Αντόνιο Λαμπριόλα
Η ΥΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Γράφτηκε: το 1895-1896 Πηγή: Εκδόσεις «ΟΔΥΣΣΕΑΣ», 1978 Μετάφραση-Επιμέλεια: Μυρσίνη Ζορμπά Σύνταξη: ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΘΩΜΑΔΑΚΗΣ HTML Markup: Θ. Θωμαδάκης – Ι. Κουκλάκης για τα Μαρξιστικά Βιβλία στο INTERNET, Οκτώβρης 2005
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ: 1) Τιμώντας το Κομμουνιστικό Μανιφέστο (Μέρος Πρώτο) 2) Τιμώντας το Κομμουνιστικό Μανιφέστο (Μέρος Δεύτερο) 3) Για τον Ιστορικό Υλισμό (Μέρος Πρώτο I - V) 4) Για τον Ιστορικό Υλισμό (Μέρος Δεύτερο VI - VII) 5) Για τον Ιστορικό Υλισμό (Μέρος Τρίτο VIII - IX) 6) Για τον Ιστορικό Υλισμό (Μέρος Τέταρτο X - XII)
Aντόνιο Λαμπριόλα 1843-1904
ΤΙΜΩΝΤΑΣ ΤΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ Μέρος Πρώτο1 Εμείς οι σοσιαλιστές θα μπορούμε σε τρία χρόνια να γιορτάσουμε το ιωβηλαίο μας. Η αξιομνημόνευτη ημερομηνία της δημοσίευσης του Μανιφέστου των Κομμουνιστών (Φεβρουάριος 1848) σημειώνει την πρώτη και βέβαιη είσοδο μας στην ιστορία. Σε κείνη την ημερομηνία αναφέρεται κάθε κρίση και κάθε εκτίμηση μας της προόδου που έκανε το προλεταριάτο μέσα στα τελευταία πενήντα χρόνια. Μ’ αύτη την ημερομηνία μετριέται η πορεία της νέας εποχής, που ξεπηδάει και αναφαίνεται, μάλιστα, θα έλεγα, απελευθερώνεται και αναπτύσσεται μέσα από την παρούσα εποχή, μέσα από τον εσωτερικό και εγγενή σχηματισμό της ίδιας αυτής και, για τούτο, κατά τρόπο αναγκαίο και αναπόφευκτο· αυτό είναι έτσι, ανεξάρτητα από τις διάφορες εξελίξεις και τις υστερότερες φάσεις της, προς στιγμή βέβαια απρόβλεπτες. Όλοι εκείνοι από μας που ενδιαφέρονται και προσπαθούν να αποκτήσουν 1
ΑΝΤΟΝΙΟ ΛΑΜΠΡΙΟΛΑ (1843-1904). Ιταλός φιλόλογος και φιλόσοφος που προσχώρησε στο Μαρξισμό στη δεκαετία του 1880-1890. Το 1895, ο Λαμπριόλα έγραψε το δοκίμιο «Τιμώντας το “Κομμουνιστικό Μανιφέστο”» που μαζί με το δεύτερο βιβλίο του «Ιστορικός Υλισμός» (1896) αποτέλεσαν τα πρώτα μέρη της σημαντικής συνεισφοράς του στο εργατικό επαναστατικό κίνημα: «Μελέτες για την Υλιστική Αντίληψη της Ιστορίας» –μελέτες που αναλύει ο Πλεχάνοφ στα φιλοσοφικά του έργα. Ο Τρότσκι αναφέρεται επανειλημμένα στη μεγάλη αυτή συμβολή του Λαμπριόλα στην ανάπτυξη του Μαρξισμού. Εξιστορώντας την πρώτη του φυλάκιση το 1898 τονίζει στην Αυτοβιογραφία του, ότι στο κελί του διάβασε με ενθουσιασμό τις πολύ γνωστές πραγματείες του παλιού ιταλού εγελιανού και μαρξιστή Αντόνιο Λαμπριόλα κι ότι μόνο έτσι ξεκαθάρισε τους λογαριασμούς του με τη θεωρία των πολλαπλών παραγόντων που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή –και που εγκαθιδρύθηκε μετά σαν το επίσημο φιλοσοφικό πιστεύω του Στάλιν και της προνομοιούχας κλίκας του, (βλ. το άρθρο του Τρότσκι «Φιλοσοφία και Σταλινική Γραφειοκρατία» στο Αφιέρωμα για τον Φρ. Έγκελς). «Το πιο κατάλληλο σύστημα σκέψης για μια γραφειοκρατία, γράφει σ’ αυτό το άρθρο του ο Τρότσκι, είναι η θεωρία της πολλαπλής αιτιότητας, μιας πολλαπλότητας “παραγόντων”». Ο μαρξισμός χρειάστηκε να τσακίσει κι έτσι να υπερβεί τη «θεωρία» των πολλαπλών παραγόντων για να φτάσει στον ιστορικό μονισμό. Ο Αντόνιο Λαμπριόλα, παρόλες τις δυσκολίες και τα προβλήματα της πρώτης αυτής περιόδου θεμελίωσης του κομμουνισμού, θεωρείται ένας από τους σκαπανείς της μαρξιστικής θεωρητικής σκέψης. Θα πρέπει να τονίσουμε ιδιαίτερα ότι στα έργα του ο Λαμπριόλα πολεμάει ανελέητα τους αστούς εχθρούς και τους αναθεωρητές συμμάχους τους μέσα στο επαναστατικό κίνημα της εργατικής τάξης, κηρύσσοντας πρώτος τον πόλεμο ενάντια στους νεο-καντιανούς «μαρξιστές» τύπου Μπέρσταϊν –Θ.Θ.
πλήρη συνείδηση του έργου τους, πρέπει να στρέψουν πολλές φορές το νου στις αιτίες και τους λόγους που υπήρξαν καθοριστικοί για τη γένεση του Μανιφέστου, μέσα σε κείνες τις συνθήκες που ακριβώς εμφανίστηκε και, συγκεκριμένα, στις παραμονές της επανάστασης που ξέσπασε απ’ το Παρίσι ως τη Βιέννη κι απ’ το Παλέρμο ως το Βερολίνο. Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για να εξηγήσουμε, μέσα από το ίδιο το κοινωνικό σχήμα στο οποίο τώρα ζούμε, την τάση προς το σοσιαλισμό· και, στη συνέχεια, να δικαιολογήσουμε, μέσα από τον ίδιο το λόγο ύπαρξης αυτής της τάσης, την αναγκαιότητα του πραγματικού της θριάμβου, τον όποιο από τώρα προβλέπουμε. Ποιό είναι, λοιπόν, αν όχι αυτό, το νεύρο του Μανιφέστου, η ουσία κι ο αποφασιστικός του χαρακτήρας; 2 . Αλλά θα ήταν, αλήθεια, μάταιο να θέλουμε να αναζητήσουμε αυτό το νεύρο στα πρακτικά μέτρα, που υποδεικνύονται και προτείνονται στο τέλος του δευτέρου κεφαλαίου του Μανιφέστου για να υιοθετηθούν στην πιθανή περίπτωση μιας επαναστατικής επιτυχίας του προλεταριάτου, ή στις υποδείξεις πολιτικού προσανατολισμού απέναντι στα άλλά επαναστατικά κόμματα της εποχής, που βρίσκονται στο τέταρτο κεφάλαιο. Αυτές οι υποδείξεις και προτάσεις, όσο αξιόλογες και σημαντικές κι αν ήταν στην εποχή τους και στις συνθήκες μέσα στις οποίες διατυπώθηκαν και υπαγορεύθηκαν, και όσο σπουδαίες κι αν ήταν για να κρίνουμε με ακρίβεια την πολιτική δράση των γερμανών κομμουνιστών στην επαναστατική περίοδο 1848-50, δεν αποτελούν τώρα πια για μας το σύνολο μιας πρακτικής οπτικής, με κριτήριο την οποία μπορεί κανείς να αποφασίσει υπέρ ή κατά σε κάθε περίπτωση και συγκυρία. Τα πολιτικά κόμματα που από την εποχή της Διεθνούς και δω άρχισαν να σχηματίζονται στις διάφορες χώρες, στη βάση και στο καθαρό και ρητό όνομα του προλεταριάτου, είχαν και έχουν, στο μέτρο που δημιουργούνται και κατόπιν αναπτύσσονται, ζωηρή ανάγκη να προσαρμόσουν και να συμμορφώσουν στις διάφορες και πολύμορφες συνθήκες και ενδεχόμενα τις ανάγκες και το έργο τους. Αλλά κανένα απ’ αυτά τα κόμματα δεν έχει συνείδηση ότι βρίσκεται αυτή τη στιγμή τόσο κοντά στη δικτατορία του προλεταριάτου, ώστε να αισθάνεται μέσα του επείγουσα την ανάγκη, ή έστω την επιθυμία ή την τάση, να επανεξετάσει 2
Τούτο μου το γραφτό δεν αποτελεί διόρθωση του Μανιφέστου, σαν να ήθελα δηλαδή να το προσαρμόσω στις παρούσες συνθήκες· ούτε το αναλύω ή το σχολιάζω. Γράφω, όπως λέει ο τίτλος, μόνο τιμώντας τη μνήμη του.
και να εκτιμήσει τις προτάσεις του Μανιφέστου με μέτρο την επαλήθευση τους, που θα φαινόταν πιθανή αν θεωρούνταν επικείμενη. Ιστορικές εμπειρίες δεν είναι, στην πραγματικότητα, παρά μόνο εκείνες που η ίδια η ιστορία παρουσιάζει απροσδόκητα, όχι σύμφωνα μ’ ένα σχέδιο ή πρόθεση, ούτε κατά διαταγή. Έτσι έγινε στην εποχή της Κομμούνας, που ήταν, είναι και παραμένει ακόμη για μας, η μόνη προσεγγιστική εμπειρία, αν και συγκεχυμένη μια και ήταν αυθόρμητη και μικρής διάρκειας, της δράσης του προλεταριάτου, που μπήκε μπροστά στη νέα και σκληρή δοκιμασία να κατακτήσει την πολιτική εξουσία. Η εμπειρία αυτή, που δεν επιδιώχτηκε έντεχνα, ούτε αναζητήθηκε σύμφωνα με κάποιο σχέδιο, αλλά επιβλήθηκε από τις περιστάσεις και υποστηρίχθηκε ηρωικά· και που μετατρέπεται τώρα για μας σε σωτήριο δίδαγμα. Εκεί όπου το σοσιαλιστικό κίνημα βρίσκεται μόλις στο στάδιο της παιδικής ηλικίας, είναι δυνατό αυτοί ή εκείνοι, παρά τη δική τους άμεση εμπειρία να επικαλούνται, όπως συχνά συμβαίνει στην Ιταλία, το κύρος ενός κειμένου, σαν να πρόκειται για κάποια εντολή –αλλά αυτό στην πραγματικότητα δεν σημαίνει τίποτε απολύτως. Όμως αυτό το νεύρο, η ουσία και ο αποφασιστικός χαρακτήρας δεν πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να αναζητηθούν στον προσανατολισμό σε άλλες μορφές σοσιαλισμού, που το Μανιφέστο περιλαμβάνει κάτω από το όνομα Φιλολογία. Όσα λέγονται εκεί, στο τρίτο κεφάλαιο, χρησιμεύουν, χωρίς αμφιβολία, για να οριστούν θαυμάσια, μέσα από τις αντιθέσεις και με τη μορφή σύντομων, ουσιαστικών και κατάλληλων χαρακτηριστικών, οι διαφορές που πραγματικά υπάρχουν ανάμεσα στον κομμουνισμό, που τώρα συνηθίσαμε να αποκαλούμε επιστημονικό, έκφραση που πολλοί καταχρώνται άθλια, δηλαδή ανάμεσα στον κομμουνισμό που έχει σαν υποκείμενο το προλεταριάτο και σαν κεντρικό θέμα την προλεταριακή επανάσταση, και τις άλλες αντιδραστικές, αστικές, μισο-αστικές, μικρο-αστικές, ουτοπιστικές, κλπ. μορφές. Όλες αυτές οι μορφές, εκτός από μια 3 , εμφανίζονται και ανανεώνονται πολλές φορές, και εμφανίζονται και ανανεώνονται και τώρα ακόμη, στις χώρες όπου το σύγχρονο προλεταριακό κίνημα βρίσκεται μόλις στη γένεσή του. Σ’ αυτές τις χώρες και μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, το Μανιφέστο 3
Εννοώ εκείνη που ειρωνικά αποκαλείται στο Μανιφέστο: του αληθινού ή γερμανικού σοσιαλισμού. Αυτή η παράγραφος, που είναι ακατανόητη σε όποιον δεν γνωρίζει τη γερμανική φιλοσοφία της εποχής, ιδιαίτερα σε ορισμένες μορφές οξύ εκφυλισμού της, έχει σκόπιμα παραληφθεί από την ισπανική μετάφραση.
άσκησε και ασκεί μέχρι σήμερα το ρόλο της σύγχρονης κριτικής και του φιλολογικού μαστίγιου. Αλλά, στις χώρες όπου ή αυτές οι μορφές έχουν πια θεωρητικά και πρακτικά ξεπεραστεί, όπως είναι σε μεγάλο βαθμό η περίπτωση της Γερμανίας και της Αυστρίας, ή επιζούν μόνο σε εγωιστική και υποκειμενική κατάσταση, όπως συμβαίνει στη Γαλλία και την Αγγλία, για να μην απαριθμήσουμε ένα-ένα τα άλλα έθνη, το Μανιφέστο, απ’ αυτή την άποψη, έχει εκπληρώσει το σκοπό του. Και δεν κάνει άλλο από το να εγγράφει, σαν μνήμη, αυτό που πια δεν χρειάζεται να σκέφτεται κανείς, δεδομένης της πολιτικής δράσης του προλεταριάτου που εξελίσσεται μέσα από μια φυσιολογική και κλιμακωμένη διαδικασία. Αυτή ήταν άλλωστε, και μάλιστα προκαταβολικά, η ψυχική και διανοητική διάθεση εκείνων που το έγραψαν και που δεν εξέφραζαν παρά την κατάργηση και καταδίκη αυτού που είχαν ξεπεράσει με την αξιοσύνη του νου, ο οποίος με λίγα, αλλά ξεκάθαρα δεδομένα της πείρας προηγήθηκε με βεβαιότητα των γεγονότων. Ο κριτικός κομμουνισμός – αυτό είναι το αληθινό του όνομα και δεν υπάρχει άλλο ακριβέστερο γι’ αυτή τη θεωρία– δεν έπαιζε πια με τους φεουδάρχες τη νοσταλγία της παλιάς κοινωνίας, για να κάνει κατόπιν απ’ την αντίστροφη μεριά την κριτική της παρούσας κοινωνίας –αντίθετα, δεν πρόσβλεπε παρά στο μέλλον. Δεν γινόταν πια ένα με τους μικροαστούς στην επιθυμία να διασώσει κάτι που δεν μπορούσε να σωθεί –όπως, λ.χ., τη μικρή ιδιοκτησία, ή την ήρεμη ζωή των μικροαστών, που η ιλιγγιώδης δράση του σύγχρονου κράτους, που είναι το αναγκαίο και φυσικό όργανο της σημερινής κοινωνίας, κάνει βαριά και σκληρή για το λόγο και μόνο ότι αυτό το κράτος επαναστατικοποιούμενο συνεχώς φέρνει μέσα του και μαζί του την ανάγκη άλλων νέων και βαθύτερων επαναστάσεων. Ούτε μετέφραζε σε μεταφυσικές φαντασιοπληξίες ή σε διανοήματα νοσηρών συναισθημάτων και θρησκευτικής έκστασης τις πραγματικές αντιθέσεις των υλικών συμφερόντων της καθημερινής ζωής –αντίθετα, πρόβαλλε και τόνιζε σ’ όλη τους την πεζότητα αυτές τις αντιθέσεις. Δεν οικοδομούσε την κοινωνία του μέλλοντος στη γραμμή ενός σχεδίου αρμονικά τέλειου σε κάθε του λεπτομέρεια. Ούτε ύψωνε λόγια εγκωμιαστικά και εκθειασμού ή επίκλησης και νοσταλγίας στις δυο θεές της φιλοσοφικής μυθολογίας, τη Δικαιοσύνη και την Ισότητα: στις δυο θεές που κάνουν τόσο θλιβερή εντύπωση στην άθλια πρακτική της καθημερινής ζωής, όταν καταφέρουμε να αντιληφθούμε πως η ιστορία εδώ και τόσους αιώνες επιφυλάσσει στον εαυτό της το απρεπές χάσιμο
χρόνου να φτιάχνει και να χαλάει σχεδόν πάντα τόσο αντιφατικά τις αλάθητες προτροπές τους. Αντίθετα, μάλιστα, οι κομμουνιστές, αν και διακήρυσσαν μέσα από γεγονότα που έχουν επιχειρηματολογική και αποδεικτική ισχύ ότι οι προλετάριοι ήταν προορισμένοι να αποτελέσουν το νεκροθάφτη της αστικής τάξης, σ’ αυτήν όμως την τελευταία απέδιδαν σεβασμό σαν σε πρωταίτια μιας κοινωνικής μορφής που είναι σε έκταση και ένταση αξιόλογο στάδιο της ανθρώπινης προόδου, και που μόνη μπορεί να αποτελέσει το πεδίο νέων αγώνων που υπόσχονται ευτυχή έκβαση στο προλεταριάτο. Νεκρολογία τόσο μνημειώδης δεν έχει ποτέ άλλοτε γραφτεί. Αυτά τα εγκώμια στην αστική τάξη είχαν μια ορισμένη πρωτότυπη μορφή τραγικής γελοιοποίησης, αλλά μερικοί νόμισαν πώς ήταν γραμμένα σε διθυραμβικό τόνο. Παρ’ όλ’ αυτά, οι αρνητικοί και αντιθετικοί τούτοι ορισμοί των άλλων μορφών σοσιαλισμού που κυκλοφορούσαν τότε και αργότερα, και μέχρι σήμερα συχνά συναντιώνται, όσο κι αν είναι άμεμπτοι στην ουσία, στη μορφή και το σκοπό που βάζουν, ούτε προτίθενται να είναι ούτε και είναι η πραγματική ιστορία του σοσιαλισμού και δεν εκφράζουν ούτε τα ιδιαίτερα ίχνη ούτε το γενικό σχήμα της αν κάποιος θέλει να την γράψει. Η ιστορία, στην πραγματικότητα, δεν στηρίζεται πάνω στη διαφορά αληθινού και ψευδούς, ορθού και λάθους, και πολύ λιγότερο πάνω στην πιο αφηρημένη αντίθεση δυνατού και πραγματικού, σαν τα πράγματα να ήταν από τη μια μεριά και να είχαν από την άλλη μεριά τις σκιές και τα φαντάσματα τους στις ιδέες. Είναι πάντα ακέραιη και στηρίζεται ολόκληρη στη διαδικασία σχηματισμού και μετασχηματισμού της κοινωνίας: πράγμα που πρέπει να νοηθεί αντικειμενικά και ανεξάρτητα από κάθε δική μας ευαρέσκεια ή δυσαρέσκεια. Αυτή είναι μια ειδικού τύπου δυναμική, αν έτσι πάει στους Θετικιστές, που τόσο αρέσκονται σ’ αυτές τις εκφράσεις, και συχνά δεν κάνουν ούτε βήμα παραπέρα από τη νέα λέξη που βάζουν σε κυκλοφορία. Έτσι, οι διάφορες μορφές σοσιαλιστικής αντίληψης και δράσης που εμφανίστηκαν και εξαφανίστηκαν στη διάρκεια των αιώνων, με τόσες διαφορές στα κίνητρα, τη φυσιογνωμία και τα αποτελέσματα, μελετιώνται και εξηγούνται όλες από τις σύνθετες και ειδικές συνθήκες της κοινωνικής ζωής μέσα από την οποία παράχθηκαν. Εξετάζοντάς τες βλέπουμε πώς δεν αποτελούν το ενιαίο σύνολο μιας συνεχούς διαδικασίας γιατί η σειρά έχει πολλές φορές διακοπεί από τις μεταβολές του κοινωνικού συνόλου και τη συσκότιση και το σπάσιμο της παράδοσης. Μόνο από την εποχή
της Μεγάλης Επανάστασης και μετά ο σοσιαλισμός έχει να επιδείξει μια ορισμένη ενότητα διαδικασίας, που γίνεται πιο φανερή από το 1830 και δω, με την οριστική άνοδο της αστικής τάξης στην πολιτική εξουσία στη Γαλλία και Αγγλία, και γίνεται τελικά αισθητή και, θα έλεγα, χειροπιαστή από τη Διεθνή και ύστερα. Σ’ αυτό το δρόμο, σ’ αυτή την πορεία βρίσκεται σαν μεγάλος χιλιομετρικός δείκτης το Μανιφέστο, με διπλή ένδειξη, θα έλεγα, κι απ’ τις δυο μεριές. Απ’ τη μια βρίσκεται η Βίβλος της νέας θεωρίας, που έκανε κατόπιν το γύρο του κόσμου. Απ’ την άλλη υπάρχει ο προσανατολισμός για τις μορφές που αποκλείει, για τις όποιες όμως δεν παραθέτει πλήρη έκθεση η ανάλυση 4 . Το νεύρο, η ουσία, ο αποφασιστικός χαρακτήρας αυτού του γραφτού βρίσκονται ολοκληρωτικά στη νέα ιστορική αντίληψη που υπάρχει στο βάθος, και που αυτό το ίδιο ενμέρει διακηρύσσει και αναπτύσσει, όταν δεν αναφέρεται και δεν παραπέμπει σ’ αυτήν, ή έστω δεν την προϋποθέτει. Χάρη στην αντίληψη αυτή ο κομμουνισμός παύοντας να είναι ελπίδα, προσδοκία, θύμηση, υπόθεση ή τέχνασμα, έβρισκε για πρώτη φορά την κατάλληλη έκφρασή του στη συνείδηση της αναγκαιότητας του· δηλαδή στη συνείδηση τού ότι είναι η έκβαση και η λύση των σημερινών ταξικών αγώνων. Αυτοί δεν είναι οι αγώνες κάθε τόπου και χρόνου, πάνω στους οποίους η ιστορία του παρελθόντος ασκήθηκε και αναπτύχθηκε· αλλά είναι, αντίθετα, οι αγώνες εκείνοι που συγκεκριμενοποιούνται και ανάγονται πρωταρχικά στην πάλη μεταξύ καπιταλιστικής αστικής τάξης και μοιραία προλεταριοποιημένων εργαζόμενων. Το Μανιφέστο βρίσκει τη γένεση αυτής της πάλης, προσδιορίζει το ρυθμό της εξέλιξης και προβλέπει το τελικό της αποτέλεσμα. Σ’ αυτή την ιστορική αντίληψη βρίσκεται ολόκληρη η θεωρία του επιστημονικού κομμουνισμού. Απ’ το σημείο αυτό και μετά οι θεωρητικοί αντίπαλοι του σοσιαλισμού δεν καλούνται να συζητήσουν για την αφηρημένη δυνατότητα της δημοκρατικής κοινωνικοποίησης των 4
Εδώ και μερικά χρόνια –είναι κιόλας οχτώ– στα πανεπιστημιακά μαθήματα που τους δίνω τον τίτλο γένεση του σύγχρονου σοσιαλισμού, γενική ιστορία του σοσιαλισμού είτε υλιστική ερμηνεία της ιστορίας, είχα την ευκαιρία και το χρόνο να κάνω κτήμα μου αυτή τη φιλολογία και να την φέρω σε μια ορισμένη σαφήνεια συστήματος και προοπτικής. Πράγμα καθαυτό δύσκολο, κυρίως μάλιστα στην Ιταλία, όπου δεν υπάρχει παράδοση σοσιαλιστικών σχολών, και όπου η ζωή του κόμματος είναι τόσο νέα που δεν μπορεί να δόσει από μόνη της εποικοδομητικό παράδειγμα σχηματισμού και διαδικασίας. Στο δοκίμιο όμως τούτο δεν αναπαράγω κανένα από τα μαθήματα μου. Μαθήματα δεν είναι τα βιβλία που σε βοηθούν να κάνεις τα μαθήματα όπως και δημοσιεύοντας τα μαθήματα δεν φτιάχνεις βιβλία, με τη πραγματική και πλήρη έννοια της λέξης.
μέσων παραγωγής 5 σαν να κρινόταν αυτό από τα συμπεράσματα που βγαίνουν από τα γενικά και κοινότατα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης. Θα πρέπει, αντίθετα, να αναγνωρίσουν ή να μην αναγνωρίσουν στην παρούσα πορεία των ανθρώπινων πραγμάτων μια αναγκαιότητα, η οποία ξεπερνά κάθε συμπάθεια και κάθε υποκειμενική τους έγκριση. Βρίσκεται ή όχι η σημερινή κοινωνία στις πιο προηγμένες χώρες στο σημείο να πρέπει να φτάσει στον κομμουνισμό χάρη στους σύμφυτους στο γίγνεσθαί της νόμους, δεδομένης της σημερινής οικονομικής δομής και δεδομένων των συγκρούσεων που αυτή η ίδια μέσα της παράγει αναγκαστικά, ωσότου κατάρρευση και διαλυθεί; Να το σημείο διαφωνίας από τότε που εμφανίστηκε η θεωρία αύτη. Και να μαζί ο κανόνας συμπεριφοράς που επιβάλλεται στη δράση των σοσιαλιστικών κομμάτων, είτε αυτά αποτελούνται μόνο από προλετάριους είτε περιλαμβάνουν στις γραμμές τους και ανθρώπους που έχουν βγει από άλλες τάξεις και που παίζουν το ρόλο εθελοντών στο στρατό του προλεταριάτου. Γι’ αυτό, εμείς οι σοσιαλιστές που ευχαρίστως αφήνουμε να μας αποκαλούν επιστημονικούς, αν οι άλλοι δεν προτίθενται με τον τρόπο αυτό να μας συγχέουν με τους Θετικιστές, φιλοξενούμενούς μας συχνά όχι όμως πάντοτε και καλοδεχούμενους που στο βαθμό που μπορούν μονοπωλούν το όνομα της επιστήμης, δεν σκοτωνόμαστε να υποστηρίξουμε μια αφηρημένη και γενικόλογη θέση σαν να είμασταν δικολάβοι ή σοφιστές· ούτε και αγωνιζόμαστε με μανία να αποδείξουμε την ορθολογικότητα των προθέσεων μας. Οι προθέσεις μας δεν είναι παρά η θεωρητική έκφραση και πρακτική εξήγηση των δεδομένων που μας προσφέρει η ερμηνεία της διαδικασίας που συντελείται μέσα από μας και γύρω μας· και όλα αυτά βρίσκονται μέσα στις αντικειμενικές σχέσεις της κοινωνικής ζωής, της οποίας είμαστε υποκείμενο και αντικείμενο, αίτια και αποτέλεσμα, όρος και μέρος. Οι προθέσεις μας είναι λογικές, όχι γιατί βασίζονται σε επιχειρήματα του σκεπτόμενου λόγου, αλλά γιατί συνάγονται από την αντικειμενική παρατήρηση των πραγμάτων· δηλαδή, σαν να λέμε, από την αποσαφήνιση της διαδικασίας τους, που δεν είναι 5
Πρέπει να επιμείνουμε στην έκφραση δημοκρατική κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής γιατί η άλλη, της συλλογικής ιδιοκτησίας, πέρα απ’ το ότι εμπεριέχει ένα ορισμένο θεωρητικό σφάλμα στο βαθμό που παίρνει τη νομική έκφραση σαν το πραγματικό οικονομικό γεγονός, συγχέεται επίσης στο μυαλό πολλών με την ανάπτυξη των μονοπωλίων, με την μεγεθυνόμενη κρατικοποίηση των δημοσίων υπηρεσιών, και με όλες τις άλλες φαντασμαγορίες του ολοένα αναγεννώμενου κρατικού σοσιαλισμού, που το μυστικό του είναι ότι αυξάνει στα χέρια της τάξης των καταπιεστών τα οικονομικά μέσα της καταπίεσης.
ούτε και μπορεί να είναι αποτέλεσμα της δικής μας θέλησης, αντίθετα η θέλησή μας κερδίζει και δεσμεύει. Το Μανιφέστο των Κομμουνιστών το οποίο, μέσα από την ειδική του επάρκεια, δεν μπορεί να υποκατασταθεί από κανένα απ’ τα προηγούμενα ή μετέπειτα γραφτά των ίδιων των συγγραφέων του, που σε έκταση και επιστημονική συνέπεια είναι πολύ μεγαλύτερης βαρύτητας, μας δίνει με την κλασική του απλότητα τη γνήσια έκφραση αυτής της κατάστασης: το σύγχρονο προλεταριάτο υπάρχει, τοποθετείται, μεγαλώνει και αναπτύσσεται στη σύγχρονη ιστορία σαν το συγκεκριμένο υποκείμενο, σαν η θετική δύναμη, από τη δράση της οποίας, κατανάγκη επαναστατική, θα πρέπει οπωσδήποτε να ανακύψει ο κομμουνισμός. Και για τούτο το λόγο το γραφτό αυτό χάρη στο γεγονός ότι διατυπώνεται σαν πρόβλεψη θεωρητικά θεμελιωμένη που εκφράζεται σε σύντομες, ταχείες, διεισδυτικές και αξιομνημόνευτες ρήσεις αποτελεί τη συλλογή, και μάλιστα θα έλεγα το ανεξάντλητο φυτώριο σπερμάτων σκέψης, που ο αναγνώστης μπορεί σε άπειρη έκταση να γονιμοποιεί και να πολλαπλασιάζει· έτσι διατηρεί την πρωτότυπη και πρωταρχική δύναμη του πράγματος που μόλις γεννήθηκε, και δεν έχει ακόμη ξεκόψει και αποσπαστεί από το πεδίο παραγωγής του. Η παρατήρηση αυτή που στρέφεται κυρίως σε κείνους που κάνοντας ομολογία σοφής άγνοιας, όταν δεν είναι κυριολεκτικά φανφαρόνοι, τσαρλατάνοι ή εύχαροι φίλαθλοι, χαρίζουν στη θεωρία του κριτικού κομμουνισμού προάγγελους, προστάτες, σύμμαχους και δασκάλους κάθε είδους προσβάλλοντας τον κοινό νου και τη λογική της εποχής μας. Ή, ακόμη, κλείνουν την υλιστική μας θεωρία της ιστορίας μέσα στην αντίληψη της καθολικής εξέλιξης, το περισσότερο φανταστικής και πολύ γενικόλογης, που από πολλούς έχει καταντήσει νέα μεταφορά μεταφυσικής νουβέλας· ή αναζητούν στη θεωρία αυτή το παράγωγο του δαρβινισμού, που μόνο μ’ ένα ορισμένο τρόπο, αλλά με πλατιά έννοια, αποτελεί γι’ αυτήν αναλογική περίπτωση· ή ευνοούν τη συμμαχία και κυριαρχία εκείνης της θετικιστικής φιλοσοφίας η οποία ανατρέχει στον Κοντ, αντιδραστικό εκφυλιστή του ιδιοφυούς Σεν-Σιμόν, ως τον Σπένσερ, πεμπτουσία αναιμικά αναρχικού αστισμού: πράγμα που σημαίνει ότι μας προσφέρουν σαν σύμμαχους και προστάτες τούς διακηρυγμένους και αποφασιστικούς αντιπάλους μας.
Αυτή η γονιμοποιητική δύναμη, αυτή η κλασική αποτελεσματικότητα, αυτή η σύνοψη σύνθεσης πολλών σειρών και ομάδων σκέψης σε ένα γραφτό τόσο λίγων σελίδων 6 οφείλονται στην προέλευση του. Συγγραφείς του ήταν δυο γερμανοί, αλλά δεν του έδοσαν ούτε την ουσία ούτε τη μορφή προσωπικών απόψεων που εκείνη την εποχή ήταν συνήθως η κατάρα, η αντιδικία και η μνησικακία στα στόματα των πολιτικών προσφύγων ή όσων, όπως ήταν και η δική τους περίπτωση, εγκατέλειπαν με τη θέληση τους την πατρίδα τους για ν’ αναπνεύσουν αλλού αέρα πιο καθαρό. Ούτε και παρενέβαλαν άμεσα την εικόνα των συνθηκών της χώρας τους που ήταν άθλιες πολιτικά και μπορούσαν να συγκριθούν κοινωνικά και οικονομικά, μόνο από μερικές πρώτες πλευρές και μόνο σε ορισμένα σημεία της επικράτειας με τις συνθήκες που στη Γαλλία και την Αγγλία ήταν και φαίνονταν σύγχρονες. Αντίθετα, έδοσαν τη φιλοσοφική σκέψη, την οποία μόνο η πατρίδα τους είχε κατακτήσει και διατηρήσει στο ύψος της σύγχρονης ιστορίας· τη φιλοσοφική εκείνη σκέψη που ακριβώς στο πρόσωπο τους έβρισκε, την εποχή εκείνη, αξιοσημείωτες αλλαγές χάρη στις όποιες ο υλισμός, που ο Φόιερμπαχ είχε ήδη ανανεώσει, σε συνδυασμό με τη διαλεκτική, γινόταν ικανός να αγκαλιάσει και να περιλάβει την κίνηση της ιστορίας στις εσώτερές της αιτίες, που είχαν ως τότε μείνει αδιερεύνητες, λανθάνουσες και δύσκολα μπορούσαν να απεμπλακούν. Κομμουνιστές κι οι δυο κι επαναστάτες, αλλά όχι από απλό ένστικτο, ούτε από παρόρμηση μόνο ή πάθος, είχαν σχεδόν επεξεργαστεί μια ολόκληρη καινούργια κριτική της οικονομικής επιστήμης και είχαν συλλάβει το δεσμό και την ιστορική σημασία του προλεταριακού κινήματος και από τις δυο πλευρές του νομίσματος, δηλαδή τη Γαλλία και την Αγγλία, πριν ακόμη κληθούν να υπαγορεύσουν, στο Μανιφέστο, το πρόγραμμα και τη θεωρία της Λίγκας των Κομμουνιστών. Η τελευταία αυτή, έχοντας έδρα το Λονδίνο και με αξιόλογες διακλαδώσεις στην ηπειρωτική Ευρώπη, είχε πίσω της μεγάλο διάστημα ζωής και ανάπτυξης, μέσα από διάφορες φάσεις. Από τους δυο, ο Έγκελς, 6
Σελίδες 23 σχήμα 8ο στην πρωτότυπη έκδοση, Λονδίνο, Φεβρουάριος 1848, που οφείλω στην ασύγκριτη ευγένεια του Έγκελς. Αναφέρω εδώ παρενθετικά ότι κατανίκησα την τάση να προσθέσω στο γραφτό αυτό σημειώσεις βιβλιογραφικές, καθώς και φιλολογικές ή αναφορές ή παραθέματα, γιατί αν ακολουθούσα αυτό το δρόμο θα πρόκυπτε ένα δοκίμιο πολυμάθειας, ή κυριολεκτικά ένα βιβλίο κι όχι ένα δοκίμιο. Αλλά ο αναγνώστης θα πρέπει να πιστέψει στο λόγο μου ότι δεν υπάρχει υπαινιγμός, αναφορά ή νύξη σ’ αυτές τις σελίδες που να μην αναφέρεται σε πηγές ή γεγονότα, σχετικά με το θέμα, και μάλιστα στην ολότητα των πηγών και των γεγονότων.
συγγραφέας από καιρό κιόλας ενός κριτικού δοκιμίου, που περνώντας πάνω από κάθε υποκειμενική και μονομερή μομφή, βγάζει για πρώτη φορά αντικειμενικά την κριτική της πολιτικής οικονομίας από τις σύμφυτες στις διατυπώσεις και τις έννοιες της ίδιας της οικονομίας αντιθέσεις, ήταν επίσης γνωστός για ένα βιβλίο του πάνω στην κατάσταση των άγγλων εργατών, που αποτελεί την πρώτη πετυχημένη απόπειρα να παρουσιαστούν τα κινήματα της εργατικής τάξης σαν προερχόμενα από το ίδιο το παιχνίδι των δυνάμεων και των μέσων παραγωγής 7 . Ο άλλος, ο Μαρξ, είχε πίσω του, μέσα σε ένα διάστημα λίγων χρόνων, την εμπειρία του ριζοσπάστη δημοσιογράφου στη Γερμανία και επίσης στο Παρίσι και τις Βρυξέλλες, την σχεδόν ώριμη ανακάλυψη των πρώτων στοιχείων της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας, τη νικηφόρα θεωρητικά κριτική των προϋποθέσεων και συμπερασμάτων της θεωρίας του Προυντόν, και την πρώτη ακριβολόγα αποσαφήνιση της προέλευσης της υπεραξίας από την αγορά και τη χρήση της εργασιακής δύναμης, δηλαδή το πρώτο σπέρμα των αντιλήψεων που βρήκαν αργότερα την ωριμότητα των αποδείξεων, διασυνδέσεων και λεπτομερειών στο Κεφάλαιο. Οι δυο αυτοί, μέσα από πολλούς και ποικίλους δρόμους επικοινωνίας με τους επαναστάτες των διαφόρων χωρών της Ευρώπης, και ιδιαίτερα της Γαλλίας, του Βελγίου και της Αγγλίας, δεν έγραψαν το Μανιφέστο σαν δοκίμιο που περιείχε προσωπικές απόψεις αλλά, αντίθετα, σαν θεωρία ενός κόμματος που στα στενά του πλαίσια ήταν κιόλας στην ψυχή, στις προθέσεις και στην πράξη η πρώτη Διεθνής των Εργαζομένων. Από δω αρχίζει ο στενά σύγχρονος σοσιαλισμός. Εδώ βρίσκεται η γραμμή που τον διακρίνει από όλα τα υπόλοιπα. Η Λίγκα των Κομμουνιστών έγινε τέτοια αφού πρώτα πέρασε από το στάδιο της Λίγκας των Δικαίων· κι αυτή η τελευταία είχε με τη σειρά της βαθμιαία βγει από τη γενική λίγκα των προσφύγων, δηλαδή των εξόριστων, χάρη σε μια καθαρή συνείδηση προλεταριακών προθέσεων. Σαν τύπος, που φέρνει μέσα του σχεδόν σε εμβρυώδη κατάσταση τη μορφή κάθε παραπέρα σοσιαλιστικού και προλεταριακού κινήματος, είχε περάσει τις διάφορες φάσεις συνωμοσίας και εξισωτικού σοσιαλισμού. Είχε κάνει μεταφυσική με το Γκριν και ουτοπία με το Βάιτλιγκ. Έχοντας 7
Οι Γενικές Γραμμές για μια Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας δημοσιεύτηκαν στα «Γαλλο-Γερμανικά Χρονικά», Παρίσι 1844 και Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Λειψία το 1845.
τη βασική της έδρα στο Λονδίνο, είχε εξοικειωθεί, επιδρώντας και κατά ένα μέρος πάνω του, με το κίνημα των Χαρτιστών· το όποιο συνόψιζε μέσα από τον ασυνεχή, γιατί πρώτη φορά προσχεδιασμένο και πειραματικό, χαρακτήρα του τη σκληρή και επίπονη διαμόρφωση του αληθινού κόμματος της προλεταριακής πολιτικής, που δεν αποτελούσε πια συνωμοτική και κλειστή ομάδα. Η σοσιαλιστική τάση δεν φτάνει στην ωριμότητά της με το Χαρτισμό παρά μόνο όταν το κίνημα αυτό άρχισε να ναυαγεί, και πραγματικά ναυάγησε (αξέχαστοι εσείς, Τζόουνς και Χάρνεϊ!). Η Λίγκα οσφραινόταν παντού επανάσταση και γιατί το πράγμα κυκλοφορούσε στην ατμόσφαιρα και γιατί το ένστικτό της και η μέθοδος των πληροφοριών της την οδηγούσε σ’ αυτό: και, ενώ η επανάσταση ξεσπούσε πραγματικά, αυτή έδινε με τη νέα θεωρία του Μανιφέστου ένα εργαλείο προσανατολισμού που αποτελούσε ταυτόχρονα και όπλο πάλης. Εκ των πραγμάτων διεθνής, ενμέρει χάρη στην ποιότητα και την ποικίλη καταγωγή των μελών της, αλλά ακόμη περισσότερο χάρη στο ένστικτο και την έφεση που είχαν όλοι τους, έφτασε να πάρει θέση στο γενικότερο κίνημα της πολιτικής ζωής σαν ξεκάθαρος και ακριβής προάγγελος αυτού που ονομάζεται εύλογα τώρα πια σύγχρονος σοσιαλισμός· με την έννοια ότι αυτή η λέξη σύγχρονος δεν εκφράζει μια απλά εξωτερική χρονολογία αλλά, αντίθετα, ένα δείκτη εσωτερικής διαδικασίας της κοινωνίας, δηλαδή μορφολογικό. Ένα μακρόχρονο διάλειμμα από το 1852 ως το 1864, που ήταν η περίοδος της πολιτικής αντίδρασης καθώς επίσης και της εξαφάνισης, διάλυσης και απορρόφησης των παλαιών σοσιαλιστικών σχολών, χωρίζει την αρχική Διεθνή του Arbeiterbildungsverein [Μορφωτικός Εργατικός Σύλλογος] του Λονδίνου, από την κατεξοχήν Διεθνή, η οποία από τό 1864 μέχρι το 1873 προσπάθησε να συντονίσει μέσα σε συνθήκες πάλης τη δράση του προλεταριάτου στην Ευρώπη και την Αμερική. Άλλες διακοπές προέκυψαν για τη δράση του προλεταριάτου, κυρίως στη Γαλλία και λιγότερο στη Γερμανία, από τη διάλυση της ένδοξης Διεθνούς μέχρι τη νέα που τώρα ζει με άλλα μέσα και αναπτύσσεται με άλλους τρόπους, ανάλογα με την πολιτική κατάσταση και τις επιταγές μιας πλατύτερης και πιο ώριμης εμπειρίας. Αλλά, όπως όσοι επέζησαν, από κείνους που μεταξύ Νοέμβρη και Δεκέμβρη του 1847 συζήτησαν και δέχτηκαν τη νέα θεωρία, ξαναεμφανίστηκαν κατόπιν στη δημόσια σκηνή της μεγάλης Διεθνούς, καθώς επίσης ξαναεμφανίστηκαν και στη νέα, έτσι και το Μανιφέστο ξαναγύρισε σιγά σιγά στη σκηνή της
δημοσιότητας, κάνοντας πραγματικά το γύρο εκείνο του κόσμου σε όλες τις γλώσσες των πολιτισμένων λαών που είχε υποσχεθεί αλλά δεν είχε μπορέσει να πραγματοποιήσει στην πρώτη του εμφάνιση. Αυτό υπήρξε ο πραγματικός προάγγελος· αυτοί ήταν οι αληθινοί μας πρόδρομοι. Κινήθηκαν πριν από τους άλλους στην κατάλληλη στιγμή, με βήμα βιαστικό αλλά σίγουρο, στο δρόμο εκείνο ακριβώς που πρέπει κι εμείς να διανύσουμε, και που πραγματικά διανύουμε. Κακώς συγχέεται το όνομα των προδρόμων με κείνους που πήραν δρόμους που κατόπιν αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν: δηλαδή με κείνους που, για να αφήσουμε και τη μεταφορά, διατύπωσαν θεωρίες και ξεκίνησαν κινήματα, χωρίς αμφιβολία ευεξήγητα για την εποχή και τις συνθήκες όπου γεννήθηκαν, αλλά που όλα ξεπεράστηκαν από τη θεωρία του κριτικού κομμουνισμού, που είναι η θεωρία της προλεταριακής επανάστασης. Δεν μπορεί να πει κανείς πως οι θεωρίες εκείνες και οι απόπειρες ήταν τυχαία φαινόμενα, ανώφελα και επιφανειακά. Δεν υπάρχει τίποτε το απόλυτα παράλογο στην ιστορική πορεία των πραγμάτων, γιατί τίποτε δεν είναι αναίτιο και αρά καθαρά επιφανειακό. Ούτε εμείς μπορούμε να φτάσουμε τώρα στη συνείδηση του κριτικού κομμουνισμού χωρίς να περάσουμε νοητά από τις θεωρίες εκείνες, διατρέχοντας ξανά τη διαδικασία της εμφάνισης και εξαφάνισης τους. Γεγονός είναι ότι οι θεωρίες εκείνες δεν έχουν περάσει μόνο ως προς το χρόνο ή τη μνήμη, αλλά ξεπεράστηκαν απ’ τα μέσα, τόσο εξαιτίας των αλλαγμένων συνθηκών της κοινωνίας όσο και εξαιτίας της προόδου των νόμων στους οποίους βασίζεται η διαμόρφωση και η διαδικασία της. Η στιγμή που επαληθεύεται αυτή η διαδικασία, που είναι ένα εσωτερικό ξεπέρασμα, είναι ακριβώς η στιγμή που εμφανίζεται το Μανιφέστο. Σαν πρώτος δείκτης της γένεσης του σύγχρονου σοσιαλισμού, αυτό το γραφτό, που δεν περιέχει από τη νέα θεωρία παρά μόνο τις πιο γενικές νύξεις, δηλαδή τις ευκολότερα ανακοινώσιμες, φέρνει μέσα του τα ίχνη του ιστορικού εδάφους στο όποιο γεννιέται, και που ήταν εκείνο της Γαλλίας, Αγγλίας, Γερμανίας. Το έδαφος της διάδοσης και επέκτασης έγινε κατόπιν σιγά σιγά ευρύτερο και είναι τώρα πια τόσο ευρύ όσο και ο πολιτισμένος κόσμος. Σε όλες τις χώρες, στις οποίες η τάση προς τον κομμουνισμό αναπτύχθηκε προοδευτικά μέσα από ανταγωνισμούς ποικίλης έκφρασης μεταξύ αστικής τάξης και προλεταριάτου, αλλά που γίνονταν μέρα με τη μέρα ολοένα πιο ξεκάθαροι, ενμέρει ή στο σύνολό
της επανέλαβε στη συνέχεια αρκετές φορές τη διαδικασία του πρώτου σχηματισμού. Τα προλεταριακά κόμματα, που σιγά-σιγά δημιουργήθηκαν, ξαναπέρασαν τα στάδια διαμόρφωσης που οι πρόδρομοι πρώτοι διέτρεξαν για πρώτη φορά: έτσι που αυτή η διαδικασία γινόταν από χώρα σε χώρα και από χρόνο σε χρόνο ολοένα συντομότερη τόσο χάρη στην αυξανόμενη σαφήνεια, ταχύτητα και ενεργητικότητα των ανταγωνισμών όσο και γιατί το να αφομοιώσει κανείς μια θεωρία ή μια κατεύθυνση, είναι φυσικά πιο εύκολο από το να τις παραγάγει για πρώτη φορά. Εκείνοι οι πρώτοι μας συνεργάτες πενήντα χρόνων πριν, ήταν κι απ’ αυτή επίσης την άποψη διεθνείς· γιατί έδοσαν στο προλεταριάτο των διαφόρων εθνών με το παράδειγμα και την εμπειρία τους το προδρομικό και γενικό βήμα της δουλειάς που έπρεπε να συντελεστεί. Αλλά η θεωρητική συνείδηση του σοσιαλισμού βρίσκεται σήμερα, όπως και πριν, και όπως θα είναι και πάντα, στην κατανόηση της ιστορικής του αναγκαιότητας, δηλαδή στη γνώση του τρόπου της γένεσής του· και αυτή αντανακλάται σαν σε σύντομο πεδίο παρατήρησης και σαν σε συνοπτικό παράδειγμα στη διατύπωση ακριβώς του Μανιφέστου. Το ίδιο αυτό, εξαιτίας της προτροπής του για αγώνα, δεν φέρνει μέσα του φανερά τα ίχνη της προέλευσης του· γιατί εκφράζεται με την ουσία αξιωμάτων και όχι με το μηχανισμό αποδείξεων. Η απόδειξη περιέχεται ολόκληρη στην προστακτική της αναγκαιότητας. Αλλά η διατύπωση μπορεί να ξαναφτιαχτεί ολόκληρη απ’ την αρχή· και να ξαναφτιαχτεί σημαίνει τώρα για μας να κατανοήσουμε αληθινά τη θεωρία του Μανιφέστου. Υπάρχει βέβαια μια ανάλυση, που διακρίνοντας αφηρημένα τους παράγοντες ενός οργανισμού τους καταστρέφει σαν ανταγωνιστικά στοιχεία στην ενότητα του συνόλου –αλλά υπάρχει και μια άλλη ανάλυση, κι αυτή μόνη έχει αξία για τη λογική της ιστορίας, και είναι εκείνη που διακρίνει και χωρίζει τα στοιχεία για να αναγνωρίσει μόνο την αντικειμενική αναγκαιότητα του ανταγωνισμού τους στο αποτέλεσμα. Τώρα πια έχει γίνει λαϊκή γνώμη ότι ο σύγχρονος σοσιαλισμός είναι φυσιολογικό και γι’ αυτό αναπόφευκτο αποτέλεσμα της σημερινής ιστορίας. Η πολιτική του δράση που δέχεται μάλιστα από δω και μπρος αργοπορίες και καθυστερήσεις, αλλά όχι πια ολική απορρόφηση και εκμηδένιση, άρχισε αποφασιστικά με τη Διεθνή. Πιο πίσω όμως απ’ αυτήν βρίσκεται το Μανιφέστο. Η θεωρία του είναι το
κατεξοχήν θεωρητικό φως του προλεταριακού κινήματος· το οποίο, εξάλλου, είχε γεννηθεί και συνεχίζει να γεννιέται ανεξάρτητα από τη δράση κάθε θεωρίας. Και είναι και κάτι περισσότερο απ’ αυτό το φως. Ο κριτικός κομμουνισμός δεν ανακύπτει παρά τη στιγμή που το προλεταριακό κίνημα πέρα απ’ το ότι είναι αποτέλεσμα των κοινωνικών συνθηκών έχει κιόλας τόση δύναμη μέσα του που καταλαβαίνει πώς αυτές οι συνθήκες μπορούν και να αλλάξουν και διαβλέπει με ποια μέσα και με ποια έννοια μπορούν να αλλάξουν. Δεν αρκούσε να είναι ο σοσιαλισμός αποτέλεσμα της ιστορίας· έπρεπε και να αντιληφθούμε πώς ήταν εσωτερικά το αποτέλεσμα αυτό και σε τί πράγμα οδηγούσε η δράση του. Η διατύπωση αυτής της συνείδησης, ότι δηλαδή το προλεταριάτο σαν αναγκαίο αποτέλεσμα της σύγχρονης κοινωνίας έχει την αποστολή να διαδεχτεί την αστική τάξη, και να την διαδεχτεί σαν δύναμη που παράγει μια νέα τάξη συμβίωσης, όπου οι ταξικές αντιθέσεις θα πρέπει να εξαφανιστούν, κάνει το Μανιφέστο χαρακτηριστικό στοιχείο της γενικής πορείας της ιστορίας. Είναι αποκαλυπτικό, αλλά όχι σαν θεία Αποκάλυψη ή θεία υπόσχεση. Είναι η επιστημονική και κατόπιν συλλογισμού αποκάλυψη της πορείας που διατρέχει η πολιτισμένη κοινωνία μας (η σκιά του Φουριέ ας είναι επιεικής μαζί μου)· η οποία αποκάλυψη, με τον τρόπο που εκφράζεται, παίρνει τον αποφασιστικό και θα έλεγα κεραυνοβόλο λόγο κάποιου που διατυπώνει στο γεγονός την αναγκαιότητα του ίδιου του γεγονότος. Μ’ αυτό το μέτρο, το Μανιφέστο μας δίνει την εσωτερική ιστορία της προέλευσης του, που δικαιολογεί ταυτόχρονα τη θεωρία του και εξηγεί τη μοναδική εντύπωση και τη θαυμάσια αποτελεσματικότητα του. Χωρίς να χαθούμε σε λεπτομέρειες, να η σειρά και οι ομάδες στοιχείων που αν μαζευτούν και μετασχηματιστούν στη γρήγορη εκείνη και κατάλληλη σύνθεση, παρουσιάζονται σαν ο πυρήνας κάθε παραπέρα ανάπτυξης του επιστημονικού σοσιαλισμού. Το υλικό γι’ αυτό, άμεσα και αισθητά, δίνουν η Γαλλία, και η Αγγλία, που είχαν κιόλας ρίξει στην πολιτική σκηνή μετά το 1830 ένα εργατικό κίνημα το όποιο μερικές φορές συγχέεται και μερικές διακρίνεται από τα άλλα επαναστατικά κινήματα, φτάνει στα ακραία σημεία, από την ενστικτώδη εξέγερση ως το πρακτικό πρόγραμμα του πολιτικού κόμματος (λ.χ. η Χάρτα, και η κοινωνική δημοκρατία], και γεννά
διάφορες πρόσκαιρες και εφήμερες μορφές κομμουνισμού ή μισοκομμουνισμού, όπως ήταν εκείνο που τότε αποκαλούσαν σοσιαλισμό. Για να φανεί σ’ αυτά τα κινήματα όχι πια η φευγαλέα εμφάνιση μετεωρολογικών διαταραχών αλλά το νέο γεγονός της κοινωνίας, χρειαζόταν μια θεωρία που δεν θα ήταν ούτε απλό συμπλήρωμα της δημοκρατικής παράδοσης, ούτε η υποκειμενική διόρθωση των αναγνωρισμένων τώρα πια μειονεκτημάτων του ανταγωνισμού: δυο πράγματα, τα όποια περνούσαν τότε, όπως είναι γνωστό, απ’ το μυαλό και το στόμα πολλών. Η νέα θεωρία ήταν, ακριβώς, το προσωπικό έργο του Μαρξ και του Έγκελς οι οποίοι με τη θεωρία των αντιθέσεων μετέτρεψαν την έννοια του ιστορικού γίγνεσθαι από αφηρημένη μορφή, που η διαλεκτική του Χέγκελ είχε στο αποκορύφωμα και τις γενικότατες πλευρές της παρουσιάσει, σε συγκεκριμένη εξήγηση των ταξικών αγώνων· και κατανόησαν εκείνο το ιστορικό κίνημα, που είχε φανεί σαν το πέρασμα από μια μορφή ιδεών σε μια άλλη, για πρώτη φορά σαν μετάβαση από μια μορφή της βασικής κοινωνικής ανατομίας σε μια άλλη, δηλαδή από μια μορφή της οικονομικής παραγωγής σε μια άλλη. Αυτή η ιστορική αντίληψη, υψώνοντας σε θεωρία την ανάγκη της νέας κοινωνικής επανάστασης, που ήταν λίγο πολύ ρητή στην ενστικτώδη συνείδηση του προλεταριάτου και φαινόταν στα παθιασμένα και αυθόρμητα κινήματά του, άλλαζε την ίδια την έννοια της επανάστασης αναγνωρίζοντας την εσωτερική και σύμφυτη αναγκαιότητά της. Αυτό που είχε φανεί δυνατό στις μικρές ομάδες των συνωμοτών, σαν κάτι που μπορούσε να το επιδιώκει κανείς προγραμματισμένα και να το προδιαθέτει κατά τη θέληση του, γινόταν μια διαδικασία που έπρεπε να υποστηριχτεί, να βοηθηθεί και να υποβασταχθεί. Η επανάσταση γινόταν ο στόχος μιας πολιτικής, που οι όροι της υπαγορεύονται από τη σύνθετη κατάσταση της κοινωνίας: δηλαδή ένα αποτέλεσμα, στο όποιο το προλεταριάτο πρέπει να φτάσει μέσα από ποικίλους αγώνες και διάφορα μέσα οργάνωσης, που η παλιά τακτική των εξεγέρσεων δεν είχε ακόμη επινοήσει. Κι αυτό γιατί το προλεταριάτο δεν είναι παράρτημα, σοφιστεία, απόφυση ή ένα κακό αυτής της κοινωνίας στην οποία ζούμε και που μπορεί να εξαλειφθεί· αλλά είναι το υπόστρωμά της, ο ουσιώδης όρος της, το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της και, με τη σειρά του, η αιτία που κρατάει και διατηρεί στη ζωή την ίδια την κοινωνία: έτσι, δεν μπορεί
να χειραφετηθεί παρά μόνο χειραφετώντας όλα και όλους, δηλαδή επαναστατικοποιώντας ολοκληρωμένα τη μορφή της παραγωγής. Όπως η Λίγκα των Δικαίων είχε γίνει Λίγκα των Κομμουνιστών, αποβάλλοντας τις συμβολικές και συνωμοτικές μορφές και στρεφόμενη βαθμιαία προς τα μέσα της προπαγάνδας και της πολιτικής δράσης, λίγο καιρό μετά την αποτυχία της εξέγερσης του Μπαρμπίς και του Μπλανκί (1839), έτσι και η νέα θεωρία που η Λίγκα η ίδια αποδεχόταν και υιοθετούσε ξεπέρασε οριστικά τις ιδέες που οδηγούσαν τη συνωμοτική δράση της και μετέτρεψε σε αντικειμενικό όρο και αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αυτό που οι συνωμότες πίστευαν ότι βρίσκεται στην αιχμή των σχεδίων τους ή ότι μπορούσε να είναι η εκπόρευση και η διοχέτευση του ηρωισμού τους. Και σ’ αυτό βρίσκεται μια άλλη ανιούσα γραμμή στην τάξη των γεγονότων, μια άλλη σύνδεση εννοιών και θεωριών. Ο συνωμοτικός κομμουνισμός, ο μπλανκισμός της εποχής, μάς οδηγεί σε μια αναδρομή μέσα από τους Μπουοναρότι, και ενμέρει μέσα από το Μπαζάρ και τους Καρμπονάρους, μέχρι στο τέλος τέλος τη συνωμοσία του Μπαμπέφ· ο όποιος ήταν αληθινός ήρωας αρχαίας τραγωδίας, που προσέκρουσε στο πεπρωμένο εξαιτίας τού ότι αγνοούσε πως το σχέδιο του ερχόταν σε αντίφαση με τις οικονομικές συνθήκες της εποχής, που δεν ήταν ακόμη σε θέση να εισαγάγουν στην πολιτική σκηνή ένα προλεταριάτο εφοδιασμένο με καθαρή ταξική συνείδηση. Από τον Μπαμπέφ, μέσα από μερικά στοιχεία λιγότερο γνωστά της γιακωβίνικης περιόδου, και μετά το Μπουασέλ και το Φοσέ φτάνουμε στον διαισθητικό Μορέλι και τον ευμετάβολο και ιδιοφυή Μάμπλι και, αν θέλετε, ως τη χαοτική διαθήκη του εφημέριου Μεσλιέ, εξέγερση ενστικτώδη και βίαιη της λογικής κατά της άγριας καταπίεσης του φτωχού χωρικού. Οι πρόδρομοι αυτοί του βίαιου, διαμαρτυρόμενου, συνωμοτικού σοσιαλισμού ήταν όλοι εξισωτιστές· όπως εξισωτιστές ήταν στο μεγαλύτερο μέρος κι οι ίδιοι οι συνωμότες. Χάρη σ’ ένα μοναδικό, αλλά αναπόφευκτο λάθος, όλοι αυτοί ανέλαβαν σαν όπλο μάχης, αλλά ερμηνεύοντάς το και γενικεύοντάς το ανάποδα, την ίδια εκείνη θεωρία της ισότητας που καθώς αναπτύχθηκε σαν φυσικό δίκαιο παράλληλα με το σχηματισμό της οικονομικής θεωρίας, είχε γίνει όργανο στα χέρια της αστικής τάξης που κατακτούσε σιγά σιγά τη σημερινή της θέση, για να μετατρέψει την κοινωνία των προνομίων σε φιλελεύθερη, κοινωνία του
φιλελευθερισμού και του Αστικού Κώδικα 8 . Μ’ αυτό το άμεσο συμπέρασμα, που ήταν στο βάθος απλή αυταπάτη, ότι δηλαδή μια και όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι από τη Φύση, πρέπει να είναι και όλοι ίσοι στις απολαύσεις, γινόταν πιστευτό πως η έκκληση στο λόγο έκλεινε μέσα της κάθε στοιχείο και δύναμη πειθούς και προπαγάνδας και πως η γρήγορη, αυτόματη και βίαιη κατοχή των εξωτερικών οργάνων της πολιτικής εξουσίας ήταν το μόνο μέσο για να μπουν στη θέση τους οι ανυπότακτοι. Αλλά από πού γεννήθηκαν και πώς διατηρούνται οι ανισότητες αυτές που φαίνονται τόσο παράλογες στο φως μιας τόσο απλής και απλοποιητικής έννοιας της δικαιοσύνης; Το Μανιφέστο εμφανίστηκε σαν η αποφασιστική άρνηση της αρχής της ισότητας, που είχε κατανοηθεί τόσο απλοϊκά και τόσο χοντροκομμένα. Τη στιγμή που διακηρύσσει σαν αναπόφευκτη την κατάργηση των τάξεων στη μελλοντική μορφή της συλλογικής παραγωγής, εξηγεί και την κατάργηση αυτών των ίδιων των τάξεων όπως είναι, όπως δημιουργήθηκαν και όπως έγιναν, σαν ένα γεγονός που δεν αποτελεί εξαίρεση ή παραβίαση μιας αφηρημένης αρχής, αλλά την ίδια τη διαδικασία της ιστορίας. Όπως το σύγχρονο προλεταριάτο προϋποθέτει την αστική τάξη, έτσι κι αυτή δεν ζει χωρίς εκείνο. Και οι δυο είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας σχηματισμού που βασίζεται ολόκληρη στον τρόπο της οικονομικής παραγωγής. Η αστική κοινωνία ξεπήδησε από την κορπορατιβιστική και φεουδαρχική κοινωνία, και ξεπήδησε πολεμώντας και επαναστατικοποιώντας αυτό που είχε μπροστά της, για να κατακτήσει τα εργαλεία και τα μέσα της παραγωγής, τα όποια κορυφώνονται στο σχηματισμό, την διεύρυνση, την αναπαραγωγή και τον πολλαπλασιασμό του κεφαλαίου. Περιγράφοντας την προέλευση και την πρόοδο της αστικής τάξης στις διάφορες φάσεις της, εκθέτοντας τις επιτυχίες της στην κολοσσιαία ανάπτυξη της τεχνικής και στην κατάκτηση της παγκόσμιας αγοράς, δείχνοντας τους συνακόλουθους πολιτικούς μετασχηματισμούς, που είναι η έκφραση, τα εμπόδια και το αποτέλεσμα αυτών των κατακτήσεων, κάνει κανείς ταυτόχρονα την 8
Εμφανίστηκαν τα τελευταία αυτά χρόνια πολλοί νομικοί που αναζήτησαν στις βελτιώσεις του Αστικού Κώδικα τα πρακτικά μέσα εξύψωσης των συνθηκών του προλεταριάτου. Αλλά γιατί δεν ζητούν από τον Πάπα να μπει επικεφαλής της Λίγκας των ελεύθερων διανοητών; Πιο έντονη από τους άλλους έχουμε την περίπτωση εκείνου του ιταλού συγγραφέα που ασχολήθηκε πρόσφατα με την ταξική πάλη και ζητάει πλάι στον κώδικα που εγγυάται τα δικαιώματα του κεφαλαίου να θεσπιστεί και ένας άλλος που θα εγγυάται τα δικαιώματα της εργασίας!
ιστορία του προλεταριάτου. Αυτό το τελευταίο, στις σημερινές του συνθήκες, είναι σύμφυτο στην εποχή της αστικής κοινωνίας· και είχε, έχει και θα έχει τόσες και τόσες φάσεις, όσες έχει κι αυτή η ίδια η κοινωνία, ως τη διάλυση της. Η αντίθεση πλούσιων και φτωχών, καλοπερασάκηδων και ταλαιπωρημένων, καταπιεστών και καταπιεσμένων, δεν είναι κάτι το τυχαίο που αλλάζει εύκολα, όπως είχε φανεί στους ενθουσιώδεις λάτρεις της δικαιοσύνης. Αντίθετα, είναι ένα γεγονός αναγκαίου συσχετισμού, δεδομένης της κατευθυντήριας γραμμής της σημερινής μορφής της παραγωγής· πράγμα που εμφανίζεται στην αναγκαιότητα του μισθωτού. Η αναγκαιότητα αυτή είναι καθαυτή διπλή. Το κεφάλαιο δεν μπορεί να ιδιοποιηθεί την παραγωγή παρά μόνο με τον ορό να προλεταριοποιεί και δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει, να είναι καρποφόρο, να συσσωρεύεται, να πολλαπλασιάζεται και να μετασχηματίζεται, παρά μόνο με τον όρο να κάνει μισθωτούς τους προλεταριοποιημένους. Και αυτοί, με τη σειρά τους, δεν μπορούν να υπάρχουν και να ανανεώνονται παρά μόνο με τον όρο να δίνονται με αμοιβή, σαν εργασιακή δύναμη, που η χρήση της έχει εγκαταλειφθεί στη διάκριση, δηλαδή τα συμφέροντα των κατόχων του κεφαλαίου. Η αρμονία μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας βρίσκεται ολόκληρη στο ότι η εργασία είναι η ζωντανή δύναμη με την οποία οι προλετάριοι θέτουν συνεχώς σε κίνηση και αναπαράγουν, με νέα προσθήκη, την εργασία που είναι συσσωρευμένη στο κεφάλαιο. Αυτός ο δεσμός, αποτέλεσμα μιας ανάπτυξης που είναι ολόκληρη η εσωτερική ουσία της σύγχρονης ιστορίας, αν δίνει το κλειδί για να κατανοήσουμε την ιδιαίτερη λογική της νέας ταξικής πάλης, της οποίας η κομμουνιστική αντίληψη έγινε επίκουρος και έκφραση, από την άλλη μεριά είναι έτσι φτιαγμένος που καμιά διαμαρτυρία της καρδιάς ή του συναισθήματος, καμιά επιχειρηματολογία δικαιοσύνης δεν μπορεί να τον λύσει ή να τον καταστρέψει. Γι’ αυτούς τους λόγους, που παρέθεσα εδώ, και που απ’ όσο ξέρω διαθέτουν αρκετή δημοτικότητα, ο εξισωτικός κομμουνισμός έμενε χτυπημένος. Η πρακτική του σημασία ήταν ένα και το αυτό με τη θεωρητική του ανικανότητα να υπολογίσει τις αίτιες των αδικιών, δηλαδή των ανισοτήτων, που ήθελε, θαρραλέα ή χωρίς σκέψη, να ισοπεδώσει ή να εξαλείψει μεμιάς.
Απ’ το σημείο αυτό και μετά η κύρια φροντίδα των θεωρητικών του κομμουνισμού ήταν να κατανοήσουν την ιστορία. Και πώς θα ήταν δυνατό έπειτα να αντιπαρατεθεί στη σκληρή της πραγματικότητα, εννοώ της ιστορίας, ένα θελκτικό, τελειότατο έστω ιδεώδες; Ούτε μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι ο κομμουνισμός είναι η φυσική και αναγκαία κατάσταση της ανθρώπινης ζωής, κάθε εποχής και τόπου, απέναντι στην οποία ολόκληρη η πορεία των ιστορικών παραμορφώσεων πρέπει να εμφανίζεται σαν μια σειρά παρεκκλίσεις και πλάνες. Ούτε φτάνει κανείς σ’ αυτό ή γυρνά, με σπαρτιατική αυταπάρνηση ή χριστιανική καρτερία. Μπορεί να είναι, μάλιστα πρέπει να είναι και θα είναι, η συνέπεια της διάλυσης της καπιταλιστικής μας κοινωνίας. Αλλά η διάλυση δεν μπορεί να μπολιαστεί σ’ αυτήν τεχνητά, ούτε να εισαχθεί ab extra. Θα διαλυθεί κάτω από το βάρος της, θα έλεγε ο Μακιαβέλι. Θα καταπέσει σαν παραγωγική μορφή, που γεννάει μέσα της από μόνη της τη διαρκή και προοδευτική εξέγερση των παραγωγικών δυνάμεων κατά των σχέσεων (νομικών και πολιτικών) της παραγωγής· και στο μεταξύ δεν συνεχίζει να ζει, όσο ζει και θα ζει, παρά μόνο αυξάνοντας με τον ανταγωνισμό, που γεννά την κρίση, και με την ιλιγγιώδη επέκταση της σφαίρας δράσης της, τους εσωτερικούς όρους του αναπόφευκτου θανάτου της. Ο θάνατος κι εδώ, στην κοινωνική μορφή, όπως συνέβη και σε άλλο κλάδο της επιστήμης με το φυσικό θάνατο, γίνεται φυσιολογική περίπτωση. Το Μανιφέστο δεν έδοσε, ούτε όφειλε να δόσει, το σχέδιο της μελλοντικής κοινωνίας. Είπε μόνο με ποιον τρόπο το παρόν θα διαλυθεί μέσα από την προοδευτική δυναμική των ίδιων των δικών του δυνάμεων. Για να γίνει αυτό κατανοητό χρειαζόταν κυρίως η έκθεση της ανάπτυξης της αστικής τάξης· αύτη έγινε μέσα από σύντομες παρατηρήσεις, που αποτελούν παραδειγματικό κεφάλαιο φιλοσοφίας της ιστορίας, άξιο ίσως για διορθώσεις και συμπληρώματα, και κυρίως για πλατιά ανάπτυξη, αλλά που δεν επιδέχεται διόρθωση στην ουσία του 9 . Ο Σεν-Σιμόν και ο Φουριέ χωρίς να αναπαράγονται στο περιεχόμενο των ιδεών τους ούτε να γίνονται αντικείμενο μίμησης οι πραγματείες τους, παρέμεναν μέσα απ’ αύτη τη θεωρητική ανύψωση δικαιωμένοι και επαληθευμένοι. Ιδεολόγοι και οι δυο είχαν προηγηθεί με μοναδική οξυδέρκεια και ξεπεράσει απ’ τα μέσα της την εποχή του 9
Αυτή η ανάπτυξη είναι το Κεφάλαιο του Μαρξ, που δεν τολμώ να αποκαλέσω απ’ αύτη την άποψη Φιλοσοφία της Ιστορίας.
φιλελευθερισμού, που κορυφωνόταν στον ορίζοντά τους με τη Μεγάλη Επανάσταση. Ο πρώτος ανέτρεψε την ερμηνεία της ιστορίας στρέφοντάς την από το δίκαιο στην οικονομία και από την πολιτική στην κοινωνική φυσική, και μέσα από πολλές αβεβαιότητες ιδεαλιστικής και θετικής αντίληψης, βρήκε σχεδόν τη γένεση της τρίτης τάξης. Ο άλλος, από άγνοια των λεπτομερειών, που ή δεν ήταν ακόμη γενικά γνωστές ή τις παραγνώρισε, και από αφθονία μη πειθαρχημένου πνεύματος, έπλασε με τη φαντασία του μια μεγάλη διαδοχή ιστορικών εποχών, που διακρίνονταν αόριστα και ήταν σημαδεμένες από ορισμένες ενδείξεις της κατευθυντικής αρχής των μορφών παραγωγής και κατανομής. Και επιχειρηματολόγησε κατόπιν για την οικοδόμηση μιας κοινωνίας στην οποία θα εξαφανίζονταν οι παρούσες αντιθέσεις. Απ’ αυτές τις αντιθέσεις ανακάλυψε με οξυδέρκεια και μελέτησε με αγάπη κυρίως μια: το φαύλο κύκλο της παραγωγής· συμπίπτοντας σ’ αυτό, χωρίς να το γνωρίζει, με το Σισμοντί, που την ίδια εποχή, με άλλο πνεύμα και από άλλους δρόμους, με το παράδειγμα της κρίσης και τις καταγγελλόμενες ανεπάρκειες της μεγάλης βιομηχανίας και του ανηλεούς ανταγωνισμού, διακήρυσσε ντροπαλά την αποτυχία της οικονομικής επιστήμης που μόλις προ ολίγου είχε ολοκληρωθεί. Από το ύψος του γαλήνιου συλλογισμού για το μελλοντικό κόσμο της αρμονίας, ο Φουριέ αντίκρισε με ήρεμη περιφρόνηση την αθλιότητα των πολιτισμένων κι έγραψε ήσυχα τη σάτιρα της ιστορίας. Αγνοώντας έτσι και ο ένας και ο άλλος, σαν ιδεολόγοι, την οξύτατη πάλη που καλούνταν να διεξάγει το προλεταριάτο, πριν βάλει τέρμα στην εποχή της εκμετάλλευσης και των αντιθέσεων, έγιναν, από υποκειμενική ανάγκη να φτάσουν σε κάποιο συμπέρασμα, ο ένας φαντασιόπληκτος και ο άλλος ουτοπιστής10 . Αλλά, μέσα από τις προβλέψεις τους, συνέλαβαν μερικές αξιόλογες πλευρές των κατευθυντήριων αρχών της χωρίς αντιθέσεις κοινωνίας. Ο πρώτος συνέλαβε καθαρά την τεχνική διακυβέρνηση της κοινωνίας, χωρίς την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο· ο άλλος, δηλαδή ο Φουριέ, μάντεψε, διέβλεψε και προείπε, μέσα απ’ τις τόσες και τόσες παραδοξολογίες της περίπλοκης και αχαλίνωτης φαντασίας του, πολλές αξιόλογες πλευρές της ψυχολογίας και της παιδαγωγικής της μελλοντικής εκείνης συμβίωσης στην οποία, σύμφωνα με την έκφραση του
10
Συμφωνώ με τον Άντον Μέντζερ και αναγνωρίζω κι εγώ πως ο Σεν-Σιμόν δεν ήταν αληθινά ουτοπιστής, όπως ήταν έκδηλα, τυπικά και κλασικά ο Φουριέ και ο Όουεν.
Μανιφέστου: η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός θα είναι ο όρος για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων. Ο σενσιμονισμός είχε πια εξαφανιστεί όταν εμφανίστηκε το Μανιφέστο. Αντίθετα, ο φουριερισμός άνθιζε στη Γαλλία και, σύμφωνα με τη φύση του, όχι σαν κόμμα αλλά σαν σχολή. Όταν η σχολή προσπάθησε να φτάσει στην ουτοπία μέσα από το νόμο, οι προλετάριοι του Παρισιού είχαν κιόλας ηττηθεί, τις μέρες του Ιουνίου, από την αστική εκείνη τάξη που νικώντας τους προετοίμασε για τον εαυτό της την εξουσία ενός ανώτατου και περίφημου τυχοδιώκτη, που κράτησε είκοσι χρόνια. Η νέα θεωρία των κριτικών κομμουνιστών ερχόταν στο φως όχι σαν η φωνή μιας σχολής αλλά σαν υπόσχεση, απειλή και θέληση ενός κόμματος. Οι συγγραφείς και οπαδοί του δεν ζούσαν με τη φαντασία του μέλλοντος, αλλά με πνεύμα προσηλωμένο απόλυτα στην πείρα και την αναγκαιότητα του παρόντος. Ζούσαν με τη συνείδηση των προλετάριων, το ένστικτο των οποίων, μη υποστηριζόμενο ακόμη από την εμπειρία, ωθούσε να ανατρέψουν στο Παρίσι και την Αγγλία την κυριαρχία της αστικής τάξης, με ταχύτητα κινήσεων που δεν κατευθύνονταν από μια μελετημένη τακτική. Οι κομμουνιστές αυτοί διέδοσαν στη Γερμανία τις επαναστατικές ιδέες, ήταν οι συνήγοροι των θυμάτων του Ιουνίου, και διέθεταν στη Neue Rheinische Zeitung ένα πολιτικό όργανο που τώρα, με την απόσταση τόσων χρόνων, με τα παρακλάδια που εδώ και κει αναπαράγονται, φτιάχνει σχολή 11 . Όταν έπαψαν οι ιστορικές συγκυρίες που στα 1848 έσπρωξαν τους προλετάριους στο πολιτικό προσκήνιο, η θεωρία του Μανιφέστου, δεν έβρισκε πια ούτε βάση ούτε έδαφος διάδοσης. Χρειάστηκε να περιμένει χρόνια για να διαδοθεί· γιατί χρειάστηκαν χρόνια για να μπορέσει το προλεταριάτο να ξαναφανεί, από άλλους δρόμους και με άλλους τρόπους, στη σκηνή σαν πολιτική δύναμη για να κάνει τη θεωρία αυτή διανοητικό του όργανο, και να βρει σ’ αυτήν τα μέσα προσανατολισμού. Αλλά, από τη μέρα που εμφανίστηκε, αποτέλεσε την πρώιμη κριτική εκείνου του socialismus vulgaris που άνθισε στην Ευρώπη, και ειδικά στη Γαλλία, από το Πραξικόπημα ως την εμφάνιση της Διεθνούς, η οποία όμως στη σύντομη περίοδο της ζωής της δεν είχε χρόνο να τον νικήσει, να τον εξαντλήσει, να τον αφανίσει εντελώς. Ο χυδαίος αυτός υλισμός 11
Οφείλω στο κομματικό Αρχείο του Βερολίνου το ότι είχα επί μήνες στη διάθεσή μου ένα πλήρες αντίτυπο της εφημερίδας αυτής που δεν μπορεί πια να βρεθεί.
τρεφόταν, όταν δεν υπήρχε τίποτε άλλο και πιο αντιφατικό, κυρίως από τις θεωρίες και πολύ περισσότερο από τις παραδοξολογίες του Προυντόν, ο όποιος μολονότι είχε από καιρό ξεπεραστεί θεωρητικά από τον Μαρξ 12 , δεν ανατράπηκε όμως πρακτικά παρά μόνο στη διάρκεια της Κομμούνας, όταν οι οπαδοί του, χάρη στο εξυγιαντικό μάθημα των πραγμάτων, υποχρεώθηκαν να κάνουν το αντίθετο απ’ τις θεωρίες τις δικές τους και του δασκάλου τους. Από την πρώτη πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε η νέα θεωρία του κομμουνισμού αποτέλεσε σιωπηρά την κριτική κάθε μορφής κρατικού σοσιαλισμού, από το Λουί Μπλαν ως το Λασάλ. Ο κρατικός σοσιαλισμός, όσο κι αν ήταν τότε μπερδεμένος με επαναστατικές τάσεις, συμπυκνωνόταν ολόκληρος στο μύθο, στο Hokus Rokus, του δικαιώματος στην εργασία. Πρόκειται για όρο παγιδευτικό, όταν ενσαρκώνεται σε αίτημα που απευθύνεται σε μια κυβέρνηση αστών, έστω και επαναστατών. Πρόκειται για οικονομικό παραλογισμό, όταν κανείς θέλει με την περιστολή της ανεργίας να επιδράσει στη διαφοροποίηση των μισθών, δηλαδή στους όρους του ανταγωνισμού. Μπορεί να αποτελέσει τέχνασμα των πολιτικάντηδων αν χρησιμοποιηθεί για να καταπραΰνει τις ταραχές μιας εξεγερμένης μάζας μη οργανωμένων προλετάριων. Αύτη είναι μια θεωρητική επιπολαιότητα για όποιον συλλαμβάνει καθαρά την πορεία μιας νικηφόρας επανάστασης του προλεταριάτου· η οποία δεν είναι δυνατό να μην φτάνει στην κοινωνικοποίηση των μέσων της παραγωγής μέσα από την κατάκτηση τους: δηλαδή, δεν είναι δυνατό να μην φτάνει στην οικονομική μορφή, όπου δεν θα υπάρχει ούτε εμπόρευμα ούτε μισθωτός, και στην οποία το δικαίωμα στην εργασία και το καθήκον της εργασίας αποτελούν ένα και το αυτό με την κοινή ανάγκη όλων να εργάζονται όλοι. Ο μύθος του δικαιώματος στην εργασία πήρε τέλος με την τραγωδία του Ιουνίου. Η κοινοβουλευτική συζήτηση που έγινε στη συνέχεια υπήρξε παρωδία. Ο κλαψιάρης και ρητορικός Λαμαρτίνος, ο μέγας αυτός άνθρωπος της ευκαιρίας βρήκε τον τρόπο να διατυπώσει την τελευταία ή την προτελευταία από τις διάσημες φράσεις του: «Η εμπειρία των λαών είναι οι καταστροφές»· κι αυτό αρκούσε για την ειρωνεία της ιστορίας.
12
Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, του Καρλ Μαρξ, Παρίσι και Βρυξέλες, 1847.
Αλλά το γραφτό αυτό, το Μανιφέστο, τόσο μικρό σε μέγεθος και τόσο ξένο σε ύφος από τη ρητορική υποβολή μιας πίστης ή μιας λατρείας, υπήρξε το απόσταγμα διαφόρων σκέψεων που συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά σε μια χειροπιαστή συστηματική ενότητα και η συλλογή σπερμάτων ικανών για πλατιά ανάπτυξη, δεν ήταν όμως, ούτε είχε την πρόθεση να είναι, μήτε ο κώδικας του σοσιαλισμού μήτε η κατήχηση του κριτικού κομμουνισμού, μήτε το εγκόλπιο της προλεταριακής επανάστασης. Μπορούμε να αφήσουμε πολύ ωραία τις πεμπτουσίες στον διάσημο Σεφλ, για λογαριασμό του οποίου αφήνουμε πολύ ευχαρίστως επίσης το περίφημο κοινωνικό ζήτημα που είναι και ζήτημα κοιλιάς. Η κοιλιά του Σεφλ έκανε για πολλά χρόνια την ωραία της επίδειξη ανά τον κόσμο, προς τέρψη πολλών φιλάθλων του σοσιαλισμού και προς ανακούφιση πολλών αστυνομικών. Στην πραγματικότητα, ο κριτικός κομμουνισμός αρχίζει μόλις με το Μανιφέστο· όφειλε να αναπτυχθεί, και πραγματικά αναπτύχθηκε. Το σύνολο των θεωριών που συνηθίσαμε να αποκαλούμε μαρξισμό δεν έφτασε στην πραγματικότητα στην ωριμότητα, παρά μόνο στις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Μεσολαβούν ασφαλώς πολλά από το φυλλάδιο Μισθωτή Εργασία και Κεφάλαιο 13 , στο όποιο αγγίζεται για πρώτη φορά με ακριβείς όρους το πώς από την αγορά και τη χρήση του εμπορεύματος-εργασία επιτυγχάνεται ένα προϊόν ανώτερο του κόστους, πράγμα που ήταν ο πυρήνας του άλυτου προβλήματος της υπεραξίας, ως την πλατιά, σύνθετη και πολύπλευρη ανάπτυξη του Κεφαλαίου. Το βιβλίο αυτό εξαντλεί τη γένεση της αστικής εποχής σ’ ολόκληρη την εσωτερική οικονομική της διάρθρωση· και αυτή την ίδια την εποχή την ξεπερνά διανοητικά γιατί την εξηγεί μέσα από τους τρόπους που προχωρεί, μέσα από τους ιδιαίτερους νόμους της και τις αντιθέσεις που οργανικά παράγει και που οργανικά την διαλύουν. Και μεσολαβεί άλλη τόση απόσταση από το προλεταριακό κίνημα που κατέρρευσε το 1848 ως αυτό των ήμερων μας, που μέσα από πολλές δυσκολίες, αφού ξαναβγήκε στην επιφάνεια της πολιτικής ζωής αναπτύχθηκε με τόση και τέτοια σταθερότητα διαδικασίας αλλά με αργοπορία όσον αφορά την από τα πριν μελέτη του κινήματος. Μέχρι μερικά χρόνια πριν, αυτός ο κανονικός ρυθμός του προοδευτικού 13
Λέω φυλλάδιο, αναφερόμενος στη μορφή που είχε για λόγους προπαγάνδας το γραφτό, στα 1884. Η προέλευση του βρίσκεται σε άρθρα της Neue Rheinische Zeitung, Απρίλης του 1849, που επαναλάμβαναν μερικές διαλέξεις στη Γερμανική Εργατική Λέσχη των Βρυξελών, στα 1847.
κινήματος του προλεταριάτου δεν αποτελούσε αντικείμενο παρατήρησης και θαυμασμού παρά μόνο στη Γερμανία, όπου η κοινωνική δημοκρατία, σαν δέντρο στο έδαφός του, από το εργατικό συνέδριο της Νυρεμβέργης το 1868 και μετά, ανερχόταν φυσιολογικά με σταθερή διαδικασία. Αλλά το γεγονός της Γερμανίας επαναλήφθηκε έπειτα με διάφορες μορφές και σε άλλες χώρες. Σ’ αυτή, λοιπόν, την πλατιά ανάπτυξη του μαρξισμού και την άρση του προλεταριακού κινήματος στους αυστηρούς τρόπους της πολιτικής δράσης, υπήρξε μήπως, όπως πολλοί υποστηρίζουν, ένας κάποιος μετριασμός του πολεμικού χαρακτήρα της πρωτότυπης μορφής του κριτικού κομμουνισμού; Μήπως αυτό ήταν ένα πέρασμα από την επανάσταση στη λεγόμενη εξέλιξη; Ή μήπως η συναίνεση του επαναστατικού πνεύματος στις απαιτήσεις του ρεφορμισμού; Αυτοί οι συλλογισμοί και αντιρρήσεις ανέκυψαν και ανακύπτουν συνεχώς, τόσο στους κόλπους του σοσιαλισμού, δια στόματος των πιο φλογερών στο πνεύμα και τη φαντασία οπαδών του, όσο και από τους αντιπάλους, και χρησιμοποιούνται για να γενικεύσουν τις περιπτώσεις των ιδιαίτερων αποτυχιών, των σταθμών και των καθυστερήσεων, για να βεβαιώσουν πως ο κομμουνισμός δεν έχει καθόλου μέλλον. Όποιος μετράει το σημερινό προλεταριακό κίνημα, και την αυξομειούμενη και σύνθετη πορεία του, με την εντύπωση που από μόνο του πρέπει να αφήνει το Μανιφέστο όταν η ανάγνωση δεν συνοδεύεται από άλλες γνώσεις, μπορεί εύκολα να πιστέψει ότι κάτι το πολύ νεανικό και πρώιμο υπήρχε στη γεμάτη σιγουριά πεποίθηση των κομμουνιστών αυτών εδώ και πενήντα χρόνια. Στα λόγια τους υπάρχει σαν κραυγή μάχης και ο απόηχος της ζωηρής ευφράδειας μερικών ρητόρων του χαρτισμού, και η αναγγελία σχεδόν ενός νέου ’93, αλλά φτιαγμένου έτσι, που να μη δίνει θέση σε ένα νέο Θερμιδόρ. Και ο Θερμιδόρ, αντίθετα, ήρθε και επαναλήφθηκε πολλές φορές στον κόσμο, με διάφορες μορφές και λίγο πολύ ρητές ή σιωπηρές· υπήρξαν συγγραφείς, από το 1848 και μετά, πρώην ριζοσπάστες αλά γαλλικά, η πρώην πατριώτες αλά ιταλικά, ή γραφειοκράτες αλά γερμανικά, θαυμαστές, στις ιδέες, του θεού Κράτους και, στην πρακτική, δούλοι του θεού χρήματος, ή κοινοβουλευτικοί αλά αγγλικά, δασκαλεμένοι στα τεχνάσματα και την τέχνη της διακυβέρνησης, ή ακόμη ακόμη
αστυνομικοί με το προσωπείο αναρχικών του Σικάγου και τα παρόμοια. Κι από δω οι πολλές διαμαρτυρίες κατά του σοσιαλισμού, κι από δω και από κει οι επιχειρηματολογίες αισιόδοξων και απαισιόδοξων εναντίον της πιθανότητας επιτυχίας του. Πολλοί νομίζουν πως ο αστερισμός του Θερμιδόρ δεν πρόκειται πια να εξαφανιστεί από τον ουρανό της ιστορίας· δηλαδή, για να μιλήσουμε πεζά, ότι ο φιλελευθερισμός, που είναι η κοινωνία των ίσων στο υπολογιζόμενο δικαίωμα, δείχνει το ακραίο όριο της ανθρώπινης εξέλιξης και πώς πέρα απ’ αυτό δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο οπισθοδρόμηση. Σ’ αυτό βολεύονται ευχαρίστως όλοι εκείνοι που τοποθετούν σε μόνη την επέκταση της αστικής μορφής σε όλο τον κόσμο την αιτία και το τέρμα κάθε προόδου. Αισιόδοξοι είτε απαισιόδοξοι, αδιάφορο, βρίσκουν όλοι τις ηράκλειες στήλες του ανθρώπινου γένους. Συχνά συμβαίνει το συναίσθημα αυτό, στην πεσιμιστική του μορφή, να δρα ασύνειδα πάνω σε πολλούς από κείνους που έρχονται να πυκνώσουν, μαζί με τους άλλους declasses, τις γραμμές του αναρχισμού. Υπάρχουν, έπειτα, εκείνοι που πάνε πέρα απ’ αυτό και καταπιάνονται με θεωρίες για το αντικειμενικά αδύνατο των αξιωμάτων του κριτικού κομμουνισμού. Η διατύπωση του Μανιφέστου ότι η απλοποίηση όλων των ταξικών αγώνων σε έναν μόνο, φέρνει μέσα της την αναγκαιότητα της προλεταριακής επανάστασης είναι απ’ τα μέσα απατηλή γι’ αυτούς τους πολεμικούς που θεωρητικοποιούν. Η θεωρία μας τούτη είναι τάχα αβάσιμη, καθώς και κείνη που προτίθεται να βγάλει επιστημονικά συμπεράσματα και ένα κανόνα πρακτικής συμπεριφοράς από την επιχειρηματολογημένη πρόβλεψη ενός πιθανού γεγονότος το όποιο, αντίθετα, σύμφωνα μ’ αυτούς τους καλούς και ειρηνικούς αντιπολιτευόμενους, είναι ένα απλό θεωρητικό σημείο, μεταθέσιμο και αναβλητό έπ’ άπειρο. Το αναπόφευκτο αξίωμα, και η τελική και επιλυτική σύγκρουση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις μορφές παραγωγής δεν θα επικρατήσει ποτέ γιατί, σύμφωνα μ’ αυτούς, χάνεται σε άπειρες ιδιαίτερες έριδες, πολλαπλασιάζεται στις μερικότερες συγκρούσεις του οικονομικού ανταγωνισμού, βρίσκει εμπόδια και καθυστερήσεις στα τεχνάσματα και τις βιαιότητες της τέχνης της διακυβέρνησης. Με άλλα λόγια, η παρούσα κοινωνία αντί να δέχεται ρήγματα και να διαλύεται ανανεώνει διαρκώς το έργο της επιδιόρθωσης και θεραπείας της. Κάθε προλεταριακό κίνημα που δεν καταστέλλεται με τη βία, όπως έγινε τον Ιούνιο του 1848 και το Μάιο του 1871, σταματάει
από αργή εξάντληση, όπως συνέβη με το χαρτισμό που κατέληξε στον τρέιντ-γιουνιονισμό, άλογο μάχης αυτού του τρόπου επιχειρηματολογίας, τιμή και δόξα των χυδαίων οικονομολόγων και των προχειρολόγων κοινωνιολόγων. Κάθε σύγχρονο προλεταριακό κίνημα πέφτει τάχα απ’ τα σύννεφα, δεν είναι οργανικό, καθόλου διαδικασία παρά μόνο εξωτερική ενόχληση· και μεις, στο έλεος αυτών των κριτικών, θα είμαστε, παρά τη θέληση μας, πάντοτε ουτοπιστές. Ασφαλώς, η ιστορική πρόβλεψη που βρίσκεται στη βάση της θεωρίας του Μανιφέστου και που στη συνέχεια ο κριτικός κομμουνισμός διεύρυνε και εξειδίκευσε με την πιο πλατιά και λεπτομερειακή ανάλυση του παρόντος κόσμου, παρουσίαζε, εξαιτίας των συνθηκών της εποχής κατά την οποία εμφανίστηκε για πρώτη φορά, μια αγωνιστική ζέση και ζωηρότατους χρωματισμούς έκφρασης. Αλλά δεν συνεπαγόταν, όπως και δεν συνεπάγεται, ούτε μια χρονολογία ακριβή, ούτε τη σκιαγράφηση που προηγούνταν της κοινωνικής έκφρασης, πράγμα που χαρακτήριζε και χαρακτηρίζει τις παλιές και νέες προφητείες και αποκαλύψεις. Ο ηρωικός Φρα Ντολτσίνο δεν είχε σηκωθεί και πάλι να υψώσει στη γη την κραυγή της μάχης, σύμφωνα με τις προφητείες του Τζοακίνο ντι Φιόρε. Ούτε ξαναγιορταζόταν στο Μίνστερ η ανάσταση του βασιλείου της Ιερουσαλήμ. Όχι πια Θαβορίτες ή εκλεκτοί της Αποκάλυψης. Όχι πια Φουριέ που περίμενε chez soi, σε τακτή ώρα, για χρόνια, τον εκλεκτό της ανθρωπότητας. Δεν ήταν πια η περίπτωση που ο πρωτεργάτης μιας νέας ζωής θα άρχιζε από μόνος του να δημιουργεί με εφευρέσεις, μονόπλευρα και τεχνητά, τον πρώτο πυρήνα μιας ένωσης, που θα ξανάφτιαχνε, από κάποιο σπέρμα, το φυτό άνθρωπος –όπως συνέβη από τον Μπέλερς, τον Όουεν και τον Καμπέ ως την επιχείρηση των φουριεριστών στο Τέξας, που υπήρξε η καταστροφή ή μάλλον ο τάφος, του ουτοπισμού, εγκωμιασμένος από ένα μοναδικό επιτάφιο, τη θερμή αποστομωτική ευφράδεια του Κονσιντεράν. Εδώ δεν είναι πια η απομονωμένη ομάδα που τη στιγμή της θρησκευτικής αποχής αποσύρεται συνεσταλμένη και ντροπαλή από τον κόσμο για να γιορτάσει σε κλειστό κύκλο την τέλεια ιδέα της κοινότητας, όπως από τους Φρατιτσέλι μέχρι κάτω κάτω τις σοσιαλιστικές αποικίες της Αμερικής. Αντίθετα, εδώ, στη θεωρία του κριτικού κομμουνισμού ολόκληρη η κοινωνία ανακαλύπτει σε μια στιγμή της γενικής της διαδικασίας τα αίτια της μοιραίας της πορείας και βρίσκει μέσα της, σε ένα ανερχόμενο
σημείο της καμπής της, το φως για να διακηρύξει τους νόμους της κίνησης της. Η πρόβλεψη, που στο Μανιφέστο για πρώτη φορά αναφερόταν, δεν ήταν χρονολογική, προαγγελία ή υπόσχεση· άλλα ήταν, για να το πούμε με μια λέξη που κατά τη γνώμη μου τα λέει όλα, μορφολογική. Κάτω από το θόρυβο και τη μαρμαρυγή των παθών, στα όποια συνήθως περιστρέφεται η καθημερινή συζήτηση, πιο δω από τις ορατές κινήσεις των βουλήσεων που δρουν σύμφωνα μ’ ένα σχέδιο, που είναι εκείνο που χρονογράφοι και ιστορικοί βλέπουν και διηγούνται, πιο κάτω από το νομικό και πολιτικό μηχανισμό της πολιτισμένης μας συμβίωσης, σε μεγάλη απόσταση πίσω από τα νοήματα που η θρησκεία και η τέχνη δίνουν στο θέαμα και την εμπειρία της ζωής, βρίσκεται, ουσιώνεται, εναλλάσσεται και μετασχηματίζεται, η στοιχειώδης δομή της κοινωνίας, που υποβαστάζει όλα τα υπόλοιπα. Η ανατομική μελέτη αυτής της υποκείμενης δομής είναι η Οικονομία. Και επειδή η ανθρώπινη συμβίωση έχει πολλές φορές αλλάξει, μερικά είτε ολοκληρωτικά, στον πιο ορατό εξωτερικό της μηχανισμό και στις ιδεολογικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές και παρόμοιες εκδηλώσεις της, χρειάζεται να βρούμε κυρίως τα κίνητρα και τις αιτίες αυτών των αλλαγών, που είναι εκείνα που αφηγούνται συνήθως οι ιστορικοί στις πιο κρυφές και με την πρώτη ματιά λιγότερο ορατές αλλαγές των οικονομικών διαδικασιών της υποκείμενης δομής. Δηλαδή, πρέπει να στραφούμε στη μελέτη των διαφορών που συντρέχουν ανάμεσα στις διάφορες μορφές της παραγωγής, όταν πρόκειται για ιστορικές εποχές που διακρίνονται καθαρά και είναι στην κυριολεξία τέτοιες: και όπου θα πρέπει να εξηγήσουμε την εναλλαγή αυτών των μορφών, δηλαδή το πως υπεισέρχεται η μια στην άλλη, θα χρειαστεί να μελετήσουμε τις αιτίες της διάβρωσης και φθοράς της μορφής που περνά –και τελικά, όταν θέλουμε να κατανοήσουμε το συγκεκριμένο και καθορισμένο ιστορικό γεγονός, πρέπει να μελετήσουμε και να διαπιστώσουμε τις έριδες και τις συγκρούσεις που γεννιούνται από τα διάφορα ρεύματα (δηλαδή τις τάξεις, τις υποδιαιρέσεις τους, και τα πλέγματα αυτών και κείνων), που απαρτίζουν ένα συγκεκριμένο σχηματισμό. Όταν το Μανιφέστο διακήρυσσε ότι ολόκληρη η ιστορία είχε υπάρξει ως τότε στους ταξικούς αγώνες και ότι σ’ αυτούς βρισκόταν η αιτία όλων των επαναστάσεων, καθώς και η αιτία των οπισθοδρομήσεων, έκανε
ταυτόχρονα δυο πράγματα. Έδινε στον κομμουνισμό τα στοιχεία μιας νέας θεωρίας, και στους κομμουνιστές το οδηγητικό νήμα για να αναγνωρίζουν στα περίπλοκα γεγονότα της πολιτικής ζωής τους όρους της υποκείμενης οικονομικής κίνησης. Στα πενήντα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε μέχρι σήμερα, η γενική πρόβλεψη μιας νέας ιστορικής εποχής έγινε για τους σοσιαλιστές η λεπτολόγα τέχνη να κατανοούν, περίπτωση προς περίπτωση, αυτό που συμφέρει και είναι καθήκον να κάνουν· γιατί η νέα εκείνη εποχή βρίσκεται καθαυτή σε διαρκή διαμόρφωση. Ο κομμουνισμός έγινε τέχνη, γιατί οι προλετάριοι έγιναν, ή άρχισαν να γίνονται, πολιτικό κόμμα. Το επαναστατικό πνεύμα διαπλάθεται σήμερα στην προλεταριακή οργάνωση. Η ευοίωνη σύζευξη κομμουνιστών και προλετάριων 14 είναι πια γεγονός. Τα πενήντα αυτά χρόνια υπήρξαν η ολοένα αυξανόμενη απόδειξη της ολοένα αυξανόμενης εξέγερσης των παραγωγικών δυνάμεων κατά των μορφών της παραγωγής. Πέρα απ’ αυτό το χειροπιαστό μάθημα των πραγμάτων εμείς, εμείς οι ουτοπιστές, δεν έχουμε να προσφέρουμε άλλη απάντηση σε όσους μιλούν ακόμη για πρόσκαιρες διαταραχές που, κατά τη γνώμη τους, θα γυρίσουν όλες στην ηρεμία αυτής της αξεπέραστης εποχής πολιτισμού. Κι αυτό το μάθημα αρκεί. Έντεκα χρόνια μετά τη δημοσίευση του Μανιφέστου, ο Μαρξ έκλεινε σε μια καθαρή και διαυγή διατύπωση τις καθοδηγητικές αρχές της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας· κι αυτό στην εισαγωγή ενός βιβλίου που είναι ο πρόδρομος του Κεφαλαίου 15 . Παραθέτουμε το απόσπασμα: «Η πρώτη εργασία που καταπιάστηκα για να λύσω τις αμφιβολίες που με
πίεζαν, ήτανε μια κριτική αναθεώρηση της χεγκελιανής Φιλοσοφίας του Δικαίου. Η εισαγωγή αυτής της εργασίας δημοσιεύτηκε στα DeutschFranzosische Jahrbucher, που βγήκανε στο Παρίσι το 1844. Οι έρευνες μου καταλήξανε στο συμπέρασμα, ότι οι νομικές σχέσεις, όπως κι οι μορφές του κράτους, δεν μπορούν να εξηγηθούν ούτε μόνες τους, ούτε με τη λεγόμενη γενική εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος· ότι η ρίζα τους βρίσκεται μάλλον μέσα στους υλικούς όρους, που ο Χέγκελ, ακολουθώντας το παράδειγμα των Άγγλων και των Γάλλων του 18ου 14 15
Δεύτερο κεφάλαιο του Μανιφέστου. Zur Kritik der politischen Oekonomie, Βερολίνο 1859, σ. ΙV-VΙ της εισαγωγής.
αιώνα, τους περιλάβαινε μέσα στο όνομα burgerliche Gesellschaft (Societe civile)· ότι όμως την ανατομία της αστικής κοινωνίας πρέπει να την αναζητήσουμε μέσα στην πολιτική οικονομία. Τη μελέτη της πολιτικής οικονομίας την είχα αρχίσει στο Παρίσι και την συνέχισα στις Βρυξέλλες, όπου είχα εγκατασταθεί υστέρα από τη διαταγή του εκτοπισμού, που είχε εκδόσει εναντίον μου ο κ. Γκιζό. Το γενικό συμπέρασμα οπού έφτασα και που μου χρησίμεψε έπειτα σαν οδηγητική γραμμή στις μελέτες μου μπορεί με λίγα λόγια να διατυπωθεί έτσι: Στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους οι άνθρωποι έρχονται σε σχέσεις καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέληση τους, σε σχέσεις παραγωγικές, που αντιστοιχούν σε μια ορισμένη βαθμίδα όπου έχει φτάσει η ανάπτυξη των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων. Το σύνολο αυτών των παραγωγικών σχέσεων αποτελεί την οικονομική βάση της κοινωνίας, την υλική βάση, πάνω στην οποία υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν ορισμένες πάλι κοινωνικές μορφές συνείδησης. Ο τρόπος της παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει την εξέλιξη της κοινωνικής, πολιτικής και διανοητικής ζωής ενγένει. Το τί είναι οι άνθρωποι δεν καθορίζεται από τη συνείδηση τους, άλλα, αντίστροφα, το κοινωνικό τους Είναι καθορίζει τη συνείδηση τους. Όταν η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας φτάσει σε ορισμένο βαθμό, οι δυνάμεις αυτές έρχονται σε αντίφαση με τις παραγωγικές σχέσεις που υπάρχουν, ή, για να μεταχειριστούμε τη νομική έκφραση, με τις σχέσεις της ιδιοκτησίας, μέσα στις όποιες ως τότε είχανε κινηθεί. Οι σχέσεις αυτές, από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, γίνονται τώρα φραγμοί τους. Τότε αρχίζει μια εποχή κοινωνικής επανάστασης. Με τη μεταβολή της οικονομικής βάσης, ανατρέπεται περισσότερο ή λιγότερο γοργά ή αργά ολόκληρο το τεράστιο εποικοδόμημα. Όταν αντικρίζουμε τέτοιες ανατροπές πρέπει πάντα να ξεχωρίζουμε την υλική ανατροπή των οικονομικών όρων της παραγωγής –που πρέπει να την εξακριβώνουμε πιστά με τη βοήθεια των φυσικών επιστημών– από τις νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές μορφές, με μια λέξη, από τις ιδεολογικές μορφές, με τις όποιες οι άνθρωποι συνειδητοποιούν αυτή τη σύγκρουση και την αποτελειώνουν. Όπως ένα άτομο δεν το κρίνουμε από την ιδέα που έχει για τον εαυτό του, έτσι και μια εποχή ανατροπής δεν μπορούμε να την κρίνουμε από τη συνείδηση που έχει για τον εαυτό της· ίσα-ίσα αυτή τη συνείδηση πρέπει να την εξηγήσουμε με τις αντιφάσεις της
υλικής ζωής, με τη σύγκρουση που υπάρχει ανάμεσα στις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις και στις παραγωγικές σχέσεις. Ένα κοινωνικό συγκρότημα ποτέ δεν εξαφανίζεται προτού αναπτυχθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει και ποτέ δεν παίρνουν τη θέση του καινούργιες και ανώτερες παραγωγικές σχέσεις προτού οι υλικοί οροί γι’ αυτές τις σχέσεις να ωριμάσουν μέσα στους κόλπους της ίδιας της παλιάς κοινωνίας. Γι’ αυτό, η ανθρωπότητα ποτέ δεν βάζει μπροστά της παρά μόνο τα προβλήματα εκείνα που μπορεί να λύσει· γιατί, αν παρατηρήσουμε καλύτερα, θα βρούμε πως κι αυτό ακόμη το ίδιο το πρόβλημα ξεπηδά μονάχα όταν υπάρχουν, ή τουλάχιστο βρίσκονται στο γίνωμά τους οι υλικοί όροι για τη λύση του. Σε χοντρές γραμμές, ο ασιατικός, ο αρχαίος, ο φεουδαρχικός και ο νεότερος αστικός τρόπος της παραγωγής μπορούμε να πούμε πως είναι οι προοδευτικές εποχές της οικονομικής διαμόρφωσης της κοινωνίας. Οι αστικές παραγωγικές σχέσεις είναι η τελευταία ανταγωνιστική μορφή της κοινωνικής παραγωγής, ανταγωνιστική όχι με την έννοια ενός ανταγωνισμού ατομικού, άλλα ανταγωνισμού που γεννιέται από τους κοινωνικούς όρους της ζωής των ατόμων· οι παραγωγικές όμως δυνάμεις που αναπτύσσονται μέσα στην αστική κοινωνία δημιουργούν ταυτόχρονα και τους υλικούς όρους για τη λύση αυτού του ανταγωνισμού. Μ’ αυτή λοιπόν την κοινωνική διαμόρφωση κλείνει η προϊστορία της ανθρώπινης κοινωνίας». Όταν ο Μαρξ έγραφε αυτά είχε από αρκετά πια χρόνια αποσυρθεί από την πολιτική σκηνή και δεν θα ξανάμπαινε παρά μόνο πολύ αργότερα, την εποχή της Διεθνούς. Η αντίδραση είχε χτυπήσει την επανάσταση, πατριωτική, φιλελεύθερη είτε δημοκρατική στην Αυστρία, την Ουγγαρία, τη Γερμανία. Η αστική τάξη, απ’ τη μεριά της, είχε χτυπήσει ταυτόχρονα τους προλετάριους στη Γαλλία και την Αγγλία. Οι αναγκαίοι για την ανάπτυξη του δημοκρατικού και προλεταριακού κινήματος οροί έλειψαν μεμιάς. Η ομάδα των κομμουνιστών του Μανιφέστου, όχι και τόσο πολυάριθμη άλλωστε, που είχε αναμιχθεί με την επανάσταση και κατόπιν συμμετείχε σε όλες τις πράξεις αντίστασης και λαϊκής εξέγερσης κατά της αντίδρασης, είδε στο τέλος χτυπημένη τη δραστηριότητα της με την περίφημη δίκη της Κολωνίας. Όσοι από το κίνημα είχαν επιζήσει προσπάθησαν να ξαναρχίσουν στο Λονδίνο· άλλα πολύ σύντομα ο Μαρξ, ο Έγκελς και άλλοι έστρεψαν τις πλάτες στους επαγγελματίες επαναστάτες και αποσύρθηκαν από την άμεση δράση. Η κρίση είχε
περάσει. Βρίσκονταν μπροστά σε μια μακριά παύση. Το έδειχνε η αργή εξαφάνιση του κινήματος των Χαρτιστών, δηλαδή του προλεταριακού κινήματος της χώρας που είναι η σπονδυλική στήλη του καπιταλιστικού συστήματος. Η ιστορία είχε προς στιγμή δόσει λάθος στις αυταπάτες των επαναστατών. Πριν αφιερωθεί σχεδόν αποκλειστικά στην παρατεταμένη επώαση των στοιχείων που είχε κιόλας ανακαλύψει στην κριτική της πολιτικής οικονομίας, ο Μαρξ έδειξε με διάφορα γραφτά του την ιστορία της επαναστατικής περιόδου του 1848-50 και ιδιαίτερα τους ταξικούς αγώνες στη Γαλλία, υποστηρίζοντας πως έστω και αν η επανάσταση, με τις μορφές που είχε προς στιγμή πάρει, είχε αποτύχει, δεν διαψευδόταν όμως γι’ αυτό και η επαναστατική θεωρία της ιστορίας 16 . Το σημείο που μόλις φαινόταν στο Μανιφέστο ερχόταν τώρα να γίνει κεντρικό σε μια πλήρη έκθεση. Αργότερα, το γραφτό του με τίτλο Η 18η Μπριμέρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη 17 ήταν η πρώτη απόπειρα να διαμορφωθεί η νέα ιστορική αντίληψη μέσα από την αφήγηση μιας τάξης γεγονότων που κλείνονταν σε κάποια συγκεκριμένα χρονικά όρια. Δεν είναι βέβαια μικρή η δυσκολία να αναχθεί κανείς από τη φαινομενική κίνηση στην πραγματική κίνηση της ιστορίας, για να ανακαλύψει τον εσώτερο δεσμό. Υπάρχει μεγάλη δυσκολία να προχωρήσουμε από τους παθιασμένους ρητορικούς, κοινοβουλευτικούς, εκλογικούς και παρόμοιους δείκτες στον εσωτερικό κοινωνικό μοχλό, για να ανακαλύψουμε σ’ αυτόν, διακηρύσσοντάς τα, τα ποικίλα ενδιαφέροντα των μεγαλοαστών ή μικροαστών, των αγροτών, των βιοτεχνών και των εργατών, των παπάδων και των στρατιωτών, των τραπεζιτών, των τοκογλύφων και όλου του σκυλολογιού· όλων αυτών δηλαδή που τα συμφέροντα τους δρουν, συνειδητά είτε ασύνειδα, συγκρουόμενα, συνθλιβόμενα, συμπλεκόμενα ή διαλυόμενα μέσα στη γεμάτη δυσαρμονία ζωή των πολιτισμένων. Η κρίση είχε περάσει, και είχε περάσει ακριβώς στις χώρες που αποτελούσαν το ιστορικό πεδίο απ’ το όποιο είχε ανακύψει ο κριτικός 16
Τα άρθρα εκείνα που είχαν εμφανιστεί στη Neue Rheinische Zeitung, Politisch-oekonomische Revue, Hamburg 1850, ξανατυπώθηκαν πρόσφατα από τον Έγκελς (Βερολίνο 1895) σε φυλλάδιο με δική του εισαγωγή. Ο τίτλος του φυλλαδίου είναι για την ακρίβεια Οι Ταξικοί Αγώνες στη Γαλλία, 1848-50. 17 Αυτό το γραφτό του Μαρξ τυπώθηκε στη Νέα Υόρκη το 1852 σε κάποιο περιοδικό. Αργότερα ανατυπώθηκε πολλές φορές στη Γερμανία. Σήμερα υπάρχει και στα γαλλικά: Λίλη 1891, ed. Delory.
κομμουνισμός. Το να συλλάβουν την αντίδραση στα οικονομικά της αίτια ήταν όλα όσα οι κριτικοί κομμουνιστές μπορούσαν να κάνουν · γιατί, προς στιγμή, το να συλλάβουν την ουσία της αντίδρασης ήταν σαν να συνέχιζαν το έργο της επανάστασης. Έτσι έγινε, σε άλλες συνθήκες και μορφές, είκοσι χρόνια αργότερα, όταν ο Μαρξ, στο όνομα της Διεθνούς έγραψε στο φυλλάδιο για τον Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία μια απολογία της Κομμούνας, που ήταν ταυτόχρονα και η αντικειμενική κριτική της. Η ηρωική υποταγή με την οποία ο Μαρξ αποσύρθηκε μετά το 1850 από την πολιτική σκηνή, βρίσκει το αντίστοιχο της στην απομάκρυνση του από τη Διεθνή, μετά το συνέδριο του Άγια το 1872. Τα δυο γεγονότα μπορεί να ενδιαφέρουν τους βιογράφους για να ανιχνεύσουν μέσα τους την προσωπικότητα και το χαρακτήρα του Μαρξ στον οποίο, πραγματικά, και οι ιδέες και η ιδιοσυγκρασία, και η πολιτική και η διάνοια αποτελούσαν ένα πράγμα. Αλλά σ’ αυτά τα ιδιαίτερα γεγονότα υπάρχει για μας μια ευρύτερη και με μεγαλύτερο βάρος σημασία. Ο κριτικός κομμουνισμός δεν μαγειρεύει τις επαναστάσεις, δεν προετοιμάζει τις εξεγέρσεις, δεν οπλίζει τις ανταρσίες. Αποτελεί οπωσδήποτε ένα πράγμα με το προλεταριακό κίνημα άλλα, βλέπει και στηρίζει αυτό το κίνημα με την πλήρη διανοητική διαύγεια της σύνδεσης που έχει, ή που μπορεί και πρέπει να έχει, με το σύνολο των σχέσεων της κοινωνικής ζωής. Δεν είναι, με μια λέξη, ένα σεμινάριο όπου διαμορφώνεται το στρατηγείο των αρχηγών της προλεταριακής επανάστασης· είναι μόνο η συνείδηση αυτής της επανάστασης, και, κυρίως, σε ορισμένες περιπτώσεις, η συνείδηση των δυσκολιών της. Το προλεταριακό κίνημα άρχισε να έχει τεράστια ανάπτυξη τα τελευταία τριάντα χρόνια. Μέσα από πολλές δυσκολίες, και με πολλά βήματα μπρος και πίσω, πήρε σιγά σιγά πολιτική μορφή με μεθόδους που εφευρίσκονταν βαθμιαία και δοκιμάζονταν αργά. Οι κομμουνιστές δεν έφτασαν σ’ όλα αυτά με τη μαγική δράση της θεωρίας που θα διαδιδόταν και θα κοινοποιούνταν με την πειθώ του γραφτού και του λόγου. Από την αρχή κιόλας γνώριζαν ότι είναι η ακραία αριστερή πτέρυγα κάθε προλεταριακού κινήματος· άλλα, στο μέτρο που αυτό αναπτυσσόταν και ειδικευόταν, ήταν ανάγκη και ταυτόχρονα καθήκον τους να συνδυάζουν στα προγράμματα και την πρακτική δράση των κομμάτων τις διάφορες
συγκυρίες της οικονομικής ανάπτυξης και της συνακόλουθης πολιτικής κατάστασης.
ΤΙΜΩΝΤΑΣ ΤΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ Μέρος Δεύτερο Στα πενήντα αυτά χρόνια από τη δημοσίευση του Μανιφέστου ως σήμερα, οι εξειδικεύσεις και οι περιπλοκές του προλεταριακού κινήματος έγιναν τέτοιες και τόσες ώστε δεν υπάρχει πια νους που να τις αγκαλιάζει όλες, να διεισδύει, να τις κατανοεί και να τις εξηγεί στις αληθινές αιτίες και σχέσεις τους. Η ενιαία Διεθνής της περιόδου 1864-73, αφού εκπλήρωσε τη λειτουργία της, που ήταν η προκαταρκτική αφομοίωση από το προλεταριάτο των γενικών τάσεων και των κοινών και αναγκαίων ιδεών, έπρεπε να εξαφανιστεί· ούτε κάποιος θα σκεφτεί ή θα μπορέσει ποτέ να σκεφτεί να ξαναφτιάξει κάτι που θα της μοιάζει. Δυο είναι οι αιτίες, ανάμεσα στις άλλες, που συνέβαλαν ισχυρά σ' αυτή την πλατιά εξειδίκευση και σύνθεση του προλεταριακού κινήματος. Η αστική τάξη ένιωσε σε πολλές χώρες την ανάγκη να περιορίσει, προς άμυνά της, πολλές από τις καταχρήσεις που ακολούθησαν την πρώτη και αιφνίδια εισαγωγή του βιομηχανικού συστήματος· από δω γεννήθηκε η εργατική, ή, όπως χαρακτηρίζεται αλλιώς πιο πομπώδικα, η κοινωνική νομοθεσία. Η ίδια η αστική τάξη, είτε προς άμυνα της είτε κάτω από την πίεση των συνθηκών, θα διεύρυνε σε πολλές χώρες τους γενικούς όρους της ελευθερίας και, ειδικότερα, θα επεξέτεινε το εκλογικό δικαίωμα. Για τους δυο αυτούς λόγους, που έφεραν το προλεταριάτο μέσα στον κύκλο της καθημερινής πολιτικής ζωής, η ικανότητα του για κίνηση αυξήθηκε πολύ· και η ευκαμψία και μεγαλύτερη ευλυγισία που διαθέτει τώρα του επιτρέπουν να συγκρούεται με την αστική τάξη στις συγκεντρώσεις και τις κοινοβουλευτικές αίθουσες. Και όπως από τη διαδικασία των πραγμάτων έρχεται η διαδικασία των ιδεών, έτσι και σ' αυτή την πολύμορφη πρακτική ανάπτυξη του προλεταριάτου, που είναι τόσο διαφορετική σε μορφές και διαπλοκές ώστε κανείς πια δεν μπορεί να την δει μπροστά στά μάτια του και να την συλλάβει στο σύνολό της, έφτασε να αντιστοιχεί μια βαθμιαία ανάπτυξη των θεωριών του κριτικού
κομμουνισμού για την κατανόηση της ιστορίας και της παρούσας ζωής, ως τη λεπτομερειακή περιγραφή και του μικρότερου μέρους της οικονομίας: με μια λέξη, έγινε επιστήμη, αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτό το όνομα με την οφειλόμενη περίσκεψη... Αλλά δεν υπάρχει μήπως σε όλα αυτά, υποστηρίζουν επίμονα μερικοί, μια κάποια παρέκκλιση από την απλή και επιτακτική θεωρία του Μανιφέστου; Αυτό που κερδίθηκε σε έκταση και σύνθεση, επαναλαμβάνουν άλλοι, δεν χάθηκε μήπως από την ένταση και την ακριβολογία; Αυτά τα ερωτήματα γεννιώνται, κατά τη γνώμη μου, από μια λανθασμένη αντίληψη του παρόντος προλεταριακού κινήματος, και από μια οπτική αυταπάτη για το βαθμό ενέργειας και την επαναστατική αξία των εκδηλώσεων πολλών χρόνων πριν. Οποιαδήποτε παραχώρηση κι αν κάνει η αστική τάξη στην οικονομική τάξη πραγμάτων, ως τη μεγαλύτερη μείωση των ωρών εργασίας, παραμένει πάντοτε αληθινό το γεγονός ότι η αναγκαιότητα της εκμετάλλευσης, πάνω στην οποία στηρίζεται όλη η παρούσα κοινωνική τάξη, έχει αδιαπέραστα όρια, πέρα από τα οποία το κεφάλαιο σαν ιδιωτικό όργανο παραγωγής δεν βρίσκει πια λόγο ύπαρξης. Αν μια καθορισμένη παραχώρηση μπορεί σήμερα να καταπραΰνει κάποια άμεση μορφή ανησυχίας στο προλεταριάτο, η ίδια η παραχώρηση δεν μπορεί να αφυπνίζει λιγότερο την επιθυμία άλλων, νέων και ολοένα μεγαλύτερων ανησυχιών. Η ανάγκη της εργατικής νομοθεσίας, που γεννήθηκε στην Αγγλία πριν από το κίνημα των χαρτιστών και αναπτύχθηκε κατόπιν μαζί του, πέτυχε τις πρώτες της επιτυχίες στην αμέσως κατοπινή περίοδο από την πτώση του ίδιου του χαρτισμού. Οι αρχές και η λογική αυτού του κινήματος μελετήθηκαν, μέσα από τα εσώτερα αίτια και αποτελέσματα, κριτικά από το Μαρξ στο Κεφάλαιο και πέρασαν κατόπιν μέσω της Διεθνούς στα προγράμματα των σοσιαλιστικών κομμάτων. Και να που τελικά ολόκληρη αυτή η διαδικασία, συμπυκνωμένη στο αίτημα των οκτώ ωρών, έγινε με τη γιορτή της Πρωτομαγιάς διεθνής εκδήλωση του προλεταριάτου κι ένας τρόπος συλλογής των δεικτών της προόδου του. Από την άλλη μεριά, το πολιτικό παιχνίδι όπου το προλεταριάτο εθίζεται, δημοκρατικοποιεί τις συνήθειές του, μάλιστα τις κάνει να διαπνέονται από αληθινή δημοκρατία· η οποία, μακροπρόθεσμα, δεν θα μπορέσει πια να βολευτεί στην παρούσα πολιτική μορφή που σαν όργανο της
κοινωνίας της εκμετάλλευσης, είναι μια γραφειοκρατική ιεραρχία, μια γραφειοκρατία που αποφαίνεται, μια ένωση αλληλοβοήθειας των καπιταλιστών, είναι ο μιλιταρισμός προς υπεράσπιση των προστατευτικών δασμών, της διαρκούς απόδοσης του δημόσιου χρέους, της γαιοπροσόδου, και κάθε μορφής συμφέροντος του κεφαλαίου. Τα δυο γεγονότα, λοιπόν, που φαίνονται, σύμφωνα με τη γνώμη των μαινόμενων και των υπερκριτικών, να παρεκκλίνουν στο άπειρο τις προβλέψεις του κομμουνισμού, μετατρέπονται, αντίθετα, σε νέα μέσα και όρους που αυτές οι προβλέψεις επιβεβαιώνουν. Αυτοί που φαινομενικά κάνουν την επανάσταση να παρεκκλίνει μετατρέπονται, με μια λέξη, σε υποκινητές της. Και δεν θα πρέπει, άλλωστε, να υπερβάλλουμε για τη σημασία των επαναστατικών βλέψεων των κομμουνιστών πενήντα χρόνια πριν. Με δεδομένη την πολιτική κατάσταση της Ευρώπης τότε, αν υπήρξε μια πίστη μέσα τους ήταν ότι αυτοί είναι πρόδρομοι, και ήταν πραγματικά: αν υπήρξε μέσα τους αναμονή, ήταν ότι οι πολιτικές συνθήκες της Ιταλίας, της Αυστρίας, της Ουγγαρίας, της Γερμανίας και της Πολωνίας θα προσέγγιζαν στις εκσυγχρονισμένες μορφές, κι αυτό βέβαια συνέβη αργότερα, τουλάχιστον ενμέρει, και από άλλους δρόμους: αν υπήρξε μέσα τους ελπίδα, ήταν ότι το προλεταριακό κίνημα της Γαλλίας και της Αγγλίας θα συνέχιζε να αναπτύσσεται. Η αντίδραση όμως που ακολούθησε κατέστρεψε πολλά πράγματα, και παρεξέκλινε και ανέβαλε πολλές εξελίξεις που υπόβοσκαν ή είχαν μόλις αρχίσει. Αλλά κατέστρεψε επίσης, στο πεδίο του σοσιαλισμού, την παλιά επαναστατική τακτική: αυτά τα τελευταία, όμως, χρόνια δημιουργήθηκε μια νέα. Νά τι έγινε 18 . Το Μανιφέστο δεν θέλησε να είναι τίποτε άλλο ή τίποτε καλύτερο πέρα από το οδηγητικό νήμα μιας επιστήμης και μιας πρακτικής που μόνο η πείρα και τα χρόνια μπορούσαν και έπρεπε να αναπτύξουν. Αυτό που φέρνει στη γενική πορεία της προλεταριακής κίνησης αφορά, θα το πω έτσι, μόνο το σχήμα και το ρυθμό. Σ' αυτό αντανακλάται, χωρίς αμφιβολία, η εντύπωση που προκαλούσε τότε στους κομμουνιστές η εμπειρία των δυο κινημάτων που βρίσκονταν μπροστά στα μάτια τους· δηλαδή του γαλλικού, αλλά και κυρίως του χαρτισμού, που πολύ σύντομα παρέλυσε εξαιτίας της εξεγερσιακής εκδήλωσης στις 10 18
Ο Έγκελς αναλύει σε βάθος στην εισαγωγή του στο φυλλάδιο που αναφέραμε παραπάνω, αλλά και αλλού, την αντικειμενική ανάπτυξη της νέας επαναστατικής τακτικής.
Απριλίου 1848 που δεν πραγματοποιήθηκε. Σ' αυτό όμως το σχήμα δεν υπάρχει τίποτε το εξιδανικευμένο που να μετατρέπεται κατόπιν σε αποτιμητική πολεμική τακτική όπως πολλές φορές είχε πραγματικά συμβεί, όταν οι επαναστάτες υποβίβαζαν σε πρόωρη κατήχηση όσα δεν μπορούσαν να είναι παρά μόνο απλή συνέπεια της εξέλιξης των πραγμάτων. Το σχήμα αυτό έγινε κατόπιν πιο πλατύ και πιο σύνθετο, χάρη στη διεύρυνση του αστικού συστήματος, που επενδύει και περιλαμβάνει τόσο μεγάλο μέρος του κόσμου. Ο ρυθμός του κινήματος έγινε πιο ποικίλος και αργός, ακριβώς γιατί η εργατική μάζα μπήκε στη σκηνή σαν αληθινό πολιτικό κόμμα· πράγμα που, αλλάζοντας τους τρόπους και τις προθεσμίες δράσης, αλλάζει και τις κινήσεις. Όπως μπροστά στην τελειοποίηση των όπλων και των άλλων μέσων άμυνας η τακτική της εξέγερσης αποδείχτηκε ακατάλληλη, και όπως η περιπλοκή του σύγχρονου κράτους κάνει να φαίνεται ανεπαρκής η αιφνιδιαστική κατάληψη ενός Hotel de Ville, για να επιβληθούν σ' έναν ολόκληρο λαό η θέληση και οι ιδέες μιας μειοψηφίας, προοδευτικής έστω και θαρραλέας, έτσι και από την πλευρά της η προλεταριακή μάζα δεν περιμένει πια τα συνθήματα λίγων αρχηγών, ούτε ρυθμίζει τις κινήσεις της σύμφωνα με τις εντολές των πρώτων, που θα μπορούν, αν τύχει, στα ερείπια μιας ταξικής Κυβέρνησης ή κλίκας να δημιουργήσουν μιαν άλλη του ίδιου τύπου. Η προλεταριακή μάζα, εκεί όπου αναπτύχθηκε πολιτικά πέτυχε και πετυχαίνει τη δημοκρατική της διαπαιδαγώγηση. Δηλαδή, εκλέγει και συζητά τους αντιπροσώπους της και υιοθετεί, αφού τις εξετάσει, τις ιδέες και τις προτάσεις που αυτοί, προηγούμενοι σε μελέτη ή επιστήμη έχουν ανιχνεύσει και προβλέψει· και ξέρει κιόλας, ή αρχίζει τουλάχιστον να αντιλαμβάνεται, αναλόγως στις διάφορες χώρες, ότι η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας δεν πρέπει ούτε μπορεί να γίνεται από άλλους στο όνομα της, έστω κι αν αυτοί είναι ομάδες θαρραλέων πρωτοπόρων, και κυρίως ότι αυτή η κατάκτηση δεν μπορεί να επιτευχθεί με κάποιο πραξικόπημα. Με μια λέξη, η προλεταριακή μάζα ή κιόλας ξέρει ή αρχίζει τώρα να καταλαβαίνει ότι η δικτατορία του προλεταριάτου, η οποία θα πρέπει να προετοιμάσει την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, δεν μπορεί να προχωρήσει από την εξέγερση ενός όχλου που θα καθοδηγείται από ορισμένους, αλλά θα πρέπει να
είναι το αποτέλεσμα των ίδιων των προλετάριων, που θα αποτελούν κιόλας καθαυτοί και μετά από μακρά άσκηση, πολιτική οργάνωση. Η ανάπτυξη και επέκταση του αστικού συστήματος υπήρξαν ταχύτατες και κολοσσιαίες μέσα στα πενήντα τελευταία χρόνια. Τώρα πια διαβρώνει την παλαιά και αγία Ρωσία και δημιουργεί όχι μόνο στην Αμερική, την Αυστραλία και την Ινδία, αλλά ακόμη και στην Ιαπωνία νέα κέντρα σύγχρονης παραγωγής, περιπλέκοντας τους όρους του ανταγωνισμού και τις εμπλοκές της παγκόσμιας αγοράς. Τα αποτελέσματα των πολιτικών αλλαγών είτε δεν έλειψαν είτε δεν θα χρειαστεί να τα περιμένουμε ακόμη για πολύ. Εξίσου όμως ταχύτατες και κολοσσιαίες ήταν και οι πρόοδοι του προλεταριάτου. Η πολιτική του διαπαιδαγώγηση σημειώνει καθημερινά ένα νέο βήμα προς την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Η εξέγερση των παραγωγικών δυνάμεων κατά της μορφής της παραγωγής, δηλαδή η πάλη της ζωντανής εργασίας κατά της συσσωρευμένης, γίνεται καθημερινά και πιο φανερή. Το αστικό σύστημα έχει τώρα πια περάσει στην άμυνα και αποκαλύπτει την κατάσταση και τη θέση του σε τούτη τη μοναδική αντίφαση: ότι, δηλαδή, ο ειρηνικός κόσμος της βιομηχανίας έγινε ένα απέραντο στρατόπεδο μέσα στο όποιο βλασταίνει ο μιλιταρισμός. Η εποχή της ειρηνικής βιομηχανίας έγινε, για την ειρωνεία του πράγματος, εποχή συνεχούς ανεύρεσης νέων και πιο ισχυρών μέσων πολέμου και καταστροφής. Ο σοσιαλισμός επιβλήθηκε. Ακόμη και οι μισοσοσιαλιστές, ακόμη και οι τσαρλατάνοι που εμποδίζουν τον τύπο και τις συνελεύσεις των κομμάτων μας, όχι πάντοτε χωρίς τη δική μας αμηχανία, είναι μια προσφορά που οι κενοδοξίες και οι φιλοδοξίες κάθε είδους αποδίδουν με τον τρόπο τους στη νέα δύναμη που αναφαίνεται στον ορίζοντα. Παρά την πρώιμη απαγόρευση του επιστημονικού σοσιαλισμού, που δεν δόθηκε να κατανοηθεί από όλους, αναφύονται και πολλαπλασιάζονται σε κάθε στιγμή αυτοί που κατείχαν το φάρμακο για το κοινωνικό ζήτημα, που έχουν όλοι κάτι το ιδιαίτερο να εισηγηθούν ή να προτείνουν, για να θεραπεύσουν ή να εξαλείψουν αυτό ή εκείνο το κοινωνικό κακό: εθνικοποίηση της γης· μονοπώλιο των σιτηρών εκ μέρους του κράτους· πάγωμα των υποθηκών· δημοτικοποίηση των μέσων μεταφοράς· δημοκρατικά δημόσια οικονομικά· γενική απεργία –και τόσα άλλα που δεν έχουν τελειωμό! Αλλά η κοινωνική δημοκρατία καταργεί όλες αυτές
τις φαντασίες, γιατί το ένστικτο της κατάστασής τους οδηγεί τους προλετάριους να κατανοήσουν τον σοσιαλισμό κατά τρόπο ολοκληρωμένο αμέσως μόλις εξασκηθούν στο πεδίο της πολιτικής. Δηλαδή, τους οδηγεί να καταλάβουν ότι σε ένα μόνο πράγμα πρέπει κυρίως να αποβλέπουν: στην κατάργηση του μισθωτού –ότι μια και μόνη μορφή κοινωνίας είναι αυτή που καθιστά δυνατή, και μάλιστα αναγκαία, την εξάλειψη των τάξεων: η ένωση που δεν παράγει εμπορεύματα· και ότι αυτή η μορφή κοινωνίας δεν είναι πια το κράτος αλλά το αντίθετο του, η τεχνική και παιδαγωγική διακυβέρνηση της ανθρώπινης συμβίωσης, η αυτοκυβέρνηση της εργασίας. Όχι πια γιακοβίνοι, ούτε εκείνοι οι ηρωικοί γίγαντες του 1893, ούτε εκείνοι σε καρικατούρα του 1848! Κοινωνική δημοκρατία! –Μα δεν είναι αυτή, επαναλαμβάνουν πολλοί, φανερός μετριασμός της θεωρίας του κομμουνισμού, που εκφράστηκε με όρους τόσο έντονους και αποφασιστικούς στο Μανιφέστο; Δεν χρειάζεται βέβαια να αναφέρουμε πως ο όρος κοινωνική δημοκρατία είχε στη Γαλλία σημασίες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους από το 1837 ως το 1848 που όλες κατόπιν διαλύθηκαν σ' ένα κενό συναισθηματισμό. Ούτε χρειάζεται να εξηγήσουμε πως οι γερμανοί κατόρθωσαν να εκφράσουν με τον όρο αυτό, που η σημασία του στην περίπτωσή τους πρέπει να αναζητηθεί μόνο στα πλαίσια του ίδιου του γεγονότος, ολόκληρη την πλούσια και πλατιά ανάπτυξη του σοσιαλισμού τους, από το επεισόδιο του Λασάλ, τώρα πια ξεπερασμένο και εξαντλημένο, ως τις μέρες μας. Το βέβαιο είναι ότι η κοινωνική δημοκρατία μπορεί να σημαίνει, σήμαινε και σημαίνει τόσα πράγματα, που ούτε υπήρξαν, ούτε υπάρχουν, ούτε θα υπάρξουν ποτέ, ούτε τον κομμουνισμό, ούτε τη συνειδητή προώθηση προς την προλεταριακή επανάσταση. Βέβαιο είναι επίσης ότι ο σύγχρονος σοσιαλισμός, ακόμη και στις χώρες όπου η ανάπτυξή του είναι πιο καθαρή, ακριβής και προχωρημένη, έχει πάνω του πολλή σκουριά απ' την οποία πρέπει σιγά-σιγά να απελευθερωθεί· και, τέλος, βέβαιο είναι ότι σε τόσους παρείσακτους και αγνώμονες φιλοξενούμενους ανάμεσά μας χρησιμεύει σαν ασπίδα και κάλυψη ο πολύ πλατύς όρος της κοινωνικής δημοκρατίας. Αλλά εδώ πρέπει να πούμε κάτι άλλο και να προσελκύσουμε την προσοχή σ' ένα σημείο κεφαλαιώδους σημασίας.
Χρειάζεται πριν απ' όλα να τονίσουμε την πρώτη λέξη του όρου, όχι για να λύσουμε τα προβλήματα αλλά για να αποφύγουμε αμφισβητήσεις και αλλοιώσεις. Δημοκρατικό ήταν το καταστατικό της Λίγκας των Κομμουνιστών· δημοκρατικός ήταν ο τρόπος που προχώρησε ακόμη και για να δεχτεί, αφού πρώτα τη συζήτησε, τη νέα θεωρία· δημοκρατική ήταν η συμπεριφορά της όταν αναμίχθηκε στην επανάσταση του 1848 και η συμμετοχή της στην εξεγερσιακή αντίσταση κατά της αντίδρασης που εισέβαλε ορμητική· δημοκρατικός ήταν, τελικά, ακόμη και ο τρόπος που διαλύθηκε. Στο πρώτο εκείνο παλαίτυπο των σημερινών μας κομμάτων, στο πρώτο εκείνο, θα το πω έτσι, κύτταρο του σύνθετου, ελαστικού και τόσο αναπτυσσόμενου οργανισμού μας, πέρα από τη συνείδηση της αποστολής που έπρεπε να εκτελεστεί πρώιμα, υπήρχε κιόλας η μορφή και η μέθοδος συμβίωσης, που μόνες ταιριάζουν σε κείνους που προετοιμάζουν την προλεταριακή επανάσταση. Η κλειστή ομάδα είχε εκ των πραγμάτων ξεπεραστεί. Η άμεση και φανταστική κυριαρχία του ατόμου είχε πια εξαλειφθεί. Κυριαρχούσε η πειθαρχία, που αντλούνταν από την πείρα της αναγκαιότητας και από τη θεωρία, που πρέπει να αποτελεί ακριβώς τη συνείδηση που αντανακλά αυτή η αναγκαιότητα. Έτσι συνέβη και με τη Διεθνή που η πορεία της φάνηκε αυταρχική σε κείνους μόνο που δεν κατάφεραν να διεισδύσουν και να επιβάλουν τη φορτική και μωρή αυταρχικότητα τους. Έτσι είναι και πρέπει να είναι στα προλεταριακά κόμματα, και όπου δεν γίνεται έτσι και δεν μπορεί να γίνει ακόμη, η προλεταριακή κίνηση, στοιχειώδης μόλις και συγκεχυμένη, γεννά μόνο αυταπάτες, ή δίνει λαβή σε ίντριγκες. Ό,τι δεν είναι έτσι θα είναι κλίκα, όπου πλάι στον απογοητευμένο κάθεται ο τρελός και ο καταδότης. Ή θα είναι η κλειστή ομάδα των Διεθνών Αδελφών που σαν παράσιτο προσκολλήθηκε στη Διεθνή και την εξέθεσε στην κακή φήμη. Ή ο συνεταιρισμός, που εκφυλίζεται σε επιχείρηση η πουλιέται στους ισχυρούς. Ή το μη πολιτικό εργατικό κόμμα που μελετά ανάμεσα στα άλλα τις συγκυρίες της αγοράς για να εισαγάγει την τακτική των απεργιών στα σκαμπανεβάσματα του ανταγωνισμού. Ή, τελικά, ο συρφετός των δυσαρεστημένων, στο μεγαλύτερο μέρος ξεριζωμένων κοινωνικά και μικροαστών, που κερδοσκοπούν πάνω στο σοσιαλισμό σαν πάνω σε μια ανάμεσα στις τόσες άλλες φράσεις της πολιτικής μόδας. Όλα αυτά και άλλα τόσα εμπόδια βρήκε μπροστά της η κοινωνική δημοκρατία και έπρεπε πολλές φορές όπως πρέπει και τώρα ακόμη κατά καιρούς να τα βγάζει από τη μέση. Ούτε ίσχυσε πάντοτε η τέχνη της
πειθούς. Τις περισσότερες φορές συνέφερε, και συμφέρει η υπομονή και να περιμένει κανείς να βγάλουν οι απογοητευμένοι από τη σκληρή σχολή της εξάλειψης της πλάνης το δίδαγμα, που δεν βγαίνει πάντοτε εύκολα από τους συλλογισμούς. Οι εσωτερικές αυτές δυσκολίες του προλεταριακού κινήματος, που η πονηρή αστική τάξη μπορεί συχνά να υποκινεί, και πραγματικά να εκμεταλλεύεται, αποτελούν ένα όχι ευκαταφρόνητο μέρος της εσωτερικής ιστορίας του σοσιαλισμού των τελευταίων αυτών χρόνων. Ο σοσιαλισμός δεν βρήκε εμπόδια στην ανάπτυξη του μόνο στις γενικές συνθήκες του οικονομικού ανταγωνισμού και στην αντίσταση του πολιτικού μηχανισμού αλλά και στις ίδιες τις συνθήκες της προλεταριακής μάζας και στη μηχανική, όχι πάντοτε καθαρή, όσο και αναπόφευκτη, των αργών, ποικίλων, σύνθετων, συχνά ανταγωνιστικών και αντιφατικών της κινημάτων. Και αυτό αμαυρώνει στα μάτια πολλών την αυξανόμενη και οξυμένη αναγωγή όλων των ταξικών αγώνων, στην ενιαία πάλη μεταξύ καπιταλιστών και προλεταριοποιημένων εργαζόμενων 19 . Το Μανιφέστο, όπως δεν έγραφε, σύμφωνα με τις συνήθειες των ουτοπιστών, για την ηθική και την ψυχολογία της μελλοντικής κοινωνίας, έτσι δεν υπαγόρευε και τη μηχανική αυτής της διαδικασίας σχηματισμού και ανάπτυξης, όπου βρισκόμαστε. Ήταν κιόλας πολύ που μερικοί πρωτοπόροι άνοιξαν το δρόμο, στον οποίο πρέπει να μπει κανείς για να την κατανοήσει και να την δοκιμάσει. Άλλωστε, ο άνθρωπος είναι ένα κατεξοχήν εμπειρικό ζώο, και γι' αυτό έχει μια ιστορία, μάλιστα γι' αυτό μόνο φτιάχνει τη δική του ιστορία. Μέσα σ' αυτή την πορεία του σύγχρονου σοσιαλισμού, που είναι η ανάπτυξή του γιατί είναι η εμπειρία του, συναντιόμαστε με τη μάζα των αγροτών. Ο σοσιαλισμός, που είχε πρώτα πρώτα πρακτικά και θεωρητικά τεθεί και αναπτυχθεί με τη μελέτη και την εμπειρία των ανταγωνισμών μεταξύ καπιταλιστών και προλεταρίων στα πλαίσια της βιομηχανικής παραγωγής καθαυτής, πλησίασε τελικά τη μάζα στην οποία ανθίζει ο κρετινισμός της υπαίθρου. Η κατάκτηση της υπαίθρου είναι το θέμα της ημέρας παρόλο 19
Η ιστορία των τρέιντ-γιούνιονς διδάσκει· και τόσο πιο πολύ, όσο συσκοτίζει στα μάτια πολλών την αναγκαία εξέλιξη του σοσιαλισμού.
που ο γεμάτος πεμπτουσία Σέφλε είχε από καιρό τοποθετήσει σ' αυτήν, προς υπεράσπιση της τάξεως, τα αντισυλλογικά κρανία των αγροτών. Η εξάλειψη ή το καπάρωμα της οικιακής βιοτεχνίας από το κεφάλαιο, η διεύρυνση της αγροτικής βιοτεχνίας με καπιταλιστική μορφή, η εξαφάνιση της μικρής ιδιοκτησίας ή η διάβρωσή της από τις υποθήκες, η διάλυση των κοινοτικών κτημάτων, η τοκογλυφία, οι φόροι και ο μιλιταρισμός, όλα αυτά μαζί αρχίζουν να κάνουν θαύματα ακόμη και στα κρανία εκείνα που λογίζονταν φύλακες της συντήρησης. Σ' αυτή την επιχείρηση προχώρησε πριν απ' όλους ο γερμανικός σοσιαλισμός που είχε οδηγηθεί, από το ίδιο το γεγονός της κολοσσιαίας του εξάπλωσης από την πόλη στα μικρά κέντρα, να αγγίξει αναπόφευκτα τα όρια της υπαίθρου. Οι δοκιμασίες θα είναι μακρόχρονες και καθόλου εύκολες, αντίθετα μάλιστα σκληρές· πράγμα που εξηγεί, και δικαιολογεί και θα δικαιολογεί για πολύ τα λάθη που διαπράχθηκαν και θα διαπραχθούν στα πρώτα βήματα 20 . Όσο οι αγρότες δεν θα έχουν κατακτηθεί θα έχουμε πάντα στην πλάτη τον κρετινισμό εκείνο της υπαίθρου που κάνει ή ανανεώνει ασύνειδα, ακριβώς επειδή είναι κρετινισμός, τη 18η Μπριμέρ και τη 2η Δεκεμβρίου. Μ' αυτή την κατάκτηση της υπαίθρου θα συμβαδίσει πολύ πιθανά η ανάπτυξη της σύγχρονης κοινωνίας στη Ρωσία. Όταν η χώρα αύτη μπει στη φιλελεύθερη εποχή, με όλα τα μειονεκτήματα και τα προβλήματα που την χαρακτηρίζουν, ή καλύτερα με όλες τις καθαρά σύγχρονες μορφές εκμετάλλευσης και προλεταριοποίησης, αλλά και με τα πλεονεκτήματα και τις ανταμοιβές της πολιτικής ανάπτυξης του προλεταριάτου, η κοινωνική δημοκρατία δεν θα έχει πια να φοβηθεί τις απειλές και τους αναπάντεχους εξωτερικούς κινδύνους· όσο για τους εσωτερικούς, θα τους έχει νικήσει, ταυτόχρονα με την κατάκτηση των αγροτών. Διδακτική είναι χωρίς αμφιβολία η περίπτωση της Ιταλίας. Αυτή η χώρα, δεδομένου ότι είχε κιόλας πάνω της, με το τέλος του Μεσαίωνα, την έναρξη της καπιταλιστικής εποχής, βγήκε για αιώνες από την κυκλοφορία της ιστορίας. Τυπική περίπτωση αιτιολογημένης κατάπτωσης, που μπορεί να μελετηθεί με ακρίβεια σε όλες τις φάσεις 20
Όταν έγραφα αυτές τις λέξεις για πρώτη φορά υπαινισσόμουν κυρίως τους γάλλους σοσιαλιστές. Αλλά η πρόσφατη συζήτηση του αγροτικού προγράμματος, που προτάθηκε για την κοινωνική δημοκρατία στη Γερμανία επιβεβαιώνει τις πραγματικές αιτίες των δυσκολιών που υπέδειξα.
της! Ξαναμπήκε ενμέρει στην ιστορία την εποχή της κυριαρχίας του Ναπολέοντα. Αφού πέτυχε την ενότητα και έγινε σύγχρονο κράτος, μετά την εποχή της αντίδρασης και των συνωμοσιών και με τους τρόπους και τις περιπέτειες που όλοι γνωρίζουν, η Ιταλία βρέθηκε να έχει πρόσφατα όλα τα μειονεκτήματα του κοινοβουλευτισμού, του μιλιταρισμού, και των νέου τύπου δημόσιων οικονομικών μη έχοντας όμως ταυτόχρονα την πλήρη μορφή της σύγχρονης παραγωγής και τη συνακόλουθη ικανότητα ανταγωνισμού και ίσων όρων. Αδυνατώντας να ανταγωνιστεί τις χώρες με προηγμένη βιομηχανία, με απόλυτη έλλειψη κάρβουνου, έλλειψη σιδήρου και με ανεπαρκή προετοιμασία τεχνικών υποδομών και ικανοτήτων, περιμένει τώρα, ή βαυκαλίζεται, ότι οι εφαρμογές του ηλεκτρισμού θα της δόσουν τον τρόπο να κερδίσει το χαμένο χρόνο, όπως γίνεται φανερό από τις ενδείξεις διαφόρων προσπαθειών από τη Μπιέλα ως το Σκίο. Ένα σύγχρονο κράτος σε μια αποκλειστικά σχεδόν αγροτική κοινωνία, και μάλιστα στο μεγαλύτερο μέρος της παλιάς γεωργίας: αυτό δημιουργεί αισθήματα καθολικής ένδειας, δίνει τη γενική συνείδηση της ασυνέπειας όλων μαζί και κάθε πράγματος χωριστά! Από δω και η ασυνέπεια και η ανυπαρξία των κομμάτων, από δω και οι εύκολες διακυμάνσεις από τη δημαγωγία ως τη δικτατορία, από δω και το πλήθος, ο όχλος, η απέραντη συναγωγή των παρασίτων της πολιτικής, καθώς και των σχεδιαστών, φαντασιολόγων και επινοητών ιδεών. Φωτίζει με ζωηρότατο φως αυτό το μοναδικό θέαμα μιας κοινωνικής ανάπτυξης που έχει εμποδιστεί, καθυστερήσει, βρει αντιξοότητες κι είναι γι' αυτό αβέβαιη, το οξύ πνεύμα που αν δεν είναι πάντοτε καρπός και έκφραση πολλής και αληθινά σύγχρονης καλλιέργειας, φέρνει όμως μέσα του, απ' την παλιά συνήθεια ενός χιλιόχρονου πολιτισμού, τη σφραγίδα ενός σχεδόν αξεπέραστου νοητικού ραφιναρίσματος. Η Ιταλία, για ολοφάνερους λόγους, δεν ήταν το χαρακτηριστικό πεδίο μιας αυτογενούς διαμόρφωσης σοσιαλιστικών ιδεών και τάσεων. Ο Φίλιπο Μπουοναρότι, ιταλός, από φίλος, μικρότερος, του Ροβεσπιέρου έγινε σύντροφος του Μπαμπέφ, και αργότερα ο ανανεωτής του μπαμπεφισμού στη Γαλλία μετά το 1830! Ο σοσιαλισμός έκανε την πρώτη του εμφάνιση στην Ιταλία την εποχή της Διεθνούς, με τη συγκεχυμένη και ασυνεπή μορφή του μπακουνινισμού· κι αυτό όχι σαν κίνημα προλεταριακής μάζας, αλλά σαν κίνημα μικροαστών, declasses, και επαναστατών από παρόρμηση και
ένστικτο. 21 Πρόσφατα, στα τελευταία αυτά χρόνια, ο σοσιαλισμός προχώρησε, παγιώθηκε και συγκεκριμενοποιήθηκε, σε μια μορφή που αναπαράγει, με πολλή αβεβαιότητα είναι αλήθεια, δηλαδή με ελάχιστη ακρίβεια, το γενικό τύπο της κοινωνικής δημοκρατίας 22 . Και όμως, στην Ιταλία το πρώτο σημείο ζωής που έδοσε το προλεταριάτο ήταν οι εξεγέρσεις των αγροτών στη Σικελία, τις οποίες ακολούθησαν άλλες του ίδιου τύπου στην ηπειρωτική χώρα, και άλλες πολύ πιθανό θα τις ακολουθήσουν στη συνέχεια. Μήπως αυτό δεν λέει αρκετά; Μετά από τη σύντομη τούτη ματιά στο πεδίο του σύγχρονου σοσιαλισμού, ας γυρίσουμε ευχαρίστως με το νου και το πνεύμα στην ανάμνηση των πρώτων εκείνων προδρόμων μας πενήντα χρόνια πριν, που έδειξαν με το Μανιφέστο την κατάκτηση μιας προωθημένης θέσης στο δρόμο της προόδου. Αυτό δεν θα πρέπει να νοηθεί σαν να αφορά αποκλειστικά και μόνο τους θεωρητικούς της παράταξης, δηλαδή το Μαρξ και τον Έγκελς. Και ο ένας και ο άλλος άσκησαν πάντοτε και σε κάθε περίπτωση είτε από καθέδρας είτε από το δικαστήριο ή με τα γραφτά τους μεγάλη επιρροή στην πολιτική και την επιστήμη, τέτοια και τόση ήταν η δύναμη τους, η πρωτοτυπία της διάνοιας τους και η έκταση των γνώσεων τους, ακόμη κι αν δεν είχαν ποτέ ανταμώσει στην πορεία της ζωής στη Λίγκα των Κομμουνιστών. Αλλά θέλω να πω για τους ανθρώπους εκείνους που στην κενή και αλαζονική γλώσσα της αστικής φιλολογίας ονομάζονται σκοτεινοί: τον παπουτσή Μπάουερ, τους ραφτάδες Λέσνερ και Εκάριους, το λεπτουργό Πφέντερ, το ρολογά Μολ 23 , το Λόκνερ, ή όπως αλλιώς ονομάζονταν εκείνοι που πρώτοι άρχισαν συνειδητά το κίνημα μας. Σαν δείκτη της εμφάνισης τους έχουμε το σύνθημα: Προλετάριοι όλου του κόσμου ενωθείτε. Σαν αποτέλεσμα του έργου τους: το πέρασμα του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην επιστήμη. Η επιβίωση του ενστίκτου τους και της πρωτόγονης ώθησης 21
Διαφορετική υπήρξε η περίπτωση της Γερμανίας. Εκεί, μετά το 1830, ο σοσιαλισμός που ήρθε απ' έξω διαδόθηκε σαν φιλολογικό ρεύμα και υπέστη τις φιλοσοφικές αλλοιώσεις που ο Γκριν ήταν ο τυπικός τους εκπρόσωπος. Αλλά πριν ακόμη εμφανιστεί η νέα θεωρία, ο προλεταριακός σοσιαλισμός είχε βρει στο πρόσωπο, την προπαγάνδα και τα γραφτά του Βάιτλιγκ μια μορφή αξιοσημείωτης και χαρακτηριστικής πρωτοτυπίας. Όπως έγραφε ο Μαρξ στο «Vorwarts» (Παρίσι) του 1844, ήταν εκείνος ο γίγαντας στην κούνια. 22 Αυτό πολλοί το αποκαλούν μαρξισμό. Ο μαρξισμός είναι και παραμένει θεωρία. Και τα κόμματα δεν παίρνουν ουσία και όνομα από μια θεωρία. "Moi je ne suis pas marxiste" έλεγε –σκεφτείτε– ο ίδιος ο Μαρξ! 23 Αυτός εγκαθίδρυσε πρώτος τις σχέσεις ανάμεσα στη Λίγκα και το Μαρξ και έκανε τις διαπραγματεύσεις για τη σύνταξη του Μανιφέστου. Σκοτώθηκε στην εξέγερση του 1849 στη σύγκρουση του Μουργκ.
τους στο σημερινό μας έργο είναι ο αλησμόνητος τίτλος που αυτοί οι πρόδρομοι απόκτησαν με την ευγνωμοσύνη όλων των σοσιαλιστών. Σαν ιταλός ξαναγυρίζω πιο ευχάριστα στην πρώτη αυτή αρχή του σύγχρονου σοσιαλισμού ώστε τουλάχιστον από τη μεριά μου, να μη μείνει χωρίς αποτέλεσμα μια πρόσφατη νουθεσία του Έγκελς: «Η ανακάλυψη, ότι παντού και πάντα οι πολιτικές καταστάσεις και τα
περιστατικά βρίσκουν την εξήγηση τους στις αντίστοιχες οικονομικές περιστάσεις, δεν έγινε τάχα από τον Μαρξ στα 1845, αλλά από τον κ. Λόρια στα 1886. Τουλάχιστον αυτό το φούρνισε με επιτυχία στους συμπατριώτες του, και μετά που κυκλοφόρησε το βιβλίο του στα γαλλικά, και σε μερικούς γάλλους, και μπορεί να κοκορεύεται στην Ιταλία σαν ιδρυτής τώρα μιας νέας ρηξικέλευθης θεωρίας για την ιστορία, ώσπου οι εκεί σοσιαλιστές να βρουν καιρό, να μαδήσουν από τον διάσημο Λόρια τα κλεμμένα φτερά του παγωνιού 24 ». Θα ήθελα να τελειώσω· αλλά πρέπει να προσθέσω κάτι ακόμη. Απ' όλες τις μεριές και τα πεδία ξεσηκώνονται διαμαρτυρίες, ξεσπούν θρήνοι, ανακινούνται αντιρρήσεις κατά του Ιστορικού Υλισμού. Και στο χορό αυτό σμίγουν τη φωνή τους οι ανώριμοι σοσιαλιστές, οι φιλάνθρωποι σοσιαλιστές ή οι συναισθηματικοί και υστερικοί σοσιαλιστές. Κι έπειτα επανεμφανίζεται, σαν νουθεσία, το ζήτημα της κοιλιάς. Και είναι τόσοι αυτοί που παίζουν μέσα από λογικούς διαξιφισμούς με τις αφηρημένες κατηγορίες του εγωισμού και του αλτρουισμού· και για πολλούς φτάνει πάντα σε καλό σημείο η αναπόφευκτη τώρα πια πάλη για την ύπαρξη! Ηθική! Μα δεν το έχουμε ακούσει εδώ και τόσο καιρό το μάθημα αυτής της ηθικής της αστικής εποχής, από το Μύθο των Μελισσών εκείνου του Μαντεβίλ, που ήταν σύγχρονος της πρώτης διαμόρφωσης της κλασικής Οικονομίας; Και η πολιτική αυτής της ηθικής δεν εξηγήθηκε, με αξεπέραστη και αλησμόνητη κλασικότητα, από τον πρώτο μεγάλο πολιτικό συγγραφέα της καπιταλιστικής εποχής, το Μακιαβέλι, όχι εφευρέτη τον ίδιο αλλά πιστό και επιμελή γραμματέα και συντάκτη του 24
Στον πρόλογο του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου του Μαρξ. Η χρονολογία του 1845 αναφέρεται κυρίως στο βιβλίο Die heilige Familie (Η Άγια Οικογένεια), Φρανκφούρτη 1845, που έγραψαν σε συνεργασία ο Μαρξ και ο Έγκελς. Αυτό το βιβλίο χρειάζεται πριν απ' όλα να διαβαστεί, αν θέλουμε να κατανοήσουμε τη θεωρητική καταγωγή του ιστορικού υλισμού.
μακιαβελισμού; Και το λογικό παιχνίδι του εγωισμού και του αλτρουισμού δεν βρίσκεται όλο κάτω από τα μάτια μας, από τον αιδεσιμότατο Μάλθους ως αυτόν τον μέτριο, κενό, σχοινοτενή και ανιαρό διανοούμενο, τον απαραίτητο τώρα πια Σπένσερ; Πάλη για την ύπαρξη! Αλλά θέλετε να παρατηρήσετε, να μελετήσετε και να κατανοήσετε μια πάλη που να είναι πιο σαφής για μας από κείνη που ανέκυψε και γιγαντώνεται στην προλεταριακή δράση; Ή μήπως εσείς θέλετε να κατεβάσετε την εξήγηση αυτής της πάλης –η οποία αναπτύσσεται και ασκείται στο υπερφυσικό πεδίο της κοινωνίας, που ο ίδιος ο άνθρωπος δημιούργησε μέσα από την ιστορία, που ο ίδιος ο άνθρωπος μπορεί να αλλάξει με άλλες μορφές εργασίας, τεχνικής και θεσμών– απλά στην πιο γενική εκείνη πάλη που φυτά και ζώα, και οι ίδιοι οι άνθρωποι στο βαθμό που είναι καθαρά ζώα, διεξάγουν μέσα στα άμεσα πλαίσια της Φύσης; Αλλά ας σταθούμε στο θέμα μας. Ο κριτικός κομμουνισμός δεν αρνήθηκε ποτέ, ούτε αρνείται, να δεχτεί όλη την πολλαπλή και πλούσια ιδεολογική, ηθική, ψυχολογική και παιδαγωγική υποβολή που μπορεί να του έρθει από τη γνώση και τη μελέτη όσων μορφών κομμουνισμού και σοσιαλισμού υπήρξαν ποτέ, από το Φαλέα το Χαλκηδόνιο ως τον Καμπέ 25 . Αντίθετα, μόνο με τη μελέτη και τη γνώση αυτών των μορφών αναπτύσσεται και παγιώνεται η συνείδηση της απόστασης του επιστημονικού σοσιαλισμού από όλα τα υπόλοιπα. Και ποιός είναι εκείνος που στα πλαίσια αυτής της μελέτης θα αρνηθεί να αναγνωρίσει ότι ο Τόμας Μουρ λ.χ. ήταν μια ηρωική ψυχή και διάσημος συγγραφέας του σοσιαλισμού; Ποιός θα αρνηθεί τον εξαίρετο θαυμασμό του στο Ρόμπερτ Όουεν, που πρώτος απέδοσε στην ηθική του κομμουνισμού αυτή την αδιαμφισβήτητη αρχή: ότι ο χαρακτήρας και η ηθική των ανθρώπων είναι το αναγκαίο αποτέλεσμα των συνθηκών όπου ζουν και των περιστάσεων μέσα στις οποίες βρίσκονται και αναπτύσσονται; Και άλλωστε οι κριτικοί κομμουνιστές πιστεύουν αν ξανασκεφτούμε την ιστορία, στο καθήκον να χτυπούν όλους τους καταπιεστές, όποια κι αν είναι η τύχη τους· και η τύχη τους ήταν πράγματι πάντοτε να μένουν καταπιεζόμενοι, ή να ανοίγουν το
25
Στέκομαι σ' αυτό το όνομα γιατί ο Καμπέ υπήρξε σύγχρονος ακριβώς του Μανιφέστου. Ή μήπως θα έπρεπε να σταθώ στις Φίλαθλες μορφές του Μπέλαμι και του Χέρτσκα;
δρόμο, μετά από σύντομη και εφήμερη επιτυχία, στην κυριαρχία νέων καταπιεστών! Αλλά υπάρχει ένα σημείο στο όποιο οι κριτικοί κομμουνιστές διακρίνονται καθαρά από όλες τις άλλες μορφές και τρόπους κομμουνισμού και σοσιαλισμού αρχαίου, νεότερου η σύγχρονου, κι αυτό το σημείο είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Δεν μπορούν να δεχτούν ότι οι περασμένες ιδεολογίες έμειναν χωρίς αποτέλεσμα και ότι οι περασμένες απόπειρες του προλεταριάτου ξεπεράστηκαν πάντοτε και νικήθηκαν από κάποιο καθαρό ατύχημα της ιστορίας, ή από μια ιδιοτροπία ας πούμε των περιστάσεων. Όλες αυτές οι ιδεολογίες, όσο κι αν αντανακλούσαν πραγματικά το υποδηλούμενο ή άμεσο αίσθημα των κοινωνικών αντιθέσεων, δηλαδή της πραγματικής ταξικής πάλης, με την υψηλή συνείδηση της δικαιοσύνης και με βαθιά αφοσίωση σ' ένα ισχυρό ιδεώδες, αποκαλύπτουν όμως όλες την άγνοια των αληθινών αιτίων και της πραγματικής φύσης των αντιθέσεων κατά των οποίων ξεσηκώνονταν με μια ταχύτατη πράξη εξέγερσης, συχνά ηρωική. Από δω κι ο χαρακτήρας της ουτοπίας! Και έτσι αντιλαμβανόμαστε εξίσου το γεγονός ότι οι συνθήκες καταπίεσης άλλων εποχών, όσο κι αν ήταν πιο βάρβαρες και ωμές, δεν έδιναν θέση σε κείνη τη συσσώρευση ενέργειας, σε κείνη τη συνέχεια αντίστασης και έργου, που βρίσκονται και θα υπάρχουν και θα αναπτύσσονται στο προλεταριάτο της εποχής μας. Είναι η αλλαγή της κοινωνίας στην οικονομική της διάρθρωση, είναι η διαμόρφωση του νέου προλεταριάτου στα πλαίσια της μεγάλης βιομηχανίας και του σύγχρονου κράτους, είναι η εμφάνιση αυτού του προλεταριάτου στην πολιτική σκηνή: είναι τα νέα πράγματα, με μια λέξη, που γέννησαν την ανάγκη νέων ιδεών. Και γι' αυτό το λόγο ο κριτικός κομμουνισμός δεν ηθικολογεί, δεν προλέγει, δεν αναγγέλλει, ούτε παρακαλεί ή κάνει ουτοπία: έχει κιόλας το πράγμα στο χέρι, κι έχει θέσει στο ίδιο το πράγμα την ηθική και τον ιδεαλισμό του. Μ' αυτό το νέο προσανατολισμό που φαίνεται στους αισθηματίες σκληρός γιατί είναι πολύ αληθινός, ρεαλιστικός και πραγματικός είμαστε σε θέση να ανατρέξουμε αναδρομικά στην ιστορία του προλεταριάτου και των άλλων καταπιεζόμενων από άλλες μεθόδους καταπίεσης που προηγήθηκαν. Και έτσι βλέπουμε τις διάφορες φάσεις της· αντιλαμβανόμαστε την αποτυχία του χαρτισμού· και ακόμη πιο πίσω την αποτυχία της συνωμοσίας των Ίσων· και ανατρέχουμε ακόμη πιο πέρα
στις διάφορες εξεγέρσεις, αντιστάσεις και πολέμους, όπως η περίφημη εκείνη των χωρικών στη Γερμανία, και μετά η Jacquerie, οι Τσόμπι και ο Φρα Ντολτσίνο. Και σ' όλα αυτά τα γεγονότα και συμβάντα διακρίνουμε μορφές και φαινόμενα που σχετίζονται με το γίγνεσθαι της αστικής τάξης, στο βαθμό που σπαράσσει, διαλύει, νικά και κατακερματίζει το φεουδαρχικό σύστημα. Το ίδιο μπορούμε να κάνουμε και για τους ταξικούς αγώνες του αρχαίου κόσμου· άλλά μόνο ενμέρει και με μικρότερη σαφήνεια. Αυτή η ιστορία του προλεταριάτου και των άλλων καταπιεζόμενων τάξεων και των περιπετειών των εξεγέρσεών τους, είναι οδηγός επαρκής για να κατανοήσουμε πώς και γιατί ήταν πρώιμες, ή ανώριμες, οι ιδεολογίες του κομμουνισμού άλλων εποχών. Η αστική τάξη, αν δεν έχει φτάσει ακόμη και παντού στο τέρμα της εξέλιξής της, έχει όμως φτάσει σε μερικές χώρες σχεδόν στο απώγειό της. Υποτάσσει, στα πιο προηγμένα κράτη, τους διάφορους και πολύμορφους τρόπους παραγωγής άλλων εποχών, άμεσα ή έμμεσα, στη δράση και το νόμο του κεφαλαίου. Κι έτσι ή απλοποιεί ή τείνει να απλοποιήσει τους διάφορους ταξικούς αγώνες, που εξαιτίας της πολλαπλότητάς τους σε άλλες εποχές αλληλοαναιρούνταν, σε μόνη την πάλη μεταξύ κεφαλαίου, που κάθε προϊόν της ανθρώπινης εργασίας αναγκαίας στη ζωή μεταβάλλει σε εμπόρευμα, και προλεταριοποιημένης μάζας που προσφέρει σαν αντάλλαγμα την εργασιακή της δύναμη, που έγινε κι αυτή απλό εμπόρευμα. Το μυστικό της ιστορίας απλοποιήθηκε. Βρισκόμαστε στην πεζότητα. Και όπως η παρούσα, δηλαδή η πιο σύγχρονη, ταξική πάλη είναι η απλοποίηση όλων των άλλων, έτσι και ο κομμουνισμός του Μανιφέστου απλοποίησε σε αυστηρές και γενικές θεωρητικές διατυπώσεις την πολύμορφη ιδεολογική, ηθική, ψυχολογική και παιδαγωγική υποβολή των άλλων μορφών κομμουνισμού, χωρίς να τις αρνείται, αλλά ανεβάζοντάς τες σε έναν άλλο βαθμό. Ζούμε στην πεζότητα· ακόμη κι ο κομμουνισμός γίνεται πεζότητα: δηλαδή είναι επιστήμη. Γι' αυτό το Μανιφέστο δεν περιέχει καθόλου ρητορική διαμαρτυριών ούτε αντιδικίες. Δεν θρηνεί την εξαθλίωση για να την εξαλείψει. Δεν χύνει δάκρυα για το τίποτα. Τα δάκρυα των πραγμάτων σηκώθηκαν πια στα πόδια τους, από μόνα τους, σαν αυθόρμητη διεκδικητική δύναμη. Η ηθική και ο ιδεαλισμός συνίστανται τώρα πια σε τούτο: να τεθεί η επιστημονική σκέψη στην υπηρεσία του προλεταριάτου. Αν αυτή η ηθική δεν φαίνεται αρκετή στους αισθηματίες, που είναι τις περισσότερες φορές υστερικοί και μωροί, ας πάνε να
ζητήσουν τον αλτρουισμό στο μεγάλο ποντίφικα Σπένσερ. Θα τους δόσει τον απειρόκαλο, ανούσιο και χωρίς συμπέρασμα ορισμό του: ας ικανοποιηθούν μ' αυτόν. Αλλά μήπως θα πρέπει να επεκτείνουμε στην εξήγηση ολόκληρης της ιστορίας μόνο τον οικονομικό παράγοντα; Οικονομικοί παράγοντες! Μα αυτή είναι έκφραση εμπειρικών ερευνητών ή αφηρημένων αναλυτών, ή ακόμη ιδεολόγων που επαναλαμβάνουν το Χέρντερ. Η κοινωνία είναι ένα σύνθετο σύνολο, ένας οργανισμός, όπως λένε εκείνοι που υιοθετούν ευχαρίστως μια τόσο αμφιλεγόμενη εικόνα, και χάνονται μετά στους ρεμβασμούς για την αξία και την αναλογική χρήση αυτής της έκφρασης. Αυτό το σύνθετο σύνολο σχηματίστηκε και μεταβλήθηκε πολλές φορές. Ποιά η εξήγηση αυτών των μεταβολών; Πολύ πριν ο Φόιερμπαχ δόσει τη χαριστική βολή στη θεολογική εξήγηση της ιστορίας (ο άνθρωπος έφτιαξε τη θρησκεία και όχι η θρησκεία τον άνθρωπο!), ο γερο-Μπαλζάκ την είχε κιόλας δόσει με τη σάτιρα, παρουσιάζοντας τους ανθρώπους σαν μαριονέτες του θεού. Και μήπως ο Βίκο δεν είχε ήδη ανακαλύψει ότι η θεία Πρόνοια δεν δρα ab extra στην ιστορία, αλλά αντίθετα δρα βάσει της πίστης που της έχουν οι άνθρωποι; Και ο ίδιος ο Βίκο έναν ολόκληρο αιώνα πριν τον Μόργκαν δεν είχε περιορίσει ολόκληρη την ιστορία σε μια διαδικασία που ο άνθρωπος συντελεί από μόνος του μέσα από πειραματισμούς όπως η εύρεση της γλώσσας, των θρησκειών, των ηθών και του δικαίου; Δεν είχε σκεφτεί ο Λέσιγκ ότι η ιστορία αποτελούσε τη διαπαιδαγώγηση του ανθρώπινου είδους; Δεν είχε μήπως δει ο Ζαν-Ζακ πως οι ιδέες γεννιώνται από τις ανάγκες; Δεν άγγιξε σχεδόν από κοντά ο Σεν-Σιμόν, όταν δεν φαντασιοκοπούσε για οργανικές και ανοργανικές εποχές, την πραγματική γένεση της τρίτης τάξης; Και οι ιδέες του, πεζά μεταφρασμένες, δεν έδοσαν στο πρόσωπο του Τιερί έναν αληθινό ανανεωτή των κριτικών ερευνών για το παρελθόν; Στην πρώτη πενηνταετία αυτού του αιώνα, και ιδιαίτερα στην περίοδο 1830-50, οι ταξικοί αγώνες, που οι παλιοί καθώς και οι ιστορικοί της ιταλικής Αναγέννησης είχαν τόσο ζωηρά περιγράψει, στο βαθμό που τους είχε δόσει την ευκαιρία εμπειριών το στενό περιβάλλον των πόλεων, είχαν πολλαπλασιαστεί και μεγεθυνθεί κι απ' τις δυο μεριές της Μάγχης σε αναλογία και καθαρότητα ολοένα περισσότερη. Γεννημένοι στο
περιβάλλον της μεγάλης βιομηχανίας, φωτισμένοι από τη θύμηση και τη μελέτη της Μεγάλης Επανάστασης, γίνονται από διαίσθηση εποικοδομητικοί γιατί με μικρότερη ή μεγαλύτερη σαφήνεια και συνείδηση έβρισκαν τη σύγχρονη και υποβλητική τους έκφραση στα προγράμματα των πολιτικών κομμάτων: λ.χ., ελεύθερη ανταλλαγή, ή δασμοί στα σιτηρά στην Αγγλία, κλπ. Η αντίληψη της ιστορίας άλλαζε ταχύτατα στη Γαλλία, τόσο στη δεξιά όσο και στην αριστερή πτέρυγα των φιλολογικών κομμάτων, από τον Γκιζό ως το Λουί Μπλαν και τον μέτριο και μετριοπαθή Καμπέ. Η κοινωνιολογία ήταν η ανάγκη της εποχής και αν αναζήτησε μάταια τη θεωρητική της έκφραση στον Κοντ, σχολαστικό και καθυστερημένο, βρήκε όμως τον καλλιτέχνη στο Μπαλζάκ, που υπήρξε αυτός που αληθινά ανακάλυψε την ψυχολογία των τάξεων. Να εντοπιστεί στις τάξεις και τις συγκρούσεις τους το πραγματικό υποκείμενο της ιστορίας, και η κίνηση αυτής της τελευταίας στην κίνηση των πρώτων, να τί γινόταν προσπάθεια να ανακαλυφθεί. Και γι' αυτό έπρεπε να καθοριστούν οι ακριβείς όροι της θεωρίας. Ο άνθρωπος έφτιαξε την ιστορία του όχι μέσα από μια μεταφορική εξέλιξη, ούτε για να προχωρήσει πάνω στη γραμμή μιας προσχεδιασμένης προόδου. Την έφτιαξε, δημιουργώντας μόνος του τις συνθήκες, δηλαδή διαμορφώνοντας μόνος του, με την εργασία του, ένα τεχνητό περιβάλλον, και αναπτύσσοντας στη συνέχεια τις τεχνικές ικανότητες και συσσωρεύοντας και μετατρέποντας τα προϊόντα του μόχθου του, μέσα σ' αυτό το περιβάλλον. Ιστορία έχουμε μια και μόνη, και οπωσδήποτε την πραγματική αυτή, που έχει πραγματικά υπάρξει, και δεν μπορούμε να την συγκρίνουμε με μια άλλη απλά πιθανή. Πού θα βρούμε τους νόμους αυτού του σχηματισμού και ανάπτυξης; Οι αρχαιότατοι σχηματισμοί δεν είναι ξεκάθαροι με το πρώτο. Αλλά αυτή η αστική κοινωνία, όπως γεννήθηκε πρόσφατα, και δεν έχει φτάσει ακόμη σε πλήρη ανάπτυξη ούτε σ' ολόκληρη την Ευρώπη, φέρνει μέσα της τα εμβρυογενετικά ίχνη της προέλευσης και της διαδικασίας της και τα κάνει ολοφάνερα στις χώρες όπου μόλις αναφαίνεται κάτω από τα μάτια μας, λ.χ. στην Ιαπωνία. Σαν κοινωνία που μετατρέπει όλα τα προϊόντα της ανθρώπινης εργασίας σε εμπορεύματα, μέσω του κεφαλαίου, σαν κοινωνία που προϋποθέτει το προλεταριάτο, ή το δημιουργεί, κι έχει μέσα της την ανησυχία, την αναταραχή, την αστάθεια των συνεχών νεωτερισμών, γεννήθηκε σε ορισμένες εποχές, με τρόπους προσδιορίσιμους και καθαρούς, όσο και ποικίλους. Πραγματικά, στις
διάφορες χώρες έχει διαφορετικούς τρόπους ανάπτυξης: όπου λ.χ. αρχίζει πριν από αλλού, όπως στην Ιταλία, και κατόπιν σταματά και όπου, όπως στην Αγγλία, προχωρεί σταθερά επί τρεις αιώνες οικονομικής απαλλοτρίωσης των προηγούμενων μορφών παραγωγής, ή της παλιάς ιδιοκτησίας, όπως λέγεται στη γλώσσα των νομικών. Σε μια χώρα προχωρεί βαθμιαία, συνδεόμενη με τις προϋπάρχουσες δυνάμεις, και υφίσταται την επίδραση με προσαρμογή, όπως υπήρξε η περίπτωση της Γερμανίας· και να που σε μια άλλη χώρα σπάει το περίβλημα και τις αντιστάσεις με τρόπο βίαιο, όπως συνέβη στη Γαλλία, όπου η Μεγάλη Επανάσταση αντιπροσωπεύει την πιο έντονη και ταχύτατη ιστορική πράξη που γνωρίζουμε και αποτελεί, για το λόγο αυτό, τη μεγαλύτερη σχολή κοινωνιολογίας. Σε σύντομες και χοντρές γραμμές, όπως έχω κιόλας σημειώσει, αυτός ο σχηματισμός της σύγχρονης κοινωνίας, δηλαδή της αστικής, βρήκε την τυπική του απεικόνιση στο Μανιφέστο· όπου δόθηκε το γενικό ανατομικό περίγραμμα μέσα από ιδιαίτερες πλευρές του συνεταιρισμού, του εμπορίου, της μανιφατούρας και της μεγάλης βιομηχανίας, και προστέθηκαν οι υποδείξεις για τα όργανα και τους παράγωγους και σύνθετους μηχανισμούς που είναι το δίκαιο, οι πολιτικοί θεσμοί, κλπ. Και να που τα πρώτα στοιχεία της θεωρίας για να εξηγηθεί η ιστορία με την αρχή των ταξικών αγώνων είχαν διατυπωθεί. Αύτη η ίδια η αστική κοινωνία, που επαναστατικοποίησε όλες τις προηγούμενες μορφές παραγωγής, έριξε φως στον εαυτό της και στις διαδικασίες της, δημιουργώντας τη θεωρία της δομής της, δηλαδή την Οικονομία. Πραγματικά, δεν γεννήθηκε και δεν εξελίχθηκε στα ασύνειδα πλαίσια που χαρακτηρίζουν τις πρωτόγονες κοινωνίες αλλά, αντίθετα, στο μεσημεριανό φως του σύγχρονου κόσμου, από την Αναγέννηση και δω. Η Οικονομία, όπως όλοι ξέρουν, γεννήθηκε αποσπασματικά στην αρχή στην πρώτη εποχή της αστικής τάξης, που ήταν εκείνη του εμπορίου και των μεγάλων γεωγραφικών ανακαλύψεων· δηλαδή στην πρώτη φάση του μερκαντιλισμού, και κατόπιν στη δεύτερη. Και γεννήθηκε για να δόσει απάντηση πρώτα πρώτα σε ειδικά ζητήματα: είναι νόμιμος ο τόκος; Συμφέρει στα κράτη και τα έθνη να συσσωρεύουν χρήμα; Και αλλά παρόμοια. Αναπτύχθηκε υστέρα, επεκτεινόμενη σε πιο σύνθετες πλευρές του προβλήματος του πλούτου, και μεγάλωσε στη μετάβαση από το
μερκαντιλισμό στη μανιφατούρα, και τέλος πιο γρήγορα και πιο αποφασιστικά στη μετάβαση από αυτή την τελευταία στη δημιουργία της μεγάλης βιομηχανίας. Ήταν η διανοητική ψυχή της αστικής τάξης που κατακτούσε την κοινωνία. Είχε κιόλας, σαν θεωρία, ολοκληρωθεί στις κύριες γραμμές της στις παραμονές της Μεγάλης Επανάστασης· και υπήρξε σύμβολο στην εξέγερση κατά των παλιών μορφών του φέουδου, της συντεχνίας των προνομίων, των περιορισμών στην εργασία, κλπ.: υπήρξε δηλαδή σύμβολο ελευθερίας. Γιατί, πραγματικά, το φυσικό δίκαιο, που αναπτύχθηκε από τους προδρόμους του Γκρότιους ως το Ρουσό, τον Καντ και το σύνταγμα του '93, δεν ήταν παρά το αντίγραφο και το ιδεολογικό συμπλήρωμα της Οικονομίας· τόσο, που συχνά το ίδιο το πράγμα και το συμπλήρωμα συγχέονται σ' ένα και το αυτό στα μυαλά και τα αξιώματα των συγγραφέων, όπως είναι η τυπική περίπτωση των φυσιοκρατών. Σαν θεωρία διέκρινε, ξεχώρισε, ανάλυσε τα στοιχεία και τις μορφές της διαδικασίας της παραγωγής, κυκλοφορίας και κατανομής, ανάγοντας τα πάντα σε κατηγορίες: χρήμα, χρήμα-κεφάλαιο, τόκος, κέρδος, γαιοπρόσοδος, μισθός, κλπ. Προχώρησε με βεβαιότητα, με σταθερή ανάπτυξη της ανάλυσης, και πιο καθαρά από τον Πέτι ως το Ρικάρντο. Κυρία αυτή μόνη του πεδίου, συνάντησε σπάνιες αντιρρήσεις 26 . Εργάστηκε πάνω σε δυο προϋποθέσεις, που δεν έκανε τον κόπο ούτε να υπερασπιστεί, τόσο φαίνονταν ολοκάθαρες: δηλαδή, ότι η κοινωνική τάξη που απεικόνιζε ήταν η φυσική τάξη· και ότι η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής ήταν ένα και το αυτό με την ανθρώπινη ελευθερία: πράγμα που έκανε το μισθωτό και την κατωτερότητα των μισθωτών αναγκαίους όρους ύπαρξης. Μ' αλλά λόγια, δεν είδε την ιστορική εξάρτηση των μορφών που διακήρυσσε και εξηγούσε. Τις ίδιες αντιθέσεις που συνάντησε στο δρόμο της, τις προσπάθειες μιας συνακόλουθης συστηματικής που πολλές φορές δοκιμάστηκε αλλά ποτέ δεν πέτυχε, προσπάθησε να τις εξαλείψει λογικά· όπως είναι η περίπτωση του Ρικάρντο, στην προσπάθεια του να χτυπήσει την ανάξια γαιοπρόσοδο. Στις αρχές του αιώνα ξεσπούν βίαιες οι κρίσεις και κείνα τα πρώτα εργατικά κινήματα, που έχουν την άμεση και απευθείας καταγωγή τους στην οξεία ανεργία. Η αυταπάτη της φυσικής τάξης ανατρέπεται! Ο πλούτος γέννησε την αθλιότητα! Η μεγάλη βιομηχανία, αλλάζοντας όλες 26
Όπως είναι η περίπτωση του Μάμπλι απέναντι στο Μερσιέ ντε λα Ριβιέρ, ο οποίος συνοψίζει πάνω του τη φυσιοκρατία για να μην μιλήσουμε για τους Γκόντγουιν, Χάλ και άλλους.
τις σχέσεις της ζωής, αύξησε τις ιδιορρυθμίες, τις αρρώστιες, την υποταγή: αυτή, με μια λέξη, είναι η αιτία του εκφυλισμού! Η πρόοδος γέννησε την οπισθοδρόμηση! Πώς να κάνουμε ώστε η πρόοδος να μη γεννά παρά πρόοδο, δηλαδή ευημερία, υγεία, ασφάλεια, εκπαίδευση και διανοητική ανάπτυξη εξίσου για όλους; Σ' αυτό το ερώτημα βρίσκεται ολόκληρος ο Όουεν, που είχε κοινό με το Φουριέ και το Σεν-Σιμόν τούτο: ότι δεν πρόβαλλε πια την αυταπάρνηση ή τη θρησκεία, και ήθελε να λύσει και να ξεπεράσει τις κοινωνικές αντιθέσεις χωρίς μείωση της τεχνικής και βιομηχανικής ενέργειας του ανθρώπου, άλλά με την αύξησή της. Ο Όουεν έγινε κομμουνιστής απ' αυτό το δρόμο· και είναι ο πρώτος που έγινε κομμουνιστής μέσα στα πλαίσια και με την εμπειρία τη μεγάλης σύγχρονης βιομηχανίας. Η αντίθεση φαίνεται πρωταρχικά να τοποθετείται ολόκληρη στην αντίφαση ανάμεσα στο τρόπο της κατανομής και τον τρόπο της παραγωγής. Αύτη η αντίθεση πρέπει, λοιπόν, να νικηθεί σε μια κοινωνία που παράγει συλλογικά. Ο Όουεν έγινε ουτοπιστής. Αυτή την τέλεια κοινωνία πρέπει να την ξεκινήσουμε δοκιμαστικά· και προχώρησε ο ίδιος σ' αυτό με ηρωική σταθερότητα, με ασύγκριτη αυταπάρνηση, με μαθηματική ακρίβεια λεπτομερειών, με επιχειρήματα και επινοήσεις. Μετά τη διαπίστωση αυτής της άμεσης ανάθεσης μεταξύ παραγωγής και κατανομής ακολούθησαν στην Αγγλία από τον Τόμσον ως τον Μπρέι πολλοί συγγραφείς ενός σοσιαλισμού που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί στενά ουτοπιστικός αλλά πρέπει να χαρακτηριστεί μονόπλευρος γιατί σκοπεύει να διορθώσει τα ελαττώματα εκείνα της κοινωνίας, που έχουν αποκαλυφθεί και καταγγελθεί, με ένα η περισσότερα φάρμακα 27 . Στην πραγματικότητα, ο πρώτος σταθμός που κάνει όποιος μπαίνει για πρώτη φορά στο δρόμο του σοσιαλισμού είναι να τοποθετήσει σαν αντιφατικές την παραγωγή και την κατανομή. Και κατόπιν γεννιώνται αυθόρμητα αυτά τα αφελή ερωτήματα: γιατί να μην καταργηθεί η εξαθλίωση· να μην καταργηθεί η ανεργία· να μη βγάλουμε από τη μέση το ενδιάμεσο του χρήματος· να μην ευνοήσουμε την άμεση ανταλλαγή των προϊόντων ανάλογα με την εργασία που περιέχουν· να μην δόσουμε στον εργαζόμενο ολόκληρο το προϊόν της εργασίας του; Και αλλά παρόμοια. Αυτά τα ερωτήματα διαλύουν τα σκληρά, ισχυρά και ανθεκτικά πράγματα της πραγματικής ζωής σε τόσους συλλογισμούς, και 27
Είναι εκείνα που πριν από χρόνια φάνηκε στον Άντον Μέντζερ πως τα είχε ανακαλύψει ο ίδιος, σαν αίτια του επιστημονικού σοσιαλισμού και κατόπιν σαν αίτια λογοκλοπής.
ευελπιστούν να χτυπήσουν το καπιταλιστικό σύστημα σαν να ήταν ένας μηχανισμός στον όποιο αφαιρούνται ή προστίθενται κομμάτια, ρόδες και γρανάζια. Οι κριτικοί κομμουνιστές ξέκοψαν αποφασιστικά με όλες αυτές τις τάσεις. Έγιναν οι διάδοχοι και συνεχιστές της κλασικής Οικονομίας 28 . Αυτή είναι η θεωρία της δομής της παρούσας κοινωνίας. Έτσι δεν μπορεί πια κανείς να χτυπήσει τώρα αυτή τη δομή πρακτικά, και επαναστατικά, χωρίς να υπολογίσει κυρίως με ακρίβεια τα στοιχεία, τις μορφές και τις σχέσεις της, βαθαίνοντας ακριβώς τη θεωρία που την απεικονίζει. Αυτές οι μορφές, στοιχεία και σχέσεις γεννήθηκαν, βέβαια, σε δοσμένες ιστορικές συνθήκες· αλλά τώρα πια υπάρχουν, και είναι ανθεκτικές, συνδεμένες και σχετίζονται μεταξύ τους, γι' αυτό και αποτελούν σύστημα και αναγκαιότητα. Πώς να περάσει κανείς πάνω απ' αυτό το σύστημα με μια πράξη λογικής άρνησης, και πώς να το εξαλείψει με συλλογισμούς; Να εξαλείψεις την αθλιότητα; Μα αφού είναι αναγκαίος όρος του καπιταλισμού! –Να δόσεις στον εργάτη ολόκληρο το προϊόν της εργασίας του; Και πού θα πήγαινε το κέρδος του κεφαλαίου; –Και πού και πώς το χρήμα που καταναλώνεται σε εμπορεύματα θα μπορούσε να αυξηθεί τόσο, αν ανάμεσα σε όλα τα εμπορεύματα που συναντά, και με τα όποια ανταλλάσσεται, δεν υπήρχε ένα που να παράγει σ' όποιον το αγοράζει περισσότερο από κείνο που του κοστίζει; Κι αν αυτό το εμπόρευμα δεν ήταν ακριβώς η μισθωμένη εργασιακή δύναμη; Το οικονομικό σύστημα δεν είναι μια σειρά ή αλληλοδιαδοχή αφηρημένων συλλογισμών· είναι ένα σχήμα και σύνολο γεγονότων στο όποιο γεννιέται ένας περίπλοκος ιστός σχέσεων. Το να υποστηρίζει κανείς πως αυτό το σύστημα γεγονότων, που η κυρίαρχη τάξη έφτιαξε με τόσο κόπο μέσα στους αιώνες, με τη βία, την πανουργία, την πονηριά, την επιστήμη, θα παραδόσει τα όπλα, θα αναδιπλωθεί ή θα μετριαστεί για να δόσει τη θέση του στις διαμαρτυρίες των φτωχών ή τους συλλογισμούς των συνηγόρων τους, είναι τρέλα. Πώς να ζητήσει κανείς την κατάργηση της αθλιότητας χωρίς να ανατρέψει όλα τα υπόλοιπα; Να ζητάς απ' αυτά την κοινωνία να αλλάξει και μάλιστα να ανατρέψει το δίκαιό της, που είναι η άμυνα της, είναι σαν να της ζητάς κάτι παράλογο 29 . Να ζητάς απ' αυτό το 28
Γι' αυτό οι κριτικοί αλά Βίζερ και σία προτείνουν να εγκαταλειφθεί η θεωρία της αξίας του Ρικάρντο, γιατί οδηγεί στο σοσιαλισμό. 29 Είχε δημιουργηθεί τότε, ειδικά στην Πρωσία, η αυταπάτη μιας κοινωνικής μοναρχίας, που περνώντας πάνω από τη φιλελεύθερη εποχή θα έλυνε αρμονικά το λεγόμενο κοινωνικό ζήτημα. Αυτή η λόξα αναπαράχθηκε αργότερα σε άπειρες ποικιλίες καθεδρικού και κρατικού σοσιαλισμού.
κράτος να πάψει να είναι η ασπίδα και μάλιστα ο προμαχώνας αυτής της κοινωνίας και αυτού του δικαίου, είναι σαν να θέλεις κάτι το άλογο. Αυτός ο μονόπλευρος σοσιαλισμός που χωρίς να είναι στενά ουτοπικός ξεκινάει από την προκατάληψη ότι η ιστορία συσσωρεύει τις πλάνεςεπανορθώσεις χωρίς επανάσταση, δηλαδή χωρίς θεμελιακή μεταβολή στη στοιχειώδη και γενική δομή της ίδιας της κοινωνίας, ή είναι αφέλεια ή είναι αμηχανία. Η ασυνέπειά του με τους αυστηρούς νόμους της διαδικασίας των πραγμάτων φαινόταν καθαρά στον Προυντόν, ο όποιος είτε ασύνειδος αναπαραγωγός είτε άμεσος αντιγραφέας μερικών από τους μονόπλευρους άγγλους σοσιαλιστές ήθελε να κατανοήσει, να σταματήσει ή να αλλάξει την ιστορία στην αιχμή ενός ορισμού ή με το όπλο ενός συλλογισμού. Οι κριτικοί κομμουνιστές αναγνώρισαν στην ιστορία το δικαίωμα να τραβάει την πορεία της. Η αστική φάση μπορεί να ξεπεραστεί, μάλιστα θα ξεπεραστεί. Αλλά όσο διαρκεί έχει τους δικούς της νόμους. Η σχετικότητα αυτών των τελευταίων βρίσκεται στο γεγονός πως διαμορφώθηκαν και αναπτύχθηκαν σε συγκεκριμένες συνθήκες· αλλά σχετικότητα δεν σημαίνει απλά το αντίθετο της αναγκαιότητας, δηλαδή παροδικότητα, καθαρό φαινόμενο, ή σαπουνόφουσκα ακόμη. Μπορούν να εξαφανιστούν και θα εξαφανιστούν από το ίδιο το γεγονός της αλλαγής της κοινωνίας. Αλλά δεν πέφτουν με την υποκειμενική θέληση που αναγγέλλει μια διόρθωση, κηρύσσει μια μεταρρύθμιση, ή διατυπώνει ένα σχέδιο. Ο κομμουνισμός βρίσκεται από τη μεριά του προλεταριάτου, γιατί σ' αυτό μόνο ενυπάρχει η επαναστατική δύναμη, που σπάει, τσακίζει, ταράζει και διαλύει την παρούσα κοινωνική μορφή και τοποθετεί σιγά-σιγά μέσα της τους νέους όρους· μάλιστα, για να είμαστε πιο ακριβείς, με το ίδιο το γεγονός της κίνησής της δείχνει ότι οι νέες συνθήκες δημιουργούνται, σταθεροποιούνται και αναπτύσσονται εδώ και καιρό. Η θεωρία της ταξικής πάλης είχε βρεθεί. Ήταν γνωστή από δυο πλευρές: με την καταγωγή της αστικής τάξης, που η εσωτερική της διαδικασία είχε φανεί καθαρά από την επιστήμη της οικονομίας, και με την εμφάνιση του νέου προλεταριάτου, όρου και αποτελέσματος ταυτόχρονα της μορφής παραγωγής. Είχε ανακαλυφθεί η σχετικότητα των οικονομικών όρων και Στις διάφορες μορφές ιδεολογικού και θρησκευτικού ουτοπισμού προστέθηκε έτσι και μια νέα: η γραφειοκρατική και δημοσιονομική ουτοπία, δηλαδή η ουτοπία των κρετίνων.
ταυτόχρονα επιβεβαιωνόταν η σχετική τους αναγκαιότητα. Σ' αυτό βρίσκεται όλη η μέθοδος και η λογική της νέας υλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Σφάλλουν όσοι αποκαλώντας την οικονομική ερμηνεία της ιστορίας πιστεύουν ότι κατανοούν, και κάνουν και τους άλλους να κατανοούν τα πάντα. Αυτός ο ορισμός ταιριάζει καλύτερα σε ορισμένες αναλυτικές απόπειρες 30 που αρπάζοντας από δω τα δεδομένα των οικονομικών μορφών και κατηγοριών κι από κει το δίκαιο, τη νομοθεσία, την πολιτική, τα ήθη, μελετούν κατόπιν τις αμοιβαίες επιδράσεις των διαφόρων πλευρών της ζωής ξεχωριστά, αφηρημένα και υποκειμενικά. Κάθε άλλο παρά αυτή είναι η δική μας δουλειά. Εμείς βρισκόμαστε στην οργανική αντίληψη της ιστορίας. Έχουμε στο νου μας την ολότητα και την ενότητα της κοινωνικής ζωής. Η ίδια η οικονομία (θέλω να πω για την τάξη πραγμάτων και όχι για την επιστήμη γύρω από την οικονομία) διαλύεται στη ροή μιας διαδικασίας για να φανεί κατόπιν σε τόσα μορφολογικά στάδια, στο καθένα από τα οποία λειτουργεί σαν σχετική υποδομή του υπόλοιπου, που είναι αντισταθμιστικό και επαρκές. Δεν θα πρέπει, με μια λέξη, να επεκτείνουμε τον λεγόμενο οικονομικό παράγοντα, αφηρημένα απομονωμένο, σε όλα τα υπόλοιπα, όπως παραμυθιάζουν οι αντιρρησίες· αντίθετα, θα πρέπει πριν απ' όλα να συλλάβουμε ιστορικά την οικονομία, και να εξηγήσουμε τις άλλες ιστορικές μεταβολές με τις μεταβολές τις δικές της. Εδώ βρίσκεται η απάντηση σε όλες τις κριτικές, που υψώνονται απ' όλα τα πεδία της λόγιας άγνοιας ή της κακά θεωρητικοποιημένης αγνοίας, μη αποκλειομένου και εκείνου των ανώριμων, συναισθηματικών και υστερικών σοσιαλιστών. Και μ' αυτή την απάντηση ξεκαθαρίζεται γιατί ο Μαρξ έγραψε με το Κεφάλαιο όχι το πρώτο βιβλίο του κριτικού κομμουνισμού, αλλά το τελευταίο μεγάλο βιβλίο για την αστική οικονομία. Το Μανιφέστο γράφτηκε όταν ο ιστορικός προσανατολισμός δεν πήγαινε ακόμη πέρα από τον κλασικό κόσμο, τη γερμανική αρχαιότητα που μόλις είχε ανακαλυφθεί και τη βιβλική παράδοση που είχε από λίγο καιρό αρχίσει να ανάγεται στους πεζούς όρους κάθε άλλης βέβηλης ιστορίας. Άλλος είναι τώρα ο δικός μας προσανατολισμός, γιατί ανατρέχει στην προϊστορία των Αρίων και στους αρχαιότατους σχηματισμούς της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας που προηγούνται κάθε ανάμνησης 30
Λ.χ. ο Ρότζερς.
σημιτικών παραδόσεων. Και ανατρέχει ακόμη πιο πίσω στη γραμμή της λεγόμενης προϊστορίας, δηλαδή της μη γραπτής ιστορίας. Η ιδιοφυής εξερεύνηση και οι συνδυασμοί του Μόργκαν μας πρόσφεραν την εσώτερη γνώση της αρχαίας, δηλαδή προπολιτικής κοινωνίας και το κλειδί για να κατανοήσουμε πως ξεπήδησαν υστέρα απ' αυτήν οι κατοπινοί σχηματισμοί, που έχουν τα χαρακτηριστικά τους στη μονογαμία, στην ανάπτυξη της πατριαρχικής οικογένειας, την εμφάνιση της ιδιοκτησίας, πρώτα των ευγενών, κατόπιν οικογενειακής και τέλος ατομικής, και στην επακόλουθη παγίωση των συμμαχιών των γενών, στα όποια έχει έπειτα την καταγωγή του το κράτος. Και όλα αυτά φαίνονται τόσο από τη γνώση της διαδικασίας της τεχνικής στην ανακάλυψη και τη χρήση των μέσων και εργαλείων εργασίας, όσο και από την κατανόηση της δράσης που αυτή η διαδικασία άσκησε στο κοινωνικό σύνολο, ωθώντας το σε ορισμένους δρόμους και κάνοντάς το να διατρέξει ορισμένα στάδια. Αυτές οι ανακαλύψεις και οι συνδυασμοί επιδέχονται ακόμη πολλές διορθώσεις, ιδιαίτερα λόγω του διαφορετικού τρόπου με τον όποιο μπορεί να έγινε σε διάφορα μέρη του κόσμου το πέρασμα από τη βαρβαρότητα στον πολιτισμό. Είναι αναμφισβήτητο το γεγονός ότι έχουμε κιόλας καθαρά κάτω απ' τα μάτια μας τα γενικά εμβρυογενετικά σημάδια της ανθρώπινης ανάπτυξης, από τον πρωτόγονο κομμουνισμό ως εκείνους τους σύνθετους σχηματισμούς που, όπως λ.χ. το αθηναϊκό ή ρωμαϊκό κράτος, με πολίτες διαχωρισμένους κατά τάξεις ανάλογα με την περιουσία, αντιπροσώπευαν ως πριν λίγο τις ηράκλειες στήλες της έρευνας. Οι τάξεις, που έπαιρνε σαν προϋπόθεση το Μανιφέστο ήταν πια διαλυμένες στη διαδικασία του σχηματισμού τους· και σ' αυτό κιόλας αναγνωρίζεται το γενικό σχήμα ιδιαίτερων και χαρακτηριστικών οικονομικών λόγων και αιτίων, δηλαδή που έγιναν έτσι που δεν επαναλαμβάνουν τις κατηγορίες της οικονομικής επιστήμης της δικής μας αστικής εποχής. Το όνειρο του Φουριέ, να εντάξει την εποχή των πολιτισμένων στη σειρά μιας μακριάς και πλατιάς διαδικασίας έφτασε. Λύθηκε επιστημονικά το πρόβλημα της καταγωγής της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους, που ο Ζαν Ζακ είχε αποπειραθεί να αντιμετωπίσει με επιχειρήματα οξυδερκούς διαλεκτικής και με λίγα γεγονότα. Σε δυο σημεία, ακραία για μας, είναι σαφής η ανθρώπινη διαδικασία. Στην προέλευση της αστικής τάξης, τόσο πρόσφατη και τόσο φωτισμένη από την επιστήμη της οικονομίας· και στον αρχαίο σχηματισμό της
ταξικής κοινωνίας, στο πέρασμα από το ανώτερο στάδιο της βαρβαρότητας στον πολιτισμό (δηλαδή στην εποχή του κράτους), σύμφωνα με τις ονομασίες του Μόργκαν. Αυτό που βρίσκεται στη μέση είναι εκείνο που ως τώρα απασχολεί χρονικογράφους και ιστορικούς καθώς και νομικούς, θεολόγους και φιλόσοφους. Δεν είναι εύκολο να εισβάλει κανείς και να χτυπήσει όλο αυτό το πεδίο γνώσεων με τη νέα ιστορική αντίληψη. Ούτε αρμόζει να βιαστεί και να σχηματοποιεί. Πριν απ' όλα χρειάζεται να δείξουμε, όσο είναι δυνατό, τη σχετική οικονομία κάθε εποχής 31 , για να εξηγήσουμε ειδικά τις τάξεις που αναπτύχθηκαν σ' αυτήν, κι αυτό όχι κάνοντας αφαίρεση από υποθετικά και αβέβαια δεδομένα και χωρίς να γενικεύουμε τις δικές μας συνθήκες επεκτείνοντάς τες και σε άλλες εποχές. Για κάτι τέτοιο χρειάζεται πλήθη από μορφωμένους. Έτσι είναι λ.χ. μονόπλευρο αυτό που αναφέρεται στο Μανιφέστο για την πρώτη πρώτη προέλευση της αστικής τάξης, πώς δημιουργήθηκε από τους δούλους του Μεσαίωνα που ενσωματώθηκαν σιγά σιγά στις πόλεις. Αυτή η προέλευση είναι χαρακτηριστική για τη Γερμανία και άλλες χώρες που αναπαράγουν τη διαδικασία της. Δεν απαντιέται όμως στην περίπτωση της Ιταλίας, της μεσημβρινής Γαλλίας και της Ισπανίας, που ήταν εξάλλου οι χώρες στις όποιες άρχισε ακριβώς η πρώτη ιστορία της αστικής τάξης, δηλαδή του σύγχρονου πολιτισμού. Στην πρώτη αύτη φάση ενυπάρχουν οι προϋποθέσεις ολόκληρης της καπιταλιστικής κοινωνίας, όπως σημείωσε ο Μαρξ σε μια υποσημείωση στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου. Αυτή η πρώτη φάση, που έφτασε την τελειότητα στις ιταλικές Κοινότητες, είναι η προϊστορία εκείνης της καπιταλιστικής συσσώρευσης, που ο Μαρξ μελέτησε στις λεπτομέρειες της στην καθαρή και πλήρη σειρά της εξέλιξης της Αγγλίας. Αλλά αρκετά γι' αυτά. Οι προλετάριοι δεν μπορεί παρά να αποβλέπουν στο μέλλον. Τους επιστημονικούς σοσιαλιστές πιέζει πριν απ' όλα το παρόν, μα και σ' αυτό αναπτύσσονται αυθόρμητα και ωριμάζουν οι συνθήκες του μέλλοντος. Η γνώση του παρελθόντος ωφελεί και ενδιαφέρει πρακτικά μόνο στο βαθμό που μπορεί να ρίξει φως και να δόσει κριτικό προσανατολισμό για να εξηγήσει το παρόν. Για την ώρα αρκεί που οι κριτικοί κομμουνιστές, εδώ και πενήντα κιόλας χρόνια, αναζήτησαν και βρήκαν τα πρωταρχικά στοιχεία της νέας και καθοριστικής φιλοσοφίας της ιστορίας. Σε σύντομο 31
Ποιός φανταζόταν λίγα χρόνια πριν την ανακάλυψη και την αυθεντική ερμηνεία του αρχαίου βαβυλωνιακού δικαίου;
διάστημα αυτή η αντίληψη θα επιβληθεί χάρη στην αποδειγμένη αδυναμία να σκεφτεί κανείς το αντίθετο: και η ανακάλυψη θα επιβληθεί χάρη στην αποδειγμένη αδυναμία να σκεφτεί κανείς το αντίθετο: και η ανακάλυψη θα φαίνεται σαν το αυγό του Κολόμβου. Και ίσως προτού μια ομάδα διανοουμένων χρησιμοποιήσει και εφαρμόσει αυτή την αντίληψη εκτεταμένα, διαμορφώνοντάς την, δηλαδή στη συνεχή εξιστόρηση όλης της ιστορίας, οι επιτυχίες του προλεταριάτου να είναι τέτοιες που η αστική εποχή να φαίνεται σε όλους ξεπερασμένη, να ξεπερνιέται κιόλας. Κατανοώ σημαίνει ξεπερνώ (Χέγκελ). Όταν το Μανιφέστο, εδώ και πενήντα χρόνια, ανέβαζε τους προλετάριους από αξιολύπητους και άθλιους σε προορισμένους νεκροθάφτες της αστικής τάξης, στη φαντασία των συντακτών του που δύσκολα έκρυβαν τον ιδεαλισμό του διανοητικού τους πάθους με τη βαρύτητα του ύφους, θα έπρεπε να φαίνεται πολύ στενή η περίμετρος του προβλεπόμενου νεκροταφείου. Η πιθανή περίμετρος, στο μέτρο της φαντασίας, δεν αγκάλιαζε τότε παρά μόνο τη Γαλλία και την Αγγλία, και είχε μόλις αγγίξει τα ακραία όρια άλλων χωρών, όπως λ.χ. της Γερμανίας, Τώρα αύτη η περίμετρος εμφανίζεται τεράστια, χάρη στην ταχύτατη και κολοσσιαία επέκταση της μορφής της αστικής παραγωγής, που διευρύνει, γενικεύει και πολλαπλασιάζει, από αντίκτυπο, το κίνημα του προλεταριάτου και πλαταίνει τόσο πολύ τη σκηνή πάνω στην οποία πλανιέται η προοπτική του κομμουνισμού. Το νεκροταφείο μεγαλώνει και χάνονται απ' τα μάτια τα όριά του. Όσο περισσότερες παραγωγικές δυνάμεις ο μάγος ανακαλεί τόσο περισσότερες δυνάμεις της εξέγερσης προκαλεί εναντίον του και προετοιμάζει. Σε όσους υπήρξαν κομμουνιστές ιδεολογικά, θρησκευτικά και ουτοπιστικά, ή κυριολεκτικά προφητικά ή αποκαλυπτικά, φάνηκε πάντοτε στο παρελθόν ότι το βασίλειο της δικαιοσύνης, της ισότητας και της ευτυχίας έπρεπε να έχει σαν σκηνή ολόκληρο τον κόσμο. Για την ώρα, την κατάκτηση του κόσμου την κάνει η εποχή των πολιτισμένων· δηλαδή, η κοινωνία που στηρίζεται πάνω σε ταξικές αντιθέσεις και στην ταξική κυριαρχία με τη μορφή της αστικής παραγωγής (η Ιαπωνία διδάσκει!). Η συνύπαρξη των δυο πολιτειών σε ένα κράτος που την είχε κιόλας πει ο θείος Πλάτων, συνεχίζεται. Η κατάκτηση της γης απ' τον κομμουνισμό δεν είναι αυριανή υπόθεση. Αλλά όσο πιο πλατιά γίνονται τα όρια του αστικού κόσμου, τόσο περισσότεροι λαοί μπαίνουν σ' αυτά,
εγκαταλείποντας και υπερπηδώντας τις κατώτερες μορφές παραγωγής, και να που γίνονται πιο ακριβείς και ασφαλείς οι προοπτικές του κομμουνισμού: κυρίως γιατί φθίνουν, στο πεδίο και τον κύκλο του ανταγωνισμού, οι παρεκκλίσεις της κατάκτησης και της αποικιοκρατίας. Η Διεθνής των Προλεταρίων, που ήταν μόλις εμβρυακή στη Λίγκα των Κομμουνιστών πενήντα χρόνια πριν, πέρασε τώρα πια και τον ωκεανό, λέει και βεβαιώνει αισθητά κάθε Πρωτομαγιά ότι οι προλετάριοι όλου του κόσμου είναι πραγματικά και ενεργά ενωμένοι. Οι επικείμενοι ή μελλοντικοί νεκροθάφτες της αστικής τάξης, και οι εγγονοί και δισέγγονοι τους, θα θυμούνται διαρκώς την ημερομηνία του Κομμουνιστικού Μανιφέστου. Ρώμη, 7 Απριλίου 1895
ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΥΛΙΣΜΟ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ Μέρος Πρώτο
Ι Σ’ αυτό το είδος παρατηρήσεων, καθώς και σε πολλά άλλα, αλλά σ’ αυτό περισσότερο από κάθε άλλο, μας προκαλεί σοβαρό εμπόδιο, μάλιστα καταλήγει να είναι ενοχλητικό κώλυμα, η κακή εκείνη έξη του νου που είναι διαπαιδαγωγημένος με μόνα τα φιλολογικά μέσα της κουλτούρας και που ονομάζεται συνήθως βερμπαλισμός. Η κακή αυτή έξη διεισδύει και επεκτείνεται σε κάθε πεδίο γνώσης· αλλά ιδιαίτερα στις πραγματείες που αναφέρονται στον λεγόμενο ηθικό κόσμο, δηλαδή στο ιστορικόκοινωνικό πλέγμα, συμβαίνει πολύ συχνά η λατρεία και η κυριαρχία των λέξεων να καταφέρνουν να διαβρώνουν και να σβήνουν το ζωντανό και αληθινό νόημα των πραγμάτων. Εκεί όπου η παρατεινόμενη παρατήρηση, η επαναλαμβανόμενη εμπειρία, ο ασφαλής χειρισμός λεπτών οργάνων, η ολική ή έστω μερική εφαρμογή του υπολογισμού, καταλήγουν να οδηγούν το νου σε μια μεθοδική σχέση με τα πράγματα και τις παραλλαγές τους, όπως είναι ειδικά η περίπτωση των φυσικών επιστημών, εκεί ο μύθος και η λατρεία των λέξεων έχουν πια ξεπεραστεί και νικηθεί, και τα ζητήματα ορολογίας έχουν, σε τελευταία ανάλυση, τη δευτερεύουσα αξία μιας απλής συνθήκης. Αντίθετα, στη μελέτη των ανθρώπινων σχέσεων και υποθέσεων, τα πάθη, τα συμφέροντα και οι προκαταλήψεις σχολής, ομάδας, τάξης, θρησκείας και, κατόπιν, η φιλολογική κατάχρηση των παραδοσιακών μέσων παρουσίασης της σκέψης καθώς και ο σχολαστικισμός που δεν έχει πάντοτε νικηθεί αλλά αντίθετα, ολοένα αναβιώνει, ή αποκρύπτουν τα αληθινά πράγματα ή τα μεταβάλλουν απροσδόκητα σε όρους, λέξεις και τρόπους του λέγειν, αφηρημένους και συμβατικούς. Αυτές τις δυσκολίες πρέπει πριν απ’ όλα να έχει υπόψη του όποιος εκθέτει δημόσια ή διατυπώνει την υλιστική αντίληψη της ιστορίας. Σε πολλούς φάνηκε, φαίνεται και θα φαίνεται προφανές και βολικό να συνάγουν την έννοια της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας από την απλή
ανάλυση των λέξεων που τη συνθέτουν και όχι από τους όρους μιας έκθεσης ή από τη γενετική μελέτη τού πώς παράχθηκε η θεωρία 32 ή από τις πολεμικές, με τις οποίες οι υποστηρικτές της ανατρέπουν τις αντιρρήσεις των αντιπάλων. Ο βερμπαλισμός έχει την τάση να κλείνεται ολοένα περισσότερο σε καθαρά τυπικούς ορισμούς· οδηγεί το νου στο έξης λάθος: ότι είναι τάχα εύκολο να περιορίσουμε σε απλές και χειροπιαστές εκφράσεις και όρους το περίπλοκο και απέραντο πλέγμα της Φύσης και της ιστορίας· και δημιουργεί την πεποίθηση ότι είναι εύκολο να δούμε κάτω απ’ τα μάτια μας το πολλαπλό και σύνθετο πλέγμα αιτίων και αποτελεσμάτων, σαν θεατρικό θέαμα· ή, για να μιλήσουμε πιο απλά, σβήνει το νόημα των προβλημάτων γιατί δεν βλέπει παρά ονομασίες. Αν πάρουμε, έπειτα, την περίπτωση που ο βερμπαλισμός βρίσκει υποστήριξη σ’ αυτές ή τις άλλες θεωρητικές υποθέσεις, όπως λ.χ. ότι ύλη σημαίνει κάτι που βρίσκεται κάτω από ή ενάντια σε ένα άλλο πράγμα ανώτερο και ευγενέστερο, που ονομάζεται πνεύμα· ή, αν πάρουμε την περίπτωση που αυτός συγχέεται με τη φιλολογική συνήθεια να αντιπαραθέτεται η λέξη υλισμός, με διάθεση περιφρονητική, σε ό,τι ονομάζεται με μια λέξη ιδεαλισμός, δηλαδή στο σύνολο όλων των αντιεγωιστικών τάσεων και πράξεων: τότε ασφαλώς και είμαστε καταδικασμένοι. Και να που ακούμε να λένε: εδώ, σ’ αυτή τη θεωρία, γίνεται προσπάθεια να εξηγηθεί ολόκληρος ο άνθρωπος με μόνο τον υπολογισμό των υλικών συμφερόντων, και αρνούνται οποιαδήποτε αξία στα ιδεολογικά ενδιαφέροντα. Στη δημιουργία αυτών των συγχίσεων βοήθησε αρκετά και η απειρία, η ανικανότητα και η βιασύνη ορισμένων υπέρμαχων και προπαγανδιστών αυτής της θεωρίας· οι οποίοι, απ’ τη βιασύνη τους να εξηγήσουν στους άλλους αυτό που οι ίδιοι δεν κατανοούσαν πλήρως, ενώ η θεωρία η ίδια βρίσκεται μόνο στην αρχή της κι έχει ακόμη ανάγκη από μεγάλη ανάπτυξη, ήταν πρόθυμοι να την εφαρμόσουν σ’ ο,τιδήποτε, στην πρώτη ιστορική περίπτωση ή γεγονός που τους έπεφτε στα χέρια, και την κατάντησαν σχεδόν κομμάτια, εκθέτοντάς την στην εύκολη κριτική και τον εμπαιγμό αυτών που αποστηθίζουν τους επιστημονικούς νεωτερισμούς και των αργόσχολων.
32
Αύτη η γενετική μελέτη ήταν το θέμα και το κυρίως αντικείμενο του πρώτου μου δοκιμίου: Τιμώντας το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, το οποίο είναι ακριβώς το αναγκαίο προοίμιο για την κατανόηση όλων των υπολοίπων.
Στο βαθμό που είναι δυνατόν εδώ, σ’ αυτές τις πρώτες σελίδες, να απορρίψουμε μόνο καταρχήν αυτές τις προκαταλήψεις, και να μεμφθούμε τις προθέσεις και τις τάσεις που τις υποβοηθούν, πρέπει να αναφέρουμε: ότι το νόημα αυτής της θεωρίας συνάγεται κυρίως από τη θέση που αυτή παίρνει και κατέχει απέναντι στις θεωρίες εκείνες που έχει πραγματικά πολεμήσει και, κυρίως, απέναντι στις κάθε είδους ιδεολογίες· ότι η επιβεβαίωση της αξίας της συνίσταται αποκλειστικά στην πιο πειστική και συνεπή εξήγηση των ανθρώπινων συμβάντων, που προκύπτει απ’ αυτή την ίδια· ότι αύτη η θεωρία δεν συνεπάγεται την υποκειμενική προτίμηση σε μια ορισμένη ποιότητα και ποσότητα ανθρώπινων συμφερόντων, που αντιπαρατάσσονται σε άλλα συμφέροντα αυθαίρετα, αλλά διατυπώνει μόνο τον αντικειμενικό συντονισμό και υποταγή όλων των συμφερόντων στην ανάπτυξη κάθε κοινωνίας, και το διατυπώνει μέσα από κείνη τη γενετική διαδικασία που συνίσταται στο να ερχόμαστε από τους όρους στα εξαρτώμενα από τους όρους, από τα στοιχεία της διαμόρφωσης στο πράγμα που διαμορφώνεται. Ας ονειροπολούν οι βερμπαλιστές, εσκεμμένα, πάνω στην αξία της λέξης ύλη, αν αποτελεί στοιχείο ή ανάμνηση μεταφυσικής επινόησης ή έκφραση του τελευταίου υποθετικού υποστρώματος της νατουραλιστικής εμπειρίας. Εδώ δεν βρισκόμαστε στο πεδίο της φυσικής, της χημείας ή της βιολογίας· αλλά αναζητούμε μόνο τους ρητούς όρους του ανθρώπινου ζειν, αφού αυτό δεν είναι πια απλά ζωικό. Δεν πρόκειται, επομένως, να κάνουμε αναγωγές ή αφαιρέσεις από τα δεδομένα της βιολογίας· αλλά, αντίθετα, να αναγνωρίσουμε πριν απ’ ο,τιδήποτε άλλο τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ζωής, που διαμορφώνεται και αναπτύσσεται με τη διαδοχή και τελειοποίηση των δραστηριοτήτων του ίδιου του ανθρώπου, σε συγκεκριμένες και ποικιλόμορφες συνθήκες· και να βρούμε τις σχέσεις συντονισμού και υποταγής των αναγκών, που είναι το υπόστρωμα της θέλησης και της δράσης. Δεν είναι μια πρόθεση αύτη που θα προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε, δεν είναι μια αξιολογική εκτίμηση αύτη που θα θελήσουμε να διατυπώσουμε, είναι μόνη η πραγματική ανάγκη αυτή που θέλουμε να φανερώσουμε. Και όπως οι άνθρωποι, όχι από επιλογή, αλλά επειδή δεν θα μπορούσαν διαφορετικά, ικανοποιούν πρώτα ορισμένες στοιχειώδεις ανάγκες, και μετά απ’ αυτές αναπτύσσουν και άλλες, εκλεπτύνοντάς τες και, για την ικανοποίηση των αναγκών τους, όποιες κι αν είναι αυτές, βρίσκουν και
χρησιμοποιούν ορισμένα μέσα και όργανα, και έρχονται σε κοινωνία με ορισμένους συγκεκριμένους τρόπους, ο ιστορικής ερμηνείας υλισμός δεν είναι παρά η απόπειρα να ανασκευάσουμε μέσα στο νου, με μεθοδικότητα, τη γένεση και σύνθεση της ανθρώπινης ζωής που αναπτύσσεται διαμέσου των αιώνων. Ο νεωτερισμός αυτής της θεωρίας δεν διαφέρει από κείνον όλων των άλλων θεωριών που, υστέρα από πολλές περιπέτειες στο πεδίο της φαντασίας, έφτασαν τελικά, μετά από αρκετό κόπο, να συλλάβουν την πεζότητα της πραγματικότητας, και να σταθούν σ’ αυτήν.
ΙΙ Μια ορισμένη συγγένεια, τουλάχιστον στα φαινόμενα, μ’ αυτό το τυπικό ελάττωμα του βερμπαλισμού έχει ένα άλλο ελάττωμα που προκαλείται στο νου από άλλους δρόμους. Αντικρίζοντας ορισμένα πιο κοινά και λαϊκά αποτελέσματά του θα το ονομάσω φρασεολογικό· αν και αυτή η λέξη εδώ δεν εκφράζει πλήρως το πράγμα, και δεν αποσαφηνίζει την προέλευση του. Εδώ και πολλούς αιώνες η ιστορία γράφεται, εκθέτεται, επεξηγείται. Τα πιο διαφορετικά ενδιαφέροντα, από τα άμεσα πρακτικά ως τα καθαρά αισθητικά, ώθησαν τους διάφορους συγγραφείς να συλλάβουν και να εκτελέσουν αυτό το είδος συνθέσεων· οι οποίες, όμως, είχαν την προέλευση τους στις διάφορες χώρες λίγο μετά από τις αρχές του πολιτισμού, από την ανάπτυξη του κράτους, και από το πέρασμα της πρωτόγονης κομμουνιστικής κοινωνίας σε τούτη, θα λέγαμε γενικά τη δική μας, που στηρίζεται στις ταξικές διαφορές και αντιθέσεις. Οι ιστορικοί, που ήταν γνήσιοι όσο κι ο Ηρόδοτος, γεννήθηκαν και διαμορφώθηκαν πάντοτε σε μια κοινωνία ακριβώς γνήσια, και μάλιστα πολύ περίπλοκη και σύνθετη, και όταν οι αιτίες αυτής της περιπλοκής και συνθετότητας ήταν άγνωστες, και η προέλευση τους λησμονημένη. Αύτη η συνθετότητα, με όλες τις αντιθέσεις που φέρνει μέσα της, και που μετά αποκαλύπτει και αφήνει να ξεσπάσουν με διάφορες ευκαιρίες, στεκόταν μπροστά στους συγγραφείς σαν κάτι το μυστηριώδες που ζητά εξήγηση· και, αν λίγο ο ιστορικός ήθελε να δόσει κάποια συνέχεια και μια ορισμένη σύνδεση με τα πράγματα που αφηγούνταν, έπρεπε να βρει τη γενική όραση που θα συμπλήρωνε την απλή αφήγηση. Από το φθόνο των θεών του πατέρα Ηρόδοτου ως το περιβάλλον του κυρίου Τεν, ένας
άπειρος αριθμός εννοιών, που νοούνταν σαν μέσα εξήγησης και συμπλήρωσης των αφηγούμενων, επιβλήθηκαν στους συγγραφείς μέσα από τους φυσικούς δρόμους του άμεσου συλλογισμού. Ταξικές τάσεις, θρησκευτικές προλήψεις, λαϊκές προκαταλήψεις, επιδράσεις ή απομιμήσεις μιας τρέχουσας φιλοσοφίας, τεχνάσματα της φαντασίας, και υπαγορεύσεις καλλιτεχνικής συμπλήρωσης γεγονότων που ήταν αποσπασματικά γνωστά· –όλες αυτές και άλλες τόσες αιτίες συνέτρεξαν για να διαμορφωθεί το υπόστρωμα εκείνης της λίγο πολύ απλοϊκής θεωρίας των τυχαίων συμβάντων, που ή βρίσκεται σιωπηρά στο βάθος της αφήγησης ή χρησιμοποιείται, αν όχι τίποτε άλλο, για να την καρυκεύει και να την διακοσμεί. Είτε μιλούν για περίπτωση ή για πεπρωμένο είτε ανάγουν στη θεία πρόνοια τα ανθρώπινα πράγματα είτε τονίζουν το όνομα και την έννοια της τύχης –της θεότητας που μόνη σχεδόν επιζεί ακόμη και στην αυστηρή και συχνά βαριά αντίληψη του Μακιαβέλι –είτε κάνουν αναφορές, όπως γίνεται τώρα αρκετά συχνά, στη λογική των πραγμάτων, όλες αυτές οι επινοήσεις υπήρξαν και είναι εφευρέσεις και τεχνάσματα μιας απλοϊκής σκέψης, μιας σκέψης άμεσης, μιας σκέψης που δεν μπορεί να δικαιολογήσει στον εαυτό της το προχώρημά της και τα προϊόντα της, ούτε απ’ τους δρόμους της κριτικής, ούτε με τα μέσα του πειραματισμού. Το κίνητρο και η σύνοψη αυτής της λαϊκής φιλοσοφίας, που υποβόσκει ή είναι ρητή στους ιστορικούς συγγραφείς, η οποία εξαιτίας του άμεσου χαρακτήρα της διαλύεται μόλις εμφανίζεται η κριτική της γνώσης είναι να γεμίζει με συμβατικά υποκείμενα (λ.χ. την τύχη) ή με μια διατύπωση με θεωρητική επιφάνεια (λ.χ. τη μοιραία πορεία των πραγμάτων, που μερικές φορές συγχέεται κατόπιν στα μυαλά με την έννοια της προόδου), τα κενά της συνείδησης γύρω από το πώς προχωρούν πραγματικά τα πράγματα από δική τους αναγκαιότητα, και έξω από τη θέληση και την έγκριση μας. Σ’ όλες αυτές τις έννοιες, και σ’ όλες αυτές τις ιδεάσεις, που στο φως της κριτικής φαίνονται απλά προσωρινά μέτρα και τεχνάσματα μιας ανώριμης σκέψης, αλλά που στον καλλιεργημένο κόσμο φαίνονται συχνά το non plus ultra του νου, αποκαλύπτεται επίσης και αντανακλάται ένα αρκετό μέρος της ανθρώπινης διαδικασίας· γι’ αυτό δεν πρέπει να θεωρούνται σαν αβάσιμες επινοήσεις, ούτε σαν προϊόντα στιγμιαίου ονειροπολήματος. Είναι μέρος και στιγμές του γίγνεσθαι αυτού που
ονομάζουμε ανθρώπινο πνεύμα. Ας δούμε, έπειτα, την περίπτωση που αυτές οι έννοιες και ιδεάσεις συμπλέκονται και συγχέονται στην comunis opinio των καλλιεργημένων προσώπων ή εκείνων που περνούν για τέτοια, καταλήγουν να συσταθούν σαν τεράστια μάζα προκαταλήψεων, και διαμορφώνονται σαν το εμπόδιο που η άγνοια αντιπαραθέτει στην καθαρή και πλήρη όραση των αληθινών πραγμάτων. Αυτές οι προκαταλήψεις εμφανίζονται σαν φρασεολογικά παράγωγα στα στόματα των επαγγελματιών πολιτικάντηδων, των λεγόμενων δημοσιογράφων και των εφημεριδογράφων κάθε τύπου και είδους, και προσφέρουν το μοχλό της ρητορικής στη λεγόμενη δημόσια γνώμη. Να το επαναστατικό καθήκον και ο επιστημονικός στόχος της νέας θεωρίας, η οποία αντικειμενοποιεί και, θα έλεγα, σχεδόν φυσικοποιεί την εξήγηση των ιστορικών διαδικασιών: να αντιπαρατάσσει και κατόπιν να αντικαθιστά αυτή την πλάνη των μη κριτικών ιδεάσεων, αυτά τα είδωλα της φαντασίας, αυτά τα τεχνάσματα του φιλολογικού οικοδομήματος, αυτές τις συμβατικότητες, με τα πραγματικά υποκείμενα, δηλαδή με θετικά δρώσες δυνάμεις, με τους ανθρώπους στις ποικίλες και εκτεθειμένες λεπτομερώς κοινωνικές καταστάσεις που τους χαρακτηρίζουν. Κάποιος λαός, δηλαδή, όχι μια οποιαδήποτε μάζα ατόμων αλλά ένα σύνολο ανθρώπων οργανωμένων μ’ αυτό και με κείνο τον τρόπο είτε από φυσικές σχέσεις εξ αίματος είτε από λόγους σταθερής γειτονίας· – κάποιος λαός, πάνω σ’ αυτή την περιγραμμένη και περιορισμένη επικράτεια, που είναι με τούτο ή τον άλλο τρόπο γόνιμη, και μ’ αυτή ή την άλλη μορφή παραγωγική, και κατακτήθηκε σε συγκεκριμένες συνθήκες με συνεχή εργασία· –κάποιος λαός, έτσι καταμερισμένος σ’ αυτή την επικράτεια, και έτσι καθαυτός διαμοιρασμένος και διαρθρωμένος, εξαιτίας ενός συγκεκριμένου καταμερισμού εργασίας ο όποιος ή μόλις έχει αρχίσει ή έχει ήδη αναπτύξει και ωριμάσει αυτή ή την άλλη ταξική διαίρεση, ή έχει κιόλας διαβρώσει και μετασχηματίσει αρκετές από τις τάξεις· –κάποιος λαός, που κατέχει τούτα ή τ’ αλλά εργαλεία, από την τσακμακόπετρα ως το ηλεκτρικό φως, και από το τόξο και το βέλος ως το επαναληπτικό ντουφέκι, και που παράγει μ’ έναν ορισμένο τρόπο, και με τον ίδιο τρόπο που παράγει κατανέμει συνεπώς και τα προϊόντα· –κάποιος λαός, που εξαιτίας όλων τούτων των σχέσεων είναι μια κοινωνία, στην οποία είτε μέσα από ήθη αμοιβαίας συμφωνίας
είτε από ρητές συμβάσεις είτε από ενεργητικές και παθητικές βιαιότητες, γεννήθηκαν κιόλας ή πρόκειται να γεννηθούν νομικο-πολιτικοί δεσμοί, που κορυφώνονται κατόπι στην τάξη πραγμάτων του κράτους· –κάποιος λαός, στον οποίο όπως κι αν έχει γεννηθεί η οργάνωση του κράτους, που αποτελεί την προσπάθεια σταθεροποίησης, υπεράσπισης και συνέχισης των ανισοτήτων, και που, μέσα από τις νέες αντιθέσεις που φέρνει εντός του, καθιστά συνεχώς ασταθή την κοινωνική τάξη, γεννάει μέσα του τα κινήματα και τις πολιτικές επαναστάσεις, και συνεπώς τις αιτίες της προόδου και της καθυστέρησης: να το άθροισμα των στοιχείων που βρίσκονται στη βάση κάθε ιστορίας. Και να η νίκη της ρεαλιστικής πεζότητας πάνω σε κάθε φανταστικό και ιδεολογικό αποκύημα. Μας χρειάζεται βέβαια υπομονή για να δούμε τα πράγματα όπως είναι, προσπερνώντας τα φαντάσματα που επί αιώνες μας εμπόδιζαν την καθαρή όραση. Αλλά αύτη η αποκάλυψη της ρεαλιστικής θεωρίας δεν στάθηκε, ούτε και θέλει να είναι, η εξέγερση του υλικού ανθρώπου εναντίον του ιδεατού. Αντίθετα, ήταν και είναι η ανεύρεση των αληθινών και χαρακτηριστικών αρχών και αιτίων κάθε ανθρώπινης ανάπτυξης, περιλαμβανομένου όλου εκείνου που ονομάζουμε ιδεώδες, μέσα σε συγκεκριμένες και πραγματικές θετικές συνθήκες, οι οποίες φέρνουν μέσα τους τις αιτίες, το νόμο και το ρυθμό του γίγνεσθαί τους.
ΙΙΙ Παρ’ όλα αυτά θα ήταν λάθος να πιστέψουμε πώς οι ιστορικοί αφηγητές, χρονικογράφοι ή αναλυτές έβαλαν σε κυκλοφορία, από κεφαλιού τους και από δική τους επινόηση, την τεράστια εκείνη μάζα προκαταλήψεων, ιδεάσεων και ανώριμων εξηγήσεων, που με τη δύναμη της πρόληψης αποτελούσαν επί αιώνες το πέπλο που κάλυπτε την πραγματική αλήθεια. Είναι δυνατόν, και υπάρχει αληθινά η περίπτωση, μερικές απ’ αυτές τις προκαταλήψεις να αποτελούν προϊόν και κατάληξη προσωπικών επινοήσεων ή των φιλολογικών ρευμάτων τα οποία σχηματίζονται μέσα στο στενό επαγγελματικό κύκλο των πανεπιστημίων και των ακαδημιών –και γι’ αυτά ο λαός δεν ξέρει τίποτε. Όμως, το σημαντικό γεγονός είναι ότι η ιστορία αυτά τα πέπλα τα έβαλε μπροστά της από μόνη της· πράγμα που σημαίνει, ότι οι πρωταγωνιστές και οι ίδιοι οι χειριστές των ιστορικών υποθέσεων είτε αυτοί ήταν οι μεγάλες λαϊκές μάζες είτε ηγετικά στρώματα και τάξεις ή οι μηχανορράφοι του κράτους ή οι
κλειστές ομάδες ή τα κόμματα με την πιο στενή έννοια της λέξης, αν εξαιρέσουμε μόνο κάποια στιγμή φωτεινού διαλείμματος, ως το τέλος σχεδόν του περασμένου αιώνα δεν είχαν συνείδηση του έργου τους, παρά μόνο μέσα από κάποιο ιδεολογικό κάλυμμα, που εμπόδιζε να δουν τις πραγματικές αιτίες. Στις σκοτεινές κιόλας εποχές, όταν γινόταν το πέρασμα από τη βαρβαρότητα στον πολιτισμό, δηλαδή, όταν, με τις πρώτες εφευρέσεις της γεωργίας, με την πρώτη σταθερή εγκατάσταση ενός πληθυσμού σ’ ένα συγκεκριμένο έδαφος, με τον πρώτο καταμερισμό της εργασίας στην κοινωνία, και με τις πρώτες συμμαχίες διαφορετικών ομάδων, δημιουργήθηκαν οι όροι μέσα στους οποίους αναπτύχθηκε η ιδιοκτησία και το κράτος, ή τουλάχιστον η πόλη, δηλαδή με μια λέξη στις εποχές των πρώτων πρώτων κοινωνικών επαναστάσεων, οι άνθρωποι μετέτρεψαν το έργο τους σε θαυμαστές πράξεις φανταστικών θεών και ηρώων. Έτσι που ενεργώντας όπως μπορούσαν και όπως έπρεπε στη δεδομένη περίπτωση, αναγκαιότητα και γεγονός της σχετικής οικονομικής τους ανάπτυξης, ιδεάθηκαν μιαν εξήγηση του έργου τους τέτοια σαν να μην ήταν έργο δικό τους. Αυτό το ιδεολογικό κάλυμμα των ανθρώπινων έργων άλλαξε αργότερα πολλές φορές μορφές, επιφάνεια, συνδυασμούς και σχέσεις στην πορεία των αιώνων, από την άμεση παραγωγή των απλοϊκών μύθων ως τα περίπλοκα θεολογικά συστήματα και ως την Πόλη του Θεού του Αγίου Αυγουστίνου, από την προληπτική ευπιστία στα θαύματα ως το τερατώδες θαύμα των μεταφυσικών θαυμάτων, δηλαδή την Ιδέα, που στους παρακμιακούς του χεγκελιανισμού γεννά από μόνη της μέσα της, από δική της γονιμοποίηση, τις πιο διαφορετικές ποικιλίες του ανθρώπινου ζειν στην πορεία της ιστορίας. Βέβαια, ακριβώς επειδή η οπτική γωνία της ιδεολογικής ερμηνείας δεν ξεπεράστηκε οριστικά παρά μόνο πολύ πρόσφατα, και μόνο στις μέρες μας το σύνολο των πραγματικών και πραγματικά ενεργών σχέσεων διακρίθηκε καθαρά από τις απλοϊκές αντανακλάσεις του μύθου και από τις πιο τεχνητές της θρησκείας και της μεταφυσικής, η θεωρία μας περιέχει ένα νέο πρόβλημα, και φέρνει μέσα της σοβαρές δυσκολίες, για όποιον θέλει να την κάνει πράξη και να κατανοήσει καταλεπτώς την ιστορία του παρελθόντος. Το πρόβλημα συνίσταται σε τούτο: ότι η θεωρία μας δίνει την ευκαιρία για μια νέα κριτική των ιστορικών πηγών. Δεν μιλώ αποκλειστικά για την
κριτική των ντοκουμέντων με τη γνωστή και φανερή από πρώτη ματιά έννοια της λέξης· γιατί, όσον άφορα αυτήν, μπορούμε στο μεγαλύτερο μέρος να αρκεστούμε όπως μας την δίνουν ωραία και καλή οι κριτικοί, οι διανοούμενοι και οι επαγγελματίες φιλόλογοι. Αλλά, αντίθετα, μιλώ για την άμεση εκείνη πηγή, που βρίσκεται πέρα από τα κατεξοχήν αποκαλούμενα ντοκουμέντα και που, πριν εκφραστεί και παγιωθεί σ’ αυτά, βρίσκεται μέσα στο πνεύμα και τη μορφή της επίγνωσης με την οποία τα ιστορικά πρόσωπα υπολόγισαν από μόνα τους τα κίνητρα του έργου τους. Αυτό το πνεύμα, δηλαδή αύτη η επίγνωση, συχνά δεν συμφωνεί με τις αιτίες που είμαστε τώρα σε θέση να ανακαλύψουμε και να θέσουμε, έτσι που τα ιστορικά πρόσωπα μας φαίνονται μπλεγμένα σ’ ένα κύκλο από αυταπάτες. Για να απογυμνώσει κανείς τα ιστορικά γεγονότα απ’ αυτά τα καλύμματα, με τα οποία τα ίδια τα γεγονότα επενδύονται ενώ εξελίσσονται, πρέπει να κάνει μια νέα κριτική των πηγών, με τη ρεαλιστική έννοια της λέξης, και όχι με την τυπική του ντοκουμέντου: πρέπει, με μια λέξη, να κάνει να αντιδράσει απέναντι στις πληροφορίες για τις περασμένες συνθήκες η συνείδηση που διαθέτουμε σήμερα, έτσι ώστε να τις ανοικοδομήσουμε κατόπιν ξανά εκ βάθρων. Αλλά αυτή η αναθεώρηση των αμεσότατων πηγών, ενώ σημειώνει το ακραίο όριο ιστορικής αυτοσυνείδησης που μπορεί ποτέ να επιτευχθεί, είναι δυνατό να γίνει αφορμή να πέσουμε σε βαριά σφάλματα. Γιατί, όπως εμείς τοποθετούμαστε από μια οπτική γωνία που βρίσκεται πέρα από τις ιδεολογικές οπτικές χάρη στις οποίες οι πρωταγωνιστές της ιστορίας αποκτούσαν συνείδηση του έργου τους, και στις οποίες βρήκαν πολύ συχνά και τα κίνητρα και τη δικαιολογία να δράσουν, εμείς μπορούμε να πέσουμε στην εσφαλμένη γνώμη ότι οι ιδεολογικές εκείνες οράσεις ήταν καθαρό φαινόμενο, ένα απλό τεχνητό οικοδόμημα, καθαρή αυταπάτη, με τη χυδαία έννοια αυτής της λέξης. Ο Μαρτίνος Λούθηρος, για να δόσουμε ένα παράδειγμα, όπως κι οι άλλοι μεγάλοι μεταρρυθμιστές σύγχρονοι του, δεν έμαθε ποτέ, όπως τώρα γνωρίζουμε εμείς, ότι το σύνθημα της Μεταρρύθμισης ήταν ένα από τα στάδια του γίγνεσθαι της τρίτης τάξης και η οικονομική εξέγερση της γερμανικής εθνότητας κατά της εκμετάλλευσης από την παπική αυλή. Εκείνος ήταν αυτό που ήταν, σαν αγκιτάτορας και σαν πολιτικός, γιατί είχε γίνει ένα με την πίστη που τον έκανε να διδάσκει το ταξικό σύνθημα που έδινε ώθηση στην αναταραχή, σαν επιστροφή στον αληθινό χριστιανισμό, και σαν θεία ανάγκη μέσα στη χυδαία πορεία των πραγμάτων. Η μελέτη των πιο
μακροπρόθεσμων αποτελεσμάτων, δηλαδή η ενίσχυση της αστικής τάξης των πόλεων κατά των φεουδαρχικών κυρίων και η αύξηση της εδαφικής κυριαρχίας των πριγκίπων σε βάρος της δι-εδαφικής και υπέρ-εδαφικής εξουσίας του μονάρχη και του Πάπα, η βίαιη καταστολή του κινήματος των αγροτών και του πιο ρητά προλεταριακού εκείνου των αναβαπτιστών, μας επιτρέπουν τώρα να ξαναφτιάξουμε τη γνήσια ιστορία των οικονομικών αιτίων της Μεταρρύθμισης· ιδιαίτερα εφόσον πέτυχε, πράγμα που είναι η μεγαλύτερη επικύρωση. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι εμείς πρέπει να αποσπάσουμε το γεγονός που συνέβη από τον τρόπο που συνέβη και να διαλύσουμε τις συνθήκες όπου ολοκληρώθηκε με μια κατοπινή ανάλυση, εντελώς υποκειμενική και απλοποιητική. Οι εσώτερες αιτίες ή, όπως θα έλεγε κανείς τώρα, τα βέβηλα και πεζά κίνητρα της Μεταρρύθμισης μας φαίνονται πιο καθαρά στη Γαλλία όπου ακριβώς δεν βγήκε νικηφόρα· και επίσης στις Κάτω Χώρες, όπου, πέρα από τις διάφορες εθνότητες γίνονται σαφείς, στην πάλη με την Ισπανία, οι συγκρούσεις των οικονομικών συμφερόντων και καθαρότατα, τέλος, στην Αγγλία, όπου η θρησκευτική ανανέωση, που εμφανίστηκε μέσα από τους δρόμους της πολιτικής βίας, ρίχνει άπλετο φως στο πέρασμα σ’ αυτές τις συνθήκες, που είναι για τη σύγχρονη αστική τάξη οι πρόδρομοι του καπιταλισμού. Post factum και χωρίς προμελετημένα αποτελέσματα, η ιστορία των πραγματικών αιτίων, που ήταν τα εσώτερα εκείνα της Μεταρρύθμισης, σε μεγάλο μέρος άγνωστα στους ίδιους τους πρωταγωνιστές, εμφανίζεται ξεκάθαρη. Αλλά ότι το γεγονός θα συνέβαινε όπως ακριβώς συνέβη, ότι θα έπαιρνε αυτές τις συγκεκριμένες μορφές, ότι θα ντυνόταν μ’ αυτό το ένδυμα, ότι θα χρωματιζόταν μ’ αυτό το χρώμα, ότι θα εκτυλισσόταν μ’ αυτό το φανατισμό, σ’ αυτό συνίστανται οι ειδικές του συνθήκες που καμιά αναλυτική υπόθεση δεν θα μπορούσε να πει πως θα ήταν όπως έγιναν. Μόνο ο έρωτας του παράδοξου, συνυφασμένος πάντοτε με το ζήλο των παθιασμένων εκλαϊκευτών κάθε νέας θεωρίας, μπορεί να έχει οδηγήσει μερικούς στην πεποίθηση ότι για να γραφτεί η ιστορία αρκεί να φανεί μόνο το οικονομικό στοιχείο (συχνά όχι επιβεβαιωμένο ακόμη, και συχνά καθόλου επιβεβαιώσιμο) για να πεταχτούν κατόπιν όλα τα υπόλοιπα σαν άχρηστο φορτίο, με το οποίο οι άνθρωποι είχαν από ιδιοτροπία φορτωθεί, σαν κάτι το δευτερεύον, τέλος, ή σαν κακής ποιότητας ή κυριολεκτικά σαν κάτι ανύπαρκτο.
Με τη σκέψη ότι την ιστορία πρέπει να την κατανοούμε στο σύνολό της ολοκληρωμένα και ότι σ’ αυτήν πυρήνας και περίβλημα αποτελούν ένα πράγμα, όπως έλεγε ο Γκαίτε για καθετί καθολικό, τρία συμπεράσματα βγαίνουν. Πρώτο, είναι φανερό ότι στο πεδίο του ιστορικο-κοινωνικού ντετερμινισμού ο συλλογισμός από τις αιτίες στα αποτελέσματα, από τους όρους στα εξαρτώμενα, από τις προϋποθέσεις στις συνέπειες, δεν θα είναι ποτέ φανερός με το πρώτο, όπως και όλες αυτές οι σχέσεις δεν είναι ποτέ φανερές με το πρώτο στον υποκειμενικό ντετερμινισμό της ατομικής ψυχολογίας. Στο δεύτερο αυτό πεδίο ήταν κιόλας από πολύ καιρό σχετικά εύκολο για την αφηρημένη και τυπική φιλοσοφία να ανεύρει, περνώντας πάνω απ’ όλους τους μύθους του φαταλισμού και της ελεύθερης βούλησης, το φανερό στοιχείο του κινήτρου που υπάρχει σε κάθε βούληση, γιατί, με μια λέξη, είναι τόσο βούληση όσο και αιτιολογημένος καθορισμός. Αλλά πριν από τα κίνητρα και τη βούληση βρίσκεται η γένεση εκείνων και αυτής, και για να αναπαραστήσουμε αυτή τη γένεση μάς χρειάζεται να βγούμε από το κλειστό πεδίο της συνείδησης και να φτάσουμε στην ανάλυση των απλών αναγκών, οι οποίες από μια άποψη προκύπτουν από τις κοινωνικές συνθήκες και από μια άλλη χάνονται στα σκοτεινά βάθη των οργανικών ορισμών ως τη γενετική κατανομή και τον αταβισμό. Αλλά δεν συμβαίνει διαφορετικά και στον ιστορικό ντετερμινισμό, όπου με τον ίδιο τρόπο αρχίζουμε ακριβώς από τα κίνητρα, ας υποθέσουμε θρησκευτικά, πολιτιστικά, αισθητικά, πάθους, κλπ., αλλά κατόπιν πρέπει να ανεύρουμε τις αιτίες αυτών των κινήτρων μέσα στις συνθήκες όπου πραγματικά βρίσκονται. Όμως, η μελέτη αυτών των συνθηκών πρέπει να είναι τόσο ειδικευμένη, που μένει τελικά να ξεκαθαριστεί όχι μόνο αν αυτές είναι οι αιτίες αλλά μέσα από ποιες μεσολαβήσεις φτάνουν σ’ αύτη τη μορφή, με την οποία αποκαλύπτονται στη συνείδηση σαν κίνητρα, που η προέλευση τους είναι συχνά σβησμένη. Και γι’ αυτό ξαναγίνεται φανερό αυτό το συμπέρασμα, ότι δηλαδή στη θεωρία μας δεν θα πρέπει πια να ξαναμεταφράσουμε σε οικονομικές κατηγορίες όλες τις περίπλοκες εκδηλώσεις της ιστορίας, αλλά μόνο να εξηγήσουμε σε τελευταία ανάλυση (Έγκελς) κάθε ιστορικό γεγονός μέσα από την οικονομική δομή που το υποβαστάζει (Μαρξ): πράγμα που συνεπάγεται ανάλυση και αναγωγή, και μετά συλλογισμό και σύνθεση.
Απ’ αυτά προκύπτει, τρίτο, ότι για να προχωρήσουμε από την υποκειμενική δομή στο διαμορφωμένο σύνολο μιας συγκεκριμένης ιστορίας, είναι αναγκαία η συνδρομή εκείνου του συνόλου εννοιών και γνώσεων που μπορεί να ονομαστεί, ελλείψει άλλου όρου, κοινωνική ψυχολογία. Δεν θέλω μ’ αυτό να υπαινιχθώ τη γεμάτη φαντασιοκοπία ύπαρξη μιας κοινωνικής ψυχής, ούτε την επινόηση ενός επιδιωκόμενου, συλλογικού πνεύματος, που χάρη σε δικούς του νόμους, ανεξάρτητους από τη συνείδηση των ατόμων και τις υλικές και προσδιορίσιμες σχέσεις τους, επεκτείνεται και εκφράζεται στην κοινωνική ζωή. Αυτό είναι καθαρός μυστικισμός. Ούτε σκοπεύω να αναφερθώ στις απόπειρες εκείνες συνδυασμένης γενίκευσης, για τις οποίες γράφτηκαν εγχειρίδια κοινωνικής ψυχολογίας, που η ιδέα τους είναι η έξης: η μεταφορά και εφαρμογή σε ένα επινοημένο υποκείμενο, που ονομάζεται κοινωνική συνείδηση, των κατηγοριών και μορφών που έχουν διαπιστωθεί από την ατομική ψυχολογία. Και δεν θέλω να υπαινιχθώ ούτε εκείνη τη σωρό από μισο-οργανικές και μισο-ψυχολογικές ονομασίες χάρη στις οποίες η οντότητα της κοινωνίας, κατά τον τρόπο του Σέφλε, αποκτά και μυαλό, και νωτιαίο μυελό, και αισθαντικότητα, και συναίσθημα, και συνείδηση, και βούληση, κλπ. Αλλά θέλω να μιλήσω για κάτι πιο μετρημένο και πεζό· δηλαδή, για κείνες τις συγκεκριμένες και ακριβείς πνευματικές μορφές, χάρη στις οποίες μας εμφανίζονται έτσι όπως ήταν φτιαγμένοι οι πληβείοι της Ρώμης μιας συγκεκριμένης εποχής, ή οι τεχνίτες της Φλωρεντίας όταν ξέσπασε το κίνημα των Πληβείων ή οι αγρότες της Γαλλίας, ανάμεσα στους οποίους δημιουργήθηκε, σύμφωνα με την έκφραση του Τεν, η αυθόρμητη αναρχία του ’89, οι αγρότες εκείνοι που όταν έγιναν μετά ελεύθεροι εργαζόμενοι και μικροί ιδιοκτήτες είτε προσδοκούσαν κάποια ιδιοκτησία, από νικητές πέρα απ’ τα σύνορα μεταβλήθηκαν αυτομάτως, σε σύντομο διάστημα, σε όργανα της αντίδρασης. Αυτή η κοινωνική ψυχολογία, που κανείς δεν μπορεί να την αναγάγει σε αφηρημένους κανόνες, γιατί στο μεγαλύτερο μέρος των περιπτώσεων είναι μόνο περιγραφική, είναι αυτό που οι ιστορικοί αφηγητές και οι ρήτορες και καλλιτέχνες, οι μυθιστοριογράφοι και οι κάθε τύπου ιδεολόγοι ως τώρα είδαν και γνώρισαν σαν αποκλειστικό αντικείμενο της μελέτης και των επινοήσεών τους. Σ’ αύτη την ψυχολογία, που είναι η ιδιαίτερη συνείδηση των ανθρώπων σε συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες, αναφέρονται και κάνουν έκκληση οι αγκιτάτορες, οι ρήτορες, όσοι διαδίδουν τις ιδέες. Ξέρουμε ότι αυτή
είναι η συνέπεια, η απόρροια, το αποτέλεσμα πραγματικά συγκεκριμένων κοινωνικών συνθηκών· αυτή η συγκεκριμένη τάξη, σ’ αυτή τη συγκεκριμένη κατάσταση, χάρη στις λειτουργίες που εκπληρώνει, χάρη στην υποταγή όπου κρατήθηκε, χάρη στην κυριαρχία που ασκεί –και, εξάλλου, τάξη, λειτουργίες, υποταγή και κυριαρχία προϋποθέτουν αυτή ή εκείνη τη συγκεκριμένη μορφή παραγωγής και κατανομής των άμεσων πόρων της ζωής, δηλαδή μια ειδική οικονομική δομή. Αύτη η κοινωνική ψυχολογία από τη φύση της πάντοτε περιστασιακή, δεν είναι η έκφραση της αφηρημένης και γενικής διαδικασίας του λεγόμενου ανθρώπινου πνεύματος. Είναι πάντοτε ο ειδικός σχηματισμός ειδικών συνθηκών. Δηλαδή, για μας ισχύει χωρίς συζήτηση η αρχή ότι δεν καθορίζουν οι μορφές συνείδησης το Είναι του ανθρώπου, αλλά ο τρόπος του Είναι ακριβώς καθορίζει τη συνείδηση (Μαρξ). Αλλά αυτές οι μορφές της συνείδησης, όπως καθορίζονται από τις συνθήκες ζωής, αποτελούν κι αυτές ιστορία. Η τελευταία αυτή δεν είναι μόνο η οικονομική ανατομία, αλλά όλα εκείνα μαζί που αύτη η ανατομία επενδύει και καλύπτει, ως τις πολύχρωμες αντανακλάσεις της φαντασίας. Ή, για να το πούμε διαφορετικά, δεν υπάρχει γεγονός της ιστορίας που να μην επαναλαμβάνει την προέλευση του από τις συνθήκες της οικονομικής δομής πάνω στην οποία βασίζεται· αλλά δεν υπάρχει και γεγονός της ιστορίας που να μην ακολουθεί, συνοδεύεται και ακολουθείται από συγκεκριμένες μορφές συνείδησης, είτε αυτή είναι προληπτική είτε είναι πειραματική, απλοϊκή ή αντανακλαστική, ώριμη ή ανάρμοστη, παρορμητική ή διδαγμένη, φανταστική ή έλλογη.
ΙV Έλεγα εδώ, λίγο παραπάνω, ότι η θεωρία μας αντικειμενοποιεί και, με μια ορισμένη έννοια, φυσικοποιεί την ιστορία, στρέφοντας τήν εξήγησή μας γι’ αυτήν από τα με το πρώτο φανερά δεδομένα των βουλήσεων που δρουν σύμφωνα μ’ ένα σχέδιο, και των βοηθητικών στο έργο ιδεάσεων, στις αιτίες και τα κίνητρα της βούλησης και της δράσης, για να βρει κατόπιν το συντονισμό αυτών των αιτίων και κινήτρων στις στοιχειώδεις διαδικασίες της παραγωγής των άμεσων πόρων της ζωής. Λοιπόν, σ’ αυτό τον όρο της φυσικοποίησης κρύβεται για πολλούς η ισχυρή πλάνη που τους οδηγεί να κάνουν σύγχιση ανάμεσα σ’ αυτή την τάξη προβλημάτων· και μιαν άλλη τάξη προβλημάτων δηλαδή, να
επεκτείνουν στην ιστορία τους νόμους και τους τρόπους της σκέψης που φάνηκε να τους έχει ιδιοποιηθεί και παραδεχτεί η μελέτη και η εξήγηση του φυσικού γενικά κόσμου και ειδικότερα του ζωικού. Κι επειδή ο δαρβινισμός κατόρθωσε να εκπορθήσει, με την αρχή της εξέλιξης των ειδών, το τελευταίο οχυρό της μεταφυσικής σταθερότητας των πραγμάτων, απ’ όπου μετά οι οργανισμοί γίνονται για μας οι φάσεις και τα κίνητρα μιας αληθινής φυσικής ιστορίας, φάνηκε σε πολλούς ότι ήταν σαφής και απλή επιχείρηση το να υιοθετήσουμε σαν εξήγηση του γίγνεσθαι και του ιστορικού ανθρώπινου ζειν τις έννοιες, τις αρχές και τις οπτικές, στις οποίες υποτάχτηκε ο ζωικός κόσμος, που χάρη στις άμεσες συνθήκες της πάλης για την ύπαρξη αναπτύσσεται στα τοπογραφικά περιβάλλοντα της γης που δεν έχουν μεταβληθεί από την εργασία. Ο πολιτικός και κοινωνικός δαρβινισμός εισέβαλε σαν επιδημία για κάμποσα χρόνια στα μυαλά αρκετών ερευνητών και πολύ περισσότερο των συνηγόρων και των ρητόρων της κοινωνιολογίας κι έφτασε να αντανακλαστεί, σαν ρούχο της μόδας και φρασεολογικό ρεύμα, και στην καθημερινή επίσης γλώσσα κάθε πολιτικάντη. Από πρώτη άποψη, φαίνεται να υπάρχει κάτι το άμεσα φανερό και αισθητά εύλογο σ’ αυτό τον τρόπο σκέψης· ο οποίος όμως, διακρίνεται κυρίως για την κατάχρηση της αναλογίας και τη βιασύνη στο συμπέρασμα. Ο άνθρωπος είναι χωρίς αμφιβολία ζώο, και είναι δεμένος με σχέσεις καταγωγής και συγγένειας και με άλλα ζώα. Δεν έχει προνόμιο καταγωγής, ούτε στοιχειώδους δομής, και ο οργανισμός του δεν είναι παρά μια ιδιαίτερη περίπτωση της γενικής φυσιολογίας. Το πρώτο του και άμεσο έδαφος ήταν εκείνο της απλής Φύσης, που δεν είχε μεταβληθεί ακόμη από την τέχνη της εργασίας· κι απ’ αυτό προέκυψαν οι επιτακτικές και αναπόφευκτες συνθήκες της πάλης για την ύπαρξη, με τις συνακόλουθες μορφές προσαρμοστικότητας. Εδώ είχαν την προέλευση τους οι φυλές, με την αληθινή και γνήσια έννοια της λέξης, στο βαθμό δηλαδή που είναι άμεσοι ορισμοί μαύρων, άσπρων, σγουρομάλληδων και λυσίκομων, κλπ., και όχι δευτερεύοντες ιστορικο-κοινωνικοί σχηματισμοί, δηλαδή οι λαοί και τα έθνη. Από δω τα πρωτόγονα ένστικτα κοινωνικότητας και, μέσα στο μικτό τρόπο ζωής, τα πρώτα στοιχεία της επιλογής των φύλων. Αλλά, για τον άνθρωπο ferus primaevus, που μπορούμε να αναπλάσουμε στη φαντασία μας με συνδυασμό εικασιών, δεν είχαμε την ευκαιρία μιας
εμπειρικής αίσθησης· όπως δεν μας δόθηκε η ευκαιρία να καθορίσουμε τη γένεση εκείνου του άγνωστου Χ, δηλαδή της ασυνέχειας εκείνης, χάρη στην οποία το ανθρώπινο γένος βρέθηκε αποσπασμένο από τη ζωή των ζώων, και κατόπιν στη συνέχεια ολοένα ανώτερο απ’ αυτήν. Όλοι οι άνθρωποι, που ζουν τώρα στην επιφάνεια της γης καθώς και όλοι εκείνοι που έζησαν στο παρελθόν, αποτέλεσαν αντικείμενο κάποιας αποτιμητής παρατήρησης, βρίσκονται και βρέθηκαν μια ωραία στιγμή στο σημείο όπου το καθαρά φυσικό ζειν είχε πάψει. Μια κάποια συνήθεια συμβίωσης, που γνωρίζει έθιμα και θεσμούς, έστω και με την πιο στοιχειώδη μορφή που μας είναι τώρα γνωστή, δηλαδή της αυστραλιανής φυλής, διαιρεμένης σε τάξεις και με το γάμο όλων των ανδρών μιας τάξης με όλες τις γυναίκες μιας άλλης τάξης, χωρίζει μ’ ένα μεγάλο διάλειμμα το ανθρώπινο ζειν από το ζωικό. Αν έρθουμε έπειτα στην παρατήρηση του gens materno, που ο κλασικός ιροκέζικος τύπος του έχει επαναστατικοποιήσει με το έργο του Μόργκαν την προϊστορία, δίνοντάς μας ταυτόχρονα το κλειδί της προέλευσης της κατεξοχήν ιστορίας, βρισκόμαστε σε μια μορφή κοινωνίας πολύ προηγμένη κιόλας όσον άφορα τη συνθετότητα των σχέσεων. Στο βαθμό συμβίωσης, λοιπόν που μέσα στον κύκλο των γνώσεών μας μάς φαίνεται στοιχειωδέστατος, δηλαδή στον αυστραλιανό, όχι μόνο η αρκετά περίπλοκη γλώσσα διαφορίζει τους ανθρώπους από όλα τα άλλα ζώα (και γλώσσα σημαίνει όρος και όργανο, αιτία και αποτέλεσμα κοινωνικότητας), αλλά η ειδίκευση του ανθρώπινου ζειν, πέρα από την ανακάλυψη της φωτιάς, έχει καθιερωθεί στη χρήση πολλών άλλων τεχνητών μέσων για τη συντήρηση της ζωής. Ένα κομμάτι γης που κατακτήθηκε με την περιπλάνηση της φυλής –ένας τρόπος κυνηγιού–, η τέλεια χρήση ορισμένων όπλων άμυνας και επίθεσης και η κατοχή ορισμένων σκευών για τη συντήρηση των πραγμάτων που αποκτήθηκαν –και ακόμη η διακόσμηση του σώματος, κλπ.– δηλαδή, κατά βάθος, η ζωή αυτή βασίζεται σ’ ένα τεχνητό έδαφος, όσο κι αν είναι στοιχειωδέστατο, στο οποίο οι άνθρωποι προσπαθούν να σταθεροποιηθούν και να βολευτούν, σ’ ένα έδαφος που είναι, σε τελευταία ανάλυση, ο όρος για κάθε παραπέρα ανάπτυξη. Ανάλογα με το πώς αυτό το τεχνητό έδαφος είναι λιγότερο ή περισσότερο διαμορφωμένο, οι άνθρωποι που το δημιούργησαν και έζησαν πάνω του χαρακτηρίζονται λιγότερο ή περισσότερο σαν άγριοι ή βάρβαροι: και στον πρώτο εκείνο σχηματισμό συνίσταται αυτό που συνήθως ονομάζουμε προϊστορία.
Η ιστορία, σύμφωνα με τη φιλολογική χρήση της λέξης, δηλαδή το μέρος εκείνο της ανθρώπινης διαδικασίας που έχει ακριβή παράδοση στη μνήμη, αρχίζει όταν το τεχνητό έδαφος είναι κιόλας ένα καλά σχηματισμένο στοιχείο. Λόγου χάρη: το κανάλι της Μεσοποταμίας και να η αρχαία προσιμιτική Βαβυλωνία· η εκτροπή του Νείλου με σκοπό την καλλιέργεια των πεδιάδων και να η αρχαιότατη χαμιτική Αίγυπτος. Σ’ αυτό το τεχνητό έδαφος, που εμφανίζεται στον ακραίο ορίζοντα της ενθυμούμενης ιστορίας, δεν έζησαν, όπως και δεν ζουν τώρα, ομοιόμορφες μάζες ατόμων, αλλά οργανωμένες κοινότητες, που επαναλάμβαναν όπως επαναλαμβάνουν και τώρα την οργάνωση τους σαν κατανομή λειτουργημάτων, δηλαδή εργασίας και σαν συνακόλουθες αιτίες και τρόπους συντονισμού και υποταγής. Αυτές οι σχέσεις, δεσμοί και τρόποι ζωής δεν προέκυψαν, όπως δεν προκύπτουν, σαν επανάληψη και παγίωση συνηθειών κάτω από την άμεση πράξη της ζωικής πάλης για την ύπαρξη. Αντίθετα, μάλιστα, προϋποθέτουν την ανεύρεση ορισμένων εργαλείων, λ.χ. την εξημέρωση ορισμένων ζώων και την επεξεργασία των ορυκτών μέχρι το σίδηρο, την εισαγωγή της δουλείας, κλπ., εργαλεία και τρόπους της οικονομίας που διαφορίζουν πρώτα τις κοινότητες τις μεν από τις δε και μετά διαφορίζουν μέσα στις κοινότητες τα συστατικά τους. Μ’ άλλά λόγια, τα έργα των ανθρώπων, σαν λειτουργικά στοιχεία, αντέδρασαν πάνω στους ίδιους τους ανθρώπους. Τα ευρήματα και οι επινοήσεις τους δημιουργώντας τρόπους ζωής, πέρα από τους φυσικούς δημιούργησαν όχι μόνο ήθη και συνήθειες (ένδυση, μαγειρεμένη τροφή, και τα παρόμοια) αλλά σχέσεις και δεσμούς συνύπαρξης, ανάλογα και σύμφωνα με τον τρόπο παραγωγής και αναπαραγωγής των πόρων της άμεσης ζωής. Όταν η μεταβιβασμένη από μνήμης ιστορία αρχίζει, η οικονομία έχει κιόλας αρχίσει να λειτουργεί. Οι άνθρωποι εργάζονται για την ύπαρξή τους πάνω σ’ ένα πεδίο που το έχουν σε μεγάλο μέρος μεταβάλει με την εργασία τους και με εργαλεία που είναι εντελώς έργο δικό τους. Και απ’ αυτό το σημείο και μετά αγωνίστηκαν για τη δεσπόζουσα θέση των μεν πάνω στους δε όσον άφορα τη χρήση αυτών των τεχνητών μέσων· δηλαδή πάλεψαν μεταξύ τους, σαν δούλοι και αφέντες, υπήκοοι και κύριοι, κατακτημένοι και κατακτητές, εκμεταλλευόμενοι και εκμεταλλευτές· και άλλου προόδευσαν, άλλου καθυστέρησαν και άλλου εγκλωβίστηκαν σε μια μορφή που δεν ήταν πια ικανοί να ξεπεράσουν,
αλλά δεν ξαναγύρισαν ποτέ πια στη ζωή των ζώων, με την πλήρη απώλεια του τεχνητού εδάφους. Λοιπόν, η ιστορική επιστήμη έχει σαν πρώτο και κύριο αντικείμενο της τον ορισμό και την αναζήτηση του τεχνητού εδάφους, και της προέλευσης και σύνθεσής του, της αλλαγής και μεταβολής του. Το να λέμε ότι αυτό δεν είναι παρά μέρος και επέκταση της Φύσης είναι μόνο λόγια, που έτσι τόσο αφηρημένα και γενικά δεν σημαίνουν σε τελευταία ανάλυση τίποτε. Το ανθρώπινο γένος ζει μόνο στις γήινες συνθήκες και δεν μπορεί να το φανταστεί κανείς μεταφυτευμένο αλλού. Σ’ αυτές τις συνθήκες βρήκε, από την πρώτη πρώτη του προέλευση ως τις μέρες μας, τους άμεσους πόρους για την ανάπτυξη της εργασίας και, ας πούμε έτσι, την υλική πρόοδο καθώς και την εσωτερική του διαμόρφωση. Αυτές οι φυσικές συνθήκες υπήρξαν και είναι πάντοτε αναγκαίες, τόσο στη σποραδική καλλιέργεια των νομάδων, που καλλιεργούν καμιά φορά τη γη μόνο για τη βοσκή των ζώων, όσο και στα εκλεπτυσμένα προϊόντα της εντατικής σύγχρονης αγροκαλλιέργειας. Αυτές οι γήινες συνθήκες, όπως πρόσφεραν τα διάφορα είδη της πέτρας για το δούλεμα των πρώτων όπλων, έτσι προσφέρουν τώρα και το κάρβουνο, την τροφή της μεγάλης βιομηχανίας· όπως πρόσφεραν στα πρώτα γένη τα βούρλα και τις λυγαριές για την καλαθοπλεκτική, έτσι προσφέρουν τώρα όλα τα μέσα απ’ όπου προκύπτει η σύνθετη τεχνική του ηλεκτρισμού. Δεν είναι όμως τα φυσικά μέσα αυτά καθαυτά που προόδευσαν· αντίθετα, μόνο οι άνθρωποι είναι αυτοί που προοδεύουν, ξαναβρίσκοντας σιγά-σιγά στη Φύση τις συνθήκες για να παράγουν σε νέες και ολοένα πιο σύνθετες μορφές μέσα από τη συσσωρευμένη εργασία που είναι η πείρα. Ούτε αύτη η πρόοδος είναι εκείνη μόνο που εννοούν οι υποκειμενιστές της ψυχολογίας, δηλαδή μια εσωτερική μεταβολή, που θα ήταν η άμεση και ιδιαίτερη ανάπτυξη του νου, του λόγου και της σκέψης. Αντίθετα, μάλιστα, αυτή η εσωτερική πρόοδος μόνο κατά δεύτερο και παράγωγο λόγο, στο βαθμό που υπάρχει κιόλας πρόοδος στο τεχνητό έδαφος, είναι το άθροισμα των κοινωνικών σχέσεων που προκύπτουν από τις μορφές και τους καταμερισμούς της εργασίας. Γι’ αυτό το λόγο, θα ήταν κενή νοήματος η βεβαίωση ότι όλα αυτά δεν είναι παρά απλή επέκταση της Φύσης· αν δεν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη λέξη με μια τόσο γενική έννοια, που να μη δείχνει πια τίποτε το συγκεκριμένο
και διακεκριμένο, όπως είναι αυτό που εννοούμε σαν διαφορετικό από κείνο που κάνει ο προοδευτικά δρών άνθρωπος. Η ιστορία είναι ό,τι κάνει ο άνθρωπος, στο βαθμό που ο άνθρωπος μπορεί να δημιουργήσει και να τελειοποιήσει τα εργαλεία της εργασίας του και μ’ αυτά τα εργαλεία μπορεί να δημιουργηθεί ένα τεχνητό περιβάλλον, το οποίο μετά αντιδρά με τα σύνθετα αποτελέσματα πάνω του, και έτσι όπως είναι και όπως σιγά-σιγά μεταβάλλεται, αποτελεί την ευκαιρία και τον όρο της ανάπτυξής του. Λείπουν όλες οι αίτιες για να αναγάγουμε αυτό το γεγονός του ανθρώπου, την ιστορία, στην καθαρή πάλη για την ύπαρξη· η οποία, κι αν εκλεπτύνει και μεταβάλλει τα όργανα των ζώων, και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και με συγκεκριμένους τρόπους προκαλεί τη γένεση και ανάπτυξη νέων οργάνων, όμως δεν παράγει τη συνεχή, τελειοποιητική και παραδοσιακή εκείνη κίνηση που είναι η ανθρώπινη διαδικασία. Δεν υπάρχει χώρος εδώ, στη θεωρία μας, ούτε να κάνουμε συγχίσεις με το δαρβινισμό, ούτε να ανακαλέσουμε την αντίληψη μιας οποιασδήποτε μορφής φαταλισμού είτε μυθικής είτε μυστικιστικής είτε μεταφορικής. Γιατί, αν είναι αλήθεια ότι η ιστορία στηρίζεται πρωταρχικά στην ανάπτυξη της τεχνικής, δηλαδή αν είναι αλήθεια ότι εξαιτίας της κατοπινής ανεύρεσης των εργαλείων γεννήθηκαν οι επακόλουθοι καταμερισμοί της εργασίας και μ’ αυτούς μετά οι ανισότητες, στων οποίων τη λίγο πολύ σταθερή συνδρομή συνίσταται ο λεγόμενος κοινωνικός οργανισμός, είναι άλλο τόσο αλήθεια ότι η ανεύρεση αυτών των εργαλείων είναι ταυτόχρονα αιτία και αποτέλεσμα εκείνων των όρων και μορφών της εσωτερικής ζωής που εμείς, απομονώνοντάς τες στην ψυχολογική αφαίρεση, ονομάζουμε φαντασία, νου, λόγο, σκέψη, κλπ. Παράγοντας, στη συνέχεια, τα διάφορα κοινωνικά περιβάλλοντα, δηλαδή τα συνακόλουθα τεχνητά εδάφη, ο άνθρωπος παρήγαγε ταυτόχρονα τις μεταβολές του εαυτού του· και σ’ αυτό συνίσταται ο σοβαρός πυρήνας, ο συγκεκριμένος λόγος, η θετική βάση αυτού που, μέσα από διάφορους φανταστικούς συνδυασμούς και μέσα από ποικίλη αρχιτεκτονική λογική, δίνει θέση, στους ιδεολογιστές, στην έννοια της προόδου του ανθρώπινου πνεύματος. Παρόλα αυτά, η έκφραση φυσικοποίηση της ιστορίας, που νοούμενη με πολύ πλατιά και γενική έννοια μπορεί να δόσει αφορμή σε αρκετές παρεξηγήσεις, όταν χρησιμοποιείται με την οφειλόμενη πρόνοια και προσεγγιστικά, συνοψίζει με συντομία την κριτική όλων των ιδεολογιών
που έχουμε δει, οι οποίες στην ερμηνεία της ιστορίας ξεκινούν απ’ την προϋπόθεση ότι ανθρώπινο έργο η δραστηριότητα είναι το ίδιο πράγμα με αυθαιρεσία, εκλογή και πρόθεση. Στους θεολόγους φαινόταν εύκολο και βολικό να ανάγουν την πορεία των ανθρώπινων πραγμάτων σ’ ένα πεδίο ή σχέδιο, γιατί πηδούσαν μ’ ευκολία από την εμπειρία σ’ ένα επίδοξο νου που ρυθμίζει το σύμπαν. Οι νομικοί, που πρώτοι είχαν την ευκαιρία να βρουν στους θεσμούς που αποτελούν αντικείμενο των μελετών τους ένα ορισμένο οδηγητικό νήμα μορφών που εναλλάσσονται αρκετά φανερά, μετέφεραν, όπως μεταφέρουν πάντα χωρίς μεγάλη δυσκολία, το σκεπτόμενο λόγο, που είναι το επάγγελμα τους, στην εξήγηση όλης της πλατιάς κοινωνικής ύλης, που είναι τόσο περίπλοκη. Οι πολιτικοί, που ξεκινούν φυσικά από την πείρα αυτού που οι ηγέτες του κράτους, είτε με τη συναίνεση των υποκείμενων μαζών είτε εκμεταλλευόμενοι τις αντιθέσεις των συμφερόντων των διαφόρων κοινωνικών ομάδων, μπορούν να θέλουν και να εκτελούν σύμφωνα μ’ ένα σχέδιο, σοβαρά και με πρόθεση, έχουν την τάση να βλέπουν στην εναλλαγή των ανθρώπινων πραγμάτων μόνο την ποικιλία αυτών των σχεδίων, σκοπών και προθέσεων. Η αντίληψή μας, επαναστατικοποιώντας στη βάση τους τις προϋποθέσεις των θεολόγων, των νομικών και των πολιτικών, αρχίζει από το αξίωμα ότι ανθρώπινο έργο και δραστηριότητα γενικά δεν είναι πάντοτε στην πορεία της ιστορίας ένα και το αυτό με τη βούληση που δρα σύμφωνα με ένα σχέδιο, με σχέδια που έχουν από πριν συλληφθεί και με την ελεύθερη επιλογή των μέσων· δηλαδή δεν είναι ένα και το αυτό με το σκεπτόμενο λόγο. Όλα όσα συνέβησαν στην ιστορία είναι έργο του ανθρώπου· αλλά ούτε ήταν ούτε είναι, παρά μόνο πολύ σπάνια, έργο κριτικής επιλογής, και έλλογης βούλησης· ήταν και είναι έργο αναγκαιότητας που καθώς ορίζεται από τις ανάγκες και τις εξωτερικές συνθήκες, γεννάει την εμπειρία και την ανάπτυξη εσωτερικών και εξωτερικών οργάνων. Ανάμεσα στα όργανα αυτά είναι ο νους και ο λόγος, αποτελέσματα και συνέπειες κι αυτά μιας εμπειρίας επανειλημμένης και συσσωρευμένης. Η ολοκληρωμένη διαμόρφωση του ανθρώπου μέσα στην ιστορική ανάπτυξη δεν είναι τώρα πια υποθετικό δεδομένο ούτε απλή εικασία· είναι μια αλήθεια αισθητή και χειροπιαστή. Οι συνθήκες της διαδικασίας που γεννάει την πρόοδο μπορούν τώρα πια να αναχθούν σε σειρές εξηγήσεων· και μεις, ως ένα ορισμένο σημείο έχουμε κάτω απ’ τα μάτια μας το σχήμα όλων των ιστορικών εξελίξεων, νοούμενων μορφολογικά.
Αύτη η θεωρία είναι η σαφής και οριστική άρνηση κάθε ιδεολογίας, γιατί είναι η ρητή άρνηση κάθε μορφής ρασιοναλισμού· και νοείται κάτω απ’ αυτό το όνομα η πρόληψη ότι τα πράγματα στην ύπαρξη και έκταση τους απαντούν σ’ ένα κανόνα, σ’ ένα ιδεώδες, σε ένα μέτρο, σ’ ένα σκοπό κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο. Ολόκληρη η πορεία των ανθρώπινων πραγμάτων είναι ένα άθροισμα, μάλιστα είναι τόσες σειρές όρων, που οι άνθρωποι τις έφτιαξαν και τις έθεσαν καθαυτές με τη συσσωρευμένη πείρα τους μέσα στην ποικίλουσα κοινωνική συμβίωση· αλλά δεν παρουσιάζει ούτε την προσέγγιση σ’ έναν προσχεδιασμένο στόχο, ούτε την παρέκκλιση από μια πρώτη αρχή τελειοποίησης και ευτυχίας. Η ίδια η πρόοδος δεν συνεπάγεται παρά την έννοια του εμπειρικού και εξαρτημένου από τις περιστάσεις, που μόνο πρόσφατα αποκτάει σαφήνεια και ακρίβεια στα μυαλά μας, ώστε χάρη στην ανάπτυξη που είχαμε ως τώρα να είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε το παρελθόν και να προβλέψουμε, δηλαδή να διαβλέψουμε με μια ορισμένη έννοια και σ’ ένα ορισμένο βαθμό, το μέλλον.
V Μ’ αυτό τον τρόπο αποσαφηνίζεται μια μεγάλη αμφισβήτηση και παύει ο κίνδυνος που προέρχεται απ’ αυτήν. Λογική και θεμελιωμένη είναι η τάση εκείνων που προσβλέπουν στο να υποτάξουν το σύνολο των ανθρώπινων πραγμάτων, παρατηρούμενων στην πορεία τους, στην αυστηρή αντίληψη του ντετερμινισμού. Χωρίς καμιά βάση, αντίθετα, είναι η ταύτιση αυτού του παράγωγου ντετερμινισμού, αντανακλώμενου και σύνθετου, με κείνον της άμεσης πάλης για την ύπαρξη, η οποία ασκείται και αναπτύσσεται σ’ ένα πεδίο που δεν έχει μεταβληθεί από τη συνεχή εργασία. Νόμιμη και θεμελιωμένη απόλυτα είναι η ιστορική εξήγηση, η οποία, μέσα από ανατροπές προχωρεί από τις υποτιθέμενες βουλήσεις βάσει σχεδίου, που θα ρύθμιζαν εν προκειμένω τις διάφορες φάσεις της ζωής, ως τα κίνητρα και τις αντικειμενικές αιτίες κάθε βούλησης που πρέπει να αναζητηθούν στις συνθήκες του περιβάλλοντος, εδάφους, διαθέσιμων μέσων, ιδιαίτερων περιπτώσεων της εμπειρίας. Αλλά, αντίθετα, στερείται κάθε βάσης η άποψη εκείνη που φτάνει στην άρνηση κάθε βούλησης, μέσα από μια θεωρητική οπτική, που θα αντικαθιστούσε το βολονταρισμό με τον αυτοματισμό· αντίθετα, αυτή είναι τελικά καθαρή μωρία.
Όπου τα τεχνικά μέσα αναπτύχθηκαν ως ένα ορισμένο σημείο, όπου το τεχνητό έδαφος απέκτησε μιαν ορισμένη αντοχή και όπου οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις και οι αντιθέσεις που αυτές έχουν σαν συνέπεια δημιούργησαν και την ανάγκη και τη δυνατότητα και την πιθανότητα και τους όρους μιας οργάνωσης λιγότερο ή περισσότερο σταθερής ή ασταθούς, εκεί πάντοτε και υποχρεωτικά ανακύπτουν τα σχέδια που έχουν συλληφθεί, οι πολιτικές προθέσεις, τα οδηγητικά σχέδια, τα συστήματα δικαίου και, κατόπιν, τα αξιώματα και οι γενικές και αφηρημένες αρχές. Στα πλαίσια αυτών των προϊόντων και αυτής της ανάπτυξης που είναι παράγωγα και σύνθετα, και θά ’λεγα δευτέρου βαθμού, γεννιούνται και οι επιστήμες και οι τέχνες και η φιλοσοφία και η πολυμάθεια και η ιστορία σαν φιλολογικό είδος παραγωγής. Αυτό το περιβάλλον είναι εκείνο που ρασιοναλιστές και ιδεολόγοι, αγνοώντας τις πραγματικές του βάσεις, ονόμασαν και ονομάζουν ακόμη κατά τρόπο αποκλειστικό, πολιτισμό. Γιατί, πραγματικά, είχαμε και έχουμε την περίπτωση μερικοί άνθρωποι, και κυρίως οι εξ επαγγέλματος καλλιεργημένοι, είτε ήταν λαϊκοί είτε κληρικοί, να βρίσκουν τρόπο να ζουν διανοητικά στον κλειστό κύκλο των αντανακλώμενων και δευτερευόντων προϊόντων του πολιτισμού, και να μπορούν μετά να υποβάλλουν όλα τα υπόλοιπα στην υποκειμενική οπτική που διαμορφώνουν μέσα σ’ αυτή την κατάσταση: σ’ αυτό βρίσκεται η προέλευση και η εξήγηση κάθε ιδεολογίας. Η θεωρία μας ξεπέρασε οριστικά την οπτική γωνία οποιασδήποτε ιδεολογίας. Τα σχέδια που έχουν συλληφθεί, οι πολιτικές προθέσεις, οι επιστήμες, τα συστήματα δικαίου, κλπ., αντί να είναι το μέσο και το εργαλείο της εξήγησης της ιστορίας είναι ακριβώς αυτό που πρέπει να εξηγηθεί· γιατί προκύπτουν από συγκεκριμένες συνθήκες και καταστάσεις. Αλλ’ αυτό δεν σημαίνει ότι είναι απλά φαινόμενα και σαπουνόφουσκες. Το ότι αυτά γίνονται και προκύπτουν από άλλα πράγματα δεν σημαίνει πως δεν είναι πραγματικά. Πολύ περισσότερο που εμφανίζονταν για αιώνες ολόκληρους στη μη επιστημονική συνείδηση καθώς και στην επιστημονική συνείδηση που ακόμη διαμορφωνόταν, σαν τα μόνα που αληθινά υπήρχαν. Αλλά ως εδώ δεν τα είπαμε ακόμη όλα. Και η δική μας θεωρία μπορεί να αφήσει χώρο σε απόπειρες φαντασιώσεων και να δώσει την ευκαιρία και τα επιχειρήματα σε μια νέα ιδεολογία από την ανάποδη. Αυτή γεννήθηκε στο πεδίο μάχης του
κομμουνισμού. Προϋποθέτει την εμφάνιση του σύγχρονου προλεταριάτου στην πολιτική αρένα, και προϋποθέτει εκείνο τον προσανατολισμό, όσον άφορα την προέλευση της σημερινής κοινωνίας, που μας επέτρεψε να διορθώσουμε κριτικά ολόκληρη τη γένεση της αστικής τάξης. Είναι επαναστατική θεωρία από δυο πλευρές: γιατί βρήκε τις αιτίες και τους τρόπους ανάπτυξης της προλεταριακής επανάστασης που επίκειται αλλά και γιατί προσπαθεί να βρει τις αιτίες και τους όρους εξέλιξης κάθε άλλης κοινωνικής επανάστασης, που έλαβε χώρα στο παρελθόν, στις ταξικές εκείνες συγκρούσεις, οι οποίες έφτασαν σ’ ένα ορισμένο κρίσιμο σημείο εξαιτίας της αντίφασης ανάμεσα στις μορφές της παραγωγής και την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Και υπάρχει, υστέρα, κάτι άλλο. Στο φως αυτής της θεωρίας η ουσία της ιστορίας βρίσκεται ακριβώς σε τούτα τα κρίσιμα σημεία και ό,τι συναντάμε ανάμεσα στο ένα και το άλλο απ’ αυτά τα σημεία υπολογίζουμε, τουλάχιστον για την ώρα, να το εγκαταλείψουμε στις καλλιεργημένες φροντίδες των εξ επαγγέλματος αφηγητών και επεξηγητών. Σαν επαναστατική θεωρία είναι αυτή κατεξοχήν η διανοούμενη συνείδηση της παρούσας προλεταριακής κίνησης μέσα στην οποία προετοιμάζεται, σύμφωνα με το αξίωμα μας, από πολύ καιρό η έλευση του κομμουνισμού: τόσο, που οι αποφασιστικοί αντίπαλοι του σοσιαλισμού την απωθούν σαν άποψη που, κάτω από την επίφαση της επιστήμης, δεν κάνει άλλο από το να επαναλαμβάνει την πολύ γνωστή σοσιαλιστική ουτοπία. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες μπορεί να παρουσιαστεί η περίπτωση, και πράγματι παρουσιάστηκε κιόλας ενμέρει, η φαντασία των άπειρων σε κάθε τέχνη ιστορικής έρευνας και ο ζήλος των φανατικών, να βρίσκει ερεθισμό και ευκαιρία ακόμη και στον ιστορικό υλισμό για να διαμορφώσει μια νέα ιδεολογία και να βγάλει απ’ αυτήν μια νέα φιλοσοφία της συστηματικής, δηλαδή σχηματικής, ιστορίας δηλαδή ανάλογα με μια τάση κι ένα σχέδιο. Ούτε υπάρχει πρόνοια που να επαρκεί. Ο νους μας σπάνια ικανοποιείται με τη γνήσια κριτική έρευνα και είναι πάντοτε διατεθειμένος να μετατρέψει σε στοιχείο σχολαστικότητας και σε νέα σχολαστική κάθε εύρημα της σκέψης. Με δυο λόγια και η υλιστική αντίληψη μπορεί να μετατραπεί σε μορφή επιχειρημάτων με θέσεις και να χρησιμεύσει για να ξαναμπούν σε νέους τρόπους παλιές προκαταλήψεις· όπως ήταν εκείνη μιας ιστορίας αποδεδειγμένης, αποδεικτικής και επαγωγικής.
Για να μη συμβεί αυτό και ιδιαίτερα για να μην ξαναεμφανιστεί από έμμεσους δρόμους και με τρόπους κρυφούς μια οποιαδήποτε μορφή τελεολογίας, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε δυο σημεία: πρώτο, ότι οι ιστορικές συνθήκες που είναι γνωστές σε μας είναι όλες περιγεγραμμένες· και, δεύτερο, ότι η πρόοδος εμποδιζόταν ως τώρα από πολλαπλά εμπόδια και γι’ αυτό ήταν πάντα μερική και περιορισμένη. Ένα μόνο μέρος και, μέχρι πολύ πρόσφατα, ένα όχι μεγάλο μέρος του ανθρώπινου γένους έχει εξ ολοκλήρου διατρέξει όλα τα στάδια της διαδικασίας, εξαιτίας της οποίας τα πιο προηγμένα έθνη έφτασαν στην σύγχρονη societe civile, με τις μορφές της προηγμένης τεχνικής που είναι βασισμένη στις ανακαλύψεις της επιστήμης και με όλες τις πολιτικές, διανοητικές, ηθικές, κλπ., συνέπειες, που είναι σχετικές και ανάλογες μ’ αυτή την ανάπτυξη. Πλάι στους Άγγλους –για να αναφέρουμε το πιο χτυπητό παράδειγμα– που, μεταφέροντας μαζί τους στη Νέα Ολλανδία τα ευρωπαϊκά μέσα, δημιούργησαν ένα παραγωγικό κέντρο που κατέχει ήδη αξιόλογη θέση στον ανταγωνισμό της παγκόσμιας αγοράς, ζουν ως τώρα σαν απολιθώματα της προϊστορίας οι ιθαγενείς αυστραλιανοί, ικανοί μόνο να εξαφανιστούν αλλά ανίκανοι να προσαρμοστούν στον πολιτισμό που εισάχθηκε όχι πάνω αλλά πλάι τους. Στην Αμερική, και ιδιαίτερα στη βόρεια Αμερική, η σειρά των εξελίξεων που έλαβαν χώρα κατά την ανάπτυξη της σύγχρονης κοινωνίας άρχισε με την εισαγωγή από την Ευρώπη των φυτών, των ζώων και των εργαλείων της γεωργίας, που η χρήση του ab antico είχε γεννήσει τον αιώνιο πολιτισμό της Μεσογείου: αλλά η κίνηση αυτή έμεινε ολόκληρη κλεισμένη μέσα στον κύκλο των απογόνων των κατακτητών και των αποίκων, ενώ οι ιθαγενείς, ή διαχέονται μέσα στη νέας διαμόρφωσης μάζα, μέσα από τους φυσικούς δρόμους της φυλετικής ανάμειξης, ή φθίνουν και εξαφανίζονται εντελώς. Η εγγύς Ασία και η Αίγυπτος, που σε πολύ παλιούς ακόμη καιρούς, σαν πρώτο λίκνο ολόκληρου του πολιτισμού μας, αποτέλεσαν το χώρο των μεγάλων ημιπολιτικών σχηματισμών οι όποιοι ακολουθούν τις πρώτες φάσεις της επιβεβαιωμένης και ενθυμούμενης ιστορίας, μας φαίνονται από αιώνες σαν τα κρυσταλλώματα κοινωνικών μορφών, ανίκανων να κινηθούν από μόνες τους σε νέες φάσεις ανάπτυξης. Πάνω τους στέκεται η αιώνια πίεση της βαρβαρικής στρατοπέδευσης, που είναι η τουρκική κυριαρχία. Σ’ αύτη την άκαμπτη μάζα ή σφηνώνεται από δρόμους κρυφούς μια αρκετά εκσυγχρονισμένη διοίκηση ή, στο ρητό όνομα των εμπορικών συμφερόντων, εισχωρούν οι σιδηρόδρομοι και ο τηλέγραφος,
θαρραλέα εμπροσθοφυλακή του κατακτητικού ευρωπαϊκού χρηματιστηρίου. Όλη αύτη η άκαμπτη μάζα δεν έχει ελπίδα να ξαναπάρει ζωή, θέρμη και κίνηση παρά μόνο με την καταστροφή της τουρκικής κυριαρχίας, που πάει να την αναπληρώσει, με τους διάφορους δυνατούς τρόπους άμεσης ή έμμεσης κατάκτησης, το κρατίδιο ή το προτεκτοράτο της ευρωπαϊκής αστικής τάξης. Ότι μια διαδικασία μετασχηματισμού των καθυστερημένων ή εγκλωβισμένων στην πορεία τους λαών μπορεί να γίνει και να επισπευσθεί με εξωτερικές επιρροές μάς το αποδείχνει η Ινδία, που ζωηρή κιόλας ακόμη από δική της ζωή, κάτω από τη δράση κατόπιν της Αγγλίας ξαναμπαίνει τώρα με νέες δυνάμεις στο κύκλωμα της διεθνούς ενεργητικότητας, ακόμη και όσον άφορα τα διανοητικά της προϊόντα. Αλλά δεν είναι αυτές οι μόνες συγκρούσεις στην ιστορική φυσιογνωμία των συγχρόνων. Να λοιπόν πώς, ενώ στην Ιαπωνία, χάρη σ’ ένα οξύ και αυθόρμητο μιμητικό φαινόμενο, γίνεται μέσα σε λιγότερα από τριάντα χρόνια μια ορισμένη σχετική αφομοίωση του δυτικού πολιτισμού, που κινεί κιόλας φυσιολογικά τις ενέργειες της ίδιας της χώρας, το δίκαιο και η επιβολή της ρωσικής κατάκτησης τραβάει στον κύκλο της σύγχρονης βιομηχανίας, και μάλιστα της μεγάλης βιομηχανίας, κάποια αξιόλογα σημεία των χωρών πέρα από την Κασπία. Το γιγάντιο μέγεθος της Κίνας μας εμφανιζόταν μέχρι πριν μερικά χρόνια σχεδόν ακίνητο στον αταβιστικό διάκοσμο των θεσμών της, τόσο είναι αργή κάθε κίνηση: ενώ, για λόγους εθνικούς και γεωγραφικούς, ολόκληρη σχεδόν η Αφρική παρέμεινε αδιαπέραστη και ως τις τελευταίες απόπειρες κατάκτησης και αποικιοποίησης φαινόταν ότι δεν θα πρόσφερε στην πράξη του πολιτισμού παρά μόνη την περίμετρο της, σαν να είμασταν όχι στην εποχή των Πορτογάλων αλλά των Ελλήνων και των Καρθαγενίων. Αυτές οι διαφοροποιήσεις των ανθρώπων, στην πορεία της ιστορίας και της προϊστορίας, μας φαίνονται εξηγήσιμες όταν υπάρχει τρόπος να αναχθούν στις φυσικές και άμεσες συνθήκες που επιβάλλουν όρια στην ανάπτυξη της εργασίας. Αυτή είναι η περίπτωση της Αμερικής, η οποία ως την εμφάνιση των Ευρωπαίων δεν είχε παρά ένα μόνο δημητριακό, το καλαμπόκι, και ένα μόνο εξημερωμένο ζώο για τη δουλειά, το λάμα: μπορούμε, λοιπόν, να είμαστε ευτυχείς που οι Ευρωπαίοι φέρνοντας μαζί τους και με τα εργαλεία τους το βόδι, το γαϊδούρι, το άλογο και το στάρι, το μπαμπάκι, το ζαχαροκάλαμο και τον καφέ, και τελευταία το κλήμα και τα πορτοκάλια δημιούργησαν το νέο κόσμο της ένδοξης εμπορευματικής
κοινωνίας, και η οποία με ανήκουστη ταχύτητα κίνησης έχει κιόλας διατρέξει τις δυο φάσεις: της πιο μαύρης σκλαβιάς και την πιο δημοκρατική της μισθωτής εργασίας. Αλλά εκεί όπου υπήρξε πραγματική εμπλοκή και μάλιστα αποδεδειγμένη οπισθοδρόμηση, όπως στην εγγύς Ασία, στην Αίγυπτο, στη χερσόνησο των Βαλκανίων και στη βόρεια Αφρική, και αυτή η εμπλοκή δεν μπορεί να αποδοθεί στη διαφορά των φυσικών όρων, εκεί βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πρόβλημα που περιμένει τη λύση του από την άμεση και ρητή μελέτη της κοινωνικής δομής, αν την δούμε στο εσωτερικό της γίγνεσθαι καθώς και στις περιπλοκές και τις σύνθετες καταστάσεις των διαφόρων λαών, στο έδαφος εκείνο που κανονικά ονομάζεται αρένα των ιστορικών αγώνων. Αυτή η ίδια η πολιτισμένη Ευρώπη που από τη συνέχεια της παράδοσής της παρουσιάζει το πληρέστερο σχήμα διαδικασίας, τόσο που πάνω σ’ αυτό το μοντέλο έχουν συλληφθεί και οικοδομηθεί ως τώρα όλα τα συστήματα ιστορικής φιλοσοφίας· η ίδια αυτή Δυτική και Κεντρική Ευρώπη που παρήγαγε την εποχή των αστών, και προσπάθησε και προσπαθούσε να επιβάλει αύτη τη μορφή κοινωνίας σε όλο τον κόσμο με διάφορους τρόπους άμεσης ή έμμεσης κατάκτησης, δεν είναι όλη ομοιόμορφη στο βαθμό της ανάπτυξης της και οι διάφορες εθνικές, τοπικές και πολιτικές συσσωρεύσεις της φαίνονται κατανεμημένες σε μια κλίμακα με πολλές διαβαθμίσεις. Απ’ αυτές τις διαφορές εξαρτώνται οι συνθήκες σχετικής ανωτερότητας ή κατωτερότητας από χώρα σε χώρα, και οι λιγότερο ή περισσότερο προνομιακές ή δυσμενείς αιτίες της οικονομικής ανταλλαγής· και από δω στο μεγαλύτερο μέρος τους εξαρτήθηκαν, όπως και εξαρτώνται ως τώρα, και οι έριδες, οι αγώνες, οι συνθήκες και οι πόλεμοι και ό,τι άλλο με μεγαλύτερη ή μικρότερη ακρίβεια ήξεραν να μας αφηγηθούν οι πολιτικοί ιστορικοί από την Αναγέννηση ως σήμερα, και φυσικά με αυξανόμενη διαύγεια από το Λουδοβίκο 14ο και τον Κολμπέρ και μετά. Αυτή η ίδια η Ευρώπη είναι πολύ ποικιλόχρωμη. Να, λοιπόν, η μεγαλύτερη άνθηση της βιομηχανικής και καπιταλιστικής παραγωγής, που έλαβε χώρα στην Αγγλία· και σε άλλα σημεία ζει, δυνατή ή ραχιτική, η βιοτεχνία, από το Παρίσι ως τη Νάπολη, για να συλλάβουμε το γεγονός ως τα άκρα του. Εδώ η ύπαιθρος είναι σχεδόν εξολοκλήρου εκβιομηχανισμένη, όπως είναι και στην Αγγλία· και να που άλλου βλαστάνει, με πολλές παραδοσιακές μορφές, η βλακώδης χωριατιά, όπως
στην Ιταλία και την Αυστρία, και μάλιστα στην τελευταία αυτή περισσότερο απ’ ό,τι σε μας. Ενώ σε μια χώρα η πολιτική επιχείρηση του κράτους –όπως συμφέρει στην πεζή συνείδηση μιας αστικής τάξης που ξέρει τη δουλειά της γιατί τη θέση που κατέχει την κατέκτησε αληθινά από μόνη της– ασκείται με τους πιο σίγουρους και γνωστούς τρόπους μιας ρητής ταξικής κυριαρχίας (δεν θα υπάρχει κανείς που να μην κατάλαβε ότι μιλώ για τη Γαλλία), αλλού, και για την ακρίβεια στη Γερμανία, οι παλιές φεουδαρχικές συνήθειες, η προτεσταντική υποκρισία και η ποταπότητα μιας αστικής τάξης που εκμεταλλεύεται τις ευνοϊκές οικονομικές συγκυρίες χωρίς να βάζει μέσα ούτε πνεύμα, ούτε επαναστατική τόλμη, διατηρούν στο ente stato τα ψευδή φαινόμενα μιας ηθικής αποστολής που πρέπει να συντελεστεί –(ω!, μεγάλα κεφάλια και περούκες γερμανών καθηγητών, σε πόσες σάλτσες ελάχιστα νόστιμες και χωνευτικές έχετε μαγειρέψει αυτή την ηθική του κράτους, που είναι και πρωσικό!). Εδώ και κει η σύγχρονη καπιταλιστική παραγωγή παρεμβάλλεται στις χώρες που από άλλες απόψεις δεν μπαίνουν στο κίνημα μας, και ιδιαίτερα σε κείνο της πολιτικής, όπως είναι η περίπτωση της άτυχης Πολωνίας· ή ακόμη αυτή η μορφή εισχωρεί επιτήδεια μόνο έμμεσα, όπως στη μεσημβρινή Σλαβία. Αλλά να εδώ η οξύτερη αντίφαση, που φαίνεται προορισμένη να μας βάλει μπροστά στα μάτια συνοπτικά όλες τις φάσεις, μάλιστα, όλα τα ακραία σημεία της ιστορίας μας. Η Ρωσία δεν μπόρεσε να προωθήσει, όπως τώρα πραγματικά προωθεί, τη μεγάλη βιομηχανία, παρά μόνο αντλώντας από τη δυτική Ευρώπη, και ιδιαίτερα από το χαριτωμένο γαλλικό σοβινισμό, το χρήμα εκείνο που μάταια δοκίμαζε να βγάλει από μόνη της, δηλαδή από τις συνθήκες της παχύσαρκης εδαφικής της μάζας, πάνω στην οποία, με παλιές οικονομικές μορφές φυτοζωούν πενήντα εκατομμύρια αγρότες. Βέβαια, η Ρωσία για να γίνει οικονομικά σύγχρονη κοινωνία, πράγμα που προετοιμάζει πιθανόν τους όρους μιας ανάλογης πολιτικής επανάστασης, κλήθηκε να καταστρέψει τα τελευταία υπολείμματα του αγροτικού κομμουνισμού που διατηρούνταν σ’ αυτήν μέχρι πριν λίγο καιρό σε μορφές τόσο χαρακτηριστικές και σε τόση έκταση: (δεν μας ενδιαφέρει εδώ να αποφασίσουμε αν αυτός ήταν πρωτόγονος ή δευτερογενής κομμουνισμός, όπως πιστεύουν ορισμένοι). Η Ρωσία πρέπει να αστικοποιηθεί και, για να το κάνει, πρέπει κυρίως να μετατρέψει τη γη σε εμπόρευμα, ώστε να είναι ικανή να παράγει εμπορεύματα και ταυτόχρονα να μετατρέψει σε προλετάριους και επαίτες
τους πρώην-κομμουνιστές της υπαίθρου. Και να που, απ’ την άλλη μεριά, στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη βρισκόμαστε στο αντίθετο σημείο από τη σειρά ανάπτυξης που μόλις αρχίζει στη Ρωσία. Εδώ σε μας, όπου η αστική τάξη με αλλιώτικες πηγές πλούτου και κατανικώντας εμπόδια τόσο διαφορετικά διέτρεξε κιόλας τόσα στάδια της ανάπτυξης της, όχι η θύμηση του πρωτόγονου κομμουνισμού που με το ζόρι επιζεί μέσα από διανοούμενες περιπλοκές στα κεφάλια των μορφωμένων, αλλά η ίδια η μορφή της αστικής παραγωγής γεννά στους προλετάριους την τάση προς το σοσιαλισμό, που παρουσιάζεται στα γενικά του χαρακτηριστικά σαν τεκμήριο μιας νέας φάσης της ιστορίας, δηλαδή όχι σαν η επανάληψη αυτού όπου μοιραία καταλήγει στη Σλαβία κάτω από τα μάτια μας. Ποιός δεν βλέπει στα παραδείγματα αυτά, που δεν τα αναζήτησα εντέχνως και που βγήκαν μάλιστα σχεδόν τυχαία και άτακτα από την πένα μου, σ’ αυτά τα παραδείγματα, λέω, που μπορούν να επεκταθούν απεριόριστα σ’ ένα βιβλίο οικονομικο-πολιτικής γεωγραφίας του σημερινού κόσμου, σαφή την απόδειξη του πώς οι ιστορικές συνθήκες παρουσιάζονται όλες λεπτομερειακά μέσα από τις μορφές της ανάπτυξής τους; Όχι μόνο οι φυλές και οι λαοί, τα έθνη και τα κράτη, αλλά και τα μέρη των εθνών και οι διάφορες περιοχές των κρατών, και κατόπιν τα στρώματα και οι τάξεις είναι σαν να βρίσκονται στα τόσα σκαλιά μιας πολύ μεγάλης κλίμακας, ή στα διαφορετικά σημεία μιας στροφής με μεγάλη και περίπλοκη εξέλιξη. Ο ιστορικός χρόνος δεν έχει διανυθεί ομοιόμορφα απ’ όλους τους ανθρώπους. Η απλή ακολουθία των γενεών δεν ήταν ποτέ ο δείκτης της σταθερότητας και έντασης της διαδικασίας. Ο χρόνος σαν αφηρημένο χρονολογικό μέτρο και οι γενιές που διαδέχονται οι μεν τις δε με τους προσεγγιστικούς όρους χρόνων δεν αποτελούν κριτήριο ούτε δίνουν ενδείξεις νόμου ή διαδικασίας. Η ανάπτυξη υπήρξε ως τώρα ποικίλη, γιατί ποικίλα ήταν τα έργα που συντελέστηκαν μέσα στην ίδια μονάδα χρόνου. Ανάμεσα σ’ αυτές τις ποικίλες μορφές ανάπτυξης υπάρχει συγγένεια, μάλιστα υπάρχει ομοιότητα κινήτρων, δηλαδή αναλογία τύπου, υπάρχει το ομόλογο στοιχείο: σε βαθμό τέτοιο που οι προηγμένες μορφές μπορούν από απλή επαφή, ή με τη βία, να επιταχύνουν την εξέλιξη των καθυστερημένων μορφών. Αλλά το σημαντικό είναι να αντιληφθούμε ότι η πρόοδος, που η έννοια της είναι όχι μόνο εμπειρική αλλά εξαρτάται πάντοτε από τις περιστάσεις και γι’ αυτό είναι περιορισμένη, δεν στέκεται στην πορεία των ανθρώπινων πραγμάτων σαν προορισμός ή πεπρωμένο, ούτε σαν
επιταγή κάποιου νόμου. Και γι’ αυτό η θεωρία μας δεν μπορεί να θέλει να αντιπροσωπεύει ολόκληρη την ιστορία του ανθρώπινου είδους σε μια όραση οπωσδήποτε προοπτική και ενιαία, η οποία όμως να επαναλαμβάνει, mutatis mutandis, την ιστορική φιλοσοφία βάσει σχεδίου όπως από τον Άγιο Αυγουστίνο ως το Χέγκελ ή, μάλιστα καλύτερα, από τον προφήτη Δανιήλ ως τον κύριο Ντε Ρουζμόν. Η θεωρία μας δεν προτίθεται να αποτελέσει τη διανοητική οπτική ενός μεγάλου πλάνου ή σχεδίου, αλλά είναι μόνο μέθοδος αναζήτησης και αντίληψης. Ο Μαρξ δεν μιλούσε τυχαία χαρακτηρίζοντας την ανακάλυψή του σαν οδηγητικό νήμα. Και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο είναι ανάλογη με το δαρβινισμό, που κι αυτός είναι μέθοδος και δεν είναι, ούτε και μπορεί να είναι, εκσυγχρονισμένη επανάληψη της τεχνητά οικοδομημένης Naturphilosophie προς χρήση των Σέλιγκ και Σία. Αυτός που πρώτος διέκρινε στην έννοια της προόδου την ένδειξη της σχετικότητας και της εξάρτησης από όρους ήταν ο ιδιοφυής Σεν-Σιμόν, που αντιπαράθεσε αυτή του τη σκέψη στη θεωρητική σκέψη του 18ου αιώνα, που κορυφώνεται σε μεγάλο μέρος στον Κοντορσέ. Σ’ αυτή τη θεωρία που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ενιαία, εξισωτική, τυπική, γιατί είναι αυτή που θεωρεί πως το ανθρώπινο είδος εξελίσσεται πάνω σε μια διαδικαστική γραμμή, ο Σεν-Σιμόν αντιπαράθεσε την έννοια των ικανοτήτων και των κλίσεων, που υποκαθιστούν οι μεν τις δε και συμψηφίζονται· και μ’ αυτό τον τρόπο παρέμεινε ιδεολόγος. Αλλά, για να διεισδύσουμε στις πραγματικές αιτίες της σχετικότητας της προόδου χρειάζονταν πολύ περισσότερα. Έπρεπε πρώτ’ απ’ όλα να παραιτηθούμε από κείνες τις προκαταλήψεις που συνεπαγόταν η πίστη, ότι τάχα τα εμπόδια στην ομοιομορφία του ανθρώπινου γίγνεσθαι βρίσκονται αποκλειστικά στις φυσικές και άμεσες αιτίες. Αυτά τα φυσικά εμπόδια ή είναι πολύ προβληματικά, όπως είναι η περίπτωση των φυλών, καμιά από τις όποιες δεν έχει μέσα της το έμφυτο προνόμιο της ιστορίας, ή είναι, όπως στην περίπτωση των γεωγραφικών διαφορών, ανεπαρκή για να εξηγήσουν την εξέλιξη των ιστορικο-κοινωνικών συνθηκών που μπορεί να είναι εντελώς διαφορετικές σε ένα και το αυτό τοπογραφικό έδαφος. Και όπως η ιστορική κίνηση γεννιέται όταν ακριβώς τα φυσικά εμπόδια έχουν κιόλας σε μεγάλο μέρος ξεπεραστεί ή σε αξιόλογο βαθμό περιοριστεί μέσα από τη δημιουργία ενός τεχνητού εδάφους, το όποιο οι άνθρωποι είχαν την ευκαιρία να αναπτύξουν παραπέρα, είναι γι’ αυτό
φανερό ότι τα συνακόλουθα εμπόδια στην ομοιομορφία της προόδου πρέπει να αναζητηθούν στις εσωτερικές και ιδιαίτερες εκείνες συνθήκες που χαρακτηρίζουν την ίδια την κοινωνική δομή. Αυτή η δομή έχει δόσει ως τώρα μορφές πολιτικής οργάνωσης που η ουσία τους είναι η προσπάθεια να κρατηθούν σε ισορροπία οι οικονομικές ανισότητες: πράγμα που κάνει ώστε αύτη η οργάνωση, όπως έχω πει πολλές φορές, να είναι συνεχώς ασταθής. Από τότε που υπάρχει ενθυμούμενη ιστορία είναι ιστορία της κοινωνίας που ή τείνει να διαμορφώσει το κράτος ή το κράτος έχει πια φέρει σε πέρας. Και το κράτος είναι η πάλη προς τα μέσα, είτε ζωηρή και σε δράση ή που έχει πρόσφατα νικηθεί ή με οποιοδήποτε τρόπο πρόσκαιρα κατευνασμένη και κατασταλμένη. Και το κράτος είναι ακόμη η πάλη προς τα έξω, είτε για την υποδούλωση άλλων λαών, είτε για τον αποικισμό άλλων χωρών, ή για την εξαγωγή προϊόντων σε άλλες αγορές ή για να απομακρυνθεί ο πλεονάζων πληθυσμός, κλπ. Και το κράτος είναι αυτή η πάλη προς τα μέσα και προς τα έξω, γιατί είναι κυρίως το όργανο και το εργαλείο ενός λίγο πολύ μεγάλου μέρους της κοινωνίας ενάντια σ’ όλη την υπόλοιπη κοινωνία, στο βαθμό που αυτή βασικά στηρίζεται πάνω στην οικονομική κυριαρχία των ανθρώπων πάνω στους ανθρώπους, με τρόπους λίγο πολύ άμεσους και ρητούς, ανάλογα με το πώς ο διαφορετικός βαθμός ανάπτυξης της παραγωγής και των φυσικών μέσων και τεχνητών εργαλείων απαιτεί ή την άμεση δουλεία ή τη δουλοπαροικία, ή τον ελεύθερο μισθωτό. Αύτη η κοινωνία των αντιθέσεων που στέκεται σαν κράτος είναι πάντοτε, έστω και με διαφορετικές μορφές και τρόπους, η αντίθεση πόλης και υπαίθρου, χειροτέχνη και αγρότη, προλετάριου και αφεντικού, καπιταλιστή και εργαζόμενου, και πάει λέγοντας χωρίς τελειωμό· και στηρίζεται πάντοτε, με διάφορες περιπλοκές και τρόπους, σε μιαν ιεραρχία, είτε αυτό συμβαίνει σταθερά σαν προνόμιο όπως στο Μεσαίωνα, είτε, στις αποκρυπτικές μορφές του υποτιθέμενου ίσου για όλους δικαίου, αυτό εμφανίζεται στην αυτόματη δράση του οικονομικού ανταγωνισμού όπως γίνεται τώρα. Σ’ αυτή την οικονομική ιεραρχία αντιστοιχεί με διάφορους τρόπους στις διάφορες χώρες, χρόνους και τόπους, θα έλεγα μια ιεραρχία των ψυχών, των διανοιών, των πνευμάτων. Πράγμα που σημαίνει ότι η κουλτούρα, στην οποία ακριβώς εναποθέτουν οι ιδεαλιστές το σύνολο της προόδου, ήταν και είναι και κατανάγκη κατανεμημένη πολύ άνισα. Το μεγαλύτερο
μέρος των ανθρώπων, εξαιτίας των φροντίδων και των απασχολήσεων που έχει, βρίσκονται να είναι σαν άτομα διασπασμένα, σε κομμάτια, να έχουν γίνει ανίκανοι για μια πλήρη και φυσιολογική ανάπτυξη. Στην οικονομική των τάξεων και στην ιεραρχία των κοινωνικών καταστάσεων απαντά η ψυχολογία των τάξεων. Η σχετικότητα της προόδου είναι για μας, λοιπόν, η αναπόφευκτη συνέπεια των ταξικών αντιθέσεων. Σ’ αυτές τις αντιθέσεις βρίσκονται τα εμπόδια, χάρη στα όποια εξηγείται η πιθανότητα της σχετικής οπισθοδρόμησης, ως το τέλος τέλος ο εκφυλισμός και η διάλυση μιας ολόκληρης κοινωνίας. Οι μηχανές που σημειώνουν το θρίαμβο της επιστήμης γίνονται, εξαιτίας των αντιθετικών συνθηκών του κοινωνικού συνόλου, τα όργανα προλεταριοποίησης εκατομμυρίων και εκατομμυρίων ελεύθερων τεχνητών και αγροτών. Οι πρόοδοι της τεχνικής, που πλουτίζουν με αγαθά τις πόλεις, κάνουν πιο μίζερη και ποταπή τη ζωή των αγροτών και στις ίδιες τις πόλεις πιο φτωχή τη ζωή των φτωχών. Όλες οι πρόοδοι της σκέψης χρησίμευσαν ως τώρα στη διαφοροποίηση του στρώματος των μορφωμένων, και στο να υπάρχει ολοένα μεγαλύτερη απόσταση της κουλτούρας από τις μάζες, που στραμμένες στην ακατάπαυστη καθημερινή εργασία τρέφουν μ’ αυτήν ολόκληρη την κοινωνία. Η πρόοδος ήταν και είναι ως τώρα μερική και μονόπλευρη. Οι μειοψηφίες που συμμετέχουν σ’ αυτήν υποστηρίζουν ότι τούτη είναι η ανθρώπινη πρόοδος· και οι αλαζονικοί εξελικτικιστές την αποκαλούν ανθρώπινη φύση που εξελίσσεται. Όλη αυτή η επιμέρους πρόοδος, που αναπτύχθηκε ως τώρα με την καταπίεση των ανθρώπων πάνω στους ανθρώπους, έχει τη βάση του στους όρους της αντίθεσης, εξαιτίας της οποίας οι οικονομικές αντιθέσεις γέννησαν όλες τις κοινωνικές αντιθέσεις και από τη σχετική ελευθερία μερικών γεννήθηκε η δουλεία πάρα πολλών· και το δίκαιο ήταν ο οιωνός της αδικίας. Αν δούμε την πρόοδο έτσι και την κατανοήσουμε στην καθαρή της έννοια, μας φαίνεται σαν η ηθική διανοητική σύνοψη όλης της ανθρώπινης εξαθλίωσης και όλων των υλικών ανισοτήτων. Για να ανακαλύψουμε μέσα σ’ αυτά την αναπόφευκτη σχετικότητα χρειαζόταν πρώτα να γίνει ο κομμουνισμός επιστήμη και πολιτική, αφού είχε προηγούμενα εμφανιστεί σαν ενστικτώδης κίνηση στην ψυχή των καταπιεζομένων. Και χρειαζόταν επίσης να δίνει η θεωρία μας το μέτρο της αξίας όλης της περασμένης ιστορίας, ανακαλύπτοντας σε κάθε μορφή
της κοινωνικής οργάνωσης, που ήταν αντιθετικής προέλευσης και τάξης, όπως ήταν όλες ως τώρα, την έμφυτη αδυναμία παραγωγής των όρων μιας καθολικής και ομοιόμορφης ανθρώπινης προόδου· ανακαλύπτοντας δηλαδή τα εμπόδια που κάνουν ώστε το ευεργέτημα να μετατρέπεται σε ζημιά.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΥΛΙΣΜΟ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ Μέρος Δεύτερο
VI Δεν μπορούμε να αποφύγουμε πάντως μια ερώτηση, κι αυτή είναι τούτη: από πού προέρχεται η πίστη στους ιστορικούς παράγοντες; Αυτή η έκφραση συναντιέται συχνά στα μυαλά και τα γραφτά πολλών μορφωμένων, επιστημόνων και φιλοσόφων, και κείνων των χρονικογράφων που είτε με τη λογική είτε με τους συνδυασμούς απομακρύνονται αρκετά από την απλή αφήγηση και χρησιμοποιούν αυτή την ιδέα σαν προϋπόθεση για να προσανατολιστούν στην τεράστια μάζα των ανθρώπινων γεγονότων, που από πρώτη ματιά και στην άμεση παρατήρηση φαίνονται τόσο συγκεχυμένα και άκαμπτα. Αυτή η πίστη, αύτη η τρέχουσα άποψη έγινε στους ορθολογιστές ή κυριολεκτικά ρασιοναλιστές ιστορικούς κάτι σαν μισοθεωρία, που υιοθετήθηκε πρόσφατα πολλές φορές σαν αποφασιστικό επιχείρημα εναντίον της ενιαίας θεωρίας της υλιστικής αντίληψης. Είναι, μάλιστα, τόσο ριζωμένη η πίστη και είναι τόσο διαδομένη η άποψη ότι την ιστορία δεν μπορούμε να την κατανοήσουμε παρά μόνο σαν συνάντηση και σύμπτωση διαφορετικών παραγόντων, που πολλοί από κείνους που μιλούν για κοινωνικό υλισμό, τόσο υπέρ όσο και κατά, πιστεύουν πως ξεφεύγουν από κάθε μπελά όταν βεβαιώνουν ότι όλη αυτή εδώ η θεωρία συνίσταται τελικά στο να αποδώσουμε την υπεροχή ή την αποφασιστική δράση στον οικονομικό παράγοντα. Βέβαια, μας ενδιαφέρει να εξετάσουμε πώς ξεκίνησε αυτή η πίστη, γνώμη, ή μισο-θεωρία, γιατί η αληθινή και πραγματική κριτική συνίσταται κυρίως στο να αναγνωρίσουμε και να κατανοήσουμε τα αίτια
αυτού που χαρακτηρίζουμε σαν λάθος. Για να απορρίψουμε μια γνώμη δεν αρκεί να την παρουσιάζουμε στα γρήγορα σαν εσφαλμένη. Το θεωρητικό λάθος γεννιέται πάντοτε από κάποια κακο-κατανοημένη πλευρά μιας ατελούς εμπειρίας, ή από κάποια υποκειμενική ατέλεια. Δεν αρκεί να απορρίψουμε το λάθος, πρέπει να το νικήσουμε και να το ξεπεράσουμε εξηγώντας το. Κάθε ιστορικός που αρχίζει να εξιστορεί κάνει, ας πούμε, μια πράξη αφαίρεσης. Πρωταρχικά κάνει τομή σε μια συνεχή σειρά γεγονότων και, κατόπιν, ξεκινάει από πολλές και ποικιλόμορφες προϋποθέσεις και προηγούμενα, και μάλιστα σπάει και αποσυνθέτει ένα περίπλοκο ιστό. Για να αρχίσει πρέπει όμως να τοποθετήσει σταθερά ένα σημείο, μια γραμμή, έναν όρο της εκλογής του, και να πει λόγου χάρη: θέλουμε να εξιστορήσουμε πως άρχισε ο πόλεμος μεταξύ Ελλήνων και Περσών· ας δούμε πώς ο Λουδοβίκος 16ος έφτασε στην απόφαση να συγκαλέσει τις Γενικές Τάξεις. Ο αφηγητής βρίσκεται, με μια λέξη, μπροστά σ’ ένα σύνολο από γεγονότα που έχουν συμβεί και γεγονότα που πρόκειται να συμβούν, τα όποια, στο σύνολό τους, εμφανίζονται σαν ένας σχηματισμός. Απ’ αυτή του τη στάση προέρχεται ο τρόπος και το στυλ της αφήγησης· γιατί, για να την πλέξει, χρειάζεται να ξεκινήσει από πράγματα που ήδη έχουν συμβεί, για να δει κατόπιν πώς συνεχίζονται στο γίγνεσθαί τους. Και επίσης μέσα στο σύνολο αυτό πρέπει να εισαγάγει ένα ορισμένο αίσθημα ανάλυσης, κατανέμοντάς το σε διάφορες ομάδες και σε διάφορες πλευρές γεγονότων, ή σε ανταγωνιστικά στοιχεία, που παρουσιάζονται κατόπιν σ’ ένα ορισμένο σημείο σαν κατηγορίες καθαυτές. Ιδού: εδώ είναι το κράτος με μια ορισμένη μορφή και με ορισμένες εξουσίες· και εδώ είναι οι νόμοι, που ορίζουν, με προσταγή ή απαγόρευση, ορισμένες σχέσεις· και εδώ είναι τα ήθη και έθιμα που αποκαλύπτουν τάσεις, ανάγκες και τρόπους σκέψης, πίστης, φαντασίας· και στο σύνολο τους βλέπουμε μια πολλαπλότητα ανθρώπων που συμβιούν και συνεργάζονται, με κατανεμημένες λειτουργίες και απασχολήσεις· και κατόπιν σημειώνονται οι σκέψεις, οι ιδέες, οι κλίσεις, τα πάθη, οι επιθυμίες, οι προσδοκίες, που απ’ αυτό τον πολυποίκιλο κόσμο της συνύπαρξης και από τις έριδές του με συγκεκριμένους τρόπους απελευθερώνονται και αναπτύσσονται. Επέρχεται μια αλλαγή και αυτή εμφανίζεται σε μια από τις πλευρές ή όψεις του εμπειρικού
συνόλου, ή σε όλες αυτές σε μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα: λόγου χάρη, το κράτος διευρύνει τα εξωτερικά του όρια, ή μεταβάλλει τα εσωτερικά του όρια προς την κοινωνία, αυξάνοντας ή ελαττώνοντας τις εξουσίες και αρμοδιότητες του, ή αλλάζοντας μορφή στην άσκηση αυτών ή εκείνων· ή ακόμη, το δίκαιο μεταβάλλει τις διατάξεις του, ή εκφράζεται και βεβαιώνεται σε νέα όργανα· ή ακόμη, τελικά, πίσω από την αλλαγή των καθημερινών εξωτερικών συνηθειών, αποκαλύπτεται μια αλλαγή στα συναισθήματα, στις σκέψεις, στις ροπές των ανθρώπων που έχουν κατανεμηθεί ποικιλόμορφα στις διάφορες κοινωνικές τάξεις, οι οποίες αναμειγνύονται, αλλοιώνονται, μεταθέτονται, συγχέονται ή ανανεώνονται. Για να καταλάβουμε όλ’ αυτά, στο βαθμό και με τον τρόπο που εμφανίζονται καταρχήν και σκιαγραφούνται από τη φυσιολογική προσοχή, αρκούν οι κοινές ικανότητες της φυσιολογικής ευφυΐας, εκείνης, θέλω να πω, που δεν βοηθήθηκε ακόμη, ούτε διορθώθηκε ή συμπληρώθηκε από την κυρίως επιστήμη. Το να κλείνεται σε ακριβή όρια ένα σύνολο τέτοιων αλλαγών, αυτό είναι το αληθινό και πραγματικό αντικείμενο της εξιστόρησης η οποία αποδείχνεται τόσο πιο σαφής, ικανοποιητική και διαμορφωμένη όσο πιο μονογραφική είναι: λόγου χάρη ο Θουκυδίδης στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Η κοινωνία που έχει κιόλας σ’ ένα ορισμένο βαθμό διαμορφωθεί, η κοινωνία που έχει πια φτάσει σ’ ένα ορισμένο βαθμό ανάπτυξης, η κοινωνία που είναι πια τόσο περίπλοκη ώστε να κρύβει το οικονομικό υπόστρωμα που υποβαστάζει τα υπόλοιπα, δεν αποκαλύφθηκε στους καθαρούς αφηγητές, παρά μόνο σε κείνες τις ορατές κορυφές, σε κείνα τα πιο φανερά αποτελέσματα, σε κείνα τα πιο σημαντικά συμπτώματα, που είναι οι πολιτικές μορφές, οι διατάξεις νόμων και τα επιμέρους πάθη. Ο αφηγητής, πέρα από την έλλειψη μιας θεωρίας πάνω στις αληθινές πηγές της ιστορικής κίνησης, εξαιτίας της ίδιας της θέσης που παίρνει απέναντι στα πράγματα που συλλαμβάνει στην επιφάνεια του γίγνεσθαί τους, δεν μπορεί να το αναγάγει αυτό σε ενότητα, παρά μόνο από την άποψη των άμεσων αισθήσεων· κι αν είναι προικισμένος τεχνίτης αυτές οι αισθήσεις χρωματίζονται στην ψυχή του και μετατρέπονται σε δραματική πράξη. Ο ρόλος του έχει εκπληρωθεί αν καταφέρει να περικλείσει ένα ορισμένο αριθμό από γεγονότα και συμβάντα μέσα σε όρους και όρια, πάνω στα όποια το βλέμμα μπορεί να κινηθεί με καθαρή προοπτική· με τον ίδιο εκείνο τρόπο που ο καθαρά περιγραφικός γεωγράφος έχει εκπληρώσει σωστά το χρέος του αν κλείσει μέσα σε ένα
ζωντανό και καθαρό σχεδίασμα τον ανταγωνισμό των φυσικών αιτίων που καθορίζουν την αισθητή πλευρά, ας πούμε του κόλπου της Νάπολης, χωρίς καθόλου να ανάγεται στη γένεσή του. Σ’ αυτή την ανάγκη της αφηγηματικής αναπαράστασης βρίσκεται η πρώτη, αισθητή, απτή, και θα έλεγα σχεδόν αισθητική και καλλιτεχνική πλευρά, όλων αυτών των αφαιρέσεων και γενικεύσεων, που τελικά ξεκινούν από τη μισοθεωρία των λεγόμενων παραγόντων. Εδώ έχουμε δυο διάσημους ανθρώπους, τους Γράκχους, που ήθελαν να σταματήσουν τη διαδικασία ιδιοποίησης του ager publicus, ή να εμποδίσουν τη συγκέντρωση της γαιοκτησίας, εξαιτίας της οποίας μειώνεται ή παύει εντελώς να υπάρχει η τάξη των μικρών ιδιοκτητών, δηλαδή των ελεύθερων ανθρώπων, που είναι η βάση και ο όρος της δημοκρατικής ζωής της αρχαίας πόλης. Ποιές ήταν οι αιτίες της αποτυχίας τους; Το σχέδιο τους είναι σαφές: το πνεύμα τους, η καταγωγή τους, ο χαρακτήρας τους, ο ηρωισμός τους το δείχνουν. Και εναντίον τους στέκουν άλλοι άνθρωποι, με άλλα συμφέροντα και άλλο πνεύμα. Η έρις δεν εμφανίζεται αρχικά στο νου παρά σαν πάλη προθέσεων και παθών, η οποία αναπτύσσεται και φτάνει σε πέρας με τα μέσα εκείνα που επιτρέπουν οι πολιτικές μορφές του κράτους και η χρήση ή η κατάχρηση των δημόσιων εξουσιών. Και να το περιβάλλον: η πόλη που κυριαρχεί με διάφορους τρόπους πάνω σε άλλες πόλεις ή πάνω σε περιοχές που στερούνται κάθε χαρακτήρα αυτονομίας· και μέσα στην πόλη αυτή μια προϊούσα διάκριση πλούσιων και φτωχών· και απέναντι στην ολιγάριθμη ομάδα των καταπιεστών και των ισχυρών απέραντη η μάζα των προλετάριων, που αρχίζουν να χάνουν ή έχουν κιόλας χάσει τη συνείδηση και την πολιτική δύναμη του λαού των πολιτών, η μάζα που αφήνεται έτσι να εξαπατηθεί και να διαφθαρεί, και σε λίγο θα καταλήξει να σαπίσει, σαν υπηρετικό εξάρτημα των μεγαλύτερου βαθμού εκμεταλλευτών. Αυτό είναι το υλικό του αφηγητή, ο οποίος δεν έχει να μετρήσει το γεγονός παρά μόνο με τις άμεσες συνθήκες του ίδιου του γεγονότος. Η αισθητή ενότητα είναι η σκηνή πάνω στην οποία εξελίσσονται οι περιπτώσεις, και για να έχει η αφήγηση τονισμό, πλοκή και προοπτική χρειάζονται σημεία προσανατολισμού και μέσα αναγωγής. Εδώ βρίσκεται η πρώτη προέλευση αυτών των αφαιρέσεων, χάρη στις όποιες οι διάφορες πλευρές ενός συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου αποσπώνται από λίγο κάθε φορά από το χαρακτήρα τους σαν απλών
πλευρών ενός συνόλου, και σιγά-σιγά γενικευμένες οδηγούν κατόπιν στη θεωρία των λεγόμενων παραγόντων. Αυτά, με άλλα λόγια, οι παράγοντες εννοώ, ριζώνουν στο νου μέσα από την αφαίρεση και τη γενίκευση των άμεσων πλευρών της φαινομενικής κίνησης και στέκουν ισοδύναμοι με όλες τις άλλες εμπειρικές έννοιες, οι οποίες σ’ όποιο άλλο πεδίο της γνώσης και αν έχουν ανακύψει, διατηρούνται, ως ότου ή μειωθούν και εξαλειφθούν μέσα από μια νέα εμπειρία ή απορροφηθούν από μια πιο γενική αντίληψη, γενετική, εξελικτική, διαλεκτική. Δεν ήταν ίσως αναγκαίο στην εμπειρική ανάλυση και στην άμεση μελέτη των αιτίων και των αποτελεσμάτων ορισμένων συγκεκριμένων φαινομένων, λόγου χάρη των θερμογόνων, να σταματήσει ο νους πρώτα στην υπόθεση και την πεποίθηση ότι μπορεί και πρέπει να τα αποδόσει σ’ ένα υποκείμενο που, αν δεν φάνηκε ποτέ σε κανέναν φυσικό και αληθινά ουσιαστικό ον, φάνηκε όμως σαν συγκεκριμένη και ειδική δύναμη, τέτοια που είναι η θερμότητα. Και να που σ’ ένα ορισμένο σημείο, μέσα από ένα νέο συνδυασμό της εμπειρίας, η επινοημένη αυτή θερμότητα διοχετεύεται, σε συγκεκριμένες συνθήκες, σε μία ορισμένη ποσότητα κίνησης. Και μάλιστα, τώρα, ο νους έχει την τάση να διοχετεύσει πολλούς από τους επινοημένους φυσικούς παράγοντες στη ροή μιας καθολικής Ενέργειας, στην οποία η υπόθεση των ατόμων, στο βαθμό που είναι αναγκαία και χρησιμοποιήσιμη, χάνει κάθε υπόλειμμα μεταφυσικής. Δεν ήταν μήπως αναπόφευκτο, σαν πρώτο στάδιο της γνώσης αναφορικά προς το πρόβλημα της ζωής, το να βραδύνουμε για πολύ στη διακεκριμένη μελέτη των οργάνων και να τα αναγάγουμε σε συστήματα; Χωρίς αυτή την ανατομία, που φαίνεται πολύ υλική και χοντροκομμένη, καμία πρόοδος δεν θα ήταν δυνατή στη μελέτη· και στο μεταξύ, γύρω από την άγνωστη γένεση και το συντονισμό αυτής της αναλυτικής πολλαπλότητας, τριγύριζαν αβέβαιες και κενές οι γενικές έννοιες της ζωής, της ψυχής και τα παρόμοια. Σ’ αυτά τα νοητικά δημιουργήματα αναζητήθηκε, με τη χρησιμοποίηση τεχνασμάτων και για πολύ καιρό, εκείνη η βιολογική ενότητα που βρήκε τελικά την αισθητή της απάντηση στη βέβαιη αρχή του κύτταρου και στη διαδικασία του ενδογενούς πολλαπλασιασμού.
Πιο δύσκολη ήταν βέβαια η πορεία που έπρεπε να διανύσει η σκέψη για να κάνει φανερή τη γένεση όλων των δεδομένων της ψυχικής ζωής, από τα πιο απλά των στοιχειωδών αισθήσεων ως τα πολύ παράγωγα και σύνθετα προϊόντα. Όχι μόνο εξαιτίας θεωρητικών δυσκολιών αλλά και από άλλες λαϊκές προκαταλήψεις, η ενότητα και ακατάπαυστη συνέχεια των ψυχικών φαινομένων φάνηκε ως το Χέρμπαρτ διασπασμένη και κατανεμημένη σε πολλούς παράγοντες, δηλαδή στις λεγόμενες ιδιότητες της ψυχής. Μέσα από τις ίδιες δυσκολίες πέρασε και η ερμηνεία των ιστορικοκοινωνικών διαδικασιών· κι αυτή επίσης χρειάστηκε να εγκλωβιστεί στην πρόσκαιρη οπτική των παραγόντων. Γι’ αυτό το λόγο είναι τώρα σε μας εύκολο να ανιχνεύσουμε την πρώτη περίπτωση αυτής της άποψης στην ανάγκη που έχουν οι ιστορικοί να βρίσκουν, στα γεγονότα που αφηγούνται με μεγαλύτερη ή μικρότερη φιλολογική ικανότητα και με διαφορετική διδακτική πρόθεση, σημεία άμεσου προσανατολισμού, που μπορεί να τους τα προσφέρει η μελέτη της φαινομενικής κίνησης των ανθρώπινων πραγμάτων. Αλλά σ’ αυτή τη φαινομενική κίνηση υπάρχουν και ενδείξεις που μας ανάγουν σε κάτι άλλο. Οι ανταγωνιστικοί εκείνοι παράγοντες, που επινοεί η αφαίρεση και κατόπιν επιτρέπει να απομονωθούν, δεν φάνηκαν ποτέ να δρουν καθένας καθαυτός· αντίθετα, δρουν με μια αποτελεσματικότητα τέτοια, που δίνει θέση στην έννοια της αμοιβαίας αλληλεπίδρασης. Άλλωστε, οι παράγοντες εκείνοι έχουν κι αυτοί επίσης κάποτε γεννηθεί κι έχουν κατόπιν φτάσει σε κείνη τη φυσιογνωμία που αποκαλύπτουν στη συγκεκριμένη εξιστόρηση. Και για το κράτος ήταν επίσης γνωστό ότι είχε κάποτε γεννηθεί και για κάθε δίκαιο, ή φυλαγόταν η μνήμη, ή γινόταν η υπόθεση ότι είχε μπει σε ισχύ μέσα σ’ αυτές ή τις άλλες περιστάσεις. Για πολλά έθιμα φυλαγόταν η μνήμη ότι είχαν κάποτε εισαχθεί· και η απλούστερη σύγκριση των επιβεβαιωμένων γεγονότων, ανάλογα με το διάφορο χρόνο και τόπο, μας έκανε να βλέπουμε πώς η κοινωνία στο σύνολό της, σαν άθροισμα διαφορετικών τάξεων, θα μπορούσε να πάρει και έπαιρνε συνεχώς διαφορετικές μορφές. Τόσο η αμοιβαία αλληλεπίδραση των διαφόρων παραγόντων, χωρίς την οποία δεν θα ήταν δυνατή η παραμικρότερη αφήγηση, όσο και οι λίγο πολύ επιβεβαιωμένες γνώσεις για την προέλευση και τις παραλλαγές των ίδιων των παραγόντων, πίεζαν στην έρευνα και το στοχασμό πολύ
περισσότερο απ’ όσο η ανάγλυφη αφήγηση των μεγάλων ιστορικών που είναι αληθινοί τεχνίτες. Και πραγματικά, τα προβλήματα που ανακύπτουν αυθόρμητα από τα δεδομένα της ιστορίας, όταν αυτά συνδυάζονται με άλλα θεωρητικά στοιχεία, άφησαν χώρο στις διάφορες θεωρίες τις λεγόμενες πρακτικές, που με διαφορετική ταχύτητα κίνησης και διαφορετική επιτυχία καθεμιά αναπτύχθηκαν απ’ τα αρχαία χρόνια ως τα σύγχρονα, από την Ηθική ως τη Φιλοσοφία του Δικαίου, από την Πολιτική ως την Κοινωνιολογία, από τη Νομική ως την Οικονομία. Και να που με τη γένεση και τη διαμόρφωση τόσων θεωριών, μέσα από τον ίδιο τον αναπόφευκτο καταμερισμό της εργασίας, πολλαπλασιάστηκαν πάνω από το φυσιολογικό οι οπτικές γωνίες. Το βέβαιο είναι, ότι για την πρώτη και άμεση ανάλυση των πολύμορφων εμπειρικών πλευρών του κοινωνικού συνόλου χρειαζόταν μακρόχρονη δουλειά μερικής αφαίρεσης· πράγμα που συνεπάγεται πάντοτε την αναπόφευκτη συνέπεια της μονόπλευρης οπτικής. Αυτό φάνηκε με τον πιο οξύ και ξεκάθαρο τρόπο όχι σε άλλο πεδίο αλλά σε κείνο της Νομικής, και στις ποικίλες του γενικεύσεις ως τη Φιλοσοφία του Δικαίου. Μέσα απ’ αυτές τις αφαιρέσεις, που είναι αναπόφευκτες στη μερική και εμπειρική ανάλυση, και εξαιτίας του καταμερισμού της εργασίας, οι διάφορες πλευρές και εκδηλώσεις του κοινωνικού συνόλου από καιρό σε καιρό παγιώνονταν και ακινητοποιούνταν σε γενικές έννοιες και κατηγορίες. Τα έργα, τα αποτελέσματα, οι δημοσιεύσεις, οι εκδηλώσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας –δίκαιο, οικονομικές μορφές, αρχές συμπεριφοράς, κλπ.– μετατρέπονταν και αντιστρέφονταν σε νόμους, σε επιταγές και σε αρχές που στέκονταν πάνω από τον ίδιο τον άνθρωπο. Και έπρεπε, κατόπιν, από καιρό σε καιρό να ανακαλύπτεται ξανά η απλή αλήθεια ότι το μόνο διαρκές και σίγουρο γεγονός, δηλαδή ο δεδομένος δόλος, απ’ όπου ξεκινάει ή όπου αναφέρεται κάθε ιδιαίτερη πρακτική θεωρία, είναι αυτό: οι άνθρωποι, συγκεντρωμένοι σε μια συγκεκριμένη κοινωνική μορφή μέσα από συγκεκριμένους δεσμούς. Οι διάφορες αναλυτικές θεωρίες, που φωτίζουν τα γεγονότα που αναπτύσσονται στην ιστορία, κατέληξαν να προκαλέσουν τελικά την ανάγκη μιας κοινής και γενικής κοινωνικής επιστήμης, που να κάνει δυνατή την ενοποίηση της ιστορικής προόδου. Και η υλιστική θεωρία σημειώνει ακριβώς τον τελευταίο όρο, και μάλιστα το ανώτατο σημείο, αυτής της ενοποίησης.
Αλλά δεν ήταν, και δεν θα είναι ποτέ, χαμένος καιρός αυτός που ξοδεύτηκε στην προκαταρκτική και επιμέρους ανάλυση των σύνθετων γεγονότων. Οφείλουμε στο μεθοδικό καταμερισμό της εργασίας την ακριβή πολυμάθεια, δηλαδή τη μάζα των διακηρυγμένων, κοσκινισμένων, συστηματοποιημένων γνώσεων, χωρίς τις όποιες κάθε κοινωνική ιστορία θα περιπλανιόταν πάντοτε στην καθαρή αφαίρεση, στο τυπικό και την ορολογία. Η επιμέρους μελέτη των υποτιθέμενων ιστορικο-κοινωνικών παραγόντων βοήθησε, όπως βοηθά και κάθε άλλη εμπειρική μελέτη που αγγίζει τη φαινομενική κίνηση των πραγμάτων, στο να εκλεπτυνθούν τα όργανα της παρατήρησης και να ανεβρεθούν μέσα στα ίδια τα γεγονότα, που είχαν τεχνητά αποκοπεί από το σύνολο, οι αιχμές εκείνες που τα δένουν με το κοινωνικό σύνολο. Οι διάφορες θεωρίες, που κρατήθηκαν απομονωμένες και ανεξάρτητες μέσα από την προϋπόθεση των ανταγωνιστικών παραγόντων στον ιστορικό σχηματισμό, χάρη στο βαθμό ανάπτυξης που πέτυχαν, χάρη στο υλικό που συνέλεξαν και στις μεθόδους που παρήγαγαν, είναι τώρα για μας όλες αναπόφευκτες, όταν θέλουμε να ανοικοδομήσουμε οποιοδήποτε μέρος των περασμένων εποχών. Τί θα ήταν η ιστορική μας επιστήμη χωρίς τη μονομέρεια της Φιλολογίας, που είναι το όργανο βοήθειας κάθε ερευνάς· και πού θα είχε βρεθεί η άκρη μιας ιστορίας των νομικών θεσμών, που μας έχει ανάγει κατόπιν σε τόσα άλλα πράγματα και συνδυασμούς, χωρίς την πεισματική πίστη των ρωμαϊστών στην καθολική εξοχότητα του Ρωμαϊκού Δικαίου, η οποία γέννησε με τη γενικευμένη Νομική και με τη Φιλοσοφία του Δικαίου τόσα από τα προβλήματα μέσα στα όποια βρίσκεται τελικά το σπέρμα της Κοινωνιολογίας; Έτσι που, τελικά, οι ιστορικοί παράγοντες που διατρέχουν το νου και τα γραφτά τόσων, δείχνουν κάτι που είναι πολύ λιγότερο από την αλήθεια, αλλά που είναι πολύ περισσότερο απ’ το απλό λάθος, με τη χοντροκομμένη έννοια του θαμπώματος, της αυταπάτης και της πλάνης. Είναι το αναγκαίο προϊόν μιας γνώσης που βρίσκεται στο δρόμο της ανάπτυξης και του σχηματισμού. Γεννιώνται από την ανάγκη προσανατολισμού που θα ξεπερνάει το συγκεχυμένο θέαμα που παρουσιάζουν τα ανθρώπινα πράγματα σε όποιον θέλει να τα περιγράψει· και χρησιμεύουν, μετά, ας το πω έτσι, σαν τίτλος, κατηγορία, δείκτης στον αναπόφευκτο εκείνο καταμερισμό της εργασίας μέσα στον όποιο έγινε ως τώρα η θεωρητική επεξεργασία της ιστορικο-κοινωνικής ύλης.
Σ’ αυτό το πεδίο γνώσης, καθώς και σε κείνο των φυσικών επιστημών, η πραγματική ενότητα αρχής και η ενότητα της τυπικής διαπραγμάτευσης δεν συναντιώνται ποτέ από πρώτη ματιά, αντίθετα, βρίσκονται μόνο στο τέρμα μιας μακριάς και περίπλοκης πορείας· έτσι που, και γι’ αυτό το λόγο, μας φαίνεται σωστή η αναλογία που εντοπίζει ο Έγκελς ανάμεσα στην ανεύρεση του ιστορικού υλισμού και κείνη της διατήρησης της ενέργειας. Ο προσωρινός προσανατολισμός, σύμφωνα με το προφανές σχήμα αυτού που ονομάζουν παράγοντες, μπορεί, σε δεδομένες συνθήκες, να χρειαστεί και σε μας που κηρύσσουμε μια καθόλου ενιαία αρχή της ιστορικής ερμηνείας. Θέλω να πω, αν σκοπεύουμε να μην κάνουμε απλώς θεωρία, αλλά θέλουμε, με δική μας έρευνα, να φωτίσουμε μια συγκεκριμένη περίοδο της ιστορίας. Όπως σ’ αυτή την περίπτωση πέφτει το καθήκον της λεπτομερούς και άμεσης έρευνας, έτσι κάνουμε την ακροβασία να στηριχθούμε καταρχήν στις ομάδες γεγονότων που φαίνονται, ή προέχουν, ή είναι ανεξάρτητα ή αποσπασμένα, μέσα στην άμεση εμπειρία. Γιατί δεν θα πρέπει αληθινά να πιστέψουμε ότι η ενιαία αρχή μεγίστης προφάνειας και διαφάνειας, όπου φτάσαμε όσον άφορα στη γενική αντίληψη της ιστορίας, μπορεί, σαν από θαύμα, να ισχύει συνεχώς και με το πρώτο, σαν ασφαλές μέσο για να αναλύεται σε απλά στοιχεία ο τεράστιος μηχανισμός και τα σύνθετα γρανάζια της κοινωνίας. Η υποκείμενη οικονομική δομή, που καθορίζει όλα τα υπόλοιπα, δεν είναι ένας απλός μηχανισμός από τον οποίο ανακύπτουν άμεσα, αυτόματα και μηχανικά, θεσμοί, νόμοι, ήθη, συλλογισμοί, αισθήματα και ιδεολογίες. Απ’ αυτό το υπόστρωμα ως όλα τα υπόλοιπα, η διαδικασία προέλευσης και μεσολάβησης είναι πολύ σύνθετη, συχνά λεπτή και επίπονη, και δεν είναι δυνατό πάντοτε να αποκρυπτογραφηθεί. Η κοινωνική οργάνωση είναι, όπως κιόλας ξέρουμε, συνεχώς ασταθής, αν και αυτό δεν γίνεται φανερό σε όλους, παρά μόνο όταν η αστάθεια μπει σε κείνη την οξεία κατάσταση που ονομάζεται επανάσταση. Αύτη η αστάθεια, με τη συνεχή πάλη στους κόλπους της ίδιας της οργανωμένης κοινωνίας, αποκλείει μάλιστα τη δυνατότητα να μπουν οι άνθρωποι σε μια κατάσταση συνεχιζόμενης συναίνεσης ή προσαρμογής, πράγμα εξαιτίας του οποίου θα μπορούσαμε να έχουμε μια επιστροφή στη ζωή των ζώων. Στην αντίθεση βρίσκεται η πρωταρχική αιτία της προόδου (Μαρξ). Αλλά είναι εξίσου αληθινό ότι μέσα σ’ αυτή την ασταθή
οργάνωση, στην οποία είναι δεδομένη η αναπόφευκτη μορφή της κυριαρχίας και της υποταγής, η διάνοια αναπτύχθηκε πάντοτε όχι μόνο άνισα, αλλά πολύ ατελώς, ανάρμοστα και μερικά. Υπήρχε και υπάρχει ακόμη στην κοινωνία σαν ιεραρχία του νου αλλά και των συναισθημάτων και των ιδεάσεων. Το να υποθέτει κανείς ότι οι άνθρωποι, πάντοτε και σε όλες τις περιπτώσεις, είχαν μια κατά προσέγγιση ξεκάθαρη συνείδηση της κατάστασης τους, και κείνου που τους συνέφερε λογικά να κάνουν είναι σαν να υποθέτει το απίθανο, μάλιστα το ανύπαρκτο. Μορφές δικαίου, πολιτικές πράξεις και απόπειρες κοινωνικής τάξης, ήταν, και είναι ως τώρα, άλλοτε πράγματα πετυχημένα, άλλοτε εσφαλμένα, δηλαδή δυσανάλογα και ασυνεπή προς την περίπτωση. Η ιστορία είναι γεμάτη σφάλματα· πράγμα που σημαίνει ότι κι αν όλα ήταν αναγκαία, δεδομένης της σχετικής νοημοσύνης εκείνων που θα είχαν να λύσουν μια δυσκολία ή να βρουν μια λύση σ’ ένα δεδομένο πρόβλημα κλπ., κι αν όλα είχαν την επαρκή αιτία τους, δεν ήταν όμως και όλα λογικά, σύμφωνα με την έννοια που δίνουν σ’ αυτή τη λέξη οι αισιόδοξοι που κάνουν ορθολογικές σκέψεις. Στην πορεία των πραγμάτων οι καθοριστικές αιτίες των αλλαγών, δηλαδή οι μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες, κατέληξαν και καταλήγουν να βρίσκουν, έστω και μέσα από δρόμους πολύ επίπονους, τις αναγκαίες μορφές δικαίου, τις κατάλληλες πολιτικές διατάξεις, και τους λίγο πολύ συμφέροντες τρόπους του κοινωνικού συμβιβασμού. Αλλά δεν πρέπει να πιστέψουμε ότι η ενστικτώδης σοφία του έλλογου ζώου θα εκδηλωνόταν ή εκδηλώνεται, sit et simpliciter, στην πλήρη και καθαρή σοφία κάθε κατάστασης· κι ότι σε μας δεν μένει πια παρά να διορθώσουμε απλοποιητικά την επαγωγική πορεία από την οικονομική κατάσταση σε όλα τα υπόλοιπα. Η άγνοια –η οποία μπορεί κι αυτή με τη σειρά της να εξηγηθεί– είναι επαρκής αιτία για το πώς προχωρεί η ιστορία· και στην άγνοια πρέπει να προσθέσουμε την ωμότητα που δεν έχει ποτέ νικηθεί ολοκληρωτικά και όλα τα πάθη και τις κακίες και τις ποικίλες μορφές διαφθοράς, που ήταν και είναι η αναγκαία συνέπεια μιας κοινωνίας έτσι οργανωμένης που η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο να είναι αναπόφευκτη, και απ’ αυτή την κυριαρχία ήταν και είναι αξεχώριστα το ψέμα, η υποκρισία, η κατάχρηση δύναμης, και η ανανδρία. Μπορούμε, χωρίς να είμαστε ουτοπιστές, αλλά μόνο στο βαθμό που είμαστε κριτικοί κομμουνιστές, να προβλέψουμε, όπως και πραγματικά προβλέπουμε, την έλευση μιας κοινωνίας που βγαίνοντας
μέσα από την παρούσα, και μάλιστα από τις αντιθέσεις της, χάρη στους σύμφυτους νόμους του ιστορικού γίγνεσθαι, προχωρεί σε μια κοινωνική ένωση χωρίς ταξικές αντιθέσεις: πράγμα που συνεπάγεται ότι η ρυθμισμένη παραγωγή θα εξάλειφε το τυχαίο από τη ζωή, που στην ιστορία αποκαλύπτεται ως τώρα σαν πολύμορφος συνδυασμός συμβάντων και επιπτώσεων. Αλλά αυτό είναι το μέλλον και δεν είναι ούτε το παρόν ούτε το παρελθόν. Αν, αντίθετα, έχουμε την πρόθεση να διεισδύσουμε στα ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν ως σήμερα παίρνοντας, όπως και παίρνουμε, σαν οδηγητικό νήμα τη μεταβολή των μορφών της υποκείμενης οικονομικής δομής, ως το πιο απλό δεδομένο της μεταβολής των εργαλείων, πρέπει να έχουμε πλήρη συνείδηση της δυσκολίας του προβλήματος που θέτουμε μπροστά μας· γιατί εδώ δεν είναι πια ν’ ανοίξει κανείς τα μάτια και να δει, αλλά πρόκειται για τη μέγιστη προσπάθεια του νου, που κατευθύνεται να νικήσει το πολύμορφο θέαμα της άμεσης εμπειρίας για να αναγάγει τα στοιχεία της σε μια γενετική σειρά. Και γι’ αυτό, έλεγα, ότι στην ιδιαίτερη έρευνα πέφτει σε μας να τραβήξουμε τα νήματα από τις ομάδες εκείνες φαινομενικά μεμονωμένων γεγονότων και από κείνο το ποικιλόμορφο μπλέξιμο, με μια λέξη από την εμπειρική μελέτη απ’ την οποία γεννήθηκε η πίστη στους παράγοντες, που μετά εξελίχθηκε σε μισο-θεωρία. Δεν αξίζει όμως να αντιπαραθέσουμε στις πραγματικές αυτές δυσκολίες τη μεταφορική υπόθεση, συχνά διφορούμενη, και τελικά καθαρά αναλογικής αξίας, του λεγόμενου κοινωνικού οργανισμού. Και απ’ αυτήν επίσης την υπόθεση, που έγινε κατόπιν μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα απλή και χυδαία φρασεολογία, έπρεπε να περάσει ο νους. Γιατί αυτή θεωρεί πώς η ιστορική κίνηση γεννιέται μέσα από τους σύμφυτους στην ίδια την κοινωνία νόμους, κι έτσι αποκλείει την αυθαιρεσία, τη μεταφυσική και τον ιρασιοναλισμό. Αλλά, πέρα απ’ αυτά, η μεταφορά δεν ισχύει· και η ειδικευμένη, κριτική και κατά περίπτωση έρευνα των ιστορικών γεγονότων είναι η μόνη πηγή της συγκεκριμένης εκείνης και θετικής γνώσης, που χρειάζεται στην ολοκληρωμένη ανάπτυξη του οικονομικού υλισμού.
VII Οι ιδέες δεν πέφτουν απ’ τον ουρανό ούτε και μας έρχεται η θεία χάρη στον ύπνο μας.
Η αλλαγή στους τρόπους σκέψης, που τελικά δημιούργησε την ιστορική θεωρία, την οποία εξετάζουμε εδώ και την εκθέτουμε προκαταρκτικά, άρχισε να αναπτύσσεται πρώτα αργά αργά και κατόπιν με μεγαλύτερη ταχύτητα σ’ αυτήν ακριβώς την περίοδο του ανθρώπινου γίγνεσθαι κατά την οποία εκδηλώθηκαν οι μεγάλες πολιτικο-οικονομικές επαναστάσεις· δηλαδή, στην εποχή που ως προς τις πολιτικές μορφές χαρακτηρίζεται φιλελεύθερη αλλά, στο βάθος, εξαιτίας της κυριαρχίας του κεφαλαίου πάνω στην προλεταριακή μάζα, είναι η εποχή της αναρχικής παραγωγής. Η αλλαγή στις ιδέες, ως τη δημιουργία νέων μεθόδων αντίληψης, προχώρησε σιγά σιγά αντανακλώντας την εμπειρία μιας νέας ζωής. Όπως αυτή, στις επαναστάσεις των τελευταίων δυο αιώνων, απεκδυόταν σιγά σιγά τα μυθικά, μυστικιστικά και θρησκευτικά περιβλήματα, στο βαθμό που αποκτούσε την πρακτική και συγκεκριμένη συνείδηση των άμεσων και απευθείας συνθηκών της, έτσι και η σκέψη, που αυτή η ζωή συνοψίζει και θεωρητικοποιεί, αποχωρίστηκε με τη σειρά της τις θεολογικές και μεταφυσικές προϋποθέσεις, για να κλειστεί τελικά σ’ αυτή την πεζή απαίτηση: στην ερμηνεία της ιστορίας πρέπει να περιορίζεται κανείς στον αντικειμενικό συντονισμό των συγκεκριμένων όρων και των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων. Η υλιστική αντίληψη σημειώνει το ψηλότερο σημείο αυτής της νέας κατεύθυνσης στην ανεύρεση των ιστορικο-κοινωνικών νόμων· στο βαθμό που δεν είναι μερική περίπτωση μιας γενικής κοινωνιολογίας, ή μιας γενικής φιλοσοφίας του κράτους, του δικαίου και της ιστορίας, αλλά είναι το διαλυτικό όλων των αμφιβολιών και όλων των αβεβαιοτήτων που συντροφεύουν τις άλλες μορφές φιλοσόφησης των ανθρώπινων πραγμάτων, και είναι η αρχή της ολοκληρωμένης τους ερμηνείας. Είναι, λοιπόν, εύκολο, ιδιαίτερα έτσι όπως τοποθετήθηκαν μερικοί χυδαίοι κριτικολόγοι, να ψάξουμε να βρούμε τους πρόδρομους του Μαρξ και του Έγκελς, που πρώτοι έβαλαν τα θεμέλια αυτής της θεωρίας. Και πότε πέρασε απ’ το μυαλό κάποιου από τους οπαδούς τους, έστω κι αν είχαν απέναντι τους τον πιο μεγάλο θαυμασμό, να κάνουν τους δυο αυτούς διανοητές να περάσουν σαν κατασκευαστές θαυμάτων; Αντίθετα, αν θέλουμε να βρούμε τις προτάσεις της θεωρητικής δημιουργίας του Μαρξ και του Έγκελς δεν αρκεί να σταθούμε σε κείνους που ονομάζονται πρόδρομοι του σοσιαλισμού ως τον Σεν-Σιμόν και παραπέρα, ούτε στους φιλόσοφους και ιδιαίτερα στο Χέγκελ, ούτε στους οικονομολόγους, που είχαν κάνει την ανατομία της εμπορευματικής
κοινωνίας: πρέπει να ανατρέξουμε κυριολεκτικά σ’ ολόκληρο το σχηματισμό της σύγχρονης κοινωνίας και κατόπιν θριαμβευτικά να διακηρύξουμε ότι η θεωρία είναι μια λογοκλοπή των πραγμάτων που εξηγεί. Γιατί, στην πραγματικότητα, οι αληθινοί πρόδρομοι της νέας θεωρίας ήταν τα γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας, που έγινε μ’ αυτό τον τρόπο ξεκάθαρη και αποκάλυψε τον εαυτό της· από τα γεγονότα αυτά προκλήθηκε στην Αγγλία η μεγάλη βιομηχανική επανάσταση του τέλους του περασμένου αιώνα και στη Γαλλία η μεγάλη κοινωνική αναταραχή που όλοι γνωρίζουμε· πράγματα τα όποια, mutatis mutandis (τηρουμένων των αναλογιών), επαναλήφθηκαν μετά με διάφορους συνδυασμούς και με μορφές πιο ήπιες σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο. Και τί άλλο είναι, στο βάθος, η σκέψη αν όχι η συνειδητή και συστηματική ολοκλήρωση της εμπειρίας· τί είναι αν όχι η αντανάκλαση και η διανοητική επεξεργασία των πραγμάτων και των διαδικασιών που γεννιώνται και αναπτύσσονται ή παρά τη θέληση μας ή εξαιτίας της δραστηριότητας μας· και τί άλλο είναι η διάνοια αν όχι η εξατομικευμένη και συνακόλουθη και οξεία μορφή εκείνης της σκέψης, που από υπαγόρευση της εμπειρίας προκαλείται σε πολλούς ανθρώπους της ίδιας εποχής, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος τους παραμένει αποσπασματική, ατελής, αβέβαιη, ταλαντευόμενη και μερική; Οι ιδέες δεν πέφτουν απ’ τον ουρανό αλλά, αντίθετα, όπως και κάθε άλλο προϊόν της ανθρώπινης δραστηριότητας, διαμορφώνονται μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες, με τη συγκεκριμένη ωριμότητα των καιρών από τη δράση καθορισμένων αναγκών και από επανειλημμένες απόπειρες να δοθεί σ’ αυτές ικανοποίηση, και με την ανεύρεση αυτών η των άλλων δοκιμαστικών μέσων, που είναι σαν τα εργαλεία της παραγωγής και επεξεργασίας τους. Και οι ιδέες επίσης προϋποθέτουν ένα έδαφος κοινωνικών συνθηκών, και έχουν μορφή εργασίας. Όταν μεταθέτουμε αυτές ή ετούτη, δηλαδή τις ιδέες και τη σκέψη, από τις συνθήκες και το περιβάλλον της γένεσης και ανάπτυξης τους, παραμορφώνουμε τη φύση και το νόημα τους. Σκοπός του πρώτου μου δοκιμίου ήταν να αποδείξω πως η υλιστική αντίληψη της ιστορίας είχε γεννηθεί ακριβώς σε δεδομένες συνθήκες, δηλαδή όχι σαν προσωπική και συζητήσιμη γνώμη δυο συγγραφέων, αλλά σαν μια νέα κατάκτηση της σκέψης χάρη στην αναπόφευκτη
υποβολή ενός νέου κόσμου που αρχίζει κιόλας να γεννιέται, δηλαδή της προλεταριακής επανάστασης. Πράγμα που είναι, σαν να λέμε, ότι μια νέα ιστορική κατάσταση ολοκληρώθηκε με το κατάλληλο διανοητικό της όργανο. Όμως, το να φανταζόμαστε ότι αυτή η διανοητική παραγωγή θα μπορούσε να συμβεί σε κάθε τόπο και χρόνο είναι σαν να παίρνουμε για μέτρο των ερευνών μας το παράλογο. Το να μετατοπίζουμε αυθαίρετα τις ιδέες από το έδαφος και τις ιστορικές συνθήκες όπου γεννήθηκαν σε οποιοδήποτε άλλο έδαφος, αυτό είναι σα να παίρνουμε για βάση του συλλογισμού μας το καθαρά παράλογο. Και γιατί δεν θα έπρεπε να φανταζόμαστε εξίσου ότι η αρχαία πόλη, στην οποία γεννήθηκαν η ελληνική τέχνη και επιστήμη και το ρωμαϊκό δίκαιο, παραμένοντας πάντοτε αρχαία δημοκρατική πόλη με τους δούλους, θα αποκτούσε το ίδιο και θα ανέπτυσσε όλους τους όρους της σύγχρονης τεχνικής; Γιατί να μην πιστέψουμε ότι η μεσαιωνική συντεχνία, παραμένοντας όπως ήταν στο σταθερό της πλαίσιο, θα έφτανε στην κατάκτηση της παγκόσμιας αγοράς, χωρίς τους όρους του απεριόριστου ανταγωνισμού, που άρχισαν ακριβώς να την διαβρώνουν και να την αρνούνται; Γιατί να μην υποθέτουμε ένα φέουδο, που παραμένοντας φέουδο θα ήταν εργαστήρι που θα παρήγαγε αποκλειστικά εμπορεύματα; Γιατί να μην είχε γράψει ο Μιχαήλ ντι Λάντο, αυτός το Μανιφέστο των
Κομμουνιστών; Γιατί να μην έχουμε σκεφτεί πως οι ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης θα μπορούσαν να βγουν απ’ το μυαλό των ανθρώπων οποιουδήποτε άλλου τόπου και χρόνου, δηλαδή πριν συγκεκριμένες συνθήκες κάνουν να γεννηθούν συγκεκριμένες ανάγκες, που για την ικανοποίηση τους θα έπρεπε να προνοήσουμε με μια επανειλημμένη και συσσωρευμένη πείρα; Η θεωρία μας προϋποθέτει την πλατιά, ξεκάθαρη, συνειδητή και επίμονη ανάπτυξη της σύγχρονης τεχνικής· και μαζί μ’ αυτήν την κοινωνία που παράγει τα εμπορεύματα μέσα στον ανταγωνισμό, την κοινωνία που θεωρεί σαν αρχικό όρο και αναγκαίο μέσο για τη συνέχιση της την καπιταλιστική συσσώρευση με τη μορφή της ατομικής ιδιοκτησίας, την κοινωνία που παράγει και αναπαράγει συνεχώς τους προλετάριους, και που για να σταθεί έχει ανάγκη να επαναστατικοποιεί ακατάπαυστα τα εργαλεία της, περιλαμβανομένου του κράτους και των νομικών του
μηχανισμών. Αυτή η κοινωνία, που με τους ίδιους τους νόμους της κίνησής της έδειξε καθαρά την ανατομία της, παράγει σαν αντίκτυπο την υλιστική αντίληψη. Αυτή, όπως παρήγαγε, με το σοσιαλισμό, τη θετική της άρνηση, έτσι γέννησε, με τη νέα ιστορική θεωρία, την ιδεατή της άρνηση. Αν η ιστορία είναι το όχι αυθαίρετο αλλά το αναγκαίο και φυσιολογικό προϊόν των ανθρώπων στο βαθμό που αναπτύσσονται, και αναπτύσσονται στο βαθμό που πειραματίζονται κοινωνικά και πειραματίζονται στο βαθμό που τελειοποιούν και εκλεπτύνουν την εργασία, και συσσωρεύουν και αποθηκεύουν προϊόντα και αποτελέσματά της, η φάση ανάπτυξης που τώρα ζούμε δεν μπορεί να είναι τελική και οριστική, και οι συγκρούσεις μέσα της, εσωτερικές και συναφείς, είναι οι δυνάμεις που παράγουν νέες συνθήκες. Και να πως η περίοδος των μεγάλων οικονομικών και πολιτικών επαναστάσεων αυτών των δυο τελευταίων αιώνων ωρίμασαν στα μυαλά αυτές τις δυο έννοιες: τη μονιμότητα και διάρκεια της διαδικασίας στα ιστορικά γεγονότα και την υλιστική θεωρία, που είναι στο βάθος η αντικειμενική θεωρία των κοινωνικών επαναστάσεων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αναδρομή ανά τους αιώνες και η επιμελής αναγωγή με τη σκέψη στην ανάπτυξη των κοινωνικών ιδεών, στο βαθμό που υπάρχουν μαρτυρίες στους συγγραφείς, είναι κάτι που φάνηκε ως τώρα πολύ διαπαιδαγωγητικό και βοηθάει κυρίως στο να αναπτυχθεί σε μας η κριτική συνείδηση, τόσο των εννοιών μας όσο και των διεργασιών μας. Αυτή η επιστροφή του νου στις ιστορικές προϋποθέσεις, όταν δεν μας οδηγεί να χαθούμε στον εμπειρισμό μιας χωρίς όρια πολυμάθειας και δεν μας φέρνει στην προσπάθεια να δημιουργήσουμε βιαστικά κενές αναλογίες, βοηθά χωρίς αμφιβολία στην ευλυγισία και επάρκεια πειθούς των μορφών της επιστημονικής μας δραστηριότητας. Στο σύνολο των επιστημών μας προκύπτει τώρα, μέσα από τα γεγονότα και την προσεγγιστική συνέχεια της παράδοσης, το άριστο απ’ όσα ποτέ ανεβρέθηκαν, επινοήθηκαν και δοκιμάστηκαν, όχι μόνο στη σύγχρονη εποχή αλλά από την εποχή της αρχαίας Ελλάδας, με την οποία ακριβώς αρχίζει κατά τρόπο οριστικό για όλο το ανθρώπινο είδος η κανονική ανάπτυξη της συνειδητής, επεξεργασμένης και μεθοδικής σκέψης. Δεν θα είχαμε κάνει ούτε ένα βήμα στην επιστημονική έρευνα χωρίς τη χρήση των μέσων που από τόσο καιρό έχουν βρεθεί και είναι έτοιμα· δηλαδή, για να αναφέρουμε μερικά από τα πιο γενικά, τη χρήση της λογικής και των μαθηματικών. Στην αντίθετη περίπτωση θα έπρεπε να
υποστηρίζουμε ότι κάθε γενιά οφείλει να ξαναρχίζει από την αρχή, σαν μικρό παιδί. Αλλά ούτε οι αρχαίοι συγγραφείς, στα στενά πλαίσια των δημοκρατικών τους πόλεων, ούτε οι συγγραφείς της Αναγέννησης, αναποφάσιστοι πάντοτε ανάμεσα σε μια φανταστική επιστροφή στην αρχαιότητα και στην ανάγκη να συλλάβουν διανοητικά το νέο κόσμο που βρισκόταν σε κυοφορία, κατάφεραν να φτάσουν στην ακριβή ανάλυση των τελευταίων στοιχείων από τα όποια προκύπτει η κοινωνία, που η αξεπέραστη διάνοια του Αριστοτέλη δεν είδε και δεν κατανόησε πέρα από τα όρια μέσα στα οποία εξηγείται η ζωή του ανθρώπου-πολίτη. Η έρευνα για κοινωνική δομή, αν την δούμε στην προέλευση και τη διαδικασία της, ζωντάνεψε και οξύνθηκε και έγινε πολύμορφη στο 17ο και 18ο αιώνα, όταν διαμορφώθηκε η Οικονομία και μαζί μ’ αυτήν κάτω από τα ποικίλα ονόματα του Φυσικού Δικαίου, των δοκιμίων για το Πνεύμα των Νόμων και το Κοινωνικό Συμβόλαιο, προχώρησε η προσπάθεια να αναλυθεί σε αιτίες, παράγοντες, λογικά και ψυχολογικά δεδομένα, το πολύμορφο και όχι πάντοτε ξεκάθαρο θέαμα μιας ζωής, όπου προετοιμαζόταν η μεγαλύτερη επανάσταση που γνωρίσαμε. Αυτές οι θεωρίες, όποια κι αν ήταν η υποκειμενική πρόθεση και το πνεύμα των συγγραφέων –όπως στην κατ’ αντιδιαστολή, περίπτωση του συντηρητικού Χομπς και του προλετάριου Ρουσό– ήταν όλες επαναστατικές, τόσο στην ουσία όσο και στα αποτελέσματα. Στο βάθος βρίσκει κανείς σε όλες πάντοτε σαν κίνητρο και σαν αιτία τις υλικές και ηθικές ανάγκες της σύγχρονης εποχής, που χάρη στις ιστορικές συνθήκες ήταν εκείνες της αστικής τάξης –και γι’ αυτό έπρεπε να χτυπηθούν στο όνομα της ελευθερίας η παράδοση, η εκκλησία, τα προνόμια, οι παγιωμένες τάξεις, δηλαδή οι κοινωνικές ομάδες και τα στρώματα, και κατά συνέπεια το κράτος που ήταν ή φαινόταν να είναι η πρώτη αιτία τους, και κατόπιν τα προνόμια του εμπορίου, των συντεχνιών, της εργασίας και της επιστήμης. Έτσι θαυμάζεται ο άνθρωπος αφηρημένα, δηλαδή τα μεμονωμένα χειραφετημένα και απελευθερωμένα, από τους ιστορικούς και αναγκαίας κοινωνικής εξάρτησης δεσμούς, άτομα βάσει λογικών αφαιρέσεων· και στο μυαλό πολλών η έννοια της κοινωνίας έφτασε να αναχθεί σε άτομα, και μάλιστα φάνηκε στους περισσότερους φυσική η πίστη ότι η ίδια η κοινωνία δεν είναι παρά ένα σύνολο ατόμων. Οι αφηρημένες κατηγορίες της ατομικής ψυχολογίας βρέθηκαν σαν
σπρωγμένες προς τα μπρος ή βαλμένες στην κορυφή της εξήγησης όλων των ανθρώπινων γεγονότων· και να που σε όλα αυτά τα συστήματα και επινοήσεις δεν γίνεται λόγος παρά για φόβο, για την αγάπη προς τον εαυτό μας, εγωισμό, εθελοντική υποταγή, τάση προς την ευτυχία, πρωτογενή αγαθότητα του ανθρώπου, ελευθερία των συμβάσεων· και ακόμη για την ηθική συνείδηση και το ένστικτο ή ηθικό αίσθημα, και για άλλα τόσα αφηρημένα και γενικά πράγματα, σαν αυτά να ήταν επαρκή για να εξηγήσουν τη συγκεκριμένη υφιστάμενη ιστορία και να δημιουργήσουν εξολοκλήρου μια νέα. Τη στιγμή που ολόκληρη η κοινωνία έμπαινε σε μια θορυβώδικη κρίση, η αποστροφή στο παλιό, το απαρχαιωμένο, το παραδοσιακό, το από αιώνες οργανωμένο, και η προαίσθηση μιας ανανέωσης ολόκληρης της ανθρώπινης ύπαρξης, γέννησαν τελικά την ολική συσκότιση στις ιδέες της ιστορικής και της κοινωνικής αναγκαιότητας· δηλαδή στις ιδέες εκείνες, που καθώς τις είχαν μόλις υπαινιχθεί οι αρχαίοι φιλόσοφοι, και αναπτύχθηκαν μετά, στον αιώνα μας, τόσο, δεν είχαν εκείνη την περίοδο του επαναστατικού ρασιοναλισμού παρά σπάνιους εκπρόσωπους όπως οι Βίκο, Μοντεσκιέ και ενμέρει ο Κεσνέ. Στην ιστορική αύτη κατάσταση, που προκαλεί τη γένεση μιας οξείας, εύστροφης, εξεγερσιακής, διεισδυτικής και πολύ λαϊκής φιλολογίας, βρίσκεται ο λόγος αυτού που ο Λουί Μπλαν ονόμασε, με μιαν ορισμένη έμφαση, ατομισμό· λέξη με την οποία άλλοι μετά απ’ αυτόν πίστεψαν ότι εκφράζουν ένα διαρκές γεγονός της ανθρώπινης φύσης, που θα μπορούσε να χρησιμεύσει κυρίως σαν αποφασιστικό επιχείρημα κατά του σοσιαλισμού. Μοναδικό θέαμα, μάλιστα μοναδική αντίθεση! Το κεφάλαιο, που σχηματίστηκε όπως σχηματίστηκε, έτεινε να νικήσει κάθε άλλη προηγούμενη παραγωγική μορφή, σπάζοντάς της τα δεσμά και τα εμπόδια, δηλαδή είχε την τάση να είναι ο άμεσος η έμμεσος κύριος της κοινωνίας, όπως και πράγματι έγινε στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου· απ’ όπου και προχώρησε, πέρα από όλες τις μορφές της σύγχρονης εξαθλίωσης και της νέας ιεραρχίας όπου σήμερα βρισκόμαστε, στην πιο έντονη αντίθεση όλης της ιστορίας, δηλαδή την παρούσα εκείνη ανάμεσα στην αναρχία της παραγωγής στο σύνολο της κοινωνίας και το σιδερένιο δεσποτισμό του τρόπου παραγωγής στις μεμονωμένες επιχειρήσεις, εργαστήρια και εργοστάσια! Και όμως, οι διανοητές, φιλόσοφοι, οικονομολόγοι και εκλαϊκευτές ιδεών του 18ου αιώνα δεν έβλεπαν παρά
ελευθερία και ισότητα! Όσοι σκέφτονταν με τον ίδιο τρόπο, όσοι ξεκινούσαν να συμπεράνουν ότι η ελευθερία έπρεπε να κατακτηθεί από μια κυβέρνηση καθαρά διοικητική, ή ήταν κυριολεκτικά δημοκρατικοί ή τέλος κομμουνιστές. Το κοντινό βασίλειο της ευτυχίας ήταν μπροστά στα μάτια όλων σαν αναμφισβήτητο γεγονός καθώς επίσης και το ότι θα κόβονταν τα δεσμά και τα εμπόδια που στον άνθρωπο, από τη φύση του καλό και τελειοποιήσιμο, είχαν επιβάλει η βιασμένη άγνοια και ο δεσποτισμός της εκκλησίας και του κράτους. Αυτά τα εμπόδια δεν φαίνονταν σαν οι συνθήκες και οι όροι όπου οι άνθρωποι είχαν βρεθεί από τους νόμους της ανάπτυξής τους και τις αναπόφευκτες περιπλοκές της ανταγωνιστικής και γι’ αυτό αβέβαιης και εύκαμπτης κίνησης της ιστορίας, όπως φαίνονται τελικά σε μας μετά την επικράτηση του αντικειμενικού ιστορικισμού: αντίθετα, φαίνονταν σαν απλές ενοχλήσεις από τις οποίες έπρεπε να απελευθερωθεί η ορθή χρήση του λόγου. Σ’ αυτό τον ιδεαλισμό που έφτασε στο απόγειό του σε μερικούς από τους ήρωες της Μεγάλης Επανάστασης, υπήρχε ο πυρήνας μιας απεριόριστης πίστης στη σίγουρη πρόοδο ολόκληρου του ανθρώπινου είδους. Για πρώτη φορά η έννοια της ανθρωπότητας φάνηκε σ’ όλη της την έκταση, και χωρίς την ανάμιξη θρησκευτικών ιδεών ή προϋποθέσεων. Οι πιο αποφασιστικοί ανάμεσα σ’ αυτούς τους ιδεαλιστές ήταν ακριβώς οι ακραίοι υλιστές· όπως εκείνοι, που, αρνούμενοι κάθε αντικείμενο στη θρησκευτική φαντασία, απέδιδαν στην ανάγκη της ευτυχίας τούτη τη γη σαν σίγουρη επικράτεια, αρκεί ο λόγος να άνοιγε το δρόμο. Αλλά τις ιδέες τις κακομεταχειρίζονταν πολύ βάρβαρα τα πεζά πράγματα, όπως έγινε ανάμεσα στα τέλη του περασμένου και τις αρχές αυτού του αιώνα. Πολύ σκληρό ήταν το μάθημα των γεγονότων, από το οποίο βγήκαν οι πιο θλιβερές διαψεύσεις, που κατόπιν τις ακολούθησε μια ριζοσπαστική ανάπτυξη των πνευμάτων. Τα γεγονότα, με μια λέξη, βγήκαν αντίθετα σε κάθε προσδοκία· πράγμα που αν πρώτα προκάλεσε κούραση στους απογοητευμένους δεν μπόρεσε τουλάχιστο να προκαλέσει την επιθυμία και την ανάγκη για νέα έρευνα. Είναι γνωστό πως ο Σεν-Σιμόν και ο Φουριέ, στους οποίους ακριβώς στις αρχές του αιώνα επαληθεύεται, στις μονόπλευρες μορφές της πρώιμης ιδιοφυΐας, η αντίδραση κατά των άμεσων αποτελεσμάτων της μεγάλης πολιτικοοικονομικής επανάστασης, ορθώθηκαν αποφασιστικά ο πρώτος κατά των νομικών και ο δεύτερος κατά των οικονομολόγων.
Πράγματι, αφού έπεσαν τα εμπόδια στην ελευθερία, που χαρακτήριζαν άλλες εποχές, νέα και συχνά μεγαλύτερα και πιο επίπονα υπεισέρχονταν· και όπως δεν είχε επέλθει η ίση ευτυχία για όλους έτσι η κοινωνία παρέμενε στην πολιτική της μορφή, ακριβώς όπως και πριν, μια οργάνωση των ανισοτήτων. Η κοινωνία πρέπει να είναι, λοιπόν, κάτι καθαυτό, κάτι το φυσικό, ένα αυτόματο σύνολο σχέσεων και συνθηκών, που προκαλεί τις καλές υποκειμενικές προθέσεις των διαφόρων συστατικών της και περνάει πάνω από τις αυταπάτες και τα σχέδια των ιδεαλιστών! Αυτή, λοιπόν, ακολουθεί μια δική της πορεία, απ’ τήν οποία θα είναι θεμιτό να βγουν νόμοι διαδικασίας και ανάπτυξης, αλλά που δεν μπορεί να της επιβληθούν! Χάρη στη μεταβολή αυτή των διανοιών, ο 19ος αιώνας αναγγέλθηκε με την έφεση να είναι ο αιώνας της ιστορικής επιστήμης και της κοινωνιολογίας. Με την αρχή της ανάπτυξης η σκέψη έχει πράγματι εισβάλει και διεισδύσει σε κάθε πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας. Σ’ αυτό τον αιώνα ξαναβρέθηκε η ιστορική γραμματική και ανεβρέθηκε το κλειδί για να εξερευνηθεί η γένεση των μύθων. Σ’ αυτό τον αιώνα ανεβρέθηκαν τα εμβρυογενετικά ίχνη της προϊστορίας και μπήκαν για πρώτη φορά σε μια σειρά διαδικασίας οι πολιτικές και νομικές μορφές. Ο 19ος αιώνας αναγγέλθηκε σαν ο αιώνας της κοινωνιολογίας στο πρόσωπο του ΣενΣιμόν· στον οποίο, όπως συμβαίνει με τους αυτοδίδακτους και τους ιδιοφυείς προδρόμους, βρίσκονται συγκεχυμένα μαζί τα σπέρματα πολλών αντιφατικών τάσεων. Γι’ αυτό το λόγο η υλιστική αντίληψη είναι ένα αποτέλεσμα· αλλά είναι το αποτέλεσμα εκείνο που αποτελεί την επιβίωση μιας διαδικασίας διαμόρφωσης· και σαν αποτέλεσμα και σαν τελείωση αυτή είναι επίσης η απλοποίηση όλης της ιστορικής επιστήμης και όλης της κοινωνιολογίας, γιατί μας φέρνει από τις προϋποθέσεις και τους συνολικούς όρους στις στοιχειώδεις λειτουργίες. Κι αυτό συνέβη κάτω από την άμεση υπαγόρευση μιας νέας και θυελλώδους εμπειρίας. Οι νόμοι της οικονομίας, τέτοιοι που είναι καθαυτοί και τέτοιοι που εκτυλίσσονται, είχαν θριαμβεύσει πάνω σ’ όλες τις αυταπάτες και κατεύθυναν την κοινωνική ζωή. Η μεγάλη βιομηχανική επανάσταση που έγινε πρώτα στην Αγγλία στο φως της μέρας, μάλιστα στον αιώνα των φώτων, οδήγησε στην κατανόηση του γεγονότος πως οι κοινωνικές τάξεις κι αν δεν προέρχονται από τη Φύση δεν είναι όμως και συνέπεια του τυχαίου ή της αυθαιρεσίας· αντίθετα, γεννιώνται ιστορικά και
κοινωνικά μέσα και γύρω από μια συγκεκριμένη μορφή παραγωγής. Και ποιός, αλήθεια, δεν είχε δει να ξεπηδούν, κάτω απ’ τα μάτια του, οι νέοι προλετάριοι από την οικονομική καταστροφή τόσων τάξεων μικροϊδιοκτητών, μικροαγροτών και βιοτεχνών· και ποιός δεν ήταν σε θέση να διακρίνει τη μέθοδο αυτής της νέας δημιουργίας μιας νέας κοινωνικής τάξης, στην οποία τάξη τόσοι άνθρωποι κατέληγαν με τη βία; Ποιός δεν ήταν σε θέση να διακρίνει, πως το χρήμα που έγινε κεφάλαιο κατάφερε σε λίγα χρόνια να κυριαρχήσει χάρη στην έλξη που ασκεί πάνω στην εργασία των ελεύθερων ανθρώπων, στους οποίους η ανάγκη να ανταλλάσσουν ελεύθερα είχε από πολύ καιρό προετοιμαστεί με τόσες φροντισμένες μεθόδους δικαίου, και μέσα από τους δρόμους μιας βίαιης και έμμεσης απαλλοτρίωσης; Ποιός δεν είχε δει να αναφύονται οι νέες πόλεις γύρω από τα εργοστάσια, και να κλείνονται σ’ ένα κύκλο θλιβερής εξαθλίωσης που δεν ήταν πια μια τυχαία περίπτωση μεμονωμένης ατυχίας, αλλά ο όρος και η πηγή του πλούτου; Και σ’ αυτή την αθλιότητα νέου τύπου εμφανίζονταν πολυάριθμες οι γυναίκες και τα παιδιά, που έβγαιναν για πρώτη φορά από μιαν αγνοημένη ύπαρξη, για να εμφανιστούν στη σκηνή της ιστορίας σαν δυσοίωνη εικόνα της κοινωνίας των ίσων. Και ποιος δεν αισθανόταν –υπήρχε δεν υπήρχε η δήθεν θεωρία του σεβάσμιου Μάλθους– ότι ο αριθμός των συμβιούντων, που αυτός ο τρόπος οικονομικής οργάνωσης περιέχει, αν μερικές φορές είναι ανεπαρκής για όποιον χάρη στην ευνοϊκή τύχη της παραγωγής έχει ανάγκη από εργατικά χέρια, άλλες φορές είναι άφθονος και γι’ αυτό το λόγο δεν μπορεί να απασχοληθεί και προκαλεί φόβο; Γινόταν, άλλωστε, φανερό ότι ο ταχύς και βίαιος οικονομικός μετασχηματισμός που φανερώθηκε σαν θύελλα στην Αγγλία είχε πετύχει εκεί γιατί η χώρα αυτή μπορούσε να δημιουργήσει, απέναντι στην υπόλοιπη Ευρώπη, ένα μονοπώλιο που ως τότε δεν είχε υπάρξει και για να κρατηθεί αυτό το μονοπώλιο χρειαζόταν μια πολιτική χωρίς ενδοιασμούς, η οποία επέτρεπε μια και καλή σε όλους να μεταφράσουν πεζά τον ιδεολογικό μύθο του κράτους, που θα έπαιζε το ρόλο κηδεμόνα και παιδαγωγού του λάου. Στη νέα άμεση οπτική αυτών των συνεπειών της καινούργιας ζωής είχε τις ρίζες του ο πεσιμισμός, λιγότερο ή περισσότερο ρομαντικός, των laudatores temporis actis, απ’ τον Ντε Μεστρ ως τον Καρλάιλ. Η σάτιρα του φιλελευθερισμού κυριεύει τα μυαλά και τη φιλολογία στις αρχές αυτού του αιώνα. Αρχίζει η κριτική εκείνη της κοινωνίας από την οποία
ξεκινάει ολόκληρη η κοινωνιολογία. Έπρεπε πριν απ’ όλα να νικηθεί η ιδεολογία, που ήταν συσσωρευμένη και εκφραζόταν στις τόσες θεωρίες του Φυσικού Δικαίου και του Κοινωνικού Συμβολαίου. Έπρεπε να σταθεί κανείς ξανά απέναντι στα γεγονότα που οι γρήγορες μεταβολές μιας διαδικασίας τόσο εντατικής επέβαλαν στην προσοχή με μορφές τόσο νέες και επίφοβες. Να ο Όουεν, ο απαράμιλλος απ’ όλες τις απόψεις, αλλά ειδικότερα για το ότι υπήρξε τόσο διορατικός στις αιτίες της νέας αθλιότητας όσο ιδιοφυής ήταν στην αναζήτηση των τρόπων να τις νικήσει. Έπρεπε να φτάσουμε στην αντικειμενική κριτική της Οικονομίας, που εμφανίστηκε για πρώτη φορά με μονομερείς και αντιδραστικές μορφές στο Σισμοντί. Την περίοδο εκείνη, που μεταβάλλονταν οι όροι μιας νέας ιστορικής επιστήμης, γεννιώνται και τραβούν πάνω τους την προσοχή τόσες διαφορετικές μορφές ουτοπικού, μονομερούς, ή κυριολεκτικά εκκεντρικού σοσιαλισμού, που δεν έφτασαν ποτέ ως τους προλετάριους, είτε γιατί αυτοί οι τελευταίοι δεν είχαν καθόλου πολιτική συνείδηση είτε γιατί, όταν είχαν κινούνταν με πηδήματα, όπως στις γαλλικές συνωμοσίες και εξεγέρσεις του 1830-48, ή γύριζαν στο πρακτικό πεδίο των άμεσων μεταρρυθμίσεων, όπως είναι η περίπτωση των Χαρτιστών. Και όμως αυτός ο σοσιαλισμός, όσο ουτοπικός, φανταστικός και ιδεολογικός κι αν ήταν, αποτελούσε μιαν άμεση και συχνά ιδιοφυή κριτική της Οικονομίας· με μια λέξη, μια μονομερή κριτική στην οποία χρειαζόταν το επιστημονικό συμπλήρωμα μιας γενικής ιστορικής αντίληψης. Όλες αυτές οι μορφές μερικής, μονομερούς και ατελούς κριτικής προετοίμασαν αποφασιστικά το έδαφος για τον επιστημονικό σοσιαλισμό. Αυτός ο τελευταίος δεν είναι πια η υποκειμενική κριτική που εφαρμόζεται στα πράγματα, αλλά η ανεύρεση της αυτοκριτικής που βρίσκεται μέσα στα ίδια τα πράγματα. Η αληθινή κριτική της κοινωνίας είναι η ίδια η κοινωνία, που από τις αντιθετικές αντιφάσεις των συγκρούσεων στις οποίες στηρίζεται γεννάει από μόνη της μέσα της την αντίφαση και αυτή κατόπιν νικάει περνώντας σε μια νέα μορφή. Ο επιλυτής των σημερινών αντιθέσεων είναι το προλεταριάτο, είτε το ξέρουν είτε όχι οι ίδιοι οι προλετάριοι. Όπως σ’ αυτούς η εξαθλίωσή τους έχει γίνει ο φανερός όρος της σημερινής κοινωνίας, έτσι πάλι σ’ αυτούς και στην εξαθλίωση τους βρίσκεται ο λόγος ύπαρξης της νέας κοινωνικής επανάστασης. Σε τούτο
το πέρασμα από την κριτική της υποκειμενικής σκέψης, που εξετάζει απ’ τα έξω τα πράγματα και φαντάζεται ότι μπορεί να τα διορθώσει για λογαριασμό της, στην ευφυΐα της αυτοκριτικής που η κοινωνία ασκεί πάνω της, και στην ίδια τη μονιμότητα της διαδικασίας της, σ’ αυτό συνίσταται η διαλεκτική της ιστορίας που ο Μαρξ και ο Έγκελς, μονάχα στο βαθμό που ήταν υλιστές, πήραν από τον ιδεαλισμό του Χέγκελ. Και, σε τελική ανάλυση, λίγο μας ενδιαφέρει αν αυτές τις απαντήσεις και τις σύνθετες μορφές σκέψης δεν ξέρουν να τις λάβουν υπόψη ούτε οι καλλιεργημένοι, που δεν γνωρίζουν άλλη έννοια της λέξης διαλεκτική εκτός από κείνη του αστικού οικοδομήματος, ούτε οι σοφοί και οι μορφωμένοι που δεν μπόρεσαν ποτέ να ξεπεράσουν την εμπειρικά αποσυνθεμένη γνώση των απλών λεπτομερειών. Αλλά η μεγάλη οικονομική μεταβολή που πρόσφερε τα υλικά για να συντεθεί η σύγχρονη κοινωνία, στην οποία έφτασε τελικά στη σχεδόν πλήρη της ανάπτυξη η αυτοκρατορία του καπιταλισμού, δεν θα είχε πετύχει ένα τόσο ταχύ και υποβλητικό δίδαγμα αν δεν είχε φωτιστεί άπλετα από την ιλιγγιώδη και καταστροφική κίνηση της Γαλλικής Επανάστασης. Αυτή έκανε ολοφάνερες, σαν σε τραγική παράσταση, όλες τις ανταγωνιστικές δυνάμεις της σύγχρονης κοινωνίας, γιατί άνοιξε δρόμο μέσα από τα χαλάσματα και σημείωσε σε σύντομο χρονικό διάστημα ορμητικά τις φάσεις της γέννησης και της διάταξής της. Η Επανάσταση γεννήθηκε από τα εμπόδια που έπρεπε να νικήσει η αστική τάξη με τη βία, αφού έγινε φανερό πως η μετάβαση από την παλιά στη νέα μορφή της παραγωγής –ή της ιδιοκτησίας, όπως λένε κατανάγκη στην επαγγελματική τους γλώσσα οι νομικοί– δεν μπορούσε να γίνει μέσα από τους πιο ήσυχους δρόμους των επάλληλων και βαθμιαίων μεταρρυθμίσεων. Και γι’ αυτό υπήρξε εξέγερση, σύγκρουση και αναταραχή σε όλες τις παλιές τάξεις του Ancien Regime, και ταυτόχρονα γρήγορος και ιλιγγιώδης σχηματισμός νέων τάξεων, στην πολύ σύντομη αλλά μοναδικά έντονη περίοδο δέκα μόνο χρόνων, που αν συγκριθούν με την κανονική ιστορία άλλων χωρών και εποχών φαίνονται αιώνες. Σ’ αυτή τη συμπίεση γεγονότων αιώνων σε τόσο λίγα χρόνια, εξηγήθηκαν οι πιο χαρακτηριστικές στιγμές και πλευρές της νέας ή σύγχρονης κοινωνίας, και τόσο πιο καθαρά όσο η μαχητική αστική τάξη είχε κιόλας δημιουργήσει για τον εαυτό της αυτά τα διανοητικά μέσα και
όργανα ώστε να κατέχει στη θεωρία του έργου της τη συνείδηση που αντανακλούσε το κίνημά της. Η βίαιη απαλλοτρίωση μεγάλου μέρους της παλιάς ιδιοκτησίας, δηλαδή εκείνης που ήταν παγιωμένη στα φέουδα, στα βασιλικά και πριγκηπικά κτήματα και στις εκκλησιαστικές περιουσίες, με τα πραγματικά και προσωπικά δικαιώματα που ανακύπτουν απ’ αυτήν μέσα από χίλιους δρόμους, έβαλε στη διάθεση του κράτους, που έγινε απ’ την ανάγκη των πραγμάτων μια τρομερή και εξαιρετικά παντοδύναμη διακυβέρνηση, μια τεράστια μάζα οικονομικών μέσων· κι αυτά απ’ τη μια επέτρεψαν την πρωτοφανή κάλυψη των χαρτονομισμάτων, που κατέληξαν κατόπιν στην αυτο-εκμηδένισή τους, κι απ’ την άλλη τη διαμόρφωση νέων ιδιοκτητών, που όμως κατέληξαν κι αυτοί οφειλέτες χάρη στις ευκαιρίες του χρηματιστηρίου και τις κομπίνες και τις κερδοσκοπίες, χάρη στην τύχη τους. Και ποιός θα μπορούσε ποτέ να τολμήσει, υστέρα, να ορκιστεί στο όνομα του ιερού και αταβιστικού θεσμού της ιδιοκτησίας, όταν ο πρόσφατος και επιβεβαιωμένος τίτλος της στηριζόταν τόσο σταθερά στη γνώση των τυχερών συγκυριών; Αν ποτέ είχε περάσει από το κεφάλι τόσων ενοχλητικών φιλόσοφων, αρχίζοντας από τους Σοφιστές, ότι το δίκαιο ήταν ένα χρήσιμο και βολικό δημιούργημα του ανθρώπου, τώρα πια αυτή η πρόταση των αντιπαθητικών αιρετικών μπορούσε να φαίνεται σαν απλή και καθαρή αλήθεια ακόμη και στους τελευταίους ξυπόλητους των προαστίων του Παρισιού. Δεν είχαν δόσει αυτοί, οι προλετάριοι, την ώθηση, μαζί με όλο τον υπόλοιπο λαό, στην επανάσταση γενικά με τις ενέργειες που προηγούνταν του Απρίλη του ’89, και δεν βρέθηκαν κατόπιν διωγμένοι ξανά από τη σκηνή της ιστορίας μετά την αποτυχία της εξέγερσης του Πρεριάλ το ’95; Δεν είχαν αυτοί σηκώσει στις πλάτες τους όλους τους παράφορους ρήτορες της ελευθερίας και της ισότητας; Δεν είχαν κρατήσει στα χέρια τους την παρισινή Κομμούνα, που για μεγάλο διάστημα ήταν το άβουλο όργανο της εθνοσυνέλευσης και όλης της Γαλλίας; Και δεν κατέληξαν μετά, τελικά, στην πικρή απογοήτευση πως δημιούργησαν με τα ίδια τους τα χέρια τα καινούργια αφεντικά; Στην κεραυνοβόλα συνείδηση αυτής της απογοήτευσης βρίσκεται το ψυχολογικό, ταχύ και άμεσο κίνητρο της συνωμοσίας του Μπαμπέφ· η οποία, ακριβώς γι’ αυτό, αποτελεί μεγάλο γεγονός της ιστορίας, και έχει μέσα της όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής τραγωδίας.
Η γη, που τα φέουδα και η εκκλησιαστική περιουσία είχαν δεμένη λες σ’ ένα σώμα, σε μια οικογένεια, σ’ ένα τίτλο, απελευθερωμένη από τα δεσμά της είχε γίνει εμπόρευμα, γιατί ήταν βάση και εργαλείο που παράγει εμπορεύματα· και είχε γίνει μεμιάς εμπόρευμα τόσο εύκαμπτο, ευκολομεταχείριστο και προσαρμόσιμο, ώστε να προσφέρεται για να κυκλοφορήσει στα σύμβολα ενός ορισμένου αριθμού κομματιών χαρτιού. Και γύρω απ’ αυτά τα σύμβολα, σε μεγάλο βαθμό πολλαπλάσια των πραγμάτων που έπρεπε να παριστάνουν, που τελικά κατέληξαν στο τίποτα, ξεπήδησε γιγάντια η κερδοσκοπία που στηρίχτηκε πάνω στις πλάτες της εξαθλίωσης των πιο εξαθλιωμένων, ανάμεσα σ’ όλες τις κακοτοπιές της ορμητικής και ελικοειδούς πολιτικής, αναιδής κυρίως καθώς εκμεταλλευόταν τον πόλεμο και τις ένδοξες επιτυχίες του. Τελικά, η αλματώδης πρόοδος μιας επιταχυμένης εξαιτίας των επειγουσών περιστάσεων τεχνικής, έδοσε υλικό και ευκαιρία στην προκοπή της κερδοσκοπίας. Οι νόμοι της αστικής οικονομίας, που είναι εκείνοι της ατομικής παραγωγής στο ανταγωνιστικό πεδίο του συναγωνισμού, εισέβαλαν μανιασμένα, με όλα τα μέσα της βίας και της επιβουλής, εναντίον της ιδεαλιστικής θέλησης μιας επαναστατικής κυβέρνησης· η οποία, ισχυρή από τη βεβαιότητα ότι θα σώσει την πατρίδα, και ισχυρή ακόμη περισσότερο από την αυταπάτη ότι θα θεμελιώσει στον αιώνα την ελευθερία των ίσων, πίστεψε ότι ήταν ίσως δυνατό να καταργηθεί το χρηματιστήριο με τη γκιλοτίνα, να εξαλειφθεί η οικονομική συναλλαγή με το κλείσιμο του χρηματιστηρίου, και να εξασφαλιστεί στο λαό η επιβίωση με το να οριστούν ανώτατα όρια στις τιμές των ειδών πρώτης ανάγκης. Τα εμπορεύματα και οι τιμές, καθώς και οι οικονομικές συναλλαγές διεκδίκησαν με τη βία την ελευθερία τους ενάντια σε κείνους που ήθελαν να τους διδάξουν ή να τους επιβάλουν την ηθική. Ο Θερμιδόρ, όποιες κι αν ήταν οι προσωπικές προθέσεις των Θερμιδοριανών, δειλές ή φοβισμένες είτε και απογοητευμένες, υπήρξε τόσο στις κρυφές αίτιες όσο και στα πιο άμεσα αποτελέσματα, ο θρίαμβος των οικονομικών συναλλαγών πάνω στο δημοκρατικό ιδεαλισμό. Το σύνταγμα του ’93, το οποίο σημειώνει το ακραίο όριο όπου μπορεί να φτάσει η δημοκρατική σκέψη, δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Η σκληρή πίεση των περιστάσεων, η απειλή του ξένου, οι διάφορες μορφές εξέγερσης από τα μέσα, από τη γιρονδίνικη ως εκείνη της Βαντέν, είχαν
καταστήσει αναγκαία μια κυβέρνηση εκτάκτων εξουσιών· αυτή ήταν η Τρομοκρατία που γεννήθηκε από το φόβο. Στο μέτρο που έπαψαν οι κίνδυνοι, έπαψε και η ανάγκη της τρομοκρατίας· αλλά η δημοκρατία τσακίστηκε μπροστά στις οικονομικές συναλλαγές, απ’ τις οποίες γεννιόταν η ιδιοκτησία των νέων ιδιοκτητών. Το σύνταγμα του έτους III καθαγίασε την αρχή της φιλελεύθερης μετριοπάθειας, απ’ την οποία προχώρησε όλος ο συνταγματισμός της ευρωπαϊκής ηπείρου: αλλά, κατά κύριο λόγο, υπήρξε ο δρόμος για να φτάσουμε στην εγγύηση της νέας ιδιοκτησίας. Να αλλάξουν οι ιδιοκτήτες, να σωθεί η ιδιοκτησία, αυτή η ρήση, αυτό το σύνθημα, αυτό το δίδαγμα, που προκάλεσε για χρόνια από τις 10 Αυγούστου ’92 τόσο τις βίαιες εξεγέρσεις όσο και τα τολμηρά σχέδια εκείνων που προσπάθησαν να θεμελιώσουν την κοινωνία πάνω στην αρετή, την ισότητα, τη σπαρτιατική αυταπάρνηση. Το Διευθυντήριο ήταν το μέσο απ’ το οποίο η επανάσταση έφτασε να αρνηθεί τον εαυτό της σαν ιδεαλιστική απόπειρα· και με το Διευθυντήριο, που ήταν η εξομολογημένη και επαγγελματοποιημένη διαφθορά, έγινε πραγματικότητα το σύνθημα: να αλλάξουν οι ιδιοκτήτες, αλλά η ιδιοκτησία να μείνει σώα! Και τελικά χρειαζόταν, για να βγει από τόσα ερείπια ένα στέρεο οικοδόμημα, η αληθινή δύναμη· αυτή βρέθηκε σ’ ένα μοναχικό τυχοδιώκτη με αξεπέραστη ιδιοφυΐα, που η τύχη τού είχε ρωμαϊκά χαμογελάσει, και ήταν ο μόνος που διέθετε την ικανότητα να γράψει τον επίλογο της πρέπουσας ηθικής σε κείνο το γιγάντιο παραμύθι, γιατί σ’ αυτόν δεν υπήρχε ούτε σκιά, ούτε ίχνος ηθικού ενδοιασμού. Βλέπει κανείς τα πάντα σε κείνη τη ληστεία γεγονότων. Οι ένοπλοι πολίτες στην υπεράσπιση της πατρίδας, νικηφόροι πέρα από τα όρια της παρακείμενης Ευρώπης, στην οποία φέρνουν με την κατάκτηση την επανάσταση, γίνονται φανταρία που καταπιέζει την ελευθερία στην πατρίδα. Οι αγρότες, που σε μια έξαψη επιτακτικής υποβολής δημιούργησαν μέσα στη φεουδαρχική γη την αναρχία του ’89, όταν έγιναν στρατιώτες, μικροϊδιοκτήτες, ή μικροί μισθωτές, αφού πριν είχαν γίνει για ένα τέταρτο της ώρας οι προωθημένοι φρουροί της επανάστασης, ξανάπεσαν στη σιωπηρή και βλακώδη ησυχία της παραδοσιακής τους ζωής, που, βουβή σε αλλαγές και κινήματα, αποτελεί το σίγουρο υπόστρωμα της λεγόμενης κοινωνικής τάξης. Οι μικροαστοί της πόλης, κι αυτοί που ήταν κιόλας μέλη των συντεχνιών, μέσα σε λίγο διάστημα κατάφεραν να μισθώσουν, στο πεδίο του οικονομικού ανταγωνισμού, ελεύθερα την εργασιακή τους δύναμη. Η ελευθερία του
εμπορίου απαιτούσε να γίνει κάθε προϊόν ελεύθερα εμπορεύσιμο και ξεπερνούσε έτσι και το τελευταίο εμπόδιο πετυχαίνοντας να γίνει κι η εργασία επίσης ελεύθερο εμπόρευμα. Όλα άλλαξαν εκείνη την εποχή. Το κράτος, που επί αιώνες φαινόταν σε τόσα εκατομμύρια απογοητευμένους σαν ιερός θεσμός ή θεία εντολή, αφήνοντας το κεφάλι του ηγεμόνα του κάτω από την ψυχρή πράξη ενός τεχνικού οργάνου, απόμεινε αποκαθαγιασμένο και βέβηλο. Γινόταν αυτό το ίδιο, το κράτος, ένας τεχνικός μηχανισμός, που ερχόταν να αντικαταστήσει τη γραφειοκρατία με την ιεραρχία. Κι επειδή δεν υπήρχε πια η αλαζονεία των παλιών τίτλων, που παρείχαν το λόγο των προνομίων για τις θέσεις, αυτό το νέο κράτος μπορούσε να γίνει η λεία όποιου θα το άρπαζε· με μια λέξη, έβγαινε σε πλειστηριασμό, φτάνει οι τυχεροί ανάμεσα στους φιλόδοξους να ήταν οι συνηθισμένοι εγγυητές της ιδιοκτησίας και των νέων και παλιών ιδιοκτητών. Το νέο κράτος, που είχε ανάγκη τη 18η Μπριμέρ για να γίνει κανονική γραφειοκρατία στηριγμένη στο νικηφόρο μιλιταρισμό, αυτό το κράτος που ολοκλήρωνε την επανάσταση στην πράξη που την αρνιόταν, δεν μπορούσε να μην έχει και το κείμενο του κι αυτό ήταν ο Αστικός Κώδικας, το libro d’ oro της κοινωνίας που παράγει και πουλά εμπορεύματα. Διόλου μάταια η γενικευμένη νομική επιστήμη είχε φυλάξει και σχολιάσει επί αιώνες, με τη μορφή επιστημονικής θεωρίας, το Ρωμαϊκό Δίκαιο, που ήταν, είναι και θα είναι η τυπική και κλασική μορφή του δικαίου κάθε εμπορευματικής κοινωνίας, μέχρι τη στιγμή που ο κομμουνισμός θα διακόψει τη δυνατότητα να πουλάει κανείς και ν’ αγοράζει εμπορεύματα. Η αστική τάξη, που χάρη στη συγκυρία τόσων περιστάσεων έκανε τη θυελλώδη επανάσταση με τη συνδρομή πολλών άλλων τάξεων και μισοτάξεων, που εξαφανίστηκαν κατόπιν μετά από σύντομο χρονικό διάστημα όλες σχεδόν από την πολιτική σκηνή, εμφανίστηκε στις στιγμές της πιο ζωηρής σύγκρουσης παρακινημένη από κίνητρα και εμπνευσμένη από μια ιδεολογία, που ήταν εντελώς ασύμφωνα με τα αποτελέσματα που επέζησαν και θετικά συνεχίστηκαν. Το γεγονός αυτό κάνει, μέσα στη ζέση του αγώνα, να φανεί η ιλιγγιώδης αλλαγή του οικονομικού υποστρώματος σαν αποκομμένη από τα ιδεώδη, και σκασμένη από την πλοκή τόσων προθέσεων και σχεδίων, απ’ όπου ανακύπτουν πράξεις κακίας και ηρωισμού ανήκουστες, και ρεύματα αυταπάτης και σκληρές δοκιμασίες απογοητεύσεων. Ποτέ δεν βγήκε από τα ανθρώπινα στήθη
τόσο ισχυρή η πίστη στα ιδεώδη της προόδου. Το ν’ απελευθερώσουμε το ανθρώπινο είδος από τη δεισιδαιμονία ή, κυριολεκτικά, από τη θρησκεία, να κάνουμε κάθε άτομο πολίτη και κάθε ιδιώτη δημόσιο άνθρωπο: αυτή η αρχή· και μετά, στη γραμμή αυτού του προγράμματος, να συνοψίσουμε στη σύντομη δράση λίγων χρόνων, εκείνη την εξέλιξη, που στους πιο ιδεαλιστές της στιγμής φαίνεται σαν έργο πολλών αιώνων που θα έρθουν ακόμη: αυτός ο ιδεαλισμός του τότε. Και γιατί έπρεπε να είναι αποκρουστική γι’ αυτούς η παιδαγωγική της γκιλοτίνας; Αυτή η ποίηση, μεγαλειώδης βέβαια αν όχι τερπνή, άφησε πίσω της μια πεζότητα πολύ σκληρή. Και ήταν η πεζότητα των ιδιοκτητών, που χρωστούσαν την ιδιοκτησία τους στην τύχη , και ήταν εκείνη των χρηματιστών και των πλουτισμένων τροφοδοτών, των στρατηγών, των νομαρχών, των δημοσιογράφων, και των μισθωτών καλλιτεχνών και λογοτεχνών· ήταν η πεζότητα της αυλής του μοναδικού θνητού στον οποίο οι ιδιότητες της στρατιωτικής ιδιοφυΐας, μπολιασμένες στη ληστρική φύση, είχαν χωρίς αμφιβολία αποδόσει το δικαίωμα να θεωρεί σαν ιδεολόγο όποιον δεν θαύμαζε το καθαρό και γυμνό γεγονός, που στη ζωή μπορεί να είναι, όπως και ήταν γι’ αυτόν, η απλή ωμότητα της επιτυχίας. Η Μεγάλη Επανάσταση επιτάχυνε την πορεία της ιστορίας σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης. Απ’ αυτήν ξεκίνησε όλο τούτο που ονομάζεται φιλελευθερισμός και σύγχρονη δημοκρατία, εκτός από τις περιπτώσεις της εσφαλμένης μίμησης της Αγγλίας, ως την επίτευξη της ενότητας της Ιταλίας, που ήταν και θα μείνει ίσως η τελευταία πράξη της επαναστατικής αστικής τάξης. Αυτή η επανάσταση ήταν το πιο ζωντανό και διδακτικό παράδειγμα του πώς μια κοινωνία μετασχηματίζεται και του πώς οι νέες οικονομικές συνθήκες αναπτύσσονται και, καθώς αναπτύσσονται, συντονίζουν σε ομάδες και τάξεις τα μέλη της κοινωνίας. Ήταν η απτή απόδειξη του πώς βρίσκεται το δίκαιο, πότε χρειάζεται σαν έκφραση και υπεράσπιση συγκεκριμένων σχέσεων και του πώς δημιουργείται το κράτος και διατάσσονται τα μέσα, οι δυνάμεις και τα όργανά του. Και φάνηκε πώς οι ιδέες αναφύονται στο έδαφος των κοινωνικών αναγκαιοτήτων, και πώς ο χαρακτήρας, οι τάσεις, τα αισθήματα, οι θελήσεις, δηλαδή, με μια λέξη, οι ηθικές δυνάμεις, παράγονται και αναπτύσσονται σε διάφορες συνθήκες. Για να μη μακρηγορούμε, τα δεδομένα της κοινωνικής επιστήμης ήταν, ας πούμε,
προετοιμασμένα από την ίδια την κοινωνία· και δεν πρέπει να μας εκπλήσσει αν η Επανάσταση, που ακολούθησε ιδεολογικά την οξύτερη μορφή του ορθολογικού θεωρητισμού που γνωρίζουμε, κατέληξε κατόπιν ν’ αφήσει πίσω της τη διανοητική ανάγκη μιας αντισχολαστικής ιστορικής και κοινωνιολογικής επιστήμης· όπως σε μεγάλο μέρος έγινε στον αιώνα μας, που κινείται τώρα πια προς το τέλος του. Κι εδώ, με τα πράγματα που είπα και κείνα που γενικά ξέρουμε, θα ήταν ανώφελο να αναφέρουμε ξανά πως με τον Όουεν συναντιώνται ο ΣενΣιμόν και ο Φουριέ, και να επαναλάβουμε μέσα από ποιους δρόμους προέρχεται ο επιστημονικός σοσιαλισμός. Το σημαντικό βρίσκεται στα έξης δυο σημεία: ότι ο ιστορικός υλισμός δεν μπορούσε να γεννηθεί παρά μόνο από τη θεωρητική συνείδηση του σοσιαλισμού· και ότι δεν μπορεί τώρα πια να εξηγήσει την προέλευση του με τις αρχές του, πράγμα που είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της ωριμότητάς του. Γι’ αυτό δεν ήταν εκτός τόπου η φράση με την οποία αρχίζει αυτό το κεφάλαιο: οι ιδέες δεν πέφτουν απ’ τον ουρανό.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΥΛΙΣΜΟ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ Μέρος Τρίτο
VIΙΙ Απ’ όσα είπαμε ως τώρα φαίνεται πια καθαρά στον καθένα ποια είναι η ακριβής καθώς και η σχετική αξία της λεγόμενης θεωρίας των παραγόντων και με ποιο τρόπο θα καταφέρουμε να εξαλείψουμε αντικειμενικά αυτές τις προσωρινές έννοιες που ήταν και είναι απλή έκφραση μιας σκέψης που δεν ωρίμασε πλήρως. Και όμως σ’ αυτή τη θεωρία πρέπει να ξαναγυρίσουμε ακόμη μια φορά για να δείξουμε καλύτερα, και πιο λεπτομερειακά, από ποιές αιτίες εξαρτήθηκε και εξαρτάται που δυο από τους λεγόμενους παράγοντες, δηλαδή το κράτος και το δίκαιο, πάρθηκαν και παίρνονται ακόμη σαν κύριο και αποκλειστικό υποκείμενο της ιστορίας.
Η ιστοριογραφία, πράγματι, εναπόθεσε επί αιώνες σ’ αυτές τις μορφές της κοινωνικής ζωής την ουσία της ανθρώπινης ανάπτυξης· και, μάλιστα, δεν είδε αυτή την ανάπτυξη παρά μέσα από τη μεταβολή αυτών των μορφών. Η ιστορία αντιμετωπίστηκε επί αιώνες σαν θεωρία που άφορα τη νομικο-πολιτική κίνηση, και μάλιστα κυρίως την πολιτική. Η μεταστροφή από την πολιτική στην κοινωνία είναι πρόσφατη και πολύ πιο πρόσφατη ακόμη είναι ή ανάλυση της κοινωνίας στα στοιχεία του οικονομικού υλισμού. Μ’ άλλα λόγια, ή κοινωνιολογία είναι πολύ πρόσφατη επινόηση· κι ελπίζω ότι ο αναγνώστης θα κατάλαβε από μόνος του ότι υιοθετώ αυτή τη λέξη χάρη συντομίας για να υποδηλώσω γενικά την επιστήμη των κοινωνικών λειτουργιών και μεταβολών και όχι για να αναφερθώ στην ειδική περίπτωση του πώς την πραγματεύονται οι Θετικιστές. Είναι άλλωστε γνωστό πως ως τις αρχές αυτού του αιώνα οι ειδήσεις που αφορούσαν τα ήθη και έθιμα, τις πεποιθήσεις, κλπ., καθώς και κείνες που αφορούσαν τις φυσικές συνθήκες, που αποτελούν το υπέδαφος και το περιβάλλον των κοινωνικών μορφών, εμφανίζονταν στις πολιτικές ιστορίες σαν απλά περίεργα στοιχεία, ή σαν παραρτήματα και συμπληρώματα της αφήγησης. Αυτό όλο δεν μπορεί να είναι τυχαίο και δεν είναι. Το να διαπιστώσουμε την καθυστερημένη εμφάνιση της κοινωνικής ιστορίας έχει, γι’ αυτό το λόγο, διπλό ενδιαφέρον: και γιατί η θεωρία μας δικαιολογεί ακόμη μια φορά μ’ αυτό τον τρόπο την αιτία της ύπαρξης της, και γιατί καταργούνται οριστικά οι λεγόμενοι παράγοντες. Αν εξαιρέσουμε μερικές κρίσιμες στιγμές, στις όποιες οι κοινωνικές τάξεις από ακραία ανικανότητα να κρατηθούν σε μια κατάσταση σχετικής ισορροπίας προσαρμοζόμενες, έμπαιναν σε μια λίγο πολύ επιμηκυμένη κρίση αναρχίας, κι αν εξαιρέσουμε τις μοναδικές εκείνες καταστροφές στις όποιες ένας ολόκληρος κόσμος γκρεμίζεται, όπως με την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ή με τη διάλυση του Χαλιφάτου, από τότε που υπάρχει μνήμη γραπτής ιστορίας το κράτος εμφανίζεται όχι μόνο σαν η κορυφή και το ανώτατο σημείο της κοινωνίας, αλλά σαν ο διοικητής της. Το πρώτο βήμα που έκανε η απλοϊκή σκέψη σ’ αυτή την τάξη παρατηρήσεων είναι η έξης διαπίστωση: ο διοικητής είναι ο πρωταίτιος.
Αν εξαιρέσουμε, επίσης, ορισμένες σύντομες περιόδους όπου ή δημοκρατία έχει ασκηθεί με ζωντανή τη συνείδηση της λαϊκής κυριαρχίας, όπως έγινε με μερικές ελληνικές πόλεις, και ιδιαίτερα με την Αθήνα, και με μερικές ιταλικές Κοινότητες, και ιδιαίτερα με τη Φλωρεντία (εκείνες είχαν, όμως, ανθρώπους ελεύθερους, κυρίους δούλων, αυτές είχαν πολίτες προνομιούχους που εκμεταλλεύονταν τον ξένο και την ύπαιθρο), η δημοκρατική κοινωνία αποτελούνταν πάντοτε από μια πλειοψηφία που την εξουσίαζε μια μειοψηφία. Έτσι που η πλειοψηφία των ανθρώπων εμφανίστηκε στην ιστορία σαν μια μάζα διοικούμενη, κυβερνώμενη, καθοδηγούμενη, εκμεταλλευόμενη και κακομεταχειριζόμενη· ή, τουλάχιστον, σαν ποικιλότροπος συμφυρμός συμφερόντων, που οι ολίγοι μόνο ρύθμιζαν, κρατώντας σε ισορροπία τις διαφωνίες, με την πίεση ή τα ανταλλάγματα. Από δω και η ανάγκη για μια τέχνη της διακυβέρνησης· και όπως αυτή γίνεται πρώτα από καθετί άλλο γνωστή στους παρατηρητές της συλλογικής ζωής, έτσι ήταν φυσικό πως κι η πολιτική θα φαινόταν σαν ο πρωταίτιος της κοινωνικής τάξης και σαν ο δείκτης της συνέχειας στην ακολουθία των ιστορικών μορφών. Όποιος μιλάει για πολιτική, μιλάει για τη δραστηριότητα εκείνη που ως ένα ορισμένο σημείο μας οδηγεί σύμφωνα μ’ ένα σχέδιο· δηλαδή, όσο οι υπολογισμοί δεν συγκρούονται σε αγνοούμενες και αναπάντεχες αντιστάσεις. Παίρνοντας, όπως πρότρεπε η ατελής πείρα, σαν πρωταγωνιστή της κοινωνίας το κράτος και σαν πρωταγωνίστρια της κοινωνικής τάξης την πολιτική, έχουμε σαν συνέπεια ότι οι ιστορικοί αφηγητές και διανοητές έφτασαν να τοποθετούν την ουσία της ιστορίας στην ακολουθία των μορφών, των θεσμών και των πολιτικών ιδεών. Πού βρισκόταν η καταγωγή του κράτους και πού η βάση της συνέχειάς του δεν ενδιέφερε, όπως δεν ενδιαφέρει και τον κοινό νου. Τα προβλήματα γενετικής φύσης ανακύπτουν, όπως ξέρουμε, πολύ αργότερα. Το κράτος υπάρχει, και βρίσκει τη λογική του στη σημερινή του ανάγκη –τόσο, είναι αλήθεια, που η φαντασία δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στην ιδέα πως κάποτε δεν υπήρχε και του επιμήκυνε την υποτιθέμενη ύπαρξη ως τις πρώτες αρχές του ανθρώπινου είδους. Οι θεοί, οι ημίθεοι και οι ήρωες ήταν οι ιδρυτές του, τουλάχιστον στη μυθολογία, όπως στη μεσαιωνική μυθολογία ο Πάπας αποτελεί την πρώτη πηγή, και γι’ αυτό θεία και διαρκή, κάθε εξουσίας. Ακόμη στην
εποχή μας, άπειροι ταξιδευτές και ηλίθιοι ιεραπόστολοι ανακάλυψαν παντού το κράτος, εκεί όπου δεν υπάρχει, στους αγρίους και τους βαρβάρους, με τη μορφή του γένους, ή της τριμπού των γενών, ή της συνύπαρξης των γενών. Δύο πράγματα χρειάζονται για να νικηθούν αυτές οι προλήψεις. Κατά πρώτο λόγο, ήταν ανάγκη να αναγνωριστεί ότι οι λειτουργίες του κράτους δημιουργούνται, αναπτύσσονται, μειώνονται, εναλλάσσονται και αλληλοδιαδέχονται οι μεν τις δε με τη μεταβολή ορισμένων κοινωνικών συνθηκών. Κατά δεύτερο λόγο, πρέπει να φτάσουμε να αντιληφθούμε ότι το κράτος υπάρχει και κρατιέται στο βαθμό που είναι ταγμένο στην υπεράσπιση ορισμένων συγκεκριμένων συμφερόντων ενός μέρους της κοινωνίας, ενάντια σ’ όλη την υπόλοιπη κοινωνία, η οποία πρέπει να είναι φτιαγμένη κατά τέτοιο τρόπο, στο σύνολο της, που η αντίσταση των υφισταμένων, των κακομεταχειριζόμενων, των εκμεταλλευόμενων ή να χάνεται μέσα στις πολλαπλές συγκρούσεις ή να συμψηφίζεται στα επιμέρους, έστω τιποτένια, προνόμια των ίδιων των καταπιεζόμενων. Η θαυμαστή και θαυμαζόμενη πολιτική τέχνη διοχετεύεται έτσι στην έξης διατύπωση: εφαρμογή μιας δύναμης ή ενός συστήματος δυνάμεων πάνω σ’ ένα σύνολο αντιστάσεων. Το πρώτο και πιο δύσκολο βήμα έγινε όταν φτάσαμε να αναλύσουμε το κράτος στις κοινωνικές συνθήκες απ’ όπου αυτό προέρχεται. Αυτές οι ίδιες οι κοινωνικές συνθήκες έγιναν μετά πιο συγκεκριμένες με τη θεωρία των τάξεων, η γένεση των οποίων έγινε ανάλογα με τις διάφορες ασχολίες, δεδομένου του καταμερισμού της εργασίας, δηλαδή δεδομένων των σχέσεων που συντονίζουν και δεσμεύουν τους ανθρώπους σε μια συγκεκριμένη παραγωγική μορφή. Στο σημείο αυτό η έννοια του κράτους έπαψε να αντιπροσωπεύει την άμεση αιτία της ιστορικής κίνησης, σαν υποτιθέμενος πρωταγωνιστής της κοινωνίας: γιατί είδαμε, ότι σε κάθε μορφή του και παραλλαγή δεν είναι παρά η θετική και βιασμένη τάξη μιας συγκεκριμένης ταξικής κυριαρχίας ή μιας συγκεκριμένης συμβίωσης διαφορετικών τάξεων. Και κατόπιν, σαν παραπέρα συνέπεια αυτών των προτάσεων, φτάσαμε τελικά ν’ αναγνωρίσουμε ότι η πολιτική, σαν τέχνη να δρα κανείς σύμφωνα μ’ ένα σχέδιο, είναι ένα πολύ μικρό μέρος της γενικής κίνησης της ιστορίας κι ένα όχι μεγάλο μέρος της διαμόρφωσης και της ανάπτυξης του ίδιου του κράτους· στο όποιο πολλά πράγματα, δηλαδή πολλές σχέσεις,
δημιουργούνται και αναπτύσσονται από αναγκαίο συμβιβασμό, από σιωπηρή συναίνεση, από υφιστάμενη ή ανεχόμενη βία, από διαισθητικά τεχνάσματα. Το βασίλειο του ασύνειδου, με την έννοια αυτού που δεν θελήσαμε με τη βούληση μας, με σχεδιασμό ή εκλογή, αλλά που καθορίζεται και δημιουργείται με την επαλληλία ηθών και εθίμων, συμβιβασμών, κλπ., έγινε πολύ πλατύ στο πεδίο των γνώσεων που συνιστούν το αντικείμενο της ιστορικής επιστήμης· και η πολιτική, που είχε παρθεί σαν κανόνας εξήγησης, έγινε αυτή η ίδια εκείνο που έπρεπε να εξηγηθεί. Για ποιους λόγους η ιστορία παρουσιαζόταν με αποκλειστική πολιτική μορφή είναι, λοιπόν, φανερό. Αλλά δεν είναι γι’ αυτό το λόγο που το κράτος αποτελεί απλή απόφυση ή απλό συμπλήρωμα, είτε του κοινωνικού σώματος είτε της ελεύθερης ένωσης, όπως φάνηκε σε τόσους ουτοπιστές και σε τόσους υπερφιλελεύθερους αναρχίζοντες. Αν η κοινωνία στήριξε μέχρι σήμερα το κράτος, είναι γιατί είχε ανάγκη αυτό το συμπλήρωμα της δύναμης και της εξουσίας στο βαθμό που η ίδια αποτελείται ακριβώς από άνισα άτομα, εξαιτίας των οικονομικών διαφορών. Το κράτος είναι κάτι το πολύ πραγματικό, σαν σύστημα δυνάμεων που διατηρούν την ισορροπία και την επιβάλλουν με τη βία και την καταπίεση. Και για να υπάρχει σαν τέτοιο σύστημα δυνάμεων έπρεπε να γίνει και να είναι οικονομική δύναμη που είτε θα στηριζόταν στις επιδρομές, στις αρπαγές, την πολεμική επιβολή είτε θα βασιζόταν στην άμεση ιδιοκτησία των δημοσίων κτημάτων είτε θα διαμορφωνόταν σιγά-σιγά, όπως στη σύγχρονη μέθοδο των δημόσιων οικονομικών, που παίρνει τις υποκριτικές θεσμικές μορφές μιας υποτιθέμενης αυτο-φορολογίας. Σ’ αυτή την οικονομική δύναμη, που τόσο αυξήθηκε στα σύγχρονα κράτη, βρίσκεται η βάση της ικανότητας του να δρα. Απ’ αυτήν προκύπτει ότι μέσα από ένα νέο καταμερισμό της εργασίας, γύρω από τις λειτουργίες του ίδιου του κράτους, σχηματίζονται ειδικές τάξεις και στρώματα, δηλαδή ιδιαίτερες τάξεις, περιλαμβανομένης και κείνης των παρασίτων. Το κράτος που είναι και πρέπει να είναι οικονομική δύναμη, γιατί για να υπερασπίσει τις ηγετικές τάξεις είναι εφοδιασμένο με μέσα καταπίεσης, διακυβέρνησης, διοίκησης, πολέμου, δημιουργεί άμεσα ή έμμεσα ένα σύνολο από νέα και ιδιαίτερα συμφέροντα, που επιδρούν αναγκαστικά πάνω στην κοινωνία. Έτσι που το κράτος, τη στιγμή που πρόκυψε και
διατηρείται σαν εγγυητής των κοινωνικών αντιθέσεων, που αποτελούν συνέπεια των οικονομικών διαφορών, σχηματίζει γύρω του ένα κύκλο ανθρώπων που ενδιαφέρονται άμεσα για την ύπαρξη του. Απ’ αυτό βγαίνουν δύο συνέπειες. Όπως η κοινωνία δεν είναι ένα ομοιογενές σύνολο, αλλά σώμα με ιδιαίτερες διαρθρώσεις, και μάλιστα πολύμορφο σύνολο αντιθετικών συμφερόντων, έτσι συμβαίνει μερικές φορές οι διευθύνοντες το κράτος να έχουν την τάση ν’ απομονωθούν και μ’ αυτή την απομόνωση τους ν’ αντιτάσσονται σ’ ολόκληρη την κοινωνία. Και μετά, κατά δεύτερο λόγο, συμβαίνει τα όργανα και οι λειτουργίες που δημιουργήθηκαν για πρώτη φορά προς όφελος όλων, να εκφυλίζονται σε καταχρήσεις κλίκας, μυστικών συνελεύσεων και συμμοριών. Από δω και οι αριστοκρατίες και οι ιεραρχίες που γεννήθηκαν από τη χρήση των πολιτικών εξουσιών, από δω και οι δυναστείες· σχηματισμοί, οι οποίοι ιδωμένοι στο φως της απλής λογικής, εμφανίζονται εντελώς παράλογοι. Από τότε που υπάρχει βεβαιωμένη ιστορία, οι εξουσίες του κράτους αυξήθηκαν ή μειώθηκαν, αλλά το ίδιο δεν εξαφανίστηκε ποτέ, γιατί ποτέ πια δεν έλειψαν, στην κοινωνία των οικονομικά άνισων, οι αιτίες για να διατηρηθεί ή να προασπιστεί με τη δύναμη και την κατάκτηση, η δουλεία, ή τα μονοπώλια, ή η κυριαρχία μιας μορφής παραγωγής, μέσα από την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στους ανθρώπους. Έτσι, που το κράτος έγινε σαν αρένα ενός ακατάπαυστου εμφυλίου πολέμου που εξελίσσεται συνεχώς, αν και δεν εμφανίζεται με τις θυελλώδεις μορφές των Μάριου και Σίλα, των ημερών του Ιουνίου και της αμερικάνικης ανεξαρτησίας. Μέσα στο κράτος άνθισε πάντοτε η διαφθορά του ανθρώπου μέσω του ανθρώπου· γιατί, αν δεν υπάρχει μορφή κυριαρχίας που να μην βρίσκει αντίσταση, δεν υπάρχει και αντίσταση που εξαιτίας των επιτακτικών αναγκών της ζωής να μην μπορεί να εκφυλιστεί σε καρτερικό συμβιβασμό. Γι’ αυτούς τους λόγους οι ιστορικές περιπέτειες, αν τις δούμε στην επιφάνεια της μονότονης τακτικής αφήγησης, φαίνονται σαν η ελάχιστα παραλλαγμένη επανάληψη του ίδιου τύπου, σαν ένα είδος επωδού ή μορφών καλειδοσκοπίου. Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει που ο εννοιολογιστής Χέρμπαρτ και ο κακεντρεχής πεσιμιστής Σοπενάουερ έφτασαν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει ιστορία σαν αληθινή
διαδικασία –πράγμα που στη λαϊκή γλώσσα θα λεγόταν ως έξης: η ιστορία είναι ένα ανιαρό τραγούδι! Όταν περιορίζουμε την πολιτική ιστορία στην πεμπτουσία της, το κράτος ξεκαθαρίζει όλη του την πεζότητα, στην οποία δεν υπάρχει πια ούτε ίχνος θεολογικής θεοποίησης του ανθρώπου ούτε ίχνος από εκείνη τη μεταφυσική μετουσίωση, που ήταν τόσο της μόδας στους γερμανούς φιλόσοφους: λόγου χάρη, το κράτος που είναι η Ιδέα, το κράτος Ιδέα που εκφράζεται στην ιστορία, το κράτος που είναι ή πλήρης πραγματοποίηση της προσωπικότητας, και άλλες τέτοιες ανοστιές. Το κράτος είναι μια πραγματική τάξη άμυνας για την εγγύηση και συνέχιση μιας μεθόδου συμβίωσης, που η βάση της είναι είτε μια μορφή οικονομικής παραγωγής, είτε μια συμφωνία και συμβιβασμός ανάμεσα σε διαφορετικές μορφές. Με μια λέξη, το κράτος προϋποθέτει είτε ένα σύστημα ιδιοκτησίας είτε τη συμφωνία ανάμεσα σε περισσότερα συστήματα ιδιοκτησίας. Σ’ αυτό βρίσκεται η βάση κάθε τέχνης του, στην άσκηση της οποίας χρειάζεται το ίδιο το κράτος να γίνει οικονομική δύναμη και να έχει και τα μέσα και τους τρόπους για να περάσει από τα χέρια των μεν στα χέρια των δε. Όταν εξαιτίας μιας οξείας και βίαιης ανανέωσης των μορφών της παραγωγής χρειάζεται να δημιουργηθεί μια ασυνήθιστη και έκτακτη μεταβολή των σχέσεων της παραγωγής (λόγου χάρη κατάργηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και του φέουδου, κατάργηση των εμπορικών μονοπωλίων), τότε η παλιά πολιτική μορφή είναι ανεπαρκής και η επανάσταση είναι αναγκαία για να δημιουργηθεί το νέο όργανο που θα φέρει σε πέρας τον οικονομικό μετασχηματισμό. Κάνοντας, λοιπόν, αφαίρεση από εποχές πολύ παλιές και άγνωστες σε μας μπορούμε να πούμε ότι ολόκληρη η ιστορία αναπτύχθηκε μέσα από τις επαφές και τις αντιθέσεις διαφόρων φυλών και κοινοτήτων, και αργότερα διαφόρων εθνών και κρατών, δηλαδή οι αιτίες των εσωτερικών αντιθέσεων στον κύκλο κάθε κοινωνίας μπλέκονταν ολοένα περισσότερο με τις συγκρούσεις απ’ τα έξω. Αυτές οι δύο αιτίες σύγκρουσης έχουν αμοιβαία εξάρτηση, αλλά πολύ διαφορετικούς τρόπους. Συχνά είναι ή εσωτερική δυσπραγία που ωθεί μια κοινότητα ή ένα κράτος να έρχεται σε εξωτερικές συγκρούσεις· άλλες φορές είναι αυτές οι συγκρούσεις που αλλοιώνουν τις εσωτερικές σχέσεις. Το πρωταρχικό κίνητρο των ποικίλων σχέσεων ανάμεσα στις διάφορες κοινότητες ήταν απ’ την αρχή, και παραμένει ακόμη, το εμπόριο με την
πλατιά έννοια της λέξης, δηλαδή η ανταλλαγή: είτε επρόκειτο να παραχωρηθεί, όπως σε μια φτωχή φυλή, μόνο το πλεόνασμα σ’ ανταλλαγή άλλων πραγμάτων, είτε πρόκειται, όπως σήμερα, για τη μεγάλη μαζική παραγωγή που είναι φτιαγμένη με αποκλειστικό σκοπό την πώληση, για να βγάλουμε από το χρήμα το χρήμα που αυξήθηκε κατά ένα ποσό. Αυτή η τεράστια μάζα εξωτερικών και εσωτερικών συμβάντων, που συσσωρεύονται και υπερπηδούν το ένα τ’ άλλο στη φυσιολογική χρονιστορία, διαταράσσουν τόσο τους ιστοριογράφους εκθέτες και συνοψιστές, ώστε αυτοί να χάνονται σχεδόν σε ατέρμονες απόπειρες τεχνητής συγκέντρωσης στοιχείων, χρονολογιών και προοπτικής. Όποιος, αντίθετα, ακολουθεί την εσωτερική ανάπτυξη των διαφόρων κοινωνικών τύπων ως προς την οικονομική τους διάρθρωση, και θεωρεί τα πολιτικά γεγονότα σαν ιδιαίτερα αποτελέσματα των δυνάμεων που δρουν στην κοινωνία, καταλήγει τελικά να νικήσει τη σύγχιση της πολλαπλής και αβέβαιης εμπειρικής εντύπωσης, και στη θέση της χρονολογικής γραμμής, του συγχρονισμού και της προοπτικής θέτει τη συγκεκριμένη σειρά μιας πραγματικής διαδικασίας. Μπροστά σ’ αυτό το είδος ρεαλιστικών παρατηρήσεων πέφτουν όλες οι ιδεολογίες που βασίζονται στην ηθική αποστολή του κράτους ή σ’ οποιαδήποτε άλλη παρόμοια φράση. Το κράτος έχει, ας πούμε, μπει στη θέση του και παραμένει ενταγμένο μέσα στα πλαίσια του κοινωνικού γίγνεσθαι, σαν μορφή που είναι αποτέλεσμα άλλων συνθηκών και με τη σειρά της μετά, αφού υπάρχει, αντιδρά φυσικά πάνω στα υπόλοιπα. Κι εδώ προβάλλει ένα άλλο ζήτημα. Αύτη η μορφή θα ξεπεραστεί ποτέ; –δηλαδή, μπορεί να υπάρξει μια κοινωνία δίχως κράτος; –ή ακόμη, μπορεί να υπάρξει μια κοινωνία δίχως τάξεις; –και, αν χρειάζεται να εξηγηθούμε καλύτερα, θα υπάρξει μια μορφή κομμουνιστικής παραγωγής, μ’ ένα τέτοιο διαχωρισμό εργασίας και λειτουργιών, που να μην μπορεί να δόσει θέση στην ανάπτυξη των ανισοτήτων, απ’ όπου γεννιέται η κυριαρχία του άνθρωπου πάνω στον άνθρωπο; Στην καταφατική απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα συνίσταται ο επιστημονικός σοσιαλισμός· στο βαθμό που αυτός διατυπώνει την έλευση της κομμουνιστικής παραγωγής, όχι σαν αίτημα κριτικής, ούτε
σαν στόχο μιας ηθελημένης επιλογής, αλλά σαν το αποτέλεσμα της σύμφυτης στην ιστορία διαδικασίας. Όπως ξέρουμε, οι προϋποθέσεις αυτής της πρόβλεψης βρίσκονται μέσα στις ίδιες τις συνθήκες της παρούσας καπιταλιστικής παραγωγής. Αυτή κοινωνικοποιεί συνεχώς τον τρόπο παραγωγής, συσφίγγει ολοένα περισσότερο τη ζωντανή εργασία και ρύθμιση μέσα στις αντικειμενικές συνθήκες της τεχνικής, συγκεντρώνει από μέρα σε μέρα ολοένα περισσότερο την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής στα χέρια λίγων, που σαν μέτοχοι και διαπραγματευτές μετοχών απουσιάζουν ολοένα περισσότερο από την άμεση εργασία, που η διεύθυνσή της περνάει στη διανόηση. Με την ανάπτυξη της συνείδησης αυτής της κατάστασης στους προλετάριους, στους οποίους το δίδαγμα της αλληλεγγύης έρχεται από τις ίδιες τις συνθήκες της διακυβέρνησης, και με τη μείωση της ικανότητας στους κατόχους του κεφαλαίου να διατηρούν την ατομική διεύθυνση της παραγωγικής εργασίας, θα φτάσουμε σ’ ένα σημείο όπου, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με την κατάργηση κάθε μορφής προσόδου, τόκου και ιδιωτικού κέρδους, η παραγωγή θα περάσει στη συλλογικότητα, δηλαδή θα είναι κομμουνιστική. Έτσι θα πάψουν όλες οι ανισότητες που δεν είναι οι φυσικές εκείνες φύλου, ηλικίας, ιδιοσυγκρασίας και ικανότητας· δηλαδή, θα πάψουν όλες οι ανισότητες που έχουν σχέση με τις οικονομικές τάξεις, και μάλιστα γεννήθηκαν απ’ αυτές: και όταν θα έχουν εξαφανιστεί οι τάξεις θα μειωθεί κι η δυνατότητα του κράτους, σαν κυριαρχίας του άνθρωπου πάνω στον άνθρωπο. Η τεχνική και παιδαγωγική διακυβέρνηση της διανόησης θα είναι η μοναδική τάξη της κοινωνίας. Απ’ αυτό το δρόμο ο επιστημονικός σοσιαλισμός, για την ώρα ιδεατά τουλάχιστον, ξεπέρασε το κράτος· και ξεπερνώντας το τό κατανόησε σε βάθος, τόσο στην προέλευση του όσο και στις αιτίες της φυσικής του εξαφάνισης. Και το κατανόησε ακριβώς γιατί δεν στάθηκε απέναντι του μονόπλευρα και υποκειμενικά, όπως έκαναν σε άλλες εποχές κυνικοί, στωικοί, επικούρειοι κάθε είδους, και κατόπιν εγωιστικοί θεολόγοι, κοινοβιακοί οραματιστές, μυστικιστές ουτοπικοί και τελευταία αναρχικοί κάθε τύπου και χρώματος. Αντίθετα, αντί να ξεσηκωθεί εναντίον του, ο επιστημονικός σοσιαλισμός προσπάθησε να δείξει πως το κράτος εξεγείρεται συνεχώς από μόνο του κατά του εαυτού του, δημιουργώντας με τα μέσα που δεν μπορεί να αποχωριστεί, λόγου χάρη τα κολοσσιαία
δημόσια οικονομικά, το μιλιταρισμό, το καθολικό εκλογικό δικαίωμα, τη διάδοση της κουλτούρας, κλπ., τους όρους της καταστροφής του. Η κοινωνία που το παρήγαγε θα το ξανα-απορροφήσει: δηλαδή, όπως η κοινωνία, σαν παραγωγική μορφή, θα εξαλείψει τις αντιθέσεις κεφαλαίου και εργασίας, έτσι με την εξαφάνιση των προλετάριων και όταν θα έχουν πάψει να υπάρχουν οι όροι που έχουν κάνει δυνατή την ύπαρξη του προλεταριάτου, θα εξαφανιστεί κάθε εξάρτηση ανθρώπου από άνθρωπο, με οποιαδήποτε μορφή ιεραρχίας. Οι όροι μέσα στους οποίους περιέχεται η γένεση και ανάπτυξη του κράτους, από το αρχικό εκείνο σημείο που εμφανίζεται μέσα σε μια συγκεκριμένη κοινότητα, στην οποία άρχισε η οικονομική διαφοροποίηση, ως το σημείο που η εξαφάνισή του αρχίζει να διαγράφεται στο νου, μάς το καθιστούν τώρα πια κατανοητό. Και χάρη σ’ αύτη τη σύλληψη, που μας οδηγεί να το θεωρούμε σαν αναγκαίο συμπλήρωμα συγκεκριμένων οικονομικών μορφών, ο κίνδυνος να φτάσουμε να το θεωρούμε σαν αυτόνομο παράγοντα της ιστορίας εξαλείφεται για πάντα. Γίνεται έτσι σχετικά εύκολο να φανεί με ποιο τρόπο το δίκαιο αναπτύχθηκε σε αποφασιστικό παράγοντα της κοινωνίας, και συνεπώς της ιστορίας, άμεσα ή έμμεσα. Και είναι κυρίως καλό να θυμηθούμε μέσα από ποιους δρόμους διαμορφώθηκε η φιλοσοφική εκείνη αντίληψη του γενικευμένου δικαίου, στην όποια έχει κατά κύριο λόγο τη ρίζα της η άποψη ότι η ιστορία κυριαρχείται από τη νομοθετική πρόοδο καθαυτή. Με την πρώιμη διάλυση της φεουδαρχικής κοινωνίας σε μερικά σημεία της κεντρικής και βόρειας Ιταλίας και με τη δημιουργία κοινοτήτων, που ήταν δημοκρατίες συντεχνιών παραγωγών και συντεχνιών εμπόρων, ξαναγύρισε σε ισχύ το Ρωμαϊκό Δίκαιο. Αυτό άνθισε στα Πανεπιστήμια· και καθώς αναγεννιόταν σε αντίθεση με τα βαρβαρικά δίκαια και, σε μεγάλο βαθμό, σε αντίθεση με το Κανονικό Δίκαιο, είναι προφανώς, σ’ αυτό του το ξανάνθισμα, μια μορφή της σκέψης που απαντούσε περισσότερο στις ανάγκες της αστικής τάξης που άρχιζε να αναπτύσσεται.
Πραγματικά, μπροστά στη μερικότητα των δικαίων που ήταν ή ήθη βαρβαρικών λαών ή προνόμια ενός σώματος ή παπικές και αυτοκρατορικές παραχωρήσεις, το δίκαιο εκείνο φαινόταν σαν η καθολικότητα του γραπτού λόγου. Δεν είχε φτάσει μήπως να αντιμετωπίζει την ανθρώπινη προσωπικότητα στις πιο αφηρημένες και γενικές της σχέσεις, στο βαθμό που ένας οποιοσδήποτε Τίτσιο ήταν ικανός να δέχεται και να αποδίδει υποχρεώσεις, να πουλά και ν’ αγοράζει, να παραχωρεί, να κάνει δωρεές, κλπ.; Το Ρωμαϊκό Δίκαιο, στο βαθμό που είναι επεξεργασμένο στην τελευταία του σύνταξη από δούλους νομικούς για την κυριαρχία αυτοκρατόρων, φαινόταν λοιπόν, στην παρακμή των μεσαιωνικών θεσμών, σαν επαναστατική δύναμη, και σαν τέτια ήταν μεγάλη πρόοδος. Αυτό το τόσο καθολικό δίκαιο, που έδινε τα μέσα για να κλονιστούν και να ανατραπούν τα βαρβαρικά δίκαια, ήταν βέβαια ένα δίκαιο που αντιστοιχούσε περισσότερο στην ανθρώπινη φύση αν την δούμε στις γενικές της σχέσεις· και μέσα από την αντίθεση του στα μερικότερα και προνομιακά δίκαια φαινόταν σαν ένα δίκαιο φυσικό. Είναι, άλλωστε, γνωστό το πώς γεννήθηκε η ιδεολογία του φυσικού δικαίου. Έφτασε στη μεγαλύτερη άνθισή της στο 17ο και 18ο αιώνα, αλλά προετοιμάστηκε για πολύ από τη νομική που δεχόταν για βάση της το Ρωμαϊκό Δίκαιο, θετό, ανασκευασμένο είτε σχολιασμένο. Στη διαμόρφωση της ιδεολογίας του φυσικού δικαίου συνέτρεξε κι ένα άλλο στοιχείο, η ελληνική φιλοσοφία των ύστερων εποχών. Οι έλληνες, που ήταν αυτοί που εφεύραν τις συγκεκριμένες εκείνες τέχνες της σκέψης που είναι οι επιστήμες, δεν έβγαλαν ποτέ, όπως είναι γνωστό, από τους πολλαπλούς τοπικούς νόμους τους μια θεωρία που ν’ αντιστοιχεί σ’ αυτό που αποκαλούμε νομική. Αντίθετα, με την ταχεία πρόοδο της αφηρημένης επιστήμης στα πλαίσια των δημοκρατιών έφτασαν με τον καιρό στις πιο τολμηρές λογικές, ρητορικές και παιδαγωγικές συζητήσεις για τη φύση του δικαίου, του κράτους, του νόμου, της ποινής· έτσι, άλλωστε, βρίσκονται στη φιλοσοφία τους οι στοιχειώδεις δυνάμεις όλων των μετέπειτα συζητήσεων. Αλλά μόνο αργότερα, δηλαδή στην ελληνιστική εποχή, όταν τα όρια της ελληνικής ζωής είχαν τόσο διευρυνθεί ώστε να παίρνονται σαν όρια του πολιτισμένου κόσμου, στα πλαίσια εκείνου του κοσμοπολιτισμού που έφερνε μαζί του την ανάγκη ν’ αναζητηθεί σε κάθε άνθρωπο ο άνθρωπος,
γεννήθηκε ο ρασιοναλισμός του δικαίου, ή το φυσικό δίκαιο, με τη μορφή που του χάραξε η στωική φιλοσοφία. Αυτός ο ελληνικός ρασιοναλισμός, που είχε κιόλας προσφέρει κάποιο τυπικό στοιχείο στη λογική κωδικοποίηση του Ρωμαϊκού Δικαίου, ξαναφάνηκε το 17ο αιώνα ακριβώς στη θεωρία του φυσικού δικαίου. Από διάφορες πηγές, λοιπόν, προέκυψε η ιδεολογία που χρησίμευσε σαν όπλο κριτικής και σαν όργανο για να δοθεί νομική μορφή στην οικονομική διάταξη της σύγχρονης κοινωνίας. Αλλά, στην πραγματικότητα, αυτή η νομική ιδεολογία αντανακλά, στην πάλη υπέρ του δικαίου και κατά του δικαίου, την επαναστατική περίοδο του αστικού νου. Και στο βαθμό που ξεκινάει καταρχήν θεωρητικά από την επιστροφή στην αρχαία φιλοσοφική παράδοση και από τη γενίκευση της ρωμαϊκής νομικής, σε όλα τα υπόλοιπα και σε όλη της τη γνήσια ανάπτυξη είναι εντελώς νέα και σύγχρονη. Το Ρωμαϊκό Δίκαιο, στο βαθμό που έχει γενικευθεί από το σχολείο και από τη σύγχρονη επεξεργασία, παραμένει πάντοτε καθαυτό μια συλλογή περιπτώσεων που δεν βγαίνουν από συστηματική πρόγνωση, ούτε προκαθορίζονται από το συστηματικό νου ενός νομοθέτη. Και, από την άλλη μεριά, ο ρασιοναλισμός των Στωικών και των σύγχρονων και οπαδών τους ήταν καθαρή θεώρηση, και δεν παρήγαγε γύρω του επαναστατική κίνηση. Αντίθετα, η ιδεολογία του φυσικού δικαίου, που τελικά πήρε το όνομα της φιλοσοφίας του δικαίου, ήταν συστηματική, ξεκίνησε πάντοτε από γενικές διατυπώσεις και ήταν επίσης μαχητική και πολεμική, μάλιστα τα έβαλε με την ορθοδοξία, την έλλειψη ανοχής, τα προνόμια, τα σώματα· με μια λέξη, πάλεψε για τις ελευθερίες, που αποτελούν τώρα τη βάση της σύγχρονης κοινωνίας. Στα πλαίσια αυτής της ιδεολογίας, που ήταν μια μέθοδος αγώνα, ωρίμασε για πρώτη φορά, με μορφή τυπική και αποφασιστική, η σκέψη ότι υπάρχει ένα δίκαιο που είναι ένα πράγμα με το λόγο. Τα δίκαια που εναντίον τους δινόταν η μάχη φαίνονταν σαν παρέκκλιση, σαν οπισθοδρόμηση, σαν σφάλμα. Απ’ αυτή την πίστη στο ορθολογικό δίκαιο γεννιόταν η τυφλή πίστη στη δύναμη του νομοθέτη, που εμφανίζεται έτσι τυλιγμένη τις μορφές του φανατισμού στις οξύτερες στιγμές της Γαλλικής Επανάστασης.
Από δω και η πεποίθηση ότι ολόκληρη η κοινωνία πρέπει να επενδύεται από ένα μόνο δίκαιο, ίσο για όλους, συστηματικό, λογικό, συνεπές. Από δω και η σταθερή άποψη ότι ένα δίκαιο το οποίο θα εγγυάται σε όλους τη νομική ισότητα, που είναι η ικανότητα σύναψης συμβολαίων, θα εγγυάται σε όλους και την ελευθερία. Και κάτω όλα τα υπόλοιπα! Με το θρίαμβο του αληθινού δικαίου θριαμβεύει ο λόγος, και η κοινωνία που ρυθμίζεται από το ίσο για όλους δίκαιο είναι η τέλεια κοινωνία! Είναι ανώφελο να πούμε ποιες αυταπάτες υπήρχαν στο βάθος αυτών των τάσεων. Ξέρουμε κιόλας σε τί θα κατέληγε αυτή η καθολική απελευθέρωση του ανθρώπου. Αλλά αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο εδώ είναι ότι αυτές οι πεποιθήσεις ξεκινούσαν από μιαν έννοια του δικαίου, χάρη στην οποία αυτό παρουσιαζόταν σε απόσταση από τις κοινωνικές αιτίες που το παράγουν. Έτσι που ο λόγος, στον όποιο έκαναν εκκλήσεις αυτοί οι ιδεολόγοι, κατέληγε να αφαιρεί από την εργασία, από την ένωση, από την κυκλοφορία, από το εμπόριο, από τις πολιτικές μορφές και τη συνείδηση, όλους τους περιορισμούς και όλα τα εμπόδια που ξαναγυρίζουν στη μέση με τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Με ποιο τρόπο πάνω σ’ αυτό είχαμε την εμπειρία της Μεγάλης Επανάστασης του περασμένου αιώνα, το είπα κιόλας στο άλλο κεφάλαιο. Κι αν υπάρχει τώρα κάποιος που με πείσμα συζητάει για ένα δίκαιο ορθολογικό, που θα κυριαρχεί στην ιστορία, με μια λέξη για ένα δίκαιο που θα ήταν παράγοντας αντί απλό γεγονός της ιστορικής εξέλιξης, σημαίνει ότι αυτός ζει έξω από την εποχή μας, και δεν κατάλαβε πώς η φιλελεύθερη και εξισωτική κωδικοποίηση έχει κιόλας σημαδέψει σαν γεγονός το τέλος και το όριο ολόκληρης της σχολής του φυσικού δικαίου. Μέσα από διάφορους δρόμους έφτασαν, στον αιώνα αυτό, να κατεβάσουν το δίκαιο από κάτι το λογικό σε γεγονός· και γι’ αυτό σε κάτι που αντιστοιχεί σε συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις. Το ιστορικό πριν απ’ όλα ενδιαφέρον, διευρυνόμενο και βαθαίνοντας, οδήγησε το νου ν’ αναγνωρίσει ότι για την κατανόηση της προέλευσης του δικαίου δεν αρκούσε ούτε ν’ αρχίσει κανείς από το λόγο ούτε να σταματήσει στην εξέταση του Ρωμαϊκού Δικαίου. Τα βαρβαρικά δίκαια και τα ήθη και έθιμα των λαών και των κοινωνιών που τόσο τα υποτιμούσαν οι ρασιοναλιστές ξαναγύρισαν τιμητικά· αυτά μιλώντας θεωρητικά. Τούτος ήταν ο μόνος τρόπος για να κατακτηθεί, από τη
μελέτη των πιο αρχαίων μορφών, ο οδηγός που θα μας έκανε να κατανοήσουμε το πώς παράχθηκαν κατόπιν οι πιο πρόσφατες. Το κωδικοποιημένο Ρωμαϊκό Δίκαιο αποτελεί μια πολύ σύγχρονη μορφή· η προσωπικότητα που προϋποθέτει, σαν καθολικό υποκείμενο, είναι επεξεργασμένη σε εποχές προηγμένες, στις οποίες κυριαρχούσε στον κοσμοπολιτισμό των κοινωνικών σχέσεων ένα γραφειοκρατικοστρατιωτικό θεσμικό σύστημα. Σε κείνο τον κόσμο, όπου είχε τελειοποιηθεί ο γραπτός λόγος, δεν υπήρχε πια ίχνος αυθορμητισμού της λαϊκής ζωής, δεν ήταν πια δημοκρατία. Το ίδιο εκείνο δίκαιο πριν φτάσει σ’ αυτή την αποκρυστάλλωση είχε γεννηθεί και είχε αναπτυχθεί· και όταν το βλέπει κανείς στις απαρχές και την ανάπτυξη του, ιδιαίτερα αν σ’ αυτή τη μελέτη συντρέχει η σύγκριση, φαίνεται σε πολλά σημεία συγγενικό με τους θεσμούς των κοινωνιών και των λαών που πιστεύουμε κατώτερους. Γινόταν, λοιπόν, φανερό ότι η αληθινή επιστήμη του δικαίου δεν μπορεί να είναι παρά μόνο η γενετική ιστορία του ίδιου του δικαίου. Ενώ, λοιπόν, η Ευρωπαϊκή ήπειρος είχε δημιουργήσει στην κωδικοποίηση του αστικού δικαίου τον τύπο και το κείμενο του αστικού πρακτικού λόγου, δεν διατηρούνταν μήπως στην Αγγλία μια άλλη αυτογενετική μορφή δικαίου, που είχε γεννηθεί και αναπτυχθεί κατά τρόπο εντελώς πρακτικό, από τις ίδιες τις συνθήκες της κοινωνίας που την παρήγαγε, δίχως σύστημα, και δίχως να επηρεαστεί από τη δράση του μεθοδικού ρασιοναλισμού; Το δίκαιο που αληθινά υπάρχει, και έχει αξία, είναι λοιπόν κάτι το πολύ πιο απλό και μέτριο απ’ ό,τι θα φαινόταν στους ενθουσιώδεις εκθειαστές του γραπτού λόγου, του κυρίαρχου λόγου· στους οποίους συγχωρείται η αυταπάτη τους, στο βαθμό που ήταν οι ιδεατοί πρόδρομοι μιας μεγάλης επανάστασης. Η ιδεολογία έπρεπε ν’ αντικατασταθεί με την ιστορία των νομικών θεσμών. Η φιλοσοφία του δικαίου τελείωσε στο Χέγκελ· κι αν είναι κάποιος που θέλει να φέρει αντίρρηση, στο όνομα των βιβλίων που δημοσιεύτηκαν από κει και μετά, θα είχα να πω ότι το τυπωμένο χαρτί των καθηγητών δεν είναι πάντοτε και με σιγουριά ο δείκτης προόδου της σκέψης. Η φιλοσοφία του δικαίου μεταβάλλεται μ’ αυτό τον τρόπο σε φιλοσοφική διαπραγμάτευση της ιστορίας του δικαίου. Και δεν χρειάζεται να το επαναλάβουμε για άλλη μια φορά πως η ιστορική
φιλοσοφία ξεκινάει από τον οικονομικό υλισμό και με ποια έννοια ο κριτικός κομμουνισμός είναι η ανατροπή του Χέγκελ. Αύτη η επανάσταση, που φαίνεται να είναι μόνο ιδέες, δεν αποτελεί παρά διανοητική αντανάκλαση των επαναστάσεων που έγιναν στην πρακτική ζωή. Στον αιώνα μας η νομοθέτηση έγινε αρρώστια και ο κυρίαρχος λόγος της νομικής ιδεολογίας εκθρονίστηκε από τα κοινοβούλια. Μέσα σ’ αυτά οι αντιθέσεις των ταξικών συμφερόντων πήραν κομματική μορφή· και τα κόμματα τάσσονται υπέρ ή κατά συγκεκριμένων δικαιωμάτων· όπου ολόκληρο το δίκαιο εμφανίζεται είτε σαν απλό γεγονός είτε σαν κάτι που είναι χρήσιμο ή όχι χρήσιμο να γίνει. Το προλεταριάτο ανυψώθηκε: και όπου η εργατική πάλη συγκεκριμενοποιήθηκε, οι αστικοί κώδικες διαψεύστηκαν. Ο γραπτός λόγος αποδείχτηκε αδύναμος να σώσει τους μισθούς από τις ταλαντεύσεις της αγοράς και να προφυλάξει γυναίκες και παιδιά από τα βασανιστικά ωράρια των εργοστασίων ή να βρει ένα μόνο από τα οξυδερκή του τεχνάσματα για να λύσει το πρόβλημα της ανεργίας. Μόνος ο μερικός περιορισμός των ωρών εργασίας έδοσε υλικό και ευκαιρία σε μια γιγάντια πάλη. Μικροί και μεγάλοι αστοί, γαιοκτήμονες και βιομήχανοι, δικηγόροι των φτωχών και υπερασπιστές του συσσωρευμένου πλούτου, μοναρχικοί και δημοκρατικοί, σοσιαλιστές και αντιδραστικοί κοπίασαν να αφαιρέσουν από δω κι από κει τη δράση των δημοσίων εξουσιών και να εκμεταλλευτούν τις συντυχίες της πολιτικής και τις κοινοβουλευτικές ίντριγκες για να βρουν εγγυήσεις και υπεράσπιση σε συγκεκριμένα συμφέροντα, είτε στην ερμηνεία του υπάρχοντος δικαίου είτε στη δημιουργία ενός νέου δικαίου. Μεγάλο μέρος αυτού ξαναφτιάχτηκε πολλές φορές· και φάνηκαν οι πιο παράξενες ταλαντεύσεις, από τη φιλανθρωπία που υπερασπίζεται τους φτωχούς αλλά και τα ζώα, ως τη διακήρυξη της συνοπτικής διαδικασίας. Έπεσε η μάσκα του δικαίου και απόμεινε βέβηλο. Και να που υπεισήλθε η εμπειρία, και απ’ αυτήν πρόκυψε μια διατύπωση τόσο ακριβής όσο και μετριοπαθής: κάθε δίκαιο ήταν και είναι η υπεράσπιση, εθιμική, αυταρχική είτε δικαστική ενός συγκεκριμένου συμφέροντος· και από δω ως την αναγωγή στην οικονομία δεν είναι πια παρά ένα βήμα.
Αν η υλιστική αντίληψη ήρθε τελικά να παγιώσει αυτές τις τάσεις σε μια όραση ρητή και συστηματική, είναι επειδή ο προσανατολισμός της καθορίστηκε από την οπτική γωνία του προλεταριάτου. Αυτό είναι το αναγκαίο προϊόν και, ταυτόχρονα, ο απαραίτητος όρος μιας κοινωνίας, στην οποία όλα τα πρόσωπα είναι με αφηρημένο τρόπο ίσα απέναντι στο δίκαιο, αλλά οι υλικοί όροι της ανάπτυξης και της ελευθερίας των ατόμων είναι άνισοι. Οι προλετάριοι είναι οι δυνάμεις με την άσκηση των οποίων τα συσσωρευμένα μέσα παραγωγής αναπαράγονται και ξαναγίνονται νέος πλούτος· αλλά αυτοί οι ίδιοι δεν ζουν παρά μόνο αν συνταχθούν γύρω από το κεφάλαιο, κι απ’ τη μια μέρα στην άλλη περνούν στην κατάσταση των ανέργων, των εξαθλιωμένων και των μεταναστών. Είναι ο στρατός της κοινωνικής εργασίας, αλλά οι αρχηγοί είναι τ’ αφεντικά τους. Είναι η άρνηση του σωστού στο βασίλειο του δικαίου· είναι δηλαδή το παράλογο στην υποτιθέμενη κυριαρχία του λόγου. Η ιστορία, επομένως, δεν ήταν η διαδικασία για να φτάσουμε στο βασίλειο του λόγου μέσα στο δίκαιο· δεν ήταν ως τώρα παρά η σειρά των αλλαγών στις μορφές της υποταγής και της δουλείας. Η ιστορία συνίσταται, λοιπόν, ολόκληρη στην πάλη των συμφερόντων και το δίκαιο δεν είναι παρά η αυταρχική έκφραση εκείνων που θριάμβευσαν. Μ’ αυτές τις διατυπώσεις δεν φτάνουμε βέβαια να εξηγήσουμε κάθε ξεχωριστό δίκαιο, που έκανε την εμφάνιση του στην ιστορία, μέσα από την άμεση οπτική του αντίστοιχου συμφέροντος. Τα ιστορικά πράγματα είναι πολύ σύνθετα· αλλά αυτές οι γενικές διατυπώσεις αρκούν για να δείξουν το στυλ και τη μέθοδο της έρευνας, που αντικατέστησε τώρα πια τη νομική ιδεολογία.
IX Εδώ έχουν σειρά μερικές σκέψεις που θα συνοψίζουν τα προηγούμενα. Δεδομένων των όρων ανάπτυξης της εργασίας, και των ιδιοποιημένων και κατάλληλων εργαλείων της η οικονομική δομή της κοινωνίας, δηλαδή η μορφή της παραγωγής των άμεσων πόρων της ζωής, καθορίζει πάνω σ’ ένα τεχνητό έδαφος, κατά πρώτο λόγο και απευθείας, ολόκληρη την υπόλοιπη πρακτική δραστηριότητα όσων συνεργάζονται, και την ποικιλία αυτής της δραστηριότητας στη διαδικασία που ονομάζουμε ιστορία, δηλαδή: τη διαμόρφωση, τις συγκρούσεις, τους αγώνες και τη
διάβρωση των τάξεων· τη σχετική ανάπτυξη των ρυθμιστικών σχέσεων, δηλαδή του δικαίου όπως και της ηθικής· και τις αιτίες και τους τρόπους υποταγής και εξάρτησης των ανθρώπων από τους ανθρώπους, με την αντίστοιχη άσκηση της κυριαρχίας και του κύρους, αυτού με μια λέξη όπου τελικά στηρίζεται και στο οποίο συνίσταται το κράτος: και καθορίζει κατά δεύτερο λόγο την κατεύθυνση και σε μεγάλο μέρος, και έμμεσα, τους στόχους της φαντασίας και της σκέψης, στην παραγωγή της τέχνης, της θρησκείας και της επιστήμης. Τα προϊόντα πρώτου και δεύτερου βαθμού, χάρη στα συμφέροντα που δημιουργούν, τα ήθη που παράγουν, τα πρόσωπα που συντονίζουν, εξειδικεύοντας το πνεύμα και τις κλίσεις, τείνουν να παγιωθούν και να απομονωθούν σαν καθαυτά υπάρχοντα· κι από δω γεννιέται η εμπειρική οπτική, σύμφωνα με την οποία διάφοροι ανεξάρτητοι παράγοντες με δική τους επάρκεια και ρυθμό κίνησης βοηθούν τάχα να διαμορφωθεί η ιστορική διαδικασία, και οι αντίστοιχες κοινωνικές προδιαγραφές που προκύπτουν σαν συνέπειά της. Παράγοντες –αν αυτή η λέξη πρέπει να χρησιμοποιηθεί– αληθινοί, χαρακτηριστικοί και θετικοί της ιστορίας, από την εξαφάνιση του πρωτόγονου κομμουνισμού και δω, και μέχρι τώρα, ήταν και είναι οι κοινωνικές τάξεις, στο βαθμό που αντιπροσωπεύουν διαφορές συμφερόντων, που εκφράζονται με συγκεκριμένους τρόπους και μορφές αντίθεσης –(απ’ όπου γεννιέται η σύγκρουση, η κίνηση, η διαδικασία και η πρόοδος). Οι ποικιλίες της υποκείμενης οικονομικής δομής της κοινωνίας, που με πρώτη ματιά εκδηλώνονται αισθητά με την έκρηξη των παθών, αναπτύσσονται συνειδητά στους αγώνες κατά και υπέρ του δικαίου, και επαληθεύονται στο τράνταγμα και την καταστροφή μιας συγκεκριμένης πολιτικής διάταξης, βρίσκουν στην πραγματικότητα την κατάλληλη έκφραση τους μόνο στη μεταβολή των υφιστάμενων ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές τάξεις συσχετισμών. Και αυτοί οι συσχετισμοί αλλάζουν με την αλλαγή των σχέσεων, που συνέτρεχαν προηγούμενα, ανάμεσα στην παραγωγικότητα της εργασίας και τους (νομικοπολιτικούς) ορούς συντονισμού ανάμεσα στους συνεργαζόμενους στην παραγωγή. Και, σε τελική ανάλυση, αυτές οι σχέσεις ανάμεσα στην παραγωγικότητα της εργασίας και το συντονισμό των συνεργαζόμενων μεταβάλλονται με τη μεταβολή των εργαλείων (με την πλατιά έννοια της λέξης) που
χρησιμοποιούνται στην παραγωγή. Η διαδικασία και η πρόοδος της τεχνικής όπως είναι ο δείκτης έτσι είναι και ο όρος κάθε άλλης διαδικασίας και προόδου. Η κοινωνία είναι για μας ένα δεδομένο που δεν μπορούμε να το αναλύσουμε παρά μόνο με τον τρόπο εκείνο της ανάλυσης που γίνεται με την αναγωγή των σύνθετων μορφών στις πιο απλές, των σύγχρονων στις παλιότερες: πράγμα που σημαίνει, όμως, πως παραμένουμε πάντοτε δέσμιοι μιας κοινωνίας που υφίσταται. Η ιστορία δεν είναι παρά η ιστορία της κοινωνίας· είναι δηλαδή η ιστορία της μεταλλαγής της ανθρώπινης συνεργατικότητας, από την πρωτόγονη ορδή στο σύγχρονο κράτος, από την άμεση πάλη κατά της Φύσης, με λίγα και στοιχειωδέστατα εργαλεία, στην παρούσα οικονομική δομή, που κορυφώνεται στην πόλωση μεταξύ συσσωρευμένης εργασίας (κεφάλαιο) και ζωντανής εργασίας (οι προλετάριοι). Το να αναλύσουμε το κοινωνικό σύνολο στα απλά άτομα, και να το ξανασυνθέσουμε μετά με επινοημένες πράξεις επιλογής και βούλησης, με μια λέξη, το να οικοδομήσουμε την κοινωνία με συλλογισμούς, σημαίνει ότι παραγνωρίζουμε την αντικειμενική φύση και τη μονιμότητα της ιστορικής διαδικασίας. Οι επαναστάσεις, με την ευρύτερη έννοια της λέξης, αλλά και με την ειδική εκείνη της καταστροφής μιας πολιτικής τάξης πραγμάτων, σημειώνουν τις αληθινές και χαρακτηριστικές ημερομηνίες των ιστορικών εποχών. Αν τις δούμε από μακριά στα στοιχεία τους, στην προετοιμασία και στα μακράς πνοής αποτελέσματά τους, αυτές μπορούν να φανούν σαν τα στοιχεία μιας σταθερής εξέλιξης, με μίνιμουμ αλλαγές: αλλά αν τις παρατηρήσουμε καθαυτές είναι οριστικές και συγκεκριμένες καταστροφές· και μόνο σαν τέτοιες καταστροφές έχουν το χαρακτήρα ιστορικού συμβάντος.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΥΛΙΣΜΟ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ Μέρος Τέταρτο
Χ Τελικά, λοιπόν, η ηθική, η τέχνη, η θρησκεία και η επιστήμη είναι προϊόντα των οικονομικών συνθηκών; Μάλιστα εκφραστές των κατηγοριών αυτών των ίδιων συνθηκών; Δηλαδή παράγωγα, διακοσμητικά στοιχεία, ακτινοβολίες και αντικατοπτρισμοί των υλικών συμφερόντων; Διατυπώσεις αυτού του είδους, η περίπου τέτοιες, και τόσο ωμές και γυμνές, κυκλοφορούν κιόλας από πολύ καιρό στα στόματα πολλών και επιστρέφουν σαν βολική βοήθεια στους αντίπαλους του υλισμού, που τους βοηθάει να τις χρησιμοποιούν σαν εύκολο φόβητρο. Οι ακαμάτηδες, που είναι άλλωστε πάρα πολλοί κι ανάμεσα στους λεγόμενους διανοούμενους, βολεύονται πολύ ευχαρίστως με τη χοντροκομμένη αποδοχή αυτών των διατυπώσεων όπως αυτός που επιδιορθώνει με το μυαλό το νέο άσυλο της άγνοιας. Τί ωραία γιορτή και τί ωραία διασκέδαση θα πρέπει να είναι αυτή για όλους τους νωθρούς· να έχουν δηλαδή συνοψίσει μια και καλή με συντομία σε ελάχιστες προτάσεις όλα τα γνωστά πράγματα, ώστε να ανοίγουν μετά με ένα και μοναδικό κλειδί όλα τα μυστικά της ζωής! Όλα τα προβλήματα της ηθικής, της αισθητικής, της φιλολογίας, της ιστορικής κριτικής και της φιλοσοφίας αναγμένα σ’ ένα μόνο πρόβλημα, χωρίς τόσες σπαζοκεφαλιές! Και σ’ αυτή την πορεία οι απλοϊκοί θα μπορούσαν να αναγάγουν ολόκληρη την ιστορία στην εμπορική αριθμητική· και τελικά μια νέα αυθεντική ερμηνεία του Δάντη θα μπορούσε να μας δώσει τη Θεία Κωμωδία διανθισμένη με τις εκτιμήσεις των κομματιών ψωμιού, που οι πανούργοι φλωρεντινοί έμποροι πουλούσαν με τόσο κέρδος! Η αλήθεια είναι ότι οι διατυπώσεις που συνεπάγονται προβλήματα μετατρέπονται πολύ εύκολα σε χυδαία παράδοξα στα μυαλά εκείνων που δεν είναι συνηθισμένοι να νικούν τις δυσκολίες της σκέψης με τη μεθοδική χρήση των σχετικών μέσων. Με τους ακριβείς όρους αυτών
των προβλημάτων θα ασχοληθώ εδώ γενικά και κατά τρόπο σχεδόν αφοριστικό: γιατί, στ’ αλήθεια, δεν σκοπεύω να περιγράψω το βάθος του σύμπαντος σ’ αυτό το σύντομο δοκίμιο, που δεν μπορεί άλλωστε να είναι κι εγκυκλοπαίδεια. Η ηθική πριν απ’ όλα. Δεν μιλάω για τα συστήματα και τις κατηχήσεις, θρησκευτικές ή φιλοσοφικές. Και τα μεν και οι δε ήταν και είναι πάνω από την κανονική και βέβηλη πορεία των ανθρώπινων πραγμάτων, στο μεγαλύτερο μέρος των περιπτώσεων, όπως οι ουτοπίες στέκουν πάνω από τα πράγματα. Ούτε μιλάω για κείνες τις τυπικές αναλύσεις των ηθικών σχέσεων που διυλίστηκαν τόσο από τους Σοφιστές και το Χέρμπαρτ. Αυτό είναι επιστήμη, δεν είναι ζωή. Και είναι τυπική επιστήμη, όπως η λογική, η γεωμετρία και η γραμματική. Ο τελευταίος οξυδερκής ερευνητής που προσδιορίζει αυτές τις ηθικές σχέσεις, ο Χέρμπαρτ, ήξερε καλά πως οι ιδέες, δηλαδή οι τυπικές απόψεις της ηθικής κρίσης, είναι καθαυτές αδύναμες. Και γι’ αυτό το λόγο τοποθέτησε στις περιστάσεις της ζωής και στην παιδαγωγική διαμόρφωση του χαρακτήρα, την πραγματικότητα της ηθικής. Θα έμοιαζε στον Όουεν, αν δεν ήταν αντιδραστικός. Μιλάω, αντίθετα, για κείνη την ηθική που υπάρχει πεζά και κατά τρόπο εμπειρικό και ολοφάνερο στις τάσεις, τα ήθη, τις συνήθειες, τα συμβούλια, τις κρίσεις και τις εκτιμήσεις των ανθρώπων όλων των ημερών. Μιλάω για κείνη την ηθική που σαν υπαγόρευση, σαν ώθηση και σαν εμπόδιο, διαμορφώνεται σε διαφορετικούς βαθμούς ανάπτυξης, και λιγότερο ή περισσότερο φανερά, αλλά αποσπασματικά, σε όλους τους ανθρώπους ξεχωριστά· από το ίδιο το γεγονός ότι συμβιώνοντας αυτοί, και κατέχοντας καθένας μια συγκεκριμένη θέση στα πλαίσια της συμβίωσης, σκέπτονται φυσικά και αναγκαία για τα δικά τους έργα και τα έργα άλλων και συλλαμβάνουν προσδοκίες και εκτιμήσεις, και πρωταρχικά στοιχεία γενικών αξιωμάτων. Αυτό είναι το factum· αλλά εκείνο που ενδιαφέρει περισσότερο είναι ότι αυτό το factum μας παρουσιάζεται ποικίλο και πολλαπλό στις διάφορες καταστάσεις της ζωής, και σε παραλλαγές μέσα από την ιστορία. Αυτό το factum είναι το δεδομένο της έρευνας. Τα γεγονότα δεν είναι ούτε αληθινά ούτε πλαστά, πράγμα που ήξερε κιόλας ο Αριστοτέλης. Αντίθετα, τα συστήματα είτε είναι θεολογικά είτε ρασιοναλιστικά
μπορούν να είναι αληθινά ή πλαστά· όπως εκείνα που σκοπεύουν να εξηγήσουν και να συμπληρώσουν το γεγονός ανάγοντάς το σε κάτι άλλο ή ολοκληρώνοντάς το με κάτι άλλο. Μερικά θεωρητικά σημεία παγιώθηκαν τώρα πια, χάρη στην ερμηνεία αυτού του factum. Η βούληση δεν θέλει τον εαυτό της καθαυτό, όπως είχαν νομίσει οι εφευρέτες εκείνης της ελεύθερης προαίρεσης, που αποκάλυπτε μόνο την αδυναμία της ψυχολογικής ανάλυσης, η οποία ούτε καν έφτασε στην ωριμότητα. Το βουλητικό, σαν ενσυνείδητο γεγονός, είναι μερικότερη έκφραση του ψυχικού μηχανισμού· είναι αποτέλεσμα πρώτα των αναγκών και μετά όλων αυτών που προηγούνται ως την πιο στοιχειώδη οργανική μονάδα. Η ηθική δεν θέτει ούτε γεννά τον εαυτό της. Δεν βρίσκεται δηλαδή στην καθολική βάση των διαφόρων και ποικίλων ηθικών σχέσεων εκείνο το πνευματικό ον που ονομάστηκε ηθική συνείδηση, μια και μοναδική για όλους τους ανθρώπους. Αυτό το αφηρημένο ον καταργήθηκε από την κριτική όπως όλα τα παρόμοια όντα, δηλαδή όπως όλες οι λεγόμενες ιδιότητες της ψυχής. Τί εξήγηση των γεγονότων ήταν, αλήθεια, εκείνη που προϋπέθετε τη γενίκευση του ίδιου του γεγονότος, σαν μέσου για να το εξηγήσει, όταν λόγου χάρη υπέθετε ότι οι αισθήσεις, οι συλλήψεις, οι διαισθήσεις σ’ ένα ορισμένο σημείο γίνονται φαντασιοκοπία, δηλαδή αλλοιώνονται, άρα η φαντασία τις έχει μεταβάλει; Σ’ αυτό το είδος επινοήσεων ανήκει και η λεγόμενη ηθική συνείδηση, που πάρθηκε σαν προϋπόθεση των εξαρτημένων ηθικών εκτιμήσεων. Η ηθική συνείδηση, που πραγματικά υπάρχει, είναι γεγονός εμπειρικό· είναι ένας δείκτης, δηλαδή μια σύνοψη, της σχετικής ηθικής διαμόρφωσης κάθε ατόμου. Αν έχουμε εδώ επιστήμη, αυτή δεν μπορεί να εξηγήσει τις ηθικές σχέσεις μέσω της συνείδησης, αλλά πρέπει ακριβώς να κατανοήσει πως διαμορφώνεται σιγά-σιγά αυτή η συνείδηση. Αν οι βουλήσεις και η ηθική προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής, η ηθική στο σύνολο της δεν είναι παρά ένας σχηματισμός· δηλαδή το πρόβλημα της διοχετεύεται σε κείνο της παιδαγωγικής. Υπάρχει μια παιδαγωγική, θα έλεγα ατομιστική και υποκειμενική, η οποία, με την προϋπόθεση των γενικών όρων της ανθρώπινης δυνατότητας για τελείωση, οικοδομεί αφηρημένους κανόνες μέσα από
τους οποίους οι άνθρωποι, που βρίσκονται στη διαδικασία διαμόρφωσης, θα οδηγούνταν να γίνουν δυνατοί, θαρραλέοι, φιλαλήθεις, σωστοί, αγαθοί, κλπ., σε όλη την έκταση των πρωταρχικών αλλά και δευτερευουσών αρετών. Αλλά μπορεί αυτή η υποκειμενική παιδαγωγική να οικοδομήσει από μόνη της το κοινωνικό έδαφος στο οποίο όλα αυτά τα ωραία πράγματα θα πραγματοποιούνταν; Αν το οικοδομεί, ιχνογραφεί απλώς μιαν ουτοπία. Γιατί στ’ αλήθεια το ανθρώπινο γένος, στην αυστηρή πορεία του γίγνεσθαί του, δεν είχε ποτέ τον τρόπο και το χρόνο να πάει στο σχολείο του Πλάτωνα ή του Όουεν, του Πεσταλότσι ή του Χέρμπαρτ. Αντίθετα, έκανε αυτό που του επιβλήθηκε να κάνει. Οι άνθρωποι, που αν τους πάρουμε αφηρημένα είναι όλοι διαπαιδαγωγήσιμοι και τελειοποιήσιμοι, τελειοποιήθηκαν και διαπαιδαγωγήθηκαν πάντοτε εκείνο το λίγο και στο μέτρο που μπορούσαν, δεδομένων των συνθηκών της ζωής όπου αναγκάστηκαν να αναπτυχθούν. Έτσι λοιπόν, αυτή είναι ακριβώς η περίπτωση που η λέξη περιβάλλον δεν αποτελεί μεταφορά και η χρήση του όρου προσαρμογή δεν αποτελεί αλληγορία. Η πραγματική ηθική μάς παρουσιάζεται σαν κάτι το εξαρτημένο και περιορισμένο, που η φαντασία προσπάθησε αργότερα να ξεπεράσει, ή επινοώντας ουτοπίες, ή δημιουργώντας έναν υπερφυσικό παιδαγωγό, ή μια ως εκ θαύματος λύτρωση. Γιατί ο δούλος θα έπρεπε να έχει και κείνος τις διαθέσεις, τα πάθη και τα συναισθήματα του φοβερού κυρίου του; Πώς θα απελευθερωνόταν ο χωρικός από τις ακατανίκητες δεισιδαιμονίες στις οποίες τον καταδικάζουν η άμεση εξάρτηση από τη Φύση, η έμμεση εξάρτηση από τον άγνωστο κοινωνικό μηχανισμό, και η τυφλή πίστη στον παπά, που παίζει το ρόλο του μάγου και του μύθου; Μέσα από ποιούς δρόμους το σύγχρονο προλεταριάτο των μεγάλων βιομηχανικών πόλεων, εκτεθειμένο καθώς είναι συνεχώς στις ποικίλες περιπέτειες εξαθλίωσης και υποταγής, θα μπορούσε να φτάσει το ρυθμισμένο και μονότονο τρόπο ζωής, που χαρακτήριζε ακριβώς τα μέλη των συντεχνιών, που η ύπαρξή του φαινόταν προδιαγεγραμμένη από ένα σχέδιο της θείας πρόνοιας; Από ποιά αισθητά στοιχεία της εμπειρίας εκείνος ο έμπορος χοίρων του Σικάγου που δωρίζει στην Ευρώπη τόσα προϊόντα σε καλή τιμή, θα έπρεπε να βγάλει τους όρους ηρεμίας και πνευματικής ανάτασης που έδιναν στον Αθηναίο τα χαρίσματα του καλού κι αγαθού και στον civis
romanus την αξία του ηρωισμού; Ποιά δύναμη χριστιανικής πειθούς θα αποσπάσει από την ψυχή των σύγχρονων προλετάριων τις φυσικές αιτίες του μίσους ενάντια στους συγκεκριμένους ή ακαθόριστους καταπιεστές τους; Γιατί, αν θέλουν να υπάρχει και να γίνεται δικαιοσύνη πρέπει να καταφεύγουν στη βία· και για να τους φαίνεται σαν καθολικός νόμος, εύλογη η αγάπη του πλησίον, πρέπει να φαντάζονται μια ζωή πολύ διαφορετική από την παρούσα, που κάνει το μίσος ανάγκη, υποχρέωση που πρέπει να εκπληρωθεί. Σ’ αυτή την κοινωνία των διαφορών, το μίσος, η έπαρση, η υποκρισία, το ψέμα, η δειλία, η αδικία, αποτελούν την κατήχηση των κύριων αλλά και δευτερευόντων ελαττωμάτων, αποτελούν θλιβερή απόδειξη, και μάλιστα σάτιρα, της ίσης για όλους ηθικής. Έτσι, η ηθική καταλήγει σ’ ένα ορισμένο σημείο στην ιστορική μελέτη των υποκειμενικών και αντικειμενικών συνθηκών τού με ποιο τρόπο η ηθική αναπτύσσεται, ή βρίσκει εμπόδια στην ανάπτυξη της. Σ’ αυτό μόνο, δηλαδή μ’ αυτούς τους όρους, έχει αξία η διατύπωση ότι η ηθική αντιστοιχεί στις κοινωνικές συνθήκες, δηλαδή σε τελευταία ανάλυση στις οικονομικές συνθήκες. Μόνο απ’ το μυαλό κάποιου κρετίνου μπορεί να περάσει η ιδέα ότι η ατομική ηθική κάθε ανθρώπου έχει αυστηρή αναλογία με την ατομική οικονομική του κατάσταση. Αυτό δεν είναι μόνο εμπειρικό σφάλμα, αλλά είναι και εσωτερικά παράλογο. Δεδομένης της ελαστικότητας του ψυχικού μηχανισμού, δεν είναι ποτέ δυνατό να αναγάγουμε την ανάπτυξη των ατόμων αποκλειστικά στον τύπο της τάξης ή της κοινωνικής κατάστασης. Εδώ πρόκειται για φαινόμενα μαζικά· για τα φαινόμενα εκείνα που αποτελούν και θα έπρεπε να αποτελούν το αντικείμενο της ηθικής στατιστικής: μια θεωρία που έμεινε ως τώρα ατελής γιατί πήρε σαν αντικείμενο των συνδυασμών της τις ομάδες που αύτη η ίδια δημιουργεί, αθροίζοντας τους αριθμούς των περιπτώσεων ( λ.χ. μοιχεία, κλοπές, φόνοι), και όχι εκείνες τις ομάδες που υπάρχουν πραγματικά, δηλαδή κοινωνικά, σαν τάξεις, συνθήκες και καταστάσεις. Η επιδίωξη και το είδος επιχειρημάτων των κατηχητών ήταν ως τώρα να πρεσβεύουν στους ανθρώπους την ηθική, υποθέτοντας ή αγνοώντας τις συνθήκες. Αυτό που οι κομμουνιστές αντιπαραθέτουν στην ουτοπία και την υποκρισία των ιεροκηρύκων της ηθικής είναι το γεγονός πως αναγνωρίζουν ότι αυτές οι συνθήκες δίνονται από το κοινωνικό περιβάλλον. Και στο βαθμό που βλέπουν στην ηθική όχι ένα προνόμιο
των εκλεκτών, ούτε ένα δώρο της Φύσης, αλλά το αποτέλεσμα της εμπειρίας και της παιδείας, αναγνωρίζουν τη δυνατότητα τελείωσης του ανθρώπου με αιτίες και επιχειρήματα που είναι, θα έλεγα, πιο ηθικά και ιδεώδη από κείνα που συνήθως χωρίς σκέψη επικαλούνται οι ιδεολογιστές. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος αναπτύσσει, δηλαδή παράγει τον εαυτό του, όχι σαν ον εφοδιασμένο γενικά με ορισμένες αρετές, που επαναλαμβάνονται ή αναπτύσσονται σύμφωνα μ’ ένα λογικό ρυθμό· αλλά παράγει και αναπτύσσει τον εαυτό του σαν αιτία και αποτέλεσμα, σαν αυτουργός και συνέπεια ταυτόχρονα, σε συγκεκριμένες συνθήκες στις όποιες γεννιώνται και συγκεκριμένα ρεύματα ιδεών, γνωμών, πεποιθήσεων, φαντασίας, προσδοκιών, αξιωμάτων. Από δω γεννιώνται οι κάθε είδους ιδεολογίες, όπως και οι γενικεύσεις της ηθικής σε κατηχήσεις, κανόνες και συστήματα. Δεν πρέπει, λοιπόν, να απορεί κανείς αν αυτές οι ιδεολογίες, αφού γεννηθούν καλλιεργούνται κατόπιν ξεχωριστά με τη δύναμη της αφαίρεσης: έτσι που, τελικά, φαίνονται σαν ξεκομμένες από το έδαφος της ζωής όπου αναφύηκαν και σχεδόν σαν να στέκουν πάνω από τους ανθρώπους, σαν επιταγές ή και μοντέλα. Παπάδες και μορφωμένοι κάθε είδους καλλιέργησαν επί αιώνες αυτή τη δουλειά αφαίρεσης, και διατήρησαν τις αυταπάτες που ανέκυπταν. Τώρα που βρέθηκαν οι θετικές πηγές όλων των ιδεολογιών μέσα στο μηχανισμό της ίδιας της ζωής, θα πρέπει να εξηγήσουμε ρεαλιστικά τον τρόπο που γεννήθηκαν. Και όπως αυτό ισχύει για όλες τις ιδεολογίες, έτσι ισχύει ιδιαίτερα για κείνες που συνίστανται στην προβολή των ηθικών εκτιμήσεων, πέρα από τους φυσικούς και άμεσους όρους τους, για να επιτύχουν ή να προκαταβάλουν τις θειες εντολές ή προϋποθέσεις καθολικών υποβολών της συνείδησης. Αυτά αποτελούν αντικείμενο ειδικών ιστορικών προβλημάτων. Δεν βρίσκεται πάντοτε το νήμα που δένει ορισμένες ηθικές ιδεάσεις με συγκεκριμένες πρακτικές καταστάσεις. Η συγκεκριμένη κοινωνική ψυχολογία των περασμένων εποχών μας παρουσιάζεται συχνά αδιαπέραστη. Συχνά τα πιο φανερά πράγματα μας φαίνονται αδιανόητα, όπως λ.χ., τα ζώα που θεωρούνται ακάθαρτα, ή από που προέρχεται η αποστροφή για το γάμο ανάμεσα σε πρόσωπα με μακρινή συγγένεια. Μια προσεκτική εξέταση μας οδηγεί να συμπεράνουμε ότι θα μένουν πάντα άγνωστες οι αιτίες πολλών λεπτομερειών. Άγνοια, δεισιδαιμονία,
μοναδικές αυταπάτες, συμβολισμοί, κλπ., μαζί με τόσα άλλα είναι οι αιτίες εκείνου του ασύνειδου που βρίσκεται συχνά μέσα στα ήθη και που αποτελεί τώρα για μας το άγνωστο και μη γνώσιμο. Η πρωταρχική αιτία όλων των δυσκολιών βρίσκεται ακριβώς στην αργοπορημένη εμφάνιση αυτού που ονομάζουμε λογικό έτσι που τα ίχνη των αιτίων των ιδεάσεων χάθηκαν, ή έμειναν κρυμμένα στις ίδιες τις ιδεάσεις. Αντίθετα, τρέχουν πολύ πιο ελεύθερα οι συλλογισμοί για την επιστήμη. Η ιστορία αυτής της τελευταίας γράφτηκε για πολύ καιρό κατά τρόπο απλοϊκό. Με δεδομένο και αποδεκτό ότι οι διάφορες επιστήμες έβρισκαν τη σύνοψή τους στα εγχειρίδια και τις εγκυκλοπαίδειες, φαινόταν πως αρκούσε να βρεθεί η χρονολογική εμφάνιση των διαφόρων διατυπώσεων, και ν’ αναλυθεί το σύνολο της συστηματικής συνόψισης στα στοιχεία από τα οποία αυτή συντέθηκε προοδευτικά. Η γενική προϋπόθεση ήταν εξίσου απλή: στο βάθος αυτής της χρονολογίας υπάρχει η αιτία που αναπτύσσεται και προοδεύει. Αυτή η μέθοδος, αν μπορεί να ονομαστεί μέθοδος, έκλεινε μέσα της το έξης μικρό μειονέκτημα: δηλαδή, άφηνε το πολύ-πολύ να καταλάβουμε πως από μια επιστήμη που ήδη υπάρχει προκύπτει μια άλλη επιστήμη σαν νήμα του λόγου, αλλά δεν μας άφηνε να διαβλέψουμε από ποιες πραγματικές αιτίες είχαν ωθηθεί οι άνθρωποι να βρουν για πρώτη φορά την επιστήμη· δηλαδή να αναγάγουν σε συγκεκριμένη και νέα μορφή την εμπειρία που είχαν επεξεργαστεί με το νου τους. Με μια λέξη, για να υπάρξει πραγματική ιστορία της επιστήμης, έπρεπε να βρεθεί η προέλευση της επιστημονικής ανάγκης· πράγμα που συνδέει κατόπιν γενετικά αυτή την ανάγκη με τις άλλες, στη συνέχεια της κοινωνικής διαδικασίας. Οι μεγάλες πρόοδοι της σύγχρονης τεχνικής, στην οποία βρίσκεται πραγματικά η διανοητική ουσία της αστικής εποχής, ανάμεσα στα άλλα θαύματα έκαναν και τούτο: ν’ αποκαλύψουν για πρώτη φορά την πρακτική προέλευση της επιστημονικής απόπειρας. [Ω! εσύ αξέχαστη Ακαδημία της Φλωρεντίας, που πήρες το όνομα σου από το πείραμα (Accademia del cimento), όταν η Ιταλία βρισκόταν στο λυκόφως περασμένων μεγαλείων, και η σύγχρονη κοινωνία στην αυγή της νέας βιομηχανικής εποχής]. Τώρα πια είμαστε σε θέση να βρούμε το
οδηγητικό νήμα αυτού που αφαιρετικά ονομάζεται επιστημονικό πνεύμα: και δεν πρέπει να εκπλήσσεται κανείς που όλα στις επιστημονικές ανακαλύψεις προχωρούν όπως στους πρώτους-πρώτους καιρούς, όταν η τόσο χοντροκομμένη στοιχειώδης γεωμετρία των αιγυπτίων προερχόταν από την ανάγκη να μετρήσουν τις πεδιάδες που ήταν εκτεθειμένες στη χρονιάτικη πλημμύρα του Νείλου, και η περιοδικότητα αυτών των πλημμυρών τους υπαγόρευσε, τόσο στην Αίγυπτο όσο και στη Βαβυλωνία, να αναζητήσουν τις αρχές των αστρονομικών κύκλων. Είναι αλήθεια, βέβαια, πως όταν ξεκίνησε η επιστήμη και ενμέρει ωρίμασε, όπως συμβαίνει κιόλας στην ελληνιστική περίοδο, η δουλειά της αφαίρεσης, της αναγωγής και του συνδυασμού συνεχίζεται στον κύκλο των μορφωμένων έτσι που φαινομενικά εξαλείφουν τη συνείδηση των κοινωνικών αιτίων της πρώτης παραγωγής της ίδιας της επιστήμης. Αλλά αν παρατηρήσουμε σε μεγάλα διαστήματα τις εποχές ανάπτυξης της επιστήμης, και συγκρίνουμε τις περιόδους που οι οικονομολόγοι θα χαρακτήριζαν εποχές προόδου και οπισθοδρόμησης της διάνοιας, τότε μας αποκαλύπτεται η κοινωνική αιτία των ωθήσεων, που πότε αυξάνουν και πότε πέφτουν, απέναντι στην επιστημονική δραστηριότητα. Τί ανάγκη είχε η φεουδαρχική κοινωνία της Δυτικής Ευρώπης εκείνες τις αρχαίες επιστήμες, που οι βυζαντινοί διατηρούσαν τουλάχιστον υλικά, ενώ οι άραβες μέσα από τις διάφορες ιδιότητες τους είτε σαν ελεύθεροι γεωργοί είτε σαν φιλόπονοι βιοτέχνες είτε ακόμη σαν δραστήριοι έμποροι τις ανέπτυσσαν τόσο; Και τί είναι η Αναγέννηση, αν όχι η επανασύνδεση της αρχικής κίνησης της αστικής τάξης με την παράδοση της αρχαίας γνώσης, που ξανάγινε χρησιμοποιήσιμη, και συνεπώς ικανή να ξεκαθαριστεί; Τί είναι όλη η έπιταχυμένη κίνηση της επιστημονικής γνώσης, από το 17ο αιώνα και δω, αν όχι η σειρά των πράξεων που συντελέστηκαν από τον πεπειραμένο από την εμπειρία νου, για να εξασφαλίσουν στην ανθρώπινη εργασία, με τις μορφές μιας εκλεπτυσμένης τεχνικής, την κυριαρχία πάνω στις φυσικές συνθήκες και δυνάμεις; Από δω ο πόλεμος στο σκοταδισμό, τη δεισιδαιμονία, την εκκλησία, τη θρησκεία· από δω ο νατουραλισμός, ο αθεϊσμός, ο υλισμός, από δω και ο εγκαινιασμός της κυριαρχίας του λόγου. Η αστική εποχή είναι η εποχή των αναπτυσσόμενων διανοιών (Βίκο). Πρέπει να θυμόμαστε ότι η κυβέρνηση εκείνη του Διευθυντηρίου, που ήταν το πρόσωπο και η σύνοψη όλης της φιλελευθερίστικης διαφθοράς, ήταν η πρώτη που εισήγαγε στο Πανεπιστήμιο και στην Ακαδημία τυπικά και
πανηγυρικά την επιστήμη της ελεύθερης έρευνας: και μπήκε ο Λαμάρκ! Αύτη η επιστήμη, που η αστική εποχή χάρη στις ίδιες της τις συνθήκες υπέθαλψε και ανέπτυξε σε τεράστιο βαθμό, είναι η μόνη κληρονομιά των περασμένων αιώνων που δέχεται και υιοθετεί ο κομμουνισμός χωρίς επιφυλάξεις. Δεν χρειάζεται εδώ να σταθούμε και να διακηρύξουμε την υποτιθέμενη αντίθεση μεταξύ επιστήμης και φιλοσοφίας. Αν εξαιρέσουμε εκείνους τους τρόπους φιλοσοφίας που συγχέονται με το μυστικισμό και τη θεολογία, φιλοσοφία δεν σημαίνει ποτέ επιστήμη και θεωρία έξω από πράγματα ειδικότερα, αλλά είναι απλά ένας βαθμός, μια μορφή, ένα στάδιο της σκέψης, με σεβασμό στα ίδια τα πράγματα που υπεισέρχονται στο πεδίο της εμπειρίας. Γι’ αυτό το λόγο η φιλοσοφία είναι η γενική προκαταβολή των προβλημάτων, που η επιστήμη πρέπει ακόμη να επεξεργαστεί ειδικότερα, ή είναι σύνοψη και νοητική επεξεργασία των αποτελεσμάτων στα οποία έχουν κιόλας φτάσει οι επιστήμες. Για κείνους που, μόνο για να μη φαίνονται παλιοί, μιλούν για επιστημονική φιλοσοφία –αν θέλουμε να κρατήσουμε σε κάποια όρια τη χιουμοριστική αιχμή αυτής της έκφρασης, που απορρίπτει κάθε μορφή θεολογίας και καθαρής παραδοσιοκρατίας– πρέπει να πούμε πως θα ήταν μωροί αν πίστευαν πως αντιπροσωπεύουν μια ιδιαίτερη σχολή η τάση. Έλεγα εδώ πριν από λίγο, όταν διατύπωνα τις σκέψεις μου, ότι η οικονομική δομή καθορίζει κατά δεύτερο λόγο την κατεύθυνση, και σε μεγάλο μέρος και έμμεσα τους στόχους της φαντασίας και της σκέψης, στην παραγωγή της τέχνης, της θρησκείας και της επιστήμης. Αν μιλούσαμε διαφορετικά και πέρα απ’ αυτό, θα ήταν σαν να μπαίναμε ηθελημένα στο δρόμο του παράλογου. Πρώτα και κύρια, μ’ αυτή τη διατύπωση χτυπιέται το φανταστικό ιδεολογικό αξίωμα ότι τέχνη, θρησκεία και επιστήμη είναι ιστορικά υποκείμενα και εξελίξεις ενός υποτιθέμενου καλλιτεχνικού, θρησκευτικού η επιστημονικού πνεύματος, το οποίο εκδηλώνεται επακόλουθα με ένα δικό του ρυθμό εξέλιξης, υποβοηθούμενο ή παρεμποδιζόμενο εδώ και κει από τις υλικές συνθήκες. Μ’ αυτή τη διατύπωση θέλουμε να επαληθεύσουμε επίσης την αναγκαία σύνδεση, χάρη στην οποία κάθε γεγονός της τέχνης και της θρησκείας είναι ο αισθηματικός, φανταστικός, και άρα παράγωγος εκφραστής συγκεκριμένων κοινωνικών συνθηκών. Αν λέω κατά δεύτερο λόγο είναι
για να διακρίνω αυτά τα προϊόντα από τα γεγονότα νομικο-πολιτικής τάξης, που είναι η πραγματική και χαρακτηριστική αντικειμενοποίηση των οικονομικών σχέσεων. Και αν λέω σε μεγάλο μέρος και έμμεσα για τους στόχους αυτής της δραστηριότητας, είναι για να δείξω δύο πράγματα: δηλαδή, ότι στην καλλιτεχνική και θρησκευτική παραγωγή η μεσολάβηση από τις συνθήκες ως τα προϊόντα είναι πολύ σύνθετη, και επίσης ότι οι άνθρωποι αν και ζουν στην κοινωνία δεν παύουν γι’ αυτό μόνο να ζουν και στη Φύση και να δέχονται απ’ αυτήν ευκαιρία και υλικό για την περιέργεια και τη φαντασία τους. Τελικά, όλ’ αυτά ανάγονται σε μια γενικότερη διαπίστωση: ο άνθρωπος δεν διατρέχει πια ιστορίες μέσα σ’ ένα και τον αυτό χρόνο· αλλά όλες οι υποτιθέμενες διάφορες ιστορίες (τέχνη, θρησκεία, κλπ.) αποτελούν μια και μόνη. Κι αυτό δεν μπορεί να φανεί καθαρά παρά μόνο στις χαρακτηριστικές και σημαντικές στιγμές της παραγωγής νέων πραγμάτων, δηλαδή στις περιόδους που θα ονομάσω επαναστατικές. Αργότερα, η συναίνεση στα παραγμένα πράγματα και η παραδοσιακή επανάληψη ενός συγκεκριμένου τύπου σβήνουν την έννοια της προέλευσης. Ας δοκιμάσει κάποιος να αποσπάσει την ιδεολογία των παραμυθιών, που βρίσκονται στο βάθος των ομηρικών ποιημάτων, από κείνη τη στιγμή της ιστορικής εξέλιξης όπου προβάλλει η αυγή του πολιτισμού των Αρίων στη λεκάνη της Μεσογείου, δηλαδή, από κείνη τη φάση της ανώτερης βαρβαρότητας στην οποία γεννιέται, στην Ελλάδα και άλλου, το γνήσιο έπος. Ας προσπαθήσει κάποιος να φανταστεί, πως ο χριστιανισμός θα γεννιόταν και θα αναπτυσσόταν αλλού έξω από τον κύκλο του ρωμαϊκού κοσμοπολιτισμού και διαφορετικά και όχι από πρωτοβουλία εκείνων των προλετάριων, εκείνων των σκλάβων, εκείνων των εγκαταλειμμένων, εκείνων των απελπισμένων στους οποίους χρειαζόταν η λύτρωση, η αποκάλυψη και η υπόσχεση του βασιλείου του θεού. Ας βρει όποιος θέλει τον τρόπο να φανταστεί πως μέσα στη μέση της Αναγέννησης θα ανάβλυζε ο ρομαντισμός, που μόλις υποδηλώνεται στον Τορκουάτο Τάσο· ή ας αποδόσει στο Ρίτσαρντσον ή το Ντιντερό το μυθιστόρημα του Μπαλζάκ, στον οποίο εμφανίζεται, σαν σε σύγχρονο της πρώτης γενιάς του σοσιαλισμού και της κοινωνιολογίας, η ψυχολογία των τάξεων. Εκεί κάτω πίσω πίσω, στις πρώτες αρχές των μυθικών ιδεάσεων, φάνηκε καθαρά ότι ο Δίας δεν πήρε τα χαρακτηριστικά του πατέρα των
ανθρώπων και των θεών παρά μόνο όταν η πατρική εξουσία είχε κιόλας εγκαθιδρυθεί και άρχιζε εκείνη η σειρά διαδικασιών που καταλήγουν στο κράτος. Ο Δίας έπαψε έτσι να είναι αυτό που ήταν πριν, δηλαδή ο απλός ή βροντερός θεός (δηλαδή λαμπρός). Και να εδώ κάτω σ’ ένα αντίθετο σημείο της ιστορικής εξέλιξης, μεγάλος αριθμός διανοητών του περασμένου αιώνα ανάγουν σ’ ένα μόνο αφηρημένο θεό, που είναι απλός νοικοκύρης του κόσμου, ολόκληρη την πολύχρωμη εικόνα του άγνωστου και του υπερβατικού, που εκφράστηκε σε τόση πολυτέλεια μυθολογικών, χριστιανικών ή παγανικών δημιουργιών. Ο άνθρωπος αισθανόταν περισσότερο σαν στο σπίτι του στη Φύση, μέσα από την εμπειρία, και αισθανόταν πιο δραστήριος να διεισδύσει στα γρανάζια της κοινωνίας, της οποίας κατείχε ενμέρει την επιστήμη. Το θαυμαστό περιοριζόταν ολοένα μέσα στο νου του, τόσο που ο υλισμός και ο κριτικισμός μπόρεσαν κατόπι να εξαλείψουν κι αυτό το φτωχό κατάλοιπο υπερβατισμού, χωρίς να επέμβουν στον πόλεμο κατά των θεών. Υπάρχει βέβαια μια ιστορία των ιδεών, αλλά αυτή δεν συνίσταται στον ελαττωματικό κύκλο των ιδεών που εξηγούν εαυτές. Θα πρέπει να ανέβουμε από τα πράγματα στο ιδεατό. Αυτό είναι ένα πρόβλημα: μάλιστα σ’ αυτό υπάρχει μια πολλαπλότητα προβλημάτων, τόσο είναι ποικίλες, πολλαπλές, πολύμορφες και περίπλοκες οι προβολές που έκαναν οι άνθρωποι του εαυτού τους και των οικονομικο-κοινωνικών τους συνθηκών και συνεπώς των ελπίδων τους και των φόβων τους, των προσδοκιών και των διαψεύσεών τους, στις καλλιτεχνικές και θρησκευτικές ιδεάσεις. Η γραμμή της μεθόδου βρέθηκε, αλλά η ιδιαίτερη εκτέλεση δεν είναι εύκολη. Κυρίως πρέπει να προφυλαχτούμε από τη σχολαστική τάση να κάνουμε αφαίρεση των προϊόντων της ιστορικής δραστηριότητας, όπως γίνεται στην τέχνη και τη θρησκεία. Μπορούμε να ελπίζουμε πως οι φιλόσοφοι αλά Κρουγκ, ο οποίος αφαιρούσε διαλεκτικά την ίδια την πένα με την οποία έγραφε, έμειναν συνεχώς θαμμένοι στις σημειώσεις της Λογικής του Χέγκελ, όπου αυτός αναφέρεται στην ιδιοτροπία τούτη. Θέλουμε εδώ να συγκεκριμενοποιήσουμε μερικές δυσκολίες. Μαζί με κάθε προσπάθεια αναγωγής των δευτερευόντων προϊόντων (λ.χ. τέχνη και θρησκεία) στις κοινωνικές συνθήκες που έρχονται να ιδεοποιηθούν σ’ αυτά, πρέπει να διαμορφώσουμε μια μακρόχρονη συνήθεια γύρω απ’ την ειδικευμένη κοινωνική ψυχολογία, στην οποία
πραγματοποιείται ο μετασχηματισμός. Σ’ αυτό συνίσταται ο λόγος ύπαρξης εκείνου του συνόλου των σχέσεων, που με άλλες μορφές διατύπωσης παρουσιάζονται λ.χ. σαν αιγυπτιακός κόσμος, ελληνική συνείδηση, πνεύμα της Αναγέννησης, κυρίαρχες ιδέες, ψυχολογία των λαών, της κοινωνίας ή των τάξεων. Όταν αυτές οι σχέσεις παγιώνονται και οι άνθρωποι συνηθίζουν σε ορισμένες ιδεάσεις και σε ορισμένους τρόπους πίστης ή φαντασίας, οι ιδεολογίες που μεταδίδονται από παράδοση τείνουν κι αυτές να παγιωθούν. Γι’ αυτό και εμφανίζονται σαν μια δύναμη που αντιστέκεται στο καινούργιο· και όπως αυτή η αντίσταση εκδηλώνεται στη λέξη, στο γραφτό, στη μισαλλοδοξία, στην πολεμική, στην καταδίωξη, έτσι η πάλη ανάμεσα στις νέες και τις παλιές κοινωνικές συνθήκες παίρνει τη μορφή της πάλης των ιδεών. Κατά δεύτερο λόγο, μέσα από τους αιώνες της καθαυτής ιστορίας, τόσο εξαιτίας της κληρονομιάς της άγριας προϊστορίας όσο και εξαιτίας των συνθηκών υποταγής και συνεπώς κατωτερότητας, στην οποία το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων κρατήθηκε και κρατιέται ακόμη, δημιουργήθηκε μια συναίνεση στο παραδοσιακό, χάρη στην οποία οι παλιές τάσεις συνεχίζονται σαν πεισματικές επιβιώσεις. Τρίτο, όπως ανέφερα κιόλας, οι άνθρωποι ζώντας κοινωνικά δεν σταματούν να ζουν και στη Φύση. Δεν είναι βέβαια δεμένοι σ’ αυτήν όπως τα ζώα, γιατί ζουν πάνω σ’ ένα τεχνητό έδαφος. Άλλωστε, καθένας καταλαβαίνει ότι το σπίτι δεν είναι σπηλιά, η γεωργία δεν είναι το φυσικό βοσκοτόπι, και το φάρμακο δεν είναι εξορκισμός. Άλλα η Φύση είναι πάντοτε το άμεσο υπόστρωμα του τεχνητού εδάφους και είναι το περιβάλλον που περιέχει τα πάντα. Η τεχνική τοποθέτησε ανάμεσα σε μας, ζώα κοινωνικά, και τη Φύση αυτούς που μεταβάλλουν, κάνουν να παρεκκλίνουν και απομακρύνουν τις φυσικές επιδράσεις· αλλά δεν κατέστρεψε ωστόσο και την επάρκεια αυτών των τελευταίων, και μεις την αισθανόμαστε συνεχώς. Κι όπως εμείς γεννιόμαστε από τη Φύση αρσενικοί και θηλυκοί, πεθαίνουμε σχεδόν πάντα ερήμην μας και κυριαρχούμαστε από το ένστικτο της αναπαραγωγής, έτσι φέρνουμε και στην ιδιοσυγκρασία μας ειδικούς όρους που η εκπαίδευση με την πλατιά έννοια της λέξης, δηλαδή η κοινωνική προσαρμογή μπορεί βέβαια να μεταβάλει, μέσα σ’ ορισμένα όρια, αλλά δεν μπορεί να εξαφανίσει. Αυτοί οι όροι της ιδιοσυγκρασίας που επαναλαμβάνονται σε περισσότερα αντίτυπα, και εμφανίζονται σε περισσότερα αντίτυπα μέσ’ από τους
αιώνες, συνιστούν αυτό που ονομάζεται εθνικός χαρακτήρας. Για όλες αυτές τις αιτίες η εξάρτηση μας από τη Φύση, όσο κι αν έχει ελαττωθεί από την προϊστορία και δω, συνεχίζεται στην κοινωνική μας ζωή· όπως σ’ αυτή την τελευταία συνεχίζεται επίσης και η τροφοδότηση που από το θέαμα της ίδιας της Φύσης φτάνει ως την περιέργεια και τη φαντασία. Τώρα, αυτά τα αποτελέσματα της Φύσης, με τα άμεσα ή έμμεσα αισθήματα που ανακύπτουν απ’ αυτά, στο βαθμό που σημειώνονται, από τότε που υπάρχει ιστορία, μόνο μέσα από την οπτική γωνία που μας πρόσφεραν οι κοινωνικές συνθήκες, δεν παύουν ποτέ να αντανακλώνται στα προϊόντα της τέχνης και της θρησκείας· πράγμα το οποίο περιπλέκει τις δυσκολίες της ρεαλιστικής και πλήρους ερμηνείας τόσο της μιας όσο και της άλλης.
XI Χρησιμοποιώντας αυτή τη θεωρία σαν μια νέα αρχή έρευνας, σαν ακριβές μέσο προσανατολισμού και σαν συγκεκριμένη οπτική γωνία, μπορούμε μετά, να φτάσουμε τελικά σε μια αφηγηματική και περιγραφική μετάπλαση της ιστορίας; Στη γενική ερώτηση δεν μπορούμε τουλάχιστον να δόσουμε, γενικά, καταφατική απάντηση. Γιατί, πραγματικά, στην περίπτωση που ο κριτικός κομμουνιστής, δηλαδή ο κοινωνιολόγος του οικονομικού υλισμού και, όπως τώρα λέγεται χυδαία, ο μαρξιστής, έχει την αναγκαία κριτική προετοιμασία, και τον εθισμό της ιστορικής διαπραγμάτευσης, καθώς και τα προσόντα της περιγραφής που χρειάζονται για μια τακτοποιημένη και επαρκή αφήγηση, δεν υπάρχει λόγος να βεβαιώσουμε πως αυτός δεν μπορεί να γράψει την ιστορία, όπως την έγραφαν ως τώρα οι οπαδοί κάθε άλλης πολιτικής σχολής. Έχουμε εδώ το παράδειγμα του Μαρξ που μας προσφέρει ο ίδιος το πραγματικό επιχείρημα, που δεν επιδέχεται αντίρρηση. Αυτός, που υπήρξε ο πρώτος και κύριος ερευνητής των αποφασιστικών εννοιών τούτης της θεωρίας, την ανήγαγε πολύ γρήγορα σε όργανο πολιτικού προσανατολισμού, σαν άφθαστος δημοσιογράφος, κατά την επαναστατική περίοδο του 1848-50. Και κατόπιν τη διαμόρφωσε με τη μεγαλύτερη ακρίβεια στο δοκίμιο του εκείνο με τον τίτλο Η 18η Μπριμέρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, για το οποίο μπορούμε να πούμε τώρα, ύστερ’ από τόσα χρόνια, και ύστερ’ από τόσες δημοσιεύσεις, πως
αν αφαιρέσουμε μερικές μικρές λεπτομέρειες και λαθεμένες προβλέψεις, δεν θα υπήρχε τρόπος να του επιφέρει κανείς ούτε διορθώσεις, ούτε αξιόλογες προσθήκες. Θέλω εδώ να επαναλάβω, σαν κάποιος που φτιάχνει μια βιβλιογραφία, τον κατάλογο των διαφόρων γραφτών που σκοπεύουν στην εφαρμογή της θεωρίας, γραφτών είτε του ίδιου του Μαρξ είτε του Έγκελς –ο όποιος Έγκελς, από τον Πόλεμο των Χωρικών (1850) ως το γραφτό που δημοσιεύτηκε, μετά το θάνατο του, Η Προέλευση της Παρούσας Ενότητας της Γερμανίας, μας άφησε τόσα δοκίμια– είτε των άμεσων συνεχιστών τους, και των εκλαϊκευτών του επιστημονικού σοσιαλισμού. Και στον σοσιαλιστικό επίσης Τύπο βρίσκονται κάθε τόσο πολύτιμα δοκίμια που εξηγούν τις σημερινές πολιτικές εξελίξεις και στα οποία, ακριβώς εξαιτίας του ιστορικού υλισμού, αναγνωρίζει κανείς μιαν οξυδέρκεια και μια σαφήνεια που μάταια θα αναζητούσε στους συγγραφείς και τους πολέμιους που δεν έχουν ακόμη διαρρήξει τα φανταστικά πέπλα και τα ιδεολογικά καλύμματα της ιστορίας. Δεν χρειάζεται, με μια λέξη, να αναλάβουμε την υπεράσπιση μιας αφηρημένης θέσης, όπως θα έκανε ένας δικολάβος. Είναι σίγουρα φανερό ότι όπως όλες οι ιστορίες, που ήταν ως τώρα γραφτές, υπάρχει στο βάθος, αν όχι ακριβώς στις ρητές προθέσεις των συγγραφέων οπωσδήποτε όμως στο πνεύμα τους, μια τάση, μια αρχή, μια γενική οπτική της ζωής· έτσι αυτή η θεωρία, που έβαλε οριστικά τάξη στην αντικειμενική παρατήρηση της κοινωνικής δομής, πρέπει τελικά να διευθύνει με ακρίβεια την ιστορική έρευνα, και πρέπει να στηρίξει μια αφήγηση πλήρη, διάφανη και ολοκληρωμένη. Βέβαια δεν λείπουν τα βοηθητικά στοιχεία. Η Οικονομία που, όπως βλέπουν τώρα πια όλοι, γεννήθηκε και αναπτύχθηκε σαν επιστήμη της αστικής παραγωγής, αφού προηγουμένως βυθίστηκε στην αυταπάτη ότι αντιπροσωπεύει τους απόλυτους νόμους κάθε μορφής παραγωγής, χάρη στο σκληρό μάθημα των πραγμάτων μπήκε μετά, σ’ ένα ορισμένο σημείο, όπως όλοι ξέρουν, σε μια περίοδο αυτοκριτικής. Όπως απ’ αυτή την αυτοκριτική απ’ τη μια πλευρά γεννήθηκε ο κριτικός κομμουνισμός, έτσι απ’ την άλλη, εξαιτίας δηλαδή των πιο αδιάφορων και συνετών και μετρημένων της ακαδημαϊκής παράδοσης, γεννήθηκε η ιστορική σχολή των οικονομικών φαινομένων. Προς τιμή και από τη δράση αυτής της σχολής, και εξαιτίας της
εφαρμογής των συγκριτικών και περιγραφικών μεθόδων, τώρα πια κατέχουμε ένα ευρύτατο υλικό για να γνωρίσουμε τις διάφορες ιστορικές μορφές της οικονομίας, από τα πιο σύνθετα και ειδικά λόγω ουσιαστικών τυπολογικών διαφορών γεγονότα, ως την ιδιαίτερη περίπτωση ενός μοναστηρίου ή μιας μεσαιωνικής συντεχνίας. Το ίδιο συνέβη και με τη Στατιστική, η οποία χρησιμοποιώντας πολλά μέσα συνδυασμού των πηγών καταφέρνει τώρα πια να φωτίζει με αρκετή προσέγγιση την κίνηση του πληθυσμού στους περασμένους αιώνες. Αυτές οι μελέτες δεν γίνονται βέβαια προς όφελος της θεωρίας μας, αντίθετα μάλιστα τις περισσότερες φορές γίνονται με πνεύμα εχθρικό προς το σοσιαλισμό· πράγμα το οποίο δεν διακρίνουν οι γαϊδουροειδείς εκείνοι αναγνώστες τυπωμένου χαρτιού οι όποιοι τόσο συχνά συγχέουν την οικονομική ιστορία, την ιστορική οικονομία, και τον ιστορικό υλισμό. Αλλά αυτές οι μελέτες, πέρα από το υλικό σε γεγονότα που συγχέουν και δημοσιεύουν, είναι αξιόλογες στο βαθμό που προσφέρουν αποδείξεις για την πρόοδο, που κάνει η εσωτερική ιστορία, η οποία, σιγά σιγά αντικαθιστά την εξωτερική ιστορία εκείνη που επί αιώνες χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά από διανοούμενους και καλλιτέχνες. Μεγάλο μέρος αυτού του υλικού που συγχέεται υποβάλλεται συνεχώς σε νέες διορθώσεις· όπως συμβαίνει άλλωστε σε κάθε πεδίο εμπειρικών γνώσεων, οι όποιες συνεχώς ταλαντεύονται ανάμεσα σ’ αυτό που πιστεύεται σαν βέβαιο, το απλά πιθανό κι αυτό που πρέπει αργότερα να ολοκληρωθεί ή να εξαλειφθεί. Ούτε τα συμπεράσματα, ούτε οι συνδυασμοί των ιστορικών της οικονομίας, ή εκείνων που αφηγούνται την ιστορία γενικά πάνω στο οδηγητικό νήμα των οικονομικών φαινομένων είναι πάντα τόσο ευλόγα και αποδεικτικά που να μην αισθανθεί κάποιος την ανάγκη να πει: εδώ πρέπει να ξαναρχίσουμε απ’ την αρχή. Αλλά αυτό για το οποίο δεν χωράει αμφιβολία είναι το γεγονός ότι όλη η ιστοριογραφία τείνει πρόσφατα να γίνει επιστήμη ή, καλύτερα, κοινωνική θεωρία· και όταν αυτή η κίνηση, για την ώρα αβέβαιη και πολύμορφη, θα συντελεστεί, οι προσπάθειες των μορφωμένων και των ερευνητών θα καταλήξουν αναπόφευκτα στην αποδοχή του οικονομικού υλισμού. Απ’ αυτή τη σύμπτωση προσπαθειών και επιστημονικών εργασιών που ξεκινούν από τόσο διαφορετικά σημεία, η υλιστική αντίληψη ολόκληρης της ιστορίας θα καταλήξει να διεισδύσει στα μυαλά, να κατακτήσει οριστικά τη σκέψη· πράγμα που θα κόψει, τελικά,
από τους υποστηρικτές και τους αντίπαλους την τάση να μιλάνε γι’ αυτήν, υπέρ ή κατά, όπως γίνεται με τις κομματικές θέσεις. Πέρα από τα άμεσα στηρίγματα, που αναφέραμε προηγουμένως, η θεωρία μας έχει και πολλά άλλα έμμεσα: όπως επίσης βρίσκει εποικοδομητικές επαληθεύσεις σε πολλές επιστήμες, στις όποιες λόγω της μεγαλύτερης απλότητας των υπό εξέταση σχέσεων ήταν ευχερέστερη η εφαρμογή της γενετικής μεθόδου. Τυπική είναι η περίπτωση της γλωσσολογίας και ιδιαίτερα εκείνης που έχει σαν αντικείμενο την άρια γλώσσα. Από το προφανές και τη σαφήνεια της διαδικασίας, της ανάλυσης και της αναδόμησης που χαρακτηρίζει αυτές τις επιστήμες και ιδιαίτερα τη γλωσσολογία είναι βέβαια ως τώρα πολύ μακριά η εφαρμογή του ιστορικού υλισμού. Γι’ αυτό το λόγο θα ήταν μάταιη προσπάθεια να δοκιμάσουμε, από δω και μπρος, να γράψουμε μια σύνοψη της παγκόσμιας ιστορίας, που θα έπρεπε να αναπτύξει τις διάφορες μορφές της παραγωγής για να συμπεράνουμε κατόπιν όλα τα υπόλοιπα της ανθρώπινης δραστηριότητας κατά τρόπο μερικότερο και λεπτομερειακό. Στην παρούσα κατάσταση των μελετών, όποιος θα αποπειρόταν αυτή τη σύνοψη μιας νέας Kulturgeschichte δεν θα έκανε άλλο από το να ξαναμεταφράσει στην οικονομική φρασεολογία τα σημεία του γενικού προσανατολισμού που σε άλλα βιβλία, λ.χ. στο Χέλβαλντ, είναι δαρβινικής φρασεολογίας. Υπάρχει μεγάλη απόσταση ανάμεσα στην αποδοχή μιας αρχής και την πλήρη και λεπτομερειακή εφαρμογή της σε μια ολόκληρη σειρά από προβλήματα ή σε ένα μεγάλο συνδυασμό φαινομένων. Γι’ αυτό το λόγο η εφαρμογή της θεωρίας μας πρέπει για την ώρα να κρατηθεί στην έκθεση και διαπραγμάτευση συγκεκριμένων τμημάτων της ιστορίας. Πιο καθαροί απ’ όλους τους άλλους είναι οι σύγχρονοι σχηματισμοί, στην κατανόηση των οποίων συντρέχουν το ίδιο φανερά, τόσο η οικονομική ανάπτυξη της αστικής τάξης όσο και η διακηρυγμένη γνώση των διαφόρων εμποδίων που αυτή έπρεπε να ξεπεράσει στις διάφορες χώρες, και συνεπώς η εξέλιξη των διαφόρων επαναστάσεων, νοούμενη η τελευταία αύτη με την πιο πλατιά έννοια της λέξης. Παρουσιάζεται με την ίδια σχεδόν σαφήνεια, μπρος στα μάτια μας, η πρόσφατη προϊστορία της αστικής τάξης κατά την παρακμή του
μεσαίωνα· όπου δεν θα ήταν δύσκολο να βρει κανείς, λ.χ. στη συγκεκριμένη ανάπτυξη της πόλης της Φλωρεντίας, την αποδεικτική σειρά των εξελίξεων, στις οποίες η οικονομική και στατιστική κίνηση βρίσκει πλήρη απάντηση στις πολιτικές σχέσεις και επαρκή αποσαφήνιση στη σύγχρονη ανάπτυξη της διάνοιας, μειωμένης σε κάτι το πεζό και που έχει απελευθερωθεί σε μεγάλο μέρος από τις ιδεολογικές αυταπάτες. Ούτε θα ήταν έξω από κάθε πιθανότητα να βάλουμε, από τώρα και μπρος, κάτω από τη συγκεκριμένη και ακριβή οπτική γωνία του υλισμού όλη την αρχαία ρωμαϊκή ιστορία. Σ’ αυτήν, και ιδιαίτερα στην πρωτόγονη περίοδο, μας λείπουν οι άμεσες πηγές, οι οποίες αντίθετα είναι τόσο άφθονες στην Ελλάδα, από τη λαϊκή παράδοση και το έπος, και από την αυθεντική νομική επιγραφή ως την πραγματική διαπραγμάτευση των ιστορικο-κοινωνικών συνδέσεων. Αντίθετα, στη Ρώμη οι αγώνες για τα πολιτικά δικαιώματα φέρνουν μέσα τους σχεδόν πάντοτε τις οικονομικές αιτίες πάνω στις όποιες στηρίζονται· πράγμα από το οποίο προκύπτει μετά πως η κατάργηση συγκεκριμένων τάξεων και η διαμόρφωση νέων, η κίνηση της κατάκτησης και η αλλαγή των νόμων και των μορφών του πολιτικού μηχανισμού, γίνονται τόσο φανερά. Αυτή η ρωμαϊκή ιστορία είναι σκληρή και πεζή· ούτε επενδύεται ποτέ με κείνα τα ιδεολογικά συμπληρωματικά στοιχεία που χαρακτήριζαν την ελληνική ζωή. Η αυστηρή πεζότητα της κατάκτησης, της μελετημένης αποικιοποίησης, των θεσμών και των μορφών του δικαίου, που είχαν εφευρεθεί και επινοηθεί για να λύσουν συγκεκριμένες έριδες και συγκρούσεις, κάνει τη ρωμαϊκή ιστορία μια αλυσίδα από συμβάντα, που εναλλάσσονται με μοναδική και ωμή σαφήνεια. Γιατί το αληθινό πρόβλημα είναι τούτο: δηλαδή, ότι δεν πρόκειται πια για την αντικατάσταση της ιστορίας με την κοινωνιολογία, σαν η πρώτη να ήταν μόνο φαινόμενο, που σέρνει πίσω της μια μυστική πραγματικότητα· αντίθετα, θα πρέπει να κατανοήσουμε ολοκληρωμένη την ιστορία σε όλες της τις αισθητές εκδηλώσεις και να την κατανοήσουμε μέσα από την οικονομική κοινωνιολογία. Δεν θα πρέπει να διακρίνουμε πια το τυχαίο από την ουσία, το φαινόμενο απ’ την πραγματικότητα, την επιφάνεια από τον εσωτερικό πυρήνα, ή όπως αλλιώς θα το έλεγαν οι οπαδοί οποιουδήποτε σχολαστικισμού· αλλά, αντίθετα, να εξηγήσουμε την πλοκή και το σύνθετο, ακριβώς στο βαθμό που είναι πλοκή και σύνθετο. Δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε και να συγκεκριμενοποιήσουμε το κοινωνικό έδαφος μόνο, για να το κάνουμε
κατόπιν να εμφανιστεί πάνω στους ανθρώπους, σαν μαριονέτες, που τα νήματα τους κρατιούνται και κινούνται όχι πια από τη θεία πρόνοια αλλά, αντίθετα, από τις οικονομικές κατηγορίες. Αυτές οι κατηγορίες έγιναν και γίνονται αυτές οι ίδιες όπως κι όλα τα υπόλοιπα: γιατί οι άνθρωποι αλλάζουν ως προς την ικανότητα και την τέχνη να νικούν, να υποδουλώνουν, να μεταβάλλουν και να χρησιμοποιούν τις φυσικές συνθήκες· γιατί οι άνθρωποι αλλάζουν πνεύμα και στάση εξαιτίας της αντίδρασης των εργαλείων τους πάνω τους· γιατί οι άνθρωποι αλλάζουν μέσα στις αμοιβαίες σχέσεις μ’ αυτούς που συμβιώνουν και άρα αλληλεξαρτώνται οι μεν από τους δε. Πρόκειται, με μια λέξη, για την ιστορία και όχι για το σκελετό της. Πρόκειται για αφήγηση και όχι για αφαίρεση· θα πρέπει να εκθέσουμε και να χειριστούμε το σύνολο και όχι πια μόνο να το λύσουμε και να το αναλύσουμε· με μια λέξη, θα πρόκειται και τώρα όπως πριν και όπως πάντα για τέχνη. Μπορεί να τύχει, ο κοινωνιολόγος που ακολουθεί τις αρχές του οικονομικού υλισμού να προτίθεται να κάνει μόνο την ανάλυση λ.χ. του τί ήταν οι τάξεις τη στιγμή που ξέσπασε η Γαλλική Επανάσταση, για να φτάσει κατόπιν στις τάξεις που προκύπτουν από την Επανάσταση και επιζούν και μετά απ’ αυτήν. Σ’ αυτή την περίπτωση οι τίτλοι, οι ενδείξεις και η ταξινόμηση του υλικού που πρέπει να αναλυθεί είναι συγκεκριμένοι, λ.χ. η πόλη και η ύπαιθρος, ο τεχνίτης κι ο εργάτης, οι ευγενείς και οι δούλοι, η γη που ελευθερώνεται από τα φεουδαλικά βάρη και οι μικροϊδιοκτήτες που σχηματίζονται, το εμπόριο που χειραφετείται από τόσους περιορισμούς, το χρήμα που συσσωρεύεται, η βιομηχανία που ευδοκιμεί, κλπ. Ούτε υπάρχει καμιά αντίρρηση για την επιλογή μιας τέτοιας μεθόδου· η οποία, όπως εκείνη που ακολουθεί τα ίχνη της εμβρυογενετικής, είναι αναγκαία για την προετοιμασία της ιστορικής ερευνάς σύμφωνα με την κατεύθυνση της νέας θεωρίας 33 . Αλλά εμείς ξέρουμε πως η εμβρυογενετική δεν αρκεί για να μας πληροφορήσει για τη ζωή των ζώων, η οποία δεν αποτελείται από σχήματα αλλά από ζώντα όντα, που παλεύουν και για να παλέψουν ασκούν δυνάμεις, ένστικτα και πάθη. Έτσι είναι mutatis mutandis και με τους ανθρώπους εφόσον ζουν ιστορικά.
33
Εννοώ εδώ το αξιόλογο γραφτό του Κ. Κάουτσκι: Οι Ταξικές Συγκρούσεις από το 1789.
Αυτοί οι συγκεκριμένοι άνθρωποι, κινούμενοι από ορισμένα συμφέροντα, ωθούμενοι από ορισμένα πάθη, πιεζόμενοι από ορισμένες περιστάσεις, με κάποια σχέδια, κάποιες προθέσεις, που δρουν μ’ αυτή την προσδοκία, μ’ αύτη την αυταπάτη ή μ’ αυτή την πλάνη άλλων, που μάρτυρες του εαυτού τους ή των άλλων έρχονται σε οξεία σύγκρουση και αλληλοαναιρούνται αμοιβαία: να η πραγματική ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης. Γιατί, αν είναι αλήθεια πώς κάθε ιστορία δεν αποτελεί παρά την έκφραση συγκεκριμένων οικονομικών συνθηκών, είναι άλλο τόσο αλήθεια πως αυτή δεν εξελίσσεται παρά μόνο σε συγκεκριμένες μορφές ανθρώπινης δραστηριότητας· μπορεί να είναι γεμάτη πάθος ή περίσκεψη, επιτυχής ή άτυχη, τυφλά ενστικτώδης ή αποφασιστικά ηρωική. Η δύσκολη τέχνη, που πρέπει να εξηγεί την υλιστική αντίληψη είναι: να κατανοούμε την πλοκή και το σύνθετο στον εσωτερικό τους συσχετισμό και στις εξωτερικές τους εκφράσεις· να κατεβαίνουμε από την επιφάνεια στο βάθος και μετά να ξανανεβαίνουμε από το βάθος στην επιφάνεια· να αναλύσουμε τα πάθη και τα σχέδια στα κίνητρα τους, από τα πιο πρόσφατα ως τα πιο παρωχημένα και μετά να ανάγουμε ξανά τα στοιχεία του πάθους, των σχεδίων και των κινήτρων τους στα πιο παρωχημένα στοιχεία μιας συγκεκριμένης οικονομικής κατάστασης. Κι επειδή δεν ωφελεί να μιμούμαστε το σχολαστικισμό, που στην άκρη της θάλασσας δίδασκε κολύμβηση με τον ορισμό της κολύμβησης, παρακαλώ τον αναγνώστη να περιμένει να παρουσιάσω σε άλλα δοκίμια τη σκέψη μου, κάνοντας μια κάποια πραγματική ιστορική αφήγηση· ξανακάνοντας δηλαδή γραπτώς ένα μέρος αυτού που εδώ και πολύ καιρό κάνω προφορικά, όταν διδάσκω. Μ’ αυτό τον τρόπο ξεκαθαρίζονται μερικά ζητήματα δευτερεύοντα και παρεπόμενα. Ποιά είναι, λόγου χάρη, η σημασία της βιογραφίας των λεγόμενων μεγάλων ανδρών; Είδαμε κιόλας τον τελευταίο καιρό τις απαντήσεις σχετικά μ’ αυτό το θέμα να είναι με τη μια ή την άλλη έννοια ακραίες. Από τη μια μεριά είναι οι υπερβολικά κοινωνιολόγοι, απ’ την άλλη οι ατομιστές, που όπως ο Καρλάιλ θέτουν επικεφαλής της ιστορίας τούς ήρωες. Κατά τη γνώμη των μεν, αρκεί να αποδειχτεί ποιες ήταν οι αιτίες λόγου χάρη του
Καισαρισμού και για τον Καίσαρα δεν μας ενδιαφέρει διόλου. Κατά τη γνώμη των άλλων, δεν υπάρχουν αντικειμενικές ταξικές και κοινωνικών συμφερόντων αιτίες που αρκούν να εξηγήσουν ο,τιδήποτε: είναι τα μεγάλα πνεύματα που δίνουν ώθηση σε όλη την ιστορική κίνηση· και η ιστορία έχει, ας πούμε, τους κυρίους και τους μονάρχες της. Οι εμπειριστές πάλι της ιστορίας ξεπερνούν το πρόβλημα απλά, βάζοντας μαζί, όπως τους έρχεται βολικό, ανθρώπους και πράγματα, την πραγματική αναγκαιότητα και τις υποκειμενικές επιδράσεις. Ο ιστορικός υλισμός ξεπερνάει τις αντιθετικές οπτικές των κοινωνιολογιστών και των ατομιστών, και ταυτόχρονα καταργεί τον εκλεκτικισμό των εμπειρικών ιστορικών. Πριν απ’ όλα το factum. Ότι ο συγκεκριμένος εκείνος Καίσαρας που ήταν ο Ναπολέων γεννήθηκε το τάδε έτος, έκανε την τάδε σταδιοδρομία, και βρέθηκε ευτυχώς σε καλό σημείο στη 18η Μπριμέρ, όλ’ αυτά δεν είναι καθόλου τυχαία ως προς τη γενική πορεία των πραγμάτων που ωθούσε τη νέα τάξη, κυρία του πεδίου, να σώσει από την επανάσταση ό,τι της φαινόταν αναγκαίο να σώσει, ανάγκη στην οποία χρειαζόταν η δημιουργία μιας γραφειοκρατικής-στρατιωτικής κυβέρνησης. Αλλά έπρεπε να βρει τον κατάλληλο ή τους κατάλληλους ανθρώπους. Αν όμως αυτό που συνέβη πραγματικά θα συνέβαινε έτσι όπως το ξέρουμε, αυτό εξαρτήθηκε από το γεγονός ότι ήταν ακριβώς αυτός που έκανε την επιχείρηση και όχι ένας φτωχός Μονκ ή ένας γελοίος Μπουλανζέ. Και από τούτο το σημείο και μετά το τυχαίο παύει να είναι τυχαίο, ακριβώς γιατί είναι εκείνο το συγκεκριμένο πρόσωπο που δίνει το χαρακτήρα και τη φυσιογνωμία στα γεγονότα με τον τρόπο που εξελίχθηκαν. Βέβαια, το ίδιο το γεγονός πως ολόκληρη η ιστορία βασίζεται στις αντιθέσεις, τις συγκρούσεις, τους αγώνες, τους πολέμους, εξηγεί την αποφασιστική επίδραση συγκεκριμένων ανθρώπων σε συγκεκριμένες περιστάσεις. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι ούτε αμελητέο τυχαίο συμβάν του κοινωνικού μηχανισμού, ούτε θαυματοποιοί αυτού που η κοινωνία δεν θα είχε με κανένα τρόπο κάνει χωρίς αυτούς. Είναι η ίδια η πλοκή των αντιθετικών συνθηκών, η οποία κάνει ώστε συγκεκριμένα άτομα, ιδιοφυή, ηρωικά, τυχερά ή ανόσια κλήθηκαν σε στιγμές κρίσιμες να πουν την αποφασιστική λέξη. Ενώ τα ιδιαίτερα συμφέροντα των διαφόρων
κοινωνικών ομάδων βρίσκονται σε μια κατάσταση τέτοιας έντασης που όλα τα αντίπαλα μέρη παραλύουν, χρειάζεται η ατομική συνείδηση ενός συγκεκριμένου προσώπου να κινήσει τα πολιτικά γρανάζια. Οι κοινωνικές αντιθέσεις, οι όποιες κάνουν κάθε ανθρώπινη συμβίωση ασταθή οργάνωση, δίνουν στην ιστορία, ιδιαίτερα όταν την δει κανείς και την εξετάσει γρήγορα και σε μεγάλα διαστήματα, το χαρακτήρα δράματος. Αυτό το δράμα επαναλαμβάνεται στις σχέσεις από κοινότητα σε κοινότητα, από έθνος σε έθνος, από κράτος σε κράτος, γιατί οι εσωτερικές ανισότητες συντρέχοντας μαζί με τις εξωτερικές διαφοροποιήσεις, παρήγαγαν και παράγουν όλη την κίνηση των πολέμων, των κατακτήσεων, των συμφωνιών και των αποικιοποιήσεων, κλπ. Σ’ αυτό το δράμα φάνηκαν πάντοτε σαν οδηγοί της κοινωνίας οι άνθρωποι που ονομάζονται επιφανείς ή μεγάλοι και από την παρουσία τους ο εμπειρισμός έβγαλε το επιχείρημα ότι ήταν οι πρωταίτιοι της ίδιας της ιστορίας. Το ν’ αναγάγουμε την εξήγηση της εμφάνισής τους στις γενικές αιτίες και τους κοινούς όρους της κοινωνικής δομής είναι κάτι που έρχεται σε πλήρη αρμονία με τα δεδομένα της θεωρίας μας· αλλά να δοκιμάσουμε να τα εξαλείψουμε, όπως ευχαρίστως θα έκαναν ορισμένοι προσποιητοί αντικειμενιστές του κοινωνιολογισμού είναι αληθινή μωρία. Και, συμπερασματικά, ο οπαδός του ιστορικού υλισμού που προσπαθεί να εκθέσει και να εξιστορήσει δεν πρέπει να το κάνει σχηματοποιώντας. Η ιστορία είναι πάντοτε συγκεκριμένη, διαγεγραμμένη, άπειρα τραχιά και ποικιλόμορφη. Έχει συνδυασμούς και προοπτικές. Δεν αρκεί να καταργήσουμε προληπτικά την προϋπόθεση των παραγόντων γιατί όποιος εξιστορεί βρίσκεται συνεχώς μπροστά σε πράγματα που φαίνονται διακεκριμένα, ανεξάρτητα και καθαυτά. Η δυσκολία βρίσκεται στο να συλλάβουμε το σύνολο σαν σύνολο, και να διακρίνουμε τις σχέσεις με διάρκεια από τα σύντομα συμβάντα. Το άθροισμα των στενά επάλληλων και σύντομων συμβάντων είναι ολόκληρη η ιστορία· σαν να λέμε δηλαδή πως είναι όλα αυτά που εμείς ξέρουμε πως είναι δικά μας, στο βαθμό που είμαστε κοινωνικά όντα και όχι πια απλώς ζώα.
XII Αλλά στο σύνολο και στη συνεχή αναγκαιότητα όλων των ιστορικών συμβάντων δεν υπάρχει λοιπόν, ρωτούν μερικοί, κανένα νόημα και καμιά σημασία; Αυτό το ερώτημα είτε ξεκινάει από το πεδίο των ιδεαλιστών είτε φτάνει σε μας από το στόμα των πιο συνετών κριτικών, σίγουρα, και σε όλες τις περιπτώσεις, όπως επιβάλλεται στην προσοχή μας έτσι απαιτεί και την κατάλληλη απάντηση. Στην πραγματικότητα, αν σκεφτούμε τις προϋποθέσεις, αισθητές ή διανοητικές, από τις οποίες ξεκινά η αντίληψη της προόδου, σαν η ιδέα εκείνη που περιέχει και αγκαλιάζει την ολότητα της ανθρώπινης δραστηριότητας, βλέπουμε πως αυτές οι προϋποθέσεις βασίζονται όλες στη διανοητική ανάγκη, ότι μένει σε μας να αποδοθεί στη σειρά, ή τις σειρές των συμβάντων, ένα ορισμένο νόημα και μια ορισμένη σημασία. Η Έννοια της προόδου, για όποιον την εξετάζει καλά μέσα στην ειδική της φύση, συνεπάγεται πάντοτε αξιολογικές κρίσεις· και γι’ αυτό δεν μπορεί να συγχέεται με τη γυμνή και ωμή έννοια της απλής ανάπτυξης, η οποία δεν περιλαμβάνει ακριβώς εκείνη την αύξηση της αξίας, χάρη στην οποία λέμε για ένα πράγμα πώς προοδεύει. Είπα κιόλας πιο πάνω και, νομίζω, αρκετά εκτενώς, πως η πρόοδος δεν επιτυγχάνεται σαν επιταγή ή διαταγή πάνω στη φυσική και άμεση εναλλαγή των ανθρώπινων γενεών. Αύτη είναι τόσο αισθητή όσο αισθητή είναι η σημερινή συνύπαρξη λαών, εθνών και κρατών που βρίσκονται σ’ ένα και τον αυτό χρόνο σε διαφορετικό στάδιο ανάπτυξης· στο βαθμό που είναι αναντίρρητη η παρούσα κατάσταση σχετικότητας και αντίστοιχης ανωτερότητας και κατωτερότητας λαού και λαού· και στο βαθμό που βεβαιώνεται τελικά η μερική και σχετική πρόοδος που έχουμε πολλές φορές στην ιστορία, όπως έγινε επί αιώνες με την Ιταλία. Μάλιστα, αν μπορεί να υπάρξει ποτέ απτή απόδειξη του πώς η πρόοδος δεν πρέπει να νοείται με την έννοια του ενός άμεσου νόμου και, θα το πω προς ενίσχυση, ενός φυσικού ή μοιραίου νόμου, είναι αυτή ακριβώς: πώς η κοινωνική ανάπτυξη, από τις ίδιες τις αιτίες της διαδικασίας που της είναι σύμφυτες, συχνά κατέληξε στην οπισθοδρόμηση. Από την άλλη μεριά, είναι καθαρό και βεβαιωμένο ότι έτσι η πρόοδος, όπως και η πιθανότητα οπισθοδρόμησης, δεν αποτελούν με το πρώτο ούτε άμεσο προνόμιο, ούτε έμφυτο φυλετικό μειονέκτημα· ούτε είναι άμεσο
παρεπόμενο των γεωγραφικών συνθηκών. Γιατί όχι μόνο τα πρωτόγονα κέντρα πολιτισμού ήταν πολλαπλά και όχι μόνο τα κέντρα αυτά μετατοπίστηκαν στην πορεία των αιώνων, αλλά υπάρχει και το γεγονός ότι τα μέσα, τα ευρήματα, τα αποτελέσματα και οι ωθήσεις ενός συγκεκριμένου πολιτισμού, που έχει κιόλας αναπτυχθεί, είναι, μέσα σ’ ορισμένα όρια, ανακοινώσιμα σε όλους τους ανθρώπους έπ’ άπειρο. Δηλαδή, με μια λέξη, πρόοδος και οπισθοδρόμηση σχετίζονται με τις συνθήκες και το ρυθμό της κοινωνικής ανάπτυξης γενικά. Η πίστη, λοιπόν, στην καθολικότητα της προόδου, που φάνηκε τόσο ορμητική το 18ο αιώνα έχει ένα πρώτο σημείο θετικό· δηλαδή, ότι οι άνθρωποι όταν δεν βρίσκουν εμπόδια στις εξωτερικές συνθήκες, και δεν τα βρίσκουν σε κείνες που προκύπτουν από το έργο τους στο κοινωνικό περιβάλλον, είναι όλοι ικανοί να προοδεύσουν. Και, κατόπιν, στο βάθος της υποτιθέμενης ή φανταστικής, είτε πιστευόμενης ενότητας της ιστορίας, χάρη στην οποία η πρόοδος των διαφόρων κοινωνιών θα αποτελούσε κάτι σαν μοναδική σειρά προόδου, βρίσκεται ένα άλλο γεγονός που έδοσε αφορμή και ευκαιρία σε τόσες ιδεολογικές φαντασιώσεις. Αν δεν προόδευσαν όλοι οι λαοί το ίδιο, και μάλιστα μερικοί είτε παγιδεύτηκαν, είτε βάδισαν στο δρόμο της οπισθοδρόμησης, αν η πρόοδος της κοινωνικής ανάπτυξης δεν είχε πάντα, σε κάθε χώρο και χρόνο, τον ίδιο ρυθμό και την ίδια ένταση, είναι όμως παρ’ όλ’ αυτά σίγουρο το γεγονός ότι στο πέρασμα της αποφασιστικής δράσης από λαό σε λαό στην πορεία της ιστορίας, τα χρήσιμα προϊόντα που είχαν αποκτηθεί ήδη από κείνους που παρήκμαζαν πέρασαν σε κείνους που προχωρούσαν και ανέβαιναν. Πράγμα που δεν ισχύει μόνο για τα προϊόντα, ας πούμε, του αισθήματος και της φαντασίας, που ωστόσο συσσωρεύονται και συνεχίζουν στη φιλολογική παράδοση, όσο ισχύει για τ’ αποτελέσματα του νου και κυρίως για την ανακάλυψη και την παραγωγή των τεχνικών μέσων που, όπου αποκτώνται, άμεσα μεταδίδονται και ανακοινώνονται. Χρειάζεται μήπως να υπενθυμίσουμε ότι η γραφή δεν χάθηκε ποτέ, όσο κι αν οι λαοί που την ανακάλυψαν εξαφανίστηκαν από την ιστορική συνέχεια; Χρειάζεται μήπως να θυμίσουμε ότι έχουμε ακόμη σήμερα στις τσέπες μας, στα ωρολόγια μας, τη βαβυλωνιακή πλάκα, πως χρησιμοποιούμε την άλγεβρα που την ανακάλυψαν οι άραβες, των οποίων η ιστορική δραστηριότητα σκορπίστηκε κατόπιν όπως η άμμος
στην έρημο; Δεν αξίζει να πολλαπλασιάσουμε τυχαία και έπ’ άπειρο τα παραδείγματα, γιατί αρκεί να έχουμε κατά νου την τεχνολογία και την ιστορία των ανακαλύψεων, με την πλατιά έννοια της λέξης, στην οποία είναι εμφανής η σχεδόν συνεχής μετάδοση των εργαλειακών μέσων της εργασίας και της παραγωγής. Και, τέλος, οι προσωρινές συνόψεις που ονομάζονται καθολικές ιστορίες, όσο κι αν προβάλουν πάντοτε, και στην πρόθεση και στην εκτέλεση, κάτι το βιασμένο και το τεχνητό, δεν θα είχαν ποτέ ούτε καν φτάσει στην απόπειρα, αν οι ανθρώπινες περιπέτειες δεν πρόσφεραν στον εμπειρισμό των ιστοριογράφων ένα κάποιο νήμα συνέχειας, έστω και λεπτό. Να η Ιταλία του 16ου αιώνα, που φανερά βρίσκεται σε παρακμή· αλλά ενώ παρακμάζει, μεταδίδει στην υπόλοιπη Ευρώπη τα διανοητικά της όπλα. Ούτε παραμένουν αυτά μόνα σαν κληρονομιά στον πολιτισμό που συνεχίζεται· αλλά και η παγκόσμια αγορά εγκαθιδρύεται πάνω στις βάσεις εκείνων των γεωγραφικών ανακαλύψεων και κείνων των ναυτικών ευρημάτων που ήταν έργο των εμπόρων και των ταξιδιωτών και ναυτικών της Ιταλίας. Ούτε μόνο οι μέθοδοι του πολέμου και η τελειοποίηση της πολιτικής πανουργίας πέρασαν έξω από την Ιταλία (πράγμα με το οποίο και μόνο ασχολούνται συνήθως οι καλλιεργημένοι)· αλλά και η τέχνη τού να κάνεις χρήματα με όλη τη σαφήνεια μιας επεξεργασμένης εμπορικής θεωρίας καθώς επίσης σιγά σιγά και τα στοιχεία της επιστήμης στα οποία είναι βασισμένη η σύγχρονη τεχνική και κυρίως η μεθοδική άρδευση των πεδιάδων και οι γενικοί νόμοι της υδραυλικής. Όλ’ αυτά είναι τόσο ακριβολογημένα αληθινά, που σε κάποιον που αγαπά τις εικασίες θα μπορούσε να του έρθει στο μυαλό να προτείνει αυτό το ζήτημα: τί θα ήταν η Ιταλία σ’ αυτή τη σύγχρονη αστική εποχή αν, πραγματοποιώντας το σχέδιο της ενετικής Γερουσίας (1504) να κάνει κάτι που θα έμοιαζε στην πραγματικότητα με το σχέδιο του ισθμού του Σουέζ, το ιταλικό ναυτικό βρισκόταν στο σημείο να αμιλλάται άμεσα με τους πορτογάλους στον Ινδικό Ωκεανό τη στιγμή ακριβώς που η μετατόπιση της ιστορικής δράσης από τη Μεσόγειο στον Ωκεανό προετοίμαζε την παρακμή μας; Αλλά φτάνει μ’ αυτές τις φαντασίες! Μια ορισμένη ιστορική συνέχεια, με την εμπειρική και εξαρτημένη έννοια της μεταβίβασης και της επακόλουθης ανάπτυξης των μέσων του πολιτισμού είναι, λοιπόν, αδιαμφισβήτητο γεγονός. Και μολονότι αυτό το
γεγονός αποκλείει κάθε ιδέα προκατασκευασμένου σχεδίου, μιας σκοπιμότητας εκ προθέσεως ή λανθάνουσας, προκαθορισμένης αρμονίας και όλες εκείνες τις άλλες φαντασιώσεις πάνω στις όποιες έχει γίνει τόση κερδοσκοπία, δεν αποκλείει όμως και την ιδέα της προόδου, που εμείς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε σαν εκτίμηση της πορείας του ανθρώπινου γίγνεσθαι. Είναι αναμφίβολο βέβαια πως η πρόοδος δεν αγκαλιάζει υλικά την εναλλαγή των γενεών, και πώς η κίνηση της δεν συνεπάγεται τίποτε το κατηγορηματικό, τόσο που οι κοινωνίες έχουν κάνει επίσης οπισθοδρομήσεις, αλλά αυτό δεν αφαιρεί το γεγονός πως η ιδέα τούτη μπορεί να μας χρησιμεύσει σαν οδηγητικό νήμα και μέτρο για τη σημασία της ιστορικής διαδικασίας. Απ’ αυτές τις κριτικές επιφυλάξεις, τόσο στη χρήση των ειδικών εννοιών όσο και στον τρόπο της εφαρμογής τους, δεν καταλαβαίνουν τίποτα οι φτωχοί εκείνοι ακραίοι εξελικτικιστές, που είναι επιστήμονες χωρίς γραμματική και χωρίς τον οδηγό καλής συμπεριφοράς της επιστήμης, δηλαδή χωρίς τη λογική. Όπως είπαμε τόσες φορές, οι ιδέες δεν πέφτουν απ’ τον ουρανό και κείνες επίσης που σε συγκεκριμένες στιγμές ανακύπτουν από συγκεκριμένες καταστάσεις, με την ορμή της πίστης και με μεταφυσικό ένδυμα, φέρνουν πάντοτε μέσα τους την ένδειξη ότι αντιστοιχούν σε μια τάξη γεγονότων για τα οποία γίνεται απόπειρα και αναζητείται η εξήγηση. Η ιδέα της προόδου, σαν ενοποιητικού στοιχείου της ιστορίας, εμφανίστηκε βίαια και γιγαντώθηκε στο 18ο αιώνα, δηλαδή στην ηρωική περίοδο της πολιτικής και διανοητικής ζωής της επαναστατικής αστικής τάξης. Όπως αυτή γέννησε, στην κατηγορία των έργων, την πιο έντονη περίοδο της ιστορίας που γνωρίσαμε ποτέ, έτσι παρήγαγε ταυτόχρονα τη δική της ιδεολογία στην έννοια της προόδου. Αυτή η ιδεολογία στην ουσία της και προς στιγμή, σημαίνει, ότι ο καπιταλισμός είναι η μοναδική μορφή παραγωγής ικανή να επεκταθεί σ’ ολόκληρη τη γη και να φέρει όλο το ανθρώπινο γένος σε συνθήκες που μοιάζουν παντού. Αν η σύγχρονη τεχνική μπορεί να μας οδηγήσει παντού, αν όλο το ανθρώπινο γένος εμφανίζεται σαν ένα και μόνο πεδίο ανταγωνισμού, και όλη η γη σαν μια και μόνη αγορά, γιατί να εκπλαγούμε αν η ιδεολογία που αντανακλά αυτές τις πραγματικές συνθήκες φτάνει στη διαπίστωση πως η παρούσα ιστορική ενότητα προετοιμάστηκε απ’ όλα όσα προηγήθηκαν; Μεταφράστε αύτη την έννοια της υποτιθέμενης προετοιμασίας σε κείνη την καθόλου φυσική των επαληθεύσιμων
επακόλουθων συνθηκών και να ανοιχτός ο δρόμος απ’ τον οποίο φτάνουμε από την ιδεολογία της προόδου στον ιστορικό υλισμό: και φτάνουμε επίσης στη διαπίστωση του Μαρξ πως αυτή η μορφή της αστικής παραγωγής είναι η τελευταία ανταγωνιστική μορφή της διαδικασίας της κοινωνίας. Τα θαύματα της αστικής εποχής, με την ενοποίηση της κοινωνικής διαδικασίας, δεν βρίσκουν ανταπόκριση στο παρελθόν. Να εδώ ολόκληρος ο Νέος Κόσμος, και κατόπιν η Αυστραλία, η Νότια Αφρική και η Νέα Ζηλανδία! Και είναι όλοι σαν και μας! Και μετά, ο αντίκτυπος στην Άπω Ανατολή με την απομίμηση και στην Αφρική με την κατάκτηση! Μπροστά σ’ αύτη την καθολικότητα κι αυτό τον κοσμοπολιτισμό, η κατάκτηση των Κελτών και των Ιβήρων από τον ρωμαϊκό πολιτισμό και κείνη των Γερμανών και των Σλάβων από τον κύκλο του ρωμαιο-βυζαντινο-χριστιανικού πολιτισμού μειώνεται. Αυτή η ενοποίηση που ολοένα αυξάνεται αντανακλάται κάθε μέρα και πιο πολύ στον πολιτικό μηχανισμό της Ευρώπης· μηχανισμό, ο όποιος επειδή είναι βασισμένος στην οικονομική κατάκτηση των άλλων μερών του κόσμου, ταλαντεύεται τώρα πια ανάμεσα στην άμπωτη και την πλημυρίδα, που έρχεται από τις πιο απόμακρες περιοχές. Σ’ αυτό το πολυσύνθετο πλέγμα δράσεων και αντιδράσεων, ο πόλεμος μεταξύ Ιαπωνίας και Κίνας, που έγινε με τα μέσα, ή απομιμήσεις ή κυριολεκτικά δάνεια από την Ευρωπαϊκή τεχνική, αφήνει τα ίχνη του, ούτε ελαφρά ούτε μικρής διάρκειας, στις διπλωματικές σχέσεις της Ευρώπης, κι αφήνει τα πιο ζωηρά απ’ αυτά στο χρηματιστήριο, που είναι ο πιστός διερμηνευτής της συνείδησης της εποχής μας. Αύτη η Ευρώπη, δασκάλα όλου του υπόλοιπου κόσμου, είδε πρόσφατα να ταλαντεύονται οι σχέσεις της πολιτικής των κρατών της με μια αναδίπλωση στο Τρανσβάαλ και με μια αποτυχία των ιταλικών όπλων στην Αβησσυνία, ακριβώς αυτές τις τελευταίες μέρες. Οι αιώνες που προετοίμασαν και έφεραν στη σημερινή της μορφή την οικονομική κυριαρχία της αστικής παραγωγής, ανέπτυξαν επίσης την τάση να ενοποιηθεί η ιστορία κάτω από μια γενική οπτική· και μ’ αυτό τον τρόπο εξηγείται και δικαιολογείται η ιδεολογία της προόδου που διαμορφώνει τόσα βιβλία φιλοσοφίας της ιστορίας και της Kulturgeschichte. Η ενότητα της κοινωνικής μορφής, δηλαδή η ενότητα της καπιταλιστικής μορφής στην παραγωγή, όπου η αστική τάξη τείνει
από αιώνες, αντανακλάστηκε στην έννοια της ενότητας της ιστορίας με μορφές τόσο υποβλητικές όσο δεν μπορούσε ποτέ να δόσει στη σκέψη ο στενός κοσμοπολιτισμός της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ούτε ο μονόπλευρος εκείνος της καθολικής εκκλησίας. Αλλά αυτή η ενοποίηση της κοινωνικής ζωής μέσα από την αστική καπιταλιστική μορφή αναπτύχθηκε για πρώτη φορά, και συνεχίζει και τώρα ν’ αναπτύσσεται, όχι σύμφωνα με κανόνες, σχέδια και προκατασκευές, αλλά, αντίθετα, μέσα από συγκρούσεις και αγώνες που στο σύνολο τους σχηματίζουν ένα κολοσσιαίο πλέγμα αντιθέσεων. Πόλεμος προς τα έξω και πόλεμος προς τα μέσα. Πάλη ακατάπαυστη ανάμεσα στα έθνη, και πάλη ακατάπαυστη ανάμεσα στα μέλη των διαφόρων κρατών. Και είναι τόσο περίπλοκη η σύνδεση των έργων και των πράξεων τόσων συναγωνιστών, ανταγωνιστών και αντιπάλων που ο συντονισμός των γεγονότων ξεφεύγει πολύ συχνά την προσοχή ώστε να μην είναι καθόλου εύκολο να συλληφθεί ο τελευταίος δεσμός. Η άμιλλα που τώρα υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους, οι αγώνες που τώρα με διάφορες μεθόδους αναπτύσσονται ανάμεσα στα έθνη, μας κάνουν να καταλάβουμε καλύτερα μέσα σε ποιες δυσκολίες κινήθηκε η ιστορία του παρελθόντος. Και αν η αστική ιδεολογία, αντανακλώντας την τάση για καπιταλιστική ενοποίηση, διακήρυξε την πρόοδο του ανθρώπινου γένους, ο ιστορικός υλισμός, ανατρέποντας, και χωρίς διακηρύξεις, ανακάλυψε πως μέσα στις αντιθέσεις βρισκόταν ως τώρα η αιτία και η αφορμή κάθε ιστορικού συμβάντος. Γι’ αυτό κιόλας η κίνηση της ιστορίας, αν παρθεί γενικά φαίνεται να ταλαντεύεται· ή καλύτερα, για να χρησιμοποιήσουμε μια πιο χαρακτηριστική εικόνα, μας φαίνεται πως αναπτύσσεται πάνω σε μια σπασμένη γραμμή, που αλλάζει συχνά κατεύθυνση και ξανασπάει και σε μερικά σημεία σαν να ξαναγυρίζει πίσω, μερικές φορές ξεδιπλώνεται και απομακρύνεται πολύ από το αρχικό σημείο –ένα αληθινό ζικ-ζακ. Εξαιτίας των εσωτερικών περιπλοκών κάθε κοινωνίας και εξαιτίας της συνάντησης πολλών κοινωνιών στο πεδίο του ανταγωνισμού (από τις γνήσιες μορφές επιδρομών, ληστείας και πειρατείας, ως τις πιο λεπτές μεθόδους του κομψού χρηματιστηριακού παιχνιδιού!) είναι φυσικό πως κάθε ιστορικό αποτέλεσμα, όταν μετριέται με μόνο το μέτρο της ατομικής προσδοκίας, εμφανίζεται πολύ συχνά σαν περίπτωση και, όταν
ιδωθεί μετά θεωρητικά, ξαναγυρνάει στο νου πιο μπερδεμένο κι απ’ τις μετεωρολογικές προβλέψεις. Γι’ αυτό δεν είναι απλό φραστικό σχήμα όταν λέμε πως η ειρωνεία κυριαρχεί στην ιστορία· γιατί, πραγματικά, αν κανείς θεός του Επίκουρου δεν γελάει εκεί πάνω για τα ανθρώπινα πράγματα όμως, εδώ κάτω τα ανθρώπινα πράγματα εξυφαίνουν από μόνα τους μια Θεία Κωμωδία. Θα πάψει ποτέ αυτή η ειρωνεία της ανθρώπινης μοίρας; Θα είναι δηλαδή ποτέ δυνατή μια τέτια μορφή συμβίωσης που να αφήνει χώρο στη συνεργατική και ολοκληρωμένη ανάπτυξη όλων των κλίσεων, έτσι ώστε η παραπέρα διαδικασία της ιστορίας να γίνεται αληθινή και πραγματική εξέλιξη; Θα γίνει δυνατός, αν έτσι αρέσει στους εραστές των στρογγυλεμένων φράσεων, ο εξανθρωπισμός όλων των ανθρώπων; Αν εξαλείφονταν, στον κομμουνισμό της παραγωγής, οι αντιθέσεις, που είναι τώρα αιτία και αποτέλεσμα των οικονομικών διαφορών, τότε όλες οι ανθρώπινες ενέργειες δεν θα αποκτούσαν έναν υψηλό βαθμό επάρκειας και έντασης στα συνεταιριστικά αποτελέσματα, και ταυτόχρονα δεν θα εξελίσσονταν με τη μεγαλύτερη ελευθερία ατομικότητας κάθε ξεχωριστού προσώπου; Στις καταφατικές στις ερωτήσεις τούτες απαντήσεις βρίσκεται το σύνολο αυτού που λέει, δηλαδή προλέγει, ο κριτικός κομμουνισμός για το μέλλον. Και δεν το λέει και προλέει σαν να συζητάει μια αφηρημένη δυνατότητα ή σαν κάποιος που θέλει με το μυαλό του να είναι έτσι μια κατάσταση πραγμάτων, που την ελπίζει ή την λαχταράει. Αλλά λέει και προλέει σαν κάποιος που διατυπώνει αυτό που είναι αναπόφευκτο να συμβεί, χάρη στην απέραντη αναγκαιότητα της ιστορίας, αν ειδωθεί και μελετηθεί τώρα πια στο βάθος της οικονομικής της υποδομής. «Μονάχα σε μια τάξη πραγμάτων όπου δεν θα υπάρχουν πια τάξεις και
ταξικοί ανταγωνισμοί, όπου οι κοινωνικές εξελίξεις θα πάψουν να είναι πολιτικές επαναστάσεις» 34 . «Στη θέση της παλιάς αστικής κοινωνίας, με τις τάξεις και τις ταξικές της
αντιθέσεις, θα μπει μια νέα συντροφικότητα, όπου η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός θα είναι ο όρος για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων» 35 . 34 35
Καρλ Μαρξ: Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, εκδόσεις «Νέοι Στόχοι», σελ. 174. Κ. Μαρξ-Φρ. Έγκελς: Κομμουνιστικού Μανιφέστο, Αθήνα 1963, σελ. 84.
«Οι αστικές παραγωγικές σχέσεις είναι η τελευταία ανταγωνιστική
μορφή της κοινωνικής παραγωγής, ανταγωνιστική όχι με την έννοια ενός ανταγωνισμού ατομικού, παρά ανταγωνισμού που γεννιέται από τους κοινωνικούς όρους της ζωής των ατόμων· οι παραγωγικές όμως δυνάμεις που αναπτύσσονται μέσα στην αστική κοινωνία δημιουργούν ταυτόχρονα και τους υλικούς όρους για τη λύση αυτού του ανταγωνισμού. Μ’ αυτή λοιπόν την κοινωνική διαμόρφωση κλείνει η προϊστορία της ανθρώπινης κοινωνίας» 36 . «[Από τη στιγμή που η κοινωνία θα πάρει στην κατοχή της τα μέσα
παραγωγής, παραμερίζεται η εμπορευματική παραγωγή και, συνεπώς, η κυριαρχία του προϊόντος πάνω στους παραγωγούς. Η αναρχία που επικρατούσε στην κοινωνική παραγωγή αντικαθίσταται από τη σχεδιοποιημένη συνειδητή οργάνωση της παραγωγής. Ο αγώνας για την αυτοσυντήρηση σταματά. Έτσι, για πρώτη φορά στην ιστορία ο άνθρωπος θα ξεκόψει οριστικά από το ζωικό βασίλειο, και θα περάσει από τις κτηνώδεις συνθήκες ύπαρξης σε πραγματικά ανθρώπινες συνθήκες. Το σύνολο των συνθηκών της ζωής που περιβάλλουν τους ανθρώπους, και που ως τώρα κυριαρχούσαν επάνω τους, υποτάσσονται τώρα στην εξουσία τους και στον έλεγχο τους και για πρώτη φορά οι άνθρωποι γίνονται συνειδητά και πραγματικά κύριοι της Φύσης και συνάμα, γίνονται κύριοι και της ίδιας τους της κοινωνικότητας. Οι νόμοι που διέπουν τη δική τους κοινωνική δραστηριότητα και που ως τώρα ορθώνονταν απέναντι τους σαν ξένοι, σαν φυσικοί νόμοι και που τους καταδυνάστευαν, τώρα οι ίδιοι αυτοί νόμοι θα εφαρμόζονται από τους ίδιους τους ανθρώπους, που θα τους γνωρίζουν ως το βάθος και έτσι θα κυριαρχούν πάνω σ’ αυτούς. Η τάση των ανθρώπων να οργανώνονται σε κοινωνίες που ως τώρα πιστευόταν ότι είχε παραχωρηθεί από τη Φύση και την ιστορία, γίνεται τώρα δικιά τους ελεύθερη πράξη. Οι ως τώρα ξένες αντικειμενικές δυνάμεις, που κυριαρχούσαν πάνω στην ιστορία, μπαίνουν κάτω από τον έλεγχο των ανθρώπων. Μόνο από δω και πέρα οι άνθρωποι θα δημιουργούν συνειδητά την ιστορία τους, μόνο από δω και πέρα τα κοινωνικά ελατήρια που οι ίδιοι θα βάζουν σε κίνηση, θα φέρνουν σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό, τα προσδοκώμενα
36
Καρλ Μαρξ: Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, εκδόσεις «Νέοι Στόχοι», σελ. 15.
αποτελέσματα. Θα πρόκειται για ένα άλμα της ανθρωπότητας από το βασίλειο της ανάγκης στο βασίλειο της ελευθερίας]» 37 . Αν ο Μαρξ και ο Έγκελς ήταν βέβαια κατασκευαστές φράσεων, αν ο νους τους δεν ήταν προσεκτικός ως τη λεπτολογία, από τη χρήση και την καθημερινή και ακριβολόγα εφαρμογή των επιστημονικών μέσων, αν η συχνή επαφή με τόσους συνωμότες και ονειροπόλους δεν τους είχε κάνει να απεχθάνονται τις ουτοπίες, μάλιστα ως τη σχολαστικότητα του αντίθετου, οι ρήσεις αυτές θα μπορούσαν να θεωρηθούν μεγαλοφυείς παραδοξολογίες, που ξεφεύγουν από την εξέταση της κριτικής. Αλλά αυτές οι ρήσεις είναι σαν το κλεισμένο, μάλιστα το πραγματικό συμπέρασμα, της θεωρίας του ιστορικού υλισμού. Προκύπτουν απευθείας από τη γραμμή της κριτικής της οικονομίας και από την ιστορική διαλεκτική. Στις ρήσεις αυτές, που είναι άλλωστε αναπτύξιμες, όπως θα έχω την ευκαιρία να δείξω αλλού, συνοψίζεται ολόκληρη η πρόβλεψη για το μέλλον που δεν είναι κι ούτε θέλει να είναι μυθιστόρημα η ουτοπία. Και στις ίδιες αυτές ρήσεις βρίσκεται η κατάλληλη και συμπερασματική απάντηση στο ερώτημα με το οποίο αρχίζει το κεφάλαιο τούτο: αν, δηλαδή, στη σειρά των ιστορικών συμβάντων υπάρχει τελικά και πραγματικά νόημα και έννοια. Εδώ τελειώνω, γιατί πιστεύω πώς για μια προκαταρκτική αποσαφήνιση είπαμε αρκετά. Ρώμη, 10 Μαρτίου 1896
37
Έγκελς: Αντιντίριγκ, εκδόσεις «Αναγνωστίδη», σελ. 420.