τις εργασίες της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου, κρίνεται άστοχη. Επιπροσθέτως, η χρήση του ίδιου όρου και από το Θεοδώρητο Κύρου στη φράση «…ο µέγας Ευστάθιος, ο της Αντιοχέων εκκλησίας την προεδρίαν λαχών…», όπως έχουµε δει, γίνεται φανερό ότι αναφέρεται στην επισκοπή της Αντιόχειας και όχι σε ρόλο που διαδραµάτισε ο ιεράρχης στη Σύνοδο. Πώς δικαιώνεται λοιπόν η θέση όσων373 αποδίδουν την προεδρία της συνόδου της Νίκαιας στον Ευστάθιο Αντιοχείας, τη στιγµή που οι ονοµαστικοί κατάλογοι της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου έχουν υποστεί µεταγενέστερες προσθήκες και δεν παρουσιάζουν την αλήθεια σχετικά µε το θέµα µας; Εκτός από το κείµενο του πάπα Ρώµης Φήλικα Γ΄ που αναφέρεται ρητά στην προεδρία από τον Ευστάθιο, το οποίο όµως αµφισβητείται, για την απόδοση της προεδρίας στο συγκεκριµένο ιεράρχη συνηγορούν τέσσερις µαρτυρίες των πηγών. Ο χαρακτηρισµός «πρώτος» από το Θεοδώρητο Κύρου, για τον Ευστάθιο, αποτελεί – σύµφωνα µε τον κ. Β. Φειδά, αλλά και τον αρχιεπίσκοπο J.M. Neale -αναφορά στη θέση που ο ιεράρχης κατείχε στη σύνοδο της Νίκαιας. Όπως χαρακτηριστικά σηµειώνεται, ο αντιοχειανός συγγραφέας ασφαλώς θα γνώριζε καλύτερα το ρόλο του Ευσταθίου στη Σύνοδο, από τα αυθεντικά αντίγραφα των δογµατικών αποφάσεων που φυλάσσονταν στην Αντιόχεια374. Από τους Ευσταθιανούς πρέπει να άντλησε την πληροφορία του και ο Ευσέβιος Ιερώνυµος για να χαρακτηρίσει τον Ευστάθιο «ηγέτη» του αντιαρειανικού αγώνα375. «Πρώτο»376 στη Σύνοδο της Νίκαιας αποκαλεί τον Ευστάθιο Αντιοχείας και ο Φακούνδος Ερµιανής, ενώ ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος σηµειώνει στη Χρονογραφία του για τον ιεράρχη: «Ευστάθιος, ο εν τη πρώτη συνόδω Νικαίας κορυφαίος377, ο και εκβληθείς υπό Αρειανών…».378 Σύµφωνα µε τον αρχιεπίσκοπο J.M. Neale, η τελευταία αυτή µαρτυρία του προκαθηµένου της Κωνσταντινουπόλεως, όπως και εκείνη του Θεοδωρήτου, είναι καθοριστική379 για την απόδοση της προεδρίας στον Ευστάθιο Αντιοχείας, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι δεν υπάρχουν και άλλα επιχειρήµατα που σχετίζονται µε ιστορικό προηγούµενο του αρχιεπισκόπου Αντιοχείας σε προεδρία 370
G.W.H. Lampe, ό.π., σσ. 1144-1145. Ευσεβίου Καισαρείας, Ευαγγελική Απόδειξις, 2,39 PG 22, 140Β. Πρβλ. Του ίδιου, Εις Ησαΐαν, 19,19 PG 24, 1232C· του ίδιου, Εις Ησαΐαν, 2,1 PG 24, 100C· του ίδιου, Εκκλησιαστική Ιστορία, 10,4 PG 20, 865C· του ίδιου, Περί του βίου του Κωνσταντίνου, 2,2 PG 20, 980C· του ίδιου, ό.π., 3,13 PG 20, 1069Β. 372 Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία, 1,3 PG 20, 69Α· του ίδιου, Ευαγγελική Απόδειξις, 6,13 PG 22, 432D. 373 Μ. Φούγια, (µητρ.), Το πρόσωπο του Ιησού Χριστού…, σ. 72 υποσ. 5· J.M. Neale, (rev.), ό.π., σ. 140 υποσ. 3· A. Mandouze, “Des Ėvêques et des Moines Reconnus par le Peuple 314-604”, Histoire des Saints 3 (1987) 25· Κ. Σιαµάκη, ό.π., σ. 217 υποσ. 85. 374 Β. Φειδά, Η προεδρία, ό.π., σ. 92. 375 Ευσεβίου Ιερωνύµου, Epistola 73,2 ad. Evangelum Presbyterum, PL 22, 677: “Eustathium nostrum qui primus Antiochenae ecclesiae episcopus contra Arium clarissima tuba bellicum cecinit...“ Πρβλ. Β. Φειδά, ό.π., σσ. 88-89. 376 Φακούνδου Ερµιανής, Pro Difensione Trium Capitolorum, 8, 1 PL 67, 719Β· 795Α: “Nam beatus Eustachius Antiochenus episcopus, qui primus in Nicaeno concilio fuit,…”. 377 Κορυφαίος διδάσκαλος της Συνόδου της Νίκαιας χαρακτηρίζεται ο Ευστάθιος και από τον Αναστάσιο το Σιναΐτη. (Αναστάσιου Σιναΐτη, ό.π., PG 89, 994Β). 378 Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως, ό.π., PG 100, 1053C. 379 J.M. Neale, (rev.), ό.π., σ. 140 υποσ. 3. 371
89
συνόδου,380 ή την ανάληψη του συγκεκριµένου ρόλου, εξαιτίας ανωτερότητας του συγκεκριµένου θρόνου381. Αξίζει, τέλος, να σηµειωθεί ότι η υπόθεση του επισκόπου Ν. Μίλα,382 σύµφωνα µε την οποία κατά την απουσία του Ευσταθίου Αντιοχείας τον αντικαθιστούσε στην προεδρία ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος, ίσως να µην απέχει από την πραγµατικότητα. Η Α΄ Οικουµενική Σύνοδος, έχοντας αποφανθεί περί του ζητήµατος του Αρειανισµού –εφόσον δεν ήταν αυτός ο βασικός σκοπός σύγκλισης της Συνόδουασχολήθηκε και µε άλλα θέµατα, προβλήµατα που αφορούσαν την εκκλησία της Αλεξάνδρειας, όπως το Μελιτιανό, το Κολλουθιανό και το Νοβατιανό σχίσµα383, αλλά και την Εκκλησία γενικότερα, όπως ο εορτασµός του Πάσχα,384 κ.ά. Η Σύνοδος της Νίκαιας διαµόρφωσε τον Όρο της, το Σύµβολό της, µε βάση τα προϋπάρχοντα Βαπτιστήρια Σύµβολα, κυρίως της Καισάρειας,385 µολονότι ως προς αυτό δεν υπάρχει ταύτιση απόψεων386 µεταξύ των µελετητών387. Θέσπισε ακόµη 20 Κανόνες388 που αφορούν τη ζωή της Εκκλησίας τόσο σε επίπεδο θεσµικό, όσο και σε ό,τι σχετίζεται µε τη λατρευτική της πράξη. Ολοκληρώνοντας την αναφορά µας στο ρόλο που διαδραµάτισε ο Ευστάθιος Αντιοχείας στην Α΄ Οικουµενική Σύνοδο, κρίνεται σκόπιµο να υπογραµµιστεί ότι στη λίστα των υπογραφών που παραθέτει ο Γελάσιος Κυζικηνός, το όνοµα του Ευσταθίου Αντιοχείας φέρεται άλλοτε τρίτο,389 µετά από εκείνα του Όσιου Κορδούης και του Αλεξάνδρου Αλεξανδρείας και άλλοτε τέταρτο, µετά και από το όνοµα του Μακάριου Ιεροσολύµων. Σύµφωνα µε τις πηγές σηµειώνεται: «Ευστάθιος Αντιοχείας της µεγάλης ταις κατά Συρίαν κοίλην, και Μεσοποταµίαν πάσαν, και Κιλικίαν εκατέραν.»390 3. ΚΑΘΑΙΡΕΣΗ ΚΑΙ ΕΞΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ Στα γεγονότα που χαρακτηρίζουν τον ∆΄ αιώνα και σηµατοδοτούν την πορεία των εκκλησιαστικών εξελίξεων, εντάσσονται και οι καθαιρέσεις και εξορίες ορθόδοξων επισκόπων που αντιστρατεύονταν στην αιρετική κακοδοξία, τον Αρειανισµό εν προκειµένω. Ενδεικτικός είναι ο λόγος του Αλεξανδρείας Αθανασίου: «Ποία Εκκλησία νυν ου θρηνεί διά τας εκείνων κατά των αυτών επισκόπων επιβουλάς; … οι πάντες επίσκοποι αγαθοί και της αληθείας κήρυκες, αρπάζονται, και εξορίζονται πρόφασιν ουδεµίαν έχοντες, ή ότι µη συνέθεντο τη Αρειανή αιρέσει, µηδέ υπέγραψαν αυτοίς καθ’ ηµών, εν αις επλάσαντο διαβολαίς και συκοφαντίαις.»391 Ο Ευστάθιος Αντιοχείας συγκαταλέγεται µεταξύ των θυµάτων της συγκεκριµένης διαβολής, ο οποίος «πλήρωσε» µε καθαίρεση και εξορία την εµµονή του στο ∆όγµα της Νίκαιας. Οι εκκλησιαστικές ζυµώσεις, που έλαβαν χώρα στο κοινωνικοπολιτικά µεταβαλλόµενο περιβάλλον της αυτοκρατορίας κατά τη µετανικαιϊκή περίοδο και οι
380
L. Duchesne, Early History of The Christian Church, τ. 2, σ. 115 υποσ. 1. Ό.π., σ. 115 υποσ. 1. 382 Ν. Μίλα, (επισκ.), ό.π., σ. 116. 383 Β. Φειδά, Ο θεσµός της Πενταρχίας των Πατριαρχών, Ι, σσ. 59-85. 384 Γεωργίου Αµαρτωλού, ό.π., 4 PG 110, 625Α. 385 Β. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, σ. 460, όπου και σχετική βιβλιογραφία. 386 Ο καθηγητής κ. Γ. Μαρτζέλος συντάσσεται µε την άποψη που φέρει το Σύµβολο της Νίκαιας να προέρχεται από τα βαπτιστήρια σύµβολα των Ιεροσολύµων και της Αντιόχειας. Γ. Μαρτζέλου, Ιστορία…, ό.π., σ. 21. 387 Αξιόλογες είναι οι επισηµάνσεις που διατυπώνονται από τον καθηγητή κ. Σ. Παπαδόπουλο για την προέλευση του Συµβόλου της Νίκαιας. Βλ. Σ. Παπαδόπουλου, ό.π., σσ. 92-94. 388 Π. Ακανθόπουλου, ό.π., σσ. 48-62· V. Phida, ό.π., σσ. 45-48. 389 Γελάσιου Κυζικηνού, ό.π., 2, 27 PG 85, 1309C. 390 Ό.π., 2 PG 85, 1344Α. 391 Αθανασίου Αλεξανδρείας, Απολογία, ό.π., PG 25, 648Β· 649Β· Η. Βουλγαράκη, ό.π., σ. 21. 381
90
οποίες συντέλεσαν στην έκβαση του συγκεκριµένου αποτελέσµατος, ως προς την πορεία του αρχιεπισκόπου Αντιοχείας, θα µας απασχολήσουν στην ενότητα αυτή. α΄ Εκκλησιαστικές ζυµώσεις και κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις που οδήγησαν στην καταδίκη του Η καταδίκη του Ευσταθίου δεν αποτέλεσε απόρροια µονάχα εκκλησιαστικής πράξης, αλλά και συντονισµένη ενέργεια θρησκευτικής και πολιτικής ηγεσίας, στοιχείο που µας ωθεί να σκιαγραφήσουµε το πλαίσιο των σχέσεών τους, κατά τη συγκεκριµένη περίοδο, χωρίς να επεκταθούµε σε λεπτοµέρειες πολιτειολογικού ενδιαφέροντος, που θα αποτελούσαν αδόκιµη υπέρβαση των ορίων της παρούσας διατριβής. Η διαµόρφωση ενός συγκεκριµένου πλαισίου, που αφορούσε τη σχέση Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την Κωνσταντίνεια περίοδο, δεν είναι ανεξάρτητη αφενός από την επιθυµία ανανέωσης των δοµών της αυτοκρατορίας από το Μ. Κωνσταντίνο και αφετέρου από τη διασφάλιση της ενότητας της αυτοκρατορίας µέσα από την εξισορρόπηση των σχέσεων σε εκκλησιαστικό επίπεδο. Ενδεικτική ορατή έκφραση της πρώτης αποτέλεσε η «µεταφορά» και θεµελίωση της νέας πρωτεύουσας, η χωροταξική οριοθέτησή της, στις 3 Νοεµβρίου του 324, πράξη κατ’ αρχήν πολιτική, που όµως δεν είναι ανεξάρτητη από το πλαίσιο που διαµορφώνεται στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας392. Η µεταστροφή του φορέα της πολιτειακής ηγεσίας από την αντιπαλότητα και το ρόλο του διώκτη, σε σχέση µε το χριστιανισµό, σε υποστηρικτή του, όχι µόνο προκάλεσε αίσθηση στους πιστούς, αλλά και έδωσε στον αυτοκράτορα τη δυνατότητα εφαρµογής του λεγόµενου «ελεγχόµενου ‘καισαροπαπισµού’»393 που απέκτησε θεολογικά ερείσµατα394 και κυριάρχησε, µε εκατέρωθεν καταχρήσεις και υπερβάσεις, σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Βέβαια, η συγκεκριµένη πολιτική του Μ. Κωνσταντίνου, η ανάµειξη της βασιλείας του Καίσαρα µε τη βασιλεία του Χριστού395, απέσπασε άλλοτε θετικά σχόλια396 χαρακτηριζόµενη ως «πολιτική διακονία»397 κι άλλοτε αποτέλεσε αντικείµενο αυστηρής κριτικής398. Ο Μ. Κωνσταντίνος πέτυχε το δικαίωµα να κρίνει ως αυτοκράτορας τις εκκλησιαστικές έριδες, είτε αυτοπροσώπως, είτε µέσω συλλογικών οργάνων, συνόδων399, που είχαν συγκληθεί µε διαταγή του. Πέτυχε να διατηρεί το δικαίωµα της εξορίας επισκόπων και δυστυχώς ως προς αυτό, η στάση του δεν ήταν ανεξάρτητη από τις κατευθύνσεις που υπαγόρευαν οι εκάστοτε σύµβουλοί του επί των εκκλησιαστικών, οι οποίοι τον οδήγησαν αρκετές φορές σε άστοχες ενέργειες400. ∆εν είναι λοιπόν αδικαιολόγητο το γεγονός κατά το οποίο, όταν ο Όσιος Κορδούης ήταν ο σύµβουλος του αυτοκράτορα εκείνος ήταν υπέρµαχος του δόγµατος της Νίκαιας και στήριζε τον 392
Ν. Ζαχαρόπουλου, Ιστορία των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας στην Ελλάδα, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 61. Ν. Ματσούκα, ό.π., σ. 461. 394 Ευσεβίου Καισαρείας, Εις τον βίον του Κωνσταντίνου, 4, 24 PG 20, 1172ΑΒ: «Αλλ’ υµείς µεν των είσω της Εκκλησίας, εγώ δε των εκτός υπό Θεού καθισταµένος επίσκοπος αν είην». Βλέπε σχολιασµό του συγκεκριµένου χωρίου: Ν. Ματσούκα, ό.π., σ. 463-464. 395 Σ. Αγουρίδη, «Θρησκευτική Εσχατολογία και Κρατική Ιδεολογία στην Παράδοση του Βυζαντίου, της Μεταβυζαντινής περιόδου και του Νέου Ελληνικού κράτους», Θεολογία και επικαιρότητα (Μελέτες και άρθρα), Αθήνα 1996, σ. 54. 396 Ν. Μαγγιώρου, Ο Μέγας Κωνσταντίνος και η ∆ονατιστική έριδα, σ. 103, 139-140, 141. 397 Γ. Μεταλληνού, (πρωτ.), Η Εκκλησία µέσα στον κόσµο, εκδ. Α.∆.Ε.Ε., Αθήνα 1988, σ. 55· Ι. Γιαµαίου, ό.π., σ. 76. 398 Τ. Barnes, Constantine and Eusebius, σ. 225· πρβλ. Ν. Μαγγιώρου, ό.π., σ. 102, όπου φιλοξενείται η άποψη του Τ. Barnes. 399 Ο Λέκτορας κ. Ν. Μαγγιώρος αποδεσµεύει τη σύγκλιση, λειτουργία των συνόδων από κάθε προσπάθεια ελέγχου της Εκκλησίας από µέρους της Πολιτείας. Βλ. Ν. Μαγγιώρου, ό.π., σ. 141. 400 Β. Γιαννόπουλου, ό.π., Église et État en Europe, Études Théologiques 2 (1996) 155. 393
91
Ευστάθιο Αντιοχείας και όταν ο Ευσέβιος Νικοµηδείας παρεµβαίνει συµβουλευτικά, ο Κωνσταντίνος στηρίζει τους Αρειανόφρονες και συγκαταβαίνει στην καθαίρεση και εξορία του ιεράρχη της Αντιόχειας. Θα ανέµενε κάποιος ότι µετά το πέρας της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου, τον αναθεµατισµό των κακοδοξιών του Αρείου και την εξορία τόσο του πρεσβυτέρου, όσο και των οµοφρόνων του, του Νικοµηδείας Ευσέβιου –ο οποίος ήταν συγγενής, εξ αγχιστείας του αυτοκράτορα- και του Νικαίας Θεόγνη, θα επικρατούσε η ενότητα στο Εκκλησιαστικό σώµα. ∆υστυχώς, όµως, η απροθυµία των Αρειανοφρόνων να υιοθετήσουν το δόγµα της Νίκαιας, κυρίως όµως η προσπάθειά τους να αντιστρέψουν την υφιστάµενη κατάσταση και να κατοχυρώσουν συνοδικά τις θέσεις τους, δεν ευνόησε την οµαλοποίηση των σχέσεων στην Εκκλησία. Η αντιπαλότητα µεταξύ Ευσταθίου Αντιοχείας και Ευσεβίου Καισαρείας συνεχίστηκε και µετά την Α΄ Οικουµενική Σύνοδο, καθώς ο πρώτος αντελήφθηκε ότι ο Ευσέβιος δεν υιοθετούσε κατ’ ουσίαν το δόγµα της Νίκαιας, ενώ ο τελευταίος, όπως µας πληροφορούν οι ιστοριογράφοι, του ανταπέδιδε τις κατηγορίες για αιρετική παρέκκλιση. «Και Ευστάθιος µεν ο Αντιοχείας επίσκοπος, διασύρει τον Παµφίλου Ευσέβιον, ως την εν Νικαία πίστην παραχαράττοντα. Ευσέβιος δε, την µεν Νικαία πίστην ου φησι παραβαίνειν· διαβάλλει δε Ευστάθιον, ως την Σαβελλίου δόξαν εισάγοντα. ∆ια ταύτα έκαστος ως κατά αντιπάλων τους λόγους συνέγραφον.»401 Η οξυµένη αυτή αντιπαράθεση µεταξύ των δύο εκκλησιαστικών ταγών δεν είχε µονάχα θεολογικό υπόβαθρο. Πρέπει ν’ αναζητήσουµε σε αυτήν και βαθύτερα, προσωπικά αίτια που σχετίζονται ασφαλώς µε τη Σύνοδο της Αντιόχειας του 325. Όπως έχουµε ήδη δει, εκεί οι δύο άνδρες ήταν συνυποψήφιοι για τη διεκδίκηση του συγκεκριµένου θρόνου και ο Ευσέβιος παραγκωνίστηκε. Η πράξη αυτή σε συνάρτηση µε την «ποινή της ακοινωνησίας» που επιβλήθηκε στον ιεράρχη της Καισάρειας402, µε πρωτεργάτη τον Ευστάθιο, συντέλεσαν στην ύπαρξη «διαφορών» σε προσωπικό επίπεδο, που λειτούργησαν καθοριστικά και στην καθαίρεση του Ευσταθίου. Οι εξόριστοι Αρειανόφρονες επίσκοποι, πέτυχαν την ανάκληση της εξορίας τους µε την καθοριστική συµβολή δύο γυναικών, της Βασιλίνας, που ήταν συγγενής του Ευσεβίου Νικοµηδείας και σύζυγος του Ιούλιου Κώνστα, ετεροθαλούς αδελφού του Μ. Κωνσταντίνου, καθώς και της Κωνσταντίνας, ετεροθαλούς αδελφής του αυτοκράτορα.403 Τοπική σύνοδος στη Νικοµήδεια το 327404 τους αποκατέστησε στη θέση τους και από εκείνη τη στιγµή ξεκίνησαν τις προσπάθειές τους για την «εξόντωση» των αντιπάλων τους. Η αποκατάσταση της επιρροής του επισκόπου Νικοµηδείας στο Παλάτι συντέλεσε αφενός στην ενίσχυση της θέσης του οµόφρονά του Ευσεβίου Καισαρείας σε αυτό, όπως και άλλων µετριοπαθών Αρειανοφρόνων και αφετέρου στην εξουδετέρωση των προσβάσεων του Ευσταθίου Αντιοχείας και των υποστηρικτών της Νίκαιας στην βασιλική αυλή. Αυτό ήταν το πρώτο βήµα που οδήγησε βαθµιαία στη δηµιουργία των προϋποθέσεων και στη µεθόδευση γεγονότων για την επίτευξη του στόχου τους, την εξόντωσή του, που φαίνεται να ξεκίνησε ένα χρόνο µετά, το 328. Ενδεικτικός ως προς το τελευταίο είναι ο ακόλουθος λόγος του Φιλοστόργιου: «Ότι µετά τρεις ενιαυτούς φησιν Ευσέβιον και Μαρίν και Θεόγνιν, ψήφω βασιλέως του Κωνσταντίνου επανόδου τυχόντας, πίστεως τε σύµβολον αιρετικής εκθείναι, και πανταχόσε διαπέµψαι, επ’ ανατροπή της εν Νικαία συνόδου·… Αλλά και Ευστάθιον τον Αντιοχείας,… φυγήν αυτώ βασιλεύς ετιµήσαντο, εις την Εσπέραν µεθόριον ποιησάµενος. Πεντήκοντα δε και διακόσιους φησίν 401
Σωκράτους Σχολαστικού, ό.π., 1, 23 PG 67, 144Α· Ερµεία Σωζοµενού, ό.π., 2,18 PG 67, 981Α. Β. Φειδά, Η προεδρία, ό.π., σ. 79. 403 Του ίδιου, Εκκλησιαστική Ιστορία, σ. 472. 404 Τον ίδιο χρόνο έγινε η άρση της καθαίρεσης του Αρείου και του διακόνου του και η ανάκλησή τους από την εξορία. Βλ. Γεώργιου Αµαρτωλού, ό.π., 4, 184 PG 110, 625ΑΒ: «Μετά δε τινα χρόνον παρακληθείς ο Κωνσταντίνος υπό της αδελφής Κωνσταντίας, αφήκε τον Άρειον εκ της εξορίας, ως δήθεν µετανοούντα…». 402
92
είναι το πλήρωµα του παρανόµου τούτου συνεδρίου, και την Νικοµήδειαν αυτοίς των παρανοµηθέντων ποιήσασθαι εργαστήριον.»405 Ο Νικοµηδείας Ευσέβιος, ο οποίος πέτυχε µε Σύνοδο αρειανοφρόνων να ανέλθει406 στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης,407 προφασίστηκε ότι ήθελε να επισκεφθεί τα µεγαλοπρεπή κτίσµατα που ανήγειρε η βασιλοµήτηρ Ελένη στους Αγίους Τόπους. Η πραγµατικότητα είναι ότι µε τη συνδροµή του Ευσεβίου Καισαρείας θα έθεταν σε εφαρµογή το σχέδιό τους για την καταδίκη του Ευσταθίου. Συνοδοιπόρος του ήταν και ο Νικαίας Θεογόνιος. Σύµφωνα µε τις πηγές, «Αφικόµενοι δε εις Αντιόχειαν, και το της φιλίας περιθέµενοι προσωπείον, θεραπείας απήλαυσαν ότι µάλιστα πλείστης. Ο γάρ της αληθείας πρόµαχος ο µέγας Ευστάθιος πάσαν αυτοίς αδελφικήν φιλοφροσύνην προσήνεγκεν.»408 Επιστρέφοντας από τα Ιεροσόλυµα οι συγκεκριµένοι ιεράρχες και έχοντας στη συνοδεία τους τον Καισαρείας Ευσέβιο, τον Λαοδικείας Θεόδοτο409, τον Λύδδης Αέτιον και τον Σκυθοπολίτη Πατρόφιλο, όπως και άλλους οµόφρονες, όπως σηµειώνει ο Θεοδώρητος410, συγκάλεσαν σύνοδο στην Αντιόχεια και πέτυχαν την αποµάκρυνση του Ευσταθίου.411 β΄ Το κατηγορητήριο κατά του Ευσταθίου Αντιοχείας Η διερεύνηση των κατηγοριών κατά του Ευσταθίου Αντιοχείας δεν είναι απλή υπόθεση. Αφενός διότι η άκριτη υιοθέτησή τους, χωρίς να υποβληθούν στη βάσανο της εξέτασης, φέρνει τον µελετητή αντιµέτωπο µε προβλήµατα σε επίπεδο χρονολογικής τοποθέτησης της καθαίρεσης και εξορίας του ιεράρχη και αφετέρου διότι εκτείνονται σε διάφορα πεδία. Η προσέγγιση των πηγών καταδεικνύει ότι οι κατηγορίες, στις οποίες στηρίχτηκε η καταδικαστική απόφαση του Ευσταθίου Αντιοχείας, φέρονται να είναι θεολογικο-δογµατικές, ηθικές και πολιτικές. βα. Η κατηγορία της «τυραννίας» και της βιαιοπραγίας Η µαρτυρία του Θεοδωρήτου Κύρου σύµφωνα µε την οποία η καταδικαστική απόφαση του Ευσταθίου στηρίχτηκε όχι µόνο στη µοιχεία αλλά και στην τυραννική διάθεση του ιεράρχη, είναι η µόνη µεταξύ των πηγών που καταγράφει και τη συγκεκριµένη εκδοχή. Το κείµενο του Θεοδωρήτου, το οποίο επαναλαµβάνεται στον κώδικα της Μονής Φιλοθέου412, έχει ως εξής: «…ως αληθής η γραφή και δικαία της καθαιρέσεως η ψήφος, µοιχόν οµού και τύραννον εξηλαθήναι παρασκευάζουσι τον της ευσεβείας και σωφροσύνης αγωνιστήν.»413
405
Φιλοστόργιου, ό.π., 2, 7 PG 65, 469C-472A. Εδώ φαίνεται να έχουµε ετεροχρονισµό των γεγονότων, διότι η πατριαρχία του Ευσεβίου Νικοµηδείας, στην Κωνσταντινούπολη τοποθετείται µεταξύ 339 και 342, από τους ιστορικούς. 407 Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 1,20 PG 82, 965Β· Ε. Ελευθεριάδη, (αρχιµ.), ό.π., Ε, τεύχ. 6 (1959) 94. 408 Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 1, 20 PG 82, 965C· πρβλ. Κώδ. Φιλοθέου 8, φ. 46rβ - 46vα (στ. 9 – 17). 409 Ο αρχιµ. Ε. Ελευθεριάδης µνηµονεύει ως Λαοδικείας τον Γεώργιο, όπως και τον επίσκοπο Βεροίας Κύρο, αξιοποιώντας, προφανώς, την πληροφορία του ιστορικού Σωκράτους. Βλ. Ε. Ελευθεριάδη, (αρχιµ.), ό.π., Ε, τεύχ. 6 (1959) 95· Σωκράτους Σχολαστικού, ό.π., 1, 24 PG 67, 144Β. Για τις θεολογικές απόψεις του Βεροίας Κύρου θα κάνουµε αναφορά σε επόµενη παράγραφο. Στην κατηγορία του Κύρου φαίνεται ο Ευστάθιος να χρεώνεται µε Σαβελλιανισµό, όµως και ο ίδιος εκδιώχθηκε από τη θέση του, για τον ίδιο λόγο. Βλ. R. Devreesse, ό.π., σ. 163· Αθανασίου Αλεξανδρείας, ό.π., PG 25, 648C. 410 Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 1, 20 PG 82, 968Α· πρβλ. Κώδ. Φιλοθέου 8, φ. 46vα (στ. 17 - 22). 411 Θεοφάνους αββά, Χρονογραφία, PG 108, 116Α: «… Ευσέβιος Παµφίλου σύµφρων των Αρειανών υπήρχεν Ευσεβίου του Νικοµηδείας και των συν αυτώ, όθεν εν τη καθαιρέσει του θείου Ευσταθίου Αντιοχείας συνέδραµεν, µεθ’ ών και τον βασιλέα πείσας δικαίως αυτόν καθαιρείσθαι εν τω Ιλλυρικώ παρεσκεύασεν αυτόν εξορισθήναι.» 412 Κώδ. Φιλοθέου 8, φ. 47rα (στ. 44). 413 Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 1, 20 PG 82, 968C. 406
93
Η ευστάθεια της συγκεκριµένης κατηγορίας, µολονότι δεν έχει τύχει της προσοχής των µελετητών414, νοµίζουµε ότι δεν µπορεί να αµφισβητηθεί για τους ακόλουθους λόγους: i. Είναι πλέον γνωστό το σθένος µε το οποίο ο Ευστάθιος υπερασπιζόταν το ∆όγµα της Νίκαιας και επιχειρούσε να καταστείλει κάθε διαφορετική άποψη σε σχέση µε αυτό. Στην προσπάθειά του αλλά και συνάµα στην εµµονή του για συµµόρφωση στις επιταγές του, κυρίως από µέρους του κλήρου, δεν αποκλείεται να εφάρµοσε απειλητικά µέτρα, ακόµη και βιαιοπραγία, πράξη που έµµεσα υπονοείται και από τον Αλεξανδρείας Αθανάσιο415. Ο Αλεξανδρινός ιεράρχης σηµειώνει επίσης ότι ο προκαθήµενος της Εκκλησίας της Αντιόχειας δε χειροτονούσε εκείνους τους υποψηφίους που επιδείκνυαν ασέβεια, πιθανή απουσία ορθοφροσύνης, όπως στην περίπτωση του Λεόντιου και του Ευδόξιου416 -πράξη που θα πρέπει να προκαλούσε εντάσεις και αντιπαλότητα στην τοπική Εκκλησία- οι οποίοι εντάχτηκαν στον κλήρο, µετά την αποµάκρυνση του Ευσταθίου417. ii. Ο Θεοδώρητος Κύρου είχε προσβάσεις στο περιβάλλον της Αντιόχειας. Συνεπώς, είναι λογικό να µπορεί να γνωρίζει καλύτερα τα όσα διαδραµατίστηκαν πριν αλλά και µετά την καθαίρεση του Ευσταθίου, τα επιχειρήµατα που επικαλέστηκαν οι αντίπαλοί του για να επιτύχουν την εξόντωση του συγκεκριµένου ιεράρχη. iii. Το κατηγορητήριο του Ευσταθίου Αντιοχείας παρουσίαζε οµοιότητες418 µε εκείνο του Αθανασίου Αλεξανδρείας, όπως θα καταδείξουµε σε άλλη παράγραφο. Το γεγονός ότι και στην περίπτωσή του Αθανασίου δεν αποκλείονται πιεστικές ενέργειες 419 κατά των αντιφρονούντων, πρέπει να µας οδηγήσει στο συµπέρασµα ότι η συγκεκριµένη κατηγορία κατά του Ευσταθίου Αντιοχείας θα πρέπει να ανταποκρίνεται στην πραγµατικότητα. ββ. Η κατηγορία του «Σαβελλιανισµού» του Ευσταθίου Από τις κατηγορίες που αποδόθηκαν στον Ευστάθιο και προκάλεσαν το µεγαλύτερο προβληµατισµό στους µελετητές, ως προς την ευστάθειά τους, είναι εκείνη που σχετίζεται µε το Σαβελλιανισµό. Η πλειονοψηφία των µελετητών αρκείται στην επισήµανσή της420, χωρίς να προβαίνει σε περαιτέρω εξέταση. Κάποιοι άλλοι δεν την αποκλείουν421, ενώ ορισµένοι φαίνεται να την απορρίπτουν ως ενδεχόµενο422. Η πληροφορία της κατηγορίας για Σαβελλιανισµό423 του Ευσταθίου µας γίνεται γνωστή όχι µόνο από κείµενο του ιστορικού Σωκράτη, όπως καθολικά θεωρείται, αλλά
414
Εξαίρεση αποτελούν οι R.P.C. Hanson, R.V. Sellers και H.M.Gwatkin, οι οποίοι θεωρούν πιθανή τη συγκεκριµένη κατηγορία κατά του Ευσταθίου. Χαρακτηριστικά σηµειώνεται από τον πρώτο: “Eustathius may have been arbitrary and violent in expelling Arians from his diocese after Nicaea.” R.P.C. Hanson, “The Fate of Eustathius of Antioch”, Zeitschrift für Kirchengeschichte 33 (1984) 179· H.M.Gwatkin, ό.π., σ. 78 υποσ. 2· R.V. Sellers, ό.π., σ. 48, 47. 415 Αθανασίου Αλεξανδρείας, Προς µοναχούς, 4, 36 PG 25, 697D: «την τε Αρειανήν αίρεσιν εµίσει, και τους φρονούντας τα εκείνης, ουκ εδέχετο.» 416 Ό.π., 4, 36 PG 25, 700Α· H.M.Gwatkin, ό.π., σ. 78 υποσ. 2. 417 Αθανασίου Αλεξανδρείας, ό.π., 4, 36 PG 25, 700Α. 418 Α.W.H. Dyane, The Early Episcopical Career of Athanasius of Alexandria, σ. 109. 419 Β. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, ό.π., σ. 478. 420 Ενδεικτικά: H.M.Gwatkin, ό.π., σ. 28-29· J.M. Mayer, ό.π., Histoire du Christianisme 2 (1995) 275, 906· H. Lietzmann, ό.π., σ. 121· J.R.Palanque, De la paix Constantinienne à la mort de Théodose, τ. 3, σ. 102· R.V. Sellers, ό.π., σ. 40· L. Ducheεsne, (mons.), Early History of the Christian Church, τ. 2, σ. 128· Κ. Κοντογόνη, Ιστορία, σ. 76· Φ. Βαφείδου, (αρχιµ.), Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. 1, σ. 213· Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ. Γ΄, σ. 450. 421 T.E. Pollard, Johannine Christology and the Early Church, σ. 118. 422 R.P.C. Hanson, ό.π., σ. 178· H. Chadwick, ό.π., JTS 49 (1964) 29· R.V. Sellers, ό.π., σ. 40· F. Cavallera, ό.π., σ. 63-64. 423 E. Schwartz, Zur Geschichte des Athanasius, σ. 171.
94
και από το Νικηφόρο Κάλλιστο, Ξανθόπουλο424. Ο τελευταίος, µολονότι φαίνεται να χρησιµοποιεί ως πηγή το Σωκράτη, εκτός των άλλων ιστορικών, εντούτοις αποσιωπά το όνοµα του κατηγόρου που αναφέρεται στον ιστοριογράφο του ∆΄ αι. Ίσως γι’ αυτό, ή ενδεχοµένως εξαιτίας άγνοιας της µαρτυρίας του Νικηφόρου, να θεωρείται ότι µονάχα ο Σωκράτης δίδει την πληροφορία της κατηγορίας για Σαβελλιανισµό. Το κείµενο του Κωνσταντινουπολίτη ιστοριογράφου έχει ως εξής: «Σύνοδον ουν εν Αντιοχεία ποιήσαντες, καθαιρούσιν Ευστάθιον, ως τα Σαβελλίου µάλλον φρονούντα…. Ότι µέντοι ως σαβελλίζοντα καθείλον Ευστάθιον, Κύρου του Βεροίας επισκόπου κατηγορούντος αυτού, Γεώργιος ο Λαοδικείας της εν Συρία επισκόπων, εις ών των µισούντων το οµοούσιον, εν τω εγκωµίω τω εις Ευσέβιον τον Εµισηνόν έγραψεν ειρηκέναι.»425 Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ο Βεροίας Κύρος, ο φερόµενος ως κατήγορος του Ευσταθίου για Σαββελιανισµό, καθαιρέθηκε αργότερα µε την ίδια κατηγορία. Για να µπορέσουµε να ελέγξουµε την ευστάθεια του συγκεκριµένου επιχειρήµατος και να δώσουµε απάντηση ως προς το ζήτηµα αυτό, κρίνεται σκόπιµο να λάβουµε υπόψη µας τα ακόλουθα: i. Ο Λαοδικείας Γεώργιος είχε κίνητρο να κατηγορήσει τον Ευστάθιο, διότι, όπως µας πληροφορεί ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας426, ήταν µεταξύ των προσώπων τα οποία επί αρχιερατείας του Ευσταθίου στην Αντιόχεια, είχαν εκδιωχθεί από τον ιεράρχη και είχαν στερηθεί της χειροτονίας, εξαιτίας του φιλοαρειανού φρονήµατός τους. ii. Ο Λαοδικείας Γεώργιος αναφέρει ως κατήγορο του Ευσταθίου τον Βεροίας Κύρο –πληροφορία που επικαλείται ο Σωκράτης, µολονότι δε φαίνεται να την υιοθετείδιότι ο λόγος του συγκεκριµένου επισκόπου, η µαρτυρία του, θα τύγχαναν της προσοχής του ορθόδοξου πληρώµατος λόγω ορθοφροσύνης, όπως θα δείξουµε παρακάτω. iii. Πρέπει να θεωρήσουµε ορθή την πληροφορία του Σωκράτη ότι και ο ίδιος ο Βεροίας καταδικάστηκε αργότερα για Σαβελλιανισµό, όµως πρέπει να δούµε σε «ποιο» Σαβελλιανισµό αναφέρονται οι αντιφρονούντες. Το γεγονός ότι ο Κύρος εκλέχθηκε σε διαδοχή του Ευσταθίου στη Βέροια τη συγκεκριµένη χρονική περίοδο, αρχές του 325, δεν είναι ούτε τυχαίο, ούτε ανεξάρτητο από το ζήτηµα που πραγµατευόµαστε τώρα. Υπενθυµίζουµε ότι ο επίσκοπος Βεροίας ήταν ο πρώτος σύγκελλος του Αντιοχείας, συνεπώς η συνεργασία τους θα πρέπει να ήταν στενή. Θα ήταν λοιπόν παράλογο να εκλεγεί στη συγκεκριµένη επισκοπή ιεράρχης του οποίου οι απόψεις θα παρουσίαζαν απόκλιση σε σχέση µε εκείνες του Αντιοχείας, ή δε θα διέπονταν από οµοφροσύνη, ως προς το δόγµα, µεταξύ τους. ∆εν πρέπει να παραβλέπεται επίσης το γεγονός ότι την περίοδο που εκλέγεται ο Κύρος -υφίσταται ήδη η Αρειανική αίρεση- ο Αντιοχείας, πλέον, Ευστάθιος αντιτίθεται στη συγκεκριµένη κακοδοξία, συνεπώς, έχοντας και λόγο στην εκλογή του επισκόπου Βεροίας αλλά και τη δυνατότητα να επηρεάσει το εκλεκτορικό σώµα, να διαµορφώσει καταστάσεις υπέρ ενός συγκεκριµένου υποψηφίου, είναι βέβαιο ότι θα επελέγετο κάποιος µε τις ίδιες θεολογικές θέσεις. Από αυτήν την άποψη είναι δικαιολογηµένο το ότι και οι δύο φέρονται να έχασαν το θρόνο τους εξαιτίας της ίδιας κατηγορίας. Αποµένει να εξεταστεί ο «χαρακτήρας» του Σαβελλιανισµού των δύο αυτών εκκλησιαστικών ανδρών αλλά και η ευστάθεια της κατηγορίας. Όπως ήδη γνωρίζουµε, ο Ευστάθιος Αντιοχείας ήταν σφοδρός πολέµιος των Αρειανών και υπέρµαχος του Συµβόλου της Νίκαιας του 325. Η υπεράσπιση του συγκεκριµένου Όρου από τον προκαθήµενο της Αντιόχειας είναι εκείνη που έκανε τον Ευσέβιο Καισαρείας να τον κατηγορήσει για Σαβελλιανισµό427· κατηγορία την οποία 424
Νικηφόρου Κάλλιστου, ό.π., 8, 45 PG 146, 177B. Σωκράτους Σχολαστικού, ό.π., 1, 24 PG 67, 144BC. 426 Αθανασίου Αλεξανδρείας, ό.π., 4, 36 PG 25, 700Α. 427 Γ. Μαρτζέλου, ό.π., σ. 25. 425
95
χρεώνονταν όλοι όσοι τον υιοθετούσαν428. Αυτό το τελευταίο µας υποψιάζει ότι είναι πολύ πιθανόν, όταν αναφέρεται ως κατηγορία καθαίρεσης του ιεράρχη η συγκεκριµένη θεολογική παρέκκλιση, να εννοείται ο ενστερνισµός της λέξης «οµοούσιος» του Συµβόλου της Νίκαιας. Προς την κατεύθυνση αυτή συνηγορούν τα ακόλουθα: i. Το γεγονός ότι αφενός ο όρος «οµοούσιος» είχε χρησιµοποιηθεί παλαιότερα από το Σαβέλλιο –και όχι µόνο- µε διαφορετική βέβαια σηµασία429 και αφετέρου από την «ασάφεια» - «ατέλεια» που περιείχε το συγκεκριµένο Σύµβολο, που θα µπορούσε να χρεώσει όσους το υποστήριζαν µε Σαβελλιανισµό. Ως προς το τελευταίο, η επίµαχη φράση, η οποία παραλήφθηκε κατά την οριστική διαµόρφωση του Συµβόλου ΝικαίαςΚωνσταντινουπόλεως, µετά τη Β΄ Οικουµενική Σύνοδο (381 µ.Χ.), είναι: «…τουτέστιν εκ της ουσίας του Πατρός…». Η έκφραση αυτή, που για τους ορθόδοξους δεν ηχεί κακόδοξα, ούτε παρερµηνεύεται, για τους Αρειανόφρονες αποτελούσε αφορµή παρερµηνειών και κατηγορίας για Σαβελλιανισµό, εφόσον η ενότητα και το αδιαίρετον του Θεού εκφραζόταν αρκετά, όµως δεν είχαµε σαφή διάκριση µεταξύ των προσώπων της Αγίας Τριάδος. ii. Όταν ο Σωκράτης καταγράφει τη µαρτυρία για το Σαβελλιανισµό του Ευσταθίου από τον Λαοδικείας Γεώργιο, υπογραµµίζει ότι ο τελευταίος ήταν ένας από εκείνους που µισούσαν το «οµοούσιον», στοιχείο που θεωρούµε ότι πρέπει να κινηθεί προς την κατεύθυνση του ισχυρισµού µας. iii. Εάν όντως ο ιεράρχης της Αντιόχειας είχε υποπέσει στην αίρεση του Σαβελλίου, πρώτος ο Φιλοστόργιος θα την είχε καταγράψει, ο οποίος, ως φιλοαρειανός, θα είχε «λαβή» για να πλήξει την προσωπικότητα του Ευσταθίου και να παρουσιάσει τις ενέργειες των οµοφρόνων του ως δικαιολογηµένες. Εντούτοις, οι πηγές όχι µόνο δε φείδονται µαρτυριών υπέρ της ορθοδοξίας του Ευσταθίου, αλλά και την προβάλλουν ως υπόδειγµα. Αρκούµαστε να σηµειώσουµε τρεις µαρτυρίες που καταδεικνύουν, χωρίς αµφιβολία, το ορθόδοξο φρόνηµα του ιεράρχη: Η πρώτη προέρχεται από τον άγιο Αναστάσιο το Σιναΐτη, ο οποίος σε κείµενό του σηµειώνει ονόµατα Πατέρων της Εκκλησίας οι οποίοι διασφάλισαν µε τη διδασκαλία τους το ∆όγµα και µε τις θέσεις430 των οποίων προτρέπονται οι πιστοί να συνταχθούν.
428
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο, κατά τον J.N.D. Kelly, το κείµενο περιέπεσε σε αχρησία για µεγάλο χρονικό διάστηµα µετά τη Σύνοδο της Νίκαιας. J.N.D. Kelly, Early Christian Creeds, σσ. 254-255. 429 Το συγκεκριµένο όρο είχαν χρησιµοποιήσει ο Ωριγένης, ο Παύλος ο Σαµοσατέας, ο Σαβέλλιος, όµως µε διαφορετική σηµασία, όπως καταδεικνύεται ακολούθως. Βλ. σχετικά, G.C. Stead, “The Significasion of the Homoousios”, Studia Patristica 3 (1961) 397-420· A. Tuilier, “Le Sence du Term οµοούσιος dans le Vocabulaire Théologique d’Arius et de l’Ecole d’Antioche”, Studia Patristica 3 (1961) 421-430· Β. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α΄, σσ. 466-467. ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΟΡΟΥ «ΟΜΟΟΥΣΙΟΣ» Ωριγένης Παύλος Σαµοσατέας Σαβέλλιος Ευστάθιος Αντιοχείας “… communionem substantiae esse filio cum patre, aporrhoea enim οµοούσιος videtur, id est, unius substantiae cum illo corpore ex quo est vel aporrhoea vel vapor.”
«… ει µη εξ ανθρώπου γέγονεν ο Χριστός Θεός, ουκούν οµοούσιος εστιν τω πατρί, και ανάγκη τρείς ουσίας είναι, µίαν µεν προηγουµένην, τας δε δύο εξ εκείνης· διά τούτ’... µη είναι τον Χρ. οµοούσ.»
430
«… ούτε γαρ υιοπάτορα φρονούµεν ως οι Σαβέλλιοι, λέγοντες µονοούσιο και ουχ οµοούσιον, και εν ταυτώ αναιρούντες το είναι υιόν.»
«… την δυάδα Πατρός τε και του µονογενούς Υιού… άλλον µεν … άλλον δε… ίνα εκ δυάδος την µίαν αποδείξει θεότητα και την αληθή θεογονία.»
Πρόκειται για τη λεγόµενη, στην γλώσσα της Εκκλησιαστικής Γραµµατολογίας, «Συµφωνία των Πατέρων» (Consensus Patrum), σύµφωνα µε την οποία υπάρχει µια εσωτερική οµοφωνία κύριων θέσεων µεταξύ των ∆ιδάσκαλων της Εκκλησίας, για ζητήµατα που αφορούν το ∆όγµα της. Βλ. περισσότερα: ∆. Τσάµη, Εκκλησιαστική Γραµµατολογία, σσ. 22-23.
96
Στη χορεία αυτή των Πατέρων431 της Εκκλησίας, συµπεριλαµβάνεται και το όνοµα του Ευσταθίου Αντιοχείας. Στους επιφανείς ιεράρχες και διδασκάλους οι οποίοι αντιστάθηκαν στις αιρέσεις και µε το λόγο και τα έργα τους εµπόδισαν τους «προβατόσχηµους λύκους» να εισέλθουν στην ποίµνη του Κυρίου, συγκαταλέγεται και ο Ευστάθιος Αντιοχείας, σύµφωνα µε τον Λατίνο συγγραφέα Φουλγέντιο Ρούσπης432. Η πλέον χαρακτηριστική και αξιόπιστη µαρτυρία υπέρ της ορθοδοξίας του Ευσταθίου είναι εκείνη της Ζ΄ Οικουµενικής Συνόδου (787 µ.Χ.), η οποία αναφέρει – µεταξύ των άλλων- για το πρόσωπο του ιεράρχη: «… αγίων πατέρων… ων εστίν Ευστάθιος ο ευσταθής πρόµαχος της ορθοδόξου πίστεως, και της Αρειανής κακοδαιµονίας καταλύτης,…»433. Γίνεται αντιληπτό ότι εάν ο ιεράρχης είχε καταδικαστεί για Σαβελλιανισµό, η συγκεκριµένη Οικουµενική Σύνοδος δε θα µιλούσε µε θέρµη για το πρόσωπο και το έργο του, πολύ περισσότερο δε θα τον χαρακτήριζε «άγιο πατέρα». Κατόπιν τούτων, πιστεύουµε ότι µπορούµε να ισχυριστούµε ότι η αποδιδόµενη στον Ευστάθιο κατηγορία για Σαβελλιανισµό, δεν έχει πραγµατικά ερείσµατα, ή τουλάχιστον, εάν υφίσταται, δε σχετίζεται µε αιρετική κακοδοξία, αλλά µε την υπεράσπιση του Όρου της Νίκαιας. Πιθανότατα για τον ίδιο λόγο κατηγορήθηκε και ο Βεροίας Κύρος και υπό αυτήν και µόνο την έννοια µπορούµε να δεχτούµε ότι ο τελευταίος συµµαρτύρησε ότι ο Ευστάθιος πρεσβεύει τη συγκεκριµένη διδασκαλία χωρίς όµως να υιοθετήσει το χαρακτηρισµό «Σαβελλιανιστή» για τον Αντιοχείας (τον όρο θα πρέπει να τον απέδωσαν οι Αρειανόφρονες στηριζόµενοι στην άποψη του Κύρου για τη διδασκαλία του ιεράρχη). Άποψή µας, πάντως, είναι ότι ο Ευστάθιος δεν καθαιρέθηκε εξαιτίας του ισχυρισµού για Σαβελλιανισµό. βγ. Εξύβριση της βασιλοµήτορος Ελένης Το συγκεκριµένο πρόσχηµα434 για την καταδίκη του Ευσταθίου Αντιοχείας, έχει προκαλέσει προβληµατισµό στους µελετητές αφενός διότι η φύση της εξύβρισης δεν είναι σε εµάς γνωστή και µπορούµε µονάχα να προβούµε σε υποθέσεις, εικασίες και αφετέρου διότι ο χρονικός προσδιορισµός της, που δε φαίνεται να είναι σαφής, δηµιουργεί αποκλίσεις σ’ εκείνους, ως προς τον καθορισµό του χρόνου της καθαίρεσης του ιεράρχη. Μονάχα ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας διασώζει τη συγκεκριµένη πληροφορία, την οποία υπαινίσσονται ο Αµβρόσιος Μεδιολάνων435, ο Βαρώνιος, αλλά και ο Ιλάριος Πικτάβου436 και οι οποίοι θεωρούν ότι ο Ευστάθιος εξορίστηκε επί Κωνστάντιου437 και όχι επί Κωνσταντίνου. Η µαρτυρία του Αθανασίου έχει ως εξής: «Ευστάθιος τις ην επίσκοπος της Αντιοχείας… διαβάλλεται Κ ω ν σ τ α ν τ ί ν ω438 τω βασιλεί, πρόφασις τε υπονοείται, ως τη µητρί αυτού ποιήσας ύβριν.»439 Η συγκεκριµένη κατηγορία, µολονότι είναι µεµονωµένη440, εντούτοις δε θεωρείται ότι εντάσσεται στη σφαίρα του µη πραγµατικού441. Αξίζει να σηµειωθεί ότι ο 431
Αναστάσιου Σιναΐτη, Οδηγός, PG 89, 93A. Για τα γνωρίσµατα των Πατέρων της Εκκλησίας βλ. Α. Μπουρνέλη, Εκκλησιαστική Γραµµατολογία, Πατρολογία, σσ. 74-77. 432 Φουλγέντιου Ρούσπης, ό.π., 2, 22 PL 65, 649D – 650A. 433 J.D. Mansi, ό.π., σ. 265C. 434 Αθανασίου Αλεξανδρείας, ό.π., 4, 36 PG 25, 700Α. 435 Αµβροσίου Μεδιολάνων, De obitu Theodosii, PL 16, 1399. 436 Κ. Κοντογόνη, Φιλολογική., ό.π., σ. 77. 437 Πρβλ. F. Cavallera, ό.π., σ. 62. 438 Η διάταξη της λέξης αποτελεί δική µας παρέµβαση. 439 Αθανασίου Αλεξανδρείας, ό.π., 4, 36 PG 25, 697D -700Α. 440 F. Cavallera, ό.π., σ. 62: “Ce témoignage est absolument isolé, mais il est d’un contemporain, d’un homme généralement bien informé des choses de son temps, en relations étroites avec le parti eustathien d’Antioche sous Constance.”
97
R.P.C. Hanson, υιοθετώντας επιλεκτικά φράση του H. Chadwick και αποµονώνοντάς την από τη συνάφειά της, φαίνεται να στηρίζει το αντίθετο, αφήνοντας υπονοούµενο ότι την αυτή άποψη ενστερνίζεται και ο H. Chadwick442. Ας δούµε όµως πως φαίνεται να διαδραµατίστηκαν τα γεγονότα, για να τοποθετήσουµε χρονολογικά το συγκεκριµένο περιστατικό και να εκτιµήσουµε την ευστάθειά του. Μεταξύ του 326 και 327443 τοποθετείται σύµφωνα µε τους µελετητές το ταξίδι που πραγµατοποίησε η µητέρα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου στην Ανατολή, στους Αγίους Τόπους, µολονότι δεν υπάρχει απόλυτη συµφωνία για τους λόγους που εκείνο έγινε444. Η Αυγούστα445 Ελένη, κατά τη διάρκεια της περιοδείας της βρέθηκε και στη γενέτειρά446 της, το ∆ρέπανο447 –πόλη την οποία ο Μ. Κωνσταντίνος επανοικοδόµησε448 µετά από σεισµό και µετονόµασε σε Ελενόπολη449, προς τιµήν της, µετά το θάνατό της. Την απάλλαξε από κάθε φορολογία450 και πρωτοστάτησε στην ανέγερση περικαλλούς ναού451 εκεί, προς τιµήν του προστάτη452 της βασιλοµήτορος, αγίου Λουκιανού (†7 Ιανουαρίου 312), πρεσβυτέρου της Αντιόχειας453. 441
H. Chadwick, ό.π., JTS 49 (1964) 29. Προκειµένου να καταδειχθεί η διαφοροποίηση των δύο κειµένων, κρίνεται σκόπιµη η αντιπαραβολή τους. Η υπογράµµιση των λέξεων, αποτελεί δική µας παρέµβαση: H. Chadwick, “The Fall of Eustathius of R.P.C. Hanson, “The Fate of Eustathius of Antioch”, JTS 49 (1964) 29: Antioch ”, Zeitschrift für Kirchengeschichte 33 (1984) 171: “Even if it be admitted that in the Historia “The story of Eustathius insulting the Empress Arianorum Athanasius is inclined to be less in Helena… was writing the Historia Arianorum, in touch with historical fact than usual, there is which, as Chadwick allows, Athanasius is inclined to be less in touch with historical fact than usual“. no reason to question this evidence, which shows no signs of legend, particularly since It is quite possible that later pro-Nicene writers it is coherent with certain other indications. ” preferred to represent their earlier heroes as deposed on non-theological grounds in order to conceal the fact, that they had really been deposed for unorthodoxy.” 442
443
J. Stevenson, A New Eusebius, σ. 382· R.P.C. Hanson, ό.π., Zeitschrift für Kirchengeschichte 33 (1984) 171· J.M. Mayer, ό.π., Histoire du Christianisme 2 (1995) 220· E.D. Hunt, Holy Land Pilgimage in the Later Roman Empire, AD 312-460, Oxford 1982, σ. 33-34· H. Chadwick, ό.π., JTS 49 (1964) 34. 444 J.M. Mayer, ό.π., Histoire du Christianisme 2 (1995) 220 υποσ. 194. 445 Η ανύψωση της µητέρας του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου σε Αυγούστα έγινε το 324. 446 ∆. Τσάµη, Μητερικόν, τ. Β΄, σ. 336 υποσ. 13· Μ. Γεδεών, Αγιοποιήσεις, ό.π., σ. 100. 447 Η σηµερινή ονοµασία της πόλης είναι Γιάλοβα. 448 Ανωνύµου, Πασχάλιον Χρονικόν, PG 92, 708Α· Φιλοστόργιου, ό.π., PG 65, 476C. 449 Σωκράτους Σχολαστικού, ό.π., PG 67, 117Β· Θεοφάνους Αββά, ό.π., PG 108, 113Β-116Α· Ιωάννου Μαλάλα, Χρονογραφία, 13 PG 97, 481C· Γεωργίου Κεδρηνού, Σύνοψις Ιστοριών, PG 121, 564Α· J.M.Sauget, “Luciano di Antiochia” BS 8 (1923) 264. 450 Ανωνύµου, ό.π., PG 92, 708Α. 451 Συµεών Μεταφραστή, Βίος και µαρτύριον του αγίου Λουκιανού, PG 114, 416CD· πρβλ. Κώδ. Βατοπεδίου 431, φ. 144v, (στ. 652-654)· Ε. ∆ουνδουλάκη, Ο άγιος ιεροµάρτυρας Λουκιανός ο Σαµοσατέας (± 240-312), σσ.104-106· του ίδιου, Ο ιερός ναός του αγίου Λουκιανού στη Λούκια Μονοφατσίου, σσ. 2627· του ίδιου, «Η επιστήθια τέλεση Θείας Ευχαριστίας από τον άγιο Λουκιανό», Κοινωνία, τεύχ. 2 (2003) 150· του ίδιου, «Ο άγιος ιεροµάρτυρας Λουκιανός στην Υµνογραφία», Γρηγόριος ο Παλαµάς, τεύχ. 803 (2004) 676· R. Janin, Les Églises et les Monastères des Grand Centres Byzantins, Paris 1975, σσ. 97-98· H. Delehaye, « Les Légendes Hagiographiques », SH 18 (1927) 184· G. Bardy, Recherches sur Saint Lucien d’Antioche et son École, Paris 1976, σ. 78· F. Vittinghoff, « Staat Beim Tode Konstantins », L’Église et l’Empire au IVe Siècle, σ. 26· C. Pietri, « La politique de Constance II », L’Église et l’Empire au IVe Siècle, σ. 134. 452 P. Hughes, A History of the Church, τ. 1, London 21956, σ. 189. 453 Αναλυτικά για το βίο του Λουκιανού Αντιοχείας (εορτή: 15 Οκτωβρίου), το έργο, τη θεολογία, την υµνογραφία, εικονογραφία, χειρόγραφη παράδοση κ.ά., βλέπε στην ανέκδοτη ∆ιπλωµατική εργασία µας (Ε. ∆ουνδουλάκη, Ο άγιος ιεροµάρτυρας Λουκιανός ο Σαµοσατέας (± 240-312), σσ. 1-217), όπου και σχετική βιβλιογραφία (σσ.192-206).
98
Η σύνδεση του ονόµατος του Λουκιανού µε τον Άρειο454 και άλλους υπέρµαχους της Αρειανικής κακοδοξίας455, η τιµή που απέδιδε η Αυγούστα Ελένη στον ιεροµάρτυρα, η ανέγερση του ναού του τη συγκεκριµένη χρονική περίοδο, που γίνονταν προσπάθειες να συµµορφωθούν οι Αρειανόφρονες µε το ∆όγµα της Νίκαιας, φαίνεται ότι αποτέλεσαν την αφορµή προκειµένου ο Ευστάθιος Αντιοχείας να συµπεριφερθεί υβριστικά456 προς το πρόσωπο της βασιλοµήτορος. Οι µελετητές διατυπώνουν επιφυλάξεις για τον ακριβή χαρακτήρα της ύβρεως προς το πρόσωπό της. Εκφράζεται η άποψη ότι η υβριστική συµπεριφορά του Ευσταθίου προς αυτήν συνίστατο µάλλον σε πράξεις, παρά σε λόγια457. Ο Β. Στεφανίδης458 διατυπώνει δύο υποθέσεις: i. Ή ότι ο ιεράρχης δεν παραβρέθηκε κατά την υποδοχή της Αυγούστας, ii. Ή ότι έστρεψε το βλέµµα του περιφρονητικά προς εκείνη (της «γύρισε την πλάτη»). Άλλοι µελετητές κάνουν λόγο µονάχα για φραστική459 υβριστική διατύπωση του Ευσταθίου, που φέρεται να συνδέεται, σύµφωνα και µε τον Αµβρόσιο Μεδιολάνων460, µε το άσηµο παρελθόν461 της βασιλοµήτορος. Αν επιχειρήσει κάποιος να αποφανθεί για την ευστάθεια ή µη της συγκεκριµένης εκδοχής, θα πρέπει να θεωρήσει βέβαιο αφενός ότι είναι πιθανό να συνέβη το περιστατικό και αφετέρου ότι η συγκεκριµένη κατηγορία δε θα πρέπει να αφορά το «επίσηµο» κατηγορητήριο σύµφωνα µε το οποίο οδηγήθηκε σε καθαίρεση ο Ευστάθιος, κατά τη Σύνοδο της Αντιόχειας. Και µολονότι θα µπορούσε να επικαλεστεί κάποιος τον 84ο Κανόνα των Αγίων Αποστόλων462 και να στοιχειοθετήσει κατηγορία, εκτιµούµε ότι δεν θα πρέπει να ήταν εκείνη που τέθηκε στη Σύνοδο και επέφερε την καθαίρεση του Ευσταθίου. Η υβριστική συµπεριφορά του ιεράρχη προς τη µητέρα του αυτοκράτορα θα πρέπει να αξιοποιήθηκε µονάχα στο Παλάτι463, προκειµένου να προκληθεί το θυµικό του
454
Ο Άρειος υιοθετούσε τον όρο «Λουκιανιστής» για τον εαυτό του. Βλ. Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 1,4 PG 82, 912C· Επιφάνιου Κύπρου, Κατά αιρέσεων, 2, 2, 49 PG 42, 212Β. Ο ρόλος της µαθητείας του Αρείου στον Λουκιανό είναι ευρύτερα αποδεκτός από τους µελετητές. Ορισµένοι πάντως, διατυπώνουν επιφυλάξεις για την ευστάθεια της συγκεκριµένης εκδοχής. Ενδεικτικά: Χ. Παπαδόπουλου, (αρχιεπ.), ό.π., σ. 129· Β. Φειδά, Το Κολλουθιανόν Σχίσµα., ό.π., σ. 24. 455 Μεταξύ των µαθητών του Λουκιανού, που υιοθέτησαν αργότερα τον Αρειανισµό, συγκαταλέγονται ο Ευσέβιος Νικοµηδείας, ο Νικαίας Θεόγνις κ.ά. Βλ. σχετικά: Φιλοστόργιου, ό.π, 2, 14 PG 65, 476D-477Α· B. Metzger, “Lucian and the Lucianic Recension of the Greek Bible”, NTS 8 (1961-1962) 190· U. Mannucci, (mons.), Istitutioni di Patrologia, τ. 2, Roma 1950, σ. 91· Ε.A. Sophocles, Greek Lexicon of the Roman and Byzantine Periods (from B.C. 146- A.D. 1100), New York 1983, σ. 721· Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες, σ. 73 υποσ. 2, 77. 456 Ενδεικτικά: E. Buonaituti, Storia del Christianismo, τ. 1, σ. 322· G. Downey, Ancient Antioch, σ. 145 κ.ε.· R.V. Sellers, ό.π., σ. 40· H. Chadwick, ό.π., JTS 49 (1964) 77 υποσ. 2· Ε. ∆ουνδουλάκη, Ο άγιος ιεροµάρτυρας Λουκιανός ο Σαµοσατέας (± 240-312), σ. 105. 457 F. Cavallera, ό.π., σ. 62: “Eustathe aurait manqué à ses devoirs envers l’impératrice - mère. Les termes sont vagues et peuvent s’entendre aussi bien d’actes que de paroles”. 458 Β. Στεφανίδη, ό.π., σ. 183. 459 H. Chadwick, ό.π., JTS 49 (1964) 34· J.M. Mayer, ό.π., Histoire du Christianisme 2 (1995) 278· E. Buonaiuti, ό.π., σ. 322. 460 Αµβροσίου Μεδιολάνων, ό.π., PL 16, 1399: “Stabulariam hanc primo fuisse asserunt”. 461 A.E. Burn, ό.π., σ. 57· J.M. Mayer, ό.π., Histoire du Christianisme 2 (1995) 278. 462 Π. Ακανθόπουλου, ό.π., σ. 46: «Ει τις υβρίσοι βασιλέα, ή άρχοντα, παρά το δίκαιον, τιµωρίαν τιννύτω· και ει µεν κληρικός, καθαιρείσθω· ει δε λαϊκός αφοριζέσθω.» 463 Ο Β. Στεφανίδης αξιοποιώντας πληροφορία που µας δίδει ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας, µνηµονεύει τα αρνητικά συναισθήµατα της Βασιλίνας, προς τον Ευστάθιο, -σύµφωνα µε τον ίδιο- αφήνοντας παράλληλα το ενδεχόµενο να είναι εκείνη που πληροφόρησε τον αυτοκράτορα για τη συµπεριφορά του ιεράρχη κατά της Αυγούστας Ελένης. Προσεκτική, όµως, ανάγνωση του συγκεκριµένου αποσπάσµατος του Αθανασίου, δείχνει ότι ο προκαθήµενος της Αλεξανδρινής Εκκλησίας µε τη φράση «Βασιλίνα πάνυ κατ’ αυτού σπουδάζουσα» (Προς µοναχούς, 5 PG 25, 700Β), µνηµονεύει την αρνητική διάθεση της συγκεκριµένης γυναίκας προς τον Ευτρόπιο Αδριανουπόλεως και όχι προς τον Ευστάθιο Αντιοχείας. Για την άποψη του έλληνα ιστορικού, βλέπε: Β. Στεφανίδη, ό.π., σ. 183.
99
Μ. Κωνσταντίνου, να επιτευχθεί η συγκατάβασή του, να ενεργοποιηθεί το «δικαίωµά»464 του, προκειµένου να συντελεστεί η εξορία του ιεράρχη465. βδ. Η κατηγορία της µοιχείας H προσέγγιση των πηγών καταδεικνύει ότι µεταξύ των κατηγοριών που φέρονται κατά του Ευστάθιου Αντιοχείας και συντέλεσαν στην καθαίρεσή του, ήταν κι εκείνη της µοιχείας η οποία οδήγησε σε έκθεσµο παιδί. Η άµεση µνηµόνευση ή η έµµεση αναφορά στη συγκεκριµένη πράξη διαφαίνεται στα κείµενα των Θεοδωρήτου Κύρου, Φιλοστόργιου, Σωκράτους του Σχολαστικού, Ερµεία Σωζοµενού, Νικηφόρου Κάλλιστου, όπως επίσης και στον Κώδικα 8 της Μονής Φιλοθέου, στο Μηνολόγιο του Ανώνυµου Βυζαντινού466, του 10ου αιώνος, καθώς και στη µετέπειτα Συναξαριακή Παράδοση467 . Πριν ξεκινήσουµε την αναφορά µας στη µαρτυρία του Θεοδωρήτου Κύρου, η οποία είναι η αρχαιότερη από εκείνες που µνηµονεύουν την κατηγορία της µοιχείας, της ανηθικότητας του Ευσταθίου, κρίνεται σκόπιµο να σηµειωθεί ότι το κείµενο του συγκεκριµένου εκκλησιαστικού συγγραφέα αποτέλεσε σαφώς πηγή του Κώδικα 8 της Μονής Φιλοθέου –όπως αποδείξαµε στο πρώτο τµήµα της ∆ιατριβής-, αλλά και του Νικηφόρου Κάλλιστου και ενδεχοµένως του Φιλοστόργιου. Ο Σωζοµενός από την άλλη φαίνεται να έχει ως πηγή του τον ιστορικό Σωκράτη, ο οποίος δείχνει να αποστασιοποιείται από την εκφορά της συγκεκριµένης κατηγορίας. Ο Νικηφόρος Κάλλιστος –ο οποίος απουσιάζει από τις αναφορές των µελετητών-, εκτός από το Θεοδώρητο, έχει πιθανόν µελετήσει, ως προς το ζήτηµα αυτό, τόσο το Σωκράτη, όσο και το Σωζοµενό, διότι περιέχει στοιχεία, µε παρεµφερή λεκτική διατύπωση, µε τις σχετικές προγενέστερες πηγές. Ο Θεοδώρητος Κύρου, ο οποίος ως αντιοχειανός γνωρίζει τις τοπικές παραδόσεις για την καθαίρεση του Ευσταθίου, αναφέρεται εκτενώς468 στο δόλο και στις µηχανορραφίες των αρειανοφρόνων προκειµένου να επιτύχουν την καθαίρεση και την εξορία του ιεράρχη. Σύµφωνα µε το συγγραφέα, στη Σύνοδο της Αντιόχειας (329/330), παρουσίασαν κάποια πόρνη, η οποία, αφού έλαβε χρήµατα από τους κατήγορους, υπέδειξε το βρέφος που κρατούσε ως καρπό του παράνοµου έρωτά της µε τον Ευστάθιο. Ο Θεοδώρητος παρουσιάζει µε γλαφυρότητα το όλο περιστατικό, για να σηµειώσει ότι, πολύ αργότερα, όταν πια ο Ευστάθιος είχε εξοριστεί, η συγκεκριµένη γυναίκα οµολόγησε την ψευδορκία της και κατονόµασε τον αληθινό πατέρα του βρέφους469. Με µικρές λεκτικές διαφοροποιήσεις παρουσιάζεται το συγκεκριµένο περιστατικό και στον Κώδικα 8 της Μονής Φιλοθέου470. Στα βασικά σηµεία της έκθεσης του Θεοδωρήτου κινείται τόσο η παρουσίαση του περιστατικού από το Νικηφόρο Κάλλιστο,471 όσο και στο Μηνολόγιο του Ανωνύµου Βυζαντινού. Αξίζει να σηµειωθεί
464
Ν. Μαγγιώρου, ό.π., σ. 102. Όπου σηµειώνεται ότι ο Μ. Κωνσταντίνος: «∆ιεκδίκησε –και πάλι η Εκκλησία δε διαµαρτυρήθηκε- το δικαίωµα να εξορίζει επισκόπους…». 465 Ο ∆. Ζαχαρόπουλος θεωρεί ότι εκείνη που συνέβαλε στην εξορία του Ευσταθίου, ήταν η Αυγούστα Ελένη, χωρίς όµως να δίδει περαιτέρω διευκρινήσεις. Σ’ αυτήν µάλιστα χρεώνει, εν µέρει, το Σχίσµα της Αντιόχειας. ∆. Ζαχαρόπουλου, ό.π., σ. 82. 466 V. Latyšev, ό.π., σ. 121-123. 467 Ενδεικτικά: Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως, σ. 48· Ν. Αγιορείτου, (µον.), Συναξαριστής.., τ. Γ΄, σ. 298· Τ. Ευαγγελίδου, Οι βίοι των αγίων, σ. 204· Ν.Β. Ρούσσου, (πρεσβ.), ό.π., σ. 155· Κ. ∆ουκάκη, Ο Μέγας Συναξαριστής, σ. 276· Ανωνύµου, Ο Μέγας Συναξαριστής, σ. 340· Μ. Γαλανού, Οι βίοι των Αγίων, σ. 105· W.E.A. Budge, The Book of the Saints of the Ethiopian Church, τ. 1, σ. 655. 468 Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 1, 20 PG 82, 965Β-968C. 469 Ό.π., 1, 20 PG 82, 969ΑΒ. 470 Κώδικας Φιλοθέου 8, φφ. 46vα-46vβ (στ. 24-38) και 47rβ (στ. 59-65). 471 Νικηφόρου Κάλλιστου, ό.π., 8, 45 PG 146, 177ΒD· 180B.
100
ότι ο Ξανθόπουλος, επισηµαίνοντας εκείνο που λέει ο Σωκράτης, ότι, κάθε φορά472 που επιχειρείται η καθαίρεση επισκόπων τίθεται το πρόσχηµα της αµφισβητούµενης ηθικής του κατηγορουµένου από µέρους των αιρετικών, υπογραµµίζει: «Το δ’ όλον συκοφαντία µετά διαβολής ήν.»473 Η µαρτυρία του Φιλοστόργιου κρίνεται σηµαντική, κατά τη γνώµη µας, διότι, µολονότι είναι θετικά προσκείµενος στον Αρειανισµό, εντούτοις φαίνεται να αντιλαµβάνεται ότι η αµφισβήτηση της ηθικής ακεραιότητας του Ευσταθίου αποτέλεσε το πρόσχηµα για την καθαίρεσή του. Αυτό γίνεται έµµεσα αντιληπτό από τη χρήση της µετοχής «επιγραψαµένους»474, όταν αναφέρεται στην αιτία της καθαίρεσης και της εξορίας του ιεράρχη, δηλαδή στην ερωτική συνεύρεσή του µε νεαρή γυναίκα475. Τόσο ο Σωκράτης όσο και ο Σωζοµενός κάνουν λόγο για «πρόφαση»476 όταν αναφέρονται στο ζήτηµα της µοιχείας του Ευσταθίου, µολονότι ο πρώτος δείχνει να δυσπιστεί για τη συγκεκριµένη κατηγορία και να την εκλαµβάνει ως συµβατή µε τη συγκεκριµένη τακτική που υιοθετούσαν οι Αρειανόφρονες στις καθαιρέσεις των επισκόπων. Χαρακτηριστικός είναι ο λόγος του Σωκράτη για την αιτία της καθαίρεσης του Ευσταθίου, ο οποίος σηµειώνει: «Ως ουν τινές φασιν, δι’ άλλας ουκ αγαθάς αιτίας· φανερώς γαρ ουκ ειρήκασιν. Τούτο δε επί πάντων ειώθασιν των καθαιρουµένων ποιείν οι επίσκοποι, κατηγορούντες µεν και ασεβείν λέγοντες, τας δε αιτίας της ασέβειας ου προστιθέντες.»477 Ο Σωζοµενός, τέλος, µιλά ευθέως για διαβολή478 κατά του ιεράρχη µε το πρόσχηµα των ανίερων πράξεων. Στους κύκλους των µελετητών είναι δυνατόν να διαπιστώσει κάποιος τις ακόλουθες τάσεις – τοποθετήσεις ως προς τη συγκεκριµένη κατηγορία: i. Εκείνους που αναφέρουν απλά το περιστατικό479 χωρίς να τοποθετούνται ή να το αξιολογούν, µολονότι, νοµίζουµε, ότι οι λέξεις που χρησιµοποιεί κάποιος κατά την επισήµανσή του είναι δυνατόν να φανερώσουν την κρίση του. ii. Εκείνους οι οποίοι, τοποθετούµενοι κριτικά στο συγκεκριµένο ζήτηµα, αµφισβητούν τον ιστορικό χαρακτήρα του και τέλος, iii. µία τρίτη κατηγορία µελετητών, οι οποίοι δέχονται την ύπαρξη ιστορικού υπόβαθρου στη συγκεκριµένη µαρτυρία, χωρίς όµως να υιοθετούν την από µέρους του ιεράρχη διάπραξη της συγκεκριµένης ενέργειας. Εµείς θα εστιάσουµε το ενδιαφέρον µας στις δύο τελευταίες τάσεις- τοποθετήσεις. Ως προς τη δεύτερη τάση480, ο αυστηρότερος481, ίσως, επικριτής τόσο της συγκεκριµένης µαρτυρίας του Ευσεβίου, όσο και του προσώπου του Θεοδώρητου, φαίνεται να είναι ο H. Chadwick. O συγκεκριµένος µελετητής εµφανίζεται επικριτικός προς τον επίσκοπο Κύρου κάνοντας λόγο για ανεπάρκεια κριτικού αισθητηρίου482 σοβαρό, θα λέγαµε εµείς, µειονέκτηµα για όποιον ασχολείται µε τα ιστορικά δεδοµένακαι υποστηρίζει ότι η ιστορία της µοιχείας δεν αξίζει αρκετά, για το λόγο ότι είναι 472
Ό.π., 8, 45 PG 146, 177Β: «… και δι’ άλλας ουκ αγαθάς αιτίας, ά ειωθός επί πάντων των καθαιρουµένων επισκόπων λέγειν εστιν». 473 Ό.π., 8, 45 PG 146, 177Β. 474 Φιλοστόργιου, ό.π, 2, 7 PG 65, 469C. 475 E. Schwartz, ό.π, σ. 173. 476 Σωκράτους Σχολαστικού, ό.π., PG 67, 145Α· Ερµεία Σωζοµενού, ό.π., 1,19 PG 67, 681Β· E. Schwartz, ό.π., σ. 172. 477 Σωκράτους Σχολαστικού, ό.π., PG 67, 144Β. 478 Ερµεία Σωζοµενού, ό.π., 1,19 PG 67, 681Β: «… φανερώς διέβαλλε· πρόφασιν δε, ως ουχ οσίαις πράξεσι την ιερωσύνην αισχύνας εφωράθη». 479 Ενδεικτικά: F. Cavallera, ό.π., σ. 37, 62· J.M. Neale, (rev.), ό.π., σ.88-89. 480 G.F. Chesnut, The First Christian Histories, σ. 202· R.P.C. Hanson, ό.π., σ. 178. 481 Ο H.M. Gwatkin δε θεωρεί το Θεοδώρητο ως τον εγκρατέστερο ιστορικό. Βλ. H.M.Gwatkin, ό.π., σ. 78 υποσ. 2: “Theodoret indeed is not the soberest of historians; and in this case his credit is specially damaged by his tale of the journey of Eusebius of Constantinople and the rest to Jerusalem.” 482 H. Chadwick, ό.π., JTS 49 (1964) 28: “That alone, apart from Theodoret’s deficiency in critical sense, should suffice to throw at least some doubt on his reliability here.”
101
«κοινός τόπος» και αγαπηµένο θέµα στα Αγιολογικά κείµενα, µη αποκλείοντας, όµως, το ενδεχόµενο να αποτελούσε θρύλο στην ευσταθιανή παράδοση της Αντιόχειας483. Στην αντίπερα όχθη βρίσκονται εκείνοι οι οποίοι δεν αρνούνται το ιστορικό υπόβαθρο της κατηγορίας της µοιχείας και εκτιµούν ότι η συγκεκριµένη κατηγορία484 είναι πιθανόν ν’ αποδόθηκε στον Ευστάθιο485, χωρίς ωστόσο να υφίσταται στην πραγµατικότητα. Με την άποψη αυτή συντασσόµαστε κι εµείς. Όπως και µε το επιχείρηµα του H.M.Gwatkin σύµφωνα µε το οποίο µολονότι ο Θεοδώρητος δεν είναι εγκρατής ιστορικός και η κατηγορία της µοιχείας ήταν συνηθισµένη για τους επισκόπους που τύγχαναν καθαίρεσης, εντούτοις το γεγονός ότι το περιστατικό µνηµονεύεται άµεσα από το Φιλοστόργιο και παρουσιάζεται αναλυτικά από το Νικηφόρο Κάλλιστο – προσθέτουµε εµείς- και φέρεται ως «ενδεχόµενο» στα κείµενα των ιστορικών Σωκράτους και Σωζοµενού, ίσως να µην του στερεί το ιστορικό υπόβαθρο. Επιπροσθέτως, ο µελετητής σηµειώνει ότι γίνεται υπαινιγµός του από τον Ιερώνυµο και, - σύµφωνα µε τον ίδιο- δεν αποκλείεται η φράση του Μ. Κωνσταντίνου που αναφέρεται στον Ευστάθιο µε την έκφραση «τον ρύπον εκείνον απωσάµενοι» -την οποία διασώζει ο Ευσέβιος486- να σχετίζεται487 µε το συγκεκριµένο γεγονός488. Πριν ολοκληρώσουµε την ενότητα αυτή, που αναφέρεται στις κατηγορίες του Ευσταθίου, κρίνεται σκόπιµο να συµπεριλάβουµε κι εκείνη που µνηµονεύει ο καθηγητής κ. Β. Φειδάς489, της από µέρους του Ευσταθίου αποδοχής της µετάθεσης στην Αντιόχεια –παρά τις αντίθετες Κανονικές διατάξεις του µεταθετού- την οποία αφενός δεν συναντήσαµε στις πηγές ως κατηγορία κατά του ιεράρχη και αφετέρου, νοµίζουµε, ότι δε θα µπορούσε να απαγγελθεί µια τέτοια κατηγορία, διότι η Σύνοδος της Νίκαιας δεν πρόβαλε αντιρρήσεις για την περίπτωση της µετάθεσης του Ευσταθίου. γ΄ Η καθαίρεση του Αντιοχείας Ευσταθίου Η διερεύνηση της καταδικαστικής απόφασης κατά του Ευσταθίου Αντιοχείας δεν είναι απλή υπόθεση. Η δυσκολία έγκειται αφενός στις φαινοµενικά αντιφατικές πληροφορίες των πηγών, τις οποίες, νοµίζουµε, ότι πρέπει να δούµε συνθετικά και αφετέρου στο ότι κάθε γεγονός ή άποψη, είναι δυνατό να τύχει πολλαπλών αναγνώσεων και να ερµηνευτεί διαφορετικά, χωρίς να διακυβεύεται η ευστάθειά του, από όποια οπτική γωνία κι αν το εξετάσουµε. Ένα είναι σίγουρο: ότι η καταδικαστική απόφαση του Ευσταθίου πρέπει να θεωρηθεί ως η πρώτη δηµόσια πράξη επίδειξης δύναµης490 από µέρους των προσκείµενων στον Ευσέβιο Καισαρείας προσώπων, κατά τη µετανικαιϊκή περίοδο.
483
Ό.π., JTS 49 (1964) 28: “The story does not appear to be worth much. And the story of a prostitute accusing the holy man of God of being the father of her child is a well-worn theme in hagiography. It looks very much as thought what we have in Theodoret is an ordinary hagiographical legend moulded in the Eustathian tradition in Antioch.” 484 R.V. Sellers, ό.π., σ. 41. Ο συγκεκριµένος µελετητής θεωρεί την κατηγορία αυτή ότι διασώθηκε ως παράδοση, εφόσον δεν έχουµε στα χέρια µας Πρακτικά της Συνόδου που καταδίκασε τον Ευστάθιο. Υπογραµµίζει όµως ότι αυτή αποτελεί µονόπλευρη (“his account is one sided”) θεώρηση της καταδικαστικής απόφασης της Συνόδου. 485 Η M.J. Mayer σηµειώνει ότι επειδή οι Aρειανόφρονες δε θα µπορούσαν να επιτεθούν ευθέως στη Θεολογία του Ευσταθίου, προβάλλοντας δηλαδή αυτήν ως πρόσχηµα καθαίρεσης –κάτι που ήξεραν ότι θα προξενούσε αντιδράσεις- γι’ αυτό και έθεσαν ζήτηµα ανηθικότητας. J.M. Mayer, ό.π., Histoire du Christianisme 2 (1995) 277. 486 Ευσεβίου Καισαρείας, Εις τον βίον του Κωνσταντίνου 3, 60, PG 20, 1133Α. 487 H.M.Gwatkin, ό.π., σ. 78 υποσ. 2. 488 Άποψή µας είναι ότι ο Μ. Κωνσταντίνος µε τη φράση του αυτή αναφέρεται µε θυµό και περιφρόνηση προς το πρόσωπο του Ευσταθίου Αντιοχείας και δεν υπονοεί πρακτικές του ιεράρχη, σεξουαλικού προσανατολισµού, που απάδουν στον αρχιερατικό βαθµό του. 489 Β. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, σ. 476. 490 F. Cavallera, ό.π., σ. 57.
102
Πρώτιστο µέληµά µας κατά την προσέγγιση της καταδίκης του Ευσταθίου είναι να διευκρινίσουµε ότι προσωπικά αποφεύγουµε το συγχρονισµό της καθαίρεσης του ιεράρχη µε την εξορία του, έστω και για το ίδιο έτος -όπως ευρέως υιοθετείται- διότι εκτιµούµε ότι ο διαχωρισµός αυτός θα πρέπει να ανταποκρίνεται στα ιστορικά δεδοµένα. Είναι επίσης ανάγκη να σηµειώσουµε ότι ακολούθως θα επιχειρήσουµε να ανασυνθέσουµε και να εκθέσουµε τα ιστορικά γεγονότα και δεδοµένα που σχετίζονται µε την καταδίκη του Ευσταθίου, λαµβάνοντας υπόψη µας όχι µόνο τις ιστορικές µαρτυρίες των πηγών, αλλά και αξιοποιώντας τις πληροφορίες που αντλούµε από τους Κανόνες της Εκκλησίας (Κανονικό πλαίσιο). Οι µελετητές, όσοι τουλάχιστον δεν περιορίστηκαν στην απλή αναφορά του γεγονότος491 της καθαίρεσης, εξορίας του Ευσταθίου, τοποθετούν την καταδίκη του µεταξύ των ετών 326 και 334.492 Ειδικότερα, οι χρονολογίες που προτάθηκαν, µε συγκεκριµένα λογικά επιχειρήµατα η καθεµία, είναι: το 326493, το 327494, το 328495 ή 329496, το 330 –η οποία είναι και η χρονολογία που τυγχάνει ευρείας αποδοχής497-, το 331498, καθώς και το 333 ή 334499. ∆ύο πράγµατα αξίζει να σηµειωθούν ως προς τη χρονολόγηση της καταδικαστικής απόφασης: Το πρώτο είναι ότι, ο H. Chadwick, µολονότι φαίνεται να κατευθύνει τη σκέψη του για την καταδίκη του Ευσταθίου κατά το 326, εντούτοις, προκειµένου να επιτύχει την εναρµόνιση των διαφοροποιούµενων πληροφοριών των πηγών, προτείνει την αποδοχή της σύγκλισης δύο Συνόδων στην Αντιόχεια500. Το δεύτερο σχετίζεται επίσης µε το ζήτηµά µας, το οποίο ωθεί ορισµένους µελετητές να καταγράφουν για το ίδιο θέµα διαφορετικές χρονολογίες501 σε διαφορετικές σελίδες του ίδιου συγγράµµατος.
491
R.R. Williams, A Guide to the Teaching of the Early Church Fathers, σσ. 199-200· J.N.D. Kelly, Early Christian Doctrines, σ. 238· G. Downey, ό.π, σ. 232· Ν. Κεφαλά, (µητρ.), Αι Οικουµενικαί Σύνοδοι, σ. 97· Χ. Παπαδόπουλου, (αρχιεπ.), Ιστορία της Εκκλησίας των Ιεροσολύµων, σ. 110· κ.ά. 492 ∆εν απουσιάζουν και οι απόψεις οι οποίες εντάσσουν την καταδίκη του ιεράρχη γύρω στο 340, αξιοποιώντας τη µαρτυρία του Θεοδωρήτου που µνηµονεύει τον Ευσέβιο Νικοµηδείας ως Κωνσταντινουπόλεως, πριν από τη συγκεκριµένη εξέλιξη των γεγονότων, 493 W.H.C. Frend, The Early Church, σ. 148· H. Chadwick, ό.π., JTS 49 (1964) 35, 28. 494 T.D. Βarnes, “Discussion”, L’Église et l’Empire au IVe Siècle, σ. 295. 495 Β. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, σ. 476. 496 P. Maraval, Le Christianisme de Constantin à la Conquête Arabe, σ. 79, 82, 322· P.R.C. Hanson, ό.π., ZKG 95 (1984) 171-179. 497 H.R. Drobner, Lehrbuch der Patrologie, σ. 161, 201· G. Bardy, ό.π, σ. 211, 313, 324· B.J. Kidd, A History of the Church to A.D. 461, τ. 2, σ. 55· L. Duchesne, Histoire Ancienne de l’Eglise, τ. 2, σ. 165· J.W.C. Wand, A History of the Early Church to A.D. 500, σ. 161· F. Cavallera, Saint Jérôme· sa Vie et son Œuvre, τ. 1, σ. 62 υποσ. 1· D.S. Wallace, Eusebius of Caesarea, σ. 33· H.M. Gwatkin, ό.π., σ. 77· E. Schwartz, ό.π., σ. 35· J. Quasten, Initiation aux Pères de l’Église, τ. 3, σ. 278· A.E. Burn, ό.π., σ. 14· G. Chesnut, “The First Christian Histories”, Théologique Historique 46 (1977) 203· Γ. Παπαδάκη, ό.π, σ. 147· Κοντογόνη Κ., Ιστορία, σ. 77· Π. Χρήστου, ό.π., τ. Α΄, σ. 160. 498 J.M.Neale, (rev), A History…, ό.π., σ. 88 υποσ. 1, και σ. 99. 499 G.L. Prestige, Fathers and Heretics, σ. 101. 500 H. Chadwick, ό.π., JTS 49 (1964) 35: “It is, however, likely that we have to reckon with two synods at Antioch at the first of which Eustathius and Asclepas were deposed and the twenty-five canons drawn up, and at the second of which Euphronius was appointed. This would at least solve the difficulty about Aetius, and allows time to fit in the brief episcopate of Paulinus of Tyre and that of Eulalius.” 501 Η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση της τελευταίας αυτής κατηγορίας µελετητών, είναι εκείνη του J. Quasten, o οποίος αρχικά µνηµονεύει το 326 ως χρόνο καθαίρεσης του Ευσταθίου (και το 330 της εξορίας του). Σε άλλη σελίδα του ίδιου συγγράµµατος καταγράφει το 330 ως χρόνο καθαίρεσης του ιεράρχη, για να καταλήξει σε µια τρίτη σελίδα µε τη διαζευκτική πρόταση των δύο παραπάνω χρονολογιών ως χρόνο καταδίκης. (J. Quasten, Patrology, τ. 3, σ. 302, 310, 349). Ανάλογη τακτική ως προς την καταγραφή της συγκεκριµένης χρονολόγησης διαπιστώνουµε και στον καθηγητή κ. Σ. Παπαδόπουλο σε σύγγραµµα του, στο οποίο προβάλλονται το 326, το 328/9 ως χρονολογίες καταδίκης του Ευσταθίου. (Σ. Παπαδόπουλου, ό.π., σ. 107, 112).
103
∆εν πρόκειται να ασχοληθούµε µε την επιχειρηµατολογία που επικαλείται κάθε οµάδα µελετητών για να στηρίξει την άποψή της για συγκεκριµένη χρονολογία, διότι αυτό θα εξυπηρετούσε το σκοπό µας. Θα σταθούµε όµως σε ορισµένα επιχειρήµατα δύο µελετητών που χαρακτηρίζουν πρόωρη την εκτίµηση για τοποθέτηση της καθαίρεσης του Ευσταθίου το 326, αφού σηµειώσουµε ότι εµείς θεωρούµε ως πιθανή χρονολογία καθαίρεσης του Ευσταθίου το 329 (µήνα Οκτώβριο) ή το 330 (Άνοιξη), ανάλογα µε το εάν υιοθετήσουµε µια άµεση εκλογή του διαδόχου του Ευσταθίου –πράγµα απίθανο για εµάς- ή όχι και ως χρονολογία εξορίας του ιεράρχη το 331. Στα επιχειρήµατα που προβάλλονται για να χαρακτηρίσουν πρόωρη την εκτιµούµενη χρονολογία του 326 για καταδίκη του Ευσταθίου, -τα οποία µας βρίσκουν σύµφωνους-, είναι και τα ακόλουθα: i. Το σύντοµο χρονικό διάστηµα που µεσολαβεί µετά το πέρας των εργασιών της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου (ο Ευστάθιος ήταν µόλις τέσσερις ή πέντε µήνες προκαθήµενος της Αντιόχειας πριν από τη σύγκλησή της), µέχρι την καταδίκη του Ευσταθίου, που δε θα είχε δώσει τη δυνατότητα στον ιεράρχη να αναπτύξει τέτοιες σχέσεις µε το ποίµνιο, ώστε να δηµιουργηθούν ισχυροί πυρήνες502 υποστηρικτών του που θα αποδοκιµάζουν για χρόνια τους διαδόχους του, ακόµη και µετά το θάνατό του. ii. Η βραχυχρόνια αυτή παραµονή στο θρόνο της Αντιόχειας δε θα είχε δώσει τη δυνατότητα στον ιεράρχη να εκδιώξει ικανό αριθµό αρειανοφρόνων κληρικών503 µετά τη Σύνοδο της Νίκαιας και να δηµιουργήσει την έντονη δυσαρέσκεια των αντιφρονούντων. iii. Ο P.R.C. Hanson επικαλείται επίσης δύο άλλα επιχειρήµατα προκειµένου να υποστηρίξει το πρόωρο της χρονολόγησης του 326 για την καταδίκη του Ευσταθίου. Το πρώτο από αυτά συνδέεται µε κείµενο του Ευσταθίου που σώζεται στην Ιστορία του Θεοδωρήτου504, όπου και καταγράφονται πληροφορίες για τη σύνθεση της Συνόδου της Νίκαιας, αλλά και τις αντιδράσεις των αρειανοφρόνων µετά από αυτήν. Ο µελετητής εστιάζει το ενδιαφέρον του στη φράση «…το εργαστήριον των αµφί τον Ευσέβιον…»505. στην οποία δέχεται ότι υπονοούνται τόσο ο Ευσέβιος Καισαρείας, όσο και ο Νικοµηδείας. Κι επειδή η συµπερίληψη του τελευταίου στο «των αµφί» προϋποθέτει ενεργή δραστηριότητα από µέρους του, αυτό δε θα µπορούσε να συµβεί κατά το 326 όπου ο Νικοµηδείας ήταν σε εξορία.506 iv. Οι διατυπώσεις, ο ενεστωτικός χρόνος των ρηµάτων στο παραπάνω κείµενο507 αποτελούν, σύµφωνα µε τον ίδιο µελετητή508, σαφή ένδειξη αφενός ότι ο Ευστάθιος δε βρίσκεται έκπτωτος από το θρόνο όταν τα γράφει και αφετέρου ότι παρά τις µεθοδεύσεις των Αρειανοφρόνων, δε φαίνεται να έχει δεχτεί ακόµη ο ίδιος πλήγµα σε προσωπικό επίπεδο. Συνεπώς, η καταδίκη του πρέπει να τοποθετηθεί αργότερα, το 328 έως 329, όπως ο ίδιος προτείνει. Στα παραπάνω επιχειρήµατα θα µπορούσε κάποιος να προσθέσει και τα ακόλουθα: i. Εάν η καταδίκη του Ευσταθίου έγινε το 326, η «οµάδα» των Αρειανοφρόνων δε θα είχε ανασυνταχθεί διότι ήταν αποδυναµωµένη, εφόσον τα περισσότερα από τα επίλεκτα µέλη της, π.χ. Νικοµηδείας Ευσέβιος, Νικαίας Θεόγνης, κ.ά., βρίσκονταν σε εξορία µε αυτοκρατορική εντολή. Συνεπώς, θα ήταν τουλάχιστον άστοχο και εκ των προτέρων καταδικασµένο το να επιχειρήσει ο Ευσέβιος την καταδίκη του Ευσταθίου, την 502
P.R.C. Hanson, ό.π., ZKG 95 (1984) 173. Ό.π., ZKG 95 (1984) 173. 504 Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 1,7 PG 82, 921ΑC. 505 Ό.π., 1,7 PG 82, 921Β· P. Batiffol, “Les Sources de l’Histoire du Concile de Nicée”, Echos d’ Orient 24 (1925) 391. 506 P.R.C. Hanson, ό.π., ZKG 95 (1984) 171-173. 507 Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 1,7 PG 82, 921ΑC. 508 P.R.C. Hanson, ό.π., ZKG 95 (1984) 174. 503
104
«ανατροπή» του Όρου της Νίκαιας, τη στιγµή µάλιστα που οι αποφάσεις της ήταν σχετικά πρόσφατες. ii. Ο Ευσέβιος Καισαρείας δεν είχε εδραιώσει τις σχέσεις του µε τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, εφόσον ο συνδετικός κρίκος του, ο οποίος ήταν ο Ευσέβιος Νικοµηδείας –εκείνος που αργότερα συντέλεσε στη σύσφιξη των σχέσεων- βρισκόταν σε εξορία την περίοδο αυτή. ∆ε θα είχε λοιπόν την στήριξη του αυτοκράτορα στις αντικανονικές ενέργειές του, ή τουλάχιστον θα κινούσε υποψίες κάθε βολή του κατά του Αντιοχείας Ευσταθίου, που θα µπορούσαν να τον χρεώσουν µε εξορία. iii. Όπως πληροφορούµαστε από το χρονογράφο Θεοφάνη509, η κατασκευή της µεγάλης Εκκλησίας της Αντιόχειας ξεκίνησε το δέκατο τρίτο έτος της αρχιερατείας του Ευσταθίου, που από τους µελετητές αυτή τοποθετείται το 327510. Συνεπώς, θα ήταν άστοχο να ισχυριστούµε ότι ο Ευστάθιος καθαιρέθηκε το 326. iv. Η µαρτυρία του Φιλοστόργιου σύµφωνα µε την οποία µετά τη Σύνοδο της Νίκαιας µεσολάβησαν «τρεις όλους ενιαυτούς»511 για να αρχίσει η επάνοδος των εξορισθέντων Αρειανοφρόνων, η ανασύσταση δυνάµεων και να επακολουθήσει η καταδίκη του Ευσταθίου, δεν αφήνει περιθώρια τοποθέτησής της σε προγενέστερο χρονικό πλαίσιο πριν, τουλάχιστον, το 328. Σύµφωνα µε τον F. Cavallera512, το διάστηµα που απαιτείται για την επίτευξη της εµπιστοσύνης µεταξύ Ευσεβίου Καισαρείας και Μ. Κωνσταντίνου, µετά την αποκατάσταση του Ευσεβίου Νικοµηδείας, φαίνεται να συγκλίνει προς µία χρονολογία πλησίον του 330, µε την οποία συµφωνούν οι υπολογισµοί του Θεοδωρήτου Κύρου513, ο οποίος σηµειώνει ότι η άνοδος του Μελετίου στο θρόνο της Αντιόχειας έλαβε χώρα τριάντα έτη514 µετά τη βολή κατά του Ευσταθίου και το Σχίσµα της Αντιόχειας είχε διάρκεια ογδόντα πέντε έτη515, µέχρι την αρχιερατεία του Αλεξάνδρου Αντιοχείας. Στο σηµείο αυτό αξίζει να σηµειωθεί ακόµη ένας λόγος, από το Κανονικό ∆ίκαιο, αυτή τη φορά, που συγκλίνει υπέρ της χρονολόγησης της καταδίκης του Ευσταθίου περί το 330. Η καταδίκη του προκαθηµένου της Αντιόχειας προηγήθηκε της καθαίρεσης του Ευτρόπιου (πριν το 332), καθώς και της βολής των Αρειανοφρόνων κατά του Αθανασίου Αλεξανδρείας στα τέλη του 330516. Με τα παραπάνω δεδοµένα, εκτιµούµε τη χρονολογία αυτή, ως «ανώτατο όριο», (χρονικό πλαίσιο), στο οποίο έλαβε χώρα η καταδίκη του Ευσταθίου. Το τελευταίο πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο και για το λόγο ότι για την απαγγελία της κατηγορίας της µοιχείας, η οποία είχε βαρύνουσα σηµασία µονάχα στην καθαίρεση και όχι στην εξορία του ιεράρχη, όπως θα καταδείξουµε παρακάτω, έπρεπε να υποβληθεί αγωγή, για να τεθεί υπό εξέταση εντός του χρόνου των πέντε ετών, τόσο σύµφωνα µε το κοσµικό, όσο και µε το Εκκλησιαστικό δίκαιο, διαφορετικά παραγράφονταν517. Ενδεικτικό είναι το σχόλιο του αγίου Νικόδηµου του Αγιορείτη στον 48ο Κανόνα518 των Αγίων Αποστόλων: «Κινείται δε η περί µοιχείας αγωγή ανάµεσα εις
509
Θεοφάνους Αββά, ό.π., PG 108, 116ΑΒ: «Α.Μ. 5819. Τω αυτώ έτει (327), εν Αντιοχεία το οκτάγωνον κυριακόν ήρξαντο οικοδοµείσθαι.» 510 R. Devreesse, ό.π., σ. 115. 511 Φιλοστόργιου, ό.π, 2, 7 PG 65, 469C. 512 F. Cavallera, ό.π., σ. 58. 513 Ό.π., σ. 58. 514 Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 2, 27, PG 82, 1181D: «Τριάκοντα µεν γαρ έτη µετά γε τας κατ’ Ευσταθίου του πανευφήµου γεγενηµένας επιβουλάς διετέλεσαν.» 515 Ό.π., 3, 2, PG 82, 1089C. 516 F. Cavallera, ό.π., σ. 57. 517 Κ. Ράλλη, Ποινικόν ∆ίκαιον της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, σ. 250, όπου και αναφορά των σχετικών νοµοκανονικών διατάξεων. 518 Π. Ακανθόπουλου, ό.π., σ. 36: «Εί τις λαϊκός την εαυτού γυναίκα εκβαλών, ετέραν λάβοι, ή παρ’ άλλου απολελυµένη, αφοριζέσθω.»
105
πέντε χρόνους, και όχι περισσοτέρους.»519 Με δεδοµένο ότι η αφετηρία των χρονικών ορίων της υποτιθέµενης διάπραξης της πράξης δεν είναι δυνατό να τοποθετηθεί πριν από το 325, οπότε ο ιεράρχης ανέλαβε το πηδάλιο της Αντιόχειας και µάλιστα µετά τη σύνοδο της Νίκαιας, αυτό µας δίνει τη χρονολογία του 330, όπου διαπιστώνουµε ότι δεν υπάρχει ασυµφωνία µε τα ιστορικά δεδοµένα. Άµεση ή έµµεση εξάρτηση µε την καταδικαστική απόφαση του Ευσταθίου θεωρούµε ότι παρουσιάζουν οι Κανόνες 4, 5, 11, 12, 14, 15, 16 και 20 της Συνόδου της Αντιόχειας του 341 (διότι ως δικοί της εκδίδονται οι Κανόνες της Συνόδου της Αντιόχειας που καταδίκασε τον Ευστάθιο)520, σε ορισµένους από τους οποίους δεν αποκλείεται η καταδίκη του Ευσταθίου να αποτέλεσε διαπλαστική πηγή. Για να µπορέσουµε να προσδιορίσουµε µε µεγαλύτερη ακρίβεια την περίοδο της σύγκλισης της Συνόδου της Αντιόχειας που καταδίκασε τον Ευστάθιο, πρέπει να λάβουµε υπόψη µας δύο πράγµατα: τον κατάλογο των διαδόχων του ιεράρχη -µολονότι ως προς αυτόν δεν υπάρχει συµφωνία µεταξύ των πηγών, αλλά και των µελετητών- καθώς και τον 20ο Κανόνα της Συνόδου της Αντιόχειας. Άµεσος διάδοχος του Ευσταθίου ήταν ο Παυλίνος521 και µολονότι το όνοµά του δεν καταγράφεται πάντοτε στους επισκοπικούς καταλόγους, ίσως διότι αρχιεράτευσε µονάχα για έξι µήνες, εντούτοις φαίνεται να κατέλαβε το θρόνο της Αντιόχειας το 330522. Πρέπει να θεωρήσουµε απίθανη την άµεση αντικατάσταση του Ευσταθίου, κατά την καθαίρεσή του, διότι µια τέτοια ενέργεια, αφενός θα κινούσε υπόνοιες για το προσχεδιασµένο της υπόθεσης σε Συνοδικούς και ποίµνιο, και αφετέρου οι πιθανές εντάσσεις στο πλήρωµα της τοπικής Εκκλησίας, κατά τη συγκεκριµένη χρονική περίοδο, δε θα µπορούσαν να είναι αξιοποιήσιµες για το επιθυµητό αποτέλεσµα, την εξορία του Ευσταθίου. Το δεύτερο στοιχείο που καλούµαστε να αξιοποιήσουµε είναι ο 20ος Κανόνας της Συνόδου της Αντιοχείας, που σηµειώνει ότι προκειµένου να αντιµετωπιστούν οι ανάγκες της Εκκλησίας, αλλά και οι ενστάσεις από κληρικούς που θεωρούσαν ότι είχαν αδικηθεί, ορίζεται να γίνεται η σύγκληση της Συνόδου της επαρχίας από το Μητροπολίτη δύο φορές το χρόνο. Την τρίτη εβδοµάδα µετά το Πάσχα, ώστε να γίνεται η σύναξη την τέταρτη εβδοµάδα της Πεντηκοστής, αλλά και στις δεκαπέντε Οκτωβρίου523. Στην τακτική αυτή σύγκληση των επισκόπων, κατά την οποία το εκλεκτορικό σώµα θα ήταν διευρυµένης σύνθεσης, πρέπει να αποδώσουµε την εκλογή του Παυλίνου (330). Αναφέραµε προηγουµένως ότι µεταξύ της καθαίρεσης του Ευσταθίου και της εκλογής του διαδόχου του θα πρέπει να µεσολάβησε εύλογο χρονικό διάστηµα, οπότε ίσως θα πρέπει να τοποθετήσουµε τη σύγκληση της Συνόδου της Αντιοχείας που καταδίκασε τον Ευστάθιο, τον Οκτώβριο του 329 και στην πρώτη τακτική συνεδρίασή της, την Άνοιξη του 330, την εκλογή του Παυλίνου. Το παρασκήνιο, που προηγήθηκε της Συνόδου της Αντιόχειας του 329, το έχουµε ήδη σηµειωθεί, µε τη διαφορά ότι ο Ευσέβιος Νικοµηδείας δεν είχε ακόµη καταλάβει το θρόνο της Κωνσταντινούπολης, όπως αναφέρεται από το Θεοδώρητο. Υπό την προεδρία του Ευσεβίου Νικοµηδείας524, ή του Ευσεβίου Καισαρείας, και µε τη συµµετοχή 519
Νικοδήµου Αγιορείτου, (µον.), Πηδάλιον, σ. 61 υπος. A.W.H. Duane, The Early Episcopical Career of the Athanasius of Alexandria, σ. 113 υποσ. 54· Σ. Παπαδόπουλου, ό.π., σ. 107. 521 Φιλοστόργιου, ό.π., PG 65, 504ΑΒ· F. Cavallera, Le Schisme, ό.π, σ. 67. 522 Α. Σαββίδη, Ιστορία του Βυζαντίου· µε αποσπάσµατα από τις πηγές, τ. Α΄, σ. 255. 523 Π. Ακανθόπουλου, ό.π., σ. 244: «Κανών 20. ‘‘∆ιά τάς εκκλησιαστικάς χρείας, και τας των αµφισβητουµένων διαλύσεις, καλώς έχειν έδοξε συνόδους καθ’ έκαστην επαρχίαν των επισκόπων γίνεσθαι δεύτερον του έτους· άπαξ µεν µετά την τρίτην εβδοµάδα της εορτής του Πάσχα, ώστε τη τετάρτη εβδοµάδι της Πεντηκοστής επιτελείσθαι την σύνοδον, υποµιµνήσκοντος τους επαρχιώτας του εν τη µητροπόλει· την δε δευτέραν σύνοδον γίνεσθαι ειδοίς οκτωβρίαις, ήτις εστί δεκάτη Υπερβερεταίου….’’». 524 Β. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, ό.π.,σ. 476. 520
106
αρκετών ιεραρχών525 από τη Συρία, τη Φοινίκη, την Παλαιστίνη, τη Μεσοποταµία, την Κιλικία και την Ισαυρία, συγκροτήθηκε η Σύνοδος που καταδίκασε τον Ευστάθιο. Το ερώτηµα που γεννάται είναι εάν ο Ευστάθιος ήταν παρών κατά τις εργασίες της Συνόδου. Πρέπει να θεωρήσουµε δεδοµένη την παρουσία του κατά την έναρξη των εργασιών της Συνόδου, ως «κυρίου» της Μητροπόλεως, ο οποίος θα πρέπει να άσκησε και την προεδρία, µέχρι και την καθαίρεσή του. Προς την κατεύθυνση αυτή συνηγορεί και το τέλος του 20ου Κανόνα της Συνόδου της Αντιόχειας που σηµειώνει ότι δεν επιτρέπεται η σύγκλιση Συνόδων χωρίς τους Μητροπολίτες526. Εντούτοις, τα όσα αναφέρει ο Θεοδώρητος Κύρου περί «τυρίας»527, καθώς και τα περί προεδρίας του Ευσεβίου στη συγκεκριµένη Σύνοδο, δε µας αφήνουν ένα ξεκάθαρο τοπίο. Επανερχόµαστε και πάλι στο ζήτηµα των κατηγοριών του Ευσταθίου. Ο A.W.H Duane ισχυρίζεται σε σύγγραµµά του ότι οι κατήγοροι του Ευσταθίου Αντιοχείας δεν έδωσαν µεγάλη σηµασία στη φύση των κατηγοριών του ιεράρχη528, αν ήταν εκκλησιαστικές ή πολιτικές, διότι το µόνο που τους ενδιέφερε ήταν η αποµάκρυνσή του. Ως προς το δεύτερο µέρος του συλλογισµού αυτού, η άποψη του A.W.H. Duane µας βρίσκει σύµφωνους. Θεωρούµε όµως ότι η εκτίµηση για άκριτη απόδοση κατηγοριών στον Ευστάθιο, δεν ανταποκρίνεται στην πραγµατικότητα και αποτελεί υποτίµηση της αντιληπτικής ικανότητας κυρίως του Ευσεβίου Καισαρείας και ακολούθως των οµοφρόνων του. Η επίκληση της εξύβρισης της Βασιλοµήτορος Ελένης, µολονότι προσκρούει στον 84ο Κανόνα των Αγίων Αποστόλων529 και µπορεί να επιφέρει την ποινή της καθαίρεσης, πιστεύουµε ότι δεν πρέπει να τέθηκε ως κατηγορία κατά τις εργασίες της Συνόδου, για την καθαίρεση του Ευσταθίου, αλλά αξιοποιήθηκε αργότερα ως «δευτερεύουσα» κατηγορία ή καλύτερα ως µέσο για τη λεγόµενη «επίκλησης του συναισθήµατος» του αυτοκράτορα, για την επίτευξη της εξορίας του ιεράρχη. Η κατηγορία του Ευσταθίου για Σαβελλιανισµό, σύµφωνα µε τις επεξηγήσεις που δώσαµε παραπάνω, αποτελούσε ασφαλώς το πρόσχηµα για να βάλλουν άµεσα οι Αρειανόφρονες κατά του Όρου της Νίκαιας, όµως επειδή στη Σύνοδο δεν συµµετείχαν µονάχα φιλοαρειανοί, αλλά και ορθόδοξοι530 -ορισµένοι από τους οποίους θα πρέπει να είχαν λάβει µέρος και στην Α΄ Οικουµενική-, γι’ αυτό θεωρούµε πιθανή την αναφορά της κατά τις εργασίες της Συνόδου, όµως δεν µας βρίσκει σύµφωνους η άποψη ότι µέσω αυτής επιτεύχθηκε η καταδίκη του Ευσταθίου. ∆εν πρέπει επίσης να παραβλέπουµε το γεγονός ότι ενδεχόµενος ισχυρισµός των Αρειανοφρόνων για αιρετική διδασκαλία του 525
Ο Θεοδώρητος Κύρου αναφέρει ότι παραβρίσκονταν πολλοί, ενώ ο Φιλοστόργιος ανεβάζει τον αριθµό των συµµετεχόντων σε διακόσιους πενήντα επισκόπους. Φιλοστόργιου, ό.π., 2,7 PG 65, 472Α· Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 1, 20, PG 82, 968C. 526 Π. Ακανθόπουλου, ό.π., σ. 244. 527 Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 1, 20 PG 82, 968D: «Των δε άλλων αρχιερέων παρήσαν γαρ ουκ ολίγοι, και των αποστολικών υπερµαχούντες δογµάτων, και τα τυρευθέντα παντάπασιν αγνοούντες, προφανώς αντιλεγόντων…». 528 A.W.H. Duane, ό.π., σ. 111: “In the case of Eustathius, little attention was given to whether the charges were civil or ecclesiastical by the Synod of Antioch or, apparently, by Constantine, who reviewed the case afterwards. Clearly, the only point at issue for the Eusebians was the removal of Eustathius by any means possible.” Ο συγγραφέας, προκειµένου να στηρίξει την άποψή του αυτή, επικαλείται ακολούθως τον 2ο Κανόνα της Νίκαιας. Προσωπικά δεν εντοπίσαµε κάποια σχέση µεταξύ όσων θέλει να ισχυριστεί ο µελετητής και του συγκεκριµένου Κανόνα. Το κείµενο έχει ως εξής: “Under the second canon of the Nicaea, all that was necessary for a bishop’s deposition was his conviction of an offense of a suitably serious nature –whether civil or ecclesiastical. The multiplicity of charges made against both Eustathius and Athanasius, civil and ecclesiastical, were merely meant to provide sufficient cause for such a deposition, or at the least, to provide for an embarrassing indicial inquiry by a synodal assembly.” 529 Π. Ακανθόπουλου, ό.π., σ. 46. 530 Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 1, 20 PG 82, 968C.
107
Ευσταθίου, θα ακύρωνε αυτοµάτως τον ισχυρισµό για «τυραννία», λόγω της µη συµµόρφωσης στο ∆όγµα της Νίκαιας και το αντίστροφο. Η κατηγορία για «τυραννία» και βιαιοπραγία από µέρους του Ευσταθίου Αντιοχείας σε όσους κληρικούς αντιτάσσονταν στο ∆όγµα της Νίκαιας είναι σίγουρο ότι τέθηκε στη Σύνοδο και επέδρασε στην έκβαση του γνωστού αποτελέσµατος, διότι προσκρούει στο ήδη διαµορφωµένο Κανονικό πλαίσιο της Εκκλησίας, στον 27ο Κανόνα των Αγίων Αποστόλων, όµως είναι σίγουρο ότι θα απαιτούσε και το συνυπολογισµό µιας άλλης σηµαντικής κατηγορίας. Πριν προχωρήσουµε στο σχολιασµό αυτής της τελευταίας, κρίνεται σκόπιµο να σηµειωθούν τα ακόλουθα δύο ζητήµατα ως προς την κατηγορία της βιαιοπραγίας. Ο 27ος Κανόνας των Αγίων Αποστόλων, τον οποίο ασφαλώς επικαλέστηκαν οι Αρειανόφρονες, αναφέρει: «Επίσκοπον, …τύπτοντα πιστούς αµαρτάνοντας, ή απίστους αδικήσαντας, και διά τοιούτων φοβείν εθέλοντα, καθαιρείσθαι προστάττοµεν· ουδαµού γαρ ο Κύριος τούτο ηµάς εδίδαξε· τουναντίον δε, αυτός τυπτόµενος, ουκ αντέτυπτε, λοιδορούµενος ουκ αντελοιδόρει, πάσχων ουκ ηπείλει.»531 Τη βιαιοπραγία του Ευσταθίου, την υποκίνηση στάσης, καθώς και την πρόκληση διχόνοιας µεταξύ των πιστών θα επικαλεστεί αργότερα ο Ευσέβιος Καισαρείας, προκειµένου να κινηθούν οι διαδικασίες και για την εξορία του Ευσταθίου από την Αντιόχεια. Ερχόµαστε τώρα στο ζήτηµα της µοιχείας, πορνείας532, το οποίο θα πρέπει να έκαµψε τους πιθανούς ενδοιασµούς των Συνοδικών, και να επέδρασε καθοριστικά στην καθαίρεση του Ευσταθίου. Ο τρόπος που υπέδειξε η κοπέλα τον Ευστάθιο Αντιοχείας, ως «διαφθορέα» και πατέρα του βρέφους της, δηλαδή µε την παρουσίαση του καρπού της παράνοµης πράξης, ήταν σύµφωνος µε την κατοπινή Κανονική τάξη της Εκκλησίας, ως προς την απόδειξη της µοιχείας533, όµως δεν ήταν απόλυτα συµβατός µε την αποδεικτική «µέθοδο» που προέβλεπε η Εκκλησία τη συγκεκριµένη εκείνη χρονική περίοδο534. Γι’ αυτό ο Θεοδώρητος Κύρου535, ο Νικηφόρος Κάλλιστος536, αλλά και ο βιογράφος του Ευσταθίου στο Μηνολόγιο του Ανώνυµου Βυζαντινού537 και στον Κώδικα της Μονής Φιλοθέου538 εµµένουν στο ζήτηµα της απουσίας µαρτύρων. Οι µαρτυρίες των πηγών φαίνεται να µην παρουσιάζουν οµοφωνία, ως προς την εξέλιξη της πορείας του Ευσταθίου. Στην πραγµατικότητα, καθεµία από αυτές, αναφέρεται σε συγκεκριµένη πτυχή του βίου του, µετά τη Σύνοδο της Αντιόχειας του 329. Από τους Πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς οι οποίοι αναφέρονται στη συγκεκριµένη φάση της πορείας του Ευσταθίου, οι ιστορικοί Σωκράτης και Σωζοµενός είναι οι µόνοι που αποσιωπούν το ζήτηµα της εξορίας και αναφέρονται µονάχα στην καθαίρεση του ιεράρχη. Ο Θεοδώρητος Κύρου539, ο Αναστάσιος Βιβλιοθηκάριος540, ο Νικηφόρος Κάλλιστος541, το Μηνολόγιο του Ανωνύµου Βυζαντινού542, ο Κώδικας της Μονής Φιλοθέου543, όπως και η κατοπινή Συναξαριακή παράδοση κάνουν λόγο τόσο για καθαίρεση, όσο και για εξορία του Ευσταθίου. 531
Π. Ακανθόπουλου, ό.π., σ. 28. Για τη σχέση αλλά και τη διάκριση µεταξύ πορνείας και µοιχείας, βλ. Κ. Ράλλη, ό.π., σ. 233, 241. 533 Η µοιχεία µπορούσε να αποδειχτεί µε την κυοφορία, την επίδειξη του βρέφους, κ.ά., όπως πληροφορούµαστε από σχόλιο του Ζωναρά στον 34ο Κανόνα του Μ. Βασιλείου. Βλ. Κ. Ράλλη, ό.π.,σ. 250. 534 Με την ένορκη κατάθεση αυτοπτών µαρτύρων. Ό.π., σ. 250. 535 Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 1, 20 PG 82, 968Β. 536 Νικηφόρου Κάλλιστου, ό.π., 8, 45 PG 146, 177CD. 537 V. Latyšev, ό.π., σ. 122. 538 Κώδικας Φιλοθέου 8, φφ. 46vβ (στ. 29-38). 539 Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 1, 20 PG 82, 968C. 540 Αναστάσιου Βιβλιοθηκάριου, Εκκλησιαστική Ιστορία Θεοφάνους, PG 108, 1213Β. 541 Νικηφόρου Κάλλιστου, ό.π., 8, 45 PG 146, 180Α. 542 V. Latyšev, ό.π., σ. 122. 543 Κώδικας Φιλοθέου 8, φ. 47rα (στ. 43-47). 532
108
∆ύο στοιχεία, που σχετίζονται µε την καταδικαστική απόφαση του προκαθηµένου της Αντιόχειας, είναι άξια προσοχής. Το ένα σχετίζεται µε τα «κλιτά µέρη του λόγου» που επιλέγουν να χρησιµοποιήσουν οι Σωζοµενός και Νικηφόρος Κάλλιστος, προκειµένου να εκθέσουν τη συγκεκριµένη πραγµατικότητα. Και οι δύο κάνουν λόγο για «καθαίρεσιν», «καθελόντες», «καθαιρουµένων», αλλά και χρησιµοποιούν το ρήµα «αφαιρώ», στις φράσεις «αφαιρείται την επισκοπήν»544 και «αφαιρείται …την Αντιοχέων Εκκλησίαν»545. Η διαφοροποίηση αυτή, την οποία, µάλλον, ακούσια επέλεξαν και ως ασήµαντη κρίθηκε από τους ιστοριογράφους –και ως τέτοια θα τη θεωρήσουµε τελικά-, ίσως στην «γλώσσα» των Κανονολόγων να είχε ιδιαίτερη βαρύτητα και σηµασία, εφόσον θα µας εισήγαγε σε δύο διαφορετικές ποινές της Εκκλησίας, µε ουσιαστικές διαφοροποιήσεις µεταξύ τους, κυρίως ως προς το Ευχαριστιακό υπόβαθρό τους και τις συνέπειές τους, προς τον υποβαλλόµενο σε αυτήν αρχιερέα: Εκείνης της καθαίρεσης546 του επισκόπου, αλλά και της έκπτωσης από το θρόνο547 του. ∆εν θα επιµείνουµε περισσότερο στο ζήτηµα, διότι έχουµε τη γνώµη ότι στον Ευστάθιο θα πρέπει να επιβλήθηκε η ποινή της καθαίρεσης548 κι όχι απλά της έκπτωσης από το θρόνο, µολονότι η υιοθέτηση της τελευταίας αυτής εκδοχής, θα µας εξυπηρετούσε στην απρόσκοπτη καταγραφή και επεξήγηση γεγονότων και πράξεων που συντελέστηκαν από τον ιεράρχη, κατά την περίοδο της εξορίας του, όπως θα καταδείξουµε στις οικείες ενότητες. Το δεύτερο σχετίζεται µε την από τους G.L. Prestige549 και αείµνηστο Μητροπολίτη Σάρδεων, Μάξιµο, διατυπωθείσα άποψη, σύµφωνα µε την οποία ο Ευστάθιος αναγκάζεται, υπό την πίεση των Αρειανών, να υποβάλλει παραίτηση550 από το θρόνο της Αντιόχειας το 330. Σύµφωνα όµως µε όσα ήδη γνωρίζουµε και όπως αντιλαµβανόµαστε, η άποψη περί παραιτήσεως του ιεράρχη δεν έχει ερείσµατα στις πηγές. Στο σηµείο αυτό κρίνεται σκόπιµο ν’ αναφερθούµε σύντοµα στην απαγγελία της καθαίρεσης του Ευσταθίου, αλλά και στις αντιδράσεις του εν λόγω ιεράρχη. Η καθαίρεση ενός κληρικού στο Εκκλησιαστικό ∆ικαστήριο απαγγέλλεται µε πλειοψηφία551, εντούτοις µία οµόφωνη απόφαση, είναι βέβαιο, σύµφωνα µε τον 15ο
544
Νικηφόρου Κάλλιστου, ό.π., 8, 45 PG 146, 177Α. Ερµεία Σωζοµενού, ό.π., 2,18 PG 67, 981Α. 546 Η ποινή της καθαίρεσης, η οποία είναι η πιο βαριά εκκλησιαστική ποινή που µπορεί να επιβληθεί σε έναν κληρικό, πολύ περισσότερο όταν αυτός είναι αρχιερέας, του στερεί τη δυνατότητα να τελεί τη Θεία Ευχαριστία, τα άλλα Μυστήρια και τις Ιεροπραξίες, µε την προγενέστερη ιδιότητα, όπως επίσης του στερεί όλα τα δικαιώµατα και τα προνόµια, τα οποία απέρρεαν από το αξίωµά του. Οι καθαιρεθέντες κληρικοί επανέρχονται στην τάξη που βρίσκονταν πριν τη χειροτονία τους, δηλαδή του λαϊκού για τους εγγάµους και του µοναχού για τους αγάµους κληρικούς και µε αυτή την ιδιότητα προσέρχονται στα Μυστήρια της Εκκλησίας. Περισσότερα για το θέµα βλ. Β. Φειδά, Ιεροί Κανόνες, σ. 116· Π. Ακανθόπουλου, ό.π., σ. 676· Κ. Ράλλη, ό.π., σσ. 1-32· Π. Παναγιωτάκου, Η Ιερωσύνη και αι εξ αυτής Νοµοκανονικαί συνέπειαι, σ. 73 κ.ε. 547 Η ποινή της Έκπτωσης από το θρόνο, η οποία επιβάλλεται στους αρχιερείς, στερεί από το συγκεκριµένο ιεράρχη το δικαίωµα να είναι «κύριος» και «εγγυητής» της «βεβαίας» Ευχαριστίας στην τοπική Εκκλησία του, χωρίς όµως να του στερεί το βαθµό του επισκόπου. Ο εν λόγω ιεράρχης, ο οποίος χαρακτηρίζεται «πρώην», παύει να έχει επισκοπική περιφέρεια και να είναι ενεργό µέρος της Ιεραρχίας. Εξακολουθεί να φέρει το βαθµό του επισκόπου, όµως για να τελέσει κάποια ιεροπραξία, οφείλει να πάρει την άδεια των οικείων επισκόπων. Βλ. Β. Φειδά, Ιεροί Κανόνες, σ. 116· του ίδιου, Droit Canon, σσ.147-148· Π. Μπούµη, Κανονικόν ∆ίκαιον Α΄, Αθήνα 1991, σ. 238. 548 Κ. Ράλλη, ό.π., σ. 30 υποσ. 105. 549 G.L. Prestige, ό.π., σ. 136: “...Eustace h i m s e l f was deposed from his bishopric by the Arians,..”. 550 Μαξίµου Σάρδεων, (µητρ.), «Η Εκκλησία Γεωργίας (Ιβηρίας) και το Αυτοκέφαλον αυτής», Θεολογία 36 (1965) 361: «… ο Άγιος Ευστάθιος εξελέγη Πατριάρχης Αντιοχείας τω 324, π α ρ α ι τ η θ ε ί ς εξ έτη αργότερον, τω 330, υπό την πίεσιν των αρειανών…». 551 Κ. Ράλλη, ό.π., σ. 29· Π. Παναγιωτάκου, ό.π., σ. 76. 545
109
Κανόνα της Συνόδου της Αντιόχειας552, ότι δε µπορεί να προσβληθεί από εκείνον που καθαιρέθηκε. Προκειµένου να διαπιστώσουµε όσα συνέβησαν στην περίπτωση του Ευσταθίου, είναι απαραίτητο να συνεκτιµήσουµε τις πληροφορίες που µας δίδονται από το Νικηφόρο Κάλλιστο και από το Θεοδώρητο Κύρου, τόσο για την απαγγελία της απόφασης, όσο και για την αντίδραση του Ευσταθίου σε αυτήν. Ο Νικηφόρος Κάλλιστος, ακολουθώντας το Θεοδώρητο553, σηµειώνει για την απαγγελία της καθαίρεσης: «Των δ’ άλλων αρχιερέων οι τα τυρευθέντα ηγνόουν, αντιλεγόντων, και µη κατά νόµους την ψήφον τανδρί γενέσθαι διατεινοµένων,…»554 και µας υποψιάζει ότι η απόφαση κατά του ιεράρχη δεν ήταν οµόφωνη. Γεννάται λοιπόν το ερώτηµα γιατί ο Ευστάθιος να µην προσβάλλει τη συγκεκριµένη απόφαση, δυνατότητα που αντλούσε από την Κανονική τάξη555 της Εκκλησίας; ∆ε θα µπορούσε ίσως να ζητήσει ακρόαση από τον αυτοκράτορα για να εκθέσει τις ενστάσεις του; Η τελευταία αυτή ενέργεια δε φαίνεται να ήταν δυνατό να πραγµατοποιηθεί για το λόγο ότι όσοι πρωτοστάτησαν στην καθαίρεση του Ευσταθίου είχαν φροντίσει µε δύο Κανόνες, τον 12ο και τον 11ο της ίδιας Συνόδου556 της Αντιόχειας, να αποτρέψουν µια τέτοια ενέργεια, καθώς απαιτούνταν Συνοδική έγκριση. Στην αντίθετη περίπτωση, ο ιεράρχης δε θα θεωρούνταν άξιος συγχώρησης, θα στερούνταν της δυνατότητας απολογίας, αλλά και µελλοντικής αποκατάστασης στις τάξεις της. Εκκρεµεί όµως το ζήτηµα της προσβολής της απόφασης. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ο Θεοδώρητος Κύρου, ενώ είναι πολύ αναλυτικός σε ό,τι αφορά τη Σύνοδο της Αντιόχειας, την καταδικαστική απόφασή της, εντούτοις αποσιωπά όσα επακολούθησαν αυτής, µέχρι τη χειροτονία του Ευλάλιου. Άποψή µας είναι ότι η σιγή αυτή πρέπει να τύχει ιδιαίτερης προσοχής. Από τα άλλα κείµενα των πηγών, µονάχα ο Ερµείας Σωζοµενός και ο Νικηφόρος Κάλλιστος µνηµονεύουν τη σιωπηρή αντίδραση του Ευσταθίου, όµως αυτή συνδέεται, όπως εµφανώς διακρίνουµε στον Ξανθόπουλο, µε την εξορία του ιεράρχη. Πρέπει λοιπόν να θεωρήσουµε δεδοµένη την αντίδραση του Ευσταθίου προς την άδικη απόφαση της Συνόδου. Όπως και πρέπει να δεχτούµε ως πιθανή την άρνηση συµµόρφωσής του για παύση των Ιεροπραξιών. Και οι δύο αυτές ενέργειες είχαν επιπτώσεις στην ιερατική πορεία του Ευσταθίου. Η δεύτερη ερχόταν σε αντίθεση µε τον 28ο Κανόνα των Αγίων Αποστόλων557, καθώς και τον 4ο Κανόνα της Συνόδου της Αντιόχειας558, σύµφωνα µε τους οποίους, εάν ο επίσκοπος που καθαιρέθηκε, τελέσει ιεροπραξία, τότε δεν έχει ελπίδα µελλοντικής αποκατάστασης από άλλη Σύνοδο, ούτε δυνατότητα απολογίας. Όσοι επίσης συνταχθούν µε το µέρος του και έρχονται σε επαφή µε αυτόν, µολονότι γνωρίζουν την καταδικαστική απόφαση, τότε αποβάλλονται κι εκείνοι από την
552
Π. Ακανθόπουλου, ό.π., σ. 242: «Ει τις επίσκοπος, επί τισιν εγκλήµασι κατηγορηθείς, κριθείη υπό πάντων των εν τη επαρχία επισκόπων, πάντες τε σύµφωνοι µίαν κατ’ αυτού εξενέγκοιεν ψήφον, τούτον µηκέτι παρ’ ετέροις δικάζεσθαι, αλλά µένειν βεβαίαν την σύµφωνον των επί της επαρχίας επισκόπων απόφασιν.» 553 Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 1, 20 PG 82, 968C. 554 Νικηφόρου Κάλλιστου, ό.π., 8, 45 PG 146, 177D. 555 Κανόνας 14ος της Συνόδου της Αντιόχειας. Βλ. Π. Ακανθόπουλου, ό.π., σ. 241. 556 Ό.π., σ. 240, 238. 557 Ό.π., σ. 29. 558 Ενδεικτικό είναι το σχόλιο που γίνεται στο Πηδάλιο για το περιεχόµενο του συγκεκριµένου Κανόνα. Χαρακτηριστικά διατυπώνεται: «Σηµείωσαι δε, ότι επειδή εις την παρούσαν Σύνοδον έξαρχος ήτο ο Αρειανός Ευσέβειος και οι αυτού ακόλουθοι, διά τούτο αδιόριστον αφήκε τον παρόντα Κανόνα, ίνα βοηθή εις αυτούς εναντίον των τότε διωκοµένων Πατέρων υπ’ αυτών, και µάλιστα κατά του Αγίου Αθανασίου. ∆ιά τούτο ο άγιος Αθανάσιος, αλλά δη και Ιωάννης ο Χρυσόστοµος, … κατηγόρησαν τον Κανόνα τούτον πως δεν είναι της Καθολικής Εκκλησίας, αλλά της των Αρειανών· διότι και τον Αθανάσιον δια του Κανόνος τούτου εκάθηραν οι Ευσεβιανοί, και τον Χρυσόστοµον.» Νικοδήµου Αγιορείτου, (µον.), Πηδάλιον, σ. 409 υποσ. 2.
110
Εκκλησία.559 Αυτή η τελευταία πληροφορία θα µας είναι χρήσιµη, όταν θα εκθέσουµε όσα αφορούν την εξορία του ιεράρχη. Η πρώτη, η άρνηση συµµόρφωσης του Ευσταθίου µε την καταδικαστική απόφαση της Συνόδου και η µέσω αυτής πρόκληση εντάσεων στην τοπική Εκκλησία, προσκρούει στον 5ο Κανόνα560 της Συνόδου της Αντιόχειας και είναι εκείνος που θα αποτελέσει αργότερα το Κανονικό έρεισµα για να οδηγηθεί ο ιεράρχης σε εξορία. Ο Μ. Αθανάσιος, ο οποίος ανήλθε στο θρόνο της Αλεξάνδρειας τον Ιούνιο του 328, δεν ήταν δυνατό να αποστασιοποιηθεί από όσα αφορούσαν την καθαίρεση του Ευσταθίου. Σύµφωνα µε ορισµένες απόψεις561, είναι πιθανό να εξέφρασε τις αντιρρήσεις του για την εξουσία της Συνόδου της Αντιόχειας, γι’ αυτό, όπως εκτιµάται, έπεσε στη δυσµένεια του αυτοκράτορα. Πριν ολοκληρώσουµε όσα αφορούν τη Σύνοδο της Αντιόχειας του 329, αλλά και την καθαίρεση του Ευσταθίου, κρίνεται σκόπιµο να καταγράψουµε κάποια στοιχεία για τα νοµικά χαρακτηριστικά της, καθώς και για τη σηµασία της. Σύµφωνα µε τον A.W.H. Duane, ο Ευσέβιος και οι οµόφρονες του πέτυχαν µέσα από τη συγκεκριµένη Σύνοδο, όχι µόνο να στοιχειοθετήσουν κατηγορία, να εισηγηθούν την κλήτευση µελών562 και να προβούν σε δίκη, αλλά και να κρίνουν τον υπόδικο, βγάζοντας ετυµηγορία και εκτελώντας την ποινή. Όπως χαρακτηριστικά σηµειώνεται, η δίκη αλλά και η καταδίκη µιας τέτοιας Συνόδου, µάλλον θα πρέπει να είχε την άµεση επικύρωση από τον αυτοκράτορα, κάτι που πρέπει να θεωρήσουµε βέβαιο ότι έγινε563. Στην καθαίρεση του Ευσταθίου Αντιοχείας πρέπει να διακρίνουµε τη συνισταµένη θεολογικών αλλά και προσωπικών αιτίων. Η συγκεκριµένη πράξη δεν αποτέλεσε µονάχα απόρροια της επιθυµίας των Αρειανοφρόνων να ανατρέψουν τον Όρο της Νίκαιας, αλλά και της πικρίας που δοκίµασε ο Ευσέβιος Καισαρείας564 µε την προαγωγή (µετάθεση) του Ευσταθίου στο θώκο της Αντιόχειας στις αρχές του 325 και τη δική του αποσυναγωγή από την ίδια Σύνοδο. Η καθαίρεση του ιεράρχη αποτέλεσε έκφραση πυγµής από µέρους των Ευσεβιανών και σηµατοδότησε την αρχή της «αντιστροφής» της δογµατικής απόφασης της Νίκαιας, µε την βαθµιαία καθαίρεση και αποµάκρυνση από τους θρόνους των υποστηρικτών της565. Συνήθως αναφέρεται ότι η καθαίρεση του Ευσταθίου παρουσιάζει οµοιότητες µε άλλες καταδικαστικές αποφάσεις επιφανών ιεραρχών, ή αµφισβητούνται επιχειρήµατα και κατηγορίες µε το πρόσχηµα της κοινοτοπίας στα Αγιολογικά κείµενα. Εκείνο όµως που συνήθως παραβλέπεται είναι ότι η καταδικαστική απόφαση κατά του Ευσταθίου, ως προγενέστερη ανάλογων περιστατικών, αποτελεί ιστορικό προηγούµενο και δοκιµασµένη επιτυχή πρακτική για το Αρειανικό περιβάλλον, η υιοθέτηση της οποίας, όπως φάνηκε αργότερα στην πράξη, είναι δυνατό να προκαλέσει, µεσοπρόθεσµα, πλήγµα στο ορθόδοξο περιβάλλον.
559
Π. Ακανθόπουλου, ό.π., σ. 235. Ό.π., σ. 237: «…Ει δε παραµένοι θορυβών και αναστών την εκκλησίαν, διά της έξωθεν εξουσίας ως στασιώδη αυτόν επιστρέφεσθαι.» 561 A.W.H. Duane, ό.π., σ. 113: Although it is doubtful that Athanasius would have upheld the authority of the synod which had deposed Eustathius and perhaps many others, this violation may, in fact, have been the reason why Constantine did not meet with the Meletian delegation after their first arrival at court and his subsequent recourse to the Alexandrian presbyter.” 562 Αυτό το στοιχείο ίσως και να µην ισχύει, εάν τελικά συγκάλεσε τη Σύνοδο ο Ευστάθιος, αγνοώντας βεβαίως την εξέλιξή της. 563 A.W.H. Duane, ό.π., σσ. 135-136. 564 Α.Ε. Burn, The Council of Nicaea, σ. 14. 565 T.E. Pollard, ό.π., σ. 184. 560
111
δ΄ Η εξορία του Ευσταθίου και το ζήτηµα της αποκαταστάσεώς του στο θρόνο της Αντιόχειας Το ζήτηµα της εξορίας και της αποκατάστασης του Ευσταθίου στο θρόνο της Αντιόχειας αποτελεί επίσης ένα δυσεπίλυτο κεφάλαιο της ζωής του Ευσταθίου κι αυτό διότι σχετίζεται αφενός µε την καθαίρεση και το θάνατο του ιεράρχη και αφετέρου διότι οι µαρτυρίες των πηγών παρουσιάζονται, φαινοµενικά, αποκλίνουσες, κυρίως ως προς τον τόπο που έλαβε χώρα η εξορία και εµφανίζουν µια αδικαιολόγητη σιγή µε όσα επακολούθησαν αυτής. Όπως σηµειώσαµε στην προηγούµενη ενότητα, η άποψη σύµφωνα µε την οποία ο Ευστάθιος εξορίστηκε άµεσα µετά την καθαίρεσή του, έστω και σε εύλογο µικρό χρονικό διάστηµα, στο ίδιο έτος -η οποία αποτελεί κοινό τόπο στις απόψεις µεταξύ των µελετητών-, δε µας βρίσκει σύµφωνους. Η τοποθέτηση αυτή δε γίνεται χάριν της διαφοροποίησης, αλλά διότι οι πληροφορίες που αντλούµε από τις πηγές δε συνηγορούν προς την κατεύθυνση αυτή. i. Σύµφωνα µε το πηγαίο υλικό, την καθαίρεση του Ευσταθίου διαδέχτηκε πλήθος αντιδράσεων µεταξύ των πιστών, που ήταν τόσο σφοδρές, ώστε χρειάστηκε στρατιωτική παρέµβαση για την αποκλιµάκωση της έντασης. Ο αυτοκράτορας σε επιστολή του αφήνει υπονοούµενα για τον Ευστάθιο ως ηθικό αυτουργό και υποκινητή των εντάσεων. Συνεπώς, έχοντας ο Ευστάθιος καθαιρεθεί, παρέµεινε για κάποιο διάστηµα στην πόλη. ii. Ο Νικηφόρος Κάλλιστος, ο οποίος αξιοποιεί στο έργο του τις πληροφορίες όλων των προγενέστερων ιστοριογράφων και χρονογράφων, όπως έχουµε δει, σηµειώνει για το χρόνο εξορίας του ιεράρχη: «Μεθ’ ό γάρ Ευστάθιος εις φυγαδείαν ηλαύνετο, ως διείληπται, πρώτος επέβη του θρόνου Ευφρόνιος.»566 Με δεδοµένο ότι ο Ευφρόνιος προήχθη στο θρόνο της Αντιόχειας το 332, ο Ευστάθιος πρέπει να έφυγε για την εξορία µόλις πριν από τη χρονολογία αυτή, το 331 ή το αργότερο αρχές του 332. Κατόπιν τούτων, µάλλον πρέπει να θεωρήσουµε βέβαιο ότι µεταξύ της καθαίρεσης του Ευσταθίου και της εξορίας του µεσολάβησε ένα διάστηµα ενός ή δύο ετών567, εάν ληφθεί υπόψη ότι του Ευφρόνιου προηγήθηκαν στο θρόνο ο Παυλίνος (για έξι µήνες), και ο Ευλάλιος (331-332). Στο θέµα αυτό θα επανέλθουµε αργότερα. Οι µελετητές τοποθετούν την εξορία του Ευσταθίου µεταξύ του 326 και του 333568, ανάλογα µε την άποψη που υιοθετούν για τη σύγκλιση της Συνόδου της Αντιόχειας, την καθαίρεση του Ευσταθίου, εφόσον συγχρονίζουν τα δύο γεγονότα. Όσοι δέχονται την παράταση της ζωής του Ευσταθίου µετά το 337 και προκειµένου να συµβιβάσουν τη σιγή των πληροφοριών για την αποκατάσταση του Ευσταθίου, καθώς και τις διαφορετικές πληροφορίες για τον τόπο εξορίας του, κάνουν λόγο για τρεις εξορίες, όπως και για τρεις περιόδους αρχιερατείας του ιεράρχη στην Αντιόχεια. Χαρακτηριστική είναι η άποψη του πρεσβυτέρου J.M. Neal, ο οποίος µετά την εξορία του Ευσταθίου στο Ιλλυρικό και την απόδειξη της αθωότητάς του, επιστρέφει, σύµφωνα µε το συγγραφέα, στο θρόνο του (δεύτερη αρχιερατεία), τιµωρείται από τον Κωνστάντιο µε εξορία569, επιστρέφει στην Αντιόχεια και αρχιερατεύει, για σύντοµο χρονικό 566
Νικηφόρου Κάλλιστου, ό.π., 9, 23 PG 146, 320Α. Ο F. Cavallera, µολονότι αποδέχεται ότι το γεγονός της αναταραχής στην Αντιόχεια συνηγορεί προς την κατεύθυνση αυτή, εντούτοις διατυπώνει τις επιφυλάξεις του για τη µετάθεση της εξορίας σε κατοπινό της καθαίρεσης χρόνο. Βλ. F. Cavallera, ό.π., σ. 70: “Il faudrait donc admettre qu’Eustathe était resté à Antioche deux ans après sa déposition, ce qui est contraire aux témoignages sui son exil et tout à fait invraisemblable.” 568 Ενδεικτικά: H. Chivat, Précis de Patrologie, σ. 445· W.H.C. Frend, The Early Church, σ. 148· F. Cayré, Précis de Patrologie, τ. 1, σ. 318· Ο. Urbina, Nicée et Constantinople, σ. 54· J. Quasten, Patrology, σ. 302· Μ. Simonetti, La Crisi Ariana nel IV Secoli, σ. 103. 569 Ο Κωνστάντιος µνηµονεύεται ως ο αυτοκράτορας που εξόρισε τον Ευστάθιο, στο Βασιλεινό Μηνολόγιο. Βλ. Βασιλείου Β΄, ό.π., 3, PG 117, 597D. 567
112
διάστηµα περί το 350 και εξορίζεται για τρίτη φορά από τον Βάλη (Ουάλη)570, γεγονότα που δεν επιβεβαιώνονται απόλυτα από τις πηγές, εφόσον, σύµφωνα µε αυτές ο Ευστάθιος εξορίστηκε δύο φορές: µία επί αυτοκράτορα Κωνσταντίνου και τέλος επί Ουάλη. Τα γεγονότα έχουν ως εξής: Το Φθινόπωρο του 329 φαίνεται να συγκλήθηκε στην Αντιόχεια η Σύνοδος που καθαίρεσε τον Ευστάθιο. Για να µη θεωρηθεί προσχεδιασµένη η καταδικαστική απόφαση της Συνόδου δε θα πρέπει τα µέλη της να προέβησαν άµεσα στην εκλογή του διαδόχου του Παυλίνου Β΄571, -µολονότι θεωρείται από κάποιους ότι επείχε θέση τοποτηρητή572- η οποία θα πρέπει να έγινε την Άνοιξη του 330, σύµφωνα µε τον 20ο Κανόνα της Συνόδου της Αντιόχειας. Ο Παυλίνος573 έµεινε στο θρόνο έξι µήνες και ακολούθως τον διαδέχθηκε ο Ευλάλιος, ο οποίος φαίνεται ν’ αρχιεράτευσε για µικρό διάστηµα ενός έως δύο χρόνων (331-332)574 –µολονότι η χρονολογική τοποθέτηση της αρχιερατείας του δεν παρουσιάζει οµοφωνία575 µεταξύ των µελετητών. Η συνείδηση του πληρώµατος της Εκκλησίας, της κάθε τοπικής Εκκλησίας, η οποία αποτελεί το κριτήριο σύµφωνα µε το οποίο επικυρώνονται ή καταργούνται οι αποφάσεις µιας Συνόδου, ήταν εκείνο που θεώρησε ότι η καταδικαστική απόφαση της Συνόδου της Αντιόχειας αδικούσε τον Ευστάθιο. Ήταν λοιπόν φυσικό να αντιδράσει και να απαιτήσει την αποκατάστασή του. Από την άλλη, µία µερίδα των χριστιανών της Αντιόχειας, η οποία ήταν θετικά διακείµενη προς όλους εκείνους τους κληρικούς ή τους πιστούς, οι οποίοι, λόγω του φιλοαρειανού φρονήµατός τους είχαν «διωχθεί»576 ή τουλάχιστον περιθωριοποιηθεί, εξαιτίας της αδιάλλακτης εµµονής του Ευσταθίου στο ∆όγµα της Νίκαιας, ήταν φυσικό να ενστερνίζονταν τις αποφάσεις της Συνόδου της Αντιόχειας και να διακηρύτταν τη δικαιοκρισία της. Συνεπώς, η ύπαρξη διάστασης απόψεων και εντάσεως, όπως περιγράφονται από τους ιστοριογράφους577, που βαθµιαία κλιµακώθηκαν, ήταν δικαιολογηµένη. Η ένταση έγινε οξύτερη µετά το θάνατο του Ευλάλιου, όταν προτάθηκε στον Ευσέβιο Καισαρείας η κατάληψη του θρόνου της πόλεως. Ενδεικτική είναι η ακόλουθη µαρτυρία του Σωκράτους: «…Τότε δε εν τη Αντιοχεία δεινή στάσις επί τη αυτού καθαιρέσει γεγένηται. Και µετά ταύτα πολλάκις περί επιλογής επισκόπου τοσούτος εξήρθη πυρσός, ως µικρού δεήσαι την πάσαν ανατραπήναι πόλιν, εις δύο τµήµατα διαιρεθέντος του λαού· των µεν Ευσέβιον τον Παµφίλου, εκ της εν Παλαιστίνη Καισαρείας µεταφέρειν φιλονικούντων επί την Αντιόχειαν· των δε, σπευδόντων επαγαγείν Ευστάθιον. Συνελαµβάνετο δε εκάστω µέρει και το κοινόν της πόλεως. Και στρατιωτική χειρ, ως κατά πολεµίων κεκίνητο, ως και παρά του βασιλέως φόβος τας ορµάς του πλήθους ανέστειλεν.»578 Όπως συµφωνούν οι Σωζοµενός579 και Νικηφόρος Κάλλιστος580, η στάση αυτή των πιστών, µάλλον έβλαψε τον Ευστάθιο.
570
J.M. Neal, (rel.), ό.π., σ. 136: “25. EUSTATHIUS…was sent an exile to Illyria. But when his innocence of the unjust accusation was ascertained, he returned again to his own throne, and was again sent into banishment by Constantius, and a third time by Valens· during which last banishment thisthrice blessed man departed this life…”, “31. LEONTIUS, in 345, tyrannises five years and dies. In his time the divine Eustathius again occupied the throne, but for a short time; when he was again banished by the Arians.” 571 F. Cavallera, ό.π., σσ. 67-69. 572 L. Duchesne, (mons.), Early History of the Christian Church, τ. 2, σ. 130. 573 Για το ζήτηµα της θέσης του Παυλίνου, βλ. Ό.π., σ. 130. 574 Α. Σαββίδη, ό.π., σ. 255. 575 Ως χρόνος αρχιερατείας του Ευλάλιου προτείνεται επίσης το 331-333. Βλ. F. Cavallera, ό.π., σ. 69. 576 Ερµεία Σωζοµενού, ό.π., 2,18 PG 67, 981C: «…όσοι του κλήρου και του πλήθους απεχθώς είχον προς Ευστάθιον.» 577 Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως, ό.π., PG 19, 93BC· Ευσεβίου Καισαρείας, Εις τον βίον του Κωνσταντίνου, 3,59 PG 20, 1125Β· Νικηφόρου Κάλλιστου, ό.π., 8, 45 PG 146, 180Α· Ερµεία Σωζοµενού, ό.π., 2,18 PG 67, 981BC. 578 Σωκράτους Σχολαστικού, ό.π., 1, 24 PG 67, 145ΑΒ.
113
Ο Ευσέβιος Καισαρείας, ο οποίος εκτελούσε πιθανόν χρέη τοποτηρητή του θρόνου της Αντιόχειας -µολονότι ορισµένες λίστες581 τον µνηµονεύουν σα να αρχιεράτευσε σ’ αυτήν- µετά το θάνατο του Ευλάλιου, φαίνεται ότι ενηµέρωσε το Μ. Κωνσταντίνο για την εξέγερση της Αντιόχειας. ∆εν αποκλείεται επίσης να υπέδειξε ως υπαίτιο τον Ευστάθιο και κάνοντας χρήση του 5ου Κανόνα της Συνόδου της Αντιόχειας582, να ζήτησε την παρέµβασή του, επισηµαίνοντας στον αυτοκράτορα ότι παλαιότερα είχε συµπεριφερθεί περιφρονητικά583 προς τη µητέρα του Αυγούστα Ελένη. Ο εν λόγω Κανόνας σηµειώνει ότι στην περίπτωση που καθαιρεµένος κληρικός εξακολουθεί να προκαλεί ταραχές που αναστατώνουν την Εκκλησία, εκείνος πρέπει να διορθώνεται ως καβγατζής584 από τους κοσµικούς άρχοντες585. Η συγκεκριµένη Κανονική πράξη της Εκκλησίας έδινε τη δυνατότητα στον Ευσέβιο ν’ αποταθεί στον αυτοκράτορα και να επισηµάνει τα συµβαίνοντα. Με δεδοµένο επίσης ότι η χρηµατική ποινή δεν είχε ακόµη586 ενταχθεί στο νοµικό πλαίσιο της Πολιτείας, πρέπει να θεωρήσουµε πιθανότερη την εκδοχή ότι έµµεσα υποδεικνυόταν η εξορία του Ευσταθίου. Προς την κατεύθυνση αυτή συνηγορεί και η επισήµανση του Κ. Ράλλη, ο οποίος σηµειώνει για την ποινή της εξορίας: «Η εκκλησία δεν ηπείλει κατά τους αρχαίους χρόνους την ποινήν της εξορίας. Η διάταξις του κανόνος θ΄ της συνόδου Riez έτους 439 του εξορίζειν…τους κατά των εαυτών επισκόπων υποκινούντας ταραχάς, αποµίµησις ούσα του ε΄ κανόνος της εν Αντιοχεία συνόδου έτους 341, ουδέν άλλον εστίν ή προς την κοσµικήν αρχήν αίτησις αποµακρύνσεως των ταραξιών.»587 Ο Μ. Κωνσταντίνος εκτός από τη στρατιωτική δύναµη που έστειλε για την αποκλιµάκωση της έντασης, απέστειλε επιστολή προς τους πιστούς της Αντιόχειας για ειρήνευση, πρόταση για κατάληψη του θρόνου της πόλεως από τον Ευσέβιο –ο οποίος αρνήθηκε588 επικαλούµενος589 υποκριτικά590, όπως χαρακτηρίζεται, εκκλησιαστικούς 579
Ερµεία Σωζοµενού, ό.π., 2,18 PG 67, 981C: «Έβλαψε δε αυτό τούτο ου µετρίως αυτόν προς βασιλέα. Ως γάρ έγνω ταύτα συµβεβηκέναι, και τον λαόν της Εκκλησίας εις δύο διηρήσθαι, σφόδρα εχαλέπαινε, και εν υπονοία αυτόν είχεν, ως αίτιον της στάσεως.» 580 Νικηφόρου Κάλλιστου, ό.π., 8, 45 PG 146, 180A. 581 F. Cavallera, ό.π., σ. 69. 582 ∆εν αποκλείεται να έγινε επίκληση και του 28ου Κανόνα των Αγίων Αποστόλων. Βλ. Π. Ακανθόπουλου, ό.π., σ. 28. 583 L. Duchesne, (mons.), ό.π., σ. 128. 584 Σε µεταγενέστερη περίοδο επιβαλλόταν χρηµατική ποινή στους ταραχοποιούς κληρικούς από µέρους του κοσµικού άρχοντα. Κ. Ράλλη, ό.π., σσ. 59-60. 585 Π. Ακανθόπουλου, ό.π., σ. 236. 586 Εντάχθηκε ως ποινή για τους ταράζοντες την Εκκλησιαστική ενότητα µε νόµο επί Θεοδοσίου του Μεγάλου (392). Ο 6ος Κανόνας της Ζ΄ Οικουµενικής Συνόδου προβλέπει ως τιµωρία τη χρηµατική ποινή. Κ. Ράλλη, ό.π., σ. 60, 63. 587 Ό.π., σσ. 77-78. 588 Ευσεβίου Καισαρείας, Εις τον βίον του Κωνσταντίνου, 3, 61 PG 20, 1136Α: «… παραιτουµένη την επισκοπίαν της κατά την Αντιόχειαν Εκκλησίας, εν ταύτη δε διαµείναι σπουδάζουσα, εις ήν εκ πρώτης Θεού βουλήσει την επισκοπίαν υπεδέξατο.» 589 Ο καθηγητής κ. ∆. Τσάµης επισηµαίνει ότι ο λόγος για τον οποίο ο Ευσέβιος Καισαρείας δεν αποδέχτηκε το θρόνο της Αντιόχειας ήταν οι στενοί δεσµοί που είχε αναπτύξει µε το ποίµνιο της Καισάρειας, κατά τα χρόνια της εκεί αρχιερατείας του. Χωρίς να µπορούµε να αποκλείσουµε τη συγκεκριµένη εκδοχή, πρέπει να θεωρήσουµε πιθανότερη την άποψη που διατυπώνει ο καθηγητής κ. Σ. Παπαδόπουλος, σύµφωνα µε την οποία ο Ευσέβιος δε θα επιθυµούσε να βρεθεί σε ένα περιβάλλον, όπως ήταν η Αντιόχεια, όπου θα δεχόταν διαρκώς τα «πυρά» των αντιπάλων αλλά και επειδή προτιµούσε να λειτουργεί παρασκηνιακά. (βλ. ∆. Τσάµη, Εκκλησιαστική Γραµµατολογία, σ. 154· Σ. Παπαδόπουλου, ό.π., σ. 127). Σύγκλιση απόψεων παρουσιάζεται µεταξύ των θέσεων του αρχιεπισκόπου L. Duchesne και του Σ. Παπαδόπουλου, ως προς το πρώτο σκέλος της παραπάνω διατύπωσης του τελευταίου, µε τη συµπλήρωση από µέρους του ιεράρχη της «άνετης, βολικής» (comfortable) βιβλιοθήκης της Καισάρειας. L. Duchesne (mons.), ό.π., τ. 2, σσ. 130-131· του ίδιου, Histoire Ancienne de l’Église, τ. 2, σ. 162. 590 I.O. Urbina, Nicée et Constantinople, σ. 123.
114
Κανόνες591 προγενέστερων Συνόδων οι οποίοι αντιτίθενται στο µεταθετό592. Στην άρνηση αυτή του Ευσεβίου, νοµίζουµε, ότι πρέπει να δούµε τη συνισταµένη τριών παραγόντων: i. Θα ήταν άστοχο από µέρους του Ευσεβίου, αφενός να υιοθετεί για τον Ευστάθιο την πιστή εφαρµογή των Κανονικών διατάξεων για τα περί, κατά και µετά της καθαίρεσής του και την ίδια στιγµή ο ίδιος να καταστρατηγεί, φαινοµενικά, τους Κανόνες των ίδιων Συνόδων, για δικά του ζητήµατα. ii. ∆ε θα επιθυµούσε να θεωρηθεί η µετάθεσή του ως το κίνητρο για την καθαίρεση του Ευσταθίου, ότι δηλαδή µεθόδευσε την καταδίκη του Ευσταθίου για να καταλάβει τη θέση του, αφού την είχε χάσει από τη Σύνοδο της Αντιόχειας του 325. iii. Ο σηµαντικότερος, όµως, λόγος, κατά την άποψή µας, σχετίζεται µε την επιθυµία του Ευσεβίου να εδραιώσει τη συµπάθεια του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, προς το πρόσωπό του, την οποία είχε ήδη κερδίσει, µε µακροπρόθεσµο στόχο την κατάληψη του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Μ. Κωνσταντίνος επαίνεσε το εκκλησιαστικό ήθος του Ευσεβίου και πρότρεψε τους αρχιερείς να προβούν στην πλήρωση της θέσης του θρόνου της Αντιόχειας. Φαίνεται ότι πριν από την εκλογή του Ευφρόνιου, δηλαδή µεταξύ του 331 και 332, µε πιθανότερη χρονολογία την πρώτη, ο Ευστάθιος αναχώρησε για την εξορία, χωρίς να προβάλλει αντίσταση, όπως µας πληροφορούν ο Σωζοµενός593 και ο Νικηφόρος Κάλλιστος594. Όπως σηµειώνει ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας595, τον Ευστάθιο συνόδευσε στην εξορία πλήθος κληρικών και διακόνων596. Ορθά, νοµίζουµε, σχολιάζει ο F. Cavallera αναφέροντας ότι ο χαρακτηρισµός «πολύς» για τον αριθµό των προσώπων που συνόδεψαν τον Ευστάθιο στην εξορία είναι σχετικός597. Στον προσδιορισµό όµως ότι σε αυτούς συµπεριλαµβάνονταν µονάχα όσοι τον ακολούθησαν οικειοθελώς, θεωρούµε ότι είναι αρκετά περιοριστικός. Άποψή µας είναι ότι µεταξύ της συνοδείας του Ευσταθίου και εφόσον αναφερόµαστε σε κληρικούς, θα πρέπει να συµπεριλάβουµε και εκείνους που έτυχαν εξορίας εξαιτίας της στήριξης που παρείχαν στον Ευστάθιο, µετά την καθαίρεσή του, σύµφωνα κυρίως µε τον 5ο Κανόνα της Συνόδου της Αντιόχειας598. Προς την άποψή µας αυτή φαίνεται να συνηγορεί και η µαρτυρία του Φιλοστόργιου599, σύµφωνα µε την οποία τον εκκλησιαστικό συγγραφέα συνόδεψαν, µεταξύ άλλων, οι Φλαβιανός και Παυλίνος600, µετέπειτα αρχιεπίσκοποι Αντιόχειας. Ερίζουν οι µελετητές για τον τόπο εξορίας του Ευσταθίου, διότι αφενός η πλειοψηφία των πηγών τηρεί σιγή για την περαιτέρω πορεία του Ευσταθίου και
591
Πρόκειται για το 14ο Κανόνα των Αγίων Αποστόλων, καθώς και τον 15ο της Α΄ Οικουµενικής. Π. Ακανθόπουλου, ό.π., σ. 24, 58. 592 Ερµεία Σωζοµενού, ό.π., 2,19 PG 67, 981CD· Νικηφόρου Κάλλιστου, ό.π., 8, 45 PG 146, 180C. 593 Ερµεία Σωζοµενού, ό.π., 2,19 PG 67, 984ΒC: «Ευστάθιος δε, ως επυθόµην, ησυχή την συκοφαντίαν ήνεγκεν, ωδέ πη κρίνας άµεινον». 594 Νικηφόρου Κάλλιστου, ό.π., 8, 45 PG 146, 180Α. 595 Αθανασίου Αλεξανδρείας, ό.π., 4, 36 PG 25, 700Α. 596 H. Thurston, ό.π., σ. 117· Κ. ∆ελικανή, (µητρ.), ό.π., σ. 281 υποσ. 7. 597 F. Cavallera, ό.π., σ. 40 υποσ. 3. 598 Π. Ακανθόπουλου, ό.π., σ. 28. 599 Φιλοστόργιου, ό.π., 3, 18 PG 64, 509ΑΒ: « Ότι φησί, Φλαβιανόν και Παυλίνον, οι και µετά ταύτα τον Αντιοχείας θρόνον είχον διαµεινάµενοι, …Ούτοι δε ήσαν Ευσταθίω συνακολουθήσαντες, ες την µεθόριον επαγοµένω.» 600 Αν η συγκεκριµένη µαρτυρία του Φιλοστόργιου είναι αληθής, την οποία σηµειωτέον δεν εντοπίσαµε σε κάποια σύγχρονη µελέτη, τότε γεννάται το ερώτηµα για την παρουσία του Παυλίνου στην εξορία µαζί µε τον Ευστάθιο και παράλληλα στην ανάληψη ηγετικού ρόλου στην οµάδα των ορθοδόξων στην Αντιόχεια. Ίσως να πρέπει να θεωρήσουµε πίθανη την παραµονή του κληρικού για κάποιο διάστηµα µαζί µε τον εξόριστο ιεράρχη και ακολούθως, µε παρότρυνση του τελευταίου, την επιστροφή στην πόλη της Συρίας και την καθοδήγηση του ορθόδοξου ποιµνίου.
115
αφετέρου διότι µας δίδονται διαφορετικές πληροφορίες για τον τόπο εξορίας του. Σύµφωνα µε τις πηγές, ως τόπος εξορίας του Ευσταθίου, κατονοµάζεται: i. Η Τραϊανούπολη601 είναι σύµφωνα µε τη µαρτυρία του Ευσεβίου Ιερωνύµου602, η πόλη η οποία µνηµονεύεται και ως τόπος θανάτου του Ευσταθίου. Την Τραϊανούπολη603, καταγράφουν ως τόπο εξορίας του Ευσταθίου αρκετά Συναξάρια604 και υιοθετούν αρκετοί κυρίως605 ξένοι µελετητές606. ii. Κάποια «Ιλλυρική πόλη» µνηµονεύουν ως τόπο εξορίας του Ευσταθίου οι Θεοδώρητος Κύρου 607, Αναστάσιος Βιβλιοθηκάριος608 και Θεοφάνης ο χρονογράφος609. iii. Τη Θράκη µνηµονεύει ως περιοχή εξορίας του Ευσταθίου ο Ιωάννης ο Χρυσόστοµος610, άποψη µε την οποία συντάσσονται αρκετοί µελετητές611. iv. Οι Φίλιπποι της Μακεδονίας καταγράφονται ως τόπος εξορίας αλλά και αφετηρία µετακοµιδής των λειψάνων του ιεράρχη στην Αντιόχεια τόσο από το Θεόδωρο τον Αναγνώστη612, όσο και από το Θεοφάνη το χρονογράφο613 και Νικήτα Χωνιάτη614, από το Μηνολόγιο του Ανωνύµου Βυζαντινού615, το Συναξάριο της Κωνσταντινουπόλεως616, καθώς και από µεταγενέστερα Συναξάρια617. v. Η Βιζύη παρουσιάζεται ως τόπος εξορίας του Ευσταθίου, σύµφωνα µε τον αββά Θεοφάνη618, το Φώτιο Κωνσταντινουπόλεως619 και µνηµονεύεται απλά από ορισµένους µελετητές620. vi. Η Φιλιππούπολη, πόλη της Θράκης στη Βουλγαρία, σηµειώνεται621 ως τόπος εξορίας του Ευσταθίου στο Βασιλειανό Μηνολόγιο622. 601
Για την ιστορία της Μητροπόλεως Τραϊανούπολης µπορεί να συµβουλευτεί ο ενδιαφερόµενος την ακόλουθη ∆ιδακτορική διατριβή: Π. Γεωργαντζή, Η Μητρόπολις Τραϊανουπόλεως και αι επισκοπαί αυτής κατά την Βυζαντινήν εποχήν, Θεσσαλονίκη 1980. 602 Ευσεβίου Ιερωνύµου, De viris illustribus, 85, PL 23, 729 · Κ. Σιαµάκη, ό.π., σ. 217. 603 Στο συναξαριστή του αγίου Νικοδήµου του Αγιορείτη, φιλοξενείται η εσφαλµένη πληροφορία σύµφωνα µε την οποία η Τραϊανούπολη, στην οποία εξορίστηκε ο Ευστάθιος, δεν ήταν εκείνη στα παράλια από το νησί Θάσος και πλησίον στις Φέρρες, αλλά η πόλη Τράνι, στα παραθαλάσσια του Αδριατικού κόλπου της Ιταλίας. Βλ. Νικοδήµου Αγιορείτου, (µον.), Συναξαριστής, τ. 3, σ. 300 υποσ. 90. 604 Β. Ρούσου, (πρεσβ.), ό.π., σ. 155· Τ. Ευαγγελίδου, ό.π., σ. 205· Μ. Γαλανού, ό.π., σ. 105· J. M. Sauget, ό.π., BS 23 (1923) 297. 605 Από τους Έλληνες µελετητές µνηµονεύουµε: Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ. Γ΄, σ. 450· Γ. Παπαδάκη, ό.π., σ. 147. 606 H. Thurston, ό.π., σ. 117· J. Quasten, Patrology, σ. 302· F. Cayré, Précis de Patrologie, τ. 1, σ. 318· H . Delehaye, “Saints de Thrace et de Mésie”, AB 31 (1912) 254· O. Urbina, Nicée et Constantinople, σ. 54· O. Bardenhewer, Geschichte der Altkirchlichen Literatur, σ. 231· J.R. Palanque, ό.π., Histoire de l’Église 3 (1947) 102. 607 Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 1, 20 PG 82, 968C. 608 Αναστάσιου Βιβλιοθηκάριου, ό.π., PG 108, 1213Β. 609 Θεοφάνους αββά, ό.π., PG 108, 116Α. 610 Ιωάννου Χρυσοστόµου, ό.π., PG 108, 600Β· 601Α. 611 Β. Altaner-A. Stuiber, Patrologie, σ. 309· Η.M. Gwatkin, ό.π., σ. 77· A.S. Atiya, A History of Eastern Christianity, σ. 175· P.A. Casamassa, Istituzioni di Patrologia, τ. 2, σ. 92· Η. Chirat, ό.π., σ. 445· F. Cavallera, ό.π., σ. 39· M. Greppner, Das Patriarchat von Antiochien, σ. 29· H. Lietzmann, ό.π., σ. 120· J.M. Mayer, ό.π., Histoire du Christianisme 2 (1995) 278. 612 Θεοδώρου Αναγνώστη, ό.π., 2, 1 PG 86, 184C. 613 Θεοφάνους αββά, ό.π., PG 108, 324Β. 614 Νικήτα Χωνιάτη, ό.π., 5, 9 PG 139, 1370Α. 615 V. Latyšev, ό.π., σ. 122. 616 Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως, σ. 480. 617 Κ. ∆ουκάκη, ό.π., σ. 276. 618 Θεοφάνους αββά, ό.π., PG 108, 180Α. 619 Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως, Βιβλιοθήκη, PG 104, 156C: «… Ευστάθιον µεν τον χειροτονήσαντα διά στρατιωτικής χειρός εν Βιζύη πόλει της Θράκης περιορίζει, …». 620 Κ. ∆ελικανή, (µητρ.), ό.π., σ. 281 υποσ. 7. 621 Κ. Πλατανίτου, (πρωτ.), Εορτολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, σ. 148. 622 Βασιλείου Β΄, ό.π., 3, PG 117, 600Α.
116
vii. Πόλη στα σύνορα της Εσπερίας623 µνηµονεύει ο Φιλοστόργιος ότι αποτέλεσε τον τόπο αποµάκρυνσης του Ευσταθίου, µετά από απόφαση του αυτοκράτορα. Προσεκτική µελέτη των πηγών καταδεικνύει ότι ο Ευστάθιος εξορίστηκε624 δύο φορές: το 330, επί αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, όπως επίσης και επί αυτοκράτορα Ουάλη, περί το 370, µολονότι για την τελευταία αυτή µαρτυρία άλλοτε φαίνεται να εκφράζεται άγνοια από τους µελετητές και άλλοτε να διατυπώνονται επιφυλάξεις ως προς την ευστάθεια του συγκεκριµένου ζητήµατος. Η σιγή των πηγών για το ζήτηµα της αποκατάστασης του ιεράρχη το 337, όταν ανακλήθηκαν οι λοιποί εξόριστοι επίσκοποι από τον Κωνστάντιο625, η σιγή της Συνόδου της Φιλιππούπολης626, αλλά και η επικριτική µνηµόνευσή του από τους ανατολικούς, στη Σύνοδο της Σαρδικής627, ότι δηλαδή καταδικάστηκε όχι για κακοδοξία, αλλά για ζητήµατα ηθικής φύσης628, γεννά εύλογα ερωτηµατικά µεταξύ των µελετητών629. Ενδεικτικά είναι όσα σηµειώνονται από τον H.M. Gwatkin, ο οποίος επισηµαίνει ότι µολονότι η φιλία του Ευσταθίου µε τον Όσιο Κορδούης ήταν δεδοµένη630, εντούτοις προξενεί εντύπωση η µη µνηµόνευση του ονόµατός του στη συγκεκριµένη Σύνοδο. ∆ιερωτάται λοιπόν ο µελετητής για την πιθανότητα ευστάθειας κάποιας από τις κατηγορίες κατά του Ευσταθίου, ώστε να µην αναφέρεται το όνοµά του στη Σαρδική631. Ο ίδιος προτείνει την εκδοχή του θανάτου του Ευσταθίου, πριν από αυτήν· θέση την οποία ανασκευάζει σηµειώνοντας ότι πρέπει ν’ ανοίξει ξανά το συγκεκριµένο κεφάλαιο και ερώτηµα632. Είναι αλήθεια ότι αρκετοί, προκειµένου να επιλύσουν το ζήτηµα της µη αποκατάστασης του Ευσταθίου στο θρόνο της Αντιόχειας κατά το 337, ισχυρίζονται633 ότι ο εκκλησιαστικός αυτός συγγραφέας πρέπει να είχε πεθάνει. Για να ισχυροποιήσουν 623
Φιλοστόργιου, ό.π., 2, 8 PG 65, 472Α. Γενικά περί εξορίας του Ευσταθίου µνηµονεύουν οι: J.N.D. Kelly, Early Christian Doctrines, σ. 238· J. Stevenson, Greeds, Councils and Controversies, σ. 53· J. W.C. Wand, ό.π., σ. 161· A. Puech, Histoire de la Littérature Grecque Chrétienne, τ. 3, σ. 439· R. Hanson, Studies in Christian Antiquity, σ. 234. 625 J. Quasten, ό.π., σ. 302. 626 F. Cavallera, ό.π., σ. 41. 627 Η Σύνοδος της Σαρδικής έλαβε χώρα στην περιοχή της Βουλγαρίας, στα σύνορα µε τη Θράκη, µολονότι δεν υπάρχει απόλυτη οµοφωνία για την πόλη όπου αυτή πραγµατοποιήθηκε και άλλοτε µνηµονεύεται η Σόφια και άλλοτε άλλη. Τοποθετείται χρονικά µεταξύ του 343 και 347, µε πιθανότερη χρονολογία την πρώτη. Συµµετείχαν επίσκοποι της Ανατολής και της ∆ύσης, όµως εξαιτίας των διενέξεων για τον αποκλεισµό ορισµένων επισκόπων, υπήρξε διάσταση µεταξύ τους και εκατέρωθεν αναθεµατισµός. Περισσότερα για το θέµα: Νικοδήµου Αγιορείτου, Πηδάλιον, σσ. 443-445· Σ. Παπαδόπουλου, ό.π., σσ. 148-151· Β. Φειδά, Προϋποθέσεις διαµορφώσεως του θεσµού της Πενταρχίας των Πατριαρχών, σ. 121, 122, 123· H.R. Drobner, Lehrbuch der Patrologie, σ. 179· L.W. Barnard, “The Council of Sardica: Some Problems re-assessed”, AHC 12 (1980) 1-25. 628 Ιλάριου Πικτάβου, Collectio Antiariana (Feder, CSEL 65), 5, 27, 66. Πρβλ. W.H.A. Duane, ό.π., σ. 109. Αξίζει να σηµειωθεί ότι η εστίαση της κατηγορίας κατά του Ευσταθίου σε θέµατα ηθικής, τη συγκεκριµένη χρονική περίοδο, που έχει συντελεστεί πλέον η καταδίκη και αποµάκρυνσή του, ανατρέπει τη φερόµενη από µέρους των Ευσεβιανών κατηγορία περί Σαβελλιανισµού του Ευσταθίου, η οποία µνηµονεύεται από τον ιστορικό Σωκράτη και διά του Λαοδικείας Γεώργιου αποδόθηκε στον Βεροίας Κύρο, σύµφωνα µε την οποία συντέλεσε η καταδίκη του εκκλησιαστικού αυτού συγγραφέα. 629 Άποψή µας είναι ότι η µνηµόνευση της συγκεκριµένης κατηγορίας από µέρους των επισκόπων της Ανατολής δεν είναι αδικαιολόγητη, αν ληφθεί υπόψιν ότι οι ίδιοι αυτοί επίσκοποι προκάλεσαν στην αυτή Σύνοδο και τον αποκλεισµό ιεραρχών, οι οποίοι υποστήριξαν το δόγµα της Νίκαιας, όπως του Αθανασίου Αλεξανδρείας. 630 Ερµεία Σωζοµενού, ό.π., 3, 11 PG 67, 1061Β. 631 Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 2, 6 PG 82, 997D – 1017Β. 632 H.M. Gwatkin, ό.π., σ. 77: “Was there truth is one or another of the charges against him? The simplest solution is that he was dead but even this is not free from difficulty….These considerations would seem to place his death about 356-360, and reopen the question why the council of Sardica neglected him.” 633 C. Moreschini- E. Norelli, ό.π., σ. 56· P.A. Casamassa, Istituzioni di Patrologia, τ. 2, σ. 92· Anonyme, “Anciennes Littérature Chrétiennes”, BEHE, σ. 271· H. Chirat, ό.π., σ. 445· J. Quasten, ό.π., σ. 302. 624
117
µάλιστα τη συγκεκριµένη εκδοχή, επικαλούνται τη µαρτυρία του Αθανασίου Αλεξανδρείας, ο οποίος σηµειώνει ότι: «Ευστάθιος τις ήν επίσκοπος της Αντιοχείας, ανήρ οµολογητής… Ούτος, επειδή πολύς ήν ζηλών υπέρ της αληθείας, …διαβάλλεται Κωνσταντίνω…» 634 Όµως ο παρατατικός του ρήµατος «ειµί» στην πρώτη περίπτωση, δε σηµαίνει ότι ο Ευστάθιος πέθανε, ερµηνευτική στην οποία προβαίνουν ορισµένοι635, αλλά ότι έπαψε να κατέχει την πρωτοκαθεδρία της Εκκλησίας της Αντιόχειας, γεγονός αληθές, µετά την καθαίρεση και την εξορία του. Όπως επίσης και στη δεύτερη περίπτωση, αναφέρεται σε ενέργεια που έχει ήδη συντελεσθεί ή καλύτερα στην αιτία που τον οδήγησε στην εξορία. Επειδή όµως το ζήτηµα της αποσιώπησης του ονόµατος του Ευσταθίου στη Σύνοδο της Σαρδικής εξακολουθεί να υφίσταται, νοµίζουµε ότι ικανοποιητική απάντηση θα µπορούσαν να δώσουν ο 12ος 636 και ο 4ος 637 Κανόνας της Συνόδου της Αντιόχειας, οι οποίοι αποκλείουν από µελλοντική αποκατάσταση στο θρόνο εκείνον τον καθαιρεµένο επίσκοπο ο οποίος θα τολµήσει να ζητήσει ακρόαση από το βασιλιά, χωρίς πρωτίστως να εξεταστεί από µεγαλύτερη Σύνοδο, αλλά και εκείνον ο οποίος τέλεσε κάποια ιεροπραξία, µετά την καθαίρεσή του, σε αντίθεση µε τα προβλεπόµενα. Αν ο Ευστάθιος προέβη σε µία από τις δύο αυτές ενέργειες, µετά την καταδικαστική προς αυτόν απόφαση της Συνόδου της Αντιόχειας (329), τότε είναι βέβαιο ότι σύµφωνα µε τους συγκεκριµένους Κανόνες θα του είχε στερηθεί το δικαίωµα της αποκατάστασης, γι’ αυτό και το όνοµά του αποσιωπάται από τα κείµενα που αναφέρονται στη χρονική περίοδο µετά την καθαίρεσή του. Συνεπώς, σύµφωνα µε όσα γνωρίζουµε από τις πηγές, ο Ευστάθιος εξορίστηκε στην Τραϊανούπολη638 περί το 331· επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη639, επί Ιοβιανού (ίσως το 364), όπου κρυβόταν640 και εξορίστηκε εκ νέου το 370 από τον διάδοχό του Ουάλη, στη Βιζύη. Αµάρτυρο πάντως παραµένει το πως φαίνεται αργότερα ενταφιασµένος στους Φιλίππους της Μακεδονίας, από όπου φέρεται να έγινε η ανακοµιδή και µετακοµιδή των λειψάνων του. Πριν ολοκληρώσουµε την ενότητα αυτή κρίνεται σκόπιµο να σηµειωθεί ότι θα ήταν τουλάχιστο αφελές να θεωρήσουµε ότι ο Ευστάθιος, η πληθωρική αυτή προσωπικότητα, ήταν δυνατό να µείνει άεργος την περίοδο της εξορίας του. Ασφαλώς ασχολήθηκε όχι µονάχα µε τη µελέτη641 των Ιερών κειµένων, τη συγγραφή642, πιθανόν
634
Αθανασίου Αλεξανδρείας, ό.π., 4, 36 PG 25, 697D. F. Cavallera, ό.π., σ. 65· R.V. Sellers, Eustathius of Antioch., σ. 56. 636 Π. Ακανθόπουλου, ό.π., σ. 240: «Εί…καθαιρεθείς…και επίσκοπος υπό συνόδου, ενοχλήσαι τολµήσειε τας βασιλέως ακοάς, δέον επί µείζονα επισκόπων σύνοδον τρέπεσθαι, … ο δε, τούτων ολιγωρήσας ενοχλείσειε τω βασιλεί· και τούτον µηδεµίας συγγνώµης αξιούσθαι, µηδέ χώραν απολογίας έσχειν, µηδ’ ελπίδα µελλούσης αποκαταστάσεως προσδοκάν.» 637 Ό.π., σ. 240: «Εί τις επίσκοπος υπό συνόδου καθαιρεθείς, … τολµήσειέ τι πράξαι της λειτουργίας,… µηκέτι εξόν είναι αυτώ, µηδέ εν ετέρα συνόδω ελπίδα αποκαταστάσεων, µήτε απολογίας χώραν έχειν, αλλά και τους κοινωνούντας αυτώ πάντας αποβάλλεσθαι της εκκλησίας…». 638 Π. Γεωργαντζή, ό.π., σ. 45· Β. Στεφανίδου, ό.π, σ. 183. 639 Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως, Βιβλιοθήκη, PG 104, 156C. 640 Θεοφάνους αββά, ό.π., PG 108, 180Α: «Ευστάθιος ο ιερός Αντιοχείας, λαθραίως διάγων εν Κωνσταντινουπόλει, επανελθών εκ της εξορίας επί Ιοβιανού· µη ευρών δε αυτόν ζώντα εν τη πόλει εκρύπτετο… Ουάλης… Ευστάθιον µεν τον ιερόν εις Βιζύην εξώρισεν…». 641 Χαρακτηριστική είναι η ακόλουθη µαρτυρία που µας δίνει ο Φώτιος Κωνσταντινουπόλεως, αναφερόµενος στην «αιχµαλωσία των βιβλίων» την οποία υπέµεινε ο ίδιος µε την εξορία του. Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως, Επιστολαί 1, 16 PG 102, 768Α: «…αλλ’ ουδείς αυτού των βιβλίων αφαίρεσιν εψηφήσατο, Ευστάθιος ο θαυµάσιος, την ίσην επιβουλήν παρά των Αρειανιζόντων υπήνεγκεν· αλλ’ ουχ, ως ηµείς, και τα βιβλία αφήρηται.» Πρβλ. Η. Βουλγαράκη, ό.π., σ. 187. 642 R.V. Sellers, ό.π., σ. 51. 635
118
την αποστολή επιστολών643 στους Ευσταθιανούς, στην Αντιόχεια, αλλά και φέρεται να συµβούλευσε για την ίδρυση Μονής στην Κωνσταντινούπολη644. ε΄ Ο Ευστάθιος Αντιοχείας και ο εκχριστιανισµός της Ιβηρίας Σχετική µε τον Ευστάθιο Αντιοχείας είναι η παράδοση που φέρει τον ιεράρχη να συνέβαλε στον εκχριστιανισµό της Γεωργίας645, της Ιβηρίας646 ειδικότερα. Πριν προχωρήσουµε στη διαπραγµάτευση του συγκεκριµένου θέµατος, κρίνουµε σκόπιµο να διευκρινίσουµε ότι δεν πρόκειται ν΄ ασχοληθούµε ούτε µε το ζήτηµα της ιστορικής πορείας του χριστιανισµού στην Ιβηρία, την αυτοκεφαλία της Γεωργίας647, αλλά ούτε και µε το Κανονικό ζήτηµα που προκύπτει µε την εξάρτησή648 της από το Πατριαρχείο της Αντιόχειας649, κατά την πρώτη Βυζαντινή περίοδο κ.ά.650, διότι τα συγκεκριµένα ζητήµατα έχουν µελετηθεί επαρκώς και θα αποτελούσαν αδόκιµη υπέρβαση των ορίων της συγκεκριµένης ενότητας. Απλά σηµειώνουµε ότι, σύµφωνα µε Γεωργιανές και µη Παραδόσεις651, ο εκχριστιανισµός της Ιβηρίας συνδέεται652: i. Με το χιτώνα του Χριστού, ii. µε τον Απόστολο Ανδρέα, iii. µε τον Κλήµεντα Ρώµης653, iv. µε την Αγία Νίνα (Νίνο)654 v. και µε τον Ευστάθιο Αντιοχείας. Σύµφωνα µε τους µελετητές, ο εκχριστιανισµός της Ιβηρίας, του ανατολικού τµήµατος της Γεωργίας, φαίνεται να συντελέστηκε µεταξύ 320 και 330655. Η χριστιανή αγία Νίνα, η οποία ήταν αιχµάλωτος656 των Ιβήρων µετά από επιδροµή τους κατά γειτονικών λαών, έχοντας επιτύχει µε τη ζωή και µε θαύµατά της να κεντρίσει το ενδιαφέρον του συγκεκριµένου λαού για τη χριστιανική πίστη, έπεισε το βασιλιά της Ιβηρίας Μίριαν, να στείλει πρέσβεις στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο657. Το αίτηµα της αντιπροσωπείας ήταν να αποσταλεί κλήρος για την προαγωγή του έργου της διάδοσης της χριστιανικής πίστης στην περιοχή. Σύµφωνα µε το Θεοδώρητο Κύρου, ο Μ. Κωνσταντίνος ανταποκρινόµενος στο αίτηµα των Ιβήρων, «άνδρα δε πίστει, και συνέσει και βίω κοσµούµενον, και της αρχιερωσύνης ηξιωµένον, κήρυκα τω έθνει της θεογνωσίας 643
Ε. Schwartz, ό.π., σσ. 57- 58· M. Spanneut, ό.π., σ. 88. Βλέπε σελ. 166 της παρούσας ∆ιατριβής. I.O. Urbina, ό.π., σ. 156: “Ensuite, sur le conceil d’Eustathe, il (Μαραθώνιος) se fit moine et fondra un monastère à Constantinople”. 645 Για τη χώρα της Γεωργίας και τη γεωγραφική διαίρεσή της βλ. Α. Παππά, Η Γεωργιανή θρησκευτική ζωγραφική, σ. 18· ∆. Τσάµη, Μητερικόν, τ. ΣΤ΄, σσ. 355-357 υποσ. 3. 646 Κατά τη Βυζαντινή περίοδο το όνοµα Ιβηρία διακρινόταν για πολυσηµία. Σήµαινε την α. την Ισπανία, β. το ανατολικό τµήµα του µεσαιωνικού βασιλείου της Γεωργίας και γ. το βορειοανατολικό θέµα της βυζαντινής αυτοκρατορίας, το οποίο ιδρύθηκε από το Βασίλειο Β΄. Βλ. ∆. Τσάµη, Μητερικόν, ό.π., σσ. 356-357 υποσ. 3, όπου και σχετική βιβλιογραφία. 647 B. Φειδά, «Το αυτοκέφαλον της Εκκλησίας της Γεωργίας», ΕΕΘΣΑ 24 (1979-1980) 91-140. 648 Ό.π., ΕΕΘΣΑ 24 (1979-1980) 95-99· του ίδιου, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α΄, σ. 362, 363. 649 Θ.Ξ. Γιάγκου, ό.π., Κανονικολειτουργικά 1 (1996) 157 κ.ε. 650 Π. Μενεβίσογλου, (αρχιµ., νυν µητρ.), Το Άγιον Μύρον εν τη Ορθοδόξω Ανατολική Εκκλησία, Ανάλεκτα Βλατάδων 14 (1983) 133-135. 651 P. Peeters, “Les Débuts du Christianisme en Géorgie d’Αprès les Sources Hagiographiques”, AB 30 (1932) 5-58. 652 Μαξίµου Σάρδεων, (µητρ.), ό.π., Θεολογία 36 (1965) 353-362. 653 J.M. Neale, (rev.), A History of the Holy Eastern Church, τ. 1, σ. 61: “S. Clement of Rome, banished by Trajan into Iberia, produced many conversions by his miracles and martyrdom…”. 654 Αξίζει να σηµειωθεί ότι η πληροφορία που µας δίδει ο D.M. Lang για βάπτιση του βασιλιά της Ιβηρίας από την ίδια την αγία Νίνα, όχι µόνο δε θα πρέπει να ανταποκρίνεται στην πραγµατικότητα, αλλά και έρχεται σε αντίθεση µε τη µακραίωνη παράδοση της Εκκλησίας σύµφωνα µε την οποία οι γυναίκες δεν ιεροπρακτούν. Βλ. D.M. Lang, Lives and Legends of the Georgian Saints, σ. 32: “The king was baptized by the hand of St. Nino and then the queen and their children by the priests and deacons.” 655 Ό.π., Θεολογία 36 (1965) 360. Η κα Α. Παππά σηµειώνει τον εκχριστιανισµό της Ιβηρίας στα 324. Α. Παππά, ό.π., σ. 19. 656 Σωκράτους Σχολαστικού, ό.π., 1, 20 PG 67, 129Β. 657 Ό.π., 1, 20 PG 67, 133Β. 644
119
εξέπεµψε, µετά δώρων ότι µάλιστα πλείστων.»658 Όπως χαρακτηριστικά σηµειώνεται, µολονότι το όνοµα του Ευσταθίου Αντιοχείας δε µνηµονεύεται659 από τους Έλληνες συγγραφείς για τον εκχριστιανισµό της Ιβηρίας, εντούτοις Γεωργιανές παραδόσεις βεβαιώνουν το συγκεκριµένο γεγονός συνδέοντάς το µε την εξάρτηση της Ιβηρίας στο Πατριαρχείο Αντιοχείας660. Η σιγή των πηγών661 για το πρόσωπο του ιεράρχη, ο οποίος φαίνεται να στάλθηκε από τον αυτοκράτορα στην Ιβηρία, σε συνάρτηση µε τη µαρτυρία του Γελάσιου Κυζικηνού που µνηµονεύει τον Κωνσταντινουπόλεως662 Αλέξανδρο663, δηµιούργησαν εύλογο προβληµατισµό µεταξύ των µελετητών. Για τη σύνδεση του ονόµατος του Ευσταθίου Αντιοχείας σε σχέση µε τον εκχριστιανισµό της Ιβηρίας, επικρατούν δύο παραδόσεις: εκείνη σύµφωνα µε την οποία εσφαλµένα συνδέεται το όνοµα του ιεράρχη µε το συγκεκριµένο περιστατικό και εκείνη που τον φέρει να συνέβαλε στον εκχριστιανισµό της Ιβηρίας. Μεταξύ εκείνων664 οι οποίοι αµφισβητούν την παρουσία του Ευσταθίου στην Ιβηρία, συγκαταλέγεται ο αείµνηστος µητροπολίτης Σάρδεων Μάξιµος, ο οποίος προβαίνει στη σχετική διατύπωση µε το σκεπτικό ότι η Εκκλησία της Γεωργίας παρουσίαζε Κανονική εξάρτηση από την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης κατά το διάστηµα 326-381665. Όπως σηµειώνεται από τον καθηγητή κ. Β. Φειδά, «η άρνησις όµως της διοικητικής εξαρτήσεως ουδόλως αποκλείει και την ανάπτυξιν πνευµατικών σχέσεων µεταξύ του θρόνου της Αντιόχειας και της Εκκλησίας της Ιβηρίας, λόγω της γεωγραφικής εγγύτητος, η οποία τελικώς επηρέασε και την υπαγωγήν της Εκκλησίας Ιβηρίας υπό την διοικητικήν δικαιοδοσίαν του θρόνου της Αντιόχειας.»666 Κύριο πάντως επιχείρηµα εκείνων που αµφισβητούν την εµπλοκή του Ευσταθίου στον εκχριστιανισµό της Ιβηρίας είναι ότι το όνοµά του δε µνηµονεύεται στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, κυρίως στο Ρουφίνο, ενώ απουσιάζει από αρκετά, σχετικά µε το θέµα, κείµενα της Γεωργιανής παράδοσης. Επιπροσθέτως, φαίνεται απίθανο να έλαβε αυτή χώρα την περίοδο που ο Ευστάθιος ήταν στο πηδάλιο της Εκκλησίας της Αντιόχειας. Όσοι υιοθετούν τη συµβολή του Ευσταθίου Αντιοχείας στον εκχριστιανισµό της Ιβηρίας, δεν οµονοούν ως προς το χρονική περίοδο που ο ιεράρχης προέβη στη συγκεκριµένη ενέργεια. Ο M. Tamarati, επί παραδείγµατι, δέχεται ότι ο Ευστάθιος ήρθε σε επαφή µε τους Ίβηρες την περίοδο που ήταν ακόµη επίσκοπος Βεροίας, µεταξύ 323325667. Κάποιοι άλλοι θεωρούν ότι ο Ευστάθιος ως αρχιεπίσκοπος Αντιόχειας 668 658
Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 1, 20 PG 67, 133Β. Ο πρεσβύτερος, µετέπειτα αρχιεπίσκοπος, J.M. Neale, φαίνεται να αγνοεί τη µνηµόνευση του ονόµατος του ιεράρχη, από το µοναχό Νίκωνα, σε σχέση µε τον εκχριστιανισµό της Ιβηρίας. 660 J.M. Neale, (rev.), ό.π., τ. 1, σ. 61-62 υποσ. f. 661 Ερµεία Σωζοµενού, ό.π., 2,7 PG 67, 949C-953C· Σωκράτους Σχολαστικού, ό.π., 1, 20 PG 67, 129B133C· Ευσεβίου Καισαρείας, Εις τον Βίον Κωνσταντίνου, 3, 47 PG 20, 1108Α· Ρουφίνου, Εκκλησιαστική Ιστορία, PL 21, 480-482. 662 Ίσως ο Γελάσιος Κυζικηνός, επιθυµεί να δηµιουργήσει «παράδοση» µε τη συγκεκριµένη αναφορά του, για να παρουσιάσει σχέση εξάρτησης µεταξύ Εκκλησίας Ιβηρίας και Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως. 663 Μαξίµου Σάρδεων, (µητρ.), ό.π., Θεολογία 36 (1965) 360. 664 Μ. Brosset, Histoire de la Géorgie, τ. 1, Saint-Petersbourg 1849, σ. 112: “Je ne connais aucun texte géorgien, ancien et authentique qui certifie le voyage d’Eustathe en Géorgie immédiatement à l’époque de la conversion de cette contrée au christianisme.” Τη συγκεκριµένη άποψη του Μ. Brosset ανασκευάζει, αρκετά χρόνια αργότερα, ο A. Palmieri, καταγράφοντας σε σύγγραµµά του τις σχετικές µε τον Ευστάθιο γεωργιανές πηγές και µαρτυρίες. Βλ. A. Palmieri, “La Conversione Ufficialle degl’ Iberi al Cristianismo”, Oriens Cristianus, Rome 1903, σ. 171. 665 Μαξίµου Σάρδεων, (µητρ.), ό.π., Θεολογία 36 (1965) 364. 666 B. Φειδά, ό.π., ΕΕΘΣΑ 24 (1979-1980) 98. 667 S. Salavile, “Eustathe d’Antioche (Saint)”, DTC 5 (1924) 1560· M. Tamarati, L’Église Géorgienne des Origines jusqu’à nos Jours, Rome 1910, σ. 197-198. 659
120
πραγµατοποίησε εξωτερική ιεραποστολή στην Ιβηρία. Σύµφωνα επίσης µε τον Klaproth669, η µετάβαση του Ευσταθίου φαίνεται να έλαβε χώρα µετά το 331, την περίοδο της εξορίας του670. Το µόνο ελληνικό κείµενο που µνηµονεύει ρητά το όνοµα του Ευσταθίου Αντιοχείας στον εκχριστιανισµό της Ιβηρίας, είναι εκείνο του Νίκωνος Μαυρορείτη, µοναχού της µονής Ιβήρων671, που σώζεται στο Σιναϊτικό κώδικα 436 (441), φφ. 238β240α672 και χρονολογείται το 1090673. Στο συγκεκριµένο κείµενο, στο οποίο αντικατοπτρίζεται η Αντιοχειανή παράδοση περί του εκχριστιανισµού της Εκκλησίας της Ιβηρίας, αλλά και της εξάρτησής της από το Πατριαρχείο Αντιοχείας, µε όσα αυτή συνεπάγεται, σηµειώνεται χαρακτηριστικά: «… ο δε µέγας Κωνσταντίνος ο βασιλεύς, µετά περιχαρίας τους πρέσβεις δεξάµενος, εξέπεµψεν αυτοίς Ευστάθιον πατριάρχην Αντιοχείας674 µετά πολλής τιµής. Και απελθών εκείσαι εβάπτισεν πάντας συν τω βασιλεί, και ενθρονίσας τον κτισθέντα νεών εποίησεν αυτοίς καθολικόν επίσκοπον, τυπώσας αυτόν υπό θείου τύπου (µύρου) υποκείσθαι τω πατριάρχη Αντιοχείας…»675. Πριν προχωρήσουµε, κρίνεται σκόπιµο να διευκρινίσουµε ότι µολονότι δεν µπορούµε να µιλήσουµε µε ασφάλεια για την ευστάθεια της συγκεκριµένης εκδοχής παράδοσης, δεν µπορούµε να την αποκλείσουµε, έστω και αν θεωρούµε µη πιθανή την πραγµατοποίηση της συγκεκριµένης «ιεραποστολικής δραστηριότητας» από µέρους του Ευσταθίου, κατά την περίοδο της αρχιερατείας του στην Αντιόχεια. Οι τριβές και οι κλυδωνισµοί στην τοπική Εκκλησία εξαιτίας του Αρειανισµού, εκτιµούµε ότι δε θα ενθάρρυναν πρακτικές εξωτερικής ιεραποστολής, αλλά θα επέβαλαν χειρισµούς για την επίλυση των εσωτερικών προβληµάτων. Αποµένει λοιπόν η διερεύνηση των δύο άλλων εκδοχών – υποθέσεων, της άποψης του Klaproth, σύµφωνα µε την οποία ο Ευστάθιος µετέβη στην Ιβηρία µετά την εξορία του, όπως και εκείνης του M. Tamarati, ο οποίος θεωρεί ότι ο ιεράρχης προέβη στη συγκεκριµένη ενέργεια, όταν ήταν επίσκοπος Βεροίας. Η υπόθεση – εκδοχή σύµφωνα µε την οποία ο Ευστάθιος βρέθηκε στην Ιβηρία κατά την περίοδο της εξορίας του, µολονότι θα µας εξυπηρετούσε σε επίπεδο έρευνας, διότι θα δικαιολογούσε τη µη αποκατάσταση του ιεράρχη στο θρόνο της Αντιόχειας το 337, αλλά και τη σιγή των πηγών για το πρόσωπό του, κατά την περίοδο µετά της εξορίας του, νοµίζουµε ότι δεν ανταποκρίνεται στην πραγµατικότητα. Προς την κατεύθυνση αυτή συνηγορούν τόσο το γεγονός ότι ο Ευστάθιος µε την καθαίρεσή του ήταν απλός µοναχός, οπότε δε θα µπορούσε να τελέσει Μυστήρια, όσο και από το γεγονός ότι µετά την εξορία του, δεν υπάγονταν στην Εκκλησία της Αντιόχειας, οπότε αποδυναµώνεται το βασικό επιχείρηµα, σύµφωνα µε το οποίο, η Ιβηρία είχε Κανονική εξάρτηση από την Εκκλησία της Αντιόχειας, διότι αυτό οφείλεται στο ρόλο που διαδραµάτισε εκεί ο Ευστάθιος Αντιοχείας.
668
Ε. Ελευθεριάδη, (αρχιµ.), ό.π., Ε, τεύχ. 15 (1959) 94· Θ. Μαρινάκη, (αρχιµ.), ό.π., σ. 414 υποσ. 20· Χ. Παπαδόπουλου, (αρχιµ.), ό.π., σ. 100· ∆. Τσάµη, Μητερικόν, ό.π., σ. 362· A. Palmieri, ό.π., Oriens Cristianus, Rome 1903, σ. 171. 669 Κατά την έρευνά µας δε µπορέσαµε να εντοπίσουµε τη συγκεκριµένη µονογραφία και δυστυχώς δε γνωρίζουµε τα επιχειρήµατα που επικαλείται ο συγγραφέας. 670 S. Salavile, ό.π., DTC 5 (1924) 1560. 671 B. Φειδά, ό.π., ΕΕΘΣΑ 24 (1979-1980) 95 υποσ. 3 . 672 V. Benešević, Catalogus Codicum Manuscriptorum Graecorum, τ. 1, σ. 596-601. 673 Θ. Ξ. Γιάγκου, ό.π., Κανονικολειτουργικά 1 (1996) 159. 674 Του ίδιου, Νίκων ο Μαυρορείτης, σσ. 159-160. 675 V. Benešević, ό.π., σ. 598.
121
Η υιοθέτηση της πρότασης-εκδοχής του M. Tamarati676, σύµφωνα µε την οποία ο Ευστάθιος στάλθηκε στην Ιβηρία ως επίσκοπος Βεροίας, εκτιµούµε ότι συγκεντρώνει περισσότερες πιθανότητες, για τους ακόλουθος λόγους: i. ∆ιότι εντάσσεται στα χρονικό πλαίσιο που µνηµονεύουν οι πηγές για τον εκχριστιανισµό της Ιβηρίας. ii. ∆ιότι ο Βεροίας Ευστάθιος ανήκε στο περιβάλλον της Εκκλησίας της Αντιόχειας και όπως έχουµε ήδη σηµειώσει, επείχε θέση συγκέλλου του Αντιοχείας. iii. Εξαιτίας του ότι ο Ευστάθιος συγκέντρωνε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά (ιερατικό βαθµό, µόρφωση, ευστροφία πνεύµατος κ.ά.), που θα του επέτρεπαν να φέρει επιτυχώς σε πέρας τη συγκεκριµένη αποστολή. iv. Επιπροσθέτως, αν ο Βεροίας Ευστάθιος ήταν εκείνος που µεταξύ 320-324 βρέθηκε στην Ιβηρία κατόπιν αυτοκρατορικής εντολής, για να προβεί στις συγκεκριµένες ενέργειες (βαπτίσεις, χειροτονίες, εγκαίνια ναού κ.ά.) και η αποστολή του ήταν επιτυχής, τότε θεωρείται δικαιολογηµένη η στήριξη που πρόσφερε ο Μ. Κωνσταντίνος στον ιεράρχη, µέσω του Όσιου Κορδούης, κατά τη µετάθεσή του από τη Βέροια στο θρόνο της Αντιόχειας, στις αρχές του 325. Καταλήγοντας, θεωρούµε αναγκαίο να σηµειώσουµε ότι η απουσία του ονόµατος του ιεράρχη, από τους ιστοριογράφους Ρουφίνο677, Σωκράτη, Σωζοµενό, Θεοδώρητο Κύρου κ.ά., σε σχέση µε τον εκχριστιανισµό της Ιβηρίας, είναι ασφαλώς ένα ζήτηµα που δεν µπορούµε να παραβλέψουµε. Θα αποτελούσε όµως µονοµερή ανάγνωση, υιοθέτηση των πηγών, αν αποκλείαµε το ενδεχόµενο της συµβολής του Ευσταθίου στον εκχριστιανισµό της Ιβηρίας -έστω και αν το συγκεκριµένο ζήτηµα δεν υπερβαίνει τα όρια της παράδοσης- εφόσον αυτό καταγράφεται στο πηγαίο υλικό. 4. ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑ∆ΙΚΗΣ ΤΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ ΣΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΣΩΜΑ (ΣΧΙΣΜΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ) Της καθαίρεσης του Ευσταθίου επακολούθησε µία µακρά περίοδο προστριβών και αντιπαραθέσεων στην Εκκλησία της Αντιόχειας, που είναι γνωστές ως «Σχίσµα678 της Αντιόχειας»679. ∆εν είναι ορθό εκείνο που διατυπώνεται ορισµένες φορές ότι δηλαδή το Σχίσµα680 της Αντιόχειας είναι το ίδιο µε το Μελετιανό Σχίσµα681 ή πολύ 676
Ούτε το συγκεκριµένο σύγγραµµα του M. Tamarati µπορέσαµε να εντοπίσουµε κατά την πορεία της έρευνάς µας, συνεπώς, δε γνωρίζουµε σε ποια επιχειρήµατα στήριξε την υπόθεσή του ο συγκεκριµένος µελετητής. 677 Η µη µνηµόνευση του ονόµατος του Ευσταθίου από το Ρουφίνο για τον εκχριστιανισµό της Ιβηρίας, δε µας προξενεί εντύπωση, αν ληφθεί υπόψη ότι ο συγκεκριµένος εκκλησιαστικός συγγραφέας ακολουθεί τον Ευσέβιο Καισαρείας στην ιστοριογραφία, ο οποίος επίσης δεν κάνει κάποια αναφορά στο πρόσωπο του ιεράρχη. Ενδεικτική είναι η ακόλουθη επισήµανση του Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος σηµειώνει γι’ αυτή τη σιωπή του Ευσεβίου: «∆ιό και περί του θεσπεσίου Ευσταθίου διηγείσθαι µέλλων ούτε του ονόµατος µέµνηται, ουδ’ όσα περί αυτόν ετολµήθη και εις έργον αποβέβηκεν·..» (Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως, Βιβλιοθήκη, PG 103, 409CD)· Πρβλ. PG 19, 93Β. 678 Κ.Μ. Ράλλη, ό.π., σ. 324: «Σχίσµα καλείται ο από της ενότητος της εκκλησίας αποχωρισµός διά της συµπήξεως ιδίας θρησκευτικής κοινότητος. Αιτίαν έχει το σχίσµα έριδα ουχί περί δογµατικήν διδασκαλίαν της εκκλησίας, αλλά περί την εκκλησιαστικήν διοίκησιν και ευταξίαν.»· πρβλ. Π. Ακανθόπουλου, ό.π., σ. 692. Και εξ επόψεως Κοινωνιολογικής το σχίσµα δε σχετίζεται µε δογµατικά ζητήµατα αλλά «εκφράζει τη διοικητική διάσταση», την άρνηση εξάρτησης από την ιεραρχική δοµή της Εκκλησίας. Βλ. σχετικά: Β. Γιούλτση, Κοινωνιολογία της Θρησκείας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1996, σσ. 200-201. 679 Αναλυτικά για το θέµα στην οµώνυµη µονογραφία του F. Cavallera, Le Schisme d’Antioche, Paris 1905. 680 Αξιοπρόσεκτες κρίνονται οι επισηµάνσεις του I. Hazlett για τα αίτια κάθε σχίσµατος που παρουσιαζόταν στην Εκκλησία, κατά τους πρώτους αιώνες. Από αυτά, ορισµένα, σύµφωνα µε το συγγραφέα, οφείλονται σε προσωπικά ή εσωτερικά ζητήµατα µιας τοπικής Εκκλησίας, ενώ κάποια άλλα σε διαφωνία µελών, στον τρόπο έκφρασης της θρησκευτικότητας κ.ά. Ενδεικτικό είναι το απόσπασµα που ακολουθεί: “This survey of certain notable schisms in the early Church indicates the diversity of their origins. Some seems to have been essentially personal and internal, like at Corinth, and to have been fairly easily resolved by a personal appeal. Others, like Montanisme, were an expression of religious enthusiasm,
122
περισσότερο, µε το Μελιτιανό. Το τελευταίο δε σχετίζεται µε την Εκκλησία της Αντιόχειας, αλλά µ’ εκείνη της Αιγύπτου682. Παρουσιάστηκε µετά το διωγµό του ∆ιοκλητιανού (303) και συνδέεται µε το πρόσωπο του Μελιτίου Λυκοπόλεως.683 Το Μελετιανό Σχίσµα, συνδέεται µεν µε την Εκκλησία της Αντιόχειας, µε το πρόσωπο του Μελετίου Αντιοχείας, ειδικότερα, όµως καταλαµβάνει έκταση µικρότερη χρονικά, από το 362-415684 και θα µπορούσαµε να πούµε ότι αποτελεί τµήµα του εν λόγω Σχίσµατος της Αντιόχειας. Το Σχίσµα της Αντιόχειας685 προσδιορίζεται χρονικά από την καταδικαστική απόφαση κατά του Ευσταθίου Αντιοχείας (330), έως το 415, επί αρχιερατείας Αλεξάνδρου στο θρόνο της Αντιόχειας. Ουσιαστικά όµως τοποθετείται κατά τη µετακοµιδή των λειψάνων του Ευσταθίου στην πόλη, κατά τα µέσα του τελευταίου τετάρτου του πέµπτου αιώνα. Ο Θεοδώρητος Κύρου686 σηµειώνει για το χρονικό προσδιορισµό της έναρξης (αλλά και της λήξης) του Σχίσµατος, ότι αυτό διήρκεσε ογδόντα πέντε έτη µέχρι την ανάληψη του πηδάλιου της Αντιόχειας από τον Αλέξανδρο. Ο υπολογισµός µας δίνει ότι από το 329/ 330 (καταδίκη Ευσταθίου) έως 414/ 415 (έναρξη αρχιερατείας του Αλεξάνδρου), συµπληρώνεται ο αριθµός ογδόντα πέντε, ο χρόνος που διήρκεσε το Σχίσµα. Γνωρίζουµε επίσης ότι ορισµένοι, που συντάσσονταν µε το πρόσωπο του Ευσταθίου, δεν «ενώθηκαν» µε το σώµα της τοπικής Εκκλησίας την περίοδο εκείνη, παρά µονάχα όταν έγινε η µετακοµιδή των λειψάνων του Ευσταθίου στην Αντιόχεια, επί Πατριάρχου της πόλεως Καλανδίωνος687, µεταξύ του 482688 και 489. Η καταδικαστική λοιπόν απόφαση κατά του Ευσταθίου Αντιοχείας πυροδότησε την έναρξη των αντιδράσεων των υποστηρικτών του, κατ’ επέκτασιν υπέρµαχων του ∆όγµατος της Νίκαιας689, στην τοπική Εκκλησία. Οι διενέξεις αυτές είχαν ως αποτέλεσµα την από µέρους τους άρνηση αναγνώρισης και επικοινωνίας µε τους Αρειανούς και φιλοαρειανούς διαδόχους του Ευσταθίου (Ευλάλιο, Ευφρόνιο690, innocent in itself, but distasteful to some Christians….so that an eventual break with the Great Church was almost inevitable. In Novatianisme, and Donatisme, disagreement on ecclesiastical discipline is the expression of deep underlying theological divergences…..Finally, the Schism of Antioch shows that, in an age of theological controversy, individual commitments and personal loyalties in a common cause could lead to deep and long-continued divisions among the great sees of Christendom, which lasted for many years and long resisted efforts to resolve them.” (I. Hazlett, Early Christianity, σ. 227). 681 ∆. Μπαλάνου, «Ευστάθιος Αντιοχείας, Α΄ Εισαγωγικά», ΒΕΠΕΣ 18 (1959) 279. Όσοι ταυτίζουν το Αντιοχειανό Σχίσµα µε το Μελετιανό, αυτό το πράττουν µε το σκεπτικό ότι πριν από το 362 δεν είχαµε διάσταση µεταξύ του ορθόδοξου πληρώµατος, αλλά δύο µέρη: τους Αρειανούς, Αρειανίζοντες και τους Ευσταθιανούς (ορθοδόξους). Η συγκεκριµένη θεώρηση δε µας βρίσκει σύµφωνους, διότι εκτιµούµε ότι υφίσταται ήδη σχίσµα στην Τοπική Εκκλησία ακόµη και κατά την περίοδο που προηγήθηκε της αρχιερατείας του Μελετίου. 682 Ό.π., ΒΕΠΕΣ 18 (1959) 280. 683 Β. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α΄, σ. 302 κ.ε. 684 Με την αντικανονική χειροτονία του Ευσταθιανού πρεσβυτέρου Παυλίνου σε επίσκοπο Αντιόχειας (362) και την αντίδραση του Αντιοχείας Μελετίου. F. Cayré, ό.π., σ. 319. Για το Σχίσµα της Αντιόχειας, διάρκειας µισού αιώνα, κάνει λόγο και ο I.O. Urbina, υπονοώντας προφανώς το Μελετιανό σχίσµα. Βλ. I.O. Urbina, ό.π., σ. 156-157. 685 P. Maraval, Lieux Saints et Pélerinages d’Orient, σσ. 334-335. 686 Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 3, 2 PG 82, 1089C· M. Clévenot, Gli Uomini della Fraternitá, τ. 4, σ. 20· F. Cavallera, ό.π., σ. 58 υποσ. 3· R.V. Sellers, ό.π., σ. 50 υποσ. 3. 687 Θεόδωρου Αναγνώστη, ό.π., 2, 1 PG 86 Ι, 184Β· Θεοφάνη αββά, ό.π., PG 108, 324Β. 688 F. Cavallera, ό.π., σ. 297. 689 H.M. Gwatkin, ό.π., σ. 78. 690 Ήταν πρεσβύτερος στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και φρονούσε τα αυτά µε τον Ευσέβιο Καισαρείας. Επειδή ο τελευταίος αρνήθηκε ν’ αναλάβει το πηδάλιο της Εκκλησίας της Αντιόχειας, προφασιζόµενος Ι. Κανόνες, πρόκρινε στη θέση αυτή τον Ευφρόνιο, οπότε εµµέσως κινούσε ο ίδιος τα νήµατα και εδραίωνε το κλίµα αντίθεσης προς το Σύµβολο της Νίκαιας που ξεκίνησε, αρχής γενοµένης µε την καθαίρεση του Ευσταθίου. Βλ. L. Duchesne, (mons.), ό.π., σ. 131.
123
Φλάκιλλο, Στέφανο Α΄, Λεόντιο, Ευδόξιο691, Αννάνιο)692. Στη συγκεκριµένη οµάδα ανήκουν οι πιστοί, γνωστοί µε το όνοµα «Ευσταθιανοί», όµως στο σηµείο αυτό αξίζει να γίνει µια διευκρίνιση ως προς τη χρήση του συγκεκριµένου όρου, προς αποφυγήν της σύγχυσης που παρατηρείται σε ορισµένα συγγράµµατα693. Ευσταθιανοί δεν ονοµάζονται µονάχα οι υπέρµαχοι του Όρου της Νίκαιας694, οι οποίοι είχαν ως σηµείο αναφοράς τους τον Ευστάθιο Αντιοχείας695, και οι οποίοι µας αφορούν στην ενότητα αυτή, αλλά και οι οπαδοί του Ευσταθίου Σεβαστείας (323-380), οι οποίοι ονοµάζονταν και «Άγαµοι», λόγω της απέχθειας που διατύπωναν προς το γάµο696. Όπως µας πληροφορεί ο Θεοδώρητος Κύρου, τον οποίο φαίνεται ν’ ακολουθεί ο συντάκτης του βίου του Ευσταθίου στον Κώδικα 8 της Μονής Φιλοθέου697, καθώς και ο Νικηφόρος Κάλλιστος698, «…∆ιά τοι τούτο πλείστοι των ευσεβείν προαιρουµένων και των ιερωµένων, και των πολλών τους εκκλησιαστικούς καταλελοιπότες συλλόγους, προς εαυτούς συνηθροίζοντο. Ευσταθιανούς δε τούτους ωνόµαζον άπαντες, επειδή µετά την έξοδον την εκείνου (Ευσταθίου) συνέστησαν.»699 Όπως προκύπτει και από το κείµενο, οι Ευσταθιανοί700, οι αυστηροί701 αυτοί Νικαιανοί702, µη επιθυµώντας να έρθουν σε κοινωνία µε τους φιλοαρειανούς επισκόπους, δηµιούργησαν ένα πυρήνα πιστών υπό την καθοδήγηση του πρεσβυτέρου Παυλίνου703 -ο οποίος σύµφωνα µε ορισµένους µελετητές704 επείχε θέση επισκόπου, στη συγκεκριµένη οµάδα, - και επειδή δεν είχαν ναό για τις ιεροπραξίες τους705, πραγµατοποιούσαν συνάθροιση σε κάποιο οίκηµα, όπως και κατά την πρωτοχριστιανική περίοδο. Στο σηµείο αυτό αξίζει να σηµειωθεί ότι οι Ευσταθιανοί αναγνωρίζονταν ως ορθόδοξοι τόσο από τον πάπα Ρώµης, τη ∆ύση, αλλά και από την Εκκλησία της Αλεξάνδρειας. Έτσι γίνεται κατανοητό, χωρίς να είναι ο µόνος λόγος, το ότι όταν ο Αθανάσιος πέρασε από την Αντιόχεια το 346, ήρθε σε επικοινωνία µαζί τους και όχι µε το πλήρωµα της Εκκλησίας της Αντιόχειας υπό τον Πατριάρχη Λεόντιο706. Η µετάθεση του φιλοαρειανού Αντιοχείας Ευδόξιου στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως το 360, κατέδειξε επιτακτική την ανάγκη να εκλεγεί στη θέση του κάποιος ο οποίος δε θα ήταν θετικά διακείµενος µε το ∆όγµα της Νίκαιας. Η λύση
691
Μετέπειτα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Βλ. Αθανασίου Αλεξανδρείας, Περί Συνόδων, 91, 12 PG 26, 701Β· Εφραίµ Χρονογράφου, Καίσαρες, PG 143, 353Α στ. 9640. 692 Ευσεβίου Ιερωνύµου, Χρονικόν, PL 27, 677. 693 ∆. Χαλιβελάκη, Αιρέσεις και ∆όγµατα , σ. 308. Όπου διαπιστώνεται σύγχυση µεταξύ των Ευσταθιανών της Εκκλησίας της Αντιόχειας και των Ευσταθιανών «Αγάµων», οπαδών του Σεβαστείας Ευσταθίου. Ανάλογη σύγχυση επικρατεί και µε το χαρακτηρισµό «Λουκιανιστές», ο οποίος δεν αποδίδεται µονάχα στους µαθητές του Λουκιανού, πρεσβυτέρου της Αντιόχειας († 312), όπως καταδείξαµε στη ∆ιπλωµατική Εργασία µας, αλλά και στους οπαδούς του Λουκιανού, επίσης πρεσβυτέρου, του οποίου η διδασκαλία παρουσίαζε εξάρτηση από το Μαρκίωνα. Βλ. Ε. ∆ουνδουλάκη, Ο άγιος ιεροµάρτυρας Λουκιανός, σσ. 32 - 33. 694 Ερµεία Σωζοµενού, ό.π., 4, 28 PG 67, 1201C: «… τους καλουµένους Ευσταθιανούς, οι κατά την παράδοσιν της εν Νικαία συνόδου τα περί Θεού εδόξαζον.» 695 Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 2, 2 PG 82, 1089Α: «Οι τε γαρ εξ αρχής Ευσταθίου χάριν του πανευφήµου…συνηθροίζοντο.» 696 Β. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α΄, σ. 940 κ.ε. 697 Κώδ. Φιλοθέου 8, φ. 47rα - 47rβ (στ. 55-58). 698 Νικηφόρου Καλλίστου, ό.π., 8, 45 PG 146, 181Α. 699 Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 1, 21 PG 82, 969Α. 700 Κ. Κοντογόνη, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ.1, σ. 557. 701 I.O. Urbina, ό.π., σ. 157: “…l’orthodoxie dans son inflexibilité”. 702 Π. Χρήστου, Ο Μέγας Βασίλειος, Ανάλεκτα Βλατάδων 27 (1978) 104. 703 L. Duchesne, (mons.), ό.π., σ. 219 · I.O. Urbina, ό.π., σ. 143. 704 H.M. Gwatkin, ό.π., σ. 74 υπος.· R.V. Sellers, ό.π., σ. 54· F. Cavallera, ό.π., σ. 66 . 705 L. Duchesne, (mons.), ό.π., σ. 105. 706 R.V. Sellers, ό.π., σ. 50 υποσ. 3.
124
βρέθηκε στο πρόσωπο του Σεβαστείας707 Μελετίου, ο οποίος δύο χρόνια πριν είχε υπογράψει στη Σύνοδο της Σελεύκειας708 µια αντινικαιϊκή φόρµουλα υπέρ των Οµοίων709, οπότε εκτιµήθηκε από τον Ακάκιο Καισαρείας (Παλαιστίνης) ότι είναι ο κατάλληλος για τη συγκεκριµένη θέση710. Με την άνοδό του στο θρόνο711 της Αντιόχειας ο Μελέτιος712 έδειξε, εµµέσως έστω, ότι προσεταιρίζεται το ∆όγµα της Νίκαιας713, εξέλιξη που δυσαρέστησε τους Αρειανούς714, οι οποίοι λίγο αργότερα τον έστειλαν στην εξορία ανεβάζοντας στο θρόνο της Αντιόχειας τον Ευζώιο715. Οι Ευσταθιανοί δε δέχτηκαν τον Μελέτιο διότι η εκλογή του είχε γίνει, όπως υπογράµµιζαν, µε την ψήφο των Αρειανών716. Ένα χρόνο µετά ο Μελέτιος επέστρεψε στην Αντιόχεια και προκειµένου να αρθεί το αδιέξοδο του Σχίσµατος, προτάθηκε στη Σύνοδο της Αλεξάνδρειας (362)717 η δογµατική και η υπό έναν επίσκοπο εκκλησιαστική ένωση µεταξύ Μελετιανών718 και Ευσταθιανών. Η δογµατική ένωση επιτεύχθηκε το επόµενο έτος στη σύνοδο της Αντιόχειας, όµως το ζήτηµα της εκκλησιαστικής ναυάγησε, εφόσον το 362719 είχε πραγµατοποιηθεί (αντικανονικά720)721 η χειροτονία του ευσταθιανού πρεσβυτέρου Παυλίνου722, σε 707
Σωκράτους Σχολαστικού, ό.π., 2, 44 PG 67, 356BC: «Εκ δε Σεβαστείας εις Βέροιαν της Συρίας µετηνέχθη». Ό.π., 2, 44 PG 67, 357: «… µεταπεµψάµενοι τον Μελέτιον εκ της Βεροίας εις την Αντιόχειαν Εκκλησίας ενθρονίζουσιν.» Πρβλ. P. Canivet, Le Monachisme Syrien selon Théodoret de Cyr, σσ. 155-156. O F. Cavallera δε δέχεται τη θεώρηση ότι ο Μελέτιος βρέθηκε στο θρόνο της επισκοπής Βέροιας, πριν του ανατεθεί το πηδάλιο της Αντιόχειας. ∆ύο ενδεχόµενα διατυπώνει για να δώσει εξήγηση στη συγκεκριµένη παράδοση: Είτε ότι επιχειρείται να παρουσιαστεί συσχέτιση της πορείας του Μελετίου µε εκείνη του Ευσταθίου Αντιοχείας, ο οποίος ήταν Βεροίας, πριν καταλάβει τη συγκεκριµένη θέση, είτε ότι ο Μελέτιος εγκαταστάθηκε προσωρινά σε αυτή µετά την εκλογή του. F. Cavallera, ό.π., σ. 94. 708 Σ. Παπαδόπουλου, ό.π., σσ. 201-202. 709 Η χρήση του όρου «Όµοιος» από τη συγκεκριµένη οµάδα των Οµοίων σήµαινε ότι ο Υιός είναι όµοιος µε τον Πατέρα, όχι κατά την ουσία, αλλά κατά τη θέληση. Κυριότερος εκπρόσωπος των Οµοίων ήταν ο Ακάκιος Καισαρείας. Βλέπε την ακόλουθη ενδεικτική βιβλιογραφία: ∆. Κοντοστεργίου, ό.π., σ. 44· Κ. Φούσκα, (πρωτ.), «Η ακµή της Πατερικής Γραµµατείας», Θέµατα Πατρολογίας, σ. 39. 710 Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 2, 27 PG 82, 1080D: «Τούτον υπονοήσαντες οι της Αρείου συµµορίας οµόφρονα είναι, και κοινωνόν των δογµάτων, εζήτησαν τον Κωνστάντιον τούτω της Αντιοχέων Εκκλησίας παραδούναι τας ηνίας.» 711 Σύµφωνα µε το Θεοδώρητο Κύρου, αλλά και τον Ιωάννη το Χρυσόστοµο, ο Ευστάθιος φαίνεται να πέθανε µετά την εκλογή του Μελετίου στην Αντιόχεια. Ιωάννου Χρυσοστόµου, ό.π., PG 50, 605Α. 712 J. Stevenson, ό.π., σ. 117. 713 Σωκράτους Σχολαστικού, ό.π., 2, 44 PG 67, 357Α· Ερµεία Σωζοµενού, ό.π., 4, 28 PG 67, 1204ΑΒ· Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 2, 27 PG 82, 1081Β: «Τρίτον ο µέγας ανέστη Μελέτιος και του της θεολογίας κανόνα υπέδειξε την ευθύτητα.» 714 Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 2, 27 PG 82, 1081C. 715 Ι. Hazlett, Early Christianity, σ. 226. 716 Ερµεία Σωζοµενού, ό.π., 4, 28 PG 67, 1204C· Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 3, 2 PG 82, 1089A· Σωκράτους Σχολαστικού, ό.π., 2, 44 PG 67, 357B: «… των το οµοούσιον εξ αρχής φρονούντων µη θελησάντων αυτοίς κοινωνείν διότι εκ της Αρειανής ψήφου την χειροτονίαν Μελέτιος είχε λαβών και ότι ακολουθήσαντες αυτώ υπ’ εκείνων βαπτισθέντες ετύγχανον.» Πρβλ. F. Cavallera, Le Schisme, σ. 90 υποσ. 1. 717 N. Kwok-N. Kit, The Spirituality of Athanasius, σ. 62, 295. Σύµφωνα µε το Β. Στεφανίδη, ο Παυλίνος φέρεται να είχε χειροτονηθεί επίσκοπος πριν από τη Σύνοδο της Αλεξάνδρειας όπου και έστειλε δύο διακόνους. Η Αλεξάνδρεια, η Ρώµη και η ∆ύση αναγνώρισαν αυτόν ως κανονικό επίσκοπο. Β. Στεφανίδη, ό.π., σ. 204. 718 Σωκράτους, ό.π., 2, 44 PG 67, 357ΑΒ: «Όσοι δε την προς Μελέτιον διάθεσιν έσωζον, καταλιπόντες το Αρειανικόν άθροισµα, κατ’ ιδίαν τας συναγωγάς εποιήσαντες.» 719 Π. Χρήστου, ό.π., Ανάλεκτα Βλατάδων 27 (1978) 104. 720 Η πράξη αυτή έρχεται σε αντίθεση µε τους: 35ο Κανόνα των Αγίων αποστόλων, 13ο και 22ο Κανόνα της Συνόδου της Αντιόχειας, όπως και µε τους Κανόνες 1ο των Αγίων Αποστόλων και τον 4ο, 8ο της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου. Βλ. Π. Ακανθόπουλου, ό.π., σ. 20, 30, 50, 55, 240, 244. 721 Β. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α΄, σ. 516. 722 Σωκράτους Σχολαστικού, ό.π., 3, 6 PG 67, 389Α· P. Canivet, ό.π., σ. 164 υποσ. 64· A. Puech, ό.π., σσ. 439-440.
125
επίσκοπο από τον εξόριστο επίσκοπο Καλάρεως της Σαρδηνίας Λούκιφερ723. Μετά τη χειροτονία του Παυλίνου διαδραµατίζεται το εξής σκηνικό στην Εκκλησία της Αντιόχειας: Έχουµε τη µερίδα724 των Αρειανών και των ηµι-αρειανών, των «παλαιοορθόδοξων»725 ή Ευσταθιανών726, και των «νέο-ορθόδοξων». Αντίστοιχα φέρονται και τα ονόµατα των επισκόπων εκ των οποίων δύο είναι ορθόδοξοι.727 Οι Αρειανοί και ηµιαρειανοί έχουν ως επίσκοπο τον Ευζώιο728, οι Ευσταθιανοί τον Παυλίνο729, ο οποίος αναγνωρίζεται από τον Αλεξανδρείας και τον Ρώµης730, τη ∆ύση, ως ο κανονικός επίσκοπος Αντιοχείας και οι νέο-ορθόδοξοι µε το Μελέτιο731. Ο Καισαρείας Βασίλειος, ο οποίος ήταν φίλος του Μελετίου Αντιοχείας κατέβαλε, από το 371 διαµεσολαβητικές προσπάθειες732 για την άρση της διάστασης µεταξύ των πιστών της Αντιόχειας. Απευθύνθηκε στον Αθανάσιο Αλεξανδρείας και ζητούσε να πείσει µε το κύρος του τους αντιφρονούντες, ώστε ν’ αναγνωρίσουν το Μελέτιο ως το µόνο ορθόδοξο, µε το σκεπτικό της αντικανονικής χειροτονίας του Παυλίνου από τον Λούκιφερ Καλάρεως. Η προσπάθεια ήταν ανεπιτυχής. Με το θάνατο του Μελετίου το 381, κατά τις εργασίες της Β΄ Οικουµενικής Συνόδου733 στην Κωνσταντινούπολη, ο αρχιεπίσκοπος της πόλεως, Γρηγόριος (Ναζιανζηνός) πρότεινε να ενωθούν οι ορθόδοξοι (Ευσταθιανοί και Μελετιανοί) υπό τον Παυλίνο και να αρθεί το Σχίσµα. Όταν αυτό δεν έγινε αποδεκτό και µε δεδοµένο ότι τέθηκε ζήτηµα και για τη µετάθεση του Γρηγορίου από τη Ναζιανζό στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης, µε όλα τα επακόλουθα, εξελέγη Αντιοχείας ο Φλαβιανός734. Η ∆ύση διετύπωσε τις ενστάσεις της για την εκλογή του Φλαβιανού και διατήρησε τη στήριξή της προς τον Παυλίνο. Πριν από το θάνατο του τελευταίου, ο Ευσταθιανός επίσκοπος χειροτόνησε (388) και «έχρισε» διάδοχό του, επίσης αντικανονικά735, τον Ευάγριο.736 723
Βιογραφικά του Καλάρεως Λούκιφερ, βλ. Σ. Παπαδόπουλου, ό.π., σσ. 258-260· P. Maraval, ό.π., σ. 334· P.M. Marcello, La Posizione di Lucifero di Cagliari nelle Lotte Antiariane del IV Secolo, Nyoro 1940· R.V. Sellers, ό.π., σ. 50 υποσ. 3· J. Meyendorff, (rev.), “The Council of 381 and the Primacy of Constantinople” Le IIe Concile Œcumenique, Etudes Théologiques 2 (1982) 400. 724 Ο ∆. Ζαχαρόπουλος αποδίδει µέρος της ευθύνης για το Σχίσµα της Αντιόχειας στην Αγία Ελένη, συνδέοντάς τη και θεωρώντας τη ως την πιθανή αιτία για την καταδίκη του Ευσταθίου. ∆. Ζαχαρόπουλου, ό.π., σ. 82. Ο Κ. Κοντογόνης, κάνει λόγο για τριπλό σχίσµα. Κ. Κοντογόνου, Φιλολογική, ό.π., σσ. 293-294. 725 ∆. Ζαχαρόπουλου, ό.π., σ. 82. 726 Στο µικρό ναό των Ευσταθιανών φέρεται, σύµφωνα µε µια παράδοση, να εισήχθη για πρώτη φορά η εορτή των Χριστουγέννων περί το 376. Σύµφωνα βέβαια µε µια δεύτερη παράδοση, αυτό έγινε από το Βασίλειο Καισαρείας στην περιφέρειά του. Β. Στεφανίδη, ό.π., σ. 313. O Γ. Κονιδάρης είναι πεποισµένος για την ευστάθεια της πρώτης παραδόσεως, καθώς θεωρεί ότι ο σύνδεσµος των Ευσταθιανών µε τη ∆ύση θα πρέπει να επέδρασε καταλυτικά στην εισαγωγή της εορτής των Χριστουγέννων στη συγκεκριµένη οµάδα το 376. Σηµειώνει επίσης την υιοθέτησή της από τους Μελετιανούς το 386 κ.ά. Βλ. Γ.Ι. Κονιδάρη, Γενική Εκκλησιαστική Ιστορία, σ. 369· Π. Τρεµπέλα, Λειτουργικοί τύποι Αιγύπτου και Ανατολής, σ. 304. 727 G.L. Prestige, Fathers and Heretics, σ. 101· Ι. Hazlett, ό.π., σ. 227. 728 ∆ιάδοχος του Ευζώιου ήταν ο ∆ωρόθεος. Σωκράτους Σχολαστικού, ό.π., 5,3 PG 67, 569Α. 729 Ο Παυλίνος φαίνεται να χειροτόνησε τον Ευσέβιο Ιερώνυµο κατά την περίοδο της παραµονής του στην περιοχή της Αντιόχειας. F. Cavallera, St. Jérôme, τ. 1, σ. 62. 730 J. Stevenson, ό.π., σ. 117· P. Maraval, ό.π, σ. 334· Ι. Hazlett, ό.π., σ. 226· J. Meyendorff, (rev.), ό.π., Etudes Théologiques 2 (1982) 403, 402. 731 Υπήρχε στην Αντιόχεια και τέταρτος επίσκοπος, της µερίδας των Απολλιναριστών, ο Βιτάλιος (375). ∆. Μπαλάνου, ό.π., ΒΕΠΕΣ 18 (1959) 280. 732 J. Stevenson, ό.π., σσ. 117-118. 733 ∆. Κοντοστεργίου, ό.π., σ. 43-56. 734 Σωκράτους Σχολαστικού, ό.π., 5, 9 PG 67, 581C- 584A· J. Stevenson, ό.π., σ. 119. 735 Εκτός από τους Κανόνες, που µνηµονεύσαµε στην υποσηµείωση 720, βλέπε επίσης τους Κανόνες 23ο της Αντιόχειας και 76ο των Αγίων Αποστόλων. Π. Ακανθόπουλου, ό.π., σ. 246, 44. 736 Σωκράτους Σχολαστικού, ό.π., 5, 15 PG 67, 601C· Ι. Hazlett, ό.π., σ. 226.
126
Τον Φλαβιανό737 της οµάδας των Μελετιανών διαδέχτηκε ο Πορφύριος (404-413) και αυτόν ο Αλέξανδρος (413-424), την περίοδο της αρχιερατείας του οποίου συντελέστηκε η άρση του Σχίσµατος της Αντιόχειας µε δεδοµένο ότι οι Ευσταθιανοί µετά το θάνατο του Ευάγριου το 393, δεν εξέλεξαν διάδοχό του. Η επίτευξη της ενότητας738 µεταξύ των Ευσταθιανών και των Μελετιανών στα 415 εορτάστηκε µε µεγαλοπρέπεια και λιτανεία από το µικρό ναό των Ευσταθιανών, µέχρι και τον καθεδρικό ναό, ο οποίος είχε ήδη περιέλθει στα χέρια των Μελετιανών739. Παρά την κοινωνία που επιτεύχθηκε µεταξύ των ορθοδόξων, εντούτοις κάποιοι Ευσταθιανοί παρέµειναν προσηλωµένοι στο πρόσωπο του Ευσταθίου µέχρι και το 482 έως 489740, διάστηµα στο οποίο πραγµατοποιήθηκε η µετακοµιδή των λειψάνων του ιερού αυτού πατρός, από τον τόπο ενταφιασµού του στην Αντιόχεια, οπότε και ενώθηκαν µε τον Πατριάρχη Αντιοχείας Καλανδίωνα. Αν θα επιχειρούσε κάποιος να εξάγει κάποιο συµπέρασµα από τη µακροχρόνια αυτή διένεξη µεταξύ των πιστών µιας τοπικής Εκκλησίας, θα µπορούσε να υπογραµµίσει, συµφωνώντας µε το Ι. Hazlett741 και συµπληρώνοντας παράλληλα, ότι το Σχίσµα της Αντιόχειας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγµα του πως εκκλησιαστικές και µη προσωπικότητες, µπορούν όχι µόνο να διαπλάσσουν και να εµπνεύσουν συνειδήσεις, αλλά και να επιδράσουν στην ροή της ιστορίας. Καταδεικνύει επίσης τις συνέπειες που µπορεί να έχουν η ισχυρογνωµοσύνη, οι προσωπικές φιλοδοξίες, κ.ά., στην πρόκληση, στη διατήρηση, αλλά και στην αποτελµάτωση µιας κρίσης. 3. ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΚΟΜΙ∆Η ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ Και η τελευταία αυτή φάση της ζωής του Ευσταθίου Αντιοχείας δεν είναι άµοιρη προβληµάτων που δηµιουργούνται στους µελετητές κατά την αποκατάσταση της ιστορικής πραγµατικότητας, από τον τόπο και το χρόνο θανάτου του Ευσταθίου, έως και το χρονικό προσδιορισµό της µετακοµιδής των λειψάνων του. α΄ Η προβληµατική σχετικά µε το θάνατό του Η σιγή των πηγών για την αποκατάσταση του Ευσταθίου σε συνάρτηση µε τις διαφορετικές πληροφορίες που λαµβάνουµε για το χρόνο θανάτου του, ώθησαν τους µελετητές να τον τοποθετήσουν µεταξύ 330 και 380. Ειδικότερα, οι χρονολογίες που υιοθετούνται από µελετητές είναι άλλοτε συγκεκριµένες όπως: το 330742, το 331743, το 332744, το 335745, το 336746, τo 337747 το 370748, το 380749 και άλλοτε καταγράφεται ένα ευρύτερο χρονικό πλαίσιο µε επικρατούσα άποψη εκείνη που φέρει τον Ευστάθιο να 737
Η Εκκλησία της Ρώµης τον αναγνώρισε το 398. ∆. Μπαλάνου, ό.π., ΒΕΠΕΣ 18 (1959) 280. Κατά τον καθηγητή κ. Β. Φειδά, το Κανονικό πλαίσιο, σύµφωνα µε το οποίο τέθηκε η βάση για την επίλυση του ζητήµατος του Σχίσµατος της Αντιόχειας, αποτέλεσε ο 5ος Κανόνας της Β΄ Οικουµενικής Συνόδου. Βλ. Β. Φειδά, “Les Critères Canoniques des Décisions Administratives du IIe Concile Œcumenique” Le IIe Concile Œcumenique, Etudes Théologiques 2 (1982) 387, 388. Βλ. επίσης, Μ. Φούγια, (µητρ.), ό.π., σσ. 61-62. 739 Β. Στεφανίδη, ό.π., σ. 205. 740 R.V. Sellers, ό.π., σ. 50 υποσ. 3. 741 Ι. Hazlett, ό.π., σ. 226: “The Schism of Antioch is an excellent example of how personalities can affect the course of history.” 742 A.S. Atiya, A History of Eastern Christianity, σ. 175. 743 ∆. Τσάµη, Εκκλησιαστική Γραµµατολογία, σ. 153· Π. Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραµµατολογία, τ. Α΄, σ. 331. 744 Α.Ν. Παπαβασιλείου, ό.π., σ. 61. 745 ∆. Μπαλάνου, Μεγάλαι µορφαί της Αρχαίας Εκκλησίας, σ. 156. 746 J.N.D. Kelly, ό.π., σ. 281. 747 M. S. Gholam, ό.π., Les Etudes Théologiques de Chambésy 1 (1981) 48. 748 J.M. Neal, (mons.), The Patriarchate of Antioch, τ. 1, σ. 89. · M. Simonetti, “Eustathe d’Antioche”, DECA 1(1983). 749 Χ. Παπαδόπουλου, (αρχιεπ.), Ιστορία της Εκκλησίας της Αντιόχειας, σ. 437 υποσ. 28. 738
127
πεθαίνει πριν το 337750. Πιθανό διάστηµα για το θάνατο του Ευσταθίου θεωρείται επίσης εκείνο πριν το 340751, πριν το 345752, µεταξύ 356 και 360753, πριν και λίγο µετά το 360754. Όσοι από τους µελετητές υιοθετούν την εκδοχή που φέρει τον Ευστάθιο να πέθανε πριν το 337, ή έστω πριν το 340, αναφέρουν στα επιχειρήµατά τους ότι το όνοµά του δεν µνηµονεύεται µεταξύ των επισκόπων εκείνων που αποκαταστάθηκαν το 337 – εµείς πάντως δώσαµε µια λογική εξήγηση για τη συγκεκριµένη έκβαση, σε προηγούµενη ενότητα-, όπως επίσης και ότι η Σύνοδος της Σαρδικής και της Φιλιππούπολης τηρούν σιγή755 για το πρόσωπό του. To συγκεκριµένο δεδοµένο σε συνάρτηση µε τη µαρτυρία του Ιλάριου756 όπου, σύµφωνα µε τους µελετητές757, έχει συντελεστεί ο θάνατος του Ευσταθίου, καθώς επίσης και η µαρτυρία του Αθανασίου Αλεξανδρείας -αφού παραφράζεται758 από κάποιους µελετητές µε τρόπο όµως που διαφοροποιείται το νόηµά της-, καταγράφεται ως επιχείρηµα για τη στήριξη της συγκεκριµένης υπόθεσης. Για να αντικρουστεί η εκδοχή ότι ο Ευστάθιος δεν µπορεί να ήταν στη ζωή µέχρι το 362, γίνεται επίκληση του επιχειρήµατος ότι, αν ο Ευστάθιος ήταν ζωντανός την περίοδο εκείνη, θα είχε καταλάβει τη θέση του επισκόπου στην Αντιόχεια και δε θα είχε προαχθεί ο Παυλίνος. Το συγκεκριµένο επιχείρηµα αντικρούει ο H.M. Gwatkin759 –µε 750
Τη χρονολογία του 337, υιοθετούν οι ακόλουθοι µελετητές: ∆. Μπαλάνου, ό.π., ΒΕΠΕΣ 18 (1959) 279· Σ. Παπαδόπουλου, ό.π., σ. 112· Κ. Φούσκα, (πρωτ.), ό.π., σ. 103· B.E. Daley, The Hope of the Early Church, σ. 77· D.K.-B.B.-T.E., “Eustathios of Antioch”, Byzantium 2 (1991) 753· J. Quasten, ό.π., τ. 3, σ. 302· A. Grillmeier, Christ in Christian Tradition, σ. 243· L. Duchesne, ό.π., σ. 130· F. Cavallera, ό.π., σ. 41, 65· F. Cayré, ό.π., σ. 318· H. Chirat, ό.π., σ. 445· Anonyme, Anciennes Littératures Chrétiennes, σ. 271· R.V. Sellers, ό.π., σ. 1 υποσ. 1· J.M. Sauget, ό.π., BS 23 (1923) 297· J. Quasten, Initiation aux Pères de l’Église, τ. 3, σ. 430· A. Grillmeier, Le Christ dans la Tradition Chrétienne, σ. 283. Αξίζει να µνηµονευτεί ότι ο A. Puech σηµειώνει, εκ παραδροµής, το 327 ως χρόνο θανάτου του Ευσταθίου, αντί του 337, που ήθελε να επισηµάνει, όπως προκύπτει από τα συµφραζόµενα της πρότασης. A. Puech, ό.π., σ. 440. 751 H. Thurston, ό.π., σ. 117. 752 Ε. Ελευθεριάδη, (αρχιµ.), ό.π., Ε, τεύχ. 6 (1959) 96. 753 H.M. Gwatkin, ό.π., σ. 77 υποσ. 2. 754 Τ. Ευαγγελίδου, ό.π., σ. 205· Ανωνύµου, Μέγας Συναξαριστής, σ. 340 υποσ. 1· Ο.Π. ΜπριτζάκηΠαναγιωτίδου, ό.π., σ. 219· Κ. Κοντογόνη, Φιλολογική, ό.π., τ. 2, σ. 77· L. Duchesne, (mons.), ό.π., σ. 164 υπος. 755 R.V. Hanson, ό.π., Zeitschrift für Kirchengeschichte 33 (1984) 179, 178· S. Salavile, ό.π., DTC 5 (1924) 1560. O αρχιεπίσκοπος L. Duchesne σηµειώνει χαρακτηριστικά: “His death is the most probable reason for the silence of the Western bishops after Serdica about him rather than something discreditable in the reason for his deposition.” L. Duchesne, (mons.), ό.π., σ. 130 υποσ. 1. 756 Ιλάριος Πικτάβου, Fragments 3,27 PL 10, 674C: “Sed et Eustasio et Quimassio (Osius) adhaerebat pessime et carus fuit de quorum vitae infamia turpi dicendum nihil est: exitus enim illorum eos omnibus declarauit.” 757 F. Cavallera, ό.π., σ. 65· R.P.C. Hanson, ό.π., Zeitschrift für Kirchengeschichte 33 (1984) 178. 758 Ενδεικτικό είναι το περιεχόµενο των δύο κειµένων: Αθανασίου Αλεξανδρείας, Προς µοναχούς, R.V. Sellers, Eustathius of Antioch, σ. 56 και PG 25, 697D: υποσ. 2, της ίδιας σελίδας: «Ευστάθιός τις ήν επίσκοπος της Αντιοχείας, “The fact that Athanasius…in a similar passage in ανήρ οµολογητής, και την πίστιν ευσεβής. his History of the Arians, written about the same Ούτος, επειδή πολύς ήν ζηλών υπέρ της time, he says: ‘There was one Eustathius, a αληθείας, την Αρειανήν αίρεσιν εµίσει, και Confessor’…”. τους φρονούντας τα εκείνης ουκ εδέχετο, “Ευστάθιος τις ήν οµολογητής”. διαβάλλεται Κωνσταντίνω…». Η διαφοροποίηση είναι, υποθέτουµε, εµφανής. Ο Αθανάσιος µε τον Παρατατικό του «ειµί» αναφέρεται στην περίοδο αρχιερατείας του Ευσταθίου στην Αντιόχεια, πράξη που έχει ήδη συντελεστεί, όπως και για το γεγονός της εξορίας του, επίσης πράξη που έχει συντελεστεί. Συνεπώς, δεν είναι δυνατόν αφενός να εξαχθεί το συµπέρασµα ότι ο εκκλησιαστικός αυτός συγγραφέας έχει πεθάνει και αφετέρου να φέρονται συνδεόµενοι όροι της πρότασης χωρίς να υπάρχει ο συµπλεκτικός σύνδεσµος «και». 759 H.M. Gwatkin, ό.π., σ. 74 υπος· R.V. Sellers, ό.π., σ. 54.
128
τον οποίο συµφωνούµε κι εµείς- υπογραµµίζοντας ότι είναι απίθανο να έµεινε ακέφαλη η Ευσταθιανή µερίδα για τόσο µεγάλο χρονικό διάστηµα µετά την καταδίκη του Ευσταθίου. Πιθανότατα ο Παυλίνος επείχε θέση επισκόπου, έστω και µε το βαθµό του πρεσβυτέρου, τουλάχιστον από το 340 και εξής γι’ αυτό και δεν ετέθη ζήτηµα επιστροφής του Ευσταθίου. Υπέρ της χρονολόγησης του θανάτου του Ευσταθίου µετά το 356 φέρεται να συνηγορεί, σύµφωνα µε µελετητές, και η µνηµόνευση του ονόµατος του Ευσταθίου από τον Αθανάσιο Αλεξανδρείας σε λίστα εξόριστων επισκόπων του 330, χωρίς να καταγράφεται ο θάνατός του, τη στιγµή που στην ίδια λίστα περιλαµβάνεται το όνοµα του Ευτρόπιου µε την επισήµανση της εκδηµίας. Συνεπώς, διατείνονται οι µελετητές760, για να µη µνηµονεύεται ο Ευστάθιος ως κεκοιµηµένος, θα πρέπει να ήταν ζωντανός το 356. Όσοι τοποθετούν το θάνατο του Ευσταθίου πριν από το 337, µε βασικό επιχείρηµά τους τη σιγή των πηγών, εξετάζουν, νοµίζουµε, µονόπλευρα το συγκεκριµένο ζήτηµα, διότι δε λαµβάνουν υπόψη τους τις άµεσες και έµµεσες µαρτυρίες των πηγών, τουλάχιστον δέκα κείµενα –κυρίως ιστοριογράφων- καθώς και ικανό µέρος της Συναξαριακής Παράδοσης, λοιπές πληροφορίες που αντλούµε από τις πηγές, που τοποθετούν το θάνατο σε µεταγενέστερη χρονική περίοδο. Σύµφωνα µε τα παραπάνω κείµενα, είναι δυνατόν να τοποθετήσει κάποιος το θάνατο του Ευσταθίου περί το 359, περί το 362, το 370 και στα 380. Η πρώτη χρονολογία συνάγεται από τη µαρτυρία του Θεοδωρήτου Κύρου, αλλά και του Ιωάννη του Χρυσοστόµου761, σύµφωνα µε τις οποίες ο εκκλησιαστικός συγγραφέας απεβίωσε λίγο πριν την άνοδο του Μελετίου στο θρόνο της Αντιόχειας.762 Η εκδοχή της εκδηµίας του Ευσταθίου περί το 359 τίθεται σε αµφισβήτηση από µελετητές, µε το σκεπτικό ότι αν η µία από τις παραπάνω µαρτυρίες στερείται ιστορικής βαρύτητας, τότε στερείται και η άλλη. Συνεπώς, σύµφωνα µε αυτούς, επειδή ο λόγος του Χρυσοστόµου στον Ευστάθιο δε φαίνεται να περιέχει ακριβείς ιστορικές763 πληροφορίες, κατά συνέπεια και η σχετική µαρτυρία του Θεοδωρήτου κρίνεται αναξιόπιστη, γι’ αυτό και αµφισβητείται η σχετική παράδοση. Εµείς πάντως, µολονότι δε συντασσόµαστε µε αυτή, θεωρούµε, όπως έχουµε διατυπώσει µε επιχειρήµατα σε άλλη συνάφεια, ότι ο συγκεκριµένος Χρυσοστοµικός λόγος δε στερείται ιστορικού υπόβαθρου. Η δεύτερη σειρά µαρτυριών, φέρουν τον Ευστάθιο να αποβιώνει περί το 370. Στη συγκεκριµένη παράδοση, µε την οποία συντασσόµαστε κι εµείς, εντάσσονται οι µαρτυρίες των: Σωκράτους764, Σωζοµενού765, Εφραίµ χρονογράφου766, Θεοφάνους αββά, 760
H.M. Gwatkin, ό.π., σ. 74 υπος· R.V. Sellers, ό.π., σ. 54. Ιωάννου Χρυσοστόµου, ό.π., PG 50, 605: και ου πρότερον απέστη, έως ο Θεός µακάριον Μελέτιον παρασκεύασεν ελθόντα το φύραµα άπαν λαβείν· ούτος έσπειρεν, εκείνος ελθών εθέρισεν.» 762 Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 3, 2 PG 82, 1089Α: «προ γαρ της του Μελετίου χειροτονίας Ευσταθίου τετελευτηκότος.». 763 R.V. Sellers, ό.π., σ. 55: “Once more we would say that even the early historians found it difficult to secure exact details of the life of Eustathius, Chrysostom composed a homily upon him, but for the most part he eulogized the Eustathius of his own imagination rather than the Eustathius of history. So we inclined to put little faith in Theodoret’ s account. ” 764 Σωκράτους Σχολαστικού, ό.π., 4, 14, PG 67, 497Α: «Καιρού δε νοµίσαντες δεδράχθαι οι του οµοουσίου, της εαυτών πίστεως Ευάγριον τινά προεβάλλοντο· και χειροτονείν τούτον Ευστάθιος, ο πάλαι ποτέ επίσκοπος Αντιοχείας· ός πρότερον µεν υπό Ιοβιανού της εξορίας ανακέκλητο. Τότε δε παρήν εις την Κωνσταντινούπολιν, σκοπώ τον στηρίξαι τους της οµοουσίου πίστεως· και κατ’ αυτήν λανθάνων διέτριβεν.» Ο R.V. Sellers, θεωρεί τη συγκεκριµένη µαρτυρία, όπως και τη σχετική του Σωζοµενού ως στερούµενες βαρύτητας. R.V. Sellers, ό.π., σ. 55: “It is agred that the evidence of Socrates and Sozomen carries no weight, …”. 765 Ερµεία Σωζοµενού, ό.π., 6,13 PG 67, 1328ΒC: «… ψηφίζονται Ευάγριον τινα επισκοπείν αυτών. Χειροτονεί δε τούτον Ευστάθιος ός την Αντιοχέων των Σύρων διείπεν εκκλησίαν. Μετακληθείς γαρ υπό Ιοβιανού εκ της υπερορίας φυγής, λάθρα τότε εν Κωνσταντίνου πόλει διέτριβε, τους οµοδόξους αυτώ 761
129
Φωτίου767 και Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως768, οι οποίες µνηµονεύουν τον Ευστάθιο να επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη, από τον τόπο της εξορίας του, επί Ιοβιανού (πιθανόν το 364). Εξαιτίας της ανόδου του Ουάλη στον αυτοκρατορικό θρόνο, κρύβεται στην πόλη, χειροτονεί769 (αντικανονικά)770 τον ορθόδοξο Ευάγριο, Πατριάρχη της Πόλεως771 (370)772, όταν όµως αυτό γίνεται αντιληπτό από τον Ουάλη, πιθανόν το ίδιο έτος, εξορίζονται και οι δύο. Το κείµενο του Θεοφάνους, έχει ως εξής: «Τούτω δε τω χρόνω Ευδοξίου τελευτήσαντος ∆ηµόφιλον Αρειανοί προεβάλοντο επίσκοπον δε οι ορθόδοξοι Ευάγριον τινα, ον εχειροτόνησεν773Ευστάθιος ο ιερός Αντιοχείας, λαθραίως διάγων εν Κωνσταντινουπόλει, επανελθών εκ της εξορίας επί Ιοβιανού· µη ευρών δε αυτόν ζώντα εν τη πόλει εκρύπτετο. Την δε Ευαγρίου χειροτονίαν ακούσας Ουάλης εν Μαρκιανουπόλει διάγων· Ευστάθιον µεν τον ιερόν εις Βιζύην774 εξώρισεν, Ευάγριον δε της πόλεως εκβαλών, ∆ηµοφίλω τας Εκκλησίας παρέδωκε τω Αρειανώ.» 775 Υπέρ µιας όψιµης χρονολόγησης του θανάτου του Ευσταθίου συνηγορεί και το σύγγραµµα «Κατά Φωτεινού» Σιρµίου, που φέρεται µε το όνοµα του ιεράρχη. Μολονότι αµφισβητείται από ορισµένους η πατρότητα του συγκεκριµένου κειµένου, εξαιτίας της τοποθέτησης του θάνατου του εκκλησιαστικού συγγραφέα πριν του 430 ή 433776, που φέρεται να συντάχτηκε το εν λόγω κείµενο, εµείς θεωρούµε ότι θα πρέπει ν’ αποδοθεί στον Ευστάθιο. Συνεπώς, ο εκκλησιαστικός αυτός συγγραφέας δε µπορεί να είχε αποβιώσει πριν το 343. Σχετική µε τη χρονολόγηση του θανάτου του Ευσταθίου είναι και η µαρτυρία του Μηνολόγιου του Ανωνύµου Βυζαντινού777, η οποία τοποθετεί τη µετακοµιδή των λειψάνων του ιεράρχη εκατό και πλέον έτη από το θάνατό του. Αν τοποθετήσουµε την µετακοµιδή περί το 382, τότε ασφαλώς θα ήταν παράλογο να ισχυριστούµε για θάνατο του Ευσταθίου το 360, το 340 ή πολύ περισσότερο πριν το 337. Προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι σχετικές µε τη µετακοµιδή µαρτυρίες του Θεοδώρου του Αναγνώστη778 και του Θεοφάνη του χρονογράφου779· του Κώδικα 8 της Μονής διδάσκων και προτρέπων επί της αυτής µένειν περί θείον γνώµης…. Ο δε βασιλεύς… Ευστάθιον δε συλληφθέντα προσέταξεν εν Βιζύη, πόλει της Θράκης διάγειν, και Ευάγριον ετέρωθι απάγεσθαι.» 766 Εφραίµ Χρονογράφου, ό.π., PG 143, 353Β, στ. 9649-9650: «Ευάγριος τις ορθοδοξίας φίλος* προεδρίαν είληφε της Κωνσταντίνου* προς Ευσταθίου µακαριστού ποιµένος* Όστις προς Ουάλεντος εξώσθη θρόνος* Μηδέ βράχυ τι του λάχους γεγευµένος* είτα προέστη κοσµίως Εκκλησίας.» 767 Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως, ό.π., PG 104, 156ΒC: «οι δε το οµοούσιον πρεσβεύοντες Ευάγριον τινα, του µακαρίου Ευσταθίου την τελεσιουργίαν χειρισαµένου,….συνείχεν υπερορία.» 768 Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως, ό.π., PG 100, 1045Α. 769 Ως προς το ζήτηµα της χειροτονίας του Ευάγριου από τον Ευστάθιο, εάν δεν υπήρξε αποκατάσταση του τελευταίου στον αρχιερατικό βαθµό, τότε ίσως να τίθεται το ζήτηµα του «ανεξάληπτου» ή «ανεξίτηλου» της ιεροσύνης. Περισσότερα για το συγκεκριµένο ζήτηµα µπορεί να συµβουλευτεί ο ενδιαφερόµενος στην ακόλουθη ενδεικτική βιβλιογραφία: Βασιλείου Σµύρνης, (µητρ.), Πραγµατεία περί του κύρους της χειροτονίας κληρικών υπό επισκόπου καθηρηµένου και σχισµατικού χειροτονηθέντων, Σµύρνη 1887, σσ. 731 (όπου και εξέταση του ζητήµατος από Κανονική άποψη)· Κ. Ράλλη, ό.π., σσ. 23-25. 770 Βλ. υποσ. 720 και 735, της παρούσας ∆ιατριβής. 771 Μ.Ι. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες, σσ. 80-81, 84· Μαξίµου Σάρδεων, (µητρ.), Το Οικουµενικόν Πατριαρχείον εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, εκδ. Π.Ι.Π.Μ., Θεσσαλονίκη 21989, σ. 86· του ίδιου, The Œcumenical Patriarchate in the Orthodox Church, σ. 93. 772 Αθηναγόρα, (Μ. αρχιµ.), ό.π., σ. 582. 773 Ο αρχιεπίσκοπος J.M. Neale αναγνωρίζει τη δυσκολία που φέρει η συγκεκριµένη µαρτυρία, όµως τη θεωρεί δικαιολογηµένη, λόγω των συνθηκών της χρονικής περιόδου. J.M. Neale, (mons.), The Patriarchate of Antioch, σ. 89: “… He lead a conceale life in that city till the year 370, when an opportunity seeming open for the consecration of an Catholic bishop, he raised Evagrius –it would appear somewhat irregularly, but the exigencies of the times excused much- to that dignity.” 774 Η Βιζύη ή Βίζα αποτελούσε κωµόπολη της Ανατολικής Θράκης. Βλ. Κ.Θ. Πλατανίνου, ό.π., σ. 125. 775 Θεοφάνους Χρονογράφου, ό.π., PG 108, 180ΑΒ. 776 Ενδεικτικά, Μ. Spanneut, Recherches, ό.π., σσ. 82-83· R.V. Sellers, ό.π., σ. 56. 777 V. Latyšev, ό.π., σ. 122. 778 Θεοδώρου Αναγνώστη, ό.π., 2, 1 PG 86Ι, 184Β.
130
Φιλοθέου780, του Συναξάριου της Κωνσταντινουπόλεως781, που κάνουν λόγο για εκατό χρόνια µετά το θάνατο του Ευσταθίου και µας εισάγουν στην τρίτη παράδοση για τη χρονολογική τοποθέτηση του θανάτου του Ευσταθίου, περί το 380. Εκτός από αυτές τις έµµεσες αναφορές, η µόνη άµεση µαρτυρία για τοποθέτηση του θανάτου του Ευσταθίου γύρω στα 380782 καταγράφεται από τον Γεώργιο Κεδρηνό, ο οποίος σηµειώνει: «Μετά θάνατον Ευσταθίου του αγιωτάτου επισκόπου Αντιοχείας, Φλαβιανός ο µέγας προχειρίζεται…»783 Ως γνωστόν, ο Φλαβιανός Αντιοχείας, ο διάδοχος του Μελετίου, ανήλθε στο συγκεκριµένο θρόνο το 381. Συνεπώς, ο Ευστάθιος θα πρέπει να πέθανε το 380, χρονολογία που δεν παρεκκλίνει και από τη Συναξαριακή παράδοση για τη µετακοµιδή των λειψάνων του Ευσταθίου. Κατόπιν τούτων, είναι βέβαιο ότι πρέπει να θεωρήσει κάποιος τις χρονολογίες τις σχετικές µε το θάνατο του Ευσταθίου πριν από το 360, ως µη συµβατές µε την ιστορική πραγµατικότητα. Η χρονολόγηση περί το 359-360, ασφαλώς δε γίνεται να παραβλεφθεί, όµως την ίδια στιγµή θα αποτελούσε σφάλµα να παραβλέψουµε τις µαρτυρίες και τις αναλυτικές πληροφορίες που µας δίνονται για τη δραστηριοποίηση του Ευσταθίου στην Κωνσταντινούπολη περί το 370, τη στιγµή µάλιστα που οι µαρτυρίες του Χρυσοστόµου και του Θεοδωρήτου είναι σχεδόν µονολεκτικές. Η παράδοση που φέρει τον Ευστάθιο ζωντανό έως και το 380 θα µπορούσε να θεωρηθεί πιθανή υπό την προϋπόθεση ότι δε θα ερχόταν σε αντίθεση µε τα όρια της βιολογικής ζωής. Αν ο Ευστάθιος πέθανε το 380 και µε δεδοµένο ότι πρέπει να γεννήθηκε µεταξύ 278 και 281, όπως καταδείξαµε στην οικεία ενότητα, θα πρέπει να ήταν περίπου εκατό χρόνων όταν πέθανε· ηλικία που µολονότι δεν είναι απίθανη να επιτευχθεί, δε συγκλίνει µε το µέσο βιολογικό όριο. Θεωρούµε λοιπόν, καταλήγοντας, ως πιθανή χρονολογία απόληξης του Ευσταθίου το διάστηµα µεταξύ 370 και 371, λίγο µετά την εξορία του από τον Ουάλη, όπου και απεβίωσε σε ηλικία περίπου ενενήντα ετών. Το δεύτερο σηµαντικό ερώτηµα που τίθεται για το θάνατο του Ευσταθίου είναι ο τόπος εκδηµίας και ενταφιασµού του. Τρεις παραδόσεις σώζονται ως προς το συγκεκριµένο ζήτηµα: i. Η πρώτη, η οποία καταγράφεται σε µία από τις αρχαιότερες µαρτυρίες των πηγών, εκείνης του Ιερωνύµου, φέρει τον Ευστάθιο να περατώνει το βίο του στην Τραϊανούπολη της Θράκης, όπου και βρίσκεται ο τάφος του784 σύµφωνα µε το συγγραφέα. Η άποψη αυτή, η οποία απαντάται σε ορισµένους µεταγενέστερους Συναξαριστές785, υιοθετείται κυρίως από µελετητές786 που τοποθετούν το θάνατο του Ευσταθίου πριν το 337 και έχουν δίκιο, από την άποψη ότι τη συγκεκριµένη χρονική περίοδο, ο Ευστάθιος ήταν εξόριστος σ’ εκείνη την περιοχή. Συνεπώς, δε θα µπορούσε να θεωρηθεί ως τόπος ενταφιασµού του διαφορετικό µέρος. ii. Η δεύτερη παράδοση µνηµονεύει ως τόπο θανάτου και ενταφιασµού του Ευσταθίου την ευρύτερη περιοχή της Θράκης. Η µαρτυρία αυτή, η οποία βασίζεται στον
779
Θεοφάνους Χρονογράφου, ό.π., PG 108, 324ΒC. Κώδικας Φιλοθέου 8, φ. 47r β (στ. 69). 781 Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως, σ. 480. 782 J.M. Neale, (mons.), The Patriarchate of Antioch, σ. 89. 783 Γεώργιου Κεδρηνού, ό.π., PG 121, 560C. 784 Ευσεβίου Ιερωνύµου, De viris illustribus 85, PL 23, 729: “Eustathius,…. est in exsilium Traianopolim Thraciarum, ubi usqe hodie conditus est…..” . Πρβλ. Κ. Σιαµάκη, ό.π, σ. 216, 217. 785 Ενδεικτικά: Μ. Γαλανού, ό.π., σ. 105· Τ. Ευαγγελίδου, ό.π., σ. 205· Β. Ρούσου, (πρεσβ.), ό.π., σ. 155· J.M. Sauget, ό.π., BS 23 (1923) 297. 786 F. Cayré, ό.π., σ. 318· J. Quasten, Initiation aux Pères de l’Église, τ. 3, σ. 430· Π. Γεωργαντζή, ό.π., σ. 45, κ.ά. 780
131
εγκωµιαστικό λόγο του ιερού Χρυσοστόµου787 για τον Ευστάθιο788, δεν έχει διαφύγει της προσοχής των µελετητών789. iii. Μια τρίτη παράδοση, η οποία είναι η επικρατούσα και µε την οποία συµφωνούµε κι εµείς, µνηµονεύει τους Φιλίππους ως τόπο κοίµησης, και ενταφιασµού του Ευσταθίου, από όπου έγινε και η µετακοµιδή των λειψάνων του. Τους Φιλίππους µνηµονεύουν ως τόπο ολοκλήρωσης της ζωής του Ευσταθίου τόσο ο Θεόδωρος ο Αναγνώστης790, όσο και ο αββά Θεοφάνης791 και καταγράφονται στο Μηνολόγιο του Ανώνυµου Βυζαντινού792, όπως και στο Συναξάριο της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης793. Η ίδια επίσης άποψη καταγράφεται στη µεταγενέστερη Συναξαριακή παράδοση794, αλλά και σε ορισµένους µελετητές795. ∆ύο ερωτήµατα γεννώνται µετά από αυτά: Πώς µπορεί να εξηγηθεί η διαφοροποίηση που διαπιστώνεται µεταξύ της µαρτυρίας του Ιερωνύµου, ως προς τον τόπο ενταφιασµού του Ευσταθίου, µ’ εκείνη των Θεοδώρου Αναγνώστη και Θεοφάνους; Πώς συµβιβάζεται η µαρτυρία όπου φέρεται ότι εξορίζεται ο Ευστάθιος προς Βιζύη και να µνηµονεύονται οι Φίλιπποι ως τόπος τελικής εξορίας, θανάτου και ενταφιασµού; Ως προς το πρώτο ερώτηµα ο αρχιεπίσκοπος J.M. Neale διατυπώνει την άποψη ότι ο Ιερώνυµος φαίνεται να επιχειρεί να ολοκληρώσει βιαστικά την αναφορά του στον Ευστάθιο, γι’ αυτό καταγράφει ως τόπο θανάτου του την Τραϊανούπολη, εκεί όπου ο ιερός πατήρ πέρασε το µεγαλύτερο διάστηµα της εξορίας του796. Ο R.V. Sellers από την άλλη, αντιλαµβανόµενος τη δυσκολία να καταλήξει κάποιος σε µια συγκεκριµένη διατύπωση, προτείνει ως καλύτερη λύση να µνηµονεύεται ως τόπος εξορίας του Ευσταθίου –κατ’ επέκτασιν και τόπος θανάτου του- γενικά η Θράκη797. Ως προς το δεύτερο ζήτηµα, µολονότι ο Ευστάθιος µνηµονεύεται ότι εξορίστηκε επί Ουάλη στη Βιζύη798, σηµειώνονται τελικά ως τόπος εξορίας, ενταφιασµού και ανακοµιδής των λειψάνων του οι Φίλιπποι. Για την επεξήγηση και την άµβλυνση της 787
Ιωάννου Χρυσοστόµου, ό.π., PG 50, 600Β· 601Α: «Το µεν γαρ σώµα του µάρτυρος κείται εν Θράκη, ηµείς δε εν Θράκη µη διατρίβοντες…». 788 Συγκεχυµένη φαίνεται να είναι η σχετική µε το θάνατο και ενταφιασµό πληροφορία που µας δίδεται από τον Κώδικα 8 της Μονής Φιλοθέου, όπου σηµειώνεται: «…Ευστάθιος, εν τη εξορία της εν Θράκη τον βίον κατέλυσε και προς τον Θεόν εξεδήµησεν. Μετά δε εκατό έτη,….εις Αντιόχειαν ήγαγεν από Φιλίππων της εν Μακεδονία, ένθα και εξώριστο και απέθανεν.» [Κώδικας Φιλοθέου 8, φ. 47r β(στ. 67-69), 47v α (στ. 71-72) ]. Η µόνη εξήγηση που µπορεί κάποιος να δώσει είναι ότι η αξιοποίηση διάφορων κειµένων για τη σύνταξη του βίου στον Κώδικα 8 της Μονής Φιλοθέου, φαίνεται να ώθησαν το συντάκτη της, κι εφόσον δεν πρόκειται για καθαρά ιστορικό κείµενο, να συµπεριλάβει και τις δύο παραδόσεις, χωρίς να τις υποβάλλει στη βάσανο της επεξεργασίας. 789 Η. Delehaye, “Saints de Trace et de Mesie”, AB 31 (1912) 254· A.S. Atiya, ό.π., σ. 175· R.V. Sellers, ό.π., σ. 51. 790 Θεοδώρου Αναγνώστη, ό.π., 2, 1 PG 86Ι, 184Β. 791 Θεοφάνους Χρονογράφου, ό.π., PG 108, 324Β. 792 V. Latyšev, ό.π., σ. 122. 793 Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως, σ. 480. 794 Νικοδήµου Αγιορείτου, (µον.), Συναξαριστής, ό.π., σ. 298· Κ. ∆ουκάκη, ό.π., σ. 276· Ανωνύµου, Μέγας Συναξαριστής, ό.π., σ. 340. 795 L. Duchesne, (mons.), ό.π., σ. 130· G. Downey, ό.π., σ. 232· Ε. Ελευθεριάδη, (αρχιµ.), ό.π., Ε, τεύχ. 6 (1959) 96. 796 J.M. Neale, (mons.), The Patriarchate of Antioch, σ. 89 υποσ. 3. 797 R.V. Sellers, ό.π., σ. 51: “Tillemont suggests that he spent part of his exile at Trajanopolis, and that the last place of his exile was at Philippi, where he died. But this is in conflict with Jerome’ s statement. Perhaps we had better abandon all idea of reaching a satisfactory conclusion, and merely say that in all probability he was exiled into Thrace.” 798 Σωκράτους Σχολαστικού, ό.π., 4, 15 PG 67, 500Α: «Ευστάθιος µεν ουν εν Βιζύη της Θράκης πόλει περιωρίζετο. Ευάγριος δε εις άλλον τόπον απήχθη.» Πρβλ. Ερµεία Σωζοµενού, ό.π., 6, 13 PG 67, 1328C· Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως, ό.π., PG 104, 156C. Ο Μ. Γεδεών εκφράζει την άποψη, στηριζόµενος σε συγκεκριµένο επιχείρηµα, ότι τελικά ήταν ο Ευάγριος εκείνος που εξορίστηκε στη Βιζύη και ο Ευστάθιος βρέθηκε υπερόριος στην Κύζικο. Βλ. Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες, σσ. 80-81.
132
συγκεκριµένης αντίθεσης, ο Βολλανδιστής Boschius -όπως σηµειώνει ο S. Salaville799-, πρότεινε να δεχτούµε µία πρώτη µετακοµιδή των λειψάνων του αγίου Ευσταθίου από την Τραϊανούπολη στους Φιλίππους και από εκεί στην Αντιόχεια. Η άποψη αυτή θα άµβλυνε, φαινοµενικά, τις αντιθέσεις των πηγών, αλλά είναι σίγουρο ότι θα γεννούσε περισσότερα ερωτηµατικά, όπως επί παραδείγµατι πώς θα µπορούσαµε να διαγράψουµε τη ρητή αναφορά των πηγών ότι ο Ευστάθιος είχε ενταφιαστεί στους Φιλίππους; Με ποιό αιτιολογικό να έγινε η µετακοµιδή των λειψάνων του αγίου Ευσταθίου στη συγκεκριµένη πόλη, αντί δηλαδή η πορεία τους να έχει ανατολική φορά, προς Κωνσταντινούπολη, να κατευθύνεται δυτικά; Υποθέτουµε ότι µε το ίδιο σκεπτικό θα µπορούσαµε να δεχτούµε ότι ο Ευστάθιος πέθανε στην Βιζύη ή στην Κύζικο και ο ενταφιασµός του έγινε στους Φιλίππους, όµως και πάλι τα παραπάνω ερωτήµατα θα παρέµεναν! Ίσως να πρέπει να δεχτούµε ότι για άγνωστο σ’ εµάς λόγο, ο Ευστάθιος αντί να πορευτεί στο µαρτυρούµενο από της πηγές τόπο της εξορίας του, βρέθηκε στους Φιλίππους, όπου πέθανε σε βαθύ γήρας περί το 370 ή 371 και ενταφιάστηκε. β΄ Η µετακοµιδή των λειψάνων του H ανακοµιδή και µετακοµιδή των λειψάνων800 του Ευσταθίου Αντιοχείας801 δεν αποτελεί µονάχα την πράξη επισηµοποίησης και διακήρυξης του βιώµατος του εκκλησιαστικού πληρώµατος που αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Ευσταθίου τον «Οµολογητή» της ορθόδοξης πίστης και τον «Άγιο», αλλά και το ορόσηµο της οριστικής αποκατάστασης της ενότητας, µετά από µια περίοδο διενέξεων και αντιπαραθέσεων µεταξύ των πιστών. Το περιστατικό της ανακοµιδής και µετακοµιδής των λειψάνων του αγίου Ευσταθίου σώζεται σε τέσσερα κείµενα των πηγών: Στο Θεόδωρο τον Αναγνώστη, στον αββά Θεοφάνη802, στο Μηνολόγιο του Ανώνυµου Βυζαντινού803, όπως και στον Κώδικα 8 της Μονής Φιλοθέου804. Καταγράφεται, τέλος, σε σύνολη τη µεταγενέστερη Συναξαριακή805 παράδοση. Το κείµενο του Θεοδώρου έχει ως εξής: «Καλανδίων δε αιτήσας τον Ζήνωνα, το λείψανον Ευσταθίου εις Αντιόχειαν ήνεγκεν από Φιλίππων της Μακεδονίας, ένθα και εξώριστος και απέθανεν· όπερ ουν πλείστη τιµή οι πολίται εδέξαντο από δεκαοκτώ µιλίων ελθούσης της πόλεως πάσης, ως ειπείν, ηλικίας. Οι δε δι’ αυτόν µέχρι τότε αποσχιζόµενοι, τη Εκκλησία ηνώθησαν µετά εκατό έτη του θανάτου Ευσταθίου.»806 Οι πληροφορίες που αντλούµε από το παραπάνω κείµενο και σχετίζονται µε το συγκεκριµένο γεγονός αναφέρονται τόσο στο χρόνο όσο και στον τόπο που έγινε η ανακοµιδή και µετακοµιδή των λειψάνων του Ευσταθίου. Για τον τόπο έχουµε ήδη υπογραµµίσει την προβληµατική σχετικά µε τους Φιλίππους ή την Τραϊανούπολη807, καθώς και την πρόταση , εισήγηση του Βολλανδιστή Boschius για την υπέρβαση των δυσκολιών που σχετίζονται µε το συγκεκριµένο ζήτηµα. Ο προσδιορισµός του χρόνου µετακοµιδής των λειψάνων γίνεται µε τη µνηµόνευση των δύο ονοµάτων των σχετικών κειµένων. Στις πηγές καταγράφεται το 799
S. Salaville, ό.π., DTC 5 (1924) 1560. Γενικά περί ανακοµιδής και µετακοµιδής των λειψάνων στην Ορθόδοξη Εκκλησία, βλ.: ∆. Τσάµη, Αγιολογία, σσ. 159-160· Γ. Τσέτση, (M. πρωτ.), ό.π., σσ. 35-44. 801 Ό.π., σσ. 35-44. 802 Θεοφάνους Χρονογράφου, ό.π., PG 108, 324ΒC. 803 V. Latyšev, ό.π., σ. 122. 804 Κώδικας Φιλοθέου 8, φφ. 47rβ – 47vα (στ. 68- 80). 805 Ενδεικτικά: Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως, σσ. 480-481. 806 Θεοδώρου Αναγνώστη, ό.π., 2 PG 86, 184Β. 807 Την Τραϊανούπολη ως τόπο ανακοµιδής και αφετηρία µετακοµιδής των λειψάνων του Ευσταθίου, δέχονται, µεταξύ των άλλων, οι P. Maraval, Lieux Saints et Pèlerinages d’Orient, σ. 340· Η. Delehaye, “Les Origins…”, SH 20 (1933) 245. 800
133
όνοµα του Πατριάρχη Αντιοχείας Καλανδίωνα (481-485)808 -ή κατά άλλους (479491)809- την εποχή του οποίου συντελέστηκε η συγκεκριµένη ενέργεια, καθώς και του αυτοκράτορα Ζήνωνα (476-491)810. Η συγκεκριµενοποίηση της χρονολογίας µετακοµιδής δε θα δηµιουργούσε πρόβληµα στους µελετητές εάν στο σχετικό κείµενο του Θεοφάνους δεν καταγραφόταν η ακόλουθη πληροφορία, η οποία είναι πιθανό να, αποτέλεσε µεταγενέστερη προσθήκη του εκδότη: «Α.Μ. 5981. –Κωνσταντινουπόλεως επισκόπου Φραυίτας µήνας τρεις. Τούτων τω έτει Καλανδίων επίσκοπος Αντιοχείας ήγαγεν το λείψανον Ευσταθίου του µεγάλου….»811 Τα δεδοµένα που µας δίδονται, είναι το όνοµα του επισκόπου που βρισκόταν στον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως την περίοδο της µετακοµιδής, καθώς και η ένδειξη «Α.Μ. 5981.» η οποία σύµφωνα µε το Αλεξανδρινό χρονολογικό σύστηµα του Αννιανού, το οποίο τοποθέτησε την έλευση του Χριστού το 5492812, µας δίνει ως χρονολογία µετακοµιδής το 489, χρονολογία που επιβεβαιώνεται και από τον Κατάλογο των Πατριαρχών της Κωνσταντινούπολης813 ότι τοποθετεί την πατριαρχία του Φράβιτα το έτος αυτό. Επειδή όµως δε διαπιστώνεται σύµπτωση χρονολογίας στις πατριαρχίες µεταξύ Καλανδίωνα και Φράβιτα, γι’ αυτό και πρέπει να θεωρήσουµε ότι εσφαλµένα συνδέθηκαν τα δύο αυτά ονόµατα στο Θεοφάνη. Επιστρέφοντας λοιπόν στη µαρτυρία του Θεοδώρου του Αναγνώστη, η οποία δεν παρουσιάζει αποκλίσεις και σε σχέση µε τις άλλες µαρτυρίες των πηγών, πρέπει να θεωρήσουµε ότι η µετακοµιδή των λειψάνων του Ευσταθίου έγινε µεταξύ 479 και 484. Οι χρονολογίες που προτάθηκαν κατά καιρούς από τους µελετητές για τον προσδιορισµό του συγκεκριµένου εκκλησιαστικού γεγονότος είναι το 477814 – χρονολογία που δείξαµε ήδη ότι δεν ανταποκρίνεται στην πραγµατικότητα- το 482815 και το 484816. Επειδή ο Αντιοχείας Καλανδίωνας αρνήθηκε να υπογράψει το Ενωτικό817 του Ζήνωνα και να δεχτεί σε κοινωνία τον Πέτρο το Μογγό, ενέργειες οι οποίες προκάλεσαν την εκθρόνισή του818, θεωρούµε πιθανή την πραγµατοποίηση της µετακοµιδής των λειψάνων του Ευσταθίου Αντιοχείας µεταξύ 482 και 483. Η πράξη αυτή η οποία δεν είναι ανεξάρτητη από πολιτικές και εκκλησιαστικές σκοπιµότητες, αφενός αποσκοπούσε από µέρους του αυτοκράτορα στην άµβλυνση των αντιθέσεων µεταξύ των πιστών σε διευρυµένο επίπεδο και αφετέρου συντελούσε στην οριστική αποκατάσταση της ενότητας στην Εκκλησία της Αντιόχειας, ειδικότερα µετά το Αντιοχειανό Σχίσµα. Την ίδια στιγµή, όπως σηµειώνει ο G. Downey819, µε το οποίο συµφωνούµε, ενισχύθηκε το ορθόδοξο πλήρωµα, προκειµένου να αντιµετωπίσει τους Μονοφυσίτες. Το µοναδικό κείµενο που προσδιορίζει την ηµεροµηνία που συντελέστηκε η µετακοµιδή των λειψάνων του Ευσταθίου από τους Φιλίππους στην Αντιόχεια είναι ο Κώδικας 8 της Μονής Φιλοθέου, που κάνει λόγο για την 5η Ιουνίου. Αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Περιεπτύξαντο το πολύαθλον εκείνο και καρτερικό σώµα και ειθ’ ούτως 808
Α. Σαββίδη, ό.π., σ. 256. Β. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, ό.π., σ. 665. 810 Την περίοδο της δεύτερης βασιλείας του. Α. Σαββίδη, ό.π., σ. 254. 811 Θεοφάνους Χρονογράφου, ό.π., PG 108, 324Β. 812 Β. Φειδά, Βυζάντιο, σ. 20. 813 Αθηναγόρα, (Μ. αρχιµ.), ό.π., σ. 582· Α. Σαββίδη, ό.π., σ. 255. 814 ∆. Μπαλάνου, Πατρολογία, σ. 255· του ίδιου, ό.π., ΒΕΠΕΣ 18 (1959)280· Χ. Παπαδόπουλου, (αρχιεπ.), Ιστορία της Εκκλησίας της Αντιόχειας, σ. 437 υποσ. 28. 815 L. Duchesne, (mons.), ό.π., σ. 130 υποσ. 1· του ίδιου, Histoire Ancienne, τ. 2, σ. 164. 816 G. Downey, ό.π., σ. 232 · Η. Delehaye, “Les Origins…”, SH 20 (1933) 245. 817 Το Ενωτικό αποτέλεσε διάταγµα του αυτοκράτορα Ζήνωνα το 482. Μια προσπάθεια να ενώσει αντιχαλκιδόνιους (Μονοφυσίτες) και χαλκηδόνιους (Ορθοδόξους), ανάλογα µε την τοποθέτησή τους προς τις αποφάσεις της ∆΄ Οικουµενικής Συνόδου της Χαλκηδόνας του 451. Βλ. ∆. Κοντοστεργίου, ό.π., σ. 95. 818 Β. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, ό.π., σ. 665. 819 G. Downey, ό.π., σ. 232: “Calandio’s undertaking thus not only restored peace among the local orthodox Christians, but also served to give them a stronger front against the Monophysites.” 809
134
ενέγκαντες εισήγαγον εν τη Εκκλησία, αποκαταστήσαντες τω οικείω θρόνω, και ούτως αυτόν κατέθεντο, µετά τιµής µεγίστης, εν µνηµείω, µηνί Ιουνίω ε΄, δοξάζοντες τον Θεόν επί τη αποκαταστάσει.»820 Με τη µετακοµιδή των λειψάνων του Ευσταθίου Αντιοχείας κλείνει το κεφάλαιο των αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων που άνοιξε µε την καταδικαστική απόφαση κατά του προσώπου του. Ο χρόνος που µεσολάβησε, κατέδειξε γι’ ακόµη µία φορά ότι εκείνο που διαδραµατίζει καθοριστικό ρόλο στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η συνείδηση των µελών του πληρώµατός της. Εκείνο είναι ο ρυθµιστικός παράγοντας στη ζωή της Εκκλησίας, όπως διαπιστώνουµε και στην περίπτωση του προσώπου του Ευσταθίου Αντιοχείας. Εκείνος µε τη ζωή, τα έργα και τα συγγράµµατά του –µε τα οποία θα ασχοληθούµε ακολούθως- κατάφερε να επηρεάσει συνειδήσεις και να αφήσει το προσωπικό στίγµα του στην Ιστορία της Εκκλησίας.
820
Κώδικας Φιλοθέου 8, φ. 47vα (στ. 75- 80).
135
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ ΤΑ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ Ο Αντιοχείας Ευστάθιος υπήρξε γόνιµος συγγραφέας. ∆υστύχηµα αποτελεί για το Θεολογικό επιστητό το γεγονός ότι η πλούσια συγγραφική παραγωγή του αποτέλεσε «θύµα»821 των ιστορικών συνθηκών -όπως συµβαίνει εξάλλου και µε άλλες εξέχουσες εκκλησιαστικές προσωπικότητες του τρίτου και τετάρτου αιώνα-, του Αντιοχειανού Σχίσµατος και ίσως και της πολυετούς εξορίας του. Από τα έργα του έχει φτάσει σ’ εµάς µονάχα ένα ολοκληρωµένο, όπως και κάποια σπάργανα από ορισµένα συγγράµµατά του. Μολονότι κατά το παρελθόν έχει διατυπωθεί η άποψη ότι στην περίπτωση του Ευσταθίου απουσιάζουν τα αµφιβαλλόµενα (Dubia) συγγράµµατα και όσα φέρουν το όνοµά του συγκαταλέγονται είτε στα γνήσια, είτε στα νόθα (Spuria)822, εντούτοις η συγκεκριµένη εκδοχή δε φαίνεται να αποτελεί κοινό τόπο µεταξύ των µελετητών823. Η συγγραφική παραγωγή του Ευσταθίου εντάσσεται µεταξύ των πεδίων εκείνων της ζωής και της δράσης του ιεράρχη που προσέλκυσαν το ενδιαφέρον των µελετητών, µε αποτέλεσµα να έχουµε αξιόλογες µελέτες και κριτικές εκδόσεις των έργων του824, όπως του F. Cavallera, του R.V. Sellers, του E. Klostermann και άλλων, καθώς και η περισπούδαστη µελέτη του M. Spanneut, “Recherches Sur les Écrits d’Eustathe d’ Antioch”. 825 Επειδή όµως η επιστηµονική έρευνα δεν έχει στατικό αλλά δυναµικό χαρακτήρα, µε την εµφάνιση νέων δεδοµένων, την αναθεώρηση παλαιότερων, γι’ αυτό και µολονότι δε θα επιµείνουµε στο συγκεκριµένο κεφάλαιο-, εντούτοις κρίνουµε επιβεβληµένη την έκθεση του συγγραφικού έργου του Ευσταθίου, στο πλαίσιο της παρούσας ∆ιατριβής. Προς την κατεύθυνση αυτή συνηγορούν επίσης δύο δεδοµένα: i Το γεγονός ότι δεν υπήρξε µέχρι σήµερα στην Ελλάδα κάποια µελέτη που να ασχολείται συστηµατικά µε το βίο και τη δράση του Ευσταθίου Αντιοχείας. ii. Με την παρουσίαση, για πρώτη φορά, στα Ελληνικά της φερόµενης στο όνοµα του Ευσταθίου «Αναφοράς» (Θείας Λειτουργίας), από συριακό κώδικα. Κατά την παρουσίαση των συγγραµµάτων του εκκλησιαστικού αυτού συγγραφέα, επιλέγεται η διαίρεσή τους σε γνήσια, σε αµφιβαλλόµενα και σε νόθα, µε µικρές διαφοροποιήσεις ως προς την κατηγοριοποίησή τους, βάσει συγκεκριµένων δεδοµένων. Τα έργα προσδιορίζονται σύµφωνα µε τον αριθµό καταλογογράφησής τους στο Clavis Patrum Graecorum (CPG)826. Παρατίθεται η αρχοτέλειά τους, η χειρόγραφη παράδοση και οι εκδόσεις, όπου διαθέτουµε πληροφορίες, ενώ παράλληλα εξετάζονται κάποια στοιχεία για το έργο, το ζήτηµα της πατρότητάς του, τα κύρια σηµεία του περιεχοµένου του κ.ά. Ειδικότερα, σε επιµέρους συγγράµµατα, όπως στην «Αναφορά» του Ευσταθίου, γίνονται κάποιες επισηµάνσεις και σε άλλα δεδοµένα, µορφολογικού και υφολογικού827 χαρακτήρα, που συµβάλλουν στην αρτιότερη παρουσίαση του θέµατός µας.
821
M. Spanneut, Recherches, ό.π., σ. 18. Α. Μπουρνέλη, Εκκλησιαστική Γραµµατολογία, ό.π., σ. 59· ∆. Σχολάριου, Κλεις Πατρολογίας και Βυζαντινών Συγγραφέων, Αθήνα 1997, σ. 29. 823 Ενδεικτικά µνηµονεύουµε το έργο του R.V. Sellers, ο οποίος διακρίνει τα συγγράµµατα του Ευσταθίου σε νόθα (σσ. 60-70), σε αµφιβαλλόµενα (σσ. 70-71) και γνήσια (σσ. 71-81). Βλ. R.V. Sellers, Eustathius of Antioch, ό.π., σσ. 60-81. 824 M. Spanneut, ό.π., σσ. 13-17. 825 Ό.π., σσ. 155. 826 M. Geerard, “Eustathius Antiochenus”, Calvis Patrum Graecorum, 2 (1974) 245-253. 827 Θα άξιζε να δοθεί ∆ιπλωµατική εργασία, µε περιεχόµενο τα µορφολογικά και υφολογικά στοιχεία που διαπιστώνονται στο συγγραφικό έργο του Ευσταθίου Αντιοχείας σε σχέση µε τη Θεολογία του. 822
136
ΙΙ. ΓΝΗΣΙΑ ΕΡΓΑ Στα γνήσια έργα του Ευσταθίου Αντιοχείας περιλαµβάνονται αποσπάσµατα από Ερµηνευτικά, ∆ογµατικά κείµενα του Ευσταθίου, από Οµιλίες του, καθώς και το µόνο σύγγραµµά του, το οποίο σώζεται πλήρως. 1. ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ: α΄. Κατά Ωριγένους , Εις το της Εγγαστριµύθου θεώρηµα διαγνωστικός - CPG 3350 Αρχ.: «Αεί µεν άγαµαι τον αξιοφανή…», Τέλ.: «…της του θείου φύσεως.» 829 ος Κώδικες : Monacensis gr. 331, (10 αι). Vallic. 125, (15ος αι), φφ. 137-152. Cois. gr. 276, φφ. 240-241. Sin. gr. 1139, (17ος αι). Ottob. 189, φ. 119. Taurinensis 316, (16ος αι)830. Εκδόσεις: L. Allatius, Eustathii Archiepiscopi Antiocheni et Martyris in Hexahemeron Commentarius: ac De Engastrimytho Dissertario Adversus Origenem.., Lugduni 1629. R. Pearson, Tractatuum Bibliocorum Volumen Primus Siue Criticorum Sacrorum, (στήλες 417-457), τ. 8, Londres 1660. Α. Gallandri, Bibliotheca Vetrum Patrum, τ. 4, Venise 1762, σ. 538 κ.ε. J. P. Migne, PG 18, 613A – 673C. Ε. Klostermann, Origenes, Eustathius von Antiochien und Gregor von Nyssa über die Hexe von Endor, Bonn 1912. ∆. Μπαλάνου, «Ευστάθιος Αντιοχείας», ΒΕΠΕΣ 18 (1959) 282-314. Μαρτυρίες: Ευσεβίου Ιερωνύµου, De Viris Illustribus, 85, PL 23, 730B. Μελέτες: Α. Puech, Histoire de la Littérature Grecque Chrétienne, τ. 3, Paris 1930, σσ. ΙΙΙ – ΧΧΙΙΙ. W. Brockmeier, De Sancti Eustathii Episcopi Antiocheni Dicendi Ratione, Accedit Intex Vocabularum Libri Originem Scripti Omnium, Dissertatio Inaugualis, Borna 1932. Κ. Σιαµάκη, ό.π., σ. 217 κ.ά. Του ίδιου, Σύντοµο Λεξικό της Καινής ∆ιαθήκης, εκδ. Παπαδηµητρίου, Αθήνα 1997, σ. 66. αα. Χρόνος συγγραφής και παραλήπτης Το συγκεκριµένο έργο που φέρει τον τίτλο: «Κατά Ωριγένους. Εις το της Εγγαστριµύθου θεώρηµα διαγνωστικός»,831 αποτελεί Πραγµατεία, τοποθέτηση832 στα ερµηνευτικά σχόλια του Ωριγένη833, στο χωρίο Α΄ Βασ. 28, 7-25, της Παλαιάς ∆ιαθήκης. 828
828
Είναι γνωστή η αρνητική τοποθέτηση του Ευσταθίου Αντιοχείας προς ορισµένες απόψεις του Ωριγένη. Βλ. Σωκράτους Σχολαστικού, ό.π., 6, 13 PG 67, 701C· G.F. Chesnut, ό.π., σ. 202. 829 M. Spanneut, ό.π., σ. 58: “Les manuscrits qui nous ont transmis cette œuvre sont rares et généralement tardifs.” Βλέπε επίσης για χειρόγραφο του συγκεκριµένου έργου, R. Devreesse, “Le Fonds Grec de la Bibliothèque Vaticane des Origines a Paul V”, Studi e Testi 244 (1965) 476. 830 O συγκεκριµένος κώδικας δε διασώζεται σήµερα λόγω πυρκαγιάς. M. Spanneut, ό.π., σ. 58. 831 Με το θέµα της Εγγαστριµύθου έχουν ασχοληθεί, µεταξύ των άλλων, οι: Ιππόλυτος Ρώµης, Ωριγένης, και Γρηγόριος Νύσσης. Βλ. Ιππόλυτου Ρώµης, Εις την Εγγαστριµύθου, PG 10, 605C – 608A· Γρηγορίου Νύσσης, Περί της Εγγαστριµύθου, PG 45, 108Α – 113C. Πολύ καλή συνοπτική προσέγγιση του ζητήµατος της Εγγαστριµύθου στην Εκκλησιαστική Παράδοση διαπιστώνει κάποιος στη µελέτη του K.A.D. Smelik, όπου µνηµονεύονται και τα ονόµατα των εκκλησιαστικών συγγραφέων, Ανατολικής και ∆υτικής Εκκλησίας, που ασχολήθηκαν µε το θέµα µέχρι τον 9ο αι. Βλ. K.A.D. Smelik, “The Witch of Endor. I Samuel 28 in Rabbinic and Christian Exegesis till 800A.D.”, Vigilae Christianae 33 (1977) 160- 179.
137
Ο προσδιορισµός του χρόνου σύνταξής του από τον Ευστάθιο834 δεν αποτελεί εύκολο εγχείρηµα κι αυτό διότι δεν έχουµε άµεσες πληροφορίες που να µας οδηγούν σε ένα ασφαλές συµπέρασµα. Οι µελετητές τοποθετούν τη συγγραφή του έργου στην προνικαϊκή περίοδο835 και ορισµένες έµµεσες µαρτυρίες είναι δυνατό να συντελέσουν στην κατά προσέγγιση τοποθέτησή του. Στο εικοστό δεύτερο κεφάλαιο του συγκεκριµένου έργου γίνεται αναφορά του ονόµατος του Μεθόδιου (Ολύµπου)836, όπως επίσης και της αρνητικής τοποθέτησής του837 στο σχετικό έργο του Ωριγένη. Ο τρόπος µε τον οποίο αναφέρεται ο Ευστάθιος στο πρόσωπο του Μεθόδιου –ο οποίος µας υποψιάζει ότι ο εν λόγω ιεράρχης έχει ήδη πεθάνει-, σε συνάρτηση µε το γεγονός ότι το µαρτύριο του τελευταίου συντελέστηκε το 311, µας ωθεί στην εκτίµηση ότι η σύνταξη του συγκεκριµένου έργου έγινε µεταξύ 312 και 323838. Προς την κατεύθυνση αυτή συνηγορεί και το γεγονός, σύµφωνα µε τον Μ. Spanneut839, ότι η Χριστολογική ορολογία του συγγράµµατος δεν παρουσιάζει την εξέλιξη που διαπιστώνουµε σε άλλα έργα του συγγραφέα, µετά την έξαρση του Αρειανισµού. Κατά την έναρξη του συγκεκριµένου συγγράµµατος µνηµονεύεται το όνοµα «Ευτρόπιος»· ο παραλήπτης της συγκεκριµένης «Πραγµατείας», ο οποίος σύµφωνα µε τον Ευστάθιο είναι «διαπρεπέστατος της ορθοδοξίας ιεροκήρυκας»840, «αξιοφανής» ως προς την ένθεη πολιτεία του, «ευσεβής». Αυτό που προκύπτει από τα χαρακτηριστικά µε τα οποία παρουσιάζεται το πρόσωπο του Ευτρόπιου είναι ότι φαίνεται να έφερε ιερατικό βαθµό και ότι τύγχανε της εκτίµησης του Ευσταθίου. Μελετητές, επιχειρώντας να αναζητήσουν την ταυτότητα του συγκεκριµένου προσώπου, κατέληξαν στο συµπέρασµα ότι ο εν λόγω Ευτρόπιος πρέπει να είναι ο µετέπειτα επίσκοπος841 Αδριανουπόλεως, ο οποίος µνηµονεύεται σε αρκετά κείµενα που σχετίζονται µε το Σχίσµα της Αντιόχειας και του οποίου την καθαίρεση αναφέρει ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας842 ότι συντελέστηκε µε την παρέµβαση της Βασιλίνας, από φιλοαρειανούς κύκλους. Ο κληρικός αυτός, έχοντας στο µυαλό του όσα επισηµαίνει ο Ωριγένης στο σύγγραµµά του για το σχολιασµό του συγκεκριµένου χωρίου των Βασιλειών, χωρίς όµως να αισθάνεται ότι καλύπτεται από όσα σηµειώνονται από τη γραφίδα του Αλεξανδρινού συγγραφέα, απευθύνεται στον Βεροίας Ευστάθιο, προκειµένου να έχει και µια δεύτερη άποψη σχετική µε το συγκεκριµένο ζήτηµα.
832
Η. Kraft, Einführung in die Patrologie, σ. 176. Ωριγένους, Υπέρ της Εγγαστριµύθου, PG 12, 1012D – 1028D. 834 P. Maraval, ό.π., σ. 83. 835 Α. Grillmeier, ό.π., σ. 212· Μ. Simonetti, Biblical Interpretation in the Early Church, σ. 60· J. Quasten, Patrology, ό.π., σ. 303. 836 Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους. Εις το της Εγγαστριµύθου θεώρηµα διαγνωστικός, PG 18, 657D- 660A: «…όσα δε της αναστάσεως ένεκα κακοδόξως εισηγείται (Ωριγένης) …Μεθόδιος γαρ της αγίας άξιος µνήµης έγραψεν αποχρώντως εις τόδε το θεώρηµα, και διέδειξέ γε φανδόν, ότι τοις αιρεσιώταις έδωκε πάροδον αβούλως επί είδους, αλλ’ ουκ επί σώµατος αυτού την ανάστασιν ορισάµενος…». 837 Μεθοδίου Ολύµπου, Εκ του περί Αναστάσεως, PG 18, 265-330. 838 Μελετητές πρότειναν ακόµη το ακόλουθο χρονικό πλαίσιο για τη σύνταξη του έργου: Ο R.V. Sellers το διάστηµα µεταξύ 311- 325 και ο Σ. Παπαδόπουλος το 320- 324. Βλ. R.V. Sellers, ό.π., σ. 75· Σ. Παπαδόπουλου, ό.π., σ. 112. 839 M. Spanneut, ό.π., σ. 60. 840 Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, PG 18, 613A. 841 Ο Κώδικας Monacensis gr. 331, 10ος αι., τον µνηµονεύει ως επίσκοπο. E. Klostermann, ό.π., σ. 62. 842 Αθανασίου Αλεξανδρείας, Προς µοναχούς, PG 25, 700ΑΒ: «…και γαρ και Ευτρόπιος ο εν Αδριανουπόλει γενόµενος επίσκοπος, ανήρ αγαθός, και εν πάσι τέλειος, επειδή πολλάκις τον Ευσέβιον ήλεγξε, … τα αυτά τω Ευσταθίω πάσχει, και της πόλεως και της Εκκλησίας εκβάλλεται ·Βασιλίνα γαρ ην η πάνυ κατ’ αυτού σπουδάζουσα.» Πρβλ. του ίδιου, Περί φυγής, 3 PG 25, 648Β. 833
138
αβ. Περιεχόµενο και χαρακτηρισµός Το έργο του Ευσταθίου για το «Περί Εγγαστριµύθου θεώρηµα», αποτελείται από τριάντα κεφάλαια στα οποία επιχειρείται η ανασκευή843 της Ωριγένειας844 αλληγορικής ερµηνευτικής845 στο γνωστό απόσπασµα του βιβλίου των Α΄ Βασιλειών 28, 7-25. O εκκλησιαστικός συγγραφέας, προκειµένου να καταδείξει την εσφαλµένη Ωριγένεια ερµηνευτική στο συγκεκριµένο αγιογραφικό απόσπασµα, επιστρατεύει επιχειρήµατα που έχει αντλήσει τόσο από την εκκλησιαστική, όσο και από τη θύραθεν παιδεία, χωρίς να διστάσει να χρησιµοποιήσει την αλληγορία στο έργο αυτό846, αλλά και σε άλλα πονήµατά847 του. Πριν προβούµε στη συνοπτική παρουσίαση του περιεχοµένου του έργου, κρίνεται σκόπιµο να σηµειωθεί ότι σύµφωνα µε τα κείµενα της Εκκλησιαστικής Γραµµατείας, επικρατούσαν τρεις τάσεις, προσεγγίσεις του ζητήµατος της Εγγαστριµύθου, στο Α΄ Βασιλειών, µέχρι τον 9ο αιώνα. Η πρώτη ερµηνευτική προσέγγιση, θεωρεί ότι η γυναίκα εγγαστρίµυθος848 «έδωσε ζωή» στην ψυχή του πεθαµένου Σαµουήλ· άποψη η οποία υιοθετείται από τον Ιουστίνο το Φιλόσοφο, τον Αµβρόσιο Μεδιολάνων, τον ιερό Αυγουστίνο, τον Αναστάσιο το Σιναΐτη, τον Ωριγένη κ.ά.849 Την άποψη σύµφωνα µε την οποία είτε ο Σαµουήλ, είτε ο δαίµονας εµφανίστηκε µε µορφή κατόπιν θεϊκής προσταγής συµµερίζονται οι: ιερός Χρυσόστοµος, Θεοδώρητος Κύρου, κ.ά.850 Μια τρίτη κατηγορία µελετητών, αποτελούµενη από οµόγνωµους του Ευσταθίου Αντιοχείας, όπως ο Τερτυλιανός, ο Ιππόλυτος Ρώµης, ο Γρηγόριος Νύσσης ο Ευάγριος Ποντικής κ.ά.851 εκτιµούν ότι ο Σαούλ εξαπατήθηκε από το διάβολο λαµβάνοντας ψεύτικη προφητεία. Σύµφωνα µε τον Ευστάθιο, µονάχα ο Θεός έχει τη δυνατότητα να εξουσιάζει τα πνεύµατα και τις ψυχές των κεκοιµηµένων και µόνο εκείνος να τις ανεβάζει από τον Άδη852, γι’ αυτό κι εκείνο που είδε ο Σαούλ δεν ήταν τίποτα άλλο από απάτη του δαίµονα, κατά την οποία ο βασιλιάς αλλά και η Εγγαστρίµυθος ήταν θύµατα. Η γυναίκα εξαπατάται διότι, ενώ ο προφήτης δεν είχε τύπο σώµατος, εκείνη επισηµαίνει ότι ο άνδρας ήταν όρθιος και ο Σαούλ, διότι χωρίς να τον βλέπει853, υποκλίνεται σε αυτόν854. Ο συγγραφέας, προκειµένου να καταδείξει ότι όλα είναι διαβολικό τρίκ, επιχειρεί
843
J. Quasten, ό.π., σ. 303. Σωκράτους Σχολαστικού, ό.π., 6, 13 PG 67, 701CD: «…Ως βλαστήµω προσέχειν τω Ωριγένη… Μεθόδιος, της εν Λυκία,…είτα Ευστάθιος ο της εν Αντιοχεία προς ολίγον Εκκλησίας προστάς· και µετασταύτα Απολινάριος και ο τελευταίος Θεόφιλος. Αύτη των κακολόγων τετρακτύς…». Ο αντιωριγενισµός του Ευσταθίου έχει δεχθεί επίδραση από το Μεθόδιο Ολύµπου, όµως, όπως ορθά επισηµαίνει ο καθηγητής κ. Β. Σταυρίδης, ο αντιωριγενισµός του Ευσταθίου περιορίζεται µονάχα στον επιστηµονικό τοµέα και θα µπορούσε να χαρακτηριστεί ως ήπιος. Β.Θ. Σταυρίδου, «Αι Ωριγενιστικαί έριδες», Θεολογία 28 (1957) 570, 568· JN.D. Kelly, Early Christian Doctrines, σ. 475· A. Puech, ό.π., σ. 440· E.D. Colovo, Storia della Teologia, τ. 1, σ. 192· Τ.E. Pollard, ό.π., σ. 101. 845 Περισσότερα για την Ωριγένεια ερµηνευτική: Ι. Παναγόπουλου, Η ερµηνεία της Αγίας Γραφής στην Εκκλησία των Πατέρων, τ. Α΄, Αθήνα 1991, σσ. 239-287· Σ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία, Α΄, Αθήνα 2 1982, σσ. 397-400. 846 Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, ό.π., 21 PG 18, 656. 847 Ενδεικτικά: M. Spanneut, ό.π., σ. 97 (στ. 15-24), 98 (στ. 1-6) κ.ά. 848 Για τη σχέση της εγγαστριµύθου µε το «πνεύµα πύθωνος», βλ. στον όρο «πύθων» του ακόλουθου Λεξικού: Κ. Σιαµάκη, Σύντοµο Λεξικό της Καινής ∆ιαθήκης, σ. 66. 849 Για τις παραθέσεις στα έργα των συγκεκριµένων εκκλησιαστικών συγγραφέων, βλ.: K.A.D. Smelik, ό.π., Vigilae Christianae 33 (1977) 164 υποσ. 19. 850 Ό.π., Vigilae Christianae 33 (1977) 165 υποσ. 20. 851 Ό.π., Vigilae Christianae 33 (1977) 165 υποσ. 21. 852 Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, ό.π., PG 18, 617BC, 660D-661Α. 853 Ό.π., 7 PG 18, 624D: «…πώς έγνω Σαούλ, ως αυτός ούτος ετύγχανε Σαµουήλ, οπηνίκα µηδέ σκιάς είδε µόριον, ουχ όπως ανδρός ιδέαν;» 854 Ό.π., 10 PG 18, 633D-634Α: «…Πώς ουν ο τότε µη προσκυνήσας ως ιδιώτης άρχοντι, νυν εκ των εναντίων ο βασιλεύς ιδιωτεύοντι προσκυνεί;» 844
139
συγκρίσεις από παραδείγµατα µεταξύ Μωυσή και Ααρών και λοιπών µάγων κατά την περίοδο της Εξόδου κ.τ.λ. Ο διάβολος, σύµφωνα µε τον Ευστάθιο, εµφανίζεται πάντα ως Θεός855 και επιζητεί τη λατρεία από µέρους των ανθρώπων. Ο Σαούλ λοιπόν πολιορκήθηκε856 από κάποιο δαίµονα και έπεσε θύµα της απάτης857 εκείνου. Ο δαίµονας προκειµένου να παραπλανήσει, επιστρατεύει τον Ιουδαϊκό νόµο, σύµφωνα µε τον οποίο ο προφήτης εκλέγεται από καταβολής κόσµου. Η εγγαστρίµυθος, διά της οποίας µιλά ο διάβολος, όπως σηµειώνει ο Ευστάθιος, δεν προσθέτει κάτι νέο εξ επόψεως προφητείας. Αξιοποιεί παρελθοντικά γεγονότα858. Όπως δεν επαληθεύεται µια προφητεία για θάνατο του Σαούλ και του υιού του Ιωνάθαν859. Ο συντάκτης του συγκεκριµένου έργου, αφού ολοκληρώσει µε τα επιχειρήµατά του από την Ιερά Γραφή, στρέφει το ενδιαφέρον του σε ετυµολογικές αναλύσεις και στη θύραθεν γραµµατεία. Ασχολείται έτσι µε τη σηµασία των όρων «εγγαστρίµυθος»860, «µύθος»861, «εικοτολογία»862 κ.ά., ενώ αξιοποιεί τις απόψεις του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Αδείµαντου, κάνοντας αναφορά στον Ησίοδο, τον Όµηρο, τον Αίσωπο.863 Στο συγκεκριµένο έργο υπάρχουν επίσης πληροφορίες για τη θεολογική σκέψη του Ευσταθίου, τη Χριστολογία864, την Εσχατολογία, όπως και για τους αγγέλους865, τους δαίµονες866, τα πνεύµατα δικαίων και αδίκων στον Άδη867, τα οποία θα εξετάσουµε σε επόµενη ενότητα. Όπως χαρακτηριστικά σηµειώνεται από τον L. Prestige868, ο συγγραφέας καταφέρνει σε µία και µόνο φράση, την ακόλουθη, να συνοψίσει το Χριστολογικό δόγµα: «…το του Χριστού πρόσωπον εισιδών έργω µεν ένδοθεν εώρα και πράξει Θεόν, και φύσει Θεού γνήσιον Υιόν, άνθρωπο δε καθαρόν, άχραντον, ακηλίδωτον…».869 Το «Περί Εγγαστριµύθου θεώρηµα» του Ευσταθίου870 αποτελεί, σύµφωνα µε τους ειδικούς µία από τις εξοχότερες λογοτεχνικές παραγωγές της προνικαιϊκής περιόδου871, στην οποία ο συγγραφέας επιλέγει µια µέση οδό µεταξύ της τυπολογίας και της αλληγορίας872, µε πολλές σπάνιες λέξεις της χριστιανικής (σαράντα δύο λέξεις) και της θύραθεν γραµµατείας (είκοσι πέντε λέξεις), καθώς και ικανό αριθµό άπαξ λεγοµένων, τόσο στη θύραθεν και εκκλησιαστική γραµµατεία (αριθµούνται ένδεκα), όσο και µόνο στη χριστιανική γραµµατεία (δεκατρία στον αριθµό). 855
Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, 10 PG 18, 633Α. Ό.π., 10 PG 18, 633C. 857 Ό.π., 12 PG 18, 640Β· 641C. 858 Ό.π., 23 PG 18, 661Α: «…ώστε τα γεγραµµένα λέγων ο δαίµων, ουδέν προεφήτευσεν ουδαµώς.» 859 Ό.π., 15 PG 18, 644Β. 860 Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, ό.π., 7 PG 18, 625ΒC. Για τους εγγαστρίµυθους βλ. Φ. Κουκουλέ, Βυζαντινών βίος και πολιτισµός, τ. Α΄, 2, Αθήνα 1948, σ. 137. Σουΐδα, Λεξικόν, Basileae 1544, σ. 428: «…Φιλόχορος. δι’ εν γ΄ περί µαντικής και γυναίκας εγγαστριµύθου. αύται τας των τεθνηκότων ψυχάς εξεκαλούντο µια δε αυτών εχρήσατο σαούλ, ή τις εξεκαλέσατο την ψυχήν σαµουήλ του προφήτου.» 861 Ό.π., 27 PG 18, 669Β. 862 Ό.π., 27 PG 18, 669C. 863 Ό.π., 28, 29 PG 18, 672BD. 864 Ό.π., 10, 17, 18, 21, 24 PG 18, 633BC, 649C, 652A-D, 656D, 664A. 865 Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, 20 PG 18, 653D. 866 Ό.π., 3, 4, 10, 11, 13, 16, PG 18, 617Β, 620AB, 628B, 633D, 636A, 641C, 646D. 867 Ό.π., 17, 20, 23, PG 18, 649C, 653D, 660D. 868 L. Prestige, Fathers and Heretics, σ. 136. 869 Ό.π., 10 PG 18, 633Β. 870 Ο M. Simonetti υπογραµµίζει ότι σε κάποιες περιπτώσεις έχουµε κακοποίηση (abuse) των ετυµολογιών στα Εβραϊκά ονόµατα. Μ. Simonetti, Biblical Interpretation in the Early Church, σ. 60. 871 R.V. Sellers, ό.π., σ. 75. 872 Anonyme, Anciennes Littératures Chrétiennes, σ. 271. 856
140
β΄ Εις τας επιγραφάς της στηλογραφίας - CPG 3352 Αρχ.: «Φαίνεται τοίνυν ότι διττάς…», Τέλ.: «… εις γωνίαν δε κεφαλήν εγένετο.» Αρχ.: «∆ύο έθνη και δύο λαούς …», Τέλ.: «… άφρων έφη, φρονίµω.» Αρχ.: «Εντεύθεν τοίνυν επί θρόνου…», Τέλ.: «… Θεόν εν αυτώ διηνεκώς.» r v Κώδικες: Coislin. 113, φφ. 333 -333 . Coislin 193, (11ος αι.), φ. 186. Paris gr. 850, φ. 26. Εκδόσεις: J. P. Migne, PG 18, 685Β. J. P. Migne, PG 18, 696B – 697B. J. P. Migne, PG 83, 176Β. F. Cavallera, ό.π., σ. 65, 909-910. M. Spanneut, ό.π., σσ. 97-98. ∆. Μπαλάνου, «Ευστάθιος Αντιοχείας», ΒΕΠΕΣ 18 (1959) 320, 324. Μαρτυρίες: Θεοδωρήτου Κύρου, Ερανιστής, PG 83, 176B- 177Β. Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως, Αντίρρησις.., 2 PG 100, 349D. Μελέτες: M. Spanneut, ό.π., σσ. 26-29, 48-50, 65-66. R.V. Sellers, ό.π., σ. 68 υποσ. 2, 71. Υπό τον τίτλο «Εις τας επιγραφάς της στηλογραφίας»873 φέρονται τρία αποσπάσµατα σχολίων, διαφορετικά µεταξύ τους, για τα οποία δεν υπάρχει οµοφωνία µεταξύ των µελετητών ως προς την αυθεντικότητά τους. Το πρώτο απόσπασµα, το οποίο στην κριτική έκδοση του M. Spanneut φέρει τον αριθµό επτά (7), παρουσιάζεται περιορισµένο874 σε έκταση στην έκδοση του J. P. Migne,875 όπως και σε εκείνη της ΒΕΠΕΣ876, όπου απουσιάζουν οι στίχοι 10-15877. Το απόσπασµα αυτό µολονότι συγκαταλέγεται στα γνήσια έργα του Ευσταθίου στην έκδοση του M. Spanneut και της ΒΕΠΕΣ, εντούτοις αµφισβητείται η πατρότητά του από τον R.V. Sellers878. Το επιχείρηµα που επικαλείται ο τελευταίος είναι ότι στο κείµενο αυτό ο συντάκτης αξιοποιεί την αλληγορική µέθοδο· πρακτική που είναι ασυνεπής879 µε την ερµηνευτική του Ευσταθίου. Ο M. Spanneut από την άλλη αµύνεται της πατρότητας του κειµένου880, µε τον οποίο συµφωνούµε κι εµείς, βασιζόµενοι σε υφολογικά και µορφολογικά επιχειρήµατα, το λεξιλόγιο. Προς την κατεύθυνση της απόδοσης της πατρότητας του συγκεκριµένου αποσπάσµατος στον Ευστάθιο συγκλίνουν και οι ακόλουθοι λόγοι: i. Ότι ο Ευστάθιος Αντιοχείας χρησιµοποιεί και σε άλλα έργα του όχι µόνο την ιστορικογραµµατική µέθοδο, αλλά και την αλληγορία881. ii. Η χρήση της λέξης «ναός»882 για το σώµα του Χριστού, η οποία αποτελεί κοινό τόπο883 στα Ευσταθιανά συγγράµµατα. 873
Ως προς το συγκεκριµένο τίτλο υπάρχουν ορισµένες διαφοροποιήσεις. Βλ. M. Spanneut, ό.π., σ. 65. Ίσως να προέρχεται από άλλο κώδικα. 875 Ευσταθίου Αντιοχείας, Εις τας επιγραφάς της στηλογραφίας, PG 18, 696B – 697B. 876 ∆. Μπαλάνου, «Ευστάθιος Αντιοχείας», ΒΕΠΕΣ 18 (1959) 320, 324. 877 M. Spanneut, ό.π., σ. 97: «… Φαίνεται τοίνυν ότι διττάς υποτίθεται στηλών ιδέας· ου γαρ αν την του Ιακώβ αποδεχόµενος ευφήµως, επετίµα τας των εναντίων ως ασεβώς ιδρυµένας· αλλ’ εκείναι µεν ειδωλολατρείας εκτυπούσα φάσµατα δαιµονιώδη κακοδόξως· η δε του προπάτορος Ιακώβ, ου την αυτήν εκείναις εµφαίνει πραγµατείας· ο γαρ τοι δίκαιος ανήρ…». 878 R.V. Sellers, ό.π., σ. 68. 879 Ό.π., σ. 68 υποσ. 2: “It is altogether inconsistent, of course, with Eustathius’ mode of exegesis.” 880 M. Spanneut, ό.π., σ. 66. 881 Β. Θ. Σταυρίδου, ό.π., Θεολογία 28 (1957) 569-570· Anonyme, Anciennes Littératures Chrétiennes, σ. 271. 882 Ιω. 2,19. 883 Ενδεικτικά: Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, ό.π., PG 18, 633Β, 652Α. M. Spanneut, ό.π., σ. 101 (στ. 15, 18, 22), 103 (στ. 21, 23, 27), 104 (στ. 16, 22, 24), 106 (στ. 14), 107 (στ. 7). 874
141
iii. Η επιλογή του Ευσταθίου να χρησιµοποιεί αφηρηµένους όρους στον πληθυντικό, η χρήση σπάνιων ρηµάτων, κ.ά884, όπως επισηµαίνει ο M. Spanneut. iv. Η χρήση του υπερβατού σχήµατος885 που είναι πολύ συχνό στα Ευσταθιανά συγγράµµατα κ.ά. Το συγκεκριµένο απόσπασµα, το οποίο µνηµονεύεται στο Νικηφόρο Κωνσταντινουπόλεως και στις Κατένες (Chaînes), πρέπει να έχει γραφεί για τον Ψαλµό 58. Αναφέρεται στον Ιακώβ και αλληγορικά γίνεται αναγωγή στον Λόγο. Ο Ιακώβ αντιλαµβάνεται, υπό την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύµατος, ορατή τη σωµατική εικόνα του Χριστού, όπως και τη σκάλα η οποία συνδέεται µε το σταυρό. Το λάδι επί της στήλης θεωρείται εκείνο το µύρο που η Μαρία έχυσε στα πόδια του Χριστού. Ο δε λίθος αποτελεί προεικόνιση του ίδιου του Χριστού. Το δεύτερο απόσπασµα κειµένου, που φέρεται µε τον αριθµό οκτώ (8) στην κριτική έκδοση του M. Spanneut, απουσιάζει από την έκδοση του J. P. Migne, και από εκείνη της ΒΕΠΕΣ. Σύµφωνα µε το κείµενο, το οποίο αποτελεί τη µαρτυρία του Μωυσή για τα παιδιά της Ρεβέκας886, γίνεται αναφορά σε δύο «έθνη» που θα γεννηθούν από την κυοφορία της. Σύµφωνα µε τον Ευστάθιο, τα έθνη αυτά που σηµειώνονται από το Μωυσή, δεν είναι άλλα από εκείνους που αξιώθηκαν «το δόγµα της ευσεβίας εγχειρισθήναι» 887, δηλαδή του Ιουδαίους και τους Χριστιανούς, από τους οποίους εκείνος που θα έχει µεγαλύτερη χρονική διάρκεια, δηλαδή ο Ιουδαϊσµός, θα υπηρετήσει888 το νεότερο, το Χριστιανισµό. Από τον Ερανιστή889 του Θεοδωρήτου Κύρου προέρχεται το τρίτο απόσπασµα που σώζεται για τις «επιγραφές της στηλογραφίας». Το κείµενο περιλαµβάνεται τόσο στην έκδοση του J. P. Migne890, όσο και στην έκδοση της ΒΕΠΕΣ.891 Στην έκδοση του M. Spanneut, φέρει τον αριθµό 9. Το συγκεκριµένο χωρίο αποτελεί, σύµφωνα µε τον τελευταίο συγγραφέα, υπαινιγµό στον Ψαλµό 46, 9, για σχολιασµό του Ψαλµού 15, όπου τίθεται το ζήτηµα της δικαιοσύνης και της καλοσύνης στο Θεό892. Αναφέρεται το απόσπασµα στη βασιλεία του Χριστού ως εξής: «Εντεύθεν τοίνυν επί θρόνου προύγραφεν αυτόν του αγίου καθέζεται δηλών ότι σύνθρονος αποδέδεικται τω θειοτάτω Πνεύµατι διά τον οικούντα Θεόν εν αυτώ διηνεκώς.»893 Ο R.V. Sellers894 δε θέτει σε αµφισβήτηση την πατρότητα του συγκεκριµένου κειµένου. γ΄ Ερµηνεία του Ψαλµού 92. - CPG 3356 Αρχ.: «Πρόδηλον ουν είπερ ο χρίων…», Τέλ.: «… του κατοικούντος εν αυτώ θεότητος.» Αρχ.: «Πέρας γουν ο προφήτης Ησαΐας …», Τέλ.: «… και ειδώς φέρειν µαλακίαν.» Τέλ.: «… φυσικώς αόρατος ών.» Αρχ.: «Αύθις άρ’ ούτος εστιν ο µετά τας ύβρεις…», 884
M. Spanneut, ό.π., σ. 66. Ενδεικτικά: «..τας των εναντίων ως ασεβώς ιδρυµένας», «…τοις του Χριστού ποσίν». M. Spanneut, ό.π., σ. 97 (στ. 13), 98 (στ. 3). 886 Γέν. 25, 22-23: «…και έλαβεν εν γαστρί η Ρεβέκκα η γυνή αυτού. εσκίρτων δε τα παιδία εν αυτή·είπεν δε Ει ούτως µοι µέλλει γίνεσθαι, ίνα τι µοι τούτο; επορεύθη δε πύθεσθαι παρά κυρίου, και είπεν κύριος αυτή ∆ύο έθνη εν τη γαστρί σου εισίν, και δύο λαοί εκ της κοιλίας σου διασταλήσονται· και ο λαός σου υπερέξει, και ο µείζων δουλεύσει τω ελάσσονι.» 887 M. Spanneut, ό.π., σ. 98 (στ. 18-19). 888 Ό.π., σ. 98 (στ. 21-23): «Ο δε µείζων τοις χρόνοις αυχών είναι, λειπόµενος αρετή δουλεύσει τω νεωτέρω· δουλεύσεται γαρ άφρων έφη, φρονίµω.» 889 Θεοδωρήτου Κύρου, Ερανιστής, PG 83, 176Β. Περισσότερα για τα χαρακτηριστικά του συγκεκριµένου έργου, βλ. F.M. Young, From Nicaea to Chalcedon, σσ. 278 κ.ε. 890 Ευσταθίου Αντιοχείας, Εις τας επιγραφάς της στηλογραφίας, PG 18, 685Β. 891 ∆. Μπαλάνου, ό.π., ΒΕΠΕΣ 18 (1959) 320. 892 M. Spanneut, ό.π., σ. 65: “C’est une allusion au Ps 46, v. 9, peut-être pour commenter le Ps 15, ou il est question du bonheur du just après du Dieu.” 893 M. Spanneut, ό.π., σ. 98 (στ. 28-30). 894 R.V. Sellers, ό.π., σ. 72 και υποσ. 4, της ίδιας σελίδας. 885
142
Αρχ.: “Patri et Filio unam esse hypostasim…”, Τέλ.: “… una est hypostasis.” Εκδόσεις: J. P. Migne, PG 18, 685D-688A, 688AB. M. Spanneut, ό.π., σ. 107. ∆. Μπαλάνου, ό.π., ΒΕΠΕΣ 18 (1959) 320-321. J. Lebon, Severi Antiocheni Orations ad Nephalium Eiusdem ac Sergii Grammatici Epistulae Mutvae, CSCO 119 (1949) 165 (κείµενο συριακό)· CSCO 120 (1949) 126 (µετάφραση στα λατινικά). Μαρτυρίες: Θεοδωρήτου Κύρου, Ερανιστής, PG 83, 89CD, 289CD. Μελέτες: M. Spanneut, ό.π., σσ. 32-33, 70-71. E. Schwaartz, “Der s.g. Sermio Maior de Fide des Athanasius” , SAM 6(1925) 61. R. Lorenz, “Die Eustathius von Antiochien Zugeschriebene Schrift Gegen Photin”, Zeitschrift Für die Neutestamentliche Wissenschaft 71 (1980) 115. Στην έκδοση του M. Spanneut, µνηµονεύονται τέσσερα αποσπάσµατα από το συγκεκριµένο έργο του Ευσταθίου (αρ. 35-38) από τα οποία µονάχα τα τρία απαντώνται στις εκδόσεις του J. P. Migne, της ΒΕΠΕΣ. Το τέταρτο, το οποίο αποτελεί λατινική µετάφραση του συριακού κειµένου, δεν περιλαµβάνεται στις εκδόσεις που µόλις αναφέραµε, παρά µονάχα σε εκείνη του J. Lebon και καταγράφεται στο έργο του E. Schwartz, στην έκδοση του M. Spanneut. Αξίζει να σηµειωθεί ότι στην έκδοση του E. Schwartz υπάρχει και η ελληνική µετάφραση του κειµένου, την οποία θα µνηµονεύσουµε παρακάτω. Στο πρώτο απόσπασµα ο Ευστάθιος µνηµονεύει το Χριστό ως «φύσει Θεό», ενώ αναφερόµενος στην ενανθρώπησή Του, χρησιµοποιεί την έκφραση «εκκρίτω ναουργία»895. Αξίζει στο σηµείο αυτό να σηµειώσουµε, παρενθετικά, ότι η χρήση του όρου «ναουργία» στο συγκεκριµένο απόσπασµα αποτελεί άπαξ λεγόµενο σε θύραθεν και εκκλησιαστική γραµµατεία896. Στο δεύτερο απόσπασµα, µε αφορµή τη µαρτυρία του Ησαΐα για το πάθος του Χριστού897, ο εκκλησιαστικός συγγραφέας κάνει διάκριση µεταξύ των δύο φύσεων του Χριστού, της θείας και της ανθρώπινης. Σύµφωνα µε τον Ευστάθιο, η ανθρώπινη φύση του Χριστού πάσχει και γίνεται «άκαλλον είδος», διότι για τη θεία φύση, «ουκ… ανήρτηται τα της ευπρεπείας είδη τε και πάθη».898 Η διάκριση των δύο φύσεων του Χριστού, το ορατό και το αόρατο, σε σχέση επίσης µε το πάθος του Χριστού, αναφέρεται και στο κείµενο αυτό, το οποίο στην έκδοση του M. Spanneut φέρει τον αριθµό 37. Το τέταρτο απόσπασµα, που είναι σε λατινική µετάφραση και διασώζεται σε γράµµα του Σεβήρου Αντιοχείας προς στο Σέργιο, θεωρείται αυθεντικό, σύµφωνα µε το M. Spanneut.899 Την αυθεντικότητα του συγκεκριµένου κειµένου θα µπορούσε, νοµίζουµε, να επιβεβαιώσει κυρίως στο γεγονός ότι υπάρχει παράλληλό του στο γνήσιο και µόνο πλήρες έργο του Ευσταθίου, το «Κατά Ωριγένους». Σύγκριση της ελληνικής µετάφρασης900 που µας πρόσφερε ο E. Schwartz µε το συγκεκριµένο έργο είναι δυνατόν να καταδείξει την πραγµατικότητα αυτή. 895
M. Spanneut, ό.π., σ. 107 (στ. 7). G.W. Lampe, ό.π., σ. 898· H. G. Lidell- R. Scott, Συµπλήρωµα του Μεγάλου Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσης, τ. 5, Αθήνα 1977, σ. 309. 897 Ησαΐας, 53, 2-3: «… ουκ έστι είδος αυτώ ουδέ δόξα· και είδοµεν αυτόν, και ουκ είχεν είδος ουδέ κάλλος· αλλά το είδος αυτού άτιµον εκλείπον παρά πάντας ανθρώπους,…». 898 M. Spanneut, ό.π., σ. 107 (στ. 14-15). 899 Ό.π., σ. 71: “Il rappelle trop littéralement quelques lignes de l’ opuscure pour n’être pas authentique.” 900 Το πλήρες κείµενο της ελληνικής µετάφρασης του σχολίου 38 της έκδοσης M. Spanneut, από τον E. Schwartz, έχει ως εξής: «Ευστάθιος ο γενόµενος επίσκοπος της Αντιοχείας εν τη ερµηνεία τη του 896
143
R. Lorenz, ό.π., Zeitschrift Für die Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Neutestamentliche Wissenschaft 71 (1980) Ωριγένους, 24, PG 18, 664Α: 115, υποσ. 26: «Αλλ’ ενταύθα µεν την δυάδα Πατρός «…τον πατέρα και τον υιόν µία είναι τε και του µονογενούς Υιού υπόστασιν λέγει διά τούτων· οι δύο … πολλάκις ανατιθέασιν αι θείαι γραφαί, την παριστών,… ίνα εκ δυάδος την µίαν901 αποδείξη θεότητα και την δυάδα µεν εκ µονάδος εισάγουσαι, την δε µονάδα εκ δυάδος κηρύττουσαι, καθώς µία η αληθή θεογονίαν.» της θεότητος υπόστασις.» Όπως αντιλαµβάνεται κάποιος, στο κείµενο αυτό του 92ου Ψαλµού, φαίνεται να γίνεται ταύτιση του όρου «υπόσταση» µε τον όρο «φύση», τη θεία εν προκειµένω, αφού αναφερόµαστε στη σχέση Πατρός και Υιού. δ΄ Εις το «Κύριος έκτισέ µε αρχήν οδών» (Παρ. 8,22)902 - CPG 3354 Αρχ.: «Ει µεν ουν αρχήν της γεννήσεως…», Τέλ.: «… Πνεύµατι παγείς αγίω.» Αρχ.: «Ναός γαρ κυρίως ο καθαρός …», Τέλ.: «… τρισίν ηµέραι εγερώ εγώ.» Αρχ.: «Οπηνίκα ουν τον άνθρωπον…», Τέλ.: «…κήρυκας της αϊδίου βασιλείας εξέπεµπε. » Αρχ.: «Ου γαρ είπεν ο Παύλος σύµµορφους…», Τέλ.:«…εκάστοις περιβεβληµένος ιδέαν.» Αρχ.: «Ότι δε το σώµα λέγει σύµµορφον…», Τέλ.: «… η των εναντίων συκοφαντία.» Αρχ.: «Αλλ’ ώσπερ εκ της Παρθένου…», Τέλ.: «… πεπραµένους τη δίκη της αράς.» Αρχ.: «Ο άνθρωπος γαρ ο αποθανών…», Τέλ.: «… της προόδου την απαρχήν.» Αρχ.: «Κύριον δε της δόξης αυτόν …», Τέλ.: «… προσεκπετάσαντα τας χείρας.» Αρχ.: «Ει γαρ ασώµατός εστιν …», Τέλ.: «… ουκ εκ µνηµάτων ανίσταται.» Αρχ.: «Ουδείς αίρει την ψυχήν απ’ εµού …», Τέλ.: «… λέγοντες τον Χριστόν;» Αρχ.: «Ει δε δή και ασθενείας …», Τέλ.: «… Παύλον γραφοµένω Θεώ.» Αρχ.: «Ούτος µεν δει της ασθενείας ο τρόπος …», Τέλ.: «… όρους αποδέδεικται.» Αρχ.: «Ει δε της παρθενικής επιβατεύσας µήτρας…», Τέλ.: «…κρατεί περιέχουσα. » Αρχ.: «Ει δ’ ο ήλιος, σώµα ορατόν …», Τέλ.: «… την αξίαν καθέστηκεν.» Αρχ.: «Βαδιούµαι δε εντεύθεν …», Τέλ.: «… σεµνόφωνον προφήτην Ησαΐαν.» Κώδικες: Paris. gr. 151, φφ. 76-78. Εκδόσεις: J. P. Migne, PG 18, 676C-684Β. M. Spanneut, ό.π., σ. 101-105. ∆. Μπαλάνου, ό.π., ΒΕΠΕΣ 18 (1959) 315-319. Μαρτυρίες: Θεοδωρήτου Κύρου, Ερανιστής, PG 83, 176C- 177Β, 285C- 289Β. Θεοδωρήτου Κύρου, Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 82, 921ΑC. Μελέτες: Α. Meredith, “Proverbes, VIII, 22. Chez Origène, Athanase, Basile et Grégoire de Nysse”, Théologie Historique 27 (1974) 352, 353, 357.903 M. Spanneut, “Hippolyte ou Eustathe? Autour de la chaîne de Micetas sur l’ Évangile Selon Saint Luc. ”, MSR 9 (1952) 215-220. M. Spanneut, ό.π., σσ. 69-70. ενενηκοστού δευτέρου ψαλµού, τον πατέρα και τον υιόν µία είναι υπόστασιν λέγει διά τούτων· οι δύο µεν εν αυτώ θαυµατουργούσιν αοράτως, ταύτην οι την µεγαλουργίαν αυτών ενί δε πολλάκις ανατιθέασιν αι θείαι γραφαί, την δυάδα µεν εκ µονάδος εισάγουσαι, την δε µονάδα εκ δυάδος κηρύττουσαι, καθώς µία η της θεότητος υπόστασις.» (R. Lorenz, “Die Eustathius Von Antiochien Zugeschriebene Schrift Gegen Photin”, Zeitschrift für die Neutestamentliche Wissenschaft 71 (1980) 115 υποσ. 26· E. Schwartz, ό.π., SAM 6 (1925) 61. 901 Πρβλ. Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως, Βιβλιοθήκη, PG 103, 973BC: «Τα αυτά φησι και Ευστάθιος ο µέγας, ο της Αντιοχέων αρχιερεύς, …Κύριε, υιέ ∆αβίδ, ο διπλούς και απλούς, ο δύο και έν…». 902 Η σειρά διάταξης των κειµένων ακολουθεί εκείνη της έκδοσης του M. Spanneut. Στις εκδόσεις του J. P. Migne και της ΒΕΠΕΣ, το τελευταίο απόσπασµα του M. Spanneut, καταγράφεται πρώτο. 903 Παρουσιάζονται σ’ αυτό οι απόψεις του Ευσταθίου και γίνονται συγκρίσεις µε προγενέστερους, σύγχρονους και µεταγενέστερους εκκλησιαστικούς συγγραφείς και Πατέρες.
144
M. Simonetti, ό.π., σ. 135. P. Batiffol, “Les Sources de l’Histoire du Concile de Nicée”, Echos d’Orient 24 (1925) 390. J. Quasten, Patrology, τ. 3, σ. 304. R.V. Sellers, ό.π., σ. 71, 73. Η συγκεκριµένη σειρά σχολίων αποτελεί ερµηνευτική προσέγγιση του Παλαιοδιαθηκικού χωρίου των Παροιµιών904 «Κύριος έκτισέ µε αρχήν οδών αυτού εις έργα αυτού»905. Η πατρότητα των συγκεκριµένων αποσπασµάτων δεν έχει αµφισβητηθεί από τους µελετητές906, ενώ η χρονολογία συγγραφής τους τοποθετείται µεταξύ του 327907 και 329908. Προς την κατεύθυνση αυτή συνηγορεί το γεγονός ότι ο χαρακτήρας αλλά και τα βιβλικά παραθέµατα που έχουν επιλεγεί, έχουν αντιαρειανικό χαρακτήρα909, παράµετρος που oδηγεί στην τοποθέτησή τους τη µετανικαιϊκή περίοδο. Τα συγκεκριµένα αποσπάσµατα παρουσιάζουν εξαιρετικό θεολογικό ενδιαφέρον για το λόγο ότι παρέχουν τις θέσεις του Ευσταθίου Αντιοχείας σε επίπεδο Χριστολογίας, Θεοτοκολογίας –µολονότι ο ίδιος δε χρησιµοποιεί εδώ το συγκεκριµένο όρο-, καθώς και Εικονολογίας. Ειδικότερα, τα αποσπάσµατα 22 και 23, σύµφωνα µε την έκδοση του M. Spanneut, αναφέρονται και στις δύο φύσεις του Χριστού. Έµφαση δίδεται στη διάκριση (ακεραιότητα) των δύο φύσεών Του, όπως διαπιστώνουµε στα αποσπάσµατα 18-20, 24, 25 και 27-30, χωρίς αυτό να σηµαίνει θεολογική παρέκκλιση. Όπως χαρακτηριστικά σηµειώνει ο καθηγητής, κ. Μαρτζέλος Γεώργιος, «… στη Χριστολογία του Ευσταθίου τονίζεται εµφατικά η πραγµατικότητα και ακεραιότητα των δύο φύσεων του Χριστού· αυτό όµως δε σηµαίνει ότι µπορεί να θεωρηθεί ο Ευστάθιος ως πρόδροµος του χριστολογικού δυϊσµού των µεταγενέστερων Αντιοχειανών. Άλλωστε σκοπός της Χριστολογίας του Ευσταθίου ήταν η αποτελεσµατική αντιµετώπιση του Αρειανισµού, και την εποχή αυτή δεν είχε ακόµη συνειδητοποιηθεί ο κίνδυνος του χριστολογικού δυϊσµού.»910 Στο αναλλοίωτο και την παντοδυναµία του Χριστού αναφέρονται τα αποσπάσµατα 26 και 31, ενώ το 22ο και 23ο της έκδοσης του M. Spanneut, κάνουν λόγο για την πραγµατικότητα της ανθρώπινης φύσης του Χριστού. ∆ε θα ασχοληθούµε περισσότερο µε τη δογµατική διδασκαλία που αναφέρεται στα συγκεκριµένα αποσπάσµατα, καθώς θα την εξετάσουµε σε επόµενο κεφάλαιο. Σηµειώνουµε επίσης ότι στο απόσπασµα µε αρ. 32, βρίσκουµε πληροφορίες για την αριθµητική σύνθεση της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου, τις αντιδράσεις των πολέµιων του Συµβόλου της Νίκαιας911. Αξίζει, τέλος, να σηµειωθεί ότι στα συγκεκριµένα αποσπάσµατα διαπιστώνονται δύο άπαξ λεγόµενα της Χριστιανικής γραµµατείας και αρκετές σπάνιες λέξεις, όπως θα παρουσιάσουµε σε σχετική ενότητα. ε΄ Εις το Παροιµιών 9,5 - CPG 3366 Αρχ.: «…ών εστιν Ευστάθιος ο ευσταθής …», Τέλ.: «… του Χριστού κηρύττει µελών.» Εκδόσεις: I. Mansi, ό.π., σ. 265C. J. P. Migne, PG 18, 684D. M. Spanneut, ό.π., σ. 122. Μαρτυρίες: Αναστάσιου Βιβλιοθηκάριου, ό.π., PG 18, 683C-686A. 904
T.G. Leporace, Cento Codici Bessarionei, Venezia 1968, σ. 34. Παρ. 8, 22. 906 Επιφυλάξεις διατυπώθηκαν στο παρελθόν για το απόσπασµα µε αρ. 32, στην έκδοση του M. Spanneut, από τον Ε. Ηonigmann. βλ. Ε. Ηonigmann, ό.π., B 14 (1939) 67. 907 Ό.π., B 14 (1939) 67. 908 F. Cavallera, ό.π., σ. 35· R.V. Sellers, ό.π., σ. 73. 909 M. Spanneut, ό.π., σ. 69. 910 Γ. Μαρτζέλου, Ιστορία…, ό.π., σ. 57. 911 M. Spanneut, ό.π., σσ. 104- 105. 905
145
Μελέτες
M. Spanneut, ό.π., σ. 46. Π.Ι. Σκαλτσή, «Ερµηνευτικά ζητήµατα της Θείας Λειτουργίας», σσ. 149151. Το συγκεκριµένο µικρό απόσπασµα, που καταγράφεται αρχικά στα Πρακτικά της Ζ΄ Οικουµενικής Συνόδου, και ακολούθως µνηµονεύεται από τον Αναστάσιο το Βιβλιοθηκάριο (9ος αι.), τίθεται µεταξύ των αµφιβαλλόµενων έργων, σχολίων του Ευσταθίου από τον M. Spanneut, µε το σκεπτικό ότι, ως λειτουργική έκφραση που είναι, την αναζήτησε στη λατινική έκδοση της Λειτουργίας912 που φέρεται στο όνοµα του Ευσταθίου –για την οποία θα κάνουµε λόγο στην οικεία ενότητα- κι εφόσον δεν την εντόπισε913, θεώρησε το σχόλιο ως αµφιβαλλόµενο. Η πραγµατικότητα είναι όµως διαφορετική. Το συγκεκριµένο απόσπασµα της Ζ΄ Οικουµενικής Συνόδου µνηµονεύει µαζί τα ονόµατα του Ευσταθίου Αντιοχείας και του Μ. Βασιλείου και αφού τονίζει την ορθοδοξία και το οµόγνωµο των θέσεων, σηµειώνει: «Εξ ενός γάρ και του αυτού πνεύµατος φθεγγόµενοι, ο µεν ερµηνεύων το εν ταις Παροιµίαις Σολοµώντος ρητόν·Φάγετε τον εµόν άρτον, και πίετε οίνον ον κεκέρακα υµίν, τάδε φησί· ∆ιά του οίνου και του άρτου τα αντίτυπα των σωµατικών του Χριστού κηρύττει µελών· ο δε (Μ. Βασίλειος) εκ της αυτής πηγής απαντλήσας, ως ίσασι πάντες της ιερωσύνης µυστηπόλοι, εν τη ευχή της θείας αναφοράς ώδε πως λέγει…»914 ∆ύο στοιχεία εξάγονται από το συγκεκριµένο απόσπασµα: i. Το σχόλιο του Ευσταθίου δε βρίσκεται σε λειτουργικό κείµενο, αλλά σε ερµηνευτική ανάλυση του εν λόγω χωρίου των Παροιµιών. Συνεπώς, είναι άστοχο να το αναζητεί κάποιος στην «Αναφορά» του Ευσταθίου. Ίσως, το γεγονός ότι ο ιεράρχης φέρεται να είναι συντάκτης Λειτουργίας, ή τουλάχιστον ευχών, φαίνεται ότι οδήγησε σε εσφαλµένες εικασίες. ii. Το σχετικό µε τα «αντίτυπα» παράθεµα915 στη Βασιλειανή Θεία Λειτουργία916 καταδεικνύεται από τη συγκεκριµένη µαρτυρία της Ζ΄ Οικουµενικής Συνόδου, ότι δεν προέρχεται από τη γραφίδα του επισκόπου Καισαρείας, αλλά ενδεχοµένως από εκείνη του Ευσταθίου. Κρίνεται πάντως σκόπιµο να σηµειωθεί ότι πριν από τον Ευστάθιο, τον ίδιο όρο, ως προς τα Τίµια ∆ώρα917, είχαν χρησιµοποιήσει οι Ειρηναίος Λυώνος918, ο Ιππόλυτος919 και Κλήµης Ρώµης920. Η µαρτυρία είναι σαφής: «εκ της αυτής πηγής απαντλήσας». στ΄ Εις τον Εκκλησιαστήν - CPG 3367 Αρχ.: «Πνεύµα την ψυχήν ονοµάζει …», Τέλ.: «… Αµνών του υιού αυτού.» Αρχ.: «Ότι έν τέλος των τοιούτων πάντων …», Τέλ.: «… κατά την ηδονήν ενεργείας.» Εκδόσεις: G. Karo-H. Lietzmann, “Catenarum Graecorum Catalogus“, Nachrichten Der K. Gesellschaft der Wissenschaften zu Göttingen, τεύχ. 1, 3, 5 (1902). F. Cavallera, S. Eustathii..., σ. 80 (Νο 401, 402). M. Spanneut, ό.π., σ. 124. Κώδικες: Paris gr. 151. 912
Ευσταθίου Αντιοχείας, Λειτουργία, PG 18, 697C-704Β. M. Spanneut, ό.π., σ. 46: “Ce dernier a mis en magre in Liturgia et ce texte ferait bonne figure dans une Liturgie, mais nous ne trouvons rien de comparable dans la Liturgie eustathienne connu en version latine et qui ne doit pas être d’ailleurs de notre auteur.” 914 Ευσταθίου Αντιοχείας, Εις το Παροιµιών 9,5 PG 18, 684D-685A. 915 Πρβλ. A.A. King, Liturgie d’Antioche, σ. 143. 916 Ανωνύµου, Ιερατικόν, εκδ. Α.∆.Ε.Ε., Αθήνα 31987, σ. 179, (Ευχή της Επικλήσεως). 917 Αναλυτικά για το θέµα και τη σχετική µε αυτό προβληµατική, µπορεί να αναζητήσει ο ενδιαφερόµενος στη σχετική µε αυτό προσέγγιση του καθηγητή κ. Π. Σκαλτσή. Βλ. Π.Ι. Σκαλτσή, ό.π., σσ. 149-151. 918 Ειρηναίου Λυώνος, Fragmenta, PG 7, 1253B. 919 Ιππόλυτου Ρώµης, Αποστολική Παράδοση, SC 11, 53- 54. 920 Κλήµεντος Ρώµης, ∆ιαταγαί των Αγίων Αποστόλων, PG 1, 873. 913
146
F. Cavallera, S. Eustathii Episcopi Antiocheni.., σ. 81 (Νο 401, 402). M. Spanneut, ό.π., σ. 124. Μελέτες M. Spanneut, ό.π., σ. 51. «Εις τον Εκκλησιαστή» φέρονται δύο αποσπάσµατα (79 και 80, της έκδοσης M. Spanneut) του Ευσταθίου Αντιοχείας. Μολονότι διατυπώνονται επιφυλάξεις για την πατρότητά921 τους, εντούτοις, όπως σηµειώνει ο M. Spanneut, µάλλον δεν πρέπει να τεθεί τέτοιο ζήτηµα γ’ αυτά922. Στο πρώτο απόσπασµα συνδέεται σηµασιολογικά το «πνεύµα» µε την «ψυχή» και διευκρινίζεται ότι η προαίρεση του ανθρώπου αποτελεί κάποια κίνηση του νου. Στο δεύτερο απόσπασµα υπογραµµίζεται ότι η µαταιότητα αποτελεί το τέλος των πάντων923. Όταν φτάνει το τέλος, περατώνεται η απόλαυση, η ηδονή. Αξίζει να σηµειωθεί ότι οι στίχοι 10-13 του συγκεκριµένου έργου απαντώνται αυτούσιοι στο οµώνυµο έργο924 του Γρηγορίου Νύσσης925. ζ΄ Εκ του Πανεκκλησιαστού - CPG 3368 Αρχ.: «Φανεράν µεν αισχύνης µοίραν …», Τέλ.: «… λόγον σταυρώ προσήλωσας.» Κώδικες: Achridense 86, (13ος αι.), φ. 146. Εκδόσεις: M. Richard, “Quelques Nouveaux Fragments des Pères Anténicéens et Nicéens”, Sympolae Osloenses 37 (1961) 82. Μελέτες M. Richard, ό.π., Sympolae Osloenses 37 (1961) 77. Το απόσπασµα αυτό (10 στίχοι) από τον Κώδικα Achridense 86926, το οποίο απουσιάζει από τις προγενέστερες εκδόσεις των έργων του Ευσταθίου, φαίνεται, σύµφωνα µε τον εκδότη, να ανάγεται σε συλλογή κειµένων (Ανθολογία) του πρώτου µισού του 6ου αι927. Στη συγκεκριµένη έκδοση καταγράφεται µονάχα το κείµενο, χωρίς να υπάρχουν εισαγωγικά σχόλια ή περιεχοµένου. Ακολούθως θα προβούµε σε µία διόρθωση της κριτικής έκδοσης και θα επιχειρήσουµε ορισµένες παρατηρήσεις, όπως και να εντάξουµε χρονολογικά το κείµενο. Η τελευταία φράση του αποσπάσµατος «Εκ του Πανεκκλησιαστού» έχει ως εξής: «Εάλωσαν δε σαφώς οπότε τον θείον αποκτείναντες λόγον σταυρώ προσήλωσαν». Έχουµε τη γνώµη ότι το µικρό λάµδα (λ) στη λέξη «λόγον», πρέπει να αντικατασταθεί µε κεφαλαίο λάµδα (Λ), προκειµένου να είναι ορθό, εξ επόψεως Θεολογικής, το χωρίο, µε δεδοµένο ότι αναφέρεται στο πρόσωπο του Χριστού (Λόγος) και όχι στην οµιλία (λόγος). Πρέπει επίσης να ακολουθήσει κόµµα (,) µετά τη λέξη αυτή. Όπως σηµειώνει στη «γενική εισαγωγή» του άρθρου του ο M. Richard, αρκετά από τα αποσπάσµατα που περιλαµβάνονται στη συγκεκριµένη Ανθολογία είναι ψευδεπίγραφα.928 Γεννάται λοιπόν το ερώτηµα: Πώς µπορούµε να διασφαλίσουµε την αποδιδόµενη πατρότητα του κειµένου στον Ευστάθιο Αντιοχείας; Η απάντηση έρχεται από το λεξιλόγιο που χρησιµοποιείται στο απόσπασµα, αλλά και από τη σύνταξη ορισµένων προτάσεων. Οι ακόλουθες τρεις λέξεις -τις οποίες συναντάµε σε άλλα γνήσια έργα του Ευσταθίου- µας πείθουν ότι το κείµενο το σύνταξε ο ίδιος συγγραφέας: «µιαιφόνοις»929, «πολυπροσώπων δραµάτων»930. Εκδόσεις:
921
R.V. Sellers, ό.π., σ. 71. M. Spanneut, ό.π., σ. 51. 923 Ό.π., σ. 124: «Ότι έν τέλος των τοιούτων πάντων η µαταιότης εστίν». 924 Πρέπει να γράφτηκε πριν από το Πάσχα του 381. Σ. Παπαδόπουλου, ό.π., τ. 2, σ. 621. 925 Γρηγορίου Νύσσης, Εξήγησις εις τον Εκκλησιαστήν του Σολοµώντος, PG 44, 680Α. 926 Κωδικολογικά στοιχεία βλ. V. Mošin, « Les Manuscrits du Musée National d’Ochrida », Musée National d’Ochrida. Recueil de Travaux. Edition Spéciale Publiée à l’occasion du Xe Anniversaire de la Fondation du Musée et Dédiée au XIIe Congrès International des Études Byzantines, Ohrid 1961, σσ. 243. 927 M. Richard, ό.π., Sympolae Osloenses 37 (1961) 77. 928 Ό.π., Sympolae Osloenses 37 (1961) 76. 929 Ό.π., Sympolae Osloenses 37 (1961) 82 (στ. 5). 930 Ό.π., Sympolae Osloenses 37 (1961) 82 (στ. 7). 922
147
Το «µιαιφόνοις», το οποίο επέχει θέση επιθέτου στο συγκεκριµένο κείµενο, και χρησιµοποιείται από τον Ευστάθιο σε δύο άλλα πονήµατά του, απουσιάζει931 από τα έργα άλλων εκκλησιαστικών συγγραφέων της Χριστιανικής γραµµατείας. Τα έργα του Ευσταθίου στα οποία συναντούµε το συγκεκριµένο όρο, είναι το «Περί ψυχής κατά Αρειανών»932 και το «Εις το Παροιµιών 8,22» ή «Ο λόγος εις το ‘Κύριος έκτισέ µε αρχήν οδών αυτού’»933 . Το επίθετο «πολυπροσώπων» απαντάται δύο φορές στο «Κατά Ωριγένους, Εις το της Εγγαστριµύθου θεώρηµα διαγνωστικός», ολοκληρωµένο έργο του Ευσταθίου, ως «πολυπρόσωπον»934 και «πολυπρόσωπος»935. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η αναφορά των «δραµάτων» όπου στο ίδιο έργο του Ευσταθίου απαντώνται επίσης δύο λέξεις µε την ίδια ρίζα936. Για την ευστάθεια της απόδοσης της πατρότητας του κειµένου στον Αντιοχειανό ιεράρχη συνηγορούν και τα συντακτικά σχήµατα, κυρίως το «υπερβατό» -που συναντούµε αρκετές φορές στο συγκεκριµένο απόσπασµα- και το οποίο είναι προσφιλές στον Ευστάθιο, κυρίως κατά την προνικαιϊκή περίοδο. Στο σηµείο αυτό κρίνεται σκόπιµο να επιχειρήσουµε να προσδιορίσουµε το χρόνο σύνταξής του, από τον εκκλησιαστικό αυτό συγγραφέα. Ήδη αναφέραµε ότι τα συντακτικά σχήµατα που συναντούµε στο κείµενο φαίνεται να εντάσσονται στην προνικαιϊκή περίοδο· όταν στα κείµενα του Βεροίας Ευσταθίου διακρίνουµε, σε µεγαλύτερο βαθµό, την τάση του να «παίζει» µε το λόγο. Στη µετανικαιϊκή περίοδο ή κατά την περίοδο της έξαρσης του Αρειανισµού, διαπιστώνουµε να κυριαρχούν τα θεολογικά νοήµατα, σε σχέση µε το χειρισµό του λόγου, στα κείµενα του ιεράρχη. Συνεπώς, το κείµενο θα πρέπει να τοποθετηθεί χρονικά µεταξύ του 312 και 323, όπως και το «Κατά Ωριγένους» έργο του Ευσταθίου. Προς την κατεύθυνση αυτή συνηγορεί και η θεολογική ορολογία του κειµένου, που δε χαρακτηρίζεται από τη διάκριση των δύο φύσεων, µέθοδο που υιοθετεί ο ιεράρχης για την αντιµετώπιση του Αρειανισµού937. Το κείµενο «Εκ του Πανεκκλησιαστού» αναφέρεται στο περιστατικό της Σταύρωσης του Χριστού. Εκείνο που επιδιώκει να καταδείξει ο συντάκτης είναι ότι η ενέγεια των Ιουδαίων να σταυρώσουν το Χριστό αποκαλύπτει κατ’ ουσίαν το δικό τους δράµα. «Αυτίκα δε το καταπέτασµα του ναού διηρέθη και ετέµνετο διχόθεν διά τας των πολυπροσώπων δραµάτων υποθέσεις938. Επτοήθησαν δε οικείως τοις δείµασιν εκπληττόµενοι και παντοδαπών σκηπτών θεώµενοι συνδροµάς…». η΄ Λόγος εις τας επιγραφάς των Αναβαθµών - CPG 3355 Αρχ.: «∆όξαν δε επίκτητον ο Πατήρ ουκ επιδέχεται …», Τέλ.: «… αντίκρυς αράµενων.» Αρχ.: «Οι δε φθόνω το µίσος αράµενοι …», Τέλ.: «… ναόν αξιοπρεπώς αναστήσαντος.» Εκδόσεις: J. P. Migne, PG 18, 685ΒC. M. Spanneut, ό.π., σ. 106. ∆. Μπαλάνου, ό.π., ΒΕΠΕΣ 18 (1959) 320. Μαρτυρίες: Θεοδωρήτου Κύρου, Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 82, 289ΒC Μελέτες: R. Devreesse, Les commentateurs de l’Octateuque, σ. 55. M. Spanneut, ό.π., σ. 70. 931
Η λέξη δε µνηµονεύεται στο Λεξικό του G.W.H. Lampe. Ο συγκεκριµένος όρος απαντάται στη θύραθεν γραµµατεία (H.G. Liddel- R. Scott, Μέγα λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης, τ. 3, σ. 163). 932 M. Spanneut, ό.π., σ. 100 (στ. 14). 933 Ό.π., σ. 101 (στ. 19). 934 Αναφέρεται στο διάβολο. Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, ό.π., 15 PG 18, 645Β. 935 Επίσης αποτελεί αναφορά στο διάβολο. Ό.π., 29 PG 18, 672Α. 936 Πρόκειται για τις λέξεις «δραµάτων» και «δραµατουργός». Βλ. Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, ό.π., 25· 15 PG 18, 664D, 644Β. 937 Γ. Μαρτζέλου, ό.π., σ. 57. 938 Εδώ έχουµε εφαρµογή της αλληγορικής ερµηνευτικής, όµως δεν πρέπει να µας ξενίζει, διότι, όπως έχουµε σηµειώσει και σε άλλη συνάφεια, ο Ευστάθιος χρησιµοποιεί και την αλληγορία στα έργα του.
148
Με το όνοµα του Ευσταθίου Αντιοχείας φέρονται δύο αποσπάσµατα σχολίων (αρ. 33, 34, στην έκδοση του M. Spanneut), που διασώζονται στο Θεοδώρητο Κύρου και φέρουν τίτλο «Λόγος εις τας επιγραφάς των Αναβαθµών», αναφέρονται δηλαδή στους Ψαλµούς 119-133. Μολονότι, όπως σηµειώνει ο συγγραφέας των νεότερων χρόνων, θα µπορούσαν να διατυπωθούν επιφυλάξεις939 για την πατρότητα των αποσπασµάτων, εντούτοις το γεγονός ότι συναντάµε στο πρώτο σχόλιο την ανάπτυξη του Ιω. 1,3940, όπως την παρουσιάζει ο ιεράρχης και στο «Κατά Ωριγένους»941 έργο του, δεν ενθαρρύνει προς την κατεύθυνση αυτή. Στο συγκεκριµένο επιχείρηµα, θα µπορούσε να προσθέσει κάποιος και τα ακόλουθα: Ο όρος «συλλήβδην», ο οποίος απαντάται στο σχόλιο στους Αναβαθµούς, δεν είναι αµάρτυρος σε άλλα έργα942 του Ευσταθίου, αλλά και η φράση «…ο άνθρωπος του Χριστού, εκ νεκρών εγειρόµενος…», παρουσιάζει οµοιότητες µ’ εκείνη στο γνήσιο έργο του στο Παρ. 8,22943. Ως προς το δεύτερο απόσπασµα, η φράση «του Λόγου τε και Θεού τον εαυτού ναόν αξιοπρεπώς αναστήσαντος», έχει παράλληλό της στο ήδη µνηµονευθέν γνήσιο έργο του Ευσταθίου944. Συνεπώς, κρίνουµε ότι δεν υφίσταται λόγος να αµφισβητήσουµε την αποδιδόµενη στον Ευστάθιο πατρότητα των συγκεκριµένων κειµένων, εφόσον διασώζονται και στο Θεοδώρητο, του οποίου οι ευσταθιανές παραθέσεις δε δηµιουργούν προβλήµατα αµφισβήτησης στους µελετητές. Εξ επόψεως περιεχοµένου, το πρώτο απόσπασµα τονίζεται κυρίως το οµοούσιο του Υιού και υπογραµµίζεται στο αναλλοίωτο της θείας φύσεώς Του. Την ίδια στιγµή, εµµέσως διακρίνονται οι δύο φύσεις, επίσης χαρακτηριστικό της µετανικαιϊκής θεολογίας του Ευσταθίου, µε την αναφορά ότι «ο άνθρωπος του Χριστού» -ο Χριστός κατά την ανθρωπότητα, θα διατυπώναµε ορθότερα945- ανίσταται από τους νεκρούς. Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και το δεύτερο σύντοµο σχόλιο, το οποίο αναφερόµενο στην ανάσταση του Κυρίου, υπογραµµίζει ότι αποτέλεσε την αιτία να «σκορπίσουν» όσοι ήταν αντίθετοι προς Εκείνον. 2. ∆ΟΓΜΑΤΙΚΑ α΄ Περί ψυχής κατά φιλοσόφων - CPG 3351 Αρχ.: «Ο Θεός τα πάντα πληροί …», Τέλ.: «… µεθίσταται τόπους τα πάντα πληρών.» Αρχ./ Τέλ.: «Ου νόµων και χρόνων ρηταις το θείον υπόκειται περιγραφαίς.» Αρχ.: «Αλλ’ επειδή σαφώς ίσασιν αλισκοµένους …», Τέλ.: «… χρησάµενοι καθηγεµόσιν.» Αρχ.: «Ότι µεν ουκ εισίν αγέννητοι αι ψυχαί …», Τέλ.: «… αρρωστήσαντες νόσον.» Τέλ.: «… πράττει διοικεί.» Αρχ.:«Αµέλει και το του πρωτοπλάστου σώµα …», Αρχ./ Τέλ.: «Κοινόν σώµατος και ψυχής πάθος ύπνος.» Κώδικες: Coisliano 276, (10ος αι.), φ. 33r, 43v-44r. Vatic. Gr. 1553, (12-13ος αι.), φφ. 23r-24v, 267r. Εκδόσεις: Α. Mai, Scriptorum Veterum Nova Collectio, τ. 7, Romae 1833, σ. 85κ.ε. J. P. Migne, PG 18, 685Β, 696A. Anonyme, Recensio Rupefucaldina, τ. 2, εκδ. Lequien, σσ. 751-752, 758. M. Spanneut, ό.π., σσ. 95-96. 939
M. Spanneut, ό.π., σ. 70: “Ces deux textes servent si bien la cause de Théodoret, qu’on pourrait parfois se risquer à jeter un soupçon sur leur authenticité.” 940 Ιω. 1,3: «πάντα δι’ αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ έν ό γέγονεν.» 941 Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, 19 PG 18, 653Α. Πρβλ. του ίδιου, «ο Λόγος ο εις το “Κύριος έκτισέ µε αρχήν οδών αυτού”», M. Spanneut, ό.π., σ. 101 (στ. 9-10). 942 Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, 19 PG 18, 652C. 943 M. Spanneut, ό.π., σ. 102 (στ. 29): «Ο άνθρωπος γαρ ο αποθανών τριήµερος µεν ανίσταται…». 944 Ό.π., σ. 103 (στ. 27): «… τότε δε ο Υιός τον ίδιον αναστήσειν υπόσχνείται ναόν…». 945 Πρβλ. Ν. Ματσούκα, ∆ογµατική και Συµβολική Θεολογία Β΄, σ. 278: Ποτέ …δεν πρέπει να λέµε πως στο σταυρό έπαθε η ανθρώπινη φύση, αλλά ο Λόγος ή ο Χριστός κατά την ανθρωπότητα· ούτε να λέµε ότι η φύση του Λόγου έπαθε κατά τη σάρκα, αλλά ο Χριστός έπαθε κατά τη σάρκα.»
149
∆. Μπαλάνου, ό.π., ΒΕΠΕΣ 18 (1959) 323. Ιωάννου ∆αµασκηνού, Ιερά Παράλληλα, PG 96, 477AD, 540A. Ευσεβίου Ιερωνύµου, De viris illustribus, 85 PL 23, 729. Μελέτες: F. Scheidweiler, “Die Fragmente des Eustathios von Antiocheia”, BZ 48 (1955) 73 κ.ε. M. Spanneut, ό.π., σσ. 43-46, 62-64. R.V. Sellers, ό.π., σ. 72. Από τα συγκεκριµένα αποσπάσµατα του έργου του Ευσταθίου Αντιοχείας, τα οποία στην έκδοση του M. Spanneut φέρουν τους αρ. 1 έως 6, µονάχα τα κείµενα των αριθµών 1, 2 και 6 περιλαµβάνονται στις εκδόσεις των έργων του εκκλησιαστικού συγγραφέα από τον J.P.Migne, όπως και στη ΒΕΠΕΣ. Υπερβαίνοντας κάποιος τον προβληµατισµό που δηµιούργησε στους µελετητές ο τίτλος «Περί ψυχής» και η ενδεχόµενη σύγχυσή946 του µε άλλο ευσταθιανό πόνηµα -στο οποίο θα αναφερθούµε σε άλλη συνάφεια- όπως και το ζήτηµα αµφισβήτησης της αποδιδόµενης στον Ευστάθιο πατρότητας των αποσπασµάτων –τα οποία ανασκευάστηκαν µε ικανά λεκτικά, κυρίως, επιχειρήµατα947- µπορούµε να πούµε ότι το έργο αυτό πρέπει να τοποθετηθεί χρονολογικά στην προνικαιϊκή περίοδο. Η τοποθέτηση του συγγράµµατος αυτού τη συγκεκριµένη χρονική περίοδο δεν είναι ανεξάρτητη ούτε από τις οµοιότητες που παρουσιάζονται σε γλωσσικό και µορφολογικό πλαίσιο, σε σχέση µε το έργο «Κατά Ωριγένους» του ίδιου συγγραφέα, ούτε από το θεολογικό περιεχόµενό του στο οποίο διαπιστώνονται οµοιότητες µε το τελευταίο αυτό έργο και απουσιάζει η αντιαρειανική «θεολογική ορολογία», η εστίαση στη διάκριση των δύο φύσεων του Χριστού. Το πρώτο απόσπασµα αναφέρεται στην πανταχού παρουσία του Θεού, ενώ το δεύτερο υπογραµµίζει την πραγµατικότητα ότι η ύπαρξή Του δεν υπόκειται σε νόµο, χρόνους και περιγραφές. Το τρίτο απόσπασµα ασχολείται µε τη φιλοσοφική διάθεση ορισµένων να διερευνύσουν την προέλευση της ψυχής, τους οποίους αντιµετωπίζει σκωπτικά και ειρωνικά ο συντάκτης. Από το τέταρτο έως και το έκτο απόσπασµα γίνεται αναφορά στην «προέλευση», την εν χρόνω γέννηση της ψυχής, στη δηµιουργία και την ανάπτυξή της, στη φύση της. Πριν ολοκληρώσουµε την παράγραφο αυτή, κρίνεται σκόπιµο να σηµειωθεί ότι στο συγκεκριµένο έργο απαντάµε δύο άπαξ λεγόµενα948 της Χριστιανικής γραµµατείας, τις λέξεις αρτιγόνων949, αφοµοίωµα950και τέσσερις αρκετά σπάνιες951 λέξεις (χανδόν952, νεόπλαστα953, ληθοποιόν954, ανάδοσις955), από τις οποίες η πρώτη απουσιάζει από τη θύραθεν γραµµατεία. β΄ Περί ψυχής κατά Αρειανών - CPG 3353 Αρχ.: «Τι δ’ αν είποιεν εις τας του βρέφους …», Τέλ.: «… του ιδίου σώµατος ανάστασιν.» Αρχ.: «Και µην ει τις εις την του σώµατος …», Τέλ.: «… τη Ναζαρέτ ανδρωθείς ηυξήθη.» Αρχ.: «Ου γαρ ταυτόν εστίν η σκηνή του Λόγου …», Τέλ.: «… ο µακάριος Στέφανος.» Αρχ.: «Πρό µεν του πάθους εκάστοτε τον σωµατικόν…», Τέλ.: «…υποδεικνύει των ήλων.» Αρχ.: «∆ι’ ολίγων δε εστιν ελέγξαι την ασεβή συκοφαντίαν…», Τέλ.: «… ορµήν επισχείν.» Μαρτυρίες:
946
M. Spanneut, ό.π., σ. 63· R.V. Sellers, ό.π., σ. 72 υποσ. 7. Ό.π., σ. 64. 948 Απουσιάζουν και οι δύο λέξεις από το Λεξικό του G.W.H. Lampe. 949 M. Spanneut, ό.π., σ. 96 (στ. 3). 950 Ό.π., σ. 96 (στ. 22). 951 G.W.H. Lampe. ό.π., σ. 904, 799, 101. 952 M. Spanneut, ό.π., σ. 95 (στ. 28). 953 Ό.π., σ. 96 (στ. 8). 954 Ό.π., σ. 95 (στ. 25). 955 Ό.π., σ. 95 (στ. 30). 947
150
Αρχ.: «∆ιά τι δε περί πολλού…», Τέλ.: «… ατρέπτου φύσεως γεννηθέν.» Αρχ. «Σύµφωνα δε τούτοις διεξών …», Τέλ.: «… ουκ έστιν η ψυχή µου προς αυτούς.» Αρχ.: «Ει δε διά της του Χριστού επιφανείας …», Τέλ.: «… ανοίγουσα τον παράδεισον.» Εκδόσεις: L. Allatius, De Utriusque Ecclesiae Occidentalis Atque Orientalis Perpetua in Dogmate de Purgatorio Consensione, Rome 1655, σ. 497κ.ε. J. Fabricius – Harles, Bibliotheca Graeca, τ. 9, Hamburg 1804, σ. 146κ.ε. J. P. Migne, PG 18, 688Β – 692Α. M. Spanneut, ό.π., σσ. 99-100. ∆. Μπαλάνου, ό.π., ΒΕΠΕΣ 18 (1959) 321-322. Μαρτυρίες: Θεοδωρήτου Κύρου, Ερανιστής, PG 83, 88D- 89A, 176BC- 285ΒC. Ευστρατίου πρεσβυτέρου, Περί της καταστάσεως των ψυχών µετά θάνατον, PL 80, 823-880. Μελέτες: M. Spanneut, ό.π., σσ. 36-37, 67-69. R.V. Sellers, ό.π., σ. 72-74. Στους αρ. 10- 17 της κριτικής έκδοσης του M. Spanneut, καταγράφονται αποσπάσµατα που τιτλοφορούνται «Περί ψυχής κατά Αρειανών» και φέρονται ως γνήσια έργα του Ευσταθίου Αντιοχείας. Για τα παραθέµατα 10-15 δεν τίθεται κάποια αµφιβολία καθώς η µνηµόνευσή τους από το Θεοδώρητο Κύρου, µεταξύ και άλλων ευσταθιανών σχολίων, δεν αφήνει περιθώρια αµφισβητήσεων. Ακόµη όµως και στα παραθέµατα 16 και 17, που διασώζονται σε λατινική µετάφραση από τον πρεσβύτερο Κωνσταντινουπόλεως Ευστράτιο (6ος αι.), στα οποία θα µπορούσε κάποιος να διατυπώσει τις επιφυλάξεις του για την αποδιδόµενη στον Ευστάθιο πατρότητα, υπάρχουν ικανά επιχειρήµατα956 που θα µπορούσαν να ανασκευάσουν τη συγκεκριµένη εκδοχή. Εκείνο που κρίνεται σκόπιµο να επισηµανθεί, είναι η τάση αντιδοκητισµού που διαπιστώνεται στα συγκεκριµένα αποσπάσµατα, η εµµονή να υπογραµµίζεται η πρόσληψη πραγµατικού σώµατος από το Χριστό. Η ενέργεια αυτή του Ευσταθίου ούτε αδικαιολόγητη, ούτε άστοχη είναι σε σχέση και µε τον τίτλο του έργου «Περί ψυχής κατά Αρειανών». Στην συγκεκριµένη ενέργειά του, θα πρέπει µάλλον να δούµε το ακόλουθο υπόβαθρο: Σύµφωνα µε τον M. Spanneut, µεταξύ Αρειανισµού και ∆οκητισµού υπάρχει µία θεµελιώθης συγγένεια957 που σχετίζεται µε την πραγµατικότητα της ανθρώπινης φύσης του Χριστού. Συνεχίζει ο ίδιος συγγραφέας ότι ο Ευστάθιος θα πρέπει να διέκρινε στη γένεση του Αρειανισµού αν όχι µια µορφή δοκητισµού, το λιγότερο ένα σφάλµα οµοιότητας958. Για ένα επίσης λόγο δε θα µπορούσε, σύµφωνα µε το µελετητή, να θεωρηθεί άστοχη η εµµονή του εκκλησιαστικού συγγραφέα στην υπογράµµιση της πραγµατικότητας της ανθρώπινης φύσης Του: διότι το περιβάλλον της Συρίας ήταν πεδίο διδασκαλίας του ∆οκητισµού εκείνη την εποχή µέχρι και τον πέµπτο αιώνα959. Άποψή µας είναι ότι µολονότι αυτός ο τελευταίος λόγος δεν στερείται ευστάθειας, εντούτοις δε θεωρούµε ότι σχετίζεται µε το λόγο για τον οποίο ο Ευστάθιος επιλέγει την αντιδοκητική κατεύθυνση στο συγκεκριµένο σύγγραµµά του. Νοµίζουµε ότι ο πρώτος λόγος, της ύπαρξης δηλαδή κοινού εσωτερικού υπόβαθρου, είναι αρκετός. Ο χρόνος συγγραφής των συγκεκριµένων σχολίων δεν είναι δύσκολος να προσδιοριστεί. Εφόσον, όπως φαίνεται και από τον τίτλο, αντιµετωπίζουµε τους Αρειανούς, το έργο πρέπει να τοποθετηθεί στη µετανικαιϊκή περίοδο. Ο R.V. Sellers θεωρεί ως πιθανή περίοδο σύνταξής του το χρονικό διάστηµα λίγο πρίν ή αµέσως µετά 956
M. Spanneut, ό.π., σ. 68-69. Ό.π., σ. 68: “Il y a une parenté profonde entre ces deux hérésies, et, réciproquement, en appuyant sur l’humanité réelle du Christ.” 958 Ό.π.,σ. 68. 959 Ό.π.,σ. 68. 957
151
από την καθαίρεσή του960. Προσωπικά εκτιµούµε ότι το πόνηµα αυτό θα πρέπει να γράφτηκε πριν από την καθαίρεση του µεταξύ 327 και 329 για δύο λόγους: ∆ιότι απουσιάζει από αυτό τόσο η εµφατική διάκριση των δύο φύσεων στο Χριστό, όσο και η έντονη αντιπαράθεση στο περιεχόµενό του, πρακτική που θα ήταν δικαιολογηµένη αν επακολουθούσε της καθαίρεσης του Ευσταθίου. Ο δεύτερος και σηµαντικότερος λόγος σχετίζεται, µεταξύ των άλλων, µε τη χρήση δύο λέξεων, των όρων «µιαιφόνων» -στην οποία έχουµε κάνει αναφορά σε προηγούµενη παράγραφο- όπως και του όρου «σκηνή» για το πρόσωπο του Χριστού. Και οι δύο απαντώνται στο έργο του Ευσταθίου στο Παρ. 8,22, για το οποίο έχουµε πει ότι θα πρέπει να συντάχτηκε µεταξύ 327 και 329. Αυτό µας οδηγεί στο συµπέρασµα ότι και το έργο «Περί ψυχής και Αρειανών» θα πρέπει να τοποθετηθεί την ίδια χρονική περίοδο, όµως µε προβάδισµα αυτού του τελευταίου, για το λόγο ότι το έργο στο Παλαιοδιαθηκικό χωρίο θα µπορούσε να τοποθετηθεί πλησιέστερα της καθαίρεσης του Ευσταθίου εξαιτίας της θεολογικής ορολογίας του, που φαίνεται να εναρµονίζεται περισσότερο µε αντιπαραθετική διάθεση από µέρους του συντάκτη. Εξ επόψεως περιεχοµένου, το πρώτο σχόλιο ανακεφαλαιώνει σύνολη την ανθρώπινη πορεία του Χριστού από τη βρεφική ηλικία Του µέχρι και την Ανάσταση, για να τονιστεί η πραγµατικότητα της ιστορικής παρουσίας του Χριστού. Το δεύτερο και τρίτο εστιάζει το ενδιαφέρον του στα κατά και µετά της γέννησης του Χριστού· καταγράφεται η κοσµική βασιλεία κατά την περίοδο της οποίας έλαβε χώρα το συγκεκριµένο γεγονός, η άνδρωσή Του στη Ναζαρέτ. Με το πάθος του Χριστού ασχολείται το τέταρτο και το πέµπτο απόσπασµα του συγκεκριµένου έργου. Επισηµαίνεται ότι ο Χριστός προαναγγέλλει το επικείµενο εκούσιο πάθος Του, µε στόχο τη σωτηρία των ανθρώπων και µνηµονεύεται η εκ νεκρών Ανάστασή Του. Στο έκτο, τέλος, απόσπασµα των παραθεµάτων του Θεοδωρήτου, γίνεται αναφορά στη φερόµενη (από αιρετικούς) κατάληψη αψύχου σώµατος από το Χριστό, στο τρεπτό και το άτρεπτο. Τα παραθέµατα του πρεσβυτέρου Κωνσταντινουπόλεως Ευστρατίου αναφέρονται στην ψυχή του Χριστού µετά τη Σταύρωση. Αξιοποιείται η βιβλική µαρτυρία για τον εκ δεξιών Του ληστή, κατά την ώρα του πάθους, σε σχέση µε την υπόσχεση Του ότι θα τον εισάγει στον παράδεισο, για να τονιστεί εµφατικά από τον ιεράρχη ότι: «Ουδέ γαρ εστι γεγραµµένον ότι προ της αναστάσεως του αγίου σώµατος το του ληστού προηγέρθη σώµα την επαγγελίαν απολαβόν.»961 Αναφορικά µε το ευσταθιανό λεξιλόγιο στο συγκεκριµένο έργο, έχουµε να σηµειώσουµε ότι σε αυτό απαντώνται δύο σπάνιες λέξεις της Χριστιανικής γραµµατείας, όπως έχουµε δεί, η λέξη «ανάδοσιν»962 και «µιαιφόνων»963. γ΄ Περί πίστεως κατά Αρειανών - CPG 3358 Αρχ.: “His consonantia enarrans Paulus …”, Τέλ.: “…praedestinatum fuisse.” Αρχ.: “Cum ergo dicit: Dominus creauit …”, Τέλ.: “… apte nos disposuit.” Αρχ. “Quid autem stupendum …”, Τέλ.: “… mentis fixe ordinatur.” Αρχ.: “Si autem Sapientia propter …”, Τέλ.: “… consonantia prioribus stratuens.” Αρχ.: «Αρχή γαρ τοι των καλλίστων …», Τέλ.: «… ούτε αφή υποπίπτον.» Κώδικες: Vatic. reg. 77 (16ος αι.). Paris gr. 151. Εκδόσεις: J.B. Pitra, Analecta Sacra, τ. 2, Paris 1833, σ. XXXVII. G. Karo – H. Lietzmann, “Catenarum Graecorum Catalogus”, Nachrichten Der K. Gesellschaft der Wissenschaaften zu Göttingen, τεύχ. 1 960
R.V. Sellers, ό.π., σ. 74. M. Spanneut, ό.π., σ. 100 (στ. 25-27). 962 Ό.π., σ. 99 (στ. 8). 963 Ό.π., σ. 100 (στ. 14). 961
152
(1902) 300. F. Cavallera, S. Eustathii Episcopi Antiocheni, σσ. 77-78. J. Lebon, “Severi Antiocheni Liber Contra Impium Grammaticum”, CSCO 6 (1933) 47. M. Spanneut, ό.π., σσ. 112-113. Μελέτες: Ό.π., σσ. 31-32, 50-51, 74-75. Τα αποσπάσµατα που φέρουν τους αρ. 59-63 στην κριτική έκδοση του M. Spanneut, απουσιάζουν τόσο από την έκδοση του J. P. Migne, όσο και από την έκδοση της ΒΕΠΕΣ. Σώζονται σε λατινική µετάφραση, από συριακό χειρόγραφο, µε εξαίρεση το κείµενο αρ. 63 του οποίου απόσπασµα έχουµε και στα Ελληνικά. Τα σχόλια 59 – 62 σώζονται στο έργο του Σεβήρου, πατριάρχη της Αντιόχειας (512-518), κατά του χαλκηδόνιου Ιωάννη του Γραµµατικού. Το κείµενο αρ. 63 σώζεται στις Κατένες (Chaînes) των Παροιµιών964. Μολονότι για την αυθεντικότητα των κειµένων δεν έχουν διατυπωθεί επιφυλάξεις, εντούτοις θα µπορούσε κάποιος να σηµειώσει το γεγονός ότι µε το ν’ απαντώνται τα αποσπάσµατα σε δύο έργα (Κατένες, Σεβήρου) και να µνηµονεύεται η φράση του τελευταίου ότι τα αποσπάσµατα προέρχονται από έργο του Ευσταθίου «Περί πίστεως και κατά Αρειανών», δεν ενθαρρύνουν αντίθετες διατυπώσεις. Προς την κατεύθυνση της γνησιότητας των κειµένων συγκλίνουν και ορισµένες θεολογικές εκφράσεις του περιεχοµένου965, µε κυριότερη την έκφραση, «ο άνθρωπος του Χριστού»,966, η οποία απαντάται στο γνήσιο έργο του συγγραφέα «Εις τας Επιγραφάς των Αναβαθµών»967. Τα αποσπάσµατα 59-63 αναφέρονται στον Χριστό ο οποίος έγινε άνθρωπος και αποτέλεσε την αρχή των αιωνίων αγαθών. Υπογραµµίζεται ότι ο Θεός γνωρίζει αιωνίως τον «άνθρωπο» του Χριστού, ο οποίος είναι η προορισµένη Σοφία968. Εκείνος αποτελεί για µας την οδό της δικαιοσύνης, την αλήθεια και τη ζωή, κατά την Αγιογραφική παράθεση. Όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει ο Ευστάθιος, «Τω µεν ουν ονόµατι της οδού την κατά άνθρωπον δηλοί περιβολήν,… το δε όνοµα της αληθείας ‹ και › της ζωής την του Πατρός φύσιν· η γαρ αλήθεια πράγµά τι νοητόν ούτε όµµασιν ούτε αφή υποπίπτον.» 969 δ΄ Λόγοι κατά Αρειανών - CPG 3357 Αρχ.: “Quapropter congruas virtutes …”, Τέλ.: “…litterae docent pariculariter.” Αρχ.: “Et iterum cum dicitur Iesus …”, Τέλ.: “… haberet commissum iudicium.” Αρχ. : “Si enim in Christo, inquit, …”, Τέλ.: “… est deus perfecte adsumens.” Αρχ.: “Quocirca aliud quidem erit…”, Τέλ.: “… euangelium meum.” Αρχ.: “Homo autem deum ferens,…” , Τέλ.: “…nequaquam prius habuerat.” Αρχ.: “Deus, inquit, Verbum, …”, Τέλ.: «… dissimili ortus ex genere.” Αρχ. “Sed potestatis maiestatem …”, Τέλ.: “… in eo dei decibiliter.” Αρχ.: “Puto autem, inquit, nec insane…”, Τέλ.: “… passionem applicare praesumunt.” Αρχ.: “Si enim in Christo, inquit, …”, Τέλ.: “… qui ex anima constat et corpore.” Αρχ.: “Quonian neque dicere …”, Τέλ.: “… pulchritudine Deus.” Αρχ.: “Dicamus, inquit, cuius rei…” , Τέλ.: “…secundi aduentus ostenderet.” Αρχ.: “Dum sedirit ait, Filius hominis…”, Τέλ.: “… solium rite percipiens.” Αρχ.: “Omnia mihi tradita sunt…”, Τέλ.: “… dignitate procedens.” Αρχ.: “Contemplandum est quomodo …”, Τέλ.: “… est perpetuum solium.” 964
M. Spanneut, ό.π., σσ. 50-51. Ό.π., σ. 75. 966 Ό.π., σ. 112 (στ. 31-32). 967 Ό.π., σ. 106 (στ. 10). 968 Ό.π., σ. 74: “Le deuxième nous dit que Dieu connaissait éternellement cet homme du Christ, qui est aussi la Sagesse prédestinée.” 969 M. Spanneut, ό.π., σ. 113 (στ. 5-7, 10-14). 965
153
Αρχ.: “Nom enim, ait, qui regni…”, Τέλ.: “… diuini Verbi commistionem.” Αρχ.: «Αλλ’ οι παράδοξοι της Αρείου…», Τέλ.: «… τον Χριστόν φράζουσι.» Αρχ.: «Το δε ότι Θεός ην εν Χριστώ…», Τέλ.: «… της κατηγορίας ποιούνται.» Αρχ:. «∆εί δε φιλαλήθως τους εννόµους…», Τέλ.: «… αποσπώντας προσφέρειν.» Αρχ.: «Ει γαρ κτιστός ουκ άρα γεννητός·…», Τέλ.: «… εκάτερον στρέφεσθαι το γένος.»970 Αρχ.: «Πάν το αρχήν έχον και τέλος·…», Τέλ.: «… φθοράς εστίν δεκτικόν.» v Κώδικες: Vatic. gr. 1553, φ. 40 . Εκδόσεις: J. P. Migne, PG 18, 692ΒC, 696Α. F. Diekamp, Doctrina Patrum de Incarnatione Verbi, Münster 1907,σ. 59. J. Lebon, “Severi Antiocheni Liber Contra Impium Grammaticum”, CSCO 6 (1933) 17. E. Schwartz, ό.π., Abhandlungen der Bayerischen Akademie der Wissenschaften, τεύχ. 10 (1934) 96 (no 3-7), 102 (no 42). M. Spanneut, ό.π., σσ. 108 - 111. ∆. Μπαλάνου, ό.π., ΒΕΠΕΣ 18 (1959) 323. Μαρτυρίες: Φακούνδου Ερµειανής, ό.π., 11, 1 PL 67, 796D. Ιωάννου ∆αµασκηνού, Ιερά Παράλληλα, PG 95, 1109Β. Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως, Βιβλιοθήκη, PG 103, 941Β. Μελέτες: M. Richard, ό.π., Revue d’Histoire Ecclesiastique 35 (1939) 789. M. Spanneut, ό.π., σσ. 31-32, 50-51, 74-75. E. Boularand, ό.π., σ. 230. F. Cayré, ό.π., σ. 319. R.V. Sellers, ό.π., σ. 74. Με τον τίτλο «(Λόγοι) Κατά Αρειανών», φέρονται αποσπάσµατα από το οµώνυµο σύγγραµµα του Ευσταθίου Αντιοχείας. Ο αριθµός των λόγων αυτών δεν προσδιορίζεται επακριβώς στα κείµενα της Χριστιανικής γραµµατείας, ο οποίος κυµαίνεται µεταξύ έξι, σύµφωνα µε τον Ευλόγιο, Πατριάρχη Αλεξανδρείας971 (580-607), το Φώτιο Κωνσταντινουπόλεως972 και οκτώ973, που µνηµονεύει ο Φακούνδος Ερµειανής. Ως προς το συγκεκριµένο ζήτηµα, διατυπώθηκαν διάφορες υποθέσεις, µε ορθότερη κατά την κρίση µας, εκείνη που επισηµαίνει ο M. Spanneut, σύµφωνα µε την οποία ο Θεοδώρητος974 θα πρέπει να είχε υπόψη του µια Πραγµατεία κατά των Αρειανών αποτελούµενη από οκτώ βιβλία, από τα οποία αργότερα προέκυψε µια συλλογή έξι λόγων, η οποία ήταν γνωστή στον Ευλόγιο. 975 Η αυθεντικότητα των συγκεκριµένων αποσπασµάτων δεν τέθηκε ποτέ σε αµφισβήτηση από τους µελετητές. Από τα κείµενα αυτά, τα οποία φέρουν τους αρ. 39-58 στην έκδοση του M. Spanneut, από τον πάπα Γελάσιο (492-496), φτάνουν σ’εµάς εκείνα
970
Ο R.V. Sellers, χρησιµοποιώντας την έκδοση του F. Cavallera, παρουσιάζει εκτενέστερο κείµενο στο συγκεκριµένο απόσπασµα. Το τµήµα που περιλαµβάνεται µονάχα στην έκδοση του τελευταίου, σηµειώνεται µε αγκύλες. Το πλήρες κείµενο έχει ως εξής: «Ει γαρ κτιστός, ουκ άρα γεννητός· ει δε γεννητός, ου κτιστός· επεί µηδέ οιόν τε περί την αυτήν φύσιν εκατέρον στρέφεσθαι το γένος. [ σηµείον τε ότι αδύνατον ειπείν περί µίαν και την αυτήν φύσιν το κτιστόν υπάρχει και το άκτιστον· καθολικός γαρ ο λόγος τω διδασκάλω.]» (R.V. Sellers, ό.π., σ. 52, υποσ. 3). 971 Ό.π., σ. 36. 972 Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως, Βιβλιοθήκη, PG 103, 941Β. 973 F. Cayré, ό.π., σ. 319. 974 Αξίζει να σηµειωθεί ότι ο Θεοδώρητος Κύρου, δεν παρέχει παραθέµατα από το συγκεκριµένο έργο το «Κατά Αρειανών», εκτός από εκείνα που µνηµονεύσαµε σε προηγούµενες παραγράφους. Ο R.V. Sellers, εκφράζει την απορία του για το συγκεκριµένο γεγονός. R.V. Sellers, ό.π., σ. 74. 975 M. Spanneut, ό.π., σ. 72-73: “On peut croire en fin que Théodoret avait d’abord en main un traité contre les ariens, en huit livres qu’il n’avait pas à distinguer, puis une collection de six discours, le recueil connu d’Euloge, qu’il aima citer en détail.”
154
των αρ. 39-48976 και από το Φακούνδο Ερµειανής τα 49-53, Από τον Ευλόγιο Αλεξανδρείας και το Φώτιο Κωνσταντινουπόλεως977 τα 54-56, ενώ στο Doctrina Patrum, που φέρεται να συντέθηκε µεταξύ 660-680, από το µοναχό Αναστάσιο978, διασώζεται το απόσπασµα µε τον αριθµό 57. Το κείµενο 58, τέλος, προέρχεται από το έργο του Ιωάννου του ∆αµασκηνού, «Ιερά Παράλληλα». Αξίζει να σηµειωθεί ότι τόσο στην έκδοση του J. P. Migne979, όσο και στην έκδοση της ΒΕΠΕΣ980 περιλαµβάνονται µονάχα τα αποσπάσµατα 54-58, όπου το κείµενο είναι ελληνικό. Κυρίαρχο θέµα στα αποσπάσµατα 39-53 «Κατά Αρειανών», αποτελεί η διάκριση των δύο φύσεων του Χριστού, που συνιστά στοιχείο αντιδοκητισµού. Με τον τρόπο αυτό επιχειρείται να καταδειχτεί ότι ο Χριστός πάσχει, θλίβεται, υποµένει το θάνατο, κατά την ανθρωπότητα, αλλά ο Λόγος, η θεία φύση του Χριστού, παραµένει απαθής. Θίγεται το ζήτηµα της «άγνοιας» της ηµέρας της κρίσεως (αρ. 49) και επισηµαίνεται ότι εάν ο Χριστός δεν αποκαλύπτει αυτό το µυστήριο, τούτο δεν είναι ανεξάρτητο από το σκοπό της σωτηρίας των ανθρώπων. Ο Ευλόγιος Αλεξανδρείας και ο Φώτιος Κωνσταντινουπόλεως, οι οποίοι παραθέτουν το Ευσταθιανό κείµενο, µε διαφοροποιήσεις, υπογραµµίζουν τη µέθοδο την οποία υιοθετούν οι αιρετικοί, οι Αρειανοί ειδικότερα, σε σχέση µε την ερµηνεία των Ιερών κειµένων, δηλαδή την επιλεκτική αξιοποίηση χωρίων της Βίβλου, τα οποία αποµονώνουν από τη συνάφειά τους. Στο παράθεµα της ανθολογίας Doctrina Patrum, περιέχεται ένα χωρίο το οποίο αναφέρεται στο γένος του Υιού. Ο Ευστάθιος επιστρατεύοντας ρητορικά σχήµατα, διατυπώνει για το Χριστό: «Ει γαρ κτιστός ουκ άρα γεννητός· ει δε γεννητός, ου κτιστός· επεί µηδέ οίον τε περί την αυτήν φύσιν εκάτερον στρέφεσθαι το γένος.»981 Στο απόσπασµα τέλος που µας διασώζει ο ιερός ∆αµασκηνός, γίνεται αναφορά στη σχέση µεταξύ αρχής, τέλους και φθοράς. Καταλήγοντας, κρίνεται σκόπιµο να σηµειώσουµε ότι στα παραθέµατα του Ευσταθίου από τον Ευλόγιο Αλεξανδρείας και το Φώτιο Κωνσταντινουπόλεως, συναντά κάποιος δύο σπάνιες λέξεις στην έκφραση: «θυµέλης µεσόχοροι» (αναφέρεται στους Αρειανούς). Η πρώτη λέξη είναι πολύ σπάνια στη Χριστιανική γραµµατεία982, ενώ η δεύτερη είναι ακόµη σπανιότερη, τόσο για τη θύραθεν όσο και για τη Χριστιανική γραµµατεία983. ε΄ Κατά Φωτεινού984 - CPG 3387 Αρχ.: « Ει ουν το θεός όνοµα δηλωτικόν ην …», Τέλ.: «…διότι ου τρείς φύσεις λέγοµεν.» Αρχ.: « Και πάλιν· έτερον µεν εστιν πρόσωπον …», Τέλ.: «…ότι είς µόνον ο Θεός, λέγοµεν.» Κώδικες: Brit. Muss. Aditt. 12155, φ. 23rα. Brit. Muss. Aditt. 14532, (8ος αι.), φ. 132rβ. Brit. Muss. Aditt. 7192, φ. 1v. 976
E. Schwartz, ό.π., Abhandlungen der Bayerischen Akademie der Wissenschaften, τεύχ. 10 (1934) 96 (no 3-7), 102 (no 42). 977 Υπενθυµίζουµε ότι η σχετική µαρτυρία του Φωτίου απουσιάζει από την κριτική έκδοση των έργων του Μ. Spanneut, ο οποίος φαίνεται να την αγνοεί. 978 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 42. 979 Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Αρειανών, PG 18, 692ΒC, 696Α. 980 ∆. Μπαλάνου, ό.π., ΒΕΠΕΣ 18 (1959) 323. 981 M. Spanneut, ό.π., σ. 111 (στ. 29-30). 982 Από το Λεξικό του G.W.H. Lampe, απουσιάζει η αναφορά του συγκεκριµένου έργου του Ευσταθίου. Βλ. G.W.H. Lampe, ό.π., σ. 656. 983 Ό.π., σ. 848. Για τη θύραθεν γραµµατεία, βλ. H.G. Liddell-R. Scott, ό.π., τ. 3, σ. 128. 984 Επιλέγουµε την έκδοση του E. Schwartz, η οποία αποτελεί ελληνική µετάφραση συριακού κειµένου και η οποία καταγράφεται σε υποσηµείωση του R. Lorenz. Βλ. R. Lorenz, ό.π., Zeitschrift Für die Neutestamentliche Wissenschaft 71 (1980) 110 υποσ. 4.
155
Vat. Syr. 108, φφ. 94, 267-271. Vat. Syr. 270, φ. 270. Εκδόσεις: Β.H. Cowper, Syriac Miscellanies, London 1861, σ. 60. B. Pitra, ό.π., τ. 4, σ. 210-213, 441-443. F. Cavallera, S. Eustathii Episcopi Antiocheni, σ. 96. E. Schwartz, ό.π., SAM 6(1925) 59-61. M. Spanneut, ό.π., σ. 127. Μελέτες: J. Assemani, Bibliothecae Apostolicae Vaticanae Codicum Manoscri Ptorum Catalogus, τ. 3, Roma 1759, σ. 62, 66, 67, 68. F. Cavallera, Le Schisme.., ό.π., σ. 66. R. Lorenz, ό.π., Zeitschrift Für die Neutestamentliche Wissenschaft 71 (1980) 109-128. Όσοι υιοθετούν το θάνατο του Ευσταθίου Αντιοχείας πριν από το 337, είναι φυσικό να συγκαταλέγουν το συγκεκριµένο σύγγραµµα στα νόθα (spuria)985 του Ευσταθίου Αντιοχείας, αν ληφθεί υπόψη ότι θα πρέπει να έχει συνταχθεί περί το 343. Ο Π. Χρήστου σηµειώνει χαρακτηριστικά για τη γνησιότητα του έργου ότι: «εξαρτάται από τον χρόνον θανάτου του Ευσταθίου, αλλά συγχρόνως δίδει και ενδείξεις περί αυτού».986 Ο M. Spanneut αναγνωρίζει ότι η θεολογική ορολογία, που χρησιµοποιείται στο συγκεκριµένο έργο, αποδίδεται σε έναν Ευστάθιο µε «εξελιγµένη» θεολογική σκέψη987, στοιχείο που θέτει σε αµφισβήτηση την πατρότητά του. Εµείς πάντως, όπως και ο R. Lorenz, θεωρούµε το έργο αυτό ως γνήσιο988 για τους ακόλουθους λόγους: Ως προς το ζήτηµα του θανάτου του Ευσταθίου έχουµε ασχοληθεί σε προηγούµενο κεφάλαιο και εξ αυτής της απόψεως γνωρίζουµε ότι δεν µπορεί να τεθεί ζήτηµα αµφισβήτησης της πατρότητάς του. Αποµένει το επιχείρηµα ότι από το σύγγραµµα αυτό απουσιάζει η συνήθης θεολογική ορολογία και φρασεολογία του Ευσταθίου. Είναι αλήθεια ότι σε αυτό δε διαπιστώνονται ούτε άπαξ λεγόµενα, ούτε σπάνιες λέξεις, όπως απαντώνται σε άλλα συγγράµµατά του. Εντούτοις, είναι δυνατόν να εντοπίσουµε το προσφιλές στον ιεράρχη «υπερβατό σχήµα». Εξ επόψεως θεολογικής ορολογίας, δεν απουσιάζουν από προγενέστερα συγγράµµατα του Ευστάθιου οι όροι «πρόσωπον»989, «φύσις»990, «ιδίωµα», -που απαντώνται στο σύγγραµµα «Κατά Φωτεινού»-, έστω και αν είναι ελαφρά διαφοροποιηµένα (η βάση της σκέψης είναι η ίδια). Εκείνο που αξίζει να σηµειωθεί είναι ότι ο Ευστάθιος µπορεί να µην χρησιµοποιεί ευθέως τον όρο «ιδίωµα», ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της φύσεως του όντος991, όµως εµµέσως αναφέρεται σε αυτό, στην «αντίδοσή»992 τους, όταν κάνει λόγο για το Χριστό – όπως θα δούµε σε επόµενα γνήσια έργα του- ενώ από όσα έχουµε ήδη εξετάσει γίνεται χρήση των όρων «ίδιον»993 και «γνώρισµα»994, για να δηλωθεί το «ιδίωµα».
985
F. Cavallera, ό.π., σ. 66· R.V. Sellers, ό.π., σ. 67· Σ. Παπαδόπουλου, ό.π., τ. 2, σ. 113. Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ. Γ΄, σ. 453. 987 M. Spanneut, ό.π., σ. 83: “… et l’attribue à un Eustathe évolueé.” 988 Σ. Παπαδόπουλου, ό.π., σ. 113. 989 Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, PG 18, 663Β (Αναφορά στο πρόσωπο του Χριστού). 990 Ό.π., PG 18, 649C: «…ουκέτι της θείας αυτού στοιχαζοµένης φύσεως». Πρβλ. M. Spanneut, ό.π., σ. 101 (στ. 17, 32-33), 107 (στ. 6), 113 (11-12). 991 R. Lorenz, ό.π., Zeitschrift Für die Neutestamentliche Wissenschaft 71 (1980) 110 υποσ. 4: «… επειδή δε δηλωτικόν φύσεως εστι το από ιδιώµατος τινός επί φύσεως όντος λαµβανόµενον…». 992 J. Quasten, Patrology, σ. 305. 993 Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, 29 PG 18, 673C: «µόνω δε το παντοκράτορι πάρεστι Θεώ και τω θειοτάτω αυτού παιδί αναγαγείν ψυχάς εξ άδου· και χορούς αγγέλων εν τάξει παρεστώτας έχεν, όπερ ίδιον έκκριτον υπάρχει της του θείου φύσεως.» 994 M. Spanneut, ό.π., σ. 101 (στ. 17, 28-29): «Ο µεν γαρ υιός, …τα της Πατρώας αρετής γνωρίσµατα φέρων..». 986
156
Υπάρχει επίσης ένα ζήτηµα που πρέπει να διευκρινιστεί διότι είναι δυνατόν να θέσει θέµα αµφισβήτησης της πατρότητας του συγκεκριµένου έργου. Όπως έχουµε δει στα διασωθέντα σχόλια του Ευσταθίου στον 92ο Ψαλµό, στο τελευταίο απόσπασµα (αρ. 38, της έκδοσης του M. Spanneut), ο ιεράρχης φαίνεται να ταυτίζει τους όρους «φύση» (ουσία) και «υπόσταση» (πρόσωπο) -όπως εξάλλου υιοθετεί και ο οµόδοξός του Αθανάσιος995- ενώ στο κείµενο αυτό υπογραµµίζεται η διάκριση µεταξύ φύσεως και προσώπου. Γεννάται λοιπόν το ερώτηµα της συγκεκριµένης διαφοροποίησης σε σχέση µε τη θεολογική διδασκαλία του Ευσταθίου, την αναγνώριση της πατρότητας και στα δύο κειµένα. Μία πρόχειρη προσέγγιση θα οδηγούσε είτε στην αµφισβήτηση της πατρότητας ενός εκ των δύο κειµένων, πιθανότερο του δεύτερου, είτε στην υιοθέτηση µίας εξέλιξης και ωρίµανσης στη θεολογική σκέψη του Ευσταθίου· κατάσταση που δεν θα µπορούσε να θεωρηθεί από µόνη της ως αιτία διαφοροποίησης. Νοµίζουµε ότι η απάντηση στη λύση της διαφοροποίησης έγκειται στο γεγονός ότι στην πρώτη περίπτωση ο ιεράρχης είχε να αντιταχθεί στους Αρειανούς, αίρεση η οποία, αφού αµφισβητούσε τη θεότητα του Χριστού, έπρεπε να υπογραµµιστεί η ενότητα, η «κοινή φύση» µεταξύ Πατρός και Υιού. Στη δεύτερη περίπτωση, όπου καλείται ν’ αντιµετωπίσει τη διδασκαλία996 του Φωτεινού Σιρµίου997 που θεωρεί το Λόγο ανυπόστατο, κρίνεται σκόπιµη η υπογράµµιση των τριών προσώπων στην Αγία Τριάδα και την ίδια στιγµή να µνηµονευτεί ότι δεν υπάρχει διαφοροποίηση ως προς το κοινό της ουσίας (φύσης) .998 Συνεπώς, ο Ευστάθιος προσαρµόζει τη θεολογική ορολογία και επιχειρηµατολογία του ανάλογα µε την αίρεση που έχει ν’ αντιµετωπίσει, όπως αποτελεί κοινή πρακτική και σε άλλους Πατέρες999 της Εκκλησίας. Τα αποσπάσµατα από το έργο «Κατά Φωτεινού» 1000 του Ευσταθίου (αρ. 83, 84), απαντώνται στο έργο1001 του Πέτρου Καλλινίκου, πατριάρχη Αντιοχείας (578-591), «Κατά ∆αµιανού Αλεξανδρείας». Στα δύο αυτά αποσπάσµατα1002 που συναντάµε στις εκδόσεις, γίνεται αναφορά από τον Ευστάθιο στο όνοµα «θεός», το οποίο αποτελεί δηλωτικό του προσώπου. Αναφέρεται ότι, ενώ µπορούµε να κάνουµε λόγο για τρία πρόσωπα (στην Τριάδα), εντούτοις δε µπορούµε να πράξουµε το ίδιο για το ζήτηµα της «φύσης», διότι είναι άλλο πράγµα το πρόσωπο και άλλο πράγµα η φύση. Ο ιεράρχης εντοπίζει και διασφαλίζει τη µονοθεΐα στην Τριάδα µε την αναφορά στην κοινή φύση (ουσία) των προσώπων. Χαρακτηριστικά σηµειώνει: «…τρεις θεούς ου λέγοµεν, διότι ου
995
Γ. Μαρτζέλου, ό.π., σ. 41. Για τις συνέπειες της διδασκαλίας του Φωτεινού Σιρµίου, βλ. Χ. Σταµούλη, Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Περί της Ενανθρωπήσεως του Μονογενούς, εκδ. Το Παλίµψηστον, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 65, 66. 997 Σύντοµο βιογραφικό του Φωτεινού Σιρµίου, αλλά και στοιχεία της διδασκαλίας του, βλ. Χ. Σταµούλη, ό.π., σσ. 84-85 υποσ. 5, 56. 998 R. Lorenz, ό.π., Zeitschrift Für die Neutestamentliche Wissenschaft 71 (1980) 110 υποσ. 4: «…τρία λέγοντες πρόσωπα…µία η φύσις λέγοµεν των προσώπων, αναγκαίως ότι εις µόνον ο θεός λέγοµεν.» 999 Αρκούµαστε να σηµειώσουµε την περίπτωση του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, για να καταδείξουµε ότι η διαφοροποίηση που παρατηρείται ορισµένες φορές στη διδασκαλία κάποιου Πατέρα, δε σηµαίνει κατ’ ανάγκη αλλαγή θέσεων, αλλά προσαρµογή στις απαιτήσεις, κυρίως, όταν αυτές αφορούν την αιρετική διδασκαλία. Χαρακτηριστικά σηµειώνεται από τον καθηγητή κ. ∆. Τσάµη για το ζήτηµα της «θεωρίας» (θέας) του Θεού στα έργα του Γρηγορίου: «…κάθε φορά που ο Γρηγόριος έχει υπόψη του τη διδασκαλία του Αρείου, τονίζει ότι είναι δυνατή η θεωρία του Θεού, χωρίς όµως να καθορίζει ακριβώς το αντικείµενό της. Αντίθετα, όταν αντιµετωπίζει την αίρεση του Ευνοµίου, τονίζει το αποφατικό στοιχείο σχετικά µε το πρόβληµα της θεωρίας του θεού.» (∆. Τσάµη, Εισαγωγή…, ό.π., σ. 366). 1000 Από τον ιεράρχη µνηµονεύεται ο Φωτεινός και ως «Μαυρεινός», έκφραση, που κατά τον Π. Χρήστου φαίνεται να αποτελεί τη συριακή απόδοση του «σκοτεινού». Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ. 3, σ. 453. 1001 M. Spanneut, ό.π., σσ. 37-39. 1002 Γίνεται αναφορά και για τρίτο απόσπασµα που σώζεται στα συριακά. Π. Χρήστου, ό.π., τ. 3, σ. 453. 996
157
τρεις φύσεις λέγοµεν.»1003 Γίνεται, τέλος αναφορά στα «ιδιώµατα» τα οποία σχετίζονται άµεσα µε τη φύση: «…τα δε των φύσεων όντα ιδιώµατα λέγεται δηλωτικόν φύσεων…»1004. στ΄ Μαρτυρία1005 Ευσεβίου - CPG 33891 Αρχ.: « Το µη µόνον άνθρωπον, αλλά και Θεόν…», Τέλ.: «…συνέπιε και τα άλλα.» Εκδόσεις: E. Schwartz, Acta Consiliorum Œcumenicorum, τ. 1, Berlin-Leipzig 1927, σ, 102. F. Cavallera, ό.π., σ. 98 (no 82). M. Spanneut, ό.π., σ. 130. Μελέτες: L. Salter, “Le Schisme d’Antioche au IVe Siècle”, Bulletin. de Literature Ecclésiasique. (1906) 220. M. Spanneut, ό.π., σσ. 22-23, 85. Ο Ευσέβιος, ο µετέπειτα επίσκοπος ∆ορυλαίου, σε κείµενό του περί το 428, περιλαµβάνει και το ελάχιστα γνωστό συγκεκριµένο απόσπασµα, το οποίο φαίνεται να στηρίζεται σε Βαπτισµατικό Σύµβολο της Αντιόχειας1006, µε την εισαγωγική επισήµανση: «Συναίδει δε τούτοις και ο µακάριος επίσκοπος Ευστάθιος ο της αυτής Αντιοχείας εις ων εκ των τριακοσίων δεκαοκτώ επισκόπων της αγίας και µεγάλης συνόδου, λέγων ούτως·».1007 Το συγκεκριµένο απόσπασµα άλλοτε θεωρήθηκε γνήσιο από τους µελετητές1008 κι άλλοτε όχι, µε το σκεπτικό ότι περιλαµβάνεται σε κείµενο κατά του Νεστοριανισµού και είναι άξιο απορίας, σύµφωνα µε το M. Spanneut, που ο Ευσέβιος χρειάστηκε να επικαλεστεί την αυθεντία του Ευσταθίου1009. Προσωπικά, δεν είµαστε σε θέση να δώσουµε µία απάντηση στο συγκεκριµένο ερώτηµα, διότι θα απαιτούσε περαιτέρω διερεύνηση και έρευνα ακόµη και στα έργα του Ευσεβίου κ.ά.· γεγονός που, για πρακτικούς κυρίως λόγους, είναι ανέφικτο να γίνει τη συγκεκριµένη στιγµή. Εκείνο που θα επιχειρήσουµε να εκθέσουµε είναι ο λόγος που εντάσσουµε το συγκεκριµένο απόσπασµα στα γνήσια έργα του Ευσταθίου. Στον αρ. 88 εκδίδει ο M. Spanneut, το συγκεκριµένο σχόλιο. Ο Ευστάθιος αναφέρεται στις δύο φύσεις του Χριστού, χωρίς να προβαίνει σε διάκρισή τους, αλλά σε ένωση: «…ούτος ο Θεός ηµών, ου λογισθήσεται έτερος προς αυτόν.»1010-έκφραση για την οποία δε µας έχει συνηθίσει ο Ευστάθιος, προβαίνοντας συνήθως σε διάκρισή τους. Εκείνο το σηµείο που έχει σηµασία για τη γνησιότητα του έργου είναι αυτό που καταγράφονται χαρακτηριστικές ενέργειες του Χριστού, για να τονιστεί η παραγµατικότητα της ενανθρώπησής Του. Αναφέρει ότι ο Χριστός «συνεγεννήθη», «συνενηπίασε», «συναυξήθη», «συνέφαγε», «συνέπιε», κ. ά.· λέξεις που χρησιµοποιούνται αυτολεξεί ή παρεµφερείς µε αυτές, στο γνήσιο έργο του «Περί ψυχής κατά Αρειανών»1011.
1003
R. Lorenz, ό.π., Zeitschrift Für die Neutestamentliche Wissenschaft 71 (1980) 110 υποσ. 4. Ό.π., Zeitschrift Für die Neutestamentliche Wissenschaft 71 (1980) 110 υποσ. 4. 1005 Επιλέξαµε την απόδοση του Λατινικού “Contestatio” στον τίτλο µε τον όρο «µαρτυρία» και όχι τον όρο «διαµαρτυρία», που είναι η δεύτερη σηµασία του, διότι ανταποκρίνεται περισσότερο στο περιεχόµενο του αποσπάσµατος. Για τις δύο σηµασίες του όρου, βλ. Σ. Καµανούδη, Λεξικόν Λατινοελληνικόν, Αθήνα 1995, σ. 172. 1006 M. Spanneut, ό.π., σ. 22. 1007 Ό.π., σ. 130 (στ. 5-7). 1008 F. Cavallera, ό.π., σ. 98. 1009 M. Spanneut, ό.π., σ. 23: “On ne voit plus dans ces conditions pourquoi Eusèbe aurait fait appel à l’autorité d’Eustathe.” 1010 Ό.π.,σ. 130 (στ. 9). 1011 Ό.π.,σ. 99 (στ. 15-18): «…την του σώµατος γέννησιν αφορά, ..εν τη Βηθλεέµ τεχθείς εσπαργανώθη, …ετράφη…κάν εν τη Ναζαρέτ ανδρωθείς ηυξήθη.». Πρβλ. Στην ίδια σελίδα, στ. 7-9. 1004
158
3. ΟΜΙΛΙΕΣ: α.΄ Περί των πειρασµών - CPG 3360 Αρχ.: “Cum enim vidisset Dominus …”, Τέλ.: “…acceptit Deigenitricem apud se.” Κώδικες: Brit. Muss. Aditt. 12155, φ. 34r. Brit. Muss. Aditt. 14535, (9ος αι.), φ. 13r . Εκδόσεις: B. Pitra, ό.π., τ. 4, σ. 210, 441. I. Rücker, “Florilegium Edessenum Anonymum“, Sitzungsberichte der Bauerischen Akademie der Wissenschaften, τεύχ. 5 (1933) 21. M. Spanneut, ό.π., σ. 116. Μελέτες: Ό.π., σσ. 33-34, 78-79. Το συγκεκριµένο απόσπασµα της λατινικής µετάφρασης, αρ. 68 στην έκδοση του M. Spanneut, αποτελεί τοποθέτηση στο χωρίο της Ιωάννειας γραµµατείας (Ιω. 19, 2627). Εκείνο που αξίζει να σηµειωθεί είναι ότι σ’ αυτό, στον τελευταίο στίχο, απαντάται για µία και µόνο φορά στα φερόµενα γνήσια συγγράµµατα του Ευσταθίου, ο όρος Θεοτόκος1012. Το γεγονός αυτό ώθησε ορισµένους µελετητές1013 να εκφράσουν τις επιφυλάξεις τους, εφόσον δεν είναι σύµφωνο µε τη θεολογική σκέψη του Ευσταθίου. Εκείνο που πρέπει όµως να σηµειωθεί είναι ότι ο συγκεκριµένος όρος αξιοποιείται στην αλληλογραφία µεταξύ Αλεξάνδρου Αλεξανδρείας και Ευσταθίου1014, γι’ αυτό και εκτιµάται από το M. Spanneut, ότι δεν υπάρχει λόγος αµφισβήτησης της πατρότητας του αποσπάσµατος1015. β΄ Οµιλία δευτέρα ενώπιον της Εκκλησίας - CPG 3361 Αρχ.: “At mater secundus corpus, …”, Τέλ.: “… natura quae non dormitat.” r Κώδικες: Brit. Muss. Aditt. 12155, φ. 34 . Brit. Muss. Aditt. 14535, (9ος αι.), φ. 13r . Εκδόσεις: B. Pitra, ό.π., τ. 4, σ. 210, 441. M. Spanneut, ό.π., σ. 117. Μελέτες: Ό.π., σσ. 33-34, 79. Η δεύτερη, όπως επιγράφεται, αυτή οµιλία αναφέρεται στο Γάµο της Κανά, ειδικότερα στο χωρίο Ιω. 2,3, του οποίο και αποτελεί παράφραση. Εκείνο που αξίζει να σηµειωθεί και µε το οποίο ξεκινά ο συγκεκριµένος λόγος, είναι ότι αναφερόµενος ο Ευστάθιος στη Θεοτόκο, χρησιµοποιεί την έκφραση «η κατά σάρκα µήτηρ». Γίνεται αναφορά στη σοφία του Κυρίου, η οποία εξαιτίας της θείας φύσης Του, αποτελεί θεία πρόγνωση1016. γ΄ Οµιλία ενώπιον της Εκκλησίας - CPG 3362 Αρχ.: “Manifestam quidem ignominiae …”, Τέλ.: « … occidissent et cruci affixissent.” Κώδικες1017: Brit. Muss. Aditt. 12155, φ. 34r. Brit. Muss. Aditt. 14535, (9ος αι.), φ. 13r . Εκδόσεις: B. Pitra, ό.π., τ. 4, σ. 210, 441. M. Spanneut, ό.π., σ. 118. Μελέτες: Ό.π., σσ. 33-34, 79. Το συγκεκριµένο απόσπασµα από το λόγο του Ευσταθίου στο Ιω.1,141018 αναφέρεται στα δύο συναισθήµατα που προκαλούν αίσθηση στους Ιουδαίους: εκείνο της ντροπής, της σεµνότητας κι εκείνο της έκπληξης. Ο συντάκτης, καταλήγοντας το κείµενό του, χρησιµοποιεί µία έκφραση που εκπλήσει, ότι δηλαδή αυτοί σκότωσαν το Θεό 1012
M. Spanneut, ό.π., σ. 116 (στ. 11-12). R.V. Sellers, ό.π., σ. 67. 1014 B. Pitra, ό.π., τ. 4, σ. 200. 1015 M. Spanneut, ό.π., σ. 79. 1016 Ό.π., σ. 79: “… à la prescience divine…”. 1017 Ό.π., σ. 34. 1018 Ιω. 1,14: «Και ο Λόγος εγένετο και εσκήνωσεν εν ηµίν…». 1013
159
Λόγο1019. Η φράση αυτή δε θα µας προξενούσε εντύπωση, εάν ο ίδιος ο συντάκτης στο υπ’ αρ. 26 και 27 σχόλιο (έκδοσης M. Spanneut) δεν έκανε λόγο ότι τη σταυρική θυσία δεν την υπέµεινε ο Λόγος (ο Χριστός κατά τη θεότητα), αλλά Εκείνος κατά την ανθρωπότητα. Όπως όµως σηµειώνει ο ίδιος µελετητής, µε τον οποίο συµφωνούµε, ο Ευστάθιος προσαρµόζει πάντοτε το θεολογικό –και όχι µόνο- περιεχόµενο του λόγου του στην αιρετική κακοδοξία, στο σφάλµα1020 προς το οποίο οφείλει και επιθυµεί ν’ αντιπαρατεθεί. δ΄ Περί Εβραϊσµού - CPG 3363 Αρχ.: « Κατά τινα νοµοθετικήν επίνοια …», Τέλ.: «… είδει οι νοµοθέται δήλον.» Εκδόσεις: A. Mai, Scriptorum Veterum Nova Collectio, τ. 1, 3, Roma 1825, σ. 106. F. Cavallera, ό.π., σ. 82. M. Spanneut, ό.π., σ. 119. Μαρτυρίες: Ιωάννου ∆αµασκηνού, Ιερά Παράλληλα, PG 86ΙΙ, 2092C. Μελέτες: M. Spanneut, ό.π., σσ. 43-46, 80. Το απόσπασµα που φέρεται µε τον αρ. 71 της έκδοσης του M. Spanneut, συγκαταλέγεται µεταξύ των γνήσιων έργων του Ευσταθίου, τόσο εξαιτίας της φερεγγυότητας του λόγου του Ιωάννη του ∆αµασκηνού, ο οποίος και το διασώζει, όσο και εξαιτίας σκέψης σχετικής µε τη Μωσαϊκή νοµοθεσία1021 που περιλαµβάνεται στο «Κατά Ωριγένους» γνήσιο έργο του. Το σχόλιο αυτό µιλά για το ψεύδος µεταξύ των νοµοθετών· ιδέα που σχετίζεται µε τον πλατωνισµό. 4. ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ Ευσεβίου Ιερωνύµου, De viris illustribus, 85 PL 23, 729. Σωκράτους Σχολαστικού, ό.π., 1, 23 PG 67, 144Α. Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 1, 3 PG 82, 908Β. Μελέτες: L. Duchesne, (mons.), ό.π., σ. 127. R.V. Sellers, ό.π., σ. 34 υποσ. 2. B. Altaner, ό.π., σ. 318. Κ. Σιαµάκη, ό.π., σ. 217. Ο Ευσέβιος Ιερώνυµος είναι εκείνος ο εκκλησιαστικός συγγραφέας ο οποίος αναφέρει ρητά ότι ο Ευστάθιος Αντιοχείας είναι συντάκτης µεγάλου αριθµού επιστολών1022, οι οποίες όµως δε σώζονται. Η µαρτυρία αυτή φαίνεται να ανταποκρίνεται στην πραγµατικότητα για το λόγο ότι οι αντιπαραθέσεις µεταξύ ορθόδοξης θεολογίας και αίρεσης, του Αρειανισµού ειδικότερα, είναι φυσικό να ώθησαν τον ιεράρχη να τοποθετηθεί ήδη από την περίοδο της αρχιερατείας του στη Βέροια. Προς την κατεύθυνση αυτή κινείται τόσο η επιστολιµαίας Πραγµατεία «Περί του Μελχισεδέκ» που έστειλε ο Βεροίας Ευστάθιος στον Αλεξανδρείας Αλέξανδρο µε αφορµή την κακοδοξία του Ιέρακος1023 -για την οποία θα κάνουµε λόγο παρακάτω- όσο και η απαντητική επιστολή του προς τον προκαθήµενο της Αλεξάνδρειας, για την Αρειανική κακοδοξία1024. ∆εν πρέπει να λησµονούµε επίσης εκείνο που σηµειώνει ο ιστορικός Μαρτυρίες:
1019
M. Spanneut, ό.π., σ. 79 (στ. 12-13): “qui Verbum Deum occidissent et cruci affixissent.” M. Spanneut, ό.π., σ. 79. 1021 E. Klostermann, “Origenes, Eustathius von Antiochien und Gregor von Nyssa über die Hexe von Endor”, Kleine Texte 33 (1912) 59-60. 1022 Ευσεβίου Ιερωνύµου, De viris illustribus, 85 PL 23, 729. 1023 Β. Φειδά, Η προεδρία., σσ. 88-89· B. Altaner, “Die Schrift Περί του Μελχισεδέκ des Eustathios von Antiocheia ”, BZ 23 (1940) 30-47. 1024 Β. Φειδά, ό.π., σσ. 89· J. Quasten, Patrology, ό.π., σ. 304· K. Μπόνη, Εισαγωγή εις την Αρχαίαν Χριστιανικήν Γραµµατείαν (96-325 µ.Χ.), σ. 291· R. Sellers, ό.π., σ. 24. 1020
160
Σωκράτης1025 ότι κατά τη µετανικαιϊκή εποχή ο Ευστάθιος Αντιοχείας και Ευσέβιος Καισαρείας προέβησαν σε ανταλλαγή επιστολιµαίων Πραγµατειών, µε σκοπό να αντικρούσουν τις µεταξύ τους απόψεις1026. Εκείνο που δεν πρέπει να αποκλείσουµε επίσης είναι το ότι µετά την καθαίρεση και εξορία του Ευσταθίου, είναι πιθανόν να απέστειλε ορισµένες επιστολές ο εκκλησιαστικός αυτός συγγραφέας στους οµόφρονές του στην Αντιόχεια. α΄ Περί του Μελχισεδέκ1027 - CPG 3359 Αρχ.: “Melcisedec quidem, cum indueret …”, Τέλ.: “…deduxis in aquas.” Αρχ.: «Αµήτορα που και απάτορα …», Τέλ.: «…και τω χείρε πλαστουργείται.» Αρχ.: « Τι ουν αν τις είποι; …», Τέλ.: «…η πολυθρύλητος αύτη Ιερουσαλήµ. » Αρχ.: « Ουκούν ει σαφώς έοικεν ο Μελχισεδέκ …», Τέλ.: «…έχει την γενεάν.» r v Κώδικες: Barber gr. 569, φφ. 127 - 127 . Mosq. gr. 385, φφ. 187r- 188r. Mosq. gr. 19, φφ. 32v - 33r. Ottobon. Gr. 441, φφ 20v - 22r. Paris. Bibl. Nat. Gr. 924. Εκδόσεις: J.B. Pitra, ό.π., τ. 4, σ. 210, 442. J. P. Migne, PG 18, 696Β. F. Cavallera, S. Eustathii..., ό.π., σ. 64. I. Rucker, “Florigerium Edessenum Anonymum”, SAM 5 (1933) 22. R. Devreesse, “Ancient Commentateurs Grecs del’Octateuque”, Revue Biblique (1935) 189. B. Altaner, “Die Schrift Περί του Μελχισεδέκ des Eustathios von Antiocheia ”, BZ 23 (1940) 30-47. M. Spanneut, ό.π., σ. 114- 115. ∆. Μπαλάνου, ό.π., ΒΕΠΕΣ 18 (1959) 323 - 324.1028 Μαρτυρίες: Ευσεβίου Ιερωνύµου, Epistula LXXII, ad Euangelum de Melchisedech, PL 22, 672-679. Μελέτες: G. Bardy, “Melchisédech dans la Tradition Patristique”, Revue Biblique 35 (1926) 496- 509, 36 (1927) 25-45. Β. Φειδά, Η προεδρία, σσ. 88-89. J. Quasten, ό.π., σ. 304. R.V. Sellers, ό.π., σσ. 68-69. M. Spanneut, ό.π., σσ. 76- 78. Τα συγκεκριµένα αποσπάσµατα φαίνεται ν’ αποτελούν επιστολιµαία Πραγµατεία που απέστειλε ο Βεροίας Ευστάθιος στον Αλεξανδρείας Αλέξανδρο1029 µε αφορµή τις κακοδοξίες του Ιέρακος στην Αλεξάνδρεια, σύµφωνα µε τις οποίες ταυτιζόταν ο Μελχισεδέκ µε το Άγιο Πνεύµα1030. Στο σηµείο αυτό αρκούµαστε να υπογραµµίσουµε απλά το ζήτηµα της οµοιότητας ορισµένων αποσπασµάτων του Ευσταθίου µε τµήµατα οµιλιών που φέρονται µε το όνοµα του Ιωάννη του Χρυσοστόµου1031 για το ίδιο θέµα – µε το οποίο όµως δε θα ασχοληθούµε- και το οποίο προκάλεσε έντονο προβληµατισµό 1025
Σωκράτους Σχολαστικού, ό.π., 1, 23 PG 67, 144Α. R.V. Sellers, ό.π., σ. 34 υποσ. 2. 1027 Για το λατινικό και ελληνικό κείµενο επιλέξαµε την έκδοση του M. Spanneut, ό.π., σ. 114-115. 1028 Το κείµενο της ΒΕΠΕΣ, όπως και του J.P. Migne, από το οποίο έχει ληφθεί, είναι διαφορετικό από εκείνο των εκδόσεων του B. Altaner και M. Spanneut. 1029 G. Bardy, ό.π., Revue Biblique 36 (1927) 30· Β. Φειδά, Η προεδρία, σσ. 88-89. 1030 Επιφάνιου Κύπρου, Κατά Αιρέσεων, 2, 35 PG 41, 980D. Πρβλ. R.V. Sellers, ό.π., σ. 68 υποσ. 2· J. Quasten, ό.π., σ. 304. 1031 Ιωάννου Χρυσοστόµου, Εις τον Μελχισεδέκ, PG 56, 257- 262· του ίδιου, Ότε ανέβη ο Κύριος εις το Ιερόν µεσούσης της εορτής και εις τον Μελχισεδέκ, PG 61, 739- 742. 1026
161
µεταξύ των µελετητών1032. Στα αποσπάσµατα αυτά αρ. 64-67, κατά την έκδοση του M. Spanneut, γίνεται λόγος ότι ο Μελχισεδέκ είναι µεν µεγάλος, όµως κατώτερος από τον Ιωάννη το Βαπτιστή1033. Χαρακτηρίζεται ανώτερος από όλους τους ιερείς, αµήτορας και απάτορας, σύµφωνα και µε την Παύλεια διατύπωση1034. Επιχειρείται στο απόσπασµα 66 σύγκριση µεταξύ της γενεαλογίας του Χριστού και του Μελχισεδέκ, σύµφωνα µε την οποία ο µεν πρώτος είναι εκ σπέρµατος Αβραάµ, ο δε δεύτερος προέρχεται από το γένος των Χαναναίων. Επειδή λοιπόν, σύµφωνα µε τον Ευστάθιο, το γενεαλογικό δέντρο του είναι άσηµο, γι’ αυτό και επιγράφεται απάτορας και αµήτορας. «∆ιό απάτορα και αµήτορα φησιν αυτόν είναι ουκ αξίους τους προγόνους ηγουµένους της αρετής του δικαίου και σόφρωνος (sic) ανδρός.»1035 Υπογραµµίζεται επίσης, για να καταδειχθεί το άσηµο περιβάλλον του, ότι η καταγωγή του ήταν πλησίον των Σοδόµων. Συνεπώς και ο Μελχισεδέκ δεν είναι αγενεαλόγητος κατά τη σάρκα. Στα συγκεκριµένα αποσπάσµατα του έργου «Περί του Μελχισεδέκ» είναι δυνατόν να διακρίνει κάποιος ένα άπαξ λεγόµενο και µία σπάνια λέξη της Χριστιανικής γραµµατείας. Το άπαξ λεγόµενο είναι η λέξη «αστυγείτων»1036, ενώ στις σπάνιες1037 λέξεις της Χριστιανικής γραµµατείας συγκαταλέγεται το ρήµα «πηλουργέω–ώ» (πηλουργείται)1038 που απαντάται στο έργο αυτό. ΙΙΙ. ΑΜΦΙΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΝΟΘΑ ΕΡΓΑ Στην ενότητα αυτή πρόκειται να εξετάσουµε τα συγγράµµατα εκείνα που είτε φέρουν το όνοµα του Ευσταθίου, όµως είναι πολύ πιθανόν να µην ανήκουν σε αυτόν, είτε καταγράφονται µε το όνοµα άλλου συντάκτη και αποδίδεται η πατρότητά τους στον εκκλησιαστικό αυτό συγγραφέα, οπότε εξετάζεται η ευστάθεια της συγκεκριµένης εκδοχής. Η διαίρεσή τους ακολουθεί εκείνη των γνήσιων έργων του. 1.ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ α΄ Υπόµνηµα εις Εξαήµερον - CPG 3393 Αρχ.: « Κλήµης µεν ουν, και Αφρικανός …», Τέλ.: «…δοθήναι αυτοίς κριτάς.» Κώδικες: Bibl. Reg. Bavaricae 32, φ. 468 κ.ε1039 Bibl. Vaticanae 309, (16ος αι), φφ. 294-4141040. Barber. Gr. 56, (16ος αι.), φφ. 294-340v1041. Vat. Gr. 700, (16ος αι.), φφ. 100-1411042. Εκδόσεις: J. P. Migne, PG 18, 707Α- 793C. J. P. Migne, PG 89, 851- 1052. F. Cavallera, ό.π., σ. 59. Μαρτυρίες: Αναστάσιου Σιναΐτη, Εις την Εξαήµερον, PG 89, 994Β. Μελέτες: Κ. Κοντογόνη, Φιλολογική, ό.π., σσ. 80-81. E. Zoepfl, Der Kommentar des Pseudo Eustathius zum Hexaemeron, Musnster-in-W. 1927. A. Quacquarelli, Complementi Interdisciplinari di Patrologia, σ. 235. 1032
M. Spanneut, ό.π., σσ. 76- 78· R.V. Sellers, ό.π., σ. 70. Ό.π., σ. 77. 1034 Εβρ. 7, 3. 1035 M. Spanneut, ό.π., σ. 115 (στ. 8-10). 1036 Η λέξη απουσιάζει από το Λεξικό του G.W.H. Lampe. Για τη θύραθεν γραµµατεία βλ. Η.G. Liddell- R. Scott, ό.π., τ. 1, σ. 418. 1037 Από το Λεξικό του G.W.H. Lampe απουσιάζει η συγκεκριµένη παράθεση του Ευσταθίου. Βλ. G.W.H. Lampe, ό.π., σ. 1081. 1038 M. Spanneut, ό.π., σ. 114 (στ. 24). 1039 I.C.L. Baro, Catalogus Codicum Manoscriptorum Bibliothecae Regiae Bavaricae, τ. 1, σ. 187. 1040 H. Stevenson, Codices Manuscriptorum Palatini Graeci Bibliothecae Vaticanae, σ. 257. 1041 V. Capocci, Codices Barberiani Graeci, τ. 1, σ. 57- 58. 1042 R. Devreesse, Codices Vaticani Graeci, τ. 3, σ. 178. 1033
162
Μολονότι το συγκεκριµένο έργο θεωρείται σύγχρονο του Ευσταθίου και είναι βέβαιο ότι ο εκκλησιαστικός αυτός συγγραφέας έγραψε «Περί της Εξαηµέρου», όπως µας πληροφορεί ο Αναστάσιος ο Σιναΐτης, εντούτοις το εν λόγω κείµενο θεωρείται νόθο από τους µελετητές.1043 Η αµφισβήτηση της πατρότητας του συγκεκριµένου έργου βασίζεται, σύµφωνα µε τον Κ. Κοντογόνη, στους ακόλουθους λόγους1044: i. ∆ε µνηµονεύεται το συγκεκριµένο έργο από τους Ιερώνυµο και Θεοδώρητο Κύρου. ii. Οι ενότητες του βιβλίου έχουν άτεχνα συρραφεί και αποτελούν αποσπάσµατα από την Παλαιά ∆ιαθήκη, τον Ιώσηπο, το «Πρωτευαγγέλιο» του Ιακώβου1045, τον Ευσέβιο, το Μ. Βασίλειο. iii. Το ύφος του λόγου αλλά και ο τρόπος έκθεσης των γεγονότων και απόψεων δεν είναι αντάξιος της πολυµάθειας, της ικανότητας του Ευσταθίου. Χαρακτηριστικός είναι ο λόγος του R.V. Sellers για την πατρότητα του συγκεκριµένου έργου, ο οποίος θεωρεί ότι εάν το αποδίδαµε στον Ευστάθιο, αυτό θα ήταν µεγάλη αδικία, διότι ο ίδιος έχει συγγραφική παραγωγή υψηλότερης ποιότητας και αυθεντικότητας από αυτή του συγκεκριµένου συγγραφέα.1046 β΄ Εις την Γένεσιν - CPG 3388 Αρχ.: « Και γαρ εκ πολλών τρόπων…», Τέλ.: «…σήµερον ο παράδεισος υπάρχει.» Αρχ.: « Ουχ ούτως, ω φιλόσοφε, …», Τέλ.: «…γενέσθαι τον άνθρωπον φηµί.» Αρχ.: « Και είπεν ο Θεός· ποιήσωµεν…», Τέλ.: «…ασύνθετός εστι, πύρ ούσα τη φύσει.» Κώδικες: Vat. Gr. 383, (17ος αι.)1047 Vat. Gr. 1684, (16ος αι.)1048 Εκδόσεις: G. Loeschcke- M. Heinemann,“Gelasius Kirchengeschichte”,Griechischen Christlichen Schriftstelller, Leipzig 1918, σσ. 64-65. M. Spanneut, ό.π., σσ. 128- 129. Μαρτυρίες: Αναστάσιου Σιναΐτη, Εις την Εξαήµερον, PG 89, 994Β. Γελάσιου Κυζικηνού, ό.π., 2, 14· 15 PG 85, 1256C – 1257A. Μελέτες: M. Spanneut, ό.π., σσ. 84- 85. Με το συγκεκριµένο έργο συνδέονται σχόλια στο Γέν. 2, 19-20. Τα αποσπάσµατα που φέρουν το όνοµα του Ευσταθίου Αντιοχείας (αρ. 85-87, στην έκδοση του M. Spanneut), προέρχονται από του Αναστάσιο Σιναΐτη και Γελάσιο Κυζικηνό, όµως θεωρούνται νόθα. Τα κείµενα αναφέρονται στη δηµιουργία του ανθρώπου, καθώς και στο ρόλο του, στο περιβάλλον του παραδείσου, στην ιδιαίτερη αξία του. γ΄ Ερµηνεία εις Ψαλµόν 15 - CPG 3390 Τέλ.: «…εκ της Μαρίας προελθούσα.»1049 Αρχ.: « Αλλά µην η του Ιησού ψυχή…», Αρχ.: « Εξαπέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού…», Τέλ.: «…γνωριζόµενον κατά πάντα.» Εκδόσεις: J.P. Migne, PG 18, 685D. ∆. Μπαλάνου, ό.π., ΒΕΠΕΣ 18 (1959) 320. Μαρτυρίες: Θεοδωρήτου Κύρου, Ερανιστής, PG 83, 88D. Λεόντιου Βυζάντιου, Κατά Μονοφυσιτών, PG 86ΙΙ, 184C. 1043
Ενδεικτικά: J. Quasten, ό.π., τ. 3, σ. 304· R.V. Sellers, ό.π., σ. 61. Κ. Κοντογόνη, Φιλολογική και κριτική Ιστορία, τ. 2, σσ. 80-81. 1045 A. Quacquarelli, Complementi Interdisciplinari di Patrologia, σ. 235. 1046 R.V. Sellers, ό.π., σσ. 61-62: “It is quite clear that it would be doing a gross injustice to Eustathius if we were to ascribe the work to his pen. His mind, as we shall see from his de Engastrimytho, was of a far higher quality than that of the author of this work, who, apparently, was a man devoid of literary taste and originality.” 1047 R. Devreesse, Codices Vaticani Graeci, τ. 2, σ. 78. 1048 C. Gianneli, Codices Vaticani Graeci (codd. 1684-1744), σ. 1. 1049 M. Spanneut, ό.π., σ. 27 1044
163
Μελέτες: M. Spanneut, ό.π., σ. 27, 35, 67. Τα συγκεκριµένα αποσπάσµατα, χαρακτηρίζονται νόθα από τους µελετητές. Σύµφωνα µ’ εκείνο του Θεοδωρήτου, η ψυχή του Χριστού ήταν οµοούσια µε τις ψυχές των ανθρώπων, όπως ακριβώς και το σώµα του. Στο απόσπασµα που διασώζεται στο Λεόντιο Βυζάντιο, γίνεται λόγος για το Χριστό, µε το χαρακτηρισµό «µοναδικόν πρόσωπον», το οποίο και αντιδιαστέλλεται µε τη φύση Του, η οποία δεν είναι µία «ουδέν την αυτήν ουσίαν σαρκός και θεότητος»1050. Από τα συγκεκριµένα αποσπάσµατα, µόνο εκείνο του Θεοδωρήτου Κύρου, περιλαµβάνεται στην έκδοση της ΒΕΠΕΣ1051 και του J. P. Migne1052. δ΄ Εις Παροιµίες - CPG 3366 Αρχ. « Τον Χριστόν λέγει Σοφίαν…», Τέλ. «…τίµιον ουκ άξιον αυτής.»1053 Αρχ. « Ο µεν γάρ στρατηγός…», Τέλ. «…κατά του πνεύµατος της οργής.»1054 Αρχ. «Ού µόνον περί πόρνης είρηται …», Τέλ. «…προς την πονηράν πράξην αγωνιά.»1055 Κώδικες: Paris Gr. 151, φ. 22v, 63r. Εκδόσεις: F. Cavallera, ό.π., σσ. 73-74, 80, 81. M. Spanneut, ό.π., σσ. 122-123. Μελέτες: M. Spanneut, ό.π., σ. 81. Τα συγκεκριµένα αποσπάσµατα, που στην έκδοση του M. Spanneut φέρουν τους αρ. 76-78, συγκαταλέγονται σ’ εκείνα που στερούνται γνησιότητας, διότι παρουσιάζουν απόκλιση σε σχέση µε το ύφος 1056 των έργων του Ευσταθίου. Το περιεχόµενό τους είναι ηθοπλαστικό και σχετίζεται µε τα πάθη, τους λογισµούς, τις επιθυµίες και την καταπολέµησή τους. ε΄ Εις το Ησ. 38,8 Αρχ.: « …ο δε Πατριάρχης Αντιοχείας Ευστάθιος…», Τέλ.: «…µέσον του ουρανού.» Εκδόσεις: J.P. Migne, PG 158, 369Α. F. Cavallera, ό.π., σ. 66. Μαρτυρίες: Μιχαήλ Γλυκά, Βίβλος χρονική, PG 158, 369Α. Μελέτες: M. Spanneut, ό.π., σ. 53. Η πατρότητα του συγκεκριµένου σχολίου του Ευσταθίου Αντιοχείας, στο Ησ. 38, 81057, αµφισβητείται µε το σκεπτικό ότι διαφοροποιείται, ως προς το ύφος, µε άλλα έργα του Ευσταθίου, αλλά και επειδή απουσιάζει από τον Γλυκά η µνηµόνευση του έργου του Ευσταθίου που αποτέλεσε πηγή του.1058 Το περιεχόµενο του σχολίου αναφέρεται στη διαφοροποίηση του χρόνου της ηµέρας που συντελέστηκε επί εποχής Εζεκία, µε αποτέλεσµα να γίνει η ηµέρα εικοσι δύο ώρες. στ΄ Εις το κατά Ιωάννην - CPG 3390 Αρχ.: « Υποτάττει και µάλλον κυριοί…», Τέλ.: «…το θέληµα του πέµψαντός µε Πατρός.» Εκδόσεις: F. Cavallera, ό.π., σσ. 82- 83. M. Spanneut, ό.π., σ. 126. 1050
M. Spanneut, ό.π., σ. 35. ∆. Μπαλάνου, ό.π., ΒΕΠΕΣ 18 (1959) 320. 1052 Ευσταθίου Αντιοχείας, Εις Ψαλµόν 15, PG 18, 685D. 1053 Αναφέρεται στο Παρ. 3, 13-15: «Μακάριος άνθρωπος ός εύρεν σοφίαν και θνητός ος είδεν φρόνησιν·… εύγνωστός εστιν πάσιν τοις εγγίζουσιν αυτή, παν δε τίµιον ουκ άξιον αυτής εστιν.» 1054 Αναφέρεται στο Παρ. 16, 22: «πηγή ζωής έννοια κεκτηµένοις, παιδεία δε αφρόνων κακή». 1055 Σχετίζεται µε το Παρ. 23, 33 «οι οφθαλµοί σου όταν ίδωσιν αλλοτρίαν, το στόµα σου τότε λαλήσει σοφίαν». 1056 M. Spanneut, ό.π., σ. 81. 1057 Ησ. 8,8: «… την σκιάν των αναβαθµών, ους κατέβη ο ήλιος, τους δέκα αναβαθµούς του οίκου του πατρός σου, αποστρέψω τον ήλιον τους δέκα αναβαθµούς. Και ανέβη ο ήλιος τους δέκα αναβαθµούς, ούς κατέβη η σκιά.» 1058 M. Spanneut, ό.π., σ. 53. 1051
164
Μαρτυρίες: Μελέτες:
Αναστάσιου Σιναΐτη, Κατά Μονοφυσιτών, PG 89, 118, 1181CD. R.V. Sellers, ό.π., σ. 67. M. Spanneut, ό.π., σ. 82. Στο νόθο1059 αυτό έργο που φέρεται στο όνοµα του Ευσταθίου Αντιοχείας και διασώζεται από τον Αναστάσιο το Σιναΐτη, επιχειρείται ανατροπή του Κέλσου, ενώ παράλληλα γίνεται σχολιασµός στο 26ο κεφάλαιο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου. Το συγκεκριµένο σχόλιο αναφέρεται στα δύο θελήµατα του Χριστού, στην υποταγή του ανθρωπίνου στο θείο θέληµα1060, σε σχέση µε το γεγονός του πάθους.
2. ∆ΟΓΜΑΤΙΚΑ α΄ Έκθεση Πίστεως Αρχ.: « Πιστεύωµεν εις ένα αγέννητον Θεόν…», Τέλ.: «…των αιώνων. Αµήν.» Εκδόσεις: J. P. Migne, PG 25, 200Α- 208Α. E. Schwartz, ό.π., Sitzungberichte der Bayerischen Akademie der Wissenmengeschichte, Munich 1925. Μαρτυρίες: Αθανασίου Αλεξανδρείας, Έκθεσις Πίστεως, PG 25, 200Α- 208Α. Μελέτες: R.P. Casey, “The Pseudo-athanasian Sermo Major de Fide”, JTS 35 (1934) 394-395. J. Lebon, “Saint Athanase a-t-il Εmployé l’Εxpression : ο κυριακός άνθρωπος”, Revue Historique Ecclesiastique (1935) 307-329. Ε. Weigl, “Untersuchungen zur Christologie des Heiligen Athanasius“, Forschungen zur Christlichen Literatur und Dogmengeschichte 12, τεύχ. 4 (1914) 18, 31. Με το όνοµα του Αθανασίου Αλεξανδρείας παραδίδεται κείµενο «Έκθεσις Πίστεως»1061, το οποίο όµως δηµιούργησε αρκετές φορές προβληµατισµό στους µελετητές για τη γνησιότητά του, σε σχέση µε τον Αθανάσιο Αλεξανδρείας. Σύµφωνα µε την έρευνα, ως συντάκτης του αναγνωρίζεται ο Μαρκέλλος Αγκύρας1062, από ορισµένους µελετητές, ενώ κάποιοι άλλοι φέρουν το όνοµα του Ευσταθίου Αντιοχείας ως συντάκτη του Συµβόλου1063. ∆εν πρόκειται ν’ ασχοληθούµε µε τις παραδόσεις για το ιστορικό πλαίσιο1064 του συγκεκριµένου κειµένου. Απλά θα υπενθυµίσουµε την εκδοχή του E. Schwartz ότι αποτελεί γράµµα του Ευσταθίου Αντιοχείας που απέστειλε από την εξορία του προς τους πιστούς της Αντιόχειας. Χρονολογικά τοποθετείται η σύνταξή του µέχρι και το 3501065. Είναι λοιπόν φυσικό, όσοι υιοθετούν την άποψη ότι ο Ευστάθιος Αντιοχείας πέθανε πριν το 337, να µην δέχονται την απόδοση της πατρότητας του κειµένου σ’ αυτόν. Προσωπικά, τοποθετούµε το συγκεκριµένο κείµενο στα αµφιβαλλόµενα. ∆ε θα µπορούσε να συµπεριληφθεί µεταξύ εκείνων που είναι νόθα, διότι αρκετές εκφράσεις και λέξεις του έχουν τα παράλληλά τους στα Ευσταθιανά συγγράµµατα. Εντούτοις, η προηγµένη θεολογική ορολογία του, η έκφραση «Κυριακός άνθρωπος» 1066 για το Χριστό µας υποψιάζουν ότι ίσως και να µη µπορούσε να αποδοθεί στον Ευστάθιο. Ένα είναι 1059
R.V. Sellers, ό.π., σ. 67· M. Spanneut, ό.π., σ. 82. . Για το συγκεκριµένο θέµα, βλ. Ε. ∆ουνδουλάκη, «Η σωµατική αυτοδιαχείριση στην Ορθόδοξη Παράδοση», Η καύση των νεκρών στην Ορθόδοξη Εκκλησία (Μελέτες Ορθοδόξου Θεολογίας), εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 87-88. 1061 Αθανασίου Αλεξανδρείας, Έκθεσις Πίστεως, PG 25, 200Α- 208Α. 1062 Σ. Παπαδόπουλου, ό.π., τ. 2, σ. 321. 1063 E. Schwartz, ό.π., σ. 57-58· Β. Altaner, Précis de Patrologie, σ. 446· J. Quasten, ό.π., σ. 305· M. Spanneut, ό.π., JTS 5 (1954) 215- 220. 1064 M. Spanneut, Recherches, ό.π., σ. 87-89. 1065 Ό.π.,σ. 88. 1066 Αθανασίου Αλεξανδρείας, Έκθεσις Πίστεως, PG 25, 205C. 1060
165
σίγουρο: εάν ο συντάκτης του δεν παρουσίαζε συγκλίνουσες µε τον Ευστάθιο θεολογικές απόψεις, τότε σίγουρα είχε µελετήσει τα συγγράµµατά του. Ορισµένες λέξεις ή φράσεις που µπορεί κάποιος να εντοπίσει οµοιότητες µε τα γνήσια έργα του Ευσταθίου είναι και οι ακόλουθες: i. Ο χαρακτηρισµός του Θεού Λόγου ως «Σοφία»1067. ii. Η χρήση του όρου «άνθρωπος»1068 για να αποδοθεί η ανθρώπινη σάρκα, φύση που προσέλαβε ο Υιός του Θεού. iii. Η αναφορά ότι και µετά την Εναθρώπησή Του ο Χριστός παραµένει στους κόλπους του Θεού Πατρός1069. Χαρακτηριστικά σηµειώνεται για Εκείνον στο «Κατά Ωριγένους» έργο του Ευσταθίου: «..εκήρυττε (Ιωάννης) αυτόν εν τοις κόλποις είναι του Πατρός, εστιώµενον επί γής αυτώ σώµατι· πώς ουκ εννοητέον, ότι και των ουρανών επεβεβήκει των τούτο και ως κόλπων είσω διαιτώµενος και τη γη θεοπρεπώς επεδήµει, και πάσιν οµού παρήν, οία Θεός;»1070 iv. Η χρήση του όρου «µονογενής» για το Χριστό1071. v. Η υπογράµµιση ότι όλα έγιναν (δηµιουργήθηκαν) από το Χριστό.1072 Πρέπει επίσης να υπογραµµιστεί ότι στην «Έκθεση Πίστεως» µνηµονεύονται δύο χωρία της Αγίας Γραφής, τα οποία στα Ευσταθιανά συγγράµατα έτυχαν ιδιαίτερης προσοχής. Εκείνο του Παρ. 8, 22: «Κύριος έκτισέ µε …»1073, όπως και το Λκ. 23, 43 που αναφέρεται στο λόγο του Χριστού προς το ληστή, κατά τη Σταύρωση, ότι θα εισαχθεί στον παράδεισο1074. β΄ Σχόλια - CPG 33892 Αρχ.: “Si quis dixerit Deum Verbum …”, Τέλ.: “… in caelo et in terra.” Εκδόσεις: L. Assemani, Bibliotheca Orientalis Clementino-Vaticana, τ. 3, Rome 1719- 1928, σ. 542. M. Spanneut, ό.π., σ. 130. Μελέτες: Ό.π., σσ. 52, 85-86. Στον αρ. 89 της έκδοσης του M. Spanneut, δηµοσιεύεται λατινικό κείµενο που διασώζει ο νεστοριανός ιερέας Sabarjesus (10ος αι.). Σε έργο του κατά των Ιακωβιτών φιλοξενεί στο 7ο από τα οκτώ κεφάλαια που περιλαµβάνει, συλλογή Πατερικών κειµένων από τα Συριακά, µε µετάφραση στην αραβική γλώσσα. Μεταξύ αυτών υπάρχει και απόσπασµα που φέρεται στο όνοµα του Ευσταθίου Αντιοχείας και αναφέρεται στη διάκριση των δύο φύσεων του Χριστού, όπου τονίζεται ότι ο Θεός Λόγος δε συνδέεται µε πάθη. Μολονότι εξ επόψεως θεολογικού περιεχοµένου το συγκεκριµένο κείµενο δεν παρουσιάζει απόκλιση από τη διδασκαλία του εκκλησιαστικού συγγραφέα, εντούτοις το
1067
Ό.π., PG 25, 200Α. Παράλληλά του στα Ευσταθιανά συγγράµµατα, βλ. M. Spanneut, Recherches, ό.π., σ. 102 (στ. 35), 103 (στ. 10), 104 (στ. 9, 13, 21) κ.ά. 1068 Αθανασίου Αλεξανδρείας, ό.π., PG 25, 201Β. Παράλληλά του στα Ευσταθιανά συγγράµµατα, βλ. M. Spanneut, ό.π., σ. 101 (στ. 30-31), 102 (στ. 24), 106 (στ. 10) κ.ά. 1069 Αθανασίου Αλεξανδρείας, ό.π., PG 25, 204Β: «Παρά δε τω Πατρί αεί εστιν ο ών εις τον κόλπον του Πατρός· ουδέποτε δε εκενώθη ο κόλπος του Πατρός της του Υιού θεότητος.» 1070 Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, 19, PG 18, 652D. Πρβλ. M. Spanneut, ό.π., σ. 101 (στ. 9). 1071 Αθανασίου Αλεξανδρείας, ό.π., PG 25, 200Α. Παράλληλά του στα Ευσταθιανά συγγράµµατα, Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, 19, PG 18, 652C. 1072 Αθανασίου Αλεξανδρείας, ό.π., PG 25, 200Α. Παράλληλά του στα Ευσταθιανά συγγράµµατα, M. Spanneut, ό.π., σ. 101 (στ. 10, 11), 103 (στ. 24-25), 106 (στ. 8-10) κ.ά. 1073 Αθανασίου Αλεξανδρείας, ό.π., PG 25, 205Β. Πρβλ. Οµώνυµο έργο του Ευσταθίου Αντιοχείας. M. Spanneut, ό.π., σσ. 101-105. 1074 Αθανασίου Αλεξανδρείας, ό.π., PG 25, 201C. M. Spanneut, ό.π., σ. 100 (στ. 21-30).
166
γεγονός ότι καταγράφεται µεταξύ αναθέµατος αποτελεί, σύµφωνα µε το M. Spanneut, µεταγενέστερη1075 παραγωγή, οπότε θα πρέπει να το εντάξουµε στα αµφιβαλλόµενα. 5. ΗΘΙΚΑ - ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΑ α΄ Λόγος Κατηχητικός - CPG 3385. Αρχ./ Τέλ.: «Ενέργεια φυσική εστιν η πάσης ουσίας έµφυτος κίνησις. Ενέργειά εστι φυσική η δηλωτική πάσης ουσίας δύναµις.» Κώδικες: Paris gr. 854, φ. 136r-v. Εκδόσεις: Τ. Schermann, “Die Geschichte der Dogmatischen Florigien”, Texte und Untersuchunge 13 (1904) 62. F. Cavallera, ό.π., σ. 90. M. Spanneut, ό.π., σ. 125. Μαρτυρίες: Μαξίµου Οµολογητού, Εγχειρίδια θεολογικά και πολεµικά, προς Μαρίνον, PG 91, 280D. Μελέτες: M. Spanneut, ό.π., σσ. 39-40, 82. R.V. Sellers, ό.π., σ. 70. Ο Μάξιµος ο Οµολογητής µας διασώζει δύο αποσπάσµατα του Ευσταθίου Αντιοχείας στο έργο του «Εγχειρίδια θεολογικά και πολεµικά». Το πρώτο1076, εξαιτίας του ότι σχετίζεται άµεσα µε τη θεολογική ορολογία του ίδιου του Μαξίµου, θεωρείται από τους µελετητές ως νόθο. Το δεύτερο, το οποίο στην έκδοση του M. Spanneut φέρει τον αρ. 81, φένεται ότι είναι αµφιβαλλόµενο, όπως υποστηρίζεται και από τους µελετητές1077, άποψη η οποία µας βρίσκει σύµφωνους. Προς την κατεύθυνση του αµφιβαλλόµενου φαίνεται να συγκλίνει το γεγονός της χρήσης της έκφρασης: «ενέργεια φυσική», αλλά και η παράθεση του αυτού σχολίου στο όνοµα του Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου, σε άλλη συλλογή του Μαξίµου1078. β΄ Σχόλια - CPG 33894 Αρχ.: “Haereticis ad nos venientibus…”, Τέλ.: “…ut apud nos maneant.” Αρχ.: “ Prorsus et sine dubio…”, Τέλ.: “…oblationem facere non licet.” Εκδόσεις: A. Mai, Scriptorum Veterum Nova Collectio, τ. Χ, Rome 1833, σ. 22, 39. M. Spanneut, ό.π., σσ. 130-131. Mελέτες: L. Assemani, ό.π., τ. 3, Rome 1719- 1928, σ. 542. M. Spanneut, ό.π., σ. 53, 86. Στα νόθα έργα του Ευσταθίου Αντιοχείας πρέπει να συµπεριλάβουµε τα δύο αποσπάσµατα (αρ. 91, 92 της έκδοσης M. Spanneut), που περιλαµβάνονταν στο βιβλίο του ζηλωτή επισκόπου των Ιακωβιτών Bar Hebraeus (1225), Nomocanon ή Epitome Cononum1079. ∆ύο είναι κυρίως οι λόγοι που οδηγούν υπέρ της αµφισβήτησης της πατρότητας του συγκεκριµένου κειµένου: i. Η συλλογή που περιλαµβάνει τα συγκεκριµένα αποσπάσµατα είναι αρκετά καθυστερηµένη (13ος αι.), παράµετρος που εύλογα γεννά ερωτηµατικά για τη γνησιότητα των συγκεκριµένων κειµένων. 1075
Ό.π., σ. 86: “C’est celui de Saberjésus, qui distingue les natures dans le Christ et écarte du Diue-Verbe toute passion. L’idée et même les mots peuvent très bien être d’Eustathe et figurer dans un de ses écrits contre les ariens, mais la disposition en anathème est sans doute postérieure.” 1076 Μαξίµου Οµολογητού, Εγχειρίδια θεολογικά και πολεµικά, προς Μαρίνον, PG 91, 277Α: «Θέλησις εστι φυσική λόγου του εν ηµίν κίνησις. Θέλησις εστιν όρεξις λογική τε και ζωτική.» 1077 Ενδεικτικά. R.V. Sellers, ό.π., σ. 70. 1078 Μαξίµου Οµολογητού, ό.π., PG 91, 280D. Πρβλ. M. Spanneut, ό.π., σ. 40. 1079 Ό.π., σ. 53.
167
ii. Η έκφραση «Haereticis ad nos venientibus» η οποία καταγράφεται στην αρχή του πρώτου αποσπάσµατος, εντοπίζεται και σε άλλους εκκλησιασιαστικούς συγγραφείς, σύµφωνα µε το M. Spanneut1080, όπως επί παραδείγµατι, σε γράµµα του Πατριάρχου Τιµοθέου1081, όπου απαντάται µάλιστα δύο φορές. Ως προς το περιεχόµενό τους, αναφέρονται στη θέση των κατηχουµένων στη Λειτουργία. Όπως χαρακτηριστικά σηµειώνεται,1082 αυτά είναι τα µόνα κείµενα που αντικατοπτρίζουν την ποιµαντική δραστηριότητα του επισκόπου της Αντιόχειας. 4. ΟΜΙΛΙΕΣ α΄ Εις τον Λάζαρον, την Μαρίαν και την Μάρθαν - CPG 3394 / BHG 2213·1c.1083 Αρχ.: « Ακούσωµεν, αγαπητοί, και εις δεύρο…», Τέλ.: «…ζωή τη απεράντω… αµήν.» Εκδόσεις: F. Cavallera, ό.π., σσ. 28-51. M.J. Rouët – S.I. Journel, Enchiridion Patristicum, 1965, σσ. 330-331. M. Van Esbroeck, “L’Homilie d’Eustathe d’Antioche en Géorgien”, Oriens Christianus 66 (1982) 189- 214. Mελέτες: L. Salter, “Une prétendue homélie d’Eustathe “, Bull. de Litterature Ecclésiastique (1906) 220. J. Quasten, ό.π., σ. 304-305. R.V. Sellers, ό.π., σσ. 62-66. F. Cayré, ό.π., σ. 318. M. Spanneut, ό.π., σ. 86. Σ. Παπαδόπουλου, ό.π., τ. 2, σ. 112,113. Το εν λόγω έργο, το οποίο βασίζεται στο Ιω. 11, 271084, δικαίως θεωρείται από τους µελετητές ως νόθο, κυρίως εξαιτίας της προηγµένης θεολογίας (Τριαδολογίας, Χριστολογίας) του, των παραδειγµάτων1085 που χρησιµοποιεί. Οι όροι «ασυγχύτως», «ατρέπτως», «αδιαιρέτως», που χρησιµοποιούνται στο σύγγραµµα αυτό, εύλογα ωθούν στο συλλογισµό ότι η τελική µορφή του δε θα πρέπει να τοποθετηθεί πριν από το 4511086, την ∆΄ Οικουµενική Σύνοδο, στον Όρο της οποίας χρησιµοποιήθηκαν τα επιρρήµατα αυτά. Στο σηµείο αυτό πρέπει να σηµειωθεί ότι υπάρχουν και δύο άλλα δεδοµένα: Το πρώτο σχετίζεται µε τον F. Cavallera, ο οποίος επιχείρησε να εντοπίσει και παρουσίασε «παράλληλα»1087 του συγκεκριµένου λόγου µε άλλα έργα του Ευσταθίου. ∆ε θα επιµείνουµε αν και πόσα1088 από τα επιχειρήµατα αυτά «άντεξαν» στην βάσανο του «τεστ διασταύρωσης» (crucial test).1089 Σηµασία έχει ότι η µορφή του συγκεκριµένου κειµένου δεν ανταποκρίνεται στο ύφος και το περιεχόµενο του Ευσταθίου. Το δεύτερο δεδοµένο σχετίζεται µε το γεγονός ότι το 1982 ο M. Van Esbroeck εξέδωσε αρχαία γεωργιανή µετάφραση της οµιλίας1090, στην οποία δεν περιλαµβάνεται η 1080
Ό.π., σ. 53. O. Braun, “Timothei Patriarchae I Epistulae”, CSCO 67 (1915) 1-21. 1082 M. Spanneut, ό.π., σ. 86. 1083 F. Halkin, “Lazarus”, Auctarium BHG, SH 47 (1969)216. 1084 Ιω. 11, 27: «… λέγει αυτώ· ναι κύριε, εγώ πεπίστευκα ότι σύ ει ο Χριστός ο υιός του θεού ο εις τον κόσµον ερχόµενος.» 1085 Σχέση Πατρός και Υιού: Ήλιος, φωτεινότητα. 1086 R.V. Sellers, ό.π., σ. 66. 1087 Ό. π., σ. 64- 65. 1088 Από προσωπική µελέτη στην έκδοση του M.J. Rouët εντοπίσαµε περί τα δέκα παράλληλα χωρία. Εντούτοις, η Τριαδολογία του είναι όντως αρκετά προηγµένη. Σίγουρο πάντως είναι ότι έχει βάση Ευσταθιανή, η οποία εµπλουτίστηκε από συντάκτη, µετά τη ∆΄ Οικουµενική Σύνοδο, προκειµένου να παρουσιάζει συνοπτικά και περιεκτικά τη Χριστολογία της Εκκλησίας. 1089 R.V. Sellers, ό.π., σ. 64. 1090 Η έκδοση έγινε συνοδευόµενη µε γαλλική µετάφραση του κειµένου. Παρά τις επίµονες προσπάθειές µας, δεν καταφέραµε να εντοπίσουµε το συγκεκριµένο κείµενο, να το έχουµε στα χέρια µας. 1081
168
προηγµένη Χριστολογία. Όπως ισχυρίζεται ο καθηγητής κ. Σ. Παπαδόπουλος, µε τον οποίο συµφωνούµε, είναι πολύ πιθανόν νεότερος συγγραφέας, προκειµένου να προσαρµόσει την οµιλία του Ευσταθίου στις νέες προκλήσεις των αιρετικών, σε επίπεδο Χριστολογίας, να προέβη σε προσθήκες στο αρχικό κείµενο.1091 β΄ Προσφώνησις προς τον Κωνσταντίνον - CPG 3395 Αρχ.: « Ευχαριστούµεν Θεώ, κράτιστε βασιλεύ,…», Τέλ.: «… ψυχάς εργάσηται θήραµα.» Εκδόσεις: J. P. Migne, PG 18, 673D- 676Β. ∆. Μπαλάνου, ό.π., ΒΕΠΕΣ 18 (1959) 325. Μαρτυρίες: Γρηγορίου Καισαρείας, ό.π., 1, PG 111, 428ΒC. Μελέτες: R.V. Sellers, ό.π., σ. 60. F. Cayré, ό.π., σ. 318. M. Spanneut, ό.π., σ. 63. Στο πρώτο κεφάλαιο της ∆ιατριβής, (σσ. 66-67) έχουµε ήδη αναφερθεί στον προσφωνητικό λόγο ενώπιον του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, κατά την έναρξη των εργασιών της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου, όπως έχουµε επίσης εκθέσει ορισµένους λόγους για τους οποίους εκτιµούµε ότι δε θα µπορούσαµε να αποκλείσουµε την απόδοση της πατρότητάς του στον Ευστάθιο. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο θεωρούµε το συγκεκριµένο έργο, ως αµφιβαλλόµενο και όχι ως νόθο1092. Εδώ θα αρκεστούµε να προσθέσουµε, συµπληρωµατικά, ορισµένες πληροφορίες, κυρίως, υφολογικής και γλωσσικής φύσεως που συνηγορούν υπέρ της αναγνώρισης της πατρότητας του εν λόγω κειµένου. i. Στο συγκεκριµένο λόγο, υπάρχουν ένδεκα φράσεις οι οποίες περιέχουν «υπερβατό»1093 σχήµα. Ενδεικτικά σηµειώνουµε τις ακόλουθες: «τω την επίγειον συνηθύνοντί σοι βασιλείας», «ο της µανίας επώνυµος του λόγου και της συνελεύσεως αίτιος», «της θολεράς αυτού λογοθωπείας», κ.ά. Το συγκεκριµένο σχήµα, όχι µόνο απαντάται πολύ συχνά στα έργα του Ευσταθίου -κυρίως κατά την προνικαιϊκή περίοδο-, αλλά και φαίνεται να είναι αρκετά προσφιλές σ’ εκείνον, όπως διαπιστώνουµε από τα κείµενά του. ii. Συχνά χρησιµοποιεί ο ιεράρχης τη δυνητική ευκτική στα κείµενά του. Στον προσφωνητικό αυτό λόγο, τη συναντούµε δύο φορές: «αν πείσειας», «…και.. (αν) αφανίσειας». ∆εν απουσιάζουν επίσης οι παρηχήσεις (το οµοίαρκτο)1094, που δεν είναι άγνωστες και σε άλλα γνήσια έργα του εκκλησιαστικού συγγραφέα. iii. Στο συγκεκριµένο λόγο απαντώνται δύο άπαξ λεγόµενα σε θύραθεν και Χριστιανική γραµµατεία1095, ένα άπαξ λεγόµενο της Χριστιανικής γραµµατείας1096, καθώς και η σπάνια λέξη, «κτιστολάτρης»1097 στην αυτή γραµµατεία. Όπως έχουµε ήδη διαπιστώσει και όπως περισσότερο θα καταδείξουµε σε επόµενη παράγραφο, τα γλωσσικά αυτά στοιχεία αποτελούν κοινό τόπο στα συγγράµµατα του Ευσταθίου. iv. Ο Χριστός χαρακτηρίζεται «µονογενής» στον Προσφωνητικό λόγο. Ο χαρακτηρισµός αυτός, όπως έχουµε ήδη δει, δεν είναι άγνωστος στα Ευσταθιανά συγγράµµατα1098. 1091
Σ. Παπαδόπουλου, ό.π., τ. 2, σ. 112. F. Cayré, ό.π., σ. 318. 1093 Η δηµιουργία του υπερβατού σχήµατος συνίσταται στην παρεµβολή µεταξύ δύο λέξεων µε στενή και λογική σχέση µεταξύ τους, µίας ή περισσοτέρων λέξεων µε σκοπό τον τονισµό του νοήµατός τους ή την επίτευξη κάποιου ρυθµικού αποτελέσµατος. 1094 Ενδεικτικά: Ευσταθίου Αντιοχείας, Προσφωνητικός…, PG 18, 676Α: «και τη κτίσει τον κτίστην ο κτιστολάτρης συναριθµείν επείγεται.» 1095 Πρόκειται για τις λέξεις «λογοθωπείας» και «συνηθύνοντι». Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., PG 18, 673D 676Β. 1096 Πρόκειται για τη λέξη «θολεράς», η οποία και απουσιάζει από το Λεξικό του G.W.H. Lampe. 1097 G.W.H. Lampe, ό.π., σ. 783. 1098 Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, 19, PG 18, 652C. 1092
169
v. ∆ε θα ασχοληθούµε µε τον όρο «οµοούσιος» καθώς έχουµε κάνει αναφορά σε προηγούµενο κεφάλαιο. Ως προς την έκφραση «Τριάς οµοούσιος, µία θεότης εν τρισί προσώποις και υποστάσεσι κηρύττεται.»1099 έχουµε να σηµειώσουµε τα ακόλουθα: Και οι δύο όροι, το «πρόσωπο» και η «υπόσταση» χρησιµοποιούνται από τον Ευστάθιο, σε µεταγενέστερη χρονικά περίοδο της Συνόδου της Νίκαιας. Ο όρος «πρόσωπο» για το Χριστό δεν απουσιάζει ούτε από την προνικαιϊκή περίοδο. Εντούτοις σαφή χρήση του όρου, αναφορά του σε σχέση µε τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, έχουµε στο λόγο του Ευσταθίου «Κατά Φωτεινού», περί το 343. Και ο όρος «υπόσταση», µολονότι χρησιµοποιείται από τον ίδιο1100, εντούτοις φαίνεται να τον ταυτίζει ο εκκλησιαστικός συγγραφέας µε τον όρο «φύση». Για την µονοθεΐα επίσης έχουµε αναφορές σε έργα του Ευσταθίου, κυρίως στο «Κατά Φωτεινού» σύγγραµµα. Από τους παραπάνω λόγους, αλλά και από εκείνους που είχαµε αναφέρει στο προηγούµενο κεφάλαιο, είναι δυνατόν να κατανοήσουµε την αιτία για την οποία, ενώ δεν µπορούµε να διαγράψουµε την εκδοχή της απόδοσης της πατρότητας του συγκεκριµένου κειµένου στον Ευστάθιο, εντούτοις δεν µπορούµε να την ισχυριστούµε ανεπιφύλακτα. Ο R.V. Sellers τον θεωρεί προερχόµενο από τη γραφίδα του Γρηγορίου Καισαρείας και ανάγει τη σύνταξή του µέχρι το 10ο αι.1101 Νοµίζουµε, ότι ενδελεχής µελέτη των συγγραµµάτων του πρεσβυτέρου, σε επίπεδο υφολογικό και γλωσσικό, θα µπορούσε να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει την ευστάθεια της συγκεκριµένης εκδοχής και να λύσει το ζήτηµα της πατρότητας του έργου. γ΄ Λόγος εις την Σαµαρείτιν - CPG 3365 Αρχ.: « Ηµείς ουν ανακεκαλυµµένω προσώπω…», Τέλ.: «… το της εικόνος αρχέτυπο.» r Κώδικες: Paris Gr. 1115, (1276), φ. 261 . Εκδόσεις: F. Diekamp, Doctrina Patrum de Incarnatione Verbi, Műnster1907, κεφ. ΙΙ, υποσ. 18. M. Spanneut, ό.π., σ. 121. Μελέτες: Ό.π., σσ. 46-47, 80. R.V. Sellers, ό.π., σ. 67 υποσ. 5. Στον Παρισινό κώδικα 1115, φέρεται απόσπασµα λόγου του Ευσταθίου Αντιοχείας «Εις την Σαµαρείτιν», το οποίο εξέδωσε ο M. Spanneut, στο µνηµειώδες έργο του (αρ. 121) . Ο R.V. Sellers βασιζόµενος στη έκφραση «παναγίαν σάρκα», για το Χριστό, αµφισβήτησε τη γνησιότητα του συγκεκριµένου αποσπάσµατος. Ο όρος όµως «παναγία» δεν είναι άγνωστος στον Ευστάθιο, ούτε οι λοιπές περί «εικόνος» διατυπώσεις που περιλαµβάνονται στο κείµενο. Εκεί όπου µπορεί κάποιος να διατυπώσει επιφυλάξεις είναι οι όροι «αρχέτυπο» και «µόρφωµα», για τους οποίους και το κατατάσσουµε στα αµφιβαλλόµενα έργα του εκκλησιαστικού συγγραφέα. δ΄ Εις τον Ιωσήφ - CPG 3364 Αρχ.: « Αλλά γαρ ανδρί µεν επράθης ευνούχω…», Τέλ.: «… σωφροσύνης ασκούµενος.» Αρχ.: « Ρουβήν και Ιούδας άριστα…», Τέλ.: «… Σικιµίτας απέσφαζον εθνηδόν.» Κώδικες: Barber. 569, (16ος αι.), φ. 216v, 226r. Εκδόσεις: F. Cavallera, ό.π., σ. 64, 65. M. Spanneut, ό.π., σ. 120. Μελέτες: R. Devreesse, “Ancient Commentateurs Grecs de l’Octateuque”, Revue Biblique (1935) 191. R.V. Sellers, ό.π., σσ. 70-71. M. Spanneut, ό.π., σσ. 46-47, 80. 1099
Ευσταθίου Αντιοχείας, Προσφωνητικός, PG 18, 673D-676Α. Στην ερµηνεία του 92ου Ψαλµού, όπως έχουµε παρουσιάσει. 1101 R.V. Sellers, ό.π., σ. 60, 61. 1100
170
Από τις Κατένες (Chaînes) φτάνουν σ’εµάς τα σχόλια (αρ. 72, 73, στην έκδοση του M. Spanneut) που αφορούν το «Λόγο στον Ιωσήφ». Τα συγκεκριµένα αποσπάσµατα χαρακτηρίζονται αµφιβαλλόµενα1102 από τον R.V. Sellers, µε τον οποίο συµφωνούµε. Σύµφωνα µε το περιεχόµενο του έργου, ο Ιωσήφ παρουσιάζεται ως πρότυπο αγνότητας, ο οποίος αρνούνταν τη µοιχεία πάνω από τον ίδιο το φυσικό νόµο1103 που θα µπορούσε να υπακούσει. Αξίζει να σηµειωθεί ότι στο δεύτερο απόσπασµα, διαπιστώνει κάποιος τη λέξη «εθνηδόν», άπαξ λεγόµενο σε θύραθεν και Χριστιανική γραµµατεία, όπως και τις πολύ σπάνιες λέξεις «ανδροφονίας», «κνίσσας» της αυτής γραµµατείας. 6. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ Η χειρόγραφη παράδοση φέρει τρεις1104 Αναφορές (Θ. Λειτουργίες) στο όνοµα του Ευσταθίου Αντιοχείας1105, γραµµένες στα συριακά1106: Η πρώτη, η οποία απαντάται στα περισσότερα χειρόγραφα1107, έχει ως έναρξή της “Alohô hanonô” («Θεέ οικτίρµων») 1108 . Η δεύτερη και η τρίτη θεωρούνται από τον Ε. Douayhi ως ορθόδοξες1109. Η 1102
Ό.π., σσ. 70-71. M. Spanneut, ό.π., σ. 80. 1104 A. Raes, “Introdustio. de Anaphora Syriaca”, Anaphorae Syriacae 11 (1939) xii (αρ. 20-22)· Y. Moubarac, (abbé), “Livres des Anaphores”, Pentalogie Antiochienne/ Domaine Maronite 4 (1964) 27 (αρ. 20-22). Αξίζει να σηµειωθεί ότι δεν υπάρχει οµοφωνία απόψεων στους µελετητές, ως προς τον αριθµό των αναφορών του Ευσταθίου. Οι Μ. Hayek και E. Rahmani, (patr.) κάνουν λόγο για δύο αναφορές (ίσως επειδή µονάχα αυτές αναγνωρίζονται από τους Μαρωνίτες), ενώ ο J.M. Hanssens ανεβάζει τον αριθµό σε τέσσερις. Βλ. Μ. Hayek, Liturgie Maronite, σ. 78· I. E. Rahmani, (patr.), Les Liturgies Orientales & Occidentales, σ. 298 (αρ. 10-11)· Π. Τρεµπέλα, Λειτουργικοί τύποι Αιγύπτου και Ανατολής, σ. 216. 1105 Y. Moubarac, (abbé), Pentalogie Antiocienne/ Domiane Maronite 3 (1964) 57· I.O. de Urbina, Patrologia Syriaca, σ. 251· Μ. Hayek, ό.π., σ. 78· A. Deranrdino, Patrologia, τ. 5, σ. 681. 1106 Ο Π. Τρεµπέλας, που καταγράφει στο βιβλίο του την άποψη του Η. Fuchs, εντάσσει την Αναφορά του Ευσταθίου (αρ. 19, δηλαδή 20, στον κατάλογο του A. Raes), στις ψευδεπίγραφες. Όπως σηµειώνει ο έλληνας µελετητής, σε αυτή την κατηγορία εντάσσονται εκείνες οι Αναφορές που εικάζεται ότι προήλθαν από ελληνική µετάφραση, χωρίς όµως να έχουµε σαφείς ενδείξεις. Π. Τρεµπέλα, ό.π., σ. 219· B.D. Spinks, The Sanctus in the Eucharistic Prayer, σ. 126. 1107 Ενδεικτικά σηµειώνουµε: Bibl. Bkerkensis Patr. Maronitarum 112, (1671-1704), φ. 309 –314. Bibl. Regiae Berolinensis 152, (14ος / 15ος αι.). Bibl. Birmingamiensis 515, (1808). Bibl. Univ. Catabrigiensis 2973, (1869). Cod. Hierosolymitani 94, (1610-1611), φφ. 416-431. Cod. Hierosolymitani 95, (1592). Cod. Hierosolymitani 96, (1418 / 9). Cod. Hierosolymitani 98, (16ος / 17ος αι.). Cod. Hierosolymitani 100, φφ. ; - 158. Cod. Hierosolymitani 106, (1513 / 1514). Bibl. S. Marc. (Hierosol.) 11, (1401/2 – 1481/ 2). Cod. Mss. Chaldaiki sive Syriaci 28, φφ. 37- 41 (1592). Cod. Mss. Chaldaiki sive Syriaci 29, φφ. 40- 44 (1536). Cod. Mss. Chaldaiki sive Syriaci 31, φφ. 65- 73 (1576). Cod. Mss. Chaldaiki sive Syriaci 36, φφ. 82- ; . Αναφορές και στοιχεία κωδικολογίας µπορεί να αναζητήσει ο ενδιαφερόµενος στην ακόλουθη βιβλιογραφία: Α. Raes, ό.π., Anaphorae Syriacae 11 (1939) xii, xvi, xvii, xviii, xxi, xxiii, xl· E. Sachau, Verzeichniss der Syrischen Handscriften der Königlichen Bibliothek zu Berlin, Berlin 1899· W.Wright, Acatalogue of the Syriac Manuscripts Preserved in the Library of the University of Cambridge, τ. 2, Cambridge 1901· A. Baumstark, “Die Liturgischen Handscriften des Jakobitischen Markusklosterrs”, Oriens Christianus 21 (1911) 108-115· E. Renaudotii, Liturgiarum Orientalium Collectio, τ. 2, σσ. 234241· A. Hänggi- I. Pahl, Prex Eucharistica, σσ. 306-309· I.E. Rahmani, (patr.), Les Liturgies Orientales & Occidentales, σ. 29811 · Α.Α. King, Liturgie d’Antioche, σ. 141. 1108 Είναι λογικό να υπάρχουν διαφοροποιήσεις στο περιεχόµενο ενός κειµένου, της ίδιας οµάδας, µεταξύ των χειρογράφων. Αυτό, εξάλλου, το σκοπό εξυπηρετεί η κριτική έκδοση ενός κειµένου. 1103
171
δεύτερη1110, αρ. 251111, η οποία φέρεται στο όνοµα του Γρηγορίου Ναζιανζηνού, έχει ως εξής: «Alohô haw dîtayk yamô dxaynô” 1112 («Θεέ, ο οποίος είσαι ο ωκεανός του ελέους»). Η τρίτη Αναφορά1113, ξεκινάει µε το «Alohô haw dxaynô”,1114 που σηµαίνει «Θεέ, που είσαι το έλεος». Είναι γεγονός ότι οι πηγές δε µας δίδουν πληροφορίες για τη σύνταξη Αναφοράς από µέρους του Ευσταθίου. Αυτό όµως δε µπορεί να θεωρηθεί ασφαλές κριτήριο για την απόρριψη µιας τέτοιας εκδοχής, τόσο διότι η χειρόγραφη παράδοση αποδίδει στον Ευστάθιο συγκεκριµένα λειτουργικά κείµενα, όσο και διότι και για το Γρηγόριο το Θεολόγο, επί παραδείγµατι, απουσιάζουν οι λεγόµενες «εξωτερικές µαρτυρίες»1115, όµως αυτό δεν εµπόδισε την Παράδοση της Εκκλησίας να αναγνωρίζει στο πρόσωπό του το συντάκτη συγκεκριµένης Αναφοράς. Μία όµως αναφορά1116 της Χριστιανικής γραµµατείας θα µπορούσε να θεωρηθεί ως «εξωτερική µαρτυρία» για τη σύνταξη λειτουργικών κειµένων από µέρους του Ευσταθίου: Προέρχεται από τον εγκωµιαστικό λόγο του Ιωάννη του Χρυσοστόµου προς τον άγιο, το Φθινόπωρο του 388. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «…. ότι τον Εκκλησίας προεστώτα ουκ εκείνης µόνης κήδεσθαι δει της παρά του Πνεύµατος εγχειρισθείσης αυτώ, αλλά και πάσης της κατά την οικουµένην κειµένης· και ταύτα από των ιερών εµάνθανεν ευχών. Ε ι γ α ρ τ α ς ε υ χ ά ς π ο ι ήσ θ α ι,1117 δει, φησίν, υπέρ της καθολικής Εκκλησίας της από περάτων έως περάτων της οικουµένης, πολλώ µάλλον, και την πρόνοιαν υπέρ απάσης αυτής επιδείκνυσθαι δει, και απασών κήδεσθαι, και µεριµνάν πάσας».1118 Το συγκεκριµένο απόσπασµα, µολονότι δεν εκλαµβάνεται συνήθως1119 ως υπαινιγµός σε συγγραφική παραγωγή, λειτουργικού περιεχοµένου από µέρους του ιεράρχη, νοµίζουµε ότι αποτελεί υπαινιγµό για σύνταξη λειτουργικών ευχών, ή τουλάχιστον για προσθήκες του ιεράρχη στα συγκεκριµένα κείµενα.
1109
Y. Moubarac, (abbé), ό.π., τ. 4, σ. 32. Ενδεικτικά µνηµονεύουµε του κώδικες: Bibl. Bkerkensis Patr. Maronitarum 112, (1671-1704), φ. 294 –308. Bibl. Univ. Catabrigiensis 28873, (1843). Για αναφορές και στοιχεία κωδικολογίας βλ. Α. Raes, ό.π., Anaphorae Syriacae 11 (1939) xviii· W.Wright, ό.π., τ. 2. Cambridge 1901. 1111 Ό.π., σ. 27, 32. 1112 Y. Moubarac, (abbé), ό.π., τ. 4, σ. 8, 27. 1113 Ενδεικτική αναφορά των κωδίκων: Bibl. Birmingamiensis 515, (1808). Cod. Hierosolymitani 96, (1418 / 9). Cod. Hierosolymitani 101, (1882), φφ. 110-121. Aναφορές και στοιχεία κωδικολογίας βλ. Α. Raes, ό.π., Anaphorae Syriacae 11 (1939) xvii, xxi· A. Mingana, Catalogue of the Mingana Collection of Manuscripts, τ. 1, Cambridge 1933· A. Baumstark, ό.π., Oriens Christianus 21 (1911) 108-115. 1114 Y. Moubarac, (abbé), ό.π., τ. 4, σ. 8. 1115 Ι. Φουντούλη, «Η Θεία Λειτουργία Γρηγορίου του Θεολόγου. Εισαγωγικά προβλήµατα», σ. 188. 1116 Θα µπορούσε ίσως κάποιος να σηµειώσει κι εκείνη της Ζ΄ Οικουµενικής Συνόδου, για τα «αντίτυπα του αγίου σώµατος και αίµατος του Χριστού», που µνηµονεύει ο Ευστάθιος στο Παρ. 9, 5 και το οποίο χρησιµοποιεί ο Μ. Βασίλειος στην Ευχή της Επικλήσεως, στη Λειτουργία του. Όµως, όπως έχουµε σηµειώσει σε άλλη συνάφεια, ο Ευστάθιος δε φαίνεται να χρησιµοποιεί τη φράση αυτή λειτουργικά, ή δε µας έχει διασωθεί η συγκεκριµένη πληροφορία. Ο καθηγητής κ. Ιωάννης Φουντούλης µνηµονεύει σε µελέτη του το Βασιλειανό παράθεµα από το κείµενο της Συνόδου, χωρίς ν’ αναφέρεται στον Ευστάθιο. Βλ. Ι. Φουντούλη, «Περί το πρόβληµα της γνησιότητας των Λειτουργικών κειµένων», Αντιπελάργησις, σ. 572. 1117 Η υπογράµµιση αποτελεί προσωπική παρέµβαση. 1118 Ιωάννου Χρυσοστόµου, ό.π., PG 50, 602BC. 1119 F. Van de Paverd, “Zur Geschichte der Messliturgie in Antiocheia und Konstantinopel Gegen ende des Vierten Jahrhunderts”, OCA 187 (1970) 345· Γ. Παπαδάκη, ό.π., σ. 150· M. Spanneut, ό.π., σ. 22. 1110
172
Ακολούθως παρουσιάζουµε ανέκδοτη1120 Αναφορά του Ευσταθίου από χειρόγραφο προγενέστερο εκείνου της Λατινικής έκδοσης των E. Renaudotii1121, της έκδοσης του J. P. Migne1122 και των A. Hänggi- I. Pahl1123. α΄ Ανέκδοτη Αναφορά Ευσταθίου - CPG 3398 Αρχ.: « Επίσης η Αναφορά του αγίου µάρτυρος Ευσταθίου…», Τέλ.: «… πάντων ηµών.» Κώδικες: Cod. Mss. Bibl. Bodl. 65, (1238), φφ. 39r-48v . 1124 Μελέτες : Payne – Smith, Catalogî Codicum Manuscriptorum Bibliothecae Bodleianae, τ. 6, σ. 229, 230, 231. J. Leroy, “Deux Scribes Syriaques Nommés Bãkõs”, L’Orient Syrien 7 (1962) 112-113. αα. Γνησιότητα – Χρόνος συγγραφής Στη Βιβλιοθήκη Bodléienne, της Οξφόρδης, βρίσκεται ο κώδικας Mss. Bibl. Bodl. 651125 (Dawkins 58), του πρώτου µισού του 13ου αι., ο οποίος στα φύλλα 39-47, περιέχει στα συριακά, Αναφορά του Ευσταθίου Αντιοχείας, την οποία και θα παρουσιάσουµε, για πρώτη φορά, στην ελληνική γλώσσα1126. Το συγκεκριµένο κείµενο, παρά τις διαφοροποιήσεις που διαπιστώνονται σε ορισµένα σηµεία του περιεχοµένου του, σε σχέση µε τη Λατινική έκδοση, φαίνεται να ανήκει στην πρώτη από τις τρεις Αναφορές, φερόµενες στο όνοµα του Ευσταθίου, η οποία υιοθετείται τόσο από τους Ιακωβίτες1127 (Μονοφυσίτες της Συρίας)1128, όσο1129 και από τους Μαρωνίτες1130 (Σύριοι του Λιβάνου)1131. Η Αναφορά του Ευσταθίου ανήκει στο ∆υτικό1132 συριακό τµήµα1133 του Αντιοχειανού1134 Λειτουργικού τύπου1135 και τουλάχιστον στην Εκκλησία των 1120
Σ. Παπαδόπουλου, ό.π., τ. 2, σ. 113. E. Renaudotii, ό.π., τ. 2, σσ. 234-241. 1122 Ευσταθίου Αντιοχείας, Λειτουργία, PG 18, 697C- 704Β (Λατινική έκδοση). 1123 A. Hänggi- I. Pahl, ό.π., σσ. 306-309. 1124 Αναφέρονται µονάχα σε κωδικολογικά στοιχεία. ∆εν αποτελούν µελέτες για το περιεχόµενο της Αναφοράς του Ευσταθίου. 1125 Ο κώδικας 65 είναι χαρτώος, Βοµβάης, και αποτελείται από 64 φύλλα, µε χάσµατα σε 4 φύλλα του και χρονολογείται το 1238. Είναι κώδικας που περιέχει τέσσερις λειτουργικές Αναφορές, που χρησιµοποιούν οι Ιακωβίτες, των Ιακώβου του Αδελφοθέου, αγίου Σίξτου Ρώµης, Αγίου Ιωάννη του Ευαγγελιστή (!) και Φιλοξένιου επισκόπου Mabug, όπως και άλλες προσευχές. Το ενδιαφέρον σε σχέση µε το συγκεκριµένο κώδικα εστιάζεται στις τέσσερις µικρογραφίες που προηγούνται στην αρχή κάθε αναφοράς. Εκείνη του Ευσταθίου θα παρουσιάσουµε στην τελευταία ενότητα της ∆ιατριβής. Η αρίθµηση των φύλλων είναι στα Αραβικά. Αντιγραφέας του κώδικα φέρεται ο πρεσβύτερος Βάκος. Περισσότερα κωδικολογικά και άλλα στοιχεία µπορεί να αναζητήσει ο ενδιαφερόµενος στην ακόλουθη βιβλιογραφία: Payne – Smith, ό.π., τ. 6, σ. 229, 230, 231· J. Leroy, ό.π., 7 (1962) 112-113. 1126 Οι προγενέστερες Λατινικές εκδόσεις αυτής της πρώτης Αναφοράς του Ευσταθίου προέρχονται από άλλους κώδικες. 1127 Πληροφορίες για την ιστορία και τη δοµή της Εκκλησία των Ιακωβιτών, βλ. Α. Κ. Αρβανίτη, Επίτοµος Ιστορία Συρο-Ιακωβιτικής Αρµενικής και Αιθιοπικής Εκκλησίας, σ. 32 κ.ε.· A. Raes, Introductio in Liturgiam Orientlem, σ. 11· Α.G. Martimort, L’Église en Prière, σσ. 17-19· Γ. Βεργωτή, Εγχειρίδιο ιστορίας της Χριστιανικής λατρείας, σσ. 57-58. 1128 Ό.π., σ. 57. 1129 Μ. Η. Hayek, Liturgie Maronite, σ. 64, 70, 78. 1130 J. M. Neale, (rel.), A History of the Holy Eastern Church, τ. 1, σ. 153 κ.ε· Α.G. Martimort, ό.π., σσ. 1920. 1131 Γ. Βεργωτή, ό.π., σ. 58. 1132 I. H. Dalmais, Les Liturgies d;Orient, σ. 63. 1133 Στο ∆υτικό συριακό τµήµα εντάσσονται οι λειτουργικοί τύποι της Αντιόχειας, ο Μαρωνιτικός και ο Βυζαντινός. Βλ. Ό.π., σ. 54. 1134 Η Αναφορά του Ευσταθίου από τον κώδικα της Οξφόρδης δεν ανήκει στον Αλεξανδρινό Λειτουργικό τύπο, για τους ακόλουθους λόγους: i. ∆ιότι απουσιάζουν οι «διπλές» ευχές. ii. Τα «δίπτυχα» βρίσκονται µετά τον καθαγιασµό των Τιµίων ∆ώρων. 1121
173
Ιακωβιτών, τίθεται στην ευχέρεια1136 του ιερουργού για το χρόνο τέλεσής της, όπως και µε τις άλλες αναφορές, εφόσον εκείνη που τελείται καθηµερινά είναι των ∆ώδεκα Αποστόλων. Όπως έχουµε ήδη σηµειώσει, δεν µπορούµε να µιλάµε για εξωτερικές µαρτυρίες, για την απόδοση της πατρότητας λειτουργικών κειµένων στον Ευστάθιο. Ως προς τον κώδικα της Οξφόρδης -ο οποίος µάλλον πρέπει να ενταχθεί στα «Ιερατικά»1137 χειρόγραφα- αν κρίνουµε από την Αναφορά του Ευσταθίου, έχουµε δύο εσωτερικές µαρτυρίες για τη γνησιότητα1138 του συγκεκριµένου κειµένου. Πρόκειται για τον τίτλο του έργου, όπου σηµειώνεται: «Επίσης η Αναφορά του αγίου µάρτυρος Ευσταθίου Αρχιεπισκόπου Αντιόχειας της Συρίας», όπως και τον κολοφώνα, όπου καταγράφεται: «Πέρας της Αναφοράς του αγίου µάρτυρος Ευσταθίου. Η ευχή αυτού είη µετά πάντων ηµών». Παρά τις εν λόγω µαρτυρίες, το περιεχόµενο του κειµένου δεν πείθει ότι προέρχεται από τη γραφίδα του Ευσταθίου Αντιοχείας. Προσωπικά το κατατάσσουµε στα νόθα. Βέβαια, όπως σηµειώνει ο καθηγητής κ. Ιωάννης Φουντούλης, µε τον οποίο συµφωνούµε, το ζήτηµα της γνησιότητας των λειτουργικών κειµένων, ευχών, είναι λειτουργικά αδιάφορο, για να υπογραµµίσει ότι αυτά αντλούν το κύρος τους από την πράξη της Εκκλησίας που τα καταξιώνει κι όχι από το όνοµα του συντάκτη τους.1139 Στην κατεύθυνση της αµφισβήτησης της γνησιότητας της συγκεκριµένης Αναφοράς, κατ’ επέκτασιν και των λατινικών εκδόσεών1140 της, µας οδηγούν τα αποτελέσµατα από τη συγκριτική µελέτη της θεολογικής διδασκαλίας, των Βιβλικών παραθεµάτων, του ύφους και λεξιλογίου, του εν λόγω κειµένου µε τα γνήσια έργα του Ευσταθίου. Ειδικότερα, θα µπορούσε κάποιος να επισηµάνει τα ακόλουθα: i. Οι θεολογικές απόψεις και η ορολογία που περιλαµβάνονται στην Αναφορά, δεν παρουσιάζουν κάποια ιδιαιτερότητα, ή πολυπλοκότητα, ή επίθετα συνοδευτικά των προσώπων της Αγίας Τριάδος που θα πρόσδιδαν προηγµένη θεολογία. Ο µόνος, επί παραδείγµατι, χαρακτηρισµός για το Χριστό, είναι η λέξη «µονογενής». Η απλοϊκότητα1141 αυτή στη θεολογική σκέψη του συντάκτη δεν απαντάται σ’ εκείνη του Ευσταθίου, ούτε στην προνικαιϊκή περίοδο.
iii. Η Κυριακή Προσευχή προηγείται της κλάσης του Άρτου. Σε αυτόν εντάσσονται το ∆υτικό Συριακό τµήµα και το Ανατολικό Συριακό τµήµα που περιλαµβάνει ως λειτουργικούς τύπους τους Νεστοριανό, Χαλδαϊκό, του Μαλαµπάρ των Ινδιών. Βλ. Γ. Βεργωτή, ό.π., σ. 58· ∆. Τσάµη, Λειτουργική, σ. 21. 1136 Α, A. King, ό.π., σ. 141: “Les autres anaphores sont laissées au choix du célébrant, mais la liturgie normale des jours ordinaires est celle des douze Apôtres.” 1137 Σύµφωνα µε τον καθηγητή κ. Ι. Φουντούλη, τα λειτουργικά χειρόγραφα χωρίζονται σε «Ιερατικά», «∆ιακονικά», «του λαού», ανάλογα µε το πρόσωπο που τα χρησιµοποιεί. Στο πλαίσιο αυτό προσαρµόζεται και το περιεχόµενό τους. (Ι. Φουντούλη, «Η Θεία Λειτουργία Γρηγορίου του Θεολόγου…, ό.π., σ. 181). Όταν λέµε ότι ο κώδικας Mss. Bibl. Bodl. 65 είναι ιερατικός, αυτό σηµαίνει ότι καταγράφει όσα λέει ο ιερέας, τις ευχές και προβαίνει σε τηλεγραφική µνηµόνευση των εκφωνήσεων του διακόνου, στις απαντήσεις του λαού, από τις οποίες σηµειώνει συνήθως µονάχα την αρχή, για να µπορέσει ο ιερέας να παρακολουθήσει την πορεία. 1138 Σύµφωνα µε το αββά Y. Moubarac, οι αναφορές που φέρουν ονόµατα Πατριαρχών της Αντιόχειας, µεταξύ αυτών και του Ευσταθίου, θεωρούνται γνήσιες. Υ. Moubarac, (abbé), ό.π., τ. 4, σ. 10: “Les anaphores qui portent les noms des Patriarches d’Antioch et des autres hiérarques de Syrie come… Eustathe, … ces anaphores sont sans aucun doute leur œuvre et non pas le fait d’autres auteurs, car ce sont des gens de notre pays et de notre langue.” 1139 Ι. Φουντούλη, ό.π., Αντιπελάργησις, σ. 569. 1140 E. Renaudotii, ό.π., τ. 2, σσ. 234-241· A. Hänggi- I. Pahl, ό.π., σσ. 306-309. 1141 Ο B.D. Spinks σηµειώνει ότι στη Λειτουργία του Ευσταθίου βρίσκουµε σύµπτυξη ιδεών, θεµάτων και σκέψης. B.D. Spinks, ό.π., σ. 126: “... many later anaphores bear witness to a high degree of abbreviation of ideas and themes, thought some also represent extensive expansions such as Eustathius, Patriarch of the 318 Fathers.” 1135
174
ii. Μολονότι το ύφος των λειτουργικών κειµένων είναι εν πολλοίς στερεότυπο, εντούτοις ακόµη και στις ευχές που θα µπορούσαµε να διακρίνουµε την προσωπική σφραγίδα του συντάκτη, δε διαπιστώνουµε κάποια οµοιότητα µε τα άλλα έργα του. iii. Το λεξιλόγιο της Αναφοράς δε θυµίζει κάτι από τις εξεζητηµένες και σπάνιες λέξεις, εκφράζεις που εντοπίζουµε στα γνήσια κείµενά του Ευσταθίου. iv. Τα Βιβλικά παραθέµατα, τέλος, δε συµπίπτουν και κυρίως δε λαµβάνονται από τα κείµενα που µας έχει συνηθίσει ο Ευστάθιος. Όλα τα παραπάνω µας ωθούν να συµφωνήσουµε µε τον Η. Fuchs1142, ότι η Αναφορά είναι ψευδεπίγραφη και να την κατατάξουµε στα νόθα1143 έργα του Ευσταθίου. Αν θα επιχειρούσαµε να προσδιορίσουµε το χρόνο συγγραφής της Αναφοράς, που φαίνεται να µην έχει δεχθεί µεταγενέστερες προσθήκες, θα λέγαµε µε βεβαιότητα ότι συντάχτηκε πριν από το τρίτο τέταρτο του πέµπτου αιώνα, µολονότι o B.D. Spinks την τοποθετεί κατά τον 7ο αι.1144 -αν βέβαια υπονοεί την Αναφορά της Λατινικής έκδοσης που φαίνεται να ανήκει στην ίδια κατηγορία µε την παρούσα. Προς την εκδοχή µας συνηγορεί το γεγονός ότι απουσιάζει από αυτή το «Σύµβολο της Πίστεως», το οποίο ως γνωστόν, εισήχθη στη Θεία Λειτουργία το 4761145. Υπέρ της αρχαιότητας της συγκεκριµένης αναφοράς συνηγορούν τόσο το γεγονός ότι οι ευχές απευθύνονται προς το Θεό Πατέρα και µονάχα µία, η «ευχή της Απολύσεως», απευθύνεται στο Χριστό, όσο και η αντιφωνία που διαπιστώνεται, ακόµη και κατά την απαγγελία της Κυριακής Προσευχής. Υπέρ της παλαιότητας της συγκεκριµένης Αναφοράς συγκλίνουν επίσης τόσο οι ευσύνοπτες, βραχυπερίοδες ευχές, η απουσία προηγµένης Θεολογίας. Η όλη δοµή και το περιεχόµενο, η απλή θεολογική ορολογία των ευχών, η υποτυπώδης καταγραφή αιτήσεων µας υποψιάζουν ότι ίσως η συγκεκριµένη Αναφορά προηγείται, χρονικά, της Λειτουργίας του Ιωάννη του Χρυσοστόµου1146. Από την άλλη, το γεγονός ότι στην Αναφορά του Ευσταθίου περιλαµβάνεται η «Κυριακή Προσευχή», η οποία δεν απαντάται πριν από τον 4ο αι., όπως διαπιστώνουµε από τη µαρτυρία του Κυρίλλου Ιεροσολύµων1147 (†386) -και µε δεδοµένο ότι το λειτουργικό αυτό κείµενο µάλλον δεν έχει δεχτεί µεταγενέστερες προσθήκες- µας ωθεί στην εκτίµηση ότι η σύνταξή του δε θα πρέπει να τοποθετηθεί πριν από τη χρονική αυτή περίοδο. Υπάρχουν τέλος τρεις εσωτερικές µαρτυρίες της Αναφοράς, οι οποίες ενδεχοµένως να αποτελούν στίγµα του ιστορικού πλαισίου της σύνταξής της. Η πρώτη προέρχεται από την ευχή µετά τον Καθαγιασµό των Τιµίων ∆ώρων όπου σηµειώνεται: «∆ιάσωσον το σον ποίµνιον υπό της αγέλης των λύκων των λογικών».1148 ∆εν υπάρχει καµία αµφιβολία ότι στο συγκεκριµένο στίχο υπονοούνται αιρετικοί οι οποίοι καιροφυλακτούν προκειµένου να προσηλυτίσουν πιστούς στην αιρετική κακοδοξία. Θα µπορούσε ίσως κάποιος να υποθέσει ότι το κείµενο αναφέρεται στους Αρειανούς, όπου έχουµε και σύµπτωση χρονική. Βέβαια, ίσες πιθανότητες έχει και η υπόθεση ότι στη φράση αυτή αναφέρονται γενικά οι αιρετικοί, γι’ αυτό προχωρούµε στη δεύτερη εσωτερική µαρτυρία, για να επανέλθουµε αργότερα.
1142
Π. Τρεµπέλα, ό.π., σ. 219. Σ. Παπαδόπουλου, ό.π., τ. 2, σ. 113· Κ. Φούσκα, (πρωτ.), ό.π., σ. 103. 1144 B.D. Spinks, ό.π., σ. 126. 1145 Γ. Βεργωτή, ό.π., σ. 36. 1146 Για τη Λειτουργία του ιερού Χρυσοστόµου, βλ. R. Taft, «Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστοµος και η αναφορά που φέρει το όνοµά του», Κληρονοµία 21 (1989) 285-308· Ι. Κογκούλη- Χ. Οικονόµου- Π. Σκαλτσή, Η Θεία Λειτουργία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόµου, σ. 128 κ.ε. 1147 Βλ. Ι. Φουντούλη, Απαντήσεις εις Λειτουργικάς απορίας, εκδ. Α.∆.Ε.Ε., Αθήνα 1994, σ. 267. 1148 Mss. Bibl. Bodl. 65, φ. 44v (στ. 123). 1143
175
Στα ∆ίπτυχα διαβάζουµε: «[Μνήσθητι, Κύριε,]… πάντας τους αληθείς διδασκάλους… τοις επιστρέψασι υπό την της πλάνης σκιάν…»1149, όπου και εδώ έχουµε έµµεσο υπαινιγµό σε αίρεση. Στην ευχή που προηγείται των ∆ιπτύχων, καταγράφεται η ακόλουθη φράση: «…Επεί Κύριε, δύναµιν και βοήθειαν παρέχης επί το λοιπόν πλήθος το ορθόδοξον, ευλόγησον…».1150 Η λέξη «λοιπόν» (= υπόλοιπον), που απαντάται στη συγκεκριµένη έκφραση, ίσως και να µην είναι τυχαία. Στις Λατινικές εκδόσεις της Λειτουργίας, στο συγκεκριµένο σηµείο, έχουµε την έκφραση «…reliquos Orthodoxos…»1151, δηλαδή «λείψανα», ελάχιστα µέλη που είναι ορθόδοξοι, προσηλωµένοι στο ∆όγµα της Εκκλησίας. Αν προεκτείναµε το συλλογισµό µας, ίσως στη διατύπωση αυτή να εντοπίζαµε συσχετισµό µε το «ιερό λείµµα»1152, της µαρτυρίας του Ησαΐα. Συνάγοντας όλα τα παραπάνω δεδοµένα, θα µπορούσε κάποιος να θεωρήσει ότι η Αναφορά του Ευσταθίου ενδεχοµένως να συντάχτηκε την περίοδο µετά την καθαίρεση του Ευσταθίου Αντιοχείας, όταν εκείνος ήταν στην εξορία. Έτσι είναι φυσικό να γίνεται νύξη στους «λογικούς λύκους» Αρειανόφρονες και θεωρείται φυσική η διατύπωση για «ορθόδοξο υπόλοιπο». Αν η συγγραφή της έλαβε χώρα στην περιοχή της Αντιόχειας, όπως είναι πολύ πιθανόν, τότε δεν προξενεί εντύπωση το γεγονός ότι αποδόθηκε η πατρότητά της στον Ευστάθιο Αντιοχείας, κυρίως για ποιµαντικούς λόγους. Βέβαια όλα αυτά, δεν υπερβαίνουν το όριο της εικασίας, υπόθεσης, τουλάχιστον για την παρούσα φάση. Αποµένει να δούµε αν µελλοντική έρευνα µπορέσει να δώσει τα δεδοµένα εκείνα που θα µας επιτρέψουν να εξάγουµε ένα ασφαλέστερο συµπέρασµα. αβ. Γενικά χαρακτηριστικά - Περιεχόµενο ευχών Στην Αναφορά του Ευσταθίου Αντιοχείας διαπιστώνει κάποιος τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: i. Όλες οι ευχές, απευθύνονται στο Θεό Πατέρα, µε εξαίρεση την ευχή πριν από τον Καθαγιασµό των Τιµίων ∆ώρων που απευθύνεται στο Χριστό. Το ίδιο εξάλλου συµβαίνει και µε την «ευχή της Απολύσεως», όπως είναι σύνηθες στις Λειτουργίες της χριστιανικής Ανατολής1153. ii. Σε όλες τις ευχές γίνεται χρήση του α΄ πληθυντικού, µε εξαίρεση την «ευχή του Καθαγιασµού των Τιµίων ∆ώρων», όπου γίνεται χρήση του α΄ ενικού από τον ιερουργό. iii. Ο όρος «Κύριος» απευθύνεται τόσο στο Θεό Πατέρα, όσο και στον 1154 Χριστό . iv. Στο συριακό κείµενο του κώδικα της Οξφόρδης, γίνεται αναφορά στην Αγία Τριάδα, δύο φορές. Μία στην «ευχή της Κεφαλοκλισίας», µετά την Κυριακή Προσευχή, όπως επίσης και στην ευλογία του κληρικού προς το λαό που ακολουθεί αυτής, όπου σηµειώνεται: «Και έσται η χάρις της Αγίας Τριάδος, [µετά πάντων ηµών]».1155 Αξίζει να σηµειωθεί ότι και οι δύο αυτές αναφορές στην Αγία Τριάδα, απουσιάζουν1156 από τη Λατινική έκδοση της Λειτουργίας του Ευσταθίου.
1149
Mss. Bibl. Bodl. 65, φ. 45v (στ. 157- 159). Mss. Bibl. Bodl. 65, φ. 44v (στ. 131- 132). 1151 Ευσταθίου Αντιοχείας, Λειτουργία, PG 18, 701Β· E. Renaudotii, ό.π., σσ. 236· A. Hänggi- I. Pahl,, ό.π., σσ. 308. 1152 Ησ. 4, 3. 1153 Εξαίρεση από το γενικό αυτό κανόνα αποτελεί η Λειτουργία του Γρηγορίου του Θεολόγου, όπως επίσης και από τους ∆υτικούς Λειτουργικούς τύπους όπου απαντάται στο Γαλλικανικό και στο Μοζαραβικό. Βλ. Ι. Φουντούλη, «Η Θεία Λειτουργία Γρηγορίου του Θεολόγου., ό.π., σ. 185. 1154 Ενδεικτικά: Ευχή της Κεφαλοκλισίας, Mss. Bibl. Bodl. 65, φ. 47v (στ. 214), όπως και στην «ευχή της Απολύσεως» , Mss. Bibl. Bodl. 65, φ. 48v (στ. 253). 1155 Mss. Bibl. Bodl. 65, φ. 47v (στ. 231). 1156 Ενδέχεται η απουσία της συγκεκριµένης φράσης να σχετίζεται µε τη διαφοροποίηση στο περιεχόµενο των κωδίκων. 1150
176
v. Η Αναφορά, τέλος, η φερόµενη στο όνοµα του Ευσταθίου Αντιοχείας, χαρακτηρίζει µία και µόνη φορά την Παναγία ως Θεοτόκο στη µνηµόνευση των ∆ιπτύχων. Σε άλλο σηµείο, όταν αναφέρεται στην Ενανθρώπηση του Χριστού, γίνεται χρήση της λέξης «γυναίκα». Το περιεχόµενο των ευχών ποικίλει ανάλογα µε τη στιγµή της εκφώνησης. Η κατάληξη τους δεν επιφυλάσσει εκπλήξεις, εφόσον συγκλίνει µε την κοινή λειτουργική παράδοση όπου οι καταλήξεις των ευχών αποτελούν δοξολογία προς τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Ως προς την ανάγνωση των ευχών, έχουµε να επισηµάνουµε ότι εκείνες που βρίσκονται πριν από τα Ιδρυτικά λόγια του Χριστού, µέχρι και την Κυριακή Προσευχή, διαβάζονται κατά το πρώτο τµήµα µυστικώς, ενώ κατά το δεύτερο εκφώνως. Όσες ευχές προηγούνται και έπονται του πλαισίου αυτού, αποτελούν µονάχα εκφωνήσεις. Η πρώτη ευχή, η προ του Ασπασµού, αποτελεί επίκληση στο έλεος του Θεού προκειµένου, προβαίνοντας οι πιστοί στον ασπασµό της αγάπης, να ικανωθούν να προσφέρουν δόξα και ευχαριστία στον Τριαδικό Θεό. Η ευχή µετά τον Ασπασµό επικαλείται το Θεό, ώστε οι πιστοί να αποβάλλουν κάθε διχόνοια µεταξύ τους και να γίνουν µέτοχοι των ουρανίων δωρεών. Η ευχή πριν από τον Τρισάγιο (επινίκιο) Ύµνο αναφέρεται στις αγγελικές τάξεις οι οποίες δοξολογούν διαρκώς το Θεό. Η Ενανθρώπηση του Χριστού, η οποία αποτέλεσε την αφετηρία για το θάνατό Του που µας παρείχε ζωή, όπως και η αγιότητα του Θεού αποτελούν στοιχεία που ωθούν την προσευχόµενη κοινότητα ν’ απευθύνει τρισάγιο ύµνο στο Θεό, όπως καταγράφεται στη σχετική ευχή. Μεταξύ των Ιδρυτικών λόγων του Χριστού και του Καθαγιασµού των Τιµίων ∆ώρων, µεσολαβεί η ευχή η οποία απευθύνεται στο Χριστό και έχει ικετευτικό χαρακτήρα. Με την ανάµνηση της ∆ευτέρας Παρουσίας του Κυρίου, συλλογίζεται η ευχαριστιακή κοινότητα το µέγεθος των παθών και ικετεύει Εκείνον, προκειµένου να επιδείξει έλεος εκείνη την Ηµέρα και να µη βρεθούν τα µέλη της έξω από τη Βασιλεία Του, µε το να έχουν καταταγεί στις µονές του Άδη. Στην αρχή της ευχής του Καθαγιασµού των Τιµίων ∆ώρων, ο λειτουργός απευθύνεται σε «πρώτο πρόσωπο» στο Θεό παρακαλώντας τον να τον ενισχύσει κατά την τέλεση της Λειτουργίας και να στείλει τη χάρη1157 του Αγίου Πνεύµατος, προκειµένου να µεταβληθούν τα Τίµια ∆ώρα σε Σώµα και Αίµα Χριστού, ώστε να συντελεστεί δια της µεταλήψεως η συγχώρηση των αµαρτηµάτων, η αληθινή γνώση της πίστεως και να επιτευχθεί η συµµετοχή στην αιώνια ζωή. Η Ευχή που ακολουθεί αποτελεί παράκληση προς το Θεό, προκειµένου οι πιστοί να ζουν σύµφωνα µε το νόµο Του· να περιφρουρηθεί το ποίµνιο από τις προκλήσεις των αιρετικών, ώστε να δοξάζεται Εκείνος. Η προτροπή της επόµενης ευχής είναι για να βοηθήσει ο Θεός όσους Τον επικαλούνται, να παρέχει βοήθεια σε εκείνους που κοπιάζουν για την Εκκλησία Του. Η ευχή- παράκληση πριν από τα ∆ίπτυχα σχετίζεται µε την επικράτηση της ειρήνης και της ασφάλειας στην οικουµένη, την αντιµετώπιση των βαρβαρικών επιδροµών και κάθε εχθρού και πολέµιου.
1157
Το Λατινικό κείµενο της έκδοσης τόσο του E. Renaudotii, όσο και του J. P. Migne έχει: “et supper oblationes istas propositas, gratiam Spiritus tui sancti…” (E. Renaudotii, ό.π., τ. 2, σ. 236· Ευσταθίου Αντιοχείας, Λειτουργία, PG 18, 700Β). Το λατινικό κείµενο της έκδοσης των A. Hänggi- I. Pahl, υιοθετεί την επίκληση της λειτουργίας του Ιακώβου του Αδελφοθέου που έχει ως εξής: “… quo Spiritus sanctus de excelsis sublimibus caelis advocat, descendit, incubat et requiescit super eucharistiam hanc propositam, eamque sanctificat.” A. Hänggi- I. Pahl, ό.π., σ. 312, 307.
177
Με την ευχή µετά το πέρας των ∆ιπτύχων διατυπώνεται η παράκληση για συγχώρηση των αµαρτηµάτων, καθοδήγηση από µέρους του Θεού προκειµένου ν’ αποφευχθούν οι πόνοι, οι οδύνες και η δυστυχία. Η ευχή πριν από την Κυριακή Προσευχή απευθύνεται στη «Μέγιστη Αρχή», «στον Κύριο των αιώνων», ο οποίος δηµιούργησε τα πάντα από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Εκείνον παρακαλεί η λατρευτική κοινότητα να καθαρίσει τα µέλη της από κάθε ανοίκειο λογισµό προκειµένου να προφέρουν προς το Θεό την εν λόγω προσευχή. Τη βοήθεια και τη συµπαράσταση του Θεού Πατρός επικαλείται η ευχή µετά την Κυριακή προσευχή, ενώ εκείνη που προηγείται του µελισµού του Αγίου Άρτου, αναφέρεται στο Θεό Πατέρα παρακλητικά, προκειµένου να συντελεστεί ο αγιασµός των ψυχών και των σωµάτων των πιστών. Η προτελευταία ευχή της Αναφοράς του Ευσταθίου φαίνεται να είναι ευχή ευχαριστήριος, µετά τη θεία Μετάληψη. Η ευχαριστιακή κοινότητα δοξολογεί το Θεό για την παροχή των Αχράντων µυστηρίων, τα οποία συντελούν στη σωτηρία από την «φλόγα την άσβεστη». Με την ευχή της Απολύσεως, η οποία απευθύνεται στο Χριστό, διατυπώνεται ως αίτηµα η διαφύλαξη των πιστών από «παντός φόβου και τρόµου», και η χορήγηση της ειρήνης της ασφάλειας και των ευλογιών, για να δοξάζεται ο εν Τριάδι Θεός. αγ. Εισαγωγικά έκδοσης Όπως έχουµε ήδη σηµειώσει, το κείµενο του κώδικα της Οξφόρδης Mss. Bibl. Bodl. 65, που περιέχει την Αναφορά του Ευσταθίου, είναι γραµµένο στα συριακά, µάλλον στο αλφάβητο1158 Estranghelo, όπως µπορεί κάποιος να διαπιστώσει. Μετά τη µεταφορά (µετάφραση)1159 του συριακού κειµένου στη Νεοελληνική γλώσσα, επιχειρήσαµε να φέρουµε το εν λόγω έργο στη Λειτουργική γλώσσα,1160 όπως και να αµβλύνουµε τις υπαρκτές δυσκολίες του µεταφρασµένου κειµένου, να συµπληρώσουµε τα κενά (ατελείς εκφωνήσεις) που παρουσίαζε το ίδιο το Συριακό κείµενο. Στις δυσκολίες που διαπιστώσαµε στο νεοελληνικό κείµενο όσο και σε εκείνες των κενών, συνεπικουρικά λειτούργησε η Λατινική µετάφραση1161 της συγκεκριµένης Αναφοράς. Επιπροσθέτως, µεταξύ αντιτιθέµενων προτάσεων βαρύνουσα σηµασία είχε για εµάς εκείνη της µεταγενέστερης Λατινικής έκδοσης τους1162. Στο συριακό κώδικα της Οξφόρδης, η εναλλαγή των προσώπων για τις εκφωνήσεις, όπως και ο τρόπος ανάγνωσης των τµηµάτων των ευχών, υπογραµµίζονται µε αλλαγή του χρώµατος της µελάνης από µαύρη σε ερυθρά. Στην έκδοση που ακολουθεί αξιοποιούµε για τη διαφοροποίηση αυτή τους έντονους χαρακτήρες. Τα αποσπάσµατα που βρίσκονται εντός των αγκύλων [ ], αποτελούν το κείµενο της συµπλήρωσης των ατελών εκφωνήσεων της Αναφοράς του συγκεκριµένου κώδικα, σύµφωνα µε τη διαδικασία που καταγράψαµε παραπάνω.
1158
Τα Συριακά Αλφάβητα είναι τρία: i. To Estranghelo, το οποίο αποτελούσε τη συριακή γλώσσα που χρησιµοποιούνταν από όλους τους χριστιανούς από τον 5ο αι. ii. Τη γραφή που ονοµάζεται Chaldéen, η οποία χρησιµοποιούνταν από τους χριστιανούς της Ανατολικής Εκκλησίας ή τους Σύριους της Ανατολής από τον 16ο αι. iii. To Serto που χρησιµοποιούνταν από τους Ιακωβίτες ή τους Σύριους της ∆ύσης από την περίοδο του 7ου αι. Περισσότερα για το θέµα, αλλά και την εξέλιξη της Συριακής Λειτουργικής γλώσσας, βλ. Raymond le Coz, L’Église d’Orient, σ. 108 κ.ε.· N. Liesel (abbé), Les Liturgies Catholiques Orientales, σ. 265. 1159 Τη µετάφραση από τα Συριακά στη Νέα Ελληνική Γλώσσα, επιµελήθηκε ο Σύριος ιερέας π. Πέτρος (Nizar, Niama Alkissis). 1160 Ευχαριστίες οφείλουµε στη φιλόλογο, κα. Χουρσανίδου Αναστασία, για τον έλεγχο των δοκιµίων. 1161 E. Renaudotii, ό.π., τ. 2, σσ. 234-239· Ευσταθίου Αντιοχείας, Λειτουργία, PG 18, 697C-704Β. 1162 A. Hänggi- I. Pahl, ό.π., σ. 306- 309.
178
αδ. Κείµενο Επίσης η Αναφορά του αγίου µάρτυρος Ευσταθίου Αρχιεπισκόπου Αντιόχειας της Συρίας.
39r
40v
5
10
15
20
40r 25
Έναρξις.1163 Ευχή προ του ασπασµού. Θεέ και Κύριε, οικτίρµων και πολυέλεε,1164 τυγχάνεις πάσι τοις επικαλουµένοις σε, ικάνωσον και ηµάς τους δεοµένους, ίνα // εν οµοθύµω οµοφροσύνη1165 ασπαζόµενοι αλλήλοις φιλήµατι αγίω1166 και ιερώ, προσφέροιµέν Σοι δόξαν και ευχαριστίαν και εις τον µονογενήν σου Υιόν και εις το Πνεύµα σου το Άγιον, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Λαός. 1167 Αµήν.1168 Ιερεύς. Ειρήνη πάσι. Λαός. Και τω πνεύµατί σου. ∆ιάκονος. Τον ασπασµόν αποδώµεν.1169 Ιερεύς. Αξίους ηµάς ποίησον. ∆ιάκονος. [Ασπασώµεθα αλλήλους εν φιλήµατι αγίω.] Μετά τον ασπασµόν.1170 Λαός. Σοι Κύριε. Ιερεύς. Αποδίωξον, Κύριε, αφ’ ηµών πάσαν διχόνοιαν και στερέωσον ηµάς εν τη ση αγάπη. Κατάπεµψον εφ’ ηµάς πλούσια τα ελέη σου, ίνα προσκηνηταί1171 αληθείς γεγονότες, κοινωνοί εσοίµεθα των αγαθών σου, εις αιώνας αιώνων. Ότι σοι προσφέροµεν την δόξαν και την ευχαριστίαν και εις τον µονογενήν σου Υιόν // και εις το Πνεύµα σου το Άγιον, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Λαός. Αµήν. Ιερεύς. Συ ει, Κύριε, ο θησαυρός των βοηθειών και η πηγή των αγαθών εφ’ ηµάς τους πάσχοντας εκ των αναγκών και των ταπεινώσεων. Πλούτισον ηµάς των ακαταλήπτων θείων σου δωρεών, και ποίησον ηµάς έθνος άγιον1172 και σύναξιν σεσωσµένων ήτις διακηρύσσει τον έπαινόν σου, Θεέ Πάτερ, συν τω µονογενή σου Υιώ και τω Πνεύµατί σου τω Αγίω,
1163
Όλες οι Λειτουργίες της πρώιµης περιόδου ξεκινούσαν µε την Είσοδο, χωρίς ιδιαίτερες προπαρασκευαστικές ευχές. Βλ. Ι. Φουντούλη, Κείµενα Λειτουργικής, τεύχ. Γ΄, ό.π., σ. 75. 1164 Ψαλµ. 102, 8. 1165 Η έκφραση της ενότητας µεταξύ των πιστών αλλά και του κλήρου, αποτελεί προϋπόθεση για προσευχή, προσφορά της θυσίας. Βλ. Κλήµεντος Ρώµης, Επιστολή προς Κορινθίους Α΄, 34, PG 1, 277Α: «Και ηµείς ουν εν οµονοία επί τω αυτώ συναχθέντες τη συνειδήσει, ως ενός στόµατος βοήσωµεν προς αυτόν εκτενώς.» 1166 Ρωµ. 16, 16· Β΄ Κορ. 13, 12· Α΄ Κορ. 16, 20· Α΄ Θεσσ. 5, 26. 1167 Για τη συµµετοχή του λαού στη λατρεία, βλ. την ακόλουθη ενδεικτική βιβλιογραφία: Π. Σκαλτσή, Τα ∆ιακονικά παραγγέλµατα και η στάση των πιστών στη Θεία Λειτουργία, σ. 7, 10-11, 12-15,κ.ά.· Κ. Παπαδοπούλου, (πρωτ.), «Σχέσεις κλήρου και λαού στη Λατρεία», Σύναξη, τεύχ. 50 (1994) 95- 100· Β. Σταυρίδου, «Οι λαϊκοί κατά την ορθόδοξον εκκλησιαστικήν εµπειρίαν», Κληρονοµία 24 (1992) 219-250. 1168 Το «Αµήν» αποτελεί τη χαρακτηριστικότερη ενδεικτική ορατή έκφραση της συµµετοχής, της στάσης των πιστών στην ευχαριστιακή σύναξη. Βλ. Ό.π., σ. 11· Α. Τιµιάδου, «Το ‘‘Αµήν’’ εν τη Θεία Λειτουργία», Γρηγόριος ο Παλαµάς 41 (1958) 326- 333· 380- 388. 1169 Αποτελεί την πανάρχαιη λειτουργική πράξη του «ασπασµού της αγάπης». Περισσότερα για το θέµα, Π. Σκαλτσή, Τα ∆ιακονικά παραγγέλµατα., ό.π., σ. 21, 42· Ι. Κογκούλη, Χ. Οικονόµου, Π. Σκαλτσή, Η Θεία Λειτουργία., σσ . 161-162. 1170 ∆. Τσάµη, Λειτουργική, σ. 97. 1171 Πρβλ. Ιω. 4, 22. 1172 Α΄ Πέτρ. 2, 9.
179
30
35
40
41v 45
50
55 41r
60
νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Λαός. Αµήν. ∆ιάκονος. Στώµεν καλώς1173, [στώµεν ευλαβώς, στώµεν µετά φόβου Θεού και κατανύξεως, πρόσχωµεν τη αγία αναφορά εν ειρήνη τω Θεώ προσφέρειν].1174 Λαός. Έλεον, ειρήνην1175, θυσίαν αινέσεως. Ιερεύς. Η αγάπη του Θεού και Πατρός, [η χάρις του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ηµών Ιησού Χριστού και η κοινωνία και η δωρεά του παναγίου Πνεύµατος είη µετά πάντων υµών. ]1176 Λαός. Και µετά του πνεύµατός σου. Ιερεύς. Άνω σχώµεν τας καρδίας. Λαός. Έχοµεν προς τον Κύριον. Ιερεύς. Ευχαριστήσωµεν τω Κυρίω. Λαός. Άξιον και δίκαιον. // Ιερεύς. Κλινόµενος [επεύχεται ούτως·] Ευχαριστούµεν, προσκυνούµεν και δοξολογούµεν Σοι, Πάτερ Θεέ, συν τω µονογενή σου Υιώ και τω Πνεύµατί σου τω Αγίω. (εκφώνως) Κύριε, την δόξαν της µεγαλοπρέπειάς σου δοξάζουσιν πάσαι αι στρατιαί των αΰλων δυνάµεων, οι πύρινοι όµιλοι οι υπό της φλογός ενδεδυµένοι, πλήθος των ισχυρών και ορµητικών Χερουβίµ, η τάξις των ιερών και φοβερών πτερωτών Σεραφίµ, άδοντα, βοώντα κεκραγότα και λέγοντα. Λαός. Άγιος, Άγιος, Άγιος, [Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης σου· ωσαννά εν τοις υψίστοις. Ευλογηµένος ο ελθών και ερχόµενος εν ονόµατι Κυρίου· ωσαννά εν τοις υψίστοις.]1177 Ιερεύς. Κλινόµενος [ επεύχεται ούτως· ] Τρισάγιόν1178 σοι προσφέροµεν, Θεέ, Πάτερ, και εις τον µονογενήν σου Υιόν και εις το Πνεύµα // σου το Άγιον. Αµετρήτου ούσης της αγιοτητός1179 Σου, Κύριε, και τον Υιόν σου απέστειλας εις τον κόσµον, υπέρ ηµών των αναξίων, όστις, γεγονώς άνθρωπος υπό γυναικός,1180 δια του θανάτου αυτού, παρείχε την ζωήν εις την θνητότητα την ηµετέραν. (εκφώνως) Ούτος, όστις οικεία βουλήσει υπέµεινεν θάνατον
1173
Η έκφραση αναφέρεται, σύµφωνα µε τον Ν. Καβάσιλα στη σταθερότητα της πίστης. Μπορεί επίσης, σύµφωνα µε µια διαφορετική ερµηνευτική προσέγγιση, να σχετίζεται µε την περαιτέρω πορεία της Θείας Λειτουργίας. Ι. Κογκούλη…, Η Θεία Λειτουργία., ό.π., σσ . 166-167· Π. Σκαλτσή, ό.π., σσ. 45-46 . 1174 Ιακώβου Αδελφοθέου, «Λειτουργία», Κείµενα Λειτουργικής, τεύχ. 3 (1985) 118. 1175 Για τις διαφορετικές εκδοχές της συγκεκριµένης έκφρασης, όπως και για την σηµασία τους, βλ. Ι. Φουντούλη, Ερµηνεία επτά δύσκολων σηµείων του κειµένου της Θείας Λειτουργίας από το Νικόλαο Καβάσιλα, Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 161-163. 1176 Ιακώβου Αδελφοθέου, ό.π., Κείµενα Λειτουργικής, τεύχ. 3 (1985) 118. 1177 Ό.π., σ. 119. 1178 Οι Βιβλικές καταβολές του συγκεκριµένου ύµνου εντοπίζονται στο Ησ. 6,3. Πρόκειται για το δοξολογικό ύµνο των αγγέλων, ή σύµφωνα µε το Ματθαίο για το θριαµβευτικό ύµνο της υποδοχής του Χριστού στα Ιεροσόλυµα (Μθ. 21, 9). Περισσότερα για το θέµα, αλλά και την ερµηνευτική ως προς το Παλαιοδιαθηκικό χωρίο, βλ. Γ. Μαρτζέλου, «Η Θεοπτία του Ησαΐα κατά την Ορθόδοξη Παράδοση», Ορθόδοξο ∆όγµα και θεολογικός προβληµατισµός, Α΄, σσ. 25-55. Ο άγιος Μάξιµος ο Οµολογητής σχολιάζοντας το γεγονός της εκφοράς του Τρισαγίου και από µέρους των πιστών δηλώνει ότι, µε τον τρόπο αυτό εκφράζεται η ένωση και ισοτιµία µας µε τις άυλες δυνάµεις. Μαξίµου Οµολογητού, Μυσταγωγία, 19 PG 91, 696BC. 1179 Πρβλ. Εβρ. 12, 10. 1180 Γαλ. 4, 4.
180
65
42v
70
75
80
42r 85
90
43v
95
υπέρ ηµών των αµαρτωλών, λαβών τον άρτον1181 επί των αγίων αυτού χειρών † ευλογήσας † κλάσας1182 † έδωκεν τοις αυτού µαθηταίς λέγων: [ «Λάβετε φάγετε] Τούτο εστίν το Σώµα µου το υπέρ υµών και υπέρ πάντων των απεκδεχοµένων, διαδιδόµενον, εις άφεσιν αµαρτιών και εις ζωήν την αιώνιον.» Λαός. Αµήν. Ιερεύς. Οµοίως λαβών και το ποτήριον τη µίξει οίνου και ύδατος, λαβών τούτο, † ευλογήσας, †† έδωκεν // τοις [αγίοις]1183 αυτού µαθηταίς λέγων: «[Πίετε εξ αυτού] τούτο εστί το αίµα µου το υπέρ υµών1184 και πολλών προσφερόµενον εις άφεσιν αµαρτιών και εις ζωήν την αιώνιον.» Λαός. Αµήν. Ιερεύς. Οσάκις αν ποιήτε το µυστήριον τούτο, εις την εµήν 1185 τούτο ποιείτε, άχρις αν έλθω. ανάµνησιν Λαός. Τον θάνατόν σου, Κύριε,1186 [υποµιµνησκόµενοι, την ανάστασίν σου οµολογούµεν και την ∆ευτέραν άφιξίν σου προσδοκούµεν. Το έλεος και την επιείκειαν σου επικαλούµεθα υπέρ των ηµετέρων πληµµεληµάτων και αµαρτηµάτων. Έλεος δίδου εκάστω ηµών.] Ιερεύς. Μεµνηµένοι, Κύριε, της σωτηρίου ελεύσεώς σου, της ∆ευτέρας πάλιν Παρουσίας, εις την σήν µεγαλωσύνην δόξαν προσφέροµεν και ικεσίαν. Ίνα µη, εν τη ηµέρα εκείνη της δικαίας κρίσεως,1187 βρώσιν φλογός γενώµεθα εκ των αµαρτιών ηµών. // Μήτε αποπνιγώµεν εις την της φλογός θάλατταν, µήτε αικισθώµεν υπό των πεπυρωµένων κυµάτων. Μήτε γενώµεθα κληρονόµοι των θλίψεων και κοινωνοί των πικρών βασάνων, οικιστές του σκότους εις τας Άδου µονάς1188. Μήτε γενώµεθα αλλότριοι της σης Βασιλείας και αµέτοχοι της σης οικειότητος και παρηγορίας. ∆ίδου χαράν ηµίν εν τω παρίστασθαι τη ση τραπέζη,1189 τους επικεκληκότας εν τω συµποσίω τούτω. Μετά τούτων και ηµείς, η Εκκλησία σου, παρακαλούµεν διά σου και µετά σου εις τον Πατέραν και λέγειν. Λαός. Ελέησον [Παντοδύναµε Θεέ Πάτερ, ελέησον ηµάς.] Ιερεύς. Έτι δε και ηµείς, [Κύριε, ευχαριστίαν προσφέροµεν διά τούτων, έκαστος ηµών.] Λαός. Σε υµνούµεν, [σε ευλογούµεν, σοι ευχαριστούµεν Κύριε, και δεόµεθά σου, Θεέ ηµών, ευµενής έστω και αγαθός και ελέησον ηµάς.] // ∆ιάκονος. Όντως φοβερά1190 εστίν η ώρα εκείνη και τροµερός ο εκείνου χρόνος, εκλεκτοί µου, οπόταν το Πνεύµα το Άγιον υπό του ουρανού καταβαίνον, επί την προκειµένην ευχαριστιακήν θυσίαν, καθαγιάζη ταύτη. Μετά σιγής και φόβου στήτε και προσεύχεσθε. Προσεύχεσθε µετά ειρήνης και έκαστος ηµών βοά και κραυγάζει το Κύριε ελέησον.
1181
Για τη θεολογική σηµασία της ξεχωριστής προσφοράς του άρτου και του οίνου από το Χριστό κατά το Μυστικό ∆είπνο, αλλά και τις προεκτάσεις του στη συγκεκριµένη λατρευτική πράξη, βλ. Π. Σκαλτσή, «Ευχαριστία και Θυσία», Χριστιανική Λατρεία και Ειδωλολατρία, Σειρά Ποιµαντική βιβλιοθήκη 11 (2004) 179-180. 1182 Μρ. 14, 22· Μθ. 26, 26. 1183 Μρ. 14, 23. 1184 Μρ. 14, 24. 1185 Λκ. 22, 19· Α΄ Κορ. 11, 24· 25. 1186 Πρβλ. Α΄ Κορ. 11, 26. 1187 Ιω. 5, 30. 1188 Ιω. 14, 2. 1189 Λκ. 22, 30. 1190 Πρβλ. Εβρ. 10, 27.
181
43r
44v
44r
100 Ιερεύς. Κλινόµενος. (Επίκλησις του Αγίου Πνεύµατος).1191 Σου δέοµαι και παρακαλώ τα σα ελέη, Θεέ Κύριε. Ελέησόν µε και κατάπεµψον την χάριν του Αγίου σου Πνεύµατος επ’ εµέ και επί τα προκείµενα ∆ώρα ταύτα. Καθάρισόν µε τον αµαρτωλόν από του ρύπου της αµαρτίας. Ενίσχυσόν µε προς την Λειτουργίαν ταύτην, την αγνήν και αγίαν. 105 (εκφώνως) Εκπλήρωσόν µε προς τούτο, Κύριε, [εκπλήρωσέ µου το, Κύριε, και ελέησόν µε.] Λαός. Κύριε ελέησον. Ιερεύς. Ίνα διά της καθόδου Του ποιήση τον άρτον τούτο, άγιον σώµα του Θεού ηµών Χριστού. 110 Λαός. Αµήν. // Ιερεύς. Και ποιήση την µείξιν του ποτηρίου τούτου αίµα του Θεού ηµών Χριστού. Λαός. Αµήν. Ιερεύς. Ώστε γενέσθαι τοις µεταλαµβάνουσιν πληµµεληµάτων 115 συγχώρησιν, αµαρτιών άφεσιν, αληθή γνώσιν της πίστεως, επαινετόν ζήλον θρησκευτικόν, και συµµετοχήν εις την αιώνιον ζωήν. Λαός. Αµήν. Ιερεύς. Κλινόµενος [επεύχεται ούτως·] ∆ώρισον, Κύριε, τη Ση Εκκλησία και τω ποιµνίω το διάγειν 120 πάσαν την ζωήν αυτών συν τοις σοις νόµοις. (εκφώνως) και φώτισον, Κύριε, τα λογικά όµµατα της διανοίας ίνα η η προσήλωσις ηµών επί των θαυµάτων των νόµων σου. // ∆ιάσωσον το σόν ποίµνιον υπό της αγέλης των λύκων1192 των λογικών, ίνα οµού προσφέρωµεν την δόξαν και την ευχαριστίαν Σοι, συν τω µονογενή 125 σου Υιώ και τω Πνεύµατί σου τω Αγίω. Λαός. Αµήν. Ιερεύς. Κλινόµενος [επεύχεται ούτως·] Βοηθός, γενού, Κύριε, επί πάσι τοις επικαλουµένοις σε εις την πίστην την αληθινήν και τοις ελπίζουσιν επί των ευλογιών των ηµετέρων, 130 χάριτι του ονόµατός σου του ιερού. (εκφώνως) Επεί, Κύριε, δύναµιν και βοήθειαν παρέχεις επί το πλήθος το ορθόδοξον, ευλόγησον νυν πάντας τους κεκοπιακότας εις την αγίαν σου Εκκλησίαν, ίνα πάντες σε δοξάζωσιν, µετά του Υιού σου του µονογενούς και του παναγίου σου Πνεύµατος. 135 Λαός. Αµήν. Ιερεύς. Κλινόµενος [επεύχεται ούτως·] Αποδίωξον Κύριε, // αφ’ ηµών, πάντα εχθρόν και πολέµιον. (εκφώνως) Χάρισον, Κύριε, εις τον πιστόν λαόν σου σωτηρίαν τελείαν υπό των πολεµίων και από ταραχώδεις και βαρβαρικάς επιδροµάς 140 ∆ιαφύλαξον την οικουµένην εν τη ση ειρήνη και ασφάλεια, ίνα εν ειρήνη Σε δοξάζωµεν συν τω Υιώ σου τω µονογενή και τω Πνεύµατί σου τω Αγίω. Λαός. Αµήν.
1191
Αξίζει να σηµειωθεί ότι η Επίκληση δεν απουσιάζει από τις αρχαίες Λειτουργίες της Ανατολής και της ∆ύσης, εκτός από τη Ρωµαϊκή Λειτουργία. Η αρχαιότερη µορφή Επίκλησης απαντάται στην Αναφορά του Ιππόλυτου τον 3ο αι. Τις απαρχές της Επίκλησης εντοπίζουµε στην Καινή ∆ιαθήκη (Ρωµ. 15, 16) όπως επίσης και σχετική µαρτυρία έχουµε από τον Ειρηναίο Λουγδούνου κατά το 2ο αι. Περισσότερα για το θέµα µπορεί να αναζητήσει ο ενδιαφερόµενος στην ακόλουθη ενδεικτική βιβλιογραφία: Ι. Κογκούλη,.., ό.π., σσ. 174-175· Ν. Μαλαβάκη, ό.π., σ. 51. 1192 Πρβλ. Πρ. 20, 29.
182
145 45v 150
155
45r
160
165
170 46v 175
180
46r
185
Ιερεύς. Κλινόµενος [επεύχεται ούτως·]1193 Μνήσθητι, Κύριε, της Παναγίας Θεοτόκου Μαρίας, των σων Αγίων Αποστόλων και πάντων των µετ’ αυτών αξίως παρισταµένων. (εκφώνως) ∆ίδου ηµίν δύναµιν, ίνα επικαλησθε Σε µετά χαράς, αληθινούς γνώσεως και συνειδήσεως ειλικρινούς, // ώστε γενέσθαι µετ’ αυτής µιµηταί των αγίων, οίτινες εβίωσαν υπέρ σου. Μετά τούτων και ηµείς προσφέροµεν δόξαν και ευχαριστίαν υπέρ σου, συν τω Υιώ σου τω µονογενή και τω Πνεύµατί σου τω Αγίω. Λαός. Αµήν. Ιερεύς. Κλινόµενος [επεύχεται ούτως·] Μνήσθητι, Κύριε, των ιερών Πατέρων,1194 των δικαίων, των πνευµατικών αναδόχων ηµών, των διδαξάντων και διαθρεψάντων ηµάς εν τω φόβω Θεού1195. (εκφώνως) [Μνήσθητι, Κύριε,] πάντων των αληθών διδασκάλων της Αγίας σου Εκκλησίας, οίτινες επέστρεψαν εις ταύτην εκ της πλάνης σκιάς και υπέδειξαν οδούς ευθείς της αθανάτου ζωής. Κατάταξον ηµάς εις τας εκείνων τάξεις, ίνα µετά τούτων και διά τούτων // σοι προσφέρωµεν δόξαν και ευχαριστίαν και εις τον Υιόν σου τον µονογενήν και εις το Πνεύµα σου το Πανάγιον και αγαθόν. Λαός. Αµήν. ∆ιάκονος. Μνηµόνευσις των κεκοιµηµένων.1196 Ιερεύς. Κλινόµενος [επεύχεται ούτως· ] Ελέησον, Κύριε, και συγχώρησον διά της θυσίας ταύτης πάντας τους εν πίστει κεκοιµηµένους, των κεκοιµηκότων επί τη ση ελπίδι, εν πίστει ορθοδόξω. (εκφώνως) Ότι συ γαρ ο δηµιουργός των ψυχών και των σωµάτων ηµών, ο παρέχων έλεος, απόδεξαι τα υφ’ ηµών προσφερόµενα δώρα ταύτα και αξίωσον αυτούς, ίνα µετεχείν των αγαθών των προσφεροµένων Χριστώ, τοις αγαπώσι, δι ου προσδοκούµεν // και ηµείς το εκείνου έλεος και την εαυτών και εκείνων αµαρτηµάτων άφεσιν. Λαός. Ελέησον και συγχώρησον [Κύριε, ο Θεός, ο Πατήρ, τα παραπτώµατα ηµών, τα εκούσια και τα ακούσια, ει τι εν γνώσει ή εν αγνοία εποιήσαµεν.] Ιερεύς. (εκφώνως) Ίλεως γενού, Κύριε, επί των ηµετέρων και επί των εκείνων παραπτωµάτων. Επιλάθου των αµαρτηµάτων ά εποιήσαµεν και εποίησαν. Οδήγησον ηµάς εν τω κόσµω τούτω άνευ δυστυχιών, πόνων και οδυνών και κατάταξον ηµάς εις τόπον χλοερόν, ίνα δοξάζωµεν, ώδε και εκείθε, υµνώµεν και µεγαλύνωµεν το πανένδοξον κι ευλογηµένον όνοµά σου µετά του Κυρίου ηµών Ιησού Χριστού και του Πνεύµατός σου του Αγίου. Λαός. Αµήν. // Ιερεύς. Ειρήνη πάσι. Λαός. Και τω πνεύµατί σου. Ιερεύς. Και έσται τα ελέη του Θεού. Λαός. Και µετά του Πνεύµατός σου.
1193
Στο σηµείο αυτό ξεκινά η µνηµόνευση των ∆ιπτύχων. Βλ. Ι. Κογκούλη.., ό.π., σσ. 176-178. Για τη χρήση του όρου «Πατήρ» βλ. Α. Μπουρνέλη, Εκκλησιαστική Γραµµατολογία, ό.π., σσ. 47-52. 1195 Πρβλ. Παρ. 19, 23. 1196 Βλ. Α. Μπουρνέλη, «Ιερά Μνηµόσυνα», Πατέρων Λόγος 5 (2002) 31-33· J.C. Larchet, La Vie Αprès la Mort Selon la Tradition Orthodoxe, Paris 2001, σσ. 217-218. 1194
183
47v
47r
∆ιάκονος. Έτι και έτι [και διά παντός εν ειρήνη του Κυρίου δεηθώµεν.] 190 Ιερεύς. Η Κυριακή Προσευχή. Σύ, µεγίστη Αρχή και αληθές Πάτερ, Κύριε των αιώνων, όστις εκ του µη όντος εις το είναι ηµάς παρήγαγες και εδίδαξας ηµάς την της σωτηρίας οδόν1197 διά του ηγαπηµένου Υιού σου· νυν, Κύριε, επεί χάριτι διάγεις µεθ’ ηµών,1198 καθάρισον τους λογισµούς και τας γλώττας ηµών, 200 ίνα δι’ αυτής ακατακρίτως, τολµάν επικαλείσθαι Σε τον επουράνιον Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα και Άγιον και λέγειν. Ιερεύς. Πάτερ ηµών ο εν τοις ουρανοίς. Λαός. Αγιασθήτω το όνοµά σου, [Ιερεύς. ελθέτω η βασιλεία σου, 205 Λαός. γενηθήτω το θέληµά σου Ιερεύς. ως εν ουρανώ και επί της γης· Λαός. τον άρτον ηµών τον επιούσιον Ιερεύς. δος ηµιν σήµερον Λαός. και άφες ηµίν τα οφειλήµατα ηµών, 210 Ιερεύς. ως και ηµείς αφίεµεν τοις οφειλέταις ηµών Λαός. και µη εισενέγκης ηµάς εις πειρασµόν, Ιερεύς. αλλά ρύσαι ηµάς Λαός. από του πονηρού.] Ιερεύς. Έστω, Κύριε, // βοηθός και συµπαραστάτης ηµίν, τηρητής και 215 σωτήρας από των πειρασµών, ότι σου εστίν η βασιλεία, η δύναµις και η δόξα του µονογενούς σου Υιού και του Πνεύµατός σου [του Αγίου, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.] Λαός. Αµήν. Ιερεύς. Ειρήνη πάσι. 220 Λαός. Και τω πνεύµατί σου. ∆ιάκονος. Τας κεφαλάς ηµών τω Κυρίω κλίνωµεν.1199 Λαός. Σοι Κύριε. Ιερεύς. Προσκυνητέ, Κύριε, όστις προσκυνητός ει εν Τριάδι, και εν αγίοις δοξαζόµενος, αγίασον τας ψυχάς και τα σώµατα των επί σε 225 επικεκληµένων, ίνα, συµµέτοχοι γενόµενοι των αγίων Μυστηρίων, προσφέρωµέν σοι δόξαν και ευχαριστίαν και εις τον µονογενήν σου Υιόν και εις το Πνεύµα σου [το Άγιον, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.] Λαός. Αµήν. Ιερεύς. Ειρήνη πάσι. 230 Λαός. Και τω πνεύµατί σου. Ιερεύς. Και έσται η χάρις της Αγίας Τριάδος [µετά πάντων υµών.] ∆ιάκονος. Πρόσχωµεν. Ιερεύς. Τα άγια τοις αγίοις.1200 235 // Λαός. Εις Άγιος Πατήρ, Ιερεύς. Εις Άγιος Πατήρ, ο µεθ’ ηµών, [ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων.]
1197
Πρβλ. Ιω. 14, 6. Βαρ. 3, 38. 1199 Η κλίση της κεφαλής στη Θεία Λειτουργία, αλλά και στη λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας δε σχετίζεται µε δουλικότητα, µε την κοσµική έννοια του όρου, αλλά αποτελεί, στο συγκεκριµένο σηµείο, ευλογία για την επικείµενη Μετάληψη· είναι έκφραση ελευθερίας, συγκατάβασης και ευχαριστίας. 1200 Στο σηµείο αυτό γίνεται η ύψωση του Αγίου Άρτου. Βλ. Ι. Κογκούλη.., ό.π., σσ. 183-186. 1198
184
48v
∆ιάκονος. Στώµεν καλώς. 240 Λαός. Ευχαριστούµεν σοι. Ιερεύς. Σοι προσφέρωµεν, Κύριε, ευχαριστίαν και δοξολογίαν επί τη αφάτω δωρεά σου ότι Συ ει ο ανατέλλων, διά της µυστηριακής ταύτης κοινωνίας, τας πνευµατικάς ακτίνας της θεότητός σου εις τας ψυχάς ηµών· ο δωρίσας ηµίν την σωτηρίαν υπό της φλογός της ασβέστου,1201 διά της 245 µεταλήψεως των σων Μυστηρίων και σοι προσφέρωµεν την δόξαν και την ευχαριστίαν και εις τον µονογενήν σου Υιόν [και εις το Πνεύµα σου το Άγιον, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.] Λαός. Αµήν. Ιερεύς. Ειρήνη πάσι. 250 Λαός. Και τω πνεύµατί σου. ∆ιάκονος. Μετά της µεταλήψεως. Λαός. Σοι Κύριε. Ιερεύς. ∆ιαφύλαξον, Κύριε, τον πιστόν // λαόν σου από παντός φόβου και τρόµου.1202 ∆ώρισον αυτώ παν αγαθόν, ευλογίας, χάριτας, αγαλλίασιν, 255 ειρήνην και ασφάλειαν. Αντ’ αυτών, Κύριε, την δόξαν και ευχαριστίαν αναπέµπωµεν, επί Σοι το εγκώµιον και την µεγαλωσύνην και εις τον Πατέραν σου και εις το Πνεύµα σου το άγιον, νυν [και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.] Λαός. Αµήν. 260 ∆ιάκονος. Ευλόγησον, Κύριε. Ιερεύς. Ευλόγησον πάντας ηµάς. Πέρας της Αναφοράς του αγίου µάρτυρος Ευσταθίου. Η ευχή αυτού είη µετά πάντων ηµών.
1201 1202
Μρ. 9, 43. Πρβλ. Α΄ Κορ. 2,3.
185
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΚΑΙ ΑΠΟ∆ΟΧΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ Ι. ∆Ε∆ΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ ΤΗΣ ∆Ι∆ΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥ Η προσπάθεια ενός µελετητή να έχει µια εικόνα και να διαµορφώσει σαφή άποψη για τη διδασκαλία του Ευσταθίου Αντιοχείας, δεν είναι πάντοτε επιτυχής. ∆υσκολίες προκύπτουν τόσο από τη διάσωση κυρίως αποσπασµάτων από τα έργα του, όσο και από την τοποθέτηση του θανάτου του ιερού προσώπου το 337, χρονολόγηση η οποία λειτούργησε καθοριστικά, ώστε έργα που φαίνεται ότι φέρουν την προσωπική σφραγίδα του συγγραφέα, πλούσια σε πληροφορίες για τη θεολογική σκέψη του, να µην αποδίδονται σ’ εκείνον, µε αποτέλεσµα να περιπλέκεται ακόµη περισσότερο η διασαφήνιση των απόψεών του. Ανασταλτικά λειτούργησε επίσης το γεγονός ότι, εν όψει του υπό διαµόρφωση ∆όγµατος της Εκκλησίας, διαπιστώνεται σκεπτικισµός, ο οποίος δεν ενθαρρύνει πάντα πρακτικές διαφοροποιήσεων, προαγωγής της θεολογικής σκέψης, µε αποτέλεσµα αρκετοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς, µεταξύ αυτών και ο Ευστάθιος, να είναι διστακτικοί1203 και φειδωλοί ως προς τις διατυπώσεις τους. Στην προσπάθεία τους λοιπόν να συγκεράσουν το «παλιό» µε το «νέο», κυρίως όµως µε κίνητρο και κριτήριο την αποτελεσµατική αντιµετώπιση της αιρετικής κακοδοξίας, ενδέχεται να κάνουν χρήση «ανεπιτυχών» ή ασαφών1204 εκφράσεων, που αν τις αποµονώσουµε από τη συνάφειά τους ή τις µελετήσουµε αποκοµµένες από τη σύνολη σκέψη του συγγραφέα, είναι πολύ πιθανόν να τον αδικήσουµε. Με γνώµονα τα παραπάνω, πρέπει να δούµε και να προσεγγίσουµε τη θεολογική σκέψη του Ευσταθίου Αντιοχείας, του οποίου η διδασκαλία αποτέλεσε πεδίο «αντιλεγόµενο» µεταξύ των µελετητών. Όσοι επιχείρησαν να τοποθετηθούν επί των θεολογικών απόψεών του, άλλοτε έκριναν τη διδασκαλία του σύµφωνη µε την Αντιοχειανή σκέψη1205 και τη Συριακή παράδοση1206, ως συγκλίνουσα µε τις απόψεις των µεταγενέστερων Αντιοχειανών1207και άλλοτε ως αποκλίνουσα1208 απ’ αυτήν, κυρίως ως προς το Χριστολογικό τύπο που υιοθέτησε ο συγγραφέας. Κάποιοι σύνδεσαν τη διδασκαλία του µ’ εκείνη του Παύλου του Σαµοσατέα1209, του Σαβέλλιου, κάνοντας λόγο για «µετριοπαθή Μοναρχιανισµό»,1210 ενώ ορισµένοι άλλοι τον χαρακτήρισαν, εσφαλµένα, 1211 πρόδροµο του Νεστόριου1212. Η υποψία του Απολλιναρισµού1213 στη
1203
T.E. Pollard, Johannine Christology and the Early Church, σ. 121, 122. Ό.π., σ. 120. 1205 G.L. Prestige, ό.π., σ. 136. 1206 R.V. Sellers, ό.π., σ. 98. 1207 Ό.π., σ. 109. 1208 A. Grillmeier, ό.π., σ. 284: “Eustathe professe une forme de christologie qui n’a absolument rien d’ ‘antiochien’, au sense postérieur de ce terme.” 1209 Για το συγκεκριµένο ζήτηµα, καθώς και τις διαφοροποιήσεις που παρουσιάζονται στη διδασκαλία των δύο εκκλησιαστικών ανδρών, βλ. H.E.W. Turner, The Pattern of Christian Truth, σ. 141· R.V. Sellers, ό.π., σ. 96-97· Του ίδιου, Two Ancient Christologies, σσ. 122-123. 1210 B. Chiaravalle, Storia della Theologia, τ. 1, σ. 176: “Eustazio, ... professava una forma moderata di monarchianismo, che riconosceva senz’ altro la generazione reale del Figlio Logos e, riprendendola terminologia d’ Ippolito, rilevava la sua distinzione rispetto al Padre in qualitá di altra persona (prósopon), ma rifiutava, considerandola eccessivamente divisiva, la dottrina origeniana delle tre ipostasi, affermando di contro una sola ipostasi del Padre e del Figlio. ” Πρβλ. M. Simonetti, “Eustazio di Antiochia”, Dizionario Patristico e di Antichitá Cristiane 1 (1983) 1302. 1211 J.N.D. Kelly, Early Christian Doctrines, σ. 283· J. Quasten, ό.π., τ. 3, σ. 305. 1212 Ενδεικτικά: G.F. Chesnut, ό.π., σ. 202. 1204
186
διδασκαλία του Ευσταθίου, όπως και εκείνη της οµοιότητας των θέσεών του µε εκείνες του Μαρκέλλου Αγκύρας1214 και του Μαρκιανού1215, δεν απουσιάζουν από τις εκτιµήσεις των µελετητών. Για να κατανοήσει κάποιος τη θεολογική σκέψη και διδασκαλία του Ευσταθίου Αντιοχείας, δεν αρκεί µονάχα να εξετάσει τα κείµενά του και να κατηγοριοποιήσει µε συνέπεια1216 τις απόψεις, τακτική που φαίνεται ότι δεν ακολουθήθηκε από όλους κατά το παρελθόν και οδήγησε σε εσφαλµένα1217 συµπεράσµατα, αλλά και να αναζητήσει τα αίτια που οδήγησαν τον ιερό πατέρα στην διατύπωση του ∆όγµατος µε το συγκεκριµένο τρόπο. ∆εν πρόκειται να ασχοληθούµε µε την ιστορία1218 της µελέτης της Θεολογίας του Ευσταθίου Αντιοχείας, ούτε στοχεύουµε να προβούµε σε αναιρετική επιχειρηµατολογία των απόψεων που έχουν διατυπωθεί. Θα αρκεστούµε να επισηµάνουµε τη συνεισφορά του εκκλησιαστικού συγγραφέα στη διαµόρφωση του ∆όγµατος της Εκκλησίας. Η θεολογία του Ευσταθίου Αντιοχείας χαρακτηρίζεται ως «µεταβατική»1219 από τους µελετητές. Αυτό δεν είναι ανεξάρτητο από την «αντιπαλότητα» µεταξύ της Αντιοχειανής παράδοσης, που ήταν φορέας της θεολογίας που υιοθετούσε αρχαιότερη θεολογική ορολογία, όπως «Θεός», «Λόγος», καθώς και της νεότερης τάσης, όπου στη θεολογική ορολογία επικρατούσε ο «Πατέρας» και ο «Υιός».1220 Στα νέα αυτά δεδοµένα επιχειρεί να κινηθεί ο Ευστάθιος επιδιώκοντας συγκερασµό και των δύο τάσεων στη Θεολογία του, όπως φαίνεται και από το περιεχόµενο των συγγραµµάτων του. Εµµένοντας εµφατικά στην ακεραιότητα της ανθρώπινης φύσης του Χριστού και συνδέοντάς την µε την προϋπάρχουσα υπόσταση του Υιού, οδηγήθηκε στη διατύπωση του Χριστολογικού τύπου «Λόγος» - «Άνθρωπος». Επιπροσθέτως, µέσα από τα κείµενα του ιερού Πατρός µπορεί κάποιος να διαπιστώσει την προσπάθειά του να αξιοποιηθεί και ο χριστολογικός τύπος «Θεός», «Άνθρωπος».1221 Ο χριστολογικός τύπος «Λόγος» - «Άνθρωπος», οφείλουµε να υπογραµµίσουµε ότι, δεν ήταν άγνωστος στο περιβάλλον της Αντιόχειας.1222 Η διατύπωση της µοναρχιανικής διδασκαλίας του Παύλου του Σαµοσατέα περί το 260 δεν ήταν ανεξάρτητη από το συγκεκριµένο σχήµα. Όµως θα ήταν σφάλµα να ισχυριστούµε ότι ∆εν ισχύει η εκδοχή αυτή, διότι ο Ευστάθιος δέχεται την αντίδοση των ιδιωµάτων στο Χριστό και επιπροσθέτως, αποκαλεί την Παναγία «Θεοτόκο». J. Quasten, ό.π., σ. 305· Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία Γ΄, σ. 455. 1213 G.L. Prestige, ό.π., σ. 134: “…the phrase ‘human instrument’ sounds no less Apollinarian, particularly when it is observed that Eustace sometimes refers to the manhood simply as ‘the body’.” 1214 Για την ανασκευή της συγκεκριµένης εκδοχής, βλ. M. Simonetti, La Crisi Ariana nel IV Secolo, σ. 72· R.V. Sellers, ό.π., σ. 93-96. 1215 J. Lebon, Le Moine Saint Marcien, σ. 74. 1216 Επιλεκτική υιοθέτηση δεδοµένων και χωρίων θυµίζει άλλες πρακτικές, οι οποίες στηλιτεύονται και από τον Ευστάθιο. Χαρακτηριστικά σηµειώνει ο συγγραφέας: «… Αλλά ώσπερ δεινοί συκοφάνται και κατήγοροι ακρωτηριάσαντες το χωρίον, τον αγώνα της κατηγορίας ποιούνται». (Μ. Spanneut, ό.π., σ. 111, στ. 19-21). 1217 Ενδεικτικά αναφέρουµε την περίπτωση του R.V. Sellers, ο οποίος -όπως διαπιστώσαµε από την προσωπική µελέτη µας στα έργα του Ευσταθίου- προκειµένου να καταλήξει σε συγκεκριµένα συµπεράσµατα, παρουσιάζει επιλεκτικά κατηγοριοποιηµένους όρους, παραβλέποντας τις αιτιάσεις της έκθεσής τους. Όπως σηµειώνεται και από άλλους, καταλήγει να υποστηρίζει ότι ο Λόγος είναι ανυπόστατος, ενώ σε κατοπινή µελέτη του, ανασκευάζει την αρχική τοποθέτησή του. Βλ. R.V. Sellers, ό.π., σ. 111· Του ίδιου, Two Ancient Christologies, σ. 123. Βλέπε επίσης τις επισηµάνσεις του T.E. Pollard για την προσέγγιση του R.V. Sellers. (T.E. Pollard, ό.π., σ. 120). 1218 Μ. Spanneut, “La position Théologique d’Eustathe d’Antioche”, JTS 5 (1954) 220-221. 1219 T.E. Pollard, ό.π., σ. 121. 1220 R.V. Sellers, ό.π., σ. 91. 1221 Στα παραδείγµατα που χρησιµοποιεί ο T.E. Pollard, περιλαµβάνεται και η φράση: «συνδιαιτώµενη η ψυχή του Χριστού τω Λόγω και Θεώ.» Περισσότερα για το θέµα, βλ. T.E. Pollard, ό.π., σ. 121. 1222 Γ. Μαρτζέλου, Η Χριστολογία του Βασιλείου Σελευκείας, σ. 47.
187
έχουµε εξάρτηση των ορθοδόξων της Αντιόχειας από το Σαµοσατέα. Αν χρησιµοποιήθηκε ο συγκεκριµένος χριστολογικός τύπος από τους ορθοδόξους, αν ο ίδιος ο Ευστάθιος Αντιοχείας τον επέλεξε στην πολεµική1223 του κατά του Αρειανισµού, είναι διότι διαπίστωσε ότι η υιοθέτηση του σχήµατος «Λόγος» - «Σάρξ» από εκείνους, οδηγούσε σε κολόβωση της ανθρώπινης φύσης ως προς την ψυχή, την ακεραιότητα της οποίας επιχείρησε να διασφαλίσει και παράλληλα να αποτρέψει την απόδοση των ανθρώπινων ιδιοτήτων στο Λόγο. Η συγκεκριµένη στροφή του Ευσταθίου στη θεολογική σκέψη αποτελεί σύµφωνα µε τον J. Quasten1224, την αιτία που ο εκκλησιαστικός συγγραφέας κέρδισε µια σηµαντική θέση στην ιστορία του ∆όγµατος. Νοµίζουµε ότι προσεκτική µελέτη των εν γένει θεολογικών απόψεων του Ευσταθίου, όπως επιγραµµατικά θα παρουσιάσουµε στην πορεία του κεφαλαίου, καταδεικνύει ότι η συνεισφορά του Ευσταθίου Αντιοχείας στο θεολογικό επιστητό είναι µεγαλύτερη από εκείνη που νοµίζαµε µέχρι σήµερα. Πριν προχωρήσουµε στην ανάπτυξη των επιµέρους πτυχών της διδασκαλίας του Ευσταθίου, κρίνεται σκόπιµο να επισηµάνουµε ότι τα αποσπάσµατα των έργων του που έχουν διασωθεί δε µας επιτρέπουν να έχουµε κάποια εικόνα για τις θέσεις του Ευσταθίου σχετικά µε το προπατορικό αµάρτηµα1225, τη λεγόµενη σωτηριολογία, όπως και µε το ζήτηµα των Μυστηρίων της Εκκλησίας όπου οι αναφορές είναι πενιχρές. Αξίζει, τέλος, να σηµειώσουµε ότι η εστίαση του ενδιαφέροντος των µελετητών στη Χριστολογία του Ευσταθίου και η ανάλωσή τους στον εντοπισµό αναιρετικών µεταξύ τους επιχειρηµάτων, τους στέρησε τη δυνατότητα να ασχοληθούν µε επιµέρους σηµαντικές πτυχές της θεολογικής σκέψης του εκκλησιαστικού συγγραφέα. Τις ιδέες αυτές ή παρεµφερείς απόψεις συναντάµε αργότερα στα έργα µεγάλων ∆ιδασκάλων της Εκκλησίας, όπως επί παραδείγµατι του Μ. Βασιλείου, του Μ. Αθανασίου, του Γρηγορίου του Νύσσης κ.ά. –όπως ενδεικτικά θα καταδείξουµε- οι οποίες και θεωρούνται ίδιον της θεολογικής διδασκαλίας τους1226. ΙΙ. ΚΥΡΙΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΟΥ Για την έκθεση του θεολογικού περιεχοµένου των έργων του Ευσταθίου Αντιοχείας επιλέγουµε την «πατερική γραµµή» η οποία επιτάσσει διµερή διαίρεση, τη θεολογία και την οικονοµία, η οποία, όπως σηµειώνει ο καθηγητής κ. Ν. Ματσούκας, είναι «τριµερής ή τριαδική» και υποδεικνύει ως κεφάλαια της ∆ογµατικής τη Θεολογία, τη Χριστολογία και την Εκκλησιολογία.1227 1. ΘΕΟΛΟΓΙΑ α΄ Θεός Τρισυπόστατος Τα κείµενα από τα οποία µπορούµε να αντλήσουµε πληροφορίες για την Τριαδολογία του Ευσταθίου Αντιοχείας, προέρχονται από διαφορετικές χρονικές περιόδους και οι αιτίες σύνταξής τους δε συγκλίνουν πάντοτε. Αυτός είναι ο λόγος για 1223
M. Spanneut, “La Position…”, ό.π., JTS 5 (1954) 224. J. Quasten, ό.π., τ. 3, σ. 305: “Eustathius is the first to attempt a Logos-Man Christology against the predominant Logos –Sarx doctrine. It is in his refutation of the latter theory that wins a position of importance in the history of dogma.” 1225 Η µόνη έµµεση αναφορά που θα µπορούσαµε να πούµε ότι σχετίζεται µε τις επιπτώσεις του προπατορικού αµαρτήµατος είναι εκείνη σύµφωνα µε την οποία ο Χριστός µας ελευθερώνει από τη δουλεία του νόµου, την καταδίκη της κατάρας «αλλ’ ίνα της του νόµου δουλείας εξαγοράση τους πεπραµένους τη δίκη της αράς.» Βλ. Μ. Spanneut, Recherches.., ό.π., σ. 102 (στ. 26-27). 1226 Επιθυµία και πρόθεσή µας είναι ν’ ασχοληθούµε στο µέλλον µε τις επιδράσεις των θεολογικών απόψεων του Ευσταθίου Αντιοχείας στα συγγράµµατα των Πατέρων αυτών της Εκκλησίας. 1227 Περισσότερα για το θέµα, τη διαίρεση της ∆ογµατικής και την εσωτερική συνοχή των κεφαλαίων της, βλ. Ν. Ματσούκα, ∆ογµατική και Συµβολική Θεολογία Β΄, σ. 41-42. 1224
188
τον οποίο διαπιστώνουµε φαινοµενικά αποκλίνουσες πληροφορίες σε κάποια σηµεία τους. Μονάχα σε όψιµη περίοδο και ειδικότερα στο έργο του συγγραφέα «Κατά Φωτεινού», διαπιστώνουµε σαφή αναφορά περί ενός Θεού µε τρία πρόσωπα. Σηµειώνεται χαρακτηριστικά: «Το Θεός όνοµα δηλωτικόν ην προσώπου, τρία λέγοντες πρόσωπα… τρεις Θεούς ου λέγοµεν, διότι ου τρεις φύσεις λέγοµεν… µία η φύσις λέγοµεν των προσώπων, αναγκαίως ότι εις µόνον Θεός».1228 ∆ύο παρατηρήσεις επί του συγκεκριµένου αποσπάσµατος: i. Η αποδοχή ετερότητας των υποστάσεων1229 στην Αγία Τριάδα, ιδιαίτερης δηλαδή υπόστασης για κάθε πρόσωπο Αυτής, αποτελεί ενδεικτική ορατή έκφραση της αποστασιοποίησης του ιεράρχη από Μοναρχιανικές θεωρήσεις, όπως θα καταδειχθεί και σε άλλη παράγραφο. Χαρακτηριστικός πάντως είναι ο ακόλουθος λόγος του: «Αλλ’ ενταύθα µεν την δυάδα Πατρός τε και του µονογενούς Υιού παριστών, ά λ λ ο ν µεν τον εκπειράζοντα Κύριον ονοµάζει, ά λ λ ο ν δε παρά τούτον είναι τον αγαπώµενον Κύριόν τε και Θεόν, ίνα εκ δυάδος την µίαν αποδείξει θεότητα και την αληθή θεογονίαν.» 1230 ii. Το στοιχείο που διασφαλίζει τη µονάδα, τη Μονοθεΐα, στον Τριαδικό Θεό είναι σύµφωνα µε τον Ευστάθιο -όπως είδαµε ήδη - το κοινό της θείας φύσεως· άποψη η οποία είναι σύµφωνη και µε την κατοπινή ∆ογµατική διδασκαλία της Εκκλησίας, αφού βέβαια σηµειωθεί και το ένα αίτιο, ο Πατήρ1231. Ο Ευστάθιος Αντιοχείας είναι φειδωλός ως προς τις διατυπώσεις του για το Άγιο Πνεύµα, ή τουλάχιστον αυτό οφείλεται στην αποσπασµατική διάσωση των έργων του. Οι ελάχιστες αναφορές του σε Αυτό, οι οποίες δεν υπερβαίνουν τις τέσσερις1232 -µολονότι ο όρος Πνεύµα διακρίνεται για πολυσηµία1233 στα συγγράµµατά του- σχετίζονται µε τον Ευαγγελισµό της Θεοτόκου1234, όπως και µε τη συµβολή Του για την κατανόηση προφητειών1235, την επεξήγηση οραµάτων1236. Οι περιορισµένες αυτές αναφορές στο Άγιο Πνεύµα θα µπορούσαν να προξενήσουν προβληµατισµό στους µελετητές, αν εκτιµηθούν ανεξάρτητα από το ιστορικό πλαίσιο της συγγραφής των έργων του Ευσταθίου, τη χρονολόγησή τους. Προς την κατεύθυνση αυτή συνηγορεί και το γεγονός ότι οι αιρέσεις που απαντάµε δε σχετίζονται µε το Άγιο Πνεύµα, γεγονός που θα ωθούσε τους Πατέρες να τοποθετηθούν, να εκφέρουν θεολογικό λόγο περί του Αγίου Πνεύµατος, όπως θα γίνει αργότερα. Συνεπώς, επειδή απουσιάζει την περίοδο εκείνη ο προβληµατισµός, ο σχετικός µε την Πνευµατολογία, γι’ αυτό και ο Ευστάθιος δε φαίνεται να γράφει για το ζήτηµα αυτό. Σύµφωνα πάντως µε τον R.V. Sellers1237, ίσως να µπορούµε να διακρίνουµε µια πρώιµη Πνευµατολογία στη διδασκαλία του1238 συγγραφέα. 1228
R. Lorenz, ό.π., Zeitschrift Für die Neutestamentliche Wissenschaft 71 (1980) 110 υποσ. 4. Στο απόσπασµα που παραθέτει ο Κυζικηνός Γελάσιος από τις εργασίες της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου, φέρει τον Ευστάθιο Αντιοχείας να διατυπώνει την ακόλουθη, µεταξύ των άλλων, φράση, µε αφορµή το «Ποιήσωµεν» της Γενέσεως,: «… ούτως ο Θεός ο Θεός εστι και προς το Ποιήσωµεν είρηκε, µίας ούσης της των αµφοτέρων προσώπων θεότητος, …» (Γελάσιου Κυζικηνού, ό.π., PG 85, 1256 D- 1257A). 1230 Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, PG 18, 664Α. 1231 Ν. Ματσούκα, ό.π., σσ. 91-93, 103-104. 1232 Μ. Spanneut, “La Position…”, ό.π., JTS 5 (1954) 221 υποσ. 2. 1233 Ενδεικτικά: Μ. Spanneut, Recherches.., ό.π., σ. 98, στ. 29· 100, στ. 5. 1234 Ό.π., σ. 101 (στ. 35, 12-13): «εκ γυναικός δε γέγονεν άνθρωπος, ο εν τη παρθενική µήτρα Πνεύµατι παγείς αγίω.» 1235 Τη θέση αυτή δεν την υιοθετεί ο Ευστάθιος. Είναι άποψη του Ωριγένη. Την επισηµαίνουµε διότι γίνεται αναφορά στο Άγιο Πνεύµα. Βλ. Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, 21, PG 18, 656Β. 1236 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 97 (στ. 16). 1237 R.V. Sellers, ό.π., σ. 96. 1238 Ό.π., σ. 93: “We must not be surprised, … if we find undeveloped thought concerning the Holy Spirit in Eustathius’ teaching.” 1229
189
Το γεγονός λοιπόν ότι δε δίδεται ιδιαίτερη έµφαση στο πρόσωπο του Αγίου Πνεύµατος µας παρέχει τη δυνατότητα να κατανοήσουµε το λόγο για τον οποίο σε προγενέστερα κείµενά του ο Ευστάθιος κάνει λόγο για «δυάδα» 1239 και «µονάδα», για µία υπόσταση1240 (ουσία) κατά τη νικαιϊκή ορολογία στο Θεό. Επιπροσθέτως, η εµµονή του στην έκφραση «η δυάδα στη µονάδα»1241, όπως κυρίως υπογραµµίζεται σε άλλο σχόλιό1242 του, αποτελεί αποκλεισµό του Σαβελλιανισµού.1243 Η ενδοτριαδική σχέση µεταξύ Θεού και Λόγου νοείται ως σχέση Πατρός και Υιού. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο Ευστάθιος χρησιµοποιεί τους όρους «παις»1244, «Υιός»1245, για του Λόγο, όπως επίσης και τους όρους «Πατήρ», «τοκεύς», «γεννήτωρ»1246, για το Θεό Πατέρα. Ο Υιός γεννάται από τον Πατέρα, πριν από τη δηµιουργία της κτίσης1247, δηλαδή αχρόνως. «… ο Λόγος αυτού, Θεός ών, ο γεννηθείς εξ αυτού, δι’ ου γεγόνασιν άγγελοι1248 και ουρανοί και γης άπειρα µεγέθη…», όµως η γέννηση αυτή είναι ανεκδιήγητη για τον άνθρωπο: «ο Χριστός … κατά δε την ανωτέρω τάξιν αδιήγητον έχει την γενεάν.» 1249Αξίζει στο σηµείο αυτό να επισηµάνουµε ότι αν ο Ευστάθιος είχε γράψει σε µεταγενέστερη εποχή, θα µπορούσαµε, προεκτείνοντας τη σκέψη του και µε δεδοµένο ότι σε άλλο σηµείο των έργων του µιλά για το τρεπτό και το άτρεπτο, όπως επίσης και για το κτιστό και το άκτιστο, να αναφερθούµε στην αδυναµία των όντων να κατανοήσουν τον τρόπο γέννησης του Υιού, εξαιτίας διαφοράς σε επίπεδο οντολογικών κατηγοριών1250. Επιπροσθέτως, όπως σηµειώνει ο καθηγητής κ. Γ. Μαρτζέλος, «εφ’ όσον το µυστήριον της θείας γεννήσεως δεν υπόκειται εις τας ανθρωπίνας κατηγορίας, του τόπου και του χρόνου, δεν είναι δυνατόν να συλλάβη αυτό ο νους και να εκφράσει η γλώσσα.» 1251 Ο Υιός χαρακτηρίζεται αρκετές φορές από τον εκκλησιαστικό συγγραφέα ως «µονογενής», ως «φύσει Θεού γνήσιος Υιός»1252, ενώ η γέννησή του αληθινή «θεογονία»1253. Έχει σηµασία ένα σηµείο της διδασκαλίας του Ευσταθίου που µας εισάγει όχι µόνο στην καρδιά της Αρειανική κακοδοξίας, αλλά και στην κατοπινή 1239
Συνεπικουρικά, νοµίζουµε, ότι θα µπορούσε να λειτουργήσει και η µαρτυρία του ιστορικού Σωκράτους όπου υπογραµµίζεται ότι στις επιστολιµαίες Πραγµατείες που αντάλλαξαν ο Ευστάθιος Αντιοχείας µε τον Ευσέβιο Καισαρείας, εντάσσονται και αναφορές για υποστάσεις (πρόσωπα) στον ένα Θεό. (Σωκράτους Σχολαστικού, ό.π., 1, 23, PG 67, 144Α). 1240 R. Lorenz, ό.π., Zeitschrift Für die Neutestamentliche Wissenschaft 71 (1980) 115 υποσ. 26: « … τον Πατέρα και τον Υιόν µία είναι υπόστασιν λέγειν διά τούτων. Οι δύο µεν εν ταυτώ θαυµατουργούσιν αοράτως, ταυτών δε την µεγαλουργίαν αυτών ενί [δε] πολλάκις ανατιθέασιν αι θεία γραφαί, την δυάδα µεν εκ µονάδος εισάγουσαι, την δε µονάδα εκ της δυάδος κηρύττουσι, καθό µία η της Θεότητος υπόστασις». Πρβλ. Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, 24, PG 18, 664Α: «Αλλ’ ενταύθα µεν την δυάδα Πατρός τε και του µονογενούς Υιού παριστών .. ίνα εκ δυάδος την µίαν αποδείξη θεότητα και την αληθή θεογονίαν.» Βλέπε επίσης το 38ο σχόλιο της έκδοσης του Μ. Spanneut, όπου γίνεται λόγος για µία υπόσταση µεταξύ Πατρός και Υιού. [Μ. Spanneut, ό.π., σ. 107 (στ. 26-30)]. 1241 Για τη συγκεκριµένη θέση του Ευσταθίου, βλ. Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως, ό.π., PG 103, 973BC. 1242 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 107 (στ. 30): “diunitatis una est hypostasis”. 1243 Μ. Spanneut, “La Position…”, ό.π., JTS 5 (1954) 222. 1244 Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, PG 18, 652Β·D· 661Α· 672C. 1245 Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., PG 18, 633Β. Επίσης: Μ. Spanneut, ό.π., σ. 101, στ. 17. 1246 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 103 (στ. 26-27). 1247 Από τα αποσπάσµατα των έργων που µας έχουν διασωθεί δεν έχουµε αναφορές για αΐδια γέννηση του Υιού. 1248 Οι άγγελοι είναι δηµιουργήµατα, σύµφωνα µε την Ορθόδοξη Παράδοση, οι οποίοι υπήρξαν πριν από τη δηµιουργία του ορατού κόσµου. Βλ. ∆. Τσάµη, Εισαγωγή στη σκέψη των Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, σ. 157 κ.ε. 1249 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 115 (στ. 25-26). 1250 Γ. Μαρτζέλου, «Ο αποφατικός χαρακτήρας του τρόπου υπάρξεως των προσώπων της Αγ. Τριάδος κατά το Μ. Βασίλειο», Ορθόδοξο δόγµα και θεολογικός προβληµατισµός, τ. Α΄, σ. 85. 1251 Του ίδιου, Ουσία και ενέργειαι του Θεού κατά τον Μέγαν Βασίλειον, σ. 78. 1252 Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., PG 18, 633Β. 1253 Ό.π., PG 18, 664Α.
190
θεολογική σκέψη, κυρίως των Καπαδοκών Πατέρων. Αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Ει γαρ κτιστός ουκ άρα και γεννητός· ει δε γεννητός, ου κτιστός· επεί µηδέ την αυτήν φύσιν εκατέρον στρέφεσθαι το γένος· σηµείον τε ότι αδύνατον ειπείν περί µίαν και την αυτήν φύσιν το κτιστόν υπάρχει και το άκτιστον…». 1254 Όπως είναι ευρύτερα γνωστό, οι Αρειανοί, στην προσπάθειά τους να παρουσιάσουν το Χριστό ως κτίσµα, ταυτίζουν τη γέννηση µε την ποίηση και διακρίνουν την ουσία από τη βούληση στο Θεό1255. Αν λοιπόν ο Υιός γεννάται ελεύθερα από το Θεό (από τη βούλησή Του, σύµφωνα µε τους Αρειανούς), τότε αποτελεί ποίηµα, δε διαφέρει σε κάτι από τα άλλα κτιστά όντα, αφού αποτελεί κι ο ίδιος προϊόν της βούλησης του γεννώντος Θεού. ∆ικαιολογηµένα λοιπόν ο Ευστάθιος επιχειρεί στο σύγγραµµά του την υπογράµµιση της διάκρισης µεταξύ γέννησης και ποίησης, διότι µε τον τρόπο αυτό διακηρύσσεται η θεότητα του Υιού και διασφαλίζεται η θεότητα του Πατρός1256. Βέβαια ο εκκλησιαστικός αυτός συγγραφέας δεν αναπτύσσει περισσότερο τη σκέψη του ή δεν επιχειρηµατολογεί –εκτός και αν περιλαµβάνονται τα συγκεκριµένα στο τµήµα του έργου «Κατά Αρειανών», που έχει χαθεί- όπως επιτυχώς επιχειρεί λίγο αργότερα ο Μ. Αθανάσιος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Μ. Βασίλειος και άλλοι. Η παιδεία του Ευσταθίου, η θύραθεν και η θεολογική, η αξιοποίηση της φιλοσοφικής σκέψης, όπως χαρακτηριστικά διαπιστώνει κάποιος στο «Κατά Ωριγένους» έργο του και όχι µόνο, µας υποψιάζουν ότι µάλλον δεν πρέπει να αποκλείσουµε τη συγκεκριµένη εκδοχή. Ο Ευστάθιος σε αρκετά σηµεία των έργων του δε διστάζει να υπογραµµίζει ότι ο Θεός και ο Λόγος1257 συνυπάρχουν διαρκώς µαζί και λειτουργούν από κοινού, χωρίς όµως να εκφράζει επιφυλάξεις στο να διακρίνει τις υποστάσεις (πρόσωπα)1258. Ως προς το ζήτηµα της διαρκούς συνύπαρξης Θεού (Πατρός) και Λόγου οι αναφορές του εκκλησιαστικού συγγραφέα είναι αρκετές. Σηµειώνει χαρακτηριστικά ότι : «… Λόγος και Θεός ην ανέκαθεν παρά τω Πατρί»1259, και υπογραµµίζει ότι ακόµη και µετά την Ενανθρώπησή Του εξακολουθεί να παραµένει στους κόλπους του Πατρός ως Θεός.1260 Ο εκκλησιαστικός συγγραφέας επισηµαίνει ότι Θεός και Λόγος «συνεργάζονται»1261 για την επίτευξη των έργων και υπογραµµίζει ότι ο Λόγος είναι πανταχού παρών1262. Το γεγονός της πανταχού παρουσίας του Λόγου σε σχέση και µε τη συνεχή παραµονή Του στους κόλπους του Θεού, εύστοχα επισηµαίνεται από τον R.V.
1254
R.V. Sellers, ό.π., σ. 52. Γ. Μαρτζέλου, «Η γέννηση του Υιού και η ελευθερία του Πατέρα κατά την Πατερική Παράδοση», Ορθόδοξο δόγµα, ό.π., τ. Α΄, σ. 57 – 82. 1256 Χαρακτηριστικός είναι ο ακόλουθος λόγος του καθηγητή κ. Γ. Μαρτζέλου: «… Η θεώρηση της γέννησης του Υιού από τον Πατέρα µέσα στα πλαίσια της ανάγκης της φύσεως και της ελευθερίας της βουλήσεως ουσιαστικά εγκλωβίζει τον άκτιστο και υπερβατικό Θεό µέσα στα πλαίσια της κτιστής πραγµατικότητας και τον εξισώνει οντολογικά µε τα κτιστά όντα.» (Ό.π., σ. 64). 1257 Ο R.V. Sellers υπογραµµίζει ότι η βάση της δογµατικής διδασκαλίας του Ευσταθίου δεν είναι η σχέση Πατρός και Υιού, αλλά του Λόγου σε σχέση µε το Θεό, ανεξάρτητα αν ο µελετητής θέτει σε αµφισβήτηση την ξεχωριστή υπόσταση του Λόγου. R.V. Sellers, ό.π., σ. 91. 1258 F. Cavallera, Le Schisme…, ό.π., σ. 38 υποσ. “The full divinity of the Word is there clearly affirmed, but his distinction from the Father is equally demostrated.” 1259 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 101, στ. 9. Πρβλ. ό.π., σ. 103 ( στ. 10). 1260 Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, PG 18, 652CD. Επίσης: Μ. Spanneut, ό.π., σ. 102, στ. 35: « Το δε· ούπω αναβέβηκα προς τον Πατέρα µου, ουκ ο Λόγος έφασκε και Θεός ο ουρανόθεν ορµώµενος, και εν τοις κόλποις διαιτώµενος του Πατρός, …». 1261 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 103 (στ. 23-25): «Αναθετέον δε και τω θειοτάτω Πατρί τας του Υιού µεγαλουργίας. Ούτε γαρ Υιός άνευ του Πατρός δηµιουργεί, κατά τας αρραγείς των ιερών γραµµάτων αποφάσεις.» 1262 Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., PG 18, 652Α. 1255
191
Sellers1263 ότι υπάρχει ως παράλληλη διδασκαλία τόσο στον Αθανάσιο Αλεξανδρείας1264, όσο και στο Γρηγόριο Νύσσης1265. β΄ Χαρακτηρισµοί και Θεία ονόµατα Η αδυναµία του ανθρώπου να κατανοήσει, να γνωρίσει το Θείο, η οποία αποτελεί απόρροια της διάκρισης κτιστού και άκτιστου,του «χάσµατος» µεταξύ τους, ώθησε τον πρώτο να αναζητήσει ονόµατα και ανθρωπόµορφες εκφράσεις προκειµένου να εκφέρει λόγο για Εκείνον, για την άκτιστη θεία ουσία. Τα ονόµατα1266 αυτά, σύµφωνα µε τη Βασιλειανή κατηγοριοποιήση, είναι δυνατόν να διακριθούν σε καταφατικά και αποφατικά,1267 τα οποία όµως θεωρούνται συνθετικά και όχι αποκοµµένα µεταξύ τους1268. Ο Ευστάθιος Αντιοχείας, µολονότι δεν προβαίνει σε συστηµατική παρουσίαση των ονοµάτων του Θεού, εντούτοις δε φείδεται αναφορών σε αυτά, ορισµένα από τα οποία βεβαιώνουν τη διάκριση στις λεγόµενες οντολογικές κατηγορίες, δηλαδή το κτιστό και το άκτιστο, όπως επίσης και τις γνωσιολογικές συνέπειες που απορρέουν από τη συγκεκριµένη πραγµατικότητα. Ειδικότερα σηµειώνεται από τον εκκλησιαστικό συγγραφέα ότι το Θείον δεν υπόκειται σε περιγραφές που εντάσσονται σε χρονικά πλαίσια ή σε ανθρώπινο νόµο1269 και ότι ο Πατήρ είναι απερινόητος1270. Σηµειώνει µάλιστα µε έµφαση ότι κάθε προσπάθεια περιγραφής του Θείου, ισοδυναµεί µε ασέβεια από µέρους του ανθρώπου προς Εκείνον: «… ασεβούσι µεν οι νοµίζοντες αβουλία τόπω και ρητώ τινι χωρίου µορίω περιγράφεσθαι το θείον.»1271 Το όνοµα του Θεού είναι, σύµφωνα µε τον ιεράρχη, δηλωτικό του προσώπου του1272, ενώ τονίζει ότι ο Πατήρ δεν επιδέχεται επίκτητη δόξα, εφόσον είναι αυτάρκης και άπειρος,1273 τέλειος και απροσδεής κάλλους και κάθε ευπρέπειας1274. Είναι Εκείνος ο οποίος δηµιουργεί, συνάγει τα άλλα1275, δεσπόζει στα πάντα1276 «… τα πάντα πληροί υπ’ ουδενός περιοριζόµενος· ο γαρ υπό τόπου µη περιοριζόµενος πάντων εν παντί τόπω… όλος ουν εν πάσι γινόµενος, ουδαµώς εξ ετέρων εις ετέρους µεθίσταται τόπους τα πάντα πληρών.» 1277 Ο Θεός, εκτός από τους χαρακτηρισµούς του Πατρός1278, του γεννήτορος, κ.ά., που έχουµε ήδη επισηµάνει, χαρακτηρίζεται από τον Ευστάθιο ως «Σοφία»1279 και 1263
R.V. Sellers, ό.π., σσ. 86-87 και υποσ. 103-104. Πρέπει βέβαια να υπενθυµίσουµε ότι ο µελετητής δέχεται το Λόγο ως ανυπόστατο. Συνεπώς, δέχεται ορισµένες διαφοροποιήσεις µεταξύ των εκκλησιαστικών συγγραφέων. 1264 Ενδεικτικά. Αθανασίου Αλεξανδρείας, Περί Ενανθρωπήσεως, 17, PG 25, 125C: «.. και εν τοις πάσιν ετύγχανε, και έξω των όντων ήν, και µόνω τω Πατρί ανεπαύετο. Και το θαυµαστόν τούτο ήν, ότι και ως άνθρωπος επολιτεύετο, και ως Λόγος τα πάντα εζωογόνει, και ως Υιός τω Πατρί συνήν.» 1265 Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Κατηχητικός, 1, PG 45, 16D. 1266 Περισσότερα για το ζήτηµα των ονοµάτων του Θεού, βλ. Γ. Μαρτζέλου, Ουσία και ενέργειαι…, ό.π., σ. 184 κ.ε. 1267 Ό.π., σ. 185, 186-187. 1268 Ν. Ματσούκα, ∆ογµατική και Συµβολική Θεολογία Γ΄, σ. 142. 1269 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 96 (στ. 16): «Ού νόµων και χρόνων ρηταίς το θείον υπόκειται περιγραφαίς». 1270 Ό.π., σ. 96 (στ. 16): «…ο Πατήρ… απερινόητος ων…».Πρβλ. σ. 101 στ. 12. Αναγνωρίζοντας ο άνθρωπος ότι ο Θεός είναι απερινόητος, δηλαδή ακατάληπτος, δηλώνει αυτογνωσία από µέρους του σε ό,τι αφορά τα όρια της φύσης του και εκφράζει παράλληλα το πλαίσιο κύµανσης της αναπτυξιακής σχέσης µεταξύ κτιστού και ακτίστου. Πρβλ. Ν. Ματσούκα, ό.π., Β΄, σ. 115. 1271 Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, 19 PG 18, 653A. 1272 R. Lorenz, ό.π., Zeitschrift Für die Neutestamentliche Wissenschaft 71 (1980) 110. 1273 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 101 (στ. 11-12). 1274 Ό.π., σ. 106 στ. 6-7. 1275 Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., PG 18, 632Α. 1276 Ό.π., PG 18, 617Β. 1277 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 95 (στ. 6-10). 1278 Ό.π., σ. 103 (στ. 2, 23, 24). 1279 Ό.π., σ. 103 ( στ. 34, 36).
192
«Κύριος»1280, ονόµατα που αποδίδονται και στον Υιό. Το στοιχείο αυτό των «κοινών ονοµάτων», µεταξύ Θεού και Λόγου, πρόκειται να σχολιάσουµε σε επόµενη παράγραφο. γ΄ Άγγελοι και ∆ιάβολος Κύρια πηγή των πληροφοριών µας για το ζήτηµα των αγγέλων και των δαιµόνων στα συγγράµµατα του Ευσταθίου, αποτελεί το «Κατά Ωριγένους» έργο του. Οι αναφορές του στο διάβολο είναι πολλαπλάσιες από εκείνες των αγγέλων, ενώ δεν παρουσιάζουν απόκλιση από τα δεδοµένα που λαµβάνουµε από την Αγία Γραφή, την προγενέστερη Πατερική παράδοση. Οι άγγελοι αποτελούν πνευµατικά όντα τα οποία δηµιουργήθηκαν πριν από τον κόσµο. Ο Ευστάθιος µολονότι δεν το επισηµαίνει ρητά αυτό, εντούτοις το αφήνει να διαφανεί µε τη σειρά καταγραφής των δηµιουργηµάτων: «… ο µονογενής Υιός, αυτός του Θεού Λόγος αναγορεύεται και Θεός οµοδόξω συνοδία, δι ου γεγόνασιν άγγελοι, ουρανοί και γη….»1281 Τα πνευµατικά αυτά όντα δεν έχουν τη δυνατότητα να λυτρώσουν τις ψυχές1282 από τον Άδη. Είναι επίσης σφάλµα να θεωρήσουµε ότι κατοικούν σε αυτόν. 1283 Ο χορός των αγγέλων παρίσταται στον ουρανό, περιστοιχίζει1284 το Θεό σε τάξεις και αποδίδει τη δοξολογία σ’ Εκείνον. 1285 Όσα σχετίζονται µε το διάβολο και τους δαίµονες ευρύτερα προέρχονται από το «Κατά Ωριγένους» σύγγραµµα του Ευσταθίου. Ο εκκλησιαστικός συγγραφέας δεν αναφέρει κάτι για τη σύσταση ή την προέλευσή τους. Για να καταδείξει το έργο του διαβόλου, χρησιµοποιεί την ακόλουθη ρητορική ερώτηση: «Τις ο των απάντων αίτιος εστι πολέµων· ουχ ο διάβολος;»1286 συµπληρώνοντας και για άλλα ζητήµατα ότι «τοιάδε δράµατα τυρέων ανέκαθεν»1287. Κύριο χαρακτηριστικό του διαβόλου είναι όχι µονάχα ότι επιχειρεί να προσκυνείται ως Θεός,1288 αλλά και αποκαλεί τον εαυτό του Θεό1289. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο επιχειρεί διαρκώς να δείξει ότι έχει εξουσία όχι µόνο στις ψυχές των δικαίων, αλλά ακόµη και σε αγίους άνδρες.1290, ακόµη και στο Χριστό1291 κατά την επίγεια παρουσία του. Όπως όµως µας διαβεβαιώνει ο Ευστάθιος, οι δαίµονες όχι µόνο δεν έχουν τη δυνατότητα1292 να ανεβάσουν κάποια ψυχή από τον Άδη,1293 αλλά ούτε εξουσία έχουν σε πνεύµατα και ψυχές.1294 Ο «πολύτροπος όφις»,1295 προκειµένου να επιτύχει το στόχο του, που είναι να διαβάλλει όσο γίνεται περισσότερους πιστούς, µετασχηµατίζεται1296 ακόµη και σε
1280
Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., PG 18, 652Α. Πρβλ. Μ. Spanneut, ό.π., σ. 98 (στ. 14, 15), σ. 100 (στ. 15), σ. 102 (στ. 17, 18). 1281 Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., PG 18, 653Α. Πρβλ. Μ. Spanneut, ό.π., σ. 106 (στ. 8). 1282 Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., PG 18, 653D: « … τους εν τοις ουρανοίς εστιωµένους αγγέλους· ου γαρ ούτοι κατεληλύθασιν εις άδου λυτηρίους επαγόµενοι τοις αιχµαλώτοις αφέσεις…». 1283 Ό.π., PG 18, 653D. 1284 Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., PG 18, 673C. 1285 Ό.π., PG 18, 653D. 1286 Ό.π., PG 18, 643C. 1287 Ό.π., PG 18, 638Β. 1288 Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., PG 18, 633C. 1289 Ό.π., PG 18, 648D: «Θεόν αντίκρυς ο διάβολος εαυτόν αναγορεύει». 1290 Ό.π., PG 18, 629D- 632Α· 633CD. 1291 Ό.π., PG 18, 660D: «… και γαρ και επί του Χριστού στρεβλούµενοι και άκοντες εκβοώσιν οι δαίµονες αυτολεξεί, Τι ηµίν και σοι,κράζοντες, Υιέ του Θεού; Ήλθες προς καιρού απολέσαι ηµάς;» 1292 Ό.π., PG 18, 648D: «Θεώ γαρ υπάρχει µόνω τοιαύτη εξουσία επιτάσσειν, ώστε ψυχάς εξ άδου µεταπέµπεσθαι και καλείν.» 1293 Ό.π., PG 18, 620D- 621Α. 1294 Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., PG 18, 617Β, 664Α. 1295 Ό.π., PG 18, 632D. 1296 Ό.π., PG 18, 633Α· 636Α· 641C.
193
«άγγελο φωτός»1297 και ψεύδεται µε θρασύτητα1298 ότι γνωρίζει τα πάντα. Το συγκεκριµένο ισχυρισµό αµφισβητεί ο Ευστάθιος υπογραµµίζοντας ότι ο «αλητήριος»1299 γνωρίζει µονάχα τα σωµατικά1300 και όσα έχουν γραφεί, τα οποία και φέρεται να «προφητεύει»1301. δ΄ ∆ηµιουργία και τρόπος γένεσης των όντων Ο Ευστάθιος Αντιοχείας ενδεχοµένως επειδή ήθελε να διασφαλίσει τη θεότητα του Λόγου1302, εµµένει στο γεγονός της δηµιουργίας του κόσµου και των όντων όχι από το Θεό Πατέρα, αλλά από το Λόγο. Όλες οι αναφορές του στη συγκεκριµένη πράξη έχουν ως αυτουργό της το Λόγο1303, ο οποίος αποτελεί και την αιτία τους1304. ∆εν πρέπει βέβαια να παραβλέπουµε εκείνο που αναφέρει ο συγγραφέας σε άλλη συνάφεια, ότι δηλαδή «ούτε… Υιός άνευ του Πατρός δηµιουργεί»1305. Ο Πατήρ της Εκκλησίας δεν κάνει ιδιαίτερη αναφορά στη σειρά δηµιουργίας των κτισµάτων, εκτός και αν το συγκεκριµένο απόσπασµα δεν έχει διασωθεί σ’ εµάς, αλλά αναφέρει τηλεγραφικά «άγγελοι, ουρανός και γη, και θάλαττα, και βύθιοι, και φωστήρες ουρανοδρόµοι…».1306 Έχει όµως µια άλλη αξιοσηµείωτη πληροφορία που απαντάµε αργότερα, ανεπτυγµένη βέβαια, σε σύγγραµµα του Γρηγορίου Νύσσης, η οποία προβάλλεται επαρκώς από νεότερους ∆ογµατολόγους1307. Πρόκειται για τον λεγόµενο «τρόπο γένεσης των όντων». Η µία από τις δύο λέξεις κλειδιά («συλλήβδην», «ακαρεί») που απαντούµε ευκρινώς στο «Περί Εξαηµέρου» έργο του Γρηγορίου Νύσσης1308, απαντάται τρείς1309 φορές στα συγγράµµατα του Ευσταθίου από τις οποίες οι δύο αναφέρονται στον τρόπο γένεσης των όντων και οι οποίες δεν αποκλείεται να παρείχαν το ερέθισµα για την εξαιρετική ανάπτυξη του θέµατος από το Γρηγόριο Νύσσης. Τα κείµενα έχουν ως εξής: Ευσταθίου Αντιοχείας, Ευσταθίου Αντιοχείας, Γρηγορίου Νύσσης, Κατά Ωριγένους, 19, Εις τας Επιγραφάς των Περί της Εξαηµέρου, PG 18, 653A: Αναβαθµών, PG 18, 685C: PG 44, 72Β: «Πάντων των όντων τας «Ο µονογενής Υιός αυτού του «… ο Λόγος αυτού Θεός… δι’ ου Θεού Λόγος…και Θεός…δι’ αφορµάς και τας αιτίας γεγόνασιν…και πάσαι συλλήβδην 1310 των γενητών ύλαι τε και ου γεγόνασιν …συλλήβδην συλλήβδην ο Θεός εν ειπείν άπασα των γενητών η συστάσεις·…». ακαρεί κατεβάλετο, και εν τη σύστασις·…». πρώτη του θελήµατος ορµή η εκάστου των όντων ουσία συνέδραµεν,…». 1297
Ό.π., 4 PG 18, 621Α. Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., PG 18, 620Β. 1299 Ό.π., PG 18, 615Β. 1300 Ό.π., PG 18, 660C. 1301 Ό.π., PG 18, 661Α: « .. ώστε τα γεγραµµένα λέγων ο δαίµων, ουδέν προεφήτευσεν ουδαµώς.» 1302 Σε µία από τις παραθέσεις του, σηµειώνει ο Ευστάθιος: «…ο µονογενής Υιός αυτού του Θεού Λόγος αναγορεύεται και Θεός οµοδόξω συνοδία, δι ου γεγόνασιν άγγελοι…». (Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., PG 18, 653Α). Η έκφραση «οµοδόξω συνοδία» θα µπορούσε να θεωρηθεί ένα ακόµη επιχείρηµα υπέρ της αποδοχής της ετερότητας των υποστάσεων στην Αγία Τριάδα, από µέρους του Ευσταθίου. 1303 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 101 (στ. 9-10). 1304 Ό.π., σ. 101 (στ. 9-10). 1305 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 103 (στ. 23-25). 1306 Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., PG 18, 653Α. Πρβλ. Μ. Spanneut, ό.π., σ. 106 (στ. 8-9). 1307 Ν. Ματσούκα, ∆ογµατική … Β΄, ό.π., σσ. 172,173 και υποσ. 147· Του ίδιου, ∆ογµατική …Γ΄, σσ. 172173 και υποσ. 25, 333, 336-337· Γ. Μαρτζέλου, «Η έννοια της Θεότητας και η έννοια της δηµιουργίας κατά τους πατέρες της Εκκλησίας…», Ορθόδοξο ∆όγµα και Θεολογικός προβληµατισµός Β΄, ό.π., σσ. 67-73. 1308 Γρηγορίου Νύσσης, Περί της Εξαηµέρου, PG 44, 72Α. 1309 Η παράθεση που δεν αφορά το γεγονός της δηµιουργίας: Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., PG 18, 652C. 1310 Αντί της λέξης «γενετών», επιλέξαµε τη γραφή της έκδοσης Μ. Spanneut, που εναρµονίζεται µ’ εκείνη στο PG 18, 653Α. [Μ. Spanneut, ό.π., σ. 106 (στ. 9)]. 1298
194
Όπως έχουµε ήδη σηµειώσει, ο Ευστάθιος κάνει σαφή διάκριση µεταξύ κτιστού και ακτίστου,1311 τρεπτού και άτρεπτου1312. Με αφορµή τον Αρειανισµό που καλείται ν’ αντιµετωπίσει, την από µέρους των µελών του σύγχυση σε επίπεδο οντολογικών κατηγοριών, φαίνεται να χρησιµοποιεί επιχείρηµα που αναφέρεται στο πέρας και τη φθορά των κτιστών όντων. Από το επιχείρηµα αυτό έχει διασωθεί1313 η ακόλουθη φράση στον Ιωάννη το ∆αµασκηνό: «Πάν το αρχήν και τέλος επιδέχεται, παν το τέλος επιδεχόµενον φθοράς1314 εστίν δεκτικόν.»1315 ε΄ Το κατ’ εικόνα του Θεού δηµιούργηµα1316 Ο άνθρωπος, ως δηµιούργηµα, δε µνηµονεύεται στην επιγραµµατική αναφορά των δηµιουργηµάτων που έχουµε καταγράψει ήδη, χωρίς αυτό να έχει κάποια ιδιαίτερη σηµασία. Ο Ευστάθιος, µε αφορµή το ζήτηµα της δηµιουργίας της ψυχής επικαλείται ορισµένα επιχειρήµατα από τα οποία το τελευταίο αναφέρεται στην πλάση του ανθρώπου. Σχετική αναφορά έχουµε επίσης στο έργο του εκκλησιαστικού συγγραφέα «Περί του Μελχισεδέκ», όπου σε αναφορά στο πρόσωπο του Αδάµ, γίνεται λόγος για «πηλουργία» και «πλαστουργία»1317. Σύµφωνα µε τον ιεράρχη, άνθρωπος είναι «ο κράσιν έχων εξ άµφοις (σώµα, ψυχή), ανάλογον».1318 Παρουσιάζει λοιπόν τη διαφορά που συντελείται σε εκείνον πριν και µετά την εµψύχωση του σώµατός του. Πριν ο Θεός εµφυσήσει στο πρόσωπό του, το σώµα του, χωρίς να στερείται τελειότητας και ωραιότητας1319, βρίσκεται ακίνητο, νεκρό, κατάσταση που µεταβάλλεται µε την ενέργεια του εµφυσήµατος του Πλάστη, η οποία όχι µόνο δίνει ζωή στο όν, αλλά και του χορηγεί τη λογική, το αυτεξούσιο.1320 Ο εκκλησιαστικός συγγραφέας φαίνεται να τοποθετεί το «κατ’ εικόνα» στον όλο άνθρωπο1321 κι όχι µονάχα στο λογικό και το αυτεξούσιο, όπου το εντοπίζει η πλειονοψηφία των Πατέρων της Εκκλησίας.1322 ή στο κυριαρχικό δικαίωµα1323 που σηµειώνεται από άλλους. Η ψυχή λοιπόν είναι εκείνη που ζωοποιεί το σώµα και το δραστηριοποιεί, όµως γεννάται το ερώτηµα για το χρόνο που εκείνη ενώνεται µ’ αυτό.
1311
R.V. Sellers, ό.π., σ. 52 υποσ. 3: «… αδύνατον ειπείν περί µίαν και την αυτήν φύσιν το κτιστόν υπάρχειν και το άκτιστον.» 1312 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 100 (στ. 5-6). 1313 Φέρεται µε την επιγραφή: «Ευσταθίου εκ του κατά Αρειανών α΄» [Vat. gr. 1553, (12ος –13ος αι.),φ. 40v]. Για τη γνησιότητα του συγκεκριµένου κειµένου βλ. Μ. Spanneut, ό.π., σ. 74, 45. 1314 Πρβλ. Για την άποψη αυτή του Ευσταθίου: Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως, ό.π., PG 103, 1100C1101Α. 1315 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 111, στ. 29-30. 1316 Επιλέγουµε ως τίτλο της συγκεκριµένης παραγράφου την ορθόδοξη διατύπωση, όπως υποδεικνύεται από τον καθηγητή κ. Ν. Ματσούκα. Βλ. Ν. Ματσούκα, ∆ογµατική…Γ΄, σ. 195: «… η σωστή έκφραση είναι: το κατ’ εικόνα του Θεού δηµιούργηµα, και όχι το δηµιούργηµα ως εικόνα του Θεού.» 1317 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 113 (στ. 23-24): «.. ουδέ εκ της γης ληφθείς πηλουργείται, κατά τον Αδάµ πλαττόµενος, και τω χείρε πλαστουργείται.» 1318 Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, PG 18, 621ΒC. 1319 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 96 (στ. 19-20): «…αρµονία ρερυθµισµένον άκρως, µορφή τε και κάλλει κεκοσµηµένον εµπρεπώς άτε δη και παρ’ αυτού πλάστου γεννηθέν του Θεού πρωτότυπον άγαλµα και της θεσπεσιωτάτης εικόνος εκτυπωθέν αφοµοίωµα κράτιστον,…». 1320 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 96 (στ. 20). 1321 Τον εντοπισµό του κατ’ εικόνα στον όλο άνθρωπο υιοθετούν επίσης ο Επιφάνιος Κύπρου, ο Ιωάννης ο ∆αµασκηνός και ο Γρηγόριος ο Παλαµάς. Βλ. Ν. Ματσούκα, ∆ογµατική…, Γ΄, σ. 197. 1322 Περισσότερα για το θέµα, βλ. Ό.π., σ. 196ε. 1323 Ο Ευστάθιος Αντιοχείας φαίνεται να εντοπίζει το «κατ’ εικόνα» στο κυριαρχικό προνόµοιο που δόθηκε στον άνθρωπο από το Θεό, σύµφωνα µε το Γελάσιο Κυζικηνό. Ενδεικτικό είναι το κείµενο που παραθέτει: «… ούτω και τον άνθρωπον δεύτερον άρχοντα πάσης της γης και των εν αυτή κατέστησε. Τούτο είναι το κατ’ εικόνα Θεού και καθ’ οµοίωσιν γενέσθαι τον άνθρωπον φηµί.» (Γελάσιου Κυζικηνού, ό.π., PG 85, 1256C).
195
Ο Ευστάθιος Αντιοχείας µε αφορµή το ζήτηµα αν είναι γεννητές ή αγέννητες οι ψυχές, φαίνεται να συντάσσεται µε τη θεωρία1324 της λεγόµενης µεταφύτευσης των ψυχών, µετάδοσης της ψυχής από τους γονείς στα παιδιά, που είναι σύµφωνη µε τη σχετική άποψη της Εκκλησίας, υποστηρίζοντας ότι «ουκ εισί αγέννητοι αι ψυχαί»1325. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «τοις των σωµάτων όγκοις η ψυχή συνεκτέτακται, διαρκώς ου µεγέθει µόνον ή βραχύτητι µελών, αλλά και ταις άλλαις της γνώµης αλογίαις.»1326 Για την ισχυροποίηση της άποψής του επικαλείται τα ακόλουθα επιχειρήµατα1327: i. Το γεγονός ότι τα παιδιά που γεννώνται δεν παρουσιάζουν τέλεια φρόνηση, αγνοούν πολλές έννοιες και στερούνται βούλησης. Σταδιακά, µε την αύξηση του σώµατος, έχουµε ανάλογη µεταβολή και της ψυχής, που συµβάλλει σταδιακά και στην ανάπτυξη του λόγου, στην καλλιέργεια του νου. Όπως έγινε από αυτά αντιληπτό, ο Ευστάθιος ταυτίζει την ψυχή µε το πνεύµα, το νου, γι’ αυτό και σε άλλη συνάφεια επισηµαίνει: «Πνεύµα την ψυχήν ονοµάζει·…»1328και επικαλείται προς αυτό τη φράση του ∆αυΐδ «εις χείρας σου παρατίθηµι το πνεύµα µου». 1329 ∆ε φαίνεται δηλαδή να δέχεται τη θεωρία της Τριχοτοµίας στον άνθρωπο, που εντοπίζει σε αυτόν τα συστατικά του σώµατος, της ψυχής και του πνεύµατος. Η παράλληλη αύξηση της ψυχής µε το σώµα, έχει ως φυσικό επακόλουθο την καλλιέργεια του νου. Εντούτοις, σε ορισµένες περιπτώσεις η προβληµατική που διαπιστώνεται στο νου, χρεώνεται από τον ιεράρχη σε κάποια ηθική ατέλεια της ψυχής. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «… όσοι δε µηδέποτε βαίνουσιν επί το άµεινον, αλλά µωροί διαµένουσιν, δήλον ότι λελωβηµένου τινός µορίου ατελείς έχουσι τας ψυχάς, ώσπερ οι την φρενίτιδα αρρωστήσαντες νόσον.»1330 ii. Το δεύτερο επιχείρηµα, που ισχυροποιεί την αδιάσπαστη ενότητα σώµατος και ψυχής, τη συµµεταβολή τους, είναι εκείνο που αναφέραµε για την πλάση του ανθρώπου, την εµψύχωση του σώµατός του από το Θεό. Ο ιεράρχης, τουλάχιστον από τα αποσπάσµατα που διασώζονται, δε φαίνεται να κάνει ιδιαίτερη αναφορά στο αυτεξούσιο του ανθρώπου. Η µόνη έµµεση επισήµανση είναι όταν επιχειρεί να εξηγήσει τι σηµαίνει προαίρεση, την οποία χαρακτηρίζει ως κάποια κίνηση του νου1331. Κύριο χαρακτηριστικό, ίδιον γνώρισµα του ανθρώπου, δηλωτικό της φύσης του, είναι το γελαστικόν, σύµφωνα µε τον Ευστάθιο Αντιοχείας, θέση που βλέπουµε να επαναλαµβάνεται αργότερα από τον Ιωάννη το ∆αµασκηνό1332 και άλλους εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Ενδεικτικά σηµειώνεται από τον Αντιοχειανό ιεράρχη: «…επειδή <δε> δηλωτικόν φύσεως εστιν το από ιδιώµατος τινός επί φύσεως όντος λαµβανόµενον, ως επ’ ανθρώπους µέν γέλως, επί κυνός δε υλαγµός…τα δε των φύσεων όντα ιδιώµατα λέγεται δηλωτικά φύσεων.»1333
1324
Για το ζήτηµα γένεσης των ψυχών διατυπώνονται τρεις θεωρίες: i. Της προΰπαρξης των ψυχών, ii. της δηµιουργίας των ψυχών από το Θεό και iii. η θεωρία της µεταφύτευσης- µετάδοσης των ψυχών από τους γονείς στα παιδιά. Περισσότερα για τις θεωρίες: Ι. Καρµίρη, ∆ογµατική, Αθήναι 1999, σσ. 186- 189· Μ. Γρινιεζάκη, (αρχιµ.), Κλωνοποίηση. Ηθικοκοινωνικές και θεολογικές συνιστώσες, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2005, σσ. 105- 110. 1325 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 96 (στ. 1). 1326 Ό.π., σ. 96 (στ. 6-7). 1327 Ό.π., σ. 96 (στ. 2- 25). 1328 Ψαλµ. 30, 6. 1329 Ό.π., σ. 124 (στ. 5). 1330 Ό.π., σ. 96 (στ. 13- 16). 1331 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 124 (στ. 1). 1332 Ιωάννου ∆αµασκηνού, ∆ιαλεκτικά, PG 94, 577Α- 580ΑΒ. 1333 R. Lorenz, ό.π., Zeitschrift für die Neutestamentliche Wissenschaft 71 (1980) 110 υποσ. 4· Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, 27 PG 18, 669C.
196
Προκειµένου να καταδειχθούν τα όρια αλλά και το φθαρτό της ανθρώπινης ύπαρξης, η µαταιότητα των πραγµάτων του κόσµου, υπογραµµίζεται από τον Ευστάθιο ότι: «Πάν το αρχήν έχον και τέλος επιδέχεται, παν το τέλος επιδεχόµενον φθοράς εστιν δεκτικός»1334, υπονοώντας το θάνατο. Σε άλλη επίσης συνάφεια σηµειώνει: «Ότι έν τέλος των τοιούτων πάντων η µαταιότης εστιν· ης περισσεύειν εις το εφεξής ουχ ευρίσκεται· παυσαµένης γαρ της ενεργείας εξηλείφθη και η απόλαυσις1335, και ουδέν εις το εφεξής ταµιεύεται. Ουδέ υπολείπεταί τι τοις ηδοµένοις ίχνος ευφροσύνης ή λείψανον παρελθούσης της κατά την ηδονήν ενεργείας.»1336 στ΄ Οι θεοφάνειες στην Ιστορία του Ισραήλ Η οντολογική διαφορά µεταξύ του άκτιστου και του κτιστού, µεταξύ του Θεού και του ανθρώπου, δεν επιτρέπει την «κατ’ ουσίαν» κοινωνία. Η γεφύρωση του χάσµατος1337 επιτυγχάνεται «κατ’ ενέργειαν», µέσω των διαρκών θεοφανειών (αποκαλύψεων) του Θεού στην κτίση και στην ιστορία. Μολονότι η συµπερίληψη στοιχείων θεοφάνειας σε σύγγραµµα κάποιου εκκλησιαστικού συγγραφέα δεν αποτελεί από µόνη της ασφαλές κριτήριο για την ορθοδοξία1338 του συντάκτη, εντούτοις, στην περίπτωση του Ευσταθίου Αντιοχείας γίνεται εµφατική παράθεση θεοφανειών της Παλαιάς ∆ιαθήκης, οι οποίες, συνεκτιµώµενες µε τη λοιπή θεολογική σκέψη του, δεν αφήνουν περιθώρια για παρερµηνεία του ορθόδοξου περιεχοµένου της διδασκαλίας του. Αποκάλυψη, θεοφάνεια1339 του Θεού έχουµε στη δηµιουργία1340, στην πλάση του ανθρώπου1341, όπου, µέσω του άσαρκου1342 Λόγου1343, φανερώνεται ο Τριαδικός Θεός1344. Η χριστοκεντρικότητα και συνάµα τριαδοκεντρικότητα των θεοφανειών1345 στην ιστορία του Ισραήλ καταδεικνύεται στα συγγράµµατα του Ευσταθίου µε τη µνηµόνευση του Λόγου ως «αυτουργού» των θεοφανειών, στοιχείο που διασφαλίζει τη 1334
Μ. Spanneut, ό.π., σ. 124 (στ. 5). Στα γνήσια έργα του Ευσταθίου δεν έχουµε µαρτυρίες σχετικά µε τα πάθη και τις ανθρώπινες απολαύσεις. Η µόνη σχετική αναφορά µε αφορµή την κλίµακα του Ιακώβ, είναι η ακόλουθη: «… αυτά των πειρασµών πάθη κλιµακτήρας έσθ’ ότε κυκλήσκουσί τινες αµφικρήµνους αναβάσεις υπεµφαίνοντα και καταβάσεις…». [Ό.π., σ. 97 (στ. 21- 23)]. 1336 Ό.π., σ. 124 (στ. 9- 14). 1337 Γ. Μαρτζέλου, Ουσία και ενέργειαι του Θεού.., ό.π., σ. 103. 1338 Χαρακτηριστικά σηµειώνεται από τον καθηγητή κ. Ν. Ματσούκα ότι: «Τις θεοφάνειες … µέσα στην ιστορία δεν αρνούνταν τότε ούτε και πολλοί αιρετικοί. Την ορθόδοξη γραµµή µπορούµε να την δούµε ακόµα και σε κείµενα αιρετικά ή αµφισβητήσιµα, όπως είναι η ‘‘µακρόστιχος έκθεσις‘’ των Αρειανών της συνόδου του 344 στην Αντιόχεια.» (Ν. Ματσούκα, ∆ογµατική, Β΄, σ. 62). 1339 Ό.π., σ. 59. 1340 Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, 21, PG 18, 656ΑΒ: «… περί του παραδείσου διαλεγόµενος όν εφύτευσεν ο Θεός εν Εδέµ, είτα και τινα τρόπον εξανέτειλεν τα καρποφόρα ξύλα….. όσα δεδηµιουργηκέναι µεν ιστορείται Θεός…». 1341 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 96 (στ. 23-24)· σ. 106 (στ. 7, 10). 1342 Ό.π., σ. 106 (στ. 7-8): «.. ο Λόγος αυτού, Θεός ών ο γεννηθείς εξ αυτού, δι’ ου γεγόνασιν …πάσαι συλλήβδην των γεννητών ύλαι τε και συστάσεις…». 1343 Κρίνεται σκόπιµο να διευκρινιστεί ότι η Πατερική θεολογία δε χωρίζει την άσαρκη παρουσία του Λόγου στην Παλαιά ∆ιαθήκη από το γεγονός της Ένανθρώπησής Του, προκειµένου να καταδείξει αφενός την ενότητα των δύο ∆ιαθηκών και αφετέρου τη συνεχή πορεία της Θείας Οικονοµίας. Περισσότερα για το θέµα, Ν. Ματσούκα, ∆ογµατική, Γ΄, σ. 239. 1344 Ενδεικτικό είναι το ακόλουθο λόγιο του Ευσταθίου που διασώζει ο Γελάσιος Κυζικηνός: «… ούτως ο Θεός, ο Θεός εστι και προς το Ποιήσωµεν είρηκε, µίας ούσης της των αµφοτέρων προσώπων θεότητος, …». (Γελάσιου Κυζικηνού, ό.π., PG 85, 1256 D- 1257A). ∆ιευκρινιστικά υπενθυµίζουµε ότι την περίοδο του Ευσταθίου Αντιοχείας η απουσία µνηµόνευσης του Αγίου Πνεύµατος δεν αποτελεί απόρροια κακοδοξίας, όπως εσφαλµένα θα µπορούσε κάποιος να εκτιµήσει µε την ανάγνωση του παραπάνω αποσπάσµατος, αλλά αποτελεί επακόλουθο της απουσίας σχετικής προβληµατικής στους κόλπους της Εκκλησίας, που θα ωθούσε τους Πατέρες να τοποθετηθούν εµφατικά προς το ζήτηµα αυτό. 1345 Ν. Ματσούκα, ∆ογµατική, Β΄, σ. 67. 1335
197
θεότητά Του. Ο άσαρκος Λόγος, ο «Κύριος» και «Θεός», είναι Εκείνος ο οποίος, σύµφωνα µε το συγγραφέα, νοµοδοτεί1346, µέσω των προφητών και δικαίων της Παλαιάς ∆ιαθήκης, αποκαλύπτει το θέληµά του στους ανθρώπους1347 και στο τέλος λαµβάνει ανθρώπινη σάρκα, κατά την Εναθρώπησή Του, για να µπορέσει ο άνθρωπος να επιτύχει τον παράδεισο1348 και να προσεγγίσει τη θεία φύση1349. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασµα που ακολουθεί: «Το µη µόνον άνθρωπον, αλλά και Θεόν…Εξεύρε πάσαν οδόν επιστήµης και έδωκεν αυτήν Ιακώβ τω παιδί αυτού και Ισραήλ τω ηγαπηµένω υπ’ αυτού. Μετά ταύτα επί της γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη1350. Πότε δε συνανεστράφη ανθρώποις, ει µη ότε συνεγεννήθη µετ’ αυτών εκ παρθένου…».1351 Ο Ευστάθιος Αντιοχείας σε αρκετά σηµεία των έργων του αναφέρεται στις θεοφάνειες του Λόγου στην ιστορία του Ισραήλ. Εκτός από τις παραπάνω παραθέσεις, πέντε είναι τα κυριότερα περιστατικά θεοφανειών που επισηµαίνει: i. Το περιστατικό1352 της µεταβολής του νερού του ποταµού στην Αίγυπτο σε αίµα, από το Μωυσή και τον Ααρών. Χαρακτηριστικά σηµειώνεται: «… πως επέταττεν τοις άµφοι Μωσέα και Ααρών α υ τ ό ς ο Κ ύ ρ ι ο ς εις έδαφος εκρύψειν την ράβδον αντίκρυ Φαραώ, ίνα εις όψιν αµείψασα το σχήµα σηµείω καταπλήξη φοβερώ τους Αιγυπτίους.»1353 ii. Οι λοιπές «πληγές» του Φαραώ1354 εντάσσονται στο πλαίσιο των θεοφανειών στην ιστορία του Ισραήλ, ως προσωπική παρέµβαση1355 του Θεού, µε παιδαγωγικό σκοπό. iii. Το όραµα του Ιακώβ µε την ουράνια κλίµακα, το οποίο ο Ευστάθιος Αντιοχείας συνδέει µε την Ενανθρώπηση του Χριστού, τη σωµατική εικόνα Του, φαίνεται να εντάσσεται στο αυτό πλαίσιο. Ενδεικτική είναι η αναφορά του συντάκτη: «…προπάτορος Ιακώβ, … ο γαρ τοι δίκαιος ανήρ ανήχθη αγίω πνεύµατι πρώτον µεν αυτό το σωµατικόν είδος ορά του Χριστού προαναζωγραφούµενον εναργώς….»1356 iv. Το περιστατικό της ατεκνίας και κυοφορίας της Ρεβέκκας, γυναίκας του Ισαάκ, στο Γέν, 25, 21- 26, αποτελεί αφορµή αποκάλυψης του Θεού, παρουσιάσης του θελήµατός Του («ο Κύριος είπεν αυτή»)1357. Η γέννηση των δύο παιδιών της είναι εκείνη που συνδέεται µε την πορεία του λαού του Ισραήλ. v. Η αφή της φωτιάς από το Θεό, στο Κάρµηλον όρος, µε την οποία Εκείνος καταδεικνύει την ανωτερότητά Του έναντι του Βάαλ, αποτελεί την πλέον χαρακτηριστική περίπτωση θεοφάνειας από όσες µνηµονεύει ο Ευστάθιος στα συγγράµµατά του. Το σχετικό απόσπασµα έχει ως εξής: «… την επί Ηλίου του προφήτου προάγωµεν ιστορίαν, οπηνίκα του αριθµού ηξίουν µεν εν θυσία την εκατέρων ανεξετάζεσθαι τάξιν, µηδένα δε πυρ επάγειν, αλλ’ ευχαίς επάγεσθαι πυρός επιφοράν, ίνα εκ του κατακοµπαζοµένου µετεώρου ουρανόθεν έκδηλος µεν αν είη πάσιν επακούσαι δυνάµενος εν φ λ ο γ ί πυρ α π ο σ τ έ λ λ ε ι ν Θ ε ό ς, εκ δε τούτου διαγινώσκηται τις η του κρείττονος εξουσία, και πάσι φανερόν αν είη γε το άµεινον.»1358 1346
Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, 11 PG 18, 637ΑΒ. Ό.π., 10, 11, 12, 13 PG 18, 632ΑΒ· 636D- 637ΑΒ· 640Α·Β, 641D· 656B. Επίσης: Μ. Spanneut, ό.π., σ. 100 (στ. 15- 16). 1348 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 100 (στ. 20- 21): «… διά της του Χριστού επιφανείας εις τον παράδεισον το των ανθρώπων εισάγει γένος». 1349 Ό.π., σ. 97 (στ. 31) –98 (στ. 1): «… διά της του Χριστού ναουργίας το σώµα τε και ψυχήν καθαριζόµενοι, τη θεία δυνάµεθα προσιέναι φύσει». 1350 Βαρούχ 3, 37- 38. 1351 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 130 (στ. 8, 10- 13). Πρβλ. Ό.π., σ. 101 (στ. 7- 13). 1352 Έξ. 7, 17-21. 1353 Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., 9 PG 18, 628Β. 1354 Ό.π., 9 PG 18, 628D- 629A. 1355 Ό.π., 9 PG 18, 628D: «Ει γαρ αµυνόµενος τους Αιγυπτίους ο Θεός, άπαντα µεν επεκελεύετο τα ρείθρα των υδάτων εις αίµα µεταβάλλεσθαι τιµωρίας χάριν…». 1356 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 97 (στ. 16- 17). 1357 Ό.π., σ. 98 (στ. 15). 1358 Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., 8 PG 18, 625CD. 1347
198
Τα παραδείγµατα αυτά των θεοφανειών δεν καταδεικνύουν απλά τη διάκριση ακτίστου και κτιστού, σε επίπεδο οντολογικών κατηγοριών και τις γνωσιολογικές συνέπειες που απορρέουν από αυτή, αλλά και υποδεικνύουν ότι η άρση του συγκεκριµένου χάσµατος, η κοινωνία, συντελούνται µε τη διαρκή αποκάλυψη του Λόγου (άσαρκου και ένσαρκου), στην ιστορία του Ισραήλ, στην ανθρωπότητα γενικότερα. Μαρτυρείται, τέλος έµµεσα, από τον εκκλησιαστικό συγγραφέα, η «φύσει» θεότητα του Λόγου, εφόσον δι’ αυτού έγιναν τα πάντα, άγγελοι, ουρανοί και τα επίγεια.1359 2. ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ α΄ Χαρακτηρισµοί και ονόµατα του Χριστού Οι χαρακτηρισµοί και τα ονόµατα που προσδίδονται στο Χριστό από τον Ευστάθιο Αντιοχείας δεν ήταν δυνατό να µην τύχουν της προσοχής ορισµένων έστω µελετητών1360 κατά το παρελθόν. Προσεκτική όµως µελέτη καταδεικνύει, όπως θα φανεί στη συνέχεια, ότι το ζήτηµα της χρήσης των συγκεκριµένων όρων υπερβαίνει το περίγραµµα της πρόχειρης προσέγγισης, διότι, κυρίως σε ό,τι αφορά τα ονόµατα που αποδίδονται στο Χριστό, διαπιστώνεται «ελευθερία» ως προς τη χρήση τους από τον Ευστάθιο. Ο Θεός Λόγος χαρακτηρίζεται απ’ αυτόν «φύσει Θεός»1361, «µονογενής»1362, «αυτάρκης», «άπειρος», «απερινόητος», αιτία όλων όσων έχουν δηµιουργηθεί. «Ει δε Λόγος και Θεός ην ανέκαθεν παρά τω Πατρί και τα σύµπαντα δι’ αυτού γεγενήσθαι φαµέν, …και τοις γεννητοίς άπασιν αίτιος ών· αλλ’ εστι την φύσιν Θεός αυτάρκης, άπειρος, απερινόητος· εκ γυναικός δε γέγονεν άνθρωπος,…».1363 Όπως αντιλαµβανόµαστε, οι παραπάνω αποφατικοί χαρακτηρισµοί, όπως «άπειρος» και «απερινόητος», έχουν ήδη χρησιµοποιηθεί για να χαρακτηρίσουν την ουσία και του Θεού. Ο Λόγος είναι πανταχού παρών, «ανέκαθεν παρά τω Πατρί»1364 και µε την παντοδυναµία1365 που τον διακρίνει1366, ως Θεό, µπορεί να πληρώνει τα πάντα1367. Αναφερόµενος ο Ευστάθιος Αντιοχείας στο Χριστό χρησιµοποιεί, εκτός από τους χαρακτηρισµούς «Παις»1368, «Λόγος», «∆εσπότης»1369, και άλλα γνωστά σ’ εµάς ονόµατα από τη Βιβλική και προγενέστερη Χριστιανική γραµµατεία. Αυτό που προξενεί εντύπωση είναι ότι ο συγγραφέας χρησιµοποιεί µε «ελευθερία» τα συγκεκριµένα ονόµατα, σε τέτοιο µάλιστα βαθµό, που σε ορισµένες περιπτώσεις να διαφοροποιείται η σηµασία της χρήσης του ονόµατος, έστω και αν απαντάται δύο φορές στην ίδια παράγραφο ή πρόταση. Προκειµένου να γίνει αντιληπτή η συγκεκριµένη πραγµατικότητα, θα αρκεστούµε στην αναφορά του ακόλουθου παραδείγµατος όπου η σηµασία του ονόµατος «Χριστός» διαφοροποιείται σε µία και µόνο πρόταση, σηµαίνοντας το Χριστό κατά τη θεότητα (Υιό Θεού), την πρώτη φορά που απαντάται ο όρος, ενώ στη δεύτερη µνηµόνευσή του, τον Χριστό κατά την ανθρωπότητα: «Ει δε διά της του Χ ρ ι σ τ ο ύ επιφανείας εις τον παράδεισον το των ανθρώπων εισάγει γένος, οπηνίκα δε εσταυρώθη τον ληστήν αυθηµερόν εισάξειν αυτόθι προηγόρευσεν του σώµατος έτι βεβληµένου τω µνήµατι, συνέστηκεν ότι συνδιαιωµένη κυρίως η ψυχή του Χ ρ ι σ τ ο ύ 1359
Μ. Spanneut, ό.π., σ. 106 (στ. 8- 10). Ενδεικτικά µνηµονεύουµε τον R.V. Sellers. Βλ. R.V. Sellers, ό.π., σ. 84, 96. 1361 Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, 10 PG 18, 633Β· Μ. Spanneut, ό.π., σ. 101 (στ. 17). 1362 Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., 19 PG 18, 653Α. 1363 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 101 (στ. 9- 12). 1364 Ό.π., σ. 101 (στ. 9)· σ. 102 (στ. 34-35) · σ. 104 (στ. 10). 1365 Ό.π., σ. 103 (στ. 10-11). 1366 Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., 19 PG 18, 653Α. 1367 Ό.π., 19 PG 18, 653Β: «… ο Χριστός,… Θεός ων ούτος, ούτω προθυµία γνώµης άνω τω δοκείν επιθυµία παρήν, όσω θειότητος ενεργεία τοις άπασιν ως ενί µάλιστα πάντα πληροί πανταχώς». 1368 Ό.π., 18 PG 18, 652Β· 29 PG 18, 673C. 1369 Ό.π., 4 PG 18, 620Β. 1360
199
τω Λόγω και Θεώ, τω πάσαν οµού την των γενητών περιέχοντι κτίσιν, την οµογενή του ανθρώπου ψυχήν εις τον παράδεισον εισήγαγεν.»1370 Στο σηµείο αυτό και πριν επιχειρήσουµε να επεξηγήσουµε την ιδιαιτερότητα αυτή, κρίνεται σκόπιµο να µνηµονεύσουµε τις διαφοροποιήσεις που απαντάµε ως προς τα ονόµατα του Χριστού. Με αφετηρία το όνοµα «Χριστός» είναι ανάγκη να επισηµάνουµε ότι ο Ευστάθιος Αντιοχείας το χρησιµοποιεί για το Θεό Λόγο, εκφράζοντας άλλοτε µονάχα τη θεία φύση Του1371, άλλοτε µονάχα την ανθρώπινη φύση Του1372 και άλλοτε τον ενανθρωπήσαντα Λόγο (θεία και ανθρώπινη φύση)1373. Ανάλογη διαφοροποιήση διαπιστώνεται και στη χρήση του ονόµατος «Κύριος» για το Χριστό. Σε κάποιες των περιπτώσεων ο όρος φαίνεται ότι χρησιµοποιείται για να δηλώσει είτε µονάχα τη θεία φύση1374 του Χριστού, είτε µονάχα την ανθρώπινη φύση Του1375, αλλά και τον ενανθρωπήσαντα Λόγο (θεία και ανθρώπινη φύση)1376. Το όνοµα «Ιησούς» χρησιµοποιείται πάντοτε από τον Ευστάθιο για να εκφραστεί ο Χριστός κατά την ανθρωπότητα1377. Ο Ευστάθιος Αντιοχείας αρκετές φορές όταν αναφέρεται στο Λόγο, χρησιµοποιεί1378 τους όρους «Πνεύµα»1379, «Σοφία»1380 και «Θεός»1381. Στο σηµείο αυτό καλούµαστε να δώσουµε κάποια εξήγηση τόσο ως προς τις σηµασιολογικές διαφοροποιήσεις των ονοµάτων και όρων που αφορούν το Χριστό στα έργα του Ευσταθίου, όσο και προς τη χρήση «κοινών ονοµάτων» για το πρόσωπο του Θεού Πατρός και Θεού Υιού. Θα µπορούσε κάποιος να υποθέσει ότι η διαφοροποίηση αυτή συνδέεται µε ασάφεια ή σύγχυση ως προς τη θεολογική ορολογία του Ευσταθίου, όµως έχουµε την εντύπωση ότι η υπόθεση αυτή δεν πρέπει να ανταποκρίνεται στην πραγµατικότητα. Ίσως θα πρέπει να θεωρήσουµε πιθανότερη την υπόθεση ότι η «ελευθερία» ως προς τη χρήση σχετίζεται µε την αντιαιρετική τακτική του, την προσπάθεια να γίνεται πολυεπίπεδη ανάγνωση του κειµένου από µέρους των αντιφρονούντων, χωρίς βέβαια να αλλοιώνεται η ουσία του δόγµατος, «ίνα και τα τέκνα του Θεού τα διεσκορπισµένα συναγάγη εις έν».1382 Βέβαια, µπορεί η θέση µας αυτή να µην υπερβαίνει τα όρια της υπόθεσης, όµως ασφαλώς δε θα µπορούσε να αποκλειστεί. Όπως έχουµε ήδη διαπιστώσει, ο Ευστάθιος Αντιοχείας χρησιµοποιεί αρκετές φορές κοινούς χαρακτηρισµούς και ονόµατα όταν αναφέρεται στον Θεό Πατέρα και στον Υιό, κυρίως σε ό,τι αφορά το κοινό της ουσίας τους. Η αποσπασµατική διάσωση των κειµένων του εκκλησιαστικού συγγραφέα δεν µπορεί να µας διαφωτίσει αν ο Ευστάθιος 1370
Μ. Spanneut, ό.π., σ. 100 (στ. 20- 25). Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., 11 PG 18, 636Α· 20 PG 18, 653D· 21 PG 18, 656D. Μ. Spanneut, ό.π., σ. 100 (στ. 1, 20)· σ. 103 (στ. 8)· σ. 108 (στ. 8, 30)· σ. 111 (στ. 16)· σ. 114 (στ. 6). 1372 Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., 17 PG 18, 649C· 21 PG 18, 656D· 23 PG 18, 661C. Μ. Spanneut, ό.π., σ. 100 (στ. 23)· σ. 103 (στ. 26, 32)· σ. 111 (στ. 6, 18)· σ. 112 (στ. 15, 19, 23)· σ. 114 (στ. 29). 1373 Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., 10 PG 18, 633Β· 17 PG 18, 649Β· 18 PG 18, 652C· D· 20 PG 18, 653Β· 23 PG 18, 660D. Μ. Spanneut, ό.π., σ. 106 (στ. 10)· σ. 108 (στ. 16)· σ. 109 (στ. 21)· σ. 112 (στ. 32)· σ. 113 (στ. 4) · σ. 114 (στ. 9)· σ. 115 (στ. 18- 19, 24). 1374 Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., 10 PG 18, 664Α. Μ. Spanneut, ό.π., σ. 110 (στ. 33). 1375 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 103 (στ. 5, 10, 30)· σ. 115 (στ. 24- 25). 1376 Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., 4 PG 18, 620Β· 10 PG 18, 634C. Μ. Spanneut, ό.π., σ. 98 (στ. 5). 1377 Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., 11 PG 18, 636Α. Μ. Spanneut, ό.π., σ. 102 (στ. 6) σ. 103 (στ. 9, 10)· σ. 108 (στ. 11, 29). 1378 M. Simonetti, La Crisi Ariana nel IV Secoli, σ. 72. 1379 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 101 (στ. 34)· σ. 103 (στ. 28) · σ. 104 (στ. 8, 9)· σ. 112 (στ. 36). 1380 Ό.π., σ. 102 (στ. 35)· σ. 103 (στ. 10) · σ. 104 (στ. 21)· σ. 112 (στ. 22). 1381 Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., 10 PG 18, 633Β· 18 PG 18, 652Α·C· 19 PG 18, 653A· B. Μ. Spanneut, ό.π., σ. 97 (στ. 28)· σ. 101 (στ. 9, 11, 16)· σ. 102 (στ. 22)· σ. 103 (στ. 8)· σ. 106 (στ. 8, 14)· σ. 107 (στ. 6, 20)· σ. 111 (στ. 18) · σ. 114 (στ. 27)· σ. 130 (στ. 8). 1382 Ιω. 11, 52. 1371
200
είχε αναπτύξει συγκεκριµένη επιχειρηµατολογία κατά των Αρειανών βασιζόµενος στο δεδοµένο αυτό. Εκείνο όµως που συναφειακά υπενθυµίζουµε, είναι ότι λίγο αργότερα ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας προκειµένου να καταδείξει και να αποδείξει το άκτιστο της φύσεως του Λόγου, εκτός από την επισήµανση Αγιογραφικών χωρίων, όπου τονίζονται οι κοινές ενέργειες µεταξύ Πατρός και Υιού, χρησιµοποιεί στην αντιαιρετική επιχειρηµατολογία (µεθοδολογία)1383 του τόσο Βιβλικά χωρία, όπου επισηµαίνεται η πλήρης γνώση του Πατρός από τον Υιό, όσο και τα κοινά ονόµατα που αποδίδονται στον Πατέρα και τον Υιό, µε το σκεπτικό ότι τα «κοινά ονόµατα» δεν γίνεται να εκφράζουν ετερουσιότητα µεταξύ των προσώπων της Αγίας Τριάδος. Ανάλογα φαίνεται να λειτουργεί και ο ιερός πατήρ, κινούµενος προς την αυτή κατεύθυνση, ο οποίος αξιοποιώντας Βιβλικά ονόµατα, όπως «Κύριος», «Σοφία», «Θεός», καθώς και χαρακτηρισµούς όπως «άπειρος», «απερινόητος», «πανταχού παρών», τα αποδίδει και στα δύο Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. ∆υστυχώς γι’ εµάς, τα αποσπάσµατα των έργων του, µάλλον αδικούν την εκκλησιαστική αυτή προσωπικότητα και ως προς το ζήτηµα αυτό. β΄ Ο Χριστολογικός τύπος «Λόγος – άνθρωπος» O τρόπος µε τον οποίο ο Άρειος αντιλαµβανόνταν το Λόγο, δηλαδή ως δηµιούργηµα του Θεού, σε συνάρτηση µε την αντίληψη του όρου «σάρξ», σύµφωνα µε την ελληνική1384 και όχι τη Βιβλική σηµασία, ήταν φυσικό να οδηγήσει σε προβληµατική χριστολογία από µέρους του, µε αποτέλεσµα ο Χριστός να µην είναι ούτε τέλειος Θεός, ούτε τέλειος άνθρωπος, κατά τον αιρεσιάρχη, εφόσον τη θέση της ψυχής Του είχε καταλάβει ο κτιστός Λόγος. Η προσήλωση του Ευσταθίου στο ∆όγµα της Νίκαιας, από την άλλη και η εµµονή του να αντιµετωπίσει αποτελεσµατικά την Αρειανική κακοδοξία, δηλαδή να διασφαλίσει την ακεραιότητα τόσο της Θείας όσο και της ανθρώπινης φύσης στο Χριστό, να εξαλείψει τα στοιχεία ενός ιδιότυπου δοκητισµού που διέκρινε στην αίρεση1385, τον ώθησαν σε δύο διαφοροποιήσεις σε επίπεδο Χριστολογίας, τις οποίες και υπηρέτησε µε συνέπεια, όπως καταδεικνύεται από τα συγγράµµατά του. Οι διαφοροποιήσεις αυτές έγκεινται τόσο στην επιλογή του χριστολογικού τύπου «ΛόγοςΆνθρωπος»1386, ο οποίος είναι ακριβέστερος εξ επόψεως ∆ογµατικής1387, όσο και στην εµφατική από µέρους του διάκριση1388, υπογράµµιση της πραγµατικότητας και ακεραιότητας των δύο φύσεων –µολονότι δεν απουσιάζουν και αναφορές για την ένωσή τους- χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι ο Ευστάθιος αποτελεί πρόδροµο του Χριστολογικού δυϊσµού1389. Ο εκκλησιαστικός συγγραφέας για «πολεµικούς»1390, αντιαιρετικούς λόγους, διακρίνει εµφατικά τις δύο φύσεις του Χριστού, τονίζοντας την πραγµατικότητα και ακεραιότητά τους. Επειδή άνθρωπος, κατά τον Ευστάθιο Αντιοχείας είναι «ο κράσιν έχων (σώµατος και ψυχής) εξ άµφοιν ανάλογον»1391, γι’ αυτό κι εκείνος προκειµένου να καταδείξει ότι ο Υιός του Θεού γίνεται πράγµατι άνθρωπος, υπογραµµίζει ότι Εκείνος
1383
Για το θέµα, βλ. Γ. Μαρτζέλου, Ιστορία της Ορθόδοξης Θεολογίας και Πνευµατικότητας, σ. 24. Ο Απολλινάριος Λαοδικείας επίσης αντιλαµβανόταν τον όρο «σάρξ» µε την ελληνική σηµασία του όρου (ως σώµα), σε αντίθεση µε τον Αθανάσιο Αλεξανδρείας ο οποίος τον κατανοούσε µε τη Βιβλική σηµασία του (ως το σύνολο άνθρωπο). 1385 Πρβλ. A. Grillmeier, ό.π., σ. 287 υποσ. 14: “Εustathe apparaît déjà comme un antidocète et il accuse les ariens de docétisme.” 1386 A. Dihl, L’Église et l’ Empire au IVe Siècle, σ. 68. 1387 Π. Χρήστου, ό.π., τ. Γ΄, σ. 455. 1388 G.L. Prestige, ό.π., σ. 104· J.N. Kelly, Early Christian Doctrines, σ. 283. 1389 Ο Α. Grillmeier, έχει διαφορετική άποψη. Βλ. Α. Grillmeier, Christ in Christian Tradition, σ. 252. 1390 Μ. Spanneut, ό.π., JTS 5 (1954) 224. 1391 Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, PG 18, 621BC. Πρβλ. Μ. Spanneut, Recherches…, σ. 96 (στ. 18- 20)· σ. 96 (στ. 6-7, 12- 13, 27). 1384
201
λαµβάνει σώµα και ψυχή1392. Σηµειώνει ότι αν θεωρήσουµε ότι ο Λόγος δεν έλαβε πραγµατικό σώµα1393 κατά την Ενανθρώπησή του, τότε πρέπει να αποδεχτούµε ότι δε θα µπορούσε να αποτελέσει «αντικείµενο» αφής ή όρασης. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να δεχτούµε ότι δεν καρφώθηκε στο σταυρό, δεν υπέµεινε θάνατο, δεν ενταφιάστηκε και δεν αναστήθηκε. Το σχετικό απόσπασµα από σχόλιό του στο Παρ. 8, 22, έχει ως εξής: «Ει γαρ ασώµατός εστιν ούτε αφή χειρών υποπίπτει, ούτε αισθητοίς όµµασιν περιλαµβάνεται· ου τρώσιν υποµένει, ουχ ήλοις προσηλούται, ου θανάτω κοινωνεί, ου κρύπτεται γη, ου τάφω κατακλείεται, ουκ εκ µνηµάτων ανίσταται.»1394 Για να εκφράσει επίσης την ακεραιότητα και αρτιότητα του σώµατος του Χριστού, κάνει λόγο για «έκκριτον ναόν»1395, ή «ναού χρήµα περικαλλές, αφιερωµένον, ασύλητον»1396, όπως και ότι αυτό είναι «ναός…ο καθαρός και άχραντος»1397. Ο ιερός πατήρ όχι µόνο δε διστάζει να ελέγξει τους Αρειανούς που ισχυρίζονται ότι ο Λόγος προσέλαβε άψυχο σώµα1398, αλλά και κάνει λόγο για «συγγενή»1399 και «οµογενή»1400 ψυχή1401 Εκείνου και των ανθρώπων, µε αφορµή την υπόσχεση εισόδου του ληστή στον παράδεισο. Υπέρ, τέλος, της πρόσληψης και ανθρώπινης ψυχής από το Λόγο συνηγορεί η ακόλουθη έκφρασή του εκκλησιαστικού συγγραφέα: «η γαρ αγία του Χριστού ψυχή τω Θεώ σ υ ν δ ι α ι τ ω µ έ ν η και Λόγω…»1402. Ο Ευστάθιος Αντιοχείας προκειµένου να καταδείξει την ακεραιότητα και πραγµατικότητα της ανθρώπινης φύσης του Χριστού, επιστρατεύει πληροφορίες του χωροχρονικού πλαισίου γέννησης1403 και δραστηριοποίησης του Ιησού, τη συµµόρφωση του Θεανθρώπου στα Ιουδαϊκά θρησκευτικά καθήκοντα, την αύξησή1404 Του σε επίπεδο σωµατικής διάπλασης, την πορεία προς το µαρτύριο1405, το εκούσιο1406 πάθος Του1407, τον ενταφιασµό1408, την Ανάστασή Του1409. Στις ακόλουθες δύο αναφορές του που σχετίζονται µε τα παραπάνω, θα θέλαµε να επικεντρώσουµε την προσοχή µας: Η πρώτη συνδέεται µε τις ιστορικές πληροφορίες1410 που µας παρέχει ο συγγραφέας αναφορικά µε το χώρο και χρόνο γέννησής Του, τον τόπο που διήνυσε τα πρώτα βήµατά του ο Ιησούς. 1392
Ό.π., σ. 108 (στ. 22): “qui ex anima constat et corpore”. Ό.π., σ. 102 (στ. 4): «Ότι δε το σώµα λέγει σύµµορφον τοις ανθρώποις είναι…». 1394 Ό.π., σ. 103 (στ. 14- 17). 1395 Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, 17 PG 18, 652Α. 1396 Ό.π., 10 PG 18, 633B. 1397 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 101 (στ. 15). 1398 Ό.π., σ. 100 (στ. 1- 6)· Χ. Σταµούλη, Άσκηση αυτοσυνειδησίας, εκδ. Το Παλίµψηστον, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 204 υποσ. 22. 1399 Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, 18 PG 18, 652B. Πρβλ. Μ. Spanneut, ό.π., σ. 100 (στ. 24-25). 1400 Ό.π., σ. 100 (στ. 28). 1401 Ο R.V. Sellers παραθέτει την έκφραση «οµοούσιος» των ανθρώπων ψυχή για το Χριστό που καταγράφεται σε σχόλιο αποδιδόµενο στον Ευστάθιο, για τον 15ο Ψαλµό. Επειδή όµως το συγκεκριµένο απόσπασµα εντάσσεται στα νόθα από µέρους των µελετητών, µε τους οποίους συµφωνούµε κι εµείς, όπως έχουµε δει στο κεφάλαιο των συγγραµµάτων του Ευσταθίου, γι’ αυτό και δεν το µνηµονεύουµε. Στο ίδιο σχόλιο γίνεται λόγος για λογική ψυχή και για οµοούσια µε τους ανθρώπους σάρκα του Χριστού. Βλ. R.V. Sellers, ό.π., σσ. 104- 105· Του ίδιου, Two Ancient Christologies, σ. 185. 1402 Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους,18 PG 18, 652C. 1403 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 99 (στ. 7, 15, )· σ. 101 (στ. 7, 10-11, 12 ) · σ. 104 (στ. 7) · σ. 130 (στ. 13). 1404 Ό.π., σ. 99 (στ. 7-8) · σ. 130 (στ. 14). 1405 Ό.π., σ. 99 (στ. 10-11). 1406 Ό.π., σ. 99 (στ. 33-34): «… εις την του θανάτου σφαγήν το ίδιον ε κ ο υ σ ί ω ς εξεδίδου σώµα.» 1407 Ό.π., σ. 99 (στ. 11-12, 34) · σ. 103 (στ. 5, 15) · σ. 104 (στ. 22-23) · σ. 107 (στ. 20). 1408 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 99 (στ. 12) · σ. 103 (στ. 16). 1409 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 99 (στ. 13) · σ. 102 (στ. 29 ) σ. 103 (στ. 2 ) · σ. 106 (στ. 10). 1410 Ό.π., σ. 99 (στ. 15-18): «Και µην ει τις εις την του σώµατος γέννησιν αφορά, προδήλως ευρήσειεν αν ως εν τη Βηθλεέµ τεχθείς εσπαργανώθη, καν τη Αιγύπτω χρόνοις ετράφη τισίν ένεκεν της του αλάστορος επιβουλής Ηρώδου, κάν τη Ναζαρέτ ανδρωθείς ηυξήθη.» 1393
202
Εµφατικά αναφέρεται ο Ευστάθιος Αντιοχείας στα Ιουδαϊκά θρησκευτικά έθιµα που έπονται της γεννήσεως του αγοριού στους Ισραηλίτες. Η ακολουθία της συγκεκριµένης εθιµοτυπίας από τον Κύριο, αποτελεί πιστοποίηση της πραγµατικότητας της Ενανθρώπησής Του, της ακεραιότητας της σωµατικής εικόνας Του, ως ανθρώπου1411. ∆εν είναι λοιπόν άστοχο το γεγονός της αναφοράς στην περιτοµή1412 Του κατά την όγδοη ηµέρα, όπως και στην προσφορά ζεύγους τρυγόνων και νεοσσών περιστεριών1413, τα οποία προσφέρθηκαν ως καθαρτική θυσία κατά την είσοδό Του στο ναό1414. Όλα αυτά, η συµµόρφωση του Ιησού προς τις επιταγές του Ιουδαϊκού Νόµου, είχαν ως σκοπό την «εξαγορά» του πλάσµατος από την «κατάρα» του νόµου της «δουλείας»1415. Ο ιερός πατήρ διασφαλίζει µε τις επισηµάνσεις του και την ακεραιότητα της θείας φύσης1416 του Χριστού µετά τη γέννηση. Υπενθυµίζει ότι ο Λόγος µε την Ενανθρώπηση δεν παύει να παραµένει στους κόλπους του Πατρός1417, να είναι πανταχού παρών1418 ως παντοδύναµος1419 και παντοκράτωρ1420. Ο Ευστάθιος δε διακρίνει µονάχα τις φύσεις, αλλά και τονίζει την ενότητά τους. Για να καταγράψει την ένωση της θείας και ανθρώπινης φύσης στον ένσαρκο Λόγο, χρησιµοποιεί τα ουσιαστικά «ενοίκηση»1421, «συνδιαίτηση»1422, «σκήνωση»1423, «συνουσία»1424, «ένδυση» (από το ρήµα φορώ1425) και «ναουργία»1426. Όπως χαρακτηριστικά σηµειώνεται, το γεγονός ότι ο Ευστάθιος αναγκάζεται να χρησιµοποιήσει τον όρο «ενοίκησις»1427 για να περιγράψει τον τρόπο ένωσης των δύο φύσεων στο Χριστό, αποτελεί έκφρασης της δυσκολίας1428 να διατυπωθεί η συγκεκριµένη πραγµατικότητα. Ο Ευστάθιος, προκειµένου να αντιµετωπίσει αποτελεσµατικά την Αρειανική κακοδοξία, να διατυπώσει την άποψή του για το σώµα του Χριστού, προσλαµβάνει όρους από την Αγία Γραφή, -κείµενο που αποδεχόταν και χρησιµοποιούσαν και οι αιρετικοί. Συνεπώς, αν ο εκκλησιαστικός συγγραφέας αξιοποιεί όρους που είχαν χρησιµοποιηθεί από προγενέστερους και σύγχρονούς του κακοδοξούντες, αυτό δε σηµαίνει κατ’ ανάγκην ότι το υπόβαθρο της σκέψης του παρουσιάζει απόκλιση από την
1411
Ό.π., σ. 102 (στ. 12-27). Ό.π., σ. 102 (στ. 15, 20). 1413 Λκ. 22-24. 1414 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 102 (στ. 16-19). 1415 Ό.π., σ. 102 (στ. 21-27): «Ούτε δε ο Λόγος υπέκειτο τω νόµω, καθάπερ οι συκοφάνται δοξάζουσιν αυτός ών ο νόµος, ούτε ο Θεός έδειτο θυµάτων καθαρσίων αθρόα ροπή καθαρίζων άπαντα, και αγιάζων. Αλλ’ ει και εκ της παρθένου το ανθρώπινον όργανον αναλαβών εφόρεσε, και υπό νόµον εγένετο, κατά τας των πρωτοτόκων αξίας καθαρισθείς ουκ αυτός δεόµενος της τούτων χορηγίας υπέµεινε τας θεραπείας, αλλ’ ίνα της του νόµου δουλείας εξαγοράση τους πεπραµένους τη δίκη της αράς.» 1416 Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, 24 PG 18, 664Α. 1417 Ό.π., 18 PG 18, 652D. Πρβλ. Μ. Spanneut, ό.π., σ. 98 (στ. 28-30) · σ. 102 (στ. 32-35). 1418 Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., 18 PG 18, 652C·D· 19 PG 18, 653B. 1419 Ό.π., 19 PG 18, 653Α. 1420 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 103 (στ. 11) . 1421 Ό.π., σ. 101 (στ. 16)· σ. 107 (στ. 19 ) σ. 108 (στ. 16, 17 ) · σ. 109 (στ. 21, 22). 1422 Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., 18 PG 18, 652C. Πρβλ. Μ. Spanneut, ό.π., σ. 104 (στ. 4). 1423 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 101 (στ. 16) . 1424 Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., 17 PG 18, 652Α. 1425 Ό.π., 18 PG 18, 652C. Πρβλ. Μ. Spanneut, ό.π., σ. 101 (στ. 8, 22, 30) · σ. 102 (στ. 1, 24). 1426 Ό.π., σ. 97(στ. 31) · σ. 101 (στ. 22) · σ. 107 (στ. 7). 1427 Για την έννοια της «ενοίκησης» στην αντιοχειανή Παράδοση, βλ. Γ. Μαρτζέλου, Η Χριστολογία του Βασιλείου Σελευκείας…, ό.π., σ. 44 κ.ε. 1428 Α. Grillmeier, Le Christ dans la Tradition Chrétienne, σ. 289: “L’ histoire du ‘schéma de l’inhabitation’ montre combien il était difficile de manifester clairement le caractère réel de l’unité de personne dans le Christ.” 1412
203
ορθοδοξία, όπως διατυπώνεται από ορισµένους1429. Ούτε όµως είναι δίκαιο να τον µέµφεται κάποιος ότι η Χριστολογική του σκέψη είναι προνικαϊκή,1430 µε την έννοια της έλλειψης προηγµένης Χριστολογίας. Όπου συµβαίνει αυτό, γίνεται για λόγους «πολεµικούς» και «απολογητικούς». Αν κάνει χρήση όρων «ύποπτων» για την ορθοδοξία τους και αξιοποιεί τη θεολογική ορολογία που χρησιµοποιούν οι αιρετικοί, αυτό έχει ως στόχο την ανατροπή των επιχειρηµάτων των αιρετικών. Ο εκκλησιαστικός συγγραφέας όταν αναφέρεται στο σώµα που πρόσλαβε ο Λόγος κατά την Εναθρώπησή Του, κάνει χρήση του όρου: «ναός»1431 και «οίκος»1432 , σύµφωνα µε το βιβλικό χωρίο: «λύσατε τον ναόν τούτον και εν τρισίν ηµέραις εγερώ αυτόν»1433, όπως υπογραµµίζει και ο ίδιος1434. Αναφέρει τον όρο «σκηνή»1435 και «σκήνωµα»1436, προφανώς από επίδραση του Ιωάννειου χωρίου «Και ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ηµίν»1437. Το χωρίο του Ησαΐα, «ουκ είχεν είδος ουδέ κάλλος»1438, το οποίο χρησιµοποιεί και στα συγγράµµατά του ο Ευστάθιος Αντιοχείας1439, φαίνεται να του έδωσε τη δυνατότητα, αναφερόµενος στο σώµα που πρόσλαβε ο Λόγος, να κάνει χρήση της έκφρασης «σωµατικόν είδος»1440, «ανθρωπείαν ειδέαν»1441, «ιδέαν»1442. Επιπροσθέτως κάνει χρήση των εκφράσεων «σωµατική αρµονία»1443, «ανθρώπινο όργανο»1444 και «ο άνθρωπος του Χριστού»1445, για να εκφράσει την αυτή πραγµατικότητα. Ο ενανθρωπήσας Λόγος, ο Θεάνθρωπος Κύριος, διακηρύσσει και µετά την Ενανθρώπηση τη θεότητά του, σύµφωνα µε τον Ευστάθιο Αντιοχείας. Για να διαπιστώσει κάποιος τη συγκεκριµένη πραγµατικότητα δεν έχει παρά να συλλογιστεί τις περιπτώσεις1446 όπου Εκείνος, ως καρδιογνώστης, «τας εκάστων ψυχάς ανιχνεύων διέκρινε και πάντα οµού συνήθως οία Θεός έπραττεν».1447 Ενδεικτική ορατή έκφραση της θείας φύσης Του αποτέλεσαν τόσο τα θαύµατα1448 που επιτέλεσε, όσο και οι «των νεκρών αναβιώσεις» 1449, µε χαρακτηριστικότερη εκείνη του Λαζάρου1450, αλλά και τη 1429
H.E.W. Turner, The Pattern of Christian Truth, σ. 141· R.V. Sellers, ό.π., σ. 93-97· Του ίδιου, Two Ancient Christologies, σσ. 122-123· G.L. Prestige, ό.π., σ. 134· J. Lebon, ό.π., σ. 74. 1430 R.V. Sellers, ό.π., σ. 55. 1431 Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., 10 PG 18, 633Β· 17 PG 18, 652Α. Πρβλ. Μ. Spanneut, ό.π., σ. 97 (στ. 2728)· σ. 101 (στ. 15, 18)· σ. 103 (στ. 21, 27 )· σ. 104 (στ. 16, 24 ) · σ. 106 (στ. 14). 1432 Ό.π., σ. 97 (στ. 27) · σ. 103 (στ. 23). 1433 Ιω. 2, 19. 1434 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 97 (στ. 29-30) · σ. 101 (στ. 19- 20). 1435 Ό.π., σ. 99 (στ. 20)· σ. 101 (στ. 16). 1436 Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., 10 PG 18, 633B· 17 PG 18, 652Α. 1437 Ιω. 1, 14. 1438 Ησ. 53, 2. 1439 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 107 (στ. 10-12). 1440 Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., 23 PG 18, 660C. Πρβλ. Μ. Spanneut, ό.π., σ. 97 (στ. 17) · σ. 107 (στ. 12). 1441 Ό.π., 18 PG 18, 652C. 1442 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 102 (στ. 2). 1443 Ό.π., σ. 101 (στ. 8). 1444 Ό.π., σ. 102 (στ. 24). Η έκφραση αυτή, αν αποµονωθεί από τη συνάφειά της, τη σύνολη Χριστολογία του Ευσταθίου, θα µπορούσε να θεωρηθεί ύποπτη για Απολλιναρισµό. Βλ. G.L. Prestige, ό.π., σ. 134. 1445 Ό.π., σ. 102 (στ. 29)· σ. 106 (στ. 10) · σ. 112 (στ. 31- 32). Αξίζει να σηµειωθεί ότι η έκφραση «ο άνθρωπος του Χριστού» επειδή θεωρήθηκε ύποπτη, παράξενη, δεν υιοθετήθηκε από την Ορθόδοξη Παράδοση. Βλ. M. Spanneut, ό.π., JTS 5 (1954) 223. 1446 Τα πάντα ενεργούσε ο Χριστός και ως Θεός και ως άνθρωπος, σύµφωνα µε τη ∆ογµατική διδασκαλία της Εκκλησίας. Βλ. Ν. Ματσούκα, ∆ογµατική.., Β΄, σ. 277. 1447 Μ. Spanneut, ό.π., σ.104 (στ. 11-12). 1448 Ό.π., σ. 99 (στ. 9)· σ.101 (στ. 23). 1449 Ό.π., σ. 99 (στ. 10). 1450 Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., 11 PG 18, 656D: «Περί δε του Λαζάρου γράφω. Αντί του δοξάσαι (ο Ωριγένης) την του Χριστού µεγαλουργίαν και διά τούτων αποδείξαι σαφώς, ότι Θεός εστιν, ο τον εδωδότα
204
δική Του Ανάσταση1451. Αν ο Κύριος εκτός από άνθρωπος δεν ήταν και Θεός, τότε, όπως διατυπώνεται στα αποσπάσµατα των συγγραµµάτων του Ευσταθίου, ούτε δυνατότητα πρόγνωσης- πρόρρησης1452 του επικείµενου πάθους Του θα είχε, ούτε την εξουσία1453 να θυσιαστεί. Χαρακτηριστικό ως προς το τελευταίο είναι η φράση του Ευσταθίου: «Ουδείς αίρει την ψυχήν απ’ εµού· εξουσίαν έχω θείναι την ψυχήν µου. Και εξουσίαν έχω πάλιν λαβείν αυτήν. Ει δε εκατέρων την εξουσίαν είχεν οία Θεός, συνεχώρει µεν αυτοίς λύειν αβούλως τον νέων εγχειρούσιν,….»1454 Αξίζει τέλος να σηµειωθεί ότι ο Θεάνθρωπος, εξαιτίας της θείας φύσης Του, είχε τη δυνατότητα να εµφανιστεί στους µαθητές Του µετά την Ανάσταση.1455 Όπως είδαµε στην αρχή της ενότητας αυτής, ο τονισµός της ακεραιότητας της ανθρώπινης φύσης του Χριστού, διασφαλίζει συνάµα και την ακεραιότητα της Θείας φύσης εφόσον, αποδίδοντας σε αυτήν τις ανθρώπινες ιδιότητες, πάθη –τις οποίες οι Αρειανοί απέδιδαν στο Λόγο1456- διασφαλίζεται και το άτρεπτο της θεότητάς Του. Ο Ευστάθιος Αντιοχείας υπογραµµίζει διαρκώς το παθητό του Χριστού κατά την ανθρωπότητα, για να διασφαλίσει το απαθές του Λόγου, (του Χριστού, κατά τη θεότητα), όπως θα δούµε αµέσως. Παρενθετικά πάντως σηµειώνουµε ότι σε δύο αποσπάσµατα των έργων του, έχουµε αναφορά ότι ο Λόγος πάσχει, στα οποία θα αναφερθούµε σε επόµενη παράγραφο. Επανερχόµενοι στο ζήτηµα της απάθειας του Λόγου, είναι ανάγκη να υπογραµµίσουµε ότι ο συγγραφέας δε φείδεται αναφορών που υπογραµµίζουν ότι ο Χριστός είναι απαθής κατά τη θεότητα, µετά την Ενανθρώπηση. Αρχής γενοµένης από τη γέννηση καταγράφεται το άτρεπτο της θείας φύσεώς Του1457. Προκειµένου να καταδειχθεί η συγκεκριµένη πραγµατικότητα, ο Ευστάθιος αξιοποιεί το παράδειγµα του ήλιου -που χρησιµοποιεί λίγο αργότερα αισθητά διαφοροποιηµένο και ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας1458-, σύµφωνα µε το οποίο µολονότι ο ήλιος έρχεται σε επαφή µε τα γήινα, εντούτοις δε µεταβάλλεται, δε διαταράσσεται η τάξη του.1459 Προκειµένου επίσης να νεκρόν εκ των µνηµάτων εξουσία µεταπεµψάµενος, και τη του ρήµατος αφέσει τα διωδηκότα σώµατα ψυχώσας,…». 1451 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 101 (στ. 18)· σ. 103 (στ. 27) · σ. 106 (στ. 14-15). 1452 Ό.π., σ. 99 (στ. 23-25): «Πρό µεν του πάθους εκάστοτε τον σωµατικόν αυτού προύλεγε θάνατον. Τοις άµφι τους αρχιερέας εκδοθήσεσθαι φάσκων, και το του σταυρού τρόπαιον απαγγέλων.» 1453 Επειδή ο άνθρωπος έχει «το είναι δεδανεισµένον», κατά την έκφραση του αγίου Μαξίµου του Οµολογητού (Ερµηνεία εις το Πάτερ ηµών, PG 90, 893C), γι’ αυτό και η δυνατότητα διαχείρισης της σωµατικής του εικόνας περιορίζεται. Στην Παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στις περιπτώσεις τόσο της θυσίας των µαρτύρων, όσο και σ’ εκείνη του πάθους του Κυρίου, διαπιστώνουµε τρεις προϋποθέσεις που λειτουργούν ως κριτήρια «σωµατικής αυτοδιαχείρισης», όπως προτείναµε κατά το παρελθόν: i. Η πράξη, η θυσία µας να προβάλλει το µεγαλείο του Θεού, ii. Προϋπόθεση διάθεσης του σώµατός µας είναι ο σεβασµός του. (∆ε διαθέτει κάποιος µέρος της σωµατικής εικόνας του εξαιτίας απέχθειας προς αυτήν). iii. Η διάθεσή του σώµατός µας πρέπει ν’ αποτελεί προσφορά προς το συνάνθρωπο. Αναλυτικά για το θέµα της «σωµατικής αυτοδιαχείρισης», τα παραπάνω κριτήρια και πως αυτά διαπιστώνονται στο εκούσιο πάθος του Χριστού, στη θυσία των αγίων µαρτύρων, βλ. Ε. ∆ουνδουλάκη, «Η σωµατική αυτοδιαχείριση στην Ορθόδοξη Παράδοση», Κοινωνία, τεύχ. 1 (2001) 42- 45. Επίσης σε ανεπτυγµένη µορφή, µε αρκετές προσθήκες: Ε. ∆ουνδουλάκη, «Η σωµατική αυτοδιαχείριση στην Ορθόδοξη Παράδοση», Η καύση των νεκρών στην Ορθόδοξη Εκκλησία (Μελέτες Ορθοδόξου Θεολογίας), ό.π., σσ. 83- 89. 1454 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 103 (στ. 19-22). 1455 Ό.π., σ. 99 (στ. 27). 1456 Χ. Σταµούλη, Άσκηση αυτοσυνειδησίας, ό.π., σ. 203. 1457 Ό.π., σ. 104 (στ. 7). 1458 Αθανασίου Αλεξανδρείας, Λόγος περί Ενανθρωπήσεως του Λόγου, 17 PG 25, 125D: «Ει γαρ και ήλιος ο υπ’ αυτού γενόµενος και υφ’ ηµών ορώµενος, περιπολών εν ουρανώ, ου ρυπαίνεται των επί γης σωµάτων απτόµενος, ουδέ υπό σκότους αφανίζεται, αλλά µάλλον αυτός και ταύτα φωτίζει και καθαρίζει, πολλώ πλέον ο πανάγιος του Θεού Λόγος…». 1459 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 104 (στ. 19-21) «Ει δ’ ο ήλιος, σώµα ών ορατόν, και αισθήσει καταληπτόν, τοσαύτας και τοιαύτας πανταχού γης υποµένων αικίας, ου µεταβάλλει την τάξιν, ουδέ αισθηταί µικράς ή µεγάλης πληγής, την ασώµατον Σοφίαν οιόµεθα…».
205
καταδείξει ότι και µετά την Ενανθρώπηση διατηρεί ο Λόγος τη θεότητά του, αξιοποιείται το παράδειγµα των αγγείων του σώµατος, σε σχέση µε τα υγρά που περιέχονται σε αυτά. Ενδεικτικός είναι ο λόγος του Ευσταθίου: «Ου γαρ είσω των σωµατικών όγκων η ανωτάτω Σοφία καθειργµένη περιέχεται, καθάπερ αι των υγρών και ξηρών ύλαι των µεν αγγείων είσω κατακλείονται, περιέχονται δε µάλλον ή περιέχουσι τας θήκας.»1460 Ο ιερός πατήρ κάνει λόγο για «ασθενείας είδος», η οποία φαίνεται να προσβάλλει το Χριστό κατά την ανθρωπότητα, ενώ ο Χριστός κατά τη θεότητα µένει απαθής1461, όπως συµβαίνει και µε το εκούσιο πάθος Του1462. Πριν ολοκληρώσουµε την αναφορά µας για το σχήµα Λόγος – Άνθρωπος, τις δύο φύσεις στον ενανθρωπήσαντα Λόγο, κρίνουµε σκόπιµο να συνοψίσουµε τις ανθρωπολογικές επιπτώσεις και σωτηριολογικές συνέπειες που έχει η διασφάλιση της θεότητας και ακεραιότητας του Λόγου, η υπογράµµιση της πραγµατικότητας της πρόσληψης της ανθρώπινης φύσης από Εκείνον, όπως και η πραγµατικότητα της ένωσης των δύο φύσεων του Χριστού στον άνθρωπο, σύµφωνα µε τον Ευστάθιο Αντιοχείας. Η απαλλαγή του ανθρώπου από τη δουλεία του νόµου1463, η εισαγωγή του πλάσµατος στον παράδεισο1464, η σωτηρία1465 του, είναι οι ευεργετικές συνέπειες που απορρέουν από όλα τα παραπάνω. Χαρακτηριστικός είναι ο ακόλουθος λόγος του εκκλησιαστικού συγγραφέα: «…δι’ ενός ανθρώπου τοις άπασι υπήρξεν ανθρώποις η σωτηρία, πρόδηλον, ως η ψυχή τας οµογενείς αναλυτρούται ψυχάς, άµα µεν εις τα καταχθόνια κατιούσα µέρη του χάους, άµα δε και τη αρχαιοτάτη του παραδείσου πόλιν αποκαθιστώσα νοµήν τον υπεισδύνοντα τω κράτει της αηττήτου βασιλείας.»1466 γ΄ Συνέπειες της υποστατικής ένωσης των δύο φύσεων του Χριστού Η υποστατική ένωση της θεότητας και της ανθρωπότητας στο πρόσωπο του Θεανθρώπου, είναι, όπως είδαµε, ουσιαστική και πραγµατική. Από την ένωση αυτή απορρέουν κάποιες συνέπειες σε επίπεδο Χριστολογικό, οι οποίες θα µπορούσαν να συνοψισθούν στη λεγόµενη «αντίδοση» ή «κοινοποίηση των ιδιωµάτων», στην αναµαρτησία του Χριστού, στον χαρακτηρισµό της Μαρίας όχι µόνο «Χριστοτόκου», αλλά και «Θεοτόκου», όπως και στην µία προσκύνηση του Χριστού. i. Ο Ευστάθιος Αντιοχείας, µολονότι δίδει έµφαση στη διάκριση των δύο φύσεων στο Χριστό, εντούτοις όχι µόνο δεν διστάζει να τονίσει την ένωσή τους στο πρόσωπο του ενανθρωπήσαντα Λόγου, αλλά και µας δίδει τη δυνατότητα να διαπιστώσουµε µέσα από αποσπάσµατα των έργων του, ότι υπογραµµίζει και την «αντίδοση ή κοινοποίηση των ιδιωµάτων»,1467 που σηµαίνει ότι σε κάθε πράξη του Χριστού, η µία φύση αντιδίδει στην άλλη τα δικά της γνωρίσµατα. Τη συγκεκριµένη πραγµατικότητα διαπιστώνουµε σε δύο αποσπάσµατα έργων του: Το πρώτο κείµενο προέρχεται από την «Οµιλία ενώπιον της Εκκλησίας»1468, ενώ το δεύτερο από απόσπασµα «Eκ του Πανεκκλησιαστού». Και τα δύο επισηµαίνουν ότι ο Λόγος πάσχει. Χαρακτηριστικό είναι το τελευταίο, όπου σηµειώνει για τους Ιουδαίους ότι, «τον θείον αποκτείναντες Λόγον, σταυρώ προσήλωσαν».1469 Ενδεικτική είναι επίσης 1460
Ό.π., σ. 104 (στ. 12-15). Ό.π., σ. 103 (στ. 34-37)· σ. 104 (στ. 23-25). 1462 Ό.π., σ. 103 (στ. 28-31): «… απαθές δέδεικται το θείον του Χριστού Πνεύµα…Ει γαρ ο Παύλος έφρασε τον Κύριον της δόξης εσταύρωσθαι, σαφώς εις τον άνθρωπον αφορών, ου παρά τούτο δεήσει πάθος τω θείω προσάπτειν.» 1463 Ό.π., σ. 102 (στ. 26-27). 1464 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 100 (στ. 24-25). 1465 Ό.π., σ. 99 (στ. 32-33): «της των ανθρώπων ένεκεν σωτηρίας εις την του θανάτου σφαγήν το ίδιον εκουσίως εξεδίδου σώµα» . 1466 Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., 18 PG 18, 652Β. 1467 J. Quasten, ό.π., σ. 305. 1468 Ό.π., σ. 118 (στ. 12-13): “…qui Verbum Deum occidissent et cruci affixissent.” 1469 M. Richard, ό.π., Symbolae Osloenses 37 (1961) 82. 1461
206
η αναφορά της επιστολιµαίας Πραγµατείας του εκκλησιαστικού συγγραφέα, «Περί του Μελχισεδέκ»1470, όπως και άλλα σχόλια1471 έργων του που φαίνεται να κινούνται προς τη συγκεκριµένη κατεύθυνση. ii. Άµεση συνέπεια της υποστατικής ένωσης των δύο φύσεων στο Χριστό, αποτελεί η αναµαρτησία Του, το άφθαρτο και άγιο του Χριστού κατά την ανθρωπότητα. Συνεπώς, η αναµαρτησία Εκείνου δεν είναι ηθική, αλλά οντολογική. Η συγκεκριµένη παράµετρος οφείλεται στο ότι ο Λόγος προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, (τον τέλειο άνθρωπο), στην προπτωτική κατάστασή της, που ήταν αναµάρτητη. Επιπροσθέτως, αν ο Χριστός δεν ήταν άφθαρτος, άγιος και αναµάρτητος, θα ήταν αδύνατη η αφθαρτοποίηση και ο αγιασµός των ανθρώπων. Ο Ευστάθιος Αντιοχείας όχι µόνο δε διστάζει να υπογραµµίζει ότι ο «ναός του Χριστού» είναι άχραντος, καθαρός και ακηλίδωτος1472, αλλά και κάνει λόγο για αγία ψυχή1473 και άγια µέλη1474. Η πλέον, όµως, χαρακτηριστική αναφορά του στην αναµαρτησία του Χριστού, ως απόρροια της υποστατικής ένωσης, εντοπίζεται σε απόσπασµα κειµένου του, όπου ασκεί κριτική στους Αρειανόφρονες. Ο λόγος του συνοπτικός, πλην περιεκτικός, έχει ως εξής: «Αλλ’ οι παράδοξοι της Αρείου θυµέλης µεσόχοροι το µεν αµαρτίαν πεποιηκέναι τον Χριστόν φράζουσι…Το δε ότι Θεός ήν εν Χριστώ κόσµον καταλλάσσων εαυτώ1475, ούτε µνήµη φέρουσιν ούτε τοις της γλώττης οργάνοις εκφωνούσιν.»1476 Μολονότι ο συγγραφέας είναι αδιάλλακτος ως προς το ζήτηµα των λεγόµενων διαβλητών παθών (αµαρτίας), τα οποία απορρίπτει, όπως ήδη διαπιστώσαµε, εντούτοις δέχεται ότι ο Χριστός κατά παραχώρηση –σύµφωνα µε την Ορθόδοξη Θεολογία-, υπόκειται στα λεγόµενα αδιάβλητα πάθη, όπως την πείνα1477, τη δίψα1478, τη φθορά1479. Ακόµη και ο σταυρικός θάνατος έγινε κατά παραχώρησή Του και είναι εκούσιος1480. iii. Η υποστατική ένωση των δύο φύσεων του Χριστού, της θείας και της ανθρώπινης, έχουν επίσης ως συνέπεια την απόδοση στην παρθένο Μαρία, τόσο του όρου της «Χριστοτόκου», όσο κι εκείνου της «Θεοτόκου». Μπορεί ο ιερός πατήρ να είναι φειδωλός στις δηλώσεις του για την Παναγία, εντούτοις, όταν αναφέρεται στο µυστήριο της θείας Ενανθρωπήσεως κάνει λόγο για γέννηση «εκ γυναικός»1481 και εκ Παρθένου1482. Όταν αναφέρεται στο πρόσωπό της, την αποκαλεί Μαρία1483, Χριστού µήτηρ1484, ενώ µε αφορµή το Ιωάννειο χωρίο: Ιω.19, 26-27, δε διστάζει να χρησιµοποιήσει 1485και τον όρο Θεοτόκος1486, -µολονότι δεν είναι συνήθης στους
1470
Μ. Spanneut, ό.π., σ. 114 (στ. 9-11):“Johannes autem ipsum Verbum corpus factum, quod est principum imaginis et sigilli, manibus suis comlexus deduxit in aquas”. 1471 Βλέπε τα αποσπάσµατα 37, 48, 24 της έκδοσης του Μ. Spanneut. (Μ. Spanneut, ό.π., σ. 102-103, 107, 109-110) . 1472 Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, 10 PG18, 633Β. Μ. Spanneut, ό.π., σ. 101 (στ. 15). 1473 Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., 18 PG18, 652C. 1474 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 102 (στ. 30). 1475 Β΄Κορ. 5, 19. Πρβλ. Αθανασίου Αλεξανδρείας, Λόγος κατά Αρειανών, PG 26, 332C. 1476 Ό.π., σ. 111 (στ. 15-16). Πρβλ. Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως, Βιβλιοθήκη, PG 103, 941Β. Το συγκεκριµένο ασπόσπασµα από τη Μυριόβιβλο του Πατριάρχη Φωτίου, έχει «µη πεποιηκέναι», αντί του «πεποιηκέναι», όµως, όπως αντιλαµβανόµαστε, η χρήση της άρνησης δεν ευσταθεί θεολογικά. 1477 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 99 (στ. 17)· σ. 130 (στ. 14). 1478 Ό.π., σ. 130 (στ. 14). 1479 Ό.π., σ. 111 (στ. 34- 35). 1480 Ό.π., σ. 99 (στ. 33-34). 1481 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 101 (στ. 10)· σ. 102 (στ. 12). 1482 Ό.π., σ. 101 (στ. 12-13)· σ. 102 (στ. 12) · σ. 104 (στ. 7). 1483 Ό.π., σ. 104 (στ. 30). 1484 Ό.π., σ. 104 (στ. 29). 1485 Η. E. W. Turner, ό.π., σ. 256· J. Quasten, ό.π., σ. 305.
207
Αντιοχειανούς θεολόγους- εκφράζοντας µε το χαρακτηρισµό αυτό την πεποίθησή του για την υποστατική ένωση των δύο φύσεων στο Χριστό. iv. Ως συνέπεια, τέλος, της υποστατικής ένωσης των δύο φύσεων στο Χριστό, αποτελεί και η µία προσκύνησή Του, σύµφωνα µε την Ορθόδοξη παράδοση. Αυτό σηµαίνει ότι δεν προσκυνείται χωριστά ο άνθρωπος Ιησούς και χωριστά ο Λόγος, ο Υιός του Θεού. ∆υστυχώς, ο αποσπασµατικός χαρακτήρας των έργων του Ευσταθίου δε µας επιτρέπει να εντοπίσουµε κάποιο χωρίο όπου θα γινόταν σαφής αναφορά στη µία προσκύνηση του Χριστού. δ΄ Η εις Άδου κάθοδος του Κυρίου, στα συγγράµµατα του Ευσταθίου Με αφορµή την αντιµετώπιση των δοξασιών του Ωριγένη1487 στην Εγγαστρίµυθο, ο Ευστάθιος Αντιοχείας αναφέρεται σε ένα θέµα προσφιλές και ευρέως διαδεδοµένο στην περιοχή της Αντιόχειας1488 την περίοδο δραστηριοποίησής του, το ζήτηµα της Καθόδου του Χριστού στον Άδη1489. Ο εκκλησιαστικός συγγραφέας αφού υπογραµµίζει αφενός ότι µονάχα ο Θεός Πατήρ και ο Υιός Λόγος1490 –άλλη µία απόδειξη της αποδοχής ετερότητας υποστάσεων στην ενδοτριαδική σχέση έχουν τη δυνατότητα όχι µόνο να στέλνουν αλλά και να ανακαλούν ψυχές από τον Άδη, και σηµειώνει αφετέρου ότι κάνοντας λόγο για ανάσταση δεν µπορούµε να υπεξαιρούµε το σώµα1491, ασχολείται µε το ζήτηµα της Καθόδου του Κυρίου στον Άδη1492, επανερχόµενος, κατά διαστήµατα, στην επιχειρηµατολογία του. Οι απόψεις του Ευσταθίου Αντιοχείας για τη συγκεκριµένη θεολογική διδασκαλία, φαίνεται να στηρίζονται στις µαρτυρίες της Αγίας Γραφής1493, χωρίς όµως
1486
Μ. Spanneut, ό.π., σ. 101 (στ. 10-13): “Curans ergo ut in tuto collocaret donum, diuus Iohannes ex hac hora acceptit D e i g e n i t r i c e m aqud se”. 1487 Αναφέρει ότι και ο διάβολος έχει τη δυνατότητα να ανεβάζει ψυχές από τον Άδη, ότι ο Χριστός, εξαιτίας της προαίρεσής του βρισκόταν πάνω, τη στιγµή που ήταν και στα κατώτατα της γης, αγνοώντας, κατά τον Ευστάθιο, τη Θεία φύση Του. Επίσης ότι ο Κύριος κατήλθε στον Άδη χωρίς να υπάρχει διαφορά στη δική του «κάθοδο» από εκείνη των άλλων ανθρώπων, ότι οι άγγελοι είναι εκείνοι οι οποίοι παρέχουν άφεση στους αιχµαλώτους των καταχθονίων, κ.ά. Ενδεικτικά: Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, 17 PG 18, 649CD· 19 PG 18, 653B· 20 PG 18, 653D· 16 PG 18, 648C. 1488 R. Gounelle, La Descente du Christ Aux Enfers, Paris 2000, σ. 242: “La descente du Christ aux enfers est une thème cultuellement bien implanté dans le région d’Antioche et d’Édesse dans le IVe siecle. La présence de notre théologoumène dans la prière privée, peut-être aussi monastique, ainsi que dans la célébration du baptême et de l’eucharistie est remarquable et sans parallèle ailleurs.” 1489 Αναλυτικά για το θέµα µπορεί να συµβουλευτεί ο ενδιαφερόµενος την ακόλουθη ενδεικτική βιβλιογραφία: Ι. Καρµίρη, Η εις Άδου κάθοδος του Χριστού εξ επόψεως Ορθοδόξου, Αθήνα 1939· Ε. ∆ουνδουλάκη, «Το µυστήριο της Καθόδου του Χριστού στον Άδη», Ο Αντίλαλος της Μεσαράς 22/4/2003, σ. 37· R. Gounelle, ό.π., Paris 2000· S. Zumkeller, Croire en Jesus-Christ qui est Descendu aux Enfers, (Ανέκδ. Πτυχ. Εργασία), Fribourg 1991· E. Bellini, La Parola all Estremitá del Silenzio, χ.τ., χ.χ.· W.Η. Harris, The Descent of Christ, USA 1996· R. Winling, La Résurrection et l’Exaltation du Christ dans la Littérature de 1’ère Patristique, Paris 2000· P. Ternant, Le Christ est Mort “pour Tous”, Paris 1993· C. Yannaras, La Foi Vivante de l’Église, Paris 1989· R. Martin. The Suffering of Love, Romae 1958· L. Giacometti, “È Disceso Agli Inferi”, Roma χ.χ.· J.C. Larchet, La Vie Après la Mort Selon la Tradition Orthodoxe, Paris 2001. 1490 Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., 23 PG 18, 660D-661A: Το δε ψυχάς εξ Άδου µεταπέµπεσθαι, και χορούς αγγέλων ουρανοπετείς εν αυτώ µετακαλείσθαι, µόνος εξουσίαν έχει διαπράττεσθαι Θεός κ α ι ο θειότατος αυτού Παις, άλλος δε και το παράπαν ουδείς.». Πρβλ. Ό.π., 29 PG 18, 673C· 3 PG 18, 617B· 16 PG 18, 648C. 1491 Ό.π., 5 PG 18, 621Β: «Ει µεν ουν ασώµατον ανήγαγες αυτόν, ουκ άρα …ανέστησεν, αλλά πνεύµατος ιδέαν· ο γαρ εκ ψυχής και σώµατος ηρµοσµένος ούτος εστι… ο άνθρωπος, ο κράσιν έχων εξ άµφω ανάλογον». Επίσης: ό.π., 23 PG 18, 660Α: «… αλλ’ ουκ επί σώµατος αυτού την ανάστασιν ορισάµενος.» 1492 Ι. Καρµίρη, Η εις Άδου Κάθοδος του Χριστού, ό.π., σ. 49. 1493 Κυρίως στα: Ψαλµ. 23, 7-10· Ψαλµ. 106, 16· Ιώβ 38, 17 και λιγότερο στα κύρια χωρία που αναφέρονται στο συγκεκριµένο ζήτηµα, όπως: A΄ Πέτρ. 3, 18-20· 4, 6. Πρ. 2, 24.
208
να εξαρτώνται άµεσα από αυτές. Ο Χριστός κατά την τριήµερη ταφή1494 Του, κατεβαίνει,1495 στον Άδη, τον οποίο καταργεί άµεσα και ελευθερώνει τις φυλακισµένες εκεί ψυχές, οδηγώντας τες και πάλι στον παράδεισο. Ενδεικτικό ως προς το ζήτηµα αυτό, είναι το ακόλουθο κείµενο: «…η δε ψυχή τούδε του ανθρωπείου σκηνώµατος εις τα κατώτατα κατελθούσα µέρη της γης, ανεπέτασε τας εκείσε πύλας, αθρόα ροπή, και τας αυτόθι καθεργµένας ανήκε ψυχάς1496· ούτω δε θεσπεσία κεκραταίωται δυνάµει διά την του Θεού και Λόγου συνουσίαν, ώστε και παντέφερον έχειν εξουσίαν… οπηνίκα µεν εις τους καταχθονίους αφικνείτο τόπους εν ταυτώ δε και την του ληστού ψυχήν αυθηµερόν εισήγεν εις τον παράδεισον. Ει γαρ δι’ ενός ανθρώπου τοις άπασι υπήρξεν ανθρώποις η σωτηρία, πρόδηλον, ως η ψυχή τας οµογενείς αναλυτρούται ψυχάς, άµα µεν εις τα καταχθόνια κατιούσα µέρη του χάους, άµα δε και τη αρχαιοτάτη του παραδείσου πάλιν αποκαθιστώσα νοµή τον υπεισδύνοντα τω κράτει της αηττήτου βασιλείας.»1497 Πριν ολοκληρώσουµε το συγκεκριµένο ζήτηµα, κρίνονται σκόπιµες οι ακόλουθες επισηµάνσεις: Πρώτον, ότι στα συγγράµµατα του ιερού Πατρός, τουλάχιστον σ’ εκείνα που σώζονται, δεν έχουµε άµεση αναφορά στον ευαγγελισµό των ψυχών στον Άδη, σύµφωνα µε το Α΄ Πέτρ. 3, 19 και άλλα χωρία. ∆εύτερον -το οποίο µάλλον συνδέεται έµµεσα µε τον ευαγγελισµό των ψυχών- ότι δε σώζονται όλοι οι άνθρωποι που βρίσκονται στον Άδη -άποψη η οποία είναι σύµφωνη µε τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας- αλλά µονάχα εκείνοι των οποίων ο βίος ήταν σύµφωνος µε το θείο επίταγµα.1498 ε΄ Η χρήση του όρου «εικόνα» στα συγγράµµατά του Ο αποσπασµατικός χαρακτήρας των έργων του Ευσταθίου δε µας επιτρέπει να έχουµε µία ολοκληρωµένη άποψη για τις θέσεις του ως προς τη θεολογία της εικόνας1499. Εντούτοις, ο συνοπτικός πλην περιεκτικός λόγος του ιεράρχη µας παρέχει τη δυνατότητα να σκιαγραφίσουµε τις απόψεις του, ως προς το συγκεκριµένο ζήτηµα. 1494
Σύµφωνα µε τον Αλεξανδρείας Αθανάσιο ο ενταφιασµός του σώµατος του Κυρίου (ενωµένο µε τη θεία φύση του) και η παραµονή του στο µνήµα συντέλεσαν στην κατάργηση της σωµατικής φθοράς προµηνύοντας την αφθαρσία και την ανάσταση. Ηψυχή από την άλλη, µη έχοντας χωριστεί από τη θεότητα, κατά την Κάθοδο του Χριστού στον Άδη, κατέλυσε και κατήργησε το κράτος του Άδη και το θάνατο, προβαίνοντας στον ευαγγελισµό των ψυχών. Βλ. Αθανασίου Αλεξανδρείας, Περί της επιφανείας του Χριστού. Κατά Απολλιναρίου, 2 PG 26, 1156: «… µήτε της θεότητος του σώµατος εν τάφω απολιµπανοµένης, µήτε της ψυχής εν τω Άδη χωριζοµένης». Πρβλ. Ι. Καρµίρη, ό.π., σ. 74. 1495 Σύµφωνα µε την παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η κάθοδος του Κυρίου στον Άδη τοποθετείται χρονικά τη στιγµή της εκφώνησης του «τετέλεσται» πάνω στο σταυρό. 1496 Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, 20 PG 18, 653D: «…ο Χριστός, επειδή και νικηφόρον ούτος ίδρυσε κατά του πολεµίου τρόπαιον, και τας των αιχµαλώτων αποσπάσας λείας αυτώ σώµατι µεταρσίως ανήλθεν εις ουρανούς.» 1497 Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, 17-18 PG 652ΑΒ. 1498 Ό.π., 17 PG 649D: «… ουδείς γουν αν είη γε δικαίων ουδ’ αδίκων ός ου γλίχεται ανωτάτω µεν εκάστοτε διατρίβων έχεσθαι των δε καταχθονίων απηλλάχθαι τόπων. Ει τοίνυν άπαντες οµού οι καταχθέντες εις Άδου των άνω φορών ερώσι προαιρέσει, και ου πάνυ δικαίου τινές επεµελήσαντο βίου, ποταπόν αξίωµα του προφητικού διεσάφει χορού τι δε το περιττόν απήγγειλε του Κυρίου, πάσιν όµοιον αποφαίνων αυτόν;» 1499 Για το ζήτηµα της θεολογίας της εικόνας, βλέπε την ακόλουθη ενδεικτική βιβλιογραφία: ∆. Tσελεγγίδη, Η θεολογία της εικόνας και η ανθρωπολογική σηµασία της, ∆ιδακτορική ∆ιατριβή, Θεσσαλονίκη 1984· Γ. Ζωγραφίδη, Βυζαντινή Φιλοσοφία της εικόνας, εκδ. Ελληνικά Γράµµατα, Αθήνα 1997· Ν. Κεφαλά, (µητρ.), Μελέτη περί των αγίων εικόνων, εκδ. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 1972· Θ. Νικολάου, Η σηµασία της εικόνας στο µυστήριο της Οικονοµίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992· Ε. ∆ουνδουλάκη, Η θεολογία της εικόνας στον άγιο Ανδρέα Κρήτης, (ανέκδ. Μεταπτ. Εργασία), Θεσσαλονίκη 1999· Λ. Ουσπένσκυ, Η θεολογία της εικόνας στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εκδ. Αρµός, Αθήνα 1998· Μ. Σιώτου, Η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί των ιερών εικόνων, Αθήνα 1990· του ίδιου, Ιστορία και θεολογία των ιερών εικόνων, εκδ. Α.∆.Ε.Ε., Αθήνα 1990· Χ. Σταµούλη, «Η τέχνη της Θεολογίας και η θεολογία της τέχνης», Θεολογία και τέχνη, εκδ. Το Παλίµψηστον, Θεσσαλονίκη 1998· Γ. Μαρτζέλου, Ουσία και ενέργειαι του Θεού, σσ. 158-164· Β. Ladner, “The Concept of the Image in the Greek Fathers and the Byzantine Iconoclastic Controversy”, Dumbarton Oaks Papers 7 (1953) 1-34· G. Dagron, “Holy images and likeness”, Dumbarton Oaks Papers 45 (1991) 23-33.
209
Η καλλιτεχνική1500 ορολογία1501 στα συγγράµµατα του ιερού Πατρός είναι πλούσια. Επιπροσθέτως, µολονότι ο συγγραφέας δεν προβαίνει σε τυπολογική κατηγοριοποίηση του όρου «εικόνα»1502, αυτός διακρίνεται για πολυσηµία. Άλλοτε ο όρος «εικών» και «εικονίζω» δηλώνουν το παράδειγµα, την ιστορία1503 και άλλοτε αποτελούν έκφραση της παρουσίασης, της φανέρωσης1504. Σε άλλα σηµεία των έργων του ο Ευστάθιος φαίνεται να συνδέει εννοιολογικά τον όρο της εικόνας µε την προτύπωση. ∆ύο είναι τα παραδείγµατα που συνδέονται µε τις πρoτυπώσεις: Το πρώτο σχετίζεται µε το λίθο που έστησε ο Ιακώβ1505 στο «Βουνό µάρτυρα»1506 ο οποίος συνδεόµενος µε την ανάλυση του Ψαλµικού χωρίου: «λίθον, όν απεδοκίµασαν οι οικοδοµήσαντες. Ούτος εγενήθη εις κεφαλήν γωνίας»,1507 φαίνεται να συνδέεται, σύµφωνα µε τον ιερό πατέρα, µε το Χριστό1508 και ο οποίος αποτελεί «εικόνα… του φανέντος αυτώ προσώπου».1509 Το δεύτερο αναφέρεται στο πρόσωπο του Μελχισεδέκ, ο οποίος αποτελεί εικόνα και τύπο του Χριστού1510. ∆ύο είναι πάντως τα αποσπάσµατα κειµένων που σχετίζονται µε τη θεολογία της εικόνας στα συγγράµµατα του Ευσταθίου Αντιοχείας και τα οποία έχουν βαρύνουσα σηµασία: εκείνο το οποίο αναφέρεται στην ενδοτριαδική σχέση και η αναφορά στην πλάση του ανθρώπου. i. Το πρώτο απόσπασµα, λόγω της σπουδαιότητάς του, το παραθέτουµε αυτούσιο: «Ου γαρ είπεν ο Παύλος συµµόρφους του Υιού του Θεού, αλλά συµµόρφους της εικόνος του Υιού αυτού, άλλον µε τι δεικνύων τον Υιόν είναι, άλλο δε την εικόνα αυτού. Ο µεν γαρ Υιός, τα θεία της πατρώας αρετής γνωρίσµατα φέρων, εικών εστι του Πατρός1511 επειδή και όµοιοι εξ οµοίων γεννώµενοι, εικόνες οι τικτόµενοι φαίνονται των γεννητόρων αληθείς. Ο δε άνθρωπος όν εφόρεσεν, εικών εστι του Υιού, του και εξ ανοµοίων κηρογραφείσθαι χρωµάτων εικόνας ·και τας µεν είναι θέσει χειροτεύκτους, τας δε φύσει και οµοιότητα γεγενηµένας. Άλλως τε και αυτός ο της αληθείας τουθ’ υπαγορεύει θεσµός. Ου γαρ το ασώµατον της Σοφίας Πνεύµα σύµµορφον τοις σωµατικοίς ανθρώποις εστίν, αλλ’ ο τω Πνεύµατι σωµατοποιηθείς άνθρωπος χαρακτήρ, ο τοις άλλοις άπασιν ισάριθµα µέλη φορών, και την οµοίαν εκάστοις περιβεβληµένος ιδέαν.»1512 Πριν προχωρήσουµε στην ανάλυση του παραπάνω αποσπάσµατος κρίνεται σκόπιµο να διευκρινήσουµε ότι, όπως αντιλαµβανόµαστε, οι θέσεις του Ευσταθίου για την εικόνα εντάσσονται στην προοπτική της διάκρισης των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Χριστού «…άλλον µεν τι δεικνύων τον Υιόν είναι, άλλο δε την εικόνα (σωµατική) αυτού». 1500
Όπως: «σκιαγραφία», «σχήµα», «εκτύπωµα», «αυτοσχεδίου σύνθεσις», «πίνακας», «προσωποία», «χρώµασιν κηρογραφώ», «αφοµοίωµα», «προαναζωγραφώ», κ.ά. 1501 Ενδεικτικά σηµειώνουµε: Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, 4 PG 18, 621Α· 5 PG 18, 621Β· 9 PG 18, 629B·C· 27 PG 18, 669B-D. Μ. Spanneut, ό.π., σ. 97 (στ. 17)· σ. 122 (στ. 9). 1502 Ο όρος «εικόνα» προέρχεται από το ρήµα «είκω» το οποίο σηµαίνει µοιάζω, φαίνοµαι. Περισσότερα για τον εννοιολογικό ορισµό της εικόνας, βλ. Ιωάννου ∆αµασκηνού, Περί εικόνων, 3 PG 94, 1337ΑΒ. Πρβλ. Θ. Νικολάου, ό.π., σ. 90. 1503 Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., 27 PG 18, 669D· 9 PG 18, 628B: «… παραδείγµατος ε ι κ ό ν α.» 1504 Ό.π., 27 PG 18, 669Β: «..ει δε πλάσµατος αυτοσχεδίου σύνθεσις εστιν η µυθοποιΐα, πόρρω µεν έργω της αληθείας ελήλεγκται, λόγω και πραγµάτων ύλας ε ι κ ο ν ί ζ ε ι τη πράξει λειποµένη·…». 1505 Γέν. 31, 45: «λαβών δε Ιακώβ λίθον έστησεν αυτόν στήλην.» 1506 Γέν. 31, 48. 1507 Ψαλµ. 117, 22. 1508 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 98 (στ. 5-6): «ο δε λίθος ούτως ε ι κ ο ν ί ζ ε ι τον ακρογωνιαίοων εκείνον λίθον, όν απεδοκίµασαν µεν οι οικοδοµήσαντες, εις γωνίας δε κεφαλήν εγένετο». 1509 Ό.π., σ. 97 (στ. 26-27). 1510 Ό.π., σ. 98 (στ. 5-6): “Melchisedec quidem, cum indueret i m a g i n e m typi Christi….” . 1511 Ενδεικτικά: Αθανασίου Αλεξανδρείας, Επιστολή προς Σεραπίωνα, PG 26, 577Β· του ίδιου, Εις το ‘πάντα µοι παραδόθη υπό του Πατρός’, PG 25, 217Β· του ίδιου, Λόγος κατά Αρειανών, PG 26, 328C. 1512 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 101 (στ. 26-35)· σ. 102 (στ. 1-2).
210
Σύµφωνα µε το παραπάνω απόσπασµα και µε δεδοµένο ότι ο τρόπος παραγωγής της εικόνας καθορίζει τη σχέση µε το πρότυπό της, οι εικόνες διακρίνονται σε «φύσει» και «θέσει», κατά τον ιερό πατέρα. Οι «φύσει» εικόνες παρουσιάζουν απαράλλακτη1513 οµοιότητα1514 µε το πρωτότυπό τους, και γι’ αυτό και «εικόνες οι τικτόµενοι φαίνονται των γεννητόρων αληθείς». Σύµφωνα µε αυτόν, ο Υιός είναι «φύσει»1515 εικόνα1516 του Πατρός1517. Η συγκεκριµένη πραγµατικότητα καταδεικνύει την ύπαρξη µίας προϋπόθεσης και δύο συνεπακόλουθων. Η προϋπόθεση αναφέρεται στο κοινό των θείων γνωρισµάτων, µεταξύ Θεού Πατρός και Υιού Λόγου (οµοουσιότητα1518, πανταχού παρουσία, παντοδυναµία, αυτάρκεια, κ.ά.), σύµφωνα µε το συγγραφέα. Ως προς τα συνεπακόλουθα, το πρώτο σχετίζεται µε το ότι το «απαράλλακτο» της οµοιότητας της εικόνος του Υιού προς το πρωτότυπό της, τον Πατέρα, διασφαλίζει την ετερότητα των υποστάσεων σε επίπεδο ενδοτριαδικής σχέσης.1519 Το δεύτερο συνεπακόλουθο σχετίζεται µε το ότι εξαιτίας αυτής της οµοιότητας, µεταξύ της φύσει εικόνας µε το πρωτότυπό της, ο Γεννητός (αϊδίως) Υιός, έχει τη δυνατότητα να φανερώνει τον Γεννήσαντα1520 Πατέρα. Αξίζει να σηµειώσουµε ότι στα αποσπάσµατα των έργων του ιερού Πατρός δεν έχουµε κάποια αναφορά για την «εικονική» σχέση Λόγου και Αγίου Πνεύµατος, φαινόµενο που δεν είναι συχνό στους Έλληνες Πατέρες1521. Όπως σηµειώνει ο Ευστάθιος Αντιοχείας, η σωµατική εικόνα («άνθρωπος») που πρόσλαβε ο Λόγος, είναι «θέσει» εικόνα του Υιού (Λόγου), λόγω της ετερουσιότητας: «… εξ α ν ο µ ο ί ω ν κηρογραφήσθαι χρωµάτων εικόνας … χειροτεύκτους». Αυτός είναι και ο λόγος που υπογραµµίζεται από το συγγραφέα ότι «Ου γαρ το ασώµατον της Σοφίας Πνεύµα σύµµορφον τοις σωµατικοις ανθρώποις εστιν, αλλ’ ο τω πνεύµατι σωµατοποιηθείς άνθρωπος χαρακτήρ, …». Ο άνθρωπος, το «του Θεού πρωτότυπον άγαλµα»1522, όπως έχουµε ήδη επισηµάνει, αποτελεί «της θεσπεσιωτάτης εικόνος εκτυπωθέν αφοµοίωµα κράτιστο»1523, σύµφωνα µε τον ιεράρχη, λόγω της µορφής1524 και του κάλλους µε το οποίο έχει κοσµηθεί από το Θεό κατά την πλάση του. Στα αποσπάσµατα, τέλος, των έργων του Ευσταθίου δεν έχουµε κάποια αναφορά στη φορητή εικόνα. Σε ένα και µόνο σηµείο τους, όπου φαίνεται να γίνεται αναφορά στο συγκεκριµένο είδος, στην οµοιότητα της εικόνος µε το πρωτότυπό της, γίνεται χρήση του όρου «πίνακας»1525.
1513
Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως, Αντίρρησις και ανατροπή των παρά του δεσσεβούς Μαµωνά, PG 100, 408ΑΒ. 1514 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 97 (στ. 26-27): «… όµοιοι εξ οµοίων..». 1515 Πρβλ. Βασιλείου Καισαρείας, Περί του αγίου Πνεύµατος, PG 32, 149C. 1516 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 109 (στ. 7-8). 1517 R.V. Sellers, Two Ancient Christologies, σ. 123· G.L. Prestige, ό.π., σ. 136. 1518 Πρβλ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εις τον Ιωάννην, 9 PG 74, 241D: «… την απαράλλακτον εµφέρειαν ήν έχει προς τον Πατέρα τον εαυτού, πιστεύειν τε ούτω λοιπόν ως επείπερ εστίν οµοούσιος, έχει µεν εν εαυτώ τον γεννήσαντα, ενυπάρχει δε και αυτός αυτώ.» Πρβλ. Βασιλείου Καισαρείας, ό.π., 43 PG 32, 149C. 1519 Θεοφάνη Νικαίας, Λόγος τρίτος, περί Θαβωρίου φωτός: Βλ. Γ. Ζαχαρόπουλου, Θεοφάνης Νικαίας (; - ± 1380/1). Ο βίος και το συγγραφικό του έργο, σ. 244, 226 (στ. 545-548): «… η εικών το απαράλλακτον έχη προς το πρωτότυπον, ου δύναται εν ενί υποκειµένω συνενεχθήναι αµφότερα διά το την εικόνα προς το πρωτότυπον ηντινούν ετερότητα δειν αναγκαίως κεκτήσθαι· τα γάρ αναφορικά εν δυσί τουλάχιστον θεωρείται…» Επίσης σ. 49, όπου το σχόλιο του κ. Γ. Ζαχαρόπουλου. 1520 Πρβλ. Βασιλείου Καισαρείας, Εις το ‘‘Εν αρχή ην ο Λόγος’’, 16 PG 31, 477ΒC: “Ότι εικών του γεννήσαντος, όλον εν εαυτώ δεικνύς τον γεννήσαντα.»· του ίδιου, Περί πίστεως, 15 PG 31, 468Β. 1521 Περισσότερα για το θέµα, καθώς και Πατερικά παραθέµατα, βλ. Γ. Ζωγραφίδη, ό.π., σ. 116 υποσ. 32. 1522 Ό.π., σ. 96 (στ. 21). 1523 Ό.π., σ. 96 (στ. 21-22). 1524 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 96 (στ. 19-20). 1525 Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, 27 PG 18, 669B.
211
3. ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ α΄ Εκκλησιολογικές τοποθετήσεις στα συγγράµµατά του Οι εκκλησιολογικές απόψεις του Ευσταθίου είναι από πενιχρές έως ανύπαρκτες στα αποσπάσµατα των γνήσιων έργων του που µας έχουν διασωθεί. ∆ύο σηµεία θα µπορούσαν να σηµειωθούν στη συγκεκριµένη παράγραφο, µολονότι το πρώτο δεν αποτελεί µέρος των συγγραµµάτων του: Το πρώτο σχετίζεται µε τη Χρυσοστοµική ρήση για τον Ευστάθιο Αντιοχείας σύµφωνα µε την οποία, όταν εκείνος εκφωνούσε τις ευχές κατά την τέλεση των µυστηρίων, διακατεχόνταν από «οικουµενική» και όχι τοπική συνείδηση ή ακριβέστερα είχε συνείδηση του οικουµενικού ρόλου της Εκκλησίας. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ευχόταν «υπέρ της καθολικής Εκκλησίας της από περάτων της οικουµένης». 1526 Χαρακτηριστικά σηµειώνεται για τα Μυστήρια της Εκκλησίας κυρίως για το συνδετικό κρίκο1527 τους, τη Θεία Ευχαριστία, η οποία αποτελεί το θεµέλιο όχι µονάχα της ενότητας, αλλά και της οικουµενικότητας του χριστιανισµού1528. Το δεύτερο εκκλησιολογικό στοιχείο που αποδίδεται στον Ευστάθιο Αντιοχείας σχετίζεται µε το σχόλιό του στο Παρ. 9, 5 όπου αναφέρεται ότι ο άρτος και ο οίνος της Θείας Ευχαριστίας1529 αποτελούν «αντίτυπα» των µελών του Χριστού κατά την ανθρωπότητα. 1530 ∆ε θα επεκταθούµε περισσότερο ως προς το συγκεκριµένο ζήτηµα αλλά και τη σχετική µε αυτό προβληµατική1531 εφόσον την έχουµε εκθέσει σε άλλη ενότητα. Εκείνο που κρίνεται σκόπιµο να σηµειωθεί, είναι ότι η παράδοση µε την οποία φαίνεται να συντάσσεται ο ιερός πατήρ, ως προς το ζήτηµα της θεώρησης των Τιµίων ∆ώρων ως αντιτύπων, είναι εκείνη που τους προσδίδει το συγκεκριµένο χαρακτηρισµό πριν από τον Καθαγιασµό, όπως διακρίνουµε από τα Πρακτικά της Ζ΄ Οικουµενικής Συνόδου1532. Θα µπορούσε ίσως κάποιος να συµπεριλάβει στην παράγραφο αυτή την αναφορά του Ευσταθίου ως προς το πρόσωπο του Μελχισεδέκ1533, ο οποίος χαρακτηρίζεται από το συγγραφέα ως ο «µέγιστος των ιερέων»1534. β΄ Εσχατολογία Η εσχατολογία του Ευσταθίου Αντιοχείας είναι Βιβλοκεντρική. Αυτό σηµαίνει όχι µόνο ότι αναπαράγονται θέσεις που απαντάµε στο Ιερό Κείµενο, αλλά και ότι απουσιάζει η προηγµένη σχετική διδασκαλία που διαπιστώνουµε, επί παραδείγµατι, στον Ιωάννη το ∆αµασκηνό ή στο Μάξιµο τον Οµολογητή. Ο Ευστάθιος Αντιοχείας φαίνεται να δέχεται την ύπαρξη τριών τόπων, καταστάσεων, θα µπορούσαµε να πούµε: του Άδη, στον οποίο βρίσκονται οι ψυχές µετά
1526
Ιωάννου Χρυσοστόµου, ό.π., PG 50, 602BC. Πρβλ. F. Van de Paverd, ό.π., OCA 187 (1970) 345· Γ. Παπαδάκη, ό.π., σ. 150· M. Spanneut, ό.π., σ. 22. 1527 Αναλυτικά για το θέµα βλ. Ν. Μιλόσεβιτς, Η θεία Ευχαριστία ως κέντρον της Θείας Λατρείας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2001, όπου και σχετική βιβλιογραφία. 1528 Γ. Μαντζαρίδη, Θέµατα Κοινωνιολογίας της Ορθοδοξίας, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 68· Γ. Βεργωτή, «Η Θεία Λειτουργία ως ‘‘Λειτουργική Κοινωνία’’», Γρηγόριος ο Παλαµάς 60 (1977) 39. 1529 Βλ. Α. Μπουρνέλη, Θυσίαν αινέσεως, Πατέρων Λόγος 6 (2003) 49-50, 60-61. 1530 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 122 (στ. 9-10). Πρβλ. J.N.D. Κelly, Early Christian Doctrines, σ. 441. 1531 Π.Ι. Σκαλτσή, ό.π., σσ. 149-151. 1532 J.D. Mansi, ό.π., 13 (1960) 265: «… ουδαµού …ή πατέρες είπον την διά του ιερέως προσφεροµένην αναίµακτην θυσίαν, αλλά αυτό σώµα και αυτό αίµα· και προ µεν της του αγιασµού τελειώσεως αντίτυπα τισί παρά αγίων πατέρων ευσεβώς έδοξεν ονοµάζεσθαι. Ων εστίν Ευστάθιος…». Την ίδια άποψη υιοθετεί και ο Νικηφόρος Κωνσταντινουπόλεως. Βλ. Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως, Αντίρρησις…, 2, 3PG 100, 336C. 1533 Βλ. Ν. Ματσούκα, ∆ογµατική… Β΄, σ. 304. 1534 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 114 (στ. 22).
212
το θάνατό τους, στον παράδεισο, όπου είναι ο χώρος των δικαίων και στην κόλαση, το χώρο των αδίκων1535. Ο Θεός, µε τη νοµοδοσία αλλά και τα Ιερά Κείµενα, τα οποία αποτελούν «αυστηρά προγράµµατα»1536 και ασφαλιστικές δικλείδες για την πορεία του ανθρώπου στο ζήτηµα της πίστης,1537 υποδεικνύει σ’ αυτόν τον τρόπο δραστηριοποίησής του. Εφόσον εκείνος επιλέξει να συνταχθεί µε το θέληµά Του και να διάγει «δικαίου… βίον»1538, δεν έχει λόγο να ανησυχεί µετά το θάνατό του, διότι ο Κύριος είναι δίκαιος κριτής και «ούτως δικαία κρίσει σωφρονίζων άπαντας θρόνου µεν ουρανόθεν έχεται της αϊδίου βασιλείας, οξεία δε τιµωρείται δίκη τους αδίκους1539».1540 Ο ιερός πατήρ, προκειµένου να εκφράσει την παραδείσια και την κολάσιµη κατάσταση, αξιοποιεί την Αγιογραφική παραβολή1541 του πλούσιου και του φτωχού Λάζαρου1542. Στηριζόµενος στο Λκ. 16, 26 περί χάσµατος µεταξύ κολάσεως και παραδείσου, υπογραµµίζει εµφατικά ότι «ουδείς έοικεν αγνοείν, ότι µηδεµία συνυπάρχει (sic) κοινωνία πιστώ µετά απίστω».1543 διότι ο µεν δίκαιος τυγχάνει της τρυφής του παραδείσου, στους κόλπους του Αβραάµ, ο δε άδικος «τοις ακοιµήτοις εδόθη φλοξί του πυρός· ως ουν εν τω άδη βασανιζόµενος εφλέγετο…».1544 Χαρακτηριστικό της ακοινωνησίας, µεταξύ δικαίων και αδίκων, που ενστερνίζεται ο Ευστάθιος, αποτελεί η ακόλουθη φράση του: «Ει τοίνυν εστι χάσµατος ειδέα διείργουσα µεταξύ δικαίων και αδίκων, ως µη δύνασθαι τους ένθεν και εκείσε διαπορθµεύσαι, µήτε δεύρο τους εκείθεν αφικέσθαι… ει γαρ ο πλούσιος ου δύναται µετά πένητος είναι,… αλλά µη µεταδούς αυτώ προχείρους εξ ών είχε, πόσω δη µάλλον ο σχέτλιος ανήρ ανάξιος εστι της των αξίων απολαύσαι κοινωνίας.»1545 Αξίζει, τέλος, να σηµειώσουµε την άποψη του Ευσταθίου Αντιοχείας για τις πρεσβείες των δικαίων (αγίων), τη βασιζόµενη τόσο στην παραβολή του πλούσιου και του φτωχού Λάζαρου, όσο και στο χωρίο του Ιερ. 15, 1, σύµφωνα µε τα οποία ο Θεός – κατά τον εκκλησιαστικό συγγραφέα- δεν κάνει αποδεκτές τις πρεσβείες των δικαίων όταν πρόκειται να ευεργετηθούν δολοφόνοι. «Σύµφωνα δε τούτοις, αναφέρει ο Ευστάθιος, διεξιών ο αυτός Ιερεµίας εισηγείται τας του Θεού διακονουµένος φωνάς, δι’ ών δείκνυσιν ότι µήτε τας των δικαίων προσίεται πρεσβείας, ει βουληθείεν των µιαιφόνων χάριν αξιώσαι. ‘‘Και ειπέ Κύριος προς µε λέγων· Εάν στη Μωυσής και Σαµουήλ προ προσώπου µου, ουκ εστιν η ψυχή µου προς αυτούς.’’»1546
1535
Εντύπωση προξενεί το γεγονός ότι ο Ευστάθιος σε κανένα σηµείο των έργων του δεν κάνει χρήση των όρων «αµαρτωλός» και «αµαρτία». Όταν αναφέρεται στη συγκεκριµένη κατηγορία ανθρώπων, χρησιµοποιεί είτε τον όρο «άδικος», είτε «άπιστος». Ενδεικτικά: Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, 19 PG 18, 653Α· 14 PG 18, 644C. 1536 Ό.π., 11 PG 18, 637Α. 1537 Ό.π., 7 PG 18, 625Β: «… έκαστος γουν ανθρώπων ακοή µάλλον ή όψει πράγµα παραλαβών οίεται και νοµίζει, το σαφές ουκ ειδώς, άλλως τε κάν υπό δαιµονώντος ακούη προσώπου· µόνα γαρ τα του Θεού βεβαιούνται ρήµατα προς ακριβή κατάληψιν και πίστεως οχυρότατα». 1538 Ό.π., 17 PG 18, 649D. 1539 Στην κατηγορία των αδίκων, εκείνων που θα τύχουν της αυστηρής κρίσης του Θεού, φαίνεται να εντάσσονται και οι ασεβείς, εκείνοι οι οποίοι νοµίζουν ότι µπορούν να περιγράψουν το Θείο: «… ασεβούσι µεν οι νοµίζοντες αβουλία τόπω και ρητώ τινι χωρίου µορίω περιγράφεσθαι το Θείον.» Ό.π., 19 PG 18, 653Α. 1540 Ευσταθίου Αντιοχίας, ό.π., 19 PG 18, 653Α. 1541 Λκ. 16, 19-31. Κυρίως τους στίχους 22-26. 1542 Ευσταθίου Αντιοχείας, ό.π., 14 PG 18, 644C. 1543 Ό.π., 14 PG 18, 644C. 1544 Ό.π., 14 PG 18, 644C. 1545 Ό.π., 14 PG 18, 645Α. 1546 Μ. Spanneut, ό.π., σ. 100 (στ. 12-16).
213
ΙΙΙ. Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ∆ύσκολα κάποιος θα µπορούσε να αµφισβητήσει, µετά από όσα προηγήθηκαν, ότι ο Ευστάθιος Αντιοχείας, η πληθωρική αυτή και χαρισµατική1547 προσωπικότητα του ∆΄ αι., η συνάµα τραγική1548 φιγούρα, δεν αποτέλεσε µε τη ζωή και το έργο του σηµείο αναφοράς αλλά και αντιλογίας µεταξύ των συγχρόνων και των µεταγενέστερών του. Όπως χαρακτηριστικά σηµειώνεται1549, ήταν άνθρωπος µε ισχυρούς δεσµούς και επαφές µε εξέχουσες προσωπικότητες της διανόησης της εποχής του. Επιπροσθέτως, η ευρύτητα του πνεύµατος και η οξυδέρκεια που διέθετε, του παρείχαν τη δυνατότητα να προσεγγίζει την αλήθεια από πολλές οπτικές γωνίες, χωρίς να κινδυνεύει να κατηγορηθεί από τους άλλους για ετεροδοξία. ∆εν είναι τυχαίο ότι τα κείµενά του, στα οποία διακρίνεται µια µέση οδός µεταξύ τυπολογίας και αλληγορίας1550, αξιοπρόσεκτα εξ επόψεως λεξιλογίου,1551 και µεστά σε θεολογικά νοήµατα, αποτελούσαν συχνά πηγή παραθέσεων τόσο από ορθόδοξους, όσο και από αιρετικούς (Νεστοριανούς, κ.ά.), προκειµένου µα καταδειχθεί η ορθοφροσύνη τους. Όπως επίσης αντιλαµβανόµαστε, τα ίδια αυτά κείµενα φαίνεται να αποτέλεσαν διαπλαστική πηγή και αφορµή προβληµατισµού, κατά την έκθεση των θεολογικών απόψεων τόσο του Αθανασίου Αλεξανδρείας, του Γρηγορίου Νύσσης, όπως και Καππαδοκών Πατέρων. Ήταν λοιπόν φυσικό ο εκκλησιαστικός αυτός συγγραφέας όχι µόνο να τύχει προσοχής, αλλά και να εξαρθεί το πρόσωπο και το έργο του. Ο Αλεξανδρείας Αθανάσιος, ο Θεοδώρητος Κύρου, ο Ευσέβιος Ιερώνυµος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστοµος, ο Ευσέβιος ∆ορυλαίου, ο Φουλγέντιος Ρούσπης και ο Φακούνδος Ερµειανής, είναι ορισµένοι µόνο από τους Πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς που εκθιάζουν την ορθοδοξία και την αγωνιστικότητα του ιεράρχη κατά της αιρετικής κακοδοξίας.1552 Την ορθοδοξία και τη συµβολή του έργου του Ευσταθίου Αντιοχείας στη διαµόρφωση του ∆όγµατος της Εκκλησίας, την πολεµική του κατά της αίρεσης, καταδεικνύει η συµπερίληψη του ονόµατός του στη χορεία των Πατέρων και ∆ιδασκάλων της Εκκλησίας, τόσο από το Φουλγέντιο Ρούσπης, όσο και από τον Αναστάσιο το Σιναΐτη. Στον ονοµαστικό «Κανόνα» δέκα ∆ιδασκάλων που µνηµονεύει ο Φουλγέντιος Ρούσπης1553, γι’ εκείνους που διασφαλίζουν το ∆όγµα της Εκκλησίας έναντι των «προβατόσχηµων λύκων», ο Ευστάθιος Αντιοχείας µνηµονεύεται τρίτος. Ο Αναστάσιος ο Σιναΐτης κάνοντας συνοπτική πλην περιεκτική αναφορά στο Χριστολογικό ∆όγµα καταλήγει σε µνηµόνευση ονοµάτων που τους χαρακτηρίζει Πατέρες και ∆ιδασκάλους, οι οποίοι αποτελούν υπογραµµόν αληθείας, µε τις απόψεις των οποίων προτρέπονται οι χριστιανοί να συντάσσονται. Το κείµενο καταλήγει ως εξής: «… χρή αναθεµατίζειν τον κηρύττοντα, ή έχοντα νέαν πίστιν, ή νέον δόγµα, παρηλλαγµένον της πίστεως των εν Νικαία ΤΙΗ΄ Πατέρων, και των εν Κωνσταντινουπόλει ΡΝ΄ και των εν Εφέσω το πρότερον Σ΄ Πατέρων· ωσαύτως και τον ευρόντα ή παραλαβόντα εκ της συνόδου 1547
Χ. Παπαδόπουλου, (αρχιεπ.), Ιστορία της Εκκλησίας της Αντιόχειας, σ. 167. J. Liébaert, Les Pères de l’Église, τ. 1, σ. 161: “Eustathe a eu un destin dramatique qui a écourté brutalement son episcopat et compromis de manière désastreuse la conservation de ses écrits.” 1549 G.L. Prestige, ό.π., σ. 136: “Eustace,... was in thought by any rational standards of theological orthodoxy, having many links with the greatest and most reputable Christian thinkers, and exhibiting no private inclination towards intellectual impiety. He enjoyed a wide angle of vision and saw the truth from many sides; but no one ever accused him of seeing it double.” 1550 Anonyme, Anciennes Littératures Chrétiennes, σ. 271. 1551 A.M. Malingrey, La Littérature Grecque Chrétienne, σ. 117. 1552 R.V. Sellers, Eustathius of Antioch…, σσ. 82-83. 1553 Φουλγέντιου Ρούσπης, De Veritate Praedestinationis 2 PL 65, 649D: “Quis vero neget beatos episcopos Innocentium Romanum, Athanasius Alexandrinum, E u s t a c h i u m A n t i o c h e n u m, Gregorium Nazianzenum, Basilium Caesariensem….Augustinum Hipponensem…”. 1548
214
Χαλκηδόνος νέαν πίστιν παρεκτός του φρονήµατος των αγίων Πατέρων, ∆ιονυσίου, Ειρηναίου, Κλήµεντος, Αµβροσίου, Ιουλίου, Ε υ σ τ α θ ί ο υ, Αθανασίου, Βασιλείου, Γρηγορίου και Γρηγορίου, Αµφιλοχίου, Ιωάννου, Επιφανίου, Θεοφίλου, Πρόκλου, Εφραίµ, Ισιδώρου, και του µακαρίου Πατρός και διδασκάλου Κυρίλλου, και των λοιπών αγίων Πατέρων των οµοφρόνων αυτών. Τους γαρ µη ακολουθούντας τούτοις τοις αγίοις διδασκάλοις κατακρίτους ηγούµεθα, και αλλοτρίους του Χριστού.»1554 Άξια λόγου είναι επίσης η αναφορά του ιερού ∆αµασκηνού ο οποίος σηµειώνοντας «λογάδες» και «αγίους Πατέρας» οι οποίοι καταδικάστηκαν σε εξορία από ασεβείς αυτοκράτορες, µνηµονεύει και τον Ευστάθιο Αντιοχείας χαρακτηρίζοντάς τον «περιώνυµον Αντιοχείας»1555. Η συνείδηση του πληρώµατος της Εκκλησίας αναγνωρίζοντας τον Ευστάθιο Αντιοχείας ως Πατέρα και ∆ιδάσκαλο της Εκκλησίας καταγράφει το όνοµά του στα ∆ίπτυχα της Θείας Λειτουργίας, του αγίου Ιακώβου του αδελφοθέου, εν προκειµένω, ως ακολούθως: «Μνήσθητι, Κύριε, των αγίων πατέρων ηµών και διδασκάλων Κλήµενττος, Τιµοθέου, Ιγνατίου, ∆ιονυσίου, Ειρηναίου, Γρηγορίου, Αλεξάνδρου, Ε υ σ τ α θ ί ο υ, Αθανασίου, Βασιλείου, Γρηγορίου, …Σωφρονίου.»1556 Μεταξύ των κωδίκων που περιέχουν τη Λειτουργία του αγίου Ιακώβου, ο κώδικας Rossanensis µνηµονεύει το όνοµα του Ευσταθίου Αντιοχείας δύο φορές στα ∆ίπτυχα: µία στη χορεία των αγίων Πατέρων και ∆ιδασκάλων, όπως ήδη σηµειώσαµε1557, όπως και σε εκείνη που περιλαµβάνει τους αγίους Πατέρες και Πατριάρχες της Αντιόχειας. Σ’ αυτή την τελευταία περίπτωση, ο ιεράρχης µνηµονεύεται µετά το Φιλογόνιο και πριν το Μελέτιο Αντιοχείας.1558 Το όνοµα του Ευσταθίου µνηµονεύεται επίσης στα ∆ίπτυχα Λειτουργίας των Μαρωνιτών, στη χορεία Πατέρων και Ορθοδόξων ∆ιδασκάλων. Το όνοµα του ιεράρχη καταγράφεται µετά από εκείνα του Αθανασίου, του Βασιλείου, του Γρηγορίου και του Λέοντος, ενώ του ονόµατος του Αντιοχέως επισκόπου έπονται εκείνα του Ιωάννη και του Κυρίλλου.1559 Η κορυφαία, νοµίζουµε, έκφραση αναγνώρισης του προσώπου και του έργου του Ευσταθίου Αντιοχείας, έγινε κατά τις εργασίες της Ζ΄ Οικουµενικής Συνόδου στη Νίκαια το 787. Στα Πρακτικά της συγκεκριµένης Συνόδου, ο εκκλησιαστικός συγγραφέας µνηµονεύεται ως «Πατήρ» και χαρακτηρίζεται «ευσταθής πρόµαχος της ορθοδόξου πίστεως, και της Αρειανής κακοδαιµονίας καταλύτης»1560, µε την επισήµανση επίσης της οµοφροσύνης του µε το Βασίλειο Καισαρείας. Πριν ολοκληρώσουµε το Μέρος Α΄ της ∆ιατριβής, είναι ανάγκη να επισηµάνουµε ότι, παρά τις όποιες µεµονωµένες περιπτώσεις προσώπων που τοποθετούνται κριτικά στο πρόσωπο και το έργο του Ευσταθίου Αντιοχείας, η έρευνα κατέδειξε ότι η συνείδηση του 1554
Αναστάσιου Σιναΐτη, Οδηγός, 3 PG 89, 92D-93A. Ιωάννου ∆αµασκηνού, Επιστολή εις αυτοκράτοραν Θεόφιλον, 7 PG 95, 353CD: «… τη των Αρειανικών φρενών φενακιζόµενος απάτη, τους προβόλους και στύλους των εκκλησιών κατασείσας κατέρραξε. Λιβέριον µεν Πάπαν Ρώµης, Αθανάσιον τον µέγιστον Αλεξανδρείας, Παύλον άλλον Κωνσταντινουπόλεως τον οµολογητήν, Ε υ σ τ ά θ ι ο ν τον περιώνυµον Α ν τ ι ο χ ε ί α ς, και τους συν αυτοίς λογάδας και αγίους Πατέρας εξοστρακίστους κατεδίκασεν· ανθρώποις ασεβέσι και εναγέσι τα των αγίων άγια ενεχειρίσατο.» 1556 Ι. Φουντούλη, Κείµενα Λειτουργικής, τεύχ. Γ΄, Θείαι Λειτουργίαι, σσ. 130 –131. 1557 C.A. Swainson, The Greek Liturgies, σ. 296. 1558 Ό.π., σ. 294: «Μνήσθητι, Κύριε, των αγίων πατέρων ηµών και πατριαρχών, Πέτρου, Ευωδίου, Ιγνατίου,…Βιτάλιου, ∆όµνου, Ε υ σ τ α θ ί ο υ, Μελετίου, Φλαβιανού…». 1559 Y. Moubarac, (abba), ό.π., τ. 4, σ. 38: “Nous faisons mémoire de ceux qui sont revêtus de Dieu, nos glorieux Pères et Docteurs orthodoxes: S. Jacques frère du Seigneur, …. Athanase, Basile, Grégoire, Léon, E u s t a t h e, Jean et nommément Cyrille,.. ”. 1560 J.D. Mansi, ό.π., σ. 265C: «.. αγίων πατέρων ευσεβώς έδοξεν ονοµάζεσθαι. Ων εστι Ε υ σ τ ά θ ι ο ς ο ευσταθής πρόµαχος της ορθοδόξου πίστεως, και της Αρειανής κακοδαιµονίας καταλύτης, και Βασίλειος της αυτής δεισιδαιµονίας καθαιρέτης, ο την υφ’ ήλιον την λείαν βάσιν …ορθώς εκδιδάξας δογµάτων...» . 1555
215
πληρώµατος της Εκκλησίας δεν παρουσιάζει απόκλιση από την «Επίσηµη» Εκκλησιαστική Πράξη για το πρόσωπό του. Είναι λοιπόν εκείνη που θα ωθήσει τα θεσµικά όργανα της Εκκλησίας να εξετάσσουν την περίπτωση ένταξης του ονόµατός του στο Εορτολόγιο της Εκκλησίας και θα διακηρύξει τη συγκεκριµένη πραγµατικότητα µε τις συνακόλουθες ορατές αυτής εκφράσεις: τη σύνταξη ύµνων προς τιµήν του, την ιστόριση εικόνων και την εκφορά εγκωµιαστικών λόγων για τον Ευστάθιο Αντιοχείας, όπως θα δούµε στο Β΄ Μέρος, που ακολουθεί.
216
ΜΕΡΟΣ ∆ΕΥΤΕΡΟ Ο ΑΓΙΟΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ ΣΤΗ ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑ∆ΟΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ Ο ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ ΩΣ ΑΓΙΟΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Ι. ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ Η αναγνώριση1561 και διακήρυξη1562 της αγιότητας1563 ενός κεκοιµηµένου µέλους του Εκκλησιαστικού σώµατος, δεν αποτελεί απόρροια δικανικών και νοµικών διαδικασιών, πολύ περισσότερο δε συνίσταται στην κατευθυνόµενη προβολή και επιβολή της αξιοµνηµόνευτης «ιδιαιτερότητας» του συγκεκριµένου µεταστάντος στην εκκλησιαστική κοινότητα. Αντιθέτως, αποτελεί αβίαστη ενέργεια και συµµαρτυρία της συνείδησης των µελών του και εξωτερίκευση της πεποίθησης ότι ο κεκοιµηµένος εν Χριστώ αδελφός, µε τη ζωή και το έργο του, κρίθηκε δόκιµος της συµπολίτευσης των αγίων, της οικειότητας µε το Θεό1564. Η ∆ιοικούσα Εκκλησία, το Οικουµενικό Πατριαρχείο ειδικότερα, είναι εκείνο που επιφορτίζεται ακολούθως µε το έργο της µετουσίωσης1565 του συγκεκριµένου βίωµατος των πιστών σε επίσηµη Εκκλησιαστική Πράξη· να εντάξει, δηλαδή, τον άγιο στο Εορτολόγιο της Εκκλησίας, µε όλα τα συνεπακόλουθα1566 αυτής. Η ορθοδοξία και ορθοπραξία που διέκρινε τις πράξεις και το έργο του Ευσταθίου Αντιοχείας δεν ήταν δυνατόν ούτε να µείνει απαρατήρητη, ούτε να αµαυρωθεί από την προσπάθεια σπίλωσης του προσώπου του από τους Αρειανόφρονες, µε την καθαίρεσή του από το θρόνο της Αντιόχειας, την εξορία του περί το 331. Όπως έχουµε ήδη επισηµάνει, οι Ευσταθιανοί, θετικά προσκείµενοι προς τον ιεράρχη και υπέρµαχοι του ∆όγµατος της Νίκαιας εξακολούθησαν και µετά την αποµάκρυνσή του από το περιβάλλον της Αντιόχειας να έχουν την πεποίθηση της ηθικής ακεραιότητας του προσώπου του και της δογµατικής ορθότητας των λόγων του ιερού Πατρός. Είναι πολύ πιθανόν, σύντοµα µετά το θάνατό του, να ξεκίνησαν να του αποδίδουν τιµές «ως αγίου»1567, γι’ αυτό και µονάχα µε την ανακοµιδή και µετακοµιδή1568 των λειψάνων του1569 (482 ή 483), επί Καλανδίωνος Αντιοχείας και αυτοκράτορος Ζήνωνος,1570 επήλθε οριστικά η καταλλαγή µεταξύ των πιστών της τοπικής Εκκλησίας και η άρση του Αντιοχειανού Σχίσµατος. Εκείνο που δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής µας είναι ότι
1561
Ενδεικτικά: ∆. Τσάµη, Αγιολογία, σσ. 127-128· Γ. Τσέτση, (Μ. Πρωτ.), ό.π., σ. 11κ.ε. Σ. Παπαδόπουλου, ∆ιαπίστωση και διακήρυξη της αγιότητας των Αγίων, Κατερίνη 1990, σ. 21κ.ε. 1563 Μ. Καρδαµάκη, «Αγιότητα και Εσχατολογία», Αγιότητα. Ένα λησµονηµένο όραµα, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2001, σσ. 175-176: «Η αγιότητα… ∆εν ονοµατίζει µια µερίδα εναρέτων, που αντιµάχονται τους λοιπούς των ανθρώπων, αλλά τον θεούµενο άνθρωπο, που ελκύει τους πάντες προς τις έσχατες –θείες τελειότητες. Και βεβαίως, η αγιότητα δεν µπορεί να εξαντληθεί σε κάποια ιερότητα. Η αγιότητα είναι το οντολογικό και προσωπικό θεµέλιο της υπάρξεως, το ζωοποιό δώρο και η φλόγα της ωραιότητας του Πνεύµατος…». 1564 Πρβλ. Εφ. 2, 19. 1565 Γ. Τσέτση, (Μ. Πρωτ.), ό.π., σ. 137: «… ο ρόλος της επίσηµης Εκκλησίας δεν είναι να ‘‘αναδεικνύει’’ ή ‘‘ανακηρύττει’’ αγίους, πολύ περισσότερο να ‘‘αγιοποιεί’’ ένα πρόσωπο, αλλ’ απλώς να µετουσιώνει ένα βίωµα των πιστών σε επίσηµη Εκκλησιαστική Πράξη.» 1566 Ό.π., σσ. 140-141. 1567 R.P.C. Hanson, Studies in Christian Antiquity, σ. 236. 1568 Γ. Τσέτση, (Μ. Πρωτ.), ό.π., σ. 38. 1569 J.N.D. Kelly, Jerome. His Life, Writings, and Controversies, σ. 178. 1570 Θεοδώρου Αναγνώστη, ό.π., 2 PG 86, 184Β. 1562
217
ο ιερός Χρυσόστοµος, εκατό περίπου1571 χρόνια πριν τη µετακοµιδή των λειψάνων του ιεράρχη και δεκαοκτώ χρόνια µετά το θάνατο του Ευσταθίου, εκφώνησε εγκωµιαστικό λόγο προς αυτόν, ενέργεια που έµµεσα φανερώνει την αναγνώριση της αγιότητάς του, την τελετή µνήµης του στο περιβάλλον της Αντιόχειας1572. Εντύπωση προκαλεί ο ισχυρισµός του αρχιµ. Ευθύµιου Ελευθεριάδη, ο οποίος επισηµαίνει ότι οι πιστοί της Αντιόχειας, αναγνωρίζοντας άµεσα την αγιότητα του Ευσταθίου, ανήγειραν ναό προς τιµήν του, στον οποίο, όπως σηµειώνει, εκφώνησε ο Χρυσόστοµος τον εγκωµιαστικό λόγο του προς τον άγιο.1573 Η άποψη αυτή, ανεξαρτήτως του ότι δεν επιβεβαιώνεται από τις πηγές ή άλλα ιστορικο-αρχαιολογικά δεδοµένα, τη θεωρούµε απίθανη για τη συγκεκριµένη, τουλάχιστον, χρονική περίοδο που µνηµονεύει ο κληρικός. Ακόµη και αν δεχτούµε ότι οι πιστοί ανήγειραν ναό προς τιµήν του Ευσταθίου -κίνηση η οποία, νοµίζουµε, ότι θα δυσχέραινε την άρση του Αντιοχειανού Σχίσµατος- αυτό δε θα πρέπει να έγινε πριν από τη µετακοµιδή των λειψάνων του Ευσταθίου στην Αντιόχεια. Βέβαια, θα αποτελούσε µονοµέρεια από µέρους µας το να µην καταγράφαµε και την αξιοπρόσεκτη άποψη που φέρει την άµεση διακήρυξη της αγιότητας του ιερού Πατρός, του υπέρµαχου της Ορθοδοξίας, ως έκφραση πολεµική, στον αντίποδα της µνήµης του Λουκιανού Αντιοχείας, που επικαλούνταν οι Αρειανόφρονες ως δάσκαλό τους.1574 1.Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΑ ΜΗΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΥΠΙΚΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ∆ΥΤΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Η εορτή του Ευσταθίου Αντιοχείας τελείται από την Ορθόδοξη Εκκλησία αφενός την ηµέρα µνήµης του, στις 21 Φεβρουαρίου1575 και αφετέρου κατά την τέλεση της µνήµης των Πατέρων της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου1576, µία Κυριακή πριν από την Πεντηκοστή, την εβδοµάδα της Αναλήψεως. Για την αφετηρία ένταξης του αγίου στο Εορτολόγιο, οι πληροφορίες που διαθέτουµε είναι περιορισµένες. Όπως σηµειώνεται από το Βολλανδιστή H. Delehaye, η συµπερίληψη του ονόµατος του Ευσταθίου Αντιοχείας στο Μαρτυρολόγιο της Εκκλησίας της Αντιόχειας, όπως κι εκείνη του οµόθρονού του Μελετίου, αποτελούσαν εξαίρεση του κανόνα σύµφωνα µε τον οποίο η µνήµη των επισκόπων δεν προβαλλόταν αρχικά1577 στο βαθµό που τιµώνταν οι µάρτυρες και αυτό οφειλόταν στην εξαιρετική τιµή την οποία απέδιδαν οι πιστοί στα συγκεκριµένα κεκοιµηµένα µέλη της Εκκλησίας.1578
1571
Η εκφώνιση του Εγκωµιαστικού λόγου του ιερού Πατρός προς τον Ευστάθιο τοποθετείται µεταξύ 384 και 388. 1572 Χ. Παπαδόπουλου, (αρχιεπ.), Ιστορία της Εκκλησίας της Αντιόχειας, σ. 623. 1573 Ε. Ελευθεριάδη, (αρχιµ.), «Γ. Ο άγιος ιεροµάρτυς Ευστάθιος επίσκοπος Αντιόχειας», Ε , τεύχ. 6 (1959) 96: «Ο Ευστάθιος ανεγνωρίσθη αµέσως εν τη συνειδήσει των Ορθοδόξων Αντιοχέων (ως) αθλητής και ιεροµάρτυς της πίστεως, εφ’ ω και ενίδρυσαν ούτοι Ναόν επ’ ονόµατι αυτού περικαλλή, εν τω οποίω µετά τεσσαρακονταετίαν περίπου (ο κληρικός τοποθετεί το θάνατο του Ευσταθίου περί το 345) ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστοµος απήγγειλε τον θαυµάσιον αυτού εγκωµιαστικόν λόγον…». 1574 Α. Mandouze, “Des Évêques et des Moines Reconnus par le Peuple 314-604”, Histoire des Saints 3 (1987) 25: “Qu’Eustathe soit honoré comme saint (le 28 juillet) ne doit pas plus faire illusion que le sainteté de Lucien (fête le 7 janvier). Apparemment commune leur ‘‘sainte mémoire’’ est fonction d’un contexte polémique qui les situe à l’opposé l’une de l’autre…. ”. 1575 Ανωνύµου, Μηναίο Φεβρουαρίου, σ. 162. 1576 Ανωνύµου, Πεντηκοστάριον, σ. 197. 1577 Κατά τα τέλη του ∆΄αιώνα άρχισε να αποτελεί σύνηθες φαινόµενο η ίση απόδοση τιµής µεταξύ µαρτύρων και επισκόπων, οσίων στο Μαρτυρολόγιο (Εορτολόγιο). 1578 H. Delehaye, “Les Origines du Culte des Martyres”, SH 20 (1933) 94-95: “… primativement, la commémoration des éveques eut un caractère moins solennel que celle des martyres…. A cause de leur mérite éminent qu’à Antioche, par exemple, nous voyons des évêques, comme Philogone, Mélèce et
218
Σύµφωνα µε το Συριακό Μαρτυρολόγιο, η µνήµη του Ευσταθίου Αντιοχείας τελούνταν, πρίν από την ανακοµιδή των λειψάνων του, στις 19 Ιουλίου1579, µαζί µε το µάρτυρα Θεόδοτο ενώ αργότερα φέρεται ως ηµεροµηνία µνήµης του η 6η Νοεµβρίου1580. Μολονότι η µνήµη του ιεράρχη δεν περιλαµβάνεται στο λεγόµενο «Συναξαριστή της Οξυρύγχου»1581, (535-536) -και είναι λογικό, αφενός εξαιτίας του τοπικού χαρακτήρα της εορτής και αφετέρου εφόσον ο Συναξαριστής προέρχεται από την Εκκλησία της Αλεξάνδρειας- εντούτοις, ήδη από τον 9ο αιώνα η µνήµη του αγίου µνηµονεύεται στις 21 Φεβρουαρίου, ηµεροµηνία την οποία διατήρησε µέχρι σήµερα η Ορθόδοξη Εκκλησία. Στο Μηνολόγιο «Ευαγγελιάριου»1582 της Θ΄ εκατονταετηρίδος,1583 η µνήµη του ιερού Πατρός καταγράφεται στις 21 Φεβρουαρίου, ως εξής: «Μηνί τω αυτώ κα΄ του εν αγίοις πατρός ηµών Ευσταθίου αρχιεπισκόπου Αντιοχείας»1584 και προτείνεται ως ευαγγελικό ανάγνωσµα της εορτής το Μθ. 5, 14-19. Σε Ευαγγελιάριο1585 (9ου ή 10ου αι.), του ελληνορθοδόξου ναού του Πέτρου και Παύλου στη Νάπολη, της Ιταλίας, µνηµονεύεται ο Ευστάθιος Αντιοχείας επίσης στις 21 Φεβρουαρίου, µαζί µε τον όσιο Τιµόθεο τον εν Συµβόλοις.1586 Το όνοµα του ιεράρχη είναι εκείνο που προηγείται του οσίου σε αντίθεση µε την κατοπινή διάταξη των Συναξαρίων. Αξίζει να σηµειωθεί ότι το γεγονός της καταγραφής της µνήµης του ιεράρχη σε κώδικα του εξωτερικού, ήδη από τον 9ο αι., µας υποψιάζει ότι η αγιότητα του Ευσταθίου είχε τύχει καθολικής αποδοχής πολύ νωρίτερα. Η ίδια ηµεροµηνία, όπως και πρόταξη του ονόµατος του Ευσταθίου Αντιοχείας έναντι του Τιµοθέου του εν Συµβόλοις1587 καταγράφεται στο «Ευαγγέλιο»1588 της Μαρίας της Παλαιολογίνας του 12ου αι. Και στο συγκεκριµένο κώδικα µνηµονεύεται ως Ευαγγελικό ανάγνωσµα το ίδιο µε εκείνο του Ευαγγελιάριου της Νάπολης. Εκείνο που προξενεί εντύπωση, όπως θα διαπιστώσουµε ακολούθως, είναι οι διαφορετικές ηµεροµηνίες που τελείται η µνήµη του Ευσταθίου, την ίδια χρονική περίοδο. Έχουµε, επί παραδείγµατι, το Βασιλειανό Μηνολόγιο του 10ου αι., το οποίο καταγράφει τη µνήµη «του εν αγίοις Πατρός ηµών Ευσταθίου επισκόπου Αντιοχείας» στις 23 Αυγούστου1589 -ηµεροµηνία που δείχνει να µην την αγνοεί1590 το Συναξάριο της Κωνσταντινουπόλεως, µολονότι δίδει έµφαση στις 21 Φεβρουαρίου1591- και την ίδια περίπου χρονική περίοδο µνηµονεύεται ο Ευστάθιος σ’ αυτή την τελευταία ηµεροµηνία, τόσο στο Τυπικό και Μηνολόγιο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας της Eustathe –ces deux derniers pouvaient aisément être assimilés aux martyres- recevoir des honneurs spéciaux; mais, ce qui n’était d’abord qu’ une exception, tandis à devenir la règle générale….”. 1579 Ό.π., SH 20 (1933) 201, 203. 1580 Ό.π., SH 20 (1933) 203· T.I.Uspenskij, “Izvĕstija Russkago arkheologičeskago Instituta”. Konstantinopolĕ 7 (1902) 164. 1581 H. Delehaye, “Le Calendrier d’Oxyrhynque pour l’année 535-536”, AB 42 (1924) 83-90. 1582 Για τη σηµασιολογική διαφοροποίηση των όρων «ευαγγελιάριο», «ευαγγελιστάριο» και «ευαγγέλιο», βλ. Ι. Καραβιδόπουλου, «’Ευαγγελιστάριο’ – ‘Ευαγγελιάριο’ – ‘Ευαγγέλιο’. ∆ιευκρινήσεις στην επικρατούσα ορολογία», Αναφορά εις µνήµην Μητροπολίτου Σάρδεων 3 (1989) 107- 117. 1583 Ο κώδικας είναι περγαµηνός, 23× 18 εκ., φφ. 227, (9ος αι.), (Κώδ. Ακέφαλος, κολωβός). 1584 Βασίλειος Αγχιάλου, (µητρ.), «Μηνολόγιον Ευαγγελιάριου της Θ΄ Εκατονταετηρίδος», Νέα Σιών 8 (1908) 335. 1585 Ο κώδικας είναι περγαµηνός, 32× 23 εκ., φφ. 315, ( 9ος –10ος αι.). Το Μηνολόγιο περιέχεται στα φύλλα 249α-303β . 1586 Γ. Ποταµιανού, «Ευαγγελιάριον του εν Νεαπόλει Ελληνορθοδόξου ιερού ναού», Ιερός Σύνδεσµος, αρ. 201 (1913) 6. 1587 Σ. Ευστρατιάδη, (µητρ.), «Ευαγγέλιον Μαρίας της Παλαιολογίνας», ΕΦ 7 (1911) 300. 1588 Ο κώδικας είναι περγαµηνός, 18,3× 13 εκ., φφ. 309, (12ος αι.). 1589 Βασιλείου Β΄, Μηνολόγιον Ελληνικόν, PG 117, 597C. Ορισµένοι κώδικες έχουν επίσης την αυτή ηµεροµηνία για την εορτή του Ευσταθίου. Βλ. E Follieri, I Calendari in Metro Innografico di Christoforo Mitileneo, τ. 2, σ. 310 υποσ. 34· J.S. Assemani, Kalendaria Ecclesiae Universae, τ. 6, σ. 152. 1590 Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως, σ. 917. 1591 Ό.π., σσ. 480-481.
219
Κωνσταντινουπόλεως1592 (κώδ. 266, Μονής της Πάτµου, 9ος αι.), όσο και στο Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας1593 (κώδ. 40, της Μονής Τιµίου Σταυρού Ιεροσολύµων), µε µνήµη την 21η Φεβρουαρίου. Στο τελευταίο αυτό Τυπικό, εκτός από το όνοµα του ιεράρχη που προτάσσεται, συνεορτάζουν ο Τιµόθεος ο εν Συµβόλοις, ο Ιωάννης αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, ο Ζαχαρίας Ιεροσολύµων, όπως και η άθληση της αγίας µάρτυρος Ανθούσης και των δύο οικετών της. Την 21η Φεβρουαρίου καταγράφουν επίσης ως ηµέρα µνήµης του Ευσταθίου το Βυζαντινό Καλενδάριο1594, άλλα Καλενδάρια1595, όπως και σύνολη η µεταγενέστερη Συναξαριακή παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας1596. Στο σηµείο αυτό κρίνεται σκόπιµο να σηµειωθεί ότι στο Μηναίο του Φεβρουαρίου, της εκδόσεως «Φως», τη συγκεκριµένη ηµέρα, κατά την έναρξη του Εσπερινού µνηµονεύεται µονάχα η µνήµη του Οσίου Τιµοθέου του εν Συµβόλοις1597 -κάτι που δε συµβαίνει σ’ εκείνο της Αποστολικής ∆ιακονίας, που τον περιλαµβάνει1598- ενώ το όνοµα του Ευσταθίου καταγράφεται µονάχα στο Συναξάριο του Όρθρου. Στο Εορτολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, συνεορτάζοντες άγιοι του Ευσταθίου Αντιοχείας είναι ο Ζαχαρίας, Πατριάρχης Ιεροσολύµων, ο Ιωάννης Γ΄ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο από Σχολαστικών, ο Γεώργιος επίσκοπος Αµάστριου, ο εν Βονίτση ασκήσας, ο Τιµόθεος ο εν Συµβόλοις, ο Ανατόλιος ο εκ Ραϊθούς, ο Ιεροσολυµίτης και ο Ανδρέας ο Ιεροσολυµίτης, ο εκ Μυτιλήνης.1599 Η 22α Φεβρουαρίου φέρεται ως ηµέρα µνήµης του Ευσταθίου Αντιοχείας στο Μηνολόγιο του Ανώνυµου Βυζαντινού1600 του 10ου αι. Την αυτή ηµεροµηνία φέρει η ανέκδοτη Ακολουθία προς τιµήν του Ευσταθίου από τον κώδικα Sin. Gr. 602, φ. 119v, του 13ου αι.,1601 η οποία σηµειώνει: Μηνί τω αυτώ ΚΒ΄, του αγίου Ευσταθίου αρχιεπισκόπου Αντιοχείας»1602, όπως κι εκείνη του κώδικα Sin. Gr. 597, φ. 166v.1603, κ.ά.1604 Αξίζει να σηµειωθεί ότι η κα Ε. Παπαηλιοπούλου-Φωτοπούλου, προφανώς από επίδραση του Sin. Gr. 602 καταγράφει τη µνήµη του ιεράρχη όπως και τους ανέκδοτους προς τιµήν του Κανόνες στις 22 Φεβρουαρίου1605. Εξίσου αρχαία παράδοση είναι εκείνη που µνηµονεύει τη µνήµη του Ευσταθίου Αντιοχείας στις 5 Ιουνίου. Από τα αρχαιότερα σχετικά χειρόγραφα φαίνεται να είναι ο κώδικας της Μονής Φιλοθέου (Φιλ. 8, φ. 47vα, στ. 72-75), ο οποίος είναι ο µόνος ο 1592
Α. Dmitrievskij, Opisanie Liturgitseskich Rukopisej, τ. 1, σ. 50. J. Mateos, “Le Typicon de la Grande Église”, OCA 165 (1969) 236. 1594 V. Grumel, La Chronologie, τ. 1, σ. 324. 1595 G. Garitte, Le Calendrier Palestino- Géorgien du Sinaiticus 34 (Xe siècle), SH 30 (1958) 163, 464. Επίσης: N. Nilles, Kalendarium Manuale, τ. 1, σ. 109, 48· J.S. Assemani, Kalendaria Ecclesiae Universae, τ. 6, σ. 152. 1596 Ενδεικτικά: Νικοδήµου Αγιορείτου, (µον.), Συναξαριστής των δώδεκα µηνών, τ. 3, σ. 297· Τ. Ευαγγελίδου, Οι βίοι των αγίων, σ. 204· Κ. ∆ουκάκη, Ο Μέγας Συναξαριστής, τ. 6, σ. 275· Β. Ρούσσου, (πρεσβ.), ό.π., σ. 150· Μ. Γαλανού, Οι βίοι των αγίων, τ. Α΄, σ. 104· ∆. Ψαριανού (µητρ.), Μικρός Συναξαριστής, χ.χ. χ.σ.· Κ. Πλατανίτου, (πρωτ.), Εορτολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, σ. 64· Σ. Ευστρατιάδη, (µητρ.), Αγιολόγιον, σ. 151· Ανωνύµου, Ευρετήριο αγίων και άλλων εκκλησιαστικών γεγονότων, σ. 38· Macaire, (hier.), ό.π., τ. 6, σ. 253. 1597 Ανωνύµου, Μηναίο Φεβρουαρίου, σ. 159. 1598 Ανωνύµου, Μηναίον Φεβρουαρίου, Αθήνα 22002, σ. 267. 1599 Κ. Ποταµιανού, (πρωτ,), ό.π., σ. 64· Anonyme, A Manual of Eastern Orthodox Prayers, σ. 97· Anonyme, Livre de Priers de l’Église Orthodoxe, σ. 118· Μ.Η. Congourdeau, Le Livre des Saints, σ. 113. 1600 V. Latyšev, ό.π., σ. 120. 1601 W.K. Clark, Checklist of the Manuscripts in St. Catherine’s Monastery, Μount Sinai, Washington 1952, σ. 9. 1602 Sin. Gr. 602, (13ος αι.), φ. 119v. 1603 Ε. Tomadaki, «Ακολουθία εις τον άγιον Ευστάθιον Πατριάρχη Αντιοχείας», AHG 6 (1974) 332, 333. 1604 M. Aubineau, ό.π., ΑΒ 92 (1974) 87. 1605 Ε. Παπαηλιοπούλου-Φωτοπούλου, Ταµείον Ανέκδοτων Βυζαντινών Ασµατικών Κανόνων, τ. Ι, σ. 169 § 507. 1593
220
οποίος συνδέει άµεσα τη συγκεκριµένη ηµεροµηνία µε την ανακοµιδή και µετακοµιδή των λειψάνων του ιεράρχη. Το σχετικό κείµενο έχει ως εξής: «Περιεπτύξαντο το πολύαθλον εκείνο και καρτερικόν σώµα και ειθ’ ούτως ενέγκαντες εισήγαγον εν τη εκκλησία, αποκαταστήσαντες τω οικείω θρόνω και ούτως αυτόν κατέθεντο, µετά τιµής µεγίστης, εν µνηµείω, µ η ν ί Ι ο υ ν ί ω ε΄, δοξάζοντες τον Θεόν επί τη αποκαταστάσει.» Η συγκεκριµένη ηµεροµηνία φέρεται σύµφωνη µε τη σχετική επισήµανση του λόγιου Χριστόφορου Πατρίκιου Μυτιληναίου1606 (11ος αι.), κατά την Ε. Follieri,1607 ενώ απαντάται και σε άλλα Συναξάρια1608 και Τυπικά1609. Η ∆υτική Εκκλησία δεν τελεί τη µνήµη του Ευσταθίου Αντιοχείας στις 21 Φεβρουαρίου, αλλά στις 16 Ιουλίου1610. Η παράδοση αυτή είναι αρκετά παλιά και συνδέεται µε το Martirologio Geronimiano1611, όπως και τo Martirologio Romano1612. Στο σηµείο αυτό προκύπτει εύλογα το ζήτηµα της διαφοροποίησης, ως προς την εορτή του αγίου, στις δύο Εκκλησίες. Η απλούστερη εξήγηση που θα µπορούσαµε να δώσουµε είναι ότι και σε άλλες περιπτώσεις αγίων, µαρτύρων δεν έχουµε ταυτότητα εορτής. Νοµίζουµε, όµως, ότι την απάντηση στην περίπτωση του Ευσταθίου τη δίδει η ίδια η διατύπωση των Συναξαρίων. Στο Συναξάριο της Ορθόδοξης Εκκλησίας διαβάζουµε: «… µ ν ή µ η …Ευσταθίου, αρχιεπισκόπου Αντιοχείας…»1613, δηλαδή ηµέρα θανάτου του ιεράρχη, ενώ σ’ εκείνο της Ρωµαιοκαθολικής Εκκλησίας καταγράφεται «… γ έ ν ν η σ η του µακαρίου Ευσταθίου επισκόπου…»1614. Στο Αλεξανδρινό Συναξάριο η µνήµη του Ευσταθίου καταγράφεται στις 21 Φεβρουαρίου (27 Amšir)1615, όπως στην Εκκλησία των Μαρωνιτών1616 και την Αιθιοπική Εκκλησία (27 Yakarît)1617. Οι Σύριοι τιµούν τη µνήµη του Αντιοχειανού ιεράρχη στις 23 Αυγούστου1618, οι Κόπτες στις 27 Φεβρουαρίου, ενώ στο Annus Ecclesiae Chaldaeorum ο Ευστάθιος εορτάζει µαζί µε τους Έλληνες Πατέρες (Πολύκαρπο, Μελέτιο, Αλέξανδρο Ιεροσολύµων, Αθανάσιο, Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο Ναζιανζηνό, Γρηγόριο Νύσσης, Ιωάννη Χρυσόστοµο, Φλαβιανό, Κύριλλο, κ.ά.), στις 8 Ιανουαρίου1619. Αξίζει να σηµειωθεί ότι ο επίσκοπος J.M. Neale συνδέει τη µνήµη του Ευσταθίου µε το στίχο οµώνυµου αγίου της 7ης Ιουλίου, θεωρώντας κατ’ επέκτασιν ότι πρόκειται για τον ίδιο άγιο.1620 Η άποψή του αφενός δεν επιβεβαιώνεται από τη Συναξαριακή 1606
Θ. Ξύδη, Βυζαντινή Υµνογραφία, σ. 162 κ.ε. Ε. Follieri, I Calendari in Metro Innografico di Cristoforo Mitileneo, τ. 2, σ. 310: “La memoria del 5 giugno, adottata da Christoforo Mitileneo, appare, fra i Synaxaria selecta utilizzati dal P. Delehaye, ne solo codici R un Sinassario- Meneo del XII; è registrata inoltre nei più antichi rappresentati della classe M, ma quest’ultima collocazione è probabilmente dovuta all influsso dei calendari cristoforei in metro classico”. 1608 F. Haklin, “Un Νouveau Synaxaire Byzantin: le ms. Gr. Lit. 6 de la Bibliothèque Bodléienne, à Oxford”, SH 51 (1971) 320. (Το συγκεκριµένο Συναξάριο χρονολογείται µεταξύ 10ου και 16ου αι.). 1609 M. Arranz, “Le Typicon du Monastère du Saint-Sauveur à Messine”, OCA 185 (1969) 156· J.S. Assemani, ό.π., τ. 6, σ. 152. (Το Τυπικό χρονολογείται το 12ο αι.). 1610 Β. Ρούσσου, (πρεσβ.), ό.π., σ. 155. 1611 Commentaria Martirologium Hieronymiano, σ. 378. Πρβλ. H. Delehaye, “Les Origines..”, SH 20 (1933) 201 υποσ. 1. 1612 Commentaria Martirologium Romano, σ. 291· J.M. Sauget, ό.π., BS 23 (1923) 298. 1613 Νικοδήµου Αγιορείτου, (µον.), Συναξαριστής…, τ. 3, σ. 297. 1614 J. Dubois, “Le Martyrologe d’Usuard”, SH 40 (1965) 268: “Apud Antiochiam Syriae, n a t a l i s beati Eustachii episcopi et confessoris, …”. 1615 L. Forget, “Synaxarium Alexandrinum”, CSCO 78 (1953) 512. 1616 Y. Moubarac, (abbe), Pentalogie Antiochienne…, τ. 3, σ. 57. 1617 E.A. W. Budge, The Book of the Saints of the Ethiopian Church, τ. 1, σ. 654. 1618 N. Nilles, ό.π., τ. 1, σ. 481. 1619 Ό.π., τ. 2, σ. 682 υποσ. 1. 1620 J.M.Neale (rev.), ό.π., The Patriarchate of Antioch, σ. 91 υποσ. 2: “S. Eustathius is celebrated in some of the Menea with this Stichos on July 7, προς ευσταθείαν καρδίας Ευσταθίου, και πυρ συρίζων ηρεµούν πάντως ύδωρ.” 1607
221
Παράδοση, ως προς τη χρήση του συγκεκριµένου στίχου και αφετέρου την ηµέρα αυτή του Ιουλίου τελείται η µνήµη του Ευσταθίου ιεροµάρτυρος1621, που τελειώθηκε µε πυρά1622. Όπως έχουµε ήδη επισηµάνει, ο Ευστάθιος Αντιοχείας εορτάζει επίσης και κατά την ηµέρα µνήµης των 318 Πατέρων της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου. Η συγκεκριµένη εορτή παρουσιάζει εξάρτηση από εκείνη του Πάσχα, είναι κινητή1623, δηλαδή δεν έχει σταθερή ηµεροµηνία τέλεσης κάθε χρόνο και η οποία τοποθετείται συνήθως στις 7, 23, 26 και 291624 Μαΐου1625. Όπως σηµειώνεται στο Σιναϊτικό Κανονάριο 150 του 10ου –11ου αι., «τη κυριακή προ της Πεντηκοστής, της εβδοµάδος της αναλήψεως, µνήµην επιτελούµεν των τιη΄ αγίων πατέρων των εν Νικαία».1626 Στο Συναξάριο της ηµέρας,σηµειώνεται: «Τη αυτή ηµέρα, Κυριακή εβδόµη από του Πάσχα,1627 την εν Νικαία Πρώτην Οικουµενικήν Σύνοδον εορτάζοµεν των τριακοσίων δέκα και οκτώ θεοφόρων Πατέρων.»1628 Η µνήµη των Πατέρων της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου τελείται από τους Σύριους στις 29 Μαΐου1629 –µολονότι υπάρχουν και διαφοροποιήσεις1630- συνδεόµενη µε τη µνήµη του αγίου ∆ιονυσίου του Αρεοπαγίτη και οι Κόπτες στις 9 Νοεµβρίου, επίσης µε τη µνήµη του αγίου ∆ιονυσίου1631. Οι Αρµένιοι, τέλος, τελούν τη µνήµη των Πατέρων της αυτής Συνόδου το Σάββατο1632 της τρίτης εβδοµάδας από τη Μετάσταση της Θεοτόκου, (η οποία ποικίλλει µεταξύ 12 και 18 Αυγούστου)1633, το Σάββατο που προηγείται της Κυριακής των προεόρτιων της Ύψωσης του Τιµίου Σταυρού1634 (11- 17 Σεπτεµβρίου)1635. 3. ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ Για το συγκεκριµένο λόγο1636 του ιερού Χρυσοστόµου έχουµε κάνει αναφορά και σε άλλα σηµεία1637 της παρούσας ∆ιατριβής. Εδώ θα περιοριστούµε στην επισήµανση των κυριότερων σηµείων που αφορούν το πρόσωπο του Ευσταθίου, όπως και στην καταγραφή κάποιων άλλων στοιχείων. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστοµος φαίνεται να εκφώνησε το λόγο1638 του στην πόλη της Αντιόχειας το Φθινόπωρο του 3881639, µολoνότι η θέση αυτή δεν τυγχάνει ευρείας 1621
Σ. Ευστρατιάδη, (µητρ.), Αγιολόγιον, σ. 152· Macaire, (hier.), ό.π., τ. 6, σ. 253. Για την αποτέφρωση των µαρτύρων στα Αγιολογικά κείµενα, βλ. Ε. ∆ουνδουλάκη, «Η καύση των σωµάτων µαρτύρων και νεοµαρτύρων στα Αγιολογικά κείµενα», Η καύση των νεκρών στην Ορθόδοξη Εκκλησία (Μελέτες Ορθοδόξου Θεολογίας), ό.π., σσ. 57-69. 1623 Αναλυτικά για το θέµα της εορτή των Πατέρων της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου: S. Salavile, “La Fête du Concile de Nicée et les Fêtes de Conciles dans le Rite Byzantine”, Echos d’Orient 24 (1925) 445-476. 1624 Βασιλείου Β΄, ό.π., PG 117, 480ΒC· Μ. Γεδεών, Βυζαντινόν Εορτολόγιον, σ. 40, 108. 1625 V. Grumel, ό.π., σ. 327. 1626 A. Dmitrievskij, ό.π., σ. 181. 1627 V. Grumel, ό.π., σ. 321. 1628 Ανωνύµου, Πεντηκοστάριον, σ. 196. 1629 S. Salavile, ό.π., Echos d’Orient 24 (1925) 445. 1630 Όπως ο κώδικας Vatic. 69, όπου η µνήµη των αγίων Πατέρων µνηµονεύεται στις 21 Φεβρουαρίου. Βλ. N. Nilles, ό.π., τ. 1, σ. 378. 1631 S. Salavile, ό.π., Echos d’Orient 24 (1925) 445. 1632 V. Grumel, ό.π., σ. 331. 1633 Ό.π., σ. 330. 1634 S. Salavile, ό.π., Echos d’Orient 24 (1925) 445. 1635 V. Grumel, ό.π., σ. 331. 1636 H. Delehaye, “Les Passions des Martyres et des les Gerns Littéraires”, SH 13B (1966) 136· J. Quasten, Initiation aux Pères de l’Église, τ. 3, σ. 639. 1637 Βλ. στην παρούσα ∆ιατριβή τις σελίδες: 18-20. 109-110, 153, 198-199κ.ά. 1638 Ιωάννου Χρυσοστόµου, ό.π., PG 50, 597-606. 1639 F. Cavallera, Le Schisme…, σ. 19· Μ.Spanneut, Recherches…, ό.π., σ. 22. 1622
222
αποδοχής1640. Ο λόγος φέρει τον τίτλο: «Εγκώµιον εις τον εν αγίοις πατέρα ηµών Ευστάθιον αρχιεπίσκοπον Αντιοχείας της µεγάλης». Ο ιερός Πατήρ, αφού υπογραµµίζει ότι ορθώς δε µακαρίζεται κάποιος που βρίσκεται ακόµη στη ζωή -διότι αφενός το µέλλον είναι απροσδιόριστο, η φύση ασθενής και αφετέρου πολλές οι παγίδες που κάνουν την αµαρτία να βρίσκεται πάντοτε ενώπιόν µας-1641 σηµειώνει ότι τώρα που ο Ευστάθιος έχει εκδηµήσει, µπορούµε µε ασφάλεια να µιλήσουµε για το πρόσωπό του και να τον µακαρίσουµε. Ονοµάζοντας τον Ευστάθιο ως µάρτυρα, θέµα στο οποίο θα επανέλθουµε αργότερα, σηµειώνει ότι έτυχε πολλών δοκιµασιών και κακουχιών από τους «εχθρούς» του Χριστού, τους αιρετικούς1642, µε αποκορύφωµα την εξορία του στη Θράκη1643, όπου και ολοκλήρωσε την επίγεια πορεία του. Μολονότι ο Χρυσόστοµος δεν ενδιαφέρεται να προσδιορίσει χρονικά το χρόνο θανάτου του Ευσταθίου, εντούτοις η αναφορά του στο Μελέτιο Αντιοχείας, ο οποίος, σύµφωνα µε τον κήρυκα της Εκκλησίας, ήλθε στην Αντιόχεια «το φύραµα άπαν λαβείν…»1644 και θέρισε όσα είχε «σπείρει» ο Ευστάθιος, µας ωθεί µε βεβαιότητα να ισχυριστούµε -όπως έχουµε δει και σε άλλη ενότητα- ότι ο τελευταίος δεν έφυγε από τη ζωή πριν το 360, όπως ισχυρίζεται η πλειοψηφία των µελετητών. Αξίζει επίσης να υπενθυµίσουµε ότι, σύµφωνα µε τον ιερό Πατέρα, ο ιεράρχης είχε «οικουµενική συνείδηση» για το ρόλο και την αποστολή της Εκκλησίας1645. ∆εν πρόκειται να ασχοληθούµε µε τις παραστάσεις από το θαλάσσιο κόσµο1646 που αξιοποιεί ο κήρυκας της πίστης και τις µεταφέρει στη θρησκευτική πραγµατικότητα, οι οποίες είναι εξαιρετικές, αλλά θα εστιάσουµε το ενδιαφέρον µας σε ορισµένα σηµεία του συγκεκριµένου λόγου του ιερού Πατρός, τα οποία αξιοποιούνται στο πλαίσιο του επιστητού της Αγιολογίας. Το πρώτο σχετίζεται µε το γεγονός ότι µάρτυρας δεν καλείται µονάχα εκείνος που µέσω της οδού του µαρτυρίου του αίµατος κατέδειξε την πίστη του, αλλά κι εκείνος ο οποίος µε την πρόθεσή του1647, κατ’ ουσίαν τη συνείδησή του, µαρτυρεί την πίστη του στο Χριστό, έστω και αν δεν τελειώθηκε µε µαρτυρικό θάνατο. Χαρακτηριστικά σηµειώνεται: «Μη θαυµάσητε δε ει του λόγου και των εγκωµίων αρχόµενος µάρτυρα τον άγιον εκάλεσα· και γαρ οικείω τέλει την ζωήν κατέλυσε· πως ουν εστι µάρτυρας; …
1640
Ο H. Delehaye τοποθετεί την εκφώνηση του λόγου κατά την ηµέρα µνήµης του Ευσταθίου, στις 19 Ιουλίου. Βλ. H. Delehaye, “Les Origines…”, SH 20 (1933) 58-59, 200-201, 203, 245. 1641 Ιωάννου Χρυσοστόµου, ό.π., PG 50, 599Β: «Προ τελευτής µη µακάριζε µηδένα. ∆ιά τι; Άδηλον γαρ το µέλλον, και η φύσις ασθενής· η προαίρεσις ράθυµος, και η αµαρτία ευπερίστατος, πολλαί αι παγίδες· … επάλληλοι οι πειρασµοί, πολύς ο των πραγµάτων όχλος, και διηνεκής των δαιµόνων ο πόλεµος, και συνεχείς των παθών επαναστάσεις· διά ταύτα.» 1642 Ό.π., PG 50, 604Α. 1643 Ό.π., PG 50, 600Β· 601Α. 1644 Ό.π., PG 50, 605Α. 1645 Ό.π., PG 50, 602Β. 1646 Ενδεικτικά σηµειώνουµε: «Και γαρ παρήλθε τον εύριπον των βιωτικών πραγµάτων, απηλλάγη της ταραχής των κυµάτων, προς τον εύδιον και ατάραχον καταπλέουν λιµένα ουχ υπολύται τη του µέλλοντος αδηλία, ουδέ εστιν υπεύθυνος καταπτώσει, αλλά καθάπερ επί πέτρας τινός και υψηλού σκοπέλου νυν εστώς καταγελά των κυµάτων απάντων…. Ηµείς µεν γαρ οι έτι ζώντες, καθάπερ οι εν µέσω πελάγει σαλεύοντες, πολλαίς υποκείµεθα ταις µεταβολαίς· και καθάπερ εκείνοι νυν µεν εις ύψος αίρονται των κυµάτων κορυφουµένων, νυν δε προς αυτόν καταφέρονται τον βυθόν· αλλ’ ούτε το ύψος ασφαλές, ούτε η ταπείνωσις µόνιµος· υδάτων γαρ εστι δεόντων και ουχ ισταµένων ταύτα αµφότερα· ούτω δη και επί των ανθρωπίνων πραγµάτων ουδέν βέβαιον και εστώς, αλλά πυκναί αι µεταβολαί και οξύρροποι.» (Ιωάννου Χρυσοστόµου, ό.π., PG 50, 597-599). 1647 ∆. Τσάµη, Αγιολογία., σ. 105, 104· του ίδιου, Μαρτυρολόγιον του Σινά, σ. 22 υποσ. 2· Γ. Παπαδάκη, ό.π., σ. 149.
223
µάρτυρα ουχί ο θάνατος ποιείν µόνον, αλλά και η πρόθεσις. Ου γαρ από της εκβάσεως µόνον, αλλά και από της γνώµης πλέκεται πολλάκις ο του µαρτυρίου στέφανος.»1648 Το δεύτερο σηµείο, τέλος, εστιάζεται στο χαρακτήρα που προσλαµβάνουν τα σώµατα, τα έργα των µαρτύρων, αλλά και οι πιστοί στο χώρο της Εκκλησίας, σε σχέση µε τους τιµώµενους αυτούς αγίους. Όπως σηµειώνει ο ιερός Πατήρ, «Μνήµατα γαρ αγίων οι σοροί, και λάρνακες, και στήλαι, και γράµµατα, αλλ’ έργων κατορθώµατα, και πίστεως ζήλος, και συνειδός προς Θεόν υγιές. … και έκαστος υµών των παρόντων (πιστών) του αγίου τάφος εστιν εκείνου, τάφος έµψυχος και πνευµατικός. Αν γαρ αναπτύξω το συνειδός εκάστου των παρόντων υµών, ευρίσκω τον άγιον τούτον ένδον της διανοίας υµών διαιτώµενον.»1649
1648 1649
Ιωάννου Χρυσοστόµου, ό.π., PG 50, 601ΑΒ. Ό.π., PG 50, 600ΒC.
224
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ Ο ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑ Ι. ΑΝΕΚ∆ΟΤΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΟΥ Στα λειτουργικά βιβλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στο Μηναίο του Φεβρουαρίου, ειδικότερα, δεν υπάρχει Ακολουθία1650 προς τιµήν του Ευσταθίου Αντιοχείας εφόσον την 21η του µηνός καταγράφεται µονάχα1651 η «Μνήµη του Οσίου Πατρός ηµών Τιµοθέου του εν Συµβόλοις»1652, προς τον οποίο και φέρεται Ακολουθία, η οποία δεν είναι πλήρης1653. Το 1974 ο καθηγητής Ε. Τωµαδάκης δηµοσίευσε στo Analecta Hymnica Graeca (AHG)1654 ανέκδοτο Κανόνα1655 προς τιµήν του Ευσταθίου Αντιοχείας, σύµφωνα µε εννέα κώδικες. Κατά την πορεία της έρευνάς µας εντοπίσαµε πέντε ανέκδοτους Κώδικες του συγκεκριµένου Κανόνα και προβαίνουµε σε «βελτιωµένη» έκδοση του δηµοσιευµένου. Η κα Ε. Παπαηλιοπούλου- Φωτοπούλου καταγράφει στο βιβλίο της «Ταµείον Ανέκδοτων Βυζαντινών Ασµατικών Κανόνων»1656 τρείς ανέκδοτους Κανόνες (αρ. 507, 508, 509) προς τιµήν του Ευσταθίου και σύνολο έξι κώδικες. Από τους Κανόνες αυτούς, ειδικότερα σ’ εκείνον που φέρει αρ. 508, εντοπίσαµε επίσης δύο ανέκδοτους Κώδικες, τους οποίους λαµβάνουµε υπόψη µας, συµπληρωµατικά, κατά την παρούσα έκδοση. Αξίζει επίσης να σηµειωθεί ότι από σύνολο δεκατριών Κωδίκων, εντοπίσαµε ένδεκα ανέκδοτα τροπάρια προς τιµήν του αγίου, τέσσερα Θεοτοκία και ένα ∆οξαστικό, των οποίων προβαίνουµε σε κριτική έκδοση. Συνοπτικά, θα µπορούσε κάποιος να σηµειώσει ότι, σύµφωνα µε τους κώδικες που εντοπίσαµε, προς τιµήν του Ευσταθίου Αντιοχείας φέρονται τέσσερις ανέκδοτοι Κανόνες, που χρονολογούνται µεταξύ 12ου και 16ου αι και τους οποίους παρουσιάζουµε ακολούθως: 1. Α΄ ΚΑΝΟΝΑΣ: «ΤΟΥ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΑΚΤΙΣΙΝ….» α΄ Η χειρόγραφη παράδοση του Κανόνα Ο συγκεκριµένος Κανόνας φέρει τον αρ. 508 στην καταγραφή των Κανόνων, στο προαναφερθέν έργο της κας Ε. Παπαηλιοπούλου- Φωτοπούλου, όπου καταγράφονται ένας κώδικας του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και δύο κώδικες της Μονής Ξηροποτάµου. Κατά την έρευνά µας εντοπίσαµε επίσης δύο κώδικες που περιέχουν τον Ανέκδοτο Κανόνα και οι οποίοι βρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη στην Αθήνα. Κώδικας A.P.: Ως κώδικα A.P. συµβολίζουµε εκείνο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας (Alexandrinus Patr. 92, φφ. 418v – 420v) τον οποίο, ως ορθότερο, θα χρησιµοποιήσουµε ως βάση της παρούσας έκδοσης. Ο εν λόγω κώδικας (251 ΡΞΖ) είναι χαρτώος (Βοµβάης), διαστάσεων 29,0 × 22,0 εκ. και χρονολογείται το 1332. Φέρει 443 φύλλα µε προσθήκη δύο περγαµηνών. Ο κώδικας είναι δίστηλος µε 39- 40 σειρές ανά στήλη. Η στάχωσή του, η οποία προέρχεται από παλαιότερο κώδικα Ευαγγελιάριου, είναι βυσσινή, παλιά και µισοκατεστραµένη. Η γραφή είναι κατακόρυφη λειτουργική. 1650
Βλέπε συµπληρωµατική επισήµανση στη σελ. 262 της παρούσας ∆ιατριβής. Ο Ευστάθιος Αντιοχείας µνηµονεύεται µόνο στο Συναξάριο του Όρθρου, µε σύντοµο Βίο, χωρίς την καταγραφή Στίχου-Επιγράµµατος, όπως συµβαίνει µε τους συνεορτάζοντες αγίους. Βλ. Μηναίο Φεβρουαρίου, σσ. 162-163. Εξαίρεση αποτελεί το Μηναίο από τις εκδόσεις της Αποστολικής ∆ιακονίας το οποίο καταγράφει τη µνήµη και µνηµονεύει Απολυτίκιο προς τιµήν του, όπως θα δούµε παρακάτω. 1652 Ό.π., σ. 159. 1653 Από τον Εσπερινό απουσιάζουν τα Απόστιχα. Στον Όρθρο καταγράφεται µονάχα ο Κανόνας προς τον όσιο, ποίηµα του Θεοφάνους, ενώ δε µνηµονεύονται τροπάρια Καθίσµατων, Αίνων. 1654 E. Tomadaki, “In Sanctorum Eustathium Patriarcham Antiochiae”, AHG 6 (1974) 333-354. 1655 Για τον «Κανόνα», βλ. Θ. ∆ετοράκη, Βυζαντινή Θρησκευτική Ποίηση και Υµνογραφία, Ρέθυµνο 21997, σσ. 65-72. 1656 Ε. Παπαηλιοπούλου- Φωτοπούλου, ό.π., σσ. 169-170. 1651
225
Ερυθρό χρώµα φέρουν τα επίτιτλα όπως και τα αρχικά. Ο Κώδικας αποτελεί Μηναίο έξι µηνών, από το Σεπτέµβριο έως και το Φεβρουάριο, µε Κανόνες του αγίου Ιωάννου του ∆αµασκηνού1657 και του Θεοδώρου1658. Στο φ. 441α παρέχονται πληροφορίες τόσο για το όνοµα του γραφέα, όσο και για τους κατόχους του κώδικα, ως ακολούθως: «διά χειρός εµού του αµαρτωλού Θεοδώρου», µε ερυθρά. ‘‘Μην δεκέµβριος ιθ΄ Ινδ. ιε΄ έτους στωµ΄ (µ. 332). Μελάνι «χειρί γεωργίου ιερέως έσχε το βιβλοίο τούτο.’’ † χειρί Θεοδώρου έσχε την βίβλον ταύτην έλαβε τέρµα συν Θεώ βίω.»1659 Κώδικας Ξ1: Το σύµβολο αυτό αναφέρεται στον ένα από τους δύο κώδικες της Μονής Ξηροποτάµου του Αγίου Όρους, τον κώδ. 116, που περιέχει το συγκεκριµένο Κανόνα (φφ. 183r- 183v). Ο Ξ1 βρίσκεται στην εν λόγω Μονή της Αθωνικής πολιτείας, καθώς και, µε τη µορφή µικροφίλµ στο Πατριαρχικό Ίδρυµα Πατερικών Μελετών της Μονής Βλατάδων Θεσσαλονίκης. Ο κώδικας Ξ1 είναι περγαµηνός και αποτελείται από 190 φύλλα, διαστάσεων 26,5× 19,5 εκ. (επιφάνεια που καταλαµβάνει το κείµενο) και χρονολογείται το 13ο αι. Ο κώδικας είναι δίστηλος µε 73 σειρές ανά στήλη και αποτελεί Μηναίο από το Σεπτέµβριο έως το Μαρτίο. Η Γραφή είναι λεπτή, µε ερυθρά αρχικά. Κώδικας Ξ2: Τον κώδικα 117 της Μονής Ξηροποτάµου, του Αγίου Όρους -ο οποίος βρίσκεται µε τη µορφή µικροφίλµ στο Πατριαρχικό Ίδρυµα Πατερικών Μελετών της Μονής Βλατάδων- φέρουµε µε το σύµβολο Ξ2. Ο κώδικας είναι περγαµηνός και αποτελείται από 240 φύλλα, διαστάσεων 25,5× 17,0 εκ. (επιφάνεια που καταλαµβάνει το κείµενο) και χρονολογείται το 13ο αι. Στα φύλλα 223v- 226r του Ξ2, καταγράφει ο Κανόνας προς τιµήν του Ευσταθίου. Ο κώδικας, ο οποίος είναι δίστηλος µε 39-40 σειρές ανά στήλη, αποτελεί Μηναίο των µηνών Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου, όµως µας παραδίδεται κολοβός. Η γραφή είναι κατακόρυφη, στρογγυλή και επιµεληµένη, µε ερυθρά αρχικά. Κώδικας ΕΒΕ1: Με το σύµβολο ΕΒΕ1 χαρακτηρίζουµε τον κώδικα 2519 της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος στην Αθήνα. Ο κώδικας, όπως πληροφορούµαστε από το φ. 176r, ανήκε στη συλλογή της Μονής Τιµίου Προδρόµου Σερρών, από όπου φαίνεται να παραχωρήθηκε στη συλλογή της ΕΒΕ. Ο κώδικας είναι χαρτώος, διαστάσεων 24,5× 15,5 εκ. (επιφάνεια που καταλαµβάνει το κείµενο) και χρονολογείται το 1350. Φέρει 178 φύλλα, µε 31 σειρές ανά φύλλο και είναι Μηναίο του µηνός Φεβρουαρίου, όπου στα φύλλα 118v- 124r καταγράφεται ο συγκεκριµένος Κανόνας προς τιµήν του Ευσταθίου Αντιοχείας. Ο κώδικας έχει ως υδατόσηµµο το στάχι, όπως φαίνεται στο φ. 178 r και γραφέας του είναι ο Ιωάννης ∆ούκας όπως προκύπτει από την ακόλουθη έκφραση που βρίσκεται στο φύλλο176r: «χειρ αµαρτωλού Ιωάννη του δούκα, και κακογράφου του νεοκαισαρείτου». Η γραφή είναι κατακόρυφη, στρογγυλή. Κώδικας ΕΒΕ2: Πρόκειται για τον κώδικα 2486 της ΕΒΕ, όπου στα φύλλα 139v156v καταγράφουν τον ανέκδοτο κανόνα προς τιµήν του Ευσταθίου Αντιοχείας. Ο κώδικας είναι περγαµηνός, διαστάσεων 23,0× 17,0 εκ. και αποτελείται από 200 φύλλα, µε 24 σειρές ανά φύλλο και µε χρονολόγηση το 14ο αι. Και αυτός ο κώδικας προέρχεται από τη συλλογή της Μονής του Τιµίου Προδρόµου Σερρών και περιέχει το Μηναίο του Φεβρουαρίου. Η στάχωση είναι βυζαντινή από καστανόχρωµο δέρµα, µε διακοσµητικά στοιχεία. Ο γραφέας του κώδικα, όπως σηµειώνεται στο φύλλο 199r, είναι ο Ιωάσαφ. Η
1657
Ι. Γιαµαίου, Κύριες πτυχές της Εκκλησιαστικής µουσικής, σσ. 120-121. ∆εν αποκλείεται να πρόκειται για τον αυτοκράτορα Θεόδωρο Β΄ το Λάσκαρη (1255-1269), τον ποιητή του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα. Βλ. Ό.π., σσ. 131-132. 1659 Περισσότερα στοιχεία κωδικολογίας, βλ. Ανωνύµου, Κατάλογοι της Πατριαρχικής Βιβλιοθήκης, τ. Α΄, σσ. 90-92. 1658
226
γραφή είναι στρογγυλή, λειτουργική, αρχαΐζουσα, αρκετά επιµεληµένη, ενώ διαπιστώνεται ερυθρογραφία στους επίτιτλους.1660 Αξίζει τέλος να σηµειώσουµε ότι δεν πρόκειται να προβούµε στη συγκρότηση «στέµµατος» των κωδίκων -πρακτική που θα υιοθετήσουµε και στους άλλους Κανόνεςαφενός διότι δεν αποκλείεται να εντοπίσουµε και άλλους κώδικες µε το συγκεκριµένο κείµενο στο µέλλον, οπότε θα ήταν άκαιρο κατά την παρούσα φάση και αφετέρου διότι, για πρακτικούς λόγους, αυτό δεν είναι τώρα εφικτό. β΄ Μορφολογία του Κανόνα Από τους πέντε κώδικες που προαναφέραµε, δύο κώδικες ο Ξ2 και ο ΕΒΕ1, µηνονεύουν εκτός από τη µνήµη του Ευσταθίου Αντιοχείας κι εκείνη του Τιµοθέου του εν Συµβόλοις, ο οποίος προηγείται στην αναφορά του ονόµατος, σε σχέση µε τον ιεράρχη. Στον Ξ2 ο Ευστάθιος δε φέρει χαρακτηρισµό του βαθµού του, αλλά αµέσως µετά το όνοµα ακολουθεί η µνηµόνευση της πόλης της Αντιόχειας, σε αντίθεση µε τους άλλους κώδικες, όπου ο Ευστάθιος µνηµονεύεται ως «Πατριάρχης» της Αντιόχειας της «µεγάλης». Ο Κανόνας φέρει ακροστιχίδα «το ευσταθές φρόνηµα τιµώ σου, πάτερ», η οποία µνηµονεύεται µονάχα στον κώδικα Α.P. Αξίζει να σηµειωθεί ότι στην ακροστιχίδα αυτή δεν περιλαµβάνονται οι Ειρµοί,1661 όπως συµβαίνει στους αρχαιότερους Κανόνες1662. Ο ΕΒΕ1 φέρει εναλλάξ τον Κανόνα προς τιµήν του Τιµοθέου του εν Συµβόλοις, ο οποίος προηγείται και ακολουθεί εκείνος του Ευσταθίου. Από µουσική και µετρική άποψη ο Κανόνας δεν είναι πρωτότυπος. Οι ειρµοί του ακολουθούν το µετρικό και µουσικό πρότυπο των Ειρµών του ήχου πλ. β΄, «Ως εν ηπείρω πεζεύσας ο Ισραήλ…», οι οποίοι όµως δεν καταγράφονται πλήρως. Κάθε Ωδή1663 δεν περιλαµβάνει ίσο αριθµό τροπαρίων, ενώ ολοκληρώνεται πάντοτε µε Θεοτοκίον. Η πρώτη Ωδή φέρει τον Ειρµό που µόλις σηµειώσαµε, ο οποίος περατώνεται στο «πεζεύσαντι» σε όλους τους κώδικες, µε εξαίρεση τον Α.P., ο οποίος µνηµονεύει έως και τη δοτική «ηπείρω». Σε αυτή περιλαµβάνονται τέσσερα τροπάρια και το Θεοτοκίον. Η δεύτερη Ωδή φέρει τον Ειρµό «ουκ έστιν Άγιος ως σύ, Κύριε, …», ο οποίος επίσης δεν καταγράφεται πλήρως στους κώδικες. Την Ωδή πλαισιώνουν τρία τροπάρια και το Θεοτοκίον. Πριν από την τέταρτη Ωδή παρεµβάλλεται το Μεσοκάθισµα του Όρθρου, τροπάριο επίσης ανέκδοτο, για το οποίο θα κάνουµε αναφορά στην οικεία ενότητα. Ο Ειρµός «Χριστός µου δύναµις,…», συνοδεύει την τέταρτη Ωδή, η οποία αποτελείται από τέσσερα τροπάρια και το Θεοτοκίον. Η καταγραφή του Ειρµού είναι όµοια µε εκείνη των προηγούµενων. Τα τρία τροπάρια και το Θεοτοκίον της πέµπτης Ωδής συνοδεύονται από τον ατελή Ειρµό «Τω θείω φθέγγει σου αγαθέ,…». Η έκτη Ωδή φέρεται µε τον ατελή -µε εξαίρεση τον κώδικα ΕΒΕ2- Ειρµό, «του βίου την θάλασσαν…» και αποτελείται από τρία τροπάρια και το Θεοτοκίον. Τα Συναξάρια που έπονται της έκτης Ωδής δεν παρουσιάζουν οµοιοµορφία µεταξύ των κωδίκων. Στον Α.P. προηγείται το συναξάριο του οσίου Τιµοθέου, ακολουθεί εκείνο του Ευσταθίου και έπεται του αγίου Γεωργίου επισκόπου Αµάστριδος. Την αυτή σειρά ακολουθεί και ο ΕΒΕ2, ενώ ο ΕΒΕ1 συµπληρώνει και σύντοµο βίο του συνεορτάζοντος των παραπάνω, αγίου Ζαχαρία, Πατριάρχη Ιεροσολύµων. Ο Ξ1 σηµειώνει το Συναξάριο του Ευσταθίου Αντιοχείας, το οποίο προηγείται, όπως και εκείνο του οσίου Τιµοθέου. Εξαιρετικό ενδιαφέρον, ως προς τα Συναξάρια, παρουσιάζει 1660
Αναλυτικά κωδικολογικά στοιχεία, βλ. Λ. Πολίτη, Κατάλογοι χειρογράφων ΕΒΕ 1857- 2500, σ. 489. Για τον Ειρµό, βλ. Θ. ∆ετοράκη, ό.π., σσ. 65-67. 1662 Του ίδιου, «Παρατηρήσεις στον τέταρτο Σταυροαναστάσιµο Κανόνα του Ιωάννου ∆αµασκηνού», Κληρονοµία 20 (1988) 95. 1663 Για το θεµατολόγιο κάθε Ωδής, βλ. Ι. Γιαµαίου, ό.π., σσ. 113-114. 1661
227
ο Ξ2, ο οποίος βιογραφεί τον άγιο Μαυρίκιο (27/12) και µνηµονεύει τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη τον από Σχολαστικών και τον Αµάστριδος Γεώργιο. Η έκθεση των Συναξαρίων στο συγκεκριµένο κώδικα έχει ως εξής: Ευστάθιος Αντιοχείας, άγιος Μαυρίκιος και οι συν αυτώ, όσιος Τιµόθεος ο εν Συµβόλοις και απλή αναφορά του αγίου Ιωάννη Κωνσταντινουπόλεως, όπως και του αγίου Ζαχαρίου Πατριάρχη Ιεροσολύµων. Η έβδοµη Ωδή, αποτελούµενη από τέσσερα τροπάρια και το Θεοτοκίον, φέρει ατελή Ειρµό, ο οποίος διαφοροποιείται από εκείνον του Κανόνα και είναι «∆ροσοβόλον µεν την κάµινον…». Η όγδοη Ωδή συνοδεύεται από τέσσερα τροπάρια και το Θεοτοκίον και έχει ως Ειρµό διαφορετικό από εκείνο του Κανόνα, προς το Εκ φλογός τοις οσίοις…». Με διαφοροποιηµένο Ειρµό προς το «Θεόν ανθρώποις ιδείν αδύνατον…», συνοδεύεται η ένατη Ωδή, η οποία αποτελείται από τέσσερα τροπάρια και το Θεοτοκίον. Χωρίς να επεκταθούµε στα λεκτικά σχήµατα που απαντώνται στον Κανόνα, αρκούµαστε να σηµειώσουµε ότι συχνότερα είναι το υπερβατό, το οµοιοτέλευτο και οι µεταφορές. γ΄ Πηγές και Περιεχόµενο του Κανόνα Η κοινοτοπία που διαπιστώνεται στα λειτουργικά κείµενα, εξ επόψεως θεµατολογίας, δε συµβάλλει πάντοτε στον εντοπισµό των έργων που αποτέλεσαν διαπλαστική πηγή για τη σύνθεσή τους. Εντούτοις, προσεκτική µελέτη του Κανόνα προς τιµήν του Ευσταθίου Αντιοχείας, εν προκειµένω, είναι δυνατόν να µας δώσει κάποιες πληροφορίες προς την κατεύθυνση αυτή. Ειδικότερα, οι πηγές του υµνογράφου του Ευσταθίου φαίνεται να είναι η Αγία Γραφή, ο Θεοδώρητος Κύρου, ο Γελάσιος Κυζικηνός ο Νίκων Μαυρορείτης, κ.ά. Οι παραθέσεις των χωρίων της Αγίας Γραφής δεν είναι αυτούσιες, αλλά στις περισσότερες των περιπτώσεων το χωρίο αποδίδεται ελεύθερα πριν ενταχθεί στο περιεχόµενο του Κανόνα. Ελάχιστα είναι τα Παλαιοδιαθηκικά χωρία. Από την προφητική γραµµατεία και τον ∆ανιήλ, από τον ύµνο των Τριών Παίδων και προέρχεται χωρίο (∆αν. 3,26), το οποίο και επαναλαµβάνεται ως κατάληξη των τροπαρίων στην έβδοµη και όγδοη Ωδή. Έµµεσα επίσης αξιοποιείται το Ψαλµικό (Ψαλµ. 140, 2), το ∆ευτ. 28, 4 που επαναλαµβάνεται στο Λουκάνειο χωρίο (Λκ. 1, 42), στο Θεοτοκίον της τρίτης Ωδής. Τα Καινοδιαθηκικά χωρία ανέρχονται σε δεκαεννέα και προέρχονται τόσο από τους Ευαγγελιστές (επτά χωρία), όσο και από την Παύλεια γραµµατεία (δώδεκα χωρία). Μολονότι το περιεχόµενο του Κανόνα που αφορά τον Ευστάθιο Αντιοχείας στρέφεται κυρίως στην ορθότητα της δογµατικής διδασκαλίας του και στην κατατρόπωση της αιρετικής κακοδοξίας, όπως θα σηµειώσουµε παρακάτω -πληροφορίες που απαντώνται σε αρκετά κείµενα της Πατερικής και εκκλησιαστικής γραµµατείαςεντούτοις ορισµένα σηµεία του Κανόνα, µας κατευθύνουν σε συγκεκριµένες πηγές, τα οποία είναι τα ακόλουθα: i. Στο τέταρτο τροπάριο της πρώτης Ωδής σηµειώνεται: «… και λαούς εφώτισας…»1664, όπως και στο πρώτο τροπάριο της πέµπτης Ωδής. ∆εν υπάρχει καµία αµφιβολία ότι και στους δύο αυτούς στίχους έχουµε αναφορά στον εκχριστιανισµό, στο φωτισµό των κατοίκων της Ιβηρίας. Όπως έχουµε ήδη αναφέρει στη σχετική ενότητα, το µόνο ελληνικό κείµενο που µνηµονεύει ρητά το όνοµα του Ευσταθίου Αντιοχείας ως «φωτιστή» των Ιβήρεων είναι η επιστολή του Ίβηρος µοναχού Νίκωνος Μαυρορείτη1665, η οποία και φαίνεται να αποτέλεσε «διαπλαστική πηγή» για τη συγκεκριµένη διατύπωση.
1664
Alex. Patr. 92, φ. 418vβ (στ. 13)· φ. 419 rα (στ. 50). V. Beneševiċ, ό.π., τ. 1, σ. 598, 599· Θ. Γιάγκου, ό.π., σ. 159-160· του ίδιου, ό.π., Κανονικολειτουργικά 1 (1996) 157 κ.ε. 1665
228
ii. Το δεύτερο τροπάριο της τρίτης Ωδής αναφερόµενο προφανώς στο τρόπο µε τον οποίο οι αντιφρονούντες στο ∆όγµα της Νίκαιας πέτυχαν την καταδίκη του ιεράρχη, την καθαίρεση και την εξορία, σηµειώνει: «Τα µηχανήµατα των εχθρών κατά σου συµπλακέντα, βρόχοι ώφθησαν τούτοις, απάχοντες νοητώς τας πονηρίας αυτών…».1666 Ως πηγή του θα µπορούσαν να αποτελέσουν αρκετά κείµενα ιστοριογράφων, όπως του Σωκράτους, του Ερµεία Σωζοµενού, όµως θεωρούµε πιθανότερη την παράθεση του Θεοδωρήτου Κύρου εξαιτίας της πληρέστερης παρουσίασης του γεγονότος1667. iii. Η έκφραση «Ρητόρων έπαυσας τας φωνάς και γλώσσας επέδησας µεγαλοφθόγγους Ευστάθιε…»,1668 µε την οποία ξεκινά το πρώτο τροπάριο της πέµπτης ωδής και η οποία θυµίζει το «Ρήτορας πολυφθόγγους ως ιχθύας αφώνους…» του Ακαθίστου Ύµνου, είναι πολύ πιθανόν να βασίζεται στο έργο του Γελάσιου Κυζικηνού, το σχετικό µε την πορεία των εργασιών της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου. Εκεί ο Ευστάθιος φέρεται να απαντά σε διατυπώσεις - ενστάσεις φιλοσόφων (π.χ. Φαίδωνος) εκπροσωπώντας τους ορθόδοξους Πατέρες που συµµετείχαν στις εργασίες.1669 Το θεµατολόγιο του Κανόνα άλλοτε παρουσιάζει κοινοτοπίες και οµοιότητες, σε επίπεδο φρασεολογίας, ανάλογο µε τον εγκωµιασµό και άλλων ιεραρχών και άλλοτε προσαρµόζεται στα βιογραφικά δεδοµένα του συγκεκριµένου αγίου. Αναφορές στο πρόσωπο του ιεράρχη, το ενάρετο του βίου του, διαπιστώνουµε, επί παραδείγµατι, στο δεύτερο τροπάριο της πρώτης Ωδής, στο τέταρτο τροπάριο της έβδοµης Ωδής, στο τρίτο τροπάριο της ένατης. Με τη σοφία του Ευσταθίου Αντιοχείας ασχολούνται το πρώτο τροπάριο της πρώτης Ωδής, όπως και το δεύτερο τροπάριο της τέταρτης. Η ιερατική ιδιότητά του καταγράφεται στο τρίτο τροπάριο της έβδοµης Ωδής, όπου χαρακτηρίζεται διάκονος και λειτουργός των απορρήτων Μυστηρίων, καθώς και στο τέταρτο τροπάριο της αυτής Ωδής. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην ορθότητα της διδασκαλίας του ιεράρχη, η οποία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την αποτελεσµατική αντιµετώπιση της αιρετικής κακοδοξίας. Με την ορθοδοξία του Ευσταθίου ασχολούνται το τέταρτο τροπάριο της πρώτης Ωδής, το δεύτερο τροπάριο της πέµπτης, το πρώτο τροπάριο της έκτης, το τρίτο τροπάριο της αυτής Ωδής, καθώς και το πρώτο τροπάριο της ενάτης. Ο υµνογράφος, αφού υπογραµµίζει στο πρώτο τροπάριο της τρίτης Ωδής τον ταλανισµό της Εκκλησίας από τις αιρέσεις1670, αναφέρεται συχνά, εµµέσως ή αµέσως, στην Αρειανική αίρεση, όπως στο τρίτο τροπάριο της δεύτερης Ωδής, στο τρίτο και τέταρτο τροπάριο της τέταρτης, στο πρώτο τροπάριο της πέµπτης, στο τρίτο τροπάριο της εβδόµης, στο πρώτο και δεύτερο της ένατης Ωδής. Η καθαίρεση και η εξορία του Ευσταθίου υπονοείται, όπως σηµειώσαµε, στο δεύτερο τροπάριο της τρίτης Ωδής, ενώ εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το πρώτο τροπάριο της ένατης Ωδής, το οποίο συνδέεται µε την απόδοση του χαρακτηρισµού «οµολογητής» σε αυτόν. Όπως έχουµε ήδη επισηµάνει, άποψή µας είναι ότι ο Ευστάθιος φέρει το συγκεκριµένο χαρακτηρισµό, όχι διότι προέβη στη δραστηριότητα αυτή κατά την περίοδο των διωγµών από τους Ρωµαίους αυτοκράτορες πριν το 313, αλλά εξαιτίας της υπεράσπισης του ∆όγµατος της Νίκαιας, για την οποία διώχτηκε και καταδικάστηκε από τους αντιφρονούντες αυτού. Το τροπάριο της ένατης Ωδής σηµειώνει: «Αρθείς εις ύψος δογµάτων όσιε, συ των σεπτών την πλάνην την χαµαίζηλο, Ευστάθιε, δυσσεβών αιρέσεων διήλεγξας. Όθεν ο µ ο λ ο γ ί α ς στέφανον είληφας…»1671. 1666
Alex. Patr. 92, φ. 418vβ (στ. 23- 24 ). Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 1, 20· 21 PG 82, 968Α- 969Β. 1668 Alex. Patr. 92, φ. 419rα (στ. 49- 50 ). 1669 Γελάσιου Κυζικηνού, ό.π., 2, 14· 15 PG 85, 1256Β-1257Α. 1670 Alex. Patr. 92, φ. 418vβ (στ. 20- 21): «Σαλευοµένην την του Χριστού Εκκλησίαν ταις αύραις των αιρέσεων…». 1671 Alex. Patr. 92, φ. 420vα (στ. 111-113 ). 1667
229
δ΄ Το κείµενο του Κανόνα Κώδ. Alexandrinus Patr. 92, (1332), φφ. 418vβ- 420vβ (A.P.) Κώδ. Άθου, Μονής Ξηροποτάµου116, (13ος αι.), φφ. 183r-183v (Ξ1) Κώδ. Άθου, Μονής Ξηροποτάµου117, (13ος αι.), φφ. 223 v - 226 r (Ξ2) Κώδ. Αθηνών, Εθνικής Βιβλιοθήκης 2519, (1350), φφ. 118 v -124 r (EBE1) Κώδ. Αθηνών, Εθνικής Βιβλιοθήκης 2486, (14ου αι.), φφ. 141 v -150 r (EBE2)1672 418 vβ
Ο Κανών φέρει ακροστιχίδα: «το ευσταθές φρόνηµα τιµώ σου, Πάτερ».
5
Ωδή α΄. Ήχος πλ. β΄. Ως εν ηπείρω. Του παρακλήτου ακτίσιν, η του σοφού* ιεράρχου σήµερον, καταυγάζεται φαιδρώς* µνήµη. Και δοξάζοντας Χριστόν,* εν αυτή ταις νοηταίς λαµπρύνει χάρισιν.
Όρει των θείων αρετών διηνεκώς επιβάς,* Ευστάθιε, προσπελάσας Χριστώ* και ταις χάρισι φαιδρώς κατηυγάσθης* και <φωστήρ ώφθης τοις πέρασιν>1673. 10
Εν τοις ποικίλοις πειρασµοίς* <δοκιµασθείς ως πυρί >1674, Ευστάθιε,* και ευτόνως πυρωθείς το κάλλος απήστραψας ψυχής* και <φωστήρ υπερφαής, ώφθης τοις πέρασιν>1675.
Ύλην ενέπρισας, σοφέ,* αιρετικών των πυρί, Ευστάθιε, των δογµάτων των σοφών και λαούς εφώτισας1676,* Χριστόν τον ∆εσπότην του παντός* ορθώς δοξάζοντας. 15
20
[Θεοτοκίον] Γεωργηθέντα µε πάλαι τη του Χριστού* προµηθεία, Άχραντε, και ρυσθέντα των παθών* αυτή διατήρησον αγνώς,* τα φρικτά Αυτού υµνείν Θεία Μυστήρια. Ωδή γ΄. Ουκ έστιν άγιος ως συ. Σαλευοµένην την του Χριστού* Εκκλησίαν* ταις αύραις των αιρέσεων, πάτερ,* ενίδρυσας εις στερράν* πέτραν δογµάτων ορθών τοις ενθέοις λόγοις σου, Ευστάθιε. 1. πάτερ.Γεωργίου add. ΕΒΕ1, ΕΒΕ2 // 2. πεζεύσαντι add. ΕΒΕ1, ΕΒΕ2, Ξ1,Ξ2 // 4. φαιδρός Ξ2 // 5. χάριτι ΕΒΕ1 // 6. διηνεκώς: νεανικώς Α.P. // 9. πειρασµοίς: κινδύνοις
1672
Ο εν λόγω κώδικας µνηµονεύει ότι η Ακολουθία του Ευσταθίου ψάλλεται στο Απόδειπνο (φ. 139v). Φιλιπ. 2,15. 1674 Α΄ Κορ. 3,13· Α΄ Πέτρ. 1,7. 1675 Φιλιπ. 2,15. 1676 Πρόκειται για τον εκχριστιανισµό της Εκκλησίας της Ιβηρίας. Βλ. V. Beneševiċ, ό.π., τ. 1, σ. 598, 599· Θ. Γιάγκου, Νικόλαος ο Μαυρορείτης.., ό.π., σ. 159-160. 1673
230
Τα µηχανήµατα1677 των εχθρών* κατά σου συµπλακέντα,* βρόχοι1678 25
ώφθησαν, τούτοις* απάγχοντες νοητώς* τας πονηρίας αυτών των ευχών σου δυνάµει, Ευστάθιε.
Αποσκέδασας των εχθρών* δόγµατα, ιεράρχα, τη πνοή* των σών λόγων της αληθείας* ηµίν συνήθροισας,* τους καρπούς ανυµνούσι τον Χριστόν, Ευστάθιε. 30 419rα
35
[Θεοτοκίον] «Ευλογηµένος ο καρπός* της κοιλίας σου»1679 ώφθη αληθώς,* Παναγία, // αφθαρσίας* γαρ ηµίν εγένετο* και ζωής ακηράτου πρόξενος και πρόµαχος. Ωδή δ΄. Χριστός µου δύναµις. Θυσίαν άµωµον Χριστώ, Ευστάθιε,* καθ’ εκάστην προσφέρων των πειρασµών,* τω πυρί και θλίψεων,* <θυσία τούτω καθαρά>1680 ανεδείχθης παναοίδιµε.
Ερράγη ύψωµα* και τεταπείνωται υπερήφανον θράσος* και ευσεβών ανυψώθη φρόνηµα* τοις σοιςδιδάγµασι, σοφέ,*παµµακάριστε, Ευστάθιε. 40
Φωνάς αινέσεως* Χριστώ, Ευστάθιε, ασιγήτως προσφέρων* τας κατά σου ασήµους* εσίγησας φωνάς* και «έφραξας» εχθρών πονηρά λαλούντων «στόµατα»1681.
Σοφία κρείττονι* ενισχυόµενος των αιρέσεων, πάτερ,* παρεµβολάς τας του ψεύδους έτρεψας* και τα βραβεία* της νίκης υποδέξεται, Ευστάθιε. 45
[Θεοτοκίον] Ως θεία κλίµακα* σε υπεστήριξεν ο εκ σου* υπέρ λόγον <σάρκα λαβών>1682,* µόνη Θεονύµφευτε,* προς ουρανόν τους σε πιστώς ανυµνούντας αναφέρουσαν. ΕΒΕ2 // 9. πυρί om. ΕΒΕ1. post πυρί : χρυσός add. ΕΒΕ1 // 10. ευτόνως πυρωθείς: εν πόνω πυρσωθείς ΕΒΕ1 // 12. Ύλην: Όλην Ξ2 // 12-14. Ύλην… δοξάζοντας om. A.P., EBE2 // 12-14. Ύλην… δοξάζοντας eras. EBE1 // 17. αγνώς: αγνή ΕΒΕ2 // 17. Μυστήρια: τεράστεια Ξ1, Ξ2. τεράστια ΕΒΕ1 // 18. Ωδή γ΄ om. ΕΒΕ1 // 19. την του: του om. ΕΒΕ1, ΕΒΕ2, A.P. // 19. την του: την om. Ξ1, A.P. // 20. ενίδρυσας: ενύδρυσας Ξ2 // 20. εις om. ΕΒΕ2 // 20. στερράν: στεράν Ξ2.23. εχθρών: ευχών Ξ1, Ξ2, ΕΒΕ1 // 23. των om. ΕΒΕ2 // 24. τούτοις: τούτων ΕΒΕ2 // 24. απάγχοντες: απέχοντες ΕΒΕ2. απάγοντες Ξ1, Ξ2 // 37. ανεδείχθης: ανηνέχθης Ξ1, Ξ2, ΕΒΕ1, ΕΒΕ2 // 38-40 Φωνάς… στόµατα om. A.P., ΕΒΕ2 // 38-40 Φωνάς… στόµατα eras. ΕΒΕ1 // 39. ασίµους Ξ2 // 41-42. Σοφία… Ευστάθιε om. Ξ1, Ξ2 // 42. έτρεψας: έτρωσας ΕΒΕ2
1677
Αναφέρεται στις µηχανορραφίες των Ευσεβιανών που πέτυχαν την καθαίρεση και εξορία του Ευσταθίου. Βλ. Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 1, 20· 21 PG 82, 968Α- 969Β. 1678 Α΄ Κορ. 7, 35. Πρβλ. Κ. Σιαµάκη, Σύντοµο λεξικό της Καινής ∆ιαθήκης, σ. 20. 1679 Λκ. 1, 42· ∆ευτ. 28, 4. 1680 Φιλιπ. 4, 18. 1681 Εβρ. 11, 33· Ρωµ. 3, 19. 1682 Ιω. 1, 14.
231
50 419 rβ
Ωδή ε΄. Τω θείω φέγγει σου, αγαθέ. Ρητόρων έπαυσας τας φωνάς* και γλώσσας επέδησας µεγαλοφθόγγους,1683 Ευστάθιε,* τοις αφύκτοις βρόχοις των θείων λόγων σου,* και τους ορθοδοξούντας λαούς εφώτισας1684.
Οι των δογµάτων σου ποταµοί,* την // ιλύν κατέκλυσαν της ευσεβείας, Ευστάθιε,* και νάµασι θείοις την Εκκλησίαν Χριστού* καταρδεύσαν, υµνούσαν τον σε δοξάσαντα. 55
60
Νέκρωσας µέλη τα επί της γης,* την ψυχήν, Ευστάθιε, δι’ εγκρατείας* εζώωσας και προς ουράνιαν σωτηρίαν ανήγαγες,* συν χοροίς ασωµάτων1685,* Χριστόν δοξάζουσαν. [Θεοτοκίον] Ρυείσαν πάλαι την των βροτών* εκ της µακαρίας αγωγής και ακηράτου* µεθέξεως, φύσιν ο σός τόκος, Θεοχαρίτωτε,* εις την πρώτην αξίαν* πάλιν ανήγαγεν. Ωδή στ΄. Του βίου την θάλασσαν.1686 Ηλέχθη σοφίσµατα* δυσσεβούντων εις Θεόν* τοις λόγοις σου, Ευστάθιε, και αληθή* τετράνωται τοις πιστοίς ευσεβείας δόγµατα,* εν οις Εκκλησία ωραΐζεται.
65
Μύρα ευωδέστατα* των δακρύων τους κρουνούς,* Ευστάθιε, προσήνεγκας, διό σε ευωδία* τη νοητή του Αγίου Πνεύµατος εχαρίτωσε,* πάτερ, και εδόξασεν.
70
Άνθη ως δρεψάµενος* νοητά, και της γραφής* στέφανον τον πολύτιµον τη Εκκλησία έπλεξας Χριστού,* Ευστάθιε, δόγµασιν ευσεβείας *ενθέως διαλάµποντα. // 42. υπεδέξεται: υπεδέξω ω ΕΒΕ1 //46. αναφέρουσαν: αναφαίρουσαν A.P. 47. Φέγγει σου αγαθέ om. Ξ2 // 47. αγαθέ om. A.P., Ξ2, ΕΒΕ1, ΕΒΕ2 // 48. και γλώσσας: και τας γλωτταλγίας ΕΒΕ1 // 48. µεγαλοφθόγγους: µεγαλοφθόγγως ΕΒΕ1 // 49. τοις: ταις ΕΒΕ1 // 49. αφύκτοις: αφίκτοις Ξ2 // 50. ορθοξούντας λαούς εφώτισας: κακοδοξούντας λάλους απέδειξας Ξ1, Ξ2, ΕΒΕ1 //50. εφώτισας: εστήριξας ΕΒΕ2 // 51. ιλύν : ύλιν Ξ1, Ξ2, ΕΒΕ1, ΕΒΕ2 // 52. και νάµασι: νάµασί τε A.P. // 55. ουράνιαν σωτηρίαν: (τον) ουράνιον πόθον (ΕΒΕ1) Ξ1, Ξ2, ΕΒΕ1, ΕΒΕ2 // 55. συν χοροίς: χοροίς συν Ξ1, Ξ2, ΕΒΕ1 // 60. ανήγαγες ΕΒΕ1 // 62. Ελέχθη A.P., ΕΒΕ2. Υλέχθη Ξ2 // 62. σοφεύσµατα Ξ1, Ξ2 // 65-66. Ευστάθιε προσήνεγκας: τω Θεώ προσήγαγες Συ ΕΒΕ2 // 65. τοις κρουνοίς Ξ1, Ξ2, ΕΒΕ1 // 68. και της: τα Ξ1, Ξ2, ΕΒΕ1, ΕΒΕ2 // 69. δόγµασιν Ευστάθιε A.P., Ξ1 // 69. ευσεβείας ενθέως: ορθοδόξοις και θείοις A.P. // 69. ευσεβείας: ορθοδόξως ΕΒΕ2 // 70. διαλάµποντα: λάµποντα Ξ1, Ξ2.
1683
Γελάσιου Κυζικηνού, ό.π., 2, 14· 15 PG 85, 1256Β-1257Α. Πρβλ. V. Beneševiċ, ό.π., τ. 1, σ. 598, 599· Θ. Γιάγκου, Νίκων ο Μαυρορείτης.., ό.π., σ. 159-160. 1685 Για το ζήτηµα των αγγέλων, ως «ασώµατα όντα», βλ. ∆. Τσάµη, Εισαγωγή στη σκέψη…, ό.π., σ. 160· του ίδιου, Αγιολογία, σ. 96. 1686 Ο ΕΒΕ1 καταγράφει πλήρως τον Ειρµό της έκτης Ωδής. 1684
232
[Θεοτοκίον] Τραφέντες εν χάριτι* του ∆εσπότου και Θεού,* υιοί, Θεοχαρίτωτε, * οι πάλαι οικειώσεως της αυτού απωσάµενοι άνθρωποι,* σε απαύστως υµνούσι Θεοµήτορα. 420rβ
75
// Ωδή ζ΄. ∆ροσοβόλον µεν την κάµινον. Τω <καµίνω> µεν Ευστάθιε* <πεπύρωται>1687 πειρασµών και των θλίψεων* ουκ εφλέχθης δε το ανδρείον της υποµονής,* αλλ’ έµελπες χαίρων τω Χριστώ·* «Ευλογητός ει ο Θεός ο των Πατέρων ηµών»1688.
80
Ιδρυθέντα σε, Ευστάθιε,* ασάλευτον εν βάσει της αγάπης Χριστού,* ουκ εσάλευσαν προσβολαί εχθρών και πειρασµών,* αεί γαρ εβοάς εκ ψυχής· * «Ευλογητός ει ο Θεός ο των Πατέρων ηµών»1689. Μυστηρίων απορρήτων* ως διάκονος και λειτουργός, Ευστάθιε,* κοινωνός έργοις και τοις λόγοις* ώφθης των σοφών Χριστού Αποστόλων, εκβοών·*«Ευλογητός ει ο Θεός ο των Πατέρων ηµών»1690.
85
90
<Ως θυµίαµα δεκτόν* ευχάς,> Ευστάθιε, <προσήξας τω ∆εσπότη Χριστώ>1691,* ως θυσίαν δε των <µελών, την νέκρωσιν>1692* αυτών ανήνεγκας, πόθω εκβοών·* «Ευλογητός ει ο Θεός ο των Πατέρων ηµών»1693. [Θεοτοκίον] Ισχύν ζώσον µε* και κράτος Θεονύµφευτε, κατά παθών και θλίψεων,* και δυνάµωσον ευσθενώς δοξάζειν αεί,* και πίστει βοάν τω σω Υιώ·* «Ευλογητός ει ο Θεός ο των Πατέρων ηµών»1694.
72. τραφέντες εν: γραφέντες τη Ξ1, Ξ2, ΕΒΕ1 // 75. την κάµινον om. A.P., EΒΕ2. µεν την κάµινον Ξ2 // 76. των om. ΕΒΕ2 // 77. το ανδρείον: την ανδρείαν ΕΒΕ1 // 78. ει ο Θεός… ηµών om. Ξ1, Ξ2 // 78. πατέρων ηµών om. A.P. // 79. βάση Ξ2 // 79-81. Ιδρυθέντα… ηµών om. ΕΒΕ2 // 81. ει ο Θεός… ηµών om. A.P., Ξ2, ΕΒΕ1 // 84. ει ο Θεός… ηµών om. A.P., Ξ1 // 84. πατέρων ηµών om. ΕΒΕ1 // 85-88. Ως θυµίαµα… ηµών om. A.P., Ξ1 // 85-88. Ω(ς θυµίαµα… ηµών) eras. ΕΒΕ1// 85. δεκτόν: δεκτάς ΕΒΕ2 // 90. Ησχύν A.P. // 90. ζώσον µε : έζωσον A.P. // 91. ευσθενώς: ευσεβώς ΕΒΕ2 // 92. ει ο Θεός… ηµών om. Ξ2, ΕΒΕ1, ΕΒΕ2 // 92. Θεός… ηµών om. Ξ1, A.P.
1687
Μθ. 13, 42. ∆αν. 3, 26. 1689 ∆αν. 3, 26. 1690 ∆αν. 3, 26. 1691 Ψαλµ. 140, 2: «…κατευθυνθήτω η προσευχή µου ως θυµίαµα ενώπιόν σου, …». 1692 Ρωµ. 4, 19 1693 ∆αν. 3, 26. 1694 ∆αν. 3, 26. 1688
233
v
420 α 95
Ωδή η΄. Εκ φλογός τοις οσίοις.1695 Στηριχθείς εν τη <πέτρα Χριστού, >1696 Ευστάθιε,* // προσβολαίς των κινδύνων και περιστάσεων* µη περιτραπής αναβοάν γηθόµενος·* <Σε υπερυψούµεν εις πάντας τους αιώνας.>1697
Οι κρουνοί των ιδρώτων και των δακρύων σου,* ρείθρα των ιαµάτων 100
ηµίν επήγασας* τοις την σήν σεπτήν µνήµην γεραίρουσι,* και <υπερυψούσι Χριστόν εις τους αιώνας.>1698
Υπό πόδας τέθεικας, πάτερ, Ευστάθιε,* ορθοδόξων τα θράση τα υπερήφανα,* των αιρετιζόντων τω κράτει των λόγων σου,* όθεν σε προστάτην γενναίον ευφηµούµεν. Προς µετέωρον ύψος της καθαρότητας* επαρθείς και αγνείας, πάτερ, 105
Ευστάθιε,* είδες νοητώς τα αµήχανα <υπερυψούσι εις πάντας τους αιώνας.>1699
κάλλη
Χριστού,*
όν
[Θεοτοκίον] Ο γλυκύτατος έρως του σου Υιού* και Θεού πυρπολών, Θεοτόκε,* ηµάς τους δούλους σου, σε δοξολογείν* κατά χρέος ανίστησιν την πεποθηµένην ανθρώπων θυµηδίαν. 110
Ωδή θ΄. Θεόν ανθρώποις ιδείν αδύνατον. Αρθείς εις ύψος δογµάτων, όσιε,* σύ των σεπτών την πλάνην την χαµαίζηλον, Ευστάθιε,* δυσσεβών αιρέσεων* διήλεγξας. Όθεν* 95. µη: ου Ξ1, Ξ2 // 95. περιτραπής: περιτραπείς Ξ1, Ξ2. περιετραπείς ΕΒΕ1. ου περιετραπής ΕΒΕ2 // 95. αναβοάν γηθόµενος: αλλ’ αυτώ εκραύγαζες Ξ2. αλλ’ αυτώ ανεκραύγαζες Ξ1, ΕΒΕ1, ΕΒΕ2 // 96. τους αιώνας om. A.P., Ξ2, ΕΒΕ1 // 96. εις πάντας om. Ξ1 // 97-99. Οι κρουνοί… αιώνας om. ΕΒΕ2 // 98-99. την σήν… υπερυψούσι: ανευφηµούσι σε πόθω, Ευστάθιε, και υµνολογούσι Ξ1, ΕΒΕ1. ανευφηµούσι σε πόθω, Ευστάθιε, και υµνολογώ σε Ξ2 // 100-102. Υπό… ευφηµούµεν om. A.P. Υ(πό… ευφηµούµεν) eras. ΕΒΕ1 // 100-102. Υπό… ευφηµούµεν: Υπό πόδας σου θείας, πάτερ, Ευστάθιε, κακοδοξών τα θράση τα υπερήφανα και την του Χριστού Εκκλησίαν εφαίδρυνας, όθεν πρόµαχον σε γενναίον ευφηµούµεν ΕΒΕ2 // 100. τετέθεικας Ξ2 // 100. ορθοδόξων: κακοδόξων Ξ1, Ξ2 // 102. προστάτην: πρόµαχον Ξ1, Ξ2 // 103. επαρθείς και αγνείας: και αγνείας επηρθής ΕΒΕ2 // 103-105. Προς… υπερυψούσι om. Ξ1, Ξ2. Π(ρος …υπερυψούσι) eras. ΕΒΕ1 // 103. πάτερ om. ΕΒΕ2 // 104. υπερυψούσι: υπερυψούµεν ΕΒΕ2 // 107. γλυκύτατον όρος ΕΒΕ1 // 107. έρος A.P. // 107. πυρπολών Θεοτόκε: Θεοτόκε πυρπολών Ξ2, ΕΒΕ2 // 108-109. δοξολογείν θυµηδίαν: διανιστά κατά χρέος δοξάζειν, υµνείν την τιµιωτέραν των άνω στρατευµάτων ΕΒΕ2. σε διανιστά κατά χρέος δοξολογείν και ανυµνείν την υπερπόθητον ανθρώπων θυµηδίαν Ξ1. διανιυστά κατά χρέως δοξολογείν και υµνείν την υπερπόθητων ανθρώπων θυµηδίαν Ξ2, ΕΒΕ1 // 110. αδύνατον om. A.P., ΕΒΕ1 // 111. σύ των σεπτών… διήλεγξας: των ευσεβών την χαµαίζηλον πλάνη, Ευστάθιε, δυσσεβών αιρέσεων διήλεγξας ΕΒΕ1, ΕΒΕ2 // 112. χαµέζηλον Ξ1, Ξ2 // 112. Ευστάθιε: όσιε A.P. // 112. διήλεγξας: Ξ1, Ξ2, ΕΒΕ2.
1695
Στον ΕΒΕ2 καταγράφεται ολόκληρος ο Ειρµός. Α΄ Κορ. 10, 4. 1697 ∆αν. 3, 26. 1698 ∆αν. 3, 26. 1699 ∆αν. 3, 26. 1696
234
οµολογίας1700 στέφανον είληφας* τον νικοποιόν διανυµνών και πάντων Κύριον. 115
Τεµών αξίνη των θείων λόγων σου,* τας πονηράς αιρέσεων
ακάνθας1701, Ευστάθιε,* εν τη Εκκλησία επλεόνασας,1702* σπόρον ορθοδοξίας,*ου ο καρπός ζωήν* ήνεγκεν ηµίν* τοις τον Χριστόν πόθω δοξάζουσιν. 120
Εκ γης απάρας ψυχής το φρόνηµα προς ουράνιον*και κάλλει τα εκείσε Ευστάθιε* µετεβίβασας τούτο και ύψωσας σεαυτόν εγκρατείας,* πάτερ, ταις πτέρυξιν* τοις των ασωµάτων1703* νοητώς θείοις στρατεύµασιν.
Ροάς χαρίτων, πάτερ, Ευστάθιε, βλύζων * αεί την φλόγα των κινδύνων 125
και θλίψεων* και ηµών κατάσβεσον αιτούµενος τη του Χριστού Εκκλησία,* την αστασίαστον1704 *και θείαν ειρήνην1705,* εκτενώς τούτον δοξάζουσαν. [Θεοτοκίον] <Υιούς Θεού> ηµάς απειργάσατο * ο την βροτών εκ σου φορέσας φύσιν1707 Πανάχραντε,* Υιός Θεού και Λόγος Χριστός ο Θεός.* Όθεν οι θεωθέντες χάριτι,* άπαντες σε Θεοκυήτορα* αεί πόθω δοξάζοµεν. 1706
113. νικοποιόν: νικητικόν ΕΒΕ2 // 113. και om. ΕΒΕ2 // 113. διανυµνών: δοξολογών Ξ1, Ξ2 // 114. Κύριον: Κύριος Ξ2 // 115. αξήνη om. ΕΒΕ1 // 115-116. αιρέσεων ακάνθας: ακάνθας αιρέσεων Ξ1, Ξ2, ΕΒΕ2 // 116. Ευστάθιε εν τη: όσιε τη 116. επλεώνασας A.P. // 117-118. τον Χριστόν … δοξάζουσιν: τον ∆εσπότην µεγαλύνουσιν Ξ1, Ξ2, ΕΒΕ1. των ∆εσπότην Ξ2 // 117. τοις τον Χριστόν πόθω: τοις ευσεβώς αυτόν ΕΒΕ2 // 119-121. Εκ γης… στρατεύµασιν om. ΕΒΕ2 // 119. κάλλει p.c. // 119. και κάλλει … εκείσε: και τα εκείσε κάλλη ΕΒΕ1, Ξ1, Ξ2 // 120. µεταβίβασας τούτο: τούτο µεταβίβασας Ξ1, Ξ2, ΕΒΕ1 // 120-121. σεαυτόν εγκρατείας, πάτερ, ταις πτέρυξιν: εαυτόν εγκρατείας, πόνοις ενούµενος Ξ1, Ξ2, ΕΒΕ1 // 122.-125. Ροάς… δοξάζουσαν om. A.P., Ξ1 // 122. Ροάς: Ροαίς ΕΒΕ2 // 128. Θεού om. Ξ1, Ξ2, ΕΒΕ1 // 128. ο Θεός: Ιησούς ΕΒΕ2 // 129. θεωθέντες om. Ξ2, ΕΒΕ, ΕΒΕ2 // 129. Θεοκυήτορα: θεογεννήτρια ΕΒΕ2.
1700
Πρβλ. Αθανασίου Αλεξανδρείας, Ιστορία Αρειανών, PG 25, 649Β. Λκ. 8,7. 1702 Λκ. 8, 8. 1703 ∆. Τσάµη, Εισαγωγή…, ό.π., σ. 160. 1704 Γρηγορίου Νανζιανζηνού, Λόγος 22, 14 PG 35, 1148Β. 1705 Φιλ. 4, 7· Κολ. 3, 15. 1706 Μθ. 5, 9. 1707 Φιλιπ. 2, 7· Ιω. 1, 14. 1701
235
2. Β΄ ΚΑΝΟΝΑΣ: «ΤΟΝ ΙΕΡΑΡΧΗΝ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ….» α΄ Η χειρόγραφη παράδοση του Κανόνα α Την 22 του µηνός Φεβρουαρίου, σύµφωνα µε το Σιναϊτικό κώδικα, φέρεται Κανόνας προς τιµήν «του αγίου Ευσταθίου Αρχιεπισκόπου Αντιοχείας». Ο εν λόγω Κανόνας απαντάται στους ακόλουθους δύο κώδικες: Κώδικας Σλ.: Με το συµβολισµό αυτό1708 αναφερόµαστε στο Σιναϊτικό κώδικα (Sin. Gr.) 602, στον οποίο διασώζονται τρεις Κανόνες προς τον Ευστάθιο Αντιοχείας. Ο συγκεκριµένος, υπ’ αρ. 507 στην αρίθµηση της κας Ε. Φωτοπούλου1709, καταγράφεται δεύτερος στον κώδικα του Σινά, στα φύλλα 123r-125v. Ο Σλ. είναι περγαµηνός, αριθµεί 172 φύλλα και χρονολογείται το 13ο αι1710. Κάθε σελίδα αποτελείται από 29-30 σειρές, ενώ διαπιστώνουµε προσθήκες στην ώα, όπως επίσης και αραβικές σηµειώσεις σε ορισµένα φύλλα του (π.χ. 119v). Η γραφή είναι κατακόρυφη, λειτουργική. Κώδικας Mg.: Η Μαρκιανή Βιβλιοθήκη διασώζει τον κώδικα Marc. Gr. II 166, ο οποίος περιλαµβάνει στα φύλλα του 291v-292v το συγκεκριµένο Κανόνα του Ευσταθίου Αντιοχείας, στον οποίο αναφερόµαστε µε το συµβολισµό Mg. Ο κώδικας είναι περγαµηνός και χαρτώος, ενώ το τµήµα που περιλαµβάνει τον Κανόνα του Ευσταθίου είναι περγαµηνό. Αποτελείται από 302 φύλλα διαστάσεων 26,5 × 20,6 τα οποία περιλαµβάνουν Κανόνες των µηνών Σεπτεµβρίου έως Φεβρουαρίου και χρονολογείται µεταξύ 13ου και 14ου αι1711. Κάθε φύλλο το οποίο είναι δίστηλο, αποτελείται από 58 σειρές. Η γραφή είναι λεπτή, κατακόρυφη, λειτουργική. β΄ Μορφολογία του Κανόνα Με αφετηρία την έκφραση «τον ιεράρχην του Χριστού…» φέρεται ο εν λόγω Κανόνας προς τον Ευστάθιο Αντιοχείας µε ακροστιχίδα, που µνηµονεύεται στον Σλ., «τον Ευστάθιον α<ξ>ίως υµνών κροτώ»,1712 Ανατολικού, µε την επισήµανση ότι στην ακροστιχίδα δεν περιλαµβάνονται τα Θεοτοκία. Ο Κανόνας φέρεται σε ήχο πλ. β΄, «Τω εν θαλάσση ερυθρά…», ενώ αξίζει να σηµειωθεί ότι και στους δύο κώδικες καταγράφονται ολόκληρα τα τροπάρια των Ειρµών, µέχρι και την έκτη Ωδή. Η πρώτη Ωδή µε Ειρµό «Τω εν θαλάσση ερυθρά…», απαρτίζεται από τρία τροπάρια και το Θεοτοκίον. Η τρίτη Ωδή αποτελείται από ισάριθµα τροπάρια, το Θεοτοκίον –το οποίο απουσιάζει από τον κώδικα Σλ.- και µε Ειρµό «Ο στερεώσας τους ουρανούς…». Ακολουθεί το Μεσοκάθισµα του Όρθρου. Η τέταρτη Ωδή φέρει Ειρµό το «Κύριε την ακοήν σου…» και αποτελείται επίσης από τρία τροπάρια και το Θεοτοκίον. Αξίζει να σηµειωθεί ότι ο Σλ. περιλαµβάνει µεταξύ του δεύτερου και τρίτου τροπαρίου της Ωδής ακόµη ένα, το «Θεολογών ορθοδόξως…». Ο Ειρµός «ο το µεσότοιχον του φραγµού…» συνοδεύει την πέµπτη Ωδή, η οποία αποτελείται από τρία τροπάρια και το Θεοτοκίον. Τα δύο τροπάρια και το Θεοτοκίον της έκτης Ωδής συνοδεύει ο Ειρµός «Εβόησα εν θλίψει προς τον οικτίρµονα…», ενώ αυτού έπεται, µονάχα στον Mg., σύντοµο συναξάριο της άθλησης του αγίου µάρτυρος Αντωνίου, του εξ Αλεξανδρείας (9/ 8)1713. Η έβδοµη Ωδή, η οποία αποτελείται από τρία τροπάρια και το Θεοτοκίον, φέρει ατελή Ειρµό προς το «ο των οσίων παίδων…». Τον ατελή Ειρµό «της µουσικής συµφωνίας…» της όγδοης Ωδής, ακολουθούν τρία τροπάρια και το Θεοτοκίον. Επίσης µε ατελή Ειρµό προς το «Η διά λόγου τον Λόγον…», καθώς και µε τέσσερα τροπάρια, το Θεοτοκίον, συντίθεται η ένατη Ωδή, µε την οποία και ολοκληρώνεται ο παρών Κανόνας προς τιµήν του Ευσταθίου Αντιοχείας. 1708
Για το συµβολισµό αυτό βλ. Ε. Tomadaki, ό.π., AHG 6 (1974) 470. Ε. Παπαηλιοπούλου- Φωτοπούλου, ό.π., σ. 169. 1710 K.W. Clark, Checklist of the Manuscripts in St. Catherine’ s Monastery, mount Sinai, σ. 9. 1711 E. Mioni, Bibliothecae Divi Marci Venetiarum. Codices Graeci Manuscripti. τ. 1, σ. 79, 81. 1712 Sin. Gr. 602, 123r · Ε. Παπαηλιοπούλου- Φωτοπούλου, ό.π., σ. 169. 1713 Σ. Ευστρατιάδου, (µητρ.), Αγιολόγιον, σ. 47. 1709
236
γ΄ Πηγές και Περιεχόµενο του Κανόνα Ο εν λόγω Κανόνας παρουσιάζει µεγαλύτερη εξάρτηση από τις πηγές, όπως επίσης παρέχει περισσότερες βιογραφικές πληροφορίες του αγίου, σε σχέση µε τον προηγούµενο. Οι Βιβλικές παραθέσεις στον Κανόνα είναι περιορισµένες. Από την έρευνα εντοπίσαµε τρεις Παλαιοδιαθηκικές και εννέα Καινοδιαθηκικές παραθέσεις, κυρίως από τις Παύλειες επιστολές. Όπως σηµειώσαµε ήδη, ο ποιητής του Κανόνα δεν δηµιουργεί παραβλέποντας το πηγαίο υλικό του. Κύριες διαπλαστικές πηγές του φαίνεται ότι αποτελούν τα κείµενα των ιστοριογράφων Ευσεβίου Καισαρείας, Φιλοστόργιου, Σωκράτους, Ερµεία Σωζοµενού, Νικηφόρου Κάλλιστου, χωρίς να παραβλέπονται πιθανές επιδράσεις από το Φακούνδο Ερµειανής, τον Ιωάννη το Χρυσόστοµο, αλλά και από τον ίδιο τον Ευστάθιο, τα οποία έχουν ως εξής: i. Στο δεύτερο τροπάριο της πρώτης Ωδής σηµειώνεται: «όπλω σταυρού καθοπλισθείς, του κοσµοκράτορος τυράννου, όπλοις είλες πάσαν ισχύν…». Στους συγκεκριµένους στίχους, αν παραβλέψουµε τη δικαιολογηµένη υµνογραφική υπερβολή, πρέπει να δούµε εξάρτηση τόσο από τον Ευσέβιο Καισαρείας, όσο και από τους ιστορικούς Σωκράτη και Σωζοµενό, οι οποίοι καταγράφουν τις αντιδράσεις των πιστών που επακολούθησαν της καθαίρεσης του Ευσταθίου, µε αποτέλεσµα, προκειµένου να κατασταλεί η εξέγερση στην τοπική Εκκλησία, να επιβάλλεται η αποστολή στρατιωτικής δύναµης, µε αυτοκρατορική εντολή.1714 Άποψή µας είναι ότι οι στίχοι αναφέρονται στο συγκεκριµένο περιστατικό. ii. Το τέταρτο (τρίτο, στον κώδικα Mg.) τροπάριο της τέταρτης Ωδής φέρει για τον Ευστάθιο το χαρακτηρισµό του «κορυφαίου» των Ιεραρχών, του φωτοβόλου στύλου της Συνόδου της Νίκαιας. Ο συγκεκριµένος χαρακτηρισµός φαίνεται να προήλθε άµεσα από επίδραση του Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος είναι ο µόνος από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς ο οποίος χαρακτηρίζει τον ιεράρχη «κορυφαίο»1715 σε σχέση µε τις εργασίες της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου και έµµεσα από το Φακούνδο Ερµιανής, ο οποίος τον χαρακτηρίζει «πρώτο»1716 στη συγκεκριµένη εκκλησιαστική πράξη. iii. Από το έργο του Ευσταθίου Αντιοχείας, «Κατά Φωτεινού»,1717 φαίνεται να έχει δεχτεί επιδράσεις το τέταρτο τροπάριο της τέταρτης Ωδής του κώδικα Σλ. (και της έκδοσης που ακολουθεί), το οποίο αναφέρεται στη θεολογική διδασκαλία, Τριαδολογία του. Ειδικότερα γίνεται αναφορά στα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, στο κοινό της φύσεως. iv. Με την εξορία του Ευσταθίου Αντιοχείας ασχολείται, µεταξύ των άλλων, το δεύτερο τροπάριο της πέµπτης Ωδής χρησιµοποιώντας το χαρακτηρισµό «υπερορίαις», προσδιορίζοντας τοπικά τη συγκεκριµένη πραγµατικότητα. Τον ίδιο χαρακτηρισµό αξιοποιεί και ο ιερός Χρυσόστοµος1718, από τον οποίο φαίνεται ότι έχει δεχτεί επίδραση ο ποιητής του Κανόνα. 1714
Σωκράτους Σχολαστικού, ό.π., 1, 24, PG 67, 145ΑΒ: «Τότε δε εν τη Αντιοχεία δεινή στάσις επί τη αυτού καθαιρέσει γεγένηται.Και µεταταύτα πολλάκις περί επιλογής επισκόπου τοσούτος εσήρθη πυρσός, ως µικρού διήσαι την πάσαν ανατραπήναι πόλιν, εις δύο τµήµατα διαιρεθέντος του λαού·… Και στρατιωτική χείρ, ως κατά πολεµίων κεκίνητο, ως και ξιφών µέλλειν άπτεσθαι, ει µη ο Θεός τε και ο παρά του βασιλέως φόβος, τας ορµάς του πλήθους ανέστειλεν.» Πρβλ. Ευσεβίου Καισαρείας, Εις τον βίον του Κωνσταντίνου, 3, 59, PG 20, 1125CD· Ερµεία Σωζοµενού, ό.π., 2, 19 PG 67, 981BC. 1715 Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως, ό.π., PG 100, 1053C: «Ευστάθιος, ο εν τη πρώτη συνόδω Νικαίας κ ο ρ υ φ α ί ο ς, ο και εκβληθής υπό Αρειανών». 1716 Φακούνδου Ερµιανής, Pro Difensione Trium Capitalorum, 8, 1, PL 67, 795A: “Nam beatus Eustachiums Antiochenus episcopus, qui p r i m u s in Nicaeno concilio fuit”. 1717 R. Lorenz, ό.π., Zeitscrift fűr die Neutestamentliche Wissenschaft 71 (1980) 110 υποσ. 4. 1718 Ιωάννου Χρυσοστόµου, ό.π., PG 50, 604Α· 601D: «…και προς την υπερορίαν µετάστησαν, …».
237
v. Το τρίτο τροπάριο της αυτής Ωδής που αναφέρεται επίσης στην εξορία του Ευσταθίου, κάνει χρήση του όρου «Εσπέριον», ο οποίος πρέπει να αποτελεί επίδραση του σχετικού κειµένου από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Φιλοστόργιου1719. vi. Η σύνδεση της εορτής του Ευσταθίου µε την ανακοµιδή των λειψάνων του υπονοείται στο τρίτο τροπάριο της ένατης Ωδής. Όπως έχουµε ήδη σηµειώσει, ο µόνος κώδικας τον οποίο εντοπίσαµε να καταγράφει το «δεσµό» αυτό κατά την 5η Ιουνίου, είναι εκείνος της Μονής Φιλοθέου1720. ∆εν αποκλείεται, συνεπώς, ο ποιητής να τον έλαβε υπόψη του κατά τη σύνταξη του Κανόνα, εφόσον βέβαια δε γνώριζε τη συγκεκριµένη παράδοση και µε δεδοµένο ότι ως ηµεροµηνία µνήµης του αγίου είχε καθιερωθεί η 21η Φεβρουαρίου, όπως φαίνεται και από τη σχετική καταγραφή στην αρχή του Κανόνα. Η θεµατολογία του Ευσταθίου αντλείται αφενός από το πρόσωπο, την δραστηριοποίησή του και αφετέρου από την αιρετική κακοδοξία, τη µετά θάνατον απόδοση τιµής που του παρείχε το εκκλησιαστικό σώµα. Στην ιερατική διακονία του αναφέρεται το πρώτο τροπάριο της πρώτης Ωδής, το τέταρτο τροπάριο της τέταρτης Ωδής, το πρώτο τροπάριο της έκτης Ωδής, καθώς και το τέταρτο τροπάριο της ένατης. Τις γνώσεις, τη σοφία του ιεράρχη καταγράφουν το τρίτο τροπάριο της πρώτης Ωδής, όπως και το τρίτο τροπάριο της τρίτης Ωδής, ενώ στο πρώτο τροπάριο της τρίτης και πέµπτης Ωδής γίνεται λόγος για «θεωρία πρακτική» σ’ αυτόν. Η διδασκαλία του Ευσταθίου, η ορθοδοξία και ορθοπραξία του αποτελούν το αντικείµενο του πρώτου τροπαρίου της εβδόµης Ωδής, του τρίτου της ένατης, του τρίτου της τετάρτης, καθώς και του πρώτου της πέµπτης Ωδής. Στη συµβολή του ιερού Πατρός κατά τις εργασίες της Συνόδου της Νίκαιας αναφέρεται το τέταρτο τροπάριο της τέταρτης Ωδής, ενώ σε αρκετά σηµεία του Κανόνα µαρτυρείται η πολεµική του Ευσταθίου κατά των αιρετικών, όπως στο δεύτερο τροπάριο της τρίτης Ωδής, στο Θεοτοκίο της τέταρτης, στο πρώτο τροπάριο της ένατης, κατά του Αρείου (στο δεύτερο τροπάριο της τέταρτης Ωδής, στο αυτό της έκτης, στο πρώτο της ογδόης), κατά των Αρειανών γενικότερα (στο πρώτο τροπάριο της τέταρτης Ωδής), καθώς και κατά του Σαβέλλιου (στο τρίτο της τέταρτης, στο πρώτο της όγδοης Ωδής). Η εξορία και οι δυσκολίες που αντιµετώπισε ο Ευστάθιος σε αυτή, καταγράφονται αµέσως ή εµµέσως στο δεύτερο τροπάριο της τέταρτης Ωδής, στο δεύτερο και τρίτο τροπάριο της πέµπτης, στο δεύτερο τροπάριο της όγδοης Ωδής. Με τα λείψανα του αγίου, την εορτή µνήµης του, ασχολούνται το δεύτερο και τρίτο τροπάριο της ένατης Ωδής, ενώ έµµεσο λογοπαίγνιο µε το όνοµα του Ευσταθίου διαπιστώνεται στο δεύτερο τροπάριο της ένατης Ωδής, όπου σηµειώνεται «Όντως επώνυµε, πάτερ, της ευσταθείας εωρακώς, ορθοδοξίας πέφυκας…», φαινόµενο που δεν είναι σπάνιο στη βυζαντινή υµνογραφία1721. Με εξαίρεση τα Θεοτοκία, που συχνά αναφέρουν Τριαδολογικά στοιχεία, καταγράφονται, όπως επισηµάναµε ήδη και στο τρίτο τροπάριο της τέταρτης Ωδής. Ο Ευστάθιος Αντιοχείας, χαρακτηρίζεται «διδασκάλων κλέος», «άριστος των διδασκάλων», αλλά και εκείνων ο «πρόδροµος», στο τέταρτο τροπάριο της ένατης Ωδής, στο δεύτερο της τέταρτης, όπως και στο πρώτο τροπάριο της έκτης. Το ωραιότερο ίσως, τροπάριο του Κανόνα, το οποίο αξιοποιεί και εικόνα από την ενασχόληση των αγροτών, είναι το πρώτο της όγδοης Ωδής, όπου σηµειώνεται: «Ώσπερ αξίνη η γλώσσα η θεοφόρητός σου, πέλεκι εξερίζων, συ µεν γαρ την δυσσεβή Αρείου διαίρεσιν και την σύγχυσιν αύθις θεότητος της µιάς του Σαβελλίου, Ευστάθιε.» 1719
Φιλοστόργιου, ό.π., PG 65, 472Α: «… εις την Ε σ π έ ρ α ν µεθόριον ποιησάµενος.» Κώδικας Φιλοθέου 8, φ. 47vα (στ. 75-79). 1721 Ενδεικτικά: Θ. Ξύδη, Βυζαντινή υµνογραφία, σ. 405, όπου και σχετική βιβλιογραφία. 1720
238
δ΄ Το κείµενο του Κανόνα Κώδ. Venezianus, Marc. Gr. II 166, (13ος –14ος αι.), φφ. 292 r β- 292vα (Mg.) Κώδ. Mount Sina, Sinait. Gr. 602, (13ος αι.), φφ. 123r -125v (Σλ.) 292rα
Έτερος κανών· φέρων ακροστιχίδα τήνδε: «Τον Ευστάθιον αξίως ύµνων κροτώ». Έστιν δε η ακροστιχίδα άνευ των Θεοτοκίων.
5
Ωδή α΄. Ήχος πλ. β΄. Τω εν θαλάσση Ερυθρά,1722* ως διά ξηράς* καθοδηγήσαντι τον Ισραήλ,* Χριστώ τω Θεώ ηµών άσωµεν άσµα καινόν.
Τον ιεράρχην του Χριστού* και µέγαν όντως κήρυκα,* πάντες πιστοί, Ευστάθιον* άσµασι θείοις υµνήσωµεν.
Όπλω σταυρού καθοπλισθείς,* του κοσµοκράτορος τυράννου,* όπλοις είλες πάσαν ισχύν1723,* δι’ έρωτα, όσιε, του Θείου Πνεύµατος.
10
Νόµος ως λύχνος1724 γεγονώς* τη Εκκλησία και φάος γνώσεως,* τους εξ αυτών φωτίζων *θείοις σου, πάτερ, διδάγµασιν. [Θεοτοκίον] Την απορρήτως εν γαστρί* Θεόν τον όλων κυοφορήσασαν* πάντες πιστοί, απαύστως * υµνήσωµεν ως θεοµήτορα.
15
Ωδή γ΄. <Ο στερεώσας τους ουρανούς* και την γην επί των υδάτων>,1725* στερέωσόν µε, Κύριε.
Εν θεωρείες ταις πρακτικαίς * ώφθης, ιεράρχα,* εκλάµπων υπέρ ήλιον. Ύθλον υπέδειξας θαυµαστέ,*των αιρετιζόντων*τα βλάσφηµα δόγµατα. 20
Σέλας υπάρχουσιν οι σοφοί* λόγοι σου παµµάκαρ,* φωτίζοντα τα δόγµατα. [Θεοτοκίον] Ως δυσωπούσαν υπέρ ηµών,* την αγίαν Θεοτόκον,* εν ύµνοις µακαρίσωµεν. 1- 2. Έτερος… Θεοτοκίων om. Mg. // 3. Ο Κανών Mg. // 5. άσωµεν om. Mg // 8. σταυρού: σταυρώ Σλ. // 8-9. όπλοις είλες πάσαν ισχύν: είλες του κοσµοκράτορος πάσαν ισχύν Σλ. // 10. γεγονως codd. // 11. εξ αυτών: εν αυτή Σλ. // 11. θείοις : τας θείοις Σλ. // 16. Κύριε om. Σλ. // 17. θεωρείες: θεωρία Σλ. // 19. υπέδειξας: απέδειξας Σλ. // 19. αιρετιζώντων Σλ. // 23-24. Ως … µακαρίσωµεν om. Σλ.
1722
Έξ. 14, 16-20· 26-27. Σωκράτους, ό.π., 1, 24, PG 67, 145ΑΒ· Ευσεβίου Καισαρείας, ό.π., 3, 59, PG 20, 1125CD· Ερµεία Σωζοµενού, ό.π., 2, 19 PG 67, 981BC. 1724 Μθ. 5, 15. 1725 Ψαλµ. 103, 3·5. 1723
239
25
292rβ 30
Ωδή δ΄. <Κύριε, την ακοήν σου εισακήκοα και εφοβήθην.>1726* Κύριε, τα έργα σου κατενόησα και εξέστη,* ότι <Θεός υπάρχων,* γέγονας άνθρωπος.>1727
Τάγµατα των ορθοδόξων µακαρίζει σε,* τα σα ορώντες, πάνσοφε, // δόγµατα,* ανατρέποντα θεοφρόνως Αρειανών* κακίστην πάσαν ασέβειαν.
Άριστε των διδασκάλων,* ενδιαίτηµα του Θείου πέλων Πνεύµατος. Ευστάθιε,* το ασέβηµα του Αρείου,* σοις θεοσόφοις λόγοις, σαφώς εδίωξας. 35
Θεολογών ορθοδόξως,* της θεότητος ανακηρύττεις, πάνσοφε, Ευστάθιε,* Τρισυπόστατον µίαν φύσιν1728* και εξουσίαν αύθις µίαν και δύναµιν1729. Ιεραρχών κορυφαίος1730,* ο τον στύλον τον εν Νικαία λάµψας σοφοίς
40
διδάγµασι,* άπερ ράπισας, θεοφρόνως* τον ασεβή Σαβέλλιόν τε και Άρειον. [Θεοτοκίον] Ως άγκυραν ασφαλή,* σε τείχος µέγα, σε παντός του κόσµου έχοντες µητρόθεε,* ασπαζόµεθα την µορφήν σου,* αιρετικών ρηπτούνται τα ληδορήµατα. 1731
45
Ωδή ε΄. <Ο το µεσότοιχον του φραγµού διαρρήξας>1732* και αποκτείνας «την έχθραν εν τη σαρκί»1733*την σην ειρήνην,*παράσχου ηµίν φιλάνθρωπε.
Ο θείαις πράξεσιν του βίου σου,* λαµπρύνας και θεωρίαις, παµµάκαρ, ιεράρχα,* ταις σαις πρεσβείαις,* ηµάς ορθοδόξως τήρησον. 50
Νίκην εδέξω ουρανόθεν, παµµάκαρ, υπερορίαις1734* στελλόµενος και πόνοις, *ορθοδοξίας ανέτλης* µακροίς τον δρόµον σου. 27. εξέστιν codd. // 31. δόγµατα: διδάγµατα Σλ. // 33-34. σαφώς εδίωξας: τρανώς διήλεγξας Σλ. // 35-37. Θεολογών… δύναµιν. οm Mg. // 42. σε: τε Σλ. // 44. ληρωδήµατα Σλ. // 46. µεσότυχον codd. // αποκτίνας Mg. // τήρισον Mg.
1726
Γέν. 2, 10. Φιλιπ. 2, 5-7. 1728 R. Lorenz, ό.π., Zeitscrift für die Neutestamentliche Wissenschaft 71 (1980) 110 υποσ. 4. 1729 Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, 19 PG 18, 653Α. 1730 Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως, ό.π., PG 100, 1053C. 1731 Εβρ. 6, 19. 1732 Εφ. 2, 14. 1733 Εφ. 2, 14. 1734 Ιωάννου Χρυσοστόµου, ό.π., PG 50, 604Α· 601D. 1727
240
Άκρας των πόλεων της εώας, *παµµάκαρ, σκορακισθείς εωσφόρως* την λήξιν* πάσαν καταυγάσας την Εσπέριον1735.
55
[Θεοτοκίον] Χαίρε πανύµνητε, Θεοτόκε, Παρθένε,* η συλλαβούσα ασπόρως* Θεόν Λόγον, * τα σα ελέη παράσχου ηµίν δεόµεθα. Ωδή στ΄. Εβόησα εν θλίψει* προς τον οικτίρµονα και φιλάνθρωπον, Θεόν* ανήγαγές µε εκ βάθους * των πολλών µου κακών, * ως εύσπλαχνος.
60
Ιεραρχών το κλέος* και διδασκάλων ο πρόδροµος υπέρ σης ποίµνης,* πάτερ, τον Θεόν* δυσώπει την ειρήνην * αυτήν δωρήσασθαι. Ως ζηλωτής υπάρχων* του θεσπεσίου Ηλιού, κατατέτµηκας, πάτερ,* του Αρείου *την λύσσαν βλασφηµούσαν, * Χριστόν, Ευστάθιε.
65
[Θεοτοκίον] Εκύησας, Παρθένε,* τον του Πατρός µονογενή αρρήτως υιόν,* διά βροτών σωτηρίαν,* σαρκωθέντα εκ σου, *ως εύσπλαχνον. Ωδή ζ΄. Ο των οσίου σου παιδών. Σελασφόρος σοις λόγοις ώφθης* τη οι // κουµένη, ελαυνόµενος *υπέρ της ευσεβείας,* Ευστάθιε, µακάριε.
292vα 70
Υπεράρχιον1736, µίαν θεότητα,* παµµάκαρ, Τρισυπόστατον * της Αγίας Τριάδος, * Ευστάθιε, εκήρυξας.
Μετά πλείστους κινδύνους * και πόνους, ους ανέτλης,* δι’ ευσέβειαν, συν αγγέλλοις χορεύεις* αξίως, ω Ευστάθιε. 75
80
[Θεοτοκίον] Η τον Θεόν συλλαβούσα* και τεκούσα αφράστως,* τους υµνολογούντας σε, Παναγία, Παρθένε, * ελέησον, η ελπίς ηµών. Ωδή η΄. Της µουσικής συµφωνίας. Ώσπερ αξίνη *η γλώσσα η θεοφόρητός σου, πέλεκι εξερίζων, * συ µεν γαρ την δυσσεβή Αρείου διαίρεσιν* και την σύγχυσιν αύθις θεότητος της µίας, *του Σαβελλίου, Ευστάθιε.
52. εωσφόρος Mg. ως φωστήρ εωσφόρος Σλ. // 60. πρόδροµος: πρόβος Mg. // 65. αρρήτως: απορρήτως Σλ. // 66. ως: ωσί Mg. // 69. µάκαρ Mg. 1735 1736
Φιλοστόργιου, ό.π., PG 65, 472Α. ∆ιονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί ουρανίου ιεραρχίας, PG 3, 121Α.
241
Νέος εδείχθης *τω κόσµω απόστολος, τρισµάκαρ,* διδεύων τω
Λόγω εκ της εώας, πάσαν Εσπέριον1737* εξεδίδαξας σέβειν Τρισήλιον * ακτίνα της µίας, πάτερ, θεότητος. 85
90
Κατατρυφώµεν,* παµµάκαρ, των σων, Ευστάθιε,* πανσόφων διδάγµατα, ευσεβώς οι ορθοδόξως * πίστει κραυγάζοντες, * ιερείς <ευλογείτε, λαοί, φυλή και γλώσσαι υπερυψούτε>1738. [Θεοτοκίον] Η συλλαβούσα *τον Λόγον απείρανδρε Παρθένε, * τον εκ σου σαρκωθέντα, άνευ σποράς,1739 * Χριστόν εκδυσώπησον, ίνα σώση τον κόσµον όν έπλασεν, * εκ κινδύνων αµαρτιών χειµαζόµενον. Ωδή θ΄. Η διά λόγου τον Λόγον, η µόνη κυήσασα,* αιρετικών τα «στόµατα έφραξον»1741 δυσφηµούντων εις σε, * ίνα και τον εκ σου* τεχθέντα, οµοφρόνως µεγαλύνοµεν. 1740
95
Όντως επώνυµε, πάτερ, της ευσταθείας έρκος,* ορθοδοξίας πέφυκας, πάνσοφε, Εκκλησίας Χριστού. * Όθεν σου την εορτήν ενθέως* εορτάζει την ετήσιον.
Των ιερών σου και θείων λειψάνων, όσιε,* εφαπτωµένοις αιτήσαι 100
πάντοτε, ιαµάτων τυχείν, * ίνα σου την εορτήν ευφρόνως* εκτελώσιν ω Ευστάθιε.
Ώ διδασκάλων το κλέος, αρχιερέων η δόξα,* ουρανίων ασωµάτων σύσκηνε, όσιε εκδυσώπει Χριστόν,* βλαπτικής ηµάς του βίου, πάτερ,*δυσχερείας λυτρωθήναι αεί. 105
[Θεοτοκίον] Η τον υπέρ νουν συλλαβούσαν* τον ποιητήν του παντός, ως Θεοτόκον,* άπαντες ύµνοις δοξολογήσωµεν, ότι εκτενώς απαύστως* ικέτευε του σωθήναι ηµάς.
86. υπερυψούτε om Mg.// 89. Χριστόν:Θεόν Σλ. // 92. Η om. Σλ. // 98. εφαπτοµένοις Σλ.// 99. ευφρόνως: εµφρόνως codd. // 101. η om Σλ. // 101. ουρανίων: των Σλ. // 105. Η τον: Την Σλ.
1737
Φιλοστόργιου, ό.π., PG 65, 472Α. ∆αν. 3, 88. 1739 Λκ. 1, 34. 1740 Λκ. 1, 35. 1741 Εβρ. 11, 33· Ρωµ. 3, 19. 1738
242
3. Γ΄ ΚΑΝΟΝΑΣ (ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ): «ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΜΟΥ ΠΛΗΡΩΣΟΝ….» α΄ Η χειρόγραφη παράδοση και µορφολογία του Κανόνα Ο Κανόνας προς τιµήν του Ευσταθίου Αντιοχείας που παρουσιάζουµε ακολούθως, φαίνεται να είναι Παρακλητικός και όχι Κανόνας Όρθρου. Προς την κατεύθυνση αυτή συνηγορούν, η απουσία Καθισµάτων, Συναξαρίου, που να παρεµβάλλονται µεταξύ των τροπαρίων, κυρίως όµως ο τύπος της µουσικής, µετρικής, που είναι εκείνος των Παρακλήσεων σε ήχο πλ. δ΄, προς το «Υγράν διοδεύσας». Ο εν λόγω Κανόνας φαίνεται να σώζεται µονάχα στο Σιναϊτικό κώδικα 602 (Σλ.), για τον οποίο έχουµε κάνει ήδη λόγο και δε θα επανέλθουµε σε στοιχεία κωδικολογίας1742. Απλά σηµειώνουµε ότι στα φύλλα 120v-123r, περιλαµβάνεται ο Κανόνας του Ευσταθίου, (αρ. 509, στους καταλόγους της κας Ε. Φωτοπούλου)1743, ο οποίος προηγείται δύο άλλων για τον ίδιο άγιο. Αξίζει να σηµειωθεί ότι οι Ειρµοί των Ωδών καταγράφονται ατελείς. Η ακροστιχίδα του Κανόνα, η οποία µνηµονεύεται στον κώδικα, έχει ως εξής: «Τον ιεράρχην Ευστάθιον αινέσω, Πέτρος». Η πρώτη Ωδή αποτελείται από τρία τροπάρια και το Θεοτοκίον και φέρει Ειρµό «Υγράν διοδεύσας…». Ισάριθµα τροπάρια καταγράφονται και στην τρίτη Ωδή, η οποία εκτός από το Θεοτοκίον, φέρει Ειρµό προς το «Ουρανίας αψίδος…». Με τον Ειρµό «Εισακήκοα Κύριε, της οικονοµίας…», παρουσιάζεται η τέταρτη Ωδή αποτελούµενη από τρία τροπάρια και το Θεοτοκίον, ενώ τα ίδια χαρακτηριστικά εντοπίζουµε στην πέµπτη Ωδή και µε Ειρµό προς το «Φώτισον ηµάς τοις προστάγµασί σου…». ∆ε µας εκπλήσει το γεγονός ότι τόσο η έκτη, όσο και η έβδοµη Ωδή δεν παρουσιάζουν κάποια διαφοροποίηση ως προς τη µορφή, σε σχέση µε τις προγενέστερες. Οι Ειρµοί τους είναι «Την δέησιν εκχέω προς Κύριον…» και «Οι εκ της Ιουδαίας…» αντίστοιχα. Καµία επίσης διαφοροποίηση δε διαπιστώνουµε στην όγδοη και ένατη Ωδή, οι οποίες φέρουν ως Ειρµούς: «Τον Βασιλέα των ουρανών…» και το «Κυρίως Θεοτόκον σε οµολογούµεν…». β΄ Πηγές και Περιεχόµενο του Κανόνα Ο εν λόγω Κανόνας δε διακρίνεται για την απουσία βιβλικών παραθεµάτων, τα οποία ανέρχονται σε είκοσι τρία. Από αυτά επτά είναι Παλαιοδιαθηκικά, ενώ δεκαέξι της Καινής ∆ιαθήκης, εκ των οποίων δέκα αποτελούν παραθέµατα της Παύλειας θεολογίας. Εκτός από ορισµένες διαφοροποιήσεις, που θα επισηµάνουµε ακολούθως, αρκετές από τις πηγές, από κείµενα εκκλησιαστικών συγγραφέων, που αξιοποιήθηκαν από τον υµνογράφο για τη σύνταξη του συγκεκριµένου Κανόνα, είναι ίδιες µ’ εκείνες του προηγούµενου, οι οποίες έχουν ως εξής: i. Στο τρίτο τροπάριο της τρίτης Ωδής, γίνεται λόγος για το ρόλο του Ευσταθίου στη Σύνοδο της Νίκαιας, όπου και χαρακτηρίζεται ο ιεράρχης «πρωτοστάτης» των εργασιών, θέση η οποία, όπως έχουµε σηµειώσει σε άλλη συνάφεια, φαίνεται να αποτελεί επίδραση των Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως1744 και Φακούνδου Ερµιανής1745. ii. Το δεύτερο τροπάριο της πέµπτης Ωδής είναι Τριαδολογικό και παρουσιάζει εξάρτηση από το «Κατά Φωτεινού» έργο του Ευσταθίου1746 που αναφέρεται στην αυτή φύση µεταξύ των προσώπων της Αγίας Τριάδος. 1742
K.W. Clark, ό.π., σ. 9· Ε. Tomadaki, ό.π., AHG 6 (1974) 470. Ε. Παπαηλιοπούλου- Φωτοπούλου, ό.π., σ. 170. 1744 Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως, ό.π., PG 100, 1053C. 1745 Φακούνδου Ερµιανής, ό.π., 8, 1, PL 67, 795A. 1746 R. Lorenz, ό.π., Zeitscrift für die Neutestamentliche Wissenschaft 71 (1980) 110 υποσ. 4. 1743
243
iii. Οι όροι «υπερόριος» και «Εσπέριος» οι οποίοι προσδιορίζουν τον τόπο διαµονής του Ευσταθίου µετά την εξορία, χρησιµοποιούνται και σ’ αυτόν τον Κανόνα. Απλά υπενθυµίζουµε την προέλευση των όρων η οποία φαίνεται να είναι ο ιερός Χρυσόστοµος1747 και ο Φιλοστόργιος1748 αντίστοιχα. iv. Οµοιότητες µε τον προηγούµενο Κανόνα παρουσιάζει και ο υπαινιγµός στη στρατιωτική δύναµη που απέστειλε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος στην Αντιόχεια για να καταστείλει την εξέγερση των πιστών µε αφορµή την καθαιρετική απόφαση των Αρειανοφρόνων, κατά του Ευσταθίου. Η αναφορά γίνεται στο δεύτερο τροπάριο της ένατης Ωδής, µε την έκφραση «Ρωσθείς στρατιώτου δυνάµει…», η οποία αποτελεί επίδραση κειµένων του Ευσεβίου Καισαρείας,1749 του ιστορικού Σωκράτους,1750 του Ερµεία Σωζοµενού1751, κ.ά. Εκτός από τα παραπάνω κείµενα, ως διαπλαστικές πηγές φαίνεται να λειτούργησαν κείµενα του Θεοδωρήτου Κύρου, του Θεόδωρου του Αναγνώστη, του Θεοφάνη του Χρονογράφου κ.ά. Με το χαρακτηρισµό «δεινή συκοφαντία» τοποθετείται ο ποιητής του Κανόνα στο ζήτηµα της καθαίρεσης του Ευσταθίου, όπως διαπιστώνουµε στο πρώτο τροπάριο της όγδοης Ωδής. Ο συγκεκριµένος χαρακτηρισµός αναφέρεται δύο φορές στο σχετικό κείµενο του Θεοδωρήτου Κύρου1752, το οποίο δεν αποκλείεται να λειτούργησε συµβουλευτικά για τη συγκεκριµένη έκφραση του υµνογράφου. Οι Φίλιπποι της Μακεδονίας µνηµονεύονται δύο φορές στον Κανόνα του Ευσταθίου: στο πρώτο και τρίτο τροπάριο της έβδοµης Ωδής· πόλη η οποία συνδέεται µε το λείψανό του. Άµεση επίδραση στον Κανόνα φαίνεται να άσκησαν τα κείµενα των Θεοδώρου του Αναγνώστη1753 και του Θεοφάνη του χρονογράφου1754, τα οποία αναφέρονται στο συγκεκριµένο ζήτηµα. Στις αυτές πηγές εντοπίζουµε και τις επιδράσεις των αναφορών του Κανόνα σχετικά µε τον προσδιορισµό των εκατό και πλέον χρόνων που µεσολάβησαν µεταξύ του θανάτου του Ευσταθίου και της ανακοµιδής- µετακοµιδής των λειψάνων του, η οποία καταγράφεται στο τρίτο τροπάριο της όγδοης Ωδής, όπως επίσης και το όνοµα του Καλανδίωνα, αρχιεπισκόπου Αντιοχείας, κατά την αρχιερατεία του οποίου έγινε η µετακοµιδή και το οποίο µνηµονεύεται στο πρώτο τροπάριο της ένατης Ωδής. Στο δεύτερο τροπάριο επίσης της αυτής Ωδής καταγράφεται η πληροφορία για ύπαρξη ναού προς τιµήν του Ευσταθίου στην πόλη της Αντιόχειας. Η συγκεκριµένη µαρτυρία, µολονότι δεν εντοπίζεται στις πηγές, εντούτοις δεν απουσιάζει από τις διατυπώσεις µελετητών1755 και συνδέεται έµµεσα µε την εορτή µνήµης του αγίου, που καταγράφεται στο Θεοτοκίον της έβδοµης Ωδής, όπως και στο τρίτο τροπάριο της ένατης. Εκτός από την παραπάνω θεµατολογία του Κανόνα, καταγράφονται σε αυτόν πληροφορίες που αφορούν το πρόσωπο, τη δραστηριότητα του Ευσταθίου, όπως την αγιότητα του βίου του, στο δεύτερο τροπάριο της πρώτης Ωδής, καθώς και το φωτισµό που πέτυχε προσεγγίζοντας τον Κύριο, (πρώτο τροπάριο της πέµπτης) . Πρέπει, τέλος, να µνηµονεύσουµε την πολεµική του κατά του Αρείου (τρίτο τροπάριο της πέµπτης Ωδής, δεύτερο τροπάριο της ένατης), των Αρειανών (τρίτο τροπάριο της έκτης), τις κακουχίες που υπέµεινε κατά την εξορία του (δεύτερο τροπάριο της έβδοµης Ωδής). 1747
Ιωάννου Χρυσοστόµου, ό.π., PG 50, 604Α· 601D. Φιλοστόργιου, ό.π., PG 65, 472Α. 1749 Ευσεβίου Καισαρείας, ό.π., 3, 59, PG 20, 1125CD. 1750 Σωκράτους, ό.π., 1, 24, PG 67, 145ΑΒ. 1751 Ερµεία Σωζοµενού, ό.π., 2, 19 PG 67, 981BC. 1752 Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 1, 20· 21 PG 82, 968Β· 969Α. 1753 Θεοδώρου Αναγνώστη, ό.π., 2 PG 86Ι, 184Β. 1754 Θεοφάνους αββά, ό.π., PG 108, 324Β. 1755 Ε. Ελευθεριάδη, (αρχιµ.), ό.π., Ε , τεύχ. 6 (1959) 96. 1748
244
γ΄ Το κείµενο του Κανόνα Κώδ. Mount Sina, Sinait. Gr. 602, (13ος αι.), φφ. 120v –123r (Σλ.) 120v
Κανών Παρακλητικός εις τον άγιον Ευστάθιον, Πατριάρχη Αντιοχείας. Έχει ακροστιχίδα τήνδε: «Τον ιεράρχην Ευστάθιον, αινέσω Πέτρος».
5
Ωδή α΄. Ήχος πλ. δ΄. Υγράν διοδεύσας. Το στόµα µου πλήρωσον, αγαθέ,* συνέσεως θείας* και σοφίας πνευµατικής,* όπως θεοπνεύστως εν αινέσει,* τον ιερόν ανυµνήσω Ευστάθιον.
Ο βίος σου πλήρης αγιασµού,* ο τρόπος εις άπαν* ηνθισµένος ταις καλλοναίς,* ηδύς δε ο λόγος, ιεράρχα,* των αρετών <ηρτυµένος τω άλατι.>1756 121r
10
Νεώσας αρότρων των προσευχών,* ψυχών // τας αρούρας καρποφόρους ως αληθώς,* απέδειξας ταύτας ευφορούσας* εις εκατόν1757, ιεράρχα, Ευστάθιε.
15
[Θεοτοκίον] <Ιάθηµεν µώλωπι του εκ σου>1758* σαρκί προελθόντος* υπέρ λόγον, Μήτηρ Θεού,* και προς την αρχαίαν Εκκλησίαν* και µακαρίαν ζωήν ανεκλήθηµεν. Ωδή γ΄. Ουρανίας αψίδος.
Εν ελαίω αγίω,* µύρω χρισθείς νεύµατι* του εκλεξαµένου Θεού1759 20
σε* αρχιερέα λαού,* χλόης οδήγησας* επί νοµάς ζωηφόρους* την σην ποίµνην πάντιµε,* πάτερ, Ευστάθιε.
Ράβδω ποιµαντική1760 σου* τους νοητούς ήλασας* λύκους1761 της αγέλης σου πόρρω,* πάτερ Ευστάθιε,* και κατεσκήνωσας* ως εις λιµώνας ασύλους* ορθοδόξοις δόγµασιν* περιτειχίσας αυτήν. 25
Αθροισθείς των Πατέρων* ο ιερός σύλλογος* εν τη Νικαέων το
πρώτον* πρωτοστατούντα1762 σε*, είχε θεόληπτε,* το ιερόν συν εκείνοις* και άγιον σύµβολον* συνεκτιθέµενον. [Θεοτοκίον] Ραπιζέσθω Παρθένε,* τα αναιδή πρόσωπα* των µη Θεοτόκον καρδία* 1. Παρακλητικός add. ed. // 1. άγιον Σλ. // 1. Πατριάρχει Σλ. // 2. έχι Σλ // 13. Θ(εοτοκίον) mg Σλ. // 19. ωδήγησας Σλ. // 27. Θ(εοτοκίον) mg Σλ.
1756
Κολ. 4, 6. Λκ. 8,8. 1758 Ησ. 53, 5· Α΄ Πέτρ. 2, 24. 1759 Εφ. 1, 4· Α΄ Κορ. 1, 27· 28. 1760 Μιχ. 7, 14· Ψαλµ. 2,9. 1761 Φουλγέντιου Ρούσπης, ό.π., 2, 22 PL 65, 649D. 1762 Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως, ό.π., PG 100, 1053C. 1757
245
30
και ασιγήτω φωνή,* οµολογούντων σε* ως εν µια υποστάσει,* υπέρ νουν γεννήσασαν* σεσαρκωµένον Θεόν. Ωδή δ΄. Εισακήκοα, Κύριε, της οικονοµίας. Χαλινώσας, εφίµωσας* τα της πονη // ρίας βέβηλα στόµατα,1763* δογµατίσας τω Πατρί τον Υιόν,* οµοούσιόν τε και συνάναρχον1764.
121v
35
Ηγεµόνα κατέστησε* κατά των αιρέσεων θεία ψήφος σε,* όθεν, πάτερ, και συνέκοψας* τµητικώ σου λόγω την ασέβειαν.
Ναυαγούσαν προέφθασας* χείρα υποσχών την ποίµνην* και έσωσας εκ της ζάλης των αιρέσεων,* εις ακλύστους όρµους προσαγόµενος.
40
[Θεοτοκίον] Επί σε καταπέφευγα,* πρόφθασον και λύτρωσαι της κακίας µε* του αεί µοι ενεδρεύοντος,* δυσµενούς, Παρθένε, θεονύµφευτε. Ωδή ε΄. Φώτισον ηµάς τοις προστάγµασί σου. Ύψωσας νοός* τα κινήµατα προς Κύριον* τω φωτί, πάτερ, της γνώσεως,1765* φως προσλαµβάνων* αρετών εις τελειότητα.
45
Σύµµορφον, Χριστέ,* τω Πατρί σε και τω Πνεύµατι* οµοούσιον
και σύνθρονον,* ούτως εκήρυξας,1766* ιεράρχης µακαρίζεται.
Τέτµηται τω σω* θεοσµήκτω ξίφει, πάνσοφε,* ο πανώλης και εµβρόντητος Άρειος,* έργον εκτρεπούς* δίκην γενόµενος. 50
122r
[Θεοτοκίον] Άνωθεν ηµάς* <επεσκέψατο εξ ύψους, αγνή,* ανατολή>1767 και διεσκέδασεν* αγνοίας σκότος τω φωτί* του σου Υιού και Θεού. Ωδή στ΄. Την δέησιν εκχεώ προς Κύριον. Θυσίαν πνευµατικής αινέσεως* ου διέλειπες Θεώ αναφέρων* και τον λαόν καθαγνίζων * // και πάντας αγιασµού δεκτικούς
33. συνάναρ(χον) s.v. Σλ. // 41, 51. Θ(εοτοκίον) mg Σλ. // 48. ούτως: ουτός Σλ. // 55. διέληπες Σλ.
1763
Εβρ. 11, 33· Ρωµ. 3, 19. Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, PG 18, 649C· 664A· 673C. 1765 Σοφ. Σερ. 7, 10. 1766 R. Lorenz, ό.π., Zeitscrift fűr die Neutestamentliche Wissenschaft 71 (1980) 110 υποσ. 4. 1767 Λκ. 1, 78. Πρβλ. Εξαποστειλάριο Χριστουγέννων: Μηναίο ∆εκεµβρίου, εκδ. Φως, Αθήναι χ.χ., σ. 316. 1764
246
55
60
εργαζόµενος* και έσωσας «υιούς φωτός»1768* εκτελέσας αυτούς παµµακάριστε.
Ιλεώσαι τοις πιστοίς υµνηταίς σου* όν εδόξασας Χριστό, ιεράρχα, µετά Πατρός προσκυνών ισοτίµως και ταύτα πάντα συνέχοντος πνεύµατος και φύλαττε διά παντός,* εν ειρήνη βαθεία την ποίµνην σου. Ο φθόνος, σε υπερόριον, πάτερ, της λαχούσης
65
70
σε* απήγαγε πόρρω, σκέψει δεινή των Αρειονούντων,* αλλ’ ο παράδεισος ένοικον έχει σε*, Ευστάθιε. ιερουργέ, * Αβραάµ εν τοις κόλποις1769 θαλπόµενον. [Θεοτοκίον] Νενέκρωται προφανώς* ο θάνατος προσβαλών τω αθανάτω υιώ σου,* και οι νεκροί εζωώθηµεν* πάντες τη αναστάσει αυτού αναστάντες1770, αγνή*. Εντεύθεν ουν πάσα πνοή µετά σου* αινεσάτω τον Κύριον. Ωδή ζ΄. Οι εκ της Ιουδαίας . Απολαύσαντες, πάτερ, της σης θεολογίας και Φιλιππήσιοι1771 την εύνοιαν* επίσης· τοις σοις Αντιοχεύσιν* τις αντεισφέροντες έψαλλον, * ο των Πατέρων ηµών.
75
Ιόν θανατηφόρον* εξηρεύξατο όντως παρανοµίας υιοί* και ψήφος αδικίας εκφέρεται και µάρτυς* ο ποιµήν δοκιµασθείς πειρασµοίς* ως Αυασίτης1772 Ιώβ.
αναδείκνυται*
Νυν συνήλθον εώα* και Εσπέρριος λήξις // προς ευφηµίαν σου
122v
Θεού πόλις, τρισµάκαρ* και Φίλιπποι,1773 το µέγα των Μακεδόνων πολίεθρον* συνεκτελούντες την σην* αγία µνήµη πιστώς. 80
85
[Θεοτοκίον] Εν ευσήµω ηµέρα* του σοφού ποιµενάρχου πάρεσο, ∆έσποινα,* βραβεύουσα ειρήνην* και πάντας ευλογούσα* συν αυτώ τους κραυγάζοντας. Ωδή η΄. Τον Βασιλέα των ουρανών . Σώφρονι, πάτερ,* τω λογισµώ κεχρηµένος* ουχ υπέστης όλισθον πνευµάτων κατά σου* πνευσάντων, δεινής συκοφαντίας1774. 67, 82. Θ(εοτοκίον) mg Σλ. // 76. θανατιφόρον Σλ.
1768
Ιω. 12, 36· Λκ. 16, 8· Α΄ Θεσσ. 5,5. Λκ. 16, 23. 1770 Ρωµ. 6, 5. 1771 Θεοδώρου Αναγνώστη, ό.π., 2 PG 86Ι, 184Β· Θεοφάνους αββά, ό.π., PG 108, 324Β. 1772 Ιώβ 1, 1· 42, 17b. 1773 Θεοδώρου Αναγνώστη, ό.π., 2 PG 86Ι, 184Β· Θεοφάνους αββά, ό.π., PG 108, 324Β. 1774 Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., ό.π., 1, 20· 21 PG 82, 968Β· 969Α. 1769
247
90
Ώσπερ προπύργιον* αρραγές τον ναόν σου* η φαιδρά Θεού πόλις πλουτούσα* ρύεται παντοίων κινδύνων, ιεράρχα.
Παίδες ευφηµούν* θεουπολιτών1775 τω σω,* πάτερ, υπαν την ποιούµενοι* λειψάνω, χρόνω ενδεκάδι δεκάδων ανιόντι.
95
[Θεοτοκίον] Έχουσα πέλαγος* οικτιρµών ευσπλαχνίας* τον λαόν σου οίκτειρον και σώσον πάσης ρυοµένη κακώσεων, Παρθένε. Ωδή θ΄. Κυρίως Θεοτόκον σε οµολογούµεν. Το τίµιον σου, πάτερ,* λείψανον ενδόιξως* ανακοµίζεται πόθω τη πόλει σου*, ιεραρχούντως παλάµαις του Καλανδίωνος1776.
123r
100
Ρωσθείς στρατιώτου* δυνάµει1777, πάτερ,* ω συνέζης τους του Αρείου συµµάχους* απέπνιξας* ώσπερ Μωσής* Αιγυπτίους1778 πάντας // τοις λόγοις σου.
Οµού συν τοις αγίοις* πρέσβευε πατράσι* και ποιµενάρχας Ευστάθιε, όσιε*, υπέρ των πίστει τελούντων* την θείαν µνήµην σου. 105
[Θεοτοκίον] Σωτήρα και δεσπότην* πάντων η τεκούσα* από κοπριάς παθών µε ανάγαγε* εκλυτρουµένη κινδύνων* ταις προστασίαις σου.
93, 104. Θ(εοτοκίον) mg Σλ.
1775
Για την ονοµασία της Αντιόχειας ως «Θεούπολης», βλ. ∆. Τσάµη, Μητερικόν , τ. Γ΄, σ. 18 υποσ. 1. Θεοδώρου Αναγνώστη, ό.π., 2 PG 86Ι, 184Β· Θεοφάνους αββά, ό.π., PG 108, 324Β. 1777 Σωκράτους Σχολαστικού, ό.π., 1, 24, PG 67, 145ΑΒ· Ευσεβίου Καισαρείας, ό.π., 3, 59, PG 20, 1125CD· Ερµεία Σωζοµενού, ό.π., 2, 19 PG 67, 981BC. 1778 Έξ. 14, 27-28. 1776
248
ΙΙ. ΒΕΛΤΙΩΜΕΝΗ ΕΚ∆ΟΣΗ ΤΟΥ ΕΚ∆Ι∆ΟΜΕΝΟΥ ΚΑΝΟΝΑ α΄ Η έντυπη έκδοση - Συµπληρωµατικοί κώδικες Το 1974 εκδόθηκε από τον καθηγητή Ε. Τωµαδάκη Κανόνας προς τιµήν του Ευσταθίου Αντιοχείας, σε ήχο βαρύ, µε αρχή «Την των πατέρων κορυφήν…» και τέλος «…σωτηρίας ανεδείχθης ηµίν», σύµφωνα µε εννέα κώδικες. Η εν λόγω έκδοση στα Analecta Humnica Graeca (AHG)1779, αποτελούνταν από δύο κώδικες της Κρυπτοφέρης, δύο Σιναϊτικούς, δύο της Πάτµου, έναν κώδικα της Μεσίνης και από ένα κώδικα της βιβλιοθήκης των Παρισίων και του Βατικανού. Του κειµένου του Κανόνα, το οποίο καταγράφεται, ως εικοστό πέµπτο στις 21 Φεβρουαρίου, προηγείται σύντοµο Συναξάριο. Αξίζει να σηµειωθεί ότι ο Κανόνας είναι πλήρης, περιέχοντας και τη δεύτερη Ωδή. Με εξαίρεση τις δύο πρώτες που αποτελούνται από τέσσερα τροπάρια και το Θεοτοκίον, οι υπόλοιπες απαρτίζονται από τρία τροπάρια και το Θεοτοκίον. Κατά την πορεία της έρευνάς µας, εντοπίσαµε ακόµη πέντε κώδικες που περιέχουν το συγκεκριµένο Κανόνα και προβαίνουµε σε βελτιωµένη έκδοσή του. Οι εν λόγω κώδικες είναι οι εξής: Κώδικας Λ.: Με το σύµβολο αυτό αναφερόµαστε στον κώδικα Γ.102 της Μεγίστης Λαύρας στο Άγιο Όρος, τον οποίο και θα χρησιµοποιήσουµε ως βάση για τη βελτιωµένη έκδοση. Ο κώδικας είναι περγαµηνός, φύλλων 91, διαστάσεων 16,5 × 22,0 εκ. (επιφάνεια που καλύπτει η γραφή) και χρονολογείται το 12ο αι. Το περιεχόµενο των κειµένων του καλύπτει το Μηναίο του Φεβρουαρίου. Κάθε φύλλο αποτελείται από 28 σειρές, ενώ η γραφή του είναι κατακόρυφη, στρογγυλή, βυζαντινή. Ο Κανόνας του Ευσταθίου περιλαµβάνεται στα φύλλα 27v-34v. Κώδικας ΕΒΕ3: Ο κώδικας 600 της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος στην Αθήνα, µνηµονεύται µε τους συγκεκριµένους χαρακτήρες. Είναι χαρτώος, βαµβάκινος, αποτελείται από 220 φύλλα διαστάσεων 22,0×15,0 εκ. και χρονολογείται το 15ο αι1780. Περιλαµβάνει το Μηναίο του Φεβρουαρίου. Η γραφή είναι κατακόρυφη, στρογγυλή, πυκνή και κάθε φύλλο αποτελείται από 28 σειρές. Στα φύλλα 146r-155v απαντάται ο εν λόγω Κανόνας του Ευσταθίου. Κώδικας ΕΒΕ4: Στον κώδικα 815 της Εθνικής Βιβλιοθήκης αναφερόµαστε µε το χαρακτηρισµό αυτό. Ο χαρτώος αυτός κώδικας, διαστάσεων 22,0×16,0 εκ., χρονολογείται το 14ο αι. και απαρτίζεται από 133 φύλλα.1781 Ο κώδικας µας παραδίδεται ακέφαλος και κολοβός και περιέχει το Μηναίο του Φεβρουαρίου, όπου στα φύλλα 88v95v απαντάµε το εκκλησιαστικό ποίηµα, το οποίο αναφέρεται στον Ευστάθιο. Κώδικας ΕΒΕ5: Τον κώδικα υπ. αρ. 2033 της Εθνικής βιβλιοθήκης της Ελλάδος καταγράφουµε ως ΕΒΕ5, όπου στα φύλλα 92v-98v περιέχεται ο Κανόνας για τον άγιο Ευστάθιο. Ο κώδικας είναι περγαµηνός, διαστάσεων 24,5×17,0 εκ. και αποτελείται από 187 φύλλα. Είναι ακέφαλος και τοποθετείται χρονικά µεταξύ του 14ου και 15ου αι. Ο ΕΒΕ5 περιλαµβάνει το Μηναίο του Φεβρουαρίου, όπως και τις Κυριακές του Τριωδίου. Η γραφή του είναι γωνιώδης, δεξιοκλινής, τυπική του εργαστηρίου «Οδηγός». Χρησιµοποιείται ερυθρογραφία στα επίτιτλα, λιτά κοσµήµατα.1782 Κώδικας ΕΒΕ6: Το σύµβολο αυτό αναφέρεται επίσης σε κώδικα της αυτής Βιβλιοθήκης, τον ΕΒΕ 2035. Είναι χαρτώος (χονδρός), διαστάσεων 29,5× 19,5 και αποτελείται από 160 φύλλα, µε 25 σειρές ανά φύλλο. Η χρονολογική τοποθέτησή του φαίνεται να εντάσσεται στο δεύτερο µισό του 14ου αι. Στον ακέφαλο αυτό κώδικα, ο οποίος περιέχει το Μηναίο του Φεβρουαρίου, διαπιστώνεται ερυθρογραφία στα επίτιτλα
1779
Ε. Tomadaki, ό.π., AHG 6 (1974) 333-354. Ι. Σακελίωνος, Κατάλογοι των χειρογράφων της ΕΒΕ, σ. 114. 1781 Ό.π., σ. 147. 1782 Λ. Πολίτη, Κατάλογοι χειρογράφων ΕΒΕ 1857-2500, σ. 88. 1780
249
και το κείµενο του Κανόνα του Ευσταθίου που µας ενδιαφέρει βρίσκεται στα φύλλα 116v-114r. β΄ Μορφολογία του Κανόνα Η βελτιωµένη έκδοση, έχει ως βάση της τον κώδικα Λ. Συνεπικουρικά λειτούργησαν όλοι οι παραπάνω κώδικες, η έκδοση του Ε. Τωµαδάκη, οι οποίοι κάλυψαν κενά ή αποτέλεσαν αφορµή προκειµένου τροπάρια που απαντώνται σε ένα, δύο ή περισσότερους κώδικες, να ενταχθούν οργανικά στην παρούσα έκδοση. Από τη σύνθεση των παραπάνω προκύπτουν εννέα Ωδές, όπου καταγράφεται και η δεύτερη. Η πρώτη Ωδή αποτελείται από τέσσερα τροπάρια και το Θεοτοκίον, φέρεται σε ήχο βαρύ προς το «Τω συνεργήσαντι Θεώ…». Η δεύτερη Ωδή, η οποία είναι επηρρεασµένη από την προσευχή1783 του Μωϋσή στο όρος Ναβαύ, το «κύκνειο άσµα» του1784, απουσιάζει από τους συµπληρωµατικούς κώδικες και λαµβάνεται από την έκδοση του Ε. Τωµαδάκη. Αποτελείται επίσης από τέσσερα τροπάρια και το Θεοτοκίον µε Ειρµό «Πρόσεχε, ουρανέ φθέγξοµαι…». Οι Ωδές που ακολουθούν, µέχρι και την έκτη, δεν παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις ως προς τον αριθµό των τροπαρίων, όπου αριθµούν τρία τροπάρια και το Θεοτοκίον. Η τρίτη Ωδή φέρει ως Ειρµό το «Εστερεώθη η καρδία µου εν Κυρίω», ενώ η τέταρτη το «Εκάλυψε ουρανούς, Χριστέ ο Θεός». Με το «Ορθρίζει το πνεύµα µου» ως Ειρµό, φέρεται η πέµπτη Ωδή, ενώ «Ο Ιωνάς εκ κοιλίας Άιδου», αποτελεί τον Ειρµό της έκτης. Η έβδοµη Ωδή φέρεται µε πέντε τροπάρια και το Θεοτοκίον και µε Ειρµό, «Τους εν καµίνω πάιδας σου», ενώ η όγδοη και ένατη, µολονότι αποτελούνται από τέσσερα και τρία τροπάρια αντίστοιχα, όπως και το Θεοτοκίον, εντούτοις στον ΕΒΕ6 φέρουν διαφορετικά τροπάρια, οπότε και σηµειώνονται χωριστά. Ο Ειρµός τέλος, της όγδοης στη βελτιωµένη έκδοση φέρεται προς το «Τον µόνον άναρχον», ενώ η ένατη προς «την υπέρ φύσιν µητέρα…». γ΄ Πηγές και Περιεχόµενο του Κανόνα Η θεµατολογία, το περιεχόµενο του συγκεκριµένου Κανόνα είναι «πολεµικό», «απολογητικό». Αυτό σηµαίνει ότι ο δοξολογικός χαρακτήρας της υµνογραφίας του Ευσταθίου σχετίζεται περισσότερο µε το ζήτηµα της αντιµετώπισης των αιρέσεων στους κόλπους της Εκκλησίας, του Αρειανισµού, ειδικότερα, του Αρείου και στρέφεται λιγότερο σε άλλες πτυχές του βίου του ιεράρχη. Ο ποιητής του Κανόνα αξιοποιεί δηµιουργικά το Βιβλικό κείµενο τόσο το Παλαιοδιαθηκικό, όσο και εκείνο της Καινής ∆ιαθήκης. Τα παραθέµατα της Παλαιάς ∆ιαθήκης ανέρχονται σε 12, τα οποία προέρχονται από το Ιστορικά, τα Ποιητικά βιβλία, καθώς και την Προφητική Γραµµατεία. Τα παραθέµατα της Καινής ∆ιαθήκης, είναι λιγότερα σε αριθµό και προέρχονται κυρίως από τους Ευαγγελιστές και ελάχιστα από την Παύλεια γραµµατεία. Τρία σηµεία, µε άµεσες επιδράσεις από συγκεκριµένες πηγές, είναι δυνατόν να καταγράψει κάποιος: Τα πρώτο, το οποίο έχουµε εντοπίσει και σε άλλο Κανόνα, αναφέρεται στον «πρωτεύοντα» ρόλο που διαδραµάτισε ο Ευστάθιος Αντιοχείας κατά τις εργασίες της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου, πληροφορία η οποία φαίνεται να προέρχεται από το Νικηφόρο Κωνσταντινουπόλεως. Η δεύτερη πληροφορία σχετίζεται µε την ευγλωττία που διέκρινε τον ιεράρχη και η οποία φαίνεται ότι αποτελούσε αντικείµενο θαυµασµού από τους συγχρόνους του. Ο υµνογράφος είναι πολύ πιθανόν ν’ αξιοποίησε τη σχετική µαρτυρία του Ερµεία Σωζοµενού, ως προς το συγκεκριµένο ζήτηµα, ο οποίος σηµειώνει τα ακόλουθα: «ανήρ… 1783 1784
∆ευτ. 32, 1-43. Ι. Γιαµαίου, ό.π., σ. 114.
250
επί ευγλωττία δικαίως θαυµαζόµενος ως εκ των φεροµένων αυτού λόγων συνιδείν έστιν, αρχαιότητι φράσεως και σωφροσύνη νοηµάτων και ονοµάτων κάλλει, και χάριτι απαγγελίας ευδοκιµούντων.»1785 Αξιοπρόσεκτος κρίνεται επίσης ο χαρακτηρισµός «ψυχικό αίµα» από τον υµνογράφο. Αυτό εκχέεται από µέρους του Ευσταθίου στη «µάχη» κατά του Αρείου και της κακοδοξίας του, όπως πληροφορούµαστε από το δεύτερο τροπάριο της ένατης Ωδής. Η απλή ανάγνωση του συγκεκριµένου στίχου ίσως να µη µας διαφωτίζει για το υπόβαθρο της έκφρασης. Άποψή µας είναι ότι εδώ υπονοείται το λεγόµενο «µαρτύριο της συνειδήσεως» που σύµφωνα µε τη θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εξισώνεται µε το «µαρτύριο του αίµατος».1786 Το συγκεκριµένο ζήτηµα ούτε παρουσιάζει απόκλιση από το πρόσωπο του Ευσταθίου Αντιοχείας, ούτε αµάρτυρο είναι στις πηγές. Η τελείωση του ιεράρχη εν ειρήνη σε συνάρτηση µε τη µακροχρόνια καρτερική υποµονή των διώξεων, ώθησαν τον ιερό Χρυσόστοµο όχι µονάχα να χαρακτηρίσει τον Ευστάθιο ως «µάρτυρα» -και αρκετοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς και Πατέρες ως «οµολογητή»- αλλά και να κάνει λόγο για την «πρόθεση του µαρτυρίου» από µέρους του. Συνεπώς, ο ποιητής του Κανόνα, όταν κάνει λόγο για «ψυχικό αίµα» στην περίπτωση του Ευσταθίου, θα πρέπει να έχει υπόψη του το συγκεκριµένο Χρυσοστοµικό χωρίο1787 για τον ιεράρχη. Το ζήτηµα του Αρείου και της κακοδοξίας του, την οποία καλείται να αντιµετωπίσει ο Ευστάθιος και το επιτυγχάνει, βρίσκεται στο επίκεντρο της θεµατολογίας του εν λόγω Κανόνα. Ειδικότερα, όπως φαίνεται από το δεύτερο τροπάριο της πρώτης Ωδής, καθώς και από το πρώτο της δεύτερης, η Εκκλησία βρίσκεται σε δεινή θέση λόγω των αιρέσεων. Ο Ευστάθιος Αντιοχείας είναι εκείνος ο οποίος µε την ευγλωττία του (πρώτο τροπάριο της δεύτερης Ωδής και δεύτερο της ένατης), ως «κορυφαίος» των Πατέρων (πρώτο τροπάριο της πρώτης Ωδής και τρίτο τροπάριο της τρίτης) επωµίζεται το βάρος του αντιαιρετικού αγώνα. Ο αγώνας του ιεράρχη στρέφεται προς τον ίδιο τον Άρειο, όπως φαίνεται από το δεύτερο τροπάριο της δεύτερης Ωδής, το τρίτο τροπάριο της τρίτης, το δεύτερο και το τρίτο της τετάρτης, το δεύτερο της έκτης, το τέταρτο της εβδόµης, το δεύτερο της ογδόης και ένατης Ωδής. Η πολεµική του Ευσταθίου για τον Αρειανισµό είναι έκδηλη στον Κανόνα του υµνογράφου, εφόσον άµεσα µνηµονεύεται σε δέκα τροπάρια, τα οποία είναι τα ακόλουθα: το δεύτερο τροπάριο της πρώτης Ωδής, το πρώτο της δεύτερης, το πρώτο της τρίτης, το τρίτο της πέµπτης και το πρώτο της έκτης Ωδής. Στην αυτή κατεύθυνση κινούνται και το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο της εβδόµης, το πρώτο και το δεύτερο της όγδοης Ωδής. Η αιτία της καταδικαστικής απόφασης κατά του Ευσταθίου, κυρίως ό,τι σχετίζεται µε την εξορία και τον τόπο απόληξής του, φαίνεται να επισηµαίνεται µε τα ακόλουθα λόγια του δευτέρου τροπαρίου της όγδοης Ωδής: «Οµολογία σου υπέρ της αληθείας εις τα προς ∆ύσιν την ζωήν κατάληξας…». Η ηµέρα µνήµης του αγίου, η εορτή του, είναι εκείνη που ευαισθητοποιεί το θρησκευτικό συναίσθηµα, για την οποία κάνει ο υµνογράφος λόγο στο τέταρτο τροπάριο της πρώτης Ωδής, το πρώτο τροπάριο της πέµπτης, όπως και στο τρίτο τροπάριο της ένατης Ωδής. Αξίζει, τέλος, να σηµειωθεί ότι στο τρίτο τροπάριο της δεύτερης, παρουσιάζεται περιεκτικά η Τριαδολογία του Ευσταθίου.
1785
Ερµεία Σωζοµενού, ό.π., 2, 19 PG 67, 984ΑΒ. Περισσότερα για το θέµα: ∆. Τσάµη, Αγιολογία, σσ. 104-106. 1787 Ιωάννου Χρυσοστόµου, ό.π., PG 50, 601. 1786
251
δ΄ Η βελτιωµένη έκδοση Κώδ. Άθου, Μεγίστης Λαύρας 102, (12ος αι.), φφ. 27v -34v (Λ) Κώδ. Αθηνών, Εθνικής Βιβλιοθήκης 600, (15ος αι.), φφ. 146 r -155 v (EBE3) Κώδ. Αθηνών, Εθνικής Βιβλιοθήκης 815, (14ος αι.), φφ. 88v - 95 v (EBE4) Κώδ. Αθηνών, Εθνικής Βιβλιοθήκης 2033, (14ος αι.), φφ. 92v -98 v (EBE5) Κώδ. Αθηνών, Εθνικής Βιβλιοθήκης 2035, (14ος αι.), φφ. 106 v -114 r (EBE6) E. Tomadaki, “In Sanctum Eustathium Patriarcham Antiochiae”, AHG 6 (1974) 333354 (T) v Έτερος Κανών του Ιεράρχου. 27 Ποίηµα Γερµανού. 28 r
5
Ωδή α΄. Ήχος βαρύς. Τω συνεργήσαντι Θεώ. Την των πατέρων κορυφήν,* ως του Λόγου την χάριν αναδησάµενον-* τον µέγαν Ευστάθιον ωδαίς ανευφηµήσωµεν.
Πρόµαχος πίστεως φανείς,* την Χριστού απολιόρκητον* πολέµου αιρέσεως διεφύλαξας, όσιε.
Εκκλησίαν
Στόµα του Λόγου γεγονώς,* εξηρεύξω δογµάτων πέλαγος, όσιε,* εν ω κατεπόντισας Αρείου την ασέβειαν. 10
Επιτελούντες εν ωδαίς* την αγίαν σου µνήµην σήµερον, όσιε,* πιστώς ευφραινόµεθα, δοξάζοντες Χριστόν τον Θεόν. Θεοτοκίον Η διά λόγου εν σαρκί * υπέρ λόγον τεκούσα τον αρχηγόν της ζωής,* Χριστόν τον Θεόν ηµών ικέτευε, σωθήναι ηµάς. 1788
15
Ωδή β΄. Πρόσεχε, ουρανέ· φθέγξοµαι. Τω ρεύµατι της ευλάλου σου γλώττης1789,* πάτερ, απέκλισας* εκ βορβορώδους την Εκκλησίαν δυσσεβείας* και απέδειξας άσπιλον.
Εξώρισας από της Εκκλησίας την χριστεπίβουλον* Αρείου λύσσαν* υπέρ της αληθείας, *πάτερ, αποσκορακιζόµενος. 20
Την ύπαρξιν εκ Πατρός αϊδίως1790* τρανών του µονογενούς των εκατέρων* προσώπων µία φύσιν,1791* πάτερ, εκήρυττες. 1. (Έτερος) Κανών (του ιεράρχου) om. T // 2. Ποίηµα Γερµανού om codd., T // 5. αναδυσάµενον ΕΒΕ3, ΕΒΕ4 // 7. απολυόρκητον ΕΒΕ3, ΕΒΕ6 // 7. πολέµου: πολεµίου Λ, ΕΒΕ5, ΕΒΕ6 // 7. αιρέσεως: εράσεως ΕΒΕ3, αιρέσεων Λ, ΕΒΕ6 // 7. διεφύλαξας: διαφύλαξον ΕΒΕ3, ΕΒΕ4 // 9. κατεπόντησας ΕΒΕ3 // 10-11. Επιτελούντες…Θεόν om codd. // 14. Χριστόν τον Θεόν ηµών: παρθένε Τ, απαύστως Λ, ΕΒΕ5, ΕΒΕ6 // 14. ηµάς: τας ψυχάς ηµών Τ, ΕΒΕ5, ΕΒΕ6 // 1521. Ωδή β΄…εκήρυττες. οm. codd.
1788
Λκ. 1, 30-33. Ερµεία Σωζοµενού, ό.π., 2, 19 PG 67, 984: «… και επί ευγλωττία δικαίως θαυµαζόµενος…». 1790 Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, 19 PG 18, 653Α. 1791 R. Lorenz, ό.π., Zeitscrift für die Neutestamentliche Wissenschaft 71 (1980) 110 υποσ. 4. 1789
252
Εστήριξας1792 την Χριστού Εκκλησίαν* όρω της πίστεως,* το της Τριάδος, ιεροφάντωρ,* διαγράψας µυστήριον. 25
29v 30
Θεοτοκίον Πεπλήρωται επί σοι, Θεοτόκε,* των προφητών1793 αι φωναί·* εκ σου Λόγος Πατρός ανάρχου* εν σαρκί επεδήµησεν. Ωδή γ΄. // Εστερεώθη η καρδία µου εν Κυρίω. Συ την ροµφαίαν σπασάµενος1794* της αληθείας, εδείχθης ευσεβείας αρχιστράτηγος,* τους εναντίους της πίστεως* εκκέντησας, Ευστάθιε.
Σύ φιλοπόνως γεώργησας την Εκκλησίαν,* δρεπάνη των δογµάτων σου, µακάριε,* πρόοριξα πάντα* έτεµες εν αυτή τα ζιζάνια. 35
Πρωτεύων1795 του συλλόγου της αληθείας* τον όντως αρχηγόν του ψεύδους Άρειον,* θεοµάκαρ, απέταξας,* λιθασµώ των δογµάτων σου. Θεοτοκίον Ετέχθης εκ Παρθένου ανερµηνεύτως,-* εφάνης ως ευδόκησας1796, Σωτήρ ηµών,* και τον κόσµον εφώτισας,* πολυέλεε Κύριε.
30 r 40
Ωδή δ΄. // Εκάλυψε ουρανούς, Χριστέ ο Θεός. Της γνώσεως του Χριστού τον άνθρακα1797* εν τοις χείλεσί µου φέρων, *εµπυρισµόν ασεβείας ειργάσω, παµµακάριστε. 25. θεοτόκε Τ // 26. πατρός Τ // 27. Ωδή γ΄. om Λ // 28. Εστερεώθη η καρδία µου εν Κυρίω, υψώθη κέρας µου εν Θεώ µου· και επλατύνθη επ’ εχθρούς µου το στόµα µου. Λ, ΕΒΕ4, ΕΒΕ6. … (µου εν Θεώ µου· επλατύνυθη επ’ εχθροίς µου) om. ΕΒΕ3 // 29. Συ την om Τ // 29. ροµφαίαν σπασάµενος: Ροµφαίαν, πάτερ, συ σπασάµενος Τ // 29. της om. ΕΒΕ3 //30. τους εναντίους: υπεναντίους Τ, ΕΒΕ3, ΕΒΕ4 // 31. Σύ φιλοπόνως: Ενθέως Τ, ΕΒΕ4 // 31. δρεπάνω Τ, ΕΒΕ4, ΕΒΕ5, ΕΒΕ6 // 32. προόρριξα πάντα έτεµες εν αυτή τα ζιζάνια: τους εν αυτή των αιρέσεων (απεξέτεµες σκόλοπας) Τ. (om. ΕΒΕ4). Προορίζων πάντα έτεµες εν αυτή τα ζιζάνια ΕΒΕ4, ΕΒΕ5. … απέτεµες σκόλοπας ΕΒΕ4 // 33. Προτεύων ΕΒΕ3, ΕΒΕ4 // 33. αρχιγόν ΕΒΕ3 // 37. παρθένου Τ // 37. ηυδόκισας Λ // 38. σωτήρ Τ // 38. σωτήρ: Χριστέ ο Θεός ΕΒΕ3, ΕΒΕ4 // 38. εφώτισας: ανεκαίνισας codd. // 38. πολυέλεε om. Λ. // 39. Ωδή δ΄. om Λ // 39. Χριστέ ο Θεός om. ΕΒΕ3, ΕΒΕ5, ΕΒΕ6 // 40-41. Της γνώσεως… παµµακάριστε. οm Λ, ΕΒΕ5, ΕΒΕ6 // 41. εµπυρισµόν: εµπρησµόν ΕΒΕ3, ΕΒΕ4 // 41. ασέβειας: της ασέβειας ΕΒΕ4 // 41. ηργάσω ΕΒΕ3. 1792
Σωκράτους Σχολαστικού, ό.π., PG 67, 144Α· Ερµεία Σωζοµενού, ό.π., 2, PG 67, 981Α. Ενδεικτικά: Ησ. 7, 14· 11,1· Βαρούχ 3, 38. 1794 Μρ. 14, 47. 1795 Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως, ό.π., PG 100, 1053C. 1796 Γαλ. 1, 15. 1797 Ρωµ. 12, 20. 1793
253
Της πίστεως συγκροτών τα τρόπαια *εν τοις βέλεσι των λόγων, τον ασεβή θεοφρόνως *καθείλες, πάτερ, Άρειον. 45
Των λόγων σου η λαµπάς, ωσεί αστραπή* εξελθούσα, την Αρείου κακοδοξίαν συµφλέγει*, Ευστάθιε, πάνσοφε.
Τους χάρακας1798 υποθείς των λόγων σου* ανέδησας θεοπλόκως, ως αµπελώνα Κυρίου* την Εκκλησίαν, όσιε.
50
Θεοτοκίον Εκύησας εν σαρκί, Παρθένε, αγνή,* τον προ σου άναρχον Λόγον και µετά σε υπέρ λόγον, *εκ σου ενανθρωπήσαντα. Ωδή ε΄. // Ορθρίζει το πνεύµα µου. Ιστώντες *χοροστασίας πνευµατικάς εορτάσωµεν* ως ετήσιον χρέος *του ιεράρχου σήµερον το ιερόν µνηµόσυνον.
55 31 r
Τον ζόφον µειώσας* των αιρέσεων εξανέτειλας εις τα πέρατα πάντα ακτίνας* των δογµάτων σου, *Ευστάθιε µακάριε.
// Τοις όπλοις φραττόµενοι,* Ευστάθιε, των δογµάτων σου,* τας επανισταµένας κατά της θείας πίστεως*αιρέσεις εκτρεπόµεθα.
60 31v
Θεοτοκίον Παρθένε µη παύση ικετεύουσα, *Θεόν τον εκ σου γεννηθέντα εν σαρκί·* λυτρώσασθαι τους δούλους σου, εκ πάσης περιστάσεως. Ωδή στ΄. // Ο Ιωνάς εκ κοιλίας Άιδου. Των λόγων σου θεοπνεύστω* γαλήνη κατέπαυσας ζάλιν αιρετιζόντων *εις όρµον ευσεβείας την Εκκλησίαν* καθορµών παµµακάριστε. 43. καθήλες ΕΒΕ3 // 43. καθείλες: ανείλες Λ, ΕΒΕ5, ΕΒΕ6 // 44-45. Των λόγων… πάνσοφε. οm. ΕΒΕ3, ΕΒΕ4, ΕΒΕ5 // 44. λόγων: φθόγγων Τ // 45. κακοδοξίαν: θεοµανίαν Τ // 44. ωσεί: ως η Λ // 46-47. Τους χάρακας…όσιε. om Λ // 49-50. Εκύησας… ενανθρωπήσαντα: Ικέτευε τον εκ σου τεχθέντα Θεόν, παναγία θεοτόκε, εκ των κινδύνων ρυσθήναι ηµάς τους ανυµνούντας σε. Τ// 52-53. Ιστώντες… µνηµόσυνον. οm. Λ, ΕΒΕ5, ΕΒΕ6 // 52. Ιστών ΕΒΕ3 // 52. πνευµατικαίς ΕΒΕ4 // 52. αιτήσιον ΕΒΕ4 // 54. εξανέταλας ΕΒΕ3 // 55. πάντα om. ΕΒΕ3, ΕΒΕ4 // 55. δογµάτων: θαυµάτων Τ // 56. φραξάµενοι ΕΒΕ5, ΕΒΕ6 // 59-60. Παρθένε… περιστάσεως.: Τον Λόγον συνέλαβες εν µήτρα σου, παρθένε αγνή· διό πάντες ευσεβώς δοξάζοµέν σε, πάναγνε, ως τείχος των ψυχών ηµών. Τα // 59-60. Παρθένε… περιστάσεως.: Το χαίρε βοώµεν σοι, Παρθένε, αγνή, διότι εκ σου εσαρκώθη Χριστός και έχοµέν σε άπαντες ως τείχος ηµών άρρηκτον. ΕΒΕ3, ΕΒΕ4 // 61. Ωδή στ΄. om Λ // 61. Ο Ιωνάς εκ κοιλίας Άιδου (εβόα· ανάγαγε εκ φθοράς την ζωήν µου· ηµείς δε σοι βοώµεν· Παντοδύναµε Σωτήρ ελέησον ηµάς. ΕΒΕ3, ΕΒΕ4 // 62. θεοπνεύστω γαλήνη: θεοπνεύστων τη αύρα Λ, ΕΒΕ5, ΕΒΕ6 // 62. κατέπαυσας: κατηύγασας ΕΒΕ3. κατηύναυσας ΕΒΕ4, ΕΒΕ5, ΕΒΕ6. // 63. καθορµών: κατορθών ΕΒΕ5, ΕΒΕ6.
1798
Ησ. 29, 3.
254
65
Απέρριψας εις δογµάτων σου βάθη* την Αρείου φαραόφρονα µάχην* αναβάτας τριστάτας τους αµφ’ αυτόν υπερασπιστάς* αποπνίξας , σοφέ.
Εν αρετή απροσίτω* υπάρχων ο όσιος περιδέξιος,* ώφθη διά λόγου και βίου1799 *της Εκκλησίας του Χριστού εγκαλλώπισµα.
70
32 r
75
Θεοτοκίον Όν έτεκες, Θεοτόκε, * ανερµηνεύτως Θεόν ηµών δυσωπούσα* µη παύση ρυσθήναι εκ κινδύνων* τους υµνούντας σε, αγνή αειπαρθένε. Ωδή ζ΄. // Τους εν καµίνω παίδας σου. Των αιρετιζόντων, τον πόλεµον* εν οπλοµαχία του Πνεύµατος, σοφέ, τροπωσάµενον,* εν βραβείοις αφθάρτοις,* Χριστός σε κατέστεψεν.
Σαλπίζων τη των λόγων σου σάλπιγγι1800* στίφος ασεβών 80 32
καταπτοιείς,* τους δε Χριστού µαθητάς συνεγείρεις* παλαίειν λογικώς, Ευστάθιε.
// Μάχαιρα οξεία1801* ο λόγος σου κατά ασεβών,* πάτερ,
v
δέδεικται,* υπό χείρα* του Λόγου σκεποµένη, ως τούτων τον πόλεµον θραύσαντος. 85
Των δογµάτων πτύω απέρριψας* την Αρείου πλάνην ως άχυρον, εις τας εµψύχους, πάτερ,* αποθήκας συνάγων τον σίτον1802* της πίστεως. 65. Απέρριψας: Υπέρριψας ΕΒΕ3 // 66. µάχην: γνώµην ΕΒΕ3, ΕΒΕ4 // 66. αµφ’ αυτόν: υπ’ αυτόν Τ. αµφαυστόν ΕΒΕ4. αµφαυστών ΕΒΕ3 // 68. περιδέξιον Λ // 68. ώφθης ΕΒΕ4 // 74. σου om. Λ, ΕΒΕ5 // 75- 77. Των αιρετιζόντων… κατέστεψεν.: Των αιρετιζόντων, µακάριε, εν οπλοµαχία του πνεύµατος εκτρέψας το σύστηµα ανεπλέξω της νίκης τον ένθεον στέφανον. // 75- 77. Των αιρετιζόντων… κατέστεψεν.: Των αιρετιζόντων, µακάριε, εν οπλοµαχία του πνεύµατος εκτρέψας ανεκραύγαζες, ευλογητός ο Θεός ο των πατέρων ηµών. ΕΒΕ3, ΕΒΕ4 // 75- 77. Των αιρετιζόντων… κατέστεψεν.: Των αιρετιζόντων, µακάριε όπλο τούτοις προστρέχουσι χάριν τα ρην***λησαν των πληγών του Σωτήρος, τούτο το εκούσιον πάθος ζηλώσαντες. ΕΒΕ6 // 78-80. Σαλπίζων… Ευστάθιε. Om. Λ, ΕΒΕ5 // 79. κατεπτοείς: εξεπτόησας ΕΒΕ3 // 79. δε: του ΕΒΕ3, ΕΒΕ4 // 79. συνεγείρων ΕΒΕ3, ΕΒΕ4 // 81. ο λόγος: η γλώσσα ΕΒΕ3, ΕΒΕ4. το στόµα Λ, ΕΒΕ5 // 81. πάτερ: πάτερ, σοφέ Τ// 81-83. … δέδεικται…θραύσαντος: εκτέθειται ως χειρός του Λόγου και των τούτων πόλεµον θραύσεις. Τ. (τίθεται υπό χείρας) ΕΒΕ3 // 83. θραύσαντος: θραύσαντα ΕΒΕ5. θράβουσα ΕΒΕ3 // 84-86. Των δογµάτων… πίστεως om Τ, ΕΒΕ3, ΕΒΕ4, ΕΒΕ6 //
1799
Ερµεία Σωζοµενού, ό.π., 1, PG 67, 864ΑΒ: «… θαυµάζοντες του βίου και των λόγων Ευστάθιον». Ευσεβίου Ιερωνύµου, Epistola 73,2 ad Evangelum Presbyterum, PL 22, 677: “Eustathium nostrum, qui primus Antiochenae ecclesiae episcopus contra Arium clarissima tuba bellicum cecinit.” 1801 Λκ. 21, 24. 1802 Μθ. 13, 30· Λκ. 3, 17. 1800
255
Οι της πίστεως πύργοι,* τα του Χριστού θύµατα,* ήδη κατακρυπτόµενοι, νυν πεφανέρωνται αρχιερέων παλάµαις,* ευσεβώς οσίως τε συγκοµιζόµεναι. 90
33 r 95 33v
Θεοτοκίον Την Θεοτόκον πάντες τιµήσωµεν,* ότι τον Σωτήρα εκύησεν, εν πίστει κραυγάζοντες·* χαίρε µήτηρ και δούλη *Χριστού του Θεού ηµών. Ωδή η΄.1803 // Τον µόνον άναρχον. Ράβδω1804 σοφίας σου,* της Γραφής διασχίσας το θείον πέλαγος, Χριστού, ιεράρχα, διεβίβασας1805 * προς γην ορθοδοξίας τον νέον Ισραήλ, * τους Αρειοµανίτας // ως Αιγυπτίους πνίξας1806.
Εξ ουρανίου συ καταβάς* θεωρίας επί τον πύργον της λαλάνης Αρείου,* συνέχεας
γλώσσας αιρετιζόντων, Ευστάθιε σοφέ,*
87-89. Οι της… συγκοµιζόµεναι om Τ, Λ, ΕΒΕ3, ΕΒΕ4, ΕΒΕ5 // 91-93. Την Θεοτόκον… ηµών: Τον προ αιώνων Λόγον αµήτορα εν σαρκί τεχθέντα απάτορα (υµνήσωµεν) λέγοντες· ευλογητός ο Θεός ο των πατέρων ηµών ΕΒΕ3 ΕΒΕ4 // 91-93. Την Θεοτόκον… ηµών: Χαίρε µόνη τεκούσα τον του παντός Κύριον, χαίρε την χαράν τοις ανθρώποις η προξενήσασα· χαίρε κατάσκιον και αλατόµητον όρος, των πιστών το στήριγµα, χαίρε πανάµωµε. // 94. άναρχον: άναρχον βασιλέα ΕΒΕ5 // 94. Τον µόνον άναρχον (βασιλέα της δόξης όν ευλογούσιν ουρανών αι δυνάµεις και φρίττουσι των αγγέλων αι τάξεις υµνείτε ιερείς, λαός υπερυψούται). Λ // 98. συ: σου Τ // 98. λαλάνης: χαλάνης Λ, ΕΒΕ3, ΕΒΕ4, ΕΒΕ5. 1803
Η όγδοη Ωδή του Κανόνα προς τιµήν του Ευσταθίου Αντιοχείας στον κώδικα ΕΒΕ6, φ. 113r- 113 v, είναι διαφορετική και έχει ως εξής: Ωδή η΄. Ήχος πλ. … Επταπλασίως κάµινον. Ως της αµπέλου κλήµατα* της αΰλου υπάρχοντε,* βότρυας ηµίν θεογνωσίας ήνθησαν και οίνοι εκέρασαν αθανασίας, *πάσι σαφώς µέθην ψυχικής αποκρουόµενους βλάβης, * οι µάρτυρες βοώντες· *ιερείς ευλογείτε, λαός υπερυψούται, *εις πάντας τους αιώνας.
Τοις οχετοίς του αίµατος* ποταµούς απεξήραναν ειδωλοµανίας* και πυράν ετέγρωσαν αθέου προστάγµατος,* οι αθληταί της δόξης Χριστού, πάσαν δε πιστώς αναβοώσαν καρδίαν,* κατήρδευσαν πλουσίως·* ιερείς ευλογείτε, λαός υπερυψούται, *εις πάντας τους αιώνας. Ιεραρχών πρόκριτος, *ιερώς συγκινούµενος την συγκοµιδήν την ιεράν* πεποίηται υµών, παµµακάριστοι,*και ετησίως ταύτην τιµά, µέλπων συν παντί τω ιερώ καταλόγω *// οι παίδες ευλογείτε,* ιερείς ανυµνείτε, * λαός [υπερυψούται εις πάντας τους αιώνας.] Θεοτοκίον
Απασθείσα πνεύµατι,* Θεοτόκε, πανάµωµε, τον εν τοις αγίοις επαναπαυόµενον* εκύησας άγιον και ευεργέτην, µόνον Θεόν, *πάντας τους βοώντας αγιάζοντα πίστει·* οι παίδες ευλογείτε, *ιερείς ανυµνείτε, *λαός υπερυψούται *εις πάντας τους αιώνας. 1804
Ιεζ. 37, 16. Έξ. 14, 29. 1806 Έξ. 14, 28. 1805
256
100
οµόφρονα1807 δε πίστιν κηρύττεις εις αιώνας.
Οµολογία σου υπέρ της αληθείας* εις τα προς ∆ύσιν την ζωήν καταλήξας· ανέτειλας πάλιν εις τα εώα,* τη ποίµνη σου, σοφέ,* ακτίνας ευσεβείας εκλάµπων εις αιώνας. 105
Τον πλαστουργήσαντα τον Αδάµ* κατ’ εικόνα1808 και εκ
φυράµατος1809 * αυτού προελθόντα και σώσαντα των ανθρώπων* το γένος· <υµνείτε ιερείς, λαός υπερυψούται>1810. Θεοτοκίον
Τον ευδοκήσαντα διά πλήθους* ελέους εκ της Παρθένου, δι’ ηµάς 110 34v
σαρκωθήναι* και σώσαντα των ανθρώπων το γένος·* υµνείτε ιερείς, λαός υπερυψούται. Ωδή θ΄. 1811 // Την υπέρ φύσιν µητέρα. Τον εν τω γράµµατι βότρυν1812* δογµατικώς αποθλίψας,* επότισας 10. δε: την Λ, ΕΒΕ3, ΕΒΕ4, ΕΒΕ5 // 100. κηρύττεις: κηρύττων Λ, ΕΒΕ3, ΕΒΕ4, ΕΒΕ5 // 101. τα: τας ΕΒΕ5 // 102. καταλήξας: καταλλάξας Τ. καταλήξαι ΕΒΕ5. κατηξάγω ΕΒΕ4 // 102. τα: την ΕΒΕ3 // 104-106. Τον πλαστουργήσαντα… υπερυψούται. οm. Τ, ΕΒΕ3, ΕΒΕ4 // 104-105. και εκ… και:και εκ ΕΒΕ5 // 108-110. Τον ευδοκήσαντα … υπερυψούται. οm. Τ, Λ, ΕΒΕ5, ΕΒΕ6 // 108-110. Τον ευδοκήσαντα … υπερυψούται: Το κέρας ύψωσον του λαού σου, οικτίρµων, των απειθούντων τε τυράννων το θράσος κατάβαλέ διά της Θεοτόκου τας νίκας βασιλεί διδούς τω φιλοχρίστω, Χριστέ, ως ευεργέτης. Τ// 111. Την υπέρ φύσιν µητέρα (και κατά φύσιν παρθένον, την µόνην εν γυναιξίν ευλογηµένην άσµασιν οι πιστοί κατά χρέος µεγαλύνοµεν). Λ. άσµασιν (µυστικοίς) οι πιστοί ΕΒΕ4 .
1807
J.D. Mansi, ό.π., τ. 13, σ. 265C. Γέν. 1, 27. 1809 Ρωµ. 11, 16. 1810 ∆αν. 3, 84. 1811 Η ένατη Ωδή του Κανόνα προς τιµήν του Ευσταθίου Αντιοχείας στον κώδικα ΕΒΕ6, φ. 113 v, είναι διαφορετική και έχει ως εξής: Ωδή θ΄. Εξέστη επί τούτου ο ουρανός. Αλλήλους συνωθούντες προς την ζωήν *και θαρρείν εαυτοίς εγκελεύοντας,* τους αικισµούς ήνεγκαν βοώντες οι αθληταί·* ίδεκαιρός ευπρόσδεκτος, στώµεν και νικήσωµεν τον εχθρόν, *Χριστός ο αθλοθέτης προτείνει τους στεφάνους,* ο δι’ ηµάς παθείν ελόµενος. 1808
Υψώθης επί ξύλου, Λόγε Θεού, *και µαρτύρων ανείλκυσας προς σεαυτόν,* πάθος εικονίσας τας και σφαγήν ήν εκουσίως,* ∆έσποτα, ειλού ευσπλαχνία την προς ηµάς, *διό σε οι γενναίοι ποθήσαντες οπλίται,* ως ιερεία σφαγιάζοντας.
Χριστώ συµβασιλεύειν διά παντός, *αθλοφόροι πανεύφηµοι µάρτυρες, * περιχαρώς καταξιωθέντες εν ουρανοίς, *τω Βασιλεί τα τρόπαια και τω ποιµενάρχη την ψυχικήν αιτείσθε σωτηρίαν* και πάσι τοις εν πίστει ανευφηµούσιν υµάς σήµερον. Θεοτοκίον
Νεφέλη του Ηλίου του νοητού, * της ψυχής ηµάς τα νέφη απέλασον,* πύλη Θεού άνοιξόν µου πύλας εκδυσωπώ·* δικαιοσύνης δε *** προς τας εισόδους τας αγαθάς εισήγαγε, * Παρθένε, οδών εκ πολυτρόπων του πονηρού εκλυτρουµένη. 1812 Γέν 40, 10.
257
τους πιστούς τον οίνον, πάτερ,* της αληθείας Χριστού, τας καρδίας τον ευφραίνοντα1813. 115
Ροµφαία δίστοµον1814 φέρων,* την θεολόγον σου γλώσσαν,* ανείλες την πονηράν Αρείου δόξαν,* αθώον και ψυχικόν αίµα1815, όσιε, εκχέουσαν.
Κλητήν,1816 αγίαν ηµέραν* την παναγίαν σου µνήµην 120
τελούντες* πνευµατικώς σε δυσωπούµεν,* ικέτευε εκτενώς, ιεράρχα, του σωθήναι ηµάς. Θεοτοκίον Την εν γαστρί συλλαβούσαν* τον απερίγραπτον Λόγον και πύλην* θείας ζωής ηµίν φανείσαν,* την άχραντον, αληθώς, Θεοτόκον, µεγαλύνοµεν. 113. τους πιστούς: τοις πιστοίς ΕΒΕ3, ΕΒΕ4 // 115. γλώτταν ΕΒΕ4, ΕΒΕ5 // 116. δόξαν: λύσσας Λ, ΕΒΕ5 // 118-120. Κλητήν… ηµάς om. ΕΒΕ3 // 118. Κλητήν αγίαν: Όλην την αγίαν ΕΒΕ3// 119-120. ιεράρχα, του σωθήναι ηµάς: του σωθήναι τας ψυχάς ηµών Τ// 122- 124. Την … µεγαλύνοµεν: Εν κροσσώτοις, θεοµήτορ, κεχρυσωµένοις εδελιχθης υπό προφήτου ∆αυΐδ πεποικιλµένη και πύλη ως αληθώς σωτηρίας ανεδείχθης ηµίν. Τ// 122- 124. Την … µεγαλύνοµεν: Η εν γαστρί συλλαβούσα τον προαιώνιον Λόγον και τούτον άνευ σποράς σαρκί τεκούσα, ικέτευε εκτενώς του σωθήναι τας ψυχάς ηµών // 122. Την: Η ΕΒΕ3// 122. συλλαβούσα ΕΒΕ3, ΕΒΕ5.
ΙΙΙ. ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ Στην ενότητα αυτή θα ασχοληθούµε µε ανέκδοτα τροπάρια της µνήµης του Ευσταθίου, Θεοτοκία που συλλέξαµε κατά την προσέγγιση των κωδίκων που περιείχαν τους ανέκδοτους Κανόνες. Άξια προσοχής είναι επίσης τα Απολυτίκια που έχουν γραφεί προς τιµήν του, τα Κοντάκια, τα Μεγαλυνάρια και τα Επιγράµµατα, τα οποία και θα παρουσιάσουµε σε σχετική παράγραφο. 1. ΑΝΕΚ∆ΟΤΑ ΤΡΟΠΑΡΙΑ Η µελέτη των κωδίκων, που παρουσιάστηκαν στις σελίδες που προηγήθηκαν, κατέδειξαν την ύπαρξη των ακόλουθων ανέκδοτων τροπαρίων: ένδεκα Στιχηρών1817 προς τιµήν του Ευσταθίου, ενός ∆οξαστικού, ενός Σταυροθεοτοκίου και τριών Θεοτοκίων, από τα οποία µονάχα τα τρία (δύο Στιχηρά και ένα Θεοτοκίον) καταγράφονται ως ανέκδοτα στη µελέτη του µητρ. Σωφρόνιου Ευστρατιάδη «Ταµείον Εκκλησιαστικής ποιήσεως».1818 Τα θέµατά τους αντλούν κυρίως από την αντιαιρετική δράση του ιεράρχου, τη στιλήτευση της αιρετικής κακοδοξίας του Αρείου, όπως και την ποιµαντική διακονία του. 1813
Ψαλµ. 103, 35. Ψαλµ. 149, 6 1815 Ιωάννου Χρυσοστόµου, ό.π., PG 50, 601: «Μη θαυµάσητε… µάρτυρα τον άγιον εκάλεσα· και γαρ οικείω τέλει την ζωήν κατέλυσε· πως ουν εστι µάρτυς;… µάρτυρα ουχί ο θάνατος ποιεί µόνον, αλλά και η πρόθεσις. Ου γαρ από της εκβάσεως µόνον, αλλά και από της γνώµης πλέκεται πολλάκις ο του µαρτυρίου στέφανος.» 1816 Λευϊτ. 23, 7. 1817 Από τα ένδεκα Στιχηρά, τα τρία πρώτα βρίσκονται µεταφρασµένα στη γαλλική έκδοση του Μηναίου του Φεβρουαρίου, χωρίς να γνωρίζουµε τον κώδικα από τον οποίο λήφθηκαν. Για τη γαλλική έκδοση βλ. Anonyme, Février, µετ. D.Guillaume, (prêtre), εκδ. Diaconie Apostolique, Roma 1985, σ. 194. 1818 Σ. Ευστρατιάδη, (µητρ.), «Ταµείον Εκκλησιαστικής Ποιήσεως», ΕΦ 47 (1948) 32, 33, 34. 1814
258
Κώδ. Alexandrinus Patr. 92, (1332), φφ. 418 v - 419r (A.P.) Κώδ. Venezianus, Marc. Gr. II 166, (13ος –14ος αι.), φφ. 291v - 292 r (Mg.) Κώδ. Mount Sina, Sinait. Gr. 602, (13ος αι.), φφ. 119 v - 120v (Σλ.) Κώδ. Άθου, Μεγίστης Λαύρας 102, (12ος αι.), φφ. 26v-27 r, 29 r -29 v (Λ) Κώδ. Άθου, Μεγίστης Λαύρας Θ38, (14ος αι.), φφ. 123r (Λ1) Κώδ. Άθου, Μονής Ξηροποτάµου 116, (13ος αι.), φφ. 183r (Ξ1) Κώδ. Άθου, Μονής Ξηροποτάµου 117, (13ος αι.), φφ. 224r (Ξ2) Κώδ. Αθηνών, Εθνικής Βιβλιοθήκης 2519, (1350), φφ. 119 r (EBE1) Κώδ. Αθηνών, Εθνικής Βιβλιοθήκης 2486, (14ος αι.), φφ. 140 v, 143 r (EBE2) Κώδ. Αθηνών, Εθνικής Βιβλιοθήκης 600, (15ος αι.), φφ. 145 r, 147 r –155v (EBE3) Κώδ. Αθηνών, Εθνικής Βιβλιοθήκης 815, (14ος αι.), φφ. 88 r - 88 v (EBE4) Κώδ. Αθηνών, Εθνικής Βιβλιοθήκης 2033, (14ος αι.), φφ. 91v- 92 r, 93v -94 r (EBE5) Κώδ. Αθηνών, Εθνικής Βιβλιοθήκης 2035,(14ος αι.), φφ.105 r-105v,107 v-108 r (EBE6) Λ, φ. 26v-27 r Λ1, φ. 123r Ξ1, φ. 183r Ξ2, φ. 224r ΕΒΕ2, φ. 140 v ΕΒΕ3, φ. 145 r ΕΒΕ4, φ. 88 r - 88 v ΕΒΕ5, φ. 91v- 92 r ΕΒΕ6, φ. 105 r - 105v
Έτερα Στιχηρά1819 του ιεράρχου.
5
Ήχος πλ. δ΄. Τι υµάς καλέσωµεν άγιον. Έχων πολιτείαν ουράνιον,1820* εκ Θεού ιερουργός* ανεδείχθης αληθώς* και προσήγαγες αυτώ* λατρείας γνώµη καθαρά·* κινδύνους* υποµείνας, παµµακάριστε,* και πόνους* διά κήρυγµα το ένθεον* και την αλήθειαν την του δόγµατος,* ην τοις σοις λόγοις ετράνωσας,* τους άφρονας* στηλιτεύων εµφανέστατα.
Λόγων ιερών σου τοις ρεύµασιν,* ενεπύρισας σαφώς*
10
ύλην Αρείου δυσσεβούς,* βλασφηµούντες τω Πατρί,* µη συγχωρούντας τον Υιόν·* τη φύσει* ονοµάζεσθαι ισότιµον* κτιστόν δε,* ιερώτατε Ευστάθιε* και τας καρδίας εφώτισας* και αληθεία εκράτυνας* των πίστει σου* εκτελούντων το µνηµόσυνον.
15
Νέµων1821 βακτηρία των λόγων σου,* ιερώτατε ποιµήν* ποίµνην Θεού την λογικήν·* διετήρησας αυτήν* λύκων1822 παντοίων αβλαβή·* διό σε* ο καλός ποιµήν,1823 ως πρόβατον* εισήξεν* εις την µάνδραν την ουράνιον,* ένθα Πατέρων1824 οι άριστοι* και των 3. ιερουργείν Λ, Λ1, Ξ1, Ξ2 // 4. λατρείας Λ1 // 6-7. την αλήθειαν την του δόγµατος: και την βεβαίαν αλήθειαν Λ, Λ1, ΕΒΕ2 // 7. ετράνωσας: εκράτυνας Λ. εκράτεινας Λ1 // 9. τοις ρεύµασιν: πυρσεύµασιν ΕΒΕ2 // 10. δυσσεβή ΕΒΕ2 // 10. βλασφηµίας Λ // ΕΒΕ5 // 10. βλασφηµία ΕΒΕ2 // 11. συγχωρούντι Ξ2 // 13. αληθείας Ξ2 // 15. Νέµων: Γέµων Ξ2.
1819
Anonyme, Février, ό.π., σ. 194. Φιλιπ. 3,20. 1821 Το εν λόγω Στιχηρό µνηµονεύεται από το Σ. Ευστρατιάδη ως ανέκδοτο. Βλ. Σ. Ευστρατιάδη (µητρ.), ό.π., ΕΦ 47 (1948) 32. 1822 Μθ. 7, 15. 1823 Ιω. 10, 11. 1824 Για τη συγκεκριµένη σηµασία του όρου «Πατήρ» βλ. Α. Μπουρνέλη, Εκκλησιαστική Γραµµατολογία, ό.π., σσ. 47-52. 1820
259
Λ, φ. 29 r Mg., φ. 292 r A.P., 419 r Ξ1, φ. 183r Ξ2, φ. 224r ΕΒΕ1, 119 r ΕΒΕ5, φ. 93v ΕΒΕ6, φ. 107 v
20
δικαίων τα πνεύµατα,1825* παµµακάριστε.
25
Έτερον Κάθισµα του ιεράρχου. Ήχος γ΄. Την ωραιότητα. 1826 Τον οµοούσιον* Πατρί και Πνεύµατι,* Λόγον εκήρυξας,* πάτερ Ευστάθιε,* και τον παράφρονα στερρώς* νευραίς των δογµάτων σου,* Άρειον απέπνιξας* βλασφηµούντα τα άθεσµα.* Όθεν συνηρίθµησαι* τοις χοροίς αγαλλόµενος* των θείων, ιεράρχα, Πατέρων,1827* µεθ’ ών µνήσθητι.
30 Σλ., φ. 119 v - 120 r
35
v
Σλ., φ.120 Mg., φ. 292 r
Ευστάθιε,*
θεοφόρε
Κάθισµα. Ήχος γ΄. Προσόµοιο. Θείας πίστεως οµολογίας. Θείοις δόγµασι* την Εκκλησίαν,* πάτερ όπλισας* ορθοδοξίας,* διδαχαίς σου τας // αιρέσεις εξέτεµες,* της ευσεβείας τον δρόµον ετέλεσας* και συν τω Παύλω την πίστιν τετήρηκας,1828* λοιπόν πεπλήρωται ο πόθος ο σος,* Ευστάθιε,* και κλήρον αγαθόν κοµίζη των πόνων σου.
40
Άλλον, Ήχος δ΄. Προσόµοιο. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ. Τον υψωθέντα εν σταυρώ, ιεράρχα,* εκµιµησάµενος1829 Χριστόν εγκρατεί* και πόνοις της ασκήσεως* εσταύρωσας σαυτόν·* όθεν σε συµµέτοχον* της αυτού θείας δόξης* έδειξεν ως σύνθρονον,* των σοφών Αποστόλων,* µεθ’ ων αεί ικέτευε αυτόν* υπέρ των πόθω,* σοφέ, ευφηµούντων σε.
45
Στιχηρά. Ήχος πλ. β΄, Προσόµοιο. Τριήµερος Ανέστης. Τοις όπλοις συµφραξάµενος* του Πνεύµατος, Ευστάθιε,* πολεµίων ετρόπωσας µηχανάς1830* και άτρωτος ερρύσθης της τούτων πανουργίας, δοξολογών* τον σε κρατύναντα. 22. Έτερον om. Mg, AP., Ξ1, Ξ2, ΕΒΕ1 // 22. Κάθισµα om. Mg. // 23. Ήχος γ΄.: Ήχος δ΄. Mg, // 26. νεύραις: ρεύµα ΕΒΕ1// 26. των: ταις των Mg, // 27. απέπνηξας Mg, // 28. συνηρήθµησε Ξ1 // 28-29. θείων, ιεράρχα,: θείων και σοφών θεηγόρων Λ, Mg,, AP., ΕΒΕ5 // 29. µνήσθητι: µέµνησο Λ, Ξ1, Ξ2, ΕΒΕ1, ΕΒΕ5 // 32. ώπλισας Σλ. // 33. αιρέσεις Σλ. // 48. πανουργίας: κακουργίας Mg.
1825
Εβρ. 12, 23. Το εν λόγω Στιχηρό µνηµονεύεται από το Σ. Ευστρατιάδη ως ανέκδοτο. Βλ. Σ. Ευστρατιάδη (µητρ.), ό.π., ΕΦ 47 (1948) 34. 1827 Αναστασίου Σιναΐτη, Οδηγός, 3 PG 89, 93Α· Φουλγέντιου Ρούσπης, De Veritate Praedestinationis, 2 PL 65, 649D. 1828 Β΄ Τιµ. 4, 7. 1829 Εφ. 5, 1. 1830 Θεοδωρήτου Κύρου, ό.π., 1, 20· 21 PG 82, 968Α· 969Α. 1826
260
50
Κατέφλεξας, Ευστάθιε,* ακάνθας1831 των αιρέσεων,* τοις πυρφόροις λόγοις σου* και τοις πιστοίς ορθοδοξίας φέγγος εφήπλωσας,* υµνούσι τον φωτοδότην και Σωτήρα Χριστόν.
Μυστήρια Θεού πιστευθείς αγνώς, πάτερ Ευστάθιε,* και 55
Σλ., φ. 120 r - 120 v
60
65
70
ΕΒΕ2, φ. 143 r ΕΒΕ3, φ. 147 r- 147 v
v
75
r
Λ, φ. 26 -27 Λ1, φ. 123r ΕΒΕ2, φ. 140 v ΕΒΕ3, φ. 145 r ΕΒΕ4, φ. 88 r - 88 v ΕΒΕ5, φ. 91v- 92 r ΕΒΕ6, φ. 105 r - 105v
80
οσίως τούτοις ελειτούργησας,* διό αγγέλων όντως* και χορείας αγίων κατηξιώθης,* εν ταις άνω σκηναίς1832. Άλλα, Ήχος α΄. Προσόµοιο. Νεφέλην σε φωτός. Ευσταθίαν στερράν, καθώς πύργος // ωραίος ουρανόθεν δεξάµενος Αρείου τας δυσσεβείς καταβάλλεις και δεινάς, Ευστάθιε, ορµάς εν σφενδόνη των λόγων συνθλάς στόµα άθεον, Χριστού το αντίπαλον και κόσµω το έχθιστον. ∆ιό απερίτρεπτος πολεµίων, εφόδοις γενόµενος, πρεσβεύεις υπέρ ηµών των ευσεβών σου την µνήµην ανευφηµούντων αεί. Όµοιο. Προς κράτη δυναστών, βασιλέων προς ύψη και ανόµων προς θράση δεινά, ευτόλµως ανθέστηκας1833, θεοφόρε· ιερεύς Θεού ως αληθώς, εν χερσί την του λόγου ροµφαίαν ανείληφας, πρόµαχους αιρέσεων εις τέλος διώλεσας, και φύλαξ, ως άριστος, εντολών του Κτίστου σου γενόµενος, συν τόνοις σου διωγµοίς, στέφος1834 αθλήσεως, ήρας, µακαριώτατε. ∆οξαστικό. Ήχος α΄. Προσόµοιον. Τον τάφον σου Σωτήρ. Ισότιµον1835 Πατρί,* δογµατίζων τον Λόγον,* Πατέρων φωταυγής* κορυφαίος εγένου* και Άρειον εβύθισας,* αληθώς τον φρενόληπτον,* και εφώτισας* των ευσεβών διανοίας,* όθεν σήµερον,* χαρµονικώς σε τιµώµεν,* Ευστάθιε πάνσοφε. Έτερον Στιχηρόν σταυροθεοτοκίον. Όµοιον (Τις ηµας καλέσωµεν). Άρνα η αµνάς ως εώρακεν* επί ξύλου ηπλωµένον* εκουσίως σταυρικώς* ανεβόα µητρικώς* οδυνωµένη εν κλαυθµώ* υιέ µου,* τι το ξένον τούτο θέαµα,* ο πάσι* την ζωήν νέµων, ως Κύριος. * Πώς θανατούσαι, 50. φέγγος: λόγους Σλ. // 54. όντως: λειτουργίας Σλ. // 55. χορίας Σλ. χωρείας Mg. // 69. Όµοιο mg Σλ. // 69. στέφο Σλ. // 74. και om. ΕΒΕ3 // 75. φρενόλειπτον ΕΒΕ3 //
1831
Εβρ. 6, 8. Λκ. 16, 9. 1833 Ερµεία Σωζοµενού, ό.π., 2, 19 PG 981Β: «Έβλαψε δε αυτό τούτω ου µετρίως αυτόν προς βασιλέα. ..και εν υπονοία αυτόν είχεν, ως αίτιον της στάσεως.». Πρβλ. Νικηφόρου Κάλλιστου, ό.π., 8, 45, PG 146, 180Α: «… και ως στασιώδη τον Ευστάθιον υπενόει.» 1834 Β΄ Τιµ. 4, 8. 1835 Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, PG 18, 633Β· 653ΑΒ· 664Α· 673C. 1832
261
µακρόθυµε,* βροτοίς παρέχων ανάστασιν; ∆οξάζω σου,* την πολλήν, Θεέ µου, συγκατάβασιν. Λ, φ. 29 r Mg., φ. 292 r A.P., 419 r Ξ1, φ. 183r Ξ2, φ. 224r ΕΒΕ1, 119 r ΕΒΕ5, φ. 93v ΕΒΕ6, φ. 107 v
85
Άλλο Κάθισµα Θεοτοκίον. Όµοιον (Την ωραιότητα). Ως αγεώργητος,* Παρθένε, άµπελος,* τον ωραιότατον* βότρυν εβλάστησας* αναπηγάζοντα ηµίν* τον οίνον τον σωτήριον,* πάντων τον ευφραίνοντα,* τας ψυχάς και τα σώµατα·* όθεν, ως αιτίαν σε,* των καλών µακαρίζοντες* αεί συν τω αγγέλω βοώµεν σοι,* χαίρε η Κεχαριτωµένη1837. 1836
90
Η απειρόγαµος* αγνή και Μήτηρ σου,* Χριστέ, ορώσα ΕΒΕ5, φ. 94
r
95
100 ΕΒΕ4, φ. 88
r
σε,* νεκρόν κρεµάµενον,* επί του ξύλου µητρικώς θρηνολογούσα, έλεγε· * τι σοι ανταπέδωκε* των Εβραίων ο άνοµος* δήµος και αχάριστος* ο πολλών και µεγάλων σου, υιέ µου, δωρεών* απελαύσας* υµνώ σου την θείαν συγκατάβασιν. Όµοιον (Τις ηµας καλέσωµεν). Τίνι οµοιώθης ταλαίπωρε,* προς µετάνοιαν ουδόλως* ανανεύουσα ψυχή* και τω πυρί µη δειλιώσα* των κακών επιµονή,* ανάστα* και την µόνην προς αντίληψιν,* ταχείαν* επικάλεσαι και βόησον,* Παρθενοµήτηρ, δυσώπησον,* τον σον υιόν και Θεόν ηµών* ρυσθήναι µε* των παγίδων του αλάστορος. 99. ωµοιώθης ΕΒΕ4 // 99. ταλαίπορε ΕΒΕ4 //
Είχαµε ολοκληρώσει τη συγγραφή της ∆ιατριβής και λίγο πριν την κατάθεσή της εντοπίσαµε σε σύγγραµµα του αρχιµ. Γ.Χ. Χρυσοστόµου, αναφορά για σύνταξη «Ακολουθίας αγίου Ευσταθίου Αντιοχείας» από το µακαριστό αγιορείτη µοναχό, Γεράσιµο Μικραγιαννανίτη. Η Ακολουθία (τ. 44, 577-609), η οποία συντάχτηκε περί το 1991, φαίνεται ότι είναι ακόµη ανέκδοτη.1838 Επιθυµία µας είναι να προβούµε σε έκδοσή της στο µέλλον. 2. ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΚΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ Το Απολυτίκιο, το Κοντάκιο, τα Μεγαλυνάρια και τα Επιγράµµατα προς τιµήν του Ευσταθίου Αντιοχείας θα µας απασχολήσουν στην παράγραφο αυτή. Το γεγονός ότι από τα Λειτουργικά βιβλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας απουσιάζουν Κανόνες, τροπάρια προς τιµήν του αγίου, µας ωθεί στην εκτίµηση, η οποία επιβεβαιώνεται από την έρευνα, ότι τα σχετιζόµενα µε αυτόν υµνογραφικά είναι πενιχρά, τα οποία και εκθέτουµε ακολούθως. 1836
Το Θεοτοκίον αυτό µνηµονεύεται από το Σ. Ευστρατιάδη ως ανέκδοτο. Βλ. Σ. Ευστρατιάδη, (µητρ.), ό.π., ΕΦ 47 (1948) 33. 1837 Λκ. 1, 28. 1838 Για το ζήτηµα της Ακολουθίας του Ευσταθίου Αντιοχείας και τη χρονολόγησή της, βλ. Γ.Χ. Χρυσοστόµου, (αρχιµ.), Το έργον του υµνογράφου Γερασίµου µοναχού Μικραγιαννανίτου (Ευρετήρια), σ. 58, 201· του ίδιου, Ο υµνογράφος Γεράσιµος µοναχός Μικραγιαννανίτης και οι Ακολουθίες του σε αγίους της Θεσσαλονίκης (Συµβολή στη µελέτη του βίου και του έργου του), (∆ιδακτορική ∆ιατριβή), εκδ. Ο.Π.Π.Ε.Θ.1997, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 91.
262
Το Απολυτίκιο, ο αρχαιότατος αυτός ύµνος1839 και συντοµότερος τύπος της ρυθµικής εκκλησιαστικής ποίησης1840, εκθέτει συνοπτικά κύριες πτυχές του βίου του αγίου και προτρέπει το πλήρωµα της Εκκλησίας να δοξολογήσει τον άγιο και να µιµηθεί το παράδειγµά του. Στην περίπτωση του Ευσταθίου Αντιοχείας εντοπίσαµε δύο Απολυτίκια, ποίηµατα του µακαριστού µοναχού Γερασίµου Μικραγιαννανίτου, όπως προκύπτει από τον πρόλογο1841 του έργου του, «Νέος Ενιαύσιος Στέφανος». Το πρώτο Απολυτίκιο του ιεράρχου είναι σε ήχο γ΄, προσόµοιο προς το «Θείας πίστεως» και αναφέρεται στη σοφία του, η οποία έλαµψε στην Α΄ Οικουµενική Σύνοδο. Καταγράφεται επίσης η ορθοδοξία στο φρόνηµά του, ενώ µε τη χρήση λογοπαίγνιου1842 µε το όνοµά του, γίνεται επίκληση για χορήγηση «αδιάπτωτης ευστάθειας» προς τους πιστούς που τιµούν τη µνήµη του αγίου. Το Απολυτίκιο του Ευσταθίου Αντιοχείας έχει ως εξής. Ήχος γ΄. Θείας πίστεως. «Θείας έµπλεως * σοφίας πέλων, * ώσπερ ήλιος, * λαµπρός εκλάµπεις,* εν τη Συνόδω τη Πρώτη Ευστάθιε· * και τον Υιόν οµοούσιον, Όσιε,* ανακηρύττεις Πατρί και τω Πνεύµατι. * Αλλά πρέσβευε, ευστάθειαν αδιάπτωτον, * δοθήναι Ιεράρχα τοις τιµώσι σε.»1843 Το δεύτερο Απολυτίκιο, το οποίο συνέταξε αργότερα ο ίδιος υµνογράφος, περιλαµβάνεται στο Μηναίο του Φεβρουαρίου της Αποστολικής ∆ιακονίας καθώς και, µεταξύ των άλλων, σε σύγγραµµα του κ. Ε. Παπαλέξη, που φέρει τον τίτλο: «Απολυτίκια όλων των αγίων»1844 και αναφέρεται στην Τριαδολογία του Ευσταθίου κατά την Α΄Οικουµενική Σύνοδο, όπως επίσης και τις διώξεις που υπέµεινε. Φέρεται στον αυτό ήχο και προσόµοιο µε το προηγούµενο, έχοντας κοινή αρχή, όπως διαπιστώνουµε αµέσως: Ήχος γ΄. Θείας πίστεως. «Θείας έµπλεως * σοφίας πέλων, * οµοούσιον Πατρί τον Λόγον,* εν τη Συνόδω τη Πρώτη εκήρυξας· * και διωγµοίς οµιλήσας και θλίψεσι, * δόξης αρρήτου µετέσχες Ευστάθιε. * Πάτερ, όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε,* δωρήσασθαι ηµίν το µέγα έλεος.»1845 Ένα Κοντάκιο1846 προς τιµήν του Ευσταθίου είναι σ’ εµάς γνωστό από τον ίδιο υµνογράφο του Απολυτίκιου. Φέρεται σε ήχο πλ. δ΄, προς το «Τη υπερµάχω», στο οποίο καταγράφεται περιεκτικά η ορθοδοξία και ορθοπραξία του ιεράρχη, όπως προκύπτει από το βίο και τα έργα του και µπορούµε αµέσως να διακρίνουµε από την ανάγνωσή του. Ήχος πλ. δ΄. Τη υπερµάχω. «Ως εκκαθάρας σεαυτόν ενθέοις πράξεσι* Αρχιερέων ανεδείχθης θείον άγαλµα.* Θεωρία και αµέµπτω εµπρέπων βίω.* 1839
Θ. ∆ετοράκη, Βυζαντινή θρησκευτική ποίηση και Υµνογραφία, Ρέθυµνο 21997, σ. 94. Θ. Ξύδη, «Ο στέφανος των απολυτικίων του Ενιαυτού», Ορθοδοξία 25 (1950) 158. 1841 Σε υποσηµείωση του προλόγου επισηµαίνεται ότι καταγράφεται µε αστερίσκο (*) τα τροπάρια που συντάχθηκαν από το µοναχό· χαρακτήρα γραφής τον οποίο φέρει και το Απολυτίκιο του Ευσταθίου Αντιοχείας. Βλ. Γ. Μικραγιαννανίτου, (µον.), Νέος Ενιαύσιος Στέφανος, σ. 17. 1842 Για το «λογοπαίγνιο» στην υµνογραφία, βλ. Θ. Ξύδη, Βυζαντινή Υµνογραφία, σ. 405. 1843 Γ. Μικραγιαννανίτου, (µον.), ό.π., σ. 237· Νικοδήµου Αγιορείτου, (µον.), Συναξαριστής, ό.π., τ. 3, σ. 407. 1844 Ε. Παπαλέξη, Απολυτίκια όλων των αγίων, Λαµία χ.χ., σ. 15. 1845 Εκτός από το Μηναίο Φεβρουαρίου της Αποστολικής ∆ιακονίας, (σ. 198), βλ. Ανωνύµου, Ηµερολόγιον 2004· Εβδοµαδιαίον Αγιολόγιον, εκδ. Ιερός ναός Κοιµήσεως Θεοτόκου Λίνδου, Ρόδος 2004. 1846 Περισσότερα για το θέµα. Θ. ∆ετοράκη, ό.π., σσ. 25-41· Ι. Γιαµαίου, ό.π., σσ. 103 -112. 1840
263
Αλλ’ ως στύλος Εκκλησίας και εδραίωµα,* πειρασµών στερρώς υπέµεινας την έφοδον.* Όθεν κράζοµεν,* χαίροις Πάτερ Ευστάθιε.»1847 Προς τιµήν του Ευσταθίου Αντιοχείας έχουν συνταχθεί δύο Μεγαλυνάρια: Το πρώτο, ποίηµα του µακαριστού µοναχού Γεράσιµου Μικραγιαννανίτου, αναφέρεται στην Τριαδολογία του Ευσταθίου, εξαιτίας της οποίας ο άγιος υπέµεινε πλήθος θλίψεων, γι’ αυτό δικαιολογηµένα δέχτηκε το στεφάνι της «οµολογίας». Το Μεγαλυνάριο του αγιορείτη µοναχού έχει ως εξής: «Τον Υιόν οµότιµο τω Πατρί,* Πάτερ δογµατίζων,* και τω Πνεύµατι συµφυή, * της οµολογίας, το στέφανον εδέξω, * Ευστάθιε ποικίλαις, παλαίσας θλίψεσι.»1848 Ο ρόλος που διαδραµάτισε ο ιεράρχης στην Α΄ Οικουµενική Σύνοδο, όπως επίσης και η καταπολέµηση των κακοδοξιών του Αρείου, αποτελούν το θεµατολόγιο στο ακόλουθο δεύτερο1849 Μεγαλυνάριο: «Χαίροις Νικαέων ο πρόεδρος * και ορθοδοξίας ο αστήρ ο υπέρλαµπρος·* χαίροις τας τριβόλους Αρείου κατεκαύσας,* Ευστάθιε παµµάκαρ,* ηµών το καύχηµα.» Το Επίγραµµα, το είδος αυτό της κλασσικής ελληνικής γραµµατείας,1850 δεν είναι άγνωστο στην παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εφόσον ως «ιερό», πλέον, «επίγραµµα» απαντάται µε αρκετές διαφοροποιήσεις1851 στα εκκλησιαστικά κείµενα. Προς τιµήν του Ευσταθίου Αντιοχείας εντοπίσαµε τα ακόλουθα τέσσερα επιγράµµατα, από τα οποία τα δύο πρώτα είναι «συναξαριακά». Το πρώτο δίστιχο είναι εκείνο που απαντάται συχνότερα στη συναξαριακή Παράδοση και έχει ως εξής: «Ήν Ευστάθιος µέχρις ήν ζων και πνέων,* Θεού κατ’ εχθρών ευσταθές µάλα πνέων.»1852 Στο Συναξάριο του Όρθρου της εικοστής πρώτης του µηνός, στη γαλλική έκδοση του Μηναίου του Φεβρουαρίου, καταγράφεται το ακόλουθο επίγραµµα, ως συνοδευτικό της µνήµης του αγίου: «Ευστάθιε, ποιµήν αγαθέ, και µάχαιρα δίστοµος * εκτέµων την αίρεσιν, έστω αντικείµενον ηµέτερων ύµνων.»1853 Όπως πληροφορούµαστε από το Σ. Ευστρατιάδη, θέση την οποία αξιοποιεί εµπλουτισµένη, η Ε. Follieri, σε ορισµένα χειρόγραφα, όπου η µνήµη του Ευσταθίου καταγράφεται την πέµπτη Ιουνίου, ως στίχος συνοδευτικός του ονόµατος του Ευσταθίου καταγράφεται ο ακόλουθος: «Ευστάθιος πέµπτη γε φίλης αιώνος ήµερσεν1854.»1855 Προς τιµήν, τέλος του αγίου µνηµονεύεται και ο επόµενος στίχος την πέµπτη Ιουνίου:«Της Αντιόχου τε ανευφηµώ ύµνοις ιερόν Ευστάθιον».1856
1847
Γ. Μικραγιαννανίτου, (µον.), ό.π., σ. 237· Νικοδήµου Αγιορείτου, (µον.), Συναξαριστής, ό.π., τ. 3, σ. 407. 1848 Γ. Μικραγιαννανίτου, (µον.), ό.π., σ. 237· Νικοδήµου Αγιορείτου, (µον.), ό.π., σ. 407. 1849 Το Μεγαλυνάριο αυτό, το οποίο είναι ανέκδοτο, το συντάξαµε παλαιότερα. 1850 Ν. Τωµαδάκη, Η Βυζαντινή υµνογραφία και ποίησις, τ. 2, σ. 30. 1851 Για τις κατηγοριοποιήσεις του «ιερού επιγράµµατος», βλ. Ό.π., σ. 30. 1852 Νικοδήµου Αγιορείτου, (µον.), Συναξαριστής, ό.π., σ. 297· Ανωνύµου, Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τ. Β΄, σ. 338· Σ. Ευστρατιάδη, (µητρ.), Αγιολόγιον, σ. 151· Ε. Follieri, I Calendari in Metro Innografico di Christoforo Mitileneo, τ, 2, σ. 310. 1853 Anonyme, Février, ό.π., σ. 194. Πρβλ. Του ίδιου, Synaxaire Métrique et Tables du Ménée, σ. 124: “Eustathe, bon pasteur et glaive à deux trachants* pourfendant l’hérésie, soit l’objet de nos chants!” 1854 Αλλού απαντάται ως γραφή το αµέρθη. 1855 Ε. Follieri, ό.π., τ, 2, σ. 311· Σ. Ευστρατιάδη, (µητρ.), ό.π., σ. 151. 1856 Ε. Follieri, ό.π., τ, 1, σ. 444.
264
IV. ΑΡΧΕΣ (INITIA) ΤΗΣ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΤΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ1857 Α΄Κα. Β΄Κα. Γ΄Κα. ∆΄Κα. (Α΄) τρ. (Α΄) Ωδ.
Κανόνας: «Του παρακλήτου…» Κανόνας : «Τον ιεράρχην…» Κανόνας: «Το στόµα µου…» Κανόνας: «Την των πατέρων…» Τροπάριο (Α΄, Β΄, Γ΄, …) Ωδή (Α΄, Β΄, Γ΄, …Θ΄)
Άκρας των πόλεων της εώας Αλλήλους συνωθούντες προς Άνθη ως δρεψάµενος νοητά Απέρριψας εις δογµάτων σου Απολαύσαντες, πάτερ, τη ση Αποσκέδασας των εχθρών δόγµατα Αρθείς εις ύψος δογµάτων, όσιε, Εκ γης απάρας ψυχής το φρόνηµα Εν αρετή απροσίττω υπάρχων Εν ελαίω αγίω, µύρω Εν θεωρείας τας πρακτικάς Εν τοις ποικίλοις πειρασµοίς Εξ ουρανίου συ καταβάς Εξωρίσας από της Εκκλησίας Επιτελούντες εν ωδαίς Ερράγη ύψωµα και τεταπείνωται Εστήριξαν την Χριστού Εκκλησίαν Ευσταθείαν στερράν, καθώς πύργος Ευστάθιε ποιµήν αγαθέ Ευστάθιος µέχρις ήν Ευστάθιος πέµπτη γε Έχων πολιτείαν ουράνιον Ηγεµόνα κατέστησε κατά των Ηλέχθη σοφίσµατα δυσσεβούντων Θείας έµπλεων σοφίας πέλων, οµοούσιον Πατρί Θείας έµπλεων σοφίας πέλων, ώσπερ ήλιος Θείοις δόγµασιν την Εκκλησίαν Θεολογών ορθοδόξως τη θεότητα Θυσίαν άµωµον Χριστού Ιδρυθέντα σε, Ευστάθιε, Ιεραρχών κορυφαίος, τον στύλον Ιεραρχών πρόκριτος Ιεραρχών το κλέος και διδασκάλων Ιλεώσαι τοις πιστοίς Ιόν θανατηφόρον εξηρεύξατο Ισότιµον Πατρί, δογµατίζων τον Λόγον Ιστώντες χοροστασίας πνευµατικάς Κατατρυφώµεν, παµµάκαρ 1857
Απολ. Μεγ. Κοντ. Εγ. (υποσ.)
Απολυτίκιο Μεγαλυνάριο Κοντάκιο Επίγραµµα Βλ. χώρο των Παραποµπών
Γ΄τρ. ∆΄Ωδ. Β΄ Κα. Α΄τρ. Θ΄Ωδ. ∆΄Κα. (υποσ.) Γ΄τρ. Γ΄Ωδ. Α΄Κα. Β΄τρ. ΣΤ΄Ωδ. ∆΄Κα. Α΄τρ. Ζ΄Ωδ. Γ΄Κα. Γ΄τρ. Γ΄Ωδ. Α΄Κα. Α΄ τρ. Θ΄Ωδ. Α΄Κα. Γ΄τρ. Θ΄Ωδ. Α΄Κα. Γ΄τρ. ΣΤ΄Ωδ. ∆΄Κα. Α΄τρ. Γ΄Ωδ. Β΄Κα. Α΄τρ. Γ΄Ωδ. Β΄Κα. Γ΄τρ. Α΄Ωδ. Α΄Κα. Β΄τρ. Η΄Ωδ. ∆΄Κα. Β΄τρ. Β΄Ωδ. ∆΄Καν. ∆΄τρ. Α΄Ωδ. Α΄Κα. Β΄τρ. ∆΄Ωδ. Α΄Κα. ∆΄τρ. Β΄Ωδ. ∆΄Κα. Ι΄τρ. Β΄Εγ. Α΄Εγ. Γ΄Εγ. Α΄τρ. Γ΄τρ. ∆΄Ωδ. Β΄Κα. Α΄τρ. ΣΤ΄Ωδ. Α΄Κα. Β΄Απολ. Α΄Απολ. Ε΄τρ. Γ΄τρ, ∆΄Ωδ. Β΄Κα. Α΄τρ. ∆΄Ωδ. Α΄Κα. Β΄τρ. Ζ΄Ωδ. Α΄Κα. ∆΄τρ. ∆΄Ωδ Β΄ Κα. Γ΄τρ. Η΄Ωδ. ∆΄Κα. (υποσ.) Α΄τρ. ΣΤ΄Ωδ. Β΄Κα. Β΄τρ. ΣΤ΄Ωδ. Γ΄Κα. Β΄τρ. Ζ΄Ωδ. Γ΄Κα. ΙΒ΄τρ. Α΄τρ. Ε΄Ωδ. ∆΄Κα. Γ΄τρ. Η΄Ωδ. Β΄Κα.
Σε αυτά δεν περιλαµβάνονται οι Ειρµοί των Ωδών, όπως και τα Θεοτοκία.
265
Η΄τρ. Γ΄τρ. Θ΄Ωδ. ∆΄Κα. Β΄τρ. Γ΄τρ. Ζ΄Ω∆. ∆΄Κα. Β΄τρ. Ζ΄Ωδ. Β΄Κα. Β΄τρ. ΣΤ΄Ωδ. Α΄Κα. Γ΄τρ. Ζ΄Ω∆. Α΄Κα. Θ΄τρ. ∆΄τρ. ∆΄Ωδ. Γ΄Κα. Γ΄τρ. Ε΄Ωδ. Α΄Κα. Γ΄τρ. Β΄τρ. Η΄Ωδ. Β΄Κα. Β΄τρ. Ε΄Ωδ. Β΄Κα. Γ΄τρ. Α΄Ωδ. Β΄Κα. Γ΄τρ. Ζ΄Ωδ. Γ΄Κα. Β΄τρ. Α΄Ωδ. Γ΄Κα. Α΄τρ. Ε΄Ωδ. Β΄Κα. Β΄τρ. Η΄Ωδ. Α΄Κα. Ε΄τρ. Ζ΄Ωδ. ∆΄Κα. Β΄τρ. Ε΄Ωδ. Α΄Κα. Γ΄τρ. Η΄Ωδ. ∆΄Κα. Γ΄τρ. Θ΄Ωδ. Γ΄Κα. Β΄τρ. Α΄Ωδ. Β΄Κα. Β΄τρ. Α΄Ωδ. Α΄Κα. Γ΄τρ. ΣΤ΄Ωδ. Γ΄Κα. Γ΄τρ. Η΄Ωδ. Γ΄Κα. Β΄τρ. Α΄Ωδ. ∆΄Κα. Α΄τρ. ∆΄τρ. Η΄Ωδ. Α΄Κα. Γ΄τρ. Γ΄Ωδ. ∆΄Κα. Β΄τρ. Γ΄Ωδ. Γ΄Κα. Α΄τρ. Η΄Ωδ. ∆΄Κα. Α΄τρ. Ε΄Ωδ. Α΄Κα. Β΄τρ. Θ΄Ωδ. ∆΄Κα. ∆΄τρ. Θ΄Ωδ. Α΄Κα. Β΄τρ. Θ΄Ωδ. Γ΄Κα. Α΄τρ. Γ΄Ωδ. Α΄Κα. Β΄τρ. Ζ΄Ωδ. ∆΄Κα. Γ΄τρ. Γ΄Ωδ. Β΄Κα. Α΄τρ. Η΄Ωδ, Α΄Κα. ∆΄τρ. ∆΄Ωδ. Α΄Κα. Γ΄τρ. Α΄Ωδ. ∆΄Κα. Β΄τρ. Ε΄Ωδ. Γ΄Κα. Α΄τρ. Γ΄Ωδ. ∆΄Κα. Β΄τρ. Γ΄Ωδ. ∆΄Κα. Α΄τρ. Η΄Ωδ. Γ΄Κα. Β΄τρ. ∆΄Ωδ. Β΄Κα. Β΄τρ. Γ΄Ωδ. Α΄Κα. Β΄τρ. Θ΄Ωδ. Α΄Κα. Β΄τρ. Ε΄Ωδ. Γ΄Κα. Α΄τρ. Α΄Ωδ. ∆΄Κα.
Καταφλέξας, Ευστάθιε, ακάνθας Κλητήν, αγίαν ηµέραν Λόγων ιερών σου τοις ρεύµασιν Μάχαιρα οξεία ο λόγος σου Μετά πλείστους κινδύνους Μύρα ευωδέστατα των δακρύων Μυστηρίων απορρήτων ως διάκονος Μυστήρια Θεού πιστευθείς Ναυαγούσαν προέφθασας χείρα Νεκρώσας µέλη τα επί γης Νέµων βακτηρία των λόγων σου Νέος εδείχθης τω κόσµω Απόστολος Νίκην εδέξω ουρανόθεν Νόµος ως λύχνος γεγονώς Νυν συνήλθον εώα Ο βίος σου πλήρης αγιασµού Ο θείαις πράξεσιν του βίου Οι κρουνοί των ιδρώτων Οι της πίστεως πύργοι Οι των δογµάτων σου ποταµοί Οµολογία σου υπέρ της αληθείας Οµού συν τοις αγίοις Όπλω σταυρού καθοπλισθείς Όρει των θείων αρετών Ο φθόγγος, σε υπερόριον Παίδες ευφηµούν θεοπολιτών Πρόµαχος πίστεως φανείς Προς κράτη δυναστών Προς µετέωρον ύψος της καθαρότητας Πρωτεύων του συλλόγου της αληθείας Ράβδω ποιµαντική σου Ράβδω σοφίας σου Ρητόρων έπαυσας τας φωνάς Ροµφαία δίστοµον φέρων Ροάς χαρίτων, πάτερ, Ευστάθιε Ρωσθείς στρατιώτου δυνάµει Σαλευοµένην την του Χριστού Σαλπίζων τη των λόγων σου σάλπιγγι Σέλας υπάρχουσιν οι σοφοί Στηριχθείς εν τη πέτρα Σοφία κρείττονι ενισχυόµενος Στόµα του λόγου γεγονώς Σύµµορφον, Χριστέ, τω Πατρί Συ την ροµφαίαν σπασάµενος Συ φιλοπόνως γεώργησας την Εκκλησίαν Σώφρονι, πάτερ, τω λογισµώ Τάγµατα των ορθοδόξων µακαρίζειν σε Τα µηχανήµατα των εχθρών Τέµων αξίνη των θείων λόγων σου Τέτµηται τω σω θεοσµήκτω ξίφει Την των πατέρων κορυφήν 266
Γ΄τρ. Β΄Ωδ. ∆΄Κα. ∆΄Εγ. Α΄τρ. ∆΄Ωδ. ∆΄ Κα. Β΄τρ. ∆΄Ωδ. ∆΄Κα. Ζ΄τρ. Β΄τρ. Η΄Ωδ. ∆΄Κα. (υποσ.) Α΄τρ. Θ΄Ωδ. ∆΄Κα. Β΄τρ. Ε΄Ωδ. ∆΄Κα. Α΄τρ. ΣΤ΄Ωδ. Β΄Κα. ∆΄τρ. Α΄Μεγ. ΣΤ΄τρ. Α΄τρ. Β΄Ωδ. ∆΄Κα. Α΄τρ. Α΄Ωδ. Γ΄Κα. Α΄τρ. Θ΄Ωδ. Γ΄Κα. Α΄τρ. Α΄Ωδ. Α΄Κα. ∆΄τρ. ∆΄Ωδ. ∆΄Κα. Α΄ τρ. Ζ΄Ωδ. Α΄Κα. ∆΄τρ. Ζ΄Ωδ. ∆΄Κα Β΄τρ. Θ΄Ωδ. Β΄Κα. Γ΄τρ. ∆΄Ωδ. ∆΄Κα. Α΄τρ. Στ΄Ωδ. ∆΄Κα. Β΄τρ. Γ΄Ωδ. Β΄Κα. ∆΄τρ. Α΄Ωδ. Α΄Κα. Α΄τρ. Ζ΄Ωδ. Β΄Κα. Γ΄τρ. Η΄Ωδ. Α΄Κα. Β΄τρ. Θ΄Ωδ. ∆΄Κα. (υποσ.) Α΄τρ. Ε΄Ωδ. Γ΄Κα. Γ΄τρ. ∆΄Ωδ. Α΄Κα. Β΄Μεγ. Α΄τρ. ∆΄Ωδ. Γ΄Κα. Γ΄τρ. Θ΄Ωδ. ∆΄Κα. (υποσ.) Γ΄τρ. Θ΄Ωδ. Β΄Κα. Κοντ. Β΄τρ. ΣΤ΄Ωδ. Β΄Κα. ∆΄τρ. Ζ΄Ωδ. Α΄Κα. Α΄τρ. Η΄Ωδ. Β΄Κα. Β΄τρ. Η΄Ωδ. Γ΄Κα. Α΄τρ. Η΄Ωδ. ∆΄Κα. (υποσ.)
Την ύπαρξιν εκ Πατρός Της Αντιόχου τε ευφηµώ Της γνώσεως του Χριστού Της πίστεως συγκροτών τα τρόπαια Τοις όπλοις συµφραξάµενος Τοις οχετοίς του αίµατος Τον εν τω γράµµατι βότρυν Τον ζόφον µειώσας Τον ιεράρχην του Χριστού Τον οµοούσιον Πατρί Τον Υιόν οµότιµο Τον υψωθέντα Το ρεύµατι της ευλάλου σου γλώττης Το στόµα µου πλήρωσον, αγαθέ Το τίµιον σου, πάτερ, λείψανον Του Παρακλήτου ακτίσιν Τους χάρακας υποθείς Τω καµίνω µεν, Ευστάθιε Των δογµάτων πτύω απέρριψας Των ιερών σου και θείων λειψάνων Των λόγων σου η λαµπάς Των λόγων σου θεοπνεύστω γαλήνη Ύθλον υπέδειξας Ύλην ενέπρισας σοφέ Υπεράρχιον, µία θεότητα, παµµάκαρ Υπό πόδας τέθεικας, πάτερ Υψώθης επί ξύλου ΄Υψωσας νοός τα κινήµατα Φωνάς αινέσεως Χριστού Χαίροις Νικαέων ο πρόεδρος Χαλίνωσας, εφίµωσας τα της πονηρίας Χριστώ συµβασιλεύειν διά παντός Ω διδασκάλων το κλέος Ως εκκαθάρας σεαυτώ Ως ζηλωτήν υπάρχων του θεσπεσίου Ηλιού Ως θυµίαµα δεκτόν ευχάς Ώσπερ αξίνη η γλώσσα η θεοφόρητός σου Ώσπερ προπύργιον αρραγές Ως της αµπέλου κλήµατα
267
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ Ο ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑ∆ΟΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟ∆ΟΞΗΣ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑΣ 1858 Επακόλουθο της ένταξης ενός κεκοιµηµένου µέλους στη χορεία των αγίων δεν είναι µονάχα η υµνογραφική παραγωγή που αφορά το πρόσωπο αυτό, αλλά και η απόδοση της εικόνας1859 του, η οποία αποτελεί σηµείο αναφοράς και ενδεικτική ορατή έκφραση του σεβασµού, της τιµής των πιστών προς το πρόσωπο του αγίου. Η απόδοση της µορφής του Ευσταθίου Αντιοχείας στην εικονογραφία της Ανατολικής και ∆υτικής Εκκλησίας θα συµβάλλει στην «περιγραφή» και καταγραφή των «κατ’ αυτόν» και «περί αυτόν», του εν λόγω αγίου της Εκκλησίας µας. Οι αναφορές που έχουµε για την απόδοση του ιεράρχη µας στην εικονογραφία της Ορθόδοξης και της Ρωµαιοκαθολικής1860 Εκκλησίας είναι περιορισµένες1861. Το κείµενο το οποίο αναφέρεται στα φυσιογνωµικά και σωµατικά χαρακτηριστικά του αγίου στη ζωγραφική, είναι εκείνο που φέρει τον τίτλο: «Εκ των Ελπίου του Ρωµαίου αρχαιολογουµένων εκκλησιαστικής ιστορίας, περί χαρακτηριστικών σωµατικών»1862. Τα φυσιoγνωµικά και σωµατικά χαρακτηριστικά του Ευσταθίου Αντιοχείας, σύµφωνα µε το εν λόγω σύγγραµµα, απαντώνται στο Συναξάριο της Κωνσταντινουπόλεως, και στο γνωστό σύγγραµµα του F. Cavallera1863 για το Σχίσµα της Αντιόχειας1864, στο οποίο όµως διαπιστώνονται διαφοροποιήσεις1865.
1858
Από τη θέση αυτή ευχαριστώ την κα. Γλυκερία Χατζούλη, Λεκτόρισσα στο Τµήµα Θεολογίας του Α.Π.Θ., η οποία µε προθυµία δέχτηκε και κατ’ επανάληψιν µελέτησε το κεφάλαιο αυτό, που αφορά τα εικονογραφικά του Ευσταθίου, προβαίνοντας σε εύστοχες επισηµάνσεις. 1859 Η τεχνητή εικόνα «διαµεσολαβεί» για την επίτευξη της γνώσης όσων σχετίζονται µε το µυστήριο του άκτιστου Θεού, των µελλόντων, που δε γίνονται εύκολα αντιληπτά από τον άνθρωπο και «παιδαγωγεί εις Χριστόν». Ιωάννου ∆αµασκηνού, Περί εικόνων, 3, 17 PG 94, 1337ΒC: «Επειδή ο άνθρωπος, ούτε του αοράτου γυµνήν έχει την γνώσιν…, ούτε των µετ’ αυτών εσοµένων, ούτε των τόπω διεστηκότων και απεχόντων, ως τόπω και χρόνω περιγραφόµενος, προς οδηγίαν γνώσεως, και φανέρωσιν, και δηµοσίευσιν των κεκρυµµένων, επενοήθη η εικών…(ίνα) διαγνώµεν τα κεκρυµµένα, και τα µεν καλά ποθήσωµεν και ζηλώσωµεν, τα δε εναντία … αποστραφώµεν και µισήσωµεν.». Του ίδιου, ό.π., 1, 17 PG 94, 1248C: «Υπόµνηµα γαρ εστιν η εικών και όπερ τοις γράµµασι µεµνηµένοις η βίβλος, τούτο και τοις αγραµµάτοις η εικών· και όπερ τη ακοή ο λόγος, τούτο τη οράσει η εικών· νοητώς δε αυτή ενούµεθα.» 1860 M.W. Drake, Saints and their Emblems, New York χ.χ., σ. 45. 1861 Κ.G. Kaster, “Eustathius von Antiochien”, LCI 2 (1974) 193: “ Als Bisch. I. blauer Tunika m. Kasel, Omophorion u. Kodex als I11. e. Anaphora d. E., syr Ms., 1238, Bodl. Libr. Ms. Syr. Dawkins 58 fol. 39 (Leroy II Tf. 114.4). Eine Büste als Hierarch i. Bema v. Staro Nagoričino (Petković 27).” 1862 Μ. Χατζηδάκη, «Εκ του Ελπίου του Ρωµαίου», ΕΕΒΣ 14 (1938) 393 – 414. Όπου και σχετική Βιβλιογραφία. 1863 Ο F. Cavallera θεωρεί ότι το κείµενο που αναφέρεται στα χαρακτηριστικά του Ευσταθίου, δεν έχει κάποια ιστορική αξία. Η συγκεκριµένη θέση µας βρίσκει σύµφωνους, όµως νοµίζουµε ότι κάλλιστα θα µπορούσε να αξιοποιηθεί η περιγραφή αυτή, όπως και έχει συµβεί, στην απόδοση του προσώπου του Ευσταθίου. (F. Cavallera, ό.π., σ. 326.) Η απεικόνιση του Ευσταθίου Αντιοχείας στην παράσταση που φέρει τους αγίους της 21ης Φεβρουαρίου, Τιµόθεο τον εν Συµβόλοις και Ευστάθιο Αντιοχείας, της έκδοσης του αρχιµ. Γαλακτίωνος Γκαµίλη, φαίνεται να έχει αρκετά χαρακτηριστικά, από τα στοιχεία που µνηµονεύονται στο κείµενο του Ελπίου του Ρωµαίου. Βλ. Ανωνύµου, Ηµερολόγιον 2004· Εβδοµαδιαίον Αγιολόγιον, ό.π., Ρόδος 2004. 1864 F. Cavallera, Le Schisme d’Antioche, ό.π., σ. 326: «Ην δε κατά τον τύπον του σώµατος µακρός, λεπτός , επιµήκης το πρόσωπον, αναφαλαντίας, οφρύν λεπτάς τε και ευθενείς έχων, µακροτράχηλος, µετρία υπηνή και µελαίνη τας παρειάς εξανθών επί πολιαίς ολίγαις.» 1865 Ο F. Cavallera, παραθέτει το εν λόγω κείµενο, το οποίο παρουσιάζει διαφοροποίηση σε µία λέξη του. Αντί του «ευθυτενείς», καταγράφει «ευθενείς».
268
Στο Συναξάριο της Κωνσταντινουπόλεως σηµειώνεται1866: «Ην δε κατά τον τύπον του σώµατος µακρός, λεπτός, επιµήκης το πρόσωπον, αναφαλαντίας, οφρύν λεπτάς τε και ευθυτενείς έχων, µακροτράχηλος, µετρία υπηνή και µελαίνη τας παρειάς εξανθών επί πολιαίς ολίγαις.»1867. Μεταγενέστερη έκδοση του κειµένου, από κώδικα της Παρισινής Βιβλιοθήκης, τον Κοϊσλιανό 296, του 12ου αι.1868, την οποία επιµελήθηκε ο Μ. Χατζηδάκης, καταγράφει τα ακόλουθα: «Ε υ σ τ α θ ί ο υ Α ν τ ι ο χ ε ί α ς· Ευστάθιος ο Αντιοχείας, ανήρ µακρός, λεπτός, επιµήκης το πρόσωπον, στυγνόν βλέπων, αναφαλαντίας, οφρύν λεπτάς τε και ευθυτενείς έχων· µακροτράχηλος, µετρία τη υπήνη και µελαίνη τας παρειάς εξανθών επί πολιαίς ολιγίσταις.»1869 Αξίζει επίσης να επισηµάνουµε ότι στην Ερµηνεία1870 του ∆ιονυσίου του εκ Φουρνά (1701-1733) δεν καταγράφονται προσωπογραφικά χαρακτηριστικά που αφορούν την «αυτόνοµη» απόδοση του αγίου, αλλά ο ιεράρχης εντάσσεται στην εικονογράφηση της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου. Παραστάσεις του αγίου εντοπίζουµε στη ζωγραφική (τοιχογραφίες, φορητές εικόνες, µικρογραφίες). Στον κώδικα Bodl. Libr. 65, φφ. 39r1871 περιέχεται, µεταξύ των άλλων, η φερόµενη στο όνοµα του Ευσταθίου Αντιοχείας Αναφορά (Θεία Λειτουργία). Την αρχή του συριακού αυτού κειµένου, κατά πλάτος του φύλλου, κοσµεί η µικρογραφία του αγίου1872. Ο ιεράρχης (εικ. 1) εικονίζεται όρθιος, ολόσωµος, σε φυσικό µέγεθος, µετωπικός, στο µέσον ενός ηµικυκλικού τόξου, στηριζόµενου σε δύο λεπτούς κίονες. Η στάση του είναι ιερατική. Κρατεί όρθιο, µε προτεταµένο το αριστερό χέρι του, που µόλις διακρίνεται, κλειστό ευαγγέλιο, από το οποίο φαίνεται το πλάγιο πάχος των σελίδων σε χρώµα ερυθρό, ενώ µε το δεξί χέρι του ευλογεί, ενώνοντας τον αντίχειρα µε τον παράµεσο. Η περιβολή του είναι ανάλογη της ιδιότητάς του, φέρει δηλαδή τα διακριτικά του αρχιερατικού βαθµού: Στιχάριο στο σκούρο τόνο του κυανού χρώµατος, µε πλούσια γραµµική πτυχολογία, που προσδίδει όγκο στο ένδυµα, το οποίο ακολουθεί την κίνηση του δεξιού σκέλους του ιεράρχη και µεγαλοπρέπεια στον άγιο. Το επιτραχήλιο είναι απλά σχηµατισµένο, χωρίς ιδιαίτερες πτυχώσεις και διακοσµητικά στοιχεία, µε εξαίρεση το κάτω µέρος του, ενώ µεγαλύτερη διακοσµητική προσοχή έχει δοθεί στο επιγονάτιο, σε χρώµα της ώχρας, όπου διακρίνονται ελικοειδείς απολήξεις. Στο αυτό χρώµα διακρίνεται και το επιµανίκιο του δεξιού καρπού. Το φαιλόνιο είναι αρκετά λιτό, χρώµατος βυσσινί, µε αναδιπλώσεις σε µονά, διπλά και επάλληλα τριγωνικά σχήµατα και πτυχές, που ακολουθούν την κίνηση του σώµατος. Απλοί σχηµατισµοί και απαλές γραµµώσεις διαγράφουν το ωµοφόριο του ιεράρχη, ενώ σκουρόχρωµοι σταυροί ολοκληρώνουν τη διακόσµησή του. Η µικρογραφία χρονολογείται το 1238. Την παράσταση του Ευσταθίου Αντιοχείας εντοπίζουµε επίσης σε ζώνη των ιεραρχών, από το ναό του Αγίου Νικολάου Ορφανού1873 Θεσσαλονίκης. Στον νότιο τοίχο του Ιερού Βήµατος, επάνω από τους συλλειτουργούντες ιεράρχες Ιωάννη τον Ελεήµονα 1866
Η καταγραφή των φυσιογνωµικών χαρακτηριστικών του Ευσταθίου εντοπίζεται σε υποσηµείωση του εν λόγω έργου. 1867 Συναξάριο Κωνσταντινουπόλεως, σ. 917 (στ. 56-58). 1868 Στοιχεία κωδικολογικά και πληροφορίες για το περιεχόµενο του εν λόγω κώδικα, βλ. Μ. Χατζηδάκη, ό.π., ΕΕΒΣ 14 (1938) 408 – 414. 1869 Ό.π., ΕΕΒΣ 14 (1938) 414. 1870 ∆ιονυσίου του εκ Φουρνά, Ερµηνεία της Ζωγραφικής τέχνης, Πετρούπολη 1909, σ. 314, 171. 1871 Για τον εν λόγω κώδικα, βλ.: Payne – Smith, Catalogî Codicum Manuscriptorum Bibliothecae Bodleianae, τ. 6, σ. 229· J. Leroy, “Deux Scribes Syriaques Nommés Bãkõs”, L’Orient Syrien 7 (1962) 113· Κ.G. Kaster, “Eustathius von Antiochien”, LCΙ 2(1974) 193. 1872 J. Leroy, ό.π., L’Orient Syrien 7 (1962) 113. 1873 Σύντοµα ιστορικά του ναού, βλ. Χ. Μπακιρτζή, Άγιος Νικόλαος Ορφανός, σ. 71κ.ε.
269
και Κύριλλο Αλεξανδρείας, διακρίνουµε τον Ευστάθιο Αντιοχείας,1874 (εικ. 2) δίπλα από τον άγιο Γρηγόριο το ∆ιάλογο. Ο άγιος διακρίνεται µετωπικός, σε προτοµή και φέρει, όπως και οι λοιποί Πατέρες, αρχιερατική ενδυµασία. Στο αριστερό χέρι του κρατεί διάλιθο ευαγγέλιο. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου, όπως και της κόµης, της υπόλοιπης τριχοφυΐας του ιεράρχη, είναι καλά σχηµατισµένα. Αµυγδαλωτοί οφθαλµοί, σπαθωτά φρύδια, µικρό στόµα και άσπρη γενειάδα µε σκουρόχρωµες ψιµυθιές, είναι τα κύρια στοιχεία που συνθέτουν τη φυσιογνωµία του Ευσταθίου, ενώ ο µεγάλος φωτοστέφανος ορίζεται περιµετρικά της κεφαλής. Στο άνω τµήµα του διαζώµατος της προτοµής, αναγράφεται µε κεφαλαιογράµµατη γραφή: Ο ΑΓ(ΙΟΣ) ΕΥ<Σ>ΤΑΘΙΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ. Η παράσταση χρονολογείται µεταξύ 1310 και 1320. Στην προσωπική συλλογή µας διαθέτουµε σύγχρονη εικόνα του αγίου Ευσταθίου Αντιοχείας (εικ. 3), έργο του κ. Αντωνίου ∆ουνδουλάκη, θεολόγου- αγιογράφου. Η εν λόγω φορητή εικόνα, διαστάσεων 26,5 × 20,0, περατώθηκε το Σεπτέµβριο του 2005 και αποδίδει τον Ευστάθιο σε προτοµή, µετωπικό, µε αρχιερατική ενδυµασία, να φέρει κλειστό ποικιλµένο ευαγγέλιο. Γενικά, τα φυσιογνωµικά χαρακτηριστικά του ιεράρχη προσδίδουν στη µορφή ιεροπρέπεια και ασκητικότητα. Ο φωτοστέφανος είναι ισοµερής, σχηµατισµένος µε πεπλατυσµένη µονή κόκκινη γραµµή περιµετρικά της κεφαλής. Στο άνω τέταρτο της εικόνας, εκατέρωθεν του φωτοστέφανου, σηµειώνεται µε κεφαλαιογράµµατη γραφή: «Ο ΑΓΙΟΣ / ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ». Ωστόσο θα ήταν παράληψη να µη σηµειώναµε ότι ο άγιος εικονίζεται επίσης σε παραστάσεις της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου. Σύµφωνα µε την Ερµηνεία του ∆ιονυσίου του εκ Φουρνά, ο άγιος απεικονίζεται ως µέλος της συνόδου των ιεραρχών που συµµετείχαν κατά τις εργασίες της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου: «Η αγία και οικουµενική α΄ σύνοδος η εν Νικαία επί Κωνσταντίνου του Μεγάλου, κατά το τιη΄ παρά των τιη΄ θεοφόρων πατέρων κατά Αρείου. § 34. Σπίτια… και ο άγιος Κωνσταντίνος καθήµενος µέσον επί θρόνου, και από τα δύο του µέρη καθήµενοι µε αρχιερατικήν στολήν ούτοι οι άγιοι αρχιερείς. Σίλβεστρος πάπας Ρώµης, Αλέξανδρος πατριάρχης Αλεξανδρείας, Ευστάθιος * * Ιεροσολύµων, ο άγιος Παφνούτιος ο οµολογητής…»1875 Στην παράσταση της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου1876 (εικ. 4), που βρίσκεται στον εσωνάρθηκα του Καθολικού της Μονής Σταυρονικήτα του Αγίου Όρους, δεξιά από το υπέρθυρο της εισόδου προς τον κυρίως ναό1877, διακρίνουµε τον Άρειο που παριστάνεται στο µέσον, κάτω από τους ιεράρχες συνέδρους, οι οποίοι κάθονται ηµικυκλικά, έχοντας στο κέντρο τον αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο. Κυρίως τα φυσιογνωµικά χαρακτηριστικά του δεύτερου ιεράρχη αριστερά του αυτοκράτορα, αλλά και η τάξη των 1874
Α. Τσιτουρίδου, Ο ζωγραφικός διάκοσµος του αγίου Νικολάου του Ορφανού στη Θεσσαλονίκη, σ. 71, 296· Χ. Μπακιρτζή, Άγιος Νικόλαος Ορφανός, πίν. IV. 1875 ∆ιονυσίου του εκ Φουρνά, ό.π., σ. 171. Ως προς το εν λόγω απόσπασµα θα µπορούσε κάποιος να σηµειώσει τα ακόλουθα: i. Στους αστερίσκους της Ερµηνείας, θα πρέπει να τεθούν τα ονόµατα «Αντιοχείας» και «Μακάριος». Αξίζει να σηµειωθεί ότι ο S. Salaville σε σχετική αναφορά του δεν αντιλαµβάνεται την ύπαρξη κενού στο κείµενο µεταξύ των ονοµάτων «Ευστάθιος» και «Ιεροσολύµων», το οποίο εκλαµβάνει ως σφάλµα του αντιγραφέα. Το κείµενο έχει ως εξής: “…Alèxandre d’Alexandrie, Eustathe de Jérusalem (sic),….”. Βλ. S. Salavile, “L’Iconographie des ΄΄Sept Conciles Œcuméniques΄΄”, Echos d’Orient 25 (1926) 161. ii. Η Ερµηνεία δε φαίνεται να αξιοποιεί τις πληροφορίες των πηγών µε συνέπεια, διότι στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να µη συµπεριλάβει το όνοµα του Ρώµης Σίλβεστρου, εφόσον δεν ήταν παρών στις εργασίες της, αλλά εκπροσωπήθηκε από τους πρεσβύτερους Βικέντιο και Βίττονα. 1876 Αναλυτικά για τις παραστάσεις της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου, βλέπε: S. Salaville, ό.π., Echos de l’Orient 25 (1926) 144-176· C. Walter, “L’Iconographie des Conciles dans la Tradition Byzantine”, Archives de l’Orient Chrétien 13 (1970) 20 κ.ε. 1877 Ό.π., εικ. 1· C. Walter, ό.π., Archives de l’Orient Chrétien 13 (1970) 95.
270
«πρεσβειών τιµής» -που δε φαίνεται να παραβλέπεται στην απεικόνιση των ιεραρχών, µας υποδεικνύουν να τον ταυτίσουµε µε τη µορφή του Ευσταθίου Αντιοχείας. Άλλωστε, η µνηµόνευση του ονόµατός του, δίπλα1878 σε εκείνο του Αλεξανδρείας Αλέξανδρου, στην επιγραφή κάτω από τον Άρειο, πιστοποιεί τον άγιο Ευστάθιο. Ο Ευστάθιος Αντιοχείας1879 παριστάνεται, όπως και οι λοιποί ιεράρχες, σε φυσικό µέγεθος, ολόσωµος, µε ελαφρά κλίση της κεφαλής προς τα αριστερά, σε απεικόνιση τρία τέταρτα. Κρατεί µε τα δύο του χέρια κλειστό διάλιθο ευαγγέλιο, ελαφρά πλαγιαστό και γερµένο προς την εµπρόσθια πλευρά. Ο ιεράρχης είναι σοβαρός, επίσηµος και φέρει αρχιερατική ενδυµασία, αποτελούµενη από υπόλευκο στιχάριο, επιτραχήλιο στο χρώµα της ώχρας, ποικιλµένο και υπόλευκο φαιλόνιο µε ερυθρούς σταυρούς, όπως και ωµοφόριο. Ο προσωπογραφικός τύπος του αγίου παρουσιάζει οµοιότητες µε την περιγραφή του κειµένου του Ελπίου του Ρωµαίου για το µακρόσχηµο, λεπτόσχηµο και επίµηκες του σώµατος, το αυστηρό βλέµµα το οποίο επιτυγχάνεται κυρίως µε τα σπαθωτά και σµικτά φρύδια. Τέλος, πρέπει να σηµειωθεί ότι στη φυσιογνωµία της µορφής συνενώνονται το µειλίχιο και η σοβαρότητα και αναδύονται ταυτόχρονα η αυστηρότητα η πνευµατικότητα, αλλά και η εσωτερική ένταση1880. Η τοιχογραφία της Μονής Σταυρονικήτα, του Αγίου Όρους, είναι έργο του Κρητικού ζωγράφου Θεοφάνη1881 Στρελίτζα – Μπάθα και χρονολογείται το 15461882.
1878
Η συγκεκριµένη θέση για τον ιεράρχη δεν είναι σύµφωνη µε τη µαρτυρία του Ερµεία Σωζοµενού που τον θέλει καθήµενο ως πρώτο του «δεξιού τάγµατος». Βλ. Ερµεία Σωζοµενού, ό.π., 1, 19 PG 67, 917BC. 1879 C. Walter, ό.π., Archives de l’Orient Chrétien 13 (1970) 161. 1880 Γ. Χατζούλη, «Αµφίγραπτη εικόνα του αγίου Νικολάου από την Πτελέα Καστοριάς», Βυζαντινά 18 (1995-1996) 385. 1881 V. Stavronikitianos, (arch.), The Cretan Painter Theophanis, σ. 41. 1882 C. Walter, ό.π., Archives de l’Orient Chrétien 13 (1970) 95.
271
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Η προσέγγιση του προσώπου του Ευσταθίου Αντιοχείας και η διερεύνηση των «περί αυτόν» και «κατ’ αυτόν» ζητηµάτων αποτέλεσε επίπονη διαδικασία, κυρίως εξαιτίας της αµφιλογίας των απόψεων που διατυπώθηκαν κατά καιρούς από τους µελετητές, ως προς την ιστορική πορεία του. Ολοκληρώνοντας την προσπάθεια αυτή, οφείλουµε να οµολογήσουµε ότι αρκετές φορές στην πορεία της διαπραγµάτευσης επιµέρους ζητηµάτων του θέµατός µας, γεννήθηκαν αρκετά διλήµµατα σχετικά µε τα υπό καταγραφήν δεδοµένα. Την υπέρβαση των «συνειδησιακών» αυτών «διληµµάτων» επιτύχαµε συστοιχούµενοι «φιλαλήθως τας εννόµους αγωνιστάς», σύµφωνα µε την Ευσταθιανή διατύπωση, και «πάντας συµπεριλαβόντες απαραλείπτως, µη προς απάτην µέρος µεν αποσιωπάν, µέρος δε αποσπώντας προφέρειν». Κινηθήκαµε προς την κατεύθυνση αυτή µε επίγνωση τόσο του ότι η συγκεκριµένη πρακτική ενδεχοµένως να αποδυνάµωνε, φαινοµενικά τουλάχιστον σε ορισµένες των περιπτώσεων, τα αριθµητικά δεδοµένα της πρωτοτυπίας του υλικού µας, όσο και ότι οι πιθανότητες να γίνει αντιληπτή η υιοθέτηση διαφορετικής πρακτικής, λόγω του όγκου των νέων δεδοµένων που προέκυπταν, ήταν µάλλον περιορισµένες. Εντύπωση προξενεί στο µελετητή της ιστορικής πορείας του Ευσταθίου Αντιοχείας το γεγονός ότι σχεδόν κάθε πτυχή του βίου του, αποτέλεσε αντικείµενο έντονου προβληµατισµού, κυρίως σε ακαδηµαϊκό επίπεδο και αυτό δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ανεξάρτητο από την πραγµατικότητα ότι µονάχα ένα µικρό τµήµα της πορείας του, µεταξύ του 324 και 330, είναι ευρύτερα γνωστό. Αλλά και η αντιπαλότητα µεταξύ Ορθοδόξων και Αρειανών, στην οποία ο ιεράρχης διαδραµάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο, η απώλεια των συγγραµµάτων του, δεν ευνοούν τη διασάφηση του «τοπίου» σε ό,τι τον αφορά. Αξιοποιώντας το πηγαίο υλικό, την υµνογραφική παραγωγή προς τιµήν του Ευσταθίου, από κώδικες χειρογράφων και πραγµατοποιώντας ευσύνοπτη συγκριτική µελέτη σε επίπεδο Αγιολογίας, καταδείξαµε ότι ο χαρακτηρισµός «οµολογητής» ο οποίος προσδίδεται στον Ευστάθιο και καταγράφεται σε αρκετά κείµενα Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων δε σχετίζεται µε οµολογία του ιεράρχη κατά την περίοδο των διωγµών του ∆ιοκλητιανού, του Μαξιµιανού ή του Λικίνιου, όπως ευρέως διατυπώνεται από τους µελετητές, αλλά συνδέεται µε τη σθεναρή από µέρους του υπεράσπιση του δόγµατος της Νίκαιας, έναντι της Αρειανικής κακοδοξίας· στάση η οποία προκάλεσε την καθαίρεση και την εξορία του. Προς την αυτή κατεύθυνση κινείται και ο χαρακτηρισµός του ιεράρχη ως «Μάρτυρα» από τον Ιωάννη το Χρυσόστοµο και άλλους, ο οποίος στην περίπτωσή του, συνδέεται µε το «µαρτύριο» της «συνειδήσεως», όπως έµµεσα διευκρινίζεται από τον ίδιο ιερό Πατέρα. Θα µπορούσε λοιπόν κάποιος να προβεί στη διατύπωση ότι ο χαρακτηρισµός του Ευσταθίου ως «Οµολογητή» επέχει την ίδια θέση µε εκείνη του χαρακτηρισµού του Αθανασίου Αλεξανδρείας ως «Μεγάλου», ο οποίος µπορεί να υιοθετείται ευρύτερα από τους πιστούς, δεν αποτελεί όµως συνοδευτικό του όνοµατός του στο Εορτολόγιο, όπως συµβαίνει στην περίπτωση του Βασιλείου Καισαρείας. Με την καταγραφή συγκεκριµένων επιχειρηµάτων από τις πηγές, εντάξαµε τη γέννηση του Ευσταθίου στο χωροχρονικό πλαίσιο, τοποθετώντας την µεταξύ του 278 και 281 στη Σίδη της Παµφιλίας, ενώ επιχειρήσαµε να σκιαγραφήσουµε την ιστορική πορεία του Ευσταθίου από τη γέννηση µέχρι την επισκοποίησή του, την αρχιερατεία του στη Βέροια της Συρίας, για την οποία οι πληροφορίες που αντλούµε από τις πηγές είναι από περιορισµένες έως ανύπαρκτες. Ασχοληθήκαµε ενδελεχώς µε το ζήτηµα της µετάθεσης του ιεράρχη από τη Βέροια στην Αντιόχεια της Συρίας. ∆ιερευνήσαµε τις παραδόσεις που σχετίζονται µε το συγκεκριµένο γεγονός, το χρόνο που αυτή έλαβε χώρα και καταγράψαµε τα κίνητρα που 272
ώθησαν το εκλεκτορικό σώµα στη επιλογή αυτή. Υπογραµµίσαµε ότι λόγοι θεολογικοί και ποιµαντικοί, οι οποίοι ήταν σύµφωνοι µε το προγενέστερο χρονικά Κανονικό πλαίσιο της Εκκλησίας, διευκόλυναν το µεταθετό, χωρίς επίσης να παραβλέπονται και οι προσωπικές συµπάθειες ή αντιπάθειες από µέρους µελών της ιεραρχίας, οι οποίες συνηγόρησαν στην πρόκριση της υποψηφιότητας του Βεροίας Ευσταθίου στην Αντιόχεια, έναντι του συνυποψηφίου του, του Ευσεβίου Καισαρείας. Επισηµάναµε τη συνέπεια του µεταθετού αυτού προς τους Κανόνες της Εκκλησίας, σε αντίθεση µε άλλους, που το απέτρεπαν και ερµηνεύσαµε τη στήριξη που πρόσφερε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, µέσω του Όσιου Κορδούης, στην υποψηφιότητα του Ευσταθίου, συνδέοντάς την µε την επιτυχή έκβαση της αποστολής του ως Βεροίας στην Ιβηρία για τον εκχριστιανισµό των εκεί κατοίκων. Στην αµφιλογία των απόψεων που διατυπώνονται µεταξύ των µελετητών για το ρόλο που διαδραµάτισε ο Αντιοχείας Ευστάθιος στην Α΄ Οικουµενική Σύνοδο της Νίκαιας το 325, συνταχτήκαµε µε την άποψη ότι ο ιεράρχης ήταν εκείνος που όχι µόνο προσφώνησε τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο κατά την εναρκτήρια παρουσία του εκεί, αλλά και προήδρευσε των εργασιών της. Προς κατάδειξη της συγκεκριµένης πραγµατικότητας, αξιοποιήσαµε κυρίως το πηγαίο υλικό, κείµενα λατίνων και ελλήνων εκκλησιαστικών συγγραφέων, ιστοριογράφων, µε τη συµβολή και της βοηθητικής βιβλιογραφίας. Σύµφωνα µε τα παραπάνω, ο Ευστάθιος Αντιοχείας, ως προκαθήµενος του «δεξιού τάγµατος», ήταν εκείνος που προσφώνησε το Μέγα Κωνσταντίνο. ∆ιατυπώνουµε την άποψη ότι γλωσσικοί, υφολογικοί και ιστορικοί λόγοι µας ωθούν στην εκτίµηση ότι η συµπερίληψη του «Προσφωνητικού λόγου» του Ευσταθίου προς τον Μέγα Κωνσταντίνο, στα νόθα έργα του, ίσως και να µην ανταποκρίνεται στην πραγµατικότητα. Εξετάζουµε, τέλος τους λόγους για τους οποίους ο συγκεκριµένος ιεράρχης φαίνεται να είναι εκείνος που άσκησε την προεδρία της Συνόδου. Η καθαίρεση και η εξορία του Ευσταθίου είναι τα δύο ζητήµατα της ζωής του, που έχουν απασχολήσει περισσότερο τους µελετητές. Ο χρόνος συντέλεσης των γεγονότων, ο τόπος που ο δεύτερος έλαβε χώρα, οι συνθήκες που οδήγησαν στη συγκεκριµένη κατάληξη και οι αιτιάσεις τους, είναι ορισµένες µόνο από τις επιµέρους παραµέτρους τους, µε τις οποίες ασχοληθήκαµε στις σελίδες της παρούσας ∆ιατριβής. Αφού διακρίναµε, µε συγκεκριµένα επιχειρήµατα, τη χρονική σύµπτωση των δύο αυτών γεγονότων, τοποθετήσαµε την καθαίρεση του Ευσταθίου µεταξύ του 329 και 330 και την εξορία του ένα µε δύο χρόνια αργότερα, µεταξύ 331 και 332. Εξετάσαµε όλους τους λόγους που καταγράφονται στις πηγές ότι οδήγησαν στη συγκεκριµένη κατάληξη και µε τη συµβολή και του Κανονικού ∆ικαίου καταδείξαµε ότι ο Ευστάθιος Αντιοχείας δεν καθαιρέθηκε επειδή ήταν Σαβελλιανιστής, αλλά διότι υπερασπίστηκε σθεναρά το ∆όγµα της Νίκαιας, πράξη η οποία προκάλεσε τους Ευσεβιανούς, θετικά διακείµενους προς τον Αρειανισµό, και είχε ως αποτέλεσµα να µεθοδεύσουν άµεσα την καθαίρεσή του από το θρόνο της Αντιόχειας και ακολούθως να εντοπίσουν ερείσµατα, ώστε να επιτύχουν την αποµάκρυνσή του από το συγκεκριµένο περιβάλλον. Για την επίτευξη του στόχου τους, του σχετικού µε την καθαίρεση, φαίνεται να επικαλέστηκαν την κατηγορία της τυραννίας και βιαιοπραγίας από µέρους του ιεράρχη προς κλήρο και λαό, καθώς επίσης και εκείνη της µοιχείας. Προκειµένου να εγκλωβίσουν τον Ευστάθιο και να επιτύχουν την εξορία του, θέσπισαν, µεταξύ των άλλων, Κανόνες στην αυτή σύνοδο της Αντιόχειας, που «ποινικοποιούσαν» τις αντιδράσεις των καθαιρεµένων κληρικών, περιόριζαν τη δυνατότητα απροϋπόθετης προβολής ενστάσεων, οι οποίες στην περίπτωση του Ευσταθίου φαίνεται να επιτάχυναν, σύµφωνα µε την άποψή µας, τη διαδικασία εξορίας του και στέρησαν το δικαίωµα µελλοντικής αποκατάστασής του στο σώµα της Ιεραρχίας. Οι εντάσεις που προκλήθηκαν από µέρους των πιστών στην τοπική Εκκλησία µετά την καθαίρεση του Ευσταθίου, τις οποίες, σύµφωνα µε τις πηγές, χρεώθηκε ο 273
Ευστάθιος και οι οποίες ώθησαν τον αυτοκράτορα στην αποστολή στρατιωτικής δύναµης για την καταστολή τους, σε συνάρτηση µε το ήδη δυσµενές κλίµα που φρόντισαν οι Ευσεβιανοί να καλλιεργηθεί στο παλάτι εναντίον του, µετά το 327, οδήγησαν στην αποµάκρυνσή του από την Αντιόχεια. Καταλυτικά προς την κατεύθυνση αυτή φαίνεται να επέδρασε και η κατηγορία που αποδίδεται στον Ευστάθιο, σύµφωνα µε την οποία ο ιεράρχης είχε υβρίσει τη βασιλοµήτορα Ελένη κατά το παρελθόν. Και µόνο η συκοφαντική, έστω, πρόσαψη της συγκεκριµένης κατηγορίας κατά του Ευσταθίου, είναι βέβαιο ότι θα έκαµψε κάθε δισταγµό του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου και θα κίνησε τις διαδικασίες για την εξορία του ιερού Πατρός. Οι πηγές δεν οµονοούν για τον τόπο εξορίας του ιεράρχη και οι φαινοµενικά αντιφατικές µεταξύ τους πληροφορίες ώθησαν κάποιους µελετητές στη διατύπωση της άποψης ότι ο Ευστάθιος έτυχε τριών εξοριών στη µετανικαιϊκή περίοδο. Στην πραγµατικότητα, όπως καταδεικνύουµε µε συγκεκριµένα επιχειρήµατα, ο Ευστάθιος βρέθηκε υπερόριος δύο φορές: µία επί αυτοκράτορα Κωνσταντίνου το 331 και µία επί Ουάλη, το 370, όταν κρυβόταν στην Κωνσταντινούπολη, όπου και σύµφωνα µε κείµενα Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων χειροτόνησε αντικανονικά τον Ευάγριο αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως. Ως τόπος εξορίας του κατά τις δύο συγκεκριµένες χρονικές στιγµές φαίνεται να είναι η Θράκη και η Βιζύη αντίστοιχα, χωρίς όµως να µπορούµε να µιλήσουµε γι’ αυτές χωρίς επιφυλάξεις. Με δεδοµένο ότι το όνοµα του Ευσταθίου δε συµπεριλαµβάνεται µεταξύ εκείνων των καθαιρεθέντων ιεραρχών που αποκαταστάθηκαν στους θρόνους τους το 337, διατυπώθηκε η άποψη από την πλειονοψηφία των µελετητών ότι εκείνος δε βρισκόταν πλέον στη ζωή. Αφού καταδεικνύουµε µε επιχειρήµατα από το Κανονικό ∆ίκαιο ότι ο Ευστάθιος δεν αποκαταστάθηκε στο θρόνο του, λόγω «Κανονικού κωλύµµατος» και όχι εξαιτίας θανάτου ή άλλων αιτιάσεων, υποδεικνύουµε, αξιοποιώντας κείµενα των πηγών, ότι εκείνος βρισκόταν στη ζωή µέχρι και το 370, οπότε και έχουµε ουσιαστικά τις τελευταίες πληροφορίες για δραστηριοποίησή του στην Κωνσταντινούπολη. Η προβληµατική αναφορικά µε τον τόπο και χρόνο θανάτου του Ευσταθίου, δεν ήταν δυνατό να µην τύχει της προσοχής µας, καθώς είχαν διαφανεί από προηγούµενες ενότητες οι ποικίλες παραδόσεις που επικρατούν, ακόµη και σε κείµενα των πηγών, ως προς τα συγκεκριµένα ζητήµατα. Ο χρονικός προσδιορισµός που υιοθετήσαµε για το θάνατό του είναι το 370, ενώ δεν µπορούµε να προβούµε σε σαφή διατύπωση για τον τόπο θανάτου του ιερού Πατρός. Οι Φίλιπποι της Μακεδονίας φαίνεται να συγκεντρώνουν τις περισσότερες πιθανότητες, λόγω του ότι µνηµονεύονται ως αφετηρία της µετακοµιδής των λειψάνων του αγίου, όµως και στο ζήτηµα αυτό η έρευνα αντιµετωπίζει τις διαφοροποιήσεις των πηγών. Ένα είναι σίγουρο: ότι εκατό και πλέον χρόνια µετά το θάνατο του Ευσταθίου, επί αρχιερατείας Καλανδίωνος στην Αντιοχεία και αυτοκράτορος Ζήνωνος, πραγµατοποιήθηκε η µετακοµιδή των λειψάνων του µε προορισµό την Αντιόχεια, όπου και επήλθε οριστική καταλλαγή στις εντάσεις µεταξύ των πιστών. Ασχοληθήκαµε µε τις επιπτώσεις, τις εντάσεις που επέφερε η καθαίρεση του Ευσταθίου στην τοπική Εκκλησία, οι οποίες οδήγησαν στο «Αντιοχειανό Σχίσµα» και ταλάνισαν το σώµα της για ογδόντα πέντε περίπου χρόνια. Έτσι περί το 362 είχαµε στην Αντιόχεια δύο ορθόδοξους επισκόπους και δύο αιρετικούς, οι οποίοι ανήκαν στους Ευσταθιανούς (οπαδούς του Ευσταθίου Αντιοχείας, υπέρµαχους του Συµβόλου της Νίκαιας), στους Μελετιανούς (οπαδούς του Μελετίου Αντιοχείας), στους Αρειανούς και στους Απολλιναριστές. Μερική αποκατάσταση του Σχίσµατος έχουµε το 415, µε την ένωση Ευσταθιανών και Μελετιανών, ενώ µονάχα µε τη µετακοµιδή των λειψάνων του Ευσταθίου, έχουµε οριστική παύση και των τελευταίων τριγµών στους κόλπους της Εκκλησίας της Αντιόχειας.
274
Στην πορεία της έρευνάς µας κρίθηκε απαραίτητη η προσέγγιση και του ζητήµατος του εκχριστιανισµού της Εκκλησίας της Ιβηρίας, σε σχέση µε το πρόσωπο του ιερού Πατρός. Εκθέσαµε τις σχετικές µε το ζήτηµα παραδόσεις και διερευνήσαµε την ευστάθειά τους. Καταλήξαµε στο συµπέρασµα ότι δεν µπορούµε να αποκλείσουµε την παράδοση που φέρει τον ιεράρχη να συνεργεί στον εκχριστιανισµό της, τοποθετώντας όµως την πράξη, µε συγκεκριµένα επιχειρήµατα, όχι την περίοδο της αρχιερατείας του στην Αντιόχεια, αλλά σε εκείνη κατά την οποία ήταν επίσκοπος Βεροίας. Η άποψη αρκετών µελετητών σύµφωνα µε την οποία ο θάνατος του Ευσταθίου τοποθετείται περί το 337, στέρησε από την προγενέστερη έρευνα τη δυνατότητα να συµπεριλάβει µεταξύ των γνήσιων έργων του Ευσταθίου κείµενα που συντάχτηκαν σε περίοδο µεταγενέστερή της, µε άµεσες επιπτώσεις στην παρουσίαση της ορθοφροσύνης του Ευσταθίου. Προβαίνοντας σε συγκριτική διασταύρωση θεολογικών, γλωσσικών, υφολογικών, µορφολογικών και λοιπών δεδοµένων µεταξύ των γνήσιων έργων του Ευσταθίου, όπως επίσης και εκείνων που χαρακτηρίζονται αµφιβαλλόµενα ή νόθα, δηµιουργήσαµε «νέο κατάλογο» αυτών. Η εν λόγω κατηγοριοποίηση των έργων, παρουσιάζει διαφοροποίηση σε ορισµένες των περιπτώσεων, σε σχέση µε προγενέστερες σχετικές µελέτες. Επισηµάναµε ότι, προσεκτική µελέτη των έργων του Ευσταθίου είναι δυνατόν να µας οδηγήσει στην ακόλουθη διαπίστωση: Ο εκκλησιαστικός συγγραφέας δίνει έµφαση στο λεξιλόγιο, στα µορφολογικά σχήµατα των κειµένων του, κατά την προνικαιϊκή περίοδο, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι τα συγκεκριµένα έργα στερούνται υψηλού θεολογικού περιεχοµένου. Μετανικαιϊκά, διαπιστώνουµε κυριαρχία των θεολογικών νοηµάτων σε αυτά, συγκριτικά µε τη µορφολογία, το ύφος και το λεξιλόγιό τους. Θα ήταν, πιστεύουµε, εσφαλµένη εκτίµηση το να ισχυριστεί κάποιος ότι αυτό οφείλεται µονάχα στην ωρίµανση της θεολογικής σκέψης του Ευσταθίου, την οποία ασφαλώς δε µπορούµε να παραβλέψουµε. Πρέπει ίσως να θεωρήσουµε πιθανότερη την εκδοχή ότι, όταν η αιρετική κακοδοξία παρουσιάζει έξαρση, τότε ο ιεράρχης εστιάζει την προσοχή του στην αντιµετώπισή της, µέσω θεολογικών επιχειρηµάτων και ενδιαφέρεται λιγότερο στο να κεντρίσει το ενδιαφέρον και να προκαλέσει τα ευµενή σχόλια των αναγνωστών του µε την καλλιέπεια του λόγου στα έργα του. Παρουσιάσαµε, τέλος, για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα τη φερόµενη στο όνοµα του Ευσταθίου Αντιοχείας Αναφορά (Θεία Λειτουργία), για την οποία καταδείξαµε µε συγκεκριµένα επιχειρήµατα, ότι πρέπει να είναι νόθος. Αξίζει να σηµειωθεί ότι συµπληρώσαµε τον κατάλογο των γνωστών έργων του Ευσταθίου µε κείµενα του ιεράρχη που είδαν το φως της δηµοσιότητας τις τελευταίες δεκαετίες και, όπως είναι φυσικό, απουσίαζαν από τις προγενέστερες εκδόσεις. Η θεολογική διδασκαλία του Ευσταθίου Αντιοχείας δεν είναι ανεξάρτητη από την κατηγοριοποιήση των έργων του σε γνήσια και νόθα, την αποσπασµατική διάσωσή τους, εφόσον, σύµφωνα µε το περιεχόµενο των πρώτων, διαµορφώνεται και η διδασκαλία του. Επιπροσθέτως, επιλεκτική υιοθέτηση χωρίων, ανεξάρτητων από τη συνάφειά τους, όπως επίσης και παραθεώρηση των αιτίων που ώθησαν το συγγραφέα να αξιοποιήσει συγκεκριµένα βιβλικά παραθέµατα και να χρησιµοποιήσει εκφράσεις που µπορούσαν να θεωρηθούν ύποπτες για κακοδοξία, είναι δυνατόν να µας οδηγήσουν σε εσφαλµένα συµπεράσµατα. Συνεπώς, δεν είναι, διόλου αφύσικο το γεγονός ότι η διδασκαλία του Ευσταθίου κρίθηκε ύποπτη για Σαβελλιανισµό, πρώιµο Νεστοριανισµό, Απολλιναρισµό, κ.ά., και επιδεικτικά σχολιάστηκε ως καθηλωµένη σε προνικαιϊκά σχήµατα και Βιβλοκεντρικότητα. Μια τέτοια επιφανειακή θεώρηση των πραγµάτων καταδείξαµε ότι αδικεί τον Ευστάθιο. Αν ο ιερός Πατήρ χρησιµοποιεί συγκεκριµένη φρασεολογία ή βιβλικά παραθέµατα, αυτό εξυπηρετεί πολεµικούς και αντιαιρετικούς λόγους. Πίσω από τις συγκεκριµένες ενέργειες πρέπει να διακρίνουµε την επιθυµία του να βρεθεί στην αυτή συντεταγµένη µε τους αιρετικούς, χωρίς βέβαια να προκληθεί παραχάραξη του ∆όγµατος 275
και χρησιµοποιώντας τα φραστικά µέσα εκείνων, να ανατρέψει την επιχειρηµατολογία που χρησιµοποιούν για να καταλήξουν σε συγκεκριµένο αποτέλεσµα. Αν προσεγγίσουµε τη διδασκαλία του ιερού Πατρός παραβλέποντας τη συγκεκριµένη παράµετρο, είναι βέβαιο ότι θα απέχουµε από την πραγµατικότητα και θα τον αδικήσουµε. Η συνήθης απάντηση των µελετητών για τη συνεισφορά του Ευσταθίου στη διαµόρφωση της ιστορίας του ∆όγµατος περιορίζεται στην πρόταση του Χριστολογικού σχήµατος «Λόγος» – «Άνθρωπος». Υποψιάσαµε τον αναγνώστη ότι η συµβολή του συντάκτη εκτείνεται και σε άλλες πτυχές της Θεολογικής σκέψης, ενώ αρκετά σηµεία της διδασκαλίας του αποτέλεσαν διαπλαστική πηγή απόψεων κατοπινών διαπρεπών θεολόγων και ∆ιδασκάλων της Εκκλησίας µας, όπως του Αθανασίου Αλεξανδρείας, του Γρηγορίου Νύσσης, του Βασιλείου Καισαρείας κ.ά. Τα παραπάνω καθιστούν λογική όχι µόνο την αποδοχή του προσώπου και την αναγνώριση του έργου του Ευσταθίου, από σύγχρονους και απόγονους του, αλλά και δικαιολογούν το χαρακτηρισµό που του προσδίδεται ως «∆ιδασκάλου» και «Πατέρα» της Εκκλησίας, σύµφωνα µε κείµενα Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων· τη µνηµόνευσή του ως «ορθοδόξου» από την Ζ΄ Οικουµενική Σύνοδο, την καταγραφή του ονόµατός του, µαζί µε άλλους Πατέρες στα ∆ίπτυχα Λειτουργιών, την απεικόνισή του ως αγίου, στο οικείο διάζωµα ιερού ναού. Άµεση φαίνεται ότι ήταν η αναγνώριση της αγιότητας του Ευσταθίου Αντιοχείας µετά το θάνατό του. Ο ιερός Χρυσόστοµος εκφώνησε εγκωµιαστικό λόγο προς τον ιεράρχη το Φθινόπωρο του 388, στοιχείο που συνηγορεί υπέρ της συνειδησιακής αποδοχής της αγιότητάς του από µέρους των πιστών. Η µετακοµιδή των λειψάνων του στην Αντιόχεια επί Καλανδίωνος (≈ 482-483) και η καταλλαγή του ποιµνίου αποτέλεσε κατ’ ουσίαν την αποκατάσταση του ονόµατός του στην τοπική Εκκλησία. Η ανά τους αιώνες καταγραφή του Ευσταθίου στο Εορτολόγιο δεν παρουσιάζει συµπτώσεις. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο απαντάµε τη µνήµη του στις 19 Ιουλίου, στις 6 Νοεµβρίου, στις 23 Αυγούστου, στις 5 Ιουνίου -όπου φαίνεται ότι τελούνταν η επέτειος της µετακοµιδής των λειψάνων του αγίου, σύµφωνα µε τον ανέκδοτο Βίο του, στον κώδικα 8 της Μονής Φιλοθέου (που παρουσιάσαµε στο πρώτο µέρος της ∆ιατριβής)- στις 21 Φεβρουαρίου, που επικράτησε τελικά· ηµεροµηνία που διαπιστώνουµε σε Μηνολόγια, Ευαγγελιάρια και Τυπικά, ήδη από τον 9ο αι. Η διαφοροποίηση που διαπιστώνεται στην καταγραφή του ονόµατος του Ευσταθίου στο Εορτολόγιο Ανατολικής και ∆υτικής Εκκλησίας συνδέεται άµεσα µε το γεγονός ότι οι Ρωµαιοκαθολικοί τιµούν τη γέννηση του ιεράρχη στις 16 Ιουλίου, ενώ οι Ορθόδοξοι τιµούν τη µνήµη του, το θάνατό του, στις 21 Φεβρουαρίου. Θα ήταν παράληψη να µη µνηµονευτεί και η τελετή µνήµης των Πατέρων της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου κατά την Κυριακή της Αναλήψεως, πριν την Πεντηκοστή. Σε αυτή, χωρίς να µνηµονεύεται ρητά το όνοµα του Ευσταθίου, συγκαταλέγεται κι εκείνος στην εν λόγω χορεία των ιεραρχών. Στα Λειτουργικά βιβλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν υπάρχει Ασµατική Ακολουθία προς τιµήν του αγίου. Κατά την πορεία της έρευνάς µας εντοπίσαµε τέσσερις διαφορετικούς Κανόνες (επί συνόλου δεκαοκτώ κωδίκων που χρονολογούνται µεταξύ 12ου και 15ου αι.) προς τιµήν του, από τους οποίους οι τρείς ήταν ανέκδοτοι και προβήκαµε σε κριτική έκδοση, ενώ στον ένα Κανόνα, που είχε ήδη εκδοθεί, εντοπίσαµε ακόµη πέντε ανέκδοτους κώδικες και παρουσιάσαµε βελτιωµένη έκδοση. Επιπροσθέτως, εντοπίσαµε αρκετά ανέκδοτα τροπάρια, τα οποία και καταγράψαµε, όπως και άλλα υµνογραφικά προς τιµήν του αγίου. Κύριο θέµα της Υµνογραφίας του Ευσταθίου αποτελεί η κριτική που άσκησε στην αιρετική κακοδοξία, η στηλίτευση του Αρειανισµού που ταλάνισε το εκκκλησιαστικό σώµα. Μνηµονεύσαµε επίσης την πληροφορία που αντλούµε από καταλογογράφηση των έργων του µακαριστού αγιορείτη Γεράσιµου Μικραγιαννανίτη, σύµφωνα µε την οποία ο εν λόγω µοναχός συνέταξε, περί το 1991, Ακολουθία στον Ευστάθιο Αντιοχείας, η οποία είναι ανέκδοτη. 276
Με την παρουσίαση των παραστάσεων του αγίου στην εικονογραφία της Εκκλησίας ασχοληθήκαµε στο τελευταίο κεφάλαιο της εργασίας. Η πορεία της έρευνάς µας κατέδειξε ότι ο άγιος απαντάται στην εντοίχια ζωγραφική, ως µέλος των συνέδρων της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου, καθώς και σε προτοµιαία µορφή µε τους λοιπούς Πατέρες ιεράρχες. Επιπροσθέτως, διακρίνουµε παράστασή του σε µικρογραφία χειρογράφου και σε φορητή εικόνα, µε την ίδια περίπου θεµατολογία. Αξίζει επίσης να επισηµανθεί ότι διαπιστώνεται µικρή εξάρτηση µεταξύ πηγών και εικονογράφησης του Ευσταθίου. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία καθοριστικό παράγοντα διαδραµατίζει το πλήρωµά της. Εκείνο είναι ο ρυθµιστικός παράγοντας στη ζωή της. Η συνείδησή του είναι εκείνη που αναγνώρισε και διακήρυξε την αγιότητα του Ευσταθίου Αντιοχείας, που συναρίθµησε το πρόσωπό του µε τους άλλους αγίους στο Εορτολόγιο, όπως κι εκείνη που συντέλεσε στη διαµόρφωση της υµνογραφικής παραγωγής, στην ένταξη του αγίου στην εικονογραφική προοπτική της Εκκλησίας. Καταλήγοντας κρίνεται σκόπιµο να υπενθυµιστεί ότι ο Ευσταθιος Αντιοχείας, µε τη ζωή, το έργο και τα συγγράµµατά του, αποτέλεσε ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγµατα του πώς είναι δυνατόν µία εκκλησιαστική προσωπικότητα, ένας άγιος, να επηρεάσει συνειδήσεις και ν’ αφήσει το προσωπικό στίγµα του στην ιστορία της Εκκλησίας.
277
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΡΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΩΝΥΜΙΩΝ (Επιλογή) Άγγελοι Αγία Τριάδα Άγιο Μύρο Άγιο Πνεύµα Άδης (Άδου κάθοδος) Ακοινωνησίας Ποινή Αναφορά (Θ. Λειτουργία) Ανεξάλειπτο Ιεροσύνης Αντίδοση Ιδιωµάτων Αντιόχειας - Θρόνος - Πόλη Αντίτυπα (Τ. ∆ώρα) Απολλιναριστές (-ισµός) Αρειανισµός Αρειανοί / Αρειανόφρονες
Αυτοκέφαλο Βέροια (-ς), (Συρίας) - Επίσκοποι - Ευστάθιος - Θρόνος - Πόλη Βιαιοπραγία Βιζύη Γένεση Όντων Γεωργία ∆ιάβολος (∆αίµονας) ∆οκητισµός ∆ρέπανο (Αντιοχείας) Εγγαστρίµυθος Εικόνα Εικονογραφία / Εικονολογία Εκκλησιολογία Έκπτωσης από θρόνο (ποινή) Ελενόπολη Ενωτικό Ζήνωνα Εξορία Εσχατολογία
10, 140, 190, 192 174, 176, 184, 189, 190, 194, 197, 201, 237, 241, 243 43, 119 142, 161, 182, 189, 197, 232 140, 156, 177, 193, 208-209 77 15, 29, 36, 136, 146, 171-185, 215, 275 130 156, 187, 206-207 8, 14, 26, 27, 29, 40, 43, 44, 49, 51, 55, 62, 64, 76, 78, 81, 89, 113, 114, 125, 129, 272 27, 37, 39, 51, 57, 60, 62, 63, 68, 76, 116, 123, 126, 244 146, 212 126, 186, 204, 274, 275 27, 31, 63, 64, 70, 74, 77, 84, 90, 98, 101, 121, 145, 148, 151, 188, 190, 195, 203, 216, 251, 273, 276 9, 12, 13, 37, 42, 47, 48, 49, 55, 58, 73, 77, 84, 87, 91, 96, 97, 104, 105, 107, 108, 109, 111, 112, 123, 125, 126, 138, 148, 151, 152, 153, 154, 157, 175, 217, 218, 222, 244, 256, 272 19 74, 125 73-75, 120, 122, 138, 148, 160, 161, 273 8, 43, 51, 68, 73-75, 79, 81, 125, 275 76, 77, 78 8, 93-94, 108, 273 41, 54, 116, 118, 130, 133, 274 194-195 22, 29, 119 10, 140, 148, 193-194 151, 201 98 8, 13, 14, 35, 137-140 10, 195, 209-212, 268-271 30, 32, 36, 98, 145, 268-271, 276-277 188 109 98 134 8, 35, 38, 39, 45, 57, 66, 92, 103, 108, 112-118, 161, 165, 238, 244, 251, 274 213-214
278
Ευαγγελιάριο Ευσεβιανοί Ευσταθιανοί Ηράκλειο (Κρήτης) Θεία Ονόµατα Θεολογική Σχολή - Αθηνών - Αλεξάνδρειας - Αντιόχειας - Θεσσαλονίκης - Χάλκης Θεοτόκος Θεούπολη Θεοφάνειες Θεωρίες περί γένεσης ψυχών Θράκη Ιακωβίτες Ιβηρία Ιβηρίας Εκκλησία Καθαίρεση Καισαροπαπισµός Κανόνες - Ιεροί - Υµνογραφίας Κανονικό ∆ίκαιο Κων/πόλεως Εκκλησία Λειτουργικοί τύποι Mαρωνίτες Μελετιανοί Μεταθετό - Επισκόπων - Ευσταθίου Μετακοµιδή λειψάνων Ευσταθ. Μοιχεία Νεστοριανισµός Νικόλαος Ορφανός (ναός) Μοναρχιανισµός Οικουµενική Σύνοδος - Πρώτη - ∆εύτερη - Τέταρτη - Έβδοµη Οικουµενικό Πατριαρχείο
16, 20, 219, 276 110, 111, 118, 231 55, 62, 64, 118, 123, 124, 125, 126, 129, 217, 274 6 192-193 5, 32 69 69, 70 5, 32 5 159, 183, 187, 206, 207, 222, 242 57, 79, 248 10, 197-199 196 25, 39, 45, 49, 55, 116, 130, 131, 132, 133, 223, 274 167, 173, 174, 178 8, 42, 43, 119, 120, 121, 122, 228, 274 109, 120, 230 8, 35, 37, 43, 49, 50, 51, 58, 90-111, 115, 152, 161, 273 91 19, 23, 68, 77, 79, 80, 99, 103, 105, 106, 107, 108, 109, 110, 111, 114, 115, 116, 117, 125, 126, 127, 276 36, 225-258, 276 30, 109, 127, 273, 274 120 173, 174, 176 173, 215 125, 127, 274 29, 79-80, 125 68, 75- 81, 102, 111, 272 8, 60, 62, 65, 116, 123, 127, 133-135, 217, 238, 274 8, 49, 57, 63, 80, 100-102, 105, 108, 273 275 23 186, 187, 189 8, 14, 20, 23, 49, 52, 55, 58, 62, 63, 65, 71, 76, 77, 81-90, 95, 107, 125, 145, 189, 218, 222, 229, 237, 240, 245, 250, 263, 264, 270, 273, 276, 277 96, 127 134, 168 7, 54, 56, 146, 172, 212, 276 54, 130, 217 279
Οµολογητής Όµοιοι Οµοούσιο Όρος (∆όγµα) Νίκαιας Παραίτηση (από θρόνο) Πατήρ (Θεός) Πατριαρχικό Ίδρυµα Μελετών (Μονής Βλατάδων) Πενταρχία Προπατορικό αµάρτηµα Σαβελλιανισµός Σίδη (Παµφυλίας) Σχίσµα - Αντιόχειας - Κολλουθιανό - Μελετιανό - Μελιτιανό - Νοβατιανό Σύγκελλος Συναξαριστής Σύνοδος - Αλεξάνδρειας (320) - Αντιόχειας (325) - Αντιόχειας (329) - Αντιόχειας (341) - Αντιόχειας (362) - Σαρδικής (343) - Σελεύκειας (358) Τιµίου Προδρόµου Μονή (Σέρρες) Τραϊανούπολη Τροπάρια Υµνογραφίας Τυπικά Τυραννία Υπόσταση Φίλιπποι (Μακεδονίας) Χαλέπι (Βέροια Συρίας) Χριστολογία Χριστολογικός τύπος
8, 38, 40, 70-73, 83, 223, 229, 251, 272 125 31, 87, 95, 96, 170, 211 31, 50, 55, 90, 94, 107, 111, 113, 123, 124, 165, 229, 273 109 144, 148, 166, 168, 175, 184, 186, 187, 189, 191, 192, 194, 203, 208, 211 226 24, 81 188 8, 50, 55, 87, 93-97, 107, 117, 273, 275 45, 67, 68, 272 8, 11, 36, 49, 55, 122-127, 134, 136, 138, 217, 218, 268, 274 77 123 90, 123 90, 123 73, 122 15, 16, 67, 218-221 81 74, 77, 81, 105, 115 68, 99, 103, 106, 109, 111, 115, 118 80, 106, 109 125 80, 117, 118, 128 125 226 19, 45, 115, 116, 131, 134 258-264, 276 15, 16, 61, 219-220, 276 8, 93-94, 107, 112, 273 87, 157, 170, 190 39, 52, 57, 61, 62, 65, 67, 68, 118, 132, 133, 134, 244, 274 73 77, 138, 140, 145, 168, 169, 188, 199-214, 276 10, 187, 188, 201-206, 276
280
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ (Επιλογή) Αγουρίδης Σ. Αθανάσιος Αλεξανδρείας
Ακανθόπουλος Π. Αλέξανδρος Αλεξανδρείας Αµβρόσιος Μεδιολάνων Αναστάσιος - Βιβλιοθηκάριος - Σιναΐτης Ανώνυµος Βυζαντινός Απολλινάριος Λαοδικείας Αρβανίτης Α. Άρειος Αυγουστίνος Ιππώνος Βασίλειος - Αγχιάλου (µητρ.) - Β΄ (αυτοκράτορας) - Καισαρείας (Μέγας) - Σελευκείας - Σµύρνης (µητρ.) Βεργωτής Γ. Βουλγαράκης Η. Γαλανός Μ. Γεδεών Μ. Γελάσιος Β΄, Ρώµης Γελάσιος Κυζικηνός Γεράσιµος Μικραγιαν/της (µον.) Γεωργαντζής Π. Γεώργιος - Αµαρτωλός - Κεδρηνός - Λαοδικείας Γιάγκου Θ. Γιαµαίος Ι. Γιαννόπουλος Β. Γιέβτιτς Α. (µητρ.) Γιούλτσης Β. Γρηγόριος
91 7, 12-13, 28, 30, 31, 37, 38, 41, 49, 63, 68, 69, 70, 73, 80, 82, 90, 94, 95, 97, 99, 105, 109, 111, 115, 118, 124, 125, 126, 128, 129, 138, 144, 157, 165, 166, 188, 192, 201, 206, 207, 209, 210, 214, 215, 221, 235, 272, 276 19, 68, 77, 79, 80, 90, 99, 105, 106, 107, 108, 109, 110, 114, 115, 118, 122, 126 48, 52, 55, 74, 81, 84, 90, 159, 160, 167, 270 7, 13, 44, 97, 99, 139 7, 13, 54, 108, 116, 145 7, 13, 37, 40, 41, 84, 89, 95, 139, 162, 163, 165, 215, 260 8, 57, 100, 108, 116, 130, 132, 133 51, 139, 201 19, 173 13, 48, 60, 74, 77, 90, 92, 98, 99, 154, 201, 244, 253, 258, 270 139 15, 219 8, 13, 58, 81, 112, 117, 219, 222 24, 56, 108, 124, 126, 146, 163, 172, 188, 190, 192, 211, 215, 216, 221, 272, 276 21, 203 130 15, 19, 173, 174, 175, 212 19, 37, 42, 90, 118 15, 100, 116, 131, 220 19, 54, 71, 98, 99, 130, 133, 222 7, 44, 47, 70, 73, 154 7, 13, 51, 82, 84, 90, 120, 163, 189, 195, 197, 228, 229 15, 262, 263, 264, 276 19, 116, 118, 131 7, 13, 63, 82, 90, 92 7, 13, 98, 131 95, 117 19-20, 42, 119, 121, 228, 230, 232 20, 84, 226, 227, 250 88, 91 77 122
281
- Καισαρείας - Ναζιανζηνός - Νύσσης - Παλαµάς Γρινιεζάκης Μ. (αρχιµ.) ∆ελικανής Κ. (µητρ.) ∆ετοράκης Θ. ∆ιοκλητιανός ∆ιονύσιος - Αρεοπαγίτης - εκ Φουρνά ∆ουκάκης Χ. ∆ουνδουλάκης - Α. - Ε. Ειρηναίος Λυώνος Ελένη Αυγούστα Ελευθεριάδης Ε. (αρχιµ.) Ελπίος Ρωµαίος Επιφάνιος Κύπρου Ερµείας Σωζοµενός
Ευάγριος - Αντιοχείας - Κωνσταντινουπόλεως - Ποντικής Ευαγγελίδης Τ. Ευλάλιος Ευλόγιος Αλεξανδρείας Ευσέβιος - ∆ορυλαίου - Ιερώνυµος - Καισαρείας
- Νικοµηδείας Ευστάθιος - Αντιοχείας
- Σεβαστείας Ευστρατιάδης Σ. (µητρ.) Εφραίµ Χρονογράφος Ζαχαρόπουλος
7, 55, 85, 87, 169, 170 26, 80, 126, 157, 172, 176, 215, 221, 235 13, 27, 28, 137, 139, 144, 147, 160, 188, 192, 194, 221, 276 195 196 20, 82, 84, 85, 115, 116 20, 225, 263 71, 72, 123, 272 222, 241 20, 269, 270 15, 67, 100, 116, 220 270 6, 20, 52, 70, 77, 98, 99, 124, 165, 205, 209, 222 40, 146, 182, 215 38, 44, 98, 99, 100, 107, 274, 275 20, 35, 67, 72, 76, 93, 121, 128, 218, 244 24, 268 13, 81, 82, 98, 161, 195 7, 14, 51, 52, 54, 69, 76, 78, 79, 82, 86, 102, 108, 109, 113, 114, 115, 117, 120, 125, 129, 130, 133, 229, 239, 244, 248, 252, 253, 255, 261, 270
208,
100, 124, 251,
126 41, 56, 129, 130 139 15, 100, 116, 131 43, 55, 62, 112, 113, 123 155 9, 158, 214 7, 13, 44, 45, 46, 67, 68, 73, 75, 80, 89, 115, 124, 126, 131, 150, 160, 161, 214, 255 7, 13, 19, 31, 37, 50, 55, 60, 63, 66, 69, 75, 77, 78, 82, 84, 86, 87, 89, 91, 92, 95, 101, 103, 106, 107, 108, 111, 113, 114, 120, 123, 161, 190, 237, 239, 244, 248, 273 58, 63, 84, 91,93, 99, 103, 106, 107 5, 7, 8, 9, 10, 11, 13-14, 26, 27, 28, 31, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 41, 42, 43, 44, 45, 46, 47, 48, 49, 50, 51, 52, 53, 54, 55, 56, 57, 58, 59, 60, 61, 62, 63, 64, 65, 66, 67-277 124 16, 34, 67, 219, 222, 258, 259, 260, 262, 264 7, 14, 54, 56, 124, 129, 130
282
- Γ. - ∆. - Ν. Ζήνων (αυτοκράτορας) Θεοδώρητος Κύρου
Θεόδωρος - Αναγνώστης - Βαλσαµώνας - Μοψουεστίας Θεοφάνης - Αββάς - Νικαίας - Στρελίτζα- Μπάθα Ιγνάτιος Αντιοχείας Ιέραξ πρεσβ. Αλεξανδρείας Ιλάριος Πικτάβου Ιοβιανός (αυτοκράτορας) Ιουστίνος Φιλόσοφος Ιππόλυτος Ρώµης Ιωάννης - Γραµµατικός - ∆αµασκηνός - Χρυσόστοµος
Ιωαννίδης Φ. Καλανδίωνας Αντιοχείας Καραβιδόπουλος Ι. Καρµίρης Ι. Καρπουζήλου Α. Κεφαλάς Ν. (µητρ.) Κλήµης Ρώµης Κονιδάρης Ι. Κοντογιάννης Σ. Κοντογόνης Κ. Κοντοστεργίου ∆. Κοτσώνης Ι. (αρχιµ.) Κουκουλές Φ. Κύριλλος - Αλεξανδρείας
5, 20, 211 20, 70, 84, 100, 126 91 14, 39, 46, 52, 57, 60, 62, 64, 133, 134, 217, 274 6, 7, 14, 37, 40, 47, 48, 55, 59, 60, 64, 70, 74, 76, 77, 79, 82, 85,86, 89, 92, 98, 100, 103, 104, 105, 106, 107, 108, 109, 116, 117, 119, 124, 125, 129, 141, 142, 143, 144, 148, 149, 151, 154, 163, 164, 214, 228, 229, 231, 244, 247, 260 7, 14, 52, 53, 59, 60, 65, 116, 123, 131, 133, 134, 217, 244, 247, 248 14 20, 69, 70 7, 14, 53, 56, 76, 93, 98, 105, 116, 118, 129, 131, 133, 134, 244, 247, 248 211 271 40, 47 74, 161 48, 82, 117, 128 54, 118, 130 139 14, 137, 139, 182 153 7, 14,37, 41, 44, 150, 154, 155, 160, 195, 195, 196, 210, 215, 226, 227, 268 7, 10, 14, 31, 37, 38, 57, 61, 69, 70, 73, 81, 109, 116, 125, 129, 132, 161, 171, 172, 175, 212, 214, 218, 221, 222-224, 237, 240, 244, 251, 258, 272, 276 20, 45 52, 54, 64, 123, 127, 133, 134, 217, 274, 276 20, 219 21, 81, 83, 196, 208, 209 21, 82 21, 103, 209 146, 176 21, 126 5, 67 21, 43, 68, 75, 85, 87, 94, 97, 103, 124, 126, 128, 162, 163 21, 83, 125, 134 21, 73 140 211, 215, 221 283
- Ιεροσολύµων Κύρος Βεροίας Κωνσταντίνος Μέγας Κωνστάντιος (αυτοκράτορας) Λεόντιος Ιεροσολυµίτης Λικίνιος Λουκιανός Αντιοχείας (πρεσβ.) Λούκιφερ Καλάρεως Μαγγιώρος Ν. Μαλαβάκης Ν. Μαντζαρίδης Γ. Μαξιµιανός Μαξιµίνος Μάξιµος - Οµολογητής - Σάρδεων (µητρ.) Μαρινάκης Θ. (αρχιµ.) Μάρκελλος Αγκύρας Μαρκιανός (αιρετικός) Μαρκίωνας Μαρτζέλος Γ. Ματσούκας Ν. Μεθόδιος Ολύµπου Μελέτιος Αντιοχείας Μελχισεδέκ Μενεβίσογλου Π. (µητρ.) Μεταλληνός Γ. (πρωτ.) Μητροφάνης Κων/πόλεως Μίλας Ν. (επισκ.) Μιχαήλ Γλυκάς Μπακιρτζή Χ. Μπαλάνος ∆. Μπόνης Κ. Μπούµης Π. Μπουρνέλης Α. Νεονάκης Χ. Α. Νεστόριος Νίκας Σ. Νικήτας Χωνιάτης Νικηφόρος - Κάλλιστος (Ξανθόπουλ.) - Κωνσταντινουπόλεως
175 50, 95, 117 9, 13, 14, 21, 29, 37, 38, 41, 43, 44, 45, 51, 55, 58, 62, 63, 67, 82, 84, 86, 87, 89, 92, 97, 98, 99, 114, 116, 119, 169, 270, 273, 274, 275 58, 71, 112, 118 7, 14, 40, 164 71, 72, 75, 84, 272 20, 25, 69, 77, 98, 99, 124, 218 126 21, 91, 100 21, 34, 182 212 71, 272 72 44, 167, 180, 205, 212 20, 21, 109, 119, 120, 130, 219 21, 82, 121 165, 187 187 124, 5, 21, 77, 87, 90, 95, 145, 148, 157, 180, 190, 191, 194, 197, 201, 203, 209 21, 57, 87, 91, 149, 188, 189, 192, 195, 204, 212 51, 69, 138, 139 69, 74, 123, 125, 129, 215, 218, 221, 223 9, 13, 25, 35, 45, 74, 160, 161, 162, 195, 210, 212 119 91 82 22, 79, 83, 90 7, 14, 56, 81, 164 22, 269 22, 68, 72, 75, 85, 123, 126, 127, 128, 141, 142, 144, 148, 151, 154, 155, 161, 164, 169 22, 74, 160 22, 79, 109 22, 34, 41, 97, 136, 183, 212, 259 4, 5 186 22, 58 7, 14, 37, 43, 67, 68, 76, 84, 116
187, 197,
207,
134, 163,
7, 14, 54, 55, 100, 102, 108, 109, 110, 112, 114, 115, 124 7, 14, 64, 68, 69, 74, 75, 76, 84, 89, 130, 141, 211, 212, 237, 240, 243, 245, 250, 253, 261 284
Νικοδήµου Αγιορείτου (µον.) Νίκων Μαυρορείτης Νίνα (αγία) Ξύδης Θ. Όσιος Κορδούης Ουάλης Παναγόπουλος Ι. Παππά Α. Παπαδάκη Γ. Παπαδόπουλος - Α. - Κ. (πρωτ.) - Σ. - Χ. (αρχιεπ.) Πάσχος Π.Β. Παυλίνος Β΄ Παύλος Σαµοσατέας Πιλίδης Ι. (επίσκ.) Πλατανίτης Κ. (πρωτ.) Πολίτης Λ. Ράλλης Κ. Ρούσσος Β. (πρεσβ.) Ρουφίνος Τυράννιος Σαββίδης Γ. Σαβέλλιος Σεβήρος Αντιοχείας Σιαµάκης Κ. Σικελίωνας Ι. Σίλβεστρος Ρώµης Σκαλτσής Π. Σταµούλης Χ. Σταυρίδης Β. Στεφανίδης Β. (αρχιµ.) Σχολάριος ∆. Σωκράτης Σχολαστικός
Τερτυλιανός Τρεµπέλας Π. Τσάµης ∆. Τσελεγγίδης ∆. Τσέτσης Γ. (Μ. πρωτ.) Τσιτουρίδου Α.
16, 43, 67, 77, 100, 105, 109, 116, 117, 220, 221, 264 7, 19, 42, 228, 232 119 22, 221, 238, 263 52, 77, 78, 79, 81, 82, 84, 90, 91, 117, 128 54, 56, 71, 112, 118, 130, 133, 274, 275 139 22, 119 22, 38, 61, 103, 172, 212, 223 34 179 22, 41, 44, 72, 74, 90, 103, 114, 117, 125, 126, 128, 138, 139, 147, 156, 165, 168, 169, 173, 175, 217 22, 45, 68, 69, 70, 76, 83, 99, 103, 121, 127, 134, 214, 218 34, 70 50, 55, 75, 77, 78, 106, 113, 115, 123, 124, 125, 126, 128 87, 96, 186, 187, 192 22, 68, 79, 80 17, 116, 220 18, 227, 249 22, 77, 105, 108, 109, 114, 122, 130 17, 39, 100, 116, 131, 220, 221 14, 46, 48, 120, 122 22, 106, 134 50, 92, 96, 186, 241 143, 153 22, 45, 67, 89, 115, 131, 139, 160, 231 18, 249 56, 82, 84, 270 5, 22-23, 34, 146, 178, 179, 181, 212 23, 157, 202, 205, 209 23, 70, 139, 141, 179 23, 82, 83, 84, 99, 118, 125, 126, 127 136 7, 14, 50, 51, 54, 80, 83, 92, 93, 94, 95, 98, 100, 102, 108, 114, 117, 119, 120, 125, 126, 129, 133, 137, 139, 161, 190, 229, 237, 239, 248 139 23, 126, 171, 175 5, 23, 34, 37, 40, 43, 45, 57, 62, 67, 68, 71, 72, 79, 96, 98, 114, 119, 121, 127, 133, 157, 174, 179, 190, 217, 223, 232, 235, 248, 251 209 23, 34, 52, 71, 133, 217 23, 269 285
Τωµαδάκης Ε. Φακούνδος Ερµιανής Φειδάς Β.
Φίληκας Γ΄ Ρώµης Φιλογόνιος Φιλοστόργιος Φλαβιανός Φούγιας Μ. (µητρ.) Φουλγέντιος Ρούσπης Φουντούλης Ι. Φούσκας Κ. (πρωτ.) Φράβιτας Κωνσταντινουπόλεως Φωτεινός Σιρµίου Φώτιος Κωνσταντινουπόλεως Φωτοπούλου Ε. Χαλιβελάκης ∆. Χατζιδάκης Μ. Χατζούλη Γ. Χριστός / Λόγος Χρήστου Π. Χρυσοστόµου Γ. (αρχιµ.) Ωριγένης
Altaner B. Assemani J.S. Atiya A.S. Bardy G. Beneševic V. Burn A.E. Cavallera F.
Cayré F. Chadwick H. Clark K.W. Cléveton M. Delehaye H.
225, 264 14, 44, 47, 48, 84, 85, 89, 154, 155, 214, 237, 243 23-24, 42, 44, 46, 48, 63, 67, 74, 75, 77, 78, 81, 82, 84, 85, 86, 87, 89, 90, 92, 96, 99, 102, 103, 106, 109, 117, 119, 120, 121, 123, 124, 125, 127, 134, 160, 161 7, 14, 44, 46, 70, 88 75, 77, 81, 115 7, 14, 50, 69, 81, 92, 98, 99, 100, 101, 102, 105, 106, 117, 238, 241, 242, 244 50, 115, 126, 127, 131, 215, 221 24, 89, 127 7, 14, 44, 47, 97, 214, 245, 260 24, 172, 174, 176, 179, 180, 215 24, 37, 40, 72, 85, 125, 128 54, 134 9, 36, 130, 155, 157, 170, 237, 243 7, 14, 37, 41, 42, 66, 70, 77, 113, 116, 118, 122, 130, 133, 144, 154, 190, 195, 207 19, 220, 220, 225, 236, 243 24, 75, 124 24, 268, 269 268, 271 142, 143, 144, 145, 147, 148, 150, 151, 152, 153, 155, 157, 158, 160, 165, 166, 168, 169, 170, 174,,176-209 24, 39, 45, 68, 69, 70, 72, 74, 75, 76, 84, 94, 103, 116, 124, 125, 127, 156, 157, 187, 201 17, 262 8, 13, 15, 25, 28, 69, 96, 137, 138, 139, 144, 148, 156, 160, 189, 190, 192, 193, 199, 202, 208, 210, 213 25, 35, 116, 160, 161, 165 15, 76, 156, 167, 219, 220 25, 84, 116, 127, 132 25, 98, 103, 161 17, 42, 121, 228, 230, 232 26, 35, 72, 75, 83, 84, 99, 103, 111 26, 39, 45, 46, 72, 94, 97, 99, 101, 102, 103, 105, 112, 113, 114, 116, 117, 118, 122, 123, 125, 126, 128, 136, 141, 145, 147, 153, 156, 158, 162, 164, 222, 268 26, 75, 85, 116, 123, 128, 131, 154, 168, 169 26, 35, 94, 97, 98, 99 17, 220, 236, 243 26, 123 26, 34, 58, 62, 98, 116, 132, 134, 218, 219, 221, 222, 223 286
Devreesse R. Downey G. Dubois J. Duchesne L. (mons.) Follieri E. Forget I. Frend W.H.C. Greerard M. Grillmeier A. Gwatkin, M.H. Halkin F. Hänggi A. Hanson, R.P.C. Hazlett I. Honigmann E. Kaster K.G. Kelly J.N.D. King A.A. Klostermann E. Konstantinidis C. (metr.) Lampe G.W.H. Lardet P. Latyšev V.V. Lebon J. Leroy J. Lorenz R. Macaire (hier.) Mandouze A. Mansi, J.D. Maraval P. Mateos J. Maximos of Sardes (metr.) Mayer J. Moreschini C. Moubaras Y. (abbé) Neale J.M. (rev.) Nilles N. Papanicolaou G. (r. arch.) Peter l’Huillier (arch.) Phidas V. Pollard T.E. Prestige G.L. Quasten J. Raes A.
18, 26, 68, 73, 74, 75, 85, 105, 137, 148, 162, 163, 170 27, 99, 103, 134, 135 15, 221 27, 75, 89,103, 114, 123, 124, 128, 134 16, 61, 219, 221, 264 16, 221 27, 78, 79, 82, 83, 103, 112 27, 136 27, 84, 128, 138, 186, 201, 203 27, 72, 77, 82, 83, 94, 101, 102, 103, 116, 117, 123, 124, 128, 129 18, 27, 38, 59, 221 16, 171, 173, 174, 176, 177 27, 35, 69, 94, 98, 101, 103, 104, 117, 128, 217 28, 122, 123, 125, 126, 127 28, 63, 85, 86, 145 268, 269 28, 45, 84, 96, 103, 117, 127, 139, 186, 201, 212, 217 16, 146, 171, 174 28, 35, 136, 138, 160 85 87, 88, 143, 150, 155, 169 28, 45, 46 16, 34, 57, 61, 62, 79, 81, 100, 108, 116, 133, 220 28, 153, 154, 165, 187 18, 173, 269 28, 143, 144, 155, 156, 157, 158, 190, 196, 237, 243, 246, 252 16, 34, 71, 220, 240 29, 89, 218 16, 57, 97, 145, 212, 216, 257 29, 103, 123, 126, 134, 138 16, 220 29, 80, 130 29, 94, 98, 99, 102, 116 29, 72, 75, 117 29, 171, 172, 174, 215, 221 29, 48, 53, 83, 84, 89, 101, 112, 119, 120, 127, 130, 131, 221 16, 220, 221, 222 29, 78, 80, 81 30, 76, 79, 80, 83, 87 30, 68, 79 30, 94, 111, 139, 186, 187 30, 109, 126, 140, 186, 187, 201, 204, 214 30, 74, 75, 85, 103, 112, 116, 118, 128, 131, 138, 139, 145, 156, 160, 161, 163, 168, 187, 188, 206 17, 171, 172, 173 287
Rahmani I. (Patr.) Renaudotii E. Richard M. Salavile S. Schawrtz E. Sellers R.V.
Simonetti M. Smelik A.D. Spanneut M.
Stevenson J. Taft R. Thurston H. Tomadaki E. Urbina O. Wallace D.S Walter I.C. Williams R. Young F.K.
17, 171 17, 171, 173, 174, 176, 177 30, 48, 147, 154, 207 30, 47, 72, 120, 121, 128, 133, 222, 270 30, 47, 70, 73, 94, 101, 118, 143, 154, 155, 156, 165 30, 35, 45, 46, 47, 69, 74, 75, 77, 78, 85, 87, 93, 94, 99, 102, 118, 124, 126, 127, 128, 129, 130, 132, 136, 138, 140, 141, 142, 145, 150, 151, 152, 154, 160, 161, 163, 165, 167, 168, 169, 170, 171, 186, 187, 189, 192, 195, 202, 204, 214 31, 75, 77, 83, 112, 138, 140, 145, 186, 187, 200 31, 137, 139 31, 35, 39, 40, 41, 43, 44, 45, 46, 47, 57, 70, 81, 118, 130, 136, 137, 138, 139, 141-171, 172, 188, 189, 190, 192, 193, 194, 195, 196, 197, 198, 199, 200, 201, 202, 203, 204, 205, 206, 207, 208, 210, 212, 214 31, 98, 126, 162 31, 175 31, 115, 116, 128 17, 81, 220, 225, 236, 243, 249 31, 112, 114, 116, 118, 123, 124, 171 31, 77, 78, 87, 103 31, 270, 271 31, 103 31, 142
288
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΒΙΟΥ ΤΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ
Γέννηση
≈ 278 - 281
Εκλογή στην Επισκοπή της Βέροιας της Συρίας
≈ 311 - 312
Αποστολή του ιεράρχη στην Ιβηρία για τον εκχριστιανισµό των κατοίκων
≈ 320 - 324
Μετάθεση στη Μητρόπολη της Αντιόχειας της Μεγάλης
325 (αρχές)
Α΄ Οικουµενική Σύνοδος (Πρωτοστατεί ο ιεράρχης στις εργασίες της) Καθαίρεση του Ιεράρχη
19/ 20 Μαΐου έως 25 Αυγούστου325 329 (Οκτώβριο)
Α΄ Εξορία του Ευσταθίου
≈ 331 - 332
Επιστροφή από εξορία ∆ιαµονή «λάθρα» στην Κωνσταντινούπολη
364-370
Β΄ Εξορία του Ευσταθίου
370
Θάνατος του Ευσταθίου
370
Ανακοµιδή, µετακοµιδή των Λειψάνων του αγίου, από τους Φιλίππους στην Αντιόχεια
289
≈ 482 - 483
RESUME Si nous voulons écrire sur la personnalité, la vie et l’ouvre d’Eustathe d’Antioche, saint et confesseur, nous devons d’abord préciser que l’approche de sa vie n’est pas sans difficultés. Cette réalité n’est pas indépendante soit de la période brève (324 – 330) qu’il était à l’avant – scène, soit de la dispute parmi les orthodoxes et les Ariennes et la perdition des ses ouvrages. Selon notre recherche concernant les sources, nous avons, d’abord, montré que l’expression “le Confesseur” que accompagne le nom d’Eustathe n’est pas relative au rôle qu’il avait joué pendant les persécutions, mais il est relative à sa position contre les Ariens; lequel a provoqué son exil. C’est la raison, selon nous, pour laquelle Jean le Chrysostome, le saint, a affirmé qu’Eustathe est “martyr”, non comme les autres, mais martyr “par conscience”, qui exprime sa volonté de suivre cette route. De plus, on pourrait dire que l’expression “le Confesseur”, pour l’Eustathe est comme l’expression “le Grand” pour l’Athanase, le saint. C’est-à-dire même s’on l’utilise, bien qu’il n’accompagne pas le nom dans le Synaxaire. Eustathe d’Antioche est né environ en 278 et 281 à Side en Pamphylie, mais nous connaissons moins pour sa vie comme évêque de Berée, la période jusqu’à sa promotion au siège d’Antioche. En examinant les traditions qui concernent la translation de cet évêque, nous avons souligné les raisons théologiques et pastorales qui ont été favorisé sa translation à Antioche. De plus, nous avons ajouté des raisons personnelles, les sympathies et les antipathies, d’une partie des participants à la hiérarchie qui a été favorable à sa personnalité. Aussi, à notre avis l’empereur Constantin a été d’accord avec sa translation grâce à sa mission réussie, comme évêque de Berée, à la christianisation d’Ibérie. En ce qui concerne le partage des opinions sur le rôle qu’il avait joué pendant le 1ère Council Œcuménique, nous avons montré, par des arguments suffisants, qu’il a été non seulement le président du Council, mais aussi la personne qui avait adressé l’empereur au début de cet ensemble. Tous les savants ne sont pas d’accord au sujet de la déposition d’Eustathe, ses exils et les raisons qui ont amené à ces évènements le temps qu’ils aient été lieu. A notre avis, c’est faux de dire que sa déposition et son exil ont été lieu en même temps, parce qu’on peut accepter l’existence des difficultés au niveau des sources et au niveau pratique. C’est la raison pour laquelle on calcule sa déposition environ 329 et 330 et son premier exil une ou deux années plus tard. Afin de donner une réponse claire au sujet de sa déposition, nous avons examiné tous les raisons du point de vue du Droit Canon et nous avons montré qu’Eustathe n’a pas déposé à cause de l’accusation du Sabellianisme, mais parce qu’il avait défendé le Dogme de Nicée. Cette position était la cause qui avait poussé les Eusebians d’être contre lui et de commencer des actes pour sa déposition. De plus, pour réussir sa condamnation, il est probable qu’ils ont utilisé des accusations soit de la tyrannie, soit de l’adultère. En même temps, ils ont réussi à voter des Canons qui criminalisaient des réactions des clercs qui avaient été destitués. Cet acte n’était pas indépendant de leur volonté d’empêcher cette catégorie des clercs, d’exercer un appel sans présuppositions. Par conséquent, le refus d’Eustathe de suivre des Canons, était, selon nous, la raison pour son exil et aussi le cause qu’il restait sans rétablissement à son siège, jusqu’ à la fin de sa vie. Après la condamnation d’Eustathe, tous les chrétiens qui avaient été près de lui avant cet acte, non seulement restaient fidèles à Eustathe, mais ils ont réagi fortement au niveau de l’Église locale. C’est la raison pour laquelle l’empereur Constantin a envoyé des soldats à Antioche pour diminuer les réactions. Nous ne connaissons pas le fait
290
qu’Eustathe avait offensé la mère de l’empereur, dans le passé, mais nous sommes convaincus que cette accusation était déterminant pour son exil. Les sources ne sont pas unanimes quant au lieu et au nombre de ses exils. Pourtant, nous croyons qu’Eustathe a été exilé deux fois: en 331, après la décision du empereur Constintin et en 370 par l’empereur Vales, parallère à Thrace et à Byzie. Si la majorité des scientifiques a accepté qu’Eustathe est mort avant 337, c’est parce qu’il a été absent dans les listes des évêques dégradées qu’ils ont rétablies à cette époque-là. Nous avons montré que cette hypothèse n’est pas près de la réalité et aussi nous avons l’avis qu’Eustathe était vivant jusqu’en 370, quand il restait à Constantinople, en cachette et où il a fait l’ordination du archevêque orthodoxe. Il y a beaucoup de traditions sur la mort d’Eustathe, l’année et la localité qu’elle a eu lieu. Bien qu’il ne soit pas facile de rejeter l’une ou l’autre, sans avoir des difficultés, on peut constater que sa mort a eu lieu à Philippes de Macédoine. Pendant la période où Kalandion était au siège archiépiscopal d’Antioche et l’empereur Zinon, les reliques d’Eustathe ont été tranferées (≈ 482) de Philippes à Antioche et tous les chrétiens orthodoxes ont été reunnis. Ensuite nous avons examiné les conséquences de la déposition d’Eustathe à l’Église locale. Le “Schisme d’Antioche”, comme il est connu, la division à l’intérieure des chrétiennes de cette Église, pendant le période entre 330 et 415. En ce qui concerne le sujet de la participation, le rôle qu’Eustathe jouait a la christianisation de l’Ibérie: nous croyons qu’il était envoyé là, comme l’évêque de Berée et non comme archievêque d’Antioche; opinion qui est acceptable. Les difficultés à l’intérieur de sa diocèse ne permettaient pas une mission extérieure. Etant donné que la majorité des scientifiques a l’opinion qu’Eustathe est mourri avant le 337, c’est une explication logique sur la raison qu’ils acceptaient qu’un nombre des ouvrages du Père saint ne sont pas authentiques. A travers notre recherche, où nous avons fait un examen au niveau théologique, morphologique, linguistique et au style de ses ouvrages, nous avons montré que dont sont authentiques et nous avons créé un catalogue nouveau. De plus, nous avons présenté pour la première fois, en grec, la Liturgie d’Eustathe, d’un manuscrit syrien du 13e siècle et nous avons examiné sa authenticité. C’est très important d’affirmer que la plupart des ouvrages d’Eustathe sont perdus, et dont nous avons seulement des fragments. Son œuvre “D’Egastrimythe (ventriloque)… contre l’Origine”, est l’unique qui est complète. L’enseignement dogmatique d’Eusthathe n’est pas indépendant de l’hérésie des Ariens. On peut constater qu’il utilisait des expressions qu’ils pourraient être considérés comme hérétiques, mais cela est simplement une hypothèse, sans une base stablé des sources. Si Eustathe utilisait soit des phrases spécifiques de l’Écriture sainte, soit des expressions qu’ils ont été eu au usage par des hérétiques, dans une période antérieure, c’est parce qu’il avait eu la volonté d’affronter cette équipe, en utilisant des moyens connus à eux. Tous les savants sont d’accord à dire qu’Eustathe avait contribué à l’ Histoire du Dogme, avec son type Christologique: “Logos”-“Home”, mais c’est seulement une dimension de sa contribution. De plus, son enseignement a été utilisé comme une source constitutive par les Pères de la même époque ou ceux d’une période postérieure. Tous l’above étaient des raisons que son œuvre a été reconnu et il est caractérisé comme “le Père” et “le Doctor” de l’Église. Le 7ère Council Œcuménique a fait un rapport spécifique sur son orthodoxie et son nom est inventé dans les Liturgies anciennes. C’est évident que la Sainteté d’Eustathe a été projetée rapidement après sa mort. Jean le Chrysostome lui a adressé en 388, environ cent années avant la translation de ses reliques. On peut trouver sa fête dans les Synaxaires, les Typiques, e.t.c. de l’Église, depuis le 9e siècle, aux dates suivantes: Le 19 juillet, le 6 novembre, le 23 août, le 5 juin 291
(date de la translation de ses reliques, selon une “Vie” inédite d’Eustathe; d’un manuscrit du 12e siècle, que nous avons présenté pour la première fois, dans ce travail) et aussi le 21 février, date “ officielle” de sa fête dans l’Église orthodoxe et quelques autres Églises. L’Église catholique fête Eustathe le 16 juillet, date qui est considérée comme le jour de sa naissance. Dans les livres liturgiques de l’Église orthodoxe ne existent pas des hymnes honore d’Eustathe. C’est la raison pour laquelle on peut concevoir l’importance de ce travail où nous avons présenté quatre Canons hymnographiques (environ cent cinquante chansons écclèsiastiques), d’un nombre de douze manuscrits inédits du 12e siècle au 15e siècle et environ 13 autre chansons, aussi inédites. Le sujet principal dans l’Hymnographie pour Eustathe, le saint, est son combat contre l’hérésie des Ariens. Du point de vue iconographique, il n’y sont pas beaucoup d’icônes à honore d’Eustathe, mais nous avons trouvé soit de miniature avec son image, soit des icônes où il est tous seul, en costume d’évêque. De plus, ce n’est pas rare de trouver le saint sur les fresques, à la représentation du 1ère Council Œcuménique, parmi des membres de cette Synode. Pour conclure, nous voudrions souligner que le facteur principal dans la vie de l’Église est la “conscience” des chrétiens. Il examine la voie historique d’une personne et déclare sa sainteté, quoique, parfois, les décisions formales de l’Église en soient différentes. Ensuite, le peuple prépare des chansons hymnographiques du Saint et aussi sa image. On pourrait aussi dire que la personne d’Eustathe d’Antioche est un exemple caractéristique du comment une personnalité peut influencer les consciences du peuple et laisser son cachet sur la voie de l’histoire.
292
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
293
ΕΥΣΤΑΘΙΑΝΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ ∗ (Άπαξ λεγόµενα, Σπάνιες λέξεις) PG S R Α΄ Ε.: Α .Θ.: Α .Θ/ Χ.:
Α. Χ.: Μ. Ε.:
Ευσταθίου Αντιοχείας, Κατά Ωριγένους, PG 18, 613Α- 673C. M. Spanneut, Recherches sur les Écrits d’Eustathe d’ ntioche, Paris 1948. M. Richard, “Quelques Nouveaux Fragments des Pères Anténicéens et Nicéens”, Symbolae Osloenses 37 (1961) 82- 83. = Α΄ χρήση στη Χριστιανική Γραµµατεία από τον Ευστάθιο. = Άπαξ λεγόµενο µονάχα σε θύραθεν γραµµατεία = Άπαξ λεγόµενο σε θύραθεν και Χριστιανική γραµµατεία. = Άπαξ λεγόµενο µονάχα στη Χριστιανική γραµµατεία. = Απαντάται µονάχα στον Ευστάθιο. (περισσότερες από µία φορές).
Σ. Θ. : Σ.Θ/ Χ.: Σ. Χ. : Χ. Θ.:
= Σπάνια λέξη σε θύραθεν γραµµατεία = Σπάνια λέξη σε θύραθεν και χριστιανική γραµµατεία.. = Σπάνια λέξη, µονάχα στη Χριστιανική γραµµατεία. = Απουσιάζει από θύραθεν γραµµατεία
ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ 1
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Αγιοπρεπής
PG 645Α
Σ. Χ.
Αειδής
S 107, 182
-
Απουσιάζει ο Ευστάθιος από G. W. Lampe Απουσιάζει ο Ευστάθιος από G. W. Lampe
Αιµοφόρος Αλάστωρ
PG 629Α PG 639Β
Α .Θ/ Χ -
Αλιτήριος Αλυσιτελής
PG 616Β· 661Α S 95, 14
-
Αµειδής (-είς) Αµεταστάτως Αµφήριστος
PG 664C· 673Α PG 668C PG 613Β
Α΄ Ε.- Σ. Θ. Σ. Θ/ Χ. -
Αµφίκρηµνος
S 97, 21
-
Αµφίκυρτος Ανάδοσις
PG 624Β S 95, 30 / 99, 8
Σ. Θ/ Χ. Σ. Χ.
Αναµφιλόγως
PG 621C· 665D
Σ. Χ.
ΛΕΞΗ / ΟΡΟΣ
Ανάπλεvς Αναφανδόν Ανειµαία(ν) Ανοµολογία
PG 620Β PG 617C PG 648Α PG 669C
Αξυνεσία Απαρακαλύπτως Απαρεµφάτως
PG 669Α PG 648Β PG 633C
Απουσιάζει ο Ευστάθιος από G. W. Lampe Απουσιάζει ο Ευστάθιος από G. W. Lampe
Απουσιάζει ο Ευστάθιος από G. W. Lampe Απουσιάζει ο Ευστάθιος από G. W. Lampe Απουσιάζει ο Ευστάθιος από G. W. Lampe Απουσιάζει η λέξη από G.W.Lampe
Α. Χ – Σ. Θ. Α΄ Ε. – Σ. Χ. – Σ. Θ.
Α .Θ/ Χ Α. Χ – Σ. Θ.
Απουσιάζει η λέξη από G.W.Lampe
Α΄ Ε.- Χ. Θ. Σ. Θ/ Χ. Σ. Θ
∗
Για τη δηµιουργία του εν λόγω Πίνακα, ο οποίος περιλαµβάνει τις σηµαντικότερες λέξεις των γνήσιων έργων του Ευσταθίου, λάβαµε υπόψη µας τα λεξικά: G. W. Lampe, A Patristic Greek Lexikon, New York 8 1987· H. G. Lidell- R. Scott, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης, τ. 1-4, µετ. Ξ. Μόσχου, Αθήναι χ.χ.· H. G. Lidell- R. Scott, Συµπλήρωµα του Μεγάλου Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσης, Αθήνα 1977. Επαληθευτικά λειτούργησε το Πρόγραµµα TLG, που φέρει κείµενα της θύραθεν και Χριστιανικής γραµµατείας, σε ηλεκτρονική µορφή. 1 Καταγράφεται το κείµενο που εντοπίζουµε τη λέξη, από τα συγγράµµατα του Ευσταθίου Αντιοχείας. 2 Ο πρώτος αριθµός αναφέρεται στη σελίδα του βιβλίου και ο δεύτερος στο στίχο.
294
Απειροπληθής
PG 629Α
Σ. Χ.
S 96, 3
Α. Χ.
Αστυγείτων
S 115, 13
Α. Χ.
Ασυνεσία Αυτάγελλος Αφίδρυµα
PG 648C PG 641C PG 629Α
Α .Θ/ Χ Α΄ Ε. – Σ. Θ. Σ. Θ/ Χ.
Αφοµοίωµα
S 96, 22 / 115, 117
Α. Χ.
Βιολογώ Γαλαθηνός Γλιχόµενος Γνωσιοµαχώ
PG 665Β PG 640C PG 629Α PG 668C
Α΄ Ε. – Σ. Χ. – Α .Θ.
PG 628C· 629C· 637C
Α .Θ/ Χ Α .Θ – Σ. Χ. Α΄ Ε. – Σ. Χ. Σ. Χ. Α .Θ/ Χ Α΄ Ε.- Χ. Θ. Σ. Χ.
Αρτίγονος
Γοωδώς Γραωδώς ∆είµα(σι) ∆εινοποιώ ∆ιαυτολογώ ∆ικαιοκτονώ ∆ιπλοΐδια (-ίου) ∆ολοµήτης ∆οξοκοπία ∆ράµατα ∆ραµατουργός ∆υσέκνιπτος
Α. Χ. Α. Χ. Α. Χ.
PG 656C R 823 PG 649Β· 673Β PG 637C PG 665Α PG 617D· 621D· 624C· 632C· 640A
PG 633C
Σ. Θ/ Χ. Σ. Θ/ Χ. Σ. Χ. Σ. Χ. Σ. Χ.
PG 613Α· 664D· 668D
PG 628Β PG 644Β PG 672Α
Εδωδή Ειδωλόµορφος Εικοτολογία Εκβαχεύων Εµφερής
PG 640CD· 641A
PG 665Α PG 669C PG 620Α· 645Α S 114, 27
Σ. Χ. Σ. Θ/ Χ. Α΄ Ε. – Σ. Θ. -
Επαµφοτερίζων
PG 668Α
Α΄ Ε.- Χ. Θ.
Επικοµπός
PG 620Α
Α .Θ/ Χ
PG 669C PG 625D· 660C
Α΄ Ε.- Σ. Θ. Σ. Χ.
Εστιώµενος Ευδιάφορα Ευπετώς
PG 653D PG 624C PG 621D
Α΄ Ε. Α. Χ. Α. Χ.
Έωλος
S 102, 10
-
Εωροκοπία Ζωδιογράφος Θεογονία
PG 617Α PG 669D PG 664Α
Α΄ Ε. – Χ. Θ. Α .Θ/ Χ -
Θυµέλη
S 11, 15
Σ. Χ.
PG 632Α· 665D
Μ. Ε. - Χ. Θ.
PG 644D
Α. Χ.
Επίρροια Επιφορά
Ιεροφωνία Ικµάδα 3
Ο αριθµός αναφέρεται στη σελίδα του άρθρου, όπου απαντάται η λέξη.
295
Απουσιάζει ο Ευστάθιος από G. W. Lampe Απουσιάζει η λέξη από G.W.Lampe Απουσιάζει η λέξη από G.W.Lampe
Απουσιάζει η λέξη από G.W.Lampe Απουσιάζει η λέξη από G.W.Lampe
Απουσιάζει η λέξη από G.W.Lampe
Απουσιάζει η λέξη από G.W.Lampe
Απουσιάζει ο Ευστάθιος από G. W. Lampe Απουσιάζει η λέξη από G.W.Lampe Απουσιάζει η λέξη από G.W.Lampe Απουσιάζει ο Ευστάθιος από G. W. Lampe
Απουσιάζει η λέξη από G.W.Lampe Απουσιάζει ο Ευστάθιος από G. W. Lampe
Απουσιάζει ο Ευστάθιος από G. W. Lampe Απουσιάζει ο Ευστάθιος από G. W. Lampe Στον G.W.Lampe µνηµονεύεται µονάχα το 665D Απουσιάζει η λέξη από G.W.Lampe
Κακοθέλεια Καλλιλεξία
PG 668Α PG 672C
Σ. Θ/ Χ. -
Καρτεροψυχία
PG 656C
Σ. Θ/ Χ.
PG 665D (2 φορ.) PG 669D / S 101, 31
Σ. Χ. – Α .Θ.
Κενολόγος Κηρογραφώ Κουφολογία
PG 625Β· 657D· 665D
Κωτίλος Ληθοποιός Μαινάς Μεγαληγορία Μεγαλήγορος Μελογράφος Μεσόχορος Μετάρας Μετάρσιος
PG 672D S 95, 22·25 PG 624Β/D· 653C PG 649Α PG 653C PG 625Β PG 692Β· S 111, 15 PG 644C S 104, 9
Σ. Χ. Σ. Χ. Α. Χ. – Σ. Θ. Σ. Θ/ Χ. Α΄ Ε. -
S 100, 14 / 101, 19 / R 82
Μ. Ε.
PG 672C PG 617Α· 664Β PG 681ΒC
Σ. Χ. Σ. Χ. Μ. Ε. - Σ. Χ.
PG 672Α
Μ. Ε. - Α. Χ. – Χ. Θ. -
PG 629Α· 656C
Α΄ Ε.- Σ. Θ/ Χ.
Νεόπλαστος
S 96, 8
Σ. Χ. – Χ. Θ.
Νοτίς (-δος)
PG 644D
Σ. Θ/ Χ.
Οδωδότης
PG 656D
Α .Θ/ Χ
PG 629Β· 669D PG 653Β PG 673Β PG 641Α
Μ. Ε. - Χ. Θ Σ. Χ. Α. Χ. Α .Θ/ Χ
Οµοκοίλιος Οµοµήτριος Ονοµατοποιΐα
PG 653Β PG 653Β PG 672C
Α΄ Ε.- Σ. Χ.- Χ. Θ. Σ. Χ. -
Ουρανοδρόµος Πανήµερος Πάννυκτος Παροινία
PG 653Α PG 640C PG 640C PG 669C
Σ. Χ.- Χ. Θ. Α΄ Ε. Α .Θ/ Χ. -
Περιδεής Περίττευµα (-τα)
PG 641Β· 645D PG 644C
Σ. Χ. Α .Θ/ Χ.
Πηλουργώ
S 114, 24
Σ. Χ.
Πήρ (-ρός)
PG 665D
Σ. Θ/ Χ.
Πολυΐστωρ Πολυπρόσωπο Πολύτλας
PG 660Β PG 621Α· 645Β· 673Α
PG 656C
Σ. Θ/ Χ. Σ. Θ/ Χ.
Προσεµφέρεια Προσωποποιΐα
PG 669ΒC PG 669 C/ D
Α. Χ. – Σ. Θ. -
Μιαίφων (-νος) Μυθοποιΐα Μυσαρά Ναουργώ Ναουργία Νεηλίς Νεολέκτης
Οιησικοπία Οµογάστριος Οµοηθέσις (-σιν) Οµοιότροπα
Σ. Θ/ Χ. Σ. Θ/ Χ.
Απουσιάζει ο Ευστάθιος από G. W. Lampe Απουσιάζει ο Ευστάθιος από G. W. Lampe
Απουσιάζει η λέξη από G.W.Lampe
Α΄ Ε. Σ. Χ. – Α .Θ.
S 93, 31 / 101, 22 / 107, 7
296
Απουσιάζει ο Ευστάθιος από G. W. Lampe Απουσιάζει η λέξη από G.W.Lampe
Απουσιάζει ο Ευστάθιος από G. W. Lampe Απουσιάζει η λέξη από G.W.Lampe Απουσιάζει ο Ευστάθιος από G. W. Lampe Απουσιάζει ο Ευστάθιος από G. W. Lampe Απουσιάζει η λέξη από G.W.Lampe
Απουσιάζει η λέξη από G.W.Lampe
Απουσιάζει ο Ευστάθιος από G. W. Lampe
Απουσιάζει ο Ευστάθιος από G. W. Lampe Απουσιάζει η λέξη από G.W.Lampe Απουσιάζει ο Ευστάθιος από G. W. Lampe Απουσιάζει ο Ευστάθιος από G. W. Lampe
Απουσιάζει ο Ευστάθιος από G. W. Lampe Απουσιάζει ο Ευστάθιος από G. W. Lampe
Πυθοµάντις Πυροφόρος Σκι(α)ογραφία Σχέτλιος Ροίζηµα Τερατοσκοπία Υπεισδύνον Υπεσύλα Υποθήµων (-νας) Υπόκενος Φανδόν Φαντασιοκοπία Φάσµα (-τα) Φενακιζόµενος Χανδόν Χειρότευκτος Ψευδορράφος Ψηφοπαίκτης (-ες)
Ψυχολατρεία
PG 617D· 621C· 636B· 653B· 668C
-
PG 644D PG 621Β· 669Β
Σ. Χ. Α΄ Ε. – Σ. Θ.
PG 616Β· 636C· 645A·649D
PG 673C PG 664C PG 652Β PG 640Β PG 664D
Α΄ Ε. – Σ. Χ. – Α .Θ.
PG 625Β· 657D· 665D
Σ. Θ/ Χ.
PG 660Α PG 629D· 669C
Α΄ Ε.- Σ. Χ.- Σ. Θ. Σ. Χ. – Χ. Θ. -
Σ. Χ. Α .Θ/ Χ Σ. Χ. – Χ. Θ.
PG 632Β· 640Β· S 97, 14
PG 628Β· 665D S 95, 28 PG 624D· 665A· S 101, 32
Α΄ Ε. Σ. Χ. Σ. Χ. – Χ. Θ.
PG 645C PG 629Β PG 616C
Α΄ Ε. - Χ. Θ. Σ. Χ. Α. Χ.
Απουσιάζει ο Ευστάθιος από G. W. Lampe
Απουσιάζει ο Ευστάθιος από G. W. Lampe Απουσιάζει η λέξη από G.W.Lampe
Απουσιάζει ο Ευστάθιος από G. W. Lampe
Στον G.W.Lampe µνηµονεύεται µονάχα το 665A
Από τα φερόµενα ως αµφιβαλλόµενα και νόθα έργα του Ευσταθίου, σηµειώνουµε τις ακόλουθες λέξεις: Ανδροφονία Εθνηδόν
S 120, 21· 22· 24 S 120, 21· 22· 24
Σ. Χ. Α .Θ/ Χ
Θήραµα
PG 676Β
-
Θολερά
PG 676Β
Α. Χ.
Κτιστολάτρης
PG 676Α
Σ. Χ.
PG 673D· S 120, 21· 22· 24
Σ. Χ
PG 676Β PG 673D
Α .Θ/ Χ Α .Θ/ Χ
Κνίσα Λογοθωπεία Συνιθύνων (-ντι)
297
Απουσιάζει η λέξη από G.W.Lampe Απουσιάζει ο Ευστάθιος από G. W. Lampe Απουσιάζει η λέξη από G.W.Lampe Απουσιάζει ο Ευστάθιος από G. W. Lampe Απουσιάζει η λέξη από G.W.Lampe
ΣΧΙΣΜΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ (330-415 µ.Χ. ) Εκκλησία Αντιόχειας Ευστάθιος Αντιοχείας (325-329)
Αρειανοί / Αρειανίζοντες
Μελετιανοί
Ευσταθιανοί (χωρίς επίσκοπο από το 330-362, τελούσαν υπό την καθοδήγηση του πρεσβυτέρου Παυλίνου)
Παυλίνος Β΄ (330) Ευλάλιος (331-332) Ευφρόνιος (332-333) Φλακίλλος ή Πλακέντιος (333-342) Στέφανος Α΄ (342-344) Λεόντιος (344-358) Ευδόξιος ή Εύδοξος (358-359) Αννάνιος (359/360) Μελέτιος (360)
Μελέτιος (360-381)
Παυλίνος (362-388)
Ευζώιος (360-376)
Φλαβιανός (381-404)
Ευάγριος (392-393) (Μετά το θάνατο του Ευάγριου δεν εκλέγουν άλλο επίσκοπο)
∆ωρόθεος (376-381)
Πορφύριος (404-413) Αλέξανδρος (413-424) Άρση Σχίσµατος το 415 298
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΗΓΕΜΟΝΩΝ 1 (Κοσµικών – Εκκλησιαστικών) Αυτοκράτορες (300 –491) Μαξιµιανός 286 - 305 Κωνστάντιος Α΄ Χλωρός 305 - 306 Γαλέριος 306 - 311 Κωνσταντίνος Α΄ 306 – 324 Μαξέντιος 306 - 312 Λικίνιος 307 - 324 Μαξιµίνος 312 - 313 Κωνσταντίνος Α΄ 324 - 337 Κωνσταντίνος Β΄ 337 - 340 Κώνστα(ν)ς 337 - 350 Κωνστάντιος Β΄ 351 - 361 Ιουλιανός (ο Παραβάτης) 361 - 363 Ιοβιανός 363 - 364 Βάλης (Ουάλης) 364 - 378 Θεοδόσιος Α΄ (ο Μέγας) 379 - 395 Αρκάδιος 395 - 408 Θεοδόσιος Β΄ 408 - 450 Μαρκιανός 450 - 457 Λέων Α΄ 457 - 474 Λέων Β΄ 474 Ζήνων (πρώτη φορά) 474 - 475 Βασιλίσκος 475 - 476 Ζήνων (δεύτερη φορά) 476 - 491 Αναστάσιος Α΄ 491 - 518 Πάπες Ρώµης (314 – 417) Σίλβεστρος Α΄ 314 - 335 Μάρκος 336 Ιούλιος 337 - 352 Λιβέριος 352 - 366 ∆άµασος 366 - 384 Σιρίκιος 384 - 399 Αναστάσιος Α΄ 399 - 401 Ιννοκέντιος Α΄ 401 - 417 Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως (314 – 417) Μητροφάνης Α΄ 306 - 314 Αλέξανδρος 314 - 337 Παύλος Α΄ (πρώτη φορά) 337 - 339 Ευσέβιος (ο Νικοµηδείας) 339 - 342 Παύλος Α΄(δεύτερη φορά) 341 - 342 Μακεδόνιος Α΄ (πρώτη φορά) 342 - 346 Παύλος Α΄ (τρίτη φορά) 346 - 351 ΜακεδόνιοςΑ΄ (δεύτερη φορά) 351 - 360 Ευδόξιος ή Εύδοξος 360 - 370 Ευάγριος 370 ∆ηµόφιλος 370 -380 Γρηγόριος Α΄ (ο Ναζιανζηνός) 379 - 381 Μάξιµος 380 Νεκτάριος 381 - 397
Ιωάννης Α΄ (Χρυσόστοµος) Αρσάκιος Αττικός
398 - 404 404 - 405 406 - 425
Πατριάρχες Αλεξανδρείας Αλέξανδρος Αθανάσιος Α΄ (ο Μέγας) Αρειανιστές, αντίπαλοι Αθανας. Πέτρος Β΄ Λούκιος (Αρειανιστής) Τιµόθεος Α΄ Θεόφιλος Κύριλλος
(314 – 417) 313 - 328 328 - 373 336 - 365 373 -380 375 - 378 380 - 384 384 - 412 412 – 444
Πατριάρχες Αντιοχείας (314-424 / 477-485) Βιτάλιος 313 - 319 Φιλογόνιος 319 - 324 Ευστάθιος 325 - 329 Παλίνος Β΄ 330 Ευλάλιος 331 - 332 Ευφρόνιος 332 - 333 Φλάκιλλος 333 - 342 Στέφανος Α΄ 342 -344 Λεόντιος 344 - 358 Εύδοξος ή Ευδόξιος 358 - 359 Αννάνιος 359 Μελέτιος 360 -381 Ευζώιος (Αρειανιστής) 360 - 376 Παυλίνος Γ΄ 362 - 388 Βιτάλιος (Απολλιναριστής) 375 ∆ωρόθεος (Αρειανιστής) 376 - 381 Φλαβιανός Α΄ (διάδ. Μελετίου) 381 - 404 Ευάγριος (διάδ. Παυλίνου Γ΄) 392 - 393 Πορφύριος (διάδ. Φλαβιανού) 404 - 413 Αλέξανδρος ……. 413 - 424 Στέφανος Β΄ 477 - 479 Καλανδίων 481 - 485
Πατριάρχες Ιεροσολύµων (314 – 417) Μακάριος Α΄ 314 - 333 Μάξιµος Β΄ 333 - 350 Ηράκλειος 350 - 351 Κύριλλος Α΄ 351 - 386 Ιωάννης 386 - 417
1 Για την κατάρτιση του εν λόγω Πίνακα, λήφθηκαν υπόψη αντίστοιχοι Πίνακες των ακόλουθων έργων: Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως, ό.π., PG 100, 1040D-1041A· 1044C- 1045A· 1052AB· 1053CD· 1056AC. Πρβλ. Αθηναγόρα, (Μ. αρχιµ.), Ηµερολόγιον του Οικουµενικού Πατριαρχείου, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 582· Α. Σαββίδη, ό.π., σσ. 254256· Β. Φειδά, Βυζάντιο, ό.π., σ. 482.
299
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΧΩΡΙΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ1 Βίος: Ανέκδοτος Βίος Ευσταθίου, Μονής Φιλοθέου Αναφ.: Ανέκδοτη Αναφορά (Λειτουργία) Ευσταθίου
Γένεσις 1, 27 (∆΄Καν. / 2572) 2, 10 (Β΄Καν. / 240) 40, 10 (∆΄Καν. / 257) Έξοδος 14, 16- 20 (Β΄Καν./ 239) 14, 26-27 (Β΄Καν./ 239) 14, 27-28 (Γ΄, ∆΄Καν. / 248, 256) 14, 28-29 (∆΄Καν. 256) ∆ευτερονόµιον 19, 15 (Βίος / 64) 28, 4 (Α΄Καν. / 231) Ψαλµοί 2, 9 (Γ΄Καν. / 245) 102, 8 (Αναφ. / 179) 103, 3· 5 (Β΄Καν. / 239) 140, 2 (Α΄Καν. / 233) 149, 6 (∆΄Καν. / 258) Ιώβ 1,1 (Γ΄Καν. / 247) 42, 17b (Γ΄Καν. 247) Σοφία Σειράχ 7, 10 (Γ΄Καν. / 246) Μιχαίας 7, 14 (Γ΄Καν. / 245) Ησαΐας 29, 3 (∆΄Καν. / 254) 53, 5 (Γ΄Καν. / 245) Βαρούχ 3, 38 (Αναφ. / 184, ∆΄Καν./ 253) Ιεζεκιήλ 3,16 (∆΄Καν. / 256) ∆ανιήλ 3, 26 (Α΄Καν. / 233, 234) 3, 84 (∆΄Καν. / 257) 3, 88 (Β΄ Καν. / 242) Ματθαίον 5, 9 (Α΄Καν. / 235) 5, 15 (Β΄Καν. / 239)
Καν. : Ανέκδοτοι Κανόνες (Α΄, Β΄, Γ΄, ∆΄) Τρ.: Ανέκδοτα Τροπάρια (Καθίσµατα, κ.ά.)
7, 15 (Τρ./ 259) 13, 30 (∆΄Καν. / 255) 13, 42 (Α΄Καν. / 233) Μάρκον 9, 43 (Αναφ. / 185) 14, 22 – 24 (Αναφ. / 181) 14, 47 (∆΄Καν./ 253) Λουκάν 1, 28 (Τρ. / 262) 1, 30 – 33 (∆΄Καν. / 252) 1, 34 – 35 (Β΄Καν. / 242) 1, 42 (Α΄Καν. / 231) 3, 17 (∆΄Καν. / 255) 8, 7 – 8 (Α΄Καν. / 235) 8, 8 (Γ΄Καν. / 245) 16, 8 (Γ΄Καν. / 246) 16, 9 (Τρ. / 261) 21, 24 (∆΄Καν. / 255) 22, 19 (Αναφ. / 181) 22, 30 (Αναφ. / 181) Ιωάννην 1, 4 (Α΄Καν. / 231, 235) 4, 22 (Αναφ. / 158) 5, 30 (Αναφ. / 181) 10, 11 (Τρ. / 259) 12, 36 (Γ΄Καν. / 247) 14, 6 (Αναφ. / 184) Πράξεις Αποστόλων 20, 29 (Αναφ. / 182) Ρωµαίους 3, 19 (Α΄,Β΄, Γ΄,Καν./ 231, 242, 246) 4, 19 (Α΄Καν. / 233) 11, 16 (∆΄Καν. / 257) 12, 20 (∆΄ Καν. / 253) 16, 16 (Αναφ. / 179) Α΄ Κορινθίους 1, 27 – 28 (Γ΄Καν. / 245) 2, 3 (Αναφ. / 185) 3, 13 (Α΄Καν. / 230) 7, 35 (Α΄Καν. / 231) 10, 4 (Α΄Καν. / 234) 11, 24 – 26 (Αναφ. / 181) 16, 20 (Αναφ. / 179)
1
Γαλάτας 1, 15 (∆΄Καν. / 253) 4, 4 (Αναφ. / 180) Εφεσίους 1, 4 (Γ΄Καν. / 245) 2, 14 (Β΄Καν. / 240) 3, 19 ( Βίος / 64) 5, 1 (Τρ. / 260) 5, 19 (Βίος / 65) Φιλιππησίους 2, 5 – 7 (Β΄Καν. / 240) 2, 7 (Α΄Καν. / 235) 2, 15 (Α΄Καν. / 230) 3, 20 (Τρ. / 259) 4, 18 (Α΄Καν. / 231) Κολοσσαείς 3, 15 (Α΄Καν. / 235) 3, 16 (Βίος / 65) 4, 6 (Γ΄Καν. / 245) Α΄ Θεσσαλονικείς 5, 5 (Γ΄Καν. / 247) 5, 26 (Αναφ. / 179) Α΄ Τιµόθεον 5, 19 (Βίος / 64) Β΄ Τιµόθεον 4, 7 (Τρ. / 260) 4, 8 (Τρ. / 261) Φιλήµονα 4, 7 (Α΄Καν. / 235) Εβραίους 6, 8 (Τρ. / 261) 6, 19 (Β΄Καν. / 240) 10, 27 (Αναφ. / 181) 11, 33 (Α΄,Β΄,Γ΄,Καν./ 231, 242, 246) 12, 10 (Αναφ. / 180) 12, 23 (Τρ./ 260) Α΄Πέτρου 1, 7 (Α΄Καν. 230) 2, 9 (Αναφ. / 158) 2, 24 (Γ΄Καν. / 245)
Τα χωρία της Αγίας Γραφής, έχουν ληφθεί από τα ανέκδοτα κείµενα της ∆ιδακτορικής ∆ιατριβής, δηλαδή από το Βίο του Ευσταθίου της Μονής Φιλοθέου, την Αναφορά του Ευσταθίου, τους Κανόνες και τα Τροπάρια, καθώς επίσης και από τη βελτιωµένη έκδοση του ∆΄ Κανόνα. 2 Οι αριθµοί των παρενθέσεων αναφέρονται στις σελίδες της ∆ιατριβής.
300
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΚΑΝΟΝΩΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΩΝ - ΤΟΠΙΚΩΝ ΣΥΝΟ∆ΩΝ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ1 1ος 14ος 27ος 28ος 35ος 48ος 76ος 84ος
11ος 2ος 4ος 8ος 15ος ος
Αγίων Αποστόλων (314/325) 125 79, 80, 115 108 109, 110 ,114 125 105 126 99, 107 Νεοκαισάρειας (314) 68 Α΄ Οικουµενικής (325) 107 125 125 80, 115 Αντιοχείας (341) 2 106, 110, 118, 125
4 5ος 8ος 11ος 12ος 13ος 14ος 15ος 16ος 20ος 21ος 22ος 23ος 1ος 2ος 5ος 6ος 34ος
106, 111, 114, 115 125 106, 110 106, 110, 118 125 106, 110 106, 110 106 106, 107, 113 80 125 126 Σαρδικής (343) 80 80 Β΄ Οικουµενικής (381) 127 Ζ΄ Οικουµενικής (787) 114 Μ. Βασιλείου († 379) 108
1
Μνηµονεύονται οι Κανόνες για τους οποίους γίνεται αναφορά στις σελίδες (δεύτερη στήλη) της ∆ιδακτορικής ∆ιατριβής. 2 Στην πραγµατικότητα πρόκειται για τους Κανόνες της Συνόδου της Αντιόχειας του 329.
301
εικ. 1 Ο άγιος Ευστάθιος Αντιοχείας. Μικρογραφία Συριακού Iερατικού Bodl. Libr. 65, φ. 39r, Οξφόρδη, (1238).
εικ. 2 Ο άγιος Ευστάθιος Αντιοχείας. Ναός Αγίου Νικολάου Ορφανού Θεσσαλονίκης. Τοιχογραφία από τον νότιο τοίχο του Ιερού Βήµατος (1310- 1320).
εικ. 3 Ο άγιος Ευστάθιος Αντιοχείας. Φορητή εικόνα. ∆ιαστ. 26,5×20,0 Έργο Αντωνίου ∆ουνδουλάκη (2005).
εικ. 4 Η Α΄ Οικουµενική Σύνοδος. Μονή Σταυρονικήτα, Άγιο Όρος. Τοιχογραφία από τον εσωνάρθηκα του Καθολικού. Έργο Θεοφάνη Στρελίτζα- Μπαθά (1546).
302