Γ
■·.....
;Η5Λ0^Μ®
ν φ
· 6γ Α * « ε,ι # Λ τ Ρ » « ΛΝΙ 'Γ^··ιψ βμζ |^ν° |
\ί>
..ίκίν,^Λν
>Ή"
./ϋ ΐο νλ Μ Δ ^ -'-^
Λ ^ γ''\ Ν \_ -·
;:
.,
Η
'^
^
'; - ,Χ
04* * . / ' ,β.
'■'* » ’
)
^' ν
Ε80ΥΣΙΑ
;
α
, :φ '■"''·
''>·
ΕΥΡΩΠΗ νοΓ···
^*κ1 £4Κ<* Κ_ I \ 9*1 το
V »# *
'^ΤλΓ α^χχα>5 · ,
/Μ'Ο' ροίρροηη'
Ψ
-
*ϊ|
Μ
* ’ι
Η αυτοκρατορία του Χίτλερ αποτέλεσε τη μεγαλύ τερη, πιο βάναυση και πιο φιλόδοξη αναδιάταξη της Ευρώπης που επιχειρήθηκε ποτέ στην ιστορία της. Το μέλλον για το οποίο την προόριζε ήταν μια νέα φυλετική τάξη πραγμάτων στηριγμένη στο ξερίζωμα, την επανεγκατάσταση και την εξόντωση εκα τομμυρίων ανθρώπων. Η δημοκρατία, το διεθνές δίκαιο, οι πιο στοιχειώδεις κανόνες συνύπαρξης κα ταλύθηκαν καθώς μαζικές δολοφονίες, σύγχρονες τεχνικές διαχείρισης και κολοσσιαίες οργανωτικές και διοικητικές ανεπάρκειες συγχωνεύτηκαν σ’ ένα θανάσιμο ιδεολογικοπολιτικό κοκτέιλ. Το βιβλίο χαρτογραφεί το τοπίο της ναζιστικής αυτοκρατορικής φαντασίας: από τα όνειρα των οι κονομολόγων να μετατρέψουν την Ευρώπη σε μια τεράστια οικονομική αγορά για τα γερμανικά συμ φέροντα μέχρι τα σχέδια του ίδιου του Χίτλερ για νέους διηπειρωτικούς αυτοκινητόδρομους που θα διέσχιζαν τις εθνοκαθαρμένες ρωσικές στέπες, κι από κει μέχρι τις φαντασμαγορικές θεωρίες του επιτελείου και των Ες-Ες περί ολοκληρωτικού πο λέμου, Τελικής Λύσης και μακραίωνης πολιτικής κυριαρχίας. Πάνω απ’ όλα, αυτή η ανατριχιαστική περιγραφή δείχνει τι συνέβη όταν τέτοιες ιδέες συναντήθηκαν με την πραγματικότητα. Μετά τους πρώτους θριάμβους στα πεδία των μαχών, η χρεοκοπία του " πολιτικού οράματος των ναζί για την Ευρώπη άρχισε να γίνεται φανερή: καθώς η Νέα Τάξη καταποντιζόταν σε αλλεπάλληλες στρατιωτικές απο τυχίες, αυτό που έμενε πίσω ήταν μια ήπειρος διαβρωμένη από τη συνεργασία με τον κατακτητή, εξαθλιωμένη από τη λεηλασία και την εκμετάλ λευση, τσακισμένη από την τρομοκρατία, τη γε νοκτονία και τη μαζική καταστροφή. Πρόκειται για ένα τραύμα που σημάδεψε ανε ξίτηλα την Ευρώπη και άλλαξε ριζικά τη θέση της στον κόσμο. Η αυτοκρατορία του Χίτλερ προσφέρει μια νέα, σφαιρική αποτίμηση αυτής της εμπειρίας, μια αποκαλυπτική εικόνα του μέλλοντος που δεν ήρθε ποτέ και μια πρωτό τυπη ερμηνεία του ακατανόητου εφιάλτη που πρόλαβε παρ’ όλα αυτά να γίνει η Ευρώπη για αναρίθμητους κατοίκους της και για ολόκληρο τον κόσμο. Κ
ΜΑΚΚ ΜΑΖΟ\νΕΚ
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ Ναζιστική εξουσία στην κατοχική Ενρώκη
Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΡΕΜΕΝΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ
Περιεχόμενα Κατάλογος εικ όνω ν..................................................................................................
ϊχ
Κατάλογος χαρτών .................................................................................................
χϊ
Ε υχαριστίες...................................... .......................................................................
χχνϊΐ
Συντομογραφίες και αρκτικόλεξα.........................................................................
χχϊχ
Πρόλογος: Η θέα από το Β άρτσιν.........................................................................
χχχίΐϊ
Ε ισαγω γή...................................................................................................................
1
Μέρος 1: Για τη Μεγάλη Γερμανία 1. Γερμανοί και Σλάβοι: 1848-1918...................................................................
15
2. Από τις Βερσαλλίες στη Β ιέ ν ν η .....................................................................
31
3. Επέκταση και κλιμάκωση: 1938-40...............................................................
53
4. Ο διαμελισμός της Π ολω νίας.............................................. ..........................
78
5. Καλοκαίρι του 1940..........................................................................................
102
^ίκΉ όλεμος εκμηδένισης: Μέσα στη Σοβιετική Ένωση ............................... 137
^ ^
7. Κάντε πάλι γερμανική αυτήν τη γη για μ ένα !..............................................
179
8: Οργανώνοντας την αταξία: 1941-2 ...............................................................
223
Μέρος 2: Η Νέα Τάξη 9. Κάνοντας την κατοχή να αποδώσει .............................................................. 10. Οι ερ γά τες..........................................................................................................294
259 |
Κακέκτυπο διπλωματίας............... .................................................................
319
12. Η Τελική Λύση: το Εβραϊκό Ζ ή τημ α............................................................
368
'
νίϋ
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΑΕΡ
γ ΐ 3 . Η συνεργασία με τον καταχτητή.................................................................... .....416 14. Οι Ανατολικοί παραστάτες..................................................................................446 15. Εναντίω ση...................................... ................................................................. .....471 16. Χίτλερ καπούτ!..................................................................................................
522
Μέρος 3: Προοπτικές 17. Εμείς οι Ευρω παίοι.......................................................................................... .....553 18. Η Νέα Τάξη στην παγκόσμια ισ τ ο ρ ία ..........................................................
576
Σημειώσεις..
605
Βιβλιογραφία
648
Ευρετήριο. . .
673
Κατάλογος εικόνων
Έ γινε κάθε προσπάθεια να έρθουμε σε επαφή με τους κατόχους των πνευματικών δικαιωμάτων. Οι εκδότες με μεγάλη τους χαρά θα διορθώσουν στις μελλοντικές εκδόσεις αυτού του βιβλίου όσα τυχόν λάθη ή παραλείψεις τους επισημανθούν. 1. Οικογένεια με φωτογραφία του Χίτλερ και σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό, Σάλτσμπουργκ, 1938 (Λ§-ίιη&§©δ) 2. Γερμανικά στρατεύματα μπαίνουν στην Πράγα, 1939 (^§-ίπι&§οδ) 3. Ο Χίτλερ με τους Μπόρμαν, Φρικ, Λάμμερς και Στούκαρτ, Πράγα, 1939 {&%ίιη^οδ/υΐΐδΐοίη βιΜ) 4. Ο Σέυς-Ίνκβαρτ με τον Γκλομπότσνικ, 1938 (&ΐ£§-ίιη&§€δ/ιι11δίβίη 6Π<3) 5. Άντρες των δδ με ομάδα Πολωνών αιχμαλώτων, 1939 (υδΗΜΜ, παραχώρηση του ΙηδΐγίιιΙ Ρ&πήοοί Ν&Γοάοχνο]) 6. Ο Φρανκ με τον Χίμλερ στην Κρακοβία, 1940 (υδΗΜΜ, παραχώρηση του ΜΐΙΖΟΙΙΠΙ ΗΐδίΟΓΠ Ρθίθ§Γ&ίπ ΚΓ2ΐ1ίΟ\νδ1α0§Ο Τθ\¥2ίΓΖγδί\ν21Ροίο^ταβ) 7. Ο Χίμλερ και ο Ες επισκέπτονται την έκθεση «Σχεδιασμός και Ανοικοδόμηση της Ανατολής», 1941 (ΒιιικΙεδ&ΓοΙιίν, Κόμπλεντς) 8. Ο Βέρνερ Μπεστ (δϋάάοιιίδοΐιβ Ζοίίιιη^ ΡΙιοΙσ/δοΙιΟΓΐ)
9. Ο Ράινχαρντ Χάυντριχ (^-ίιη^οδ/ιχίΐδίοίη 6ί1<3) 10. Συνομιλίες με τον Μόλοτοφ, 1940 (αΐ^-ίιη&ββδ/ιιΐΐδίβίη βίΐά) 11. Το Σύμφωνο Αντι-Κομιντέρν, 1941 (&1ί§-ίιη&§0δ/υ11δ1οίη Μ ά) 12. Κοκτώ και Μπρέκερ, 1942 (δ^-ίιη^οδ/ιιΐΐδίοΐη βί1<3) 13. Η μαύρη αγορά, Βρυξέλλες, 1942 (&1ί§-ίιηᣩδ/Ραιι1 Α1πΐ3δγ) 14. Πορτρέτο του Πεταίν έξω από τη Π^ιιο ΡΓΣιηςαίδ©, 1941 (Κο§€Γ-νίο1ΐ6ί/ ΤορίοΙο) 15. Μόδα στον ιππόδρομο* Εοη§ο1ι&ιηρ, 1941 (Κο§6Γ-νΐο11οί/Τορίοίο) 16. Καύσωνας, Παρίσι, 1941 (Κο^Γ-νίοΙΙοί/Τορίοίο) 17. Έκθεση «Ο Εβραίος και η Ευρώπη», 1941 (Κο§6Γ-νίο11©1:/Τορίο1:ο)
18. Κάρα Γερμανών της Βεσαραβίας, 1940 (δϋάάοπίδοΚο Ζοίίιιη§ Ρ1ιοΐο/δο1ι©Γΐ)
X
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
19. Κατεδάφιση του νί©ιιχ Ροιΐ, Μασσαλία, 1943 (Εΐ&Μίδδ©πι©η1: Οηέπι&ίο§Γ&ρ1ιίφΐ© ©ΐ ΡΙιοίοβΓ&ρΙπςιι© ά©δ Απη©©δ, Ινιγ, ΟΑΜ 1414 Ι Α Φωτογρ.: \ν©1)©Γ (Ρτορ. Είηδ.)) 20. Το γκέτο του Κόβνο, 1941 (υδΗΜΜ, παραχώρηση του Κ&άιΐδίπη)
0 © ογ §©
Καάίδΐι/Ζνί
21. Τσιγγάνοι στο Μπέουζετς, 1940 (υδΗΜΜ, παραχώρηση του Ατο1ιί\νιιιη Όο\ηιτη&ηί2ίθ]ι Μ©ο1ι&ηίοζη©]) 22. Ο στρατάρχης Αντονέσκου και η γυναίκα του, 1942 (&1ί§-ίπΐ3§©δ/ιι11δ1:©ίη Μ ά) 23. Χίτλερ και Μουσολίνι, 1941 (&Κ§-πη&§©δ/ιι11δ1:©ίη \>τ1ά) 24. Αφαίρεση του βασιλικού γιουγκοσλαβικού αετού από τα κράνη, 1941 (&!*:§ίιη&§©δ/νι11δί©ίη \)Άά) 25. Βάψιμο του υ των Ουστάσε, 1941 (&Κ§-ΐπι&§©δ/ιι11δί©ίη Μ ό) 26. Γερμανικά στρατεύματα στη Σερβία, 1941 (υδΗΜΜ, παραχώρηση του Μιιζ©] Κ©νο1υα]© ΝαΐΌάηοδίί Ιυ§θδ1ανίΐ©) 27. Ταξιαρχία παρτιζάνων Μόλοτοφ (υδΗΜΜ, παραχώρηση του Μυδ©ιιιη οί ΐΐι© ΟΓβαΐ Ρ&ίποίΐο λΥ&Γ (φωτογρ.: Ρ&γ© δοΐιιιΐιηαη)) 28. Η εξέγερση του γκέτο της Βαρσοβίας, 1943 (υδΗΜΜ, παραχώρηση του ΝαίίοηαΙ Ατο1ιίν©δ ηηά ΚβοοΓάδ Αόπηηΐδίταίιοη, 0)11©§© ΡαΛ) 29. Το τρένο του θανάτου του Ιάσιου, 1941 (υδΗΜΜ, παραχώρηση του δ©Γνίοίιι1 Κοπιαη ϋ β ΙηίοΓίηαίϋ) 30. Ουγγροεβραίοι εκτοπισμένοι, 1941 (υδΗΜΜ, παραχώρηση του Ιναη δνοό [φωτογρ.: Ογιι1δ δρίΐζ]) 31. Προσωπικό του Αοϋσβιτς, 1944 (υδΗΜΜ, παραχώρηση Ανώνυμου Δωρητή) 32. Στρατόπεδο συγκέντρωσης Πουάσουβ, 1943-44 (Καίπιιιηό Τίδοΐι) 33. Η απελευθέρωση του Νταχάου, 1945 (υδΗΜΜ, παραχώρηση του Β©η]αππη Ρ©Γ©ηοζ [φωτογρ.: δίάη©γ ΒΙ&ιι]) 34. Σοβιετικά στρατεύματα μπαίνουν στη Βουδαπέστη, 1945 (&Κ§-Ηηα§©δ/υ11δί©ίη Μ ά) 35. Ντάντσιχ, 1945 (αΚ§-πΉ&§6δ/υ11δί©ίη Μ ά) 36. Ξύρισμα κεφαλιού Γαλλίδας, 1944 (Κο§©Γ-νίο11©ί/Τορ£ο1:ο) 37. Η ναζιστική ελίτ, Μοντόρφ-λε-Μπαιν, 1945 (Τύηβ Μα§&ζίη©, 5 Νοεμβρίου 1945/φωτογρ. «Ν.Ο.») Σημείωση: υδΗΜΜ είναι συντομογραφία του υηίΐοά δί&1©δ Ηοΐοο&ιΐδί Μοπιοπαΐ Μιΐδ©ιιιη. Οι απόψεις ή οι γνώμες που εκφράζονται στο παρόν βιβλίο, και τα συμφραζόμενα μέσα στα οποία χρησιμοποιούνται οι εικόνες, δεν αντανακλούν αναγκαστικά τις απόψεις ή την πολιτική του Μουσείου Μνήμης Ολοκαυτώματος των ΗΠΑ, ούτε υπονοούν την έγκριση ή την προσυπογραφή του.
Κατάλογος χαρτών
1. Η εξαφάνιση της Αυστρίας και της Τσεχοσλοβακίας 2. Πολωνία, 1939-40
χίϋ χΐν-χν
3. Η Δυση, τέλη του 1940
χνί
4. Περιοχές επιχειρήσεων και Στρατόπεδα, φθινόπωρο 1942
χνϋ
5. Ευρώπη, 1942 6. Ιμπεριαλιστική υπερέκταση: διάταξη των δυνάμεων, Δεκέμβριος 1941 7. Γενικό Σχέδιο Ανατολής 8. Το μοίρασμα του κόσμου: γερμανικός ναυτικός χάρτης, 1942 9. Η κατάρρευση της αυτοκρατορίας
χνϊΐΐ-χΐχ χχ-χχί χχϊϊ
χχΐίΐ χχϊν-χχν
Ντέμπρετσεν^Γ • (
/
ΡΟΥΜΑΝΙΑ 50 100 150 μΟ,ια __I______ _Ι------------1 100
200 χιλιόμετρα
Ντάουγαβπιλς
Λ,
Πολωνία, 1939-40
Β α λ τ ικ ή Θ ά λ α σ σ α
4 I · Ο Υ Α Ν I Α
Μέμε
|
| 1>ι>μ4ΐνιχ«1 Ι*«1«χ
Γ'
I Η1Λά((>») που μΙ ι »Αμη η Ο ρ μη νία <ιπό την
11
Πολωνία
I Σοβιετική Ένακτη
Ε Καίνιξμπεργκ Γκουμπ Γκουμπίννει
/ 0
Περιοχή του Βίλνιους που η Σοβιετική Ένωση παραχώρησε στη Λιθουανία στις 28 Οκτ. 1939 Σύνορο των γερμανο-σοβιετικών «σφαιρών επιρροής» (23 Αυγ. 1939)
Α ν α τ ο λ ικ ή Π ρ ω σ ία
'βλμίΐινγκ
Εδάφη που κέρδισε η Σοβιετική Ένωση από την Πολωνία
Λα&*ν * Λίντα
Μινσκ
• Στρατιωτικές γραμμές οριοθέτησης με ημερομηνία ορισμού 1 Τελικά γερμανο-σοβιετικά σύνορα, 28 Σεπτ.
Νοβογκρόντεκ^ 100 μίλια
Μπαρανοβί^αί
[β /
50
Σουόνιμ
100
150 χιλιόμετρα
• Κάμινπς Λιτέ^οκι *π·Λπόφσύ
* Κόβτλ ίΚηκηζιμίρρζ Ζιτόμιρ
ΟΥΚΡΑΝΙΑ
4 ΜηφόννμΥ/ί
Π ρ ο τ εκ το ρ ά τ ο
Οστρά^α
\,Κί (Ι'ν/ί
Β οημ ία ς και Μ ορ α βία ς •'λ.,φ
*%
ΐ
'ι
V
7 / / ί 'ν— ' ■/ ·' ')
,—
'-'
„
ΊΓ<*ρνόπόλ \
β
•
\ Μ · Μπρνο Μπ«ν0
'-ν?
/ »/
/
Σησλάβα
| Ζίλινα · ίΛ ί- Ι / Επισιράφηκαν στη Σλοβακία στις 21 Νοεμ. 1939 ^ ο Λ ρ
Λ
^
.ς.*·
&
, "* ^ ν τ 1
, |Ν 1 Κέσμαρκ ι 4 · »
/ ;\Ν Κόσιτσε '.^
--------
ι
(Γ *
/I Χ«ιν»ί*θ»>άβοΐ>β
| 1 Κάμενετς-Πσντόλσχ
Κολυμπά
Μ«ιγ«ιλ/($
1Ί''οΓρνιίοιηι
Ο Υ Γ Γ Α Ρ Ι Α
Χ ι
Προσκουροβ
Μ
----
,
/ / / 7777.
Ζώνες επιχειρήσεων και Στρατόπεδα, _______
φθινόπωρο 1942 Ελσίνκι
- „
^ Στρατόπεδα εξόντωσης Α Κΰοια στρατόπεδα συγκέντρωσης
_____
Κρονσιάνδ^^^^
Κόλπος Φ ινλανδίας .
___ Τάλλιν ΕΣΘΟΝΙΑ Λ Νόβγκοροντ I /Πέιπους
Τάρταν Κόλπος
9
Πσκοφ
Ρίγας
Βέντσπιλς (Βιντάου)Γ
Λ Ε Τ Ο Ν ΙΑ \
ΚΟΜΙΣΑΡΙΑΤΟ Σιαουλιάι « Λ^(Λ« χαβιηχ« ι (Ντονναμπουργκ)
ΤΟΥ ΡΑΙΧ ΛΙΘΟΥΑΝΙΑ
)
· Β&νιουζ
Πόσιαβν' ^ : · Λέπελ
Σμόλενσκ
··.
} ΟΕΤΑΑΝΑΗ Μολϋ !
. / /
ΤραοτιανιΛς ;.Μποβιο*Α_
ρ
χ
Μινσκ · © ·'' ΜογκιλεβΛΚ
'
χ
)
Ζ Ω Ν Η Ε Π Ι Χ Ε Ι Ρ Η'ΣΕ Ω Ν Λ
Ρ ,,
·,
α
Σλουτσκ
Μπαράνοβιτς
} Μπριάνσκ Ρογκάτσεφ
Ρέτσιτσα^
'/Τρού μπτσεβσκ
· Γκόμελ
****., Πινακ...
...../
' Ίίίόβελ
Ρυλσκ *1Κ
* *-%
^
\3 '
| Λονεσκ
-
*
<φθβ. ί > Βίννιχσια : Κάμενετς-Ι" \
I
■V.— ο ϊ
Μσυνκατς *
/
· Κόνοτοπ
Κίεβο ^
ΚΟΜΙΣΑΡΙΑΤΟ ΤΟΥ ΡΑΙΧ ί ί^ Χ . ΟΥΚΡΑΝΙΑ
/
Τσέρνιγκοβ
Κορόσιεν
» Ρόβνο
ΣΛΟΒΑΚΙ Α
€
ν,
Τ σερκάσυνΛ
Λ , * Ουμάν
Κρεμεντσουκ Ντνιεπι * Κίροβγκραντ
Περβομάγιακ . ΟΥΓΓΑΡΙΑ
Κρίβογι
• Ντέμπρετσεν
, ,.ν νχΥΠΕΡΔΝΕΙΕΓΕΡΙ^^ΗΐΜολάγεφ
\
' χ---<"\
\
/
/ 50
ΡΟΥΜΑΝΙΑ 100
150 μίλια
ι ι __ I I------------ 1------------ 1 ο 100 200 χιλιόμετρα
Κισινάου . \ \Τιγκινα
Τιβασπόλ?.
Οδησσός · | Ά λμπα^' (Άκκερμαν)
V·
-
:χόβκα
- , ^==»*
Μα ύ ρ η Θάλασσα
ΚΡΙΜΑΙΑ
Ευρώπη, 1942 Μ Β Η Γερμανικό Ράιχ με τα ενσωματωμένα εδάφη | Εδάφη υπό γερμανική πολιτική διοίκηση |
| Γερμανοκρατοΰμενα εδάφη Ιταλία/Αλβανία Ιταλοκρατουμενα εδάφη Σύμμαχοι του Άξονα V/// Εδάφη φινλανδο-, ρουμανο-, ουγγρο' Μ και βουλγαροκρατουμενα
Βόρεια Ιρλανδία
Ουδέτεροι και μη εμπόλεμοι Σοβιετική Ένωση
200
400 μίλια
__ I__ — I----------1--200
400
600 χιλιόμετρα
Α τ λ α ν τ ι κ ό ς
Ωκεανός
Μαρόκο (γαλλικό)
^Τυνησιών
[(γαλλική) ,
Ευχαριστίες
Είναι μεγάλο το χρέος μου προς τους πολυάριθμους μελετητές στων οποίων τα έρ γα βασίστηκα, και προς τους τόσους θαυμάσιους φοιτητές μου στο Πρίνστον, στο Σάσσεξ, στο Μπίρκμπεκ και στο Κολοΰμπια. Επιθυμώ επίσης να ευχαριστήσω τους παρακάτω γιατί μου έδωσαν την ευκαιρία, αυτοί και οι συνάδελφοί τους, να τους ζαλίσω με τις ιδέες μου: Ρίοτοπί Βζγζτά, ΡιοΙογ Ε&§γοιι και Ηοππ Κ οιίδδο* Ο ια τ ίο δ ΌοΙΠιοΐπι· ΚίοΙίδΓά Εναηδ* Ιάο ά& Ηααη και ΡίοΙΟΓ Κ οιϊιγ )ι ι · Τοηγ ]\ιά ϊ Ε γοζ Μ&ηβ1&· Αηί1ιοηγ Ρ & §άβη και διιβΓ&1ιιηαηγαιη· ΚοΙ)©Γί Ρίρρίη* και Ογ&η Ρτα&ΐδΐι. Η Μ&π1γη Υοιιη§, ο ¥ τ ε ά 0 > ο ρ © Γ , ο Ρπίζ δΐ6πι, ο δΐιοΐάοη Ο & γοπ και ο ΡΜ1 Νογ<3 ανταποκρίθηκαν με πολύ χρήσιμα σχόλια, και το ίδιο ισχύει για όσους συμμετείχαν στα εργαστήρια Β&ΐζ&η του ΒίιΜ>0(±, που τα οργάνωσαν ο Όανίά Ρ©1άιη&η, η Ιοδ δ ίοδ Κ©ίηίδθ1ι και η ΕΚδ&βοίΙι λΥΙιίΙβ. Ωφελήθηκα επίσης πάρα πολύ από τη διανοητική υποστήριξη και τη φιλία των συναδέλφων μου στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Τις ευχαριστίες μου προς τους συμμετάσχοντες μαζί μου στο ερευνητικό πρόγραμμα του Κέντρου Διεθνούς Ιστο ρίας για την Κατοχή, και ιδίως στους ΑΙ&η ΒπηΗ©γ, Μαΐίΐιολν Οοηη©11γ, νίοίοπα ά© Ογ&ζι&, Ιδθβ©1 Ηυΐΐ, Καδίιίά Κΐι&ΐίάί, Μ&γΙΙι ΚθδΚ©ηηί©ιηί, θΓ6§οτγ Μ&ηη, διίδ&η Ρ©(Ι©Γδ©η, Αη(!©Γδ δί©ρ1ι& ηδοη και Ιοίιη λ ν ίΐ ΐ. Οι ν ο & β à ©ç1ια1ιη, Ηο11γ Ο&δ©, ¥ τ& ά Ο ο ο ρ ε Γ , Τοιηίδΐ&ν Όιιϋο, Εβιιγη Εη§6ΐδΙ©ίη, (ϋαΐΐιοπηο Ερδΐ©ίη, ΑΚδοη ΡΓ&ηΚ, ΟεγοΙ 01ιΐ(±, 0&6π©11& Οπβ&ιιάί, Η&ηδ-&ίδ1:Ϊ3η οΐι, Ρί©ί©Γ Ιικίδοη, δίιηοη Κίΐδοη, Ρί©1:©Γ Ε&§γοιι, Μ&Λ ΕΠΙα, ΚΐΓ&η Ραί©1, διίδ&η ΡοάβΓδβη, ϋ©Γ©1ί Ρ©ηδ1&Γ, Κ&ο1ι©1 ΡΜρρδ, Ρι©1:©γ Κοιηΐ)η, ΙΛάίη. δαηΐ&Γ©11ί, Β©η δ1ι©ρ1ι&Γ(1, Ε©οη3π1 δ π π ίΐι, Τίιη δηγά©Γ, Αηά©Γδ δί©ρ1ι&ηδοη, Αά&ιη Τοοζ©, ΜαΛ νοη Ηα§©η, Υί&οΧ >λ^©ίδδ και Τατα ΖβΙιγβ με καθοδήγησαν με τρόπο ανεκτίμητο. Πολλοί, μάλιστα, έκλεψαν χρόνο από το δικό τους βαρύ πρόγραμμα για να διαβάσουν τα προσχέδια και να προτείνουν βελτιώσεις, και είμαι πολύ ευγνώμων σε όλους. Οι 1©δδ&ιηγη Αβ©1, Ηο11γ Οίδ©, Οαίΐιοπη© Ερδί©ΐη, Β©η]αιηΐη Μ&νύη, Ιχοηαπί δ ιη ίΐΐι, Τίιη δηγ(Ι©Γ και Τβγβ ΖεΙιγβ μοιράστηκαν επίσης μαζί μου αδημοσίευτα γραπτά τους που με βοήθησαν αφά νταστα. Εξίσου σημαντικές, αν και με πιο έμμεσο τρόπο, υπήρξαν οι συνομιλίες μου όλα αυτά τα χρόνια με τον αξέχαστο Ρτ&ηαδ Ο&Γδίοη, με τον Επο Ηοβδβ&\νιη,
χχνϋΐ
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
τον Οαιιάίο Ρ&νοη©, τον Ο&ή δοΙιΟΓδΚ© και τον Ρπίζ δίοπι - φάρους φωτεινούς της ιστοριογραφικής τέχνης, οι οποίοι μάλιστα έζησαν εκείνα τα χρόνια. Το μεγαλύτε ρο μέρος αυτού του βιβλίου γράφτηκε ενώ ήμουν αδειούχος από το Κολούμπια, και θέλω να ευχαριστήσω το Τμήμα Ιστορίας που μου παρείχε αυτόν το χρόνο, και επίσης τον Ό&νίά ΒΙ&οΜηιπι, την Ραίποΐα τον Ρ©1©γ ΗβΙΙ και τον Οι&Γΐ©δ Μαί©Γ που με έκαναν να νιώσω τόσο καλοδεχούμενος στο Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και άνοιξαν για μένα τα αμύθητα, όντως, πλούτη της Βιβλιοθήκης \νΐ<1©η©Γ. Ο ΑηάΓ©\ν \νγ1ί©, πάντοτε στο έπακρο δοτικός, εξασφάλισε τις καλύτερες δυνατές συνθήκες για την παραγωγή του βιβλίου. Ο δίπιοη \νίηά©Γ έριξε πρώτος την ιδέα να το γράψω και υπήρξε κρουνός καταπλη κτικών ιδεών, ενθάρρυνσης και κοινού νου ως το τέλος. Ό πως πάντα, δεν θα μπο ρούσα να κάνω χωρίς τις ανεκτίμητες συμβουλές, την εκ του σύνεγγυς ανάγνωση και τη φιλία του Ρ©1©γ Μ&ηάΙεϊ. Ό σ ο όμως για το τι χρωστάω στη Μάρουα Ελσάκρυ, που έζησε παρέα με τους ναζί τα τελευταία ετούτα χρόνια, δεν έχω λόγια να το περιγράψω. Το μόνο που θα πω είναι ότι χωρίς την απίστευτη υπομονή της, τη συμπάθεια και τη βαθιά της ματιά στα πράγματα, τόσο το παρόν βιβλίο όσο και ο συγγραφέας του θα είχαν πολύ χειρότερη μοίρα: έλφι σονκρ, για χαμπίμπι. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω τα πεθερικά μου και τις κουνιάδες μου καθώς και τη Ναντίμ για το δώρο της φιλίας τους, και τα αδέρφια μου και τις οικογένειές τους για την αδιάλειπτη συμπαράστασή τους. Ό σ ο για τους αγαπημένους μου γονείς, έχω ωφεληθεί από τη στήριξη και την ενθάρρυνσή τους για περισσότερο καιρό απ’ όσο μπορώ να θυμάμαι και με περισσότερους τρόπους απ’ όσους μπορώ να αντιληφθώ. Το βιβλίο ετούτο είναι γι’ αυτούς.
Συντομογραφίες και αρκτικόλεξα
ΑΚ
Απηία Κταρλνα (Εγχώριος Στρατός)
ΒΡΚ
Βπίίδθ1ΐ£δ ΡΓβϋΟφδ
ΌΑΡ
ϋοιιΐδοΐιο ΑτΙ>οίΐδίΓοη1: (Γερμανικό Μέτωπο Εργασίας)
ϋΕδΐ
Οοιιΐδοΐιο Εγ<3- ιιηά δί 0ίη\νοΓ^6 ΟπΛΗ (Γερμανικές Γαίες και Πετρώματα ΕΠΕ)
Ό ΥΙ,
Ό ουίδοΐι©
ΕΑΜ/ΕΛΑΣ
Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο / Ελληνικός Λαϊκός Απελευ θερωτικός Στρατός
ΕΟΕ
Εοοηοππο Οοππηίδδίοη £ογ Ειιτορο (Οικονομική Επιτροπή για την Ευρώπη)
ΟΡΟ
ΟβηβΓαΙρΙαη Οδΐ (Γενικό Σχέδιο Ανατολής)
ΗΙ
Η Μ © Γ -Ιιι§εικ1
ΗΚΤ
Ηα-Κα-Τα (Γερμανική Εταιρεία Ανατολικής Μεθορίου)
ΗδδΡΡ
Η οΙιογογ δδ- ιιηά ΡοΙίζοίίϋΙΐΓβΓ (Ανώτερος Ηγέτης των δδ και της Αστυνομίας)
ΙΝΡ
Ιβ\νίδ1ι ΝαίίοηαΙ Ριιηά (Εβραϊκό Εθνικό Ταμείο)
ΚάΡ
Κταίί άιίΓοΙι Ρ γοικ Ιο (Οργάνωση Δύναμη μέσω της Χαράς)
ΚΟΝΚ
Επιτροπή για την Απελευθέρωση των Λαών της Ρωσίας
τνρ
Ι,έ§ίοη ά©δ νοΙοηίαίΓΟδ Ρταηςαίδ οοηίΐΌ 1ε Βοΐοΐιένίδΐηο (Λεγεώ να των Γάλλων Εθελοντών εναντίον του Μπολσεβικισμού)
ΜδΚ
Μουνοιηοηΐ δοοίαΐ ΚένοΙιχϋοηηαίΓΟ (Επαναστατικό Κοινωνικό Κίνημα)
Ν Κ νϋ
Ναρόντνυ Κομισσαριάτ Βνουτρένιχ Ντελ (Κομισαριάτο του Λαού για τις Εσωτερικές Υποθέσεις)
Νδ
Ν αδ]οηα1 δα πιΗ ηβ
ΝδΒ
Να1ΐοηαα1-δοοία1ΐδίίδο1ΐ0 Β0\ν6§ΐη§ (Εθνικοσοσιαλιοτικό Κίνημα)
νοΙΚδΙίδΙ:© (Λίστα του Γερμανικού Λαού)
(Νεολαία Χίτλερ)
(Κόμμα Εθνικής Ενότητας)
XXX
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
Ν δϋΑ Ρ
Ναΐίοηαΐδοζίαΐίδίίδοΐιβ ϋβιιΐδοΐι© ΑτΙ>©ί1:©Γραι1:©ί (Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Κόμμα Εργατών)
ΟΕΟΣ
Οργανισμός Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας
ΟΚΗ
ΟβοΓίίοπιιηαηάο ά©δ Η©©τ©δ (Ανοδτερη Διοίκηση του Στρατού)
ΟΚλν
Οβ©ι±οιηιηαη(1ο άετ \¥©1ιπηαο1ιΙ (Ανώτατη Διοίκηση των Έ νο πλων Δυνάμεων)
ΟΜί
(Υπουργείο του Ράιχ για τα Κατεχόμενα Ανατολικά Εδάφη)
ΟδΤΙ
Οδΐίικίυδίπβ ΟπΛΗ (Ανατολική Βιομηχανία ΕΠΕ)
ΟΤ
Οργανισμός Ύοάί
Ο υΝ
Οργκανιζάτσιγια Ουκράινσκιχ Νατσιοναλίσπβ (Οργάνωση Ουκρανών Εθνικιστών)
ΚΚ ΡΌν
Κοΐοΐΐδΐίοιηππδδαπαί ίϋτ άί© Ρ©δίΐ§ιιη§ άοιιίδοΐιεη νοί^δίππίδ (Επιτροπή/Κομισαριάτο του Ράιχ για την Ενδυνάμωση της Γερμανοσύνης)
ΚΝΡ
Καδδ©ιηΙ)1©πι©ηΙ ΝαίίοηαΙ Ροριιίαίτ© (Εθνικός Λαϊκός Συναγερμός)
ΚδΗΑ
Κ©ΐο1ΐδδίο1ι©Γΐι©ί1:δ1ιαιιρ1:αιηί (Κεντρική Υπηρεσία Ασφαλείας του Ράιχ)
ΚυδΗΑ
Καδδε- ιιηά δί©ά1υη§δ1ιαιιρίαιη1; (Κεντρική Υπηρεσία για τις Φυ λές και τη Μετοίκηση)
Κ νΓ
Κοΐοΐι, νο11^δθΓ(1ηυη§, Ιχ&©ηδΓαυιη
δΑ
δίιΐΓΠΐαΙ)Ιβί1ιιη§ (Τάγματα Εφόδου)
δϋ
δίοΙι©Γΐι©ί1:δ(ϋ©ηδΙ (Υπηρεσία Πληροφοριών των δδ)
δΗΑΕΡ
διιρΓοιη© ΗοαάφίαΓίετδ ΑΙΗεά Εχρ©άί1ίοηαΓγ Ρ ογο© (Ανώτατο Αρχηγείο Συμμαχικής Εκστρατευτικής Δύναμης)
δίΡο
δίο1ι©Γΐι©ίΐδρο1ίΐζ©ί (Αστυνομία Ασφαλείας)
δΟΕ
δρβοίαΐ Ορ©Γαίΐοηδ Εχ©αι1ίν© (Επιτροπή Ειδικών Επιχειρήσεων)
δΟ ί
δ©Γνίο© <ΓΟγ(!γ©Γέ§ίοηηαΐΓ© (Λεγεωναρική Υπηρεσία Τάξης)
δδ
δοΐιιιΐζδίαίίοΐ
δδΡΡ
δδ- ηηά Ρο1ίζ©ίίϋ1ΐéà (Ηγέτης των δδ και της Αστυνομίας)
δΤΟ
δ©Γνίο© <3υ Τταναίΐ ΟΜ^αΙοΐι*© (Θητεία Υποχρεωτικής Εργασίας)
υΝΚΚΑ
υηίί©ά Ναΐίοηδ Κ©1ί©ί αηά Κοίια^ίΐίίαίίοη ΑάηιίηίδΐΓαίΐοη (Δι εύθυνση Αρωγής και Αποκαταστάσεως των Ηνωμένων Εθνών)
νϋΑ
ν©Γ©ίη ίϋΓ άαδ ϋοιιίδοΐιΐιιηι ΐηι Αιΐδίαηά (Ένωση για τη Γερμανοσύνη στο Εξωτερικό)
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΙ ΑΡΚΤΙΚΟΛΕΞΑ
χχχί
νΝ ν
νΐ&αιηδοΐι Νδϋοη&αΐ νοΓβοηά (Φλαμανδική Εθνική Ένωση)
νσΜ ί
νοΠκάειιΙδοΙιβ ΜίΙΙεΙδΐοΙΙο (Υπηρεσία Συντονισμού Εθνοτικών Γερμανών)
λννΗ Α
\νΐΓίδθ1ιαίίδ- ηηά νοηναΐΐυηβδίιαιιρί&ιηΐ: (Κεντρική Υπηρεσία Οικονομικών και Διοίκησης)
ΖΟΒ
Ζγάο\νδ1ία θΓ §& ηίζαο)α Βο]ο\να (Εβραϊκή Οργάνωση Μάχης)
Ζ\ΥΖ
Ζνίίψ.6^ \ν&11ά Ζύτο]η&] (Ένωση Ένοπλου Αγώνα)
Πρόλογος: Η θέα από το Βάρτσιν
Παρόλο που η σταδιακή μείωση και η τελική εξαφάνιση των ανθρώπινων φυλών είναι ένα μυστηριώδες πρόβλημα, μπορούμε να δούμε ότι εξαρτάται από πολλά αίτια. Κάρολος Δαρβίνος, Η καταγωγή του ανθρώπου (Λονδίνο, 1871), 230
Οι πελαργοί μετανάστευαν κιόλας όταν οι πρώτοι Γερμανοί άρχισαν να εγκαταλεί πουν την ανατολική Πρωσία. Τελείωνε το καλοκαίρι του 1944. Τον επόμενο Ιανουά ριο, με τη θερμοκρασία στους μείον είκοσι, πάνω από τρία εκατομμύρια πρόσφυγες μαζί με τα ζώα τους σέρνονταν με κόπο προς τα δυτικά για να ξεφύγουν από την εκ δίκηση του Κόκκινου Στρατού. Χιλιόμετρο το χιλιόμετρο άνοιγαν δρόμο μέσα στο χιόνι, φράζοντας τους δρόμους απ’ όπου πάσχιζε να περάσει ο γερμανικός στρατός που υποχωρούσε. Τα τελευταία τρένα με αμάχους ήταν γεμάτα «ζουπηγμένες μορ φές, ξυλιασμένες απ’ το κρύο, μετά βίας ικανές να σταθούν όρθιες και να βγουν από μέσα* ψιλά ρούχα, κουρέλια τα περισσότερα, λίγες κουβέρτες πάνω απ’ τους γερ τούς ώμους, γκρίζα, βαθουλωτά πρόσωπα». Καθώς το μέτωπο πλησίαζε, εκκενώνο νταν και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, και οι επιζώντες τρόφιμοί τους οδηγούνταν πεζή βαθύτερα μέσα στο Ράιχ* οι φυλακές τους πυροβολούσαν όσους έμεναν πίσω και άφηναν τα κορμιά τους στην άκρη του δρόμου.1 Μια νεαρή πρόσφυγας ήταν Γερμανίδα αριστοκράτισσα και είχε εγκαταλείψει το υποστατικό της οικογένειάς της στην Ανατολική Πρωσία. Μετά από τέσσερις εβδομάδες πάνω στη σέλα, η κόμισσα Μάριον Νταίνχοφ διέσχισε τον Βιστούλα και, καλοπιάνοντας το άλογό της, περιπλανήθηκε στους χιονισμένους χωματόδρομους της Πομερανίας, ώσπου βρέθηκε να περνά τις πύλες της αλλοτινής θερινής κατοικίας του Βίσμαρκ στο Βάρτσιν. Στα απομνημονεύματά της -τα έγραψε πολλά χρόνια αρ γότερα- περιγράφει πώς έστριψε και προχώρησε στη μεγαλόπρεπη αλέα με τις στοι χισμένες βελανιδιές, για να προστατευτεί από τις βίαιες ριπές του ανέμου. Δυο μεγά λα ιππήλατα κάρα, γεμάτα ως απάνω με ξύλινα κιβώτια, έστεκαν μπροστά από το σπίτι. Τα έγγραφα της οικογένειας Βίσμαρκ μετακομίζονταν δυτικά, για ασφάλεια.
χχχΐν
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
Μέσα βρήκε την ογδόντα ενός ετών κόμισσα φον Άρνιμ, που είχε αποφασίσει να μην αφήσει το σπίτι όπου είχαν γεννηθεί τα παιδιά της και όπου ο άντρας της, ο γιος του Βίσμαρκ, είχε πεθάνει πριν από πολλά χρόνια. Εκείνο το βράδυ στο δείπνο, η φον Άρνιμ έτερψε την ξένη της με ιστορίες από τη ζωή στην Αυλή του κάιζερ. Δεν ξέρουμε αν παραδέχτηκε επίσης ότι είχε χαιρετίσει κάποτε τον Φύρερ ως διάδοχο του πεθερού της. "Ισως όμως η άρνησή της να φύγει εξέφραζε την απογοήτευσή της από το Τρίτο Ράιχ και τον ηγέτη της, και την αίσθηση ότι μαζί με τους ναζί αποχω ρούσε κι ένας πολύ παλιότερος κόσμος. Στο παγωμένο χώμα του κήπου την περίμενε ένας φρεσκοσκαμμένος τάφος. Έ να δεκαπενθήμερο μόλις αφού αποχαιρέτησε τη φιλοξενούμενη της, έφτασε ο Κόκκινος Στρατός: μέσα στο βίαιο χάος εκείνων των εβδομάδων, η αυτοκτονία της πέρασε απαρατήρητη.2 Στην άλλη άκρη του κόσμου ένα άλλο, διαφορετικό Βάρτσιν αντιμετώπιζε επίσης επίθεση στις αρχές του 1945. Αυτό το Βάρτσιν ήταν ένα απρόσιτο τροπικό ηφαίστειο στο νοτιοανατολικό άκρο της αυτοκρατορίας της εμπόλεμης Ιαπωνίας στον Ειρηνι κό. Χιλιάδες κυκλωμένοι Ιάπωνες στρατιώτες έλιωναν στη ζέστη κάτω από την κο ρυφή του* αρχικά τούς είχαν φέρει εκεί για να αποτελέσουν την αιχμή του δόρατος μιας εισβολής στην Αυστραλία, αλλά τώρα βρίσκονταν παγιδευμένοι από την αγγλοαμερικανική προέλαση και υπέμεναν καταιγιστικούς αεροπορικούς βομβαρδι σμούς. Καθώς το ένα μετά το άλλο τα κύματα των Κορσαίρ και των Βεντούρα χιμού σαν να καταστρέψουν την άλλοτε μεγαλύτερη ναυτική βάση της ευρύτερης περιοχής, πολλοί στρατιώτες έβρισκαν κάλυψη κάτω από την πυκνή κόμη των ακλάδευτων φοινικόδεντρων των φυτειών. Όταν 85.000 από αυτούς παραδόθηκαν το επόμενο καλοκαίρι, άφησαν πίσω τους χιλιόμετρα ολόκληρα από τούνελ, πυροβολεία και οχυρά μέσα στους μαγκρόβιους βάλτους, μερικές Κορεάτισσες πόρνες, μια χούφτα σκελετωμένους αιχμαλώτους πολέμου και ομαδικούς τάφους στην ενδοχώρα. Με τις δυνατές βροχές και την πλούσια υγρή βλάστησή του, το όρος Βάρτσιν ήταν μια πυκνά δασωμένη και ενεργή ακόμα ηφαιστειακή κορυφή που ξεπρόβαλλε πάνω από το υπέροχο φυσικό λιμάνι του κόλπου Μπλανς, στο νησί Νέα Βρετανία. Αυτό ήταν το ίδιο νησί που οι Γερμανοί είχαν κάποτε βαφτίσει Νέα Πομερανία και είχε αποτελέσει ένα πολύ προκεχωρημένο φυλάκιο της αρτισύστατης αποικιακής αυτοκρατορίας τους, στο ονομαζόμενο ακόμα τότε Αρχιπέλαγος Βίσμαρκ. Βρισκό ταν στα ανατολικά της Κάιζερ-Βιλελμσλάνδης και ήταν μέρος της εκτεταμένης προ πολεμικής αποικίας του Ειρηνικού, που ονομαζόταν Γερμανική Νέα Γουινέα. Ο δι πλωματικός άθλος του Βίσμαρκ, η δημιουργία αυτής της επικράτειας, τιμήθηκε έτσι με αρχιπελάγη και ηφαίστεια και οικισμούς· μια από τις κύριες πόλεις στη χερσόνη σο της Γαζέλας έφερε πολύ απλά το όνομα του μεγαλύτερου γιου του, του Χέρμπερτ. Τσως η οικειότητα αυτών των ονομάτων να καθησύχαζε μερικούς από τους λουθηρανούς ιεραποστόλους που έσωζαν ψυχές ιθαγενών για τον Χριστό, τους
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
XXXV
εμπόρους και εξαγωγείς ψίχας ινδικής καρύδας οι οποίοι ίδρυαν φυτείες και μετέ τρεπαν τους αγρίους σε δουλευτές, τους ανθρωπολόγους και τους βοτανολόγους που συνέλεγαν και ταξινομούσαν τα σπάνια δέντρα, ορχιδέες και πεταλούδες του νησιού. Μα οι περίπου 16.000 άνθρωποι που κατοικούσαν ήδη στη χερσόνησο της Γαζέλας έδιναν λιγότερη προσοχή σε αυτά, απ’ όση έδιναν οι λίγες εκατοντάδες επήλυδες. «Οι ιθαγενείς είναι φανερό ότι δεν γνωρίζουν τα ονόματα που δίνουν οι Ευρωπαίοι», έγραφε ο πρώτος εθνογράφος του νησιού, «και οι Ευρωπαίοι γνωρί ζουν εξίσου λίγο τις ιθαγενείς ονομασίες* γι’ αυτό και συνέβη ιθαγενείς που χάθη καν με τις πιρόγες τους και έφτασαν τελικά σ’ έναν οικισμό να μην είναι δυνατόν να σταλούν πίσω στην πατρίδα τους, γιατί το όνομα που χρησιμοποιούσαν για τον τόπο διαμονής τους ήταν τελείως άγνωστο». Για όσους ζούσαν στα χωριά που βρίσκονταν στις πλαγιές του, το όνομα Βάρτσιν δεν σήμαινε τίποτα. Μάλιστα, οι ιθαγενείς συ χνά έδιναν την εντύπωση ότι δεν χρησιμοποιούσαν καθόλου ονόματα. Οι Ευρωπαί οι άποικοι, ωστόσο, δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν έτσι: γι’ αυτούς, τα ονόματα σήμαιναν δύναμη. Τη χρονιά ακριβώς όπου οι αξιώσεις της Γερμανίας πάνω στα νησιά αναγνωρίστη καν διεθνώς, η Συμπίλλε φον Άρνιμ παντρεύτηκε τον Βίλελμ φον Μπίσμαρκ. Τα χρόνια εκείνα, ο γηραιός πεθερός της ακόμα έφευγε συχνά από το Βερολίνο για να πάει στο θερινό υποστατικό του, στο Βάρτσιν. Το αξιόλογο αρχοντικό μέσα στα πομερανικά δάση ήταν η ανταμοιβή για τον αρχιτέκτονα της ήττας του αψβουργικού στρατού, ο οποίος είχε μετατρέψει την Πρωσία σε ηγέτιδα ενός ενοποιημένου Γερ μανικού Ράιχ. Εκεί είχε φωλιάσει το 1870, τις παραμονές του πολέμου με τη Γαλλία, αφήνοντας τον κάιζερ να προσπαθήσει να τα βγάλει πέρα χωρίς αυτόν. Όμως το Βάρτσιν δεν ήταν απλώς ένα ησυχαστήριο. Το συνέδεε με την πρωτεύουσα μια από τις πρώτες τηλεφωνικές γραμμές της Γερμανίας, και από εκεί ο Βίσμαρκ καλούσε τους συνεργάτες του να τον επισκεφτούν και διηύθυνε πολλές κρατικές υποθέσεις. Η εγγύτητα της φύσης τον ηρεμούσε* ο ανήσυχος και νευρικός χαρακτήρας του έβρισκε εκεί μια μυστικιστική σχεδόν επιβεβαίωση της δύναμης της γης, που προ χωρούσε πέρα από τον ελιτισμό* στο μυαλό του, αντιπροσώπευε το πραγματικό βα σίλειό του επί της γης. Ή τανε, λέει ένας ιστορικός, «το Ράιχ σε μικρογραφία». Σε αυτό το ολόδικό του κρατίδιο, με τα δάση, τα χωράφια και το χωριό του, καλ λιεργούσε τροπικά φρούτα στα θερμοκήπιά του και έφτιαξε ένα αξιόλογο εργοστά σιο χαρτιού. Οι πρώτες ύλες του έρχονταν από τα 4.000 εκτάρια δάσους που το πε ριέβαλλαν, και το εργατικό προσωπικό στεγαζόταν εκεί κοντά. Υπήρχαν κάποια προβλήματα στην περιοχή και πολλοί ντόπιοι Γερμανοί χωρικοί, βαρυγκωμώντας με τη ζωή εκεί, που έμοιαζε αρκετά με τη φεουδαρχία, μετακινιόνταν δυτικά, στις πόλεις. Αλλά ο Βίσμαρκ βρήκε λύση, την ίδια με πολλούς άλλους γείτονές του γαιο κτήμονες: προσέλαβε στη θέση εκείνων φτηνότερους Ρώσους και Πολωνούς μετα
χχχνί
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΑΕΡ
νάστες εργάτες. Έτσι, ο αρχιτέκτονας του νεότερου γερμανικού κράτους διάλεξε έναν τρόπο ζωής που βασιζόταν όλο και περισσότερο στα μη γερμανικά εργατικά χέρια.3 Τα ονόματα από μόνα τους δεν εγγυώνταν τον έλεγχο του νέου τροπικού παραδεί σου της Γερμανίας. Οι Γερμανοί έπρεπε να δουν τι θα έκαναν και με τους ιθαγενείς -τό σ ο μ’ εκείνους που μπορούσαν να εκπαιδευτούν στο να μαζεύουν και να επεξερ γάζονται την ψίχα της καρύδας, τον καπνό και τον καφέ που είχαν φέρει στο νησί οι Ευρωπαίοι, όσο και μ’ εκείνους που προτιμούσαν να κυνηγούν ζώα και να κυνηγιού νται μεταξύ τους μέσα στις πλουμερίες, τις φοινικιές και τα λαμπαδόδεντρα. Η κα τανόηση εκείνων των «παιδιών της φύσης» ήταν το πρώτο βήμα για να μάθουν τι θα τους έκαναν, και ήταν σημαντικό -τουλάχιστον για τους νέους κυρίους της χώραςνα φανεί η Γερμανία ικανή και σε αυτόν τον τομέα. «Με την ολοκληρωμένη πια δια νομή της γης ανάμεσα στα πολιτισμένα κράτη της Ευρώπης και της Αμερικής», έγραφε ένας διευθυντής μουσείου στην αυγή του νέου αιώνα, «η επιστημονική έρευ να της υφηλίου εθνικοποιείται και αυτή ολοένα περισσότερο». Οι Γερμανοί ανα γνώστες ήταν ανάγκη να εκτιμήσουν τη σημασία που είχε μια όντως επιστημονική κατανόηση των φυλών για την οικοδόμηση μιας αυτοκρατορίας, αφού πρέπει κανείς πρώτα απ’ όλα να γνωρίζει το λαό που θέλει να εξουσιάσει* δεν μπορεί να περιμένουμε ότι ένας πρωτόγονος λαός θα εξοικειωθεί με τις περίπλοκες δο μές του πολιτισμού μας, με την οξυμένη κατανόησή μας εντελώς ξένων αντιλήψεων περί δικαίου ή ηθικών εννοιών* αυτό που πρέπει να γίνει είναι να καταλάβουμε εμείς την κουλτούρα τους, τις σκέψεις και τα συναισθήματα τους.4 Ο πρωτοπόρος εθνογράφος του όρους Βάρτσιν, ο Ρίχαρντ Πάρκινσον, σίγουρα θα συμφωνούσε. Είχε ξεκινήσει ως Γερμανός διευθυντής φυτείας, αλλά είχε κι άλλα χαρίσματα. Έστειλε έξι χορευτές Τολάι στο Βερολίνο, στην Αποικιακή Έκθεση του 1896* συσσώρευσε τη μεγαλύτερη ιδιωτική συλλογή ιθαγενών τεχνουργημάτων του νησιού* και βοήθησε να συλλεχθούν φυτά, πουλιά και πεταλούδες, καθώς και αν θρώπινα λείψανα όπως σκελετοί και κρανία (τον διευκόλυνε η ντόπια διάδοση του κανιβαλισμού), που τα πουλούσε στα μουσεία του εξωτερικού. Δυστυχώς, οι δρα στηριότητες αυτές συνέβαλαν ώστε να εκριζωθούν ακριβώς οι παραδόσεις που εκτιμούσε. Το 1908, ένας επισκέπτης του όρους Βάρτσιν σημείωνε ότι πολλές κουλ τούρες είχαν «σχεδόν ή τελείως εξαφανιστεί - σε ορισμένες περιπτώσεις οι ίδιοι οι ιθαγενείς έχουν φύγει». Ο ίδιος ο Πάρκινσον έβλεπε αυτές τις εξελίξεις μέσα σε μια πιο μακρινή προο πτική. Κατ’ αυτόν το βουνό ήταν ο τόπος μιας εν εξελίξει αιματηρής σύγκρουσης ανάμεσα στις δύο κύριες φυλές που κατοικούσαν τη χερσόνησο της Γαζέλας. Τα
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
χχχνπ
προηγούμενα εκατό περίπου χρόνια, επήλυδες από τα γύρω νησιά είχαν απλωθεί στο εσωτερικό σκαρφαλώνοντας στις πλαγιές, καταπατώντας τους τόπους διαμονής των αρχικών κατοίκων. Το αποτέλεσμα ήταν ότι «αναπτύχθηκε τώρα ένας αγώνας ανάμεσα στις δύο φυλές, που συνεχίζεται ως τις μέρες μας». Ο ερχομός των Ευρω παίων απλώς είχε προκαλέσει την επιδείνωση των εντάσεων, και ο γερμανικός Τύ πος επισήμαινε «έναν άτακτο και ασυγκράτητο θΓ©ηζ1α:ί©§ [συνοριακό πόλεμο] που διεξάγεται δίχως έλεος και από τις δύο πλευρές». Η λογική του δαρβινικού ανταγω νισμού για τη ζωή και τη γη φαινόταν να είναι το ίδιο λυσσαλέα όσο και οπουδήποτε αλλού, μια υπαρξιακή μάχη ανάμεσα σε δύο πρωτόγονες ομάδες που η καθεμιά είχε τις δικές της τελετουργίες, γλώσσες και έχθρες.5 Από τα σκαλιά της έπαυλής του στο Βάρτσιν ξεπρόβαλε μια μέρα του Σεπτεμβρίου του 1894 ο Βίσμαρκ και έβγαλε την πολεμική κραυγή του γερμανικού εθνικισμού εναντίον των Πολωνών. Τον ανησυχούσε όλο και περισσότερο ο αυξανόμενος πο λωνικός πληθυσμός της Γερμανίας και η απειλή που συνιστούσε για την ασφάλειά της, ιδίως στις ανατολικές μεθοριακές της ζώνες. Λίγα πολιτικά ζητήματα ήταν πιο εμπρηστικά. Ό ταν είχε την εξουσία, ο Βίσμαρκ είχε προτρέψει τους Γερμανούς αγρότες να αγοράσουν γη στις περιοχές με πολωνική πλειονότητα. Απόμαχος πια, δυσφορούσε με την ανεμελιά του διαδόχου του. Ο πολωνομαθής Βίσμαρκ δεν ήταν φυλετικός πολεμιστής, και υποστατικά σαν το δικό του βασίζονταν στους Σλάβους εργάτες, αλλά ούτε ένιωθε άνετα* έτσι, διάφορες εθνικιστικές ομάδες πίεσης τον προέτρεψαν να βγει και να μιλήσει. Άπαξ και συμφώνησε, έφτασαν με ειδικά μισθωμένα τρένα χιλιάδες πατριώτες «προσκυνητές» στο Βάρτσιν, για να τον ακούσουν να καταγγέλλει τις ανατρεπτικές δραστηριότητες της πολωνικής αριστοκρατίας και του κλήρου. Ζήτησε να υπάρξει σκληρή απάντηση από την πρωσική κυβέρνηση. Τα εδαφικά αιτήματα των Πολω νών, τους είπε, δεν γνώριζαν όρια. Οι Γερμανοί ήταν αυτοί που είχαν φέρει τον πο λιτισμό στην πρωτόγονη Ανατολή, και η κυριαρχία τούς ανήκε δικαιωματικά: «Μι λώ, όχι με σκοπό να πάρω με το μέρος μας τους Πολωνούς, πράγμα αδύνατον έτσι κι αλλιώς, αλλά με την πρόθεση να εξαλείψω τα υπολείμματα συμπάθειας για την Πο λωνία ανάμεσα στους συμπατριώτες μας».6 Δίνοντας το σάλπισμα για ένα νέο είδος εθνοτικής μαζικής πολιτικής, ο Βί σμαρκ παρουσίασε την περιοχή σαν μια μεθόριο στον φυλετικό αγώνα ανάμεσα στους Γερμανούς και στους Σλάβους. Μια πολύ ηχηρή και αποτελεσματική ομάδα πίεσης ξεπετάχτηκε στο Βερολίνο και απαίτησε να «υποστηρίξουν» και άλλοι πολι τικοί «τη γερμανοσύνη στις Ανατολικές Εσχατιές». Διατεινόταν ότι απλώς προστά τευε τα γερμανικά ήθη και την κουλτούρα* στην πραγματικότητα, επιδίωκε να ανα στρέψει το κύμα της πολωνικής μετανάστευσης και να αναγκάσει τους Πολωνούς -μετανάστες και μη- να εγκαταλείψουν τις συνοριακές περιοχές της Πρωσίας.
χχχνϋί
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
Ό σ ο για τους ντόπιους Πολωνούς, ο λόγος που έβγαλε ο Βίσμαρκ τους φάνηκε πως ήταν ένα βήμα πριν από την κήρυξη πολέμου, και κινητοποιήθηκαν κι εκείνοι: μποϊκοτάρισαν τα γερμανικά μαγαζιά, υποστήριξαν τις πολωνικές εφημερίδες και πολιτιστικές ομάδες, και φρόντισαν να πουλούν τη γη αναμεταξύ τους και όχι σε Γερμανούς. Ο ίδιος ο Βίσμαρκ δεν ήταν σίγουρος ότι του άρεσε η κατεύθυνση προς την οποία οδηγούσαν όλα αυτά. Αντιλαμβανόταν, άλλωστε, ότι μια περαιτέρω ανατολι κή κατάκτηση δεν θα έλυνε το πολωνικό πρόβλημα του Ράιχ, αφού απλώς θα πρό σθετε κι άλλους Πολωνούς* γι’ αυτό, όταν η χώρα γιόρτασε τα ογδοηκοστά του γενέ θλια, συνέστησε μετριοπάθεια. Είπε σε μιαν αντιπροσωπεία φοιτητών ότι ναι μεν έπρεπε να αποδέχονται τον αγώνα -γιατί «η ζωή είναι αγώνας»-, αλλά έπρεπε να έχουν κατά νου ότι η Γερμανία δεν είχε πια ανάγκη πολέμου. «Είχαμε ό,τι χρειαζό μασταν [μετά τον πόλεμο με τη Γαλλία]. Το να πολεμήσουμε για περισσότερα, από λαχτάρα για κατακτήσεις και για να προσαρτήσουμε χώρες που δεν μας ήταν ανα γκαίες, μου φαινόταν πάντοτε σκέτη θηριωδία». Τελειώνοντας την ομιλία του για τα γενέθλιά του, ο γηραιός άντρας ύψωσε το ποτήρι του προς τον κάιζερ: «Ελπίζω ότι το 1950 όλοι όσοι ζουν ακόμη από εσάς θα αποκριθούν και πάλι μετά χαράς στην πρόποση ΖΗΤΩ Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΚΑΙ Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ!»7 Πέθανε μόλις τρία χρόνια αργότερα, το 1898, και άρα δεν θα μπορούσε ποτέ να προβλέψει τι επιφύλασσε το μέλλον. Στην αρχή το υποστατικό του στο Βάρτσιν έγινε κάτι σαν ιερός τόπος της λατρείας του Βίσμαρκ. Έ γιναν τα αποκαλυπτήρια ενός τεράστιου μνημείου μέσα στο πάρκο του, άνοιξε μέσα στο δάσος ένα μικρό μουσείο, και φτιάξαν’ ακόμη και άγαλμα του αγαπημένου του αλόγου. Σιγά σιγά όμως τα σύννεφα πύκνωσαν, και οι πόλεμοι που είχε φοβηθεί πράγματι ήρθαν. Ο πολεμοχα ρής νεαρός κάιζερ, στου οποίου την υγεία είχε προπιεί, στάλθηκε εξορία στις Κάτω Χώρες* οι τροπικές αποικίες της Γερμανίας δημεύτηκαν και τη μοναρχία την υποκα τέστησε αβασίλευτο πολίτευμα. Οι ναζί, έπειτα, έβαλαν στόχο να ξεπεράσουν τα επιτεύγματα του Βίσμαρκ, αλλά αντί γι’ αυτό η Γερμανία γκρεμίστηκε, διαιρέθηκε και κατακτήθηκε. Η Πρωσία εξαφανίστηκε από το χάρτη, αποκαταστάθηκε μια ανεξάρτητη Πολωνία και το αγαπητό Βάρτσιν του Βίσμαρκ βρέθηκε από τη λάθος μεριά των συνόρων. Σήμερα είναι γνωστό με το όνομα Βάρτσινο και λειτουργεί σαν σχολή για τους νεαρούς Πολωνούς δασοπόνους. Στα χρόνια του Τρίτου Ράιχ η γερμανική κυβέρνηση δεν ενδιαφέρθηκε για τις πα λιές γερμανικές υπερπόντιες αποικίες που είχαν χαθεί το 1918 - οι ναζί ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο να αποικίσουν τμήματα της Ευρώπης. Αλλά οι Γερμανοί που είχαν μείνει εκεί, στην ελεγχόμενη πια από τους Αυστραλούς Νέα Γουινέα, πα ρακολουθούσαν εκ του σύνεγγυς τα τεκταινόμενα πίσω στην πατρίδα. Ή ταν μάλι στα τόσο ενθουσιωδώς υπέρ των ναζί ώστε, όταν οι Ιάπωνες έκαναν την επίθεσή
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
χχχίχ
τους το 1942, οι Σύμμαχοι τους έστειλαν σε στρατόπεδο κράτησης στην ηπειρωτική Αυστραλία. Το στρατόπεδο αυτό έγινε έτσι ένα μικρό προκεχωρημένο φυλάκιο του εθνικοσοσιαλισμού στους αντίποδες, ένας ύστατος θύλακας της γερμανικής αυτο κρατορίας του Ειρηνικού. Κουμάντο έκαναν εκεί διάφοροι νομιμόφρονες που δια κοσμούσαν τα γραφεία τους με πορτρέτα του Χίτλερ και διοργάνωναν γιορτές στη μνήμη των πεσόντων «μαρτύρων» του Κόμματος, με τη σβάστικα να κυματίζει πάνω από τους προκάτ θαλάμους. Το 1943 δόθηκαν βραδινές διαλέξεις για τη «Γερμανι κή Ανατολή» και τη γερμανοϊταλική φιλία, ώστε να διατηρήσουν οι κρατούμενοι την πίστη τους στην τελική νίκη της Γερμανίας. Ό ταν αναγγέλθηκε το τέλος του πολέ μου, έκαψαν τα εθνικοσοσιαλιστικά αναμνηστικά τους σε μια «τελετή γεμάτη οδύνη και εριστικότητα», ενώ ακούγονταν λόγοι και «τραγούδια για τους γερμανικούς αγώνες, για το γερμανικό θάρρος, για τη γερμανική αφοσίωση και για τη γερμανική πίστη». Ο Αυστραλός διοικητής του στρατοπέδου τούς πρόβαλε ταινίες για το Μπέλζεν ώστε να τους «αναμορφώσει» και έπειτα προσπάθησε -με μικρή επιτυχίανα τους πείσει να μείνουν στην Αυστραλία.8 Μπορεί οι κρατούμενοι να μην το συνειδητοποιούσαν, αλλά ήταν τυχεροί. Έ χ ο ντας συλληφθεί στον Ειρηνικό και τελώντας υπό κράτηση στην Αυστραλία, παρέμε ναν, σαν Ευρωπαίοι που ήταν, μέλη μιας προνομιούχας άρχουσας κάστας. Ο εθνικι σμός και ο πόλεμος μπορεί να είχαν διαρρήξει την αλληλεγγύη της ευρωπαϊκής αποικιακής ελίτ στην περιοχή, αλλά η παραδοχή της κοινής τους ανωτερότητας πα ρέμενε, και ωφελήθηκαν από αυτό. Στον Μεσοπόλεμο οι Αυστραλοί είχαν φερθεί με ωμότητα στους ιθαγενείς* προς τους Γερμανούς όμως, όποιες κι αν ήταν οι πολι τικές τους απόψεις, έδειξαν σεβασμό. Στις «Ανατολικές Εσχατιές» της Γερμανίας, η μοίρα τους θα ήταν διαφορετική. Θα είχαν ξεκινήσει και εκεί αφέντες - ενός πολω νικού πληθυσμού που υφίστατο μεταχείριση ιθαγενών. Στο τέλος, όμως, θα είχαν βρεθεί απ’ τη μεριά των ηττημένων σ’ έναν δαρβινικό πόλεμο εκμηδένισης. Ιδωμένη από τις πλαγιές του όρους Βάρτσιν, η ναζιστική Νέα Τάξη μοιάζει μ’ έναν «πόλεμο των λαών» της ίδιας της Ευρώπης. Αντίθετα όμως από τις συγκρού σεις ανάμεσα στους Μπαϊνίνγκ και στους Τολάι, ετούτος ήταν ένας πόλεμος που, από την άποψη της κλίμακας, της έντασης και των φιλοδοξιών του, αποτύπωνε ανά γλυφα τη βούληση της νεότερης Ευρώπης για δύναμη - τον πόθο της να εξερευνήσει, να εξαπλωθεί, να εντοπίσει και να ελέγξει εδάφη και λαούς, πόθο που την είχε οδηγήσει στην Αφρική, στην Αμερική και στα πιο μακρινά νησιά του Ειρηνικού. Κληρονόμοι αυτής της παράδοσης, οι ναζί μετείχαν σε αυτό τον κοσμοκρατορικό πόθο, αλλά έκαναν με αυτόν κάτι που ήταν πρωτόγνωρο και συγκλονιστικό για το μυαλό των Ευρωπαίων στον πρώιμο εικοστό αιώνα: προσπάθησαν να χτίσουν την αυτοκρατορία τους μέσα στην ίδια την Ευρώπη, και, ακόμα περισσότερο, να τη χτί σουν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς μέσα σε λίγα μόλις χρόνια. Το βιβλίο αυτό μιλά μεν για το πρώτο Βάρτσιν και για τα πάθη που έβαλαν φωτιά στις συνοριακές ζώνες της
χΐ
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΑΕΡ
Γερμανίας με την Πολωνία, αλλά είναι γραμμένο από τη σκοπιά του δεύτερου. Για τί, μακροπρόθεσμα, το νόημα της ιμπεριαλιστικής απόπειρας του Χίτλερ είναι πως άλλαξε αμετάκλητα όχι μόνο την Ευρώπη, αλλά και τη θέση αυτής της ηπείρου μέσα στον κόσμο, και άρα τον κόσμο τον ίδιο.
Εισαγωγή
«Μπορούσαμε να είχαμε κερδίσει τον πόλεμο, έστω κι αν δεν είχαν γίνει στρατιωτι κά λάθη; Η άποψή μου είναι: όχι. Α πό το 1941 και μετά, αν όχι και νωρίτερα, ήταν χαμένος όσο και ο Μεγάλος Πόλεμος, γιατί οι πολιτικοί στόχοι ήταν εντελώς δυσανά λογοι με τις στρατιωτικές και οικονομικές δυνατότητες της Γερμανίας. Το μόνο που σήμαινε για τον γερμανικό λαό ο ιδιότυπος τρόπος με τον οποίο ο Χίτλερ διεξήγαγε τον πόλεμο ήταν ότι σκοτώθηκαν κατά πολλά εκατομμύρια περισσότεροι άνθρωποι. Αυτό είναι το μόνο - ο πόλεμος δεν θα μπορούσε να έχει κερδηθεί. Το αξιοπερίεργο είναι κάτι που το σκέφτομαι διαρκώς: πώς γίνεται και η Γερμανία, μια χώρα που βρίσκεται στη μέση της ηπείρου, δεν ανήγαγε την πολιτική σε τέχνη, ώστε να διατη ρήσει την ειρήνη, μια εχέφρονα ειρήνη... Ήμασταν τόσο αθεράπευτα βλάκες ώστε πιστέψαμε πως μπορούσαμε να τα βάλουμε με τον κόσμο όλο... και δεν βλέπαμε πως αυτό είναι εντελώς αδύνατο στην κατάσταση που βρισκόμαστε στη Γερμανία. Για ποιους λόγους συνέβη αυτό;... Δεν είμαι πολιτικός, δεν είμαι ιστορικός. Δεν ξέρω. Απλώς βλέπω το ερώτημα.» Αντιστράτηγος Φέρντιναντ Χάιμ, σε μια διάλεξη προς συγκρατουμένους του αιχμαλώτους πολέμου, 23 Μαΐου 19451
Στις αρχές Οκτωβρίου 1941, μια σειρά νίκες έφεραν τη Βέρμαχτ ως τις παρυφές της Μόσχας και έπεισαν τον Χίτλερ ότι η Σοβιετική Ένωση είχε ηττηθεί. Μέσα σε λίγες μέρες κατάλαβε το λάθος του, ήταν όμως πια πολΰ αργά. Τα στελέχη του Υπουργείου Προπαγάνδας στο Βερολίνο είχαν ήδη αποκαλΰψει στους δημοσιογράφους με ωμή ειλικρίνεια τι έπρεπε να περιμένει η Ευρώπη από τη ναζιστική εξουσία. Τους είχαν πει πως ο πόλεμος είχε τελειώσει και πως το Ράιχ θα δημιουργούσε μιαν αυτάρκη «Ευρώπη πίσω από συρματοπλέγματα», που θα μπορούσε να αποκρούσει κάθε στρατιωτική απειλή. Η Γερμανία θα γινόταν «πολΰ πιο ελεύθερη και ψυχρή» στον τρόπο που θα αντιμετώπιζε «τα έθνη πάνω στα οποία κυριαρχούμε» και «δεν θα υπήρχε καμιά περίπτωση κάποιο αξιοθρήνητο κρατίδιο να εμποδίσει την ευρωπαϊκή
2
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
ειρήνη, με τα ειδικά αιτήματα και τις απαιτήσεις του». Ό σο για τον γερμανικό λαό, αυτός θα είχε να αντιμετωπίσει νέες προκλήσεις, και κυρίως να δει τι θα κάνει με τις συνεχείς αψιμαχίες στη νέα ευρασιατική μεθόριό του στην Ανατολή, σαν εκείνες που αντιμετώπιζαν οι Βρετανοί στα βορειοδυτικά σύνορα της Ινδίας. Εν ολίγοις, θα χρει αζόταν «να καθοδηγηθούν προς το αυτοκρατορικό ευρωπαϊκό ιδεώδες».2 Ο Χίτλερ ως ιδρυτής αυτοκρατορίας: μπορεί να μην είναι αυτός ο συνήθης τρό πος που σκεφτόμαστε τον Φύρερ, αλλά πάντως αυτή ήταν μία από τις ιδέες που είχε ο ίδιος για τον εαυτό του. Οι ναζί πίστευαν πως είχε λάχει σε αυτούς να εγκαθιδρύσουν μιαν αυτοκρατορία που θα τους προβίβαζε σε παγκόσμια δύναμη. Παρότι δεν είχαν σχεδόν καμία άμεση εμπειρία υπερπόντιας αποικιοκρατίας να τους καθοδη γεί και μολονότι γνώριζαν ελάχιστα για τους Βρετανούς στην Ινδία, τους εντυπώ σιαζε πολύ το γεγονός ότι μια μικρή ομάδα κατάφερνε να διοικεί ολόκληρη υποήπειρο. Γι’ αυτούς η αυτοκρατορία ήταν ένα «ιδεώδες» - ή, για να το θέσουμε πιο ωμά, μια βίαιη φαντασίωση φυλετικής κυριαρχίας, απόδειξη για την αλκή μιας πο λεμικής ελίτ αναθρεμμένης για να εξουσιάζει εκατοντάδες εκατομμύρια υπηκόους. Οι Γερμανοί θα χρειαζόταν να ασκηθούν σε αυτές τις αρετές, πίστευε ο Χίτλερ, ώστε να ανταγωνιστούν τους κυρίους των «μεγάλων εκτάσεων» με έπαθλο τους πό ρους του πλανήτη. Είχαν μείνει πίσω στον «Καβγά γιά την Αφρική», στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, και δεν είχαν την πολυτέλεια να αγνοήσουν ούτε τις αντα γωνιστικές αντιπαλότητες που είχαν ξεσπάσει μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Βρετανοί και οι Γάλλοι είχαν ήδη αρπάξει τη Μέση Ανατολή, οι Ιάπωνες είχαν καταλάβει τη Μαντσουρία το 1931 και οι Ιταλοί είχαν εισβάλει στην Αιθιοπία τέσ σερα χρόνια αργότερα. Η Γερμανία έπρεπε να κερδίσει τον χαμένο χρόνο.3 Ως πού έφταναν οι ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες των ναζί, είναι ένα ζήτημα που εξακολουθεί να διχάζει τους ιστορικούς. «Σήμερα είναι δική μας η Γερμανία* αύ ριο, ο κόσμος όλος», τραγουδούσε η Νεολαία Χίτλερ. Τι όνειρα κυριαρχίας έκανε όμως μέσα στο μυαλό του ο Φύρερ, δύσκολα μπορεί να πει κανείς. Κανένας δεν πι στεύει στα σοβαρά πως ήταν σκέτος καιροσκόπος, χωρίς το παραμικρό πρόγραμμα εξωτερικής πολιτικής. Είναι όμως δυνατόν να σκεφτόταν μιαν εκστρατεία κατάκτησης της οικουμένης; Ορισμένοι μελετητές, πιστεύοντας πως η όρεξη του Τρίτου Ράιχ δεν γνώριζε ουσιαστικά όρια, επικαλούνται τις ναυτικές του προετοιμασίες για υπερωκεάνεια σύρραξη και υποστηρίζουν ότι ο Χίτλερ είχε για πυξίδα του ένα πρό γραμμα αναμέτρησης με τις ΗΠΑ το οποίο χρονολογούνταν από τη δεκαετία του 1920. Αλλοι αμφισβητούν ότι τα πράγματα ήταν τόσο ξεκάθαρα ή ότι πήγαιναν τόσο μακριά, και τονίζουν την εμμονή του Χίτλερ με την Ευρώπη και τα επιχειρήματά του υπέρ της επέκτασης προς ανατολάς - το ^©^©ηδΓ&ιιιη.4 Οι δύο απόψεις δεν αλληλοαποκλείονται, αλλά πάντως η Ευρώπη είχε προτε ραιότητα από κάθε άποψη. Η διαφορά που έχει, φυσικά, εφαρμογή εδώ και την οποία πρέπει να έχουμε κατά νου είναι η διαφορά ανάμεσα σε κυριαρχία και σε
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
3
κατάχτηση. Σχεδόν έναν αιώνα πριν από τον Χίτλερ, ο υπουργός Εξωτερικών του Αβραάμ Λίνκολν, ο Ουίλλιαμ Σοΰαρντ, μιλούσε για το πώς θα γίνονταν οι Ηνωμέ νες Πολιτείες «διάδοχος των λίγων εκείνων μεγάλων κρατών που εναλλάχθηκαν στο διαφέντεμα του κόσμου». Για τον Σούαρντ, η εξασφάλιση του «ελέγχου αυτής της ηπείρου θα σημαίνει σε πολύ λίγα χρόνια μια καθοριστική επιρροή παγκοσμίως». Έ βλεπε την ισχύ να πηγάζει από το εμπόριο, ενώ ο Χίτλερ είχε περί πολλού τον έλεγχο των πρώτων υλών* κατά τα άλλα, όμως, οι ηγεμονικές φιλοδοξίες των δύο ανδρών δεν απείχαν πολύ. «Κάθε σκέψη περί παγκόσμιας στρατηγικής εί ναι καταγέλαστη», σχολίαζε ο Χίτλερ τον Οκτώβριο του 1941, «αν δεν γίνουμε πρώτα κύριοι της ηπείρου...^παξ και γίνουμε κύριοι της Ευρώπης, θα έχουμε κυ ρίαρχη θέση παγκοσμίως».5 ^ Ο έλεγχος της Ευρώπης ήταν αυτό που ένοιαζε οτ’ αλήθεια τους ναζί, ακριβώς επειδή πίστευαν πως η Ευρώπη κατείχε καίρια θέση στο παγκόσμιο γεωπολιτικό σύστημα. Το 1904, ο Βρετανός γεωγράφος Χάλφορντ Μάκιντερ είχε πει το περίφη μο εκείνο ότι «όποιος εξουσιάζει την ανατολική Ευρώπη διαφεντεύει την Κεντρική Ενδοχώρα* όποιος εξουσιάζει την Κεντρική Ενδοχώρα διαφεντεύει το Παγκόσμιο Νησί* και όποιος εξουσιάζει το Παγκόσμιο Νησί διαφεντεύει τον Κόσμο». Σαν ιδέα δεν ήταν αλλοπρόσαλλη. Εξάλλου, το 1942, οι Γερμανοί διαφέντευαν μιαν έκταση γης μεγαλύτερη από τις ΗΠΑ και επίσης πιο πυκνοκατοικημένη και οικονομικά πιο παραγωγική από οποιαδήποτε άλλη περιοχή του κόσμου. Ανεξάρτητα από τις προ κλήσεις που κατά τον Χίτλερ θα αντιμετώπιζαν οι μετά από αυτόν γενιές, δεν υπάρ χει αμφιβολία ότι αποκορύφωμα της δικής του εξωτερικής πολιτικής ήταν η κατάκτηση και η διασφάλιση αυτής της πελώριας έκτασης.6 Αυτός ήταν ο λόγος που οι ναζί θεωρούσαν τις δικές τους ιμπεριαλιστικές φιλο δοξίες συμβατές μ’ εκείνες των άλλων κορυφαίων δυνάμεων και δεν μπόρεσαν ποτέ να καταλάβουν γιατί οι Βρετανοί, ιδίως, δεν το έβλεπαν αυτό. Ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, ο αυτοανακηρυγμένος φιλόσοφος του καθεστώτος, σχολίαζε: «Φρονούμε ότι η Βρετανική Αυτοκρατορία βασίζεται και αυτή σε μια φυλετικά ορισμένη αξίω ση κυριαρχίας». Μήπως δεν συμμερίζονταν και(οι Βρετανοί τα δύο βασικά, το αί σθημα της φυλετικής τους ανωτερότητας και το μίσος για τον μπολσεβικισμο^Οι να ζί σχέδιαζαν, με άλλα λόγια, να κυριαρχήσουν στην Ευρώπη όπως εν πολλοίς οι Βρετανοί διαφέντευαν την Ασία ή την Αφρική - ή τουλάχιστον όπως νόμιζαν οι ναζί ότι τη διαφέντευαν. Αν γινόταν να πειστούν οι Βρετανοί να παραιτηθούν από την ιδέα ότι δεν έπρεπε να επιτραπεί σε καμιά μεμονωμένη δύναμη να ελέγχει τα πε πρωμένα της ηπείρου, δεν θα υπήρχε λόγος να πολεμούν μεταξύ τους οι δύο δυνά μεις. Η Αφρική μπορούσε να διαμελιστεί εκ νέου, πάνω στα χνάρια των συζητήσεων που είχαν ξεκινήσει στα τέλη της δεκαετίας του 1930 και των πιο φιλόδοξων σχε δίων που ακολούθησαν την πτώση της Γαλλίας. Αλλά για τον Χίτλερ η προς ανατολάς επέκταση υποσχόταν στη Γερμανία περισσότερα πράγματα απ’ όσα όλες μαζί οι
4
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
υπερπόντιες αποικίες, κι έτσι οι γαίες που προόρισε για την εγκατάσταση Γερμα νών ήταν αυτές που βρίσκονταν μεταξύ Βαλτικής και Μαύρης Θάλασσας.7 «Για να το θέσω επακριβώς», σχολίαζε ένας Γερμανός αξιωματούχος στην Ου κρανία το 1942, «βρισκόμαστε εδώ ανάμεσα στους νέγρους». Αυτή ήταν η μυστη ριώδης, ανησυχαστική και ομιχλώδης επικράτεια που οι Γερμανοί ονόμαζαν «Ανα τολή» -μια υποτίθεται ακαλλιέργητη ερημιά γεμάτη βάλτους, αδιαπέραστα δάση και στέπες στο κατώφλι της Πρωσίας- η οποία το μόνο που περίμενε ήταν η γερμα νική ενεργητικότητα και πειθαρχία, ώστε να μπει σε τάξη και να γίνει παραγωγική. Η ΟδΐΓ3.ιΐ5θ1ι -η δηλητηρίαση από την Ανατολή- έκανε τα μάγια της σε πολλούς απ’ όσους στάλθηκαν για να την κυβερνήσουν. Αλλά η ηπειρωτική αυτοκρατορία είχε ένα πελώριο μειονέκτημα, για ένα καθεστώς που το ’σκιαζε περισσότερο από καθε τί άλλο ο φόβος της φυλετικής μόλυνσης. Η γειτνίαση και μόνο του Ράιχ με τους μι σητούς υηΐ0Γΐη©ηδο1ι©η -που συχνά δεν ξεχώριζαν στην εμφάνιση από τους Γερμα νούς και γίνονταν ολοένα πιο σημαντικοί ως εργατικό δυναμικό- θορύβησε το Βε ρολίνο και έβγαλε από μέσα του τις πιο καταπιεστικές του τάσεις.8 Μίέσα στο Ράιχ, η εισροή Πολωνών, Ρώσων και Ουκρανών στα χρόνια του πολέ μου έκανε την Γκεστάπο να χώνει τη μύτη της μέσα σε κτήματα και εργοστάσια και κατέληξε σε δημόσιους απαγχονισμούς και μαζικές συλλήψεις. Στα κατακτημένα εδά φη, ο πόλεμος και το φυλετικό άγχος έσμιξαν σ’ έναν απείρως πιο τοξικό συνδυασμό. Οι ανατολικές μεθοριακές ζώνες της Ευρώπης ήταν άλλωστε εκείνες όπου οι ναζί διακύβευαν τις αξιώσεις τους για το μέλλον. Αυτό ήταν φανερό στο πεδίο των μαχών: γιατί, ενώ οι στρατιωτικές απώλειες των Βρετανών και των Αμερικανών ήταν λιγότερες από μισό εκατομμύριο άντρες για την κάθε πλευρά, οι Ρώσοι έχασαν τουλάχιστον οκτώ εκατομμύρια άντρες. 2,7 εκατομμύρια Γερμανοί πέθαναν στο Ανατολικό Μέτω πο, ενώ στη δυτική Ευρώπη χάθηκαν 340 χιλιάδες και στην Ιταλία 151 χιλιάδες. Πίσω από τις γραμμές του μετώπου οι ανισορροπίες ήταν ακόμα μεγαλύτερες. Περίπου 1.500 Γάλλοι και Γαλλίδες πέθαναν στην Απελευθέρωση του Παρισιού, αλλά περισ σότερο από εκατονταπλάσιοι Πολωνοί χάθηκαν στην εξέγερση της Βαρσοβίας, που συνέβαινε την ίδια στιγμή. Από τα 8,6 εκατομμύρια αμάχους που υπολογίζεται ότι πέ θαναν υπό ναζιστική κατοχή στην Ευρώπη, η συντριπτική πλειονότητα ήταν στην Ανα τολή, και ακόμα περισσότεροι πέθαναν στην ίδια την Ε.Σ.Σ.Δ. Σε αντίθεση με τον πό λεμο του 1914-18, ετούτος ήταν ένας πόλεμος εναντίον των αμάχων - που διεξάχθηκε κυρίως στις χώρες εκείνες οι οποίες προορίζονταν για τον γερμανικό Ι^βοηδΓαιιιη.9 Η Ανατολική Ευρώπη, επομένως, δεν μπορεί παρά να βρίσκεται στην καρδιά κάθε εξιστόρησης με θέμα τη ναζιστική αυτοκρατορία, αλλά υπάρχει και το ευρύτε ρο ζήτημα της ίδιας της Ευρώπης. Αλλωστε, όπως είδαμε, οι Γερμανοί επρόκειτο, υποτίθεται, να εκπαιδευτούν στο «αυτοκρατορικό, ευρωπαϊκό ιδεώδες», και πολλοί από τους πιο ιδεαλιστές υποστηρικτές των ναζί στις άλλες χώρες έπαιρναν τα λόγια τους τοις μετρητοίς. Το 1942 ο δεξιός Γάλλος συγγραφέας Πιερ Ντριέ λα Ροσέλ, για
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
5
παράδειγμα, έλπιζε πως οι Γερμανοί θα «οδηγήσουν την Ευρώπη προς το μέλλον». Ο Γκαίμπελς, επίσης, δούλευε σκληρά για να παρουσιάσει τον Χίτλερ σαν τον αρ χηγό μιας ευρωπαϊκής σταυροφορίας εναντίον του κομμουνισμού. Και όμως, παρά τον καταιγισμό της αντιμπολσεβίκικης προπαγάνδας από το Βερολίνο, ο ίδιος ο Χίτ λερ παρέμεινε ένας μεγαλογερμανός εθνικιστής ως την τελευταία του πνοή, και με ταξύ φίλων τόνιζε πάντοτε ότι(οπολεμος διεξαγόταν για τη Γερμανία και το λαό της και μόνο.10 Τον Δεκέμβριο του 1944 είπε στους διοικητές του στρατού ότι πολεμού σαν για να βρεθεί οριστική λύση στο Γερμανικό ζήτημα της Ευρώπης. Ο πόλεμος ήταν μια συνέχεια όχι μόνο του Πρώτου Παγκόσμιου, αλλά και των γερμανικών πο λέμων του δέκατου ένατου αιώνα, και αποσκοπούσε στο ίδιο αποτέλεσμα: «στην πλήρη ένωση όλων των Γερμανών».11 Τέτοιου είδους ομιλίες έκαναν τον Χίτλερ να ακούγεται σαν τυπικός εθνικιστής - κληρονόμος, ίσως, των Παγγερμανιστών του δέκατου ένατου αιώνα. Όπως άλλων αλυτρωτιστών, έτσι και αυτών ο σκοπός ήταν να κερδίσουν ένα όσο γίνεται μεγαλύ τερο κράτος, που να αφήνει όσο γίνεται λιγότερους συμπατριώτες έξω από τα σύνο ρά του. Αυτό ήταν, ας πούμε, το έπαθλο που είχαν κερδίσει οι Πολωνοί και οι Ρου μάνοι εθνικιστέ£ το 1919* αυτό ήταν εκείνο που έλπιζαν οι Ούγγροι και οι Βούλγα ροι ότι θα τους βοηθούσαν να πετύχουν οι Γερμανοί. Το να τονίζουμε όμως μονάχα τη συγκεκριμένη αυτή, σχετικά παραδοσιακή διάσταση της ναζιστικής πολιτικής θα ήταν εξόχως παραπλανητικό, γιατί κάτι τέτοιο αγνοεί τη ζωτική σπουδαιότητα της γεωπολιτικής εστίασης στο διαφέντεμα της ευρασιατικής υπερηπείρου ως τον μόνο τρόπο που είχε η Γερμανία για να παραβγεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες ή τη Βρετα νία, και παραγνωρίζει τον άκαμπτο βιολογικό ρατσισμό, την αχαλίνωτη σκληρότητα και την αδιαφορία για το δίκαιο, που διαμόρφωσαν τα περιγράμματα του εθνικι σμού του Τρίτου Ράιχ. Αντιθέτους, η ιδέα μιας καθαυτήν ευρωπαϊκής αποστολής του Ράιχ, ιδέα που είχε επίσης κάνει την εμφάνισή της στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ποτέ δεν απέκτησε ούτε κατά προσέγγιση την ίδια βαρύτητα, εκτός από μια σύντομη στιγμή το 1940. Καθώς η Βέρμαχτ κατακτούσε μεγάλο μέρος της δυτικής Ευρώπης, της Σκανδινα βίας και των Βαλκανίων με αποσβολωτική και εντελώς απρόσμενη ταχύτητα, κάποια παλιότερα σχέδια για την αναζωογόνηση της ηπείρου μέσω της δημιουργίας ενός μεγάλου μπλοκ συναλλαγών υπό γερμανική ηγεσία ανασύρθηκαν για λίγο από το χρονοντούλαπο. Ή ταν μια προοπτική -η Γερμανία ως «κέντρο» της Ευρώπης, ως συντονίστρια μιας μεγάλης, εσωτερικής αγοράς- που οι ρίζες της βρίσκονταν στη γερμανική σκέψη του δέκατου ένατου αιώνα. Το όραμα αυτό, όμως, εξαφανίστηκε το ιδιο γρήγορα όπως εμφανίστηκε. Ο εξορθολογισμός των αλληλεπιδράσεων μετα ξύ καπιταλιστικών οικονομιών απασχολούσε τους Γερμανούς βιομηχάνους και τρα πεζίτες (και όσους ναζί είχαν σχέσεις μαζί τους, όπως ο Χέρμαν Γκαίρινγκ), αλλά ενδιέφερε ελάχιστα τον Χίτλερ. Το 1941, η εισβολή στην Ε.Σ.Σ.Δ. έστρεψε και πάλι
6
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
την προσοχή του προς ανατολάς. Στο εξής, η υπόλοιπη Ευρώπη καταγραφόταν στο μυαλό του ως απλή προμηθεύτρια της γερμανικής οικονομίας, και το καθεστώς σκε φτόταν με ευρωπαϊκούς όρους μονάχα στο βαθμό που οι διευθύνοντες την πολεμική προσπάθεια ήταν αναγκασμένοι να το κάνουν. Τρόποι αντιμετώπισης των παρτιζά νων που είχαν δοκιμαστεί στη Λευκορωσία υιοθετήθηκαν στη νότια Ιταλία και τη Φινλανδία. Ο τσάρος του εργατικού δυναμικού Φριτς Ζάουκελ ταξίδευε από τη Γαλλία στην Ουκρανία για να επιβλέπει τις καμπάνιες επιστράτευσης εργατών. Οι διορισμοί ενός τυπικού στελέχους της Γκεστάπο στα χρόνια του πολέμου τον οδήγη σαν από τη νότια Αυστρία στη βορειοδυτική Γερμανία, στον Καύκασο, στην Πολω νία και τη Σλοβακία, και κάποια στιγμή έφτασε να σκεφτεί να υποβάλει αίτηση για τη νέα αποικιακή υπηρεσία στην Αφρική. Ο πόλεμος και η κατοχή έγιναν ο τρόπος των ναζί να ολοκληρώσουν την ήπειρο, και πράγματι ετούτη συνεισέφερε εντέλει περίπου το ένα τέταρτο των πόρων που ανάλωσε συνολικά η γερμανική πολεμική προσπάθεια. Αυτό όμως ήταν εξ ολοκλήρου συνέπεια της ανάγκης να χρησιμοποιη θούν όλοι οι πόροι της* δεν υπήρχε θετικό όραμα παραπέρα.12 Έ νας από τους λόγους που οι Γερμανοί δεν σκέφτηκαν βαθιά το θέμα της Ευρώ πης ήταν πως για μεγάλο διάστημα της εμπόλεμης περιόδου δεν χρειάστηκε να το κάνουν: οι Ευρωπαίοι συμμορφώθηκαν έτσι κι αλλιώς και συνεισέφεραν ό,τι απαι τούσαν εκείνοι. Μετά το 1945, αυτό ξεχάστηκε βολικότατα. Ό σοι είχαν υπομείνει τη γερμανική κατοχή χαιρέτισαν τους ηρωικούς ΓέδίδΙ&ηίδ και αποσιώπησαν το γεγονός ότι οι Γερμανοί αξιωματούχοι στο μεγαλύτερο τμήμα της Ευρώπης δεν είχαν ενο χληθεί και πολύ από την αντίσταση, έως πολύ αργά. Το ότι οι Γερμανοί είχαν κατα φέρει να διοχετεύσουν τους πόρους της ηπείρου στη δική τους πολεμική οικονομία αποδόθηκε στον καταναγκασμό. Τα πάρε-δώσε του Βερολίνου με συνεργάσιμους επιχειρηματίες και κρατικούς λειτουργούς στη δυτική και την κεντρική Ευρώπη αφέθηκαν ασχολίαστα. Το ίδιο και το γεγονός ότι χιλιάδες άνεργοι εργάτες, Γάλλοι, Ολλανδοί, Κροάτες, Ισπανοί και Ιταλοί, είχαν προσφερθεί οι ίδιοι να δουλέψουν στα εργοστάσια του Ράιχ, προτού ξεκινήσει το πρόγραμμα δουλικής εργασίας.13 Μεταπολεμικά, συλλογική αμνησία έπληξε χώρες όπως η Ιταλία, η Ουγγαρία και η Ρουμανία, που είχαν πολεμήσει στο πλευρό του Χίτλερ και είχαν εγκαθιδρύσει δικές τους, παράλληλες κατοχές. Οι Κροάτες και οι Σλοβάκοι είχαν αποκτήσει τα κράτη τους, η Βουλγαρία είχε καταβροχθίσει γειτονικές εκτάσεις και η Ουγγα ρία είχε ξανακερδίσει πολλά εδάφη που είχε χάσει το 1918. Ο Μουσολίνι είχε ονει ρευτεί μια νέα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κι είχε στείλει τους επιστράτους του στις Κυ κλάδες, αν ήταν τυχεροί, ή στη Σαχάρα, τη Σλοβενία και τη Σομαλία, αν δεν ήταν. Η Ρουμανία είχε διοικήσει την Ουκρανία, είχε στολίσει την Οδησσό με πτώματα και είχε εξαπολύσει εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες εναντίον του Κόκκινου Στρατού. Οι Βαλτικοί, οι Λευκορώσοι και οι Ουκρανοί εθνικιστές είχαν πολεμήσει κι αυτοί όλοι τους στο πλευρό των Γερμανών, με την ελπίδα ότι ίσως κέρδιζαν κάτι.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
7
συνεργασία με τον καταχτητή δεν ήταν καθόλου ανεξήγητη επιλογή, αφοΰ το 1940 η Ευρώπη ζοΰσε στον απόηχο της αποτυχίας του φιλελευθερισμού και της δη μοκρατίας του Μεσοπολέμου, και οι οικονομικές και στρατιωτικές επιτυχίες των Γερμανών ενέπνεαν σεβασμό^)θρισμένοι Ευρωπαίοι έλπιζαν, ενάντια σε κάθε λο γική, ότι ετούτοι θα ένωναν την ήπειρο καλύτερα απ’ ό,τι η Κοινωνία των Εθνών ή οι Βρετανοί και οι Γάλλοι. Άλλοι ήταν απλώς παραιτημένοι. Εκείνο που έκανε τη συ νεργασία να φαντάζει αφελής εκ των υστέρων ήταν η σχεδόν απόλυτη ανικανότητα των Γερμανών να ανταποκριθούν στην πολιτική ευκαιρία που τους παρουσιάστηκε. Κατά συνέπεια, κατέστησαν τους εαυτούς τους σχεδόν αυτοστιγμεί αντιπαθητικούς στον κόσμο. «Όπως και να ’ναι, αποτελεί ένα από τα κεντρικά προβλήματα της χιτ λερικής Ευρώπης», σημείωνε ο Ολλανδός ιστορικός Πίτερ Χέυλ, που είχε περάσει δεκαοκτώ μήνες του πολέμου στο στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ, «αυτή η αντίθεση ανάμεσα στην έλξη που άσκησαν ορισμένες τάσεις της Νέας Τάξης και στην εντεινόμενη απογοήτευση που προκάλεσε η διαγωγή του κατακτητή».14 Η θεμελιώδης αιτία της ήταν ο εθνικισμός του Χίτλερ - ή, ακριβέστερα^η πεποίθησή του ότι κανείς δεν είχε σημασία ή δεν μπορούσε να θεωρηθεί έμπιστος πολιτι κά,εκτός από τους ίδιους τους Γερμανούς. Η κρατική κυριαρχία και η ανεξαρτησία των συμμάχων του μπορούσαν να τεθούν εκποδών, αν χρειαζόταν* οι πολιτικές προσδοκίες των ξένων συνεργατών του μπορούσαν να παραβλεφθούν ανά πάσα στιγμή. Αγνόησε τελείως τις εκκλήσεις να διακηρύξει ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα που να μπορεί να ανταγωνιστεί τη Χάρτα του Ατλαντικού των Συμμάχων. Το μόνο που μετρούσε γι’ αυτόν ήταν το να σε φοβούνται }^αινςι,_^£^}ΜIΜ^ί^'Ενας Ούγγρος μυστικός αστυνομικός συνόψισε αυτήν τη στάση ως εξής:^Στα κατεχόμενα εδάφη, η ^ γερμανική κυβέρνηση πρεσβεύει την αρχή ότι, παραμερίζοντας τη μέριμνα για δη μοτικότητα, μονάχα ένα καθεστώς ή μια κυβέρνηση που φέρεται συνεχώς σαν υπο χείριο της Γερμανίας μπορεί να γίνει ανεκτό») Για τον Χίτλερ, αυτή ήταν η ουσία μιας αποικιακής πολιτικής. Η Ευρώπη υπήρχε στην ουσία μόνο για να υπηρετεί τα συμφέροντα της Μεγάλης Γερμανίας.15 Η προσπάθεια να δημιουργηθεί μια αυτοκρατορία στη βάση του εθνικισμού δεν ήταν τίποτα καινούργιο. Οι Γάλλοι είχαν κι αυτοί την εκπολιτιστική αποστολή τους* το ίδιο και οι Αμερικανοί, με διαφορετικό τρόπο. Πιο κοντά στο προκείμενο, οι Ρώ σοι και οι Ούγγροι είχαν προσπαθήσει πριν από το 1914 να σφιχτοδέσουν τα εδάφη τους διαδίδοντας τη γλώσσα και την κουλτούρα τους. Εκείνο που έκανε την προσέγ γιση των ναζί όχι μόνο ασυνήθιστη, αλλά και τελείως αναπαραγωγική ως φιλοσο φία του κυβερνάν, ήταν η επιμονή τους να ορίζουν τον εθνικισμό με τόσο<χπόλυτα στενούς όρους, ώστε να αποκλείεται για τους περισσότερους λαούς το ενδεχόμε,νο να γίνουν κάποτε πολίτες. «Όλα τα κράτη που είναι φιλελεύθερα ως προς την πολι τογράφηση των ξένων είναι κατάλληλα για αυτοκρατορίες», είχε γράψει ο Φράνσις
8
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
Μπέικον στις αρχές του δέκατου έβδομου αιώνα. «Γιατί το να νομίζει κανείς ότι μια χούφτα άνθρωποι μπορούν, ακόμα και με το μεγαλύτερο θάρρος και στρατηγική του κόσμου, να αγκαλιάσουν μια πολύ μεγάλη επικράτεια [, είναι λάθος, γιατί] μπο ρεί μεν αυτή να κρατήσει για ένα διάστημα, αλλά θα αποτύχει ξαφνικά». Ποτέ δεν υπήρξε τρανότερη απόδειξη της αλήθειας αυτού του ρητού από τη μοίρα της ναζιστικής Νέας Τάξης.16 Φυσικά, οι ίδιες οι ευρωπαϊκές υπερπόντιες αυτοκρατορίες κάθε άλλο παρά φω τεινά παραδείγματα της συμπεριληπτικής προσέγγισης του Μπέικον ήταν. Η πλή ρης βρετανική, γαλλική ή πορτογαλική ιθαγένεια ήταν δύσκολο να αποκτηθεί αν εί χες λάθος χρώμα δέρματος, και τα διπλά συστήματα νομικής κατάστασης δεν ήταν επινόηση των ναζί. Έ ξω όμως από την Ευρώπη, τα καθεστώτα που εφάρμοζαν την πρακτική αποκλεισμού είχαν συνήθως μακρόχρονη εξελικτική πορεία, μέσα σε κοι νωνίες που ήταν ακόμη κατά βάσιν αγροτικές. Χαρακτηρίζονταν από σύνθετες δι ευθετήσεις και συμβιβασμούς με τους τοπικούς και τους γηγενείς ηγέτες, και εν πάση περιπτώσει είχαν αρχίσει να υφίστανται πίεση στην περίοδο του Μεσοπολέμου, από την ανάδυση των εθνικιστικών κινημάτων στις αποικίες. Οι Γερμανοί, αντιθέτως, επέβαλαν την εξουσία τους πολύ ξαφνικά, καταμεσής ενός πολέμου, και διάλε ξαν να την ασκήσουν σε αστικοποιημένες κοινωνίες που είχαν ισχυρά περιγραμμένο και ήδη διαμορφωμένο το αίσθημα της εθνικής τους ταυτότητας. Το εντυπωσιακό δεν είναι ότι αντιστάθηκαν οι Ευρωπαίοι, αλλά που οι περισσότεροι δίστασαν τόσο πολύ να το κάνουν. Έ νας λόγος ήταν ο αποπροσανατολισμός: η έλευση της Νέας Τάξης κλόνισε τη θεμιτότητα των εθνικών κρατών της Ευρώπης βαθύτερα από κάθε άλλη φορά, πριν ή μετά. Λογικό, αφού στόχος της ήταν όχι μόνο να ενδυναμώσει τον γερμανικό εθνικι σμό, αλλά και ναχξαφανίσει το αίσθημα εθνικής ταυτότητας των άλλων λαών. Χώρες όπως η Πολωνία, η Τσεχοσλοβακία και η Γιουγκοσλαβία απαλείφτηκαν από το χάρ τη. Επιπλέον, πολλά από τα άλλα κατακτημένα έθνη μετρούσαν βίο μερικών μόλις δε καετιών. Η ξενική κατοχή έδειξε πόσο αδύναμη ήταν η συνοχή τους και πόσο εύκολα μπορούσαν να διαλυθούν. Βαθιές ρηγματώσεις διέτρεχαν τον ιστό τους -ταξικές, γλωσσικές, ιδεολογικές και θρησκευτικές-, και ο ολοκληρωτικός πόλεμος πυροδότη σε θανάσιμες εσωτερικές συγκρούσεις γύρω από την ίδια την εικόνα και τον αυτοορισμό του έθνους. Συχνά ο εμφύλιος πόλεμος βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής· στην Ελλάδα, τη Γιουγκοσλαβία, την Ιταλία και την Ουκρανία κόστισε χιλιάδες ζωές. Εξόχως αποτελεσματικό φόβητρο αποδείχθηκαν επίσης τα δολοφονικά ένστι κτα αντεκδίκησης των Γερμανών. Η καταρρακωτική τους ισχύς γίνεται καλύτερα αντιληπτή μέσα από τις αντιδράσεις του κόσμου σε επεισόδια που έχουν μισοξεχαστεί, όπως η εκτέλεση του Τσέχου πρωθυπουργού Άλοϊς Έλϊας το 1942, τα αντίποι να του 1941 στη Σερβία, που είχαν ως αποτέλεσμα να εκτελεστούν 2.000 άμαχοι μο νάχα στην κωμόπολη Κραγκούγεβατς, ή η πλήρης κατεδάφιση του Υΐοιιχ ΟιιαιΐίοΓ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
9
[Παλιάς Πόλης] της Μασσαλίας, με την εκκένωση 40.000 κατοίκων μετά την έκρη ξη μερικών αυτοσχέδιων βομβών στην πόλη. Τα τρομακτικά αυτά γεγονότα συνέτριβαν το ηθικό όσων τα πληροφορούνταν και έκαναν τραγικά ολοφάνερο το κό στος της αντίστασης, όχι μόνο για όσους έπαιρναν τα όπλα αλλά και για τους αθώους αμάχους. Οι αναμνήσεις αυτές -μαζί μ’ εκείνες του Λίντιτσε, του Οραντούρ και των στρα τοπέδων- έχουν συμβάλει πολύ στον τρόπο που κατανοούμε το ναζισμό. Αντί να αντιμετωπίζεται σαν μια ακραία εκδοχή ενός κοινού νεότερου ευρωπαϊκού φαινο μένου -του εθνικισμού-, εκείνο που τονίζεται συνήθως είναι η πρωτοφανής, παθο λογική του αγάπη για τη βία. Οι θεωρητικοί του ολοκληρωτισμού, ιδίως, τον εμφανί ζουν σαν ένα παράδειγμα,του.£^ τύπου πολιτικής συγκρό τησης όπου μια μικρή ομάδα ανθρώπων καταλαμβάνει και διατηρεί την εξουσία γ^α κανέναν άλλο λόγο εκτός από την (^ρ^οχι^άτια^^ εξαλεί φει την ελευθερία και χρησιμοποιεί τον τρόμο για να διαιωνίσει την εξουσία της. Τονίζουν τον έλεγχο που ασκεί η πολιτική ελίτ στους καθημερινούς ανθρώπους και, επειδή θεωρούν ότι οι μάζες υπέστησαν εξαρχής καταναγκασμό, δεν πολυασχολούνται με τις ιδέες των ίδιων των ναζί. Συνεπώς, ο ίδιος ο δικτάτορας προκύπτει ένας δαιμονικός πρώτος κινών, σ’ ένα είδος μηδενιστικής αντιθεολογίας. Το υπόδειγμα του ολοκληρωτισμού, που έχει πια ηλικία άνω των πενήντα χρόνων, εξακολουθεί να ορίζει το μυαλό μας. Και πράγματι, κάποια πράγματα τα συλλαμβά νει σωστά. Ο Χίτλερ υπήρξε όντως κεντρικό πρόσωπο, τόσο για τη διακυβέρνηση του Ράιχ όσο και -ίσως, μάλιστα, περισσότερο- για τον τρόπο με τον οποίο οι Γερμανοί διοίκησαν την Ευρώπη: στα χρόνια του πολέμου δεν υπήρχε πραγματικό συλλογικό κυβερνητικό όργανο, και την ήπειρο τη διοικούσε εκείνος με τέτοιον τρόπο, που να μην είναι δυνατό να σχηματιστεί κάτι τέτοιο. Οι παρεμβάσεις του, επίσης, ήταν συχνά αποφασιστικές - ιδίως στην κλιμάκωση των επιπέδων συλλογικής τιμωρίας. Έχοντας τις (εν μέρει δικαιολογημένες) αμφιβολίες του για το βαθμό στον οποίο το γερμανικό κοινό στοιχιζόταν πίσω από τους μακροπρόθεσμους στόχους του, φρόντιζε να μένει η εξουσία στα χέρια όσων εμπιστευόταν περισσότερο. Οι άντρες αυτοί, «δουλεύοντας προς» τον Φύρερ, επινοούσαν όλο και πιο αιματηρούς τρόπους να ξεπερνούν τις δυ σχέρειες που οι ίδιες οι φιλοδοξίες τους είχαν δημιουργήσει. Έτσι, το εμπόλεμο ναζιστικό κράτος λειτούργησε με σχετικά μικρή αυτοσυγκράτηση, ιδίως στην ανατολική Ευρώπη ή στα άλλα κατεχόμενα εδάφη, όπου οι παράγοντες οι ανασχετικοί της αυ θαίρετης εκτελεστικής εξουσίας είχαν γκρεμιστεί ή υπονομευτεί. Έ νας από τους πιο συγκροτημένους πολέμιους των ναζί, ο Γάλλος πρώην πρωθυπουργός Λεόν Μπλουμ, κατάλαβε τι συνέβαινε. Για τους συγγενείς του, που δεν θέλησαν να φύγουν από το Παρίσι, έγραφε το 1942 ότι «φαντάζονται πως οι ωμότητες του περασμένου μήνα θα είναι οι τελευταίες, ή τουλάχιστον πως ο καθολικός αποτροπιασμός που προκάλεσαν θα οδηγήσει σε μακρά ανάπαυλα. Φοβάμαι πως δεν αντιλαμβάνονται ότι τα γρανά-
10
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
ζια κινούνται όλο και πιο γρήγορα και ότι μπορεί κανείς να γίνεται όλο και πιο ωμός, χωρίς ποτέ να υπάρχει κάποιο τέλος».17 Αλλά το ολοκληρωτικό υπόδειγμα λαθεύει και σε πολλά. Σίγουρα η Γερμανία έπρεπε να καταναγκάζει τους πληθυσμούς που εξούσιαζε, αλλά μέσα στην ίδια τη χώρα η κατάσταση ήταν πιο σύνθετη, ιδίως στα χρόνια του ως σύνολο δεν χρειάστηκε να υποστούν καταναγκασμό για να πολεμήσουν, κι ακόμα και τις ύστατες ημέρες δεν υπήρξε γενική κατάρρευση, όπως είχε συμβεί το 1918. Η πεισματάρικη αντίσταση της χώρας δεν μπορεί να αποδοθεί στη γοργή κλιμάκωση της τρομοκρατίας, που οπωσδήποτε υπήρξε. Πρόσφατα, μελετητές ισχυρίστηκαν ότι ΐαγοράσει τολαό ώστε τα λάφυρα των κατακτήσεων να υποστηρίξει τον πόλεμο* το πράγμα επιδέχεται συζήτηση, αλλά το ότι(ο πληθυσμός, παρά την προφανή έλλειψη ενθουσιασμού του όταν ξέσπασε ο πόλεμος, πα ρείχε τελικά την υποστήριξή του/δεν επιδέγεται καμία. Ούτε μπορεί κανείς πια να υποστηρίξει ότι μετά το 1941 υπήρξε καμιά άξια λόγου διαφορά ανάμεσα στα δδ και στη Βέρμαχτ, στο πώς φέρονταν στους υπό κατοχή Εβραίους και Σλάβους. Απλοί Γερμανοί στρατιώτες φέρονταν εξίσου κτηνωδώς στους μπολσεβίκους, στους Εβραίους και στους άλλους υηΙοπηβηδοΙιβη όσο και οι «150 τοις εκατό ναζί». Άρα η Νέα Τάξη ήταν, και από αυτή την άποψη, ένα γερμανικό εγχείρημα - δεν είχε απλώς σχεδιαστεί για τους Γερμανούς, αλλά βασιζόταν κιόλας σε αυτούς και στην ενεργό συμμετοχή τους.18 "Υστερα υπάρχει το ζήτημα των ιδεών και των συζητήσεων που διαμόρφωσαν το σύστημα της γερμανικής εξουσίας στα χρόνια του πολέμου. Ούτε ο Χίτλερ ούτε κα νένας άλλος είχε προβλέψει τις προκλήσεις που έφερε ο πόλεμος. Το αντίθετο, μά λιστα: παρόλο που οι ναζί ονειρεύονταν για χρόνια να πολεμήσουν, όταν αυτό συνέ βη ξαφνιάστηκαν από τις συνέπειες της ίδιας της επιτυχίας τους. Το αποτέλεσμα ήταν μια σειρά έριδες για τους σκοπούς και τα μέσα, που ξέσπασαν το 1939 και δεν καταλάγιασαν ποτέ. Παρακολουθώντας τες μέσα από τα”ιδιωτικά υπομνήματα, τα δημοσιευμένα άρθρα και τον Τύπο, γρήγορα αντιλαμβάνεται κανείς πως καμιά ενι αία ναζιστική θεωρία κατάκτησης δεν μπορούσε να συναχθεί ούτε από το Μβίη Κατηρ/ούχε από οποιαδήποτε άλλη διακήρυξη του Χίτλερ. Διαπιστώνουμε έτσι ότι στελέχη των δδ αναρωτιόνταν το 1939 πώς ήταν δυνατόν να διατείνονται ότι έκτιζαν ένα φυλετικά καθαρό έθνος, όταν ωθούσαν τα όρια του Ράιχ πέρα από τις ζώνες γερμανικής κατοίκησης και κυβερνούσαν Τσέχους και Πολωνούς. Το 1941, άλλοι αρπάζονταν για το αν τα σοβιετικά κρατικά αγροκτήματα θα ιδιωτικοποιούνταν ή θα παρέμεναν όπως ήταν, αλλά σε γερμανικά χέρια. Επίσης, κανείς δεν αποφάσισε ποτέ στ’ αλήθεια για το κατά πόσον η κατάληψη της εξουσίας μέσα στη Γερμανία πριν από το 1933 παρείχε έναν μπούσουλα για τη ναζιστικοποίηση των υπό κατοχή χωρών, ή ακόμα και για το αν ο ναζισμός ήταν έτσι κι αλλιώς εξαγώγιμος. Οι ναζί πίστευαν με πάθος στον Φύρερ τους και στον εθνικοσοσιαλισμό, αλλά αυτή η ιδεο
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
11
λογική στράτευση δεν γεννούσε απλές απαντήσεις στα προβλήματα που αντιμετώ πιζαν. Για ένα ολοκληρωτικό καθεστώς σαν αυτό, η έριδα για το τι πραγματικά σήμαινε το διαφέντεμα της ηπείρου ήταν εντυπωσιακά ζωηρή. Πάνω απ’ όλα, υπάρχει πραγματικό πρόβλημα με τις αναλύσεις του εθνικοσο σιαλισμού οι οποίες δεν παίρνουν υπόψη την καταλυτική επίδραση που άσκησε ο ίδιος ο πόλεμος. Τίποτα ίσως δεν αναδεικνύει καλύτερα αυτό το σημείο, από την εξέλιξη του μηχανισμού της τρομοκρατίας. Τον Σεπτέμβριο του 1939, τα έξι κύρια στρατόπεδα συγκέντρωσης του Ράιχ στέγαζαν συνολικά μόλις 21.400 κρατουμέ νους· στις αρχές του 1945, το σύστημα είχε εξελιχθεί καρκινικά σ’ ένα αχανές και αποτρόπαια διοικούμενο δίκτυο στρατοπέδων που περιλάμβανε περισσότερους από 700.000. Δεν υπήρχε, δηλαδή, κάποιο συγκεκριμένο σύστημα τρόμου που ξεπήδησε πανέτοιμο από το κεφάλι του Χίτλερ. Η αστυνόμευση των κατακτημένων εδα φών της Ανατολής ήταν εκείνη που έδωσε στα δδ τη δυνατότητα να ανελιχθούν τόσο ιλιγγιωδώς, ώσπου έγιναν η πιο επίφοβη οργάνωση της κατεχόμενης Ευρώπης. Ο πόλεμος ήταν εκείνος που άλλαξε τελείως τη θέση του ίδιου του Φύρερ: του επέτρεψε να καταλύσειτις όποιε£δικαστικές ελευθερίες είχαν απομείνει μέσα στη Γερμα νία και συνάμα τον έκανε πιο απόμακρο και λιγότερο συγκροτημένο. Οι ναζί χρειά στηκαν μόλις λίγους μήνες, το χειμώνα του 1941-42, ώστε να επιτρέψουν να πεθάνουν μέσα σε υπερπλήρη στρατόπεδα περισσότεροι από δύο εκατομμύρια Σοβιετι κοί αιχμάλωτοι πολέμου, αόρατοι και εν πολλοίς ακατάγραφοι. Τους πήρε μόνο τρία χρόνια -από το 1941 ως το 1944- για να επινοήσουν και να οικοδομήσουν τα στρατόπεδα εξόντωσης, να σκοτώσουν περισσότερους από πέντε εκατομμύρια Εβραίους και να επιστρατεύσουν διά της βίας περισσότερους από έξι εκατομμύρια Ευρωπαίους ώστε να εργαστούν στο Ράιχ. Τίποτε από αυτά δεν είχε συμβεί-ή έστω προϊδεαστεί— προτού ξεσπάσει ο πόλεμος. Η αρχή της δεκαετίας του 1940 αποτελεί έτσι πρώτης τάξεως παράδειγμα για το πώς η βία του πολέμου -ιδίως όταν μια κοντόθωρη και ιδεολογικά προανατολισμένη πολιτική ηγεσία συνδυαστεί με συντριπτική στρατιωτική υπεροχή- μπορεί να οδηγήσει σε σχεδόν ατέρμονη κλιμάκωση της χρήσης βίας και σε συνεχή αναθεώρη ση των κανόνων και των νορμών. Οι ναζί πρέσβευαν την ιδέα του προληπτικού πο λέμου και δεν θεωρούσαν ότι δεσμεύονταν από το διεθνές δίκαιο* κατά συνέπεια, μονάχα οι δικές τους ηθικές αναστολές (που τις εξασθένιζε ο έντονος φυλετικός εθνικισμός, όταν επρόκειτο για μη Γερμανούς) έθεταν όρια στο τι θεωρούσαν πως ήταν δικαιολογημένοι να πράξουν. Αν όμως ο πόλεμος επέτρεπε στο καθεστώς να κατακτήσει εδάφη, ήταν επίσης ένα μέσο -όπως καταλάβαινε καλά ο ίδιος ο Χίτ λερ- για να αλλάξουν οι Γερμανοί και οι αξίες τους. Γιατί ο ναζισμός ήθελε να διαρρήξει τις σχέσεις του όχι μόνο με τον κοινοβουλετικό φιλελευθερισμό αλλά, πολύ πιο βαθιά, με ό,τι γινόταν έως τότε κοινά αποδεκτό ως οι αντιλήψεις περί ανθρώ που. «Ο άνθρωπος δεν υπάρχει», είχε γράψει το 1936 ο Βάλτερ Γκρος, αρχηγός του
12
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
Γραφείου Φυλετικής Πολιτικής. «Υπάρχουν μόνο άνθρωποι που ανήκουν στην τάδε ή στη δείνα φυλή».19 Χρειάστηκε ο πόλεμος για να αποκαλυφθοΰν όλες οι συνέπειες αυτής της ρήσης. Οι Πολωνοί καθηγητές και ιερείς ταπεινώνονταν συστηματικά και βίαια. "Οταν οι Σοβιετικοί αιχμάλωτοι παλέμ^υ εΙωθήθηκαν σε πράξεις κανιβαλι σμού, ο Χίτλερ αντέδρασε με αηδία. «Οι άνθρωποι εκεί είναι ζώα», διαβεβαίωσε έναν Κροάτη επισκέπτη τον Φεβρουάριο του 1942: η Γερμανία πολεμούσε εναντίον του «ζωώδους εκφυλισμου της ανθρωπότητας [ΜοηδοΙιΙιοίίδ0ηΙαΓΐυη§]». Ό σο για τους Εβραίους, αυτοί υποχρεώνονταν να σέρνουν κάρα σαν τα άλογα και να ξεχορ ταριάζουν τις πλατείες πεσμένοι στα τέσσερα - θαρρείς για να διαλαληθεί πως δεν ήταν πια πλήρως άνθρωποι.20 Μεγάλο μέρος του σημερινού ενδιαφέροντος για τη Νέα Τάξη εστιάζεται στο θέμα του Ολοκαυτώματος - στην εμβληματική περίπτωση της ναζιστικής καταστροφικότητας. Ακόμα όμως και ο «πόλεμος ενάντιόν των Εβραίων» ουσιαστικά ανέκυ ψε μέσα από τον «πόλεμο υπέρ των Γερμανών» του Φύρερ. Εντέλει, όλη αυτή η εκ στρατεία κατάκτησης και φυλετικής εξόντωσης εδραζόταν σε μια ψευδαισθητική φαντασμαγορία. Οι ίδιες οι δημοσκοπήσεις της Βέρμαχτ έδειχναν ότι ελάχιστοι Γερμανοί στρατιώτες ήθελαν να μείνουν στην Πολωνία, πόσο μάλλον στη Ρωσία, άπαξ και έληγε η σύρραξη: οι ίδιοι εκείνοι άντρες, που ο Χίμλερ σκόπευε να τους ανταμείψει με κτήματα στην Ανατολή, δεν ποθούσαν τίποτα όσο το να γυρίσουν στα σπίτια τους. Οι περισσότεροι δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία. Εκατομμύρια Ρώσοι, Πο λωνοί, Εβραίοι και Λευκορώσοι χάθηκαν στο βωμό της αυτοκρατορικής φαντασίω σης των ναζί, αλλά το ίδιο έπαθαν και οι άνθρωποι που τους είχαν σκοτώσει και που υποτίθεται ότι θα έπαιρναν τη θέση τους: ο ναζισμός ήταν η αιτία που οι Γερμανοί στρατιώτες και άμαχοι κατέληξαν να πεθαίνουν κατά αριθμούς οι οποίοι δεν υπο λείπονταν πιθανώς πολύ από το φόρο αίματος της Τελικής Λύσης. Αντί να εγκαθιδρύσειτο Μεγάλο Γερμανικό Ράιχ, ο Χίτλερ άφησε τη χώρα διαμελισμένη. Η αυτο κρατορία του είχε θεωρήσει προϋπόθεση για τη σωτηρία της το θάνατο εκατομμυ ρίων, μα η σωτηρία δεν ήρθε ποτέ, και καθώς το καθεστώς του ανάλωνε τους δικούς του υπηκόους, το μόνο που άφησε πίσω του ήταν ο θάνατος.21
ΜΕΡΟΣ 1
Για τη Μεγάλη Γερμανία
1
Γερμανοί και Σλάβοι: 1848-1918
Η αλυσίδα γεγονότων που κορυφώθηκε με τη δημιουργία της αυτοκρατορίας του Χίτλερ δεν άρχισε με την εισβολή στην Πολωνία το 1939, την κατάληψη της εξου σίας στο Τρίτο Ράιχ το 1933 ή έστω με τη δημιουργία του ίδιου του ναζιστικού κόμ ματος στο Μόναχο, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα όσα εκτυλίχθηκαν με ταξύ 1938 και 1945 ήταν το τελικό κεφάλαιο στην ιστορία μιας πολύ παλιότερης ιδέ ας - της ιδέας της Μεγάλης Γερμανίας. Ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν το 1944, την ώρα που οι πύραυλοι ν-1 έπεφταν πά νω στο Λονδίνο και ο ιστορικός Λιούις Νέιμιερ ένιωθε να ταξιδεύει ο νους του σχε δόν έναν αιώνα πίσω, στα γεγονότα του 1848 - στη μοναδική εκείνη χρονιά όπου οι επαναστάτες είχαν ανατρέψει τους μονάρχες, και το Παρίσι, η Πράγα, η Βιέννη και η Βενετία είχαν αντιβουίσει από τις κραυγές για λευτεριά. Στην εκκλησία Πάουλς Κίρχε της Φραγκφούρτης είχε συγκληθεί περήφανα η γερμανική εθνοσυνέλευση κάτω από ένα γιγάντιο πορτρέτο της Οοππαιώ -μιας μάλλον γεροδεμένης κόρης με χιτώνα, που κρατούσε ένα θριαμβευτικά ξεθηκαρωμένο σπαθί στο ένα χέρι και τη σημαία του γερμανικού έθνους στο άλλο- και οι αντιπρόσωποί της μιλούσαν για πολιτική ενότη τα, για ελευθερία του Τύπου και για την ανάγκη ενός σύγχρονου Συντάγματος. Από τότε, για πολλούς ανθρώπους η Συνέλευση έδειχνε φευγαλέα το δρόμο που δεν πάρθηκε και ήταν η έκφραση ενός γερμανικού δημοκρατικού πνεύματος το οποίο έμελλε σύντομα να συντρίβει από τον πρωσικό μιλιταρισμό και που, αν είχε θριαμβεύσει, θα μπορούσε να είχε γλιτώσει την Ευρώπη από έναν αιώνα γεμάτο πολέμους.1 Ο Νέιμιερ δεν τα έβλεπε έτσι τα πράγματα. Κατ’ αυτόν, το αληθινό πνεύμα του 1848 είχε νικήσει, και οι ίδιοι οι βουλευτές, με τα όνειρά τους περί Μεγάλης Γερμα νίας, είχαν στρώσει το δρόμο για την καταστροφή που στάθηκε ο ναζισμός. Δεν χώ ριζε, έλεγε, κανένα βαθύ χάσμα τους Γερμανούς φιλελεύθερους του δέκατου ένα του αιώνα από τους εθνικοσοσιαλιστές του εικοστού: η αγάπη για το έθνος και το μίσος για τους Σλάβους ήταν αισθήματα κοινά και στους δύο. Το 1848 ήταν η στιγμή όπου ο γερμανικός κοινοβουλευτικός εθνικισμός αποκάλυψε για πρώτη φορά την ικανότητά του να καταστρέψει την ειρήνη της ηπείρου. Οι πολιτικές διαφορές δεν
16
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
μπορούσαν πια να διευθετούνται μοναχά μεταξύ βασιλιάδων και διπλωματών, γιατί τώρα αφορούσαν τις προσδοκίες ολόκληρων εθνών - προσδοκίες που ορίζονταν ολοένα περισσότερο με άξονα τη γη, τη γλώσσα και το αίμα. Σε αυτές τις λησμονημένες από χρόνια ομιλίες που είχαν εκφωνηθεί στη Φραγκφούρτη ο Νέιμιερ διέβλεπε τη νερομάνα του γερμανικού επεκτατισμού. Πολλοί ομιλητές εκεί είχαν εκφράσει την ελπίδα να δουν κάποτε μια ενοποιημένη πατρίδα, που η πολιτιστική και οικονομική της ανωτερότητα θα προσέλκυε ακατανίκητα τους Πολωνούς, τους Τσέχους και άλλους Σλάβους· έκαναν λόγο για μιαν επικράτεια που θα απλωνόταν από τη Βαλτική ως τη νοτιοανατολική Ευρώπη, και, προσηλωμένοι στην ιδέα του ισχυρού εθνικού κράτους, απέρριπταν ακόμα και τη σκέψη ότι Γερμα νοί θα μπορούσαν ποτέ να αποτελούν μειονότητα: «Θα ζήσουν μισό εκατομμύριο Γερμανοί κάτω από γερμανική διακυβέρνηση και θα αποτελέσουν τμήμα της μεγά λης Γερμανικής Ομοσπονδίας, ή θα υποβιβαστούν στην υποδεέστερη θέση απλώς πολιτογραφημένων ξένων;» Η αποστολή του πιθανολογούμενου γερμανικού εθνικού κράτους έπρεπε να είναι το να συμπεριλάβει όλους τους Γερμανούς μέσα στην επικράτειά του και να γλιτώσει τα μέλη του έθνους από τη φοβερή μοίρα να βρεθούν υπό την κυριαρχία ενός Σλάβου γείτονα: «Το δίκιο μας είναιτο δίκαιο του ισχυροτέρου, το δίκαιο της κατάκτησης... Οι νομικοί κανόνες πουθενά δεν αποδεικνύονται πιο μίζεροι παρά όταν αξιώνουν να καθορίσουν το πεπρωμένο των εθνών». Για το ακροατήριο του Νέιμιερ στο Λονδίνο, μεγάλο μέρος αυτής της αδιάλλακτης ρητορι κής -με τα αιτήματά της για μια παντοδύναμη Γερμανία που θα λειτουργούσε ως προπύργιο εναντίον της Ρωσίας και με τις αναφορές της στις «μισερές εθνότητες^, που τις παρομοίαζε με ολέθρια «παράσιτα» τα οποία προσπαθούσαν να «ιδρύσουν τη δική τους ζωή ανάμεσά μας»- θα πρέπει να ηχούσε ανατριχιαστικά οικεία.2 Αυτή η ανάγνωση του παρελθόντος της Γερμανίας ήταν αναμφίβολα προκατει λημμένη και αναχρονιστική. Υπήρχαν πάμπολλες διαφορές ανάμεσα στους φιλε λεύθερους της δεκαετίας του 1840 και στους εθνικοσοσιαλιστές έναν αιώνα αργότε ρα, ανάμεσα σε όσους πίστευαν στη δύναμη του γερμανικού πολιτισμού και σε όσους πίστευαν στο γερμανικό αίμα. Ορισμένοι ναζί, όμως, όντως περιέγραφαν την ιστορία τους με σχετικά παρόμοιους όρους. Μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα, ο καθηγη τής Ράινχαρτ Χαιν, ένας από τους αγαπημένους διανοούμενους του Χίμλερ, είχε επικροτήσει τους αγωνιστές του ’48. Είχαν δίκιο, έλεγε, όταν υπερασπίζονταν την αρχή της πολιτικής εξουσίας έναντι της στρατιωτικής, κάτι που το Τρίτο Ράιχ είχε καταφέρει τελικά να το πετύχει μονάχα χάρη στη δύναμη του ναζιστικού κόμματος. Και ο Χίτλερ είχε εγκωμιάσει τους δημοκράτες της Φραγκφούρτης. Σε ένα λόγο που είχε βγάλει στην πόλη, μετά το Άνολους με την Αυστρία το 1938, εξέφρασε την ευτυχία του που ήταν «ο εκπληρωτής ενός πόθου ο οποίος βρήκε κάποτε τη βαθύτε ρη έκφρασή του εδώ». Έ λεγε στον Γιόζεφ Γκαίμπελς ότι οι αγωνιστές του ’48 δεν έπρεπε καθόλου να συγκρίνονται με τους μισητούς «Νοεμβριανούς Δημοκράτες»
ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΚΑΙ ΣΛΑΒΟΙ: 1848-1918
17
που είχαν ιδρύσει τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, για τον απλοΰστατο λόγο ότι εκεί νοι ήταν «ιδεολόγοι της Μεγάλης Γερμανίας», οι οποίοι πίστευαν, όπως ο ίδιος, σ’ ένα ισχυρό γερμανικό έθνος με ευρωπαϊκή αποστολή. Κατά τον Φύρερ, είχαν προ σπαθήσει να οικοδομήσουν μια Γερμανία που θα κατάφερνε να συντρίψει τους Σλάβους και να κυριαρχήσει στην Ευρώπη. Εκείνος, απαλλαγμένος από τους βασι λιάδες και τους πρίγκιπες οι οποίοι τους είχαν νικήσει, θα θριάμβευε εκεί όπου εκείνοι είχαν αποτύχει.3 Ο εθνικισμός είχε αργήσει να θριαμβεύσει, γιατί στα μέσα του δέκατου ένατου αιώ να οι γερμανόφωνοι λαοί κυβερνώνταν ακόμη από ένα ατελείωτο φουσάτο από δουκάτα, πριγκιπάτα και βασίλεια. Το τι εννοούσαν όσοι στην κεντρική και στην ανατολική Ευρώπη αυτοπροσδιορίζονταν ως «Γερμανοί» διέφερε πολύ από τόπο σε τόπο, και πολλοί δεν μπορούσαν καν να συνεννοηθούν μεταξύ τους· τόσο ισχυρές ήταν οι τοπικές διάλεκτοι. Πολιτικά, οι^περισσότεροι «Γερμανοί» δήλωναν πιστοί στους ηγεμόνες τους και δεν αντιλαμβάνονταν τους εαυτούς τους ως μέρος μιας ευ ρύτερης ομάδας, ακόμα δε λιγότερο ως μέρος μιας ομάδας που όφειλε να σμίξει σ’ ένα ενιαίο κράτος. Οι διανοούμενοι της Φραγκφούρτης, επομένως, αντιμάχονταν τη γνώμη των πολλών, δεν την ακολουθούσαν. Έ νας δημοσιογράφος, ας πούμε, παρα πονιόταν το 1848: «Η πλειονότητα των Αυστριακών χωρικών δεν ξέρει καν πως υπάρχει μια Γερμανία και πως είναι η πατρίδα τους!» Το να αφυπνίσει τους Γερμα νούς και να τους κάνει να δουν την αλήθεια του εθνικισμού ήταν η αποστολή που είχβ αναθέσει στον εαυτό της μια μειονότητα ταραχοποιών: θα χρειάζονταν το μεγα λύτερο μέρος του αιώνα ώσπου να επικρατήσει το μήνυμά τους.4 Στη χαλαρά οργανωμένη Γερμανική Συνομοσπονδία που προέκυψε μετά την ήτ τα του Ναπολέοντα, τα δύο ισχυρότερα κράτη ήταν η Αυστρία και η Πρωσία, και η στενή αλλά τεταμένη σχέση τους έμελλε να διαμορφώσει το Γερμανικό ζήτημα της Ευρώπης για δεκαετίες. Η Πρωσία, με λιγότερη από τη μισή έκταση της αντιζήλου της, διέθετε πολύ αμιγέστερο γερμανόφωνο πληθυσμό. Μπορεί να είχε μόνο 16 εκατομμύρια κατοίκους απέναντι στα 36 εκατομμύρια υπηκόους των Αψβούργων όμως, από αυτά, τα 14 μιλούσαν γερμανικά, ενώ λιγότερο από 7 εκατομμύρια ζούσαν στις πολυγλωσσικές κτήσεις του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ. Με δυο λό για, από τη σκοπιά των εθνικιστών, το είδος κράτους που επιθυμούσαν θα προέκυπτε το πιθανότερο υπό την πρωσική καθοδήγηση. Μετά τον γαλλο-πρωσικό πόλεμο, τα γερμανικά κράτη πράγματι ενώθηκαν σ’ ένα νέο Γερμανικό Ράιχ και ο Γουλιέλμος Α" της Πρωσίας ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας. Για πολλούς εθνικιστές, όμως, αυτό αποτελούσε απλώς ενδιάμεσο σταθμό μια λύση «Μικρής Γερμανίας», όπως έλεγαν, γιατί δεν περιλάμβανε τις γερμανόφω νες χώρες της αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Δυστυχώς γι’ αυτούς, οι αρχιτέκτο νες του νέου Ράιχ είχαν αποκλείσει την ιδέα να καταστρέψουν τους Αψβούργους. Ο
18
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Βίσμαρκ ήταν άνθρωπος που ήξερε που να σταματάει - γιατί, όπως έλεγε, «οι νέοι σχηματισμοί σε αυτήν την περιοχή μοιραία θα ήταν αενάως επαναστατικού χαρα κτήρα». Ο συντηρητισμός του επέβαλλε αυστηρά όρια στην επέκταση της Γερμα νίας, και η συμμαχία με την Αυστροουγγαρία παρέμενε ο ακρογωνιαίος λίθος της εξωτερικής πολιτικής του Ράιχ έως το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου αλλά και μετά: το 1915, ένας Γερμανός ιστορικός σημείωνε ότι «το πρωταρχικό και πιο άμεσο καθήκον του πολέμου [ήταν] η διατήρηση της Αυστρίας».5 Μέσα στην αυτοκρατορία, εθνικιστικά κινήματα αναδεύονταν και μεταξύ των Ούγγρων, των Ιταλών, των Πολωνών και των Νοτιοσλάβων. Δεν απέβλεπαν όλα σε πολιτική ανεξαρτησία, γιατί πολλοί αντιλαμβάνονταν ότι η πιθανότερη εναλλακτική λύση μετά την αυτοκρατορία των Αψβούργων ήταν η παγίδευσή τους ανάμεσα σε «μια ρωσική οικουμενική μοναρχία» και σε μια ισχυρή νέα Γερμανία. Το 1848 ο διαπρεπής Βοημός διανοούμενος Φράντισεκ Πάλατσκυ είχε αρνηθεί την πρόσκλη ση της Συνέλευσης της Φραγκφούρτης και, εξηγώντας το λόγο, είχε πει το περίφημο ότι «αν η αυστριακή αυτοκρατορία δεν υπήρχε, θα έπρεπε για το καλό της Ευρώ πης, ή μάλλον της ανθρωπότητας... να την επινοήσουμε». Στα τέλη του αιώνα, η πί στη στην αυτοκρατορία ως πολυεθνικό χώρο αγκάλιαζε το πολιτικό φάσμα από τους καθολικούς μοναρχικούς έως τους αυστρομαρξιστές, οι οποίοι είχαν καταλήξει στην πεποίθηση ότι έπρεπε «να αποτραπεί η κατάρρευση της Αυστρίας και να κατα στούν τα έθνη της ικανά να ζήσουν μαζί».6 Ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ δεν ενδιαφερόταν, βεβαίως, να γίνει ση μαιοφόρος του γερμανικού εθνικισμού. Ή ξερε πως μια τέτοια πολιτική απλώς θα γεννούσε την αντιπάθεια των -σαφώς πιο πολυάριθμων- άλλων υπηκόων του, και ήξερε επίσης ότι η θρησκεία εμπόδιζε τους περισσότερους Γερμανούς της Αυστρίας να στραφούν προς το προτεσταντικό Βερολίνο για βοήθεια. Η αφοσίωση στον Οίκο των Αψβούργων ήταν γι’ αυτόν πολύ πιο σημαντική από το εθνολογικό προφίλ. Κα θώς όμως οι Ιταλοί, οι Τσέχοι και οι Πολωνοί ζητούσαν γλωσσικά και πολιτιστικά δικαιώματα, ορισμένοι αψβουργικοί Γερμανοί σχημάτισαν εθνικές λέσχες και εται ρείες για να δράσουν εναντίον τους, και ίδρυσαν σχολεία, εφημερίδες και αθλητι κούς συλλόγους. Ανθησαν οι αδελφότητες μονομάχων φοιτητές έπιναν και έβγαζαν χολωμένους λόγους σε υψηλούς τόνους, προπίνοντας για τη «Γερμανία, την Κοινή μας Μητέρα!» Στις αίθουσες συνεδριάσεών τους, κάτω από τα περίοπτα πορτρέτα του Βίσμαρκ και του Γερμανού κάιζερ, που τα στόλιζαν με λουλούδια, έλεγαν πως θα πολεμούσαν για να σταματήσουν τους ντόπιους Τσέχους ή Σλοβένους, ώστε να μη συντρίψουν τη «Γερμανοσύνη». Το καταστατικό της Αΐΐάουίδοΐι© ν© Γ © ιηί§ιιη§ ξε κινούσε με τη δέσμευση ότι «θα παλέψει για μια σχέση των πρώην γερμανικών χω ρών της Αυστρίας με το Γερμανικό Ράιχ, η οποία θα εγγυάται στο διηνεκές τη διατή ρηση του νο&δΐιιΐϊΐ [Λαού] μας». Στη Βοημία το Γερμανικό Εργατικό Κόμμα έκανε έκκληση για τη «διατήρηση και την επέκταση του ΙχββηδΓ&ιιιη της δικής του εθνότη
19
ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΚΑΙ ΣΛΑΒΟΙ: 1848-1918
τας», απέναντι στην «πίεση των ξένων εργατών με χαμηλότερο πολιτισμό». Τα κινή ματα αυτά -εντόνως αντισλαβικά, συχνά αντισημιτικά- διαμόρφωσαν το περιβάλ λον μέσα από το οποίο ξεπήδησε ο Χίτλερ. Εδώ -στην αδιάλλακτη κριτική της αυτο κρατορίας, στην απόρριψη του τρόπου που είχε να εξισορροπεί τους ποικίλους λα ούς της κεντρικής Ευρώπης, και στον αγώνα για την ενοποίηση όλων των Γερμανών σ’ ένα μόνο κράτος, ανεξάρτητα από τα υπάρχοντα εθνικά σύνορα- βρισκόταν η αφετηρία της σκέψης του μελλοντικού Φύρερ.7
ΟΙ ΠΟΛΩΝΟΙ Ο ναζισμός δανείστηκε πολλά στοιχεία από τον υστεροαψβουργικό γερμανικό εθνικισμό, αλλά δανείστηκε πολύ περισσότερα από τους Πρώσους, ιδίως όσον αφορά τη μεταχείριση των Πολωνών. Η Πολωνία καθαυτήν είχε πάψει να υπάρχει, μετά το διαμελισμό της ανάμεσα στην Αυστρία, τη Ρωσία και την Πρωσία στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα. Για τους Πρώσους, όμως, ο διαμελισμός είχε αποδειχθεί ιδιαίτερα κακή ιδέα: κατέστρεψε το κράτος-μαξιλάρι που τους κρατούσε μα κριά από την ισχυρή Ρωσία και αύξησε πάρα πολύ το μέγεθος της πολωνόφωνης μειονότητας της χώρας. Στην επαρχία του Πόζεν, ιδίως, οι Πολωνοί παρέμειναν πλειονότητα παρά τις προσπάθειες της πρωσικής κυβέρνησης να προσελκύσει Γερ μανούς εποίκους. Έ νας Πολωνός αντιπρόσωπος στη Συνέλευση της Φραγκφούρτης του 1848 προειδοποίησε τους Γερμανούς συναδέλφους του παραλλάσσοντας τη ρήση του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ: «Μπορεί να μας κατάπιατε, αλλά, μα το Θεό, δε θα μας χωνέψετε». Μισό αιώνα αργότερα, η πολωνική βαρυστομαχιά της Πρωσίας ήταν χειρότερη παρά ποτέ. Οι Πολωνοί αποτελούσαν τη μεγαλύτερη μειονότητά της - περίπου το 10 τοις εκατό του συνολικού πληθυσμού- και το γεγονός ότι ήταν καθολικοί απλώς επι δείνωνε την κατάσταση. Η αστυνομία του κάιζερ πάσχιζε να τους έχει υπό επιτήρη ση. Στην Ανατολή, όμως, αυξάνονταν και πληθύνονταν τόσο γρήγορα, ώστε η πρω σική κυβέρνηση καταθορυβήθηκε. Η αντικαθολική εκστρατεία του Βίσμαρκ έκλει σε τα πολωνόφωνα σχολεία, δήμευσε τα εκκλησιαστικά κτήματα και οδήγησε στη σύλληψη πολλών ιερέων. Όμως οι Πολωνοί εργάτες και αγρεργάτες συνέχισαν να αποτελούν την πλειονότητα του πληθυσμού σε πολλές μεθοριακές ζώνες. Η πόλη του Πόζεν/Πόζναν ήταν μια βαριά οχυρωμένη γερμανική νησίδα καταμεσής σ’ ένα πολωνικό πέλαγος: στην επαρχία ολόγυρά της, 800.000 Πολωνοί ζούσαν πλάι σε υποδιπλάσιους Γερμανούς. Στα μέσα προς τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, μια όλο και πιο συγκρουσιακή και φυλετικοποιημένη αντίληψη για τους Σλάβους διαδιδόταν έτσι κι αλλιώς στους κόλπους της γερμανικής διανόησης. Ο γεωγράφος Φρίντριχ Ράτσελ, που συ
20
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
νέβαλε τα μάλα ώστε η προσοχή του κοινού να στραφεί προς τη σπουδαιότητα της αγροτικής εποίκισης για τη βιωσιμότητα του έθνους, ερμήνευσε την άνοδο και την πτώση του νοΙΚ με δαρβινικές θεωρίες και υποστήριξε ότι για τη διασφάλιση της απρόσκοπτης ανάπτυξής του χρειαζόταν αυτό που ο ίδιος ονόμαζε «ζωτικό χώρο [Ιχ&βηδΓΣΐιιιη]». Πολλοί οπαδοί έδωσαν στα επιχειρήματά του τραχιά, φυλετική χροιά. Εξηγώντας τη νέα επιστήμη του, τη «γεωπολιτική», ο Σουηδός πολιτικός επι στήμονας Ρούντολφ Σελλέν μίλησε για «τη φιλοδοξία του κοάτους να ενωθεί οργα νικάμε το έδαφος»: επέκταση σήμαινε «αυτοσυντήρηση»· τα μεγάλα κράτη θα άκ μαζαν, ενώ τα μικρά θα εξαφανίζονταν σταδιακά, «όσο περισσότερο θα οργανωνό ταν ο κόσμος». Ο Σελλέν εγκωμίαζε τον πόλεμο και τόνιζε την επαμφοτερίζουσα θέση της Γερμανίας ως «Ράιχ του Κέντρου», που και κατεξοχήν ευάλωτη σε περικύ κλωση ήταν, και η μοίρα την προέτρεπε να επεκταθεί και να ηγηθεί.8 Ο Βίσμαρκ δεν είχε χρόνο για τέτοιες σκέψεις. Εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν η εσωτερική σταθεροποίηση* όμως η νίκη σε αυτόν τον αγώνα ήταν πολύ δυσκολό τερη απ’ ό,τι στις μάχες της Πρωσίας με τους εξωτερικούς εχθρούς. Απέλασε Πο λωνούς εργάτες, μα οι περισσότεροι δεν άργησαν να επιστρέψουν. "Υστερα συνέ στησε μια νέα Βασιλική Πρωσική Επιτροπή Αποικισμού, για να ενισχύσει «το γερ μανικό στοιχείο... ενάντια στον επιχειρούμενο εκπολωνισμό». Η επιτροπή αυτή, η πρώτη σοβαρή γερμανική προσπάθεια για κρατική πληθυσμιακή πολιτική με εθνι κά κριτήρια, χρησιμοποιούσε τραπεζικές πιστώσεις και αναγκαστικές αγορές γης για να βοηθήσει τους Γερμανούς να εγκατασταθούν σε μεθοριακές ζώνες.9 Το κύ ριο αποτέλεσμά της, όμως, ήταν ότι απλώς έσπρωξε προς τα πάνω τις τιμές της γης: οι Γερμανοί πωλητές βγήκαν κερδισμένοι* το λογαριασμό τον πλήρωσαν οι Γερμα νοί φορολογούμενοι. Στο μεταξύ, οι Πολωνοί οργάνωσαν τις δικές τους εθνικές πι στωτικές και συνεταιριστικές ομάδες. "Εχασαν 60.000 εκτάρια προς όφελος της Πρωσικής Επιτροπής από το 1896 έως το 1912, όμως προσθέτοντας άλλα 100.000 εκτάρια υπεραναπλήρωσαν τις απώλειες. Η πολιτική του Βίσμαρκ δεν ικανοποίησε κανέναν και προκάλεσε ευρύτατη πικρία. Το πρόβλημα είναι ότι ξόρκιζε ουσιαστι κά τις πραγματικότητες της εκβιομηχάνισης προς όφελος μιας μεσαιωνικής αγροτι κής φαντασίωσης, την οποία οι παγκόσμιες οικονομικές δυνάμεις κατέστρεφαν οριστικά και αμετάκλητα.10 Πίσω απ’ όλα αυτά βρισκόταν ένα ερώτημα ζωτικής σημασίας και για τους πολι τικούς στόχους των ναζί: πόσο πολύ μπορούσε να ελέγξει ένα κράτος πού θα διάλε γε να ζήσει ο πληθυσμός του; Κάποιοι Γερμανοί ανταποκρίθηκαν σε αυτό που αποκλήθηκε ξερά «ανατολικό μπόνους» -δηλαδή στις κρατικές επιδοτήσεις-, αλλά για τους εκατοντάδες χιλιάδες περισσότερους που εξακολούθησαν να ξενιτεύονται, κυ ρίως προς τις ΗΠΑ, το μπόνους αυτό απλούστατα δεν ήταν αρκετά υψηλό. Οι 170.000 μετανάστες που προσέλκυσε προς τη γη η Επιτροπή επισκιάστηκαν από τους 830.000 Γερμανούς που έφυγαν μονάχα από την ανατολική Πρωσία μετά το
ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΚΑΙ ΣΛΑΒΟΙ: 1848-1918
21
1895. Η πραγματικότητα που αντιμετώπιζαν οι Γερμανοί εθνικιστές δεν ήταν η ανα ζωογόνηση αλλά η αραίωση του πληθυσμού. Έ νας δημοσιογράφος από το Πόζεν -όπου ο πολωνικός πληθυσμός είχε αυξηθεί ταχύτατα από τη δεκαετία του 1860έγραφε με θλίψη το 1902: Οι αξιωματούχοι του Ράιχ δεν έχουν μεγαλύτερη συμφορά από το να μετατεθούν στην επαρχία μας. Κατ’ αυτούς, η μετάθεση αυτή δεν διαφέρει πολΰ από εξορία στη Σιβηρία. Ο χωρικός, εφόσον μπορεί να τα φέρει βόλτα κάπου αλλού, φροντίζει να μην τον στείλουν στην αφιλόξενη επαρχία μας, όπου η γη δεν είναι ιδιαίτερα γόνιμη ενώ ο ανταγωνισμός με τον Πολωνό αγρότη είναι ισχυρός. Προτιμά να μεταναστεύ σει στην Αμερική.11
Ο νεαρός Μαξ Βέμπερ, που μελέτησε εκ του σύνεγγυς το πολωνικό πρόβλημα, θεω ρούσε την κατάσταση απογοητευτική. Έ ψεγε ιδίως τους μεγάλους γαιοκτήμονες που βασίζονταν στους Πολωνούς εργάτες γης. Οι μεγάλες γαιοκτησίες, έγραφε ο Βέμπερ, ήταν «ο μεγαλύτερος Πολωνοποιός μας», και η «βίαιη κρίση της γεωργίας» οδηγούσε αναπότρεπτα στο θρίαμβο της «λιγότερο εξελιγμένης εθνότητας». Χρεια ζόταν ένα πολύ εκτενέστερο πρόγραμμα εποικισμού απ’ οτιδήποτε ήταν διατεθειμέ νος να εξετάσει ο Βίσμαρκ. Δεν αρκούσε να μπουν περισσότερα χρήματα στις τσέ πες των εύπορων οικογενειών, που δεν τα χρειάζονταν έπρεπε να δοθεί προτεραι ότητα στη στήριξη του μικρού Γερμανού ιδιοκτήτη γης. Σαράντα χρόνια αργότερα, τα επιχειρήματα του Βέμπερ βρήκαν ευήκοον ους στους ναζιστικούς κύκλους. Σ’ ένα δοκίμιο αφιερωμένο στον αρχηγό των δδ Χάινριχ Χίμλερ τη στιγμή ακριβώς όπου αυτός εγκαθιστούσε Γερμανούς και έδιωχνε τους Πολωνούς με αναλγησία αδιανόητη για την εποχή πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ένας υψηλόβαθ μος ναζί κοινωνιολόγος αντλούσε από την ανάλυση του Βέμπερ για να καταγγείλει την έλλειψη σοβαρότητας με την οποία το παλιό Ράιχ του κάιζερ είχε διαχειριστεί το πιεστικό αυτό φυλετικό ζήτημα. Το Τρίτο Ράιχ, έλεγε, απελευθερωμένο από την αντιδραστική πολιτική επιρροή της τάξης των Γιούνκερ, αποδεικνυόταν πιο αποτε λεσματικό απ’ όλους τους προκατόχους του.12 Καθώς τελείωνε ο δέκατος ένατος αιώνας, ομάδες πίεσης για την υπεράσπιση των «Ανατολικών Γερμανικών Εσχατιών» εμφανίστηκαν και πήραν την πρωτοβου λία από την παλιά πρωσική ελίτ. Η ομάδα Η-Κ-Τ (ονομάστηκε έτσι από τα αρχικά των τριών ιδρυτών του) οργάνωνε μποϊκοτάζ πολωνικών επιχειρήσεων* χρηματοδο τούσε διαλέξεις (για παράδειγμα, «Πολιτισμός και εθνικό κράτος» ή «Τι ενώνει τους Γερμανούς και τι τους διχάζει;»), εκδρομές στις παραμεθόριες ζώνες και κακό γουστες γιορτές «Γερμανικής Ημέρας». Άλλες ομάδες θύμιζαν στον κόσμο τις δόξες του μεσαιωνικού γερμανικού παρελθόντος -όταν οι σταυροφορούντες Τεύτονες Ιππότες είχαν εκγερμανίσει την Ανατολή με το σπαθί τους- και δημοσίευαν ανησυ
22
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
χητικούς χάρτες που έδειχναν τη δημογραφική απειλή από την Ανατολή. Με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, σημαντική ενέργεια αναλωνόταν στην αναζωογόνηση της, κατά τους εθνικιστές, «συνείδησης της εθνικής συγγένειας».13 Υπό τέτοιες πιέσεις, οι Γερμανοί πολιτικοί που είχαν εγκαταλείψει για λίγο τη μάταιη παλιά βισμαρκική πολιτική ξαναγύρισαν σε αυτήν. Όμως οι Παγγερμανι στές ήθελαν από αυτούς να κάνουν πολύ περισσότερα - να απαγορεύσουν τα πολω νικά, για παράδειγμα* στις επιγραφές καί,στις προσόψεις των μαγαζιών, στα εκκλη σιαστικά μητρώα και στους ιδιωτικούς συλλόγους, ή να υποχρεώσουν τις πολωνικές εφημερίδες να έχουν ένα παράλληλο γερμανικό κείμενο για κάθε άρθρο. «Το κρά τος που απεμπολεί το ενιαίο της κρατικής του γλώσσας απεμπολεί ολωσδιόλου την πολιτική του ενότητα», έγραφε ένας νομικός. Επρόκειτο χωρίς υπερβολή για έναν «πόλεμο των λαών», και ο χρόνος κυλούσε εις βάρος τους. «Οφείλουμε να υποστη ρίξουμε με όλες μας τις δυνάμεις τη μετανάστευση Γερμανών στις πολωνικές επαρ χίες», έγραφε κάποιος το 1906. «Η Επιτροπή Εποικισμού πρέπει να επιταχύνει τους ρυθμούς της δουλειάς της, γιατί η ειρηνική περίοδος αποτελεί ανεκτίμητο καιρό για τέτοια επιτεύγματα, και η ειρήνη δεν θα διαρκέσει αιωνίως. Ο εκγερμανισμός των Ανατολικών Εσχατιών πρέπει να ολοκληρωθεί προτού ανοίξουμε πόλεμο με τους βόρειους και τους νότιους Σλάβους».14 Ούτε καν η αφομοίωση δεν αποτελούσε πια λύση. Αντιθέτως, μάλιστα, σύμφωνα με κάποιο συγγραφέα του 1902: «Για τον Γερ μανό που θέλει να διατηρήσει τον γερμανικό τύπο απέναντι στις κατώτερες ράτσες όπως οι έντονα εκμογγολισμένοι Σλάβοι, η πρώτη εντολή είναι: “Καμιά φυλετική ανάμιξη με ξένους”».15 Ο Βέμπερ είχε εντοπίσει το κρίσιμο ζήτημα: οι Πρώσοι γαιοκτήμονες ήθελαν να κρατήσουν τους φτηνούς εργάτες τους* οι φυλετικά σκεπτόμενοιπατριώτες των με σαίων τάξεων ήθελαν να τους δουν να φεύγουν. Προσπαθώντας να κατασιγάσει τα πάθη και από τις δυο πλευρές, μια γερμανόφωνη εφημερίδα το\) Πόζεν θύμιζε στους αναγνώστες της ότι το διακύβευμα δεν ήταν καθόλου ένας επιθετικός αγώνας «ζωής και θανάτου» ενάντια σε όλο τον πολωνικό πληθυσμό* δεν είναι ζήτημα εξόντωσης, για να το πούμε έτσι, των Πολωνών. Εκείνο στο οποίο αποσκοπεί η πολωνική πολιτική της κυβέρνησης είναι μονάχα η ήττα εκείνων των πολωνικών εθνικιστικών προσπαθειών και σχεδίων, που η υλοποίησή τους είναι ασυμβίβαστη με την ιδέα της Πρωσίας περί κράτους και με την ασφάλεια του Γερμανικού Ράιχ».16 Μερικοί, όμως, όντως είχαν στο μυαλό τους έναν αγώνα «ζωής και θανάτου». Ο ίδιος ο Βίσμαρκ φρονούσε απολύτως ότι η Γερμανία χρειαζόταν χώρο. Το 1877 σχολίαζε ότι «η Ρωσία δεν θέλει να κατακτήσει γερμανικά εδάφη, και εμείς δεν επιθυμούμε να κατακτήσουμε ρωσικά εδάφη. Μονάχα για τις πολωνικές επαρχίες μπορεί να υπάρ
ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΚΑΙ ΣΛΑΒΟΙ: 1848-1918
23
ξει ζήτημα, κι εμείς έχουμε περισσότερες απ’ όσες μας βολεύουν».17 Γι’ αυτό και δεν ασχολήθηκε με τα σχέδια του ίδιου του Γενικού Επιτελείου του για έφοδο εναντίον του τσαρικού στρατού, σε απόλυτη συνάρτηση με την υποστήριξη προς τις εθνικιστι κές στάσεις στην Πολωνία, στη Φινλανδία και στον Καύκασο* την τελευταία αυτή ιδέα, ιδίως, τη θεωρούσε εντελώς παρανοϊκή. Μόλις όμως εξέλιπε ο Βίσμαρκ, _οι Γερμανοί πολιτικοίέγιναν πια νευρικοί και πολεμοχαρείς. Με τους φιλελεύθερους και τους σοσιαλιστές, που μισούσαν ανέκαθεν το τσαρικό καθεστώς, συντάχθηκαν τώρα οι συντηρητικοί, οι οποίοι φοβούνταν ότι το Ράιχ που είχε δημιουργήσει ο εκλιπών ήταν πιο ευάλωτο σε εξ Ανατολών επίθεση απ’ όσο νόμιζε εκείνος. Συνεπώς, ρί χτηκαν στον πόλεμο εκείνο που έμελλε να επιδεινώσει τα προβλήματά τους.
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Το 1914, οι υποθήκες του Βίσμαρκ είχαν τελείως εγκαταλειφθεί. Ο καγκελάριος Μπέτμαν-Χόλβεγκ κάλεσε τους Γερμανούς να κυνηγήσουν τη Ρωσία έως πίσω στην Ανατολή και να τερματίσουν την κυριαρχία της στους μη ρωσικούς λαούς.18 Το επό μενο καλοκαίρι, οι στρατιές των Κεντρικών Δυνάμεων πράγματι απώθησαν τους Ρώσους και οι Γερμανοί προέλασαν ως τη Βαρσοβία, Μεμιάς το Πολωνικό ζήτημα δρασκέλισε τα όρια της θεωρίας, και η ρωσική Πολωνία διαμοιράστηκε στις δυνά μεις κατοχής των Κεντρικών Δυνάμεων. Στο νότιο τμήμα εγκαθιδρύθηκε αυστριακή στρατιωτική διοίκηση και στη Βαρσοβία οι Γερμανοί σχημάτισαν μια Γενική-Κυβέρνηση. Πιο έντονη αντίθεση με τη ναζιστική κατοχή του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέ μου είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς. Το Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας ξανάνοιξε, η διδασκαλία της πολωνικής γλώσσας επανήλθε μετά από μισό σχεδόν αιώνα ρωσοκρατίας, και έγινε δεκτός μεγάλος αριθμός φοιτητών. Χάρη στους Γερμανούς, θεσπίστηκε για πρώτη φορά δημοτική αυτοδιοίκηση -κάτι άγνωστο με τους τσά ρους- και έγιναν εκλογές μεσούντος του πολέμου. Επίσης, ο γερμανικός στρατός εί χε συνειδητή πολιτική να υποστηρίζει τον εβραϊκό Τύπο, και ο κυβερνήτης, στρατη γός Χανς φον Μπέζελερ, θέσπισε εβραϊκή αυτοδιοίκηση. Εν ολίγοις, οι Γερμανοί προσπάθησαν να παρουσιαστούν ως ελευθερωτές από τη ρωσική τυραννία, και ο Μπέζελερ ζήτησε μετ’ επιτάσεως να δημιουργηθεί «πολωνικό εθνικό κράτος» «σε στενότατη σύνδεση με τη Γερμανία» - βασικά, δηλαδή, αναβίωση του μεταναπολεόντειου Συνεδρίου της Πολωνίας, αλλά αυτήν τη φορά υπό γερμανική και όχι υπό ρω σική κυριαρχία. Τον Ιούλιο του 1916 ο στρατηγός Έ ριχ Λούντεντορφ, επιτελάρχης του γερμανικού στρατού στην Ανατολή (ΟβοΓΟδί), τάχθηκε υπέρ της μετατροπής της Πολωνίας σε πριγκιπάτο με δικό του στρατό, υπό τον έλεγχο της Γερμανίας. Τον επόμενο μήνα, οι Κεντρικές Δυνάμεις συμφώνησαν να στηρίξουν από κοινού ένα
24
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Ανεξάρτητο Βασίλειο της Πολωνίας και ίδρυσαν ένα Συμβούλιο του Κράτους από έγκριτους Πολωνούς, που θα βοηθούσαν στη διακυβέρνηση της χώρας.19 Και ναι μεν αυτές οι πολιτικές ήταν σε μεγάλη αντίθεση με τη μεταχείριση που επιφύλαξαν στους Πολωνούς οι ναζί το 1939, άλλες όμως φάνταζαν εντυπωσιακά προδρομικές. Παράλληλα με τη φιλοπολωνική πολιτική τους, για παράδειγμα, οι Γερμανοί σχέδιαζαν να προσαρτήσουν μέρος της Ρωσικής Πολωνίας ώστε να φτιά ξουν μια νέα συνοριακή λωρίδα, όπως την έλεγαν, κατά μήκος της ανατολικής μεθο ρίου του Ράιχ: ο πληθυσμός της περιοχής θα εκτοπιζόταν για να κάνει χώ^ο στους Γερμανούς εποίκους. Ή ταν αίτημα των παγγερμανιστών, αλλά και πολλών επώνυ μων Γερμανών που υπέγραψαν τη λεγόμενη Έκκληση των Διανοουμένων, το 1915. Η Έκκληση αποσκοπούσε να αναβαθμίσει το επίπεδο της συζήτησης γύρω από τους στόχους του πολέμου πέρα από τους όρους της οικονομίας και ζητούσε την ενί σχυση του γερμανικού εποικισμού στα πρώην ρωσικά^εΜφη και την ανέγερση ενός ανθρωπίνου μεθοριακού τείχους.20 Ουσιαστικά ο πόλεμος οδηγούσε τους στρατούς να ξεριζώνουν πληθυσμούς, ιδίως στις ευαίσθητες συνοριακές περιοχές και στις ζώνες του μετώπου. Ο γερμανι κός στρατός εκκαθάρισε μια μεγάλη λωρίδα γης από τους κατοίκους της κατά μήκος της Βαλτικής ακτής και δημιούργησε μιανεκρή ζώνη σε βάθος πολλών χιλιομέτρων στη Γαλλία, όταν αποσύρθηκε στη Γραμμή Χίντενμπουργκ το 1917. Οι πολιτικές κα μένης γης στερούσαν απότον εχθρό όλου<:του<: πόοους που είχε να ποοσφέρει ο τό πος. Η πρωτοφανής καταστροφή της λωρίδας μπροστά από τη Γραμμή Σήγκφρηντ στη Γαλλία, το 1917, ήταν η αποθέωση αυτής της προσέγγισης - η περιοχή μετατράπηκε σε «μιαν απόκοσμη, νεκρή έρημο», όπου τα δέντρα, τα κτίρια και οι φράχτες από θάμνους ισοπεδώθηκαν συστηματικά με εκρηκτικά, αφήνοντας ένα τελείως ισιωμένο τοπίο. Και άλλοι στρατοί, πάντως, εκκαθάριζαν τα σύνορά τους. Οι οθω μανικές δυνάμεις ανάγκασαν τους Έλληνες και τους Αρμενίους να βαδίσουν από τη μεσογειακή ακτογραμμή στα ενδότερα της Ανατολίας. Σέρβικά χωριά εκκενώθη καν και πυρπολήθηκαν από Ούγγρους στρατιώτες. Πάνω απ’ όλα, ξενόφοβοι και φοβισμένοι Ρώσοι αξιωματικοί ανάγκασαν περισσότερους από 750 χιλιάδες αμά χους να ακολουθήσουν τις τσαρικές στρατιές που υποχωρούσαν από τη μεθόριο, δη μιουργώντας μια πελώρια προσφυγική Έ ξοδο.21 Όπως στις αποικίες πριν από το 1914 και όπως στην Ευρώπη μετά το 1939, οι πο λιτικές του γερμανικού στρατού ως κατοχικής δύναμης συνδύαζαν τη συστηματική εκμετάλλευση με την ειρήνευση διά της βίας. Έ νας από τους^λόγους που οι Γερμα νοί δεν μπόρεσαν να στήσουν έναν νέο πολωνικό στρατό, όπως έλπιζαν, ήταν η ακραία εχθρα που είχαν προκαλέσει, όπως έλεγε μια έκθεση της εποχής, με μια ολόκληρη σειρά από ρτρατιωτίκοβιομηχανίκές παρεμβάσεις, όπως η κατάσχε ση πρώτων υλών, εργοστασίων, μηχανημάτων, η αναγκαστική αγορά σπιτιών και η
ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΚΑΙ ΣΛΑΒΟΙ: 1848-1918
25
αποψίλωση ιδιωτικών δασών... Όλα αυτά τα μέτρα έχουν γεννήσει συγκεκριμένα παράπονα, και το ίδιο έχει κάνει η τραχιά εν γένει συμπεριφορά των Γερμανών στρατιωτών και αξιωματικών προς τον πληθυσμό και η επιβολή αδικαιολόγητων πε ριορισμών στην ελευθερία κινήσεων.22 Στο Βέλγιο η διαγωγή του στρατού ήταν αν μη τι άλλο χειρότερη, και η εκτόπιοη σχε δόν 60.000 εργατών στα γερμανικά εργοστάσια προτύπωσε τις πολιτικές που εφαρ μόστηκαν σε πολύ ευρύτερη κλίμακα σε όλη την Ευρώπη μετά το 1941. Μισό εκατομ μύριο Γάλλοι εργάτες, επίσης, επιστρατεύτηκαν για δουλειές σχετικές με τον πόλεμο και προέκυψε έτσι ένα ευρύ δίκτυο στρατοπέδων εργασίας. Το επιχείρημα ήταν οι ανάγκες του πολέμου, επιχείρημα που θριάμβευσε ενάντια σε κάθε αντίλογο περί διεθνούς δικαίου ή περί διπλωματίας* ο δε στρατός έδειξε να μην τον απασχολεί η κατακραυγή την οποία προκαλούσαν αυτές οι πολιτικές σε όλο τον κόσμο. Εξίσου έδειξε να μην τον αφορούν οι αντιδράσεις στην είδηση για τις ωμότητες που διέπραξε στο Βέλγιο το φθινόπωρο του 1914, όταν τουλάχιστον 6.000 άνθρωποι εκτελέστηκαν και χιλιάδες κτίρια κατεδαφίστηκαν ή πυρπολήθηκαν βάσει σχεδίου. Όπως και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο γερμανικός στρατός δεν φαινόταν να νοιάζεται και πολύ για τα βάσανα του ντόπιου πληθυσμού, και παρά τις εισαγωγές ξένης βοή θειας ο υποσιτισμός έγινε καθημερινό φαινόμενο - στο Βέλγιο, μάλιστα, έγινε μετά το 1914 πολύ σοβαρότερο πρόβλημα απ’ ό,τι στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.23 Οι νέοι στρατιωτικοί κύριοι του Ράιχ -ο Χίντενμπουργκ και ο Λούντεντορφσκόπευαν να χρησιμοποιήσουν την «Ανατολή» για να δείξουν στους «Δυτικούς» της Γαλλίας και του Βελγίου πώς χτίζεται «κάτι που έχει διάρκεια» όταν κανείς «δου λεύει σαν Γερμανός». Στο μεγάλο βαλτικό φέουδό τους, την Οβοτοδί, σκόπευαν να εποικίσουν τα άγρια δάση και τα έλη και να εκπολιτίσουν τους κατοίκους (ακριβώς όπως οι παλιότερες γενιές Γερμανών έλεγαν ότι θα εκπολίτιζαν τους Πολωνούς). Αγνοώντας τις εθνολογικές και επιμελητειακές περιπλοκές του τόπου, έβλεπαν τη στρατιωτική κατοχή σαν έναν τρόπο να εκμεταλλευτούν τους υποχρησιμοποιούμέ νους πόρους στο κατώφλι της Γερμανίας, Στη Μακεδονία, ο γαλλικός στρατός είχε ανάλογες φιλοδοξίες. Αλλά ο Χίντενμπουργκ και ο Λούντεντορφ δεν ήθελαν να κα τακτήσουν μόνο τη φύση* σε αντίθεση με τους Γάλλους, ήθελαν να κατακτήσουν την περιοχή και φυλετικά, κρατώντας τους Σλάβους υπό επιτήρηση και δημιουργώντας νέους οικισμούς, όπου θα ξαναγεννιόνταν «Γερμανοί ήρωες». Όπως και στην πε ρίοδο της ναζιστικής κατοχής, ο στρατός προσπάθησε να χρησιμοποιήσει όλο τον πληθυσμό για καταναγκαστική εργασία, εισήγαγε ένα ευρύ σύστημα δελτίων απογραφής και ταυτότητας και εκτόπισε δεκάδες χιλιάδες εργάτες στη Γερμανία. Επί σης, η κουλτούρα αυτή απαιτούσε τη συνεχή αναγνώριση του κύρους των στρατιωτι κών. Οι μη Γερμανοί όφειλαν να κατεβαίνουν από τα πεζοδρόμιο όταν- συναντού σαν έναν Γερμανό αξιωματικό και να ανασηκώνουν το καπέλο τους* ακόμα, δεν
26
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
μπορούσαν να μπουν στα βαγόνια που ήταν για τους Γερμανούς. Η περιφρόνηση για τους πολίτες και η απουσία θεσμικής χαλιναγώγησης της συμπεριφοράς του στρατού συνδυάζονταν με ιδεολογίες εντελώς ανέφικτων κοινωνικών μεταμορφώσεων, επι τρέποντας στον γερμανικό στρατό να μεταχειρίζεται όπως του κάπνιζε τους κατεχόμενους πληθυσμούς και τις περιουσίες τους* όταν ο πόλεμος άρχισε να πηγαίνει στραβά, το αποτέλεσμα ήταν οι άσκοπες καταστροφές σε μεγάλη κλίμακα,24
ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΠΡΕΣΤ-ΛΙΤΟΦΣΚ
Την άνοιξη του 1918, ωστόσο, ο πόλεμος στην Ανατολή φάνηκε να πηγαίνει μια χα ρά τελικά, και το όραμα μιας γερμανικής αυτοκρατορίας εκεί πήρε σάρκα και οστά, όταν οι Γερμανοί επέβαλαν τιμωρητική ειρήνη στην απεγνωσμένη μπολσεβίκικη αντιπροσωπεία. Χάρη στη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, που υπογράφτηκε σ’ ένα μεγάλο, σκοτεινό ρωσικό οχυρό, η συντριπτική ρ&χ Οοπηαηίο» απλώθηκε πάνω από μια λωρίδα τσαρικών επαρχιών από τη Βαλτική ως τη Μαύρη Θάλασσα - περιοχή που προεικόνιζε εντυπωσιακά εκείνην την οποία κατέκτησε η Βέρμαχττο 1941. Στο Δυτικό Μέτωπο, οι γερμανικές δυνάμεις συγκεντρώθηκαν για την αποφασιστική επίθεση, με σκοπό να αποτελειώσουν την Αντάντ προτού καταφτάσουν οι αμερικα νικές δυνάμεις και γείρουν την πλάστιγγα προς την άλλη μεριά. Στην Ανατολή, όμως, εγκαθιδρυόταν κιόλας μια νέα τάξη πραγμάτων. Καθώς το αυτοκρατορικό καθεστώς κατέρρεε, ανέλαβε τα ηνία ο στρατός του κάιζερ. Η Ρωσία, σύμφωνα με έναν Γερμανό αξιωματικό, δεν ήταν «τίποτε παραπάνω από έναν μεγάλο σωρό από σκουλήκια, που, σάπια όλα, κουλουριάζονται μεταξύ τους δίχως τάξη».25 Στο Μπρεστ-Λιτόφσκ οι μπολσεβίκοι εκχώρησαν το 90 τοις εκατό των ανθρακω ρυχείων της Ρωσίας, το 54 τοις εκατό της βιομηχανίας της και το ένα τρίτο του σιδη ροδρομικού της συστήματος και του πληθυσμού της. Οι Γερμανοί στρατιώτες προέλασαν μέσα στην Ουκρανία και τη Γεωργία, και οι επιτελικοί του Βερολίνου, έχο ντας ένα εκατομμύριο άντρες στις κατεχόμενες περιοχές, δημιούργησαν μιαν αρμα θιά από νέα κράτη-μαριονέτες που θα προστάτευαν τη Γερμανία από τον μπολσεβικισμό και θα παρείχαν στις αγορές σιτηρά, πετρέλαιο και άλλα αγαθά, διασφαλίζο ντας έτσι ότι η Γερμανία θα γινόταν παγκόσμια δύναμη. Θα υπήρχε μια «νέα τάξη πραγμάτων στην Ευρώπη, [που] υποσχόταν πολύ μεγαλύτερη μονιμότητα απ’ ό,τι η άμεση προσάρτηση ξένων εδαφών». Οι Γερμανοί έστησαν πειθήνια.^^Ω&££ε^ώ)xα στην Ουκρανία^στη Λιθουανία και στην Πολωνία και μετέτρεψαν επίσης τη Ρουμα νία σε δορυφόρο. Το γερμανικό Γενικό Επιτελείο ονειρευόταν το συνοριακό τείχος του φτιαγμένο από «σωματικώς και διανοητικώς υγιή ανθρώπινα πλάσματα», που θα απέκρουαν τη φυλετική απειλή την οποία συνιστούσαν οι ταχέως πολλαπλασιαζόμενοι Σλάβοι. Αλλοι φαντάζονταν μια προέλαση ακόμη ανατολικότερα - όπου θα
ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΚΑΙ ΣΛΑΒΟΙ: 1848-1918
27
μετέτρεπαν την Κριμαία σε γερμανική «Ριβιέρα», θα άνοιγαν με τα όπλα δρόμο μέ σω του Καυκάσου έως την Περσία, το Αφγανιστάν και τέλος την Ινδία, ώστε να γο νατίσουν τη βρετανική αυτοκρατορία κερδίζοντας τη συμπάθεια των πανισλαμικών ή παντουρκικών κινημάτων ανά την Ευρασία.26 Μόνο που υπήρχε ένα πρόβλημα: ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει. Η επίθεση του 1918 στο δυτικό μέτωπο ξέφτισε και, με την είσοδο της Αμερικής στον πόλεμο, η ισορροπία δυνάμεων μεταβλήθηκε ταχύτατα εναντίον του Βερολίνου. Λίγους μήνες αργότερα, με μια βιασύνη που η γερμανική κοινή γνώμη δύσκολα μπορούσε να την κατανοήσει, οι σύμμαχοι της Γερμανίας ζήτησαν ειρήνη* ακολούθησε το γερμανικό Γενικό Επιτελείο, που έριξε βολικότατα το φταίξιμο για τη συνθηκολόγησή του στη δολιότητα των μη στρατιωτικών στοιχείων, και όχι στους δικούς του κακούς στρατη γικούς υπολογισμούς. Ο κάιζερ αναγκάστηκε να παραιτηθεί και άρχισε με βαριά καρδιά τη μακρά εξορία του στις Κάτω Χώρες. Τους επόμενους μήνες, η νέα γερμα νική τάξη πραγμάτων στην Ανατολή κατέρρευσε και το Μπρεστ-Λιτόφσκ έγινε «η λησμονημένη ειρήνη». Μα δεν την είχαν λησμονήσει όλοι. Οι εθνικιστές, έξω φρενών, δεν μπορούσαν να το πιστέψουν ότι τους είχαν αρπάξει μέσ’ από τα χέρια αυτό το ανατολικό έπα θλο, και πολέμησαν να το ξαναπάρουν. Μπουλούκια εθελοντών κινητοποιήθηκαν και έφτιαξαν διάφορα λεγόμενα Ελεύθερα Σώματα [ΡΓ©&οφδ], για να υπερασπι στούν τα σύνορα του έθνους: μάχονταν ενάντια στους σοσιαλιστές στο Μόναχο και ενάντια στους Πολωνούς στο Πόζεν. Στη Βαλτική, ο στρατηγός φον ντερ Γκολτς είχε τη στήριξη των δυνάμεων της Αντάντ, όταν ο Κόκκινος Στρατός του Τρότσκι πήρε τη Ρίγα τον Δεκέμβριο. Γερμανοί παραστρατιωτικοί και πρώην στρατιώτες συνέρρευσαν στο αρχηγείο του φον ντερ Γκολτς στο Μίταου για να διατηρήσουν ό,τι μπορού σαν από το Μπρεστ-Λιτόφσκ - ενάντια όχι μόνο στους μπολσεβίκους, αλλά και στους Βαλτικούς εθνικιστές και, εάν χρειαζόταν, στους Βρετανούς επίσης. Απώθη σαν τις μπολσεβίκικες δυνάμεις προς τα ανατολικά και έφεραν τον τρόμο και τις μα ζικές εκτελέσεις. Πεντακόσιοι άμαχοι εκτελέστηκαν χωρίς δίκη στο ίδιο το Μίταου και 3.000 σκοτώθηκαν στη Ρίγα, που η κατάληψή της τον Μάιο του 1919 -στο ζενίθ του εγχειρήματος τους- χαιρετίστηκε από τους Γερμανούς αυτούς ως «το σύμβολο της νίκης του ευρωπαϊκού πολιτισμού ενάντια στην ασιατική βαρβαρότητα». Ουσια στικά άγνωστη σήμερα, η πρόσκαιρη ανακατάληψη της Λετονίας και της Λιθουα νίας ήταν από τα βιαιότερα επεισόδια όλου του πολέμου και προανήγγειλε τα όσα θα ακολουθούσαν. «Οι μάχες στα βαλτικά κράτη ήταν πιο ωμές και ανήμερες απ’ οτιδήποτε είχα ζήσει έως τότε», έγραψε ένας από αυτούς που συμμετείχαν, ο μετέπειτα διοικητής του Αοϋσβιτς, Ρούντολφ Αις [Κιιάοΐί Ηόβ]. «Γραμμή μετώπου δεν υπήρχε* ο εχθρός ήταν παντού. Ό που κι αν ήρθαν σε φυσική επαφή οι αντίπαλες δυ νάμεις, ακολούθησε σφαγή μέχρις ενός.»27 Οι Γερμανοί, που ισχυρίζονταν ότι διέσωζαν τα βαλτικά κράτη από τον μπολσε-
28
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
βικισμό, συμπεριφέρονταν σαν πλιατσικολόγοι. Για κάποιους ο στόχος ήταν να αποκτήσουν ένα δικό τους κτήμα* για άλλους, δεν υπήρχε στόχος άλλος πέρα από την τυφλή υπακοή στους ηγέτες τους, «πόλεμος και καταστροφή, έξαψη και κατα στροφή». «Χωριά τυλίγονταν στις φλόγες, αιχμάλωτοι ποδοπατιόνταν», θυμόταν κάποιος. Ό λα αυτά τα ανακαλούσαν στη μνήμη τους τυλιγμένα σε ρομαντική αύρα, μέσα στην οποία έβλεπαν τους εαυτούς τους σαν αναστημένους σταυροφόρους, σαν μια νέα γενιά Τευτόνων ιπποτών. «Η επικίνδυνη αλλοτριότητα αυτής της γης, που με κρατούσε τόσο αλλόκοτα μαγεμένο, με σαγήνευε», έγραφε ένας από αυτούς. «Ή τα νε μια γη που προσέδιδε στον πόλεμο κάτι από τον δικό της τυρβώδη, συνεχώς μετα βαλλόμενο χαρακτήρα... "Ισως αυτό να έδωσε στους Τεύτονες ιππότες εκείνη την ακατάπαυστη αναζήτηση που συνεχώς τους οδηγούσε, πάλι και πάλι, από τα στιβαρά τους κάστρα προς νέες και επικίνδυνες περιπέτειες».28 Καθώς ο ναζισμός παγιωνόταν στη Γερμανία τη δεκαετία του 1930, τέτοιου εί δους άντρες ωθήθηκαν στο περιθώριο* ήταν υπερβολικά απείθαρχοι, απαιτητικοί και απρόβλεπτοι, και πολλοί από αυτούς χάθηκαν στο αιματοκύλισμα της Νύχτας των Μεγάλων Μαχαιριών, το 1934. Αλλά ο πόλεμος ήταν αυτό που ήξεραν καλύτερα από κάθετι, και μετά το 1939 πολλοί επέστρεψαν, όταν ένας άλλος γερμανικός στρα τός εγκαθίδρυσε μια δεύτερη Νέα Τάξη στα ίδια εκείνα ανατολικά εδάφη. Ο προ σωπικός γραμματέας του Χίτλερ, ο Ρούντολφ Ες [Κικίοΐί Η©β], και ο διάδοχός του, ο Μάρτιν Μπόρμαν (που ο πόλεμος τον κατέστησε έναν από τους ισχυρότερους άντρες του Ράιχ), είχαν θητεύσει στα ΡΓε&οφδ. Ο Αις, με τη βοήθεια του φίλου του, του Μπόρμαν, είχε διαπράξει φόνο για να εκδικηθεί το θάνατο του συντρόφου τους στα Ρτο&οφδ Λέο Σλάγκετερ. Ο Έ ριχ Κοχ, αντιβασιλιάς του Χίτλερ στην Ουκρα νία μεταξύ 1941 και 1944, ήταν ένας από τους τιμητικούς νεκροκομιστές στην κηδεία του Σλάγκετερ. Οι δεσμοί ανάμεσα σε αυτούς τους «παλαιούς πολεμιστές» χρονολο γούνταν λοιπόν από δεκαετίες. Την κατεχόμενη Πολωνία, επίσης, τη διοικούσαν πρώην άντρες των Ρτοϋίοφδ: ο γενικός-κυβερνήτης Χανς Φρανκ και το αφεντικό τού Βάρτεγκαου, Άρτουρ Γκράιζερ. Ο αρχηγός της γερμανικής αστυνομίας στα χρό νια του πολέμου, ο Κουρτ Νταλύγκε, ήταν παλιά τομεάρχης του Ρτο&οφδ του Ρόσμπαχ* ο δε κάθε άλλο παρά διπλωμάτης εντεταλμένος στη Ρουμανία Μάνφρεντ φον Κίλλινγκερ είχε σχεδιάσει τους φόνους πολλών κορυφαίων πολιτικών της Δημο κρατίας της Βαϊμάρης. Και ήταν κι άλλοι - ο "Εριχ φον ντεμ Μπαχ-Ζελέφσκι, στρα τηγός των δδ και γενικός υπεύθυνος για τις αντιανταρτικές επιχειρήσεις στην Ευρώ πη* ο Βίλχελμ Στούκαρτ στο Υπουργείο Εσωτερικών (ένας από τους σημαντικότε ρους γραφειοκράτες του εμπόλεμου Ράιχ), καθώς και ο Ράινχαρντ Χάυντριχ και ο Ερνστ Καλτενμπρούννερ, οι δύο αρχηγοί του Κεντρικού Γραφείου Ασφαλείας του Ράιχ. Με τη δεύτερη κατάληψη της Ανατολής, σήμανε η δική τους ώρα.29 Αναρωτιέται κανείς τι θα είχε νιώσει ο παλιός αρχιστράτηγος του Ράιχ, ο πρώην κάιζερ Γουλιέλμος, όταν τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Ε.Σ.Σ.Δ. το
ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΚΑΙ ΣΛΑΒΟΙ: 1848-1918
29
1941. Είχε καταχαρεί με τις νίκες στις ευρύτερες Κάτω Χώρες και στη Γαλλία τον προηγούμενο χρόνο. Λιγότερο όμως από ένα μήνα προτού αρχίσει ο δεύτερος αυ τός πόλεμος εναντίον του μπολσεβικισμού, πέθανε οτο ολλανδικό οΐιαΐβ&ιι του, ογδόντα δύο χρόνων. Κάιζερ και Χίτλερ έστιαζαν και οι δύο στην ανατολική Ευρώ πη ως ζώνη αποφασιστικής σημασίας για την εθνική ασφάλεια και είχαν εξίσου έμ μονη ιδέα με τη γη, τον εποικισμό και τη φυλετική εγκατάσταση. Όπως πολλοί οπα δοί τους, έτσι και οι ίδιοι πίστευαν αμφότεροι πως η Γερμανία έπρεπε οπωσδήποτε να επεκτείνει τα σύνορά της αν ήθελε να νιώθει ασφαλής σ’ έναν κόσμο αδιάκοπης πάλης εναντίον τού εξ ανατολών σλαβικού κινδύνου. Ο κάιζερ, όπως και ο Χίτλερ, έβλεπε τον μπολσεβικισμό σαν μια παγκόσμια εβραϊκή αντιγερμανική συνωμοσία που απαιτούσε την πιο λυσσαλέα εναντίωση: προωθώντας την ιδέα των επιχειρήσε ων στρατιωτικού-αστυνομικού χαρακτήρα για την εξάλειψη των μπολσεβίκων, ήθε λε από τους άντρες του να φέρονται όπως οι «Τούρκοι στην Αρμενία». Οι κορυφαί οι στρατηγοί του ήθελαν -όπως ακριβώς ο Χίτλερ αργότερα- να στερήσουν από τη Ρωσία τα ζωτικής σημασίας δημητριακά^το κάρβουνο, τα ορυκτά και τοπετρέλαιό της, κατακτώντας την Ουκρανία και τον Καύκασο.30 Αλλά και οι διαφορές ήταν αποκαλυπτικές. Οι ναζί έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να δείξουν πως δεν επαναλάμβαναν απλώς τις πολιτικές του κάιζερ (μολονότι ίσως να είχαν καλύτερη κατάληξη αν το έκαναν). Ο Γιόζεφ Γκαίμπελς, υπουργός προπαγάνδας των ναζί, γράφοντας το 1942, χλεύαζε όσους περίμεναν ότι η ναζιστική Νέα Τάξη, αφού είχε υποχρεώσει τον Κόκκινο Στρατό να οπισθοχωρήσει εκατοντάδες χιλιόμετρα, θα εγκαθιστούσε νέες κυβερνήσεις στα «νανώδη κράτη» της Ανατολής: «Αν ήταν να εγκαινιάσουμε μια τόσο κοντόθωρη πολιτική, τότε θα έπρεπε να έχουμε για πρότυπο το αυτοκρατορικό καθεστώς του κάιζερ Γουλιέλμου. Ο εθνικοσοσιαλισμός βλέπει όλα αυτά τα ζητήματα πολύ πιο ψύχραιμα και ρεαλιστι κά». Και πράγματι, σε αντίθεση με τον Χίτλερ, ο κάιζερ Γουλιέλμος Β' και η κυβέρ νησή του είχαν μιλήσει τη γλώσσα της εθνικής απελευθέρωσης, του μοναρχισμού και της αυτοδιάθεσης, και είχαν αφήσει να δημιουργηθούν κατ’ όνομα ανεξάρτητα κρά τη στην ανατολική Ευρώπη. Μιλούσαν μερικές φορές για φυλετική αλκή, αλλά το λε ξιλόγιο αυτό είχε πολύ λιγότερο φονικές προεκτάσεις για τους αμάχους που τελού σαν υπό την εξουσία τους. Η κατοχή από τον αυτοκρατορικό στρατό μπορεί να ήταν τραχιά, αλλά, όπως έδειξε η εμπειρία της Πολωνίας, δεν ήταν τίποτα μπροστά στα όσα ήταν έτοιμοι να κάνουν οι μη στρατιωτικοί που χειρίζονταν τη ναζιστική κατοχι κή μηχανή. Όσοι Πολωνοί και Εβραίοι προέβλεπαν (και ήταν πολλοί) το 1939 ότι το νικηφόρο Τρίτο Ράιχ θα φερόταν όπως το Δεύτερο κατάλαβαν το τραγικό τους λά θος. Παρά τον πανταχού παρόντα αντισημιτισμό του περιβάλλοντος του κάιζερ, οι Εβραίοι δεν είχαν κεντρική θέση στους σχεδιασμούς της Γερμανίας κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν λιγότερο εχθροί και περισσότεροι δυνάμει σύμμαχοι, οι οποίοι ενθαρρύνονταν, όπως και οι υπόλοιπες ατίθασες εθνότητες υπό τον τσάρο.31
30
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Το σπουδαιότερο είναι ότι στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρχαν ακόμα οι Αψβούργοι. Η αλληλεγγύη μεταξύ των δυναστειών αποτελούσε το αποφασιστικό φρένο στην ιδέα της Μεγάλης Γερμανίας. Αλλά το 1918 Αψβούργοι και Χοεντσόλλερν ανατράπηκαν, και στη θέση τους πρόβαλε μετά το 1933 ένα νέο, πιο έντονα συ γκεντρωτικό κράτος του Γερμανικού Λαού, με τον Χίτλερ αρχιτέκτονά του, που κα τάπιε εύκολα τη μικρή, κολοβή Αυστρία η οποία είχε δημιουργηθεί στις Βερσαλ λίες. Μπορεί ο Χίτλερ να είχε γεννηθεί υπήκοος του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιω σήφ, μα η κοσμοαντίληψή του προϋπέθετε ένα όραμα περί τάξης και εθνοτήτων στην ανατολική Ευρώπη το οποίο δεν ήταν τόσο μετα- όσο αντ/-αψβουργικό, βασι σμένο όχι στην εθνολογική ανάμιξη, αλλά στην καθαρότητα, και στην πίστη προς το έθνος, παρά προς μια οποιαδήποτε υπερεθνική δυναστεία. Οι ρίζες της ναζιστικής Νέας Τάξης, με άλλα λόγια, δεν βρίσκονταν στον αντισημιτισμό, ούτε στην τυφλή λαχτάρα για κατακτήσεις, αλλά στην υπόθεση της ενοποίησης των Γερμανών μέσα σε ένα και το αυτό γερμανικό κράτος. Υπό τη διεύθυνση ενός αυτοδημιούργητου ηγέτη και του μαζικού του κόμματος, ήθελε να πετύχει εκεί όπου ο κάιζερ είχε αποτύχει: να καθυποτάξει, δηλαδή, μόνιμα τους Σλάβους της Ανατολής και να γίνει έτσι αρκετά ισχυρή ώστε να διαφεντέψει ολόκληρη την Ευρώπη.
Από τις Βερσαλλίες στη Βιέννη
Ο αγώνας για την εθνοτική ταυτότητα δεν είναι τίποτε άλλο από τη συνέχιση του πο λέμου με άλλα μέσα, κάτω από το μανδύα της ειρήνης. 'Οχι μια μάχη με αέρια, χειρο βομβίδες και πολυβόλα, αλλά μια μάχη για σπίτια, για κτήματα, για σχολεία και για τις ψυχές των παιδιών...
Τέοντορ Ομπερλαίντερ1
Αν το έτος 1918 ξεκίνησε με τους Γερμανούς έτοιμους να εγκαθιδρύσουν μια θριαμβεύουσα νέα τάξη πραγμάτων στην ανατολική Ευρώπη, τέλειωσε με την ολοκληρω τική τους συντριβή. Η αυτοκρατορία των Αψβούργων αποσυντέθηκε μέσα σε μία σχεδόν νύχτα, και ο αυτοκράτορας Κάρολος διέφυγε στην Ελβετία προτού καταλήξει στη Μαδέρα, όπου πέθανε μερικά χρόνια αργότερα. Στη Γερμανία η μοναρχία καταλύθηκε και ο κάιζερ πήρε το δρόμο της εξορίας. Στο μεταξύ, η Βρετανία και η Γαλλία πείστηκαν ότι, όπως το έθεσε ένας διπλωμάτης, τα «συμφέροντά τους συμπί πτουν πλήρως με την αρχή των εθνοτήτων». Το 1919 έστησαν μια «υγειονομική ζώ νη» από ανατολικοευρωπαϊκά κράτη-μαξιλάρια, με επικεφαλής κυβερνήσεις στενά συνδεδεμένες με το Λονδίνο και το Παρίσι. Ρίχνοντας το φταίξιμο για το ξέσπασμα του πολέμου στους Γερμανούς, τους φόρτωσαν με πολεμικές αποζημιώσεις και τους τιμώρησαν με σημαντικές εδαφικές απώλειες. Πολλοί Γερμανοί που είχαν μεγαλώ σει ως υπήκοοι των Αψβούργων ή της Πρωσίας βρέθηκαν να κυβερνώνται από Τσέχους, Πολωνούς, Εσθονούς και Λετονούς για πρώτη φορά.2 Πριν ακόμα τελειώσει ο πόλεμος, τουλάχιστον ένας Βρετανός διπλωμάτης είχε αναρωτηθεί: τι θα γίνει αν οι Γερμανοί πάρουν το σύνθημα της εθνικής αυτοδιάθε σης στα σοβαρά; Η ειρήνη δεν θα οδηγήσει άραγε σε αυτήν την περίπτωση σ’ ένα ακόμα μεγαλύτερο Γερμανικό Ράιχ - ιδίως αν η αψβουργική μοναρχία διαλυθεί; Η οποία, τον Οκτώβριο του 1918, όντως διαλύθηκε. Καθώς η αυτοκρατορία άρχιζε να ψυχορραγεί, οι προπολεμικοί αντιπρόσωποι των γερμανικών εδαφών της Αυστρο ουγγαρίας συγκεντρώθηκαν στη Βιέννη και δήλωσαν ότι συγκροτούσαν μια Προ
32
ΓΙΑ ΊΉ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
σωρινή Εθνοσυνέλευση για τη Γερμανία-Αυστρία: οι Γερμανοί της Αυστρίας ήθε λαν την ένωση με τη Γερμανία και δεν έβλεπαν για ποιο λόγο να περιμένουν. Λίγο μετά από αυτό, ενέκριναν ένα σχέδιο συντάγματος που δήλωνε κατηγορηματικά ότι «η Γερμανία-Αυστρία είναι συστατικό μέρος της Γερμανικής Αβασίλευτης Δημο κρατίας». Ώστε λοιπόν εκείνο που έφερε πιο κοντά στην πραγμάτωσή της τη Μεγά λη Γερμανία ήταν η ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων, και όχι η νίκη τους.3 Οι Αυστριακοί σοσιαλδημοκράτες ήθελαν να ενωθούν με την αβασίλευτη Γερ μανία, γιατί την έβλεπαν σαν έναν σίγουρο τρόπο να αποκοπούν τελεσίδικα από την αψβουργική μοναρχία. Λίγους μόλις μήνες νωρίτερα, σκέφτονταν ακόμα τη με τατροπή της αυτοκρατορίας σ’ «ένα κράτος εθνοτήτων» -κάτι σαν εναλλακτική λύ ση στα έθνη-κράτη του Ουίλσον- ως «πείραμα για τη μελλοντική εθνική συγκρότη ση της ανθρωπότητας». Εκείνη όμως η συγκυρία είχε παρέλθει, και η ήττα είχε πε ριορίσει τις πιθανές διεξόδους. Ήταν ενθουσιασμένοι από το ότι ο κάιζερ είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει το θρόνο του και πίστευαν πως το ΑηδοΜιΐδδ θα τους επέτρεπε να δημιουργήσουν τη μεγάλη εκείνη γερμανική αβασίλευτη πολιτεία που είχαν ιδεαστεί οι παππούδες τους το 1848. Λίγοι άνθρωποι μπορούσαν να φαντα στούν μια μικρή ανεξάρτητη Αυστρία να ακμάζει* η ένταξή της στη Γερμανία δεν θα εγγυόταν μόνο την ευημερία αλλά θα έδειχνε κιόλας ότι, όπως έλεγε ο νέος κα γκελάριος Καρλ Ρέννερ: «Είμαστε μία κοινότητα και τα πεπρωμένα μας είναι κοι νά». Για τον ομοϊδεάτη του, σοσιαλιστή Όττο Μπάουερ, η συγχώνευση Αυστρίας και Γερμανίας θα συνέβαλλε στη δημιουργία «της Γερμανίας του αύριο... μιας δη μοκρατικής Γερμανίας».4 Στο τηλεγράφημα που απέστειλε στο Βερολίνο μετά την ανακήρυξη του νέου συντάγματος, σημείωνε πως η χώρα είχε «εκφράσει τη βούλη σή της να ξαναενωθεί με τα υπόλοιπα γερμανικά έθνη, από τα οποία είχε χωριστεί πριν από 52 χρόνια». Με αυτόν τον τρόπο, υποστήριζε, τα ιστορικά τραύματα που είχε δημιουργήσει η ήττα της αυτοκρατορίας από την Πρωσία το 1866 θα μπορού σαν επιτέλους να επουλωθούν. Το ΑηδοΜιΐδδ, εν μέσω του σοκ από την κατάρρευση των Αψβούργων, δεν ήταν σύνθημα μόνο της Αριστερός: στη Δεξιά, επίσης, είχαν ακουστεί κατά τα χρόνια του πολέμου φωνές που ζητούσαν «μια νέα τάξη πραγμάτων σε όλες τις πολιτικές, εθνι κές και κοινωνικοοικονομικές σχέσεις» με τη Γερμανία. Μα η πραγματική κινητή ρια δύναμη ήταν η Αριστερά. Στις εκλογές για τη νέα αυστριακή Βουλή, τον Φε βρουάριο του 1919, η Δεξιά συγκέντρωσε μόλις το 18 τοις εκατό των ψήφων, έναντι του 41 τοις εκατό των σοσιαλδημοκρατών. Δεν έβλεπαν όμως με καλό μάτι όλοι οι Αυστριακοί την ένωση, και υπήρξε μια μεγάλη μερίδα -περισσότερο από το ένα τρί το- που ψήφισε τους καθολικούς χριστιανοσοσιαλιστές, πολλοί από τους οποίους φοβούνταν την πρωσική κυριαρχία και τη μείωση της επιρροής της Εκκλησίας.5 Το Παρίσι αποτελούσε πολύ μεγαλύτερο πρόσκομμα στη γερμανική ενοποίηση από τον αυστριακό καθολικισμό. Στο κάτω-κάτω, οι δυνάμεις της Αντάντ δεν είχαν
ΑΠΟ ΤΙΣ ΒΕΡΣΑΛΛΙΕΣ ΣΤΗ ΒΙΕΝΝΗ
33
πολεμήσει τέσσερα χρόνια απλώς και μόνο για να παρακολουθήσουν από τα θεω ρεία την επέκταση της Γερμανίας. Την ώρα που η Βαϊμάρη αποδεχόταν επισήμως την απόφαση για το ΑπδοΜιΐδδ, οι Γερμανοί διπλωμάτες ανησυχούσαν για το ποια θα ήταν η αντίδραση στο εξωτερικό. Και δικαίως: η Συνθήκη των Βερσαλλιών, όταν τελικά συνομολογήθηκε τον Ιούνιο του 1919, επέμεινε στην ίδρυση ανεξάρτητης Αυστρίας. Λιγότερο από δύο μήνες αργότερα, οι νικητές έδωσαν επίσης το Νότιο Τυρόλο στην Ιταλία και μέρη της Στυρίας και της Καρινθίας στο νέο βασίλειο των Σέρβων, των Κροατών και των Σλοβένων, ενώ οι Γερμανοί της Βοημίας υπάχθηκαν στο νέο κράτος της Τσεχοσλοβακίας. Και σαν να μην αρκούσαν όλα αυτά, οποιαδήποτε περαιτέρω προσπάθεια για ένωση ανακόπηκε ρητά: «Η ανεξαρτησία της Αυ στρίας είναι απαρασάλευτη, εκτός αν συμφωνήσει το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών». Του κάκου επισήμαιναν οι ηγέτες της Αυστρίας την κραυγαλέα αντίφαση προς την αρχή της αυτοδιάθεσης, που αποτελούσε τη βάση της νέας, ουιλσόνειας τά ξης πραγμάτων στην Ευρώπη. Στη Βιέννη, η Εθνοσυνέλευση δέχτηκε τη Συνθήκη εν μέσω διαμαρτυριών και τον Οκτώβριο του 1919 το όνομα του κράτους μετατράπηκε, από «Γερμανική Αυστρία», σε «Αυστριακή Δημοκρατία». Με τον καιρό, οι υπέρμαχοι της ανεξαρτησίας αυξήθηκαν. Αλλά το Άνσλονς παρέμεινε κραυγή συσπείρω σης για τους Αυστριακούς πολιτικούς καθ’ όλη τη δεκαετία του 1920, και η λαϊκή αγανάκτηση εναντίον των Βερσαλλιών σιγόβραζε, καθώς ο άλλοτε πυρήνας μιας μεγάλης αυτοκρατορίας βρέθηκε αναγκασμένος να τα βγάλει πέρα με τις εξαθλιωτικές συνέπειες της κατάρρευσής της: «Πείνα ή Άνσλονς!» έλεγε ένα σύνθημα των Αυστριακών Εθνικών Δημοκρατών. Κατ’ ιδίαν, ακόμα και ξύπνιοι καθολικοί πολι τικοί όπως ο Ιγκνάτς Σέιπελ, ο καγκελάριος της Δημοκρατίας, ήταν σε γενικές γραμμές υπέρ του. «Η Αυστρία στη σημερινή της μορφή ουδέποτε υπήρξε αυθύπαρ κτη», έγραφε ο Σέιπελ σ’ έναν αντεπιστέλλοντα το 1928. «Συνεπείς με όλη την ιστο ρία και τον τρόπο ζωής τους, οι Αυστριακοί είναι λαός μεγάλων κρατών».6 Όσο όμως ίσχυαν οι αποφάσεις των Βερσαλλιών, το Άνσλονς παρέμενε διπλωματικά και στρατιωτικά αδύνατο.
ΟΙ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ ΣΤΗΝ Κ.τ.Ε.
Στην Αυστρία τουλάχιστον, οι Γερμανοί ήταν η πλειονότητα. Αλλού στην ανατολική Ευρώπη η ίδρυση νέων κρατών τούς είχε καταστήσει μειονότητες, συχνά όχι αμελη τέες. Στο τέλος του πολέμου υπήρχαν 1,2 εκατομμύρια Γερμανοί στην Πολωνία, 3,5 εκατομμύρια στην Τσεχοσλοβακία, 550 χιλιάδες στην Ουγγαρία, 250 χιλιάδες στην Ιταλία, 800 χιλιάδες στη Ρουμανία, 700 χιλιάδες στη Γιουγκοσλαβία και 220 χιλιά δες στα βαλτικά κράτη. Οι Βερσαλλίες είχαν μετατρέψει τους Γερμανούς στον με γαλύτερο μειονοτικό πληθυσμό της Ευρώπης, και το 1930 υπολογιζόταν ότι 8-9
34
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
από τα 36 εκατομμύρια μέλη των εθνικών μειονοτήτων της ανατολικής Ευρώπης ήταν Γερμανοί.7 Θα ήταν άδικο να κατηγορηθούν οι νικητές του πολέμου ότι αδιαφορούσαν για τη μοίρα τους. Αντιθέτως, έβαλαν την Πολωνία και άλλα ανατολικοευρωπαϊκά^κράτη να εγγυηθούν τα συλλογικά τους δικαιώματα. Η Κοινωνία των Εθνών έλεγχε η ίδια τη συμμόρφωσή τους και άρα ταυτίστηκε με τη σωστή μεταχείριση των Γερμα νών, των Εβραίων και των άλλων μειονοτήτων της Νέας Ευρώπης, της οποίας την ει ρήνη είχε σχεδιαστεί να επιβλέπει. Αυτή ήταν μια τεράστια καινοτομία στο διεθνές δίκαιο, που προηγούμενά της ο δέκατος ένατος αιώνας είχε λίγα να δείξει. Ως τότε, οι Δυνάμεις έλεγαν στα νεοσύστατα κράτη να εγγυώνται την ελευθερία της συνείδη σης και να αποφεύγουν τις θρησκευτικές διακρίσεις - μέτρα που είχαν εφαρμοστεί στο Βέλγιο, στην Ελλάδα, στη Σερβία και σε άλλες χώρες πριν από το 1914. Αλλά οι νέες ρυθμίσεις έστιαζαν στη διαγωγή των κρατών στους τομείς της παιδείας, του πολιτισμούΤτης οικονομίας και της διοίκησης. Το πρόβλημα -και με τον καιρό φάνηκε πως όντως υπήρχε πρόβλημα- δεν βρισκόταν στην ιδέα της εγγύησης των συλλογι κών δικαιωμάτων, ιδέα από πολλές απόψεις καλή, αλλά στην εφαρμογή της. Σε μερικές χώρες, οι Γερμανοί -και οι μειονότητες γενικά- είχαν πολύ λίγους λόγους να παραπονιούνται. Η Εσθονία και η Λετονία, ιδίως, τους φέρονταν καλά. Αν αναλογιστεί κανείς τις πολιτικές προσάρτησης του γερμανικού στρατού στην πε ριοχή στα χρόνια του πολέμου, τη σοβινιστική στάση μερικών τοπικών Γερμανών βαρόνων και το καταστροφικό έργο των Ρτε&οιρδ, δεν μπορεί να μην εκπλαγεί από την προθυμία των νέων αυτών κρατών να βρουν χώρο για όλους τους ποικίλους πλη θυσμούς τους. Το σύνταγμα της Εσθονίας εγγυόταν το δικαίωμά τους να έχουν πολι τιστική αυτονομία και το 1925 ενέκρινε ένα νόμο βάσει του οποίου τα άτομα μπο ρούσαν να επιλέξουν να αυτοπροσδιορίζονται με βάση μια δεδομένη εθνικότητα. Επρόκειτο για υποδειγματική εφαρμογή του τρόπου με τον οποίο θα μπορούσε να είχε λειτουργήσει, με καλύτερη θέληση, αλλού το νέο καθεστώς της Κ.τ.Ε. Οι βου λευτές μπορούσαν να απευθύνονται στο κοινοβούλιο στα γερμανικά, τα ρωσικά, τα γίντις ή τα σουηδικά, αν ήθελαν, και μολονότι πολλοί Γερμανοί κτηματίες καταστράφηκαν από την απαλλοτρίωση των περιουσιών τους, η πλειονότητα των Γερμα νών της Εσθονίας ζούσε πιο μετρημένα στις πόλεις και δεν επηρεάστηκε.8 Πίσω από τον εσθονικό νόμο του 1925 βρίσκονταν οι «άλλοι» Γερμανοί: όσοι πί στευαν στις ιδέες της προστασίας των μειονοτήτων και της πολιτιστικής αυτονομίας, και ήθελαν να τις δουν να εφαρμόζονται. Ο Έβαλντ Αμέντε είχε μεγαλώσει στα χρόνια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου και είχε δει την αποτυχία των προσπα θειών της Γερμανίας τότε να δημιουργήσει ομάδες πίεσης μέσ’ από τις αποξενωμέ νες αντιρωσικές εθνότητες. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 δημοσίευσε πολλά άρθρα για τις προκλήσεις της προσαρμογής -πολιτικής, οικονομικής και ψυχικήςτις οποίες αντιμετώπιζαν οι Γερμανοί στην κεντρική και την ανατολική Ευρώπη, και
ΑΠΟ ΉΣ ΒΕΡΣΑΛΛΙΕΣ ΣΤΗ ΒΙΕΝΝΗ
35
ήταν επίσης ο άνθρωπος πίσω από την Ένωση Γερμανικών Εθνικών Ομάδων Ευ ρώπης. Το Ευρωπαϊκό Συνέδριο Εθνοτήτων, στου οποίου την ίδρυση συνέβαλε τρία χρόνια αργότερα, ήταν η κΰρια ομάδα συσπείρωσης των μειονοτήτων της Ευρώπης. Συνένωνε Εβραίους, Ουκρανούς, Γερμανούς και άλλους, με σκοπό να ενδυναμώσει τη δέσμευση της Κ.τ.Ε. υπέρ των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Η βάση του όμως και οι κύριοι χρηματοδότες του ήταν οι Γερμανοί, και πρέπει να κατανοήσουμε την άνοδό του -και την πτώση του- στο πλαίσιο της προσέγγισης της Βαϊμάρης στο όλο πολύπαθο ζήτημα των εκτός Γερμανίας Γερμανών.9 Μέσα στη Γερμανία είχε γίνει φανερό πως η ένοπλη αντίσταση στη διευθέτηση των Βερσαλλιών θα ήταν άκαρπη. Οι δεξιοί παραστρατιωτικοί είχαν καταφέρει σε λιγοστές περιπτώσεις να καταλάβουν μικρές πόλεις* όμως, χωρίς πολιτική στήριξη δεν μπορούσαν να το μετατρέπουν αυτό σε έλεγχο διαρκείας. Ήδη το φθινόπωρο του 1919, βουλευτές είχαν υποστηρίξει ότι, όσο άσχημη κι αν ήταν η συνοριακή δι ευθέτηση με την Πολωνία, έπρεπε για χάρη τής εκεί γερμανικής μειονότητας να καλλιεργηθούν καλές σχέσεις με την πολωνική κυβέρνηση. Με παρόμοιο ρεαλισμό αντιμετώπιζαν την κατάσταση στην Τσεχοσλοβακία, όπου, τις τελευταίες ημέρες του πολέμου κιόλας, ο κάιζερ και ο Λούντεντορφ είχαν φαντασιωθείτην προσάρτη ση εδαφών της Αψβουργικής Βοημίας. Μόλις υπογράφτηκε η Συνθήκη των Βερσαλ λιών, οι Γερμανοί διπλωμάτες είπαν στους Γερμανούς της Σουδητίας (που εγκατέλειπαν τώρα την παλιότερη αψβουργική τους ταυτότητα, σύμφωνα με την οποία ήταν «Γερμανοί Βοημοί») ότι έπρεπε να συνεργαστούν με τις τσεχικές αρχές. Οι «άψογες σχέσεις» παρέμειναν το κυρίαρχο σύνθημα, παρά τα αντιγερμανικά (και αντισημιτικά) έκτροπα του 1919. Οι σχέσεις Τσέχων και νέας Αυστρίας γρήγορα σταθεροποιήθηκαν και εξομαλύνθηκαν χάρη στο έντονο αμοιβαίο εμπόριο, χωρίς να παρεμβαίνει το Βερολίνο.10 Από μόνες τους, όμως, οι συνθήκες για τα δικαιώματα των μειονοτήτων δεν μπο ρούσαν να εξομαλύνουν τις σχέσεις ανάμεσα στους Γερμανούς και στους γειτόνους τους. Η έως τότε ιστορία βάραινε πάρα πολύ -οι παλιές διαμάχες για τη γλώσσα στην αψβουργική Βοημία, για τη γη στην πρωσική Πολωνία-, και οι Γερμανοί σε αυ τά τα νέα κράτη δεν μπορούσαν εύκολα να αποδεχτούν οτι δεν ήταν πια η άρχουσα τάξη. Στην Τσεχοσλοβακία, όπου -όπως είχε μετά γνώσεως προειδοποιήσει η διά σκεψη ειρήνης του Παρισιού-το πρόβλημα των Γερμανών ηταν «πολύ διαφορετικό από την απλή προστασία άλλων μειονοτήτων», ένας νέος νόμος για την παιδεία επέ βαλε το κλείσιμο ορισμένων σχολικών αιθουσών σε γερμανικά χωριά, το δε γερμα νόφωνο πανεπιστήμιο της Πράγας φυτοζωούσε. Η σκληρότατη διαμάχη που είχε διαρρήξει την αψβουργική μοναρχία επιλύθη κε με ένα νόμο που έκανε τα τσεχικά επίσημη γλώσσα του νέου κράτους. Οι Γερμα νοί δημόσιοι λειτουργοί είχαν δύο χρόνια διορία να τα μάθουν, αλλιώς θα έχαναν τη δουλειά τους, και μετά το 1926 -οπότε τέθηκε πλήρως σε ισχύ ο νόμος- χιλιάδες
36
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
πρώην υπάλληλοι του αψβουργικού κράτους απολύθηκαν. Σε πολλά μέρη, μόνο οι επιστολές που ανέφεραν τσέχικες διευθύνσεις μπορούσαν να παραδοθούν στους παραλήπτες* μόνο τηλεγραφήματα στα τσέχικα μπορούσαν να σταλούν από την Πράγα* μονάχα στα τσέχικα μπορούσε κανείς να συνομιλήσει με την τηλεφωνή τρια. Οι δρόμοι άλλαξαν και πήραν ονόματα Τσέχων ηρώων, και τοπικοί διοικητές με διάθεση αντιπαράθεσης διεκδίκησαν «απόλυτη κυριαρχία» επί των Γερμανών της περιοχής τους. Οι απογοαφείς αποφάσιζαν .ώι ίδιοι αν οι κάτοικοι θα απογρά φονταν ως Τσέχοι ή ως Γερμανοί, αδιαφορώντας για τα αισθήματα των εξεταζομένων, ώστε να διογκώσουν τον αριθμό των Τσέχων. Τέλος, όπως και σε άλλες χώρες, μια αγροτική μεταρρύθμιση σταχοποιούσε τους Γερμανούς αγρότες και επιδοτούσε την εγκατάσταση σε «κατά κύριο λόγο γερμανικές περιοχές» Τσέχων εποίκων που θα ήταν «οι φορείς και οι προαγωγοί των ιδεών του έθνους και του κράτους». Από την άλλη μεριά, η Τσεχία δεν είχε να δείξει μόνο καταστολή. Οι Γερμανοί εκπρο σωπούνταν ουσιαστικά στο νέο κοινοβούλιο και, με τον_καΐβοΑΓερμανοί και^Ισέχοι άρχισαν να συνεργάζονται στις επιχειρήσεις, στα συνδικάτα και στην πολιτική, καθώς τους ένωνε ο κοινός αντικομμουνισμος και η ευρωστία της τσεχοσλοβάκικης οικονομίας.11 Στην Πολωνία, η ατμόσφαιρα και οι πολιτικές ήταν σαφώς πιο σκληρές. Το νεο σύστατο πολωνικό κράτος είχε αποκτήσει το 90 τοις εκατό της παλιάς πρωσικής επαρχίας του Πόζεν και το 66 τοις εκατό της Δυτικής Πρωσίας - με συνολικό γερμα νόφωνο πληθυσμό μεγαλύτερο από ένα εκατομμύριο* το γερμανικό λιμάνι του Ντάντσιχ έγινε Ελεύθερη Πόλη με επικεφαλής επίτροπο της Κ.τ.Ε. Η μεταβίβαση της εξουσίας εδώ συντελέστηκε εν μέσω σφοδρότατων συγκρούσεων ανάμεσα στους Γερμανούς στρατιώτες, που στόλιζαν τα φορτηγά τους με σβάστικες και νεκροκεφα λές, και στους ένοπλους Πολωνούς ομολόγους τους, στο πλαίσιο μιας διαπάλης που ήταν αγριότερη απ’ οτιδήποτε συνέβαινε στη Βοημία. Η κυβέρνηση της Βαϊμάρης προσπαθούσε να πατάξει τους παραστρατιωτικούς, αλλά όταν οι Πολωνοί αμφισβή τησαν τις γερμανικές αξιώσεις επί της Ανω Σιλεσίας, η Βαϊμάρη κάλεσε αυτούς τους και το μίσος τους για τους Εβραίου^ κ α ι ^ αρχηγό τον Μ άνφρε^ γκερ, μελλοντικό πρέσβη του Χίτλερ στη Σλοβακία και τη Ρουμανία κατά τα χρόνια του πολέμου, κατανίκησαν τους Πολωνούς. Στο εξής η δύναμη του Κίλιγκερ επιδο τούνταν μυστικά από την κυβέρνηση ως παράνομη μονάδα που μπορούσε ενδεχομέ νως να χρησιμοποιηθεί εναντίον της Πολωνίας, υποστήριξη που έπαψε μόνο όταν κάποιοι από αυτούς επιδόθηκαν σ’ ένα όργιο δολοφονιών, σκοτώνοντας τον καθο λικό βουλευτή Ματτίας Ερτσμπέργκερ και τον Εβραίο υπουργό Εξωτερικών της Βαϊμάρης, Βάλτερ φον Ράτεναου.12 Μέσα στην Πολωνία, οι Γερμανοί αντιμετωπίζονταν ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας και προδότες. Στον ρωσο-πολωνικό πόλεμο του 1919-21 υπήρξαν αναφορές
ΑΠΟ ΤΙΣ ΒΕΡΣΑΛΛΙΕΣ ΣΤΗ ΒΙΕΝΝΗ
37
ότι Γερμανοί είχαν χαιρετίσει τους Ρώσους σαν απελευθερωτές, και οι Πολωνοί ανάγκασαν πολλούς Γερμανούς να διαλέξουν αμέσως ανάμεσα στην πολωνική και τη γερμανική ιθαγένεια - αν μπορούμε να μιλήσουμε για επιλογή, από τη στιγμή που όσοι διάλεγαν την πρώτη επιστρατεύονταν αμέσως. Μετά την αποχώρηση του Κόκκινου Στρατού, Γερμανοί πρόσφυγες έφυγαν από την Πολωνία σε τέτοιους αριθμούς, ώστε ο κυβερνήτης της Ανατολικής Πρωσίας έφτασε να προτείνει ανταλ λαγή των πληθυσμών.13 Το κύριο όμως όπλο των Πολωνών εναντίον των Γερμανών ήταν η αγροτική με ταρρύθμιση. Ενώ στην περίπτωση της Τσεχίας οι κατασχέσεις διάβρωσαν κυρίως τη δύναμη της παλιάς αυστριακής αριστοκρατίας, οι Πολωνοί έβαλαν στο στόχαστρο και τους αγρότες με μικρότερη περιουσία, προκειμένου να αναστρέψουν τα αποτε λέσματα του προπολεμικού πρωσικού εκγερμανισμού. Η αγροτική μεταρρύθμιση καθαυτή επηρέασε το 68 τοις εκατό της γης που ανήκε σε Γερμανούς και μόνο το 11 τοις εκατό της γης που ανήκε σε Πολωνούς· ο ρόλος της ως εργαλείου εθνικοποίη σης δεν θα μπορούσε να είναι προφανέστερος. Κυκλοφορούσε ευρέως το σύνθημα «Πολωνική γη για τους Πολωνούς» και ο Σικόρσκι το 1923 μιλούσε για «απογερμανοποιηση» τωνδυτικών επαρχιών. Οι πρώτοι που έγιναν στόχος ήταν οι Γερμανοί που τους είχε βρηθήσει να εγκατασταθούν εκεί η Πρωσική Επιτροπή Εποικισμού.14 Καθόλου περίεργα, πυρετός αποδημίας κατέλαβε τον γερμανικό πληθυσμό. Φο βούμενοι ότι θα κατέληγαν στη λάθος πλευρά της γερμανοπολωνικής μεθορίου, χι λιάδες τράβηξαν δυτικά. Οι υπολογισμοί μιλούν για περίπου 575.000 Γερμανούς που έφυγαν από την Πολωνία από το 1918 έως το 1926, μεταξύ των οποίων και πε ρισσότερος από τον μισό γερμανικό πληθυσμό των τμημάτων της Ποζνανίας και της Δυτικής Πρωσίας που είχαν εκχωρηθεί. Το τεράστιο αυτό ποσοστό ήταν πολλαπλά σιο από το λιγότερο από 10 τοις εκατό των Γερμανών που είχαν φύγει από τις τσεχι κές περιοχές, και μεγαλύτερο ακόμα και από τους 200.000 Γερμανούς που οι Γάλλοι είχαν απελάσει από την Αλσατία-Λοραίνη. Είναι φανερό ότι συντελέστηκε μια Έξοδος από τις δυτικές μεθοριακές ζώνες της Πολωνίας, που δεν μπορούσε να συγκριθεί ως τάξη μεγέθους ούτε με την Τσεχοσλοβακία ούτε με οποιαδήποτε άλλη χώρα τότε. Πρώην γερμανικές πόλεις συρρικνώθηκαν και έγιναν πολωνικές. Τόσο όμως οι Πολωνοί όσο και οι Γερμανοί καταλάβαιναν πως έπρεπε να εμπο δίσουν την ανεξέλεγκτη εκτροπή της κατάστασης· ο καθένας τους είχε μια σημαντι κή μειονότητα να νοιαστεί στη χώρα του άλλου. Και παρότι οι αμοιβαίες σχέσεις τους δεν έπαψαν ποτέ να είναι τεταμένες σε όλο το βίο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, τουλάχιστον ήταν υπό διαχείριση. Ό χι πως το γερμανικό Υπουργείο Εξωτερι κών είχε περισσότερη διάθεση από τους εθνικιστές επικριτές του να αποδεχτεί τα σύνορα των Βερσαλλιών με την Πολωνία ως οριστικά, αλλά εν πάση περιπτώσει έβλεπε τη μειονότητα σαν ένα μοχλό για μελλοντική αναθεωρητική πολιτική* αν δεν απέμεναν καθόλου Γερμανοί στη χώρα, οι διεκδικήσεις τους επί των πολωνικών
38
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
εδαφών θα ήταν πολύ πιο αδύναμες. Κατά συνέπεια, η γερμανική πολιτική ήταν να πείσουν τα μέλη της μειονότητας να παραμείνουν στιςεστίες-ίους. Στα μέσα της δε καετίας του 1920, μάλιστα, η Γερμανία της Βαϊμάρης προχώρησε κι άλλο: προσπά θησε να διεθνοποιήσει τις ταλαιπωρίες τους, προσχωρώντας στην Κτ.Ε. και ποζά ροντας ως η κατεξοχήν «Προστάτιδατων Μειονοτήτων» της ηπείρου. Η πολιτική αυτή ταυτίστηκε κυρίως με τη μορφή που δέσποσε στη γερμανική δι πλωματία πριν από τον Χίτλερ, τον Γκούσταβ Στρέζεμαν, και εξέφραζε μια σημα ντική στροφή στη σκέψη του. Συντηρητικός εθνικιστής που στα χρόνια του πολέμου είχε ταχθεί υπέρ της αρπαγής τμημάτων όχι μόνο της ανατολικής Ευρώπης αλλά και του Βελγίου και της Γαλλίας, ο Στρέζεμαν ήταν ένας από τους πρώτους Γερμανούς πολιτικούς που υποστήριξαν την ένωση με τη «γερμανική Αυστρία». Η εξουσία όμως τον έκανε πραγματιστή, και στα μέσα της δεκαετίας του 1920 πρωτοστάτησε στην είσοδο της Γερμανίας στην Κοινωνία των Εθνών. Ήταν απαραίτητη, κατά τη γνώμη του, η συμμετοχή στην Κτ.Ε. προκειμένου να προωθηθούν τα συμφέροντα της Γερμανίας στην ανατολική Ευρώπη και ιδίως να εφαρμοστούν πράγματι οι συν θήκες για τα δικαιώματα των μειονοτήτων, και χρησιμοποιούσε συχνά αυτό το επι χείρημα ως απάντηση στις επικρίσεις των εθνικιστών για τη φιλική προς την Κτ.Ε. πολιτική του. Η Γερμανία χρηματοδοτούσε το Ευρωπαϊκό Συνέδριο Μειονοτήτων και παράλληλα ο ίδιος ο Στρέζεμαν κατέβαλλε σύντονες προσπάθειες για να βελ τιώσει το όλο σύστημα νομικής προστασίας· έφτασε, μάλιστα, να προτείνει την ανα μόρφωση της πολιτικής της Γερμανίας απεναντισας δικές της μειονότητες. Όλα αυ τά ήταν μέρος μιας μακροπρόθεσμης, ευρέως αναθεωρητικής ατζέντας, που ο Στρέ ζεμαν κατ’ ιδίαν τη χαρακτήριζε ως «δημιουργία ενός κράτους, τα πολιτικά σύνορα του οποίου θα αγκαλιάζουν όλους τους γερμανικούς λαούς, όσους ζουν στις παρα κείμενες περιοχές γερμανικής εγκατάστασης της κεντρικής Ευρώπης και επιθυμούν να συνδεθούν με το Ράιχ», πράγμα που δεν διέφερε δα και πολύ από αυτό που επι ζητούσαν οι ναζί. Η προφανέστερη διαφορά -και δεν ήταν μικρή- ήταν πως ο Στρέ ζεμαν έβλεπε το δρόμο προς τα κει να περνά μέσα από την Κτ.Ε. Και ενώ ο Χίτλερ σκόπευε να διώξει τις μειονότητες, ο Στρέζεμαν ποοσδοκούαε^ α αποκτήσει η Γερ μανία κι άλλες - εξ ου και η σημασία που είχε η μετατροπή της σε κράτος-πρότυπο απέναντι σε όσες διέθετε ήδη. Όπως ο Χίτλερ, όμως, φρονούσε και αυτός ότι σύνο ρα και μειονότητες ήταν αλληλένδετα ζητήματα. Εκείνο τον Ιούνιο έδωσε μυστική εντολή στους επικεφαλής των γερμανικών διπλωματικών αποστολών να «ξεκινή σουν εκστρατεία για ευρείας κλίμακας αναθεώρηση των ανατολικών συνόρων».15 Ο Στρέζεμαν πίστευε πως η Κτ.Ε. μπορούσε να μεταρρυθμιστεί και να γίνει πιο αποτελεσματικός υπερασπιστής των γερμανικών συμφερόντων, και ρίσκαρε μεγά λο κομμάτι από το πολιτικό του κεφάλαιο στις προσπάθειες να το καταφέρει αυτό. Αν υπήρχε ένα πράγμα στο οποίο συμφωνούσαν σχεδόν όλοι, αυτό ήταν ότι έπρεπε να μεταρρυθμιστεί το καθεστώς των δικαιωμάτων των,μειονοτήτων. Οι μεταπολεμι
ΑΠΟ ΤΙΣ ΒΕΡΣΑΛΛΙΕΣ ΣΤΗ ΒΙΕΝΝΗ
39
κές γαλλικές κυβερνήσεις, λόγου χάρη, καθώς δεν τις δέσμευε καμιά υποχρέωση από εκείνες που βάραιναν στους ώμους των ανατολικοευρωπαϊκών κρατών, είχαν εξαπολύσει κατάφωρα ρατσιστική επίθεση εναντίον των ατομικών δικαιωμάτων των γερμανόφωνων στην Αλσατία-Λοραίνη και εκτόπισαν τελικά 200.000 από αυ τούς, χωρίς καμιά επίπτωση. Οι Λιθουανοί -και αργότερα οι Πολωνοί- δεν είχαν εκτιμήσει καθόλου το ότι είχαν γίνει δακτυλοδεικτούμενοι και πρότειναν να γίνει υποχρεωτική η σωστή μεταχείριση των μειονοτήτων για όλα τα μέλη της Κ.τ.Ε. Οι Ούγγροι ήθελαν να επιτραπεί σε όλες τις μειονότητες να υποβάλλουν τις αιτιάσεις τους στο Συμβούλιο της Κ,τ.Ε. Όμως η πρόταση που συγκέντρωσε περισσότερο την προσοχή ήταν του Στρέζεμαν, για τη δημιουργία μιας διαρκούς επιτροπής μειονοτή των ανάλογης με την ήδη υπάρχουσα Επιτροπή Εντολών. Ο Μπριάν, Γάλλος υπουρ γός Εξωτερικών, είχε ήδη προειδοποιήσει ότι η επέκταση του αιτήματος για «δικαι ώματα» μπορούσε να οδηγήσει την Ευρώπη σε πόλεμο, όταν ξέσπασε ένας καβγάς στη σύνοδο του Συμβουλίου της Κ.τ.Ε. τον Δεκέμβριο του 1928 ανάμεσα στον Στρέ ζεμαν και στον Πολωνό ομόλογό του, υπουργό Εξωτερικών Άουγκουστ Ζαλέσκι. Ο Ζαλέσκι επέκρινε τη μειονοτική ΟβιιίδοΙιβΓ νοΙΚδβιιηά για τις ασταμάτητες καταγ γελίες της και κατηγόρησε τον αρχηγό της για προδοσία. Τότε ο Στρέζεμαν τον διέ κοψε έξαλλος, κοπάνησε τις γροθιές του στο τραπέζι και ανήγγειλε γερμανική καμπάνια για τη διεύρυνση του καθεστώτος των μειονοτικών δικαιωμάτων. Η πρόταση αυτή, διατυπωμένη σ’ ένα κλίμα βαριάς και άγριας έντασης, δεν κατέληξε πουθενά. Στο μεταξύ, η κατάσταση κατά τόπους πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Τους μή νες πριν από τον πρόωρο θάνατο του Στρέζεμαν, Πολωνοί καλλιτέχνες που επισκέ πτονταν τη γερμανική Σιλεσία δέχτηκαν επίθεση από μια ομάδα νεαρών ναζί* ο ηγέ της της νοΙΚδΙπιικ!, ο δρ. Ούλιτς, προσάχθηκε σε δίκη στην Πολωνία* και το Συμβού λιο της Κ,τ.Ε. ψήφισε εναντίον των προτάσεων της Γερμανίας. Ψαρεύοντας σε θολά νερά, η σοβιετική Ισβέστια περιέγραφε με αγαλλίαση την Ευρώπη της Κ,τ.Ε. σαν «μια φυλακή για τους μειονοτικούς λαούς». Τα ουσιωδέστατα τελικά επιτεύγματα του Στρέζεμαν -η συμφωνία της Γαλλίας να εκκενώσει τη Ρηνανία πέντε χρόνια νωρίτερα και το αναθεωρημένο Σχέδιο Γιανγκ για τις επανορθώσεις- επίσκιασαν τους ισχνούς καρπούς της ανατολικής του πολιτι κής. Ο πρόωρος θάνατός του, το ξεκίνημα της οικονομικής ύφεσης και η καταπληκτι κή άνοδος του ναζιστικού κόμματος ατις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 1930 σήμαναν όλα μαζί το τέλος μιας εποχής. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Γερμανία έδειξε να χάνει κάθε εμπιστοσύνη στην ικανότητα της Κ,τ.Ε. να προστατέψει τα δικαιώματα των εκτός Γερμανίας Γερμανών. Εκείνο όμως που ακολούθησε ήταν κάτι περισσότερο από την απόρριψη των συνόρων των Βερσαλλιών και την επιδίωξη του εδαφικού ανα θεωρητισμού με άλλα μέσα: ήταν η ολοκληρωτική αποκήρυξη του όλου συστήματος μειονοτικών δικαιωμάτων και διεθνούς νομικής προστασίας που είχε δημιουργήσει η Κτ.Ε. Αυτό ήταν η παλιά τάξη πραγμάτων, που θα τη σάρωνε η ναζιστική Νέα Τάξη.16
40
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
ΠΡΟΣ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Στην ίδια τη Γερμανία, η εθνικιστική κριτική στις πολιτικές του Στρέζεμαν είχε ασκηθεί με όλα τα μέσα πολύ προτού ο θάνατός του βάλει τέρμα στη σύντομη περίο δο της Βαϊμάρης ως «προστάτιδας των μειονοτήτων». Προσφυγικές οργανώσεις και εθνικιστικές ομάδες είχαν αποδυθεί σε μακράς πνοής εκστρατείαχναντίον της Κ.τ.Ε., ενώ παραστρατιωτικές αδελφότητες όπως η Ηοίιη&ίβιιηά ΟδίρΐΌΐιβοη και η θ6υίδο1ΐ6Γ λΥοΙίΓνϋΓοίπ συντηρούσαν τα δίκτυα των παλαιών πολεμιστών του 191819. Στη Σιλεσία και στην Ανατολική Πρωσία γίνονταν εκδρομές με τρένα και λεω φορεία στα «ματωμένα σύνορα», σε ένδειξη πένθους για τα χαμένα εδάφη και για τα αλύτρωτα αδέρφια που ζούσαν ακόμα εκεί* στις αρχές της δεκαετίας του 1930, τα τουρ αυτά τα διοργάνωναν πια οι ίδιες οι τοπικές αρχές. Ορισμένοι παρέλαυναν στρατιωτικά και άναβαν φωτιές στη μεθόριο, και λιγοστοί προχωρούσαν παραπέρα και προετοιμάζονταν για ένοπλη αντιπαράθεση.17 Η ανησυχία για τα βάσανα των «Γερμανών του εξωτερικού» δεν περιοριζόταν στις περιθωριακές παραστρατιωτικές ομαδούλες ή στους ναζιστοειδείς φυλετικούς θεωρητικούς. Οι Πολωνοί είχαν σημειώσει θεαματική επιτυχία στον «απογερμανισμό» των πρώην πρωσικών κτήσεων. Εγκατέστησαν δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους κοντά στο Γκντανσκ και έκτισαν ένα αντίπαλο λιμάνι παραδίπλα. Η αποχώρηση πολλών Γερμανών συνέβαλε στις δραματικές αλλαγές της δημογραφικής ισορρο πίας. Στο Πόζναν/Πόζεν οι Γερμανοί αποτελούσαν μόλις το 2 τοις εκατό του πληθυ σμού το 1930, όταν το 1910 ήταν το 42 τοις εκατό* στο Μπύντγκοστς/Μπρόμπεργκ έπεσαν από το 77 τοις εκατό στο 8,5 τοις εκατό. Υπήρχε διάχυτη ανησυχία στη Βαϊμάρη για τους Γερμανούς πρόσφυγες και πολλή υποστήριξη για πολιτιστικούς θε σμούς και οργανώσεις πρόνοιας που θα ενίσχυαν τη «γερμανοσύνη». Η σεβαστή νοΓοίη ίητ ά&δ ϋϋΐιίδοΙιΙιίΓη ίιη Αιΐδίαηά (νΕ>Α), που χορηγούσε κρατικά και ιδιωτικά κονδύλια στα γερμανικά μειονοτικά σχολεία και σε άλλους φορείς, είχε περισσότε ρα από δύο εκατομμύρια μέλη. Η νΕ>Α ήταν ευρείας αποδοχής οργάνωση, αλλά και αυτή αναφερόταν με αρνητικό τρόπο στις ξένες κυβερνήσεις, ότι απεργάζονταν συ νεχώς την πολιτιστική εξόντωση των πολιορκούμενων Γερμανών του εξωτερικού. Πιο ακραίες απόψεις ευδοκιμούσαν στα νέα ερευνητικά ινστιτούτα που μελετούσαν τους νοΙΚδάοιιίοΙι.18 Γι’ αυτούς τους λόγους, μετά το 1918 αναβίωσε το ενδιαφέρον για την αποστολή της χώρας «στην Ανατολή», ενισχυμένο από την εξάπλωση της «γεωπολιτικής» προ σέγγισης στην πολιτική γεωγραφία και από τη δημοτικότητα των θεωριών του Ι^ββοηδΓ&ιιιη. Το επίτευγμα του Βίσμαρκ, ο οποίος παλιότερα είχε ηρωοποιηθεί, επανεξετάστηκε τώρα ενδελεχώς: στη Βαϊμάρη τον επέκριναν όλο και περισσότερο γιατί είχε αρκεστεί σε μια Μικρή Γερμανία, γιατί είχε υπερβολικά φιλική στάση προς τη Ρωσία και γιατί είχε εγκαταλείψει το θΓαη§ η&οΐι Οδίοη. Η βισμάρκεια αυ
ΑΠΟ ΤΙΣ ΒΕΡΣΑΛΛΙΕΣ ΣΤΗ ΒΙΕΝΝΗ
41
τοκρατορία των Χοεντσόλλερν -έλεγε η αντιμοναρχική Αριστερά- είχε σταθεί το όχημα για την παραμονή της πρωσικής αριστοκρατίας στην εξουσία. Μια Μεγάλη Γερμανία, από την άλλη, θα δημιουργούσε γέφυρα με τη δημοκρατική κληρονομιά των επαναστάσεων του 1848 και θα αποδείκνυε τις δυνατότητες μιας «πραγματικής ΟΓοβάοπίδοΜΒίκΙ που είναι χτισμένη πάνω σε δημοκρατικά θεμέλια». Οι φυλετικοί εθνικιστές, από τη μεριά τους, έβλεπαν στη σύζευξη Γερμανίας-Αυστρίας τη σύνθε ση ενός «νέου Γερμανού Ανθρώπου», σε στενότερη επαφή με το έδαφος και εναρμονιστή των διαφορετικών παραδόσεων Βορρά και Νότου. Το Καθολικό Κόμμα του Κέντρου θεωρούσε πως η προσθήκη της Αυστρίας ίσως να εξισορροπούσε την προτεσταντική επικράτηση του Βορρά. Πολιτικοί και διανοούμενοι όλου του πολιτι κού φάσματος της Βαϊμάρης κήρυτταν την ανάγκη για εθνική εξάπλωση, μέριμνα για τους Γερμανούς του εξωτερικού και για μια νέα «κοινότητα του λαού» (νοίΐίδβοιηβίηδοΐι&ίΐ:). Τα σχολικά βιβλία δίδασκαν την κατανόηση της σπουδαιότητας της Αυστρίας, ιδίως, και των μειονοτικών Γερμανών γενικώς. Ομάδες πίεσης οργάνωναν διαλέξεις για την «Εύθυμη Βιέννη» και υποστήριζαν τις συναυλίες της Φιλαρμονικής της Βιέννης. Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα εθνικής ταπείνωσης και αγανάκτησης, τα πάντα -ακόμα και η μουσική- μπορούσαν να επιστρατευτούν για να αποδειχθεί το επιχεί ρημα της Μεγάλης Γερμανίας. Ο μουσικολόγος Ρόμπερτ Λαχ αντιπαρέθετε τον Μπαχ και τον Χαίντελ, που η έντασή τους απέδιδε «τους μελαγχολικούς ρεικότοπους, τα μουντά γκρίζα σύννεφα» του βορειογερμανικού τοπίου, προς τον απαλότε ρο λυρισμό του «Δάσους της Βιέννης» του Μότσαρτ και του Χάυντν, και κατέληγε: Οι δύο ομάδες είναι χωριστές, όμως και οι δυο είναι η μία μέρος της άλλης, χάρη στο γερμανικό πνεύμα που υπάρχει μέσα τους. Μήπως ο Μπαχ, ο Χαίντελ και ο Σούμπερτ, ο Χάυντν και ο Μότσαρτ δεν ανήκουν ο ένας στον άλλον, όπως η Γερμα νία και η Αυστρία; Δεν τους ενώνει το κοινό ζωντανό γερμανικό πνεύμα, όπως ο Μπετόβεν συνένωσε τη γερμανική με την αυστριακή μουσική; Και μήπως ο Μπετόβεν δεν είναι ένα σύμβολο αυτής της ένωσης της γερμανικής και της αυστριακής ψυ χής, ένα σύμβολο που τελικά θα ζήσει;19
Ξαφνικά, το παρελθόν φάνταζε πολύ διαφορετικό. Ο Αυστριακός ιστορικός Χάινριχ Ρίττερ φον Σρμπικ, προσπαθώντας να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στις οπτι κές της Μικρής και της Μεγάλης Γερμανίας, εισηγήθηκε μια νέα προσέγγιση, που την ονόμασε Οοδδιηΐάοιιΐδοΐι - ιστορία, δηλαδή, όχι της ιστορικής Γερμανίας που εί χε υπάρξει ως Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ούτε της πολιτικής Γερμανίας των συ νόρων του 1871, αλλά ολόκληρου του κόσμου όπου κατοικούσαν εθνοτικοί Γερμα νοί, ενός κόσμου ο οποίος δεν είχε ποτέ υπάρξει ως πολιτική οντότητα αλλά που ενδεχόταν να υπάρξει στο μέλλον. «Το έργο που έχει να επιτελέσει η γερμανική ιστο-
42
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
ρία», έγραφε στην επική του Γερμανική Ενότητα (ΌβαΐΞεΗβ ΕίηΗβίί), είναι «να συμβάλει στην οικοδόμηση ενός νέου γερμανικού σπιτιού». Ακόμα και το 1942, ο φον Σρμπικ έγραφε σε λυρικούς τόνους για το πώς «η Γερμανία έχει Οδηγήσει [τώρα] τη χιλιόχρονη αποστολή και τον ηγετικό της ρόλο ως τα σύνορα του ίδιου του Δυτι κού Κόσμου... Ό χι ως ιμπεριαλισμός, και όχι στη βάση ενός ανθρωπιστικού ιδεώ δους, αλλά μάλλον γειωμένη σε μια νέα ιδέα, την ιδέα του νοΙΚδΙυιη, που αναγνω ρίζει τις προσωπικότητες των εθνών και προσδένει οργανικά τα μικρά έθνη στην ηγεσία του μεγάλου νο11ο>. Χρειάστηκε να φτάσει το 1944 για να καταλάβει πως η Νέα Τάξη του Χίτλερ δεν επρόκειτο να ανασυστήσει μια εξιδανικευμένη Αγία Ρω μαϊκή Αυτοκρατορία.20 Πολλοί εθνικιστές πανεπιστημιακοί προέρχονταν, όπως ο φον Σρμπικ, από τις παρυφές του γερμανικού κόσμου: από την Αυστρία ή από τα βαλτικά κράτη ή από τις συνοριακές ζώνες της Πρωσίας. Ακόμα και οι μη ναζί δεν δυσκολεύονταν να δουν τον εθνικοσοσιαλισμό, ή ακριβέστερα τον ίδιο τον Χίτλερ, σαν το όχημα για την εθνική αναβίωση που λαχταρούσαν. Στην περίπτωση του Εβραίου μεσαιωνιστή ιστορικού Ερνστ Καντόροβιτς, για παράδειγμα -ο οποίος, μολονότι συντηρητικός εθνικιστής, σίγουρα δεν ήταν ναζί- η στάση αυτή ήταν έκδηλη.21Ένας παρατηρητής του γερμανικού πνευματικού κόσμου σημείωνε το 1941: Οι Γερμανοί ιστορικοί, με εξαίρεση μια ρεπουμπλικανική μειονότητα, δεν χρειάζο νταν κανένα «συντονισμό». Η Γερμανία του μέλλοντος που είχαν οραματιστεί και για την οποία είχαν δουλέψει οι περισσότεροι ιστορικοί προσέγγιζε από θεμελιώ δεις απόψεις το σημερινό ναζιστικό κράτος. Η αναγκαιότητα της δύναμης, το πρω τείο της εξωτερικής πολιτικής επί των εσωτερικών υποθέσεων, η απόρριψη των «ξέ νων» ιδεολογιών και θεσμών, η υπογράμμιση της γερμανικής κουλτούρας, η καθυπόταξη του ατόμου στο κράτος, η αφοσίωση του Ράιχ στην Ανατολική Αποστολή του, η συμπερίληψη όλων των Γερμανών στην αυτοκρατορία, η ανάγκη της Γερμα νίας για έναν Φύρερ με ευρείες εξουσίες, είναι τα σπουδαιότερα γνωρίσματα.22 Εννοείται ότι, όπως συμβαίνει με τους διανοουμένους, οι περισσότεροι από αυτούς τους λογίους απογοητεύτηκαν όταν οι ναζί δεν εφάρμοσαν τις ιδέες τους - όχι όμως προτού δείξουν οι ναζί το μέγεθος της οφειλής τους. Όταν, τον Φεβρουάριο του 1939, ο Χίτλερ εγκαινίασε το νέο θωρηκτό Βίσμαρκ μιλώντας εγκωμιαστικά για τον λαμπρό προκάτοχό του, που θα είχε πετύχει πολύ περισσότερα πράγματα αν δεν ήταν αναγκασμένος να μοιράζεται την εξουσία με τους Χοεντσόλλερν, δεν απομα κρυνόταν πολύ από την ιστορική κρίση που ήταν ευρέως αποδεκτή στη ναζιστική Γερμανία. Έ να χρόνο αργότερα, ο Φύρερ βομβάρδισε τον Γκαίμπελς μακρηγορώ ντας στο ίδιο στιλ: «Ο Βίσμαρκ δεν μπορούσε να πετύχει κάτι περισσότερο. Οι δυ ναστείες τού έκλειναν το δρόμο». Εγκωμίασε τους δημοκράτες του 1848 και περηφανεύτηκε πως η Γερμανία θα έπαιρνε από τους ώμους της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτο-
ΑΠΟ ΤΙΣ ΒΕΡΣΑΛΛΙΕΣ ΣΤΗ ΒΙΕΝΝΗ
43
κρατορίας το μανδύα της ηγεσίας: «χάρη στην οργανωτική ιδιοφυία και τη φυλετική επιλεκτικότητά μας, η παγκόσμια κυριαρχία θα περιέλθει αυτόματα σ’ εμάς». Όλα αυτά τα ανόμοια στοιχεία -τον Βίσμαρκ, τους φιλελεύθερους του 1848, τους καθολι κούς αυτοκράτορες-τα άλεθε ο «ολικός γερμανικός» ναζιοτικός μύλος.23 Αμφιβολία για το πόσο σπουδαία ήταν η έννοια της Μεγάλης Γερμανίας για το ναζιστικό κίνημα και τον Χίτλερ προσωπικά, δεν υπάρχει. Ο ίδιος ο Χίτλερ χαρακτή ριζε τον εθνικοσοσιαλισμό ως «το τέκνο της Παγγερμανικής Ένωσης».24Ούτε και τα πρώτα άρθρα του ιδρυτικού προγράμματος του κόμματος μπορούσαν να είναι πιο εμφατικά. Αρνούνταν την ιθαγένεια στους Εβραίους και σε όσους άλλους είχαν μη γερμανικό αίμα, απαιτούσαν τη δημιουργία μιας Μεγάλης Γερμανίας στη βάση του δικαιώματος της εθνικής αυτοδιάθεσης, την ανάκληση των συνθηκών ειρήνης, και αποικίες για την εγκατάσταση του «πλεονάζοντος πληθυσμού» της Γερμανίας. Μια επιπόλαιη έστω ανάγνωση του Μβίη Καηιρ/*ακυρώνει κάθε σκέψη μήπως ο Χίτλερ δεν πρέσβευε ο ίδιος αυτές τις ιδέες. Αυτός και οι οπαδοί του θεωρούσαν τον μετα-, βερσαλλιακό διακανονισμό στην ανατολική Ευρώπη όχι μόνο ως(έθνική ταπείνωση, αλλά και ως βιολογική απειλή για την επιβίωση του γερμανικού λαού συνολική Υπό ένα τέτοιο πρίσμα, δεν ήταν εντέλει δυνατή καμιά άλλη εξωτερική πολιτική εκτός από εκείνην της εδαφικής επέκτασης, και η πρώτιστη δικαιολογία για την ανάληψη της εξουσίας και τον έλεγχο της εσωτερικής πολιτικής ήταν ότι η χώρα έπρεπε να ετοιμαστεί για τους παρατεταμένους πολέμους που θα της προσπόριζαν γη. Είναι τουλάχιστον εντυπωσιακό, για να το πω ήπια, το ότι η εκτενέστατη επιστη μονική βιβλιογραφία που συσσωρεύτηκε τα τελευταία τριάντα χρόνια με θέμα την ανάλυση των βάσεων της εκλογικής επιτυχίας των ναζί στη Βαϊμάρη βρήκε πολύ λί γα πράγματα να πει γι’ αυτά τα ζητήματα* οι ιστορικοί, συγκεντρώνοντας την προ σοχή τους σχεδόν αποκλειστικά στους εσωτερικούς παράγοντες, προσπάθησαν να διακριβώσουν το κοινωνιολογικό προφίλ του «τυπ ι ^ (καταλήγοντας, μάλιστα, στο συμπέρασμα ότι ο τύπος αυτός ήταν πιθανώς ανύπαρκτος). Στην πραγματικότητα, η ανάγκη για επέκταση ηταν ένα πολύ δημοφιλές Θέμα, στο οποίο ο Χίτλερ διαρκώς επανερχόταν. Με τη «σταυροφορία για τΐς.μειονότητες>> του Στρέζεμαν μπλοκαρισμένη στην Κ.τ.Ε. και με το διάδοχό του, τον Μπρύνινγκ, να κατατρύχεται από την ανημπόρια του να επιβάλει τελωνειακή ένωση μεταξύ Αυ στρίας και Γερμανίας, ο Χίτλερ σφυρηλατούσε αδιάκοπα στις ομιλίες του την ιδέα ενός σύγχρονου «ανατολικού εποικισμού», που θα έλυνε την «έλλειψη χώρου» της μεταβερσαλλιακής Βαϊμάρης. Το κραχ της Γουώλ Στρητ και η αύξηση της ανεργίας, έλεγε, απλώς επιβεβαίωναν την ανάγκη για περισσότερη γη, ως εναλλακτική λύση στη μειωμένη πρόσβαση της Γερμανίας στις παγκόσμιες αγορές.25 Ο Χίτλερ είχε την πραγματιστική και υπομονετική πλευρά του* άπαξ και πήρε την εξουσία, με εξαίρεση το ότι αποχώρησε σχεδόν αμέσως από την Κ,τ.Ε., έβαλε στόχο του τα πρώτα λίγα χρόνια να παρουσιάσει μια μετριοπαθή εικόνα στον κόσμο, ενόσω
44
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
η οικονομία «νάρρωνε και ο επανεξοπλισμός μπορούσε,να ξεκίνησει. Το πιο σπου δαίο ήταν να θωρακίσει τα δυτικά σύνορα της Γερμανίας απέναντι στους Γάλλους. Σε επίσημο επίπεδο, οι σχέσεις της Γερμανίας με τους ανατολικούς γείτονές της παρέμειναν άψογες. Αλλά το Τρίτο Ράιχ συγκεντροποίησε τον έλεγχο πάνω στις πο λυάριθμες ομάδες που ασχολούνταν με τις γερμανικές μειονοτικές υποθέσεις, και το κόμμα δημιούργησε ένα νέο γραφείο, το νοίΐ^δάοιιίδοΐι© Μίΐί©1δί©11© (Συντονιστικό Γραφείο Εθνοτικών Γερμανών), αρμόδιο να συντονίζει τις ενέργειες τις σχετικές με τις υποθέσεις των εθνοτικών Γερμανών. Μέσα σε λίγα χρόνια αυτό είχε υποκαταστήσει το παλιότερο νΤ)Α και διοικούνταν από τα δδ του Χάινριχ Χίμλερ. Το κροατικό κράτος της ναζιστικής Γερμανίας δεν ενδιαφεοσταν πια να υποκοίνεται τον «ποοστάτη των μειονοιφων^της Ευροιπης» και προσπάθησε να σφίξει τα λουριά στις ηγεσίες των συχνά πεισματωδώς ανεξάρτητων ομάδων πίεσης και προνουις των εθνοτικών Γερμανών.26 Η ενασχόληση με τους Γερμανούς του εξωτερικού ενίσχυσε την ιδέα ότι οι διε θνείς σχέσεις ήταν ένας αγώνας μεταξύ φυλών. Στο κέντρο της προπαγάνδας και της αλυτρωτικής δραστηριότητας εναντίον της Πολωνίας, στο Βιιηά ϋ©υΙδο1ι©Γ Οδΐ©η, ο Τέοντορ Ομπερλαίντερ, ένας νεαρός από την ανατολική Πρωσία ο οποίος έδινε διαλέξεις για τις «Ανατολικές υποθέσεις» (αργότερα υπουργός της μεταπολε μικής κυβέρνησης Αντενάουερ), υιοθέτησε πολεμοχαρείς τόνους. «Ο αγώνας για την εθνοτική ταυτότητα», έγραφε το 1936, δεν είναι τίποτε άλλο από τη συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα, κάτω από το μαν δύα της ειρήνης. Όχι μια μάχη με αέρια, χειροβομβίδες και πολυβόλα, αλλά μια μά χη για σπίτια, για κτήματα, για σχολεία και για τις ψυχές των παιδιών, ένας αγώνας που το τέλος του, αντίθετα απ’ό,τι στον πόλεμο, δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα, όσο η παράφρων αρχή του κρατικού εθνικισμού δεσπόζει στην Ανατολική περιοχή* ένας αγώνας που συνεχίζεται εδώ και γενιές, με ένα σκοπό: την εξόντωση! Έ να χρόνο αργότερα, ο Ομπερλαίντερ απομακρύνθηκε από τις θέσεις που κατείχε, ως υπερβολικά μαλακός στο ζήτημα της Πολωνίας.27 Η ιδέα αυτή, ότι η εξωτερική πολιτική ήταν «η συνέχιση του πολέμου με άλλα μέ σα κάτω από το μανδύα της ειρήνης», επηρέασε επίσης τον τρόπο με τον οποίο το Τρίτο Ράιχ αντιμετώπιζε το διεθνές δίκαιο. Μετά το 1933 οι^ναζί^εωρηηκοίτου δι καίου υποστήριξαν το πρωτείο του συμφέροντος του κάθε κράτους και, σιγά-σιγά, της φυλής. Ήθελαν ένα νέο είδος δικαίου, δυνάμει του οποίου μια οργανική γερμα νική κοινότητα θα δημιουργούσε τους δικούς της κανόνες δικαίου. Τ ο ιδ ε ώ δ .ε ς , όπως εξηγούσε ένας τους, ήταν ένα εθνικό κράτος «φυλετικά χορτασμένο», γιατί μόνο ένα τέτοιο κράτος θα διατηρούσε ειρηνικές σχέσεις με τα άλλα κράτη μέσα στο διε θνές σύστημα. Τα παρακολουθήματα όμως αυτής της πρότασης δεν ήταν και τόσο καθησυχαστικά: οι συνθήκες και οι άλλες συμφωνίες ήταν δεσμευτικές μόνο όσο δεν
ΑΠΟ ΉΣ ΒΕΡΣΑΛΛΙΕΣ ΣΤΗ ΒΙΕΝΝΗ
45
έθεταν σε κίνδυνο τη φυλετικήυγείαενόςλαού; ορισμένες φυλετικές κοινότητες ήταν ισχυρότερες από άλλες και μπορούσαν «φυσικά» να ασκήσουν ηγεμονική επί δραση πάνω τους· ο πόλεμος, άρα, και όχι το δίκαιο, ήταν ο έσχατος κριτής της διε θνούς τά ξ η ς.^ ι^ ξ ^ ο μ ικ ο ί δ υ ^ α ^ ολη ιδέα ενος οικουμενικού διεθνούς δικαίου βασισμένου στην τυπική ισότητα των κυρίαρχων κβατ(ΐ)ν28 Θέλοντας πολύ να κερδίσουν την υποστήριξη των Γερμανών του εξωτερικού, οι έξω από αυτό. «Οι έννοιες του “πολίτη” και του “φυλετικού συντρόφου” δεν συμπί πτουν», έγραφε ένας σύμβουλος του υπουργού Εσωτερικών το 1936. «Η φυλή, ή ένα συγκεκριμένο μέλος της, ο φυλετικός σύντροφος, πρέπει να έχει την πρώτη θέση». Με άλλα λόγια, η συγγένεια μεταξύ Γερμανών* όπου κι αν βρίσκονταν αυτοί, νικού σε «την τυπική αντίληψη περί ιθαγένειας». Η «απεριόριστη και αναλλοίωτη αφο σίωση στη φυλή στην οποία ανήκει κανείς», που ένας άλλος καθηγητής νομικής τη θεωρούσε πρυτανεύουσα αρχή του εθνικοσοσιαλιστικού δικαίου, υποτίθεται ότι υπερτερούσε έναντι της αφοσίωσης που οι εθνοτικοί Γερμανοί όφειλαν να δείχνουν προς την Τσεχοσλοβακία, την Ουγγαρία ή προς όποιο άλλο κράτος, του οποίου τύχαινε να είναι κάτοχοι διαβατηρίου. Με βάση αυτό το σκεπτικό, αν το Τρίτο Ράιχ, και μάλιστα ο Φύρερ ο ίδιος, δεν ήταν τίποτε λιγότερο από τη φωνή του σύνολου γερμανικού νοΙΚ, τότε ήταν επίσης αληθές ότι αυτό -και εκείνος- δικαιούνταν να μιλά για τον νοΙΚ και να απαιτεί από τους απανταχού εθνοτικούς Γερμανούς να εί ναι στους ορισμούς του.29 Έτσι, η γερμανική μειονοτική διπλωματία αναποδογυρίστηκε. Εγκαταλείποντας τη Γενεύη το 1933, το Βερολίνο διαπραγματεύτηκε απευθείας με τις άλλες ανατολικοευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Οι Βρετανοί και οι Γάλλοι τέθηκαν εκποδών και οι εθνοτικές γερμανικές οργανώσεις έγιναν φερέφωνα της εθνικοσοσιαλιστικής γραμμής. Η πολωνική κυβέρνηση έπαιξε το παιχνίδι της Γερμανίας, όταν αποκήρυξε τις υποχρεώσεις της απέναντι στην Κοινωνία των Εθνών. Λίγα χρόνια αργότερα, αναγνώρισε το ζήτημα των μειονοτήτων ως διμερές θέμα, αποδεχόμενη έτσι το Ράιχ ως συνήγορο της γερμανικής μειονότητας. Αυτό σίγουρα δεν βοήθησε και πολύ τους Γερμανούς της Πολωνίας· αντιθέτως, οι εξώσεις και οι κατασχέσεις συνεχίστηκαν, τα ποσοστά ανεργίας αυξήθηκαν και ολοένα περισσότεροι μειονοτικοί Γερμανοί δήλωναν πως είναι Πολωνοί. Εκείνο που πράγματι κατέστη φανερό ήταν το πώς τη διπλωματική δομή που είχε συγκροτηθεί στο Παρίσι το 1919 την αντικαθιστούσε τώ ρα στην ανατολική και στην κεντρική Ευρώπη μια άλλη, βερολινέζικης κατασκευής. Μέσα στην Πολωνία, καθώς οι παλιές ελίτ είτε αποδημούσαν είτε διώχνονταν, η γερμανική κοινότητα παρέμεινε πολιτικά αδύναμη. Η μοίρα τους θα οριζόταν στο μέλλον από τη γερμανική πολιτική και τη γερμανική ισχύ.30
46
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
ΊΟ Α Ν Σ Λ Ο Υ Σ
Όπως ήταν αναμενόμενο, για τον Χίτλερ το πρώτο βήμα στο πρόγραμμα επέκτα σης, μετά το δημοψήφισμα στο Σάαρ και την εκ νέου στρατιωτικοποίηση της Ρηνα νίας, ήταν να μπει στην Αυστρία. Το βιβλίο του Μβίη Καητρ/ξεκινά απαιτώντας την απόδοση της «γερμανικής Αυστρίας στη μεγάλη γερμανική πατρίδα», και ο Χίτλερ δεν θα μπορούσε να είχε γράψει πιο καθαρά το πόσο σημαντικη ηταν η πατρίδα του ως βατήρας για την εθνική επέκταση: Η Γερμανική Αυστρία πρέπει να επιστρέψει στη μεγάλη γερμανική πατρίδα, και όχι για κάποιους οικονομικούς λόγους. Όχι και πάλι όχι: ακόμη και αν αυτή η ένω ση ήταν άνευ σημασίας από οικονομική άποψη* ναι, ακόμη και αν ήταν επιζήμια, θα έπρεπε παρ’ όλα αυτά να γίνει. Το ένα αίμα απαιτεί ένα Ράιχ. Ποτέ δεν θα αποκτή σει το γερμανικό έθνος το ηθικό δικαίωμα να ασχοληθεί με την αποικιακή πολιτική, αν πρώτα δεν αγκαλιάσει τους δικούς του τουλάχιστον γιους μέσα σε ένα και, μόνο κράτος. Μονάχα όταν το Ράιχ περιλάβει στα σύνορά του και τον τελευταίο εναπομείναντα Γερμανό, αλλά δεν θα μπορεί να εγγυηθεί άλλο τον επιούσιο άρτο του, μο νάχα τότε το ηθικό δικαίωμα να αποκτήσει ξένο έδαφος θα προκΰψει μέσα από την ανέχεια του δικοΰ μας λαοΰ. Οι φωνές υπέρ χονΆνσλους, όπως είδαμε, δεν ήταν μονοπώλιο της Δεξιάς. Το 1926, στη γενέτειρα του Χίτλερ, στο Λιντς, οι Αυστριακοί σοσιαλδημοκράτες είχαν πάρει την απόφαση να επιδιώξουν «χοΆνσλονς... με ειρηνικά μέσα», και οι διαδοχικές αυ στριακές και γερμανικές κυβερνήσεις είχαν προσπαθήσει με χαμηλόφωνη διπλω ματία να προετοιμάσουν το έδαφος. Η βίζα μεταξύ των δύο χωρών καταργήθηκε και οι νομικές και επιχειρηματικές πρακτικές τυποποιήθηκαν. Μεταξύ 1930 και 1931 η κυβέρνηση Μπρύνινγκ επέμεινε στην ιδέα της τελωνειακής ένωσης των δύο κρατών, ακόμη και όταν αυτό προκάλεσε διπλωματική αναμέτρηση με τη Γαλλία. Και οι δύο πλευρές ήξεραν πως αυτό θα αποτελούσε ράπισμα στη βερσαλλιακή τά ξη πραγμάτων* ορισμένοι, μάλιστα, ανώτεροι Γερμανοί διπλωμάτες πίστευαν ότι ίσως έριχνε τους Τσέχους και τους Πολωνούς στην αγκαλιά της Γερμανίας. Από κα κό χρονικό προγραμματισμό, όμως, η αναγγελία συνέπεσε με τη χρεοκοπία της Οτβάίΐ-Αηδΐαΐΐ;, που γονάτισε την αυστριακή οικονομία και έκανε τα τεράστια απο θέματα χρυσού της Γαλλίας σημαντικότερα από κάθε άλλη φορά* η συνακόλουθη ταπείνωση ήταν ένας μόνο από τους λόγους κατάρρευσης της κυβέρνησης Μπρύ νινγκ, καθώς η κρίση της Βαϊμάρης έμπαινε στην καταληκτική της φάση. Ακόμη και μετά το 1933 δεν υπήρχε απευθείας δρόμος προς τη Βιέννη. Ο Χίτ λερ, ένα χρόνο αφότου πήρε την εξουσία, επέτρεψε στους Αυστριακούς ναζί να κά νουν πραξικόπημα, το οποίο όμως απέτυχε, φέρνοντάς τον σε δύσκολη θέση. Οι πρωτεργάτες απαγχονίστηκαν και, το χειρότερο, η φασιστική Ιταλία ενοχλήθηκε.
ΑΠΟ ΤΙΣ ΒΕΡΣΑΛΛΙΕΣ ΣΤΗ ΒΙΕΝΝΗ
47
Στη συνέχεια το Τρίτο Ράιχ ακολούθησε μια πολύ πιο σταδιακή, «εξελικτική» δια δικασία. Τον Ιούλιο του 1936 η Αυστρία συμφώνησε να ακολουθεί εξωτερική πολι τική βασισμένη στην αρχή ότι η χώρα «αναγνωρίζει πως είναι ένα γερμανικό κρά τος». Την επόμενη χρονιά ο Χίτλερ, μιλώντας στους ανώτερους επιτελικούς αμύνης του, υπογράμμισε πως «ο στόχος της γερμανικής πολιτικής είναι να διασφαλίσουμε και να διατηρήσουμε τη φυλετική κοινότητα και να τη διευρύνουμε». Τους είπε, ωστόσο, πως η ώρα για πόλεμο θα ερχόταν στις αρχές της δεκαετίας του 1940. Όσο για την Αυστρία, τον απασχολούσε ακόμα η αντίδραση του Μουσολίνι. Μάλι στα, εκείνος που ήθελε να προχωρήσει δεν ήταν ο Φύρερ, αλλά ο Γκαίρινγκ. Στο κτήμα του έδειξε στον Ιταλό ηγέτη ένα χάρτη πάνω στον οποίο η Αυστρία εμφανι ζόταν ήδη σαν τμήμα της Γερμανίας. Όταν ο Ντούτσε σχολίασε λακωνικά ότι: «το Ράιχ υλοποιεί επακριβώςπο πρόγραμμά του», ο Γκαίρινγκ το εξέλαβε αυτό ως συ ναίνεση.31 Στις αρχές, ωστόσο, του 1938 η κατάσταση παροξύνθηκε απροσδόκητα. Ο Χίτ λερ είχε αντικαταστήσει τον υπουργό Εξωτερικών του με τον πιο υποχωρητικό Ρί μπεντροπ και είχε απολύσει τόσο τον υπουργό Πολέμου όσο και τον αρχηγό του στρατού φον Φριτς, ο οποίος διαφωνούσε με την ιδέα της εισβολής. Είχε επίσης ανακηρύξει τον εαυτό του ανώτατο διοικητή των ένοπλων δυνάμεων, τονίζοντας την καθυπόταξη του στρατού στο καθεστώς. Στο μεταξύ, στην Αυστρία οι προσπάθειες της κυβέρνησης να καταστείλει τους Αυστριακούς εθνικοσοσιαλιστές έφεραν το αντίθετο αποτέλεσμα, και ο^Αυστριακός καγκελάριος Σούσνιγκ, πιεζόμενος αφό ρητα από τη Γερμανία, αναγκάστηκε να άρει την απαγόρευση του κόμματος, να αμνηστεύσει τους κατάδικους δολοφόνους του, ακόμη και να διορίσει ναζί υποψη φίους σε κυβερνητικές θέσεις-κλειδιά. Ο νομικός Άρτουρ Σέυς-Ίνκβαρτ (που διοί κησε αργότερα τις κατεχόμενες Κάτω Χώρες) έγινε υπουργός Εσωτερικών και ο Έντμουντ Γκλάισε-Χόρστεναου (που τοποθετήθηκε στο Ζάγκρεμπ κατά τα χρόνια του πολέμου) έγινε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου. Ο Σούσνιγκ είχε ήδη αποπέμψει, μετά από απαίτηση του Χίτλερ, τον αρχηγό του επιτελείου στρατού στρατηγό Γιάνσα, ο οποίος είχε καταστρώσει σχέδια για στρατιωτική αντίσταση σε γερμανική εισβολή. Αυτή ήταν η «εξελικτική» στρατηγική, για την οποία ο Χίτλερ επέμενε αρ γότερα μπροστά στους ηγέτες των Αυστριακών ναζί ότι θα έκανε περιττή την εισβο λή ή μια εξέγερση* δεδομένου ότι θα οδηγούσε στη ναζιστική κατάληψη της χώρας έκτων έσω,τους είπε ότι δεν «επιθυμούσε μια λύση με βίαια μέσα». Λιγότερο από δεκαπέντε μέρες αργότερα, όμως, έμαθε με κατάπληξη ότι ο Σούσνιγκ σκόπευε να διοργανώσει δημοψήφισμα. Η ειρωνεία είναι ότι ένα εργα λείο που είχε χρησιμοποιηθεί καθ’ όλη τη δεκαετία του 1920 υπέρ τονΆνσλονς κα λούνταν τώρα να το αποτρέψει. Την ίδια ώρα που οι Αυστριακοί ναζί αφήνιαζαν στους δρόμους της Βιέννης, ο Χίτλερ εγκατέλειπε την «εξελικτική» του τακτική και απειλούσε να εισβάλει αν ο καγκελάριος δεν αντικαθίστατο από τον Σέυς-Ίνκβαρτ,
48
ΓΙΑ ΊΉ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
τολΜ^Ώναζί^υπουργό Εσωτερικών^ Πιεζόμενος απίστευτα, ο Σούσνιγκ πράγματι παραιτήθηκε αργά το βράδυ της 11ης Μαρτίου και ο Σέυς-Ίνκβαρτ ανέλαβε την ίδια νύχτα, ενώ αποσπάσματα Αυστριακών ναζί λεηλατούσαν τα κτίρια των υπουρ γείων καισυλλάμβαναν μέλητης προηγούμενης κυβέρνησης. Προς μέγιστη ανακού φιση του Χίτλερ, η Ιταλία έκανε γνωστό ότι δεν θα έγειρε ενστάσεις. Η Βέρμαχτ, που δεν είχε ενημερωμένα σχέδια εισβολής, διέσχισε τα σύνορα το επόμενο πρωί και έγινε δεκτή από πλήθη που την επευφημούσαν. Αιφνιδιασμένη από τη θερμή υποδοχή, η ναζιστική ηγεσία αντιμετώπιζε τώρα ένα συνταγματικό πρόβλημα, που δεν το είχε καλοσκεφτεί. Έπρεπε να εξακολου θήσει η Αυστρία να υπάρχει ως συγκεντρωτικό κράτος, με τη δική της κυβέρνηση, μέσα σε μιαν ευρύτερη ομοσπονδιακή γερμανική δομή; Ή έπρεπε να διοικείται η χώρα απευθείας από το Βερολίνο; Το αβυσσαλέο χάσμα ανάμεσα στην ιδεολογία και στην πρακτική υλοποίηση, ανάμεσα στην ακατάσχετη ορμή της γερμανικής ισχύος και στην ανικανότητα εκ των προτέρων σχεδιασμού -κάτι που έμελλε να αποτελέσει μόνιμο γνώρισμα της ναζιστικής αρχής στην κατεχόμενη Ευρώπη- ήταν φανερό εδώ από την πρώτη στιγμή. Εξίσου φανερή ήταν, όμως, και η ενεργητικότη τα και ο ριζοσπαστισμός με τον οποίο το καθεστώς έσπευδε να λύσει τέτοια μείζονα ζητήματα πάνω στη βράση της στιγμής. Την τελευταία φορά που το Λναλονς είχε βρεθεί στην ημερήσια διάταξη, ο Χανς Κέλσεν, ίσως ο πιο έγκριτος νομικός της χώ ρας, είχε ταχθεί υπέρ της διατήρησης της Αυστρίας ως «ομόσπονδου κράτους μέσα σ’ ένα ομόσπονδο κράτος»* φρονούσε ότι αυτό θα έδινε τη δυνατότητα στους Αυ στριακούς να διατηρήσουν και την αυστριακή και τη γερμανική ταυτότητά τους. Για τους εθνικοσοσιαλιστές της Γερμανίας, όμως, αυτό μάλλον ήταν η λιγότερη ελκυστι κή προοπτική, και μετά τη θριαμβευτική του υποδοχή στο Λιντς ο Χίτλερ επέλεξε ένα «ολικό Άνσλονς», όπου η χώρα, οι νόμοι και η διοίκησή τηςθα εντάσσονταν μέ σα στο υπάρχον γερμανικό κράτος. Εν ολίγοις, η Αυστρία θα εξαφανιζόταν.32 Κατά συνέπεια, η ταυτότητα ττκ Αυστρίας εξαλείφθηκε πλήοως (όπως θα συνέβαινε στη συνέχεια με την Τσεχοσλοβακία, τη Γιουγκοσλαβία και την Πολωνία):με τονομάστηκε σε Όστμαοκ και αντιμετωπίστηκε σαν επαρχία του Ράιχ. Το γερμανι κό δίκαιο επεκταθηκε σταδιακά σε όλη.τη χώςια και τα αυστριακά κυβερνητικά όρ γανα καταργήθηκαν η υπάχθηκαν στο-αντίσΐΏίχα τ ^ Ένας από τους σπουδαιότερους συμβούλους σε αυτήν τη διαδικασία ήταν ο Βίλχελμ Στούκαρτ, ανώτερος δημόσιος υπάλληλος του Υπουργείου Εσωτερικών του Ράιχ και ο άνθρω πος που έμελλε να παίξει σημαντικό ρόλο τα επόμενα χρόνια στην οργάνωση της δι οίκησης άλλων ναζιστικών κατακτήσεων. Μια πολύ διαφορετική και ακόμα σπου δαιότερη μορφή ήταν ο Γιόζεφ Μπύρκελ, ο ναζί γκαουλάιτερ που είχε διευθύνει με επιτυχία την ενσωμάτωση του Σάαρλαντ και ο οποίος επιστρατεύτηκε για να κάνει την ίδια δουλειά από τη θέση του επιτρόπου επανένωσης της Αυστρίας με το γερμα νικό Ράιχ. Υπό τη διεύθυνση του Μπύρκελ, ακόμα και η Όστμαρκ δεν έζησε για πο-
ΑΠΟ ΤΙΣ ΒΕΡΣΑΛΛΙΕΣ ΣΤΗ ΒΙΕΝΝΗ
49
λΰ. Τεμαχίστηκε σε επτά μικρότερες επαρχίες, που υπάγονταν η καθεμιά απευθείας στα γραφεία Βεοολινου τη^κεντοικής κυβέρνησης και του κόμματος. Έτσι, η επιρ ροή της «κόκκινης» Βιέννης στην υπόλοιπη χώρα εξασθένησε και η αυστριακή πρω τεύουσα δεν κατονομαζόταν καν ως μία από τις πέντε πόλεις του Φύρερ της Μεγά λης Γερμανίας, που επιλέχθηκαν για ειδικά οικοδομικά προγράμματα. (Προτιμήθηκε το Λιντς - επισήμως γνωστό ως «η Γενέτειρα του Φύρερ»). Σύντομα δεν είχε μεί νει τίποτε απολύτως από την Αυστρία. Το καλοκαίρι του 1940, με το έργο του τελειωμένο, ο Μπύρκελ έφυγε πάλι για τη δυτική Γερμανία* χρειάζονταν τις ειδικές του γνώσεις στη φρεσκοκατακτημένη γαλλική επαρχία της Λορραίνης. Ο Χίτλερ είχε εντυπωσιαστεί και από τον ΣέυςΊνκβαρτ, και τον έκανε Επίτροπο του Ράιχ στις Κάτω Χώρες. Οι άνθρωποι της επο χής εντυπωσιάστηκαν από το πόσο απρόσκοπτα κύλησε η όλη διαδικασία. Ένας Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας έγραφε το 1938: «Άλλο ένα έθνος καταλήφθη κε και ενσωματώθηκε στο γερμανικό πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό ... σύστη μα χωρίς αναστάτωση, σχεδόν σάμπως οι λεπτομέρειες αυτής της ένωσης να είχαν καταστρωθεί με μεγάλη επιμέλεια από χρόνια».33Στο μεταξύ, το Κόμμα απολάμβα νε το θρίαμβό του. Οι ναζί πραξικοπηματίες που είχαν απαγχονιστεί από την αυ στριακή αστυνομία του 1934 δοξάστηκαν σαν μάρτυρες της εθνικής επανάστασης. Χιλιάδες συγκεντρώθηκαν στο ναζιστικό προπύργιο Κλάγκενφουρτ, στην Καρινθία, για να ακούσουν τον υπαρχηγό του Χίτλερ, Ρούντολφ Ες, και να παρακολουθή σουν την ορκωμοσία των επτά νέων γκαουλάιτερ του Κόμματος. Στην ίδια την πα λιά αυστριακή καγκελαρία, στη Βιέννη, το στόχο των συνωμοτών του 1934, μια ανα μνηστική πλάκα χαιρέτιζε τους άντρες που «ύψωσαν το ανάστημά τους υπέρ της Γερμανίας».34 Στην πραγματικότητα, η διαδικασία δεν είχε σταθεί τόσο απρόσκοπτη. Την ίδια ώρα που η Αυστρία έχανε την πολιτική της ταυτότητα, η κοινωνική της συγκρότηση διαλυόταν μέσα σ’ ένα όργιο βίας και λεηλασίας. Για πολλούς ναζί «παλαιούς πολε μιστές», ιδίως όσους είχαν περάσει χρόνια στην παρανομία, στη φυλακή ή στο εξω τερικό, η ανατροπή της κυβέρνησης Σούσνιγκ σήμανε την ώρα της εκδίκησης. Το εντυπωσιακό είναι το πόσο πολυ σήκωσαν οι Εβραίοι το βάρος της επίθεσης. Προ τού φτάσει ο γερμανικός στρατός στη Βιέννη, η πόλη έζησε ένα πογκρόμ, καθώς ο όχλος πλιατσικολογούσε τα μαγαζιά και τα γραφεία, επιτιθόταν σε Εβραίους μέσα στα σπίτια τους και έκανε τις δικές του «συλλήψεις». «Ξαμολήθηκε η κόλαση», έγραφε ο θεατρικός συγγραφέας Καρλ Τσουκμάυερ, περιγράφοντας το βράδυ της 11ης Μαΐου. «Η πόλη μετατράπηκε σε σκηνή από εφιάλτη του Ιερώνυμου Μπος». Ήταν χειρότερα απ’ οτιδήποτε είχε ζήσει ως τότε - χειρότερα από τις μάχες στις οποίες είχε πολεμήσει στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ή από τις οδομαχίες που εί χαν ακολουθήσει τη λήξη του, από το Πραξικόπημα της Μπιραρίας του Μονάχου ή από τις πρώτες μέρες της ναζιστικής διακυβέρνησης στη Γερμανία. «Τίποτε από αυ
50
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
τά δεν μπορούσε να συγκριθεί με τις μέρες εκείνες της Βιέννης». Φωτογραφίες θεα τών που γιουχάϊζαν τους Εβραίους της Αυστρίας την ώρα που αυτοί, πεσμένοι οτα γόνατα, αναγκάζονταν να σφουγγαρίζουν τα πεζοδρόμια, άρχισαν να κάνουν το γύ ρο του κόσμου. Και όμως, οι εικόνες αυτές ελάχιστα απέδιδαν την κλίμακα της λεη λασίας - ένα πογκρόμ πλουτισμού που ξεπέρασε ακόμα και τις καταστροφές της Νύχτας των Κρυστάλλων λίγους μήνες αργότερα. Ήταν ένας αντισημιτισμός καθα ρή ληστεία, καθώς άντρες που φορούσαν περιβραχιόνια με τον αγκυλωτό σταυρό ή που ισχυρίζονταν πως ήταν της Γκεστάπο έκαναν «έρευνα» στα διαμερίσματα και έβαζαν χέρι σε οτιδήποτε τους γυάλιζε. Οι Εβραίοι της Βιέννης σοκαρίστηκαν βαίθιά από τη λαίλαπα και σχεδόν 500 αυτοκτόνησαν.35 Η αυστριακή πρωτεύουσα έγινε ένα εργαστήρι αντιεβραϊκής βίας: πρόσωπα που θα αποκτούσαν τεράστια σημασία στην Τελική Λύση της εμπόλεμης περιόδου, τέσσερα χρόνια αργότερα, έπαιξαν σημαίνοντα ρόλο εκεί το 1938* ένας τους ήταν ο Καρίνθιος ναζί Οντίλο Γκλομπότσνικ, που ο Χίτλερ τον διόρισε γκαουλάιτερ τον Μάιο. Η καριέρα του Γκλομπότσνικ διήρκεσε μόλις λίγους μήνες, ώσπου απολύθη κε λόγω διαφθοράς, αλλά αναβίωσε όταν έγινε δοικητής των 35 του Χίμλερ και της αστυνομίας (δδΡΡ) στο Λούμπλιν της ανατολικής Πολωνίας και οργανωτής των στρατοπέδων εξόντωσης του Μπέλτσεκ, του Σομπίμπορ και της Τρεμπλίνκα. Ο κατήφορος, ωστόσο, της πόλης προς την αναρχία υπό την επίδραση ανθρώπων όπως ο Γκλομπότσνικ ανησύχησε κάποια ισχυρά ονόματα του Τρίτου Ράιχ. 'Εξω φρενών που είχε επιτραπεί σε ιδιώτες να κάνουν τη δική τους προσωπική «αριοποίηση» των εβραϊκών περιουσιών (φτωχαίνοντας με αυτό τον τρόπο το κράτος), ο υπαρχηγός του Χίμλερ, ο Ραινχαρντ Χάυντριχ. απείλησε ότι θα εξαπέλυε την Γκεστάπο ενάντιον των Αυστριακών ναζί, λόγω της απείθαρχης διαγωγής τους. Ένας από τους τροπους με τους οποίους η Βιέννη προτύπωσε το μέλλον ήταν ότι έδειξε στα δδ πόσο σημαντικό ήταν να αποσπάσουν τον έλεγχο της αντιεβραϊκής πολιτικής από τους ταραξίες του κόμματος. Η απάντησή τους σε αυτό το ζήτημα έγινε γνω στή ως «Βιεννέζικο μοντέλο» και ήταν ένας πολύ πιο συστηματικός και γραφειο κρατικός τρόπος απαλλαγής από τους Εβραίους και καταλήστευσης των περιουσιών τους. Το επεξεργάστηκε ένας από τους «ειδικούς επί των Εβραίων» τους, ο Άντολφ Άιχμαν, μέσω του νέου Κεντρικού Γραφείου για την Εβραϊκή Μετανάστευση το οποίο ίδρυσε, και που το χαρακτήρισε αργότερα, σ’ έναν ανακριτή της ισραηλινής αστυνομίας, ως «πρωτιά για το Ράιχ». Ήδη τον Οκτώβριο του 1938 ο επινοητικός, ενεργητικός και αδίσταχτος Άιχμαν καμάρωνε για τις 350 αιτήσεις που δεχόταν κα θημερινά. Μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια, ο εβραϊκός πληθυσμός της Αυστρίας μειώθηκε από τις 192.000 στις 57.000, καθώς οι Εβραίοι γίνονταν στόχος εκφοβι σμού και διαρπαγής και εγκατ^λειπαν τη^χώρα-Μόλις οι Γερμανοί κατέλαβαν την Τσεχοσλοβακία, ο Άιχμαν εγκατέστησε το σύστημά του και εκεί («[το σύστημα] απλώς ακολουθούσε το παοάδειγμα της Βιέννης») και, μετά την ήττα της Πολωνίας,
ΑΠΟ ΤΙΣ ΒΕΡΣΑΛΛΙΕΣ ΣΤΗ ΒΙΕΝΝΗ
51
ίδρυσε έναν παρόμοιο φορέα και στο Βερολίνο. Με την έναρξη του πολέμου, το άστρο του Άιχμαν ανέβηκε κι άλλο στο στερέωμα: χάρη στην ειδημοσύνη και στην πείρα του αναδείχθηκε σε κεντρική μορφή στο σχεδιασμό και στην οργάνωση του εκτοπισμοΰ των Εβραίων όλης της ηπείρου στα στρατόπεδα. Στη Βιέννη τον είχε βοηθήσει ένα τρίτο πρόσωπο, το ανώτατο στέλεχος της δϋ* στην πόλη, ονόματι Φραντς Σταλέκερ, ο οποίος μάλιστα έκρινε πως το Άνσλονς μπορούσε να γίνει βατήρας για μια πετυχημένη καριέρα στα δδ, στον τομέα της μα ζικής δολοφονίας. Έγινε διευθύνων αρχηγός των δδ και της αστυνομίας (ΗδδΡΡ) του Χίμλερ στην Πράγα και στη Νορβηγία, προτού τοποθετηθεί διοικητής της ΕίηδΣΐίζβπχρρβ Α, του αποσπάσματος θανάτου που, υπό την ηγεσία του, σκότωσε πε ρίπου 250.000 Εβραίους τής Βαλτικής και της βόρειας Ρωσίας τους τελευταίους έξι μήνες του 1941. Τίποτε από αυτά δεν υπήρχε καν στη σφαίρα της φαντασίας την άνοιξη του 1938* φαίνεται όμως πως τίποτε από αυτά δεν θα είχε συμβεί, αν δεν εί χαν προηγηθεί τα τότε συμβάντα.36 Η ανεμπόδιστη προέλαση της Βέρμαχτ στην Αυστρία ήταν η πρώτη παραβίαση της εδαφικής διευθέτησης των Βερσαλλιών: άρχισε να αναδύεται το Μεγάλο Γερμανικό Ράιχ, όπως ακριβώς είχε υποσχεθεί ο Χίτλερ. Καθώς πλησίαζε το δημοψήφισμα που είχε προκηρυχθεί για το ζήτημα τον Άνσλονς, οι ναζί πλημμύρισαν τη χώρα με την προπαγάνδα τους. Τεράστια πανό με παραθέματα από τα γραπτά του Χίτλερ -«Όσοι έχουν το Ιδιο Αίμα Ανήκουν στο "Ιδιο Ράιχ!»- στόλιζαν σημαντικά δημό σια κτίρια. Ωστοσο, η πεντακάθαρη υπερψήφιση της ενοποίησης που ακολούθησε μάλλον δεν ήταν παραπλανητική. Ακόμα και ο Καρλ Ρέννερ, ο σοσιαλδημοκράτης που έγινε αργότερα ο πρώτος μεταπολεμικός πρόεδρος της χώρας, παραδέχθηκε λί γο πριν από την ψηφοφορία ότι «παρόλο που δεν συντελέστηκε με τις μεθόδους που εισηγούμουν εγώ, το Άνσλονς έγινε πραγματικότητα. Είναι ένα ιστορικό γεγονός, και αυτό το θεωρώ σαν μια γενική ικανοποίηση απέναντι στις ταπεινώσεις του 1918 και του 1919...»37 Πολλοί απ’ όσους χαιρέτισαν τον Χίτλερ με τόσο ενθουσιασμό όταν η Βέρμαχτ μπήκε θριαμβευτικά στη χώρα άλλαξαν, φυσικά, γρήγορα γνώμη. Για κάποιους λί γους, αυτό οφειλόταν στην ωμότητα που επιδείχθηκε εναντίον των Εβραίων. Παρά την ευρεία επιδοκιμασία του αντισημιτισμού του καθεστώτος, η ωμή βία των πρώ των εκείνων ημερών σόκαρε ορισμένους. Σημαντικά μεγαλύτερη οργή προκάλεσε η έφοδος του κόμματος εναντίον της Καθολικής Εκκλησίας. Ο αρχιεπίσκοπος της Βιέννης είχε συναντήσει τον Χίτλερ όταν αυτός έκανε τη θριαμβευτική του επίσκε ψη, είχε επιτρέψει να κυματίσει ο αγκυλωτός σταυρός πάνω στον καθεδρικό του Αγίου Στεφάνου και είχε υπογράψει τις επιστολές του σε ναζιστικό στιλ, μ’ ένα «Χάιλ Χίτλερ»: πιο βολικός δεν μπορούσε να είναι. Αυτό όμως δεν αρκούσε για να κατευνάσει τους ριζοσπάστες Αυστριακούς ναζί, όπου πρώτος και καλύτερος φι-
52
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
γουράριζε ο νεαρός γκαουλάιτερ Γκλομπότσνικ. Δήμευσαν περιουσιακά στοιχεία της Εκκλησίας, διέλυσαν τις καθολικές οργανώσεις και εκτόπισαν πολλούς ιερείς στο Νταχάου. Η αντίσταση ορισμένων καθολικών ναζί στη σταυροφορία του Γκλομπότσνικ εναντίον της Εκκλησίας ήταν ένας από τους λόγους που αυτός παύθηκε από τα καθήκοντά του. Εκτός κινήματος, η οργή ξεχείλισε σε κοινή θέα. Η πρώτηπρώτη ίσως πράξη ανοικτής μαζικής αντίστασης στο νέο καθεστώς συνέβη στις αρ χές Οκτωβρίου του 1938, όταν μια συγκέντρωση χιλιάδων νεαρών πιστών ξεκίνησε μετά τη θεία λειτουργία από το κέντρο της Βιέννης και άρχισε να τραγουδά το «Ο Χριστός είναι ο Φύρερ μας», ώσπου τη διέλυσε η αστυνομία.38 Ακόμα και ο αυστριακός εθνικισμός, όσο εμβρυώδης κι αν ήταν, ήταν ισχυρότε ρος απ’ όσο φαντάζονταν οι ναζί. Πίσω από τα αιτήματα για Άνολους κρυβόταν ανέ καθεν ένα σύμπλοκο αιτιών, και λίγοι ήταν εκείνοι που ήθελαν στ’ αλήΟειαναεξαφανιστεί η ταυτότητα της Αυστρίας τόσο απόλυτα όσα τα ήθελε ο Χίτλερ. Στη Βιέννη, ιδίως, η ασχετοσύνη, η διαφθορά και η ασυδοσία των νέων αφεντικών δεν πέρασε απαρατήρητη. Οι Βιεννέζοι ένιωσαν πως τους είχαν καβαλήσει στο σβέρκο κάτι Καρίνθιοι επαρχιώτες του σκοινιού και του παλουκιού και -ακόμα χειρότερα ίσως- κά τι Γερμανοί σαν τον Μπύρκελ, συνοδευόμενοι από μια κουστωδία σκοτεινών υποκει μένων από το Παλατινάτο. Μεγαλογερμανική αλληλεγγύη δεν μπορούσε να σφυρηλατηθεί τόσο γρήγορα όσο έλπιζε ο Χίτλερ, ούτε με μεθόδους σαν τις δικές του. «Δεν τους απωθούσε τόσο ο εθνικοσοσιαλισμός, όσο οτιδήποτε το γερμανικό», σημείωνε ένας παρατηρητής. Σύντομα οι Γερμανοί του Ράιχ «παρενοχλούνταν και λοιδορούνταν»* ξεσπούσαν καβγάδες στις μπιραρίες, συμπλοκές στους ποδοσφαιρικούς αγώ νες* ακόμα και η γυναίκα του Γκαίρινγκ γιουχαΐστηκε όταν επισκέφθηκε την όπερα. θεστώς. Να ένα: Δύο Αυστριακοί κάθονται σ’ ένα καφενείο στη Βιέννη. «Χμ», λέει ο πρώτος* ο άλλος, μετά από ώρα, απαντά: «Χμ». Ο πρώτος ξανακάνει «χμ», κι ο άλλος του κάνει: «Ε, στο τέλος γλιτώσαμε κι απ’τους ίδιους τους Τούρκους».39
3
Επέκταση και κλιμάκωση: 1938-40
Στην Ανατολή είναι το αΰριό μας, το μέλλον της Γερμανίας, Εκεί προσμένει ο κίνδυνος, τα ζόρια ενός λαοΰ, κι ο χτύπος των τυμπάνων της νίκης. Εκεί τ’ αδέρφια μας κρατήσανε την πίστη, το λάβαρο δεν τσάκισε ποτέ, Για πέντ’ αιώνες φύλακες σταθήκανε με πίστη, δίχως ανταμοιβή. Εκεί προσμένει χώμα καλό, που ως τώρα δε γνώρισε το σπόρο, Εκεί όχι χτήματα και βόδια, μα γη που λαχταρά τ’ αλέτρι! Εκεί δικό μας θα γίνει πάλι το ξένο χώμα, που κάποτε ήταν βιος γερμανικό, Εκεί θα γίνει νέα αρχή. Στ’ άρματα, Γερμανοί, κι ακουστέ το θούριο μας!1
Τον Φεβρουάριο του 1938, ο Χίτλερ περιέγραψε τους μελλοντικούς του στόχους σε μια ιδιωτική συνάντηση ως εξής: «"Ισως πολεμήσουμε για νέες εξαγωγικές δυνατό τητες* ίσως, και ενδεχομένως καλύτερα, για την κατάκτηση νέου ΕΛεηδΓαιιιη στην Ανατολή και για τον ανελέητο εκγερμανισμό της».2 Νέες εξαγωγικές δυνατότητες πράγματι άνοιξαν μετά -χωρίς να χρειαστεί πόλεμος- χάρη στις διμερείς εμπορικές συμφωνίες ανάμεσα στη Γερμανία και στα βαλκανικά κράτη. Μετά το Άνσλονς, όμως, άρχισε να γίνεται όλο πιχι. εμφανής η^επικέντρωση^σταΧβΙ^ιΐδΓααιη και στον εκγερμανισμό. Την κρίσιμη χρονιά μετά την κατάληψη της Σουδητίας τον Οκτώβριο του 1938, το Τρίτο Ράιχ κατέλαβε τα υπόλοιπα τμήματα της Βοημίας και την Πολω νία και, κάνοντάς το αυτό, πέρασε από την προσάρτηση εδαφών με γερμανικό κατά πλειοψηφία πληθυσμό σε εδάφη που τα κατοικούσαν κυρίως Σλάβοι. Οι εξελίξεις αυτές έκαναν τον υπόλοιπο κόσμο να αμφισβητεί αν η επιδίωξη του ΙχβοιίδΓ&ιιιη σχετιζόταν στ! αλήβεια με τη διασφάλιση του δικαιώματος εθνικής αυτοδιάθεσης των Γερμανών* όπως είχε ισχυριστεί πάμπολλες φορές ο Χίτλερ στο παρελθόν. Οι Γερμανοί, από τη μεριά τους, ήρθαν αντιμέτωποι κατά πρόσωπο με το αυτοκρατορικό πρόβλημα -έπρεπε, με άλλα λόγια, να βρουν τους τρόπους να κυβερνήσουν μη
54
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
γερμανικές πλειονότητες, ένα πρόβλημα που το παρόξυνε η ολοένα εντονότερη προσήλωση του Τρίτου Ράιχ στη φυλετική θεωρία ως βάση του δικαίου και της διοί κησης. Πολλοί Αυστριακοί και Γερμανοί της Σουδητίας είχαν υποδεχθεί τις δυνά μεις της Βέρμαχτ σαν ελευθερωτές. Οι Τσέχοι σίγουρα όχι, αν και δεν πολέμησαν. Όσο για τους Πολωνούς, η λυσσαλέα αντίστασή τους πήρε τη μορφή πεισματάρικης και θαρραλέας, αν και στρατηγικά αυτοχειριαστικής άμυνας ενάντια σ’ έναν συ ντριπτικά υπέρτερο αντίπαλο. Έτσι, οι στρατιωτικές εμπειρίες των Γερμανών το 1938-9 κυμάνθηκαν από τον ήσυχο περίπατο είκοσι τεσσάρων μεραρχιών της Βέρ μαχτ στη Σουδητία έως τη μεγάλης κλίμακας εισβολή στην Πολωνία από πολλά ση μεία με πενήντα επτά μεραρχίες, που μετά από επτά εβδομάδες σκληρών μαχών άφησε 16.000 Γερμανούς νεκρούς και 28.000 τραυματίες, για να μη μιλήσουμε για τους 66.000 Πολωνούς νεκρούς στρατιωτικούς και τους χιλιάδες εκτελεσμένους αμάχους. Ο βουλιμικός επεκτατισμός του Τρίτου Ράιχ συγκλόνισε την υπόλοιπη Ευρώπη. Αλλά δεν πρέπει να θεωρήσουμε ότι οι ίδιοι οι Γερμανοί τον επικροτούσαν ολόψυ χα. Έ να τουλάχιστον ανώτερο στέλεχος των δδ επέκρινε κατ’ ιδίαν την είσοδο των στρατευμάτων στην Πράγα ως «ιμπεριαλισμό». Η κοινή γνώμη, ανέφερε ο φον Χάσελ στις παραμονές της πολωνικής εκστρατείας, έβλεπε τον πόλεμο «σαν ένα είδος κομματικού προγράμματος». Όταν ο Χίτλερ συνειδητοποίησε το βαθμό της λαϊκής παθητικότητας μέσα στο Ράιχ, ένιωσε να επιβεβαιώνεται η άποψη την οποία πρέ σβευε από καιρό, ότι ο πόλεμος ήταν απαραίτητος όχι μόνο για την κατάκτηση Ι^βοηδΓαιιιη και την ασφάλεια του Ράιχ, αλλά και για να δοκιμάσει και να χαλυβδώσει τους ίδιους τους Γερμανούς.3
ΣΟΥΔΗΤΙΑ: ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1938
Πριν από τοΆνσλονς ακόμα, οι Τσέχοι ανησυχούσαν βαθιά για το τι τους επιφύλασ σε το μέλλον. Τον Φεβρουάριο του 1938 ο Χίτλερ αναφέρθηκε δημόσια στα «δέκα εκατομμύρια» Γερμανούς που ζούσαν σε γειτονικά κράτη και προειδοποίησε ότι το Ράιχ δεν θα «παρακολουθεί απαθώς τις διώξεις που υφίστανται». Και ενώ ο Γκαί ρινγκ καθησύχαζε τους Τσέχους, ο Χίτλερ διαβεβαίωνε εμπιστευτικά τον Κόνραντ Χενλάιν, τον ηγέτη του Κόμματος των Γερμανών της Σουδητίας, ότι η Γερμανία θα προσέτρεχε σε βοήθειά του. Ο Χενλάιν (που το επώνυμο της μάνας του ήταν το εξό φθαλμα μη γερμανικό Ντβόρατσεκ) ήταν ένας πειστικός υπέρμαχος της υπόθεσης των μειονοτικών Γερμανών, και μετά το Ανσλονς πολλοί Γερμανοί που ανήκαν σε άλλα κόμματα προσχώρησαν στο δικό του* καταλαβαίνοντας πως η παλιά τους αψβουργική ταυτότητα του «Γερμανού Βοημού» ανήκε στο παρελθόν, άρχισαν να ταυ τίζονται ολοένα περισσότερο με την υπόθεση του μεγαλογερμανικού εθνικισμού.
ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ: 1938-40
55
Τα παλιά αυτοκρατορικά σύνορα που χώριζαν την αψβουργική αυτοκρατορία από το βισμαρκικό Ράιχ είχαν καταλυθεί μέσα οτο μυαλό τους, και στις συγκεντρώσεις τους παιάνιζαν με οίστρο «Είη ΚοίοΙι, οίπ ΥοΙί, &ίη Ρ ιιΙιγογ!» Η τσεχική κυβέρνηση ενέκρινε έναν νέο Κώδικα Εθνοτήτων, που ενίσχυε την αυτονομία της μειονότητάς και ενθάρρυνε τη χρήση της γερμανικής· αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό, οΰτε μπορού σε ποτέ να είναι: ο Χίτλερ και ο Χενλάιν είχαν συμφωνήσει στη συνάντησή τους ότι «πρέπει πάντοτε να ζητάμε τόσο πολλά, που να μην μπορούν ποτένατα ικανοποιή σουν», όπως το διατύπωσε ο ίδιος. Όσο για τους Τσέχους, δεν τους απέμεναν πολ λοί φίλοι: ακόμα και ο Τσώρτσιλ πίστευε πως οι Γερμανοί της Σουδητίας, όταν ζη τούσαν «αυτοδιάθεση», διεκδικούσαν αυτό που και οι ίδιοι οι Τσέχοι ζητούσαν πριν από το 1914.4 Όταν τον Σεπτέμβριο,του 1938, στο Μόναχο, ο Χίτλερ επέμεινε να του παραχωρηθεί αμέσως η Σουδητία, οι Βρετανοί και οι Γάλλοι συμφώνησαν. Αλλά η συνθηκο λόγηση του Νέβιλ Τσάμπερλαιν δεν σήμαινε, όπως δήλωνε ο ίδιος, «ειρήνη για την εποχή μας»: ήταν συμφορά για τους Τσέχους και καταστροφή για όλους όσοι έλπι ζαν σε ανάσχεση της ροπής της Γερμανίας προς τον πόλεμο. Στερημένη από το ένα τρίτο και πλέον της Βοημίας και της Μοραβίας και εγκαταλειμμένη από τους συμ μάχους της, η Τσεχοσλοβακία -με τη ζωτικής σημασίας πολεμική της βιομηχανία και τη στρατηγικά κομβική της θέση στην καρδιά της Ευρώπης- ήταν περικυκλωμένη από εχθρικές δυνάμεις και είχε περιέλθει σε απελπιστική κατάσταση. Ο πρόε δρος Μπένες, νιώθοντας εξαπατημένος, έδωσε τη θέση του στον Έμιλ Χάτσα, έναν έγκριτο δικηγόρο ο οποίος βάστηξε ως το 1945, τραγική και ηττημένη φιγούρα. Ο Χίτλερ είχε τζογάρει και είχε κερδίσει. Ο γερμανικός στρατός, που διέθετε μετά βίας σαράντα μεραρχίες, είχε απέναντι του όχι μόνο τριάντα πέντε καλά οπλισμένες τσέχικες μεραρχίες ταμπουρωμένες κατά μήκος καλά οχυρωμένων γραμμών, αλλά και μια εν δυνάμει συντριπτικά υπέρτερη γαλλική δύναμη εκατό μεραρχιών στα δυ τικά. Κι όμως, οι Βρετανοί και οι Γάλλοι φρονούσαν ότι χρειάζονταν πολύ περισσόμο, θα ήταΥ-Χυάλωτοι απέναντι στη γερμανική αεροπορία. Έτσι, παρέδωσαν τη Σουδητία αμαχητί. Οι Τσέχοι συνοροφύλακες απλά παραμέρισαν, και οι Γερμανοί δεν συνάντησαν καμώαντίσταση. Όταν ο αξιωματικός της ΑβννοΙίΓ* Χέλμουτ Γκρόσκουρτ περιηγήθηκε την περιοχή στις αρχές Οκτωβρίου, βρήκε τους Γερμα νούς της Σουδητίας σε κατάσταση ευφορίας. Γι’ αυτούς, όλα τούτα ήταν μια γλυκιά εκδίκηση για τις ταπεινώσεις του 1918. Προκειμένου να γιορταστεί η κατάρρευση του βραχύβιου τσεχικού κράτους, αποτέθηκαν πλήρεις στρατιωτικές τιμές στον τά φο πενήντα έξι Γερμανών που είχαν σκοτωθεί σε συγκρούσεις με Τσέχους στρατιώ τες στο τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου και κατατέθηκε στεφάνι στον τάφο του ιδρυτή του Ναζιστικού Κόμματος Σουδητίας.5 Ο Γκρόσκουρτ πρόσεξε την πειθαρχημένη συμπεριφορά των Γερμανών στρα
56
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
τιωτών που έμπαιναν στην περιοχή και τις γενικά καλές, ακόμα και εγκάρδιες σχέ σεις των αξιωματικών με τους Τσέχους ομοβάθμους τους. Μικρά, όμως, επιθετικά και κακοεκπαιδευμένα αποσπάσματα των δδ προκαλούσαν φασαρίες, και το ίδιο ίσχυε για τα ένοπλα σώματα μειονοτικών Γερμανών, που ήθελαν να εκδικηθούν τους Τσέχους γείτονές τους. Η δϋ έστειλε κάμποσες χιλιάδες Εβραίους και αντιναζιστές στο Νταχάου. Στα παρασκήνια, οι σχέσεις ανάμεσα στους στρατιωτικούς και τους πολιτικούς διοικητές, καθώς και ανάμεσα στους Γερμανούς του Ράιχ και τους υποστηρικτές του Χενλάιν, ήταν αξεκαθάριστες και τεταμένες. Ένας επιτελικός αξιωματικός έγραφε αργότερα πως «η ανικανότητα του Κράτους να κυβερνήσει» αποκαλύφθηκε «σε τέτοιον απύθμενο βαθμό για πρώτη φορά» ακριβώς στη Σουδητία. Η απρόσκοπτη συνεργασία που είχε προβλέψει ο στρατός, όταν προσχεδίαζε την κατοχική διακυβέρνηση, δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα, και οι αξιωματικοί που εξακολουθούσαν να φαντάζονται πως βρίσκονταν στον κόσμο του στρατού του κάιζερ σοκαρίστηκαν όταν είδαν πολιτικούς και κομματικούς φορείς να περιβάλλο νται με τόσες εξουσίες.6 Τίποτε από αυτά δεν ανέστειλε την κατάποση των Γερμανών της Σουδητίας από το Ράιχ ακόμα πιο γρήγορα απ’ ό,τι είχε συμβεί με τους Αυστριακούς. Ο Βίλχελμ Στούκαρτ, εμπειρογνώμονας του Υπουργείου Εσωτερικών ο οποίος είχε επι βλέπει την ενσωμάτωση της Αυστρίας, κλήθηκε να αναλάβει καθήκοντα, και ο Χενλάιν χρίστηκε Επίτροπος του Ράιχ για τα Κατεχόμενα Εδάφη της Σουδητίας. Όταν ο στρατός μεταβίβασε τις διοικητικές του αρμοδιότητες, εκείνος χρίστηκε γκαουλάιτερ του νέου Κοίοΐΐδ^υ δικ&ίοηΐ&ικί. Στις 21 Νοεμβρίου η δυάεΐεπίαικί προσαρτήθηκε επίσημα, και λίγο μετά νέοι βουλευτές κατέλαβαν τις έδρες τους στο Ράιχσταγκ, στο Βερολίνο. Εννοείται πως η πολιτική ένωση έφερε τις αναπό φευκτες γκρίνιες απ’ όσους είχαν νομίσει πως θα σήμαινε την επίλυση όλων τους των προβλημάτων: οι Γερμανοί της Σουδητίας παραπονέθηκαν γιατί δεν γίνονταν επενδύσεις στην περιοχή τους, γιατί οι νέοι τους επιστρατεύονταν σ’ ένα στρατό όπου τους περιγελούσαν για την προφορά τους, για το ότι τους καταδυνάστευαν «αλαζόνες και αυταρχικοί Γερμανοί του Ράιχ», και για τη συνεχιζόμενη παρουσία των Τσέχων μεταξύ τους. Πού να ’ξεραν ότι αυτή ήταν μονάχα η αρχή των προβλη μάτων τους.7
Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΑΣ: ΜΑΡΤΙΟΣ 1939
Το Μόναχο ήταν η στιγμή όπου το Τρίτο Ράιχ υποκατέστησε τους Βρετανούς, τους Γάλλους και την Κοινωνία των Εθνών ως περιφερειακός διαιτητής της κεντρικής Ευρώπης. Τα μικρότερα κράτη θέσπισαν νέους αντισημιτικούς νόμους -ένας απλός τρόπος να δε ίξουν ότιήτανπρόθυμα να ευαρεστήσουν το Ράιχ- και, από τα τέλη του
ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ: 1938-40
57
1938 και μετά, πολλά από τα σύνορα που είχαν οριστεί από τους ρυθμιστές της ειρή νης στο Παρίσι ξαναχαράχθηκαν στο Βερολίνο. Ο ισχυρός αντιναζιστικός συνασπι σμός κρατών που θα μπορούσε κάλλιστα να είχε σταματήσει τη γερμανική επέκτα ση είχε καταρρεύσει με καταστροφικά αποτελέσματα, εξαιτίας της λιποψυχίας των Βρετανών και των Γάλλων. Ακόμα και η Πολωνία γιόρτασε πάνω στο πτώμα του τσεχικού κράτους. Μια ζώνη της νότιας Σλοβακίας και της Ρουθηνίας δόθηκε στην Ουγγαρία, η οποία άρχισε έτσι να ισοφαρίζει τις τεράστιες εδαφικές απώλειες που είχε υποστεί μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο: μέσα σε τέσσερα χρόνια, χάρη στην εύνοια του Βερολίνου, ανέκτησε επίσης εδάφη από τη Ρουμανία και τη Γιου γκοσλαβία. Οι Τσέχοι υποχρεώθηκαν να παραχωρήσουν αυτονομία στη Σλοβακία και στην ανατολική Καρπαθοουκρανία, ενώ οι Γερμανοί που απέμεναν μέσα στην τσεχική επικράτεια κέρδισαν το δικαίωμα της ιθαγένειας στο Ράιχ. Η Πράγα χρειά στηκε ακόμα να δεχθεί αδιαμαρτύρητα τα σχέδια για έναν εξωεδαφικό γερμανικό αυτοκινητόδρομο που θα διέσχιζε τη χώρα και θα διασφάλιζε έτσι τον γερμανικό έλεγχο (δεν κατασκευάστηκε ποτέ στην πράξη). Καθώς μια νέα αυταρχική κυβέρ νηση έπαιρνε την εξουσία και λάβαινε σαρωτικά μέτρα εναντίον των Εβραίων και των αντιναζιστών, η εύγλωττη παύλα που παρεμβλήθηκε στην ονομασία της χώρας λεγόταν τώρα επισήμως Τσέχο-Σλοβακία) προοιωνιζόταν περαιτέρω κατακερματι σμό. Συνολικά, το Μόναχο την απογύμνωσε από το ένα τρίτο του εδάφους και του πληθυσμού της, από τα φυσικά της σύνορα και από πολλές αμυντικές θέσεις που εί χαν στοιχίσει μεγάλα ποσά, από το 40 τοις εκατό του βιομηχανικού της εξοπλισμού, από το 55 τοις εκατό του άνθρακά της και, εξίσου σημαντικό, απ’ όλο σχεδόν το 4,5 τοις εκατό του γερμανογενούς πληθυσμού της.8 Η Γερμανία, εξάλλου, είχε αποκομίσει την ίδια χρονιά τεράστια κέρδη* την πα ραμονή της Προοτοχρονιάς του 1939, ο Φύρερ απευθύνθηκε στους Γερμανούς σε δι θυραμβικό τόνο: «Ποιος μπορεί να μη νιώσει βαθιά συγκίνηση, βλέποντας το σημε ρινό Μεγάλο Γερμανικό Ράιχ ... όταν αναλογίζεται την κατάσταση που αντιμετωπί ζαμε μόλις έξι χρόνια πριν;» Στην Ημερήσια Διαταγή του προς τις ένοπλες δυνάμεις ευχαρίστησε τους άντρες του γιατί έκαναν πραγματικότητα «ένα όνειρο πολλών αι ώνων», τη γέννηση της Μεγάλης Γερμανίας: «Σας ευχαριστώ για την αφοσίωσή σας στο καθήκον. Αποτελεί ακλόνητη πεποίθησή μου ότι και στο μέλλον επίσης θα είστε έτοιμοι να προστατεύσετε το δικαίωμα του έθνους στη ζωή, ενάντια σε κάθε είδους επιβουλή». Το τι σήμαινε αυτό για τους γείτονες της Γερμανίας άρχιζε να παίρνει στέρεη υπόσταση στο μυαλό του. Θα έπρεπε να αυξηθεί η πίεση στην Πολωνία, αν επρόκειτο ποτέ να επιστραφεί στο Ράιχ το Ντάντσιχ, το γερμανικό λιμάνι που είχε κηρυχθεί ελεύθερη πόλη το 1920 και είχε συνδεθεί με τελωνειακή ένωση με την Πο λωνία. Αυτό από μόνο του αποτελούσε επιχείρημα υπέρ της κατάληψης του υπόλοι που τσεχικού κράτους, ώστε να είναι δυνατή η επίθεση εναντίον των Πολωνών από τρεις πλευρές. Αλλά, έχοντας έναν τέτοιο πόλεμο κιόλας στο μυαλό του, η εισβολή
58
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
στην Πράγα έπρεπε να γίνει όσο πιο απαλά και γρήγορα γινόταν. Οι εντολές του προς το στρατό όριζαν πως «εξωτερικά πρέπει να γίνει απολύτως σαφές ότι [η κατο χή] είναι απλώς μια ειρηνική ενέργεια και όχι ένα πολεμικού τύπου εγχείρημα». Δημόσια, έστειλε ανάμικτα σήματα. Στα τέλη Ιανουαρίου, εκφώνησε τον μαστοδο ντικό δυομισάωρο λόγο του προς το νέο Μεγαλογερμανικό Ράιχσταγκ, που τον θυ μόμαστε σήμερα κυρίως για την απαίσια προφητεία του ότι, αν γίνει παγκόσμιος πόλεμος, οι Εβραίοι της Ευρώπης θα πρέπει να εξοντωθούν. Εκείνο όμως που πε ρισσότερο έκανε ήταν να εξυμνήσει τη νέα Μεγάλη Γερμανία. Τόνισε πως ο λίοΐί εξακολουθούσε να χρειάζεται περισσότερο Ιχ&οηδΓαιιπτ από την άλλη, δήλωσε πως «ενδέχεται να θεωρήσουμε ότι η διαδικασία αυτή της συγκρότησης του γερμα νικού έθνους έφτασε στην ολοκλήρωσή της». Οι Τσέχοι δεν είχαν παρατήσει εντελώς τον αγώνα. Έδωσαν, μάλιστα, σημάδια ότι έπαιρναν στα σοβαρά τις εγγυήσεις του Μονάχου για τα σύνορά τους και ζήτη σαν να μάθουν αν η Γερμανία δεσμευόταν να τις σεβαστεί. Στα τέλη Φεβρουάριου έλαβαν την απάντηση που έλπιζαν να μην ακούσουν: οι εγγυήσεις είχαν δοθεί «πρό ωρα», αφού η περιοχή βρισκόταν «πρώτα και κύρια μέσα στη σφαίρα των πιο σπου δαίων συμφερόντων του Γερμανικού Ράιχ». Από εκείνη τη στιγμή, τα σχέδια του Βε ρολίνου για την «απάλειψη» του κολοβού τσεχικού κράτους επιταχύνθηκαν. Οι Σλοβάκοι πιέστηκαν να απαιτήσουν πλήρη ανεξαρτησία, και όταν τσεχικά στρατεύματα πήγαν στη σλοβάκική πρωτεύουσα να καταστείλουν αυτή την κίνηση, τον Μάρτιο, έπεσε το τελικό χτύπημα. Με τη στήριξη του Χίτλερ, ο Σλοβάκος ιερέας-πολιτικός πατήρ Γιόζεφ Τίσο κήρυξε την ανεξαρτησία της Σλοβακίας. Την ίδια μέρα, ο δυστυ χής Τσέχος πρόεδρος Έμιλ Χάτσα κλήθηκε στο Βερολίνο, όπου ο Χίτλερ τού είπε πως ο στρατός είχε διαταγή να εισβάλει στη χωρα. Φοβερά πιεσμένος ψυχολογικά, και με τον Γκαίρινγκ να απειλεί ότι θα βομβάρδιζε την Πράγα απ’ τον αέρα, ο γη ραιός Χάτσα λιποθύμησε και χρειάστηκε να τον συνεφέρει ο γιατρός του Χίτλερ, προτού ανασκουμπωθεί και υπογράψει ένα υπόμνημα που το είχαν συντάξει οι Γερ μανοί και το οποίο έθετε τη χώρα του υπό την «προστασία» του Ράιχ. Αντρες της ΙχίβδΙ&ηά&Γΐο ΑάοΙί-ΗΜοΓ των δδ είχαν ήδη διαβεί τα σύνορα, και το επόμενο πρωί, καθώς οι Τσέχοι ξυπνούσαν, ο στρατηγός Μπλασκόβιτς οδήγησε τις πρώτες γερμα νικές δυνάμεις μέσα στην ολοχιόνιστη Πράγα. Στις 9.30 γερμανικά πυροβόλα κάλυ ψαν την πόλη από τα ψηλώματα του κάστρου Χράτσανυ. Εκτος από μερικά σκισμέ να λάστιχα και από χιονόμπαλες που εκσφενδονίστηκαν προς τα γερμανικά τεθω ρακισμένα και φορτηγά, αντίσταση δεν υπήρξε. Κανείς στο Βερολίνο δεν ήξερε τι ακριβώς σήμαινε γερμανική «προστασία», εκτός ίσως από το ότι οι Τσέχοι θα ήταν υποχρεωμένοι να ευθυγραμμίζονται με τις επιθυμίες της Γερμανίας όσον αφορούσε την εξωτερική τους πολιτική. Ο Χίτλερ είχε αποφασίσει να διαγράψει το όνομα της Τσεχοσλοβακίας από το χάρτη και να δημιουργήσει ένα νέο κράτος - το Προτεκτοράτο της Βοημίας και της Μοραβίας. Ο Βίλχελμ Στούκαρτ,
ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ: 1938-40
59
ο ακαταπόνητος εμπειρογνώμονας του Υπουργείου Εσωτερικών για την ενσωμάτωση των κατακτημένων εδαφών, κλήθηκε να συντάξει ένα νέο σχέδιο «συντάγμα τος». Κλεισμένος στο κάστρο του Χράτσανυ στην Πράγα τη νύχτα της 15ης προς τη 16η Μαρτίου, και ενώ ο θριαμβευτής Χίτλερ κοιμόταν εκεί, επεξεργάστηκε μαζί με τους συναδέλφους του τις λεπτομέρειες. Το διάταγμα που συνέταξαν για την ίδρυση του Προτεκτοράτου δικαιολογούσε την κατάληψη ιστορικά, με το σκεπτικό ότι «οι χώρες της Βοημίας-Μοραβίας ανήκαν για μια χιλιετία στο ΕοβοηδΓ&ιιιη του γερμα νικού λαού», και πολιτικά, επειδή το τσεχοσλοβάκικο κράτος είχε αποδειχθεί ανί κανο να εγγυηθεί την τάξη. Το Ράιχ κινδύνευε, υποτίθεται, από «μια νέα, τεράστια απειλή για την ευρωπαϊκή ειρήνη», και αποτελούσε «απλώς ενέργεια σύμφωνη προς το νόμο της αυτοσυντήρησης, το ότι το Γερμανικό Ράιχ είναι αποφασισμένο να αναλάβει αποφασιστική <δράση για να αποκαταστήσει τα θεμέλια μιας Κεντροευρωπαϊκής Τάξης».9 Το καθεστώς που εγκαινίασαν οι Γερμανοί έμοιαζε στην πραγματικότητα κατα φανώς με τα προτεκτοράτα που εγκαθίδρυαν οι αποικιακές δυνάμεις - για παρά δειγμα, τις συνθήκες της Γαλλίας με την Τύνιδα και το Μαρόκο. Όπως η κατ’ όνομα ανεξάρτητη Αίγυπτος, το Ιράκ ή η Κούβα, το Προτεκτοράτο της Βοημίας-Μοραβίας διατήρησε πολλά μα όχι όλα τα γνωρίσματα της κρατικής κυριαρχίας. Διατήρησε τον πρόεδρο και την κυβέρνησή του, μια εθνοφυλακή 7.000 αντρών και μια εγχώρια δημόσια διοίκηση που παρέμεινε σχετικά άθικτη. Η εξουσία, όμως, έπρεπε να ασκείται «σε συμμόρφωση προς τα πολιτικά, στρατιωτικά και οικονομικά δικαιώματα του Ράιχ», η ερμηνεία των οποίων εναπόκειτο στα χέρια ενός Προστάτη από το Ράιχ, που τον διόριζε το Βερολίνο και είχε τους δικούς του περιφερειάρχες, τις δικές του στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις και την αρμοδιότητα να επικυρώ νει ή να ακυρώνει το διορισμό των μελών της τσεχικής κυβέρνησης. Κάτι άλλο που θύμιζε την ευρωπαϊκή αποικιακή πρακτική ήταν η θέσπιση ενός δυαδικού συστήμα τος δικαίου, βάσει του οποίου -όπως εν πολλοίς στη Γαλλική Αλγερία- οι Γερμανοί με τσεχική ιθαγένεια μπορούσαν αυτομάτως να ζητήσουν την ιθαγένεια του Γερμα νικού Ράιχ, ενώ οι υπόλοιποι παρέμεναν πολίτες του Προτεκτοράτου. Αναπτύχθηκε έτσι μια παράλληλη εξωεδαφική δικαιοδοσία για τους 250.000 Γερμανούς του Προ τεκτοράτου. Υπήρχαν όμως και καινοφανή στοιχεία στο ναζιστικό τετελεσμένο. Πρώτο και κύριο, ότι για πρώτη φορά στη νεότερη περίοδο εφαρμόζονταν τέτοια μέτρα από ένα ευρωπαϊκό κράτος σε άλλο. Επρόκειτο για κολοσσιαία αντιστροφή πολλών πα ραδοχών πάνω στις οποίες είχε χτιστεί το οικοδόμημα του διεθνούς δικαίου και του όλου παγκόσμιου κρατικού συστήματος τον δέκατο ένατο αιώνα, και ο ρατσισμός ήταν ολοφάνερος όχι μόνο στη ναζιστική πολιτική, αλλά και στις δηλώσεις αγανά κτησης των αντιναζιστών. «Σε κανένα έθνος που ανήκει στη λευκή φυλή δεν είχαν επιβληθεί ποτέ ως τότε παρόμοιες συνθήκες», έγραφε ο Ευγένιος Ερντέλυ. «Αποτε-
60
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
λοΰαε τον πρώτο γερμανικό αποικιακό καταστατικό χάρτη της νεότερης ιστορίας για ένα λευκό και πολιτισμένο έθνος».10 Ό χι λιγότερο σημαίνον ήταν ένα άλλο, ειδικότερο σημείο: ο Χίτλερ είχε εκδώσει την ανακήρυξη του Προτεκτοράτου ως προσωπικό διάταγμα και όχι ως νόμο του Ράιχ, πράγμα που αποτελούσε εντυπωσιακή ένδειξη ότι η επέκταση του Ράιχ αύξα νε την προσωπική εξουσία του Φύρερ. Σύμφωνα με έναν κορυφαίο Γερμανό συνταγματολόγο: «Είναι σαφές ότι η υλοποίηση της υπόσχεσης του Φύρερ ... εξαρτάται απολύτως από τον ίδιον... Με την πράξη του Χάτσα, η αρμοδιότητα κατάρτισης ενός πλαισίου για την πολιτική οργάνωση του τσεχικού λαού μεταβιβάστηκε στο ακέραιο στον Φύρερ». Το δόγμα της απεριόριστης εκτελεστικής εξουσίας μετέτρε ψε το διάταγμα της 16ης Μαρτίου σ’ ένα έγγραφο που ο Χίτλερ μπορούσε να το ερ μηνεύει και μεθερμηνεύει κατά βούληση. Αβέβαιο παρέμενε το περιεχόμενο της έκ φρασης «κρατική κυριαρχία», καθώς και ο ορισμός των εξουσιών του Προστάτη του Ράιχ. Η σχέση του Προτεκτοράτου με το Ράιχ ήταν εξίσου αμφίσημη. Το κείμενο δήλωνε ότι ήταν «ανεξάρτητο στο πλαίσιο του συνταγματικού δικαίου», αλλά «αναπόσπαστο τμήμα του Μεγάλου Γερμανικού Ράιγ», δημιουργώντας μόνο σύγχυση.11 Οι αμφισημίες αυτές αντανακλούσαν ενα πραγματικό ιδεολογικό δίλημμα. Δε δομένου οτι αυτή ήταν η πρώτη κατάκτηση ενός «αλλότριου λαού» από τη Γερμανία, κανείς δεν ήξερε στ’ αλήθεια με ποιον τρόπο έπρεπε να γίνει η υπαγωγή των Τσέ χων στη «σφαίρα του Ράιχ», ώστε να συμφωνεί με τις αρχές της ναζιστικής νομικής επιστήμης. Για τους ηγέτες ενός κράτους που ως εκείνη τη στιγμή είχαν βασίσει την πολιτική τους για τις εθνότητες στην αρχή της απέλασης πολλών εκατοντάδων χιλιά δων μη Γερμανών, το να εντάξουν τώρα αρκετά εκατομμύρια απο αυτου<: δημιουρ γ ο ύ σ ε σοβαρά ζητήματα. Ήταν βέβαια Σλάβοι, όχι Εβραίοι· παρ’ ολα αυτά όμως, οι φυλετικοί ειδικοί του Ράιχ ανηςτυχρύσαν.12 Πάντως, την άνοιξη του 1939 ο Χίτλερ εξακολουθούσε να νιώθει έντονα τα βλέμματα του κόσμου καρφωμένα πάνω του και ήθελε η νέα τσεχική διευθέτησή του να διαφημίζει όσο γινόταν περισσότερο τα ευεργετήματα της γερμανικής ηγεμο νίας. Έτσι ο Φύρερ διόρισε Προστάτη τον γηραιό φον Νόυρατ, επειδή, σαν πρώην υπουργός Εξωτερικών που ήταν, εξέπεμπε προς το εξωτερικό το καθησυχαστικό μήνυμα ότι η Γερμανία είχε αποφασίσει να «μη στερήσει από τους Τσέχοικτον φυλετικό και εθνικό τους βίο». «Συμφώνως προς τη βούληση του Φύρερ», έλεγε ο Στούκαρτ στους δημόσιους υπαλλήλους στα τέλη Μαρτίου, «οι Τσέχοι πρέπει να αντιμετωπίζονται με συμβιβαστικό τρόπο, αν και με τη μεγαλύτερη αποφασιστικό τητα και ανυποχώρητη συνέπεια ... Η αυτονομία του Προτεκτοράτου πρέπει να πε ριορίζεται μόνο όταν αυτό είναι καταφανώς επιβεβλημένο». Αργότερα πρόσθεσε κατ’ ιδίαν ότι το νέο καθεστώς της Βοημίας και της Μοραβίας, «ως η πρώτη υλοποί ηση της γερμανικής αντίληψης περί προτεκτοράτου, πρέπει να αποφύγει οτιδήποτε ενδέχεται να φοβίσει άλλα έθνη, που ίσως να εξέφραζαν στο μέλλον την ίδια επιθυ
ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ: 1938-40
61
μία να προστεθούν στο Γερμανικό Ράιχ ως προτεκτοράτα». Ένας διεισδυτικός ξέ νος παρατηρητής, ο Τζωρτζ Κένναν, νεαρός Αμερικανός διπλωμάτης στην Πράγα, το είχε ήδη καταλάβει αυτό: η ιδέα του Προτεκτοράτου, έγραφε στα τέλη Απριλίου, «συνελήφθη σε μια στιγμή όπου πολλοί Γερμανοί, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, περίμεναν ότι θα μπορούσαν να επεκτείνουν την ηγεμονία τους ειρηνικά και γρήγο ρα στην Ουγγαρία και σε άλλες κεντροευρωπαϊκές χώρες. Έτσι, οι όροι ύπαρξης του Τσεχικού Προτεκτοράτου θα είχαν σημασία ως προηγούμενο, και ιδίως ως εν θάρρυνση προς τις άλλες χώρες να νιώσουν ότι η απορρόφηση μέσα στην τροχιά της Γερμανίας δεν θα σήμαινε απαραιτήτως το τέλος της εθνικής τους ύπαρξης».13 Οι Γερμανοί έλπιζαν πως και η σλοβάκική τους πολιτική θα έστελνε επίσης το μήνυμα ότι υποστήριζαν τα άλλα εθνικά κινήματα. Αφού ο γερμανικός στρατός κα τέλαβε προσωρινά τη Σλοβακία για να αποτρέψει κάθε τσεχική αντίπραξη, η σλο βάκική κυβέρνηση υπέγραψε τη δική της Συνθήκη Προστασίας με τη Γερμανία. Οι παριστάμενοι απόλαυσαν χαιρέκακα την παράταιρη εικόνα ενός αγήματος των δδ που εκτελούσε χρέη τιμητικής φρουράς για έναν καθολικό ιερέα, καθώς ο παλαίμα χος αυτονομιστής της Σλοβακίας, ο πατήρ Γιόζεφ Τίσο, προσγειωνόταν στο αερο δρόμιο Τέμπελχοφ του Βερολίνου για τις διαπραγματεύσεις που θα οδηγούσαν στην ανεξαρτησία της χώρας του. Η πολιτεία του Τίσο μπορούσε να τον κάνει να φαίνεται πως ήταν τα πάντα στους πάντες: στη ζωή του είχε περάσει για πιστός υπε ρασπιστής της Ουγγαρίας, της μοναρχίας και της Εκκλησίας, για βίαιος αντισημίτης, για πραγματιστής παράγοντας του μεσοπολεμικού τσεχικού ρεπουμπλικανικού συστήματος και για υπερασπιστής του αυταρχισμού. Πάντοτε όμως είχε μείνει πι στός στις επαρχιώτικες σλοβάκικες ρίζες του και ποτέ δεν είχε καμιά ψευδαίσθηση ότι ένας αδύναμος λαός όπως οι Σλοβάκοι ήταν δυνατό να επιζήσει μέσα σ’ έναν αε νάως μεταλλασσόμενο κόσμο χωρίς ισχυρότερους προστάτες και συμμάχους. Μόλις πήρε ο Χίτλερ την εξουσία, ο Τίσο κατάλαβε πως έπρεπε να κερδίσει την υποστήρι ξή του, έστω και μόνο για να εξασφαλίσει ότι, όταν η Τσεχοσλοβακία θα απειλού νταν, οι Σλοβάκοι θα έβρισκαν κάποιον τρόπο να διατηρήσουν την αυτονομία δρά σης τους.14Μα οι Σλοβάκοι μάλλον αναρωτήθηκαν ποια στ’ αλήθεια ήταν η αξία της γερμανικής προστασίας, όταν μια βδομάδα αργότερα ο ουγγρικός στρατός εισέβα λε ξαφνικά στα ανατολικά της χώρας και κατέλαβε ό,τι είχε απομείνει από τη σλο βάκική Ρουθήνια - οι Ούγγροι είχαν δράσει με τη συναίνεση των Γερμανών. Εξωτε ρικά, η Σλοβακία απολάμβανε τα διάσημα της κρατικής κυριαρχίας και ήταν διε θνώς αναγνωρισμένη από είκοσι επτά κυβερνήσεις (ανάμεσά τους η Γαλλία, η Βρε τανία και η Ε.Σ.Σ.Δ.). Στην πράξη, υπήρχε μαζική γερμανική παρουσία με τη μορφή συμβούλων και μια ευρεία αποστολή που έλεγχε το εμπόριο, την οικονομία και την εσωτερική πολιτική. Παρ’ όλα αυτά, με την καθοδήγηση του Τίσο οι συντηρητικοί καθολικοί πολιτι κοί της Σλοβακίας εκμεταλλεύτηκαν μαστορικά το όποιο μικρό περιθώριο ελιγμού
62
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
τούς είχε παραχωρηθεί. Επωφελούμενοι από την απροθυμία του Βερολίνου να ρί ξει τη μάσκα του ελευθερωτή, δημιούργησαν έ ν ^ ^ α ο χικό, παρά ναζιστικού τύ που, πολιτικό σύστημα και περιθωριοποίησαν την άκρα Δεξιά τους. Ανάγκασαν τους Γερμανούς να διαπραγματευτούν σκληρά προτού τους επιτρέψουν να χρησιμο ποιήσουν τη Σλοβακία για να αναπτύξουν τις δυνάμεις τους εναντίον των Πολωνών, και, ενώ μετά πέρασαν αντισημιτικούς νόμους που ευθυγραμμίζονταν με το γερμα νικό παράδειγμα, κατά τα άλλα δεν τους ενδιέφερε να φυλετικοποιήσουν το εσωτε ρικό τους δίκαιο. Έτσι, η Σλοβακία έγινε το καμάρι της Νέας Τάξης από πολλές απόψεις. Οι Γερμανοί δεν ένιωσαν ποτέ όσο σίγουροι ήθελαν για τους Σλοβάκους, και, ενώ σε όλους τους άλλους φάνταζε σαν ένα κράτος-μαριονέτα, για ορισμένους στο Βερολίνο η χώρα αποτέλεσε παράδειγμα του τι μπορούσε να συμβεί όταν δινό ταν υπερβολική ελευθερία στα «μικρά έθνη».15 Δικαίως οι Γερμανοί ένιωθαν πως βρίσκονταν στο κέντρο της διεθνούς προσο χής. Εκείνο που θορύβησε την υπόλοιπη Ευρώπη πολύ περισσότερο απ’ ό,τι το Μό ναχο και προκάλεσε νέες υποψίες για τα σχέδια του Χίτλερ ήταν η εισβολήχίτην Πράγα και η ίδρυση του Προτεκτοράτου. Ο υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας, ο Τσιάνο, αναρωτιόταν «πόση βαση θα μπορεί κανείς να δώσει στο μέλλον στις [γερ μανικές] δηλώσεις και στις υποσχέσεις εκείνες που μας αφορούν πιο άμεσα;» Ο Βρετανός πρωθυπουργός Νέβιλ Τσάμπερλαιν απορούσε δημόσια τι είχε απογίνει η αρχή της εθνικής αυτοδιάθεσης, που τόσο περί πολλού την είχε ως τότε η γερμανική κυβέρνηση. «Τα γεγονότα που συνέβησαν αυτή την εβδομάδα», συνέχιζε, «τα οποία αποκάλυψαν απόλυτη αδιαφορία για τις αρχές που είχε καταρτίσει η ίδια η γερμα νική κυβέρνηση, μοιάζουν να ανήκουν σε μια διαφορετική κατηγορία και θα πρέπει να μας κάνουν όλους να αναρωτηθούμε: Έχουμε να κάνουμε με το τέλος μιας πα λιάς περιπέτειας ή με την αρχή μιας νέας;» Η απάντηση του Χίτλερ δόθηκε χωρίς περιστροφές, όταν καθέλκυσε το θωρηκτό Τιρπιτζ. «Η Θεία Πρόνοια δεν δημιούργησε τον γερμανικό νο& για να συμμορφώ νεται πειθήνια προς ένα νόμο και να εισπράττει τα χειροκροτήματα είτε των Άγγλων είτε των Γάλλων, αλλά για να πραγματώσει το δικαίωμά του στη ζωή», είπε εκτός εαυτού. Η Αγγλία μιλούσε για αρετή «στη γεροντική της ηλικία». Όπως η Γερμανία έμεινε έξω από την Παλαιστίνη, έτσι και «η Αγγλία δεν έχει καμιά δου λειά στο γερμανικό Ι^βοηδΓαιιιη». Με ποιο δικαίωμα σκότωναν οι Βρετανοί τους Άραβες στην Παλαιστίνη «μόνο και μόνο επειδή αυτοί ορθώνουν το ανάστημά τους και υπερασπίζονται την πατρίδα τους», ενώ αντιθέτως οι Γερμανοί «ρυθμίζουμε τις υποθέσεις μας με ηρεμία και τάξη»; Δεν επρόκειτο για υποστήριξη του αραβικού αντιαποικιακού αγώνα, αλλά για απαίτηση να αφεθεί στη Γερμανία κάποια διακρι τική ευχέρεια εντός της δικής της σφαίρας επιρροής. Τόνισε πως η Γερμανία δεν μι σούσε τους Τσέχους και συνέχισε λέγοντας πως το Ράιχ «δεν έχει σκοπό να επιτεθεί εναντίον άλλων εθνών». Ευχήθηκε δε να αναδυθεί μια ιδεολογική κοινότητα ανά
ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ: 1938-40
63
μεσα στη φασιστική Ιταλία και τη ναζιστική Γερμανία, ώστε να αποδειχθεί διεθνώς εκείνο που ήταν ήδη φανερό στην Ισπανία, ότι δηλαδή η Δεξιά ήταν ανώτερη σε δύ ναμη και σε θέληση από τις δυνάμεις της «δημοκρατικής Μεγάλης Βρετανίας» και της «μπολσεβίκικης Ρωσίας». Μετά από αυτό, απόλαυσε λίγες μέρες απόδρασης στην Ελιγολάνδη, πάνω σ’ ένα νέο καταδρομικό. Ήταν ένα ταξίδι που καταγράφηκε στις πιο ευτυχισμένες αναμνήσεις της ζωής του.16
ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΛΑΩΝ
Ενώ ο Χίτλερ απολάμβανε τον καθαρό αέρα της Βόρειας Θάλασσας, έντονες δι πλωματικές ζυμώσεις μεταξύ Λονδίνου, Βαρσοβίας, Παρισιού και Βουκουρεστίου μεταμόρφωναν την πολιτική ατμόσφαιρα στην Ευρώπη, και αυτό υπήρξε το σημείο στο οποίο η ροπή προς τον ευρύτερο πόλεμο -τον πόλεμο που δεν είχε προΐδει ότι θα πολεμούσε, για κάμποσα τουλάχιστον χρόνια- έγινε τελικά μη αναστρέψιμη. Τον Ιανουάριο του 1939 οι Πολωνοί είχαν κωλυσιεργήσει και πάλι απέναντι στις απαιτήσεις του Χίτλερ. Τώρα μια διαρκής ομοβροντία από γερμανικές αξιώσεις ανήγγειλε τη σύρραξη. Ο Χίτλερ επέμεινε δημόσια στην προσάρτηση του Ντάντσιχ και του Πόζναν, και η Λιθουανία εξαναγκάστηκε από το Βερολίνο να αποδώσει τη λωρίδα πρώην πρωσικής γης που ήταν γνωστή ως Μέμελ. Τελικά, οι Βρετανοί και οι Γάλλοι εγκατέλειψαν την πολιτική του κατευνασμού και έδωσαν στην Πολωνία εγ γυήσεις στρατιωτικής υποστήριξης. Όταν οι Ιταλοί εισέβαλαν στην Αλβανία, έδω σαν κι αυτοί εγγυήσεις στην Ελλάδα και στη Ρουμανία. Πόσο άξιζαν στ’ αλήθεια αυτές, ήταν ένα άλλο ζήτημα. Ούτε η βρετανική ούτε η γαλλική κυβέρνηση ήθελαν να πολεμήσουν, και έλπιζαν διακαώς ότι οι εγγυήσεις θα λειτουργούσαν από μόνες τους αποτρεπτικά. Ο Χίτλερ όμως δεν ξεγελάστηκε και απαντησε εντείνοντας τις σχέσεις της Γερμανίας με τη φασιστική Ιταλία. «Στενά δεμένοι μεταξύ τους χάρη στην εσώτερη ενότητα των ιδεολογιών τους και στη γενι κή σύμπτωση των συμφερόντων τους», έλεγε το προοίμιο της συνθήκης που υπέγρα ψαν, «οι λαοί της Γερμανίας και της Ιταλίας είναι αποφασισμένοι να σταθούν και στο μέλλον αμοιβαία αλληλέγγυοι και να εργαστούν με κοιντ[ προσπάθεια ώστε να εξασφαλίσουν τον ΓθβοηδΓ&υιη τους και να διατηρήσουν την ειρήνη. Με αυτόν τον τρόπο, που τους τον προδιέγραψε η ιστορία, η Γερμανία και η Ιταλία επιθυμούν, μέ σα σ’ έναν ταραγμένο κόσμο σε κατάσταση αποσύνθεσης, να εκτελέσουν την απο στολή τού να διαφυλάξουν τα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτισμού». Πίσω από τα φιλειρηνικά καμώματα, οι γερμανικές πολεμικές προετοιμασίες επιταχύνονταν. Οι δύο ηγέτες είχαν συμφωνήσει (ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε ο Ντούτσε) πως η άριστη στιγμή για πόλεμο ήταν το 1943. Αλλά η ιταλογερμανική συμμαχία -η σπουδαιότερη για τη Γερμανία στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο-
64
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
δεν υπήρξε ποτέ μια σχέση βασισμένη στην εμπιστοσύνη, και την επαΰριο της υπο γραφής της συνθήκης ο Χίτλερ είπε στους στρατηγούς του ότι σχεδίαζε να επιτεθεί στην Πολωνία «με την πρώτη ευκαιρία». Το Μόναχο τον είχε πείσει για την αδυνα μία των δυτικών δυνάμεων, και τα όπλα, τα άλογα, το χρυσάφι και η γη της Τσεχίας είχαν ενισχύσει σημαντικά τις δυνατότητες του γερμανικού στρατού, επιτρέποντάς του να αυξηθεί κατά το ισοδύναμο άλλων δέκα μεραρχιών. Ο Ντούτσε, μη θέλο ντας να εμπλακεί πρόωρα σ’ έναν πόλεμο στον οποίο ήταν σίγουρος ότι θα παρενέβαιναν η Βρετανία και η Γαλλία, ανάγκασε τον Χίτλερ να απαλλάξει την Ιταλία από τις συμμαχικές της υποχρεώσεις. Την τελευταία όμως εβδομάδα του Αυγούστου, αυτό δεν ενδιέφερε τον Χίτλερ όσο παλαιότερα, γιατί, στο μεγαλύτερο μάλ λον διπλωματικό κόλπο της καριέρας του, είχε έρθει σε μια εκπληκτική συμφωνία με τον Στάλιν σχετικά με την Πολωνία. Το Σύμφωνο Ριμπεντροπ-Μολοτοφ, που προέβλεπε το διαμελισμό της χώρας αυτής, προλείανε το έδαφος για την εισβολή της Γερμανίας. Σε αντίθεση με τον Μουσολίνι, ο Χίτλερ πίστευε πως η Γαλλία και η Βρετανία δεν θα ανακατεύονταν και πως η Πολωνία θα συντριβόταν κι αυτή γρήγορα. Όλες οι πηγές λένε πως έμεινε άναυδος όταν έφτασε η είδηση πως οι Βρετανοί θα πολε μούσαν. Όπως και να ’ναι όμως, πίστευε πως -όπως έλεγε στα μέσα Αυγούστου«ο μεγάλος πόλεμος πρέπει να διεξαχθεί όσο αυτός και ο Ντούτσε είναι ακόμα νέ οι».17 Στις 22 Αυγούστου, την ώρα που ο Ρίμπεντροπ πετούσε προς τη Μόσχα για να υπογράψει το σύμφωνο μη επίθεσης, ο Χίτλερ ήταν στο ορεινό του κάστρο, στο Μπερχτεσγκάντεν, και έδινε μια ομιλία στους ανώτερους στρατιωτικούς του διοι κητές. Σημειώσεις που καταγράφηκαν τότε δείχνουν τι είδους πόλεμο ακριβώς εί χε κατά νου: Αγώνας ζωής και θανάτου... Η καταστροφή της Πολωνίας αποτελεί προτεραιότητα. Ο στόχος είναι να εκμηδενίσουμε τις ενεργές δυνάμεις, όχι να φτάσουμε σε μια συ γκεκριμένη γραμμή...£ια:λόχους προπαγάνδας θα, βρω μιαν αιτία για να αρχίσουμε τον πόλεμο, δεν έχει σημασία αν θα στέκει ή όχι^Το νικητή δεν θα τον ρωτήσουνε μετά αν είχε πει την αλήθεια ή όχι. Όταν ξεκινάς ή όταν διεξάγεις έναν πόλεμο, δεν είναι το δίκιο εκείνο που μετράει, αλλά η νίκηνΚλείστε τις καρ,διές σας,ατρ έλεος. <βράστε χωρίς ανθρωπιά. Ογδόντα εκατομμύρια άνθρωποι πρέπει να αποκτήσουν αυτο που τους ανήκει δικαιωματικά. Η ζωή τους πρέπει να γίνει ασφαλής. Ο ισχυ ρότερος έχει δίκιο. Τη μεγαλύτερη σκληρότητα.18 Την 1η Σεπτεμβρίου, την ώρα που σχεδόν δύο εκατομμύρια Γερμανοί στρατιώτες διάβαιναν τα σύνορα της Πολωνίας από τα δυτικά, τα βόρεια και τα νότια, ο Φύρερ εξέδωσε την παρακάτω διακήρυξη:
ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ: 1938-40
65
Προς τη Βέρμαχτ! Το πολωνικό κράτος απέρριψε τον ειρηνικό διακανονισμό γειτονικών σχέσεων τον οποίον επιδίωξα και προσέφυγε στα όπλα. Οι Γερμανοί που ζουν στην Πολωνία διώκονται με αιματηρή τρομοκρατία και διώχνονται από τα υποστατικά τους. Μια σειρά συνοριακές παραβιάσεις, που δεν μπορεί να τις ανεχθεί μια μεγάλη δύναμη, αποδεικνυουν ότι οι Πολωνοί δεν έχουν πια διάθεση να σεβαστούν τα σύνορα του Γερμανικού Ράιχ. Για να μπει ένα τέρμα σε αυτήν την παρανοϊκή συμπεριφορά, δεν μου μένει άλλη διέξοδος από το να απαντήσω στη βία με τη βία.
Μέσα στο Ράιχ, ο Γκαίμπελς συδαύλιζε από καιρό τα αντιπολωνικά αισθήματα, βά ζοντας σε κυκλοφορία φοβερές ιστορίες για τον κατατρεγμό των μειονοτικών Γερ μανών. Στις 11 Αυγούστου είχε πει στους συντάκτες των εφημερίδων ότι «από αυτήν τη στιγμή τα πρωτοσέλιδα πρέπει να περιλαμβάνουν ειδήσεις και σχόλια για τις επι θέσεις των Πολωνών εναντίον των νοίίςδίΐθΐιίδοΐιβ και κάθε είδους συμβάντα που να δείχνουν το μίσος των Πολωνών για κάθετι γερμανικό». Η προπαγανδιστική αυτή εΗΒεσή άσκησε τεράστια επίδραση σ’ έναν πληθυσμό που λαχταρούσε να ξαναπάρει τα χαμένα εδάφη του 1918. «Κάθε μέρα οι εφημερίδες μάς φέρνουν νέες αντα ποκρίσεις για τη βάναυση μεταχείριση που υφίστανται οι Γερμανοί στην Πολωνία, για τις απειλές εναντίον του Ντάντσιχ και για τα παράφρονα, αναίσχυντα σχόλια που κάνουν για το Ράιχ οι Πολωνοί πολεμοκάπηλοι», έγραφε ένας δεκανέας. «Γι’ αυτό και κανένας μας δεν ξαφνιάστηκε όταν, στις 25 Αυγούστου, στις 6 μ.μ., λάβαμε διαταγή να ετοιμαστούμε για αναχώρηση». «Ο νοΙΚ επιστρέφει πίσω στον νοΙΚ», έγραφε ένας άλλος. «Πού είναι όλοι εκείνοι που ήθελαν κάποτε να βάλουν σύνορα ολόγυρα απ’ αυτή τη χώρα; Πού είναι εκείνοι που μισούσαν και χλεύαζαν τη φωνή του λαού και νόμιζαν ότι θα μπορούσαν να δέσουν τις εκτοπισμένες κοινότητες ενός λαού στις αλυσίδες των Βερσαλλιών;»19 Το καλωσόρισμα του πολέμου ώστε να διορθωθούν οι αδικίες των Βερσαλλιών δεν είχε τίποτα το ειδικά ναζιστικό: μεγάλο τμήμα της Γερμανίας ένιωθε έτσι. Εκεί νο που ήταν χαρακτηριστικό του καθεστώτος -και των υποστηρικτών του στο στρα τό- ήταν ο εξτρεμισμός των σχεδίων του να μετατρέψει τη σύρραξη σ’ έναν τραχύ φυλετικό αγώνα εναντίον των Πολωνών. Οι οδηγίες εκπαίδευσης έδιναν στους στρατιώτες απαίσια εικόνα των Πολωνων τώρα οι ανώτεροι τους την επικύρωναν. «Στρατιώτες της Εικοστής Πρώτης Μεραρχίας! Εμπρός για την τιμή και την ύπαρξη της πατρίδας», διακήρυττε ένας στρατηγός την παραμονή της εισβολής. «Η Ανατο λική Πρωσία κινδυνεύει... Θα προελάσουμε μέσα σε αρχαία γερμανικά εδάφη που αποσπάστηκαν βίαια από εμάς με την προδοσία του 1919. Στις παλιότερες αυτές εκτάσεις του Ράιχ, οι εξ αίματος αδελφοί μας υπέφεραν τρομερές διώξεις! Αυτός είναι ο ζωτικός χώρος του γερμανικού λαού».20 Η ανώτατη διοίκηση του στρατού δεν θα πρέπει να ξαφνιάστηκε από τον τρόπο με
66
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
τον οποίο ο Χίτλερ ξαναέγραψε τους κανόνες του πολέμου. Όταν άρχισε η εισβολή, ο ανώτατος διοικητής του στρατού στρατηγός φον Μπράουχιτς τόνισε πως οι άμαχοι «δεν είναι ο εχθρός» και πως σι γερμανικές δυνάμεις θα τηρούσαν τις διατάξεις του διεθνούς δικαίου. Προειδοποίησε βέβαια τους Πολωνούς ότι οι δολιοφθορείς, οι παρτιζάνοι και οι ελεύθεροι σκοπευτές θα αντιμετωπίζονταν χωρίς οίκτο, αλλά αυτό δεν διαφοροποιούνταν από την πολιτική του στρατού στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλε μο* το ίδιο ίσχυε για τη σύλληψη ομήρων ώστε να εξασφαλιστεί η υπακοή του άμαχου πληθυσμού. Όμως ο Χίτλερ είχε ήδη δώσει στους ανώτερους διοικητές του το σήμα ότι τα σχέδιά του προέβλεπαν τη «φυσική εξόντωση» του πολωνικού πληθυσμού και ότι σκόπευε να σκοτώσει χιλιάδες μέλη της πνευματικής, κοινωνικής και πολιτικής ελίτ της χώρας γι’ αυτό ακριβώς που ήταν. Μη νιώθοντας -δικαίως, όπως φάνηκε στη συνέχεια- σίγουρος για την προθυμία του στρατού να υπακούσει σε τέτοιες διατα γές, στράφηκε για την εκτέλεσή τους στα δδ του Χάινριχ Χίμλερ. Τα δδ, όπως είχαν κάνει και σε προηγούμενες εκστρατείες, συνέστησαν ΕίηδΒίζβηχρροη, δηλαδή Ομάδες Ειδικών Επιχειρήσεων, πολλές από τις οποίες εί χαν για αρχηγούς παλαίμαχους των μεθοριακών πολέμων του 1919. Επισήμως, η αποστολή τους ήταν να εξασφαλίζουν τα νώτα του στρατού, να εκτελούν αστυνομι κά καθήκοντα και να καταπολεμούν τους αντάρτες. Οι εντολές που είχαν, όμως, ήταν ανησυχητικότατα αόριστες* μετά από συζητήσεις με το στρατό, συμφωνήθηκε ότι θα «καταπολεμούσαν όλα τα στοιχεία σε ξένο έδαφος και πίσω από τον μαχόμενο στρατό τα οποία είναι εχθρικά προς το Ράιχ και τον γερμανικό λαό». Στα μέσα Αυγούστου, τους μίλησαν για τις ωμότητες των Πολωνών εναντίον Γερμανών αμά χων και προειδοποίησαν για τα σχέδια των Πολωνών να αναπτύξουν αντίσταση συ γκροτώντας μυστικές οργανώσεις δολιοφθορέων. (Πρότυπό τους ήταν το παράνομο κίνημα του Πιουσούντσκι στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο). Προκειμένου να ματαιώ σει το σχηματισμό τους, ο υπαρχηγός του Χίμλερ, ο Ράινχαρντ Χάυντριχ, έλαβε την εντολή από τον ίδιο τον Χίτλερ να φροντίσει για την «εξόντωση διάφορων κύκλων της πολωνικής ηγεσίας, που συμποσούνταν σε χιλιάδες». Όταν μεταβίβασε αυτές τις διαταγές στους άντρες του, ο Χάυντριχ τόνισε πως «η κινητήρια δύναμη του αντι στασιακού κινήματος βρίσκεται στην πολωνική διανόηση» και τους σφυροκόπησε το μυαλό με την ιδέα ότι, στο πλαίσιο αυτού του αγώνα, «τα πάντα επιτρέπονται». Οι νόμοι του πολέμου -με την οποιαδήποτε ερμηνεία τους- αφήνονταν πολύ πίσω.21 Έχοντας πάρει μαθήματα από τις τσεχικές εκστρατείες, η ανώτατη διοίκηση του στρατού απαίτησε να της δοθεί ο πλήρης έλεγχος όλων των δυνάμεων στην Πολω νία. Ήθελε να μπορεί να χειραγωγεί ιδίως τα δδ, καθώς και τους πολιτικούς διοικη τές που θα αναλάμβαναν τη διακυβέρνηση των περιοχών, καθώς το μέτωπο θα με τακινούνταν προς τα εμπρός. Δεν μπόρεσε όμως να επιβάλει το θέλημά της. Το ζή τημα του εάν οι μονάδες των δδ και της αστυνομίας που συνόδευαν το στρατό θα το ποθετούνταν απολύτως υπό τον έλεγχο του στρατού έμεινε άλυτο. Και παρόλο που ο
ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ: 1938-40
67
Χάυντριχ πρόσεχε πολΰ να μην ανταγωνίζεται τους στρατηγούς, έβλεπε σαφώς την πολωνική εκστρατεία σαν μια ευκαιρία να αποδείξει την αξία των δδ. Η δυσπιστία του Χίτλερ απέναντι στους στρατιωτικούς ήταν κι αυτή ολοφάνερη* οι διαταγές του ακριβώς πριν από την εισβολή έκαναν τους πολιτικούς διοικητές πιο ανεξάρτητους από τους στρατιωτικούς σε σχέση με το παρελθόν. Όλα αυτά τροφοδοτούσαν τις επιφυλάξεις των στρατιωτικών και, παρόλο που δεν υπάρχουν πολλές αποδείξεις, φαίνεται πως η αγωνία για το τι ακριβώς είχε εξουσιοδοτήσει ο Χίτλερ τις μονάδες των δδ να κάνουν ώθησε το στρατό να ζητήσει περαιτέρω συναντήσεις με τον Χάυντριχ. Στις 29 Αυγούστου συμφώνησαν τελικά με τα σχέδια των Είηδ&Ιζ^ηιρρβη να συλλάβουν έως και 30.000 Πολωνούς. Η Πολωνία, έχοντας υποστεί εισβολή από τρεις πλευρές και δεδομένου ότι είχε αργήσει να κηρύξει επιστράτευση, βρισκόταν σε απελπιστική Θέση* οι Γερμανοί εί χαν δύο φορές περισσότερους στρατιώτες και τρεις φορές περισσότερα αεροσκάφη και τεθωρακισμένα. Επιπλέον, υπήρχαν περισσότεροι από 800.000 Σοβιετικοί στρατιώτες στην ανατολική μεθόριο της χώρας. Έχοντας βασίσει τη στρατηγική τους στην προσδοκία ότι οι Βρετανοί και οι Γάλλοι θα έσπευδαν να τους βοηθή σουν, οι Πολωνοί δεν άργησαν να δουν την πραγματικότητα: κανένας από τους δύο δεν σκόπευε να επιτεθεί στη Γερμανία στην αρχική φάση της εισβολής, αφού περίμεναν ότι οι συγκρούσεις θα βάλτωναν, όπως είχε συμβεί στον τελευταίο πόλεμο. Η Λουφτβάφε, έχοντας τον έλεγχο του αέρα, βομβάρδισε τις πόλεις της Πολωνίας, με γάλες και μικρές, και σφυροκόπησε τις φάλαγγες των προσφύγων και τα τρένα. Παρ’ όλα αυτά, οι Πολωνοί αμύνθηκαν με νύχια και με δόντια και προξένησαν βα ριές απώλειες στους Γερμανούς, Στις 9 Σεπτεμβρίου η κυβέρνησή τους κάλεσε σε γενική ένοπλη αντίσταση* οι πολίτες συνέχισαν να πολεμούν ακόμη και μετά τη συν θηκολόγηση του στρατού, διεξάγοντας ακριβώς εκείνο το είδος άτακτου πολέμου που έκανε ανέκαθεν τους Γερμανούς στρατιώτες να βγάζουν τον χειρότερο εαυτό τους. Για πρώτη φορά από τότε που είχε πάρει την εξουσία ο Χίτλερ, οι στρατιώτες του βρέθηκαν απέναντι σ’ έναν πολύ αποφασισμένο και δυσδιάκριτο εχθρό. Το σοκ ήταν απτό από την αρχή. «Έχει ξεσπάσει μια δύσκολη μάχη με τα [πολω νικά] σώματα... που θα σπάσουν μόνο με τη χρήση δρακόντειων μέτρων», σημείωνε ο στρατηγός Διαχείρισης Υλικού Έντβαρντ Βάγκνερ στις 3 Σεπτεμβρίου κιόλας. Το πρόβλημα της αστυνόμευσης γινόταν οξύτερο ακριβώς λόγω της ταχύτητας της γερ μανικής προέλασης: οι ένστολοι αστυνομικοί βρίσκονταν ξαφνικά σε εμπόλεμη ζώ νη, και ήταν υπεύθυνοι για την «ειρήνευση» μιας τεράστιας περιοχής, με ελάχιστη προετοιμασία και συλλογή πληροφοριών. Την ίδια ημέρα, ο αρχηγός των δδ, Χίμ λερ, εξέδωσε μια διαταγή που ζητούσε να «εκτελούνται επιτόπου» οι «αντάρτες».22 Στην πραγματικότητα, ούτε οι στρατιώτες ούτε οι άντρες των δδ είχαν κάτσει να περιμένουν ώσπου να φτάσουν τέτοιες διαταγές* από τις 2 Σεπτεμβρίου και μετά, Πο λωνοί όλων των. ηλικιών έπεφταν θύματα των στρατευμάτων της γραμμής του μετώ
68
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
που, που άλλοτε έκαναν αντίποινα για τις επιθέσεις των «παρτιζάνων» και άλλοτε απλώς δολοφονούσαν κατά βούληση. Η κωμόπολη του Ζουότσεβ ήταν μια από τις πρώτες οι οποίες βίωσαν αυτό που θα υπέφεραν δεκάδες χιλιάδες σε όλη την Ευρώ πη κατά τα επόμενα έξι χρόνια: κάηκε και ισοπεδώθηκε, και σκοτώθηκαν σχεδόν 200 άνθρωποι, ανάμεσά τους και παιδιά. Σε άλλη περίπτωση, ένας στρατιωτικός πραγματογνώμονας ανέφερε ότι είχαν εκτελεστεί με συνοπτικές διαδικασίες είκοσι Πολω νοί, «υποτίθεται εγκληματίες». Μερικές από τις πιο κατάφωρες ωμότητες διερευνώνταν, γιατί ο στρατός δεν είχε συνηθίσει ακόμα σε αυτό το επίπεδο βίας, όπως συνέβη ένα-δυο χρόνια αργότερα. Ένας εφοδίτης των δδ και ένας αρχιφύλακας της αστυνο μίας συνελήφθησαν από τη στρατιωτική αστυνομία γιατί σκότωσαν πενήντα Εβραί ους. Ενώ όμως αντιμετώπιζαν την ποινή του θανάτου, τους επιβλήθηκαν επιεικείς ποινές, με το σκεπτικό ότι «εξαιτίας των πολλαπλών ωμοτήτων που είχαν διαπράξει οι Πολωνοί εναντίον των εθνοτικών Γερμανών, τελούσαν εν βρασμώ ψυχής».23 Αυτές οι ωμότητες δεν ήταν εντελώς φανταστικές. Πράγματι, ο τρόπος που φέρ θηκαν οι Πολωνοί στους μειονοτικούς Γερμανούς έπαιξε σημαντικό ρόλο στην υπο δαύλιση του «πολέμου των λαών». Ανήσυχοι για τις παράνομες οργανώσεις και τις πολιτοφυλακές «αυτοάμυνας» που χρηματοδοτούνταν από τους ναζί, είχαν κλείσει πολλούς γερμανικούς πολιτιστικούς και Θρησκευτικούς φορείς μετά την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, και η αστυνομία, όταν άρχισε η εισβολή στην Πολωνία, συνέλαβε 10-15.000 μειονοτικούς με βάση προκαταρτισμένες λίστες και τους ανάγκασε να απομακρυνθούν από τις γραμμές του μετώπου. Πολωνοί παριστάμενοι και στρα τιώτες τούς επιτίθονταν, κι έτσι 1.778-2.200 Γερμανοί πέθαναν, άλλοι από εξάντλη ση ή κακομεταχείριση και άλλοι σε μαζικές εκτελέσεις.24 Οι εισβάλλοντες Γερμανοί, όταν βρήκαν τεκμήρια αυτών των θανάτων, ωθήθηκαν σε ακόμα πιο βίαιη ανταπάντηση. Στο Μπύντγκοστς -την πιο γνωστή περίπτω ση- εκατοντάδες ντόπιοι Γερμανοί δολοφονήθηκαν επειδή είχανκυκλοφορήσει φή μες ότι ελεύθεροι σκοπευτές πυροβολούσαν τους Πολωνούς στρατιώτες. Οι νεκροί έφτασαν τους 700 με 1.000 ανθρώπους, και μερικά πτώματα ακρωτηριάστηκαν φρικιαστικά.25 Όταν το γερμανικό πεζικό μπήκε στην πόλη και τους βρήκε, συνέλαβε πολλές χιλιάδες Πολωνούς, ανάμεσά τους δασκάλους, ιερείς, δικηγόρους, δημόσι ους υπαλλήλους και άλλα μέλη της «διανόησης»· οποιονδήποτε τον έδειχνε ένας ντόπιος Γερμανός ως αναμειγμένο σ£ίxντιγερμανικέ^ δραστηριότητες, τον εκτελούσαν αμέσως. Μολονότι συστήθηκε στρατοδικείο μέσα στο δημαρχείο για να δικάσει όσους κρατούνταν ήδη, γρήγορα ξεπεράστηκε και ακυρώθηκε. Ο ίδιος ο Χίτλερ αγανάκτησε όταν του ανέφεραν ότι Γερμανοί άμαχοι είχαν σκοτωθεί στη «Ματωμένη Κυριακή» του Μπύντγκοστς και απαίτησε σκληρότερη απάντηση. Τις μέρες που ακολούθησαν, ο στρατός παρέδωσε περισσότερους από 500 αιχμαλώτους στα δδ για εκτέλεση, κι ένα «χτένισμα» μιας γειτονιάς της πόλης έπιασε στην απόχη άλλους 900 αιχμαλώτους, οι 120 από τους οποίους εκτελέστηκαν
ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ: 1938-40
69
στα γύρω δάση και χωράφια. Πενήντα μαθητές ενός σχολείου εκτελέστηκαν όταν ένας από αυτούς πυροβόλησε Γερμανό αξιωματικό* ο ίδιος ο στρατός εκτέλεσε άλ λους πενήντα «ιερείς, δασκάλους, δημόσιους υπαλλήλους, σιδηροδρομικούς, ταχυ δρομικούς και μικροεπιχειρηματίες». Νέες εντολές όρισαν ότι όποιος άμαχος βρι σκόταν να κατέχει όπλα έπρεπε να εκτελείται επιτόπου. Συνολικά, υπολογίζεται ότι 1.000 Πολωνοί άμαχοι φονεύτηκαν γύρω από την πόλη από τις 5 έως τις 13 Σεπτεμ βρίου, και όχι λιγότεροι από 5.000 στην όλη περιοχή.26 Το ένα αυτό επεισόδιο, από τα βιαιότερα όλης της εκστρατείας, υποδεικνύει διάφορα κίνητρα για την ωμότητα των Γερμανών κατά την εισβολή. Πολλοί από τους σκοτωμένους ήταν όμηροι, που κρατούνταν βάσει δρακόντειων αλλά καθιερω μένων στρατιωτικών διατάξεων, ώστε να εκτελούνται για αντίποινα. Ήταν τα θύμα τα του τρόπου που είχ^ η Βέρμαχτ να καταπολεμά τον ανταρτοπόλεμο, και όχι της ναζιστικής ρατσιστικής πολιτικής* ο στρατός της Γερμανίας και των Αψβούργων το 1914 είχε φερθεί παρόμοια, κάθε φορά που είχε δεχθεί επίθεση από ελεύθερους σκοπευτές και αντάρτες. Οι στρατιώτες, όμως, ένιωθαν επίσης σαν εκδικητές στο πλαίσιο ενός γερμανο-πολωνικου «πολέμου των λαών». Πάνω απ’ όλους, έδινε τον τόνο και ενορχήστρωνε ο ίδιος ο Χιτλερ. Ο Φύρερ ήταν αυτός που επέμενε ότι τα γερμανικά εγκλήματα έπρεπε να μένουν ατιμώρητα και ότι η απάντηση στην οποιαδήποτε πολωνική αντίσταση ήταν η ολοένα περισσότερη βία. Στους κόλπους των στρατιωτικών υπήρχαν σημάδια δυσφορίας. Η διαταγή του Χίμλερ της 3ης Σεπτεμβρίου να πυροβολούν χωρίς προειδοποίηση δεν ήταν αρχικά γνωστή σε πολλούς αξιωματικούς του στρατού και τελικά ανακλήθηκε. Αλλά οι στρατηγοί ανησυχούσαν για την αυξανόμενη απειθαρχία και αποκτήνωση των αντρών τους. Όπως σημείωνε ο επιτελάρχης μιας μεραρχίας: «οι πρώτες ημέρες του πολέμου έχουν ήδη δείξει πως οι άντρες και τμήμα των αξιωματικών που δεν είχαν πολεμική πείρα, είτε δεν είχαν διδαχθεί τίποτε απολύτως είτε είχαν εκπαιδευτεί ανεπαρκώς ... Η ενστικτώδης νευρικότητα και ανασφάλεια και οι συνακόλουθες ασυγκράτητες εκτελέσεις και εμπρηστικές συμπεριφορές προσβάλλουν την πειθαρ χία και την υπόληψη του στρατού, καταστρέφουν χωρίς λόγο καταλύματα και προ μήθειες και οδηγούν τον πληθυσμό σε κακουχίες που αναμφίβολα θα μπορούσαν να αποφευχθούν».27 Μερικοί διοικητές άρχισαν τώρα να καταλαβαίνουν ως πού έφταναν οι προθέ σεις του Χίτλερ για τους Πολωνούς και ανησύχησαν για την υπόληψη του στρατού και τις πιθανές συνέπειες στη μεταχείριση των Γερμανών στρατιωτών από τους ξέ νους στρατούς στο μέλλον, αν εμπλέκονταν σε «εθνική εξόντωση [νοΙΙ^δίϋηιΗοΙιο ΑιΐδΓθίίιιη§]». Δεν είχαν όμως καμιά υποστήριξη από τους ανωτέρους τους. Στις 7 Σεπτεμβρίου, ο Χάυντριχ εξέδωσε απόρρητες διαταγές προς τα αποσπάσματα θα νάτου, που έλεγαν ότι «η εξόντωση των κορυφαίων Πολωνών» έπρεπε να ολοκλη ρωθεί ως τις αρχές Νοεμβρίου. Πέντε μέρες αργότερα, όταν προσπάθησε να κάνει
70
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
το στρατό να επιταχύνει τη δολοφονία «των ευγενών, του καθολικού κλήρου και των Εβραίων», ο διοικητής ττ\ζΆμπβερ ναύαρχος Κανάρις εξέφρασε τον αποτροπιασμό του. «Γι’ αυτές τις μεθόδους ο κόσμος θα θεωρήσει υπεύθυνη τη Βέρμαχτ, μπροστά στα μάτια της οποίας θα συμβούν αυτά τα πράγματα», προειδοποίησε τον επικεφα λής του αρχηγείου των ένοπλων δυνάμεων, στρατηγό Βίλχελμ Κάιτελ. Μα ο οσφυοκάμπτης Κάιτελ τού είπε απλώς ότι η πολιτική αυτή ήταν του Χίτλερ, και πως αν ο στρατός δεν ήθελε να ανακατευτεί, η δουλειά θα ανατιθόταν στα δδ και στους πολι τικούς διοικητές που θα τον διαδέχονταν. Μετά από περαιτέρω συναντήσεις, μετα ξύ των οποίων και μία ανάμεσα στον στρατηγό Μπράουχιτς και στον Φύρερ, ο Μπράουχιτς είπε στους ανώτερους διοικητές πεδίου πως οι «ΕίηδαΙζ^ηιρροη είχαν λάβει εντολή να φέρουν σε πέρας ορισμένα εθνοπολιτικά καθήκοντα στις κατειλημ μένες περιοχές, βάσει οδηγιών του Φύρερ», καθήκοντα που παρέμεναν «έξω από τις ευθύνες του τοπικού στρατιωτικού διοικητή». Οι γαλονάδες του στρατού απλώς ένιψαν τας χείρας τους όσον αφορά την όλη υπόθεση. Αυτό ακριβώς ζητούσε και ο Φύρερ. Στις αρχές Οκτωβρίου ο Χίτλερ χορήγησε γενική αμνηστία σε όλους τους Γερμανούς στρατιώτες που είχαν καταδικαστεί για εγκλήματα κατά την εισβολή - μέτρο που ερμηνεύτηκε απ’ όλους, και βεβαίως πολύ σωστά, ως πράσινο φως για μελλοντική «τραχύτητα» εκ μέρους των στρατιωτών. Ο υπασπιστής του σημείωνε πως δεν άντεχε άλλο τον «κλαψιάρικο συναισθηματισμό» της Βέρμαχτ* αργότερα, επέκρινε τον στρατηγό φον Μπλασκόβιτς, στρατιωτικό δι οικητή της Πολωνίας, για την «παιδαριώδη στάση» του όταν αυτός επέβαλε σκληρές τιμωρίες σε άντρες των δδ για εγκλήματα πολέμου και παραπονέθηκε ανοιχτά για τις κατάφωρες παραβιάσεις των διεθνών κανόνων.28 Μέσα σε όλη αυτήν τη βία, το περίγραμμα του μέλλοντος που περίμενε την Πο λωνία άργησε να σχηματιστεί. Όπως σημείωνε κατόπιν ο διερμηνέας του Φύρερ: «Οι ναζί μιλούσαν συνέχεια για το χιλιόχρονο Ράιχ, αλλά δεν μπορούσαν να σκεφτούν ούτε τα επόμενα πέντε λεπτά!» Η γοργή προέλαση της Βέρμαχτ σήμαινε πως από τις 8 Σεπτεμβρίου κιόλας γερμανικές μονάδες είχαν καταλάβει τον Διάδρομο, είχαν φτάσει στις παρυφές της Βαρσοβίας και είχαν αποκόψει μεγάλα τμήματα των πολωνικών δυνάμεων γύρω από το Πόζναν. Κι όμως, στα μέσα του Σεπτεμβρίου, με τη Βαρσοβία να αντέχει ακόμα και τον Μουσολίνι να πιέζει για λύση με διαπραγμα τεύσεις, ο Χίτλερ και οι σύμβουλοί του ταλαντεύονταν ανάμεσα σε διάφορα πιθανά σενάρια. Το ένα ήταν ένας «Τέταρτος Διαμελισμός», όπως τον έλεγαν, από τη Γερ μανία και την Ε.Σ.ΣΔ. Το άλλο ήταν να επιτρέψουν την ύπαρξη ενός μικρού κολοβού πολωνικού κράτους, αφού πρώτα η Γερμανία θα είχε προσαρτήσει τα δυτικά της εδάφη. Κι ένα τρίτο ήταν να διαιρέσουν ακόμα κι αυτό το κολοβό κράτος (αυτή ήταν, ας πούμε, η λύση τύπου Τσεχίας), ώστε να ιδρύσουν ένα μικρό ουκρανικό κράτος στη νοτιοανατολική Πολωνία. Όλα τους όμως είχαν μειονεκτήματα από τη γερμανική σκοπιά, ενώ το τελευταίο δεν υπήρχε περίπτωση να το εγκρίνει ο Στάλιν
ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ: 1938-40
71
(ο οποίος, έχοντας κλείσει το πολωνικό ζήτημα, το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε να κάνει θα ήταν να ξανανοίξει το ουκρανικό).29 Ο ρωσικός παράγοντας αποδείχθηκε καθοριστικός. Θορυβημένος από την ευ κολία της γερμανικής προέλασης, ο Κόκκινος Στρατός είχε εισχωρήσει χωρίς πολλά προσχήματα στην ανατολική Πολωνία στα μισά της γερμανικής εισβολής, επιφυ λάσσοντας με τη σειρά του μια δυαάοεστη έκπλοξιι στον Χίτλερ με την ταχύτητα της δράσης του. Τα σοβιετικά και τα γερμανικά στρατεύματα συναντήθηκαν κατά μή κος της γραμμής οριοθέτησης, ειρηνικά τις περισσότερες φορές, και στο ΜπρεστΛιτόφσκ, τον τόπο του πρόσκαιρου γερμανικού θριάμβου είκοσι χρόνια νωρίτερα, οργάνωσαν κοινή επινίκια παρέλαση προτού η Βέρμαχτ ξανατραβηχτεί πίσω. Μα ο Κόκκινος Στρατός δεν επέτρεπε πια εφησυχασμούς. Ο Χίτλερ εξακολούθησε να τείνει κλάδον ελαίας στους Βρετανούς, και οι Ιταλοί τού ζητούσαν κι αυτοί να συμπεριφερθεί στην Πολωνία μ’ έναν τρόπο που δεν θα απέκλειε διπλωματική λύση με το Λονδίνο και το Παρίσι. Γι’ αυτό, σ’ έναν εντυπωσιακά μετριοπαθή λόγο του στις 19 Σεπτεμβρίου, ο Χίτλερ τόνισε ότι «τα συμφέροντά μας είναι πολύ περιορι σμένου χαρακτήρα» και επαίνεσε «τον Πολωνό στρατιώτη», θρηνώντας ταυτόχρο να για τη δολοφονία «χιλιάδων σφαγιασθέντων νοίΐίδ^εηοδδοη». Ο Στάλιν, από την άλλη, δεν ήθελε να επιζήσει κανενός είδους πολωνικό κράτος. Επιπλέον, πρόσφερε στους Γερμανούς πρόσθετο έδαφος στην ανατολική Πολωνία γύρω από το Λούμπλιν, σε αντάλλαγμα για την αναγνώριση πως η Λιθουανία ανήκε στη δική του σφαίρα επιρροής, πράγμα που είχε θετικά στοιχεία και για τους Γερ μανούς, οι οποίοι άρχισαν να το φαντάζονται σαν μια πιθανή αποκλειστική περιοχή για τους Εβραίους. Καθώς ο Σεπτέμβριος τελείωνε χωρίς η Βρετανία να δίνει σημά δια ότι ενδιαφέρεται για συμβιβασμό, ο Χίτλερ στις ιδιωτικές συνομιλίες του υπαι νισσόταν ότι θα καταστάλαζε σε μακρόπνοες αλλαγές. Η Πολωνία,,θα εξαφανιζόταν από το χάρτη και τα εδάφη υπό γερμανικό έλεγχο θα διαιρούνταν σε τρεις εθνο λογικά ομογενοποιημένες ζώνες, με τους Πολωνούς στη μέση να λειτουργούν σαν «μαξιλάρι» ανάμεσα στα διευρυμένα εδάφη του Ράιχ στα δυτικά και σε μια μικρή αποκλειστική περιοχή Εβραίων πάνω στα σύνορα με την Ε.Σ.Σ.Δ.: 1. Ανάμεσα στον Βιστούλα και στον Μπουγκ: αυτό θα ήταν για όλους τους Εβραί ους [και του Ράιχ], καθώς και για όλα τα άλλα αναξιόπιστα στοιχεία. Να χτίσουμε ένα ανυπέρβλητο τείχος στον Βιστούλα, ακόμα ισχυρότερο από το τείχος της Δύ σης. 2. Να δημιουργήσουμε μια μεγάλη εδαφική ζώνη ανάσχεσης κατά μήκος της παλιάς μεθορίου, που θα εκγερμανιστεί και θα εποικιστεί. Αυτό θα ήταν ένα μείζον έργο για όλο το έθνος: να δημιουργηθεί ένα γερμανικός σιτοβολώνας, μια ισχυρή αγροτιά, να εγκατασταθούν εκεί καλοί Γερμανοί απ’ όλο τον κόσμο. 3. Στον μεταξύ χώρο, κάποιας μορφής πολωνικό κράτος.30
72
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Έτσι, η Δυτική Πολωνία θα γινόταν ο κ^σιμος τομέας για ;α]Υ επεκ^ Η Γερμανία θα ξαναποκτούσε τα παλιά πρωσικά εδάφη, και πολύ περισσότερα, και θα εγκαθιστούσε σε αυτά εποίκους. Οι «φυλετικά αξιόλογοι» Πολωνοί θα εκγερμανίζονταν, ενώ οι «ταραξίες» μεταξύ των «Πολωνών διανοουμένων» θα σκοτώνο νταν. «Μέσα σε τριάντα χρόνια», σημείωνε ο υπασπιστής του, ο Χίτλερ ήθελ1Γ«να διασχίζει ο κόσμος τη χώρα με το αυτοκίνητο και τίποτα να μην τους θυμίζει ότι κά ποτε οι περιοχές αυτές ήταν αντικείμενο έριδας μεταξύ Γερμανών και Πολωνών».31 Ο στρατός σαφώς και δεν ήθελε να συνδέσει το όνομά του με το φονικό αυτό έρ γο που υπερέβαινε τα όσα τού είχαν ζητηθεί να κάνει πως δεν έβλεπε στην ίδια τη φάση της εισβολής. Η Βέρμαχτ διατήρησε μεγάλη παρουσία στην Πολωνία* κυρίως, βοήθησε να συντριβούν οι τελευταίες σποραδικές εστίες αντίστασης και να επαν δρωθεί η μεθόριος με την Ε.Σ.ΣΛ. Η διοίκηση όμως των κατεχομένων ανατέθηκε σε πολιτικά πρόσωπα εκτός στρατιωτικής ιεραρχίας, που προετοίμασαν την προσάρ τηση της Δυτικής Πολωνίας. Ο Χίτλερ και οι σύμβουλοί του χρειάστηκαν περισσό τερο από ένα μήνα για ν’ αποφασίσουν πόσο πολύ θα επέκτειναν τη γερμανική εξουσία πέρα από τα παλιά σύνορα της Πρωσίας. Κάμποσοι από αυτούς, οι πιο ενημερωμένοι, ανησυχούσαν που θα προσαρτούσαν γη με μεγάλους πολωνικούς πληθυσμούς* ο εκγερμανισμός τους, φοβούνταν, θα ήταν απλούστατα δυσκολότα τος. Από την άλλη, αρκετοί γκαουλάιτερ των μεθοριακών περιοχών ήθελαν να επε κτείνουν τα φέουδά τους, ενώ ο Γκαίρινγκ απαιτούσε εύκολη πρόσβαση στη βιομη χανική πόλη Ουτζ. Υπήρχαν επίσης στρατηγικά επιχειρήματα υπέρ της ώθησης των συνόρων της Γερμανίας πολύ πιο ανατολικά. Τελικά, μετά από συζητήσεις που διήρκεσαν όλο τον Οκτώβριο, ο Χίτλερ όρισε μια νέα συνοριακή γραμμή η οποία εισχωρούσε βαθιά μέσα στην προπολεμική Πολωνία. Η τύχη του Ουτζ κρίθηκε με τά από επιτόπια επίσκεψη του Χίμλερ, του Γκαίμπελς και του υπουργού Εσωτερι κών Βίλχελμ Φρικ. Ιδρύθηκαν δύο τελείως νέα Ράιχαγκαου -το ένα ήταν γύρω από την πόλη του Ντάντσιχ και το άλλο περιέλαβε τελικά και το Πόζναν και το Ουτζ-, τα δε ανατολικά σύνορα των επαρχιών της Άνω Σιλεσίας και της Ανατολικής Πρω σίας διευρύνθηκαν. Επρόκειτο για την ιδέα του συνοριακού τείχους του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, στη θηριωδώς διευρυμένη χιτλερική της εκδοχή. Προφανώς ο Χίτλερ δεν είχε ενδοιασμούς για το προκείμενο εγχείρημα: στα εδάφη που θα υπάγονταν στο Ράιχ ζούσαν 8,9 εκατομμύρια Πολωνοί, 603.000 Εβραίοι και μόλις 600.000 Γερμανοί.32 Για τον ταχύτερο δυνατό εκγερμανισμό των κατακτημένων αυτών περιοχών, ο Χίτλερ παρέκαμψε και το στρατό και τα πολιτικά υπουργεία* διάλεξε κομματικούς συντρόφους που λογοδοτούσαν μόνο στον ίδιο. Δύο από αυτούς ήταν ανήμεροι αντί ζηλοι που είχαν διευθύνει την προπολεμική ναζιστική μηχανή στο Ντάντσιχ: ο τοπι κός κομματικός γκαουλάιτερ Άλμπερτ Φόρστερ και ο Άρτουρ Γκράιζερ, που τράβη ξε νότια και έστησε νέο αρχηγείο στο Πόζναν. Ο Γκράιζερ καιγόταν να δείξει την
ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ: 1938-40
73
αξία του σε αυτό το νέο πόστο κύρους -μεταξύ άλλων και γιατί είχε προσχωρήσει στο Ναζιστικό Κόμμα σχετικά αργά και, κάτι πολύ χειρότερο για τον Χίτλερ, είχε χρηματίσει κάποτε μασόνος-, συνεπώς ενστερνίστηκε το πρόγραμμα του Φύρερ. «Θα εξόντωνε τους Πολωνούς διανοουμένους οπουδήποτε το θεωρούσε δικαιολο γημένο», είπε εμπιστευτικά και επιδοκιμαστικά ο Χίτλερ σ’ έναν βοηθό του. «Μας είχαν σκοτώσει παλιότερα* δεν έπρεπε κανείς να ορρωδεί μπροστά στο έργο, αν επρόκειτο να απαλλαγεί από τους ταραξίες».33 Ο Χίτλερ φαίνεται πως εξακολουθούσε να ελπίζει ότι θα έπειθε τις δυτικές δυ νάμεις πως η γερμανική εξουσία θα έφερνε σταθερότητα στην ανατολική Ευρώπη. Στις 6 Οκτωβρίου, μία μέρα μετά τη θριαμβευτική του επίσκεψη στην ερειπωμένη από τους βομβαρδισμούς Βαρσοβία, έβγαλε μακροσκελή επινίκιο λόγο προς το Ράιχσταγκ. Μιλώντας ακόμα για συνέχιση της ύπαρξης ενός πολωνικού υπολειμματικού κράτους (Κοδίδία&Ι) -αν και αυτό ήταν τώρα πια σκέτο ανέκδοτο-, ο Χίτλερ επέμεινε ότι αυτό θα έπρεπε να συμμορφώνεται προς τις προτεραιότητες που θα έθετε το Βερολίνο: σταθερά γερμανικά σύνορα, νέα οικονομική τάξη πραγμάτων και, το κυριότερρ, «μετεγκατάσταση των εθνοτήτων» ώστε να απαλειφθει «μια αι τία συνεχών διεθνών τριβών». Ακούγοντάς τον θα νόμιζε κανείς ότι το μόνο που ήθελε ήταν να βελτιώσει τις Βερσαλλίες και να φέρει την ειρήνη στην ανατολική Ευρώπη. «Οι αναθεωρήσεις της Συνθήκης των Βερσαλλιών τις οποίες επέφερα», συνέχισε, «δεν προκάλεσαν χάος στην Ευρώπη. Αντιθέτους, αποτελούν προϋπόθε ση για τη δημιουργία σαφών, σταθερών και, πάνω απ’ όλα, ανεκτών συνθηκών εδώ». Θέτοντας το θέμα μιας διάσκεψης ειρήνης με την Αγγλία, τόνισε πως η Γερ μανία και η Ρωσία σταθεροποιούσαν «αυτή την ταραχώδη ζώνη». «Για το Γερμα νικό Ράιχ, η αποστολή αυτή, που δεν μπορεί να θεωρηθεί ιμπεριαλιστική, σημαί νει κατοχή πενήντα έως εκατό χρόνων... Εντέλει, όλα αυτά είναι ωφέλιμα για την Ευρώπη».34 Απολύτως αλλόκοτη άποψη για το τι μπορούσαν να θεωρήσουν καθησυχαστικό οι Βρετανοί, οι οποίοι, στην πραγματικότητα, δεν εμπιστεύονταν πια τίποτα απ’ όσα έλεγε εκείνος και κατέστησαν σαφές ότι δεν τους ενδιέφερε κανενός είδους συμφω νία. «Κάθε πιθανότητα συνεννόησης έχει πια εκλείψει», σημείωνε ο Ιταλός υπουρ γός Εξωτερικών, ο Τσιάνο, με βαθιά κατήφεια. Δύο ήταν οι άμεσες συνέπειες: πρώ τον, ο Χίτλερ ετοιμάστηκε για επίθεση ενανχίον της Γαλλίας, και, δεύτερον, πήρε τις αποφάσεις του σχετικά με την Πολωνία. Την επαύριο της ομιλίας του, ανέθεσε στον Χίμλερ ένα νέο έργο -να ενισχύσει τη «Γερμανοσύνη» φέρνοντας Γερμανούς το γέ νος «πίσω» στο Ράιχ, ώστε να τους εγκαταστήσουν στα νεοκατακτημένα εδάφη. «Η Πολωνία είναι τελειωμένη υπόθεση», σημείωνε ο υπουργός Προπαγάνδας Γκαί μπελς (από τους πλέον αντιπολωνούς υπουργούς του Χίτλερ) στις 10 Οκτωβρίου. «Κανείς δεν μιλά πια για παλινόρθωση του παλιού πολωνικού κράτους». Ο Χίτλερ δημιούργησε ένα ψευδοκράτος γνωστό ως Γενική Κυβέρνηση, υπό τον πρώην προ
74
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
σωπικό δικηγόρο του, τον Χανς Φρανκ, στο τμήμα εκείνο της χώρας μεταξύ Βαρσο βίας και Κρακοβίας, που δεν είχε οριστεί για προσάρτηση. Στα τέλη Οκτωβρίου, τέσσερις μήνες νωρίτερα απ’ ό,τι είχε σχεδιαστεί, η γερμανοκρατούμενη Πολωνία ήταν ολόκληρη υπό πολιτικό έλεγχο. «Οι στρατιωτικοί είναι υπερβολικά μαλακοί και συμβιβαστικοί», έγραφε ο Γκαίμπελς στο ημερολόγιό του, όπου, μετά από συνο μιλία του με τον Φρανκ, πρόσθετε: «Εφαρμόζουν μια ψοφοδεή αστική πολιτική, αντί για μια φυλετικά συνειδητή πολιτική. Αλλά ο Φρανκ θα επιβληθεί τελικά». Τα ανώτερα κλιμάκια του στρατού μετά χαράς ένιψαν τας χείρας τους όσον αφορά την Πολωνία και έστρεψαν την προσοχή τους στην επικείμενη επίθεση στη Δύση.35 Παρότι οι Γερμανοί είχαν ιδρύσει μια Γενική Κυβέρνηση στην Πολωνία και στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, εκείνη δεν αποτελούσε με κανέναν τρόπο μοντέλο γι’ αυ τό που είχε κατά νου ο Χίτλερ. Υπήρχε τεράστια απόσταση ανάμεσα σε μια παραδο σιακή, κοινωνικά συντηρητική κατοχή, που διοικούσε με βάση τις αρχές των νόμων του πολέμου, και στην πολύ πιο βίαιη ναζιστική εκδοχή της, που έρεπε προς μια ριζι κή κοινωνικοπολιτική και δημογραφική αλλαγή σε «πενήντα ή εκατό χρόνια». Ο γε νικός κυβερνήτης του κάιζερ ήταν στρατιωτικός: ο στρατηγός Χανς φον Μπέζελερ* ο Χανς Φρανκ, αντιθέτως, ήταν ένας πρωτοκλασάτος του Κόμματος. Ο φον Μπέζελερ είχε συστήσει μια συνέλευση Πολωνών αριστοκρατών και είχε υποσχεθεί στη χώρα κάποιας μορφής ανεξαρτησία* ο Φρανκ ενορχήστρωσε τη μαζική δολοφονία της πο λωνικής ελίτ και εκπροσωπούσε την εναλλακτική λύση απέναντι σε κάθε μορφή αυ τονομίας. Οι Πολωνοί θα μετατρέπονταν σ’ ένα όσο το δυνατόν πιο αμόρφωτο δουλι κό εργατικό δυναμικό για τους Γερμανούς και δεν θα χρειάζονταν δικούς τους πολιτι κούς στο μέλλον. «Ο Φύρερ δεν έχει σκοπό να αφομοιώσει τους Πολωνούς», έγραφε ο Γκαίμπελς. «Θα υποχρεωθούν να κατοικήσουν στο κολοβωμένο κράτος τους και να αφεθούν καθαρά στις δικές τους δυνάμεις... Γνωρίζουμε τους νόμους της φυλετικής κληρονομικότητας και μπορούμε να χειριστούμε τα θέματα αναλόγως». Η αυστηρή φυλετική οριοθέτηση σε σωστή «επιστημονική» βάση ήταν, κατά τους ναζί, ο μόνος τρόπος να επιτευχθεί «μόνιμη ειρήνη» ανάμεσα στους δύο λαούς.36 Τη φοβερή αυτή μοίρα, πάντως, την είχαν μπροστά τους συγκεκριμένα οι Πολω νοί, και όχι οι Σλάβοι συνολικά. Παρά τη ρητορική των ναζί, οι φυλετικοί επιστήμο νες και οι σύμβουλοι για τη χάραξη πολιτικής έκαναν διάκριση ανάμεσα στις διάφο ρες ομάδες των Σλάβων, τόσο στη θεωρία όσο και, ολοένα περισσότερο, στην πρά ξη. Οι Σλοβάκοι αφέθηκαν να κυβερνηθούν από μόνοι τους, αλλά και στο Προτε κτοράτο της Βοημίας και της Μοραβίας ακόμα οι Γερμανοί διοικούσαν μέσω της τσεχικής γραφειοκρατίας και ενός διακοσμητικού Τσέχου προέδρου - κάτι που το αρνήθηκαν στους Πολωνούς. «Οι αρχές που εφαρμόστηκαν στον Βοημικό-Μοραβικό Χώρο δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν στον Πολωνικό Χώρο, εξαιτίας του ατί θασου πολωνικού χαρακτήρα ο οποίος αποκαλύφθηκε δραματικά στη διάρκεια της πολωνικής εκστρατείας ως στοιχείο που απαιτεί διαφορετική μέθοδο κυριαρχίας»,
ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ: 1938-40
75
εξηγούσε αργότερα ένας Γερμανός δημοσιογράφος που βρισκόταν στην Πολωνία. Με άλλα λόγια, ο αποφασιστικός παράγοντας που απέκλεισε την περίπτωση μιας πολιτικής λύσης τύπου Τσεχίας εκεί ήταν η ένταση της πολωνικής αντίστασης κατά την εισβολή. Δύσκολα όμως φαντάζεται κανείς ότι οι Γερμανοί θα είχαν ποτέ φερ θεί στους Πολωνούς όπως φέρθηκαν στους Τσέχους, με δεδομένη την πολύχρονη μεταξύ τους έχθρα.37 Μολονότι, μετά την ήττα της Πολωνίας, κάποιοι στα δδ φλέρταραν με την ιδέα να εκτελέσουν και την τσεχική διανόηση, η ιδέα αυτή δεν επιδιώχθηκε ποτέ συστη ματικά. Τον Νοέμβριο του 1939 έγιναν μαζικές συλλήψεις πανεπιστημιακών τόσο στην Κρακοβία όσο και στην Πράγα, και πολλές χιλιάδες στάλθηκαν σε στρατόπε δα συγκέντρωσης. Τα πανεπιστήμια και των δύο χωρών έκλεισαν επ’ αόριστον, σύμ φωνα με την απόφαση των ναζί να καταργήσουν την ανώτερη παιδεία σε όλη την ανατολική Ευρώπη. Παρ’ όλα αυτά, στην Πράγα ο φον Νόυρατ εισακούστηκε από τον Φύρερ, καθώς χάραζε μια πιο μετριοπαθή πορεία. Ήταν ένας συντηρητικός πα λιάς κοπής, και όχι ναζί, και ο Χίτλερ ευχαρίστως τού επέτρεψε να κάνει οτιδήποτε διατηρούσε την ειρήνη με πολιτικά μέσα και κρατούσε τα εργοστάσια ανοικτά. Η κυβέρνηση κατάφερε να συνεχίσει τη χρηματοδότηση της Τσεχικής Ακαδημίας Τε χνών και Επιστημών και τα τσεχικά δελτία τροφίμων παρέμειναν εξίσου καλά με του ίδιου του Ράιχ, αν όχι καλύτερα. Αποσπασματικές απεργίες καταστάλθηκαν με σχετικά μικρή αιματοχυσία. Όταν ο Χανς Φρανκ επισκέφθηκε το Προτεκτοράτο, παρατήρησε με κατάπληξη ότι Υπήρχαν μεγάλες κόκκινες ανακοινώσεις στην Πράγα που ανήγγειλαν ότι σήμερα επτά Τσέχοι είχαν εκτελεστεί. Είπα μέσα μου: αν ήταν εγώ να κρεμάω μια ανακοί νωση για κάθε επτά Πολωνούς που εκτελούνταν, τότε δεν θα έφταναν όλα τα δάση της Πολωνίας για το χαρτί που θα χρειαζόταν γι’ αυτές.38
Όπως δείχνει αυτό το σχόλιο, η μοίρα της Γενικής Κυβέρνησης ήταν πολύ ζοφερό τερη. Ήταν η πρώτη γερμανική «αποικία», κι έπρεπε να κυβερνηθεί απευθείας από το Βερολίνο - σ’ ένα ακόμη παράδειγμα του πώς ο πόλεμος και η κατάκτηση εξά πλωναν την ακτίνα δράσης της προσωπικής εξουσίας του Φύρερ και συρρίκνωναν την αντίστοιχη του «νομικού εννοιακού κόσμου της γερμανικής διοίκησης», όπως τον χαρακτήρισε ένας μελετητής. «Ήταν ένα εντελώς νέο είδος διοικητικής μονά δας εντός της προστατευτικής περιοχής του Μεγάλου Γερμανικού Ράιχ», έγραφε ένας δημοσιογράφος του Κόμματος. Ο δικηγόρος των δδ, Βέρνερ Μπεστ, ιδρυτής του Κεντρικού Γραφείου Ασφαλείας του Ράιχ (ΚδΗΑ), που υποτίθεται ότι συντόνιζε την αστυνόμευση και την ασφάλεια σε όλη τη συνεχώς μεγεθυνόμενη ναζιστική αυ τοκρατορία, έβλεπε τη Γενική Κυβέρνηση σαν «το πρώτο λιθάρι» σ’ έναν νέο ηπει ρωτικό ΟτοβΓΣΐιιιη. Ο ίδιος ο Φρανκ -φιλόδοξος, ευφυής, θεατρίνος και βαθιά διε
76
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
φθαρμένος- συγκρότησε τη δική του μίνι κυβέρνηση στην Κρακοβία, με τις δικές της συνεδριάσεις υπουργικού συμβουλίου και τα δικά της υπουργεία και υψηλόβαθ μα στελέχη. Σύντομα έγινε και ο ίδιος ασεβώς γνωστός ως «ο βασιλιάς της Πολω νίας», η δε επικράτειάτου ως ΡπιηΙαΓβίοΙι.39 Ο Φρανκ αναφερόταν στη Γενική Κυβέρνηση λέγοντας άλλοτε πως είναι «ένα κράτος-προτεκτοράτο, ένα είδος Τύνιδας», και άλλοτε μια «ισόβια αποκλειστική περιοχή» για τον «πολωνικό λαό». Αλλά η ίδια η Πολωνία ως όρος έπρεπε να εξα φανιστεί, και κάθε αναφορά στα «κατεχόμενα πολωνικά εδάφη» -όπως ήταν γνω στά τον Σεπτέμβριο- αποθαρρύνθηκε, ώστε να μην εξυπακούεται ούτε καν ότι η χώ ρα νομικά έστω φυτοζωούσε. Η διεθνής θεωρία της στρατιωτικής κατοχής, όπως εί χε διαμορφωθεί καθ’ όλο τον προηγούμενο αιώνα, είχε σαφώς εκλάβει ως προσωρι νό το χαρακτήρα της εξουσίας μιας κατοχικής δύναμης και είχε δεχθεί ότι η κυριαρ χία του ηττημένου εχθρού συνεχιζόταν μονάχα μια συνθήκη ειρήνης -από τυπική σκοπιά- είχε τη δύναμη να μεταβιβάσει την κυριαρχία από ένα κράτος σ’ ένα άλλο. Γι’ αυτό, το Υπουργείο Εξωτερικών συμβούλευσε κυνικά να εγκαταλειφθεί κάθε αναφορά σε «κατεχόμενα εδάφη» στον τίτλο της Γενικής Κυβέρνησης, αφού κάτι τέτοιο θα μπορούσε να υπονοεί νομικές δεσμεύσεις «τις οποίες βεβαίως δεν επιθυ μούμε να αναλάβουμε». Οι πιο απρόθυμοι να πετάξουν στη θάλασσα τους κανόνες του διεθνούς δικαίου ήταν οι νομικοί του στρατού. Στα μέσα Απριλίου του 1940 η Ανώτατη Ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων (ΟΚ\ν), στο πλαίσιο της προετοιμασίας της για τον πόλεμο στη Δύση, ρώτησε αν η Πολωνία εξακολουθούσε να υπάρχει ντε γιούρε -ζήτημα που θα επηρέαζε τη μεταχείριση τυχόν Πολωνών αιχμαλώτων που θα πιάνονταν στη Γαλ λία. Το Υπουργείο Εξωτερικών απάντησε ότι Πολωνία δεν υπήρχε: ο πόλεμος ενα ντίον της είχε τελειώσει με την απόφαση του Χίτλερ να τερματίσει τη στρατιωτική διοίκηση της χώρας. Οι συνθήκες με τη Σοβιετική Ένωση και τη Σλοβακία έκαναν αναφορά στο «έως τώρα υπάρξαν πολωνικό κράτος» ή στο «πρώην πολωνικό κρά τος». Οι Σουηδοί, που είχαν δεχθεί να προασπίζουν τα πολωνικά συμφέροντα, έλα βαν την κοφτή απάντηση ότι δεν υπήρχε πια Πολωνία. Ακόμα κι έτσι, οι διπλωμάτες δεν θα πρέπει να ένιωθαν φοβερά σίγουροι για το δίκιο τους, αφού ζήτησαν να μη δημοσιοποιηθεί η γνωμοδότησή τους.40 Μετά την πτώση της Γαλλίας, με την προοπτική των πρόσθετων περιπτώσεων στρατιωτικής κατοχής να πλανάται πάνω από τη βόρεια και τη δυτική Ευρώπη, οι νομικοί επανήλθαν στο ζήτημα. Στην Ακαδημία Γερμανικού Δικαίου, οι παραδοσιοκράτες ισχυρίστηκαν με τόλμη ότι η μονόπλευρη προσάρτηση πολωνικών εδα φών και κατόπιν η κατοχή της Γενικής Κυβέρνησης ήταν παράνομες- άλλοι διαφώ νησαν: δέχθηκαν τη ναζιστική γραμμή, ότι νόμος ήταν ο Φύρερ. Οι οπαδοί του δρό μου της καμήλας υποστήριξαν φρονίμως ότι το ακριβές νομικό καθεστώς της Γενι κής Κυβέρνησης παρέμενε ασαφές. Και πάλι επιστήθηκε η προσοχή, να απαλειφθεί
ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ: 1938-40
77
κάθε αναφορά σε «κατεχόμενα εδάφη» από την ίδια την ονομασία της Γενικής Κυ βέρνησης, από φόβο μήπως γίνουν βλαπτικές συγκρίσεις με την πολΰ πιο συμβατική αντιμετώπιση των Γάλλων και των Βέλγων από τη Βέρμαχτ. Το αποτέλεσμα ήταν ότι όταν ο Χίτλερ συνάντησε τον Φρανκ στο Βερολίνο, λίγο μετά την πτώση της Γαλ λίας, έδωσε εντολή να αλλάξει η ονομασία* έτσι, από το καλοκαίρι του 1940 και με τά, η κολοβή Πολωνία ήταν γνωστή απλώς ως«η Γ^ική Κυβέρνηση». Ο Χίτλερ είπε στον Φρανκ ότι με αυτόν τον τρόπο θα γινόταν ξεκάθαρο πως τα εδάφη της Γενικής Κυβέρνησης θα παρέμεναν τμήμα του «εδάφους του Γερμανικού Ράιχ» [άειιίδοΐιοδ Κοίο1ΐδ£0ΐ)ίε1:]» για πάντα. Η Πολωνία είχε χαθεί από προσώπου γης.41
Ο διαμελισμός της Πολωνίας
«Ο τωρινός πόλεμος παρέχει την ευκαιρία, για τελευταία ίσως φορά στην παγκό σμια ιστορία, να αναλάβει η Γερμανία με αποφασιστικό τρόπο την εποικιστικητης αποστολή στην Ανατολή... Δεν πρέπει να την αποτρέψουν τα λόγια... αντίθετα, πρέ πει να αποδυθεί σε αποφασιστική δράση* [μας] καλεί την κατάλληλη στιγμή ναχχυνηθίσουμε στην ιδέα της μετεγκατάστασης μεγάλων ανθρώπινων μαζών». Οι φρά σεις αυτές θα μπορούσαν άνετα να έχουν γραφτεί το 1939 ή το 1940. Στην πραγματι κότητα, όμως, προέρχονται από ένα πολύ παλιότερο σύνολο σχεδίων που είχε συ νταχθεί το 1915 με τίτλο «Γη χωρίς Ανθρώπους» (Ι^ηά οΐιηε Μοηδοΐιεη) και ήταν το πρόγραμμα το οποίο είχε καταρτίσει στα χρόνια του πολέμου το Βερολίνο για να σπρώξει τη γερμανοσλαβική φυλετική μεθόριο ανατολικότερα και να δημιουργήσει ένα τείχος από Γερμανούς αγρότες σε πολωνικό έδαφος. Όπως είδαμε, επρόκειτο για μια ιδέα που έθελγε πολλούς Γερμανούς πολιτικούς ιθύνοντες, εισηγητές και διανοουμένους, και μονάχα η ήττα απέτρεψε την υλοποίηση της.1 Ώστε οι ναζί σίγουρα δεν ήταν οι πρώτοι Γερμανοί εθνικιστές που είχαν κατά νου ριζικές λύσεις του πολωνικού προβλήματος μέσω του εποικισμού και της απέλα σης. Όμως τα στελέχη του Τρίτου Ράιχ δεν άντλησαν και πολλά από εκείνες τις συ ζητήσεις όταν σχέδιαζαν τι θα έκαναν μετά την ήττα της Πολωνίας. Ότι ν^ποφην πρωσικά εδάφη θα ενσωματώνονταν και πάλι στο Ράιχ ήταν αυτονόητο. Τι θα γίνο νταν όμως ρι συντριπτικά περισσότεροι Πολωνοί κάτοικοί τους; Και τι θα συνέβαινε με την ξαφνική απόφαση του Χίτλερ να προσαρτήσει τεράστιες εκτάσεις γης που δεν ήταν ποτέ πρωσικές - απόφαση που διπλασίασε αυτομάτως τον αριθμό των Πο λωνών που βρίσκονταν εντεύθεν των γερμανικών συνόρων; Μερικοί πανεπιστημια κοί ειδήμονες είχαν ρίξει προπολεμικά την ιδέα να «βελτιώσει» η Γερμανία τους Πολωνούς, ελευθερώνοντάς τους από την «εβραϊκή κυριαρχία». Η πολιτική αυτή όμως παραήταν φιλοπολωνική γι’ αυτό που είχε στο μυαλό του ο Χίτλερ. Αυτός ήθε λε να καταστρέψει τελείως την ηγετιδα ταξη των Πολωνών, και οι συζητήσεις του τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο επικεντρώθηκαν στο «πολιτικό συγύρισμα» που απαιτούνταν ώστε να επιτευχθεί αυτό το αποτέλεσμα. Συνεπώς, περίπου 50.000 ΠΡ-
Ο ΔΙΑΜΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΩΝΙΑΣ
79
λωνοί και 7.000 Εβραίοι εκτελεαχη^αν^ατά την εισβολή. Κι όμως, δεν υπήρχαν σχέδια -ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται- για το τι θα έκαναν με τα υπόλοιπα εκατομμύ ρια του πολωνικού πληθυσμού, ούτε -ακόμα πιο εντυπωσιακό- για το πώς θα εντό πιζαν τους Γερμανούς εποίκους παυ -υποτίθεται οτι θα έρχονταν στην περιοχή και θα συγκροτούσαν ένα νέο συνοριακό τείχος ενάντιον τους. Σε σύγκριση με το κέφι που έδειχναν ο Χίτλερ και οι συν αυτώ όταν κατεστρωναν τις καταστροφικές δια στάσεις του έργου τους, θαρρείς και όλα τα άλλα μπορούσαν απλώς ν’ αφεθούν να φροντίσουν τα του οίκου τους.2 Παρόλο που οι ναζί αρνούνταν κατηγορηματικά να κοιτάξουν κατάματα το γεγο νός, το βασικό δημογραφικό έλλειμμα παρέμενε το ίδιο εδώ και τουλάχιστον έναν αι ώνα. Απλούστατα, δεν υπήρχαν αρκετοί Γερμανοί διαθέσιμοιήπρόθυμοι να μετοική σουν σε πολωνικο έδαφος. Το πρόβλημα αυτό ήταν ιδιαίτερα οδυνηρο για τους ναζί, λόγω του ακραίου βιολογικού ρατσισμού τους και επειδή τους απωθούσε η ιδέα να με τατρέψουν τους Πολωνούς σε Γερμανούς, αφομοιώνοντάς τους πολιτιστικά. Σύμφωνα με τις πολα^ικές εκτιμήσεις, πάνω από το 90 τοις εκατό του πληθυσμού των εδαφών που είχε προσαρτήσει το Ράιχ ήταν Πολωνοί (οι εκτιμήσεις των ναζί ήταν μόνο ελαφρώς πιο αισιόδοξες). Η κατάσταση γινόταν ακόμα χειρότερη λόγω του ότι οι Γερμα νοί μετακινούνταν προς τα δυτικά σε συνεχώς αυξανόμενους αριθμούς, εγκαταλείποντας οχι μονο τη μέσόπόλεμική Πολωνία αλλά και τις ανατολικές περιοχές του ίδιου του Ραιχ. Το 1937-38, η γερμανική αποδημία από την ανατολική Πρωσία εκτινάχθηκε σταυψη* ανάλογα μεταναστευτικά ρεύματα παρατηρούνταν στη Σιλεσία, στη Βαυαρία και, ειρωνικότατα, στη Σουδητία. Από τη σκοπιά του καθεστώτος, οι κατακτήσεις εί χαν έρθει την κατάλληλη ακριβώς στιγμή για να εμποδίσουν τους Γερμανούς να προδώσουν αυτοί οι ίδιοι το εθνικό συμφέρον, εγκαταλείποντας τις μεθοριακές ζώνες. Όσο για τις εκτός Ράιχ μειονοτικές γερμανικές κοινότητες, η ναζιστική πολιτική μετά το 1933 ήταν να τις κρατούν εκεί όπου ήταν και να τις χρησιμοποιούν σαν πέ μπτη φάλαγγα όπστε αυτό ήταν επιθυμητό* η υποτιθέμενη ανησυχία του Βερολίνου για τις δοκιμασίες των μεγάλων μειονοτήτων της κεντρικής Ευρώπης τού επέτρεπαν να ανακατεύεται στις υποθέσεις της Ουγγαρίας και της Ρουμανίας. Για τον ίδιο λό γο, όμως, αυτό έκανε αδύνατη τη μετοίκηση των μειονοτήτων στη δυτική Πολωνία. Μονάχα σε μια διπλωματικά ευαίσθητη περίπτωση δεν ακολουθήθηκε αυτή η πολιτική. Όταν το Άνσλονς έφεοε το Ράιχ στα σύνορα με~την. Ιταλία, αΧίτλερ έσπευσε ναΑιαβεβαιώσει τον Μοίΐσολίνι ότι δεν θα χρησιμοποιούσε τη γερμανική μειονότη τα της Ιταλίας εναντίον του και το 1938 ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τη Ρωμη για τη «μεταφορά» τους στο Ράιχ. Τον Ιούνιο του 1939 υπογράφτηκε μια βασική συμφω νία -στοιχείο-κλειδί για τη σύμπηξη της συμμαχίας του Αξονα- και ανατέθηκε στον Χίμλερ ο επαναπατρισμός της πρώτης ομάδας από 9-10.000 Κοίοΐΐδόοιιΐδοΐιο πολι τών, ενώ οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν για την τύχη των υπολοίπων, που ήταν στην πλειονότητά τους πρώην αψβουργικοί πολίτες.3
80
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Οι συνομιλίες με την Ιταλία καθυστερούσαν και οι σχετικοί αριθμοί δεν ήταν με γάλοι, αλλά δημιούργησαν ένα προηγούμενο. Λίγους μόλις μήνες αργότερα, η ιδέα του συστηματικού επαναπατρισμού μειονοτικών Γερμανών έγινε κατεπειγόντως επίκαιρη, εξαιτιας του Συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μόλοτοφ και της εισβολής των Σο βιετικών στην ανατολική Πολωνία. Αυτή τέντωσε τα νεύρα των δημοκρατιών της Βαλτικής, ιδίως από τη στιγμή όπου η Μόσχα άρχισε να ζητά να σταθμεύσουν δυνά μεις της και εκεί. Έντρομοι στο ενδεχόμενο να πέσουν στα χέρια του Κόκκινου Στρατού, οι τοπικοί Γερμανοί ηγέτες θύμισαν στον Χίμλερ τις σφαγές που είχαν κά νει οι μπολσεβίκοι στη Ρίγα στο τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Στο Βε ρολίνο επικρατούσε σχεδόν πανικός, και ο Χίτλερ αποφάσισε να φροντίσει ώστε να «παλιννοστήσουν στο Ράιχ», έστω και μόνο για να μην υπάρξει σύγκρουση με τους Ρώσους. Γι’ αυτό, ένα μήνα μετά την ιστορική του πρώτη επίσκεψη στη Μόσχα, ο Ρί μπεντροπ ξαναστάλθηκε εκεί για να κανονίσει αυτό το ζήτημα. Χάρη στους Σοβιετι κούς -ή ακριβέστερα, χάρη στο φόβο των Γερμανών της Βαλτικής γι’ αυτούς- είχε άξαφνα βρεθεί μια νέα φουρνιά εποίκων για τη δυτική Πολωνία. Το καθεστώς προ σπάθησε να υποκριθεί ότι το είχε σχεδιάσει αυτό εξαρχής* στην πραγματικότητα, απλώς ανταποκρίθηκε στις εξελίξεις.4 Στις αρχές Οκτωβρίου, γερμανικά επιβατηγό σάλπαραν ξαφνικά για τα βαλτικά λιμάνια της Ρίγας, του Τάλλιν και της Λιεπάγιας. Ενώ ήταν ακόμα κάθοδόν, ο Χίτ λερ εκφώνησε τον «ειρηνόφιλο» λόγο του στο Ράιχσταγκ. Υπό το φως όμως αυτών των γεγονότων καταλαβαίνουμε ότι τα ήπια λόγια του δεν απευθύνονταν μόνο στο Λονδίνο. Η δήλωσή του, ότι τα «θραύσματα του γερμανικού έθνους» θα αποσύρονταν από την ανατολική και τη νοτιοανατολική Ευρώπη και θα επαναφέρονταν στο Ράιχ για να αποτρέψουν περαιτέρω προστριβές, στόχευε ξεκάθαρα στο να καθησυ χάσει τον Στάλιν και να αποφύγει μιαν αχοείαστη σύρραξη με τη Ρωσία. Τα πρώτα καράβια κατέπλευσαν στα βαλτικά λιμάνια στις 7 Οκτωβρίου για να επαναπατρίσουν όσους Γερμανούς ήθελαν να φύγουν, την ίδια μέρα που ο Χίμλερ διορίστηκε αρχηγός της Επιτροπής του Ράιχ για την Ενδυνάμωση της Γερμανοσύνης (ΚΚΡΌν). «Οι συνέπειες της Συνθήκης των Βερσαλλιών για την Ευρώπη έχουν πλέ ον αρθεί», ξεκινούσε το διάταγμα διορισμού του. «Κατά συνέπεια, το Μεγάλο Γερ μανικό Ράιχ είναι τώρα σε θέση να φέρει στην επικράτεια και να εγκατααχήσει μέ σα στο έδαφος του Γερμανούς οι οποίοι ήταν αναγκασμένοι να ζουν στο εξωτερικό, και είναι επίσης σε θέση να διευθετήσει την εγκατάσταση πληθυσμιακών ομάδων μέσα στη σφαίρα επιρροής του με τέτοιον τρόπο που να χωρίζει πιο ικανοποιητικά τις μεν από τις δε». Εδώ βρίσκουμε την αληθινή απαρχή της νέας πληθυσμιακής πο λιτικής για την κατεχόμενη Πολωνία. Κεντρικό σχέδιο δεν είχε υπάρξει - απλώςπανικόβλητη ανταπόκριση σε μιαπεριφερειακή κρίση, η οποία σουλουπώθηκε από το καθεστώς και ξαναπαρουσιάστηκε σαν μια μείζων πολιτική πρωτοβουλία. Ο Χίμ λερ, πάντως, κατάφερε με μαεστρία να το μετατρέψει αυτό σ’ έναν τρόπο να επε-
Ο ΔΙΑΜΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΩΝΙΑΣ
81
κτείνει την εξουσία των δδ στην Πολωνία και αλλού. Από πολλές απόψεις, αυτή ήταν η πραγματική απαρχή της μεταμόρφωσης των δδ στα χρόνια του πολέμου σε κράτος εν κράτει.5 Τα καθήκοντα της ΚΚΡΌν ήταν τριπλά: να επιβλέπει τον επαναπατρισμό των «Α ") μειονοτικών Γερμανών ^ιπά-χα εξωίΕοικό· να παρακολουθεί τους Πολωνούς κ α ι (^ ) τους Κ βοπίο^Γ της κατεχόμενης Π θ λω νία ς3 ώστε να «εξαλείφει» τη «βλαπτική επί δρασή» τους* τέλος, διώχνοντάς τους από τις εστίες τους σε επαρκείς αριθμούς, να κάνει εφικτή την εγκατάσταση των εισερχόμενωνΓερμανών ιδίωςσταπροσαρττ]μέ να δυτικΩ^εΜφη. Το πρόγραμμα μετοίκησης, που ξεκίνησε από τα βαλτικά κράτη, την ανατολική Πολωνία και τη Ρωσία προκειμένου να αποφευχθούν οι προστριβές με τη σύμμαχο της Γερμανίας Σοβιετική Ένωση, εξελίχθηκε υπό τη διεύθυνση του Χίμλερ σ’ ένα ευρύτατο εγχείρημα πληθυσμιακής μηχανικής που κατέληξε να απομακρύνει εκατοντάδες χιλιάδες Πολωνούς και Εβραίους^από τις εστίες τους της δυ τικής Πολωνίας, ενισχύοντας τη ροπή προς τη γενοκτονία, ενώ ταυτόχρονα έφερε μέσα εκατοντάδες χιλιάδες εθνοτικούς Γερμανούς ως εποίκους. Οι ναζί ελάχιστα νοιάζονταν για το αν οι νιόφερτοι -ιδίως όσοι έρχονταν από τη Ρωσία- μιλούσαν κακά γερμανικά, φορούσαν αλλόκοτα ρούχα και είχαν «καταστροφικά» κακά δό ντια, ραχίτιδα και υψηλό βαθμό πρόωρης γήρανσης: ήταν Γερμανοί, έδειχναν να έχουν διαφυλάξει τη φυλετική τους καθαρότητα και μπορούσαν να χρησιμοποιη θούν για τον εποικισμό της «νεοαποκτημένης Ανατολής». Σ’ ένα λόγο που έβγαλε στις 6 Οκτωβρίου, ο Άρτουρ Γκράιζερ, γκαουλάιτερ της νέας επαρχίας Βάρτεγκαου, περιέγραψε το στόχο που του είχε μόλις ορίσει ο Χίτλερ: «Σε δέκα χρόνια, δεν θα υπάοχει εδώ γωνιά γης που να μην είναι γερμανική· κάθε υποστατικό θα ανήκει σε Γερμανούς εποίκους. Βρίσκονται ήδη κάθοδόν, προερχόμενοι απ’ όλες τις επαρ χίες του Ράιχ, από τα βαλτικά κράτη, από τη Λιθουανία, τη Ρουμανία, τη Ρωσία και το Τυρόλο, για να ριζώσουν σε τούτη την περιοχή. Ήρθαν εδώ όλοι τους για να πο λεμήσουν έναν ανελέητο αγώνα ενάντια στην πολωνική αγροτιά».6 Στα βαλτικά κράτη οι Γερμανοί πράκτορες ζωγράφιζαν μια ειδυλλιακή εικόνα τού τι θα αντιμετώπιζαν όσοι μπάρκαραν για το Ράιχ. Προπαγανδιστικά αρθρα πε ριέγραφαν νοικοκυρεμένα κι όμως ακατοίκητα αγροτόσπιτα που περίμεναν τους νέ ους ιδιοκτήτες τους. Στην πραγματικότητα, όσοι περίμεναν να επαναπατριστούν δεν γελιούνταν και πολλοί από αυτούς γνώριζαν πολύ καλά ότι είχαν αποβληθεί οι Πο λωνοί ώστε να κάνουν χώρο γιατους ίδιους. Ο λόγος που έφευγαν δεν ήταν η συμπόρευσή τους με το ναζιστικό πρόγραμμα, αλλά ο φόβος τους να μείνουν αν έρχονταν στα πράγματα οι Σοβιετικοί. Η επίτευξη διακανονισμού με τις βαλτικές κυβερνήσεις για τα οικονομικά πήρε κάποιο χρόνο, ενώ τουλάχιστον 7.000 Γερμανοί αρνήθηκαν τελείως να φύγουν. Οι περισσότεροι όμως έφευγαν μετά χαράς και αποχώρησαν μέ σα σε δύο μήνες. Ο τρόμος για τη σοβιετική εξουσία που πλησίαζε έκανε πολλούς Λετονούς και Εσθονούς να κάνουν κι αυτοί αίτηση, ισχυριζόμενοι συχνά ότι είχαν
82
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Γερμανούς συγγενείς ή άλλες διασυνδέσεις. Ο τρόμος ήταν ακόμα μεγαλύτερος στις τάξεις των Γερμανών της Βολυνίας, που ζούσαν στην ανατολική Πολωνία. Πολλοί από αυτούς είχαν εκτοπιστεί από τις τσαρικές αρχές στα χρόνια του Πρώτου Παγκό σμιου Πολέμου και γνώριζαν από πρώτο χέρι τις εκτοπίσεις της δεκαετίας του 1930 από τις σοβιετικές μεθοριακές ζώνες. Όταν έφτασε η είδηση ότι θα μετοικούσαν και αυτοί, η χαρά τους ήταν απερίγραπτη. Όταν, στα τέλη του Δεκεμβρίου, έφυγαν οι πρώτες ομάδες, τρεις μήνες σοβιετικής εξουσίας είχαν αυξήσει τον πόθο τους να αποχωρήσουν. Μάλιστα, πολλοί μη Γερμανοί -ανάμεσά τους Πολωνοί, Ουκρανοί, ακόμα και Εβραίοι- διακινδύνευαν τη ζωή τους εκλιπαρώντας να τους περιλάβουν σ’ εκείνες τις φάλαγγες: έγιναν δεκτοί λιγοστοί Ουκρανοί και Πολωνοί* Εβραίοι, όχι.7 Τα πλοία από τη Βαλτική προσορμίστηκαν σε λιμάνια της Δυτικής Πρωσίας στα μέσα Οκτωβρίου, με μπάντες να παιανίζουν και λόγους να γιορτάζουν την «παλιννόστηση» των νιόφερτων. Την ώρα πουομάδεςτης Νεολαίας Χίτλερ ανέμιζανσημαίες καλωσορίζοντάς τους, «άγριες» εξώσεις εκκένωναν στα γρήγορα^διαμερίσματα γι’ αυτούς και πετούσαν έξω τους Πολωνούξ ι&οκτήτ^ το υ ς. Τα θύματα μό λις που είχαν χρόνο να φτιάξουν τη μοναδική βαλίτσα που τους επιτρεπόταν να πά ρουν μαζί τους, μαζί με τη μοναδική αλλαξιά εσώρουχα, φαγητό και 200 ζλότι ο κα θένας. Διωγμένη από την Γκντύνια, η κ. Γι. Κ. θυμόταν πως οι Γερμανοί χωροφύλα κες που της έδωσαν λίγες ώρες καιρό για να φύγει της είπαν «πως όχι μόνο πρέπει να είμαι έτοιμη, αλλά και πως έπρεπε να σκουπίσω το διαμέρισμα, να πλύνω τα πιά τα και ν’ αφήσω τα κλειδιά στις ντουλάπες, ώστε οι Γερμανοί που θα ζούσαν στο σπίτι μου να μην έχουν προβλήματα». Αυτή και άλλοι που βρέθηκαν στην ίδια θέση μεταφέρθηκαν έπειτα στη Γενική Κυβέρνηση μέσα σε ανοιχτά βαγόνια, με μόνο άχυρα για να μην ξεπαγιάσουν.8 Τα κύρια θύματα αυτού του προγράμματος έξωσης και εκδίωξης ήταν οι Πολω νοί. Άλλαξε όμως εξαιτιας του και η μοίρα των Εβραίων της Πολωνίας. Από τότε που έγινε η εισβολή, διάλεγαν συστηματικά αυτούς για τιμωρίες και ταπεινώσεις. Τα εβραϊκά μαγαζιά και σπίτια γίνονταν στόχος των Γερμανών στρατιωτών καθώς περνούσαν από μπροστά, οι δε αξιωματικοί της Γκεστάπο τούς έβαζαν να «καθαρί ζουν» τις δημόσιες πλατείες και δρόμους, σάμπως για να ισοφαρίσουν τη ρυπαντική τους παρουσία. Το Τρίτο Ράιχ είχε μετατρέα^ Γερμανούς νεοσύλλεκτους σε ένθερμους αντισημίτες που διασκέδαζαν να σπάνε πλάκα δημοσίως με αυτούς τους «εχθρούς της φυλής>>7 ξυρίζοντάς τθυς τα γένια ή δένοντάς τους τα-χέρια όταν δεν χαιρετούσαν αρκετά γρήγορα. Παρά την έξαρση των οργανωμένων αντιεβραϊκών βιαιοτήτων στην Πολωνία πριν από τον πόλεμο, πολλοί Πολωνοί χρειάστη καν χρόνο ώσπου να καταλάβουν το νέο ήθος και να αντιληφθούν ποιος το προω θούσε. «Κάθε είδους ωμότητα πρέπει να γίνεται ανεκτή», έλεγε ένας Γερμανός ταγ ματάρχης στους νεοσύλλεκτους Πολητνούς αστυνομικούς τον Οκτώβριο του 1939,
Ο ΔΙΑΜΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΩΝΙΑΣ
83
Ωστόσο για τους «ειδήμονες επί των Εβραίων» του Ράιχ, η κατάκτηση της Πολω νίας περιέπλεκε απίστευτα το έργο τους. Από το 1933 έως το 1939 οι πολιτικές ανα γκαστικής αποδημίας που είχαν εφαρμόσει είχαν συρρικνώσει τον εβραϊκό πληθυ σμό του Ράιχ κάτω από το μισό, από τις 503.000 στις 240.000. Και παρόλο που οι κα τακτήσεις του 1938 και του 1939 υπήγαγαν νέες περιοχές με Εβραίους κατοίκους στο χώρο ευθΰνης τους -180.000 Εβραίους στην Αυστρία, 85.000 στην πρώην Τσεχο σλοβακία·, η ίδια πολιτική είχε φέρει τα αποτελέσματά της και εκεί, και οι μισοί πε ρίπου από αυτοΰς είχαν επίσης φύγει με τη θέλησή τους ή με το ζόρι, λόγω των επι χειρήσεων του Άιχμαν. Τον Σεπτέμβριο του 1939 η μεγάλη πλειονότητα των 400.000 προσφυγών που είχαν εγκαταλείψει τη Μεγάλη Γερμανία από το 1933 και μετά ήταν Εβραίοι (δυστυχώς γι’ αυτοΰς, σχεδόν οι μισοί παρέμειναν στην Ευρώπη, γιατί οι ευκαιρίες για μετεγκατάσταση των προσφυγών εκτός ηπείρου λιγόστευαν συνε χώς).10Η Πολωνία άλλαξε εντελώς την εικόνα. Οι Γερμανοί βρέθηκαν τώρα -χωρίς να έχουν προνοήσει στο ελάχιστο-να έχουν στην ευθύνη τους περισσότερους από δύο εκατομμύρια Πολωνοεβραίους, τον τρίτο μεγαλύτερο εβραϊκό πληθυσμό του κόσμου μετά τις ΗΠΑ και την Ε.Σ.Σ.Δ. και σχεδόν δέκα φορές μεγαλύτερο από εκείνόν του Παλιού Ράιχ. Χτυπημένοι από αυτό το αναπάντεχο πρόβλημα, ο Χίμλερ και ο Χάυντριχ θέλη σαν να το κάνουν να εξαφανιστεί το γρηγορότερο δυνατόν. Πρότειναν να επικε ντρωθούν οι προσπάθειες στα νεοενσωματωμένα εδάφη της δυτικής Πολωνίας ώστε να γίνουν ]υάβπΓ6ίη* μέσα σε τέσσερις μήνες, με την απέλαση ολόκληρου του εβραϊκού πληθυσμού τους προς τα ανατολικά. Όταν ο Στάλιν προσφέρθηκε να με ταβιβάσει την περιφέρεια του Λούμπλιν στη Γενική Κυβέρνηση, άνοιξε την προο πτική να δημιουργηθεί μια «αποκλειστική περιοχή Εβραίων» στη νέα μεθόριο με την Ε.Σ.Σ.Δ.11 Αυτό έδωσε φτερά στη φαντασία του Άντολφ Άιχμαν, του ειδικού της 5Ό επί της «εβραϊκής αποδημίας», και πρότεινε να τσουβαλιαστούν εκεί και οι υπό λοιποι Εβραίοι της Αυστρίας και των τσεχικών περιοχών.12 Κι όμως, μόλις πέντε τρένα γεμάτα Εβραίους είχαν σταλεί σ’ ένα μικρό προσω ρινό στρατόπεδο πάνω στον ποταμό Σαν, και ο Χίμλερ αναγκάστηκε να ακυρώσει όλη την επιχείρηση. Οι φυλετικοί πολεμιστές καταλάβαιναν τώρα πως τα αντιεβραϊκά αισθήματα δεν ήταν η μόνη δύναμη που διείπε τη γερμανική κατοχική πολιτική. Ο Χανς Φρανκ είχε γίνει έξαλλος με την ιδέα ότι η Γενική Κυβέρνησή του θα έπρε πε να στεγάσει την εβραϊκή αποκλειστική περιοχή για το Ράιχ και τα νέα του εδάφη. Και ο Χίτλερ ανησυχούσε στη σκέψη ότι θα εγκαθιστούσε μεγάλους αριθμούς Εβραίων στα ευαίσθητα σύνορα με τον Κόκκινο Στρατό. Είχε επίσης ανακύψει ένα άλλο πρόβλημα: αφότου οι πρώτες καραβιές Γερμανών της Βαλτικής είχαν φτάσει στο Ντάντσιχ, είχε γίνει φανερό πως η εκτόπιση των Εβραίων -ιδίως εκείνων της Βιέννης και του Προτεκτοράτου- δεν θα απελευθέρωνε τα ακίνητα που χρειάζο νταν οι Γερμανοί μετανάστες στη δυτική Πολωνία. Με χιλιάδες μειονοτικούς Γερ
84
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
μανούς υπό μετακίνηση και με τα μεταφορικά μέσα να δουλεύουν στα όρια των δυ νατοτήτων τους, η απόφαση του Χίτλερ να «σταθεροποιήσει τη Γερμανοσυγη>>_στη δυτική Πολωνία προηγούνταν έναντι των σχεδίων απέλασης των Εβραίων από το Μεγάλο Γερμανικό Ράιχ.13 Δεδομένου ότι υπήρχαν σχεδόν εννέα εκατομμύρια Πολωνοί στη δυτική Πολω νία και μόλις 603.000 Εβραίοι, δεν είχε νόημα να δοθεί προτεραιότητα στην εκ δίωξη των δεύτερων, όπως ζητούσε ο Χίμλερ. Το πρόγραμμα εκγερμανισμού στό χευε στην εγκατάσταση των νιόφερτων -ασχέτως παλιού επαγγέλματος- στη γη* όμως οι Εβραίοι της δυτικής Πολωνίας ήταν κατά κύριο λόγο αστοί. Ζούσαν, με δυο λόγια, σε λάθος τόπους. Και δεν ήταν μόνο σε αυτό το στρατηγικό επίπεδο όπου οι εκτοπίσεις έδειχναν να έχουν αστοχήσει. Τα αρχικά μπλόκα είχαν ήδη αποστερήσει τους αγρότες από εργάτες και τις πόλεις από απελπιστικά χρειαζού μενους ειδικευμένους μαστόρους και Πολωνούς δημόσιους υπαλλήλους. Μέσα σε λίγους μήνες, οι αντίζηλοι του Χίμλερ άρχισαν να μουρμουρίζουν ότι οι σχεδιασμοί του ήταν δογματικοί, άσχημα καταστρωμένοι και επιζήμιοι για τηγερμανική πολεμική προσπάθεια. Ένας από τους πρώτους και ενοχλητικότερους διαφωνούντες ήταν ο νεαρός γκαουλάιτερ του Ντάντσιχ-Δυτικής Πρωσίας Άλμπερτ Φόρστερ, μέλος των ναζί από παλιά και άνθρωπος που ο λόγος του είχε πέραση στον ίδιο τον Χίτλερ. Ο Φόρ στερ είχε διευθύνει τον ναζιστικό κομματικό μηχανισμό στο Ντάντσιχ επί χρόνια, και ο διορισμός του ως γκαουλάιτερ του έδωσε «δουκική εξουσία» στην περιοχή, όπως τη χαρακτήρισε με απελπισία ένα στέλεχος του Υπουργείου Εσωτερικών. Πα ρά το ότι, σαν επίτιμος αξιωματικός των δδ που ήταν, ο Φόρστερ υπαγόταν ιεραρχι κά στον Χίμλερ, αρνήθηκε να επιτρέψει στις φυλετικές πολιτικές του Χίμλερ να κα θορίσουν τη δική του προσέγγιση. Οι πολωνικές παράκτιες πόλεις της επαρχίας του ήταν οι πρώτες που είχαν εκκενωθεί. «Άγριες», όπως τις ονόμαζαν, και στη συνέ χεια πιο οργανωμένες εξώσεις Πολωνών τις είχαν μετατρέψει σε πόλεις-φαντάσματα, το δε ωραίο είναι ότι είχαν προκαλέσει το μαρασμοτου ίδιου. ιοιιλιμανιοΰ του Ντάντσιχ - για το οποίο υποτίθεται ότι είχε ξεχινήαε ι ολο^απόλεμος. Η αντι κριστή πολωνική Γκντύνια είχε μετονομαστεί σε Γκότενχάφεν. Μετά όμως την εκ δίωξη των κατοίκων της στις 16 Οκτωβρίου, έπρεπε να λέγεται «Τότενχάφεν» (Λι μάνι των Νεκρών), σύμφωνα μ’ έναν Σουηδό δημοσιογράφο που περιέγραφε το πώς μόλις 17 χιλιάδες εισερχόμενοι Γερμανοί της Βαλτικής θα αντικαθιστούσαν, υποτίθεται, τους 130.000 αρχικούς κατοίκους της πόλης. Το λιμάνι λίμνασε, τα μη χανήματα μαζεύτηκαν και επιτάχθηκαν, και μονάχα τα άδεια διαμερίσματα και τα έπιπλα που άφησαν πίσω τους οι Πολωνοί απέμεναν για τσιμπολόγημα. Ο Φόρστερ δεν μπορούσε να κάνει τη δουλειά του και σύντομα έβαλε τέρμα στις εξώσεις. Μουρμουρίζοντας ότι δεν ήθελε γέρους ή «πλουτοκράτες», επέτρεψε σε μόλις 12.000 Γερμανούς της Βαλτικής να παραμείνουν· άλλοι 50.000 έπρεπε να τραβή
Ο ΔΙΑΜΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΩΝΙΑΣ
85
ξουν νότια. Μετά από αυτό, πολύ λιγότεροι Πολωνοί εκτοπίστηκαν από το γκάον του Φόρστερ απ’ ό,τι από το Βάρτεγκαου, και πολύ λιγότεροι Γερμανοί πήραν την άδεια να εγκατασταθούν εκεί. Θεωρώντας τούς εποίκους ενεργούμενα του Χίμλερ, ο Φόρστερ εξαίρεσε την περιοχή του από την όλη μετοικιστική πολιτική. Με τον Χίτλερ απρόθυμο να παρέμβει, ο Χίμλερ δεν μπορούσε να κάνει άλλο από το να βγάζει καπνούς από τα αφτιά του.14 Η στάση του παλαιόθεν αντιζήλου και εχθρού του Φόρστερ, του Άρτουρ Γκράιζερ, δύσκολα θα μπορούσε να είναι πιο αντίθετη. Και τους δύο άντρες τούς είχε διο ρίσει ο Χίτλερ ταυτόχρονα, αλλά ο Γκράιζερ έλπιζε να κάνει το γιγάντιο Βάρτεγκάου του πρότυπο του νέου φυλετικού πολέμου. Τα προγνωστικά ήταν εναντίον του, γιατί από τον προπολεμικό πληθυσμό των 4,9 εκατομμυρίων ανθρώπων του Γκάον, τα 4,2 εκατομμύρια ήταν Πολωνοί και οι 435.000 ήταν Εβραίοι. Μόλις 325.000 -λιγότεροι από το 10 τοις εκατό του συνόλου- ήταν Γερμανοί το γένος. Αυτό σήμαινε πως ο εκγερμανισμός έπρεπε είτε να εγκαταλειφθεί είτε να επιδιωχθεί ως το τέλος με ακραίο καταναγκασμό. Ο Γκράιζερ δεν άφησε καμιά αμφιβολία για το ποια λύ ση προέκρινε. Ενστερνίστηκε τα σχέδια του Χίμλερ, κι έτσι στο Βάρτεγκαου τα δδ έβαλαν σε εφαρμογή το λεγόμενο Πρώτο Βραχυπρόθεσμο Σχέδιό τους τον Δεκέμ βριο του 1939, που ήταν και η πραγματική αρχή της συστηματικής εθνοκάθαρσης. Παρα τον χειμωνιάτικο καιρό, ο Χάυντριχ ήθελε να προχωρήσει -128.000 εθνοτικοί Γερμανοί ήταν κάθοδόν, προερχόμενοι από την ανατολική Πολωνία-, και περισσό τερα από 87.000 θύματα -Πολωνοί κυρίως- στοιβάχτηκαν αγεληδόν σε τρένα με κα τεύθυνση τη Γενική Κυβέρνηση. Συχνά τους λήίπχυανκαιτουςξυλοκοπούσαντα ίδια τα όργανα που είχαν αναλάβειτην εκδίωξή τουςικαποιοχ πέθαναν από το κρύο στη διαδρομή. Αλλά για τον Χίμλερ αυτό ήταν μονάχα το πρώτο βήμα ενός συνολι κότερου προγράμματος εκτοπίσεων.15 Δυστυχώς για την υπόληψη των δδ, οι απελάσεις του Δεκεμβρίου δεν κύλησαν καθόλου ομαλά. Ακόμα και ο νομιμόφρων Γκράιζερ άσκησε κριτική. Η α:στυνομία έπρεπε να είχε εντοπίσει τα άτομα που θεωρούνταν επικίνδυνα για την ασφάλεια ή που η απέλασή τους θα παρείχε στέγη και ευκαιρίες εργασίας στους νιόφερτους με τανάστες, Μα της Γκεστάπο τής είχε παραπέσει ο δελτιοκατάλογος των Πολωνών διανοουμένων και δεν τον έβρισκε* η δε αστυνομία του Ουτζ είχε συμπληρώσει τα νούμερα βάζοντας στο στόχαστρο μια εβραϊκή γειτονιά της πόλης και θέτοντας υπό κράτηση 7.000 Εβραίους μέσα σε λιγότερο από έξι ώρες. Το αποτέλεσμα της πρε μούρας τους ήταν ότι δεν είχαν τους απαραίτητους χώρους για να καταγράψουν ή να ανακρίνουν τους Εβραίους, αναγκάζοντας έτσι «ανθρώπους με παιδιά να στέκο νται για ώρες μέσα στο κρύο και το ανεμόχιονο», όπως ανέφερε απογοητευμένος ο δδ-8ίιιηη1)Ηηηίϋ1ΐΓ6Γ Ρίχτερ. Άλλες εκτοπίσεις αναστάλθηκαν γιατί τα τοπικά στρα τόπεδα κράτησης είχαν ήδη καπαρωθεί για τους εισερχόμενους Γερμανούς της Βαλτικής. Μερικοί εκτοπισμένοι είχαν ισχυριστεί ότι στην πραγματικότητα ήταν
86
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Γερμανοί το γένος, και η έλλειψη σωστών διαδικασιών εξέτασης έκανε την δϋ να ανησυχεί μήπως πράγματι ήταν.16 Οι οικονομικές επιπτώσεις από την εκτόπιοη των λάθος ανθρώπων ήταν εξαιοετικά ανησυχητικές. Οι ήδη λειψά επανδρωμένοι τοπικοί σιδηρόδρομοι, λόγου χάρη, χρησιμοποιούσαν 12.000 Πολωνούς και 4.200 Γερμανούς. Οι διοικητές των σιδηρο δρόμων ζητούσαν επίμονα αναβολή για τους Πολωνούς και να ενημερώνονται έγκαιρα για κάθε σχέδιο εκτόπισης του προσωπικού τους, προειδοποιώντας ότι οποιαδήποτε ξαφνική εκδίωξη θαήταν«αβάσταχτη για την πολεμική οικονομία και θα μπορούσε να διακυβεΰσει τις διάφορες μεγάλης κλίμακας πληθυσμιακές4Αετα^ίνήσεις».17 Ο Χανς Φρανκ και το επιτελείο του στη Γενική Κυβέρνηση διαμαρτύρο νταν ακόμα πιο έντονα. Έπρεπε να τα βγάλουν πέρα μ’ ένα χείμαρρο από απένταρους νεοφερμένους, που τους έσπρωχναν από την άλλη μεριά των συνόρων, και έβλεπαν μπροστά τους την προοπτική του ερχομού ενός εκατομμυρίου Πολωνών και Εβραίων μέσα σε λίγους μήνες. Δεν πήγαινε άλλο, ιδίως ενόψει της σχεδιαζόμενης επίθεσης εναντίον της Γαλλίας, που πολλοί φοβούνταν ότι δεν θα τελείωνε γρήγορα. Για να τα βάλει με τον Χίμλερ, ο Φρανκ εξασφάλισε τη στήριξη του πολύ ισχυρότε ρου Χέρμαν Γκαίρινγκ, ο οποίος (την ίδια στιγμή που οι άντρες του λεηλατούσαν την οικονομία της χώρας) ανησυχούσε για το χάος που μπορούσαν να προκαλέσουν οι τεράστιες αυτές μετακινήσεις πληθυσμών. Έβαλε επίσης το λιθαράκι του και ο στρα τός. Σε μιαν ασυνήθιστα ειλικρινή δήλωση που οδήγησε τελικά στην απόλυσή του, ο στρατηγός φον Μπλασκόβιτς, διάδοχος του Ρούντστετ στη θέση του διοικητή της Πο λωνίας, διαμαρτυρήθηκε για την τόση μυωπία όλης αυτής της κτηνώδους πολιτικής: Είναι άστοχο να σφάζονται δεκάδες χιλιάδες Εβραίοι και Πολωνοί, όποκ ουμβαίνει αυτή τη στιγμή* γιατί είναι τόσο μεγάλος ο πληθυσμός τους, ώστε οΰτε η ιδεα τού πολωνικού κράτους οΰτε οι Εβραίοι θα εξαλειφθοΰν με αυτό τον τρόπο... Αν τα υψηλόβαθμα στελέχη των δδ και της αστυνομίας απαιτούν πράξεις βίας και αγριό τητας και τις επαινούν δημόσια, τότε, σε πολΰ λίγο χρόνο, θα βρεθούμε μπροστά στο νόμο των κακούργων... Το πρόγραμμα μετοίκησης προξενεί ιδιαίτερη και αυ ξανόμενη δυσαρέσκεια σε όλη τη χώρα. Είναι φανερό πως ο πληθυσμός που λιμο κτονεί και αγωνίζεται για την επιβίωσή του μοιραία παρακολουθεί με τη μεγαλύτε ρη ανησυχία το πώς οι μάζες εκείνων που μετεγκαθίστανται αφήνονται να βρουν καταφύγιο ανάμεσά του εντελώς άπορες και, τρόπον τινά, γυμνές και πεινασμένες. Είναι απολύτως εύλογο ότι τα αισθήματα αυτά φτάνουν σε κορύφωση ανεξέλε γκτου μίσους, για τον αριθμό των παι&υίινπουπεθαίναυ^ σε κάθε με ταφορά και για τα βαγόνια με τους πεθαμένους από το κοΰο. Η ιδέα ότι μπορεί κα νείς να ενσπείρει το φόβο στον πολωνικό πληθυσμό με την τρομοκρατία και να του το τονίζει κιόλας θα αποδειχθείτο δίχως άλλο λανθασμένη.18
Ο Χίτλερ έγινε έξω φρενών, αλλά δεν μπορούσε να αγνοήσει ανησυχίες που προέρ χονταν από τόσο ισχυρούς κύκλους. Η τελική αναμέτρηση έλαβε χώρα σε μια διά-
Ο ΔΙΑΜΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΩΝΙΑΣ
87
σκέψη που συγκάλεσε ο Γκαίρινγκ στο κτήμα του, το Κάρινχαλ, στις αρχές του 1940. Ο Φρανκ ζήτησε να σταματήσουν αμέσως οι απελάσεις: η αποβολή δεκάδων, ακόμα και εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων προς την Ανατολή ήταν απλώς αδύνατη με τον πόλεμο να συνεχίζεται* με τη σιδηροδρομική υποδομή, το αστυνομικό προσωπι κό και τα κτίρια να χρησιμοποιούνται όλα στο εκατό τοις εκατό, προκαλοΰσε ανυ πέρβλητες δυσλειτουργίες. Ο Γκαίρινγκ τον υποστήριξε: η συγκομιδή στα ενσωμα τωμένα εδάφη θα απαιτούσε Πολωνούς εργάτες γης, και δεν έστεκε να απαλλαγούν τώρα από αυτούς. Γι’ αυτό, εξέδωσε απόφαση: δεν θα γίνονταν άλλες αποβολές χω ρίς να ενημερωθεί προηγουμένως ο Φρανκ, και στις 11. Μαρτίου ο Χίμλερ ανήγγει λε με βαριά καρδιά ότι η πολιτική των απελάσεων είχε ανασταλεί. Μια από τις συνέπειες ήταν ότι τα βάσανα των Εβραίων της δυτικής Πολωνίας χειροτέρεψαν κατά πολύ, καθώς βρέθηκαν παγιδευμένοι μέσα σε γκέτο που αρχικά αποτελούσαν προσωρινές μονάχα λύσεις πριν από την απέλαση τους. Η ιδέα του αναγκαστικού εγκλεισμού των Εβραίων σε γκέτο υπήρχε ανέκαθεν, αλλά την πρωτο βουλία υλοποίησής της την έπαιρναν συνήθως οι τοπικές αρχές. Τα στελέχη του Γκράιζερ στο Ουτζ, όπου βρισκόταν η μεγαλύτερη εβραϊκή κοινότητα του Βάρτεγκα ου, ήταν οι πρώτοι που έχτισαν γκέτο μόλις αντιλήφθηκαν ότι η άμεση απέλαση δεν ήταν δυνατή* η ανέγερσή του άρχισε τον Φεβρουάριο του 1940 και τελείωσε τον Απρίλιο, και το γκέτο αυτό έγινε το πρότυπο για άλλες πόλεις, καθώς και οιονεί του ριστικό αξιοθέατο. Την ίδια περίπου περίοδο κτίστηκαν και άλλα στο Βάρτεγκαου.19 Εκείνο τον Ιούλιο, η αναστολή των απελάσεων άρχισε να ανησυχεί τις αρχές του Βάρτεγκαου. Με περισσότερους από 160.000 ανθρώπους μέσα στο γκέτο του Ουτζ, που δεν είχε ούτε τρεχούμενο νερό ούτε σύστημα υπονόμων σε λειτουργία, άρχισε να διαγραφεται στα σοβαρα η πιθανότητα να εκδηλωθεί κρίση στη δημόσια υγεία και να περάσει στην υπόλοιπη πόλη. Ο Γκράιζερ προειδοποίησε τον Φρανκ ότι «θα δημιουργούνταν αφόρητη κατάσταση αν κρατούσαμε αυτούς τους Εβραίους στοι βαγμένους όλους μαζί μέσα στο γκέτο και το χειμώνα». Πίστευε ότι θα είχαν φύγει έως τον Οκτώβριο, και ο αρχηγός της αστυνομίας του θύμισε στον Φρανκ ότι το γκέ το είχε στηθεί «υπό τον όρον ότι η απέλαση των Εβραίων θα ξεκινούσε στα μέσα του χρόνου το αργότερο». Τον Φρανκ δεν τον ένοιαζε. Όπως ο Γκράιζερ ήθελε να κάνει την περιοχή του «ελεύθερη Εβραίων», έτσι κι αυτός ήθελε τη δική του πρω τεύουσα, την Κρακοβία, ]\ιάετιϊτεί ως τα τέλη του έτους, και το μόνο δα που του έλει πε ήταν να του προσθέσει ο Γκράιζερ τους δικούς του Εβραίους. Έτσι κι αλλιώς, ο Χίμλερ είχε ματαιώσει όλες τις μεταφορές Εβραίων ανατολικά προς τη Γενική Κυ βέρνηση λίγο μετά την πτώση της Γαλλίας, καθώς είχε μάθει για νέα πιθανή λύση στο «εβραϊκό πρόβλημα» της ανατολικής Ευρώπης - την κατασκευή μιας μαζικής αποκλειστικής περιοχής Εβραίων στη γαλλική αποικία της Μαδαγασκάρης.20 Το καλοκαίρι του 1940 η εικόνα θα πρέπει να ήταν ότι τα σχέδια του Χίτλερ για μια νέα φυλετική τάξη πραγμάτων στην Πολωνία είχαν τελειώσει σχεδόν μόλις είχαν αρχί
88
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
σει. Παρά τις εκτοπίσεις, η μεγάλη πλειονότητα των μη Γερμανών κατοίκων .στα προσαρτημένα εδάφη παρέμενε εκεί όπου βρισκόταν.21 Δεν ήταν όλοι της γνώμης ότι η ιστορία αυτή ήταν σκέτη αποτυχία. Για ένα από τα αφεντικά της μετοίκισης, ήταν καθ’ όλα εντυπωσιακό που η Γερμανία είχε μετοι κίσει περισσότερους εποίκους σε ένα χρόνο -και μάλιστα σε καιρό πολέμου- απ’ όσους είχε καταφέρει να μετοικίσει η Βασιλική Πρωσική Επιτροπή Αποικισμοΰ σε είκοσι οκτώ χρόνια. Οι άντρεςτου Χίμλερ είχαν εγκαταστήσει τους εθνοτικούς Γερμανούς σε περισσότερα από έξι στρατόπεδα υποδοχής και τους είχαν παράαχει στρώ ματα και άχυρο, στάβλισμα, φαγητό και εξαιρετική ιατρική φροντίδα. Είχαν ιδρυ θεί σχολεία για τα παιδιά τους και είχαν θεσπιστε£μαθήματα γλώσσας για όσους εί χαν ξεχάσει τα γερμ α νικ ά Ο ίδιος ο Γκράιζερ καμάρωνε για την παραγωγικότητα του Βάρτεγκαου, την υποδειγματική απόδοση της γεωργίας με μια εξαίρετη σοδειά, για τον τρόπο, εν ολίγοις, με τον οποίο είχε βάλει τέρμα «στο ατυχές κεφάλαιο της γερμανικής ιστορίας που αποτυπωνόταν στην έκφραση “Λαός χωρίς Χώρο”».22 Ακόμα κι έτσι, όσοι αστυνόμευαν τα νέα εθνολογικά σύνορα της Γερμανίας εί χαν λόγους να ανησυχούν. Υπήρχε το αδιέξοδοτης εβραϊκής πολιτικής, καθώς και φόβοι για το κόστος που συνεπαγόταν η γκετοποίηση στην οικονομία, την υγεία και την ασφάλεια. Άλλοι 275.000 μειονοτικοί Γερμανοί θα έπαιρναν σύντομα το δρόμο για τη Δύση, εξαιτιας της σοβιετικής προέλασης εκείνου του καλοκαιριού στην πρώ ην ρουμανική Βεσαραβία και Μπουκοβίνα* το πιο πιθανό ήταν ότι θα έπρεπε να τους κρατήσουν κι αυτούς επ’ αόριστον σε προσωρινά στρατόπεδα. Το Βάρτεγκαου ήταν ήδη γεμάτο μειονοτικούς Γερμανούς που μουρμούριζαν ότι τους είχαν στο πε ρίμενε για μετεγκατάσταση από την αρχή του χρόνου, και ο Χίμλερ επισκέφθηκε αυτοπροσώπως ένα στρατόπεδο κοντά στο Ουτζ, σε μια προσπάθεια να τους ηρεμή σει. «Πρέπει να καταλάβετε ότι θα πρέπει να περιμένετε», τους είπε. «Για να πάρε τε το κτήμα σας, πρέπει πρώτα να πεταχτειχξω ένας βρομοπαλωνος. Συχνά είναι τέ τοια αχούρια, που πρέπει πρώτα να επισκευάσουμε τα κτίρια ή να ενώσουμε τα κτή ματα... Το καλοκαίρι θα περπατατε στην καινούργια σαςγη».23 Ο αργός ρυθμός του προγράμματος μετεγκατάστασης γεννούσε λοιπαν^δυσαρέσκεια σε όλους τους εμπλεκόμενους. Η Ασφάλεια ανησυχούσε για την απειλή που συνιστούσαν οι ίδιοι οι Πολωνοί και φοβόταν μια ανταρσία. Παρατήρησε ότι οι Πολωνοί είχαν αρχίσει να περιμένουν τις εκκενώσεις και έδειχναν να ξέρουν πότε θα γίνονταν. (Δεν ήταν δύσκολο να το μάθουν. Χρειάστηκε κάποιος χρόνος ώσπου να καταλάβουν οι Γερμανοί πως η εμφάνιση των αρμοδίων για την απέλα ση, που σημάδευαν τα σπίτια με κιμωλία, έστελνε ένα απολύτως σίγουρο σήμα ότι θα ακολουθούσε απαλλοτρίωση). Όταν κατέφταναν οι αρχές για να δημεύσουν τα αγροτόσπιτα των Πολωνών, οι ιδιοκτήτες τους είχαν ήδη γίνει άφαντοι, διογκώνο ντας τις τάξεις ενός πλάνητα πληθυσμού που μπορούσε, μόλις έμπαινε ο_χειμώνας, να στραφεί στις ληστείες. Στα τέλη του 1940, υπολογίζεται ότι 35.000 Πολωνοί
Ο ΔΙΑΜΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΩΝΙΑΣ
89
ήταν ςρυγάδες. Το σφράγισμα των συνόρων με τη Γενική Κυβέρνηση δεν φαινόταν να βοηθάει.24 Όσο για τους νιόφερτους, το μουρμουρητό με το οποίο είχαν υποδεχθεί τον Χίμ λερ ήταν μονάχα η κορυφή του παγόβουνου. Μερικοί από αυτούς ένιωθαν πως τους είχαν παραπλανήσει ώστε να έρθουν, και δεκτούς άρεσε ο τρόπος που τους φέρονταν στα στρατόπεδα μετεγκατάστασης, ούτε το νταϊλίδικο και ξερολίστικο ύφος των αρμοδίων που τους είχαν αναλάβει. Ακόμα κι όταν τους έδιναν περιουσίες, κά ποιοι λίγοι έλεγαν πως δεν ένιωθαν καλά που έπαιρναν κάτι που ανήκε σε άλλους, ενώ άλλους τούς απασχολούσε περισσότερο η ρημαγμένη κατάσταση των περιου σιών και η απομόνωση που ένιωθαν. Επιπλέον, η πολιτική και η σεξουαλική συμπε ριφορά τους παρέμενε υπό αυστηρή παρακολούθηση και, αν προκαλούσαν προβλη ματισμό στις αρχές, η περιουσία τους μπορούσε να δοθεί σε άλλους. Η έντονη πίεση την οποία δέχονταν προκειμένου να αποβάλουν τα παλιότερα αισθήματα αφοσίω σης που ένιωθαν προς τις περιοχές προέλευσής τους και τις θρησκευτικές παραδό σεις τους ήταν άλλη μια πηγή εντάσεων και ένας από τους λόγους που έκαναν τους ναζί στο Βάρτεγκαου να ξεκινήσουν ισχυρήαντιεκκλησιαστική καμπάνια. Οι δυ σχέρειες αυτές αναφέρονταν, κι έτσι στέλνονταν κοινωνικοί λειτουργοί, αλλά κι αυ τοί συχνά απλώς επιδείνωναν την κατάσταση* οι Γερμανοί του Ράιχ δεν μπορούσαν να βοηθήσουν, απ’ ό,τι φαίνεται, παρά μιλούσαν για τους μειονοτικούς Γερμανούς μειωτικά και αλαζονικά - πως ήταν «υλικά εποικισμού» ή «αφελείς, σαν μεγάλα παιδιά στην ουσία». Καθώς οι σχέσεις μεταξύ εποίκων και αρχών άρχισαν να ξινί ζουν, υπήρξαν διαμαρτυρίες και συλλήψεις και μερικοί απλά εγκατέλειψαν τα κτή ματα πει να δουλεύουν και επέστρεψαν στα στρατόπεδα.25 Στη Γενική Κυβέρνηση, εκείνο που έδωσε,στους Γερμανούς τη δυνατότητα να δεί ξουν το αληθινό τους πρόσωπο ήταν η νίκη εναντίον της Γαλλίας. Έως την άνοιξη, η μοίρα της περιοχής προσδιοριζόταν ακόμα λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς αντι δράσεις. Ο λόγος ήταν για μια δυνάμει πολωνική εθνική εστία, όπου «οι Πολωνοί... θα βρίσκονται υπό γερμανική κρατική κυριαρχία αλλά όχι ως Γερμανοί πολίτες, και θα αποκτήσουν μια προστατευμένη περιοχή εδώ». Μόλις όμως ήρθε η νίκη στη Δύ ση και οι τελευταίες πιθανότητες γενικής ειρηνευτικής διάσκεψης εξανεμίστηκαν, άρχισε να γίνεται φανερό ως πού έφταναν οι φιλοδοξίες του Χίτλερ. Είπε στον Φρανκ ότι η Γενική Κυβέρνηση θα συνδεόταν πολύ πιο στενά με το ίδιο το Ράιχ και θα χρησίμευε ως «εφεδρεία εργατικού δυναμικού» για τη Γερμανία. Έπαψε να γί νεται λόγος για «πολωνική εθνική εστία». Υπό «την απόλυτη ηγεσία του γερμανικού έθνους», κηρύχθηκε ώριμη για εκτεταμένο εκγερμανισμό του «εντελώς γερμανικού φυλετικού πυρήνα» του πληθυσμού. Στην πράξη, ο εκγερμανισμός της Γενικής Κυβέρνησης δεν μπορούσε να προκό ψει ιδιαίτερα, αφού έμενε ακόμα να γίνουν τόσο πολλά στα ενσωματωμένα εδάφη
90
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
δυτικότερα. Καταρχήν, δεν υπ4ρχανχΓχ£δόν καθόλου Γερμανοί. Το πραγματικό νόημα της νέας πολιτικής ήταν η κλιμάκωση της δολοφονικής εκστρατείας_εναντίον του πολωνικού εθνικισμού. Τον Νοέμβριο του 1939 ένα κύμα συλλήψεων διανοου μένων και προκρίτων είχε σαρώσει όλη τη χώρα. Την παραμονή της εθνικής γιορτής των Πολωνών, είχαν πιάσει ομήρους και είχαν στείλει περισσότερα από 100 μέλη του Πανεπιστημίου της Κρακοβίας στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Οράνιενμπουργκ, όπου δεκαεπτά γηραιοί καθηγητές πέθαναν. Μετά από ολιγόμηνη ανά παυλα, ήρθε δεύτερο κύμα συλλήψεων. Ο Φρανκ φοβόταν ξέσπασμα εθνικιστική*: αντίστασης ενόσω εξελισσόταν η εισβολή στη Γαλλία. Για να την προλάβει, συνέλαβε και φυλάκισε 30.000 μέλη της πολωνικής ελίτ και εκτέλεσε περισσότερους από 3.000. Η λεγόμενη Δράση ΑΒ (Ειδική Επιχείρηση Ειρήνευσης) είχε «σκοπό να απο τελειώσει με γρηγορότερο ρυθμό τη μαζα των ατίθασων αντιστασιακών πολιτικών και άλλων ύποπτων ατόμων που βρίσκονται στα χέρια μας», εκμυστηρευόταν ο Χανς Φρανκ. «Οφείλω να παραδεχθώ ανοιχτά ότι αυτό θα κοστίσει τη ζωή σε πολ λές χιλιάδες Πολωνούς... αλλά όλοι εμείς, σαν εθνικοσοσιαλιστές, έχουμε καθήκον αυτή τη στιγμή να εξασφαλίσουμε ότι δεν θα προκύψει περαιτέρω^ τον πολωνικόΑαό».26 Ο Φρανκ πίστευε πως από τη στιγμή που θα αποτέλειωνε την ελίτ, οι πολωνικές μάζες θα έμπαιναν στη γραμμή. Η λεγόμενη «διασπαστική πολιτική» του ήθελε να καταςπήσει σαφές στον Πολωνό <<εονα£όαενο>χ.<^ ^ για στόχο αυτόν, φτάνει να πειθαρχούσε στις γερμανικές εντολές. Η πασίγνωστη έλλειψη πολι τικού ρεαλισμού των Πολωνών, όπως τη χαρακτήριζε ο Φρανκ, δεν τον ανησυχούσε ιδιαίτερα* τα όποια μικρά κέντρα αντίστασης επιζούσαν μπορούσε να τα αγνοήσει, όσο παρέμεναν ασυντόνιστα. Καθώς όμως καμάρωνε για την εκλέπτυνση της στρα τηγικής του, πώς δεν του περνούσε απ’ το μυαλό ότι οι Πολωνοί δεν θα ερμήνευαν τη γερμανική εξουσία αλλιώς παρά σαν κτηνώδη, αυθαίρετη και βίαια καταπι εστική: Κατά πρώτον, αντιμετώπιζαν την καθημερινή απειλή της επίθεσης εναντίον τους και του θανάτου. Οι εκτελέσεις και οι ετσιθελικοί πυροβολισμοί παρεμεναν στην ημερήσια διάταξη. Στο Ουτζ, Γερμανοί στρατιώτες σκότωσαν έναν Πολωνό που μπήκε σε λάθος βαγόνι και ύστερα πυροβόλησαν εναντίον των περαστικών όταν αυ τοί διαμαρτυρήθηκαν, σκοτώνοντας τρεις. Άλλοι εκτελούνταν επειδή έδιναν, σε απελαυνόμενους να φάνε και να πιουν. Η συλλογική τιμωρία για κάθε πραγματική ή καθ’ υποψίαν επίθεση εναντίον Γεομανώνέγινε ο κανόνας. Επιπλέον* όλοι,οι Πολωνοί κηρύχθηκαν δυνητικαΛίπαχρεοι καταναγκαστικής εργασίας. Καθώς η έλλειψη εργατικώ^^ Γερμανίας^πιδεινωνόταν, έκαναν αίφνιδιασΏ^αΙμπλόκα στους δοόμαυς και τους £απόστελναν στο Ράιχ ή τους έβαζαν να δουλέψουν σε δρό μους και σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Οι γυναίκες αντιμετώπιζαν το φάσμα της υπηρετικής εργασίας στα σπίτια, της αγροτικής δουλειάς ή ακόμα και της υπηρεσίας σε στρατιωτικάπορνεία(κυκλοφορούσε τουλάχιστον αυτή η φήμη). Οι φυλακές και
Ο ΔΙΑΜΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΩΝΙΑΣ
91
τα στρατόπεδα εργασίας -όπως το νέο στρατόπεδο στο Άουσβιτς, που ιδρύθηκε πε ρίπου τον καιρό της Δράσης ΑΒ- σύντομα έπηξαν από κόσμο, και ο τόπος εκτελέσε ων έξω από τη Βαρσοβία, στο Παλμίρυ, έγινε διαβόητος. Τον παγερό γειμώνα του 1940-41 ο αριθμός των θανάτων αυξήθηκε τόσο γρήγορα, ώστε έπρεπε να περιμένει κανείς δύο εβδομάδες για να κάνει σε συγγενή του νεκρώσιμη ακολουθία .στις εκ κλησίες της Βαρσοβίας. Από το πλουσιότατα διακοσμημένο αρχηγείο του στο κά στρο Βέβελ της Κρακοβίας, ο Φρανκ ένιωθε πότε-πότε ότι τα πράγματα ξέφευγαν από κάθε έλεγχο. Αποτελούσε σκέτη αυταπάτη, έλεγε επίμονα, το να πιστεύει κα νείς ότι η Γενική Κυβέρνηση μπορούσε να ελεγχθεί με «εκστρατεία εξόντωσης [ΑυδΓθΐΐππ§δίο1άζυ§] των Πολωνών αγροτών και εργατών». Η δική του πρόταση όμως -συμμαχία της Γερμανίας με τους Πολωνούς εργάτες ενάντια στους «μεγαλοκαπιταλιστές» της χώρας,-που θα απόκοβε τις μάζες από την ελίτ- δεν ήταν λιγότερο εξωπραγματική.27 Οι «μεγαλοκαπιταλιστές» της Πολωνίας ήταν ένα αποκύημα της φαντασίας του Φρανκ. Στην πράξη, οι Γερμανοί είχαν βαλθεί να λεηλατήσουνσυστηματικάχην.πο λωνική οικονομία από την πρώτη στιγμή. Σαν γενικός δερβέναγας των οικονομικών του Ράιχ, ο Γκαίρινγκ έστησε ένα δίκτυο πρακτόρων που άρπαζαν όλα τα κινητά πε ριουσιακά στοίχε ία. Οι άντρες του, μαζί με τη Βέρμαχτ και αργότερα τα δδ, αναλάμ βαναν τα ηνία των πολωνικών εταιρειών. Απαλλαγμένοι απ’ όλα σχεδόν τα νομικά εμπόδια και ενθαρρυνόμενοι να εκμεταλλευτούν τη χώρα και τους πόρους της για τους δικούς ταυςσκοπούς, πολλοί Γερμανοί εύλογα δυσκολεύονταν να διακρίνουν πού τελείωνε η «οργάνωση» και πού άρχιζε η λεηλασία. Καθώς τα στελέχη έκαναν στον εαυτό τους δώρο οτιδήποτε τους γυάλιζε, η διαφθορά άρχισε να διαβρώνει το κύρος της ίδιας της τάξης των Γερμανών επισήμων, βάζοντας σε κίνδυνο τις προ σπάθειες του Φρανκ να φτιάξει μια πρότυπη «αποικιακή διακυβέρνηση» που θα έκανε τη Γενική Κυβέρνηση αυτάρκη. Οι «άγριες επιτάξεις» έπρεπε ναελεγχθούν, τόνιζε στις αρχές του 1940, γιατί αλλιώς ο σεβασμός των Γερμανών για την ιδιοκτη σία θα εξαφανιζόταν εντελώς. Όπως εξελίσσονταν τα πράγματα, «η έκφραση “ορ γανώνω” σημαίνει κλοπή και ληστεία». Ανήσυχος περισσότερο για τα ζώα παρά για τους ανθρώπους, σημείωνε θορυβημένος ότι ο αριθμός των αγελάδων, των γουρου νιών και των κοτόπουλων είχε μειωθεί δραματικά.28 Οι στοχασμοί αυτοί θα είχαν περισσότερο βάρος αν η απληστία του ίδιου του Φρανκ δεν ήταν πασίγνωστη. Όπως είχαν τα πράγματα, το πρόβλημα της διαφθο ράς -που θα γινόταν τρανό γνώρισμα της Νέας Τάξης σε όλη την Ευρώπη- συνδεόταν στην περίπτωση της Πολωνίαςμε δύο πράγματα ιδιαιτέρως. Το ένα ήταν η δή μευση των εβραϊκών περιουσιών. Κοινότατη πηγή πλουτισμού για τα στελέχη του Κόμματος στο προ του 1939 Ράιχ, έγινε ακόμα πιο επικερδής στην Ανατολή, όπου το Κόμμα και τα δδ ήταν ισχυρότερα και όπου δεν υπήρχε σχεδόν κανένα φρένο σε αυ τές τις συμπεριφορές. Λογιστές του γερμανικού κράτους διαπίστωσαν με κατάπλη
92
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
ξη ότιστελέχη των δδ οτην πρώην Πολωνία είχαν δημιουργήσει σε συστηματική βά ση «ειδικά ταμεία» για δική τους χρήση, Ο Γκράιζερ άνοιξε «λογαριασμό καταθέ σεων» σε μια τράπεζα του Πόζναν για «δημευμένα χρήματα Εβραίων καιεχθρών του Ράιχ». Στο Λούμπλιν, ο Γκλομπότσνικ έκανε «μεταφορές δημευμένων κοσμημάτων σε ευρεία κλίμακα». Στο Στανίσλαου, μια έρευνα στα γραφεία των δδ αποκάλυψε χρήματα, χρυσές λίρες και κάθε είδους νομίσματα καταχωνιασμένα μέσα σε μπαούλα, γραφεία και φωριαμοΰς, καθώς και κιβώτια με κοσμήματα.29 Η διαφθορά έκανε επίσης φανερό από τι στόφα ήταν το προσωπικό μετοοποίο επάνδρωσαν οι Γερμανοί την κατοχική γραφειοκρατία. Περισσότεροι από 2.100 κρατικοί υπάλληλοι διορίστηκαν στα νεοπροσαρτημένα εδάφη της δυτικής Πολω νίας έως το τέλος του 1940, σε σύγκριση με τους μόλις 70 της πρώην Αυστρίας, τους 480 του Προτεκτοράτου και τους 860 της Σουδητίας. Όμως το ποιόν τους ήταν πολύ άνισο. Πολλούς τούς είχε στείλει το Κόμμα, που έβλεπε τα προσαρτημένα εδάφη σαν μια δυνάμει νέα βάση ισχύος* συχνά είχαν λίγα διοικητικά προσόντα ή και κα νένα, πέρα από τον ιδεολογικό τους ζήλο. Αλλους τούς προσέλκυσε η προοπτική του πλουτισμού. Αρκετοί ήταν δημόσιοι υπάλληλοι καριέρας, που είχαν απολυθεί στη Γερμανία λόγω μέθης ή διαφθοράς και αμνηστεύτηκαν τον Σεπτέμβριο του 1939, οπότε τους επιτράπηκε να επανορθώσουν υπηρετώντας στην Ανατολή. Τέτοιοι άντρες προσπαθούσαν πολλές φορές να δείξουν τι αξίζουν συμπεριφερόμενοι ιδι αίτερα σκληρά στους Πολωνούς.^0 Οι Πολωνοί, πάλι, μετατράπηκαν σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας και υπέστη σαν σωρεία απαγορεύσεων. Δεν τους επιτρεπόταν να χρησιμοποιούν τι^^ημοσιες πλαζ, τις πισίνες και τους δηιιόσιους κήπους. Τα πανεπιστήμιά τους έκλεισαν και οι πολιτικές και πολιτιστικές τους οργανώσεις διαλύθηκαν. Οι παλιές βιβλιοθήκες και οι καλλιτεχνικές τους συλλογές διαρπάχθηκαν συστηματικά και το περιεχόμενό τους στάλθηκε στη Γερμανία. Δεν είχαν δικαίωμα να φορούν στρατιωτικά παράση μα, ούτε καν σχολικές στολές, και εξαναγκάστηκαν να στέκονται στην πισω^Α^ά των αποβαθρών στους σταθμούς^ στα τρένα και στα λεωφορεία, και να στέκουν όρ θιοι, αν χρειαζόταν, για να μπορούν να κάτσουν οι Γερμανοί. Οι ενήλικες όφειλαν να χαιρετούν τουςένστολους Γερμανούς* αν δεν το έκαναν, τους έδερναν. Έπρεπε να αποκαλύπτονται όταν ήταν παρόντες Γερμανοί κρατικοί λειτουργοί και να παρα μερίζουν όταν αυτοί περνούσαν. Οι μαγαζάτορες είχαν εντολή να εξυπηρετούν πρώτα τους Γερμανούς* οι δε Πολωνοί επιτρεπόταν να ψωνίζουν σε συγκεκριμένες μόνο ώρες. Οι μερίδες τους ήταν πολύ μικρότερες από των Γερμανών (μολονότι πα ρέμεναν πολύ μεγαλύτερες από εκείνες που είχαν ορισχεί για τους Εβραίους)- ^σο κολάτα απαγορευότανκαιτο γάλα συχνάπροοριζόταναποκλειστικάγιαταΓερμανόπουλα, με το σκεπτικό ότι, όπως το διατύπωσε ο ΡόμπερτΛέυ, ο αρχηγός του Με τώπου Γερμανών Εργατών, «μια κατώτερη φυλή χρειάζεται λιγότερο φαγηχό». Τα παιδιά των Πολωνών δεν επιτρεπόταν να βλέπουν ούτε καν γ ερμαν ικέ ςχαιν ίες με
Ο ΔΙΑΜΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΩΝΙΑΣ
93
παραμύθια, αφού «η μεταλαμπάδευση γερμανικών συναισθηματικών αξιών... μοιά ζει... πάρα πολύ συζητήσιμη».31 Τα διατάγματα που θέσπιζαν τις διακρίσεις εφαρμόστηκαν με κάθε επιμέλεια, και όσοι Γερμανοί κρατικοί υπάλληλοι δεν τα έπαιρναν στα σοβαρά κινδύνευαν να αποπεμφθούν. Μα η καφκαϊκή λογική της γραφειοκρατίας γεννούσε κανόνες που συχνά αλληλοαναιρούνταν. Η περίπτωση του «ναζιστικού χαιρετισμού» είναι καλό παράδειγμα. Σε ορισμένες περιφέρειες οι Πολωνοί όφειλαν να τον χρησιμοποιούν .όταν περνούσε Γερμανός αξιωματούχος. Σε άλλες, οι Πολωνοί απαγορευόταν να τον χρησιμοποιούν, και οι αρμόδιοι καταμετρούσαν θορυβημένοι την εκ παραδρομής χρήση του /γιατί αποτελούσε «προνόμιο των Γερμανών και των αναγνωρισμέ νων τευτονικών τους ομοφύλων όπως οι Φλαμανδοί, οι Ολλανδοί, οι Νορβηγοί κ.λπ... μα όχι όσων έχουν άνισο αίμα, όπως οι Πολωνοί, οι Τσέχοι, οι Ουκρανοί και ούτω καθεξής»). Τελικά, η αστυνομία ασφαλείας αποδέχτηκε ότι ο νόμος δεν μπο ρούσε να εφαρμοστεί. Επειδή όμως φοβούνταν ότι η αναγγελία του γεγονότος θα έπληττε το κύρος των Γερμανών, συνέστησε να μη γίνει καμία ενέργεια. Το αποτέ λεσμα ήταν περαιτέρω σύγχυση.32 Το Βάρτεγκαου του Γκράιζερ υπήρξε ο τόπος της χειρότερης καταπίεσης, καθώς Γερμανοί αξιωματούχοι με μεγάλο ζήλο σκάρωναν ολοένα πιο ευρηματικά και εξω φρενικά μέτρα, ώστε οι υηίοπηοηδοΐιοη να έχουν τη μεταχείριση που τους άξιζε. Μερι κοί τούς τιμωρούσαν γιατί έκαναν ποδήλατο ή γιατί έσπρωχναν χειράμαξες ή ακόμα και -στο Κούτνο- γιατί χαμογελούσαν ειρωνικά. Η ανεξέλεγκτη ροπή προς τις ρυθμί σεις οδήγησε σε «Απαγόρευση να Έχουν οι Διαβάτες τα Χέρια στις Τσέπες Παρουσία Στρατιωτικού Προσωπικού». Σε πιο σοβαρό επίπεδο, στο Βάρτεγκαου εκδηλώθηκε επίσης σαρωτική επίθεση εναντίον της Καθολικής Εκκλησίας, στο πλαίσιο της οποίας πάμπολλα μοναστήρια δημεύτηκαν και εκκλησιαστικές οργανώσεις διαλύθηκαν. Ο υπαρχηγός του Γκράιζερ, ο ασπρομάλλης Άουγκουστ Γαίγκερ -ένας γηραιός Πρώσος κρατικός υπάλληλος- ήταν βετεράνος των πολέμων του Ράιχ εναντίον της Εκκλησίας, και η έχθρα του ήταν τόσο σφοδρή ώστε τον παρονόμαζαν «ΚϊγοΙιοπΙα££Γ» (Κυνηγό της Εκκλησίας). Αλλά η ένταση της αντιπολωνικής έχθρας στο Βάρ τεγκαου αντανακλούσε επίσης τη μεγάλη επιτυχία που είχε η προσπάθεια του Γκράιζερ να χτίσει από το μηδέν έναν πολύ ακτιβιστικό ναζιστικό κομματικό μηχα νισμό. Οι μονάδες ένοπλων εθελοντών 8©11>δίδθΙιιι1:ζ διαλύθηκαν, αλλά οι ντόπιοι Γερμανοί ναζί, καθώς και νιόφερτοι μειονοτικοί Γερμανοί από την ανατολική Πο λωνία ή τη Ρουμανία, λαχταρώντας να κερδίσουν εθνικιστικά εύσημα (ιδίως εφόσον οι άλλοι Γερμανοί τούς χλεύαζαν για την προφορά και τα έθιμά τους), λειτούργησαν σαν σκαπανείς που υπερασπίζονταν τα προνόμια της Γερμανοσύνης μέσα σ’ ένα πέ λαγος Πολωνών δυνητικά έτοιμων να ξεσηκωθούν.33 Το φθινόπωρο του 1940, καθώς τα δδ και το Κόμμα προσπαθούσαν να χωνέψουν το ότι η περιοχή θα εξακολουθούσε να έχει μεγάλο πολωνικό πληθυσμό για αρκετό
94
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
καιρό ακόμα, η καταπίεση πρσσέλαβε πιο συστηματικό, γραφειοκρατικό, ακόμα και παιδαγωγικό χαρακτήρα. «Αφοΰ είμαστε ακόμα αναγκασμένοι να χρησιμοποι ούμε πολωνικά εργατικά χέρια», διακήρυξε ο Γκράιζερ, δεν μπορούμε να αποφύγουμε την καθημερινή παρουσία και επαφή των Γερμανών πολιτών με τους Πολωνούς που ανήκουν στον ίδιο εργασιακό κλάδο. Παρόμοια, εξαιτιας της έλλειψης καταλυμάτων και οικιακού προσωπικού, δεν μπορούμε ακό μα να αποφύγουμε τη γειτονία με τους Πολωνούς, ή ακόμα και τη συγκατοίκηση στο ίδιο σπίτι. Γι’ αυτόν το λόγο καθίσταται αναγκαίο να επιστήσουμε την προσοχή του γερμανικού πληθυσμού, με τη βοήθεια των ενδεδειγμένων μέτρων, στην ανάγκη να τηρούνται με σχολαστικότητα τα σαφή όρια στις προσωπικές τους σχέσεις με άτομα που ανήκουν στην πολωνική εθνική κοινότητα. Το πρόβλημα του να κρατηθούν οι Γερμανοί χωριστά από τους Πολωνούς αποτελούσε διαρκή πονοκέφαλο σε μια κοινωνία όπου οι Γερμανοί ήταν στρατωνισμένοι σε πολωνικά σπίτια και όπου Γερμανοί και Πολωνοί συγκροτούσαν από κοινού ομάδες πυρόσβεσης ή δουλειάς. Οι Γερμανοί ειδοποιήθηκαν να φορούν διακριτικά σήματα, ώστε να μην τύχει και υποστούν τη βάναυση μεταχείριση που επιφυλασσό ταν για ψύλλου πήδημα στους Πολωνούς; όσοι το ξεχνούσαν το θυμούνταν γρήγορα, από τις γροθιές και τις άλλες βιαιοπραγίες. Σε ορισμενες πόλεις, οι Πολωνοί ξεχώ ριζαν γιατί ήταν αναγκασμένοι να φέρουν ως διακριτικό ενα κεφαλαίο Π μοβ χρώματος και μοίραζαν φυλλάδια που καλούσαν τους Γερμανούς να μη συναδελφώνονται με αυτούς, γιατί: «Δεν υπάρχουν καλοί Πολωνοί, όπως δεν υπάρχαυν^καλοί Εβραίοι». Ο Τύπος έδινε δημοσιότητα στη δίωξη Γερμανών όπως ο εργάτης γης Καρλ Λοσσαίν, που είχε πληρώσει το εισιτήριο ενός Πολωνού συναδέλφου του ερ γάτη, ώστε να πάνε μαζί σινεμά. Αν η φιλία απαγορευόταν, οι σεξουαλικές σχέσεις ανάμεσα σε Γερμανούς καΐ-Πολωνούς μπο^ ούσαννακοστίσουν στους δεύτερους τη ζωή τους. Η κατευθυντήρια αρχή ήταν «άτεγκτος διαχωρισμός των μελών του γερ μανικού έθνους από τα μέλη του πολωνικού έθνους», ανήγγειλε ανώτερος διοικητής του Βάρτεγκαου. Οι Γερμανοί που το αψηφούσαν αυτό αντιμετώπιζαν προληπτική σύλληψη ή ακόμα και τον εγκλεισμό τους σε στρατόπεδο συγκέντρωσης,34 Η γερμανική επίθεση εναντίον του πολωνικού εθνικισμού είχε βάλει στόχο κυ ρίως τις πόλεις. Στα προσαρτημένα εδάφη, οι Πολωνοί εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις αστικές περιοχές: το Πόζναν (για το οποίο Πολωνοί και Γερμανοί τσα κώνονταν από τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα) έχασε 70.000 κατοίκους μέσα σε λίγους μήνες· το Ουτζ, 150.000. Ο πληθυσμός του Κάλις έπεσε από τις 80.000 στις 43.000, του Βουοτσουάβεκ από τις 67.000 στις 18.000. Αλλά η πιο δραματική μοίρα επιφυλάχθηκε για τη Βαρσοβία. Ο Χίτλερ απαγόρευσε να γίνει οποιαδήποτε ανοι κοδόμηση εκεί όσο διαρκούσε ο πόλεμος και ενέκρινε σχέδια μετατροπής της πα λιάς πολωνικής πρωτεύουσας σε επαρχιακή γερμανική πόλη όταν θα ερχόταν η τε
Ο ΔΙΑΜΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΩΝΙΑΣ
95
λική νίκη. 120.000 Γερμανοί θα απολάμβαναν το πράσινο μιας εντελώς «νέας Βαρ σοβίας» στην αριστερή όχθη του Βιστούλα, που θα γινόταν επικοινωνιακός κόμβος για την αυτοκραταρία της Ανατολής, ενώ στην απέναντι όχθη μια εργατική δύναμη «Πολωνών σκλάβων» θα ζούσε στριμωγμένη σε πολύ μικρότερη έκταση.35 Οι ετοιμασίες γι’ αυτήν την πολιτική διαχωρισμού ξεκίνησαν ενόσω διαρκούσε ο πόλεμος. Το φθινόπωρο του 1940 η Βαρσοβία διαιρέθηκε σε τρία διαμερίσματα* οι Γερμανοί πήραν το κέντρο, με τα καλύτερα ξενοδοχεία, εστιατόρια και βουλεβάρτα. Η ζωή για τους Πολωνούς έγινε τραχύτερη, μα η μοίρα των Εβραίων ήταν χειρότερη. Η κατασκευή του γκέτο κατέλαβε το μεγαλύτερο κομμάτι του έτους 1940, και τον Νο έμβριο αυτό απομονώθηκε τελικά από την υπόλοιπη πόλη με τοίχους από τούβλα, συρ ματοπλέγματα και σανίδες. Οι 80.000 Πολωνοί που ζούσαν εκεί διατάχθηκαν να φύ γουν, και 150.000 Εβραίοι μεταφέρθηκαν μέσα. Άλλους Εβραίους τούς έφεραν από τις γύρω πόλεις και χωριά, και τον Μάρτιο του 1941οπληθυσμός του γκέτο έφτασε στην κορύφωση των 460.000. Η προπολεμική Βαρσοβία ήταν έτσι κι αλλιώς πυκνοδομημένη, αλλά μέσα στο γκέτο μόλις το 15 τοις εκατό του στεγαστικού δυναμικού της πόλης έπρεπε να στεγάσει το ένα τρίτο του πληθυσμού της. Δεδομένου ότι οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν άποροι και ότι οι μερίδες τροφίμων ήταν λιγότερο από το ένα δέκατο εκείνου που οι Γερμανοί είχαν εγκρίνει για την πόλη, το γκέτο ήταν παγίδα θανάτου. Το ποσοστό θνησιμότητας εκτινάχθηκε από το 23,5 τοις χιλίοις το 1940 στο 90 το 1941 και στο εντυπωσιακό 140 το 1942. Μια εβραϊκή αστυνομική δύναμη τηρούσε την τάξη* ένα εβραϊκό συμβούλιο ήταν υπόλογο απέναντι στις γερμανικές αρχές* εβραϊκά συσ σίτια προσπαθούσαν να θρέψουν όσο περισσότερους μπορούσαν. Καμιά όμως από αυτές τις ομάδες δεν ασκούσε τον παραμικρό πραγματικό έλεγχο στην κατάσταση. Το γκέτο καθαυτό -μακράν το μεγαλύτερο της κατεχόμενης Πολωνίας- έγινε αξιοθέατο για τους Γεοαανούς που διέσχιζαν την πόλη, όπως είχε συμβεί εν πολλοίς και με το αντίστοιχό του στο Ουτζ. Θεατές συναθροίζονταν συνεπαρμένοι κατά μήκος των τοίχων για να περιεργαστούν τους «Ανατολικούς Εβραίους» που ήταν μέσα. Ανά μεσά τους ήταν «αξιωματικοί, συχνά Γερμανοί πολίτες στελέχη της διοίκησης της Γε νικής Κυβέρνησης, ένστολοι δημόσιοι υπάλληλοι, μέλη των ταγμάτων εργασίας, σιδη ροδρομικοί, νοσοκόμες του Ερυθρού Σταυρού». Ένας αποτροπιασμένος Γερμανός στρατιώτης, ο Τζόε Χάυντεκερ, περιέγραψε τους περίεργους. Οι περισσότεροι έμεναν εκεί για πολλή ώρα, σιωπηλοί, ανέκφραστοι, και κοιτού σαν τον κόσμο που μπαινόβγαινε, τους ελέγχους και τη βαναυσότητα. Μερικοί απέ στρεφαν το πρόσωπο* άλλοι επέτρεπαν στον εαυτό τους να πει λόγια ενθαρρυντικά. Οι περισσότεροι παρέμεναν σιωπηλοί, χωρίς το παραμικρό σημάδι που να σου επι τρέπει να καταλάβεις τις σκέψεις ή τα αισθήματα τους. Ο Χάυντεκερ έκανε τις δικές του άνευ αδείας εφόδους μέσα στο γκέτο, για να φω τογραφίσει τους χιονισμένους του δρόμους. Η μηχανή του αιχμαλώτισε την πολωνι
96
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
κή, την εβραϊκή και τη γερμανική αστυνομία που επάνδρωνε τα σημεία ελέγχου πί σω από άτεχνα φράγματα φτιαγμένα με κάγκελα και συρματόπλεγμα, τους πλανό διους πωλητές με τα ψωμοπάνερά τους, τα καρότσια με τα βιβλία και, μια μέρα, ακόμα και με μπαλόνια. Από τους ντυμένους «στην τρίχα επαγγελματίες με τα παπιγιόν και τα μοντέρνα παλτά έως τους ολόλιγνους, αξύριστους ζητιάνους με τα πόδια τυλιγμένα σε νοτισμένα κουρέλια, ο Χάυντεκερ απαθανάτισε ένα φάσμα ζωής στους δρόμους του γκέτο κατά τους μήνες προτού οι περισσότεροι κάτοικοί του εκτοπιστούν στο στρατόπεδο εξόντωσές της Τρεμπλίνκα.36
ΣΥΓΚΡΙΝΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΚΑΤΟΧΕΣ
Ένας τρόπος να καταλάβουμε καλύτερα τη φύση της γερμανικής κατοχής στην Πο λωνία είναι να τη συγκρίνουμε με τις προγενέστερες κατοχές της Τσεχοσλοβακίας και της Αυστρίας, ή και να πάμε ακόμα πιο πίσω, στις κατοχές του Πρώτου Παγκό σμιου Πολέμου που διεκπεραίωσε ο στρατός του κάιζερ. "Ισως όμως μία ακόμα πιο διαφωτιστική σύγκριση να είναι με τη σοβιετική κατοχή της ανατολικής Πολωνίας και των βαλτικών κρατών, που συντελέστηκε την ίδια περίοδο. ^Ο Στάλιν σίγουρα^δεν ήταν ο πρώτος Ρώσος ηγέτης που ήθελε να διασφαλίσει τα δυτικά σύνορά του ερχό μενος σε συμφωνία με τους Γερμανούς. Μια πρώιμη πρόταση να τερματιστεί η «ατα ξία» στη δυτική Λευκορωσία και στη δυτική Ουκρανία είχε γίνει στους Πρώσους το 1756, και οι διαμελισμοί της Πολωνίας είχαν δικαιολογηθεί με παρόμοια επιχειρήμα τα. Οι τσαρικοί διαπραγματευτές του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου τόνιζαν τη στρα τηγική σημασία αυτής της περιοχής, και τη δεκαετία του 1920 οι Σοβιετικοί υπεύθυνοι στρατιωτικού σχεδιασμού επιβεβαίωσαν την ανάγκη να αναθεωρηθούν τα ανατολικά σύνορα της Πολωνίας. Αρα, από τη σοβιετική σκοπιά, το^ύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μόλοτοφ αποτελούσε την εκπλήρωση μακραίωνων εδαφικών διεκδικήσεων.37 Στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1939, ο Κόκκινος Στρατός εισέβαλε χ ω ρ ίς ^ υ σ ια σ τ ική αντίσταση στην ανατολική Πολωνία, και την επόμενη χρονιά κατέλαβε τα βαλτι κά κράτη και τη ρουμανική Βεσαραβία. Καθώς επέλασε αφού πρώτα η γερμανική εισβολή είχε πτοήσει τους Πολωνούς, ο Κόκκινος Στρατός έχασε μόλις 1.000 άντρες στη σύρραξη κι έτσι εκτέλεσε Πολωνούς αιχμαλώτους σε μεγάλο αριθμό μονάχα γύ ρω από το Γκρόντνο, όπου υπήρξε σοβαρή πολωνική αντίσταση. Οι Γερμανοί, αντιθέτως, έχασαν είκοσι φορές περισσότερους άντρες και εκτέλεσαν σχεδόν-60.000 αμάχους, όπως είδαμε.38 Αλλά ο^Στάλιν συμμεριζόταν τη βούληση του Χίτλερ να τσακίσει τη δύναμη του πολωνικού εθνικισμού και είχε εκφράσει με τουλάχιστον την ίδια κρυστάλλινη διαύγεια ότι δεν έπρεπε να απομείνει ανεξάρτητο πολωνικό κράτος μετά το διαμελισμό της χώρας. Και οι δύο άντρες ήθελαν στην πραγματικό τητα να επιστρέφουν στην παραδοσιακή ρωσονεριιανική προσέγγιση σχετικά με
Ο ΔΙΑΜΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΩΝΙΑΣ
97
τους Πολωνούς. Τα μέσα όμως που μεταχειρίστηκαν δεν είχαν τίποτε το παραδο σιακό: η Πολωνία έγινε ένα είδος ζοφερής εργαστηριακής περίπτωσης για τη συ γκριτική μελέτη των ολοκληρωτισμών. Στο μυαλό των κατοίκων αυτών των αυτο κρατορικών συνοριακών εδαφών, μπορεί αυτό να ήταν απλώς το πιο πρόσφατο κε φάλαιο από μια πολύ μακρύτερη ιστορία αναγκαστικών μετακινήσεων πληθυσμών, σφαγών και ξενικών κατοχών. Αλλά και οι δύο κατοχικές δυνάμεις μεταχειρίστη καν την κρατική βία σε μια κλίμακα που, με δυο λόγια, ξεπερνούσε τη φαντασία των αυτοκρατοριών του δέκατου ένατου αιώνα. Η φονική κορύφωση ήρθε περίπου τον καιρό της Δράσης ΑΒ των Γερμανών, όταν η ΝΚΥΕ) εκτέλεσε περισσότερους από 15.000 Πολωνούς αξιωματικούς -τα πτώματα της μεγαλύτερης φουρνιάς τα ξέθα ψαν αργότερα από τους ομαδικούς τάφους του Δάσους του Κατύν οι Γερμανοί- κα θώς και 7.305 άλλους, που κρατούνταν στις φυλακές της ΝΚνΕ). (Είναι πιθανό, αν και δεν έχει αποδειχθεί ως τώρα, να ήταν αλληλένδετα τα εγκλήματα των Γερμανών και των Σοβιετικών, και να αντάλλαξαν πληροφορίες για τα θύματα). Και οι δύο πλευρές οργάνωσαν εκτοπίσεις σε μεγάλη κλίμακα. Οι Γερμανοί, όπως είδαμε, έδωσαν προτεραιότητα στην οργάνωση μεταφορών Γερμανών μέσα στα νεοπροσαρτημένα εδάφη. Στα τέλη Μαρτίου του 1941, σύμφωνα με τους υπολο γισμούς του Άιχμαν, 408.000 Πολωνοί και Εβραίοι είχαν εκδιωχθεί από τη Γενική Κυβέρνηση, ενώ ο ίδιος περίπου αριθμός ή και μεγαλύτερος είχε σταλεί δυτικά στο Παλιό Ράιχ, για καταναγκαστική εργασία. Ο αριθμός ήταν τεράστιος, αλλά θα μπο ρούσε να ήταν πολύ μεγαλύτερος, αφού το μόνο που εμπόδισε τον Χάυντριχ να εκτοπίσει άλλους 831.000 ανθρώπους ήταν οι πολεμικές προετοιμασίες εναντίον της Ε.Σ.Σ.Δ. Οι σοβιετικές αρχές εκτόπισαν επίσης εκατοντάδες χιλιάδες αμάχους, σε μια σειρά από τέσσερις μείζονες επιχειρήσεις αξιοσημείωτης βαναυσότητας, χωρίς όμως να υπάρξουν εισερχόμενες μεταναστεύσεις σε αντιστάθμισμα. Τον Φεβρουάριο του 1940,140.000 μέλη οικογενειών Πολωνών πρώην στρατιω τών, που τους είχε δοθεί γη στις ανατολικές επαρχίες της μεσοπολεμικής Πολωνίας, στάλθηκαν σε κάτεργα στα δάση της Σιβηρίας. Τον Απρίλιο, σε μια επιχείρηση για την εκκένωση μιας λωρίδας κατά μήκος των συνόρων με την Ουκρανία, 66.000 άν θρωποι -κυρίως γυναίκες και παιδιά- στάλθηκαν στο Καζακστάν* τον Ιούνιο έγινε ένα μπλόκο που σκοπό είχε να συλλάβει τους «αντεπαναστάτες» και τους «κατα σκόπους» οι οποίοι είχαν μπει στη σοβιετική ζώνη για να γλιτώσουν από τους Γερ μανούς. (Όπως ήταν ίσως αναμενόμενο, πολλοί από εκείνους τους 76.400 ανθρώ πους ήταν Εβραίοι). Και τέλος, την παραμονή ακριβώς της γερμανικής εισβολής του Ιουνίου του 1941, άλλες 88.000 εκτοπίστηκαν από την Πολωνία και τα βαλτικά κρά τη. Το σύνολο που δίνουν τα σοβιετικά στοιχεία για υπηρεσιακή χρήση δείχνει ότι περίπου 380-390.000 Πολωνοί στάλθηκαν ανατολικά ως «ειδικοί εκτοπισμένοι». Άλλες εκτιμήσεις μιλούν ακόμη και για 1,25 εκατομμύριο.39 Μολονότι όμως οι δύο διαμελίστριες δυνάμεις ακολουθούσαν πολιτικές που από
98
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
ορισμενες απόψεις ήταν παρόμοιες, το έκαναν με διαφορετικό οχοπο,η καθεμιά. Το Ίριτο Ραιχ είχε προσαρτήσει εδάφη με 10,7 εκατομμύρια πληθυαμό^όπου περισσό τεροι από 90 τοις εκατό ήταν Πολωνοί και μόλις 6 τοις εκατό Γερμανοί* παρ’ όλα αυτά, ο εξωπραγματικά φιλόδοξος σκοπός της προσάρτησης -και του ίδιου του πο λέμου, εντέλει- ήταν να ανατρέψει αυτήν τη δημογραφική ανισορροπία ξεκάνοντας όσο γινόταν περισσότερους μη Γερμανούς, .δηλαδή, στην προκειμένη περίπτωση, Πολωνούς. Τα εδάφη που κατελαβε και στη συνέχεια προσάρτησε η Ε.Σ.Σ.Δ., αντι θέτους, ήταν εδάφη όπου ακόμα και σύμφωνα με τις επίσημες πολωνικές στατιστικές του Μεσοπολέμου οι Πολωνοί δεν αποτελοΰσαν πλειονότητα - ίσως ήταν ^ ε κ α τομμύρια, σε σύνολο 13 εκατομμυρίων: μεγάλες μάζες Ουκρανών, Λευκορώσων, Εβραίων και άλλων ζούσαν επίσης εκεί. Πιο σημαντικό ακόμα: η σοβιετική πολιτική στόχευε μεν να συντρίψει τον πολωνικό εθνικισμό και να αποτρέψει κάθε απειλή για την ασφάλεια που θα μπορούσε να προελθεί από αυτόν, ιδίως κοντά στα σύνο ρα, όμως δεν σκόπευε να ξεκάνει καμία εθνική ή μειονοτική ομάδα στο σύνολό της. Σκοπός της ήταν η κοινωνική επανάσταση, οχι η εθνική αποκάθαρση. Αυτός είναι ένας λόγος που οι γερμανικές απελάσεις στόχευαν οτην αλασχερηαπχχβολή των μη Γερμανών από το Ράιχ, ενώ τα μπλόκα των Σοβιετικών οδηγούσαν όσουΓ έπιαναν βαθιά στο εσωτερικό της χώρας. Οι κατηγορίες που στοχοποιούνταν ως εχθροί από τα δύο σύνολα μυστικής αστυνομίας, μολονότι επικαλύπτονταν εν μέρει ως προς το ότι αφορούσαν την πο λωνική ελίτ, διέφεραν από άλλες πλευρές, προφανέστατα δε ως προς τους Εβραί ους. Αυτό εξηγεί προφανώς την ασταμάτητη διαπίδυση Εβραίων ηι οποίρι προσπα θούσαν να διασχίσουν την οριοθετική γραμμή και να μπουν στη σοβιετοκρατούμενη ζώνη, ενώ ^Πολωνοί κινούνταν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Δεν υπήρξε από τη σοβιετική πλευρά ισοδύναμο των σποραδικών, μη συστηματικών και σχεδόν πάντο τε ατιμώρητων εκτελέσεων Εβραίων, που έκαναν οι Γερμανοί στρατιώτες και οι μο νάδες των δδ. Η γερμανική πολιτική, αντιθέτως. έκανε σαφές ότι οι Εβραίοι είγαν χάσει ολατα δικαιώματα τους και δεν προστατεύονταν πια από το νόμο. Αυτό ήταν φανερό πολύ προτού ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση να τους δολοφονήσουν, και το υπογράμμιζε ήδη τον Φεβρουάριο του 1940 μια έκθεση από την κατεχόμενη Πολω νία προς την εξόριστη πολωνική κυβέρνηση.40 Γενικότερα, η όλη βάση χου ναξιστικού δικαίουήταν η φυλετική και η εθνική διαφορά. Παρόλο που οι Γερμανοί μπορεί να έκαναν τους Πολωνούς να νιώθουν ότι ήταν σε ανώτερη θέση από τους Εβραίους. τους φέοονταν πάντοτε σαν σε. υπη κόους δεύτερης κατηγορίας, βάσειτου ισχύοντος δικαίου. Στη σοβιετική περίπτωση τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Επισήιιως, τουλάχιστον, οι εθνοτικές και οι θρη σκευτικές διαφορές δεν είχαν σημασία. Γι’ αυτό, φυσικά, και πολλοί αριστεροί Πολωνοεβραίοι, ιδίως οι νεότεροι, υποδέχθηκαν τον Κόκκινο Στρατό με ενθουσιασμό. Έχοντας νιώσει την κρυάδα τού ολοένα εντονότερου αντισημιτικού πολωνικού *
Ο ΔΙΑΜΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΩΝΙΑΣ
99
εθνικισμού, καλωσόρισαν την υπόσχεση για ισότητα μεταξύ των πολιτών. Το ότι η σοβιετική εξουσία σήμαινε το θάνατο των πατροπαράδοτων θεσμών της ζωής του δΐιίβΐΐ (για να μην πούμε τίποτα για τα άλλα πολιτικά κόμματα) απασχολούσε τους γέροντες τους μα όχι τους ίδιους.41 Δεν είδαν όμως με καλό μάτι την άφιξη των Σοβιετικών μόνο οι νεαροί αριστε ροί Εβραίοι. Ο Κόκκινος Στρατός διακήρυττε ότι είχε έρθει για να ελευθερώσει τα «αδελφά έθνη» του -τους Ουκρανούς και τους Λευκορώσους- από την αποσύνθεση του πολωνικού κράτους, και η ρητορική αυτή δεν άφηνε αδιάφορους τους πάντες. Οι νιόφερτοι προσεταιρίζονταν τους αγρότες της ανατολικής Πολωνίας, καλώντας τους να συμμετάσχουν στην εξόντωση του «πολωνικού φασισμού» και αποπλανώ ντας τους με τον αναδασμό μεγάλων γαιοκτησιών. Οι Σοβιετικοί έριχναν προκηρύ ξεις που τους προέτρεπαν να «πετάξουν έξω τους τσιφλικάδες με δρεπάνια και τσε κούρια», και ορισμένοι έσφαξαν καλοστεκούμενες πολωνικές οικογένειες και πή ραν την περιουσία τους. Στην ύπαιθρο, ενθάρρυναν τους Λευκορώσους και τους Ουκρανούς να μπουν στο Κόμμα και στην τοπική διοίκηση* στις πόλεις, όπου αυτοί δεν ήταν πολλοί, ζήτησαν από τους Εβραίους να παίξουν παρόμοιο ρόλο.42 Ειπωμένο αλλιώς, οι δύο κατοχές υποσχέθηκαν στα θύματά τους πολύ διαφορε τικά πολιτικά και οικονομικά μέλλοντα. Στην περίπτωση της Γερμανίας, τα προσαρτημένα εδάφη θα κυβερνώνταν προς όφελος λιγότερου από το 10 τοις εκατό του πληθυσμού. Από την άλλη, δεν θα υπήρχε κοινωνική επανάσταση, ο καπιταλισμός θα συνέχιζε να λειτουργεί* οι βασικές συνέπειες υπήρξαν η αυθαίρετη βία και οι επί τούτου κατασχέσεις εργατικής δύναμης, γης και άλλων περιουσιακών στοιχεί ων. Η ιθαγένεια θα ανήκε αποκλειστικά στους Γερμανούς και το κυριότερο ζήτημα εστιαζόταν στην απόφαση ποιος είναι Γερμανός. Στη σοβιετοκρατούμενη ανατολι κή Πολωνία, η ιθαγένεια επιβλήθηκε σχεδόν αμέσως στον πληθυσμό και ο μηχανι σμός της μαζικής συμμετοχικής πολιτικής -οι συνελεύσεις, οι εκλογές, τα δημοψη φίσματα, τα συντάγματα- εισάχθηκε με στόχο να αναδειχθεί η λαϊκή βούληση για ενσωμάτωση στη Σοβιετική Ένωση,Αν το γερμανικό δίκαιο έμεινε απρόσιτο στους μη Γερμανούς, το σοβιετικό δίκαιο ήταν εργαλείο εξάπλωσης της δύναμης της Μό σχας. Στην Ανατολή λοιπόν υπι^ξε^έκρηξη^^^ η εξάλειψή της. Και οι δύο κυβερνώνταν από μονοκομματικά συστήματα, αλλά στη μία περίπτωση το κόμμα είχε τις πόρτες του κλειστές για την πλειονόχητα του πληθυσμού. Κανένας από τους δύο δεν πρόσφερε τα καλά της φιλελεύθερης δημοκρατίας και αμφότεροι ήταν καταπιεστικοί και βάρβαροι, μα αυτό δεν σημαίνει ότι παρήγαν συναφή αποτελέσματα. Εννοείται ότι χρησιμοποιήθηκε βία σε μαζική κλίμακα και στη σοβιετική ζώνη, κι αυτό γιατί τα σχέδια των Σοβιετικών ήταν από μια άποψη εξίσου φιλόδοξα και στοχοπρρσηλωμένα <οαα~&αιτχαν ναζί. Όπου δεν μπορούσε να παίξει το χαρτί της εθνικότητας, στα βαλτικά κράτη ας πούμε (εκεί ο Κόκκινος Στρατός ανέλαβε τα
100
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
ηνία τον Ιούνιο του 1940), η σοβιετική διακυβέρνηση ήταν συχνά πολύ τραχύτερη απ’ ό,τι στην ανατολική Πολωνία. Επιπλέον,^ ιδέα της κοινωνικής επανάστασης, της αντικατάστασης της καπιταλιστικήςατομικής ιδιοκτησίας με την κοινοτική, τροφοδοτήθηκε από το φθόνο των Σοβιετικών στελεχών που κατέφτασαν: αν η δυτική Πολωνία ήταν για τη Γερμανία η πρωτόγονη Ανατολή της, η ανατολική Πολωνία αντιθέτως ήταν η πρώτη γεύση καπιταλισμού για τη Σοβιετική Ένωση και πυροδό τησε εθνικοποιήσεις τραπεζών, εμπορικών επιχειρήσεων και οποιασδήποτε βιομη χανίας υπήρχε. Τα ιδιωτικά κτήματα και οι γαίες που είχε μοιράσει το μεσοπολεμικό κράτος της Πολωνίας ή που ανήκαν σε μοναστήρια και εκκλησίες απαλλοτριώθηκαν, και φιλόδοξες πολιτικές αγροτικής μεταρρύθμισης προσπάθησαν να κερδίσουν την υποστήριξη της τοπική κοινής γνώμης των αγροτών. Στη Λευκορωσία ιδίως, μια σαρωτική αγροτική μεταρρύθμιση μετατόπισε δραστικά την κυριότητα της γης προς τη μεριά του αγρότη μικροκαλλιεργητή. Στη Γενική Κυβέρνηση, οι Γερμανοί εξακολούθησαν να χρησιμοποιούν το προπολεμικό ζλότι* στη σοβιετική ζώνη το κατάργησαν, προκαλώντας φοβερή αναστάτωση και απώλειες σε όσους εί χαν καταθέσεις - κίνηση που συνέβαλε στην επίθεση εναντίον του καπιταλισμού και στην εξάπλωση του σοβιετικού οικονομικού συστήματος.43 Όταν οι Γερμανοί άρχισαν την εισβολή τους στην Ε.Σ.Σ.Δ. τον Ιούνιο του 1941, φάνηκε γρήγορα πως η σοβιετική κατοχή είχε αφήσει πίσω της μαύρες εμπειρίες. Έ να από τα πρώτα πράγματα που έκαναν οι Γερμανοί στις πρώην σοβιετοκρατούμενες περιοχές ήταν να κινη ματογ ραφή σουν τα απαίσια έργα της σοβιετικής μυστι κής αστυνομίας, απότη μια φυλακή της ΝΚΥΒ οτην άλλη: μονάχα στις φυλακές του Λβιφ, ανακριτές της Βέρμαχτ για τα εγκλήματα πολέμου βρήκαν χιλιάδες πτώματα. Οι Λετονοί, οι Λιθουανοί, οι Ουκρανοί, οι Ρουμάνοι και οι Πολωνοί δονούνταν από το μίσος για τους μπολσεβίκους, και πολλοί έριχναν το φταίξιμο για τα βάσανά τους στους Εβραίους γειτόνους τους. Η γερμανική προπαγάνδα τούς ενθάρρυνε κι έτσι προθέρμανε τους εαυτό της και τον ντόπιο πληθυσμό για περαιτέρω σφαγές.44 Κάποια στιγμή, η προέλαση του γερμανικού στρατού τον έκανε να φτάσει βαθιά μέσα στο δάσος του Κατύν και τον έφερε καταπρόσωπο με το πιο μακάβριο δείγμα γραφής των πρώην συνεργατών τους στο διαμελισμό της Πολωνίας. Οι χωρικοί τούς μίλησαν για τους τόπους εκτέλεσης των Σοβιετικών στα δάση, και τον Απρίλιο του 1943, όταν το έδαφος ξεπάγωσε, οι Γερμανοί έφεραν στο φως τα καλοδιατηρημένα πτώματα περισσότερων από 4.000 αξιωματικών του πολωνικού στρατού, που είχαν εκτελεστεί με διαταγή του Στάλιν τρία χρόνια νωρίτερα. Η ανακάλυψη έκανε αί σθηση διεθνώς. Οι Γερμανοί κάλεσαν Ελβετούς, Ούγγρους και Κροάτες ιατροδικα στές, καθώς επίσης Βρετανούς και Αμερικανούς αιχμαλώτους πολέμου, και ^διαφή μισαν τα λείψανα της τοποθεσίας ως πειστήριο των «των μπολσεβίκικων εγκλημάτων εναντίον της ανθρωπότητας». Είχαν δίκιο, φυσικά, μολονότι ο κόσμος εύλογα αρνήθηκε να δώσει πίστη στα λόγια τους. Το γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών,
Ο ΔΙΑΜΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΩΝΙΑΣ
101
για να κερδίσει τη μάχη της διεθνούς κοινής γνώμης και ελπίζοντας να διαρρήξει την αγγλοσοβιετική συμμαχία εναντίον της Γερμανίας, εόρτασε στο σημείο να ετοι μάσει μια διπλωματικού επιπέδου παρουσίαση των ευρημάτων του Κατύν. Αυτή δη μοσιεύτηκε από το Ναζιστικό Κόμμα το 1943 -την ίδια στιγμή που ο Χίμλερ εξάλει φε συστηματικά τα πειστήρια των γερμανικών ωμοτήτων σε πολύ ευρύτερη κλίμα κα- και περιέγραφε τη θέση της ομαδικής ταφής στο Κατύν ως κάποιου είδους «μνημείο για την Ευρώπη». Ο αγώνας για τη Μεγάλη Γερμανία είχε εγκαινιάσει μια μακάβρια αναμέτρηση κρατικής βαναυσότητας. Και τα χειρότερα δεν είχαν έρ θει ακόμα.45
Καλοκαίρι τον 1940
Ο Χίτλερ θεωρούσε αναπότρεπτο έναν πανευρωπαϊκό πόλεμο, αλλά δεν φανταζό ταν ότι αυτός θα άρχιζε το 1939, παρά υπολόγιζε, μαζί με τους επιτελικούς του, πως είχαν άλλα τρία με τέσσερα χρόνια για να επανεξοπλιστούν. Εισέβαλε στην Πολω νία πιστεύοντας πως η Βρετανία και η Γαλλία θα απείχαν, όπως είχαν κάνει με την κρίση της Πράγας. Είναι ωστόσο χαρακτηριστικό ότι, μόλις κατάλαβε πως Δεν θα έκαναν πίσω, αποφάσισε να τους επιτεθεί.πρώτος. Μονάχα η κακοκαιρία και οι στεντόρειες αντιρρήσεις των ανώτατων στρατηγών του τον σταμάτησαν και δεν εξα πέλυσε επίθεση εναντίον της Δύσης πριν τελειώσει το 1939. Ήταν, επομένως, προ φανές ότι η αποφασιστική αναμέτρηση θα ξεκινούσε την επόμενη άνοιξη. Όπως εί πε ο Χίτλερ στον Μουσολίνι εκείνο τον Μάρτιο, δεν υπήρχε «άλλη δυνατότητα να τερματιστεί η παρούσα σύρραξη».1 Κανείς δεν είχε προβλέψει τα όσα ακολούθησαν. Οι αναμνήσεις του Μεγάλου Πολέμου και του παρατεταμένου αδιεξόδου στο Δυτικό Μέτωπο ήταν ακόμα νω πές, και οι αντίπαλοι της Γερμανίας υπερτερούσαν κατά πολύ απέναντι στη Βέρμαχτ, σε άντρες και σε εξοπλισμό. Επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίο κινητοποιούσε τους πόρους της η Βέρμαχτ ήταν χαοτικός, και η παραγωγή πολεμικού υλικού υπο λειπόταν από τους στόχους που είχαν τεθεί. Κι όμως, λόγω της κακότεχνης τακτικής των αντιπάλων, ορισμένων εμπνευσμένων στρατηγικών αποφάσεων, του υψηλού ηθικού και της τύχης, τα γερμανικά στρατεύματα σάρωσαν τα πάντα στο διάβα τους: οι Κάτω Χώρες παραδοθηκαν μέσα σε τέσσερις μόλις μέρες, το Βέλγιο σε δεκαοκτώ, και η Γαλλία κράτησε μετά βίας ένα μήνα. Εκεί που είχαν προετοιμαστεί για μακροχρόνιο πόλεμο, οι Γερμανοί βρέθηκαν τώρα να πιστώνονται με τα μυστικά του μπλίτσκρηγκ. Οι Βρετανοί στρατιώτες αποσύρθηκαν από την ηπειρωτική Ευρώ πη αφήνοντας πίσω τους τεράστιες ποσότητες υλικού, και στα τέλη Ιουνίου η Βέρμα χτ κατέλαβε ακόμη και τα νησιά της Μάγχης. Κατάφερε επίσης, στην πορεία, να αυ τοσχεδιάσει μια σκανδιναβική εκστρατεία στην οποία τα γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν τη Δανία χωρίς να πολεμήσουν. Παρόλο που συνάντησαν πολύ πιο μα νιασμένη αντίσταση στη Νορβηγία, στις αρχές Ιουνίου την είχαν συντρίψει κι αυτήν. Ήταν, πέρα από κάθε αμφιβολία, ένα μοναδικό στρατιωτικό επίτευγμα.2
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 1940
103
Η Ευρώπη έμεινε άναυδη από αυτή την απολύτως εκπληκτική τροπή των γεγονό των, και όλοι περίμεναν να δουν ποια θα ήταν η επόμενη κίνηση των Γερμανών. Η πολιτική πρόκληση την οποία αντιμετώπιζε τώρα το Ράιχ προχωρούσε πολύ πέρα από τη σταθεροποίηση του ΙχββηδΓ&ιιιη στην ανατολική Ευρώπη. Ο Βίλχελμ Στού καρτ, συνταγματολόγος του Υπουργείου Εσωτερικών, τη διατύπωσε ως εξής: η Γερ μανία έπρεπε να περάσει από την κατασκευή μιας νοίΐίδβοπιοίηδοΐιαίΐ (Κοινότητας του νοΙΚ) εντός των συνόρων της στην οικοδόμηση μιας νο11ί0Γ§0πΐ6ίηδο1ΐΒίΙ (Κοι νότητας Λαών) σε όλη την ήπειρο. Ουσιαστικά χωρίς προετοιμασία, το Τρίτο Ράιχ έπρεπε να^ σφυρηλατήσει μια πολιτική στρατηγική για να υπερασπίσει τα κέρδη του στη Δύση και να διαμορφώσει μια μελλοντική Νέα Τάξη Πραγμάτων για την Ευρώ πη συνολικά. Γι’ αυτά τα καθήκοντα, οι ναξιστικοί φυλετικοί στόχοι -ο λόγος ύπαρ ξης του πολέμου στην Ανατολή- είχαν λιγότερο βάρος από τους στρατιωτικούς, τους διπλωματικούς και τους οικονομικούς παράγοντες. Μέσα όμως στην ατμόσφαιρα της απίστευτης ευφορίας που κατέλαβε την ηγεσία του Βερολίνου,,φαινόταν σαν να μπορούσε η σκέτη θέληση και ισχύς να ξεπεράσει κάθε αντίσταση. Οι σχεδιαστές δεν πίστευαν πια ότι ο οποιοσδήποτε συνδυασμός κρατών απειλούσε πολιτικά το Ράιχ: «οι οικονομικοί πόροι του Βορρά, της Δύσης και της Νοτιοανατολής τού είναι εξίσου προσιτοί». Η Αγγλία εξακολουθούσε να μάχεται, αλλά οι περισσότεροι φρο νούσαν ότι σύντομα θα λογικευόταν. Στο μεθυστικό εκείνο καλοκαίρι του 1940, όπου ο πόλεμος έμοιαζε να έχει κερδηθεί, οι σκέψεις των Γερμανών στράφηκαν προς το μέλλον, και συζητήθηκε πληρέστερα από κάθε άλλη φορά πριν ή μετά η μορφή μιας πιθανής ναζιστικής Ευρώπης.3
ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ
Στις 9 Απριλίου, η Δανία έγινε η πρώτη χώρα που συνθηκολόγησε. Η εισβολή τε λείωσε μέσα σε λίγες ώρες, προτού οι Δανοί βρουν καν το χρόνο να κηρύξουν τον πόλεμο: η αντίσταση ήταν εξόφθαλμα μάταιη. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, σε σύγκρι ση με την Πολωνία, οι Γερμανοί τούς μεταχειρίστηκαν με τέτοια μετριοπάθεια ώστε δυσκολεύεται να πιστέψει κανείς ότι ήταν το ίδιο κράτος που χειρίστηκε και τις δύο περιπτώσεις. Στην περίπτωση της Πολωνίας, οι ναζί ποδοπάτησαν το διε θνές δίκαιο και έσβησαν τη χώρα από το χάρτη* οι Δανοί, αντιθέτως, διαπραγμα τεύτηκαν την ηπιότερη μορφή γερμανικής εποπτείας σε όλη την Ευρώπη. Η χώρα παρέμεινε τυπικά ανεξάρτητη και ο βασιλιάς Χριστιανός διατήρησε το θρόνο του: η Κοπεγχάγη συνέχισε να είναι το πολιτικό κέντρο της δανέζικης ζωής σε όλο τον πόλεμο, και όσοι διέφυγαν στο εξωτερικό βρέθηκαν στο περιθώριο. Η Βουλή συνέ χισε να λειτουργεί και το 1943 έγιναν εντυπωσιακά ελεύθερες εκλογές-το ξέρουμε αυτό χάρη στο ότι το δανέζικο ναζιστικό κόμμα μετά βίας πήρε το 2 τοις εκατό των
104
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
ψήφων και κατατροπώθηκε από τα παλιά, προπολεμικά κόμματα. Οι βουλές των Γερμανών μεταφέρονταν μέσω του πρώην πρέσβη Σέσιλ φον Ρέντε-Φινκ, ο οποίος έγινε πληρεξούσιος του Ράιχ και επιτηρούσε τις δανέζικες υποθέσεις με περιορι σμένο προσωπικό και ακροθιγώς. Δόθηκε εγγύηση για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας και η μικρή γερμανική μειονότητα έλαβε κοφτή εντολή να μη δημιουργεί προβλήματα. Ο Ρέντε-Φινκ τόνισε τη σημασία που είχε το να διατηρηθεί η «επίφαση» της ανε ξαρτησίας, ώστε να καμφθεί η αντίπραξη εναντίον των Γερμανών αλλού. Ο Φύρερ, θέλοντας να κάνει το επόμενο βήμα στη Νορβηγία, συμφώνησε: στη Δανία δεν θα υπήρχε πολιτική διακυβέρνηση, και ως κι ο στρατός θα έπαιζε μικρό ρόλο. Μπορεί να ήταν όλα μια «πολιτική βιτρίνα» -όπως έλεγε αργότερα ένα στέλεχος των ναζί-, αλλά οι πρώτες εντυπώσεις μετρούσαν πολύ, σε μια στιγμή όπου οι Γερμανοί δεν ήξεραν πώς θα εξελίσσονταν οι εισβολές στη Νορβηγία και στις ευρύτερες Κάτω Χώρες. Η συγκεκριμένη ρύθμιση φαινόταν να εγγυάται αυτό που πραγματικά χρει αζόταν η Γερμανία από τους Δανούς -τα γαλακτοκομικά προϊόντα και την ευθυ γράμμισή τους στην εξωτερική πολιτική- με πολύ χαμηλό κόστος. Να λοιπόν που η γερμανική ηγεμονία ασκούνταν με πολύ πιο περίπλοκους και έμμεσους τρόπους απ’ όσο φαντάζεται συχνά ο κόσμος. Οι Δανοί τελείωσαν τον πόλεμο όντας μέλη των Ηνωμένων Εθνών όμως για τουλάχιστον τρία χρόνια, είχαν βρει μιαν άνετη γωνιά μέσα στη Νέα Τάξη της Γερμανίας.4 Οι Γερμανοί σκόπευαν να φερθούν με ανάλογο τοόπο και στη Νορβηγία, αλλά τα πράγματα εδώ αποδείχθηκαν πολύ πιο δύσκολα, στρατιωτικά και πολιτικά. "Υστερα από μια αιφνιδιαστική επίθεση, μετά από την οποία το Όσλο έπεσε στα χέ ρια των Γερμανών, οι Νορβηγοί προέβαλαν πεισματική αντίσταση. Περιπλέκοντας τα πράγματα, ο Βίντκουν Κουίσλινγκ, δεξιός εξτρεμιστής με ισχνή απήχηση στη χώ ρα, άδραξε την ευκαιρία και κήρυξε το σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης με αρ χηγό τον ίδιο. Ο Χίτλερ ένιωθε συγγένεια με τις απόψεις του, αλλά τον έβαλε στο περιθώριο και διόρισε, αντί γι’ αυτόν, επίτροπο του Ράιχ Έναν παλιό κομματικό σύ ντροφο. Ο άντρας τον οποίο διάλεξε, ο Γιόζεφ Τερμπόφεν, είχε ήδη χρηματίσει επαρχιακός κυβερνήτης της Ρηνανίας, όπου είχε κερδίσει με το σπαθί του την υπό ληψη ανελέητου ανθρώπου. Είχε τιμηθεί με τον Σιδερένιο Σταυρό στον Πρώτο Πα γκόσμιο Πόλεμο* στη συνέχεια εγκατέλειψε τις σπουδές του, πήρε μέρος στο Πρα ξικόπημα της Μπιραρίας του 1923 και παντρεύτηκε την πρώην γραμματέα του Γκαί μπελς. Ο άξεστος Τερμπόφεν, που εγκαταστάθηκε στην κατοικία του Διαδόχου (όπου, πέντε χρόνια αργότερα, έμελλε να αυτοκτονήσει με εκρηκτικά), δεν ήταν προικισμένος με τα δώρα της πειθούς που απαιτούνταν ώστε οι συγκλονισμένοι βουλευτές της Νορβηγίας να δεχθούν να σχηματίσουν μια νέα, φιλογερμανική κυ βέρνηση. Ο πρόεδρος της Βουλής κάλεσε βέβαια τον βασιλιά Χώκον να παραιτη θεί, αλλά εκείνος αρνήθηκε με οργή και διέφυγε στο Λονδίνο, όπου σχημάτισε εξό
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 1940
105
ριστη κυβέρνηση. Στο μεταξύ, η πολιτική μεσοβασιλεία δεν έλεγε να καταλήξει κά που. Στα τέλη Σεπτεμβρίου, ο Τερμπόφεν έχασε την υπομονή του: κατάργησε μονομερώς τη μοναρχία, διέλυσε όλα τα κόμματα εκτός από το Ν&δ]οηα1 δ&πι1ίη§ (Νδ) του Κουίσλινγκ και ανήγγειλε τη σύσταση μιας κρατικής επιτροπής που απαρτιζό ταν κυρίως από μέλη του Νδ και θα κυβερνούσε τη χώρα. Επρόκειτο για ταπεινωτι κό χαστούκι στα μούτρα της άρχουσας τάξης της χώρας, η οποία καταδίκασε από την πρώτη στιγμή τη νέα κυβέρνηση σε ανυποληψία. Παρόλο που ο λαός επέκρινε πολύ το βασιλιά για το φευγιό του, τον Κουίσλινγκ τον αποστρεφόταν πολύ περισ σότερο, και ουσιαστικά όλη η Νορβηγία στράφηκε εναντίον του. Ανάλογο κλίμα αποπροσανατολισμού κυριάρχησε και στις Κάτω Χώρες, όπου ο μονάρχης και οι υπουργοί διέφυγαν επίσης στο Λονδίνο. Ο στρατός των Κάτω Χω ρών είχε προσπαθήσει να αντισταθεί, αλλά λόγω του εύκολου εδάφους δεν βάστηξε με τίποτα όσο οι Νορβηγοί. Στις 14 Μαΐου, μαζική επιδρομή βομβαρδιστικών της Λουφτβάφε μετέτρεψε σε δέκα μόλις λεπτά το κέντρο του Ρόττερνταμ σε χαλάσμα τα, σκοτώνοντας σχεδόν 1.000 ανθρώπους και αφήνοντας άστεγους περισσότερους από 78.000. Μετά την καταστροφή που τα γερμανικά βομβαρδιστικά είχαν προξε νήσει στη Βαρσοβία τον προηγούμενο Σεπτέμβριο, ετούτη ήταν μια τρομακτική υπενθύμιση της ισχύος του βομβαρδιστικού, και οι Ολλανδοί συνθηκολόγησαν τα χύτατα. Ο στρατάρχης φον Μπράουχιτς διόρισε Γερμανό στρατιωτικό διοικητή, κα θώς ο Χίτλερ είχε υποσχεθεί στη Βέρμαχτ ότι στη δυτική Ευρώπη -αντιθέτως απ’ ό,τι στην Πολωνία- θα τους επέτρεπε να εγκαταστήσουν μια πιο παραδοσιακή στρατιωτική κατοχή.5 Μετά από λίγες μέρες, ωστόσο, άλλαξε γνώμη και διόρισε, όπως στη Νορβηγία, πολιτική διοίκηση. Καθώς τα πολιτικά επιτροπάτα στη Σουδητία και στη δυτική Πολωνία είχαν ήδη αποδειχθεί το προοίμιο της ενσωμάτωσης στο Ράιχ, οι Ολλανδοί ανησύχησαν, ιδίως αφού ο άνθρωπος που διάλεξε ο Χίτλερ για επικεφαλής αυτού του σχήματος ήταν ο Άρτουρ Σέυς-Τνκβαρτ, ο αναξιόπιστος νο μικός που είχε παίξει εξέχοντα ρόλο στο αυστριακό Άνσλονς. Το ίδιο το επιτελείο του στρατού ένιωσε αηδία για την «απόλυτη ανεντιμότητα των ανώτατων ηγετών μας»: ο διορισμός του Σέυς-Τνκβαρτ, έτσι όπως ήρθε αμέσως μετά τις ανάλογες ρυθμίσεις στη Νορβηγία, δεν προμήνυε τίποτε καλό για τα σχέδιά τους να κρατή σουν τα δδ και το Κόμμα έξω από τη δυτική Ευρώπη. Στην πραγματικότητα, οι μάλλον αόριστες οδηγίες του Χίτλερ προς τον ΣέυςΤνκβαρτ δεν ήταν καθόλου ριζοσπαστικές: του είπε να καθησυχάσει τους Ολλαν δούς και να τους ενθαρρύνει να συνεργαστούν. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες κατακτήσεις της Γερμανίας, οι Κάτω Χώρες ήταν μια αποικιακή δύναμη, και ο Χίτ λερ ήταν ιδιαίτερα αγχωμένος μην τυχόν και οι αποικίες της ξέφευγαν από τον γερ μανικό έλεγχο. Αφού δεν είχε αρκετά ισχυρό στόλο για να τις σιγουρέψει, έπρεπε να φερθεί στους Ολλανδούς σχετικά ήπια. Κατά συνέπεια, ο Σέυς-Τνκβαρτ προ σπάθησε να τους κατευνάσει διακηρύσσοντας αμέσως ότι η Γερμανία δεν είχε
106
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
«ιμπεριαλιστικές» βλέψεις εναντίον της χώρας. Λίγο αργότερα τόνισε πως η κατοχή ήταν αποκλειστικά στρατιωτική και δεν υπέκρυπτε διεκδικήσεις ολλανδικών εδα φών. Άφησε τα περισσότερα πολιτικά κόμματα να υπάρχουν και συνομίλησε με συ ντηρητικούς πολιτικούς. Παράλληλα, οι Ολλανδοί ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι διεκπεραίωναν το πραγματικό κομμάτι της διοίκησης της κατοχής υπό γερμανική εποπτεία, και το δίκαιο των Κάτω Χωρών παρέμεινε σε ισχύ, εκτός από τις διατά ξεις που ρητά καταργήθηκαν ή τροποποιήθηκαν. Έτσι, η κατοχή κύλησε στην αρχή με σχετικά μικρό γερμανικό προσωπικό να την επιβλέπει.6 Αντίθετα απ’ ό,τι τον συμβούλευαν οι υπουργοί του, και διαφορετικά απ’ ό,τι έκαναν οι εστεμμένοι των Κάτω Χωρών και της Νορβηγίας, ο νεαρός βασιλιάς του Βελγίου Λεοπόλδος δεν έφυγε. "Ισως να τον είχε εντυπωσιάσει η συμπεριφορά των Γερμανών έναντι της Δανίας, αλλά, αν έλπιζε σε κάτι ανάλογο, έκανε λάθος: το Βέλγιο ήταν πολύ πιο σημαντικό από τη Δανία, στρατηγικά και εδαφικά. Δεν του επιτράπηκε να σχηματίσει νεα κυβέρνηση όπως είχε ελπίσει, και οι περιφέρειες του Όυπεν και του Μαλμεντύ, που το Βέλγιο τις είχε κερδίσει στις Βερσαλλίες, ενσωμα τώθηκαν εκ νέου στο Ράιχ. Πριν ακόμη από την εισβολή, ο Χίτλερ είχε αρνηθεί να δεσμευτεί ότι θα διατηρούσε την ανεξαρτησία του Βελγίου και ολοφάνερα εξέταζε το ενδεχόμενο να επεκτείνει κι άλλο τα σύνορα της Γερμανίας. «Κυκλοφορούν... διάφορες ιδέες όσον αφορά το Βέλγιο», εκμυστηρεύτηκε ο Γκαίρινγκ στους στενό τερους υφισταμένους του. Ο Λεοπόλδος ανησύχησε, μα όταν τελικά συνάντησε τον Φύρερ, τον Νοέμβριο του 1940, αυτός του είπε απλώς ότι η «εσωτερική πολιτική ανεξαρτησία» του Βελγίου «θα είναι τόσο μεγαλύτερη όσο πιο ξεκάθαρα και ανυ στερόβουλα ευθυγραμμιστεί με τη Γερμανία σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και στρατιωτικά». Η Γερμανία δεν θα επέτρεπε «ποτέ πια» στο Βέλγιο να γίνει «βατή ρας για επίθεση εναντίοντουΡάιχ ή ^ Ευρώπης^. Το Βέλγιο θα ανα κτούσε την πολιτική του ανεξαρτησία; επέμεινε απτόητος ο Λεοπόλδος. Το μόνο που δέχθηκε να πει ο Χίτλερ ήταν ότι το Βέλγιο θα «κατέχει κάποιου είδους θέση μέσα στο πλαίσιο της οικονομικής και πολιτικής συνεργασίας με το Γερμανικό Ράιχ». «Τέτοια δήλωση», συνέχισε, «δεν μπορεί να γίνει ανοιχτά και δημόσια, γιατί θα ερμηνευόταν οπωσδήποτε σαν δείγμα αδυναμίας». Όλα αυτά δεν ήταν και πολύ καθησυχαστικά.7 Ωστόσο, παρά την πολιτική αβεβαιότητα που συσκότιζε το μέλλον τους, από ορι σμένες πλευρές οι Βέλγοι ήταν σε καλύτερη θέση απ’ όσο φαντάζονταν. Εξαιτίας της στρατηγικής σημασίας που είχε η χώρα για τη συνεχιζόμενη εκστρατεία ενα ντίον της Βρετανίας, η Βέρμαχτ κατάφερε να διατηρήσει την ευθύνη της κατοχής σχεδόν για όλη τη διάρκεια του πολέμου. Δύο νομοί της βόρειας Γαλλίας, το Πα ντε Καλαί και το Νορ, περιλήφθηκαν στη βελγική επικράτεια για διοικητικούς λόγους, και την όλη έκταση, με πληθυσμό περίπου δώδεκα εκατομμύρια, την κυβερνούσε ένας στρατιωτικός διοικητής για το Βέλγιο και τη Βόρεια Γαλλία, ο σκληρός πότης
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 1940
107
στρατηγός, βαρόνος Αλεξάντερ φον Φαλκενχάουζεν. Αν και ανιψιός του ανθρώπου που είχε κυβερνήσει το Βέλγιο στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο φον Φαλκενχά ουζεν αποτελούσε ασυνήθιστη επιλογή. Πρώην στρατιωτικός ακόλουθος στην Οθω μανική Αυτοκρατορία, στην Ιαπωνία και στην Κίνα του Τσιανγκ Καϊ-σεκ (όπου είχε αναπτύξει ευλάβεια προς τους κλασικούς του κομφουκιανισμού), ο Φαλκενχάουζεν ήταν ένας συντηρητικός της παλιάς σχολής. Τον είχαν ανασύρει από την αποστρα τεία και ανήκε στα πιο κοσμοπολίτικα μέλη μιας στρατιωτικής κάστας που, σε γενι κές γραμμές, ήταν μάλλον επαρχιώτικη και με παρωπίδες. Ούτε ο αρχηγός διοικητι κού του, ο Έγκερτ Ρέεντερ, ήταν ναζί, παρά πρώην δημόσιος υπάλληλος της Πρω σίας* αυτός διηύθυνε τη Στρατιωτική Επιτροπή Μελετών, που είχε σχεδιάσει την κατοχή. Μολονότι μέλος (επίτιμο) των δδ, ο πολυμήχανος Ρέεντερ -η πραγματική εξουσία πίσω από το θρόνο του Φαλκενχάουζεν- δεν δίστασε να αναταχθεί ούτε στα δδ ούτε στο Ναζιστικό Κόμμα, που τα μέλη τους τα θεωρούσε οχληρούς και επι κίνδυνους φαντασιοκόπους. Αυτός και ο Φαλκενχάουζεν κατάφεραν στην αρχή να υπερισχύσουν έναντι του Χίμλερ, ο οποίος ήθελε να επιταχύνει τη ναζιστικοποίηση του Βελγίου, και κράτησαν επίσης σε απόσταση το Κόμμα. Επέτρεψαν στους Βέλόσο το δυνατόν περισσότερο και είχαν τη βοήθεια των επιχειρηματιών και των ανώτερων κρατικών υπαλλήλων της, που η απερχόμενη κυ βέρνηση τούς είχε πει να παραμείνουν στα πόστα τους. Τα βελγικά δικαστήρια συ νέχισαν να λειτουργούν σαν δοκιμαστήρια για τη συνταγματικότητα των γραφειο κρατικών διαταγμάτων, προσδίδοντας -για ένα διάστημα- στις νέες ρυθμίσεις κάτι παραπλήσιο της νομιμότητας. Κάποιοι δημόσιοι υπάλληλοι εκκαθαρίστηκαν, πολ λοί δήμαρχοι το έσκασαν πανικόβλητοι την ώρα της εισβολής και παύθηκαν βασικά όμως, όπως και στην Ολλανδία, ο προπολεμικός κρατικός μηχανισμός παρέμεινε άθικτος.8 Το μεγάλο έπαθλο, βέβαια, ήταν η Γαλλία: κανένα άλλο απόκτημα της Γερμανίας δεν μπορούσε να συγκριθεί μαζί της. Παρά την κατά βάσιν ισόπαλη αναμέτρη ση αρχικά σε ορισμένα τμήματα της γραμμής, οι Γερμανοί προχώρησαν εντυπω σιακά γρήγορα. Μέσα σε μια εβδομάδα είχαν φτάσει στη Μάγχη* η Δουνκέρκη έπεσε λιγότερο από δύο βδομάδες αργότερα, και στις 14 Ιουνίου μπήκαν στο Πα ρίσι. Ο στρατάρχης Ανρί-Φιλίπ Πεταίν, ο γηραιός αλλά διαυγής ήρωας του Βερντέν κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ανέλαβε την πρωθυπουργία της Γαλ λίας και ανήγγειλε πως θα ζητούσε κατάπαυση του πυρός. Με έξι έως οκτώ εκα τομμύρια αμάχους να φεύγουν προς το νότο, να φράζουν τους δρόμους και να με ταδίδουν τον πανικό, η αποθάρρυνση της Γαλλίας ήταν απόλυτη. Ήταν τόσο σαρωτική και κεραυνοβόλα η γερμανική νίκη, ώστε λίγοι πίστεψαν ότι είχε συμβεί στ’ αλήθεια.9 Ο γδούπος της συντριβής αντήχησε σε όλη την Ευρώπη. «Όταν έπεσε το Παρί-
108
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
σι, ^κσσμας^&ίλα^^ θυμόταν μια Εβραιοποΰλα στη Βαρσοβία. Για τους δημοκράτες, σήμαινε πως ο πόλεμος εναντίον του Χίτλερ θα παρατεινόταν τώρα επ’ αόριστον οι Πολωνοί και οι Τσέχοι εμιγκρέδες πολιτικοί .έπεσαν σε απόγνωση, γιατί η αντίσταση στη γερμανική κυριαρχία σαφέστατα δεν επρόκειτο να είναι βραχυπρόθεσμη υπόθεση. Οι φασίστες, από την άλλη, παντοΰ, από την Πορτογαλία ως τη Ρουμανία, χαιρέτισαν το θρίαμβο του Ράιχ σαν το σημάδι της διεθνοΰς στροφής προς τα δεξιά: η φθίνουσα κληρονομιά της Γαλλικής Επανάστα σης είχε τελικά υποκΰψει στο επιβάλλον, στη νεανική ορμή και την πειθαρχία του εθνικοσοσιαλισμού. Από τις Κάτω Χώρες, ο γηράσκων κάιζερ Γουλιέλμος Β" έστειλε στον πρώην δεκανέα του συγχαρητήριο μήνυμα. Μετά την ταπείνωση των Βερσαλλιών, ο συμβολισμός της νίκης ήταν απαραγνώριστος, και οι διαπραγμα τεύσεις για τη γαλλο-γερμανική εκεχειρία έγιναν στο ίδιο σιδηροδρομικό βαγόνι που είχαν χρησιμοποιήσει οι θριαμβευτές Γάλλοι στρατηγοί το 1918. Όμως, ενώ ο Χίτλερ απόλαυσε τη νικητήρια στιγμή του και περιηγήθηκε μερικά πεδία μάχης του Μεγάλου Πολέμου, πρόσεξε να μην παρατραβήξει στο σκοινί: ήταν απολΰτως απαραίτητο να αποφευχθεί με κάθε τίμημα η κατάσταση που είχε προκΰψει στη Νορβηγία. Ο Πεταίν έπρεπε να ενθαρρυνθεί να παραμείνει στη Γαλλία, ώστε να ηγηθεί της χώρας και να εμποδίσει την εξάπλωση του πολέμου στις γαλλικές αποι κίες. Προείχε το να διατηρηθεί ιχια γαλλική κυβέρνηση που να διαχειρίζεται την κατοχήγιαλογαριααματιανΓερμανών. Έτσι, παρά τις αρχικές δρακόντειες απαι τήσεις του -εξοντωτικά «έξοδα κατοχής», εκτόπιση 1,5 εκατομμυρίου Γάλλων αιχ μαλώτων πολέμου στη Γερμανία-, ο Χίτλερ στάθμισε προσεκτικά τι θα αποδέχο νταν οι Γάλλοι και συγκρότησε την αρχική του παρόρμηση να κολοβώσει τη χώρα με προσαρτήσεις.10 Αυτό δεν σήμαινε, βέβαια πως οι τελευταίες αυτές ήταν εκτός μακροπρόθεσμης ατζέντας. Εξάλλου, οι νάζι δεν ήθελαν απλώς την ήττα της Γαλλίας ή την κατάρρευση της συμμαχίας της με την^ Αγγλία: η Γαλλία έπρεπε να κατατροπωθεί για πάντα, ώστε να μην αποτελέσει ποτέ πια απειλή για τη Γερμανία. Στις 12 Ιουλίου, ο Γκαί μπελς το εξέθεσε αυτό στους συναδέλφους του του Υπουργείου Προπαγάνδας, με όρους που έφεραν την αδιάψευστη σφραγίδα της σκέψης του Χίτλερ: Η νέα τάξη για την Ευρώπη θα πρέπει να τεθεί πολΰ συνειδητά υπό την αποκλειστι κή αιγίδα της Γερμανίας... Στο μέλλον η Γαλλία θα παίζει απλώς το ρόλο ενός μι κρού ατλαντικού κράτους... Πέρα από τις εδαφικές απαιτήσεις της Ιταλίας έναντι της Γαλλίας, και οι δικές μας απαιτήσεις θα είναι πολΰ μεγάλες... Ό σον αφορά τη Γαλλία, το αξίωμα θα ε ίναιη καταστροφή της Ειρήνης της Βεστφαλίας. Κάποιοι μι λούν ακόμη και για ανάκληση της διανομής που συμφωνήθηκε με τη Συνθήκη του Βερντέν του 1843. Γι’ αυτόν το λόγο, οτιδήποτε χρησιμεύει στην ενθάρρυνση πολιτι κής ή οικονομικής αναβίωσης της Γαλλίας θα καταστρέφεται... Η συνθήκη ειρήνης
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 1940
109
θα εξαλείψει τη Γαλλία όχι μόνο ως μεγάλη δύναμη αλλά και ως κράτος με οποιαδήποτε πολιτική επιρροή στην Ευρώπη.11
Δραματικές μελλοντικές αλλαγές συνόρων -που «κλάδευαν» μεγάλο μέρος της βό ρειας Γαλλίας, ως την εκβολή του ποταμού Σομ- καταστρώθηκαν μυστικά, από τον πάντοτε αξιόπιστο Στούκαρτ. Πέρα από την πρόσκτηση εδαφών από το Ράιχ, οι Γερμανοί αξιωματοΰχοι ονειρεύονταν τη σκόπιμη αποκέντρωση του γαλλικού κρά τους -το μάντρωμα της κυβέρνησης στο Βισύ ταίριαζε θαυμάσια με αυτή την ιδέαώστε να εξασθενήσει ο γαλλικός εθνικισμός· μια ηπιότερη εκδοχή, δηλαδή, της πο λιτικής για την Πολωνία. Η φυλετική τους ανάλυση έδειχνε πως η Γαλλία ήταν ένα μείγμα (ν©ΓΠΠ5θ1ιυη§), όπου οι πόλεις και τα βιομηχανικά κέντρα είχαν επιτρέψει στα «χειρότερα στοιχεία» να διαφθείρουν τα καλύτερα στο όνομα ενός «αφηρημένου κράτους»: με την καθοδήγηση της Γερμανίας, θα δινόταν στις περιφέρειες με γαλύτερη ελευθερία απέναντι στην κεντρική κυβέρνηση. Τα σχέδια του Στούκαρτ δικαιολογήθηκαν με τον ίδιο τρόπο: η απελευθέρωση της δύναμης των «υγιών φυλε τικών στοιχείων» θα αποδυνάμωνε τη «Γαλλία του Παρισιού». Άλλοι, ζητώντας μια «νόΐΐαδοΐι Νέα Τάξη» για την Ευρώπη, που θα επέτρεπε στους Γερμανούς να δημι ουργήσουν ευγνώμονες συμμάχους μεταξύ των μειονοτήτων της περιοχής, συνιστούσαν να δοθεί αυτοδιάθεση στους Βρετόνους και στους Βάσκους. Προσέβλεπαν, μάλιστα, στην εφαρμογή ανάλογων ιδεών πέρα από τη Μάγχη όταν θα παραδί νονταν οι Βρετανοί: θα αποσπούσαν τη Σκωτία από το Ηνωμένο Βασίλειο, θα δημι ουργούσαν μια ενιαία Ιρλανδία και θα έδιναν αυτονομία στη δυτική Αγγλία. Με δυο λόγια, επρόκειτο για ένα όραμα εξασφάλισης της γερμανικής ηγεμονίας στη Δύση με όχημα την πολίτικη για τις εθνότητες, κάτι σαν κατοπτρική εικόνα αυτού που είχαν προσπαθήσει να κανουν οι Γάλλοι και οι Βρετανοί στην ανατολική Ευρώ πη μετά το 1918.12 Όλα αυτά βρίσκονταν κάπου στο μέλλον και παρέμεναν υποθετικά και εμπιστευτικά. Οι πραγματικοί όροι της εκεχειρίας δεν ήταν καθόλου τόσο δρακόντειοι. Ο Πεταίν θα είχε σίγουρα αντιδράσει σε πλήρη κατοχή της χώρας ή αν τον ανάγκα ζαν να παραδώσει τον γαλλικό στόλο, αλλά δεν τον δοκίμασαν ποτέ. Η Γαλλία διαιρέθηκε σε κατεχάμενη και μη κατεχόμενη ζώνη, με τη γαλλική κυβέρνηση κατ’ όνο μα κυρίαρχη και στις δύο. Αυτό επέτρεψε την παραμονή ζωτικών στρατηγικών πε ριοχών -της ακτής του Ατλαντικού, της Μάγχης και ενός χερσαίου δρόμου προς την Ισπανία- υπό τον επιχειρησιακό έλεγχο της Βέρμαχτ, ενώ ταυτόχρονα έδωσε τη δυ νατότητα στη γαλλική κυβέρνηση να διοικεί τη χώρα. Αντίθετα απ’ ό,τι στην Πολω νία, οι Συμβάσεις της Χάγης και της Γενεύης θεωρήθηκε ότι παρέμεναν σε ισχύ, και, παρόλο που η Βέρμαχτ έκρινε ότι η ύπαρξη κατοχικού δικαίου σήμαινε πως τα διατάγματά της αποτελούσαν την ανώτατη πηγή δικαίου, στην πράξη το Βισύ εξέδω σε τόσο πολλές διοικητικές πράξεις, που οι έτσι κι αλλιώς πνιγμένοι στα καθήκοντα
110
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Γερμανοί αξιωματούχοι κατέληξαν απλώς να καταρτίζουν οδηγίες γενικής πολιτι κής και να παρεμβαίνουν όταν ένιωθαν πως απειλούνταν. Οι Γάλλοι δημόσιοι υπάλ ληλοι διοικούσαν τη χώρα και εποπτεύονταν μάλλον χαλαρά από ένα μικρό επιτε λείο της Βέρμαχτ, που είχε σταλεί στο πόδι του στρατιωτικού διοικητή του Παρισι ού. Η γερμανική εξουσία διαχύθηκε περαιτέρω λόγω του ότι, όπως συμβαίνει συ χνά, οι κατακτητές δεν μιλούσαν όλοι με μια φωνή. Η μόνη πραγματική ένδειξη των μακροπρόθεσμων προθέσεων του Ράιχ για τη Γαλλία ήταν ότι δεν έδιναν στον Πε ταίν την άδεια να εγκαταστήσει τη διοίκησή του στη γαλλική πρωτεύουσα* προς με γάλη αγαλλίαση των ξενοδόχων του Βισύ, αυτός διάλεξε την υπναλέα λουτρόπολη για νέα έδρα της εθνικής κυβέρνησης. Ώστε λοιπόν στη Γαλλία, όπως και στη Δανία, οι Γερμανοί κατάφεραν ν<0ΐ_επιστεγάσουν τον στρατιωτικό τους θρίαμβο μ’ ένα σπουδαίο πολιτικό επίτευγμα: συγκεράζοντας την ιδεολογία με τον πραγματισμό, κατάφεραν να δημιουργήσουν μια πιστή και λίγο-πολύ εθνικά αποδεκτή κυβέρνηση που θα δούλευε στο πλευρό τους και θα διοικούσε τη χώρα. Η Γαλλία ήταν, φυσικά, πολύ πιο σημαντική από τη Δα νία, και η Βέρμαχτ κατέλαβε μεγάλο μέρος της. Παρ’ όλα αυτά, οι δυνάμεις της απλωθήκαν αραια και χρειάστηκαν λίγοι Γερμανοί αξιωματούχοι για να συντονί ζουν την πολιτική με το Βισύ. Τα δύο πρώτα χρόνια της κατοχής, οι Γερμανοί ήταν σε γενικές γραμμές ικανοποιημένοι με τα αποτελέσματα. Ως προς ένα ζήτημα όμως η νίκη τους είχε πραγματικά δραματικές συνέπειες. Γιατί, ενώ το δανέζικο πολιτικό σύστημα άλλαξε ελάχιστα με τον πόλεμο και την ήττα, στη Γαλλία η άνοδος του Πε ταίν σήμανε το τέλος της παλιάς Τρίτης Δημοκρατίας και την ανάδυση μιας νέας συ νταγματικής τάξης. Του εκχωρήθηκαν πρωτοφανείς εκτελεστικές εξουσίες για αρ χηγό του κράτους, η λειτουργία της Βουλής ανεστάλη μέχρι νεοτέρας και οι πρώην υπουργοί της προπολεμικής Δημοκρατίας θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για το απαρά σκευο του έθνους το 1940 και προσάχθηκαν σε δίκη. Άρχισε να γίνεται λόγος για νέο σύνταγμα (αν και δεν έγινε ποτέ πράξη) και το καθεστώς διακήρυξε εθνική επανάσταση -με έντονα αντιδημοκρατικές και αντισημιτικές αποχρώσεις- στο όνο μα της οικογένειας, της εργασίας και της πατρίδας. Η γερμανική νίκη είχε επιτρέ ψει στον αυταρχισμό να θριαμβεύσει στη Γαλλία: η πολιτική αυτή μεταμόρφωση, όμως, ήταν προϊόν απόφασης των ίδιων των Γάλλων.13 Η επέκταση της γερμανικής εξουσίας στη δυτική Ευρώπη είχε προκληθεί κατά βάσιν από τις στρατηγικές ανάγκες του Βερολίνου. Δεν διακυβευόταν κάποιο μεγαλεπήβολο ιδεολογικό πρόγραμμα, και η ίδια η ποικιλία των κατοχικών καθεστώτων που εγκαθιδρύθηκαν το 1940 έδειχνε την αβεβαιότητα του Χίτλερ ως προς το πώς εντάσσονταν αυτά στο ευρύτερο πλάνο του, που είχε πρωτεύοντος ανατολικό προ σανατολισμό. Η Δανία, τελικά, είχε γίνει στόχος επίθεσης μόνο για να χρησιμέψει σαν βατήρας για την εισβολή στη Νορβηγία* και η ίδια η Νορβηγία είχε συμπεριλη-
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 1940
111
φθεί στα γερμανικά σχέδια με σκοπό να ματαιωθούν τα σχέδια των Αγγλογάλλων για κατάληψη των μεταλλείων της βόρειας Σουηδίας. Το καλοκαίρι του 1940, εξίσου ασαφές ήταν το πού έπρεπε να λήξει η δυτική εκστρατεία της Γερμανίας. Υπήρχε καταρχήν το πρόβλημα της Ελβετίας. Οι Ελβε τοί είχαν καταρρίψει αρκετά γερμανικά αεροπλάνα στην εισβολή της Γαλλίας, όταν αυτά ξεστράτιζαν και έμπαιναν στον εναέριο χώρο της Ελβετίας, και οι Ελβετοί πολιτικοί φοβούνταν ότι μετά τους Γάλλους θα ερχόταν η σειρά τους. Είχαν, μά λιστα, καταστρώσει σχέδια κοινής άμυνας εναντίον της Γερμανίας μαζί με τους Γάλλους, σχέδια που έρχονταν σε αντίφαση με τον ισχυρισμό τους ότι τηρούσαν στάση «ένοπλης ουδετερότητας»* οι Γερμανοί είχαν πληροφορηθεί την ύπαρξή τους και ήταν έξω φρενών. Ένας τρόπος να τους κατευνάσουν θα ήταν να μετατο πιστεί η ελβετική πολιτική προς τα δεξιά, κάτι που ορισμένοι συντηρητικοί το προ σπαθούσαν από χρόνια. Και πάλι όμως, στην πράξη οι Γερμανοί έδειξαν σχετική αυτοσυγκράτηση στις απαιτήσεις τους. Δεν επέμειναν να θεσπίσουν οι Ελβετοί νέ ους φυλετικούς νόμους ή μέτρα που θα μπορούσαν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την πολιτική ουδετερότητας της Ελβετίας. Διαμαρτυρήθηκαν για τις επικρίσεις εναντίον του Ράιχ στον ελβετικό Τύπο, αλλά δεν προχώρησαν παραπέρα, κυρίως επειδή γνώριζαν πως η Γαλλία παρακολουθούσε το πώς μεταχειρίζονταν τους Ελβετούς και ήθελαν πάνω απ’ όλα να φέρουν το Βισύ ολότελα στο πλευρό του Άξονα. Τα σχέδ^α ^ρατιωιχκής ε^σβολής μπήκαν κι αυτά στο συρτάρι - όχι γιατί οι Γερμανοί φοβούνταν τον ελβετικό στρατό, αλλά γιατί δεν ήθελαν να αρπαχτούν με τους Ιταλούς για το πώς θα διαιρούσαν τη χώρα. Έτσι οι Ελβετοί έμειναν έξω από τον πόλεμο, προσφέροντας ειρηνικά και με το αζημίωτο (αν και κάποτε καρδιοχτυπώντας) συναλλακτικές, τραπεζιτικές και ανεκτίμητες διαμετακομιστικές ευκολίες στον Άξονα, και, πολύ αργότερα, διακριτικά σημεία συνάντησης για τους μεσολα βητές του Άξονα και των Συμμάχων.14 Πολύ σπουδαιότερη μισοτελειωμένη δουλειά αποτελούσε το πρόβλημα της Βρε τανίας, ζήτημα στο οποίο ο Χίτλερ ήταν δίγνωμος, παρά τη συνήθειά του. Η κατά βάσιν φιλοβρετανική του στάση δεν άλλαξε μετά τη Δουνκέρκη, και έκανε πολλές ακόμη απόπειρες να τα βρει με τους Βρετανούς. Μεσούσης της εισβολής στη Γαλ λία εκμυστηρεύτηκε ότι προσδοκούσε μια συμφωνία με το Λονδίνο «στη βάση της διαίρεσης του κόσμου» και έκανε δημόσια πρόταση ειρήνης στα μέσα Ιουλίου σε μια ομιλία του στο Ράιχσταγκ, που απορρίφθηκε γρήγορα και δημόσια. Όλο και περισσότερο όμως συνειδητοποιούσε πόσο δύσκολο ήταν να χωρίσει τη Βρετανία από τις ΗΠΑ και εξέταζε το ενδεχόμενο πιο δραματικών βημάτων. Λίγες μέρες πριν από την πρόταση ειρήνης του, διέταξε να αρχίσουν ετοιμασίες για ναυτική επίθεση στη Μάγχη, και τον Αύγουστο ο στρατός κατέστρωσε λεπτομερή επιχειρησιακά σχέδια. Θα γίνονταν αποβάσεις στο Σάσεξ, στο Κεντ, στο Ντόρσετ και στο νησί Ουάιτ, προτού οι γερμανικές δυνάμεις προωθηθούν προς μια γραμμή που απλωνό
112
ΓΙΑ ΊΉ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
ταν από το Κόλτσεστερ ως τον ποταμό Σέβερν και έπειτα μέσα στα Μίντλαντς, περικυκλώνοντας έτσι το Λονδίνο. Αλλά οι αρχηγοί του γερμανικού Ναυτικούανησυχούσαν πάρα πολύ για τους κινδύνους της εισβολής* ο ίδιος ο Χίτλερ ήταν περιέρ γως διστακτικός και έλπιζε πως μια «επίδειξη δύναμης» της Λουφτβάφε θα αρκούσε για ν’ αλλάξει την πολιτική της Βρετανίας. Η γερμανική κατασκοπεία υπερτίμη σε τις διαθέσιμες αμυντικές δυνάμεις και ο Χίτλερ φαίνεται ότι έτσι κι αλλιώς δεν επιθυμούσε να κάνει ένα βήμα που θα μπορούσε να κατεδαφίσει τη βρετανική αυτοκρατορία.15 Ενόσω ο σχεδιασμός της εισβολής από τη Μάγχη προχωρούσε, ο ταγματάρχης Βάλτερ Σέλλενμπεργκ της 5Ό, νεαρός προσωπικός υπασπιστής του Χίμλερ και αρ χηγός της υπηρεσίας πληροφοριών εξωτερικού της ΚδΗΑ, συνέγραφε ένα εγχειρί διο περί Βρετανίας προς χρήση της Γκεστάπο. Το απόρρητο αυτό Ιη/οττηαίίοηδΗββ ΟΒ του Σέλλενμπεργκ, επικουρούμενο, κατά πώς φαίνεται, από τις πληροφορίες δύο αξιωματικών της Ιντέλλιτζενς Σέρβις που είχαν απαχθεί κοντά στα σύνορα με τις Κάτω Χώρες τον προηγούμενο Νοέμβριο, παρέχει μιαν άποψη περί Βρετανίας εντυπωσιακά διεισδυτική και συνάμα εντελώς αλλόκοτη. «Οι δημοκρατικές ελευθε ρίες στη Βρετανία» περιγράφονται ως απάτη. Τα συνδικάτα «δεν ασχολούνται με την πολιτική», ενώ ο αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρυ και το Συμβούλιο Εξωτερι κών Υποθέσεων της Εκκλησίας της Αγγλίας θεωρούνται υπεύθυνοι για την αντιγερμανική προπαγάνδα* το ίδιο και το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, του οποίου αναφέρονται ονομαστικά τα «Οξφορδιανά Συγγράμματα» για τα τρέχοντα παγκόσμια προβλήματα. Βιβλιοθήκες, πανεπιστήμια, επιμέρους λόγιοι και εμιγκρέδες αντιναζιστές πολιτικοί περιγράφονται όλοι, αν παρουσίαζαν ενδιαφέρον για τη γερμανική υπηρεσία πληροφοριών. Η ίδια η Αγγλία υποτίθεται ότι διοικείται από τους μασό νους, τους Εβραίους και μια μικρή ελίτ σπουδαγμένη σε ιδιωτικά σχολεία. Ο Αγγλος τζέντλεμαν περιγράφεται ως κάποιος «που δεν έχει κάνει ποτέ σκέψεις για φιλοσοφικά ζητήματα, που οι γνώσεις του για την ξένη κουλτούρα είναι ανύπαρ κτες, που θεωρεί τη Γερμανία ενσάρκωση του κακού αλλά δέχεται τη βρετανική ισχύ ως άτρωτη». Στο τέλος, η «Ειδική Λίστα Καταζητουμένων Μ.Β.» (δοπάοΓ&1ιη(1υη§δ1ίδΐ0 ΟΒ) κατέγραφε 2.820 άτομα που έχρηζαν ειδικής προσοχής από την Γκεστάπο, τριάντα από τους οποίους θα συλλαμβάνονταν αμέσως. Αν είχαν πάρει ποτέ την Αγγλία οι Γερμανοί -με τον τρόπο που το φαντάστηκε ο Λεν Ντέιτον στο μυθιστόρημά του ΞΞ-ΟΒ-, η Γκεστάπο θα είχε κυνηγήσει όχι μόνο πολιτικούς, συνδι καλιστές και αξιωματικούς του στρατού, αλλά και πρόσωπα φοβερά και τρομερά όπως ο Νόελ Κάουαρντ, η Νάνσυ Κιούναρντ και ο Σίγκμουντ Φρόυντ (ο οποίος είχε πεθάνει τον προηγούμενο Σεπτέμβριο, αλλά παρ’ όλα αυτά κατάφερε και μπήκε στη λίστα).16 Κάποιοι από αυτούς φοβούνταν τόσο πολύ την εισβολή, που έφυγαν για την άλλη πλευρά του Ατλαντικού: ο συγγραφέας Στέφαν Τσβάιχ πήγε στις ΗΠΑ και από εκεί
113
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 1940
στη Βραζιλία, όπου αυτοκτόνησε το 1942, αφού πρώτα τελείωσε τον Κόσμο τον Χθες, τον συγκινητικό του θρήνο για μια Ευρώπη την οποία θεωρούσε οριστικά χα μένη. Η «Ειδική Λίστα Καταζητουμένων Μ.Β.», όμως, γρήγορα έγινε ένα απλό ιστο ρικό αξιοπερίεργο. Στα τέλη εκείνου του φθινοπώρου, μετά τις αποτυχημένες επι θέσεις εναντίον των βρετανικών στρατιωτικών αεροδρομίων και τις επιδρομές των βαριών βομβαρδιστικών που σκότωσαν περισσότερους από 23.000 αμάχους, η Λουφτβάφε εγκατέλειψε τη Μάχη της Αγγλίας και ο Χίτλερ έβαλε στο συρτάρι την ιδέα της εισβολής. Είχε ήδη αποφασίσει να επιτεθεί στην ΕΧΣ.Δ. τον επόμενο χ^όνο, πιέζοντας έτσι εμμέσως τους Βρετανούς. Στο μεταξύ, οι Γερμανοί διπλωμάτες προ σπαθούσαν να παραμένουν ενήμεροι για την κατάσταση των πνευμάτων εκείθεν της Μάγχης, αλλά οι αναφορές ήταν αποσπασματικές* ακόμα και ο Γερμανός πρέσβης στο Δουβλίνο δυσκολευόταν να καταλάβει τι συνέβαινε. «Η οργανωμένη ζωή στο Λονδίνο» στη διάρκεια της Μάχης της Αγγλίας έλεγαν πως είχε «διαλυθεί τελείως* έχουν σημειωθεί ως και λεηλασίες και δολιοφθορές». Από την άλλη, και η ανάκαμ ψη έλεγαν πως ήταν «εντυπωσιακά γρήγορη». Κάποιοι ταξιδιώτες από το Ηνωμένο Βασίλειο έλεγαν πως οι Βρετανοί δεν θα παραδίνονταν ποτέ* άλλοι προέβλεπαν ότι πλησίαζε το τέλος των αντοχών τους. Ο ίδιος ο Χίτλερ μάλλον δεν ενδιαφερόταν κα θόλου για το ζήτημα.17
ΣΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ
Προτού κινηθεί εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, ο Χίτλερ έστρεψε την προσοχή του στις θέσεις των Βρετανών στη Μεσόγειο. Παρόλο που το γερμανικό Ναυτικό έβλεπε με καλό μάτι αυτήν τη νέα «περιφερειακή» στρατηγική, θεωρώντας την ως τελευταία ευκαιρία να λάμψει πριν από τον χερσαίο πόλεμο με τη Σοβιετική Ένωση, στην πραγματικότητα δεν ήταν αρκετά ισχυρό ώστε πολεμήσει τους Άγγλους χωρίς βοή θεια. Ο Χίτλερ είχε εξαπολύσει ευρωπαϊκό πόλεμο ενώ το πρόγραμμα που υποτίθε ται ότι θα έδινε στο Ράιχ το μεγαλύτερο Ναυτικό του κόσμου ήταν ακόμα σε πρώιμο στάδιο. Το Ναυτικό που πραγματικά διέθετε δεν είχε καν μπορέσει να διαπεραιώσει τις δυνάμεις που θα εισέβαλαν στην απέναντι ακτή της Μάγχης. Στην περίπτωση της Μεσογείου, επομένως, και της βόρειας Αφρικής ειδικότερα, ο νέος αφέντης της Ευ ρώπης διαπίστωσε ότι έπρεπε να φερθεί σαν διπλωμάτης και ηγέτης κράτους, παρά σαν αρχιστράτηγος* έπρεπε να διαιτητεύσει και να καλοπιάσει όπου δεν μπορούσε να εξαναγκάσει, αν ήθελε να αποκομίσει τα μέγιστα από τους εταίρους της Γερμα νίας. Αυτό όμως αποδείχθηκε πολύ δυσκολότερο από τηνκατάκτηση της μισής Ευρώ πης, που είχε προηγηθεί. Τόσο η σύμμαχός του η Ιταλία όσο και η Ισπανία, για την οποία έλπιζε από τα κατάβαθά του ότι θα έμπαινε στον πόλεμο, ήθελαν να επωφεληθούν από την ήττα της Γαλλίας και εποφθαλμιούσαν τις βορειοαφρικανικές της κτή
114
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
σεις. Ο γρίφος που είχε να λΰοει ήταν το να ικανοποιήσει και τις δυο αυτές χώρες χω ρίς ταυτόχρονα να τον ξεγράψουν οι Γάλλοι, οι οποίοι ήταν δυνητικά σημαντικότεροι και από τις δυο. Η ικανότητα του Βίσμαρκ να στρέφει τον έναν εχθρό του εναντίον του άλλου εξουδετερώνοντάς τους δεν περιλαμβανόταν στα χαρίσματα του Χίτλερ, και η δική του απληστία για εδάφη περιέπλεκε κι άλλο την κατάσταση. Στον πόλεμο εναντίον της Βρετανίας, η υποστήριξη της Ισπανίας ήταν προφανώς ζωτικής σημασίας. Στις 19 Ιουνίου -τις μέρες ανάμεσα στο διορισμό του Πεταίν και στην υπογραφή της εκεχειρίας- η Μαδρίτη είχε φτάσει στο σημείο να προσφερθεί να μπει στον πόλεμο με τη Βρετανία με αντάλλαγμα το Γιβραλτάρ, το Γαλλικό Μα ρόκο και κάμποσα άλλα αφρικανική εδάφη. Ισπανικά στρατεύματα είχαν καταλά βει τη γαλλική Ταγγέρη λίγες μέρες νωρίτερα και ο Φράνκο ήθελε να επεκτείνει πε ραιτέρω τη βορειοαφρικανική του αυτοκρατορία. Οι Βρετανοί ανησυχούσαν αρκε τά ώστε να εκπαιδεύουν μια ομάδα παραμενόντων, οι οποίοι θα σφραγίζονταν μέ σα σ’ ένα κρυφό καταφύγιο παρατήρησης για κάνα χρόνο ή και παραπάνω, ώστε να παρακολουθούν τις κινήσεις των πλοίων του Άξονα από τον Βράχο. Ευτυχώς για τους άντρες της αποστολής, δεν χρειάστηκε να αποδείξουν την αξία τους, γιατί, ενώ ο Χίτλερ θα πέταγε τη σκούφια του να μπουν οι Ισπανοί στον πόλεμο, πολύ απλά δεν ήταν έτοιμος να κάνει τις παραχωρήσεις που απαιτούσαν. Ένας από τους λόγους ήταν ότι, αν τις είχε κάνει, θα ήταν αδύνατο να παρασύ ρει και τον Πεταίν στον πόλεμο. Ο Πεταίν έπαιζε έξυπνα το κατώτερο χάρτινου, και ο Χίτλερ φοβόταν ότι, αν παρέδιδε μερικές από τις γαλλικές κτήσεις στους Ισπανούς, οι υπόλοιπες θα αποσκιρτούσαν προς τους Βρετανούς και τους Ελεύθε ρους Γάλλους. Ένας ακόμα λόγος, όμως, ήταν ότι η Γερμανία ε ίχε τ^ς δικές της βλέ ψεις στο Μαρόκο, και Γερμανοί πράκτορες βρίσκονταν μυστικά στην Καζαμπλάνκα και ανίχνευαν τις κινήσεις από τα στρατιωτικά αεροδρόμια των Γάλλων. Όσο για το γερμανικό Ναυτικό, ήθελε έως και βάσεις στα Κανάρια νησιά. Όταν ο Χίτλερ συ νάντησε τον Φράνκο στην κρίσιμη συνάντηση του Ενταί, στις 23 Οκτωβρίου, οι δύο άντρες δεν βρήκαν πεδίο συνεννόησης. Οι Ισπανοί διάβασαν τους γερμανικούς όρους για την είσοδό τους στον πόλεμο και με έκπληξή τους διαπίστωσαν ότι δεν τους προσφερόταν τίποτα το συγκεκριμένο στην Αφρική. Όπως πάντα^ο Χίτλερ απέφευγε να δεσμευτεί, Ο Φράνκο μίλησε μέχρις εξαντλήσεως για τα ιστορικά δι καιώματα της Ισπανίας επί του Μαρόκου και αρνήθηκε να εξετάσει την^είσοδό του στον πόλεμο αν η Γερμανία δεν δεσμευόταν ότι θα τα τιμούσε δεόντως. Αυτό ενό χλησε τον Χίτλερ* είπε αργότερα στον Μουσολίνι ότι θα προτιμούσε να του βγάλουν τα δόντια παρά να έχει πάλι μια τέτοια συζήτηση.18 Στην Ισπανία οι φασίστες ήταν ενθουσιασμένοι με την ιδέα να συμμετάσχουν στον πόλεμο και δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί δίσταζε ο Φράνκο. Γι’ αυτούς, η νίκη στον Εμφύλιο Πόλεμο σήμαινε ότι είχαν την ευκαιρία να ξαναχτίσουντο μεγα λείο της Ισπανίας στο εσωτερικό, ενώ η ήττα της Γαλλίας ήταν μια ευκαιρία να το επε
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 1940
115
κτείνουν εκτός συνόρων και να συμμετάσχουν στην οικοδόμησημιαςαντικομμουνιστικής Ευρώπης. Η «Νέα Ευρώπη», σύμφωνα με τον φαλαγγίτη Ραφαέλ Γκαρθία Σερράνο, βασιζόταν σε τρεις συλλήψεις της Ευρώπης: (1) ως Δΰσης (ενάντια στους Ασιάτες μπολσεβίκους βαρβάρους)· (2) ως Πολιτισμού (βασισμένου στις ρωμαϊκές και στις χριστιανικές αρχές)* και (3) ως Αυτοκρατορίας. Υπήρχαν, έγραφε ένας άλ λος δεξιός, δυο είδη έθνους: τα γεννημένα να άρχουν και τα γεννημένα να υπακοΰουν. Πώς μπορούσε η Ισπανία να μην «επιστρατευτεί επιθετικά» ώστε να γίνει μία από τις «τέσσερις, πέντε ή έξι μεγάλες μονάδες που... καλούνται να κυβερνήσουν τον κόσμο αυτό τον αιώνα, στον οποίο κάθε ψευδαίσθηση ελευθερίας για τα εθνικά κρα τίδια θα εξαφανιστεί»; Μολονότι όμως επιτράπηκε σε πάμπολλους Ισπανούς να πο λεμήσουν εθελοντικά, ιδίως μετά την εισβολή της Γερμανίας στην Ε.Σ.Σ.Δ., ο Φράνκο ήταν πιο ρεαλιστής και φρόνιμος και αρνήθηκε να στρατεύσει τη χώρα στο πλευρό του Άξονα. Χρονοτριβώντας με το Βερολίνο, είχε συνειδητοποιήσει σιγά-σιγά ότι οι Γερμανοί πιθανότατα θα χρησιμοποιούσαν την είσοδο της Ισπανίας στον πόλεμο σαν αιτία για να στείλουν δικά τους στρατεύματα στο Μαρόκο. Γι’ αυτό η αστυνομία του αύξησε την επιτήρηση των Γερμανών στη βόρεια Αφρική κι έκανε επίσης τη ζωή δύ σκολη στους Γερμανούς μηχανικούς που βοηθούσαν στην ανοικοδόμηση των αμυντι κών έργων της Ισπανίας στα Κανάρια. Έτσι, ο κύριος λόγος που το Γιβραλτάρ δεν υπέστη επίθεση ήταν η απληστία της Γερμανίας. Οι Γερμανοί κατάρτισαν σχέδια κα τάληψής του, αλλά τα «πάγωσαν» τις παραμονές της εισβολής στη Σοβιετική Ένωση. Είχαν ακόμη και σχέδια έκτακτης ανάγκης για εισβολή στην ίδια την Ισπανία, σε πε ρίπτωση βρετανικής απόβασης, που τα εγκατέλειψαν μόλις το 1943.19 Εκείνο που είχε αντιληφθεί εντέλει ο Φράνκο ήταν ότι το να συμμαχήσει με τη Γερμανία ήταν πιο επικίνδυνο από το να παραμείνει ουδέτερος. Αυτό ήταν ένα μάθη μα που οι Ιταλοί άργησαν πάρα πολύ να το μάθουν. Και αυτοί εποφθαλμιούσαν τις κτήσεις της Γαλλίας στη βόρεια Αφρική· μάλιστα, οι απαιτήσεις τους ήταν ακόμα με γαλύτερες, γιατί έβλεπαν τον πόλεμο σαν ευκαιρία για να κυριαρχήσουν σε όλη τη Μεσόγειο. Αλλά ο Μουσολίνι ήταν λιγότερο ξύπνιος από τον Φράνκο και δεν αντιλήφθηκε ότι το γεγονός πως ήταν ο ατενότερος σύμμαχος του Χίτλερ ελάχιστα μετρούσε στον νέο Καβγά για την Αφρική: μάλιστα, τις αξιώσεις της Ιταλίας μπορούσαν να τις αγνοήσουν οι Γερμανοί ακριβώς επειδή η Ιταλία είχε ήδη μπει στον πόλεμο, κι έτσι το μόνο που κέρδισε αυτή εκείνο το καλοκαίρι με το να κηρύξει τον πόλεμο στη Γαλλία την τελευταία στιγμή ήταν μια ζώνη κατοχής ανάμεσα στην Γκρενόμπλ και στη Νίκαια. Ο Ρίμπεντροπ διαβεβαίωσε τον Ιταλό υπουργό Εμπορίου ότι η Αφρική θα διαιρούνταν σε δύο σφαίρες συμφερόντων ανάμεσαστους δύο εταίρους του Άξο να, που η φιλία τους -προέβλεψε- θα διαρκούσε «χίλια χρόνια». Τους έταξαν όμως μόνο το Οράν, και ούτε την υπόλοιπη Αλγερία ούτε το Γαλλικό Μαρόκο, όπως είχαν ελπίσει. Πολύ αργά κατάλαβαν οι Ιταλοί αυτό που είχε καταλάβει ο Φράνκο, πως οι Γερμανοί θα έβαζανπάντοτΕπιο μπροστά τις δικές τους διεκδικήσεις στην Αφρική.
116
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Ιστορικά, η Γερμανία είχε τηρήσει επαμφοτερίζουσα στάση όσον αφορά το αποι κιακό της πεπρωμένο. Πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, επί κάιζερ Γουλιέλμου Β", οι οπαδοί της Σαμόας και της γερμανικής νοτιοδυτικής Αφρικής είχαν συγκρουστεί με τους λομπίστες της επέκτασης προς τα ανατολικά, στις περιοχές των Σλάβων. Τη δεκαετία του 1930, όμως, η «ιδεολογική συμφιλίωση» ΕοβεπδΓ&υιη και γερμανικής αποικιοκρατίας είχε πια συντελεστεί, προς όφελος του πρώτου. Κοίοηΐαΐροΐΐΐίΐί και ΟδίροΙΜΙί δεν θεωρούνταν τώρα αλληλοαποκλειόμενες, αλλά μια «συμπληρωματική αναγκαιότητα» - η πρώτη εγγυόταν την πρόσβαση σε πρώτες ύλες τις αναγκαίες για την εξασφάλιση της επιβίωσης του γερμανικού Υο% και η δεύτερη παρείχε τη γη για την εγκατάσταση. Αλλά οι θιασώτες του αποικισμού πίστευαν πως είχε φτάσει πια η δική τους ώρα. Ο αποικιακός ειδήμονας του κόμματος, ο Ρίτερ [Ιππότης] φον Επ, είχε συμμετάσχει στην αιματηρή διεθνή καταστολή της εξέγερσης των Μπόξερ, στην Κίνα, στο γύρισμα του αιώνα και στην εξόντωση των Χερέρο στη γερμανική νοτιοδυτική Αφρική. Το φθινόπωρο του 1939, ο φον Επ χαιρέτισε την κή ρυξη του πολέμου ως «την ανάσταση της γερμανικής αποικιακής αυτοκρατορίας».20 Αυτός και οι όμοιοι του ποτέ δεν είχαν χωνέψει την απώλεια των αποικιών της Γερ μανίας μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και προσδοκούσαν τη δημιουργία μιας νέας γερμανικής ΜιΙΙεΙζϊτ&ζ. Μελετούσαν τη βρετανική και τη γαλλική αποικιακή πολιτική και διερευνούσαν τρόπους να αυξηθεί η παραγωγικότητα του Αφρικανού εργάτη με την εντατικοποίηση της αγγαρείας. Παρά το θαυμασμό τους για τους Βρε τανούς, θεωρούσαν πως η πολιτική της έμμεσης διακυβέρνησης παραήταν μαλακή. Στη Νιγηρία, έγραφαν, οι Βρετανοί είχαν δυστυχώς επιτρέψει στους ντόπιους πληθυ σμούς να αναπτύξουν ένα βαθμό αυτοδιοίκησης που ακόμη και μια σκληροτράχηλη «γερμανική αποικιακή διακυβέρνηση» θα δυσκολευόταν να την πάρει πίσω. Με δυο λόγια, σχέδιαζαν για την Αφρική ένα καθεστώς που θα έκανε τις ήδη υπάρχουσες αυτοκρατορίες να φαντάζουν ανεκτικεζ, προοδευτικέςκαιδίκαιεζ.21 Το καλοκαίρι του 1940, ο Χίτλερ διέταξε να επιταχυνθούν οι προετοιμασίες για μια μελλοντική γερμανική αποικιακή διακυβέρνηση. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 είχε συζητηθεί διεθνώς η αξία των αποικιών ως βάσεων εξασφάλισης πόρων για τους Ευρωπαίους κυρίους τους, και οι διπλωμάτες του Βερολίνου είχαν ταχθεί ασμένως υπέρ της εκπόνησης μιας αφρικανικής πολιτικής που θα ωφελούσε την οι κονομική ευημερία της Ευρώπης. Εκείνο που χρειαζόταν, ισχυρίζονταν, ήταν «να εκλογικευτεί η αποικιακή ανάπτυξη της Αφρικής προς όφελος ολόκληρης της Ευ ρώπης».22 Μόνο που το Υπουργείο Εξωτερικών ελάχιστα μιλούσε εξ ονόματος του Τρίτου Ράιχ. Αυτό που πραγματικά είχαν κατά νου για την Αφρική οι άλλοι στο Βε ρολίνο δεν είχε καμιά σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Ήθελαν ένα στέρεο κομμάτι εδάφους υπό γερμανικό έλεγχο που να διατρέχει την καρδιά της ηπείρου και να συνδέει τη νέα κεντροαφρικανική αυτοκρατορία του Ράιχ με ναυτικές βάσεις στον Ινδικό και στον Ατλαντικό ωκεανό. Η Βέρμαχτ ενέταξε στα τρέχοντα σχέδια επανε-
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 1940
117
ξοπλισμού της τις προγραμματιζόμενες αποστολές προς τις αφρικανικές αποικίες, και οι αφρικανολόγοι ειδήμονες του Ράιχ ετοιμάστηκαν να υπηρετήσουν στους τρο πικούς. Το Πανεπιστήμιο του Αμβούργου άρχισε να παραδίδει μαθήματα κατάρτι σης αποικιακών διοικητών σχεδιάστηκαν νέες στολές και υποβλήθηκαν εκατοντά δες αιτήσεις. Προετοιμάστηκε ένα νομοσχέδιο για την ίδρυση Υπουργείου Αποι κιών, που όμως δεν θεσπίστηκε ποτέ, και συντάχθηκαν διατάγματα που επέκτειναν τους ναζιστικούς φυλετικούς νόμους στην Αφρική. Οι δημόσιες υπηρεσίες εκπόνη σαν ενημερωτικά δελτία για τις τροπικές ασθένειες και για τους κινδύνους της σε ξουαλικής επαφής με τις ντόπιες γυναίκες. Οι γερμανικές βιομηχανίες προσέφεραν ειδικούς για τα αφρικανικά προϊόντα. Όλα αυτά τα σχέδια απέκτησαν αυτόνομη δυναμική, και πολύ μετά αφότου η νέα γερμανική αυτοκρατορία του Νότου είχε επι σκιαστεί από τον συνεχιζόμενο αγώνα στην Ανατολή η αποικιακή γραφειοκρατία εξακολουθούσε να σχεδιάζει ένα μέλλον που δεν έμελλε να έρθει ποτέ. Ακόμα και τα τοπικά διατάγματα που απαγόρευαν στους μαύρους να περιφέρονται μόνοι τους στην εμπόλεμη Γερμανία -υπήρχε μια μικρή κοινότητα Γερμανοαφρικανών στο Ράιχ, κι ένας περιοδεύων ψυχαγωγικός θίασος, η Γερμανοαφρικανική Παράσταση, που έπαιξε^^.φο6£αιές..<<ιθαγενών>>- ανακλήθηκαν, από φόβο μήπως προκαλέσουν δυσμενή δημοσιότητα στην Αφρική. Μονάχα προς τα τέλη του 1942 ο Μάρτιν Μπόρμαν έβαλε τέλος στην όλη αποικιακή προπαγανδιστική προσπάθεια.23 Τα όνειρα των Γερμανών για μια «Ευρωαφρική» ήταν κατά βάσιν απότοκα του καλοκαιριού του 1940. Τότε ήταν ο κολοφώνας των αφρικανιστών και η στιγμή όπου η Αφρική φανέρωσε επίσης τα όρια της γερμανικής ισχύος και το κόστος της παρορμητικότητας του Χίτλερ. Μεγάλο μέρος της ηπειρωτικής Ευρώπης είχε συντρίβει από τη Βέρμαχτ. Κι όμως, μολονότι η Γερμανία ισχυριζόταν πως ήταν παγκόσμια δύναμη, στην πραγματικότητα δυσκολευόταν να επεκτείνει το θέλημα του Χίτλερ έξω από την Ευρώπη. Η μόνη εξαίρεση, κι αυτή πρόσκαιρη, υπήρξε η βορειοαφρικανική εκστρα τεία. Αντιθέτως, ο γιγάντιος νέος στόλος του μέλλοντος δεν είχε σχεδιαστεί να είναι έτοιμος πριν από τα μέσα της δεκαετίας του 1940, και από αυτή την άποψη οι νίκες του Χίτλερ είχαν συμβεί υπερβολικά νωρίς. Η αδυναμία της Γερμανίας ευνοούσε τη Γαλλία, επιτρέποντας στο. Βισύ να ποζάρει σαν η μόνη δύναμη που, στις αποικίες, παρεμβαλλόταν ανάμεσα στους ναζί και στον γκωλισμό, επιχείρημα που ενισχύθηκε όταν οι νομιμόφρονες προς το Βισύ απέκρουσαν τους αγγλογκωλικούς επιδρομείς στο Ντακάρ, τον Σεπτέμβριο του 1940. Οι Ισπανοί θα μπορούσαν ίσως, κάποια στιγ μή, να έχουν μπει στον πόλεμο* αν η γερμανική διπλωματία ήταν πιο πονηρή και αν ο Χίτλερ ήταν λιγότερο πλεονέκτης. Η συγκυρία εκείνη όμως πέρασε, και το αποτέλε σμα ήταν πως δεν κατάφερε να βάλει ούτε τη Γαλλία ούτε την Ισπανία στον πόλεμο στο πλευρό του. Καθώς η προσοχή της Γερμανίας στρεφόταν και πάλι προς την Ανα τολή, η Γαλλία παρέμεινε μια σημαντική (αν και πολύ εξασθενημένη) δύναμη στη διεθνή σκηνή* τον δε Ατλαντικό και τη Μεσόγειο εξακολούθησαν να διεκδικούν οι
118
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Βρετανοί και οι σύμμαχοί τους. Μόνο οι Ιταλοί πολεμούσαν στο πλευρό του, ευεργέ τημα που αποδεικνυόταν ολοένα πιο αμφιλεγόμενο.24 Το καλοκαίρι του 1940, ένας από τους τρόπους με τους οποίους φάνταζε πως η Αφρική θα μποροΰσεναυπηρετήσειτην Ευρώπη ήταν να παρέχει μια πατρίδα στους,Εβραίους. Στο τέλος ενός υπομνήματος του Υπουργείου Εξωτερικών εκείνο τον Νοέμβριο ήταν καταχωνιασμένη μια μικρή παράγραφος που έλεγε: «Η Μαδαγασκάρη πρρπει να γίνει κτήμα του Τρίτου Ράιχ, όχι για λόγους αποικιακής πολιτικής,αλλάμε σκοπό την εκεί εγκατάσταση των Εβραίων». Έ ξι μήνες νωρίτερα, ένας φιλόδοξος αξιωματι κός γραφείου του Υπουργείου Εξωτερικών είχε αντιδράσει στη γερμανική νίκη ενα ντίον της Γαλλίας προτείνοντας μια τέτοιαν ακριβώς διέξοδο από το αδιέξοδο του «εβραϊκού ζητήματος». Στις 3 Ιουνίου, και ενώ τα σχέδια των δδ για απέλαση των Εβραίων της Γερμανίας προς την Ανατολή είχαν ανασταλεί, ο νέος αρμόδιος του υπουργείου για τα εβραϊκά θέματα, ο Φραντς Ραντεμάχερ, έκανε μια πρόταση: αντί για την Παλαιστίνη ή την περιοχή του Λούμπλιν, γιατί να μη χρησιμοποιήσουν τη γαλ λική αποικία της Μαδαγασκάρης ως αποκλειστική εβραϊκή περιοχή; Στην κατεχόμενη Πολωνία η λύση αυτή τούς φαινόταν ακριβώς εκείνο που επιδίωκαν, ένας τρόπος δη λαδή να ξαναβάλουν μπρος την προπολεμική πολιτική της αναγκαστικής αποδημίας. Ο Χανς Φρανκ είπε στο επιτελείο του ότι σύντομα θα εκδίδονταν εγκύκλιοι που θα προέβλεπαν ότι «όλοι οι Εβραίοι, ανάμεσά τους και αυτοί που βρίσκονταν στηΓοική Κυβέρνηση, έπρεπε να σταλούν στις αφρικανικές αποικίες, τις οποίες το γαλλικό κράτος θα μεταβίβαζε γι’ αυτόν το σκοπό στο Γερμανικό Ρά*#».25 Ο Ραντεμάχερ δεν ήταν βέβαια ο πρώτος που ανέφερε τη Μαδαγασκάρη σε αυ τήν τη συνάφεια. Το νησί είχε φιγουράρει σε αντισημιτικές φαντασιώσεις του δέκα του ένατου αιώνα, και ανάλογες ιδέες είχαν συζητηθεί τη δεκαετία του 1930 στην Πολωνία και στη Γαλλία. Οι Γάλλοι δεν αντιδρούσαν στην ιδέα να εγκαταστήσουν Ευρωπαίους στην αποικία τους, μα οι Πολωνοί δεν μπορούσαν να αποφασίσουν αν ήθελαν ν’ απαλλαγούν από τους Εβραίους τους ή να βοηθήσουν τους Πολωνούς καλ λιεργητές. Μονάχα μετά το Άνολους άρχισε η πολωνική κυβέρνηση να ρέπει π&ος έντονα αντισημιτική κατεύθυνση κι έτσι συζήτησε σοβαρά με Γάλλους ιθύνοντες και σκάρη. Όμως η αποτυχία των δυνάμεων της Κ.τ.Ε. να διαχειριστούν σωστά την προσφυγική κρίση στα τέλη της δεκαετίας του 1930 έκανε τη λύση της Μαδαγασκάρης να ναυαγήσει. Ο Ραντεμάχερ την είδε τώρα σαν έναν τρόπο να αποδείξει την ιδεολογι κή χρησιμότητα του Υπουργείου Εξωτερικών και να ξαναβάλει το Υπουργείο στο κέντρο των μεταπολεμικών σχεδιασμών της Γερμανίας. Να άλλη μια σφαίρα όπου η Γερμανία μπορούσε να πετύχει εκεί όπου η Κοινωνία των Εθνών είχε αποτύχει.26 Στο μνημόνιό του της 3ης Ιουλίου με τίτλο «Το Εβραϊκό Ζήτημα στη Συνθήκη Ει ρήνης» υποστήριζε ότι, ενόψει της «προσεχούς» νίκης, το Υπουργείο Εξωτερικών
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 1940
119
έπρεπε να λάβει την εντολή να κάνει τις απαραίτητες διπλωματικές προεργασίες. Η συνθήκη ειρήνης με τη Γαλλία έπρεπε να διασφαλίζει ότι θα δίνονταν στη Γερμανία υπερπόντια εδάφη για να τα χρησιμοποιήσει, και οι διπλωμάτες όφειλαν να προσ διορίσουν «τη θέση της νέας υπερπόντιας περιοχής εγκατάστασης των Εβραίων στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου». Ο Ραντεμάχερ μιλούσε για το Ράιχ σαν να ήταν ο διάδοχος της Κοινωνίας των Εθνών και πρότεινε να μεταβιβαστεί η Μαδαγασκάρη στη Γερμανία «ως Εντολή», να φύγουν από εκεί οι 25.000 Γάλλοι κάτοικοι, να μετατραπεί ο κόλπος Ντιέγκο Σουάρεζ σε ναυτική βάση και να αφεθεί το υπολοιπο νησί στους Εβραίους, με κυβερνήτη ένα στέλεχος των δδ. «Σε αυτά τα εδάφη οι Εβραίοι κατά τα άλλα θα αυτοδιοικούνται* θα έχουν δικούς τους δημάρχους, αστυνομία, τα χυδρομική και σιδηροδρομ&κή^ιοίκηση», Θα βρίσκονταν σ’ ένα νομικά μετέωρο καθεστώς - πολίτες «της Εντολής της Μαδαγασκάρης» υπό γερμανικό έλεγχο και χωρίς να μπορούν να δημιαυργήσουν-ένα πλήρως κυρίαρχο δικατους κράτος. Και ο Ραντεμάχερ κατέληγε, παπαγαλίζοντας την πατερναλιστική γλώσσα των εντολοδόχων δυνάμεων της Κ.τ.Ε.: Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για προπαγανδιστικούς σκοπούς τη γενναιοδω ρία που δείχνει η Γερμανία προς τους Εβραίους, παραχωρώντας τους αυτοδιοίκηση στα πεδία της κουλτούρας, της οικονομίας, της διακυβέρνησης και της δικαιοσύνης, και να τονίσουμε πως το γερμανικό αίσθημα ευθύνης προς τον κόσμο δεν μας επι τρέπει να δώσουμε αμέσως ένα ανεξάρτητο κράτος σε μια φυλή που δεν είχε εθνική ανεξαρτησία επί χιλιάδες χρόνια: θα πρέπει να αποδείξουν ότι είναι άξιοι για κάτι τέτοιο απέναντι στην ιστορία.27
Πολύ γρήγορα η ιδέα άρχισε να κυκλοφορεί ευρέως. Ο υπουργός Εξωτερικών Ρί μπεντροπ την ανέφερε στους Ιταλούς. Ο ίδιος (^Χίτλερ, τον Αύγουστο, μίλησε για πλήρη «εκκένωση» του ευρωπαϊκού εβραϊσμού μετά τον πόλεμο. Το ζήτημα ήρθε επίσης στην επιφάνεια στις συζητήσεις με τον νέο πρωθυπουργό της Ρουμανίας, έναν ασπρομάλλη με μονόκλ, τον Τον Τζιγκούρτου. Όταν ο Τζιγκούρτου, άντρας πλού σιος και με στενούς δεσμούς με τη Γερμανία, είπε πως ο Χίτλερ έπρεπε να επιβάλει «μια συνολική λύση για όλη την Ευρώπη», ο Ρίμπεντροπ απάντησε πως αυτό ακριβώς σκέφτονταν κι εκείνοι. Οι μελέτες σκοπιμότητας ενός γεωλόγου και ενός στατιστικολόγου αποφάνθηκαν καταφατικά. Ο υπαρχηγός του Χίμλερ, ο Χάυντριχ, συμφώνησε πως ήταν τόσο τεράστιος ο αριθμός των Εβραίων που βρίσκονταν τώρα στα χέρια των Γερμανών, ώστε η ενδεδειγμένη λύση ήταν η «εδαφική», και τα δδ άρχισαν να δουλεύουν πάνω σε ανάλογα σχέδια. Η νησιωτική τοποθεσία θα «εμπόδιζε τη μα κρόχρονη επαφή ανάμεσα στους Εβραίους και στα άλλα έθνη»: οι Εβραίοι αγρότες, δουλευτές και χτίστες θα μπορούσαν να σταλούν πρώτοι σαν «πιονιέροι».28 Έτσι, όσο καιρό η διαμόρφωση του χάρτη της Αφρικής από τον Άξονα ήταν στο πρόγραμμα, οι ναζί αξιωματούχοι θεωρούσαν πως υπήρχε η δυνατότητα να στεί-
120
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
λουν όλο τον εβραϊκό πληθυσμό της Γερμανίας -ίσως και της υπόλοιπης Ευρώπηςσε άλλη ήπειρο. Σίγουρα δεν σκέφτονταν, σε αυτήν τη φάση, τη μαζική εξόντωση και ακόμα λιγότερο να φτιάξουν στρατόπεδα θανάτου. Μάλιστα, τον Οκτώβριο του 1940, περίπου 29.000 Εβραίοι απελάθηκαν από το Μπάντεν, το Σάαρ και την Αλσατία-Λοραίνη στη Γαλλία, προκαλώντας μεγάλη ενόχληση στους Γάλλους και ωθώ ντας το Βισυ να αναπτύξει τη δική του «πολιτική μαζικής αποδημίας για τους αλλο δαπούς», μια πολιτική που θα είχε ξαποστείλει τους Εβραίους και άλλους ανεπιθύ μητους στη γαλλική Καραϊβική (το σχέδιο τορπιλίστηκε τελικά από τους Γάλλους αρμόδιους για τις αποικίες, που δεν ήθελαν να στριμώξουν πάρα πολύ κόσμο στη Γουαδελούπη και στις Αντίλλες).29 Καθώς όμως οι Βρετανοί διατηρούσαν τον έλεγχο των θαλασσών, το Σχέδιο Μα δαγασκάρη άρχισε να μοιάζει όλο και πιο ανέφικτο. Ο Ραντεμάχερ προγραμμάτιζε διάσκεψη για να συζητηθεί το θέμα εκεί, η οποία όμως δεν συνήλθε ποτέ. Τον Φε βρουάριο του 1941 ο Χίτλερ εξακολουθούσε να το σκέφτεται. Ο πόλεμος, σχολίαζε γεμάτος αβεβαιότητα, είχε φέρει νέες δυσχέρειες και τον είχε αναγκασει να ασχολείται με τους Εβραίους όχι μόνο της Γερμανίας -όπως ήταν η αρχική του προθεσηαλλά «όλης της κοινοπολιτείας του Άξονα». «Ας ήταν να ήξερε πού μπορούσε να στείλει τα δύο εκατομμύρια Εβραίους», γράφει ο υπασπιστής του ότι έλεγε. «Με τό σο πολλούς, ήταν δύσκολο να ξέρει. Θα προσέγγιζε τη Γαλλία και θα τους ζητούσε να παραχωρήσουν εκτάσεις για εγκατάσταση στη Μαδαγασκάρη». Τότε πια η όλη συζήτηση είχε αποκτήσει εξωπραγματικό χαρακτήρα. Όταν ο Μάρτιν Μπόρμαν ρώτησε τον Χίτλερ πώς θα τους έστελναν εκεί, ο Χίτλερ απάντησε ειρωνικά: «Μ’ ένα στόλο Κά¥;» [ΚταίΙ άιίΓοΙι Ρτειιά© = Δύναμη μέσω της Χαράς] Στη συνέχεια πρόσθεσε ότι «είχε σταθμίσει πολλές άλλες ιδέες, που δεν ήταν εξίσου όμορφες». Με άλλα λόγια, πριν ακόμη από την εισβολή στην Ε.Σ.ΣΔ. το σχέδιο Μαδαγασκάρη είχε καταλήξει στα αζήτητα. Τον Οκτώβριο του 1941 ο προϊστάμενος του Ραντεμά χερ στο Υπουργείο Εξωτερικών ήξερε πως η λογική προϋπόθεση του σχεδίου -το επιθυμητό της εκδίωξης των Εβραίων από την Ευρώπη- ήταν πια ξεπερασμένη: ήδη από τα τέλη Ιουνίου, αποσπάσματα θανάτου των δδ εκτελούσαν δεκάδες χιλιάδες Εβραίους της Σοβιετικής Έν^οσης. Λίγους μήνες αργότερα, ο Ραντεμάχερ έγραφε ο ίδιος σ’ έναν ειδικό επί των αποικιακών θεμάτων ότι «ο Φύρερ έχει αποφασίσει πως οι Εβραίοι θα εκτοπιστούν όχι στη Μαδαγασκάρη, αλλά στην Ανατολή. Έτσι, η Μαδαγασκάρη δεν χρειάζεται πια για τους σκοπούς της Τελικής Λύσης». Η «εκτόπιση στην Ανατολή» ήταν ευφημισμός. Οι δυνατότητες του 1940 είχαν εξαφανιστεί μέσα στη λάσπη και στα χιόνια της Ρωσίας, και, μαζί τους, η ευκαιρία για «εδαφικές λύσεις».30
121
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 1940
Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΟΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
«Αν ρωτήσει κάποιος πώς φαντάζεστε τη νέα Ευρώπη, πρέπει να απαντήσουμε ότι δεν ξέρουμε», είπε ορθά-κοφτά ο Γκαίμπελς οτους Γερμανούς συντάκτες στις 5 Απριλίου. «Φυσικά, έχουμε κάποιες ιδέες σχετικά. Αν τις διατυπώναμε όμως με λέ ξεις, αυτό θα δημιουργούσε αμέσως περισσότερους εχθρούς... Σήμερα μιλάμε για ΕοβειίδΓ&ιιιη. Ο καθένας μπορεί να τον ερμηνεύει όπως θέλει. Όταν έρθει η ώρα, θα ξέρουμε πολύ καλά τι θέλουμε.» Ο Χίτλερ -όπως και οι Βρετανοί αντίπαλοί του, ο Τσάμπερλαιν και ο Τσώρτσιλ- ήθελε να αποφύγει την όλη άσκοπη συζήτηση του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου περί του σκοπού, για όσο περισσότερο διάστημα μπορούσε.31Αφενός επειδή οι σκέψεις του δεν είχαν κατασταλάξει πλήρως, αφετέ ρου επειδή, όπως έλεγε ο Γκαίμπελς, το καλύτερο ήταν να παραμείνουν στο σκοτάδι οι προσαρτήσεις και οι αλλαγές συνόρων που πράγματι σκόπευε να κάνει. Οι μόνοι ωστόσο που φαίνεται πως εμπνέονταν από τη σιωπή του Χίτλερ ήταν οι οπαδοί του, αφού ήταν προφανές ότι έπρεπε να υπάρξει έστω ελάχιστος σχεδιασμός για την τε λική ειρηνική διευθέτηση. Ήδη στις 23 Μαΐου ο γηραιός υφυπουργός Εξωτερικών, ο Ερνστ φον Βαϊτσέκερ, προβληματιζόταν πώς θα κατάφερνε το Βερολίνο να κρα τήσει ενωμένη «την παγγερμανική ήπειρο ως οικονομική οντότητα αλλά και πολιτι κά και ηθικά» [άϊ& Μοΐΐιοάο άοη ρ&η§6πη&ηϊδ<:1ΐ6η ΚοηΙίηοηΐ ζιΐδαιηιηοηζιιΙΐΒΐίοη]. «Θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε» έγραφε ένας άλλος διπλωμάτης, ο αντιναζιστής Ούλριχ φον Χάσσελ, «μια νέα δομή της Ευρώπης, κατ’ εικόνα του Χίτλερ, που θα επιτευχθεί με μια ειρήνη που θα υποστηρίζει τους ευρύτερους στόχους του».32 Καθώς οι μακροπρόθεσμοι πολιτικοί στόχοι του καθεστώτος ήταν τυλιγμένοι σε πέπλο αοριστίας και οι συνθήκες ειρήνης είχαν αναβληθεί επ’ αόριστον, οι συζητή σεις για τη Νέα Τάξη εστιάστηκαν κυρίως στην οικονομία, ανακυκλώνοντας ιδέες για την αναδιοργάνωση της ευρωπαϊκής οικονομίας οι οποίες χρονολογούνταν από τα χρονιάσου Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου και ακόμα πιο πριν. Ο στρατιωτικός θρίαμβος της Γερμανίας και τα επακόλουθα της πανευρωπαϊκής ύφεσης είχαν κα ταστήσει τα γερμανικά σχέδια για τον εξορθολογισμό και τη μεταρρύθμιση της ηπείρου πιο ευλογοφανή από κάθε άλλη φορά. Ενώ το Ράιχ αντιμετώπιζε έλλειψη εργατικών χεριών, σε μεγάλο κομμάτι της δυτικής Ευρώπης τα επίπεδα της ανερ γίας παρέμεναν υψηλά* η Νέα Τάξη έμοιαζε να έχει τον τρόπο να τα ρίξει, προς όφελος όλων. Για τους Γερμανούς τεχνοκράτες και επιχειρηματίες, αποστολή του Ράιχ ήταν να βγάλει την Ευρώπη από τη δυσπραγία της δεκαετίας του 1930 και ν’ αποδείξει την ανωτερότητα του φασιστικού μοντέλου, με το οργανωμένο σύστημα συναλλαγών^ έναντι του αποτυχημένου και κατακερματισμένου φιλελεύθερου κα νόνα χρυσού. Οι Γερμανοί οικονομολόγοι αντιμετώπιζαν από χρόνια τις βασικές παραδοχές της οικονομικής θεωρίας της ελεύθερης αγοράς σαν απλώς και μόνο μια
122
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
ξεπερασμένη θεωρητική εκλογίκευση της αγγλικής πρωτοκαθεδρίας και υποστήρι ζαν ότι τα φασιστικά συστήματα του ελεγχόμενουι εμπορίου είχαν περισσότερ£ς„πιθανότητες να παραγάγουν ευημερία σε όλη την Ευρώπη. Γι αυτούς, η γερμανική νί κη επί των Γάλλων υποσχόταν πλουσιότερο μέλλον και έναν ισχυρότερο και πιο αυ τάρκη ρόλο για την Ευρώπη μέσα στον κόσμο. Η Εταιρεία Ευρωπαϊκού Οικονομι κού Σχεδιασμού και ΟτοβΓαυιη\νίιΐδο1ια1:1:, του Βέρνερ Ντάιτς, επιθυμούσε ένα ευ ρωπαϊκό μπλοκ με νόμισμα το μάρκο, που θα ανταγωνιζόταν τους Ιάπωνες, τους Αμερικανούς και τα «εναπομένοντα λείψανα του μπλοκ της στερλίνας». Ο Αντρέας Πρένταιλ, διευθυντής του διεθνούς φήμης Ιηδώιιΐ ϊ&χ ^©11\νίι*Ιδο1ι&β: στο Κίελο, έλε γε ότι, τώρα που η Αγγλία είχε διωχθεί από την Ευρώπη, έπρεπε να απορριφθεί και η εκδοχή της για την οικονομική θεωρία ώστε η ήπειρος να ωφεληθεί από την ηγε σία της Γερμανίας και να κινηθεί προς μια «νέα παγκόσμια οικονομία». Ο Κέυνς και οι Σουηδοί δεν ήταν οι μόνοι που ανήγγειλαν το τέλος του 1αίδδ©ζ-£απ:©· στο ίδιο μήκος κύματος κινούνταν και οι ναζί οικονομολόγοι.33 Καθώς η μία νίκη διαδεχόταν την άλλη, πλήθαιναν τα έγγραφα θέσης, τα σημει ώματα ακολουθητέας πολιτικής και τα αυτοβούλως συντασσόμενα υπομνήματα. Στις 30 Μαΐου -ενώ ο γερμανικός στρατός πίεζε τη Δουνκέρκη- ο υποδιευθυντής του τμήματος οικονομικής πολιτικής στο Υπουργείο Εξωτερικών έκανε μια σύνθε ση της αναδυόμενης συναίνεσης. Η βασική του θέση, δήλωσε, ήταν «ότι η τελική νί κη έχει επιτευχθεί, και άρα η Αγγλία αποδέχεται όλους τους όρους της Γερμανίδας». Το αν οι χώρες τύπου Ολλανδίας, Βελγίου και Νορβηγίας θα ενσωματώνονταν πο λιτικά στο Ράιχ, το θεωρούσε δευτερεύον ζήτημα. Εκείνο που είχε σημασία ήταν η οικονομική ολοκλήρωση, με συναλλαγές κλίρινγκ και με ελεγχόμενα καοΐέλ, ίσως μάλιστα και με οικονομική και νομισματική ένωση. Η Αγγλία και η Ρωσία θα ανα γκάζονταν για το ίδιο το συμφέρον τους να συνεχίσουν να συναλλάσσονται με το Ράιχ. Όσο για τα Βαλκάνια, τα συμφέροντα του Ράιχ εξυπηρετούνταν ήδη μια χαρά από τις υπάρχουσες διμερείς εμπορικές σχέσεις, χωρίς να υπάρχει ανάγκη για στρατιωτική κατάκτηση.34 Κι όμως, η πολιτική συνέχισε να σηκώνει το αυθάδες κεφάλι της. Μπορούσαν να εμπιστευτούν τις διάφορες χώρες ότι θα ικανοποιούσαν τις γερμανικές επιθυμίες, παραμένοντας συνάμα κατ’ όνομα ανεξάρτητες; Εξάλλου, η Ελλάδα και η Ρουμανία είχαν πιαστεί στον εμπορικό ιστό του Ράιχ πολύ πριν από τον πόλεμο, κι όμως είχαν αποδεχθεί και οι δύο τις αγγλογαλλικές στρατιωτικές εγγυήσεις το 1939. Ένας από τους πρότυπους «δορυφόρους» του Ράιχ -η Σλοβακία- έδειχνε σημάδια ανεξαρτη τοποίησης· εκείνο τον Ιούλιο, χρειάστηκε να ασκηθεί άκομψη πολιτική πίεση στον πατέρα Τίσο ώστε να αποδεχθεί τους Γερμανούς «συμβούλους», και κρίσιμοι υπουργοί της κυβέρνησής του αντικαταστάθηκαν. «Έχει έρθει πια η ώρα να κάνου με και πάλι απολύτως σαφές», έγραφε ο εντεταλμένος στη Σλοβακία, «ιδίως σε συ νάφεια με τις χώρες της νοτιοανατολικής Ευρώπης, ότι η Σλοβακία βρίσκεται μέσα
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 1940
123
στον ΙχβοπδΓ&ιιιη μας* δηλαδή, ότι το μόνο που μετρά είναι το τι θέλουμε εμείς». Η Δανία, το άλλο «πρότυπο προτεκτοράτο», ξεκινούσε επίσης εμπορικές διαπραγμα τεύσεις με άλλες χώρες χωρίς να συμβουλεύεται τους Γερμανούς και αμφιταλαντευ όταν με την ιδέα τελωνειακής και νομισματικής ένωσης.35 Ο Χίτλερ, θαρρείς για να δείξει πως οι έννοιες της τυπικής κρατικής κυριαρ χίας ή ανεξαρτησίας ανήκαν στο παρελθόν της διπλωματίας, αφαίρεσε το έργο του σχεδιασμού του ευρωπαϊκού μέλλοντος από το Υπουργείο Εξωτερικών και το ανέ θεσε στον Γκαίρινγκ και στον υπουργό Εθνικής Οικονομίας Βάλτερ Φουνκ. Ο Γκαίρινγκ ήταν ο σπουδαιότερος από την ομάδα εκείνη των προσωπικοτήτων του Τρίτου Ράιχ που το όραμά τους για την Ευρώπη βασιζόταν σε παλαιότερες, προναζιστικές ιδέες περί ηπειρωτικής γερμανικής οικονομικής ηγεμονίας, παρά στις φα ντασιώσεις του Χίμλερ περί φυλετικής καθαρότητας. Ευθυγραμμιζόμενος με εκεί νες τις ιδέες, είπε στον Φουνκ, ο οποίος είχε αποδείξει νωρίτερα την αξιοπιστία του επιβλέποντας την αριοποίηση της γερμανικής οικονομίας και βοηθώντας στην οργάνωση του επανεξοπλισμού, να ετοιμάσει προτάσεις για ένα «κεντρικό ευρωπαϊκό οικονομικό μπλοκ», Επικρίνοντας τις Βερσαλλίες ότι είχαν ψιλοκόψει τις ευ ρωπαϊκές αγορές σε μια μάζα από μη βιώσιμες μικρότερες μονάδες, που τις χώρι ζαν οι τελωνειακοί φραγμοί και ο οικονομικός εθνικισμός, ο Γκαίρινγκ απέβλεπε στη «μεγάλης κλίμακας ενοποίηση της Ευρώπης» υπό την ηγεσία της Γερμανίας, από την οποία θα προέκυπτε ένα μπλοκ που θα μπορούσε να ανταγωνιστεί τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Φουνκ ήταν ένας κακομοίρης και οκνηρός πρώην οικονομικός δημοσιογρά φος, αλλά τον Ιούλιο εκφώνησε έναν στομφώδη λόγο που έκανε αίσθηση διεθνώς. Ανήγγειλε πως «ο χρυσός δεν θα έχει ρόλο στο μέλλον» σαν βάση του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος και μίλησε για ευρωπαϊκή ανοικοδόμηση, για γερμανικό πραγματισμό, για σχεδιασμό με πανευρωπαϊκό ορίζοντα και για δημιουργία ενός «ισχυρότερου αισθήματος οικονομικής κοινότητας μεταξύ των ευρωπαϊκών εθνών». Όπως ακριβώς η Γερμανία είχε δείξει στον κόσμο πώς να βγει από τη Με γάλη Ύφεση, έτσι και τώρα θα^δηγούσε «μια ενωμένη-Ευρώπη» στην ευημερία και σ’ ένα ανώτερο βιοτικό επίπεδο. Κατ’ ιδίαν, βέβαια, έδινε έμφαση σε ελαφρώς διαφορετικά πράγματα: προείχε η νίκη στον πόλεμο και η εξυπηρέτηση των γερμα νικών συμφερόντων. Κεκλεισμένων των θυρών, ο Φουνκ είχε απορρίψει τη σκέψη να γίνει προτεραιότητα η ενοποίηση της Ευρώπης. Τον απασχολούσε περισσότερο η επανεκκίνηση της οικονομίας μετά τον πόλεμο και το να γίνει το Βερολίνο κέντρο του χρηματοοικονομικού και εμπορικού συστήματος της ηπείρου. Μια ομάδα εργα σίας μέσα στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας συνομιλούσε ευρέως με Γερμανούς, Ολλανδούς, Βέλγους και Σουηδούς μεγιστάνες του επιχειρηματικού κόσμου και ήταν υπέρ ενός ενιαίου συστήματος μεταφορών, υπέρ της ελεύθερης διακίνησης.κεφαλαίων και υπέρ της θέσπισης μιας «ευρωπαϊκής οικονομικής ένωσης», που θα
124
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
βασιζόταν κυρίως σε συμφωνίες ανάμεσα στις επιχειρηματικές και εμπορικές ομά δες, παρά ανάμεσα στις κυβερνήσεις. Τις ιδέες αυτές τις διέτρεχε ένα υπόγειο ρεύ μα δυσπιστίας απέναντι στη ναζιστική ηγεσία. Εκ των υστέρων, πολλές από αυτές αποδείχθηκαν εντυπωσιακά προορατικές: η έμφαση στη θέσπιση κοινών δασμών στις εξωευρωπαϊκέςεισαγωγές, στην εξεύρεση σφαιρών συμπληρωματικότητας ανάμεσα στις διάφορες ευρωπαϊκές οικονομίες και στην ανάγκη να αποτελέσουν τα επιχειρηματικά συμφέροντα την πυξίδα των εξελίξεων - αυτά και άλλα θέματα έμελλε να ξαναθιγούν μετά τον πόλεμο, όταν πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην οικοδόμηση της Κοινής Αγοράς.36 Ωστόσο παρέμενε το γεγονός ότι στο Τρίτο Ράιχ η πολιτική ηγεσίαήτα^πρόβλεπτη, και το τι εννοούσε στ’ αλήθεια ο Φουνκ όταν μιλούσε για «ενωμένη ευρω παϊκή Οτοβτ2ΐιιιη\νΪΓίδθ1ιαίί υπό γερμανική ηγεσία» ήταν ανεξιχνίαστο. Όταν ζήτη σαν από τον Βρετανό οικονομολόγο Τζον Μέυναρντ Κέυνς το σχόλιό του, αυτός εί πε πως δεν είχε καμία ένσταση στην ιδέα του σχεδιασμού για την ανάκαμψη της Ευ ρώπης, αλλά το μόνο ερώτημα ήταν κατά πόσο μπορούσε να εμπιστευτεί κάνεις ενα εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς ότι θα τον υλοποιούσε. (Ήταν εύλογη παρατηρηση: όσο περνούσε ο καιρός, τόσο πιο εξαναγκαστικός γινόταν ο τόνος στις συζητήσεις μέσα στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας). Οι Γερμανοί οικονομολόγοι, πάλι, γνώ ριζαν καλά τις ιδέες του Κέυνς και θεωρούσαν ότι αυτές επιβεβαίωναν την άποψή τους, ότι ακόμα και στις «λεγόμενες φιλελεύθερες χώρες» οι οικονομολόγοι οδηγούνταν στο να δεχθούν πως οι διακυμάνσεις της αγοράς έπρεπε να ελέγχονται από την κρατική πολιτική. Αλλά ο Φύρερ επιτίμησε αυτοπροσώπως τον Φουνκ που ενθάρρυνε τη δημόσια συζήτηση γι’ αυτά τα θέματα: όπως στα πολιτικά ζητήματα, έτσι και στα οικονομικά ο Χίτλερ προτιμούσε να δεσμεύΕταιώσα τα δυνατόν λιγότερο.37 Βαριεστημένος από τις συζητήσεις για το ευρωπαϊκό δίκαιο των ευρεσιτεχνιών ή για τη δασμολογική μεταρρύθμιση, το 1940 ο Χίτλερ ενδιαφερόταν πολύ περισσότε ρο να προωθήσει το πραγματικό πάθος του για τα γιγάντια σχέδια οικοδομής και υποδομής. Χάρη στον Σπέερ, τον ευνοούμενο αρχιτέκτονάτου -που έγινε αργότερα ο τσάρος των εξοπλισμών του Ράιχ-, μπορέσαμε να πάρουμε μια ιδέα, από την καλή κι από την ανάποδη, της σαγήνης που του ασκούσαν οι πόλεις. Από τη μια μεριά, πα ρακολουθούσε μέσα από τα επίκαιρα το ρήμαγμα του Ρόττερνταμ, της Βαρσοβίας και του Κόβεντρυ με αδιαφορία, ακόμα και με ευχαρίστηση. Προς το τέλος του πο λέμου, έξαλλος και ταπεινωμένος από τον αγγλοαμερικανικό βομβαρδισμό του Αμβούργου και της Δρέσδης, φαντασιωνόταν παραληρηματικά ότι κατέστρεφε τη Νέα Υόρκη «με μια λαίλαπα φωτιάς». Περιέγραφε πώς οι ουρανοξύστες μετατρέπονταν σε «γιγάντιες φλεγόμενες δάδες που συντρίβονται η μια πάνω στην άλλη, ενώ η λάμψη της εκρηγνυόμενης πόλης καταυγάζει τον σκοτεινό ουρανό». Η άλλη όμως πλευρά αυτής της πώρωσης ήταν η μαγεμένη φροντίδα του για το μέλλον των
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 1940
125
γερμανικών πόλεων. «Το Λονδίνο θα γίνει ένας σωρός από συντρίμμια», έλεγε ανέκφραστος στον Σπέερ, την ίδια ώρα που σκεφτόταν να μετατρέψει το Βερολίνο σε «Γκερμάνια» - κέντρο της αυτοκρατορίας του. Θα το διέσχιζαν κολοσσιαία βου λεβάρτα, που στο κέντρο θα οδηγούσαν σε μια μεγάλη αψίδα θριάμβου. Όταν ο πα τέρας του Σπέερ είδε το δωμάτιο όπου ο Σπέερ και ο Χίτλερ άπλωναν τις υπό κλίμα κα μακέτες τους ως τις πρώτες πρωινές ώρες, σήκωσε απλώς τους ώμους του και εί πε στο γιο του: «Έχετε τρελαθεί τελείως όλοι σας».38 Μετά τη νίκη στη Δΰση, η τρέλα εντάθηκε: ο Χίτλερ όχι μόνο ήθελε ο νέος σιδη ροδρομικός σταθμός του Βερολίνου να είναι μεγαλύτερος από τον Γκραντ Σέντραλ της Νέας Υόρκης, αλλά σχεδίαζε τωρα μια μεγάλη πλατεία -μήκους 1 χιλιομέτρου και πλάτους 300 μέτρων- για την υποδοχή των νεοαφιχθέντων ταξιδιωτών πλασμέ νη στα πρότυπα της Λεωφόρου των Κριών του Καρνάκ, θα πλαισιωνόταν από αιχμαλωτισμέναπυροβόλα και άλλα πολεμικάτρόπαια. Το 1941, όταν η Βέρμαχτ είχε εισβάλει στην Ε.Σ.Σ.Δ., είπε στο στρατό πως χρειαζόταν 200 βαριά σοβιετικά πυρο βόλα και μερικά πολύ μεγάλα τεθωρακισμενα^ια να τα εκθέσει.39 Η νέα γέφυρα του Έλβα θα ήταν στο σχέδιο της Γκόλντεν Γκέιτ του Σαν Φρανσίσκο, αλλά μεγαλύ τερη· έτσι, οι Γερμανοί που θα έφταναν στο Αμβούργο από τη θάλασσα θα έλεγαν: «Τι τόσο σπουδαίο πια έχει η Αμερική και οι γέφυρες της; Κι εμείς μπορούμε να κά νουμε ακριβώς το ίδιο». Το περιφερειακό αρχηγείο του Ναζιστικού Κόμματος θα στεγαζόταν σ^έναν ουρανοξύστη ^ χιλιόμετρα, μ’ έναν τεράστιο αγκυλωτό σταυρό από νέον, που θα καθοδηγούσε τα καράβια. Ανάλογος γιγαντι σμός χαρακτήριζε τις ναυτικές εγκαταστάσεις που σχεδιάζονταν στο Τροντχάιμ και στο Σαιν Ναζαίρ. Το καθεστώς είχε ήδη αποπερατώσει ουσιαστικά το μεγαλύτερο θέρετρο του κόσμου στο Ρύγκεν, με το τερατωδώς εκτεταμένο μπετονένιο κτίριο κα τοικιών του: ήθελες περισσότερο από μια ώρα για να το περπατήσεις ολόκληρο, με τα 11.000 δωμάτια και τους διαδρόμους των πολλών χιλιομέτρων. Στο Τρίτο Ράιχ που κατακτούσε τα πάντα, ακόμα και τα παραθαλάσσια παραθεριστικά κέντρα έπρεπε να είναι τα μεγαλύτερα του κόσμου, και η Αμερική θα έβρισκε το δάσκαλό της από τη γερμανική τεχνογνωσία. Δεκάδες άλλες πόλεις θα προικίζονταν με φαρ διές λεωφόρους κατάλληλες για στρατιωτικές παρελάσεις. Νέα διοικητικά κτίρια, στεγαστικά συγκροτήματα και ανοικονόμητα αμφιθέατρα θα επέτρεπαν σε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους να συμμετέχουν στις συγκεντρώσεις του Κόμματος. Καθώς ο σχεδιαστικός παροξυσμός σάρωνε τη Γερμανία, δεκάδες τοπικοί άρχοντες ζητού σαν να ξαναχτιστούν οι πόλεις τους και υπέβαλλαν τα δικά τους σχέδια πολεοδομικής αναβάθμισης.40 Η ζήτηση οικοδομικών υλικών άρχισε να εντείνεται. Το καλοκαίρι του 1940 ήταν τόσο πολλοί οι Γερμανοί αγοραστές που ζητούσαν σκανδιναβικό γρανίτη, ώστε ένας αγοραστής από το Αμβούργο αναροοτιόταν μήπως είχαν «έρθει στη Νορβηγία ν’ αρ πάξουν πέτρα» όλες οι πόλεις του Ράιχ. (Ο ίδιος ο Χίτλερ παρήγγειλε κάμποση για
126
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
τα δικά του κτίρια.) Τεράστια συμβόλαια υπογράφονταν επίσης με φινλανδικές, ιτα λικές, βελγικές, σουηδικές και ολλανδικές λατομικές εταιρείες* έγιναν σχέδια για ολόκληρο στόλο με δικά του ναυπηγεία, που θα μετέφερε τους βαριούς ογκόλιθους στο Ράιχ. Τα δδ του Χίμλερ ξύπνησαν και κατάλαβαν την οικονομική δυναμική του συστήματος στρατοπέδων τους. Τα παλιά στρατόπεδα επεκτάθηκαν με την προσθή κη υπόστεγων εργασίας και εργοστασίων, και άλλα, ολοκαίνουργια, όπως το Μαουτχάουζεν, το Νατσβάιλερ και το Γκρος-Ρόζεν, άνοιξαν κοντά σε λατομεία και σε πλιν θοποιεία. Μάλιστα, τα δδ σύστησαν και ειδική εταιρεία, τις Γερμανικές Γαίες και Πετρώματα (ΌΕδί.), ώστε να προμηθεύουν πέτρα για τις κατασκευαστικές ανάγκες του Χίτλερ* η εταιρεία δεν σημείωσε μεγάλη επιτυχία, και λέγεται πως ο Χίτλερ, απογοητευμένος, συνέστησε στα δδ να συνεχίσουν να φτιάχνουν παντόφλες και χαρ τοσακούλες, όπως έκαναν από δεκαετίες οι φυλακισμένοι.41 Άλλο προσφιλές σχέδιό του ήταν ένα πανευρωπαϊκό σύστημα συγκοινωνιών. Ο Οργανισμός Ύοάί (ΟΤ), μια κρατική εργοληπτική ομάδα, είχε προκύψει απο τα παλιότερα προγράμματα κατασκευής αυτοκινητοδρόμων του Τρίτου Ράιχ, αλλά το 1940 πια κατασκεύαζε επίσης οχυρώσεις και γέφυρες. Ο ίδιος ο Φριτς Τοτ είχε ξε κινήσει από επιθεωρητής δρόμων και είχε φτάσει να γίνει υπουργός εξοπλισμών και πυρομαχικών παρόλο που σχημάτιζε όλο και περισσότερο την πεποίθηση ότι ο πόλεμος δεν μπορούσε να κερδηθεί, ιδίως μετά την εισβολή στην Ε.Σ.Σ.Δ., επέβλεψε μια σειρά έργα που σχεδιάστηκαν για να διαρκέσουν καιμετά τον πόλεμο. Έ να από αυτά ήταν ο ηπειρωτικός αυτοκινητόδρομος που θα συνέδεε την Αυστρία και τη Γερμανία με τη Σκανδιναβία - έτσι, η Σουηδία θα εντασσόταν αναίμακτα στην τρο χιά του Ράιχ* ένας άλλος θα εκτεινόταν από το Καλαί ως τη Βαρσοβία και τελικά ως την ίδια τη Μόσχα* ένας τρίτος πήγαινε μέσω Λούμπλιν ως το Ροστόφ του Δον. Ταυ τόχρονα, ο Χίτλερ έλεγε ενθουσιασμένος ότι θα μετέτρεπε τη Γερμανία σε οικραλό ενός τυποποιημένου. ρ/ηρωπαΐκού δίΛτηΙηΐ) πι^ηρη^|ΐ.η^ν? κουρελιάζοντας έτσι τα νεύρα του ηδη πνιγμένου στα καθήκοντα υπουργού σιδηροδρόμων του Ράιχ. Διέτα ξε τους σχεδιαστές των σιδηροδρόμων του Μονάχου να σχεδιάσουν έναν νέο, μεγάλο σταθμό και ιδεαζόταν τρένα που θα έκαναν ~τέρμα* όπως και ο αυτοκινητοδοομος, στο Ροστόφ: θα μετέφεραν εκατοντάδες επιβάτες σε διώροφα βαγόνια και θα μπορούσαν να αναπτύξουν ταχύτητα ως και 200 χιλιόμετρα την ώρα* έτσι, το ταξίδι θα διαρκούσε μόλις λίγες ώρες. Όσο για τον νέο σταθμό, θα ήταν, φυσικά, το μεγα λύτερο ατσάλινο κτίριοταυκόσμου.42
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 1940
127
ΔΙΑΙΤΗΤΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Όταν όμως υπάρχει μόνο μία υπερδύναμη, γεννά δυσπιστία* και η άνοδος της Γερ μανίας στην εξουσία υπήο£ε τόσο γρήγορη και απόλυτη, που γέννησε ανησυχία ακόμα και τους δυνάμει συμμάχους της. Ο Γερμανός πρέσβης στην Τουρκία, φον Πάπεν, ανέφερε ότι ο Τούρκος πρόεδρος έτρεφε «φόβο για μια μελλοντική γερμα νική παγκόσμια ηγεμονία». Ο Πορτογάλος δικτάτορας Σαλαζάρ αναρωτήθηκε ανοιχτά μήπως ο Χίτλερ μεθούσε από τη νίκη και εκγερμάνιζε την Ευρώπη με τρόπο απαράδεκτο για τον ρωμαιοκαθολικό Νότο.43 Και ναι μεν ο Λαβάλ και άλλοι Γάλ λοι πολιτικοί ήθελαν να ποντάρουν τα πάντα υπέρ της Γερμανίας, αλλά κάποιοι από τους ανθρώπους του Πεταίν είχαν τις ανησυχίες τους. Αυτές οι ανησυχίες έκαναν όλο και περισσότερους ουδέτερους στην Ευρώπη να ελπίζουν ότι ο Μουσολίνι θα ασκούσε μετριαστική επιρροή στον ισχυρότερο σύμ μαχο του. Στη Λισαβόνα εκείνο τον Αύγουστο, ο Γάλλος πρέσβης στην Πορτογαλία ειχε μια ειλικρινή συνομιλία με τον Ιταλό ομόλογό του. Οι δύο άντρες ήταν παλιοί γνωστοί, και ο Γάλλος ένιωσε ότι μπορούσε να τονίσει καθαρά και ξάστερα πως, κατά τη γνώμη του, η Ιταλία έπρεπε να διατηρηθεί ως αντίβαρο στους Γερμανούς. Δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, συνέχισε, ότι, «στην πολιτική οργάνω ση της νέας Ευρώπης, η Ιταλία, που βάραινε ανέκαθεν αποφασιστικά στην ευρω παϊκή ισορροπία, δεν θα φρόντιζε να αποκαταστήσει την ισορροπία που έχει ήδη διαταράξει ο πόλεμος και μπορεί να διαταραχθεί ακόμα περισσότερο». Αν ο Άξο νας κέρδιζε σύντομα τον πόλεμο, η δύναμη της Γερμανίας θα αποκτούσε «παραισθητικές» διαστάσεις. Μπορεί η Ιταλία να είχε μια μεγάλη αφρικανική αυτοκρατο ρία, μα «ο Μολώχ της Ευρώπης θα είναι η Γερμανία». Το αποτέλεσμα θα ήταν ότι «εμείς οι κατακτημένοι και εσείς οι κατακτητές θα βρεθούμε από τη μαθηματική σχέση των δυνάμεων σε θέση υποτακτικού». Ο οξυδερκής Γάλλος διπλωμάτης προσπαθοΰσε μεν σίγουοα να _σπείρει διχόνοια ανάμεσα στους Ιταλούς και στους Γερ μανούς, αλλά τους προβληματισμούς που διατύπωνε τους συμμερίζονταν πολλοί Ιταλοί.44 Καμία δύναμη δεν επειγόταν τόσο απελπιστικά να ορίσει τη θέση της έναντι του Ράιχ, όσο η κύρια σύμμαχος και ιδεολογική συνάδελφός του. Εκ των υστέρων, η Ιτα λία θα είχε εκμεταλλευτεί στο μέγιστο την ευρωπαϊκή σύρραξη αν είχε παραμείνει διαιτήτρια ανάμεσα στις δυτικές δυνάμεις και στο Ράιχ: η προσέγγιση αυτή μεσου ράνησε στο Μόναχο. Δεν ήταν όμως αρκετά ένδοξη στάση ώστε να την υιοθετήσει ο ιδρυτής του φασισμού, και, μόλις άρχισε ο πόλεμος, ο Μουσολίνι έκανε σαφές ότι θα στεκόταν στο πλευρό του ιδεολογικού του μαθητή. Η πραγματικότητα, φυσικά, ήταν ότι η χώρα του βρισκόταν ουσιαστικά χρεοκοπημένη: η απληστία, η περηφάνια και ο φόβος ότι θα έμενε εκτός μεταπολεμικού νυμφώνος ήταν οι μόνοι λόγοι για τους οποίους ο Μουσολίνι αποφάσισε να μπει στον πόλεμο.45 Πολύ γρήγορα οι Ιτα-
128
ΓΙΑ ΊΉ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
λοι συνειδητοποίησαν το τίμημα. Τον Ιούνιο, όταν ο Τσιάνο «χίμηξε σχεδόν» να εκ θέσει τις αξιώσεις της Ιταλίας εις βάρος της Γαλλίας, ο Χίτλερ «δεν τους έδωσε κα μιά σημασία, παρά απλώς εκφώνησε έναν μακροσκελή επινίκιο μονόλογο». Τα όσα έλεγε επίσης ο Φουνκ για την επερχόμενη νέα οικονομική τάξη τρομοκράτησαν τους Ιταλούς: φοβήθηκαν πως οι Γερμανοί είχαν καταστρώσει τα πάντα στο μυαλό τους χωρίς να τους συμβουλευτούν, κι έστειλαν στελέχη στο Βερολίνο να λάβουν διαβεβαιώσεις. Ο Αλφιέρι, πρέσβης του Μουσολίνι στο Βερολίνο, σημείωνε οτι άλ λο πράμα ήταν ο ΙχβοηδΓαιιπι και τελείως άλλο ο λνίιΙδοΙι&ίίδΓαιιιη - ο δεύτερος ήταν πιο διάχυτος, ευρύς και αόριστος. Η Γερμανία έλεγε μεν πως ήθελε να διαιρέσει την Ευρώπη, την Αφρική και την Εγγύς Ανατολή ανάμεσα στους δύο εταίρους του Άξο να, αλλά όταν ο Φουνκ ρωτήθηκε πού θα βρισκόταν ο λνίτΐδοΙιαίίδΓαυιη της Ιταλίας, ανέφερε αόριστα τη Μεσόγειο. Επίσης ασαφές ήταν από πού ακριβώς θα περνού σαν τα σύνορα που θα χώριζαν τις δύο σφαίρες ειαρροης ^ στη βόρεια Αφρική, στο Λεβάντε και στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Φάνταζε πολύ αμφίβολο το να μπορέσει ν’ αποτελέσει το μπλοκ της λιρέτας βιώσιμο συνέταιρο του μπλοκ του μάρκου, ή το να ευθυγραμμιστούν επαρκώς τα οικονομικά συμφέροντα των δύο ώστε ο συνεται ρισμός τους να διαρκέσει αρκετά μετά τη λήξη του πολέμου.46 Ακριβώς επειδή η ιδέα μιας παράλληλης αυτοκοατοοίας φάνταξε τόσο προβληματική και σαν συνταγή μόνιμηςυποτελειας ρτις γερμανικές απαιτήσει ς, ορισμένοι Ιταλοί ήθελαν μια πολύ διαφορετική σχέση με το Τρίτο Ράιχ. Για τους ολοψυχα φα σίστες, άλλωστε, εδώ παιζόταν το ίδιο το μέλλον της Ευρώπης· Η πτώση της Γαλλιας επικύρωνε τις αξίες για τις οποίες αγωνίζονταν ήδη από,το 1922, αλλά έγειρε και το ζήτημα αν η Νέα Ευρώπη θα ήταν αληθινά φασιστική ή απλούς ν αζι,στι,κή. Αν η Ιταλία δεν ασκούσε συνεχή επιρροή στη Γερμανία, πίστευαν αυτοί, υπήρχε ο κίν δυνος να ισχύσει το αντίστροφο, και θα μπορούσαν μάλι στα ο φασι σ μός ν.αι.ο_ναζι.σμός να καταλήξουν να πολεμήσουνχχενας-το^ Γι’ αυτό ο υπουργός Παιδεί ας της Ιταλίας, ο Τζουζέππε Μποττάι, τον Αύγουστο του 1940 συμβούλευσε τον Μουσολίνι να μην επιδιώξει «αμφιαυτοκρατορική διευθέτηση». Κατά τον Μποττάι, η λύση αυτή πρόδιδε «εξ υπαρχής επιφυλακτικότητα απέναντι στη Γερμανία... και τρόμο για την κυριαρχία της». Επέκρινε όσους έλπιζαν σε «νίκη του Άξονα με την έννοια της σύστασης δύο ξεχωριστών σφαιρών επιρροής, δύο σχετικά αυτάρκων οικονομικών μονάδων, δύο αυτονομιών δηλαδή, που θα επέτρεπαν στην Ιταλία να κάνει στο μέλλον πολιτικούς ελιγμούς οι οποίοι θα μπορούσαν εντέλει να είναι αντιγερμανικοί». Κατά τη γνώμη του αυτό θα ήταν λάθος, γιατί θα «ενισχύσει το ρατσισμό [της Γερμανίας] με την πιο υλιστική του έννοια και τον ιμπεριαλισμό της με την έννοια της μέγιστης αλαζονείας». Όπως δείχνουν αυτά και άλλα ευθαρσή κριτικά σχόλια, οι Ιταλοί φασίστες ήταν ικανοί να συντάξουν μερικές από τις πιο δηκτικές παρουσιάσεις των ναζιστικών ιδεών οπουδήποτε στην Ευρώπη της περιό δου. Ο Μποττάι είχε συνείδηση της επεκτατικής φύσης του γερμανικού ιμπεριαλι
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 1940
129
σμού και των καταστροφικών αποτελεσμάτων της «ρατσιστικής περηφάνιας» του. Η ιδιαίτερη συμβολή της Ιταλίας στην Ευρώπη, έλεγε, έπρεπε να είναι ο μετριασμός τους, ώστε να οδηγηθεί η Γερμανία σ’ ένα σύστημα συνεργασίας με τα άλλα κράτη. Με βάση αυτήν τη συλλογιστική, ο Μποττάι και άλλοι Ιταλοί σχολιαστές στα χρόνια του πολέμου προσπάθησαν να συσπειρώσουν τους ομοϊδεάτες τους Ευρω παίους από το χώρο του πολιτισμού και της πνευματικής ζωής. Ήθελαν να λειτουρ γήσει η Ιταλία του Ντούτσε όπως η αρχαία Ελλάδα, απέναντι στη Ρώμη που ήταν το Βερολίνο.47Από την άλλη, όμως, οι ιδέες του Μποττάι θεμελιώνονταν σε μεγαλομα νία: φανταζόταν πως ο ιταλικός φασισμός είχε ακόμα τη δυνατότητα για μια ευρω παϊκή αποστολή και, ακόμα πιο απίστευτα, πως οι Γερμανοί θα του έδιναν σημα σία. Στην πραγματικότητα, το «αμφιαυτοκρατορικό» μοντέλο εξουσίας του Άξονα είχε πλαστεί στο Βερολίνο, και οι Γερμανοί δεν είχαν σίγουρα καμία πρόθεση να επιτρέψουν στους Ιταλούς την παραμικρή πραγματική επιρροή στο πώς θα διαφέ ντευαν την Ευρώπη. Το άνευ συναγωνισμού πρωτείο της Γερμανίας προκάλεσε, επίσης, πολύ πιο βαρύνουσα ένταση με τη Σοβιετική Ένωση. Τον Αύγουστο του 1939, ο Στάλιν είχε πιστέ ψει πως θα μπορούσε να κάτσει να κοιτάει τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να πολεμούν μεταξύ τους μέχρις εξαντλήσεως. Λιγότερο από ένα χρόνο αργότερα, η πρόγνωσή του αυτή αποδείχθηκε φριχτό λάθος, και η Γερμανία είχε αναδειχθεί απρόσμενα σε κυρία της ηπείρου και κριτής της μοίρας της. Ο Στάλιν, φοβούμενος ότι το βαλτικό κομμάτι των συνόρων της Ε.Σ.Σ.Δ. με τη Δύση την εξέθετε σε μελλοντική γερμανική επίθεση, εξαπέλυσε ολέθριο πόλεμο εναντίον της Φινλανδίας στα τέλη του 1939, ο οποίος ώθησε αυτά τα σύνορα πιο δυτικά, με πελώριο κόστος σε ζωές και σε κύρος. Τον Ιούνιο του 1940, σοκαρισμένος από την κλίμακα των επιτυχιών της Βέρμαχτ στη Δύση, εκμεταλλεύτηκε τα δραματικά γεγονότα που εκτυλίσσονταν στη Γαλλία για να καταλάβει τα βαλτικά κράτηκαιστησυνέχεια τις ρουμανικές περιοχές της Βεσαραβίας και της βόρειαςΜπουκοβίνας. Πολλές από αυτές τις ενέργειες προβλέπονταν από τους όρους της συμφωνίας με τη Γερμανία, όμως οι Γερμανοί δεν περίμεναν να κινηθεί τόσο γρήγορα. Παρόλο που δήλωναν ότι οι συγκεκριμένες περιοχές «στερούνταν πολιτικού ενδιαφέροντος» γι’ αυτούς, και μολονότι το τελευταίο πράγ μα που ήθελε ο Στάλιν σε αυτήν τη φάση ήταν η σύρραξη με τον νέο του εταίρο, δεν υπήρχε πραγματική εμπιστοσύνη ανάμεσα στις δύο δυνάμεις. Πράγματι, στα τέλη Ιουλίου ο Χίτλερ έδωσε απόρρητη διαταγή να σχεδιαστεί εκστρατεία στην Ανατολή για το επόμενο έτος, ώστε να συνειδητοποιήσουν οι Βρετανοί σε πόσο απελπιστική κατάσταση βρίσκονταν: «Η Ρωσία είναι για την Αγγλία ο σπουδαιότερος παράγο ντας... Αν ηττηθεί η Ρωσία, η τελευταία ελπίδα ττ^ς Αγγλίαςχ ξανεμίζεται. Τότε η Γερμανία γίνεται η κυρία της Ευρώπης και των Βαλκανίων... Απόφαση: Συνεπώς, πρέπει να ξεμπερδεύουμε με τη Ρωσία. Άνοιξη 1941.» Υπάρχουν πολλές ενδείξεις
130
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
για το εξής απίστευτο: ο Χίτλερ δεν πίστευε πως μια τέτοια εκστρατεία θα απαιτού σε περισσότερο από λίγους μήνες, το πολυ.48 Η σοβιετική κατάληψη της Βεσαραβίας και της βόρειας Μπουκοβίνας, ιδίως, προκάλεσε περαιτέρω ανεπιθύμητους μπελάδες στα Βαλκάνια και περισσότερες δυσχέρειες στους Γερμανούς. Μια από τις πιο απρόσμενες συνέπειες της ολοκλη ρωτικής ήττας της Γαλλίας ήταν πως η Ρουμανία έμεινε χωρίς ηπειρωτικό πάτρωνα, και τα όρνια μαζεύτηκαν ολόγυρα..Μετά την κατάληψη του βορρά της χώρας από τον Κόκκινο Στρατό, η Ουγγαρία και η Βουλγαρία προέβαλαν τις δικές τους εδαφικές διεκδικήσεις και ζήτησαν αναθεώρηση των συνόρων ενας περιφερειακός πόλε μος διαφαινόταν στον ορίζοντα. Ο Χίτλερ, έχοντας μόλις κλείσει συμφωνία με το Βουκουρέστι για ανταλλαγή όπλων με πετρέλαιο, επιθυμούσε να εξαφανιζόταν ως διά μαγείας η όλη αντιπαράθεση -το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να πολεμή σει για την Τρανσυλβανία-, αλλά έλαχε σ’ αυτόν και στους Ιταλούς να βγάλουν το φίδι απ’ την τρύπα. Στα τέλη Αυγούστου, μετά από διάσκεψη σιη Βιεννη,^σι^διίΥάμεις του Άξονα έδωσαν στην Ουγγαρία περισσότερα από 41.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα και σχεδόν δυόμισι εκατομμύρια πρώηνΡουμανούς υπηκόους της βόρειας Τρανσυλβανίας* λίγες μέρες αργότερα, ένα διόλου αμελητέο κομμάτι από τη χώρα εκχωρήθηκε στη Βουλγαρία. Και οι δύο περιοχές ήταν εθνολογικά ανάμεικτες* και στις δύο, μεγάλα πλήθη διέσχισαν τα νέα σύνορα προς τη Ρουμανία. Όμως, έχει εν διαφέρον ότι οι Γερμανοί δεν προσπάθησαν να ωθήσουν τους Ούγγρους εαυτούς Ρουμάνους να προχωρήσουν σε μαζική ανταλλαγή πληθυσμών, μολονότι αυτό συμ βάδιζε με τη ρητορική υποστήριξη του Χίτλερ προς την ιδέα των εθνολογικά καθα ρών κρατών. Αντιθέτως, συστήθηκε μια γερμανοϊταλική επιτροπή που τελικά συ μπεριφέρθηκε λίγο-πολύ όπως η παλιά απεχθής Κοινωνία των Εθνών: αφού παρα κολουθούσε τα προβλήματα των προσφύγων, συνέτασσε εκθέσεις για τις συνθήκες στα στρατόπεδα και προσπαθούσε να πείσει και τις δύο κυβερνήσεις της Τρανσυλ βανίας να φέρονται σωστά στις μειονότητές τους.49Στην ίδια τη Ρουμανία, η δραμα τική αυτή απώλεια εδαφών πυροδότησε πολιτική ανασιάχωση. Ο βασιλιάς Κάρολος αναγκάστηκε να παραιτηθεί υπέρ του γιου του, Μιχαήλ, μα η πραγματική εξουσία ήταν στα χέρια του νέου δικτάτορα της χώρας, στρατηγού Τον Αντονέσκου. Αυτός ήταν παλιότερα ένθερμος φιλογάλλος, αλλά τώρα είχε γίνει εξίσου ένθερμος φιλογερμανός* σε λιγάκι, μάλιστα, θα γινόταν ο πιο έμπιστος και εκτιμημένος σύμμαχος του Χίτλερ. Μετά την Κατακύρωση της Βιέννης, οι Γερμανοί εγγυήθηκαν ό,τι είχε απομείνει από τη Ρουμανία - κυρίως για να αποτρέψουν τους Ούγγρους^χπα,ιο να εισβάλουν και να προκαλέσουν κρίση που θα έφερνε τους Ρώσους κι άλλο μέσα στη Ρουμανία, θέτοντας σε κίνδυνο την πρόσβαση της Γερμανίας στις εκεί πετρελαιοπη γές. Τα γεγονότα αυτά, όμως, άφησαν τη χώρα ιδιαίτερα αποσταθεροποιημένη λόγω της γοργής ανάπτυξης της Σιδερένιας Φρουράς, ενός από τα πιο απαίσια φασι στικά κινήματα της Ευρώπης.
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 1940
131
Το πετρέλαιο ήταν το κλειδί από πολλές απόψεις, και ο Χίτλερ έστειλε στρατιω τική αποστολή να εξασφαλίσει η ίδια τις πετρελαιοπηγές - μια ολόκληρη μεραρχία, και όχι μόνο τις εκπαιδευτικές μονάδες που ζητούσαν αρχικά οι Ρουμάνοι. Αυτό ενόχλησε βαθιά τον Στάλιν. Τον Ιούλιο, οι Βρετανοί είχαν προσπαθήσει να σπεί ρουν ζιζάνια ανάμεσα σε αυτόν και στους Γερμανούς, λέγοντάς του ότι θεωρούσαν πως ήταν δουλειά της Σοβιετικής Ένωσης να διατηρήσει την ενότητα και την ηγεσία των βαλκανικών χωρών. Ο Στάλιν τούς είχε αποκριθεί με σκαιότητα, αρνούμενος ότι υπήρχε κίνδυνος να θέσει η Γερμανία υποψηφιότητα κυριαρχίας στην ανατολική Ευρώπη. Αυτό, όμως, συνέβη προτού φτάσουν τα γερμανικά στρατεύματα στη Μαύ ρη Θάλασσα. Οι Σοβιετικοί διαμαρτυρήθηκαν ότι έπρεπε να έχουν ερωτηθεί και αμφισβήτησαν την ανάγκη γερμανικών εγγυήσεων προς τη Ρουμανία. Ενάντια σε ποιον, ρωτούσαν, υποτίθεται οτι δίνεται αυτή η εγγύηση;50 Η ξαφνική αναγγελία του Τριμερούς Συμφώνου -της συμφωνίας μεταξύ Γερμανίας, Ιταλίας και Ιαπω νίας- απλώς επιδείνωσε τα πράγματα: πώς να μην αναρωτηθούν οι Ρώσοι εάν και πού χωρούσαν σε αυτό το σχήμα, που έμοιαζε έντονα με αναβίωση του παλιού Συμ φώνου Αντι-Κομιντέρν;51 Όμως η Γερμανία εξαρτιόταν ακόμα τότε από τα σοβιετικά σιτηρά και τις άλλες πρώτες ύλες, και την ίδια ώρα που γίνονταν οι γερμανικές στρατιωτικές ασκήσεις για την προγραμματισμένη ανοιξιάτικη εισβολή, στάλθηκε πρόσκληση στον Σοβιε τικό υπουργό Εξωτερικών Μόλοτοφ να έρθει στο Βερολίνο για να τα βρουν. Η συ νάντησή του με τον υπουργό Εξωτερικών Ρίμπεντροπ και τον Χίτλερ, τον Νοέμβριο του 1940, υπήρξε τελικά μια από τις καθοριστικές διπλωματικές συναντήσεις του πολέμου- Οι Γερμανοί προσπάθησαν να κρατήσουν τις συζητήσεις σε υψιπετές επί πεδο, αερολογώντας περί νέας διαίρεσης των εδαφών παγκοσμίως και προσφέροντας στη Σοβιετική Ένωση μερίδιο από τα λάφυρα. Ο Ρίμπεντροπ και ο Χίτλερ πά σχισαν να αποδείξουν στον ολιγόλογο Σοβιετικό διπλωμάτη ότι δεν υπήρχε πραγ ματικά καμιά δυσκολία στο να συμπεριληφθούν οι σοβιετικές φιλοδοξίες στην επερχόμενη παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Οι Ρώσοι μπορούσαν να επεκτείνουν την επιρροή τους προς νότον, προο τον Ινδικό ωκεανό -εδώ ο Ρίμπεντροπ έκανε μιαν αόριστη κίνηση στο χάρτη- ενώ ο Άξονας θα περιοριζόταν στην Αφρική και οι Ιά πωνες στην ανατολική Ασία. Ο Μόλοτοφ δεν εντυπωσιάστηκε και αποκρίθηκε με τον δικό του ακριβή, πεισματάρικο, δασκαλίστικο τρόπο. Τι σήμαινε στ’ αλήθεια, ρώτησε, η έκφραση «Νέα Τάξη»; Οι Γερμανοί δεν είχαν κατακτήσει την Ινδία, οπότε πώς μποοούσαν να τη διαθέσουν: Μην μπορώντας να αποσπάσει απάντηση που να στέκει λογικά, συνέχισε αναφέροντας τις εδαφικές μέριμνες που βρίσκονταν στην καρδιά της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής από τα χρόνια των τσάρων: τον έλεγχο της Φινλανδίας, της Μαύρης Θάλασσας, των Βαλκανίων και των Στενών. Θα είχαν αντίρρηση οι Γερμανοί, ρώτησε, αν η Ρωσία παρείχε στρατιωτικές εγγυή σεις στη Βουλγαρία, στο στιλ των αντίστοιχων που είχαν παράσχει οι ίδιοι στη Ρου
132
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
μανία; Τα αιχμηρά ερωτήματα του Μόλοτοφ δεν είχαν εύκολη απάντηση, και,, πα ρόλο που οι Γερμανοί έφυγαν απάτη συνάντηση πεπεισμένοι ότι δεν θα επερχόταν αμέσως ρήξη, τα αίτια της διαίρεσης ήταν ολοφάνερα. Ενοχλημένοι από τη ρουμανική συμφωνία της Γερμανίας ήταν και οι Ιταλόί._Η συμφωνία έκανε έξω φοενών τον Μουσολίνι, γιατί συδαύλισε τον μονίμως ζωηρό φόβο του ότι θ α τ ο ν άφηναν εξω από τη μοιρασιά των λαφύρων στη Νέα Ευρώπη. Είχε άλλωστε ελάχιστα πραγματα να επιδείξει ως τώρα υπέρ της απόφασής του να μπει στον πόλεμο, και η νοτιοανατολική Ευρώπη υποτίθεται ότι ανήκε στη δίκη τον σφαίρα επιρροής* είχε φλερτάρει ακόμα και με την ιδέα ενός «βαλκανικού μπλοκ» εκεί, υπό ιταλική ηγεσία. «Ο Χίτλερ με φέρνει συνεχώς μπροστά σε τετε λεσμένα», είπε αφρίζοντας ο Ντούτσε, όταν άκουσε πως οι Γερμανοί είχαν στείλει «συμβούλους» στη Ρουμανία. «Αυτήν τη φορά θα τον πληρώσω με το ίδιο νόμισμα. Θα μάθει από τις εφημερίδες ότι κατέλαβα την Ελλάδα. Έτσι, θ’ αποκατασταθεί η ισορροπία».52 Έτσι λοιπόν, ένα πικάρισμα στάθηκε το έναυσμα για την ολέθρια ιταλική εισβολή στην Ελλάδα τον 0κχώβρια ιου 1940>που υπήρξε το πρώτο στοαβοπατημα του Άξονα σε ολο τον πόλεμο. Ανόητα και ανυπόμονα -δίχως να περιμένει την εκπνοή του ίδιου του τού τελεσιγράφου προς την Αθήνα- ο Μουσολίνι εξαπέλιισε- ΜΟ^ κακά εξοπλισμένους Ιταλούς στρατιώτες σε μερικά από τα πιο κακοτράχαλα βουνά της Ευρώπης, την ώρα που έπεφταν τα πρώτα χιόνια του χειμώνα. Η στιγμή που διά λεξε ήταν ιδιαιτέρως άσχημη, η δε έκβασηκαταστροφική.^Οι Έλληνες αντιπάλε ψαν, καταπλήσσοντας τους παντες με τη σθεναρή τους αντίσταση* σύντομα έγινε φανερό πως είχαν αναχαιτίσει την ιταλική προέλαση και μάλιστα την απωθούσαν σε ορισμένα σημεία. Ο Χίτλερ εκτίμησε ότι ψυχολογικά η κατάσταση ήταν πολύ λε πτή -και γινόταν λεπτότερη λόγω της επιτυχίας των βρετανικών επιχειρήσεων ενα ντίον των Ιταλών στη Λιβύη, την Ερυθραία και την Αιθιοπία- και συνειδητοποίησε ότι, ενώ ήθελε να μείνει έξω από τη νοτιοανατολική Ευρώπη, θα αναγκαζόταν να προστρέξει σε βοήθεια του Μουσολίνι^Τον Νοέμβριο έστειλε στον Ντούτσε μια μό λις και μετά βίας καλυμμένη επιτίμηση για το ότι είχε ξεκινήσει ένα απερίσκεπτο εγχείρημα που είχε προκαλέσει «σοβαρά ψυχολογικά και στρατιωτικά επακόλουτέρων και είχε φέρει τους Εγγλέζους στα Βαλκάνια. Θα χρειαζόταν τώρα άλλος ένας περισπασμός των γερμανικών στρατευμάτων, την ώρα μάλιστα που σχεδίαζε τον πόλεμο εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Εκείνο το χειμώνα, έστειλε στρατιωτι κή αποστολή στη Βουλγαρία^ να^ποοετοΐφίασει το έδαφοα για χια δυνάμεις που θα χρε ιαζοντανγιατην εισβολή στην^Ελλώδα.53 Ακολούθησε η τελευταία νικηφόρα γερμανική εκστρατεία στην ευρωπαϊκή ήπει ρο. Πρωταρχικός στόχος ήταν η Ελλάδα, αφού η αυξανόμενη βρετανική στρατιωτι κή παρουσία εκεί απειλούσε τις ρουμανικές πετρελαιοπηγές. Προστέθηκε όμως
133
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 1940
στον κατάλογο την τελευταία στιγμή και η Γιουγκοσλαβία. Τον Μάρτιο η προσχώ ρηση της χώρας στον Άξονα πυροδότησε ένα λαοφιλές πραξικόπημα στο Βελιγρά δι, και, παρόλο που η νέα κυβέρνηση διακήρυξε κι αυτή τη νομιμοφροσύνη της προς το Βερολίνο, ο Χίτλερ αποφάσισε να την ανατρέψει. Η γερμανική στρατιωτική προ έλαση ξεκίνησε στις 6 Απριλίου και ήταν ακάθεκτη* οι συγκρούσεις γρήγορα τερμα τίστηκαν. Οι πρώην Αψβούργοι αξιωματικοί που διοικούσαν τώρα τις γερμανικές δυνάμεις ήταν αποφασισμένοι να αποτρέψουν κάθε επανάληψη της αντίστασης των Σέρβων του 1914. Το Βελιγράδι βομβαρδίστηκε άγρια από τη Λουφτβάφε και η χώ ρα καταλήφθηκε μετά από μάχες έντεκα ημερών, με μόλις 151 Γερμανούς νεκρούς. Λίγο μετά έπεσε και η Ελλάδα. Όλα είχαν συμβεί τόσο γρήγορα, ώστε, παρά τους ισχυρισμούς ορισμένων ιστορικών, δεν προκύπτει ότι οι βαλκανικές αυτές επιχειρή σεις είχαν την παραμικρή σημαίνουσα επίδραση στην προετοιμασία της επίθεσης εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης^54 Έτσι, η Ιταλία απέκτησε τελικά τη.&ικήτης μίνι αυτοκρατορία στη νοτιοανατο λική Ευρώπη (αν και έπρεπε να ικανοποιηθούν, επίσης, η Ουγγαρία και η Βουλγα ρία). Οι Γερμανοί ήθελαν να αφήσουν όσο γινόταν λιγότερες δικές τους δυνάμεις εκεί και έστειλαν εσπευσμένα μεραρχίες βόρεια, στο Ανατολικό Μέτωπο. Το κό στος, όμως, ήταν βαρύ ως προς τη διοικητική αποτελεσματικότητα. Η Γιουγκοσλαβία διαμελίστηκε σε περισσότερες ζώνες κατοχής από κάθε άλλη χώρα της Ευρώ πης* ήταν δημιούργημα και αυτή, όπως η Τσεχοσλοβακία και η Πολωνία, του μιση τού συστήματος των Βερσαλλιών και εξαλείφθηκε από το χάρτη. Η Ιταλία και η Γερμανία πήραν εδαφικές λωρίδας* η Ουγγαρία και η Βουλγαρία σερβιρίστηκαν κι αυτές. Ενώ η Σερβία τέθηκε υπό γερμανική στρατιωτική κατοχή, η Κροατία έγινε δορυφορικό κράτος και επεκτάθηκε μέσα στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Η Ιταλία εί χε «επικυριαρχία» σε μεγάλο μέρος της χώρας, προσάρτησε τη δαλματική ακτή και ενσωμάτωσε το Κόσοβο στην ιταλοκρατούμενη Αλβανία* η Γερμανία είχε «επικυριαρχία» στα ανατολικά. Και η Ελλάδα διαμελίστηκε -σε ιταλική, βουλγα ρική και γερμανική ζώνη- αν και, σε αντίθεση με τη Γιουγκοσλαβία, παρέμεινε υπό τον κατ’ όνομα έλεγχο μιας αδύναμης κυβέρνησης δωσίλογων στην Αθήνα. Η διευθέτηση αυτή δεν προοιώνιζε ορθολογική διακυβέρνηση, ούτε εξασφάλιζε στα θερότητα.
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΒΑΡΒΑΡΟΣΣΑ
Στις 18 Δεκεμβρίου 1940, ο Χίτλερ εξέδωσε την απόρρητη οδηγία να «συντρίβει η Σοβιετική Ρωσία με μια γρήγορη εκστρατεία». Ο αντικειμενικός στόχος ήταν «να υψωθεί ένα τείχος εναντίον της Ασιατικής Ρωσίας πάνω στη γενική γραμμή ΒολγαΑρχαγγέλου», που θα εξαφάνιζε οριστικά την Ε.Σ.Σ.Δ. ως βιομηχανική και ευρωπαϊ
134
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
κή δύναμη. Στην αρχή ο Χίτλερ ήθελε να νικήσει την Αγγλία και τη Γαλλία πρώτα, ώστε το Ράιχ να μπορέσει στη συνέχεια να συγκεντρώσει τις δυνάμεις, του για το αναπότρεπτο ξεκαθάρισμα των λογαριασμών του με τους μπολσεβίκους. Τώρα, η αποτυχία του να νίκησει την Αγγλια^ον^ανάγκασε να ανοίξει αυτό το μέτωπο πολύ νωρίτερα απ: ο,τι σχεδίαζε. Η απρόσμενη ταχεία νίκη εναντίον της Γαλλίας παρείχε το μοντέλο για ένα νέο είδος επίθεσης -το μπλίτσκρηγκ- και φαίνεται πως ο Χίτλερ ήταν σίγουρος ότι, μετά τους θριάμβους του στρατού του στη Δύση (και βασίζοντας επίσης την κρίση του στις αξιοθρήνητες επιδόσεις του Κόκκινου Στρατού στις μάχες του εναντίον της Φινλανδίας νωρίτερα την ίδια χρονιά), ο πόλεμος θα είχε γρήγορη και νικηφόρα έκβαση. «Ο μπολσεβικισμός θα καταρρεύσει ολόκληρο:: σαν τραπου λόχαρτα», προέβλεπε ο Γκαίμπελς τον Μάιο του 1941.55 Πριν ακόμα εξαπολυθεί η εισβολή εναντίον της ΕΣ.Σ.Δ., ο Χίτλερ κοιτούσε πέρα από την πτώση του εχθρού του. Βρισκόταν πια ένα βήμα πριν α^ό^ην. πραγ^ιάτωση του ηπειρωτικού οράματος που είχε σκιαγραφήσει για πρώτη φορά στα τέληΐυς δε καετίας του 1920: προσδοκούσε ότι περί τα τέλη του φθινοπώρου του 1941 ο Άξονας θα ήταν ο αδιαμφισβήτητος στρατιωτικός Ευρώπης. Η Γερμανία θα εξούσιαζε τα πάντα από τον Ατλαντικό ως τον Καύκασο. Τους τρέχοντες μεθορια κούς πολέμους πέρα από τα Ουράλια με ό,τι απέμενε από τη Ρωσία τούς θεωρούσε το αντίστοιχο, για τη Γερμανία, του Βορειοδυτικού Συνόρου του Ρατζ - πεδίο δοκι μασίας της γερμανικής αντρειάς. Τα «νεοκατακτημένα εδάφη της Ανατολής» θα τα επιτηρούσε «δύναμη ασφαλείας».περίπου εξήντα μεραρχιών, και η Ουκρανία θα γι νόταν «κοινή βάση προμήθειας τροφίμων» για τον Άξονα. Το Φρούριο Ευρώπη δεν θα αντιμετώπιζε πια σοβαρή χερσαία απειλή και θα μπορούσε να αμυνθεί με πολύ λιγότερες δυνάμεις απ’ όσες ήταν αναγκαίες έως τότε. Ασφαλές από τα ανατολικά του, το Μείζων Γερμανικό Ράιχ θα μπορούσε να στρέψει όλη του την προσοχή στην κατανίκηση των Βρετανών, σέρνοντάς τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με επιχειρήσεις που θα διεξάγονταν σ’ ένα ευρύ τόξο, από τρ Μαγκρέμπ ως το Αφγα νιστάν. Τον^ Οκτώβριο θα γινόταν έφοδος εναντίον, του Γιβραλτάρ- η Γαλλία θα βοηθούσε να νικηθούν οι Βρετανοί ατη βόρεια Αφοική και οι Ιαπανοι θα αναγκά£ονταν να βγουν απ’ το καβούκι»ταυς. Στη Μέση Ανατολή, ελαφρές μηχανοκίνητες μο νάδες θα υπονόμευαν τις εχθρικές θέσεις στην Παλαιστίνη και στην Αίγυπτο. Η Βρετανική Αυτοκρατορία θα γονάτιζε ήθελε δεν ήθελε. Δεν ήταν πολλοί οι ανώτατοι σύμβουλοι του Χιτλερ που συμμερίζονταν την αυ τοπεποίθησή του. Έχοντας αποφύγει «από θαύμα» έναν διμετωπο πόλεμο το 1939, το θεωρούσαν παρανοϊκό να ξεκινήσουν έναν το 1941 χωρίς λόγο. Ο υπουργός Εξωτερικών Ρίαπ£ντοοπ.θ£ωρούσε τη συμφωνια^του1939 με τον Μόλοτοφ σαν το μεγαλύτί ρο επιτευγ^ά του. Επιπλέον, οι Ρώσοι εξακολουθούσαν να τιμούν τα σπου δαιότατα συμρολαια τροφοδοσίας τους, προμηθεύοντας στο Ράιχ σιτηρά και άλλα αγαθά, που τα χρειαζόταν πάρα πολύ. Η επικοινωνία με την Ιαπωνία, επίσης, θα γι
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 1940
135
νόταν πολύ πιο δύσκολη αν κοβόταν ο χερσαίος δρόμος μέσα από την ΚΣΧΔ. Αλλά και ο δεύτερος ισχυρότερος άντρας του Ράιχ, με μεγαλύτερη επίδραση απ’ ό,τι ο ελαφρών βαρών Ρίμπεντροπ, ο ΚοίοΙίδΐη&ΓδοΙιαΙΙ Γκαίρινγκ, φρονούσε ότι η Γερμα νία χρειαζόταν χρόνο για να σταθεροποιήσει τα κέρδη της. Η Νέα Τάξη ήταν ακό μα στο σχεδιαστήριο, και ο Γκαίρινγκ ήξερε πως η επέκταση του πολέμου θα οδη γούσε γρήγορα το Ράιχ μπροστά σε οικονομικά εμπόδια. Το εργατικό δυναμικό βρισκόταν από τώρα κιόλας στα όριά του, τα αποθέματα τροφίμων ήταν λιγοστά και η ιεραρχία ήταν συγκεχυμένη και χαοτική. Γερμανικά στρατεύματα περιπολούσαν από τον Αρκτικό Κύκλο έως το Αιγαίο, συχνά σε περιοχές που δεν παρείχαν κανένα σαφές ευεργέτημα στο Ράιχ. Ομως, στην ταχύτητα της νίκης εκείνου του καλοκαιριού του 1940 και στην έλ λειψη αντίστασης από τη Δύση, ρ^Χίτλε^διέβλεπε μιαν ευκαιρία ιστορικών διαστά σεων, Η Ρωσία μπορούσε να εξοντωθεί μια για πάντα, χωρίς να εκτίθεται η θέση της Γερμανίας. Σιχαινόταν που επρεπε να βασίζεται στην καλή θέληση του Στάλιν για τρόφιμα και άλλα υλικά και προτιμούσε να τα εξασφαλίσει κατακτώντας τη χώ ρα. Οι μεγάλες ποσότητες σιτηρών που ο Στάλιν συμφώνησε να του προμηθεύσει τον Ιανουάριο του 1941 -και η ακρίβεια με την οποία τήρησε τις υποσχέσεις του τους επόμενους μήνες- απλώς τον έπεισε ότι έπρεπε να αρπάξει τα πλούτη της Ου κρανίας ο ίδιος. Τη στιγμή εκείνη, η Αγγλία δεν αποτελούσε απειλή. Καλύτερα να εισέβαλλε στη Σοβιετική Ένωση αμέσως και να τελείωνε τον πόλεμο, προτού η υπο στήριξη της Αμερικής προς το Ηνωμένο Βασίλειο γίνει πολύ δυνατή. Ήδη οι βομ βαρδιστικές επιδρομές εναντίον των γερμανικών πόλεων και η συνέχιση της βρετα νικής αντίστασης καταπονούσαν τον γερμανικό λαό και ενθάρρυναν τους αντιπά λους του σε όλη την ήπειρο. Παράλληλα με αυτές τις στρατηγικές παραμέτρους βά ραιναν και ιδεολογικές μέριμνες, που στοίχειωναν τον ορίζοντα πολύ περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ακόμα και η επίθεση εναντίον της Πολωνίας, που προτύπωσε τη φυλετική βία του αντιμπολσεβίκικου ν©πποΙιΙιιη£δ1αΊ€£, ωχριούσε μπροστά στην κλίμακα και στην ωμή ένταση της επερχόμενης εμπλοκής. Ετούτη ήταν η καλύτερα προετοιμασμένη απ’ όλες xις ^ε^\xαγιΜςβ^(η^αxζί^ς, και η προετοιμασία ασχολήθηκε και με το τι είδους μεταχείριση θα επιφυλασσόταν στον εχθρικό πληθυσμό. Συντάχθηκαν νέοι, ανηλεείς κώδικες συμπεριφοράς* συστάθηκαν νέα αποσπάσματα θανάτου των δδ: ο αγώνας αυτός θα ήταν αγώνας υπαρξιακός μέχρι θανάτου, ενάντια στον υπέρτατο φυλετικοϊδεολογικό αντίπαλο της Γερμανίας. Το πρωί της 22ας Ιουνίου του 1941, χωρίς καμιά προειδοποίηση, άρχισε η εισβολή. Μετά από μαζικό βομβαρδισμό του πυροβολικού, ένας στρατός τριών εκατομμυρίων και πλέον στρατιωτών, ενός εκατομμυρίου αλόγων και 600.000 οχημάτων τέθηκε σε κί νηση σ’ ένα μέτωπο μήκους άνω των 2.000 χιλιομέτρων, από τη Φινλανδία ως τη Μαύρη Θάλασσα. Απέναντι τους ήταν μια ακόμα μεγαλύτερη δΰναμη, που πιάστηκε τελείως στον ύπνο. Με καταλύτη αυτή την επική, δολοφονική και αδυσώπητη
136
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
σύρραξη, ο χαρακτήρας της ναζισακής εξουσίας σε όλη την Ευρώπη έμελλε να αλ λοιωθεί ανεπιστρεπτί. Ο Χίτλερ είχε ήδη δείξει ότι το πρόγραμμα του ήταν ανίκανο να κερδίσει πολιτικά την Ευρώπη* όπως είχε επισημάνει ο παλαίμαχος διπλωμάτης Βαϊτσέκερ, «η ιδεολογική ενότητα της Ευρώπης έχει περιοριστεί στη Γερμανία, στην Ιταλία και στην Ισπανία» -και ως κι η τελευταία αυτή ήταν αβέβαιη. Ιώ βατο μόνο που είχε απομείνει ήταν η γυμνή βία.56
Πόλεμος εκμηδένισες: Μέσα στη Σοβιετική Ένωση
Η αρχή της άτεγκτης ωμότητας, η μεταχείριση της χώρας με βάση απόψεις και μεθό δους που χρησιμοποιούνταν τους προηγούμενους αιώνες εναντίον των σκλαβωμένων λαών' και το γεγονός, που αντιβαίνει σε κάθε εχέφρονα πολιτική, ότι η περιφρόνηση γι ’αυτούς τους ανθρώπους δεν εκφραζόταν μόνο με έργα εναντίον ατόμων αλλά και με λόγια σε κάθε δυνατή και αδύνατη ευκαιρία... όλα αυτά μαρτυρούν με τον πιο εύ γλωττο τρόπο την απόλυτη έλλειψη διάκρισης όσον αφορά τη μεταχείριση αλλότριων λαών, έλλειψη η οποία, ενσψει των συνεπειών που είχε, μπορεί να χαρακτηριστεί μό νο ως αξιοθρήνητη και ολέθρια. Γκαουλάιτερ και Γενικός Κομισάριος Άλφρεντ Φράουενφελντ, 10 Φεβρουάριου 19441
Όταν ο Χίτλερ αποφάσισε να πετάξει στα σκουπίδια το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μόλοτοφ, το έκανε αρχικά για στρατηγικούς λόγους. Υπολόγιζε ότι, αν έβγαζε από τη μέ ση την Ε.Σ.Σ.Δ., θα είχε αποσύρει από την κυκλοφορία τον μοναδικό δυνάμει σύμμα χο του Λονδίνου ο οποίος είχε κάποια αξία και θα ανάγκαζε τους Βρετανούς να έρ θουν σε συνεννόηση μαζί του. Η ιδέα, όμως, της αιφνίδιας στρατιωτικής επίθεσης με ταμορφώθηκε γρήγορα στο παλιό του όνειρο της μόνιμης επέκτασης του Ι^^ηδίΗΐιιη της Γερμανίας ως βαθιά μέσα στην Ανατολή. Η εισβολή στη Ρωσία ίσως να ήταν αρ χικά ιδέα του στρατού το 1940, και οι σχεδιαστές του τόνιζαν τα πιθανά οικονομικά ευεργετήματά της: η κατοχή της Ευρωπαϊκής Ρωσίας θα στερούσε, υποστήριζαν, από το μπολσεβίκικο καθεστώς τούς πιο πολύτιμους πόρους του και θα τους έφερνε στον έλεγχο της Γερμανίας. Το μήνυμα αυτό ηχούσε σαν μουσική στα αφτιά του Χίτ λερ. Όσο για τους διαφωνούντες, απλά τους αγνόησε. Ο υπουργός Οικονομικών φον Κρόσιγκ αμφέβαλλε (ορθά, όπως αποδείχθηκε) αν ο πόλεμος μπορούσε στ’ αλήθεια να βελτιώσει τον επισιτισμό του Ράιχ. Οι περισσότεροι οικονομικοί σύμ βουλοι του Γκαίρινγκ είχαν επίσης σοβαρές επιφυλάξεις. Όσο για τη γερμανική πρεσβεία της Μόσχας, που βρισκόταν ίσως στην καλύτερη θέση για να εκφέρει γνώμη, αντέτεινε ότι όχι μόνο ο Στάλιν δεν αποτελούσε απειλή, αφού δεν είχε σχέ
138
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
δια να πολεμήσει τη Γερμανία, αλλά και ότι η κατάκτηση και της εύφορης ακόμα Ουκρανίας θα αποδεικνυόταν εξαιρετικά δαπανηρή, γιατί τα εκμηχανισμένα σο βιετικά συλλογικά αγροκτήματα θα σταματούσαν να δουλεύουν λόγω έλλειψης καυ σίμων. Ήταν μια εκτίμηση που ο Χίτλερ πιθανότατα δεν την είδε καν ποτέ.2 Κι αν ακόμα την είχε δει, μάλλον θα την είχε αγνοήσει. Δεν περίμενε καθόλου τον μακρύ, εναγώνιο και εντέλει μοιραίο αγώνα που ακολούθησε, παρά ήταν απόλιπα-σίγουρος ότι θα πετύχαινε αστραπιαία νικη, σαν εκείνη που είχε μόλις πετύχει στη Γαλλία. «Αν αδράξουμε αυτό τον κολοσσο με τον σωστό τρόπο τη σωστή στιγμή», προέ βλεπε τον Αύγουστο του 1940, «τότε θα καταρρεύσει πολύ γρηγορότερα απ’ όσο νο μίζει ο κόσμος». Μα η ιστορία τού επιφύλασσε άλλη μιαν έκπληξη: όπως οι Γάλλοι παραδόθηκαν γρηγορότερα απ’ όσο περίμενε, έτσι και ο Κόκκινος Στρατός αποδεί χθηκε πολύ τρανοτερος αντίπαλος απ’ όσο φανταζόταν ποτέ ο Χίτλερ. Ο μπλίτοκρηγκ παρατάθηκε ως τα Χριστούγεννα, ύστερα άλλον ένα χρόνο, κι άλλον έναν.3 Η άρνηση τΏ£ΕΧΣΑ^^α.λυνίσει ιιετέτρεψε τον ευοωπαϊκό πόλεμο σε^ταγκόσμιο. Τον Αύγουστο του 1941, λιγότερο από δύο μήνες μετά την έναρξη της γερμανι κής εισβολής, ο Τσώρτσιλ και ο Ρούσβελτ δεν πίστευαν και πολύ, την ώρα που υπέ γραφαν τον Χάρτη του Ατλαντικού ο οποίος έθεσε τα θεμέλια της κατοπινής μετα πολεμικής διεθνούς τάξης πραγμάτων, ότι το μπολσεβίκικο καθεστώς θα επιζούσε. Όταν έφτασε ο Δεκέμβριος, είχαν αλλάξει γνώμη. Οι διπλωματικές τους επαφές με τη Μόσχα εντάθηκαν γρήγορα και ο συνεταιρισμός ανάμεσα στους Τρεις Μεγά λους, που στο εξής θα καθόριζε τη στρατηγική του πολέμου και της ειρήνης, έλαβε σάρκα και οστά. Προτού παρέλθει το 1941, ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Άντονυ Ήντεν είχε σταλεί στη Μόσχα. Η^εκστρατεία που είχε σχεδιαστεί για να αναγκασει τους Βρετανούς να συνθηκολογήσουν είχε στην πραγματικότητα ειιπεδωσει τη νέα συμμαχίαπου θα νικούσε τελικά τη Γερμανία. Ο Ήντεν και οι οικοδεσπότες του, περιηγούμενοι ^τις γραμμές του μετώπου ακριβώς έξω από τη ρωσική πρωτεύουσα, λίγο μετά από μια πετυχημένη αντεπίθε ση που είχε απωθήσει τη Βέρμαχτ, ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο με τις καταστροφές που είχαν προκαλέσει οι Γερμανοί: «Ήταν τρομακτικό θέαμα», έγραφε ο Ιβάν Μάισκυ, ο Σοβιετικός πρέσβης στο Λονδίνο, που ταξίδευε μαζί του. Ούτε ένα σπίτι για δείγμα ούτε ένα υπόστεγο ή ένας φράχτης! Μια πεδιάδα σκεπα σμένη με χιόνι, και σε όλη της την έκταση, σάμπως σε παρέλαση θανάτου> μακριές σειρές από χωριάτικες σόμπες και καμινάδες που είχαν γλιτώσει απ’τη φωτιά. Δεν μπορούσες να μην αναρωτηθείς τι είχαν απογίνει όσοι ζούσαν ως πρόσφατα σ’ εκείνα τα σπίτια που είχαν πάψει να υπάρχουν. Πτώματα Γερμανών και Ρώσων στρατιωτών κείτονταν σκόρπια στους δρόμους, στα χαντάκια και στα χιονισμένα χωράφια, ξυλιασμένα από το κρύο σεπαραξενες στά σεις, με ταχέοια τεντωμένα ποος τα έ£ω ή πάλι στα τέσσερα.
ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΗΣ: ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ
139
Στην κωμόπολη Κλιν, η συντροφιά του Ήντεν επισκέφθηκε το ξύλινο σπιτάκι όπου περνούσε κάποτε τα καλοκαίρια του ο Τσαϊκόφσκι. «Το ίδιο το σπίτι είχε επιζήσει», έγραφε ο Μάισκυ, αλλά μέσα τα πάντα ήταν γης μαδιάμ, σπασμένα και κακοποιημένα. Έ να από τα δω μάτια του πρώτου ορόφου είχε μετατραπεί σε αποχωρητήριο. Σε άλλα δωμάτια έβλε πες από δω κι από κει στο πάτωμα σωρούς μισοκαμένα βιβλία, κομμάτια ξύλο, σκι σμένα φύλλα χαρτί μουσικής. Οι Γερμανοί φασίστες είχαν προφανώς αποτίσει τον δι κό τους φόρο τιμής σε μιαν από τις μεγαλύτερες μουσικές ιδιοφυίες της ανθρώπινης ιστορίας. Περπατήσαμε ο Ήντεν κι εγώ αργά-αργά από δωμάτιο σε δωμάτιο. Στο τέ λος ο Ήντεν δεν κρατήθηκε και είπε, με μια έκφραση αηδίας στο πρόσωπό του: «Να τι θα έπρεπε να περιμένουμε αν οι Γερμανοί αποβιβάζονταν στα νησιά μας».4
Στην πραγματικότητα, τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα. Για τον Χίτλερ, υπήρχε τεράστια διαφορά ανάμεσα στους Βρετανούς και στους Σοβιετικούς: ετούτη ήταν η αποφασιστική σύγκρουση που την προέλεγε είκοσι χρόνια τώρα, και σκόπευε να τη χειριστεί αναλόγως. Στους ανώτερους στρατιωτικούς διοικητές του στα τέλη Μαρτί ου του 1941 εκανε λογο για «πόλεμο εκμηδένισης» -πόλεμο «ανάμεσα σε δύο ιδεο λογίες»- στον οποίο έπαυαν να έχουν εφαρμογή οι συνήθεις κανόνες. Γο ζητούμενο ήταν η ήττα του πιο επικίνδυνου εχθρού του ναζισμού -του μπολσεβικισμού- και ο εδαφικός έλεγχος της «Ανατολής», των χωρών ανάμεσα στη Βαλτική και στη Μαύ ρη Θάλασσα, που η Μεγάλη Γερμανία υποτίθεται ότι τις χρειαζόταν για την ίδια της την επιβίωση. Στους στρατιωτικούς τόνισε τη μεγάλη διαφορά από τις εκστρατείες στη δυτική Ευρώπη: «Στην Ανατολή, η σκληρότητα είναι ιιαλακότητα στο εξής». Με δυο λόγια, αυτή θα ήταν η «ώρα του πεπρωμένου», όχι μόνο για τον Φύρερ αλλά και για το στρατό του, ο οποίος είχε αυξηθεί από 115.000, όταν αυτός είχε πάρει την εξουσία, στα 3,8 εκατομμύρια άντρες.5 Το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του στάλθηκε στο Ανατολικό Μέτωπο; εκεί έμελλε και να χαθεί, σ’ έναν αγώνα όπου οι απώλειες ξεπέρασαν κατά πολύ οτιδή ποτε ειχε δει ο κόσμος ως τότε. Πολεμώντας ενάντια στα σοβιετικά στρατεύματα, οι Γερμανοί πέθαναν κατά πρωτοφανείς αριθμούς· όταν έφτασε ο Μάρτιος του 1942, το ένα τρίτο των μονάδων πρώτης γραμμής είχε σκοτωθεί, χαθεί ή τραυματιστεί και είχαν ήδη πεθάνει από το κρύο περισσότεροι άντρες απ’ όσους Βρετανούς ή Αμερι κανούς σκοτώθηκαν σε ολόκληρο τον πόλεμο. Παράλληλα, περισσότεροι από τρία εκατομμύρια Σοβιετικοί στρατιώτες είχαν αιχμαλωτιστεί, από τους οποίους, εντυ πωσιακότατα, δύο εκατομμύρια και πλέον είχαν ήδη πεθάνει από χην πείνα στα χέ ρια των Γερμανών. Αλλοι 100.000 ή και περισσότεροι Σοβιετικοί αιχμάλωτοι είχαν εκτελεστεί εν ψυχρώ από τη γερμανική Ασφάλεια. Πράγματι, εκείνο που καταδεί κνυε, περισσότερο ακόμη κι από τον επικό αγώνα του μετώπου, την ιδεολογική επιρροή του εθνικοσοσιαλισμού στον γερμανικό στρατό και στη γερμανική κοινω-
140
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
νία ήταν η διαγωγή των ένοπλων δυνάμεων στα μετόπισθεν - προς τους αιχμαλώ τους πολέμου, τους παρτιζάνους και τους αμάχους.6 Η κτηνωδια την οποία πολλοί συνηθισμένοι Γερμανοί στρατιώτες έδειχναν προς τους Σοβιετικούς αμάχους, και που έχει προκαλέσει πολλή διχογνωμία πρόσφατα, αντανακλούσε πολύ περισσότερα από τη συνήθη ένταση λόγω πολέμου. Οι υπερεκτεταιιένες γραμμές ανεφοδιασμού και η έλλειψη πόρων δεν βοηθούσαν, ούτε και το γεγονός ότι υπήρχαν ελάχιστοι στρατιώτες για να φυλάξουν σωστά τις κατακτημένες περιοχές, που οι περισσότερες επανδρώνονταν από αραιά διασπαρμένους, ανεκπαίδευτους και μεγάλης ηλικίας επιστράτους. Αν η Βέρμαχτ είχε καταλάβει όλα τα εδάφη που υπολόγιζε -δεν κατέκτησε ποτέ περισσότερα από τα μισά- η δία-ν σφάλισή τουςθα ήταν ακόμα δυσκολότερη. Τα θανάσιμα αποτελέσματα αυτής της επιμελητειακής ανεπάρκειας επιδεινώθηκαν, ωστόσο, από τη μακρά παράδοση που είχε ο στρατός να ανταποδίδει τα χτυπήματα ασκώντας τη δική του τρομοκρατία και επίσης από τον έντονο ρατσισμό του καθεστώτος. Η βία που εξαπολύθηκε τότε δεν μπορούσε να συγκριθεΐ με τίποτε απ^ όσα είχαν συμβεί ως εκείνη τη στιγμή - ούτε καν στην Πολωνία. Εκατοντάδες χιλιάδες άμαχοι εκτελέστηκαν ή απαγχονίστηκαν και χιλιάδες χωριά πυρπολήθηκαν^ καθώς οι Γερμανοί και οι ντόπιος παραστάτες τους κυνηγούσαν τους άφαντους παρτιζάνους. Οι Εβραίοι κάτοικοι της ευρείας αυ τής περιοχής, που λογαριάζονταν για υποστηρικτές του μπολσεβικισμού και των παρτιζάνων, δολρφονούνταν σε ολοένα μεγαλύτερους αριθμούς, στην αρχή στο πλαίσιο σποραδικών αντιποίνων και μετά πιο συστηματικά. Στα τέλη του 1941, είχε κιόλας γίνει φανερό πως ο πόλεμος αυτός ηταν ένας πόλεμος εκμηδένισες στ’ αλήθεια, και όχι απλώς μεταφορικά.7
ΣΧΕΔΙΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΛΑΘΟΣ .ΠΟΛΕΜΟ
Η άμυαλη και αναπαραγωγική σκληρότητα της γερμανικής κατοχής φάνηκε από την αρχή, με πολλούς τρόπους. Ούτε οι στρατιωτικοί ούτε ο Χίτλερ περίμεναν να διαρκέσει πολύ η σύρραξη* η δε άποψη που πλειοψηφούσε στο Βερολίνο, βασισμέ νη σε εντυπωσιακά κακές πληροφορίες, ήταν πως οι εκκαθαρίσεις είχαν εξασθενίσει τον Κόκκινο Στρατό και ότι απόδειξη γι’ αυτό ήταν η κακή του επίδοση στον Χειμερινό Πόλεμο του 1939-40 εναντίον της Φινλανδίας. Στα τέλη Ιουλίου του 1940, όταν ο Χίτλερ ανήγγειλε εμπιστευτικά για πρώτη φορά ότι την επόμενη χρονιά θα γινόταν εκστρατεία στην Ανατολή, το Ναυτικό θεώρησε αφενός ότι «η Ρωσία εξα κολουθεί να αποτελεί μυστήριο για μας» και συνάμα ότι μπορούσε να δηλώσει με σιγουριά πως «οι ρωσικές δυνάμεις απορούν να θεωοηβούν-σαφώ^: κατώτερες από τον δικό μας, χαλυβδωμένο από τις μάχες στρατό». Σ’ ένα εγχειρίδιο για τον σοβιε τικό στρατό, που κυκλοφόρησε λίγους μήνες αργότερα, οι επιτελικοί περιέγραφαν
ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΗΣ: ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ
141
τον εχθρό τους ως «απαράσκευο για τη σύγχρονη τέχνη του πολέμου και ανίκανο να προβάλει αποφασιστική αντίσταση ενάντια σε μια καλά διοικούμενη και καλά εξο πλισμένη δύναμη». Οι Ρώσοι αξιωματικοί είχαν όλα τα ελαττώματα του εθνικού τους χαρακτήρα - «διανοητική νωθρότητα, σχηματικότητα, ευθυνοφοβία και απρο θυμία λήψης αποφάσεων».8 IV αυτό, στο Βερολίνο λίγοι αμφέβαλλαν ότι η Βέρμαχτ θα κατάφερνε να διώξει τον Κόκκινο Στρατό πολύ πιο ανατολικά, κι αυτό ανεξάρτητα από την άποψή τους για το πολιτικά φρόνιμο του πολέμου. Οι στρατηγοί βέβαια ήθελαν -ως συνήθωςπερισσότερους άντρες γι’ αυτήν τη δουλειά και δυσφορούσαν με την έλλειψη εφε δρειών. Οι φόβοι για διμέτωπο πόλεμο δεν είχαν εκλείψει εντελώς. Ο ανώτατος δι οικητής της Βόρειας Ομάδας Στρατιών, ο φον Μποκ, προειδοποίησε διορατικά τον Χίτλερ ότι πιθανώς θα κ’ατάφερναν μεν να νικήσουν στο πεδίο της μάχης, αλλά αμ φέβαλλε αν «μπορούμε να αναγκάσουμε τους Σοβιετικούς να συνθηκολογησουν». Ο Χίτλερ, όμως, δεν ανησυχούσε* όπως είδαμε, φανταζόταν κάμποσες δεκάδες γερ μανικές μεραρχίες να κρατούν μιαν ισχνή Ρωσία σε απόσταση, πίσω από ενα νεο σύνορο που θα εκτεινόταν από τον Αρχάγγελο ως το Αστραχάν, σ’ ένα είδος αποι κιακής «οιονεί ειρήνης». Πιο καίρια, το κύρος που είχε αποκτήσει χάρη στις κεραυνοβόλες νίκες στη δυτική Ευρώπη το 1940 τον είχαν εκτοξεύσει σ’ ένα θώκο που δεν επιδεχόταν καμιά αμφισβήτηση .9 Όλοι οι κατοπινοί επιχειρησιακοί σχεδιασμοί βασίστηκαν στις αρχικές και εξόχως συζητήσιμες παραδοχές. Καθώς πλησίαζε ο καιρός της επίθεσης, οι γραμμές ανεφο διασμού εκτάθηκαν στα όρια της απόδοσής τους και η καταπόνηση του ήδη υπερφορ τωμένου συστήματος μεταφορών του Ράιχ αγνοήθηκε. Το φθινόπωρο του 1939 ο ορ γανισμός σιδηροδρόμων, ο Κοίοΐΐδβ&ΐιη, είχε λιγότερα τρένα απ’ ό,τι το 1914, μα η προ τίμηση του Χίτλερ για τις μηχανοκίνητες επιχειρήσεις δεν τον άφηνε να δει τι συνέπει ες θα μπορούσε να έχει αυτό, ιδίως με τις λάσπες του φθινοπώρου και τα χιόνια του χειμώνα. Ούτε και το φταίξιμο ήταν όλο του Χίτλερ* αντανακλούσε επίσης τα ελαττώ ματα μιας στρατιωτικής κόστας που υποτιμούσε τη σημασία της διοικητικής μέριμνας (και των πληροφοριών) απέναντι στην επιχειρησιακή εμπειρογνωμοσυνη. Οι επιτελι κοί πίστευαν πως ο γερμανικός στρατός θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το σοβιετικό σιδηροδρομικό σύστημα και την υποδομή του, και δεν προέβλεψαν την τακτική καμέ νης γης που εφάρμοσε ο Στάλιν μόλις ξεπέρασε το αρχικό σοκ της εισβολής. Τους Γερμανούς στρατιωτικούς σχεδόν δεν τους απασχόλησε η κατοχή που θα ακολουθούσε. Όταν ο στρατός υπέβαλε στον Χίτλερ τις προτάσεις του για τη διοί κηση της Ρωσίας, προτάσεις που ακολουθούσαν το μοντέλο της Γαλλίας και του Βελγίου, αυτός εξερραγη: τους είπε ότι δεν καταλάβαιναν γρυ από πολιτική και ότι οι διοικήσεις στρατιωτικών δεν είχαν λόγο ύπαρξης^ Μπήκε στη συζήτηση και ο Χίμλερ, ο οποίος «εξέφρασε, με όλο το σεβασμό, τη λύπη του» για το ότι ο στρατός είχε χειριστεί άτολμα και άχρωμα την κατοχή της Πολωνίας, της Ολλανδίας και της
142
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Νορβηγίας, και ζήτησε να αντικατασταθοΰν οι αξιωματικοί, που δεν ένιωθαν να τους αφορά το θέμα, από άντρες των δδ. Μόλις ο Φΰρερ έκανε απολύτως σαφές ότι επιθυμούσε τη γρήγορη μεταβίβαση της εξουσίας σε πολιτικά πρόσωπα, οι στρατιω τικοί δεν ξανασχολήθηκαν με το θέμα. «Η σχεδιαζόμενη διοίκηση και εκμετάλλευ ση των εδαφών αποτελούν μέριμνες που μπορούν να μείνουν για αργότερα», έλε γαν οι βασικές οδηγίες της ανώτατης στρατιωτικής διοίκησης της 3ης Απριλίου. «Λεν είναι δουλειά του στρατού». Επρόκειτο, όμως, για άλλον έναν κακό υπολογι σμό: περισσότερα από τα μισά εδάφη που έπεσαν στα χέρια των Γερμανών -όχι λιγότερο από δύο εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα- παρέμειναν υπό στρατιωτι κό έλεγχο ως το τέλος.10 Ταυτόχρονα, οι κορυφαίοι αξιωματικοί, λαχταρώντας την εύνοια του Φύρερ, ενέκριναν μια πολύ πιο ριζική αποκήρυξη των νόμων του πολέμου απ’ οτιδήποτε εί χαν δεχθεί στην Πολωνία. Ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση ήταν η λεγόμενη Διαταγή Βαρβαρόσσα, η οποία εντελλόταν τη «μεγαλύτερη δυνατή αυστηρότητα» προς κάθε «άμαχο του εχθρού» που θα προσπαθούσε να «παρακωλύσει» τις πολεμικές επιχειρήσεις. Οι αξιωματικοί είχαν δικαίωμα να διαταζουν αντίποινα ενα ντίον κάθε χωριού από το οποίο είχαν προέλθει εχθρικά πυρά* οι στοατιωτες δεν θα τιμωρούνταν, ακόμηκαι για πράξεις εναντίον αμάχων του εχθηού που αποτελούσαν εγκλήματα πολέμου^Η ανώτατη διοίκηση, φοβούμενη μήπως ο Χίτλερ καταργήσει τελείως τα στρατοδικεία εάν αυτά αθώωναν αμάχους όπως στην Πολωνία, και θέλο ντας να τα προστατεύσει πάση θυσία, ανέστειλε επ’ αόριστον την αρμοδιότητά τους προκειμένου για αδικήματα αμάχων στη Ρωσία: οι αξιωματικοί ήταν τώρα ελεύθεροι ν’ αποφασίζουν από μαναιτου€ για την τύχη των Ρώσων αμάχων. 4 ί δ εύτερη διαταγή, το λεγόμενο «Διάταγμα για τους Κομισάριους», προχωρού σε πολύ περισσότερο. Η ναζιστική ηγεσία είχε αποφασίσει ήδη ότι, μετα την εισβολή, τα στελέχη του Κόμματος έπρεπε να θανατώνονται, και γι?αυτό στις 6 Ιουνίου ο στρατός και τα δδ έλαβαν εντολή να εκτελρύν όσους Σοβιετικούς κομισάριους τχ,ιάνονταν αιχμάλωτοι. Ως «οι ηθικοί αυτουργοί των βαρβαρικών, ασιατικών μεθόδων πολέμου» του Κόκκινου Στρατού, δεν δικαιούνταν το καθεστώς του εμπολέμου, και διατάχθηκε η εκτέλεσή τους επιτόπου ή η παράδοσή τους στα δδ. Ορισμένοι απο τροπιασμένοι Γερμανοί αξιωματικοί αναγνώρισαν στο προσχέδιο του διατάγματος ί«χκ} συστηματική μετατροπή του στρατιωτικού δικαίου, του σχετικού με τους κατακτημένους πληθυσμούς, σε ανεξέλεγκτο δεσποτισμό - στην πραγματικότητα, σε κα ρικατούρα οποιουδήποτε δικαίου^Προς τιμήν τους, κάποιοι λίγοι διαμαρτυρήθηκαν ιδιωτικά. Οι ανώτεροι τους, όμως, ακολούθησαν πειθήνια τις επιθυμίες του Χίτλερ και αγνόησαν τις επιφυλάξειςτους.11 Τελικά, στις 12 Ιουνίου, λιγότερο από δύο βδομάδες πριν από την εισβολή, έφτα σαν οι «Γενικές Οδηγίες για τη Συμπεριφορά του Στρατεύματος στη Ρωσία», οι οποίες περιέγραφαν τον πόλεμο σαν αγώνα »
ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΗΣ: ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ
143
λόγιας, όχι ενός κράτους. Ο μπολσεβικισμός ήταν «ο θανάσιμος εχθρός του εθνικοσοσιαλιστικού γερμανικού λαού» και η πάλη εναντίον του «απαιτεί ανελέητα και δραστικά μέτρα εναντίον των μπολσεβίκων αγκιτατόρων, των ατάκτων, των δολιοφθορέων και των Εβραίων, και το ολοκληρωτικό ξερίζωμα κάθε ενεργητικής ή πα θητικής αντίστασης». Πολλοί μάχιμοι διοικητές το αποτύπωσαν αυτό στις δικές τους οδηγίες πριν από την εισβολή. Ο στρατηγός Χαίπνερ, που αργότερα θα εκτελού νταν για το ρόλο του στη βομβιστική συνωμοσία του Ιουλίου 1944 εναντίον του Χίτ λερ, είπε στους άντρες του τα εξής: Ο πόλεμος εναντίον της Ρωσίας είναι ένα σπουδαίο κεφάλαιο (Κον.αγ^αΜίβ&οσπζ του γερμανικού έθνους. Είναι η παλιά μάχη των τευτονικών* λαών εναντίον των σλα βικών λαών, της υπεράσπισης του ευρωπαϊκού πολιτισμού από τη μοσχοβίτικη-ασιατική πλημμυρίδα, και της απόκρουσης του εβραϊκού μπολσεβικισμού. Ο αντικειμενι κός σκοπός αυτής της μάχης πρέπει να είναι η καταστροφή της σημερινής Ρωσίας και γι’ αυτό πρέπει να διεξαχθεί με πρωτόγνωρη αυστηρότητα. Κάθε πολεμική ενέργεια πρέπει να καθοδηγείται στο σχεδιασμό και στην εκτέλεσή της από τη σιδερένια θέλη ση να εξολοθρευτεί ο εχθρός χωρίς οίκτο και απολύτως. Ιδιαιτέρως, δεν θα φεισθούμε κανενός ο οποίος έχει προσχωρήσει στο ισχυον ρωσομπολσεβικικό σύστημα.12 Παρά τα διψασμένα για αίμα αυτά λόγια, ο Χίτλερ δεν πίστευε πως η Βέρμαχτ ήταν ιδεολογικά αξιόπιστη και φρονούσε ότι το έργο της πλήρους εξόντωσης της «εβραιομπολσεβίκικης ιντελιγκέντσιας» «δεν μπορεί να το απαιτήσει κανείς από τον τακτικό στρατό». Κατά συνέπεια, τον Μάρτιο είχε αναθέσει στον Χίμλερ «ειδικά καθήκοντα που απορρέουν από τον αγώνα ο οποίος πρέπει να διεξαχθεί ανάμεσα στα δύο αντί θετα πολιτικά συστήματα». Εκείνη την άνοιξη συγκροτήθηκαν τέσσερις κινητές Ομάδες Ειδικών Επιχειρήσεων (Είηδ&Ιζ^ηιρροη) των δδ για να εξοντώσουν κάθε αντιφρονουντα στις νεοκατακτημένες περιοχές. Ανάλογες ομάδες είχαν ιδρυθεί και στις προηγούμενες εκστρατείες, αλλά ποτέ για τόσο φονικό σκοπό. Κατ’ όνομα τε λούσαν υπό τις διαταγές των τοπικών στρατιωτικών διοικητών όσον αφορά τα αστυ νομικά τους καθήκοντα, αλλά στην πραγματικότητα οι Είηδ&ίζ^ηιρροη ήταν υπόλογες μόνο στην ΚδΗΑ του Βερολίνου όσον αφορά την «πολιτική αποστολή» τους.13 Τον Απρίλιο του 1941 οι ΕΐηδΒίζ^ηιρρϋππήοαν εντολήνα εκκαθαοίίουν τα νεοκατακτημένα εδάφη από «ύποπτα στοιχεία» και να εκτελούν όλα τα στελέχη του κόμμα τος, καθώς και άλλα «ριζοσπαστικά στοιχεία» και «όλους τους Εβραίους που κατέ χουν κρατικές ή κομματικές θέσεις». Οι διοικητές τους -ανώτεροι αξιωματικοί των δδ, με υψηλή μόρφωση- ενημερώθηκαν για τους όρους της συμφωνίας με το στρατό και έλαβαν εντολή να «διασφαλίσουν την πιο πιστή συνεργασία με τη Βέρμαχτ». Όσο για το στρατό, αυτός πιθανόν να μη γνώριζε ότι ο Ράινχαρντ Χάυντριχ είχε δώσει μυστική εντολή στους άντρες του να υποδαυλίζουν πογκρόμ εναντίον των Εβραίων. «Έπρεπε να φαίνεται πως ο ίδιος ο τοπικός πληθυσμός είχε λάβει τα πρώτα μέτρα με δική του
144
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
πρωτοβουλία, σαν φυσική αντίδραση στις δεκαετίες της καταπίεσης από τους Εβραί ους», έγραφε κάμποσους μήνες αργότερα ο αρχηγός της Είηδ^ίζ^ηιρρο Α.14 Η περίσκεψη αυτή ίσως αντανακλούσε την αβεβαιότητα του Χάυντριχ για το πό σο μπορούσε να υπολογίζει στην κατανόηση του στρατού. Δεν χρειαζόταν όμως ν’ ανησυχεί. Ο στρατός, έτσι όπως είχε φτάσει στα όρια των δυνατοτήτων του, ελάχι στες δικές του δυνάμεις μπορούσε να δεσμεύσει στις λεγάμενες πίσω εκτάσεις του και ήταν ευγνώμων για τη βοήθεια στην αστυνόμευσή τους. Παρόλο που οι διοικητές του είχαν εξουσία πάνω στους άντρες του Χάυντριχ όχι μόνο στις περιοχές των μα χών, αλλά και πίσω από το μέτωπο, σε γενικές γραμμές είχαν αγαστή συνεργασία με τα δδ. Το ανθρώπινο δυναμικό σπάνιζε: τον Οκτώβριο του 1943, από τον γερμανικό στρατό των 2,6 εκατομμυρίων στην Ανατολή, μόλις 100.000 περιπολούσαν στις αχα νείς πίσω εκτάσεις που απείχαν περισσότερο από το μέτωπο. Αλλά και οι ίδιες οι ΕίηδαΙζ^ηιρροη αριθμούσαν μόλις μερικές χιλιάδες άντρες η καθεμιά, αφού τα δδ σ’ εκείνη τη φάση δεν μπορούσαν να αντλήσουν μεγαλύτερες δυνάμεις, εκτός μέσα από τις τάξεις των μαχαιροβγαλτών, των αστυνομικών και των φανατικών αντιμπολσεβίκων, τους οποίους κατάφερναν να στρατολογήσουν μόλις έφταναν σε σοβιετικό έδα φος. Όση έλλειψη είχαν οι Γερμανοί σε άντρες, όμως, την αναπλήρωναν με^ηγ τρο μοκρατία. «Ενόψει της μεγάλης έκτασης των κατακτημένων εδαφών στην Ανατολή», επέμενε ο Χίτλερ ένα μήνα μετά την εισβολή, «οι διαθέσιμες δυνάμεις για την εμπέ δωση της ασφάλειας αυτών των περιοχών θα είναι επαρκείς μόνο εάν οι δυνάμεις κατοχής, αντί να τιμωρούν την αντίσταση με αποφάσεις δ ικαστηο ίων. /ίπε ίοουν τέτοιον τρόμο ώστε να συντρίψουν κάθε διάθεση αντίστασης του πληθυσμού».^
ΜΕΤΑΣΟΒΙΕΤΙΚΟ ΜΕΛΛΟΝ
Το πώς θα διοικούνταν τα νεοκατακτημένα εδάφη, ο Χίτλερ το θεωρούσε ξήτημα πολύ λιγότερο επείγον από το πώς θα αστυνομεύονταν. Έ να πράγμα, πάντως, είχε ξεκαθαρίσει μέσα του: η περιοχή είχε τόσο ζωτική στρατηγική, οικονομική και φυ λετική σημασία -η κατάκτηση της ήταν, στο τέλος της γραφής, ο καθαυτό λόγος για τον οποίο έγινε ο πόλεμος- ώστε το έργο της διακυβέρνησής της έπρεπε να ανατεθεί σε αξιόπιστους κομμα^κούς άντρες. Το Υπουργείο Εξωτερικών κρατήθηκε σε απόσταση και τα επί μακρόν κυοφορούμενα σχέδιά του να συνεργαστεί στενά με τους Ουκρανούς, τους Γεωργιανούς και τους Βαλτικούς εθνικιστές μπήκαν στο συρ τάρι. Θα διορίζονταν κομισάριοι του Ράιχ που θα διοικούσαν τα ποώην σοβιετικά εδάφη κατά τα ήδη καμωμένα στη.-Νοοβηγ:ία καί-στις^Κάτω Χώρες. Το μόνο πραγ ματικό ερώτημα ήταν αν θα έδιναν λόγο απευθείας σταν Χίτλρχ> -όπως εκεί- ή^αν έπρεπε να ουσιαθεί ένας νέος (ρορέαςχας διαιιεσος, νια να συντονι^υα^πολιτικές σε όλη τη μετασοβιετική περιοχή.16
ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΗΣ: ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ
145
Ένδειξη του πόσο λίγη σημασία απέδιδε ο Χίτλερ στο όλο θέμα ήταν ότι γι’ αυ τήν τη δουλειά διάλεξε τον Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, κομματικό γραφιά με μεταφυσι κές τάσεις, Γερμανό της Βαλτικής, που είχε σπουδάσει στη Μόσχα και είχε κάποια εξοικείωση με την Ε.Σ.Σ.Δ. και τα προβλήματα των εθνοτήτων της. Ο Ρόζενμπεργκ θεωρούσε τον εαυτό του «φιλόσοφο του [ναζιστικού] κινήματος» και είχε συγγρά ψει μια φλύαρη και εισπρακτικά πολύ πετυχημένη φυλετική μπροσούρα με τίτλο Ο μύθος του εικοστού αιώνα. Του Χίτλερ δεν του άρεσαν τα γραφτά του -έλεγε πως «δεν τα καταλαβαίνει κανείς»-, αλλά τον εκτιμούσε γιατί είχε μπει στο Ναζιστικό Κόμμα από την πρώτη στιγμή. Πιο σημαντικό ήταν όμως ότι τον θεωρούσε αδύναμο χαρακτήρα, και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο τού είχε εμπιστευτεί την ηγεσία του Ναζιστικού Κόμματος την περίοδο της φυλάκισής του, μετά το Πραξικόπημα της Μπιραρίας του Μονάχου. Ο Γκαίμπελς, που τον περιφρονούσε από βάθους καρδίας, τον αποκαλούσε «ο Σχεδόν Ρόζενμπεργκ», επειδή «σχεδόν κατάφερε να γίνει λόγιος, δημοσιογράφος, πολιτικός, αλλά μονάχα “σχεδόν”». Παρά τις πολλές θέσεις που κατείχε -διευθυντής του γραφείου εξωτερικής πολιτικής του Κόμματος, εκφραστής της φυλετικής θεωρίας και της ναζιστικής ιδεολογίας-, ο Ρόζενμπεργκ σίγουρα δεν ανήκε στον στενό κύκλο του Χίτλερ. Ετοιμαζόταν να βγάλει λόγο για ένα από τα προσφιλή του εντρυφήματα, «το Εβραϊκό Ζήτημα ως παγκόσμιο πρόβλημα», στα εγκαίνια του νέου του Ινστιτούτου Έρευνας του Εβραϊκού Ζητήματος (το οποίο αποθήκευε σπάνια αντικείμενα λεηλατημένα από τις κυριότερες ευρωπαϊκές συλ λογές εβραϊκού πολιτισμού), όταν τον κάλεσαν να δει τον Φύρερ. Συναντήθηκαν για δύο ώρες στις αρχές Απριλίου και, μετά από αυτήν τη συνάντηση, ο Ρόζενμπεργκ ανέλαβε την «κεντρική διεύθυνση όλου του ανατολικοευρωπαϊκού χώρου».17 Για να καταρτίσει τα διοικητικά και πολιτικά προσχέδια της μετασοβιετικής ει ρήνης, ο Ρόζενμπεργκ μάζεψε γύρω του έναν κύκλο ανθρώπων που πίστευαν, όπως ο ίδιος, ότι οι Γερμανοί έπρεπε να παρουσιαστούν σαν απελευθερωτές από τον μπολσεβικισμό. Το υπόμνημα που έδωσε στον Χίτλερ στην πρώτη τους συνάντηση πρότεινε να συγκροτήσουν αντικομμουνιστική συμμαχία, να συνεργαστούν με τους αντισοβιετικούς εμιγκρέδες του Βερολίνου και να συμπήξουν συνασπισμό δορυφο ρικών κρατών στην πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. Θα επερχόταν «πλήρης εκμηδένιση του μπολσεβικικού-εβραϊκού κρατικού μηχανισμού» και η Ρωσία θα γινόταν ο τόπος απέλασης των φυλετικά ανεπιθύμητων μαζών, αντικαθιστώντας τη Γενική Κυβέρνηση. Κι ο ίδιος ο Χίτλερ κάπως έτσι το σκεφτόταν. Τον Ιούλιο του 1940 είχε κάνει λόγο για ίδρυση «ενός ουκρανικού κράτους,, μιας ομοσπονδίας βαλτικών κρατών, μιας Λευ κορωσίας, μιας Φινλανδίας». Οι επιχειρησιακές μελέτες που καταρτίστηκαν μετά από διαταγή του μιλούσαν για κατάτμηση της Ε.Σ.ΣΔ. και δημιουργία ανεξάρτητων, μη μπολσεβίκικων κρατών υπό γερμανικό έλεγχο. Δύο βδομάδες πριν συναντήσει τον Ρόζενμπεργκ, ο Χίτλερ έκανε ακόμα λόγο για «ελεύθερες από τον Στάλιν δημο κρατίες» έξω από τη Ρωσία, ενώ για τη «μεγάλη ρωσική επικράτεια» προσέβλεπε
146
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
«οτην πιο ωμή άσκηση βίας». Τα σχέδια αυτά έπαιρναν σαν βασικό μοντέλο τις ρυθ μίσεις της Συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ και δεν διέφεραν πολΰ από εκείνα που είχαν προσπαθήσει να υλοποιήσουν οι άντρες του κάιζερ το 1918.18 Οργανωτικά, ο Ρόζενμπεργκ πρότεινε καταρχήν τη σύσταση τεσσάρων νέων Κομισαριάτων του Ράιχ, με τον ίδιο ως τρόπον τινά συντονιστή και σύνδεσμό τους με τα υπουργεία του Βερολίνου. Μέσα σε λίγες εβδομάδες τα σχέδιά του είχαν γίνει πιο φιλόδοξα: τώρα ήταν υπέρ ενός χωριστού και πλήρως στελεχωμένου Υπουργεί ου Ανατολής για την ευρύτερη περιοχή, με την αφεντιά του επικεφαλής. Για διάφο ρους λόγους, όμως, η ιδέα αυτή ήταν πολύ κακή. Ο ένας ήταν πως ο ίδιος ο Ρόζεν μπεργκ ήταν απαράδεκτος διοικητής - ο Γκαίμπελς σχολίαζε ότι «μόνο να θεωρητι κολογεί ξέρει, όχι να οργανώνει». Ένας άλλος ήταν ότι, όπως επισήμανε ο υφυ πουργός Εσωτερικών Βίλχελμ Στούκαρτ, αυτό μοιραία θα οδηγούσε σε κάθε είδους επικαλύψεις αρμοδιοτήτων με τα ήδη υπάρχοντα υπουργεία. Μα ο Χίτλερ δεν έστερξε στις αντιρρήσεις τους -το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να προσπαθή σουν τα παλιά δημοσιοϋπαλληλικά υπουργεία να διοικήσουν την Ε.Σ.Σ.Δ. σαν τη Γερμανία- και προχώρησε στο διορισμό του. Ήταν όμως σαν να εργαζόταν για την αποτυχία του Ρόζενμπεργκ. Εξάλλου, τότε πια είχαν ήδη ανατεθεί πελώριες αρμοδιότητες στην Ανατολή σε άντρες πολύ ισχυ ρότερους από εκείνον - άντρες που δεν είχαν την παραμικρή πρόθεση να πολεμή σουν για λογαριασμό των Ουκρανών ή των Λευκορώσων και που ήθελαν τη γη μο νάχα για τους Γερμανούς. Ένας από αυτούς ήταν ο Χάινριχ Χίμλερ, που θεωρούσε την Ανατολή αποκλειστικά δική του περιοχή και περνούσε εκεί περισσότερο καιρό απ’ ό,τι ο ίδιος ο Ρόζενμπεργκ: το 1942, μάλιστα, μετέφερε το αρχηγείο του στην Ουκρανία. Ο Χιτλερ είχε ήδη αναθέσει τα «πολιτικά ζητήματα»των-καχ£χό μενών σοβιετικών εδαφών στα £& του Χίμλερ, ο οποίος επισήμαινε ότι το 90 τοις εκατό όλων των ζητημάτων της ευρύτερης περιοχής ήταν πολιτικά και δεν ήθελε να δοθεί στους μη Γερμανούς καμία υπόσχεση που θα μπορούσε με οποιονδήποτε τρόπο να υπονομεύσει το μεγάλο του όραμα να εκγερμανίσει την Ανατολή· Συμβιβασμός αυ τού του οράματος με την ιδέα του Ρόζενμπεργκ για ένα συνασπισμό αντικομμουνιστών Σλάβων εθνικιστών ήταν προφανώς αδύνατος. Ακόμα ισχυρότερος εχθρός ήταν ο Στρατάρχης του Ράιχ, ο Γκαίρινγκ, που του είχαν ήδη πει -πριν από το διορισμό του Ρόζενμπεργκ- πως θα διηύθυνε τις οικονο μικές υποθέσεις των κατεχόμενων ανατολικών εδαφών. Ο στόχος του Γκαίρινγκ ήταν να εκμεταλλευτεί τις κατακτημένες περιοχές προς άμεσο όφελος της Γερμα νίας· μια βδομάδα μετά την εισβολή, ο Χίτλερ τον έκανε επίσημα αρμόδιο γι’ αυτό, διαβρώνοντας κι άλλο τις εξουσίες του Ρόζενμπεργκ. Σαν να μην ήταν η θέση του νέου υπουργού ήδη αρκετά αδύναμη, ο Γκαίρινγκ έδωσε στον Ρόζενμπεργκ ένα ακόμα χτύπημα, πισώπλατο: ενορχήστρωσε το διορισμό του γκαουλάιτερ της Ανατολικής Πρωσίας, Έ ριχ Κοχ, στη θέση του επιτρόπου του Ράιχ για την Ουκρα-
ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΗΣ: ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ
147
νία - την πιο καίρια ίσως θέση στη νέα πολιτική διοίκηση. Ενώ ο Ρόζενμπεργκ πί στευε ακράδαντα πως οι Ουκρανοί έπρεπε τελικά να αποκτήσουν κάποιου είδους ανεξάρτητο κράτος, ο Κοχ, που κάποτε είχε λατρέψει τον Ντοοτογέφσκι, είχε αλλά ξει εντελώς απόψεις και είχε αναπτύξει βαθιά και επιδεικτική περιφρόνηση για τους Σλάβους. Στο Βερολίνο, όμως, ασκούσαν κριτική στον Ρόζενμπεργκ, ότι νοια ζόταν περισσότερο για τους Ουκρανους και λιγότερο για τους Γερμανούς, ενώ το όνομα που είχε βγαλείο Κόχηταν πως ήξερε νά διεκπεραιώνει μια δουλειά. Μπο ρεί ο Ρόζενμπεργκ να είχε διδακτορικό και να έγραφε βιβλία, αλλά ο γεροδεμέ νος, από εργατική οικογένεια, φωνακλάς Κοχ είχε εκθρέψει γουρούνια με εξαι ρετική επιτυχία στην Ανατολική Πρωσία και υποσχόταν να κάνει το ίδιο και στην Ανατολή.19 Γιατί η επισιτιστική κατάσταση μέσα στη Γερμανία απασχολούσε πολύ τον Γκαί ρινγκ, και αυτό το ήξερε ο Κοχ. Στις αρχές του 1941 οι αρχές προέβλεπαν προβλή ματα λάγωτηςκακής^ο&ιάς^αι απειλούσαν με περικοπές στις μερίδες. Ο γερμα νικός πληθυσμός παραπονιόταν για τις ελλείψεις και τις υψηλές τιμές, και αυτό ενίσχυσε την αποφασιστικότητα του Ράιχ ώστε η εισβολή στην Ε.Σ.Σ.Δ. να αποδώσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Ο Χέρμπερτ Μπάκε, υφυπουργός Τροφίμων και Γε ωργίας, είπε μάλιστα στον Χίτλερ πως «η κατάληψη της Ουκρανίας θα μας απελευ θέρωνε από κάθε οικονομική φροντίδα». Του θύμισε πάντως και ότι, με εξαίρεση την Ουκρανία, η υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ρωσία δεν ήταν περιοχή πλεονάσματος τρο φίμων. Το καθεστώς όμως ήταν απολύτως έτοιμο να δει το λιμό να απλώνεται στον άμαχο πληθυσμό των κατεχόμενων εδαφών, φτάνει να έχουν να φάνε οι Γερμανοί. Στις 2 Μαΐου συμφωνήθηκε πως για την επιτυχή συνέχιση του πολέμου θα έπρεπε η Βέρμαχτ να «τρέφεται εις βάρος της Ρωσίας*, ακόμη και αν η συνέπεια ήταν ότι «έτσι δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι θα πεθάνουν σίγουρα από την πείνα». «Υπέρτατος νόμος» ήταν η «στήριξη της οικονομίας του πολέμου»· τα δε νεοκατακτημένα εδάφη έπρεπε να αντιμετωπίζονται «από αποικιοκρατική σκοπιά και να υφίστανται οικονομική εκμετάλλευση με αποικιοκρατικές μεθόδους». Ο Γκαίρινγκ προέβλεψε «τους μεγαλύτερους μαζικούς θανάτους στην Ευρώπη από την εποχή του Τριακονταετούς Πολέμου».20 Ο Μπάκε, μάλιστα, συνέταξε ένα σύνολο «Δώδε κα Εντολών» για τους μελλοντικούς κυβερνήτες της Ανατολής. «Δεν θέλουμε να προσηλυτίσουμε τους Ρώσους στον εθνικοσοσιαλισμό, αλλά να τους κάνουμε εργα λεία μας», έγραφε. «Ο Ρώσος έχει αντέξει τη φτώχεια, την πείνα και την ανέχεια για αιώνες. Το στομάχι του είναι εύπλαστο* άρα, όχι ψευτοσυμπόνιες!»21 Ο Ρόζενμπεργκ -με τις αρμοδιότητές του πια σε θέματα ασφάλειας και οικονο μίας εξανεμισμένες- εξακολουθούσε να θέλει να δεσμεύσει το Ράιχ σ’ ένα πολιτικό όραμα για το μέλλον των εδαφών που άλλοτε εξούσιαζε η Ε.Σ.ΣΔ. Φρονούσε ότι ήταν σημαντικό να τονιστούν από την αρχή κιόλας οι διαφορές ανάμεσα στους Ρώ σους και στους υπόλοιπους: ενώ η γερμανική προπαγάνδα έπρεπε να αναφέρεται
148
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
«στον ουκρανικό λαό και οτην ελευθερία του», ή «στη σωτηρία του εσθονικοΰ, του λετονικοΰ και του λιθουανικού έθνους», δεν έπρεπε ποτέ να «μιλά για Ρωσία ή για ρωσικό έδαφος».22 Τις παραμονές της εισβολής, συνόψισε τη βασική του πολιτική σύλληψη ως εξής: Να αναβιώσουμε με ευφυή τρόπο... τις βλέψεις σε απελευθέρωση όλων αυτών των λαών και να τους δώσουμε υπόσταση μέσα από κάποιες κρατικές μορφές, π.χ. να αποσπάσουμε κρατικά μορφώματα από το αχανές έδαφος της Σοβιετικής Ένωσης και να τα ενισχΰσουμε ενάντια στη Μόσχα, ώστε να απαλλάξουμε το Γερμανικό Ράιχ από τον ανατολικό εφιάλτη για αιώνες ολόκληρους.23 Ακόμη κι αν ήταν αναγκαίο να παραμείνουν προσωρινά αυτά τα εδάφη υπό την εξουσία Γερμανών πολιτικών διοικητών, «τα κατακτημένα εδάφη συνολικά δεν πρέπει να αντιμετωπιστούν σαν αντικείμενο εκμετάλλευσης». Προειδοποίησε ότι «το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί από πολιτική άποψη θα ήταν ο κόσμος, βλέποντας τα μέτρα οικονομικής εκμετάλλευσης που λαμβάνουμε, να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το παρόν καθεστώς τού προκαλεί μεγαλύτερες στεοησεις απ’ όΤτ ιοι μπολσεβίκοι».24 Αυτό ακριβώς συνέβαινε, και ο λόγος ήταν ότι ο Χίτλερ δεν πήρε ποτέ στα σοβα ρά την προσέγγιση του Ρόζενμπεργκ. Ήθελε να πατήσει κάτω τους Ρώσους, αλλά δεν είχε χρόνο να ανασηκώσει τους Ουκρανούς. Λίγο μετά την εισβολή, η περιφρό νησή του για τις πολιτικές βλέψεις των κατοίκων στις κατακτημένες περιοχές έγινε φανερή με το παραπάνω. Την πρώτη εβδομάδα του Ιουλίου κιόλας, είχε καταλήξει στην άποψη ότι η Μόσχα και το Λένινγκραντ έπρεπε να γίνουν μη κατοικήσιμες πό λεις, ώστε «να στερήσουμε όχι μόνο τον μπολσεβικισμό, αλλά και τον μοσχοβίτικο εθνικισμό από τα κέντρα τους». Όπως ο Ρόζενμπεργκ, έτσι και ο Χίτλερ έβλεπε αυ τό τον αγώνα σαν διττό αγώνα ενάντια τόσο σε μια ιδεολογία όσο και σε μια χώρα. Αντίθετα από τον Ρόζενμπεργκ, πίστευε πως η Γερμανία δεν είχε ανάγκη τη βοή θεια καμιάς αντιρωσικής δύναμης για να συντρίψει τη Ρωσία. Ο πόλεμος θα τέλειωνε στο άψε-σβήσε, και το μυαλό του είχε πάει κιόλας στα ορυκτά και στα σιτηρά που θα κέρδιζε η Γερμανία* αδημονούσε δε να κάνει προσιτές τις «ομορφιές της Κριμαί ας» στους Γερμανούς τουρίστες, που θα πήγαιναν εκεί βολίδα από τις νέες άοντομπαν, δαμάζοντας τους πρωτόγονους Σλάβους χάρη στην Άρια ενεργητικότητα και προβλεπτικότητα.25 Τον Φεβρουάριο του 1944, καθώς η γερμανική κατοχή της Ρωσίας πλησίαζε στο τέ λος της, ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Ρόζενμπεργκ έγραψε δριμύ κα τηγορώ εναντίον της όλης προσέγγισης, αναφερόμενος σε
ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΗΣ: ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ
149
αυτό το αριστούργημα κακοΰ χειρισμού και το εντελώς πρωτοφανές και εκπληκτικό κατόρθωμα - ότι, μέσα σε ένα χρόνο, διώξαμε στα δάση και στους βάλτους, σαν παρτιζάνους, ένα λαό που ήταν απολύτως γερμανόφιλος και μας είχε υποδεχθεί με τά βαΐων και κλάδων σαν ελευθερωτές, και ότι επηρεάσαμε έτσι την πορεία των γε γονότων στην Ανατολή με αποφασιστικά αρνητικό τρόπο...
Ο Χίτλερ ο ίδιος, όμως, ήταν αυτός που είχε χαράξει τους άξονες της πολιτικής στην κρίσιμη συνάντηση την οποία είχε συγκαλέσει δύο χρόνια νωρίτερα, στο αρχηγείο του στο Ράστενμπουργκ, στα δάση της Μαζουρίας, μαζί με τον Γκαίρινγκ, τον Ρό ζενμπεργκ, τον Μπόρμαν και τον Κάιτελ. Η ημερομηνία ήταν 16 Ιουλίου 1941, και ο Φύρερ ήταν σίγουρος πως ο πόλεμος δεν θα διαρκούσε πολύ, γιατί η Βέρμαχτ είχε ήδη να επιδείξει μια σειρά σαρωτικές νίκες· ο δε Κόκκινος Στρατός υποχωρούσε με τέτοια ταχύτητα ώστε εκατοντάδες χιλιάδες Σοβιετικοί στρατιώτες περικυκλώνονταν και αιχμαλωτίζονταν. Ο Χίτλερ δεν θα μπορούσε να είναι πιο κοφτός. Ξεκίνησε τη συνάντηση τονίζο ντας ότι η εκστρατεία αυτή θα έδινε καρπούς που θα ωφελούσαν μονάχα τη Γερμανία^Βραχυπρόθεσμα ίσως να ήταν χρήσιμο να παίξουν το ρόλο των ελευθερωτών. Το σημαντικό όμως ήταν να αποφύγουν τις περιττές δηλώσεις και, κυρίως, να ξέρουν οι Γερμανοί τι θέλουν καθώς έκοβαν κομμάτια «αυτήν τη μεγάλη τούρτα». "Επρεπε να αποτρέψουν την εμφάνιση οποιασδήποτε άλλης στρατιωτικής δύναμης στην περιοχή και, πέρα από αυτό, «πρώτον να εξουσιάζουμε, δεύτερον να διοικού με, και τρίτοννα εκμε^^^ιιομαστε»τους ανθρώπους και τους πόρους. Επρόκειτο για πρόγραμμα αποικιοκρατικού πολέμου προσπορισμου. Οι Γερμανοί θα έπρεπε να είναι οι μόνοι που θα έφεραν όπλα* η αναζήτηση άλλων εθνοτήτων που θα τους υποστήριζαν αποτελούσε σφαλερή ψευδαίσθηση. Η ειρήνευση θα επιτυγχανόταν «εκτελώντας όποιον φαίνεται ύποπτος καθ’ οιονδήποτε τρόπο».26 Σαν μην έφταναν όλα αυτά, που απείχαν παρασάγγες από το όνειρο του Ρόζεν μπεργκ να δει τη Γερμανία να ηγείται ενός συνασπισμού σλαβικών κρατών, τα σχέ διά του δέχθηκαν ένα περαιτέρω χτύπημα όταν ο Χίτλερ αποφάσισε να πετσοκόψει την Ουκρανία, προσαρτώντας την πρώην Αψβουργικη Γαλικία στη Γενική Κυβέρ νηση και δίνοντας ένα κομμάτι της νότιας Ουκρανίας, που περιλάμβανε και την Οδησσό, στη Ρουμανία. Αυτά ως προς τον περίφημο προσεταιρισμό των Ουκρανών. Οι ενδιάμεσες γαίες θα υπήρχαν μόνο για να υπηρετούν τη Γερμανία, ενώ οι ίδιοι οι Γερμανοί θα «εξευρωπάιζαν» τη στέπα αποξηραίνοντας τα έλη, κατασκευάζοντας αυτοκινητοδρόμους και ιδρύοντας νέες «γερμανικές πόλεις». «Δύο με τρία εκατομ μύρια άνθρωποι» θα έρχονταν να ζήσουν σε αυτές, προέβλεψε ο Χίτλερ, «από τη Γερμανία, τη Σκανδιναβία, τις δυτικές χώρες και την Αμερική». Στο παρελθόν είχε υποστηρίξει συχνά πως η Ευρώπη είχε ζημιωθεί από τις μαζικές υπερατλαντικές με ταναστεύσεις του προηγούμενου αιώνα* η πολιτική του θα αντέστρεφε τον ρου της
150
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
διηπειρωτικής μετακίνησης και θα έστελνε εκατομμύρια ανθρώπους προς την Ανα τολή. Το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν «ο εκγερμανισμός αυτής της χώρας με την εισ ροή Γερμανών και η αντιμετώπιση των ντόπιων ως ερυθρόδερμων».27 Σίγουρα ήταν μικρή παρηγοριά για τον Ρόζενμπεργκ το ότι η ίδια διάσκεψη ενέκρινε το βασικό του προσχέδιο για την πολιτική διακυβέρνηση. Από τη στιγμή που ο στρατός θα παρέδιδε τον έλεγχο, όλη την περιοχή θα την κυβερνούσαν τέσσερις πο λιτικοί κομισάριοι του Ράιχ: ένας για την Ουκρανία, ένας άλλος για τα βαλτικά κρά τη μαζί με τη Λευκορωσία (σχημάτισαν μια ανύπαρκτη ως τότε εδαφική οντότητα που θα αποκαλούνταν Οστλάνδη), ένας τρίτος για τον Καύκασο και ένας τέταρτος για την ίδια τη Ρωσία. (Στην πραγματικότητα, μόνο οι δύο πρώτοι διορίστηκαν τελι κά.) Ο Ρόζενμπεργκ χρίστηκε υπουργός των Κατεχόμενων Ανατολικών Εδαφών και ανέλαβε τη γενική εποπτεία. Όπως είδαμε, η πραγματική του θέση ήταν πολύ αδύναμη. Ο διορισμός του δεν αναγγέλθηκε καν δημόσια, καθώς ο Χίτλερ περίμενε μια μεγάλη νίκη -που δεν ήρ θε ποτέ όσο εμφατική την ήθελε- για να κάνει την αναγγελία. Στο μεταξύ,^ Χ^λερ κράτησε για τον εαυτό του την αρμοδιότητα να διορίζει τους κομισάριουςτου_Ράιχ και τους γενικούς κομισάριους που ήταν οι υφιστάμενοί τους· αυτοί ήταν οι άντρες που θα είχαν την εξουσία επιτόπου. Μάλιστα, ο Ρόζενμπεργκ όφειλε να^τους4!£ΐαβιβάσει την αομοδιότητά του να νομοθετεί με διατάγματα. Εννοείται πως είχε ακό μα λιγότερες ελπίδες να δίνει διαταγές στον Χίμλερ, στον Γκαίρινγκ ή στο στρατό. Όπως σχολίαζε θορυβημένος ένας από τους πιο ενήμερους για την κατάσταση υφι σταμένους του, «δύσκολα θα μπορέσει η πολιτική διοίκηση να κυβερνήσει μια χώ ρα, αν δεν έχει τον πλήρη έλεγχο της αστυνομίας και της οικονομίας». Όσο για τους πολιτικούς στόχους του Ρόζενμπεργκ, ο Γκαίρινγκ τούς απέρριψε με απόλυτη άνεση στις οδηγίες του προς το οικονομικό επιτελείο του στρατού: «Οτιδήποτε είναι να με ταχειριστούμε προς όφελος μας, πρέπει να τα κάνουμε αμέσως_0αακεφτόμαστε καθαρά οικονομικά, όχι πολιτικά. Ο Φύρερ δεν έχει καταλήξει σε καμιά πολιτική έκβαση. Επομένως, δεν πρέπει να παίρνουμε υπόψη μας καμιά παράμετρο σχετική με μια μελλοντική πολιτική τάξη πραγμάτων.» Και πράγματι, ο Χίτλερ έδινε πά ντοτε πολύ μεγαλύτερη σημασία στη λεηλασία των πόρων της ε^υ^ύτβρης.πΐε^ριοχής και στη συντριβή κάθε αντίστασης, παρά στο να σκεφτεί πώς αυτή έπρεπε να κυ βερνηθεί^ Παρ’ όλα αυτά, ο Ρόζενμπεργκ συνέχισε να κάνει λόγο για οικοδόμηση μιας Νέ ας Ευρώπης απελευθερωμένης από τον μπολσεβικισμό. Ήταν λίγο-πολύ η γλώσσα που ορισμένοι από τους υφισταμένους του προσάρμοσαν αργότερα με μεγάλη ευκο λία στις ανάγκες της Αμερικής, για τις προπαγανδιστικές μάχες του Ψυχρού Πολέ μου. Στο Τρίτο Ράιχ, όμως, η γλώσσα αυτή δεν είχε την ίδια τύχη. Καθώς δεν είχε επιρροή στον Χίτλερ, ο Ρόζενμπεργκ τον συνάντησε από κει και πέρα μόλις πέντε έξι φορές. Ο «κέρβερος» του Φύρερ, ο Μάρτιν Μπόρμαν, είχε για τους Σλάβους
ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΗΣ: ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ
151
απόψεις που έκαναν τον Χίτλερ να φαντάζει μετριοπαθής. Οι δε υφιστάμενοί του κατά βάση τον αγνοούσαν και έκαναν του κεφαλιού τους. Ό ταν παραπονέθηκε στον Χίτλερ για τον Κοχ, το φθινόπωρο του 1941, ο Φύρερ τον έβαλε χωρίς πολλάπολλά στη θέση του, λέγοντάς του «να μην ανακατεύεστε στην εσωτερική διοίκηση των Κομισαριάτων του Ράιχ και να περιοριστείτε στις αδρές, γενικές ντιρεκτίβες, που θα πρέπει πρώτα να τις συμφωνείτε μαζί μου».29 Εντέλει, αυτό καθαυτό το νέο Υπουργείο Ανατολής έγινε κάτι σαν καλαμπούρι. Το Οδΐ-ΜίηίδΙοπιιιη («Ο Μι»), που αρχικά στεγάστηκε στα γραφεία της πρώην σο βιετικής εμπορικής αποστολής και έπειτα μετακόμισε λόγω των συμμαχικών βομ βαρδισμών, πήρε το παρατσούκλι «Υπουργείο Χάους» (Οια-Οδΐ). Ο ρουφιάνος του Χίμλερ και αξιωματικός των δδ Γκότλομπ Μπέργκερ ξεκίνησε σαν αξιωματικός σύνδεσμος των δδ και κατέληξε να διευθύνει το πολιτικό τμήμα του. Ο Μπέργκερ εί ναι αυτός που περιέγραψε αλησμόνητα τον υπαρχηγό του Ρόζενμπεργκ, τον ναζί γκαουλάιτερ της Βόρειας Βεστφαλίας, ως «πολύ αδύναμο για να κάνει το καλό και πολύ δειλό για να αμαρτήσει». Πιο εντυπωσιακός ήταν ο πρώτος προϊστάμενος του πολιτικού τμήματος του Ρόζενμπεργκ, ο Γκέοργκ Λήμπραντ, που ο Μπέργκερ τον περιέγραψε ως «ένα μείγμα επιχειρηματία, διανοούμενου και τσαμπάση». Αλλά ο Λήμπραντ υποχρεώθηκε τελικά να αποχωρήσει, γιατί έβγαλε όνομα φιλοουκρανού. Το Υπουργείο προσέλκυσε γενικότερα απορριφθέντες και ανεπιθύμητους άλ λων τμημάτων και κατακλύστηκε από αιτήσεις που έκαναν ακατάρτιστοι ενδιαφε ρόμενοι περασμένης ηλικίας, οι οποίοι ήθελαν να πάνε στην Ανατολή. Έ ναςπαρα τηρητής επισήμανε καυστικά ότι, ενώ ο Στάλιν είχε διαλέξει τα καλύτερα πολιτικά του στελέχη για να υπηρετήσουν ,σΕς.δυΒκές,επαρχίες της Ε.ΣΣ.Δ., οι ναζί διάλεξαν τους χειρότερους. Πολλοί από τους λεγάμενους Οδίπίβίοη (ανατολικές σαβούρες), στρατολογημένοι μέσω του Κόμματος, ήταν μάγκες της γειτονιάς που τους είχαν πά ρει τα χρόνια, προερχόμενοι από τα δΑ* σύμφωνα μ’ έναν άντρα των δδ, ήταν «κρετίνοι και κωλογλείφτες, που η καριέρα τους είχε βασιστεί κυρίως στην καριέρα του γκαουλάιτερ τους». Του Ρόζενμπεργκ του άρεσαν μόνο και μόνο επειδή, σαν άντρες των δΑ που ήταν, μισούσαν τον Χίμλερ και τα δδ του. Υπήρχαν επίσης πρώην αντιναζί που γύρευαν μια «δεύτερη ευκαιρία» για να εξιλεωθούν, αγρότες που αναζη τούσαν περισσότερη γη, «αποικιακοί» σπεκουλάτορες και μειονοτικοί Γερμανοί που αναζητούσαν ευκαιρία για να γίνουν οοΐιίο ϋοιιΐδοΐιο. Λίγοι από αυτούς μιλού σαν ρωσικά ή είχαν την παραμικρή ιδέα τι τους περίμενε. Μαγνητισμένοι από μια φανταχτερή στολή που στάθηκε η αιτία για το παρατσούκλι τους -Χρυσοί Φασια νοί- νοιάζονταν περισσότερο για την ιεραρχία, τα παράσημα και τα τυχερά της θέ σης τους, παρά για τις ευθύνες της διακυβέρνησης. «Ο μικρός Γερμανός, από φυλε τική σκοπιά μάλλον ανατολίτικου τύπου ο ίδιος»* έτσι χαρακτήρισε με αποστροφή ένα στέλεχος του Τύπου τον μέσο διοικητικό υπάλληλο του Υπουργείου Ανατολής, σ’ ένα ιδιωτικό του υπόμνημα το 1944.
152
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Τώρα στις αχανείς εκτάσεις της Ανατολής, με φανταχτερές στολές, τίτλους, μι σθούς, καθημερινά επιδόματα και δελτία τροφίμων... ένας τύπος που μασκαρεύεται με περίστροφο και μαστίγιο ή ό,τι άλλο νομίζει πως θα του χαρίσει μια φυσική ανω τερότητα, επιβλητικό παράστημα και γνήσια αντρειά. Ο οκνηρός και ανάξιος τύπος τού... γραφειοκράτη... ο αιωνίως πεινασμένος «Οργανωτής», μ’ ένα τσούρμο ανα τολικές ύαινες του ιδίου φυράματος γύρω του, μ’ όλη την πολυπρόσωπη κουστωδία του, αναγνωρίσιμη από τα δύο μεγάλα «βήτα» -βυζαρούδες και βότκα... άτομα που απολαμβάνουν την ανατολίτικη χλιδή στο φαΐ, στο κατάλυμα και στις μεταφορές τό σο περισσότερο, όσο πιο ταπεινό υπήρξε το ξεκίνημά τους.
Όλοι αυτοί με τίποτα δεν ήταν σι «πραγματικοί αφέντες» και σι «αντιβασιλιαδες» που είχε προβλέψει ο Χίτλερ ότι θα διοικούσαν την Ανατολή.30 Τους πιο ψυχοφθόρους καβγάδες ο Ρόζενμπεργκ τους είχε με τον υφιστάμενό του, τον κομισάριο του Ράιχ, Κοχ. Ο Κοχ αποστρεφόταν την Ουκρανία και διοικού σε την τεράστια επαρχία με πολΰ λίγο προσωπικό από την κωμόπολη Ρόβνε, κυρίως επειδή εκεί είχε καλή οδική σύνδεση με την Ανατολική Πρωσία, όπου εξακολου θούσε να είναι γκαουλάιτερ και όπου περνούσε τον περισσότερο καιρό του. Σκε φτόταν να μετακομίσει στο Κίεβο, μα ο Χίτλερ ήταν τόσο αποφασισμένος να μην εν θαρρύνει στο παραμικρό τους Ουκρανούς εθνικιστές, ώστε του είπε να μην το κά νει. Ο Κοχ ήταν πάνω απ’ όλα πιστός και έβαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι στις ουκρανικές εκείνες εθνικιστικές ομάδες που ο στρατός νωρίτερα είχε ανεχθεί ή και ενθαρρύνει. Η άποψή του (και την εξέφρασε με στυγνή σαφήνεια στην πρώτη του διακοίνωση τον Δεκέμβριο του 1941) ήταν πως οι Γερμανοί αποτελοΰσαν τη φυλή των κυρίων (ΗοιτοηνοΙΚ) και πως όλοι οι άλλοι είχαν καθήκον να τους υπηρετούν, «θα ρουφήξω και την τελευταία ικμάδα απ’ αυτήν τη χώρα», έλεγε. «Δεν ήρθα εδώ για να μοιράσω ευτυχία, αλλά για να βοηθήσω τον Φύρερ». Οι Ουκρανοί εμιγκρέδες, σε μιαν επίσκεψή τους από το Βερολίνο στο κομισαριάτο του Ράιχ, έμειναν άναυδοι όταν τον άκουσαν να χαρακτηρίζει, μεταξύ τυρού και αχλαδιού, τους Ου κρανούς «αράπηδες». Όταν οι άντρες του Ρόζενμπεργκ κατάρτισαν μελέτες για τα αγροτικά συστήματα της πρώην ΕΣ.ΣΔ., ο Κοχ κάγχασε. «Εγώ πρέπει να βρω τρό πο να μου δώσουν οι Ουκρανοί τη σοδειά τους, ώστε να θρέψω την πατρίδα και το στρατό. Την ίδια ώρα, ο Ρόζενμπεργκ κάθεται στο Βερολίνο και παραγγέλνει βι βλία!» Η άποψή του ήταν πως η δουλειά του Ρόζενμπεργκ στην Ουκρανία μπορούσε να αρχίσει αφού θα είχε κερδηθεί ο πόλεμος· ως τότε έκανε κουμάντο αυτός, και θα οργάνωνε «τη μεγαλύτερη δυνατή λεηλασία».31 Η αντίληψη του Κοχ περί διακυβέρνησης^δεν προχωρούσε πολύ πέρα από την καταστολή, το οργανωμένο πλιάτσικο και την επιτήρηση: εκδόθηκαν υποχρεωτικά δελτία ταυτότητας που βοηθούσαν στην παρακολούθηση των μετακινήσεων του πληθυσμού, θεσπίστηκε νέο νόμισμα με δική του κεντρική τράπεζα και η ρικονοιμία ρυθμίστηκε αυστηρά, με ελέγχους των τιμών, των ημερομισθίων και των ωρών εργα
ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΗΣ: ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ
153
σίας. Ο ίδιος ο Κοχ διορίστηκε θεματοφύλακας κάθε πρώην σοβιετικής περιουσίας, που τη νεμόταν δι’ αντιπροσώπων η Γερμανία. Απέρριψε ασυζητητί την περίπτωση ιδιωτικοποίησης μεγάλων τομέων της οικονομίας, που θα ήταν ο απλούστερος τρό πος εκμετάλλευσης των αντιμπολσεβίκικων αισθημάτων, και συγκρούστηκε επανει λημμένα με τον Ρόζενμπεργκ γι’ αυτό το ζωτικής σημασίας θέμα. Αλλά ο Ρόζεν μπεργκ δεν ήταν ο μόνος αξιωματούχος με τον οποίο βρισκόταν στα μαχαίρια ο φω νακλάς Κοχ* οι σχέσεις του με το στρατό και τα δδ γρήγορα επιδεινώθηκαν κι αυτές, και ο Μπέργκερ, που είχε τις επαφές μαζί του για λογαριασμό του Χίμλερ, τον πε ριέγραψε ως «μέθυσο, ανίκανο για αξιοπρεπή συμπεριφορά». Σε ένα δριμύ κατη γορώ που προσγειώθηκε πάνω στο γραφείο του Χίμλερ τρία χρόνια αργότερα, ένας από τους υφισταμένους του Κοχ, ο Αλφρεντ Φράουενφελντ, κατακεραύνωνε την «πολιτική της ωμότητας, προϊόν βλακείας και φυσικής ροπής... μαζί με πλήρη παρα νόηση των πολιτικών και ιδεολογικών εννοιών». «Ωραία ήταν», συνέχιζε, «να λες συνεχώς ότι οι Γερμανοί απλώς φέρονταν όπως οι Βρετανοί στις αποικίες τους* όμως το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να είναι πιο ολέθριο για τα γερμανικά συμ φέροντα, ακόμη κι αν το είχαν σχεδιάσει οι ίδιοι οι Βρετανοί».32 Στο τέλος-τέλος, παρά τις ανοιχτά περιφρονητικές του πόζες, ο Κοχ χρειαζόταν τη βοήθεια των Ουκρανών. Το προσωπικό του, λιγότερο από 1.000 άτομα, βασιζό ταν απολύτως στους δημογέροντες, στους δημάρχους και στους ασφαλίτες. Το ίδιο ίσχυε για τους αστυνομικούς του Χίμλερ. Το παράρτημα Κιέβου της δίΡο/δϋ, που διοικούσε την επαρχία από το παλιό κτίριο της ΝΚνΤ) στην οδό Κορόλενκο, είχε δύ ναμη 120 περίπου αξιωματικών και εβδομήντα διερμηνέων και οδηγών. Είναι φανε ρό πως θα ήταν αδύνατο να ελέγχουν τις εκατοντάδες χιλιάδες του πληθυσμού του Κιέβου, πόσο μάλλον τα τέσσερα εκατομμύρια κατοίκους της γύρω περιοχής, χωρίς τις γνώσεις των Ουκρανών αστυνομικών, των αποσπασμάτων ασφαλείας και των πληροφοριοδοτών. Αυτοί ήταν που εντόπιζαν τους Εβραίους στις κρυψώνες τους και συνέβαλλαν ώστε να αποκαλύπτονται οι παραμένοντες πυρήνες της Ν Κ νΐ) και κρυφές ομάδες κομμουνιστών αντιστασιακών.33 Ο Ρόζενμπεργκ ασκούσε μεγαλύτερη επιρροή στους αξιωματικούς του στρατού που διοικούσαν τη Η©©Γ©δ£©6ί©1 δϋά, η οποία έλεγχε μεγάλο κομμάτι της ανατολι κής Ουκρανίας ακόμα και αφού το δυτικό της κομμάτι πέρασε στον Κοχ τον Σεπτέμ βριο του 1941. Όπως ο Ρόζενμπεργκ, έτσι και η Βέρμαχτ είχε την τάση να κάνει εντονότατη διάκριση ανάμεσα _σε Ουκρανούς και σε Ρώσους. Πολλοί ανώτεροι αξιωματικοί της θυμούνταν πως είχαν στηρίξει την υπόθεση του ουκρανικού εθνικι σμού στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, και, πριν από την άφιξη του Κοχ, ο στρατη γός Καρλ Φον Ρόκες είχε τονίσει στους άντρες του ότι «η περιοχή της Ουκρανίας πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ο ΙχβεηδΓ&ιιιη ενός φιλιού λαού». Ο σύνδεσμος του Ρόζενμπεργκ με τη Βέρμαχτ, ο αξιωματικός Χανς Κοχ (καμία σχέση με τον Έριχ), ασκούσε ισχυρή επιρροή. Είχε γεννηθεί στο Λβιφ επί Αψβούργων και είχε πολεμή
154
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
σει στο πλευρό των Ουκρανών στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και αργότερα. Για ανθρώπους σαν αυτόν, η γερμανική κατοχή παρείχε την ευκαιρία να αποκατασταθοΰν οι ιμπεριαλιστικές σχέσεις με τους Σλάβους, που είχαν καταρρεύσει μετά τη συντριβή της αυτοκρατορίας του Φραγκίσκου Ιωσήφ.34 Αντίθετα, επομένως, από τον κομισάριο του Ράιχ, τον Κοχ, οι στρατιωτικοί έβλεπαν πράγματι συχνά τους εαυτούς τους σαν «ελευθερωτές» των Ουκρανών. Καταλάβαιναν επίσης την προπαγανδιστική αξία της ευόδωσης του πόθου τους να χειραφετηθούν από τον μπολσεβικισμό. Στα τέλη Νοεμβρίου, όταν το ουκρανικό ζήτημα συζητήθηκε στο γενικό επιτελείο στρατού, η συμφωνία τους με τον Ρόζεν μπεργκ παρέμεινε αμείωτη: «Όχι “αραπάδικη αντιμετώπιση” [Ν©£©Γδίαη(Ιριιη1ί1:] των Ουκρανών, παρά ορθολογικός χειρισμός, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του υπουργού Ρόζενμπεργκ», σημείωνε ένας ανώτερος αξιωματικός εκεί, ο οποίος ανησυχούσε ιδιαίτερα για τις συνέπειες των επιτάξεων που έκαναν οι άντρες του Γκαίρινγκ καθώς «χτένιζαν» την Ουκρανία ψάχνοντας για τρόφιμα: «Αν οι οικονομικές ομάδες στερήσουν χωρίς λύπηση από τον πληθυσμό το καθημε ρινό του ψωμί, τότε η δική μας έλλογη αντιμετώπιση είναι μάταιη. Ο πληθυσμός απλά θα πέσει στην αγκαλιά της ρωσικής προπαγανδας». Δεν ήταν, άρα, μόνο η πο λιτικής αιτιολογίας ρατσιστική περιφρόνηση του Εριχ Κοχ εκείνη που υπονόμευε τις γερμανοουκρανικές σχέσεις* ακόμα και σε περιοχές υπό στρατιωτική διοίκηση, η λεηλασία των τροφικών αποθεμάτων της περιοχής^ κατ’ εφαρμογή των άτεγκτων οδηγιών που είχε εκδώσει το Βερολίνο, παρεμπόδιζε τη γνήσια συνεργασία με τις δυνάμεις κατοχής.35 Ο ομόλογος του Έ ριχ Κοχ στην Οστλάνδη, λιγότερο επιθετικός, λεγόταν Χίνριχ Λόζε και συγκαταλεγόταν κι αυτός στα ευνοούμενα από τον Χίτλερ παλιά μέλη του κόμματος. Ο Λόζε ήταν «η πεμπτουσία του ναζί τοπικού παράγοντα», σύμφωνα μ’ έναν αυτόπτη μάρτυρα* «ένας σκαιός, ματαιόδοξος, ανόητος άντρας, σαν φώκια με χαυλιόδοντες στην εμφάνιση». Όπως ο Κοχ, συνδύαζε τη νέα του θέση στη Ρίγα με τη δουλειά του επαρχιακού κυβερνήτη πίσω στο Ράιχ (στην περίπτωσή του, στο Σλέσβιγκ-Χολστάιν)* όπως εκείνος, διατηρούσε γύρω του τους κολλητούς του από την άλλη του θέση. Έπινε κι έτρωγε πολύ και γρήγορα έστησε μια εκτεταμένη και κατά το πλείστον πλεονάζουσα γραφειοκρατία στα βαλτικά κράτη, στα οποία την περισ σότερη πραγματική δουλειά εξακολουθούσαν να την κάνουν τα ντόπια στελέχη. Και οι δύο άντρες συνδύαζαν ένα είδος ταλέντου στα συντροφικά μαχαιρώματα, απα ραίτητου για να πετύχει κανείς με τον Χίτλερ, με απόλυτη ανικανότητα να δημιουρ γήσουν σταθερή βάση για τη γερμανική εξουσία.36 Τα βαλτικά κράτη, όμως, όπου ο γερμανικός στρατός είχε γίνει δεκτός με γνήσια αγαλλίαση, κατείχαν διαφορετική θέση απ’ ό,τι η Ουκρανία στη φυλετική φαντασία του ναζισμού. Τόσο ο Χίτλερ όσο και ο Ρόζενμπεργκ τόνιζαν πως η μοίρα τους ήταν να γίνουν Γερμανοί. «Επτακόσια χρόνια γερμανικής δραστηριότητας έχουν ήδη κα-
ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΗΣ: ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ
155
ταστήσει τη Βαλτική τμήμα του Ιχβεηδπιιιιη της Μεγάλης Γερμανίας», έλεγε ο Ρό ζενμπεργκ στον Λόζε. «Ο στόχος του κομισάριου του Ράιχ για την Εσθονία, τη Λε τονία, τη Λιθουανία και τη Λευκορουθηνία θα πρέπει να είναι να πετύχει τη μορφή ενός γερμανικού προτεκτοράτου, και μετά να μετατρέψει αυτή την περιοχή σε κομ μάτι του Μεγάλου Γερμανικού Ράιχ... Η Βαλτική θάλασσα πρέπει να γίνει μια εσω τερική τευτονική θάλασσα υπό τη φύλαξη της Μεγάλης Γερμανίας». Στις πόλεις εκτυλίχθηκε η συνήθης διαδικασία του εκγερμανισμού, και η δημοτικότητα των κα τοχικών δυνάμεων έκανε γρήγορα βουτιά. Στη Ρίγα, ο Χίτλερ, ο Ρόζενμπεργκ, ο Γκαίρινγκ, ο Βίσμαρκ, ο Βάγκνερ, ο Μόλτκε, ο φον ντερ Γκολτς, ακόμα και τα Φράικορπς έδωσαν το όνομά τους σε μεγάλες λεωφόρους, και ιδρύθηκε ένα Γερμανικό Μουσείο για να εξηγήσει πώς οι Γερμανοί ήταν εκείνοι που είχαν φέρει τον πολιτι σμό στα βαλτικά κράτη.37 Πάντως οι Βαλτικοί βρίσκονταν πολύ ψηλότερα από τους Σλάβους στη ναζιστική φυλετική ιεραρχία: δεν απαγορευόταν στους Γερμανούς να παντρεύονται μαζί τους, όπως με τους Πολωνούς για παράδειγμα, και οι Λετονοί, οι Λιθουανοί και οι Εσθονοί μπορούσαν να καταταγούν εθελοντές στο Ανατολικό Μέτωπο. Στα τρία πρώην βαλτικά κράτη οι Γερμανοί άφηναν την καθημερινή διακυβέρνηση στα χέρια μι κρών ομάδων από ντόπιους ανώτερους δημόσιους υπαλλήλους και λειτουργούσαν περισσότερο σαν επόπτες, ιδίως εφόσον διαπίστωναν το υψηλό επίπεδο αυτών που εργάζονταν υπό τη σκέπη τους. Οι Λετονοί και οι Λιθουανοί συνέχισαν να διοικούν τις αστυνομικές τους δυνάμεις, διεκπεραίωναν την αντιμπολσεβίκικη και την αντιεβραϊκή εκστρατεία για λογαριασμό των Γερμανών και μεταχειρίζονταν τη δική τους γλώσσα στις επίσημες υποθέσεις, εκτός απ’ όταν συνδιαλέγονταν με τους Γερμα νούς, Μόνο η πόλη της Ρίγας-όπου κατοικούσαν 10.000 ή και περισσότεροι Γερμα νοί αξιωματούχοι- έμεινε υπό την άμεση εξουσία Γερμανού δημάρχου.38 Έτσι, η γερμανική εξουσία στην περιοχή της Βαλτικής ερχόταν σε αντίθεση με το αντιρεαλιστικά ωμό καθεστώς του Κοχ στην Ουκρανία και με την αποφασιστική του συντριβή κάθε εθνικής βλέψης. Το ίδιο όμως συνέβη, περιέργως, και σ’ ένα άλλο μέ ρος της Οστλάνδης. Η Λευκορουθηνία -ο γερμανικός όρος για την αχανή περιοχή που αποσπάστηκε κυρίως από την προ του 1939 ανατολική Πολωνία και από τη σοβιετική Λευκορωσία- αποτελούσε το νότιο τμήμα του αχανούς κομισαριάτου του Ράιχ του Λόζε. Ο εκεί κομισάριος του Ράιχ, ο Βίλχελμ Κούμπε, είχε τη βάση του στο Μινσκ και ήταν ένας ακόμα παλιός ναζί* είχε καταδικαστεί για κατάχρηση στο Ράιχ και του είχαν αφαιρεθεί οι κομματικές του αρμοδιότητες. Παρά τις πολλές του ανεπάρκειες, όμως, κατάφερε να συνδυάσει τη γενοκτονία με έναν μίνιμουμ πολιτικό ρεαλισμό. Όταν τον έκανε κομμάτια μια βόμβα που είχε βάλει κάτω απ’ το κρεβάτι του η Λευκορωσίδα καμαριέρα του (η οποία δούλευε για την αντίσταση), τον Σεπτέμβριο του 1943, ο απείρως ματαιόδοξος και διεφθαρμένος Κούμπε είχε καταλήξει να ταυτιστεί με την περιοχή και να εξαρτάται από έναν Λευκορώσο πολιτικό σύμβουλο.
156
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Του Κούμπε του άρεσε να φαντάζεται τον εαυτό του σαν προστάτη της τοπικής κουλτούρας και να παίζει τον ηγεμόνα. Σε αντίθεση όμως με τον Έριχ Κοχ, ο Κοΰ μπε κατανοούσε τις πραγματικότητες που επέβαλλε η έλλειψη γερμανικού ανθρώπι νου δυναμικού και έβλεπε πως οι ντόπιοι Σλάβοι άξιζε να καλλιεργούνται ως αντιρωσική δύναμη, ιδίως ενόψει της αυξανόμενης παρενόχλησης από τους παρτιζάνους. Ενώ οι αστυνομικοί του έσφαζαν τους Εβραίους της περιοχής, ο ίδιος συγκρότησε προσωπική φρουρά από νεαρούς Αευκορώσους και επέτρεψε την ίδρυση πολιτικών φορέων και οργανώσεων πρόνοιας* βασιζόταν δε κυρίως σε αντιμπολσεβίκους εμιγκρέδες συμβούλους που είχαν επανέλθει στο Μινσκ από το Βερολίνο και τη Βαρσο βία. «Η καλλιέργεια της λευκορουθηνικής (με άλλα λόγια, της λευκορωσικής) κουλ τούρας, πολιτισμού και παιδείας αποτελεί επείγον καθήκον των σχολείων στην επαρχία της Λευκορουθηνίας», διακήρυσσε. Έλεγε στους ντόπιους ότι όφειλαν αυτή την πολιτιστική αναβίωση στον Χίτλερ, το δημιουργό της Νέας Ευρώπης, και έκανε υποχρεωτικά τα μαθήματα σε λευκορωσική γλώσσα: τα ρωσικά και τα πολωνικά απαγορεύτηκαν ρητά. Έβλεπε κανείς να παίρνει σάρκα και οστά σε εμβρυϊκή μορ φή η θέση του Ρόζενμπεργκ υπέρ μιας αντιρωσικής πολιτικής εθνοτήτων.39 Αλλά μόνο -πρέπει να τονιστεί- σε εμβρυϊκή μορφή. Λίγα μέρη της Ευρώπης υπέφεραν από τους Γερμανούς περισσότερο απ’ ό,τι η Λευκορωσία* οι επίσημες εκτιμήσεις είναι ότι πέθανε ένας στους τέσσερις κατοίκους και ότι κάηκαν 9.000 χω ριά. Η κατοχή παρέμεινε ως το τέλος εύθραυστη και ασταθής, σ’ ένα βαλτώδες και πυκνά δασωμένο έδαφος με λιγοστούς δρόμους ή άλλες συγκοινωνίες. Το ίδιο οπλοστάσιο κατασταλτικών διαταγμάτων που ίσχυε αλλού ίσχυσε και εδώ επί Κοΰ μπε, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες Λευκορώσοι επιστρατεύτηκαν διά της βίας ως δου λικό εργατικό δυναμικό στο Ράιχ. Εφαρμόστηκαν επίσης οι χωρίς διάκριση ομαδι κές τιμωρίες ολόκληρων κοινοτήτων, η σαδιστική μεταχείριση των ντόπιων αγροτών και οι σφαγές, που απλώθηκαν στην ύπαιθρο το 1942 και το 1943. Η κλίμακα των καταστροφών ήταν τόσο μεγάλη -ιδίως λόγω του πολέμου εναντίον των παρτιζά νων-, ώστε συγκλονίζονταν ακόμα και οι ανθρωπιστικές αποστολές που έρχονταν μετά τον πόλεμο από την κατεστραμμένη Γερμανία και Πολωνία: η Λευκορωσία ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση απ’ οτιδήποτε είχαν δει. Στα απομνημονεύματα που έγραψε στη φυλακή μετά τον πόλεμο, ο Άλφρεντ Ρό ζενμπεργκ ελάχιστα αναφέρθηκε σε όλα αυτά. Τσως δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει το γεγονός, αφού ως υπουργός είχε αφιερώσει πολύ από το χρόνο του στο να πα ραγγέλνει σχέδια επί σχεδίων για το πώς θα κυβερνούσε η Γερμανία την Ανατολή άπαξ και τελείωνε ο πόλεμος, εγκύπτοντας στις ανθυποπεριπτώσεις του σύνθετου εθνολογικού και οικονομικού προφίλ της όλης περιοχής. Αναπολώντας νοσταλγικά τις εμπειρίες του από τον πόλεμο, ήταν ιδιαίτερα λυρικός σχετικά με την επίσημη περιοδεία που είχε κάνει στην Ουκρανία το καλοκαίρι μετά το Στάλινγκραντ. Τον συνόδευαν δύο γκαουλάιτερ, παλιοί του φίλοι, που
ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΗΣ: ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ
157
είχανε γουρλώσει τα μάτια τους, βλέποντας, μέσα από το ειδικό μου τρένο, τις αχα νείς εκτάσεις της Ανατολής. Τα πάντα εκεί απλά ξεπερνούσαν τις συνήθεις διαστά σεις: τα σταροχώραφα, η ταυρική στέπα, οι βυσσινόκηποι. Ακουσαν τις εκθέσεις των διαμερισματικών επιτρόπων για τις μεγάλες βελτιώσεις που είχαν γίνει στη χει ροτεχνία και στην υποστήριξη των αγροτών, και τις ανησυχίες και επιθυμίες του ντόπιου πληθυσμού. Ακουσαν τους λεονταρισμούς του κομισάριου του Ράιχ, Κοχ, ο οποίος επέδειξε επανειλημμένα την παγωνίσια ματαιοδοξία του. Έπειτα επισκεφθήκαμε την Ασκάνια Νόβα, το καταφύγιο δέντρων και πουλιών μέσα στη στέπα, έργο του Γερμανού αποίκου Φαλτς-Φάιν. Λίγο μετά ήμασταν στην Κριμαία, στους υπέροχους Βοτανικούς Κήπους της, και μέσα στην ειρηνική ατμόσφαιρα της βρα διάς ήπιαμε λίγο από το γλυκό κρασί της χώρας. Επισκεφθήκαμε τη Λιβάντια και κοιμηθήκαμε εκεί όπου κάποτε ο Σίνκελ είχε συλλάβει το καλλιτεχνικό όνειρο να χτίσει ένα κάστρο πάνω από τη Μαύρη Θάλασσα. Περάσαμε από το Σιμέις, όπου, είκοσι έξι χρόνια νωρίτερα, είχα περάσει ένα καλοκαίρι, και κοιτάζαμε κάτω τη Μαύρη Θάλασσα...
Με εξαίρεση τη σκιά που έριχνε το «μαύρο πρόβατό» του, ο Έ ριχ Κοχ, η εικόνα αυ τή παρουσίαζε τη ναζιστική εξουσία σαν αποικιακή βελτίωση, τον πόλεμο σαν εκ πλήρωση των ονείρων εκπολιτισμού του «απέραντου χώρου» της Ανατολής. Ο Ρό ζενμπεργκ φιλοτεχνούσε τον εαυτό του σαν κληρονόμο των μεγάλων Γερμανών δη μιουργών του παρελθόντος. Υπήρχε το καταφύγιο της άγριας ζωής με τους προστατευόμενους βίσονες, τα άγρια άλογα, τις στρουθοκαμήλους και τις αντιλόπες, και τα περιβόλια, τα αμπέλια και τα σταροχώραφα, προϊόν καλλιεργητικής γνώσης. Υπήρ χε η τουριστική εκδρομή στο περίφημο κάστρο του τσάρου Νικολάου, όπου μόλις ενάμιση χρόνο αργότερα ο Στάλιν θα φιλοξενούσε τον Τσώρτσιλ και τον Ρούζβελτ για τη διάσκεψη της Γιάλτας. Ήταν η κατοχή που ο Ρόζενμπεργκ θα ήθελε να είχε διαμορφώσει, παρωδία σχεδόν των φαντασιώσεων του Χίτλερ για την Ανατολή* μια κατοχή χωρίς τα καμένα και αδειανά χωριά, χωρίς τους σωρούς των πτωμάτων, τα ανθρωποκυνηγητά, τα γκέτο και τις λιμασμένες από την πείνα πόλεις.40
ΟΙ ΑΙΧΜ ΑΛΩΤΟΙ ΠΟΛΕΜΟΥ
Και πράγματι, θα μπορούσε όλα να είναι διαφορετικά. Μεγάλο μέρος του πληθυ σμού της δυτικής Ε.Σ.Σ.Δ. καλωσόρισε με χαρά τη Βέρμαχτ καθώς αυτή εισόρμησε από τα σύνορα, ιδίως στις περιοχές γύρω από την Πολωνία και τα βαλτικά κράτη, που τις είχε καταλάβει ο Κόκκινος Στρατός το 1939 και το 1940. Τα αισθήματα αυτά είχαν γερή αιτιολογία, γιατί τις τελευταίες ημέρες της σοβιετικής εξουσίας είχαν συμβεί φοβερά πράγματα και είχαν προγραμματιστεί ακόμα χειρότερα. Η ΝΚνΕ) είχε δολοφονήσει χιλιάδες ανθρώπους προτού αποσυρθεί: είχε σφάξει περισσότε
158
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
ρα από 1.500 υποθετικά «αντισοβιετικά στοιχεία» στο Λουτσκ* στο Ντούμνο, πάνω από 500. Άλλοι ήταν σε λίστες που αφορούσαν έναν νέο γύρο εκτοπίσεων. Σε πολλά μέρη η ίδια η σοβιετική εκκένωση πυροδότησε ταραχές και λεηλασίες. Ορισμένοι αξιωματικοί αρνούνταν να εφαρμόσουν την πολιτική καμένης γης που όριζαν οι ντι ρεκτίβες του Κρεμλίνου, ανησυχώντας για τις συνέπειες τις οποίες θα είχε αυτή στον άμαχο πληθυσμό που θα έμενε πίσω, και σποραδικά έβγαλαν και πιστόλια ενάντια στα στελέχη του Κόμματος. Μετά την άφιξη των Γερμανών, ουαγανακτισμένοι ντόπιοι αρκετές φορές «κάρφωναν» τα μέλη του Κόμματος, και οι Γερμανοί τους έπαιρναν και τους τουφέκιζαν. Η σοβιετική κοινωνία είχε αρχίσει να αποσυ ντίθεται λόγω της εισβολής, όπως εν πολλοίς είχε πάθει η γαλλική κοινωνία την προηγούμενη χρονιά.41 Δεν είναι επομένως καθόλου περίεργο που σε πολλές περιοχές οι Γερμανοί έγιναν δεκτοί με ανακούφιση ή το ότι αντιπροσωπείες από χαμογελαστές χωριατοπούλες προϋπαντούσαν τους στρατιώτες με τα κλασικά λουλούδια, το ψωμί και το αλάτι. Έλπιζαν να πάρουν πίσω τη γη τους και να αφήσουν πίσω τις φοβερές αναμνήσεις της κολεκτιβοποίησης, του λιμού και των εκτοπίσεων. Στη δυτική Ουκρανία και στα βαλτικα κράτη πολλοί ντόπιοι εθνικιστες έφτασαν να ανοίγουν πυρ εναντών^τωχ Σο βιετικών στρατιωτών που υποχωρούσαν, προκειμένου να βοηθήσουν τους Ρερμανούς. «Όλοι ήταν ευχαριστημένοι που είχαν έρθει οι Γερμανοί», θυμόταν ένας Ου κρανός. «Υποδεχόμασταν τον γερμανικό στρατό σαν ελευθερωτές από τον μπολσεβικισμό», διακήρυτταν άλλοι. «Χάιλ Χίτλερ!» Μια Είηδ&ίζ§πιρρ© σε αναφορά της σημείωνε στις αρχές Ιουλίου πως, ιδίως στις περιοχές που είχε καταλάβει ο Κόκκι νος Στρατός το 1939, «οι γερμανικές δυνάμεις αντιμετωπίζονται... τις περισσότερες φορές ως ελευθερωτές, και τουλάχιστον με φιλική ουδετερότητα». Ακόμα και ο αντισλάβος στρατηγός Χαίπνερ εντυπωσιάστηκε από το θερμό καλωσόρισμα που έζησαν οι άντρες του. Οι ντόπιοι βοηθούσαν τους τραυματίες Γερμανούς στρατιώ τες και έκαναν τους οδηγούς και τους κουβαλητές σε συνθήκες μάχης.42 Στους κόλπους του Κόκκινου Στρατού πολλοί ένιωθαν το ίδιο, φυσικά. Η ιδέα πως υπήρξε ακαριαία και ομόφωνη αντίσταση των Σοβιετικών ενάντια στους Γερ μανούς είναι μύθος. Η αλήθεια είναι πως, όπως πολλές μονάδες όντως πολέμησαν σκληρά εναντίον των εισβολέων, έτσι άλλες στασίασαν και σκότωσαν τους κομισάριούς τους. Οι Σοβιετικοί έφεδροι προσπάθησαν να αποφύγουν την επιστράτευσή τους και γενικά πολλές μονάδες εκδήλωσαν μικρή επιθυμία να πολεμήσουν. Το σο βιετικό επιτελείο ανησύχησε αρκετά ώστε να συστήσει ειδικές μονάδες που εμπόδι ζαν τους στρατιώτες να υποχωρούν και αντιμετώπιζαν σκληρά όσους έμεναν πίσω. Στα μέσα Ιουλίου ο ίδιος ο Στάλιν σημείωνε πως «σε όλα τα μέτωπα» πολλοί άντρες είχαν «πανικοβληθεί ή και προσανατολίζονταν προς την πλευρά του εχθρού», και πως «με την πρώτη πίεση πετούν τα όπλα τους ... και παρασύρουν και τους άλλους μαζί τους».43
ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΗΣ: ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ
159
Η ταχύτητα με την οποία προέλασε η Βέρμαχτ ήταν εκπληκτική. Μέσα σε δύο ημέρες από την έναρξη της εισβολής, οι Γερμανοί είχαν καταλάβει το Γκρόντνο, το Βίλνιους και το Κάουνας* στα τέλη Ιουνίου είχε πέσει και το Αβιφ. Η Βόρεια Ομά δα Στρατιών διέσχισε ταχύτατα τα βαλτικά κράτη, όπου οι επίστρατοι λιποτακτούσαν από τον Κόκκινο Στρατό και προσχωρούσαν σε «παρτιζάνικες» μονάδες που πολεμούσαν μαζί με τους Γερμανούς* η Κεντρική Ομάδα Στρατιών προωθήθηκε ανατολικά και πήρε το Σμόλενσκ στα μέσα Ιουλίου, η δε Νότια Ομάδα Στρατιών ει σχώρησε στη νότια Ουκρανία. Στο δρόμο τους συλλάμβαναν απρόσμενα μεγάλους αριθμούς αιχμαλώτων: 320.000 γύρω από το Μπιαουίστοκ και το Μινσκ μονάχα τον Ιούλιο* άλλες 300.000 στη μάχη του Σμόλενσκ. Την πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου ο συνολικός αριθμός Σοβιετικών αιχμαλώτων εκτιμόταν στις 900.000* στα τέλη του μήνα, είχε φτάσει το ενάμισι εκατομμύριο. Άλλες 600.000 αιχμαλωτίστηκαν στη διάρκεια του αγώνα για το Κίεβο τον Σεπτέμβριο και ο ίδιος πάνω-κάτω αριθμός τον Οκτώβριο γύρω από το θύλακα Μπριάνσκ-Βιάσμα. Όταν ήρθαν οι βροχές και η θερμοκρασία έκανε ξαφνικά βουτιά, η Βέρμαχτ βρέθηκε να είναι υπεύθυνη για πε ρισσότερο από τρία εκατομμύρια Σοβιετικούς στρατιώτες.44 Οι Γερμανοί στρατιώτες είχαν ήδη λάβει ανάμεικτα μηνύματα για το πώς να φέρονται στους Ρώσους στρατιώτες που παραδίνονταν. Ο τομέας προπαγάνδας της Βέρμαχτ τούς καλούσε να «λειτουργήσουν σαν σφήνα ανάμεσα στο σοβιετικό καθε στώς και στον σοβιετικό λαό». Ο Χίτλερ, στο διάγγελμά του προς τους Γερμανούς την επαύριο της εισβολής, είχε δηλώσει πως «ο γερμανικός λαός δεν έτρεφε ποτέ εχθρικά αισθήματα εναντίον των εθνοτήτων της Ρωσίας».45 Ταυτόχρονα όμως θύμι ζε στους στρατιώτες του πως οι κομμουνιστές δεν ήταν «συνάδελφοί» τους, ο δε στρατός εξέδωσε προειδοποιήσεις για τον «ύπουλο σοβιετικό τρόπο πολέμου». «Σε αντίθεση με τον ιπποτικό τρόπο που διεξάχθηκε ο πόλεμος στη Νορβηγία», αναφερόταν σε μία απ’ αυτές, «κάθε Γερμανός αξιωματικός και στρατιώτης πρέπει να έχει κατά νου στον πόλεμο εναντίον της Ρωσίας την ύπουλη, παραπλανητική και ανάξια για στρατιώτες τακτική των σοβιετικών μεθόδων διεξαγωγής του πολέμου». Εφιστούσε ιδιαίτερα την προσοχή των στρατιωτών στους διανοουμένους, τους κομι σάριους και τους Εβραίους και τους έλεγε να περιμένουν «άναντρη, σαδιστική και βάρβαρη μεταχείριση των τραυματιών και των αιχμαλώτων πολέμου».46 Η εικόνα που είχαν οι στρατιώτες για τον Κόκκινο Στρατό ήταν φυλετικοποιημένη μέχρις αηδίας και εντελει μπερδευτική. Κάποιες φορές υπεύθυνη θεωρούνταν η ολέθρια επίδραση των Εβραίων* συχνά όμως, και ιδίως στα πρώτα στάδια του πολέ μου, έφταιγαν οι «Μογγόλοι», οι «Τάταροι» και άλλοι εκπρόσωποι των «ασιατι κών» ορδών, από τις οποίες οι ναζί πίστευαν ότι διέσωζαν την Ευρώπη. Οι οδηγίες της ανώτατης διοίκησης της Βέρμαχτ για τη διαγωγή των στρατιωτών στη Ρωσία επισήμαιναν πως ιδίως οι «Ασιάτες στρατιώτες» του Κόκκινου Στρατού είναι «ανεξι χνίαστοι, απρόβλεπτοι, ύπουλοι και ψυχροί». Ο ίδιος ο Χίτλερ μιλούσε για μια
160
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Μοη§ο1©ηδ1:υπη [μογγολική καταιγίδα], ενώ οι Γερμανοί προπαγανδιστές αναφέρονταν στον «ασπόνδυλο σλαβομογγολικό συρφετό» που αποτελούσε την ανθρώπι νη ύλη της Ε.Σ.Σ.Δ. Μερικές φορές θαρρείς και ο Βαρβαρόσσας ήταν μια μονομαχία ανάμεσα στους Γότθους και στους Νορδικούς λαούς από τη μια μεριά, και στους Τατάρους υηί©πη6ηδθ1ι©η από την άλλη. Τα φυλετικά αυτά στερεότυπα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην τραγωδία που εκτυλίχθηκε.47 Η Βέρμαχτ είχε σημαντική πείρα στη διαχείριση μεγάλου αριθμού αιχμαλώτων πο λέμου. Στην πολωνική εκστρατεία είχε αιχμαλωτίσει περισσότερους από μισό εκα τομμύριο στρατιώτες· το καλοκαίρι του 1940 βρέθηκε με άλλα δύο εκατομμύρια, με τά την κατάρρευση του ολλανδικού, του βελγικού και του γαλλικού στρατού. Μην μπορώντας να τους φροντίσουν όλους, οι Γερμανοί είχαν αφήσει γρήγορα ελεύθε ρους υπό όρους όλους τους Ολλανδούς αιχμαλώτους, καθώς και τους Φλαμανδούς του Βελγίου, και σχεδόν το ένα τρίτο των Γάλλων. Τους Πολωνούς στρατιώτες, αντιθέτως, οι Γερμανοί τούς χρησιμοποίησαν σαν άμαχους εργάτες, με το επιχείρημα ότι δεν μπορούσαν να θεωρούνται νομίμως αιχμάλωτοι πολέμου που καλύπτονταν από τη Σύμβαση της Γενεύης, αφού η Πολωνία είχε πάψει να υπάρχει σαν κράτος. Η καταστρατήγηση αυτή των διεθνών κανόνων για τους αιχμαλώτους πολέμου έφε ρε τους Πολωνούς (όπως και τους Γιουγκοσλάβους και, το 1943-4, τους Ιταλούς) σε μειονεκτική θέση, που όμως ωχριούσε μπροστά στα όσα περίμεναν τους αιχμαλώ τους του Κόκκινου Στρατού.48 Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1941 οι νομικοί σύμβουλοι του γερμανικού στρατού έδωσαν έναν παρατεταμένο και τελικά ανεπιτυχή αγώνα εναντίον των ίδιων τους των ανωτέρων σχετικά με τη μεταχείριση των Σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου. Επέμειναν ότι δεν είχε σημασία αν η Ε.Σ.Σ.Δ. είχε προσχωρήσει πλήρως στη Σύμβαση της Χάγης και στη Σύμβαση της Γενεύης του Ερυθρού Σταυρού για τους αιχμαλώτους πολέμου του 1929: οι Γερμανοί όφειλαν να φερθούν στους αιχμα λωτισμένους Σοβιετικούς στρατιώτες όπως έπρεπε. Όμως ο αρχιστράτηγος Κάιτελ, αρχηγός της ΟΚ\ν, στάθηκε στο ύψος του παρατσουκλιού του, «το Λακεδάκι» [Ι^ύεεί&Ι] του Χίτλερ, και απέρριψε την εισήγησή τους. «Οι αμφιβολίες αυτές αντι στοιχούν σε στρατιωτικές ιδέες που αφορούν πολέμους με ιπποτικά χαρακτηριστι κά», έγραψε. «Η δική μας δουλειά είναι να καταστρέψουμε έναν τρόπο ζωής». Οι νομικοί είχαν μια μικρή επιτυχία, όταν κατάφεραν να εγκαταλειφθεί η ιδέα να απει λούνται με εκτόπιση στην Ανατολή 500 Εβραίοι για κάθε Γερμανό στρατιώτη που θα σκοτωνόταν όντας στα χέρια των Σοβιετικών. Μα ο Χέλμουτ φον Μόλτκε, ο εμπειρογνώμονας της Αβ\ν©1ΐΓ για το διεθνές δίκαιο, δεν μπορούσε να κοιμηθεί τις νύχτες. «Η μνήμη μου για τις δύο τελευταίες μέρες δεν είναι καθόλου καλή», έγρα φε τον Νοέμβριο. «Ρώσοι αιχμάλωτοι, εκτοπισμένοι Εβραίοι, Ρώσοι αιχμάλωτοι, εκτελεσμένοι όμηροι, η βαθμιαία επέκταση στη Γερμανία μέτρων που “δοκιμάστη
ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΗΣ: ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ
161
καν” στα κατεχόμενα εδάφη, πάλι εκτοπισμένοι Εβραίοι, μια νευρολογική κλινική όπου νοσηλεύονται άντρες των 55 που λύγισαν καθώς εκτελούσαν γυναίκες και παι διά. Αυτό υπήρξε ο κόσμος αυτές τις δύο ημέρες».49
Η ΟΚ\ν είχε υπολογίσει να έχει περίπου 1,35 εκατομμύρια Σοβιετικούς αιχμαλώ τους πολέμου στα στρατόπεδα της Γενικής Κυβέρνησης και της ίδιας της Γερμανίας, καθώς και άλλους στα κατεχόμενα εδάφη. Όμως διάφοροι παράγοντες συνέπεσαν, με αποτέλεσμα οι υπολογισμοί να βγουν τελείως λάθος. Καταρχήν, ο πόλεμος δεν τέλειωσε μέσα σε λίγες εβδομάδες ή μήνες, όπως ήταν η πρόθεση του Χίτλερ, και αυτό άσκησε πίεση στα τρόφιμα, στις μεταφορές και στον εφοδιασμό. Δεύτερον, ο ίδιος ο Χίτλερ απαγόρευσε τη μεταφορά Σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου στο Ράιχ, για λό γους φυλετικούς, αυξάνοντας τη συμφόρηση και τον αφόρητο συνωστισμό στα στρα τόπεδα διαμετακόμισης, μακριά από τις αναπτυγμένες υποδομές που υπήρχαν πιο δυτικά. Και τρίτον, οι αριθμοί ήταν πολύ μεγαλύτεροι από τους πιο τρελούς υπολογι σμούς της ΟΚ\ν. Στη Νυρεμβέργη, ο Κάιτελ και ο Γιοντλ προσπάθησαν να υπερασπι στούν τους εαυτούς τους τονίζοντας τις επιμελητειακές δυσχέρειες. Πιο πρόσφατα, ορισμένοι ιστορικοί τούς έδωσαν δίκιο. Ένας είπε πως επρόκειτο για «μαζική λιμο κτονία», και όχι για «μαζικές δολοφονίες». Δεν είναι όμως εύκολο να ξεμπλέξει κα νείς τα όσα συνέβησαν από τις ιδεολογικές στάσεις που περιγράφτηκαν πιο πάνω.50 Φυλετισμός και πολιτική αλληλοενισχύονταν, για παράδειγμα, στην περίπτωση των πρώιμων απελευθερώσεων αιχμαλώτων. Ακόμα και πριν από την Επιχείρηση Βαρβαρόσσα, ο στρατός είχε αφήσει ελεύθερους μόνο τους Φλαμανδούς του Βελγί ου, είχε μεταχειριστεί τους άντρες των γαλλικών αποικιακών μονάδων πολύ χειρό τερα απ’ ό,τι τους λευκούς και είχε προγραμματίσει να κρατά χωριστά από τους μη Εβραίους τούς Εβραίους αιχμαλώτους πολέμου που έπιανε στον πολωνικό στρατό. Στη ρωσική εκστρατεία, επίσης, φυλετικές και πολιτικές παράμετροι καθόριζαν σε ποιον θα επιτρεπόταν να γυρίσει στο σπίτι του. Οι Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου βαλτικής εθνικότητας είχαν προτιμησιακή αντιμετώπιση* το ίδιο και οι Ουκρανοί, ιδίως οι αγρότες - γιατί ο Γκαίρινγκ και ο στρατός τούς ήθελαν για τη σοδειά. Για τους «Ασιάτες (ανάλογα με τη φυλή τους), τους Εβραίους και τους γερμανόφωνους Ρώσους», από την άλλη, η Ανώτατη Διοίκηση του Στρατού διέταξε ότι έπρεπε να ενταχθούν σε τάγματα εργασίας για το μέτωπο. Αυτοί που αφέθηκαν ελεύθεροι ήταν λιγότεροι από το 10 τοις εκατό του συνολικού αριθμού. Από τους 3 εκατομμύ ρια και πλέον Σοβιετικούς αιχμαλώτους πολέμου που πέθαναν στα χέρια των Γερ μανών σε όλο τον πόλεμο, τα δύο τρίτα δεν έφυγαν ποτέ από τα κατεχόμενα εδάφη και παρέμειναν υπό την επίβλεψη της Βέρμαχτ, με διάφορες μορφές.51 Από τις πρώτες κιόλας μέρες της εισβολής, καθώς οι μακρόσουρτες γραμμές των αιχμαλώτων οδηγούνταν μακριά από τις γραμμές του μετώπου, οι φρουροί πυροβο λούσαν όσους βραδυπορούσαν, αλλά και -όπως στην Πολωνία παλιότερα- όσους ντόπιους χωρικούς άφηναν φαγητό στην άκρη του δρόμου. Έ να νεαρό Πολωνόπου-
162
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
λο, ο Βάλντεμαρ Λότνικ, παρακολουθούσε μια φάλαγγα 15.000 άντρων να σέρνει αργά τα πόδια της περνώντας από μπροστά του για περισσότερο από μία ώρα* οι φρουροί τούς σκότωναν αν σωριάζονταν κάτω, και άνοιγαν πυρ αν έπεφταν άπλη στα στα λαχανικά που αυτός και ο παππούς του κουβαλούσαν στο κάρο τους. Μερι κοί ανώτεροι Γερμανοί αξιωματικοί σοκαρίστηκαν. «Είναι φριχτή η εντύπωση που κάνουν οι δέκα χιλιάδες Ρώσοι αιχμάλωτοι πολέμου που, με ελάχιστη φρούρηση, έρχονται βαδίζοντας από το Σμόλενσκ», έγραφε ο στρατάρχης φον Μποκ τον Οκτώβριο. «Χλομοί σαν το θάνατο και μισοπεθαμένοι από την πείνα, οι δυστυχι σμένοι αυτοί περπατούν παραπατώντας. Πολλοί έπεσαν νεκροί και εξαντλημένοι στο δρόμο». Μετά τον πόλεμο, ο υπασπιστής του Μποκ ήταν πιο γλαφυρός: «Φά λαγγες αντρών που βάδιζαν, μακριές ολόκληρα χιλιόμετρα, φρουρούνταν από 10-20 Ι,αικΙβδδοΜίζβη, οι οποίοι ακολουθούσαν από πίσω και πυροβολούσαν με τα αυτό ματά τους όποιον δεν μπορούσε να συνεχίσει... Αυτό δεν ήταν αποτέλεσμα της έξαψης της μάχης, αλλά μάλλον οι διαταγές που είχε εκδώσει η ανώτατη ηγεσία, από ένα είδος αντίθεης αλαζονείας».52 Τίποτα δεν άλλαξε ίσως τόσο πολύ το πώς ερμήνευσαν οι άμαχοι τις προθέσεις των Γερμανών, όσο αυτές οι πορείες θανάτου με τα σκελετωμένα πτώματα που άφη ναν πίσω τους. «Έχουμε χάσει όλη τη συμπάθεια του πληθυσμού», έγραφε ένας πα ρατηρητής στην Ουκρανία. «Ο κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει τις εκτελέσεις εξα ντλημένων αιχμαλώτων πολέμου στα χωριά και στους μεγαλύτερους οικισμούς και την εγκατάλειψη των πτωμάτων τους επιτόπου».53 Το πέρασμα πεζών Σοβιετικών στρατιωτών που πέθαιναν από την πείνα μέσα από την καρδιά του Κιέβου και άλ λων πόλεων έμοιαζε να έχει σχεδιαστεί συνειδητά για να φοβίσει τους κατοίκους. Οι φρουροί έπαιρναν αντιφατικές οδηγίες: άλλοτε να φυλάνε τις σφαίρες τους μόνο για όσους προσπαθούσαν να το σκάσουν και άλλοτε να επιδεικνύουν «απόλυτη εγρήγορση, μέγιστη προσοχή και βαθύτατη δυσπιστία». Έπρεπε να απαντούν στην παραμικρή ένδειξη αντίστασης «χωρίς έλεος» και να κάνουν «αφειδώλευτη χρήση» των όπλων τους. Ορισμένοι απολάμβαναν την εξουσία τους και βασάνιζαν τους αιχ μαλώτους με κομμάτια ψωμί.54 Τελικά στρίμωχναν τους Σοβιετικούς αιχμαλώτους πολέμου σε μάντρες φύλαξης με συρματοπλέγματα ολόγυρα, γεμάτες πολλαπλά περισσότερο από τη θεωρητική τους χωρητικότητα. Κατά το δεύτερο μισό του 1941 υπήρχαν όχι λιγότερο από 81 στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου στη γερμανική ζώνη επιχειρήσεων, από τα οποία τα 47 ήταν στρατόπεδα διαμετακόμισης. Με εκατοντάδες χιλιάδες άντρες παγιδευμένους εκεί, τα φάρμακα τέλειωσαν γρήγορα και απλώθηκε ο τύφος και άλλες ασθέ νειες. Με τον ήλιο της στέπας να χτυπάει κάθετα, η ακραία αφυδάτωση και η καλο καιρινή κάψα έκαναν πολλούς αιχμαλώτους να παραφρονήσουν. Τους φυλούσαν ολιγάριθμοι Γερμανοί και κακοεκπαιδευμένοι Ουκρανοί και άλλοι μη Ρώσοι, πρό θυμοι να αποδείξουν την αξιοπιστία τους στους νέους αφεντάδες. Στο Ντούλαγκ
ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΗΣ: ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ
163
(Στρατόπεδο Διαμετακόμισης) 131, μόλις {163} 92 φρουροί είχαν αναλάβει να φυ λάξουν περισσότερους από 18.000 αιχμαλώτους* στο Ντοΰλαγκ 220, 30 άντρες φύ λασσαν περισσότερους από 8.550. Από τον Αύγουστο και μετά, τα πράγματα χειροτέρεψαν κι άλλο. Η Βέρμαχτ έμπαινε τώρα σε περιοχές που τις είχε καταστρέψει η τακτική καμένης γης του Κόκ κινου Στρατού, και τα τρόφιμα σπάνιζαν. Καθώς ερχόταν κακοκαιρία και μετέτρεπε τους δρόμους σε λάσπη, τα τεράστια πλήθη που αιχμαλωτίστηκαν στις μαζικές επιχει ρήσεις περικύκλωσης του Σεπτεμβρίου και του Οκτωβρίου ενέτειναν την πίεση. «Ο αριθμός των αιχμαλώτων πολέμου στο Μπριάνσκ αυξάνεται σε κρισιμότατο βαθμό... και η μεταφορά τους δεν είναι δυνατή», κατέγραφε επιτόπια μονάδα. Μια βδομάδα αργότερα, η κατάσταση είχε γίνει ακόμα πιο απελπιστική: «Το πρόβλημα των αιχμα λώτων πολέμου γίνεται όλο και πιο σοβαρό... Υπάρχουν επίσης προβλήματα εφοδια σμού, γιατί το προσωπικό του στρατοπέδου διαμετακόμισης δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα... Η κατάσταση επιδεινώνεται από την εποχή των βροχών, που έχει αρχίσει και εμποδίζει τη χρήση φορτηγών σε όλους εκτός τους καλούς δρόμους* άλλωστε, στην άμεση περιφέρεια του Μπριάνσκ δεν υπάρχουν άλλα αποθέματα τροφίμων».55 Τότε πια ορισμένοι διοικητές, αντί να περιμένουν από το Βερολίνο να οργανώσει μεταφορές μεγάλων αποστάσεων, σύστησαν μονάδες εργασίας αιχμαλώτων πολέμου για να ψάξουν να βρουν εφόδια, επιστράτευσαν τη βοήθεια των ντόπιων χωριστών και θύμισαν στους άντρες τους ότι ήταν ανάγκη να φέρονται όπως πρέπει στους αιχ μαλώτους. Ήταν όμως πάρα πολύ λίγο αυτό, κι ερχόταν πάρα πολύ αργά. Οι θάνατοι αυξάνονταν ακατάσχετα. Από τον Ιούλιο κιόλας είχε σημειωθεί μαζική λιμοκτονία στις τάξεις των αιχμαλώτων στο Μινσκ, τον τόπο της πρώτης μαζικής περικύκλωσης, και ο ρυθμός των θανάτων αυξήθηκε απότομα όταν ξέσπασε δυσεντερία και τύφος. 54.000 είχαν πεθάνει σε στρατόπεδα μονάχα της Γενικής Κυβέρνησης ως τις 20 Οκτω βρίου* άλλοι 45.690 πέθαναν τις επόμενες δέκα μέρες. Πιο ανατολικά, τον Νοέμβριο η ημερήσια θνησιμότητα στο θύλακα Μπριάνσκ-Βιάσμα ήταν μεταξύ 0,6 και 2,2 τοις εκατό. Στο Μπομπρούισκ, λιμοκτονούντες αιχμάλωτοι προσπάθησαν να αποδράσουν τη νύχτα και σκοτώθηκαν το επόμενο πρωί 1.700 -ένας στους δέκα- κείτονταν νεκροί. Πολύ προτού ο κόσμος ανακαλύψει την αποτρόπαια όψη των ξέχειλων από κρατουμέ νους στρατοπέδων των δδ στο εσωτερικό του Ράιχ το 1945, τα στρατόπεδα αιχμαλώ των πολέμου της Βέρμαχτ -που δεν τα αντίκρισε κανένας δημοσιογράφος- είχαν γίνει το θέατρο μια φρίκης που ήταν ίσως μεγαλύτερης ακόμα τάξης μεγέθους. Τον Φε βρουάριο του 1942, μόλις 1,1 εκατομμύριο Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου ήταν ακό μα ζωντανοί (από τα 3,9 εκατομμύρια που είχαν συλληφθεί αρχικά), και από αυτούς μόνο 400.000 ήταν σε θέση να δουλέψουν. Το συνολικό ποσοστό θνησιμότητας των Σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου στα χέρια των Γερμανών στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν 57,5 τοις εκατό* σε όλη τη διάρκεια του πολέμου πέθαναν τόσοι Βρετα νοί και Αμερικανοί στρατιώτες αιχμάλωτοι των Γερμανών, όσοι πέθαιναν σε αυτά τα
164
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
στρατόπεδα μέσα σε μια μέρα. Δεν ήταν περίεργο που οι ίδιοι οι Γερμανοί στρατηγοί πίστευαν πως «ο Φύρερ επιθυμεί τον αποδεκατισμότων σλαβικών μαζών».56 Οι ελλείψεις τροφίμων ήταν ένα από τα καίρια προβλήματα. Τον Σεπτέμβριο του 1941, ο υφυπουργός Τροφίμων, ο Μπάκε, διέταξε τη Βέρμαχτ να τρέφεται από τα κατεχόμενα εδάφη. Ακόμα και αν όλα δούλευαν ρολόι, με δεδομένη τη διατάραξη της σοδειάς που είχε ήδη προκαλέσει ο πόλεμος, αυτό δεν θα ήταν εύκολη υπόθεση. Τον Οκτώβριο υπήρχε γενική συναίνεση στο Βερολίνο ότι αυτό σήμαινε πως πολλοί αιχ μάλωτοι πολέμου θα πέθαιναν. Στη Γενική Κυβέρνηση ένας επιτελικός αξιωματικός σημείωνε πως «οι μαζικοί θάνατοι στις τάξεις των [Σοβιετικών] αιχμαλώτων πολέμου δεν μπορούν να αποτραπουν, γιατί οι αιχμάλωτοι βρίσκονται στα όρια των δυνάμεων τους». Όταν ο Μπάκε μπλόκαρε τις προτάσεις να μεταφερθεί μεγάλος αριθμός αιχ μαλώτων πολέμου πιο δυτικά, καθώς φοβόταν τις συνέπειες για την κατανάλωση τρο φίμων μέσα στο ίδιο το Ράιχ, ο γενικός διαχειριστής υλικού του στρατού εισήγαγε μια διάκριση που έχει σημασία κυρίως για την παραδοχή την οποία εξυπονοούσε: ο στρατός μπορούσε να προσπαθήσει να θρέψει τους αιχμαλώτους πολέμου σε ομάδες εργασίας, αλλά «οι μη εργαζόμενοι αιχμάλωτοι... κανονικά θα λιμοκτονήσουν».57 Στην πραγματικότητα, επηρεάστηκε όλος ο σοβιετικός πληθυσμός και όχι μόνο οι αιχμάλωτοι πολέμου - ιδίως στις πόλεις. Πολλές αστικές περιοχές είχαν καταστραφεί από τις μάχες, από τα σαμποτάζ ή από τα εκρηκτικά που τοποθετούσε η ΝΚνΐ) και έσκαγαν αφού αποσυρόταν. Μα ο Χίτλερ σκόπευε έτσι κι αλλιώς να ισοπεδώσει τις μεγάλες ρωσικές πόλεις και να μεταχειριστεί την πείνα σαν όπλο για να αδειάσει τον πληθυσμό τους. Διέταξε να μετατραπεί το Κίεβο σε σωρό ερειπίων, και όταν δεν τον υπάκουσαν έγινε έξαλλος. Πάντως, στήθηκαν γερμανικά μπλόκα για να εμποδί ζεται η εισαγωγή των τροφίμων στην πόλη και διαλύθηκαν οι παράνομες αγορές. Ο περιφερειακός στρατιωτικός διοικητής διαμαρτυρήθηκε, και άλλοι επίσης επέκριναν την πολιτική «εξόντωσης», όπως τη χαρακτήρισαν, αλλά ο Γκαίρινγκ τη διατήρη σε. Ο πληθυσμός του Κίεβου έπεσε από τις 850.000 τον Ιούνιο τόυ 1941 στις 400.000 τον Οκτώβριο και στις 295.000 στα μέσα του 1943. Τον Νοέμβριο του 1941, ο επικε φαλής επιθεωρητής οπλισμού της Βέρμαχτ στην Ουκρανία βρισκόταν σε απελπισία. «Σε τελική ανάλυση», προειδοποιούσε, «μόνο οι Ουκρανοί μπορούν να παραγάγουν αντικείμενα οικονομικής αξίας με τη δουλειά τους. Αν εκτελούμε τους Εβραίους, αφήνουμε τους αιχμαλώτους πολέμου να πεθαίνουν και σημαντική μερίδα του πλη θυσμού των μεγάλων πόλεων να λιμοκτονεί μέχρι θανάτου, τότε δεν μπορούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα: Ποιος εντέλει θα παράγει οικονομικά αγαθά εδωπέρα;» Εκείνο που ούτε κι αυτός ακόμα δεν αντιλαμβανόταν ήταν πως η πολιτική αυτή ήταν συνειδητή. Κι άλλες πόλεις θα αφήνονταν να λιμοκτονήσουν, είτε με την κατοχή είτε με την πολιορκία τους. Η εμπειρία του Κιέβου έκανε τον Γκαίρινγκ να δηλώσει ότι η κατάληψη μεγάλων πόλεων ήταν περισσότερο μπελάς παρά καλό, ιδίως αφού η Γερ μανία θα ήταν μετά «υπεύθυνη για τον επισιτισμό». «Όσο μεγαλύτερο χάος βασι-
ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΗΣ: ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ
165
λεΰει στη Ρωσία», αποφάνθηκε ο Χίτλερ στις αρχές Οκτωβρίου, «τόσο ευκολότερα θα διοικήσουμε και θα εκμεταλλευτούμε τα κατακτημένα ανατολικά εδάφη».58 Καθώς πλησίαζε η άνοιξη του 1942, ο Ρόζενμπεργκ -που δεν είχε πραγματική επιρροή σε αυτό τον τομέα της πολιτικής- προειδοποίησε ότι ο θάνατος εκατομμυ ρίων Σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου θα είχε πιθανότατα ολέθριες συνέπειες. Θα ενίσχυε την αντίσταση του Κόκκινου Στρατού και θα παρέτεινε τον πόλεμο. Θα εμπόδιζε επίσης τη σωστή διακυβέρνηση και εκμετάλλευση των κατεχόμενων εδα φών. Παρόλο που σε ορισμένες περιπτώσεις οι διοικητές των στρατοπέδων είχαν καλωσορίσει, έλεγε, την προσφορά βοήθειας ώστε να τραφούν οι αιχμάλωτοι, οι πε ρισσότεροι την είχαν αρνηθεί, προτιμώντας ν’ αφήσουν τους κρατουμένους να πεθάνουν από την πείνα ή από το κρύο. Ο Ρόζενμπεργκ έφτασε να επικρίνει, όπως και αρκετοί μάχιμοι διοικητές του στρατού, τον υπερβολικό αριθμό εκτελέσεων για «πολιτικούς λόγους». Ο Χίτλερ είχε αρνηθεί να αποσύρει τη Διαταγή για τους Κομι σάριους, παρόλο που χαλύβδωνε την αντίσταση και απέτρεπε πολλούς κομμουνι στές από το να αλλάξουν στρατόπεδο. Ο Ρόζενμπεργκ προσήπτε στον Χίμλερ ιδίως φυλετική και πολιτική αφέλεια. Τα δδ είχαν ξεδιαλέξει και είχαν σκοτώσει υποομάδες αιχμαλώτων πολέμου (όπως οι Σοβιετικοί μουσουλμάνοι) που ήταν δυνάμει σημαντική δεξαμενή φιλογερμανισμού. Παρόλο που το υπουργείο του εφιστούσε συνεχώς την προσοχή του Χίμλερ σε αυτό, τον Νοέμβριο είχε εμφανιστεί ένα εκτελεστικό απόσπασμα σ’ ένα στρατόπε δο αιχμαλώτων πολέμου κοντά στο Νικολάγεφ για να «καθαρίσει τους “Ασιάτες”». Επικρίνοντας την άποψη ότι, εφόσον οι Πολωνοί είχαν υποστεί σκληρή μεταχείρι ση, οι ακόμη ανατολικότεροι έπρεπε να υποστούν ακόμα χειρότερη, ο Ρόζενμπεργκ παραπονιόταν ότι το αποτέλεσμα ήταν η αποξένωση ενός πληθυσμού που ήταν πε ρισσότερο αντιμπολσεβίκος και άρα δυνάμει φιλογερμανικός απ’ όσο οι κάτοικοι της δυτικής Ευρώπης, οι οποίοι ωστόσο είχαν υποστεί πολύ ηπιότερη μεταχείριση. Και κατέληγε αισιόδοξα: «Κάθε διοικητής στρατοπέδου πρέπει στο εξής να είναι υπεύθυνος να μετατρέψει τους αιχμαλώτους πολέμου του σε προπαγανδιστές υπέρ της Γερμανίας, όταν θα επιστρέψουν αργότερα στις εστίες τους».59 Τον Φεβρουάριο του 1942, όμως, ο πόλεμος προπαγάνδας ήταν το τελευταίο πράγμα που είχαν στο μυαλό τους οι διοικητές στα στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου. Ο Γιοχάννες Γκούτσμιτ, για παράδειγμα, ήταν ένας εξηνταπεντάρης πρώην αξιωματι κός του στρατού του Γουλιέλμου και «βαμμένος» βασιλικός. Αν και είχε λιγότερους από 200 άντρες υπό τις διαταγές του, βρέθηκε σε κάποια στιγμή να φυλάσσει ούτε λί γο ούτε πολύ 30.000 αιχμαλώτους πολέμου. Έκανε ό,τι μπορούσε για να βρει τρόφιμα και φάρμακα για τους κρατουμένους του και ανησυχούσε που δεν είχαν πού να φυλα χτούν από τη βροχή, καθώς και για το ότι οι παρτιζάνοι, οι οποίοι συγκεντρώνονταν στα γύρω δάση, θα μπορούσαν να του επιτεθούν. Στα τέλη Οκτωβρίου, ο Γκούτσμιτ κατέγραψε την πρώτη πράξη κανιβαλισμού στο στρατόπεδό του* αρκετοί αιχμάλωτοι
166
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
είχαν φάει κομμάτια ενός νεκρού συντρόφου τους. Στα μέσα Νοεμβρίου, πολλοί ήταν ετοιμοθάνατοι, παρότι υπήρχαν μερικά τρόφιμα: ήταν εξαντλημένοι και υπέφεραν από την έλλειψη σωστών καταλυμάτων. Καθώς το θερμόμετρο έπεσε κάτω από το μη δέν, το ποσοστό θνησιμότητας πλησίασε το 1 τοις εκατό την ημέρα. Μια επιδημία τύφου έκανε θραύση στα στρατόπεδα της περιοχής. Αλλού η κατάσταση ήταν ακόμα χειρότερη: σ’ ένα άλλο στρατόπεδο στη Βιάσμα είχαν σημειωθεί 4.000 θάνατοι, και ο διοικητής είχε απειληθεί από τον σοκαρισμένο ανώτερο του με ΕΔΕ. Στις 21 Ιανουά ριου 1942 ο Γκούτσμιτ έβαλε να εκτελέσουν δύο Ρώσους στρατιώτες που τους είχαν πιάσει να τρώνε πτώματα* την επόμενη μέρα, σημείωσε στο ημερολόγιό του τα γενέ θλια του κάιζερ. Η τελευταία εγγραφή του, στις αρχές Μαρτίου, είναι ζοφερή: 8 Μαρτίου 1942 [Σμόλενσκ] Τώρα όλοι οι ικανοί για εργασία αιχμάλωτοι πολέμου θα σταλούν στη Γερμανία ώστε να μπορέσουν οι εργάτες που παράγουν όπλα να φύγουν για το μέτωπο. Από τα εκατομμύρια αιχμαλώτων, μονάχα λίγες χιλιάδες μπορούν να εργαστούν. Τόσο απίστευτα πολλοί πέθαναν από την πείνα, πολλοί έχουν τύφο και οι υπόλοιποι είναι τόσο αδύναμοι και αξιολύπητοι ώστε δεν μπορούν να δουλέψουν σε αυτή την κατά σταση. Η γερμανική διοίκηση απέτυχε να τους παράσχει αρκετά εφόδια, και όταν θα φτάσουν τόσο λίγοι για δουλειά στη Γερμανία, θα αστράψει και θα βροντήξει.60
Από τη σκοπιά των Γερμανών, αυτή ήταν πράγματι η πιο αναπαραγωγική πλευρά της όλης υπόθεσης - όχι η επίδραση την οποία είχε στον έντρομο ντόπιο πληθυσμό, που διάβαζε τώρα στα σκελετωμένα πτώματα ένα ευρύτερο πρόγραμμα αποστέρησης, το οποίο σε τελευταία ανάλυση είχε και τον ίδιο σαν στόχο* όχι η επίδραση στον Κόκκινο Στρατό, που οι στρατιώτες του αντιστέκονταν με πολύ μεγαλύτερη αποφασιστικότητα* αλλά το ότι οι Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου είχαν αφεθεί να πεθάνουν σε τεράστιους αριθμούς, την ώρα που το Ράιχ υπέφερε από πελώριο και αυξανόμενο έλλειμμα εργατικών χεριών. Αν ο πόλεμος είχε τελειώσει τόσο γρήγο ρα όσο φανταζόταν ο Χίτλερ, το γεγονός δεν θα είχε σημασία και η χαλάρωση της οικονομίας του πολέμου θα είχε προκαλέσει μείωση του ελλείμματος. Όσο η νίκη έμοιαζε κοντινή, τα εργατικά χέρια απλούστατα δεν αποτελούσαν προτεραιότητα. Ακόμα και όταν το φθινόπωρο άλλαξαν τα πράγματα, όταν οι σχεδιαστές του Βερο λίνου -έχοντας να καλύψουν 2,6 εκατομμύρια κενές θέσεις- συνειδητοποίησαν ότι έπρεπε να σκεφτούν και το αύριο, ο φόβος ότι οι Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου θα διέδιδαν αρρώστιες ή τον μπολσεβικισμό μπλόκαρε τη μεταφορά τους στη Γερμα νία. Οι αναφορές ότι πέθαιναν μαζικά δεν ελήφθησαν πολύ στα σοβαρά, και ο Γκαίρινγκ άργησε πολύ να ξυπνήσει και να δει ποια ήταν η δυνητική τους αξία για την πολεμική οικονομία του Ράιχ. Το αποτέλεσμα, όπως σημείωνε με πίκρα ο Ρό ζενμπεργκ, ήταν ότι από τα 3,6 εκατομμύρια αιχμαλώτους, όσο τους υπολόγιζε, μο νάχα «λίγες εκατοντάδες χιλιάδες» ήταν ικανοί για εργασία.61
ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΗΣ: ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ
167
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΠΑΡΤΙΖΑΝΩΝ
Καθώς οι Γερμανοί μάχονταν στην Ανατολή, οι οδηγίες δεν τους άφηναν απορίες για το πώς έπρεπε να αντιμετωπίσουν την αντίσταση. Ενώ οι μάχιμες μονάδες προέλαυναν, μεραρχίες ασφαλείας και Είηδ&Ιζβπιρρβη των δδ θα συνέτριβαν οποιαδήποτε εναντίωση με μαζικές εκτελέσεις και αντίποινα. Και οποία ειρωνεία, επομένως, που οι Σοβιετικοί δεν είχαν καταστρώσει καθόλου σχέδια αντίστασης πριν από τον πόλε μο, γιατί ο Στάλιν πίστευε πως, αν γινόταν πόλεμος με τη Γερμανία, ο αγώνας θα διεξαγόταν στο έδαφος του εχθρού. Θεωρούσε κάθε συζήτηση περί ανταρτοπολέμου ως συνώνυμο ηττοπάθειας* σταμάτησε να τον προγραμματίζει ήδη στα τέλη της δεκα ετίας του 1930 και αγνόησε την προειδοποίηση του Ζούκοφ, στις αρχές του 1941, ότι η Γερμανία ίσως καταλάμβανε σοβιετικά εδάφη σε περίπτωση πολέμου. Μετά την εισβολή, όμως, η αντιμετώπιση στο Κρεμλίνο άλλαξε ταχύτατα. Μέσα σε μια βδομάδα η κυβέρνηση είχε καλέσει τα στελέχη του Κόμματος και των σοβιέτ να «σχηματίσουν αποσπάσματα παρτιζάνων και ομάδες περισπασμού»* οι γέφυρες, οι δρόμοι, οι τηλεφωνικές και οι τηλεγραφικές γραμμές και οι αποθήκες υλικού έπρεπε να καταστρέφονται, ώστε να διαταράσσεται η προέλαση. Στα μέσα Ιουλίου καταρτίστηκαν σχέδια για την υποδαύλιση της αντίστασης με την αποστολή βοήθειας πίσω από τις γερμανικές γραμμές, καθώς και οδηγίες προς τους κομματικούς ηγέτες στις περιοχές που απειλούνταν με προσεχή κατάκτηση, να ετοιμάζονται οργανώνο ντας παράνομους πυρήνες. Διατάχθηκαν να «ηγηθούν αυτοπροσώπως του αγώνα στα μετόπισθεν του εχθρού... δίνοντας το παράδειγμα». Τα «τάγματα καταστροφής», τα οποία είχαν αρχικά σχηματιστεί για να αντιμετωπίσουν τους Γερμανούς αλεξι πτωτιστές που έπεφταν πίσω από τις σοβιετικές γραμμές, θα μετατρέπονταν σε αντάρτικους σχηματισμούς μόλις οι εχθροί καταλάμβαναν την περιοχή. Μέσα στο χάος όμως της πρώτης φάσης της εισβολής, πέρασε καιρός ώσπου να υλοποιηθούν οι εντολές αυτές. Τα πρώτα αποσπάσματα παρτιζάνων τα ίδρυαν συ χνά τα τοπικά μέλη του κόμματος ή στρατιώτες με δική τους πρωτοβουλία, και είχαν ελλιπείς γνώσεις, εξοπλισμό και συντονισμό. Ήταν προβλήματα που δεν μπορού σαν να ξεπεραστούν εύκολα, ακόμα και σε περιοχές όπου το ανάγλυφο ευνοούσε τον άτακτο πόλεμο. Ενώ θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί, όπως έκαναν μερικοί ιστορι κοί, ότι οι Γερμανοί αντιμετώπιζαν έναν φανταστικό εχθρό τους υπόλοιπους μήνες του 1941 -εχθρός υπήρχε-, οπωσδήποτε δεν αντιμετώπιζαν τη συντονισμένη και αποτελεσματική ανταρτική δύναμη που άρχισε να αναδύεται μόλις ένα χρόνο αργό τερα. Νότια του Λένινγκραντ, για παράδειγμα, υπήρχαν περίπου 4.000 παρτιζάνοι το χειμώνα του 1941, που ανατίναζαν κυρίως σιδηροδρομικές γραμμές και γέφυρες, παρά σκότωναν Γερμανούς. Στα μέσα Δεκεμβρίου, το να βρίσκουν φαγητό και στέ γη και να αντιμετωπίζουν την εχθρότητα των ντόπιων χωρικών είχε γίνει εξίσου σπουδαίο γι’ αυτούς όσο και το να επιτίθενται στους κατακτητές.62
168
ΓΙΑ ΊΉ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Ο ίδιος ο Χίτλερ ήταν ενθουσιασμένος που ο Στάλιν είχε καλέσει σε αντίσταση. Αποφάσισε πως αυτό έδινε τη δυνατότητα «να εξολοθρευτεί οτιδήποτε μας στέκε ται αντίθετο»· η ειρήνευση των αχανών εκτάσεων που είχαν κερδηθεί ως τότε απαι τούσε τον τουφεκισμό «οποιουδήποτε μας κοιτάζει έστω λοξά». Η ανώτερη στρα τιωτική διοίκηση ακολούθησε στα αχνάρια του Χίτλερ. Η αντίσταση έπρεπε να εξουδετερωθεί με τέτοια τρομοκρατία ώστε ο πληθυσμός να χάσει «κάθε διάθεση για αντίσταση»* ο στρατάρχης Μπράουχιτς προειδοποιούσε για την «κτηνωδια» των μπολσεβίκων και όριζε «σκληρότητα» με συνοπτικές διαδικασίες εκτέλεσης και κά ψιμο ολόκληρων χωριών. Ωστόσο οι πάγιες διαταγές δεν καθόρισαν από μόνες τους τη συμπεριφορά των στρατιωτών, και μάλιστα πολλές μονάδες του μετώπου φέρθηκαν πιο λογικά στους αμάχους απ’ ό,τι προδιέγραφαν οι διαταγές τους. «Στις πρώτες μέρες μετα την καταληψη αυτών των ραϊόνι», έλεγε μια αναφορά για την περιοχή του Λένινγκραντ, «οι Γερμανοί εφάρμοσαν μια πολιτική που προσπαθούσε να γλυκάνει τον πληθυσμό. Στην αρχή... οι Γερμανοί δεν έπαιρναν τίποτα από τον πληθυσμό, και μάλιστα έδιναν στα παιδιά γλυκά, στους χωρικούς ζάχαρη». Οι αξιωματικοί του στρατού ενθάρρυναν το άνοιγμα των εκκλησιών και προωθούσαν την ιδέα ότι η «σοβιετική εξουσία δεν θα ξαναέρθει», που την πίστευαν ευχαρίστως σε ορισμένες περιοχές. «Η σοβιε τική εξουσία είναι σαφώς τελειωμένη», προειδοποιούσαν οι χωρικοί τους επίδοξους παρτιζάνους, «γιατί όλη σχεδόν η Ρωσία έχει καταληφθεί από τους Γερμανούς»: τους αιχμαλώτους πολέμου που είχαν αποδράσει τους απόδιωχναν οι χωριάτες, καθώς φοβούνταν την αντίδραση των Γερμανών αν τους ανακάλυπταν. Σε άλλες περιπτώ σεις, οι χωριάτες ζητούσαν την προστασία των Γερμανών για να σταματήσουν τους παρτιζάνους που τους έκλεβαν τον καρπό και απήγαν ντόπιους. Στους πρώτους θερι νούς μήνες του 1941, πολλοί στρατιωτικοί διοικητές μέτριασαν τις σκληρές διαταγές που είχαν λάβει, κατανοώντας ότι η πολιτική συμφιλίωσης ήταν πολύ πιο φρόνιμη. Τον Ιούλιο, η ΟΚΗ εξέδωσε παραινέσεις να αποφεύγονται τα αντίποινα εναντίον των τοπικών κοινοτήτων για επιθέσεις που δεν τις είχαν κάνει οι ίδιες.63 Καθώς όμως το μέτωπο προχωρούσε προς τα μπρος, άφηνε όλο και μεγαλύτερες εκτάσεις δάσους, ελών και στέπας που έπρεπε να αστυνομεύονται από αποσπάσματα ασφαλείας των μετόπισθεν, τα οποία αντιμετώπιζαν ανυπέρβλητες δυσκολίες στην αποκατάσταση της τάξης. Ήταν η πρώτη φορά όπου η Βέρμαχτ αντιμετώπιζε αντίσταση που να διαρκεί περισσότερο από λίγες εβδομάδες, και το δυσάρεστο της εμπειρίας πολλαπλασιαζόταν από τις βαριές απώλειες στο μέτωπο. Λιποτάκτες, δραπέτες και αιχμάλωτοι που τους είχαν αφήσει ελεύθερους οι Γερμανοί περιφέρο νταν στους δρόμους και θεωρήθηκαν δυνητική απειλή για την ασφάλεια. Οι αξιόπι στες πληροφορίες ήταν ελάχιστες και ο ίδιος ο στρατός είχε υπερεκταθεί σε απελπι στικό βαθμό. Η Μεραρχία Πεζικού 707, με μόλις 4.500 άντρες, ήταν στην αρχή υπεύθυνη για όλο το Οοηοτ&ΙΙίοιηπΗδδΣίπ&Ι: Ανβίδδπιίΐιβιπβη - μια έκταση 60.000 τε
ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΗΣ: ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ
169
τραγωνικών χιλιομέτρων και δυο εκατομμυρίων κατοίκων. Το πράγμα γινόταν ακό μα χειρότερο λόγω των βαριών απωλειών στο μέτωπο, που εξαντλούσαν το ανθρώ πινο δυναμικό: η Μεραρχία Ασφαλείας 281, στη βορειοδυτική Ρωσία, εξαιτίας των μεταθέσεων έπεσε από τους 11.449 στους 3.137 άντρες, στο διάστημα από τον Ιού νιο ως τον Αύγουστο του 1941. Δεδομένου ότι πρώτοι έφευγαν οι καλύτεροι άντρες, η μεραρχία κατέληξε να αποτελείται από μεσήλικες εφέδρους που περιφέρονταν στις στράτες με τα ποδήλατα. Όντας συγκεντρωμένοι σε «ισχυρά σημεία» κατά μή κος των κύριων δρόμων και σιδηροδρομικών γραμμών, ένιωθαν να περιβάλλονται από κατασκόπους και σαμποτέρ, αποξενωμένοι από τον ντόπιο πληθυσμό λόγω της γλωσσικής τους άγνοιας, του ρατσισμού και του φόβου τους.64 Καθώς προχωρούσε το καλοκαίρι, οι αραιωμένες αυτές γερμανικές μονάδες ασφαλείας βρέθηκαν αντιμέτωπες με νέα προβλήματα. Η τακτική καμένης γης του Κόκκινου Στρατού είχε αφήσει πίσω της ερείπια, και οι άμαχοι πέρα από τα προ του 1939 σύνορα ήταν πολύ λιγότερο φιλικοί από εκείνους των δυτικών εδαφών. Ακόμα χειρότερα, το ψυχολογικό αβαντάζ είχε αλλάξει, και το τέλος του πολέμου δεν φά νταζε πια κοντινό. Μ’ έναν τεράστιο αριθμό πρώην προσωπικού του Κόκκινου Στρατού παγιδευμένο πίσω από τις γερμανικές γραμμές, οι συνθήκες για αντίσταση απέκτησαν κρίσιμη μάζα και, στα τέλη Αυγούστου, εμφανίστηκαν τα πρώτα πραγ ματικά σημάδια αντάρτικης δραστηριότητας. Από δω και στο εξής οι άντρες που ήταν στα μετόπισθεν της Κεντρικής Ομάδας Στρατιών άρχισαν να φέρονται πολύ πιο ανελέητα απ’ ό,τι ως τότε, εκτελώντας αμάχους σε μεγαλύτερους αριθμούς και σκοτώνοντας κάθε στρατιώτη του Κόκκινου Στρατού που συναντούσαν. Ο στρατη γός φον Σένκεντορφ απαίτησε, μετά τις 16 Σεπτεμβρίου κάθε «δραπέτης στρατιώ της του Κόκκινου Στρατού που εξακολουθεί να περιφέρεται» μεταξύ των ποταμών Μπερεζίνα και Δνείπερου να πυροβολείται χωρίς προειδοποίηση. Και πριν από αυ τό, όμως, αξιωματικοί της 221 Μεραρχίας Ασφαλείας είχαν ζητήσει σκληρότερα μέ τρα και είχαν εντείνει την εξόντωση «υπόπτων για ανταρτική δράση».65 Όλο τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο οι θάνατοι των αμάχων στη Λευκορωσία και την Ουκρανία αυξάντονταν γοργά. Οι άντρες της 403 Μεραρχίας Ασφαλείας, που είχαν βγάλει όνομα για την αγριότητά τους, σε κάποια στιγμή έκαιγαν κάμποσα χωριά την εβδομάδα, πέραν του ότι εκτελούσαν δεκάδες «παρτιζάνους» - στην πραγματικότητα, συχνά ήταν στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού που είχαν αποκοπεί από τις μονάδες τους και κρύβονταν στα δάση, προσπαθώντας να αποφύγουν την αιχμαλωσία. Υπήρχε σαφής αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στη μεταχείριση των αιχμαλώτων πολέμου από τους Γερμανούς και στην ανταρτική απειλή: πολλοί στρα τιώτες, τους οποίους οι Γερμανοί συλλάμβαναν ή πυροβολούσαν, απλώς προσπα θούσαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους ελπίζοντας να αποφύγουν τη λιμοκτονία που τους περίμενε στα γερμανικά στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου. Η διαφυγή στα δάση συχνά φάνταζε σαν ασφαλέστερη επιλογή, πράγμα που μετέτρεπε τις υπο-
170
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
,ψίες των Γερμανών σε αυτοεκπληρωνόμενη προφητεία. Σύμφωνα με τη 286 Μεραρ χία Ασφαλείας: Ορισμένοι από αυτούς τους ανθρώπους είναι αιχμάλωτοι που έχουν δραπετεύσει ή ξέμειναν πίσω από τις φάλαγγες των αιχμαλώτων πολέμου οι οποίες διασχίζουν βά δην την περιοχή. Αλλοι πάλι στάλθηκαν στα μετόπισθεν από τα στρατεύματα του μετώπου, με τη συνοδεία όχι γερμανικού προσωπικού αλλά μονάχα της αόριστης εντολής «πηγαίν’τε δυτικά». Οι περισσότεροι περιπλανιόνταν άοπλοι εδώ κι εκεί. Αυτό πάντως δεν αποκλείει το ενδεχόμενο πλανήτες άνθρωποι, ιδίως αξιωματικοί, να προσχωρήσουν σε ανταρτικές ομάδες, αν πέσουν πάνω τους.
Μερικές μονάδες διέταξαν να συλλαμβάνονται ή να «εκκαθαρίζονται» οι πρόσφυ γες «βάσει αρχής».66 Άλλος ένας παράγοντας συνέβαλε στη χαλάρωση των αναστολών των στρατιωτι κών όσον αφορά την εκτεταμένη εξόντωση μη ενόπλων: η αυτόματη ταύτιση του εχθρού τους με τους Εβραίους. Οι ντιρεκτίβες του Μαΐου είχαν ορίσει ανελέητη συ μπεριφορά ενάντια στους «μπολσεβίκους υποκινητές, στους αντάρτες, στους δολιοφθορείς, στους Εβραίους, και την πλήρη εξολόθρευση κάθε ενεργητικής και παθητικής αντίστασης». Ακόμα και ο στρατηγός Λέμελσεν, που είχε διαμαρτυρηθεί -πράγμα ασυνήθιστο- για τις «ανεύθυνες, άσκοπες και εγκληματικές» εκτελέσεις αιχμαλώτων πολέμου και αμάχων, έβλεπε τον μπολσεβικισμό σαν το προϊόν μιας «εβραϊκής και εγκληματικής ομάδας». Τέτοιες απόψεις είχαν ως αποτέλεσμα να φαίνεται λογικό το να απομονώνονται οι Εβραίοι για συλλογική τιμωρία, είτε για τα όσα είχαν ήδη κάνει οι μπολσεβίκοι είτε για τις επιθέσεις εναντίον Γερμανών στρα τιωτικών. Αυτό ήταν το σκεπτικό πίσω από την πρόταση του στρατού, που απορρίφθηκε, να εκτοπίζονται Εβραίοι σε αντίπραξη για κάθε αναφορά εκτέλεσης Γερμα νών αιχμαλώτων πολέμου. Και από την αρχή της εισβολής υπήρξαν μαζικές εκτελέ σεις όχι μόνο από τις ΕίηδαΙζβπιρροη και τους ντόπιους συνεργάτες τους, αλλά και από μονάδες της Βέρμαχτ. Οι σφαγές αυτές ξεκίνησαν στη Βαλτική, στα τέλη Ιουνί ου, και εξαπλώθηκαν σε όλη την ανατολική Πολωνία και την Ουκρανία. Τα δδ έκαναν ό,τι μπορούσαν για να συνδέσουν μεταξύ τους τον μπολσεβικισμό, τους παρτιζάνους και τους Εβραίους αμάχους, και ζητούσαν να σκοτώνονται οι γυ ναίκες και τα παιδιά. Στα τέλη Ιουλίου ο Χίμλερ διέταξε «επιχείρηση σκούπα» γύ ρω από το Πινσκ και είπε να οδηγήσουν τις ντόπιες Εβραίες και τα παιδιά τους στους γειτονικούς βάλτους και να τους πνίξουν. "Οταν οι μονάδες ανέφεραν ότι το νερό ήταν πολύ ρηχό, τους εκτέλεσαν μαζικά. Οι διαταγές του Χίμλερ σοκάρισαν ακόμα και μερικούς άντρες των δδ, και, παρόλο που έλεγαν πως διεξήγαν αντιανταρτικές επιχειρήσεις, γνώριζαν πολύ καλά, όπως και όλοι οι άλλοι, πως εδώ επρόκειτο για κάτι πολύ διαφορετικό. Λίγες μέρες αργότερα αυτό επιβεβαιώθηκε με ιδι αίτερα απαίσιο τρόπο. Σε μια ουκρανική κωμόπολη ανακαλύφθηκε μια ομάδα από
ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΗΣ: ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ
171
90 εγκαταλειμμένα παιδάκια, που δεν τα είχαν προσέξει οι δδ-δοηάοτίίοϊηιηαηάοδ μετά την επίσκεψή τους εκεί. Όταν ο στρατηγός φον Ράιχεναου αποφάσισε πως «η επιχείρηση ... έπρεπε να αποπερατωθεί με τον κατάλληλα τρόπο», εκτελέστηκαν από Ουκρανούς βοηθητικούς. Ο αξιωματικός της Βέρμαχτ που τα είχε βρει παρο μοίασε την ιδέα της εκτέλεσης με τις: ωμότητες της ΝΚνο* οι σύντροφοί του, όμως, του εξήγησαν πως «η εξόντωση των Εβραίων γυναικών και παιδιών ήταν ζήτημα επείγουσας αναγκαιότητας, όποια μορφή και αν έπαιρνε».67 Αλλά η Βέρμαχτ εξακολουθούσε σε γενικές γραμμές να κατανοεί αυτές τις εκτε λέσεις σαν κομμάτι του πολέμου εναντίον των παρτιζάνων και των σαμποτέρ. Στα τέ λη Σεπτεμβρίου περισσότεροι από 33.000 Εβραίοι του Κιέβου εκτελέστηκαν στο φα ράγγι του Μπάμπι Γιαρ, εξω από την πόλη. Η σφαγή του Μπάμπι Γιαρ είναι πασίγνωοη^ από μόνη της. Εκείνο που είναι λιγότερο γνωστό είναι ότι συνέβη στην αρχή της γερμανικής κατοχής της πόλης, όταν ωρολογιακές σοβιετικές νάρκες καθυστέρησης τίναξαν στον αέρα πολλά μέλη της αρτισύστατης στρατιωτικής διοίκησης, προκαλώντας χάος και πανικό στα γερμανικά στρατεύματα. Στην πραγματικότητα, μεγάλο μέ ρος του πληθυσμού της πόλης ένιωσε ανακούφιση που είχε απαλλαγεί από τη ΝΚ\Τ> και βοήθησε τους Γερμανούς να εντοπίσουν και να εξουδετερώσουν τις υπόλοιπες νάρκες. Οι Γερμανοί αλλά και πολλοί Ουκρανοί ευχαρίστως απέδωσαν τις εκρήξεις στους Εβραίους και τους συνέδεσαν με τους «παρτιζάνους». Η Βέρμαχτ είχε ήδη κά νει σχέδια να συγκεντρώσει για καταναγκαστικά έργα όσους άρρενες Εβραίους εί χαν απομείνει, όταν έγιναν οι εκρήξεις. Μαζί με τα δδ, αποφάσισαν να αναλάβουν μαζική «τιμωρητική δράση», σε πρωτοφανή ως τότε κλίμακα. Οι εκτελέσεις μέσα στο φαράγγι έγιναν από τη γερμανική αστυνομία των δδ και από Ουκρανούς φρουρούς, που στη συνέχεια κάλυψαν τον τόπο πυροδοτώντας εκρηκτικά στα τοιχώματα του φα ραγγιού, προτού στρωθούν στο διαμέρισμά του ιματισμού και των χρημάτων που ανή καν στα σκοτωμένα θύματά τους. Σε αυτό πια το στάδιο της εισβολής, οι μαζικές εκτε λέσεις Εβραίων ήταν κάτι αρκετά συνηθισμένο, ώστε οι εκτελεστές να ξέρουν πώς να οργανώσουν το γεγονός με τρόπο που να μεγιστοποιεί τα λάφυρα.68 Με δυο λόγια, μπαίνοντας το φθινόπωρο του 1941 οι Εβραίοι σφαγιάζονταν σε μεγάλους αριθμούς υπό το κάλυμμα του αντιανταρτικού πολέμου. Όπως είπε στους άντρες του ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Χίμλερ, ο διοικητής της Είηδ&ΐζ^ηιρρ© Β Άρτουρ Νέμπε: «Όπου υπάρχουν παρτιζάνοι υπάρχουν Εβραίοι, και όπου υπάρχουν Εβραίοι υπάρχουν παρτιζάνοι»** Στην Ουκρανία, ο φιλοναζιστής στρατάρχης φον Ράιχεναου -ένας από τους ευνοούμενους κορυφαίους στρατηγούς του Χίτλερ- εξέδωσε διαταγή που έλεγε στους άντρες του να «κατανοήσουν πλήρως την ανάγκη για σκληρή αλλά δίκαιη εξιλέωση του εβραϊκού υηίοπηβηδοΐιβηΐιιιη». «Ο πόλεμος εναντίον του εχθρού πίσω από το μέτωπο», συνέχιζε η διαταγή, «δεν έχει διεξαχθεί αρκετά σκληρά». Η διαταγή αυτή, που ερχόταν λίγες μέρες μετά τη σφαγή του Μπάμπι Γιαρ, έδινε πράσινο φως για μαζικές δολοφονίες και έκανε νόη
172
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
μα στους στρατιώτες να στηρίξουν χωρίς επιφυλάξεις τα δδ. Το ίδιο έκαναν άλλοι κορυφαίοι στρατηγοί. «Ο αγώνας αυτός εναντίον των Σοβιετικών Ένοπλων Δυνά μεων δεν πρέπει να διεξαχθεί μόνο σύμφωνα με τους ευρωπαϊκούς κανόνες του πο λέμου», δήλωσε ο διοικητής της 11ης Στρατιάς, φον Μανστάιν, τον επόμενο μήνα. Θα διεξαχθεί και πίσω από το μέτωπο: παρτιζάνοι, ελεύθεροι σκοπευτές με πολιτι κά, επιτίθενται σε μεμονωμένους στρατιώτες και σε μικρές μονάδες... Ο εβραϊσμός [Ιικίοηΐιιιη] αποτελεί τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στον εχθρό των μετόπισθεν και στα υπολείμματα του Κόκκινου Στρατού και της Κόκκινης Ηγεσίας που μάχονται ακόμα... Το εβραιομπολσεβίκικο σύστημα πρέπει να εξολοθρευτεί μια για παντα και ποτέ πια να μην του επιτραπεί να επιτεθεί στον ευρωπαϊκό μας Ι^β©η8Γ&ιιπι.6^ Από τον Οκτώβριο και μετά -καθώς οι νέες, σκληρότερες ντιρεκτίβες συνέπιπταν με την εντατικοποίηση της δραστηριότητας των παρτιζάνων- οι θάνατοι των αμά χων αυξήθηκαν απότομα. Η πολιτική της σύλληψης ομήρων γέννησε κι αυτή μια δι κή της αντιεβραϊκή διάσταση. Στα Βαλκάνια, ολόκληρος ο εβραϊκός πληθυσμός του Βελιγραδιού κυκλώθηκε από τον τοπικό στρατιωτικό διοικητή για να χρησιμεύσουν σαν όμηροι. Στην Ουκρανία, ο διοικητής της Νότιας Περιοχής Μετόπισθεν Στρα τού, στρατηγός Καρλ φον Ρόκες, έδωσε εντολή στις μονάδες να ξεδιαλέγουν κατά προτίμηση Εβραίους και Ρώσους για εκτελέσεις σε αντίποινα, παρά Ουκρανούς. Αυτό, βέβαια, δεν σήμαινε ότι τερματίζονταν οι εκτελέσεις Ουκρανών (αλλά και Σέρβων)* αντιθέτως, χωρικοί συνέχισαν να δολοφονούνται σε μεγάλους αριθμούς σε εφόδους αντιποίνων - μαζί με τα γυναικόπαιδα. Μόνο που αυτοί, σε αντίθεση με τους Εβραίους, γίνονταν σε γενικές γραμμές στόχος στο πλαίσιο του πραγματικού αντιανταρτικού πολέμου.70 Τον Οκτώβριο πια και τον Νοέμβριο, οι Γερμανοί στρατιώτες και αστυνομικές μονάδες είχαν εντολή να κάνουν τους Εβραίους να «εξαφανιστούν» από την ύπαι θρο, και ο αντιανταρτικός αγώνας είχε γίνει ένα προκάλυμμα γενοκτονίας. Νωρίς το πρωί της 6ης Οκτωβρίου, για παράδειγμα, δεκαπενταμελής ομάδα ενός συντάγ ματος πεζικού που στάθμευε σε κωμόπολη της Λευκορωσίας έλαβε την εντολή να εκτελέσει τους περίπου 1.000 Εβραίους που ζούσαν εκεί. Αυτό και έκαναν, σε παρ τίδες των δέκα, προτού προχωρήσουν προς τα γειτονικά χωριά. Εθελοντές ανάμεσά τους συμμετείχαν με χαρά σε αυτά τα «εβραίικα παιχνίδια»* όταν επέστρεψαν, ο αξιωματικός που τους διοικούσε ανήγγειλε πως «είχαν εκτελέσει παρτιζάνους σε ώρα δράσης». Όπως όμως επιβεβαίωσε ένας από τους δράστες μετά τον πόλεμο: «Στην πραγματικότητα, ήτανε γενικά γνωστό στο λόχαότι αυτό σήμαινε τους Εβραί ους, που δεν ήτανε καθόλου παρτιζάνοι». Στις αρχές Δεκεμβρίου τέτοιες μονάδες, μαζί με αποσπάσματα της αστυνομίας, είχαν πια εκτελέσει περίπου 20.000 Λευκορώσους Εβραίους. Έ ξι μήνες αργότερα, ο γενικός κομισάριος Βίλχελμ Κούμπε έγραφε από το Μινσκ ότι «με τους Εβραίους... κύριο φορέα του παρτιζάνικου κινή
ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΗΣ: ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΣΟΒΙΕΉΚΗ ΕΝΩΣΗ
173
ματος» της περιοχής, 55.000 Λευκορώσοι Εβραίοι είχαν «εκκαθαριστεί» μέσα σε δέκα εβδομάδες και προέβλεπε ότι οι λίγοι που έμεναν ζωντανοί θα εκτελούνταν τελικά και αυτοί, αποκλείοντας έτσι -όπως το διατύπωσε- τον κίνδυνο οι παρτιζά νοι «να μπορούν ακόμη να βασιστούν στους Εβραίους σε πραγματικό βαθμό».71 Τώρα πια η ταύτιση των Εβραίων με τους παρτιζάνους είχε γίνει αυτοεκπληρωνόμενη προφητεία: οι λιγοστοί επιζώντες του προπολεμικού εβραϊκού πληθυ σμού της περιοχής, που αριθμούσε σχεδόν ένα εκατομμύριο ανθρώπους, μην έχο ντας άλλο καταφύγιο, τράβηξαν προς τους παρτιζάνους. Παρ’ όλη την ύπαρξη εβραϊκών ανταρτικών ταξιαρχιών και στρατοπέδων, οι Εβραίοι αποτελούσαν μόλις το 5 τοις εκατό της συνολικής δύναμης των παρτιζάνων. Η εξόντωση των Εβραίων ήταν αποτελεσματική γιατί ήταν τόσο εύκολη. Μικρή όμως επίδραση είχε στην πράξηΤεναντια σ’ έναν εχθρό που τον αποτελούσαν κυρίως Λευκορώσοι, Ουκρανοί και Ρώσοι.72
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ Ακόμη και όπου δεν υπήρχε ανταρτική απειλή, οι Εβραίοι από τις πρώτες κιόλας μέρες της εισβολής ξεδιαλέγονταν και εκτελούνταν. Μετά από άγρια μάχη για την απόσπαση του κρίσιμου λιμανιού της Βαλτικής Λιεπάγια (Λιμπάου) από τους Σο βιετικούς στα τέλη Ιουνίου, η Βέρμαχτ προέτρεψε τους υπερασπιστές να παραδο θούν, λέγοντάς τους ότι: «Δεν θέλουμε τίποτε από σας. Εμείς σκοτώνουμε μόνο Εβραίους και κομμουνιστές». Ό χι μόνο μέλη του δδ-Επίδ&ΐζΙίοιηιηαηάο Ια αλλά και κανονικοί στρατιώτες δολοφονούσαν Εβραίους αμάχους μέσα στην πόλη και στα γύρω χωριά τις επόμενες μέρες. Οι στρατιωτικοί διοικητές θέσπισαν τα πρώτα μέ τρα διακρίσεων εναντίον των Εβραίων: τους ανάγκασαν να παρουσιάζονται για δουλειά και να φορούν ένα κίτρινο αστέρι και τους απαγόρευσαν να βρίσκονται σε δημόσιους χώρους. Και ήταν ο διοικητής της φρουράς της Λιεπάγια που είπε σε το πική ομάδα εκτελέσεων των δδ να αρχίσει μαζικές εκτελέσεις, οι οποίες διήρκεσαν ως τα μέσα Ιουλίου και είχαν τελικά όχι λιγότερα από 2.500 θύματα. Τα συμβάντα αυτά αποτελούσαν εξαίρεση μόνο ως προς το χρόνο που συνέβησαν: έξι μήνες αρ γότερα, είχαν γίνει κοινότοπα σε όλα τα κατεχόμενα εδάφη.73 Οι σφαγές της Λιεπάγια κατέδειξαν τη στενή συνεργασία ανάμεσα στο στρατό και στα δδ, την οποία εξέτρεφε ο ιδεολογικός ζήλος που ταύτιζε τους Εβραίους με την εγκληματικότητα και τον μπολσεβικισμό. «Ο αγώνας εναντίον του μπολσεβικισμού», διέταζε η ΟΚ\ν στις 12 Σεπτεμβρίου 1941, «απαιτεί ανελέητη και δραστήρια επίθεση πάνω απ’ όλα εναντίον των Εβραίων, των κύριων φορέων του μπολσεβικισμού».74Να σημειωθεί επίσης ο θεαματικός χαρακτήρας πολλών φονικών, αφού γί νονταν συχνά προς γενική θέα στρατιωτών και αμάχων. Στην πόλη Ντάουγκαβπιλς
174
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
της ανατολικής Λετονίας σκοτώθηκαν 13.000 Εβραίοι, κάποιοι στους δημόσιους κή πους στο κέντρο της πόλης και άλλοι σ’ ένα κοντινό μέρος όπου πήγαινε ο κόσμος για ξεκούραση τα Σαββατοκύριακα. Δεν επρόκειτο, δηλαδή, για τις μυστικές Λ εκτελέσεις στα πολωνικά στρατόπεδα θανάτου του επόμενου έτους* αντιθέτως, ήταν το επόμενο επεισόδιο σ’ ένα είδος φονικού μαρτυρολογίου. Γιατί, καθώς οι Γερμανοί προέλαυναν από τη μια πόλη στην άλλη στην περιοχή που είχε καταλάβει ο Κόκκι νος Στρατός μετά τον Σεπτέμβριο του 1939, τα πτώματα που άφηνε πίσω της η ΝΚ\Τ> μεταφέρονταν κατά κανόνα και εκτίθονταν σε δημόσια θέα* γινόταν επίσης αναφο ρά και στα άλλα θύματα του μπολσεβικισμού. Ως υπεύθυνοι ξεδιαλέγονταν οι Εβραίοι και αναγκάζονταν να ξεθάψουν τα πτώματα και να τα ξαναβάψουν, για να πέσουν μετά οι ίδιοι θύματα των Γερμανών και των παραστατών τους. Με δημόσιες εκτελέσεις στις πλατείες των χωριών και των πόλεων, οι Γερμανοί προειδοποιού σαν εμμέσως τους μη Εβραίους ντόπιους τι θα πάθαιναν και οι ίδιοι, και συνάμα τους καθιστούσαν συνενόχους.75 Παρά την ανάμειξη της Βέρμαχτ στα καθαυτό φονικά, η αντιεβραϊκή πολιτική ήταν το «τσιφλίκι» των δδ. Οι οδηγίες του Χάυντριχ προς τις Είηδίίΐζ§ηιρρ©η αρχικά όριζαν την εκστρατεία αυτοκαθαρισμού τους κυρίως στο πλαίσιο του αγώνα ενα ντίον του μπολσεβικισμού. Στις 2 Ιουλίου τούς δόθηκε η εντολή να εκκαθαρίσουν τα κομμουνιστικά στελέχη και «τους Εβραίους στις κομματικές και τις κρατικές θέ σεις», καθώς και «τα άλλα ριζοσπαστικά στοιχεία (δολιοφθορείς, προπαγανδιστές, ελεύθερους σκοπευτές, όσους αποπειρώνται πολιτικές δολοφονίες, αγκιτάτορες κ.λπ.)». Έπρεπε όμως επίσης να προτρέψουν τους τοπικούς πληθυσμούς να ξεκινή σουν «προσπάθειες αυτοκάθαρσης που θα αναληφθούν από τα αντικομμουνιστικά ή αντισημιτικά στοιχεία στις περιοχές που θα καταληφθούν» - πράσινο φως στις σφαγές που ξέσπασαν σε πολλά μέρη της δυτικής Ουκρανίας και της Βαλτικής κατά τις πρώτες εβδομάδες της κατοχής. Το δεύτερο αυτό πακέτο διαταγών υπονοούσε πολύ ευρύτερη στοχοποίηση των Εβραίων απ’ ό,τι το πρώτο και σήμαινε να βάλουν τους ντόπιους αντισημίτες να κάνουν τη βρόμικη δουλειά των δδ, χωρίς ν’ αφήνουν δυνάμει ενοχοποιητικά έγγραφα.76 Συνεπώς, οι Είηδ&Ιζβπιρροη σύντομα προέτρεψαν τις «λιθουανικές παρτιζάνικες ομάδες» (διάβαζε: τις φιλογερμανικές πολιτο φυλακές) και τις «ανεξάρτητες ομάδες» να κάνουν πογκρόμ και σφαγές. Ακόμα κι έτσι όμως, ο ρυθμός των εκτελέσεων ήταν πολύ αργός για τα δδ. Στις 13 Ιουλίου, ο αρχηγός της Είηδ&ίζβηιρρ© Β ανέφερε πως «μονάχα 96 Εβραίοι εκτελέστηκαν τις πρώτες ημέρες» στο Γκρόντνο και στη Λίντα* συνεπώς, «διέταξα να γίνουν εντονό τερες προσπάθειες». Στη Λετονία, οι Γερμανοί στην αρχή ήταν απογοητευμένοι από την παθητικότητα των ντόπιων, αλλά η φονική ενεργητικότητα που επέδειξαν η αστυνομία και οι φασιστικές ομάδες γρήγορα τους έκαναν να αλλάξουν γνώμη.77 Η Λετονία και η Λιθουανία, με τους σχετικά μικρούς εβραϊκούς πληθυσμούς τους και την ευρεία λαϊκή απέχθεια για τη βραχύβια μα βαρύτατη σοβιετική κατοχή,
ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΗΣ: ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ
175
έγιναν το αρχικό εργαστήριο της γενοκτονίας. Οι πολιτικοί διοικητές του Ρόζεν μπεργκ εποφθαλμιοΰσαν τις εβραϊκές περιουσίες και έλπιζαν να συγκεντρώσουν οι ίδιοι τους Εβραίους σε γκέτο, σαν αιχμάλωτο εργατικό δυναμικό. Τα δδ όμως, που ήταν βαθύτατα δυσαρεστημένα από το αδιέξοδο της εβραϊκής πολιτικής στην Πο λωνία και ήθελαν να αποφυγουν παρόμοιες καθυστερήσεις στη σοβιετική .περίπτω ση, είχαν στο μυαλό τους κάτι πολΰ πιο δραματικό. Σΰμφωνα με τον εκπρόσωπο του Χίμλερ και πρώην αξιωματικό της Γκεστάπο, Φραντς Σταλέκερ, ο οποίος έφτασε στη Ρίγα αφοΰ είχε υπηρετήσει στη Βιέννη, στην Πράγα και στη Νορβηγία, η περιο χή της Βαλτικής παρείχε την ευκαιρία για πραγματικά «ριζικό χειρισμό του εβραϊ κού ζητήματος» για πρώτη φορά: οι Εβραίοι της Βαλτικής μπορούσαν να ξεριζω θούν, γιατί δεν ήταν τόσο σημαντικοί για την οικονομία όσο ήταν οι άλλοι στη Γενι κή Κυβέρνηση* επιπλέον, έπρεπε να ξεριζωθούν, γιατί, σε αντίθεση με εκεί, λει τουργούσαν ως «φορείς του μπολσεβικισμού». Ο Σταλέκερ είπε στους άντρες του Ρόζενμπεργκ ότι θα «καθάριζαν την ύπαιθρο» και θα συγκέντρωναν τους Εβραίους σε λιγοστές πόλεις, όπου θα τους «ξεδιάλεγαν» ανάλογα με την ικανότητά τους για εργασία. Επρόκειτο για συνταγή συστηματικών μαζικών δολοφονιών που υποκλινό ταν το λιγότερο δυνατό στις ανάγκες της τοπικής οικονομίας του πολέμου.78 Ο Σταλεκερ ήταν άνθρωπος που κρατούσε το λόγο του, κι έτσι η Είηδ&ίζ^ηιρρ© Α, την οποία διοικούσε, εξαπέλυσε φονικό κύμα σε όλη την περιοχή. Στοχεύοντας στην πλήρη εκμηδένιση, έχοντας την προτροπή του ίδιου του Χίμλερ και βοηθούμενα από το διορισμό του δολοφονικού Φρίντριχ Γέκελν ως ανώτερου αρχηγού των δδ και της αστυνομίας στη Ρίγα τον Οκτώβριο του 1941, τα δδ υπερνίκησαν όλες τις αντιρρήσεις του Ρόζενμπεργκ και του Λόζε. Στις αρχές του 1942, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ίδιου του Σταλέκερ, η μονάδα είχε σκοτώσει 229.052 Εβραίους, και απέμεναν μόλις 3.700 που δούλευαν στα στρατόπεδα και στα γκέτο της Λετο νίας* επίσης, 34.500 στη Λιθουανία: η περιοχή της Βαλτικής είχε το ζοφερό προνό μιο να γίνει το πρώτο μέρος της Ευρώπης που κηρύχθηκε ]υάβη£τ©ί. Από τη σκοπιά των δδ, επρόκειτο για επίτευγμα και ευκαιρία: τα γκέτο της Οστλάνδης που άδειαζαν με ταχύ ρυθμό φάνταζαν τώρα ως το μέρος όπου μπορούσαν να εκτοπίσουν και τελικά να σκοτώσουν τους επιζώντες Εβραίους της ίδιας της Γερμανίας, παρακά μπτοντας τη Γενική Κυβέρνηση. Όλο το χειμώνα του 1941-42 γίνονταν μεταφορές από τη Γερμανία, την Αυστρία και το Προτεκτοράτο στη Ρίγα και στο Μινσκ, όπου πολλοί τουφεκίζονταν αμέσως. Οι μισοί από αυτούς που στέλνονταν στη Ρίγα έβρι σκαν το θάνατο μέσα σε λίγους μήνες. Από τις χιλιάδες Γερμανοεβραίους που έφτασαν στο Μινσκ, μόλις δέκα ζούσαν ακόμα στην Απελευθέρωση. Φυσικοί αυτουργοί σε πολλές εκτελέσεις ήταν οι ιθαγενείς βοηθητικές μονά δες, που είχαν επικεφαλής άντρες όπως ο Λετονός αστυνομικός Βίκτορ Αράις. Στη Βαλτική, οι αστυνομικοί και οι οικογένειές τους είχαν πρωτύτερα στοχοποιηθεί από τη ΝΚΥϋ. Μα η όποια αντίληψη περί εκδίκησης δεν ήταν το μόνο κίνητρο των
176
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
σαδιστών «μισεβραιων» του τύπου του Αράις: διακατέχονταν επίσης από εθνικό ζήλο, από τη μέθη της εξουσίας και από απληστία. Συχνά πιωμένοι, αυτός και οι άντρες του λυμαίνονταν την ύπαιθρο της Λετονίας βασανίζοντας, βιάζοντας και σκοτώνοντας. Τους βοηθούσαν και οι μονάδες της τακτικής αστυνομίας, συλλαμβάνοντας και φρουρώντας τους Εβραίους ώσπου να καταφτάσουν οι ομάδες θανάτου. Στα χωριά, χωροφύλακες έπαιρναν τις διαταγές τους και ευπειθώς πήγαιναν σε κτήματα όπου υπήρχε αναφορά ότι κρύβονταν Εβραίοι, τους πυροβολούσαν στα χωράφια ή στα δάση εκεί κοντά, και πρόσταζαν τους εργάτες να θάψουν τα πτώμα τά τους.79 Οι άλλες ομάδες θανάτου των δδ έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μην υστερήσουν σε σχέση με τον Σταλέκερ. Στα μέσα Οκτωβρίου, όταν η Είηδ&ίζ§πιρρ© Α ανέφερε πια ήδη 118.430 Εβραίους εκτελεσμένους στην Οστλάνδη (παράλληλα με 3.387 «κομμουνιστές»), η Είηδα1ζ£ΐτιρρ© Ο πιο νότια καμάρωνε για τις δικές της 75.000 πε ρίπου. Έ να μήνα αργότερα, η ΕίηδαΙζβπιρρ© Β υπολόγιζε τα θύματά της ως τα τέλη Οκτωβρίου στις 45.467, και στις 12 Δεκεμβρίου η νοτιότατη Είηδαϊ:ζ§ηιρρ© ϋ ανέφε ρε 54.696, από τα οποία η μεγάλη πλειονότητα ήταν Εβραίοι. Αν λάβουμε υπόψη ότι κι άλλα αποσπάσματα των δδ και επίσης -όπως είδαμε- οι μονάδες της Βέρμαχτ κυ νηγούσαν τους Εβραίους με μαζικές εκτελέσεις και «επιχειρήσεις σκούπα», φαίνε ται λογικό ότι στο τέλος του χρόνου τουλάχιστον μισό εκατομμύριο Εβραίοι είχαν σκοτωθεί από τις γερμανικές δυνάμεις πίσω από τις γραμμές του μετώπου, αριθμός που πιθανόν να αυξήθηκε κατά ακόμη 50 τοις εκατό ως τον ερχομό της άνοιξης.80 Ιστορικά, η ανατολική Ευρώπη δεν ήταν ένας τόπος όπου οι σκοτωμοί αμάχων ήταν άγνωστοι. Παρά ταύτα, οι τεράστιοι αυτοί αριθμοί δεν συγκρίνονταν με τους θανάτους ούτε του υπό εξέλιξη αντιανταρτικού πολέμου ούτε των παλιότερων αντιεβραϊκών εκστρατειών στα εδάφη υπό γερμανικό έλεγχο. Τίποτε ανάλογο -είτε αριθμητικά είτε ως προς τη συστηματική οργάνωση- δεν είχαν ζήσει οι άνθρωποι στα τσαρικά πογκρόμ ή στην αιμοσταγή μεσοβασιλεία του 1918-19, όταν χιλιάδες εί χαν πεθάνει στα χέρια των πολωνικών και των ουκρανικών ένοπλων σωμάτων. Ο ντοπιος αντισημιτισμός συχνά εκδηλωνόταν ανοιχτά· επέτρεπε στους Γερμανούς να στρατολογούν παραστάτες και συχνά δυσκόλευε την απόδραση ή την απόκρυψη των θυμάτων. Όμως δεν ήταν η κύρια αιτία* αυτή ήταν μια σειρά από πολιτικές αποφά σεις των Γερμανών. Αυτά τα συμβάντα δείχνουν ότι κάποια στιγμή στις αρχές του φθινοπώρου η ναζιστική ηγεσία πήρε την απόφαση να προσπαθήσει να απαλλάξει τα κατεχόμενα σοβιετικά εδάφη από τον εβραϊκό τους πληθυσμό. Μολονότι όμως ως τα τέλη του 1941 είχαν χαθεί μισό εκατομμύριο Εβραίοι, υπήρχαν ίσως δύο ακόμα εκατομμύρια στα πρώην σοβιετικά εδάφη που παρέμεναν ζωντανοί. Οι ίδιοι οι ηγέτες των Είηδα1:ζ§πιρρ©η πίστευαν ότι, ενώ «εξάλειφαν τους Εβραίους στον μέγιστο δυνατό βαθμό»5έξω από τη Βαλτική «η πλήρης εκκαθάριση των Εβραίων δεν είναι εφικτή, τουλάχιστον για την ώρα». Δεν έφταιγε μόνο το ίδιο
ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΗΣ: ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ
177
το μέγεθος του εβραϊκού πληθυσμού της Ε.Σ.Σ.Δ., σε σύγκριση με τον σχετικά μικρό αριθμό των μονάδων των δδ -μόλις 3.500 άντρες συνολικά- που είχαν αναλάβει το έργο. Ούτε ήταν μόνο ο χειμώνας που επιβράδυνε τα πράγματα ούτε η αυξανόμενη απροθυμία του πληθυσμού να υποστηρίξει τους Γερμανούς εκτελεστές, όσο πιο ανατολικά προχωρούσαν. Ήταν επίσης ο κρίσιμος ρόλος τον οποίο κατείχαν οι Εβραίοι ως τεχνίτες και εργάτες στην τοπική οικονομία πολλών πόλεων. Ακόμα και μερικοί Γερμανοί φρονούσαν ότι οι Εβραίοι δεν ήταν η μοναδική πηγή «πολιτικού κίνδυνου» και υποστήριζαν ότι «δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε το κύριο έργο μας, που είναι η καταστροφή του κομμουνιστικού συστήματος, προς όφελος της ευ κολότερης δουλειάς, που είναι η καταστροφή των Εβραίων». Σύμφωνα με άλλους, το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός Εβραίων είχε διαφύγει πίσω από τα Ουράλια «αποτελεί μείζονα συμβολή στην επίλυση του εβραϊκού ζητήματος στην Ευρώπη». Με άλλα λόγια, για πολλούς εμπλεκομένους στον ίδιο τον φονικό μηχανισμό της κατοχής, υπήρχαν σοβαροί πολιτικοί και οικονομικοί λόγοι για τους οποίους δεν έπρεπε να επιδιωχθεί η πλήρης εκμηδένιση του εβραϊκού πληθυσμού στην ευρύτε ρη περιοχή.81 Αλλιώς όμως έβλεπαν τα πράγματα οι διαμορφωτές της πολιτικής στο Βερολί νο. Γι’ αυτούς η εξόντωση είχε προτεραιότητα σε σχέση με τις οικονομικές παρα μέτρους, κι έτσι τους χειμωνιάτικους μήνες του 1941/42 ο φονικός μηχανισμός ενισχύθηκε. Φορτηγάκια αερίου από το Βερολίνο περιόδευαν στην ύπαιθρο της Λευ κορωσίας και της Ουκρανίας, παρέχοντας κινητά μέσα δηλητηρίασης* ταυτόχρο να, καθώς οι εκτελέσεις επιταχύνονταν, η καταπόνηση των μικρών μονάδων των ΕίηδαΙζ§πχρρ€η σταδιακά μειωνόταν χάρη σε μια τεράστια συγκέντρωση δυνάμεων χωροφυλακής και βοηθητικών στις περιοχές με πολιτική διοίκηση: στα μέσα του 1942 αυτές αριθμούσαν 165.000 άτομα και στις αρχές του 1943 έφτασαν στο μέγιστο των 300.000 περίπου. Οι Γερμανοί αυτοί αστυνομικοί και οι Ουκρανοί παραστάτες τους ήταν εκείνοι που διεκπεραίωσαν πολλές από τις εκτελέσεις από το 1942 και μετά.82 Στη Λευκορωσία, όπου οι περισσότεροι Εβραίοι είχαν βγει ζωντανοί από το χει μώνα του 1941, οι διοικητές εξαπέλυσαν νέο γύρο σφαγών στις αρχές του 1942, που τον παρακώλυε μόνο η παγωμένη γη, η οποία «εμπόδιζε το σκάψιμο λάκκων, όπως το απαιτούσαν οι μαζικοί τάφοι για τους Εβραίους». Μόλις άρχισαν να λιώνουν οι πάγοι, οι εκτελέσεις εντάθηκαν. Ο γενικός κομισάριος Κούμπε, που χρειαζόταν χρόνο ώσπου να συνηθίσει στην ιδέα της εκτέλεσης Εβραίων φερμένων από τη Γερ μανία -ανάμεσά τους ήταν παλαιοί πολεμιστές, που προέρχονταν «από τους ίδιους πολιτιστικούς κύκλους όπως εμείς»-, δεν εκδήλωσε τον ίδιο προβληματισμό για τα μέλη των «κτηνωδών ορδών» της περιοχής. Το συνωστισμένο γκέτο του Μινσκ έγινε σύντομα το σπίτι δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων που έτρεμαν από το κρύο απένταροι και τρομοκρατημένοι, οι οποίοι έβρισκαν καταφύγιο μέσα στα ερείπια που δεν εί
178
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
χαν ισοπεδωθεί από τους Γερμανούς. Οι περισσότεροι δολοφονήθηκαν σε μια σει ρά εκτελέσεις που έγιναν όλο το 1942. Στις αρχές του 1943 ο Κούμπε έδειχνε με κα μάρι στους ανατριχιασμένους Ιταλούς το εσωτερικό της εκκλησίας του Μινσκ, όπου λόφοι ολόκληροι από βαλίτσες και μπόγους μαρτυρούσαν την επιτυχία της γενοκτονίας. Στην Ουκρανία, ο Κοχ λαχταρούσε κι αυτός να δει τους Εβραίους να σκοτώνο νται, ώστε να μειώσει την τοπική ζήτηση τροφίμων, και προέτρεπε τους ανθρώπους του να συνεργάζονται με τα δδ. Ο ίδιος ο Χίμλερ ειπε στους αρχηγούς των δδ και της αστυνομίας του να εφαρμόξουν στο ακέραιο τις διαταγές του για εξόντωση όλων των Εβραίων, ώστε να «καθαρίσουμε την Ουκρανία, με σκοπό τη μελλοντική εγκα τάσταση Γερμανών». Στα τέλη Ιουλίου του 1942 δεν αντεξε άλλο να περιμένει να επιλυθεί μια μακρόχρονη έριδα γύρω από το πώς έπρεπε να ορίζεται η εβραϊκή ταυ τότητα, και έδωσε εντολή να μην πελαγώνουν με ορισμούς: το βασικό ζήτημα ήταν ότι «τα κατεχόμενα ανατολικά εδάφη πρέπει να γίνουν ελεύθερα Εβραίων». Οι πο λιτικοί διοικητές του Ρόζενμπεργκ συνεργάστηκαν πρόθυμα, απογράφοντας τους Εβραίους και αναγκάζοντας όσους ζούσαν σε απομονωμένες αγροτικές περιοχές να μετακομίσουν σε αυτοσχέδια γκέτο. Μάλιστα, οι άνθρωποι του Ρόζενμπεργκ ανέκτησαν σταδιακά τον έλεγχο των αστυνομικών τους δυνάμεων από τα δδ του Χίμλερ. Αυτό όμως δεν σήμανε καμιά μείωση στο ρυθμό των δολοφονιών. Αντιθέτως, το δεύτερο κύμα, που κράτησε όλο το 1942 και την επόμενη χρονιά, ήταν ακόμα πιο θανατηφόρο από εκείνο του 1941-42. Σύμφωνα με πρόσφατο υπολογισμό, μετά τον Απρίλιο του 1942 πέθαναν διπλάσιοι Εβραίοι απ’ ό,τι πριν.83 Όταν ήρθε η ωρα της αποχώρησης των Γερμανών, σαφώς περισσότεροι από δύο εκατομμύρια Εβραίοι εντός των συνόρων του 1941 είχαν σκοτωθεί. Από αυτούς, ίσως το 1,6 εκατομμύριο ζούσε στα εδάφη που είχε καταλάβει η Ε.Σ.Σ.Δ. μετά το 1939. Έτσι, η γεωγραφία έπαιξε τελικά καθοριστικό ρόλο. Οι Εβραίοι δέχθηκαν το κύριο βάρος της γερμανικής βίας παντού, αλλά εκεί όπου πέθαναν σε μεγαλύτερους αριθμούς ήταν στις περιοχές τις οποίες είχε καταλάβει σχετικά πρόσφατα ο Κόκκι νος Στρατός. Εκεί ήταν που οι ομάδες εκτέλεσης των Γερμανών χτύπησαν πρώταπρώτα και με τη λιγότερη προειδοποίηση, και εκεί εκμεταλλεύτηκαν με επιτυχία το μίσος των πολωνικών, των βαλτικών και των ουκρανικών πληθυσμών για τους Σο βιετικούς κατακτητές. Η κουλτούρα του οτετλ του παλιού τσαρικού Περιχαρακώματος, καρδιά του ρωσικού εβραϊσμού πριν από το 1939, δεν ανένηψε ποτέ.84
Κάντε πάλι γερμανική αυτήν τη γη για μένα!
Η πιο ριζική και θεωρητικά πιο τέλεια λύση του προβλήματος θα ήταν η πλήρης απέ λαση όλων των Τσέχων από τη χώρα και η εγκατάσταση Γερμανών σε αυτήν. Η λύση αυτή, όμως, είναι αδύνατη, γιατί δεν υπάρχουν αρκετοί Γερμανοί για την άμεση κα τοίκηση των εδαφών που θα ανήκουν στο προβλέψιμο μέλλον στην έκταση της Μεγά λης Γερμανίας. [Η απέλαση όλων των Τσέχων] θα άφηνε τα χωράφια χέρσα και τις πόλεις έρημες. Προτέκτορας του Ράιχ, φον Νόυρατ, Πράγα, 19401
Ένας Πρώοος δημόσιος υπάλληλος ονόματι Φραντς Μποκ, φτάνοντας στην κωμό πολη Πονιατόβετς του Βάρτεγκαου ως δήμαρχός της το 1941, βρέθηκε στις ερημιές των μεθοριακών περιοχών του Ράιχ. Ήταν ένας καθυστερημένος τόπος, με άξεστους αλλά πρακτικούς ανθρώπους. Ο προϊστάμενός του ο έπαρχος ήταν πρώην χασάπης* ο τελευταίος δήμαρχος χρησιμοποιούσε για δημαρχείο το τοπικό καφενείο. Η ζωή εκεί φάνταζε παράξενη, δεν του ήταν οικεία. Την πρώτη μέρα αναρωτιόταν γιατί οι κάτοικοι της πόλης τον καλωσόριζαν με τόσους τεμενάδες και έκαναν στην άκρη να περάσει. Γιατί άραγε οι μόνοι άνθρωποι της πόλης που μιλούσαν σωστά γερμανικά ήταν οι Εβραίοι, ενώ ο Γερμανός που είχε το τοπικό εργοστάσιο τσιμέντου απαντού σε στις ερωτήσεις του σε μια ακατανόητη ημιπολωνική διάλεκτο; Και ποιοι ήταν αυ τοί οι νιόφερτοι από τα Βαλκάνια με τις παράξενες φορεσιές, που ισχυρίζονταν πως ήταν μειονοτικοί Γερμανοί πρόσφυγες από κάπου πιο πέρα από τη Ρουμανία;2 Ο Μποκ είχε κάθε διάθεση να κάνει ό,τι του αναλογούσε για την αποκατάσταση της «γερμανοσύνης». Χρειαζόταν προφανώς πολλή «εθνική δουλειά» για να μπει ο τόπος σε μια σειρά. Μα η αλαζονεία και η ανοησία των ναζί συναδέλφων τού έβαζαν συνεχώς προσκόμματα. Δύο άντρες των δδ ήρθαν να προβάλουν την τελευταία προ παγανδιστική ταινία του Γκαίμπελς, Η επιστροφή στην πατρίδα , που περιέγραφε την προπολεμική γερμανική μειονότητα της Πολωνίας σαν ανήμπορο θύμα βιαιοτήτων που το έσωσε ο Φύρερ, και ο Μποκ αναρωτιόταν τι νόημα είχε να συδαυλίζουν τα αι
180
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
σθήματα εναντίον των Πολωνών, ιδίως αφοΰ διάφοροι ντόπιοι είχαν γλιστρήσει πα ράνομα μέσα στο σινεμά και παρακολουθούσαν την ταινία. «Ό,τι έχτιζα για μήνες, η ταινία αυτή θα μου το καταστρέψει μέσα σε λίγες ώρες», έγραφε φουρκισμένος. Τα πράγματα δεν βελτιώθηκαν την επόμενη νύχτα, όταν οι δύο σινεματζήδες, μεθυσμέ νοι, ξύπνησαν τον «Εβραίο Πρεσβύτατο» της κωμόπολης και τον διέταξαν με τα όπλα στο χέρι να στείλει τίποτα κοπέλες στα δωμάτιά τους. Πράγματι, στάλθηκαν μερικές Εβραιοπούλες, έγινε ένας τσακωμός, και όταν η είδηση μαθεύτηκε σε όλη την πόλη οι δύο Γερμανοί συνελήφθησαν και κλείστηκαν στο κρατητήριο, γιατί εί χαν παραβεί τους φυλετικούς νόμους. Λίγο αργότερα, όταν καταλάγιασε αυτή η ιστορία, ήρθε ένα κλιμάκιο της Γκεστάπο και διέταξε τον Μποκ να ξεδιαλέξει μερι κούς από τους Εβραίους «του» για να εκτελεστούν δημόσια. Το πράγμα δεν πήγαινε άλλο και ο Μποκ παραιτήθηκε, πεπεισμένος ότι επί κάιζερ υπήρχε καλύτερη διακυ βέρνηση. Η προσπάθεια να ξανακάνει γερμανική την πρώην πολωνική γη ήταν ^άτι απείρως δυσκολότερο, πιο δυσάρεστο και πιο άνομο απ’ ό,τι είχε ποτε φαντασχεί.3 Όπως άλλοι Γερμανοί της γενιάς και της τάξης του, ο Μποκ δεν ειχε ανάγκη ται νίες όπως Η επιστροφή στην Πατρίδα για να του θυμίσουν τα βάσανα των μειονοτι κών Γερμανών στην ανατολική Ευρώπη μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Όλοι ήξεραν πως, μετά το 1918, η γη τους είχε δημευτεί ή είχε περικυκλωθεί από επιδο τούμενα συμπλέγματα νέων οικισμών. Εχθρικοί κρατικοί λειτουργοί τούς αποθάρ ρυναν να μιλούν γερμανικά ή να δηλώνουν Γερμανοί στις απογραφές, κι ως και το ίδιο το τοπίο είχε απογερμανιστεί με αλλαγές στα ονόματα των οικογενειών, των οδών και ολόκληρων πόλεων. Σε πολλές περιοχές οι Γερμανοί είχαν εκδιωχθεί συ νειδητά* σε άλλες, είχαν πουλήσει τα πάντα και είχαν φύγει ή είχαν ενδώσει στην πίεση να αλλάξουν εθνικότητα. Το ναζιστικό καθεστώς θεωρούσε προτεραιότητά του να αντιστραφούν τα αποτελέσματα αυτών των δεκαετιών. «Κάντε πάλι γερμανι κή αυτή τη γη για μένα!» είχε διατάξει έναν κρατικό λειτουργό ο Χίτλερ, μετά την κατάκτηση της Γιουγκοσλαβίας το 1941 Ίδιο, ουσιαστικά, ήταν το μήνυμά του και προς οσους διόριζε στις άλλες μεθοριακές περιοχές του Ράιχ.4 Ο στόχος του Χίτλερ, όμως, δεν ήταν απλώς να αντιστρέψει τις απώλειες που εί χαν υποστεί η Πρωσία και η αψβουργική αυτοκρατορία το 1918, αλλά να δημιουρ γήσει ένα γερμανικό κράτος σε μια πρωτάκουστη ως τότε κλίμακα και να κάνει όλους τους Γερμανούς, όποιες και αν ήταν οι πολιτικές τους απόψεις ή αφοσιώσεις, να παίξουν τον δικό τους ρόλο σε αυτό. Οι ναζί, διαθέτοντας τους πόρους του ισχυ ρότερου ευρωπαϊκού κρατικού και αστυνομικού μηχανισμού, οδήγησαν τις αναγκα στικές μετακινήσεις πληθυσμού και τις αποικιακές εγκαταστάσεις σε νέα άκρα. «Επαναπάτρισαν» στο Ράιχ σχεδόν 800.000 μειονοτικούς Γερμανούς και σχέδιασαν νέες πόλεις όπου θα ζούσαν εκατομμύρια περισσότεροι. Παράλληλα, σκόπευαν να απαλ λάξουν την ανατολική Ευρώπη από μεγάλο μέρος του μη γερμανικού πληθυσμού, ώστε να απελευθερώσουν κτήματα και βοσκοτόπια για τους Γερμανούς εποίκους.
ΚΑΝΤΕ ΠΑΛΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΓΗ ΓΙΑ ΜΕΝΑ!
181
Δύο κατ’ εξοχήν μοντέρνες ιδέες κινούσαν το όλο πρόγραμμα. Η μία ήταν η πε λώρια νοσταλγία του παρελθόντος, ιδίως του προ πολλού χαμένου μεσαιωνικού εκείνου παρελθόντος που λειτουργούσε σαν οδηγός για την κοινωνία την οποία ονειρεύονταν οι ναζί και παρείχε την κύρια ιστορική αιτιολόγηση γι’ αυτό που έκα ναν. Κληρονόμοι των ρομαντικών ιστορικών του δέκατου ένατου αιώνα -ό Χίμλερ είχε μεγαλώσει με τις αφηγήσεις τους-, οι ναζί θεωρούσαν ότι ανακαταλάμβαναν τη γη που οι Γερμανοί ιππότες είχαν κερδίσει και κατοικήσει πριν από πολλούς αιώ νες. Αυτή η τρέλα με την ιστορία εκανε τη ναζιστική αποικιοκρατία να ξεχωρίζει από τους Ευρωπαίους υπερπόντιους αντιπάλους της - οι Βρετανοί και οι Γάλλοι σπάνια ή και ποτέ δεν ισχυρίστηκαν οτι έπαιρναν πίσω γη που ήταν άλλοτε δική τους. Αλλιώς, γιατί να εισβάλουν στην Ε.Σ.Σ.Δ. εν ονόματι ενός σταυροφόρου αυτοκράτορα του δωδέκατου “αιώνα (του Βαρβαρόσσα); Γιατί, αλλιώς, να πάρει ο Χίμ λερ για μοντέλο των δδ τους Τεύτονες Ιππότες, ή γιατί να αφιερώσει τόσο χρόνο στο να σκαρφίζεται τελετουργίες και να συντάσσει ομιλίες στη μνήμη του ανθρώπου για τον οποίο κατέληξε να πιστεύει πως ενσάρκωνε τον «πιο Γερμανό απ’ όλους τους Γερμανούς ηγεμόνες» -Ερρίκος ο Ορνιθοθήρας- ταξιδεύοντας ευσεβάστως κάθε χρόνο για να τον τιμήσει στον καθεδρικό ναό του Κβέντλινμπουργκ; Η Μεγάλη Γερμανία ήταν εν ολίγοις μια συνειδητή προσπάθεια να γυρίσει το ρολόι πίσω, ένα μίσος για τη σύγχρονη ζωή που μόνο μέσα από τον σύγχρονο κόσμο μπορούσε να προκύψει. Το Τρίτο Ράιχ -και ιδιαίτερα τα δδ- τόνισε την αγνότητα του παραδείγ ματος που είχαν δώσει οι πρόγονοι της Γερμανίας και ονειρεύτηκε να παλινορθώσει τον τρόπο ζωής τους - έναν τρόπο ζωής αγροτικό, αυτάρκη, ιεραρχικό, με το σπαθί στο χέρι. Ο Χίτλερ μπορούσε να δει την αξία των αυτοκινητοδρόμων και την ανάγκη συμβιβασμών με τη βιομηχανική κοινωνία, ιδίως ως προς τα σύγχρονα όπλα. Ο Χίμλερ είχε πολύ περισσότερες εμμονές από τον Φύρερ του: επάνδρωσε την πλούσια χρηματοδοτούμενη Εταιρεία Γερμανικής Προγονικής Κληρονομιάς του με ονομαστούς ιστορικούς και αρχαιολόγους και προσπάθησε να μετατρέψει τους οπαδούς του σε ανεξάρτητους μικροκαλλιεργητές που καλλιεργούσαν τα χω ράφια τους σε ψευτομεσαιωνικά χωριά, ακόμη και προτού ξεσπάσει ο πόλεμος.5 Το άλλο μοντέρνο στοιχείο της πολιτικής των ναζί ήταν η προσήλωσή τους στην περι φυλών «επιστήμη». Είπαν όχι στη μεσοβέζικη και με άστοχες παρεμβάσεις, προπολεμική πολιτική εθνοτήτων του κάιζερ και θέλησαν να καταστήσουν τη φυλή και τη βιολογία καθοδηγητική αρχή της διακυβέρνησής τους. «Η αποστολή μας δεν είναι να εκγερμανίσουμε την Ανατολή με την παλιά έννοια^- δηλαδή να πάμε τη γερμανική γλώσσα και τους νόμους σε όσους ζουν εκεί»,/οήλωνε ο Χίμλερ, «αλλά να εξασφαλίσουμε ότι στην Ανατολή θα κατοικούν μόνο άντρες με αληθινά γερμα νικό, τευτονικό αίμα».6 0 Η προσήλωση αυτή σε μιαν αυστηρή πολιτική φυλετικής διαφοράς ήταν ρηξικέ λευθη. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες πριν από τους ναζί ονειρεύονταν να «σώσουν» τις
182
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
«δικές τους» μειονότητες κατακτώντας τη γη των γειτόνων τους. Στον δέκατο ένατο αιώνα, η Σερβία, η Ελλάδα, η Βουλγαρία και η Ρουμανία ποθούσαν όλες να εκπλη ρώσουν την εθνική τους αποστολή επεκτείνοντάς τα σύνορά τους, και η ίδια ακρι βώς λογική είχε κάνει τους Πολωνούς πολιτικούς μετά το 1918 να πολεμήσουν ενα ντίον των Ουκρανών και των Λιθουανών για όσο γίνεται περισσότερη γη. Ο ιστορι κός Ά. Τζ. Π. Τέυλορ παρατήρησε κάποτε πειραχτικά ότι «στις διεθνείς υποθέσεις δεν υπήρχε τίποτα το επιλήψιμο στον Χίτλερ, εκτός από το ότι ήταν Γερμανός». Από αυτήν τη σκοπιά, είχε δίκιο. Ο Τέυλορ χλεύαζε όσους περιέγραφαν τον Γερμανό δι κτάτορα σαν έναν άνθρωπο μοναδικής κακίας. Εκείνο όμως που έχει σημασία στον Χίτλερ δεν είναι η κακία του ( είναι η προσήλωσή του στον βιολογικό ρατσισμό.7 Η προπολεμική Γερμανία χρηματοδοτούσε πλούσια τη φυλετική επιστήμη -όπως και γενικά τις επιστήμες- και το Τρίτο Ράιχ υπήρξε ιδιαίτερα γενναιόδωρος χρημα τοδότης. Μετά το 1939, οι φυλετικοί ειδήμονες του Τρίτου Ράιχ δεν γνωμοδοτούσαν πια μόνο για την υγεία του πληθυσμού της Γερμανίας, αλλά συνέβαλλαν στη λήψη αποφάσεων που επηρέαζαν ολόκληρη την ήπειρο. Άντρες με άσπρες μπλούζες δΐηύθυναν επιτροπές ταξινόμησης και προγράμματα κατάρτισης που αποφάσιζαν ποιοι από τους Σλάβους ή τους Γερμανούς ομογενείς τούς οποίους ξεγύμνωναν και με τρούσαν ήταν «επανεκγερμανίσιμοι». Οι αποφάσεις τους καθόριζαν το αν κάποια άτομα θα στέλνονταν σε στρατόπεδα εργασίας ή σε αποικίες εγκατάστασης, αν η εγκυμοσύνη τους θα επιτρεπόταν ή θα διακοπτόταν και αν μπορούσαν να κρατήσουν τα παιδιά τους ή αν θα έβλεπαν να τους τα παίρνουν για υιοθεσία. Το ότι τους έδιναν όμως τη δυνατότητα να αποφαίνονται σε ζητήματα χάραξης πολιτικής είχε απρόσμε να αποτελέσματα. Ο ίδιος ο κλάδος της φυλετικής επιστήμης βρισκόταν σε αναταρα χή, και πολλοί Γερμανοί ακαδημαϊκοί είχαν ήδη συνειδητοποιήσει τις δυσκολίες. Ο παλαιός κοπής φυλετικός ντετερμινισμός δύσκολα συμβιβαζόταν με τα νέα πορίσμα τα της γενετικής και δεν βοηθούσε ιδιαίτερα ούτε όταν εξηγούσε τα γνωρίσματα ενός συγκεκριμένου λαού ή νοί]*:. Οι έριδες αυτές δεν είχαν φτάσει πραγματικά στα αφτιά του γερμανικού κοινού, γιατί το καθεστώς τις είχε απομονώσει με προσοχή από αυτό. Πάντως, η γνώση του τρόπου που ένας Γερμανός μπορούσε να διακριθεί από έναν μη Γερμανό -η βασική μέριμνα των ιθυνόντων της νέας αυτοκρατορίαςδεν ήταν κάτι για το οποίο μπορούσε να επιτευχθεί συναίνεση μεταξύ των ειδικών.8 «Κάθε Γερμανός είχε τις δικές του απόψεις περί φυλής», σχολιάζει ένας πρό σφατος ιστορικός. Το θέμα ήταν σίγουρα ρευστό. Η «σχολή του Μπρεσλάου» πί στευε στην ανίχνευση των γαλανών ματιών και των ξανθών μαλλιών, αλλά ο Όττο Ρέχε και ο Φριτς Λεντς -δύο φωστήρες του ακαδημαϊκού ρατσισμού- φρονούσαν ότι τα σωματικά γνωρίσματα ήταν χονδροειδή σημάδια, αφού οι περισσότεροι άν θρωποι ήταν φυλετικά ανάμεικτοι. Για τον Χανς Γκύντερ, εκλαϊκευτή της ναζιστικής επιστήμης, η ίδια η Γερμανία περιείχε ίχνη όλων των κύριων ευρωπαϊκών φυ λών- της νορδικής, της ανατολικής βαλτικής, της αλπικής και της δειναρικής-, κα
ΚΑΝΤΕ ΠΑΛΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΓΗ ΓΙΑ ΜΕΝΑ!
183
θώς και μικρές, ευτυχώς, ποσότητες μεσογειακού και ενδότερου ασιατικού αίματος. Κάποιοι λίγοι αιρετικοί έλυσαν το πρόβλημα του να ταιριάζουν τις κατηγορίες της φυλής και του νοΙΚ, κάνοντας λόγο για μια «γερμανική φυλή», αλλά η απλή αυτή λύ ση επικρίθηκε από τους περισσότερους ακαδημαϊκούς ως αντιεπιστημονική. Ανά λογες αμφιβολίες υπήρχαν για τη χρησιμότητα του όρου «Σλάβοι», γιατί οι ειδικοί πίστευαν γι’ αυτούς ότι αποτελούνταν από ένα ολόκληρο φάσμα μικρότερων υποο μάδων, με διαφορετική φυλετική «αξία». Το ζήτημα της αξίας ήταν αυτό καθαυτό αποφασιστικής σημασίας - ορισμένοι πίστευαν στις φυλετικές ιεραρχίες, άλλοι επέ μεναν ότι οι διαφορές δεν εμπεριείχαν αξιακες συνδηλώσεις. Όλα αυτά δημιουργούσαν φοβερή σύγχυση, σε σχέση όχι μόνο με τους Γερμα νούς αλλά και με τους Εβραίους. Ειδικοί οπως ο γενετιστής Ότμαρ φον Φερσούερ, διευθυντής του Ινστιτούτου Ανθρωπολογίας, Ανθρώπινης Κληρονομικότητας και Ευγονικής «Κάιζερ Γουλιέλμος» στα χρόνια του πολέμου και προϊστάμενος του Γιόζεφ Μένγκελε, αμφέβαλλε πάρα πολύ αν οι Εβραίοι ήταν καν στις απαρχές τους μια πραγματική φυλή. Απαριθμούσε τα ειδοποιό τους γνωρίσματα, όπως τα είχαν προσ διορίσει οι φυλετικοί ανθρωπολόγοι: το κουνιστό περπάτημα, την αγάπη τους για το σκόρδο, τις νευρώσεις τους, την εγκεφαλική και φλύαρη ομιλία τους και την τάση τους προς το οικονομικό έγκλημα. Κατ’ αυτόν όμως οι Εβραίοι ήταν μια μπασταρδε μένη ράτσα, αξεχώριστη ουσιαστικά, σε επίπεδο αίματος, από τους Γερμανούς. Ο Φερσούερ αναρωτιόταν μήπως βρίσκονταν σε διαδικασία μεταλλαγής προς μια ξε χωριστή φυλή, λόγω ενδογαμίας και απομόνωσης. Το ξεκάθαρο γι’ αυτόν ήταν ότι τα αρνητικά τους χαρακτηριστικά εμφανίζονταν περισσότερα από τα θετικά τους και ότι απειλούσαν την υγεία όσων ζούσαν ανάμεσά τους.9 Προσηλωμένο έτσι σε μια πολιτική βασισμένη στον βιολογικό ρατσισμό, το κα θεστώς στην πράξη αυτοκαταδικαζόταν σε ακραία αβεβαιότητα, κι αυτό έδινε δια κριτική ευχέρεια στους διαμορφωτές πολιτικής και επέτρεπε μεγάλες διαφοροποιή σεις της πολιτικής για τις εθνότητες από τόπο σε τόπο. Από αυτή την άποψη, η περί πτωση των Εβραίων αποτελούσε εξαίρεση: εφαρμόστηκε ένα άκαμπτο σύνολο κα νόνων, που δεν επέτρεπε σχεδόν καμιά εξαίρεση. Σε άλλες περιπτώσεις, οι Γερμα νοί ακολουθούσαν κριτήρια εθνικής και φυλετικής ταυτοποίησης τα οποία δεν διέ φεραν πάντοτε πολύ από εκείνα που χρησιμοποιούνταν αλλού. Μερικές φορές περ νούσαν τους ανθρώπους από πραγματικό κόσκινο - όπως στο Βάρτεγκαου, όπου οι αρχές ακολουθούσαν την ελιτίστικη γραμμή του Χίμλερ. Παραδίπλα όμως, στη Δυ τική Πρωσία, απλά πειθανάγκαζαν όσο γινόταν περισσότερους ντόπιους να δηλώ σουν Γερμανοί. Έτσι η αφομοίωση -η πολιτική που υποτίθεται ότι είχε εγκαταλειφθεί- επαναφέρθηκε, καθώς τα υποτιθέμενα στεγανά φυλετικά κριτήρια συγκεράστηκαν στην πραγματικότητα με άλλες, πιο κλασικές πολιτιστικές και πολιτικές πα ραμέτρους εθνικής υπαγωγής. Όμως η αυθαιρεσία του εκγερμανισμού συνοδεύτηκε από την εμφάνιση της τε
184
ΓΙΑ ΊΉ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
χνολογικής εκζήτησης και της καθολικής εφαρμογής. Τα σάπια θεμέλια της φυλετι κής επιστήμης έμειναν στην αφάνεια κάτω από μια εκτεταμένη και ολοένα πιο μη χανοποιημένη γραφειοκρατία εμπόλεμης περιόδου, η οποία αφοσιώθηκε στην τε λειοποίηση των συστηματικών μεθόδων ταυτοποίησης και ελέγχου του πληθυσμού τις οποίες είχαν επεξεργαστεί καθ’ όλη τη δεκαετία του 1930 η αστυνομία και οι στατιστικολόγοι του καθεστώτος. Δέκα ημέρες μετά την έναρξη του πολέμου, οι Γερμανοί υποχρεώθηκαν να έχουν πάνω τους δελτία ταυτότητας. Διενεργήθηκε η απογραφή του Μεγάλου Γερμανικού Ράιχ, που είχε αναβληθεί επανειλημμένα και επέτρεψε την εύκολη ταύτιση των Εβραίων και των άλλων μειονοτήτων* ιδρύθηκαν επίσης νέα γραφεία πληθυσμιακής στατιστικής για τη διενέργεια ανάλογων απογραφών στην Πράγα, στην Κρακοβία και στη Ρίγα. Οι Γερμανοί στατιστικολόγοι με ενθουσιασμό συνεργάστηκαν με τους ομολόγους τους σε τεχνολογικά αναπτυγμέ νες χώρες όπως οι Κάτω Χώρες. Τον καιρό που δολοφονήθηκε στην Πράγα, ο Ράιν χαρντ Χάυντριχ -ο αναπληρωτής Προτέκτορας της Βοημίας και της Μοραβίαςαπεργαζόταν ένα σχέδιο πλήρους φυλετικής εξέτασης όλου του πληθυσμού. Καμιά άλλη χώρα, εντέλει, δεν αποπειράθηκε ποτέ μια τόσο φιλόδοξη πολιτική ταξινόμη σης, διαχωρισμού και αποικιακής μετεγκατάστασης σε τόσο μικρό διάστημα και σε τόσο μεγάλη έκταση. Καμία δεν δέσμευσε τόσους πόρους για την εφαρμογή της, ού τε μεταχειρίστηκε τόσο φονικές και εκλεπτυσμένες μεθόδους για να πετύχει τους στόχους της. Εν ολίγοις,(<Γεκγερμανισμός της εμπόλεμης περιόδου αποτέλεσε την πιο ρωμαλέα και φιλόδοξη απόπειρα εθνικοποίησης ανθρώπων και εδαφών της ευ ρωπαϊκής ιστορίας. Εξηγεί το γιατί η ναζιστική αντίληψη περί κατοχής συνεπαγό ταν κάτι πολύ πιο μόνιμο, παραμορφωτικό και καταστροφικό από την προσωρινή αναστολή κρατικής κυριαρχίας, την οποία επέτασσε το φιλελεύθερο διεθνές δίκαιο, και συνέβαλε περισσότερο από κάθε άλλον παράγοντα στην όλο και πιο βίαιη μετα βολή της ζωής μέσα στο ιδιο το Ράιχ και στην αναδειξη των δδ -της κινητηριας δύνα μης του εκγερμανισμου- σε μείζονα πολιτικό και στρατιωτικό θεσμό του.10 )
ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ
Ελάχιστα απ’ όλα αυτά μπορούσαν να προβλεφθούν το 1938, κι ένας παρατηρητής των γεγονότων στην Αυστρία και τη Σουδητία δύσκολα θα μπορούσε να μαντέψει την κλίμακα των εθνοποιητικών φιλοδοξιών του καθεστώτος στα χρόνια του πολέ μου. Στο κάτω-κάτω, και οι δύο αυτές περιοχές είχαν ήδη κατά κύριο λόγο γερμανι κό πληθυσμό. Μπορεί όσοι ήταν από το παλιό Ράιχ να γελούσαν με την προφορά τους και με τους περίεργους τρόπους τους - οι βρισιές ενάντια στα «Σουδήτικα γαϊ δούρια» στις τάξεις της διευρυμένης Βέρμαχτ ήταν αρκετά συχνές ώστε να ανησυ χούν το στρατό. Κι έτσι όμως, μάλλον θα είχαν ψηφίσει υπέρ της ενσωμάτωσής τους
ΚΑΝΤΕ ΠΑΛΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΓΗ ΓΙΑ ΜΕΝΑ!
185
στη Γερμανία, αν τους είχαν δώσει την ευκαιρία το 1918. Άρα, οι εθνοποιητές δεν είχαν και πολλή δουλειά να κάνουν. Η Σουδητία, με τον μεγάλο τσέχικο πληθυσμό της, έθετε τα δικά της διλήμματα. Ο ηγέτης των Γερμανών της Σουδητίας, Χενλάιν, ήθελε να εκγερμανιστεί η περιοχή με την ανάκληση της μεσοπολεμικής αγροτικής μεταρρύθμισης, με την απέλαση των Τσέχων προς την ανατολή και με τον περιορισμό της χρήσης της τσέχικης γλώσσας. Στην αρχή οι γερμανογενείς ακτιβιοτές εκδίωξαν πολλούς Τσέχους και έκαναν σα φές ότι δεν θα τους καλοδέχονταν αν επέστρεφαν. Η αδημονία όμως που τους προ ξενούσε το ότι τα πράγματα δεν κινούνταν με ταχύτερο ρυθμό ξεχείλισε όταν έγινε η Νύχτα των Κρυστάλλων, οπότε φώναζαν «Πρώτα οι Εβραίοι, μετά οι Τσέχοι!» και «Έξω οι Τσέχοι!». Το θέμα ήταν ότι το Βερολίνο είχε τους δικούς του λόγους να θέ λει να μείνουν οι ντόπιοι Τσέχοι εκεί που βρίσκονταν. Παρά την ύπαρξη άρθρου πε ρί «μεταφοράς πληθυσμών» στη συμφωνία του Μονάχου (που έφερνε στο νου την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας του 1923), η βασική μέριμνα του Χίτλερ, όταν κοίταζε ανατολικά, ήταν να διαφυλάξει τη μικρή γερμανική μειο νότητα της κολοβής Τσεχοσλοβακίας. Επειδή δεν ήθελε να δώσει στους Τσέχους την παραμικρή αφορμή για να τους απελάσουν, είπε στους Γερμανούς της Σουδη τίας να μην παραφέρονται. Ο Χενλάιν μάζεψε τα παλικάρια του και τα κάλμαρε με επιδοτήσεις «Κοινωνικής Πρόνοιας για τις Παραμεθόριες Περιοχές», ώστε να κα τασκευαστούν σουδητικές πισίνες και βιβλιοθήκες.11 Η κατάκτηση της Πράγας την άνοιξη του 1939 έφερε εκατομμύρια μη Γερμανούς κάτω από γερμανική εξουσία για πρώτη φορά και έγειρε ένα νέο και επείγον ζήτημα για τους ναζί: με ποιους όρους έπρεπε να ενσωματωθεί ένας «αλλογενής λαός» μέσα στην «έκταση του Ράιχ» κατά τρόπο που να συνάδει προς τις αρχές της φυλετικής θε ωρίας του δικαίου; Ο ίδιος ο Χίτλερ, περίπου ένα χρόνο νωρίτερα, είχε αναφερθεί στο ενδεχόμενο της βίαιης εκδίωξης πολλών από αυτούς. Στην αρχή της εισβολής, ένας ανώτερος στρατιωτικός διοικητής προχώρησε ακόμα περισσότερο και σκεφτό ταν να οργανώσει τη «φυσική εξόντωση» των Τσέχων οβ κανονικές συνθήκες δεν θα ήταν δυνατόν, παραδεχόταν, αλλά πώς αλλιώς να λυθεί το πρόβλημα; Κάτι τέτοιο παραήταν ακραίο, αλλά η λύση της απέλασης δεν εξαφανίστηκε. Τον Οκτώβριο του 1941, ο Χάυντριχ συζητούσε την εκτόπιση του μισού πληθυσμού της χώρας στη Σιβη ρία. Αυτά, όμως, ήταν για το μέλλον: στο μεταξύ, η αυξανόμενη αξία της τσεχικής οι κονομίας για την πολεμική προσπάθεια απαιτούσε λιγότερο δραστική προσέγγιση.12 Στη Βοημία και στη Μοραβία υπήρχαν λίγοι Γερμανοί σε περιοχές που θεωρού νταν ενδεδειγμένες για να μπουν στην πρώτη γραμμή του εκγερμανισμού. Για προ φανείς λόγους, οι ναζί δεν μπορούσαν να υπολογίζουν σ’ εκείνους που αυτοπροσδιορίζονταν ως Γερμανοί -ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό του συνολικού αριθμούκαι που δυστυχώς τύχαινε να είναι Εβραίοι. (Πολλοί γερμανόφωνοι Εβραίοι είχαν δηλώσει Γερμανοί στην τσεχική απογραφή του Μεσοπολέμου* μετά το 1945, οι
186
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Εβραίοι επιζώντες απελάθηκαν από τους Τσέχους γι’ αυτόν το λόγο.) Έτσι, οι ναζί αντιμετώπισαν για πρώτη φορά ένα σοβαρό δημογραφικό κενό, γιατί οι Γερμανοί αποτελούσαν μόλις το 3 τοις εκατό του πληθυσμού. Από τη στιγμή που είχε δημιουργηθεί το Προτεκτοράτο, τα δδ κατάφεραν να απαλλοτριώσουν τεράστιεςχκαώσεις τσεχικής γης, αλλά το δύσκολο στην υπόθεση ήταν το να βρουν Γερμανούς»^ τις καλλιεργήσουν. Αντί για τις 150.000 οικογένειες που φαντάζονταν, εγκατέστησαν μόλις 6.000 μέσα σε πέντε χρόνια. Τσέχοι δουλευτές εξακολουθούσαν να οργώνουν τη γη και να θερίζουν τα γεννήματα που έτρωγαν οι Γερμανοί.13 Το Ράιχ βασιζόταν επίσης στους Τσέχους εργάτες για να μη σταματήσουν οι γραμμές παραγωγής. Ο Προτέκτορας του Ράιχ, φον Νόυρατ, και ο υπαρχηγός του, Καρλ Φρανκ, τόνιζαν πως η Γερμανία θα παρέμενε εξαρτημένη από την τσέχικη ερ γασία για το προβλέψιμο μέλλον. «Το κεφάλαιο της αυτοκρατορίας είναι οι άνθρω ποι, και στο νέο Ράιχ δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς την εργασία των επτά εκα τομμυρίων Τσέχων», έγραφε ο Φρανκ το 1940. Τόνιζε πως οι Τσέχοι δεν μπορού σαν συνολικά να «μετατραπούν σε δουλικό έθνος βάσει φυλετικών επιχειρημάτων» και πρότεινε να χρησιμοποιηθεί «καρότο και μαστίγιο» -με άλλα λόγια, υλικά κίνη τρα και απειλές- ώστε να ενθαρρύνονται οι υποψήφιοι για εκγερμανισμό. Μπορού σαν να δημιουργηθούν μεγάλοι αριθμοί Γερμανών, όπου δεν υπήρχαν ήδη, αν εξε ταζόταν ο τσεχικός πληθυσμός για ίχνη γερμανικής καταγωγής. Η απέλαση των Τσέχων, όπως ήθελαν ορισμένοι φυλετικοί πουρίστες του Ναζιστικού Κόμματος και των δδ, θα ήταν απλώς οικονομική αυτοτιμωρία για το Ράιχ, τουλάχιστον ενόσω είχε έναν πόλεμο να κερδίσει.14 Οι νόμοι περι ιθαγενειας παρείχαν άλλον εναν βολικό τρόπο να φαντάζουν πιο ευχάριστοι οι αριθμοί. Στο κάτω-κάτω, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο πολλά ευρωπαϊκά κράτη είχαν θεσπίσει συστήματα αναγκαστικής ταξινόμησης. Στην Τσεχο σλοβακία το 1921, οι αρχές είχαν επιβάλει πρόστιμο σε χιλιάδες ανθρώπους επειδή δήλωναν Γερμανοί και τους είχαν ανακατατάξει με το έτσι θέλω στους Τσέχους. Ανά λογες πολιτικές ακολουθήθηκαν στη γαλλική Αλσατία, στη Σλοβενία και στην Πολω νία. Το εντυπωσιακό με τον νέο νόμο περί ιθαγένειας που θέσπισαν τώρα οι ναζί ήταν πως φάνταζε λιγότερο καταναγκαστικός από αυτούς τους προδρόμους και ακολου θούσε, αντιθέτως, την προ του 1914 προτίμηση των Γερμανών της Βοημίας για εθελού σιο αυτοπροσδιορισμό. Έκανε διάκριση αναμεσα στους (Γερμανούς) πολίτες του Ράιχ και στα δευτέρας κατηγορίας «μέλη του κράτους» (τους Τσέχους), αλλά άφηνε την επιλογή στα ίδια τα άτομα. Προφανώς οι αρχές, επηρεασμένες από σκέψεις περί φυλετικής καθαρότητας, δεν το άντεχε η καρδιά τους να χρησιμοποιήσουν το νόμο σαν μέσο για να μετατρέψουν πλήθη Τσέχων σε Γερμανούς. Αλλά η προσέγγισή τους είχε το μειονέκτημα ότι επέτρεπε στους Γερμανούς να μη δηλωθούν ούτε αυτοί. Πράγματι, πολλοί Γερμανοί δεν έσπευσαν να γίνουν πολίτες του Ράιχ, φοβούμενοι το ενδεχόμενο παροχής υποχρεωτικής εργασίας, την επιστράτευση και τον εκναζισμό.
ΚΑΝΤΕ ΠΑΛΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΓΗ ΓΙΑ ΜΕΝΑ!
187
«Είχε θεωρηθεί δεδομένο ότι όλοι οι Γερμανοί το γένος θα αιτούνταν να γίνουν Γερ μανοί του Ράιχ», έγραφε με ταραχή ένας Γερμανός κρατικός υπάλληλος στην Πράγα τον Αύγουστο του 1939. «Ο υπολογισμός αυτός... ήταν λάθος... Θα πρέπει να πούμε ότι από αυτή την άποψη οι γερμανογενείς μάς απογοήτευσαν». Έτσι, οι ναζί διαπί στωσαν με θλίψη ότι ούτε καν η κατάκτηση δεν αρκούσε για να ανακόψει την αργή μείωση του αριθμού όσων δήλωναν αυτοβούλως Γερμανοί στη Βοημία.15 Απελπισμένοι που δεν μπορούσαν να αυξήσουν την παρουσία τους στη Βοημία, οι Γερμανοί έβαλαν στόχο τους λεγάμενους «αμφίβιους» - όρος που είχε χρησιμο ποιηθεί για πρώτη φορά στην αψβουργική αυτοκρατορία και τον οποίο οι ναζί κοι νωνικοί επιστήμονες μεταχειρίστηκαν για όσους (συχνά δίγλωσσους) η εθνολογική τους ταυτότητα ήταν επαμφοτερίζουσα. Αυτοί αντιπροσώπευαν ένα φαινόμενο που θεωρούνταν απολύτως φυσιολογικό τον δέκατο ένατο αιώνα αλλά που ο θρίαμβος του εθνικισμού το είχε μετατρέψει σε ανωμαλία. «Οι αμφίβιοι» (που καλούνταν ενίοτε και «ερμαφρόδιτοι») αποτελούσαν μέγα πλήθος σε όλες τις μεθοριακές πε ριοχές της Γερμανίας, και το Προτεκτοράτο ήταν η πατρίδα εκατοντάδων χιλιάδων από αυτούς. Σύμφωνα μ’ έναν Γερμανό διοικητή, υπήρχαν πολλοί Τσέχοι που «ως προς τη φυλετική και εθνολογική τους αξία δεν φαίνονται και τόσο κακοί, συχνά επειδή, λόγω του ότι οι γονείς τους ανήκαν και στις δύο εθνότητες, δεν ξέρουν σε ποια πλευρά πρέπει να ανήκουν».16 Οι επίσημοι ναζιστικοί ορισμοί της γερμανικότητας στο Προτεκτοράτο εξέφρα ζαν μιαν εντυπωσιακά ανοιχτή, μη βιολογική αντίληψη περί εθνικότητας. «Γερμα νός πολίτης είναι όποιος δηλώνει ο ίδιος ότιαώσσεται με το γερμανικό έθνος, εφό σον η πεποίθηση αυτή επιβεβαιώνεται από ορισμένα δεδομένα, όπως η γλώσσα, η παιδεία, η κουλτούρα κ.λπ.», δήλωνε ο Καρλ Φρανκ τον Μάρτιο του 1939. «Οποια^ηπότε ακριβέστερη εκδοχή του όρου “Γερμανός πολίτης” δεν είναι δυνατή υπό τις παρούσες συνθήκες». Αφήνοντας τα πράγματα ανοιχτά με αυτό τον τρόπο, είχε το περιθώριο να προσπαθήσει να προσεταιριστεί τους «αμφίβιους», δελεάζοντάς τους να φοιτήσουν σε γερμανόφωνα σχολεία ή προσελκύοντάς τους με υπηρεσίες κοινω νικής πρόνοιας για τους Γερμανούς. Πράγματι, 80.000 -το 1 τοις εκατό του πληθυ σμού λίγο-πολύ- έκλιναν προς τη γερμανική πλευρά μονάχα από τον Μάρτιο του 1940 ως τον Δεκέμβριο του 1941, και περισσότεροι από 300.000 έκαναν το ίδιο ως το τέλος του πολέμου.17 Μπροστά στα νέα κίνητρα και στις ποινές που αντιστοιχούσαν στις δύο πλευρές ανάμεσα στις οποίες καλούνταν να επιλέξει, ο μέσος «αμφίβιος» εκμεταλλευόταν τις ευκαιρίες που παρείχε η εμπόλεμη περίοδος ή υποκλινόταν στις νέες πραγματι κότητες, όπως είχε κάνει λίγο-πολύ και προηγουμένως, επί Τσεχικής Δημοκρατίας. Μια χήρα, που ο Τσέχος άντρας της είχε πεθάνει τη δεκαετία του 1920, έλαβε βοή θημα κοινωνικής πρόνοιας επειδή -όπως είπε η ίδια- «μεγάλωσε τα παιδιά της έτσι που να γίνουν σωστοί Γερμανοί μέσα σε καθαρά τσέχικο περιβάλλον, παρά την πιο
188
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
φοβερή φτώχεια, χωρίς ποτέ να ενδώσω στις επιρροές του τσεχισμού». Πολΰ αργότε ρα, ένας Τσέχος πεζογράφος θυμόταν πως ο πατέρας του τον έσερνε ως το γερμανι κό σχολείο: «Για πρώτη φορά στην παιδική μου ζωή επαναστάτησα ενάντια στην εξουσία του πατέρα μου και τσίριξα από τα ανοιχτά παράθυρα του τσέχικου δημαρ χείου του Σλέζις Όστραου: “Δε θέλω να πάω σε γερμανικό σχολείο! Άσε με να πάω στο τσέχικο σχολείο μου!”» Τον υποστήριξε ο Τσέχος πρώην δάσκαλός του, που «έγειρε έξω από το παράθυρο του πρώτου ορόφου του δημαρχείου και φώναξε στον πατέρα μου στα τσέχικα: “Άσ’το παιδί ήσυχο, βρε μαϊμουδο-Τεΰτονα!”». Τέτοιου εί δους αποφάσεις έστρεφαν τα παιδιά ενάντια στους γονιούς τους, τις γυναίκες ενά ντια στους άντρες τους και τους Τσέχους που ήταν υπέρ του Προτεκτοράτου ενάντια στους αντιναζιστές. «Οι Γερμανοί ανοίγουν νέα γερμανικά σχολεία εκεί που δεν υπήρχε κανένα πριν», προειδοποιούσε μια παράνομη τσεχική εφημερίδα το 1939. «Γυναίκες, αυτή η υπόθεση είναι δική σας. Από σας εξαρτάται αν τα παιδιά μας θα μεγαλώσουν σαν Τσέχοι ή σαν Εκγερμανισμένοι, σαν πατριώτες ή σαν προδότες».18 Συνολικά, στο πρώτο αυτό πείραμα εκγερμανισμού οι ναζί «ζεματίστηκαν». Ό χι μόνο διαπίστωσαν ότι υπήρχαν πολλοί εθνοτικοί Γερμανοί που δεν καίγονταν και τόσο να δηλώσουν τέτοιοι, αλλά υποψιάζονταν ότι πολλοί από τους λεγάμενους «αμ φίβιους» δήλωναν πως ήταν Γερμανοί για καιροσκοπικούς και μόνο λόγους. Μετά την πτώση της Γαλλίας, οι ναζί αξιωματούχοι άρχισαν να ανησυχούν ιδιαίτερα ότι «ανεπιθύμητα στοιχεία» καταγράφονταν σαν Γερμανοί. Επρόκειτο για «ένα οπορτουνιστικό στοιχείο», για «ό,τι χειρότερο υπάρχει στον τσεχισμό», το οποίο (φοβού νταν ότι) είχε ταπεινά υλικά κίνητρα* συχνά τα παιδιά τους δεν μιλούσαν καν γερ μανικά. Για λίγο, επί της βασιλείας του Ράινχαρντ Χάυντριχ, οι αρχές ακολούθησαν μια πολύ πιο καταπιεστική λογική, εξετάζοντας ενδελεχώς και κατάσχοντας παιδιά Τσέχων με τη βία. Μετά τη δολοφονία του Χάυντριχ το 1942, παιδιά από το χωριό του Λίντιτσε, που είχε ισοπεδωθεί σε αντίποινα, στάλθηκαν σ’ ένα κέντρο υιοθεσίας των δδ κοντά στο Πόζναν, όπου τους έδωσαν γερμανικά ονόματα. Το εντυπωσιακό όμως είναι πόσο λίγες τέτοιες περιπτώσεις υπήρξαν, σε-σύγκριση με τις δεκάδες χι λιάδες απαγωγές παιδιών στην Πολωνία. Μολονότι γύρω στο 50 τοις εκατό των Τσέχων θεωρούνταν εκγερμανίσιμοι, σε σύγκριση με το μόλις 3 τοις εκατό των Πο λωνών, οι Πολωνοί ήταν εκείνοι που δέχθηκαν το μεγαλύτερο πλήγμα από τον ανα γκαστικό εκγερμανισμό. Απλούστατα, οι Τσέχοι παραήταν σημαντικοί οικονομικά και πειθήνιοι πολιτικά ώστε να αξίζει να τα χαλάσουν μαζί τους. Στα τέλη του 1942, οι Γερμανοί είχαν πια αναγνωρίσει την αποτυχία τους και εί χαν περιοριστεί στο να προωθούν τη δική τους αλλόκοτη εκδοχή του τσέχικου εθνι κισμού. Τδρυσαν μια νέα οργάνωση νεολαίας και προσπάθησαν να ενισχύσουν τον «Πιστό οτο Ράιχ Τσέχικο Εθνικισμό». Οι μαθητές παρέλαυναν κάτω από τον αγκυ λωτό σταυρό τραγουδώντας τσέχικα τραγούδια και περνούσαν τις διακοπές τους στα «Στρατόπεδα Θερινής Χαλάρωσης Χάυντριχ». Το καλοκαίρι του 1944 τούς
ΚΑΝΤΕ ΠΑΛΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΉΝ ΤΗ ΓΗ ΓΙΑ ΜΕΝΑ!
189
βρήκε να βοηθούν στη διοργάνωση μιας Εβδομάδας Τσεχικής Νεολαίας στην Πρά γα. Οΰτε η δΌ οΰτε η τσεχική αντίσταση ήξεραν πολΰ καλά πώς να χαρακτηρίσουν αυτό το βαθιά επαμφοτερίζον κίνημα, που τη μια στιγμή έμοιαζε με συνεργασία με τον κατακτητή και την άλλη με εθνική αναβίωση. Έ να όμως ήταν φανερό. Η πρώιμη σιγουριά των θεωρητικών του ρατσισμοΰ ήταν άστοχη: οι Γερμανοί ήταν λίγοι, και δεν ήταν εΰκολο να φτιάξουν περισσότερους, ιδίως καθώς ο πόλεμος άρχιζε να παίρνει αρνητική τροπή για το Ράιχ.19
Η ΑΝΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΩΝΙΑΣ
Σε ολόκληρη την καμπάνια του εκγερμανισμοΰ, κανένας τόπος δεν είχε τόση σπουδαιότητα όση η Πολωνία - ιδίως τα εδάφη που είχαν προσαρτηθεί. Η υπαγωγή τους στο Τρίτο Ράιχ ανέβασε τον πήχη της φυλετικής πολιτικής, γιατί σήμαινε πως έπρε πε να εκγερμανιστοΰν το γρηγορότερο δυνατό* και πράγματι, τον Οκτώβριο του 1939 αυτό έγινε ^ προτεραιότητα του Χίτλερ και εκείνων στους οποίους εμπιστεύτη κε αυτή τη δουλειά για τα χρόνια του πολέμου, μια δουλειά που έμελλε να επιδιώ ξουν τη διεκπεραίωσή της με όλα τα μέσα που είχαν στη διάθεσή τους. Όμως η δημογραφική πρόκληση ήταν σχεδόν εξίσου μεγάλη όσο και στο Προτε κτοράτο νοτιότερα. Τα στελέχη του Φυλετικοπολιτικοΰ Γραφείου του Ναζιστικοΰ Κόμματος επισήμαιναν εκνευρισμένα ότι η κατάκτηση έφερνε όλο και μεγαλύτε ρους σλαβικοΰς πληθυσμούς μέσα στα σΰνορα του Ράιχ. Λόγοι οικονομικοί και ασφάλειας είχαν σπρώξει τη νέα γερμανική μεθόριο πολΰ πέρα από τις παλιές γραμμές του 1914, δίνοντας στο Ράιχ το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανίας σιδήρου, χάλυβα και υφασμάτων της Πολωνίας, αλλά ταυτόχρονα εντάσσοντας σε αυτό πε ρισσότερους Πολωνούς και Εβραίους. Τα στελέχη αυτά επισήμαιναν ότι οι Γερμα νοί αποτελούσαν μόλις το 7 τοις εκατό του πληθυσμού των νέων εδαφών, σε σύγκρι ση με το 86 τοις εκατό των Πολωνών (και το 5 τοις εκατό των Εβραίων), και καλούσαν σ’ έναν «αμείλικτο αποδεκατισμό του πολωνικού πληθυσμού». Μονάχα η ανε λέητη «μεταφορά» της πλειονότητας των Πολωνών μπορούσε να συμβάλει στην αποτροπή του εφιαλτικού σεναρίου περί υφέρπουσας πολωνοποίησης μέσα στο ίδιο το Ράιχ. Συνιστούσαν το κλείσιμο των πολωνικών σχολείων και την απαγόρευση των ιερουργιών στα πολωνικά* έπρεπε επίσης να γίνουν στόχος τα πολωνικά εστια τόρια, καφενεία, κινηματογράφοι, θέατρα, εφημερίδες και βιβλία, σωματεία και ενώσεις. Με δυο λόγια, το Βερολίνο έπρεπε να βάλει σκοπό την «αμείλικτη εξάλει ψη όλων των στοιχείων που δεν ήταν επιδεκτικά εκγερμανισμοΰ».20 Τον Μάιο του 1940, ο Χίμλερ άντλησε στοιχεία από αυτές τις ιδέες όταν υπέβαλε στον Χίτλερ τις δικές του σκέψεις για τον τρόπο αντιμετώπισης «του αλλογενούς πληθυσμού της Ανατολής». Επιδιώκοντας να αποκαταστήσει το κύρος του σε θέμα
190
ΓΙΑ ΊΉ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
τα πληθυσμιακής πολιτικής μετά το χάος που είχε προκαλέσει ο ίδιος στην προσπάθειά του να φέρει εκατοντάδες χιλιάδες κόσμο μέσα στη Γενική Κυβέρνηση, συμ βουλέυσε κατά βάση να χωριστούν οι μη Γερμανοί σε όσο το δυνατόν περισσότερες «εθνολογικά κατακερματισμένες ομάδες», να αφαιμαχθοΰν από κάθε αίσθημα εθνικής ταυτότητας και να εξεταστούν εξονυχιστικά προς εντοπισμό «ατόμων με φυλετική αξία», που το γερμανικό τους αίμα θα άξιζε τον κόπο να τους φέρουν πίσω στο Ράιχ για αναμόρφωση. Οι Εβραίοι θα στέλνονταν στο εξωτερικό χάρη σε «με τανάστευση ευρείας κλίμακας» στην Αφρική «ή σε κάποιαν άλλη αποικία». Στο τέ λος θα εξαφανίζονταν και οι Ουκρανοί και οι Πολωνοί ως συλλογικές οντότητες, χάρη στον κατακερματισμό και στην πολιτιστική αποστέρηση, επιβιώνοντας μονάχα στη Γενική Κυβέρνηση ως «τάξη εργατών χωρίς ηγέτες», παρέχοντας στο Ράιχ μεταναστευτική και εποχική εργασία για την κατασκευή δρόμων, λατομείων και οικο δομών και «συμμετέχοντας» έτσι «στις αιώνιες πολιτιστικές επιτεύξεις [των Γερμα νών]». Εκείνο που μπορεί να πει κανείς όλο κι όλο για την προσέγγιση του Χίμλερ είναι πως απέφευγε τη φυσική εξόντωση ως «μπολσεβίκικη», «ανάξια των Γερμανών» και «αδύνατη». Σε αυτή τη χρονική στιγμή, την άνοιξη του 1940, βρισκόταν ακόμα σε απόσταση ενός χρόνου και παραπάνω από τον κόσμο του Ολοκαυτώματος.21 Τέτοιου είδους σχέδια προφανώς βασίζονταν στη δυνατότητα να οριστεί η γερμανικότητα και να απομονωθεί απ’ ό,τι την περιέβαλλε. Σε αυτό το θέμα, όμως, οι ίδιοι οι φυλετικοί ειδήμονες του ναζιστικού κόμματος ήταν αναποφάσιστοι. Από τη μια μεριά, το πράγμα φαινόταν μονοσήμαντο και προφανές: Γερμανός πολίτης ήταν κάποιος «που ως προς τη λαϊκή ταυτότητα, τα ήθη και την οικογενειακή κοινότητα ζει σαν Γερμανός, εφόσον έχει γερμανικό ή συγγενικό αίμα». (Αυτοί οι άνθρωποι είχαν δικαίωμα να αποκτήσουν τη γερμανική ιθαγένεια, αν και έπρεπε να αλλάξουν τα ονόματά τους, αν αυτά πρόδιδαν σλαβονική καταγωγή. Όλοι οι άλλοι δεν θα «έχουν πολιτικά δικαιώματα».) Από την άλλη όμως, οι ειδικοί αναγνώριζαν την ανάγκη για κάποιου είδους πολιτική που «θα απαγκιστρώσει τις νορδικές ομάδες από τον υπόλοιπο πληθυσμό και θα τις εκγερμανίσει». Προβλέποντας ότι μικρός αριθμός ανθρώπων ανήκε σε αυτή την κατηγορία, πρότειναν την αποστολή τους -«και ιδίως των παιδιών τους»- στην καθαυτό Γερμανία. Όσο για τα Πολωνόπουλα που φαινόταν να διαθέτουν «φυλετική αξία», οι αρμόδιοι έπρεπε να αποκόψουν τους δεσμούς τους με τους γονείς τους και να αναθέσουν τη φροντίδα τους σε γερ μανικά χέρια, σε άλλον τόπο και με νέα ονόματα. Είναι σαφές ότι άλλο σήμαινε ο εκγερμανισμός στο Προτεκτοράτο, όπου οι Τσέχοι εξακολουθούσαν να απολαμβά νουν σημαντικό βαθμό αυτοδιοίκησης, και άλλο, και πολύ πιο καταναγκαστικό, στα τμήματα εκείνα της Πολωνίας που προορίζονταν να μετατραπούν σε νέες επαρχίες του ίδιου του Ράιχ και όπου η εθνοτική διαπάλη Γερμανών και Σλάβων είχε αποκτή σει επί δεκαετίες μια τραχύτητα που απούσιαζε αλλού. Αυτός είναι ο λόγος που ο Χίτλερ περιθωριοποίησε γρήγορα το ρόλο της κανόνι-
ΚΑΝΤΕ ΠΑΛΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΓΗ ΓΙΑ ΜΕΝΑ!
191
κής δημοσιοϋπαλληλίας και του στρατού σε αυτές τις περιοχές. Φοβούμενος ότι παραήταν στενόμυαλοι και διστακτικοί ώστε να λάβουν τα μέτρα που είχε αυτός κατά νου, προτίμησε να τα εμπιστευτεί στα στελέχη του κόμματός του και κυρίως στα ταχέ ως αναπτυσσόμενα δδ του Χίμλερ. Με όργανο το αρτισύστατο Κομισαριάτο του Ράιχ για το Δυνάμωμα της Γερμανοσύνης (ΚΚΡΌν) και τους συναφείς με αυτό φορείς, τα στελέχη του Χίμλερ απέλασαν Πολωνούς και Εβραίους, επαναπάτρισαν μειονοτι κούς Γερμανούς του εξωτερικού και φρόντισαν για την προσωρινή τους στέγαση και την τελική τους μετεγκατάσταση. Ειδικοί της Πρόνοιας για τους πρόσφυγες, γεωπόνοι και γιατροί συνεργάστηκαν με τους αστυνομικούς, τους φυλετικούς ανθρωπολόγους και τους πολεοδόμους, για να πετύχουν αυτό πουο Χίμλερ ονόμαζε «πραγματικό εκγερμανισμό της χώρας» - την κατοχή της^^ τό ^ λ ετ ικ ή ^ ^ ^ ^ ^ Τ ο ν Ιανουάριο του 1940 ο Κόνραντ Μάυερ, ο πολεοδόμος που θα εκπονούσε αργότερα το βασικό σχέδιο για τον εκγερμανισμό της ευρωπαϊκής Ρωσίας, προέβλεπε την απέλαση τουλάχιστον τριών εκατομμυρίων Πολωνών και περισσότερων από ενάμισι εκατομμύριο Εβραίων από τη δυτική Πολωνία, ώστε να δημιουργηθεί χώρος για ανάλογους αριθμούς Γερ μανών εποίκων. Οι ειδικοί του ναζιστικού κόμματος έκαναν τον Μάυερ να φαντάζει μετριοπαθής, αφού αυτοί ήθελαν να ξεφορτωθούν ακόμα περισσότερους.22 Μεσοπολεμικά, η πολωνική κυβέρνηση είχε και αυτή εγκαταστήσει αγρότες σε γερμανικές γαίες. Ο Χίτλερ όμως δεν ήθελε να διώξει μόνο αυτούς* οι άντρες του Χίμλερ έλπιζαν να διώξουν όλους τους Πολωνούς και τους Εβραίους ιδιοκτήτες γης και να τους αντικαταστήσουν με Γερμανούς εποίκους. Δουλεύοντας γοργά και με ενθουσιασμό ώστε «να κάνουν πάλι γερμανική αυτή τη γη», πήραν υπό τον έλεγχό τους τα τέσσερα πέμπτα όλης της γης των ενσωματωμένων περιοχών, περίπου 626.000 κτήματα, εμβαδού χοντρικά έξι εκατομμυρίων εκταρίων. Περίπου 536.951 εθνοτικοί Γερμανοί ήρθαν στο Βάρτεγκαου, το 85 τοις εκατό του συνόλου αυτών που οδηγήθηκαν στα προσαρτημένα εδάφη. Μόλις όμως καταλάγιασε το πρώτο κύ μα απελάσεων του 1939-41, πολλοί Πολωνοί συνέχισαν να δουλεύουν κάτω από γερμανική διεύθυνση στα χωράφια που ηταν πρωτύτερα δικά τους.23 Επειδή ο Φύρερ ζητούσε οι νέοι έποικοι να είναι «μονάχα από το καλύτερο, το πιο γερό γερμανικό αίμα», οι γραφειοκράτες του Κεντρικού Γραφείου Μετανάστευ σης διεξήγαν τους ελέγχους των εισερχόμενων εθνοτικών Γερμανών με μεγάλη επι μέλεια και ήταν πολύ εκλεκτικοί ως προς το σε ποιον θα επέτρεπαν να διαμείνει μόνι μα στην περιοχή. Οι αρμόδιοι φυλλομετρούσαν ένα όλο και πιο σύνθετο πακέτο οδη γιών, που υποτίθεται ότι τις είχαν διασαφηνίσει τα εντατικά σεμινάρια βιολογίας, αν θρωπολογίας και ευγονικής που είχαν παρακολουθήσει. Υπήρχε ο σωματικός τύπος (σε μια κλίμακα από το «ιδεώδες σχήμα» [9] ως το «δύσμορφο» [1]), ο φυλετικός τύ πος (από την «καθαρά νορδική» ως τη «μη ευρωπαϊκή αιματική γενετική γραμμή», περνώντας από την ενδιάμεση «ισορροπημένη διασταύρωση νορδικού, φαλικού* και δειναρικού»), ο χαρακτήρας, η διάνοια, το πολιτικό μητρώο και η κληρονομικότητα.
192
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Οι αξιολογητές ξεκινούσαν από τα σωματικά γνωρίσματα αλλά κατέληγαν να προ σπαθούν να σταθμίσουν ένα λαβυρινθώδες μείγμα προσωπικών, κοινωνικών και ψυ χολογικών χαρακτηριστικών. Οικογένειες ολόκληρες φωτογραφίζονταν και υποβάλ λονταν σε ιατρικές εξετάσεις και ερωτηματολόγια σχετικά με τους προγόνους τους και τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Στο τέρμα αυτής της διαδικασίας η «αφρόκρεμα» κρινοταν ^ιαλληλη για εγκατάσταση, ενώ οι υπόλοιποι στέλνονταν παρακάτω στην καθαυτό Γερμανία, για περαιτέρω παρακολούθηση και εκπαίδευση.24 Στην πραγματικότητα, πολλοί εθνοτικοί Γερμανοί από την Ιταλία και την Ε.Σ.Σ.Δ. που τους επιτράπηκε να μείνουν είδαν να καταφτάνουν σε πολλές περιοχές και Γερ μανοί από το Ράιχ. Οι τελευταίοι αυτοί αρχικά δίσταζαν να εγκατασταθούν στην Ανα τολή, αλλά τους προσέλκυσαν οι φοροαπαλλαγές που θέσπισε το καθεστώς στα τέλη του 1940.0 αριθμός τους δεν πλησίασε ποτέ τα δύο εκατομμύρια αγρότες που υπολό γιζε ο υπουργός Γεωργίας Νταρρέ στις αρχές του 1940, αλλά πάντως έφτασε τις αρκε τές εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Παρά το ότι ο Χίμλερ έλεγε πως η γη αυτή θα κρατιόταν παρακαταθήκη ως το τέλος του πολέμου για να δοθεί στους παλαίμαχους, αυτοί οι «κυνηγοί γης» την κατέλαβαν, ελπίζοντας σε γρήγορα κέρδη και πολιορκώ ντας τους υπαλλήλους των κτηματολογικών γραφείων. Τους προσέλκυε η προοπτική να πάρουν μέρος σε μιαν ανέξοδη και ευρείας κλίμακας διαρπαγή, περασμένη μ’ ένα επιπόλαιο λούστρο νομιμοφάνειας αφότου ο Γκαίρινγκ εξέδωσε ένα διάταγμα που έκανε όλα τα πολωνικά κτήματα δημεύσιμα. Συχνά κατέφταναν κρατώντας συστατι κές επιστολές γραμμένες από ανθρώπους με επιρροή - τόση επιρροή, κάποτε, που δεν μπορούσε κάποιος να τις αγνοήσει. Μάλιστα, το ίδιο το καθεστώς χρησιμοποιούσε τα πολωνικά κτήματα για να εξαγοράσει τη νομιμοφροσύνη των υψηλά ιστάμενων προ σώπων του. Στα σύνορα με την Ανατολική Πρωσία ο γκαουλάιτερ Έριχ Κοχ πολύ απλά καταπάτησε μερικές ιδιοκτησίες και τις πρόσθεσε στις ήδη εκτεταμένες προσω πικές του γαίες. Ο στρατηγός Γκουντέριαν πήρε ρεπό από τα στρατιωτικά του καθή κοντα και περιηγήθηκε το Βάρτεγκαου, ψάχνοντας να πάρει υπό την κατοχή του ένα κτήμα. Όταν ο φον Μανστάιν τον ρώτησε πώς κατέληξε σ’ εκείνο που είχε διαλέξει τελικά, ο Γκουντέριαν του είπε πως «του είχαν δώσει μια λίστα από ωραίες πολωνικές ιδιοκτησίες, που τις είχε επισκεφτεί λίγες μέρες προτού αποφασίσει ποια ιδιοκτησία τού έκανε περισσότερο». Οι Πολωνοί ιδιοκτήτες στην αρχή εξακολουθούσαν να ζουν εκεί* τη στιγμή όμως που πήρε αυτός το υποστατικό τους, αυτοί είχαν κιόλας φύγει και -όπως είπε στον Μανστάιν- δεν είχε ιδέα τι είχαν απογίνει.25 Ο εκγερμανισμός μεταμόρφωνε και τις πολωνικές πόλεις. Όταν εθνοτικοί Γερ μανοί έφταναν στο Ουτζ μετά από το μακρύ τους ταξίδι από την ανατολική Πολω νία, Εβραίοι με κίτρινα αστέρια κουβαλούσαν τις αποσκευές τους για λογαριασμό τους και πρόσεχαν τα άλογά τους. Στο Ουτζ -που τώρα λεγόταν Λίτσμανστατ- οι αρμόδιοι για τη μετοίκηση επίτασσαν εκτός από τα σχολεία και τα νοσοκομεία &αι τα σπίτια των Πολωνών και των Εβραίων για να βολέψουν τους νιόφερτους, και ορ
ΚΑΝΤΕ ΠΑΛΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΓΗ ΓΙΑ ΜΕΝΑ!
193
γάνωναν ομάδες εργασίας Εβραίων για τον καθαρισμό των ιδιοκτησιών. Την ίδια στιγμή που οι επιτελικοί εκπονούσαν τα σχέδια για τον μεταπολεμικό εξορθολογισμό του πρώην πολωνικού «χώρου», θεσπίζονταν ξεχωριστές γερμανικές ζώνες. Ξεκινώντας δε από την πανταχού παρούσα «Πλατεία Αδόλφου Χίτλερ» -όπως ονο μαζόταν εν γένει τώρα η κεντρική πλατεία της αγοράς- και οδεύοντας προς τα έξω, υπήρχε μαζική μετονομασία οδών και κτιρίων. Τελικά, η εκτόπιση τεράστιου αριθ μού Πολωνών και Εβραίων κατοίκων θα επέτρεπε την αναδιάταξη του κέντρου της πόλης του Ουτζ σ’ έναν τελείως διαφορετικό άξονα* θα αναδύονταν νέες βιομηχανι κές ζώνες και προάστια για τους Γερμανούς εργάτες, με σύγχρονα θέατρα, κινημα τογράφους, πάρκα και αίθουσες συναυλιών. Οι χριστουγεννιάτικες κάρτες των Γερ μανών διευθυντών του Άουσβιτς απεικόνιζαν το νέο μοντέλο οικισμού που σχεδια ζόταν επίσης για την ταχέως επεκτεινόμενη βιομηχανική ζώνη της Σιλεσίας.26 Από τη στιγμή που ο Χίτλερ αποφάνθηκε ότι η Γενική Κυβέρνηση θα εντασσόταν εντέλει πολιτικά στο Ράιχ, τα σχέδια αυτά έγιναν και εκεί η επίσημη πολιτική. Ο Χανς Φρανκ ονειρευόταν να βγάλει τους Εβραίους από τις μεγάλες πόλεις, να κάνει καθαριότητα στο γκέτο της Κρακοβίας, της πρωτεύουσάς του, και να το αντικαταστή σει με «καθαρές, γερμανικές οικιστικές συνοικίες, όπου θα μπορεί κανείς να ανα πνέει γερμανικόν αέρα», Όμως η σπάνη εθνοτικών Γερμανών ήταν ακόμα μεγαλύτε ρο εμπόδιο απ’ ό,τι πιο δυτικά. Ο Φρανκ έλπιζε ότι θα κατάφερνε να ανεύρει τους διάσπαρτους «φυλετικούς πυρήνες γερμανοσύνης» και θα τους αποκαθιστούσε για λογαριασμό του έθνους. «Μιλώ ανοιχτά για εκγερμανισμό», έλεγε στο επιτελείο του. «Πόσες φορές δεν έχουμε δει με κατάπληξη μια παιδούλα με ξανθά μαλλιά και γα λανά μάτια να μιλά πολωνικά; Εγώ λοιπόν έχω να πω το εξής: Αν αυτή η παιδούλα μιλούσε γερμανικά, θα ήταν μια όμορφη Γερμανοπούλα». Μα ο άλλος στυλοβάτης του εκγερμανισμού ήταν το ίδιο το ναζιστικό κόμμα, με το δίκτυό του που απλωνόταν σε όλη τη χώρα. Εγκαινιάζοντας ένα Σπίτι του Κόμματος στην Κρακοβία, ο Φρανκ μίλησε για εκγερμανισμό της περιοχής μέσα σε λίγες δεκαετίες, «ίσως και λιγότερο», έτσι ώστε μια μέρα ο Φύρερ να λέει γι’ αυτήν ό,τι είχε πει λίγο καιρό πριν για το Έσσεν, ότι δηλαδή ήταν «το πιο άριο Γκάον του Γερμανικού Ράιχ». Η Γενική Κυβέρ νηση, συνέχισε, πρέπει να γίνει το ίδιο γερμανική όπως και η Ρηνανία: «Και αν κά ποιος μου πει: “Αυτό είναι αδύνατο”, θα τον ρωτήσω: Μήπως το γεγονός ότι βρισκό μαστε αυτή τη στιγμή καθισμένοι εδώ στην Κρακοβία, ότι έχουμε Σπίτια του Κόμμα τος στη Βαρσοβία και στο Λούμπλιν, είναι στο ελάχιστο λιγότερο αδιανόητο από το ότι αυτή η χώρα, αν την κυβερνήσουμε σωστά, θα γίνει γερμανική;»27 Η πιθανότητα αυτές οι φαντασιώσεις να γίνουν πραγματικότητα προφανώς εξαρτιόταν από την αντίληψη του καθεστώτος για το ποιος ήταν, ή μπορούσε να γίνει, Γερμανός. Τα προγράμματα μετοίκησης του 1939-40 αφορούσαν κυρίως εκείνους τους εθνοτικούς Γερμανούς που είχαν βρεθεί υπό σοβιετικό έλεγχο, και άφηναν
194
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
άθικτες τις περισσότερες γερμανικές μειονοτικές ομάδες της κεντρικής Ευρώπης. Το θέμα όμως ήταν ότι ο συνολικός αριθμός των διαθέσιμων Γερμανών για μετοίκη ση δεν ήταν μεγάλος. Στο Μβίη Καητρ/ο Χίτλερ είχε απορρίψειτην ιδέα της αφομοί ωσης «φυλετικά ξένων στοιχείων» και ειχε επικρίνει την πρωσική πολιτική εκγερμανισμόύ γιατί είχε κάνει αυτό το λάθος. Η μετάφραση όμως αυτής της στάσης σε συγκεκριμένη πολιτική σήμαινε προσφυγή σ’ ένα είδος φυλετικής εξέτασης που απέκλειε μεγάλο αριθμό ανθρώπων, οι οποίοι αλλιώς θα μπορούσαν να είχαν πυ κνώσει τις τάξεις της γερμανικής νοΙΚδ^ειηοίιΐδοΙι&ίΙ:. Αυτό δεν απασχολούσε τον Χίμλερ. "Οντας εστέτ, όπως πολλοί ρατσιστές, απέδιδε μεγάλη σημασία στο παρουσιαστικό. «Η φυλετική έρευνα θα πρέπει να αποτρέψει την ανάπτυξη μογγολικών τύπων στην επανοικιζόμενη Ανατολή», ήταν η εντολή του. «Θέλω να φτιάξω μια ξανθή επαρχία εδώ». Για να «εκκαθαριστεί» η πολωνική μειο νότητα στις περιοχές που επρόκειτο τώρα να γίνουν μέρος του ίδιου του Ράιχ, ο Χίμ λερ διέταξε, τα παιδιά «που το φυλετικό τους παρουσιαστικό δείχνει νορδικό αίμα» να απάγονται και να «υφίστανται φυλετική και ψυχολογική διαλογή».28 Όπως δεί χνουν αυτά τα σχόλια, η πρωταρχική του μέριμνα ήταν η καθαρότητα του «αίματος». «Πρέπει να φροντίσουμε ώστε τώρα, ετούτη την περίοδο που είμαστε ισχυροί», δήλω νε μετά την πτώση της Πολωνίας, «οι άνθρωποι που είναι του δικού μας αίματος να σμίξουν πάλι με μας, όσο αυτό είναι μέσα στις δυνατότητές μας, και να φροντίσουμε ώστε να μη χαθεί ούτε σταγόνα από το αίμα μας, παραμένοντας στον έξω κόσμο».29 Όμως στην Πολωνία μια τόσο αποκλειστική, βιολογική σχεδόν αντίληψη περί εθνικότητας περιέπλεκε την αποκρυστάλλωση μιας πολιτικής με εσωτερική συνέ πεια ως προς τους λεγάμενους «εκγερμανίσιμους». Στο κάτω-κάτω, πολλοί Πολωνοί πολίτες είχαν οικογενειακές διασυνδέσεις με Γερμανούς* οι πληθυσμοί ήταν σε πολλές περιοχές εξίσου μεικτοί όσο και στο Προτεκτοράτο. Μπορεί ο Χίμλερ -χα μένος μέσα στις δικές του ιστορικές θεωρίες- να μιλούσε για «φυλετική διαλογή» (Αιΐδ1©δο) και για «κοσκίνισμα» (3ί©1ηιη§), ώστε να είναι σίγουρο ότι «οι Μογγόλοι, οι Μιξομογγόλοι και οι θύννοι» θα ξεφορτώνονταν στη Γενική Κυβέρνηση, αλλά υπήρχαν πολλά κριτήρια με βάση τα οποία μπορούσε να γίνει μια τέτοια εξέταση. Μπροστά στον κίνδυνο να καταλήξει το όλο πρόγραμμα μετοίκησης σε πληθυσμιακή αραίωση των νέων ανατολικών μεθοριακών περιοχών του Ράιχ, λόγω της εκδίω ξης των Πολωνών προτού βρεθούν αρκετοί Γερμανοί αντικαταστάτες τους, οι τοπι κές αρχές του Βάρτεγκαου επανήλθαν σε μια πολιτική αφομοίωσης και προσπάθη σαν να εισαγάγουν νέες οδηγίες περί ιθαγένειας, ώστε να προσδιοριστεί σε ποιους θα χορηγούσαν γερμανικά δελτία ταυτότητας. Ο Χίτλερ πάλι, λιγότερο δογματικός από τον Χίμλερ, κατάλαβε το πρόβλημα* μόλις διευκρίνισε ότι θα ανεχόταν εντέλει ως ένα βαθμό την αφομοίωση, οι οδηγίες έγιναν οριστικές, ^κόμα και στην Πολωνία το ναζιστικό καθεστώς αναγκαζόταν τελικ43ΰουιη^ από την άκαμπτη επιμονή του στη βιολογία ως κριτήριο της εθνικότητας*
ΚΑΝΤΕ ΠΑΛΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΓΗ ΓΙΑ ΜΕΝΑ!
195
Η λεγόμενη Λίστα του Γερμανικού Λαού (ΟVI.) θεσπίστηκε με διάταγμα τον Μάρτιο του 1941 και σκοπό είχε, σύμφωνα με τον γκαουλάιτερ Φόρστερ του Ντάντσιχ-Δυτικής Πρωσίας, να βοηθήσει όλους οσοι «είχαν υποσκελιστεί και είχαν χα θεί εξαιτίας της πολωνικής πίεσης στο πέρασμα των αιώνων... Το πραγματικό πε ριεχόμενο και στόχος του διατάγματος είναι να διασφαλιστεί ότι ούτε μια σταγόνα γερμανικό αίμα δεν θα χαθεί για το γερμανικό έθνος». Όλα αυτά, μείον τη ρητο ρεία, σήμαιναν στην πραγματικότητα την εισαγωγή μιας αναπάντεχα ελαστικής προσέγγισης στο θέμα της γερμανικής εθνικότητας, προσέγγισης που επέτρεπε σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων να διεκδικήσει ιθαγένεια, ακόμη κι αν δεν μιλούσε γερμανΐκάΓΗ Λίστα θέσπιζε όχι λιγότερο από τέσσερις κατηγορίες: η ελίτ -η Τάξη 1κάλυπτε τους γερμανόφωνους πρώην Πολωνούς πολίτες που ήταν μέλη γερμανικών συλλόγων ή ενωσεων στον Μεσοπόλεμο* στην τάξη 2 ήταν οι άνθρωποι «γερμανι κής φυλετικής καταγωγής» που είχαν διατηρήσει τα γερμανικά χαρακτηριστικά τους. μιλώντας, για παράδειγμα, γερμανικά στα χρόνια της πολωνικής διακυβέρνη σης* η τάξη 3 περιλάμβανε Γερμανούς από μεικτούς γόμους και τα παιδιά τους, ενώ οι «αρνησιπάτριδες» της τάξης(4 είχαν «εργαστεί ενεργά με τρόπο εχθρικό προς τη Γερμανία», παρά τις προσωπικές γερμανικές τους καταβολές. Αν κάποιος γινόταν δεκτός σε μιαν από τις δύο πρώτες ομάδες, παραλάμβανε ένα μπλε δελτίο ταυτότητας και τη γερμανική ιθαγένεια - οι της τάξης 1 μπορούσαν επίσης να προσχωρήσουν στο Κόμμα* η τάξη 3 παραλάμβανε πράσινη ταυτότητα και «την ιδιότητα του μέλους του κράτους» - ήταν ουσιαστικά δόκιμοι, η δε τάξη 4 δεν λάβαινε ούτε καν αυτό, μολονότι μπορούσε να εξεταστεί στο μέλλον για «επανεκγερμανισμό». Το βασικό κίνητρο για να μπει κανείς στις τάξεις 1 εως 3 ήταν ότι η περιουσία του εξαιρούνταν από τη δήμευση και πιθανότατα επωφελούνταν από τη λεηλασία των πολωνικών περιουσιών από την άλλη, μπορούσαν αυτομάτως να κλη θούν να υπηρετήσουν στις ένοπλες δυνάμεις. Κάποιος που ανήκε στις κατηγορίες 3 ή 4 δεν μπορούσε να παντρευτεί κάποιον από τις κατηγορίες 1 ή 2, οι δε της κατηγο ρίας 4 συχνά σημειώνονταν για αστυνομική παρακολούθηση.30 Ακόμα και αυτό το σύνθετο σύστημα δεν εξαντλούσε τις πιθανές αντιμεταθέ σεις, κι ένα ειδικό σύστημα δικαστηρίων με αρχηγό τον Χίμλερ έκρινε τις πολύ ακανθώδεις περιπτώσεις της ΌΎί. Μια γυναίκα που έκανε αίτηση για να γίνει νοΙΚδάοιιΐδοΙι, επικαλούμενη τις φιλογερμανικές της δραστηριότητες στην Πολωνία πριν από τον πόλεμο, είχε πατέρα Εβραίο. Το δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν μπο ρούσε να γίνει δεκτή, αλλά της δόθηκε ένα πιστοποιητικό που έλεγε πως δεν ήταν Πολωνή αλλά μια «προνομιούχα, προστατευόμενη κάτοικος του Ράιχ» (άλλη μια κατηγορία, που μάλιστα δεν καλυπτόταν από τα υπάρχοντα σύνορα ιθαγένειας). Εδώ το δικαστήριο σκέφτηκε όχι τόσο φυλετικά όσο πραγματιστικά και πολιτικά, με την έννοια ότι δεν ήθελε να εξωθήσει ένα άτομο δραστήριο και δυνητικά «ηγετικό» στο αντιγερμανικό στρατόπεδο. Σε άλλη περίπτωση, ένας άντρας από την Πολωνία
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
196
με «καθαρή» γερμανική καταγωγή είχε παντρευτεί μια γυναίκα που ο πατέρας της ήταν Ινδός. Μολονότι η φυλετική επιθεώρηση έδειξε πως η γυναίκα και τα παιδιά παρείχαν σαφείς ενδείξεις «ξένου και μάλιοτα νέγρικου αίματος», ο άντρας είχε χρηματίσει μέλος φιλογερμανικών πολιτικών ομάδων στον Μεσοπόλεμο και η οικο γένεια είχε αναγκαστεί να καταφύγει στη Γερμανία το 1939 γι’ αυτόν το λόγο. Ο άντρας κατατάχθηκε στην κατηγορία 1, η δε γυναίκα και τα παιδιά του στην κατηγο ρία 2, χάρη στις «θυσίες» τους για τη Γερμανία. Αυτό φαίνεται ρεαλιστικό, αλλά η πραγματικότητα ήταν πιο σκληρή: το δικαστήριο όρισε να ειπωθεί στον άντρα «σε φιλικό τόνο» να μην κάνει άλλα παιδιά με αυτήν τη σύζυγο.31 Στις αρχές του 1944, περίπου 2,75 εκατομμύρια άνθρωποι επί συνόλου 9,5 εκα τομμυρίων είχαν περάσει με επιτυχία τους ελέγχους της νΕ)Γ στα ενσωματωμένα εδάφη. Για τους φυλετικούς πουρίστες τα αποτελέσματα ήταν αποκαρδιωτικά: Πληθυσμός στα Πρώην Πολωνικά Εδάφη (Ιανουάριος 1944) (χιλιάδες) Βάρτεγκαον
ΝτάντσιχΆνω Σιλεσία
Λνατ. Πρωσία
Δντ. Πρωσία
Γερμανοί του Ράιχ Γερμανοί έποικοι Γερμανοί [ντ>Ε]: Τάξη 1 Τάξη 2 Τάξη 3 Τάξη 4
194 245 493 218 192 64 9
περ. 50 52 938 113 97 726 2
περ. 100 52 938 113 97 726 2
6 8 46 9 22 13 1
Πολωνοί και άλλοι
3.450
689
689
920
Συνολικός πληθυσμός
4.382
1.729
" 1.729
980
Γερμανοί/Συνολικός Πληθυσμός
21,2%
60,0%
60,0%
6,2%
ϋΥΓ 3-4/Γερμανικός Πληθυσμός
7,8%
78,1%
78,1 %
24,8%
Σημείωση: Αριθμοί όπως στο πρωτότυπο (τα αθροίσματα δεν είναι όλα σωστά). Πηγή: ΝΟ-3568 στο ΙηΙ©πΐ3ΐίοη&1 ΜΐΚίαιγ Τπβιιη&1, ΤήαΙ ο/ ίΗβ Μα]οτ Ψατ €ήηιΐηαΙ§, τόμ. 4 (Ουάσινγκτον, 1949), 937-9.
Εκείνο που δείχνουν οι αριθμοί του πίνακα είναι ότι, με δεδομένη την έντονη έλλει ψη Γερμανών κάθε είδους στις νέες επαρχίες -είτε από το Ράιχ ήταν είτε ντόπιοι εί τε έποικοι- οι λίστες ϋΥΓ έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στη διόγκωση των αριθμών. Τη
ΚΑΝΤΕ ΠΑΛΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΓΗ ΓΙΑ ΜΕΝΑ!
197
μικρότερη επίδραση την είχαν στο Βάρτεγκαου του Γκράιζερ, που είχε καλωσορί σει περισσότερους εποίκους απ’ οποιοδήποτε άλλο Γκάον και είχε συνεπώς τηρήσει αυστηρή στάση ως προς τη χορήγηση ιθαγένειας σε πρώην Πολωνούς πολίτες. Ποι οι ήταν όμως οι καρποί αυτής της φυλετικής ορθοδοξίας; Η πάντοτε πελώρια αριθ μητική υστέρηση, που όλες οι προσπάθειες του ΚΚΡΌν και των δδ είχαν σταθεί ανί κανες να την εξαλείψουν, και η ογκώδης και αποξενωμένη πολωνική πλειονότητα, που τώρα ήταν στο μεγαλύτερο μέρος της άκληρη και ζούσε σε προσωρινούς καταυ λισμούς ή σε ειδικά παραχωρημένα χωριά.32 Κατανοώντας πού θα οδηγούσε αυτό, ο άσπονδος αντίπαλος του Γκράιζερ, ο Άλμπερτ Φόρστερ της γειτονικής επαρχίας Ντάντσιχ-Δυτικής Πρωσίας, είχε ακολου θήσει εντελώς διαφορετική πορεία και είχε χρησιμοποιήσει στο ακέραιο τις δυνατό τητες που του πρόσφερε το σύστημα ϋνΐ.. Αγνοώντας τους φυλετικούς ειδήμονες των δδ, κράτησε μακριά τους εποίκους και γέμισε τη Λίστα με τεράστιο αριθμό ανθρώ πων της μεικτής τάξης 3. Ο Φόρτσερ είχε τη δική του θεωρία, που έλεγε πως πολλοί ντόπιοι δεν ήταν καθόλου Πολωνοί αλλά «Κασούβιοι», ώριμοι για εκγερμανισμό. Θεωρούσε την έμφαση του Χίμλερ στην αυστηρή φυλετική διαλογή ένα μάτσο αη δίες, και αρετή το να αποφύγει την παρατεταμένη αναστάτωση των εκτοπίσεων και των μετοικήσεων. Από το 1941 είχε την τάση να δέχεται κάθε πρώην Πολωνό πολίτη στη Λίστα, εφόσον μιλούσε αποδεκτά γερμανικά -σύντομα ακόμα και αυτή η προϋ πόθεση χαλάρωσε- και δεν είχε κάνει τίποτε πολιτικό που να κοντράρει τις αρχές. Μάλιστα, ο Φόρστερ δεν επέτρεπε απλώς στους Πολωνούς να γίνουν Γερμανοί, παρά στην ουσία τούς ανάγκαζε να γίνουν. «Τον καιρό που γινόταν ο εκγερμανισμός των Πολωνών με βάση το Εθνικό Μητρώο», θυμόταν ένας αξιωματούχος μετά τον πόλεμο, «υπήρξαν πολλές περιπτώσεις όπου ολόκληρα χωριά ή κωμοπόλεις εντάχθηκαν υποχρεωτικά στο μητρώο, με βάση σταθερά ποσοστά που τα είχε ορίσει ο Φόρστερ. Για παράδειγμα, ένας τοπικός κομματάρχης ή δήμαρχος έπαιρνε την εντολή να εντάξει το ογδόντα τοις εκατό του χωριού του, έστω και αν αυτό ήταν του λάχιστον κατά ογδόντα τοις εκατό πολωνικό». Σχεδόν τα δύο τρίτα του πρώην πο λωνικού πληθυσμού στο Γκάον του Φόρστερ εντάχθηκαν, με τον έναν ή με τον άλ λον τρόπο, στην Όντ. Μπορούσε κανείς να δει ομάδες κρούσης ελάχιστα εκγερμανισμένων Πολωνών να διασχίζουν τους δρόμους των πόλεών του τραγουδώντας πο λωνικά εθνικά τραγούδια.33 «Αν έμοιαζα του Χίμλερ, δεν θα μιλούσα τόσο πολύ για φυλές», είχε αναφερθεί πως είχε πει ο Φόρστερ. Μα δεν ήταν μόνο η προσβολή που έκανε έξαλλο τον Χίμ λερ· ήταν και η πολιτική, ιδίως καθώς ο αντίπαλός του ο Γκράιζερ τον τροφοδοτού σε με σταθερή ροή παραπόνων για τον τραμπούκικο και αναποτελεσματικό τρόπο με τον οποίο κυβερνιόταν το νέο Γκάον. Ο Χίμλερ δεν το βρήκε καθόλου διασκεδαστικό που δύο από τους στενότερους και σκαιότερους κομματικούς συναδέλφους του Φόρστερ είχαν εξυβρίσει έναν μειονοτικό Γερμανό «άμεμπτης καταγωγής»
198
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
αποκαλώντας τον «Κωλοπολωνό», την ίδια ώρα που μετέτρεπαν τους Πολωνούς σε Γερμανούς με διοικητικά ουκάζια. Επισημάνθηκε λοιπόν φορτικά στον Φόρστερ ότι δεν υπήρχε κανένας διαγωνισμός για το ποιος θα εκγερμάνιζε πρώτος το Γκάον του* το ουσιώδες ήταν να διασφαλιστεί ότι ο εκγερμανισμός θα παρήγε έναν «φυλε τικά άψογο» πληθυσμό, γιατί «μία σταγόνα λάθος αίματος που μπαίνει στις φλέβες ενός ατόμου δεν μπορεί ποτέ πια να αφαιρεθεί». Φαίνεται όμως πως ο Χίτλερ δεν είχε ιδιαίτερο πρόβλημα, και μάλιστα οι φυλετικοί ειδήμονες συμφώνησαν με τον ισχυρισμό του Φόρστερ ότι μεγάλο ποσοστό του ντόπιου πληθυσμού της Δυτικής Πρωσίας καταγόταν αρχικά από Γερμανούς εποίκους. Ανάμεσα στην ιδέα του Χίμ λερ για μια μικρή, προσεκτικά επιλεγμένη φυλετική ελίτ που θα διαφέντευε μια πο λωνική τάξη αποκλήρων, και στο εξίσου εθνικοσοσιαλιστικό όραμα του Φόρστερ περί εκγερμανισμού μέσω της αναγκαστικής στρατολόγησης σε μαζικές οργανώ σεις, υπήρχε πραγματικά αγεφύρωτο χάσμα.34 Λιγότερο επίμαχα απ’ ό,τι ο Φόρστερ, η επαρχιακή διοίκηση της Ανω Σιλεσίας κράτησε και αυτή μακριά τα συνεργεία μετοίκησης του Χίμλερ, επιχειρηματολογώ ντας με μεγάλη επιτυχία ότι στον πόλεμο προτεραιότητα είχε το να λειτουργεί απρό σκοπτα η τοπική οικονομία. Μετά από μερικές αρχικές απελάσεις Πολωνών, απο φάσισε πως η Άνω Σιλεσία παραήταν σημαντική ως βιομηχανική βάση για να εκτε θεί στον κίνδυνο αποσταθεροποίησης με τα μεγαλεπήβολα δημογραφικά εγχειρή ματα του Χίμλερ. «Οι ευκαιρίες εποίκησης της Άνω Σιλεσίας είναι εξαιρετικά πε ριορισμένες - ή μάλλον έχουν σχεδόν εντελώς εξαντληθεί», είπε μετά λύπης του ο γκαουλάιτερ της στον επικεφαλής του ΚΚΡϋν τον Ιανουάριο του 1943. Και εκεί, ο τεράστιος αριθμός Τριτοταξιτών έδειχνε εύγλωττα ποια ήταν η πραγματική του γνώμη για τις φυλετικές οδηγίες των δδ. Προτιμούσε να κρατήσει με κάθε τίμημα τους Πολωνούς εργάτες του και δεν εισήγαγε καν το σύστημα φυλετικής ταξινόμη σης, παρά μόνο ένα χρόνο μετά το Βάρτεγκαου. Η πολιτική της διατήρησης σημα ντικού μέρους του πολωνικού πληθυσμού αντί για την εκκαθάρισή του, που στην αρ χή δεχόταν πυρά, φάνταζε όλο και πιο ακαταμάχητη όσο προχωρούσε ο πόλεμος.35 Ο ίδιος ο Χίτλερ πίστευε πως ο περί φυλών μυστικισμός του Χίμλερ ήταν μη πρα κτικός· παρόλο που ήταν εχθρικός προς τους Σέρβους και τους Ρώσους γενικά, για τις άλλες ομάδες Σλάβων είχε διαφορετικά αισθήματα. Επαινούσε τους Τσέχους γιατί ήταν «εργατικοί και έξυπνοι~&ργά3&^ το ενδεχόμενο να ήταν οι γαλανομάτηδες Ουκρανοί «αγρότες απόγονοι γερμανικών φυλών που δεν μετανάστευσαν ποτέ». Κατέληξε μάλιστα στην άποψη -διαδεδομένη στους κύκλους των Γερμανών ανθρωπολόγων- ότι, από φυλετική σκοπιά, δεν υπήρχαν «Σλάβοι» ως κατηγορία* ο όρος αυτός ήταν καθαρά γλωσσικός, και τίποτα παραπάνω. Αυτό δεν σημαίνει ότι έπαψαν να τον χρησιμοποιούν. Εξηγεί όμως γιατί ο Φύρερ άφησε τον Χίμλερ και τον Φόρτσερ να ορίσει ο καθένας τους τη γερμανικότητα με τον δικό του τρόπο.36
ΚΑΝΤΕ ΠΑΛΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΓΗ ΓΙΑ ΜΕΝΑ!
199
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΡΑΪΧ
Υπήρχε, εννοείται, πολύτιμο γερμανικό αίμα προς ανεύρεση και στη Δυτική Ευρώ πη. Από τα μέσα Οκτωβρίου του 1939 κιόλας, ο Χίτλερ είχε πει στους κομματικούς αρχηγούς του να ετοιμάζονται για την τελική ενσωμάτωση του Βελγίου και της Ελβετίας στη Γερμανία. Έ ξι μήνες αργότερα, ο Ρόζενμπεργκ χαιρέτιζε τη νίκη επί της Δανίας ως εξής: «Όπως το Ράιχ του Βίσμαρκ γεννήθηκε το 1866, έτσι και το Με γάλο Γερμανικό Ράιχ θα γεννηθεί από αυτά που συμβαίνουν σήμερα». Σχεδόν αμέ σως, η σκιά της προσάρτησης έπεσε δυτικά πάνω σε περιοχές που ο Χίτλερ είχε σκοπό να τις διεκδικήσει για λόγους ιστορικούς και φυλετικούς.37 Στη Γαλλία οι Γερμανοί, έχοντας ανακτήσει εδάφη που ανήκαν στο προπολεμι κό Κ&ίδοιτοίοΐι, δεν έτρεφαν αισθήματα μεγαλοθυμίας. Την επαύριο του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου οι Γάλλοι είχαν εκκαθαρίσει τις επαρχίες της Αλσατίας και της Αορραίνης, είχαν ταξινομήσει τον πληθυσμό τους με βάση την «καταγωγή του αίματος» και είχαν απομακρύνει από εκεί περισσότερους από 90.000 ανθρώπους μέσα σε έναν το πολύ χρόνο: ο γερμανικός πληθυσμός του νομού της Μοζέλ μειώ θηκε, από τις 164.502 το 1910, σε λιγότερο από 45.000 το 1921. Η ήττα της Γαλλίας το 1940 έδινε τη δυνατότητα στους Γερμανούς να πάρουν εκδίκηση. Έ ξω από τον καθεδρικό ναό του Στρασβούργου εκείνο τον Ιούνιο, ο Χίτλερ στεκόταν δίπλα στον άντρα που είχε χρηματίσει τελευταίος Γερμανός δήμαρχος το 1914. «Τι λέ τε;» ρώτησε ο Φύρερ τους ενθουσιασμένους στρατιώτες του. «Πρέπει να δώσουμε πίσω στη Γαλλία αυτό το κόσμημα;» «Ποτέ», ήρθε η απάντηση. Ο Χίτλερ ανέθεσε σε έμπιστους γκαουλάιτερ τις μεθοριακές ζώνες της Γαλλίας και, αγνοώντας τις γαλλικές διαμαρτυρίες, τους είπε να εκγερμανίσουν την περιοχή μέσα σε λίγα χρόνια.38 Στην Αλσατία, όπου πολιτικός κυβερνήτης διορίστηκε ο Ρόμπερτ Βάγκνερ -ο γκαουλάιτερ της γειτονικής Βάδης- όσοι Γάλλοι αιχμάλωτοι πολέμου ήταν από την περιοχή αφέθηκαν ελεύθεροι, υπό τον όρο ότι θα υπέγραφαν μια δήλωση που έλεγε πως είχαν γερμανικό αίμα. Άμαχοι που είχαν φύγει λόγω των εχθροπραξιών γυρί ζοντας πίσω έβρισκαν πανό κρεμασμένα κάθετα στους δρόμους με συνθήματα στα γερμανικά, που τους καλωσόριζαν στη Μεγάλη Γερμανία. Η προσάρτηση δεν φαι νόταν να είναι μακριά. Παράλληλα, άρχιζε η διαδικασία απέλασης των ανεπιθυμήτων: περίπου 10.000 Εβραίοι απελάθηκαν προς τα δυτικά, στη Γαλλία, μαζί με δεκά δες χιλιάδες μη Εβραίους. Ιδρύθηκαν ναζιστικές οργανώσεις και τέθηκε σε ισχύ η γερμανική νομοθεσία. Στο μυαλό του Βάγκνερ ο περισσότερος πληθυσμός της επαρχίας ήταν ήδη γερμανικός, είτε το γνώριζε είτε όχι. Παρόλο που η γερμανική γλώσσα έγινε υποχρεωτική, ο Βάγκνερ αναγνώριζε ότι πολλοί κάτοικοι εξακολου θούσαν να είναι πιστοί στη Γαλλία* αυτό όμως κατά την άποψή του απλώς αποδείκνυε τη γερμανική τους καταγωγή, αφού «η αφοσίωση είναι η χαρακτηριστική ιδιό
200
ΓΙΑ ΊΉ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
τητα των Γερμανών». Έτσι, εστίαζε όχι στη φυλή αλλά στην κουλτούρα. Διέταξε να αλλάξουν τα ονόματα των οδών και των επιχειρήσεων και να αποκτήσουν γερμανι κά ισοδύναμα, απέσυρε τα γαλλικά βιβλία από τις δημόσιες βιβλιοθήκες και τα χρη σιμοποίησε για μια γιορταστική χριστουγεννιάτικη φωτιά. Όσοι μιλούσαν γαλλικά δημοσίως στέλνονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, και δεκάδες χιλιάδες νέοι επι στρατεύτηκαν στη Βέρμαχτ και στα λΥ&ίίβη-δδ. Ο πρώην εκπαιδευόμενος δάσκαλος διηύθυνε το μετασχηματισμό ως τις μικρό τερες λεπτομέρειες, φωτίζοντας την πιο φαρσική πλευρά της εθνικιστικής νοοτρο πίας με την κατάρτιση του νόμου για τα ονόματα προσώπων. Στο εξής τα «μη γερμα νικά» ονόματα απαγορεύονταν, καθώς η μυστική αστυνομία χτένιζε τους τηλεφωνι κούς καταλόγους. Νιώθοντας τον κίνδυνο υποτροπής, ο Βάγκνερ απαγόρευσε τη μετατροπή του «Ρενέ» σε «Ρενάτους», του «Μαρσέλ» σε «Μαρτσέλλους», δημοσί ευσε καταλόγους αποδεκτών γερμανικών ονομάτων και απαράδεκτων γαλλικών και κατάρτισε κανόνες μεταγραφής (για να αποφύγει μια κατάσταση όπου διαφο ρετικά μέλη της οικογένειας Όιιιηοιιΐίπ θα κατέληγαν ως νοηά©πηϋ1ι1©η, ΖιιπηϋΙιΙβη, Μϋ11©Γ και ϋϋπιιχ1©Γ). Η πολιτική των εθνοτήτων μετατράπηκε σε ονο ματολογία. Σε λιγότερο από έξι μήνες, περισσότεροι από 200.000 κάτοικοι μονάχα στο Στρα σβούργο «ζήτησαν» να αλλάξουν το όνομά τους. Ούτε όμως το ίδιο του το προσωπι κό δεν μπορούσε να συμφωνήσει ποια ήταν τα πραγματικά γερμανικά ονόματα: με ρικοί έβρισκαν το «Γιόχαν» υπερβολικά εβραϊκό· όταν ένας επέμεινε να αλλάξει το «Ρόμπερτ» σε «Ρούπρεχτ», ένας παρατήρησε κριτικά ότι ο ίδιος ο γκαουλάιτερ λε γόταν Ρόμπερτ. Και μήπως το όνομα του υπουργού Γεωργίας του Ράιχ, Νταρρέ, δεν ηχούσε εντελώς γαλλικό; Ή μήπως ο αρχηγός υγείας δεν ήταν κάποιος Λεονάρντο Κόντι; Όταν ο Μοηδί©ιΐΓ «Βοιιΐοίδ» υποχρεώθηκε να αλλάξει το όνομά του σε «Βιι1\να», ένας άλλος αξιωματούχος παραπονέθηκε πως ετούτο δεν είχε «τίποτα το τευτονικό»: «ονόματα όπως το Βιι1\να δεν είναι καν ευρωπαϊκά, παρά θα ταίριαζαν περισσότερο σ’ έναν Αφρικανό φύλαρχο». Ένας σοφέρ ονόματι Ηοιιίΐΐοη «εκγερμανίστηκε» σε «Ηϋΐίοι» κι έπειτα σε Ηιι;|ΐιη§, ενώ ένας Βοιι1αη§©Γ δημιούργησε δύο στρατόπεδα: του Β£(±©γ και του Βιι1&π§©γ, που το προτιμούσαν οι ειδικοί. (Τον τε λευταίο λόγο τον είχε ο Βάγκνερ, ο οποίος αποφάσισε Ηιι]ιιη§ και Β6(±©γ.) Το φθινόπωρο του 1943, οι πάντες -εκτός από τον Βάγκνερ- είχαν πια μπαφιά σει με αυτή την κωμωδία. Έ να στέλεχος των ναζί -παλιός Αλσατός αυτονομιστήςρωτούσε σαρκαστικά αν «σε μια κατάσταση ολοκληρωτικού πολέμου είναι απολύ τως αναγκαίο οι αξιωματούχοι και οι ειδήμονες να ξύνουν το κεφάλι τους για να αποφασίσουν αν ένας Οιαιρ©ηίί©Γ πρέπει να ονομάζεται 5ο1ι&Γρ©η1:©Γ ή απλώς Ζίπιιη©πη2ΐηη, και αν το γεγονός ότι κάποιος Οζκμιείίη έγινε Κᣩ1 είναι αποφασι στικής σημασίας για την έκβαση του πολέμου». Όσο καταγέλαστα και αν φαντά ζουν αυτά τα μέτρα εκ των υστέρων, όταν οι Γερμανοί κατάφεραν να περάσουν
ΚΑΝΤΕ ΠΑΛΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΓΗ ΓΙΑ ΜΕΝΑ!
201
εντέλει τη διάταξη που έκανε τις αιτήσεις μετονομασίας νόμιμες (στις αρχές του 1943), είχαν ήδη υποβληθεί περισσότερες από 50.000 αιτήσεις. Όσο για το αν πέτυχαν αυτό που έλπιζε ο Βάγκνερ (που το οικογενειακό του όνομα ήταν αρχικά ΒαοΚίίδοΙι), δηλαδή να «απελευθερώσουν τους Αλσατούς από το όνειδος του να εί ναι μονάχα κατά το ήμισυ Γερμανοί»), αυτό είναι πιο αμφίβολο.39 Η θανάσιμη λοιπόν σοβαρότητα του πολέμου για την εθνικότητα είχε και τη γε λοία πλευρά της. Όπως ορισμένοι θεωρητικοί του ρατσισμού ανησυχούσαν μήπως οι Γερμανοί του Ράιχ αναπτύξουν σύμπλεγμα κατωτερότητας αν βρίσκονταν ποτέ πρόσωπο με πρόσωπο με τα θαυμάσια φυλετικά δείγματα που θα επιλέγονταν για να εγκατασταθούν στα ανατολικά εδάφη, έτσι άλλοι πίστευαν πως ο παρατραβηγμένος πουρισμός του Βάγκνερ κινδύνευε να προκαλέσει δυσαρέσκεια μέσα στο Ράιχ. Ο ίδιος ο Βάγκνερ ανησυχούσε μήπως πολλοί Γερμανοί απ’ όσους θα έρχο νταν στην Αλσατία από το Ράιχ είχαν και οι ίδιοι ονόματα που ηχούσαν γαλλικά. Φοβούμενος τα παράπονα όσων Αλσατών είχαν υποχρεωθεί να αλλάξουν τα ονόματά τους, προσπάθησε να επιμείνει να δουλεύουν στην επαρχία μόνο Γερμανοί με καθαυτό γερμανικά ονόματα. Αυτό έκανε έξαλλο τον υπουργό Εσωτερικών Φρικ. Είπε στον Βάγκνερ ότι ακόμα και μετά τον πόλεμο δεν υπήρχαν σχέδια για εξανα γκασμό των Γερμανών του Ράιχ να αλλάξουν το όνομά τους, και ότι ο ίδιος ο Φύρερ δεν έβλεπε την ανάγκη για εκγερμανισμό των ονομάτων οικογενειών που κατάγο νταν από Ουγενότους πρόσφυγες, ούτε στη Γερμανία ούτε στην ίδια την Αλσατία. Τόση όμως ήταν η δύναμη των γκαουλάιτερ, ώστε ο Βάγκνερ απλά δεν έδωσε σημα σία. Όσο περνούσε από το χέρι του, όλα τα ονόματα έπρεπε να εκγερμανιστούν, και οι στατιστικές έδειχναν πως η πολιτική του είχε επιτυχία. Ακριβώς παραδίπλα, ο γκαουλάιτερ της Λορραίνης Γιόζεφ Μπύρκελ νοιαζόταν πολύ λιγότερο για τα ονόματα. Ήταν απασχολημένος με το να απελαύνει Γάλλους και Εβραίους και να κρατά μακριά τους εθνοτικούς Γερμανούς (οι οποίοι ήταν κατά τή“γνωμη του φυλετικά λιγότερο επιθυμητοί από αυτούς που ήταν ήδη εκεί). Προτι μούσε να βρίσκει εποίκους, αν χρειαζόταν, από τις τάξεις της αγροτιάς της δυτικής Γερμανίας. Ο Μπύρκελ ήταν από εκείνους τους γκαουλάιτερ που απέδιδαν μεγάλη σημασία στο να κρατήσουν σε απόσταση τα δδ και τις φυλετικές τους φαντασιώσεις. Όταν ο Μπύρκελ απέλασε περισσότερους από 60.000 γαλλόφωνους -σχεδόν το 15 τοις εκατό του πληθυσμού της περιοχής- χωρίς πρώτα να τους εξετάσει φυλετικά, τα στελέχη των δδ έγιναν έξαλλα. Όταν πρότεινε την απέλαση 40.000 ακόμα ανεπιθυμήτων στην Ουκρανία ως εποίκων, τα στελέχη των δδ αντέτειναν ότι το πρόγραμμα μετοίκησης δεν ήταν καμιά χωματερή ή καμιά τιμωρία: τελικά, έγινε «ελεγχόμενη απέλαση» περίπου 10.000 ατόμων, υπό την επίβλεψη των δδ. Επρόκειτο όμως για μια πρόσκαιρη μονάχα νίκη του Χίμλερ, στον λίγο-πολύ αδιάκοπο αγώνα του ενά ντια στους κομματάρχες, που οι βεβιασμένες απόψεις τους για τον εκγερμανισμό αντιστρατεύονταν τόσο πολύ τις δικές του.40
202
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Η σύγκρουση Χίμλερ και Κόμματος για τον εκγερμανισμό υπήρχε και στις ευρύ τερες Κάτω Χώρες και στη Σκανδιναβία. Οι πληθυσμοί αυτών των χωρών δεν ήταν μεν γερμανικοί (Όειιίδοΐι©), αλλά κατά το καθεστώς ήταν «τευτονικοί» (0©πηαη©η) και άρα ώριμοι για τελική πολιτική ενσωμάτωση. Εκεί όπου το Κόμμα διαφωνούσε με τα δδ ήταν στο πώς θα επιτυγχανόταν αυτό. Το Κόμμα ήθελε να βοηθήσε^τους συμπαθούντες Ολλανδούς και Νορβηγούς ναζί να συγκροτήσουν μαζικά κινήματα: ήθελε να ξαναπαιχτεί η εθνικοσοσιαλιστική επανάσταση όπως είχε πρωτοπαιχτεί στη Γερμανία, και θεωρούσε ότι προσωπικότητες όπως ο Κουίσλινγκ της Νορβη γίας ή ο Άντον Μύσσερτ της Ολλανδίας ήταν οι φυσικοί φύρερ των λαών τους. Το πρόβλημα έγκειτο στο ότι οι άντρες αυτοί ήταν όχι μόνο βαθιά μισητοί και πολιτικά περιθωριακοί, αλλά και εθνικιστές, με τις δικές τους αντιλήψεις για μια μελλοντική σχέση με τη Γερμανία. Την πρώτη Μαΐου κιόλας, ο Κουίσλινγκ προέτρεψε τον Χίτλερ να υιοθετήσει ένα πολιτικό πρόγραμμα «συνταγματικής ένωσης όλων των τευτονικών χωρών», που, όπως εξήγησε, δεν θα σήμαινε την απορρόφηση της Νορβηγίας μέσα σε μια Μεγάλη Γερμανία, αλλά «μια ελεύθερη τευτονική ομοσπον δία υπό την ηγεσία της Γερμανίας». Παρόμοια, ο Μύσσερτ ήταν υπέρ μιας Μεγάλης Ολλανδίας (διογκωμένης με την προσθήκη της βελγικής Φλάνδρας) που δεν θα προσχωρούσε στο Ράιχ. Τον Αύγουστο πρότεινε μια «Κοινωνία των Τευτονικών Λαών» με επικεφαλής τον Χίτλερ. Οι Ολλανδοί θα εξούσιαζαν μια επικράτεια φυ λετικά αποκαθαρμένη από Εβραίους (που θα τους έστελναν στη Γουιάνα) και Βαλλόνους. Το Ολλανδικό Ναζιστικό Κόμμα του Μύσσερτ θα εγγυόταν την ολλανδική εθνική κυριαρχία, και αυτό σαφώς δεν ήταν εκείνο που είχαν κατά νου οι Γερμανοί.41 Ο Χίμλερ, γνωρίζοντας πολύ καλά τους περιορισμούς αυτών των ανθρώπων, εί χε πολύ διαφορετική στρατηγική. Σε συμφωνία με την όλη αντίληψή του για την ελι τίστικη φύση της πολιτικής, απερριπτε την ίδια την ιδέα ίδρυση*: φιλπγρρρ^νικών μαζικών κομμάτων. Άλλωστε, η ολλανδική Ν©<3©Γΐαη<1δ© ΙΜ© είχε ιδρυθεί το 1940 για να συμβάλει στη ναζιστικοποίηση της Ολλανδίας, αλλά είχε γρήγορα μετατραπεί σε εμπόδιό της. Αντί γι’ αυτό, ήταν υπέρ του σχηματισμού μικρών, πιστών ελίτ, ένοπλων ομάδων εθελοντών, οι οποίοι θα μάθαιναν γερμανικά, θα πολεμού σαν για το Ράιχ ενάντια στα αποσχιστικά προγράμματα των αντιπάλων τους και θα καταλάμβαναν την εξουσία ως «θιασώτες της ιδέας της Μεγάλης Γερμανίας». Δεν θα υπήρχε ομοσπονδία συμμαχικών εθνικοσοσιαλιστικών κρατών, αλλά μάλλον μια και ενιαία Μεγάλη Γερμανία, ενωμένη με δεσμούς φυλετικής αλληλεγγύη. Τον Σεπτέμβριο του 1940 ίδρυσε μια μικρή ολλανδική ομάδα* την επόμενη χρονιά υπέ κλεψε τον υπαρχηγό (και αντίπαλο) του Κουίσλινγκ, τον αρχηγό της αστυνομίας Γιόνας Λίε, για να διοικήσει τη νέα δύναμη των δδ στη χώρα, κάνοντάς τον δδ8ΐ2ΐη<1&Γΐ©ηίϋ1ΐΓ©Γ. Ο αρχηγός ασφαλείας του Μύσσερτ αποσκίρτησε και αυτός στα δδ. Όσο για τον ίδιο τον Μύσσερτ, αυτός ανησυχούσε για το τι σήμαιναν όλα αυτά:
ΚΑΝΤΕ ΠΑΛΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΓΗ ΓΙΑ ΜΕΝΑ!
203
«Η ανώτερη ηγεσία των δδ θεωρεί τους Ολλανδούς Γερμανούς», παραπονιόταν. «Είναι φοβερό. Πού θα καταλήξει αυτό;» Αυτό που συνέβη τελικά ήταν ότι το Κόμ μα και τα δδ ουσιαστικά πολέμησαν μεταξύ τους, ώσπου η κατάσταση στις ευρύτε ρες Κάτω Χώρες περιήλθε σε αδιέξοδο. Η κυρία συνέπεια ήταν ότι ο μικρός και συ νεχώς μειούμενος αριθμός εκείνων που ήθελαν να ταυτιστούν με τη ναζιστική υπό θεση κόπηκε στα δύο λόγω της εσωτερικής διαμάχης, περιορίζοντας την ικανότητα των Γερμανών να ελέγχουν τις εξελίξεις και βοηθώντας εκείνους που είτε εναντιώ νονταν είτε απλώς ήθελαν ν’ ακολουθήσουν μια πιο πραγματιστική γραμμή.42 Ωστόσο ο εκγερμανισμός της βόρειας Γιουγκοσλαβίας μετά τον Απρίλιο του 1941 έδειξε πως το Κόμμα και τα δδ δεν ήταν πάντα στα μαχαίρια. Ίσως επειδή το διακύ|ευ[Αα^δω ή ^ ν πολύ μικροτε^αχάθηκε ευκαλοτερο να τα βρουν. Σε αυτήν τη γω νιά της Ευρώπης το επιχείρημα της εθνικής αυτοδιάθεσης αποτελούσε άσκοπη όχληση, αφού ακόμη και στα χρόνια των Αψβούργων λιγότερο από το 8 τοις εκατό του πληθυσμού μιλούσε γερμανικά, και τα πράγματα μάλιστα είχαν χειροτερέψει: η γιουγκοσλαβική απογραφή του 1931 είχε δείξει πως 29.000 Γερμανοί -τέσσερις φο ρές κάτω μέσα σε είκοσι χρόνια- ζούσαν ανάμεσα σε περισσότερους από ένα εκα τομμύριο Σλάβους.43 Όπως όμως συνέβαινε συνήθως με τις περιοχές που ήθελε να εκγερμανίσει, ο Χίτλερ δεν έκατσε να ασχοληθεί με τα δημογραφικά δεδομένα και παρέδωσε τη Σλοβενία σε δύο Αυστριακούς, στελέχη του Ναζιστικού Κόμματος: τον Ζήγκφρηντ Ουιμπερράιτερ και τον Φραντς Κούτσερα, πρώην μούτσο και κηπουρό. Και οι δύο άντρες έλαβαν επίσης διορισμό από τον Χίμλερ και φρόντισαν ώστε ο εκγερμανισμός των Νοτιοσλάβων να γίνει σε σύμπνοια με τα δδ. Η προσάρτηση αυτών των εδαφών στα παρακείμενα αυστριακά Γκάον σχεδιαζόταν για τις αρχές του 1942, αλλά αναβλήθηκε πολλές φορές, λόγω των επιθέσεων των παρτιζάνων εναντίον γερμανικών περιπόλων, και δεν υλοποιήθηκε ποτέ επίσημα. Αυτό όμως δεν εμπόδι σε την εκστρατεία εκγερμανισμού. Εκατοντάδες Γερμανοί δάσκαλοι στάλθηκαν στα σλοβενικά νηπιαγωγεία και η σλοβενική γλώσσα απαγορεύτηκε σε επίσημα πε ριβάλλοντα. Τα μαθήματα γερμανικής γλώσσας έγιναν υποχρεωτικά και τελικά πε ρίπου 400.000 άνθρωποι εγγράφηκαν σε αυτά. Οι Γερμανοί ίδρυσαν μία και μονα δική, νέα μαζική εθνικιστική οργάνωση σε κάθε επαρχία και έκαναν την είσοδο σε αυτήν όσο γινόταν πιο εύκολη. Μέσα σε λίγες εβδομάδες από την έναρξη της κατοχής καταρτίστηκαν επίσης δραστικά σχέδια απέλασης που πρέπει να είχαν ως εγκέφαλο τον ίδιο τον Χίμλερ. Αυτός, για να διασφαλίσει τα νέα νότια σύνορα του Ράιχ, ήθελε να εκδιώξει έναν στους τρεις Σλοβένους πιο νότια, στο νεοσύστατο κράτος της Κροατίας. Ήταν μια ολέθρια ιδέα. Τελικά 80.000 Σλοβένοι απελάθηκαν, λιγότεροι από τις 260-280.000 χιλιάδες που σχεδίαζε στην αρχή ο Χίμλερ, αλλά, ως ποσοστό επί του συνολικού
204
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
πληθυσμού, εξίσου πολλοί με οπουδήποτε αλλού. Σε αντίθεση όμως με τη Γαλλία ή την Πολωνία, οι απελάσεις αυτές προκάλεσαν σχεδόν αμέσως αντίσταση. Οι Γερ μανοί έκαναν μαζικές συλλήψεις και εκτελέσεις σε αντίποινα και έκαψαν ολόκληρα χωριά. Η Σλοβενία έγινε ένας από τους πρώτους τόπους ενός σκληρότατου ανταρ τοπολέμου. Τα μέτρα δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα και ο Χίμλερ αναγκαοτηκε να περιορίσει τις απελάσεις. Στην Κροατία πάλι υπήρξε φαινόμενο διαγκωνισμου, κα θώς η κυβέρνηση των Ουστάσε άρχισε να απελαύνει Σέρβους για να κάνει χώρο για τους Σλοβένους. Όταν η Σερβία αρνήθηκε να δεχθεί κι άλλους, άρχισαν να τους σκοτώνουν. Έτσι, τα σχέδια εκγερμανισμού του Χίμλερ πυροδότησαν μια γενοκτο νία και προκάλεσαν μια εξέγερση.44 Το καλοκαίρι του 1942 τα σχέδια απέλασης του Χίμλερ είχαν πια σταματήσει εντελώς, και ακόμα κι οι λιγοστοί μειονοτικοί Γερμανοί που είχαν εγκατασταθεί σε σλοβενικά σπίτια κατά μήκος της νέας μεθοριακής λουρίδας με την Κροατία παραπονούνταν: οι νέες τους κατοικίες δεν ήταν τόσο καλές όσο εκείνες που είχαν αφή σει πίσω τους, τα χωράφια ήταν φτωχότερα, και το χειρότερο ήταν, όπως έλεγαν ορισμένοι, ότι ήταν δύσκολο να κοιμηθείς τη νύχτα σ’ ένα σπίτι που οι παλιο ί του κά τοικοι είχαν εκδιωχθει. Οταν οι παρτιζάνοι άρχισαν να τους χτυπούν, είχαν πολύ περισσότερα πράγματα να ανησυχούν: ώσπου να φτάσουν τα δδ να κάνουν κάτι για τις αιτιάσεις τους, οι αντάρτες είχαν σκοτώσει πολλούς και άλλους τους είχαν πετάξει έξω. Όταν οι έποικοι ζήτησαν να τους απομακρύνουν από τα σύνορα, τα δδ τούς πρόσφεραν ανταλλάγματα για να μείνουν. Ο Χίμλερ δεν πρόσεξε τίποτα, γιατί είχε στο μυαλό του πολύ πιο μεγαλεπήβολα πράγματα. Θα ήταν όμως καλό να είχε προ σέξει, γιατί η αποτυχία του προγράμματος μετεγκατάστασης στη Σλοβενία αποτε λούσε προειδοποίηση για το τι επιφύλασσε το μέλλον.45
ΓΕΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΑΝΑΤΟΛΗΣ
Το καλοκαίρι του 1942 -την τελευταία φορά που οι Γερμανοί ένιωθαν πραγματικά σίγουροι ότι θα νικούσαν- ο Χίμλερ ήταν πνιγμένος στις δουλειές. Τη μια στιγμή ασχολιόταν με τα σχέδια μετοίκησης των εθνοτικών Γερμανών του Νότιου Τυρόλου εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, στη Μαύρη Θάλασσα, και την επόμενη προσπα θούσε να λύσει το πρόβλημα της σωστής αντιμετώπισης του παρτιζάνικου κινήματος στην Ουκρανία και στη Λευκορωσία, που θέριευε. Υπήρχε το ζήτημα ποιος θα αντι καθιστούσε τον δολοφονημένο Χάυντριχ στη Βοημία-Μοραβία* υπήρχαν οι οργα νωτικές λεπτομέρειες ενός ταξιδιού που θα έκανε στη Φινλανδία, και οι μυστικές πληροφορίες από τη Μέση Ανατολή και την Ε.Σ.ΣΔ. οι οποίες έπρεπε να υποστούν επεξεργασία. Υπήρχαν γενέθλια μελών των επιτελείου -ο Χίμλερ ήταν πάντα πολύ χουβαρντάς στα δώρα του προς όσους δούλευαν γι’ αυτόν- και παρασημοφορήσεις
ΚΑΝΤΕ ΠΑΛΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΓΗ ΓΙΑ ΜΕΝΑ!
205
που έπρεπε να γίνουν. Επίσης χρειάζονταν την προσοχή του τα ταχέως επεκτεινόμενα λΥαίίοη-δδ - μια από τις επίλεκτες μονάδες τους είχε οριστεί να πάρει μέρος στην επίθεση εναντίον του Καυκάσου. Τέλος, υπήρχε το «Εβραϊκό Ζήτημα» - οι με ταφορές, τα γκέτο (περισσότερα από 160 μονάχα στη Λευκορωσία), η εργατική πο λιτική, η στείρωση και ένα άκρως απόρρητο νέο δολοφονικό πρόγραμμα. Στις 17 Ιουλίου επισκέφθηκε το στρατόπεδο του Άουσβιτς που είχε μόλις επεκταθεί και επιθεώρησε τα εγγειοβελτιωτικά έργα, τις δεξαμενές ψαριών και τους καλλιεργητι κούς σταθμούς, καθώς και το ίδιο το συγκρότημα του στρατοπέδου. Στο γειτονικό Μπίρκεναου, αυτός και το περιβάλλον του παρακολούθησαν μια «διαλογή» νεοαφιχθέντων Εβραίων της Ολλανδίας και τη δολοφονία με αέριο δεκάδων από αυτούς, που ακολούθησε. Σύμφωνα με τον διοικητή του Άουσβιτς, μετά από αυτή την εμπει ρία έδωσε διαταγή να πάψουν να σκάβουν μαζικούς τάφους και αντί γι’ αυτό να καίνε τα πτώματα.46 Τον καιρό περίπου της επίσκεψής του στο Άουσβιτς, ο Φέλιξ Κέρστεν, ο Φινλανδός φυσιοθεραπευτής του Χίμλερ, βρήκε τον ασθενή του σε τέτοια υπερδιέγερ ση, που ήταν αδύνατον να τον κάνει να χαλαρώσει. Μια συνομιλία με τον Χίτλερ είχε κάνει τον Χίμλερ να νιώσει τέτοια ευφορία, που ένιωθε πως αυτή ήταν «η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου». Ο Χίτλερ είχε δώσει επιτέλους;τΐ5-£Μλογίες..τσυ στα διεξοδικά σχέδια εκγερμανισμού της «Ανατολής» που του είχ£ παρουσιάσει ο Χίμλερ. «Θα είναι ο μεγαλύτερος εποικισμός που έχει δει ποτέ ο κόσμος», καμά ρωνε ο Χίμλερ. Και πράγματι, τα νέα σχέδια άφηναν τις μετριόφρονες εκδοχές του 1940 πολύ πίσω, ενώ το ζήτημα δεν ήταν πια απλώς τι θα έκαναν με την Πολωνία. Ο Χίμλερ περιέγραψε στον Κέρστεν ένα όραμα οικισμών με ένοπλους καλλιεργητές «φυτεμένους» σε όλη την πρώην Ε.Σ.Σ.Δ., ως τα Ουράλια. Οι οικισμοί αυτοί θα συν δέονταν με τη Γερμανία με διηπειρωτικούς αυτοκινητοδρόμους -τμήματά τους κα τασκευάζονταν ήδη από Εβραίους εργάτες- και θα αποτελούσαν ένα συνοριακό τείχος που θα προστάτευε την Ευρώπη από «μια πλημμυρίδα από την Ασία». Τα σχέδια και οι χάρτες μέσα στον φουσκωμένο χαρτοφύλακά του είχαν σημαδεμένα αγροκτήματα και δασωμένες φυτείες, πρότυπα χωριά και κωμοπόλεις και όλες τις αναγκαίες υποδομές ώστε να εξασφαλιστεί ο βιοπορισμός μιας νέας τάξης «οικο νομικά ισχυρών και ανεξάρτητων» κτηματιών-στρατιωτών. «Όταν ο Αδόλφος Χίτ λερ το πετύχει αυτό, το όνομά του θα γίνει το μεγαλύτερο της γερμανικής ιστο ρίας», έλεγε με αγαλλίαση ο Χίμλερ, «και ανέθεσε σε μένα να φέρω σε πέρας αυτό το έργο».47 Εξίσου σαγηνευμένος ήταν ο Χίτλερ. Έ να ήσυχο βράδυ λίγες εβδομάδες αργό τερα έκατσε σ’ ένα παγκάκι μαζί με τον Άλμπερτ Σπέερ, κάτω από τα δέντρα έξω από το ξύλινο κτίσμα του, στο ουκρανικό αρχηγείο του. Η σιγαλιά διακοπτόταν μό νο από τη βαθιά, βραχνή φωνή του Φύρερ, καθώς έκανε την πρόβλεψη ότι η προέ λαση της Βέρμαχτ θα συνεχιζόταν και πέρα από τον Καύκασο, στο Ιράν και στο
206
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Αφγανιστάν. «Αν μέσα στον επόμενο χρόνο καταφέρουμε να καλύψου με απλώς την ίδια απόσταση... στα τέλη του 1943 θα στήνουμε τις σκηνές μας στην Τεχεράνη, στη Βαγδάτη και στον Περσικό Κόλπο. Τότε οι πετρελαιοπηγές επιτέλους θα στεγνώ σουν, τουλάχιστον για τους Εγγλέζους». Πίσω από το μέτωπο, στην Ευρωπαϊκή Ρω σία, θα εγκαθίσταντο και θα πολλαπλασιάζονταν οι τευτονικοί λαοί της Ευρώπης. Είπε στον Σπέερ να τα γράφει όλα κι άρχισε να κάνει υπολογισμούς - ογδόντα εκα τομμύρια Γερμανοί, δέκα εκατομμύρια Ολλανδοί («που είναι στην πραγματικότητα Γερμανοί»), 300.000 από το Λουξεμβούργο, και ούτω καθεξής. Εντυπωσιασμένος από τα ξανθομάλλικα και γαλανομάτικα Ουκρανόπουλα που είχε δει -προφανώς οι ιστορίες πως οι Γότθοι είχαν κατοικήσει στην περιοχή 1.600 χρόνια νωρίτερα ήταν αληθινές-, πρόσθεσε δέκα ολόκληρα εκατομμύρια δήθεν Σλάβους που μπορούααν να «επανεκγερμανιστούν». Αφού έβγαλε ένα γενικό σύνολο 127 εκατομμυρίων πραγματικών ή δυνητικών Γερμανών, ο Φύρερ στη συνέχεια άρχισε να κάνει προ βολές ποσοστών γεννητικότητας για το μακρινό μέλλον. Ο Σπέερ τα άκουγε όλα αυ τά απαθής* ο Χίτλερ όμως είχε μεθύσει με τους αριθμούς. Τούτη ήταν γι’ αυτόν η αληθινή γέννηση της αυτοκρατορίας,48 Το Γενικό Σχέδιο Ανατολής κυοφορούνταν επί πολλούς μήνες από μια μικρή ομάδα λαμπρών νεαρών ακαδημαϊκών ερευνητών που σχετίζονταν με τα δδ - ειδι κών της αγροτικής εγκατάστασης, της φυλετικής επιστήμης και της οικονομικής γε ωγραφίας. Επικεφαλής ήταν ο καθηγητής Κόνραντ Μάυερ, που διηύθυνε τη μονάδα Σχεδιασμού και Εδάφους του ΚΚΡΌν και μεταπολεμικά σταδιοδρόμησε με επιτυ χία στη Δυτική Γερμανία, στον τομέα του πολεοδομικού σχεδιασμού. Στους συνα δέλφους του συγκαταλεγόταν ο νεαρός οικονομικός γεωγράφος Βάλτερ Κριστάλλερ, που οι θεωρίες του για τη χωρική βελτιστοποίηση των οικισμών και των «κε ντρικών τόπων» άσκησαν μεγάλη επίδραση και συνάντησαν ευρεία αποδοχή* μετά δε το 1945, υιοθετήθηκαν διεθνώς σε αναπτυξιακά προγράμματα απανταχού της γης, από το Πουντζάμπ και τη Δυτική Όχθη έως τις Μεσοδυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ. Το ερευνητικό πεδίο του Μάυερ και του Κριστάλλερ ήταν η ορθολογική χαρ τογράφηση του χώρου και των πληθυσμών: πώς και πού έπρεπε να σχεδιαστούν οι νέοι οικισμοί και οι μεταξύ τους διασυνδέσεις. Γι’ αυτούς η Ανατολή παρείχε μια πελώρια ευκαιρία να κάνουν πράξη τις θεωρίες τους. Όπως έγραφε ο Κριστάλλερ το 1940 (στο περιοδικό Καηηι/οΓχοΗιιηζ ιιηά ΚαιιηίθΓάηιιη8): «Ο προσεκτικός σχεδιασμός και η με αγάπη ανάπτυξη των “Κύριων Χωριών” στη νέα Ανατολή είναι ιδιαί τερα επείγοντες, ώστε να αποκτήσουν ρίζες οι μελλοντικοί έποικοι από τα δυτικά και το νότο του Ράιχ και να μπορέσουν να βρουν μια νέα εστία στις ανοιχτές εκτά σεις της Ανατολής».49 Ο Μάυερ και η ομάδα του είχαν εργαστεί ως τότε στα προσαρτημένα πολωνικά εδάφη. Λίγο μετά την εισβολή στην Ε.Σ.Σ.Δ., όμως, ο Χίμλερ είπε στον Μάυερ-Χέτλινγκ (το επώνυμό του είχε μεγαλώσει, καθώς αυξάνονταν οι φιλοδοξίες του) να
ΚΑΝΤΕ ΠΑΛΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΓΗ ΓΙΑ ΜΕΝΑ!
207
αφήσει κατά μέρος τη δουλειά της ομάδας του εκεί και να συντάξει ένα μακροπρό θεσμο «Γενικό Σχέδιο Ανατολής». Τον Οκτώβριο του 1941 η ομάδα παρουσίασε μια έκθεση στο Πόζεν με θέμα «Σχεδιασμός και Ανοικοδόμηση της Ανατολής», και ο Μάυερ έδειξε στον Χίμλερ και στον Χάυντριχ τα μοντέλα των πρότυπων χωριών και των αγροτικών συγκροτημάτων, με τους μοντέρνους εσωτερικούς χώρους και τα εξορθολογισμένα γεωργικά συστήματα. Προφανώς τους άρεσαν αυτά που είδαν, γιατί, λίγους μήνες αργότερα, ο Χίμλερ είπε στον Μάυερ-Χέτλινγκ ότι το νέο του σχέδιο έπρεπε να επεκταθεί και να καλύψει όλη την έκταση από το Λένινγκραντ ως την Κριμαία.50 Δημογράφοι και ειδικοί της ασφάλειας συνεισέφεραν και αυτοί τον οβολό τους. Στις αρχές Οκτωβρίου του 1941 ο Χάυντριχ εκφώνησε στους συναδέλφους του στην Πράγα έναν σημαντικό προγραμματικό λόγο για την Ευρώπη, που αποτέλεσε ένα από τα πρώτα σημάδια των νέων φιλοδοξιών των δδ για την Ανατολή: πρώτες, είπε, ήταν οι χώρες εκείνες -Νορβηγία, Κάτω Χώρες, Φλάνδρα, Δανία και Σουηδία- που κατοικούνταν από «Τεύτονες» «του δικού μας αίματος και χαρακτήρα» και θα εν σωματώνονταν ή θα συνδέονταν με κάποιον τρόπο με τη Γερμανία. Δεύτερες ήταν οι σλαβικές χώρες της ανατολικής Ευρώπης* και τρίτοι ήταν οι «χώροι» ως τα Ουρά λια, που τα δδ θα εκμεταλλεύονταν τα εργατικό δυναμικό και τις πρώτες ύλες τους. Ο Χάυντριχ περιέγραψε ένα «γερμανικό τείχος» «γερμανικού αίματος», που θα έστεκε εκεί ενάντια στον «ασιατικό κατακλυσμό» (περιγραφή ολόιδια με του Χίμ λερ στον Κέρστεν, το επόμενο καλοκαίρι). Ο όλος προσανατολισμός της γερμανι κής φυλετικής πολιτικής, συνέχισε, θα στρεφόταν ανατολικότερα, από το Προτεκτο ράτο, το Βάρτεγκαου και τη Δυτική Πρωσία, στη Ρωσία την ίδια. Και αυτό σήμαινε πως η Πολωνία, το Προτεκτοράτο και τα βαλτικά κράτη θα έπρεπε επίσης να εκγερμανιστούν, στο πλαίσιο του ίδιου «παλιού αποικιακού πνεύματος» που είχε κάνει τους Γερμανούς να εποικήσουν αυτές τις περιοχές στα μεσαιωνικά χρόνια.51 Το τόσο φιλόδοξο αυτό ξαναδούλεμα των γερμανικών εποικιστικών σχεδίων γέννησε πολλές απορίες στο μυαλό όσων είχαν πιο πρακτικό μυαλό, ανθρώπων με λιγότερο πάθος για τους Τεύτονες Ιππότες ή για τις ιστορίες της Άγριας Δύσης. Ο Ρολφ-Χάιντς Χαίππνερ, επικεφαλής του Κεντρικού Γραφείου Μετοίκησης του Πό ζεν, είχε πλήρη επίγνωση του πόσο δύσκολο ήταν να μεταφραστούν τα μεγαλόσχη μα οράματα σε πρακτικά μέτρα καταμεσής ενός πολέμου. Στις 3 Σεπτεμβρίου έστει λε στον Άιχμαν, τον ειδικό της ΚδΗΑ για το εβραϊκό ζήτημα, ένα μακροσκελές υπό μνημα που μας δείχνει ξεκάθαρα ότι, πριν ακόμη από την ομιλία του Χάυντριχ στην Πράγα, σχεδιάζονταν μεγάλης κλίμακας απελάσεις από την ανατολική Ευρώπη όταν θα ερχόταν η ειρήνη, απελάσεις όλων όσοι δεν ήταν «επανεκγερμανίσιμοι». Κατά τον Χαίππνερ:
208
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Μετά το τέλος του πολέμου, μία μεγάλης κλίμακας απέλαση πληθυσμιακών ομάδων που είναι ανεπιθύμητες για το Μεγάλο Γερμανικό Ράιχ θα καταστεί αναγκαία στα διάφορα εδάφη που θα έχουν περιέλθει στη Γερμανία. Αυτό αφορά όχι μόνο την τε λική λΰση του εβραϊκού ζητήματος, που θα αγγίξει, εκτός από το Μεγάλο Γερμανικό Ράιχ, και όλα τα κράτη υπό γερμανικό έλεγχο, αλλά θα περιλαμβάνει επιπρόσθετα όλες τις απελάσεις μη επανεκγερμανίσιμων φυλετικά μελών ανατολικών και νοτιοα νατολικών κυρίως λαών εντός της σφαίρας της γερμανικής εποίκισης.
Έ να πελώριο ερωτηματικό αιωρούνταν σαφέστατα πάνω από τη μοίοα όλων των «μη επανεκγερμανίσιμων» λαών της ανατολικής Ευρώπης, και όχι μόνο των Εβοαίων. Ο Χαίππνερ πρότεινε -ομολογώντας ο ίδιος την άγνοιά του για τις προτάσεις της ηγεσίας- μεγάλες εκτάσεις της Ε.Σ.Σ.Δ. να γίνουν διαθέσιμες γι’ αυτούς τους πληθυσμούς υπό τον διοικητικό έλεγχο των δδ. Υπήρχε το πρακτικό ζήτημα, αν ήταν εφικτό να ξεκινήσουν αυτές οι μεταφορές, ιδίως για τους Εβραίους, ενόσω διαρκούσε ο πόλεμος. Πρώτα όμως έπρεπε να ξεκαθαριστεί ένα πιο θεμελιώδες ζήτημα. Ο ίδιος το έθεσε ως εξής: Θα αποτελούσε σκέτη φαντασιοκοπία το να συζητήσουμε την περαιτέρω οργάνωση αυτών των εκτάσεων υποδοχής, αφού πρέπει πρώτα να ληφθούν αποφάσεις θεμε λιώδους σημασίας... είναι απαραίτητο να είμαστε απολύτως σαφείς από την αρχή ως προς το τι θα γίνει στο τέλος με αυτούς τους εκτοπισμένους πληθυσμούς που εί ναι ανεπιθύμητοι για τις εκτάσεις μετοίκησης της Μεγάλης Γερμανίας. Ο στόχος εί ναι άραγε να τους εξασφαλίσουμε σε μόνιμη βάση κάποιου είδους επιβίωση, ή μή πως πρέπει να ξεριζωθούν τελείως;52
Επιβίωση ή εξόντωση; Σε αυτό το κρισιμότατο μακροπρόθεσμο ζήτημα, ο Χαίπνερ ήταν ακόμα στο σκοτάδι. Και όχι μόνο αυτός. Αν σκεφτεί κανείς για τι αριθμούς μι λάμε, δεν είναι καθόλου περίεργο αυτό. Σύμφωνα με τη στατιστική της Διάσκεψης της Βάνζεε, οι Εβραίοι της Ευρώπης ήταν έντεκα εκατομμύρια* αλλά ο συνολικός μη γερμανικός πληθυσμός της ανατολικής Ευρώπης ήταν πολλές φορές μεγαλύτε ρος από αυτό, Ο Χίτλερ δεν ήταν ο μόνος που μετρούσε πυρετωδώς κορμιά. Οι δημογραφικές δυσχέρειες σκότιζαν επίσης το μυαλό του δρ. Έρχαρντ Βέτσελ, ενός φυλετικού ειδή μονα του ναζιστικού κόμματος αποσπασμένου στο Υπουργείο Ανατολής του Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ. Σχολιάζοντας τους υπολογισμούς που γίνονταν στην ΚδΗΑ του Χάυ ντριχ, ο Βέτσελ επισήμαινε ότι συμφωνούσε μεν με τον γενικό στόχο του εκγερμανισμού της Ανατολής, αλλά η ΚδΗΑ είχε υποτιμήσει τα εμπόδια που έθετε η δημογρα φία στην επιτυχία του εγχειρήματος. Όταν έλπιζε να έχει, τη δεκαετία του 1970, εγκατεστημένους στην Ανατολή δέκα ολόκληρα εκατομμύρια Γερμανούς, στην ου σία βάσιζε τους υπολογισμούς της σε υπεραισιόδοξες προβολές γεννητικότητας.
ΚΑΝΤΕ ΠΑΛΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΓΗ ΓΙΑ ΜΕΝΑ!
209
Ο Βέτσελ θεωρούσε επίσης ότι η Κ3ΗΑ παραήταν αισιόδοξη για τον αριθμό των μη Γερμανών που θα έπρεπε να απελαθούν. Η Κ5ΗΑ υπολόγιζε ότι 45 εκατομμύρια άνθρωποι κατοικούσαν ήδη στις περιοχές-στόχος, από τους οποίους περισσότεροι από 30 εκατομμύρια είγαν χαρακτηριστεί φυλετικά ανεπιθύμητοι και είχαν προ γραμματιστεί για αποβολή :σε αυτούς περιλαμβάνονταν πάνω από το 80 τοις εκατό του πληθυσμού της Πολωνίας, το 64 τοις εκατό της Λευκορωσίας και το 75 τοις εκα τό της Ουκρανίας. (Η μοίρα των δεκατεσσάρων εκατομμυρίων που απέμεναν ήταν άδηλη - φαίνεται ότι είτε θα εκγερμανίζονταν είτε θα σκοτώνονταν είτε θα χρησι μοποιούνταν σαν «είλωτες»). Σύμφωνα όμως με τους υπολογισμούς του Βέτσελ, στην πραγματικότητα επρόκειτο για 60-65 εκατομμύρια ανθρώπους συνολικά και για τουλάχιστον 46-51 εκατομμύρια εκτοπίσιμους. Ξεχώριζε ιδιαίτερα του Πολω νούς, λέγοντας πως ήταν «αριθμητικά οι ισχυρότεροι και άρα οι πιο επικίνδυνοι απ’ όλες τις αλλογενείς εθνολογικές ομάδες, τις οποίες το Σχέδιο προτίθεται να μετοικί σει». Λογαριάζοντας τον πληθυσμό τους στα 20-24 εκατομμύρια, ο Βέτσελ φοβόταν πως η μετεγκατάστασή τους στη δυτική Σιβηρία θα δημιουργούσε «πηγή συνεχούς αναταραχής εναντίον της γερμανικής εξουσίας». Ούτε όμως και η μαζική δολοφο νία έδειχνε εφικτή. «Θα πρέπει να γίνει σαφές ότι δεν μπορεί κανείς να επιλύσει το πολωνικό πρόβλημα εξολοθρεύοντας τους Πολωνούς με τον ίδιο τρόπο όπως τους Εβραίους», έλεγε απροκάλυπτα, γιατί οι Γερμανοί θα φορτώνονταν με ενοχές «για χρόνια πολλά» και θα αποξένωναν και τους γείτονές τους. Από την άλλη μεριά ο εκγερμανισμός, ακόμη και αν απέφευγε κανείς τα υπερ βολικά αυστηρά κριτήρια, δεν θα κάλυπτε με κανέναν τρόπο περισσότερο από ένα μικρό κλάσμα του πληθυσμού. Κοιτώντας ακόμα πιο μακριά, ο Βέτσελ ανησυχούσε μήπως μια ριζική μετεγκατάσταση των πασίγνωστων για τον ταχύ πολλαπλασιασμό τους Ρώσων απλώς έσπερνε τους σπόρους ενός άλλου φυλετικού πολέμου, μετά από είκοσι πέντε ή τριάντα χρόνια. Στον δε ορίζοντα, ο Βέτσελ διέκρινε έναν ακόμα με γαλύτερο εχθρό: «μια Μεγάλη Ασία και μιαν ανεξάρτητη Ινδία», που, με τα εκατο ντάδες εκατομμύρια κατοίκους τους, αποτελούσαν μεγαλύτερη μακροπρόθεσμη απειλή για τη φυλετική καθαρότητα της Ευρώπης απ’ ό,τι οι ίδιοι οι Σλάβοι. Υπήρχε άραγε τρόπος να αποτραπεί η ζοφερή αυτή προοπτική; Όχι, αν κρίνουμε από τη μη λύση που πρότεινε ο ίδιος, δηλαδή να αναγκαστούν οι Σλάβοι να μεταναστεύσουν, ίσως στη Βραζιλία, η οποία «χρειάζεται επειγόντως κόσμο», και να ανταλλαγούν με Γερμανούς που είχαν εγκατασταθεί στη Βραζιλία και μπορούσαν να χρησιμοποιη θούν ως έποικοι στην Κριμαία.53 Όπως δείχνουν τα σχόλια του Βέτσελ, η Κ8ΗΑ φαίνεται πως ασχολιόταν κυρίως με τον προσδιορισμό του αριθμού των διαθέσιμων για μετοίκηση Γερμανών και των μη Γερμανών που ήταν σημαδεμένοι για απέλαση και θάνατο. Τα σχέδιά της, καθώς εκπορεύονταν από την καρδιά του μηχανισμού της αστυνομίας ασφαλείας, δεν είναι περίεργο που ήταν επιδερμικά ως προς τις νομικές, τις γεωγραφικές και τις οικονομι
210
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
κές παραμέτρους της μετοίκηοης. Τι είδους νομή της γης έπρεπε να εισαχθεί, και τι είδους εμπόριο και βιομηχανία; Ποιες ήταν οι βέλτιστες πληθυσμιακές πυκνότητες και ποια η ισορροπία μεταξύ αστικών και αγροτικών ζωνών; Πόσοι οικισμοί επρεπε να υπάρξουν, τι μεγέθους, σε τι απόσταση μεταξύ τους; Τι δρόμοι θα χρειάζονταν για τη σύνδεσή τους; Πόσοι εργάτες θα χρειάζονταν -και με ποιο κόστος- και πώς θα ήταν δομημένος ο προϋπολογισμός; Αυτά ήταν τα θέματα στα οποία ο Μάυερ-Χέτλινγκ και οι φερέλπιδες οικονομολόγοι και γεωγράφοι του συνεισέφεραν με τις γνώ σεις τους. Τον Μάιο του 1942 είχαν ολοκληρώσει το ξαναδοΰλεμα των υλικών της ΚδΗΑ και είχαν καταρτίσει ένα προσχέδιο («Νομικές, Οικονομικές και Χωρικές Βά σεις για την Ανοικοδόμηση της Ανατολής») για τον εποικισμό τριών σημαντικών πε ριοχών γερμανικής μετεγκατάστασης: της «Ινγκερμανλάνδης» νοτίως του Λένιν γκραντ, της νότιας Βαλτικής ζώνης και του «Γκότενγκαου» στην Κριμαία και στη νό τια Ουκρανία. Τις τρεις ζώνες θα τις συνέδεε μια γραμμή από «ισχυρά σημεία», που θα την περνούσαν μέσα από τη Γαλικία και την Ουκρανία. Δακτύλιοι από γερμανικά χωριά θα περικύκλωναν εντελώς νέες σύγχρονες πόλεις με πληθυσμό 15-20.000 κα τοίκων η καθεμιά, σε στρατηγικούς σιδηροδρομικούς και οδικούς κόμβους. Θα υπήρχε κρατικό μονοπώλιο της γης, η οποία θα παραχωρούνταν για καλλιέργεια από τα δδ με μακροχρόνιες μισθώσεις* οι δε σλαβικές μεγαλουπόλεις, όπως η Βαρσοβία και το Λένινγκραντ, θα υποβάλλονταν σε μόνιμη συρρίκνωση του μεγέθους τους.54 Όσο δύσκολο και αν ήταν να ψέξει κανείς αυτό το σχέδιο για έλλειψη φιλοδο ξιών, ο Χίμλερ έκανε ακριβώς αυτό και έστειλε τους αρχιτέκτονές του πίσω στο σχεδιαστήριο. Δεν του άρεσε η ιδέα των τριών ξεχωριστών ζωνών εποίκησης και έλεγε πως έπρεπε και η Λετονία, η Εσθονία και η Γενική Κυβέρνηση να εποικι στούν επίσης από Γερμανούς. (Τότε ακριβώς ήταν που διέταξε ο Χίμλερ την άμεση και ολική καταστροφή του εβραϊκού πληθυσμού της Γενικής Κυβέρνησης.) Εκείνο που έπρεπε να έχουν στο νου τους, τους είπε, ήταν ένα «Γενικό Σχέδιο Εποίκησης» το οποίο θα συνέδεε τους προτεινόμενους ανατολικούς οικισμούς με την ΑλσατίαΑορραίνη, τη Σλοβενία, την Πολωνία και τις τσέχικες περιοχές. Χρειαζόταν διεξο δικά κοστολόγια για τους εργαζομένους και για τα υλικά για όλο το πρόγραμμα, σαν κι εκείνα που είχε καταρτίσει ήδη ο Μάυερ για τα προσαρτημένα πολωνικά εδάφη. Τέλος, έπρεπε το χρονοδιάγραμμα να συντομευτεί από τα τριάντα στα είκο σι χρόνια. Αυτή ήταν η ξακουστή «αισιοδοξία» του Χίμλερ επί το έργον, μια αισιο δοξία που δεν ήταν άλλο από άρνηση να κοιτάξει κατάματα τα γεγονότα, όταν αυτά έρχονταν σε κατάφωρη αντίθεση με τις έμμονες πολιτικές ιδέες του. Η διαμάχη για το εφικτό αυτών των απαιτήσεων και η προσπάθεια να ικανοποι ηθούν συνεχίστηκαν για πολλούς μήνες. Καθώς ο πόλεμος πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, οι φυλετικοί ειδήμονες φλέρταραν με όλο και πιο τραγελαφικές φαντα σιώσεις. Αγνοούσαν τις πρακτικές δυσχέρειες που είχαν ήδη προκύψει από τον εκγερμανισμό εν καιρώ πολέμου των μεθοριακών περιοχών -το οικονομικό κόστος, τη
ΚΑΝΤΕ ΠΑΛΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΓΗ ΓΙΑ ΜΕΝΑ!
211
(3ία, τις εχθρικές αντιδράσεις και ταραχές, την αυξανόμενη δυστυχία των εποίκων, που μαράζωναν στα προσωρινά στρατόπεδα για μήνες και χρόνια- και αντ’ αυτού διαλογίζονταν πόσα από τα περίπου εβδομήντα εκατομμύρια Σλάβους έπρεπε να σκοτωθούν, να εκδιωχθούν, να «απεθνικοποιηθούν» ή να γίνουν δεκτοί ως εταίροι, ΐ ο γραφείο του Μάυερ υπολόγιζε τον αριθμό των Γερμανών που ήταν «διαθέσιμοι» για εποικισμό, κάνοντας δημογραφικές προβολές τριάντα χρόνων προς το μέλλον και ταυτοχρονα φτάνοντας σε πραγματικά αστρονομικές προβολές του τελικού κό στους που αυτές συνεπάγονταν. Η μανία του Χίμλερ για το σχεδιασμό κάλυπτε κά θε λεπτομέρεια. Κάλεσε ακόμα και τον αγαπημένο του αρχιτέκτονα τοπίου, ώστε οι μελλοντικοί έποικοι να «μη στερηθούν την αρμονική εκείνη εικόνα έπαυλης και κή που, οικισμού, χωραφιών και τοπίου», που χαρακτήριζε «τη γερμανική πεμπτου σία». Καθώς θα επιβαλλόταν η τάξη στη ρωσική στέπα, το χώμα, τη σκόνη, τη φτώ χεια και την ανοργανωσιά θα την υποκαθιστούσαν οι φαρδιοί, καθαροί αυτοκινητό δρομοι με τους παράλληλους φυτικούς φράχτες τους, τα αγροτόσπιτα με τους λαμπρυμένους με κλήματα και «παραδοσιακά λουλούδια» κήπους, και τα μικρά κοιμη τήρια, τα ισκιωμένα από βελανιδιές, φλαμουριές, οξιές, μελιές, ιταμούς και αγριοκυπάρισσα, που θα στέκονταν φύλακες πάνω από τις σειρές με τις απλές ταφόπλα κες, τις στραμμένες προς την Ανατολή.55
ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ: ΜΕΤΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΜΑΖΙΚΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ Από μιαν άποψη, αυτή είναι η ιστορία ενός προσχεδίου που δεν υλοποιήθηκε ποτέ, άσκηση ουτοπισμού του είδους εκείνου για το οποίο τόσο ο Χίμλερ όσο και ο Χίτ λερ ήταν διαβόητοι, και αξίζει την προσοχή μόνο για τον τοξικό συνδυασμό ρομα ντικού εθνικισμού και κοινωνικής επιστημονικής τεχνογνωσίας. Η υπερασπιστική γραμμή του Μάυερ στη δίκη του μετά τον πόλεμο ήταν ακριβώς ότι οι προτάσεις του δεν εφαρμόστηκαν ποτέ. Επειδή όμως η σιγουριά για την ταχεία επέλευση της νίκης ήταν μεγάλη -τουλάχιστον ως τη στιγμή που ο Χίτλερ διέκοψε κάθε περαιτέρω με ταπολεμικό σχεδιασμό στις αρχές του 1943-, οι ιδέες αυτές στην πραγματικότητα δεν έμειναν μόνο στα χαρτιά: ο Χίμλερ προσπάθησε να κάνει ένα ξεκίνημα όπου μπορούσε και να μπλοκάρει κάθε μέτρο υπαγορευόμενο από τις ανάγκες του πολέ μου που ενδεχομένως να παρεμπόδιζε την τελική τους εφαρμογή. Έ να από τα θύματά του ήταν το Υπουργείο Ανατολής του Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ. Το «Υπουργείο Χάους» δεν είχε ποτέ νιώσει ενθουσιασμό για τον μαζικό εκγερμανισμό. Η πολιτική στρατηγική του Ρόζενμπεργκ, να στρατολογεί τους μη Γερμα νούς σε αντιμπολσεβικικη σταυροφορία, συγκρουόταν μετωπικά με τη φυλετική πολιτική του Χίμλερ, που ήταν να τους διατηρεί ως τάξη απόκληρων. Όταν ο Χίμλέρ επισκέφθηκε την περιοχή της Βαλτικής τον Σεπτέμβριο του 1941, διέταξε αμέ
212
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
σως τη μετακόμιση των Ρώσων της Εσθονίας «στην Ανατολή», ώστε να υπάρξει χώ ρος για τον μελλοντικό γερμανικό εποικισμό, και επέμεινε, τα παιδιά όσων είχαν την ατυχία να εκτοπιστούν από τους Σοβιετικούς το 1940-41, να μεταφερθούν στο Ράιχ και να εξεταστούν κατά πόσο ήταν «εκγερμανίσιμα». Στη Λιθουανία, τα δδ δήμευσαν περισσότερα από 6.000 κτήματα για να εγκαταστήσουν εκεί μερικούς από τους μειονοτικούς Γερμανούς εκείνης της χώρας, οι οποίοι περίμεναν υπομο νετικά στα προσωρινά στρατόπεδα από τότε που είχαν εγκαταλείψει τη Λιθουα νία, δύο χρόνια νωρίτερα. Το φθινόπωρο του 1943, περίπου 30.000 Γερμανοί της Βαλτικής είχαν επανακάμψει από το Ράιχ, ενώ ήταν φανερό ότι, αν οι Γερμανοί νι κούσαν, εκείνο που περίμενε τους Λιθουανούς ήταν η πιθανότατη «εκτόπιση στην Ανατολή».56 Στην Ουκρανία, οι υποστηρικτές των υπαρκτών κοινοτήτων μειονοτικών Γερμα νών είχαν δύσκολο δρόμο μπροστά τους. «Δεν είμαστε δα και μαγεμένοι με τους νοί^δάοιιίδοΐιοη σας», άκουσε να του λένε ένας από τους υπέρμαχούς τους στα δδ. Έδειχναν φυλετικά κατώτεροι και έκαναν επιγαμίες με τους Ουκρανούς. Πού ήταν τα νοικοκυρεμένα, καθαρά χωριά με τους ξανθογάλανους Γερμανούς, που περίμε ναν να βρουν οι άνθρωποι του Βερολίνου; Οι,αρμόδιοι παραπονούνταν ότι «είναι φτωχοί και ντύνονται σαν κουρελήδες· είναι ατημέλητοι και δεν τους περνάς για Γερμανούς. Επίσης, τα σπίτια και τα χωριά έχουν τα χάλια τους* είναι άγρια και ρη μαγμένα, δεν μοιάζουν πια με καθαρά, φροντισμένα γερμανικά χωριά». Καθώς έφτασαν ως αυτούς οι ναζιστικές υπηρεσίες πρόνοιας, είχαν την τάση να τεμπελιά ζουν και να εξαρτώνται από τις δωρεάν διανομές. Στις νοίΐίδάοιιίδοΐΐβ χριστουγεν νιάτικες γιορτές, τα -υποτίθεται- Γερμανόπουλα «στέκανε γύρω από το δέντρο και τραγουδούσαν ουκρανικά τραγούδια». Η προπαγάνδα που προέτρεπε τους μειονο τικούς Γερμανούς να καταταγούν στις αστυνομικές δυνάμεις έπρεπε να μεταφρα στεί στα ουκρανικά για να φτάσει στους αποδέκτες της. Απτόητος, ο Χίμλερ προχώ ρησε στην εφαρμογή των σχεδίων που προέβλεπαν την εγκατάσταση Γερμανών γύ ρω από το μάχιμο αρχηγείο του στο Χέγκεβαλντ -τελικά ιδρύθηκαν είκοσι οκτώ χω ριά σε έκταση 500 τετραγωνικών χιλιομέτρων- και ξεκίνησε επίσης τον σχεδιαζόμε νο οικισμό στην Κριμαία, μολονότι πολλοί από τους ατυχείς εθνοτικούς Γερμανούς που στάλθηκαν εκεί χρειάστηκε να ξανασταλούν πίσω στο Βάρτεγκαου μετά από λίγους μόλις μήνες, εξαιτίας της προέλασης του Κόκκινου Στρατού.57 Το Γενικό Σχέδιο Ανατολής διαμόρφωσε τις πολιτικές ακόμη και έξω από την πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. Στη Βοημία-Μοραβία, που προοριζόταν και αυτή να γίνει αναπό σπαστο τμήμα του Ράιχ, ο Χάυντριχ πίεζε ώστε να απελαθούν γρήγρραοιΈβραίοι και τους συγκέντρωσε προσωρινά στο Τερέζιενστατ (η οχυρή πόλη θα γινόταν αρ γότερα γερμανικός οικισμός), διατάζοντας να επιταχυνθεί η η δήμευση της γης και η φυλετική ταξινόμηση των Τσεχοπαίδων. Μπορεί οι Γερμανοί της Πράγας του ενός εκατομμυρίου κατοίκων να ήταν μόλις 23.000, αλλά αυτό δεν πτοούσε τον Χάυ-
ΚΑΝΤΕ ΠΑΛΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΓΗ ΓΙΑ ΜΕΝΑ!
213
ντριχ. Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα του Μάυερ, ο εκγερμανισμός της ΒοημίαςΜοραβίας θα επιτυγχανόταν με τον εκγερμανισμό του μισού τσεχικού πληθυσμού και την εκτόπιση του υπόλοιπου (περίπου 3,6 εκατομμυρίων ανθρώπων) στην Ανα τολή. Ούτε και εξανεμίστηκαν αυτά τα σχέδια με το θάνατο του Χάυντριχ. Αντιθέτως, ακριβώς στην κηδεία του ο ίδιος ο Χίτλερ φόβισε τον Τσέχο πρόεδρο Χάτσα, απειλώντας να απελάσει ολόκληρο τον τσεχικό πληθυσμό αν γίνονταν κι άλλες σο βαρές επιθέσεις ενάντιον των γερμανικών συμφερόντων. Όπως καυχήθηκε ένα βράδυ αργότερα στη συντροφιά του: «Πρόσθεσα ότι, καθώς είχαμε φέρει σε πέρας τη μετανάστευση πολλών εκατομμυρίων Γερμανών, μια τέτοια δράση δεν θα παρου σίαζε δυσκολίες για μας».58 Το Γενικό Σχέδιο Ανατολής άφησε τα σημάδια του και στην Πολωνία. Ενώ ο ρυθμός μετοίκησης στο Βάρτεγκαου μειώθηκε δραματικά, εντάθηκε στη Γενική Κυ βέρνηση. Ο Χίμλερ επειγόταν να προχωρήσει τα πιλοτικά του προγράμματα και το κύριο πεδίο δοκιμών που διάλεξε ήταν η περιοχή του Λούμπλιν στην Ανατολή, όπου ο δδΡΡ του, ο Οντίλο Γκλομπότσνικ, ήθελε να «φυλακίσει» τους Πολωνούς και να «τους συντρίψει οικονομικά και βιολογικά» με εντατικό γερμανικό εποικισμό. Η κομψή αναγεννησιακή πόλη Ζάμοστς -που σήμερα είναι στον κατάλογο Παγκό σμιας Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ- θα χρησίμευε σαν περιφερειακή πρωτεύουσα σε 60.000 νέους Γερμανούς εποίκους. Τον Αύγουστο του 1942 ο Χίμλερ την περιηγήθηκε μαζί με τον τοπικό Γερμανό πολιτικό διοικητή, στον οποίο είπε να κατεδα φίσει αμέσως την παλιά πόλη και να την αντικαταστήσει μ’ έναν νέο γερμανικό οικι σμό, που θα έπαιρνε το όνομα Ρ£1ιι§δΙ&(11: (Πόλη του Αλετριού). Προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο, ο συνομιλητής του, που αγαπούσε την αρχιτεκτονική ενότητα του Ζάμοστς, ρώτησε τον ραϊχσφνρερ τι όψη έπρεπε να έχει μια «γερμανική πόλη»: για τί υπήρχε το μεσαιωνικό στιλ της Νυρεμβέργης αλλά και ο νεοκλασικισμός, τον οποίο ευνοούσε ο Σπέερ. Για να ξεδιαλύνει το ζήτημα, ο Χίμλερ έστειλε ομάδα αρ χιτεκτόνων και πολεοδόμων, οι οποίοι επεξεργάζονταν ακόμα τα σχέδιά τους όταν μπήκε στην πόλη ο Κόκκινος Στρατός. Ήταν ένας μικρός θρίαμβος για την τακτική κωλυσιεργίας ενός από τους πιο εχέφρονες πολιτικούς διοικητές που κυβέρνησαν την Πολωνία.59 Το διακύβευμα ήταν μεγάλο. Ο Φρανκ ήθελε να περιμένει το τέλος του πολέμου προτού αρχίσει να φέρνει μέσα Γερμανούς εποίκους, με το επιχείρημα ότι η ανα στάτωση θα υπονόμευε την πολωνική συμβολή στην πολεμική οικονομία. Ο Χίμλερ όμως, πάντα ακάθεκτος, δεν έβλεπε το λόγο να περιμένει. Είχε την ισχυρή στήριξη του Μάρτιν Μπόρμαν, αρχηγού του Ναζιστικού Κόμματος, ο οποίος ήταν ακόμα πιο αντισλάβος από τον ίδιο, και οι δύο άντρες ίσως να έλπιζαν πως, αν ο εποικι σμός της περιοχής του Λούμπλιν στεφόταν με επιτυχία, θα μπορούσαν να πάνε ακόμα παραπέρα, να σπάσουν τη Γενική Κυβέρνηση σε τρία νέα Ράιχ-Γκάου, ίσως και να πείσουν τον Χίτλερ να καταργήσει το Υπουργείο Ανατολικών Εδαφών του
214
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Ρόζενμπεργκ και άρα να αυξήσουν και εκεί τον έλεγχο που ασκούσαν τα δδ και το Κόμμα.60 Τελικά όμως έπεσαν τελείως έξω στις προβλέψεις τους, και αυτό στάθηκε η αρ χή του τέλους του όλου εποικιστικοΰ σχεδίου του Χίμλερ. Στο Λούμπλιν ο νταής Γκλομπότσνικ ήταν από μόνος του συνταγή καταστροφής, και οι ανάλγητες και απί στευτα βίαιες μέθοδοί του προκάλεσαν εκείνη ακριβώς την αντίδραση που φοβόταν ο Χανς Φρανκ. Από τα τέλη Νοεμβρίου 1942 ως το καλοκαίρι του 1943.01 δυνάμεις του, για να κάνουν χώρο για τους εποίκους που θα έρχονταν, ξερίζωσαν όχιΑίγότερο από 100.000 χωρικούς από τουλάχιστον 300 χωριά: χιλιάδες από αυτους στάλθη καν στα στρατόπεδα του Μαϊντάνεκ και του Άουσβιτς. Οικογένειες εξετάστηκαν φυλετικά και γονείς χωρίστηκαν από τα παιδιά τους· ορισμένοι, μάλιστα, κατέληξαν στους θαλάμους αερίων. Όπως στη Σλοβενία, έτσι κι εδώ αυτό συδαύλισε τις φλό γες της αντίστασης και προσέθεσε νέα προβλήματα στις υπερφορτωμένες γερμανικές αρχές. Μέσα σε λίγες εβδομάδες από την πρώτη καμπάνια, η περιοχή γύρω από το Ζάμοστς ήταν ανάστατη: οι αγρότες το έσκαγαν στα δάση για να σμίξουν με τα αντάρ τικα σώματα και οι νέοι έποικοι γίνονταν στόχος επιθέσεων που άφηναν πισω τους κάμποσους νεκρούς. Ο ανταρτοπόλεμος απειλούσε τώρα να απλωθεί σε όλη τη Γε νική Κυβέρνηση, που ως τότε είχε μείνει σχετικά ήσυχη. Ο Χίμλερ διέταξε_κτηνώδη αντίποινα, που θα περιλάμβαναν, «αν χρειαστεί», την «εκμηδένιση» ολόκληρων χωριών, πράγμα που όμως δεν εξάλειψε την αναταραχή. Μα ούτε και στα θέματα του εποικισμού ήταν περισσότερο γνώστης ο Χίμλερ: μολονότι ταυτίστηκαν χιλιάδες πολωνικά και ουκρανικά κτήματα για δήμευση, αντί για τους προδικαζόμενους 50.000 εποίκους, έφερε στην περιοχή μόλις 10.000, οι οποίοι διαπιστώθηκε πως ήταν ένα συνονθύλευμα από τη Σερβία, την Μπουκοβίνα, το Βέλγιο και αλλού, κα θώς και «αντιγερμανικές» οικογένειες από το Λουξεμβούργο και διάφοροι αστοί που δεν είχαν καλλιεργήσει γη ποτέ τους. Πίσω στο Βερολίνο, ο Γκαίμπελς έκανε λόγο για «τη μνημειώδη πολιτική ηλιθιότητα» της όλης ιδέας της μετοίκισης. Ο Χανς Φρανκ και οι πολιτικοί διοικητές του ήταν έξω φρενών: εξαιτίας της άτοπης αγριότητας του Γκλομπότσνικ, οι Πολωνοί και οι Ουκρανοί είχ^ν^εχασει την παλιά τους έχθρα εναντίον των μπολσεβίκων και είχαν θορυβηθεί τώρα ότι οι Γερμανοί θα τους «φέρονταν όπως στους Εβραίους». Το τι σήμαινε αυτό ήταν γνω στό στην περιοχή του Λούμπλιν, όπου μόλις 20.000 από τους.250Τ00£1£{3ραίους που ζούσαν εκεί τον Απρίλιο του 1941 ήταν ακόμα ζωντανοί στα τέλη του 1942. Ούτε ήταν εντελώς αβάσιμος ο φόβος τους: ο ίδιος ο Φρανκ, μιλώντας εμπιστευτικά σε ηγετικά στελεχη του ναζιστικού κόμματος εκείνη την περίοδο, είχε θεωρήσε^πιβ^νό ότι ορισμένοι, αναρωτώμενοι τι θα γίνει με τους Πολωνούς που είχαν χάσει τα σπίτια τους, μπορεί να έλεγαν πως όσοι δεν μπορούσαν να δουλέψουν ίσως να «εξολοθρεύονταν». Η δική του άποψη, διόλου καθησυχαστική, ήταν πως «η εξολοφρευ-
ΚΑΝΤΕ ΠΑΛΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΓΗ ΓΙΑ ΜΕΝΑ!
215
ση εκατομμυρίων ανθρώπων εξαρτάται από προϋποθέσεις π ο υ ^ υ ^ .^ ^ ι γ |ΐ ή δεν \ις καλύπτουμε».61 Τον Μάιο του 1943, ο Φρανκ παραπονέθηκε πως οι «νεοεποικισμένες περιοχές [ήταν]... σε κατάσταση ανοιχτής ανταρσίας»* Οι χωρικοί αποβάλλονταν από τα χω ριά τους χωρίς προειδοποίηση μεγαλύτερη από μερικά λεπτά της ώρας και στέλνο νταν σε στρατόπεδα, όπου τους χώριζαν ανάλογα με την ικανότητά τους για δου λειά: «Τα μέτρα αυτά προκάλεσαν απερίγραπτο πανικό στον πληθυσμό», ωθώντας στην απόδραση τους μισούς απ’ όσους είχαν επιλεγεί για αποβολή* φήμες απλώνο νταν σαν ωστικό κύμα σε όλη την ύπαιθρο, και τα πράγματα απλώς έγιναν χειρότε ρα όταν οι τοπικές αστυνομικές δυνάμεις ανταπάντησαν με μαζικές εκτελέσεις, σκοτώνοντας παιδιά και ηλικιωμένους. Σύμφωνα με ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκαν στην εξόριστη Πολωνική Δεκαπενθήμερη Επιθεώρηση εκείνο το καλοκαίρι, ολόκλη ρες περιφέρειες είχαν ερημώσει, αφήνοντας μονάχα γελάδια... να περιφέρονται στα χωράφια. Πλήθος ανθρφ^οι^σκ<^^ονται επιτόπου. Μερικά παιδιά τα σκότωσαν με κλοτσιές, τους υπολοίπους τους χώρισαν σε ομάδες - τα παιδιά έως δεκατριώ χρονώ, τις γυναίκες και τους γέρους πάνω από πενήντα τους μετέφεραν αλλού για να τους ξεκληρίσουν. Είναι επιβεβαιωμένο ότι δύο γεμάτα τρένα, το καθένα με τριάντα βαγόνια με παιδιά, γυναίκες και γέρους, δολοφονήθηκαν στους θαλάμους αερίων μονάχα του Μαϊντάνεκ, στις 2 και στις 5 Ιουλίου... Οι άνθρωποι περιπλανιόνται στο ύπαιθρο και κρύβονται στα δάση, αλλά τους πυροβολούν με πολυβόλα και από τ’ αεροπλάνα. Αγνοώντας την πολιτική αναταραχή και την οικονομική αποδιάρθρωση, ο Χίμλερ απάντησε λέγοντας ποκ ο εκγερμανισμοΓ έποεπε να συνεχιστεί: το Λούμπλιν ήταν μόλις 10% γερμανικό, και.εκείνος ήθελε να έχει φτάσει στο 25 τοις εκατό το 1944.62 Πόσο απίθανο ήταν να συμβεί αυτό, φάνηκε από τις δυσάρεστημένες καταθέ σεις που απέσπασαν οι ίδιοι οι φυλετικοί εξεταστές των δδ. Η Μαρία Λ. είχε «100 τοις εκατό γερμανικό αίμα» και ήταν παντρεμένη μ’ έναν «καθαρό Πολωνό»* παρ’ όλα αυτά, αρνιόταν να κατηγοριοποιηθεί ως Γερμανίδα και έλεγε, αψηφώντας τους, πως είχε παντρευτεί Πολωνό, πως τον περίμενε να γυρίσει και πως «δεν ήθελε να τη βρει Γερμανίδα όταν θα γύριζε». Η Γιοχάννα Β. είχε «φυλετική αξία», αλλά «αρνείται να μάθει τη γερμανική γλώσσα ή να γίνει Γερμανίδα». Η Μπρουνχίλντε Μ. «τή ρησε, όταν εξετάστηκε, μια στάση που μπορεί να χαρακτηριστεί αυτόχρημα αντιγερμανική... Ο σύζυγός της είχε σκοτωθεί εν ώρα δράσης και ήταν Πολωνός αξιω ματικός. Απέρριψε κάθε δεσμό με τη γερμανοσύνη και δεν θέλησε να έχει την πα ραμικρή σχέση μαζί της.» Το ότι καθημερινοί άνθρωποι τηρούσαν τέτοια γενναία στάση παρά τις πιθανές συνέπειες -η Μπρουνχίλντε Μ. αντιμετώπισε τα στρατόπε δα, και τα παιδιά της ήρθε διαταγή να της τα πάρουν, να τα στειρώσουν και να τα
216
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
δώσουν για υιοθεσία- δείχνει ότι, ήδη το 1943, οι «επανεκγερμανίσιμοι Πολωνοί» ήταν μια ράτσα υπό εξαφάνιση. Με δεδομένη την έλλειψη εθνοτικών Γερμανών και την απροθυμία των περισσότερων υποψηφίων να ρισκάρουν σαν πιονιέροι σε μια ζώνη που μεταβαλλόταν σε εμπόλεμη, το σχέδιο των Χίμλερ-Γκλομπότσνικ έμοιαζε καταδικασμένο σε αποτυχία.63 Στο Βάρτεγκαου, στο μεταξύ, η καταστολή εναντίον των Πολωνών ήταν πιο σκληρή ακόμα κι από τη Γενική Κυβέρνηση. Η μυστική αστυνομία προσπαθούσε να «σπάσει τις βιολογικές δυνάμεις του πολωνικού λαού» αυξάνοντας την ηλικία γά μου -για να εμποδίσει τους Πολωνούς να κάνουν παιδιά- και υποστηρίζοντας τις εκτός γάμου γεννήσεις. Τίποτε θαρρείς δεν απαγορευόταν στον πόλεμο των πληθυ σμών, κανένας θεσμός -ο γάμος, η οικογένεια- δεν ήταν στο απυρόβλητο, όταν διακυβευόταν η ασφάλεια του γερμανικού έθνους. Στα τέλη του 1942 εμφανίστηκε μια νέα πολιτική εκγερμανισμού, που έβαζε στο στόχαστρο τα Πολωνόπουλα των ορφα νοτροφείων θα τα έστελναν σε οικοτροφεία που διευθύνονταν από τα δδ, με σκοπό την τελική τους υιοθεσία από γερμανικές οικογένειες* πολιτική που επεκτάθηκε σε μικρότερη κλίμακα και σε κάμποσες άλλες χώρες. Τα Πολωνόπουλα, όμως, κινδύ νευαν ευρύτερα. Ο Χίμλερ ανησυχούσε για τους «φυλετικά καλούς τύπους» που υπήρχαν στις τάξεις των Σλάβων και δήλωνε πως ήταν των Γερμανών «καθήκον να πάρουμε τα παιδιά τους μαζί μας, να τα αποσπάσουμε από τον περίγυρό τους, εν ανάγκη αρπάζοντας ή κλέβοντάς τα»* το μονο που είχε σημασία εντέλει ήταν το να συσσωρευτεί το ανθρώπινο υλικό που θα ωθούσε τα σύνορα της Γερμανίας μακριά στην Ανατολή και το να γίνει η Γερμανία «η αποφασιστικής σημασίας δύναμη^πην Ευρώπη».64 Λίγα χρόνια αργότερα, στη δίκη του μετά τον πόλεμο, ο Βέρνερ Λόρεντς, ο γλεντζές αρχηγός του οργανισμού μετοίκησης νοΜί, υπερασπίστηκε τις δραστηριότητές του τοποθετώντας τες ιστορικά. Το πρόβλημα της μετακίνησης πληθυσμών, εξήγησε, δεν ήταν τίποτα καινούργιο. Οι Γερμανοί περιφέρονταν στις τέσσερις γωνιές της Ευρώπης από τα μεσαιωνικά χρόνια. Εκείνο που είχε κάνει η δημιουργία νέων εθνικών κρατών στις Βερσαλλίες ήταν να τους μετατρέψει σε αδικημένες μειονότη τες. Η Κοινωνία των Εθνών, αντί να ακολουθήσει το χρήσιμο προηγούμενο της ελ ληνοτουρκικής ανταλλαγής πληθυσμών του 1923, είχε εσφαλμένα προτρέψει τις μει ονότητες να μείνουν εκεί που ήταν, πίσω από άδικα χαραγμένα σύνορα. Δεν τις είχε προστατέψει -εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανοί είχαν εγκαταλείψει την Πολωνία τη δεκαετία του 1920 χωρίς αποζημίωση- και το αποτέλεσμα ήταν η διεθνής αστάθεια. Αυτό που προσπαθούσε όλο κι όλο να κάνει η Γερμανία -εν πολλοίς όλο το νόημα του πολέμου, εξήγησε- ήταν να «ανταλλάξει αυτές τις μειονότητες» ώστε «να εξα σφαλιστεί η ειρηνική ανάπτυξη της Ευρώπης». Και ο Λόρεντς δεν μπόρεσε να μην αναφερθεί στην εκδίωξη των Γερμανών από την ανατολική Ευρώπη, που είχε εγκρι-
ΑΝΣΛΟΥΣ
1. Ενθουσιασμός στο Σάλτσμπουργκ καθώς μπαίνει στην πόλη ο γερμανικός στρατός: μια οικογένεια κρατά φωτογραφία του Χίτλερ και σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό· 13 Μαρτίου 1938.
ΧΤΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ
2. Οργισμένοι Τσέχοι παρακολουθούν την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Πράγα* 15 Μαρτίου 1939.
3. Η γέννηση του Προτεκτοράτου: ο Χίτλερ, με (από τ ’αριστερά προς τα δεξιά) τους Μπόρμαν, Φρικ, Λάμμερς και Στούκαρτ στο κάστρο Χρατσάνυ, Πράγα, 16 Μαρτίου 1939.
4. Ο Άρτουρ Σέυς-Ίνκβαρτ (αριστερά) με τον Οντίλο Γκλομπότσνικ, 1938.
ΧΤΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ
5. Άντρες των 88 οδηγούν μια ομάδα Πολωνών αιχμαλώτων με δεμένα τα μάτια σ’ έναν τόπο εκτελέσεων στο δάσος Παλμίρυ, κοντά στη Βαρσοβία, προς τα τέλη του 1939.
6. Απρόθυμος οικοδεσπότης: ο Χανς Φρανκ (δεξιά) με τον Χάινριχ Χίμλερ στην Κρακοβία, το 1940.
ΟΙ ΝΕΟΙ ΚΥΡΙΟΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ 7. Ιδανικό σπίτι: ο Χίμλερ και ο Ρούντολφ Ες επισκέπτονται την έκθεση «Σχεδιασμός και Ανοικοδόμηση της Ανατολής»· Βερολίνο, 20 Μαρτίου 1941.
8/9. Θεωρητικοί της κατοχής: Βέρνερ Μπεστ (αριστερά) και Ράινχαρντ Χάυντριχ (δεξιά).
ΣΗΚΩ ΣΥ ΝΑ ΚΑΤΣΩ ΓΩ ΣΤΟ ΗΟΤΕΕ ΚΑΙδΕΚΗΟΡ
10. Συνομιλώντας με τους Σοβιετικούς, 12 Νοεμβρίου 1940: (από αριστερά προς δεξιά) Μόλοτοφ, Φρικ, διερμηνέας, Ρίμπεντροπ, Χίμλερ.
11. Το Σύμφωνο Αντι-Κομιντέρν Βερολίνο, 26 Νοεμβρίου 1941: (από αριστερά προς δεξιά) Ρίμπεντροπ, Βίττινγκ (Φινλανδία), Γκαίμπελς, Τοΰκα (Σλοβακία), Ραίντερ, Λόρκοβιτς (Κροατία), Φρικ, Σκαβένιους (Δανία).
ΣΤΗ ΔΥΣΗ
12. Ζαν Κοκτώ (αριστερά) και Άρνο Μπρέκερ στην Ορανζερί, Παρίσι, Μάιος 1942.
13. Η μαύρη αγορά στη πιο 1^οπώΜ& Βρυξέλλες, 1942.
14. Μια εικόνα του Πεταίν κοσμείτο αρχηγείο της δωσίλογης ϋ§ιΐ6 ΡΓαηςαίδο άΈριίΓ&ίΐοη, ά’ΕηΙχ&ιάβ δοοί&ΐβ οί άο ΟοΙΙαβοΓαΐίοη ΕιίΓορέοηηβ· Μάρτιος 1941.
ΣΤΗ ΔΥΣΗ
15. Μόδα στον ιππόδρομο* Ι.οη§ο1ι&ιηρ, Οκτώβριος 1941.
16. Καύσωνας: λίγη δροσιά στην πισίνα του Ργ6 Ο&ϊοΙηπ*Παρίσι, Ιούνιος 1941.
ΟΙ ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟΙ
18. «Πιονιέροι»: ένα στρατόπεδο διαμετακόμισης φιλοξενεί τα κάρα Γερμανών της Βεσαραβίας, προτού αυτοί αναπλεΰσουν τον Δούναβη προς το Ράιχ* Οκτώβριος 1940.
19. Το πλήθος παρακολουθεί από την προκυμαία την κατεδάφιση του νίειιχ ΡογΙ* Μασσαλία, 1 Φεβρουάριου 1943.
ΚΑΝΤΕ ΠΑΛΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΓΗ ΓΙΑ ΜΕΝΑ!
217
θεί στο Πάτσνταμ το 1945 και ήταν τότε σε εξέλιξη, για να δείξει ότι μέτρα αυτού του είδους δεν ήταν παράνομα καθεαυτά. Το πραγματικό ζήτημα, είπε, ήταν το πώς εφαρμόστηκαν.65 Ο ανθρωπιστικός παράγοντας δεν είχε ποτέ απασχολήσει τον Λόρεντς ή τους συναδέλφους του ενόσω διαρκοΰσε ο πόλεμος. Αντιθέτως, είχαν αντιμετωπίσει τον ανθρωπισμό σαν σημάδι αδυναμίας. Όλη η ουσία των προγραμμάτων μετοίκισης των ναζί ήταν ότι θα παρείχαν οριστικές λύσεις χάρη στην εφαρμογή της κρατικής ισχύος και στον αυστηρό έλεγχο της ζωής ολονών. Οι αρχιτέκτονές τους γνώριζαν πολύ καλά ποια τύχη είχαν οι προγενέστερες γερμανικές απόπειρες, και γι’ αυτό ακριβώς προσπάθησαν να διδαχθούν από μόνιμες μετακινήσεις πληθυσμών, όπως η ελληνοτουρκική ανταλλαγή. Όπως έλεγε ο επικεφαλής της Ερευνητικής Μονάδας Μετοίκησης του Πόζναν, τέτοια «ριζοσπαστικά μέτρα μπορούν να γίνουν κατανοη τά μόνο μέσα από το πνεύμα μιας νέας εποχής». Αρχαίες και μακρινές κοινότητες εθνοτικών Γερμανών αναγκαστικά θα ξεριζώνονταν ώστε να δημιουργηθεί μια ολο καίνουργια «ενωμένη και μαχητική γερμανοσύνη». Αυτό ήταν το όνειρο του «αν θρώπινου τείχους» που είχε εμφανιστεί στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα και τώ ρα έμοιαζε κοντινό. Ο εποικισμός του Μαντσουκουό από τους Ιάπωνες μελετήθηκε εκ του σύνεγγυς ως παράδειγμα «δημιουργίας οικισμών στη μέση ενός αλλογενούς πληθυσμού» και οι Γερμανοί ειδικοί του εποικισμού προσπάθησαν να εφαρμόσουν τα διδάγματα της Ασίας στην ανατολική Ευρώπη.66 Κανείς δεν έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στα παράπονα των ίδιων των εθνοτικών Γερμανών, οι οποίοι έπρεπε να θυσιάσουν τις παραδόσεις, τις εστίες και τις κοινότη τες τους για το υπέρτερο καλό του Ράιχ. Ακόμα και μέσα στους εθνικοσοσιαλιστικους κύκλους, ωστόσο, τα σχέδια εκγερμανισμού του Χίμλερ έγιναν στόχος επιθέσεων επειδή ήταν ανέφικτα, επειδή είχαν ανεπιθύμητες για την πολεμική προσπάθεια συ νέπειες και επειδή η εκτέλεση τους ήταν αξιοθρήνητα κακή. Οι φυλετικοί του ειδήμο νες, υπερβολικά δέσμιοι της αντίληψης που είχε η ελίτ των δδ για την πολιτική, κατηγορήθηκαν ότι έβαζαν τον πηγή ίίκύ£Χ>ι;μ£ ^ αποξενώνοντας έτσι από την πρώτη στιγμή άτομα και ομάδες που θα μπορούσαν και ίσως θα έπρεπε να εκγερμανιστούν, δεδομένης της έλλειψης γνήσιων Γερμανών. Ο εκγερμανισμός της δυτικής Πολωνίας, τουλάχιστον, ήταν ένας στόχος που έβρισκε σύμφωνο το καθε στώς και που ο Χίτλερ τον είχε καταστήσει αναντίρρητη προτεραιότητα. Όταν όμως επρόκειτο για την ακόμα μεγαλύτερη ιδέα της ίδρυσης αποικιών στα βαλτικά κράτη, στη Γαλικία και στην Ουκρανία -και ακόμα πιο πέρα, με το Γενικό Σχέδιο Ανατο λής-, τότε οι αμφιβολίες ήταν πολύ μεγαλύτερες, ακόμα και πριν από την αιμοσταγή πανωλεθρία του Ζάμοστς ή την αποχώρηση από την Κριμαία και την Ουκρανία. Ίσως η πιο διεισδυτική εκ των ένδον κριτική να υπήρξε εκείνη που προήλθε μέσα από τα ίδια τα δδ, τον Μάρτιο του 1942, όταν ο δδ-Η^υρΐδίιιπηΐα1ΐΓ6Γ Χέλμουτ Σούμπερτ, ένας οικονομολόγος που είχε τοποθετηθεί στο ΚΚ ΕϋΥ, ρωτήθηκε τι πίστευε
218
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
για το Γενικό Σχέδιο Ανατολής. Η αντίδρασή του ήταν η αντίθετη από αυτήν του Χίμ λερ: το Σχέδιο όχι μόνο δεν ήταν υπερβολικά μετριοπαθές, παρά ήταν υπερβολικά φι λόδοξο, επικίνδυνα διαζευγμένο από τη γενικότερη εικόνα της οικονομίας και γεμάτο εσωτερικές αντιφάσεις. Το βασικό του ελάττωμα ήταν το ανθρώπινο δυναμικό, ή, ακριβέστερα, η έλλειψή του. Ο Σούμπερτ προέβλεψε ότι «μετά τον πολεμο το χάσμα ανάμεσα στις πολΰ μεγαλύτερες πολιτικές και οικονομικές δυνατότητες για τη Γερμα νία, αφενός, και στο μέγεθος του γερμανικού εργατικού δυναμικού, αφετέρου, θα εί ναι το κεντρικό πρόβλημα». Δεν ήταν μόνο που η δημογραφική πρόγνωση του Σχεδί ου ήταν απίθανη και που λίγοι από τους «τευτονικούς» λαούς στους οποίους ο Χίμλερ εναπέθετε τις ελπίδες του υπήρχε περίπτωση να θελήσουν να τραβήξουν ανατολικά η νέα Ολλανδική Εταιρεία της Ανατολής βοήθησε να στρατολογηθούν μόλις 1.000 Ολλανδοί αγρότες* το Σχέδιο λογάριαζε σε τρία εκατομμύρια. Πώς μπορούσαν οι συ ντάκτες του να μιλούν για «πλήρη εποικισμό» της Λιθουανίας, όταν «ακόμα και σήμε ρα» στα ενσωματωμένη εδάφη το 40-60 τοις εκατό των Πολωνών παρέμεναν σαν ερ γάτες; Τι πίστευαν ότι θα πετύχαινε ο «πλήρης εκγερμανισμός» στην Εσθονία, στη Λεττονία και στη Γενική Κυβέρνηση, όταν η πείρα του πολέμου έδειχνε πόσο απελπιστικά αργός ήταν ο εκγερμανισμός και πόσο ισχνά τα αποτελέσματα; Και δεν αντι λαμβάνονταν ότι ο πραγματικός εποικισμός θα απαιτούσε περισσότερους εργάτες πόλης παρά αγρότες, αν επρόκειτο να υπάρξει σωστή μέριμνα για τους δεύτερους; Ώστε λοιπόν το^τοοσγέδιο πρόδιδε. υποστήριζε ο Σούμπερτ, πλήοη αμεοιμνησία σε οχέσημε τα επίπεδα ταυχ^θρώπΐΥαιΐ-_δυγαμικου και με τη γενική κατεύθυνση της γερμανικής οικονομίας. Τα πολλά εκατομμύρια που χρειάζονταν για τον «πλήρη εκγερμανισμό» της Ανατολής -ο Σούμπερτ συμφωνούσε ότι μια αποσπα σματική προσέγγιση θα κατέληγε απλώς σε «φυλετική επιμειξία»- μπορούσαν να βρεθούν μόνο «υπό τον όρο ότι θα εκπληρωθούν ορισμένες πολύ δραστικές προϋ ποθέσεις». Το βασικό επιχείρημα του Σούμπερτ ήταν ότι η μακραίωνη μετακίνηση της Γερμανίας από τη γη στη βιομηχανία έμελλε να συνεχιστεί και μετά τον πόλεμο* θα επιταχυνόταν μάλιστα, αν η Γερμανία γινόταν, όπως έλπιζαν πολλοί επιχειρημα τίες, η Μέκκα της μεταποίησης στην Ευρώπη και βασιζόταν στην ανατολική Ευρώ πη για τις πρώτες ύλες και τα τρόφιμά της. Η μεταπολεμική Ευρώπη θα γινόταν «ιιια μεγάλη βιομηχανική ζώνη», όλο και πιο αστυφιλική (ο Σούμπερτ ανησυχούσε για τη φυλετική και κοινωνική απειλή που συνιστούσε αυτό), και, το πιο ανησυχητικό, εξαρτημένη από «μόνιμη και αυξανόμενη παρουσία ξένων εργατών», ιδίως στον αγροτικό τομέα. Τη θέση των Γερμανών αγροτών μέσα στη Γερμανία θα την έπαιρναν μεγάλα αγροκτήματα που θα προσλάμβαναν εργατικό δυναμικό αποτελούμενο από μη Γερμανούς, ο «πλήρης εκγερμανισμός» της Ανατολής μέσω του εποικισμού θα γινόταν αδύνατος και θα υπήρχε «ιτροοδευτική διείσδυση υποδεέστερου αίματος». Με απλά λόγια, η Γερμανία έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα σ’ ένα υψηλότερο βιο τικό επίπεδο (και στον οικονομικό έλεγχο της Ευρώπης) και στην αποβιομηχάνιση,
ΚΑΝΤΕ ΠΑΛΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΓΗ ΓΙΑ ΜΕΝΑ!
219
τον αποικιοκρατικό εποικισμό της Ανατολής και τη φυλετική καθαρότητα. Κανένας πολιτικός θεωρητικός του καπιταλισμού του ύστερου δέκατου ένατου αιώνα δεν θα μπορούσε να είχε εκθέσει με πιο γυμνό τρόπο το θεμελιώδες δίλημμα του εθνικι σμού: ευημερία και παγκοσμιοποίηση, ή εθνολογική ομοιογένεια και στασιμότητα. Ο ίδιος ο Σούμπερτ κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η δεύτερη επιλογή δεν ήταν αδύ νατη, αλλά ότι θα προϋπέθετε έναν πολύ μεγαλύτερο βαθμό κρατικού ελέγχου πά νω στην οικονομία και στο ανθρώπινο δυνα]χικό απ’ ό,τι είχε υπάρξει ως τότε. Δίχως μια σχεδόν μόνιμη διεύθυνση της οικονομίας εν καιρώ ειρήνης από το Κόμμα και τα δδ, οι δυνάμεις της αγοράς και οι ιδιοτελείς βιομήχανοι θα αχρήστευαν το Γενικό Σχέδιο Ανατολής και θα κατέστρεφαν από πάνω και την «αξία του γερμανοτευτονικού αίματος».67 Το μακροσκελές υπόμνημα του Σούμπερτ ήταν διαποτισμένο από το ρατσισμό του καθεστώτος αλλά συνάμα οξυδερκέστατο. Ο συντάκτης του ανήκε σε μια μικρή χορεία επικριτών του εποικισμού οι οποίοι ηταν συσπειρωμένοι γύρω από τον ολοέ να πιο περιθωριοποιημένο υπουργό Γεωργίας, τον Βάλτερ Νταρρέ, ο οποίος φρο νούσε ότι δεν υπήρχαν αρκετοί Γερμανοί για να ικανοποιήσουν τους πάντες και ότι ο αγροτικός επεκτατισμός του Χίμλερ θα οδηγούσε μάλλον στην εξαφάνιση της αγροτιάς μέσα στην ίδια τη Γερμανία. Αυτοί λοιπόν ήταν υπέρ^το!),ιδεώδους ενός εθνολογικά καθαρού αγροτικού έθνους, αλλά υποστήριζαν ότι η ιμπεριαλιστική υπερέκταση θα έκανε πιο δύσκολη την πραγμάτωσή του και όχι πιο εύκολη. Μα ο αναποτελεσματικός Νταρρέ τέθηκε εκτός παιχνιδιού τον Μάιο του 1942, και έτσι κι αλλιώς ο Χίμλερ μισούσε τους «απαισιόδοξους». Εννοείται ότι το καθεστώς δεν ειχε την πολυτέλεια να αγνοήσει το ζήτημα του ανθρώπινου δυναμικου που είχε θεσει ο Σούμπερτ. Μάλιστα, εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο Χίτλερ έστρεφε πάλι την προσοχή του στις συνολικές ανάγκες του Ράιχ σε εργατικό δυναμικό και έτσι διόρισε έναν πληρεξούσιο εργατικού δυναμικού για να τις αντιμετωπίσει. Η δουλειά του όμως δεν ήταν ο μεταπολεμικός σχεδιασμός, αλλά η επιστράτευση εν καιρώ πολέμου όλο και περισσότερων ξένων καταναγκαστικών εργατών στην οικονομία του Ράιχ. Με άλλα λόγια, η οικονομική κρίση στα χρόνια του πολέμου έδειχνε προορισμένη να αυξήσει και όχι να μειώσει τον κίνδυνο «φυ λετικής επιμειξίας», ο οποίος τόσο θορυβούσε τον Σούμπερτ και τους άλλους ναζί. Ο ίδιος ο Χίτλερ ήταν έτοιμος να το ανεχθεί αυτό για χάρη της νίκης, και ένας από τους στενότερους βοηθούς του Χίμλερ, ο Γκότλομπ Μπέργκερ, απάντησε στον νεα ρό αναλυτή με τον κλασικό τρόπο των πολιτικών εντεταλμένων που ξέρουν τι θέλει ν’ ακούσει το αφεντικό τους: τα πράγματα δεν ήταν τόσο άσχημα, είπε ο Μπέργκερ στον σκεπτικιστή οικονομολόγο των δδ* ο ρυθμός γεννήσεων αυξανόταν και υπήρ χαν Γερμανοί αγρότες που μπορούσαν να μεταφερθούν από το Ράιχ προς τα ανατο λικά. Ο πραγματικός κίνδυνος, κατέληξε ο Μπέργκερ, ήταν οι δικηγόροι! Λίγο αρ γότερα, ο Σούμπερτ μετατέθηκε στο Ανατολικό Μέτωπο.68
220
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Ο Χίμλερ συνέχισε ακάθεκτος, όπως είδαμε. Εκείνο τον Σεπτέμβριο είπε στους στενότερους συνεργάτες του ότι το κύριο έργο τους τα πρώτα είκοσι χρόνια μετά την ειρήνη θα ήταν να ξαναενώσουν τους «τευτονικούς λαούς», ώστε ο αριθμός τους να αυξηθεί από τα ογδόντα τρία στα 120 εκατομμύρια - τον αριθμό ακριβώς στον οποίο είχε καταλήξει ο Χίτλερ με τον Σπέερ. Έπρεπε να εποικήσουν όλη τη Γενική Κυβέρνηση, τη Βαλτική, την «Ινγκερμανλανδη» και την Κριμαία* να φτιάξουν δρό μους, αυτοκινητόδρομους, σιδηροδρομικές συνδέσεις, και μια «αρμαθιά μαργαριταρια» από κωμοπόλεις που θα έφταναν ως τον Δον και τον Βόλγα, Αυτή η «Γερμανική Ανατολή» θα έφτανε τελικά ως τα Ουράλια, έτσι ώστε, όταν η Ευρώπη -μισή χιλιετία από τότε- θα κατέληγε εντέλει να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της με τις άλλες ηπείρους, να υπάρχει μια ακλόνητη φάλαγγα από 500 με 600 εκατομμύρια «τευτονικούς» λαούς που θα έκοβε το δρόμο των εχθρών της.69 Η ιδέα του «μεθοριακού τείχους», που είχε εμφανιστεί για πρώτη φορά στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε μεγαλώσει μέσα στη γόνιμη φαντασία του Χίμλερ κι είχε^ανει κάτι που βρισκόταν σε όλο και μικρότερη επαφή με την πραγματικότη τ α ^ πόλεμος έδειξε πως η ικανότητα του Τρίτου Ράιχ να εκτοπίζει ή ακόμα και να εξολοθρεύει ολόκληρους πληθυσμούς.γνώριζε λίγα όριοτ)ακόμα και οι ναζί όμως δεν μπορούσαν να φτιάξουν εκ του μηδενός Γερμανούς εκεί που δεν υπήρχαν, του λάχιστον όχι όσο έδιναν προτεραιότητα στη φυλή και στο αίμα εις βάρος της πολιτι στικής αφομοίωσης. Οι «τευτονικοί» λαοί των Κάτω Χωρών και της Σκανδιναβίας δεν έδειχναν καμιά επιθυμία να εγκατασταθούν στην Ουκρανία ή στη Βαλτική -μο νάχα λίγες εκαντοντάδες το έκαναν- και μισούσαν ολοένα περισσότερο ταυςΧ§ρμανους κυρίους τους. Η φυλετική αλληλεγγύη ήταν ένας μύθος τον οποίο υπονόμευε η κτηνωδία εκείνων ακριβώς που μιλούσαν γι’ αυτήν περισσότερο. Ούτε ήταν ευκο λότερο να βρουν εθελοντές μέσα στη Γερμανία: το πιο ανατολικό σημείο που ήθε λαν να πάνε οι περισσότεροι ήταν το Βάρτεγκαου ή η Σουδητία: προτιμούσαν να τραβήξουν δυτικά, στη Λορραίνη. Το αποτέλεσμα ήταν ότι τα προγράμματα εθνικοποίησης του Ράιχ ανοίγονταν ολοένα περισσότερο στους μη Γερμανούς* μονάχα στην περίπτωση των Εβραίων παρέμειναν το ίδιο φονικά όπως πάντα. Στην πράξη, τα σχέδια μετοίκησης του Χίμλερ στη δυτική Πολωνία σταμάτησαν τελείως οτα τέλη του 1942. Οι προσπάθειές του να βάλει μπρος τα πρώτα στάδια του Γενικού Σχεδίου Ανατολής ενόσω διαρκούσε ο πόλεμος απέτυχαν οικτρά. Το πιλοτι κό του πρόγραμμα στο Ζάμοστς έφερε αναστάτωση στη Γενική Κυβέρνηση κι έκανε τον Χανς Φρανκ να φαντάζει συγκριτικά διορατικός και μετριοπαθής* το μικρότερο πρόγραμμα Χέγκεβαλντ στην Ουκρανία είχε την ίδια άσχημη τύχη, και οι εθνοτικοί Γερμανοί που είχε εγκαταστήσει εκεί κυνηγήθηκαν από τις πολιτοφυλακ&ριαι τους παρτιζάνους της Ουκρανίας. Οι νοΙΚδάοιιίδοΙιε όλο και περισσότερο κοίταζαν πώς να σηκωθούν να φύγουν. Στη σοβιετική Βολυνία το χειμώνα του 1939-40 πολλοί Ου κρανοί, Λευκορώσοι, Πολωνοί, ακόμα και Εβραίοι, είχαν εκλιπαρήσει να τους υπο
ΚΑΝΤΕ ΠΑΛΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΓΗ ΓΙΑ ΜΕΝΑ!
221
λογίσουν σαν Γερμανούς και να τους πάρουν στο Ράιχ* πέντε χρόνια αργότερα, οι Γερμανοί της Σουδητίας μιλούσαν τσέχικα μεγαλόφωνα για να τους ακούνε, και στη Σιλεσία και στο Βάρτεγκαου πολλοί τριτοταξίτες της ΌΎΙ, έκαναν αίτηση διαγραφής τους. Όταν Έλληνες αντάρτες έπιαναν λιποτάκτες της Βέρμαχτ, πολλοί από αυτούς τους υποτιθέμενους Γερμανούς ισχυρίζονταν πως ήταν Πολωνοί ή Ρώσοι.70 Το καλοκαίρι του 1944 οι αποικίες πιονιέρων από τη Βαλτική ως την Κριμαία εί χαν εγκαταλειφθεί, και τα στρατόπεδα διαμετακόμισης του Βάρτεγκαου γέμιζαν πάλι με αποίκους που έτρεχαν να γλιτώσουν από τους μπολσεβίκους για δεύτερη φορά μέσα σε τέσσερα χρόνια. Το μέτωπο πλησίαζε ολοένα περισσότερο στα προ του 1939 σύνορα του ίδιου του Ράιχ κι έπειτα τα διάβηκε, συρρικνώνοντας σταδιακά την άλλοτε Μεγάλη Γερμανία, ώσπου αυτή εξαφανίστηκε τελείως με τη σειρά της κάτω από μια εχθρική κατοχή. Τα επόμενα τρία χρόνια, οι ανατολικοευρωπαϊκές χώρες πήραν την εκδίκησή τους αποβάλλοντας όσους εθνοτικούς Γερμανούς απέμε ναν στα εδάφη τους και μετατοπίζοντας αποφασιστικά τα σύνορα εγκατάστασης Γερμανών και Σλάβων εκατοντάδες χιλιόμετρα πιο δυτικά. Οι γερμανικές μειονό τητες της ανατολικής Ευρώπης ξεριζώθηκαν και οι περισσότερες κοινότητές τους εξαφανίστηκαν. Το επίτευγμα του Χίμλερ, να μετεγκαταστήσει 800.000 εθνοτικούς Γερμανούς από το 1939 ως το 1944, επισκιάστηκε απολύτως από μια προσφυγική κρίση που αφορούσε δέκα φορές περισσότερους ανθρώπους. Παρά την ήττα, όμως, οι μνήμες των πληθυσμιακών πολιτικών των ναζί και οι νο οτροπίες που τις είχαν γεννήσει δεν εξαφανίστηκαν. Στα πανεπιστήμια και στις δε ξαμενές σκέψης της Δυτικής Γερμανίας έβρισκε κανείς απόηχους της ιδέας του με θοριακού αγρότη ως και τη δεκαετία του 1950. Οι ακαδημαϊκοί ειδικοί που έκαναν με επιτυχία τη μετάβαση από τον Χίτλερ στον Αντενάουερ μιλούσαν τώρα για εγκα τάσταση των προσφύγων από την ανατολική Ευρώπη ώστε να δημιουργηθεί ένα «συνοριακό τείχος» μικροκτη ματιών μέσα στη χώρα: θα λειτουργούσαν σαν ανάχω μα ενάντια στον κομμουνισμό στην ψυχροπολεμική πρώτη γραμμή απέναντι στην Ανατολική Γερμανία και στους Τσέχους. Η φυλετική γλώσσα είχε ξεσκαρταριστεί, αλλά^ο^ικομμουνισμός παρέμενε, και τον επικαλούνταν τώρα στο όνομα της δη μοκρατίας και του Ελεύθερου Κοσμου^ρι αγροτικές επιδοτήσεις, μια από τις κε ντρικότερες πολιτικές της Κοινής Αγοράς, θα «πάντρευαν» πάλι τους Γερμανούς αγρότες με τον κοινοβουλευτισμό, διατηρώντας παράλληλα ένα υγιές έθνος.71 Η αντοχή αυτής της γλώσσας στο χρόνο δείχνει πως αυτές που θεωρούμε ναζιστικές πολιτικές εθνικότητας αποτελούσαν μέρος μιας ευρύτερης ευρωπαϊκής παράδο σης. Στην αντίπερα όχθη του Ρήνου, λόγου χάρη, οι φόβοι της δημογραφικής συρρί κνωσης διακατείχαν τους Γάλλους για μεγάλο μέρος της δεκαετίας του 1950 (και ακόμα πιο πέρα, άπαξ και ο φόβος τους για τους ταχέως πολλαπλασιαζόμενους Γερ μανούς αντικαταστάθηκε από το φόβο για τους ταχέως πολλαπλασιαζόμενους Αφρι κανούς). Οι κορυφαίοι δημογράφοι τους προειδοποιούσαν ότι οι ναζί είχαν δυστυ
222
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
χώς πετύχει τους σκοπούς τους με το παραπάνω: αποδεκατίξοντας τους Πολωνούς και άλλους παραδοσιακούς ανατολικούς συμμάχους της Γαλλίας, οι Γερμανοί είχαν διατηρήσει τον δικό τους ρυθμό γεννήσεων σε όλο τον πόλεμο, όντας έτσι πανέτοιμοι να εξαπολυσουν την εκδίκησή τους. Επίσης, ήταν διάχυτος ο φόβος μήπως η μεταπο λεμική εκδίωξη των γερμανικών μειονοτήτων από την ανατολική Ευρώπη και η συ γκέντρωσή τους εντός συνόρων είχε απλώς αυξήσει την απειλή της αστάθειας. Και δεν το φοβούνταν μόνο οι Γάλλοι αυτό. «Τα δημογραφικά θεμέλια του γερ μανικού κινδύνου ξαναχτίζονται τώρα που μιλάμε», δήλωνε ο Ευγένιος Κούλισερ, συγγραφέας της πιο σοβαρής ανάλυσης της ιστορίας των ευρωπαϊκών πληθυσμών, το 1948. «Θα αποτελούσε μίμηση της ναζιοτικής σκληρότητας το να εξολοθρευτούν οι νοΙΚδάβυΙδοΙιο. Αλλά το στρίμωγμά τους μέσα στην κολοβή Γερμανία ήταν ολέ θριο». Πολλοί σχολιαστές προέβλεπαν μια ναζιστική αναβίωση και είχαν ζωηρές αναμνήσεις από το αναθεωρητικό κίνημα στη Γερμανία, που είχε ακολουθήσει την ήττα του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Ο ίδιος ο Κούλισερ ήταν υπέρ «μιας δρα στικής δημογραφικής πολιτικής» περιστολής της γεννητικότητας των Τερμιτών και ενθάρρυνσης της αποδημίας τους από την Ευρώπη σε μεγάλη κλίμακα. Ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Γιάλμαρ Σαχτ έγραψε χρήσιμα υπομνήματα μετά τον πόλεμο, στα οποία πρότεινε την εγκατάσταση Γερμανών σε αποικίες της δυτικής Αφρικής, σαν ένα είδος πληθυσμιακής βαλβίδας ασφαλείας. Μπορεί τα σχέδια του Χίμλερ να ήταν μοναδικά ως προς τις φιλοδοξίες και την ωμότητά τους, αλλά σίγουρα δεν ήταν ούτε τα πρώτα ούτε τα τελευταία που θεωρούσαν τη δημο γραφία και τον εποικισμό της γης σαν το κλειδί της εθνικής ασφάλειας. Θα περνού σαν πολλές δεκαετίες ώσπου να μάθουν οι Ευρωπαίοι να βλέπουν τα πράγματα δια φορετικά.72
8
Οργανώνοντας την αταξία: 1941-42
Στα τέλη του 1942, η Γερμανία κατείχε περίπου τοένα^ τβίτο της ευρωπαϊκής ηπεί ρου και εξούσιαζε σχεδόν τους μίσους κατοίκους της. Η σβάστικα κυμάτιζε στα νη σιά της Μάγχης στη δΰση και στο όρος Ελμπρους στον Καύκασο, και από τη βόρεια Νορβηγία ως τη Σαχάρα. Όμως η αχανής αυτή επικρατεια δεν διοικοΰνταν επισή μους ως σύνολο^ και οι Γερμανοί δεν έφτιαξαν τίποτα συγκρίσιμο με το υπουργείο Μεγάλης Ανατολικής Ασίας, μέσω του οποίου οι Ιάπωνες κυβερνούσαν την αυτο κρατορία τους στα χρόνια του πολέμου. Ο Χίτλερ διόριζε ο ίδιος τους αξιωματοΰχους που θα διηΰθυναν τα κατακτημένα εδάφη, και αυτοί ήταν τις περισσότερες φο ρές υπόλογοι μόνο σ’ εκείνον. Από τον καιρό του Ναπολέοντα, κανένας άλλος με μονωμένος ηγέτης δεν είχε τόσο απόλυτη εξουσία.1 Ο ΧίτΧερΤψάχνοντας για βοηθούς, κοίταξε πρώτα στους κομματικούς συντρό φους που είχαν αγωνιστεί μαζί του για την κατάκτηση της εξουσίας. «Γνωρίζω, δυ στυχώς, πάρα πολύ καλά πόσο δύσκολο είναι να βρεις τον σωστό άνθρωπο για τις πιο σημαντικές θέσεις», είπε στον Μάρτιν Μπόρμαν, τον επικεφαλής της καγκελα ρίας του Κόμματος. «Αναγκάζεσαι να προσφεύγεις στα ίδια και στα ίδια άτομα. Όταν διάλεγα τους κομισάριούς μας για τα κατεχόμενα ανατολικά εδάφη, συνεχώς επανερχόμουν στα ονόματα των παλιών μου γκαουλάιτερ». Στους τριάντα οκτώ περι φερειακούς κομματικούς αρχηγούς που έδρευαν στο Παλιό Ράιχ προστέθηκαν άλλοι δέκα μετά το 1938, στα πρώην αυστριακά, τσέχικα και πολωνικά εδάφη. Τα νούμερα αυτά, όμως, στην πραγματικότητα υποτιμούν το βαθμό εμπλοκής του Κόμματος στη διοίκηση στα χρόνια του πολέμου, γιατί παλιές καραβάνες των ναζί επιλέχθηκαν επί σης ως επικεφαλής πολιτικών διοικήσεων στο Λουξεμβούργο, στο Μπιαλύστοκ και στις μεθοριακές ζώνες της Σλοβενίας, ενώ άλλοι έγιναν κομισάριοι του Ράιχ για τη Νορβηγία, τις Κάτω Χώρες, την Ουκρανία, τα βαλτικά κράτη και τη Λευκορωσία, ή ακόμα και πληρεξούσιος του Ράιχ, ένας, για τη νοτιοανατολική Ευρώπη. Οι περισσό τεροι από αυτούς κατείχαν ήδη επαρχιακά πόστα ισχύος στο Ράιχ, αλλά στο εξωτερι κό απέκτησαν νέες εξουσίες, που ως τότε μόνο να τις ονειρευτούν μπορούσαν.2 Άλλοι βγήκαν χαμένοι κατά την επιλογή ή αγνοήθηκαν εντελώς. Ο αρχηγός της
224
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
αεροπορίας και επικεφαλής του Τετραετούς Πλάνου, ο Χέρμαν Γκαίρινγκ, ήταν ίσως ο δεύτερος πιο ισχυρός άντρας του Ράιχ όταν άρχισε η πολωνική εκστρατεία. Μολονότι όμως παρέμεινε αρμόδιος για την οικονομική εκμετάλλευση των κατακτημένων εδαφών, ο διορισμός του ως στρατάρχη του Ράιχ μετά την πτώση της Γαλ λίας σήμανε το απόγειο της επιρροής του, και στη συνέχεια περνούσε όλο και πε ρισσότερο καιρό κυνηγώντας στα δάση της πολυτελέστατης φάρμας του. (Ένας ενημερωμένος βιογράφος της εποχής περιέγραψε τους πρώτους επισκέπτες του της ημέρας ως εξής: ο ράφτης, ο κουρέας, ο έμπορος τέχνης και ο κοσμηματοπώλης του.) Το Υπουργείο Εξωτερικών, ταλαιπωρημένο από τις εσωτερικές διαμάχες υπό τον τιποτένιο αλλά και φουσκωμένο σαν παγόνι Ρίμπεντροπ, παραμερίστηκε, κα θώς στένευαν τα περιθώρια για την παραδοσιακή διπλωματία: οι εντεταλμένοι του, έχοντας χάσει το λόγο ύπαρξής τους στη δυτική και στην ανατολική Ευρώπη, διατη ρούσαν κάποια επιρροή μόνο στη Δανία, στη Γαλλία και στα Βαλκάνια. Όσο για τους στρατηγούς, ο Χίτλερ τους περισσότερους δεν τους εμπιστεύτηκε ποτέ. Ακόμα λιγοτερο χρονο είχε για το Υπουργείο Εσωτερικών, το οποίο είχε ελπίσει ότι θα χρησιμοποιούσε τον πόλεμο σαν ευκαιρία για να πραγματοποιήσει τη διοικητική συγκέντρωση που σχεδίαζε για όλη τη Γερμανία. Η ειρωνεία είναι ότι η συγκέντρω ση της κρατικής εξουσίας αποδείχθηκε πιο εύκολη δουλειά για τους κρατικούς υπαλλήλους χωρών όπως η Γαλλία ή το Βέλγιο, παρά για τους Γερμανούς ομολό γους τους, οι οποίοι ήταν εγκλωβισμένοι σ’ έναν χαμένο γι’ αυτούς αγώνα ενάντια στην πολυκέφαλη "Υδρα που άκουγε στο όνομα Ναζιστικό Κόμμα.3 Το Κόμμα βρισκόταν σε άνοδο γιατί ο Χίτλερ θεωρούσε πως οι κορυφαίοι του ήταν το κλειδί για τη διεξαγωγή ενός αποτελεσματικού φυλετικού πολέμου και για την οικοδόμηση της νέας Μεγάλης Γερμανίας. Γι’ αυτά τα καθήκοντα ήθελε στελέχη που βρίσκονταν «σε συνεχή εγρήγορση», «έναν νέο τύπο ανθρώπου, μια φυλή εξουσια στούν, μια ράτσα αντιβασιλιάδων» - «πολιτική ηγεσία», όχι «διοίκηση». Τη δημοσιοϋπαλληλία τη θεωρουσε στενόμυαλη και προσκολλημένη σε ξεπε ρασμένες αντιλήψεις περι δικαίου. Τα αποτελέσματα από τη διακυβέρνηση ενός τέτοιου δυαδικού κράτους ηταν προβλέψιμα. Ακόμα και πριν από τον πόλεμο, ο Χίτλερ, διορίζοντας τους γκαου λάιτερ του σε πολυάριθμα φέουδα και καθιστώντας τους υπόλογους μόνο σ’ εκείνον, είχε προκαλέσει ένα γραφειοκρατικό χάος. «Εύκολα έβλεπε κανείς», έγραφε ένας παρατηρητής με γνώση της κατάστασης, «ότι το δήθεν έντονα συγκεντρωτικό κράτος του Φύρερ μας είχε αρχίσει ήδη να σπάει σε δεκάδες σατραπείες και εκαταντάδες*μικρα δουκάτα». Καθώς το Ράιχ επεκτεινόταν και γινόταν ιμπεριαλιστική δύναμη, οι κρατικοί υπάλληλοι της Γερμανίας έβλεπαν τη σύγχυση να μεγαλώνει.4 Μία μόνο καταφυγή υπήρχε για όσους έβλεπαν να πλανιέται η καταστροφή και επιθυμούσαν έναν λιγότερο προσωποπαγή και πιο αποτελεσματικό τρόπο διεύθυν σης των υποθέσεων μόνο ένας άνθρωπος είχε αρκετό κύρος και δυναμισμό ώστε να κοντραριστεί με το Κόμμα: ο Χάινριχ Χίμλερ, ο επικεφαλής της γερμανικής αστυνο-
ΟΡΓΑΝΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΤΑΞΙΑ: 1941-42
225
μιας και των δδ. Τα δδ είχαν ξεκινήσει χρόνια πριν, σαν μικρή υπηρεσία ασφάλειας για την ηγεσία του Κόμματος. Αναμειγνύοντας όμως τα κρατικά με τα κομματικά καθήκοντα και ενσταλάζοντας στα μέλη τους έντονο αίσθημα εσωτερικής πειθαρ χίας και ©δρπΐ (1©οοτρδ, αναδύθηκαν το 1941 ως ο ισχυρότερος ίσως φορέας μέσα στο Ράιχ και ως εναλλακτική λυση και ανταγωνιστές του ίδιου του Ναζιστικού Κόμ ματος. Ο Χίμλερ δεν ηταν καθολου η μορφή που θα περίμενε κανείς ότι θα συσσώ ρευε τόσο τεράστια ισχύ* άχρωμος και μη χαρισματικός, ήταν ένας σχολαστικιστής γεμάτος έμμονες ιδέες, που χαιρόταν πολύ περισσότερο να μιλά για θιβετιανό βου δισμό, για εκτροφή ρατσών και για τις ινδοτευτονικές ρίζες του πολιτισμού, παρά για την οικονομία, τους νόμους ή τον πόλεμο. Ειχε ομως αποδείξει επί πολλά χρόνια τις οργανωτικές του ικανότητες, είχε συγκεντρώσει γυρω του αδίστακτους αλλά πά ντως ικανούς βοηθούς και ήξερε πώς να επωφελείται από τις ευκαιρίες που παρείχε ο πόλεμος καλύτερα απ’ οποιονδήποτε άλλον: όταν τέλειωνε ο πόλεμος, ο «πιστός Χάινριχ» είχε επίσης διοριστεί κομισάριος του Ράιχ για την ενδυνάμωση της γερμανοσύνης (ΚΚΡΏν), υπουργός Εσωτερικών, αρχηγός των πολιτικών και στρατιωτι κών υπηρεσιών πληροφοριών, διοικητής του Εγχώριου Στρατού και επόπτης της δι οίκησης των αιχμαλώτων πολέμου. Ήταν αρμόδιος ακόμη και για τα τελωνεία και τα σύνορα. Αν το Κόμμα ήταν μια μαζική οργάνωση με μοναδική συνδετική ουσία την πίστη στον Φύρερ του και δεν στάθηκε ποτέ ικανό να επιβάλει πειθαρχία στους ισχυρούς γκαονλάιτερ του, τα δδ -υπόδειγμα συγκεντρωτικής διοίκησης από μια προσεκτικά επιλεγμένη ελίτ- έτρεφαν ένα εντελώς διαφορετικό όραμα για τον εθνικοσοσιαλισμό. Τα δδ τέλειωσαν, εννοείται, τον πόλεμο έχοντας στις τάξεις τους περισσότερους από τον μέσο όρο σε ψυχοπαθείς σαδιστές, τραβοπιατόληδες φύλακες στρατοπέδων και μέθυσου^ αλλά στα ανώτερα κλιμάκιά τους -ιδίως στην πτέρυγα πληροφοριών τους, την δΕ>- υπήρχαν αναλυτές και διαμορφωτές πολιτικής με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, που έλπιζαν ότι ο άτεγκτος επαγγελματισμός τους μπορούσε να περισώσει την ευρω παϊκή αποστολή της Γερμανίας από την ερασιτεχνική κακοδιαχείριση του Κόμματος. (Μετά τον πόλεμο, οι λιγότερο γνωστοί από αυτούς ξέπλυναν τα αίματα από τα χέρια τους κι έγιναν βιομήχανοι, δικηγόροι, καθηγητές και σύμβουλοί διοίκησης). Μερικοί από αυτούς ένιωθαν αρκετά σίγουροι για τον τρόπο που αντιλαμβάνο νταν τον εθνικοσοσιαλισμό ώστε να συντάξουν δριμείες κριτικές για το πώς διευθυ νόταν ο πόλεμος. Ήταν βαθιά ταγμένοι στο στόχο της νέας φυλετικής τάξης πραγ μάτων (ττηνΕυ^ώπ^υπό γερμανική ηγεσία* εκείνο που τους προβλημάτιζε ήταν το κατά πόσον το Ρΐι1ΐΓ©Γδΐ2ΐ&1 της εμπόλεμης περιόδου διευθυνόταν αρκετά καλά ώστε να την κάνει πραγματικότητα. Ατυχώς γι’ αυτούς, ο Χίμλερ δεν ήταν άνθρωπος που καλωσόριζε την κριτική. Επιπλέον, η ελίτ της δϋ βούλιαξε μέσα στον κυκεώνα της επέκτασης των δδ στα χρόνια του πολέμου. Από το 1939 ως το 1941, οι μεταρρυθμι στές -στη δημόσια υπηρεσία αλλά και μέσα στα δδ- έλπιζαν ακόμα πως τα δδ θα
226
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
μπορούσαν να γίνουν η κινητήρια δύναμη ενός σωστά οργανωμένου φυλετικού κρά τους· το 1942 πια, είχαν αρχίσει να χάνουν τις ελπίδες τους. Το ακόμα χειρότερο από τη δική τους σκοπιά ήταν ότι η εξάπλωση των δδ προκαλούσε η ίδια αντιδρά σεις, και πολλοί κομματικοί γκαουλάιτερ έσπευδαν να προειδοποιήσουν ότι ήταν επικίνδυνο να έχει ο Χίμλερ τόση εξουσία. Το Κόμμα υποσχόταν αποκεντρωμένο χάος, τα δδ απειλούσαν με θανάσιμη υπερβολή συγκεντρωτικής τάξης. Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους έλαβε χώρα η εθνικοσοσιαλιστική έριδα για το πώς έπρεπε να διακυβερνηθεί η Νέα Τάξη.
Η ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ Η Ιταλία και η Γερμανία του δέκατου ένατου αιώνα ήταν δύο κράτη που είχαν κερ δίσει την εθνική τους ανεξαρτησία μέσω της ολοκλήρωσης. Η ολοκλήρωση όμως ήταν μια διαδικασία, όχι ένα γεγονός, και είχε κάθε άλλο παρά περαιωθεί όταν προέκυψαν ο φασισμός και ο ναζισμός μισό αιώνα αργότερα. Τα δύο αυτά κινήμα τα υπόσχονταν μιαν ισχυρή εκτελεστική εξουσία μετά από περιόδους κοινοβουλευ τικής φαγωμάρας και άρεσαν στους δημόσιους υπαλλήλους, που ήθελαν αποτελεσματικότητα και εθνική δύναμη. Όμως ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι κατέλαβαν την εξουσία καβάλα στα μαζικά κόμματά τους. Αυτά ήταν κινήματα βασισμένα στις επαρχίες, όπου το ,στελεχικίΐ&ιιναμιχό &εν^εμπΜττ£υότ^^ και τους λειτουργούς του και προσπαθούσε να διατηρήσει την εξουσία στις μικρές περίφερειακές πόλεις, μακριά από τη διαφθαρτική επίδραση των εθνικών πρωτευουσών. Σιω πηρά, επομένως, το Κόμμα αποτελούσε αμφισβήτηση όχι μόνο του κρατικού μονοπωλίου της βίας, αλλά και της ίδιας της ιδέας μιας ισχυρής ουγκεντρωτικήΓ εκτελε στικής εξουσίας έξω από τις τάξεις του. Κομμά ή κράτος; Αυτό ήταν το θεμελιώδες δίλημμα του φασισμού* Αντιμετωπίζοντάς το, τα καθεστώτα της φασιστικής Ιταλίας και της ναζιστικής Γερμανίας κινήθηκαν προς τελείως διαφορετικές κατευθύνσεις. Στην ^αχλία) όπου ο Μουσολίνι δεν μπόρεσε ποτέ να κρατήσει σφιχτά τα λουριά του απείθαρχου κόμ ματός του, η ιδιότητα του κομμάτικού μέλους έγινε γρήγορα ένα απλό όχημα προα γωγής^ το εισιτήριο για ένα διορισμό, καθώς ο Μουσολίνι παγίωνε όλ,η την εξουσία μέσα στον κρατικό μηχανισμό. Στη \Γερμανία,)από την άλλη, ο ηγετικός πολιτικός και ιδεολογικός ρόλος του Χίτλερ.μέσα στο Ναζιστικό Κόμμα δεν αμφισβητήθηκε και τοΚόμμα^ παρέμεινε τόσο απαραίτητο^γι’^αυτόν^^^ ήταν το δημοσι^)παλληλικό σώμα. Γι’ αυτόν, η ναζιστική επανάσταση δεν θα ηταν πλήρης όσο δεν εί χε εγκαθιδρυθεί η Μεγάλη Γερμανία, και ενώ χρειαζόταν το στρατό για να νικήσει τους εχθρούς της Γερμανίας στο πεδίο της μάχης, ο εκγερμανισμός -για να μη μιλή σουμε για τη διατήρηση του ακμαίου ηθικού στο εσωτερικό μέτωπο- θα είχε την
ΟΡΓΑΝΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΤΑΞΙΑ: 1941-42
227
ανάγκη του Κόμματος. Με αυτή την έννοια, ο πόλεμος ήταν «το δεύτερο στάδιο της εθνικοσοσιαλιστικής επανάστασης».5 Όταν προσαρτήθηκαν η Αυστρία και η Σουδητία, οι δημόσιοι υπάλληλοι προ σπάθησαν να επιβάλουν τον έλεγχό τους στις νέες περιοχές (Κοίοΐΐδ^&ιιβ). Στην αρ χή φάνηκε ότι το Υπουργείο Εσωτερικών μπορούσε να χρησιμοποιήσει την Αυ στρία για να δοκιμάσει το νέο συγκεντρωτικό σύστημα διακυβέρνησης των επαρ χιών που είχε προσπαθήσει επί χρόνια να εισαγάγει μέσα στο ίδιο το Ράιχ. Μα οι νεοδιορισμένοι γχαονλάιτερ προσέφυγαν στον Χίτλερ ζητώντας την προστασία του ενάντια στους «γραφειοκράτες», και μετά την κατάκτηση της Πολωνίας αυτή η στροφή προς το Κόμμα εντάθηκε. Όταν έδωσε στους νεοδιορισμένους γκαουλάιτερ -τον Φόρστερ και τον Γκράιζερ- την εντολή να εκγερμανίσουν τα εδάφη τους όσο γίνεται γρηγορότερα, σ Χίτλερ δεν ήθελε να έχουν τα χέρια τους δεμένα από τους καρεκλοκένταυρους των υπουργείων. Για να τους βοηθήσει, τους έδωσε εξουσίες που δεν τις είχαν ούτε οι ομόλογοί τους μέσα στο προπολεμικό Ράιχ: προς αγανά κτηση των κρατικών υπαλλήλων, διηύθυν^όλρυς^τους κλ,άδους της διοίκησης οι ίδιοι αυτοπροσώπως, ακόμα και τις «ειδικές διευθύνσεις» της δικαιοσύνης, των οι κονομικών, των σιδηροδρόμων και του ταχυδρομείου (που αλλού παρέμεναν κάτω από τον έλεγχο του Βερολίνου). Μπορούσαν έτσι να μεταχειρίζονται τις πολωνικές επαρχίες σαν ζώνες όπου «η εθνικοσοσιαλιστική θεωρία μπορούσε να γίνει πράξη 100 τοις 100» (όπως το έθεσε μια γερμανική εφημερίδα).6 Το 1940 ο Χίτλερ φανέρωσε τις ευρύτερες προσαρτητικές προθέσεις του όταν εμπιστεύτηκε το Λουξεμβούργο στον γκαουλάιτερ του Κόμπλεντς και την Αλσατία στον γκαουλάιτερ της Βάδης. Η Λορραίνη κυβερνήθηκε από τον πιο δυναμικό από τους τρεις, τον Γιόζεφ Μπύρκελ, γκαουλάιτερ του Σάαρπφαλτς, ο οποίος είχε μόλις επιβλέψει την προσάρτηση της Αυστρίας.7 Σε κομματικούς δόθηκαν επίσης η Νορ βηγία και οι Κάτω Χώρες: όπως είδαμε, αυτές αποτελούσαν τμήμα της «τευτονικής» ζώνης που εκτεινόταν πολύ πέρα από τα όρια του «Γερμανικού» Ράιχ. Την επόμενη χρονιά, στελέχη του αυστριακού Κόμματος ανέλαβαν τις συνοριακές ζώνες της Σλο βενίας. Η ίδρυση του Υπουργείου Κατεχόμενων Ανατολικών Εδαφών υπό τον θεω ρητικό του Κόμματος Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ και ιδίως ο διορισμός γκαουλάιτερ σαν τον Κοχ, τον Αόζε και τον Φράουενφελντ ως κομισάριων αποτέλεσε απλώς το απο κορύφωμα αυτής της τάσης. Η άνοδος του Κόμματος δεν μπορεί να διαχωριστεί από την αύξηση της εξου σίας του ίδιου του Φύρερ στα χρόνια του πολέμου. Από τα 650 μείζονα νομοθετικά διατάγματα που εκδόθηκαν στη διάρκεια του πολέμου, μόλις 72 ήταν τυπικοί νόμοι* τα υπόλοιπα ήταν θεσπίσματα ή διατάγματα που εκδόθηκαν εν ονόματι του Φύρερ, τα περισσότερα μυστικά. Με άλλα λόγια, το Τρίτο Ράιχ δεν διευθυνόταν όπως τα άλλα κράτη, ούτε καν όπως οι άλλες δικτατορίες. Το υπουργικό συμβούλιο δεν συ νήλθε μετά τον Φεβρουάριο του 1938, και τον Σεπτέμβριο του επόμενου έτους τέθη
228
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
κε εκποδών από ένα υπουργικό Συμβούλιο Άμυνας του Ράιχ. Αλλά και αυτό υπονο μεύτηκε από την τεμπελιά του Γκαίρινγκ και την έλλειψη υποστήριξης του Χίτλερ: μετά τον Δεκέμβριό του 1939 συνήλθε ελάχιστες φορές, και οι προσπάθειες αναζω ογόνησής του αργότερα απέτυχαν. Όλο και περισσότερο ο ίδιος ο πόλεμος διευθυ νόταν από το μακρινό αρχηγείο του Χίτλερ στην ανατολική Πρωσία, και όσοι διορί ζονταν να διευθύνουν τα νεοκατακτημένα εδάφη αναφέρονταν σε αυτόν προσωπικά. Σχεδόν ποτέ δεν συγκεντρώνονταν όλοι μαζί, δεν τους προέτρεπε κανείς να συ γκρίνουν σημειώσεις από τις εμπειρίες τους και δεν υπέβαλλαν τακτικές εκθέσεις στο Βερολίνο* ουσιαστικά δεν ήταν υποχρεωμένοι να δίνουν,λόγο, σε κανέναν κοατικό αξιωματούχο, επέμενε ο Χίτλερ. Το πρόσωπο του Φύρεο έγινε το ανέκκλητο δικαστήριο όλων των προβλημάτων τους.8 Οι γκαουλάιτερ ήταν οι περισσότεροι παλαίμαχοι του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέ μου, ακραίοι και ανυπομονοωνθρωποι με πολύ λίγη φινέτσα και με εντελώς στοιχειώ^ παιδεία. Ορισμένοι ήταν ανυπόστατοι ίσκιοι, αλλά περισσότεροι ήταν «τύραννοι», όπως ο Μπυρκελ στο Σάαρ/Λορραίνη, ο «βασιλιάς Μου» Μούτσμαν στη Σαξωνία ή ο Έριχ Κοχ στην Ανατολική Πρωσία/Ουκρανία - οξύθυμοι, ανταγωνιστικοί και άγρυ πνοι φύλακες της προσωπικής τους εξουσίας. Πολλοί είχαν αδυναμία στο ποτό και στο χρήμαΔεν τους έλειπε η ενέργεια και ο δυναμισμός, αλλά δεν ήταν σε καμίαπερίπτωση άνθρωποι της οργάνωσης. Αντί γι’ αυτήν, εμπιστεύονταν τα άτομα: τον Φύρερ πά νω απ’ όλα, αλλά δευτερευόντως τις δικές τους κλίκες με τους παρατρεχάμενούς τους, που συνήθως τους έπαιρναν μαζί τους από τον ένα διορισμό στον άλλον. Ο Χίτλερ τούς ήταν εξαιρετικά πιστός και τους κρατούσε στη θέση τους για μεγάλα χρονικά διαστή ματα -ορισμένοι διοικούσαν τα γκάου τους από τα τέλη της δεκαετίας του 1920-, ενισχύοντας έτσι την αίσθησή τους ότι βρίσκονταν στο απυρόβλητο. Όταν αναγκάστηκε να απαλλαγεί από τον διεφθαρμένο και αναποτελεσματικό Οντίλο Γκλομπότσνικ στη Βιέννη μέσα σε λίγους μόλις μήνες, ο Χίτλερ μουρμούρισε ότι προτιμούσε να «απολύει ένανγκαουλάιτερ μονο αν οι περιστάσεις είναι πραγματικά ανυπόφορες».9 ,
Η ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΟΠΟΙΗΣΗΣ Οι κρατικοί υπάλληλοι παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα με φρίκη. Ο υπουργός Εσωτερικών Φρικ και ο δραστήριος υφυπουργός του, ο Βίλχελμ Στούκαρτ (που κα τά έναν συνάδελφό του ήταν «ο πραγματικός υπουργός των Εσωτερικών»), προ σπαθούσε να κάνει αποδοτικότερο τον διοικητικό μηχανισμό της Γερμανίας πριν από τον πόλεμο κιόλας. Η εξάπλωση των υπό γερμανικό έλεγχο εδαφών και η εξα πλωνόμενη επιρροή του Κόμματος έκανε το έργο αυτό πολύ πιο επείγον και δυσχε ρές. Ο Χίτλερ, δίνοντας το ελεύθερο στους γκαουλάιτερ του, υπονόμευσε τις ελπί δες του Στούκαρτ ότι το Υπουργείο Εσωτερικών θα κατάφερνε να λειτουργήσει σαν X
ΟΡΓΑΝΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΤΑΞΙΑ: 1941-42
229
κέντρο διαλογής για όλες τις υπουργικές επαφές με τα νεοκατακτημένα εδάφη. Εξί σου ανησυχητικός ήταν ο διορισμός του Χίμλερ ως γενικού τσάρου του εκγερμανισμού, διορισμός που παρέκαμπτε τις υπάρχουσες διευθύνσεις του υπουργείου και ίδρυε ένα νέο γραφείο φυλετικού εποικισμού, υπό την αποκλειστική διεύθυνση των δδ. Με άλλα λόγια, οι γραφειοκράτες έπρεπε να παραβγαίνουν όχι με μια αλλά με δύο μη κρατικές οργανώσεις: με τους κομματάρχες και με τα δδ. Ο Χανς Κερλ, ένας από τους ανθρώπους που βούλωναν τις τρύπες για τον Γκαίρινγκ, έλεγε στον Στούκαρτ ότι κατά τη γνώμη του το Ράιχ, παρότι διεξήγε «αγώνα ζωής και θανάτου»> δεν είχε «κυβέρνηση^που να λειτουργεί»* ο Χίτλερ δεν ήταν ποτέ στο Βερολίνο, το :, και οι διάφορος υπουργοί έχαναν τον καιρό τους προσπαθώντας να καταλάβουν ποιος ήταν αρμόδιος για τι. Προς μεγάλη του απόγνωση, ο Στούκαρτ συμφώνησε.10 Το Υπουργείο Εσωτερικών προσπάθησε να αντιδράσει. Το 1939, επιδίωξε να χαλιναγωγήσει το νεογέννητο ΚΚΡΌν και να αποσαφηνίσει τις αρμοδιότητες του. Το 1940, προσφέρθηκε να συμβάλει στην επιτήρηση των εδαφών που είχαν μόλις αποσπαστεί από τη Γαλλία. Όμως ο Χίτλερ προτιμούσε -όπως είδαμε- τους πα λιούς κομματικούς του συντρόφους για διοικητές της Αλσατίας, της Λορραίνης και του Λουξεμβούργου, και τους υποστήριξε σε βάρος του Υπουργείου Εσωτερικών, όταν άρχισαν μοιραία οι τσακωμοί για το ποιος έκανε πραγματικά κουμάντο. Κυ βερνήτες;και /καονΑα/τερ πέταξαν κι αυτοί δημό σιους υπαλλήλους του Βερολίνου. Ένας περιέγραψε τον εαυτό του ως «ταχυδρόμο της κυβέρνησης»* ένας άλλος αναφέρθηκε με οργή στον «υπερβολικό συγκεντρωτι σμό και στη γραφειοκρατικοποίηση της διοίκησης, από τότε που πήραμε την εξου σία». Ο ίδιος ο Μάρτιν Μπόρμαν επέκρινε με καυστικό τρόπο τον «θλιβερό συγκε ντρωτισμό» των υπουργείων.11 Ο Χίτλερ συμφώνησε: απέρριψε την ιδέα ενός κε ντρικού φορέα που θα τον διηύθυναν κρατικοί υπάλληλοι και θα συντόνιζε την κα τοχική πολιτική ή θα επέβλεπε την εισαγωγή του δικαίου του Ράιχ. Το τελευταίο πράγμα τωυ ήθελε ήταν τυποποίηση των κανόνων και των διαδικασιών η οποία θα έδενε τα χέρια των ανθρώπων του.12 Όλα εξαρτώνταν από τα άτομα, όχι από κάκαι ξανά στους κοσμοκράτορες π6υ είχε για πρότυπο, τους Βρετανούς, για να υποστηρίξει το εξής συμπέρασμα: «Σήμερα υπάρχουν μικρά έθνη που έχουν περισσότερο κόσμο από την παγκόσμια βρετανική αυτοκρατορία!» Λίγα βράδια αργότερα, επανήλθε βαρύθυμα στο θέμα: «Σε μας, η αντίληψη του μονολιθικού κράτους υπονοεί ότι όλα πρέπει να διευθύνονται από ένα κέντρο... Οι Άγγλοι στην Ινδία κάνουν ακριβώς το αντίθετο. Εκατόν σαράντα πέντε χιλιάδες άντρες κυβερνούν τριακόσια πενήντα εκατομμύρια. Αν ήμασταν στη θέση τους, θα χρειαζόμασταν εκατομμύρια υπαλλήλους!»13 Φτάνοντας λοιπόν στο αντίθετο συμπέρασμα από τους μεταρρυθμιστές του Υπουρ γείου Εσωτερικών, υποστήριξε ότι η κατάκτηση απαιτούσε «μαζική αποκέντρωση»:
230
ΓΙΑ ΊΉ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
ακόμα και μόνο η έκταση που καλύπτει το Ράιχ μάς αναγκάζει να το κάνουμε αυτό. Δεν πρέπει να υποθέτει κάποιος ότι ένας κανονισμός που ισχύει στο παλιό Ράιχ, ή σε τμήμα του, ισχύει αυτομάτως και στο Κίρκενες [της βόρειας Νορβηγίας], ας πούμε, ή στην Κριμαία. Δεν υπάογει πεοίπτωση να κυβεονηθεί αυτή η αχανής αυτοκρατορίααποτο^ερολ^^^ Δεν επροκειτο,.δηλαδή^ να υπάρξει καθολου συγκεντρωτική αυτοκρατορική γρά ψε ιοκρατία. Όταν ο Γκαίρινγκ ξύπνησε τελικά -τον Ιανουάριο του 1942- και στήρι ξε τη θέση του Υπουργείου Εσωτερικών, ο Χίτλερ τον σταμάτησε αμέσως.14 Οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν πείστηκαν. Η ίδρυση ενός εντελώς νέου και αγρείαστου υπουργείου>για να διευθύνει την πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. -και μάλιστα υπό τον αδαή αε ρολόγο Ρόζενμπεργκ- ήταν κατ’ αυτούς ένα τεράστιο βήμα προς μια ολέθρια κακοδιοίκηση* θα ήταν καλύτερα, έλεγε ο Στούκαρτ, να κυβερνάται η κάθε περιοχή της κατακτημένης Ε.Σ.Σ.Δ. από έναν κομισάριο του Ράιχ υπόλογο μονάχα στον Φύρερ, όπως ακριβώς οι Κάτω Χώρες και η Νορβηγία. Η επ’ αόριστον παραταση του πολέ μου μετά το χειμώνα του 1941 ενίσχυσε τους ενδοιασμούς τους. Βλέποντας τα προ βλήματα που δημιουργούσαν οι διεφθαρμένοι κομματικοί δευτεροκλασάτοι του Ρό ζενμπεργκ -οι Χ ρυσοί Φασιανοί»-, οι κρατικοί υπάλληλοι τόνιζαν το κόστος που είχε η κατασπατάληση του ανθρώπινου δυναμικού λόγω της επικάλυψης των καθηκόντων και της αυθαίρετης δημιουργίας νέων φορέων: «Όλοι κάνουν αυτήν τη δου λειά μόνο και μόνο για να είναι σίγουροι ότι δεν θα την αρπάξει κάποιος άλλος φο ρέας».15 Ο ίδιος ο Στούκαρτ ηταν δριμύτατος σχετικά με τις συνέπειες που θα είχε για τη γερμανική εξουσία στην Ευρώπη η έλλειψη δράσης για να σταματήσει η σπα τάλη και να χαλιναγωγηθεί το Κόμμα: Δεν υπάρχει τρόπος, αν συνεχιστεί η παρούσα αλόγιστη χρήση του ανθρώπινου δυναμικου, να μπορέσουμε να ανοικοδομήσουμε την Ευρώπη ή να ηγηθούμε της ηπεί ρου! ΤόΈποτεΧεσμά της υπάρχουσας διπλής και τριπλής οργάνωσης της οικονομι κής δραστηριότητας στη Γερμανία είναι ότι όχι μόνο κρατιούνται στο Αΐίτεΐοΐι άν θρωποι που είναι απαραίτητοι επειγόντως για την ανάπτυξη των νέων εδαφών, αλ λά αντιμετωπίζουμε κιόλας τον κίνδυνο, το σφάλμα της οργανωτικής αλληλοεπικάλυψης να εξαχθεί στα νέα εδάφη και να οδηγησει στα ίδια προβλήματα και εκεί.16 Η πίεση που ασκούνταν στο ειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό ήταν οπωσδήποτε έντονη. Από τον Νοέμβριο του 1939 κιόλας, περίπου 70-80.000 α£ιωματούγοι είχαν διοριστεί μονάχα στην κατεχόμενη Πολωνία. Το 1943 υπήρχαν περισσότεροι από 263.000 Γερμανοί κρατικοί υπάλληλοι στα κατεχόμενα εδάφη συνολικά, η πλειονό τητά τους στην Ανατολή. Και όμως, η δυσπιστία του Χίτλερ προς τους δημόσιους υπαλλήλους ήταν τόσο βαθιά ριζωμένη μέσα του ώστε δεν τον άφησε να λάβει σο βαρά υπόψη του τις προειδοποιήσεις τους. «Όποτε υπήρχε διαφορά απόψεων», θυ
ΟΡΓΑΝΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΤΑΞΙΑ: 1941-42
231
μόταν ο Στούκαρτ μετά τον πόλεμο, «έπρεπε να παίρνουμε υπόψη μας εκ των προτέρων ότι ο Χίτλερ θα αποφάσιζε ενάντια στη γνώμη του υπουργείου». Ο Φύρερ αρχέρια των προσωπικών εντεταλμένων του. Στην Ανατολή, πάνω απ’ όλα, αρνήθηκε να κάνει «το σφάλμα της αιώνιας ποδηγέτησης» από το Βερολίνο.17 Δεν εκπλήσσει, επομένως, το ότι μέσα στο 1942 μια ομάδα εργασίας του Υπουρ γείου Εσωτερικών κατέληξε σε ορισμένα καταθλιπτικά συμπεράσματα σχετικά με τις συνέπειες του προσωποπαγούς τρόπου διακυβέρνησης του Χίτλερ: Μια από τις πιο χαρακτηριστικές οργανωτικές αρχές του εθνικοσοσιαλιστικοΰ κρά τους είναι ότι ζητήματα μεγάλης πολιτικής βαρύτητας, που μπορούν να επιλυθούν έγκαιρα μόνο με την επιστράτευση των πλείστων δυνατών μέσων εξουσίας, αναθέτονται όχι σε φορείς με σαφώς καθορισμένες αρμοδιότητες αλλά σε ένα έμπιστο άτομο στο οποίο έχουν δοθεί απεριόριστεα εξουσίες. Οργανωτικά αυτό είναι απρο σμάχητο, εφόσον οι υπάρχοντες διοικητικοί φορείς τεθούν στη διάθεση αυτού του είδους κομισάριου και εφόσον αυτός -λειτουργώντας απλά ως κεντρική αρχή-τους χρησιμοποιήσει και δεν δημιουργήσει δικό του μηχανισμό. Αντιθέτως, αυτό οδηγεί αναπότρεπτα στις μεγαλύτερες δυσχέρειες, εάν κομισάριοι αυτού του είδους αναφυούν σε επίπεδο γκάου ή κράις, και εάν κάποια στιγμή λάβουν τη μορφή μιας νέας αρχής, περιβεβλημένης με δικές της, ευρείες εξουσίες.18 Παρά την απεραντολογία, το βασικό πρόβλημα ανέκυπτε πεντακάθαρο: πάρα πολ λή προσωποπαγής εξουσία, πάρα πολλές αποφάσεις με τη μέθοδο του βλέποντας και κάνοντας, πάοα πολλοί νέοι φοοείς και ακρωνύμια. Η «ειδική διοίκηση» (5οικΐ€Γν©Γ\ν£ί11ιιη§), όπως την ονόμαζαν οι κρατικοί υπάλληλοι, μετατρεπόταν σιγά-σιγά σ’ έναν φοβερό πονοκέφαλο εξαιτίας νεοπαγών κατασκευασμάτων όπως το υπουργείο του Ρόζενμπεργκ, η χωριστή οικονομική υπηρεσία για την Ανατολή του Γκαίρινγκ (ΗαιιρΐίΓβιιΙΐδίκΙδΙβΙΙ© Οδί) και το ΚΚΡϋν του Χίμλερ. Και όλα αυτά, μονάχα στην Ανατολή. Η λύση που πρότειναν οι κρατικοί υπάλληλοι ήταν η παλιά: διοικητική αποτελεσματικότητα μέσω της συγκεντροποίησης. Όλες οι υπηρεσίες εκτός από εκείνες που ο χρόνος είχε αποδείξει ότι έπρεπε να διευθύνονται από ειδικούς -οι σιδηρόδρο μοι, τα χρηματοοικονομικά, η ταχυδρομική υπηρεσία και η δικαιοσύνη- έπρεπε να υπαχθούν στην κεντρική διεύθυνση του Υπουργείου Εσωτερικών. Αν δεν συνέβαινε αυτό -και δεν φαινόταν πιθανό να συμβεί στο ορατό μέλλον-, η μόνη ελπίδα για το Υπουργείο, κατέληγαν, ήταν να προσκολληθεί σε έναν από τους θεσμούς που είχαν αποδείξει την ικανότητά τους να ευδοκιμούν εν μέσω των ραδιουργιών. Αυτό σήμαινε είτε το Κόμμα είτε τα δδ, και δεν μπορούσε να υπάρξει αμφιβολία για το ποιο από τα δύο τούς φαινόταν πιο κατάλληλο.
232
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
ΟΙ ΕΠΙΚΡΙΤΕΣ: ΠΡΟΣ ΤΑ δδ; Αυτά είναι τα συμφραζόμενα μέσα στα οποία πρέπει να κατανοήσουμε τη σημασία ενός τόμου που έλαβε ο Χάινριχ Χίμλερ τον Ιούνιο του 1941 για τα τεσσαρακοστά του γενέθλια, ακριβώς πέντε χρόνια μετά την ημέρα όπου είχε τεθεί επικεφαλής της γερμανικής αστυνομίας. Αν και δεν διαβάζεται πολΰ σήμερα, το Ρβ5ί§αδβ ζηπι 40. ΟβΙ)ΗΓΐ8ΐα£ άβχ Κύάιζβ,Ητβη 53 ΗβίηήοΗ ΗίιηητΙβτ είναι μια όμορφη συλλογή δοκι μίων, γραμμένων ως επί το πλείστον από έναν στενό κΰκλο ανώτερων στελεχών των δδ, που αξιολογεί τι είχε επιτευχθεί ως εκείνη τη στιγμή, χαιρετίζει τον Χίμλερ ως αρχιτέκτονα της Νέας Τάξης και συστήνει -ελλειπτικά αλλά απαραγνώριστα- μια νέα κατεύθυνση για τη γερμανική διακυβέρνηση. Η πρώτη συμβολή -με το δυσάρεστο θέμα «Κεντρική Εξουσία, Αποκέντρωση και Ενότητα της Διοίκησης»- ήταν από τον γνωστό και μη εξαιρετέο Βίλχελμ Στού καρτ του Υπουργείου Εσωτερικών. Εκτός από σκληρά εργαζόμενος κρατικός υπάλ ληλος, ο Στούκαρτ ήταν και ένας από τους κύριους θεωρητικούς της ναζιστικής διοί κησης και του ναζιστικού δικαίου στο Τρίτο Ράιχ, και επίσης κατείχε θέση στα δδ. Ήταν, μάλιστα, γνωστός για κάποιον καιρό ως ο άνθρωπος του Χίμλερ στο Υπουρ γείο Εσωτερικών. Είχε συντάξει ως ειδικός το προσχέδιο της νέας σχέσης της Αυ στρίας και της Τσεχοσλοβακίας με το Ράιχ και ήταν επίσης αρμόδιος για τον υπομνηματισμό των Νόμων της Νυρεμβέργης* αργότερα έπαιξε σημαντικό ρόλο στη Διάσκεψη της Βάνζεε. Η πρωταρχική πάντως μέριμνα του Στούκαρτ δεν ήταν η φυλετική πολιτική, αλ λά η διοικητική συνοχή* ένας συνάδελφός του τον αποκαλούσε «φύλακα άγγελο της Ενότητας της Διοίκησης». Στο δοκίμιό του προσπάθησε να αποδείξει στον Χίμλερ ότι η δημόσια υπηρεσία δεν ήταν το αρτηριοσκληρωτικό, γεμάτο νομικές αναστολές Σώμα του παρελθόντος. Μπορούσε να πάρει πρωτοβουλίες και να δείξει δημιουργι κότητα και δυναμισμό* οι κρατικοί υπάλληλοι μπορούσαν να είναι «σκαπανείς της κουλτούρας, άποικοι και καινοτόμοι της οικονομίας με την καλύτερη έννοια αυτών των όρων». «Είναι πια καιρός», έγραφε το 1940, «να απελευθερωθεί ο ανώτερος δι οικητικός υπάλληλος του κράτους από το στίγμα του νομομαθούς». Γράφοντας για τον Χίμλερ, υποστήριξε ότι μια δυναμική δημόσια υπηρεσία, αναμορφο4ΐένι^ ,κατ’ εικόνα του εθνικοσοσιαλισμού, θα παρείχε την ισχυρή ενιαία κεντρική ηγεσία που χρειαζόταν τόσο πολύ η Γερμανία.19 Εκ πρώτης όψεως, ήταν περίεργο που ο Στούκαρτ απευθυνόταν στον Χίμλερ. Η ανάγκη να καταργηθούν όλες οι νέες υπηρεσίες που είχαν ξεπεταχτεί σαν μανιταρια στη διάρκεια του πολέμου ήταν μια από τις βασικές συστάσεις του Στούκαρτ, ενώ ο Χίμλερ ήταν ένας από τους πιο πετυχημένους υποστηρικτές της μαύρης τέχνης της «ειδικής διοίκησης». Άλλες όμως πλευρές των δδ τα καθιστούσαν ελκυστικά για τους εξορθολογιστές. Καταρχήν, τα δδ συνδέονταν στενά με το Υπουργείο Εσωτε
ΟΡΓΑΝΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΤΑΞΙΑ: 1941-42
233
ρικών μέσω του διορισμού του Χίμλερ ως αρχηγού της γερμανικής αστυνομίας: στα τέλη της δεκαετίας του 1930 τα δδ είχαν προχωρήσει στο θέμα της συγχώνευσης κρατικών και κομματικών υπηρεσιών περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλο φορέα του Ράιχ. Από την πρώτη στιγμή, ο Χίμλερ ως αρχηγός της αστυνομίας είχε συγκε ντρώσει τρομερά τη δομή της, αφαιρώντας από τις επαρχίες τον παραδοσιακό τους έλεγχο επί της αστυνόμευσης και δημιουργώντας μια γνησίως εθνική δύναμη: επο μένως, οΧίμλερ ήταν επίσης λαμπράςυποστηρικτής της ενιαίας διοίκησης, την οποία εισηγούνταν ο Στούκαρτ. Πολλά, μάλιστα, από τα παράπονα που διατύπωναν τα κομματικά στελέχη της περιφέρειας εναντίον των γραφειοκρατών του Βερολίνου στρέφονταν συγκεκριμένα εναντίον του Χίμλερ. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Μάρτιν Μούτσμαν, επί χρόνια γκαουλάιτερ της Σαξωνίας, ο οποίος τόνιζε την τυραννικότητα της εποπτείας που ασκούσαν από το Βερολίνο οι γραφειοκράτες της αστυνομίας του Χίμλερ και παραπονιόταν για τις στοίβες το χαρτομάνι που χρεια ζόταν για «κάθε καινούργιο δόντι για έναν αστυνομικό ή για κάθε θάνατο αστυνο μικού σκύλου».20 Η πίστη του Χίμλερ στην αξία μιας ιδεολογικά αξιόπιστης, νεαρής σε ηλικία και αποτελεσματικά οργανωμένης ελίτ και η δυσπιστία του απέναντι στο Κόμμα (και στους οδομάχους που ήταν συνδεδεμένοι μαζί του) καθιστούσαν επίσης τα δδ μα γνήτη για πολλούς πολιτικοποιημένους επαγγελματίες κρατικούς υπαλλήλους, που δεν τους άρεσε αναγκαστικά αυτό που εκπροσωπούσε το Κόμμα. Είναι αξιοσημεί ωτο ότι δύο από τις κεντρικές προσωπικότητες της Γκεστάπο -ο αρχηγός της, Χάινριχ Μύλλερ, και ο Φραντς Γιόζεφ, αρχηγός της Γκεστάπο στη Βιέννη από το 1939 και μετά- έφτασαν στα ανώτατα κλιμάκια των δδ χωρίς ποτέ να γίνουν καν μέλη του Κόμματος. Στην πραγματικότητα λοιπόν υπήρχαν ισχυρά αντικομματικά αισθήματα μέσα στα δδ, που σε στιγμές μειωμένης επαγρύπνησης ξεσπούσαν ανοικτά. Ο βοη θός του Χίμλερ, ο Χάυντριχ, είχε δηλώσει νέτα σκέτα μετα τον Μάρτιο του 1933: «Δεν χρειαζόμαστε πια το Κόμμα. Έ π αιξε το ρόλο του και άνοιξε το δρόμο προς την εξουσία. Τώρα τα δδ πρέπει να διεισδύσουν στην αστυνομία και να δημιουργή σουν μέσα της μια νέα οργάνωση». Το αιματηρό ξεκαθάρισμα λογαριασμών της Νύχτας των Μεγάλων Μαχαιριών τον επόμενο χρόνο ήταν η πρώτη, εξαιρετικά πε τυχημένη δοκιμή αυτής της στρατηγικής.21 Ο πόλεμος αναζωπύρωσε την παλιά αυτή κόντρα, καθώς οι γκαουλάιτερ και ο Χίμλερ καβγάδιζαν για τον έλεγχο της φυλετικής πολιτικής, και τα δδ κατέληξαν γρήγορα στην άποψη που είχε και η δημόσια υπηρεσία, δηλαδή ότι το Κόμμα ήταν μια ταραχώδης δύναμη, ανίκανη να διευθύνει σωστά τα εδάφη που είχε κερδίσει. «Στη μακρά κομματική μου εμπειρία», έγραφε ο Ανώτερος Ηγέτης των δδ και της Αστυνομίας Ρίχαρντ Χίλντεμπραντ για τις εντυπώσεις του από τη διακυβέρνηση του Ντάντσιχ-Δυτικής Πρωσίας από τον Φόρστερ, «δεν έχω ξαναδεί άλλο Γκάου όπου τα πράγματα να γίνονται τόσο αυθαίρετα και με τόσο λίγη λογική και σωφροσύνη».
234
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Θα μπορούσαν να παρατεθούν δεκάδες ανάλογες ετυμηγορίες, και όχι μόνο για τη συγκεκριμένη περιοχή. Τον Ιανουάριο του 1941 ο αντιναζιστής διπλωμάτης φον Χάσσελ, που γνώριζε πρόσωπα και πράγματα, σημείωνε στο ημερολόγιό του: «Το Κόμμα και τα 55 είναι σε οξύ Η περιφρόνηση για το Κόμμα ήταν ιδιαίτερα έντονη στην υπηρεσία πληροφο ριών ^ων 5§, ^ που τα νεαρά και πολύ μορφωμένα στελέχη της την είχαν μετατρέψει όχι μόνο σε κέρβερο της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας αλλά και σ’ ένα είδος ανεπίσημης δεξαμενής σκέψης. Το μονοπώλιο που ασκούσε στην εγχώρια παρακολούθηση εκνεύριζε τους γκαουλάιτερ, καθώς εκτός των άλλων συγκαταλέγονταν μερικές φορές οι ίδιοι στα θύματά της. Οι άντρες που διηύθυναν την 5Ό ήταν επίσης πολύ διαφορετικοί -σε ηλικία, προφίλ και αντιλήψεις- από τους γκαουλάιτερ και είχαν ελάχιστα κοινά μαζί τους: δέκα και περισσότερα χρόνια νεό τεροι τους κατά μέσο όρο, οι περισσότεροι δεν ήταν συνδεδεμένοι με το Κομμά από παλιά (αν και ήταν όλοι ανεξαιρέτως δεξιοί εθνικιστές) και αδιαφορούσαν για τις παλιές παραταξιακές του διαιρέσεις. Ενώ οι γκαουλάιτερ αρέσκονταν στα φώτα της δημοσιότητας, οι τριαντάρηδες και κάτι της 5Ό έβλεπαν τους εαυτούς τους σαν αυ τοπε ιθαρχούμενα μέλη μιας εξαιρετικά συγκεντρωτικής ελίτ και ήταν πεπεισμένοι ότι η ειδημοσυνη τους θα συνέβαλλε στην υπεράσπιση του εθνικοσοσιαλισμού κα λύτερα απ’ ό,τι τα περίφημα ένστικτα των γηρασκόντων οδομάχων. Ο Χάυντριχ -ο ιδρυτής της οργάνωσης- ακολουθούσε το μοντέλο των βρετανικών μυστικών υπηρε σιών (όπως το αντιλαμβανόταν ο ίδιος) κι έκανε εντονότατη στρατολόγηση στα πα νεπιστήμια, εξασφαλίζοντας νεαρούς νομικούς, κοινωνιολόγους και φιλολόγους, πολλούς με ντοκτοράτου κουτιού.23 Ο «πνευματικός πατέρας» της λεγόμενης «Διανοούμενης 5Ό» ήταν ένας από τους συνεργάτες του τόμου για τα γενέθλια του Χίμλερ. Ο καθηγητής Ράινχαρντ Χαιν, που καμιά φορά τον ανέφεραν ως «επιστημονικό σύμβουλο» του Χίμλερ, ήταν ένας πολιτικά φιλόδοξος, νεαρός κοινωνιολόγος και καθηγητής του δικαίου. Μετά τον πόλεμο ίδρυσε την Ακαδημία Χάρτσμπουργκ για την Οικονομική Ηγεσία, όπου έβαλε σε εφαρμογή τις ιδέες των 55 για τη διοίκηση επιχειρήσεων εκπαιδεύοντας επιχειρηματίες στις θεωρίες του περί «μη αυταρχικής ηγεσίας» (Ρύ1ιπιη§)· έγινε έτσι σιγά-σιγά ο κατ’ εξοχήν γκουρού των σπουδών διοίκησης επιχειρήσεων κατά τη δεκαετία του 1950 στη Δυτική Γερμανία. Τα χρόνια εκείνα δεν γινόταν αναφορά στο πώς είχε αναρριχηθεί γοργά, χάρη στις διασυνδέσεις του με τα 55, μέσα από τις τάξεις της ακαδημαϊκής κοινότητας, σχεδόν είκοσι χρόνια νωρίτερα - αναρρίχηση που έδειχνε τη μαεστρία του στις μανούβρες και το πόσο επίφοβος κέρβερος της ιδεολογικής καθαρότητας του ναζισμού είχε σταθεί. Ο Χαιν είχε ιδρύσει το πρό γραμμα «σφαίρες ζωής» της 5Β, ένα φιλόδοξο, κοινωνιολογικής έμπνευσης πρό γραμμα παρακολούθησης, που ανέλυε τις διαθέσεις του κοινού «προς όφελος της ηγεσίας». Και μολονότι απομακρύνθηκε παρά τη θέλησή του από αυτήν τη θέση
ΟΡΓΑΝΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΤΑΞΙΑ: 1941-42
235
όταν αποκαλΰψθηκαν μερικές από τις νεανικές του επικρίσεις εναντίον του Χίτλερ, παρέμεινε πολΰ κοντά στον Χίμλερ.24 Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, ο δΐαπάΒΓίοηίϋΙίΓΟΓ Χαιν ήταν επικεφαλής μιας δεξα μενής σκέψης που τη χρηματοδοτούσαν τα δδ και διερευνοΰσε τα προβλήματα της εδαφικής επέκτασης και της κατοχής. Το καλοκαίρι του 1940, το ερευνητικό του πρόγραμμα για την ιστορία του αγώνα της Γερμανίας εναντίον των Πολωνών πριν από το 1914 βρισκόταν σε καλό δρόμο, και στη συμβολή του στο Ρβ8ΐ^αύβ προς τον Χίμλερ άντλησε από αυτό. Στο κείμενο «Ο Αγώνας για την Ανάκτηση της Γερμανι κής Ανατολής: Εμπειρίες της Πρωσικής Ανατολικής Εποίκισης, 1886-1914», επισήμανε τα «πολλά μοιραία σφάλματα» στα οποία είχε υποπέσει το γουλιελμικό κρά τος. Ο Χαιν, ακολουθώντας τον Μαξ Βέμπερ, υποστήριζε ότι η Πρωσία είχε σταθεί ανίκανη να προστατέψει τις γερμανικές γαίες από τους Πολωνούς, επειδή την ταλά νιζαν η απουσία ενιαίας κυβέρνησης, η ηγεμονία των Γιοΰνκερ και μια φιλελεύθερη απροθυμία να παρέμβει στην αγορά. Ο κύριος φταίχτης ήταν ο κοινοβουλευτισμός και το πλήθος των πολιτικών κομμάτων, έφταιγε όμως και η κυρίαρχη θέση της τά ξης των γαιοκτημόνων, που η ανάγκη της για φτηνά πολωνικά εργατικά χέρια υπο νόμευε συνεχώς τις συνολικότερες ανάγκες του έθνους. Ο Χίμλερ έδειξε ενδιαφέρον και σχολίασε πως αυτό ήταν το σημείο όπου το Τρίτο Ράιχ μπορούσε να αποδείξει πως ήταν ανώτερο από την προπολεμική Πρω σία: ο Βέμπερ απλούστατα δεν μπορούσε να έχει προβλέψει το βαθμό στον οποίο το Ράιχ του Χίτλερ ήταν σε θέση να μεταχειριστεί την κρατική εξουσία ενάντια στους Πολωνούς. Δεν έπρεπε να αφήνονται τα πάντα στην αγορά, και τον εκγερμανισμό θα τον εγγυόταν, αν αυτό ήταν απαραίτητο, η επιβολή υποχρεωτικής υπηρεσίας στη γη στην Ανατολή, για όλους τους νέους άντρες. Με άλλα λόγια, αυτή τη φορά, με τη βοήθεια του ΚΚΡϋν, οι Πολωνοί θα εκκαθαρίζονταν για τα καλά από τη γερμανική γη, και τα δδ, η αιχμή του δόρατος ενός ενδυναμωμένου κεντρικού κράτους, θα αποδείκνυαν τη ζωτική τους σημασία για την οριστική διασφάλιση του ΙχβοηδΓ&ιιιη. Οι γερμανο-πολωνικοί πόλεμοι που χρονολογούνταν από τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα θα έφταναν στο τέλος τους.25 Ένας τρίτος συνεργάτης πρόσφερε στον Χίμλερ την πιο ευρεία ανάλυση απ’ όλες - τίποτε λιγότερο από μια εθνικοσοσιαλιστική θεωρία της κατοχής της ηπεί ρου. Όπως οι φίλοι του, ο Χαιν και ο Στούκαρτ, έτσι και ο Βπ^αάείϋΙίΓΟΓ των δδ Βέρνερ Μπεστ ήταν αφοσιωμένος στην εθνική-φυλετική υπόθεση. Αρχετυπικός δι οικητής του ναζιστικού τρομοκρατικού μηχανισμού, ο Μπεστ ήταν γιος και εγγονός δημόσιων υπαλλήλων, δουλευταράς και άνθρωπος που περηφανευόταν για την «απρόσωπη αντικειμενικότητά» του. Η γαλλική κατοχή του Ρουρ, όμως, όταν ήταν νέος, τον είχε ριζοσπαστικοποιήσει. Είχε σπουδάσει δικηγόρος, και ο Χίμλερ με τον Χάυντριχ βασίστηκαν πολύ σε αυτόν κατά τη δεκαετία του 1930 και χρησιμοποίη σαν την αντίληψή του για το εθνικοσοσιαλιστικό δίκαιο σαν δικαιολογία για ένα
236
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
δόγμα απεριόριστης, ουσιαστικά, αστυνομικής εξουσίας. Το 1938 είχε ανακρίνει τον ανώτατο διοικητή στρατηγό Φριτς που είχε κατηγορηθεί για ομοφυλοφιλία και το 1939 είχε παίξει ρόλο στην ίδρυση της Κεντρικής Υπηρεσίας Ασφαλείας του Ράιχ (ΚδΗΑ).26 Αν ο Μπεστ είχε μείνει εκεί να τη διευθύνει, μπορεί η ΚδΗΑ να είχε γίνει κάτι περισσότερο από μια φιλόδοξη ιδέα* μπορεί να είχε γίνει ο πυρήνας μιας πολύ συ γκεντρωτικής δομής των δδ, κάτι που τα δδ δεν κατάφεραν ποτέ πραγματικά να γί νουν. Αλλά η καριέρα του στα δδ είχε προσκρούσει στα βράχια. Την έριδα την είχε πυροδοτήσει, με τυπικό γι’ αυτόν τρόπο, ένα άρθρο που έγραψε σε ναζιστικό νομι κό περιοδικό και υπεραμυνόταν του ρόλου των νομικών σε μια εθνικοσοσιαλιστική κοινωνία. Αυτό έκανε έξαλλο τον προϊστάμενό του, τον Ράινχαρντ Χάυντριχ, έναν άνθρωπο ο οποίος έβλεπε το δίκαιο σαν τίποτα παραπάνω από μια όχληση, και ο οποίος πιθανόν επίσης να φοβόταν τον Μπεστ ως αντίπαλο. Οι δύο άντρες είχαν υπάρξει παλιότερα στενοί συνεργάτες, αλλά οι σχέσεις τους είχαν πάει τόσο άσχη μα ώστε ο Μπεστ έφυγε και βρήκε μια θέση κορυφαίου διοικητικού αξιωματούχου στις στρατιωτικές αρχές κατοχής στο Παρίσι. Παρόλο που οι συνάδελφοί του της Βέρμαχτ στην αρχή δεν ένιωθαν καλά που είχαν στις τάξεις τους ένα τόσο διαβόητο στέλεχος των δδ, γρήγορα εκτίμησαν τις αρετές του. Ο ευπροσάρμοστος και ικανός Μπεστ έγινε ένας εξαιρετικά αποτελεσματικός επόπτης της γραφειοκρατίας του Βισύ, και αυτή η εμπειρία, ενισχυμένη από ένα ταξίδι μελέτης σε άλλες πρωτεύου σες της κατεχόμενης Ευρώπης, του έδωσε την έμπνευση για την εντυπωσιακή του ανάλυση.27 Στη συμβολή του στον τόμο (οι σχέσεις του με τον Χίμλερ φαίνεται πως είχαν μείνει ανεπηρέαστες από τον τσακωμό του με τον Χάυντριχ), ο Μπεστ ανέλυε τις δι οικητικές προκλήσεις που αντιμετώπιζε το Ράιχ στο εξωτερικό και πρότεινε μια τυ πολογία κατοχικών καθεστώτων. Όταν οι Γερμανοί είχαν μπει στην Πράγα τον Μάρτιο του 1939, ο γνωστός νομικός Καρλ Σμιτ είχε κάνει λόγο για το δικαίωμα του Ράιχ να έχει τον δικό του «μεγάλο χώρο» (ΟΓοβΓ&υιη), αλλά δεν είχε πει τίποτα για το πώς έπρεπε να κυβερνηθεί αυτός. Στόχος του Μπεστ ήταν να γεμίσει αυτό το κε νό. Υποστήριξε ότι υπήρχαν τέσσερις τρόποι να διοικήσει κανείς έναν «μεγάλο χώ ρο» σύμφωνα με τις εθνικοσοσιαλιστικές αρχές: ο ένας ήταν αυτός που τον ονόμαζε συνεργατικό - η Δανία το 1940 ήταν η καλύτερη περίπτωση μιας «άτυπης» γερμανι κής κυριαρχίας που διεκπεραιωνόταν με ήπιο τρόπο, μέσω του Υπουργείου Εξωτε ρικών. Ο άλλος ήταν ο εποπτικός - παραδείγματά του ήταν το δικό του βαϊλάτο, η Γαλλία, αλλά και οι Κάτω Χώρες και το Βέλγιο, όπου οι Γερμανοί αξιωματούχοι ερ γάζονταν μέσα από την εθνική δημόσια υπηρεσία, διατηρώντας την εν πολλοίς ανέ παφη. Ο τρίτος ήταν μια «εξουσιαστική» κατοχή - όπως στο Προτεκτοράτο της Βοημίας-Μοραβίας, όπου η ανάπλαση της τοπικής γραφειοκρατίας από τους Γερμα νούς ήταν πολύ μεγαλύτερη και έπρεπε να παραμείνει σε σημαντική εγρήγορση
ΟΡΓΑΝΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΤΑΞΙΑ: 1941-42
237
απέναντι σε απειλές κατά των γερμανικών συμφερόντων. Η τελευταία κατηγορία του Μπεστ ήταν η «αποικιακή» -η Γενική Κυβέρνηση, λόγου χαρη- οπου το κατώτε ρο πολιτισμικό επίπεδο των κατοίκων απαιτούσε από τις αρχές κατοχής να επωμι στούν οι ίδιες το φορτίο της διακυβέρνησης, μειώνοντας παράλληλα τις λειτουργίες της στο ελάχιστο απαραίτητο για την «τάξη και την υγεία». Ο Μπεστ βασικά τασσόταν υπέρ μιας αυτοπεριοριστικής και συγκροτημένης προσέγγισης της κατοχής^Λέγοντας πάντοτε αυτό που πίστευε, επέκρινε τις ιδέες του Κόμματος για την ανατολική Ευρώπη και ξεχώριζε την ιδέα της αποικιακής δια κυβέρνησης από τη σκλαβιά. Προειδοποιούσε να μη μετατραπούν οι «κατώτεροι» λαοί σε δούλους, προβλέποντας ότι αυτό θα οδηγούσε μονάχα στην καταστροφή τους ήσε μαζική αντίσταση, που ούτε το ένα ούτε το άλλο θα εξυπηρετούσε τα γερ μανικά συμφέροντα. Προειδοποιούσε επίσης -έχοντας αυτήν τη φορά κατά νου τη δυτική Ευρώπη- ότι δεν μπορείς να επιταχύνεις υπερβολικά τη μεταλλαγή των πολι τικών θεσμών μιας ξένης χώρας. Ο εκναζισμός έπρεπε να προχωρήσει αργά και σε μερικές περιπτώσεις να μην επιχειρηθει καθόλου. Από αυτή την άποψη, η ανάλυσή του βασιζόταν στον φυλετικό του σχετικισμό - η κάθε φυλή έπρεπε να αφήνεται να αναπτύξει τους δικούς της θεσμούς.28 Ας μη δημιουργούνται λάθος εντυπώσεις για τον Μπεστ. Δεν ήταν φιλελεύθε ρος* η εξόντωση αυτή καθαυτή κάθε άλλο παρά τον έβρισκε αντίθετο, και μάλιστα καταπιάστηκε μετωπικά με το ακανθώδες ζήτημα του τι έπρεπε να γίνει μ’ εκείνες τις -«μία ή περισσότερες»- φυλές που ίσως να ήταν εντελώς ανεπιθύμητες μέσα στον ΟΐΌβτ&ιιιη. Αν και μίλησε γενικά, χωρίς να αναφερθεί ειδικά στους Εβραίους ή στους Τσιγγάνους, ο Μπεστ ήταν ξεκάθαρος: μπορεί κάλλιστα να ήταν αναγκαίο η Ρϋΐιηιηβδνοΐΐί (η φυλή των κυρίων) να «καταστρέψει τελείως (ή να εκδιώξει τελεί ως από τη σφαίρα της) τέτοιες ανεπιθύμητες ομάδες». Έ να χρόνο αργότερα επανέλαβε τα λόγια του σ’ ένα έγκυρο περιοδικό πολιτικών επιστημών: «Η εκμηδένιση και η εκδίωξη», δήλωσε, δεν «αντιφάσκουν, με βάση την ιστορική εμπειρία, προς τους νόμους της ζωής, αν εφαρμοστούν πλήρως». Όπως έχει επισημάνει ο βιογρά φος του Μπεστ, εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε στο Ράιχ άλλο τέτοιο ανοιχτό κάλεσμα σε συστηματική φυλετική εξόντωση, έκκληση που προκαλεί ακόμα μεγαλύτερο σύ γκρυο γιατί είναι διατυπωμένη σε ακαδημαϊκό, αφηρημένο ύφος.29 Δεν είναι καθόλου περίεργο που ένας από τους συναδέλφους του Μπεστ στο Παρίσι τον χαρακτήρισε «θεωρητικό της καταστροφής». Όμως η καταστροφή δεν ήταν η απάντησή του σε όλα τα φυλετικά προβλήματα. Αντιθέτως, αφού, όπως είδα με, είχε παρουσιάσει συνοπτικά όλες τις επιλογές «ορθολογικής» διακυβέρνησης των άλλων λαών με βάση τις φυλετικές αρχές, στη συνέχεια ο Μπεστ τασσόταν υπέρ τής όσο το δυνατόν ευρύτερης εφαρμογής των αρχών της «εποπτικής διοίκησης». Στην πρώην Πολωνία, που κυβερνιόταν με το όπλο στο χέρι, η γερμανική εξουσία απαιτούσε δεκάδες χιλιάδες αξιωματούχους του Ράιχ. Στο Παρίσι, αντίθετα, υπήρ
238
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
χαν μόνο 200 περίπου Γερμανοί αξιωματούχοι και λιγότερο από 1.000 σε όλη την κατεχόμενη ζώνη. Ο λόγος Γερμανών προς ντόπιους διοικητικούς ποίκιλλε από το 1:43.000 της Δανίας και το 1:15.000 της Γαλλίας στο 1:3.700 της Νορβηγίας και στο 1:790 του Προτεκτοράτου. Η γαλλικού τύπου κατοχή, επομένως, ήταν και φτηνή και αποτελεσματική. Η πρόταση του Μπεστ για έμμεση διακυβέρνηση υπό γερμανική ηγεσία έδενε άψογα με την εκστρατεία του Στούκαρτ υπέρ της διοικητικής^^^ Στον ιδεώδη αυτόν κόσμο, θα χρειάζονταν μόνο μικρές ομάδες Γερμανών διαμορ φωτών πολιτικής για να ρίχνουν μια ματιά στους Γάλλους, τους Βέλγους ή τους Νορ βηγούς δημόσιους υπαλλήλους* οι ευγνώμονες Σκοτσέζοι, Βρετόνοι και Ουαλοί -όπως οι Σλοβάκοι ή οι Κροάτες- θα χρειάζονταν ακόμα λιγότερους: τα περισσότε ρα ευρωπαϊκά κράτη θα αυτοαστυνομευονταν - υπό γερμανική εποπτεία. Και πράγματι, το ιδεώδες αυτό δεν απείχε, απο τη σκοπιά των Γερμανών, πολύ από την πραγματικότητα του 1940-41. Υπήρχαν φυσικά τριβές με αυτούς τους οποίους εξού σιαζαν, αλλά όχι στα βασικά. Οι Δανοί αποδεικνύονταν αξιόπιστοι προμηθευτές κρέατος, βουτύρου και ψαριών οι Σλοβάκοι αγρότες και οι Τσέχοι εργάτες παρέδι δαν αυτά που ήθελαν οι Γερμανοί. Οι Γάλλοι, οι Βέλγοι και οι Ολλανδοί δημόσιοι υπάλληλοι υποδείκνυαν τους κομμουνιστές και τους Εβραίους και συνεργάζονταν με τους Γερμανούς ομολόγους τους, κρατώντας στο ελάχιστο τις απαιτήσεις για γερ μανικό ανθρώπινο δυναμικό. Με τον Μπεστ στο πηδάλιο, το Ράιχ κατάφερε να μει ώσει τις κατοχικές του δυνάμεις στη Γαλλία κατά τα δύο τρίτα τους τελευταίους μή νες του 1941, πράγμα που του επέτρεψε να μεταφέρει στρατεύματα στο Ανατολικό Μέτωπο και στα Βαλκάνια. Αυτό έμοιαζε δηλαδή μάλλον με εκείνο που ζητούσε ο Χίτλερ: ένα γερμανικό ισοδύναμο της βρετανικής εξουσίας στην Ινδία.
Η ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ ΥΠΟ ΠΙΕΣΗ Από τη σκοπιά του Χίμλερ, ωστόσο, η αντίληψη του Μπεστ για την εποπτική διοίκη ση είχε ένα σοβαρό μειονέκτημα. Υποστηρίζοντας ότι οι μη Γερμανοί έπρεπε να αφεθούν να αυτοαστυνομεύονται, δεν παρείχε στα δδ -τον κύριο φορέα αστυνόμευ σης και ασφάλειας- θύρα εισόδου σε μεγάλο μέρος της κατεχόμενης Ευρώπης. Πράγματι, το 1940 και στις αρχές του 1941 οι άντρες του συνήθως αποπέμπονταν, όποτε προσπαθούσαν να παρέμβουν με το έτσι θέλω και να πουν στους γκαουλάιτερ ή στους στρατηγούς που διοικούσαν τις νέες κατακτήσεις του Ράιχ ποια έπρεπε να είναι η πολιτική αστυνόμευσής τους. Λίγες μόνο ημέρες μετά τον τόμο για τα γενέ θλια του Χίμλερ έγινε η εισβολή στην Ε.Σ.Σ.Δ., και μαζί της εμφανίστηκε ένα πρό βλημα αντίστασης και δολιοφθορών σε όλη την ήπειρο, με τάσεις κλιμάκωσης. Το πόσο σοβαρή ήταν πραγματικά η κατάσταση στην Ευρώπη το καλοκαίρι του 1941
ΟΡΓΑΝΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΤΑΞΙΑ: 1941-42
239
εριζόταν. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, οι συνάδελφοι του Μπεστ από τη Βέρμαχτ πίστευαν πως είχαν την κατάσταση υπό έλεγχο. Ο Χίμλερ όμως και ο Χάυντριχ διέ βλεψαν μια ευκαιρία εκεί και επέμειναν πως η Βέρμαχτ παραήταν ήπια. Ήθελαν να διορίσουν τους δικούς τους ανώτερους διοικητές των δδ και της αστυνομίας (ΗδδΡΡ), που θα αναλάμβαναν την αστυνόμευση, και επίσης να εισαγάγουν τη δική τους αντίληψη για την ασφάλεια ως «πολιτική διοίκηση» σε όλη την ήπειρο. Ως τότε ο Χίτλερ μικρό μόνο ενδιαφέρον είχε δείξει για τα ιδεοληπτικά σχέδια του Χίμλερ σχετικά με την τευτονική ενότητα, και τον έκαιγε περισσότερο το να διατηρήσει την ηρεμία στη Δύση, ώστε να μπορεί να επικεντρωθεί στο να κερδίσει τον πόλεμο. Όταν όμως ο Χίμλερ υποστήριξε πως η Βέρμαχτ ή το Υπουργείο Εξωτερικών δεν κατάφερναν να καταστείλουν όσους εναντιώνονταν στο Ράιχ και υποτιμούσαν τη διασύνδεση του πολέμου εναντίον του μπολσεβικισμού με τα τεκταινόμενα στην ήπειρο, αυτό τράβηξε την προσοχή του. Ο Μπεστ είχε ελπίσει ότι θα έπειθε τον Χίμ λερ για την ανάγκη μιας σχετικά ήπιας προσέγγισης, αλλά ο Χίμλερ δεν είχε διάθε ση να ακούσει.30. Τα γεγονότα στην πρώην Γιουγκοσλαβία, όπου η ανταρσία φούντωσε γρηγορότερα απ’ οπουδήποτε αλλού εκείνο το καλοκαίρι, ήταν εκείνα που έδωσαν στον Χίμλερ την πρώτη του πραγματική ευκαιρία να βάλει χέρι στην Ευρώπη. Οι καταπονημένοι Γερμανοί δεν περίμεναν αυτή την εξέλιξη, ιδίως μετά την ευκολία με την οποία εί χαν κατακτήσει τη χώρα μερικούς μήνες νωρίτερα, και προσπάθησαν να καταπνί ξουν τον ξεσηκωμό που ξέσπασε στη Σερβία, στην Κροατία και στο Μαυροβούνιο. Οι ανάγκες όμως του Ανατολικού Μετώπου έκαναν δύσκολη την αποστολή επαρ κών στρατευμάτων, και κάποια στιγμή ο στρατιωτικός διοικητής του Βελιγραδιού αναρωτήθηκε στα σοβαρά αν θα μπορούσαν να κρατήσουν τη χώρα. Ο ίδιος ο Χίτ λερ ήταν πεπεισμένος οτι δρακόντεια μέτρα τιμωρίας θα ^ έτρ επ α ν την εξάπλωση της εναντίωσης στη γερμανική εξουσία σε όλη την Ευρώπη/Στις 16 Σεπτεμ βρίου ζήτησε να εφαρμοστούν «τα πιο δραστικά μέτρα» ενάντια σε κάθε πρόκληση και απαίτησε να εκτελούνται πενήντα έως εκατό όμηροι για κάθε Γερμανό στρατιώ τη που θα σκοτωνόταν. Οι υπάρχουσες «πολιτικές σχέσεις», έλεγε η διαταγή, θα αγνοούνταν. Πάντως, ο τελευταίος ψόγος που θα μπορούσε να διατυπώσει κανείς εναντίον των Γερμανών στρατιωτικών στη Σερβία είναι πως ήταν μαλακοί, και πράγματι έσπευσαν κατευχαριστημένοι να ευθυγραμμιστούν με το διάταγμα του Χίτλερ. Στις 4 Οκτωβρί ου, μετά από ενέδρα όπου παρτιζάνοι σκότωσαν μια ομάδα Γερμανούς στρατιώτες, ο Φραντς Μπαίμε, διοικητής της Βέρμαχτ στη Σερβία, ζήτησε να σκοτώνονται οι όμη ροι με βάση το άνω άκρο της κλίμακας, 100 δηλαδή προς 1, και καθώς υπήρχαν ήδη κομμουνιστές και Εβραίοι κρατούμενοι, αποφάσισε να εκτελεί τους δεύτερους ως ομήρους. Λίγες μέρες αργότερα, ο Χάραλντ Τούρνερ, επικεφαλής διοικητικός αξιω-
240
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
ματοΰχος παρά τον στρατιωτικό διοικητή της Σερβίας, περιέγραφε τα αποτελέσματα σ’ ένα γράμμα προς ένα φίλο του, μέλος των δδ, στο Ντάντσιχ: Το ότι ο διάβολος έχει βγει σεργιάνι εδώ, θα το ξέρεις φαντάζομαι... Πριν από πέ ντε εβδομάδες έστησα τους πρώτους 600 στον τοίχο* από τότε, σε μια επιχείρησησκοΰπα φάγαμε άλλους 2.000, σε μιαν άλλη επιχείρηση γΰρω στους 1.000 και στο ενδιάμεσο έβαλα να εκτελέσουν 2.000 Εβραίους και 200 τσιγγάνους, σύμφωνα με την αναλογία 1:100, για κτηνωδώς δολοφονημένους Γερμανούς στρατιώτες* άλλες 2.200, επίσης σχεδόν όλοι Εβραίοι, θα εκτελεστοΰν τις επόμενες οχτώ ημέρες. Όλα αυτά δεν είναι ό,τι πιο ωραίο. Όπως και να ’ναι, έτσι πρέπει να γίνει, αν μη τι άλλο για να καταλάβουν όλοι τι σημαίνει και να επιτεθείς ακόμα σ’ έναν Γερμανό στρα τιώτη, και κατά τα άλλα, το εβραϊκό ζήτημα λύνεται ταχύτατα με αυτό τον τρόπο. Στην πραγματικότητα, αν θέλουμε να ακριβολογοΰμε, δεν ισχύει ότι για τους δολο φονημένους Γερμανούς -για τους οποίους ο λόγος 1:100 θα έπρεπε κανονικά να εφαρμόζεται εις βάρος των Σέρβων- εκτελοΰνται εκατό Εβραίοι σε ανταπόδοση* αλλά είχαμε τους Εβραίους στα στρατόπεδα - στο κάτω-κάτω, κι αυτοί Σέρβοι πολί τες είναι, κι άλλωστε πρέπει να εκλείψουν.31 Στα τέλη του 1941, χάρη στα αντίποινα αυτά, που ήταν πιο ωμά απ’ οπουδήποτε αλλού στην κατεχόμενη Ευρώπη, η ανταρσία στη Σερβία είχε σε μεγάλο βαθμό συντρίβει.32 Τώρα ο δρόμος έμοιαζε ανοιχτός για τη θέσπιση «εποπτικής διοίκησης» στο Βε λιγράδι, κατά τα πρότυπα που είχαν διαμορφωθεί στη Γαλλία. Οι Γερμανοί διπλωμά τες και αξιωματικοί πληροφοριών είχαν ήδη διαλέξει τον στρατηγό Μίλαν Νέντιτς, πρώην αρχηγό του γιουγκοσλαβικού επιτελείου, για επικεφαλής μιας νέας σερβικής κυβέρνησης. Ο Χάραλντ Τούρνερ -που είχε μετατεθεί στο Βελιγράδι ερχόμενος από το Παρίσι- έλπιζε πως η κυβέρνηση Νέντιτς θα διηύθυνε τη χώρα υπό την εποπτεία του, όπως πάνω-κάτω έκανε ο Πεταίν για τον Μπεστ. Όταν ο Στούκαρτ τον ρώτησε το 1942 πώς ήταν δυνατόν να κυβερνώνται ολοένα μεγαλύτερα εδάφη από λιγότερο προσωπικό, ο Τούρνερ απάντησε ότι: «Η γερμανική διοίκηση [στη Σερβία] φέρνει σε πέρας τα καθήκοντά της με τη μορφή μιας εποπτικής, όπως ονομάζεται, διοίκησης [ΑιιίδίοΙιίδνοΓνναΙίιιηβ]... Οι μέθοδοι αυτές αποδεικνύουν κάθε μέρα την αξία τους». Το μόνο πρόβλημα ήταν το συνηθισμένο - οι Σέρβοι κρατικοί υπάλληλοι αποδείχνο νταν αξιόπιστοι όσο και οι Γάλλοι, αλλά οι γερμανικοί φορείς τρώγονταν αναμεταξύ τους και έβαζαν τρικλοποδιές ο ένας στον άλλον. Το ηθικό δίδαγμα ήταν σκέτηιτανδαισία για τον Στούκαρτ: «Όσο πιο απλή και σαφής είναι η ιεραρχική κλίμακα, τόσο μεγαλύτερη είναι η εξοικονόμηση ανθρώπινου δυναμικού».33 Όπως ο Μπεστ στη Γαλλία, ετσι και ο Τούρνερ αναγνώριζε την πιθανότητα -και μάλιστα την ανάγκη- να στρατολογήσει το Ράιχ Σέρβους εθνικιστές για μια κοινή εκστρατεία. Η λογική συνέπεια της προσπάθειας να εισαχθεί μια πολιτική παράμε τρος στα αντίποινα ήταν να διαλέξουν για θύματα τους Εβραίους και τους κομμού-
ΟΡΓΑΝΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΤΑΞΙΑ: 1941-42
241
νιστές. Ο Τούρνερ καμάρωνε τον Απρίλιο του 1942 προς τον Χίμλερ ότι «πριν από μερικούς μήνες κιόλας εκτέλεσα όλους τους Εβραίους που μπορούσα να βάλω στο χέρι σε αυτή την περιοχή, συγκέντρωσα όλες τις Εβραίες και τα Εβραιόπουλα σ’ ένα στρατόπεδο και, με τη βοήθεια της δΏ, εξασφάλισα ένα “φορτηγάκι ξεψειρίσματος”, που μέσα σε 14 μέρες έως 4 εβδομάδες περίπου θα έχει καθαρίσει οριστι κά το στρατόπεδο». Χάρη σε αυτές τις εκτελέσεις με αέριο, το καλοκαίρι του 1942 ο Τούρνερ υποστήριζε με περηφάνεια ότι η Σερβία ήταν «η μόνη χώρα όπου το εβραϊ κό ζήτημα και το ζήτημα των Τσιγγάνων» είχαν «λυθεί». Για τον Τούρνερ, η συντα γή του Μπεστ -μαζική δολοφονία των Εβραίων σε συνδυασμό με ηγεμονικό έλεγχο των άλλων εθνοτήτων (με άλλα λόγια, «εποπτική διοίκηση»)- ταίριαζε γάντι στην περίπτωση της Σερβίας,34 Για τον Χίμλερ, ομως, όλα αυτά ήταν εξυπνάδες. Όπως θύμισε στον Τούρνερ, δεν έπρεπε να ξεχνά κανείς ότι «ο Σέρβος παραμένει Σέρβος» και ότι ο σέρβικός νοΙΚ είχε «ασκηθεί και αποχτήσει πείρα στις εξεγέρσεις επί αιώνες». Το απίστευτο είναι ότι ο Χίμλερ προσπάθησε να επιχειρηματολογήσει ότι η Βέρμαχτ και ο Τούρ νερ δεν ήταν αρκετά σκληροί και τον Ιανουάριο του 1942 διόρισε έναν ΗδδΡΡ στο Βελιγράδι - έναν βίαια αντισλάβο Αυστριακό ονόματι Άουγκουστ Μάυσνερ, που το σλόγκαν του ήταν: «Σέρβος καλός μόνο νεκρός». Ο Μάυσνερ είχε τη γνώμη ότι ο Τούρνερ ήταν αφελής όταν προσπαθούσε να στρατολογήσει γερμανόφιλους Σέρβοΰς γιά μια κοινή εκστρατεία. Και όμως, η προσέγγιση του Τούρνερ είχε τη δική της απαίσια πολιτική λογική, και παρόλο που ο Χίμλερ πέτυχε την απομάκρυνσή του, η νίκη του ήταν πύρρεια, γιατί η πολιτική του Τούρνερ συνεχίστηκε από τον άν θρωπο που πήρε τη θέση του, έναν Αυστριακό ναζί με πολλές διασυνδέσεις ονόματι Χέρμαν Νοϋμπάχερ. Ο Νοϋμπάχερ περιφρονούσε το «απολύτως πρωτόγονο δόγμα εξόντωσης», όπως το αποκαλούσε, του Μάυσνερ, και επίσης επιδίωκε να χτίσει ένα στιβαρό σέρβικο αντικομμουνιστικό μέτωπο ενάντια στους παρτιζάνους. Οι Γερμα νοί είχαν φτάσει στα όριά τους καθώς ο πόλεμος πήγαινε από το κακό στο χειρότε ρο στη Ρωσία και στην Ουκρανία, και ο Νοϋμπάχερ -οπως ο Τούρνερ και ο Μπεατκαταλάβαινε πως το Ράιχ πολύ απλά δεν είχε τις δυνάμεις να αστυνομεύει ολόκλη ρες χώρες από μόνο του. Έτσι, τα δδ έχασαν τη μάχη στη Σερβία, και οι αρχές της «εποπτικής διοίκησης», καθώς και η κυβέρνηση Νέντιτς, εξακολούθησαν να λει τουργούν έως την αποχώρηση των Γερμανών. Η πρώτη προσπάθεια του Χίμλερ να βάλει χέρι σε μια ευρωπαϊκή χώρα είχε αποτύχει.35 Πολύ πιο βαρύνουσα ήταν η κατάσταση στη Γαλλία. Ο εκεί στρατιωτικός διοικητής παρακολουθούσε στενά την κατάσταση στη Σερβία, γιατί η εισβολή στην Ε.Σ.Σ.Δ. εί χε οδηγήσει και στη Γαλλία -αλλά σε πολύ μικρότερη κλίμακα- σε αύξηση των ένο πλων επιθέσεων εναντίον του γερμανικού στρατιωτικού προσωπικού. Πριν από το καλοκαίρι του 1941 τα πράγματα ήταν σχετικά ήσυχα και οι Γερμανοί είχαν εκτελέ-
242
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
σει από τον ερχομό τους μόνο είκοσι πέντε θανατικές ποινές. Όσο όμως μείωναν τον αριθμό των άντρων τους και μετέφεραν μονάδες στα ανατολικά, τόσο εκδηλώ νονταν δολοφονίες και επιθέσεις πρώτου μεγέθους, που κορυφώθηκαν τον Οκτώ βριο με την εκτέλεση στο δρόμο του διοικητή πεδίου του Νανσύ από έναν νεαρό κομμουνιστή αντιστασιακό. Η Βέρμαχτ δεν θεωρούσε ότι υπήρχε λόγος ανησυχίας, αλλά ο Χίλτερ ήταν έξω φρενών με τη στάση της και επενέβη αυτοπροσώπως για να εφαρμοστεί η διαταγή του για τα αναλογικά αντίποινα. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στη Σερβία, η Βέρμαχτ αντιπάλεψε αυτές τις διατα γές. Δεν ένιωθε για τους Γάλλους την ίδια αντιπάθεια που ένιωθε για τους Σέρβους, και ο Πεταίν αποτελούσε πιο αξιόλογη δύναμη από τον Νέντιτς. Υπήρχε μια κυβέρνηση που λε ιτουργούσε και τους φαινόταν ανοησία να την υπονομεύσουν. Έτσι, ο Γερμανός στρατιωτικός διοικητής του Παρισιού Όττο φον Στυλπνάγκελ υποστήριξε μετ’ επιτάσεως ότι τα αντίποινα έπρεπε να είναι ισορροπημένα, ώστε να μην κινδυ νέψουν οι καλές σχέσεις με τον γενικό πλτιθν^μο ο οποίος εργαζόταν για λογαρια σμό της γερμανικής πολεμικής προσπάθειας. Οι υπάρχουσες «πολιτικές σχέσεις» δεν έπρεπε να αγνοηθούν, παρά τις επιθυμίες του Φύρερ. Πρότεινε συνεπώς κάτι ανάλογο με αυτό που έμελλε να σκαρφιστεί η Βέρμαχτ στη Σερβία. Αφού εκτέλεσε 95 ομήρους με βάση τις εντολές του Χίτλερ και συνέλαβε εκατοντάδες άλλους, πρότεινε νε επιβληθεί αντ’ αυτού πρόστιμο στους Εβραίους του Παρισιού και να εκτο πιστούν 1.000 απ’ αυτούς, καθώς και 500 κομμουνιστές, στην «Ανατολή». Αυτό όμως δεν στάθηκε αρκετό για να κατευναστεί ο Φύρερ, ο οποίος παρακολουθούσε την κατάσταση εκεί και απαιτούσε κι άλλες τιμωρίες: ήταν σαφές πως η «εποπτική διοί κηση» του Μπεστ δεχόταν πυρά ως πολύ μαλακή. Ο ίδιος ο Στυλπνάγκελ αναγκάστηκε να παραιτηθεί τον Φεβρουάριο, και τελικά παραιτήθηκε και ο Μπεστ. Στον Χίμλερ η έκβαση φάνηκε πολύ πιο ικανοποιητική απ’ ό,τι στη Σερβία. Ο Μπεστ και η Βέρμαχτ έχασαν το κρίσιμο δικαίωμα να εποπτεύουν τη γαλλική αστυ νομία, που πέρασε τώρα στην εποπτεία των δδ. Την άνοιξη του 1942 διορίστηκε στο Παρίσι ένας ΗδδΡΡ, ο Καρλ-Άλμπρεχτ Όμπεργκ, που ως τότε διοικούσε την περιφέ ρεια του Ράντομ στην κατεχόμενη Πολωνία. Τα δδ έδειχναν έτοιμα να βάλουν στο χέρι τη δυτική Ευρώπη μετά την Ανατολή και να εισαγάγουν τη δική τους αντίληψη για την κατοχική αστυνόμευση κι εκεί. ΟΜπεστ εγκατέλειψε τη Γαλλία και πήγε να διοικήσει τη Δανία, μια πολύ μικρότερη και λιγοτερο βαρύνουσα χώρα, που η χαλαρή της σχέση με το Ράιχ ταίριαζε γάντι στις απόψεις του περί κατοχής. Το αποτέλε σμα ήταν ένας θρίαμβος για τον Χίμλερ, ή, ακριβέστερα, για τον υπαρχηγό του -και μαύρο πρόβατο του Μπεστ-τον Ράινχαρντ Χάυντριχ.
ΟΡΓΑΝΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΤΑΞΙΑ: 1941-42
243
ΜΠΕΣΤ Ή ΧΑΥΝΤΡΙΧ; Ο πρώην προϊστάμενος και αντίπαλο δέος του Μπεστ, ο Ράινχαρντ Χάυντριχ, υπ’ αριθμόν δύο της ιεραρχίας των δδ, ήταν ένας δραστήριος, αδίστακτος και φιλόδοξος ραδιούργος. Ως προς την κατοχική πολιτική στην Ευρώπη, ήταν ο ανερχόμενος αστέρας. Τον Μάιο του 1942, όταν ταξίδεψε στο Παρίσι θριαμβευτής για να εγκαταστήσει αυτοπροσώπως τον νέο ΗδδΡΡ, όλα είχαν τελειώσει ανάμεσα σε αυτόν και στον Μπεστ. «Υποσχέθηκα κάποτε στη γυναίκα σας», έγραψε ο Μπεστ στον Χάυ ντριχ τον Απρίλιο του 1942, λίγο προτού ετούτος επισκεφτεί το Παρίσι, «ότι θα σας ήμουν πραγματικός φίλος. Αλλά εσείς δεν θέλετε φίλο. Εσείς θέλετε υποτακτικό». Ο Χάυντριχ, πάλι, το έβλεπε διαφορετικά. Το όλο θέμα ήταν αν «οι δικηγόροι» -άν θρωποι σαν τον Μπεστ- έδρεπε να έχουν εξουσία να αποφασίζουν για όλα τα ζητή ματα, ή απλώς να δίνουν συμβουλές. Δεν είχε τίποτα προσωπικό μαζί του* άλλωστε, και ο Μπεστ ήταν «παλιός ναζί». Είχε κόψει τις σχέσεις του μαζί του, είπε στον Κουρτ Νταλέγκε, διοικητή της τακτικής γερμανικής αστυνομίας, γιατί ήταν αποφα σισμένος να ξεχωρίσει την αντίληψή του για την «αστυνομική διοίκηση» από τον Μπεστ και από το «λεφούσι των νομικών». Ο Χάυντριχ ήταν ένας αυτόφωτος στρατηγιστής της κατοχικής διακυβέρνησης, και πολιτικά πολύ πιο αποτελεσματικός και ισχυρός από τον Μπεστ.36 Αφού οργάνωσε τις ομάδες θανάτου για την εισβολή στην Ε.Σ.Σ.Δ., ο αρχιτέκτο νας της επέκτασης των δδ στην Ανατολή, που έπαιζε και βιολί, είχε μείνει επαγγελ ματικά μετέωρος. Ο Χίμλερ είχε θορυβηθεί όταν έμαθε ότι τις πρώτες εβδομάδες της επίθεσης ο αεικίνητος υπαρχηγός του πετούσε πάνω από τις γραμμές του μετώ που* σε μια περίπτωση, μάλιστα, το αεροπλάνο του χτυπήθηκε και έπεσε, αλλά εκεί νος κατάφερε να γυρίσει πίσω σώος. Τον Σεπτέμβριο του 1941, ωστόσο, σε ηλικία μόλις τριάντα επτά ετών, ο Χάυντριχ διορίστηκε ξαφνικά αναπληρωτής προτέκτορας της Βοημίας-Μοραβίας, σε θέση με μεγάλο κύρος. Είχε έτσι τώρα την ευκαιρία να βγει από τη σκιά και να αποδείξει τις ικανότητές του στη διακυβέρνηση. Είχε μηχανευτεί το διορισμό του επωφελούμενος από τα σκόρπια σημάδια αντί στασης, σαμποτάζ και αναταραχής που είχαν πολλαπλασιαστεί στην Τσεχία μετά την εισβολή στην Ε.Σ.Σ.Δ. Ο προτέκτορας της Πράγας, ο φον Νόυρατ, πίστευε πως κρατούσε καλά τα ηνία της χώρας. Αλλά ο Χάυντριχ προέτρεψε τον υπαρχηγό του Νόυρατ, τον Καρλ Χέρμαν Φρανκ, να τροφοδοτεί τον Φύρερ με μια πολύ διαφορε τική εικόνα. Θορυβημένος από τα όσα συνέβαιναν στην πρώην Γιουγκοσλαβία, ο Χίτλερ ήταν δεκτικός στις εκκλήσεις για σκληρότερη ηγεσία, και ο Φρανκ πίστευε πως θα έπαιρνε το χρίσμα εις βάρος του Νόυρατ. Ο Φρανκ είχε δίκιο κατά το ήμισυ: λίγες μόνο μέρες μετά την έκδοση του δρακόντειου διατάγματος του για τους ομή ρους, ο φον Νόυρατ απομακρύνθηκε, τάχα για λόγους υγείας. Δεν τον αντικατέστη σε όμως ο Φρανκ, αλλά ο Χάυντριχ.
244
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Αφού εγκατέστησε τη νεαρή οικογένεια του σε μια πολυτελή έπαυλη έξω από την Πράγα (όπου η γυναίκα του έβαλε αμέσως εργάτες από τα στρατόπεδα να σκά ψουν μια πισίνα στο οικόπεδο), ο Χάυντριχ στρώθηκε στη νέα του δουλειά. Ο βασι κός του στόχος ήταν να συντρίψει κάθε εναντίωση στη γερμανική εξουσία, κρατώντας συνάμα το τσέχικο εργατικό δυναμικό πειθήνιο και παραγωγικό. Όπως ο Μπεστ, έτσι και ο Χάυντριχ ήθελε «μια κυβερνητική μηχανή με τον μικρότερο δυνατό αριθμό ικανών (Γερμανών) εργαζομένων και με αποκεντρωτική μεταβίβαση δι οικητικών αρμοδιοτήτων, της πρακτικής διοικητικής δουλειάς, ολοένα περισσότερο προς τα τσέχικα υπουργεία». Η προσέγγισή του όμως ήταν πιο δρακόντεια. Μόλις έφτασε στη χώρα, ξαμόλησε την Γκεστάπο σε μια σύντομη αλλά πρωτοφανή εκ στρατεία τρόμου, που έκανε τους Τσέχους να λουφάξουν. Ο Άλοϊς Έλϊας, ο Τσέχος πρωθυπουργός, συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο για κατασκοπία (όπως οι περισσότεροι Τσέχοι πολιτικοί, διατηρούσε πράγματι επαφές με το Λονδίνο)* 400 άτομα εκτελέστηκαν μέσα σε δύο μήνες. Η κλίμακα της καταστολής ξεπέρασε οτι δήποτε διέπραττε η Βέρμαχτ την ίδια περίοδο στη Γαλλία. Ο Χίτλερ όμως ενέκρινε τα πάντα, σχολιάζοντας πως η μοίρα του Έλϊας θα έστελνε ένα μήνυμα στους πολι τικούς των άλλων χωρών, ότι έπρεπε στο εξής να κανονίσουν την πορεία τους. Ταυ τόχρονα, ο Χάυντριχ προσπάθησε να πάρει με το μέρος του τους Τσέχους εργάτες, θεσπίζοντας ελεύθερη είσοδο στους ποδοσφαιρικούς αγώνες την Πρωτομαγιά και αυξάνοντας τις μερίδες των τροφίμων. Ο στρατιωτικός νόμος άρθηκε τον Ιανουάριο και μερικοί φοιτητές αποφυλακίστηκαν από τα στρατόπεδα. Το σύστημα φάνηκε να δουλεύει. «Το Προτεκτοράτο έχει τώρα ακμαιότατο ι^θικό», σημείωνε επιδοκιμαστικά ο Γκαίμπελς τον Φεβρουάριο του 1942. Μπορεί να υπήρχαν προβλήματα αλ λού -ο Γερμανός πρεσβευτής στην Άγκυρα είχε γίνει στόχος επίθεσης, Σοβιετικοί παρτιζάνοι είχαν σκοτώσει το διοικητή της Εΐηδ&ίζβπιρρ© Α και η Γκεστάπο φοβό ταν σωρεία τρομοκρατικών ενεργειών σε όλη την ήπειρο- αλλά το Προτεκτοράτο έδινε την εντύπωση προτύπου ησυχίας.37 Ο Χίμλερ θαύμασε τον τρόπο με τον οποίο ο επιδέξιος αυτός συνδυασμός αστυ νομικής τρομοκρατίας, προστασίας του βιοτικού επιπέδου και διακριτικού αλλά στιβαρού διοικητικού ελέγχου είχε επαναφέρει τους Τσέχους στην υπακοή. Και ο Χίτ λερ επίσης ήταν πολύ ικανοποιημένος. Ο Χάυντριχ έλπιζε τώρα ότι οι επιδόσεις του στην Πράγα θα ήταν ο βατήρας για περαιτέρω ανέλιξη. Τον Μάιο του 1942 είπε στον υπαρχηγό του ότι ο Χίτλερ μπορεί να του έδινε να διοικήσει τη Γαλλία - πράγ μα που θα είχε σημάνει την οριστική ανάληψη του ελέγχου της δυτικής Ευρώπης από τα δδ. Έτσι, το ταξίδι του στο Παρίσι εκείνη την άνοιξη σηματοδοτούσε την επι θυμία του να επεκτείνει το κατοχικό μοντέλο της Πράγας στην πιο σημαίνουσα χώ ρα που βρισκόταν υπό γερμανικό έλεγχο. Μάλιστα, οι φιλοδοξίες του Χάυντριχ πή γαιναν ακόμα πιο πέρα. Για μερικές εβδομάδες πριν από το θάνατό του απεργαζό ταν ένα σχέδιο συνολικής μεταρρύθμισης της γερμανικής διοίκησης της ηπείρου και
ΟΡΓΑΝΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΤΑΞΙΑ: 1941-42
245
ήταν ήδη κάθοδόν για να συνανττίσει τον Χίτλερ και να το συζητήσει μαζί του, όταν δολοφονήθηκε από Τσέχους κομάντο που είχαν έρθει στη χώρα με αεροπλάνο από το Λονδίνο.38
ΕΘΝΙΚΟΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ Όλο λοιπόν το τέλος του 1941 και τις αρχές του 1942, ο Χίμλερ και ο Χάυντριχ -με τον Χίτλερ από πίσω τους- προωθούσαν σκληρότερη αστυνόμευση και συλλογική τιμωρία, την ίδια ώρα που ο Μπεστ, ο πάλαι ποτέ θεωρητικός της απεριόριστης αστυνομικής εξουσίας μέσα στο Ράιχ, κήρυττε το αντίθετο. Το διαφιλονικούμενο ήταν η όλη βάση της γερμανικής κατοχής στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Εύκολα γίνεται αντιληπτή η έλλειψη ρεαλισμού της προσέγγισης σιδερένιας πυγμής των Χίμλερ και Χάυντριχ. Από την άλλη, ούτε και ο Μπεστ ήταν στο ελάχιστο ο ρεαλιστής που ο ίδιος φανταζόταν. Γιατί υπήρχε ένα βασικό ερώτημα στο οποίο δεν απάντησε ποτέ πραγματικά: από πού κι ως πού θα αποδέχονταν οι Ευρωπαίοι την ηγεσία της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας, εκτός κι αν τους ανάγκαζαν; Μόλις 19 -το πάρα πολύ- εκατομμύρια από τα 244 εκατομμύρια που βρίσκο νταν υπό την εξουσία του Τρίτου Ράιχ το 1942 ήταν Γερμανοί. Οι υπόλοιποι; Δεν έπρεπε να αναγνωριστούν οι δικές τους εθνικές προσδοκίες; Και μάλιστα, ήταν άραγε η εκμετάλλευση αυτή μιας ολόκληρης ηπείρου προς όφελος ενός ιμπεριαλι στικού ΗεπΌηνοΙΚτο πραγματικό νόημα του εθνικοσοσιαλισμού; Ο Χίτλερ, ο^Χάυτίποτε το κακό σε αυτή τη σκέψη* ήταν στην ουσία Γερμανοί εθνικιστές και αντιμετώπιζαν όλα τα άλλα εθνικά κινήματα σαν δυνητική απειλή. Δεν ίσχυε όμως το ίδιο για την ομάδα Στούκαρτ-Χαιν-Μπεστ. Αυτοί ήταν ενάντιοι στον «ιμπεριαλισμό», όπως τον χαρακτήριζαν, και φοβούνταν πως ο εθνι κοσοσιαλισμός είχε χάσει κάπου στην πορεία την επαφή με τον αρχικό του σκοπό, που ήταν η δημιουργία μιας εθνικά ομοιογενούς Γερμανίας. Εκείνο που τους διέκρινε από τους αντιπάλους τους -είτε αυτοί ήταν οι γκαουλαιτερ μέσα στο ναζιστικό κομμά είτε οι συντηρητικοί όπως ο Σμιτ είτε τα μέλη της αντιπολίτευσης όπως ο φον Χάσσελ- ήταν η πεποίθησή τους ότι η κατάκτηση από τη Γερμανία εδαφών που δεν αποτελούσαν και δεν επρόκειτο ποτέ να γίνουν τμήμα του Ε©1)©ηδΓ&ιιιη του Ράιχ έθετε υπό πραγματική ιδεολογική και οργανωτική αμφισβήτηση τον εθνικο σοσιαλισμό.39 Με χαρακτηριστικό γι’ αυτούς τρόπο, προσπάθησαν να συλλογιστούν και να βρουν λύση σ’ αυτό το πρόβλημα μέσα από ένα έντυπο. Ίδρυσαν ένα περιοδικό το 1941 (με τίτλο ΚβίβΗ, νοί^οτάηηη^ Γβύβηζταιιηι), όπου υποστήριζαν έναν «ισχυρό τερο δεσμό πράξης και θεωρίας» στον τρόπο με τον οποίο η Γερμανία διηύθυνε τον Εε&οηδΓΣΐιιιη της και την ΟΓοβΓ&ιιιηοΓόηιιηβ γύρω του. Τα άρθρα τους προσπαθού
246
ΓΙΑ ΊΉ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
σαν να δείξουν πώς μια Νέα Τάξη συγκροτημένη με βάση εθνιχοφυλετικά κριτήρια μπορούσε να κυβερνηθεί αποτελεσματικά και σύμφωνα με τΐ£ αογέσ της συγγρονηΓ διοικητικής επιστήμης. Ο Στούκαρτ, μάλιστα, συμμετείχε στην ίδρυση μιας διεθνούς ακαδημίας διοίκησης, η οποία θα θέσπιζε κοινά πρότυπα γι’ αυτό που μια μελλοντι κή γενιά θα αποκαλούσε «χρηστή διοίκηση» όλης της Ευρώπης. Καθώς ο πόλεμος συνεχιζόταν, άρχισαν να ασκούν κριτική στην υπερβολική και αδιάκριτη χρήση βίας από το καθεστώς. Πιο συγκεκριμένα, έκαναν διάκριση ανάμεσα σε μια ωμή ττολχτι^ή,^νηρ^Γίρχίας» (Η6ΓΓδο1ιαίί) και στον επιθυμητό στόχο της «ηγεσίας» (Ρϋ1ΐΓΐιη§), η οποία, κα τά τον νομικό μελετητή Καρλ Μπίλφινγκερ, «ούτε διατάζει ούτε επιβάλλει».40 Η διαφορά ανάμεσα στα δύο αυτά είχε συζητηθεί ευρέως από το 1933 κιόλας στους κύκλους των ναζιστών πολιτικών θεωρητικών. Γι’ αυτούς ο Χίτλερ δεν ήταν ο «δι κτάτορας» που περιέγραφαν οι φιλελεύθεροι του εξωτερικού, κολλώντας του αυτή την ψεύτικη ταμπέλα, αλλά μια μορφή σε στενή κοινωνία με τις ανάγκες και τις βλέ ψεις του νοίΐί του. Η εφαρμογή όμως αυτής της αμφίβολης θεωρίας στην εξωτερική πολιτική ήταν κάτι το πολύ τραβηγμένο, γιατί η βάση της αξίωσης του Ριί1ΐΓ©Γδ1:&Σίΐ: για νομιμοφροσύνη των υπηκόων του -το ότι δηλαδή ο Φύρερ εξέφραζε τη βούληση του Λαού του- τελείωνε προφανώς στα σύνορα του Ράιχ, ή το πολύ-πολύ (κα σύνορα της «Γερμανοσύνης». Τα τυχόν ευεργετήματα για τους μη Γερμανούς από τη γερ μανική ηγεσία στην ήπειρο ήταν ένα ξεχωριστό θέμα συζήτησης. Αυτό ήταν το έργο που τα μέλη της ομάδας ΚΛΊ. έβλεπαν ότι είχαν μπροστά τους, αν και τα συγκεχυμέ να ψευτοβιολογικά αλαμπουρνέζικά τους -η διανοητική καταρράκωση που είχε επιφέρει ο ναζισμός στη γερμανική σκέψη είχε αποδώσει καρπούς- ελάχιστα τους βοηθούσαν να διατυπώσουν μια πειστική απάντηση. Κατ’ αυτούς, το αν ο εθνικοσοσιαλισμός θα συνεισέφερε στην ειρήνη της περιοχής και της ηπείρου εξαρτιόταν κατά πρώτο λόγο από την ικανότητά του να επιβάλει το διαχωρισμό των εθνοτήτων^ Διαφορετικοί λαοί απλούστατα δεν μπορούσαν να ζήσουν αρμονικά μαζί: αυτή ήταν η προκείμενή τους. Η προσέγγιση της Κοινωνίας των Εθνών -προσέγγιση που βασιζόταν στη διεθνή νομική προστασία των μειονοτή των και σε τελευταία ανάλυση πόνταρε στην αφομοίωση- είχε αποσταθεροποιήσει την Ευρώπη. Σε συμφωνία με τους «νόμους της ζωής» -τα γραπτά τους είναι γεμάτα από τέτοιες φυσικές έννοιες και μεταφορές-, οι εθνικοσοσιαλιστές αυτοί απέκλειαν την αφομοίωση, γιατί οδηγούσε σε «ανάμειξη του αίματος», π ^ ά γ ^ «άρχουσα φυλή». Άρα η χωριστή διαβίωση των πληθυσμιακών ομάδων ήταν βασι κής σημασίας (και αποτελούσε επιχείρημα που συχνά το χρησιμοποιούσαν ενάντια στην αυξανόμενη εξάρτηση της Γερμανίας από το εισαγόμενο δουλικό εργατικό δυ ναμικό, ή για να υποστηρίξουν νέους, δρακόντειους φυλετικούς νόμους, ώστε οι αλ λοδαποί να κρατιούνται στη θέση τους). Ο ίδιος ο Χίτλερ, στην ομιλία του της 6ης Οκτωβρίου 1939 στο Ράιχσταγκ, είχε αναφερθεί σε «μια νέα διάταξη εθνογραφι
ΟΡΓΑΝΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΤΑΞΙΑ: 1941-42
247
κών αστερισμών, η οποία συνεπάγεται μια μετεγκατάσταση των εθνοτήτων, ώστε... να προκύψουν καλύτερες γραμμές διαίρεσης από αυτές που υπάρχουν σήμερα». Σχεδόν τρία χρόνια αργότερα, παρόλο που τα συγκεκριμένα μέτρα είχαν γίνει όλο και βιαιότερα, το θεμελιώδες σκεπτικό τους είχε μείνει εν πολλοίς το ίδιο: ο Χίμλερ τη συστηματική μαζική δολοφονία του εβραϊκού πληθυσμού της Γενικής Κυβέρνη σης τη χαρακτήριζε ως μέρος του «αναγκαίου εθνολογικού διαχωρισμού των φυλών και των λαών στην Ευρωπαϊκή Νέα Τάξη, και προς το συμφέρον της ασφαλείας και της καθαρότητας του Γερμανικού Ράιχ».41 Όλοι τους Ά. ^ληρ^ρητα θα ήταν απαραίτητη πρρκρ^νοί! για τους πιο πρωτόγονους, κατώτερους ή φυλετικά δηλητηριώδεις λαούς* ακόμα και η εξολόθρευση μπορεί να γ ινόταν αναγκαία, όπως είδαμε. Επέμεναν όμως ότι σε καταστολή: με αυτή την έννοια, η υποστήριξη της κυβέρνησης Νέντιτς στη Σερβία από τον Τούρνερ ταίριαζε απόλυτα με τις αρχές τους. Ο Στούκαρτ υποστήριζε ότι ο εθνικοσοσιαλισμός -λόγω του δικού του ρητού εθνικισμού- σεβόταν τις εθνικές διαφορές και θα πρόσφερε ελευθερία από την κυριαρχία. Τα δδ, εντεταλμένα να επιβλέπουν την αστυνόμευση της ηπείρου, έπρεπε σε τελευταία ανάλυση αφενός να κρατούντους διάφορουςλαού^χώοια και αφετέρου να κρατούν το σύνολο ενωμέ νο. Δεν έπρεπε όμως να είναι η βία η πρώτη επιλογή, ακόμα και εναντία σε «φυλετι κά εχθρικούς λαούς» (ι*&δδ©1τ©ιη<1© νοΙΚοι*), και δεν υπήρχαν γενικοί κανόνες που επέτασσαν τη χρήση της. Η οργάνωση της Ευρώπης από τη Γερμανία θα διέφερε από της Γαλλίας ως προς το ότι δεν θα επιβαλλόταν το ίδιο σύνολο κανόνων για όλους* κάθε φυλετική ομάδα «με αξία» θα είχε το ελεύθερο να αναπτυχθεί ανεξάρ τητα και να απολαύσει τον δικό της ΙχβοηδΓ&ιιιη. Έτσι, η λύση στο πρόβλημα του ευρωπαϊκού εθνικισμού ήταν μια ήπειρος εθνών, με το καθένα στον δικό του χώρο, που θα δούλευαν από κοινού υπό το σκήπτρο του «Φυσικού» ηγέτη της περιοχής, της ^ερμανίας. Σκέψεις τέτοιου είδους βρίσκονταν πίσω από τις διακηρύξεις της γερ μανικής διοίκησης στις Κάτω Χώρες τον Νοέμβριο του 1941 και στη Νορβηγία (για το σχηματισμό της κυβέρνησης Κουίσλινγκ) τρεις μήνες αργότερα. Και οι δύο έκα ναν λόγο για συνεργασία, οικοδόμηση και αμοιβαία βοήθεια, αντιπαραθέτοντάς τες στον «εγωισμό» και στην «ακατάσχετη αισχροκέρδεια» των διεθνών σχέσεων υπό την καπιταλιστική αγγλοαμερικανική ηγεσία. Όμως ο Χίτλερ δεΥ^νδιαφερόταν καθόλου να ηγηθεί μιας προσπάθειας τόνω σης της συνεργασίας μεταξύ των εθνων. Τίποτα δεν ήταν πιο ξένο από τις σκέψεις του. Το γεγονός ότι και άλλοι Ευρωπαίοι ήταν εθνικιστές το απέρριπτε ως άνευ ση μασίας, αν όχι ως προβληματικό. Άνθρωποι όπως ο Έ ριχ Κοχ στην Ουκρανία εφάρμοζαν μια πολιτική απεθνικοποίησης κατ’ εντολήν του Χίτλερ, ενώ οι πιο συμ βιβαστικές προσεγγίσεις αγνοούνταν. Όταν ο Χανς Φρανκ στη Γενική Κυβέρνηση ή ο Κούμπε στη Λευκορωσία κινήθηκαν επιφυλακτικά προς την αναγνώριση των
248
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
ντόπιων εθνικιστικών ομάδων, εκτέθηκαν, όπως ο Τούρνερ είχε εκτεθεί οτη Σερ βία, στις κατηγορίες ότι ήταν «μαλακοί» ή, ακόμα χειρότερα, ότι «ενέδιδαν σ’ έναν εκτός τόπου ανθρωπισμό». Ο Μπεστ, σχολιάζοντας τα γερμανικά σχέδια για την Πολωνία, είχε προειδοποιήσει τον Χάυντριχ να μη μετατρέψει τους συνεργούν λα ούς σε σκλάβους* και όμως, δύο χρόνια αργότερα αυτό ακριβώς συμβούλευαν ορι σμένοι θεωρητικοί μετοίκησης των δδ, και μάλιστα σε μεγαλύτερη κλίμακα. Στο εξής, οι Γερμανοί έπρεπε να παίξουν το ρόλο των Σπαρτιατών, έλεγε ένας τους σε συζητήσεις στην περιοχή της Βαλτικής., και οι Ρώσοι το ρολο των ειλώτων.42 Το 1942 η ομάδα κ ν τ είχε το είδος εκείνο των ωριμότερων σκέψεων που συνα ντά κανείς στους χολωμένους διανοουμένους όταν βλέπουν τον κόσμο να διαψεύδει τις θεωρίες τους. Φοβούνταν πως η ηγεμονία της Γερμανίας -η Ρΐϋιηιη§- είχε υπο νομευτεί από μια στάση τύπου ΗοιτοηνοΙΚ, η οποία είχε καταστήσει αμφίβολη την ικανότητα της γερμανικής εξουσίας να διαρκέσει. Έ να άρθρο που δημοσιεύτηκε ανώνυμα, με τίτλο «Άρχουσα τάξη ή ηγετικός λαός» («Η©ιτ©ηδθ1ποΙιΙ οά&τ Ρϋ1ιηιη§δνο11ί»), εξέφραζε την απογοήτευσή τους. Γραμμένη από τον Μπεστ, η καυ στική αυτή κριτική φαινομενικά διερευνούσε τους λόγους της κατάρρευσης της αρ χαίας Ρώμης. Από πίσω όμως προέβλεπε την αποτυχία της ηπειρωτικής αποστολής του εθνικοσοσιαλισμού, επειδή είχε εγκαταλείψειτους φυλετικούς «νόμους της ζω ής». Οι Γερμανοί είχαν φερθεί δεσποτικά προς τους άλλους λαούς και είχαν β<χριστεί υπερβολικά στη δουλική εργασία και αυξήσει τον κίνδυνο της «φυλετικής επι μειξίας». Δεν είχαν διδαχθεί τίποτα, εντέλει, από τον αγώνα του Βίσμαρκ εναντίον των Πολωνών* νικητές είχαν βγει οι Πολωνοί, γιατί είχαν παραμείνει πιο κοντά στη γη. Επιπλέον, οι Γερμανοί είχαν γίνει βίαιοι, αδιακρίτως και υπερβολικά: δεν μπορείς να περιμένεις ότι θα «εκδιώξεις ή θα εκμηδενίσεις» όλους τους άλλους λαούς του ΟΐΌβταιιιη, γιατί αυτό ακυρώνει τον ίδιο το στόχο της εγκαθίδρυσης ηγεμονίας. Ένας γνήσια «ηγετικός Λαός» δεν χάνει από τον ορίζοντά του τη σημασία του να εγκαθιδρύσει «μια σφιχτή συνεργασία με τους Βιιηάβδ^ηοδδβπ του». Εν ολίγοις^ι Γερμανοί δεν είγαν αντιληφθεί τη θεμελιώδη διαφορά ανάμεσα στην «ηγεσία» και στην «κυριαρχία». Ο Μπεστ κατέληγε με εύκολα αναγνωρίσιμη επίθεση εναντίον του ίδιου του Χίτλερ. Σ’ ένα ραδιοφωνικό διάγγελμα τον Οκτώβριο του 1941, ο θριαμβευτής Φύρερ είχε παρομοιάσει τους ηττημένους μπολσεβίκους με τις ορδές του Τζένγκις Χαν. Τώρα ο Μπεστ έδινε στην ίδια αυτή αναφορά τελείως άλλο νόη μα: ο Τζένγκις Χαν ήταν ο αυθέντης που οι καταστροφικές του δυνάμεις είχαν ξεπεράσει τις εποικοδομητικές του, και που οι εκτεταμένες κατακτήσεις του δεν μπόρε σαν να γίνουν ενιαίο σύνολο και κατέρρευσαν μετά το θάνατό του.43
ΟΡΓΑΝΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΤΑΞΙΑ: 1941-42
249
Ο ΧΑΝΣ ΦΡΑΝΚ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ Η δολοφονία του Χάυντριχ την άνοιξη του 1942 ήταν μια σπουδαία καμπή στην προ σπάθεια των δδ να βάλουν στο χέρι την ήπειρο. Στο Βέλγιο, η Βέρμαχτ μπλόκαρε το διορισμό ΗδδΡΡ. Και όπως στη Σερβία, έτσι και στη Γαλλία η φαινομενική ανάληψη του ελέγχου από τα δδ είχε στην πραγματικότητα περιορισμένη μόνο επίδραση στην πολιτική αντιποίνων: 471 όμηροι εκτελέστηκαν από τον Σεπτέμβριο του 1941 ως τον Μάιο του 1942, τεράστια αύξηση σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο* τον ενάμιση χρόνο μετά από αυτό, όμως, ο αριθμός έπεσε στους 254 και η Βέρμαχτ ήταν και πάλι αισιόδοξη για το επίπεδο της δημόσιας τάξης. Ο ίδιος ο ΗδδΡΡ, ο Όμπεργκ, συνεργαζόταν στενά με τον νέο στρατιωτικό διοικητή - ήταν συμπολεμιστές από τα χρόνια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Η εκτόπιση των Εβραίων, που ο Χάυ ντριχ είχε ελπίσει ότι θα τη χρησιμοποιούσε σαν σφήνα για να επεκτείνει τον έλεγ χο της κατοχής από τα δδ στη δυτική Ευρώπη γενικά, παρέμεινε κάτι το ειδικό, κα θώς όλοι οι άλλοι μετά χαράς ένιπταν τας χείρας τους ως προς τη δυσάρεστη αυτή υπόθεση. Στα τέλη του 1942, ο ίδιος ο Χίμλερ είχε αρχίσει να θορυβείται από την αποτυχία του Όμπεργκ να επιβληθεί στη χώρα.44 Στην Ανατολή, όμως, τα δδ ήταν από την αρχή σε πολύ ισχυρότερη θέση. Όπως είδαμε, ο Χίμλερ εξουδετέρωσε γρήγορα τον άμοιρο Ρόζενμπεργκ και απέκτησε τρομερή εξουσία στην πρώην Σοβιετική Ένωση. Στη δυτική Πολωνία είχε αγαστή συνεργασία με τον Γκρέιζερ στο Βάρτεγκαου* ο υπόκωφος καβγάς του με τον Φόρστερ στο Ντάντσιχ-Δυακή Πρωσία συνεχιζόταν, αλλά δεν διακυβεύονταν και πολ λά, εκτός των άλλων και γιατί δεν υπήρχαν καθόλου Εβραίοι εκεί. Μόνο ένας τόπος υπήρχε όπου ήταν μπλεγμένος σ’ έναν πραγματικά σοβαρό αγώνα εξουσίας, και αυ τός ήταν η Γενική Κυβέρνηση. Ο αυθέντης της, ο Χανς Φρανκ, έχοντας τις πιο αόριστες εντολές από τον Χίτ λερ για οδηγό, θέλησε να μετατρέψει ό,τι είχε απομείνει από την Πολωνία -αφού πρώτα σκότωσε τις ελίτ της- σ’ ένα πρότυπο αποικιακής διακυβέρνησης με την έν νοια του Μπεστ. Το 1940 παρατηρούσε ότι στο Ράιχ αναπτυσσόταν «ιμπεριαλιστι κή συνείδηση» και ότι η Γενική Κυβέρνηση ήταν ο τόπος όπου αυτή έπρεπε να δεί ξει τι άξιζε. Παρά τη φιλοπόλεμη θεατρικότητα της ρητορικής του και τα αλλεπάλ ληλα φονικά κύματα των εκστρατειών εναντίον των πολωνικών εθνικών θεσμών, ο γενικός κυβερνήτης άρχιζε να συνειδητοποιεί ότι εξακολουθούσε να εχει αναγκη τους Πολωνούς εργάτες, αγρότες και τοπικούς διοικητές, αν ήθελε να πετύχει τις ποσοστώσεις σιτηρών, εργατών και άλλων υλικών που έπρεπε. Παρόλο που είχαν διοριστεί εκεί χιλιάδες Γερμανοί, ο Φρανκ παραπονιόταν συνεχώς ότι δεν είχε αρ κετό προσωπικό και βασιζόταν στους Πολωνούς κρατικούς υπαλλήλους για να κρατα την τοπική κυβέρνηση σε λειτουργία. Σαν θιασώτης που ήταν της εκπολιτι στικής αποστολής της Γερμανίας στον νέο ΟτοβΓ^υπι της, ο Φρανκ έφτασε στο ση-
250
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
μείο να πει στους υφισταμένους του ότι είχαν ευθΰνη να δείξουν στους^η γερμανικούς λαούς πως ο τρόπος ζωής τους μποροΰσε να διατηβηθεΐυπό τον εθνικοσο σιαλισμό, παροτρύνοντας έτσι και άλλους λαοΰς να τεθοΰν υπό την «προστασία» του Ράιχ.45 Οι αποικιακές ωστόσο αξιώσεις του Φρανκ -στο βαθμό που θα πρέπει να τις εκλάβουμε σαν κάτι παραπάνω από θεατρικές εκφράσεις της δικής του περιώνυμης ματαιοδοξίας- περιπλέκονταν από το ενοχλητικό γεγονός ότι η Πολωνία ήταν ζωτι κής σημασίας και για τα δδ και για τον Χίμλερ προσωπικά, υπό τη νέα του ιδιότητα του τσάρου των μετοικήσεων. Το 1940 οι δυο άντρες είχαν διασταυρώσει τα ξίφη τους σχετικά με το αν έπρεπε η Γενική Κυβέρνηση να δεχθεί όλους τους Πολωνούς και τους Εβραίους που οι άντρες του Χίμλερ ήθελαν να αποβάλουν από τα προσαρτημένα δυτικά εδάφη. Το 1941 έδωσαν μάχη για τα σχέδια που προέβλεπαν την ίδρυση γερμανικών οικισμών στο ανατολικό κομμάτι της Γενικής Κυβέρνησης. Και στις δυο περιπτώσεις, οι στόχοι του Χίμλερ έρχονταν σε ευθεία αντίθεση με τους στόχους του Φρανκ, αφού αποσταθεροποιούσαν την περιοχή, προκαλοΰσαν οικο νομικό χάος και στρέφονταν μαζικά εναντίον των Πολωνών, υπονομεύοντας έτσι το στόχο του Φρανκ να κυβερνά με τη στήριξη των Πολωνών σε κάποιο βαθμό. Η σύγκοουση ήταν αναπόφευκτη. όχι όμως το ότι έμελλε να εγείρει τελικά το ζητημα του τι επίδραση είχε η κατάκτηση ξένων εδαφών στο κράτος δικαίου μέσα στο ίδιο το Τρίτο Ράιχ. Περήφανος για την υπουργική του ιδιότητα, ο Φρανκ, όπως και οι άλλοι κομμα τικοί σατράπες, ερμήνευσε το σύνθημα της «ενότητας της διοίκησης» ως προτροπή να κρατήσει όλες τις εξουσίες ο ίδιος. Καμία αρχή δεν ήταν ανώτερη από τη δική του μέσα στη Γενική Κυβέρνηση, θύμιζε ξανά και ξανά στους άντρες του, και συχνά έλεγε στην αστυνομία και στα δδ ότι απαιτούσε να υπακούν σε αυτόν και όχι στον Χίμλερ.46Αν ως προς αυτό το ζήτημα ο Φρανκ φερόταν όπως όλοι οι γκαουλάιτερ, ως προς ένα άλλο, κρισιμότατο, ήταν μοναδικός. Πρώην ιδιωτικός δικηγόρος του Φύρερ, ανήκε στα σχετικώς ανώτερα κλιμάκια του Ράιχ και ήταν ταυτισμένος έντο να με τον εκναζισμό του γερμανικού δικαίου. Ήταν πρόεδρος της Ακαδημίας Γερμανικού Δικαίου, που την είχε ιδρύσει κιόλας (και στην οποία ενέγραψε τον Μπεστ, τον Χαιν και τον Στούκαρτ), επικεφαλής του τμήματος συνταγματικού δι καίου του ναζιστικού κόμματος, και μια φορά περιέγραψε τον εαυτό του με χαρα κτηριστικά πομπώδη τρόπο ως έναν «τιμονιέρη μέσα στο πέλαγος του νομικού αι σθήματος». Βλέποντας τη Γενική Κυβέρνηση σαν μια «επαρχία-πρότυπο» για τις θεωρίες του περί κυβερνητικής ορθολογικότητας, είχε ιδρύσει μια νομοθετική υπη ρεσία που επόπτευε την «ενιαία ανάπτυξη του δικαίου» και είχε επανδρώσει τη διοί κησή της με τα τσιράκια του από την Ακαδημία. Για να εισαγάγει τα γερμανικά δι καστήρια και τη δικαιοδοσία τους, κατάργησε το ανώτατο δικαστήριο της Πολω νίας και κατέστησε τις αποφάσεις των κατώτερων πολωνικών δικαστηρίων «ανα
ΟΡΓΑΝΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΤΑΞΙΑ: 1941-42
251
θεωρήσιμες» από Γερμανούς δικαστές. Με δυο λόγια, έλπιζε να αναπτύξει την «ιμπεριαλιστική αποστολή» της Γερμανίας μέσα από την επεξεργασία ενός αποι κιακού δικαστικού συστήματος. Η Γενική Κυβέρνηση θα αποικιζόταν από ναζιστές δικαστές.47 Ακριβώς εδώ όμως είναι που ο «Βασιλιάς της Πολωνίας», όπως ειρωνικά κατέ ληξε να γίνει γνωστός ο Φρανκ, έχασε τη συμπάθεια του Χίτλερ. Για τον Φύρερ, ο κύριος λόγος που δεν είχε προσαρτηθεί στο Ράιχ η Γενική Κυβέρνηση ήταν ακριβώς για να μη νιώθουν οι εκεί γερμανικές αρχές ότι δεσμεύονταν από το νόμο. Όπως ο Χίμλερ και ο Χάυντριχ, απεχθανόταν και αυτός τους δικηγόρους, και όσο περισσό τερο διαρκούσε ο πόλεμος τόσο βαθύτερη γινόταν αυτή η απέχθεια. «Ένας από τους λιγότερο αμελητέους λόγους που κατάφερα να βάλω στις θέσεις-κλειδιά άντρες ικανούς να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους», έλεγε, «είναι ότι τους στρατο λόγησα όχι με βάση το αν είχαν νομική κατάρτιση αλλά επειδή είχαν περάσει επιτυχώς τιςεξετασεις στο σχολε ίο της ζωής». «Δεν χάνω ποτέ ευκαιρία να φερθώ σκαιά στους νομικούς», είπε στον Χίμλερ τον Νοέμβριο του 1941. Δεν ήξεραν τίποτε άλλο από τις «παραγράφους», και σίγουρα τίποτε για τις αναγκαιότητες της φυλετικής πολιτικής: «Ο νοΙΚ ζει σε πείσμα των νομικών, όχι χάρη σ’ αυτούς».48 Το φθινόπωρο του 1941 η διαπάλη ανάμεσα στον Φρανκ και στα δδ κλιμακώθη κε γρήγορα, όταν ο Χίμλερ άρχισε να κατασκευάζει τον πρωτοποριακό γερμανικό οικισμό του γύρω από το Ζάμοστς χωρίς να ενημερώσει τον Φρανκ. Ο Φρανκ κατη γόρησε τον εκπρόσωπο του Χίμλερ, Ανώτερο Ηγέτη της Αστυνομίας και των δδ Βίλ χελμ Κρύγκερ, με τον οποίο είχε από καιρό ταραχώδεις σχέσεις, ότι βυσσοδομούσε πίσω από την πλάτη του και έκτιζε ένα «κράτος εν κράτει». Λίγες εβδομάδες αργό τερα, σε διάλεξη για την «Τεχνική του Κράτους», ο Φρανκ διατύπωσε την κατηγο ρία του δημόσια. Σε μια κλασική διατύπωση της κριτικής του Κόμματος εναντίον των υπερβολικά συγκεντρωτικών δδ, αντιπαρέθεσε στις ξεπερασμένες γαλλικές πα ραδόσεις του κρατικού συγκεντρωτισμού τον ανώτερο γερμανικό τρόπο της ενότη τας υπό την αρχή του ηγέτη. «Έχουμε τώρα εδώ ένα μεγάλο σχολείο στην Ανατολή, στη μεγάλη, γιγάντια Ανατολή του Μεγάλου Γερμανικού μας Ράιχ», είπε με καμάρι. «Μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι η καθαρά τεχνική-λογική κατασκευή ενός νέου είδους διοίκησης, που οικοδομούμε εδώ και καιρό στα Ανατολικά Γκάον, στη Γενι κή Κυβέρνηση και στα νέα Κομισαριάτα του Ράιχ, μπορεί να γίνει σε μεγάλο βαθμό το πρότυπο για τη μελλοντική διοικητική δομή του Ράιχ». Και, ρίχνοντας ολοφάνερη μπηχτή στα δδ, επανέλαβε την κατηγορία του: «Καμιά επίσημη σφαίρα δεν μπορεί να έχει τους δικούς της κανόνες δράσης, που θα την εξαιρούν από τους ελέγχους [και θα την έκαναν] κάτι σαν κράτος εν κράτει... Ο παρτικουλαρισμός των υπηρε σιών πρέπει να εκλείψει!»49 Ο Χίμλερ είχε όμως τα δικά του όπλα, και ήταν έτοιμος να χτυπήσει και κάτω από τη ζώνη. Η διαφθορά μέσα στο Κόμμα ήταν από τα αγαπημένα ενδιαφέροντα
252
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
των δδ και πουθενά δεν ήταν πιο άφθονη απ’ ό,τι στη «Ρταηία-βίοΐι» (όπως ονόμαζαν οι χωρατατζήδες τη Γενική Κυβέρνηση)*. Εκείνον το χειμώνα, τα δδ συνέταξαν ένα φάκελο-φωτιά για τον ίδιο τον γενικό κυβερνήτη. Ο Φρανκ είχε γεμίσει αποθήκες ολόκληρες με σοκολάτα, καφέ και άλλα είδη πολυτελείας. Η γυναίκα του είχε παραγγείλει του κόσμου τις γούνες -ζακέτες από τυφλοπόντικα και ερμίνα, παλτά από κάστορα, μοσχοπόντικα, ερμίνα, καρακιοΰλ, και μπέρτες από ασημένια και μπλε αλεπού- πολύ κάτω από την πραγματική τους αξία, από την εξόφθαλμα μη Άρια εταιρεία Άπφελμπαουμ της Βαρσοβίας. Οι πράκτορές του αγόραζαν στο γκέτο κοσμήματα, μηχανές του καφέ, δαχτυλίδια, χρυ σά βραχιόλια, τρόφιμα σε κονσέρβες και πολλά άλλα είδη. «Στους γερμανικούς κυ βερνητικούς κύκλους», έλεγε η έκθεση της Γκεστάπο, «αποτελούσε καθημερινό θέ μα συζήτησης ότι η οικογένεια του γενικού κυβερνήτη πηγαίνει και ψωνίζει στο γκέ το». Υπήρχαν ως και τακτικές φάλαγγες από το πολωνικό υποστατικό του Φρανκ προς το σπίτι του στη Βαυαρία, που μετέφεραν αβγά, ξηρούς καρπούς, έπιπλα, που λερικά, λάδι και γαλακτοκομικά, σε τεράστιες ποσότητες. Μαθεύτηκε ακόμα ότι ο κυβερνήτης της Γαλικίας, ο δρ. Λας, με τον οποίο ο Φρανκ υποτίθεται ότι μοιραζό ταν μια Πολωνή ερωμένη, είχε αναλάβει να «χτενίσει» την κατεχόμενη δυτική Ευ ρώπη για καλλιτεχνικούς θησαυρούς οι οποίοι προορίζονταν για την κατοικία του Φρανκ: πίνακες, έπιπλα, οικοδομικά υλικά. Τον Μάρτιο του 1942 ο Φρανκ κλήθηκε να πάει να συναντήσει τον Χίμλερ, τον επικεφαλής της Καγκελαρίας του Κόμματος, Μπόρμαν, και τον επικεφαλής της Καγκελαρίας του Ράιχ, Λάμμερς, στο αρχηγείο του Χίτλερ.50 Ο Φρανκ υπερασπίστηκε τον εαυτό του με νύχια και με δόντια, αλλά στο τέλος δέχθηκε να γίνει έρευνα για τον Λας, με τον οποίο είχε (ΒΓνεργασία από παλιά. Τα πορίσματα ήταν επιβαρυντικά. Ανακρινόμενος από τα δδ, ο Λας αποκάλυψε ότι ,ο Φρανκ θεωρούσε τον Χίμλερ και τον Χάυντριχ υπεύθυνους για «του κοσμου τις αδικίες, την αστυνομοκρατία, την καταπίεση του λαού, τα στρατόπεδα συγκέντρω σης, τις απάνθρωπες πράξεις». Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Φρανκ είχε ανησυχήσει από τη δίκη του Τσέχου πρωθυπουργού Έλϊας στην Πράγα, τη δίκη που είχε στή σει ο Χάυντριχ. Σύμφωνα με τον Λας, ο Φρανκ έβλεπε τον εαυτό του σαν υπερα σπιστή του νόμου, ο οποίος παρρησιαζόταν υπέρ της «δικαιοσύνης» ενάντια στην «αδικία» του Χίμλερ^ και προετοίμαζε το έδαφος για μια ^εταπολεμική κοιμπάνια χαλιναγώγησης των δδ, με τη βοήθεια του στρατού και των δΑ: αυτή ήταν η βάση για τον αγώνα που είχε ήδη ξεκινήσει μέσα στη Γενική Κυβέρνηση. Φιγουρατζής, δεισιδαίμονας και προβάλλοντας μονίμως την υποτιθέμενη ομοιότητά του με τον Μουσολίνι, ο Φρανκ επέκρινε ακόμα και τον ΦύρερΑγιατί δεν ασκούσε εξουσία μέσω του υπουργικού του συμβουλίου, όπως περηφανευόταν ο Φρανκ ότι έκανε στην Κρακοβία.51 Τον Μάιο, ο Λας πέθανε τελώντας υπό κράτηση -αρκετά ασυνήθιστο γεγονός,
ΟΡΓΑΝΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΤΑΞΙΑ: 1941-42
253
για ένα καθεστώς που σκότωσε λίγους δικούς του ανθρώπους μετά το 1934, και κάτι που μπορεί μόνο να ενέτεινε το μίσος του Φρανκ εναντίον του Χίμλερ. Η αξιοπι στία όμως του Φρανκ στο Βερολίνο είχε τρωθεί βαριά. Το εντυπωσιακό είναι ότι, καθώς τα δδ άρχισαν να εκδίδουν διαταγές προς τους περιφερειακούς διοικητές του Φρανκ, αυτός αντεπιτέθηκε, και μαλιστα με κάμποσον αέρα. Μιλώντας σε φοι τητές και καθηγητές πανεπιστήμιου στο Βερολίνο, στο Μόναχο, στη Χαϊδελβέργη και στη Βιέννη, επέμεινε ότι «ένα έθνος δεν αφήνεται να κυβερνηθεί με τη βία... Το γερμανικό έθνος ζει ελεύθερα χαρη στους νόμους του και δεν μπορεί ποτέ να εξα ναγκαστεί να γίνει με το ζόρι μια νο&δβοΐϊΐοίηδοΐι&ίΐ;». Στις παρατηρήσεις του δεν περιορίστηκε στην Πολωνία, παρά εξέφρασε ανοιχτά την ανησυχία του για την ιλιγγιώδη άνοδο των δδ και για την επίδραση που θα είχε αυτή στην ίδια τη Γερμα νία. Ήταν σαν να προειδοποιούσε τα ακροατήριά του για το τι είχε κάνει ο πόλε μος στον εθνικοσοσιαλισμό* οι ένδοξες νίκες στην Ανατολή είχαν φέρει μαζί τους απρόβλεπτη και επικίνδυνη μετατόπιση της ισορροπίας ανάμεσα στην ισχύ της αστυνομίας και στους νόμους. Αυτό είχε γίνει ορατό πρώτα στη Γενική Κυβέρνηση* υπήρχαν όμως στον ορίζοντα προειδοποιητικά σημάδια για το Ράιχ συνολικά. Η θηριωδία, είπε στους σαστισμένους φοιτητές του Μονάχου, «δεν είναι ποτέ συνώ νυμη της δύναμης».52 Ο Φρανκ έστρεψε επίσης την προσοχή του στο τι σήμαιναν όλα αυτά για την Ευ ρώπη. Μιλώντας εν πολλοίς σαν τον Μπεστ, θύμισε στους ακροατές του ότι η Γερ μανία δεν άνοιγε απλώς ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία των αυτοκρατοριών. Δεν ενδιαφερόταν -υποστήριζε- να σκλαβώσει λαούς ή να αποτρέψει την ανάπτυξη του πολιτιστικού τους βίου. Δεν μπορούσε να υπάρξει Νέα Τάξη χωρίς δίκαιο. Οι νόμοι θα διασφάλιζαν τη ζωή των μικρότερων εθνών της Ευρώπης. Και, μιλώντας με ασυ νήθιστη σαφήνεια, προειδοποίησε ότι θα ήταν καταστροφή αν τα ιδεώδη του εθνι κοσοσιαλισμού γίνονταν ιδεώδη ενός «αστυνομικού κράτους». Οι δικηγόροι μπο ρεί να έκαναν λάθη, δήλωσε μέσα σε θύελλα χειροκροτημάτων, αλλά ήταν «παρ’ όλα αυτά καλύτεροι απ’ οποιοδήποτε αστυνομικό κράτος». Τα διαπιστευτήρια του ομιλητή ήταν ξεφτισμένα. Στο κάτω-κάτω της γραφής, ο Φρανκ είχε πρωτοστατή σει στην καταστροφή του γερμανικού δικαίου, είχε ωφεληθεί από την άνοδο του ναζισμού και αποδείκνυε πως ήταν ο ίδιος ένας ανελέητος και φονικός αυθέντης της Πολωνίας. Όμως, τα λόγια του αυτά καθαυτά σαφώς και έθιξαν ευαίσθητες χορδές.53 Μέσα στην δΌ, οι αιτιάσεις του Φρανκ αναλύθηκαν μακροσκελώς τους επόμε νους μήνες. Απορρίφθηκαν, στη βάση του ξεπερασμένου «φιλελευθερισμού» τους: το ζήτημα δεν ήταν αν έπρεπε να υπερτερεί το κράτος δικαίου, αλλά ποιο είδος δι καίου. Σίγουρα οι δικαστές έπρεπε να φροντίσουν ώστε να συμβαδίζουν περισσότε ρο με τις ανάγκες και τις επιθυμίες του Λαού. Ωστόσο έγινε δεκτή απ’ όλους η υπό μνηση του Φρανκ ότι το Ράιχ έπρεπε να βελτιώσει τις επιδόσεις του στο θέμα της
254
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
αυτοπροβολής του ως παραγωγού δικαίου για όλη την ήπειρο. Ήταν προφανώς ανεπιθύμητο το να βλέπει ο κόσμος τους Γερμανούς σαν βανδάλους και τους φασι στικούς Ιταλούς σαν τους νέους Ρωμαίους: «Ο μόνος τρόπος να χτίσουμε μια μόνιμη Νέα Τάξη για την ήπειρο είναι να το κάνουμε στην οδό του Δικαίου. Μπορούμε φυ σικά να καταστρέψουμε μια παλιά, σάπια τάξη πραγμάτων με τη βία, αλλά πρέπει να ξεπροβάλει μια Νέα Τάξη και το Δίκαιο θα πρέπει να την υπηρετεί». Σύμφωνα με την δϋ, η οποία ως συνήθως δεν έκρυβε τις δυσάρεστες αλήθειες απ’ όσους είχαν το ελεύθερο να διαβάζουν τις όλο και πιο απαισιόδοξες εκθέσεις της, οι απόψεις του Φρανκ δεν ήταν μόνο δικές του* τις συμμερίζονταν όχι μόνο «οι εχθροί μας» αλ λά και «πολλοί από τους νο11ίδ§©ηο58©η μας». Όσο για την κατεχόμενη Ευρώπη, ού τε εκεί ήταν ενθαρρυντική η κατάσταση της κοινής γνώμης: «Οπωσδήποτε πρέπει να απαλλαγούμε από την απεχθή κατηγορία ότι το μόνο που θέλουμε είναι να πατή σουμε στο λαιμό με μια στρατιωτική αρβύλα τους άλλους Λαούς της Ευρώπης, τους οποίους θα έπρεπε να οδηγούμε προς μια Νέα Τάξη». Στις δε νορδικές χώρες «τις μεθόδους μας να εκτελούμε τους εχθρούς του Ράιχ τις παρομοιάζουν με τις μεθό δους των μπολσεβίκων, και μάλιστα οι άνθρωποι συχνά φτάνουν να συγκρίνουν τον εθνικοσοσιαλισμό με τον μπολσεβικισμό».54 Ο συντάκτης των παραπάνω παρατηρήσεων σίγουρα ήξερε τι έλεγε. Ο αποτρό παιος Όττο Όλεντορφ ήταν ένας κατσούφης, ψυχαναγκαστικός, υπερόπτης Πρώσος που μόλις είχε επιστρέψει από τη νότια Ουκρανία με τη χειρότερη ιδέα για την εκεί γερμανική πολιτική. Δεν είχε κάνει βόλτα ρουτίνας εκεί: ως διοικητής της ΕίηδΣίΙζ£ηφρ© Ό, είχε επιβλέψει το φόνο όχι λιγότερων από 90.000 Εβραίων. Ό χι πως είχε ενθουσιαστεί με τη δουλειά, αλλά πάντως είχε παραμείνει ευσυνείδητα, περισσότερο απ’ όλους τους συναδέλφους του. Στην πραγματικότητα, εκείνο που εί χε κάνει τον Όλεντορφ να πιστεύει, όπως και ο Φρανκ, πως η Γερμανία ακολουθού σε λάθος πολιτικό δρόμο δεν ήταν η μοίρα των Εβραίων: για κανέναν από τους δύο δεν υπάρχουν τεκμήρια ότι διαμαρτυρήθηκαν για τους μαζικούς σκοτωμούς, στους οποίους έπαιξαν αμφότεροι βασικό ρόλο. Γι’ αυτούς, οι Εβραίοι αποτελούσαν πά ντοτε ειδική περίπτωση, και υπήρχαν σπουδαιότερα ζητήματα που τους απασχολού σαν. Εκείνο που πραγματικά τους εξόργιζε ήταν η βλακεία της καταπίεσης των εθνικών βλέψεων των λαών της πρώην δδ και η ανησυχία τους ότι δινόταν πάρα πολ λή εξουσία σ’ έναν άνθρωπο σαν τον Χίμλερ, που τον διέκρινε τέτοια έλλειψη πολι τικού ρεαλισμού.55 Ο καβγάς ανάμεσα στα δδ και στον Φρανκ δεν θα μπορούσε να συμβεί σε πιο κρίσι μη στιγμή. Μέσα στο Ράιχ, η μοίρα του γερμανικού νομικού επαγγέλματος κρεμό ταν από μια κλωστή. Το γερμανικό δικαστικό σώμα βρισκόταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας από το 1941, οπότε πέθανε ο υπουργός Δικαιοσύνης Γκύρτνερ, ένας από τους λίγους μετριοπαθείς υπουργούς του Ράιχ που απέμεναν. Τα δύο τρίτα σχεδόν
ΟΡΓΑΝΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΤΑΞΙΑ: 1941-42
255
των δικαστών της Γερμανίας είχαν διοριστεί πριν από το 1933 και οι ριζοσπάστες του Κόμματος ζητούσαν τώρα να γίνει ευρεία εκκαθάριση.56 Τον Απρίλιο συνήλθε εκτάκτως το Ράιχσταγκ. Στην τελευταία του, όπως αποδείχθηκε, ομιλία προς αυτό, ο Χίτλερ ζήτησε με βλοσυρό ύφος -και οι βουλευτές το δέχθηκαν εξυπηρετικότατανα του αναγνωριστεί ο ρόλος του..ανώτατου, διαιτητή της γερμανικής δικαιοσύνης και να του παραχωρηθεί το δικαίωμα να απολύει κάθε δικαστή που «αδυνατούσε να κατανοήσει τις αναγκες της στιγμής». Η ομιλία αυτή δεν καλοάρεσε στο γερμανικό κοινό, το οποίο δεν καταλάβαινε γιατί ο Χίτλερ ένιωθε πως χρειαζόταν περισσότε ρες εξουσίες, και υπήρξε το έναυσμα νέων πιέσεων προς το νομικό κατεστημένο. Οι προειδοποιήσεις του Φρανκ ενάντια στα «ιδεώδη του αστυνομικού κράτους» και η έκκλησή του προς τον Χίτλερ να προστατεύσει το δικαστικό σώμα άφησαν επομέ νως ασυγκίνητο τον Φύρερ, ιδίως αφού την ίδια περίοδο η εκβιομηχανισμένη μαζι κή δολοφονία του πολωνικού εβραϊσμού έμπαινε σε νέα και πιο έντονη φάση. «Ας μου επιτραπεί να απευθύνω προειδοποίηση προς τους κυρίους νομικούς μας», δή λωσε ο Χίτλερ στις 22 Ιουλίου 1942, την ημέρα μετά την ομιλία του Φρανκ στη Χαϊδελβέργη. «Καλά θα κάνουν να μην προσπαθούν να επιβάλουν τη μανία τους για τους κανονισμούς στη διοίκηση των ανατολικών εδαφών μας». Στα τέλη Αυγούστου ο Φρανκ έχασε τα κομματικά του αξιώματα. Υπέβαλε την παραίτησή του από το αξίωμα του γενικού κυβερνήτη και έστειλε στον Χίτλερ επιστολή στην οποία κατήγγελλε την αύξηση της δύναμης της μυστικής αστυνομίας και τη διάβρωση της έννομης τάξης στο^Ράιχ. Μα ο Χίτλερ απλώς αγνόησε την επιστολή και διατήρησε τον Φρανκ στο αξίωμά του.57 Όπως είχε προβλέψει ο Φρανκ, η δικαιοσύνη έγινε πολύ πιο σκληρή μέσα στη Γερμανία στην τελική φάση του πολέμου. Οι θανατικές ποινές που επιβλήθηκαν απογειώθηκαν στις 4.457 το 1942 και στις 5.336 τον επόμενο χρόνο, από τις 250 του 1939. Το Ράιχ εισήγε όχι μόνο φυλετικά ανεπιθύμητο δουλικό εργατικό δυναμικό, αλλά και την εντατικοποιημένη «φυλετική βία και τρομοκρατία που είχαν εξαπολύ σει τα δδ έ|ω από τα σύνορα. Ταυτόχρονα, τα δδ επιτάχυναν την εξόντωση του πο λ ωνικού εβοαϊσμού» έτσι ώστε στα τέλη του 1942 από τα δύο εκατομμύρια Εβραίους της Γενικής Κυβέρνησης ζούσαν ακόμη μόλις 300.000. (Ο Φρανκ όχι μόνο δεν προ βληματιζόταν γι’ αυτό, αλλά αστειευόταν κιόλας δημόσια σχετικά.) Η αστυνομία και ο τρομοκρατικός μηχανισμός έγιναν ισχυρότεροι -και φονικότεροι- τόσο στη Γερμανία όσο και στην Ανατολική Ευρώπη. Ο Χίμλερ, πάλι, αναγνώριζε τη σχέση ανάμεσα στα δύο. «Οι πολιτικές εξελίξεις στο Ράιχ επιταχύνονται εξαιτίας των εμπειριών του πολέμου», σημείωνε τον Ιούνιο του 1942, συνδέοντας κατά πώς φαί νεται τη διαμάχη για το δικαστικό σώμα με την επιτάχυνση της Τελικής Λύσης. «Πρέπει να εφαρμόσουμε ως το τέλος ορισμένες αποφάσεις, ιδίως στα νεοκατακτημένα εδάφη, που είναι αποφασιστικής σημασίας και για τη μελλοντική πολιτική πο ρεία του ίδιου του Ράιχ».58
256
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Όπως όμως έδειχναν οι επικρίσεις του Φρανκ, τα δδ δεν υπερίσχυσαν εκατό τοις εκατό και το παλιό δίλημμα «Κόμμα ή κράτος» συνεχίστηκε. Οι κομματικο£^£ζοι>λάιτερ παρέμειναν ακλόνητοι στις Θέσεις τους, όπως πάντα. Με τον Φυρερ τους να τους στηρίζει, άντρες όπως ο Κοχ και ο Φόρστερ αψηφούσαν τον Χίμλερ ατιμωρητί. Ακόμα και ο Φρανκ, μετά από όλα όσα είχε πει, παρέμεινε στο πόστο του. Η δολο φονία του Χάυντριχ και το φιάσκο της μετοίκησης υπήρξαν βαριά χτυπήματα για τα δδ, και ο Χίμλερ πάλευε για να ελέγξει ένα σύστημα που γινόταν με ταχύ ρυθμό όχι μια οργάνωση, αλλά ένα συνονθύλευμα από ετερόκλητες μίνι-αυτοκρατορίες. Όταν εντέλει έγινε υπουργός Εσωτερικών το 1943, το γεγονός αυτό ελάχιστα βοήθησε στην επίλυση του ευρύτερου αγώνα ανάμεσα στο κράτος και στο Κόμμα. Ο νέος υπουργός υποσχέθηκε ότι θα τετραγώνιζε τον κύκλο, όπως ακριβώς είχε κάνει και ο προκάτοχός του, και τάχθηκε υπέρ ,^ντρι^ης.δύναμης», «απερίσπα στης από ειδικές υπηρεσίες» αφενός και της «αποκέντρωσης και μιας ισχυρής τοπι κής διοίκησης» αφετέρου. Μα το παλιό αδιέξοδο παρέμεινε. Όπως έλεγε με απο γοήτευση ο Όλεντορφ, ο Χίμλερ «στην πραγματικότητα οργάνωνε την αταξία».59
ΜΕΡΟΣ 2
Η Νέα Τάξη
Κάνοντας την κατοχή να αποδώσει
Στην Καγκελαρία του Ράιχ τον Νοέμβριο του 1937, μια πολΰ επίλεκτη ομάδα -οι υπουργοί Πολέμου και Εξωτερικών της Γερμανίας και οι τρεις αρχηγοί των ένο πλων δυνάμεων- άκουγε τον Χίτλερ να αναπτύσσει με ατέρμονη διεξοδικότητα το όραμά του για τα επόμενα πέντε με δέκα χρόνια. Αλλά το βασικό μήνυμα ήταν ξε κάθαρο. Δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο, γιατί σε όλο τον κόσμο, τους είπε, «η πρω τόγονη ορμή για αποικισμό» ήταν και πάλι ορατή. Η πραγματική κινητήρια δύναμη ήταν η οικονομική αναγκαιότητα. Αυτή είχε ωθήσει πρόσφατα και την Ιαπωνία και την Ιταλία να επεκταθοΰν, και η Γερμανία έπρεπε να ακολουθήσει τα αχνάρια τους. Το Ράιχ με τον «σφιχτοδεμένο φυλετικό πυρήνα του» δεν θα μπορούσε ποτέ να απο κτήσει αυτάρκεια στα βασικά τρόφιμα και πρώτες ΰλες, και ο υπερπληθυσμός απει λούσε σοβαρά το μέλλον της χώρας. Αύξηση του βιοτικού του επιπέδου σήμαινε απόκτηση πρόσβασης στους πόρους άλλων λαών. Η συμμετοχή όμως στην παγκόσμια οικονομία θα έκανε τη χώρα ευάλωτη στη βρετανική πίεση -ούτε ο ίδιος ούτε οι ακροατές του είχαν ξεχάσει τον αποκλεισμό του Μεγάλου Πολέμου- κι έτσι η μόνη ασφαλής διέξοδος για τη Γερμανία βρισκό ταν μέσα στην Ευρώπη: «Αν δεχθούμε ως βασικό ζητούμενο την ασφάλεια του επι σιτισμού μας», είπε, «ο χώρος που πρέπει να εξασφαλίσουμε μπορεί να αναζητηθεί μόνο στην Ευρώπη, όχι -όπως στη φιλελεύθερη-καπιταλιστική αντίληψη- στην εκ μετάλλευση των αποικιών. Δεν τίθεται θέμα πρόσκτησης πληθυσμών, αλλά συλλο γής εδάφους για γεωργική χρήση. Επιπλέον, είναι πιο πρακτική η αναζήτηση εκτά σεων που θα παράγουν πρώτες ύλες στην Ευρώπη, σε άμεση γειτνίαση με το Ράιχ, παρά υπερποντίως». Είχε κατά νου πρώτα-πρώτα την Αυστρία και την Τσεχοσλοβα κία, γιατί προέβλεπε ότι αν τις έβαζε στο χέρι θα βελτιωνόταν ο εφοδιασμός του Ράιχ σε τρόφιμα - ιδίως εάν, όπως πίστευε, κατάφερνε η Γερμανία να εξαναγκάσει τρία εκατομμύρια Τσέχους να μεταναστεύσουν. Αν ενεργούσαν την κατάλληλη στιγμή, η Βρετανία και η Γαλλία δεν θα αντιδρούσαν και η Γερμανία θα έβγαινε από αυτή την ιστορία οικονομικά ενισχυμένη και ικανή να επεκταθεί περαιτέρω από θέση ισχύος.1
260
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
Ο τρόπος σκέψης του Χίτλερ για τα οικονομικά ήταν πόσο κάρβουνο, σίδερο και ατσάλι, βρώσιμα λίπη και σιτάρι μπορούσε να αντλήσει από μια δεδομένη περιοχή. Τα διεθνή οικονομικά τα έβλεπε σαν ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος και όχι σαν ένα παιχνίδι όπου όλοι ήταν συνδεδεμένοι με δεσμούς αμοιβαίας εξάρτησης. Ειδικότερα την ανατολική Ευρώπη την έβλεπε σίγουρα έτσι. Μετά την πτώση της Γαλλίας, όμως, ανοίχθηκε ξαφνικά μια πολύ ευρύτερη προοπτική - η προοπτική της ευρωπαϊκής ηγεμονίας. Οι ειδήμονες της οικονομικής πολιτικής, οι οποίοι είχαν εντονότατη επίγνωση των πιέσεων που ασκούνταν στη γερμανική οικονομία από τις αρχές της δεκαετίας του 1930, ένιωσαν φοβερή ανακούφιση. «Σήμερα διαχειριζό μαστε μιαν έκταση από τον Αρκτικό Ωκεανό ως τη Μαύρη Θάλασσα, από τον Κόλ πο της Φινλανδίας ως την Αδριατική», καμάρωνε ο Γερμανός υπουργός εθνικής οι κονομίας λίγο μετά την εισβολή στην Ε.Σ.Σ.Δ. «Ποτέ ως τώρα στην παγκόσμια ιστο ρία δεν υπήρξε τέτοια οικονομία προς διαχείριση [\νπίδοΐιαίίδνεπναΐίυη^].» Η έκτα ση αυτή -που θα συμπληρωνόταν σύντομα με τις νέες γαίες που είχαν αφαιρεθεί από την Ε.Σ.Σ.Δ. το 1941-2- παρείχε μια βάση φυσικών πόρων ανώτερη από κάθε σχεδόν πλευρά από εκείνη που διέθετε ο Στάλιν μόνο σε πετρέλαιο εξακολουθού σε να είναι πιο μπροστά η Σοβιετική Ένωση.2 Οι πόροι όμως δεν εξαντλούσαν το ζήτημα. Το ΑΕΠ της Ευρώπης συνολικά ήταν μεγαλύτερο και από της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και από των ΗΠΑ (ακόμα και χωρίς να ληφθεί υπόψη η δυνάμει συμβολή των γαλλικών, βελγικών και ολλανδικών αποικιών), αλλά ο πλούτος της γεννιόταν όχι τόσο από την άντληση πόρων, όσο χά ρη στις επιδόσεις εκλεπτυσμένων ανοιχτών και διασυνδεδεμένων χρηματοοικονο μικών αγορών. Η οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου είχε πλήξειτο ενδοευρωπαϊκό διακρατικό εμπόριο και είχε μειώσει τις συναλλαγές των χωρών με τον υπόλοιπο κόσμο. Μολοντούτο τα δίκτυα αυτά και οι εμπορικές αλληλεπιδράσεις παρέμεναν ζωτικής σημασίας για την ευημερία της Ευρώπης. Η πραγματική πρόκληση για τους Γερμανούς, επομένως, ήταν όχι τόσο πώς να αντλήσουν "φυσικούς πόρους όσο πώς να τους διαχειριστούν.3 Επειγόμενος ωστόσο να χτίσει το Φρούριο Ευρώπη, ο Χίτλερ υποτίμησε το κό στος που θα είχε η διάρρηξη των διεθνών της διασυνδέσεων. Μόλις ξέσπασε ο πό λεμος και η Ευρώπη αποκόπηκε από τους υπερπόντιους εμπορικούς της εταίρους εξαιτίας του βρετανικού αποκλεισμού, η έντονη εξάρτηση της ηπείρου από τον ξένο εφοδιασμό σε σιτάρι, ζωοτροφές, πετρέλαιο και άνθρακα αποκαλύφθηκε σε όλη της τη γυμνότητα. Πολλές φορές δεν υπήρχε βραχυπρόθεσμο υποκατάστατο για τα εισαγόμενα αγαθά, και η αντιμετώπιση της εξαφάνισής τους θα απαιτούσε, ακόμα και με άριστες γενικότερες συνθήκες, επιδέξια διαχείριση, προορατικότητα και διάθεση για συμβιβασμούς - αρετές όχι ανάμεσα στις πιο προβεβλημένες στη Γερ μανία του Χίτλερ. Η κατάκτηση όχι μόνο δεν βοήθησε τη γερμανική πολεμική προ σπάθεια, αλλά έκανε κιόλας ορισμένα από τα θύματα του Ράιχ να έχουν ανάγκη τη
ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΝΑ ΑΠΟΔΩΣΕΙ
261
γερμανική βοήθεια για να μη λιμοκτονήσουν: καθαροί εισαγωγείς όπως η Νορβη γία και η Ελλάδα δεν άξιζε, από αυστηρά οικονομική σκοπιά, να υποστοΰν εισβολή. Η πολεμική φούρια, όμως, και το γεγονός ότι το Ράιχ αγωνιζόταν επί ξυρού ακμής απλώς ενέτειναν την τάση των ναζί να εφαρμόζουν κατά προτεραιότητα πολιτικές λεηλασίας. Το αναμενόμενο αποτέλεσμα ήταν ότι η γερμανική κατοχή πυροδότησε δημοσιονομικές και νομισματικές κρίσεις στη μια χώρα μετά την άλλη, κρίσεις που διάβρωσαν την κρατική εξουσία, τροφοδότησαν τις πληθωριστικές πιέσεις και κα τέστρεψαν τις εύθραυστες εσωτερικές αγορές. Πουθενά στην Ευρώπη, έξω από το ίδιο το Ράιχ, δεν αυξήθηκε το εθνικό εισόδημα στην εμπόλεμη περίοδο. Με δυο λό για, η οικονομική επίδοση της ηπείρου υπήρξε καταστροφική και ήταν χειρότερη απ’ οπουδήποτε αλλού ακριβώς στις περιοχές εκείνες που ο Χίτλερ είχε θεωρήσει ότι ήταν αποφασιστικότερης σημασίας να κατακτήσει. Μια πολύ καλή πρόσφατη οι κονομική ιστορία της εμπόλεμης οικονομίας της Γερμανίας υπογραμμίζει τη σκληρή πραγματικότητα: ενώ η παραγωγή των ΗΠΑ εκτοξεύτηκε στα ύψη, το Φρούριο Ευ ρώπη ήταν «τελειωμένη περίπτωση».4 Βραχυπρόθεσμα, ωστόσο, ο Χίτλερ πήρε πολλά απ’ όσα ήθελε, γιατί, αν και η ηπειρωτική πίτα συρρικνωνόταν, το Ράιχ κατάφερε να καταναλώνει όλο και μεγαλύ τερο κομμάτι της. Παρά το ότι η Γερμανία ήταν μια παγκόσμια δύναμη μεσαίου απλώς μεγέθους, η ωμή βία τής επέτρεψε να ανακατευθύνει ένα πολύ σημαντικό ποσοστό του ευρωπαϊκού εμπορίου και παραγωγής προς τον εαυτό της. Από το 1940 ως το 1944 η συμβολή των κατακτημένων εδαφών στη συνολική γερμανική κατανάλωση χάλυβα αυξήθηκε από το 3 στο 27 τοις εκατό, και η αναλογία ξένων εργατών στο εργατικό δυ ναμικό του Ράιχ αυξήθηκε από το 3 στο 19 τοις εκατό, επιτρέποντας στη χώρα να ρίξει εκατομμύρια δικούς της άντρες στο Ανατολικό Μέτωπο. Την ίδια στιγμή, η γερμανική κατανάλωση αυξήθηκε κατά ένα όγδοο, σαν αποτέλεσμα των εισφορών από τις κατακτημένες περιοχές -χωρίς να υπολογίσουμε τον κρισιμότατο ρόλο του ξένου εργατι κού δυναμικού. Οι Πολωνοί, οι Τσέχοι και οι Γάλλοι ήταν ιδιαίτερα σημαντικοί. Ένα εντυπωσιακό 7,4 τοις εκατό του συνολικού πληθυσμού της Γενικής Κυβέρνησης δού λευε στο Ράιχ. Το 1943, περισσότερο από το μισό γαλλικό εργατικό δυναμικό απα σχολούνταν στη γερμανική πολεμική προσπάθεια και περισσότερο από το ένα τρίτο του γαλλικού εθνικού εισοδήματος διοχετευόταν προς όφελος της Γερμανίας. Στο Προτεκτοράτο της Βοημίας-Μοραβίας, που ενσωματωνόταν όλο και περισσότερο στη γερμανική οικονομία, το εθνικό εισόδημα ανέβηκε μάλιστα πάνω από τα προπολεμι κά επίπεδα, παρά τις μαζικές καθαρές εκροές πόρων προς το παλιό Ράιχ· χάρη σε ση μαντική βιομηχανική ανάπτυξη, για να μην αναφέρουμε τους 600.000 εργάτες που δούλευαν στη Γερμανία (και τους πάνω από 200.000 στα στρατόπεδα), η ανεργία εξα φανίστηκε και οι μισθοί ακολουθούσαν τον πληθωρισμό κατά βήμα.5 Στο βαθμό τέλος πάντων που τα οικονομικά της Νέας Τάξης λειτούργησαν, το έκαναν μόνο βραχυπρόθεσμα και μόνο επειδή η καπιταλιστική συνεργασία ανάμεσα
262
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
στους Γερμανούς και στις άλλες χώρες της Δύσης αποδείχθηκε πολύ πιο παραγωγική απ’ ό,τι τα αποικιοκρατικά μοντέλα άντλησης πόρων που απαιτούσε ο Χίτλερ στην Ανατολή. Ακόμα και κατεχόμενες χώρες όπως το Βέλγιο και οι Κάτω Χώρες, που χρειάζονταν τη βοήθεια των Γερμανών για να μη βουλιάξουν οι οικονομίες τους, εί χαν σημαντική καθαρή συμβολή στη γερμανική προσπάθεια. Ο Γκαίμπελς εντυπω σιάστηκε, για παράδειγμα, από τον τρόπο με τον οποίο τα ολλανδικά εργοστάσια εκ πλήρωναν πειθήνια τις διαταγές του Ράιχ. Ένας μελετητής των γερμανοβελγικών σχέσεων αναφέρεται στην «εξαιρετική επιτυχία» των Γερμανών να βάλουν τη βορει οδυτική Ευρώπη εν γένει να δουλέψει.6 Μονάχα η αξία των λεηλατημένων υλικών από εκεί πρέπει να ήταν σχεδόν τέσσερις φορές μεγαλύτερη από την αντίστοιχη της Ανατολής, και η δυτική Ευρώπη εισέφερε επίσης τη μερίδα του λέοντος των χρηματι κών τελών που καταβλήθηκαν με τη μορφή εξόδων κατοχής και άλλων φόρων. Ακό μα και στον σπουδαιότατο τομέα του επισιτισμού, η οικτρή αποτυχία της γερμανικής αγροτικής πολιτικής στη Σοβιετική Ένωση αντισταθμίστηκε από τις υψηλές παραλα βές που προέρχονταν από τη Γαλλία και τη Γενική Κυβέρνηση. Όλα αυτά αποδείκνυαν και πάλι τα όρια του αποικιοκρατικού οράματος του Χίτλερ και έδειχναν πως οι βιομηχανικές κοινωνίες με πυκνό δίκτυο διαχείρισης μπορούσαν να υποστούν επι κερδέστερη εκμετάλλευση από τις αγροτικές κοινωνίες με φτωχή διασύνδεση. Τα βάρη τα σήκωσαν, εννοείται, οι μη Γερμανοί, που οι μερίδες τους περικόπηκαν δραστικά και το διαιτολόγιό τους φτώχυνε. Οι μακριές ουρές κυριάρχησαν παντού, καθώς επίσης οι κομπιναδόροι και οι μαυραγορίτες. Σημειώθηκε έλλειψη στέγης λόγω των επιτάξεων και των βομβαρδισμών, πολλά δε αγαθά έγιναν μακρινή ανάμνηση και μπορούσες να τα βρεις μόνο στα μοδάτα εστιατόρια που απευθύνονταν αποκλει στικά στους Γερμανούς και σε όσους τους υπηρετούσαν. Παρ’ όλα αυτά, η παραγωγή τροφίμων στην Ευρώπη συνολικά δεν έπεσε τόσο όσο στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλε μο, και αν οι Γάλλοι και οι Ιταλοί έζησαν χειρότερα απ’ ό,τι το 1914-18, δεν είναι σί γουρο ότι μπορεί να ειπωθεί το ίδιο για τους Βέλγους, τους Γερμανούς και τους Κεντροευρωπαίους - τουλάχιστον ως την τελευταία χρονιά του πολέμου. Η δραματική αύξηση της βρεφικής θνησιμότητας και των επιδημιών ήταν τοπικό φαινόμενο, ο δε ρυθμός των γεννήσεων αυξήθηκε σημαντικά σε πολλές περιοχές: ο συνδυασμός δελτί ου τροφίμων και μαύρης αγοράς κράτησε τους περισσότερους ανθρώπους ζωντανούς. Ο λιμός ήταν σπάνιος* έπληξε μόνο την Ελλάδα κατά τον πρώτο χρόνο της κατοχής και τις Κάτω Χώρες κατά τον τελευταίο. Στην ανατολική Ευρώπη, επρόκειτο για εντελώς διαφορετική ιστορία. Εν μέρει επειδή η γερμανική πολιτική στόχευε στο θάνατο ολό κληρων ομάδων του πληθυσμού από υποσιτισμό, ο κόσμος λιμοκτονούσε μαζικά - στα στρατόπεδα και στα γκέτο της Γενικής Κυβέρνησης, και σε όλα τα σοβιετικά εδάφη. Ο τρόπος που η Γερμανία διηύθυνε την ευρωπαϊκή οικονομία -όπως και η προ σέγγισή της στο ζήτημα των φυλών και η πολιτική της για τις εθνότητες- διαμορφώ θηκε σε βάθος όχι μόνο από την ιδεολογία αλλά και από την πορεία του πολέμου.
ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΝΑ ΑΠΟΔΩΣΕΙ
263
Το 1938-9, το Ράιχ αύξησε την εμπορική και βιομηχανική κυριαρχία του στην κεντροανατολική Ευρώπη και, μετά την πτώση της Γαλλίας, νιώθοντας σίγουρο πως είχε νικήσει και στη Δύση, άρχισε να στοχάζεται πάνω στα μακροπρόθεσμα γνωρί σματα που θα είχε η Νέα Τάξη στην ήπειρο όταν θα ερχόταν η ειρήνη. Από το χει μώνα όμως του 1941/2, καθώς συνειδητοποιούσε σιγά-σιγά ότι η Σοβιετική Ένωση εξακολουθούσε να μην έχει νικηθεί, οι βραχυπρόθεσμες ανάγκες της οικονομίας του πολέμου έγιναν πάρα πολύ πιο πιεστικές. Αυτή ήταν η πραγματικά αποφασιστι κή καμπή στη διεύθυνση της κατοχής συνολικά από τους Γερμανούς, γιατί έδωσε το έναυσμα για πολύ πιο βίαιη εκμετάλλευση της ηπείρου και των πόρων της. Τα δδ, εκμεταλλευόμενα την κατάρρευση του γερμανικού δικαστικού συστήματος, πρωτο στάτησαν στην εντυπωσιακή μεγέθυνση του πληθυσμού των στρατοπέδων -από τις 21.400 το 1939 στις 100.000 και πλέον στα μέσα του 1942, στις 700.000 και πλέον στις αρχές του 1945- και μετέτρεψαν τον εαυτό τους σε μείζονα προμηθευτή δουλικής εργασίας. Ο Γκαίρινγκ «στραγγάλισε» την κατανάλωση τροφίμων στα κατεχόμενα εδάφη ώστε να μη θιγεί το βιοτικό επίπεδο των Γερμανών* ο δε Φριτς Ζάουκελ, ο νέος πληρεξούσιος για τα εργατικά θέματα, διεξήγαγε μια σειρά στυγνά αποτελε σματικές εκστρατείες από τη Γαλλία ως την Ουκρανία, που ανάγκασαν περισσότε ρους από πέντε εκατομμύρια ανθρώπους να πάνε στο Ράιχ, προκαλώντας συνάμα την ανάφλεξη της αντίστασης σε όλη την ήπειρο. Τα θύματα οδηγούνταν θέλοντας και μη στα εργοστάσια, όπου οι συνθήκες δουλειάς είχαν γίνει τόσο αφόρητες όσο και στα στρατόπεδα. Ο νεοδιορισμένος υπουργός Εξοπλισμών του Χίτλερ, ο Άλμπερτ Σπέερ, σκότωσε χιλιάδες ανθρώπους στη δουλειά στα υπόγεια εργοστά σια βλημάτων και εργαλειομηχανών και στα ανθρακωρυχεία. «Θέλετε ολοκληρωτι κό πόλεμο;» είχε φωνάξει ο Γκαίμπελς στο επιλεγμένο ακροατήριό του στο Βερολί νο, την άνοιξη του 1943. Είτε τον ήθελαν είτε όχι, από κει και πέρα τον είχαν.
Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ
Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, η προσπάθεια επανεξοπλισμού της Γερμανίας προσέκρουε στους περιορισμένους πόρους του Ράιχ. Οι χώρες της κεντροανατολικής Ευρώπης, που επί χρόνια εξήγαν τις πρώτες ύλες τους στη Γερμανία και είχαν δει να συσσωρεύονται τεράστια πιστωτικά υπόλοιπα στους λογαριασμούς τους, άρ χισαν να της γυρίζουν την πλάτη και να προτιμούν άλλους πελάτες, που είχαν να πληρώσουν σε σκληρό νόμισμα. Η κατάκτηση παρείχε στη Γερμανία έναν άλλον τρόπο να αρπάξει χρήματα και αγαθά. Έτσι, τα αποθέματα χρυσού και ξένου συναλλάγματος της Αυστρίας πήγαν στη Κοιοΐΐδβαηΐί· το ίδιο και τα τσεχικά αποθέματα -υπολογίζεται ότι συμποσούνταν σε 100 εκατομμύρια δολάρια- που οι Βρετανοί τα έστειλαν εξυπηρετικότατα από το Λον
264
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
δίνο πίσω στην Πράγα, μετά την κατάληψη της πόλης. Μεγάλα στοκ πρώτων υλών αντλήθηκαν από την Αυστρία, την Τσεχοσλοβακία, την Πολωνία και τη δυτική Ευρώ πη, ανακουφίζοντας την έλλειψη μετάλλων στο Ράιχ και επιτρέποντας σ’ ένα 40 τοις εκατό της γερμανικής βιομηχανικής παραγωγής να παραμείνει αφιερωμένο στους κα ταναλωτές ως τη στιγμή της εισβολής στη Σοβιετική Ένωση. Μια από τις πρώτες δια ταγές του Χίτλερ τη στιγμή της εισβολής στην Τσεχοσλοβακία ήταν να πάρει ο στρα τός τον έλεγχο των τεράστιων σιδηρουργείων και χαλυβουργείων της Οστράβα. Τα άλογα ήταν ιδιαίτερα ζωτικής σημασίας για τη Βέρμαχτ, η οποία επίταξε περισσότερα από ένα εκατομμύριο άλογα. Το ίδιο συνέβη με τα επεξεργασμένα προϊόντα, ιδίως τα όπλα και τα πυρομαχικά: μέσα σε δύο εβδομάδες αφαιρέθηκαν από την Τσεχοσλοβα κία αρκετά όπλα για να εξοπλίσουν δέκα μεραρχίες της Βέρμαχτ, στα δε λάφυρα συμπεριλαμβάνονταν περισσότερα από 1.000 αεροσκάφη. Το ίδιο έργο παίχτηκε και αλ λού. Το ένα τρίτο του συνόλου των αγαθών που προήλθαν από τη Γαλλία ήταν για στρατιωτική χρήση - περισσότερα από 314.000 τουφέκια, 3 εκατομμύρια οβίδες και 2.000 τανκς. Στην περίπτωση της Γενικής Κυβέρνησης, ο Γκαίρινγκ διέταξε ότι «όλες οι πρώτες ύλες, τα παλιοσίδερα, τα μηχανήματα και λοιπά που μπορούν να χρησιμο ποιηθούν στη γερμανική πολεμική οικονομία, πρέπει να αφαιρούνται». Οι λαφυροπραγματογνώμονές του δούλεψαν γρήγορα. Στην Ελλάδα, εμπορεύιιατα αξίας τεσσά ρων εκατομμυρίων ράιχσμαρκ στάλθηκαν στην πατρίδα μέσα σε πέντε μήνες, ενώ μια άλλη ειδική μονάδα λαφυραγώγησης στάλθηκε στην Ουκρανία το 1941 και αφαίρεσε χιλιάδες εργαλειομηχανές για τη γερμανική αεροναυπηγική βιομηχανία.7 Η επίδραση του γερμανικού στρατού στις κατακτημένες οικονομίες έγινε αισθη τή και αλλιώς. Κινητά πιστωτικά ιδρύματα εξέδιδαν προσωρινά και υπερτιμημένα κατογικά ιιάοκα για τους στρατιώτες, δίνοντάς τους τεράστια αγοραστική δύναμη, η οποία επέτρεπε στις «ακρίδες» να μεταφέρουν σημαντικές ποσότητες αγαθών στην πατρίδα. Μετά την πτώση της Γαλλίας, αυτοί οι «περονόσποροι» (όπως επίσης τους ονόμαζαν οι πωλήτριες των παριζιάνικων μαγαζιών) έπεφταν σαν σμάρια στα Ηεπηοδ και στα άλλα μαγαζιά υψηλής ραπτικής, με τις φωτογραφίες των γυναικών και των φιλενάδων τους ανά χείρας, για να είναι σίγουροι πως ήταν σωστό το μέγε θος, και άδειαζαν τα ράφια. Στο Βέλγιο «οι μακριές λιτανείες στρατιωτών που γέρ νουν κάτω απ’ το βάρος των αναρίθμητων αγορών τους» ήταν «καθημερινό θέαμα».8 Ο Γκαίρινγκ και ο Χίτλερ πάντοτε τόνιζαν πόσο σημαντικό ήταν να επι τρέπεται στους χαμηλόβαθμους και στους φαντάρους να επιστρέφουν μεπλιάτσικο από τη θητεία τους στο εξωτερικό, γνωρίζοντας καλά ότι οι υψηλά ι^άμενοι τού Κόμματος πλιατσικολογούσαν την ήπειρο σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Ένας οικο νομολόγος θα μπορούσε να πει ότι όλα αυτά δεν ήταν τελείως αντιπαραγωγικά: αφού η εισβολή γενικά πυροδοτούσε μια πρόσκαιρη αποπληθωριστική κρίση και μάλιστα μερικές φορές επέφερε πτώση των τιμών των αγαθών, το γερμανικό χαρτο νόμισμα βοηθούσε στην ένεση ρευστού και στην επανέναρξη της οικονομικής ζωής.
ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΝΑ ΑΠΟΔΩΣΕΙ
265
Πολΰ γρήγορα όμως η απειλή του αποπληθωρισμού εξαφανιζόταν, και τη θέση της έπαιρναν πληθωριστικές πιέσεις, που δεν χαλάρωναν ποτέ.9 Όταν τέλειωνε μια εισβολή, η Βέρμαχτ συνήθως ενθάρρυνε την επιστροφή στη «φυσιολογική» οικονομική δραστηριότητα. Το έργο της ήταν από ορισμένες από ψεις ευκολότερο απ’ ό,τι στον Μεγάλο Πόλεμο, γιατί το 1940 πολλοί κρατικοί υπάλ ληλοι των κατακτημένων κρατών είχαν τη γνώμη ότι ο πόλεμος είχε τελειώσει και πως είχαν καθήκον να δουλέψουν με τους Γερμανοΰς. Γι’ αυτό διέταζαν να ξανανοίξουν οι επιχειρήσεις και τα καταστήματα και να παγώσουν οι μισθοί και οι τιμές, ώστε να αποτραποΰν οι ξαφνικές ανατιμήσεις. Πολλοί επιχειρηματίες, επίσης, θεω ρούσαν ότι δεν είχε νόημα να μη συνεργαστούν: η «Πολιτική της Παραγωγής», που λάνσαραν οι μεγιστάνες της βελγικής βιομηχανίας τον Ιούνιο του 1940, βρήκε μιμη τές σε όλη τη δυτική Ευρώπη. Στο μεταξύ, την άμεση στρατιωτική επίταξη την αντι καθιστούσε η συγκεντρωτική αγορά και προμήθεια. Στις Κάτω Χώρες, προτού καλά-καλά καταφτάσει ο επίτροπος του Ράιχ, Σέυς-Τνκβαρτ, ιδρύθηκε και λειτούργη σε Επιθεώρηση Όπλων που έψαχνε για ολλανδικές επιχειρήσεις στις οποίες να δώ σει «υπεργολαβία» τις γερμανικές στρατιωτικές ανάγκες. Μια αυστηρή ανάγνωση των Συμβάσεων της Χάγης θα απέκλειε την τέτοια χρήση της εργασίας του πληθυ σμού προς όφελος της κατοχικής δύναμης. Σε γενικές γραμμές, όμως, οι ενστάσεις αυτού του είδους -μολονότι διατυπώθηκαν από Ολλανδούς, Γάλλους και Βέλγους αρμοδίους- αγνοήθηκαν. Οι ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων έβλεπαν πως υπήρχαν ευ καιρίες κέρδους, καθώς και ανταγωνιστές που έπρεπε να αντιμετωπιστούν. Επιπλέ ον, ο φόβος πως οι Γερμανοί θα εκτόπιζαν πολύ απλά τους εργάτες στο Ράιχ, αν δεν επέστρεφαν στη δουλειά από μόνοι τους, έκανε τους πάντες, πολιτικούς, εργάτες και εργοδότες, να βλέπουν την επανέναρξη της παραγωγής σαν το μικρότερο κακό. Στη δυτική Ευρώπη είχαν τουλάχιστον κάποια επιλογή. Σε μεγάλο τμήμα της ανατολικής Ευρώπης, αντιθέτως, οι Γερμανοί λεηλάτησαν ό,τι κινούνταν. Πρωτο στάτησε η πελώρια ΚοίοΙίδχνοΓίχ ΗΟτου Γκαίρινγκ. Αυτή είχε εξασφαλίσει κυρίαρ χη θέση στα τέλη του 1939 στην Αυστρία και στη Βοημία-Μοραβία, κατάσχοντας στρατηγικής σημασίας εργοστάσια άνθρακα, σιδήρου και χάλυβα* έγινε έτσι ο με γαλύτερος ίσως βιομηχανικός όμιλος του κόσμου. Μετά το 1941, οι εταιρείες χαρτο φυλακίου του πήραν επίσης τον έλεγχο των σοβιετικών εξορυκτικών, μεταλλουργι κών και μεταποιητικών επιχειρήσεων. Στα μέσα του 1944 η Κ©ίο1ΐδ\ν6τΐ£0 ΗΟ είχε πια περισσότερους από 40.000 απασχολουμένους, η πλειονότητα έξω από το Ράιχ. Όλα αυτά αποτελούσαν μέρος μιας συνειδητής στρατηγικής για αποβολή του γαλλι κού και του βρετανικού κεφαλαίου από την κεντροανατολική Ευρώπη και για συ γκρότηση μιας νέας, επιτηρούμενης από το κράτος γερμανικής ζώνης παραγωγής όπλων, παρασκευής χημικών και εξόρυξης μεταλλευμάτων ανάμεσα στο Λιντς και στην Ανω Σιλεσία. Εταιρείες όπως η I. Ο. Ρ&Λοη, γίγαντας της χημικής βιομηχα νίας, προσχώρησαν στο ρεύμα. Δεν είχαν υπερθεματίσει υπέρ του πολέμου, αλλά,
266
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
άπαξ και αυτός ξεκίνησε, τον εκμεταλλεύτηκαν και αυτές στο έπακρο. Ακολουθώ ντας κατά πόδας την προέλαση του στρατού, απέλυαν τους Εβραίους απασχολουμένους και δέχονταν ναζιστές στα εταιρικά συμβούλια, με αντάλλαγμα την άδεια να παίρνουν υπό τον έλεγχό τους τις μη γερμανικές επιχειρήσεις.10 Ο μακροπρόθεσμος στόχος ήταν να απαλλαγεί το Ράιχ -και ιδίως το Κόμμα- από το ενεργειακό μονοπώλιο των παλιών, ανεξάρτητων βαρόνων του άνθρακα και του χάλυβα στο Ρουρ και να τεθούν στρατηγικοί τομείς της οικονομίας της Μεγάλης Γερ μανίας σταθερότερα υπό τον έλεγχο του κράτους. Από το Άνσλονς και μετά, ο Γκαί ρινγκ τόνιζε ότι το Ράιχ δεν πολεμούσε μόνο και μόνο για να βοηθήσει μερικούς επι χειρηματίες να έχουν περισσότερα κέρδη. Η αυστριακή οικονομία, για παράδειγμα, δήλωνε, έπρεπε να κρατηθεί «σταθερά στα χέρια του κράτους». Για τον Γκαίρινγκ, η γερμανοκρατούμενη περιοχή της κεντροανατολικής Ευρώπης αποτελούσε «ομοιογε νή οικονομική περιοχή» που απαιτούσε την εποπτεία του Βερολίνου.11Η πολιτική λε ηλασίας που άσκησε στη Γενική Κυβέρνηση γρήγορα ματαιώθηκε, και η δική του εταιρεία χαρτοφυλακίου άρχισε να διοικεί άλλες εταιρείες, αντί να τις ξηλώνει. Από την Κρακοβία, ο Χανς Φρανκ διεκδικούσε τα εύσημα για την αλλαγή αυτή: Στις 15 Σεπτεμβρίου 1939 έλαβα την εντολή να αναλάβω τη διοίκηση των κατακτημένων ανατολικών εδαφών, με ιδιαίτερες διαταγές να εκμεταλλευτώ δίχως έλεος αυτή την περιοχή σαν πολεμική ζώνη και σαν μια γη ώριμη για λεηλασία, να μετα τρέψω σαν να λέμε την οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική δομή της σ’ ένα σωρό ερειπίων. Η εργασία διαφώτισης που επιτελέστηκε τους προηγούμενους μήνες προκάλεσε πλήρη αλλαγή αυτής της αντιμετώπισης. Σήμερα η περιοχή της Γενικής Κυβέρνησης θεωρείται ένα κομμάτι του γερμανικού ζωτικού χώρου που έχει τη δική του αξία. Η αρχή της ολικής καταστροφής άλλαξε και έγινε αρχή ανά πτυξης αυτής της περιοχής, στο βαθμό που μπορεί να δώσει οφέλη στο Ράιχ.12 Όμως ο Φρανκ συνέχαιρε υπερβολικά τον εαυτό του, και το πολωνικό εθνικό εισόδη μα έπεσε κατά ένα καταστροφικό 40 τοις εκατό μετά τη γερμανική εισβολή. Η οικονο μική ζωή της χώρας ελάχιστα μπορούσε να πάρει μπρος χάρη σε μια αλλαγή αισθημά των, τη στιγμή που οι προπολεμικές αγορές είχαν διαταραχθεί τόσο βίαια από το διαμελισμό και ενόσω ένα σημαντικό κομμάτι του επιχειρηματικού τομέα που είχε επιζήσει βρισκόταν υπό καταφανώς προσωρινή διεύθυνση. Ακόμα πιο βασικό ήταν το ότι οι Πολωνοί είχαν χάσει κάθε αυτονομία και βρίσκονταν στο έλεος των γερμανικών σχεδίων για τη χώρα τους, τα οποία δεν τους έδιναν κίνητρα για να συνεργαστούν. Η γερμανική πολιτική στη Δανία, από την άλλη, έδειξε τι μπορούσε να είχε γίνει στην ανατολική Ευρώπη, αν οι ναζί είχαν «αρκεστεί στο εφικτό», όπως έλεγε ένα απογοητευμένο επιχειρηματικό στέλεχος. Η διαφορά από την Πολωνία ήταν σχε δόν απίστευτη. Ο Χίτλερ είχε πει πως οι Δανοί έπρεπε να έχουν «την πιο φιλική» μεταχείριση, δεδομένου ότι δεν αντιστάθηκαν συνεπώς, συνάφθηκαν επιχειρηματι
ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΝΑ ΑΠΟΔΩΣΕΙ
267
κά συμβόλαια που «ακολουθούσαν τις συνήθεις πρακτικές». Αυτό σήμαινε πως οι Δανοί διοικούσαν εν πολλοις οι ίδιοι την οικονομία, μέσω μιας γερμανοδανικής Κυ βερνητικής Επιτροπής, πράγμα που έδινε τη δυνατότητα στους Γερμανούς να κά νουν εκτεταμένη μα όχι ασφυκτική χρήση των ναυπηγείων, των εργοστασίων εργαλειομηχανών και άλλων στρατηγικών βιομηχανιών της χώρας. Οι Γερμανοί εμπι στεύονταν τους Δανούς, ότι θα πήγαιναν με τα νερά τους. Δεν υπήρξε «αναδιοργά νωση» της οικονομίας κατά τα ναζιστικά πρότυπα, ούτε μαζική εξαγορά περιουσια κών στοιχείων ή λεηλασία εμπορευματικών και συναλλαγματικών αποθεμάτων ού τε καν αναγκαστική επιστράτευση εργατικού δυναμικού. Γνωρίζοντας τη σκεπτικιστική, αν όχι εχθρική στάση της δανέζικης κοινής γνώμης, και αγωνιώντας να εξα σφαλίσουν διαρκή πρόσβαση στην παραγωγή γαλακτοκομικών, ψαριών και κρέα τος της χώρας, οι Γερμανοί παρενέβαιναν όσο γινόταν λιγότερο στις επιχειρηματι κές δοσοληψίες. Πήραν αυτό που ήθελαν, αλλά το μερίδιό τους από τη βιομηχανική παραγωγή της Δανίας ενδέχεται να μην ξεπέρασε ποτέ το 10 τοις εκατό του συνό λου, σε σύγκριση με το 30-40 τοις εκατό της Γαλλίας.13 Κανένα άλλο μέρος δεν τη γλίτωσε τόσο ελαφρά. Όσον αφορά τον Χίτλερ, η στρατιωτική αντίσταση που προέβαλαν οι άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις αρκούσε για να τις εντάξει σε μια διαφορετική κατηγορία. Παρ’ όλα αυτά, οι συνέπειες για τη δυ τική Ευρώπη ήταν λιγότερο σοβαρές τον πρώτο-δεύτερο χρόνο απ’ ό,τι μπορούσε να περιμένει κανείς. Οι γερμανικές κατοχικές αρχές είχαν περί πολλού την πολιτική σταθερότητα και περιόρισαν τη διαρπαγή περιουσιακών στοιχείων που επαπειλούνταν μετά την κατάκτηση. Επειδή το Βερολίνο έβλεπε τη βιομηχανική παραγωγική ικανότητα της Ευρώπης σαν βαλβίδα ασφαλείας για την υπερθερμασμένη οικονομία του Ράιχ, προσπάθησε να μη βλάψει την υποδομή της με υπερβολικές παρεμβάσεις, λεηλασίες και αναδιαρθρώσεις. Μάλιστα, η λίστα επιθυμιών της γερμανικής βαριάς βιομηχανίας ήταν μάλλον μετριοπαθής αν συγκριθεί με τους φιλόδοξους πολεμικούς στόχους που είχαν διατυπώσει οι Γερμανοί το 1914. Έτσι, όταν το Υπουργείο Εθνι κής Οικονομίας προέβλεψε, το καλοκαίρι του 1940, την εμφάνιση μιας Πανευρώπης που θα βασιζόταν όχι στη συγχώνευση κρατών αλλά σε μια «ένωση εθνικών οικονο μιών», με συμφωνίες του ιδιωτικού τομέα που θα συνάπτονταν υπό την επίβλεψη κυ βερνητικών αρμοδίων, είχε στο νου του τη δυτική Ευρώπη. Κτίζοντας πάνω στις στε νές επαφές που είχαν δημιουργήσει μεταξύ τους εξέχοντες επιχειρηματίες στη δυτι κή Ευρώπη προπολεμικά, το Υπουργείο χρηματοδότησε εγκάρδιες συναντήσεις τους και προώθησε την ιδέα ενός συντονισμένου εξαμερικανισμού των περιφερειακών βιομηχανιών ορισμένοι βιομήχανοι για λίγο φαντασιώθηκαν ακόμα και ένα ευρω παϊκό βιομηχανικό κοινοβούλιο υπό τη σκέπη της Γερμανίας. Τα πλεονεκτήματα μιας τέτοιας συνεργασίας και αμοιβαίας κατανόησης έγιναν γρήγορα φανερά. Μετά την πτώση της Γαλλίας, ο Γκαίρινγκ ήθελε να βάλει η Κ.6ΐ0ΐΐδ\ν6Γΐ£0 στο χέρι τις δυτικοευρωπαϊκές βιομηχανίες, όπως περίπου είχε κάνει
268
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
στην κεντρική Ευρώπη. Αυτήν τη φορά όμως είχε πολΰ μικρότερη επιτυχία. Έχοντας προσπαθήσει να εμποδίσει τους Γερμανοΰς βιομηχάνους να ταξιδέψουν μπας και βρουν τίποτα να τσιμπολογήσουν τον Ιοΰνιο του 1940, υπερφαλαγγίστηκε στην πρότα ση εξαγοράς του για μια κοινοπραξία χάλυβα του Λουξεμβούργου, την Ατβεά, από μια σύμπραξη της ϋοιιΐδοΐι© ΒαηΚ με τη γιγάντια βελγική εταιρεία χαρτοφυλακίου δοοίέΐέ ΟέηέΓ&Ιβ, υπό τον επιδέξιο διοικητή της, τον Αλεξάντρ Γκαλοπέν, που οι Γερ μανοί τον αποκαλοΰσαν «Αστεφή Βασιλιά του Βελγίου». Κοιτώντας πιο μακριά, οι Γερμανοί επιχειρηματίες και οι Δυτικοευρωπαίοι συνάδελφοί τους δεν ήθελαν να τους διαταράξουν τις παλαιόθεν σχέσεις τους οΰτε ο Γκαίρινγκ οΰτε οι γκαουλάιτερ σχέσεις που χρονολογούνταν πριν από το ναζιστικό καθεστώς και που, απ’ ό,τι κατα λάβαιναν, μπορούσε κάλλιστα να αποδειχθούν πιο μακρόβιες από αυτό* έτσι, έβλεπαν τον πόλεμο σαν ευκαιρία να τις ενδυναμώσουν κι άλλο. Ο Γκούσταβ Σλόττερερ, ο άν θρωπος στον οποίο ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας, ο Φουνκ, είχε αναθέσει την οικο δόμηση της νέας οικονομικής τάξης πραγμάτων στην ευρύτερη περιοχή, συναντήθηκε με Γάλλους, Ολλανδούς και Βέλγους βιομηχάνους στα τέλη του καλοκαιριού του 1940 και συζήτησε τις δυνατότητες μακροπρόθεσμης συνεργασίας. Ο φιλόδοξος Βέλγος τραπεζίτης βαρόνος ντε Λωνουά, που ένας Γερμανός θαυμαστής του τον χαρακτήριζε «αληθινό ευρωοραματιστή», ήταν πρόθυμος: «Το Ρουρ, η νότια Ολλανδία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, η Λορραίνη και η βόρεια Γαλλία... αποτελούν μια φυσική οικονο μική μονάδα ως προς τον άνθρακα και το χάλυβα... Εμείς οι επιχειρηματίες πρέπει να διαρρήξουμε τα σύνορα μεταξύ κρατών και να μάθουμε να συνεργαζόμαστε».14 Εκείνο που τους επέτρεψε να το κάνουν χωρίς συνέπειες ήταν ότι ο Χίτλερ δεν ενδιαφερόταν για την περιοχή. Είχε το βλέμμα προσηλωμένο στην Ανατολή, κι έτσι εκείνο που τον ένοιαζε ήταν να συνεχίσει να παράγεται κάρβουνο και ατσάλι* όσο αυτό συνέβαινε, τα συμφέροντα του Ρουρ και οι αλλοδαποί εταίροι τους μπορούσαν να περνάνε το δικό τους. Οι τεχνοκράτες του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας δεν είχαν καμιά αντίρρηση. Μολονότι κατ’ όνομα υπό τον Γκαίρινγκ, το Υπουργείο προέτρεπε στην πραγματικότητα τους Γερμανούς τραπεζίτες να προτείνουν εξαγο ρά σε ώριμες για κάτι τέτοιο ξένες εταιρείες. Ήθελε όμως να γίνεται η δουλειά στρατηγικά και διακριτικά, και να αποφεύγονται τα απρεπή μαλλιοτραβήγματα με ταξύ μνηστήρων. Αποδοκίμαζε τις απρογραμμάτιστες δημεύσεις που είχαν γίνει σε ορισμένες χώρες και συνιστούσε «αγορές μετοχών με τακτ», σε «καθαρά εμπορική βάση». Έτσι, οξυδερκείς Ολλανδοί, Γάλλοι και Βέλγοι μάνατζερ κατάφερναν να στρέφουν τη μια γερμανική εταιρεία εναντίον της άλλης. Τετραπέρατοι διαπραγμα τευτές όπως ο Ολλανδός μεγιστάνας Φέντενερ φαν Φλίσσινγκεν ή ο ντε Λωνουά συνεργάζονταν με Γερμανούς εταίρους στην τραπεζιτική, στο εμπόριο, στη βαριά βιομηχανία, στα χημικά και στις κατασκευές. Κάποιες φορές, ακόμα και οι γερμανι κές ένοπλες δυνάμεις προστάτευαν μη γερμανικά συμφέροντα από την επίθεση γερ μανικών εταιρειών, όπως όταν η Λουφτβάφε εμπόδισε την I. Ο. Ρ&ιΐ>6ΐι να βάλει πό-
ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΝΑ ΑΠΟΔΩΣΕΙ
269
δι στη βελγική εταιρεία κατασκευής φιλμ Ο&ν&ετΧ. Το αποτέλεσμα ήταν ότι καμιά από τις πραγματικά μεγάλες φίρμες του Βελγίου και των Κάτω Χωρών (όπως η υηίΙονοΓ και η ΡΜΗρδ) δεν υπέστη σημαίνοντα γερμανικό έλεγχο, και γενικά η γερ μανική οικονομική διείσδυση αναχαιτίστηκε από ένα πλέγμα νομικών δυσχερειών και από την έλλειψη κεφαλαίων.15 Δεν είναι επομένως περίεργο που οι φορείς των εργοδοτών στις κατεχόμενες χώ ρες ανταποκρίθηκαν στη γερμανική έκκληση για «οικονομική συνεννόηση» και φάνη καν προθυμότατες να «δουλέψουν από κοινού», όσο αυτή η φόρμουλα κρατούσε το Κόμμα σε απόσταση. Το σλόγκαν τους ήταν: «Καλύτερα ο χειρότερος βιομήχανος, πα ρά ο καλύτερος γκαουλάιτερ». Το γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών, μαζί με τη Βέρ μαχτ, μετά χαράς τούς βοηθούσαν. Όταν η γαλλική Βουλή κήρυξε παράνομες τις εξα γωγές κεφαλαίων, οι Γερμανοί αρκέοτηκαν σε ήπια διαμαρτυρία. Η «συνεργασία» σύ ντομα διαμόρφωσε πεδία πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, όπως οι ασφάλειες, τα χημι κά, τα αυτοκίνητα και τα συνθετικά υφάσματα: ανάμεσα στους Γάλλους και στους Γερμανούς επιχειρηματικούς τους εταίρους υπήρξε σιωπηρή συμφωνία. Όπως παρατήρη σε ένας Γάλλος κρατικός υπάλληλος, το κίνητρο των Γερμανών δεν ήταν πάντοτε η επιθυμία ηγεμονίας ή κυριαρχίας, αλλά αντιθέτως η επιθυμία να ασφαλίσουν τον εαυτό τους απέναντι σε όλα τα ενδεχόμενα. Το γεγονός είναι ότι μερικοί δεν είναι βέβαιοι για τη γερμανική νίκη και για το ότι το ναζιστικό καθεστώς θα συνεχίσει να υπάρχει, ή πάλι δρουν σαν αστοί που γυρεύουν να συνεταιριστούν με ξένους αστούς, ώστε να επηρεάσουν την κοινωνική κατάσταση της δικής τους χώρας.16 Αυτό το είδος συνεργασίας δεν άρεσε καθόλου στον Γκαίρινγκ. Παρά την κολοσσι αία παραγωγικότητα του μεριδίου της ΚοίοΙίδχνοΓ^ στον γαλλικό χάλυβα, η Γαλλία παρείχε μόλις το 8 τοις εκατό του εργατικού δυναμικού και το 2 τοις εκατό της κα θαρής αξίας του ομίλου, σε σύγκριση με το 68 περίπου τοις εκατό (τόσο του εργατι κού δυναμικού όσο και της καθαρής αξίας) που αντιπροσώπευαν οι χώρες τις οποί ες είχαν κατακτήσει οι Γερμανοί το 1938-9.17 Παρακολουθώντας τα όλα αυτά, οι εθνικοσοσιαλιστές έβγαζαν αφρούς επειδή οι Δυτικοευρωπαίοι επιχειρηματίες δεν είχαν την αντιμετώπιση που αντιστοιχούσε σε ηττημένους. Ούτε όμως ο Χίτλερ ούτε ο στρατός έβλεπαν το λόγο να αλλάξουν την πραγματιστική τους προσέγγιση: οι Βέλγοι ακολουθούσαν την «πολιτική της παραγω γής» τους, βάσει της οποίας οι γιγάντιες εταιρείες χαρτοφυλακίου της χώρας ικανο ποιούσαν τις επιθυμίες των Γερμανών. Η ολλανδική πολιτική «συνεργασίας», υπό την αξιόπιστη επίβλεψη ανώτερων κρατικών υπαλλήλων καριέρας (ένας μάλιστα, ο Μαξ Χίρσφελντ, ήταν Εβραίος - σίγουρα μοναδική περίπτωση σε όλη την ιστορία της ναζιστικής κατοχής), επέτρεπε στις γραμμές παραγωγής των εργοστασίων να παραδίδουν βαριά πυροβόλα και πολυβόλα, πομπούς και υδροπλάνα υποδειγματικής αξιοπιστίας. Η γερμανική Κεντρική Υπηρεσία Συμβάσεων παρακολουθούσε περισσότερες από
270
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
20.000 εταιρείες και τόνιζε ότι σε γενικές γραμμές «δεν αντιστάθηκαν στην αποδοχή των γερμανικών συμβάσεων». Με δυο λόγια, το σύστημα δοΰλευε.18 Μετά τον πόλεμο, ένας Γερμανός αξιωματόύχος που είχε υπηρετήσει στις Κάτω Χώρες υπερθεμάτιζε για τα καλά της «συνεργασίας» τους: Στον πόλεμο είχες [δηλ. ο Ολλανδός] την ευκαιρία να εκσυγχρονίσεις τη βιομηχανία σου, να επεκτείνεις τις γραμμές σου, να αποκτήσεις σύγχρονες τεχνικέςμεθόδους χω ρίς κόστος, να αναπτύξεις παραπέρα τις ιδέες σου, να κρατήσεις τον κόσμο στη δου λειά, και, ας μην το ξεχνάμε, να βγάλεις μια χαρά κέρδη, τα οποία επέτρεπαν στον κρατικό προϋπολογισμό να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του μέσω της φορολογίας.19 Δύσκολα συνδυαζόταν αυτή η υπεραισιόδοξη ανάγνωση με τις εκμεταλλευτικές πο λιτικές που κινούσαν την οικονομική στρατηγική της Γερμανίας, και ακόμα πιο δύ σκολα μπορούσε να την πάρει κανείς στα σοβαρά μετά το απόλυτο ξήλωμα και την καταστροφή που συνόδευσε παντού την υποχώρηση των Γερμανών, από τη νότια Ουκρανία ως την κεντρική Γαλλία. Κι ωστόσο, δεν ήταν τελείως λάθος* η κατοχή πράγματι προήγαγε σε κάποιες περιπτώσεις τον εκσυγχρονισμό και σίγουρα επέ τρεψε σε λιγοστούς επιχειρηματίες να βγάλουν τρελά κέρδη. Στη Γαλλία ενίσχυσε, για παράδειγμα, την παραγωγή συνθετικών υφασμάτων. Τα εργοστάσια που παρήγαν βισκόζη και ρεγιόν, αναδιοργανωμένα υπό γερμανική εποπτεία και επωφελού μενα από τις τεχνικές γνώσεις, ακόμα και από τα κεφάλαια των Γερμανών, έθεσαν τα θεμέλια μιας βιομηχανίας που έμελλε να επεκταθεί με ταχύ ρυθμό μετά τον πόλε μο. Στην Άνω Σιλεσία, νέες επενδύσεις στους τομείς της εξόρυξης, των χημικών και των όπλων οδήγησαν σε γοργή αύξηση της παραγωγικής ικανότητας και της απα σχόλησης, που αποτέλεσε τη βάση των πολωνικών βιομηχανιών στη δεκαετία του 1950, ειδικά όσων βασίζονταν στα χημικά. Ευρύτερα, η πολιτική εκβιομηχάνισης με πρωταγωνιστή το κράτος, την οποία προώθησε ο Γκαίρινγκ στην κεντροανατολική Ευρώπη, ωφέλησε τους μεταπολεμικούς της κληρονόμους, τα νέα δηλαδή κομμουνι στικά καθεστώτα της περιοχής, τα οποία διαπίστωσαν ότι δεν χρειαζόταν να στριμώξουν πολύ άσχημα τον ιδιωτικό τομέα* το είχαν κάνει ήδη γι’ αυτούς οι ναζί.20 Τα σχέδια της Γερμανίας να κυριαρχήσει στην ήπειρο δεν περιορίζονταν στη σφαί ρα των επιχειρήσεων και της βιομηχανίας. Το Βερολίνο, επιδιώκοντας να καταστή σει το ράιχσμαρκ το «σπουδαιότερο ευρωπαϊκό νόμισμα», ανάγκαζε τις χώρες να διοχετεύουν τις εμπορικές και χρηματικές ροές τους μέσω της γερμανικής πρωτεύ ουσας, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να συγκεντροποιήσει και να τυποποιήσει τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες της ηπείρου. Μονάχα στα χρόνια του πολέμου μπο ρούσε να συμβεί αυτό παράλληλα με μια ενσυνείδητη και συστηματική υπερτίμηση του ίδιου του ράιχσμαρκ. Η Γαλλία και το Βέλγιο ήταν εκείνες που υπέμειναν το πιο κραυγαλέο στραπατσάρισμα των συναλλαγματικών ισοτιμιών, αλλά και στις Κάτω
ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΝΑ ΑΠΟΔΩΣΕΙ
271
Χώρες τα πράγματα ήταν σχεδόν εξίσου άοχημα. Στο Προτεκτοράτο, η υπερτίμηση βοήθησε τους Γερμανούς να αγοράσουν τσεχικές περιουσίες στη φτήνεια, αλλά βοήθησε και τις εξαγωγές τσεχικών προϊόντων. Στη Γενική Κυβέρνηση, εξαφάνισε τα αποθέματα και ξεγύμνωσε τη χώρα απ’ ό,τι είχε και δεν είχε.21 Πάνω απ’ όλα, η υπερτίμηση αύξησε σημαντικά το δημοσιονομικό βάρος που επέβαλαν οι Γερμανοί στις κατακτημένες χώρες. Σύμφωνα με τους νόμους του πο λέμου, οι στρατοί είχαν το δικαίωμα να σηκώνουν λεφτά από τις κατακτημένες χώ ρες για να καλύπτουν τα έξοδά τους. Από τον καιρό του γαλλο-πρωσικού πολέμου του 1870-71 είχε παγιωθεί επίσης η συνήθεια να επιβάλλουν τα νικηφόρα κράτη επανορθώσεις στον νικημένο εχθρό τους, τάχα για να πληρώσουν τις δαπάνες τους που σχετίζονταν γενικότερα με τον πόλεμο. Οι Γερμανοί συνδύασαν τώρα αυτές τις αρχές και κατέστησαν'τα λεγόμενα έξοδα κατοχής τους έναν από τους κύριους τρόπους χρηματοδότησης της πολεμικής τους προσπάθειας. Κάτι που ξεκίνησε ως εφά παξ πληρωμή μετατράπηκε γρήγορα σε τακτικές απαιτήσεις, οι οποίες ξεπερνούσαν κατά πολύ τα αναγκαστικά δάνεια που επίσης επέβαλλαν κάποιες φορές. Ως τον Μάρτιο του 1944, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΟΚνν, η Γαλλία -σαφώς η χώρα που εισέφερε τα περισσότερα- είχε καταβάλει 35,1 δισεκατομμύρια ράιχσμαρκ, δηλαδή κάτι ανάμεσα στο ένα τέταρτο και στο ένα τρίτο του εθνικού της ει σοδήματος όλης εκείνης της περιόδου. Ακολουθούσαν οι Κάτω Χώρες, με 12 δισε κατομμύρια, και το Βέλγιο, με 9,3 δισ. Οι Νορβηγοί φορτώθηκαν ένα τεράστιο φορ τίο -το ένα τρίτο του εθνικού εισοδήματος- αν σκεφτεί κανείς τη φτώχεια της χώρας και τους περιορισμένους πόρους της. Στην ανατολική Ευρώπη, όπου έξοδα κατοχής με την αυστηρή έννοια δεν μπορούσαν να υπάρξουν, υπήρξαν εξίσου πιεστικές χρη ματικές απαιτήσεις. Η Γενική Κυβέρνηση υπολογίζεται ότι κατέβαλε 5,5 δισεκατομ μύρια ΚΜ και τα κατεχόμενα ανατολικά εδάφη 4,5 δισεκατομμύρια, κυρίως με τη μορφή λαφύρων. Στο Προτεκτοράτο της Βοημίας-Μοραβίας περισσότερος από τον μισό κρατικό προϋπολογισμό πήγε σε εισφορές στο Ράιχ.22 Σαν να μην αρκούσαν αυτά, η αγοραστική δύναμη της Γερμανίας ενισχύθηκε επί σης με την επέκταση του συστήματος των συμφωνιών κλίριγγκ, που τις είχε αναπτύ ξει η ίδια πριν από τον πολεμ^^ Ευρώπη. Τον Ιούλιο του 1941, ο Φουνκ χαιρέτισε το εμπόριο αντιπραγματισμού ως το μέλλον της Ευρώπης, που θα την απελευθέρωνε από τα δεσμά της εποχής του κανόνα χρυσού. Περιμένοντας εκεί νη την ώρα, το σύστημα αυτό αποτελούσε έναν αποτελεσματικό τρόπο εκμετάλλευ σης των χωρών που ήταν προσδεδεμένες στο Ράιχ. Πριν από τον πόλεμο, οι Κάτω Χώρες είχαν ένα μικρό εμπορικό έλλειμμα με τη Γερμανία* μέσα σε λίγα χρόνια το έλλειμμα είχε μετατραπεί σε μεγάλο πλεόνασμα και το Ράιχ έπαιρνε το 79 τοις εκατό των ολλανδικών εξαγωγών, σε σύγκριση με το μόλις 15 τοις εκατό του 1938. Το Βέλ γιο, με 72 τοις εκατό, δεν ήταν πολύ πίσω, και τα πιστωτικά του υπόλοιπα ήταν περί που τόσα όσα και τα έξοδα κατοχής του. Η προπολεμική Γαλλία έστελνε στη Γέρμα-
272
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
νία το 3-4 τοις εκατό των εξαγωγών της* το 1943 είχε φτάσει στο 17 τοις εκατό, και το πελώριο εμπορικό της πλεόνασμα ξεπερνοΰσε κατά πολΰ κάθε άλλης χώρας.23 Επρόκειτο βασικά για οργανωμένη καταλήστευση, και αυτό που οι ναζί θεωρού σαν ζωτικής σημασίας για την πολεμική προσπάθεια της Γερμανίας σήμαινε φοβερή ανατροπή για όλους τους άλλους. Σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη οι αγορές που υπήρ χαν κατέρρευσαν, καθώς οι άμαχοι εγκατέλειπαν τα σπίτια τους και το υπερπόντιο εμπόριο είχε σταματήσει, ενώ οι επιτάξεις φτώχαιναν τις αυλές των αγροτόσπιτων και τα αποθέματα των αγαθών, η δε πολιτική επιστράτευση άδειαζε τα χωράφια και τα ερ γοστάσια από εργατικά χέρια. Η έντονη αβεβαιότητα για το μέλλον οδήγησε σε απο θησαύριση και σε φρενίτιδα αγορών, οι οποίες εξάντλησαν τα αποθέματα. Οι νέες κα τοχικές αρχές προσπάθησαν να ενθαρρύνουν την επάνοδο στην κανονική οικονομική δραστηριότητα όσο πιο γρήγορα γινόταν, κάτι όμως που το εμπόδιζε στην πράξη ο πολλαπλασιασμός των στρατιωτικών μπλόκων και των ελέγχων, καθώς και η δημιουρ γία νέων προσωρινών ή μόνιμων συνόρων που κατέστρεφαν τους παλιούς εθνικούς δι αύλους διανομής. Οι πολλαπλοί διαμελισμοί της Γαλλίας, της Πολωνίας, της Γιουγκο σλαβίας και της Ελλάδας ύψωσαν νέους φραγμούς στο εμπόριο και στις επιχειρήσεις και απέκοψαν τους προμηθευτές από τους πελάτες τους. Οι αναγκαστικές παραδόσεις αγαθών, η αποτελεσματικότητα του συστήματος κλίρινγκ και οι προκαθορισμένες συ ναλλαγματικές ισοτιμίες επέτρεψαν τη μεταβίβαση τεράστιων ποσών σε γερμανικά χέρια, αλλά μονάχα με τίμημα την έκθεση των χωρών αυτών σε έντονες πληθωριστικές πιέσεις. Όλοι μαζί αυτοί οι παράγοντες ενέτειναν τους φόβους για επερχόμενο χάος ή κατάρρευση και αποτέλεσαν πελώρια πρόκληση για τους ιθύνοντες της εμπόλεμης πε ριόδου. Καθώς φούντωναν στη Γαλλία οι διαμαρτυρίες για τις γερμανικές απαιτήσεις, ο εκεί στρατιωτικός διοικητής Όττο φον Στυλπνάγκελ παραδέχθηκε ότι ήταν υπερβο λικές και προειδοποίησε ότι το αποτέλεσμα θα ήταν να κουρελιαστεί η γαλλική οικο νομία: «Αν θες η αγελάδα να δίνει γάλα, πρέπει να την ταΐζεις».24 Στην ίδια τη Γερμανία, οι έλεγχοι στους μισθούς και στις τιμές εξασφάλιζαν στα θερότητα, ιδίως καθώς συνδυάζονταν με ένα σχετικά αποτελεσματικό σύστημα διανο μής με δελτίο* ταυτόχρονα, οι αυξήσεις στους φόρους απορροφούσαν την υπερβάλλουσα ρευστότητα. Στη Γαλλία επίσης, ο πρώην υπουργός Οικονομικών Πιερ Καταλά περηφανευόταν (μετά τον πόλεμο) για τη σταθερότητα του φράγκου και τη συνέχιση της πιστοληπτικής ικανότητας του γαλλικού θησαυροφυλακίου, που είχε αποτρέψει τον πανικό. «Το νόμισμα, η εμπορική πίστη και το χρηματοοικονομικό σύστημα της Γαλλίας είχαν... αντισταθεί», δήλωσε χωρίς ίχνος ειρωνείας, «με την πιο πλήρη έν νοια του όρου».25Στις χειρότερες όμως περιπτώσεις ο πληθωρισμός οδήγησε στην κα τάρρευση του κύρους του κράτους και στην εγκατάλειψη της νομισματικής οικονομίας γενικά. Ο πληθωρισμός, σχετικά ήπιος στο Προτεκτοράτο και στη Σλοβακία, υπήρξε πολύ σοβαρότερο πρόβλημα στο Βέλγιο και ακόμα χειρότερο στη Σερβία, την Κροα τία και την Ελλάδα. Ο υπερπληθωρισμός προκλήθηκε από την αδυναμία της κυβέρνη
ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΝΑ ΑΠΟΔΩΣΕΙ
273
σης να εισπράξει περισσότερο από ένα μικρό κλάσμα των αναγκών της με τη φορολο γία και από την τεράστια αΰξηση της προσφοράς χρήματος που προκάλεσε η εκτύπω ση χαρτονομισμάτων από την κεντρική τράπεζα. Στο τέλος του πολέμου τα φορολογι κά έσοδα της Ελλάδας κάλυπταν λιγότερο από το 6 τοις εκατό της δημόσιας δαπάνης, ποσοστό πολύ μικρότερο απ’ οπουδήποτε άλλου και αψευδής ένδειξη της αποσύνθε σης του κράτους. Η τιμή της χρυσής λίρας δεκαπενταπλασιάστηκε τα πρώτα δύο χρό νια της κατοχής και εκτινάχθηκε πάλι στα ύψη καθώς πλησίαζε το τέλος της. Η Ελλάδα λειτούργησε ως υπόμνηση του τι μπορούσε να συμβεί όταν τα κατοχι κά οικονομικά πήγαιναν πολύ άσχημα και όταν οι γερμανικές απαιτήσεις μπορού σαν να ικανοποιηθούν μόνο με την εκτύπωση χρήματος. Τον Ιούλιο του 1942 ο υπουργός Οικονομικών φον Κρόσιγκ προειδοποίησε τον Γκαίρινγκ ότι «στην Ελλά δα... δεν υπάρχει πια νόμιμη αγορά, ούτε μηχανισμός τιμών που να μπορεί να λει τουργήσει ως βάση για τη σταθεροποίηση και την αναδιοργάνωση... Αν ο πόλεμος συνεχιστεί για καιρό, θα αναγκαστούμε να προφυλάξουμε από την πρόωρη οικονο μική συντριβή τις χώρες των οποίων εκμεταλλευόμαστε το δυναμικό». Λίγους μήνες αργότερα, όταν ο Γερμανός κομισάριος στην κεντρική τράπεζα του Βελγίου έκανε γραπτώς λόγο για επικίνδυνες πληθωριστικές πιέσεις εξαιτίας της δυσκολίας ελέγ χου της μαύρης αγοράς, τόνισε τον κίνδυνο να γίνει «το Βέλγιο μια νομισματική “Ελλάδα”». Οι Γερμανοί ιθύνοντες δεν χολοσκάγαν για το τι θα συμβεί στην Ελλά δα, στην οποία έτσι κι αλλιώς δεν είχαν εισβάλει επειδή το ήθελαν και που η αξία της για την πολεμική προσπάθεια ήταν ελάχιστη* ήξεραν όμως ότι θα ήταν πολύ με γαλύτερο το κόστος για τη γερμανική πολεμική προσπάθεια αν άφηναν το Βέλγιο ή τη Γαλλία να πάρουν τον ίδιο κατήφορο.26 Όσο πιο πολύ διαρκούσε ο πόλεμος, τόσο περισσότερο βάραιναν οι παράμετροι της σταθερότητας και της παραγωγής έναντι των σχεδιασμών για τη μεταπολεμική ει ρήνη. (Και μάλιστα το 1943 οι τελευταίοι αυτοί σταμάτησαν, με επίσημη απόφαση.) Οι περισσότεροι διοικητές της κατεχόμενης δυτικής Ευρώπης ήταν πολύ απασχολη μένοι προσπαθώντας να διατηρήσουν αμείωτα τα επίπεδα παραγωγής, για να θέλουν να μπλέξουν με μεγάλες αλλαγές. Το 1940, το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας έβριθε από ιδέες για εις βάθος μετασχηματισμό της παραγωγής και των συστημάτων διανο μής στην Ευρώπη. Δύο χρόνια αργότερα, λίγοι υποστήριζαν αυτά τα σχέδια. Κατά συ νέπεια, οι Γερμανοί ιδεολόγοι και οι ξένοι υποστηρικτές τους, όσοι είχαν προσβλέψει στην κατοχή σαν την ευκαιρία να ναζιστικοποιηθεί η ευρωπαϊκή οικονομία, ένιω θαν όλο και μεγαλύτερη απογοήτευση. Ένας τέτοιος Ολλανδός ναζί σκεφτόταν το 1941: «Οι γερμανικοί φορείς μάς βοηθούν όσο μπορούν, αλλά δεν μπορούν να αποδιοργανώσουν την οικονομική ζωή μες στη μέση πολέμου για μιαν αόριστη πιθανότη τα, μόνο και μόνο για να δώσουν την οικονομία στο 3% των μελών του ΝδΒ*».27 Παντού ήταν ορατή η απροθυμία για πειραματισμούς. Οι προπολεμικές αγροτι κές οργανώσεις συχνά διαλύθηκαν και αντικαταστάθηκαν από νέες ισοδύναμές
274
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
τους, ενιαίες και φιλογερμανικές* όταν όμως οι αγρότες τις απέφυγαν και στράφη καν προς τη μαύρη αγορά, λίγα πράγματα μπόρεσαν να κάνουν είτε οι Γερμανοί είτε οι εταίροι τους της βελγικής, της ολλανδικής και της γαλλικής γραφειοκρατίας. Στα κατεχόμενα ανατολικά εδάφη, τα σοβιετικά κολεκτιβιστικά αγροκτήματα διατηρήθηκαν, ώστε να διευκολυνθεί ο έλεγχος της σοδειάς. Μετά το 1940, ευρωπαϊκή οικο νομία υπήρχε μόνο στα χαρτιά. Δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος για γενικό σχεδία σμά, τουλάχιστον πριν από την εμφάνιση του ισχυρού Υπουργείου Όπλων του Σπέερ (κι αυτό, μόνο για πολύ συγκεκριμένους σκοπούς της εμπόλεμης περιόδου). Η Αυ στρία, οι πρώην τσεχικές περιοχές και τα εδάφη της δυτικής Πολωνίας και της ανα τολικής Γαλλίας απορροφήθηκαν χωρίς αξιόλογους κραδασμούς στην οικονομία του Ράιχ* συνολική όμως στρατηγική για την Ευρώπη δεν υπήρξε: το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας παραήταν αδύναμο και ο Γκαίρινγκ παραήταν απρόβλεπτος ο ίδιος αλ λά και απασχολημένος για κάτι τέτοιο* η δε Βέρμαχτ είχε εύλογα επικεντρωθεί στο βραχυπρόθεσμο και ολοένα πιο μάταιο καθήκον να κερδίσει τον πόλεμο. Η παλιά ιδέα της τελωνειακής ένωσης όλης της ηπείρου μπήκε στο ψυγείο και στη θέση της εφαρμόστηκε κάτι μερικό και αποσπασματικό: το Προτεκτοράτο εντάχθηκε στη ζώ νη συναλλαγών του Ράιχ, όχι όμως και η Δανία, που οι ιθύνοντές της αρνήθηκαν την ιδέα της ένωσης* οι συναλλαγματικοί περιορισμοί με τις Κάτω Χώρες καταργήθηκαν, όχι όμως και με το Βέλγιο. Διμερείς συμφωνίες κλίρινγκ έκαναν τη Γερμανία κέντρο του ευρωπαϊκού εμπορίου, αλλά η πάγια έλλειψη κεφαλαίων δεν της επέτρε ψε να προχωρήσει στα μακροπρόθεσμα επενδυτικά της σχέδια. Στο μεταξύ, ο βαθ μός της εκμετάλλευσης γέννησε οικονομικές πιέσεις που εξασθένισαν τις κρατικές γραφειοκρατίες παντού και έθεσαν εν αμφιβόλω την ικανότητά τους τόσο να εισπράξουν φόρους όσο και να κρατήσουν τους πολίτες τους ζωντανούς και ασφαλείς.
ΤΑ ΤΡΟΦΙΜΑ
Λίγα ζητήματα τα απέδειξαν αυτό με πιο έντονο τρόπο από το ζήτημα του επισιτι σμού. Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο βρετανικός αποκλεισμός, μαζί με την παρατεταμένη επιστράτευση εκατομμυρίων αντρών στους εμπόλεμους στρατούς, είχε προκαλέσει σοβαρή διατροφική κρίση σε όλη την κεντρική Ευρώπη. Γι’ αυτό, το Τρίτο Ράιχ από την αρχή ρύθμισε την εγχώρια γεωργία πολύ πιο αυστηρά απ’ ό,τι τη βιομηχανία. Μάλιστα οι ναζί, επειδή ήταν πεπεισμένοι ότι οι ελλείψεις του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου είχαν προκαλέσει τη γερμανική κατάρρευση, επιδίωξαν την αυτάρκεια τόσο ως πολεμική στρατηγική όσο και ως στόχο για την ειρήνη που θα ακολουθούσε. Πάσχισαν να κερδίσουν τη «μάχη της παραγωγής» στο εσωτερικό* ο Χίτλερ όμως, επειδή πίστευε πως η χώρα δεν μπορούσε να πετύχει αυτάρκεια μέσα στα τότε σύνορά της, δεν αμφέβαλλε ποτέ για την αναγκαιότητα ενός κατακτητικού
ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΝΑ ΑΠΟΔΩΣΕΙ
275
πολέμου. Οι καρποί ενός τέτοιου πολέμου θα ήταν η «ασφάλεια σε τρόφιμα» της Γερμανίας και η απαλλαγή της ευρωπαϊκής ηπείρου από τις ανεπάρκειες της αγρο τικής πολιτικής του Μεσοπολέμου, οι οποίες την είχαν καταστήσει επικίνδυνα εξαρ τημένη από τις υπερπόντιες εισαγωγές και είχαν θέσει σε κίνδυνο το βιοπορισμό των αγροτών της. Λύνοντας έτσι το θεμελιώδες πρόβλημα της μοναδικής ηπείρου στον κόσμο που βρισκόταν στην επικίνδυνη κατάσταση να μη διαθέτει δικά της τρό φιμα, ο φασισμός θα καταδείκνυε την ανωτερότητά του σε σχέση με το φιλελευθερι σμό και θα έδειχνε πώς η τυραννία της αγοράς μπορούσε να υπερνικηθεί από την πολιτική βούληση και την κρατική διεύθυνση.28 Η ειδυλλιακή αυτή εικόνα όμως βασιζόταν σε προβληματικότατες παραδοχές. Τη δεκαετία του 1930, η κατάρρευση του διεθνούς εμπορίου κέντρισε τον προστα τευτισμό στην Ευρώπη και απάλλαξε τους αγρότες της από την απειλή των εισαγόμενων φτηνών υπερπόντιων σιτηρών. Η παραγωγή σιταριού εκτοξεύτηκε στα ύψη. Τις παραμονές του πολέμου, ωστόσο, εξακολουθούσε να μην επαρκεί για να τραφεί από μόνη της η ήπειρος. Από έναν πληθυσμό που υπολογίζεται στα 355 εκατομμύ ρια (το 1942), γύρω στα 100 εκατομμύρια ζούσαν σε χώρες που αδυνατούσαν να καλύψουν τα τρία τέταρτα των αναγκών τους, κυρίως στη βορειοδυτική Ευρώπη. Η Γερμανία βρισκόταν λίγο κάτω από τον μέσο όρο* παρά τη σημαντική αύξηση της αυτάρκειάς της σε σχέση με το 1929, εξακολουθούσε να εισάγει θέλοντας και μη το ένα πέμπτο περίπου των αναγκών της. Αν έπαιρνε κανείς υπόψη το πολύ μεγαλύτε ρο έλλειμμα της Ευρώπης σε λιπαρά, σε ζωοτροφές και σε έλαια, τότε η θέση της ήταν χειρότερη. Δύο μόνο διέξοδοι υπήρχαν. Είτε οι Γερμανοί θα κατάφερναν να αυξήσουν την παραγωγικότητα της ευρωπαϊκής γεωργίας εν καιρώ πολέμου -κάτι που πράγματι το προσπάθησαν, αλλά απέτυχαν παταγωδώς- είτε, αν αυτό δεν συνέβαινε, η εξασφάλιση τροφίμων για τους Γερμανούς από την υπόλοιπη Ευρώπη θα σήμαινε λιγότερο φαί για τους άλλους Ευρωπαίους. Το πολεμικό διατροφικό πλάνο του Ράιχ καταπιάστηκε ακριβώς με αυτό, τον Απρίλιο του 1939: προβλέποντας κά θετη πτώση της προσφοράς τροφίμων δύο χρόνια μετά την έναρξη ενός ενδεχόμε νου πολέμου, εντελλόταν την ακραία εκμετάλλευση των ηττημένων δυνάμεων, ώστε να διατηρηθεί η κατανάλωση τροφίμων των Γερμανών σε ικανοποιητικά επίπεδα.29 Με το εμπόριο και μετά με την κατάκτηση, η παραγωγή τροφίμων της ανατολικής Ευρώπης πράγματι ανακατευθύνθηκε προς το Ράιχ. Μετά την ήττα και το διαμελισμό της Πολωνίας, η πλούσια σοδειά του 1940 στα προσαρτημένα δυτικά εδάφη κατέδειξε τις δυνατότητες της συμβολής των νέων κατακτήσεων. Αν δεν είχαν παρεμ βληθεί τα προγράμματα φυλετικής μετοίκησης των ναζί, που απειλούσαν τους Πο λωνούς αγρότες με απέλαση ή με εκγερμανισμό, η συμβολή αυτή θα ήταν ακόμα με γαλύτερη. Έτσι όπως είχαν τα πράγματα, υπήρχε αντίφαση ανάμεσα στα φιλόδοξα φυλετικά και εθνολογικά σχέδια μετοίκησης της Γερμανίας, με τις μοιραία εκθεμε-
276
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
λιωτικές τους συνέπειες, και στην ανάγκη να διασφαλιστεί αξιόπιστη και συνεχής παροχή τροφίμων στους Γερμανούς καταναλωτές του Ράιχ. Δεν είναι τυχαίο που ο πιο πετυχημένος αγροτικός εταίρος της Γερμανίας στην ανατολική Ευρώπη ήταν η Σλοβακία, που είχε μόλις γίνει ανεξάρτητη και όπου η παραγωγή άκμασε χάρη στην έντονη γερμανική ζήτηση και στην απουσία πραγματικής απειλής από τους ναζί ιδε ολόγους εναντίον των Σλοβάκων αγροτών.30 Στο Προτεκτοράτο της Βοημίας-Μοραβίας, τα δδ και τα προγράμματα μετοίκησής τους δεν επέφεραν μεγάλες διαταραχές και κρατήθηκαν σε γενικές γραμμές σε απόσταση ασφαλείας χάρη στον πιο πραγματιστή προτέκτορα, στο Υπουργείο Εξω τερικών και στο Υπουργείο Γεωργίας. Έτσι, η πτώση της παραγωγής συγκρατήθηκε μέσα σε κάποια όρια και οι παραδόσεις στο Ράιχ συνεχίστηκαν. Στη Γενική Κυβέρ νηση, επίσης, πολλοί Πολωνοί αγρότες στην αρχή είδαν την εισβολή πιο αισιόδοξα απ’ όσο θα περίμενε κανείς. Ανεξάρτητα από το κλίμα στις πόλεις, όπου οι ολέθριες οικονομικές συνέπειες της κατοχής έγιναν αισθητές από την πρώτη στιγμή, οι Πολω νοί αγρότες ήταν προετοιμασμένοι να παρακολουθήσουν το πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα. «Ως το τέλος του 1939 ή τις αρχές του 1940», θυμόταν ένας χωρικός, «οι Γερμανοί δεν μας είχαν παρενοχλήσει ακόμα, κι έτσι κάποιοι από τους κτηματίες άρ χισαν να λένε μεταξύ τους πως “έφτασε εδώ ένας καλός αφέντης” και “αυτός είναι ο δυτικός πολιτισμός”». «Οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού δεν έκρυβαν την ικανο ποίησή τους για την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα», θυμόταν ένας άλλος. «Ήταν όλο χαρά για τους “καταπληκτικούς αφεντάδες”, όπως θεωρούσαν τους Γερ μανούς». Το Τμήμα Τροφίμων και Γεωργίας της Γενικής Κυβέρνησης, επανδρωμένο με όχι λιγότερο από 2.000 Γερμανούς γεωπόνους και ορμώμενο από τον πόθο να εκ πολιτίσει τους Πολωνούς, έβαλε στόχο να εκσυγχρονίσει και να εκμηχανίσει την πο λωνική γεωργία, να βελτιώσει τις αποδόσεις, να ενοποιήσει τις ιδιοκτησίες και να απελευθερώσει εργατικά χέρια για τη γερμανική βιομηχανία. Κέρδισε στην αρχή την έγκριση των ντόπιων αποδίδοντας τα έσοδα από τις απαλλοτριωμένες ιδιοκτη σίες, καταστέλλοντας το έγκλημα, προσφέροντας δουλειές στη διοίκηση και ορίζο ντας σχετικά χαμηλές ποσοστώσεις για τις αρχικές παραδόσεις σιτηρών.31 Όμως η πολωνική γεωργία παρέμενε στα χέρια των Πολωνών αγροτών, και με το πολιτικό μέλλον της Πολωνίας μαύρο κι άραχλο, οι αγρότες αυτοί χρειάζονταν κίνητρα για να συμμετάσχουν στη «μάχη της παραγωγής». Από τη στιγμή που τα μα κροπρόθεσμα σχέδια του Φρανκ περιλάμβαναν τη δημιουργία κάποια στιγμή γιγάντιων κτημάτων, που θα δίνονταν σε Γερμανούς ενοικιαστές κτηματίες ως αντάλ λαγμα για τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες, ενώ οι Πολωνοί θα ήταν η άκληρη τάξη των μεροκαματιάρηδων της γης, δεν είναι περίεργο που άργησε να αυξηθεί η παρα γωγή σιτηρών. Εκείνο που είναι περίεργο είναι ότι αυξήθηκε τόσο πολύ. Η αποτυ χία των αναγκαστικών επιτάξεων του 1940 υποχρέωσε τον Φρανκ να υιοθετήσει μια νέα πολιτική επιδομάτων, και, μολονότι η αντίσταση των χωρικών ενάντια στους
ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΝΑ ΑΠΟΔΩΣΕΙ
277
δρακόντειους νόμους του συνεχιζόταν, τα κίνητρα αυτά -σε συνδυασμό με την πα ρουσία των δδ στην ύπαιθρο την περίοδο της συγκομιδής και με τους αυστηρούς νέ ους νόμους περισυλλογής, που κατέληγαν στην εκτέλεση των πρωτόγερων των χω ριών αν δεν εισέφεραν τις ποσοστώσεις τους- ώθησαν προς τα πάνω την παράδοση σιτηρών, από τους 383.000 τόνους του 1940/41 στους ένα εκατομμύριο και πλέον δύο χρόνια αργότερα. Οι Πολωνοί χωρικοί γρήγορα άρχισαν να μισούν τους Γερμα νούς· μα ετούτοι μπορούσαν να ζήσουν με αυτό το μίσος, όσο έπαιρναν τη σοδειά. Όσο τα σιτηρά από καθιερωμένους προμηθευτές όπως η Ουγγαρία και η Ρουμανία λιγόστευαν, τόσο οι Πολωνοί και οι Τσέχοι αγρότες αποκτούσαν ζωτική σημασία για την πολιτική σταθερότητα μέσα στη Γερμανία.32 Η δυτική Ευρώπη ήταν σε πολύ διαφορετική κατάσταση, γιατί για να μείνει στη ζωή έπρεπε να εισάγει τα τρόφιμά της περισσότερο ακόμα κι από τη Γερμανία. Η ανοιξιάτικη εισβολή, με την επιστράτευσή της και την πανικόβλητη επαύριο, επηρέ ασε άσχημα τη σοδειά του 1940. Επίσης, με τα επιταγμένα ζώα, τους εκατοντάδες χιλιάδες άντρες στα στρατόπεδα αιχμαλώτων και τις εισροές λιπασμάτων και άλλων υλών να εξαντλούνται, η μακροπρόθεσμη εικόνα δεν ήταν καλή. Το Βέλγιο -το «οπλοστάσιο του φασισμού»- χρειαζόταν βοήθεια προκειμένου να αποφύγει τη λι μοκτονία, το ίδιο και η Νορβηγία. Το φθινόπωρο του 1940, καθώς το ανησυχητικό (για τους αγροτικούς ειδήμονες του Βερολίνου) καλοκαίρι πλησίαζε στο τέλος του, ο Γκαίρινγκ συνόψισε καίρια την κατάσταση: η Γερμανία δεν έπρεπε να κάθεται να ανησυχεί για την εκεί επισιτιστική κατάσταση, ιδίως δε οι Γάλλοι έπρεπε να ζορι στούν να αυξήσουν την παραγωγή. Όσο για τη Γαλλία, που δεν είχε ποτέ φιγουράρει στους υπολογισμούς των Γερμανών ως προμηθεύτρια τροφίμων του Ράιχ, βασι κά εκείνο που της ζητούσαν ήταν να τρέφει τον εαυτό της και τους ένα εκατομμύριο στρατιώτες που στάθμευαν στο έδαφος της. Η Νορβηγία, οι Κάτω Χώρες και η Δα νία, ωστόσο, ίσως να χρειάζονταν κάποια προσοχή. Τελικά, η καταστροφή αποτράπηκε, και ούτε η Νορβηγία ούτε το Βέλγιο βίωσαν πραγματικό λιμό. Ούτε όμως έκα ναν κάτι για να μειώσουν τις ανάγκες του Ράιχ σε τρόφιμα. Οι Κάτω Χώρες το έκα ναν, περνώντας από τα σιτηρά στην πατάτα* όσο για τους Δανούς αγρότες, τους πιο τυχερούς απ’ όλους, τα εισοδήματά τους αυξήθηκαν πολύ χάρη στις εξαγωγές τους στη Γερμανία. Η κατοχή, γράφει ένας ιστορικός, «ήταν αυτό που χρειαζόταν για να βγει η δανέζικη γεωργία από την παρατεταμένη ύφεση της δεκαετίας του 1930».33 Επειδή οι αγρότες ήταν πιο πολλοί και ελέγχονταν δυσκολότερα απ’ ό,τι οι επι χειρηματίες, η γεωργία υπήρξε για τις διευθυντικές ικανότητες της Νέας Τάξης ακό μα μεγαλύτερη δοκιμασία απ’ όσο η βιομηχανία. Καθώς οι εθνικές αγορές βρίσκο νταν σε διάλυση, τα μπλόκα πολλαπλασιάζονταν και τα μεταφορικά αυξάνονταν με αστρονομικούς ρυθμούς, γινόταν όλο και πιο δύσκολο να παραδοθούν τα τρόφιμα σ’ εκείνους που τα χρειάζονταν και οι πλούσιες περιοχές αποκόβονταν από τις φτωχές. Τα κράτη που είχαν εξασθενήσει από τα αποτελέσματα της ήττας και της υποτέλειας
278
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
δεν μπορούσαν να ασκήσουν εύκολα την εξουσία τους στους αγρότες, οι οποίοι εί χαν τη δυνατότητα να αγνοήσουν τις απαιτήσεις τους ή ακόμα και να απαντήσουν με σαμποτάζ ή -όπως συνέβαινε όλο και πιο συχνά- με το όπλο στο χέρι. Αν ο κύριος μηχανισμός περισυλλογής των αγροτικών προϊόντων ήταν οι εκ των άνω καθορισμέ νες ποσότητες σε προκαθορισμένες τιμές, τότε όταν οι τιμές δεν ήταν ορθές ή αφήνο νταν να μείνουν πολύ πίσω από τις αντίστοιχες της μαύρης αγοράς, οι αγρότες είχαν κίνητρο να προωθήσουν τα προϊόντα τους μέσα από παράνομες διόδους. Αν πάλι οι τιμές περισυλλογής ορίζονταν πολύ ψηλά, οι εργάτες των πόλεων ίσως να μην άντεχαν να αγοράσουν τα τρόφιμα και να διαμαρτύρονταν. Επιπλέον, οι τιμές παράδο σης προϋπέθεταν ότι η εμπιστοσύνη στο νόμισμα θα ήταν ακλόνητη, τη στιγμή που ίσχυε το αντίθετο. Επειδή ο πληθωρισμός ήταν διάχυτος, ακόμα και οι κρατικές αρ χές που έκαναν τις αγορές αναγκάστηκαν περί τα μέσα του πολέμου να καταφύγουν σε αντιπραγματισμό και να ανταλλάσσουν με τους αγρότες τα σπάνια καταναλωτικά αγαθά για να παίρνουν τα αγροτικά τους προϊόντα. Καθώς οι τιμές παράδοσης διατηρούνταν ψηλά ώστε να μεγιστοποιούνται οι πα ραδόσεις των αγροτών, ο χαμένος ήταν συνήθως οι πόλεις. Τα ημερολόγια και τα απομνημονεύματα της εμπόλεμης περιόδου μαρτυρούν συχνά την κατάπληξη των κα τοίκων των πόλεων για το πώς ζούσε ο κόσμος στην ύπαιθρο: εκείνο που έκανε αί σθηση στον ηγέτη της πολωνικής αντίστασης όταν ταξίδεψε από τη Βαρσοβία στο Βάρτεγκαου ήταν εκείνο ακριβώς που εντυπώσιασε και έναν Βέλγο δικηγόρο, όταν προς το τέλος του πολέμου πέρασε ένα Σαββατοκύριακο έξω από τις Βρυξέλλες κα ταβροχθίζοντας λουκούλλεια ντόπια εδέσματα. Σε αυτήν τη σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα στους σχετικά καλοθρεμμένους παραγωγούς τροφίμων και στους υποσιτι ζόμενους καταναλωτές των πόλεων, οι υψηλές τιμές δημιούργησαν πολιτική ένταση στις πόλεις, ένταση που μονάχα η αποτελεσματική διανομή με δελτίο μπορούσε να την περιορίσει. Θεσπίζοντας τη διανομή με δελτίο τον Σεπτέμβριο του 1940, ο στρα τάρχης Πεταίν τόνισε ότι «όλοι πρέπει να αναλάβουν το μερίδιό τους από την κοινή δοκιμασία». Αλλά το νέο σύστημα μέτρων και ελέγχων απλώς ενέτεινε την επίγνωση της κοινωνικής αδικίας.34Όταν κατέρρεε, η οργή που ακολουθούσε συχνά φόβιζε τις αρχές. Στη Νορβηγία οι εργάτες απέργησαν επειδή πάγωσαν τους μισθούς τους και διαμαρτυρήθηκαν για τις ανεπαρκείς μερίδες τους* το ίδιο συνέβη στη Γαλλία το χει μώνα του 1941/2. Η διανομή με δελτίο έπρεπε να λειτουργεί με «κοινωνικά δίκαιο τρόπο», είπε στις νορβηγικές αρχές ο κομισάριος του Ράιχ για τη Νορβηγία, ο Τερμπόφεν, αλλά οι αρχές πολύ απλά δεν είχαν τα τρόφιμα ή τα άτομα για να το εξασφα λίσουν αυτό. Οι διατακτικές πρωτοβουλίες να θεσπιστεί η διανομή με δελτίο στις πό λεις των κατεχόμενων ανατολικών εδαφών είχαν ανάλογα κακή κατάληξη. Οι δημό σιοι υπάλληλοι ανήκαν στα μεσαία εκείνα στρώματα των πόλεων που τα εισοδήματά τους αφανίστηκαν από τον πληθωρισμό* αυτό αύξησε τα κίνητρα της διαφθοράς και υπέσκαψε κι άλλο την εμπιστοσύνη του κοινού στην ικανότητά τους να διανέμουν δί
ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΝΑ ΑΠΟΔΩΣΕΙ
279
καια τα τρόφιμα. «Αν θέλετε βούτυρο, νοικοκυρές», έλεγε μια παράνομη γαλλική εφημερίδα στις αναγνώστριές της το 1942 στη Λυόν, «πηγαίνετε στο νομάρχη της πε ριοχής σας. Μόλις παρέλαβε 30 κιλά από τους μαυραγορίτες. Πηγαίντε πάρτε κάνα τέταρτο.» Στις χώρες όπου ο πληθυσμός στήριζε ευρέως την πολεμική προσπάθεια -στη Γερμανία ή στο Ηνωμένο Βασίλειο-, η διανομή με δελτίο λειτουργούσε και με ρικές φορές ήταν ως και δημοφιλής. Στις υπό κατοχή χώρες όμως ήταν πολύ λιγότερο αποτελεσματική, γιατί οι κρατικές αρχές δεν διέθεταν τη λαϊκή νομιμοποίηση ή τις αστυνομικές δυνάμεις ώστε να περιφρουρήσουν τις απαραίτητες ποσότητες. Συχνά, μάλιστα, αναγκάζονταν να βασίζονται στους εθνικούς φιλανθρωπικούς φορείς και στις οργανώσεις πρόνοιας -οι Γερμανοί έφτασαν στο σημείο να δίνουν άδειες γι’αυτές στην Πολωνία και πιο ανατολικά- που τα λαϊκά τους συσσίτια και τα συστήματα δια νομής τους παρείχαν τη μοναδική διέξοδο από την πλήρη κοινωνική κατάρρευση.35 Η άλλη ουσιώδης πηγή τροφίμων ήταν η μαύρη αγορά, ιδίως αφού στις περισσό τερες χώρες οι επίσημες μερίδες δεν ήταν ορισμένες σε επίπεδα αρκετά υψηλά ώστε να εξασφαλίζουν την υγεία. Η λιμοκτονία που παρατηρήθηκε στους χιλιάδες τροφί μους των βελγικών και των γαλλικών φυλακών και φρενοκομείων, οι οποίοι αδυνα τούσαν να έχουν πρόσβαση σε εναλλακτικές πηγές προμηθειών, απέδειξαν πόσο κρί σιμη ήταν αυτή. Τα γκέτο της ανατολικής Ευρώπης ήταν η πιο ακραία περίπτωση: στη Βαρσοβία, ο εβραϊκός πληθυσμός κατάλαβε ότι, όπως το έθεσε ένας Γερμανός αρμό διος τον Αύγουστο του 1941, «αν έμεναν στο γκέτο, θα πέθαιναν από την πείνα».36 Ακόμα και στα γκέτο όμως υπήρχε παράνομο εμπόριο με τον έξω κόσμο, με φο βερό ρίσκο. Αλλού, ο πόλεμος έφερε ένα συνεχές πάρε-δώσε ανάμεσα στην πόλη και στην ύπαιθρο, καθώς οι άνθρωποι της πόλης αντάλλασσαν έπιπλα, τιμαλφή και κειμήλια με τρόφιμα. Οι ίδιοι οι Γερμανοί πουλούσαν πλεονάζοντα αγαθά στους μαυραγορίτες, και οι αξιωματικοί εφοδιασμού της Βέρμαχτ αγόραζαν από αυτούς επίσης ό,τι τρόφιμα διέθεταν. «Πρέπει να τονιστεί ότι, καταρχήν, όλες οι υπηρεσίες που επιθυμούν να αγοράσουν αγορανομικώς ρυθμιζόμενα είδη δεν επιτρέπεται να απευθύνονται στη μαύρη αγορά», θύμιζε ο Χανς Φρανκ στους υφισταμένους του. Στην πραγματικότητα, η διαφθορά έβριθε στις τάξεις τους -η ελπίδα του πλουτι σμού ήταν άλλωστε για πολλούς ένας από τους βασικούς λόγους που υπηρετούσαν στην Πολωνία-, με τον ίδιο τον Φρανκ να αποτελεί κορυφαίο παράδειγμα. «Η δια φθορά στις τάξεις των Γερμανών είναι απερίγραπτη», έλεγε μια πολωνική πηγή από την παρανομία. «Αν πληρώσεις, μπορείς να προμηθευτείς ξένο διαβατήριο, να λείψεις από τη δουλειά σου, ακόμα και να φορέσεις το περιβραχιόνιο που είναι για τους Εβραίους* αν πληρώσεις, μπορείς να μάθεις νέα για ανθρώπους που έχουν συλληφθεί. Οι πράκτορες της Γκεστάπο, στους οποίους έχει ανατεθεί να πολεμούν τους μαυραγορίτες, κάνουν μπίζνες μαζί τους, και ούτω καθεξής».37 Οι πιο εχέφρονες αναγνώριζαν ότι ήταν προτιμότερο να δουλεύεις με τη μαύρη αγορά, παρά να προσπαθείς να την καταργήσεις. Στη βόρεια Ρωσία, η αυστηρή
280
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
αστυνόμευση των μαυραγοριτών «είχε τελείως αρνητικά αποτελέσματα», σύμφωνα με έναν Γερμανό στρατιωτικό ειδήμονα της εποχής. «Τα αγαθά εξαφανίστηκαν από τις αγορές... και ο αστικός πληθυσμός στερήθηκε τα πιο στοιχειώδη τρόφιμα. Με την εκ νέου αποδοχή αυτών των αγορών, τα επικίνδυνα αυτά συμπτώματα εξαφανί στηκαν». Στο Βέλγιο, επίσης, η στρατιωτική διοίκηση αγνόησε σε μεγάλο βαθμό τις αντιμαυραγορίτικες καμπάνιες των Βέλγων κρατικών λειτουργών, βοηθώντας πιθα νώς έτσι να σωθεί η χώρα από τη λιμοκτονία, την οποία η εφαρμογή τους ακριβώς θα μπορούσε αλλιώς να είχε προκαλέσει. Η γερμανική διοίκηση παρενέβη επίσης αποφασιστικά στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1942 για να μετατρέψει «τη μαύρη αγορά... σε τελείως ελεύθερη αγορά». Τη στρατηγική αυτή την επεξεργάστηκε ο πρώην ναζί δήμαρχος της Βιέννης, ο Χέρμαν Νοϋμπάχερ, πετυχημένος επιχειρημα τίας, που κατάφερε να κατεβάσει πολύ τις τιμές για κάμποσους μήνες.38 Το διακύβευμα ήταν υψηλό στην Ελλάδα που, όπως το Βέλγιο και η Νορβηγία, βασιζόταν στις εισαγωγές για την επιβίωσή της. Τον πρώτο χειμώνα της κατοχής είχε ήδη υποστεί τον πρώτο σοβαρό λιμό της Ευρώπης: ο συνδυασμός των επιτάξεων και της αποθησαύρισης, του τεράστιου πληθωρισμού και του υψηλού κόστους διανομής είχε οδηγήσει στην κατάρρευση του εθνικού εφοδιασμού σε τρόφιμα, με καταστρο φικά αποτελέσματα. Στις αρχές φθινοπώρου του 1941 τα πρώτα σκελετωμένα πτώ ματα στους δρόμους της Αθήνας αποκάλυψαν την επερχόμενη τραγωδία. Τους επό μενους έξι μήνες, δεκάδες χιλιάδες πέθαναν από την πείνα ή από σχετιζόμενα αίτια. Οι περισσότεροι ζούσαν στην Αθήνα ή στα θεαματικά αλλά κατάξερα κυκλαδίτικα νησιά που φιλοξενούν τώρα τους τουρίστες του καλοκαιριού. Κανείς δεν είχε θελή σει, ή προσχεδιάσει, το λιμό - ούτε όμως υπήρχε περίπτωση οι Γερμανοί να κάνουν κάτι γι’ αυτόν. Συνέχισαν να δημεύουν τρόφιμα όλη εκείνη την περίοδο και παρείχαν ελάχιστη βοήθεια: σύμφωνα με επισήμους του Βερολίνου, και να της περίσσευαν της Γερμανίας τρόφιμα, θα τα έδινε κατά προτεραιότητα στη Νορβηγία, στο Βέλγιο και οτις^άτω Χφρες^Δεν γίνεται να ανησυχούμε υπέρμετρα για τους Έλληνες», σχο λίαζε ο Γκαίρινγκ. «Πρόκειται για ένα ατυχές φαινόμενο, που θα πλήξει πολλούς άλ λους εκτός από αυτούς». Την άνοιξη του 1942, καθώς απειλούνταν με έλλειψη τροφί μων στην ίδια τη Γερμανία, ο τόνος σκλήρυνε. ^Αξίζει στ’ αλήθεια να κρατιούνται ζωντανοί με τρόφιμα των δυνάμεων του Άξονα οι κάτοικοι των ελληνικών πόλεων, που αυτήν τη στιγμή φαίνεται πως αποτελούνται από μεταπράτες, μαυραγορίτες,^ κλεπταποδόχους, κλέφτες και κοπανατζήδες;» ρωτούσε μια γερμανόφωνη εφημερι-ί δα. «Να δούμε ως πότε θα μπορούν οι σκληρά αγωνιζόμενες δυνάμεις του Άξονα ν<^ συνεχίσουν να τρέφουν έναν πληθυσμό εκατομμυρίων αργόσχολων!»39 Κατά καιρούς η σιτοδεία και η λιμοκτονία έπλητταν και τη δυτική Ευρώπη. Η μό νη πραγματική σιτοδεία συνέβη στην Ολλανδία τις τελευταίες εβδομάδες του πολέ μου, όταν οι παράκτιες πόλεις των Κάτω Χωρών αποκόπηκαν προσωρινά λόγω ενός γερμανικού εμπάργκο. Μέσα στην παγωνιά του χειμώνα οι μερίδες έκαναν βουτιά
ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΝΑ ΑΠΟΔΩΣΕΙ
281
στις 450 περίπου θερμίδες ημερησίως, πολύ κάτω από το όριο επιβίωσης* όσοι μπο ρούσαν διέφυγαν προς τα χωράφια αναζητώντας φαΐ, και υπολογίζεται ότι πέθαναν 10.000, κυρίως ηλικιωμένοι ή παιδιά, και φτωχοί.40 Στη Γαλλία, τα αστικά κέντρα όπως το Παρίσι και η Λυόν και οι περιοχές μονοκαλλιέργειας όπως το Ερώ αναγνώ ρισαν τα πρώτα σημάδια κατεπείγουσας κρίσης στα αυξημένα ποσοστά θνησιμότη τας των πιο ευάλωτων τμημάτων του πληθυσμού - των ηλικιωμένων, των αρρώστων, των ζητιάνων και όλων όσοι δεν είχαν πρόσβαση στη μαύρη αγορά για τον έναν ή για τον άλλο λόγο. Τον Οκτώβριο του 1942 το Βισύ θέσπισε τα ειδικά συμπληρώματα τροφής στις πόλεις για να τις προστατεύει από την πείνα, και οι οικονομολόγοι προ ειδοποίησαν ότι παραμόνευαν σοβαροί κίνδυνοι για την υγεία στο μέλλον. Στην κατεχόμενη Πολωνία, παρόλο που δεν υπήρξε καθαυτό λιμοκτονία -με εξαίρεση τα γκέτο, όπου σαφώς και πέθαναν χιλιάδες από την πείνα-, η κλίμακα της αποδιοργάνωσης και των διακρίσεων άσκησε φοβερή πίεση στα τροφικά απο θέματα. Ο κατάλογος των τροφίμων που ήταν απαγορευμένα στους Πολωνούς αλλά διαθέσιμα για τους Γερμανούς περιλάμβανε το σταρένιο ψωμί, το μοσχαρίσιο και το χοιρινό κρέας, το ρύζι, το μέλι, όλα τα ψάρια, τις φράουλες και τα μούρα, τους φρουτοχυμούς, ακόμα και τα κρεμμύδια. Ιδιαίτερα άσχημα επηρεάστηκαν τα παι διά, που οι μερίδες τους έπεσαν κάτω από τις 500 θερμίδες ημερησίως. Μια Πολωνή εξηγούσε ότι είχαν αποφύγει το θάνατο από πείνα, μόνο επειδή αντάλλασσαν ρού χα με βούτυρο και σταράλευρο ή κριθάλευρο. Η ζάχαρη και το αλάτι σπάνιζαν. Ο κόσμος έκανε τις πρασιές μποστάνια και φύτευε πατάτες και σίκαλη.41 Εκεί όμως όπου η σιτοδεία είχε τις πιο ολέθριες συνέπειες ήταν στην Ε.Σ.Σ.Δ. Όπως και στα γκέτο, τα θεόρατα ποσοστά θνησιμότητας έδειχναν ότι υπήρχε συνει δητή πολιτική, μόνο οι αριθμοί στα κατεχόμενα σοβιετικά εδάφη ήταν ακόμα πιο με γάλοι. Έ να μέρος του προβλήματος ήταν η κατάρρευση του σχεδιασμού. Οι γερμανι κοί υπολογισμοί για το πόσο ακριβώς ήταν το ρωσικό πλεόνασμα σε σιτηρά ήταν εξί σου υπεροπτικοί και λανθασμένοι με τις εν γένει πολεμικές τους ετοιμασίες. Υπερε κτίμησαν άσχημα το μέγεθος του, όπως ακριβώς είχαν αποτύχει εντελώς να προβλέψουν τη σοβιετική πολιτική καμένης γης που εφάρμοσε ο Κόκκινος Στρατός κατά την υποχώρησή του. Ετούτη άφησε την οικονομική υποδομή σε τέτοιο χάλι και κατέστρεψε τόσα τρακτέρ και άλλα αγροτικά μηχανήματα, ώστε ακόμα και μια πολύ πιο εκλε πτυσμένη διοίκηση θα ζοριζόταν πολύ ώσπου να επαναφέρει την παραγωγή στα προ πολεμικά της επίπεδα. Καθώς η Βέρμαχτ ζούσε σε βάρος της χώρας -προσμένοντας αστραπιαία νίκη-, οι ρωσικές και οι ουκρανικές αγροτικές εκμεταλλεύσεις αποδεκατίζονταν ακόμα περισσότερο από τις μαζικές επιτάξεις και τη σφαγή των ζώων. Όμως η λιμοκτονία εξέφραζε κατά βάσιν όχι τόσο την αποτυχία όσο την επιτυχία του γερμανικού σχεδιασμού. Ο ανερχόμενος αστέρας του Υπουργείου Γεωργίας και Τροφίμων, ο Χέρμπερτ Μπάκε, ήταν ανέκαθεν θιασώτης της αποβιομηχάνισης της Ρωσίας. Στόχος του ήταν να εξασθενίσει την εργατική τάξη των πόλεων, την οποία
282
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
είχε φτιάξει ο Στάλιν, και να γυρίσει τη χώρα πίσω σε αυτό που ήταν προτού κατα λάβουν την εξουσία οι μπολσεβίκοι, δηλαδή στην κατάσταση της προμηθεύτριας χώ ρας της δυτικής Ευρώπης σε σιτάρι - στο κάτω-κάτω, πριν από το 1914 εξήγε πάνω από δέκα φορές περισσότερα σιτηρά απ’ ό,τι τη δεκαετία του 1930. Κατά τον Μπάκε, ο Στάλιν είχε δώσει οτη χώρα λάθος κατεύθυνση, είχε σακατέψει τη ρωσική γε ωργία και είχε καταδικάσει την υπόλοιπη Ευρώπη σε εξάρτηση από τα υπερατλαντι κά σιτηρά. Παίρνοντας τον έλεγχο της σοβιετικής παραγωγής δημητριακών, η Γερ μανία μπορούσε να δημιουργήσει μια γνήσια ηπειρωτική ΟΓοβτ&ιΐϊην/ΐιΙδοΙι&ίί και να οργανώσει έναν πιο αποτελεσματικό καταμερισμό εργασίας ανάμεσα στη βιομη χανική Δύση και στην αγροτική Ανατολή. Κολλημένος στην ιδέα του ρωσικού και του ουκρανικού σιτοβολώνα, ο Μπάκε έδινε μικρή ή και καθόλου σημασία στο 70 τοις εκατό της σοβιετικής ικανότητας παραγωγής χυτοσιδήρου, στο 58 τοις εκατό χά λυβα και στο 64 τοις εκατό άνθρακα που θα έπεφταν στα χέρια των Γερμανών.42 Ούτε και νοιαζόταν για τους Ρώσους καταναλωτές τροφίμων. Για τους κατοίκους των σοβιετικών πόλεων, ιδίως, η ζοφερότητα των συνεπειών ξεπερνούσε κάθε φα ντασία. Ενώ ο γερμανικός στρατός στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο είχε θέσει τις ανάγκες του ντόπιου άμαχου πληθυσμού της ανατολικής Ευρώπης πάνω από τις ανά γκες της Γερμανίας, οι ναζί τις έθεσαν τελευταίες. Όταν, πριν από την εισβολή, μια συνάντηση προγραμματισμού με πρόεδρο τον Μπάκε προεξόφλησε ένα πλεόνασμα 8,7 εκατομμυρίων τόνων σιτηρών υπό την αίρεση του «επιπέδου εγχώριας κατανά λωσης», είπε επίσης ξεκάθαρα τι σήμαινε αυτό: εκατομμύρια άνθρωποι των τροφικά ελλειμματικών περιοχών του Βορρά, μεταξύ των οποίων η Μόσχα και το Λένινγκραντ, έπρεπε να αποκοπούν από τους σιτοπαραγωγούς της Ουκρανίας και να αφεθούν να πεθάνουν της πείνας. Η συνάντηση προέβλεψε μια «βαρύτατη επισιτιστική κρίση». Να λοιπόν πώς θα γυρνούσε το ρωσικό ρολόι πίσω στο αποβιομηχανοποιημένο και αποαστικοποιημένο παρελθόν του* δεν υπήρχαν περιθώρια για «ψεύτικους ανθρω πισμούς», γιατί αυτό θα «μείωνε τις αντοχές της Γερμανίας» στον πόλεμο. Και καθώς η μεταποίηση της δυτικής Ευρώπης ήταν σπουδαιότερη από της Ρωσίας για τη Γερ μανία, κατέληξαν οι προγραμματιστές, τα ρωσικά πλεονάσματα σιτηρών έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για να κρατηθούν ζωντανοί οι Δυτικοευρωπαίοι και όχι οι Ρώσοι βιομηχανικοί εργάτες. Ενάμιση χρόνο αργότερα, η πολιτική δεν είχε αλλάξει. «Η επισιτιστική κατάσταση στην Ευρώπη συνολικά», δήλωνε ο Γκαίρινγκ, «καθιστά αναγκαία την προμήθεια του μεγαλύτερου δυνατού αγροτικού πλεονάσματος από τα κατεχόμενα ανατολικά εδάφη, ώστε να τραφούν οι στρατιώτες και ο πληθυσμός του Ράιχ στο ορατό μέλλον. Για να το πετύχουμε αυτό, η τοπική κατανάλωση τροφίμων του ιθαγενούς πληθυσμού πρέπει να κρατηθεί όσο πιο χαμηλά γίνεται».43 Η «στρατηγική της πείνας» του Μπάκε ρίχνει διαφορετικό φως στη μεταχείριση των ρωσικών και των ουκρανικών πόλεων από τους Γερμανούς: ο στραγγαλισμός του Λένινγκραντ και η περικύκλωση του Μινσκ και του Κιέβου ήταν σχέδιο για να πεθά-
ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΝΑ ΑΠΟΔΩΣΕΙ
283
νει ο πληθυσμός από την πείνα, να καταοτραφεί ο πολιτισμός των πόλεων και να ανα γκαστούν οι κάτοικοι να επιστρέψουν στη γη. Το χρήμα έδωσε τη θέση του στον αντι πραγματισμό και οι πόλεις άδειασαν, καθώς οι κάτοικοί τους πήραν τις στράτες ψά χνοντας για φαΐ. Περνούσαν δίπλα από τα σκελετωμένα πτώματα των αιχμαλώτων πολέμου και των λιμασμένων αμάχων που κείτονταν στα περίχωρα, για να τους θυμί ζουν θαρρείς τι τους περίμενε. Όπως και στη δυτική Ευρώπη, αλλά σε πολύ μεγαλύ τερη κλίμακα και με πολικές θερμοκρασίες, η έξοδος αυτή δημιούργησε το αδιαχώ ρητο στους αυτοκινητοδρόμους. «Όποιος πετά πάνω από τα κατεχόμενα σοβιετικά εδάφη σήμερα ή τα διασχίζει με αυτοκίνητο», έγραφε ένα στέλεχος του Υπουργείου Ανατολής το χειμώνα ταυ 1942, «θα προσέξει τα πλήθη που κινούνται κατά μήκος των δρόμων: είναι εκατοντάδες χιλιάδες και, σύμφωνα με τους ειδήμονες, ο αριθμός τους συχνά μπορεί να φτάσει το εκατομμύριο. Τα πλήθη αυτά είναι σε αναζήτηση τροφής είτε για να τη φάνε οι ίδιοι είτε για να την πάνε στις πόλεις να την πουλήσουν».44 Η φοβερή συνέπεια ήταν ότι ο πληθυσμός μιας πόλης όπως το Χάρκοβ, που προ πολεμικά ανερχόταν σε ένα εκατομμύριο, κατρακύλησε στις 250.000 περίπου μέσα σε δύο χρόνια. Η σοβιετική υποχώρηση είχε δώσει τους καρπούς της. Από την πρώτη στιγμή, ο Κόκκινος Στρατός είχε αφήσει πίσω του πολύ λίγα πράγματα και είχε ανα τινάξει πολλά από τα εργοστάσια της πόλης. Μα οι Γερμανοί με τη σειρά τους κατα δίκασαν την πόλη σε αργό θάνατο. Λίγα χρόνια αργότερα, ένας επιζών θυμόταν: Η πόλη είναι άδεια από φαγώσιμα σαν μια έρημος, σαν μια ακρόπολη πολιορκημένη για καιρό και αποκομμένη από τον έξω κόσμο. Όλες οι γέφυρες και οι σιδηρο δρομικές γραμμές έχουν ανατιναχθεί, κάθε μέσο επικοινωνίας και μεταφοράς είναι τελείως κατεστραμμένο. Η είσοδος και η έξοδος από την πόλη απαγορεύεται αυ στηρά... Δεν υπάρχουν καταστήματα, δεν υπάρχουν αγορές, ούτε μαγαζιά οποιουδήποτε είδους. Όλα τα καταστήματα είτε καταστράφηκαν είτε λεηλατήθηκαν και ληστεύτηκαν τις τελευταίες ημέρες πριν από την υποχώρηση του σοβιετικού στρα τού... Όποιος ήταν ικανός και δυνατότερος προσπάθησε να φύγει από την πόλη όπως φεύγει κανείς από ένα μέρος που το *χει χτυπήσει πανούκλα, αφήνοντας πίσω τα υπάρχοντά του, τα σπίτια και τους συγγενείς του... Ήταν πάλι άλλοι που, εξα ντλημένοι καθώς ήταν και εξαιρετικά αδύναμοι από την απώλεια της δύναμής τους λόγω της μακράς λιμοκτονίας, ρίσκαραν τη ζωή τους για να σώσουν τους δικούς τους ανθρώπους. Με παγωνιές 30-40 βαθμούς υπό το μηδέν, κουβαλώντας βαριά φορτία και περπατώντας με μεγάλο κόπο, με τα πόδια τυλιγμένα σε κουρέλια, πο ρεύονταν όπως-όπως για 200-300 χιλιόμετρα μέσα στις χιονοθύελλες ώσπου να φτάσουν σε απόμακρα χωριά και να ανταλλάξουν τα στερνά ζεστά τους ρούχα με σιτηρά ή αλεύρι... Πολλοί πέθαιναν, πάγωναν, έχαναν το δρόμο.45 Επειδή όμως οι οικονομίες της πόλης και της υπαίθρου δεν μπορούσαν να αποκοπούν η μια από την άλλη τόσο ριζικά όσο φανταζόταν ο Μπάκε, το σωρευτικό αποτέ λεσμα ήταν ότι η αγροτική παραγωγή της εμπόλεμης περιόδου δεν εκπλήρωσε ποτέ
284
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
τις προσδοκίες των Γερμανών. Το μεγαλύτερο τμήμα της περισυλλεγόμενης σοδειάς πήγαινε στην τροφοδοσία της Βέρμαχτ. Έ να πλεόνασμα σιτηρών πράγματι παραδό θηκε από την Ουκρανία μετά τη συγκομιδή του 1942 και πάλι την επόμενη χρονιά. Αλλά η κατασταλτική, σκληρή γραμμή του Έ ριχ Κοχ αποξένωσε όλο τον πληθυσμό και υπονόμευσε τις παραπαίουσες προσπάθειες του στρατού να στρατολογήσει τους Ουκρανούς υπέρ της γερμανικής πλευράς. Το Υπουργείο Γεωργίας έστειλε χιλιάδες γεωπόνους, μα του κάκου. Οι Γερμανοί αποφάσισαν να μη διαλύσουν τα συλλογικά αγροκτήματα, με το σκεπτικό ότι η ύπαρξή τους διευκόλυνε την περισυλλογή της συ γκομιδής, και εξέδωσαν ένα Νέο Διάταγμα για τη Γεωργία στις αρχές του 1942, που ανέβαλλε κάθε απόφαση για την τύχη τους. Το Διάταγμα υποσχόταν να απελευθε ρώσει τους χωρικούς από την «τυραννία» της «εβραϊκής σοβιετικής κυβέρνησης της Μόσχας», αλλά η έλλειψη σαφήνειάς του κίνησε τις υποψίες τους, και μέσα σ’ ένα χρόνο έγινε σαφές σε πολλούς Γερμανούς παρατηρητές ότι είχαν χαραμίσει τη βασι κή τους ευκαιρία να πάρουν τους χωρικούς με το μέρος τους. Οι οικονομολόγοι του στρατού και το Υπουργείο Ανατολής του Ρόζενμπεργκ άσκησαν σφοδρή κριτική. «Μεγάλα τμήματα της ουκρανικής αγροτιάς είναι υπό την επιρροή της εχθρικής προπαγάνδας», σημείωνε ένας από τους βοηθούς του Ρόζεν μπεργκ τον Οκτώβριο, «κι έχουν χάσει την πίστη τους στη σοβαρότητα των προθέσεών μας». Το Διάταγμα για τη Γεωργία είχε πάει κατά διαόλου, και οι ανάλογοι δισταγμοί των Γερμανών να παλινορθώσουν την ατομική ιδιοκτησία στη Βαλτική ήταν «αντίθετοι σε κάθε έννοια πολιτικής λογικής». Προειδοποιούσε απερίφραστα ότι εξοντώνοντας Εβραίους και σκοτώνοντας χωρικούς σε αντίποινα για τις εφόδους των παρτιζάνων, η Γερμανία κινδύνευε να χάσει την Ουκρανία «ως πηγή ανεφοδιασμού μας σε τρόφι μα».46Ώσπου να αρχίσουν όμως οι ιθύνοντες να εξετάζουν άλλες λύσεις, το κακό είχε γίνει. Οι παραδόσεις σιτηρών από την Ε.Σ.Σ.Δ. πολύ απλά δεν εκπλήρωσαν ποτέ τις προσδοκίες του Μπάκε (ή του Χίτλερ) και το αποτέλεσμα της εισβολής επιβεβαίωσε όλες τις αμφιβολίες και τους δισταγμούς όσων είχαν ταχθεί εναντίον της. Τελικά, η ναζιστική διακυβέρνηση της γερμανικής «Καλιφόρνιας» της Ανατολής έστειλε εκατομ μύρια Σοβιετικούς πολίτες στο θάνατο και έκανε το έργο του Ράιχ στη δυτική Ευρώπη δυσχερέστερο, μεταφέροντας σε αυτήν το βάρος του επισιτισμού της Γερμανίας. Στην ίδια τη Γερμανία, την άνοιξη του 1942 συνειδητοποίησαν ότι οι μερίδες τροφί μων μέσα στο Ράιχ έπρεπε να μειωθούν. Με δεδομένη την πεποίθηση του Χίτλερ ότι η ίδια η ασφάλεια του καθεστώτος εξαρτιόταν από τη διατήρηση του βιοτικού επι πέδου των Γερμανών, αυτή ήταν οπωσδήποτε μία από τις σοβαρότερες πολιτικές κρίσεις που πέρασε το καθεστώς σε όλο τον πόλεμο. Στο εξωτερικό το γεγονός ερ μηνεύτηκε αμέσως ως σημάδι αδυναμίας, και την είδηση των περικοπών την εκμε ταλλεύτηκε αυτοστιγμεί, μεγαλοποιώντας την, η «προπαγάνδα πείνας» των Σοβιετι κών. Η δϋ ανέφερε εμπιστευτικά ότι το ηθικό του κόσμου είχε «φτάσει σε σημείο
ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΝΑ ΑΠΟΔΩΣΕΙ
285
τόσο χαμηλό που ποτέ ως τώρα δεν είχε παρατηρηθεί».47 Ο Χίτλερ, αποφασισμένος να ανακαλέσει τις περικοπές όσο γινόταν πιο γρήγορα, ανησύχησε αρκετά ώστε να αντικαταστήσει τον ολοένα πιο αναποτελεσματικό υπουργό Γεωργίας και τροφίμων του, τον Βάλτερ Νταρρέ, με τον δυναμικό Μπάκε. Ο Νταρρέ ήταν ένας άνθρωπος που έτρεφε βαθιά μέσα του τα ρομαντικά φυλετικά όνειρα να αναστήσει την αγρο τική ζωή μέσα στην ίδια τη Γερμανία, ενώ ο Μπάκε ήταν ένας προσγειωμένος επεκτατιστής και πραγματιστής, που, όπως ο στενός συνάδελφός του ο Χάυντριχ, πί στευε στο να γίνεται η δουλειά. Αυτό που είχε σημασία εκείνη τη στιγμή ήταν τα τρόφιμα, όχι οι αγρότες. Εξουδετέρωσε τη μαύρη αγορά μέσα στο Ράιχ και έστρεψε την προσοχή του στη βελτίωση των παραδόσεων σιτηρών από την Ανατολή.48 Τα φονικά αποτελέσματα έγιναν ορατά σχεδόν αμέσως. Στη Γενική Κυβέρνηση, που και με τις καλύτερες ακόμα συνθήκες δεν θα μπορούσε να θρέψει τον εαυτό της, η διοίκηση του Φρανκ είχε σηκώσει τα χέρια ψηλά για το πώς να αυξήσει τις παραδόσεις, ιδίως αφού θεωρούσε πως οι μερίδες των Πολωνών ήταν ήδη πολύ χα μηλές. Τα μπόνους προς τους αγρότες ίσως να βοηθούσαν. Ο Μπάκε όμως είχε, όπως και στην περίπτωση των Ρώσων, άλλη απάντηση: να μειώσει δραστικά την το πική κατανάλωση. Μία ομάδα είχε αρχίσει κιόλας να λιμοκτονεί περισσότερο από κάθε άλλη και μπορούσε να εκκαθαριστεί. «Στη Γενική Κυβέρνηση», είπε στα στε λέχη του Φρανκ στις 23 Ιουνίου, λίγες εβδομάδες πριν από το ξεκίνημα της συγκομι δής, «υπάρχουν αυτή τη στιγμή ακόμα 3,5 εκατομμύρια Εβραίοι. Η Πολωνία θα πρέπει να εξυγιανθεί μέσα στο επόμενο έτος». Λίγες μόλις εβδομάδες νωρίτερα, ο Χίμλερ είχε αναγγείλει στους κορυφαίους άντρες των δδ του ότι «η περιπλάνηση των Εβραίων» θα διαρκούσε μόνο ως το τέλος του χρόνου. Έδωσε τώρα εντολή στον δδΡΡ Γκλομπότσνικ στο Λούμπλιν να δολοφονήσει όλους τους Εβραίους της Πολωνίας, όσοι δεν απαιτούνταν σαν εργάτες: χάρη στα νέα στρατόπεδα θανάτου της Τρεμπλίνκας, του Σομπίμπορ και του Μπέλτσεκ, αυτό έγινε εφικτό. Έτσι, η δια τροφική κρίση συνέβαλε στην επιτάχυνση της Τελικής Λύσης. Οι άντρες του Χίμ λερ, για να βοηθήσουν τον Μπάκε, ανέλαβαν επίσης την περισυλλογή της πολωνι κής συγκομιδής. Οι εντολές του ήταν να απομονωθεί η Βαρσοβία και να εκτελούνται όσοι χωρικοί δεν παρέδιδαν τις ποσότητες που τους είχαν οριστεί.49 Ο Γκαίρινγκ έπαιξε και αυτός το ρόλο του, και οργάνωσε μια κρίσιμη συνάντη ση στο Βερολίνο, στις αρχές Αυγούστου. Αυτή ήταν μια από τις ελάχιστες περιπτώ σεις όπου οι επικεφαλής των διάφορων κατοχικών διοικήσεων βρέθηκαν μαζί, και επέτρεψε στο στρατάρχη του Ράιχ να εκθέσει τη νέα σκληρή γραμμή. Επέπληξε τους συγκεντρωμένους κομισάριους του Ράιχ και στρατιωτικούς διοικητές διότι έβαζαν το καλό των μη Γερμανών πάνω από τους Γερμανούς και ανήγγειλε ότι στο εξής θα τηρούνταν πολύ πιο σκληρή στάση. Η Γερμανία είχε κατακτήσει «αχανή εδάφη», κι όμως η κατανάλωση τροφίμων μέσα στο Ράιχ μειωνόταν στο επίπεδο των «άθλιων μερίδων του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου»:
286
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
Σε όλα τα κατεχόμενα εδάφη βλέπω τον κόσμο που ζει εκεί πρησμένο απ’ το πολΰ φαΐ, τη στιγμή που οι δικοί μας λιμοκτονούν. Για το Θεό^δεν σας έστειλαν εκεί για να δουλέψετε για την ευημερία του λαοΰ που σας εμπιστεύτηκαν, αλλά για να εξα σφαλίσετε όσο γίνεται περισσότερα ώστε να μπορεί να ζήσει ο γερμανικός λαό^ Περιμένω από σας να αφιερώσετε όλες σας τις δυνάμεις σ’ αυτό. Αυτή η συνεχής ενασχόληση με τους ξένους πρέπει να τελειώνει μια και καλή. Έχω εδώ μπροστά μου τις αναφορές για το τι σχεδιάζετε να παραδώσετε. Όταν σκέφτομαι τις χώρες σας, μου φαίνεται σαν τίποτα απολΰτως. Είχα μια τεράστια σκασίλα αν μου πείτε ότι ο λαός σας σωριάζεται κάτω από την πείνα. Καλά κάνει και σωριάζεται, όσο δεν σωριάζεται κανένας Γερμανός από την πείνα.50 Πιο σταράτα δεν γινόταν: «Παλιά, το ζήτημα κατά τη γνώμη μου ήταν απλοΰστερο. "Υστερα, κάποιος το ονόμασε λεηλασία». Ασχολήθηκε έπειτα με την κάθε χώρα ξε χωριστά: οι Ολλανδοί ήταν «ένα έθνος προδοτών του αγώνα μας» και δεν έβλαπτε να εξασθενιστοΰν, φτάνει να μην πείραζαν τους αγρότες και τους εργάτες στα εργο στάσια όπλων. Η Γαλλία όφειλε να παραδώσει 1,2 εκατομμύρια τόνους σιτηρά, όχι 550.000 όπως την προηγούμενη χρονιά. Το Βέλγιο δεν ήταν τόσο φτωχό όσο ισχυρι ζόταν. Άρχισε να πετάει αριθμούς προς πάσα κατεύθυνση. Για τη Νορβηγία: «Έχουν ψάρια: 400.000». Όταν τον έκοψε ο Τερμπόφεν λέγοντας του ότι αυτό ήταν κάτω από την παράδοση της προηγούμενης χρονιάς, ο Γκαίρινγκ απάντησε: «500.000!» Οι αναπόφευκτες διαμαρτυρίες των πολιτικών και των κρατικών λει τουργών στα κατεχόμενα δεν τον ενδιέφεραν. Τόνισε ότι δεν ήταν υπέρ της «συνερ γασίας»: «η συνεργασία είναι κάτι που μόνο ο κ. Άμπετς [ο Γερμανός πρέσβης στη Γαλλία] κάνει». Μόνο οι Δανοί τη γλίτωσαν: η ειδική οικονομική τους σχέση απέφε ρε έτσι κι αλλιώς τα επιθυμητά αποτελέσματα.51 Τη στιγμή που γινόταν αυτό το ωμό παζάρι, το μυαλό του Χίτλερ πλανιόταν στο μέλλον, φλογισμένο από τους ανοιχτούς ορίζοντες του Γενικού Σχεδίου Ανατολής. Όλο τον Αύγουστο συνέχισε να μακρηγορεί επ’ αυτού ενώπιον των βραδινών του καλεσμένων. Η Γερμανία προχωρούσε και έμπαινε σε «άδειους χώρους», κι έπρεπε να μάθει να τους κυβερνά. Οι ντόπιοι Σλάβοι θα παρέδιδαν τη συγκομιδή τους, σε αντάλλαγμα ευτελών γερμανικών μεταποιημένων προϊόντων* κάθε κουβέντα περί εκπολιτισμού τους θα τιμωρούνταν μ’ ένα φεγγάρι σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. «Καμιά δύναμη στη γη δεν θα μας διώξει από εκεί!» καμάρωνε, και οι παρτιζάνοι θα κατέληγαν όπου και οι «ερυθρόδερμοι» της Αμερικής. Η Ανατολή θα παρήγε δέ κα με δώδεκα εκατομμύρια τόνους πλεόνασμα σιτηρών το χρόνο -όπως πράγματι έκανε πριν από τον Μεγάλο Πόλεμο- και η Γερμανία θα γινόταν «το πιο αύταρκες κράτος» του κόσμου, με εκατομμύρια Γερμανούς χωρικούς που θα ανταποκρίνονταν στο κάλεσμα της γης.52 Ευτυχώς για τους Γερμανούς, τα αποτελέσματα της συγκομιδής του 1942 ήταν παραπάνω από ικανοποιητικά. Χάρη στον καλό καιρό που είχε όλο το καλοκαίρι
ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΝΑ ΑΠΟΔΩΣΕΙ
287
και στην αυξημένη αστυνόμευση της συγκομιδής, οι συνολικές ευρωπαϊκές παραδό σεις σιτηρών αυξήθηκαν από τα δύο εκατομμύρια τόνους σε περισσότερο από πέντε εκατομμύρια τόνους το 1942-3: στο σημείο εκείνο, η Γερμανία έπαιρνε όχι λιγότερο από το ένα πέμπτο των σιτηρών της από τα κατεχόμενα εδάφη. Το κλειδί της ιστο ρίας ήταν η Γενική Κυβέρνηση και η Γαλλία: οι προμήθειες και από τις δύο αυξήθη καν πολύ. Έτσι, στα μέσα Σεπτεμβρίου το καθεστώς μπόρεσε να αναγγείλει ότι οι μερίδες στη Γερμανία θα αυξάνονταν και πάλι. Η διατροφική κρίση είχε λήξει και ο Γκαίρινγκ ήταν στα κέφια του: σε «Ευχαριστιακή για τη Συγκομιδή» ομιλία του στις αρχές Οκτωβρίου, προέβλεψε περαιτέρω αυξήσεις στο μέλλον, αφού «τα αβγά, το βούτυρο, το αλεύρι υπάρχουν στα Ανατολικά Εδάφη σε ποσότητες που δεν μπορείτε καν να φανταστείτε!». Ο Χίτλερ είχε υποστηρίξει ότι, αν κατάφερναν να αυξή σουν τις μερίδες ως τον Οκτώβριο, οι Βρετανοί θα αναγκάζονταν να «εγκαταλείψουν κάθε ελπίδα ότι θα μας νικήσουν με την πείνα». Έτσι το καθεστώς παρουσία σε το επίτευγμά του σαν βρετανική αποτυχία και σαν την επιβεβαίωση της τελικής νίκης της Γερμανίας.53 Ο Γκαίμπελς, ο ειδικός επί της προπαγάνδας, ήξερε πως οι κομπασμοί του Γκαί ρινγκ δεν βοηθούσαν σε τίποτα τη Γερμανία πολιτικά και έδωσε εντολή στους Γερ μανούς δημοσιογράφους να αλλάξουν θέμα. Στην πραγματικότητα, οι Ευρωπαίοι -και οι Γερμανοί διοικητές που ήταν υπεύθυνοι για τη δημόσια τάξη στο εξωτερικόαντέδρασαν με οργή στις αυξημένες απαιτήσεις. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, ο πρέσβης Όττο Άμπετς, ο άνθρωπος του Υπουργείου Εξωτερικών στο Παρίσι, προ ειδοποίησε ότι υπήρχε κίνδυνος για «έκτροπα, σοβαρότατη διατάραξη της δημό σιας τάξης και άμεση παραίτηση ή ανατροπή της παρούσας κυβέρνησης». Έπρεπε να δουλεύουν μαζί με τους Γάλλους, τόνιζε, αφού η Γερμανία δεν είχε τα εργατικά χέρια που απαιτούνταν για να μαζέψει τη συγκομιδή χωρίς αυτούς. Η πολιτική της συνεργασίας δεν μπορούσε σε καμιά περίπτωση να εγκαταλειφθεί, όπως είχε υπο νοήσει ο Γκαίρινγκ. Από την κατεχόμενη Ε.Σ.Σ.Δ. έφτασαν ανάλογες προειδοποιή σεις: η σοδειά του 1942 είχε αποδειχθεί ανεκτίμητη, αλλά καθώς τα τρόφιμα σπάνι ζαν ολοένα, ο πληθυσμός σπρωχνόταν στις αγκάλες των παρτιζάνων και άρχιζε να βλέπει τον μπολσεβικισμό σαν το μικρότερο κακό από τα δύο. Το μέλλον θα έδειχνε πως ο Γκαίμπελς είχε δίκιο και πως ο Γκαίρινγκ ήταν ανόητος που προκαλούσε τη μοίρα: το 1942-3 υπήρξε πράγματι το απόγειο των παραδόσεων τροφίμων προς τη Γερμανία. Την επόμενη χρονιά αυτές μειώθηκαν ελαφρά και την επόμενη πολύ δραστικότερα, χωρίς ούτε καν οι συνεχείς αυξήσεις της απόδοσης μέσα στη Γερμα νία να μπορέσουν να τις αναπληρώσουν.54 «Η υγεία της Ευρώπης σήμερα είναι... “όχι και τόσο κακή”», έγραφε ένας σχολια στής στο ΙηίβπιαύοηαΙ Α$αιη$ [Διεθνείς Υποθέσεις] το καλοκαίρι του 1944, προειδο ποιώντας ότι μόνο το ενδεχόμενο να εξαπλωθούν επιδημίες με την απελευθέρωση
288
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
αποτελούσε λόγο πραγματικής ανησυχίας. Και πράγματι, αν προσπαθήσουμε να μετρήσουμε τις εξελίξεις στην υγεία και στο βιοτικό επίπεδο της κατεχόμενης Ευ ρώπης στο σύνολό της, θα προκύψουν ορισμένα αναπάντεχα χαρακτηριστικά της εμπειρίας της ηπείρου. Στο βαθμό που στόχος της γερμανικής πολιτικής ήταν η διατήρηση αξιόπιστης εισροής τροφίμων στο Ράιχ, αυτό επιτεύχθηκε εν πολλοίς με ένα συνδυασμό αυστη ρών ελέγχων εντός της Γερμανίας και δραστικής αύξησης των παραδόσεων από το εξωτερικό. Η κρίση του 1942, ιδωμένη αναδρομικά, αποτέλεσε πρόσκαιρο κλυδωνισμό που διορθώθηκε στη συνέχεια με την αύξηση της πίεσης προς τους αλλοδαπούς καταναλωτές. Μονάχα στην πολύ τελευταία φάση του πολέμου άρχισαν οι Γερμανοί να βιώνουν κάθετη πτώση της πρόσληψης θερμίδων, η δε πραγματική κατάρρευση ήρθε μετά τον πόλεμο. Οι εισαγωγές τροφίμων έγιναν όλο και πιο σημαντικές: το ένα πέμπτο της κατανάλωσης σιτηρών της Γερμανίας (αντί για το προπολεμικό 10 τοις εκατό), το ένα τρίτο του κρέατος (αντί για το 7 τοις εκατό) και το ένα τέταρτο των λιπών εισάγονταν - κυρίως από τη Γαλλία, την Ε.Σ.Σ.Δ., τη Δανία και τις Κάτω Χώρες. Επειδή η φυλετικοποίηση της πολιτικής τροφίμων σήμαινε όχι μόνο την εξό ντωση των ανεπιθύμητων καταναλωτών αλλά και τη διαφύλαξη της υγείας όσων «άξιζε να ζουν», το Ράιχ έδωσε επίσης μεγάλη προσοχή στη διατροφή. Η καμπάνια του για το ψωμί ολικής αλέσεως («Το ψωμί ολικής αλέσεως είναι καλύτερο και πιο υγιεινό!»), με τις διαφημίσεις παιδιών με τροφαντά μάγουλα και γερά δόντια, συν δυάστηκε με κίνητρα προς τους αγρότες όχι μόνο της Γερμανίας αλλά και του Προ τεκτοράτου, των Κάτω Χωρών, του Βελγίου και της Γαλλίας ώστε να παράγουν μαύ ρο ψωμί. Παρά τις αντιστάσεις των καταναλωτών, η καμπάνια για το πιτυρούχο αλεύρι επεκτάθηκε στα δημητριακά και στα μπισκότα. Το μούσλι προωθήθηκε ως υγιεινότερη μορφή πρωινού. Όλα αυτά συνέβαλαν σε μια σαφέστατα βελτιωμένη δημογραφική εικόνα για τη Γερμανία, σε σύγκριση με το 1914-18: τότε ο ρυθμός των γεννήσεων είχε πέσει στο μισό, ενώ στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στο χαμηλό τερο του σημείο -το 1942- έπεσε κατά λιγότερο από ένα πέμπτο. Αν ο στόχος του Χίτλερ ήταν να αποφύγει τη δημογραφική ζημιά του 1914-18, τότε τον πέτυχε.55 Ως προς τις άλλες χώρες, μολονότι οι μερίδες και η συνολική πρόσληψη τροφής ποίκιλλαν πάρα πολύ, και παρά τις γερμανικές επιτάξεις, η υγεία σε μεγάλο μέρος της ηπείρου παρέμεινε επίσης εντυπωσιακά καλή. Το βασικό πρόβλημα ήταν γενικά η διανομή και όχι η παραγωγή, και ξεπεράστηκε με επιτυχία όπου το κράτος ήταν ισχυ ρό και οι συγκοινωνίες σχετικά εύκολες, δηλαδή στη δυτική και στην κεντρική Ευρώ πη. Εκεί θεσπίστηκε η διανομή με δελτίο, που κράτησε την πρόσληψη σε επίπεδα χα μηλότερα από τα προπολεμικά, αλλά αρκετά υψηλά ώστε να αποφευχθεί η μαζική πείνα. Μερικές από τις κοινωνίες που επλήγησαν περισσότερο ήταν σύμμαχοι της Γερμανίας: στην Καρελία της Φινλανδίας μερικοί πληθυσμοί της υπαίθρου βρίσκο νταν μόλις πάνω από το όριο επιβίωσης· στην Ιταλία, οι επίσημες μερίδες συγκαταλέ
ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΝΑ ΑΠΟΔΩΣΕΙ
289
γονταν στις χαμηλότερες της Ευρώπης, και η αξιοθρήνητη αποτυχία του καθεστώτος να εγγυηθεί τον επισιτισμό της χώρας μετά από τόσα χρόνια που φωνασκοΰσε για «τη μάχη των σιτηρών» συνέβαλε ανυπολόγιστα στη λαϊκή δυσφορία και στην οργή ενα ντίον του φασισμού. Μονάχα στην πρώην Σοβιετική Ένωση και σε τμήματα της Γιου γκοσλαβίας και της Ελλάδας απλώθηκε ευρέως ο υποσιτισμός και απείλησε με μαζικό θάνατο από την πείνα - και αυτές ήταν χώρες όπου το κράτος ήταν εξαιρετικά αδύνα μο και όπου η γερμανική φυλετική ιδεολογία είχε την πιο καταστροφική επίδραση. Συνολικά, πάντως, η μείωση της πρόσληψης τροφής δεν μπορούσε να συγκριθεί με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τουλάχιστον ως τους δραματικούς τελευταίους μήνες του πολέμου. Για τους περισσότερους Ευρωπαίους, οι βελτιώσεις στις μεθόδους καλ λιέργειας και ο καλός καιρός βοήθησαν ώστε να κρατηθεί η πείνα μακριά. Επίσης, ο κόσμος παρέμεινε εντυπωσιακά υγιής. Οι επιδημίες ήταν λίγες και τα δημογραφικά στοιχεία υποδήλωναν απρόσμενα μικρή επίδραση στην παιδική θνησι μότητα ή στο ρυθμό των γεννήσεων. Η Δανία -προστατευμένη χάρη στην ευνοϊκή της κατάσταση μέσα στη Νέα Τάξη- ήταν στην καλύτερη θέση και γνώρισε σταθερή άνο δο του ρυθμού των γεννήσεων, φτάνοντας σε επίπεδα σαφώς ανώτερα από τα αντί στοιχα της δεκαετίας του 1930. Αλλά και στη Γαλλία ακόμα, όπου ο περισσότερος κόσμος ένιωσε την ανεπάρκεια τροφίμων πιο έντονα, καθώς δεν είχε βιώσει τίποτε ανάλογο στον Μεγάλο Πόλεμο, η καταστροφική πτώση που συνέβη το 1914-18 δεν επαναλήφθηκε: αντιθέτως, σημειώθηκε ταχεία, ιστορικά πρωτοφανής και αξιολογότατη αύξηση των γεννήσεων μετά το 1941 - κάτι που οι μεταπολεμικοί δημογράφοι το απέδωσαν στην «αντίσταση της γεννητικότητας στα χρόνια του πολέμου» αλλά που συνεχίστηκε και μετά τον πόλεμο, όπως σχεδόν παντού αλλού. Ανάλογες τάσεις ήταν ορατές σε χώρες πιο στερημένες από τρόφιμα όπως οι Κάτω Χώρες, χάρη στις σχετι κά χαμηλές θνησιμότητες και στους υψηλούς ρυθμούς γεννήσεων.56 Ο συνολικός πληθυσμός -που αυξήθηκε ελαφρώς στο Ηνωμένο Βασίλειο και ταχύτερα στις ΗΠΑμειώθηκε ελαφρώς μονάχα στη δυτική Ευρώπη. Στη Γιουγκοσλαβία, στην Ελλάδα και στην Πολωνία οι μειώσεις ήταν πολύ πιο έντονες. Στη χειρότερη θέση βρέθηκε αναντίρρητα η Ε.Σ.Σ.Δ.: πρόσφατες μελέτες δείχνουν πως η καταστροφή του πολέμου στην Ουκρανία, λόγου χάρη, ξεπέρασε ακόμα και το λιμό του 1933· στη Λευκορωσία οι αριθμοί δεν είναι εξίσου σίγουροι αλλά η έκβαση μπορεί και να ήταν ακόμα χει ρότερη. Έτσι, η γερμανική πολιτική πέτυχε και να απομονώσει το λαό της από τη δημογραφική καταστροφή και να την επιφέρει σ’ εκείνους που φοβόταν και περιφρονούσε περισσότερο. Η υπόλοιπη Ευρώπη διέφυγε τις μεγάλες βλάβες από επιδημίες: ωστόσο, η πίεση που άσκησαν οι ελλείψεις τροφίμων στη θεμιτότητα των κρατικών θεσμών και ο πραγματικότατος φόβος της λιμοκτονίας σε όλη την ήπειρο εξηγούν γιατί αυτό δεν μπορούσε να βοηθήσει και πολύ τους Γερμανούς πολιτικά.57 Το πολύ-πολύ που μπορούμε να πούμε είναι πως η σχετικά περιορισμένη επί πτωση της γερμανικής επισιτιστικής πολιτικής στην υγεία μεγάλου μέρους της δυτι
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
290
κής και της κεντρικής Ευρώπης εξηγεί εν μέρει γιατί οι συνέπειες στη δημόσια τάξη δεν ήταν όσες θα περίμενε κανείς, τουλάχιστον πριν από το χειμώνα του 1942/3. Οι εξελίξεις στη στάση του λαοΰ μπορούν να ανιχνευτούν στις εκθέσεις της γερμανικής μυστικής στρατιωτικής αστυνομίας στο Βέλγιο. Τον Οκτώβριο του 1940 ανέφεραν ότι το κοινό ήταν αγχωμένο με τα μέτρα για τις προμήθειες του χειμώνα που πλησία ζε, και εξέφραζαν αμφιβολίες για την επάρκεια των βελγικών αρχών. Ταυτόχρονα, θεωρούσαν ότι το 80 τοις εκατό περίπου του πληθυσμού «δέχεται το γεγονός της γερμανικής κατοχής» και περίμενε από τους Γερμανούς να εφαρμόσουν δίκαιη δια νομή των ειδών διατροφής. Τον Μάρτιο του 1941, το αντιγερμανικό αίσθημα ήταν σε άνοδο, κυρίως εξαιτίας της έλλειψης στα τρόφιμα. Έ να χρόνο αργότερα, η μαύ ρη αγορά είχε γίνει κομμάτι της ζωής και ο πολύς κόσμος ήταν πεπεισμένος ότι οι Γερμανοί θα έχαναν τον πόλεμο στην Ανατολή. Παρ’ όλα αυτά ήταν πολύ «παθητι κοί» και η εκτίμηση ήταν ότι μάλλον δεν θα σημειώνονταν σοβαρές φασαρίες. Οι απεργίες που πράγματι ξέσπασαν θεωρήθηκε ότι αφορούσαν τις μερίδες τροφίμων και τους χαμηλούς μισθούς και δεν στρέφονταν άμεσα εναντίον των Γερμανών. Στα μέσα του 1942, η διάκριση ανάμεσα στην επισιτιστική κατάσταση, που χειροτέρευε, και στη γερμανική εξουσία γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και τον Σεπτέμβριο η ΟΡΡ ανέφερε ότι «η γενική ηρεμία, τάξη και ασφάλεια δεν απει λούνται». Στη Γαλλία, οι εκτιμήσεις της Βέρμαχτ για τις απειλές εναντίον της δημό σιας τάξης έμοιαζαν πολύ με τις παραπάνω. Με άλλα λόγια, ως τα τέλη του 1942 το απυρόβλητο στο οποίο βρισκόταν η δυτική Ευρώπη ως προς μια πλήρη οικονομική κατάρρευση φαίνεται πως κατάφερε να την κρατήσει ήσυχη. Μαζική ανοιχτή ενα ντίωση δεν έμελλε να εκδηλωθεί εκεί για κάμποσο καιρό, ώσπου ο πόλεμος πήρε καθαρά αρνητική τροπή για τους ναζί.58
ΟΙ ΦΥΣΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ Η πραγματική αχίλλειος πτέρνα της γερμανικής πολεμικής προσπάθειας δεν ήταν τα τρόφιμα, αλλά η ενέργεια. Το 1943 οι ΗΠΑ παρήγαν το 67 τοις εκατό του παγκόσμιου πετρελαίου, ενώ η Ε.Σ.Σ.Δ. παρήγε περί το 10 τοις εκατό - περίπου όση ήταν η παρα γωγή της Καλιφόρνιας. Οι Βρετανοί έλεγχαν τα κατ’ όνομα ανεξάρτητα Ιράκ και Περσία, αλλά όσο το Βασιλικό Ναυτικό νικούσε τα γερμανικά υποβρύχια στη μάχη του Ατλαντικού, το αμερικανικό πετρέλαιο ήταν εκείνο που επέτρεπε στη Βρετανία να συνεχίζει να πολεμά. Οι Γερμανοί, από τη μεριά τους, έλεγχαν μόνο τις πετρελαι οπηγές της Ρουμανίας, που η απόδοσή τους είχε μειωθεί στα χρόνια του πολέμου σε λιγότερο από το 2 τοις εκατό της συνολικής παγκόσμιας παραγωγής, καθώς και μερι κές πεπαλαιωμένες αντλίες στην Ουγγαρία και στη Γαλικία. Η Ευρώπη γενικά -το επίκεντρο των ιμπεριαλιστικών φιλοδοξιών του Χίτλερ- εξαρτιόταν απόλυτα από τις
ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΝΑ ΑΠΟΔΩΣΕΙ
291
εισαγωγές πετρελαίου, και αυτό έθετε το Τρίτο Ράιχ σε φοβερά μειονεκτική θέση και καθιστούσε ουσιαστικά αδύνατη τη διεξαγωγή ενός μακροχρόνιου πολέμου. Αντίθετα με τα μυθολογούμενα, ήταν αναγκασμένο να διεξαγάγει έναν πόλεμο του εικοστού αιώνα με τεχνολογία του δέκατου ένατου - με άλογα και κάρβουνο.59 Για μια στιγμή το 1940 το Βερολίνο θεώρησε ότι μπορούσε να διεκδικήσει τον πλούσιο σε πετρέλαιο αραβικό κόσμο. Συνειδητοποιώντας ότι η νίκη στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο είχε αφήσει στους Βρετανούς τον έλεγχο των αποθεμάτων πε τρελαίου της Μέσης Ανατολής, κάποιοι Γερμανοί είχαν την ελπίδα ότι η πτώση της Γαλλίας θα τους έδινε κάποιο ελεύθερο εκεί. Ιδρύθηκε μια νέα κρατική πετρελαϊκή εταιρεία χαρτοφυλακίου -η ΚοηίΐηοηΐΒίο 0 1 ΑΟ- (η πρόθεση ήταν να βάλει επίσης στο χέρι τις πολωνικές και τις ρωσικές πετρελαιοπηγές), και τον Μάιο του 1941 γερ μανικό κλιμάκιο μετέβη στη Συρία. Ο υπουργός Εξωτερικών Ρίμπεντροπ ήταν βασι κός υποστηρικτής της αποστολής, καθώς έλπιζε μετά πάθους να αποτρέψει την ει σβολή στην Ε.Σ.Σ.Δ. και να κρατήσει αμείωτη την πίεση στη Βρετανία, υποστηρίζο ντας τις φιλογερμανικές δυνάμεις μεταξύ των Αράβων εθνικιστών. Ο Χίτλερ, από την άλλη, είναι αμφίβολο αν πήρε την ιδέα στα σοβαρά, αφού ήταν πεπεισμένος ότι η ήττα του μπολσεβικισμού θα παρείχε πολύ γρήγορα πολύ μεγαλύτερα πλούτη και θα έκανε άσκοπες τις παραχωρήσεις στους Άραβες. Η αντίθεση με την αποφασιστι κή παρέμβαση του Τσώρτσιλ δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη. Οι Βρετανοί κινήθηκαν γρήγορα τους επόμενους λίγους μήνες και συνέτριψαν ένα φιλογερμανικό πραξικόπημα στο Ιράκ, κατέλαβαν τη Συρία και τον Λίβανο (μαζί με τους Ελεύ θερους Γάλλους) και ανάγκασαν το σάχη του Ιράν να παραιτηθεί. Η αποτυχία του Άξονα να κατακτήσει την Αίγυπτο και ο αυστηρότερος έλεγχος της χώρας από τους Βρετανούς έβαλαν οριστικό τέρμα στις προοπτικές του Χίτλερ προς αυτή την κατεύ θυνση. Αυτό έκανε την κατάκτηση των σοβιετικών πετρελαιοπηγών του Καυκάσου -των ίδιων εκείνων που προμήθευαν τους Γερμανούς ειρηνικά το 1939- ακόμα πιο επείγουσα, ιδίως αφού μετά τον Μάιο του 1942 το ανώτατο στρατιωτικό επιτελείο προειδοποιούσε τον Χίτλερ ότι χωρίς αυτές δεν θα μπορούσαν να υλοποιηθούν οι επιθετικές επιχειρήσεις τον επόμενο χρόνο. Παρά την παράλυση που προκαλούσε ο Χίτλερ όταν ανακατευόταν στις επιχειρήσεις της, η Βέρμαχτ έφτασε στο Μαϊκόπ τον Αύγουστο και στο Γκρόζνι τον Οκτώβριο, αλλά η αποτυχία της να πάρει το Στάλινγκραντ ανάγκασε το στρατό να αποσυρθεί λίγους μήνες αργότερα. Δεν έμελλε να υπάρξει στρατιωτική λύση στο ενεργειακό πρόβλημα της Γερμανίας.60 Μάταια κοίταζε ο Χίτλερ προς τη μεριά των επιστημόνων. Η υδρογόνωση, ιδίως, υποτίθεται ότι θα αναπλήρωνε το έλλειμμα καυσίμων παράγοντας συνθετικά καύσι μα. Η επένδυση σε εργοστάσια όπως το συγκρότημα χημικών που χτίστηκε γύρω από το Άουσβιτς -και ήταν υπεύθυνο στα τέλη του 1944 για το 15 τοις εκατό της γερμανι κής παραγωγής μεθανόλης- πράγματι επέτρεψε στη Λουφτβάφε να συνεχίσει το έρ γο της. Η υδρογόνωση όμως είναι εξαιρετικά δαπανηρή διαδικασία με μεγάλες δικές
292
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
της ανάγκες σε καύσιμα, και σι ποσότητες που απαιτούνταν θα είχαν καταναλώσει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του γερμανικού άνθρακα* η παραγωγή συνθετικών καυσί μων, πάντως, κορυ^ωθΐ]κε^ο1943· Οι ζημιές από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς του 1944, μαζί με την απώλεια την ίδια χρονιά των ρουμανικών πετρελαιοπηγών, ενέτειναν τις ενεργειακές δυσχέρειες της Γερμανίας. Η αύξηση του αριθμού των μαχητι κών αεροσκαφών ήταν δώρο άδωρο χωρίς τα καύσιμα για να πετάξουν.61 Ως προς τον άνθρακα η εικόνα ήταν καλύτερη, μα όχι κατά πολύ. Η κατάκτηση του Βελγίου, της Ολλανδίας, της Γαλλίας και της Τσεχοσλοβακίας είχε δώσει σημαντικές δυνατότητες εξόρυξης στη Γερμανία. Σε επίπεδο ηπείρου, όμως, τα πράγματα εξακο λουθούσαν να μην είναι καλά: η Γερμανία ήταν ο κύριος εξαγωγέας άνθρακα της Ευ ρώπης, αλλά η Γαλλία ο μεγαλύτερος εισαγωγέας άνθρακα του κόσμου, και η Δανία, η Ιταλία και η Νορβηγία εξαρτώνταν επίσης απολύτως από τις εισαγωγές. Χάρη σιη συνεργασία των Γερμανών διοικητών με τους Βέλγους και τους Γάλλους ιδιοκτήτες ορυχείων, η παραγωγή ανέκαμψε γρήγορα το 1940 και συνεχίστηκε ώσπου έφτασε στο μέγιστο του 1942-3. Στη συνέχεια όμως έπεσε ανελέητα, προξενώντας προβλήμα τα στην παραγωγή χάλυβα και βάζοντας σε κίνδυνο τη στρατηγική του Σπέερ για τη βιομηχανική συνεργασία. Ο ίδιος ο Χίτλερ είχε πλήρη επίγνωση των συνεπειών. Τον Αύγουστο του 1942 είχε προειδοποιήσει αυστηρά τον επικεφαλής της Κ©ίο1ΐ5\ν©ι:]*£ Χέρμαν Γκαίρινγκ και τον επικεφαλής των παραγωγών άνθρακα του Ράιχ, τον Πάουλ Πλάιγκερ, ότι ο πόλεμος ήταν χαμένη υπόθεση αν οι ελλείψεις σε άνθρακα μετατρέ ψιμο σε κοκ δεν έκαναν δυνατή την αύξηση της παραγωγής χάλυβα. Οι συνεχείς επι δρομές των αγγλικών και των αμερικάνικων βομβαρδιστικών εναντίον του Ρουρ την επόμενη άνοιξη έβαλαν στόχο τον κρίσιμο κόμβο της γερμανικής ενεργειακής οικο νομίας και αποδιοργάνωσαν όλη την εξοπλιστική στρατηγική του Σπέερ.62 Καθώς η ήττα διαφαινόταν στον ορίζοντα, η σύμπραξη άνθρακα και χάλυβα του 1940 ανάμεσα στους Γερμανούς, τους Βέλγους και τους Γάλλους άρχισε να διαλύε ται. Οι ορύχοι είχαν διαμαρτυρηθεί για τις μικρές μερίδες από τον πρώτο χειμώνα της κατοχής κιόλας -οι γυναίκες των Βέλγων ορύχων ανέμιζαν άδεια σακιά πατάτες σε ένδειξη διαμαρτυρίας έξω από τα δημαρχεία-, αλλά οι Γερμανοί δεν αύξησαν τις μερίδες αρκετά. Από το 1943 οι απουσίες από τη δουλειά αυξήθηκαν και η διαφορά παραγωγικότητας ανάμεσα στους Γερμανούς και στους ξένους ανθρακωρύχους διευρύνθηκε. Η μέση ημερήσια παραγωγή στα γαλλικά ανθρακωρυχεία έπεσε κατά 39 τοις εκατό ανάμεσα στο 1938 και στο 1944. Ενώ η αναλογία των ξένων τροφών και εργατών στη συνολική γερμανική παραγωγή συνέχισε να αυξάνεται, η ξένη παραγω γή άνθρακα μειώθηκε από το 28 στο 20 τοις εκατό του συνόλου της Γερμανίας. Στο σημείο αυτό τα βάσανα ιδιαιτέρως των αστικών πληθυσμών της Ευρώπης ξανάρχι σαν και άρχισαν να στοιχειώνουν τους αφεντάδες τους. Το φθινόπωρο του 1943 οι απεργίες είχαν γίνει πια καθημερινές, και η μείωση της παραγωγής επιταχύνθηκε. Τα αποθέματα άνθρακα έφτασαν σε επικίνδυνα χαμηλά επίπεδα, με αποτέλεσμα το
ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΝΑ ΑΠΟΔΩΣΕΙ
293
Ράιχ να δυσκολεύεται ολοένα περισσότερο να προμηθεύσει την υπόλοιπη Ευρώπη με τα απαραίτητα καύσιμα για τη συνέχιση της παραγωγής, ώσπου αυτό έγινε πρα κτικά αδύνατο μετά τις επιδρομές των συμμαχικών βομβαρδιστικών ενάντια στις γερμανικές συγκοινωνιακές υποδομές στα τέλη του 1944, επιδρομές που ρήμαξαν το σύστημα διανομής άνθρακα της χώρας και έκλεισαν τα εργοστάσιά της.63 Ώστε τελικά απέδωσε ή δεν απέδωσε η κατοχή; Μια πρόσφατη μελέτη καταλήγει ότι σε γενικές γραμμές είναι πιο πιθανή η θετική απάντηση όταν οι περιοχές τις οποίες αφορά το ερώτημα είναι σύγχρονες βιομηχανικές οικονομίες, γιατί τότε οι πόροι τους μπορούν να αντληθούν πιο εύκολα και οι συγκοινωνίες και ο έλεγχος δεν είναι τόσο δαπανηρές. Το επιχείρημα μοιάζει πειστικό στην περίπτωση των ναζί: παρά τα ιμπεριαλιστικά τους όνειρα περί Ανατολής, η δυτική Ευρώπη ήταν εκείνη που συνέβαλε περισσότερο στη γερμανική πολεμική προσπάθεια. Υπάρχουν όμως δύο «αλλά». Το ένα είναι ότι ακόμα και η πιο αποτελεσματικά διεκπεραιωμένη κα τοχή δεν θα αρκέσει αν λείπουν ορισμένα ζωτικής σημασίας αγαθά. Αν οι Γερμανοί είχαν κερδίσει τον πόλεμο το 1941, θα μπορούσαν το δίχως άλλο να αγοράζουν το πετρέλαιο και τα άλλα αγαθά που χρειάζονταν από το εξωτερικό. Το όραμα του Χίτ λερ περί ακραίας αυτάρκειας θα μετριαζόταν, και η διεθνής οικονομική πολιτική της Γερμανίας θα προσέγγιζε περισσότερο αυτό που είχαν προτείνει οι ιθύνοντες της χημικής και ναυτιλιακής βιομηχανίας της, οι οποίοι δεν εγκατέλειψαν ποτέ την ιδέα του εμπορίου με τον υπόλοιπο κόσμο και μάλιστα συνέχισαν να συναλλάσσονται αθόρυβα με αμερικανικές και άλλες εταιρείες. Η κήρυξη πολέμου όμως εναντίον της Ε.Σ.Σ.Δ. το έκανε πιο δύσκολο αυτό, και η είσοδος των ΗΠΑ στο παιχνίδι το έκα νε αδύνατο. Από τη στιγμή που ο πόλεμος άρχισε να καρκινοβατεί και μετατράπηκε σε αδυσώπητη αναμέτρηση βιομηχανικών γιγάντων, το κρίσιμο ενεργειακό ελάττω μα της Γερμανίας άρχισε να βαραίνει. Το άλλο «αλλά» είναι ότι μια αμιγώς οικονο μική ανάλυση παραβλέπει τη σπουδαιότατη ιδεολογική διάσταση που χαρακτήριζε τη διεύθυνση της πολεμικής οικονομίας του Τρίτου Ράιχ. Ο λόγος που το Ράιχ διηύθυνε την οικονομία της δυτικής Ευρώπης κάπως καλύτερα από της ανατολικής δεν είναι μόνο ότι ήταν πιο εύκολη δουλειά. Πάνω απ’ όλα είναι γιατί δεν διακυβεύονταν τόσο πολλά ιδεολογικά ζητήματα. Τα δδ του Χίμλερ ήταν πιο αδύναμα, οι άν θρωποι με πιο παραδοσιακό τρόπο του σκέπτεσθαι είχαν μεγαλύτερη πέραση και ο ίδιος ο Χίτλερ είχε λιγότερο ακραίες ιδέες για το μέλλον της περιοχής.64
10
Οι εργάτες
Πουθενά το χάσμα ανάμεσα στην ιδεολογία και την πραγματικότητα δεν γέννησε περισσότερα διλήμματα για το Τρίτο Ράιχ, και περισσότερο βίαιες προσπάθειες για να λυθούν αυτά τα διλήμματα, απ’ όσο στο ζήτημα του εργατικού δυναμικού. Οι να ζί, επειδή ο κύριος πολιτικός στόχος τους ήταν η δημιουργία ενός φυλετικά καθαρού κράτους, απεχθάνονταν την ιδέα να φέρουν ξένους εργάτες στη Γερμανία, ιδίως από την ανατολική Ευρώπη. Από τη στιγμή όμως που η αναμέτρηση με τον Κόκκινο Στρατό δημιούργησε την προοπτική ενός παρατεταμένου πολέμου φθοράς, έγινε φανερό πως δεν μπορούσαν να κερδίσουν τη σύρραξη χωρίς αυτούς. Από το 1942 και μετά, ιδίως, ο αριθμός τους αυξήθηκε γοργά και το 1944 είχε φτάσει τα επτά. εκατομμύρια και περισσότερο. Η ξαφνική άφιξη μέσα στο ίδιο το Ράιχ ενός μεγά λου, κατά βάση σλαβικού πληθυσμού αντιπροσώπευε μιαν απρόσμενη και βαθιά ανησυχητική κοινωνική επανάσταση σε μια χώρα όπου οι άνθρωποι βομβαρδίζο νταν διαρκώς με το μήνυμα ότι όσοι ζουν στην Ανατολή είναι πρωτόγονοι, επικίνδυνοι και γεμάτοι λοιμώδη νοσήματα. Το καθεστώς, για να τους καθησυχάσει, έβαλε τους εργάτες να φορούν κονκάρδες, τους κράτησε σε συρματοπλεγμένους χώρους, αστυνόμευσε την κάθε τους κίνηση και τους τιμωρούσε σκληρά για κάθε παράβαση. Με δυο λόγια, η ανάγκη ξένων εργατών οδήγησε κατευθείαν στη ριζοσπαστικοποίηση των φυλετικών νόμων του Ράιχ.
ΟΙ ΞΕΝΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ, 1939-42
Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 η συρρίκνωση της αγοράς εργασίας μέσα στη Γερμα νία είχε κάνει τους μεγαλύτερους κτηματίες να δηλώνουν ότι είχαν έλλειψη εργατι κών χεριών. Τον Νοέμβριο του 1938 υπήρχαν πια φόβοι ότι αυτό θα έβαζε σε κίνδυνο την παραγωγή τροφίμων της Γερμανίας. Οι ξένοι αποτελούσαν το ένα τέταρτο του γε ωργικού εργατικού δυναμικού το 1936-7, ποσοστό που το 1938-9 έφτασε στο 43 τοις εκατό. Ο Γκαίρινγκ ήταν υπέρ της εισδοχής και δεν θεωρούσε ότι πάνω απ’ όλα έπρε-
ΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ
295
πε να ιεραρχούνται τα «θέματα φυλετικής πολιτικής». Κατ’ αυτόν, οι ξένοι εργάτες ήταν αναγκαίο κακό. Καθώς όμως επιστρατεύονταν όλο και περισσότεροι Γερμανοί, η σημασία τους γινόταν ολοένα μεγαλύτερη: το 1940, το 60 τοις εκατό του εργατικού δυναμικού της γερμανικής γεωργίας ήταν μη Γερμανοί. Από εκατοντάδες χιλιάδες αιχμαλώτους πολέμου, Πολωνούς ιδίως, αφαιρέθηκε το καθεστώς του πρώην εμπο λέμου και τους προσδόθηκε ένα νέο, του άμαχου εργάτη, ώστε να τους στείλουν σε γερμανικά αγροκτήματα. Αν σκεφτεί κανείς τι έμμονη ιδέα είχε ο Χίτλερ με τη δια τροφική ασφάλεια της Γερμανίας, ήταν σχεδόν απίστευτο που το Ράιχ εξαρτιόταν όλο και περισσότερο από τους Πολωνούς για να τραφεί, ιδίως αφού την ίδια στιγμή τούς απέβαλε από τα δικά τους κτήματα στο Βάρτεγκαου και στη Δυτική Πρωσία. Και το ωραίο είναι ότι πολλοί από εκείνους ακριβώς τους Πολωνούς οδηγούνταν από τους Γερμανούς μέσα στο Ράιχ, για να δουλέψουν. Ο Χίτλερ ήταν πεπεισμένος ότι οι Γερμανοί χρειάζονταν περισσότερη γη για να επιζήσουν, αλλά ακόμα και στη γη που ήδη είχαν χρειάζονταν τους Πολωνούς για να μαζέψουν τη σοδειά.1 Όσο τρελή και αν ήταν η ναζιστική οικονομική λογική, κανένας φυλετικά συνει δητός Γερμανός δεν αντιμετώπιζε επιπόλαια τις συνέπειες που μπορεί να είχαν για την ασφάλεια αυτές οι εξελίξεις. Για να τους εμποδίσουν να μολύνουν τον γερμανικό πληθυσμό, φρόντισαν να κάνουν τους Πολωνούς εργάτες να ξεχωρίζουν: δεν τους έβαλαν μόνο να φορούν κονκάρδες (πρόδρομος, αυτός, του κίτρινου αστεριού για τους Εβραίους, που ακολούθησε), αλλά τους απαγόρευσαν επίσης να μπαίνουν στα εστιατόρια και να κάνουν ποδήλατο, και τους έφτιαξαν χωριστά πορνεία, ώστε να μη μαγαρίζονται οι Γερμανίδες. Οι μισθοί τους ορίστηκαν κάτω από τους αντίστοιχους γερμανικούς, ώσπου οι αγρότες άρχισαν να διώχνουν τους Γερμανούς εργάτες τους, οπότε το καθεστώς επέβαλε έναν «κοινωνικό αντισταθμιστικό φόρο» που εξουδετέ ρωσε αυτό το αντικίνητρο. Πάντως το καθεστώς δεν νοιαζόταν ακόμα πάρα πολύ για την εξάρτηση της Γερμανίας από τους νιόφερτους: η έλλειψη εργατικών χεριών είχε αντιμετωπιστεί και οι ιδεολογικές ενστάσεις μπορούσαν να απαντηθούν, όσο η αυ στηρή αστυνόμευση τους κρατούσε υπό έλεγχο και αυτοί παρέμεναν στην ύπαιθρο. Έτσι κι αλλιώς, μετά τον επόμενο γύρο κατακτήσεων στη Δύση, υπήρχε η εντύπω ση ότι η εξάρτηση αυτή από τους Πολωνούς θα αποδεικνυόταν μονάχα πρόσκαιρη αναγκαιότητα. Η ήττα της Γαλλίας και των ευρύτερων Κάτω Χωρών οδήγησε στη σύλ ληψη πολύ περισσότερων αιχμαλώτων πολέμου και στην πρόσβαση στις ευρωπαϊκές αγορές εργασίας, τις κακοπαθημένες από την πολύχρονη ύφεση και ανεργία. Μονάχα στη Γαλλία και την Ιταλία τον καιρό εκείνο υπήρχαν περισσότεροι από ένα εκατομμύ ριο άνεργοι. Άλλοι κατέφτασαν από τόπους μακρινούς όπως η Ουγγαρία, η Βουλγα ρία και η Ισπανία, αναζητώντας οι ίδιοι εργασία. Συνεπώς, το καλοκαίρι του 1940 θα νόμιζε κανείς ότι οι ανάγκες της Γερμανίας μπορούσαν να ικανοποιηθούν πλήρως για το ορατό μέλλον. Έτσι, το Ράιχ άφησε ελεύθερους τους Βέλγους, τους Ολλανδούς και τους Νορβηγούς αιχμαλώτους πολέμου του, καθώς και μερικούς Γάλλους. Το 1,2 εκα
296
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
τομμύριο που παρέμεινε σε αιχμαλωσία χρησιμοποιήθηκε στη γεωργία ή εξετάστη κε κατά πόσο ήταν σε θέση να εργαστεί στα ορυχεία και στη βιομηχανία. Η αντιμετώπιση της όλο και πιο πολυεθνικής στρατιάς των νεοφερμένων μέσα στη Γερμανία ήταν ανάμεικτη. Η Κεντρική Υπηρεσία Ασφαλείας του Ράιχ (Κ5ΗΑ) προσπάθησε να κάνει διάκριση ανάμεσα στους «τευτονογενείς εργάτες» και στους «φυλετικά αλλογενείς» και θέσπισε διαφορετικά σύνολα ποινών για τους μεν και για τους δε. Αυτό όμως οδήγησε σε αλλόκοτα αποτελέσματα: οι Ολλανδοί εργάτες, για παράδειγμα, ήταν μέλη ενός ηττημένου εχθρικού έθνους* θεωρητικά όμως ήταν φυλετικά ανώτεροι από τους Κροάτες, τους Ιταλούς και τους Σλοβάκους, που έρχο νταν να δουλέψουν στο Ράιχ σαν εθελοντές. Ο μέσος Γερμανός δεν έκανε τέτοιες λεπτές διακρίσεις: αντιπαθούσε γενικά οποιονδήποτε ξένο εργάτη αρνιόταν να συμμορφωθεί ή γύρευε να ξεχωρίσει. Οι νεαροί Ιταλοί ήταν «ατίθασοι και σαματα τζήδες»: παραπονούνταν για το φαγητό και για τις βουλωμένες τουαλέτες. Οι Γαλλίδες ήταν «ανήθικες», οι Ολλανδοί «φαντασμένοι». Έλεγαν για τους ξένους εργάτες πως έκαναν δυσάρεστο το ταξίδι στα τρένα με την «αφόρητη μπόχα» τους, τα λερά τους ρούχα, τα συμπράγκαλα, τα σκουπίδια τους και την τάση τους να το ρίχνουν στο τραγούδι. Σε αντίθεση όμως με τον ευσεβή πόθο του Ναζιστικού Κόμματος ότι ήταν ένα πρόσκαιρο μόνο κακό, ένας ανώτερος υπάλληλος του Υπουργείου Εργα σίας προειδοποίησε ότι δεν επρόκειτο να φύγουν τόσο γρήγορα και προέβλεψε (σωστά) ότι οι μεγάλες μετακινήσεις εργατών πιθανότατα θα χαρακτήριζαν την οι κονομική ανάπτυξη της Ευρώπης και στη μεταπολεμική εποχή: Ακόμα και μετά το τέλος του πολέμου δεν θα είναι δυνατό να λειτουργήσει η Γερ μανία χωρίς ξένα εργατικά χέρια. Όπως και στο παρελθόν, η χρησιμοποίησή τους θα είναι περισσότερο αναγκαία στη γεωργία, αλλά και στη βιομηχανία επίσης, ώστε να υλοποιηθούν τα μεγάλα ειρηνικά έργα του μέλλοντος. Η διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης μακροπεριοχικής ευρωπαϊκής οικονομίας θα "υπηρετήσει την ευόδωση αυτής της εξέλιξης. Παράλληλα με την εισαγωγή πρόσθετων εργατών από τα κράτη της ηπείρου στη Γερμανία, θα ενισχυθούν σίγουρα και οι ανταλλαγές εργα ζομένων με τη μορφή των λεγόμενων προσκεκλημένων εργατών, στο πλαίσιο μιας διευρωπαϊκής εξίσωσης του εργατικού δυναμικού.2 Οι ναζί, πεπεισμένοι ότι η νίκη βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής και αντιμέτωποι με τέτοιες ανεπιθύμητες προγνώσεις, σκλήρυναν τη στάση τους. Οι ξένοι εργάτες αποκλείστηκαν από τα νοσοκομεία εκτός αν κινδύνευε η ζωή τους, και τα στρατόπε δά τους τέθηκαν υπό συνεχή επιτήρηση. Οι τοπικές αρχές κήρυξαν τις πισίνες απα γορευμένη περιοχή γι’ αυτούς, κατάργησαν τα επιδόματα Χριστουγέννων και τους επέτρεψαν μόνο να ψωνίζουν σε συγκεκριμένες ώρες. Ένας λόγος γι’ αυτούς τους ατελείωτους περιορισμούς ήταν ότι οι κανονισμοί συχνά αγνοούνταν, ιδίως στην ύπαιθρο. Οι φιλικές σχέσεις που υπήρχαν μεταξύ Πολωνών και Γερμανών στα χω
ΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ
297
ριά και οτα απομονωμένα αγροκτήματα προβλημάτιζαν τις αρχές, οι οποίες επα νέρχονταν με εκκλήσεις για περισσότερη εγρήγορση και σοβαρότητα.3 Μετά την εισβολή στην Ε.Σ.Σ.Δ., η σύλληψη τριών εκατομμυρίων αιχμαλώτων πολέ μου και η κατάκτηση πολύ μεγάλων εκτάσεων με τεράστια αποθέματα εργατικού δυ ναμικού αύξησε και τις οικονομικές ευκαιρίες και τα ρίσκα μ’ έναν εντελώς καινούρ γιο τρόπο. Επειδή το καθεστώς πίστευε πως θα νικούσε σύντομα, και επειδή ένιωθε πως είχε πρόσβαση σε όσους ξένους εργάτες ήθελε, δεν έκανε σχέδια να χρησιμοποι ήσει τους Ρώσους αιχμαλώτους. Μάλιστα, ο Χίτλερ εμπόδισε την αποστολή τους στο Ράιχ. Στο κάτω-κάτω, ο τερματισμός του πολέμου θα σήμαινε για τη Βέρμαχτ ταχεία αποστράτευση, η οποία θα αντιμετώπιζε την έλλειψη εργατικών χεριών της Γερμανίας μια για πάντα. Επρόκειτο όμως για πορεία σε τεντωμένο σκοινί, αφού, αν ο πόλεμος δεν εξελισσόταν κατ’ ευχήν, η Γερμανία θα αντιμετώπιζε πολύ σύντομα τεράστιες δυ σχέρειες: η επιστράτευση για τον Βαρβαρόσσα είχε αραιώσει κι άλλο το ήδη λιγοστό γερμανικό εργατικό δυναμικό και είχε προκαλέσει ρεκόρ κενών θέσεων στην εγχώ ρια οικονομία. Και αυτό δεν ήταν μόνο θεωρητικός μπελάς: η παραγωγή άνθρακα στο Ρουρ -το κέντρο της ενεργειακής οικονομίας του Ράιχ- έπεσε κατά 15 τοις εκατό από τον Μάρτιο ως τον Αύγουστο του 1941. Μόλις τον Οκτώβριο ενέδωσε τελικά ο Χίτλερ και ενέκρινε τη γενικευμένη εκμετάλλευση των Σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου μέ σα στη Γερμανία, μόνο που τότε πια ήταν πάρα πολύ αργά για τους περισσότερους. Στη Γερμανία δεν υπήρξε πολλή συμπάθεια για τα βάσανά τους: αντιθέτως, ο κόσμος ήταν τόσο αγανακτισμένος από τις αναφορές ότι το Ράιχ τάιζε εκατομμύρια αιχμαλώ τους, ώστε οι μερίδες στα στρατόπεδα αντί να αυξηθούν μειώθηκαν. Όσοι στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού κατάφεραν να φτάσουν ζωντανοί στη Γερμανία ήταν τόσο αδύ ναμοι, που δεν μπορούσαν να δουλέψουν και χρειάζονταν ειδική αγωγή «πάχυνσης». Τόσο ο Χίμλερ όσο και το Κόμμα ανατρίχιαζαν στη σκέψη ότι η εξάρτηση της Γερμανίας από τους ξένους εργάτες μπορούσε να γίνει μόνιμη. Ο πόλεμος είχε επι φέρει μια παράλογη κατάσταση, που ήθελαν να τερματιστεί όσο γινόταν πιο γρήγο ρα: «Η φυλετικοπολιτική κατάσταση σήμερα είναι τέτοια που, μόλις απαλλασσόμα στε από 500 Εβραίους του Ράιχ, φέρνουμε αμέσως μέσα δέκα φορές περισσότερους που ανήκουν σε φυλετικά ανεπιθύμητες ξένες φυλές», παραπονιόταν ένας αναλυτής το χειμώνα του 1941/2. Ο Χίμλερ φοβόταν ότι θα καταλυόταν η δημόσια ασφάλεια και έλπιζε πως οι ανάγκες της Γερμανίας θα καλύπτονταν από τους «τευτονικούς λαούς» και από την αφομοίωση άλλων «εκγερμανίσιμων». Όπως όμως όλες οι ιδέες του Χίμλερ, έτσι και αυτή συνιστούσε πλήρη άρνηση των οικονομικών δεδομένων και δεν συνέβαλλε καθόλου στην αντιμετώπιση της αυξανόμενης λειψανδρίας του Ράιχ. Από τον Μάιο του 1939 ως τον Μάιο του 1942 η επιστράτευση προκάλεσε τη συρρίκνωση του άμαχου εργατικού δυναμικού κατά 7,8 εκατομμύρια. Με τη Βέρ μαχτ να υφίσταται σημαντικές απώλειες στο Ανατολικό Μέτωπο, για να υπάρξει αύ ξηση της παραγωγής όπλων έπρεπε κάπως να λυθεί το εργασιακό βραχυκύκλωμα.4
298
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
ΟΙ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΕΣ ΣΤΡΑΤΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΖΑΟΥΚΕΛ
Την άνοιξη του 1942 ορίστηκε υπεύθυνος ο νεαρός Άλμπερτ Σπέερ και άρχισε ο εξορθολογισμός της πολεμικής οικονομίας, που σύντομα θα οδηγούσε σε εντυπω σιακή αύξηση της παραγωγής. Όμως η Γερμανία ολοφάνερα χρειαζόταν και ένα «δικτάτορα για το ανθρώπινο δυναμικό», όπως τον ονόμαζαν μερικοί, που να εφαρ μόσει ένα πανευρωπαϊκό πρόγραμμα όσον αφορά τα εργατικά ζητήματα. Ο Χίτλερ, για να το κάνει αυτό, παρέκαμψε χαρακτηριστικά το Υπουργείο Εργασίας και έχρι σε τον Φριτς Ζάουκελ, επί χρόνια γκαουλάιτερ της Θουριγγίας, πληρεξούσιο για τα εργατικά θέματα. Η εντολή που του έδωσε ήταν να οργανώσει τη δραστική αύξηση της συμβολής της ηπείρου στο πρόβλημα ανθρώπινου δυναμικού που αντιμετώπιζε η Γερμανία. Ο Ζάουκελ και ο Σπέερ, από ορισμένες απόψεις, διέφεραν όπως η μέρα με τη νύχτα: αντιπροσώπευαν δύο διαφορετικές γενιές εθνικοσοσιαλιστή. Ο Σπέερ ήταν ένας ακόμα από εκείνους τους γλυκομίλητους, υψηλού μορφωτικού επιπέδου νεα ρούς τεχνοκράτες και δεν έκρυβε την περιφρόνησή του για τη βλακεία των κομματι κών «αφεντικών». Ο Ζάουκελ ήταν πρώην ναύτης και χειρώνακτας, κομματικό στέ λεχος παλαιάς κοπής. Και οι δυο ήταν ικανοί οργανωτές, τα δε καθήκοντά τους ήταν συμπληρωματικά: η δουλειά του Ζάουκελ ήταν να βρίσκει εργάτες για να καλύπτει τις ελλείψεις στα εργοστάσια του Σπέερ. Ό,τι και να είπε μετά τον πόλεμο, ο Σπέερ χρειαζόταν τον Ζάουκελ -όπως χρειαζόταν και τον Χίμλερ και τη Βέρμαχτ-, γιατί χωρίς τη βίαιη στρατολόγηση των Ευρωπαίων εργαζομένων στο Ράιχ η τόνωση της γερμανικής παραγωγής όπλων ήταν αδύνατη. Για ενάμιση χρόνο ο Ζάουκελ διηύθυνε με εξαιρετική επιτυχία «ένα από τα με γαλύτερα προγράμματα καταναγκαστικής εργασίας που είδε ποτέ ο κόσμος». Τον Απρίλιο του 1943 ανέφερε με καμάρι στον Χίτλερ ότι τα πράγματα λειτουργούσαν μια χαρά: όσον αφορά τους εργαζομένους, «το Εθνικοσοσιαλιστικό μας Ράιχ αποτελεί λαμπρό παράδειγμα, αν συγκριθεί με τις μεθόδους του καπιταλιστικού και του μπολσεβίκικου κόσμου». Στην πραγματικότητα, τα πράγματα ήταν πολύ λιγότερο ρόδινα. Καθώς οι συνθήκες εργασίας μέσα στη Γερμανία γίνονταν σκληρότερες, πολλοί εθελοντές έφευγαν, διαδίδοντας στην πατρίδα τους τα νέα για το φτωχό δι αιτολόγιο και τη βάναυση μεταχείρισή τους. Όταν αυτοί που κρίθηκαν από τους Γερμανούς «ακατάλληλοι» προς εργασία στάλθηκαν πίσω -όπως συνέβη και στο πρώτο μισό του 1942-, οι φρικιαστικές τους ιστορίες δεν διευκόλυναν καθόλου την περαιτέρω στρατολόγηση. Στα τέλη του 1942 οι άντρες του Ζάουκελ συγκέντρωναν ανθρώπους με μεθόδους που έσπερναν τον τρόμο σε όλη τη Γενική Κυβέρνηση και στα κατεχόμενα ανατολικά εδάφη. Το 1942 ο Ζάουκελ κατάφερε να φέρει στο Ράιχ περισσότερους από ένα εκατομμύριο άμαχους εργάτες μονάχα από τα σοβιετικά εδάφη. Στα μέσα του 1943, 2,8 εκατομμύρια νέοι εργάτες είχαν τοποθετηθεί στα
ΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ
299
γερμανικά εργοστάσια και στα τέλη του επόμενου χρόνου ο αριθμός αυτός είχε ανέ βει στα 5 εκατομμύρια και παραπάνω. Αν συγκρίνουμε αυτό το νούμερο -που επι τεύχθηκε μέσα σε τριάντα μόλις μήνες- με τα 10-20 εκατομμύρια Αφρικανούς που μεταφέρθηκαν από τη μια πλευρά του Ατλαντικού στην άλλη σαν σκλάβοι σε διά στημα μεγαλύτερο του αιώνα, θα εννοήσουμε τη δυσθεώρητη δύναμη καταναγκα σμού που υπήρχε στη διάθεση του νεότερου κράτους.5 Το δουλεμπόριο ήρθε αβίαστα στο μυαλό των ανθρώπων της εποχής ως ο μονα δικός επαρκής παραλληλισμός με την ακραία και συχνά αστάθμητη βαναυσότητα των αντρών του Ζάουκελ. Σύμφωνα με τον επικριτικότατο βοηθό του Ρόζενμπεργκ, τον Όττο Μπρόυτιγκαμ: Ζήσαμε τώρα τη γελοία εικόνα τού να πρέπει να στρατολογήσουμε εκατομμύρια ερ γάτες από τα Κατεχόμενα Ανατολικά Εδάφη, αφού πρώτα οι αιχμάλωτοι πολέμου πέθαναν από την πείνα σαν τις μύγες, για να αναπληρώσουμε τα κενά που σχηματί στηκαν μέσα στη Γερμανία... Στο πλαίσιο της επικρατούσας απεριόριστης κατάχρη σης της σλαβικής ανθρωπότητας, χρησιμοποιήθηκαν μέθοδοι «στρατολόγησης» που πιθανότατα έχουν τις ρίζες τους στις πιο μαύρες περιόδους του δουλεμπορίου.6 Στην Κρακοβία, ένας φιλογερμανός Ουκρανός εθνικιστής παραπονέθηκε στις αρχές: Η γενική νευρικότητα εντείνεται από τις λανθασμένες μεθόδους εξεύρεσης εργα τών που χρησιμοποιούνται όλο και πιο συχνά τους τελευταίους μήνες. Το άγριο και ανελέητο ανθρωποκυνηγητό που διεξάγεται παντού στις πόλεις και στην ύπαιθρο, στους δρόμους, στις πλατείες, στους σταθμούς, ακόμα και στις εκκλησίες, τις νύχτες στα σπίτια, έχει κλονίσει άσχημα το αίσθημα ασφάλειας των κατοίκων. Ο καθένας είναι εκτεθειμένος στον κίνδυνο να τον πιάσουν οπουδήποτε και οποτεδήποτε μέλη της αστυνομίας, ξαφνικά και απροειδοποίητα, και να τον κλείσουν σ’ ένα στρατό πεδο συλλογής. Κανείς από τους δικούς του δεν ξέρει τι του συνέβη, και μονάχα μή νες αργότερα ο ένας ή ο άλλος θα έχει νέα για το τι απέγινε, από μια ταχυδρομική κάρτα.7 Τα ίδια συνέβαιναν και στην ύπαιθρο, αν όχι χειρότερα. Ο κάτοικος ενός χωριού της ανατολικής Πολωνίας περιέγραψε στο παραστατικό του γράμμα μια επιδρομή ως εξής: Στα δικά μας μέρη έγιναν καινούρια πράματα. Παίρνουνε κόσμο για τη Γερμανία. Στις 5 Δεκεμβρίου ήταν κανονισμένο να φύγουν κάποιοι από την περιφέρεια Κοβκούσκι, αλλά δεν ήθελαν, και οι άλλοι βάλανε φωτιά στο χωριό. Απείλησαν ότι θα κάνουν το ίδιο και στο Μποροβύτσι, γιατί δεν ήθελαν να φύγουν όλοι όσοι ήταν κα νονισμένο. Τότε ήρθαν τρία καμιόνια με Γερμανούς κι έβαλαν φωτιά στα σπίτια
300
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
τους. Στο Βρασνύτσι κάηκαν δώδεκα σπίτια και στο Μποροβύτσι τρία. Την 1η Οχτώβρη έγινε νέα επιστράτευση. Θα σας περιγράψω τα σπουδαιότερα γεγονότα. Δεν μπορείτε να φανταστείτε την κτηνωδία. Θα θυμάστε ίσως τι μας έλεγαν για τους Σοβιετικούς όταν εξούσιαζαν τους Πολωνούς. Δεν τα πιστεύαμε τότε, και τώ ρα πάλι φαίνονται το ίδιο απίστευτα. Ή ρθε διαταγή να δώσουν 25 εργάτες, μα δεν παρουσιάστηκε κανείς. Είχανε φύγει όλοι. Τότε ήρθε η γερμανική πολιτοφυλακή κι άρχισε να βάζει φωτιά στα σπίτια αυτών που το είχανε σκάσει. Η φωτιά φούντωσε πάρα πολύ, γιατί είχε να βρέξει δύο μήνες. Ήτανε κι οι θημωνιές έξω στις αυλές, καταλαβαίνεις τι έγινε. Έτρεξε κόσμος να βοηθήσει, αλλά τους απαγόρεψαν να σβήσουν τις φλόγες* τους έδειραν και τους συνέλαβαν, κι έτσι κάηκαν ολότελα εφτά υποστατικά. Στο μεταξύ οι αστυνομικοί έβαζαν φωτιά σε άλλα σπίτια. Ο κόσμος έπεφτε στα γόνατα και φιλούσε τα χέρια των αστυνομικών, αλλά εκείνοι τους έδερ ναν με λαστιχένια κλομπ και τους απειλούσαν ότι θα κάψουν όλο το χωριό... Ό σο έκαιγε η φωτιά, η πολιτοφυλακή χτένιζε τα γύρω χωριά, έπιανε τους εργά τες και τους έθετε υπό κράτηση. Όπου δεν έβρισκαν εργάτες, έπιαναν τους γονείς, ώσπου να φανούν τα παιδιά. Έτσι μάνιασαν όλη τη νύχτα στην Μπιελοσίρκα. Τους εργάτες που δεν είχαν ακόμα φανεί ως τότε θα τους σκότωναν. Ό λα τα σχολεία έκλεισαν και τους παντρεμένους δασκάλους τους έστειλαν να δουλέψουν εδώ, ενώ οι ανύπαντροι πάνε να δουλέψουνε στη Γερμανία. Τώρα πιάνουνε τους ανθρώπους όπως οι μπόγιες έπιαναν τους σκύλους. Κυνηγάνε εδώ και μια βδομάδα κι ακόμα δεν έχουνε χορτάσει. Τους φυλακισμένους εργάτες τους κλειδώνουνε στο σχολείο. Δεν μπορούν να βγουν ούτε για την ανάγκη τους, παρά πρέπει να το κάνουνε σαν τα γουρούνια, στην ίδια αίθουσα. Μια μέρα πήγε κόσμος από πολλά χωριά προσκύνη μα στο μοναστήρι στο Ποτσάεβ. Τους έπιασαν όλους, τους κλείδωσαν, και θα τους στείλουν για δουλειά. Έ χει ανάμεσά τους κουτσούς, τυφλούς και γέρους.8
Με τέτοια τεκταινόμενα δεν είναι να απορεί κανείς που ο Ζάουκελ, καθώς σάρωνε τα κατεχόμενα εδάφη, έβρισκε εκείνους ακριβώς τους αξιωματούχους, των οποίων χρειαζόταν τη συνεργασία, όλο και πιο θορυβημένους και εξοργισμένους. Οι άντρες του, προσπαθώντας να πετύχουν τους ποσοτικούς στόχους τους, αγνοούσαν πολλές φορές έγκυρες άδειες διέλευσης και έγγραφα εξαίρεσης που είχαν εκδώσει άλλες υπηρεσίες, επιτάσσοντας έτσι ειδικευμένους εργάτες που η εκτόπισή τους έβλαπτε άλλα πολεμικά προγράμματα της Γερμανίας. Και υπήρχαν βέβαια οι ευρύ τερες καταστροφικές κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες. Ο Ρόζενμπεργκ προειδο ποίησε τον Ζάουκελ ότι τα μπλόκα του υποδαύλιζαν την αντίσταση των παρτιζάνων στα ανατολικά εδάφη, αφού οι χωρικοί το έσκαγαν και έσμιγαν με τα σώματα των ανταρτών. Έχοντας να διαλέξουν ανάμεσα στο να τους στείλουν στη Γερμανία και στο να τους κάψουν ολοσχερώς το σπίτι, ένιωθαν ότι δεν είχαν τίποτε να χάσουν. Βαθιά δυσαρεστημένο ήταν επίσης το οικονομικό επιτελείο της Βέρμαχτ. Ο στρατός ανησυχούσε ιδίως για τη σοδειά και τους σιδηροδρόμους και ήθελε να κρατήσει
ΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ
301
τους εργάτες εκεί που ήταν. Οι ανάγκες όμως του Ράιχ προηγούνταν, κι έτσι οι άν θρωποι του Ζάουκελ συνέχισαν να λεηλατούν την πρώην Ε.Σ.Σ.Δ.: περισσότεροι από τους μίσους Σοβιετικούς αμάχους που δούλευαν στη Γερμανία το 1944 έφτασαν εκεί μετά τη γερμανική ήττα στο Στάλινγκραντ. Αλλά ο Ζάουκελ στράφηκε και προς τη δυτική Ευρώπη. Μέσα σ’ ένα χρόνο ο αριθμός των Βέλγων εργατών στη Γερμανία σχεδόν διπλασιάστηκε, ενώ ο αριθμός των Γάλλων ανέβηκε από τις 135.000 στις 667.000.0 Ρίμπεντροπ είχε ήδη ενημερώ σει τον Ιταλό υπουργό Εξωτερικών ότι «ο Φύρερ θα αναγκαζόταν να λάβει δραστι κά μέτρα στα κατεχόμενα εδάφη για να κινητοποιήσει το εργατικό δυναμικό του κάθε τόπου», ώστε να μπορέσει η Γερμανία να αντιπαλέψει την εξοπλιστική εκ στρατεία των Αμερικανών.9 Η Γαλλία βίωσε τώρα μια ηπιότερη εκδοχή των ανήμε ρων μεθόδων που χρησιμοποιούνταν στην Πολωνία και την Ουκρανία. Τον Μάρτιο του 1944, ο πρώην ναυτικός περηφανευόταν μπροστά στους συναδέλφους του ότι έφτασα μάλιστα να προσλάβω και να εκπαιδεύσω ένα ολόκληρο τσούρμο Γάλλους και Γαλλίδες, οι οποίοι, έναντι αδράς αμοιβής, όπως γινόταν παλιά με τους ναυτι κούς, έβγαιναν παγανιά για άντρες και τους μεθούσαν με ποτό και με τα λόγια, ώστε να τους στείλουν πακέτο στη Γερμανία. Επιπλέον, έδωσα εντολή σε ορισμέ νους ικανούς ανθρώπους να ιδρύσουν μια δική μας, ειδική διοίκηση προμήθειας ερ γατών, και το έκαναν αυτό εκπαιδεύοντας, και οπλίζοντας, με τη βοήθεια του Ανώ τερου Φύρερ των δδ και της Αστυνομίας, έναν αριθμό αυτοχθόνων, αλλά μένει ακό μα να ζητήσω από το Υπουργείο Πυρομαχικών όπλα γι’ αυτούς τους άντρες, γιατί μονάχα πέρσι αρκετές δεκάδες απ’ αυτά τα ικανότατα στελέχη σκοτώθηκαν. Ό λα αυτά τα μέσα είμαι αναγκασμένος να τα μεταχειρίζομαι, όσο γελοία και αν φαίνο νται, για να ανασκευάσω τον ισχυρισμό ότι δεν υπήρχε διοικητικός ικανός να φέρει εργαζομένους στη Γερμανία από αυτές τις χώρες.10
Το 1943 το κόστος είχε πια γιγαντωθεί: αυξημένη αναταραχή, διασάλευση της δημό σιας τάξης και γιγάντωση της αντίστασης εναντίον της γερμανικής εξουσίας. Οι υπάλληλοι του Ζάουκελ γίνονταν στόχος επιθέσεων και οι αντιστεκόμενοι συχνά έκαιγαν επί τούτου τα μητρώα και τους αστυνομικούς φακέλους που τους βοηθού σαν να διαλέγουν εργάτες χρησιμοποιώντας τα γρανάζια της γραφειοκρατίας. Γι’ αυτό οι στρατολόγοι άφηναν σταδιακά κάθε πρόσχημα επιλεκτικότητας και μά ντρωναν αδιακρίτως κόσμο στους δρόμους, στα σινεμά, στις αγορές και στους σιδη ροδρομικούς σταθμούς. Τα ταζζία (γιουρούσια) και τα Μοοοο (μπλόκα) δύσκολα πια ξεχώριζαν από μιαν αστυνομική επιχείρηση. Στη Βαρσοβία, τον Ιανουάριο του 1943 πιάστηκαν 35.000 άτομα μέσα σε τέσσερις μέρες. Τα τρομακτικά μπλόκα που έγιναν στις «κόκκινες» συνοικίες της Αθήνας το καλοκαίρι του 1944 -τα είχε οργανώσει η δίΡο/δϋ, αλλά τα εκτέλεσαν κυρίως τα ελληνικά Τάγματα Ασφαλείας μαζί με τους
302
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
πληροφοριοδότες- έστειλαν χιλιάδες ανθρώπους στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου και από κει στο Ράιχ: όσοι ήταν γνωστό ή υπήρχε η υποψία πως ήταν αγωνιστές της αντίστασης απλώς εκτελέστηκαν επιτόπου. Μετά τη γερμανική κατάληψη της μη κατεχόμενης ζώνης της Γαλλίας και την κυ βερνητική αναγγελία για τη θητεία υποχρεωτικής εργασίας δΤΟ (δετνίοβ άη Ύτ&νζϊΙ ΟΜι^&Ιοπό), υπήρξε γενικευμένη αναταραχή, που κορυφώθηκε με τη δολοφονία του αρχηγού επιχειρήσεων του Ζάουκελ στο Παρίσι. Καθώς οι νέοι έπαιρναν τα βουνά για να μην τους στείλουν στη Γερμανία, το Βισυ υποστήριξε ότι η εκρίζωση των εργατών και η αναγκαστική μετάβασή τους στη Γερμανία δεν ήταν ο καλύτερος τρόπος χρήσης της εργασίας τους. Ο Άλμπερτ Σπέερ συμφωνούσε και ήταν μαχητι κά υπέρ μιας πιο διαφοροποιημένης πολιτικής και της παραμονής των εργατών στις πατρίδες τους, εφόσον παρήγαν ήδη για την πολεμική προσπάθεια της Γερμανίας. Τον Σεπτέμβριο ο Σπέερ, που είχε μόλις διοριστεί υπουργός όπλων και πολεμικής παραγωγής, άρχισε να παρεμβαίνει άμεσα. Σε μια επιβεβαίωση της πολιτικής της συνεργασίας, αυτός και ο Γάλλος υπουργός Βιομηχανίας Ζαν Μπισελόν συμφώνη σαν πως οι επιχειρήσεις που παρήγαν για τη γερμανική πολεμική προσπάθεια θα εξαιρούνταν από την επιστράτευση. Άπαξ και ο Χίτλερ έδωσε την έγκρισή του, το σύστημα επεκτάθηκε σε μεγάλο τμήμα της δυτικής Ευρώπης. Τον Μάρτιο του 1944 ο κατηφής Ζάουκελ έλεγε ότι περισσότεροι από 1,3 εκατομμύριο εργάτες ήταν δε σμευμένοι μονάχα στη Γαλλία, κι έτσι δεν μπορούσε να πιάσει τους στόχους του. Ο Σπέερ απάντησε πως στην κατηγορία αυτήν ανήκαν 2,7 εκατομμύρια εργάτες σε όλη τη δυτική Ευρώπη, που όμως αποτελούσαν σχετικά μικρό ποσοστό του συνολι κού εργατικού της δυναμικού. . Η διαμάχη για το ανθρώπινο δυναμικό, που ξέσπασε στο Βερολίνο τον Ιούλιο του 1944 καθώς οι Σύμμαχοι προωθούνταν στη βόρεια Γαλλία, ήταν ιδιαίτερα οξεία. Ο Ζάουκελ παραπονέθηκε για την έλλειψη υποστήριξης από τη μεριά της Βέρμαχτ, η οποία, όπως είπε, «βλέπει στο πρόγραμμα στρατολόγησης εργατών κάτι το κακόφημο». Ζήτησε περισσότερες επιδρομές και μεγαλύτερη σκληρότητα. Άλλοι όμως θεώρησαν ότι, αφού οι Γερμανοί δεν διέθεταν το απαιτούμενο προσωπικό, η προσέγγιση αυτή θα αποδεικνυόταν αντιπαραγωγική. Ακόμα και ο επικεφαλής της ΚδΗΑ, ο Ερνστ Καλτενμπρούννερ, προειδοποίησε ότι είχε μόλις 22.400 άντρες στη Γαλλία και ότι ήταν αμφίβολο «αν μπορούν να συλληφθούν ολόκληρες ηλικιακές κλάσεις με αυτές τις ισχνές δυνάμεις». Οι διπλωμάτες, από τη μεριά τους, αναρωτήθηκαν πόση πίεση μπορούσαν να ασκήσουν στις ξένες κυβερνήσεις, τη στιγμή που ετούτες ήταν οι ίδιες εξαιρετικά αδύναμες και οι περαιτέρω παραστάσεις δεν θα έφερναν αποτέλεσμα.11 Χάρη στις αυτοαπαλλακτικές αναμνήσεις του Σπέερ μετά τον πόλεμο, η σημασία της αντιπαράθεσης Σπέερ-Ζάουκελ έχει μεγαλοποιηθεί, ιδίως αφού στην πραγματι κότητα αφορούσε μόνο τους Δυτικοευρωπαίους εργάτες: στην Ανατολή ο Σπέερ εί-
303
ΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ
χε πολύ λιγότερα να πει και οι εκστρατείες του Ζάουκελ συνέχισαν να κοπαδιάζουν εκατοντάδες χιλιάδες δύσμοιρους ανθρώπους με προορισμό το Ράιχ. Οι συμφωνίες για τη βιομηχανική συνεργασία που σύναψε ο Σπέερ με τον ομόλογό του του Βισύ ταίριαζαν γάντι με την κρατούσα στο Βερολίνο άποψη για μια διττή ευρωπαϊκή οι κονομία, όπου η Γερμανία θα συναλλασσόταν αφενός με τους βιομηχανικούς εταί ρους της και αφετέρου με την αγροτική Ανατολή. Περίπτωση όμως να λειτουργή σουν όλα αυτά χωρίς ξένους εργάτες δεν υπήρξε ποτέ, γιατί το 1944 η γερμανική πο λεμική οικονομία είχε πια καταστεί τελείως εξαρτημένη από αυτούς. Αποτελούσαν τουλάχιστον το ένα πέμπτο του συνόλου του εργαζόμενου πληθυσμού, όταν το 1940 ήταν μόλις το 3 τοις εκατό, και τους έβρισκες όχι μόνο στη γεωργία αλλά και στα ορυχεία, στα κατασκευαστικά έργα, στον εξοπλιστικό τομέα και στη μεταλλουργία: εντέλει η βιομηχοΐνία εξαρτιόταν από αυτούς περισσότερο απ’ ό,τι οι αγρότες. Το 30 τοις εκατό των εργαζομένων στον ζωτικό εξοπλιστικό τομέα ήταν αλλοδαποί: πε ρισσότεροι από 16.000 δούλευαν μονάχα στις εγκαταστάσεις της ΒΜ\¥ στο Μόνα χο, απ’ όπου η Λουφτβάφε προμηθευόταν κατά κύριο λόγο κινητήρες. Όταν οι Γερ μανοί κατέλαβαν την Ουγγαρία1, το εργατικό δυναμικό της χώρας ήταν τόσο σημα ντικό γι’ αυτούς ώστε μετέφεραν στο Ράιχ ακόμα και τους Εβραίους της Ουγγαρίας - γεγονός πρωτοφανές. Με δυο λόγια, ο Σπέερ, ως υπουργός εξοπλισμών, εξαρτιό ταν από την επιτυχία των προσπαθειών του Ζάουκελ και σε καμιά περίπτωση δεν θα προσπαθούσε να τις σαμποτάρει.12
ΟΙ ΞΕΝΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ ΚΑΙ Η ΟΞΥΝΣΗ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ο ναζισμός λοιπόν είχε βάλει όπισθεν εν κινήσει στην πολιτική του να απελαύνει τους ξένους πληθυσμούς από τη χώρα. Χάρη στον Ζάουκελ υπήρχαν, μάλιστα,στη Γερμανία περισσότεροι αλλοδαποί από κάθε άλλη φορά. Με άλλα λόγια, η Γερμα νία έγινε «χώρα εισροής μεταναστών» όχι μετά τον πόλεμο, αλλά ενόσω αυτός διαρκούσε. Μια κωμόπολη σαν το Όσναμπρυκ, που είναι ζήτημα αν είχε ξένους προπο λεμικά, βρέθηκε ξαφνικά να φιλοξενεί 12.000 -το ένα πέμπτο του πληθυσμού τηςοι οποίοι μιλούσαν γύρω στις δεκαεννέα διαφορετικές γλώσσες. Οι σκελετωμένες από τον υποσιτισμό φιγούρες τους με τα κουρελιασμένα ρούχα έγιναν καθημερινή εικόνα στους δρόμους της πόλης, που τους στέγαζε σε στρατώνες, σε αίθουσες χο ρού, σε σχολεία και σε άδεια κτίρια, αλλά ακόμα και σε ιδιωτικά σπίτια. Δεν είναι περίεργο που ο ερχομός τους επιδείνωσε την ήδη ποινικά χρωματισμένη προσέγγι ση της αστυνόμευσης των σχέσεων ανάμεσα στους Γερμανούς και στους μη Γερμα νούς, κάνοντας τα δδ να εισχωρήσουν ακόμα πιο βαθιά στο γερμανικό δικαιικό σύ στημα και να επιβάλουν καθεστώς τρόμου στη ζωή των ξένων εργατών.13
304
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
Το Πολωνικό Διάταγμα του Μαρτίου του 1940 ήταν μόνο η αρχή. Δύο χρόνια αργότερα, η δικαοτική κρίση του καλοκαιριού του 1942 επιτάθηκε από την επιτυχία του Ζάουκελ. Η δυσαρέσκεια από την εισροή ξένων εργατών ήταν ο βασικός λόγος που έκανε τον Χίμλερ να πείσει τον νεοδιορισμένο υπουργό Δικαιοσύνης Όττο Τήρακ να του εκχωρήσει ποινικές αρμοδιότητες για τα «ακοινωνικά στοιχεία», όπως τους αποκαλούσε. Η μοιραία αυτή απόφαση άνοιξε το δρόμο για πολύ πιο σκληρή γραμμή έναντι των ξένων εργατών. Ο Τήρακ δικαιολογήθηκε ανατριχιαστικά για τη δραματική αυτή περιστολή της εξουσίας του δικαστικού σώματος, τονίζοντας την απειλητική παρουσία αυτών των μη Γερμανών και δείχνοντας έτσι πόσο πολύ η πα ρουσία τους ανάμεσα στους Γερμανούς ήταν υπό αίρεση. Είπε ο νέος υπουργός: Θέλοντας να απαλλάξω τον γερμανικό λαό από τους Πολωνούς, τους Ρώσους, τους Εβραίους και τους Τσιγγάνους, και να ανοίξω τα ανατολικά εδάφη ώστε να προ στεθούν στο Ράιχ ως περιοχή εγκατάστασης του γερμανικού πολιτισμού, προτίθε μαι να αφήσω την ποινική δίωξη των Πολωνών, των Ρώσων, των Εβραίων και των Τσιγγάνων στην αρμοδιότητα του Κ © ίο 1 ΐδ ία 1 ΐΓ © Γ -5 5 . Γνώμονάς μου είναι η πεποίθη σή μου ότι το δικαστικό σύστημα δευτερευόντως μόνο μπορεί να συμβάλει στην εξολόθρευση αυτών των εθνοτικών στοιχείων.14
Η γλώσσα αυτή ήταν τώρα γλώσσα του ίδιου του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Μπορεί η πρόθεση του Τήρακ να ήταν να εφαρμοστεί η ρύθμιση αυτή μόνο στα κατεχόμενα εδάφη της Ανατολής· ωστόσο ο Χίμλερ την εξέλαβε αλλιώς, ότι δηλαδή τα δδ είχαν αποκτήσει ποινικές αρμοδιότητες και επί των ξένων εργατών που βρίσκονταν στη Γερμανία. Καθώς τελείωνε όμως το καλοκαίρι του 1942, υπήρχε τέτοια κατακραυγή από τους γκαουλάιτερ και τα στελέχη του Υπουργείου Δικαιοσύνης γι’ αυτή την επέ κταση της εξουσίας των δδ, ώστε ο νέος υπουργός προσπάθησε να πάρει πίσω την απόφαση. Άρχισε τώρα να λέει: «είναι αδύνατον σήμερα να προχωρήσουμε με βά ση την ιδέα ότι θέλουμε να εξοντώσουμε αυτούς τους ανθρώπους με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο»· έπρεπε να τους «εξασφαλιστεί κάποιου είδους δικαστική προ στασία». Οι διαμαρτυρίες του όμως, όπως όλων των άλλων ναζιστών νομικών πριν από αυτόν, έφτασαν πολύ αργά: η αστυνομία, τα δδ και το Κόμμα ενδιαφέρονταν απείρως περισσότερο να κρατήσουν αυτούς τους φυλετικά κατώτερους και τους δυ νάμει εχθρούς του Ράιχ χώρια από τους Γερμανούς. Οι αξιωματούχοι των δδ εξη γούσαν πως «ο Πολωνός και ο Σοβιετικός Ρώσος, απλώς με την παρουσία τους σε εδάφη που τελούν υπό γερμανική ηγεμονία, αποτελούν κίνδυνο για τη γερμανική εθνική τάξη πραγμάτων». Έτσι, για τα δδ η Μεγάλη Γερμανία υπήρχε ήδη ως οιονεί νόμιμος χώρος που εκτεινόταν από τη Ρηνανία ως το σοβιετικό μέτωπο: για την αστυνόμευση του πολέμου ενάντια στον φυλετικό εχθρό, τα σύνορα μεταξύ εγχώ ριου και ξένου διαλύονταν, και τα δδ αρνούνταν να δεχθούν την ανάγκη διάκρισης
ΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ
305
μεταξύ τους, όποιες και αν ήταν οι συνέπειες για το νομικό καθεστώς μέσα στο ίδιο το Ράιχ.15 Τα δδ όχι μόνο σκλήρυναν τους κανόνες, αλλά στρατολόγησαν και συνηθισμέ νους Γερμανούς για την επιτήρηση των ξένων εργατών. Σε τούτη την περίπτωση, όπως και σε άλλες, η Γκεστάπο βασίστηκε στον ανώνυμο πολίτη για πληροφόρηση σχετικά με ύποπτες δραστηριότητες: επέστησε την προσοχή των γιατρών, των φυλά κων, των συναδέλφων τους εργατών, των γειτόνων και των μελών του Κόμματος και της Νεολαίας Χίτλερ στους κινδύνους τους οποίους εγκυμονούσε η νέα απειλή που κυκλοφορούσε ανάμεσά τους και τους προέτρεψε να καταδίδουν τόσο τους ξένους εργάτες όσο και όποιον εκδήλωνε ανοιχτά τη συμπάθειά του προς αυτούς. Στα τέλη του 1943, ο Χίμλερ τόνιζε πως «κανείς τους δεν είναι επικίνδυνος, όσο παίρνουμε αυστηρότατα μέτρα >ίαι για το πιο ασήμαντο περιστατικό». Ο δημόσιος εξευτελισμός και η τιμωρία θύμιζαν σε όλους τους νέους κανόνες. Ένας άντρας που κατηγορήθηκε ότι πλάγιασε με μια Πολωνή, λόγου χάρη, διαπομπεύθηκε μέσα στο χωριό, με επικεφαλής ογδόντα εφοδίτες και Νεολαίους Χίτλερ που έπαιζαν καραμούζες, και μετά ένας κομματικός τού έκανε ολόκληρο μάθημα δημοσίως, μπροστά στο κοι νοτικό κατάστημα. Όσο για τους ίδιους τους ξένους εργάτες, αν συλλαμβάνονταν, αντιμετώπιζαν το φάσμα της κάθειρξης, των στρατοπέδων ή και της δημόσιας εκτέ λεσης. Δημόσιοι απαγχονισμοί όντως συνέβησαν τελικά σε γερμανικές πόλεις και χωριά* μόνο στον καθολικό νότο αναφέρθηκαν ανοιχτές αποδοκιμασίες.16 Τους καταληκτικούς μήνες του πολέμου η καταστολή εντάθηκε κι άλλο, καθώς η Βέρμαχτ εξαναγκάστηκε σε αμυντικό ρόλο και το καθεστώς άρχισε να ανησυχεί σο βαρά για το ενδεχόμενο ανατροπής στο εσωτερικό μέτωπο. Ο Χίμλερ υπογράμμισε την ανάγκη να διασφαλιστεί «η τάξη και η πειθαρχία των ξένων εργατών σε κάθε περίπτωση, και επίσης η αποτροπή πράξεων δολιοφθοράς, σχηματισμού ομάδων αντίστασης και επαναστατικών συναθροίσεων κ.λπ.». Γι’ αυτό ζητήθηκε από τους διευθυντές και τους επιστάτες στους χώρους δουλειάς να έχουν τα μάτια τους δεκα τέσσερα. Έ να δείγμα του τόνου στον οποίο συζητούνταν αυτού του είδους τα ζητή ματα προέρχεται από τα πρακτικά μιας συνάντησης ιδιοκτητών ορυχείων του Ρουρ, οι οποίοι μαζεύτηκαν να συζητήσουν για τους Ρώσους εργάτες. Ο ισχυρός αρχηγός του Γερμανικού Μετώπου Εργασίας, Ρόμπερτ Αέυ, επισήμανε στο ακροατήριό του ότι η εξόρυξη άνθρακα ήταν ζωτικής σημασίας για τη γερμανική νίκη: «Το κάρβου νο πρέπει να βγει, ό,τι και να γίνει. Αν όχι με σας, κύριοι, τότε ενάντιά σας». Και, παραληρώντας απ’ το μεθύσι, τους εξέθεσε την Αποκαλυπτική μοίρα που τους περί μενε, αν αποτύγχαναν: «Μετά από μας δεν υπάρχει τίποτα, θα ’χουν τελειώσει τα πάντα... η Γερμανία θα καταστραφεί. Θα μας σφάξουν, θα μας καθαρίσουν, θα μας κάψουν, θα μας ξεκληρίσουν όλους. Άλλωστε εμείς κάψαμε όλες τις γέφυρες πίσω μας, εμείς οι ίδιοι. Λύσαμε στην ουσία το εβραϊκό ζήτημα στη Γερμανία. Και μόνο αυτό είναι καταπληκτικό». Όλοι στην αίθουσα συμφώνησαν ότι οι Ρώσοι εργάτες
306
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
δεν έπρεπε να ξεφύγουν ούτε πόντο, εν ανάγκη με το ξύλο. «Κάτω από τη γη είναι σκοτάδι, και το Βερολίνο είναι πολύ μακριά», σχολίασε ο συμπρόεδρος του Λέυ, Πάουλ Πλάιγκερ, ένας από τους σπουδαιότερους ηγέτες της βιομηχανίας του Ράιχ.17 Παράλληλα με τη σκληρότητα στους χώρους δουλειάς, γινόταν και κουβέντα για βελτίωση των κινήτρων. Οι Γερμανοί μάνατζερ συνεργάζονταν ευχαρίστως με την Γκεστάπο για την αντιμετώπιση των ταραξιών, των «φυγόπονων» ή απλώς όσων «δεν τους χρειαζόμαστε», αλλά σκέφτονταν και να τονώσουν την απόδοση των ερ γατών τους μέσω της καλύτερης μεταχείρισης. Παρακολούθησαν σεμινάρια για να μάθουν πώς να βελτιστοποιούν την παραγωγικότητα της εργασίας και εισήγαγαν μπόνους, μολονότι κίνητρα όπως η άδεια να φορούν οι εργάτες την κονκάρδα με το «ΟδΙ» στο μανίκι παρά στο στήθος είναι αμφίβολο αν βοηθούσαν την κατάσταση. Την τελευταία χρονιά του πολέμου θεσπίστηκε η σύνδεση αμοιβής-απόδοσης και άρθηκαν κάποιοι περιορισμοί στις κινήσεις των εργατών. Παρ’ όλα αυτά, όταν ηχούσαν οι σειρήνες των αεροπορικών επιδρομών και έκαναν την εμφάνισή τους στον ουρανό τα συμμαχικά βομβαρδιστικά, εκείνοι που έμεναν έξω από τα δημοτι κά καταφύγια ήταν οι ξένοι εργάτες, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί δυσανάλογα με γάλος αριθμός τους. Στο τέλος δε, όταν είχε απομείνει ελάχιστο κάρβουνο και τρο φή, οι συνθήκες της ζωής τους έγιναν πραγματικά μαύρες. Το χειμώνα του 1944/5, μια τοπική υπηρεσιακή έκθεση περιέγραφε ένα στρατόπεδο που το διαχειριζόταν μια βερολινέζικη εταιρεία: Τα δωμάτια είναι τελείως σκοτεινά. Το γυμναστήριο τελείως σκοτεινό. Στη μέση καίει μια ανοιχτή φωτιά. Στο πάτωμα είναι στοίβες άχυρα στρωμένες δω κι εκεί, και πάνω τους είναι ξαπλωμένοι ξένοι... Ο ρουχισμός των τροφίμων που βρίσκο νται μέσα είναι φτωχός, βρόμικος και εν μέρει σκισμένος... Μόλις 150-160 τρόφι μοι από τους 320 πήγαν στη δουλειά σήμερα* 120 έμειναν στο στρατόπεδο, γιατί δεν έχουν παπούτσια (έχουν βγάλει εξογκώματα στα πόδια). Περίπου σαράντα εί ναι κρυωμένοι... Το στρατόπεδο είναι βρόμικο και ακατάστατο* η παροχή ρουχι σμού στους τροφίμους είναι λειψή* η θέρμανση είναι ανεπαρκής* οι τρόφιμοι είναι γεμάτοι ψείρες.18 Έτσι, η κουβέντα για τη βελτίωση της μοίρας του «ανατολικού εργάτη» ήταν εντέλει ανούσια, καθώς την υπονόμευαν κάθε λίγο και λιγάκι άλλες στάσεις, πολύ πιο θεμε λιώδεις και πολύ πιο σκληρές. Μια από αυτές ήταν η φυλετική περιφρόνηση, προϊόν μιας κοινωνίας που ανησυχούσε για την αλληλεπίδραση μεταξύ εθνοτήτων και είχε φτάσει στο σημείο να καταφρονεί τους περισσότερους μη γερμανικούς λαούς. Μια άλλη ήταν η ψυχρά επιχειρηματική αποτίμηση των εργατών. Όπως ο Χίτλερ, έτσι και οι γερμανικές επιχειρήσεις δεν τους αντιμετώπισαν ποτέ σαν πόρο εν ανεπαρκεία ή πολύτιμο, και ακόμα λιγότερο σαν ανθρώπινες υπάρξεις που έπρεπε να τις περιποιηθούν και να τις διατηρήσουν. Ήταν μάλλον φτηνά αναλώσιμα προϊόντα,
307
ΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ
που τα δούλευαν ώσπου να φθαρούν τελείως. Ο τρίτος παράγοντας ήταν ο φόβος της εκδίκησης. Όπως δείχνει η ομιλία του Αέυ, πολλοί Γερμανοί -ακόμη και όταν δεν γνώριζαν με σαφήνεια τι είχε συμβεί εκτός συνόρων- είχαν πλήρη επίγνωση της βουβής κατακραυγής και της έχθρας που είχε γεννήσει η συμπεριφορά της Γερμα νίας στα θύματά της. Το ίδιο το καθεστώς είχε μιλήσει τη γλώσσα της εκδίκησης και της ανταπόδοσης κακών από τη στιγμή που είχε πάρει την εξουσία και προειδοποι ούσε συνεχώς ότι όλα αυτά θα στρέφονταν εναντίον της ίδιας της Γερμανίας αν ηττώνταν ο ναζισμός. Τέλος, υπήρχε ένα είδος παράνοιας για τους «εγκληματίες» που αλώνιζαν λυσσασμένοι καθώς κατέρρεε η Γερμανία. Τους τελευταίους μήνες του πολέμου, καθώς οι ναζί γίνονταν όλο και πιο βίαιοι απέναντι στους κάθε λογής ει καζόμενους παραβάτες, ο Χίμλερ ζητούσε τη μαζική εκτέλεση των αλλοδαπών ταραξιών. Για παράδειγμα, περισσότεροι από 200 Ιταλοί αιχμάλωτοι πολέμου κατηγορήθηκαν για πλιάτσικο μετά από έναν αεροπορικό βομβαρδισμό και απαγχονίστηκαν κατά ομάδες σε αυτοσχέδια κρεμάλα στο Ντύσσελντορφ. Στο τέλος πια του πολέμου, η Γκεστάπο σκότωνε Γερμανούς και ξένους εργάτες αδιακρίτως για να απαλλαγεί από τους «επικίνδυνους εγκληματίες», γιατί κατ’ αυτήν συνιστούσαν απειλή για τη δημόσια τάξη, ή απλώς επειδή ήταν τόσο αδύναμοι, που δεν μπορού σαν να τους μετακινήσουν αλλού.19
Η ΔΟΥΛΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΑ δδ
Τα δδ, ως αρμόδιος φορέας για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, είχαν τις δικές τους, δυνάμει πολύτιμες πηγές εργατικού δυναμικού. Όταν όμως ξέσπασε ο πόλεμος, ο πληθυσμός των τροφίμων ήταν πολύ μικρός: τον Σεπτέμβριο του 1939 τα κύρια στρα τόπεδα του Νταχάου, του Σάξενχαουζεν, του Μπούχενβαλντ, του Μαουτχάουζεν, του Φλόσενμπυργκ και του Ράβενσμπρυκ στέγαζαν μόλις 21.400 κρατουμένους, όταν την ίδια στιγμή το σοβιετικό Γκουλάγκ είχε πάνω από 1,3 εκατομμύρια. Μόλις στη μεγά λη καμπή του 1941/2 ξύπνησε ο Χίμλερ και κατάλαβε τη σημασία τους. Την άνοιξη του 1942 ο αριθμός των τροφίμων είχε πια διπλασιαστεί, αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι τα δδ είχαν αρχίσει να χτίζουν ή να επεκτείνουν άλλα εννιά στρατόπεδα, τρία από τα οποία -το Άοϋσβιτς, το Στούτχοφ και το Λούμπλιν-Μαϊντάνεκ - είχαν σχεδιαστεί να χωράνε το καθένα τέτοιους αριθμούς, που ξεπερνούσαν από μόνα τους το σύνολο των ατόμων τα οποία τα δδ είχαν υπό κράτηση προπολεμικά. Οι σχεδιασμοί στους οποίους βασιζόταν αυτή η επέκταση δεν υλοποιήθηκαν ποτέ πλήρως, αλλά πάντως ο συνολικός πληθυσμός των στρατοπέδων αυξήθηκε ταχύτατα και έφτασε τις 110.000 (Σεπτέμβριος 1942) και τις 200.000 (Ιούνιος 1943). Στο Άοϋσβιτς, στο Νταχάου και αλλού, πλήθος στρατόπεδα-δορυφόροι περιέζωσαν τα κύρια στρατόπεδα. Στις αρχές του 1945 υπήρχαν περισσότεροι από 700.000 τρόφιμοι και περίπου 40.000 φύλακες σε
308
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
είκοσι μεγάλα στρατόπεδα με έντονο συνωστισμό και σε άλλα 165 στρατόπεδα ερ γασίας που διευθύνονταν από τα δδ* το γερμανικό σύστημα είχε γιγαντωθεί και είχε αποκτήσει διαστάσεις παραπλήσιες μ’ εκείνες του Γκουλάγκ.20 Το σύστημα στρατοπέδων των 5Ξ: αριθμός αιχμαλώτων Στρατόπεδο
Σεπτ. 1939
Απρ. 1942
Αύγ. 1943
Ιαν. 1945
Νταχάου Μπούχενβαλντ Σάξενχαουζεν Φλόσενμπυργκ Άουσβιτς Λούμπλιν
4.000 5.300 6.500 1.600 -
8.000 9.000 10.000 4.700 περ. 20.000 περ. 9.500
17.300 17.600 26.500 4.800 72.000 15.400
57.560 87.300 60.800 40.300 67.000 -
Σύνολο για όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης
περ. 21.000
περ. 75.000
224.000
714.000
Πηγές: ΤΨΟ, ν, Κ-129* 1468-Ρδ* Ν. \¥&ο!ΐδΐη&ηη, ΗίίΙβτ’8 ΡΗ ξοπξ: Τε§αΙ ΤεποΓ ίη Ναζί Οβπηαηγ (Λονδίνο, 2004), 394-5* Η. Κταυδηΐοΐί και Μ. ΒΐΌδζαί (επιμ.),Αηαίο?ηγ ο/ίΗβ ΞΞ 8ίαίβ (Λονδίνο, 1973), 247-8.
Καταλύτης για τη νέα πολιτική υπήρξε, όπως είδαμε, η επιθυμία του Χίμλερ να προ τρέξει της επερχόμενης νίκης ξεκινώντας αμέσως τα έργα θεμελίωσης του Γενικού Σχεδίου Ανατολής. Αυτό σήμαινε ότι θα χρησιμοποιούσε ξένο εργατικό δυναμικό όχι μέσα στο Ράιχ -κάτι για το οποίο ο Χίμλερ είχε ανέκαθεν τις μεγαλύτερες επιφυ λάξεις- αλλά πιο ανατολικά. Άρχισε συνεπώς να μετατοπίζει το κέντρο βάρους προς την Ανατολή, στις παρυφές του Ράιχ και στη Γενική Κυβέρνηση, με την κατασκευή των μεγαστρατοπέδων του Άουσβιτς και του Λούμπλιν. Το Λούμπλιν, ιδιαίτερα, προ οριζόταν να γίνει κέντρο εγκατάστασης, τριπλασιάζοντας το μέγεθος του, με ανακαι νισμένο κέντρο πόλης, νέες βιομηχανίες και ένα δακτύλιο οικισμών ολόγυρα. Έ να τέτοιο κβαντικό άλμα στη χρήση της δουλικής εργασίας επέβαλλε την αναδιάταξη του ετοιμοθάνατου συστήματος των στρατοπέδων. Γι’ αυτό ο Χίμλερ το έθεσε υπό τον δραστήριο Όσβαλντ Πολ, ο οποίος μπήκε επικεφαλής μιας ολοκαίνουργιας διεύ θυνσης των δδ ονόματι Κεντρική Υπηρεσία Οικονομικών και Διοίκησης (\ννΗΑ). Η λννΗΑ συνδύαζε τη διοίκηση των στρατοπέδων, τη βασική μονάδα οικοδομικών και κατασκευαστικών έργων των δδ και τους επιχειρηματικούς βραχίονές τους, σκοπός του δε ήταν η οργάνωση της ειρήνης στην Ανατολή για λογαριασμό των δδ. Ο υφιστά μενος του Πολ, ο Χανς Κάμλερ, ένας ταλαντούχος αλλά ψυχρός επικεφαλής πολιτικός μηχανικός των δδ, εκπόνησε σχέδια για το νέο στρατόπεδο του Λούμπλιν και εισηγήθηκε να αναπτυχθούν «ταξιαρχίες έργων», οι οποίες θα χρησιμοποιούσαν 175.000 δούλους εργάτες για να ξεκινήσουν την κατασκευή δρόμων και οικισμών.21
ΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ
309
Οι πελώριες φιλοδοξίες που υποδήλωναν αυτοί οι σχεδιασμοί κράτησαν ως το τέλος σχεδόν του χρόνου, παρά το γεγονός ότι το 1941 παραδόθηκαν στις φροντίδες των δδ μόλις 30.000 Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου. Ο Κάμλερ, ο Πολ και ο Χίμλερ δεν βρήκαν τίποτε το ανησυχητικό σε αυτό. Στους σχεδιασμούς του για τα έργοΓτήζ ειρήνης, ο Κάμλερ αεροβατούσε μιλώντας για εκμετάλλευση «φυλακισμένων, αιχ μαλώτων πολέμου, Εβραίων κ.λπ.», και θεωρούσε πως η μεταφορά ικανών προς ερ γασία Εβραίων της Σλοβακίας στο Αοϋσβιτς, τον Μάρτιο του 1942, ήταν μόνο η αρ χή. Ο βασικός αρχιτέκτονας του Γενικού Σχεδίου Ανατολής, ο καθηγητής Κόνραντ Μάυερ, φανταζόταν πως τα επόμενα είκοσι πέντε χρόνια θα χρειάζονταν 850.000 εργάτες.22Έ τσι, όπως το έθεσε ο Πολ στον Χίμλερ: «ο πόλεμος έχει επιφέρει σημα ντική αλλαγή στη δομή των στρατοπέδων συγκέντρωσης και έχει αλλάξει τα κάθήκρχ^τους ως προς την απασχόληση των κρατουμένων». Η χρησιμοποίηση κρατου μένων προς όφελος της πολεμικής οικονομίας και «για λόγους κατασκευαστικών έργων στην επερχόμενη ειρήνη» αποκτούσε τώρα προτεραιότητα έναντι τής πέριφρούρησης της ασφάλειας ή της ιδεολογικής αναμόρφωσης. Ο Χίμλερ συμφώνησε. Στην εξαιρετικά^βαρύνουσα ομιλία του προς τα ανώτατα στελέχη των δδ εκείνο τον Ιούνιο (με την ευκαιρία της κηδείας του Χάυντριχ), τόνισε ότι αν δεν γεμίσουμε τα στρατόπεδά μας με δούλους -σε αυτή την αίθουσα έχω σκοπό να μιλήσω καθαρά και ξάστερα-, με εργάτες-δούλους που θα κτίζουν τις πόλεις μας, τα χωριά μας, τα αγροκτήματά μας χωρίς να μας απασχολούν οι απώλειες, τό τε, ακόμα και αν πολεμήσουμε για χρόνια, δεν θα έχουμε αρκετά χρήματα ώστε να μπορέσουμε να εξοπλίσουμε τους οικισμούς με τέτοιον τρόπο που οι πραγματικοί Τεύτονες να μπορούν να ζήσουν εκεί και να ριζώσουν στην πρώτη γενιά.23
Και ο ίδιος ο Πολ δεν ήταν κανένας ρομαντικός. Ήθελε οι διοικητές των στρατοπέ δων να αρχίσουν να φέρονται περισσότερο σαν μάνατζερ παρά σαν αστυνομικοί, και να φροντίσουν ώστε τα στρατόπεδά τους να είναι οικονομικώς παραγωγικά. Ωστόσο τα δδ, περισσότερο και από τους Γερμανούς επιχειρηματίες, μεταχειρίζονταν τους κρατουμένους τους σαν να ήταν διαθέσιμοι σε απεριόριστο αριθμό. Η νέα πολιτική τούς έβαζε να δουλέψουν ως τα όρια της αντοχής τους και πέρα από αυτά, μειώνο ντας τα διαλείμματα, απαιτώντας ατέλειωτες ώρες εργασίας, εξευτελισμούς και συ νεχή επιτήρηση. Η χρήση τους όφειλε να είναι, όπως έλεγε ο Πολ, «με την αυθεντική έννοια της λέξης, εξαντλητική». Το πόσο μεγάλος ήταν στην πραγματικότητα ο αριθ μός τους -ή και η χωρητικότητα των στρατοπέδων, εντέλει- ήταν ένα ερώτημα που δεν είχε εύκολη απάντηση. Είχε γίνει δυσάρεστα προφανές ότι ο Ρίχαρντ Γκλυκς, ο επιθεωρητής των στρατοπέδων συγκέντρωσης, δεν ήταν καν βέβαιος για το πόσους κρατουμένους περιλάμβαναν αυτά ήδη. Ο Πολ ήθελε να αλλάξουν όλα αυτά και προ σπάθησε να παρακολουθεί την απόδοση με στατιστικές παραγωγικότητας.24 Στην πραγματικότητα, ο αριθμός των κρατουμένων έμελλε να εκτοξευτεί σε ύψη
310
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
δυσθεώρητα για τις δυνατότητες των μάνατζερ των δδ. Καθώς ξεδιπλωνόταν η Τελι κή Λύση και σι Εβραίοι σωρεύονταν κατά τεράστιες μάζες στα στρατόπεδα, όσοι ήταν «ακατάλληλοι προς εργασία» στέλνονταν κατευθείαν στα στρατόπεδα εξόντω σης, ενώ οι υπόλοιποι «επιλέγονταν» για να αντιμετωπίσουν την «εξόντωση διά της εργασίας». Ανάλογη μοίρα περίμενε τους ξένους και τους Γερμανούς εργάτες που έπεφταν στα χέρια της αστυνομίας. Η συμφωνία Τήρακ-Χίμλερ του 1942 έστελνε στα στρατόπεδα όσους συλλαμβάνονταν, παρακάμπτοντας το δικαστικό σύστημα. Η ιδέα της «εξόντωσής τους διά της εργασίας», παρατηρούσε τον καιρό εκείνο ο Γκαί μπελς, έπρεπε να εφαρμόζεται στους «Εβραίους και στους Τσιγγάνους άνευ όρων, στους Πολωνούς που έχουν τρία με τέσσερα χρόνια καταναγκαστικά έργα, και στους Τσέχους και τους Γερμανούς που καταδικάζονται σε θάνατο ή σε ισόβια κα ταναγκαστικά έργα». Έτσι, 35.000 «ανατολικοί» εργάτες παραδόθηκαν στην Γκε στάπο μονάχα στα τέλη του 1942. Ο πόλεμος των παρτιζάνων, που φούντωνε στην ανατολική Ευρώπη, πρόσθεσε πολύ περισσότερους, το ίδιο και η απόφαση να μετα φερθούν στα στρατόπεδα όλοι οι Πολωνοί που αντιμετώπιζαν παρατεταμένη προφυλάκιση στη Γενική Κυβέρνηση. Στα τέλη του 1944 ο αριθμός των μηνιαίων συλλή ψεων είχε διπλασιαστεί μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια.25 Ο ίδιος ο Πολ ήταν ένας δραστήριος διοικητής αλλά ήταν και ματαιόδοξος, δογ ματικός (έτοιμος, όπως και ο Χανς Φρανκ, να περιαυτολογήσει για την υποτιθέμενη ομοιότητά του με τον Μουσολίνι) και, σύμφωνα με έναν πρώην συνάδελφό του, εντε λώς αδαής σε θέματα οικονομίας. Στο δεύτερο μισό του 1942 και μετά τις μυριάδες νέες αφίξεις στα στρατόπεδα οι συνθήκες έγιναν τόσο άσχημες, που ο πληθυσμός του συστήματος συνολικά αντί να αυξηθεί μειώθηκε, από τις 115.000 στις 83.000. Η «εξόντωση διά της εργασίας» είχε παρατραβήξει, ακόμα και για τα δδ.26 Το μόνο ακατανόητο είναι ότι οι μάνατζερ των δδ ξαφνιάστηκαν όταν τελικά απέκτησαν -χά ρη στις νέες στατιστικές τους- σαφή σφαιρική εικόνα της θνησιμότητας στα στρατό πεδα και αντιλήφθηκαν πόσο μεγάλη ήταν. Τον Δεκέμβριο του 1942 ο στρατός και το Υπουργείο Όπλων του Σπέερ τούς επέκριναν για την αναποτελεσματικότητά τους και είπαν πως ήταν καλύτερο να στέλνουν τους εργάτες στα εργοστάσια του Σπέερ και να κρατούν τους Εβραίους στα γκέτο, ώστε να τους χρησιμοποιεί ο στρατός.27 Αν υπήρχε κάτι που πείραζε τον Χίμλερ ήταν ο ψόγος περί αναποτελεσματικό τητας και ο φόβος πως θα μπορούσε να διακινδυνεύσει τον έλεγχο που ασκούσε στη φυλετική πολιτική* έτσι, με δική του παρότρυνση, μια εσωτερική επιτροπή των δδ άρχισε να ερευνά το μάνατζμεντ των στρατοπέδων. Έφερε στο φως τέτοιο δίκτυο διαφθοράς, κλοπής περιουσιών, αυθαίρετων φόνων και μυστικών κονδυλιών για δωροδοκίες, ώστε ακολούθησαν εκατοντάδες αποτάξεις ή συλλήψεις. Το ένα τρίτο των διοικητών των στρατοπέδων αντικαταστάθηκε. «Πρέπει πάση θυσία να μειώ σουμε το ποσοστό των θανάτων», έδωσε εντολή ο Γκλυκς στους υφισταμένους του τον Ιανουάριο του 1943. Υπήρξε έτσι μια περίοδος, από τα τέλη του 1942 ως τις αρ
ΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ
311
χές του 1944, όπου η \ν\ΉΑ πράγματι μείωσε τα ποσοστά θνησιμότητας των τροφί μων του, από το συγκλονιστικό 10 τοις εκατό κατά μέσο όρο το μήνα, στο 2-3 τοις εκατό. Και αυτό όμως ήταν αστρονομικό. Επιπλέον, την ίδια εκείνη περίοδο εκατο ντάδες χιλιάδες Εβραίοι θανατώνονταν με αέρια μόλις έφταναν στο ΆουσβιτςΜπίρκεναου, ενώ άλλοι αλλοΰ αφήνονταν να πεθάνουν της πείνας. Οι μάνατζερ του συστήματος των στρατοπέδων δεν παρακολουθούσαν την εισροή τροφίμων στα στρατόπεδα, δεν πάτασσαν τη φονική συμπεριφορά των φυλάκων, ούτε έπαιρναν άλλα αυτονόητα μέτρα που θα κρατούσαν στη ζωή περισσότερους κρατουμένους. Αντιθέτως, νέα μέτρα συνέβαλαν στην ταχύτερη εξόντωσή τους. Καθώς το σύστημα επεκτεινόταν, ο Χίμλερ προσπάθησε να ξεχωρίσει τα διάφο ρα είδη στρατοπέδων και τις λειτουργίες τους ώστε να αναδείξει ιδιαίτερα την οικο νομική χρησιμότητα των οργανισμών που διηύθυνε η \ν\ΉΑ. Γιατί τότε πια, εκτός από τα κέντρα εξόντωσης και τα καθαυτό στρατόπεδα συγκέντρωσης, που ήταν υπό τον έλεγχο του επιθεωρητή των στρατοπέδων συγκέντρωσης, και η λννΗΑ είχε απο κτήσει αρμοδιότητα και για τα στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου, κράτησης, εργα σίας και διαμετακόμισης. Τον Μάρτιο του 1943 έγραψε το εξής αποκαλυπτικό: ότι το στρατόπεδο εργασίας του Σάλασπιλς κοντά στη Ρίγα μπορούσε να μετατραπεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης μόνο αν «περιλάβει μια γνήσια και πραγματικά σημαντι κή επιχείρηση όπλων», ενώ ως εκείνη τη στιγμή έβαζαν τους τροφίμους κυρίως να σκάβουν τύρφη, να λατομεύουν, να εξορύσσουν και να φτιάχνουν τσιμέντο, δουλειές για τις οποίες είπε πως «γίνονται μόνο για να τους απασχολούμε». Είτε όμως υπάγο νταν οι κρατούμενοι στην λννΗΑ είτε όχι, διαφορά στη μεταχείρισή τους ουσιαστικά δεν υπήρχε. Αντίθετα μάλιστα, οι πιο εκβιομηχανισμένες εγκαταστάσεις -όπως, με ταξύ άλλων, τα σύγχρονα κρεματόρια- και τα ιατρικά μέσα απλώς σήμαιναν ότι μπο ρούσαν να δολοφονηθούν περισσότεροι τρόφιμοι. Οι γιατροί των στρατοπέδων σκό τωναν τους άρρωστους τροφίμους κάνοντάς τους ένεση φαινόλης· τους άλλους τους σκότωναν απλά με αέριο ή τους έκαιγαν. Όπως οι Εβραίοι, έγραφε ένας αξιωματι κός των δδ στο Λούμπλιν τον καιρό της εποίκισης του Ζάμοστς, έτσι και οι Πολωνοί που στέλνονταν στο Άοϋσβιτς θα «εκκαθαρίζονταν» αν ήταν ψυχικά άρρωστοι, σω ματικά ανάπηροι ή ασθενείς. Η μόνη διαφορά ήταν ότι, «σε αντίθεση με τους Εβραί ους, οι Πολωνοί πρέπει να πεθάνουν από φυσικό θάνατο». Στο μεταξύ, οι θάνατοι δεν δηλώνονταν πια στα τοπικά ληξιαρχεία* μέσα στα στρατόπεδα, ένας νέος κώδι κας καταχώρισης βοηθούσε στο να συσκοτίζεται η αύξηση του αριθμού τους.28 Όλα αυτά κατέληξαν σ’ έναν τρομακτικό φόρο αίματος. Από τους 12.658 αιχμα λώτους που, όντας προφυλακισμένοι στο Ράιχ, μεταφέρθηκαν στα τέλη του 1942 στα στρατόπεδα (οι περισσότεροι στο Μαουτχάουζεν-Γκούζεν), οι 5.935 είχαν ήδη πεθάνει στις αρχές του επόμενου Απριλίου. Το συνολικό ποσοστό θνησιμότητας ήταν ακόμα υψηλότερο. Πρόσφατοι υπολογισμοί δείχνουν ότι από τους 1,65 εκατομμύριο τροφίμους των στρατοπέδων που δούλεψαν για τη γερμανική πολεμική οικονομία,
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
312
περισσότεροι από 475.000 δεν είδαν το τέλος του πολέμου* σχετικά λίγοι, δε, αφέθηκαν ελεύθεροι. Το συστημάτων στρατοπέδων είχε μεγεθυνθείτρομερά αφότου είχε ξεκινήσει ταπεινά μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους ναζί, και η μεγέθυνση αυτή συνεπέφερε δυσθεώρητα ποσοστά θνησιμότητας. Στα χέρια των δδ υπήρξε τό σο φονικά σπάταλο, ώστε δεν έγινε ποτέ ο μείζων πάροχος εργασίας τον οποίο είχε απελπιστικά ανάγκη το Ράιχ. Οι αριθμοί λένε τη δική τους ιστορία, όσο απρόσωπη κι αν είναι αυτή. Το μέγεθος του γερμανικού εργατικού δυναμικού μεταξύ 1939 και 1944 συρρικνώθηκε από τα 39 εκατομμύρια στα 29, καθαρά σαν αποτέλεσμα της κατάταξης των άντρων στο στρατό, και μεγάλο μέρος αυτού του ελλείμματος αναπληρώθηκε από ^α επτά εκατομμύριά ξένους εργάτες, οι περισσότεροι από τους οποίους συγκεντρώθηκαν^δΐοπ^ βίας από τους απεσταλμένους του Ζάουκελ. Απέναντι σε αυτά τα νούμερα, οι 475.000 λιμασμένοι και αποκαμωμένοι επιζήσαντες των στρατοπέδων του Χίμλερ αποτελούν ένα τρα γικό κατηγορώ εναντίον της οικονομικής ηλιθιότητας του ναζισμού. Μια πολύ διαφο ρετική πολιτική θα είχε επιτρέψει στο γερμανικό εργατικό δυναμικό να διασταλεί, και όχι να συσταλεί. Εκατομμύρια δυνάμει εργάτες είτε είχαν δολοφονηθεί συνειδητά (με την Τελική Λύση) είτε είχαν πεθάνει της πείνας (στα στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέ μου). Αλλά στο Τρίτο Ράιχ, και πάνω απ’ όλα στα δδ -όπως δήλωναν συχνά οι ηγέτες τους-, κάποια πράγματα ήταν πιο σημαντικά από τις οικονομικές πραγματικότητες.
ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΔΟΥΛΕΙΕΣ ΜΕ ΤΑ δδ
Στα επιχειρηματικά, τα δδ ήταν πολύ καλύτερα στο να καταστρέφουν κάτι παρά στο να το φτιάχνουν. Μετά το Άνσλονς, καθώς ο Γκαίρινγκ μετέτρεπε τη Κ©ίο1ΐδ\ν6Γΐζ:© του σε γιγάντιο κρατικό βιομηχανικό όμιλο, τα δδ δοκίμασαν να εισέλθουν στον κό σμο της παραγωγής. Οι πρώιμες πρωτοβουλίες τους σε αυτό τον τομέα είχαν επικε ντρωθεί στη λατόμευση και στις κατασκευές* είχαν λοιπόν ανοίξει στρατόπεδα όπως το Μαουτχάουζεν, το Φλόσσενμπυργκ και το Γκρος-Ρόζεν, περιμένοντας τα μεγάλα προγράμματα ανοικοδόμησης που σχεδίαζε το Ράιχ. Ο Πολ και η \ννΉΑ, επωφελούμενοι από την προνομιακή πρόσβαση που είχαν στις δημευμένες εβραϊ κές, κυρίως, περιουσίες, κατάφεραν επίσης να πάρουν τα ηνία πολλών μικρών εται ρειών, από πριονιστήρια μέχρι επιχειρήσεις επεξεργασίας τροφίμων. Οι εξαγορές τους όμως δεν είχαν και πολλή λογική - εργοστάσια εμφιάλωσης μεταλλικού νερού εδώ, συνεργεία δίτροχων και κεραμοποιεία εκεί. Ο νους του Χίμλερ ταξίδευε αλ λού, και κατά καιρούς φλέρταρε με την ιδέα να ιδρύσουν τα δδ μια βιομηχανία όπλων που θα έφτιαχνε αντιαεροπορικά, εκτοξευτήρες βομβίδων και πολυβόλα. Στα δδ όμως υπήρχε έλλειψη ανθρώπων με πείρα στις επιχειρήσεις, και ο συνδυα σμός του λιμοκτονούντος και κακοποιημένου εργατικού δυναμικού, της έμμονης
ΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ
313
ιδέας του Χίμλερ με τον μεταπολεμικό αγροτικό εποικισμό της Ανατολής και της απουσίας επενδυτικών κεφαλαίων εμπόδιζε τα δδ να δημιουργήσουν μια μεταποιη τική αυτοκρατορία με σάρκα και οστά.29 Έ να ιδιαίτερα μακάβριο παράδειγμα της οικονομικής τους ασχετοσύνης ήταν ο ισχνός επιχειρηματικός τεχνοβλαστός που προέκυψε από τη μαζική δολοφονία των Πολωνοεβραίων στην Επιχείρηση Ράινχαρντ. Το φθινόπωρο του 1942, ο Χίμλερ αποφάσισε να απαντήσει στις επικρίσεις για τη γενοκτονία -η Βέρμαχτ, ιδίως, ανη συχούσε για την αποδιοργάνωση που η απόσπαση των Εβραίων από τις εργασίες τους θα προκαλοΰσε στην πολωνική μεταποίηση- δημιουργώντας «μερικά μεγάλα εργοστάσια στρατοπέδων συγκέντρωσης με Εβραίους» γύρω από το Λούμπλιν, που θα παρήγαν είδη για την πολεμική προσπάθεια. Παρόλο που αυτά δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ με τον τρόπο που είχε φανταστεί ο Χίμλερ, ο όμιλος ΟδΤΙ του Οντίλο Γκλομπότσνικ γύρω από το Λούμπλιν απασχόλησε πράγματι κάμποσες δεκάδες χι λιάδες Πολωνοεβραίους εργάτες σε μια γκάμα δραστηριοτήτων που περιλάμβανε ένα υαλουργείο, ένα εργοστάσιο βουρτσών, ξυλουργεία, μια μονάδα συναρμολόγη σης ποδηλάτων και μια φαρμακευτική εταιρεία. Ούτε ο βάναυσος, διεφθαρμένος και γλεντζές Γκλομπότσνικ ούτε οι άντρες του ήταν μάνατζερ* ένας από δαύτους σχολία ζε: «με πιάνει ναυτία με το που ακούω τη λέξη βιομηχανία!» Οι επιχειρηματικοί ειδή μονες των δδ τελούσαν και αυτοί σε σύγχυση: ο ΟδΤΙ είχε ιδρυθεί ως εταιρεία τον Μάρτιο του 1943, με τον Πολ πρόεδρο του συμβουλίου των διευθυντών και τον «Γκλόμπους» διευθύνοντα σύμβουλο. Ήταν όμως άραγε απλώς ένας τρόπος αστυνό μευσης, ένα προκάλυμμα για προσωπική κερδοσκοπία ή μια σοβαρή εμπορική προ σπάθεια; Η απάντηση δεν άργησε να δοθεί. Ήταν ένα πρόσκαιρο υποπροϊόν πολιτικών λεηλασίας και γενοκτονίας, με ερασιτεχνική και βάρβαρη διεύθυνση, και όχι το επίκεντρο μιας νέας ενασχόλησης των δδ με τη βιομηχανία* η δε κακοδιαχείρισή του ήταν ένας από τους λόγους που ο Γκλομπότσνικ απολύθηκε για δεύτερη φορά στην καριέρα του και στάλθηκε από το Λούμπλιν στην Τεργέστη, να διευθύνει την τοπική αστυνομία. Πριν από την αποπομπή του είχε προτείνει -και ο Χίμλερ είχε συμφωνή σει- να περάσει και το γκέτο του Ουτζ στη διεύθυνση του ΟδΤΙ. Τον στενοχωρούσε που οι βιομήχανοι και η Βέρμαχτ έδιναν παραγγελίες εκεί, και όχι στον ίδιο. Οι αρ μόδιοι όμως του βιομηχανικού κέντρου του Βάρτεγκαου κατάφεραν να απορριφθεί η ιδέα: τίποτε απ’ όσα είχαν κάνει τα δδ δεν δικαίωνε την άποψη ότι μπορούσαν να ανταγωνιστούν σε αποτελεσματικότητα τους εργάτες του γκέτο του Ουτζ, οι οποίοι έφτιαχναν στολές για τη Βέρμαχτ υπό τις διαταγές ενός Γερμανού επιχειρηματία.30 Έτσι, στα χέρια των δδ η εξόντωση του Εβραϊσμού της Πολωνίας κατέληξε σε ιδιωτικό πλουτισμό τεράστιας κλίμακας, αλλά σε πολύ μικρό οικονομικό όφελος για τη γερμανική πολεμική οικονομία. Ο Γκλομπότσνικ ισχυριζόταν πως η Επιχείρηση Ράιν χαρντ είχε αποδώσει περισσότερα από 1.900 εμπορευματοβαγόνια μεταχειρισμένου ρουχισμού από τον Σεπτέμβριο του 1942 ως τον Δεκέμβριο του 1943. Από τους φόνους
314
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
εκατοντάδων χιλιάδων Πολωνοεβραίων, οι άντρες του συνέλεξαν περιουσιακά στοι χεία αξίας εκατομμυρίων ράιχσμαρκ και είπαν ότι σκόπευαν να τα ρίξουν στον ΟδΤΊ. Στην τελική έκθεση του Γκλομπότσνικ, ο κατάλογος των ειδών στον οποίο βασιζόταν αυτός ο υπολογισμός εκτείνεται σε αρκετές σελίδες και περιλαμβάνει νομίσματα από τα ουγγρικά πένγκο έως τις λίρες Αυστραλίας, καθώς επίσης τεράστιες στοίβες από κοσμήματα, ρολόγια, πολύτιμα μέταλλα, χαρτοφύλακες, σουγιάδες, γυαλιά ηλίου, τσι γαροθήκες, ξυπνητήρια και ξυράφια. Ό,τι δεν πήγε σε χριστουγεννιάτικα δώρα για τους Γερμανούς εποίκους ή για τα μέλη των δδ, ή δεν κατέληξε στις άπατες τσέπες των εμπλεκόμενων αξιωματοΰχων, υποτίθεται ότι θα βοηθούσε στη χρηματοδότηση του στεγνού από μετρητά ομίλου ΟδΤΙ. Παρ’ όλα αυτά, η εταιρεία δεν πρόκοψε. Προχώρη σε παραπατώντας όλο σχεδόν το 1943, όσον καιρό ο Χίμλερ ήθελε να διατηρεί μια μι κρή δύναμη Εβραίων εργατών στην Ανατολή* τον Νοέμβριο -μετά τις εξεγέρσεις στα στρατόπεδα εξόντωσης της Τρεμπλίνκα και του Σομπίμπορ- οι υπόλοιποι απασχολού μενοι του δολοφονήθηκαν στη διάρκεια της αιματοβαμμένης Επιχείρησης «Γιορτή του Θερισμού», που αφάνισε τους λιγοστούς επιζώντες Εβραίους της Πολωνίας. Τον Φε βρουάριο του 1944 πολλές άλλες εταιρείες των δδ κήρυξαν αδυναμία πληρωμών. Εκεί νο τον Οκτώβριο, ο Σπέερ αξίωσε τον έλεγχο του εργατικού δυναμικού σε όλο το Ράιχ, κονιορτοποιώντας τις ευρύτερες οικονομικές φιλοδοξίες των δδ.31 Ο Σπέερ καυχιόταν αργότερα πως είχε βοηθήσει να αποτραπεί ο κίνδυνος να βάλουν τα δδ στο χέρι την οικονομία, θυμίζοντας στον Χίτλερ πόσο σπουδαίο ήταν να παραμείνει η παραγωγή όπλων στην ευθύνη εκείνων που ήξεραν να τη διευθύ νουν. Αλλά τα ενδιαφέροντα του Χίμλερ -πέρα από τις περιστασιακές ονειροφαντασιές του- δεν ήταν ποτέ στ’ αλήθεια προς αυτή την κατεύθυνση. Ως προς την ει ρήνη, παρέμενε αφοσιωμένος στα μεταπολεμικά οικοδομικά του προγράμματα στην Ανατολή, σ’ ένα όραμα αποικιακής εγκατάστασης που σκόπευε να χρησιμο ποιήσει σύγχρονες τεχνικές διακυβέρνησης για να παλινορθώσει μια ψευδομεσαιωνική τάξη πραγμάτων, μέσα στην οποία η ίδια η βιομηχανία δύσκολα έβρισκε τη θέ ση της. Ως προς τον πόλεμο, αν το καθήκον απαιτούσε από αυτόν να σκοτώσει τους Εβραίους εργάτες, θα τους σκότωνε. Γι’ αυτό, όταν καθησύχαζε τον Σπέερ ότι «έχω τελείως διαφορετικές φιλοδοξίες από το να γίνω ανταγωνιστής σε αυτό τον τομέα [δηλ. στην παραγωγή όπλων]», το εννοούσε. Μια φορά μόνο είχαν αρπαχτεί για λίγο οι δύο άντρες -το φθινόπωρο του 1942-, για το αν θα επιτρεπόταν να δουλεύουν οι τρόφιμοι των στρατοπέδων για εξωτερι κούς οίκους ή αν έπρεπε να ιδρυθούν εργοστάσια μέσα στα ίδια τα στρατόπεδα. Αι τία στάθηκε το εργοστάσιο όπλων Γκούστλοφ στο Μπούχενβαλντ, ένα πιλοτικό στις προθέσεις του πρόγραμμα χρήσης των εργατών των στρατοπέδων στη βιομηχανία όπλων, όπου είχαν σημειωθεί καθυστερήσεις στις παραδόσεις. Το να έχεις όμως τα δδ για εργοδότη μπορούσε να γίνει προβληματικό. Κάποιες δυναμικές παρεμβάσεις του Χίμλερ έκαναν τους μάνατζερ του Γκούστλοφ να ανησυχήσουν μήπως τα δδ άρ
ΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ
315
χιζαν να αστυνομεύουν και τους ίδιους, όπως έκαναν με τους δούλους εργάτες τους. Ούτε καν ο Χίτλερ το θεώρησε καλή ιδέα να λένε τα δδ οτους Γερμανούς βιομηχάνους πώς να διευθύνουν τις επιχειρήσεις τους. Από τη στιγμή που ο γύρος εκείνος τελείωσε και βγήκε κερδισμένος ο Σπέερ, ο Χίμλερ δήλωσε έτοιμος να συνεργα στεί: ιδρύθηκαν νέα στρατόπεδα μέσα και έξω από το Ράιχ, και ως κι οι απαγορεύ σεις απασχόλησης Εβραίων μέσα στη Γερμανία χαλάρωσαν τελικά, προς το συμφέ ρον της πολεμικής παραγωγής. Οι εργάτες των στρατοπέδων συγκέντρωσης διοχε τεύτηκαν στον τομέα των εξοπλισμών και σε αντάλλαγμα τα δδ απέκτησαν ειδική πρόσβαση στα πυρομαχικά και στο υλικό.32 Τον τελευταίο χρόνο του πολέμου, η προσοχή της Γερμανίας ως προς τη διεύθυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας είχε επικεντρωθεί στενά στη μέριμνα για την παραγωγή όπλων. Ο Σπέερ απέκτησε εκτεταμένη εξουσία στις οικονομίες όλων των κατεχόμενων εδαφών και μπόρεσε επιτέλους να ασχοληθεί με τη συγκέντρωση της ευρωπαϊ κής βιομηχανικής παραγωγής στο στόχο της γερμανικής πολεμικής προσπάθειας, ρυθμίζοντας τα πάντα έτσι ώστε να αυξηθεί η παραγωγή όπλων και εστιάζοντας στην αύξηση της παραγωγικότητας. Η άνοδος του Σπέερ έδειχνε την εμπιστοσύνη που του είχε ο Χίτλερ: ήταν άλλωστε πασιφανές ότι ο Σπέερ αποτελούσε καλύτερη επιλογή από τον Χίμλερ όσον αφορά την παραγωγή όπλων (ή και οτιδήποτε άλλο, εντέλει). Ενώ τα στρατόπεδα συνδύαζαν τη χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας με υψηλή θνησιμότητα και κολοσσιαία διαφθορά, στα εργοστάσια όπλων που διεύθυνε ο Σπέερ η παραγωγικότητα της εργασίας αυξανόταν. Παρά τις ισχνές αυξή σεις του γερμανικού εθνικού εισοδήματος, οι μεταρρυθμίσεις του επέφεραν εντυ πωσιακή άνοδο της παραγωγής πυρομαχικών, χωρίς να απαιτήσουν καμιά μείζονα αναδιάρθρωση της οικονομίας. Μονάχα η παραγωγή μαχητικών αεροσκαφών σχε δόν διπλασιάστηκε μέσα σ’ ένα χρόνο. Από τα μέσα του 1943 και μετά, είναι αμφί βολο αν ο Χίμλερ θα μπορούσε να είχε αμφισβητήσει το πρωτείο του Σπέερ, ακόμα και αν το είχε θελήσει.33 Από το φθινόπωρο του 1943 και μετά, πολλοί τρόφιμοι στρατοπέδων χρησιμοποιήθηκαν στην παραγωγή όπλων και η τάση αυτή επιταχύνθηκε το 1944, επιδεινώ νοντας σημαντικά τις συνθήκες. Όπως εξήγησε στις δίκες της Νυρεμβέργης ο διοι κητής του Αοϋσβιτς, Ρούντολφ Αις: Ο κύριος λόγος που προς το τέλος του πολέμου οι κρατούμενοι ήταν σε τόσο κακή κατάσταση, που τόσες χιλιάδες βρέθηκαν άρρωστοι και σκελετωμένοι στα στρατό πεδα, ήταν ότι ο κάθε τρόφιμος έπρεπε να χρησιμοποιηθεί στη βιομηχανία εξοπλι σμών μέχρι το άκρο όριο των δυνάμεών του. Ο Κ©ίο1ΐδίϋ1ΐΓ©Γσυνεχώς και με κάθε ευ καιρία μάς υπενθύμιζε αυτόν το στόχο, και επίσης τον διακήρυσσε μέσω του Αρχη γού της Κεντρικής Υπηρεσίας Οικονομικών και Διοίκησης, του 01)6Γ§πιρρ6ηίϋ1ΐΓ6Γ Πολ, στους διοικητές των στρατοπέδων συγκέντρωσης και στους ανώτερους διοικη-
316
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
τικοΰς, όταν γίνονταν οι λεγόμενες συναντήσεις διοικητών. Κάθε διοικητής έπαιρνε την εντολή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να το πετύχει αυτό. Ο στό χος δεν ήταν να υπάρξουν όσο γίνεται περισσότεροι νεκροί ή να καταστρέψουμε όσο γίνεται περισσότερους τροφίμους· το συνεχές μέλημα του ΚείοΙίδίϋΙίΓΟΓ ήταν να μπορεί να ρίχνει όλες τις δυνάμεις που υπήρχαν στη βιομηχανία όπλων.34 Στις αρχές του 1942 δούλευαν για την πολεμική οικονομία περί τους 25.000 κρατού μενοι των στρατοπέδων στα τέλη του 1944 ο αριθμός αυτός είχε ανεβεί στις 400420.000 και τα δδ και η γερμανική βιομηχανία συνεργάζονταν στην εκμετάλλευσή τους. Στεγασμένοι κυρίως σε πρώην στρατόπεδα Εβραίων δούλων εργατών (οι αρ χικοί τρόφιμοί τους ήταν πια νεκροί), ορισμένοι τρόφιμοι δούλευαν στην οικοδόμη ση της βιομηχανίας χημικών με βάση τον άνθρακα της Σιλεσίας. Στα άλλα σημεία του Ράιχ, το στρατόπεδο του Οράνιενμπουργκ τάιζε το εργοστάσιο Χάινκελ, το Σαξενχάουζεν τροφοδοτούσε την Ντάιμλερ-Μπεντς και το Νταχάου ήταν συνδεδεμένο με την ΒΜ\ν. Ο όμιλος Κρουπ αποτάθηκε στα στρατόπεδα όταν άρχισε να έχει έλλειψη χεριών και οι μάνατζέρ του εξερεύνησαν το Μπούχενβαλντ αναζητώντας ειδικευμένους εργάτες. Το εν πολλοίς ξένο εργατικό δυναμικό της Φολκσβάγκεν παρήγε στρατιωτικά οχήματα, ανταλλακτικά αεροσκαφών, πυραύλους και πολλά άλλα όπλα: η εταιρεία παρείχε στα δδ τζιπ και σε αντάλλαγμα τα δδ έχτισαν και επάνδρωσαν ένα ειδικό στρατόπεδο κοντά στο κύριο εργοστάσιό της.35 Ο ίδιος ο Σπέερ ζητούσε από τον Χίμλερ να του προμηθεύει όσο το δυνατόν πε ρισσότερους εργάτες. Τον Μάιο, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Τήρακ, του επέτρεψε να χρησιμοποιήσει και τους τροφίμους των φυλακών. Την άνοιξη του 1945, ο μισός ίσως πληθυσμός των στρατοπέδων -χοντρικά το 5 τοις εκατό του συνολικού εργατι κού δυναμικού του Ράιχ- δούλευε είτε άμεσα στην πολεμική μεταποίηση είτε για την υπό τον Κάμλερ Διεύθυνση Κτιρίων των δδ. Μέσω του Κάμλερ τα δδ υποστήρι ξαν το πρόγραμμα κατασκευής πυραύλων της Φολκσβάγκεν και της Πόρσε. Προμήθευσαν επίσης τους 60.000 κρατουμένους που έσκαψαν τις σήραγγες μέσα στα όρη Χαρτς για την παραγωγή των ν-2. Το μάνατζμεντ δεν ήταν εκλεπτυσμένο: πριν από το προσκλητήριο, οι φύλακες των δδ απλώς έριχναν στους εργάτες μια μπουνιά στο πρόσωπο* όσοι έμεναν όρθιοι, λογαριάζονταν «ικανοί προς εργασία». Για τον Κάμ λερ, που δεν τον έμελλε πόσες χιλιάδες πέθαιναν, αυτό συνιστούσε αποτελεσματικό τρόπο διαχείρισης των εφεδρειών του σε εργάτες, και ήταν απολύτως ικανοποιημέ νος από τον όγκο δουλειάς που έβγαινε.36 Στο τέλος το τόλμημα του Χίτλερ απέτυχε και το ρίσκο του να διεξαγάγει έναν ηπει ρωτικό πόλεμο σε πείσμα των οικονομικών δυνατοτήτων της Γ ερμανίας κατέληξε σε φιάσκο. Η συνεχιζόμενη αντίσταση της Ε.Σ.Σ.Δ., οι κατά τα φαινόμενα ανεξάντλητες εφεδρείες της σε ανθρώπινο δυναμικό και η εντυπωσιακότατη επιτυχία της δικής της εξοπλιστικής προσπάθειας παρά τις τρομερές ελλείψεις σε τρόφιμα καταδίκα
ΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ
317
σαν την όλη στρατηγική του. Η κρίσιμη φάση της αναμέτρησης ήταν ο πρώτος ενάμισης χρόνος από τη γερμανική εισβολή στην Ε.Σ.Σ.Δ., όταν οι νέες κατακτήσεις του Ράιχ και ο ισχυρότατος κλονισμός της σοβιετικής οικονομίας τού έδωσαν πολλά πλεονεκτήματα, σε μια στιγμή όπου η αμερικανική οικονομία ακόμα δεν είχε ρυθμι στεί για πόλεμο. Εκείνους τους κρίσιμους μήνες ήταν που η ναζιστική ροπή προς την κατασπατάληση και την ασχετοσύνη, τα στρατηγικά λάθη του Χίτλερ και η ανικανό τητα του καθεστώτος να μετατρέψει τους πόρους σε όπλα εξίσου αποτελεσματικά με τους εχθρούς του κόστισαν στο Ράιχ ακριβά. Η κακοδιαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού -ενός από τους πιο δυσεύρετους παραγωγικούς συντελεστές του- στάθηκε ο πιο κρίσιμος παράγοντας. Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου η Γερμανία, σε σύγκριση με τα 35 εκατομμύρια άντρες που κατάφερε να συγκεντρώσει ο Στάλιν, μπόρεσε να ρίξει στο παιχνίδι λιγότερο από τους μισούς· μετά δε το φθινόπωρο του 1942 η ψαλίδα ανάμεσα στους δύο στρατούς δεν έπαψε να μεγαλώνει. Η Γερμανία υπέστη ολική αφαίμαξη στο Ανατολικό Μέ τωπο, ανήμπορη να παραβγεί με την αντίπαλό της είτε σε ανθρώπινο δυναμικό (ο πληθυσμός της ήταν περίπου ο μισός της Ε.Σ.Σ.Δ.) είτε σε μάνατζμεντ είτε σε παρα γωγή όπλων. Στη Δύση αντιμετώπισε ουσιαστικά ξεκούραστες βρετανικές και αμε ρικανικές δυνάμεις, με άφθονα ανθρώπινα και διατροφικά αποθέματα πίσω τους. Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, είχε χάσει περισσότερους από 3,2 εκατομμύρια άντρες. Η Ε.Σ.Σ.Δ. είχε χάσει υπερδιπλάσιους και είχε πολύ περισσότερους θανάτους αμά χων. Αλλά η γρήγορη κινητοποίησή της μαρτυρούσε τόσο τη μεγαλύτερη θέληση για νίκη των Σοβιετικών όσο και τη μεγαλύτερη βιομηχανική και τεχνολογική προσαρ μοστικότητα του καθεστώτος. Η εύκολη πρόσβασή της σε ορυκτούς πόρους και σε πετρέλαιο και η προμήθεια εξοπλισμού στο πλαίσιο του προγράμματος Ε©η<1-Ε©&δ© βοήθησαν πάρα πολύ. Δεν πρέπει όμως να παραβλέψουμε το γεγονός ότι, στην πε ρίπτωση του ανθρώπινου δυναμικού, η Ε.Σ.Σ.Δ. ξεπέρασε εμπόδια που, από ορισμέ νες απόψεις, ήταν πολύ μεγαλύτερα από του Τρίτου Ράιχ: ας μην ξεχνάμε ότι, μέσα σε ένα χρόνο από την εισβολή, ο εργαζόμενος πληθυσμός της είχε συρρικνωθεί από τα 85 στα 53 εκατομμύρια ανθρώπους. Δεδομένου ότι υπήρχε σχεδόν πλήρης απα σχόληση, ακόμα και το άδειασμα του Γκουλάγκ, που έγινε γρήγορα, δεν μπορούσε να αναπληρώσει το κενό. Κινητοποιήθηκε αντ’ αυτού ολόκληρος ο πληθυσμός, και οι ήδη εργάτες διοχετεύτηκαν πολύ νωρίς στις πολεμικές βιομηχανίες. Παρά την εκ κένωση και τις βαριές απώλειες σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις, η Ε.Σ.Σ.Δ. παρήγαγε περισσότερα όπλα από τους Γερμανούς το 1942.37 Ο Χίτλερ, μη θέλοντας να υποβαθμίσει τις συνθήκες ζωής των αμάχων τόσο ανε λέητα όσο το σοβιετικό καθεστώς και ανησυχώντας ήδη για τις μαζικές επιδρομές των βομβαρδιστικών που σκότωσαν τελικά εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους μέσα στο Ράιχ, μπόρεσε να συνεχίσει τον πόλεμο μετά το 1942 μόνο χάρη στη Βέρμαχτ -την αρτιότερη μάχιμη δύναμη του πολέμου, αναμφίβολα- και στην ολοένα πιο
318
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
εντατική εκμετάλλευση της βιομηχανίας, της γεωργίας και του εργατικού δυναμικού της Ευρώπης από τη Γερμανία. Όσο βάναυσα αποτελεσματική και αν ήταν αυτή, θα είχε βοηθήσει πολύ περισσότερο αν δεν είχαν φονευτεί συνειδητά και ανάλγητα εκατομμύρια εργάτες. Κάποιους τούς πέθαναν στη δουλειά και στην πείνα* άλλους τούς κρέμασαν, τους έριξαν στα αέρια ή τους εκτέλεσαν ως φυλετικούς εχθρούς. Σε κάθε περίπτωση, έδειξαν πως είναι αδύνατο να διεξαγάγεις έναν φυλετικό πόλεμο σε πολλά μέτωπα ταυτοχρόνως. Το ίδιο αίσθημα φυλετικής αλληλεγγύης που γαλβάνιζε τον Γερμανό στρατιώτη και τον έκανε τόσο λαμπρό μαχητή λειτουργούσε ως τροχοπέδη όταν έπρεπε να κινητοποιηθεί εργατικό δυναμικό και άλλοι πόροι έξω από τη χώρα. Από αυτή την άποψη, τόσο ο κομμουνισμός όσο και ο φιλελευθερι σμός ήταν πολύ πιο αποτελεσματικοί ως πάροχοι ιδεολογικών κινήτρων απ’ ό,τι ο εθνικοσοσιαλισμός σ’ έναν παρατεταμένο πόλεμο. Τελικά, οι επικριτές του Χίτλερ μέσα στα δδ είχαν δίκιο: η Γερμανία μπορούσε να πετύχει τη φυλετική καθαρότητα ή την κοσμοκρατορική κυριαρχία, αλλά όχι και τα δύο μαζί.38
11
Κακέκτυπο διπλωματίας
Δεδομένου ότι ο αχαλίνωτος εθνικιστικός εγωισμός είναι η πεμπτουσία του ολοκλη ρωτισμού, ήταν μοιραίο, κάθε χώρα που γινόταν, άσχετα από το πόσο αυθόρμητα, φασιστική, να έχει έναν κυρίως σκοπό: τη διαφύλαξη ή αποκατάσταση της εθνικής ανεξαρτησίας και ακεραιότητάς της, οπότε αναπότρεπτα θα στρεφόταν εναντίον της γερμανικής κυριαρχίας. Αυτό γέννησε το απρόσμενο φάσμα μιας ολοκληρωτικής Ευρώπης, προαναγγέλλοντας την καταδίκη τηςμητρίδας του ολοκληρωτισμού...
Κόμισσα Ψ&Ιά&ώί,ΑίΗβηβ ΡαΙαοβ (1942), 300-301
Η ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΙΣΜΟΥ «Καμία αυταπάτη περί συμμάχων!» Έτσι συνόψισε ο στρατηγός Φραντς Χάλντερ, αρχηγός του γενικού επιτελείου στρατού, τα λόγια του Χίτλερ πάνω στο θέμα, όταν μίλησε στους στρατηγούς του την παραμονή της Επιχείρησης Βαρβαρόσσα. Ο Φύ ρερ έκανε μια εξαίρεση για τους Φινλανδούς, που είχαν ήδη υποστεί επίθεση από τους Ρώσους το χειμώνα του 1939 και είχαν πολεμήσει με εντυπωσιακή αποτελε σματικότατα: ακόμα κι αυτός αναγνώρισε πως ήταν αξιόπιστοι και πεπεισμένοι αντίπαλοι του Κόκκινου Στρατού, και τους προμήθευε όπλα από καιρό. Προκειμένου για τους Ρουμάνους, όμως, τον άλλο σύμμαχο στον οποίο υπολόγιζε ότι θα του παρείχε ουσιαστική υποστήριξη, οι απόψεις του αντικατόπτριζαν την κλασική περι φρόνηση των Αυστριακών γι’ αυτούς. («Δειλοί, διεφθαρμένοι, αχρείοι», ήταν η ετυ μηγορία του, σύμφωνα με τις σημειώσεις ενός άλλου μέλους του ακροατηρίου του.) Ούτε ο ίδιος ούτε οι αξιωματικοί του πίστευαν πως οι Γερμανοί θα χρειάζονταν τη βοήθεια οποιουδήποτε άλλου.1 Πάντως η Ρουμανία, με ηγέτη τον στρατηγό Αντονέσκου, συνεισέφερε 587.000 άντρες κι έγινε, μαζί με τη Φινλανδία, η σπουδαιότερη στρατιωτική υποστηρίκτρια της Γερμανίας. Οι Ούγγροι, μη θέλοντας να επισκιαστούν, συμμετείχαν κι αυτοί, αν και με πολύ λιγότερο ενθουσιασμό, και όταν μπήκε ο Νοέμβριος άρχισαν να αποσύ-
320
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
ρουν τις δυνάμεις τους. Όσο για τους υπόλοιπους, η συνεισφορά τους υπήρξε μάλ λον συμβολική. Ο Μουσολίνι είχε κάτι να αποδείξει μετά την πανάθλια επίδοση των στρατιωτών του στην Ελλάδα, στη Γαλλία και στην Ανατολική Αφρική, κι έστειλε τρεις μεραρχίες. Ο στρατηγός Φράνκο έβαλε νερό στο κρασί της γραμμής του περί της Ισπανίας έξω από τον πόλεμο και επέτρεψε σε εθελοντές να καταταγοΰν στη λε γάμενη Μπλε Μεραρχία. Οι Κροάτες και οι Σλοβάκοι, θέλοντας να αποδείξουν την αλληλεγγύη τους και να κερδίσουν την εύνοια της Γερμανίας για περαιτέρω εδαφι κές διεκδικήσεις, έστειλαν για το θεαθήναι κάποιες δικές τους μονάδες. Τέλος, από τις τέσσερις γωνιές της δυτικής Ευρώπης ήρθαν μικρές ομάδες Ολλανδών, Γάλλων. Βαλλόνων, Φλαμανδών και Νορβηγών αντιμπολσεβίκων. Ο Χίτλερ, γράφοντας στον Μουσολίνι μια εβδομάδα μετά την επίθεση εναντίον του Κόκκινου Στρατού, ακουγόταν ευχαριστημένος: «Μεγάλα τμήματα της Ευρώ πης έχουν βγει από μια πραγματικά ληθαργική αδιαφορία». Φαίνεται πως ο κόσμος καταλάβαινε τώρα πως η «μάχη εναντίον του μπολσεβικισμού» την οποία είχε αναλάβει η Γερμανία ήταν μέρος μιας «κοινής πολιτικής, η οποία, σε τελευταία ανάλυ ση, είναι γνήσια ευρωπαϊκή». Τι σήμαινε όμως εντέλει αυτό; Ήταν όλα λόγια, ή μή πως τα περί «Ευρώπης» του Φύρερ όντως υπονοούσαν ανταμοιβή για όσους παρεί χαν την υποστήριξή τους; Καθώς ο πόλεμος συνεχιζόταν με τα σκαμπανεβάσματά του, ξεκίνησε μια άγρια διαμάχη στο Βερολίνο, στη Ρώμη και αλλού για το ποια έπρεπε να είναι αυτή η αντιμπολσεβίκικη «ευρωπαϊκή» πολιτική.2 Η ενστικτώδης τάση του Χίτλερ ήταν, όπως πάντα, να υπόσχεται όσο γίνεται λιγότερα πράγματα, ιδίως αφού ήταν πεπεισμένος ότι ο πόλεμος θα τελείωνε γρήγο ρα, χωρίς να χρειαστεί τη βοήθεια κανενός άλλου. Ως προς την τελική διάθεση των πρώην σοβιετικών εδαφών, ήταν κατηγορηματικός: μόνο το Ράιχ είχε δικαίωμα απόφασης σχετικά. Στην κρίσιμη συνάντηση σχεδιασμού στις 16 Ιουλίου είχε δηλώ σει την κατάπληξή του που μια εφημερίδα του Βισύ είχε τολμήσει να περιγράψει τον αγώνα εναντίον του μπολσεβικισμού ως πόλεμο της «Ευρώπης και ότι επομένως έπρεπε να διεξαχθεί υπέρ της Ευρώπης συνολικά». Η Γερμανία, συνέχισε, δεν έπρεπε να κάνει «περιττές δηλώσεις»· ακόμα και με συμμάχους όπως η Ρουμανία -είχε γίνει τώρα θαυμαστής του στρατηγού Αντονέσκου- ποτέ δεν ξέρεις πώς μπο ρεί να εξελιχθούν ξαφνικά οι σχέσεις σου.3 Τον επόμενο μήνα συναντήθηκαν ο Ρούζβελτ με τον Τσώρτσιλ και δημοσίευσαν τη δήλωση των στόχων του πολέμου στο Χάρτη του Ατλαντικού. Στελέχη του γερμα νικού Υπουργείου Εξωτερικών άσκησαν κριτική στην απουσία οποιασδήποτε «νέ ας σύλληψης για την Ευρώπη» και θεώρησαν πως δινόταν η ευκαιρία στο Τρίτο Ράιχ να εκθέσει το δικό του όραμα για τον μεταπολεμικό κόσμο. Η δήλωση, υποστή ριξαν, αποδείκνυε πως η Αγγλία, λόγω της γεωγραφικής θέσης και των συμφερό ντων της, δεν θα μπορούσε ποτέ να λειτουργήσει ως «οργανώτρια και προστάτρια μιας ενοποιημένης Ευρώπης», και προέτρεψαν να υπάρξει απάντηση: «Για μας δεν
ΚΑΚΕΚΤΥΠΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ
321
υπάρχει ανταγωνισμός... Το πεδίο είναι ελεύθερο ώστε να αντιπαραθέσουμε ένα εποικοδομητικό σχέδιο για την Ευρώπη σ’ εκείνο της Αγγλίας».4 Οι στενότεροι συ νεργάτες του Χίτλερ ήταν της ίδιας άποψης. Ο Ντούτσε, επίσης, ήθελε να αδράξουν την ευκαιρία και να υπάρξει αναμέτρηση με τις φιλελεύθερες δημοκρατίες στον πλανητικό λεκτικό πόλεμο. Ο κόσμος, έλεγε στον διπλωματικό του σύμβουλο Ανφούζο, δεν θα πολεμούσε για τη Γερμανία απλώς και μόνο για την τιμή τού να «οργανω θεί» από το Ράιχ. Έπρεπε να του δοθούν υποσχέσεις για κάτι πιο συγκεκριμένο. Ο ίδιος επιθυμούσε μια κοινή δήλωση ότι ο Άξονας θα σεβόταν τα «ευρωπαϊκά εθνικά και κοινωνικά ιδεώδη». Όπως το έθεσε ο Ανφούζο, χρειάζονταν τη διαβεβαίωση ότι η Γερμανία δεν έκανε έναν αποικιακό πόλεμο στην Ευρώπη, ούτε πολεμούσε μόνο για τον Ηοιτοηνοΐΐί, αλλά για μια νέα Ευρώπη.5 Γι’ αυτό, όταν στα τέλη Αυγούστου ο Μουσολίνι επισκέφθηκε τον Χίτλερ στο Ανατολικό Μέτωπο για να γιορτάσουν την επιτυχία της Βέρμαχτ εναντίον του Κόκ κινου Στρατού, έφτασε οπλισμένος με πολιτικές εισηγήσεις που τις είχαν συντάξει οι Ιταλοί διπλωμάτες για μια «διακήρυξη κοινωνικών και οικονομικών αρχών του Άξονα σε αντίπραξη των αγγλοσαξονικών διατυπώσεων». Οι άνθρωποί του μιλού σαν για ένα πολιτικό μέλλον της Ευρώπης που θα περιλάμβανε εγγυήσεις κυριαρ χίας και ανεξαρτησίας για τα κράτη-μέλη. Ο ίδιος ο Μουσολίνι δεν είχε ενημερωθεί για την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση ως την τελευταία στιγμή και δεν πείστηκε πο τέ όσο ο Χίτλερ πως όλα θα τέλειωναν γρήγορα. Είχε επίσης σαφέστατη επίγνωση του ότι η είσοδος στον πόλεμο είχε βλάψει τα περιθώρια ελιγμών της Ιταλίας, και από τις αναφορές για την κακομεταχείριση των Ιταλών εργατών στο Ράιχ είχε συ νειδητοποιήσει την έλλειψη ευαισθησίας των Γερμανών απέναντι και στον πιο σπουδαίο σύμμαχό τους ακόμα.6 Στη διάρκεια του μακρινού ταξιδιού ως το γεμάτο κουνούπια αρχηγείο του Χίτ λερ στα δάση της Πρωσίας, οι Ιταλοί διπλωμάτες προσεύχονταν ώστε ο Ντούτσε, που συνήθως τηρούσε παράξενη σιωπή μπροστά στον Χίτλερ, να φανεί αρκετά γεν ναίος να εγείρει το ζήτημα του μέλλοντος της ηπείρου. Χρωστάμε μια ζωηρή αποτύ πωση της συνάντησης ανάμεσα στους δύο δικτάτορες στον Φίλιππο Ανφούζο του Υπουργείου Εξωτερικών - «θεωρείται ένας από τους ωραιότερους άντρες της Ρώ μης», σύμφωνα με Γερμανό ομόλογό του. Κατά τον Ανφούζο, ο Χίτλερ έφερε ήδη πάνω του τις σωματικές συνέπειες της καθημερινής και πολύωρης υπόγειας διαβίω σής του μέσα στο εκτεταμένο νέο συγκρότημα-καταφύγιο. Το βλέμμα του ήταν λιγότερο κινητικό και έδειχνε ισχνός και καταβεβλημένος. Δεν είχε χάσει όμως τη συνή θειά του να μιλά μόνος για πολλή ώρα και επέμεινε με θριαμβευτικό ύφος μπροστά στους Ιταλούς καλεσμένους του ότι η νίκη δεν θα αργούσε, παρά τη ζωώδη αντίστα ση των Ασιατών υηίεπηοηδοΐιοη. Οι Ιταλοί φαίνεται πως αγνοούσαν τις ατέρμονες συζητήσεις που είχαν διεξαχθεί νωρίτερα τον ίδιο μήνα ανάμεσα στον Χίτλερ και τους στρατηγούς του για το πώς να αποτελειώσουν τον Κόκκινο Στρατό, ή για την
322
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
αβεβαιότητα που είχε παρεισφρήσει σαν αποτέλεσμα του ότι η σοβιετική αντίσταση συνεχιζόταν. Ο Μουσολίνι παρατήρησε πως ο Χίτλερ έδειχνε να ζει υπό το κράτος του «σχεδόν θρησκευτικού πόθου να απελευθερώσει την Ευρώπη από τον μπολσεβικισμό, ενώ στην ομιλία του η λέξη “Ευρώπη” επανερχόταν συχνά, αντικαθιστώ ντας μερικές φορές τη λέξη “Γερμανία”». Ωστόσο, κατέληξε ο Ανφούζο, «άλλη νύξη για το μέλλον της Ευρώπης στα λόγια του δεν μπορούσες να διακρίνεις». Όταν επα ναλάμβανε με επιμονή ότι υπερασπιζόταν την Ευρώπη από τον «ασιατικό μαρξι σμό», οι Ιταλοί καλεσμένοι του αναρωτιόνταν χαμηλόφωνα: «Ποια Ευρώπη; Την Ευρώπη της Φυλής των Κυρίων; Την Ευρώπη της Αθήνας και της Ρώμης; Του πάπα; Των σοσιαλιστών; Του Ταλλεϋράνδου; Του Καρόλου Ε ";»7 Πεπεισμένος κατά τα φαινόμενα ότι η τελική νίκη βρισκόταν σε απόσταση ανα πνοής, ο Χίτλερ βρισκόταν σε κατάσταση ευφορίας καθώς περιηγούνταν τα καπνίζοντα ερείπια του μετώπου μαζί με τον σύμμαχό του. Ο Μουσολίνι είναι ζήτημα αν μπόρεσε να χώσει μια δική του σφήνα στην κουβέντα. Ο Ντούτσε ήταν σε πολύ δια φορετική διάθεση, συντετριμμένος από τον πρόσφατο θάνατο του αγαπημένου του γιου, του εικοσιτριάχρονου Μπρούνο, σε αεροπορικό δυστύχημα, και έδειχνε, ως συνήθως στις συναντήσεις του με τον Χίτλερ, απρόθυμος να προβάλει τη δική του άποψη. Τα πραγματικά του αισθήματα -στην κρισιμότερη ίσως αυτή συνάντηση απ’ όσες είχαν ποτέ οι δύο άντρες- αναφαίνονταν μόνο σε άκαιρες στιγμές και με απρόβλεπτους τρόπους. Κάποια στιγμή επέμεινε να πάρει το πηδάλιο του μικρού αεροπλάνου με το οποίο πετούσαν, πανικοβάλλοντας τον Χίτλερ και το περιβάλλον του* το μόνο που κατάφεραν να κάνουν ήταν να τον πείσουν να μην επιχειρήσει να το προσγειώσει ο ίδιος. Αλλοτε πάλι ισοφάριζε τους ατελείωτους μονολόγους του Φύρερ με δικούς του, μακρηγορώντας για τις εκστρατείες του Τραϊανού γύρω από τον Δούναβη. Και αφού ο Χίτλερ είχε συγκρίνει τα επιτεύγματα των στρατιών του μ’ εκείνα του Φρειδερίκου του Μεγάλου, του Ναπολέοντα και-του Αλεξάνδρου και εί χε σκαρώσει στο πι και φι μελλοντικά πλάνα κατακτήσεων πέρα από τα Ουράλια, στην καρδιά της Ασίας, ο Μουσολίνι τον ξεφούσκωσε μ’ ένα στίχο από το ποίημα του Πάσκολι για τον Έλληνα κατακτητή: «Κι έπειτα;» τον αντίσκοψε. «Θα βουρκώ νουμε για τη σελήνη, σαν το Μεγαλέξαντρο;»8 Κατ’ ιδίαν, ο Ντούτσε έλεγε στους βοηθούς του ότι ο πόλεμος δεν μπορούσε να κερδηθεί χωρίς μια δήλωση πολιτικών αρχών από την πλευρά του Άξονα. Ήθελε να δηλώσει ο Χίτλερ ότι ο πόλεμος αυτός δεν ήταν απλώς ένας «αποικιακός πόλεμος» προς όφελος της Φυλής των Κυρίων, αλλά η γέννηση μιας νέας πολιτικής τάξης πραγμάτων για όλη την Ευρώπη. Μη θέλοντας όμως, όπως πάντα, να σκοτίσει τον Χίτλερ μ’ ένα ακανθώδες ζήτημα, ανέθεσε στον Ανφούζο να το συζητήσει με τον υπουργό Εξωτερικών Ρίμπεντροπ, ο οποίος είχε στήσει το αρχηγείο του σ’ ένα γει τονικό υποστατικό. Η χρονική στιγμή όμως ήταν κακή - ένα μήνα νωρίτερα ο Ρίμπε ντροπ είχε κάνει τον πιο βίαιο καβγά της καριέρας του με τον Χίτλερ. Όντας
ΚΑΚΕΚΤΥΠΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ
323
ρ©Γδοη<ι ηοη στο «Λημέρι του Λύκου», δεν είδε με καλό μάτι την προσέγγιση των Ιταλών. Μάλιστα, ακολούθησε μια αψιμαχία γύρω από τη σύνταξη του ανακοι νωθέντος, που κράτησε κάμποσες μέρες και ως την εντελώς τελευταία στιγμή: το τρένο της επιστροφής της ιταλικής αντιπροσωπείας σταμάτησε έξω από το Κλάγκενφουρτ, λίγο πριν από τα σύνορα, για να γίνει μια ακόμα συζήτηση. Στο τέλος, η αρχική ιταλική διακήρυξη -γεμάτη υποσχέσεις και δεσμεύσεις προς τους λαούς της Ευρώπης- «νερώθηκε» σε απελπιστικό βαθμό, και η τελική εκδοχή απλώς ψέλλιζε δυο λόγια για το «ξερίζωμα της απειλής του μπολσεβικισμού και της πλουτοκρατι κής εκμετάλλευσης». Για τον Χίτλερ όλα αυτά ήταν άνευ σημασίας, γιατί δεν είχε νόημα να γίνονται υψιπετείς διακηρύξεις ενόσω ο Άξονας φαινόταν να νικά. Μετά, πάλι, οι διακηρύξεις θα ήταν περιττές. Παρά όμως τις περαιτέρω εκπληκτικές νίκες του Σεπτεμβρίου, με την περικύ κλωση του Κιέβου και την προέλαση της Βέρμαχτ ως τα περίχωρα σχεδόν της Μό σχας στις αρχές Οκτωβρίου, ο Κόκκινος Στρατός δεν λύγισε και οι γερμανικές απώ λειες αυξάνονταν. «Οι πλάκες του γραμμοφώνου άλλαζαν»· έτσι θυμόταν ο αρχιδιερμηνέας του Υπουργείου Εξωτερικών εκείνους τους μήνες. «Αντί για το “Κερδί σαμε τον πόλεμο”, οι ξένοι άκουγαν τώρα το “Θα κερδίσουμε τον πόλεμο”, και τέ λος το “Δεν μπορεί να χάσουμε τον πόλεμο”». Στο Υπουργείο Εξωτερικών υπήρχε πολλή συμπάθεια για τις ιταλικές προτάσεις* οι διπλωμάτες της Γερμανίας μετά χα ράς επισήμαιναν την ανάγκη μιας πολιτικής διάστασης. «Η επιθετική, αποδιοργανωτική και με πολεμική χροιά προπαγάνδα πρέπει να συμπληρωθεί με κάτι πιο θετι κό, ιδίως ως προς το μέλλον της Ευρώπης», προειδοποιούσε στα τέλη Σεπτεμβρίου ένα έγγραφο θέσεων. Ο σύμβουλος προπαγάνδας του Ρίμπεντροπ, δημοσιογράφος και βουλευτής του Ράιχσταγκ ονόματι Καρλ Μέγκερλε, έκανε λόγο όχι μόνο για οι κονομική συνεργασία, αλλά και για πολιτικό συνεταιρισμό, ακόμα και για πολιτική ελευθερία και ανεξαρτησία.9 Από τις 25 ως τις 27 Νοεμβρίου 1941, οι υπουργοί Εξωτερικών της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας θα συναντιόνταν στο Βερολίνο για να ανανεώσουν το Σύμφωνο Αντι-Κομιντέρν του 1936. Θα προσυπέγραφαν άλλες οκτώ χώρες: η Βουλ γαρία, η Κροατία, η Δανία, η Φινλανδία, η Ουγγαρία, η Ρουμανία, η Σλοβακία και η Ισπανία. Μια και θα μαζεύονταν οι σύμμαχοι και οι συμπαθούντες της Γερμανίας για να γιορτάσουν την επερχόμενη απαλλαγή της ηπείρου από την απειλή του μπολσεβικισμού, η συνάντηση ήταν λογικά η κατάλληλη στιγμή για μια δήλωση σχετικά με το μέλλον της Ευρώπης. Για λίγο ο Φύρερ έδωσε σημάδια μεγαλύτερης διπλωμα τικότητας και εξήρε δημόσια τη συμβολή των πιστών συμμάχων της Γερμανίας: «Στις τάξεις των Γερμανών στρατιωτών μας, σε κοινό αγώνα μαζί τους, πορεύονται οι Ιταλοί, οι Φινλανδοί, οι Ούγγροι, οι Ρουμάνοι, οι Σλοβάκοι και οι Κροάτες* οι Ισπανοί μπαίνουν τώρα και αυτοί στη μάχη* οι Βέλγοι, οι Ολλανδοί, οι Δανοί, οι Νορβηγοί, ναι, ακόμα και οι Γάλλοι έχουν προσχωρήσει σε αυτό το μεγάλο μέτω
324
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
πο». Στα μέσα Οκτωβρίου έδωσε, μάλιστα, πράσινο φως στον Ρίμπεντροπ να ετοι μάσει ένα «ευρωπαϊκό μανιφέστο», που θα δημοσιευόταν παράλληλα με την αναμε νόμενη ανακήρυξη της νίκης εκείνο το χειμώνα. Φαινόταν σαν να πλησίαζε η ευόδωση των ελπίδων που έτρεφαν οι Ιταλοί τον Αύγουστο.10 Κι όμως, ήταν άλλη μια οφθαλμαπάτη, προϊόν ίσως της πρόσκαιρης απαισιοδο ξίας του Χίτλερ για την έκβαση του πολέμου, και τίποτα παραπάνω. Όποτε αυτός νόμιζε πως η νίκη φαινόταν στον ορίζοντα, ξεχνούσε τα περί διπλωματίας. Στα τέλη Οκτωβρίου ο υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας κόμης Τσιάνο ανέφερε στον Μου σολίνι ότι ο Φύρερ είχε και πάλι πειστεί πως ο Στάλιν είχε βγει «εκτός παιχνιδιού». Πίστευε πως η εκκένωση της σοβιετικής βιομηχανίας και του ανθρώπινου δυναμι κού πίσω από τα Ουράλια δεν είχε καμιά ελπίδα επιτυχίας και πως ένα τόσο έντονα συγκεντρωτικό κράτος (στο οποίο, όπως έλεγε ο Χίτλερ, «το κράτος μοίραζε ακόμα και τις οδοντόβουρτσες, αν δεχθούμε ότι οι Ρώσοι βουρτσίζουν τα δόντια τους») δεν μπορούσε ξαφνικά να στήσει ένα νέο αρχηγείο. Η Ρωσία δεν μπορούσε να συνεχί σει να μάχεται, όπως και το Ράιχ δεν θα μπορούσε, αν «είχε χάσει το Ρουρ, την Άνω Σιλεσία, το ενενήντα τοις εκατό των εργοστασίων πυρομαχικών του, το εξήντα τοις εκατό των μεταφορικών του μέσων». Ήταν μια απολύτως εύλογη, αν και λανθασμέ νη εκτίμηση. Παρά τις μεγάλες νίκες στην Ουκρανία, όμως, ο Τσιάνο διέκρινε ίχνη αβεβαιότητας πίσω από τις καυχησιολογίες: ο Χίτλερ, κατ’ αυτόν, εξακολουθούσε να προβληματίζεται μήπως του επιφυλάσσονταν και άλλες εκπλήξεις από «την πολύ μεγάλη περιοχή που παραμένει υπό τον έλεγχο του Στάλιν», εκπλήξεις πολύ χειρό τερες από τις σοβιετικές νάρκες καθυστέρησης που είχαν τινάξει στον αέρα αξιω ματικούς του Άξονα στα φρεσκοκατακτημένα Κίεβο και Οδησσό. Ο Τσιάνο φρο νούσε ότι η πραγματική γροθιά του νοκάουτ δεν είχε δοθεί ακόμα, και υποπτευόταν ότι το ίδιο πίστευαν και οι Γερμανοί.11 Συνεπώς, η ρητορική έμφαση του Χίτλερ στην «ευρωπαϊκή» συμβολή στον αγώ να συνεχίστηκε, αλλά χωρίς πραγματική πεποίθηση. Προειδοποιούσε ότι κάθε δέ σμευση για το μέλλον απλώς θα εκλαμβανόταν ως αδυναμία από τους εχθρούς της Γερμανίας και το επαναλάμβανε αυτό ως το τέλος του πολέμου. Έτσι, ο Ρίμπεντροπ έλαβε τη διαταγή να απαλείψει από την ομιλία του κάθε αναφορά στο πολιτικό μέλ λον της Ευρώπης. Η «ευρωπαϊκή αλληλεγγύη» και «κοινότητα» που ο Χίτλερ είδε να αναδύεται μέσα από τον αντιμπολσεβικικό αγώνα παρέμεινε κυρίως στρατιωτι κού χαρακτήρα· η δική του οπτική έβλεπε μη Γερμανούς που οργανώνονταν σε πειθαρχημένο σύνολο υπό γερμανική ηγεσία για μια κοινή σταυροφορία. Δεν είχε τί ποτα να πει για το ποιες πολιτικές ρυθμίσεις έπρεπε να προκύψουν στην ήπειρο με ταπολεμικά.12 Στη συνάντηση κορυφής του Νοεμβρίου, ο Χίτλερ δεν μπόρεσε να διασκεδάσει την αίσθηση των καλεσμένων του ότι «αφέντες του σπιτιού» ήταν οι Γερμανοί. Χρη σμοδοτούσε άνετα, αλλά δεν έλεγε και πολλά. «Η Ευρώπη κινείται προς μια ένδοξη
ΚΑΚΕΚΤΥΠΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ
325
περίοδο ειρήνης», είπε στον Βούλγαρο υπουργό Εξωτερικών Ποπόφ. Για τον λακω νικό Δανό υπουργό Εξωτερικών, τον Σκαβένιους, οι προγνώσεις για τις ρόδινες οι κονομικές προοπτικές της ηπείρου σερβίρονταν μέσα σ’ ένα περιτύλιγμα από ανού σιες φλυαρίες. «Άπαξ και τα πλούσια εδάφη της ανατολικής Ευρώπης, που ως τώρα κινητοποιούνταν πάντα εναντίον της Ευρώπης, οργανωθούν υπέρ της», τον διαβεβαίωσε ο Χίτλερ, «η Ευρώπη θα μπορεί να γίνει αυτάρκης». Στον δουλοπρεπή Κροάτη υπουργό Εξωτερικών τόνισε τη «θυσία αίματος» της Γερμανίας και το δικαίωμά της να έχει ηγετικό ρόλο: «αφού ήμασταν οι ηγέτες στη μάχη, δικαιούμαστε να έχου με ηγετικό ρόλο και στη νέα οργάνωση της Ευρώπης». Η συστηματική του αδιαφά νεια ως προς το πολιτικό μέλλον της ηπείρου περιέβαλε με πέπλο μυστηρίου ιδίως τη μοίρα των κατεχόμενων ανατολικών εδαφών. Την παραμονή της διάσκεψης ενα ντίον της Κομιντέρν, οι Γερμανοί ανακοίνωσαν τελικά δημοσίως τη σύσταση πολιτι κών διοικήσεων που υπάγονταν στο Υπουργείο Κατεχόμενων Περιοχών του Ρόζεν μπεργκ, από τη Βαλτική ως την Ουκρανία. Ωστόσο η γερμανική προπαγάνδα ήταν πολύ λιγόλογη, και οι ντιρεκτίβες αποφαίνονταν ρητά ότι όλες οι «συγκεκριμένες δηλώσεις για τους πολιτικούς στόχους της Γερμανίας απλώς θα εξυπηρετήσουν τον εχθρό και την προσπάθειά του να δυσφημήσει και να παρεμποδίσει το ανοικοδομητικό έργο ακριβώς που σχεδιάζεται στην Ανατολή, με αντίστοιχη εκστρατεία που θα βασίζεται σε υπαινιγμούς και σε διαστρεβλώσεις». Λίγους μήνες αργότερα, όταν το Υπουργείο Εξωτερικών συγκρότησε ένα συνονθύλευμα από εξόριστους Καυκάσι ους ηγεμονίσκους και φυλάρχους και τους έστησε στο ξενοδοχείο Άντλον, ο Χίτλερ είπε στους διπλωμάτες του κοφτά «να μην κάνουν καθόλου λόγο για συνεργασία με τους ανατολικούς λαούς» .13 Ανάλογο έλλειμμα σαφήνειας υπήρξε και σε σχέση με τη δυτική Ευρώπη. Όταν ο Γκαίρινγκ συναντήθηκε με τον στρατάρχη Πεταίν, αυτός του εξήγησε πόσο δύ σκολο του ήταν να εργάζεται με τους Γερμανούς χωρίς να έχει μια σαφέστερη ιδέα για το μέλλον: [Ο Πεταίν] ήταν ο ίδιος, ως γνωστόν, πολΰ σθεναρός θιασώτης της ιδέας της συνερ γασίας, αλλά... δεν μπορούσε να μην πει ότι ως τώρα η Γαλλία δεν είχε ενημερωθεί για το ποια θα ήταν η θέση της στη νέα ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων. Η Γαλλία προ χωρούσε τρόπον τινά με τα μάτια κλειστά προς το μέλλον. Ήθελε να ξέρει περισσό τερα πράγματα για τη μελλοντική οργάνωση της Ευρώπης, και για τη θέση που θα κατείχε σε αυτήν η ίδια... Ακριβώς όπως για τις πολεμικές εμπλοκές, έτσι και για ένα έργο ειρήνης όπως η ανάπτυξη της νέας Ευρώπης ήταν απαραίτητο ένα πλάνο.14 Η ελάχιστα καθησυχαστική απάντηση του Γκαίρινγκ ήταν ότι «αυτό θα εξαρτιόταν από το πόσο κοντά θα έρχονταν οι δύο λαοί». Μάλιστα, ο Γκαίρινγκ ενημέρωσε τον Πεταίν πως είχε πει στους απεσταλμένους της συνάντησης ενάντια στην Κομιντέρν
326
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
να σκέφτονται σαν να υπήρχε ένα «πολιτικό λογιστικό βιβλίο όπου η Γερμανία κα ταχωρίζει τις χρεώσεις και τις πιστώσεις για κάθε χώρα», και που θα το άνοιγε όταν θα τέλειωνε ο πόλεμος, για να «υπολογίσει το υπόλοιπο». Έ να μόνο ήταν βέβαιο, συνέχισε ο Γκαίρινγκ: κάποιος άλλος, και όχι η Γερμανία, θα έπρεπε να πληρώσει για τον πόλεμο. Για άλλη μια φορά, ένα πολιτικό ζήτημα είχε αποκρυβεί και είχε μετατραπεί σε ζήτημα οικονομικής. Η κατάφωρη ανεπάρκεια αυτού του «κακέκτυπου διπλωματίας» (όπως το ονό μασε ο Τσιάνο) έκανε εντύπωση σε όλους εκτός από τους αυτουργούς του. Ο Χίτλερ έδινε τον τόνο και οι υπουργοί του ακολουθούσαν. Ακόμα και όταν αναγκάστηκαν να ζητήσουν από τους συμμάχους τους περισσότερο στρατό, οι ηγέτες του Τρίτου Ράιχ παρέμειναν εξαιρετικά απρόθυμοι να εξωτερικεύσουν το πολιτικό τους όραμα για το μέλλον της Ευρώπης. Η αλήθεια ήταν πως πιθανότατα δεν είχαν κανένα. Το μόνο που τους ένοιαζε ήταν η κατάκτηση της Ε.Σ.Σ.Δ. και το να συνεχίσουν να εκμε ταλλεύονται την υπόλοιπη Ευρώπη. Όλα τα άλλα μπορούσαν να περιμένουν. «Το να μαγειρέψουμε έναν “Χάρτη του Ατλαντικού” είναι φυσικά πολύ εύκολο», είπε ο Χίτλερ στους πιστούς του σε μιαν από τις τελευταίες μεγάλες συγκεντρώσεις στις οποίες απευθύνθηκε. «Αυτή την ηλιθιότητα θα τη διορθώσουν πολύ σύντομα τα άτε γκτα γεγονότα». Το μόνο που έκαναν οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί μιλώντας για απελευθέρωση από την ανέχεια και για την ανάγκη να υπάρξει εγγυημένη εργασία ήταν να κλέβουν το πρόγραμμα των ναζί. Οι Γερμανοί δεν υπήρχε λόγος να μιλούν έπρατταν.15 Οι Ιταλοί δεν πίστευαν στ’ αφτιά τους. Σύμφωνα με το μέλος της πρεσβείας του Βερολίνου Μάριο Λουτσόλλι, οι Γερμανοί ήταν πολύ απλά ανίκανοι να συλλάβουν την ευρωπαϊκή ανοικοδόμηση με τρόπο άλλον από τον υλικό. Μια διανοητικά τυφλή «πολιτική στειρότητα» χαντάκωνε τις πιθανότητές τους να κερδίσουν τον πόλεμο πε ρισσότερο ακόμα κι απ’ ό,τι η στρατιωτική απειλή που αντιπροσώπευαν οι εχθροί τους. Στην καρδιά της γερμανικής πολιτικής, με τη μονότονη επανάληψη των αλλε πάλληλων νικών, βρισκόταν «εγγενής κενότητα». Ο ρατσισμός του Χίμλερ είχε ωθη θεί ως τα άκρα, άκρα που ήταν «δύσκολο να τα κατανοήσει ένας Ιταλός», και είχε οδηγήσει σε «θηριωδίες» όπως οι «συστηματικές σφαγές, οι φόνοι γυναικόπαιδων, η αναγκαστική πορνεία». Κάθε φορά που γίνονταν πραγματικές προσφορές συνεργα σίας στους Γερμανούς, αυτοί τις αντιμετώπιζαν με «άμεση απογοήτευση και ταπεινώ σεις και προσβλητική άρνηση». «Όλα τα ερωτήματα που απευθύνονται στη Γερμανία σχετικά με το πώς σκοπεύει να επιλύσει τα προβλήματα του σήμερα και του αύριο, του πολέμου και της ειρήνης, μένουν αναπάντητα: η Γερμανία είναι βουβή» .16 Έ να από τα παράδοξα του ιταλικού φασισμού, σημείωνε ο ίδιος ο Λουτσόλλι μετά τον πόλεμο, ήταν ότι ένα καθεστώς ευαίσθητο και στην παραμικρή διαφωνία επέτρεψε σ’ έναν κατώτερο διπλωμάτη όπως αυτός να συντάξει μια τόσο καταδικαστική πρόγνωση της αποτυχίας του Άξονα. Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση δεν
327
ΚΑΚΕΚΤΥΠΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ
ήταν τόσο περίεργο, γιατί ο Αουτσόλλι απλώς εξέφραζε τις μύχιες σκέψεις των ανωτέρων του. Μάλιστα, εκείνος που τον είχε παροτρύνει να καταγράψει τις σκέψεις του στο χαρτί και στη συνέχεια τις έστειλε στον ίδιο τον Μουσολίνι ήταν ο υπουργός του, ο Τσιάνο. Ούτε και ο Μουσολίνι διαφωνούσε. «[Οι Γερμανοί] δεν έχουν πολιτι κό αισθητήριο», είπε σ’ έναν άλλον υπουργό του αφού διάβασε μια έκθεση για τις Κάτω Χώρες, λίγες μέρες αργότερα. «Σ’ εκείνες τις κατεχόμενες χώρες είχαν την ευκαιρία να φτιάξουν μια καλή κατάσταση - και την άφησαν να τους ξεφύγει. Τώ ρα, τους μισούν. Το έχω πει και το έχω γράψει πολλές φορές στον Φύρερ. Πρέπει να δώσεις συγκεκριμένο σχήμα στη δυτική Ευρώπη». Ήταν εύκολο όμως να κριτικά ρεις τους Γερμανούς* όσο για τους διπλωμάτες, αυτοί πάντα επιθυμούν πολιτικές λύσεις. Πόσο διαφορετικά φέρθηκαν οι σύμμαχοί τους, όταν έπεσε στα χέρια τους η εξουσία;17
ΑΛΛΕΣ ΚΑΤΟΧΕΣ
Οι σύμμαχοι της Γερμανίας πίστευαν -όπως και οι περισσότεροι Ευρωπαίοι εθνικιστές των μέσων του εικοστού αιώνα- στην εδαφική επέκταση. Η προοπτική πε ρισσότερης γης, για την οποία μπορούσε να εγερθεί αξίωση με βάση ιστορικονομικά, εθνολογικά ή πολιτισμικά επιχειρήματα, ήταν ο κύριος λόγος που ήταν έτοιμοι να θυσιάσουν τόσο πολλούς στρατιώτες τους. Ακόμα κι έτσι, η κλίμακα και η φύση των στόχων τους διέφεραν από της Γερμανίας. Ενδιαφέρονταν κατά βάση να πολε μήσουν είτε για την ασφάλειά τους -όπως στην περίπτωση της Φινλανδίας- είτε για να ανακτήσουν τα ιστορικά τους δικαιώματα σε περιοχές που προγενέστερες ειρη νευτικές συμφωνίες τούς τις είχαν στερήσει. Μόνο η Ιταλία μιμούνταν κάπως τις ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες του Τρίτου Ράιχ. Οι υπόλοιποι, άπαξ και πετύχαιναν τους στόχους τους, έχαναν γρήγορα το ενδιαφέρον τους για τον πόλεμο. Έτσι, οι Ούγγροι ήταν σε γενικές γραμμές ευχαριστημένοι από τα εδαφικά κέρδη που εί χαν αποκομίσει ως το καλοκαίρι του 1941, και οι Κροάτες και οι Σλοβάκοι με την ανεξαρτησία τους απλώς και με τη διατήρηση των όσων τούς είχε χαρίσει η γερμα νική γενναιοδωρία. Οι Βούλγαροι, χωρίς καν να χρειαστεί να κηρύξουν τον πόλε μο εναντίον της Ε.Σ.Σ.Δ., βρέθηκαν το 1943 να κατέχουν τα περισσότερα από τα εδάφη που είχαν διεκδικήσει ως κράτος το 1878. Μόνο οι Ρουμάνοι συνέχισαν να μάχονται για να πάρουν πίσω τα εδάφη που τους είχε στερήσει μια γερμανική απόφαση. Αυτές οι διαφορές σκοπών και στόχων ήταν πασιφανείς όταν συγκρίνονταν με τα ανοιχτού ορίζοντα και αδιαμόρφωτα ακόμη όνειρα κυριαρχίας του Χίτλερ* ως προς τα μέσα και τις τακτικές, όμως, οι αντιθέσεις δεν ήταν τόσο έντονες. Υπό τη σκέπη της γερμανικής ηγεμονίας, πολλοί σύμμαχοι του Ράιχ κατέληξαν να διευθύ
328
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
νουν τα δικά τους κατοχικά καθεστώτα. Η εξέτασή τους βοηθά να απαντήσουμε σ’ ένα ερώτημα ζωτικής σημασίας: πόσα απ’ όσα συνέβησαν επί γερμανικής εξουσίας αντανακλούσαν τη γερμανική ή ακόμα και τη ναζιστική ειδικά συμπεριφορά και ιδεολογία, και πόσα ήταν μέρος ενός πολύ ευρύτερου συνόλου ευρωπαϊκών αποκρί σεων στον πόλεμο και στην κατοχή; Οι Ούγγροι, για παράδειγμα, από ορισμένες απόψεις ακολουθούσαν ένα παλιότερο, αψβουργικό μοντέλο. Το σύνθημά τους ήταν «προς τα χιλιετή σύνορα», και, μόλις τα έφτασαν, ενσωμάτωσαν σχεδόν αμέσως τα νέα τους εδάφη και τους έδω σαν εκπροσώπηση στην ουγγρική βουλή (που ήταν αναντίρρητα το πιο ελεύθερο τέτοιου είδους φόρουμ στην κεντρική Ευρώπη στα χρόνια του πολέμου). Σέρβοι και Κροάτες πολιτικοί της προπολεμικής Γιουγκοσλαβίας εξελέγησαν βουλευτές και κάλεσαν τις νέες μειονότητες της χώρας να γίνουν νομιμόφρονες Ούγγροι πο λίτες. Παρά τον αντιμπολσεβικισμό και τον εντεινόμενο επίσημο αντισημιτισμό, η ρήξη με τις πολιτικές παραδόσεις του δέκατου ένατου αιώνα ήταν επομένως λιγότερο ριζική απ’ ό,τι στο Τρίτο Ράιχ. Αλλά βέβαια την Ουγγαρία δεν τη διοικούσε ένας αντιμοναρχικός δεκανέας, αλλά ένας πρώην ναύαρχος των Αψβούργων και υπασπιστής του αυτοκράτορα Φραγκίσκου-Ιωσήφ. Ο Χόρτυ εμφορούνταν από τον εθνικιστικό μυστικισμό του μεσαιωνικού στέμματος του Αγίου Στεφάνου. Λίγοι θυμούνταν ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1920 είχε εμποδίσει τον αυτοκράτορα Κάρολο να επανέλθει στο προσκήνιο* εκείνο που γνώριζαν όλοι ήταν ότι αποκαλούσε τον εαυτό του «η Γαληνή Υψηλότης Του, ο Αντιβασιλεύς του Βασιλείου της Ουγγαρίας» .18 Από άλλες απόψεις, όμως, η Ουγγαρία του Χόρτυ και η Γερμανία του Χίτλερ δεν ήταν τόσο διαφορετικές, και η νέα πολιτική περί πληθυσμών άφησε τα σημάδια της κι εκεί. Οι ιθύνοντες ενδιαφέρονταν όπως πάντα για τημαγιαροποίηση, κι έτσι απέ γραψαν τους πληθυσμούς ως παλαιούς και νέους (δηλαδή, μετά το 1918) κατοίκους στα νέα τους εδάφη και προσπάθησαν να διώξουν πολλούς από τους δεύτερους. Πολλές χιλιάδες απελάθηκαν τόσο στη Σερβία όσο και στη Ρουμανία, απελευθερώ νοντας γη και περιουσίες που μπορούσαν τώρα να χρησιμοποιηθούν για την εγκα τάσταση Ούγγρων ή να πουληθούν ώστε να αυξηθούν τα έσοδα του κράτους. Όταν οι ενστάσεις των γειτόνων τους (και η απειλή δικών τους αντίστροφων απελάσεων σε αντίποινα) τους εμπόδισε να απελάσουν όσους ήθελαν, έφτιαξαν στρατόπεδα για τους διαφωνούντες, έβαλαν στο στόχαστρο τις εκκλησίες και τα σχολεία των Σέρβων και των Εβραίων στα (πρώην γιουγκοσλαβικά) «Νότια Εδάφη» τους, απα γόρευσαν τις πολιτιστικές δραστηριότητες στις μειονοτικές γλώσσες και έκαναν υποχρεωτικά τα ουγγαρέζικα. Μόνο οι Γερμανοί μειονοτικοί προστατεύτηκαν από αυτό το έντονο μπαράζ των εθνικοποιήσεων, χάρη στην επίβλεψη και την επιρροή του Ράιχ .19
ΚΑΚΕΚΤΥΠΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ
329
Ως προς την αγριότητα, επίσης, ορισμένες από τις ουγγρικές μονάδες στα πεδία των μαχών ελάχιστα υστέρησαν σε σχέση με τους Γερμανούς. Στην Ουκρανία, μάλι στα, επέδειξαν ασπλαχνία απέναντι στον άμαχο πληθυσμό η οποία εξέπληξε ακόμα και τους Γερμανούς στρατιώτες που πολεμούσαν μαζί τους. Τον Ιανουάριο του 1942, έχοντας απώλειες από τους παρτιζάνους, διακήρυξαν ότι δεν θα έπιαναν πια αιχμαλώτους. Τον ίδιο εκείνο χειμώνα Ούγγροι στρατιώτες και χωροφύλακες έσφαξαν πολλές χιλιάδες Σέρβους και Εβραίους μέσα και γύρω από το Νόβι Σαντ, πόλη της ουγγροκρατούμενης Γιουγκοσλαβίας, σε μια σειρά φονικά που έγιναν ως αντίποινα για υποτιθέμενες επιθέσεις παρτιζάνων. Έβαλαν στη σειρά εκατοντάδες ανθρώπους, τους εκτέλεσαν και τους πέταξαν στον παγωμένο Δούναβη* τα πτώματα ξεβράζονταν στις όχθες του ποταμού για εβδομάδες. (Τα συμβάντα αυτά ενέπνευ σαν αργότερα τον συγγραφέα Ντανίλο Κις, που ήταν παιδί τότε: ο πατέρας του ήταν από εκείνους που περίμεναν στη γραμμή για εκτέλεση, όταν ήρθε η διαταγή να τερ ματιστεί η επιχείρηση.) Η κυβέρνηση της Βουδαπέστης συγκατένευσε σιωπηρά στους σκοτωμούς, βλέποντάς τους σαν έναν τρόπο να τονιστεί εμμέσως η δύναμη του παρτιζάνικου κινήματος στην περιοχή και άρα να καταλάβουν οι Γερμανοί πως η εκεί παρουσία των Ούγγρων τούς ήταν χρήσιμη.20 Οι ενέργειες αυτές έφερναν στο νου την αιμοσταγή Λευκή Τρομοκρατία που εί χε ενορχηστρώσει ο ηγέτης της Ουγγαρίας Μίκλος Χόρτυ όταν συνέτριψε τους μπολσεβίκους, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πηγαίνοντας λίγο πιο πίσω ακόμα στο χρόνο, θύμιζαν επίσης την αγριότητα με την οποία οι ουγγρικές μονάδες του αψβουργικού στρατού είχαν μεταχειριστεί τους Σέρβους το 1914. Όπως δε και στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι βιαιότητες του ουγγρικού στρατού εναντίον των αμάχων επικρίθηκαν τελικά από τους πολιτικούς της Βουδαπέστης, που ανησυχού σαν οι ίδιοι για την επιρροή του στρατού. Οι σφαγές του Νόβι Σαντ προκάλεσαν επίσημη έρευνα, που κατέληξε σε απαγγελία κατηγοριών εναντίον των υπεύθυνων αξιωματικών - πράγμα αδιανόητο στο Τρίτο Ράιχ. Ας μην εξιδανικεύουμε όμως το καθεστώς του ναυάρχου Χόρτυ: ελισσόμενος αδιάλειπτα ανάμεσα στους Γερμα νούς και τους Βρετανοαμερικανούς, πήρε στα σοβαρά την έρευνα για το Νόβι Σαντ μόνο όταν αντιλήφθηκε ότι αυτή μπορούσε να αποτελέσει ανώδυνο τρόπο να στεί λει το μήνυμα στους δεύτερους πως η Ουγγαρία ήθελε ειρήνη.21 Η εξίσου ανελέητη συμπεριφορά των Βουλγάρων ως κατοχικής δύναμης είχε και αυτή πολλά παράλληλα στο παρελθόν: και γι’ αυτούς επίσης επρόκειτο για τη συνέχιση περιφερειακών αγώνων που ανάγονταν στους Βαλκανικούς Πολέμους, στον Μακεδονικό Αγώνα του 1904 και ακόμα παλιότερα. Μπορεί, μάλιστα, να πει κανείς ότι η Βουλγαρία υποστήριξε τον Άξονα για έναν και μόνο λόγο: για να χτίσει τη Μεγάλη Βουλγαρία την οποία είχαν επαγγελθεί πρώτοι οι Ρώσοι, το 1878. Ο συ νεταιρισμός με τη ναζιστική Γερμανία τούς έφερε κοντύτερα σε αυτήν από κάθε άλ λη φορά ως τότε ή μετά. Επέτρεψαν στη Γερμανία να έχει προνομιακή πρόσβαση σε
330
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
ζωτικές ακατέργαστες ύλες και σε αντάλλαγμα τους επιτράπηκε να διοικήσουν το μεγαλύτερο κομμάτι της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας και του Κοσόβου* από το 1942, αστυνόμευαν επίσης ένα τμήμα της καθαυτό Σερβίας, το οποίο προσαρτήθηκε ντε φάκτο στα μουλωχτά και βίωσε μια τυραννική και εντονότατη βουλγαρική στρα τιωτική παρουσία. Σε αντίθεση με τους Ούγγρους, οι Βούλγαροι δεν είχαν ποτέ εξουσιάσει τα περισσότερα από αυτά τα εδάφη σε καιρό ειρήνης, και το προηγού μενο που είχαν κατά νου ήταν η δική τους θηριωδέστατη κατοχική πολιτική στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη βόρεια Ελλάδα προσάρτησαν 16.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα και 590.000 κατοίκους, μετονομάζοντας την περιοχή σε «επαρχίες του Αιγαίου». Εδώ η πληθυσμιακή τους πολιτική υπήρξε ακόμα πιο ακραία απ’ ό,τι στην πρώην Γιουγκοσλα βία. Αντιστρέφοντας δεκαετίες εξελληνισμού, έδιωξαν πολλούς Έλληνες, έκαναν τα βουλγαρικά επίσημη γλώσσα και έφεραν Βούλγαρους δασκάλους για να διδά ξουν τα ντόπια (συχνά δίγλωσσα) χωριατόπουλά. Όταν η ελληνική πόλη του Δοξάτου εξεγέρθηκε αντιδρώντας σε αυτά τα μέτρα, οι Βούλγαροι συνέτριψαν την εξέ γερση και σκότωσαν 3.000 άτομα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς. Όσοι αρνούνταν να επιλέξουν τη βουλγαρική υπηκοότητα διατάσσονταν να φύγουν, και δεκά δες χιλιάδες Έλληνες είτε απελάθηκαν είτε στάλθηκαν στην κεντρική Ευρώπη να δουλέψουν για τους Γερμανούς. Το 1943, οι τοπικές εβραϊκές κοινότητες εκτοπί στηκαν στην Τρεμπλίνκα και στο Άοϋσβιτς. Το 1944 είχε πια απομείνει στα σπίτια του ίσως ο μισός μόλις προπολεμικός πληθυσμός. Την ίδια στιγμή, κατέφτανε μια ολοκαίνουργια ιθύνουσα τάξη, δελεασμένη από τις εκχωρήσεις γης και άλλες πα ραχωρήσεις. Οι περιφερειακοί διευθυντές του εποικισμού επιστατούσαν στην απαλλοτρίωση των ελληνικών περιουσιών και στην εγκατάσταση δεκάδων χιλιά δων Βουλγάρων.22 Τσως όμως το πιο φονικό κατοχικό καθεστώς μετά τον εθνικοσοσιαλισμό -κι εκείνο που θαύμαζε περισσότερο ο Φύρερ-να ήταν το καθεστώς του Ρουμάνου δικτάτορα, στρατηγού Τον Αντονέσκου. Ο Αντονέσκου ήταν ένας έντονα ξενόφοβος επαγγελματίας στρατιωτικός - «βάναυσος, δόλιος, πολύ ματαιόδοξος, με θηριώδη θέληση να πετύχει»* έτσι τον είχε χαρακτηρίσει τη δεκαετία του 1920 ένας γνώστης συνά δελφός του. Ήταν παθιασμένος αντισημίτης, όπως πολλοί άλλοι της πολιτικής και διοικητικής ελίτ της χώρας. Φιλογάλλος στην αρχή, είχε γίνει υποστηρικτής της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας προτού τον κάνει δικτάτορα -ή Οοηάιιο&ΐΌΓ, όπως του άρεσε να τον λένε- ο βασιλιάς Κάρολος της Ρουμανίας τον Σεπτέμβριο του 1940. Η χώρα είχε μόλις ταπεινωθεί από την παραχώρηση της βόρειας Τρανσυλβανίας στην Ουγγαρία* ο Στάλιν είχε επίσης “σερβιριστεί” μόνος του με κομμάτια από τις επαρ χίες της Μπουκοβίνας και της Βεσαραβίας. Ο Αντονέσκου ανάγκασε τον Κάρολο να παραιτηθεί υπέρ του δεκαοκτάχρονου γιου του, Μιχαήλ, και έβαλε τη Ρουμανία
ΚΑΚΕΚΤΥΠΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ
331
στον πόλεμο στο πλευρό των Γερμανών, πιστεύοντας πως αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος για να πάρει πίσω εκείνα τα εδάφη. Το χειμώνα του 1940/41, αφοΰ διαβεβαίωσε τον Χίτλερ ότι θα μετείχε στην επί θεση εναντίον της Ε.Σ.Σ.Δ., ο Αντονέσκου συνέτριψε μιαν απόπειρα πραξικοπήμα τος του ρουμανικού φασιστικού κινήματος Σιδερένια Φρουρά, που ήταν ως τότε σύμμαχοί του. Η Σιδερένια Φρουρά είχε σκοτώσει περισσότερους από 100 Εβραί ους σ’ ένα αιματηρό πογκρόμ, οπότε ο Αντονέσκου κινήθηκε τελικά εναντίον τους. Το κύριο μέλημά του ήταν η τάξη και η ασφάλεια και το να απαλλαγεί από τη σπου δαιότερη εσωτερική απειλή εναντίον της δικής του θέσης: όσο για τους Εβραίους, είχε τα δικά του σχέδια. Δεκάδες χιλιάδες Ρουμάνοι πρόσφυγες εισέρχονταν ήδη στη χώρα κυνηγημένοι από την κατεχόμενη από τους Ούγγρους βόρεια Τρανσυλβα νία, και ο Αντονέσκου ίδρυσε μια νέα υπηρεσία εγκατάστασης προσφύγων, χρημα τοδοτώντας την κατά μεγάλο μέρος από τις απαλλοτριώσεις και την αναδιανομή πε ριουσιών που ανήκαν στους Εβραίους της Ρουμανίας. Μετά την εισβολή στην Ε.Σ.Σ.Δ., οι αρμοδιότητες της υπηρεσίας επεκτάθηκαν στη Βεσαραβία και στη βό ρεια Μπουκοβίνα, που την ξαναπήραν γρήγορα από τους Σοβιετικούς η Βέρμαχτ και ο ρουμανικός στρατός, με αποτέλεσμα να ενσωματωθεί και πάλι στο κράτος στα τέλη Ιουλίου.23 Όμως ο Αντονέσκου ήθελε κι άλλα, και ο Χίτλερ συμφώνησε. Αφού δεν σκό πευε να τους ξαναδώσει τη βόρεια Τρανσυλβανία (γιατί θα θύμωναν οι Ούγγροι), ο Φύρερ υποσχέθηκε στους Ρουμάνους μεγάλο μέρος της νότιας Ουκρανίας, μαζί με την Οδησσό. Η περιοχή αυτή, ανάμεσα στον Δνείστερο και στον Μπουγκ, που δεν ήταν ποτέ κομμάτι της Ρουμανίας και που άφηνε τελείως αδιάφορους τους περισσό τερους Ρουμάνους, βαφτίστηκε τώρα «Υπερδνειστερία». Η απόφαση του Χίτλερ, που έσωζε το γόητρο του Αντονέσκου, είχε μείζονα στρατηγική σημασία, γιατί, σε συνδυασμό με την παράδοση της Γαλικίας στη Γενική Κυβέρνηση, σήμαινε πως δεν μπορούσε να προκύψει σοβαρό ουκρανικό κράτος υπό γερμανικό έλεγχο. Στα τέλη Αυγούστου είχε συσταθεί ρουμανική πολιτική διοίκηση στην Υπερδνειστερία, και στα μέσα του Οκτωβρίου, με τη βοήθεια των Γερμανών, τα ρουμανικά στρατεύματα έδιωξαν τον Κόκκινο Στρατό και πήραν την Οδησσό. Για τον Αντονέσκου οι νέες περιοχές ήταν στην ουσία ένα πιόνι, που θα ενίσχυε τις θέσεις του όταν θα ερχόταν η ώρα να ζητήσει πίσω την Τρανσυλβανία, και η έλ λειψη μακροπρόθεσμου ενδιαφέροντος της κυβέρνησης γι’ αυτές σήμαινε πως τις μεταχειριζόταν σαν πηγή πλιάτσικου και τίποτε παραπάνω. Ως και οι Γερμανοί σοκαρίστηκαν από τις άνευ λόγου καταστροφές κτιρίων, τις λεηλασίες, τις ληστείες, τους βιασμούς και τους φόνους που διέπραξαν οι Ρουμάνοι. «Το πλιάτσικο που κά νουν οι Ρουμάνοι στρατιώτες έχει προσλάβει τέτοιες διαστάσεις», έγραφε τον πρώ το κιόλας καιρό στον Αντονέσκου ο στρατηγός που διοικούσε τη γερμανική 11η Στρατιά, «ώστε μοιραία περιμένει κανείς μια πολιτική αποστροφή [εναντίον των
332
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
Γερμανών] από την πλευρά των Ουκρανών». Η πολιτική διοίκηση που ακολούθησε ήταν ελαφρώς καλύτερα οργανωμένη, αλλά έγινε κι αυτή συνώνυμη της διαφθοράς και του χρηματισμού. Η χωροφυλακή, ιδίως, ακούστηκε παντού για τις αυθαίρετες κατασχέσεις της, τα μεθύσια και τις απρόκλητες επιθέσεις εναντίον αμάχων. «Λεη λατήστε και ρουμανοποιήστε», ήταν για μερικούς η φράση που συνόψιζε τη ρουμα νική πολιτική. «Πάρτε ό,τι μπορείτε από την Υπερδνειστερία, αλλά μην αφήσετε γραπτά τεκμήρια», έλεγε ο Αντονέσκου στους υπουργούς του.24 Πριν από τον πόλεμο, υπολογίζεται ότι ζούσαν στην Τρανσυλβανία 3,4 εκατομ μύρια άνθρωποι, αλλά στα τέλη του 1941 ο αριθμός είχε μειωθεί στα 2,2 εκατομμύ ρια* μονάχα ο πληθυσμός της Οδησσού είχε μειωθεί, από τις 620.000, στις εικαζόμε νες 300.000 όταν αποσύρθηκε ο Κόκκινος Στρατός* η μισή και παραπάνω εβραϊκή κοινότητα των 180.000 κατάφερε να διαφύγει. Παρά τα αόριστα σχέδια εποικισμού της υπαίθρου από Ρουμάνους, ο εκρουμανισμός δεν είχε νόημα, αφού στην ύπαιθρο επικρατούσαν οι Ουκρανοί και οι Μολδαβοί και στις πόλεις οι Ρώσοι και οι Εβραί οι. Κατά συνέπεια, η πολιτική εθνοτήτων του Αντονέσκου εφαρμοζόταν με μισή καρδιά και ήταν πολύ λιγότερο άκαμπτη από αυτήν των Γερμανών. Πολλοί Ρουμά νοι αξιωματούχοι ήταν ρωσόφωνοι Βεσσαράβιοι που είχαν ζήσει υπό τον τσάρο ως το 1917* σε αντίθεση με τους Γερμανούς, έβλεπαν με συμπάθεια τους ντόπιους και μπορούσαν να επικοινωνήσουν εύκολα μαζί τους. Ο δήμαρχος της Οδησσού Γκερμάν Παντέα ήταν ρωσόφωνος, απόφοιτος του Πανεπιστημίου Οδησσού και πρώην λοχαγός του τσαρικού στρατού, που τον χαιρετούσαν με το ρωσικό πατρωνυμικό του όταν τριγύριζε στην αγορά τα χαράματα. Ο Ρουμάνος κυβερνήτης, μάλιστα, εξέ δωσε διαταγή ότι το επιτελείο του έπρεπε να μάθει ρωσικά μέσα σε τρεις μήνες, κά τι αδιανόητο για τη γερμανική διοίκηση πιο βόρεια. Επειδή ο ουκρανικός εθνικι σμός δεν ήταν ισχυρός, οι Ρουμάνοι δεν ένιωθαν να απειλούνται ιδιαίτερα και επέ τρεψαν να παραμείνουν τα ουκρανικά η γλώσσα της εκπαίδευσης στο 80 τοις εκατό των σχολείων της περιοχής: κάθε χωριό ψήφιζε τη γλώσσα την οποία επιθυμούσε να διδάσκονται τα παιδιά του στο σχολείο, και τα γερμανικά μαζί με τα ρουμάνικα έγιναν υποχρεωτικές ξένες γλώσσες. Στην πράξη, ακόμα και αυτή η πολιτική, πολύ ηπιότερη από εκείνη που εφάρμοζαν οι Γερμανοί παραδίπλα, συχνά αγνοούνταν σε τοπικό επίπεδο, εξαιτίας της έλλειψης προσωπικού ή βιβλίων. Πολλές φορές το σο βιετικό σύστημα παρέμεινε σε ισχύ, και η βασική αλλαγή ήταν η εμφάνιση ιδιωτι κών σχολείων. Συστήθηκαν βοηθητικές ουκρανικές δυνάμεις, που φορούσαν χρω ματιστά περιβραχιόνια όταν δεν είχαν στολές. Ο αξεπέραστος χρηματισμός της ρουμανικής διοίκησης είχε και τα καλά του. Επέτρεπε στον κόσμο να εξαγοράζει την εξαίρεσή του από τις επιτάξεις, τις θανατι κές ποινές και τις αγγαρείες. Επέτρεπε επίσης στον κόσμο να εξαγοράζει την είσο δό του στις μπίζνες: οι Ρουμάνοι, καταργώντας τους ελέγχους των τιμών και μοιρά ζοντας άδειες σε όποιον πλήρωνε, απλώς έπαιρναν το μερίδιό τους και κατά τα άλ
ΚΑΚΕΚΤΥΠΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ
333
λα άφηναν την ιδιωτική πρωτοβουλία να ζωογονεί την τοπική οικονομία. Οι καταληστεμένες περιουσίες -εβραϊκές κυρίως- αποτελούσαν τις ενέσεις κεφαλαίου. Στην Οδησσό νέα κομμωτήρια, καφενεία, μαγαζιά, ταβέρνες και κινηματογράφοι άνθησαν. Οι Γερμανοί επισκέπτες έμεναν έκπληκτοι από τη διαθεσιμότητα των τρο φίμων, τα καλοεφοδιασμένα εστιατόρια, τις καντίνες και τους πάγκους που πουλού σαν μαρμελάδες, γλυκά και ψωμάκια, όλα σπιτικά, και όλα σε τόσο έντονη αντίθεση με την εξαθλίωση που κυριαρχούσε στα μέρη της Ουκρανίας που έλεγχαν εκείνοι. Εδώ, για ένα σύντομο διάστημα ανάμεσα στις αρχές της δεκαετίας του 1920 και στην κατάρρευση του κομμουνισμού το 1989, οι κάτοικοι της Οδησσού -καταμεσής στον πόλεμο και στη γενοκτονία- ασπάστηκαν τον καπιταλισμό. Από μιαν άποψη, το σύστημα δούλευε. Μετά την άνοιξη του 1942 δεν υπήρχε έλ λειψη τροφίμων, και μετά τη συγκομιδή εκείνης της χρονιάς η κατάσταση προσέγγι ζε, με βάση τα κριτήρια της περιοχής, την αφθονία: οι χωρικοί και όσοι άλλοι είχαν πρόσβαση στην αγορά ευημερούσαν. Ακόμα και οι Γερμανοί δημοσιογράφοι εντυ πωσιάστηκαν. «Ήταν γνωστό τοις πάσι ότι η ζωή στην Υπερδνειστερία ήταν απείρως καλύτερη απ’ οπουδήποτε αλλού στα κατεχόμενα εδάφη της Ευρώπης», σημεί ωνε ένας νεαρός Ρώσος μαυραγορίτης. Τσαλαβουτώντας στις λάσπες μιας βρόμικης πόλης της βόρειας Υπερδνειστερίας, βρήκε κάτι που την έκανε να ξεχωρίζει απ’ όλες τις άλλες πόλεις της Ρωσίας και της Ου κρανίας, που είχαν γερμανική κατοχή: αφθονία τροφίμων στο παζάρι... Υπήρχαν λίπη, τόσο σπάνια στην Ουκρανία. Υπήρχε βούτυρο, μπέικον, σπορέλαιο, κρέας -πράγματα που είχαμε ξεχάσει σχεδόν ότι υπήρχαν: χοιρινό, κοτόπουλο, χήνα- και πολλά άλλα πράγματα που μας έκαναν να γουρλώνουμε τα μάτια μας. Κι από πάνω, ήταν φτηνά. Αγοράσαμε πολύ περισσότερα απ’ όσα χρειαζόμασταν, αρκετά για μια βδομάδα.
Αυτό σίγουρα δεν ήταν αποτέλεσμα της υψηλής τεχνογνωσίας της ρουμανικής κατο χής. Πολύ απλά, έδειχνε τι θα μπορούσε να συμβαίνει σε όλα τα πρώην σοβιετικά εδάφη αν οι Γερμανοί επέτρεπαν στις αγορές να ανθήσουν και δεν σχέδιαζαν την καταστροφή του κοινωνικού βίου.25 Ως προς την πρωτογενή φονικότητά τους, όμως, η ρουμανική και η γερμανική κατοχή δεν απείχαν πολύ μεταξύ τους. Εκείνο που ήθελε από την Υπερδνειστερία η ρουμανική κυβέρνηση ήταν να τη χρησιμοποιήσει κυρίως σαν εθνολογική χωματε ρή, που θα της επέτρεπε να λύσει επιτέλους το μειονοτικό της πρόβλημα. Μία από τις ομάδες που ξεχωρίστηκαν ήταν οι Τσιγγάνοι: επιθυμώντας να μετεγκαταστήσουν τους νομάδες Ρομά όσο πιο μακριά ήταν δυνατόν από το Βουκουρέστι, το κα θεστώς, με τη χαρακτηριστικά βάναυση ανικανότητά του, εκτόπισε περισσότερους από 25.000 στην Υπερδνειστερία. Ο τύφος σκότωσε χιλιάδες από αυτούς το χειμώνα
334
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
του 1942/3, οπότε μετά οι συνθήκες ζωής τους βελτιώθηκαν κάπως. Μολονότι δεν υπήρξε οργανωμένη πολιτική συστηματικής εκτέλεσης, μια πρόσφατη μελέτη εκτι μά ότι πέθαναν περισσότεροι από τους μίσους.26 Τα μέτρα του καθεστώτος εναντίον των Εβραίων ήταν πιο συστηματικά και σα φώς πιο θανατηφόρα. Ο ρουμανικός αντισημιτισμός είχε απασχολήσει τη διεθνή σκηνή από τον δέκατο ένατο αιώνα κιόλας· τώρα, υπό την αιγίδα της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας, οι ταγοί της χώρας θεώρησαν πως τους δινόταν η ευκαιρία να λά βουν ριζικά μέτρα, του τύπου εκείνου που οι δημοκρατίες τούς είχαν εμποδίσει πά ντοτε να λάβουν. Μπορεί να είχε κατασταλεί η Σιδερένια Φρουρά, αλλά την τάση της να ρίχνει στους Εβραίους το φταίξιμο για τα βάσανα της χώρας τη συμμερίζο νταν πολλοί μέσα στη διοίκηση. Αναφορές ότι οι Εβραίοι της Βεσαραβίας και της Μπουκοβίνας είχαν καλοδεχθεί τον ερχομό των σοβιετικών στρατευμάτων το καλο καίρι του 1940 έριξαν λάδι στη φωτιά. Τις παραμονές του Βαρβαρόσσα ο Αντονέσκου συναντήθηκε πάλι με τον Χίτλερ και λίγο μετά ίδρυσε ειδικές μονάδες για να υποκινήσουν την εθνοκάθαρση στο βό ρειο τμήμα της χώρας. Ειδικότερα, έδωσε συγκεκριμένες εντολές στο στρατό και στο Υπουργείο Εσωτερικών να οργανώσουν την «εκκένωση» των 45.000 Εβραίων στη μεθοριακή πόλη του Ιάσιου* σύντομα άρχισαν οι προετοιμασίες, βασισμένες στα παρόμοια αλλά πολύ μικρότερης κλίμακας γεγονότα της προηγούμενης χρο νιάς. Οι πόρτες των χριστιανικών σπιτιών σημαδεύτηκαν μ’ ένα σταυρό για να ξεχω ρίζουν και αφέθηκαν επίτηδες να κυκλοφορήσουν φήμες ότι Σοβιετικοί αλεξιπτωτι στές είχαν πέσει στην πόλη. Μόλις ξέσπασε το πογκρόμ, τη νύχτα της 28ης/29ης Ιου νίου, στρατιώτες, χωροφύλακες, αστυνομικοί και εκατοντάδες πολίτες ξεχύθηκαν στους δρόμους, όρμησαν μέσα στα σπίτια και, συλλαμβάνοντας τους ενοίκους, τους πήγαν στο αρχηγείο της αστυνομίας. Σημειώθηκαν πολλοί βιασμοί, επιθέσεις και φόνοι επιτόπου. Περισσότεροι από 1.000 σκοτώθηκαν στο οικόπεδο του αρχηγείου της αστυνομίας, όταν οι Γερμανοί άνοιξαν πυρ κατά βούληση. Μερικούς απ’ όσους επέζησαν τους έδειραν και τους βασάνισαν, προτού τους τσουβαλιάσουν μέσα σε βαγόνια χωρίς αέρα, γεμίζοντας ως και τρεις φορές την κανονική τους χωρητικότη τα με ζωντανούς και με νεκρούς. Καθώς τα τρένα που κουβαλούσαν το ανθρώπινο φορτίο τους διέσχιζαν τους κάμπους μέσα στον καλοκαιριάτικο καύσωνα, περισσό τεροι από 2.700 πέθαναν από την αφυδάτωση και τα πτώματά τους πετάχτηκαν έξω στις αποβάθρες των σταθμών ή στα χωράφια. Συνολικά, πέθαναν από 13 έως 15 χι λιάδες άνθρωποι.27 Ο Ιταλός δημοσιογράφος Κούρτσιο Μαλαπάρτε, που έτυχε να επισκέπτεται το Ιάσιο τότε, ξύπνησε το άλλο πρωί:
ΚΑΚΕΚΤΥΠΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ
335
Βγήκα στο παράθυρο, κοίταξα στην οδό Λαπουσνεάνου. Ο δρόμος ήταν διάσπαρ τος με ανθρώπινες φιγούρες παρατημένες σε άκοσμες στάσεις. Τα πεζοδρόμια ήταν σκεπασμένα από νεκρούς, στοιβαγμένοι οι μεν πάνω στους δε. Μερικές εκα τοντάδες πτώματα ήταν σωριασμένα στη μέση του νεκροταφείου. Αγέλες σκύλων κυκλοφορούσαν μυρίζοντας τους νεκρούς, με το φοβισμένο και ταπεινωμένο ύφος του σκύλου που ψάχνει τον αφέντη του* ήταν γεμάτοι σεβασμό και οίκτο, κινούνταν ανάμεσα στα ταλαίπωρα πτώματα με λεπτότητα, σχεδόν με φόβο, μήπως ποδοπατή σουν τα ματοβαμμένα πρόσωπα, τα κοκαλωμένα χέρια. Ομάδες Εβραίων, επιτη ρούμενων από χωροφύλακες και στρατιώτες με οπλοπολυβόλα, δούλευαν για να σύρουν στην άκρη τους νεκρούς, βγάζοντας τους από τη μέση του δρόμου και στοιβάζοντάς τους πλάι στους τοίχους, ώστε να μην εμποδίζουν τα οχήματα. Περνούσαν γερμανικά και ρουμανικά φορτηγά φορτωμένα πτώματα. Ένα νεκρό παιδάκι κα θόταν στο πεζοδρόμιο πλάι στη ΤιΐδίΓ&ββπα, με τη ράχη ακουμπισμένη στον τοίχο, το κεφάλι πεσμένο χαλαρά στον ώμο... Ο δρόμος ήταν γεμάτος κόσμο. Ομάδες φα ντάρων και χωροφυλάκων, ομάδες ανδρών και γυναικών του λαού, μπουλούκια Τσιγγάνων με μακριά κατσαρά μαλλιά, που μάλωναν μεταξύ τους προκαλώντας μια εύθυμη φασαρία, έγδυναν τα πτώματα, τα ανασήκωναν, τα αναποδογύριζαν, τα έστρεφαν από το ένα πλευρό στο άλλο, για να βγάλουν τα σακάκια, τα παντελόνια, τα εσώρουχα, πιέζοντας την κοιλιά τους με το πόδι για να τους πάρουν τα παπού τσια· κι άλλος κατέφθανε τρέχοντας για να συμμετάσχει στο πλιάτσικο, άλλος απο μακρυνόταν με την αγκαλιά γεμάτη ρούχα. Ήταν ένα γιορταστικό πηγαινέλα, μια ευχάριστη δουλειά, παζάρι και πανηγύρι μαζί.28 Η σφαγή του Ιάσιου ήταν μέρος ενός πολύ ευρύτερου σχεδίου που εκπονούσε το καθεστώς Αντονέσκου και που είχε ως πραγματικό στόχο τούς περίπου 275.000 Εβραίους που ζούσαν εκτός παλιάς Ρουμανίας, στις μεθοριακές ζώνες της Μπουκοβίνας και της Βεσαραβίας. Την προηγούμενη χρονιά οι επαρχίες αυτές είχαν ανα στατωθεί πολύ. Στη σοβιετική κατοχή η μεγάλη γερμανόφωνη κοινότητα είχε ανα χωρήσει για το Ράιχ, και πολλοί Ρουμάνοι είχαν φύγει προς νότον άλλοι είχαν εκτοπιστεί από τη ΝΚ\Τ>. Τώρα που είχαν ανακτήσει τις επαρχίες, οι Ρουμάνοι ήθε λαν να ξεφορτωθούν τους Εβραίους, που τους θεωρούσαν φιλοσοβιετική πέμπτη φάλαγγα. Στις 8 Ιουλίου, ο υπουργός Εξωτερικών Μιχάι Αντονέσκου τόνισε τη ση μασία της συγκυρίας στους συναδέλφους του υπουργούς: Ακόμη και αν κάποιοι παραδοσιοκράτες ανάμεσά σας δεν με καταλαβαίνουν, εί μαι υπέρ της αναγκαστικής μετανάστευσης ολόκληρου του εβραϊκού στοιχείου από τη Βεσαραβία και την Μπουκοβίνα* πρέπει να οδηγηθοΰν πέρα από τα σύνο ρα... Σε όλη μας την ιστορία δεν υπήρξε ποτέ πιο κατάλληλη, πιο πλήρης, πιο μεγαλεπήβολη, πιο ελεύθερη στιγμή για την απόλυτη εθνολογική απελευθέρωση, για ανανέωση της εθνικής αυτοεξέτασης, για κάθαρση του έθνους μας... Ας μην αφή-
336
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
σουμε ανεκμετάλλευτη αυτή την ιστορική στιγμή... Αν χρειαστεί, χρησιμοποιήστε πολυβόλα.29
Εκδόθηκαν ειδικές διαταγές που έλεγαν στους στρατιωτικούς διοικητές να υποκι νήσουν πογκρόμ στα χωριά, και μόλις οι Ρουμάνοι στρατιώτες μπήκαν στις ρωσοκρατούμενες επαρχίες έβγαλαν τους Εβραίους με τη βία από τα σπίτια τους και τους μάζεψαν για να τους εκτοπίσουν* οι πολύ γέροι ή άρρωστοι πυροβολούνταν επιτόπου και πολλές γυναίκες υπέστησαν βιασμούς. Οι υπόλοιποι διώχθηκαν πέρα από τον Δνείστερο, σε μια περιοχή που ήταν ακόμα τότε υπό τον έλεγχο της Βέρμαχτ. Οι Γερμανοί στρατιωτικοί βρέθηκαν προ τετελεσμένων και ήταν τελείως αρνητικοί στην προοπτική να πρέπει να διαχειριστούν τεράστια πλήθη Ρουμανοεβραίων, σε μια στιγμή όπου ανησυχούσαν για τις γραμμές ανεφοδιασμού των μονάδων τους στο μέτωπο. Ο Χίτλερ μπορεί κατ’ ιδίαν να θαύμαζε το «ριζοσπαστισμό» του Αντονέ σκου, αλλά οι Γερμανοί διοικητές ήθελαν να συγκρατηθούν οι Ρουμάνοι. Ακόμα και η Είηδ&ΐζ^ηιρρ© Ό, που είχε για αρχηγό της τον γεμάτο ζήλο Όλεντορφ, επέκρινε έντονα τους Ρουμάνους για τον ασυνάρτητο τρόπο δράσης τους και για το σαδισμό τους και τους μέμφθηκε για τις λεηλασίες και τους βιασμούς, καθώς και για τις αράδες τα πτώματα που άφηναν πίσω τους. Οι άντρες του γύρισαν χιλιάδες διωγμέ νους πίσω στη ρουμανική πλευρά του ποταμού και σκότωναν όσους δεν άντεχαν το πήγαιν’ έλα. «Οι Ρουμάνοι ενεργούν ενάντια στους Εβραίους χωρίς την παραμικρή υποψία σχεδίου», έγραφε ένας Γερμανός παρατηρητής. «Δεν θα είχε κανείς αντίρρηση για τις πολυάριθμες εκτελέσεις Εβραίων, αν η τεχνική πλευρά της προετοιμασίας τους, καθώς και ο τρόπος εκτέλεσής τους, δεν ήταν προβληματικές. Οι Ρουμάνοι αφήνουν τους εκτελεσμένους εκεί που πέφτουν, χωρίς ταφή». Ακόμα πιο σοβαρό για τους Γερμανούς ήταν το ότι οι Ρουμάνοι φαινόταν να συνωμοτούν για να διώξουν την άλ λη μεγάλη εθνοτική ομάδα της Μπουκοβίνας, τους Ουκρανούς. Εξαιτίας των συμ μάχων τους, οι Γερμανοί είχαν ήδη να φροντίσουν τους Ουκρανούς που είχαν περάσει τον Δνείστερο για να προστατευτούν. Ήταν ήδη κακό που οι Ρουμάνοι τούς αποξένωναν* ακόμα χειρότερο ήταν που περίμεναν να ξεφορτώσουν και τους Εβραίους τους στη ράχη της Βέρμαχτ.30 Το Βουκουρέστι ενημερώθηκε γρήγορα για την αποδοκιμασία της Βέρμαχτ. «Συνεχίστε την εξάλειψη του εβραϊκού στοιχείου, αλλά με συστηματικό και αργό τρόπο», ήταν η εντολή των Γερμανών. Λίγο όμως τους ένοιαξε τους Ρουμάνους, ίσως γιατί ο Αντονέσκου ήταν βέβαιος για την υποστήριξη του Χίτλερ. Επιπλέον, οι άσπονδοι εχθροί τους οι Ούγγροι έδιωχναν και αυτοί Εβραίους εμιγκρέδες προς τη γερμανοκρατούμενη Ουκρανία. Κάθε μέρα περνούσαν τα σύνορα χίλιοι, και ως τις 10 Αυγούστου είχαν μαζευτεί στην κωμόπολη Κάμενετς-Ποντόλσκ 14.000 άποροι και τρομαγμένοι πρόσφυγες. Ο στρατός είχε σηκώσει τα χέρια ψηλά, οπότε ο
ΚΑΚΕΚΤΥΠΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ
337
ΗδδΡΡ Φρήντριχ Γέκελν πήρε την πρωτοβουλία που θα τον καθιστούσε κεντρική μορφή του Ολοκαυτώματος: προσφέρθηκε να τους «καθαρίσει», και μέσα σε τρεις μέρες οι άντρες του, με τη βοήθεια ουγγρικών μονάδων, εκτέλεσαν περισσότερους από 20.000 ανθρώπους μέσα σε τεράστιους κρατήρες βομβών έξω από το ΚάμενετςΠοντόλσκ* ως τα τέλη Αυγούστου, η σφαγή -η μεγαλύτερη υπό γερμανική εξουσία ως τότε- είχε τελειώσει.31 Από τη στιγμή που η νέα επαρχία της Υπερδνειστερίας πέρασε υπό ρουμανικό έλεγχο, οι απελάσεις προς αυτήν από τη βόρεια Ρουμανία επιταχύνθηκαν. Στα μέ σα του 1942, μόλις 14.000 Εβραίοι απέμεναν πια στην Μπουκοβίνα και στη Βεσαραβία* γύρω στις 40.000 είχαν πεθάνει και περισσότεροι από 135.000 είχαν εκτοπι στεί σε πρόχειρα στρατόπεδα εργασίας, σε μικρές πόλεις και σε χωριά της νότιας Ουκρανίας. Όταν τα οχήματα άδειαζαν το απελπισμένο και συχνά μισοπεθαμένο φορτίο τους, οι Γερμανοί θεατές υπέθεταν ότι «ο σκοπός της ενέργειας είναι η εκ καθάριση εκείνων των Εβραίων». Οι δρόμοι, οι γραμμές των τρένων και οι γέφυ ρες σε όλο τον Δνείστερο ήταν σπαρμένες με πτώματα. Στο μεταξύ, οι Ρουμάνοι αξιωματικοί επέστρεφαν γεμάτοι δαχτυλίδια, μεταξωτά, κοσμήματα και άλλα λά φυρα .32 Τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα όταν οι Ρουμάνοι πήραν τελικά την Οδησσό. Στις 16 Οκτωβρίου, μετά από σκληρή μάχη, Ρουμάνοι και Γερμανοί στρα τιώτες μπήκαν νευρικοί και με το χέρι στη σκανδάλη μέσα στο κατακαμένο πρώην σοβιετικό λιμάνι, που είχε ερειπωθεί. Πήραν αιχμαλώτους από τους αμάχους που δεν είχαν φύγει και έβαλαν τους Εβραίους να καθαρίσουν τους δρόμους. Παρά τις προειδοποιήσεις των ντόπιων όμως πιάστηκαν στον ύπνο όταν, έξι μέρες αργότερα, μια σοβιετική ωρολογιακή νάρκη ανατίναξε το αρτισύστατο στρατιωτικό διοικητή ριο, σκοτώνοντας τον Ρουμάνο διοικητή και άλλους εξήντα στρατιώτες. Ο Αντονέ σκου απαίτησε αμέσως να σκοτωθούν 18.000 Εβραίοι σε αντίποινα και να απαγχονιστούν άλλοι 100 στις πλατείες της πόλης, «σε κάθε τομέα συντάγματος». Αγνοώ ντας ποιος είχε δώσει τη διαταγή, ο νέος δήμαρχος της Οδησσού, ο Παντέα, του έγραψε μια επιστολή γεμάτη αποτροπιασμό: Ξύπνησα το πρωί και είδα κάτι τρομακτικό: σε όλες τις κεντρικές οδούς και στις διασταυρώσεις, ομάδες τεσσάρων-πέντε ανθρώπων κρέμονταν από ψηλά, και οι έντρομοι κάτοικοι έτρεχαν να φύγουν προς κάθε κατεύθυνση. Ρώτησα με φρίκη ποιος ήταν υπεύθυνος γι’ αυτή τη βάρβαρη πράξη, γι’ αυτό το αίσχος, για το οποίο δεν θα μας συγχωρέσει ποτέ ο πολιτισμένος κόσμος. Οι αρχές στις οποίες απευθύν θηκα μου είπαν ότι δεν γνώριζαν τίποτα.33
Ο Παντέα δεν γνώριζε επίσης ότι αυτή ήταν μόνο η αρχή: τις επόμενες ημέρες στρα τιώτες και χωροφύλακες κρεμούσαν Εβραίους από τα καλώδια του τραμ, από τα
338
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
μπαλκόνια και από τα τηλεγραφόξυλα: οι δρόμοι που εξακτινώνονταν από το κέ ντρο είχαν αγχόνες στημένες στη σειρά, και η Οδησσός μετατράπηκε σε μια «πόλη κρεμασμένων πτωμάτων». Ο στρατός σκότωσε τελικά τουλάχιστον 22.000 ανθρώ πους: τους περισσότερους τους στρίμωξαν σε αποθήκες στο προάστιο Ντάλνιτς, τους περιέλουσαν με βενζίνη και τους έκαψαν ζωντανούς. Τουλάχιστον μία αποθή κη γεμάτη κόσμο την ανατίναξαν ύστερα από προσωπική διαταγή του Αντονέσκου, σε μια μακάβρια πράξη αντεκδίκησης. Χιλιάδες επιζήσαντες οδηγήθηκαν πεζή προς τα βόρεια, σε ατελείωτες φάλαγγες, που ο Παντέα προσπάθησε αλλά δεν κατάφερε να τις σταματήσει. Τα θύματα, αφημένα χωρίς τροφή και νερό, περνούσαν τις νύχτες στα λασπωμένα χωράφια, όπου οι φυλακές τους τα λήστευαν και τα βία ζαν. Τις επόμενες εβδομάδες άλλοι Εβραίοι στάλθηκαν βόρεια σιδηροδρομικούς, μέσα σε μη θερμαινόμενα βαγόνια για βοοειδή. Δύο χρόνια αργότερα, παγωμένα πτώματα και ανθρώπινα μέλη εξακολουθούσαν να είναι σπαρμένα παντού στα πε ρίχωρα της πόλης. Καθώς ο Κόκκινος Στρατός πλησίαζε, ο Ρουμάνος υπουργός Άμυνας πρότεινε να καθαριστεί ο τόπος της σφαγής, ώστε να «καλυφθούν οι ωμότη τες». «Για τι πράγμα μιλάτε;» τον ρώτησε ο Αντονέσκου* κανείς από τους υπουρ γούς του δεν προσφέρθηκε να θυμίσει στον ξεχασιάρη Οοηάπο^ΙοΓ ότι υποκινητής ήταν ο ίδιος.34 Η σχέση του Χίτλερ με τον στρατάρχη Αντονέσκου, συσφιγμένη χάρη σε τέτοια εγκλήματα καθώς και στη στρατιωτική εμπλοκή της Ρουμανίας στο ανατολικό μέτω πο, είχε γίνει εξαιρετικά στενή. Στα τέλη του 1941 του εκμυστηρεύτηκε ότι η τελική πρόθεση της Γερμανίας ήταν να εκτοπίσει όλους τους Εβραίους της Ευρώπης σε υποτυπώδεις καταυλισμούς εργασίας στη Ρωσία. Όπως ο Χανς Φρανκ, που είχε συ ζητήσει το θέμα με τον Χίτλερ την ίδια περίπου εποχή, έτσι και ο Αντονέσκου κατά λαβε πολύ καλά τι σήμαινε αυτό, και οι συζητήσεις που ακολούθησαν στο υπουργι κό συμβούλιο αποτελούν ανατριχιαστικό ανάγνωσμα. Στις 16 Δεκεμβρίου ο στρα τάρχης είπε στους αρμοδίους να «βγάλουν τους Τσιφούτηδες έξω απ’ την πόλη αμέ σως», γιατί φοβόταν πως οι Σοβιετικοί θα επιτίθονταν από τη Σεβαστούπολη. Κά ποιος πρότεινε να τους αφήσουν να πεθάνουν της πείνας μέσα σ’ έναν πρώην στρα τώνα του σοβιετικού ναυτικού. Ο Αντονέσκου προτιμούσε να τους πνίξουν όλους -μόνο που ίσως θα έχαναν ένα καράβι έτσι- και συνέχισε: Οι Γερμανοί θέλουν να φέρουν τους Τσιφούτηδες από την Ευρώπη στη Ρωσία και να τους εγκαταστησουν σε ορισμένες περιοχές, αλλά έχουμε ακόμα χρόνο προτού μπει σε εφαρμογή το σχέδιο αυτό. Στο μεταξύ, τι πρέπει να κάνουμε εμείς; Θα κα θόμαστε να περιμένουμε την απόφαση του Βερολίνου; Θα περιμένουμε μιαν από φαση που μας αφορά άμεσα; Θα παίρνουμε μέτρα για την ασφάλειά τους; Βάλτε τους μέσα σε κατακόμβες* ρίχτε τους στη Μαύρη Θάλασσα! [Για μένα,] εκατό να πεθάνουν, χίλιοι να πεθάνουν, όλοι τους να πεθάνουν* αλλά δεν θέλω να πεθάνει ούτε ένας Ρουμάνος αξιωματούχος ή αξιωματικός.35
ΚΑΚΕΚΤΥΠΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ
339
Γι’ αυτό, τον παγερό χειμώνα του 1941/2 οι περισσότεροι Εβραίοι της νότιας Υπερδνειστερίας ξεριζώθηκαν παράλληλα με τους επιζώντες Εβραίους της Οδησσού και εξαναγκάστηκαν να οδοιπορήσουν ως τις «ζώνες μετοίκησης», κοντά στον ποταμό Μπουγκ. Όπως και πριν, το σχέδιο ήταν ολοφάνερα να προσπαθήσουν να τους σπρώξουν πέρα από το ποτάμι, στο γερμανικό έδαφος. Και πάλι όμως αντιστάθηκαν οι Γερμανοί, και ο Άιχμαν επέκρινε τους Ρουμάνους για το «ακατάστατο και φύρδην-μίγδην» ξεφορτωμάτων Εβραίων στο Κομισαριάτο του Ράιχ.36 Και στις δύο όχθες του Μπουγκ, οι Εβραίοι περιπλανώνταν με χαλαρή φρούρηση στη χειμωνιά τικη ουκρανική ύπαιθρο, και πολλοί πέθαιναν από τα κρυοπαγήματα ή την πείνα. Συχνά περνούσαν μέσα από γερμανόφωνα χωριά, που οι κάτοικοί τους, με τη βοή θεια των δδ, έφτιαξαν ένα Σύνδεσμο Υπεράσπισης Μειονοτικών Γερμανών και τους σκότωναν. Τα πρώτα θύματα πέθαναν κοντά στο γερμανικό χωριό Νόβο Αμέρικα στα τέλη του Ιανουαρίου του 1942, όταν οπλισμένοι χωρικοί τράβηξαν παρά μερα 200 Εβραίους και τους σκότωσαν τα πτώματα τα έκαψαν για να αποφύγουν τις επιδημίες, τα δε ρούχα και τα υπάρχοντά τους τα έφεραν στο χωριό. Πότε-πότε, ομάδες των δδ διέσχιζαν τη διαχωριστική γραμμή στον ποταμό Μπουγκ και επέστρεφαν φέρνοντας μαζί τους χιλιάδες Εβραίους, για να τους βά λουν να δουλέψουν σε τμήματα της Οιιι·ο1ι§&η§5ΐχΒβο IV, του νέου αυτοκινητοδρό μου που σχεδιαζόταν να συνδέσει την Πολωνία με τη νότια Ουκρανία. Τους στέγα ζαν σε στρατόπεδα εργασίας και τους σκότωναν κι αυτούς μόλις δεν ήταν πια χρήσι μοι. Άλλους τους πέθαιναν στη δουλειά οι ίδιοι οι Ρουμάνοι. Οι αναγκαστικές πο ρείες των «ζωντανών νεκρών» συνεχίστηκαν όλο το 1942 και το 1943, καθώς η κυ βέρνηση του Βουκουρεστίου συζητούσε μέτρα «αποσυμφόρησης» για τις πόλεις της περιοχής και έκτιζε βιαστικά στρατόπεδα για τα «ανθρώπινα σκουπίδια» της στα δάση, σφάζοντας τους τροφίμους σε ρεματιές και σε ανοιχτούς τάφους ή παραδίνοντάς τους στους Γερμανούς. Ο ακριβής αριθμός των απωλειών δεν θα γίνει ποτέ γνωστός. Μια πρόσφατη όμως αξιόπιστη εκτίμηση υποθέτει ότι, όταν τέλειωσε η κα τοχή, από 115.000 έως 180.000 Ουκρανοεβραίοι είχαν πεθάνει στην Υπερδνειστερία (μόλις 20.000 επέζησαν), και επίσης περισσότεροι από 100.000 από τους 147.000 Εβραίους της Μπουκοβίνας και της Βεσαραβίας. Συνολικά, υπολογίζεται ότι 280.000 έως 300.000 Εβραίοι της Ρουμανίας και της Ουκρανίας έχασαν τη ζωή τους.37 Κανένας άλλος σύμμαχος των Γερμανών, εκτός ίσως από την Κροατία, δεν μπο ρούσε να παραβγεί με το ρουμανικό καθεστώς σε πρωτογενή φονικότητα. Και, όπως στην περίπτωση της Κροατίας, ελάχιστοι ή και κανένας από αυτούς τους σκοτωμούς δεν οφείλονταν σε γερμανική πίεση. Και μάλιστα, όταν οι Γερμανοί πράγματι άρχι σαν να ασκούν πίεση στο καθεστώς, το καλοκαίρι του 1942, η κυβέρνηση ανέκρουσε πρύμναν για δικούς της λόγους (θα τους δούμε παρακάτω), και οι Γερμανοί δεν μπο ρούσαν να κάνουν τίποτα. Το γεγονός ότι 375.000 Εβραίοι της Παλιάς Ρουμανίας επέ ζησαν ως το τέλος του πολέμου αποτελεί την τρανότερη δυνατή απόδειξη ότι οι Ρου
340
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
μάνοι είχαν ελευθερία δράσης. Με άλλα λόγια, οι σκοτωμοί του 1941-2 ήταν μια ρου μανική πρωτοβουλία, ένα είδος «παράλληλου πολέμου» ενάντια στους Εβραίους, που τον διεξήγαγαν με διαφορετικά μέσα αλλά με τον ίδιο λίγο-πολΰ στόχο όπως εκείνος που διεξαγόταν πιο βόρεια. Όσο οι Γερμανοί φαινόταν να νικούν, η κυβέρνηση δή λωνε περήφανη που η Ρουμανία, όπως έλεγε ο Μιχάι Αντονέσκου, «συγκαταλέγεται στα έθνη που είναι έτοιμα να συνεργαστούν αποφασιστικά για την τελική λύση του εβραϊκού προβλήματος - όχι μόνο την τοπική λύση, αλλά και την ευρωπαϊκή».38
Η ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ
Η φασιστική Ιταλία κατείχε μοναδική θέση ανάμεσα στους συμμάχους της Γερμα νίας. Ο ίδιος ο Χίτλερ έτρεφε πάντοτε αισθήματα πίστης και αφοσίωσης προς τον Μουσολίνι, και οι δύο φασιστικές δυνάμεις σύσφιξαν τους δεσμούς τους με το Χα λύβδινο Σύμφωνο του 1939. Αμφότερες ήταν επεκτατικές, το δε προοίμιο του Συμ φώνου έλεγε πως οι δύο πλευρές χρειαζόταν να «εξασφαλίσουν τον ζωτικό τους χώ ρο». Οι Ιταλοί μιλούσαν ανοιχτά για διεύρυνση της αυτοκρατορίας τους και στις δύο ακτές της Μεσογείου και για οριστική απομάκρυνση των Γάλλων και των Βρετανών από εκείνη την περιοχή. Η ανοδική πορεία της Γερμανίας έδειχνε να παρέχει την ευκαιρία για την επίτευξη αυτού του στόχου. Αν όμως η συμμαχία ωφελούσε σαφώς την Ιταλία, δεν είναι ξεκάθαρο τι ακριβώς προσπόριζε στους Γερμανούς. Οι Ιταλοί, που κόντεψαν να πνιγούν σε μια κουταλιά νερό όταν εισέβαλαν στη μικροσκοπική Αλβανία το 1939, τα θαλάσσωσαν όταν εξεστράτευσαν αργοπορημένα εναντίον της Γαλλίας, το καλοκαίρι του 1940, πράγμα που αποτέλεσε το πρώτο ανησυχητικό σημάδι* στη συνέχεια, το φθινόπωρο, εισέβα λαν στην Ελλάδα και τα έκαναν μαντάρα. Η κενότητα των ιμπεριαλιστικών αξιώσε ων του φασισμού είχε γίνει προφανής από τον Αύγουστο του 1941 κιόλας* ένας καί ρια ενημερωμένος παρατηρητής σημείωνε πως μόνο η Γερμανία μπορούσε να «βοη θήσει τους Ιταλούς να χτίσουν τη μεσογειακή τους αυτοκρατορία». Η επιτυχία της Ιταλίας το 1940 εναντίον των μικροσκοπικών φρουρών που οι Βρετανοί είχαν αφή σει στη Βρετανική Σομαλιλάνδη ήταν η μοναδική μη υποβοηθούμενη νίκη της σε ολό κληρο τον πόλεμο. Της κόστισε πολλές απώλειες και δεν βάστηξε πολύ: τον Μάρτιο του 1941, όταν οι Βρετανοί έστειλαν δυνάμεις Σιχ να την ανακαταλάβουν, οι περισ σότεροι Ιταλοί είχαν πάθει ελονοσία και παραδόθηκαν με ανακούφιση. Μέσα σε δύο μήνες, και πιεζόμενοι από τους Βρετανούς και από Αιθίοπες ατάκτους, έχασαν και την Αντίς Άμπαμπα* ο Αιθίοπας αυτοκράτορας Χαϊλέ Σελασιέ επέστρεψε στο θρόνο που είχε χάσει το 1936. Οι πελώριοι χάρτες που είχαν στηθεί στις κεντρικές πλατείες των ιταλικών πόλεων, ώστε να παρακολουθεί ο κόσμος την πρόοδο του πο λέμου στην Ευρώπη, στην Αφρική και στη Μέση Ανατολή, εξαφανίστηκαν γρήγορα.
ΚΑΚΕΚΤΥΠΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ
341
Οι Γερμανοί είχαν πολΰ περισσότερα να τους ανησυχούν, πέρα από την κακή ποιότητα της ηγεσίας. Οι ιταλικές ένοπλες δυνάμεις είχαν κακό εξοπλισμό, άσχημο συντονισμό και υπέρμετρη γραφειοκρατία· διευθύνονταν δε από καριερίστες με αμυντική νοοτροπία και μειωμένη στρατηγική αντίληψη ή διοικητικές ικανότητες. Σε αντίθεση με τον Χίτλερ, ο Μουσολίνι δεν είχε καταφέρει να επιβληθεί στο γενι κό του επιτελείο, οΰτε να το αναγκάσει να πειθαρχεί στις διαταγές του. Επίσης, ήταν ανίκανος να ιεραρχεί τις προτεραιότητες και διέσπειρε τις δυνάμεις του σε πάρα πολλά μέτωπα. Όταν έστειλε τους πρώτους 60.000 στρατιώτες στο Ανατολικό Μέτωπο (με την αιτιολογία «δεν μπορώ να συμβάλω λιγότερο από τη Σλοβακία»), ο διοικητής τους έπαθε καρδιακή συγκοπή καθ’ οδόν ήταν ένας οιωνός που ο Μου σολίνι θα είχε κάνει καλά να τον λάβει υπόψη του.39 Στο πιο θεμελιώδες επίπεδο απ’ όλα, η Ιταλία δεν είχε δυνάμεις να σηκώσει το βάρος των φασιστικών φιλοδοξιών. Ο πόλεμος ήταν ακόμα λιγότερο δημοφιλής εκεί απ’ ό,τι στη Γερμανία και το καθεστώς είχε σαφέστατη επίγνωση του γεγονό τος: οι Γερμανοί στρατηγοί κατέκριναν το ότι οι Ιταλοί δεν είχαν αποβάλει τη «νοο τροπία ειρηνικής περιόδου» τους. Οι Ιταλοί ομόλογοί τους δίσταζαν να επιβάλουν ποινές στους άντρες τους και τα ιταλικά στρατοδικεία ήταν πολΰ λιγότερο κατα σταλτικά απ’ ό,τι στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αλήθεια ήταν ότι η χώρα είχε ουσιαστικά χρεοκοπήσει από τα έξοδα της αιθιοπικής και της ισπανικής εκστρατεί ας και θα είχε πάρα πολλά να κερδίσει από μια περίοδο ανάρρωσης. Ο Φράνκο εξασφάλισε ακριβώς αυτό μένοντας έξω από τον πόλεμο κι έτσι διατήρησε την εξουσία αρκετά ώστε να του απευθΰνει πρόποση ο Αμερικανός πρόεδρος Νίξον το 1970. Οι ιμπεριαλιστικές αξιώσεις του Μουσολίνι, όμως, δεν τον άφησαν να χαρά ξει παρόμοια πορεία. Το εθνικό εισόδημα της Ιταλίας ήταν μικρότερο απ’ οποιοσ δήποτε άλλης μεγάλης δΰναμης και η χώρα ξόδευε μικρότερο ποσοστό του στις ένο πλες δυνάμεις της - 23 τοις εκατό το 1941, σε σΰγκριση με το 52 τοις εκατό της Γερ μανίας και το 53 τοις εκατό του Ηνωμένο Βασίλειο. Έτσι, όταν η χώρα μπήκε τελικά στον πόλεμο, το έκανε μόνο αφοΰ η κυβέρνηση παρουσίασε στους Γερμανοΰς μια λίστα με ψώνια που περιλάμβανε τα είδη που χρειαζόταν επειγόντως και, όπως έλε γε ο Τσιάνο, θα έκαναν τα νεφρά μιας καμήλας να πέσουν.40 Για τον Χίτλερ, όμως, τα στρατηγικά και στρατιωτικά αντεπιχειρήματα είχαν μι κρή σημασία, απέναντι στο γεγονός ότι ο Μουσολίνι είχε συστρατευτεί μαζί του: αυ τή ήταν η ειδική του σχέση. «Χωρίς τη φιλία του Μουσολίνι», έλεγε στον Ιταλό πρέ σβη, «θα ήμουν μόνος μου στον κόσμο». Συχνά μιλοΰσε σάμπως τα συμφέροντα των δΰο δυνάμεων να ήταν απολΰτως συμβατά. «Τα δικά μας συμφέροντα είναι στο βορ ρά* τα δικά σας, στο νότο», είπε στον Μουσολίνι. Μποροΰσαν να χωρίσουν την Ευ ρώπη μεταξΰ τους, συνέχισε, αφοΰ η αναζήτηση Ε©6 ©ηδΓαιιιη οδηγοΰσε τη Γερμανία στην Πολωνία και τη Ρωσία, ενώ το δρ&ζίο νίΐαίο της Ιταλίας ήταν κυρίως στα Βαλ κάνια, στη Μεσόγειο και στη βόρεια ακτή της Αφρικής. Ο Μουσολίνι συμφώνησε:
342
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
θα έκαναν έναν «παράλληλο πόλεμο». Στην πραγματικότητα, με εξαίρεση τις ναυτι κές υποθέσεις στη Μεσόγειο, υπήρξε εντυπωσιακά λίγος πραγματικός συντονισμός ή από κοινού σχεδιασμός, και ο ίδιος ο Χίτλερ αρνήθηκε να εμπιστευτεί μυστικά στον Ντούτσε. Παρά τις τέσσερις συναντήσεις τους το 1940 και τις τρεις την επόμενη χρονιά, δεν ανακοίνωσε στον στενότερο σύμμαχό του τα σχέδιά του να εισβάλει στη Σκανδιναβία, να στείλει στρατιωτική αποστολή στη Ρουμανία, ακόμα και να εισβά λει στην Ε.Σ.Σ.Δ., ο δε Μουσολίνι πήρε το αίμα του πίσω ξαφνιάζοντας τον Φύρερ με την εισβολή του στην Ελλάδα.41 Ούτε και ήταν εύκολο να κρατήσουν χώρια τους «παράλληλους πολέμους» τους. Στην αρχή, οι Γερμανοί άφησαν τη βόρεια Αφρική και τη Μεσόγειο στους Ιταλούς, οι οποίοι ήταν συνήθως ευτυχείς που εκείνοι δεν ανακατεύονταν (ακόμα και όταν χρειάζονταν τη βοήθειά τους). Στα Βαλκάνια, η καθοδηγητική αρχή των Γερμανών ήταν να βάζουν τους συμμάχους τους να διευθύνουν όσο γίνεται μεγαλύτερο ποσο στό της κατοχής. Μολονότι όμως ο Χίτλερ επέμεινε να γίνει η Ιταλία η κυρίαρχη δύ ναμη στα δυτικά Βαλκάνια -μισό εκατομμύριο Ιταλοί στρατιώτες υπηρέτησαν τελι κά εκεί-, οι Γερμανοί δεν τους εμπιστεύτηκαν ποτέ στ’ αλήθεια ότι θα διηύθυναν όπως πρέπει την περιοχή. Στη βόρεια Αφρική, επίσης, χρειάστηκε να σταλεί ένα μι κρό γερμανικό εκστρατευτικό σώμα υπό τον Ρόμμελ. Όταν ο Μουσολίνι πέταξε ως εκεί το καλοκαίρι του 1942, προσμένοντας όπου να ’ναι μια θριαμβευτική είσοδο στην Αλεξάνδρεια, ο Ρόμμελ αρνήθηκε να τον συναντήσει· η επιστροφή του Ντού τσε με πεσμένα τα φτερά στην Ιταλία, αφού είχε γίνει πια φανερό πως η Αίγυπτος δεν θα καταλαμβανόταν, σήμανε την αρχή της πτώσης του. Κάτι που είχε ξεκινήσει σαν «παράλληλος πόλεμος» το καλοκαίρι του 1940 είχε εκφυλιστεί σε μια πολύ πιο άνιση σχέση. Ορισμένοι ιστορικοί έχουν διακρίνει ένα πρόγραμμα πίσαταπό τις εδαφικές διεκδι κήσεις του Ντούτσε, αλλά δύσκολα αποφεύγει κανείς την εντύπωση ότι τις σκάρωνε την τελευταία στιγμή. Το 1940, η λίστα των επιθυμιών του επικεντρωνόταν στην Κορσική, στην Τύνιδα και σε άλλες γαλλικές κτήσεις στην Αφρική και στη Μέση Ανατολή. Λίγους μήνες αργότερα όμως, το ενδιαφέρον της Ιταλίας περισπάστηκε προς την άλλη μεριά της Αδριατικής και του Ιονίου. Στην Ελλάδα, όπως φάνηκε, η Ιταλία ελάχιστη πραγματική εξουσία ασκούσε, παρά το ότι διοικούσε το μεγαλύτε ρο μέρος της χώρας. Εξακολούθησε να υπάρχει ελληνική κυβέρνηση, και οι Γερμα νοί σύμβουλοι αντιστάθμιζαν τους ανθρώπους της Ρώμης. Όσα ιμπεριαλιστικά μέ τρα πράγματι θέσπισαν οι Ιταλοί είχαν καταστροφική κατάληξη. Προσπάθησαν να αποσπάσουν τα νησιά από τη στεριά, συνδέοντας ιδίως τις Κυκλάδες με τις ήδη υπάρχουσες ιταλικές κτήσεις στα Δωδεκάνησα. Αποτέλεσμα, διοικητικό χάος, οικο νομική κατάρρευση και πείνα, που προκάλεσε το θάνατο χιλιάδων ανθρώπων μονά χα στο μικρό νησί της Σύρου 42
ΚΑΚΕΚΤΥΠΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ
343
Η πολιτική εθνοτήτων της αρτισύστατης ιταλικής αυτοκρατορίας ήταν, ωστόσο, πολΰ διαφορετική από της Γερμανίας. Μην έχοντας εποίκους, ή μεγάλες εφεδρείες μειονοτήτων προς επαναπατρισμό, η Ρώμη έθεσε την πολιτιστική διάδοση πάνω από τη φυλετική καθαρότητα. Ο βασικός ιστορικός μΰθος δεν ήταν ο μΰθος των Τευτόνων Ιπποτών, αλλά της αρχαίας Ρώμης* δεν υπήρχε σοβαρό πρόγραμμα φυλετι κής εξέτασης, οΰτε ένας φορέας αντίστοιχος των δδ* αντί γι’ αυτά, ένα πλουσιοπά ροχα χρηματοδοτημένο δίκτυο σχολών Ντάντε Αλιγκιέρι ανέλαβε να διδάξει τα με γαλεία της ιταλικής λογοτεχνίας στους Έλληνες, στους Αλβανοΰς και στους Κροά τες. Η αδυναμία επέτρεψε επίσης στους Ιταλοΰς να εκτιμήσουν περισσότερο απ’ όσο οι Γερμανοί τη σημασία τοΰ να αναγνωρίζεις τις εθνικές βλέψεις των άλλων. Οι Ιταλοί υποστήριξαν τους Αλβανοΰς εθνικιστές, για παράδειγμα, και ενθάρρυναν τη σύσταση αλβανικοΰ φασιστικού κόμματος. Όπως έλεγε δηκτικά ο Τσιάνο το 1942: «Δεν ήταν δυνατόν να εξάγουμε το φασισμό σε μια χώρα και ταυτόχρονα να της αρνοΰμαστε την αρχή της εθνικής υπόστασης, που είναι η ίδια η ουσία του [φασιστι κού] δόγματος... Η δράση μας στην Αλβανία συνιστά συγκεκριμένη απόδειξη ενώ πιον ολόκληρου του κόσμου ότι στη νέα τάξη πραγμάτων που οραματίζεται η Ρώμη τα έθνη δεν θα είναι υποζύγια, αλλά οντότητες με αξία .»43 Εννοείται ότι αυτά ήταν σε μεγάλο βαθμό για τα μάτια του κόσμου* αποκάλυ πταν περισσότερα για τις ιταλικές επικρίσεις εναντίον της γερμανικής προσέγγισης της κατοχής, παρά για το πώς διοικούσαν οι Ιταλοί την Αλβανία, όπου οι ντόπιοι πο λιτικοί εξακολουθούσαν να υπακούουν στην μπαγκέτα του Ιταλού ανθυπάτου. Επι πλέον, τα όρια του μοντέλου έγιναν πολύ σαφέστερα αφότου αυτό εισήχθη και στο Μαυροβούνιο. Τον Ιούνιο του 1941 ένα πειθήνιο «γνωμοδοτικό συμβούλιο» ανακήρυξε «την παλινόρθωση του Μαυροβουνίου». Το νέο αυτό «βασίλειο» όμως έζησε λιγότερο από μία ημέρα -δεν είχε καν αναγορευτεί ο νέος αρχηγός του κράτουςγιατί φιλοσερβικές δυνάμεις ενάντιες στην ανεξαρτησία οργάνωσαν μαζικό λαϊκό ξεσηκωμό. Ο ιταλικός στρατός πιάστηκε τελείως στον ύπνο και αποκρίθηκε εκτελώντας συνοπτικά αρκετές χιλιάδες αμάχους: ο στρατηγός Πίρτσιο Μπιρόλι επέμεινε ότι «το παραμύθι των “καλών Ιταλών” πρέπει να σταματήσει», και πέρασε ένας μή νας ώσπου να συντρίβει η ανταρσία.44 Στη Σλοβενία, περιοχή που προοριζόταν για κανονική προσάρτηση, το συγκε κριμένο αυτό παραμύθι είχε ακόμα μικρότερη διάρκεια ζωής. Η περιοχή δεν φιγουράριζε καθόλου στην αρχική λίστα αγορών της Ρώμης, και στους 340.000 κατοίκους της -αν πρέπει να πιστέψουμε την απογραφή των ίδιων των Ιταλών- περιλαμβάνο νταν λιγότερο από 500 Ιταλοί. Απτόητοι, οι Ιταλοί πήραν στα χέρια τους μια κου τσουρεμένη και οικονομικά σακατεμένη ζώνη γύρω από τη Λιουμπλιάνα - αυτό τους άφησαν όλο κι όλο οι Γερμανοί, αφού πρώτα είχαν πάρει όλη την υπόλοιπη επαρχία. Η νέα Επαρχία Λιουμπλιάνας υποτίθεται ότι θα γινόταν πρότυπο «ευμε νούς» διοίκησης και θα αποκάλυπτε τα υπέρτερα καλά της ιταλικής διακυβέρνησης
344
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
οτους ατυχείς γερμανοκρατούμενους Σλοβένους που ζοΰσαν από την άλλη μεριά των συνόρων, στα βόρεια. Οι Γιουγκοσλάβοι δημόσιοι υπάλληλοι διατήρησαν τις θέσεις τους -δεν υπήρχαν Ιταλοί που να γνωρίζουν επαρκώς τη γλώσσα-, αλλά εισήχθη η ιταλική νομοθεσία για την κοινωνική πρόνοια και ασφάλιση. Έγιναν οι συ νήθεις αλλαγές στα ονόματα των οδών και των τόπων, γκρεμίστηκαν τα σλαβικά και τα αψβουργικά μνημεία και υποβιβάστηκε η σλοβενική γλώσσα. Σύντομα η Ρώμη άρχισε να προωθεί ένα πρόγραμμα αναγκαστικού εξιταλισμού, καταπιέζοντας τον σλοβενικό εθνικισμό και διαδίδοντας τους φασιστικούς θε σμούς. Όπως ο Αντονέσκου -αν και λιγότερο δολοφονικά-, έτσι και ο Μουσολίνι έβλεπε τον πόλεμο και την επέκταση σαν ευκαιρία για το κράτος «να πραγματοποι ήσει στον μέγιστο βαθμό την εθνολογική και πνευματική ενότητα, έτσι ώστε τα τρία στοιχεία της φυλής, του έθνους και του κράτους να συμπέσουν τελικά». Η προσθήκη μιας μαζικά μη ιταλικής μεθοριακής επαρχίας μπορεί να μη φαινόταν συνεπής με αυτήν τη στρατηγική, αλλά η φασιστική Ιταλία, όπως και άλλα εθνικιστικά καθεστώ τα, προτιμούσε να παίρνει πρώτα τη γη και μετά να προβληματίζεται για τους αν θρώπους της. Ενώ οι Ιταλοί στατισπκολόγοι χαρτογραφούσαν το εθνοφυλετικό προφίλ του πληθυσμού, νέοι νόμοι περί ιθαγένειας όριζαν πώς λίγοι τυχεροί θα μπορούσαν τελικά να γίνουν πλήρεις Ιταλοί πολίτες. Όπως έλεγε ο Ντούτσε, έπρε πε να επιφυλαχθεί «ειδική μεταχείριση» σε όσους «αλλογενείς» έδειχναν πως ήταν απολύτως πιστοί* όσο για τους υπόλοιπους, «όταν η εθνικότητα συγκρούεται με τη γεωγραφία, η εθνική ομάδα είναι αυτή που πρέπει να μετακινείται: οι ανταλλαγές πληθυσμών και η αναγκαστική έξοδος είναι ό,τι καλύτερο». Πλήθη Σλοβένων πιά στηκαν και κλείστηκαν στις φυλακές, και η επαρχία βρέθηκε γρήγορα στα πρόθυρα σοβαρής στάσης. Δεν υπήρχε όμως ιταλικό αντίστοιχο του ΚΚΡΌν, και το ιταλικό καθεστώς δεν φαίνεται να είχε προσχεδιάσει τις αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυ σμών που αποτελούσαν τον πυρήνα του γερμανικού πολέμου.45 Στην κροατική ακτή, με τα πρώην βενετικά λιμάνια στη σκιά των καρστικών βου νών, οι πολιτικές του φασιστικού καθεστώτος ήταν ακόμα πιο μεγαλόπνοες και πα ρεμβατικές. Μεγάλο μέρος της προσαρτήθηκε και υπήχθη στην αρμοδιότητα ενός νέου Κυβερνείου της Δαλματίας, που είχε για αρχηγό τον διπλωμάτη Τζουζέππε Μπαστιανίνι. Έγιναν δημόσια έργα, νέοι δρόμοι, αποστραγγιστικά έργα και δημό σια κτίρια. Τα σχέδια, όμως, να ενθαρρυνθούν σκληραγωγημένοι Ιταλοί έποικοι να ιδρύσουν αποικίες, δεν έφυγαν ποτέ από το σχεδιαστήριο. Ο «επανεξιταλισμός» επέφερε ριζικές εκκαθαρίσεις μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας, μια βαριά δόση υψηλής ιταλικής κουλτούρας και την απέλαση όσων κατοίκων είχαν εγκατασταθεί εκεί μετά το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. «Όσοι δεν θέλουν να ξεδιψά το πνεύμα τους στις κρήνες του Βιργιλίου, του Ορατίου και του Δάντη... το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να πάρουν την πιο σύντομη οδό που οδηγεί ως τα σύνορα. Εδώ κυβερνά η Ρώμη, η γλώσσα της, η επιστήμη της, η ηθική της, και το λιοντάρι του
ΚΑΚΕΚΤΥΠΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ
345
Αγίου Μάρκου έχει επιστρέψει, οπλισμένο», δήλωνε ο Μπαστιανίνι. Η Ρώμη ήθελε να «αποκαταστήσει την παλιά ευεργετική ροή ανάμεσα στις δύο ακτές της Αδριατικής» και να «ξαναδώσει την πρωτοκαθεδρία στην ιταλική άρχουσα τάξη». Στους Σλάβους της Δαλματίας θα δινόταν η ευκαιρία να αφομοιωθούν -να άλλη μια σημαίνουσα διαφορά από τη γερμανική πολιτική-, και όσοι δεν τα κατάφερναν θα αντιμετώπιζαν την εκτόπιση. Οι ντόπιοι Σλάβοι, όμως, δεν πείστηκαν. Η εναντίωση, σιωπηρή και ανοιχτή, θέριεψε γρήγορα, υποκινημένη τόσο από τους κομμουνιστές όσο και από τους Κροάτες εθνικιστές του Ζάγκρεμπ.46 Το πραγματικό πρόβλημα ήταν η βαθιά προβληματική σχέση της Ιταλίας με την Κροατία. Όπως πολλά άλλα εδάφη που τους κληροδότησαν οι Γερμανοί (τα νησιά του Αιγαίου είναι ένα παράδειγμα), έτσι και η Δαλματία από μόνη της δεν αποτελούσε βιώσιμη οικονομική μονάδα. Οι παλιές διασυνδέσεις της με την πλούσια σε φυσικούς πόρους ενδοχώρα έπρεπε να αποκατασταθούν, αλλιώς θα χρειαζόταν συ νεχή και δαπανηρή επιδότηση από την Ιταλία. Σχεδόν αναπόφευκτα, επομένως, λόγω της εξάρτησης των παράκτιων βιομηχανιών από τις πρώτες ύλες και τις προμή θειες από τα ενδότερα, οι Ιταλοί θέλησαν να εισχωρήσουν βαθύτερα στην πρώην Γιουγκοσλαβία, και ιδίως στην Κροατία και τη Βοσνία.47 Η ανάδυση της Κροατίας -κάτι που έμελλε να προξενήσει τόσους μπελάδες στον Άξονα- ήταν και αυτή μια υπόθεση της τελευταίας στιγμής. Ως τα τέλη Μαρτίου 1941, ο Χίτλερ υπέθετε ότι η Γιουγκοσλαβία θα γινόταν ένα αξιόπιστο μέλος του Συμφώνου Αντι-Κομιντέρν, όπως ακριβώς οι παραδουνάβιοι γείτονές της. Ξέφρενα πλήθη, όμως, είχαν παραταχθεί στις άκρες των δρόμων όταν η Βέρμαχτ έκανε την είσοδό της στο Ζάγκρεμπ* έτσι, μετά την εισβολή στη Γιουγκοσλαβία, η ίδρυση ανε ξάρτητου κροατικού κράτους φάνηκε αυτονόητος τρόπος να αποκτήσει η Γερμανία μαζικά υποστηρικτές μέσα στον κροατικό πληθυσμό και να μειώσει τον αριθμό των γερμανικών δυνάμεων που χρειάζονταν για την κατοχή της χώρας. Ένας ειδικός απεσταλμένος του Υπουργείου Εξωτερικών πήγε στο Ζάγκρεμπ για να πείσει τον ηγέτη του ευρείας αποδοχής Αγροτικού Κόμματος Βλάντκο Μάτσεκ να αναλάβει τα ηνία. Ήταν ο συνταγματάρχης των δδ Έντμουντ Βεεζενμάυερ, διεκπεραιωτής για λογαριασμό του Ρίμπεντροπ* παλιότερα είχε ανακατευτεί στα τονΆνσλονς και στο σχηματισμό της κυβέρνησης Τίσο στη Σλοβακία. Ο Μάτσεκ, όμως, αρνήθηκε να μπει σε αυτό το παιχνίδι. Μονάχα αφού απέρριψε την πρόσκληση των Γερμανών, στράφηκαν εκείνοι στους φανατικούς Ουστάσε, μια περιθωριακή τρομοκρατική κί νηση ακραίων εθνικιστών, που είχε μόλις λίγες χιλιάδες οπαδούς. Μια εβδομάδα αφότου ο υπαρχηγός τους είχε ανακοινώσει την ίδρυση του νέου κράτους -που και ο Μάτσεκ είχε καλέσει τους Κροάτες να το στηρίξουν- ο ηγέτης των Ουστάσε, ένας πρώην δικηγόρος και βουλευτής ονόματι Άντε Πάβελιτς, επέστρεψε από την εξορία του στην Ιταλία και ανέλαβε καθήκοντα. Όπως ο «ΟοηάυοαΐοΓ» Αντονέσκου και ο Σλοβάκος ιεροπρόεδρος Τίσο, έτσι και ο Πάβελιτς απένειμε αμέσως στον εαυτό του
346
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
έναν προσηκόντως δικτατορικό τίτλο -Ρο§1ανηϋί, ή Ταγός-, ώστε να ευθυγραμμι στεί με τους δικτάτορες που τον είχαν τοποθετήσει στο θώκο του.48 «Το πρόσωπο ήταν χλομό, με ελαφρώς γαιώδες χρώμα. Στα μάτια του έλαμπε μια μαΰρη και βαθιά φωτιά», σημείωσε ο Κοΰρτσιο Μαλαπάρτε την πρώτη φορά που συνάντησε τον Πάβελιτς. Στο πρόσωπο ήταν αποτυπωμένο ένα ΰφος απροσδιόριστης ηλιθιότητας* ίσως μάλι στα να ανέπνεε από τα πελώρια αφτιά του, που, ιδωμένα από κοντά, έμοιαζαν ακό μα μεγαλύτερα, ακόμα πιο γελοία και πιο τερατώδη απ’ ό,τι στα πορτρέτα... Τα χέ ρια του ήταν φαρδιά, χοντρά, τριχωτά, με τους κόμπους των δάχτυλων φουσκωμέ νους από όλους τους μΰες, και ήταν φανερό ότι εκείνα τα χέρια ήταν ανοικονόμητα, ότι δεν ήξερε που να τα βάλει.
Στη δεύτερη συνάντησή τους, λίγους μήνες αργότερα, ο Πάβελιτς είχε αλλάξει τη διαρρύθμιση του γραφείου του. Είχε σπρώξει το γραφείο όπου δούλευε προς την πόρτα, για να κάνει τους επίδοξους δολοφόνους να τα χάνουν. Του Μαλαπάρτε τού φάνηκε κιόλας χλομότερος και πιο καταπονημένος από τις σκοτούρες* «ένας βαθύς, ειλικρινής πόνος έσκαβε» το πρόσωπό του. Έπειτα όμως πρόσεξε το καλαμένιο πα νέρι πάνω στο γραφείο του, που ήταν γεμάτο στρείδια βγαλμένα από το όστρακό τους, «όπως αυτά που βλέπεις πότε-πότε εκτεθειμένα σε μεγάλους δίσκους στις βιτρίνες του Ροιΐηιιιη ηηά Μαδοη στο Πικαντίλλυ, στο Λονδίνο», μα ο δικτάτορας του είπε πως περιείχε μάτια ανθρώπων, που του τα έστελναν οι πιστοί οπαδοί του κα θώς περιφέρονταν στη χώρα καίγοντας και σκοτώνοντας.49 Οι Ιταλοί ήθελαν την Κροατία δική τους και ο θρόνος προσφέρθηκε πράγματι σ’ ένα μέλος του Οίκου της Σαβοΐας, τον Δούκα του Σπολέτο, ο οποίος μετονομάστηκε δεόντως: έγινε Τόμισλαβ Β", βασιλιάς της Κροατίας, πρίγκιπας της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης, βοεβόδας της Δαλματίας, της Τούζλα και του Τέμουν. Αλλά ο Πάβε λιτς δεν είχε λόγο να ανησυχεί. Αυτή η κίνηση ήταν στην πραγματικότητα ο τελευταί ος αξιοθρήνητος ρόγχος της παραδοσιακής προσέγγισης της Ευρώπης στην οικοδό μηση κρατών στα Βαλκάνια -σε κάθε νέο βαλκανικό κράτος είχε δοθεί κι ένας Ευ ρωπαίος μονάρχης, αρχής γενομένης από την Ελλάδα το 1832- και δεν σήμαινε τίπο τα περισσότερο. Όντως, ο νέος βασιλιάς, ως το καλοκαίρι του 1943 οπότε ανήγγειλε την παραίτησή του, δεν είχε πατήσει ούτε μία φορά το πόδι του στο βασίλειό του, φρονίμως ποιών. Ως συνήθως, η «πρωτοκαθεδρία» της Ιταλίας ήταν πολύ σχετική και η Γερμανία είχε εξασφαλίσει τα περισσότερα ζωτικά οικονομικά συμφέροντα της χώρας προτού οι Ιταλοί ξεκινήσουν καν. Γερμανικός στρατός κατείχε την ανατο λική ζώνη της χώρας* παρόλο δε που η υπόλοιπη θεωρητικά υπαγόταν στην ιταλική σφαίρα επιρροής, στην πράξη οι Κροάτες αντιστέκονταν σας παρεμβάσεις τους. Η ιταλική βασιλική οικογένεια είχε κάνει πολύ καλά που απείχε: η βασιλεία τρόμου των Ουστάσε που ξεδιπλωνόταν τώρα σε όλο της το εύρος εξηγούσε γιατί
ΚΑΚΕΚΤΥΠΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ
347
συνήθως οι Γερμανοί απέφευγαν επιμελώς να παραδίνουν την εξουσία σε ακροδεξιοΰς. Από τους 6,3 εκατομμύρια κατοίκους του νέου κράτους, μόλις 3,3 εκατομμύ ρια ήταν Κροάτες: υπήρχαν 1,9 εκατομμύριο Σέρβοι, 700.000 Μουσουλμάνοι, 150.000 Γερμανοί και 40.000 Εβραίοι. Παρ’ όλα αυτά, οι Ουστάσε ήταν ταγμένοι στο βίαιο ξερίζωμα της μη κροατικής και ιδίως της σερβικής και της εβραϊκής επιρ ροής στη χώρα. Η κυβέρνηση απαγόρευσε τη χρήση του κυριλλικού αλφαβήτου, νο μιμοποίησε τη δήμευση των εβραϊκών περιουσιών και πέρασε νέο νόμο περί ιθαγέ νειας. Ταυτόχρονα, παραστρατιωτικές ομάδες ξεκίνησαν εκστρατεία εξόντωσης των Σέρβων, των Εβραίων και των Τσιγγάνων, και για περισσότερο από ένα μήνα οι μονάδες των Ουστάσε διέπρατταν το ένα μακελειό μετά το άλλο, βάζοντας κάποιες φορές στο στόχαστρο τους Σέρβους προκρίτους, άλλες φορές περνώντας από το μαχαίρι ολόκληρες κοινότητες, ιδίως στην ανατολική Ερζεγοβίνη, σε μια παράκρουση βίας και σαδισμού, ώσπου οι διαμαρτυρίες των Γερμανών τους ανάγκασαν να ρίξουν τους ρυθμούς για λίγο. Όταν οι φυλακές παραγέμισαν, έκτισαν μια σειρά στρατόπεδα συγκέντρωσης γύρω από το Γιασένοβατς, κοντά στον Σαύο ποταμό, που γρήγορα έγιναν διαβόητα κέντρα εκτελέσεων. Τον Ιούνιο, επώνυμοι Σέρβοι της Κροατίας απηύθυναν έκκληση στη σέρβική κυβέρνηση του Βελιγραδιού να κά νει κάτι ώστε να παρέμβουν οι Γερμανοί. Δεν γνώριζαν ότι ο Χίτλερ είχε ήδη συνα ντηθεί με τον Πάβελιτς στο εξοχικό του στο Μπερχτεσγκάντεν και τον είχε παρο τρύνει να συνεχίσει την πολιτική της «εθνικής μη ανοχής» για πενήντα χρόνια.50 Το πρόγραμμα αναγκαστικών εκτοπίσεωντου Χίμλερ πιο βόρεια έκανε χειρότερα τα πράγματα. Οι Γερμανοί, ελπίζοντας να απελάσουν τεράστιο αριθμό Σλοβένων στην Κροατία, επέτρεψαν στους Ουστάσε να ξεριζώσουν 180.000 Σέρβους και να τους ανα γκάσουν να περάσουν τα σύνορα και να μπουν στη Σερβία, ώστε να υπάρξει χώρος για τους εισερχόμενους καθολικούς Σλοβένους. Αυτή όμως ήταν μόνο η αρχή, και, όπως και στη Ρουμανία, οι σκοτωμοί εντάθηκαν μόλις εμποδίστηκαν οι απελάσεις. Όταν η Γερμανία εισέβαλε στην Ε.Σ.Σ.Δ., ο Χίτλερ συμβούλευσε και πάλι τους Ουστά σε να φερθούν βάναυσα στους εσωτερικούς τους εχθρούς, και οι σφαγές συνεχίστη καν όλο το φθινόπωρο, με αποτέλεσμα να βρουν το θάνατο πολύ περισσότερα από 100.000 άτομα. Οι σκοτωμοί εντάθηκαν στο πλαίσιο των εκστρατειών ενάντια στους παρτιζάνους το καλοκαίρι του 1942, και στις αρχές του 1943 οι Γερμανοί στρατιωτικοί εκτιμούσαν ότι οι Ουστάσε είχαν δολοφονήσει τουλάχιστον 400.000 ανθρώπους.51 Οι περισσότεροι εκπρόσωποι του Άξονα στο Ζάγκρεμπ εξέφραζαν τον πλήρη αποτροπιασμό τους, αλλά δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν τι να κάνουν, ιδίως αφού ο Πάβελιτς είχε τη στήριξη του κύριου Γερμανού πολιτικού εκπροσώπου, του Ζήγκφρηντ Κάσε, πρώην μέλους των Φράικορπς και των Ταγμάτων Εφόδου. Ο Κάσε δεν είχε διπλωματική κατάρτιση ή παρελθόν -σύμφωνα με τον άνθρωπο της δΌ στο Ζάγκρεμπ, δεν γνώριζε καν πού πέφτει η Κροατία-, αλλά τα Τάγματα Εφόδου δεν εί χαν συγχωρήσει ποτέ τα δδ για τη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών του 1934, όπου εί-
348
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
χαν δολοφονηθεί οι αρχηγοί τους, και ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών αγωνιοΰσε τόσο πολύ να κρατήσει τον Χίμλερ και τα δδ έξω από τη νοτιοανατολική Ευρώπη ώστε είχε αρχίσει να διορίζει άντρες των Ταγμάτων Εφόδου όπως ο Κάσε σε υπουρ γικές θέσεις στην περιοχή, μολονότι κανένας τους δεν ήταν διπλωμάτης καριέρας. (Οι υπουργοί στη Σλοβακία, στη Ρουμανία και στην Ουγγαρία ανήκαν όλοι σε αυτή την κατηγορία, με τις αναμενόμενες συνέπειες για τη γερμανική διπλωματία.) Οι Ιταλοί, από την άλλη, ήταν πεπεισμένοι ότι η βιαιότητα του Πάβελιτς τροφοδο τούσε τις εναντίον του Άξονα δραστηριότητες και έκανε τους Σέρβους να βγαίνουν στο βουνό. «Είμαστε στην Κροατία αποκλειστικά για να ευνοούμε αυτό το καθεστώς μίσους των Ουστάσε και τις παρεκτροπές του», διαμαρτύρονταν. Ένας αξιωματικός ήταν ακόμα πιο κοφτός: σχολίασε ότι «οι Κροάτες είναι εχθροί μας». Και πράγματι, όταν ο ιταλικός στρατός προωθήθηκε στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη τον Σεπτέμβριο του 1941 στην προσπάθειά του να περιορίσει την αιματοχυσία, εργάστηκε μαζί με τα σέρβικά αντάρτικα σώματα των Τσέτνικ ενάντια στις δυνάμεις του Πάβελιτς.52 Την απαισιοδοξία των Ιταλών τη συμμεριζόταν η γερμανική μυστική υπηρεσία πληροφοριών του Ζάγκρεμπ, καθώς επίσης η Βέρμαχτ. Ένας γνώστης αξιωματικός της Αβ\ν©ΙΐΓ φρονούσε ότι αποτελούσε «καθαρή ουτοπία» το όνειρο των Ουστάσε να διώξουν ως και 250.000 Σέρβους· οι τρία εκατομμύρια Κροάτες έπρεπε να μά θουν να ζουν μαζί με τους Σέρβους και να μην τους μεταχειρίζονται σαν «είλωτες», ούτε να προσπαθούν να τους προσηλυτίσουν στον καθολικισμό. Ο κύριος Γερμανός στρατιωτικός σύμβουλος των Κροατών, ένας υπερόπτης πρώην αξιωματικός του αψβουργικού επιτελείου ονόματι Έντμουντ Γκλάιζε φον Χόρστεναου, ήταν κι αυ τός δύσπιστος. Γεννημένος στη γενέτειρα του Χίτλερ, το Μπράουναου, τρία χρόνια πριν από τον Φύρερ, διατηρούσε βασικά την αυτοκρατορική προσέγγιση στο ζήτη μα των εθνοτήτων. Επέκρινε τους Ουστάσε γιατί το όραμά τους για την Κροατία απέκλειε τις μειονότητες και γιατί προσπαθούσαν να «κυβερνήσουν ένα ΥόΙΙ^οΓδΙααΙ: (κράτος εθνοτικών ομάδων) σαν να ήταν ένα ομοιογενές έθνος-κράτος». Αυτή όμως η κατεξοχήν αψβουργική κριτική του κροατικού εθνοτικού εθνικισμού άφηνε ασυ γκίνητο τον Χίτλερ. Για ένα διάστημα είπε στον Πάβελιτς να μετριάσει τις ενέργειές του* όταν όμως οι Ιταλοί αποσύρθηκαν τον Σεπτέμβριο του 1943, ο Χίτλερ επέμεινε να επιδείξουν οι Γερμανοί αξιωματούχοι «θετική στάση» απέναντι του. Η κατάρ ρευση του μεγάλου του συμμάχου στα Βαλκάνια σήμαινε πως δεν μπορούσε να κά νει δίχως τους πιο μικρούς, όσο βίαιες ή αναπαραγωγικές κι αν ήταν οι εγχώριες πολιτικές τους. Ο ένας αξιωματικός της Βέρμαχτ μετά τον άλλον του εξηγούσαν ότι η εξωφρενική βία του καθεστώτος Πάβελιτς ήταν αιτία φοβερής αστάθειας και ανα ταραχής, ότι «διασάλευε την ειρήνη» που βασιζόταν μόνο «στις γερμανικές ξιφο λόγχες» και ότι θα ήταν πολύ καλύτερα να το αντικαταστήσουν με γερμανική στρα τιωτική διοίκηση. Κάθε φορά, χάρη στις έντονες παραστάσεις του Κάσε από το Ζά γκρεμπ, ο Χίτλερ αρνιόταν και ο Πάβελιτς επιβίωνε.53
ΚΑΚΕΚΤΥΠΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ
349
ΑΝΤΙ ΑΝΤΑΡΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
Ο μΰθος του «καλοΰ Ιταλού» δεν πέθανε στα βουνά του Μαυροβουνίου, όπως έλπι ζε ο κυβερνήτης Πίρτσιο Μπιρόλι. Μετά τον πόλεμο άνθησε -στην Ιταλία τουλάχι στον-, η δε υποτιθέμενη αντίθεση ανάμεσα στους άτσαλους αλλά ανθρωπιστές Ιταλοΰς και στους θανάσιμα αποτελεσματικούς Γερμανοΰς επέτρεψε σε πολλά εγκλή ματα του ιταλικοΰ στρατοΰ να αποσιωπηθοΰν και να ξεχαστούν. Όταν μεμονωμένοι μελετητές έστρεψαν την προσοχή τους στα 50-60.000 θύματα των στρατοπέδων συ γκέντρωσης της Κυρηναϊκής κατά τη δεκαετία του 1920 και αποκάλυψαν τις μαζικές δολοφονίες Αιθιόπων αμάχων με τουφεκισμούς και υπερίτη, η ιταλική κοινή γνώμη δεν πολυασχολήθηκε. Ταινίες όπως το Μεντιτεράνεο παρουσίασαν την ιταλική κα τοχή σαν ένα Ο ιώ Μ©ό της εμπόλεμης περιόδου, ένα ερωτικό ειδύλλιο που το διέκοπταν μόνο οι ήχοι από τις μακρινές βόμβες* το Χόλλυγουντ έβαλε και αυτό το χε ράκι του, και το Μαντολίνο τον λοχαγού Κορέλλι αντιδιέστειλε τους φιλόμουσους Ιταλούς στα ελληνικά νησιά από τη φονικότητα της Βέρμαχτ. Η ταινία του Ρομπέρτο Μπενίνι Η ζωή είναι ωραία προχώρησε ένα βήμα παραπέρα και μετέτρεψε τη μορ φή του πατέρα του, που είχε πολεμήσει στο στρατό του Μουσολίνι, στο απόλυτο θύ μα, σ’ έναν Εβραίο που τον έστειλαν στο Άουσβιτς. Οι συνθήκες τις οποίες αντιμε τώπισαν οι Ιταλοί στρατιώτες που βρέθηκαν αιχμάλωτοι των Γερμανών μετά τον Σε πτέμβριο του 1943 ήταν πράγματι φοβερές και πολλοί πέθαναν. Αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι ίδιοι αυτοί στρατιώτες πολεμούσαν προηγουμένως έναν δικό τους βρόμικο πόλεμο στο πλευρό του Άξονα. Στη Γιουγκοσλαβία, ιδίως, η συμπεριφορά του ιταλικού στρατού συχνά δεν ήταν πολύ διαφορετική από αυτήν των Γερμανών. Ο στρατηγός Ρομπόττι έδωσε εντολή να θεωρείται όλη η Επαρχία Λιουμπλιάνας πεδίο μάχης και «εχθροί μας» όλος ο πληθυ σμός της. Έπρεπε να πιάνουν ομήρους και, αν γίνονταν επιθέσεις, να τους σκοτώ νουν. Οι άντρες δεν έπρεπε να πιάνουν αιχμαλώτους, και οι αξιωματικοί διατάχθηκαν να «διατηρήσουν το επιθετικό πνεύμα του στρατιώτη μας». Ο Ρομπόττι είπε στους άντρες του να «μισείτε, να τους μισείτε περισσότερο απ’ όσο αυτοί οι ληστές μισούν εμάς». Ο ανώτερος του, ο στρατηγός Μάριο Ροάττα, έδωσε τον τόνο: στην Ιταλία διοργάνωνε δεξιώσεις στο γιοτ του «στο στιλ των αρχαίων παγανιστών»* στο πεδίο της μάχης, όμως, δεν υπήρχε πιο ανελέητος διοικητής. Η διαβόητη «Εγκύκλιος 3 0 , την οποία εξέδωσε τον Μάρτιο του 1942, είχε σκοπό να δείξει πως οι Ιταλοί στρατιώ τες μπορούσαν να πολεμήσουν εξίσου σκληρά με τους Γερμανούς συμμάχους τους. «Όχι οδόντα αντί οδόντος, αλλά κεφαλήν αντί οδόντος!» ήταν το σλόγκαν. Ο Ροάττα επικύρωσε την πολιτική της σύλληψης ομήρων και ζήτησε επιτακτικά να ανατραπεί η εικόνα του καλοσυνάτου Ιταλού. Είναι αλήθεια πως η καταστροφή ολόκληρων χω ριών για τιμωρία έπρεπε κατ’ αυτόν να εφαρμόζεται σπάνια. Όμως η τακτική που σκιαγράφησε ο Ροάττα στην ουσία έβαζε στο στόχαστρο όλο τον άμαχο πληθυσμό.54
350
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
Την πείρα του στην καταπολέμηση των ανταρτών ο ιταλικός στρατός την είχε αποκτήσει κυρίως στις εκστρατείες της Λιβύης κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1920 και στην κατάκτηση της Αιθιοπίας του 1935-6. Και στις δύο είχε μεταχειριστεί τις φυλακίσεις, το ξεδιάλεγμα ομήρων και την εκτέλεσή τους, την τακτική της καμένης γης και το βομβαρδισμό περιοχών αμάχων ως συλλογική τιμωρία. Ούτε ο Μου σολίνι ούτε ο τότε αρχηγός του στρατού στρατηγός Μπαντόλιο είχαν προσπαθήσει να μετριάσουν αυτές τις πολιτικές· αντιθέτους, τις είχαν ενθαρρύνει για το καλό του ιταλικού γοήτρου. Με τον ίδιο λίγο-πολύ τρόπο φέρθηκε οπούς «ιθαγενείς» της Γιου γκοσλαβίας η 2η Στρατιά στην Κροατία, στο Μαυροβούνιο και στη Σλοβενία, με εξαίρεοχη τη χρήση αερίων, που οι Ιταλοί αποφάσισαν να μην τα χρησιμοποιήσουν οπήν Ευρώπη. Αφού περικύκλωσαν τη Λιουμπλιάνα με οτυρματοπλέγματα, απομό νωναν και ερευνούσαν ολόκληρες γειτονιές. Ο Μουσολίνι ανέφερε την πιθανότητα να γίνει «μαζική μεταφορά» του άμαχου πληθυσμού και προέτρεψε τον Ροάττα να «πιάνει πολλούς αιχμαλώτους και να τους εκτελεί όποτε χρειάζεται». Έ να ευρύ δί κτυο οπρατοπέδων απλώθηκε ως κάτω οττην Ελλάδα, όπου ζούσαν φυλακισμένοι δε κάδες χιλιάδες άνθρωποι* με φτωχό εφοδιασμό, τα στρατόπεδα αυτά έγιναν γρήγο ρα τόποι αρρώστιας και δυσθεώρητων ποσοστών θνησιμότητας, που δεν είχαν να ζηλέψουν από τα γερμανικά τους αντίοττοιχα. Στα τέλη του 1942, περισσότεροι οχπό 30.000 Σλοβένοι κρατούνταν σε συνθήκες τόσο άσχημες ώοπε προκάλεσαν τα παρά πονα του Βατικανού. Στο νησί Ραμπ, οι κρατούμενοι είχαν αδυνατίσει τόσο πολύ οχπό την πείνα, ώστε δεν μπορούσαν να τους πάνε ως τα πλοία που θα τους μετέφε ραν στη οπεριά: οι πενιχρές μερίδες και οι φριχτές συνθήκες είχαν σαν συνέπεια ότι, ενώ λιγότεροι από 10.0 0 0 ανθρώπους πέρασαν οχπό κει -οι 1.000 από τους οποί ους ήταν παιδιά-, πέθανε ποσοοττό τους μεγαλύτερο από το 10 τοις εκατό. Στην Ελλάδα τα πράγματα ήταν πιο ήσυχα, τουλάχιοπον ως το καλοκαίρι του 1942, γιατί ο ιταλικός οπρατός είχε υπόψη ότι υπήρχε ελληνική κυβέρνηση, την οποία, όσο αδύναμη κι αν ήταν, ήθελε να τη οπηρίξει. Από τις αρχές του 1943 και μετά, όμως, καθώς το αντάρτικο κίνημα άρχισε να απλώνεται στα βουνά της Πίν δου, η αγριότητα του αντιανταρτικού αγώνα μεγάλωσε κι εκεί, και τα οττρατόπεδα γέμισαν τροφίμους. Χωριά ολόκληρα πυρπολούνταν, και γίνονταν μαζικές εκτελέ σεις. Ο Ερυθρός Σταυρός ανέφερε πως υπήρχαν τουλάχιστον επτά οπρατόπεδα οτυγκέντρωοτης με χιλιάδες τροφίμους που υπέφεραν από το κρύο, τον υποσιτισμό και την ελονοσία.55 Πόσο διαφορετικά ήταν αυτά από τα όσα έκανε η Βέρμαχτ; Όπως κάθε αποι κιακός στρατός, έτσι και οι Ιταλοί και οι Γερμανοί στρατιωτικοί οτυνδύαζαν την ακραία βία με την ιδέα ότι προασπίζονταν την τάξη. Επέκριναν όχι μόνο τους παρτι ζάνους αλλά και τους Ουοτάσε, που η βιαιότητά τους, κατά τα λεγόμενα ενός Γερ μανού ταγματάρχη, «αψηφούσε όλους τους νόμους του πολιτισμού». Και οι μεν και οι δε πίστευαν ότι με τον Πάβελιτς οττην εξουσία η Κροατία όδευε προς κοινωνική
ΚΑΚΕΚΤΥΠΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ
351
αποδιάρθρωση και αναρχία, προς «γενική ανομία» που είχε οδηγήσει σε «συνθήκες ανάλογες με εκείνες του Τριακονταετούς Πολέμου». Ως προς τους αντάρτες, κανέ νας από τους δύο στρατούς δεν θεωρούσε ότι δεσμευόταν από τους νόμους του πο λέμου, αφού οι αντίπαλοί τους δεν φέρονταν σαν σύννομοι εμπόλεμοι. Υπήρχαν όμως και διαφορές. Στην κατεχόμενη Σερβία, οι Γερμανοί εγκαινία σαν την αντιανταρτική εκστρατεία τους το φθινόπωρο του 1941 με μεγαλύτερη αγριότητα από τους Ιταλούς, σκοτώνοντας περισσότερους από 11.000 αμάχους μέ σα σε λιγότερο από τρεις μήνες. Ερμήνευαν τις ποσοστώσεις των αντιποίνων πιο κυ ριολεκτικά από τους Ιταλούς, και σε πολλές περιπτώσεις έκαναν μπλόκο σε εκατο ντάδες, ακόμα και σε χιλιάδες αμάχους και τους εκτελούσαν. Πολλοί ανώτεροι διοι κητές της Βέρμαχτ στα Βαλκάνια είχαν υπηρετήσει στη Σερβία στα νιάτα τους, το 1914, για τους Αψβούργους, και ανυπομονούσαν να πάρουν εκδίκηση για την ταπεί νωση που είχε υποστεί τότε ο αυτοκρατορικός στρατός· τους Ιταλούς τούς απασχο λούσε περισσότερο το να κρατήσουν υπό τον έλεγχό τους τους Κροάτες, τους κατ’ όνομα συμμάχους τους. Μια από τις βασικές διαφορές ήταν η στάση τους απέναντι στους Σέρβους μαχη τές - τους εθνικιστές τσέτνικ και τους κομμουνιστές παρτιζάνους. Ενώ οι Γερμανοί χτυπούσαν και τους δύο, ο στρατηγός Ροάττα προσπάθησε να διχάσει την ανταρσία στρατολογώντας αντικομμουνιστές Σέρβους και Μαυροβούνιους στον αγώνα ενα ντίον των παρτιζάνων. Εννοείται ότι έξαλλη ήταν και η κυβέρνηση των Ουστάσε, αφού οι Σέρβοι ήταν ο κύριος εχθρός τους. Ο Ροάττα (και ο Πίρτσιο Μπιρόλι στο Μαυροβούνιο) τους αγνόησε τελείως και εφάρμοσε το σχέδιό του, οπλίζοντας σώ ματα Σέρβων τσέτνικ και πολεμώντας στο πλευρό τους στα βουνά. Οι Ιταλοί όχι μό νο συνειδητοποιούσαν πολύ περισσότερο από τους Γερμανούς ότι δεν είχαν τον απαιτούμενο αριθμό αντρών ή τα μέσα για να πολεμήσουν όλους τους εξεγερμένους μαζί και ταυτοχρόνως, αλλά δεν είχαν και ιδιαίτερο πρόβλημα να το ομολογήσουν. Κορυφαίοι Ιταλοί ιθύνοντες αμφέβαλλαν ανοιχτά αν οι μεγάλες αντιανταρτικές επιχειρήσεις-σκούπα μπορούσαν να έχουν διαρκή αποτελέσματα* «μετά από δεκα πέντε μέρες θα έχουμε ξαναγυρίσει στο σημείο απ’ όπου ξεκινήσαμε», έλεγε ένας. Ένιωθαν πως ήταν εύκολο να μεγαλοποιηθεί ο στρατιωτικός κίνδυνος τον οποίο αντιπροσώπευαν οι αντάρτες και πρότειναν ως στρατιωτικό στόχο όχι την εξόντωσή τους -πράγμα αδύνατο- αλλά το να εξασφαλιστεί ότι δεν θα μπορούσαν να απειλή σουν τις γραμμές ανεφοδιασμού.56 Η Βέρμαχτ δεν απέρριπτε πάντα την ιδέα της συνεργασίας με τους ντόπιους και μπορούσε κι αυτή να παίξει ενίοτε το ίδιο παιχνίδι. Στην περιφέρεια των ορυχείων σιδήρου της Μιτρόβιτσας, στο Κόσοβο, η 60ή Μηχανοκίνητη Μεραρχία Πεζικού του στρατηγού Έμπερχαρντ έδωσε στους ντόπιους Αλβανούς περισσότερη αυτονο μία απ’ όση είχαν στην καθαυτό Αλβανία με τους Ιταλούς. Ο Έμπερχαρντ ίδρυσε αλβανική χωροφυλακή, έκτισε σχολεία και υποστήριξε ένα τοπικό καθεστώς, που
352
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
προσέλκυσε τόσο πολλοΰς Αλβανούς ώστε οι Ιταλοί υποπτεύθηκαν μήπως όλα αυτά ήταν μέρος μιας καμπάνιας για να φανούν οι ίδιοι κακοί.57 Στην περιοχή αυτή, όμως, ο τοπικός πληθυσμός ήταν εξαρχής κατά βάση φιλογερμανικός. Ως αντιανταρτική δύναμη, η Βέρμαχτ έμεινε πιοτή στην ιδέα της συντριβής των ανταρτών χά ρη στην αριθμητική και οπλική της υπεροχή, με υψηλής οργάνωσης «χτένισμα» των βουνών από πολλές χιλιάδες στρατιώτες. Κάποιοι λίγοι διοικητές πεδίου πράγματι αναρωτιόνταν μήπως η πολιτική των αντιποίνων απλώς έστελνε νεοσύλλεκτους στην αγκαλιά των παρτιζάνων. Όμως οι προτάσεις των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών για πολιτικές συμμαχίες με τους τσέτνικ και άλλους απορρίφθηκαν, και η κριτική του Γκλάιζε, ότι η Βέρμαχτ έκανε τα πράγματα χειρότερα με την «πολιτική του τρό μου» της, δεν εισακούστηκε.58 Ως ποιο βαθμό, λοιπόν, μπορούμε να αποδώσουμε τη βία του γερμανικού στρα τού στη ναζιστική ή στη φασιστική ιδεολογία; Οι Ούγγροι, οι Βούλγαροι και οι Ιτα λοί στρατιώτες ήταν φυσικά εξίσου ικανοί για ωμά αντίποινα και μαζικές εκτελέ σεις* επίσης, η δρακόντεια αντιμετώπιση των ελεύθερων σκοπευτών και των ατάκτων είχε εκδηλωθεί στον γερμανικό και στον αψβουργικό στρατό και στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Όλα τα καθεστώτα που συμμάχησαν με τον Χίτλερ ήταν, εννο είται, αναφανδόν εθνικιστικά, και η εύκολη προβολή φυλετικών στερεοτύπων από τους στρατιώτες στους εχθρούς τους βοήθησε να θολώσει η έτσι κι αλλιώς ουδέποτε πολύ ξεκάθαρη διάκριση ανάμεσα σε μαχητές και σε αμάχους. Σε μια εποχή που μι λούσε περισσότερο από ποτέ για τους νόμους του πολέμου, οι στρατοί είχαν εξοι κειωθεί με την ιδέα ότι δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου ή και καθόλου περιορισμοί στο τι μπορούσαν να κάνουν ενάντια σε όσους δεν πολεμούσαν με «πολιτισμένο» τρόπο. Συνέβαλε σε αυτό και η μανιχαϊστική γλώσσα που χρησιμοποιούνταν για να περιγράφει ο πόλεμος εναντίον του μπολσεβικισμού: οι κομμουνιστές δεν μπορού σαν, εξ ορισμού, να είναι αντίπαλοι με αξία* ούτε οι φυλετικά κατώτεροι. Πολύ πριν από τη Ρωσική Επανάσταση, όμως, οι αξιωματικοί του αψβουργικού στρατού που είχαν εισβάλει στη Σερβία το 1914 είχαν χρησιμοποιήσει τη γλώσσα του «φανατι σμού» και της «δολιότητας» με προβλέψιμα θανατηφόρες συνέπειες: οι άντρες τους είχαν συλλάβει και φυλακίσει πολλούς ομήρους, είχαν κάψει χωριά και είχαν σκο τώσει πολλές χιλιάδες αμάχους εν ψυχρώ μέσα σε λίγες εβδομάδες.59 Η χρήση της συλλογικής τιμωρίας για να φοβηθεί ο πληθυσμός και να λουφάξει εντεινόταν το δίχως άλλο όταν οι μάχιμοι διοικητές ένιωθαν ότι είχαν πολύ λίγους άντρες και πάρα πολλά καθήκοντα* και σαφώς έτσι ένιωθαν τόσο στην κατεχόμενη Ε.Σ.Σ.Δ. όσο και στα Βαλκάνια. Στο σημείο αυτό, ζητήματα κύρους, ανάλογα με εκείνα που κυριάρχησαν στις αποικιακές εκστρατείες των Ιταλών και άλλων, τους ωθούσαν στον κατήφορο των φριχτών αντιποίνων. Ο ιταλικός στρατός, όταν έκανε τις σφαγές στην Αιθιοπία το 1937 και όταν «ειρήνευσε» το Μαυροβούνιο το 1941, εκτελούσε διαταγές. Το ίδιο ισχύει για τους Ούγγρους στο Νόβι Σαντ και για τους
ΚΑΚΕΚΤΥΠΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ
353
Βουλγάρους στη Δράμα. Οι σύμμαχοι της Γερμανίας μπορεί να σοκάρονταν καμιά φορά από τη βαναυσότητα της Βέρμαχτ στην Ουκρανία και στη Λευκορωσία, αλλά όταν αντιμετώπισαν απειλή από τους δικούς τους αντάρτες δεν αντέδρασαν πολύ διαφορετικά. Η μαύρη αλήθεια είναι πως ο αντιανταρτικός πόλεμος ήταν προϊόν περισσότερο ενός ορισμένου ευρωπαϊκού τρόπου του μάχεσθαι, και λιγότερο του ναζισμού. Οι τεχνολογίες μπορεί να είχαν αλλάξει τις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά από άλλες απόψεις πολεμούσαν με το ίδιο εν πολλοίς πνεύμα, και με βάση τους ίδιους κανόνες, όπως στις αποικιακές τους εκστρατείες και στον Πρώτο Πα γκόσμιο Πόλεμο. Υπήρχε φυσικά μία σπουδαία διαφορά: παλιά, οι πολιτικές αρ χές είχαν καταφέρει μερικές φορές να ασκήσουν μετριαστική επιρροή στο στρατό - για παράδειγμα,.το 1917 στην κατεχόμενη Σερβία. Επί ναζισμού, εξτρεμιστές ήταν οι ίδιοι οι πολιτικοί* αυτοί προέτρεπαν συνεχώς τις ένοπλες δυνάμεις τους να αποβάλουν τις αναστολές τους και να αυξήσουν το επίπεδο του τρόμου. Η Βέρμαχτ ιδίως, αντιμέτωπη με την απειλή του αντάρτη, λησμόνησε ακόμα και τους λίγους εκείνους ανασχετικούς μηχανισμούς οι οποίοι είχαν άλλοτε συγκροτήσει τους προκατόχους της.60
ΜΙΚΡΑ ΚΡΑΤΗ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Επειδή η Ιταλία γλίστρησε με εκπληκτική ταχύτητα από την περιωπή του σχεδόν ίσου (το 1938) σ’ εκείνην του ελάσσονος εταίρου (ήδη το 1940), το σύστημα συμμαχιών του Άξονα στην εμπόλεμη περίοδο σημαδεύτηκε ανεξίτηλα από την ωμότητα της συντριπτικά ανώτερης γερμανικής ισχύος. «Ας προσπαθήσουμε να βλάψουμε το λιγότερο δυνατό ο ένας τον άλλον», έλεγε ο Γάλλος πρέσβης στον Ιταλό υπουργό Εξωτερικών τον Ιούνιο του 1940. «Στο κάτω-κάτω, πρέπει να ζήσουμε μέσα σ’ αυτή την Ευρώπη, που οι νέοι της κύριοι -όπως ξέρετε- είναι μάλλον σκληροί!»61 Στην καρδιά επομένως της διπλωματικής κατάστασης της Γερμανίας βρισκόταν το πρό βλημα των μικρών κρατών, όπως θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε. Οι ναζιστές σχολιαστές διακήρυτταν το τέλος της φιλελεύθερης αντίληψης περί κρατικής κυ ριαρχίας* τα ανακοινωθέντα Τύπου έλεγαν στα μικρά έθνη να συνηθίσουν να συμ μορφώνονται στις βουλές του Βερολίνου. Οι Γερμανοί διατείνονταν ότι μιλούσαν εν ονόματι της Ευρώπης και επιδείκνυαν τους εταίρους τους -από τη Σλοβακία και την Κροατία ως τη Φινλανδία και τη Βουλγαρία- για να στηρίξουν τον ισχυρισμό τους. Στην πράξη, όμως, παρά τους διπλωματικούς φραμπαλάδες, οι σχέσεις της Γερμα νίας με τους συμμάχους της έπασχαν από την περιφρόνηση της μεν και την καχυπο ψία των δε. Το ζήτημα της κρατικής κυριαρχίας βρισκόταν στον πυρήνα των σχέσεων της Γερμανίας με τους συμμάχους της. Οι ναζί ισχυρίζονταν ότι το διεθνές δίκαιο είχε
354
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
υποσκελιστεί από τις ανάγκες της φυλετικής αλληλεγγύης, άποψη με απειλητικότα τες προεκτάσεις για τα άλλα κράτη. Μία ομάδα πολιτών τους που το Ράιχ προσπά θησε να διεκδικήσει στα χρόνια του πολέμου ήταν οι Εβραίοι - οι κατά βάσιν απο τυχημένες προσπάθειες της Γερμανίας να αναγκάσει τους συμμάχους της να της πα ραδώσουν τους Εβραίους τους εξετάζονται στο επόμενο κεφάλαιο. Όμως εξίσου οχληρή, και πιο μακροπρόθεσμη, ήταν η αξίωση του Βερολίνου από τους μειονοτι κούς Γερμανούς να του είναι πιστοί. Την άνοιξη του 1942, η Βέρμαχτ επιστράτευσε μειονοτικούς Γερμανούς της Σερβίας σε νέες μονάδες υπό τη δική της διοίκηση. Τον Μάιο εκχώρησε στα \ν&ίίεη-δδ του Χίμλερ το δικαίωμα αυτό. Τα \ν&£ίοη-δδ είχαν ξεκινήσει ως επίλε κτη σωματοφυλακή του Χίτλερ, αλλά το 1939 είχαν γίνει πια μια δύναμη ικανή να παρατάξει αρκετά ένοπλα συντάγματα. Καθώς δεν επιτρεπόταν να στρατολογούν τους Γερμανούς του Ράιχ ή των προσαρτημένων εδαφών, οι περίπου δύο εκατομμύ ρια μειονοτικοί Γερμανοί της Ουγγαρίας, της Ρουμανίας, της Γιουγκοσλαβίας και της Σλοβακίας, μαζί με άλλους που βρίσκονταν ήδη στα στρατόπεδα μετεγκατά στασης, παρείχαν τη μόνη διαθέσιμη εναλλακτική δεξαμενή «γερμανικού αίμα τος», αν ήταν να μεγαλώσουν κι άλλο τα \ν&ίί©η-δδ. Ο Χίμλερ άδραξε την ευκαιρία και εξέδωσε απόρρητη απόφαση που έλεγε ότι οι γερμανικές μειονότητες την υπο χρέωση στρατιωτικής θητείας την είχαν προς το Ράιχ, και όχι προς την εθνική τους κυβέρνηση.62 Το να πειστούν όμως οι ξένες κυβερνήσεις να ενδώσουν σε αυτό αποδείχθηκε πάρα πολύ δύσκολο, γιατί δεν ήθελαν να εκχωρήσουν τον έλεγχο αυτής της ομάδας πολιτών τους (ή οποιασδήποτε άλλης). Όπου οι αρχές αυτές ήταν πιο αδύναμες -όπως στην κατεχόμενη Σερβία-, εκεί οι Γερμανοί είχαν τις λιγότερες δυσκολίες. Η Κροατία και η Σλοβενία, μολονότι ήταν στην ουσία κράτη-μαριονέτες, έκαναν και οι δύο σκληρά παζάρια. Με τη Ρουμανία και την Ουγγαρία οι διαπραγματεύσεις δεν κατέληξαν πουθενά: ο Χόρτυ και ο Αντονέσκου απέκρουσαν και του Χίτλερ ακόμα τις παρεμβάσεις. Στην Ουγγαρία, οι Γερμανοί πήραν αυτό που ήθελαν μόνο όταν κατέλαβαν κανονικά τη χώρα* στη Ρουμανία, παρά την ύπαρξη μεγάλης γερ μανικής μειονότητας, δεν έγινε ποτέ το δικό τους. Επομένως, παρά την ταχύτατη ανάπτυξη των λν&ίίοη-δδ -το φθινόπωρο του 1944 η δύναμή τους ήταν σαφώς πάνω από μισό εκατομμύριο άντρες-, μονάχα ένα μικρό ποσοστό από τους μειονοτικούς Γερμανούς της κεντρικής Ευρώπης συνέβαλε σε αυτήν. Αν αναλογιστεί κανείς τις επιτυχίες που είχαν αλλού οι Γερμανοί στην επιστράτευση ανθρώπινου δυναμικού, αυτό αποτέλεσε τρανή ένδειξη της ικανότητας των συμμάχων τους να υπερασπίζουν τα δικά τους συμφέροντα, καθώς και, ίσως, της απροθυμίας των μειονοτήτων να συρθούν σε έναν πόλεμο που φαινόταν όλο και πιο πιθανό ότι θα τον χάσουν. Μπο ρεί το Τρίτο Ράιχ να ήταν το ισχυρότερο κράτος της Ευρώπης, αλλά μερικές φορές εξαντλούσε τα περιθώρια επιβολής του εντυπωσιακά γρήγορα. Οι επιτυχίες εξέτρε-
ΚΑΚΕΚΤΥΠΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ
355
φαν τη συμμόρφωση: όσο πλησίαζε η ήττα, τόσο οι φίλοι και οι σύμμαχοί του σκλήραιναν τη στάση τους. Ένας άλλος λόγος που οι σχέσεις των Γερμανών με τους συμμάχους τους χάλα σαν γρήγορα ήταν ο τρόπος που φέρονταν στους μη Γερμανούς εθελοντές. Τα μέλη της ισπανικής Μπλε Μεραρχίας ορκίστηκαν αφοσίωση προσωπικά στον Χίτλερ και είχαν πολλές απώλειες στις μάχες του μετώπου. Και όμως, οι Γερμανοί συνάδελφοί τους τούς επέκριναν σκαιά γιατί συναδελφώνονταν με τους Ρώσους, και συχνά τους επιτίθονταν, όταν εκείνοι, όντας με άδεια στο Ράιχ, κυκλοφορούσαν με Γερμανίδες. Στη Ρίγα, λόγου χάρη, ξέσπασε το καλοκαίρι του 1943 ένα σκάνδαλο, όταν Γερμανίδες άρχισαν να περνάνε τις ώρες τους σ’ ένα σπίτι στην παραλία όπου σύχναζαν Ισπανοί που ανάρρωναν από τα τραύματά τους στο Ανατολικό Μέτωπο. Πίσω από την προπαγάνδα του Χίτλερ περί «ευρωπαϊκού στρατού» υπήρχε αίσθημα περιφρό νησης και φυλετικής υπεροψίας, που χρωμάτιζε τη συμπεριφορά των Γερμανών προς τους Ιταλούς, τους Ρουμάνους και άλλους.63 Το 1942, τα συμφέροντα των Γερμανών και των συμμάχων τους είχαν αρχίσει να αποκλίνουν. Οι Γερμανοί χρειάζονταν βοήθεια περισσότερο από κάθε άλλη φορά* είχαν αρχίσει να ξεμένουν από εργάτες, από μάχιμους, από στάρι, από πετρέλαιο και από άλλους πόρους απαραίτητους για την τροφοδοσία της πολεμικής μηχανής: όπως είδαμε, την άνοιξη και το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς το Βερολίνο έκανε τις πρώτες σοβαρές προσπάθειες να επιστρατεύσει τους πόρους της ηπείρου συνο λικά. Από την άλλη, τότε οι σύμμαχοι των Γερμανών είχαν πια αποκτήσει τα περισ σότερα απ’ όσα ήθελαν. Η Φινλανδία είχε ανακτήσει τα εδάφη που είχε χάσει το 1939, η Βουλγαρία είχε κερδίσει τη βορειοανατολική Ελλάδα, τη Δοβρουτσά και μεγάλο μέρος της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας. Οι Ρουμάνοι πολιτικοί απέρριψαν την προσφορά του Χίτλερ να μετακινηθούν πιο ανατολικά, στην αντίπερα όχθη του Δνείπερου, και άρχισαν να αναρωτιούνται αν η Υπερδνειστερία αποτελούσε στ’ αλήθεια επαρκές αντάλλαγμα για την Τρανσυλβανία. Όσο για την Ουγγαρία, οι βα σικές της αξιώσεις είχαν ικανοποιηθεί ήδη από το καλοκαίρι του 1940 και η νέα της κυβέρνηση διακήρυξε ότι δεν ενδιαφερόταν για άλλες κατακτήσεις. Η Ιταλία επέ μενε ακόμα* η βορειοαφρικανική της αυτοκρατορία στηριζόταν στα δεκανίκια των γερμανικών όπλων και οι νέες βαλκανικές της κτήσεις φλέγονταν. Οι Ιταλοί εθνικιστές ένιωθαν και αυτοί απογοήτευση: είχαν πιστέψει ότι ο πόλεμος θα αναβίωνε τη βενετική θαλασσοκρατορία στην Αδριατική και στο Αιγαίο* αντ’ αυτού, παρακο λουθούσαν τώρα μια πιο εμφατικά εθνικιστική, γερμανική εκδοχή της αψβουργικής καθόδου προς τη Μεσόγειο. Είχε φτάσει η ώρα, με άλλα λόγια, να επανεξετάσουν οι σύμμαχοι της Γερμανίας τη θέση τους. Η προέλαση του Άξονα είχε τελικά ανασχεθεί ανατολικά και δυτικά, καθώς αγγλοαμερικανική δύναμη αποβιβαζόταν στο Μαρόκο και ο Κόκκινος Στρατός καθήλωνε τον Άξονα πολεμώντας στα χαλάσματα του Στάλινγκραντ: επιπλέον, όταν ο Άξονας έχασε τελικά αυτήν την πόλη η Ρουμα
356
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
νία, η Ουγγαρία και η Ιταλία είχαν όλες βαριές απώλειες, πράγμα που έβαλε σε ακόμα μεγαλύτερη δοκιμασία την αφοσίωση τους στο Βερολίνο. Τον Φεβρουάριο του 1943, ο Ιταλός στρατηγός Αμπρόζιο ήταν πια κατηγορηματικός: «Εχθρός μας εί ναι ο Γερμανός»,64 Μέσα σε αυτό το κλίμα δολοπλοκιών, αποκαρδίωσης και βαθιάς καχυποψίας, πολλοί σύμμαχοι της Γερμανίας άρχισαν να ζητούν και πάλι από το Βερολίνο να απο σαφηνίσει τι μπορούσαν να περιμένουν από μια ειρηνεμένη Ευρώπη υπό γερμανική ηγεμονία. Το φθινόπωρο του 1942, Βορειοευρωπαίοι συνεργάτες των Γερμανών όπως ο Ολλανδός ναζί Άντον Μύσσερτ και ο Νορβηγός πρωθυπουργός Βίντκουν Κουίσλινγκ επέμειναν ότι έπρεπε να υπάρξει πιο συνετή γερμανική ηγεσία. «Θέλετε να κερδίσετε τον πόλεμο για να φτιάξετε την Ευρώπη», είπε ο Λαβάλ στον Χίτλερ. «Φτιάξτε όμως την Ευρώπη για να κερδίσετε τον πόλεμο!» Μέσα στο γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών, μια μικρή ομάδα νεαρών ακτιβιστών έβλεπε με συμπάθεια αυτές τις εκκλήσεις. Ναζί εκ πεποιθήσεως πολλοί από αυτούς, πίστευαν ωστόσο πως η Γερμανία είχε σφάλει όταν πίστευε πως μπορούσε να εξουσιάσει μονάχη της στην Ευρώπη, και κατέστρωσαν ένα σχέδιο ειρήνης που θα αποκαθιστούσε το διεθνές δί καιο, θα ματαίωνε τις προσπάθειες εξαγωγής του εθνικοσοσιαλισμού έξω από τη Γερμανία και θα έδινε πάλι στους Πολωνούς και στους Τσέχους την ανεξαρτησία τους. Είχαν απελπιστεί από την ηγεσία του Ρίμπεντροπ, αλλά δεν είχαν άλλη επιλογή από το να περιμένουν να δουν τι θα έκανε εκείνος σχετικά. Μετά από πολλή παρακί νηση, το υπέβαλε στον Χίτλερ, στα τέλη του 1942. «Δεν χρειάζονται τέτοιες ετοιμα σίες για την ειρήνη», ήταν η απάντηση του Φύρερ, ο οποίος δεν είχε ανάγκη από «σο βαροφανείς διπλωμάτες» και «νομομαθείς» για να διατυπώσει την ειρήνη* μπορούσε να την υπαγορεύσει μόνος του μέσα σε δύο ώρες, όταν θα ερχόταν εκείνη η ώρα.65 Μέσα στο Ράιχ, μια έντονη πολιτιστική διπλωματία -που προανήγγελλε τις εξί σου άσκοπες καμπανιές του πολιτιστικού Ψυχρού Πολέμου- λειτούργησε ως υπο κατάστατο μιας σοβαρής πολιτικής δέσμευσης* οι Γερμανοί οργάνωσαν διάφορες διεθνείς διασκέψεις, στις οποίες διαφήμιζαν το θέμα της Ευρώπης. Οργανώθηκε, για παράδειγμα, μια Πολιτιστική Σύναξη της Ευρωπαϊκής Νεολαίας -ένα είδος ναζιστικού διαγωνισμού τραγουδιού Γιουροβίζιον της εμπόλεμης περιόδου, με σχήμα τα που συναγωνίζονταν για το «Μουσικό Βραβείο Βαϊμάρης»-, και ιδρύθηκε μια Ευρωπαϊκή Οργάνωση Νεολαίας, στην εναρκτήρια εκδήλωση της οποίας ο Καρλ Μπαιμ διηύθυνε διάφορα βαλς του Στράους. Ο μονίμως σοβαρός Βίλχελμ Στούκαρτ συγκέντρωσε Ευρωπαίους κρατικούς υπαλλήλους για να συζητήσουν για τη σύγχρο νη διοίκηση* Γερμανοί και Ιταλοί δημοσιογράφοι ίδρυσαν μια νέα διεθνή ένωση, και ορισμένοι γνωστοί πεζογράφοι μαζί με πολλούς δευτεροκλασάτους συμμετεί χαν σε ένα Συνέδριο Ευρωπαίων Συγγραφέων. Ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ σκέφτηκε ακόμα και να διοργανώσει ένα ευρωπαϊκό αντιεβραϊκό συνέδριο, που θα βοηθούσε ώστε να πάρει με το μέρος του τη «μορφωμένη τάξη» της υπόλοιπης Ευρώπης.66
ΚΑΚΕΚΤΥΠΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΊΑΣ
357
Οι Ιταλοί αρέσκονταν πολύ σε αυτές τις εκδηλώσεις από τις αρχές κιόλας της δε καετίας του 1930, γιατί τις έβλεπαν σαν έναν τρόπο να σφυρηλατηθεί ενιαία φασιστι κή πολιτική κοινότητα σε όλη την ήπειρο. Όμως οι κορυφαίοι ναζί αμφέβαλλαν για την αξία τους, και τον Νοέμβριο του 1942 ο ίδιος ο Χίτλερ ζήτησε να μπει τέρμα στις εκδηλώσεις «ευρωπαϊκής ή διεθνούς τάσης». Αυτό δεν τις ματαίωσε όλες -ο Ρόζεν μπεργκ εξακολούθησε να προγραμματίζει το υψηλής περιωπής αντιεβραϊκό του συ νέδριο ως τα τέλη του 1944-, αλλά έδειξε πόσο λίγη σημασία είχαν. Η άποψη του Χίτλερ για την κατάσταση μπορούσε να συναχθεί από την απόφασή του τον ίδιο μή να να υπαγάγει ολόκληρη τη Γαλλία στη γερμανική εξουσία. Τι αξία είχε η συνεργα σία, σκεφτόταν, μπροστά στην ασφάλεια της κατοχής από τη Βέρμαχτ; Τον επόμενο μήνα απέρριψε τις εκκλήσεις τόσο του δικού του όσο και του Ιταλού υπουργού Εξω τερικών, να εξετάσει την πιθανότητα τερματισμού του πολέμου στην Ανατολή: ήταν «βέβαιος για τη νίκη», είπε στον Τσιάνο. Αυτές ήταν οι «φαντασιώσεις [του Φύρερ] στο σκοτεινό δάσος του Ράστενμπουργκ», όπως τις χαρακτήρισε ένας Γερμανός πα ρατηρητής. Όταν ο Ρίμπεντροπ πρότεινε να προσεγγίσουν τον Στάλιν, ώστε να επι κεντρωθούν στην κατανίκηση των αγγλοαμερικανικών δυνάμεων στη Μεσόγειο, ο Χίτλερ αντέδρασε βίαια και απαγόρευσε κάθε περαιτέρω συζήτηση για το θέμα.67 Η συμμαχική εισβολή στη βόρεια Αφρική και η κατοχή της Γαλλίας που ακολού θησε ανησύχησαν τους συμμάχους της Γερμανίας. Οι Ισπανοί, φοβούμενοι πως ήταν οι επόμενοι στον κατάλογο, προειδοποίησαν τους Γερμανούς ότι θα υπερασπί ζονταν τους εαυτούς τους εναντίον κάθε εισβολής, απ’ όπου και αν προερχόταν. Εκδηλώνοντας ανοιχτά την απογοήτευσή τους από τη γερμανική ηγεσία, είπαν στους Γερμανούς ότι το Ράιχ έπρεπε να «εγκαταλείψει την ιδέα της προσάρτησης των κατακτημένων περιοχών της Ανατολής με τη μορφή “προτεκτοράτων” ή “Γενι κών Κυβερνήσεων”: η Γερμανία οφείλει, αντιθέτως, να δημιουργήσει ανεξάρτητα εθνικά κράτη». Οι Φινλανδοί, που είχαν αρχίσει να λένε το ίδιο πράγμα από μήνες, εγκατέλειψαν την προσπάθεια και αποφάσισαν να αποσυρθούν από τον πόλεμο όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Ο στρατάρχης Μάννερχαϊμ ανακοίνωσε δημόσια ότι οι επιθετικές επιχειρήσεις θα σταματούσαν και ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τους Αμερικανούς και τους Σοβιετικούς.68 Όσο για τα κράτη της κεντροανατολικής Ευ ρώπης, άρχισαν και αυτά τις δικές τους διπλωματικές αντενέργειες. Οι Ούγγροι και οι Ρουμάνοι ξεκίνησαν μυστικές διαπραγματεύσεις με τους Βρετανούς, τους Αμερι κανούς και τους Ρώσους και έλπιζαν ότι ένα «λατινικό μπλοκ», με μπροστάρισσα την Ιταλία του Μουσολίνι, θα διαπραγματευόταν έναν τρόπο να βγει από τον πόλε μο, με ή χωρίς τους Γερμανούς. Τόσο απελπιστική τους φαινόταν η κατάσταση, ώστε δεν πτοήθηκαν όταν οι Σύμμαχοι διακήρυξαν το 1943, στην Καζαμπλάνκα, ότι θα επέμεναν στην άνευ όρων συνθηκολόγηση. Μετά την πανωλεθρία του Στάλινγκραντ, ακόμα και οι Γερμανοί φάνηκε προς στιγμήν να αναγνωρίζουν την ταραχή των συμμάχων τους. Τον Φεβρουάριο έγινε
358
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
μια οη μαντική αλλαγή κατεύθυνσης όταν ο Γκαίμπελς έδωσε εντολή στον Τύπο να αποφεύγει να μιλά για εποικισμό της Ανατολής και να αναφέρεται θετικά στο ρόλο των ανατολικοευρωπαϊκών εθνών στη μάχη εναντίον του εβραιομπολσεβικισμού. Και συνέχισε προειδοποιώντας εμμέσως πλην σαφώς τον Χίμλερ και δίνοντας το σήμα ότι όλες οι συζητήσεις περί γερμανικού ίιηρεπιιιη στην Ανατολή έπρεπε να με τριάσουν τον τόνο τους, τουλάχιστον προσωρινά: «Η εθνικοσοσιαλιοτική αρχή ότι μόνο το έδαφος μπορεί να εκγερμανιστεί χρησιμοποιείται από τον εχθρό σαν από δειξη ότι αποτελεί δηλωμένη μας πρόθεση να διεξαγάγουμε μαζικές απελάσεις». Ο Χίτλερ είχε εγκρίνει με σαφήνεια τη νέα, ηπιότερη γραμμή, μολονότι υπήρχε ακόμα μελετημένη αοριστία σχετικά με την τελική πολιτική τύχη αυτών των «μικρών λαών» της Ανατολής.69 Το Υπουργείο Εξωτερικών του Ρίμπεντροπ επανήλθε τώρα στις συζητήσεις που είχε κάνει με τους Ιταλούς περισσότερο από ένα χρόνο νωρίτερα. Ο Ρίμπεντροπ δεν ανεχόταν άλλο να κινεί ο Γκαίμπελς τα νήματα στα ευρωπαϊκά* το πελώριο ενδια φέρον που ανέφεραν οι διπλωμάτες του ότι επιδείκνυαν οι σύμμαχοι της Γερμανίας απαιτούσε σοβαρή διπλωματική ανταπόκριση.70 Όμως η έκδηλη ακαταλληλότητα του υπουργού Εξωτερικών για τη δουλειά αυτή ήταν κοινό μυστικό σε όλους όσοι ήταν σε θέση να γνωρίζουν. Δεν ήταν μόνο τα λούσα και η σπάταλη χρήση των μυ στικών κονδυλιών του υπουργείου, ούτε οι ασταμάτητες απαιτήσεις της γυναίκας του («οι ταπετσαρίες στο σπίτι των Ρίμπεντροπ χρειάστηκε να αλλαχτούν τέσσερις φορές, γιατί τα χρώματά τους δεν ήταν ακριβώς του γούστου της Φράου Ρίμπε ντροπ»). Πολύ χειρότερη ήταν η πολιτική του αφλογιστία. «Με τη μεγαλομανία του», έλεγε ένας, «χαραμίζει την τελευταία ευκαιρία». Η αδημονία των υφισταμέ νων του οδήγησε μάλιστα σε μια συνωμοσία, που την εξύφαναν μαζί με τα δδ, προκειμένου να απαλλαγούν από αυτόν. Ο Χίμλερ δίσταζε, αλλά ο κύριος υποστηρικτής της ιδέας μέσα στα δδ, ο αρχηγός της υπηρεσίας εξωτερικών πληροφοριών Βάλτερ Σέλλενμπεργκ, φρονούσε ότι η πτώση του Ρίμπεντροπ ήταν βασικής σημα σίας «για να έχουμε πρόοδο με τους Αμερικανούς». Τελικά, δεν πέτυχε περισσότε ρο από την πιο φιλόδοξη και βαρύνουσα συνωμοσία εναντίον του ίδιου του Χίτλερ, τον επόμενο χρόνο. Το μόνο που συνέβη ήταν ότι οι συνωμότεςτου υπουργείου απο βλήθηκαν -ένας κατέληξε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, ένας άλλος στο Ανατολικό Μέτωπο-, η δε θέση του υπουργού ισχυροποιήθηκε.71 Τδιος και απαράλλαχτος, ο Ρίμπεντροπ, όταν επισκέφτηκε τη Ρώμη στα τέλη Φε βρουάριου, προκάλεσε απελπισία στους οικοδεσπότες του αποκλείοντας τις ειρηνευ τικές διαπραγματεύσεις με τον Στάλιν -ο Μουσολίνι τον είχε πιέσει γι’ αυτές επί μή νες, ώστε να χαλαρώσει η πίεση στη βόρεια Αφρική- και ζητώντας πιο σκληρή αντι μετώπιση των παρτιζάνων και των Εβραίων. Ως προς την ιδέα ωστόσο μιας διακήρυ ξης για την Ευρώπη, οι δύο πλευρές φάνηκε να συνεννοούνται καλύτερα. Όπως είπε στους Ιταλούς ο σύμβουλός του ο Μέγκερλε, κατανοούσαν ότι χωρίς κάποιου είδους
ΚΑΚΕΚΤΥΠΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ
359
διακήρυξη η Γερμανία ίσως να μην κατάφερνε να κρατήσει την Ευρώπη στο πλευρό τους. «Αντιλαμβάνονται πλήρως», ανέφερε ο συνομιλητής του, «ότι είναι αδιανόητο να συνεχίσουν να κυβερνούν με τις ξιφολόγχες και τη βία, και ότι είναι απολύτως αναγκαίο να συνδέσουν τους ευρωπαϊκούς λαούς με το μέλλον της ηπείρου με τρό πους αποδεκτούς από όλους, ή τουλάχιστον από μια πλειονότητα». Υπήρχε όμως ένα προβληματάκι: η επιρροή που ασκούσε στον Χίτλερ το γερμανικό Υπουργείο Εξωτε ρικών ήταν τόσο λίγη ώστε χρειαζόταν βοήθεια: και ήταν τώρα ευθύνη της Ιταλίας, είχε υπογραμμίσει ο Μέγκερλε, να φροντίσει γι’ αυτό. Μόνο αν μιλούσε ο Μουσολί νι στον Φύρερ, είχε τονίσει, υπήρχε περίπτωση ν’ αλλάξει εκείνος γνώμη. Όλα αυτά έδειχναν πόσο πολύ δεν εμπιστευόταν εκείνος τον ίδιο του τον υπουργό,* αλλά και στο Βερολίνο, λίγες μέρες αργότερα, οι Γερμανοί διπλωμάτες συνέχισαν τον ίδιο χα βά: έπρεπε να δράσει ο Μουσολίνι, είπαν στους Ιταλούς ομολόγους τους, και να δρά σει χωρίς χρονοτριβή. Τα «μικρά έθνη της Ευρώπης» έστρεφαν τα βλέμματά τους προς την Ιταλία, τη «μητέρα του πολιτισμού και της δικαιοσύνης». Τσως μπορούσε να γίνει μια εξαγγελία ακόμα και στην επόμενη συνάντηση των ηγετών του Άξονα, ώστε να λειτουργήσει σαν αντίκρουση της διάσκεψης της Καζαμπλάνκας.72 Τον Μάρτιο του 1943 το Υπουργείο Εξωτερικών συνέταξε μία ακόμα δήλωση υπέρ μιας μεταπολεμικής ευρωπαϊκής συνομοσπονδίας, στην οποία η Γερμανία δε σμευόταν απερίφραστα να διαφυλάξει τα δικαιώματα των μικρών κρατών. «Είμαι της άποψης», έγραφε ο Ρίμπεντροπ, «ότι πρέπει το νωρίτερο δυνατόν, με το που θα καταγάγουμε μια σημαίνουσα στρατιωτική νίκη, να ανακηρύξουμε την Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία με πολύ συγκεκριμένη μορφή». Πλάθοντας με τη φαντασία του μιαν απαστράπτουσα διακυβερνητική τελετή, ο Ρίμπεντροπ τόνιζε την ανάγκη να ξεφουσκώσει ο Άξονας τα πανιά των Ηνωμένων Εθνών. Η ανακοίνωση μιας Ευρω παϊκής Συνομοσπονδίας από τον Άξονα, σημείωνε, θα «διαλύσει το φόβο των φίλων και των συμμάχων μας ότι ενδέχεται να βρεθούν όλοι κάτω από Γερμανούς γκαονλάηερ μόλις συνομολογηθεί η ειρήνη»· θα καθησύχαζε τους ουδετέρους ότι δεν θα τους κατάπινε η Γερμανία μετά τον πόλεμο και θα ωθούσε όσους ανθρώπους ήταν υπό γερμανική κατοχή να αγωνιστούν στο πλευρό της Γερμανίας. Το προσχέδιό του αποκαλούσε τα μέλη της Συνομοσπονδίας «κυρίαρχα κράτη» και έδινε εγγυήσεις για την ελευθερία και την πολιτική ανεξαρτησία όλων τους* θαρρείς και η εθνικοσοσιαλιστική επανάσταση στο διεθνές δίκαιο δεν είχε συμβεί ποτέ.73 Υποφέροντας όμως και απελπισμένος, ο Μουσολίνι ελάχιστα μπορούσε να αναλάβει το βάρος αυτών των προσδοκιών. Γνωρίζοντας καλά ότι στη Ρώμη συνωμο τούσαν για να τον ανατρέψουν, είχε αντικαταστήσει τον Τσιάνο με άλλον υπουργό Εξωτερικών* κι ωστόσο, δεν είχε γίνει καμιά πραγματική αλλαγή πορείας. Ο ντε φάκτο αντικαταστάτης του Τσιάνο, ο Μπαστιανίνι, φρέσκος-φρέσκος από τη θητεία του στη Δαλματία (καθώς ο Μουσολίνι είχε αναλάβει ο ίδιος το χαρτοφυλάκιο του Υπουργείου Εξωτερικών), ανέφερε πως οι Ρουμάνοι και οι Ούγγροι έβλεπαν τη
360
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
Ρώμη σαν την εκπρόσωπο των «μικρών εθνών». Στα ενημερωτικά του σημειώματα προς τον Ντούτσε, ο Μπαστιανίνι υπογράμμιζε το θεμελιώδες ζήτημα: οι δυνάμεις του Άξονα, έγραφε, όφειλαν πάνω απ’ όλα να δώσουν στην Ευρώπη μια νέα τάξη πραγμάτων που να εγγυάται την ανεξαρτησία των μικρότερων κρατών. Το καθένα από αυτά έχει ποικίλα δικά του συμφέροντα να διαφυλάξει. Ό λα όμως -σύμμαχα, ουδέτερα, εχθρικά- έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό, και αυτό είναι το γενικό συμφέρον των μικρότερων κρατών να υπάρξει ένα διεθνές καθεστώς που θα εγγυάται τη διατήρησή τους, συμφέρον που το αναγνωρίζουν όχι μόνο στον εαυτό τους αλλά γενικότερα σε όλα τα μικρά κράτη, τα οποία, όσο διχασμένα και αν είναι σε άλλα ειδικά ζητήματα, νιώθουν να τα ενώνει αυτή η αλληλεγγύη που πάντοτε συνδέει τους πιο αδύνατους απέναντι στους πιο δυνατούς.74
Ο Μπαστιανίνι έφερνε σαν παράδειγμα -όπως έκαναν τόσοι άλλοι επικριτές στη Ρώμη, στο Βερολίνο, ακόμα και στο Τόκιο- τους Ιάπωνες στην ανατολική Ασία, οι οποίοι φαινόταν (τουλάχιστον όταν τους παρατηρούσε κανείς από την Ευρώπη) να έχουν συνδυάσει λαμπρά την ηγεμονία με μια επίκληση των εθνικών φρονημάτων των άλλων λαών της περιοχής σ’ ένα είδος αντιιμπεριαλιστικής σταυροφορίας. Γιατί να μην μπορεί ο Άξονας να κάνει το ίδιο; Γιατί να μένει παγιδευμένος σε μια παθη τική, αρνητική προσέγγιση των στόχων του πολέμου, η οποία εκχωρούσε όλο το έδαφος στα Ηνωμένα Έθνη, και να μη γίνει πιο δραστήριος, διακηρύσσοντας τα κοινωνικά και οικονομικά οφέλη μιας νίκης του Άξονα και τις θετικές συνέπειες μιας τελικής απελευθέρωσης από τις δίδυμες απειλές του σοβιετικού μπολσεβικισμού και της αμερικανικής πλουτοκρατίας; Η στιγμή της αλήθειας έφτασε στις αρχές Απριλίου του 1943, με την πρώτη συνά ντηση κορυφής της χρονιάς ανάμεσα στους δύο ηγέτες του Άξονα. Έκανε κρύο* στους μπαρόκ διαδρόμους του Σλος Κλέσχαϊμ, την πάλαι ποτέ έδρα των αρχιεπι σκόπων του Σάλτσμπουργκ, που είχε ανακαινιστεί προσφάτως για να λειτουργεί ως συνεδριακό κέντρο, οι Γερμανοί διπλωμάτες έδιναν αφειδώς συμβουλές* ο Μουσο λίνι έπρεπε να μιλήσει §&ηζ 6ηιΐ&1 στον Φύρερ. Εκτός νυμφώνος όμως, ως συνήθως, έπρεπε να ρωτούν τους Ιταλούς για το τι είχαν πει οι δύο ηγέτες. Πολύ λίγα πράγμα τα, τελικά, για το προκείμενο. Ο Μουσολίνι είχε για άλλη μια φορά κατατροπωθεί από τον ρητορικό δυναμισμό του Φύρερ. Ο Χίτλερ είχε ήδη απορρίψει την ιδέα του Μουσολίνι για χωριστή ειρήνη με τον Στάλιν (όπως απέρριψε και την έκκληση του Αντονέσκου να έρθει σε συμφωνία με τους Δυτικούς Συμμάχους, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει τον πόλεμο στην Ανατολή), και ο Ντούτσε δεν την ανέφερε ξανά. Ο Φύρερ έπνιξε τον κάτισχνο Μουσολίνι μ’ «έναν ατελείωτο χείμαρρο λέξεων», στον οποίο οι νύξεις για ένα νέο μυστικό όπλο που θα έφερνε σίγουρα τη νίκη συνδυάζο νταν με αιτήσεις για μεγαλύτερη βιαιότητα εναντίον των παρτιζάνων στα Βαλκάνια. Ο αδύναμος Ρίμπεντροπ είδε προς τα πού φυσούσε ο άνεμος: η γραμμή των ναζί
361
ΚΑΚΕΚΤΥΠΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ
έλεγε ότι δεν ήταν δυνατή καμία δήλωση, όσο αυτή θα ερμηνευόταν σαν ένδειξη αδυναμίας της Γερμανίας. Στο κάστρο, οι άνθρωποι του Τύπου του Ράιχ εξήγησαν στους Ιταλούς γιατί δεν μπορούσε να γίνει τίποτα. Ένας «αντι-Χάρτης του Ατλαντικού» απλώς θα έσπειρε τη σύγχυση σε όλη την Ευρώπη* «η γερμανική εμπειρία στα κατεχόμενα εδάφη», συ νέχισαν, «έδειξε ότι ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος διοίκησης των εδαφών είναι ο στρατιωτικός, χωρίς να ποντάρουμε σε συνεργάτες ή ντόπιους παραστάτες». Οι Ιτα λοί, κατά τη γνώμη τους, η οποία αντέγραφε τη γνώμη του Χίτλερ, «έχουν ακόμα την αρρώστια της πολιτικής [δοηο απίτηαΐαύ (ϋ ροϋίΐοα], γιατί σε αυτούς η σκέψη προη γείται πάντοτε των γεγονότων και της δράσης, ενώ στον πόλεμο δεν γεννά η θεωρία την πραγματικότητα, αλλά αντιθέτως η πραγματικότητα τις θεωρίες». Καθώς οι Ρου μάνοι, οι Ούγγροι και οι Γάλλοι πολιτικοί διαδέχονταν τους Ιταλούς στο Κλέσχαϊμ, έπαιρναν το ίδιο μήνυμα: δεν θα γινόταν χωριστή ειρήνη με τη Ρωσία, ούτε δήλωση για την Ευρώπη, έως ότου έρθει η σωστή στιγμή. Ο Κουίσλινγκ έκανε και αυτός την επίσκεψή του και κατάφερε να αποσπάσει δημόσια δέσμευση υπέρ του «ελεύθερου και ανεξάρτητου βίου των εθνών της ευρωπαϊκής ηπείρου». Η ατμόσφαιρα όμως ήταν τεταμένη, γιατί οι Γερμανοί διέβλεπαν (ορθά) ηττοπάθεια στους επισκέπτες τους. «Έχουν δίκιο», εκμυστηρευόταν με κατήφεια ένας Ιταλός διπλωμάτης στο ημερολόγιό του. «Ολόκληρη η Ευρώπη ξεσηκώνεται ενάντια στην απόπειρα της Γερμανίας να ηγεμονεύσει χρησιμοποιώντας τέτοιες κτηνώδεις μεθόδους».75
Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ
Στις 28 Ιουλίου 1943, το ιταλικό Υπουργείο Εσωτερικών στη Ρώμη έλαβε μια έκθε ση από τη Νάπολη για «την πλήρη ανατροπή της εσωτερικής πολιτικής σκηνής» την οποία είχε προκαλέσει η δραματική αποπομπή του Μουσολίνι από τον βασιλιά δύο μέρες νωρίτερα: Το χτύπημα έχει αποπροσανατολίσει εντελώς τους Φασίστες... και τους έχει πλήξει βαριά... Τη μεγαλύτερη εντύπωση την έχει κάνει το γεγονός ότι ο Τύπος, από τη μια μέρα στην άλλη, άρχισε να χρησιμοποιεί έναν τόνο ακριβώς αντίθετο από τον προη γούμενο και ότι οι πάντες τώρα θεωρούν πως έχουν το ελεύθερο να εκφράζουν τις ιδέες τους και να προπαγανδίζουν αρχές, όποιες και αν είναι αυτές: σοσιαλιστικές, καθολικές, φιλελεύθερες, κομμουνιστικές, αναρχικές.76
Η πτώση του Ντούτσε και η επάνοδος της ελευθερίας στην Ιταλία ήταν πραγματικά συγκλονιστικό γεγονός. Η είδηση ανησύχησε τους ναζί και ενθουσίασε τους αντιπά λους τους. «Ταραχές στην Ιταλία», σημείωνε Βέλγος δικηγόρος στο ημερολόγιό του, στις 28 Ιουλίου 1943. «Διατάχθηκε η διάλυση του Φασιστικού Κόμματος. Μαζικές
362
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
αντιφασιστικές διαδηλώσεις... Το μοιραίο τέλος των δικτατοριών».77 Οι Γερμανοί γνώριζαν πως οι σύμμαχοί τους έψαχναν να βρουν έναν τρόπο να βγουν από τον πόλε μο και πως τους παρακολουθούσαν για να δουν πώς θα αντιδράσουν. Στο Υπουργείο Εξωτερικών, οι σύμβουλοι του Ρίμπεντροπ για την Ευρώπη εισηγούνταν την αποκατά σταση της πλήρους κρατικής κυριαρχίας του Βελγίου, της Ολλανδίας και της Νορβη γίας. Όμως ο Χίτλερ δεν άλλαξε άποψη: «οι γείτονές μας είναι όλοι εχθροί μας* πρέ πει να παίρνουμε ό,τι μπορούμε από αυτούς, αλλά δεν μπορούμε και δεν πρέπει να τους υποσχεθούμε τίποτα». Η Γερμανία εξακολουθούσε να επιθυμεί απόλυτη ελευθε ρία κινήσεων μετά την όποια τελική νίκη, ανέφερε στην έκθεσή του ο Ιταλός πρέσβης στο Βερολίνο. Ακόμα και ο Κουίσλινγκ είπε με πίκρα στους Γερμανούς αξιωματούχους στο Όσλο ότι η Ευρώπη σιγά-σιγά ενωνόταν - εναντίον των Γερμανών.78 Στην πραγματικότητα, ο Χίτλερ είχε τη δική του αποφασιστική απάντηση για τα όσα συνέβαιναν στην Ιταλία. Στις αρχές Σεπτεμβρίου, όταν ανακοινώθηκε ξαφνικά η ανακωχή με τους Συμμάχους, οι Ιταλοί στρατιώτες που υπηρετούσαν στα Βαλκάνια, στη Γαλλία και στη Ρωσία πιάστηκαν στον ύπνο, μα οι Γερμανοί όχι. Κινήθηκαν σθε ναρά προς τα νότια της ιταλικής χερσονήσου και οι δυνάμεις τους κατέλαβαν όσο με γαλύτερο κομμάτι της χώρας μπορούσαν. Παραβιάζοντας ολοκάθαρα μα καθόλου απρόβλεπτα το δίκαιο του πολέμου, αφόπλισαν τους πρώην συμπολεμιστές τους και τους έστειλαν σε κακά εφοδιασμένα στρατόπεδα κράτησης και εργασίας, όπου πολ λοί αρρώστησαν και πέθαναν. Οι λίγοι που αντιστάθηκαν -κυρίως στην Κεφαλονιά και στην Κέρκυρα- εκτελέστηκαν. «Οι ιταλικές ένοπλες δυνάμεις δεν υπάρχουν πια», έλεγε το σύντομο, οργισμένο ανακοινωθέν της ανώτατης γερμανικής διοίκησης, σε ξεκάθαρη προειδοποίηση προς τους άλλους συμμάχους που ίσως έμπαιναν στον πειρασμό να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους. Μια μονάδα ανεμοπτεριστών των δδ έσωσε τον Μουσολίνι από την αιχμαλωσία (το πόσο πολύ ήθελε να τον σώσουν δεν θα το μάθουμε ποτέ), τον μετέφερε μαζί με την οικογένειά του στη Βιέννη και τον το ποθέτησε επικεφαλής μιας κυβέρνησης ανδρείκελων, που έδρευε κοντά στην παραλί μνια κωμόπολη Σαλό. Αντί να γλιτώσει από τον πόλεμο, μεγάλο μέρος της Ιταλίας (μαζί και οι πρώην ιταλοκρατούμενες ζώνες της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας) πιάστηκε αντιθέτως στη σιδερένια αρπάγη μιας νέας γερμανικής κατοχής. Χαρακτηριστικό της αδυναμίας της νέας θέσης του Ντούτσε ήταν το ότι ζούσε σε μια έπαυλη με Γερμανούς στρατιώτες και αξιωματικούς-συνδέσμους στρατωνισμέ νους δίπλα του, οι οποίοι επιτηρούσαν τους επισκέπτες του και έλεγχαν τις προσβά σεις του στον έξω κόσμο. Τα μέτρα ασφαλείας ήταν αυστηρά* στη σκεπή είχε εγκα τασταθεί ένα αντιαεροπορικό πυροβόλο, και ως κι η γραμματέας του δυσκολευόταν να τον δει. Τα «υπουργεία» του ήταν σκορπισμένα στα διάφορα ξενοδοχεία της πε ριοχής και στις πόλεις της βόρειας Ιταλίας. Η Ρώμη ήταν στα χέρια του γερμανικού στρατού, που δεν επέτρεψε στον Ντούτσε να διατηρεί εκεί άλλο από ένα μικρό συ ντονιστικό γραφείο. Παρόλο που στα χαρτιά η Ιταλία τής οποίας ήταν πρόεδρος
ΚΑΚΕΚΤΥΠΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ
363
εκτεινόταν ως τα υπαρκτά αναγνωρισμένα σύνορά της, στην πράξη το βορειοανατο λικό της τμήμα είχε περάσει στον έλεγχο νέων γκαουλάιτερ, οι οποίοι έδιωχναν τους Ιταλούς δημόσιους υπαλλήλους, σε μια πρόγευση προσάρτησης. Αυτό αποτέλεσε παταγώδη κόλαφο στο κύρος της κυβέρνησής του, περισσότερο ακόμα και από την παρουσία των Συμμάχων στο νότο της χώρας. Ακολούθησαν διαμαρτυρίες, και ο ίδιος ο Μουσολίνι σχολίασε ότι «οι Γερμανοί έχουν μετανιώσει που επέτρεψαν το σχηματισμό κυβέρνησης, ιδίως κυβέρνησης με εμένα πρόεδρο». Το μόνο θετικό στοιχείο της κατάστασης από τη σκοπιά των Ιταλών ήταν ότι οι σχέσεις ανάμεσα στις διάφορες γερμανικές υπηρεσίες -το Υπουργείο Εξωτερικών, τα δδ, τους διά φορους κλάδους των ένοπλων δυνάμεων (υπηρεσίες που καμιά τους δεν συντόνιζε την πολιτική της με των άλλων) και τους στρατολόγους εργατών του Ζάουκελ- ήταν το γνωστό μπερδεμένο κουβάρι, πράγμα που επέτρεπε στην κυβέρνηση του Σαλό να στρέφει τη μία εναντίον της άλλης, αλληλοεξουδετερώνοντάς τις.79 Το χειμώνα του 1943/4, όμως, η κορύφωση του αγώνα των ανταρτών έφερε στο προσκήνιο το ενδεχόμενο ενός εμφύλιου πολέμου και ενίσχυσε τη διάθεση των Γερ μανών να διοικήσουν μόνοι τους την περιοχή. Παράλληλα, η απώλεια εδαφών στην Ανατολή αύξησε τη σημασία της Ιταλίας για το Ράιχ. Τον Μάρτιο του 1944 ένα απεργιακό κύμα σάρωσε τους βιομηχανικούς πυρήνες της χώρας και ο Χίτλερ διέ ταξε να εκτοπιστεί στη Γερμανία το 20% του εργατικού πληθυσμού. Η διαταγή αυτή αγνοήθηκε σοφά, από φόβο μήπως αποδιοργανώσειτα εργοστάσια και προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερη ανάπτυξη του παρτιζάνικου κινήματος. Τελικά οι Γερμανοί εκτόπισαν περισσότερους από 1 .000 πρωταιτίους -από τους οποίους η πλειονότητα δεν επέστρεψε ποτέ- τσακίζοντας έτσι την απεργία. Τελείως ανεξάρτητα, οι στρατολόγοι του Ζάουκελ «χτένιζαν» και αυτοί τις πόλεις. Μολονότι ο Χίτλερ μουρμού ριζε ότι μπορούσαν να μαζευτούν τρία εκατομμύρια Ιταλοί να σταλούν να δουλέ ψουν στο Ράιχ και ο ίδιος ο Ζάουκελ στόχευε στο 1,5 εκατομμύριο, κατάφερε να μα ζέψει μόλις 66.000 το 1944. Την προσοχή της Γερμανίας την τραβούσαν επίσης οι αγροτικοί πόροι της Ιταλίας. «Οι απώλειες τροφίμων από την Ανατολή πρέπει να αντισταθμιστούν με την ένταση της εκμετάλλευσης αυτής της χώρας», είπε ο Χέρ μπερτ Μπάκε, ο προσωρινός υπουργός τροφίμων, στο στρατηγό διαχείρισης υλικού του στρατού. Η Ιταλία, μια από τις χώρες με τις μικρότερες μερίδες τροφίμων στην Ευρώπη, έπρεπε να απομυζηθεί για να αποδώσει παραπάνω εφόδια στο Ράιχ.80 Καθώς οι οπαδοί της τελευταίας στιγμής του Ντούτσε αγωνίζονταν να εξηγή σουν τα γεγονότα του καλοκαιριού, σκευωρίες, συνωμοσίες και κατηγορίες στροβι λίζονταν γύρω από τη λίμνη Γκάρντα. Τα λείψανα του Φασιστικού Κόμματος ήταν σε σύγχυση και κυριαρχούσε εκδικητικό πνεύμα* έτσι, ο φασισμός στράφηκε ενά ντια στον εαυτό του, και συστήθηκαν ειδικά δικαστήρια για να εκκαθαρίσουν τις τά ξεις του από τους προδότες. Ο ίδιος ο γαμπρός του Μουσολίνι, ο κόμης Τσιάνο, δι κάστηκε και καταδικάστηκε από ειδικό δικαστήριο μαζί με πέντε άλλα μέλη του
364
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
Μεγάλου Συμβουλίου που είχαν ψηφίσει υπέρ της καθαίρεσης του Ντούτσε. Ο Μουσολίνι δεν επενέβη. «Για μένα, ο Τσιάνο έχει πεθάνει εδώ και καιρό», είπε. Η κόρη του η Έντα, η γυναίκα του Τσιάνο, έστειλε φαρμακερά γράμματα στον πατέ ρα της και στον Χίτλερ, προτού διαφύγει στην Ελβετία και δημοσιεύσει τα ημερολό για του συζύγου της, αλλά οι Γερμανοί έδειχναν ανακουφισμένοι που οι εκτελέσεις δεν είχαν εμποδιστεί. «Δεν υπάρχει αμφιβολία», έγραφε Ιταλός διπλωμάτης στον Μουσολίνι από το Βερολίνο, «ότι οι δίκες της Βερόνας έκαναν φανερό εδώ πως η Ρεπουμπλικανική1Ιταλία έχει κόψει τους δεσμούς της με το παρελθόν και σκοπεύει να σταθεί κοντά στη Γερμανία για πάντα και με κάθε τρόπο» .81 Στην πραγματικότητα, η αποσκίρτηση της Ιταλίας είχε απλώς αυξήσει τη θεμε λιώδη δυσπιστία του Φύρερ προς όλους τους συμμάχους του. Οι αρχηγοί των υπηρε σιών πληροφοριών του τον κρατούσαν ενήμερο για όλες τις απόπειρες των τελευ ταίων να ξεγλιστρήσουν από τον πόλεμο, και αυτός ερμήνευε δικαίως ως σημάδι της αποξένωσής τους την εντεινόμενη απροθυμία τους να συμφωνήσουν σε περαιτέρω εκτοπίσεις Εβραίων. Οι Φινλανδοί, που άρχιζαν τώρα να υφίστανται για πρώτη φο ρά βομβαρδισμούς από αέρος από τους Σοβιετικούς, είχαν προχωρήσει περισσότε ρο απ’ όλους προς αυτή την κατεύθυνση, αφού είχαν στείλει αντιπροσώπους στη Μόσχα για να συζητήσουν τους όρους της ειρήνης. Οι χειρότεροι όμως, και με από σταση, ήταν από αυτήν τη σκοπιά οι Ούγγροι. Τον Μάρτιο του 1944, ο Χίτλερ κάλεσε τον Ούγγρο αντιβασιλιά, το ναύαρχο Χόρτυ, στο Κλέσχαϊμ. Εκεί τον κατηγόρησε για προδοσία και απαίτησε να του δώσει εκείνος το ελεύθερο να καταλάβει τη χώ ρα, για να μην «υπάρξει δεύτερη περίπτωση Μπαντόλιο». Στην απόπειρά της να μιμηθεί τους Ιταλούς, η Ουγγαρία είχε το γεωγραφικό μειονέκτημα ότι βρισκόταν στην καρδιά της Ευρώπης. Όμως ο εβδομηνταπεντάχρονος Χόρτυ δεν ήταν από τους ανθρώπους που τρομάζουν εύκολα, και ως κι ο Χίτλερ ξαφνιάστηκε κι ένιωσε αμήχανα όταν ο Χόρτυ αποχώρησε οργισμένος και κατακόκκινος από τη συνάντηση μόλις απειλήθηκε ότι η οικογένειά του δεν θα ήταν πια ασφαλής. Χρειάστηκε να ληφθούν επείγοντα μέτρα ώστε να τον κρατήσουν κι άλλο - μια πλαστή αεροπορική επιδρομή, ακύρωση τρένων και κόψιμο τηλεφωνικών γραμμών στο διάστημα αυτό, ο Χόρτυ συμφώνησε τελικά να παραμείνει στην εξουσία ώστε να επιβλέψει προσω ρινή στρατιωτική κατοχή και την αλλαγή κυβέρνησης. Έτσι, γερμανικός στρατός μπήκε μέσα στην Ουγγαρία, τη δεύτερη πρώην σύμμα χο που καταλαμβανόταν μετά την Ιταλία, και όχι την τελευταία. Ο κύριος σκοπός της κατοχής ήταν να εγκατασταθεί μια πιο φιλογερμανική κυβέρνηση, να αντληθούν οι οικονομικοί πόροι της χώρας προς όφελος του όλο και πιο ζορισμένου Ράιχ και να ενισχυθεί η άμυνα της χώρας. Άλλοι 40.000 Γερμανοί της Ουγγαρίας κλήθηκαν να καταταγούν στα \ν&£Γ©η-55, βάσει μιας νέας συνθήκης για τη στρατιωτική θητεία* η γερμανική οικονομική διείσδυση εντάθηκε και πολλές εκατοντάδες χιλιάδες Εβραίοι εκτοπίστηκαν στο Άουσβιτς με εντυπωσιακή ταχύτητα, χάρη στην αποτελεσματικότη-
ΚΑΚΕΚΤΥΠΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ
365
τα της ουγγρικής χωροφυλακής. Ακόμα κι έτσι, όμως, ο τετραπέρατος Χόρτυ κατάφερε να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις του με τους Συμμάχους, και μάλιστα σταμάτησε τις εκτοπίσεις τον Ιούλιο, πράγμα που έκανε έξαλλους τους Γερμανούς.82 Το καλοκαίρι του 1944, καθώς πια η αγγλοαμερικανική δύναμη προχωρούσε από το προγεφύρωμά της στη Δύση και οι Ρώσοι εισχωρούσαν γοργά από την Ανα τολή, οι σύμμαχοι της Γερμανίας λιγόστευαν. Στη χούφτα των αρχηγών κρατών ή των πρωθυπουργών που έστειλαν στον Φύρερ τηλεγραφήματα μετά την τυχερή του σωτηρία από τη βομβιστική απόπειρα της 20ής Ιουλίου δεν περιλαμβάνονταν οι Ρουμάνοι, οι Φινλανδοί, ούτε καν οι Κροάτες. Ο στρατηγός Αντονέσκου τον επισκέφθηκε για τελευταία φορά δύο εβδομάδες αργότερα στη «Λυκοφωλιά» και ανατράπηκε λίγο μετά από ένα φιλοσοβιετικό πραξικόπημα. Οι Γερμανοί πιάστηκαν σε βαθύ ύπνο. Ο ρουμανικός στρατός άλλαξε στρατόπεδο, βάζοντας σε κίνδυνο τη θέ ση πλήθους μονάδων της Βέρμαχτ στην Ουκρανία και βοηθώντας έτσι πολύ ουσια στικά την πολεμική προσπάθεια των Συμμάχων. Το φθινόπωρο του 1944 η Ρουμανία πολεμούσε με περισσότερους στρατιώτες εναντίον των Γερμανών απ’ ό,τι οι Γάλλοι. Τον Αύγουστο η ουδέτερη Τουρκία διέκοψε τις σχέσεις της με τη Γερμανία, η δε Φινλανδία εξέλεξε τον στρατάρχη Μάννερχαϊμ νέο αρχηγό του κράτους, για να κά νει ειρήνη με τους Ρώσους. Στη Σλοβακία, ο στρατός στασίασε εναντίον της κυβέρ νησης Τίσο, ελπίζοντας να ανοίξει τα περάσματα των Καρπαθίων στον Κόκκινο Στρατό. Απέτυχε, παρά την υποστήριξη πανσπερμίας παρτιζάνικων μονάδων, αλλά πάντως χρειάστηκε να σταλούν στη χώρα 40.000 Γερμανοί στρατιώτες για να την καταλάβουν, οι οποίοι έκαναν αρκετούς μήνες ώσπου να ανακτήσουν τον έλεγχο: τα αντίποινά τους αφαίρεσαν χιλιάδες ζωές και έστειλαν δεκάδες χιλιάδες ακόμα στα στρατόπεδα του Ράιχ. Στη Δανία, που είχε ήδη στρατιωτικό νόμο από το καλο καίρι του 1943, οπότε η κυβέρνηση είχε παραιτηθεί, το παράνομο Συμβούλιο της Ελευθερίας συντόνιζε τις δολιοφθορές με τους Συμμάχους και, μετά τις αποβάσεις της Νορμανδίας, οργάνωσε μια σειρά απεργίες και διαμαρτυρίες ενάντια στη γερ μανική τρομοκρατία. Ο Χίτλερ μιλούσε όλο και περισσότερο σαν να ήταν η Γερμανία μόνη της. Τα τη λεγραφήματα προς τον Μουσολίνι και τον Ιάπωνα αυτοκράτορα στην τέταρτη επέ τειο του Τριμερούς Συμφώνου αναφέρονταν στην «ακλόνητη πεποίθησή [του] στην τελική νίκη εναντίον των εχθρών μας». Αυτό όμως δεν ακουγόταν πια αληθινό. Την ίδια εκείνη εβδομάδα, διέταξε την «πλήρη συμμετοχή όλων των Γερμανών» στο νοΙΚδδίυπη - μια ένοπλη δύναμη πολιτικής άμυνας που την απάρτιζαν κυρίως είτε αγόρια είτε άντρες υπερβολικά μεγάλοι ή ακατάλληλοι για στρατιωτική θητεία* η σύ στασή της είχε καταστεί αναγκαία λόγω της «αποτυχίας όλων των Ευρωπαίων συμ μάχων μας». Δεδομένου ότι οι Κροάτες και ο Νορβηγός Κουίσλινγκ ήταν ακόμα πι στοί, αυτό δεν ήταν και πολύ διπλωματικό. Όμως ο Φύρερ ζούσε ολοένα περισσότε ρο σε κατάσταση φόβου και ανήμπορης οργής. Όταν ο Χόρτυ διάγγειλε από το ουγ
366
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
γρικό ραδιόφωνο ότι είχε συμφωνήσει κατάπαυση του πυρός με τον Κόκκινο Στρατό, ο οποίος εκείνη τη στιγμή πλησίαζε στα περίχωρα της Βουδαπέστης, ο Χίτλερ απήγαγε τον γιο του, ανάγκασε τον αντιβασιλιά να παραιτηθεί και εγκατέστησε στη θέση του κυβέρνηση Ούγγρων φασιστών του Βελόσταυρουϋ. Διπλασίασε τον αριθμό των γερμανικών μεραρχιών που είχαν σταλεί στη χώρα και συνεχάρη τον νέο πρωθυ πουργό, τον βαθιά αντισημίτη Φέρεντς Σάλασι, επειδή αυτός τον διαβεβαίωσε ότι η Ουγγαρία συνέχιζε να πιστεύει «στα ιδεώδη μιας νέας και δίκαιης Ευρώπης». Το Βελοσταυρικό καθεστώς του Σάλασι ήταν, όπως και η Δημοκρατία του Σαλό του Μουσολίνι, ένα παράδειγμα της έντονα αριστερής στροφής που συντελέστηκε στο εσωτερικό των φασιστικών και ναζιστικών κινημάτων ανά την Ευρώπη στην κα ταληκτική φάση του πολέμου: ήταν πραγματικά ένας Εθνικός Σοσιαλισμός, και η φυλετιστική του έμφαση βοηθούσε στον ορισμό και των δύο συνιστωσών. Ο Σάλασι είχε την ολόθυμη πρόθεση να παραμερίσει την αριστοκρατική παλιά φρουρά και να εφαρμόσει εθνικοσοσιαλιστική επανάσταση στη χώρα. Όμως οι Γερμανοί ενδιαφέρονταν λιγότερο για τα ιδεολογικά του όνειρα και περισσότερο για την απρόσκοπτη συνέχιση της λειτουργίας της χώρας. Η Ουγγαρία, όντας στις πύλες της Αυστρίας και της νότιας Γερμανίας, κατείχε ζωτικής σημασίας θέση και ήταν επίσης βασική πηγή πετρελαίου, βωξίτη και μαγγανίου. Ο στρατός της αριθμούσε ένα εκατομμύριο άντρες και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον των Σοβιετικών* οι μειονοτικοί Γερμανοί της μπορούσαν να πειθαναγκαστούν να καταταγούν στα \ναίί©η-55* ως και οι εκατοντάδες χιλιάδες Ουγγροεβραίοι που ζούσαν ακόμα εκεί, μπορούσαν να συμβάλουν στο να καλύψει το Ράιχ το οξύ πια έλλειμμά του σε βιομηχανικούς εργά τες. Για παράδειγμα, τάγματα εργασίας με Ουγγροεβραίους δούλευαν στα ορυχεία χαλκού Μπορ, στην ανατολική Σερβία. (Ένα από τα μέλη τους ήταν ο ποιητής Μίκλος Ράντνοτι, που τα τελευταία ποιήματά του βρέθηκαν στην μπροστινή τσέπη του παλτού του, πολύ μετά την εκτέλεσή του). Στην πραγματικότητα, υπήρξε πολύ μικρή αντίσταση στην ανάληψη της εξουσίας από τον Βελόσταυρο -πολύ μικρότερη από αυτήν που περίμεναν οι Γερμανοί. Η αποχώρηση του Χόρτυ φάνηκε να μη θλίβει περισσότερο από εκείνην του Αψβούργου αυτοκράτορα Καρόλου, είκοσι πέντε χρόνια νωρίτερα. Καθώς συμμορίες νεα ρών ψυχοπαθολογικών Βελοσταυριτών ίδρυαν το τελευταίο γκέτο της Ευρώπης στη Βουδαπέστη, το ξένο συνάλλαγμα, τα έργα τέχνης και ο βιομηχανικός εξοπλισμός μεταφέρονταν στη Γερμανία. Η Ουγγαρία δεν είχε εκείνη τη στιγμή απολύτως κα μιά ελευθερία κινήσεων. Και όμως, ο Σάλασι συμπεριφερόταν σαν να μην το συνει δητοποιούσε. Αιτήθηκε επανειλημμένα να του επιτραπεί να διορίσει διπλωματικό πληρεξούσιο στο Βερολίνο (τον αγνόησαν) και αρνήθηκε να επιτρέψει να επαναληφθούν οι εκτοπίσεις των Εβραίων στη Γερμανία (μολονότι οι δικοί του Βελοσταυρίτες τούς έσφαζαν αθρόα οι ίδιοι). Ακόμα και με το ίδιο του το ανδρείκελο, ο Χίτλερ δεν κατάφερνε να κάνει το δικό του.83
ΚΑΚΕΚΤΥΠΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ
367
Το αίσθημα υπαρξιακής απομόνωσης και εγκατάλειψης του Φύρερ αναφάνηκε στον μακροσκελή λόγο που συνέταξε για τον γερμανικό λαό τον Νοέμβριο του 1944. Εκεί, αφού κάλυψε πολλά από τα συνηθισμένα θέματά του, συνέχισε κάνοντας λόγο για τη «μια προδοσία μετά την άλλη» που βίωσαν οι Γερμανοί από τη στιγμή που οι Ρώσοι πήραν το πάνω χέρι, στα τέλη του 1942. Έκανε κολακευτικές αναφορές στον Μουσολίνι, στον Τίσο, στον Σάλασι και στον Πάβελιτς - τους «ηγέτες των μικρών εθνών». Πάρα πολλοί άλλοι, όμως, τους είχαν πουλήσει, έξω από το Ράιχ αλλά και μέ σα. Παρ’ όλα αυτά, απειλούσε με «εκμηδένιση» όσους αμφισβητούσαν την εξουσία του. «Ο καιρός των συμβιβασμών και των επιφυλάξεων τελείωσε μια για πάντα». Στο εκτενές πρωτοχρονιάτικο διάγγελμά του για το 1945 προχώρησε κι άλλο. Η Ιταλία, η Φινλανδία, η Ουγγαρία, η Ρουμανία και η Βουλγαρία είχαν συνθηκολογήσει εξαιτίας της «δειλίας και της έλλειψης αποφασιστικότητας των ηγετών τους». Πεισματάρης ως το τέλος, ο Φύρερ χλεύαζε επίσης την τάση των Συμμάχων να σχεδιάζουν το μέλλον της Ευρώπης, τη στιγμή που δεν είχαν ακόμα κερδίσει τον πό λεμο: η θεωρητική σύσταση διαρκώς νέων επιτροπών για το χειρισμό των ευρωπαϊκών ζητημάτων μετά τον πόλεμο, η ίδρυση φορέων που θα ελέγχουν τα τρόφιμα μετά τη γερμανική κατάρρευση... η διακήρυξη οικονομικών συμφωνιών, η ίδρυση δικτύων κυκλοφορίας και αεροπορικών βάσεων, καθώς και η σύνταξη και ανακοίνωση ενίοτε ηλίθιων, πραγματικά, νόμων για τη μεταχείριση του γερμανικού νοΙΚ. Πά ντοτε ενεργούσαν σαν να είχαν ήδη κερδίσει τον πόλεμο, σαν να μπορούσαν τώρα κιόλας να εξετάσουν με την άνεσή τους όλα τα αναγκαία μέτρα για να κυβερνήσουν την Ευρώπη εκείνοι ακριβώς που έχουν δώσει ένα θλιβερό παράδειγμα του πώς δεν πρέπει να κυβερνώνται οι άνθρωποι.
Δεν ήταν η ευτυχέστερη ομιλία του* η δε αντίθεση με τη δική του προσέγγιση ήταν αναπόφευκτη.84
12
Η τελική λύση: το εβραϊκό ζήτημα
ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ
Τον Νοέμβριο του 1941 ανακοινώθηκε τελικά ο διορισμός του Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ ως υπουργού των Κατεχόμενων Ανατολικών Εδαφών. Οι υπηρεσίες προπαγάνδας επαίνεσαν τα προσωπικά του επιτεύγματα, καθώς και τις προοπτικές της «Νέας Τά ξης» στην «Ανατολή» υπό πολιτική ηγεσία. Στην ενημέρωση των Γερμανών δημο σιογράφων για τις πολλές προκλήσεις που είχε μπροστά του, ο νέος υπουργός δήλω σε με ειλικρίνεια ότι Τα Ανατολικά εδάφη καλούνται να επιλύσουν ένα ζήτημα που τίθεται οτους λαούς της Ευρώπης· πρόκειται για το Εβραϊκό ζήτημα. Στην Ανατολή ζουν ακόμα περίπου έξι εκατομμύρια Εβραίοι, και το ζήτημα αυτό μπορεί να λυθεί μόνο με τη βιολογική εκρίζωση όλου του εβραϊσμού της Ευρώπης. Το Εβραϊκό ζήτημα θα θεωρηθεί λυμέ νο για τη Γερμανία μόνο όταν ο τελευταίος Εβραίος θα έχει εγκαταλείψει το γερμα νικό έδαφος, και για την Ευρώπη όταν ούτε ένας Εβραίος δεν θα ζει στην ευρωπαϊ κή ήπειρο, ως τα Ουράλια. Αυτό είναι το καθήκον που μας ανέθεσε η μοίρα.... Είναι ανάγκη να τους αποβάλουμε πέρα από τα Ουράλια ή να τους ξεριζώσουμε με κά ποιον άλλον τρόπο.1
Το μοτίβο αυτό δεν ήταν τίποτα καινούργιο για τον Ρόζενμπεργκ: ο μυστικίζων ρατσι στής και διάπυρος αντιμπολσεβίκος κήρυττε την ανάγκη μιας ευρωπαϊκής σταυροφο ρίας εναντίον των Εβραίων από τότε που είχε αφήσει την πατρίδα του την Εσθονία για τη Γερμανία, στο τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. «Δεν μπορείς να ενώ σεις τη φωτιά με το νερό, ή τον Εβραίο με τον Άριο», είχε γράψει το 1918. καλωντας «όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς» να συστρατευτούν με τους Γερμανούς στον αγώνα εναντίον των Εβραίων. Έ να χρόνο αργότερα, ειχε γίνει ένα από τα πρώτα μέλη του "Ναζιστικού Κόμματος. Ως επικεφαλής του γραφείου εξωτερικής πολιτικής και συντά κτης της εφημερίδας του Κόμματος, είχε κάνει ένα από τα κύρια μελήματά του την απειλή της παγκόσμιας εβραϊκής επιρροής. Είχε υποστηρίξει ολόψυχα την ιδέα της
Η ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ: ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
369
«αποκλειστικής περιοχής» στη Μαδαγασκάρη και ήταν ο ιδρυτής του Ινστιτούτού Έρευνας του Εβραϊκού Ζητήματος (που οι μελετητές του λεηλάτησαν τις βιβλιοθήκες και τα μουσεία της Ευρώπης για αντικείμενα του εβραϊκού πολιτισμού, ώστε να τα με ταφέρουν στη Φραγκφούρτη). Ακόμα και τον Ιούλιο του 1944 εξακολουθούσε ιδεοληπτικά να προγραμματίζει τη διοργάνωση ενός Διεθνούς «επιστημονικού» Αντιεβραϊκού Συνεδρίου με πολλούς αστέρες του κλάδου, συνεδρίου που θα απέτρεπε τον κίν δυνο ενός «τρίτου παγκόσμιου πολέμου», αφυπνίζοντας τη Βρετανία και τις Ηνωμέ νες Πολιτείες σχετικά με την πραγματικότητα της εβραϊκής απειλής.2 Όπως έδειχναν τα σχόλιά του, το 1941 οι ναζί διέκριναν τουλάχιστον τρεις αλληλένδετες όψεις του «εβραϊκού προβλήματος»: τη γερμανική, την «ανατολική» και την ευρωπαϊκή. Είχαν έρθει στην εξουσία με τη δέσμευση να απαλλάξουν τη Γερμανία από τους Εβραίους της, και για περισσότερο από ένα χρόνο αφότου είχε αρχίσει ο πόλεμος η στρατηγική που ευνοούσαν παρέμεινε η αναγκαστική αποδημία από το Ράιχ. Το σχέδιο Μαδαγασκάρη του 1940 ήταν μια αναθεωρημένη εκδοχή αυτής της στρατηγικής, και τελικά μόνο τον Οκτώβριο του 1941 έκανε ο Χάυντριχ αναμφίλε κτα σαφές -σ ’ ένα μήνυμα προς το Υπουργείο Εξωτερικών (όταν η Ισπανία πρότεινε να απελαθούν οι Ισπανοεβραίοι που ζούσαν στη Γαλλία στο Ισπανικό Μαρόκο, ως εναλλακτική λύση αντί να παραδοθούν στους Γερμανούς)- ότι το Ράιχ αποθάρ ρυνε εντέλειτην εβραϊκή μετανάστευση από την ευρωπαϊκή ήπειρο. Η κρίσιμη καμπή ήρθε με την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση. Στα νεοκατακτημένα εδάφη, οι Εβραίοι θανατώνονταν τις πρώτες ημέρες και εβδομάδες της εκστρα τείας σε αριθμούς άγνωστους στους προηγούμενους πολέμους ή πογκρόμ. Από τον Ιούλιο ως τον Αύγουστο οι ομάδες θανάτου των δδ, με τη συνδρομή ντόπιων βοηθη τικών, διέπραξαν συστηματικές σφαγές σε πολλές πόλεις και χωριά. Οι τόποι θανά τωσης της Ανατολής θεωρήθηκαν τελικός προορισμός και για τους Εβραίους της Γερμανίας. Όταν οι Ρουμάνοι και οι Ούγγροι άρχισαν να οδηγούν δεκάδες χιλιά δες Εβραίους από τις νεοαποκτημένες μεθοριακές τους επαρχίες στα πρώην σοβιε τικά εδάφη, έκαναν απλώς αυτό που οι ναζί σχέδιαζαν σε πολύ μεγαλύτερη και συ στηματικότερη κλίμακα: «η εκκένωση στην Ανατολή» είχε κυριολεκτική σημασία, προτού γίνει λεκτικό προκάλυμμα για τους Γερμανούς. Τον Αύγουστο το καθεστώς άρχισε να πιέζεται από τους ίδιους του τους γκαονλάιτερ να χρησιμοποιήσει τα ανατολικά εδάφη για να κάνει το Ράιχ «ελεύθερο Εβραίων» όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Δεν ήταν απλώς θέμα κύρους γι’ αυτούς αλλά και ένας τρόπος να αμβλυνθεί η έλλειψη στέγης την οποία είχαν προκαλέσει οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί. Σε μια συνάντηση που συγκάλεσε ο Γιόζεφ Γκαίμπελς (που δεν ήταν μόνο υπουργός Προπαγάνδας αλλά και γκαουλάιτερ του Βερολίνου), ο ένας ομιλητής μετά τον άλλον παραπονιόνταν ότι δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί, αφού είχαν περάσει τα μύρια όσα στο Ανατολικό Μέτωπο, όταν επέστρεφαν έβρισκαν τους Εβραίους να απολαμβάνουν τέτοια ελευθερία στη Γερμανία. Ο Χίτ-
370
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
λερ αρχικά αντιστάθηκε στην ιδέα της απέλασης των Εβραίων της Γ^ρμανιας ενόσω μαινόταν ο πόλεμος, και δίσταζε μάλιστα να διατάξει την επιβολή του κίτρινου άστρου, παρόλο που είχαν περάσει σχεδόν δύο χρόνια από τότε που είχε γίνει υπο χρεωτικό στη Γενική Κυβέρνηση και στο Βάρτεγκαου. Άλλαξε όμως γνώμη όταν έμαθε πως ο Στάλιν είχε απαντήσει στη γερμανική προέλαση βαθιά μέσα στην Ου κρανία εκτοπίζοντας εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανούς του Βόλγα. Οι ιδέες αντεκδί κησης βρίσκονταν πίσω από πολλές ναζιστικές ωμότητες, και ο Ρόζενμπεργκ πρότεινε για αντίποινα στη σοβιετική ενέργεια την εκτόπιση «όλων των Εβραίων της κεντρικής Ευρώπης» στα ανατολικά εδάφη. Δεδομένου ότι οι πρακτικές δυσχέρειες για την υλοποίηση αυτού του σχεδίου ήταν τεράστιες ενόσω η γερμανική επίθεση βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, ο Χάυντριχ πρότεινε να ξεκινήσουν από τις κύριες γερμανικές πόλεις, και ο Χίτλερ συμφώνησε.3 Πού ακριβώς όμως θα πήγαιναν οι Εβραίοι της Γερμανίας και τι θα απογίνο νταν, αυτό κάθε άλλο παρά σαφές ήταν. Η Βέρμαχτ δυσκολευόταν ήδη να κρατήσει και να θρέψει τρία εκατομμύρια Σοβιετικούς αιχμαλώτους πολέμου και είχε αποκρούσει τις προσπάθειες των Ρουμάνων και των Σέρβων να ξεφορτώσουν τους δι κούς τους Εβραίους στα γερμανοκρατούμενα εδάφη, γιατί δεν είχε τι να τους κάνει. Η γόνιμη φαντασία του Χάυντριχ, όμως, δεν πτοήθηκε. Στην αρχή σκέφτηκε να χρη σιμοποιήσει τα στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου. Ο σχηματισμός όμως μεγάλων -και ήδη υπερπλήρων- γκέτο σε πόλεις όπως το Μινσκ, η Ρίγα και το Ουτζ υπέβαλε στο νου μιαν άλλη σκέψη, με λιγότερες επικαλύψεις αρμοδιοτήτων: σίγουρα αυτά θα μπορούσαν να στεγάσουν νέες αφίξεις από το Παλιό Ράιχ, ιδίως αν κάποιοι από τους τρέχοντες κατοίκους τους θανατώνονταν. Πιο κοντά ήταν το Ουτζ, στις προσαρτημένες περιοχές του Βάρτεγκαου* έτσι, στα μέσα Σεπτεμβρίου ο Χίμλερ ζήτη σε από τον γκαουλάιτερ Άρτουρ Γκράιζερ να προετοιμάσει το εκεί γκέτο για «περί που εξήντα χιλιάδες Εβραίους», γιατί ο Χίτλερ ήθελε «το Παλιό Ράιχ και το Προτε κτοράτο να εκκενωθούν και να απελευθερωθούν από τους Εβραίους, από τα δυτικά προς τα ανατολικά». Τον επόμενο μήνα, περίπου 20.000 μεταφέρθηκαν από τη Βιέν νη, την Πράγα και μεγάλες γερμανικές πόλεις. Μέσα σε λίγους μήνες πολλοί είχαν πεθάνει από το κρύο ή την πείνα, ενώ από τον Ιανουάριο του 1942 και μετά άλλοι θανατώθηκανμε αέριο στο κοντινό Χέουμνο. Εκείνο το φθινόπωρο ο Χίμλερ ταξίδεψε κι αυτός πιο ανατολικά. Περιηγήθηκε τα βαλτικά κράτη -όπου σφαγές Εβραίων σάρωναν όλη την περιοχή- και επισκέφθηκε τη Λευκορωσία, όπου παρακολούθησε έναν τουφεκισμό. Τον Οκτώβριο τα ξίδεψε στην Ουκρανία για να συναντήσει τον ΗδδΡΡ Φρήντριχ Γέκελν, που είχε κά νει τις πρώτες πραγματικά μεγάλες μαζικές εκτελέσεις στο Κάμενετς-Ποντόλσκ λίγες εβδομάδες νωρίτερα. Έξω από το Κίεβο, στο φαράγγι του Μπάμπι Γιαρ, δε κάδες χιλιάδες άνθρωποι είχαν βρει το θάνατο από πολυβόλα λίγες μέρες πριν από την άφιξή του, και μάλιστα οι σκοτωμοί συνεχίζονταν. Ο Χίμλερ μίλησε με τον
Η ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ: ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
371
Γέκελν και ύστερα τον έστειλε βόρεια, στη Βαλτική, καθώς αποφάσισε ότι έπρεπε και τα γκέτο της Ρίγας και του Μινσκ να δεχθούν Γερμανοεβραίους. Ο ερχομός του Γέκελν αποτελούσε εγγύηση ότι δεν θα ζούσαν για πολύ. Τον καιρό εκείνο, τα πεδία θανάτωσης της Ανατολής αποτελούσαν ένα αποτρό παιο δημόσιο θέαμα και όχι ακόμα ένα προσεκτικά φυλαγμένο μυστικό* πολλές χι λιάδες Γερμανοί κληρωτοί και γυναίκες, αν δεν συμμετείχαν, πάντως παρακολού θησαν τις σφαγές που γίνονταν παντού, από τη Βαλτική ως τη νότια Ουκρανία. Μά λιστα, ο αρχηγός της Γκεστάπο, Χάινριχ Μύλλερ, έστειλε ένα τηλεγράφημα στους Είη5£ί1:ζ§ηιρρ©η στα τέλη Αυγούστου του 1941, όπου τους έλεγε να «εμποδίζουν το συνωστισμό των θεατών κατά τη διάρκεια των μαζικών εκτελέσεων».4 Ορισμένοι από τους παρακολουθούντες έφριτταν και δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που έβλεπαν. Ένας αξιωματικός -σκληροπετσιασμένος, όπως έλεγε ο ίδιος, από τη θη τεία του στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά στην Πολωνία- διαμαρτυρήθηκε λέγοντας ότι δεν είχε δει ποτέ του τίποτα τόσο αποκρουστικό. Οι Γερμανοί πολιτι κοί διοικητές, επίσης, ένιωθαν απαίσια όταν έκαναν την είσοδό τους στις πόλεις τους οι ομάδες θανάτωσης του Χίμλερ. Δεν είχαν φανταστεί ποτέ κάτι τέτοιο και δυ σκολεύονταν να μετριάσουν την ατμόσφαιρα του τρόμου, της καχυποψίας και της αποξένωσης. Ένας Γερμανός διερμηνέας, για παράδειγμα, έφτασε στην πόλη Μπορίσοφ της Λευκορωσίας και, από έναν Ρώσο που δούλευε για την δϋ, έμαθε ότι σε τρεις ημέ ρες θα εκκαθαρίζονταν οι Εβραίοι της πόλης από μια μονάδα θανάτωσης: Στο έκπληκτο ερώτημά μου ότι ήταν αδύνατο να σταλούν 8.000 άτομα στην αιωνιό τητα μέσα σε μία νύχτα με στοιχειωδώς οργανωμένο τρόπο, απάντησε πως δεν ήταν η πρώτη φορά που το είχε κάνει αυτό και πως θα τα κατάφερνε να βγάλει πέρα τη δουλειά με τους άντρες του* δεν ήταν πια άσχετος με το αντικείμενο. Την ορισμένη μέρα, Λευκορώσοι που δούλευαν για τα δδ έκαναν τις εκτελέσεις σε δάση που ήταν τόσο κοντά στην πόλη ώστε οι τουφεκισμοί ακούγονταν καθαρά. Στο μεταξύ, «οι γυναίκες και τα παιδιά έκλαιγαν και τσίριζαν» και «τα αυτοκίνητα έτρε χαν πάνω-κάτω στους δρόμους και στο γκέτο και συνέχιζαν να φέρνουν νέα θύματα - όλα μπροστά στα μάτια του άμαχου πληθυσμού και του γερμανικού στρατιωτικού προσωπικού που τυχαινε να περνά». Όταν νύχτωσε, οι σκοτωμοί απλώθηκαν στο γκέτο και στην ίδια την πόλη, όπου κάποιοι Εβραίοι είτε είχαν κρυφτεί είτε είχαν προσπαθήσει να ξεφύγουν. Τη νύχτα εκείνη δεν ήταν φρόνιμο ακόμα και για έναν άντρα της Βέρμαχτ να κυ κλοφορήσει στους δρόμους, γιατί κινδύνευε να τον σκοτώσουν ή τουλάχιστον να τον τραυματίσουν οι Ρώσοι αστυνομικοί, λόγω της νευρικότητας που κυριαρχούσε
372
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
παντού. Γΰρω στις δέκα το βράδυ, μια φωτιά μαινότανε στην πόλη και οι ανεξέλε γκτοι πυροβολισμοί συνεχίζονταν.
Την άλλη μέρα, το πράγμα συνεχίστηκε και τα αυτοκίνητα επέστρεφαν από τα δάση κουβαλώντας ρουχισμό από τα θύματα. Μεμονωμένες ομάδες ζαρωμένων Εβραίων περίμεναν την εκτέλεσή τους. Ο διερμηνέας τελείωσε την αναφορά του σημειώνο ντας «μια διάδοση... ότι τα άδεια τώρα σπίτια θα ετοιμαστούν για τους Εβραίους της Γερμανίας, που θα εκκαθαριστούν και αυτοί με τον ίδιο τρόπο, όπως και οι Εβραίοι του Μπορίσοφ».5 Καθώς ο διοικητής της Κεντρικής Ομάδας Στρατιών Φέντορ φον Μποκ συνέχιζε την πορεία του προς τη Μόσχα μέσα από τις λάσπες, οι επιτελικοί του ανέφεραν την είδηση της σφαγής του Μπορίσοφ και τον παρακάλεσαν να φροντίσει ώστε να απο συρθούν οι Είηδαίζ§πιρρ©η. Ήταν έξαλλοι, μερικοί δε και συγκλονισμένοι. Αναφο ρές όπως η παραπάνω είχαν διαβιβαστεί στην ΑΒ\ν©1ΐΓ, ο αρχηγός της οποίας, ναύ αρχος Βίλχελμ Κανάρις, είχε ήδη ενοχληθεί από τις ανομίες της Βέρμαχτ στην Πο λωνία και φαίνεται πως κατάρτιζε ένα φάκελο παρόμοιων ωμοτήτων στη Σοβιετική Ένωση. Ο Μποκ, όμως, αρνήθηκε να παρέμβει. Δεν ήταν κανένας μέγας υποστηρικτής του Χίτλερ και υπέβαλε ένα υπόμνημα στον Φύρερ που επέκρινε «αυτά τα ανή κουστα εγκλήματα»· αλλά, όπως οι περισσότεροι συνάδελφοι στρατηγοί του στη Ρωσία, δεν θα χρησιμοποιούσε το στρατό εναντίον των δδ.6 Ιστορίες σαν αυτήν -που συσχέτιζαν τις εκτοπίσεις με τους συστηματικούς μαζι κούς φόνους- μοιραία έφτασαν ως τη Γερμανία, όπου προκάλεσαν αυξανόμενη δη μόσια ταραχή. Ήταν το «κερασάκι» που προστέθηκε στις πολύ αβέβαιες αντιδρά σεις στην εισαγωγή του κίτρινου άστρου. Σε ορισμένες μεγάλες πόλεις υπήρξε ανοι χτή εναντίωση. «Η αναβίωση του εβραϊκού ζητήματος με την απαίτηση να φορούν οι Εβραίοι το Άστρο του Δαβίδ συνάντησε την καθολική σχεδόν αποδοκιμασία του λα ού του Βερολίνου και σε ορισμένες περιπτώσεις εντυπωσιακές δημόσιες εκδηλώ σεις συμπάθειας προς τους Εβραίους», ανέφερε ένας Αμερικανός διπλωμάτης στα μέσα Οκτωβρίου. «Η αντίδραση αυτή έγινε ολοένα πιο αισθητή σε όλους τους πα ρατηρητές». Η συγκέντρωση ηλικιωμένων Εβραίων, που έγερναν από το βάρος των μπόγων και των αποσκευών τους και διέσχιζαν πεζή σε μακριές σειρές τους δρό μους των προαστίων ή συνωστίζονταν στο πίσω μέρος των καμιονιών της Γκεστάπο, αύξησε τις ανησυχίες. Πολλοί Γερμανοί -ακόμα και ο κομισάριος της Λευκορωσίας Βίλχελμ Κούμπε- ένιωθαν πως οι Εβραίοι της Γερμανίας ήταν πολύ διαφορετική ράτσα από τους «Ανατολικούς» και είχαν ενστάσεις ιδίως για το φόνο παλαιών πο λεμιστών. Ως και μερικοί άντρες των δδ αντιδρούσαν έτσι: ένας Πολωνός ραβίνος στο στρατόπεδο εργασίας Κόνιν, στο Βάρτεγκαου, τον Μάιο του 1942, εντυπωσιάστηκε όταν είδε μια μέρα να μπαίνει στο στρατόπεδο μια λιμουζίνα και να βγαίνουν από
Η ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ: ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
373
μέσα κάμποσοι αξιωματικοί των δδ, «που τους ακολουθούσε ένα σοβαρός και εξαι ρετικά καλοντυμένος ηλικιωμένος κύριος με γυαλιά με χρυσό σκελετό. Ο σοφέρ ξε φόρτωσε έξι δερμάτινες βαλίτσες, που η καθεμιά τους είχε μια ταμπελίτσα με το όνομα του ιδιοκτήτη. Οι αξιωματικοί των δδ του ’σφιξαν το χέρι, τον αποχαιρέτησαν ευγενικά και έφυγαν». Ο νιόφερτος, που στους Πολωνοεβραίους φάνταζε σαν επι σκέπτης από άλλον πλανήτη, ήταν «ένας Ασκενάζι με όλη τη σημασία της λέξης», γιατρός και παρασημοφορημένος πρώην πολεμιστής από το Βερολίνο. Όπως πολ λοί Γερμανοεβραίοι, ο δρ. Χανς Κνοπφ παρέμεινε περήφανα συνδεδεμένος με τη χώρα του: κρέμασε πάνω από το κρεβάτι του μια εικόνα του εαυτού του έφιππου και πότε-πότε φορούσε τη στολή του αξιωματικού με όλες τις διακρίσεις που του είχε απονείμει ο κάιζερ. Όταν αυτοκτόνησε, λίγο πριν από την κατάργηση του στρατο πέδου το 1943, αυτοί ίΐου μπήκαν στο δωμάτιό του βρήκαν Πάνω στο γραφείο του δόκτορα, σκεπασμένες μ’ ένα άσπρο τραπεζομάντιλο... πο λυάριθμες οικογενειακές φωτογραφίες, βαλμένες με μεγάλη τάξη... Υπήρχαν επί σης φωτογραφίες από το στρατιωτικό του παρελθόν, μερικές από διάφορα μέτωπα του πολέμου του 1914-1918. Ήταν η ζωντανή μαρτυρία του λαμπρού και πατριωτι κού στρατιωτικού παρελθόντος του... Παραταγμένες επίσης ήταν πολλές επιστολές, καθώς και τα παράσημα στην αρχική τους συσκευασία, με χρονολογική σειρά. Κι εκεί, στο κρεβάτι του, ανάμεσα στα άσπρα σεντόνια, κείτονταν ο σύντροφός μας ο γιατρός, μέσα σε μεταξένιες πιτζάμες, με τις σπουδαιότερες εύφημες μνείες και πα ράσημα καρφιτσωμένες στο δεξίτου πέτο.7
Το ναζιστικό καθεστώς οπωσδήποτε δεν αδιαφορούσε για την κοινή γνώμη και την παρακολουθούσε από κοντά. Μονάχα εκείνο τον Αύγουστο, είχε αποσύρει την καμπάνια ευθανασίας μετά τη δριμεία δημόσια κριτική των καθολικών επισκόπων. «Τα διανοούμενα και κοινωνικά στρώματά μας ξαναανακάλυψαν άξαφνα τα αν θρώπινα αισθήματά τους για τους καημένους τους Εβραίους», έγραφε με αηδία ο Γκαίμπελς στο ημερολόγιό του. «Οι Εβραίοι αρκεί να στείλουν μια γριούλα, με το Άστρο του Δαβίδ στο ρούχο, να κουτσοπερπατήσει κατά μήκος της Κουρφύρστενταμ, και ο καλόγνωμος απλοϊκός Γερμανός αμέσως αρχίζει να ξεχνά τα μύρια όσα δεινά μάς έχουν επισωρεύσει οι Εβραίοι όλα τα προηγούμενα χρόνια και δεκαε τίες». Ο Γκαίμπελς, από τους βασικούς θιασώτες των «ριζικών» μέτρων, είχε ενημε ρωθεί από τον Χάυντριχ στα τέλη Σεπτεμβρίου για τα σχέδια απέλασης των Γερμανοεβραίων και έβαλε τα δυνατά του να αλλάξει τις διαθέσεις της κοινής γνώμης. Στις 16 Νοεμβρίου -και ενώ οι απελάσεις συνεχίζονταν-, έγραψε ένα άρθρο-κεραυνό με τίτλο «Οι Εβραίοι είναι ένοχοι!» (Όι& Ιικίεη δίικί δοΙιιιΜ), στο οποίο έλεγε ανοιχτά πως αυτό που τους περίμενε δεν ήταν τίποτε άλλο από την «εκμηδένισή» τους:
374
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
Εξαπολύοντας αυτό τον πόλεμο, ο παγκόσμιος εβραϊσμός υπολόγισε τελείως λάθος τις δυνάμεις που διέθετε. Τώρα υφίσταται μια σταδιακή διαδικασία εκμηδένισης, την οποία προόριζε για εμάς και που θα την είχε εξαπολύσει εναντίον μας χωρίς δισταγμό, αν είχε αποκτήσει τη δύναμη να το κάνει. Βαδίζει τώρα προς τον όλεθρο ως αποτέλεσμα του δικοΰ του νόμου. Οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος. Στην παρούσα ιστορική διένεξη κάθε Εβραίος είναι εχθρός μας, είτε φυτοζω εί μέσα σ’ ένα πολωνικό γκέτο είτε μαδάει την παρασιτική του ΰπαρξη στο Βερολί νο ή στο Αμβούργο είτε σαλπίζει τις σάλπιγγες του πολέμου στη Νέα Υόρκη ή στην Ουάσινγκτον.
Οι Εβραίοι της Γερμανίας, δήλωνε, ήταν εξίσου υπεύθυνοι για τον πόλεμο όσο και οι Εβραίοι της ανατολικής Ευρώπης ή των Ηνωμένων Πολιτειών. Ό,τι κι αν τραβού σαν, «το άξιζαν με το παραπάνω». Η δημοσίευση του άρθρου στο Όα$ ΚβίβΗ και με τά η μετάδοσή του από το ραδιόφωνο δεν άφηναν στο γερμανικό κοινό αμφιβολίες για το ότι το καθεστώς σχεδίαζε να «ξεμπερδεύει επιτέλους με δαύτους». Όμως η προπαγανδιστική επίθεση του Γκαίμπελς ήταν επίτηδες αόριστη. Το μάθημα που αυτός, ο Χίμλερ και άλλοι πήραν από την ανάκληση του προγράμματος ευθανασίας ήταν ότι είχε αναστατωθεί χωρίς λόγο η κοινή γνώμη και ότι ο «αχρείαστος σάλος» είχε εμποδίσει το καθεστώς να κάνει αυτό που έπρεπε. Το προσωπικό για τη θανά τωση με αέριο υπήρχε, ήταν εκπαιδευμένο και είχε μείνει ουσιαστικά άνεργο* μπο ρούσε επομένως να χρησιμοποιηθεί ενάντια στους Εβραίους. Απλώς, οι εκτελέσ ε ι θα γίνονταν στην Ανατολή, σε συνθήκες αυστηρότατης μυστικότητας.8 Η περίοδος αυτή ήταν πολύ κρίσιμη για την εβραϊκή πολιτική του καθεστώτος. Οι ντιρεκτίβες που είχε βγάλει το Υπουργείο Ανατολής στις αρχές Σεπτεμβρίου μι λούσαν για δραστικά μέτρα, για πράξεις ανταπόδοσης και φυσικού διαχωρισμού τους στο πλαίσιο μιας πολιτικής που θα «επιλυθεί διεξοδικά σε όλη την Ευρώπη μετά τον πόλεμο» (η έμφαση δική μου). Στις 15 Νοεμβρίου όμως, ο Χίνριχ Λόζε, ο κομισάριος του Ράιχ για την Οστλάνδη, εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει ποιες ήταν οι προθέσεις και έθεσε το ερώτημα αν υπήρχε ή όχι «μια ντιρεκτίβα να εκκαθαριστούν όλοι οι Εβραίοι της Ανατολής». Ο ίδιος είχε εμποδίσει το Είηδαΐζίωιηιηαηάο 2 να σκοτώσει Εβραίους στη Λιεπάγια της Λετονίας, γιατί, όπως πολλοί άλλοι πολιτικοί διοικητές, ανησυχούσε για τις συνέπειες στην τοπική οικονο μία. Ο Ρόζενμπεργκ συναντήθηκε με τον Χίμλερ για να συζητήσουν το θέμα. Μετά τη συνάντησή τους, και μετά από μιαν άλλη που ακολούθησε με τον Χίτλερ, ο Ρόζεν μπεργκ -που είχε μόλις χριστεί υπουργός των Κατεχόμενων Ανατολικών Εδαφώνέκανε την ενημέρωση στον Τύπο με την οποία ξεκινά το παρόν κεφάλαιο. Την ίδια ώρα που απολάμβανε επιτέλους την υπουργική αναγνώριση, ο ναζί ιδεολόγος που έγραφε ιδεοληπτικά για τους Εβραίους για περισσότερα από είκοσι χρόνια είχε συνθηκολογήσει μπροστά σε κάτι που ούτε καν αυτός είχε φανταστεί: στην επιμονή του Χίτλερ και του Χίμλερ για συστηματικές μαζικές δολοφονίες.9
Η ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ: ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
375
Ο Χίμλερ, έχοντας εδραιώσει την εξουσία του στα των Εβραίων της πρώην Σο βιετικής Ένωσης, στράφηκε τώρα προς το Ράιχ. Το ζητούμενο εδώ δεν ήταν καθό λου απλώς να παραμερίσει κάποιον τόσο αδύναμο όσο ο Ρόζενμπεργκ. Είχε να αντιμετωπίσει υπουργεία κύρους και ιδίως το Υπουργείο Εσωτερικών, που περιφρουρούσε με ζήλο την αρμοδιότητά του σε θέματα γερμανικής ιθαγένειας. Σε μια μακρότατη συνάντηση με τον υφυπουργό Στούκαρτ, ο Χίμλερ προσπάθησε να περάσει την άποψη ότι τα δδ είχαν την πρωτοκαθεδρία και μέσα στο Ράιχ: όπως σημείω σε λακωνικά στην ατζέντα του, «τα εβραϊκά θέματα ανήκουν σ’ εμένα». Όμως, και ενώ είχαν γίνει κάμποσες μεταφορές και σφαγές Γερμανοεβραίων στο Κόβνο, ο Χίμλερ βρέθηκε ξαφνικά σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση. Φαίνεται πως η είδηση για τις εκτελέσεις στο Κόβνο είχε φτάσει στη Γερμανία και είχε προκαλέσει αρκετές αρνη τικές αντιδράσεις ώστε να ανησυχήσουν ο Χίτλερ και ο Χίμλερ, γιατί όταν ένα αγώι με Γερμανοεβραίους στάλθηκε στη Ρίγα, ο Χίμλερ έδωσε εντολή στους εκεί άντρες του να μην υπάρξει «εκκαθάριση». Δυστυχώς, το μήνυμα έφτασε πολύ αργά κι έτσι ο φονικά αποτελεσματικός αρχηγός του των δδ και της αστυνομίας, ο Γέκελν, τους είχε ήδη οδηγήσει στους λάκκους μόλις είχαν φτάσει (τα ρούχα των θυμάτων αφαιρέθηκαν πριν από τη θανάτωσή τους και στάλθηκαν, ως συνήθως, πίσω στη Γερμα νία). Φοβούμενος ότι θα αμφισβητούσαν την επαγγελματική του επάρκεια, ο Χίμ λερ πέρασε γενεές δεκατέσσερις τον Γέκελν και τον προειδοποίησε να ακολουθεί στο εξής κατά γράμμα τις εντολές του. Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, αποτροπια σμένοι ανώτεροι αξιωματούχοι του Βερολίνου είχαν αρχίσει να διατυπώνουν ανοι χτά τις ανησυχίες τους. Στο Υπουργείο Εσωτερικών, ο Μπέρνχαρντ Λαίζενερ, βοη θός του Στούκαρτ για τις εβραϊκές υποθέσεις -και συντάκτης του πιο γνωστού υπο μνήματος στους φυλετικούς νόμους της Νυρεμβέργης-, άκουσε από πρώτο χέρι αναφορές για τις σφαγές και σοκαρίστηκε. Παρρησιάστηκε προς τον προϊστάμενό του και αξίωσε να του επιτραπεί να παραιτηθεί. «Δεν ξέρεις ότι αυτά συμβαίνουν λόγω διαταγών από την κορυφή της ιεραρχίας;» του είπε ο Στούκαρτ. Ο Λαίζενερ τελικά παραιτήθηκε* ο Στούκαρτ, πραγματιστής και φιλόδοξος παρά το ότι συμμερι ζόταν τους φόβους του βοηθού του, παρέμεινε και κατέληξε να διοικεί το υπουργείο υπό τις διαταγές του Χίμλερ.10 Όταν συναντήθηκε ο Στούκαρτ με τον Λαίζενερ, λίγες μέρες πριν από τα Χρι στούγεννα, πολλά είχαν κιόλας αλλάξει. Η δεύτερη εβδομάδα του Δεκεμβρίου ήταν μια από τις πιο δραματικές ολόκληρου του πολέμου. Στις 7 Δεκεμβρίου έγινε η επίθΕοη στόΤΤερλ Χάρμπορ και την άλλη μέρα η Βρετανία και η Αμερική κήρυξαν τον πΰλεμδ^ενάντίον της Ιαπωνίας, ενώ ο Χίτλερ εγκατέλειψε την προσπάθεια να πάρει τη Μόσχα και διέταξε τη «μετάβαση στην άμυνα». Η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο εναντίον των ΗΠΑ στις 11 του μήνα, και στις 12 ο Χίτλερ προέδρευσε σε μια κρίσιμη συνάντηση στο ιδιωτικό του διαμέρισμα. Μιλώντας στους γκαονλάιτερ του, συνόψι σε τη διεθνή και την εγχώρια σκηνή και προσπάθησε να τους εμπνεύσει για έναν
376
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
ακόμα χρόνο αγώνα. Προβλέποντας ότι ο πόλεμος υποβρυχίων στον Ατλαντικό θα εντεινόταν, απάντησε στις ενστάσεις των ακροατών του για τη συμμαχία με την Ια πωνία. Τα «συμφέροντα της λευκής φυλής», τους δασκάλεψε, πρέπει να υποχωρούν μπροστά στα συμφέροντα του γερμανικού λαού: η Γερμανία πολεμούσε για τη ζωή της, και το ζητούμενο δεν ήταν «μια ωραία θεωρία». Έπρεπε να αποφεύγουν τους συναισθηματισμούς και τις θεωρητικολογίες, γιατί «σ’ έναν αγώνα ζωής και θανά του όλα τα μέσα επιτρέπονται». Ο Χίτλερ τούς θύμισε πως η δουλειά τους ήταν να εξασφαλίσουν ότι το ηθικό μέσα στη χώρα θα παρέμενε ακμαίο και επανέλαβε την υπόσχεση για καλύτερη στέγαση μόλις τελείωνε ο πόλεμος. Ύστερα, πέρασε στο «εβραϊκό ζήτημα». Σύμφωνα με τον Γκαίμπελς, που το ημερολόγιό του παραμένει η μόνη μας πηγή για την ομιλία του, ο Φύρερ έχει αποφασίσει να τους ξεπαστρέψει [Γ©ίη©η Τίδοΐι ζιι ιηαοΐιβη]. Είχε προφητέψει στους Εβραίους ότι, αν ξεκινούσαν κι άλλον παγκόσμιο πόλεμο, αυτό θα σήμαινε την εκμηδένισή τους. Και δεν ήταν μόνο λόγια αυτά. Ο παγκόσμιος πόλεμος είναι γεγονός* αναγκαία λοιπόν συνέπεια θα είναι η εκμηδένιση των Εβραίων.11 Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό στάθηκε το πράσινο φως για την Ο0 ^α χχη των μα ζικών φόνων πέρα από τα σύνορα της Ε.Σ.ΣΛ. Οι ιθύνοντες συμφώνησαν στο πώς θα βαδίσουν, και η πολιτική αυτή άρχισε να γνωστοποιείται προσωπικά στα βασικά στελέχη του Κόμματος. Λίγες μόλις ημέρες αργότερα, ο Λόζε έλαβε επιτέλους απά ντηση στο ερώτημα που είχε θέσει στα μέσα Νοεμβρίου, για το αν υπήρχε ντιρεκτί βα εκκαθάρισης. «Η αποσαφήνιση του εβραϊκού ζητήματος έχει πια κατά πάσα πι θανότητα επιτευχθεί μέσω προφορικών συζητήσεων», του είπαν. «Οι οικονομικές παράμετροι δεν θα πρέπει καθόλου να λαμβάνονται υΐτόψη κατά τη διευθέτηση του προβλήματος» .12 Επιστρέφοντας στην Κρακοβία από το Βερολίνο, ο Χανς Φρανκ κατατόπισε τα στελέχη του στη Γενική Κυβέρνηση: Πρέπει να τους ξεφορτωθούμε [τους Εβραίους]. Είμαι σε διαπραγματεύσεις για να τους εκτοπίσουμε στην Ανατολή. Θα γίνει μια σημαντική συζήτηση γι’ αυτό το θέμα τον Ιανουάριο στο Βερολίνο... Όπως και να 4ναι, θα ξεκινήσει μια μεγάλη εβραϊκή μετανάστευση. Τι θα απογίνουν όμως οι Εβραίοι; Νομίζετε ότι θα τους εγκαταστή σουν στην «Οστλάνδη» σε εποικιστικά χωριά [δί©ά1υη§δ(1όΓί©Γ]; Να τι μας είπαν στο Βερολίνο: προς τι όλος ο μπελάς; Δεν μας χρησιμεύουν σε τίποτα ούτε στην «Οστλάνδη» ούτε στο «Κομισαριάτο του Ράιχ». Άρα, καθαρίστε τους εσείς οι ίδιοι. Κύριοι, θα σας ζητήσω να αποβάλετε κάθε αίσθημα οίκτου. Πρέπει να εκμηδενί σουμε τους Εβραίους όπου κι αν τους βρίσκουμε και όποτε είναι δυνατόν, ώστε να διατηρήσουμε τη δομή του Ράιχ συνολικά. Αυτό, φυσικά, θα επιτευχθεί με άλλες με-
Η ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ: ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
377
θόδους από αυτές που υπέδειξε ο Αρχηγός Γραφείου δρ. Χοΰμμελ. Οΰτε είναι δυνατόν να αναλάβουν την ευθύνη γι’ αυτό οι δικαστές των Ειδικών Δικαστηρίων, γιατί η δικονομία θέτει περιορισμούς. Τέτοιες ξεπερασμένες οπτικές δεν μπορούν να εφαρμόζονται σε τέτοια γιγάντια και μοναδικά γεγονότα. Τέλος πάντων, οφεί λουμε να βρούμε έναν τρόπο που θα οδηγήσει στο στόχο, και οι σκέψεις μου είναι στραμμένες προς αυτό. Οι Εβραίοι αντιπροσωπεύουν για εμάς τρομερά κακοήθεις γαστρίμαργους. Έχουμε τώρα περίπου 2.500.000 από δαύτους στη Γενική Κυβέρνηση, ίσως δε, αν συνυπολογίσουμε τις εβραϊκές επιμειξίες και ό,τι άλλο πάει μαζί, και 3.500.000 Εβραίους. Δεν μπορούμε να εκτελέσουμε ή να δηλητηριάσουμε αυτά τα 3.500.000 Εβραίους αλλά θα βρούμε πάντως τον τρόπο να πάρουμε μέτρα, τα οποία θα οδηγή σουν, θα δούμε πώς, στην εκμηδένισή τους, και αυτό σε συνάρτηση με τα γιγάντια μέτρα που θα αποφασιστούν στις συζητήσεις στο Ράιχ.13 Τα σχόλια του Φρανκ είναι αποκαλυπτικά. Δείχνουν πως για πρώτη φορά ο Χίτλερ είχε κάνει σαφές ότι εδώ εποόκειτο για μια πολιτική ενεργητικής εξόντωσης, και μάλιστα όχι μόνο στα κατεχόμενα σοβιετικά εδάφη. Οι Εβραίοι της Γενικής Κυβέρ νησης, δεκαπλάσιοι και παραπάνω ίσως από τους Εβραίους της Γερμανίας, έπρεπε να σκοτωθούν και αυτοί. Πώς, όμως, και πού; Η απέλαση στη Σοβιετική Ένωση εί χε αποκλειστεί· οι Εβραίοι της Πολωνίας δεν είχαν πού να πάνε. Προφανώς, ο Φρανκ δεν είχε εκείνη τη στιγμή ιδέα πώς να ενεργήσει μπροστά σ’ ένα τόσο πελώ ριο και πρωτάκουστο έργο. Αν η συνάντηση με τον Φύρερ στα μέσα Δεκεμβρίου υπήρξε η στιγμή όπου τα κορυφαία στελέχη του Κόμματος έγιναν κοινωνοί της νέας πολιτικής,^;η διώσκεψη της Βάνζεε, που κανονίστηκε για τον Ιανουάριο, ήταν η στιγμή όπου οι υπάλληλοι τόυ κράτους εντάχθηκαν στο παιχνίδι για να ξεκινήσουν το σοβαρό έργο του σχεδιασμου και της εφαρμογής της. Ως συνήθως στο Τρίτο Ράιχ, όπου κάθε πρωτοβου λία για τη Θέσπιση μιας πολιτικής ερμηνευόταν -συνήθως πολύ δικαιολογημένα- ως πρόσκτηση ισχύος σε βάρος κάποιου άλλου, η προσεχής εφαρμογή μιας νέας και σαρωτικής προσέγγισης του εβραϊκού ζητήματος έκανε πολλούς γραφειοκράτες να φοβηθούν ότι η εξουσία των δδ θα απλωνόταν κι άλλο. Το Υπουργείο Εσωτερικών ήθελε να εξακολουθήσει να έχει λόγο ως προς τα νομικά όρια της ιδιότητας του Εβραίου στη Γερμανία· το Υπουργείο Εξωτερικών ήθελε να εξασφαλίσει ότι δεν θα το παρέκαμπταν στις διαπραγματεύσεις με τις ξένες κυβερνήσεις* το Υπουργείο Ανατολής προσπαθούσε ακόμα να κερδίσει χώρο για τη δική του προσέγγιση στη φυλετική πολιτική στα μετασοβιετικά εδάφη, και ο Φρανκ, που η Γενική Κυβέρνησή του ήταν η εστία του μεγαλύτερου πληθυσμού Εβραίων έξω από τα ανατολικά εδά φη, δεν είχε διάθεση ν’ αφήσει ελευθερία κινήσεων στα δδ. Απέναντι σε όλους αυ τούς ήταν ο Ράινχαρντ Χάυντριχ, ο οποίος έλπιζε ότι ο «συντονισμός» του εβραϊκού
378
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
ζητήματος θα άνοιγε το δρόμο για την επιβολή αφιχτότερου ελέγχου των δδ στο γερ μανικό κράτος γενικά. Όποιος κι αν συναντούσε τον Χάυντριχ έφευγε εντυπωσιασμένος από τη στοχο προσήλωσή του και την εμμονή του να βγαίνει από πάνω σε κάθε αναμέτρηση. Στη Βάνζεε πήρε πράγματι αυτό που ήθελε, δηλαδή την αναγνώριση απ’ όλους ότι, όπως το είχε θέσει ο Χίμλερ νωρίτερα, «το εβραϊκό ζήτημα ανήκε» στα δδ. Όλοι συμφώ νησαν ότι οι δύο άντρες θα «αναλάμβαναν την επίσημη κεντρική διαχείριση της τε λικής λύσης του εβραϊκού ζητήματος, ανεξαρτήτως συνόρων». Για τον Χάυντριχ ιδίως, το να αναλάβει την ευθύνη αυτού του θέματος ήταν σχεδόν σίγουρα ένα μέσο για την επίτευξη ενός απώτερου στόχου. Χάρη στην αποτελεσματικότητά τους, τα δδ θα έδειχναν πώς μπορούσε η γερμανική διοίκηση της κατεχόμενης Ευρώπης να βελ τιστοποιηθεί και να διευθυνθεί σωστά, και όχι μέσα από τη χάβρα των αντικρουόμενων αρμοδιοτήτων που ταλάνιζε τους περισσότερους άλλους τομείς πολιτικής. Όμως εκείνο που κυριάρχησε στη Βάνζεε ήταν το ζήτημα των απρλππΡΓπν ηπΛ %ο Ράιχ. Η επιτάχυνσή τους αποτελούσε ρητή προτεραιότητα, ενόψειτου «στεγαστικού προβλήματος και των επιπρόσθετων κοινωνικών και πολιτικών αναγκαιοτήτων» του Ράιχ* ο Χάυντριχ τόνισε ότι δεν θα γίνονταν «αδέσποτες» απελάσεις, όπως εκείνες που είχαν συμβεί το 1939 από τη Βιέννη και το 1940 από τη δυτική Γερμανία, και ότι ο Χίτλερ θα έδινε «πρώτα την ενδεδειγμένη έγκριση». Οι κομματικοί γκαουλάιτερ θα έπρεπε να μάθουν να περιμένουν. Υπήρχαν επίσης σύνθετα και άλυτα ακόμα προβλήματα σε σχέση με τους μικτούς γάμους και τα τέκνα τους.14 Έτσι, μολονότι η συνάντηση προετοίμασε το έδαφος για την επέκταση των αντιεβραϊκών μέτρων της Γερμανίας σε όλη την ήπειρο, από τους περίπου έντεκα εκατομμύρια Εβραίους που αφορούσε εξετάστηκε άμεσα η τύχη των 131.800 του Παλιού Ράιχ και επίσης των 43.700 της Αυστρίας και των 74.200 του Προτεκτορά του. Δεδομένου ότι οι θάνατοι που είχαν προκαλέσει οι Είηδ&ίζ^πιρροη στα κατε χόμενα σοβιετικά εδάφη ήταν ήδη πολύ περισσότεροι, φόνοι τέτοιας κλίμακας δεν αποτελούσαν πρόβλημα για τα δδ. Το βασικό μέλημα ήταν η «διαλογή». Σύμφωνα με τον Χάυντριχ, οι ηλικιωμένοι Γερμανοεβραίοι θα στέλνονταν σε ειδικό γκέτο. Με διαταγή του (αφού ήταν υπεύθυνος και για το Προτεκτοράτο), το πρώην αψβουργικό στρατόπεδο του Τερέζιενστατ είχε ήδη υποδεχθεί τους πρώτους Εβραί ους τροφίμους του* συνολικά, περίπου 50.000 θα συνωστίζονταν σε μια έκταση όπου παλιά κατοικούσαν λιγότερα από 1 0 .0 0 0 άτομα, και πολλοί θα πέθαιναν εκεί ή στο Άουσβιτς. Ταυτόχρονα, οι «ικανοί προς εργασία Εβραίοι» θα χρησιμοποιού νταν σε «ενδεδειγμένες εργασίες» στην Ανατολή, χτίζοντας δρόμους, «στο πλαίσιο της οποίας δραστηριότητας ένα μεγάλο μέρος τους χωρίς αμφιβολία θα εξαλειφθεί από φυσικά αίτια»* όσοι επιζούσαν θα έπρεπε να υποστούν την «ανάλογη με ταχείριση». Αυτός ο συνδυασμός διαλογής, συνειδητής θανάτωσης και «εξόντωσης διά της
Η ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ: ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
379
εργασίας» (όπως έγινε γνωστή) αποτελούσε ήδη μέρος της γερμανικής πολιτικής στην Ανατολή, όπου οι Εβραίοι είχαν από την πρώτη στιγμή υποχρεωθεί να εκτελούν καταναγκαστικά έργα. Παρά τις εκκλήσεις όμως του εκπροσώπου του Φρανκ να ξεκινήσει την «τελική λύση» στη Γενική Κυβέρνηση όσο πιο γρήγορα γινόταν, ο Χάυντριχ απλώς σχολίασε ότι η επιλογή της στιγμής των «ενεργειών εκκένωσης» στα άλλα μέρη θα εξαρτιόταν από τις πολεμικές εξελίξεις. Δεν υπήρχαν ακόμα αρ κετοί πόροι στη διάθεση των δδ για τόπους μαζικής θανάτωσης σε κλίμακα αρκετά μεγάλη ώστε να μπορούν να τα βγάλουν πέρα με τα νούμερα που προαναφέρθηκαν, και η διπλωματία με τις περισσότερες χώρες βρισκόταν ακόμα σε πολύ προκαταρ κτικό στάδιο. Ούτε και υπήρχε η αίσθηση ότι ο μεγάλος όγκος των σφαγών έπρεπε να γίνει πριν από το τέλος του πολέμου, που προκειμένου για την Ανατολή πίστευαν ότι θα ερχόταν σε λίγους μόλις μήνες. Η Τελική Λύση, όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα, πήρε συγκεκριμένη μορ φή μονάχα τους επόμενους έξι μήνες. Μόνο τότε οι σκοτωμοί στα πρώην εδάφη της Ε.Σ.Σ.Δ. έσμιξαν με την ανάπτυξη ενός συστηματικού προγράμματος εξόντωσης στην Πολωνία και με τις απαρχές μιας πανηπειρωτικής πολιτικής εκτοπίσεων στο Άοϋσβιτς. Στην αρχή αυτής της περιόδου, ο Χίμλερ εξακολουθούσε να επιδιώκει δυο στόχους πουδεν συνδυάζονταν εύκολα μεταξύ τους: να ανταποκριθεί στη δια ταγή του Χίτλερ να σκοτώσει τους Εβραίους αφενός και να συγκροτήσει ένα εργα τικό δυναμικό αρκετά μεγάλο ώστε να μπορεί να διεκπεραιώσει το μεταπολεμικό πρόγραμμα του Γενικού Σχεδίου Ανατολής αφετέρου. Η «εξόντωση διά της εργασίας» όσων μπορούσαν να δουλέψουν και η άμεση δολ^φονΤά ^ υπήρξε ο τρόπος που βρήκε για να τους συνδυάσει. Το Άοϋσβιτς, που βρισκόταν ακριβώς μέσα από τα σύνορα του διευρυμένου Τρίτου Ράιχ, σε βολικό διαμετακομιστικό σημείο του σιδηροδρομικού δικτύου τηςΆνω ΣιλέσΐαςΤγϊγαντώθηκε ακρι βώς τότε, ώσπου έγινε το σπουδαιότερο στρατόπεδο εργασίας του συστήματος των δδ, ενω παράλληλα ανέπτυσσε τις υποδομές δηλητηρίασης με αέριο που το έκαναν τον κύριο προορισμό του ευρωπαϊκού εβραϊσμού από τα μεσα του 1942 ως τα μέσα του Ι944ΓΪ5 7 Τα ουσιαστικότερα στρατόπεδα εξόντωσης, ωστόσο^-ξεχωριστά από το πρό γραμμα κατανανκαστικής εργασίας και με διοίκηση εντελώς ανεξάρτητη από το σύστημα των στρατοπέδων συγκέντρωσης-, έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνισή τους με απόλυτη μυστικότητα το χειμώνα του ^941/27<)χ ΐ γ ί ^ Άοϋσβιτς αλλά μέσα στη Γενική Κυβέρνηση και στο Βάρτεγκαου. ΜπδρϊΓτδΰ^Φρανκ να μην του κατέβαιναν ιδέες πώς να σκοτώσει τους Εβραίους της Πολωνίας, όμως άλλοι ναζί αξιωματούχοι ήταν πιο εφευρετικοί. Τα δδ, ακόμα περισσότερο από τη Βέρ μαχτ και από το ίδιο το Κόμμα, ήταν μια οργάνωση που της άρεσε να παίρνουν πρωτοβουλίες οι άνθρωποί της. Όπως ο ΗδδΡΡ Γέκελν είχε δείξει στο ΚάμενετςΠοντόλσκ, τον Αύγουστο του 1941, πώς μπορούσαν να σφαγιαστούν οι Εβραίοι κα
380
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
τά αδιανόητους ως τότε αριθμούς, και όπως άλλοι είχαν κάνει τους Εβραίους στό χο μαζικών αντιποίνων στο πλαίσιο του αντιπαρτιζάνικου πολέμου, έτσι και τώρα αξιωματικοί των δδ στην Πολωνία κάλεσαν τους ειδήμονες της δηλητηρίασης με αέριο του επιτελείου ευθανασίας Τ-4 για να τους λύσουν τα τοπικά και περιφερει ακά προβλήματα. Απέδειξαν έτσι τον σπουδαιότατο ρόλο που έπαιξαν οι μεσαίοι ναζί λειτουργοί στην ευόδωση της γενοκτονίας. Η βαθμιαία αναδυόμενη Τελική Λύση, έχει πει ο Ταν Κέρσω, «απέκτησε ενότητα μέσα από μια σειρά χωριστών ορ γανωτικά “προγραμμάτων”».16 Στο Βάρτεγκαου, η πρωτοβουλία ελήφθη από τον Αρτουρ Γκράιζερ και τους αρ χηγούς ασφαλείας της επαρχίας. Καθώς το γκέτο του Ουτζ γέμιζε ολοένα από τις αφίξεις από αλλού, ένιωθαν την πίεση γιατί άρχιζαν να καταλαβαίνουν πως η παλιά ιδέα ότι μπορούσαν να τους εκτοπίσουν πιο ανατολικά δεν ήταν πια εφικτή. Είχαν όμως δεσμευτεί και οι ίδιοι να κάνουν την περιοχή τους «ελεύθερη Εβραίων», ενώ τους άγχωνε ιδιαίτερα το ενδεχόμενο να γίνει το Ουτζ, το σπουδαιότερο βιομηχανι κό κέντρο του Γκάου, αναπαραγωγικό και εστία ασθενειών. Μια ιδέα ήταν να μα ντρώσουν όλους τους Εβραίους του Βάρτεγκαου σ’ ένα γιγάναο στρατόπεδο εργα σίας. Τι θα έκαναν όμως όσους δεν μπορούσαν να δουλέψουν; Από τις 16 Ιουλίου 1941 κιόλας, η δϋ είχε προειδοποιήσει ότι το χειμώνα θα έπεφτε πείνα στο γκέτο και είχε αναρωτηθεί «μήπως η πιο ανθρωπιστική λύση θα ήταν να σκοτώνουμε με κάποιον άλλον τρόπο όσους Εβραίους δεν είναι ικανοί προς εργασία». (Ο συγκε κριμένος αξιωματούχος ήθελε επίσης να στειρώσει τις γυναίκες, «ώστε το εβραϊκό πρόβλημα να λυθεί πλήρως και από κάθε άποψη μέσα σε αυτήν τη γενιά».)17 Τον Οκτώβριο του 1941 έγιναν μαζικές εκτελέσεις στο δάσος του Καζίμιεζ, που δείχνει ότι τα δδ σκέφτονταν ακόμα να σκοτώνουν τους Εβραίους του Βάρτεγκαου με τον ίδιο τρόπο όπως και στη Ρωσία. Παρ’ όλα αυτά, φορτηγά αερίων ίσως χρησιμοποιήθηκαν σε Εβραίους άντρες, γυναίκες και παιδιά τότε και ακόμα πιο πριν υπάρχουν πληροφορίες, αλλά ανεπαρκείς. Τέτοια οχήματα είχαν σίγουρα αναπτυ χθεί στην περιοχή το προηγούμενο καλοκαίρι για να σκοτώσουν ψυχικά άρρωστους και ηλικιωμένους Πολωνούς ασθενείς, ίσως για να υπάρξει χώρος στα νοσοκομεία ώστε να περιθάλψουν Γερμανούς στρατιώτες. Μερικοί από τους άντρες που ανήκαν σε αυτήν τη μυστική μονάδα, η οποία λειτουργούσε στο πλαίσιο της καμπάνιας ευ θανασίας, επεξέτειναν τις δραστηριότητές τους ύστερα από αίτημα των αρχών του Βάρτεγκαου και εγκατέστησαν μια μόνιμη βάση για τη δουλειά τους. Ο τόπος που διάλεξαν ήταν ένα έρημο υποστατικό που είχε ολόγυρα φράχτη και δέντρα, έξω από το χωριό Χέουμνο, περίπου πενήντα επτά χιλιόμετρα από το Ουτζ. Τον Δεκέμβριο, αυτό το σώμα των δοηάοΛοιηιη&ικΙο άρχισε να σκοτώνει Εβραίους που ζούσαν στα πέριξ, και από τον Ιανουάριο άρχισαν να μεταφέρουν και κόσμο από την πόλη. Οι μεταγωγές αυξήθηκαν μετά την άφιξη ενός νέου αρχηγού της Γκε στάπο, του Όττο Μπράντφις, από τα πεδία θανάτωσης της Ανατολής, κι έτσι περισ-
Η ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ: ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
381
σότεροι από 150.000 άνθρωποι δολοφονήθηκαν τελικά εκεί. Στους νιόφερτους έλε γαν πως τους έστελναν στη Γερμανία για δουλειά αλλά πως έπρεπε πρώτα να πλυ θούν: τα φορτηγά θα τους πήγαιναν υποτίθεται στα λουτρά. Μόλις επιβιβάζονταν 50-70 άτομα, έκλειναν τις πόρτες και διοχέτευαν μέσα μονοξείδιο του άνθρακα. Στη συνέχεια το φορτηγό πετούσε τα πτώματα στο κοντινό δάσος και όσοι ήταν ακόμα ζωντανοί σκοτώνονταν με πιστόλι. Παρά τα αυστηρά μέτρα ασφαλείας και την έντονη μυστικότητα, επιχειρήσεις τέτοιας κλίμακας δεν ήταν δυνατόν να κρατηθούν απολύτως απόρρητες. Τον πρώτο καιρό, για παράδειγμα, ένας τοπικός Γερμανός δασοπόνος, ο Χάιντς Μάυ, περνού σε με το αυτοκίνητο παρέα με το γιο του από το δρόμο ανάμεσα στο Χέουμνο και στο Κόουο, όταν τους υποχρέωσαν να σταματήσουν, εξαιτίας ενός φορτηγού που εί χε βγει από το δρόμο: Ο γιος μου βγήκε από το φορτηγό μας και περπάτησε προς μια ομάδα αντρών με αστυνομικές στολές, που καταγίνονταν με το ντελαπαρισμένο όχημα. Σύντομα τους άκουσα να μαλώνουν το γιο μου* κατέβηκα κι εγώ και πήγα προς τα κει... Το φορτη γό στο χαντάκι είχε περίπου τέσσερα μέτρα μήκος και γύρω στα δυο μέτρα ύψος. Η πίσω πόρτα του ήταν κλεισμένη μ’ έναν σιδερένιο σύρτη, απ’ τον οποίο κρεμόταν ένα λουκέτο. Έντονη δυσοσμία έβγαινε από το φορτηγό και από τους άντρες που στέκονταν γύρω του. Όταν ρώτησα αν θα άνοιγε σύντομα ο δρόμος, μου είπαν με αγένεια ότι θα τρα βούσαν το φορτηγό λίγο πιο στην άκρη και θα 4πρεπε να προσπαθήσω να περάσω απ’ το πλάι του. Λίγες μέρες αργότερα, ο γιος μου είχε πάει στο Κόουο. Όταν γύρι σε, μου είπε πως οι αστυνομικοί μάζευαν ομάδες Εβραίων και τους έπαιρναν με φορτηγά. ... Δεν είχα πια καμιά αμφιβολία ότι κάτι φοβερό συνέβαινε στο δάσος του Λαντόρουτζ, κάτι που στην αρχή δεν μπορούσα να το πιστέψω. Τηλεφώνησα αμέσως στον δασοφύλακα Στάγκεμαϊρ και τον ρώτησα τι συνέβαινε στην περιφέ ρεια της αρμοδιότητάς του. Μου απάντησε ότι ο Περίβολος 77 είχε περικυκλωθεί τελείως από τη στρατιωτική αστυνομία. "Οταν στις επίσημες περιπολίες του είχε πλησιάσει τους φρουρούς, του είχαν πει να κάνει μεταβολή και να φύγει αμέσως από την περιοχή, αλλιώς να ήταν σίγουρος ότι θα τον εκτελούσαν... Ο Στάγκεμαϊρ μού εξήγησε ότι στο Χέουμνο στάθμευε ένα μεγάλο απόσπασμα της στρατιωτικής αστυνομίας. Το μέγαρο στα δυτικά του Χέουμνο είχε κλειστεί ολόγυρα μ’ έναν ψηλό ξύλινο φράχτη... Πέρασα από δίπλα καθώς επέστρεφα στο δάσος και διαπίστωσα ότι όσα μου είχε πει ο Στάγκεμαϊρ... ήταν αλήθεια. Στο Χέ ουμνο είχε ουρές ατελείωτες τα φορτηγά, με αυτοσχέδιες κουκούλες από μουσαμά. Γυναίκες, άντρες, ακόμα και παιδιά ήταν στοιβαγμένα μέσα σ’ εκείνα τα φορτηγά... Τη λίγη ώρα που έμεινα εκεί, είδα το πρώτο φορτηγό να ανηφορίζει προς τον ξύλι νο φράχτη. Οι φρουροί άνοιξαν τις πύλες. Το φορτηγό εξαφανίστηκε μέσα στην αυ
382
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
λή του μεγάρου και αμέσως μετά ένα άλλο κλειστό φορτηγό βγήκε από την αυλή και κατευθύνθηκε προς το δάσος. Έπειτα οι δυο φρουροί έκλεισαν τις πύλες. Δεν υπήρχε πια η παραμικρή αμφιβολία ότι πράγματα φοβερά, πράγματα άγνωστα ως τότε στην ιστορία του ανθρώπου, διαδραματίζονταν εκεί πέρα.18 Στο ίδιο στιλ με τα δδ του Βάρτεγκαου, αλλά υπεύθυνοι τελικά για σχεδόν δέκα φο ρές περισσότερους θανάτους, δούλευαν οι ομόλογοί τους στην ανατολική πολωνική επαρχία του Λούμπλιν. Ο κύριος οργανωτής, ο Οντίλο Γκλομπότσνικ, ήταν από τους -πολλούς στο χώρο των ναζί- ανθρώπους οι οποίοι δεν είχαν ακριβώς αποτύχει στη ζωή τους ως πολίτες, απλώς είχαν απορρίψει εκείνη τη ζωή γιατί αναζητούσαν περι πέτειες και στράτευση σ’ ένα σκοπό, έτσι όπως τα μυαλά τους ήταν γεμάτα φαντα σιώσεις εθνικής εκδίκησης και φυλετικής εκμηδένισης. Ο Χίμλερ είχε σώσει την κα ριέρα του το 1939, όταν τον είχαν απολύσει από γκαουλάιτερ της Βιέννης κατηγο ρούμενος για διαφθορά, και τον είχε στείλει στην Πολωνία να διευθύνει τα δδ του Λούμπλιν. Ο «Γκλόμπους» ήταν επομένως ένας άνθρωπος που έπρεπε να αποδείξει κάτι και επίσης ήταν απόλυτα πιστός στον Χίμλερ, του οποίου τη συμβουλή ζητούσε ακόμα και όταν σκεφτόταν ποια γυναίκα να παντρευτεί. Ό ταν όμως θύμωνε με κά ποιον, γινόταν εριστικός, φανατικός και βίαιος, και γενικά θεωρούνταν ένας νταής χωρίς προσόντα. Ο καλός του φίλος και επίσης γκαουλάιτερ Φρήντριχ Ράινερ, διοι κητής με πολύ μεγαλύτερη αυτοκυριαρχία και ικανότητες, είχε να λέει για τις «επι θετικές προσωπικές μεθόδους» του Γκλομπότσνικ και για το πώς δεν μάζευε το στό μα του. (Σε πιο πονηρό ύφος, ο Αυστριακός μέντοράς του έλεγε γι’ αυτόν ότι συν δύαζε «τη φρεσκάδα μιας νεαρής κόρης με το κοφτερό μυαλό ενός χωριάτη».)19 Συνοδευόμενος από μια κουστωδία παλικαράδων συμπατριωτών του, Καρινθίων και γραμματέων που είχαν μάτια μόνο γι’ αυτόν, ο Γκλομπότσνικ βολεύτηκε σε μια κομψή μοντερνιστική έπαυλη και άρχισε να κλωσά ιδέες για το πώς να φέρει τον πόλεμο των φυλών στη μεθόριο της Πολωνίας. Από τα τέλη του 1939 κιόλας, ο Φρανκ είχε χρειαστεί να παρέμβει για να μπλοκάρει την πρότασή του να μετατραπεί το Λούμπλιν σε «εβραϊκή αποκλειστική περιοχή». Ύστερα, ο Γκλομπότσινκ μά ζεψε με μπλόκα χιλιάδες Εβραίους (καθώς και τσιγγάνους που είχαν απελαθεί από τη Γερμανία) για να κτίσουν πελώριες στρατιωτικές οχυρώσεις κατά μήκος των ναζιστοσοβιετικών συνόρων. Ώσπου η ιδέα του «συνοριακού τείχους» να εγκαταλειφθεί και αυτή, ο Γκλομπότσνικ είχε εγκαταστήσει ένα δίκτυο στρατοπέδων εργα σίας με κέντρο ένα χωριό ονόματι Μπέουζετς - παγίδες θανάτου γεμάτες ανθρώ πους που τους φρουρούσαν τραβοπιστόληδες μειονοτικοί Γερμανοί «εκπαιδευμέ νοι» από τους άντρες του. Σαδιστές και αρπαγές, η αυθαίρετη τρομοκρατία τους εναντίον τόσο των Εβραίων όσο και των Πολωνών προκάλεσε τις οργισμένες δια μαρτυρίες του Φρανκ και των πολιτικών διοικητών, που προσπάθησαν επανειλημ μένα να πετύχουν την απομάκρυνσή του.
Η ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ: ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
383
Ο Χίμλερ όμως εκτιμούσε τον «Γκλόμπους» για το πνεύμα πρωτοβουλίας και τον αδίστακτο χαρακτήρα του και αργότερα τον περιέγραψε ως «έναν άντρα καμωμένο όπως κανένας άλλος για τα καθήκοντα του αποικισμού της Ανατολής». Τον Ιούλιο του 1941 του ανέθεσε να προγραμματίσει μια σειρά αστυνομικά προπύργια «στον νέο ΟδίΓ&ιιιη». Έτσι, ο Γκλομπότσνικ σκάρωσε εξωπραγματικά σχέδια για ένα αποικιακό σύστημα ασφαλείας που θα αποτελούνταν από «βάσεις οι οποίες θα εκτείνονται ως πέρα στα Ουράλια»* οι Εβραίοι που δεν θα απαιτούνταν για το κτί σιμό τους θα θανατώνονταν «επιτόπου». Έ φερε σχεδιαστές και φυλετικούς ειδήμο νες και είδε το Λούμπλιν σαν ένα εργαστήριο για το Γενικό Σχέδιο Ανατολής, μια βάση επιχειρήσεων εναντίον των Σλάβων. Στο μυαλό του, αυτό θα ήταν μια επανά ληψη -πετυχημένη αυτή τη φορά-των εθνικών πολέμων που οι Γερμανοί εθνικιστές τούς οποίους θαύμαζε όταν ήταν μικρός είχαν διεξαγάγει εναντίον των Σλοβένων στα νότια σύνορα της Αυστρίας: το Λούμπλιν θα γινόταν ο πρώτος καθαρά γερμανι κός οικισμός της ανατολικής Πολωνίας και ένας σπουδαίος κρίκος σε μια «θηλιά από νέους οικισμούς» που θα εκτεινόταν από τη Βαλτική ως την Τρανσυλβανία και θα περικύκλωνε τους Πολωνούς, «στραγγαλίζοντάς τους σιγά-σιγά, οικονομικά και βιολογικά».20 Πρώτα όμως η περιοχή έπρεπε να απαλλαγεί από τους Εβραίους. Παράλληλα με την καθ’ όλα δημόσια κατασκευή μεγάλων νέων στρατοπέδων και με τις μαζικές εκτελέσεις, ο Γκλομπότσνικ ήταν από τους λίγους αξιωματούχους -μαζί με τον Άρτουρ Γκράιζερ, τον Βέτσελ του Υπουργείου Ανατολής του Ρόζενμπεργκ και άλ λους- που συζητούσαν μυστικά για το πώς να εκμεταλλευτούν τις γνώσεις της ομά δας ευθανασίας για τη δηλητηρίαση με αέριο. £τη Ρίγα οι συζητήσεις αυτές κατέλη ξαν στη χρήση κινητών φορτηγών αερίων, που αργότερα αναπτύχθηκαν παντού στα ανατολικά εδάφη. Στο Μινσκ, πειραματίστηκαν με τα καυσαέρια (και προσπάθη σαν να ανατινάξουν τους ψυχικά ασθενείς, με ακόμα πιο φριχτά αποτελέσματα). Οι άντρες του Χάυντριχ έφεραν ένα φορτηγό αερίων στο στρατόπεδο του Σαξενχάουζεν και έσπρωξαν μέσα σαράντα γυμνούς Σοβιετικούς αιχμαλώτους πολέμου* μετά απ’ αυτό, η Κ5ΗΑ διέταξε τη μετατροπή τριάντα ακόμα φορτηγών. Την πιο φονική της ανάπτυξη, όμως, αυτή η προσέγγιση τη βρήκε στο Λούμπλιν. Ο Γκλομπότσνικ, ακολουθώντας τις απευθείας διαταγές του Χίμλερ -και ανεξάρτητα από τον Άιχμαν και τους εβραιολόγους ειδήμονές του-, οργάνωσε αυτοπροσώπως την κατασκευή των νέων μυστικών στρατοπέδων εξόντωσης όπου έμελλε να θανατωθούν περισσό τεροι από 1,2 εκατομμύρια Πολωνοεβραίοι, και επέλεξε το προσωπικό που θα τα επάνδρωνε. Το συνθηματικό όνομα της όλης επιχείρησης -που δόθηκε λίγο μετά τη δολοφονία του Χάυντριχ, στη μνήμη του-ήταν Επιχείρηση Ράινχαρντ.21
384
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΡΑΪΝΧΑΡΝΤ ΚΑΙ Η ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΤΗΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ
Ανάμεσα οτα αποκρυπτογραφημένα μηνύματα του γερμανικού ασυρμάτου που αποδιαβαθμίστηκαν πρόσφατα και δόθηκαν στη δημοσιότητα από το ΡιιΜίο ΚεοοπΙ Οίίίοε του Λονδίνου είναι ένα σύντομο, άκρως απόρρητο μήνυμα που υποκλάπηκε κάθοδόν από το Λούμπλιν στις 11 Ιανουαρίου 1943. Το μήνυμα αυτό περιείχε τη δε καπενθήμερη αναφορά του ταγματάρχη των δδ Χέρμαν Χαίφλε, επικεφαλής των εβραϊκών υποθέσεων στο αρχηγείο της Επιχείρησης Ράινχαρντ του Γκλομπότσνικ, προς τον υποδιοικητή της δίΡο/δϋ στη Γενική Κυβέρνηση. Μέσα σε τρεις μόλις γραμμές συνόψιζε τις «καταγεγραμμένες αφίξεις μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1942», όπως ελλειπτικά τις χαρακτήριζε, ως εξής: «Ε 12761, Β 0, δ 515, Τ 10335, μαζί 23611. Σύνολο... 31.12.42, Ε 24733, Β 434508, δ 101370, Τ 71355, μαζί 1274166». Μόλις αντιληφθεί κανείς ότι τα αρχικά αναφέρονται στα στρατόπεδα της περι φέρειας του Λούμπλιν -Ε ίσον Λούμπλιν-Μαϊντάνεκ, Β ίσον Μπέουζετς, δ ίσον Σομπίμπορ και Τ ίσον Τρεμπλίνκα- γίνεται σαφές ότι αυτό που έχουμε εδώ είναι, όπως απέδειξαν οι συγγραφείς ενός πρόσφατου σχολίου στο έγγραφο αυτό, μια στατιστική από πρώτο χέρι του αρχηγείου του Γκλομπότσνικ για τον αριθμό των αν θρώπων που είχαν δολοφονηθεί ως τα τέλη του 1942 στο πλαίσιο της Επιχείρησης Ράινχαρντ. Σύμφωνα με τα νούμερα, συνολικά περισσότεροι από 1,2 εκατομμύριο άνθρωποι είχαν «αφιχθεί» με μεταφορικά μέσα, και σχεδόν όλοι στα τρία στρατό πεδα εξόντωσης. Από αυτούς, όχι λιγότεροι από 713.550 (ένα μηδενικό είχε προφα νώς πέσει από το αντίστοιχο σύνολο στο έγγραφο) είχαν σκοτωθεί μονάχα στην Τρεμπλίνκα. Το Μαϊντάνεκ ήταν ένα πολύ μεγάλο δίδυμο στρατόπεδο εργασίας και εξόντωσης, λίγα μόλις χιλιόμετρα από το κέντρο του Λούμπλιν η ύπαρξή του δεν μπορούσε να κρατηθεί μυστική. Τα άλλα τρία όμως ήταν πολύ μικρά στρατόπε δα -το Μπέουζετς ήταν ίσα-ίσα 200 μέτρα επί 250- σε αραιοκατοικημένες τοποθε σίες με καλή σιδηροδρομική πρόσβαση. Πέρα από τις κατοικίες των φυλάκων, το μόνο που περιείχαν ήταν οι μεταμφιεσμένοι θάλαμοι αερίων μαζί με ένα χωρο υπο δοχής, αποδυτήρια και υποτυπώδη καταλύματα για τους Εβραίους εργάτες που απομάκρυναν τα πτώματα, είτε θάβοντάς τα σε μεγάλους λάκκους είτε, αργότερα, καίγοντάς τα σε πυρές. Τα στρατόπεδα αυτά έπρεπε να παραμείνουν μυστικά. Δ^εν ήταν όμως βέβαια μυστικά για τους ντόπιους, οι οποίοι χρησιμοποιηθηκαν για λίγο στο κτίσιμό τους και αργότερα σκάλιζαν τον τόπο μήπως βρουν αντικείμενα αξίας. Οι φήμες απλώθηκαν γρήγορα και στις γύρω πόλεις, και οι επιβάτες της γραμμής Λβιφ-Λούμπλιν μύριζαν το στρατόπεδο του Μπέουζετς που ήταν κρυμμένο πίσω από τα πεύκα και μιλούσαν μεταξύ τους ανοιχτά για τα πτώματα που είχαν αρχίσει να σαπίζουν.22 Ό πω ς τα δδ στο Βάρτεγκαου, έτσι και ο Γκλομπότσνικ και οι άντρες του είχαν
Η ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ: ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
385
ξεκινήσει εφαρμόζοντας «ανατολικές» μεθόδους στον τοπικό εβραϊκό πληθυσμό* το φθινόπωρο του 1941, τους είχαν βάλει στη γραμμή κατά εκατοντάδες μέσα σε πα λιές αντιαρματικές τάφρους και τους είχαν εκτελέσει. Χάρη στον Χίμλερ, που έμει νε μαζί του τον Σεπτέμβριο, ο Γκλομπότσνικ ήταν ενήμερος για τα πρώτα πειράμα τα με ΖγΗοη Β που είχαν γίνει στο Άοϋσβιτς στις αρχές του μήνα και βρισκόταν σε στενή επαφή με τους ειδικούς της ευθανασίας με αέριο, για την εγκατάσταση ενός μηχανοποιημένου κέντρου θανάτωσης στη Γενική Κυβέρνηση.23 Στις 17 Οκτωβρίου συναντήθηκε με τον Χανς Φρανκ και συμφώνησαν να «εκκενώσουν» Εβραίους του Λούμπλιν πέρα από τον ποταμό Μπουγκ* επειδή όμως ο Ρόζενμπεργκ είχε ήδη κά νει σαφές στον Φρανκ ότι οι εκτοπίσεις εκτός συνόρων δεν θα επιτρέπονταν, η «εκ κένωση» δεν ήταν παρά ευφημιστικός όρος για τη δολοφονία. Το βράδυ της ίδιας μέρας ο Χίτλερ έλεγε σΐους καλεσμένους του πως το μοναδικό σχέδιο για την Ανα τολή ήταν ο εκγερμανισμός της χώρας, και πως οι ιθαγενείς θα είχαν μεταχείριση «ερυθρόδερμων». «Σε αυτό το θέμα, είμαι ψυχρός σαν πάγος», συνέχισε. «Τρώμε καναδέζικο σιτάρι και δεν σκεφτόμαστε τους Ινδιάνους».24 Στις αρχές Νοεμβρίου είχαν ξεκινήσει τα έργα για τη μετατροπή του πρώην στρατοπέδου εργασίας του Μπέουζετς σε μονάδα δηλητηρίασης με αέριο. Ο Χίμ λερ και ο Γκλομπότσνικ διατήρησαν στενή επαφή όλο το χειμώνα, και στις 14 Μαρ τίου 1942 οι δύο άντρες δείπνησαν μαζί. Τρεις μέρες μετά έφτασαν στο Μπέουζετς οι πρώτες μεταγωγές: 40-60 εμπορικά βαγόνια που κουβαλούσαν Εβραίους από το Λούμπλιν. Σύντομα έφτασαν άλλοι από την περιφέρεια του Λβιφ και της Κρακο βίας. Προτού βγει ο μήνας είχαν θανατωθεί με αέριο 58.000 Εβραίοινοι οργανωτές κατάλαβαν ότι είχαν βρει τρόπο μαζικής δολοφονίας που θα μείωνε το στρες των εκτελεστικών αποσπασμάτων. Με τη βοήθεια των ειδικών της ευθανασίας κτίστη κε ένα δεύτερο στρατόπεδό εξόντωσης στο Σομπίμπορ, ανατολικά του Λούμπλιν (ξεκίνησε τις εργασίες του στα τέλη Απριλίου), κι ένα τρίτο στην Τρεμπλίνκα, κο ντά στη Βαρσοβία, στις αρχές του καλοκαιριού. Ό χ ι μακριά από τα κύρια στρατό πεδα υπήρχαν μικρότερα διαμετακομιστικά στρατόπεδα -άθλια, ελλιπώς φρουρούμενα και υπερπλήρη-, όπου κρατούσαν και λήστευαν τους «λιμοκτονούντες, βρομερούς, χειρονομούντες, παρανοημένους» τροφίμους προτού τους στείλουν παρακάτω. Ή ταν όλα επανδρωμένα με προσωπικό επιλεγμένο από τις τάξεις της ομάδας ευθανασίας του Ράιχ και τα φρουρούσαν Ουκρανοί οι οποίοι είχαν περάσει από το στρατόπεδο εκπαίδευσης που είχε ιδρύσει ο Γκλομπότσνικ. Η οργάνω ση όμως ήταν κακή, και ο Γκλομπότσνικ, ο οποίος δεν είχε χαρίσματα μάνατζερ, συχνά έχανε την επαφή με τους ανθρώπους που διοικούσαν πραγματικά τα στρατό πεδα. Όταν ο κτηνώδης αρχηγός της ομάδας ευθανασίας, πρώην επαγγελματίας αστυνομικός ονόματι Κρίστιαν Βιρτ, έφυγε από το Μπέουζετς για το Βερολίνο για να δώσει αναφορά μετά τις πρώτες θανατώσεις, ο Γκλομπότσνικ δεν είχε ιδέα πού είχε πάει.25
386
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
Μια εγγραφή στο ημερολόγιο του Γκαίμπελς στα τέλη Μαρτίου δίνει την αίσθη ση ότι κάτι καινούργιο και φοβερό είναι σε εξέλιξη: ο Γκλομπότσνικ, έγραφε, «εκ κένωνε» τους Εβραίους της Γενικής Κυβέρνησης στην Ανατολή, ξεκινώντας από το Λούμπλιν, με «μάλλον βάρβαρες μεθόδους που δεν θα τις περιγράψω εδώ ακριβέ στερα* δεν απομένουν πολλοί Εβραίοι». Οι μέθοδοι αυτές περιλάμβαναν «διαδικα σίες που δεν τραβούν πολύ την προσοχή». Σύμφωνα με τον Γκαίμπελς, «το εξήντα τοις εκατό πρέπει να εκκαθαριστεί, και μόνο το σαράντα τοις εκατό μπορεί να χρη σιμοποιηθεί σε δουλειές». Τα εύσημα τα απέδιδε στον Χίτλερ, τον «ακατάβλητο θιασώτη μιας ριζικής λύσης». Και εκείνο που ενδιέφερε ιδιαίτερα τον Γκαίμπελς ως γκαουλάιτερ του Βερολίνου ήταν ότι «τα γκέτο που απελευθερώνονται στις πόλεις της Γενικής Κυβέρνησης θα γεμίσουν με Εβραίους που θα έχουν εκκενωθεί από το Ράιχ* ύστερα η επιχείρηση θα επαναλαμβάνεται κάθε τόσο».26 Έ να αίσθημα έξαψης και επείγοντος διακατείχε όσους είχαν αναλάβει τους μυστικούς σκοτωμούς και ένιωθαν συνεχή πίεση να τους επιταχύνουν και να τελει ώσουν προτού διαρρεύσει η είδηση. Ο Γκλομπότσνικ πίστευε πως «η όλη εβραϊκή επιχείρηση πρέπει να εκτελεστεί όσο γίνεται πιο γρήγορα, ώστε να μη βρεθούμε μια μέρα στη μέση της δουλειάς χωρίς να μπορούμε να τη συνεχίσουμε, εξαιτίας δυσκολιών που θα μας αναγκάσουν να σταματήσουμε». Ο Βίκτορ Μπρακ, από τις κορυφαίες μορφές του προγράμματος, σημείωνε πως ο ίδιος ο Χίτλερ ήθελε να «δουλέψουν όσο γίνεται πιο γρήγορα, έστω και μόνο για λόγους απόκρυψης». Ο ραϊχσφύρερ, ωστόσο, δεν έδειξε ενδιαφέρον για την άποψη του Μπρακ ότι ήταν πιο λογικό να στειρώσουν τα «2-3 εκατομμύρια» Εβραίους της Ευρώπης που μπο ρούσαν να δουλέψουν, παρά να τους σκοτώσουν. Το άγχος για την αυξανόμενη έλ λειψη εργατικών χεριών του Ράιχ είχε κάνει τον Χίμλερ να χαλαρώσει ελαφρώς την πολιτική διαλογής του στις αρχές του 1942, αλλά αυτό πήγαινε ενάντια στο γε νικό ρεύμα, ιδίως αφού ο ίδιος αισιοδοξούσε ότι ο Λόλεμος θα τελείωνε εκείνο το καλοκαίρι.27 Στα μέσα Ιουνίου του 1942 υπολογίζεται ότι είχαν δολοφονηθεί ήδη 280.000 Πολωνοεβραίοι. Οι περισσότεροι είχαν σκοτωθεί στο Μπέουζετς, στο Χέουμνο και στο Σομπίμπορ, αν και ορισμένοι είχαν πεθάνει στους νέους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Αυτός ο ρυθμός όμως για τον Χίμλερ δεν ήταν σε καμιά πε ρίπτωση αρκετά γρήγορος, γιατί υπήρχαν ακόμα περισσότεροι από δύο εκατομμύ ρια Εβραίοι μονάχα στην πρώην Πολωνία. Ακόμη χειρότερα, η έλλειψη εργατικών χεριών του Ράιχ προκαλούσε παράπονα ότι η εξολόθρευση των Εβραίων δημιουρ γούσε οικονομικά προβλήματα, ενώ στα μέσα Ιουνίου οι προετοιμασίες για τη νέα θερινή επίθεση στην Ανατολή οδήγησαν σε πλήρη απαγόρευση κάθε μη στρατιωτι κής μεταφοράς, κάνοντας άνω-κάτω το πρόγραμμα των εκτοπίσεων. Ο Χίμλερ αντέδρασε διατάζοντας να κτιστούν νέοι και μεγαλύτεροι θάλαμοι αερίων στο Μπέουζετς. Τον Ιούλιο εξέφρασε την αδημονία του γι’ αυτούς που προσπαθούσαν
Η ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ: ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
387
να κρατήσουν Εβραίους εργάτες στη Γενική Κυβέρνηση για οικονομικούς λόγους, πληροφορώντας τους επιθεωρητές πυρομαχικών ότι στο εξής μόνο στα στρατόπεδα των δδ θα επιτρεπόταν να δουλεύουν Εβραίοι, και υπό την επίβλεψή τους* οι υπό λοιποι έπρεπε να παραδίδονται σε αυτά. Στις 16 Ιουλίου, αφού συναντήθηκε με τον Χίτλερ, ήρθε σε επαφή με τους αν θρώπους του Υπουργείου Μεταφορών και τους πίεσε να διαθέσουν περισσότερα τρένα για το Σομπίμπορ. Έ να ς από τους λόγους της συνάντησης μπορεί να ήταν η επιθυμία του Γκλομπότσνικ να υπάρξει επίσημη διαταγή που να καλύπτει τις θανα τώσεις που είχαν γίνει ήδη. Αφού παρακολούθησε μια εκτέλεση με αέρια στο Άουσβιτς, ο Χίμλερ έδωσε στον προϊστάμενο του Γκλομπότσνικ, τον ΗδδΡΡ Φρήντριχ Κρύγκερ, ρητή εντολή να έχει ολοκληρώσει «τη μετοικεσία ολόκληρου του εβραϊ κού πληθυσμού της Γενικής Κυβέρνησης» ως το τέλος του χρόνου. Στα τέλη του μοι ραίου αυτού μήνα -του ίδιου μήνα όπου κατάφερε να πάρει την έγκριση του Χίτλερ για το προσχέδιο του Γενικού Σχεδίου Ανατολής- ο Χίμλερ έγραψε σ’ ένα βοηθό του ότι «τα κατεχόμενα ανατολικά εδάφη θα γίνουν ελεύθερα Εβραίων. Η εκτέλεση αυτής της πολύ δύσκολης διαταγής ανατέθηκε από τον Φύρερ στο πρόσωπό μου».28 Και άλλοι το κατάλαβαν αυτό. Στη Γενική Κυβέρνηση, ο Χανς Φρανκ, που πάσχιζε εκείνο τον Αύγουστο να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις παράδοσης αγροτικών προϊό ντων από τη σοδειά της περιοχής του προς το Ράιχ, είπε στο κυβερνητικό του συμ βούλιο ότι «η διαταγή για την πλήρη εκμηδένιση των Εβραίων», που από ορισμένες απόψεις τού είχε κάνει τη ζωή ευκολότερη (μείωσε τη ζήτηση τροφίμων μέσα στη Γενική Κυβέρνηση) και από άλλες δυσκολότερη (αύξησε την έλλειψη ειδικευμένων εργατών), είχε εκπορευτεί «από ανώτερα κλιμάκια» και δεν μπορούσε να αμφισβη τηθεί. Οι θανάσιμες συνέπειες του γραφειοκρατικού θριάμβου του Χίμλερ επί του Φρανκ έγιναν τώρα φανερές: όσον αφορούσε τους Εβραίους (και σε αντίθεση με τα ισχύοντα δύο χρόνια νωρίτερα), οι φυλετικές παράμετροι υπερίσχυαν τώρα απένα ντι στις οικονομικές. Ο Φρανκ είχε επιδιώξει την απομάκρυνση του Γκλομπότσνικ γιατί διαπληκτιζόταν διαρκώς με την πολιτική διοίκηση· ο Χίμλερ όμως είχε καλύ ψει τον στραβοκέφαλο νεαρό προστατευόμενό του, ώστε να προστατεύσει την Τελι κή Λύση.29 Στη Γενική Κυβέρνηση, όπου η δύναμή του ήταν στο απόγειο, ο Χίμλερ υπερέβη την προθεσμία που είχε θέσει ο ίδιος κατα μόλις ένα μήνα π ε ρ ίπ ο υ .^ Μ ,ϊο κα λοκαίρι του 1942 ελήφθη επίσης η απόφαση να προχωρήσουν οι εκτοπίσεις απ’ όλη την Ευρώπη, μετατρέποντας μιαν έως τότε εσωτερική κυρίως γερμανική υπόθεση σε ζήτημα της διεθνούς διπλωματίας. Η Γαλλία και η Σλοβακία είχαν ήδη δείξει προθυμία να στείλουν μερικούς από τους Εβραίους τους στους Γερμανούς, για δουλειά, όπως μπορεί να πίστευαν για λίγο, και τώρα οι Γερμανοί ενέτειναν τις πιέσεις. Στα μέσα Αυγοΰστου, ο καλά ενημερωμένος Ούγγρος πρέσβης στο Βερολίνο
388
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
Λάσλο Στόγιαϋ ανέφερε «μια ριζική αλλαγή στάσης εδώ ως προς τη διευθέτηση του εβραϊκού ζητήματος... Ενώ ο Καγκελάριος, και κατά συνέπεια το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, προηγουμένως είχε την άποψη ότι η λύση του εβραϊκού προβλήματος στις άλλες χώρες πλην Γερμανίας έπρεπε να αναβληθεί για μετά το τέλος του πολέ μου, αυτό δεν ισχύει πλέον και ο Φύρερ έδωσε κατηγορηματική εντολή να διευθετη θεί το πρόβλημα αμέσως... Σύμφωνα με απολύτως αξιόπιστες πληροφορίες, ο ράιχσλάιτερ Χίμλερ σε μια συνάντησή του με ηγετικά στελέχη των δδ τούς ενημέρωσε ότι η γερμανική κυβέρνηση επιθυμεί να έχουν ολοκληρωθεί αυτές οι εκτοπίσεις μέσα σε ένα χρόνο».30 Σύντομα τα νέα ταξίδεψαν παραπέρα, και με περισσότερες λεπτομέρειες, ακρι βώς όπως φοβόταν ο Χίμλερ. Ο γκαουλάιτερ της Άνω Σιλεσίας Φριτς Μπραχτ περιηγήθηκε μαζί του το Άουσβιτς στις 17 Ιουλίου. Ή ταν με τον Χίμλερ όταν εκείνος παρακολούθησε τη διαλογή και τη θανάτωση ενός συρμού Εβραίων από την Ολλαν δία και διοργάνωσε δεξίωση προς τιμήν του το ίδιο βράδυ. Μια βδομάδα αργότερα, ένας Γερμανός επιχειρηματίας ονόματι Έντβαρντ Σούλτε, που το δεξί του χέρι είχε διασυνδέσεις με τον Μπραχτ, ταξίδεψε σιδηροδρομικούς στην Ελβετία μεταφέροντας σημαντικές πληροφορίες, που τις διαβίβασε μέσω τρίτων στον Γκέρχαρτ Ρήγκνερ του Παγκόσμιου Εβραϊκού Συνεδρίου. Το περίφημο τηλεγράφημα Ρήγκνερ, που στάλθηκε στις αρχές Αυγούστου από τη Γενεύη σε εξέχοντες Αμερικανοεβραίους, συνόψιζε την αλλαγή πολιτικής με αξιόλογη ακρίβεια: ΕΛΑΒΑ ΑΝΗΣΥΧΗΤΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΟΤΙ ΣΤΟ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΤΟΥ ΦΥΡΕΡ ΣΥΖΗΊΉΘΗΚΕ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΕΝΑ ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΟΛΟΙ ΟΙ ΕΒΡΑΙΟΙ ΣΤΙΣ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ ΧΩΡΕΣ ΣΥΝΟΛΙΚΑ ΤΡΕΙΣΗΜΙΣΙ ΜΕ ΤΕΣΣΕΡΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΠΡΕΠΕΙ ΜΕΤΑ ΑΠΟ
ΕΚΤΟΠΙΣΗ ΚΑΙ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ
ΝΑ
ΕΞΟΝΤΩΘΟΥΝ ΔΙΑΜΙΑΣ ΩΣΤΕ ΕΠΙΛΥΘΕΙ ΜΙΑ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΣΤΟΠ ΔΡΑΣΗ ΛΕΓΕΤΑΙ ΟΤΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΖΕΤΑΙ ΓΙΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΤΡΟΠΟΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΑΚΟΜΑ ΣΥΖΗΤΙΟΝΤΑΙ ΣΤΟΠ ΕΓΙΝΕ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΠΡΩΣΙΚΟ ΟΞΥ ΣΤΟΠ.. .31
Καθώς οι πολιτικοί των Συμμάχων λάβαιναν γνώση αυτής της είδησης και την αξιο λογούσαν, με αποκορύφωμα τη δημόσια προειδοποίησή τους τον Δεκέμβριο του 1942 ότι τα εγκλήματα πολέμου των ναζί δεν θα έμεναν ατιμώρητα στο τέλος του πο λέμου, οι αρχιτέκτονες της Τελικής Λύσης είχαν τώρα έναν νέο παράγοντα να λά βουν υπόψη τους. Υπήρχε νευρικότητα μέσα στην ίδια τη Γερμανία, που την τροφο δοτούσαν οι έμμεσες ειδήσεις από την προπαγάνδα των Συμμάχων και οι στρατιώ τες που επέστρεφαν από την Ανατολή. Η Καγκελαρία του Κόμματος ένιωσε ανα γκασμένη να εκδώσει εμπιστευτικές οδηγίες για την αντιμετώπιση του άγχους γύρω
Η ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ: ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
389
από τις «πολΰ σκληρές επιχειρήσεις» που διεξάγονταν εναντίον των Εβραίων στην Ανατολή. Εξηγήθηκε στους Γερμανούς γιατί ήταν επιθυμητή η «ανελέητη αυστηρό τητα» σε τέτοιου είδους μέτρα και ότι αυτά τώρα θα επεκτείνονταν σε όλη την Ευ ρώπη· τους δόθηκε επίσης η διαβεβαίωση ότι οι ηλικιωμένοι Εβραίοι και οι παρασημοφορημένοι παλαιοί πολεμιστές θα μετοικούσαν σε χωριστό τόπο, στο Τερέζιενστατ.32 Την ίδια ώρα που ο Φύρερ εγκαινίαζε την Πρωτοχρονιά του 1943 με την πρόβλεψη ότι η νίκη ήταν κοντά, η γερμανική επίθεση εναντίον των πετρελαιοπηγών του Καυκάσου αποτύγχανε τελικά, χαντακωμένη από τη νίκη των Σοβιετικών στο Στάλινγκραντ και την περικύκλωση της γερμανικής 6ης Στρατιάς. Τότε ήταν που ο Χίμλερ παρήγγειλε στον βασικό στατιστικολόγο του, τον Ρίχαρντ Κόρχερ, να αντιπαραβάλει τα διαθέσιμα στοιχεία για την «Τελική Λύση του Εβραϊκού Ζητήματος στην Ευ ρώπη»* η τελική μορφή της έκθεσης που προέκυψε ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο. Ο Χίμλερ τη βρήκε «εξαίρετη» -μολονότι με τυπική σχολαστικότητα είπε να αντικατα στήσουν την έκφραση «ειδική μεταχείριση των Εβραίων» με την έκφραση «μεταφο ρά των Εβραίων από τις ανατολικές επαρχίες στη ρωσική Ανατολή»- και ζήτησε να του φτιάξει μια περίληψη για τον ίδιο τον Χίτλερ. Ο Κόρχερ, ένας συνεσταλμένος αλλά ένθερμος εθνικιστής, ήταν περήφανος για τις ικανότητές του στη στατιστική και για την αντικειμενικότητά του* ήταν ένας από τους πολλούς τέτοιους τεχνικούς ειδήμονες, από τις γνώσεις των οποίων εξαρτιόταν η Τελική Λύση, και, για να ανταποκριθεί στο αίτημα του Χίμλερ, πέρασε δύο εβδομάδες στο γραφείο του Αιχμαν σκυμμένος πάνω από διάφορα έγγραφα.33 Τε λικά υπολόγισε ότι ο εβραϊκός πληθυσμός των εδαφών που είχαν μαρκαριστεί ως γερμανικός Ι,©1)0η3Γ&υιη -της Γερμανίας, της Αυστρίας, της Σουδητίας, του Προτε κτοράτου και της πρώην Πολωνίας- είχε μειωθεί, από τα 3,1 εκατομμύρια του Μαρτίου 1939, στις 606.103 στα τέλη του 1942. Ολόκληρη η περιοχή κόντευε πια να γίνει ]\ιά&ητ£Ϊη. Εξετάζοντας μία προς μία τις περιοχές από τότε που είχε αρχίσει η ναζιστική διακυβέρνηση, και ζητώντας να δει σε ποιο βαθμό η μείωση του αριθμού των Εβραί ων οφειλόταν στην «εκκένωση» (δηλ. στην εκτόπιση και τη θανάτωση), ο Κόρχερ κατέληξε σε μερικά σημαντικά συμπεράσματα. Στην ίδια τη Γερμανία, που είχε τη μεγαλύτερη πτώση -καθόλου περίεργο, αφού οι ναζί ήταν στην εξουσία εκεί από το 1933-, πολύ περισσότεροι Εβραίοι είχαν μεταναστεύσει παρά εκτοπιστεί. Το ίδιο ίσχυε για την Αυστρία -απόδειξη της βάναυσης αποτελεσματικότητας της υπηρε σίας εβραϊκής μετανάστευσης του Άιχμαν- και για τα προσαρτημένα πολωνικά εδάφη, από όπου πολλοί Εβραίοι είχαν φύγει για να γλιτώσουν από τους Γερμα νούς. Στην Τσεχία, όμως, και στη Γενική Κυβέρνηση η τεράστια μείωση του συνολι κού εβραϊκού πληθυσμού -στα τέλη του 1942 ο Κόρχερ υπολόγιζε πως ζούσαν ακό
390
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
μα μόλις 15.550 Εβραίοι στο Προτεκτοράτο και μόλις 297.914 στη Γενική Κυβέρνη ση, σε σύγκριση με τα δυο εκατομμύρια και πλέον στην αρχή του πολέμου- ήταν σε συντριπτικό βαθμό αποτέλεσμα της «εκκένωσης» προς τα στρατόπεδα θανάτου όλο το 1942. Περαιτέρω εκτοπίσεις τους πρώτους τρεις μήνες του 1943 ευθύνονταν για άλλες 113.000 και παραπάνω. Ο εβραϊκός πληθυσμός της Γερμανίας «πλησίαζε προς το τέλος του», όπως έγραφε. Η μείωση τον εβραϊκού πληθυσμού στην κεντρική Ευρώπη Χώρα και Χρονική περίοδος Παλιό Ράιχ + Σουδητία
Μετανάστευση
«Εκκένο)ση»
382(71%)
100(19%)
540
51
149 (70%)
48(23%)
26(25%)
70(69%)
212 102
16
335 (60%)
222(40%)
557
233
428 (25%)
1.274(75%)
1.702
298
Συνολική μείωση
Εναπομένοντες
(από 1/33 και από 9/38) Αυστρία (από 3/38) ΠΒΜ (από 3/39)
8
Προσαρτημένα Ανατολικά Εδάφη (από 9/39) Γενική Κυβέρνηση (από 9/39 και 6/40) Σημειώσεις ΠΒΜ = Προτεκτοράτο Βοημίας και Μοραβίας. Οι αριθμοί είναι στρογγυλέμένοι προς την πλησιέστερη χιλιάδα. Συνολική μείωση = μετανάστευση + «εκκένωση» + «άλλες μειώσεις» (οφειλόμενες κυρίως στην κατά Κόρχερ «υπερβάλλουσα θνησιμότητα»). Η τελευταία αυτη κατηγορία έχει παραλειφθεί. Τα ποσοστά δείχνουν την αναλογία ως προς τη συνολική μείωση του εβραϊ κού πληθυσμού (που περιλάμβανε και τους φυσικούς θανάτους και τις αυτοκτονίες).34
^ ^ ν ^ ,π α ΐΐ^ ε χ ω ρ ίζ ε ι σε αυτήν τη φάση εινα^^ο αποφασιστικός οόλος χαν ο^01·0 έπαιξαν τα στρατόπεδα της Επιχείρησης Ράινχαρντ, όπου είχαν ήδη θανατωθεί πε ρισσότεροι από 1,2 εκατομμύρια - σαφώς περισσότεροι από το ήμισυ του συνολικού αριθμού των Εβραίων θυμάτων ως εκείνη τη στιγμή. Ο Κόρχερ εκτιμούσε επί σης ότι 633.300 Εβραίοι είχαν θανατωθεί στα κατεχόμενα σοβιετικά εδάφη. (Στην πραγματικότητα, οι θάνατοι μετά τον Βαρβαρόσσα ήταν οπωσδήποτε περισσότε ροι.) Παρόλο που υπολόγιζε ότι περίπου 308.159 Εβραίοι «κυκλοφορούσαν ελεύ θεροι» ακόμα (κυρίως στην πρώην Πολωνία και στην Ε.Σ.Σ.Δ.), οι πιο πολλοί απ’ όσους είχαν αφεθεί ζωντανοί σε ολόκληρο τον γερμανικό ΕβββηδΓαιιιη ήταν συγκε ντρωμένοι στα γκέτο (297.914), στα ειδικά στρατόπεδα εργασίας (185.776) και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης (9.127): ήταν κυρίως εκείνοι που είχαν βγει ζωντανοί από τις συνεχείς διαλογές και αντιμετώπιζαν τώρα την «εξόντωση διά της εργα σίας». Θα περίμενε κανείς να είναι ικανοποιημένος ο Χίμλερ, γιατί δεν είχε υπάρ
Η ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ: ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
391
ξει στην ιστορία ανάλογη περίπτωση οργανωμένης θανάτωσης αμάχων σε τέτοια κλίμακα και σε τόσο σύντομο διάστημα. Η αντίδρασή του όμως, μόλις διάβασε την έκθεση του Κόρχερ, ήταν να κεντρίσει κι άλλο τους άντρες του. «Εκείνο που έχει πρωτεύουσα σημασία για μένα αυτή τη στιγμή», έγραφε στις 9 Απριλίου 1943, «εί ναι να μεταφερθούν στην Ανατολή όσο περισσότεροι Εβραίοι είναι ανθρώπινα δυνατόν».35 Τα στρατόπεδα θανάτου είχαν κάνει όμως τη δουλειά τους, και τα σημάδια αντίστασης αυξάνονταν. Όταν οι Γερμανοί προσπάθησαν να αδειάσουν τα γκέτο της Βαρσοβίας και του Μπιαουίστοκ, συνάντησαν ένοπλη εναντίωση· στη Βίλνα, πολλοί Εβραίοι το έσκασαν από το γκέτο και έσμιξαν με τους παρτιζάνους. Εκατοντάδες χιλιάδες Πολωνοί και Λευκορώσοι Εβραίοι είχαν σκοτωθεί στην Τρεμπλίνκα, αλλά μετά τον Μάιο πού και πού μόνο έφταναν μεταγωγές* οι δε Εβραίοι εργάτες που υποχρεώνονταν να ξεθάβουν πτώματα και να τα καίνε γρήγορα κατάλαβαν πως αυ τό σήμαινε πως θα ερχόταν η σειρά τους να εκτελεστούν. Τον Αύγουστο έγινε μια απόδραση* όρμησαν στις κεντρικές πύλες και, παρόλο που οι περισσότεροι σκοτώ θηκαν από τους φρουρούς, πολλές εκατοντάδες κατάφεραν να το σκάσουν, λιγοστοί δε ξέφυγαν και από τα μπλόκα που ακολούθησαν. Οι του Σομπίμπορ τούς μιμήθηκαν δύο μήνες αργότερα* έπιασαν τους φρουρούς τους τελείως στον ύπνο και σκό τωσαν δώδεκα* αρκετές εκατοντάδες περισσότεροι κρατούμενοι διέφυγαν. Τότε ο Χίμλερ αποφάσισε να βάλει τέλος στην Επιχείρηση Ράινχαρντ. Τα υπό λοιπα γκέτο εκκαθαρίστηκαν στο πλαίσιο της δυσώνυμης Επιχείρησης «Γιορτή του Θερισμού» και τα στρατόπεδα θανάτου έκλεισαν. Εκτός από τους εργάτες του Άουσβιτς και του γκέτο του Ουτζ, λίγες μόνο συγκεντρώσεις Εβραίων είχαν απομείνει. Ό σο για τον Γκλομπότσνικ, μετατέθηκε νότια, στην Αδριατική, στη γενέτειρά του την Τεργέστη, όπου ξάφνιασε τους κατοίκους της πόλης βγάζοντας λόγο στα ιταλικά και στα σλοβενικά στα γενέθλια του Χίτλερ, τον Απρίλιο του 1944. Είχε χάσει πολλή από την εξουσία του, αλλά τίποτε από τα ένστικτά του. Είχε πάρει μαζί και τις ομά δες εκτέλεσής του, κι έτσι έφτιαξε ένα στρατόπεδο για τους Εβραίους σ’ ένα εγκα ταλειμμένο εργοστάσιο ρυζιού στην πόλη, το μόνο με θάλαμο αερίων σε ιταλικό έδαφος, και μάζευε εκεί Εβραίους και παρτιζάνους για τους στείλει βόρεια, στο Άοϋσβιτς. Η δουλειά του είχε σχεδόν τελειώσει.
ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜ Α ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
Από την αρχή, το καθεστώς σκεφτόταν σε επίπεδο ηπείρου, και στα τέλη του 1941, αν όχι πολύ νωρίτερα, η προσέγγισή του στο εβραϊκό ζήτημα αγκάλιασε και αυτή το σύνολο της Ευρώπης, Ο Κόρχερ σημείωνε ότι, ενώ το 1880 η Ευρώπη είχε το 85 τοις εκατό των Εβραίων παγκοσμίως, το 1937 το ποσοστό είχε πέσει στο 60 τοις εκατό
392
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
και θα έπεφτε κι άλλο -προέβλεπε ο ίδιος-, έτσι ώστε το 1943 «η Ευρώπη να μην έχει περισσότερο από το 1/3 του παγκόσμιου εβραϊκού πληθυσμού». Οι εκθέσεις του όμως αναδείκνυαν την προσήλωση του καθεστώτος στον «καθαρισμό» των εκτάσεων της μελλοντικής Μεγάλης Γερμανίας και στην επέκτασή της στην πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. Σύμφωνα με τον Κόρχερ, στα τέλη του 1942, μόλις το 8,5 τοις εκατό των «εκκενωθέντων» προερχόταν από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως από τη Σλοβα κία (56.691), τη Γαλλία (41.911), τις Κάτω Χώρες (38.571) και το Βέλγιο (16.866). Ως προς τον συνολικό εβραϊκό πληθυσμό της δυτικής, κεντρικής και νότιας Ευρώ πης, η αναλογία αυτή ήταν σχετικά μικρή και δεν αντιπροσώπευε την πλειονότητα των Εβραίων ούτε καν στις χώρες αυτές, με εξαίρεση τη Σλοβακία. Περί τους 175.000 Εβραίους είχαν εκτοπίσει στο Άοϋσβιτς το 1942 - τεράστιος αριθμός, που έπρεπε όμως να συγκριθεί με το 1,2 εκατομμύριο κυρίως Πολωνοεβραίους πο^λχίχαν ήδη αφανιστεί στα στρατόπεδα εξόντωσης της Γ ενικής Κυβέρνησης. Μπορεί το 1942 να ήταν η χρονιά όπου οι Γερμανοί εκμηδένισαν τη μεγαλύτερη εβραϊκή κοι νότητα της Ευρώπης (την πολωνική), αλλά την προσοχή τους την έστρεψαν στα σο βαρά προς την υπόλοιπη Ευρώπη μόλις κάπου ανάμεσα στον Απρίλιο και στον Ιούνιο εκείνου του έτους. Εδώ όμως τα πράγματα αποδείχθηκαν πιο δύσκολα απ’ όσο περίμεναν.36 Η ναζιστική Γερμανία δεν ήταν ουδόλως η μόνη έντονα αντισημιτική χώρα. Όλη τη δεκαετία του 1930, καθώς η Ευρώπη μετακινιόταν προς τα δεξιά, πολλές χώρες εί χαν γυρίσει την πλάτη τους στον χειραφετητικό φιλελευθερισμό του δέκατου ένατου αιώνα και είχαν θεσπίσει αντισημιτικούς νόμους δικής τους έμπνευσης, που σκοπό είχαν να περιστείλουν τα δικαιώματα των Εβραίων και συχνά να τους αναγκάσουν να μεταναστεύσουν. Στην ανατολική Ευρώπη ιδίως, η συγκρότηση εθνικών κρατών είχε ρίξει λάδι στη φωτιά του αντισημιτισμού τροφοδοτώντας την ανταγωνιστικότη τα -για τις πανεπιστημιακές θέσεις, για τον έλεγχο των επιχειρήσεων και για τις ευ καιρίες επαγγελματικής ανέλιξης- ανάμεσα στους Εβραίους και στους μη Εβραί ους. Ακολούθησαν ποσοστώσεις, μποϊκοτάζ και μεταναστευτικά προγράμματα* η δε βία εναντίον των Εβραίων έγινε πιο κοινή. Από το 1938 και μετά, θεσπίστηκαν αντιεβραϊκοί νόμοι στην Ουγγαρία και την Ιταλία και έγιναν πιο αυστηροί οι ήδη ισχύοντες στη Ρουμανία. Μόλις η Σλοβακία απέκτησε την ανεξαρτησία της, το 1939, θεσπίστηκαν ανάλογοι νόμοι και εκεί* οι Γερμανοί διόρισαν στη χώρα τον βοηθό του Άιχμαν, τον Ντήτερ Βισλιτσένυ, ως ειδικό σύμβουλο για τις εβραϊκές υποθέσεις. Ακόμα και στη Βουλγαρία, ένας νέος νόμος «για την προστασία του έθνους» εισήγαγε διακρίσεις εις βάρος των πολιτικών δικαιωμάτων των Εβραίων.37 Όμως το Τρίτο Ράιχ ήταν μοναδικό, για δύο λόγους. Πρώτον, ήταν η ανερχόμενη δύναμη της Ευρώπης και είχε μετατρέψει το εβραϊκό ζήτημα σε τεστ δΐ£θνοώς43ώ.^ ληλεγγύης και συστράτευσης. Ακόμα, ήταν μια χώρα όπου ο τρόπος που η πολιτική
Η ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ: ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
393
ηγεσία αντιμετώπιζε «το εβραϊκό ζήτημα» βρισκόταν πολύ πιο δεξιά από τον κύριο όγκο της κοινής γνώμης. Ακόμα και μέσα στην κυβέρνηση, μονάχα ο Γκαίμπελς ξεπερνούσε τον Χίτλερ σε βιαιότητα αισθημάτων πάνω στο θέμα. Δεν θα μπορούσε να ειπωθεί το ίδιο για τον Πεταίν, τον Μουσολίνι, τον Τίσο ή τον Χόρτυ, οι οποίοι εμ φορούνταν όλοι από αυτό που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως παραδοσια κές συντηρητικές αντισημιτικές απόψεις, απόψεις που τους έφερναν σε αντιπαρά θεση με τους σκληροπυρηνικούς φυλετιστές των χωρών τους. Δεν είναι επομένως περίεργο που ο Χάυντριχ ξεκίνησε τους μαζικούς φόνους σε περιοχές όπου δεν υπήρχε πολιτική εξουσία να τον σταματήσει και όπου τα δδ ασκούσαν τη μέγιστη επιρροή - στα κατεχόμενα ανατολικά εδάφη. Μόνο μετά από αυτό μπόρεσαν τα δδ, οπλισμένα με το κύρος που είχαν κερδίσει εκεί, να επεκτείνουν την πολιτική των θανατώσεων στη Γενική Κυβέρνηση και στο ίδιο το Ράιχ. Και αν το να εμποδίσουν τους ίδιους τους συναδέλφους τους -του Υπουργείου Εσωτερικών, για παράδειγ μα- να εγείρουν συνεχώς ζητήματα αρμοδιότητας και ορισμών υπήρξε αρκετά δύ σκολο, καταλαβαίνει κανείς πόσο δυσκολότερο ήταν το να τα βγάλουν πέρα με τις ξένες κυβερνήσεις και τις συνεργαζόμενες διοικήσεις. Από τη στιγμή που ο άνθρω πος του Υπουργείου Εξωτερικών στη Βάνζεε θύμισε στον Χάυντριχ την ανάγκη να συμβουλεύεται τους διπλωμάτες στις συζητήσεις για το εβραϊκό ζήτημα στο εξωτε ρικό, η Τελική Λύση μπήκε σ’ ένα διαφορετικό στάδιο* μετατοπίστηκε από την πε ριοχή του γερμανικού ΤοββΠδΓ&ιιιη και της Μεγάλης Γερμανίας προς τις χώρες έξω από τα σύνορά της. Πρόδρομα σημάδια των δυσχερειών που θα ανέκυπταν έδωσαν οι σκολιές δια πραγματεύσεις για το ζήτημα των αλλοδαπών Εβραίων που υπήρχαν ακόμα μέσα στη Γερμανία. Προς τα τέλη του 1941, το καθεστώς, καθώς ξεκινούσε τις πρώτες συ στηματικές εκτοπίσεις των Εβραίων της Γερμανίας, έβαλε το Υπουργείο Εξωτερι κών να προσεγγίσει τις συμπαθούσες κυβερνήσεις και να δει αν είχαν αντίρρηση να συμπεριληφθούν σε αυτές δικοί τους υπήκοοι. Τον Νοέμβριο, οι Βούλγαροι πρότειναν να υπάρξει κοινή πολιτική απέναντι στους Εβραίους «σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες»* η ιδέα άρεσε στον Λούτερ, τον αρμόδιο του Υπουργείου Εξωτερικών για το θέμα, κι έτσι πρότεινε να πιεστούν όλες οι χώρες να θεσπίσουν τη γερμανική αντιεβραϊκή νομοθεσία, πράγμα που θα αφαιρούσε την ιθαγένεια από τους αλλοδαπούς Εβραίους. Αν οι χώρες του Συμφώνου Αντι-Κομιντέρν το έβαζαν μπροστά αυτό, σκεφτόταν, το γεγονός θα ασκούσε πίεση σε χώρες όπως η Ουγγαρία, όπου, «εξαιτίας της επιρροής των Εβραίων και της κοινής γνώμης των καθολικών», προέβλεπε ότι θα υπήρχε απροθυμία. Οι ίδιοι όμως οι συνάδελφοί του της Νομικής Υπηρεσίας δεν ήταν τόσο σίγουροι: η νομοθεσία αυτή -«θεωρητικά πιθανή αλλά ασυνήθης στη διεθνή πρακτική»- δεν θα συναντούσε την αντίσταση των άλλων χωρών, με το σκε πτικό ότι αποτελούσε καταπάτηση της εθνικής τους κυριαρχίας; Αυτού ακριβώς του είδους τα νομικίστικα επιχειρήματα έβγαζαν τον Χάυντριχ και τον Χίμλερ απ’ τα
394
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
ρούχα τους* κι όμως, εντόπιζαν ένα από τα βασικά, όπως θα γινόταν φανερό, εμπό δια για την επέκταση της Τελικής Λύσης: την απροθυμία πολλών σπουδαιότατων συμμάχων της Γερμανίας να κάνουν οτιδήποτε υπήρχε περίπτωση να εκληφθεί ως μείωση των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων.38 Στην αρχή, αρκετές χώρες φάνηκαν όντως έτοιμες, ακόμα και πρόθυμες να συ νεργαστούν με το Ράιχ. Στη διάσκεψη της Βάνζεε η Κροατία, η Ρουμανία, η Σλοβα κία και η Γαλλία είχαν θεωρηθεί ως χώρες που ήταν απίθανο να αποδειχθούν προ βληματικές. Ό λες αυτές είχαν εισαγάγει αντιεβραϊκούς νόμους κατά τα γερμανικά πρότυπα, και στη Γαλλία, όπου η κοινή γνώμη έριχνε ολοένα περισσότερο στους Εβραίους το φταίξιμο για τις ελλείψεις τροφίμων και τα άλλα βάσανα του πολέμου, το καθεστώς είχε λάβει αντιεβραϊκά μέτρα στο πλαίσιο της δικής της Εθνικής Επα νάστασης, χωρίς καμία γερμανική υποκίνηση. Το Βισύ, αγχωμένο από τα σχέδια των Γερμανών να χρησιμοποιήσουν τη μη κατεχόμενη ζώνη σαν χωματερή Εβραί ων, δεν είπε τίποτα όταν αυτοί εκτόπισαν ένα συρμό ανθρώπους στο Άουσβιτς τον Μάρτιο του 1942, σε αντίποινα, υποτίθεται, για επιθέσεις αντιστασιακών. Στο μετα ξύ, οι Ρουμάνοι και οι Κροάτες καταγίνονταν στη σφαγή Εβραίων χωρίς να χρεια στεί να τους το πει κανείς. Και οι δύο έδειχναν ανοιχτοί στην ιδέα να εκτοπίσουν όσους απέμεναν στα γερμανικά στρατόπεδα. Ό σο για τη Σλοβακία, υπήρξε η πηγή των πρώτων μεγάλων μεταγωγών. Η εξόχως αντισημιτική κυβέρνηση του Μονσινιόρ Γιόζεφ Τίσο ανταποκρίθηκε «μετά χαράς» τον Φεβρουάριο του 1942 στο αίτη μα του Χίμλερ να του στείλουν 20.000 νεαρούς, γερούς Εβραίους. Θέλοντας για ένα διάστημα να επαναπατρίσει 120.000 Σλοβάκους εργάτες από το Ράιχ, η σλοβάκικη κυβέρνηση πίστεψε πως η προμήθεια των Εβραίων ίσως να ήταν ένας τρόπος να διαπραγματευτεί την επιστροφή τους. Για τον Χίμλερ αυτό ήταν δώρο εξ ουρανού: το σχέδιό του να αυξήσει τον δουλικό εργατικό πληθυσμό που είχε υπό τον έλεγχό του στο Άουσβιτς για τα μεγάλα «οικοδομικά προγράμματα της ειρήνης» είχε περιπλακεί εξαιτίας των καθυστερήσεων στην οργάνωση των μεταγωγών από τη Γερμα νία. Ο ενθουσιασμός των Σλοβάκων τού παρείχε μια εναλλακτική λύση. Ορισμένοι Σλοβακοεβραίοι στάλθηκαν πράγματι στο ταχέω§^ξαπλωνόμενο στρατόπεδό του Άουσβιτς, νομίζοντας πως αποτελούσαν μέρος του προγενέστερου προγράμματος καταναγκαστικής εργασίας. «Συνέχιζαν να πιστευουν αφελώς, ακό μα και κατά τη μεταφορά τους, ότι θα δούλευαν σε κάποιο εργοστάσιο μέσα στο Ράιχ, όπως τους είχαν πει», θυμόταν η Μαργκίτα Σβαλμποβα,..που επέζησε από τη δεύτερη μεταγωγή γυναικών. Με την άφιξή τους όμως έζησαν έναν «απίστευτο εξευτελισμό και σοκ», αφού τις γύμνωσαν, τις ξύρισαν, τις έντυσαν με παλιές ρωσι κές στολές και τις έβαλαν να δουλέψουν στην κατεδάφιση σπιτιών, στην αποστράγ γιση μικρών λιμνών και στην κατασκευή δρόμων, ώσπου να τις «εξαντλήσουν μέχρι θανάτου», να τις δηλητηριάσουν με αέριο ή να τους κάνουν ένεση φαινόλης, μετά από επισκέψεις γιατρών των 88. Στο Άουσβιτς, η είδηση πως η σλοβάκικη κυβέρνη-
Η ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ: ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
395
αη ήθελε να ξεφορτωθεί και τις οικογένειες των αρχικώς εκτοπισμένων—τουλάχι στον 50.000 ανθρώπων- προκάλεσε εκείνη την άνοιξη την ανέγερση δύο νέων χώ ρων δηλητηρίασης με αέριο στο Μπίρκεναου. Η πρώτη διαλογή 638 Εβραίων της Σλοβακίας και η δηλητηρίασή τους με αέριο έγινε στις 4 Ιουλίου. Δεν ήταν, όμως, το Άοϋσβιτς ο μοναδικός προορισμός των Σλοβάκων. Από τα τέ λη Μαρτίου ως τα μέσα Ιουνίου άλλα τριάντα οκτώ τρένα, που μετέφεραν περίπου 48.000 ανθρώπους, ανάμεσά τους και ολόκληρες οικογένειες, στάλθηκαν στην πε ριοχή του Λούμπλιν, όπου παραδόθηκαν στις πονόψυχες φροντίδες του επιτελείου της Είηδ&ίζ Κβίηΐι&ιχί.1Οι τοπικοί Γερμανοί αρμόδιοι δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα με τέτοιους αριθμούς, κι έτσι οι μεν μεταγωγές που έφταναν ως το Λούμπλιν περνούσαν από διαλογή* άλλες όμως ξεφορτώνονταν σε γκέτο διαμετακόμισης ή διασπείρονταν στα γύρω χωριά. Συχνά τους εγκαθιοτούσαν σε σπίτια Εβραίων που είχαν ήδη εκτοπιστεί και τους άφηναν εκεί για μέρες και εβδομάδες χωρίς τροφή, ή τους έβαζαν να δουλέψουν στα χωράφια ή σε τοπικά στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Έ να από αυτά τα στρατόπεδα κράτησης -την Ιζμπίτσα, στα μισά του δρό μου ανάμεσα στο Λούμπλιν και στο Μπέουζετς-το επισκέφτηκε μεταμφιεσμένος σε Ουκρανό δεσμοφύλακα ο ατρόμητος απεσταλμένος της πολωνικής αντίστασης, Γιαν Κάρσκι.39 Εκείνο το καλοκαίρι, τα σχέδια του Χίμλερ δέχθηκαν σοβαρό πλήγμα όταν δολοφονήθηκε ο υπαρχηγός του ο Χάυντριχ στην Πράγα. Ο Χίμλερ απάντησε πιέζο ντας τον Άιχμαν να επιταχύνει την Τελική Λύση σε όλη την Ευρώπη. Ο Χίμλερ είχε προσωρινά αναλάβει ο ίδιος την αρχηγία της Κ5ΗΑ και ήθελε προφανώς να δείξει εκεί ότι ο ρυθμός δεν θα χαλάρωνε. Επισκέφτηκε το Άοϋσβιτς στις 17 Ιουλίου και είπε στον διοικητή Χαις ότι το στρατόπεδο θα γινόταν ο προορισμός των Εβραίων της Ευρώπης. «Το πρόγραμμα του Άιχμαν θα συνεχιστεί», του είπε, «και από δω κι εμπρός κάθε μήνα θα επιταχύνεται και λίγο. Φροντίστε να προχωρήσετε με την αποπεράτωση του Μπίρκεναου. Οι Τσιγγάνοι πρεπει να εξοντωθούν. Με την ίδια αποφασιστικότητα θα εξοντώνετε όσους Εβραίους δεν μπορούν να δουλέψουν».40 Ο ευσυνείδητος Άιχμαν έβαλε τα δυνατά του να υπακούσει. Τον Ιούνιο, κατάφερε να αποσπάσει τη συναίνεση του Υπουργείου Εξωτερικών για τη μεταφορά 40.000 Εβραίων από τη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες, καθώς και 10.000 από το Βέλ γιο, «στο στρατόπεδο του Άοϋσβιτς για εργατική θητεία»: τα τρένα θα άρχιζαν να κυλούν στα μέσα Ιουλίου. Καθώς όμως η είδηση και οι φήμες για τα στρατόπεδα θα νάτου απλώνονταν, και καθώς γινόταν φανερό πως η γερμανική επίθεση του 1942 δεν είχε καταφέρει να αποκρούσει τους Ρώσους, φανερώθηκε νευρικότητα, επιφυ λάξεις, ακόμα και ανοικτή εναντίωση στη γερμανική πολιτική. Η πρώτη δίοδος που έκλεισε ήταν της Σλοβακίας. Χάρη στο χάος που βασίλευε στην περιοχή του Λούμπλιν, ορισμένοι εκτοπισμένοι απέδρασαν και ένας-δύο μάλι στα επέστρεψαν στη Σλοβακία με επιστολές βγαλμένες κρυφά από τα γκέτο. Η γνώ-
396
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
αη των συνθηκών που επικρατούσαν γύρω από το Άουσβιτς άρχισε να διαδίδεται. Ό ταν το Βατικανό διαμαρτυρήθηκε, η κυβέρνηση απάντησε με λεονταρισμούς. «Καμιά ξένη παρέμβαση δεν θα μας κλείσει το δρόμο προς την απελευθέρωση της Σλοβακίας από τον εβραϊσμό», απάντησε ο πρόεδρος Τίσο. «Είναι χριστιανικό αυ τό που συμβαίνει στους Εβραίους; Είναι ανθρώπινο;» ρώτησε στη διάρκεια μιας ομιλίας του εκείνο τον Αύγουστο. «Θα ήταν πολύ χειρότερα αν δεν είχαμε ξεμπερ δέψει με δαύτους εγκαίρως. Και το κάναμε σύμφωνα με την εντολή του Θεού: “Σλοβάκοι, πετάξτε τους έξω, απαλλαγείτε από τη μάστιγά σας”». Στην πραγματικότητα όμως έδινε και παραέδινε βάση στα σχόλια, και οι παρελθοντικοί χρόνοι που χρησι μοποίησε είχαν το νόημά τους. Οι πιέσεις της Εκκλησίας και η δημόσια αγανάκτηση είχαν σαν αποτέλεσμα να εξαιρεθούν περί τις 20.000 Εβραίων, πράγμα που έβαλε τέρμα στις εκτοπίσεις από εκεί. «Η εκκένωση των Εβραίων από τη Σλοβακία έχει φτάσει σε αδιέξοδο», ανέφερε ο Γερμανός υπουργός τον Ιούνιο. Παρά τις έντονες παραστάσεις του Βερολίνου, συνολικά έφυγαν από τη χώρα ακόμα 4.000 Εβραίοι, ώσπου το τελευταίο τρένο αναχώρησε στα τέλη Σεπτεμβρίου.41 Στη Γαλλία, η νέα κυβέρνηση του Πιερ Λαβάλ ήταν και αυτή χωρισμένη στα δύο: η επιδίωξη της εθνικής κυριαρχίας εξυπηρετούνταν καλύτερα πειθαρχώντας στο γερμανικό θέλημα ή αψηφώντας το; Το καλοκαίρι του 1942 το κύρος της Γαλλίας εί χε φανεί να ενισχύεται με τη συναίνεση στις εκτοπίσεις* ήταν το αντάλλαγμα για να διατηρήσει η γαλλική αστυνομία την εξουσία της. Ό ταν όμως ο Λαβάλ πληροφορήθηκε ότι οι Γερμανοί ήθελαν να εκτοπίσουν κι άλλους Εβραίους στο Άουσβιτς για «εργατική θητεία», το Βισύ επιφυλάχθηκε, τονίζοντας ότι αντιμετώπιζε τους Γάλ λους υπηκόους πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι τους αλλοδαπούς ή τους απάτριδες Εβραίους: οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να συμφωνήσουν, και οι εκτοπίσεις του κα λοκαιριού ξεκίνησαν με τους δεύτερους. Την ίδια πολιτική χρειάστηκε να ακολου θήσουν στο Βέλγιο και στις Κάτω Χώρες.42 Καθώς προχωρούσε το καλοκαίρι, τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χει ρότερο, από τη σκοπιά του Άιχμαν. Μια συμφωνία που είχε κλείσει με τους Ρουμά νους πίσω από την πλάτη του Υπουργείου Εξωτερικών ναυάγησε όταν ο Ρουμάνος κομισάριος για τις εβραϊκές υποθέσεις επισκέφθηκε το υπουργείο και τον σνόμπα ραν επιδεικτικά. Οι Ρουμάνοι, όπως είδαμε, δεν υστερούσαν καθόλου σε αντισημιτικό ζήλο σε σύγκριση με τους Γερμανούς* κι όμως, η γερμανική διπλωματία στη Ρουμανία -στα χέρια ενός εντελώς ανίκανου ναζί θεσιθήρα- ήταν σκέτη κατα στροφή. Επιπλέον, η ρουμανική κυβέρνηση, όπως και αυτή των Σλοβάκων, συνει δητοποιούσε σταδιακά τους πολλούς λόγους για τους οποίους έπρεπε να αντιμετω πίζει με επιφύλαξη τις απαιτήσεις των Γερμανών. Καταρχήν, η σημασία των Εβραίων για την οικονομία της χώρας δεν μπορούσε να παραβλεφθεί. Δεύτερον, οι αναφορές για τα όσα συνέβαιναν στις μεθοριακές επαρχίες είχαν ενοχλήσει πολλούς Ρουμάνους, οι οποίοι δίσταζαν πολύ λιγότερο να διαλαλήσουν την αποδο
Η ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ: ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
397
κιμασία τους από τους ανάλογους Γερμανούς. Ως και η κυβέρνηση Αντονέσκου ήταν απογοητευμένη: είχε εμπλέξειτον ρουμανικό στρατό στη γερμανική πολεμική προσπάθεια, αλλά δεν είχε κάνει ούτε βήμα προς την ανάκτηση της βόρειας Τραν συλβανίας. Ούτε όμως και η φανερή ανυπακοή θα βοηθούσε σε κάτι. Γι’ αυτό κω λυσιεργούσε* εξέφραζε συμπάθεια προς τις γερμανικές απόψεις, αλλά δεν έκανε τίποτα.43 Το αίσθημα ματαίωσης στο Βερολίνο ήταν απτό. Στα τέλη Σεπτεμβρίου, ο Ρίμπε ντροπ διέταξε το Υπουργείο Εξωτερικών να «επισπεύσει όσο γίνεται περισσότερο την εκκένωση των Εβραίων από τις διάφορες χώρες της Ευρώπης». Αυτό ήταν ευκο λότερο στις κατεχόμενες περιοχές που ήταν υπό άμεσο γερμανικό έλεγχο, ιδίως σε όσες διέθεταν καλοδιοικούμενη δημόσια υπηρεσία. Οι Ολλανδοί, πρωτοπόροι στη χρήση της καταγραφής δεδομένων και της τεχνολογίας ταυτοποίησης, είχαν δημι ουργήσει ένα κεντρικό μητρώο για τους Εβραίους, που εντυπώσιασε ακόμα και τη γερμανική αστυνομία. Περίπου 45.000 μεταφέρθηκαν ως τα μέσα Οκτωβρίου, με τη βοήθεια των ολλανδικών αρχών* ο πληθυσμός «δεν δημιούργησε κανένα πρόβλη μα», σύμφωνα με τις εκθέσεις. Εξίσου εξυπηρετική αποδείχθηκε η νορβηγική αστυ νομία. Ό λα αυτά όμως απλώς εξέθεταν το Υπουργείο Εξωτερικών, αφού οι εκτοπί σεις προχωρούσαν στις χώρες ακριβώς απ’ όπου αυτό είχε αποκλειστεί.44 Οι Δανοί, λόγου χάρη, έκαναν σαφές ότι τα γερμανικά αιτήματα για τη θέσπιση μέτρων που θα έκαναν διακρίσεις εναντίον των Εβραίων θα δημιουργούσαν σοβαρά συνταγμα τικά προβλήματα και θα ανάγκαζαν την κυβέρνηση να παραιτηθεί. Μη θέλοντας να φτάσουν τα πράγματα ως εκεί, δεδομένης της μεγάλης οικονομικής αξίας της χώρας για το Ράιχ και του σχετικά μικρού εβραϊκού πληθυσμού της, οι Γερμανοί αποφάσι σαν να υιοθετήσουν σταδιακή προσέγγιση που δεν θα δημιουργούσε μεγάλες τρι βές. Αυτό, όμως, ίσως το έκαναν επειδή η Δανία ήταν δευτερεύον ζήτημα: οι Ούγ γροι και οι Ιταλοί δημιουργούσαν πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα.45 Η Ουγγαρία είχε πολύ μεγάλο εβραϊκό πληθυσμό (γύρω στις 700.000)* η Ιταλία ήταν η βασική σύμμαχος του Ράιχ στην Ευρώπη. Και οι δύο ήταν φανερά αντίθετες στην πολιτική εκτόπισης των Εβραίων στην Ανατολή. Οι Ούγγροι στην αρχή δεν εί χαν εκδηλώσει τέτοιους ενδοιασμούς, αφού είχαν περάσει με το ζόρι χιλιάδες Εβραίους της Γαλικίας και της Σλοβακίας από την άλλη μεριά των πρώην σοβιετι κών συνόρων τον Αύγουστο του 1941, ώστε να εκτελεστούν. Είχαν αποσύρει από το στρατό τούς Ουγγροεβραίους και τους είχαν εντάξει σε ειδικά τάγματα εργασίας του μετώπου (όπου πολλοί πέθαναν). Ό ταν όμως οι Γερμανοί διπλωμάτες είπαν στους Ούγγρους το 1942 να θεσπίσουν κι άλλους αντιεβραϊκούς νόμους προτού τους στείλουν ανατολικά, ο πρωθυπουργός Μίκλος Κάλαϋ επισήμανε κοφτά τους Γερμα νούς ότι αυτό ήταν «εσωτερική υπόθεση της Ουγγαρίας». Αυτό ήταν το ψητό της υπόθεσης για τους Ούγγρους - και όχι μόνο γι’ αυτούς. Δεν έθεταν θέμα αντισημιτών εναντίον φιλοσημιτών (αν και προέκυπτε κι αυτό μερικές φορές), όσο θέμα δυ
398
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
ναμικής ανάμεσα σε δυο άνισους συμμάχους, όπου η μία πλευρά προσπαθεί να επι βάλει τη δική της άποψη σ’ ένα ζήτημα και η άλλη αντιστέκεται για να κατοχυρώσει την ελευθερία των ελιγμών της. Και για τις δυο πλευρές, το εβραϊκό ζήτημα είχε μετατραπεί σε δοκιμασία για το χαρακτήρα της σχέσης τους. Αυτό οδήγησε σε μια σειρά διπλωματικές μονομαχίες, ολοένα πιο οργίλες και σε συνεχώς ανώτερο επίπεδο εκπροσώπησης. Τον Δεκέμβριο του 1942, η Βουδαπέστη είπε στους Γερμανούς ότι δεν θα θέσπιζε το κίτρινο άστρο, ούτε θα συμφωνούσε στην εκτόπιση Ουγγροεβραίων στην Ανατολή. Τον επόμενο μήνα, ουγγροεβραϊκές οικογένειες επαναπατρίστηκαν από τις Βρυξέλλες και το Άμστερνταμ για τη δική τους ασφάλεια. Η Ουγγαρία, η σύμμαχος της Γερμανίας, μετατρεπόταν σε καταφύ γιο Εβραίων, καθώς η πλάστιγγα του πολέμου έγερνε σε βάρος του Ράιχ και η Βου δαπέστη αναζητούσε μάταια τρόπο να ξεγλιστρήσει. Τον Ιανουάριο του 1943, το έντονα ενοχλημένο γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών επέδωσε στον Ούγγρο πρέ σβη Στόγιαϋ μια διακοίνωση σε καθόλου διπλωματικό ύφος, που έλεγε ότι «ο Φύ ρερ είναι αποφασισμένος, ό,τι και αν συμβεί, να απομακρύνει όλους τους Εβραίους από την Ευρώπη ενόσω διαρκεί ο πόλεμος» και ότι «μας εμποιεί μεγίστη ανησυχία το ότι μία χώρα στη μέση της Ευρώπης, φιλική προς εμάς, παρέχει μόνη αυτή άσυλο σε ένα περίπου εκατομμύριο Εβραίους. Μακροπρόθεσμα, δεν θα μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε απαθώς αυτό τον κίνδυνο». Ο ίδιος ο Χίτλερ καταφέρθηκε με σφοδρότητα εναντίον της ουγγρικής πολιτικής όταν συναντήθηκε με τον αντιβασιλιά Χόρτυ εκείνο τον Απρίλιο. Ο Χόρτυ, από τη μεριά του, θύμισε στον Φύρερ πως υπήρχαν στην Ουγγαρία πολλοί βαφτισμένοι Εβραίοι και ότι πολλοί από αυτούς ήταν «αξιότιμοι άνθρωποι». Είχε κάνει ό,τι μπο ρούσε εναντίον των Εβραίων, αλλά «δεν μπορούμε και να τους δολοφονήσουμε ή να ξεμπερδέψουμε μ’ αυτούς με κάποιον άλλον τρόπο». Ο Χίτλερ, προφανώς, δεν ήταν συνηθισμένος σε τέτοιες ξεκάθαρες κουβέντες και αντέδρασε με πάθος. Γιατί δεν είχαν κάνει οι Ούγγροι αυτό που είχαν κάνει οι Σλοβάκοι; Η απαλλαγή της χώ ρας από τους Εβραίους θα έδινε πλήθος ευκαιρίες στους Ούγγρους. Και όσοι μιλού σαν για δολοφονία των Εβραίων λησμονούσαν ότι «υπήρχε μόνο ένας δολοφόνος ο Εβραίος». Την άλλη μέρα ήταν παρών και ο Ρίμπεντροπ, και το θέμα επανήλθε στη συζήτηση, αυτή τη φορά με ακόμα λιγότερα διφορούμενα. Ο Ρίμπεντροπ, που πρόσεχε τα λόγια του λιγότερο από τον Χίτλερ, είπε στον Ούγγρο ορθά-κοφτά πως «οι Εβραίοι πρέπει είτε να εξοντωθούν [ναπποΐιΐβΐ:] είτε να σταλούν σε στρατόπεδο εργασίας. Τρίτη λύση δεν υπάρχει». Παρενέβη τότε ο Χίτλερ: «Είναι παράσιτα και τίποτα παραπάνω. Τακτοποιήσαμε την Πολωνία όπως έπρεπε. Αν οι εκεί Εβραίοι δεν ήθελαν να δουλέψουν, εκτελούνταν. Είναι σαν τους βάκιλους της φυματίωσης, που μολύνουν ένα υγιές σώμα». Για τους Γερμανούς, όπως επισήμανε αμέσως ο Ούγγρος πρέσβης, η στάση της Ουγγαρίας στο εβραϊκό ζήτημα είχε γίνει δοκιμασία για την ειλικρίνεια της συμμαχίας της με τη Γερμανία. Οι Ούγγροι ψήφισαν νέο νό
Η ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ: ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
399
μο περί Εβραίων που άφηνε πολλοΰς από αυτοΰς άνεργους. Από κει και πέρα όμως έκαναν ελάχιστα πράγματα, αφοΰ δεν δέχθηκαν οΰτε να χρησιμοποιήσουν διακριτι κά σήματα οΰτε να μειώσουν τις μερίδες των τροφίμων τους.46 Ακόμα πιο ανησυχητική για τους Γερμανούς -καθότι πιο δύσκολα αντιμετωπίσιμηήταν η μη εποικοδομητική στάση των κύριων συμμάχων τους, των Ιταλών. Ό πω ς οι Ούγγροι και οι Ρουμάνοι, έτσι και το προπολεμικό ιταλικό καθεστώς είχε εισαγάγει φυλετικούς νόμους που θέσπιζαν διακρίσεις εναντίον των Εβραίων. Όμως ο εβραϊ κός πληθυσμός της χώρας ήταν μικρός και πολύ αφομοιωμένος, και η φυλετική έχθρα που εμψύχωνε τη ναζιστική πολιτική δεν έβρισκε κατανόηση, ούτε αντιστοι χούσε σε κάποια τοπική παράδοση. Καθ’ όλο το 1942 δεν ασκήθηκαν αξιόλογες δι πλωματικές πιέσεις στη Ρώμη, λόγω των εσωτερικών αντιπαλοτήτων του γερμανι κού Υπουργείου Εξωτερικών. Ο Ρίμπεντροπ επέμενε να χειριστεί τις σχέσεις ο ίδιος. Καθώς όμως δεν αποφάσισε να εγείρει το ζήτημα των Εβραίων ως το 1943, για πολύ καιρό η καταφανής αντίσταση και κωλυσιεργία των Ιταλών αξιωματούχων στα Βαλκάνια έμεινε εν πολλοίς αναπάντητη. Το καλοκαίρι του 1942, ο Ιταλός πλη ρεξούσιος για την Ελλάδα είχε απορρίψει μια πρόταση της Κ5ΗΑ να εισαγάγει τη σήμανση των Εβραίων στα ιταλοκρατούμενα εδάφη* είχε μάλιστα προσθέσει ότι, αν οι Γερμανοί εφάρμοζαν κάτι τέτοιο στη δική τους ζώνη, θα έπρεπε να εξαιρέσουν τους Ιταλοεβραίους. Ό ταν οι γερμανικές στρατιωτικές αρχές της Ελλάδας άρχισαν να επιστρατεύουν Εβραίους στη ζώνη τους για την κατασκευή δρόμων, πολλοί διέ φυγαν προς νότον, επιζητώντας την ιταλική προστασία.47 Ούτε στη Γιουγκοσλαβία υπήρξαν πιο εξυπηρετικοί οι Ιταλοί. Αντίθετα, μάλι στα, το 1941 πολλοί ανώτεροι πολιτικοί διοικητές είχαν φρίξει τόσο πολύ με τη γενοκτόνο βία των Ουστάσε ώστε έκαναν ό,τι μπορούσαν για να προασπίσουν τα πι θανά θύματα. Ό ταν η κροατική κυβέρνηση φυλάκισε πάνω από τα δύο τρίτα των Εβραίων της Κροατίας σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, κάποιοι αναζήτησαν κατα φύγιο στην ιταλική ζώνη. Ο Μπαστιανίνι, ο κυβερνήτης της Δαλματίας, έστειλε με ρικούς πίσω και άλλους στην Ιταλία, να κρατηθούν εκεί. Αλλά οι συνάδελφοί του ήταν πιο φιλικοί. Ο διπλωμάτης Πιετρομάρκι αγανάκτησε όταν έμαθε για τις σφα γές των Εβραίων από τους Ουστάσε στην πόλη Μόσταρ: «Γι’ αυτή την οπισθοδρό μηση, που ατιμάζει την ανθρωπότητα, είμαστε υποχρεωμένοι στη φίλη μας, τη Γερ μανία». Και διαμαρτυρήθηκε στον Μπαστιανίνι ότι η παράδοση «ανεπιθύμητων» Εβραίων στους Κροάτες σήμαινε «καταδίκη τους σε εξόντωση. Η Ιταλία και ο Στρατός πρέπει να αποφύγουν την αισχύνη ότι έγιναν συνένοχοι σε τέτοιες απο τρόπαιες πράξεις». Οι ανώτεροι αξιωματικοί του στρατού συμφώνησαν. Αν διευ κόλυναν αυτές τις σφαγές, θα κηλίδωναν την υπόληψή τους. Μαθαίνοντας πως οι Ιταλοί έπρεπε να βοηθήσουν στη σύλληψη Εβραίων και στην παράδοσή τους στους Γερμανούς, ο στρατηγός Πάριντε Νέγκρι διαμαρτυρήθηκε: «Αυτό είναι απολύτως
400
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
αδύνατον, γιατί η εκτόπιση των Εβραίων αντιβαίνει προς το αίσθημα τιμής του ιτα λικού στρατού».48 Τον Αύγουστο του 1942 ο Ρίμπεντροπ ζήτησε επισημως τη βοήθεια της Ιταλίας και ο Μουσολίνι φάνηκε να συναινεί, αφού έγραψε με το χέρι του τη φράση “ηιιΐΐα οδία” (καμιά αντίρρηση) στο υπόμνημα που του είχαν στείλει. Οι βασικοί όμως πολι τικοί και στρατιωτικοί διοικητές της Κροατίας ήταν απολύτως έτοιμοι να παρακάμψουν τον Ντούτσε. Η παράδοση Εβραίων «αποκλείεται», είπε ο στρατηγός Ροάττα στον Πιετρομάρκι. Ή ταν ζήτημα ανθρωπισμού (είναι φανερό πως για τους ανώτε ρους Ιταλούς αξιωματούχους όπως ο Ροάττα η έννοια αυτή περιλάμβανε τους Εβραίους της Γιουγκοσλαβίας αλλά όχι, ας πούμε, τους Αιθίοπες ή τους Σενούσι”). Ο Ροάττα όμως είχε κατά νου και το κύρος της Ιταλίας. Η παρεμπόδιση των Κροατών και των Γερμανών σήμαινε επίσης ότι λάβαιναν και οι δύο την υπενθύμιση πως σε αυτή την περιοχή τον πρώτο λόγο τον είχαν υποτίθεται οι Ιταλοί. Ό σο περισσότε ρο ο Πάβελιτς διαβεβαίωνε τους Γερμανούς ότι θα ξεμπέρδευε με το εβραϊκό ζήτη μα οπουδήποτε είχε εξουσία, τόσο περισσότερους λόγους είχαν οι Ιταλοί να τον εμποδίσουν.49 Στα τέλη του 1942 πια, οι υψηλόβαθμοι Ιταλοί γνώριζαν καλά την τύχη που περίμενε τους Εβραίους. Ο ίδιος ο Μουσολίνι είχε μάθει από έναν από τους κύριους βοηθούς του, τον στρατηγό των Καραμπινιέρων Τζουζέππε Πιες, πως οι Εβραίοι της Κροατίας που είχαν παραδοθεί στους Γερμανούς είχαν «“εκκαθαριστεί” με δη λητηριώδη αέρια στα σιδηροδρομικά βαγόνια όπου τους είχαν κλειδώσει». Οι διοι κητές της ιταλικής 2ης Στρατιάς, μη θέλοντας να αντιστρατευτούν ανοιχτά τους Γερ μανούς, ανακοίνωσαν δημόσια ότι, ενώ οι Ιταλοεβραίοι της Κροατίας θα τίθονταν υπό την προστασία τους, θα μάζευαν τους Κροάτες Εβραίους και θα τους παρέδι δαν στο Ζάγκρεμπ. Η είδηση αυτή οδήγησε στην αυτοκτονία πολλούς Εβραίους πρόσφυγες που ήταν υπό τον έλεγχό τους. Εκείνο που δεν γνώριζαν οι αυτόχειρες ήταν ότι η 2η Στρατιά δεν επιθυμούσε να τους παραδώσει. Προσπαθώντας να κερδί σει χρόνο, τους κράτησε σε ιταλικά στρατόπεδα της στεριάς ως την άνοιξη του 1943 και μετά τους έστειλε στο νησί Ραμπ. Σε αντίθεση με τους Σλοβένους που κρατού νταν ήδη εκεί και πέθαιναν από ασιτία, οι Εβραίοι έτρωγαν αρκετά ώστε να μεί νουν ζωντανοί. Απελευθερώθηκαν από τους παρτιζάνους όταν η Ιταλία συνθηκολό γησε το 1943 και συγκαταλέγονται στους πολυάριθμους Βαλκάνιους Εβραίους που ωφελήθηκαν από την ιταλική πολιτική. Το ότι υπήρξε αυτή η εντελώς εξαιρετική έκβαση ελάχιστα οφείλεται στις προσω πικές τάσεις του Ντούτσε* ίσα-ίσα, μάλλον αντανακλά τον σχετικά μικρό έλεγχο που ο ίδιος ασκούσε στο ιταλικό κράτος. Ο Μουσολίνι άκουγε προσεκτικά τον Γκαίρινγκ, τον Ρίμπεντροπ και τον Χίμλερ, που τον επισκέφτηκαν όλοι κάποια στιγμή και τον πα ρότρυναν να παραδώσει τους Εβραίους της Κροατίας (και, αργότερα, της Γαλλίας). Μολονότι όμως έδειχνε να συμφωνεί μαζί τους ότι «η Ιταλία δεν πρέπει να γίνει προ-
Η ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ: ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
401
στάτιδα των Εβραίων» και μεμφόταν τον «αισθηματικό ανθρωπισμό» των στρατηγών του, μεταπειθόταν όταν οι υφιστάμενοί του έφερναν αντεπιχειρήματα. Οι στρατηγοί του τον προειδοποιούσαν ότι, αν η Ιταλία παρέδιδε τους Εβραίους στους Ουστάσε, θα έχανε και την εμπιστοσύνη του χριστιανού ορθόδοξου πληθυσμού, πράγμα που θα υπονόμευε τη γιουγκοσλαβική της πολιτική συνολικά. Ακόμα δε και ο Μπαστιανίνι, που είχε προαχθεί στο δεύτερο πιο σπουδαίο πόστο του Υπουργείου Εξωτερικών, εί χε αλλάξει γνώμη και περιέγραφε τώρα την πολιτική της εξόντωσης με πολύ ξεκάθα ρη γλώσσα. «Γνωρίζουμε τι περιμένει τους Εβραίους που εκτοπίζουν οι Γερμανοί», θύμιζε στον Ντούτσε. «Τους σκοτώνουν με αέριο. Όλους - γυναίκες, γέρους, παιδιά. Εμείς δεν θα έχουμε καμία ανάμειξη σε τέτοιες ωμότητες. Και εσείς, Ντούτσε, δεν πρέπει να το επιτρέψετε. Είστε έτοιμος να πάρετε αυτή την ευθύνη πάνω σας;»50 Δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι ο Ντούτσε έκλινε έντονα υπέρ οποιασδήποτε από τις δύο τάσεις. Του άρεσε να κάνει τον σκληρό όταν μιλούσε με τους Γερμανούς, αλλά στην πράξη έριχνε συνήθως το βάρος των αποφάσεων στους υφι σταμένους του. Είχε επιτρέψει στους νομάρχες των νομών που συνόρευαν με τη Γιου γκοσλαβία να επαναπροωθούν τους Εβραίους πρόσφυγες πολύ καιρό αφότου είχε γίνει φανερό τι τους περίμενε. Το να κρατά όμως έξω τους πρόσφυγες ήταν ένα πράγμα* το να γίνει συνένοχος στην εξόντωση, ήταν κάτι τελείως άλλο. Εδώ προ σπάθησε να αποφύγει να παίρνει μόνος του αποφάσεις, ιδίως αποφάσεις που θα μείωναν το περιθώριο ελιγμών του και θα τον πρόσδεναν ακόμα πιο σφιχτά στους Γερμανούς. Ο Ροάττα κατάφερε να τον πείσει τον Δεκέμβριο του 1942 ότι οι Εβραί οι της Κροατίας δεν έπρεπε να παραδίδονται αμέσως στους Κροάτες. Από την άλλη μεριά, ήταν αποδέκτης της κυνικής συμβουλής του εμπίστου του, του στρατηγού Πιες: αν καταλάβαινε πως «η παράδοση, και άρα η εξόντωση», θα προχωρούσε έτσι κι αλλιώς, τότε να άφηνε εμμέσως στους Κροάτες τη βρόμικη δουλειά, ώστε να μην έχει ανάμειξη ο ιταλικός στρατός. Στο μυαλό του Μουσολίνι, τουλάχιστον, το να κλείσει σε στρατόπεδο τους Εβραίους της Κροατίας ήταν η τέλεια λύση, γιατί άφηνε μπροστά του ανοιχτές όλες τις δυνατότητες.51 Τον Μάρτιο του 1943 οι Γερμανοί δεν άντεξαν άλλο το βήμα σημειωτόν των Ιτα λών και στην Ελλάδα και εκτόπισαν τη μεγάλη εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονί κης. Εβαλαν επίσης τους Βουλγάρους να εκτοπίσουν τους Ελληνοεβραίους που έλεγχαν αυτοί. Οι Βούλγαροι συμφώνησαν, τονίζοντας όμως ότι θα αποφάσιζαν ξε χωριστά για το τι θα έκαναν τους Εβραίους που ήταν Βούλγαροι πολίτες. Η ελληνι κή κυβέρνηση, που βρισκόταν σε πολύ πιο αδύναμη θέση, είχε διαμαρτυρηθεί ιδιω τικά* αλλά οι τοπικοί αρμόδιοι της Θεσσαλονίκης συνεργάστηκαν χωρίς αντιρρή σεις, γιατί φοβούνταν ότι αλλιώς οι Γερμανοί θα παρέδιδαν την πόλη στην εξουσία των Βουλγάρων. Και στις δύο περιπτώσεις, οι ιταλικές προξενικές αρχές προστάτευσαν τους Εβραίους που είχαν ιταλικό διαβατήριο και έκαναν ό,τι μπορούσαν για να παράσχουν προστασία και σε άλλους.
402
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
Και σε αυτή την περίπτωση πάλι, η ανθρωπιστική παρόρμηση που αναμφίβολα ώθησε τους αρμοδίους ως άτομα, οι οποίοι άλλωστε έβλεπαν με τα ίδια τους τα μά τια τι ακριβώς συνέβαινε, πρέπει να συνεξεταστεί με την πολιτική πλευρά. Στις αρ χές του 1943, καθώς ο πόλεμος εξελισσόταν αποφασιστικά σε βάρος του Άξονα και οι Ούγγροι, καθώς και άλλοι, πίεζαν την Ιταλία να επιδιώξει ειρηνευτικές διαπραγ ματεύσεις, το εβραϊκό ζήτημα προσέλαβε πια ένα νέο νόημα. Το να δείξει η Ιταλία πως είχε ακόμα τη δύναμη να ματαιώσει το θέλημα των Γερμανών είχε τώρα ακόμα μεγαλύτερη διπλωματική αξία απ’ ό,τι το προηγούμενο καλοκαίρι. Υπήρχαν δε και οικονομικοί λόγοι - συγκεκριμένα, το να προστατευτεί μια εύπορη κοινότητα που εκ παραδόσεως έτρεφε φιλοϊταλικά αισθήματα. Ό πω ς έλεγε ο Ιταλός πληρεξού σιος στην Αθήνα, «υπήρχαν χίλιοι λόγοι, από την ανθρωπιά μας ως το κύρος μας» για τους οποίους έπρεπε να αρνηθούν να κλείσουν τους Εβραίους της ιταλικής ζώ νης σε στρατόπεδα. Με πολύ παραπλήσια συλλογιστική εξηγείται η ιταλική πολιτι κή στη νοτιοανατολική Γαλλία, από τη στιγμή που η Ιταλία κατέλαβε το τμήμα εκεί νο της χώρας, τον Νοέμβριο του 1942: η Ρώμη διαμαρτυρόταν όταν η αστυνομία του Βισύ οργάνωνε μπλόκα και επέμενε ότι για τη φυλετική πολιτική αρμόδιες ήταν αποκλειστικά οι δυνάμεις κατοχής. Εκείνο που είχε τη μεγαλύτερη σημασία ήταν το να διαφυλαχθεί το κύρος της Ιταλίας: κάποιοι Εβραίοι είχαν την τύχη να ωφελη θούν από αυτό. Μολονότι δεν υπάρχει λόγος να απορριφθεί συλλήβδην η ιδέα του ανθρωπιστή Ιταλού -της βτ&να §οη1:ο που αντιδιαστέλλεται τόσο εύκολα προς τους κτηνώδεις Γερμανούς- και να χαρακτηριστεί ως αυτοεξυπηρετικός μεταπολεμικός μύθος, σίγουρα οι Ιταλοί διπλωμάτες και στρατηγοί αναγνώριζαν πως υπήρχαν απολύτως ισχυροί και ιδιοτελείς πολιτικοί λόγοι να προσπαθούν να χαράξουν δική τους πορεία στο εβραϊκό ζήτημα της Ευρώπης.52 Η σύγκριση ανάμεσα στο «υψηλό αίσθημα δικαίου και ανθρωπιάς» του ιταλικού φασισμού και στην «απανθρωπιά και αρπακτικότητα» των ναζί συμμάχων τους ξε κίνησε από τους ίδιους τους Ιταλούς φασίστες αξιωματούχους. Η ανάλυσή τους για τη χρεοκοπία των τρόπων διακυβέρνησης των Γερμανών ήταν ίσως έξυπνη, αλλά ήταν επίσης κομμένη και ραμμένη στα μέτρα τους, γιατί διέσωζε, για την υψηλή σφαίρα των ιδεών, μιαν εκδοχή του φασισμού αγνότερη και πολιτικά πιο εκλεπτυ σμένη από τη γενοκτόνο βρομιά της πραγματικότητας του πολέμου. «Ζούμε μιαν από τις ζοφερότερες εποχές της ανθρώπινης ιστορίας, ίσως την πιο ζοφερή - ποτέ άλλοτε δεν υπήρξε τέτοια ανθρωποσφαγή», είπε ο πάπας σ’ έναν Ιταλό διπλωμάτη τον Ιανουάριο του 1943. «Και όμως», απάντησε ο Πιετρομάρκι, «μέσα σε όλη αυτή την ανομία οι Ιταλοί δεν μολύνθηκαν από αυτό τον πυρετό... Το ένστικτο που κάνει τους στρατιώτες μας να βδελύσσονται τις ωμότητες γαλουχήθηκε από το χριστιανι σμό». Και εκμυστηρεύτηκε στο ημερολόγιό του την πεποίθηση ότι «μια μέρα θα πιστωθεί στο λαό μας ο ανθρωπισμός του». Λίγους μήνες αργότερα, ο στρατηγός Πιες επισήμαινε το ίδιο πράγμα. «Οι γερμανικές αρχές μάς μέμφονται γιατί προστατεύ
Η ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ: ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
403
ουμε τους Εβραίους αντί να τις υποστηρίζουμε στη φυλετική τους καμπάνια, όπως έκανε η Βουλγαρία. Πιστεύω όμως ότι η συμπεριφορά μας, που εμπνέεται από τις αρχές του ανθρωπισμού, θα αναγνωριστεί μια μέρα ως η πιο ενδεδειγμένη στην πα ρούσα φάση». Μεγάλη μερίδα της φασιστικής ελίτ, πεπεισμένη πια ότι ο πόλεμος εί χε χαθεί, έλπιζε ότι η σύνεση και ο ανθρωπισμός τελικά θα συνέκλιναν.53 Ό σο λοιπόν συνεχιζόταν ο πόλεμος, τόσο λιγότερη διάθεση είχαν οι σύμμαχοι της Γερμανίας να παραδώσουν δικούς τους πολίτες -ακόμα και Εβραίους- στα χέρια των Γερμανών. Οι Βούλγαροι και οι Ρουμάνοι συνέχισαν το παιχνίδι, μπλοφάρο ντας ως το τέλος του πολέμου. Οι Βούλγαροι, αφού παρέδωσαν τους Έλληνες Εβραίους στην Τρεμπλίνκα, έφτιαξαν εβραϊκά τάγματα εργασίας και τα έστειλαν στην ύπαιθρο, μεταξύ άλλων και για να προστατεύσουν τους Εβραίους της Βουλγα ρίας. Όσο για την κυβέρνηση Αντονέσκου, αυτή ανησυχούσε τώρα ότι οι εκτοπίσεις έβλαπταν το κύρος της. Αφού άλλες συμμαχικές κυβερνήσεις -και κυρίως η Ουγγα ρία- δεν είχαν υποκλιθεί στους Γερμανούς με εκτοπίσεις και γκετοποίηση, η ίδια δεν έμοιαζε με αχυράνθρωπο τους; Τον Οκτώβριο του 1942, οι μεταγωγές Εβραίων προς την άλλη όχθη του Δνείστερου ανεστάλησαν. Βοήθησε σε αυτό η ισχυρή ενα ντίωση της βασιλομήτορος της Ρουμανίας, άλλο τόσο όμως βάρυναν πιθανότατα στρατηγικοί και διπλωματικοί συλλογισμοί. Η κυβέρνηση πολύ απλά αγνόησε τις ενστάσεις των Γερμανών, και στις συνομιλίες του στρατάρχη Αντονέσκου με τον Χίτλερ για το θέμα η διαφωνία δεν έμεινε κρυφή. «Ο Φύρερ είχε τη διαφορετική από τον Στρατάρχη άποψη ότι όσο πιο ριζικά μεταχειριστεί κανείς τους Εβραίους, τόσο το καλύτερο», γράφουν τα πρακτικά της συζήτησής τους. Ό ταν ο Ρίμπεντροπ ρώτησε τον Αντονέσκου αν μπορούσε να στείλει τους Εβραίους της Ρουμανίας στη Ρωσία, εκείνος είπε ότι ήθελε να μετακινήσει 100.000 στα ορυχεία της Κριμαίας για να δουλέψουν εκεί. «Ζητά όμως», διαβάζουμε, «να μη δολοφονηθούν, γιατί σε προηγούμενη περίπτωση αναγκάστηκε να σταματήσει την εκτόπιση των Εβραίων στη Ρωσία, όταν αποκαλύφθηκε ότι τους είχαν πολύ απλά δολοφονήσει εκεί». Δυ σκολεύεται να πιστέψει κανείς ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν ο ίδιος που είχε διατάξει να σκοτώσουν περισσότερους από 18.000 Εβραίους στην Οδησσό. Ο Αντονέσκου, όμως, έβλεπε προς τα πού φυσούσε ο άνεμος.54 Η Βουλγαρία και η Ρουμανία άλλαξαν στρατόπεδο προτού προλάβουν να τους σταματήσουν οι Γερμανοί. Ακόμα όμως και όταν οι Γερμανοί προκατέλαβαν τους πρώην συμμάχους τους εισβάλλοντας στη χώρα τους και καταλαμβάνοντάς την -όπως έκαναν στην Ιταλία και στην Ουγγαρία-, διαπίστωσαν σύντομα ότι δεν απο κτούσαν έτσι αναγκαστικά μεγαλύτερο έλεγχο. Στη Γαλλία, μπήκαν στην ως τότε μη κατεχόμενη ζώνη τον Νοέμβριο του 1942: κι όμως, ο αριθμός των Εβραίων που εκτοπίστηκαν το 1943 και το 1944 ήταν μικρότερος από των εκτοπισμένων του 1942. Το πρωτοπαλίκαρο του Άιχμαν, ο Νταννέκερ, που είχε ξεκινήσει τις εκτοπίσεις πα-
404
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
λιότερα στη Γαλλία, δεν τα πήγε πολύ καλύτερα όταν τον έστειλαν στη Ρώμη το 1943. Η ομάδα του οργάνωσε τη μεταφορά των Ιταλοεβραίων στο Άουσβιτς λίγες μέρες μετά τον ερχομό του. Από την Τεργέστη, ο Γκλομπότσνικ έστειλε περισσότε ρους από 1.100 Εβραίους βόρεια, ως τον Φεβρουάριο του 1945. Όμως γύρω στους 40.000 Εβραίους βγήκαν ζωντανοί από τον πόλεμο (από έναν πληθυσμό 50.000 προ πολεμικά), είτε επειδή κρύφτηκαν είτε χάρη στην αντίσταση. Οι Γερμανοί είχαν με γαλύτερη επιτυχία στην ηπειρωτική Ελλάδα, που την πήραν από τα χέρια των Ιτα λών τον ίδιο καιρό, αλλά και εκεί επέζησαν πολύ περισσότεροι Εβραίοι σε κρυψώ νες απ’ όσους είχαν επιζήσει νωρίτερα στη βόρεια Ελλάδα. Η χώρα που τους ανησυχούσε περισσότερο ήταν η Ουγγαρία, όπου ζούσε η με γαλύτερη εβραϊκή κοινότητα που είχε απομείνει στην Ευρώπη. Αυτή βρέθηκε αμέ σως σε κίνδυνο μόλις η Βέρμαχτ πήρε τον έλεγχο της χώρας τον Μάρτιο του 1944, και έως τον Ιούλιο του 1944 περισσότεροι από 435.000 Ουγγροεβραίοι είχαν σταλεί στο Άουσβιτς, πιο πολλοί απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα: ποτέ πριν ούτε μετά, όπως αποδεικνύουν οι συγγραφείς μιας πρόσφατης ιστορίας του στρατοπέδου, δε,ν ήταν το Άουσβιτς «λιγότερο αποτελεσματικό ως τόπος εργασίας» ή «περισσότερο αποτελεσματικό ως κέντρο θανάτωσης». Το 1942 είχαν πάει στο στρατόπεδο πεοίπου 175.000 Εβραίοι* από τον Ιανουάριο ως τον Μάρτιο του 1943, σχεδόν 105.000, και από τον Απρίλιο του 1943 ως τον Μάρτιο του 1944,160.000. Άρα οι μεταγωγές από την Ουγγαρία υπήρξαν το απόγειο της φονικής του σταδιοδρομίας. Τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1944Ταπάτο γενικό σύνολο του ενός περίπου εκατομμυρίου που δολοφονήθηκε εκεί, σκοτώθηκε όχι λιγότερο από το ένα τρίτο. Η πενταπλασια^αύξηση του μηνιαίου αριθμού θανάτων ξεπέρασε ακόμα και την επίσημη απόδοση των 132.000 πτωμάτων μηνιαίως από τους νέους αποτεφρωτές.55 Ομως η Ουγγαρία δεν ήταν μόνο η στιγμή του μεγαλύτερου θριάμβου του Άιχμαν, αλλά και το οριστικό τέλος της καριέρας του στη γενοκτονία, γιατί συνέβη τότε ένα πρωτοφανές γεγονός: ο ναύαρχος Χόρτυ, που παρέμενε ακόμα ο αντιβασιλιάς μιας κατ’ όνομα ανεξάρτητης χώρας, αποφάσισε να σταματήσει τις εκτοπίσεις. Ο πάπας, ο Ρούζβελτ και ο βασιλιάς της Σουηδίας, μεταξύ άλλων, τον καλούσαν ανοι χτά να κάνει κάτι, και η είδηση των αποβάσεων στη Νορμανδία και της ορμητικής προέλασης του Κόκκινου Στρατού προς τη Δύση τον έπεισαν ότι έπρεπε να βρει τρόπο να βγάλει τη χώρα από τον πόλεμο. Τότε πια, τόσο οι Γερμανοί όσο και οι σύμμαχοί τους είχαν καταλάβει πως η συνενοχή στην Τελική Λύση αποδείκνυε αφο σίωση, ενώ αντίθετα η απόκρουσή της ήταν ένας τρόπος να δείξει κανείς την επιθυ μία του να απαγκιστρωθεί από τον Άξονα. Ο εβδομηνταπεντάχρονος Χόρτυ παρενέβη στο Υπουργείο Εσωτερικών και αντικατέστησε τις μονάδες χωροφυλακής με πιστά στον ίδιο συντάγματα του στρατού* σταμάτησε, έτσι, σύξυλα τα σχέδια του Άιχμαν και γλίτωσε κυρίως τους Εβραίους της Βουδαπέστης από την εκτόπιση. Ο Άιχμαν έμεινε κατάπληκτος. «Αυτό δεν γίνεται με τίποτα», αναφώνησε. Κι όμως,
Η ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ: ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
405
χωρίς τη συνεργασία των Ούγγρων δεν μπορούσε να προχωρήσει, και πράγματι ο Χίμλερ διέταξε τη μονάδα του να βάλει τέρμα στις εργασίες της. Τον επόμενο μήνα οι Γερμανοί έθεσαν εκποδών τον Χόρτυ και τον αντικατέστησαν με τον ακροδεξιό πρώην αξιωματικό του αψβουργικού στρατού Φέρεντς Σάλασι. Ούτε ο Σάλασι όμως ήθελε να παραδώσει τους Εβραίους της Ουγγαρίας στους Γερμανούς, κι έτσι στα τέ λη του 1944 οι εκτοπίσεις είχαν σταματήσει. Αντί γι’ αυτές, το αντισημιτικό του κίνη μα, ο Βελόσταυρος, επεξέτεινε το ουγγρικό πρόγραμμα καταναγκαστικής εργασίας και, καθώς η δημόσια τάξη άρχισε να καταλύεται, τα μέλη του κινήματος επιδόθηκαν σ’ ένα όργιο δολοφονιών. Με τον Κόκκινο Στρατό να πολιορκεί και να βομβαρ δίζει την πρωτεύουσα από τον Δεκέμβριο και μετά, η κυβέρνηση Σάλασι την εγκατέλειψε και υποχώρησε στα δυτικά της χώρας, αφήνοντας τη Βουδαπέστη να υποστεί μερικές από τις χειρότερες βιαιότητες του πολέμου, καθώς τα τοπικά αποσπάσματα θανάτου περιφέρονταν στους δρόμους σφάζοντας Εβραίους. Η διακοπή των εκτοπίσεων από την Ουγγαρία και η απότομη επιδείνωση της στρα τηγικής θέσης της Γερμανίας το καλοκαίρι του 1944 δημιούργησαν αίφνης μια νέα δυνατότητα: την επιστροφή στην πολιτική μετανάστευσης που είχαν εγκαταλείψει οι Γερμανοί το 1941. Μέσα στη Βουδαπέστη και σε ουδέτερους χώρους του εξωτερι κού, Εβραίοι και Γερμανοί πράκτορες ξεκίνησαν μυστικές συζητήσεις για να αγο ράσουν την απελευθέρωση των Ούγγρων με χρήμα ή με αγαθά. Οι λόγοι για τους οποίους το έκαναν αυτό οι συγκεκριμένοι Εβραίοι είναι αρκετά ευνόητοι - είτε ενεργούσαν σαν μεμονωμένα άτομα είτε σαν μέλη πολιτικών ή ανθρωπιστικών ορ γανώσεων, ο στόχος τους ήταν να σώσουν όσο γινόταν περισσότερους Εβραίους από τον βέβαιο θάνατο. Η πραγματική ιστορική διχογνωμία αφορά τη γερμανική πλευρά. Πόσο σοβαρές ήταν αυτές οι διαπραγματεύσεις και τι προσπαθούσαν να πετύχουν; Να σημειώσουμε καταρχήν ότι η ιδέα τού να γίνονται εξαιρέσεις στην πολιτική των θανατώσεων είχε εμφυτευτεί στο σύστημα από την αρχή. Καθώς προχωρούσε ο πόλεμος, ιδίως ο Χίμλερ έβλεπε τους Εβραίους σαν χρήσιμο μοχλό πίεσης προς τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς. Πεπεισμένος για τη μεγάλη τους επιρροή στην πολιτική των Συμμάχων, και ανησυχώντας από τη γοργή πρόοδο του Κόκκινου Στρατού στην Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, έλπιζε πως οι διαπραγμα τεύσεις για τους Εβραίους θα μπορούσαν να λειτουργήσουν σαν βολιδοσκοπήσεις ειρήνης προς τη Δύση. Το 1943 είχε ήδη φτιάξει έναν μικρό τομέα μέσα στο στρατό πεδο του Μπέργκεν-Μπέλζεν για «προνομιούχους Εβραίους» που είχαν συγγενείς στο εξωτερικό. Η ιδέα ήταν να γνωστοποιήσουν αυτοί τη φιλική μεταχείριση που εί χαν από τους Γερμανούς και να είναι όμηροι σε περίπτωση οποιασδήποτε δυσμε νούς τροπής στην πολιτική των Συμμάχων. Ανάλογοι συλλογισμοί τον έκαναν τώρα να δώσει την ευχή του στις προσπάθειες επίτευξης συμφωνιών, όπου Εβραίοι θα
406
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
απελευθερώνονταν με αντάλλαγμα παραδόσεις πολεμικού υλικού. Τίποτε από αυ τά, όμως, δεν είχε μέλλον. Ο αντισημιτισμός του Χίμλερ υπερέβαλλε πολύ το βαθμό επιρροής που ασκούσαν οι εβραϊκές οργανώσεις στη βρετανική ή στην αμερικανική πολιτική: οι κυβερνήσεις τους, μάλιστα, τους είχαν δώσει σαφείς εντολές να μην μπαίνουν σε διαπραγματεύσεις με «πολιτικό» περιεχόμενο, κι έτσι δεν μπορούσαν να κάνουν και πολλά. Για τον Τσώρτσιλ και τον Ρούζβελτ το βασικό ήταν η πολιτική της άνευ όρων παράδοσης -που σήμαινε: όχι χωριστές διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς- και η συμμαχία με την Ε.Σ.Σ.Δ.56 Πάνω απ’ όλα ο Χίτλερ, στον οποίο ο Χίμλερ παρέμενε πιστός, δεν σκόπευε να επιτρέψει τη διαφυγή μεγάλου αριθμού Εβραίων. Έτσι, υπήρξαν μόνο μικρές χειρο νομίες. Μέλη της οικογένειας Βάις, για παράδειγμα, μιας δυναστείας Ούγγρων βιομηχάνων, μπόρεσαν να πάνε αεροπορικώς στην Πορτογαλία, με αντάλλαγμα τον έλεγχο της βιομηχανίας όπλων τους, που ο Χίμλερ την ήθελε για τα \¥αί&η-5δ. Ο Χίμλερ προσωπικά παρέμεινε θιασώτης της Τελικής Λύσης, και όλο το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1944 εναντιώθηκε πρώτα στη Βέρμαχτ και έπειτα στις αιτήσεις του Σπέερ για Εβραίους εργάτες: 100.000 Ουγγροεβραίοι στάλθηκαν κατ’ εξαίρεση να δουλέψουν στα εργοστάσια όπλων. Το γκέτο του Ουτζ -το μόνο εβραϊκό κέντρο της πρώην Πολωνίας που είχε απομείνει- εκκαθαρίστηκε, και το στρατόπεδο θανά του του Χέουμνο ξανάρχισε να λειτουργεί γι’ αυτόν το σκοπό. Καθώς τα στρατόπεδα στις παρυφές του Ράιχ εκκενώνονταν λόγω της προέλασης του εχθρού, τους τροφί μους είτε τους σκότωναν είτε τους άφηναν να πεθάνουν σε άνευ λόγου πορείες θανά του είτε τους μάντρωναν σε άλλα στρατόπεδα που βρίσκονταν μέσα στο Ράιχ, όπου ο συνωστισμός, η εξαντλητική εργασία, η έλλειψη τροφίμων, οι αρρώστιες και η βα ναυσότητα των φυλάκων προκάλεσαν γρήγορα την κάθετη αύξηση της θνησιμότητας. Την άνοιξη του 1945, ο Χίμλερ όντως έστερξε στις νέες προσπάθειες κάποιων ουδετέρων να παρέμβουν και να σώσουν τροφίμους. Οι συζητήσεις για απελευθέ ρωση των στρατοπέδων με τον Ζαν-Μαρί Μουζύ, πρώην πρόεδρο της Ελβετίας, κατέρρευσαν όταν ο Χίτλερ άκουσε τα περί απόλυσης 1.200 Εβραίων και απαγόρευσε έξαλλος κάθε περαιτέρω επαφή. Τον Φεβρουάριο, ο κόμης Μπερναντόττε, αντι πρόεδρος του Σουηδικού Ερυθρού Σταυρού, πρότεινε να πάρει όλους τους Δανούς και τους Νορβηγούς κρατουμένους στη Σουηδία* τελικά, χιλιάδες κρατούμενοι πράγματι σώθηκαν με αυτό τον τρόπο. Οι διαπραγματεύσεις αυτές, στις οποίες ο Χίμλερ αναμείχθηκε παρά την ξεκάθαρη απαγόρευση του Χίτλερ, ήταν γι’ αυτόν ένας τρόπος να ανοίξει διάλογο που μπορούσε ίσως να επεκταθεί στο πολύ ευρύτε ρο ζήτημα της υπό όρους εξόδου της Γερμανίας από τον πόλεμο.57 Αυτή ήταν σίγουρα η συλλογιστική πίσω από την πιο αναπάντεχη συνάντηση του Χίμλερ, τις μυστικές συνομιλίες που είχε στο Βερολίνο με τον Νόρμπερτ Μάζουρ, έναν Γερμανοεβραίο εμιγκρέ σταλμένο σε σωστική αποστολή από το Παγκόσμιο Εβραϊκό Συνέδριο. Ο Μάζουρ πέταξε από τη Στοκχόλμη συνοδευόμενος από τον
Η ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ: ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
407
Φινλανδό μασέρ του Χίμλερ, τον Φέλιξ Κέρστεν, στις 19 Απριλίου, με μια πτήση φορτωμένη δέματα του Ερυθρού Σταυρού. Η συνθηκολόγηση της Γερμανίας θα γι νόταν μόλις λίγες εβδομάδες αργότερα. Μ’ ένα αυτοκίνητο της Γκεστάπο που είχε χαμηλωμένα τα φώτα διέσχισαν «τα στοιχειωμένα θαρρείς ερείπια και τους ατέλει ωτους σωρούς των χαλασμάτων» και έφτασαν -μετά από πολλά σταματήματα που του έσπασαν τα νεύρα- στο κτήμα του Κέρστεν, περίπου εξήντα πέντε χιλιόμετρα έξω από το Βερολίνο, όχι μακριά από το γυναικείο στρατόπεδο του Ράβενσμπρυκ. Την άλλη μέρα ο Χίμλερ καθυστέρησε, λόγω των εορτασμών για τα γενέθλια του Χίτλερ -οι σχέσεις του με τον Χίτλερ, που είχαν ήδη χειροτερέψει πολύ, θα επιδει νώνονταν πολύ περισσότερο αν αυτός μάθαινε για την επίσκεψη του Μάζουρ- και ο Μάζουρ πέρασε όλο το πρωί μιλώντας με τον Βάλτερ Σέλλενμπεργκ, τον νεαρό βοηθό του Χίμλερ στην υπηρεσία εξωτερικών πληροφοριών* τον βρήκε σε βαθιά θλίψη και πεπεισμένο ότι η ήττα της Γερμανίας δεν θα αργούσε. Ο Σέλλενμπεργκ προειδοποίησε τον Μάζουρ ότι, ενώ ο Χίμλερ υποστήριζε την αποστολή του, ο Χίτ λερ ήταν απολύτως ενάντιος σε κάθε προσφορά με στόχο τη διάσωση και είχε χάσει τελείως την ψυχραιμία του όταν είχε ακούσει για τις προηγούμενες διαπραγματεύ σεις με τους Ελβετούς. Το απόγευμα, ο Μάζουρ βγήκε για βόλτα στο κτήμα. Τέλος, στις 2.30 μετά τα μεσάνυχτα, φάνηκε ένα αμάξι* είχε φτάσει ο Χίμλερ. Καθίσαμε σ’ ένα τραπέζι με σερβίτσια του καφέ για πέντε άτομα. Ο Χίμλερ ήταν ντυμένος άψογα* στη στολή του είχε όλα τα διακριτικά του βαθμού του και τα γυαλι στερά παράσημα. Ήταν φροντισμένος, φρέσκος και ζωηρός, παρά την προχωρημέ νη ώρα, ήρεμος εξωτερικά, με αυτοέλεγχο. Ήταν πιο καλός από κοντά, παρά στις φωτογραφίες. Τσως το φευγάτο και διαπεραστικό του βλέμμα να ήταν έκφραση σαδισμού και σκληρότητας* πάντως, αν δεν γνώριζα το παρελθόν του, δεν θα πίστευα ποτέ πως ο άνθρωπος αυτός ήταν προσωπικά υπεύθυνος για τις πιο εκτεταμένες μα ζικές δολοφονίες της ιστορίας. Καθώς σιγόπιναν τα ποτά τους, με ζάχαρη και γλυκά φερμένα από τη Σουηδία, ο Χίμλερ άρχισε έναν μακροσκελή μονόλογο. Υπερασπίστηκε τη γερμανική πολιτική εναντίον των Εβραίων και τους επέρριψε την ευθύνη για τα κακά της χώρας. Ισχυρί στηκε πως αυτός ήταν εξαρχής υπέρ της πολιτικής των απελάσεων, που είχε όμως αποτύχει γιατί ο κόσμος αρνιόταν να δεχθεί Εβραίους πρόσφυγες. Έπειτα, ο πόλε μος έφερε τη Γερμανία σε επαφή με τις «εβραϊκές μάζες της Ανατολής», που ήταν προλετάριοι, παρτιζάνοι και άρρωστοι. Στο ερώτημα του Μάζουρ, πώς είναι δυνατόν να βοηθούσαν οι Εβραίοι τους παρτιζάνους, αφού ζούσαν μέσα στα γκέτο, ο Χίμλερ απάντησε πως πυροβολούσαν συνεχώς εναντίον των Γερμανών στρατιωτών από μέοα. Τα κρεματόρια ήταν ένα απλό μέτρο υγιεινής* ο πόλεμος εναντίον των Ρώσων, καθαρά προληπτικός. Ό σο για τα στρατόπεδα, μακάρι να τα είχε ονομάσει «στρατό πεδα αναμόρφωσης», γιατί η ονομασία αυτή δεν θα είχε προκαλέσει τις ίδιες δυσμε
408
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
νείς αντιδράσεις. Ο Ραϊχσφύρερ ήθελε να υπερασπιστεί τον εαυτό του και τον στενο χωρούσε η κακή δημοσιότητα και η «προπαγάνδα μίσους» που είχε εξαπολυθεί μετά την ανακάλυψη του Μπέργκεν-Μπέλζεν και του Μπούχενβαλντ. Ο Μάζουρ συνέχι σε ρωτώντας ποια πρακτικά μέτρα μπορούσαν να ληφθούν ώστε να αλλάξει η κατά σταση και πέτυχε να τον κάνει να συμφωνήσει -μετά από σύντομη ιδιωτική συζήτηση με τον Σέλλενμπεργκ και τον υπασπιστή του τον Μπραντ- να αφήσει ελεύθερες 1.000 Εβραίες κρατούμενες του Ράβενσμπρυκ. Ο Χίμλερ επέμεινε ότι έπρεπε να χα ρακτηριστούν «Πολωνές». Μετά από δυόμισι ώρες, οι συνομιλίες τέλειωσαν. Ο Μά ζουρ εντυπωσιάστηκε από την ηρεμία του Χίμλερ, από τον κυνισμό του όσον αφορά τη μοίρα των Γερμανών («το καλύτερο κομμάτι τους θα καταστραφεί μαζί μας* το τι θα συμβεί στο υπόλοιπο, δεν έχει σημασία») και από την απουσία προσωπικού πά θους του (σε αντίθεση με τον Χίτλερ) ως προς τους Εβραίους. Αργότερα την ίδια μέρα ο Μάζουρ επέστρεψε στο αεροδρόμιο του Τέμπελχοφ διασχίζοντας τα κατεστραμμένα προάστια. Προσπέρασε ατελείωτα κάρα με Γερμα νούς πρόσφυγες, φορτωμένα με τα υπάρχοντά τους, που έφευγαν να γλιτώσουν από το μέτωπο και τα μαχητικά αεροπλάνα, καθώς και ατελείωτες φάλαγγες κρατουμέ νων από το γειτονικό στρατόπεδο του Οράνιενμπουργκ οι οποίες πορεύονταν βό ρεια. Κι έπειτα ήταν το ίδιο το Βερολίνο -«ένας ερειπιώνας απίστευτων διαστάσε ων»- όπου οι προσόψεις των ρημαγμένων από τους βομβαρδισμούς σπιτιών ισορρο πούσαν απειλητικές πάνω από τους έρημους δρόμους. Στο αεροδρόμιο τον ξεπρο βόδισαν οι βροντές του σοβιετικού πυροβολικού, μια τιμητική φρουρά των δδ και ένα «Χάιλ Χίτλερ»· δυο ώρες αργότερα, προσγειώθηκε με ασφάλεια στην Κοπεγ χάγη* «ήταν θαυμάσιο το συναίσθημα να βρίσκεσαι πάλι σε μια πόλη όπου δεν υπήρχαν χτυπημένα σπίτια και όπου ο κόσμος ήταν ήρεμος και καλοντυμένος». Πε ρίπου 7.500 γυναίκες έφτασαν τελικά στη Σουηδία από το Ράβενσμπρυκ, αφού διέ σχισαν με φορτηγά τη Δανία.58 Αυτές ήταν οι τυχερές. Στο Ράβενσμπρυκ, τόπο ιατρικών πειραμάτων, αναγκα στικών στειρώσεων και απερίγραπτων πράξεων σαδισμού, συστηματικές θανατώ σεις με αέριο και άλλους τρόπους γίνονταν όλους τους τελευταίους μήνες: επέζησαν μόλις 40.000 από τις περίπου 130.000 γυναίκες που ήταν έγκλειστες εκεί. Ανάμεσα στις εκτελεσμένες ήταν μέλη της βρετανικής δΟΕ και της πολωνικής αντίστασης: το Ράβενσμπρυκ δεν ήταν στρατόπεδο ειδικά για Εβραίες* ήταν ένα σημαντικό κέντρο εργατριών για τις γύρω βιομηχανίες εξοπλισμών (ένας από τους μεγάλους εργοδό τες ήταν η Ζήμενς), που στις αρχές του 1945 είχε ξεπεράσει κατά πολύ τη χωρητικότητά του λόγω αφίξεων από το Άοϋσβιτς και από άλλα στρατόπεδα της Ανατολής. Για τις περισσότερες κρατούμενες, η παρέμβαση του Μάζουρ και του Σουηδικού Ερυθρού Σταυρού ήρθε πολύ αργά. Είχαν θανατωθεί με αέριο ακόμα και νήπια και έγκυες γυναίκες -περισσότερες από 2.000 τον Απρίλιο-, και μετά την αναχώρηση της τελευταίας μεταγωγής 15.000 επιζώσες οδηγήθηκαν σε πορεία προς την ύπαι-
Η ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ: ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
409
θρο, όπου όσες δεν άντεχαν να περπατήσουν άλλο έβρισκαν το θάνατο από τα πι στόλια των φρουρών των δδ* όταν ο Κόκκινος Στρατός απελευθέρωσε το στρατόπε δο μια βδομάδα αργότερα, μόλις λίγες χιλιάδες άρρωστοι και ετοιμοθάνατοι τρόφι μοι, γυναίκες κυρίως, βρίσκονταν ακόμα εκεί.59
ΦΙΝΑΛΕ: ΤΟ ΚΟΥΚΟΥΛΩΜΑ
Το 1941, όταν οι αναφορές για τις πρώτες σφαγές στα κατακτημένα ανατολικά εδά φη είχαν φτάσει στη Γερμανία, το ναζιστικό καθεστώς, όπως είδαμε, είχε αναγκα στεί να αντιμετωπίσει κάπως την αναταραχή. Έεαι^την ίδια στιγμή που ενέτεινε την προπαγανδιστική του εκστρατεία, ρίχνοντας στους Εβραίους το φταίξιμο για τη μοί ρα τους, αύξανε επίσης τη μυστικότητα, ιδίως ως προς την ανάμειξη των ειδικών της δηλητηρίασης με αέριο. Από το χειμώνα του 1941/2 και μετά, τα στρατόπεδα εξόντω σι^ς^^Ε^ χ ^ η α ης Ράινχαρντ^ ιδίως, κατασκευάζονταν σε ατμόσφαιρα άκρας εμπιστευτικότη®ας, /Οταν ο αξιωματικός των δδ Μαξ Τόυμπνερ δικάστηκε -σε μια εξαιρετικά ασυνήθιστη υπόθεση- από ένα δικαστήριο των δδ στο Μόναχο, εκείνο για το οποίο τιμωρήθηκε δεν ήταν η χωρίς εξουσιοδότηση θανάτωση χιλιάδων Εβραίων, αλλά οι καυχησιολογίες του, οι κομπασμοί του ότι είχε πάει στην Ανατολή για «να απαλλαγεί από τουλάχιστον 20.000 Εβραίους» και η συνήθειά του να επι δεικνύει την αποκρουστική συλλογή φωτογραφιών του. Ο Τόυμπνερ στην απολογία του επικαλέστηκε την ύπαρξη μιας διαταγής του Φύρερ να σκοτώνονται οι Εβραίοι. Του επισήμαναν όμως ότι η εξόντωση ήταν κρατικό απόρρητο και τον καταδίκασαν σε δέκα χρόνια κάθειρξη, τον απέταξαν από τα δδ και του στέρησαν τα πολιτικά του δικαιώματα λόγω συμπεριφοράς «ανάρμοστης για έναν αξιοπρεπή και χρηστό Γερ μανό άντρα». Η απόφαση περί ενοχής του επιτελούσε δύο λειτουργίες: ξεκαθαρίζο ντας ότι ήταν επιτρεπτό να σκοτώνει κανείς Εβραίους «για καθαρά πολιτικούς λό γους» αλλά όχι για «ιδιοτελείς, σαδιστικούς ή σεξουαλικούς» λόγους, καταδείκνυε ακόμα μια φορά την απουσία νομικών εμποδίων στη διάπραξη μαζικών δολοφο νιών. Ταυτόχρονα, ξανατόνιζε τον εξαιρετικά εμπιστευτικό χαρακτήρα της Τελικής Λύσης και το καθήκον των αναμειγμένων σε αυτήν να μη μιλούν για το θέμα.60 Ο Χίμλερ είχε μεριμνήσει για τη μυστικότητα πριν ακόμα από την υπόθεση Τόυ μπνερ, που την παρακολούθησε με μεγάλο ενδιαφέρον. Όταν τα φθινόπωρο και το χειμώνα του 1942 εμφανίστηκαν στον συμμαχικό Τύπο οι πρώτες καταγγελίες για τις μαζικές δολοφονίες των Γερμανών, διέταξε τον αρχηγό της Γκεστάπο, Χάινριχ Μύλλερ, να φροντίσει ώστε όλα τα πτώματα είτε. να θάβονται είτε να καίγονται. Οι δολο φονίες σε τόσο μεγάλη κλίμακα είχαν ήδη προκαλέσει σοβαρά περιβαλλοντικά προ βλήματα. Σε αντίθεση με τους Ρουμάνους, που στις σφαγές του 1941 είχαν απλώς αφή σει τα πτώματα να κείτονται στην άκρη του δρόμου ή να επιπλέουν στον ποταμό
410
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
Μπουγκ, οι Γερμανοί τα είχαν θάψει σε λάκκους. Στο στρατόπεδο θανάτου του Χέουμνο, όμως, το λιώσιμο των πάγων την άνοιξη άφησε τα αποψυγμένα σώματα να επι πλέουν μέσα σε μεγάλες νερολακκοΰβες, σκορπίζοντας τέτοια αποφορά, που τα γύρω χωριά άρχισαν να παραπονιούνται. Υπήρξαν επίσης αναφορές ότι απειλούνταν η δη μόσια υγεία και τα υδάτινα αποθέματα των περιοχών γύρω από τα στρατόπεδα θανά του της Επιχείρησης Ράινχαρντ. Ο Γερμανός στρατιωτικός διοικητής κοντά στην Τρεμπλίνκα ανέφερε στους ανωτέρους του εκείνο το φθινόπωρο ότι «οι Εβραίοι της Τρεμπλίνκα δεν σκεπάστηκαν όσο έπρεπε με χώμα. Γι’ αυτόν το λόγο ο αέρας είναι γεμά τος ανυπόφορη δυσωδία από τα πτώματα». Καθώς η Τελική Λύση επεκτεινόταν γορ γά, η ανάγκη να βρεθεί απάντηση στο πρόβλημα γινόταν όλο και πιο πιεστική.61 Για τη δουλειά αυτή ο Χίμλερ διάλεξε τον σταντάρτεν-φύρερ Πάουλ Μπλόμπελ, που είχε υπηρετήσει στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ως μηχανικός του στρατού και είχε χριστεί, πιο πρόσφατα, υπεύθυνος για την ομάδα θανάτου των δδ η οποία οργά νωσε τις σφαγές του Μπάμπι Γιαρ έξω από το Κίεβο. Ο Μπλόμπελ ξεκίνησε με το Άοϋσβιτς και το Χέουμνο* διέταξε να ανοιχθούν οι τεράστιοι ταφικοί λάκκοι και να καούν τα λείψανά τους, είτε σε ειδικά κρεματόρια είτε σε τεράστιες πυρές. Συνέταξε ανάλογες οδηγίες για το Μπέουζετς, το Σομπίμπορ και την Τρεμπλινκα, και οι υφι στάμενοί του επισκέφτηκαν τα στρατόπεδα και επέβλεψαν την καύση τ^>ν εκατοντά δων χιλιάδων σωμάτων, για να είναι βέβαιοι ότι γίνονταν σύμφωνα με τις οδηγίες. Το 1943, άρχισαν επίσης να ασχολούνται με τις δεκάδες πιο διάσπαρτους τόπους θανάτωσης στην πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. Μικρές μονάδες του προσωπικού της Επιχείρησης 1005, μιας ομάδας αντρών της δΐΡο/δϋ που είχαν ορκιστεί σιωπή, επισκέφτηκαν αυ τούς τους τόπους και οργάνωσαν ομάδες Εβραίων κρατουμένων για να κάνουν τη δουλειά της εκταφής και της καύσης των σωμάτων. Τον Αύγουστο του 1943, δύο χρό νια μετά την τελευταία του επίσκεψη, ο Μπλόμπελ επέστρεψε στο φαράγγι του Μπάμπι Γιαρ. Τα πτώματα των δικών του Εβραίων θυμάτων -περισσότερα από 30.000κείτονταν πια κάτω από νέα στρώματα, εκτελεσμένων Σοβιετικών αιχμαλώτων, παρ τιζάνων και αμάχων. Οι ομάδες κρατουμένων αποτελούνταν συνήθως από Εβραί ους, που τους εκτελούσαν μόλις ολοκλήρωναν το έργο τους, καίγοντάς τους πολλές φορές στις ίδιες εκείνες πυρές που είχαν ετοιμάσει. Σε μία τουλάχιστον περίπτωση, τους μετέφεραν στη δουλειά μέσα σ’ ένα φορτηγό αερίων, όπου τους σκότωσαν αρ γότερα. Το χειμώνα του 1943/4, οι άντρες του Μπλόμπελ είχαν επίσης διατρέξει τα πεδία θανάτωσης της Βαλτικής και της Λευκορωσίας. Παρότι όμως έκαψαν τεράστιο αριθμό πτωμάτων, η ταχύτητα της προέλασης του Κόκκινου Στρατού τούς πρόλαβε. Στην Εσθονία, όταν έφτασε ο σοβιετικός στρατός οι φωτιές έκαιγαν ακόμα. Έ τσι λοιπόν, η Επιχείρηση 1005 δεν κατάφερε να απαλείψει όλα τα τεκμήρια, γιατί ξεκίνησε μόλις κατά τα δύο τελευταία χρόνια του πολέμου και ασχολήθηκε κυ ρίως με τη Γενική Κυβέρνηση. Το ίδιο το έργο που είχε αναλάβει ήταν ανέφικτο. Τα στρατόπεδα θανάτου Ράινχαρντ είχαν ισοπεδωθεί το 1943* μ ό ν ο . ^
Η ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ: ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
411
που βοήθησαν τους αρχαιολόγους και τους ιατροδικαστές του ύστερου εικοστού αι ώνα να εξακριβώσουν πού ακριβώς βρίσκονταν αυτά τότε. Μετά δε τη δημοσιότητα που έδωσαν οι Σοβιετικοί στα αποτρόπαια ευρήματά τους όταν απελευθέρωσαν το Λούμπλιν-Μαϊντάνεκ το καλοκαίρι του 1944, ο Χίμλερ προσπάθησε να επιταχύνει την απάλειψη των ομαδικών τάφων. Τα στρατόπεδα έκλεισαν και οι τρόφιμοί τους αναγκάστηκαν να πεζοπορήσουν μακριά από το μέτωπο, αλλιώς εκτελούνταν. Η γε νοκτονία ομωςχιχε εφαρμοστεί σε πάρα πολύ μεγάλη κλίμακα, και η προέλαση του Κόκκινου Στρατού ηταν πολύ γρήγορη, ώστε να είναι δυνατό ένα πλήρες κουκούλωμα. Στα τέλη χωμΑΟΜ^ ο Χίμλεο διέταΠε να κατεδαφιστούν οι θάλαμοι αερίων και τα κρεματόρια του Άουσβιτς-Μπίρκεναου^Ομάδες κρατουμένων πήραν εντολή να δυναμιτίσουν τους τοίχους* να σκορπίσουν τις ανθρώπινες στάχτες στον Βιστούλα και να ισοπεδώσουν ακόμα και τους παλιούς λάκκους καύσης και να φυτέψουν από πάνω δέντρα. Ή ταν όμως πολύ λίγα όλα αυτά, και πολύ αργά. Οι ίδιοι οι κρατούμε νοι ήταλΓαποφασισμένοι να διατηρήσουν τα τεκμήρια του εγκλήματος. Όταν τέλος πάντων οι Ρώσοι έφτασαν στο Άοϋσβιτς, στα τέλη Ιανουαρίου του 1945, βρήκαν άρ ρωστους κρατουμένους, κτίρια και έγγραφα. Παγωμένα πτώματα κείτονταν στο χιόνι ή ήταν στοιβαγμένα σε υπόστεγα. Οι αποθήκες του στρατοπέδου περιείχαν βουνά ολόκληρα απο βαλίτσες, τσουβάλια με μαλλιά, εσάρπες προσευχής και άλλα κατάλοιπα του ενός εκατομμυρίου θυμάτων του στρατοπέδου. Καθώς τα σύνορα της Μεγάλης Γερμανίας συρρικνώνονταν και ο Κόκκινος Στρα τός πίεζε από όλο και πιο κοντά το Βερολίνο, ηρθε η τελική αντιστροφή της γερμανι κής πολιτικής. Από την αρχή, ο υπέρτατος στοχος ήταν να απαλλάξουν τη Γερμανία από τους Εβραίους με κάθε τρόπο. Τώρα ομως, καθώς το ένα στρατόπεδο εκκενωνό ταν μετά το άλλο, οι κρατούμενοι -ή τουλάχιστον όσοι κατάφερναν να βγουν ζωντα νοί από τα πολύωρα ταξίδια μέσα σε βαγόνια για βοοειδή, χωρίς θέρμανση, ή από τις πεζοπορίες μέσα στο παγερό κρύο- στέλνονταν μέσα στη Γερμανία. Οι διαταγές που είχαν τα δδ ήταν να μην επιτραπεί σε κανέναν να πέσει στα χέρια του εχθρού ζωντα νός. Οι άρρωστοι κρατούμενοι έπρεπε να εκτελούνται και τα στρατόπεδα να αποσυναρμολογούνται ή να ανατινάζονται πριν από την αποχώρηση. Ο Άιχμαν φαίνεται πως είχε προτρέψει προσωπικά τους διοικητές των στρατοπέδων να σκοτώνουν όσο περισσότερους Εβραίους μπορούσαν. Την άνοιξη του 1945, η πολιτική της «μαζικής εκκαθάρισης των κρατουμένων» φαίνεται πως συζητήθηκε ευρύτερα. Πλέον σκηνικό των σφαγών έγινε η ίδια η Γερμανία. Οι πορείες θανάτου φιδοσέρνονταν άσκοπα ανάμεσα στις πόλεις της υπαίθρου, ενώ οι παρακαμπτήριες γραμμές των σιδηροδρο μικών σταθμών φιλοξενούσαν τρένα γεμάτα παγωμένα πτώματα. Μονάχα στο Μπέργκεν-Μπέλζεν, 35-45.000 άνθρωποι πέθαναν από αρρώστιες και ασιτία τις τελευταίες εβδομάδες πριν από την απελευθέρωση. Εκτιμάται ότι από τους 600.000 κρατουμέ νους που απελευθέρωσαν από τα στρατόπεδα οι Σύμμαχοι το 1945, περίπου οι 100.000 ήταν Εβραίοι* 80-100.000 είχαν πεθάνει τους αμέσως προηγούμενους μήνες.62
412
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΚΑΙ ΝΑΖΙΣΤΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ
Η Τελική Λύση οφειλόταν στη ναζιστική ιδεολογία και στην προσωπική μοχθηρία του Χίτλερ. Παρ’ όλα αυτά, αυτό που συνέβη στους Εβραίους της Ευρώπης προέκυψε από τις περιστάσεις του πολέμου και είχε διακυμάνσεις ανάλογες με τις εξέλι1 ξεις του. Παρά την απροθυμία των περισσότερων χωρών να δεχθούν Εβραίους πρό σφυγες, η αναγκαστική μετανάστευση -η^ πολιτική που ίσχυσε ως τις αρχές του 1941- είχε μειώσει δραστικά τον εβραϊκό πληθυσμό της προπολεμικής Γερμανίας* έπαψε όμως να είναι πολιτικά εφαρμόσιμη από τη στιγμή που οι Γερμανοί κατεκτησαν την Πολωνία και ο πολύ μεγαλύτερος εβραϊκός πληθυσμός της έπεσε στα χέρια τους. Σύμφωνα με το πώς το περιέγραψε ο Χίμλερ στον Μάζουρ, οι Γερμανοί είχαν σκοντάψει για κακή τους τύχη στα μεγάλα κέντρα του κεντροευρωπαϊκού εβραϊ σμού, και φαίνεται ότι, ανεξάρτητα από τα κάθε είδους υπομνήματα που συνέτασ σαν οι ειδικοί, οι ηγέτες του Τρίτου Ράιχ είχαν προβληματιστεί ελάχιστα εκ των προτέρων πάνω στο ζήτημα. Μονάχα με την εισβολή στην Ε.Σ.Σ.Δ. αναφάνηκε μια πολύ νέα πολιτική, με φό ντο τα όλο και πιο φιλόδοξα σχέδια για επίλυση των εθνολογικών προβλημάτων της Ευρώπης συνολικά με σύσσωμες αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών. Ο «πόλε μος εκμηδένισης» εναντίον του εβραιομπολσεβικισμού κήρυξε τη γενοκτονία ενα ντίον των Εβραίων που ζούσαν εντός των συνόρων της Σοβιετικής Ένωσης του 1941. Αυτός παρέσχε στη συνέχεια το φονικό προηγούμενο για το πώς να φερθούν στους Εβραίους εντός του Μεγάλου Γερμανικού Ράιχ* κι έτσι τους μετέφεραν κάι αυτούς στα πεδία θανάτωσης της Ανατολής. Συλλαμβάνοντας τώρα με το νου την Ευρώπη σαν σύνολο, ο Χίτλερ ιδεάστηκε για πρώτη φορά το σχέδιο της εξάλειψης του εβραϊκού βίου σε όλη την ήπειρο. Αρχικά δεν είχε βάλει σαφή καταληκτική ημε ρομηνία, αλλά αυτό άλλαξε γρήγορα όταν τα νέα στρατόπεδα θανάτου της Επιχεί ρησης Ράινχαρντ απέδειξαν ότι ο μεγαλύτερος εβραϊκός πληθυσμός της Ευρώπης μπορούσε εντέλει να θανατωθεί μέσα σε ένα χρόνο. Το καλοκαίρι του 1942, ο Χίτ λερ και ο Χίμλερ, προσβλέποντας περισσότερο στο υπερμεγεθυσμενο στρατόπεδο του Άουσβιτς παρά στα πολύ μικρότερα στρατόπεδα Ράινχαρντ, αποφάσισαν να σκοτώσουν τους Εβραίους της Ευρώπης όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, εκμεταλλευ όμενοι παράλληλα τη δουλειά όσων ήταν ικανοί προς εργασία. Μα τα διπλωματικά και οργανωτικά εμπόδια μιας πανευρωπαϊκά συντονισμένης πολιτικής μαζικών δο λοφονιών ήταν εξαρχής σημαντικά και οξύνθηκαν με το πέρασμα του χρόνου, κα θώς η στρατιωτική θέση της Γερμανίας επιδεινωνόταν. Γύρω στο 1,1 εκατομμύριο Εβραίοι σκοτώθηκαν το 1941 στην Ανατολή (πάνω από δέκα φορές περισσότεροι απ’ ό,τι την προηγούμενη χρονιά), και, με την εξολόθρευση του πολωνικού εβραϊ σμού τον επόμενο χρόνο, οι θάνατοι έφτασαν τα 2,7 εκατομμύρια. Ποσοτικά, όμως, τα δύο αυτά χρόνια ήταν το αποκορύφωμα της γενοκτονίας. Ο αριθμός των θυμάτων
Η ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ: ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
413
έπεσε στις 500.000 το 1943 και στις 600.000 το 1944. Πελώριοι αριθμοί και πάλι, που αντιπροσωπεύουν την καταστροφή σεβαστών εβραϊκών κοινοτήτων της Ευρώπης. Αριθμοί όμως που, ιδωμένοι από τη ναζισακή σκοπιά, αντανακλούσαν την αυξανό μενη αντίσταση σε μια πολιτική που οι ίδιοι είχαν νομίσει ότι θα συσπείρωνε όλη την ήπειρο γύρω τους.63 Οι διάφορες στάσεις απέναντι στους Εβραίους οπωσδήποτε επηρέαζαν τις πι θανότητες επιβίωσης όσων δραπέτευαν από τη σφαγή. Τίποτα σχεδόν δεν είναι πιο λυπηρό σε όλη αυτήν τη ζοφερή ιστορία, από τις περιπτώσεις των Εβραίων γυναι κών και παιδιών που έβγαιναν από τα πολωνικά δάση και παραδίνονταν στους σταθμούς της χωροφυλακής ζητώντας να εκτελεστούν. Η βεβαιότητά τους ότι ήταν ξοφλημένοι αν υπολόγιζαν στους ντόπιους χριστιανούς είναι τραγική. Αλλού -στην ιταλική, τη γαλλική ή την ελληνική ύπαιθρο, λόγου χάρη- η στάση ήταν πολύ διαφο ρετική και επέτρεψε σε πολύ περισσότερους να κρυφτούν. Η οπτική ωστόσο που σκιαγραφήθηκε εδώ υποβάλλει τη σκέψη ότι, αν στραφούμε στο διεθνές επίπεδο και ρωτήσουμε τι επηρέασε τις πολιτικές, θα δούμε πως εκείνο που μετρούσε πραγ ματικά δεν ήταν τόσο οι στάσεις προς τους Εβραίους καθαυτές, όσο το πώς εντασ σόταν το εβραϊκό ζήτημα στους πολεμικούς στόχους και στις πολιτικές σχέσεις της Γερμανίας και των συμμάχων της. Αν θέλουμε να κατανοήσουμε την κλίμακα και την ένταση των εκτοπίσεων, τότε την κρίσιμη σημασία την έχουν οι χρονικές συγκυ ρίες και το πολιτικό παιχνίδι. Η κλασική περίπτωση είναι η περίπτωση του Βισύ: ο Ααβάλ και ο αρχηγός της αστυνομίας του, ο Ρενέ Μπουσκέ, για παράδειγμα, ήταν λιγότερο αντισημίτες από τον Πεταίν και τον Ξαβιέ Βαλλά* κι όμως, έγιναν οι πραγματικοί υπεύθυνοι για την αποστολή των Εβραίων της Γαλλίας στην Ανατολή. Ό σο η Γερμανία φαινόταν να κερδίζει τον πόλεμο, ήταν πιο εύκολο για το Βερολίνο να αποσπάσει τη ζωτικής ση μασίας συνεργασία των τοπικών αστυνομικών δυνάμεων, σιδηροδρομικών αρχών και άλλων. Καθώς όμως άρχισε να γίνεται φανερό πως οι Εβραίοι δεν εκτοπίζονταν κυρίως για εργασία, και καθώς οι Σύμμαχοι αποκάλυπταν τη γερμανική πολιτική, οι Γ ερμανοί δυσκολεύονταν να περάσουν το δικό τους. Η λαϊκή κοινή γνώμη συχνά συ γκλονιζόταν στο άκουσμα όλο και περισσότερων πληροφοριών. Αλλά και για τις ελίτ, η εκτόπιση των Εβραίων έθετε ζητήματα κρατικής κυριαρχίας στα οποία οι Γερ μανοί δεν ήταν ευαίσθητοι παλιότερα. Η άρνηση παροχής βοήθειας ήταν για τους Ούγγρους, τους Ιταλούς και άλλους ένας αρκετά ευθύς τρόπος να επισημάνουν την επιθυμία τους να δραπετεύσουν από τη συμμαχία με το Βερολίνο, ακριβώς όπως η παροχή βοήθειας παλιότερα ήταν δείκτης της νομιμοφροσύνης τους. Το ότι οι περισ σότεροι εμπλεκόμενοι πολιτικοί ήταν αντισημίτες, που μεγαλοποιούσαν μέσα τους την επιρροή των Εβραίων στην πολιτική των Συμμάχων, ενίσχυε περισσότερο την προθυμία τους να αποστασιοποιηθούν από τον Χίμλερ και τους άντρες του. Γι’ αυτό η Τελική Λύση είχε τις μεγαλύτερες επιτυχίες της το 1941 και το 1942, ενώ συνάντησε
414
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
πιο σκληρή αντίσταση στη συνέχεια. Η βούληση του Χίτλερ να εκμηδενίσει τους Εβραίους παρέμεινε ακατάβλητη, αλλά τα κόστη αυξάνονταν συνεχώς. Υπάρχει ένα τελικό σημείο που πρέπει να έχουμε κατά νου: επειδή η Τελική Λύ ση του Εβραϊκού Ζητήματος προέκυψε μέσα από ακόμα πιο φιλόδοξα σχέδια των ναζί για τη φυλετική αναδιοργάνωση μεγάλου μέρους της ανατολικής Ευρώπης -σχέδια που δεν ορίστηκαν ποτέ επακριβώς και που άλλαζαν συνεχώς- το εύρος των σκοτωμών ήταν πάντοτε ασαφές. Στη Γερμανία το ζήτημα αυτό προβλημάτιζε ιδιαίτερα, όπως φάνηκε από τις παρατεταμένες συζητήσεις των νομικών και των κρατικών υπαλλήλων σχετικά με το ποιοι πληρούσαν τις προϋποθέσεις για εξαίρε ση από την εκτόπιση. Οι Εβραίοι κατείχαν αναμφίβολα περίοπτη θέση στην πολιτι κή δαιμονολογία του Τρίτου Ράιχ. Υπήρχαν όμως ανησυχητικές ενδείξεις ότι οι Εβραίοι ήταν ένας μόνο -αν και ο πιο επείγων- από τους εθνστικούς στόχους του κ α θ εσ τώ το ςττσ ^ είχε ήδη ξεκινήσει να σκοτώνει τους νοητικά και σωματικά μειονεκτούντες - τις «ζωές που δεν αξίζει να ζουν». Στα χρόνια του πολέμου είχαν εκδοθεί οδηγίες σε πολλές περιοχές της κατεχόμενης Ευρώπης, που έλεγαν να με ταχειρίζονται τους Τσιγγάνους «όπως τους Εβραίους». Και πράγματι πολλοί δολοφονήθηκαν, γιατί υπήρχαν από παλιά πολιτικές ενάντια στους Τσιγγάνους, όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά και στην Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Σλοβακία* επίσης, στο Άουσβιτς ιδρύθηκε ξεχωριστό «στρατόπεδο Τσιγγάνων». Στα κράτη της Βαλτικής, τόσο η τοπική όσο και η γερμανική αστυνομία απέγραφε και μάζευε τους Τσιγγά νους, σκοτώνοντας πολλούς και στέλνοντας τους άλλους στα στρατόπεδα εργασίας. Η πολιτική ωστόσο για τους Τσιγγάνους ήταν λιγότερο συνεπής, και σαφώς αυτοί δεν αποτελούσαν προτεραιότητα για τον Χίτλερ προσωπικά. Από την άλλη, ο υπουργός Δικαιοσύνης Τήρακ διέταξε ξεκάθαρα τον Σεπτέμβριο του 1942 ότι «οι Τσιγγάνοι [που κρατούνται από την αστυνομία] πρέπει να εξοντώνονται χωρίς εξαί ρεση». Τσως σκοτώθηκαν διακόσιες πενήντα χιλιάδες -μπορεί και περισσότεροι-, πολλοί στους θαλάμους αερίων του Μπέουζετς και του Άουσβιτς.64 Υπήρχαν επίσης ενδείξεις ότι τα δδ, μόλις ξεμπέρδευαν με τους Εβραίους, σκό πευαν να στραφούν εναντίον ορισμένων Σλάβων. Ο Χάυντριχ είχε προδικάσει την εξορία στη Σιβηρία πολλών εκατομμυρίων Τσέχων που δεν θα μπορούσαν να αφο μοιωθούν. Αυτό προανήγγελλε ξεκάθαρα το θάνατό τους. Οι κορυφαίοι φυλετικοί επιστήμονες της Γερμανίας συζητούσαν ήδη «την εξόντωση του ρωσικού λαού», και η βαρβαρότητα των εξώσεων του Γκλομπότσνικ στο Ζάμοστς προκάλεσε δυσοίωνα αισθήματα στην πολωνική ύπαιθρο: κυκλοφορούσαν φήμες ότι, μόλις σκότωναν με αέριο τους Εβραίους, θα ερχόταν η σειρά των Πολωνών. Ο στρατιωτικός εδαφικός διοικητής της Γενικής Κυβέρνησης προειδοποιούσε ότι ένας από τους βασικούς καταλύτες της αντίστασης στην Πολωνία ήταν πως οι Πολωνοί αναγνώρισαν «μια φρικτή προεικόνιση της δικής τους μοίρας» σε αυτό που είχαν πάθει οι Εβραίοι. Ο αρ μόδιος υγιεινής της Βαρσοβίας, Βίλχελμ Χάγκεν, έχασε τη θέση του όταν έστειλε
Η ΤΕΛΙΚΗ ΛΥΣΗ: ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
415
στον Χίτλερ μια επιστολή όπου διαμαρτυρόταν για τα σχέδια να έχουν «την ίδια με ταχείριση με τους Εβραίους» οι 70.000 από τις 200.000 Πολωνούς που απειλούνταν με μετοικεσία - γέροι και παιδιά. Αν αυτό πίστευε ένα μεσαίο στέλεχος της γερμα νικής διοίκησης, δεν προξενεί εντύπωση που πολλοί Πολωνοί προεξοφλούσαν κάτι ανάλογο.65 Ούτε και ήταν καθαρές φαντασιώσεις αυτά. Ό πω ς είδαμε, οι γενοκτόνες πρωτο βουλίες του Γκλομπότσνικ είχαν για πρωταρχικό κίνητρό τους την επιθυμία του να εξαλείψει και τον εβραϊκό αλλά και τον πολωνικό βίο της ευρύτερης περιοχής, και ο Γκλομπότσνικ έστειλε πράγματι πολλές οικογένειες στα στρατόπεδα, ξεδιαλέγοντας -όπως έκανε και με τους Εβραίους- τους ικανούς προς εργασία από τους υπό λοιπους. Με αυτή την έννοια, η μοίρα των Εβραίων -παρά τη στενότατη σύνδεσή της με το προσωπικό πολιτικό όραμα του Χίτλερ-προεικόνιζε ίσως τους ακόμα ευ ρύτερους ορίζοντες εκμηδένισης που ανοίγονταν στο μέλλον, σε περίπτωση ναζιστικής νίκης.
13
Η συνεργασία με τον κατακτητή (Μ
Βρισκόμαστε σήμερα στη φριχτή αυτή κατάσταση, η μοίρα της Γαλλίας να έχει πάψει να εξαρτάται από τους Γάλλους. Μαρκ Μπλοκ, Η παράξενη ήττα: Μαρτυρία γραμμένη το 1940
Οι Γάλλοι, όντας η μόνη Μεγάλη Δύναμη που βρέθηκε υπό γερμανική κυριαρχία, υπήρξαν πάντοτε ειδική περίπτωση - ειδική ως προς το μέγεθος των ελπίδων και των ψευδαισθήσεων τους, ως προς τους πόρους τους και ως προς την ελευθερία που τους έδωσαν οι Γερμανοί να αποδείξουν πως ήταν αξιόπιστοι εταίροι. Για τον στρα τάρχη Πεταίν, η συνεργασία με τον κατακτητή ήταν ο μόνος τρόπος να διατηρήσει η Γαλλία την περιωπή της ως μείζων ιμπεριαλιστική δύναμη. Η δική του φιλοδοξία ήταν πολύ διαφορετικής κλίμακας από τη φιλοδοξία των Σλοβάκων, των Κροατών ή των Βαλτικών εκείνων πολιτικών οι οποίοι προσέβλεπαν απλώς στην ανεξαρτησία* παρήγε δε μια πολύ πιο τεταμένη σχέση με το Βερολίνο. Γιατί η συνεργασία εξαρτιόταν όχι μόνο από την επιθυμία κάποιου να συνεργαστεί, αλλά και από το αν θα του δινόταν η ευκαιρία* τη δε πρόταση έπρεπε να την κάνουν οι Γερμανοί.1 Στο εσωτερικό, η ήττα της Γαλλίας οδήγησε σε ξαφνική πολιτική μεταλλαγή. Ο Πεταίν παρουσίασε το καθεστώς του σαν έντονη ρήξη με το κοινοβουλευτικό πα ρελθόν της Γαλλίας και υποσχέθηκε αυταρχική επανάσταση. Στην πραγματικότητα, όμως, κάτω από την επιφάνεια κυλούσαν επίσης ισχυρά ρεύματα συνέχειας με την Τρίτη Δημοκρατία. Δεν ήταν τόσο το γεγονός ότι ο ίδιος είχε εκλεγεί από την τελευ ταία της Βουλή: αυτό ήταν κάτι που ποτέ δεν του άρεσε να το επισημαίνει, και η απόφασή του να προσαγάγει σε δίκη κορυφαίες προσωπικότητες των προπολεμι κών κυβερνήσεων είχε σκοπό όχι μόνο να ρίξει σε εκείνους το φταίξιμο για την ήττα αλλά και, γενικότερα, να καταδείξει τη χρεοκοπία της παλιάς τάξης πραγμάτων. (Η ίδια η δίκη -στο Ριόμ, το 1942- έφερε σε αμηχανία το καθεστώς, κι έτσι γρήγορα την ανέστειλε.) Πολύ πιο σημαντική ήταν η κρυφή συνέχεια που αντιπροσώπευαν οι δή-
Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΤΑΧΤΗΤΗ
417
μαρχοι, οι χωροφυλακές, τα υπουργεία και οι νομάρχες της Γαλλίας. Παρόλο που το Βισυ απέλυσε μερικούς από τους κρατικούς λειτουργούς του, βασίστηκε πάρα πολύ σε όσους απέμειναν μάλιστα, η κατοχή τούς έδωσε μεγαλύτερη δύναμη απ’ όση εί χαν πριν, γιατί και οι Γερμανοί και ο Πεταίν χρειάζονταν τους γραφειοκράτες, ενώ αντιθέτως μπορούσαν εύκολα να κάνουν χωρίς τους πολιτικούς και τα κόμματά τους. Η συνεργασία, με δυο λόγια, είναι ένα αποτυχημένο τζογάρισμα υπέρ μιας αλ λαγής, αλλά και η ιστορία των συνεχειών που κατέστησαν δυνατές χάρη στο ισχυρό αίσθημα εθνικής παράδοσης και το συντεχνιακό πνεύμα της διοίκησης, συνέχειες οι οποίες οδήγησαν από την Τρίτη Δημοκρατία στο Βισυ και από ετούτο στην Τέταρτη και στην Πέμπτη. Η συνεργασία ως ιδέα εστιάζει την προσοχή στη σχέση της Γαλλίας με τους Γερμανούς. Εγείρεται όμως αμέσως το ερώτημα, ποιοι εκπροσωπούσαν αυτήν τη Γαλ λία; Γιατί οι προστριβές ανάμεσα στις διάφορες γερμανικές υπηρεσίες, όσο έντονες και αν ήταν, ωχριούσαν μπροστά στις διχόνοιες της Γαλλίας. Αν η χώρα δεν ήταν τό σο βαθιά διχασμένη όταν κατακτήθηκε, η κατοχή θα είχε πιθανώς ακολουθήσει πο λύ διαφορετική πορεία, όπως δείχνει το παράδειγμα της Νορβηγίας. Στην πραγμα τικότητα, πολλοί άνθρωποι της γαλλικής Δεξιάς καλοδέχθηκαν την κατάρρευση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και είδαν την κατοχή σαν μια ευκαιρία να ξεκαθα ρίσουν με την Αριστερά λογαριασμούς που ήταν ανοιχτοί από δεκαετίες - από τον καιρό της υπόθεσης Ντρέυφους, ίσως ακόμα και της Επανάστασης. Μόνο όμως ως προς την αντίθεσή της στο Λαϊκό Μέτωπο είχε ενότητα αυτή η ομάδα. Ορισμένοι αντίπαλοι της Τρίτης Δημοκρατίας θαύμαζαν και λάτρευαν τους κατακτητές, ενώ άλλοι τους μισούσαν. Πολλοί στήριξαν τον Πεταίν, για ένα διάστημα τουλάχιστον, αλλά υπήρχαν και κάποιοι που τον απεχθάνονταν και εύχονταν να τον ξεφορτω θούν οι Γερμανοί και να διαλέξουν έναν πιο ακραίο δεξιό. Η ιστορία της συνεργα σίας μοιάζει μ’ εκείνες τις απελπιστικά περίπλοκες οικογενειακές έριδες που ο κα τακτητικός πόλεμος της Γερμανίας αποκάλυψε και επιδείνωσε κατά πολύ, και εξη γεί γιατί ^κατοχή απείλησε τόσο πολύ την εθνική ενότητα και γιατί παραμένει τόσο λεπτό ζήτημα ακόμα και σήμερα.2 )
ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ
«Εξετάστηκε η δυνατότητα συνεργασίας ανάμεσα στις δύο χώρες. Την αποδέχθηκα καταρχήν». Με αυτά τα λόγια αναχώρησε από το Μοντουάρ ο στρατάρχης Φιλίπ Πεταίν, ο ογδοντατετράχρονος ήρωας της μάχης του Βερντέν, μετά το τέλος τής εκεί συνάντησής του με τον Χίτλερ τον Οκτώβριο του 1940, και ανήγγειλε την ετοιμότητα της κυβέρνησής του να δουλέψει μαζί με το Βερολίνο. Κάποιοι Γάλλοι έγιναν ράκη. «Το μόνο δικαίωμα που μας έχει απομείνει είναι να σχολιάζουμε τα μηνύματα και
418
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
να υμνούμε τη σοφία ενός στρατάρχη του προηγούμενου πολέμου, ο οποίος δεν μπορεί να μετρήσει οΰτε καν τα παράσημά του, ενός γέρου απόστρατου που επανα λαμβάνει τα λόγια των υποβολέων του», έγραφε ο Ζαν Γκεεννό τον Ιούλιο, μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Πεταίν. Η άποψη αυτή, όμως, ήταν μειοψηφική. Ο Σαρλ Μωρράς, για χρόνια ηγέτης της γαλλικής αντιδημοκρατικής Δεξιάς και άν θρωπος που ιδεολογικά ασκούσε καίρια επιρροή τόσο στον Πεταίν όσο και σε πολ λούς κατοπινούς ακροδεξιοΰς επικριτές του, χαιρέτισε «το αριστούργημα του Στρα τάρχη». Μετά το Μοντουάρ, έγραψε ον^ί,Ά οΙίοη ΡΓαηςαύβ: «Είστε υπέρ αυτού που ο Στρατάρχης αποκαλεί “συνεργασία”;» «Δεν είναι δικό μου θέμα να είμαι υπέρ της.» «Είστε εναντίον;» «Όχι.» «Ουδέτερος;» «Όχι.» «Άρατην επιτρέπετε;» «Δεν είναι δικό μου θέμα να την επιτρέψω, και ακόμα λιγότερο να τη συζητήσω.»
Για τον Μωρράς, εκείνο που μετρούσε δεν ήταν το τι έλεγε ο Πεταίν αλλά το γεγο νός ότι εγκαινιαζόταν έτσι μια νέα εποχή της γαλλικής ιστορίας. Το «καθεστώς των συζητήσεων» είχε πάρει τέλος· ξεκινούσε τώρα η βασιλεία της υπακοής, της πειθαρ χίας και της αυθεντίας.3 Υπήρχε άλλη χώρα στην Ευρώπη του 1940 πιο έντονα πολωμένη από τη Γαλλία; Ο Γκεεννό και ο Μωρράς, παρ’ όλες τις διαφορές τους, συμφωνούσαν ότι η ήττα αντιπροσώπευε όχι μόνο τη νίκη των Γερμανών επί των Γάλλων αλλά και το θρίαμ βο της Δεξιάς επί του Λαϊκού Μετώπου και της Τρίτης Δημοκρατίας. Συμφωνούσαν και σε άλλα πράγματα, γιατί έβλεπαν και οι δύο -με απόγνωση ο ένας, με χαρά ο άλλος- ότι αυτή η αλλαγή εξουσίας γινόταν αποδεκτή από τη μεγάλη μάζα των συ νηθισμένων Γάλλων και Γαλλίδων. Το ότι αυτό είχε συμβεί υπό το σοκ της γερμανι κής κατοχής δεν άρεσε σε κανέναν - ήταν και οι δύο ενστικτωδώς αντιγερμανοί. Για πολλούς δεξιούς όμως, τις πρώτες εκείνες ημέρες και τους πρώτους μήνες, η γερμα νική κυριαρχία ήταν το τίμημα που έπρεπε να καταβληθεί ώστε η Γαλλία να ανακτή σει το μεγαλείο της. Η συνεργασία, επομένως, σήμαινε ισορροπισμούς υψηλότατης δεξιοτεχνίας. Για συντηρητικούς όπως ο Πεταίν, ήταν ένας τρόπος να προχωρήσουν σε μιαν αυ ταρχική Εθνική Επανάσταση και να επιφέρουν σαρωτική αλλαγή στον γαλλικό βίο. Ή ταν όμως παράλληλα και μια προσπάθεια να διαφυλάξουν τη γαλλική αυτονομία και κρατική κυριαρχία, απέναντι στη συντριπτικά ανώτερη γερμανική ισχύ. Ο εθνι κοσοσιαλισμός είχε διευκολύνει τη δεξιά στροφή μέσα στη Γαλλία -γ ι’ αυτό, ας
Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΤΑΧΤΗΤΗ
419
πούμε, είχε δηλώσει ο Λαβάλ τον Ιούνιο του 1942 ότι ευχόταν να νικήσουν οι Γερ μανοί· αλλά μια υπερβολικά έντονη γερμανική κυριαρχία δεν θα άφηνε καθόλου περιθώρια για συνεργασία. Οι πολιτικοί του Βισυ ήταν Γάλλοι εθνικιοτές που πόνταραν για να δουν αν ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός ήταν προετοιμασμένος να τους εμπιστευτεί αρκετά ώστε να τους παραχωρήσει την εξουσία που διεκδικοΰσαν. Στην αρχή πολλοί πίστεψαν πως το ρίσκο άξιζε τον κόπο, για χάρη της σταθερό τητας της χώρας. Μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια, ωστόσο, ο Πεταίν βρέθηκε στο στόχαστρο όλων* οι γκωλικοί τον κατηγόρησαν για ξεπούλημα στους Γερμανούς, οι σκληροπυρηνικοί φασίστες για «γκωλισμό». Αυτά όμως συνέβησαν αργότερα* το τραυματικό καλοκαίρι του 1940, ο Πεταίν ενσάρκωνε ακόμα την ενότητα. Στραπατσαρισμένη και ζαβλακωμένη, λαβωμένη από το χάος, την εγκληματικότητα και την εκπληκτικά γρήγορη κοινωνική αποδιάρθρωση που έζησαν εκατομμύρια άνθρωποι την ώρα του πανικόβλητου φευγιού μπροστά στους προελαύνοντες Γερμανούς, η χώρα ασπάστηκε την καθησυχαστική εικόνα του Στρατάρχη, που είχε βάλει τέρμα στις συγκρούσεις και είχε αποκαταστησει την ηρεμία. Έ τσι προέκυψε προσωπολα τρία, και το φουαγέ του Οτέλ ντυ Παρκ στο Βισυ κατακλύστηκε από δώρα* εκατο ντάδες κωμοπόλεις και χωριά έδωσαν το όνομα του Πεταίν σε δρόμους και πλατεί ες. Ο Πεταίν δεν έκανε τίποτα για να αποτρέψει αυτές τις προσκυνήσεις. Σαφές δόγμα δεν υπήρχε, ούτε κόμμα ούτε σύνταγμα* έτσι, τίποτα δεν ενσάρκωνε πιο απτά τη Νέα Τάξη στη Γαλλία από το πρόσωπό του. Την ώρα που ο Πεταίν ενταφίαζε την Τρίτη Δημοκρατία, λίγοι πενθούσαν. Αργότερα μόνο έγινε κεντρικό πολιτικό και ηθικό ζήτημα η επιλογή ανάμεσα στη συνεργασία με τον κατακτητή και στην αντίσταση. Το 1940, το ερώτημα ήταν άλλο: ποιο είδος συνεργασίας θα εξασφάλιζε καλύτερα το μέλλον της χώρας; Οι καθολι κοί που ήταν υπέρ ενός «οργανικού» κράτους ελάχιστα κοινά είχαν με τους ρατσι στές οδομάχους που ήθελαν να καταργήσουν την Εκκλησία. Οι φιλοφασίστες επι χειρηματίες που έλπιζαν να καταστείλουν τα μαρξιστικά συνδικάτα αναρωτιόνταν αν μπορούσαν να εμπιστευτούν τους πρώην σοσιαλιστές, με την αντικαπιταλιστική τους ρητορική και τις εκκλήσεις τους για μια φυλετικά εξαγνισμένη κοινωνία ίσων η οποία θα έκανε μεγάλες δαπάνες στεγαστικής και προνοιακής πολιτικής. Καθώς η Ευρώπη μετατοπιζόταν προς τα δεξιά, η ίδια η Δεξιά αποκάλυπτε τα πολλά της πρόσωπα. Ό πω ς ο Τίσο στη Σλοβακία, ο Φράνκο στην Ισπανία, ο Χόρτυ στην Ουγγαρία και ο Σαλαζάρ στην Πορτογαλία, έτσι και ο Πεταίν ήταν ένας δεξιός που κοίταζε πί σω, ο εκπρόσωπος μιας παλιότερης συντηρητικής τάξης πραγμάτων, επαναστάτης παρά τη θέληση του. Αντιπαθούσε τον όρο «επανάσταση» -που είχε όλες τις λάθος συνδηλώσεις- και προτιμούσε να κάνει λόγο για «ανανέωση». Δεν τον ενδιέφεραν τα πολιτικά κόμματα και αρνιόταν να ιδρύσει νέο, δικό του. Εκείνο που ήθελε ήταν να εκκαθαρίσει τη Γαλλία από τους Εβραίους, τους κομμουνιστές και τους μασό
420
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
νους, να αστυνομεύσει την κοινωνία ενάντια στους ταραξίες και να επιστρέψει στις φερόμενες ως αξίες της αγροτικής Γαλλίας: στην υπακοή, στον πατερναλισμό, στην οικογένεια και στη σκληρή δουλειά. Η προπολεμική εξύμνηση της μητρότητας και του σεξουαλικού συντηρητισμού ενισχύθηκε με νέους νόμους που στρέφονταν ενά ντια σε όσους διενεργούσαν αμβλώσεις και κατά της ομοφυλοφιλίας. Οι επιχειρη ματίες επικρότησαν την κατάργηση των ανεξάρτητων συνδικάτων από το Βισύ, και παρόλο που διαλύθηκαν επίσης οι εργοδοτικές ενώσεις, η ισορροπία δυνάμεων έκλινε σαφώς προς τη μεριά τους, όπως είχε γίνει παλιότερα και με τα φασιστικά καθεστώτα της Ιταλίας και της Γερμανίας. Οι τοπικοί προύχοντες και η Εκκλησία επικρότησαν την έμφαση που έδωσε το καθεστώς στο θέμα του σεβασμού προς την εξουσία. Παράλληλα, το Βισύ είχε επίσης τους εκσυγχρονιστές του - ένα νεαρότερο τσούρμο από τεχνοκράτες και διοικητές, φρεσκοβγαλμένους από τις επίλεκτες σχο λές δημόσιας διοίκησης της Γαλλίας, οι οποίοι σχέδιαζαν να προχωρήσουν στη βελ τίωση των βιομηχανικών και θεσμικών υποδομών της χώρας, χωρίς να έχουν τα κόμ ματα και τους συνδικαλιστές μες στα πόδια τους.4 Αυτά, στο Βισύ* στη νυσταλέα, μικρή λουτρόπολη που βρέθηκε ξαφνικά στο επί κεντρο της γαλλικής Νέας Τάξης. Η πρωτεύουσα του έθνους, αντιθέτους, έγινε το κέντρο μιας οιονεί αντιπολίτευσης. Το Παρίσι, μολονότι δεν ήταν πια η έδρα της κυ βέρνησης, παρέμεινε εστία της γαλλικής πολιτικής ζωής και βάση, κυρίως, μερικών από τους σφοδρότερους επικριτές του Πεταίν. Εδώ, κοντά στους Γερμανούς όχι μό νο από γεωγραφική άποψη, έβρισκε κανείς τούς ιιΐίπΐδ* της Γαλλίας -όλους εκείνους για τους οποίους ο Πεταίν ήταν πολύ συντηρητικός, πολύ άτολμος και ανεπαρκώς πολιτικός. Αυτή ήταν η βάση του Ρ&Γΐί ΡοριιΙ&πΌ Ρταηςαίδ11, ενός προπολεμικού κόμ ματος της Δεξιάς με ηγέτη τον Ζακ Ντοριό, πρώην κομμουνιστή και μεταλλεργάτη που πέρασε μέρος του πολέμου στο Ανατολικό Μέτωπο, επικεφαλής μιας μονάδας Γάλλων εθελοντών. Άλλος που βρισκόταν εκεί ήταν ο ακαδημαϊκότερος Μαρσέλ Ντεά, ο οποίος έλπιζε να φτιάξει ένα ενιαίο φιλογερμανικό φασιστικό κόμμα που θα έδιωχνε τον Πεταίν από την εξουσία. Ό ταν ο Πεταίν απέπεμψε απρόσμενα τον υπαρχηγό του, τον πανούργο Πιερ Λαβάλ, γιατί φοβόταν ότι συνωμοτούσε εναντίον του, ο Ντεά ήταν ο άνθρωπος στον οποίο κατέληξε ο Λαβάλ. Πίσω από αυτούς, ιδε ολογικά και οικονομικά, έστεκε ο Γερμανός πρέσβης στο Παρίσι, Όττο Άμπετς, πρώην δάσκαλος τεχνικών και ένθερμος φιλογάλλος από τη δεκαετία του 1920 κιόλας. (Ο Άμπετς ήταν παντρεμένος με Γαλλίδα και είχε διαρπάξει τόσο πετυχημένα τα έργα τέχνης των Εβραίων στο Παρίσι τους πρώτους μήνες της κατοχής, ώστε τον είχαν προαγάγει σε πρέσβη.) «Ο βασιλιάς Όθωνας», όπως έγινε γνωστός μετά τις πλουσιοπάροχες δεξιώσεις που έδωσε στην πρεσβεία, ήταν της γνώμης ότι ο Πεταίν παραήταν της παλιάς σχολής, απόμακρος και ελιτιστής, και υποστήριζε τον Ντεά και τον Λαβάλ γιατί ήθελε να κάνει τη συνεργασία γνήσια λαϊκή και δυναμική. Όπως οι ναζί αξιωματούχοι που υπηρετούσαν στις Κάτω Χώρες, στη Σλοβενία και
Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΤΑΧΤΗΤΗ
421
αλλού, έτσι κι αυτός πίστευε πως ένα νέο κόμμα θα συνέβαλλε στην παγίωση των φιλογερμανικών αισθημάτων - στο κάτω-κάτω, είχε παίξει ζωτικό ρόλο στη ναζιστική επανάσταση στην ίδια τη Γερμανία* έτσι, γεννήθηκε το Καδδοιηβίεηιοηί ΝαίίοηαΙ ΡοριιΙαίΐΌ (ΚΝΡ)* Ο Ντεά απεχθανόταν τον Πεταίν, γιατί θεωρούσε ότι οδηγούσε τη Γαλλία προς τα πίσω και ότι χαράμιζε την ευκαιρία για την πραγματική εθνική παλιγγενεσία, που θα την αποκαθιστούσε στην αλλοτινή της δόξα. Μπορεί και να είχε δίκιο, αλλά έπεφτε απελπιστικά έξω όταν πίστευε πως άρα οι Γερμανοί θα στήριζαν αυτόν: τί ποτα δεν επιθυμούσε λιγότερο ο Χίτλερ από μια ξαναγεννημένη Γαλλία* ο δε Όττο Άμπετς θεωρούνταν σχετικά ελαφρών βαρών στο Βερολίνο* σίγουρα δεν ήταν ο ρυθμιστής του πολιτικού βίου της χώρας. Η συνεργασία, σχολίαζε περιφρονητικά ο Γκαίρινγκ, ήταν κάτι με το οποίο ασχολούνταν ο «κος Άμπετς», σάμπως το πραγμα τικό έργο της διακυβέρνησης της Γαλλίας να μην είχε απολύτως καμία σχέση με τους πολιτικαντισμούς του. Για τον Γκαίρινγκ, η προτεραιότητα ήταν να αρπάξουν ό,τι παρήγε η χώρα. Για τον Χίτλερ και τον στρατιωτικό διοικητή της Βέρμαχτ, ήταν η δημόσια τάξη και όχι η ιδεολογική σύγκλιση. Η Γαλλία σίγουρα δεν ήταν ο μόνος τόπος όπου οι Γερμανοί προτίμησαν να υποστηρίξουν αξιόπιστους συντηρητικούς, παρά ξεροκέφαλους και αιθεροβάμονες ριζοσπάστες χωρίς βάση εξουσίας. Η πραγματική σημασία των σκληροπυρηνικών ήταν η έμμεση απειλή την οποία συνιστούσαν: το ΚΝΡ ήταν μια δαμόκλεια σπάθη που οι Γερμανοί μπορούσαν να την κρατούν πάνω από το κεφάλι του Πεταίν. Γιατί, βέβαια, ο Πεταίν παραήταν ανεξάρτητος και προσεκτικός για να τον εμπι στευτεί ο Χίτλερ. Ο μαρεσάλίν μπορεί να πίστευε ότι μόνο μια γερμανική νίκη θα του επέτρεπε να φέρει σε πέρας την Εθνική Επανάστασή του, αλλά σίγουρα δεν έβλεπε το λόγο να βιαστεί να μπει στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας. Δεν άλλαξε γνώ μη ακόμα καί όταν οι Βρετανοί, θέλοντας πάση θυσία να σταματήσουν κάθε επαύξηση της ναυτικής δύναμης του Άξονα, βύθισαν τον Ιούλιο του 1940 τον γαλλικό στόλο στο αλγερινό λιμάνι Μερς-ελ-Κεμπίρ, σκοτώνοντας 1.300 ναύτες και προκαλώντας κύμα αντιβρετανικής αγανάκτησης στο περιβάλλον του. Η είσοδος στον πόλεμο ήταν η δέσμευση που έλπιζε να αποσπάσει από αυτόν ο Χίτλερ στη συνάντησή τους στο Μοντουάρ εκείνο τον Οκτώβριο, αλλά απογοητεύτηκε. Άλλος ένας πόλεμος σαν εκείνον του 1914-18, φρονούσε ο Πεταίν, θα κόστιζε πάρα πολύ ακριβά στη χώρα, άποψη στην οποία επέμεινε ως το τέλος. Το Βισυ θα έκανε ό,τι μπορούσε για να υπε ρασπίσει τις αποικιακές του κτήσεις από βρετανική επίθεση, και πράγματι το έκανε με ζέση το 1940-41 - ακόμα και βομβαρδίζοντας το Γιβραλτάρ. Διατήρησε όμως την ντε φάκτο ουδετερότητά του ως την πιο συνετή επιλογή, και η ικανότητά του να κρα τήσει τη χώρα σε καθεστώς ειρήνης υπήρξε μία από τις πηγές της δημοτικότητας του καθεστώτος στο εσωτερικό, ιδίως στη μη κατεχόμενη ζώνη. Ούτε καν τα έντονα αντιβρετανικά αισθήματα του ναυάρχου Νταρλάν, που έγινε
422
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
αντιπρόεδρος της κυβέρνησης στις αρχές του 1941, μπόρεσαν να φέρουν τους Γάλ λους στο πλευρό των Γερμανών, αν και κάποια στιγμή αυτός σχεδόν το κατάφερε. Κατά τον Νταρλάν, η βρετανική νίκη θα είχε πιθανότατα σαν αποτέλεσμα να γίνει η Γαλλία «κτήση δεύτερης κατηγορίας, μια ηπειρωτική Ιρλανδία». Ευτυχώς όμως, αναμφίβολα, για τους Γάλλους, οι προτάσεις του για ένα Μεγάλο Σχέδιο, ένα συνε ταιρισμό με το Ράιχ που θα είχε μετατρέψει τη Γαλλία στην ηγέτιδα δύναμη της Με σογείου, απορρίφθηκαν από το Βερολίνο. Οι Γερμανοί στάθηκαν εξίσου άπληστοι με τους Γάλλους όσο και με τους Ισπανούς, και εξίσου απρόθυμοι να συζητήσουν τους όρους που έθεταν εκείνοι για να παράσχουν βοήθεια: η ειρωνεία λοιπόν είναι ότι την ουδετερότητα του Βισύ την περιφρούρησε το ίδιο το Τρίτο Ράιχ και η άρνησή του να συναινέσει στο «να μετατραπεί η εκεχειρία σε συνεργασία». Έτσι, πολλές κυβερνήσεις αποδέχθηκαν τη νομιμότητα του καθεστώτος του Πεταίν και διατήρη σαν εγκάρδιες διπλωματικές σχέσεις μαζί του, τουλάχιστον ως τη στιγμή που οι Γερ μανοί κατέλαβαν όλη τη χώρα, τον Νοέμβριο του 1942. Το Βισύ διέκοψε τις σχέσεις του με τη Βρετανία μετά το Μερς-ελ-Κεμπίρ, αλλά τόσο η Αυστραλία όσο και ο Κα ναδάς συνέχισαν να το αναγνωρίζουν. Το ίδιο και οι ΗΠΑ. Το 1940, ο Αμερικανός πρεσβευτής ναύαρχος Λέιχυ είχε ενη μερωθεί από τον Ρούζβελτ ότι ο Πεταίν «κατέχει μοναδική θέση στην καρδιά του γαλλικού λαού». Ο Λέιχυ έμεινε στο Βισύ δύο χρόνια, προσπαθώντας να αποτρέψει την προσχώρησή του στο πλευρό των Γερμανών. Μονάχα μετά την εισβολή των Συμ μάχων στη βόρεια Αφρική διακόπηκαν οι σχέσεις των δύο δυνάμεων με πρωτοβου λία του Λαβάλ, κάτι για το οποίο ο Ρούζβελτ εξέφρασε δημόσια τη λύπη του. Το σύ στημα διακυβέρνησης που είχε θεσπίσει το Βισύ συνεχίστηκε για κάποιους μήνες και υπό συμμαχική εξουσία στην Αλγερία: τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στο νότο της χώρας συνέχισαν να λειτουργούν και οι αντιεβραϊκοί νόμοι παρέμειναν σε ισχύ.5 Για τους Γερμανούς, μια έστω και ουδέτερη Γαλλία μπορούσε να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά τους* εκείνο που τους ενδιέφερε κυρίως ήταν οι παραδόσεις αγα θών, οι εργάτες και η σταθερότητα τόσο στη μητροπολιτική Γαλλία όσο και στις κτή σεις της του εξωτερικού. Ο πόλεμος διεξαγόταν κυρίως στην Ανατολή, κι έτσι η στρατιωτική προτεραιότητα ως προς τη Γαλλία ήταν να κρατήσουν τον αριθμό των εκεί αναπτυγμένων δυνάμεων στο ελάχιστο δυνατό. Οι εσωτερικές αλλαγές που έλ πιζε να κάνει ο Πεταίν δεν τους απειλούσαν αντίθετα, μάλιστα, εφόσον παρέμενε αρκετά δημοφιλής και πιστός -και οι αιχμάλωτοι πολέμου στα χέρια των Γερμανών εξασφάλιζαν εμμέσως το δεύτερο-, η εκστρατεία του για να δημιουργήσει ένα πιο συγκεντρωτικό και αυταρχικό κράτος μπορούσε να κάνει ευκολότερη την κατοχή. Οι Γερμανοί δεν είχαν επομένως λόγους -ιδίως το 1940-41, όταν πίστευαν ότι ο πό λεμος όπου να ’ναι θα τελειώσει- να πιέσουν για περισσότερη πολεμική αρωγή απ’ όση ήθελε να παράσχει η Γαλλία. Καθώς οι γκωλικοί αύξαναν τις δυνάμεις τους στις υπερπόντιες κτήσεις, παίρνοντας την Ισημερινή Αφρική το φθινόπωρο του 1940 και
Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΤΑΚΤΗΤΗ
423
βοηθώντας τους Συμμάχους να εισβάλουν στη Συρία και στον Λίβανο το επόμενο κα λοκαίρι, ο Πεταίν οδηγήθηκε προς μια πιο φιλογερμανική θέση. Ό χ ι πως είχε και τις φοβερές αντιστάσεις: πολΰ μετά την εισβολή στην Ε.Σ.Σ.Δ. πίστευε σαφώς πως πιθα νότατα θα νικούσαν οι Γερμανοί, και ο αντιμπολσεβικισμός του, στοιχείο που τον ένωνε με τον Χίτλερ, εμπέδωσε πιο στέρεα τον αλλόκοτο δεσμό τους. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπήρχε πραγματική εμπιστοσύνη ανάμεσα στις δύο χώρες, και ο καθένας από τους δύο εταίρους κατασκόπευε έντονα τον άλλον. Οι Γερμανοί οργάνωσαν μια τεράστια επιχείρηση συλλογής πληροφοριών εναντίον του Βισύ, τρι πλασιάζοντας τον αριθμό των κατασκόπων τους εκεί τον πρώτο χρόνο της κατοχής. Η υπηρεσία αντικατασκοπίας του Βισύ δεν πήγαινε πίσω: εντόπιζε τους πράκτορες των Γερμανών και μέσα σε δύο χρόνια συνέλαβε σχεδόν 2.000* εκτέλεσε, μάλιστα, αρκετές δεκάδες από αυτούς. Ό πως οι Ισπανοί, έτσι και οι Γάλλοι επαγρυπνούσαν ιδιαιτέρως για Γερμανούς πράκτορες στη βόρεια Αφρική. Οι πράκτορες του Βισύ έκαναν συμφωνίες ακόμα και με τα αντιγερμανικά δίκτυα της αντίστασης στη μητρό πολη, επιτρέποντάς τους να συνεχίσουν να επικοινωνούν με το Λονδίνο, από τη στιγ μή που είχαν βεβαιωθεί ότι δεν εμφορούνταν από «αντιγαλλικά» αισθήματα. Κινού μενοι και οι δύο από πατριωτισμό (όπως τον εννοούσε ο καθένας τους), οι αντιστα σιακοί αυτοί και πολλοί εντός του Βισύ είχαν κοινή αντιπάθεια για τους Γερμανούς.6 Μετά την εισβολή στην Ε.Σ.Σ.Δ. και το κύμα των επιθέσεων εναντίον του γερμανι κού στρατιωτικού προσωπικού στη Γαλλία, η ακροβατική άσκηση της συνεργασίας έγινε πιο δύσκολη και το καθεστώς άρχισε να στερεύει από υποστήριξη. Καθώς ο αριθμός των Γάλλων θυμάτων των γερμανικών εκτελέσεων εκτινάχθηκε από τα μό λις 8 του 1940 και τα 51 των πρώτων εννέα μηνών του 1941 στα 500 και παραπάνω τους επόμενους έξι μήνες, η δημοτικότητα του Πεταίν καταβαραθρώθηκε. Στις αρ χές του 1941 η Γαλλία ευνοούσε ακόμα τη συνεργασία, παρατηρούσε ένας παράγο ντας που ήταν υπέρ της, αλλά τον επόμενο χρόνο οι υποστηρικτές του Πεταίν δεν μπορούσαν πια να μιλήσουν ανοιχτά. «Οι νομοταγείς Γάλλοι», έλεγε με θλίψη, «έχουν μπει στο σκοτάδι»* οι υπόλοιποι θα έπρεπε να εξαναγκαστούν «να υπακού σουν με τη βία».7 Ο δρόμος της καμήλας εγκαταλείφθηκε, η θεμιτότητα του Πεταίν εξανεμίστηκε και οι αντίπαλοί του στο Παρίσι, νιώθοντας (λανθασμένα) ότι πλησία ζε η δική τους ώρα, άρχισαν να τσακώνονται μεταξύ τους. Σ’ ένα ξεπροβόδισμα εθε λοντών για το Ανατολικό Μέτωπο, ο Ντεά -ο σύμμαχος του Λαβάλ- πυροβολήθηκε και παρά λίγο να πεθάνει. Ο ίδιος ο Ντεά, ο άνθρωπος που ο Λεόν Μπλουμ τον θεω ρούσε κάποτε φυσικό του διάδοχο στο γαλλικό σοσιαλιστικό κίνημα, άρχισε να χά νει την υπομονή του και έφτασε να σκέφτεται μια μουσολινικού τύπου Πορεία προς το Βισύ, για να πάρει την εξουσία για λογαριασμό του γαλλικού φασισμού. Οι υΙΐΓαδ άρχιζαν να σαλεύουν -καθώς μάλιστα ο Χάυντριχ και τα δδ έστρεφαν σιγά-σιγά την προσοχή τους στη Γαλλία- και υπήρχαν πολύ πιο ακραίοι τύποι από τον Ντεά. Ο Εζέν Ντελόνκλ ήταν ένας παρασημοφορη μένος αξιωματικός του πυρο-
424
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
βολικού, σκοτεινός και ασταθής χαρακτήρας, προερχόμενος από τις βίαιες παρυφές του προπολεμικού γαλλικού φασισμού* η οργάνωσή του, η παραστρατιωτική και εχθρική προς τη Δημοκρατία Καγκούλ, είχε τη δεκαετία του 1930 στήριξη από δεξιά επιχειρηματικά στελέχη του γίγαντα των καλλυντικών Λ’ Ορεάλ. Ο Γερμανός στρα τιωτικός διοικητής του Παρισιού, κρατώντας τις αποστάσεις του, είχε «ανεχθεί» αλ λά δεν είχε «εγκρίνει» τη διάδοχη οργάνωση της Καγκούλ, το Μοιινοιηοηί: δοοίαΐ ΚόνοΙιχίίοηηαίΓ© (ΜδΚ)ν, που σκοπό είχε την «οικοδόμηση μιας νέας Ευρώπης μαζί με την Εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία και όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες που έχουν απελευθερωθεί από τον φιλελεύθερο καπιταλισμό, από τον εβραϊσμό, τον μπολσεβικισμό και τη μασονία». Το ΜδΚ -που αγαπούσε τις διακηρύξεις όσο και όλες οι άλλες πολιτικές ομαδώσεις της κατοχής- επιδίωκε να αναζωογονήσει «φυ λετικά» τη Γαλλία, να εμποδίσει τους Εβραίους να «μολύνουν» τη γαλλική φυλή και να δημιουργήσει μια σοσιαλιστική οικονομία. Η λεηλασία των εβραϊκών περιου σιών βοηθούσε σε αυτό, καθώς και η αδιάλειπτη υποστήριξη της Λ’ Ορεάλ -παρά την υποτιθέμενη στράτευση της οργάνωσης στην υπόθεση του σοσιαλισμού- μα όταν ο Ντελόνκλ προσπάθησε να βάλει στο χέρι το ΚΝΡ του Ντεά, η φαγωμάρα τούς εξασθένισε και τους δύο. Εξίσου άγρια ήταν η διχόνοια ανάμεσα στις διάφορες γερμανικές υπηρεσίες του Παρισιού. Ο Ντελόνκλ είχε επίσης την υποστήριξη της δίΡο/δϋ. Οι άντρες του, εξο πλισμένοι με εκρηκτικά που έπαιρναν από αυτήν, προσπάθησαν να δυναμιτίσουν επτά συναγωγές στο Παρίσι τη νύχτα της 2ας προς 3η Οκτωβρίου 1941. Έ ξ ι από τα επτά κτίρια έπαθαν ζημιές, μαζί με άλλα που ήταν γύρω τους* στους τραυματίες συμπεριλαμβάνονταν δύο Γερμανοί στρατιώτες και πολλοί Γάλλοι κάτοικοι. Όταν η στρατιωτική αστυνομία ερεύνησε τις εκρήξεις, η 5Ό προσπάθησε να κουκουλώσει την ανάμειξή της, λέγοντας πως πιθανόν να ήταν «καθαρά εβραϊκή ιστορία»* το πράγμα κατέληξε σε μετωπική σύγκρουση με τον στρατιωτικό διοικητή της Βέρμαχτ, ο οποίος ανακάλυψε γρήγορα τι είχε συμβεί, όταν ο Γερμανός πίσω από τον Ντελόνκλ καυχήθηκε μέσα στο μεθύσι του για την υπόθεση, σ’ ένα παριζιάνικο νυχτερινό κέ ντρο. Ο στρατηγός φον Στυλπνάγκελ απαίτησε την ανάκληση των δύο ανώτερων αξιωματικών των δδ στο Παρίσι και δεν άφησε τον Ντελόνκλ να πάει στο Ανατολικό Μέτωπο να συναντήσει τους άντρες του. Η υπόθεση προκάλεσε ρήγμα ανάμεσα στη Βέρμαχτ και στα δδ, ρήγμα που άνοιξε τελικά το δρόμο στον Χάυντριχ για να αναλάβει αυτός την αστυνόμευση της Γαλλίας και να διορίσει εκεί τον δικό του ΗδδΡΡ, την επόμενη άνοιξη. Ό σο για τον Ντελόνκλ, αυτός έχασε τον έλεγχο ακόμα και του ΜδΚ, παρεκτράπηκε σε μυστικές επαφές με πράκτορες των Συμμάχων και τελικά δολοφονήθηκε από την Γκεστάπο σε ανταλλαγή πυροβολισμών τον Ιανουάριο του 1944. Αρκετά τυπικό τέλος για τον ταλαιπωρημένο κόσμο του γαλλικού εξτρεμισμού.8 Μερικοί όμως από τους νεότερους και πιο φρόνιμους Καγκονλάρ συντρόφους του αρμένισαν πιο πετυχημένα στο πέλαγος του πολέμου: ο Αντρέ Μπεττανκούρ, που το
Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΤΑΚΤΗΤΗ
425
1941 είχε γράψει πλήθος κατάφωρα φιλογερμανικά άρθρα, κατέληξε να παρασημοφορηθεί ως ήρωας της αντίστασης. Μετά τον πόλεμο, παντρεύτηκε μέσα από την οικογε νειακή δυναστεία της Λ’ Ορεάλ, συμβάλλοντας έτσι στη συγκάλυψη των μάλλον βρόμι κων πεπραγμένων της εταιρείας, και έγινε υπουργός. Έ νας από τους εταίρους του Μπεττανκούρ στις παρυφές της Καγκούλ ανέβηκε ακόμα ψηλότερα. Όπως άλλοι της Δεξιάς, έτσι και ο Φρανσουά Μιττεράν υπηρέτησε το Βισύ - συγκεκριμένα, βοηθώ ντας στη διεύθυνση του γραφείου που ήταν αρμόδιο για τους Γάλλους αιχμαλώτους πολέμου- προτού μεταπηδήσει στην αντίσταση, καθώς η πίστη του στον Πεταίν έφθινε.9 Πεταίν, Ντεά, Ντελόνκλ - η συνεργασία με τον κατακτητή κάλυπτε ευρύ φάσμα δυνατοτήτων, πολλές από τις οποίες καθρέφτιζαν και παρόξυναν τη σκληρή αντιπα λότητα ανάμεσα στις διάφορες γερμανικές υπηρεσίες. Ό ταν κάποιος επισήμανε στον Λαβάλ ότι η ναζιστική Γερμανία ήταν ένα αυταρχικό κράτος, αυτός απάντησε: «Ναι, και με πόσο πολλές αυταρχικότητες». Στο Παρίσι, όπως και αλλού, αυτές πο λεμούσαν έναν δικό τους πόλεμο μέσα στον πόλεμο. Ο στρατιωτικός διοικητής που είχε το αρχηγείο του στο Οτέλ Μαζεστίκ αναμετριόταν με τα δδ* η πρεσβεία του Άμπετς, με το ΡΓορ^αηάα-δΙαίίοΙ του Γκαίμπελς: ήταν μια κατάσταση που παρείχε αναρίθμητες ευκαιρίες για γαλλικές μηχανορραφίες και άφηνε πολύ χώρο για γαλ λικές πρωτοβουλίες.
ΚΑΛΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΚΑΙ ΚΑΚΟΙ ΓΑΛΛΟΙ: Ο ΖΑΝ ΚΟΚΤΩ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
Οι αμφισημίες της συνεργασίας προβάλλουν ακόμα πιο καθαρά στο χώρο των τε χνών, γιατί εδώ οι Γερμανοί άφησαν απέραντη ελευθερία κινήσεων στους Γάλλους. Το κατοχικό Παρίσι δεν ήταν μόνο μια πόλη με ουρές, διανομές με δελτίο και αγω νία, αλλά επίσης -ιδίως τα πρώτα χρόνια του πολέμου- ένα ακμάζον κέντρο με εκ δόσεις, επιδείξεις μόδας, κινηματογραφικές πρεμιέρες και γκαλερί. Λόγω της ίδιας της της επιτρεπτικότητας, η γερμανική κατοχή ανέβασε τον πήχυ για την ταυτότητα της γαλλικής εθνικής κουλτούρας και πυροδότησε θηριώδεις μάχες ανάμεσα στους συντηρητικούς και στους μοντερνιστές σχετικά με τη φύση της τέχνης και τη δύναμη της λογοκρισίας. Οι ίδιοι οι Γερμανοί έγιναν εξίσου προστάτες ζωγράφων και ποιη τών όσο και καταπιεστές - για όσους τουλάχιστον δεν είχαν αφεθεί εκτός προστα σίας για λόγους φυλετικούς. Η πολιτεία του Ζαν Κοκτώ στον πόλεμο εικονογραφεί πολλά από αυτά τα παρά δοξα. Ο ξακουστός σουρεαλιστής, ομοφυλόφιλος και οπιομανής συμβόλιζε την πα ρακμή και τη διαφθορά που είχε στο στόχαστρό του το Βισύ. Οι ρατσιστές ακροδεξιοί του Παρισιού, επίσης, είχαν πολλούς λόγους να τον αποστρέφονται, γιατί είχε υπογράψει μια έκκληση που είχε οργανώσει η Διεθνής Ένωση εναντίον του Αντι
426
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
σημιτισμού στις παραμονές του πολέμου, και πριν από αυτό είχε απασχολήσει τα πρωτοσέλιδα ενορχηστρώνοντας ως μάνατζερ τα πυγμαχικά κατορθώματα του Πάναμα Αλ Μπράουν, ενός σπουδαίου μποξέρ κατηγορίας πετεινού ο οποίος υπήρξε ο πρώτος ισπανόφωνος παγκόσμιος πρωταθλητής πυγμαχίας. Θα περίμενε λοιπόν κανείς ότι η ιστορία του Κοκτώ στον πόλεμο θα ήταν ιστορία μοντερνιστικής αντί στασης ενάντια στους φαρισαίους της συνεργασίας. Και από πάρα πολλές απόψεις έτσι ήταν, καθώς αγωνίστηκε σκληρά για να αντισταθεί στο Βισυ και στη χορεία από φασιστόμαγκες του Παρισιού* μόνο που, στον αγώνα του αυτόν, διαπίστωσε ότι μερικοί από τους πιο γερούς συμμάχους του ήταν Γερμανοί. Τι το τόσο περίεργο όμως εντέλει υπήρχε σε αυτό; Για τον Κοκτώ, οι Γερμανοί μπορούσαν και αυτοί να είναι καλλιτέχνες, και μόνο οι μικρόψυχοι δεν καταλάβαιναν ότι κάποια πράγματα είναι πάνω από το Έθνος. Ο συνδυασμός κατοχής και Βισύ αποτελούσε φοβερή πρόκληση για την καριέρα κάθε φιλόδοξου Γάλλου καλλιτέχνη. Στα τέλη Αυγοΰστου του 1941, και ενώ τα πρώτα μπλόκα έστελναν χιλιάδες Παριζιάνους Εβραίους στο στρατόπεδο κράτησης του Ντρανσύ, στα βορειοανατολικά προάστια, φάνηκε να πλησιάζει η στιγμή όπου ο Κο κτώ θα έμπλεκε στα πλοκάμια του φιλόψογου Βισυ. Όταν οι πολιτιστικοί επόπτες του καθεστώτος απαγόρευσαν το νέο θεατρικό του έργο, τη Γραφομηχανή, ο συγγραφέας αντέδρασε όπως πάντα ως τότε, αναζήτησε δηλαδή πάτρωνες και προστασία. Και ποιος ήταν καλύτερος για να αποταθεί σε αυτόν ο Κοκτώ ενάντια στις αρχές του Βισύ, αν όχι οι ίδιοι οι Γερμανοί, ιδίως όταν οι αξιωματούχοι τους στο Παρίσι ήταν τόσο συγγενικές ψυχές όσο ο μυθιστοριογράφος Ερνστ Γύνγκερ, γνωστό είδωλο της Δεξιάς που είχε γίνει επικριτής του ναζισμού; Και πράγματι, μέσω του Γύνγκερ και του συνα δέλφου του, του Γκέρχαρντ Χέλλερ, ένθερμου σπουδαστή της γαλλικής λογοτεχνίας, ο Κοκτώ κατάφερε να αρθεί η απαγόρευση του Βισύ. Οι Γάλλοι επικριτές του αγανά κτησαν. Όταν επιτράπηκε άλλο ένα θεατρικό του, πήραν την υπόθεση στα χέρια τους: οι φασίστες του Ντελόνκλ, που μόλις είχαν προσπαθήσει να ανατινάξουν τις συναγω γές του Παρισιού, έκαναν έφοδο στο θέατρο και επιτέθηκαν στους ηθοποιούς. Η πάλη εναντίον των ιιΙΐΓ&δ συνεχίστηκε ακόμα και μετά την τιθάσευση των αντρών του Ντελόνκλ. Όταν ο υπουργός Παιδείας του Βισύ απέρριψε ένα από τα έργα του Κοκτώ ως «άκαιρο», αυτός το απήγγειλε ιδιωτικά στους Γερμανούς φίλους του, για να δει ποια ήταν η γνώμη τους: το λάτρεψαν. Φαίνεται πως ήταν ευκολότε ρο, έγραφε ο εκδότης Γκαστόν Γκαλλιμάρ, να επικοινωνήσει με τους «καλούς Γερ μανούς» παρά με τους «κακούς Γάλλους». Ο Γερμανός πρέσβης Όττο Άμπετς και η Γαλλίδα σύζυγός του τον εκτιμούσαν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι ο δεξιός πεζογράφος Σελίν, που η σφοδρότητα των υβριστικών επιθέσεών του εναντίον των συμπα τριωτών του άφηνε άναυδους τους Γερμανούς. Ο -καθόλου φιλελεύθερος- Ερνστ Γύνγκερ απολάμβανε τις συνομιλίες του με τον Κοκτώ και επισκεπτόταν τον Πικάσο στο ατελιέ του, αλλά είχε σοκαριστεί από την «έκπληξη» που ένιωθε ο Σελίν για
Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΤΑΚΤΗΤΉ
427
το ότι «εμείς, οι στρατιώτες, δεν πυροβολούμε τους Εβραίους, δεν τους κρεμάμε, ού τε τους εξοντώνουμε, έκπληξη για το ότι κάποιος με ξιφολόγχες αρνείται να τις χρη σιμοποιήσει ως το τέλος». Ο Σελίν δεν ήταν ο μόνος διαπρεπής συγγραφέας που έκανε το φασισμό θρη σκεία. Ο δημοσιογράφος και κριτικός Λυσιέν Ρεμπατέ δημοσίευσε τα σφοδρά αντισημιτικά του Τβ8 ΌέοοπιΙ)νβ8 (τα χαλάσματα), φιλιππικό εναντίον των υπευθύνων για τον ξεπεσμό της Γαλλίας, εγκωμίασε τη γερμανική κουλτούρα και διέκρινε «βαθιά πολιτική σημασία» στο πειθαρχημένο ύφος της Ορχήστρας Δωματίου του Βερολίνου. Ο πεζογράφος Ντριέ λα Ροσέλ, όταν διορίστηκε διευθυντής του έγκριτου περιοδικού ΝοηνβΙΙβ Κβνιιβ Ρταηςαύβ, υιοθέτησε αντιδημοκρατική και φιλογερμανική γραμμή και ονειρεύτηκε έναν φασιστικό ευρωπαϊκό τρίτο δρόμο ανάμεσα στην Αμερική και στην απειλή του μπολσεβικισμού. Το ίδιο έκανε και ο Ρομπέρ Μπραζιγιάκ, ένας άλλος λα μπρός νεαρός εξτρεμιστής των γραμμάτων, που υποστήριζε ότι οι Γάλλοι ήταν «λαός του παραλογισμού και της μετριότητας» και εγκωμίαζε τους σφριγηλούς Γερμανούς, επικρίνοντας παράλληλα τους γηραλέους κλειδοκράτορες του Βισύ. Ο συνεπαρμός του από έναν έκπαγλο νεαρό Γερμανό λέκτορα του Γερμανικού Ινστιτούτου είχε τρα γική κατάληξη, όταν αυτός σκοτώθηκε πολεμώντας στο Ανατολικό Μέτωπο. Ο Μπραζιγιάκ επισκέφτηκε το δάσος του Κατυν ως δημοσιογράφος* θυμήθηκε το φίλο του και χαιρέτισε τη φιλία τους σαν την έκφραση μιας αναζωογονημένης Ευρώπης που θα κατανικούσε τόσο την αστική αυταρέσκεια όσο και τις «δυνάμεις από την Ανατολή». Ο Πεταίν και το Βισύ ήταν για τον Μπραζιγιάκ ένας δρόμος που δεν οδηγούσε πουθενά* καθώς λοιπόν η συνεργασία κατέρρεε, ο ίδιος άρχισε να πιστεύει στους Γερμανούς και μόνο. Η πτώση του Μουσολίνι τον συγκλόνισε και φαίνεται πως σήμανε μέσα του το τέλος του ιδανικού της φασιστικής Ευρώπης: «Μια φασιστική Γαλλία σε μια φασι στική Ευρώπη, τι ωραίο όνειρο! αφού δεν υπάρχει πια φασιστική Ευρώπη». Σε αντίθε ση όμως με πολλούς άλλους ιιΙΙτΣίδ, αρνήθηκε να αποκηρύξει τις ιδέες του. Ακόμα και τις μαύρες μέρες του τέλους του 1944, όταν είδε πως ο άνεμος φυσούσε προς «το ναό της παγκόσμιας ειρήνης, της αναγκαστικής αδελφοσύνης όλων των φυλών και των πιστευμάτων», ο Μπραζιγιάκ εξακολούθησε να υποστηρίζει ότι ο φασισμός είχε σταθεί «η συναρπαστικότερη αλήθεια του εικοστού αιώνα».10 Αυτός ήταν ο τρόπος σκέψης των υΐίχαδ, όμως καθόλου του Κοκτώ, ο οποίος δεν ήταν εξτρεμιστής και τοποθετούσε την κοινωνία και την κοινωνικότητα πιο ψηλά από την ιδεολογία. «Τα γεγονότα μού προκαλούν ανία», εκμυστηρεύτηκε ο ποιητής Βαλερύ στον Γκέρχαρντ Χέλλερ εκείνη την περίοδο. «Τα γεγονότα είναι ο αφρός των πραγμάτων. Εμένα με ενδιαφέρει η θάλασσα». Όσον αφορά την πολιτική, ο Κοκτώ ήταν ουσιαστικά της ίδιας άποψης. Στενοχωριόταν προς στιγμήν, όταν φίλοι διέφευ γαν στο εξωτερικό ή κρύβονταν. Μερικοί τού έγραφαν αγωνιώδη γράμματα προτού συλληφθούν και εκτοπιστούν, και ένας-δυο αυτοκτόνησαν. Μαζί με τον Πικάσο, πή γε στην κηδεία του Εβραίου εμιγκρέ ζωγράφου Χαΐμ Σουτίν το 1943, πράξη αλλη
428
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
λεγγύης προς έναν άνθρωπο που είχε πεθάνει κυνηγημένος από την Γκεοτάπο. Αλλά η κοινωνική του ζωή συνέχισε τον συνηθισμένο ταραχώδη στροβιλισμό της. Τον συνέπαιρνε, όπως πάντα, η «θαυμαστή ομορφιά» του Παρισιού - οι Γερμανοί που έρ χονταν να αποτίσουν φόρο τιμής, οι επισκέπτες από την Ελεύθερη Ζώνη που «έμε ναν άναυδοι από την πόλη», τα ρεστοράν «που πουλούσαν όλα όσα θεωρητικά απα γορεύονται»* οι κυνηγοί αυτογράφων εξακολουθούσαν να τρέχουν μέσα στους δρό μους πίσω από τις σταρ του σινεμά και τους ηθοποιούς. «Πόσο πρέπει να ξαφνιάζο νται οι Γερμανοί από αυτό το ανοιξιάτικο Παρίσι», στοχαζόταν τον Μάιο του 1942, «από τα λουλούδια, τα καπέλα των γυναικών, τα καροτσάκια που τα τραβούν οι ομά δες των ποδηλατών, από την απίστευτη χάρη της αντίστασης του αέρα! Το Παρίσι χωνεύειτα πάντα και δεν αφομοιώνει τίποτα. Έ να θέαμα βαθιάς ελαφράδας...»11 Ο Κοκτώ είχε ιδιαίτερα στενή σχέση με τον ευνοούμενο γλύπτη του Χίτλερ, τον Άρνο Μπρέκερ, που τα μνημειώδη, στομφώδη γυμνά του -γιγάντια σύμβολα «μιας φυλής ανανεωμένης και υπέρλαμπρης»- είχαν μεγάλη επιτυχία στο Τρίτο Ράιχ. Ο Μπρέκερ ήταν φιλογάλλος και γνώριζε την παριζιάνικη καλλιτεχνική σκηνή ήδη από τη δεκαετία του 1920: αυτός ήταν που, μαζί με τον Άλμπερτ Σπέερ, είχε ξεναγή σει τον Χίτλερ στο Παρίσι τον Ιούνιο του 1940, λίγο μετά την πτώση της πόλης. Τον Μάιο του 1942, τον ίδιο μήνα που οι Γαλλοεβραίοι της γερμανικής ζώνης αναγκάζο νταν να φορέσουν το κίτρινο αστέρι, εγκαινιάστηκε μια έκθεση αφιερωμένη στο έρ γο του Μπρέκερ στην Ορανζερί, με γερμανική χρηματοδότηση. Για την περίσταση, ο Κοκτώ έγραψε ένα συναισθηματικό τιμητικό κείμενο με τίτλο «Χαιρετισμός στον Μπρέκερ», που έμελλε να τον βάλει σε αρκετούς μπελάδες. «Σε χαιρετίζω, Μπρέ κερ», έγραφε. «Σε χαιρετίζω από την υψηλή πατρίδα των ποιητών, μια πατρίδα όπου οι πατρίδες δεν υπάρχουν παρά μόνο στο βαθμό που η καθεμιά τους συνει σφέρει το θησαυρό του μόχθου του έθνους της». Εκφράσεις σοκαρισμένης αποδοκι μασίας το υποδέχθηκαν, και υπήρξαν φίλοι που του έγραψαν για να διαμαρτυρηθούν και να ζητήσουν εξηγήσεις. Ο Κοκτώ ταράχθηκε που οι επικριτές του τον εί χαν παρεξηγήσει* εκείνο που τιμούσε στο πρόσωπο του Μπρέκερ ήταν η φιλία* ακριβώς αυτός ο προσωπικός δεσμός τον είχε ωθήσει να γράψει, και όχι το να παρέμβει στο πολιτικό παιχνίδι της συνεργασίας με τους Γερμανούς. Ό χ ι όμως ότι δεν γνώριζε τα πολιτικά φρονήματα του Μπρέκερ ή τη στενή του σχέση με τον Χίτλερ. Στις συνομιλίες που είχαν όταν ο τελευταίος επισκέφτηκε την έκθεση, ο Μπρέκερ είχε πει στον Κοκτώ ότι εκείνο που πραγματικά είχε σημασία ήταν η νίκη στην Ανατολή* «στη Γαλλία έχουμε μόνο γραφειοκράτες που θέλουν να αποδείξουν το ζήλο τους και να αυξήσουν το κύρος τους». Η νίκη εναντίον της Ρω σίας, συνέχισε ο Μπρέκερ, θα έφερνε ευτυχία στη Γαλλία. Οι δύο φίλοι κουβέντια σαν για τον Χίτλερ -ο οποίος υποτίθεται ότι ένιωθε για τον Μπρέκερ μια τρυφερό τητα σαν να ήταν γιος του-, για την αδυναμία του Πεταίν και για το πρόβλημα των Εβραίων. «Δεν μπορεί να γίνει καμία εξαίρεση», προειδοποίησε ως προς αυτό ο
Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΤΑΚΤΗΤΗ
429
Μπρέκερ βλοσυρά τον Κοκτώ, ο οποίος είχε πολλούς Εβραίους φίλους. «Είναι μια μονομαχία μέχρι θανάτου». Ως προς τον Χίτλερ, οι απόψεις τους συγγένευαν περισ σότερο. Επηρεασμένος ίσως από τα εγκώμια του Μπρέκερ για τον Φΰρερ, ο Κοκτώ επέμενε να βλέπει στο πρόσωπο του Γερμανού ηγέτη κάτι το βελτιωμένο σε σύγκρι ση με τους παλιούς κοινοβουλευτικούς, μια μυθική μορφή που δεν έπρεπε να την εμποδίσουν να «ολοκληρώσει πλήρως το έργο της». Ο Χίτλερ, έγραφε, ήταν «ένας ποιητής που οι χαύνες ψυχές αδυνατούσαν να κατανοήσουν», και επέκρινε τους συ μπατριώτες του -στον ιδιωτικό χώρο του ημερολογίου του- που τον αντιμετώπιζαν με «έλλειψη σεβασμού και απόλυτη αγνωμοσύνη».12 Ο ίδιος ο Κοκτώ είχε πολλούς λόγους να νιώθει ευγνωμοσύνη. Η γερμανική πα τρωνία ήταν αυτή που τον είχε προστατεύσει από τους Γάλλους εξτρεμιστές. Καθώς δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τα πολιτικά, έδειξε πόσο εύκολο ήταν για έναν μυθοποιό ανεξάρτητων πεποιθήσεων το να συνεχίσει να ασκεί τις τέχνες υπό γερμανική κατοχή - ή μάλλον με γερμανική υποστήριξη. Ο πόλεμος έγινε η περίοδος όπου, με την έγκριση των λογοκριτών του, η σκηνοθετική του καριέρα απογειώθηκε. Όταν δημοσι εύτηκε σ’ ένα δεξιό περιοδικό ένα άρθρο που τον κατήγγειλε, εκείνος σημείωσε ότι «όλοι οι Γ ερμανοί έβαλαν τα γέλια όταν το διάβασαν». Με εξαίρεση τους υΙίΓ&δ, η πο λυάσχολη καριέρα του Κοκτώ είχε μια θέση για όλους σχεδόν, ακόμα και για τον μαρεσάλ, που το καθεστώς του τόσο πολύ τον είχε ταλαιπωρήσει. Το 1942 συνεργάστηκε σ’ ένα πολυτελές δείγμα βισυϊκής προσωπολατρίας, έναν τιμητικό τόμο με τίτλο Όβ Ιβαηηβ ά’Α κ ά ΡΗίΙιρρβ Ρέίαιήη. Ο υπότιτλος ήταν Πεντακόσια Χρόνια Γαλλική Ιστορία * το βιβλίο, πλούσια εικονογραφημένο, μόλις που πρόλαβε να κυκλοφορήσει πριν από την επίσκεψη του μαρεσάλ στο Παρίσι. Η κατοχή πλησίαζε πια στο τέλος της, αλλά ο Πεταίν παρέμενε δημοφιλής και έτυχε θερμής υποδοχής. Ως θέμα της εμπόλεμης πε ριόδου, η Ιωάννα της Λορραίνης ταίριαζε γάντι -λόγω των αμφίσημων συνειρμών που προκαλούσε- στον πόλεμο του ίδιου του Κοκτώ: σύμβολο του αντιβρετανισμού αρχι κά, ιδίως μετά την καταστροφή του Μερς-ελ-Κεμπίρ, η ηρωίδα, όταν το βιβλίο κυκλο φόρησε το 1944, είχε πια μεταπηδήσει στο πλευρό των γκωλικών και είχε γίνει παρά δειγμα αντίστασης στον κατακτητή. Και δεν άργησε να ακολουθήσει κι ο Κοκτώ.13 Πάντως, η περίπτωσή του δεν ήταν καθόλου εξαιρετική. Οι γερμανικές υπηρεσίες του Παρισιού επιδίωκαν την πολιτιστική διπλωματία με τεράστια ενεργητικότητα* η αμφισημία και η καιροσκοπία χαρακτήριζαν τον καλλιτεχνικό κόσμο της Γαλλίας στα χρόνια του πολέμου. Για τους φιλόδοξους και τους αδιαφορούντες, ο καιρός ήταν κατάλληλος για ίδρυση εφημερίδων και εκδοτικών οίκων. Και ενώ σκληροπυ ρηνικοί κριτικοί όπως ο Λυσιέν Ρεμπατέ μπορεί να έβλεπαν την κατοχή σαν ευκαι ρία να απαλλαγεί η Γαλλία από τον εβραϊκό κοσμοπολιτισμό και τον παρακμιακό μοντερνισμό, ο μοντερνισμός δεν εξοβελιζόταν τόσο εύκολα. Στον ιδιωτικό χώρο του ατελιέ του, ο Πικάσο συνέχισε να ζωγραφίζει* ο Μπρακ συνέχισε να εκθέτει δη
430
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
μόσια. Το Βισύ είχε απαραγνώριστα πεπαλαιωμένα γούστα και προτιμούσε να πα ραγγέλνει ταπισερί με Γάλλους θεριστές σε ειδυλλιακά τοπία. Στο Παρίσι, όμως, «η πατριωτική αφαίρεση» -σε μπλε, άσπρο και κόκκινο- είχε την έγκριση τόσο των γκωλικών όσο και των Γερμανών. Μετά τον πόλεμο, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Μανχάτταν διέδωσε το μύθο ότι ο ναζισμός είχε εξοστρακίσει το μοντερνισμό από την Ευρώπη και είχε επιτρέψει στη Νέα Υόρκη να διαδεχθεί το Παρίσι. Αυτό όμως δεν ίσχυε απολύτως. Κάποιοι λίγοι καλλιτέχνες έφυγαν: ορισμένοι -όπως ο Σουτίν και ο Κρεμέν- κρύφτηκαν ή λούφαξαν όπως ο Φωτριέ και ο Ματίς. Κάτω όμως από το εντυπωσιακά αδιάφορο μάτι των κατοχικών αρχών, το Παρίσι παρέμεινε φιλόξενο για πολλά είδη τέχνης. Ο λόγος είναι ότι οι Γερμανοί διευθύνοντες της καλλιτεχνικής σκηνής του Παρι σιού κατά την εμπόλεμη περίοδο ήθελαν στο μέτρο του δυνατού να δημιουργήσουν την αίσθηση φυσιολογικής ζωής, παρά τις στερήσεις, τη λογοκρισία και την προπα γάνδα, και έδωσαν επομένως πολλά κίνητρα στους Γάλλους να συμμορφωθούν με το νέο καθεστώς. Με εξαίρεση την απαγόρευση να εκτίθενται τα έργα Εβραίων καλλιτεχνών και εμιγκρέδων, υπήρχαν λίγοι φραγμοί. Ο Πικάσο δεν μπορούσε να εκθέσει δημόσια, γιατί το είχε ζητήσει η ισπανική κυβέρνηση, αλλά η απαγόρευση δεν εμπόδισε έναν νέο εκδοτικό οίκο τέχνης της εμπόλεμης περιόδου, τον Εάίΐίοπδ <3ιι Οιέηο, να βγάλει έναν ωραίο τόμο με τις πιο πρόσφατες νεκρές φύσεις του, με έγχρωμους πίνακες - σε μια εποχή όπου υπήρχε έλλειψη χαρτιού σε όλη την Ευρώ πη. Με σχεδόν διπλάσιες γκαλερί ανοιχτές το 1943 σε σχέση με δύο χρόνια νωρίτε ρα, η είσοδος στον γαλλικό καλλιτεχνικό κόσμο ήταν μάλλον ευκολότερη απ’ ό,τι πριν. Οι βιβλιοπώλες και οι εκδότες έσπευδαν να συμμορφωθούν με τους νέους κα νόνες που είχαν θεσπίσει οι Γερμανοί λογοκριτές, ώστε να επωφεληθούν από το ευ νοϊκό κλίμα. Οι Γάλλοι διψούσαν περισσότερο από κάθε άλλη φορά για διάβασμα, και οι πωλήσεις του Σιμενόν και των άλλων μπεστ-σέλερ σκαρφάλωσαν στα ύψη.14 Η γερμανική πολιτιστική διπλωματία επικεντρώθηκε σε γνωστούς ζωγράφους και συγγραφείς, προώθησε τις διαλέξεις και έστησε εκθέσεις. Στα χρόνια του πολέ μου το Υπουργείο Εξωτερικών συγκρότησε δίκτυο πολιτιστικών ιδρυμάτων σε όλη την Ευρώπη -από τη Λισαβόνα ως τη Σόφια-, αλλά στη Γαλλία αυτά ήταν πιο δρα στήρια απ’ οπουδήποτε αλλού. Ο πρέσβης Όττο Άμπετς, που οι προσπάθειές του για την υπόθεση της γαλλογερμανικής συμφιλίωσης ανάγονταν στη δεκαετία του 1920, αναβίωσε τον παλιό του ΟογοΙο ΡΓαηο6-Α1ΐ6ΐηα§η6ν11-μετονομάζοντάς τον σε ΟΐΌΐιρο ΟοΙΙαβοΓ&Ιίοη™- και προσέλκυσε έναν κύκλο συγγραφέων, εκδοτών και δημοσιογράφων. Ό πω ς μετά το 1945, η γαλλογερμανική επαναπροσέγγιση παρου σιάστηκε ως ευρωπαϊκό ιδεώδες, ως μέσο για να βασιλέψει η ειρήνη στην ήπειρο γε νικότερα. Ο ίδιος ο Άμπετς έβλεπε την «ιδέα της Ευρώπης» πιο κυνικά, σαν κάτι που «το Ράιχ μπορεί να το υφαρπάξει χωρίς να θιγεί το αίτημα του ηπειρωτικού πρωτεί ου, το οποίο ο Εθνικοσοσιαλισμός έχει αγκυρώσει μέσα στον γερμανικό λαό».15
Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΤΑΚΤΗΤΗ
431
Η «ενεργητική προπαγάνδα» του Άμπετς οδήγησε σε μια σειρά τεράστιες δημό σιες εκθέσεις. Η πρώτη από αυτές, με τίτλο «Ιλ Ρ γ&πο© ©ιίΓορέοηη©»1*, άνοιξε τις πύλες της στο Παρίσι το καλοκαίρι του 1941 και προσέλκυσε συνολικά 635.000 επι σκέπτες. Σύντομα ακολούθησαν άλλες - για τις προόδους στην εξοικονόμηση εργα σίας στο σπίτι, για «τους Εβραίους και τη Γαλλία» και για τον κίνδυνο του μπολσεβικισμού στην Ευρώπη. Μετά το 1942 έχασαν ταχύτατα τη δημοτικότητά τους, γιατί η διάθεση του κοινού έγινε εχθρική* παρ’ όλα αυτά, οι εκθέσεις αυτές προσέλκυσαν όλες μαζί περισσότερους από τρία εκατομμύρια επισκέπτες. Υπήρξαν όμως πολλές άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις. Ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν διηύθυνε το «Ρέκβιεμ» του Μότσαρτ και η Φιλαρμονική του Βερολίνου ερμήνευσε έργα Βάγκνερ και Στράους. Δόθηκαν διαλέξεις από διαπρεπείς διανοουμένους όπως ο Καρλ Σμιτ και ο μα θητής του Χάιντεγκερ, Χανς-Γκέοργκ Γκάνταμερ, που μίλησε στο Ιηδίιίιιί ΑΠεπίΣίικΡ για τον Χέρντερ, τις ανεπάρκειες της δημοκρατίας και τη δύναμη της ιδέ ας του νοΙΚ. Για τον Γκάνταμερ, όπως και για τόσους άλλους Γερμανούς διανοου μένους, το σεργιάνι στις όχθες του Σηκουάνα στο Παρίσι του πολέμου ήταν ιδανικό σκηνικό για να φανταστούν ένα μέλλον ειρήνης, υψηλής σοβαρότητας και εθνικής συμφιλίωσης υπό την ηγεσία του Ράιχ.16 Ούτε και ήταν το ταξίδι πάντα μονής κατεύθυνσης. Οι Γ ερμανοί αντάμειβαν τους συμπαθούντες Γάλλους καλλιτέχνες και συγγραφείς προσκαλώντας τους στο Ράιχ σε υψηλής δημοσιότητας φαγοπότια με έξοδα του κράτους. Μια αντιπροσωπεία Γάλλων ζωγράφων -ανάμεσά τους ο Βλαμένκ, ο Ντεραίν και ο ντε Σεγκονζάκ- επισκέφτηκε τη Γερμανία κατά τους πρώτους μήνες του 1942. Γάλλοι τραγουδιστές έκα ναν τουρνέ στα στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου του Ράιχ - ανάμεσά τους ο Μωρίς Σεβαλιέ, που είχε διακηρύξει την πίστη του στον Πεταίν, με αποτέλεσμα η καριέρα του στα χρόνια του πολέμου να πάει πολύ καλά. Έ πειτα ήταν οι Γιορτές Μότσαρτ στη Βιέννη, στα τέλη του 1941, και οι διασκέψεις στη Βαϊμάρη τις οποίες οργάνωσε το Υπουργείο Προπαγάνδας του Γκαίμπελς: μετακάλεσε τον Μπραζιγιάκ και τον Ντριέ μαζί μ’ έναν άνοστο εσμό γραφιάδων δεύτερης διαλογής, για να παρακολου θήσουν την ετήσια σύνοδο των Γερμανών συγγραφέων. Η δεύτερη από αυτές, του 1942, μετατράπηκε σε συνάντηση της νέας και ελεγχόμενης από τους Γερμανούς Ένωσης Ευρωπαίων Συγγραφέων, όπου οι Γερμανοί και οι Γάλλοι ΙίΐίέΓΣΐίβιιΓδ*1συ νευρέθηκαν με εκπροσώπους της «Νέας Ευρώπης». (Ανάμεσα στους καλεσμένους ήταν και ο γηραιός νομπελίστας Κνουτ Χάμσουν, που αργότερα έκανε τον Χίτλερ να λυσσάξει σε μια ιδιωτική τους συνάντηση στο Μπερχτεσγκάντεν, όταν παραπονέθηκε για την καταστροφικότητα της γερμανικής πολιτικής στη Νορβηγία και ζήτησε την ανάκληση του επιτρόπου του Ράιχ από το Όσλο. Έ νας άλλος, πολύ νεότερος εκ πρόσωπος, γνωστός ήδη για τον ευρωπαϊσμό του και την αγάπη του για τη γερμανική λογοτεχνία, ήταν ο λαμπρός Ιταλός Τζάιμε Πίντορ, που θα πέθαινε λιγότερο από δύο χρόνια αργότερα, αντιφασίστας παρτιζάνος, έξω από τη Ρώμη.)
432
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
Πουθενά αλλού στην Ευρώπη δεν προώθησαν τόσο έντονα την πολιτιστική δι πλωματία οι Γερμανοί, όσο στην κατεχόμενη Γαλλία. Οι ναζί συνέδεαν μέσα τους τη χώρα με τις τέχνες, και τη θαύμαζαν γι’ αυτό, αλλά συνάμα την περιφρονούσαν. Κά ποτε είχε δεσπόσει στην Ευρώπη. Αυτό όμως ήταν προτού επιτρέψει στον εαυτό της να εκφυλιστεί μένοντας προσκολλημένη στον ξεπερασμένο κοινοβουλευτισμό, βα σίζοντας την ασφάλειά της στον αποικιακό στρατό και ενθαρρύνοντας τους Εβραί ους, τους Άραβες και τους Ανατολικοευρωπαίους μετανάστες. Ο Χίτλερ πίστευε πως η ενασχόληση με το γούστο στη μουσική, στα βιβλία, στο φαγητό και στη μόδα είχε κάνει τους Γάλλους μαλθακούς· μπορούσε ακίνδυνα να ενθαρρύνει τα ενδια φέροντα τους, ιδίως αφού αυτό έκανε τη γερμανική εξουσία να φαντάζει μάλλον πιο ανεκτική απ’ οπουδήποτε αλλού. Η επίσκεψή του στο Παρίσι, το 1940, παρέμεινε ζωηρή ανάμνηση, και ήταν πολύ ευτυχής που δεν είχε αναγκαστεί να καταστρέ ψει την πόλη - «ένα ευρωπαϊκό τεκμήριο πολιτισμού»· θα ήταν πολύ πιο επώδυνο, παρατηρούσε την επόμενη χρονιά, από το να διατάξει την καταστροφή της Μόσχας και του Λένινγκραντ. (Τρία χρόνια αργότερα, φυσικά, ξεπέρασε αυτούς τους δι σταγμούς και διέταξε πράγματι τον τελευταίο Γερμανό διοικητή της γαλλικής πρω τεύουσας να την αφήσει ερειπωμένη.) Το Παρίσι, στο κάτω-κάτω, αποτελούσε το μέτρο με βάση το οποίο θα κρινόταν το μελλοντικό του Βερολίνο.17
ΟΙ ΔΙΟΙΚΗΤΕΣ
Ποιος εντέλει έκανε κουμάντο στη Γαλλία; Σίγουρα όχι ο «βασιλιάς Όθωνας» Άμπετς και η παρέα των διανοουμένων του. Ούτε και τα δδ, που η παρουσία τους παρέμεινε μάλλον μικρή, ακόμα και μετά το διορισμό του Καρλ Όμπεργκ ως ΗδδΡΡ τον Μάιο του 1942. Η θεωρία της «εποπτικής διοίκησης» του Βέρνερ Μπεστ παρέ χει εντέλει έναν εν πολλοίς ακριβή οδηγό για το πώς ήταν οργανωμένη πραγματικά η κατοχή. Η χώρα βρισκόταν στα χέρια των Γάλλων κρατικών λειτουργών, υπό την επίβλεψη αξιωματούχων της Βέρμαχτ. Η συνέχεια του κράτους παρά τις σφοδρότατες ιδεολογικές αναστατώσεις είναι ένα από τα σπουδαιότερα, άγραφα ακόμα θέματα της νεότερης ευρωπαϊκής ιστο ρίας, και ποτέ δεν ήταν πιο προφανής απ’ όσο στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη Γαλλία -αντίθετα από την Ανατολή- οι Γερμανοί δεν είχαν άμεσους στόχους, με εξαίρεση το να ασκούν μιαν αποτελεσματική και νοικοκυρεμένη κατοχή* αυτό έκανε τους δημόσιους υπαλλήλους πιο σημαντικούς και από τους πολιτικούς. Η πο λιτική αποτελούσε κατά βάση περισπασμό, ενώ η διοίκηση ήταν η ουσία μιας στρα τιωτικής κατοχής. Και επειδή οι γραφειοκράτες μπορούσαν να λειτουργήσουν με αυτό τον τρόπο μόνο αν ήταν αξιόπιστοι, οι Γερμανοί ήταν πιο ευαίσθητοι απ’ όσο φανταζόμαστε στην κοινή γνώμη* την παρακολουθούσαν με προσοχή και προσπα-
Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΤΑΧΤΗΤΗ
433
θοΰααν να τη διαμορφώνουν, μεταξύ άλλων και με τις προπαγανδιστικές καμπάνιες που αναφέρθηκαν πιο πάνω.18 Το Βισυ είχε αυτοτελές συμφέρον να διατηρήσει έναν ισχυρό διοικητικό μηχανι σμό. Χωρίς αυτόν, το καθεστώς μπορούσε εύκολα να γίνει σκέτο διακοσμητικό στοιχείο της γερμανικής επιρροής, ανήμπορο να φτάσει ως τη γαλλική λαϊκή βάση. Ό πω ς ορισμένοι Γερμανοί διανοούμενοι σχέδιαζαν να σπάσουν τη Γαλλία σε κομ μάτια, έτσι και το Βισυ ήταν αποφασισμένο να την κρατήσει ενωμένη· το δε δημο σιοϋπαλληλικό σώμα ήταν μακράν το σπουδαιότερο εργαλείο γι’ αυτόν το σκοπό. Ό σο για τους ίδιους τους υπαλλήλους, η κατοχή τούς ανησυχούσε από ορισμένες απόψεις πολύ λιγότερο απ’ όσο τους πολιτικούς. Γιατί, καθώς η πολιτική τάξη είχε τρωθεί βαριά, η γερμανική εξουσία τούς παρείχε την ευκαιρία να προωθήσουν πο λιτικές συγκέντρωσης και βελτιστοποίησης της διοίκησης της χώρας, τις οποίες οι πολιτικοί είχαν ανακόψει επί χρόνια. Στην αρχή, είχαν πιαστεί τελείως στον ύπνο. Ή ταν τόσο σίγουροι πως ο πόλεμος δεν θα τέλειωνε γρήγορα, που, σε αντίθεση με τους Ολλανδούς, ας πούμε, ομολό γους τους, δεν είχαν προνοήσει καθόλου για το τι θα έκαναν σε περίπτωση ήττας. Το καλοκαίρι του 1940, την ώρα που το Παρίσι άδειαζε μέσα σε κλίμα πανικού, το Υπουργείο Παιδείας εξακολουθούσε να στέλνει εγκυκλίους που υπενθύμιζαν στους δασκάλους πώς να υποβάλουν αίτηση για την ετήσια λουτροθεραπεία τους. Μόλις όμως πήρε τα ηνία ο Πεταίν, οι δυνάμεις της συνέχειας έκαναν αισθητή την παρου σία τους. Οι φόβοι για την ασφάλεια της χώρας είχαν ήδη οδηγήσει σε συγκέντρωση εξουσιών, εκκαθαρίσεις και καταπίεση στην αρχή του πολέμου, τον Σεπτέμβριο του 1939: το Βισύ απλώς ενίσχυσε αυτή την τάση. Αυτή η απουσία ασυνέχειας ήταν από ορισμένες απόψεις πολύ αναπάντεχη. Στο κάτω-κάτω, το Βισύ δεν ήταν μια χώρα που τη διοικούσαν δημόσιοι υπάλληλοι, όπως το Βέλγιο ή οι Κάτω Χώρες* στη Γαλλία υπήρχε νόμιμη κυβέρνηση, με σαφές πολιτικό πρόγραμμα ρήξης με το παρελθόν. Ο Πεταίν όμως (όπως ο Ντε Γκωλ τέσ σερα χρόνια αργότερα) είχε κάθε λόγο να διατηρήσει τους υφιστάμενους κρατικούς θεσμούς, αν ήθελε να κυβερνήσει αποτελεσματικά. Γι’ αυτό οι εκκαθαρίσεις επέφε ραν λιγότερες αλλαγές απ’ όσες θα περίμενε κανείς, με αποτέλεσμα οι εξτρεμιστές της Δεξιάς να παραπονεθούν σφοδρά γι’ αυτό* το 1944, ο Μαρσέλ Ντεά επέκρινε την «αντιδραστική κομμούνα» της πρωτεύουσας και ισχυρίστηκε ότι τα μέλη της ήταν «βαθιά αίί0 Πΐΐδί6 Χ11», αν όχι γκωλικοί. Γκωλικοί ή όχι, πάντως το 80 τοις εκατό περίπου των δημάρχων στα προάστια του κατοχικού Παρισιού ήταν προπολεμικώς ρεπουμπλικάνοι. Στη δε ύπαιθρο, η για πολιτικούς και μόνο λόγους αλλαγή σκυτά λης αποθαρρύνθηκε σε γενικές γραμμές* αλλά και οι Γερμανοί φοβούνταν τις συνέ πειες μιας τέτοιας αλλαγής για την αποδοτικότητα και τη συνέχεια. Στην Ακιταίν και στη Σαράντ, για παράδειγμα, οι μισοί από τους τοπικούς άρχοντες που κατείχαν αξιώματα το 1939 τα διατήρησαν έως το τέλος της κατοχής.19
434
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
Η υπόσχεση του Βισύ ότι θα έκανε μια νέα, αυταρχική επανάσταση συγκάλυψε έτσι την πραγματικότητα της εξάρτησής του από το δημοσιοϋπαλληλικό σώμα της χώρας. Οι γραφειοκράτες, βεβαίως, μπορούσαν να λειτουργήσουν σαν όργανα κα ταπίεσης, κυρίως στον εντοπισμό των Εβραίων και των πολιτικών αντιπάλων - και πράγματι το έκαναν. Σε γενικές γραμμές, όμως, δεν είχαν πρόθεση να φερθούν με τον επαναστατικό δυναμισμό που απαιτούσε η Ακροδεξιά της Γαλλίας. Η λατρεία του Πεταίν έκρυβε το πολιτικό κενό που υπήρχε στην καρδιά της κυβέρνησής του, και η άρνηση του Πεταίν να επιτρέψει την ίδρυση ενιαίου πολιτικού κόμματος σήμαινε πως οι Γάλλοι δημόσιοι υπάλληλοι περιέργως δεν έζησαν ποτέ κάτι ανάλογο με τον ριζοσπαστικοποιητικό ανταγωνισμό που οι ναζί γκαουλάιτερ επέβαλαν στους Γερμανούς δημόσιους υπαλλήλους, ή που το ολλανδικό Ν5Β χρησιμοποίησε -με πολύ λιγότερη επιτυχία- στην προσπάθειά του να πάρει στα χέρια του τις δημό σιες υπηρεσίες των Κάτω Χωρών. Το ότι η Γαλλία είχε λοιπόν τον συντηρητικό Πε ταίν στην εξουσία την προφύλαξε από τον εκναζισμό που απείλησε άλλες χώρες, τουλάχιστον ως τη στιγμή όπου ήταν πια πολύ αργά στην όλη πορεία του πολέμου για να έχει καθοριστική σημασία. Οι ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι της Γαλλίας αύ ξησαν τον έλεγχό τους πάνω στις επαρχίες, δημιούργησαν μια νέα βαθμίδα, τους υπερνομάρχες, και εμπόδισαν τα περισσότερα από τα νέα κομισαριάτα του καθε στώτος να αποκτήσουν πολλή επιρροή, πρωτοστατώντας έτσι σε μια επέκταση της γραφειοκρατίας και σε μια ενοποίηση της κρατικής εξουσίας, που θα τη ζήλευε ο Βίλχελμ Στούκαρτ, του Υπουργείου Εσωτερικών του Ράιχ. Μπορεί οι Γερμανοί να είχαν κατακτήσει τη Γαλλία, αλλά το γαλλικό κράτος επέζησε λίγο-πολύ αλώβητο. Οι δημόσιοι υπάλληλοι θεωρούσαν ότι έπαιζαν ζωτικό ρόλο στη διατήρηση μιας Γαλλίας που η κατοχή την είχε ήδη διαμελίσει και που υπήρχε κίνδυνος να κατακερ ματιστεί κι άλλο με την ειρήνη, αν οι Γερμανοί έκαναν λίγο έοτω πράξη την υποστή ριξή τους προς τους αποσχιστές διάφορων περιοχών. Παράλληλα όμως με την αντι μετώπιση αυτών των σύμφυτων με τον πόλεμο προκλήσεων, εξακολούθησαν να ερ γάζονται για την παλιότερη ατζέντα του εξορθολογισμού και του εκσυγχρονισμού του κράτους, που πολλοί από αυτούς την είχαν προτείνει με έμφαση από τη δεκαε τία του 1920 κιόλας. Ο ναύαρχος Νταρλάν, πρόεδρος της κυβέρνησης μετά την απο πομπή του Λαβάλ, ήταν μεταρρυθμιστής αυτού του είδους: εναντίον κάθε «πολιτικο ποίησης» της διοίκησης, παγερά αδιάφορος για το ανούσιο κίνημα των Λεγεωνά ριων με τους 600.000 παλαιμάχους, που ο Πεταίν είχε φανταστεί πως μπορούσε να παίξει το ρόλο πολιτικού κόμματος, και πρόθυμος να επωφεληθεί από το σοκ της ήτ τας για να περάσει μια «νέα διοίκηση» μέσα στο κράτος. Ό ταν ο ηγέτης της Λεγεώ νας περηφανεύτηκε πως αυτή «ήταν το Κράτος», ο Νταρλάν φρόντισε να τον βγάλει ψεύτη. Χωρίς αυταπάτες για τα κοινοβούλια και τα κόμματα, αυτός και οι τεχνοκράτες του γεννούσαν αλλεπάλληλες προτάσεις γραφειοκρατικής μεταρρύθμισης και εναπέθεταν τις ελπίδες τους στους δημόσιους υπαλλήλους.20
Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΤΑΚΤΗΤΗ
435
Ενείχε, βεβαίως, κίνδυνους αυτή η πορεία - κυρίως τον κίνδυνο να χάσουν την επαφή με τα ίδια τα αισθήματα της χώρας. Ορισμένοι της δημοσιοϋπαλληλικής ελίτ περιφρονούσαν την κοινή γνώμη και δεν την εμπιστεύονταν. «Η κοινή γνώμη είναι απλώς ένα τεράστιο θηλυκό!» έλεγε ένας από αυτούς. Φρονιμότερα μυαλά, όμως, ανησυχούσαν ότι το καθεστώς -οπως κάθε αυταρχική και υπερβολικά γραφειοκρατικοποιημένη κυβέρνηση χωρίς πολιτική πτέρυγα- κινδύνευε να απομονωθεί. Έ νας νομάρχης προειδοποιούσε ότι υπήρχε κίνδυνος να δημιουργηθούν «αληθινοί κυ βερνήτες, όπως στις μακρινές μας αποικίες». Το πρώτο αφεντικό της αντιεβραϊκής υπηρεσίας του Βισύ, ο Ξαβιέ Βαλά, φοβόταν ότι, χωρίς πολιτικά κόμματα μεσολα βητές των προβλημάτων του λαού, θα άνοιγε «ένα χάσμα που μπορεί να εξελιχθεί σε άβυσσο ακαταληψίας».21 Έ να ς παλιός γερουσιαστής προειδοποιούσε τον Πε ταίν ότι «η κυβέρνησή σας διατρέχει τον σοβαρότατο κίνδυνο να μην έχει με τη χώ ρα άλλη επαφή εκτός από τους δημόσιους υπαλλήλους, που οι κεραίες και η όραση τους είναι στρεβλές λόγω επαγγέλματος». Οι φόβοι αυτοί έκαναν τον Πεταίν να ανοίξει τις πόρτες του στους τοπικούς παράγοντες, αν και αυτό διόλου δεν αρκούσε, και τον εξέθεσε μάλιστα στις κατηγορίες της Δεξιάς ότι το πρόβλημα με το καθε στώς του ήταν η έλλειψη ενεργητικότητας και η ανικανότητά του να βγει μπροστά ρης σε μια κινητοποίηση των Γάλλων.22 Η εξάρτηση από τους υπαλλήλους του κράτους ενείχε έναν ακόμα κίνδυνο, προκειμένου για μια κυβέρνηση που γινόταν όλο και πιο νευρική, ακόμα και παρανοϊκή. Το Βισύ παρακολουθούσε την κοινή γνώμη και έλεγχε τα ίδια του τα στελέχη για το παραμικρό σημάδι απιστίας: η Γκεστάπο δεν συγκρινόταν με τις απίστευτα αποτελε σματικές γαλλικές υπηρεσίες ασφαλείας, όταν το ζητούμενο ήταν ο έλεγχος των πολι τικών φρονημάτων του καφετζή ή του δασκάλου. Ό ταν όμως το Βισύ προσπάθησε να εκκαθαρίσει τους δημόσιους υπαλλήλους, διαπίστωσε ότι η υπηρεσία αγωνίστηκε σκληρά για να προστατεύσει τους δικούς της. Από τις πρώτες κιόλας εκκαθαρίσεις του 1940, μετά τους νόμους που έβαλαν στο στόχαστρο τους Εβραίους, τους κομμουνι στές και τους μασόνους ιδίως, οι ανώτεροι διοικητές αποδείχθηκαν εξαιρετικά απρό θυμοι να απολύσουν το προσωπικό τους, προτιμώντας να απευθύνουν προειδοποιή σεις ή να τους μεταθέτουν σε λιγότερο νευραλγικά πόστα. Οι εκκαθαρίσεις είχαν πο λύ διαφορετικό εύρος από υπουργείο σε υπουργείο - το Εσωτερικών και το Πολέμου ήταν, εννοείται, ιδιαίτερα σχολαστικά, ενώ το Εργασίας και το Εξωτερικών προέβαλαν πολύ μεγαλύτερη αντίσταση. Καθώς ο πόλεμος πήγαινε από το κακό στο χειρότε ρο, το Βισυ τούς εμπιστευόταν ολοένα λιγότερο. Έτσι, έπρεπε να οργανώνει διαρκείς επιβεβαιώσεις της νομιμοφροσύνης τους. Τον Ιούλιο του 1941, ο Πεταίν διέταξε όλους τους υπαλλήλους του κράτους να επαναλάβονν μια προγενέστερη υποχρεωτική δήλωσή τους ότι δεν ήταν μασόνοι, και συνέχισε με ένα κύμα δημόσιων ορκωμοσιών. «Ή είναι μαζί μου κανείς, ή είναι εναντίον μου», επέμενε, «και η σκέψη αυτή ισχύει κατεξοχήν για τους υπηρέτες του Κράτους». Ακολούθησε «πληθωρισμός ορκωμο-
436
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
αιών», πράγμα που έκανε αναγκαίο τον παράλογο νόμο τον Απρίλιο του 1942, ο οποί ος καταγινόταν οΰτε λίγο οΰτε πολΰ με το πότε ο όρκος ήταν νομίμως απαιτητός.23 *
Η επάνοδος του Λαβάλ στην εξουσία τον ίδιο μήνα σήμανε το τέλος των σχεδίων του Νταρλάν για διοικητική μεταρρύθμιση, αλλά σε τίποτα δεν μείωσε τη δΰναμη του κράτους. Αντιθέτως, ο Λαβάλ, άνθρωπος της Τρίτης Δημοκρατίας, είχε πολΰ μικρό τερο πρόβλημα απ’ ό,τι ο Νταρλάν να εργαστεί με τους παλιοΰς θεσμοΰς και τους υπαλλήλους τους, και λιγότερη επιθυμία να τους αλλάξει. «Όπισθεν ολοταχώς προς την Τρίτη Δημοκρατία», ήταν το οργισμένο παράπονο των απογοητευμένων πεταινικών, οι οποίοι έβλεπαν τις ελπίδες τους για εγχώρια επανάσταση να φθίνουν. Ο Λα βάλ όμως ήταν επικεντρωμένος στη διεθνή πολιτική, και επομένως ήθελε υφισταμέ νους που να μπορούν να διευθΰνουν τις υποθέσεις της Γαλλίας χωρίς πολλές φασα ρίες, αποτελεσματικά και χωρίς τριβές, ώστε να κερδίσει το σεβασμό των Γερμανών. Οι δημόσιοι υπάλληλοι, που είχαν καταφέρει τόσο επιδέξια να διατηρήσουν, ακόμα και να επαυξήσουν τη δύναμή τους κατά τους πρώτους μήνες της κατοχής, έβλεπαν τώρα ότι το τίμημα για να διαφυλάξουν αυτό το επίτευγμα αυξανόταν δρα ματικά. Άρχισε πριν από την επάνοδο του Λαβάλ στην εξουσία, με το κΰμα των επι θέσεων εναντίον του γερμανικοΰ προσωπικοΰ που ακολούθησε την εισβολή στη Σο βιετική Ένωση. Η κρίση των ομήρων το φθινόπωρο του 1941 θα είχε επηρεάσει τις γαλλογερμανικές σχέσεις πολΰ λιγότερο, αν δεν είχε ανακατευτεί ο ίδιος ο Χίτλερ. Η επιμονή του να γίνουν μαζικά αντίποινα εναντίον των Γάλλων προκάλεσε την πρώτη ρήξη με το Βισΰ. Από τη σκοπιά της κυβέρνησης, όμως, εκείνο που είχε σημα σία ήταν να αποκατασταθεί ο έλεγχος της Γαλλίας στην απονομή της δικαιοσύνης. Γ ια να το ποΰμε χοντρά, μόνοι αρμόδιοι να τουφεκίζουν Γάλλους έπρεπε να είναι οι Γάλλοι. Αυτός είναι ο λόγος που το Βισΰ ήταν τόσο πρόθυμο να κάνει τη βρόμικη δουλειά των Γερμανών αντί για εκείνους, και γι’ αυτό σΰστησε ειδικά δικαστήρια που έβρισκαν και δίκαζαν κομμουνιστές και άλλους υπόπτους. Άπαξ και μπήκαν στο χορό αυτόν, δεν υπήρχε τρόπος να ξέρουν ποΰ θα σταμα τούσε. Η γαλλογερμανική συμφωνία αστυνόμευσης το επόμενο καλοκαίρι αποκάλυψε ακόμα περισσότερο ως ποΰ ήταν έτοιμοι να φτάσουν οι δημόσιοι υπάλληλοι, προκειμένου να διαφυλάξουν τα κυριαρχικά δικαιώματα της Γαλλίας. Η αστυνό μευση ήταν ο σπουδαιότερος τομέας του γαλλικοΰ κράτους που επιθυμούσαν να ελέγχουν οι Γερμανοί, ιδίως αφού η εν πολλοίς δημοκρατική αστυνομία είχε αποδειχθεί πολύ αξιόπιστος εταίρος. Για τους ίδιους λόγους, το Βισΰ ήθελε πάρα πολΰ να την κρατήσει σε γαλλικά χέρια. Ο Γάλλος διαπραγματευτής που το διασφάλιζε αυτό ήταν ένας λαμπρός ανερχόμενος αστέρας, ο Ρενέ Μπουσκέ, άλλοτε ο νεαρότε ρος νομάρχης της Γαλλίας, τον οποίο ο Λαβάλ είχε διορίσει γενικό γραμματέα της αστυνομίας. Χαρακτηριστικό της τρομερής αυτοπεποίθησής του είναι ότι χειριζό
Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΤΑΚΤΗΤΗ
437
ταν τη γαλλική πλευρά μόνος του* ο ΗδδΡΡ Καρλ Όμπεργκ, μαζί με τους συναδέλ φους του της δίΡο/δϋ Κνόχεν, Λίσκα και Χάγκεν, εκπροσωπούσαν τις απαιτήσεις των Γερμανών. Ο Μπουσκέ δεν ήταν ιδεολόγος της Δεξιάς· οι πολιτικές του ρίζες, αντιθέτως, ανάγονταν στη ριζοσπαστική-σοσιαλιστική παράδοση της μεσοπολεμικής Τρίτης Δημοκρατίας. Εκείνο που πραγματικά ενδιέφερε αυτόν και τον Λαβάλ ήταν να καταλήξουν με τα δδ σε μια συμφωνία που θα ξαναέδινε στη γαλλική αστυ νομία την αυτονομία της -«το πιο χτυπητό σημάδι της κυριαρχίας της κυβέρνησης της», όπως έλεγε- και θα περιθωριοποιούσε τους επικίνδυνους νεοδιορισμένους ερασιτέχνες όπως ο αυτοανακηρυγμένος ευγενής Νταρκιέ ντε Πελπουά, ο νέος γε νικός κομισάριος για τις εβραϊκές υποθέσεις.24 Για να το πετύχει αυτό, ήταν έτοιμος να ρισκάρει. Σίγουρος και με εμπιστοσύνη στις ικανότητές του, ο Μπουσκέ κατάφερε να κάνει τον Όμπεργκ να συμφωνήσει πως η γαλλική αστυνομία δεν θα είχε υποχρέωση να παραδίδει κρατουμένους ή να προμηθεύει ομήρους στους Γερμανούς. Σε αντάλλαγμα, προχώρησε πολύ πέρα από τις οδηγίες που του είχε δώσει ο Λαβάλ στο ζήτημα της εκτόπισης των Εβραίων. Συ νεργάστηκε στα μεγάλα μπλόκα των γεννημένων στην αλλοδαπή Εβραίων του Πα ρισιού, στα μέσα Ιουλίου, και στη μη κατεχόμενη ζώνη, τον επόμενο μήνα. Οι οδη γίες του Πεταίν έλεγαν να φροντίσει ώστε η γαλλική αστυνομία να μην έχει ρόλο στη σύλληψή τους* ο Μπουσκέ πρόσφερε βοήθεια παρ’ όλα αυτά και αγνόησε τις διαμαρτυρίες Γάλλων ιερωμένων, με μια κλασική για γραφειοκράτη ατάκα: «ο ρό λος της κοινής γνώμης είναι να αναστατώνεται* ο ρόλος της κυβέρνησης είναι να επιλέγει». Η κυβέρνηση, έχοντας όπως πάντα την έγνοια της κρατικής κυριαρχίας, έκανε σαφέστατη διάκριση ανάμεσα στους Γάλλους και στους αλλοδαπούς Εβραί ους. Χάρη στις επανειλημμένες διαταγές του Μπουσκέ, η αστυνομία έκανε τη δου λειά των Γερμανών αντί γι’ αυτούς και έπιασε τους δεύτερους. Θέλοντας να σιγουρέψει ότι η γαλλική πλευρά θα παρέδιδε τους συμφωνημένους αριθμούς, ο Μπου σκέ θύμισε στους νομάρχες την ανάγκη να εκτοπιστούν όχι μόνο οι ενήλικες αλλά και τα παιδιά. Οι Γερμανοί είχαν συζητήσει το θέμα και είχαν αποφασίσει ότι μπο ρούσαν να σταλούν και αυτά: το αποτέλεσμα ήταν ότι περισσότερα από 2.600 παι διά μεταξύ δύο και δεκαέξι χρόνων εκτοπίστηκαν επίσης στο Άουσβιτς. Οι εκπρόσωποι της δϋ του Άιχμαν ήταν απογοητευμένοι. Τον Ιούνιο, η υπηρεσία του είχε προγραμματίσει να εκτοπίσει 100.000 από τη Γαλλία, αλλά είχε κατεβάσει πολύ αυτό τον αριθμό όταν συνειδητοποίησε ότι το Βισύ θα ξεκινούσε μόνο με τους Εβραίους τους γεννημένους στο εξωτερικό. Τον Ιούλιο, ο Άιχμαν έγινε προσωπικά έξαλλος όταν η πρώτη μεταγωγή από το Μπορντώ ακυρώθηκε, γιατί είχαν βρεθεί εκεί μόλις 150 Εβραίοι χωρίς εθνικότητα* επέπληξε τον άνθρωπό του στο Παρίσι γι’ αυτή την «απαράδεκτη» κατάσταση. Στις αρχές Σεπτεμβρίου, οι Γερμανοί υπολόγι ζαν ότι δεν είχαν εκτοπιστεί από τη Γαλλία περισσότεροι από 27.000 Εβραίοι. Όμως ο Όμπεργκ, ο αρχηγός των δδ στη Γαλλία, ήταν πολύ π^ο ρεαλιστής από
438
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
τους «ειδικούς για τα εβραϊκά» και συνεχάρη τον Μπουσκέ για το ότι η «γαλλική αστυνομία έχει επιτελέσει ως τώρα αξιέπαινο έργο»: τα μπλόκα αποδείκνυαν ότι μπορούσε κανείς να εξακολουθήσει να βασίζεται σε αυτήν. Ο Όμπεργκ γνώριζε ότι, λόγω των απαιτήσεων της νέας επίθεσης στο Ανατολικό Μέτωπο, το γερμανικό προσωπικό στη Γαλλία είχε υπερβολικό φόρτο εργασίας. Ο αριθμός των αντρών που ήταν διαθέσιμοι για κατοχικά καθήκοντα είχε πέσει από τις 100.000 στις 40.000 μέσα σε λίγους μήνες, και οι Γερμανοί αστυνομικοί που βρίσκονταν υπό την άμεση διοίκηση του Όμπεργκ στη Γαλλία ήταν λιγότεροι από 3.000* αφού λοιπόν ο Μπου σκέ έλεγχε 47.000 άντρες, η συνεργασία ήταν προφανώς καλή ιδέα. Ό πω ς θα απο δείκνυαν δε τα γεγονότα της επόμενης χρονιάς στη Γαλλία, χωρίς τη συνεργασία της γαλλικής αστυνομίας οι στοχευμένες μαζικές εκτοπίσεις ήταν ουσιαστικά αδύνατο να πραγματοποιηθούν. Ό σο για τον απαισιόδοξο αλλά πάντα ρεαλιστή Μπουσκέ, η δραστήρια βοήθεια προς τον Όμπεργκ ήταν κατ’ αυτόν η μόνη άλλη οδός εκτός από την ολίσθηση στην «πλήρη υποταγή».25 Βήμα προς βήμα, ο ευφυής αυτός κρατικός υπάλληλος οδηγούνταν ολοένα πιο μα κριά στο δρόμο της διαρκώς εντεινόμενης καταστολής. Παρόλο που ο Όμπεργκ στην πραγματικότητα αντιστεκόταν στους ανωτέρους του -τον Χίμλερ και τον Χίτλερ- για να μην εξασθενίσει κι άλλο τον Πεταίν, η γερμανική πολιτική των μαζικών εκτελέσε ων και των μπλόκων συνεχίστηκε, προκαλώντας την οργή της γαλλικής κοινής γνώμης. Τα πράγματα έγιναν πολύ χειρότερα στις αρχές Νοεμβρίου του 1942, όταν οι Γερμα νοί απάντησαν στις αποβάσεις των Συμμάχων στη βόρεια Αφρική μπαίνοντας στη μη κατεχόμενη ζώνη και επιτείνοντας την επιτήρησή τους σε όλη τη χώρα. Η απάντηση του Μπουσκέ στην αύξηση των απαιτήσεων των Γερμανών ήταν να διεκδικήσει και μετά να επιμείνει να έχει το δικαίωμα η γαλλική αστυνομία να διεξάγει επιχειρήσεις η ίδια. Ο Όμπεργκ, πάντως, δεν ήταν πια προστάτης του, όπως παλιά* δεχόταν τα πυρά του Βερολίνου γιατί περνούσε πάρα πολύ καιρό στο Παρίσι, και ο Χίμλερ τον έψεγε γιατί παραήταν «διπλωμάτης» και όχι αρκετά σκληρός. Και πράγματι, εκείνο που έσπρωξε τον Μπουσκέ σε νέες ακρότητες ήταν η απευθείας παρέμβαση του Χίμλερ, αλλά και του Χίτλερ, στη διάρκεια της λεγάμενης Μάχης της Μασσαλίας.26 Στην πραγματικότητα, δεν επρόκειτο τόσο για μάχη, όσο για την πρώτη μαζική επιχείρηση αστικής καταστροφής στην Ευρώπη. Ο Χίμλερ, μιλώντας με τον Νόρμπερτ Μάζουρ δύο χρόνια αργότερα, έδειχνε περήφανος για τα όσα είχαν συμβεί εκεί. «Όσο κατείχαμε εμείς τη Γαλλία, βασίλευε η τάξη και ο νόμος, παρόλο που είχα εκεί μόλις 2.000 Γερμανούς αστυνομικούς», του είχε πει. «Όλος ο κόσμος είχε δουλειά και αρκετό φαΐ να φάει. Μονάχα εμείς καταφέραμε να καθαρίσουμε την περιοχή του λι μανιού της Μασσαλίας, να θεσπίσουμε συνθήκες υγιεινής και να επιβάλουμε την τάξη και το νόμο, κάτι που καμιά γαλλική κυβέρνηση δεν είχε καταφέρει ποτέ». Και είναι αλήθεια πως ούτε το Βισυ ούτε οι Γερμανοί συμπάθησαν ποτέ την πόλη, ιδίως τα δαιδαλώδη σοκάκια γύρω από το Υίβυχ-ΡοΓΐ^, που ήταν αδύνατο να ελεγχθούν και φι-
Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΤΑΧΤΗΤΗ
439
λοξενούσαν Γερμανούς λιποτάκτες, Εβραίους πρόσφυγες και Γέδίδίαηΐδ*^. Έ να βράδυ στις αρχές Δεκεμβρίου του 1942, μια μικρή βόμβα έσκασε μπροστά στο Οτέλ Αστά ρια, ανάμεσα στη λεωφόρο Λα Κανεμπιέρ και στη λεωφόρο Γκαριμπάλντι* λίγες ώρες αργότερα, μια άλλη εξερράγη δίπλα σ’ ένα γερμανικό αυτοκίνητο έξω από το Οτέλ ντε Ρομ ε Σαιν Πιερ. Και τα δύο τα χρησιμοποιούσαν Γερμανοί, αλλά θύματα δεν υπήρξαν εκτός από καναδυό περαστικούς, που τραυματίστηκαν. Παρ’ όλα αυτά, οι Γερμανοί επέβαλαν απαγόρευση της κυκλοφορίας και ξεκίνησαν έρευνες για να βρουν αντιστασιακούς πυρήνες. Στις 3 Ιανουαρίου, σημειώθηκε τρίτη έκρηξη έξω από ένα γερμανικό στρατιωτικό πορνείο, που τραυμάτισε κάμποσους απ’ όσους ήταν μέ σα, και άλλη μία έξω από το Οτέλ Σπλεντίντ, που τραυμάτισε δύο, τον έναν θανάσιμα, και έκανε τον Γερμανό στρατιωτικό διοικητή να κηρύξει στρατιωτικό νόμο. Όταν ο Χίμλερ έμαθε τα νέα, έψεξε τον Όμπεργκ γιατί δεν πήρε δραστικά μέτρα. Ειπώθηκε ότι ο ίδιος ο Χίτλερ ήταν «εξαιρετικά αναστατωμένος και δυσάρεστη μένος» και ότι ήθελε να εκκενωθεί αμέσως όλο το νίουχ-Ροι! και να ισοπεδωθεί. Ο Κουρτ Νταλύγκε, ο αρχηγός της αστυνομίας της Γερμανίας, έφτασε αεροπορικώς στην πόλη· στάλ θηκε δε και ένα αστυνομικό σύνταγμα των δδ να αναλάβει δράση* στο μεταξύ, ο στρα τός ενημέρωσε το Βισύ ότι η γαλλική αστυνομία και χωροφυλακή θα περνούσε στις διαταγές των Γερμανών. Λίγες μέρες αργότερα, παρά τις διαμαρτυρίες του Λαβάλ, ο ρτέ&ί του διαμερίσματος, κ. Ριβαλλάν, αντικαταστάθηκε και το σύνταγμα των δδ, που αριθμούσε αρκετές χιλιάδες άντρες, έφτασε στη Μασσαλία.27 Ο Λαβάλ και ο Μπουσκέ ήθελαν πάση θυσία να ξαναπάρουν τον έλεγχο της κα τάστασης, γιατί οι νέες αυτές εξελίξεις εξευτέλιζαν τους ισχυρισμούς του Βισύ ότι ασκούσε κυριαρχία. Έτσι, έγιναν δραματικές και τεταμένες διαπραγματεύσεις στο Παρίσι σε πολύ βλοσυρή ατμόσφαιρα - οι Γάλλοι κρατικοί λειτουργοί με τον Μπου σκέ επικεφαλής από τη μια μεριά, ο Όμπεργκ και οι άλλοι Γερμανοί αξιωματικοί των δδ και της αστυνομίας, από την άλλη. Ο Όμπεργκ διάβασε μεγαλόφωνα μια επι στολή του Χίμλερ που έλεγε πως ο Χίτλερ ήθελε να «καθαριστεί» η Μασσαλία για χάρη της «υγείας της Ευρώπης του μέλλοντος»: ήταν ο «καρκίνος της Ευρώπης, ένα καταφύγιο για τον διεθνή υπόκοσμο [Ια ρ©£Γ©ίηΐ6ΓηαΙίοηα1©]»· έλεγε επίσης το γράμ μα πως τα φΐατΙιοΓδ^ γύρω από το νίουχ-Ροτί έπρεπε να καταστραφούν. Οι Γάλλοι δεν μπορούσαν να πιστέψουν σχ’ αφτιά τους, ούτε ότι περίπου 40.000 άνθρωποι θα στέλνονταν βόρεια για να εξεταστούν σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Δεν υπήρχε προηγούμενο συλλογικής τιμωρίας τέτοιας κλίμακας σε όλη τη δυτική Ευρώπη, ιδίως με δεδομένο το πόσο ασήμαντες σχετικά ήταν οι εκρήξεις εκείνες. Παρά όμως το ότι η διαταγή έμοιαζε απολύτως σαφής, ο Μπουσκέ διαπραγματεύτηκε. Επισημανε τις απρόβλεπτες συνέπειες μιας τέτοιας πράξης, τη δυσκολία να εγγυηθεί την ασφάλεια των Γερμανών στρατιωτών, τις δυσχέρειες, επίσης, που θα συναντούσαν ενδεχομέ νως οι Γερμανοί στο να οργανώσουν τη μεταφορά τόσο μεγάλης ομάδας ανθρώπων από τη μιαν άκρη της χώρας στην άλλη. Το αίτημά του να δοθεί αναβολή ενός μηνός
440
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
δεν έγινε δεκτό. Στο τέλος, αυτός και ο Λαβάλ αποφάσισαν να επιμείνουν ότι, αν η επιχείρηση γινόταν τελικά, θα έπρεπε να εκτελεστεί από την ίδια τη γαλλική αστυνο μία, και το ζήτημα του ποιοι θα εκτοπίζονταν ή θα συλλαμβάνονταν θα έπρεπε να αφεθεί σ’ εκείνην. Τρεις μέρες αργότερα, στις 16 Ιανουαρίου, το Βερολίνο έδωσε τη συγκατάθεσή του, και σε λιγότερο από μία εβδομάδα 12.000 Γάλλοι αστυνομικοί έφτασαν στη Μασσαλία για να εκτελέσουν τη μεγαλύτερη τέτοιου είδους επιχείρηση που είχε δει ποτέ η Γαλλία. Επί μιάμιση ημέρα «χτένιζαν» τους δρόμους σπίτι προς σπίτι, έλεγχαν τα δελτία ταυτότητας 40.000 κατοίκων και έκαναν συλλήψεις σχεδόν 6.000 ατόμων. Στα μισά της επιχείρησης, ο Όμπεργκ είπε στον Μπουσκέ ότι, εξαιτίας μιας άλλης έκρηξης βόμβας, θα έπρεπε να εκτοπιστούν και οι 40.000 βόρεια, στο στρατόπεδο της Κομπιέν, όπως ήταν το αρχικό σχέδιο. Όταν ο Μπουσκέ διαμαρτυρήθηκε, άλλος ένας γύρος συζητήσεων κατέληξε σε μια συμφωνία ότι όλοι οι αλλο δαποί που δεν είχαν τα προβλεπόμενα έγγραφα, καθώς και οι Γερμανοί και οι Ιταλοί που θα ανακαλύπτονταν στα μπλόκα, θα παραδίνονταν στους Γερμανούς. Οι περισ σότεροι από αυτούς που εκτοπίστηκαν -σχεδόν 1.600 συνολικά- ήταν Εβραίοι πρό σφυγες από την κεντρική Ευρώπη* οι άντρες των δδ του Όμπεργκ τούς τσουβάλιασαν μέσα στα βαγόνια. Αυτός και ο Μπουσκέ επιθεώρησαν αυτοπροσώπως το τρένο προτού φύγει, και ο Μπουσκέ επέτρεψε σε πολύ λίγους να βγουν. Για όσους δεν εί χαν αυτή την τύχη, το ταξίδι προς το βορρά κράτησε σχεδόν μιάμιση μέρα* όταν έφτασε το τρένο, κάποιοι είχαν ήδη πεθάνει. Τον υπόλοιπο πληθυσμό του νίευχ-ΡοΓί τον άδειασαν σ’ ένα παλιό γαλλικό στρατόπεδο* την ίδια στιγμή, ένας ιδιώτης εργο λάβος ξήλωνε και κατεδάφιζε συστηματικά τα διαμερίσματα τους. "Υστερα άρχισε η καταστροφή όλης της συνοικίας. Διήρκεσε περισσότερο από δύο εβδομάδες και τέλειωσε μόλις στις 17 Φεβρουάριου, οπότε περισσότερα από 1.400 κτίρια είχαν ανατιναχθεί σε μια έκταση 140 στρεμμάτων.28 Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς μεγαλύτερη δοκιμασία της βούλησης του Βισύ να εκτελέσει τις διαταγές των Γερμανών, από αυτή την απολύτως αναίτια και κολοσσιαία πράξη βανδαλισμού και δολοφονίας. Δεν προξενεί κατάπληξη που ο Χίμλερ, όταν συναντήθηκε με τον Μπουσκέ τον Απρίλιο, τον περιέγραψε ως «πολύ τιμο συνεργάτη στο πλαίσιο της αστυνομικής συνεργασίας». Από εκείνο το σημείο και μετά, όμως, το ηθικό της γαλλικής αστυνομίας άρχισε να καταρρέει και τα δδ έχασαν στα σοβαρά την εμπιστοσύνη τους στον ίδιο τον Μπουσκέ. Τον κρατούσαν στη θέση του μόνο και μόνο, έλεγαν μερικοί, ελλείψει εναλλακτικής λύσης. Έ να βα σικό πρόβλημα ήταν οι συνθήκες εργασίας. Γιατί, ενώ το Βισύ βασιζόταν πάρα πολύ στην αστυνομία -για να κυνηγά τους εχθρούς του (πραγματικούς και φανταστι κούς), για να παρακολουθεί την κοινή γνώμη, ακόμα και για να μαθαίνει πράγματα για τους ίδιους τους Γερμανούς-, δεν είχε κάνει απολύτως τίποτε για να την αντα μείψει για τον πολλαπλάσιο φόρτο εργασίας που είχε να αντιμετωπίσει. Πολλά αστυνομικά τμήματα ήταν υποεξοπλισμένα και υποχρηματοδοτούμενα αχούρια, τε
Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΤΑΚΤΗΤΗ
441
λείως ευάλωτα οτις επιθέσεις της αναδυόμενης αντίστασης. Και σαν να μην έφτα ναν αυτά, η ανάληψη του ελέγχου της μη κατεχόμενης ζώνης από τους Γερμανούς αποσάθρωσε τον ισχυρισμό των αστυνομικών ότι δεν δρούσαν για λογαριασμό εκείνων. Τώρα ο ίδιος ο Όμπεργκ έβγαζε συχνά διαταγές απευθείας προς τους Γάλλους αξιωματικούς της χωροφυλακής και γίνονταν εβδομαδιαίες συναντήσεις ανάμεσα σε αυτούς και στα δδ. Το πιο ακραίο τεστ της νομιμοφροσύνης των δημόσιων υπαλλήλων ήταν, πάντως, οι νέες εκστρατείες εξεύρεσης εργατών του Ζάουκελ. Η αστυνομία ήταν αξιόπιστη όταν τη διέταζαν να συλλάβει αλλοδαπούς Εβραίους και κομμουνιστές· αντιδρούσε όμως με διστακτικότητα όταν έπρεπε να κυνηγήσει Γέίϊ&οΐαίΓεδ™, μετά την επιβολή της αναγκαστικής εργατικής θητείας, τον Φεβρουάριο του 1943. Εκείνο περίπου τον καιρό έφτασε η είδηση των Συμμαχικών αποβάσεων στη βόρεια Αφρική και της σο βιετικής νίκης στο Στάλινγκραντ, οπότε πολλοί «πεταινικοί της πρώτης ώρας» άρχι σαν να κάνουν ύστερες σκέψεις. Το πρώην αστέρι του τένις και πρωταθλητής του Ουίμπλεντον, ο Ζαν Μποροτρά, που είχε διατελέσει αρχηγός αθλητισμού του Βισύ και είχε αφοσιωθεί στο να ξανακάνει τη Γαλλία έθνος αθλητών, συνελήφθη από την Γκεστάπο καθώς προσπαθούσε να το σκάσει στο εξωτερικό και στάλθηκε σ’ ένα στρατόπεδο στη Γερμανία (απ’ όπου βγήκε ζωντανός στο τέλος του πολέμου). Ο νε αρός Φρανσουά Μιττεράν, παρά το ότι είχε παρασημοφορηθεί από το Βισύ, είχε αρχίσει ήδη να στρέφεται προς την αντίσταση. Στην πραγματικότητα, πολλοί Γάλλοι κρατικοί υπάλληλοι γνώριζαν καλά ότι σιγά-σιγά αναδυόταν μια εναλλακτική πηγή νομιμότητας στο Αλγέρι, όπου η Επιτρο πή Εθνικής Απελευθέρωσης είχε αναγνωριστεί από τους Συμμάχους και άρχιζε να οργανώνει εκκαθαρίσεις «ανάξιων» γραφειοκρατών στη βόρεια Αφρική και στην Κορσική. Ο Ντε Γκωλ είχε τώρα τη βάση του στην απέναντι ακτή της Μεσογείου. Εκείνο τον Ιούνιο, ο Λαβάλ σε ραδιοφωνική εκπομπή αναφέρθηκε ειρωνικά στους δημόσιους υπαλλήλους που «έκαναν έλεγχο συνειδήσεως». Ό λο και περισσότεροι όμως ήταν αυτοί. Τον Οκτώβριο, ο συγγραφέας Ζορζ Μπερνανός περιέγραφε κο ροϊδευτικά πώς πριν από έξι μήνες παρακολουθήσαμε αληθινή επιδημία αλλαξοπιστιών στις τάξεις των βισυϊκών δημόσιων υπαλλήλων... Αν οι δημόσιοι υπάλληλοι της Ρωμαϊκής Αυ τοκρατορίας είχαν προσηλυτιστεί έτσι μαζικά οτο χριστιανισμό, το λάβαρο του Σταυρού θα είχε κυματίσει στο Καπιτώλιο πολύ πριν από τον Κωνσταντίνο, και ο Νέρωνας, δασκαλεμένος στα της αγίας μας θρησκείας από την ευσεβή Αγριππίνα, ίσως να είχε τελειώσει τη ζωή του σε μοναστήρι. Για τους δημόσιους υπαλλήλους όμως στους οποίους αναφέρομαι εγώ, το μαρτύριο δεν είναι κλήση* είναι η τελευ ταία δυνατή λύση ... Οι δημοσιοϋπαλληλικές συνειδήσεις τους διέσχιζαν τους ωκεα νούς για να βοηθήσουν την απειλούμενη ελευθερία, αλλά τα δημοσιοϋπαλληλικά σώματά τους έμεναν εκεί που ήταν...29
442
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΩΝ Μ ΙΟΟΙΕΝδ
Όταν οι Γερμανοί έχασαν την εμπιστοσύνη τους στη γαλλική αστυνομία, γύρεψαν υποστήριξη αλλού. Τους ανησυχούσε η ανάπτυξη του ΜακΡ™ και η αναιμική απάντη ση της χωροφυλακής σε αυτούς τους «τρομοκράτες», και υπαναχώρησαν από παλιότερες συμφωνίες τους με τον Μπουσκέ, οι οποίες περιόριζαν την ανάμειξή τους στις υποθέσεις της γαλλικής αστυνομίας. Το 1943, για παράδειγμα, συνέλαβαν σχεδόν 35.000 άτομα για πολιτικούς λόγους, ενώ η γαλλική αστυνομία λιγότερα από 10.000. Ζήτησαν από το Βισύ να είναι πιο δραστήριο στο ξεδιάλεγμα όσων ήταν «ανεπαρκώς συνεργατιστές» και απαίτησαν να διοριστούν στις ίδιες θέσεις οι δικοί τους ευ νοούμενοι. Από το Παρίσι έφτασε ως υπουργός πληροφοριών και προπαγάνδας ο Φιλίπ Ανριό. Όσο για την αστυνομία του Μπουσκέ, αυτή άρχισε να έχει αντίπαλο στο πρόσωπο των παραστρατιωτικών ιηίΐίαοηδ^του Ζοζέφ Νταρνάν, πρώην μέλους της Καγκούλ του Ντελόνκλ, στενού συνεργάτη του Πεταίν και ένθερμου φιλογερμανού, ο οποίος είχε γίνει αξιωματικός των λΥαίίοη-δδ το καλοκαίρι του 1943.30 Ο Νταρνάν είχε κερδίσει με το σπαθί του τη φήμη ανθρώπου της δράσης, και το σλόγκαν της οργάνωσής του, της δοπάοε <ΓΟγ(1γ© Ιχ^ίοηη&ΐΓ©^ (δΟΕ), που την είχε ιδρύσει το 1941, ήταν: «Ενάντια στην Απάθεια, υπέρ του Ενθουσιασμού». Όπως τα δδ, ήταν υπέρ ενός ελιτισμού εθνικιστών - ενάντια και στο έθνος, αν χρειαζόταν. «Είμαστε αποφασισμένοι να σώσουμε τη Γαλλία σε πείσμα της κοινής γνώμης», διακήρυσσε, «και ενάντιά της, αν χρειαστεί». Θα είχε φύγει να πολεμήσει στο Ανατολικό Μέτωπο, αν δεν του είχε πει ο Όμπεργκ ότι ήταν πιο χρήσιμος στη Γαλ λία. Μαζί με τον Λαβάλ, είχε ιδρύσει τη ΜΠίο©** -οργάνωση στα χνάρια του Ναζιστικού Κόμματος- για να κάνει μια ένεση δυναμισμού στο Βισύ, όταν ο Πεταίν απέκλεισε την ιδέα του μαζικού κόμματος* η Μιλίς ξεπήδησε από τα σπλάχνα της παλιάς δΟΕ, αλλά γρήγορα τη χρησιμοποίησαν οι Γερμανοί στις επιχειρήσεις ενα ντίον της αντίστασης. Η Μιλίς, με τα ατελείωτα καλέσματά της σε δράση, τη δυσπιστία της προς τις αρ χές, τη βιασύνη, τη βαναυσότητα και την καθαρή ηλιθιότητά της, ήταν η ίδια μια κλασική απόκριση σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Τον Ιούνιο του 1943 είχε γύρω στα 30.000 μέλη, από τα οποία μόνο τα μισά περίπου ήταν σε ενεργό υπηρεσία με πλήρη απασχόληση. Φορούσαν καφετιά πουκάμισα, μπλε παλτό και φαρδύ μπε ρέ και ήταν οι περισσότεροι πολύ νέοι και σε γενικές γραμμές όχι εύποροι. Κάποιοι βρίσκονταν εκεί εκ πεποιθήσεως, άλλοι ήταν κατάδικοι των φυλακών που έψαχναν έναν τρόπο να ξελασπώσουν και άλλοι είχαν καταταγεί απλώς για να μην τους στεί λουν για δουλειά στη Γερμανία. Η αστυνομία τούς έβλεπε σαν εγκληματίες και τίπο τα παραπάνω* έχει γραφτεί ότι περίμενε «την πρώτη ευκαιρία για να στραγγαλίσει τη Μιλίς». Οι μιλισιέν, από τη μεριά τους, θεωρούσαν ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι καριέρας δεν ήταν πια ιδεολογικά άξιοι εμπιστοσύνης και έπρεπε να απαλλαγούν από
Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΤΑΚΤΗΤΗ
443
τα καθήκοντα τους. Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1943, μια ομάδα τους σκότωσε τον πρώην πολιτικό πάτρωνα του Μπουσκέ, τον Μωρίς Σαρρώ, πράγμα που οδήγησε στην τελική ρήξη ανάμεσα στον Μπουσκέ και στο καθεστώς. Ο Μπουσκέ παραιτήθηκε και ο Νταρνάν διορίστηκε γενικός γραμματέας διατήρησης της τάξης στο τέ λος του μήνα. Στην πρώτη του συνάντηση με τον αρχηγό της χωροφυλακής παραπονέθηκε για την παθητικότητα του σώματός του και τους προέτρεψε να γίνουν «έν θερμοι, καυτοί, επαναστάτες όπως η Μιλίς».31 Το μονοπώλιο του κράτους στην άσκηση βίας -πάντα υπό αμφισβήτηση λόγω κατοχής- διαλύθηκε τώρα, και η Γαλλία βρέθηκε μπροστά στην αναρχία και στον εμφύλιο πόλεμο. Η ίδια ιστορία παιζόταν και αλλού στην Ευρώπη -στην Ιταλία, λό γου χάρη, ή στην Ελλάδα-, όπου τα γερμανικά όπλα βρίσκονταν στα χέρια αποσπασμάτων θανάτου και αντικομμουνιστικών σωμάτων. Οι ληστείες πολλαπλασιάστηκαν, γιατί επινοητικοί εγκληματίες ντύνονταν σαν αστυνομικοί, και ήταν αδύνατον να ξέρεις ποιος ήταν αληθινός και ποιος ψεύτικος. Η ξαφνική ανάπτυξη της αντί στασης φόβισε επίσης πολλούς συντηρητικούς. Ο ίδιος ο Σαρλ Μωρράς -ο απόστο λος της τάξης και της πειθαρχίας- έγραφε τον Φεβρουάριο του 1944 πως «η καλύτε ρη απόκριση στις απειλές των τρομοκρατών είναι να τους υποβάλουμε σε δικαιολο γημένη αντιτρομοκρατία». Όταν μια αντιστασιακή μονάδα μεταμφιεσμένη σε μιλισιέν σκότωσε τον υπουργό Πληροφοριών Ανριό και τη γυναίκα του στο διαμέρισμά τους στο Παρίσι, η Μιλίς απάντησε δολοφονώντας αρκετούς γνωστούς Γαλλοεβραίους πολιτικούς και διανοουμένους, όπως ο Βικτόρ Μπας, πρόεδρος της Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, και ο πρώην υπουργός Ζορζ Μαντέλ. Μετακόμισε στην πρώην κατεχόμενη ζώνη, έστησε το αρχηγείο της στο Παρίσι και δούλεψε στο πλευρό των Γερμανών για δική της προστασία - στην Ντιζόν, η μονάδα της πόλης ήταν γνωστή ως «Μίΐίοβ 5Ό». Όλο το πρώτο μισό του 1944 κυνηγούσαν λιποτάκτες και τέίτ&οίαίΓΟδ και διέταζαν τους Γάλλους νομάρχες να σταματήσουν να παραπονιού νται για τα εγκλήματά τους. Η άνοδος λοιπόν του Νταρνάν προκάλεσε πραγματική κρίση στο κράτος, ιδίως από τη στιγμή που ένας νέος νόμος τον Απρίλιο του 1944 απόθεσε στα χέρια του την αστυνομική εξουσία και του επέτρεψε να παρακάμπτει την κανονική δικαστική οδό. Έκανε έκκληση στην αστυνομία να υπηρετεί «χωρίς δεύτερες σκέψεις ή νοητικούς περιορισμούς». Παρά την επιτυχία του όμως να διορίσει αξιόπιστους μιλιοιέν σε υψηλές θέσεις, οι εκκλήσεις αυτές δεν είχαν απήχηση. Την εβδομάδα μετά την ΏΌ&γ™, σχεδόν το ένα τρίτο των χωροφυλάκων της Ωβέρνης εγκατέλειψε τις θέσεις του και οι περισσότεροι προσχώρησαν στο Μακί. Η Μιλίς ήταν όλο και πιο απομο νωμένη και μισητή και φοβόταν την εκδίκηση που θα έφερνε η Απελευθέρωση. Γι’ αυτό, όταν οι Γερμανοί εγκατέλειψαν τελικά τη Γαλλία το φθινόπωρο του 1944, έφυγαν μαζί τους αρκετές χιλιάδες μιλιοιέν με τις οικογένειές τους, που έκαναν τη μακριά πορεία ως το Ζιγκμαρίνγκεν, την κωμόπολη του άνω Δούναβη η οποία έγινε
444
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
η τελευταία έδρα της κυβέρνησης Πεταίν. Πολλοί κατατάχθηκαν στη Μεραρχία Καρλομάγνου των λν&ί£©η-55 και κατέληξαν να πολεμούν εναντίον του Κόκκινου Στρατού στην Πολωνία. Κάποιοι λίγοι συγκαταλέγονταν στις τελευταίες δυνάμεις του Βερολίνου, που παραδόθηκαν στα τέλη Απριλίου 1945.32 Εκείνο που χαρακτήριζε τους μιλισιέν ήταν η ασυγκράτητη αδιαλλαξία τους, η σκληρότητα και η απουσία πολιτικού ρεαλισμού. Οι αστυνομικοί και οι δημόσιοι υπάλληλοι της Γαλλίας, πιο επιφυλακτικοί και λιγότερο μύωπες, είχαν πια σε αυτό το χρονικό σημείο μετακινηθεί προς μια στάση αί&ηΐίδΐηβ, η οποία τους επέτρεπε να συμμερίζονται τη χαρά των συμπατριωτών τους για το τέλος μιας κατοχής, που την είχαν υπηρετήσει λίγο-πολύ πιστά. Παρόλο που πλήθος άτυχες γυναίκες εξευτε λίστηκαν δημοσίως και τους ξύρισαν το κεφάλι επειδή είχαν διαπράξει το έγκλημα να συγχρωτιστούν με Γερμανούς στρατιώτες, και παρόλο που ορισμένοι γνωστοί πολιτικοί και αστέρες των γραμμάτων και των τεχνών έγιναν στόχος έρευνας και δι κάστηκαν μετά την Απελευθέρωση, οι εκκαθαρίσεις στις δημόσιες υπηρεσίες άφη σαν αλώβητες πολλές μορφές του Βισύ. Στον Ρενέ Μπουσκέ επιβλήθηκε μια ελάχι στη ποινή* τον συγχάρηκαν για το ρόλο του στην αντίσταση και έκανε επικερδή καριέρα στις τράπεζες και στις εφημερίδες. Ο Μωρίς Παπόν, γενικός γραμματέας της νομαρχίας Γιρόνδης, έγινε ένας εξαιρετικά αμφιλεγόμενος αρχηγός της αστυνομίας στο Παρίσι, στα χρόνια του πολέμου της Αλγερίας, και αργότερα πολιτικός και υπουργός: μόλις το 1997-98 καταδικάστηκε για το ρόλο του στην εκτόπιση των Εβραίων του Μπορντώ. Η μακροβιότητά τους παρέχει ένα κλειδί για την κατανόηση της δυναμικής που κρυβόταν πίσω από τη συνεργασία της πολεμικής περιόδου στη Γαλλία. Οι Γάλλοι δεν ήταν έθνος συνεργατών του κατακτητή, αν και στην αρχή είχαν νιώσει μαζική έλξη προς αυτή την ιδέα. Η κυβέρνηση του Πεταίν ήταν αρχικά δημοφιλής γιατί υποσχέθηκε να αποκαταστήσει την τάξη μετά το χάος της ήττας. Οι πιο ανυπόμονοι μαζί της ήταν οι της Ακροδεξιάς, που υποπτεύονταν πως η Εθνική Επανάστασή του ήταν στην πραγματικότητα μια μασκαρεμένη συντηρητική παλινόρθωση, και όχι η φασιστική ρήξη με το παρελθόν την οποία ονειρεύονταν αυτοί. Στα τέλη όμως του 1941 το αργότερο -η κρίση των ομήρων υπήρξε σημείο καμπής, αλλά η διάσταση με γάλωσε λόγω της έλλειψης τροφίμων- η γαλλική κοινή γνώμη είχε πάψει πια να αποβλέπει στο Βισύ. «Η κοινή γνώμη εμφανίζεται πολύ δυσμενής απέναντι στην κυβέρνηση», ανέφερε ο νομάρχης του Πουύ ντε Ντομ εκείνο τον Οκτώβριο. Η διοί κηση, ολοένα πιο αποκομμένη από τη γαλλική κοινή γνώμη, παρέμεινε πιστή στα ιδεώδη της συνεργασίας με τον κατακτητή και ανταποκρινόταν ακόμα και αφού οι Γερμανοί αναβάθμισαν σημαντικά τις απαιτήσεις τους. Στο μεταξύ, μεγάλος αριθ μός υποστηρικτών του Πεταίν προσχώρησε στην αντίσταση με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο και διασφάλισε έτσι την ομαλή μετάβαση στη μεταπολεμική Τέταρτη Δημοκρατία.33
Η ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΤΑΚΤΗΤΗ
445
Η υπεράσπιση της εναπομένουσας γαλλικής κρατικής κυριαρχίας από το Βισύ εξαρτιόταν όλο και περισσότερο από τον έλεγχο που ασκούσε στην αστυνομία. Όπως όμως καταλάβαιναν πολΰ καλά οι ίδιοι οι Γερμανοί, η αστυνομία -όπως κάθε υπάλληλος του κράτους γενικότερα- για να είναι αποτελεσματική έπρεπε να έχει λαϊκή υποστήριξη, η οποία υποχωρούσε σαν την παλίρροια, λόγω της αύξησης της βίας. Την άνοιξη του 1944 το καθεστώς χρειαζόταν πια τη βοήθεια της Μιλίς για να γαντζωθεί στην εξουσία* η δε χωροφυλακή αντιμετώπιζε «πραγματική συνωμοσία σιωπής» κάθε φορά που προσπαθούσε να ξετρυπώσει «τρομοκράτες». Οι περισσό τεροι δημόσιοι υπάλληλοι πρόσμεναν πολύ απλά το μοιραίο, και ο Πεταίν -που με γάλο μέρος της χώρας εξακολουθούσε να τον βλέπει με συμπάθεια- είχε χάσει κά θε κύρος ως εθνικός ηγέτης. Αντί γι’ αυτόν, η θεμιτότητα είχε αρχίσει από καιρό να αποκρυσταλλώνεται γύρω από εκείνους τους άντρες στη βόρεια Αφρική, οι οποίοι επέστρεψαν θριαμβευτές στη μητρόπολη μαζί με τα αγγλοαμερικανικά στρατεύμα τα το καλοκαίρι του 1944.34
Ανατολικοί παραστάτες
Ήταν η συνεργασία μια αυταπάτη που τη γέννησε η γερμανική αδιαφορία; Ήταν ποτέ δυνατή στις περιοχές που οι ναζί ήταν αποφασισμένοι να τις διαγράψουν από το χάρτη και να τις μετατρέψουν σε ζώνες γερμανικού εποικισμού; Κάποιοι Πολω νοί έχουν ισχυριστεί ότι η χώρα τους ήταν η μόνη ευρωπαϊκή χώρα χωρίς συνεργά τες των Γερμανών. Επισημαίνουν ότι, σε αντίθεση με τους Τσέχους, αυτοί είχαν πο λεμήσει εναντίον των Γερμανών, και ναι μεν υπέφεραν αλλά τουλάχιστον έμειναν στην οδό της αρετής. Τον Ιανουάριο του 1945, ο αντιστασιακός Εγχώριος Στρατός περηφανεύτηκε ότι «η Πολωνία είναι μια οργανικά αντιφασιστική χώρα. Στη χώρα μας δεν υπάρχουν Χάτσα, Κουίσλινγκ [ή] Βλασόφ, ούτε φιλοφασιστικό κόμμα». Την ίδια χρονιά, ένας Πολωνός δημοσιογράφος περιέγραφε τη χώρα του ως το «πιο καθαρά ηθικό έθνος απ’ όσα αναγκάστηκαν να ζήσουν υπό [ναζιστική] κατοχή».1 Δεν ήταν όμως η ηθική το πραγματικό ζήτημα, και είναι δύσκολο να πει κανείς αν οι Πολωνοί φέρθηκαν καλύτερα ή χειρότερα απ’ οποιονδήποτε άλλον ο οποίος θα είχε βρεθεί σε συγκρίσιμα φοβερές συνθήκες. Οι πρόσφατες αποκαλύψεις για τη συμμετοχή Πολωνών στις αντιεβραϊκές σφαγές του 1941, πάντως, έχουν περιπλέ ξει τη συζήτηση για την ηθική στα χρόνια του πολέμου εκεί. Το θέμα είναι ότι, όπως και στην περίπτωση της Γαλλίας, η γερμανική πολιτική ήταν εκείνη που όριζε τις επιλογές - και στην περίπτωση της Πολωνίας δεν υπήρχε πραγματικά καμιά ευκαι ρία συνεργασίας, με δεδομένη την απόφαση του Χίτλερ να καταστρέψει την ίδια την ταυτότητά της. Επιπλέον, η εξόριστη κυβέρνηση του στρατηγού Σικόρσκι αναγνωρί στηκε στο εξωτερικό ήδη από τα τέλη του 1939. Η κυβέρνηση του Σικόρσκι διοικού σε περισσότερους από 80.000 στρατιώτες μονάχα στη Γαλλία, καθώς και μια μεγάλη αεροπορική δύναμη, τρία αντιτορπιλικά και μια υπηρεσία πληροφοριών που ενέ πνεε μεγάλο σεβασμό. Εξασφάλισε επίσης την παράνομη παρουσία της στην ίδια την κατεχόμενη Πολωνία -την Κυβερνητική Αντιπροσωπεία- και πολλοί αξιωματούχοι, όπως ο αντιδήμαρχος της Βαρσοβίας, που δούλευαν μαζί με τους Γερμα νούς, εξασφάλιζαν την άδεια της Αντιπροσωπείας προτού το κάνουν αυτό, ακριβώς για να αποφύγουν το στίγμα του συνεργάτη.2
ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΙ ΠΑΡΑΣΤΑΤΕΣ
447
Υπήρξε, για την ακρίβεια, μια πολΰ σύντομη ένδειξη -πόσο σοβαρή ήταν, είναι δύσκολο να πει κανείς- ότι οι Γερμανοί σκέφτονταν να εγκαταστήσουν πολωνική κυβέρνηση ανδρεικέλων. Στα μέσα Σεπτεμβρίου, προτού ο Χίτλερ πάρει την τελική του απόφαση για τη μοίρα της Πολωνίας, η Γκεστάπο συνέλαβε τον βετεράνο αρχη γό του Αγροτικού Κόμματος και τρεις φορές πρωθυπουργό Βιτσέντυ Βίτος και του υποσχέθηκε ότι θα τον άφηνε ελεύθερο αν συνεργαζόταν. Ο Βίτος αρνήθηκε, όπως έκανε πολλές άλλες φορές. Παρότι όμως η γερμανική πολιτική άλλαξε απότομα με τά από αυτό, άλλοι Πολωνοί σίγουρα ένιωθαν να έλκονται από το Βερολίνο, όπως και τη δεκαετία του 1930 και ακόμη παλιότερα - η φιλογερμανική τάση στον πολιτι κό βίο της Πολωνίας χρονολογούνταν από πολύ παλιά, και δεν μπορούσε να εξαφα νιστεί από τη μια μέρα στην άλλη. Πολλοί θυμούνταν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλε μο, όταν οι Κεντρικές Δυνάμεις είχαν ανακηρύξει την ανεξάρτητη Πολωνία. Ο Βουαντύσουαβ Στουντνίτσκι, οπαδός του Γιούζεφ Πιουσούντσκι, μεγάλου θιασώτη της πολωνογερμανικής συνεργασίας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε αναμειχθεί στη γερμανοαυστριακή διακήρυξη του 1916 και τώρα πίεζε τους Γερμανούς να συ στήσουν πάλι μια πολωνική κυβέρνηση που να μπορέσει να χρησιμοποιήσει τον πο λωνικό στρατό εναντίον των Σοβιετικών.3 Πιο διφορούμενη ήταν η περίπτωση ενός άλλου πρώην πιουσουντσκικού, του Λέον Κοζουόφσκι. Αφού φυλακίστηκε και βα σανίστηκε στις φυλακές Λουμπιάνκα της Μόσχας, διέφυγε στη Δύση και, σε μια συ νέντευξη Τύπου που οργάνωσαν οι Γερμανοί τον Ιανουάριο του 1942, προέβλεψε ότι οι Σοβιετικοί θα έχαναν τον πόλεμο. Απέφυγε επίτηδες να κάνει φιλογερμανικά σχόλια, αλλά και έτσι ακόμα διατυπώθηκαν εικασίες ότι οι Γερμανοί τον προετοί μαζαν για να ηγηθεί μιας δωσίλογης κυβέρνησης.4 Στην πραγματικότητα, το 1942 σχεδόν κανείς στο Βερολίνο δεν σκεφτόταν μια τέτοια κυβέρνηση: οι προθέσεις του Ράιχ για την Πολωνία είχαν τελείως διαφορετι κή χροιά. Η ιδέα να διαφημιστεί μια κοινή πολωνογερμανική σταυροφορία ενα ντίον του μπολσεβικισμού άρχισε, χαρακτηριστικά, να έλκει τους Γερμανούς μονά χα μετά το Στάλινγκραντ - αλλά και τότε ακόμα, με τρόπο ασυνεχή και χωρίς την παραμικρή πραγματική πεποίθηση. Ο Γκαίμπελς και ο Χανς Φρανκ, κυρίως, θέλη σαν να εκμεταλλευτούν το σύγκρυο που διαπέρασε την Πολωνία όταν ανακαλύφθη καν οι τάφοι των Πολωνών αξιωματικών τους οποίους είχε δολοφονήσει η ΝΚνΕ) στο δάσος του Κατύν, κι έτσι περιέλαβαν στους ξένους ιατροδικαστές, δημοσιογρά φους και άλλους, που οδήγησαν στον τόπο, και μέλη του Πολωνικού Ερυθρού Σταυ ρού. Ενόσω οι Γερμανοί κυνηγούσαν τους εναπομείναντες Εβραίους από το γκέτο της Βαρσοβίας για να τους σκοτώσουν, ο Χανς Φρανκ προσπαθούσε να προσανατο λίσει τις εξελίξεις προς τα εκεί. Το πολωνικό Κεντρικό Συμβούλιο Πρόνοιας ανα γνωρίστηκε επίσημα στη Γενική Κυβέρνηση και ο Φρανκ ήθελε ο πρόεδρός του, ο Άνταμ Ρονίκιερ, να μεσολαβήσει στους Πολωνούς πολιτικούς. Ο Ρονίκιερ αρνήθη κε, μα ο Φρανκ δεν πτοήθηκε. Τον Ιούνιο του 1943 είπε στον Χίτλερ πως η Γερμανία
448
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
έπρεπε ν’ αφήσει κατά μέρος την «άχρηστη ιδεολογία και τις κατά παρανόηση φυ λετικές υπεροχές» και να αυξήσει τις μερίδες, να βελτιώσει τις συνθήκες των Πολω νών εργατών του Ράιχ, να βάλει τέρμα στις δημόσιες εκτελέσεις γυναικόπαιδων και να χαλιναγωγήσει την τρομοκρατία.5 Στη Γενική Κυβέρνηση, ο Φρανκ έκανε πολλές δημόσιες χειρονομίες προς την κατεύθυνση μιας πιο φιλοπολωνικής πολιτικής. Ερασιτέχνης πιανίστας, εγκαινίασε ένα νέο Μουσείο Σοπέν στην Κρακοβία. (Μόνο κατόπιν εορτής έμαθε πως το παιδίθαύμα που είχε τη μεγίστη τιμή να παίξει γι’ αυτόν στο αυθεντικό πιάνο του Σοπέν ήταν μισή Εβραιοπούλα.) Ευχαρίστησε δημοσίως τους Πολωνούς αγρότες για τη σκληρή δουλειά τους, εγκαινίασε ένα θέατρο και δημοσίευσε φυλλάδια που προέτρεπαν τους Πολωνούς να υποστηρίξουν τους Γερμανούς εναντίον των Ρώσων. Ο κυβερνήτης της Κρακοβίας, μάλιστα, παρευρέθηκε σε μια τελετή προς τιμήν των Πολωνών στρατιωτών που είχαν πεθάνει στις επιχειρήσεις του 1939.0 Χίτλερ όμως δεν είχε πειστεί, και, το κυριότερο, δεν είχαν πειστεί οι Πολωνοί. Το μίσος τους για τον Φρανκ ήταν τότε πια τόσο μεγάλο, που δεν τον πίστευαν ό,τι και αν έλεγε, και στα μέσα Ιανουαρίου του 1944 μετά βίας γλίτωσε όταν το τρένο του ανατινάχθηκε ακριβώς έξω από την Κρακοβία.6 Όπως ξέρουμε, η Γερμανία όχι μόνο είχε προσαρτήσει τα δυτικά τμήματα της χώρας, αλλά σκεφτόταν να αναλάβει και τον έλεγχο της Γενικής Κυβέρνησης. Με τέτοια δεδομένα, δεν υπήρχε περίπτωση να προκύψει Πολωνός Πεταίν. Κι όμως, υπήρχαν ισχυροί λόγοι για τους οποίους οι ναζί θα μπορούσαν να είχαν πάρει το μο ντέλο της συνεργατικής κατοχής (σαν εκείνο που είχαν εφαρμόσει οι Γερμανοί για την Πολωνία στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο) πολύ πιο σοβαρά. Κι αυτό γιατί οι ίδιες οικονομικές και διοικητικές πιέσεις, που ανάγκασαν το Ράιχ να βασιστεί πολύ στους κρατικούς υπαλλήλους για να διαχειριστεί την κατοχή των διάφορων χωρών στη δυτική Ευρώπη, υπήρχαν και στην Πολωνία. Μάλιστα, οι Πολωνοί διοικητικοί της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκαν πολύ γρήγορα μετά το 1939: ο Φρανκ υπολόγι ζε μετά τον πόλεμο ότι κάποια στιγμή υπήρχαν περί τους 250.000 Πολωνοί δημόσιοι υπάλληλοι που έπαιρναν διαταγές από περίπου 40.000 Γερμανούς αξιωματούχους. Αν εξαιρέσουμε το προσωπικό των σιδηροδρόμων και του ταχυδρομείου, ο αριθμός των Γερμανών κυμάνθηκε από τις μόλις 7.300 το 1940 ως τις 14.753 τέσσερα χρόνια αργότερα, μαζί με τις 50.000-80.000 των δδ και της αστυνομίας, συν το στρατό, ο οποίος είχε έντονες διακυμάνσεις, με άνω όριο το μισό εκατομμύριο. Επειδή οι Γερ μανοί είχαν τη βάση τους σε δυσανάλογο ποσοστό στις σπουδαιότερες πόλεις -και συγκεντρώνονταν εκεί ολοένα περισσότερο, όσο η ανταρσία απλωνόταν στην ύπαι θρο- σε πολλές περιοχές οι πολιτικοί διοικητές του Φρανκ βασίστηκαν στους Πολω νούς ακόμα περισσότερο απ’ όσο δείχνουν οι αριθμοί. Και το έκαναν αυτό, παρά το ότι οι ίδιοι οι κανονισμοί τους εντέλλονταν τη χρήση της γερμανικής γλώσσας για τις κυβερνητικές υποθέσεις και θέσπιζαν διακρίσεις εναντίον «όλων των μη Γερ
ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΙ ΠΑΡΑΣΤΑΤΕΣ
449
μανών». Ανακάλυπταν πολΰ καθυστερημένα ότι, όπως όλες οι ιμπεριαλιστικές δυ νάμεις, δεν είχαν το απαιτοΰμενο ανθρώπινο δυναμικό για να κάνουν τα πάντα μό νοι τους.7 Στην πολωνική ΰπαιθρο, η βαναυσότητα ακριβώς του καθεστώτος του Φρανκ αποτελούσε αντανάκλαση της εύθραυστης επιβολής του. Για παράδειγμα, στην αγροτική επαρχία Γιάνοβ μόλις πενήντα Γερμανοί κρατικοί υπάλληλοι, με τη στήρι ξη περίπου 500 αστυνομικών, διοικούσαν μια περιοχή που ο πληθυσμός της εκείνη την περίοδο κυμαινόταν από τις 150.000 ως τις 200.000. Τους βοηθούσαν περίπου 1.500 Πολωνοί κρατικοί υπάλληλοι - κυρίως δάσκαλοι, δημοτικοί και κοινοτικοί αξιωματούχοι, δασικοί και μέλη της υπηρεσίας τροφίμων. Πολωνοί εισέπρατταν τους φόρους, επιστατούσαν στο θερισμό, διένειμαν τα τρόφιμα και την αλληλογρα φία, εξέδιδαν τα δελτία ταυτότητας, λειτουργούσαν τους σιδηροδρόμους, συντηρού σαν τους δημόσιους δρόμους και φρόντιζαν τους πρόσφυγες. (Για να μη μιλήσουμε για τους δεκάδες χιλιάδες Πολωνούς και Εβραίους που κατασκεύαζαν δρόμους, έσκαβαν αρδευτικά κανάλια και αντιαρματικές τάφρους και λατομούσαν πέτρες σε άθλιες συνθήκες.)8 Οι Γερμανοί, αντίθετα απ’ ό,τι στη δυτική Ευρώπη, βασίστηκαν από την αρχή στην τρομοκρατία για να κρατήσουν πειθήνιους τους Πολωνούς. Πολωνοί δημόσιοι υπάλληλοι κινδύνευαν να εκτελεστούν ως όμηροι ή να σταλούν στα στρατόπεδα αν γίνονταν παρτιζάνικες επιθέσεις. Στο μεταξύ, οι αιρετές θέσεις και οι αυτοδιοικούμενοι θεσμοί όπως οι συνεταιρισμοί καταργήθηκαν ή καταλήφθηκαν από διορισμέ νους Γερμανούς* οι δε ευγενείς, ιδίως, παρακολουθούνταν στενά και τα υποστατικά τους τέθηκαν υπό άμεση γερμανική επιτήρηση ή απλώς δημεύτηκαν. Η γραφειο κρατία, εκτεθειμένη σε περιοδικές εκκαθαρίσεις, απορρόφησε γερμανόφωνους πρόσφυγες από τα προσαρτημένα εδάφη της δυτικής Πολωνίας, καθώς και λίγους Ουκρανούς και εθνοτικούς Γερμανούς. Στην αρχή τα μέτρα αυτά μάλλον λειτούργη σαν ικανοποιητικά για τους Γερμανούς: πρόσφατη διεξοδική μελέτη περιγράφει μια κατάσταση «γενικευμένης συμμόρφωσης» - τουλάχιστον ως το 1942. Πολλοί Πολω νοί δημόσιοι υπάλληλοι ξαναγύρισαν πειθήνια στη δουλειά τους μετά την εισβολή, ενώ η προοπτική της επίσημης μερίδας τροφίμων ή η ελπίδα ότι θα απέφευγαν την εκτόπιση για δουλειά ή άλλες αγγαρείες προκάλεσε εισροή νέων εφεδρειών.9 Ήταν τόσο άθλια η κατάσταση της χώρας και τόσο λίγες οι εναλλακτικές λύσεις, ώστε τέτοιου είδους θέσεις εργασίας παρέμεναν ελκυστικές πολύ καιρό αφότου η σκληρότητα των Γερμανών εναντίον αυτών που τις κατείχαν είχε γίνει ολοφάνερη. Ιδιαίτερα ευάλωτοι ήταν οι αρμόδιοι για τη συλλογή της συγκομιδής. «Θυμάμαι στο Κράσνικ, πώς φώναζε ο ΚτοΐδΙ&ηάλνίΓΐ;, “Παλιογοΰρουνα Πολωνοί, ξεχάστε τη την Πολωνία. Όποιος δεν παραδώσει την ποσότητά του θα τον στείλω στο [στρατόπεδο του] Μαϊντάνεκ!”» θυμόταν ένα μέλος της επιτροπής τροφίμων. «Μπροστά στα μά τια μας, οι αρχηγοί πέντε οικισμών συνελήφθησαν γιατί τα χωριά τους δεν παρέδω
450
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
σαν τις ορισμένες ποσότητες. Μέσα σε μια βδομάδα ήταν όλοι νεκροί». Φοβούμενοι ανάλογη μεταχείριση σε περίπτωση αποτυχίας, οι κοινοτάρχες των χωριών φέρονταν βίαια και καταχρηστικά στους χωρικούς, που ζούσαν έτσι σε κλίμα φόβου. «Σήμερα είναι η τελευταία ημέρα για την παράδοση της ορισμένης ποσότητας των σιτηρών», σημείωνε ένας Πολωνός γιατρός τον Νοέμβριο του 1940. «Κάρα γεμάτα στάρι κατέφταναν όλη την ημέρα στην πόλη. Οι αγρότες φοβούνται μη συλληφθούν, κι έτσι φέρνουν τις ποσότητές τους εγκαίρως».10 Το 1943 όμως, με την αλλαγή στις τύχες του πολέμου και την εμφάνιση εγκλημα τικών συμμοριών και ένοπλων αντιστασιακών μονάδων στα δάση, η ατμόσφαιρα άλλαξε. «Να μην έρθει κανένας κοινοτάρχης, γραμματέας, αρχηγός οικισμού ή βοη θός του να μου πει ότι δεν τον ακούει ο κόσμος του», προειδοποιούσε ένας έπαρχος τον Ιανουάριο του 1943. «Απαιτώ από αυτούς να μπορούν να επιβάλουν τη θέλησή τους σε κάθε περίπτωση». Κάτι που δεν ήταν πια εφικτό, γιατί οι ίδιοι αυτοί αρμόδι οι είχαν τώρα και άλλους στο κεφάλι τους, εκτός από τους Γερμανούς. Η βία απλω νόταν στην ύπαιθρο, που ως τότε ήταν πολύ πιο ασφαλής και πολύ πιο ήσυχη (εκτός κι αν ήσουν Εβραίος) από τις πόλεις, και όπου οι Γερμανοί ανακατεύονταν πολύ λιγότερο. Το πλήθος των παρτιζάνικων επιθέσεων επέφερε ως αντίποινα γερμανικές επιδρομές «ειρήνευσης», που ρήμαζαν δεκάδες χωριά και σκότωναν χιλιάδες κα τοίκους τους. Όπως στη Γαλλία, έτσι και εδώ η βαναυσότητα της κατοχής κλιμακώ θηκε προς το τέλος, υποσκάπτοντας το ηθικό και την αποτελεσματικότητα των δημό σιων υπαλλήλων, καταδικάζοντας σε αποτυχία τα όποια λείψανα της «ελαστικής γραμμής» του Χανς Φρανκ και αναγκάζοντας τους Γερμανούς να βασίζονται ολοέ να περισσότερο στην 5Ώ, στην αστυνομία και στην ίδια τη Βέρμαχτ.
Η ΑΣΤΥΝΟΜ ΕΥΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ
Το να εξασφαλίσουν τη συνεργασία της τοπικής αστυνομίας και άλλων βοηθητικών ήταν σημαντικό για τους Γερμανούς στα κατειλημμένα ανατολικά εδάφη, για έναν κυρίως λόγο: την Τελική Λύση. Έχοντας επιφορτιστεί με το φόνο εκατοντάδων χι λιάδων ανθρώπων, πολλοί από τους οποίους ζούσαν σε απομακρυσμένους οικι σμούς, διάσπαρτους μέσα σε μεγάλες εκτάσεις, οι δυνάμεις του Χίμλερ -και κυ ρίως οι λίγες χιλιάδες άντρες των ΕίηδαΙζβπιρροη των δδ- εξαρτώνταν από τους άλλους για βοήθεια και στρατολογούσαν επιτόπου πριν ακόμα δοθεί η επίσημη άδεια, το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου 1941. Ό χι πως ήταν δύσκολο να τους βρουν, αφού σύντομα παρουσιάστηκαν εθελοντές. Μερικοί ήταν εγκληματίες ή πρώην κομμουνιστές που αγωνιούσαν να αποδείξουν στους Γερμανούς πόσο αξιόπιστοι ήταν. Άλλοι είχαν υποφέρει στα χέρια των μπολσεβίκων - αστυνομικοί ιδίως, πρόθυμοι για εκδίκηση. «Οι Λετονοί αστυνομικοί έχουν όλοι μια δόση σα-
ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΙ ΠΑΡΑΣΤΑΤΕΣ
451
δισμοΰ στο αίμα τους», σημείωνε ο Γερμανός αξιωματούχος που διοικούσε την επαρχιακή πόλη Ντάουγκαβπιλς (λίγο προτού απολυθεί λόγω διαφθοράς, αφού βρέθηκαν στην κατοχή του γούνινα παλτά και ασημένια κουτάλια [από δολοφονη μένους Εβραίους], δεκάδες πλάκες σαπούνι, μπουφάν αεροπόρων και εκατοντά δες τσιγάρα). Αλλά προσχώρησαν και πολλοί άλλοι, κάποιοι με τη θέλησή τους και κάποιοι για να αποφύγουν τη λιμοκτονία, την αιχμαλωσία ή τα καταναγκαστικά έργα. Στην Πολωνία, σε αυτούς που χρησιμοποιήθηκαν σε αντιεβραϊκές επιχειρή σεις συγκαταλέγονταν νεαροί οι οποίοι είχαν επιστρατευτεί στην οργάνωση εργα σίας Β&ικϋοηδΐ:.11 Τα μέλη των βαλτικών φασιστικών οργανώσεων ήταν βασική πηγή ενθουσιωδών νεοσυλλέκτων πολλοί από αυτούς δεν υστερούσαν απέναντι στους ναζί στο συν δυασμό αντισημιτισμού και αντικομμουνισμού. Τα φονικά έργα των χειρών τους ήταν ορατά, για παράδειγμα, στην πόλη Βίλνιους -ένα από τα μεγάλα κέντρα εβραϊ κής λογιοσύνης- όπου χιλιάδες Εβραίοι δολοφονήθηκαν σ’ ένα κοντινό πρώην φυ σικό αξιοθέατο, από νεαρούς που ανήκαν σε γνωστή προπολεμική παραστρατιωτική οργάνωση. Ηλικίας μεταξύ δεκαεπτά και είκοσι πέντε χρόνων οι περισσότεροι, αυτοί οι τυφεκιοφόροι διέσχιζαν μαζί με τις φάλαγγες των θυμάτων τους τα αλλε πάλληλα μπλόκα της αστυνομίας ως το δάσος του Πόναρυ και τους σκότωναν μέσα σε γιγάντιους λάκκους που είχαν σκάψει οι Σοβιετικοί για να αποθηκεύουν καύσι μα αεροπλάνων. Όσους προσπαθούσαν να το σκάσουν στα δάση των κωνοφόρων, τους κυνηγούσαν ώσπου να τους πιάσουν. Στους περίεργους Γερμανούς κληρωτούς που πήγαιναν και παρακολουθούσαν, δικαιολογούσαν τις πράξεις τους λέγοντάς τους τι τους είχαν κάνει οι μπολσεβίκοι. Όμως ο υψηλόφρων φυλετικός ιδεαλισμός δεν ήταν το μόνο κίνητρο* υπήρχαν και σημαντικά υλικά οφέλη. Ο Πολωνός δημοσιογράφος Καζίμιεζ Σακόβιτς είδε άντρες να παζαρεύουν πάνω από τα πτώματα, κάτω από τα δέντρα. «Για τους Γερ μανούς, 300 Εβραίοι είναι 300 εχθροί της ανθρωπότητας» σημειώνει ο Σακόβιτς* «για τους Λιθουανούς, είναι 300 ζευγάρια παπούτσια, παντελόνια και τα λοιπά». Ούτε ωφελούνταν μόνο οι τυφεκιοφόροι από αυτάτατσιμπολογήματα. Τη μια μέρα, στο κοντινό χωριό πωλούνταν γυναικείες μεταξωτές κάλτσες* την άλλη, γούνες, αντρικές νυχτικιές ή χρυσάφι βγαλμένο από τα δόντια των θυμάτων. Καθώς δεκά δες χιλιάδες πτώματα γέμιζαν τα σκάμματα, και τα αγαθά και η βία απλώνονταν σε όλη την ύπαιθρο -μεθυσμένοι φρουροί άρχιζαν περιστασιακά να πυροβολούν Πο λωνούς αλλά και Λιθουανούς-, ξεσπούσαν τσακωμοί και συμπλοκές* σε μία τουλά χιστον περίπτωση ανάγκασαν έναν από τους εκτελεστές να φορέσει ο ίδιος το αστέ ρι του Δαβίδ και τον σκότωσαν, γιατί είχε πάρει μερικά ρολόγια που «ανήκαν σε κάποιον άλλον». Όταν εμφανίζονταν χωριάτες ελπίζοντας να αγοράσουν ρούχα, οι φύλακες προσφέρονταν να πυροβολήσουν Εβραίους με το «σωστό» μέγεθος από τη νέα φάλαγγα που θα κατέφτανε.12
452
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
Μελετητές υποστήριξαν πρόσφατα ότι η αριοποίηση στη δυτική και την κεντρι κή Ευρώπη βοήθησε στο να εξαγοραστεί η συμμόρφωση του κόσμου στην Τελική Λύση. Το επιχείρημα έχει μεγαλοποιηθεί, γιατί σε μεγάλο μέρος της δυτικής Ευ ρώπης απλούστατα δεν υπήρχαν τόσο πολλοί Εβραίοι* είναι όμως πολύ πιο εύλογο στην περίπτωση της ανατολικής Ευρώπης, όπου οι εβραϊκοί πληθυσμοί ήταν πολύ μεγαλύτεροι και πιο αστικοποιημένοι, όπου η αφομοίωση δεν είχε προχωρήσει τό σο πολύ ή δεν είχε θεωρηθεί τόσο αναπόσπαστο μέρος της πολιτικής ταυτότητας και όπου το γενικό βιοτικό επίπεδο ήταν πολύ χαμηλότερο. Στην Ουγγαρία, οι το πικοί μειονοτικοί Γερμανοί καλοδέχθηκαν την επίθεση εναντίον των Εβραίων, που έγινε την άνοιξη του 1944, όταν εισέβαλε στη χώρα η Βέρμαχτ: «η διαδικασία εξυ γίανσης», έλεγε μία έκθεση, «αποδείχθηκε πολύ ευεργετική για το γερμανογενές στοιχείο». Στην Ουκρανία επίσης, τα ρούχα από τις ομάδες Τσιγγάνων και Εβραίων που δολοφονούσαν οι γερμανικές δυνάμεις προσφέρονταν στους ντόπιους νοϋκάειιίδοΐι©. Στο πρώην Περιχαράκωμα, στην ανατολική Πολωνία και τη δυτική Λευκορωσία, στετλ με εβραϊκό κυρίως πληθυσμό υπήρχαν ακόμα το 1941, σαν νησίδες αστικού βί ου μέσα σε μια θάλασσα χριστιανών χωρικών. Πολλοί Πολωνοί αγνόησαν τις εντο λές της εξόριστης κυβέρνησης και επωφελήθηκαν από τις εβραϊκές περιουσίες. «Οι περιπτώσεις μαζικής διαρπαγής πρώην εβραϊκών περιουσιών μαρτυρούν εύγλωττα τον τρέχοντα ηθικό ξεπεσμό», προειδοποιούσε παράνομη εφημερίδα το 1942. Στις πόλεις, «στις δημόσιες υπηρεσίες και στα γραφεία, όλοι έκαναν εμπόριο». Στις αγροτικές περιοχές, πολλοί χωρικοί λήστευαν τους Εβραίους επιζώντες και μετά τους κατέδιδαν ή τους σκότωναν. Οι ηγέτες της αντίστασης ήταν βαθιά προβληματι σμένοι από την «εξαχρείωση και την εξαγρίωσή» τους.13 «Ένας όχλος χωρικών κατέβηκε στην πόλη* έψαχναν για κελεπούρια, ρωτούσαν για περιουσίες και ορκίζονταν στην Αγία Τριάδα ότι θα τις επέστρεφαν μετά τον πόλεμο», θυμόταν ένας επιζήσας για την ημέρα όπου οι Εβραίοι αποβλήθηκαν από μια κωμόπολη. «Σύντομα άρχισαν να παίρνουν τις κατσίκες και τις αγελάδες που οι Εβραίοι δεν μπορούσαν να πάρουν μαζί τους». Οι αγρότες συγκεντρώνονταν με τα κάρα τους έξω από τα στετλ, περιμένοντας τη σφαγή ή την έξωση των Εβραίων κα τοίκων στις μεγαλύτερες πόλεις, πλιατσικολόγοι έκαναν φύλλο και φτερό τα γκέτο της εμπόλεμης περιόδου μόλις τα εγκατέλειπαν οι Εβραίοι. Σε όλη την Ουκρανία και τη Λευκορωσία ολόκληροι δρόμοι, συνοικίες, ακόμα και πόλεις και χωριά στο σύνολό τους έμεναν άδειες για μήνες και μήνες, και τα κτίρια λεηλατούνταν ή χρη σιμοποιούνταν σαν αποθήκες.14 Ωστόσο οι χωρικοί ήταν προσγειωμένοι και φιλύποπτοι* το ότι έπαιρναν αγαθά από ανθρώπους που δεν μπορούσαν πια να τα χρησιμοποιήσουν δεν μεταφραζόταν αυτομάτως σε υποστήριξη προς τους Γερμανούς ή προς τις απόψεις τους. «Δεν ήταν ζήτημα πραγματικού μίσους ή παραδοσιακού αντισημιτισμού* η ναζιστική προπα
ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΙ ΠΑΡΑΣΤΑΤΕΣ
453
γάνδα του γνωοτού αλλόκοτου τύπου ελάχιστα έφτανε ως αυτοΰς τους απομονωμέ νους, μακρινούς οικισμούς. Ήταν μάλλον ζήτημα απόλυτης αποξένωσης», έγραφε ο Μιχαελ Ζύλμπερμπεργκ, ένας Εβραίος επιζήσας, για τα πολωνικά χωριά όπου έζησε για λίγο διάστημα. Γι’ αυτούς οι Εβραίοι ήταν άξιοι περιφρόνησης, μια παράδοξη, αλλόκοτη ομάδα από έναν άλλον πλανήτη... Ήταν σαν να είχαν φύγει οι Εβραίοι από αιώνες. Η γε νική αντίδραση ήταν η αδιαφορία, και δύσκολα μπορούσες να φανταστείς ότι είχε υπάρξει ποτέ κάποια φιλική συνεργασία. Οι χωριάτες δεν γνώριζαν με λεπτομέρει ες τι είχε συμβεί στους Εβραίους, αλλά αναρωτιόνταν αν θα ξαναγυρνούσαν ποτέ, γιατί πολλοί χρωστούσαν λεφτά στους Εβραίους. Αυτό το τελευταίο τούς αναστάτω νε πολύ. Το πρώτο κύμα φόνου των Εβραίων δεν είχε προκαλέσει μαζική ανησυχία, αλλά από το 1942 ένα νέο ερώτημα άρχισε να γεννιέται στο μυαλό των χριστιανών. «Τώ ρα είναι οι Εβραίοι* πότε θα ’ρθει η σειρά μας;» ρωτούσαν μερικοί. Στα τέλη εκείνης της χρονιάς κυκλοφόρησαν φήμες στην περιοχή του Μπρεστ ότι «μετά τις εβραϊ κές επιχειρήσεις» θα ακολουθούσαν οι Πολωνοί, οι Ρώσοι και οι Ουκρανοί. Παρά το ότι οι ντόπιοι πληθυσμοί είχαν ενθαρρυνθεί -και συχνά πειστεί- να λεηλατήσουν τις εβραϊκές περιουσίες, ένιωθαν όλο και πιο αβέβαιοι για τους Γερμανούς και για το κύμα ανομίας στο οποίο είχαν συμμετάσχει οι ίδιοι.15 Οι Γερμανοί προτιμούσαν να διοχετεύουν τα υπάρχοντα των Εβραίων απευθεί ας στα χέρια των τοπικών αρχών. Πέρα απ’ όλα τα άλλα, αυτό διευκόλυνε την πλη ρωμή της διοίκησης και των εξόδων συγκρότησης πρόσθετων αστυνομικών και βοηθητικών δυνάμεων ενάντια στους παρτιζάνους. Στη Λευκορωσία, για παρά δειγμα, όπου επιτράπηκε στους εθνικιστές να καταταγούν σε σώματα εγκεκριμένα από τους Γερμανούς όπως η Λαϊκή Οργάνωση Αυτοβοήθειας και η Λευκορωσική Ένωση Νέων, οι εισπράξεις από την πώληση των εβραϊκών σπιτιών έγιναν η μεγα λύτερη πηγή εσόδων για τις τοπικές αρχές. Όπως στην Πολωνία, έτσι κι εδώ οι Γερμανοί βασίστηκαν στους τοπικούς κοινοτάρχες και ο έλεγχος των αρτισύστα των εβραϊκών γκέτο και των πόρων τους τούς εξασφάλισε σπουδαία πηγή χρημα τοδότησης. Παρόλο που οι σκοτωμοί επιβραδύνθηκαν το χειμώνα του 1941/2, έγιναν κι άλ λες σφαγές την επόμενη χρονιά, και τότε ήταν που άρχισε η πραγματική συγκρότη ση τοπικών αστυνομικών δυνάμεων -της ΗίΙίδροΚζεί των μειονοτικών Γερμανών και της δοΐιυίζιηαηηδοΐιαίΐ-, ιδίως από τη στιγμή που ο Χίτλερ ενέκρινε την εξάπλωση των τοπικών μονάδων για να βοηθήσουν στον αγώνα εναντίον των παρτιζά νων. Οι νεοσύλλεκτοι ορκίζονταν «να είναι φιλαλήθεις, γενναίοι και πειθαρχημένοι, και να εκτελούν ευσυνείδητα τα καθήκοντά τους στον αγώνα εναντίον του δο
454
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
λοφονικού μπολσεβικισμού». Η επίβλεψη των Γερμανών ήταν χαλαρότατη* έτσι, οι αστυνομικοί αυτοί ήταν πρακτικά οι αφέντες των τοπικών κοινοτήτων τις οποίες διηΰθυναν και έγιναν διαβόητοι για τη διαφθορά, τη μέθη και την ωμότητά τους. Οι περισσότεροι ήταν νεότατοι Λευκορώσοι και Ουκρανοί από χωριά* έπιαναν μαζικά Εβραίους, Πολωνούς και Τσιγγάνους και τους σκότωναν χωρίς ενδοια σμούς. Το 1943 είχαν φτάσει τις 45 ολόκληρες χιλιάδες οι Λευκορώσοι που υπηρε τούσαν ως βοηθητικοί αστυνομικοί* οι παρτιζάνοι ήταν περισσότεροι, παρ’ όλα αυτά όμως αυτοί συνέχισαν να σκοτώνουν Εβραίους και χωρικούς που είχαν επιλεγεί ως στόχος των αντιπαρτιζάνικων επιδρομών τους το ίδιο αποτελεσματικά όπως και οι ίδιοι οι Γερμανοί, ώσπου τελικά ετούτοι τους μετέφεραν δυτικότερα, για να τους γλιτώσουν από τον Κόκκινο Στρατό που προχωρούσε, και τους ενέτα ξαν στα λν&ίίοη-δδ.16
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΚΓΕΡΜΑΝΙΣΜΟΥ
Το Βερολίνο χρειαζόταν μη Γερμανούς για πολύ περισσότερα πράγματα πέρα από το να σκοτώνουν Εβραίους. Ο ίδιος ο εκγερμανισμός λειτουργούσε ανέκαθεν σε δύο επίπεδα. Το ένα -η προτεραιότητα του Χίμλερ το 1939-42, όταν πίστευε ότι το τέλος του πολέμου ήταν κοντά- ήταν στραμμένο προς το μέλλον. Βασική του αποτύ πωση ήταν το Γενικό Σχέδιο Ανατολής* οι αποικίες που ιδρύθηκαν στο Ζάμοστς και στο Χέγκεβαλντ ήταν τα πρώτα βήματα σε αυτόν το δρόμο. Αυτό το όραμα για τη νέα ελίτ της Ευρώπης ήταν αποκλειστικό, περήφανο και δεν χαριζόταν σε κανέναν. Το άλλο όμως επίπεδο ήταν προσανατολισμένο στις ανάγκες του πολέμου και, κα θώς αυτός δεν έλεγε να τελειώσει και το μέλλον του Γενικού Σχεδίου Ανατολής απομακρυνόταν, έγινε πιο βαρύνον και επείγον. Οι Γερμανοί δεν μπορούσαν πια να είναι τόσο επιλεκτικοί ως προς το ποιον θα συγκατέλεγαν στους δικούς τους* την ίδια δε στιγμή που χαλάρωσαν τα κριτήρια της γερμανικότητας, εγκατέλειψαν και την αρχή ότι μόνο Γερμανοί μπορούσαν να πολεμούν για το Ράιχ, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που Σλάβοι -ακόμα και Ρώσοι- έγιναν δεκτοί στις γερμανικές ένοπλες δυνά μεις. Δεν υπήρξε εσώψυχη αλλαγή γνώμης στην κορυφή του Τρίτου Ράιχ, απλώς οι ανάγκες του πολέμου έκαναν την υπόσχεση της συνεργασίας να αναλάμψει για λίγο στην Ανατολή. Το καλοκαίρι του 1942, ο Χίτλερ ανέθεσε στον Χίμλερ να αποφασίσει με ποιον τρό πο θα συνέβαλλαν στη Νέα Τάξη οι «τευτονικοί» λαοί. Οι στρατολόγοι των δδ είχαν εστιάσει στη Νορβηγία και στις ευρύτερες Κάτω Χώρες από το 1940 κιόλας και είχε ξεκινήσει αμέσως μια προπαγανδιστική εκστρατεία που χαιρέτιζε την επερχόμενη ένωση του Ράιχ με τους άλλους «τευτονικούς» λαούς της βόρειας και της βορειοδυ
455
ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΙ ΠΑΡΑΣΤΑΤΕΣ
τικής Ευρώπης. Ο Χίμλερ σύστησε «Ομάδα Εργασίας για τον Τευτονικό Κ&ιιιη» και άνοιξε ένα «Τευτονικό Σπίτι» στο Αννόβερο: εκπρόσωποι των ομάδων 55 της δυτι κής Ευρώπης παρευρέθηκαν στην τελετή των εγκαινίων. Ό λ α αυτά αποσκοποΰσαν στην πραγματικότητα στο να βρεθούν «τευτονικοί» νεοσύλλεκτοι για να πάνε να πολεμήσουν στο Ανατολικό Μέτωπο* πράγματι, χιλιά δες εθελοντές υπέγραψαν και έφυγαν για εκεί. Μετά το Στάλινγκραντ, η προσπά θεια εντάθηκε. Ο Βέλγος φασίστας Λ εόν Ντεγκρέλ μετέτρεψε τη Εέ§ίοη λν&Ποηί©1 του σε ΡΓ©ί\νί11ί§© 5ίιιπηΙ>π§&<1© «λΥαΙΙοπΐοη»" των 55, ελπίζοντας πως η υποστήριξη του Χίμλερ θα τον έφερνε πιο κοντά στην εξουσία μέσα στο Βέλγιο. Η Φλαμανδική Λ εγεώ να του φλαμανδικού
εθνικιστικού ν Ν ν
έγινε 55-ΡΓ©Γννί11ί§©η Ιχ§ίοη
«Ρίαικίοπι»*". Οι μεραρχίες «ΟιαΓΐ©ιη&§ηβ»ίν και «Ν οκ ΙΙ&ικΙ» ανδρώθηκαν και αυ τές μέσα από τις μικρότερες ετούτες εθνικές λεγεώνες, και η πρόθεση ήταν να γί νουν οι πυρήνες των μελλοντικών πανευρωπαϊκών 55. Δ εν έφτασαν ποτέ να έχουν τη δύναμη πραγματικής μεραρχίας, οι δε εθελοντές τους πολέμησαν ως το τέλος με την απελπισία των ανθρώπων που δεν έχουν πού να επιστρέψουν. Τα 55 συγκρότη σαν ακόμα και ένα μικρό Βπΐίδοΐιοδ ΡΐΌ&οιρδ (ΒΡΚ), που τα μέλη του -λίγες εκατο ντάδες Βρετανοί αιχμάλωτοι πολέμου, μείγμα πρώην μοσλεϋκώνν και τυχοδιωκτώνείχαν τη βρετανική σημαία ραμμένη πάνω στη στολή των λ¥α£ίβη-55· δεν πολέμησαν ποτέ, αν και ένας πολύ μικρός αριθμός Βρετανών στρατιωτών υπηρέτησε σε άλλες μονάδες των 55. Ό χ ι λιγότεροι από 125.000 Δυτικοευρωπαίους υπηρέτησαν στα \να£ί©η-55: περίπου 50.000 Ολλανδοί, 40.000 Βέλγοι (Βαλλόνοι και Φλαμανδοί) και 20.000 από τη Γαλλία. Τα νούμερα δεν είναι μικρά, ούτε όμως μαρτυρούν καμιά φο βερή λαχτάρα της Ευρώπης να πολεμήσει εθελοντικά.17 Α ν ο αριθμός των «τευτονικών» νεοσυλλέκτων δεν έφτασε ποτέ στα επίπεδα που επιθυμούσε ο Χίμλερ, η Βέρμαχτ φρόντισε να μη συμβεί αυτό ούτε και με τις καθα ρά γερμανικές μονάδες του. Ο Χίμλερ είχε συστήσει τις πρώτες μεραρχίες των \ν&£ί©η-55 -Ά ντολφ Χίτλερ, Ντας Ράιχ και Τότενκοπφ- για να δείξει πως και τα 55 μπορούσαν να παίξουν στρατιωτικό ρόλο* οι τρεις μαζί ευθύνονταν σε μεγάλο βαθ μό για την υπόληψη των λ¥αίί©η-55, υπόληψη βαναυσότητας και φανατισμού. Α ρχι κά όμως τα \ν&£Γ©η-55 αποτελούσαν μικρό μόνο κλάσμα του μεγέθους της Βέρμαχτ, και η προσέλκυση Γερμανών εθελοντών σε αυτά γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Οι στρατολόγοι μέσα στο Ράιχ, που «χτένιζαν» τη Ν εολαία Χίτλερ και την Εργασιακή Θητεία, ανέφεραν ότι «οι νέοι δεν είναι μόνο αντι-λν&ί&η-δδ, αλλά ουσιαστικά εί ναι εναντίον κάθε μορφής στρατιωτικής θητείας». Τα 55 προσπαθούσαν να πειθα ναγκάσουν «εθελοντές» να καταταγούν για να υπηρετήσουν στο μέτωπο, αλλά οι αξιωματικοί τους είχαν συχνά πολλά να πουν για την έλλειψη ψυχικής συμμετοχής και κατάρτισης των νεοσυλλέκτων.18 Καθώς λοιπόν οι γερμανικές πολεμικές απώλειες αυξάνονταν και οι ιδεολο γικοί φραγμοί για την επιστράτευση μη Γερμανών έχαναν την προγενέστερη ση
456
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
μασία τους, ο Χίμλερ συνειδητοποίησε ότι το να περιορίζεται στη δυτική Ευρώ πη ήταν αυτοκαταστροφικό: ήταν προφανώς πολΰ πιο λογικό να εκμεταλλευτεί τους φόβους και τα άγχη όσων βρίσκονταν πραγματικά πάνω στο διάβα του Κόκ κινου Στρατού. Μόλις ελήφθη η αρχική απόφαση να ψάξουν ευρύτερα για νεοσύλ λεκτους, τα \ν&ίί©η-33 αυξήθηκαν με απίστευτη ταχύτητα. Από τους 170.000 άντρες που υπηρετούσαν στις τάξεις τους στις αρχές του 1942, μόλις 18.200 δεν ήταν Γερμανοί του Ράιχ* στο τέλος του πολέμου, δεκαεννέα από τις τριάντα οκτώ μεραρχίες απαρτίζονταν ουσιαστικά από ξένους, σχεδόν μισό εκατομμύριο από αυτούς, και από την ανατολική Ευρώπη οι περισσότεροι. Το 1944 είχαν πια μετατραπεί σε έναν τεράστιο, γραφειοκρατικά διογκωμένο στρατό χωρίς Πραγματική αξίωση φυλετικής αποκλειστικότητας, οι δε άντρες τους ήταν ολοένα περισσότερο είτε μειονοτικοί Γερμανοί της νοτιοανατολικής Ευρώπης είτε από τελείως άλλες εθνότητες.19 Προδρομική υπήρξε η μειονοτική γερμανική Μεραρχία «Ρ ππζ Ευ§©η», που συγκροτήθηκε για να βοηθήσει την πολύ πιεσμένη Βέρμαχτ να καταπολεμήσει τους παρτιζάνους στη Γιουγκοσλαβία. Οι στρατολόγοι του Χίμλερ άρχισαν επίσης να πειθαναγκάζουν τους μειονοτικούς Γερμανούς της σερβικής περιφέρειας Μπάνατ, και όταν ο κόσμος διαμαρτυρήθηκε, αυτός απάντησε περιφρονητικά: «Κανένας δεν νοιάζεται για το πώς φερόμαστε εκεί κάτω στους φυλετικούς Γερμανούς μας». Η Ουγγαρία, η Γιουγκοσλαβία, η Ρουμανία, ακόμα και η Πολωνία συνεισέφεραν τελι κά περισσότερους άντρες στα \¥α£ί©η-33 απ’ ό,τι η δυτική Ευρώπη. Οι φυλετικές ντιρεκτίβες χαλάρωσαν γρήγορα, και στα αφτιά του Χίμλερ έφτασαν παράπονα ότι οι στρατολόγοι του έπαιρναν σχεδόν τον οποιονδήποτε: στους «απολύτως ακατάλ ληλους αντικαταστάτες» από την Ουγγαρία περιλαμβάνονταν άντρες «με επιληψία, βαριά φυματίωση και άλλες σοβαρές σωματικές αναπηρίες». Μερικοί δεν ήταν καν εθνοτικοί Γερμανοί. Ο αξιωματικός μιας μεραρχίας το θεωρούσε «απολύτως πιθα νό, πολλοί από τους φυλετικά Γερμανούς εθελοντές να μη θεωρούν αυτό τον πόλεμο δικό τους, ούτε να λογαριάζουν τη θητεία στα \ν&ί£©η-88 σαν καθήκον τους προς τον γερμανικό λαό». Και πράγματι, πολλοί από αυτούς τους «Γερμανούς» λιποτάκτησαν αργότερα ή παραδόθηκαν, όταν βρήκαν την ευκαιρία, στον αμερικανικό ή στον βρετανικό στρατό, δηλώνοντας πως ήταν Πολωνοί ή Ούγγροι. Από τον Δεκέμβριο του 1942 κιόλας, τα 88 κατέγραφαν με οργή τη διαγωγή ορισμένων νοί&δάβιιΐδοΐι© στρατιωτών από την Άνω Σιλεσία, οι οποίοι είχαν εντοπιστεί «με στολή σε πολωνι κά μπαρ να κουβεντιάζουν με τους Πολωνούς στα πολωνικά» και να μιλούν με ηττο πάθεια για το Ανατολικό Μέτωπο.20 Ο Χίμλερ επανεξέταζε επίσης τις φυλετικές του θεωρίες για να επωφεληθεί από τον έντονο αντικομμουνισμό των βαλτικών κρατών. Στα τέλη του 1942, τα κράτη αυ τά παρείχαν στους Γερμανούς τόσους σχεδόν εθελοντές όσους οι ευρύτερες Κάτω Χώρες, και πολλοί Λετονοί υπηρετούσαν στις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις, στις
ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΙ ΠΑΡΑΣΤΑΤΕΣ
457
αστυνομικές μονάδες, στα τάγματα εργασίας και στις ομάδες θανάτου των δδ. Το 1943 είχε επιστρατεύσει περισσότερους από 30.000 «εκγερμανίσιμους» άντρες στις λετονικές και εσθονικές Λεγεώνες των δδ, και ανώτεροι Βαλτικοί αξιωματικοί του στρατού κατείχαν υψηλές θέσεις στα δδ. Άλλοτε είχε αποκλείσει τους Γάλλους και τους Βαλλόνους από τη θητεία στα \ναί£©η-δδ, γιατί δεν ήταν αρκετά «τευτονικοί»* όταν όμως τώρα επιθεώρησε μερικούς εκπαιδευόμενους Εσθονούς, ο Χίμλερ έκρι νε ότι «φυλετικά δεν μπορούσες να τους ξεχωρίσεις από τους Γερμανούς... Οι Εσθονοί ανήκουν στην πραγματικότητα στις λίγες φυλές που μπορούν, αφού πρώτα απομονωθούν λίγα μόνο στοιχεία, να συγχωνευτούν με εμάς, χωρίς καμιά βλάβη για το λαό μας».21 Ο Χίμλερ σκέφτηκε, μάλιστα, να δώσει στους Εσθονούς και στους Λετονούς με γαλύτερη πολιτική αυτονομία, γιατί έβλεπε πως η άρνηση των Γερμανών να την πα ραχωρήσουν έθετε σε κίνδυνο τις προσπάθειές του να τους στρατολογήσει. Μετά το Στάλινγκραντ, ο νεαρός προπολεμικός υπουργός Οικονομικών, ο Άλφρεντ Βαλντμάνις, μέλος της Λετονικής Αυτοδιοίκησης, είπε στους Γερμανούς πως η Διοίκηση θα συνεργαζόταν στη στρατολόγηση εθελοντών για το Ανατολικό Μέτωπο μόνο αν οι Γερμανοί δεσμεύονταν ότι θα ιδιωτικοποιήσουν τις περιουσίες -ως εκείνη τη στιγμή, μεγάλο μέρος της σοβιετικής νομοθεσίας παρέμενε σε ισχύ-, ότι θα πάψουν να συλλαμβάνουν Λετονούς πατριώτες και κυρίως ότι θα κάνουν βήματα προς την αναγνώριση της λετονικής ανεξαρτησίας. Ο ευθαρσής Λετονός στάλθηκε στη Γερ μανία ως το τέλος του πολέμου, υπό την παρακολούθηση της δϋ. (Μετά το 1945 διέ φυγε στον Καναδά, όπου έγινε γενικός διευθυντής οικονομικής ανάπτυξης της χώ ρας, ως τη στιγμή που αποκαλύφθηκε η πολιτεία του στα χρόνια του πολέμου.) Από κει και πέρα, οι Γερμανοί συνέχισαν το γνωστό τους παιχνίδι: να υπόσχονται παρα χωρήσεις στο μέλλον, ενώ ο κατάλογος των απαιτήσεών τους μεγάλωνε συνεχώς. Ο Χίτλερ απέκλεισε κατηγορηματικά την πολιτική αυτονομία των βαλτικών λαών τον Νοέμβριο του 1943* η απόφαση αυτή, όμως, δεν ανακοινώθηκε, ώστε να μη στερέ ψει η ροή νεοσυλλέκτων.22 Άπαξ και ο Χίτλερ ήρε την απαγόρευσή του για το σχηματισμό «εθνικών λεγεώ νων» των δδ, ο Χίμλερ άρχισε κι αυτός να στρατολογεί σε περιοχές όπου ο πληθυ σμός δεν είχε ποτέ θεωρηθεί κατά καμία έννοια «εκγερμανίσιμος», αλλά που είχαν κάποια ιστορική σχέση με τη Γερμανία ή με τους Αψβούργους. Μια από αυτές ήταν η Βοσνία, όπου τα συντάγματα μουσουλμάνων είχαν αποκτήσει διαστάσεις θρύλου πολεμώντας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο υπέρ του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ. Ο Χίμλερ επανέλαβε το πείραμα και στρατολόγησε χιλιάδες μουσουλμά νους -πολλοί από τους οποίους είχαν γίνει στόχος επίθεσης τόσο από τους Κροάτες Ουστάσε όσο και από τους Σέρβους τσέτνικ- στη Μεραρχία «Η&ικΙδοΙι&Γ» των δδ, το 1943. Οι τοπικοί Βόσνιοι ουλεμάδες προειδοποίησαν τον κόσμο να μη συνεργα στεί, αλλά μεταφέρθηκε αεροπορικώς ο μουφτής της Ιερουσαλήμ για να δώσει την
458
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
ευλογία του* ο δε Χίμλερ, που είχε αποφασίσει πως οι Βόσνιοι μουσουλμάνοι δεν ήταν Σλάβοι αλλά Άριοι, επιθεώρησε αυτοπροσώπως τη νέα μεραρχία στο Σαράγεβο. Με τα φέσια τους στολισμένα με ρουνικά σημάδια των δδ και με τη σημαία τους να φέρει σαν έμβλημα τη χατζάρα που ήταν και το όνομα της μονάδας τους, είχαν προνόμια ανάλογα μ’ εκείνα των αψβουργικών προδρόμων τους, όπως το ειδικό σι τηρέσιο και οι παραχωρήσεις στις θρησκευτικές τους συνήθειες. Όσοι όμως -και ήταν πολλοί- κατατάχθηκαν νομίζοντας ότι θα συμπεριφέρονται λίγο-πολύ όπως και οι παλιές εκείνες αψβουργικές μονάδες, δηλαδή ότι θα φυλούσαν τις εστίες τους και θα επιτελούσαν καθήκοντα χωροφύλακα, έπεσαν γρήγορα από τα σύννεφα. Αφού εκπαιδεύτηκαν στη Γαλλία -όπου μερικοί στασίασαν-, αναπτύχθηκαν κυρίως σε αντιπαρτιζάνικες επιχειρήσεις στη Γιουγκοσλαβία και έβγαλαν απαίσιο όνομα, λόγω των ωμοτήτων τους. Κι άλλες εθνοτικές ομάδες, έχοντας το αψβουργικό μοντέλο στο μυαλό τους, συγκατένευσαν στους Γερμανούς, κυρίως δε οι Ουκρανοί. Ετούτοι ήταν αντιμπολσεβίκοι και φιλογερμανοί, αλλά για να τους βάλουν στο χορό έπρεπε να αντιστρέψουν καθιερωμένες ναζιστικές πολιτικές και να τα βάλουν με άλλη μιαν από τις πάμπολλες προκαταλήψεις του Χίτλερ. Ο Φύρερ φρονούσε ότι ήταν λάθος των Αψβούργων που είχαν επιμείνει στην ουκρανική ανεξαρτησία στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, και δεν μπορούσε με τίποτα να συγχωρέσει στους Ουκρανούς το ότι είχαν σκοτώσει τον εκεί Γερμανό στρατιωτικό διοικητή το 1918.23 Ούτε και οι Ουκρανοί ακτιβιστές βοηθούσαν τον ίδιο τους τον αγώνα* στο εσωτερικό της φασιστικής Οργάνωσης Ου κρανών Εθνικιστών (Ο ϋΝ), οι δύο κύριες φατρίες, η ουΝ -Β (με αρχηγό τον Στεπάν Μπαντέρα) και η ουΝ -Μ (με αρχηγό έναν πρώην Αυστριακό αξιωματικό ονόματι Άντρεϊ Μέλνυκ), περνούσαν μεγάλο μέρος του χρόνου τους πολεμώντας η μία την άλλη. Μετά την εισβολή στην Ε.Σ.Σ.Δ., η περιφρόνηση του Χίτλερ γι’ αυτό που εκ προσωπούσαν εκφράστηκε με την απόδοση της νοτιοδυτικής Ουκρανίας στους Ρου μάνους και της Γαλικίας στη Γενική Κυβέρνηση. Οι ελπίδες του Ρόζενμπεργκ για ανεξάρτητη Ουκρανία εξανεμίστηκαν, και όταν οι μονάδες ΟυΝ-Β της Α6\ν©1ΐΓ στα σίασαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας, τους έστειλαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Σάξενχαουζεν. Στο Κομισαριάτο του Ράιχ του Κοχ κάθε ουκρανικός ακτιβισμός κη ρύχθηκε παράνομος. «Κανένας Γερμανός στρατιώτης δεν θα πεθάνει γι’ αυτόν το λαό των κάφρων», δήλωνε ο Κοχ, προσθέτοντας ότι όποτε συναντούσε έναν έξυπνο Ουκρανό, ένιωθε την υποχρέωση να τον πυροβολήσει.24 Στη Γαλικία, όμως, οι Ουκρανοί μπορούσαν να τρέφουν περισσότερες ελπίδες, γιατί ο κυβερνήτης της, ο δδ-Βπ^αάβίϊίΙιΐΌΓ Όττο Βαίχτερ, τους υποστήριζε. Από τη μια βοήθησε στην οργάνωση της δολοφονίας των Εβραίων της περιοχής (πολιτική της οποίας ήταν ανυποχώρητος θιασώτης) και από την άλλη επέτρεψε τη σύσταση ουκρανικής εθνικής επιτροπής και έδωσε το ελεύθερο στους Ουκρανούς να κάνουν κοινωνικό και προνοιακό έργο. Ο αριθμός των ουκρανόφωνων σχολείων της Γενι
ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΙ ΠΑΡΑΣΤΑΤΕΣ
459
κής Κυβέρνησης, για παράδειγμα, αυξήθηκε από τα 2.510 του 1939 σε 4.000 και πε ρισσότερα το 1942* οι δε Πολωνοί άρχισαν να ανησυχούν ανοιχτά γι’ αυτή την ανα βίωση.25 Το φυσικό επόμενο βήμα ήταν να συγκροτήσει μια ουκρανική ένοπλη με ραρχία για τα \ν&1Ϊ6η-55· ο Βαίχτερ πλεύρισε τον Χίμλερ, ο οποίος ενέκρινε την ιδέα με τον όρο ότι δεν θα αναφερόταν η λέξη «Ουκρανία». Έτσι, στις 28 Απριλίου 1943, ο Βαίχτερ ανακοίνωσε την ίδρυση της μεραρχίας «Γαλικία» των δδ, και οι κύ ριοι Ουκρανοί συνεργάτες του απηύθυναν κάλεσμα για εθελοντές. Η ανταπόκριση ήταν τρομακτική. Παρουσιάστηκαν σχεδόν 100.000 άντρες, όλοι σχεδόν από τη δυ τική Ουκρανία, πράγμα που έδειξε τι ευκαιρία είχαν χαραμίσει οι Γερμανοί με την κτηνωδία του Κοχ στην καθαυτήν Ουκρανία. Πολλοί από τους μεγαλύτερους σε ηλικία ανάμεσα στους 30.000 που έγιναν τελι κά δεκτοί είχαν πολεμήσει για τους Αυστριακούς στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο* γι’ αυτούς, καθώς και για τους εμπλεκόμενους Γερμανούς αξιωματικούς, οι αναμνή σεις της παλιάς τους συντροφικότητας δεν είχαν σβήσει ποτέ, και το επίσημο εμβα τήριο του στρατού των Αψβούργων υιοθετήθηκε από τη μεραρχία. Οι ίδιοι οι Γερ μανοί αιφνιδιάστηκαν από την τόσο έντονη ανταπόκριση. Η εκπαίδευσή τους συνο δεύτηκε από διαλέξεις για την ουκρανική ιστορία, από συχνές θρησκευτικές τελετές και συναυλίες καθώς και από κάμποσο πιοτό, ιδίως όταν τους επισκέπτονταν οι συγγενείς τους. Τον Μάιο του 1944 ο Χίμλερ επιθεώρησε τη μεραρχία και τον επό μενο μήνα την έστειλε στο Ανατολικό Μέτωπο, όπου τέθηκε υπό την επιχειρησιακή διοίκηση ενός πρώην αξιωματικού των Αψβούργων.26 Μέσα σε τρία χρόνια, η πολιτική των Γερμανών είχε κάνει στροφή σχεδόν 180 μοιρών. Παρά τις αφίσες στρατολόγησης όμως, που έδειχναν Γερμανούς και Ου κρανούς στρατιώτες να πολεμούν μαζί μέσα στα σταροχώραφα, ούτε ο Χίμλερ ούτε οι Ουκρανοί ένιωθαν πολύ περισσότερη αμοιβαία εμπιστοσύνη απ’ ό,τι πριν. Οι Γερμανοί εξακολουθούσαν να μην υπόσχονται ένα μελλοντικό ουκρανικό κράτος· το μόνο που ήθελαν ήταν κρέας για τα κανόνια. Μα και οι Ουκρανοί γνώριζαν ότι δεν είχαν λόγους να εμπιστεύονται τον Χίμλερ. Η ίδια η Μεραρχία Γαλικία των δδ δεν άντεξε πολύ: τη λιάνισε ο Κόκκινος Στρατός κοντά στην πόλη Μπρόντυ, μέσα σε λίγες μέρες* έχασε τους περισσότερους από τους 14.000 άντρες της και ανασυντά χθηκε με μόλις 1.500 επιζήσαντες. Οι θυσίες της δεν ήταν τελείως μάταιες. Ο Χίμλερ εντυπωσιάστηκε από την επί δοσή της και διέταξε να ανασυγκροτηθεί. Τη φορά αυτήν της επιτράπηκε να αποκληθεί «Ουκρανική», και η προπαγάνδα της προσέλαβε πιο ανοιχτά εθνικιστικό χα ρακτήρα. Μα ο πόλεμος την ωθούσε όλο και πιο μακριά από την Ουκρανία, οπότε τα συμφέροντα Γερμανών και Ουκρανών έπαψαν να συμπίπτουν σιγά-σιγά. Αφού χρησιμοποιήθηκε σε άγριες αντιπαρτιζάνικες επιχειρήσεις στη Σλοβακία, πολλοί άντρες της λιποτάκτησαν όταν οι Γερμανοί υποχώρησαν πίσω από τα Καρπάθια. Έμειναν κοντά στις εστίες τους και έκαναν έναν μάταιο, έσχατο αγώνα για να σώ
460
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
σουν τη Γαλικία από τον κομμουνισμό. Συνέχισαν, μάλιστα, την αντίσταση τους ενα ντίον τόσο των Σοβιετικών όσο και των Πολωνών πολύ μετά αφότου ο πόλεμος είχε τελειώσει παντού αλλού.27 Η γεμάτη αμφιβολίες προσωπική ετυμηγορία του Φύρερ γι’ αυτούς αναφάνηκε σε μια σουρεαλιστική συζήτηση μέσα στο μποννκερ του Βερολίνου, στα τέλη Μαρτί ου του 1945. Ήταν σκληρή και καθόλου ρομαντική και πλήρως ευθυγραμμισμένη με τις πάγιες πολιτικές του αντιλήψεις: ΧΙΤΛΕΡ: Ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται γύρω σου. Μόλις άκουσα, προς μεγάλη μου έκ πληξη, ότι εμφανίστηκε ξαφνικά μια ουκρανική μεραρχία των δδ. Δεν γνωρίζω απολύτως τίποτε γι’ αυτήν τη μεραρχία των δδ. ΓΚΑΙΛΕΡ: [Αξιωματικός-σύνδεσμος των δδ] Υπάρχει εδώ και πολύν καιρό. ΧΙΤΛΕΡ: Μα δεν είχε ποτέ αναφερθεί σε καμιά από τις διασκέψεις μας. Ή εσείς θυμάστε αλλιώς; ΓΚΑΙΛΕΡ: Όχι, δεν θυμάμαι. ΧΙΤΛΕΡ: [Αναφερόμενος στις ξένες μονάδες εν γένει, και στην Ουκρανική Με ραρχία ειδικότερα] Ή είναι αξιόπιστη η μονάδα ή δεν είναι αξιόπιστη. Αυτήν τη στιγμή δεν μπορώ καν να φτιάξω νέους σχηματισμούς στη Γερμανία, γιατί δεν έχω όπλα. Άρα, είναι βλακεία να δίνουμε όπλα σε μια ουκρανική μεραρχία που δεν εί ναι απολύτως αξιόπιστη... Αν αποτελείται από [πρώην] Ρουθήνιους της Αυστρίας, δεν μπορεί να κάνει κανείς τίποτε άλλο από το να τους αφαιρέσει αμέσως τα όπλα τους. Οι Ρουθήνιοι της Αυστρίας ήταν ειρηνιστές. Ήταν αρνιά, όχι λύκοι. Ήταν άθλιοι ακόμα και στον αυστριακό στρατό. Η όλη υπόθεση είναι μια φρεναπάτη... Δεν θέλω να υποστηρίξω ότι δεν μπορείς να κάνεις τίποτα με αυτούς τους ξένους. Κάτι μπορείς να κάνεις. Αλλά χρειάζεσαι χρόνο. Αν τους είχες για έξι ή για δέκα χρόνια και έλεγχες τις πατρίδες τους, όπως η παλιά μοναρχία, θα γίνονταν φυσικά καλοί στρατιώτες. Όταν όμως τους έχεις την ώρα που η πατρίδα τους βρίσκεται κά που εκεί κάτω [σε εχθρικό έδαφος] - τότε για ποιο λόγο να περιμένεις ότι θα πολε μήσουν;28
ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΙ ΠΑΡΑΣΤΑΤΕΣ
461
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΡΩΣΟ ΝΤΕ ΓΚΩΛ
Στρατολογώντας μη Γερμανούς στην υπόθεση του ναζισμού, ο Χίμλερ ακολουθούσε το δρόμο που είχε πρωτανοίξει η Βέρμαχτ: μάλιστα, τα δδ ποτέ δεν έφτασαν το στρατό ως προς τον αριθμό των μη Γερμανών που στρατολόγησαν. Οι στρατιωτικοί διοικητές αυτοσχέδιαζαν από καιρό, κάθε φορά που χρειαζόταν να βρουν τοπικούς συνεργάτες, και χτένιζαν τα στρατόπεδα των αιχμαλώτων πολέμου για «Ηί\νίδ», όπως τους έλεγαν (από το Ηί1ίδ\νί11ί§© = εθελοντές βοηθοί). Για να μην πάρει είδη ση ο Χίτλερ, δεν τους κατέγραψαν επίσημα στη δύναμη της Βέρμαχτ παρά μόνο αρ κετά μετά το Στάλινγκραντ. Πάντως, πλήθος Ρώσοι και Ουκρανοί δούλευαν σαν με ταφραστές, οδηγοί, μάγειρες, υπηρέτες και φύλακες, ακόμα και πριν από το χειμώ να του 1941. «Πολλοί υπαξιωματικοί και υπολοχαγοί είχαν τον δικό τους Ιβάν», θυ μόταν ένας παρατηρητής, και το ότι βασίζονταν ολοένα περισσότερο πάνω τους -την άνοιξη του 1943 οι βοηθητικοί αυτοί ήταν μισό εκατομμύριο- συνέβαλε στο να συνηθίσουν οι Γερμανοί αξιωματικοί στην ιδέα τού να δουλεύουν μαζί με τις «ανα τολικές μονάδες» πιο συστηματικά.29 Καθώς οι ανάγκες της Γερμανίας σε ανθρώπινο δυναμικό αυξάνονταν, τα επιχει ρήματα υπέρ της στρατολόγησης «ανατολικών στρατιωτών» γινόταν πιο δύσκολο να απορριφθούν, και στα τέλη του καλοκαιριού του 1942 η θέση τους εντάχθηκε οργανι κά στο σύστημα, με τον νέο στρατιωτικό κανονισμό που όρισε τα της θητείας τους. Στα τέλη του ίδιου χρόνου η μισή σχεδόν δύναμη της 134ης Μεραρχίας Πεζικού, που ήταν αναπτυγμένη στη γραμμή του μετώπου, αποτελούνταν από πρώην Σοβιετικούς αιχμαλώτους πολέμου. Η αλλαγή αυτή πορείας οφειλόταν εν πολλοίς στον εντελώς ασυνήθιστο αρχηγό του οργανωτικού τμήματος του γενικού επιτελείου στρατού, τον Κλάους φον Στάουφφενμπεργκ. Ο Στάουφφενμπεργκ, που οραματιζόταν νεοβισμαρκικά μια Γερμανία συνεταιρισμένη με μια μεταμπολσεβίκικη Ρωσία -ώσπου έπαψε να πιστεύει πως οι ναζί μπορούσαν να το πετύχουν αυτό-, είναι βέβαια πιο γνωστός ως ο άνθρωπος που απελπίστηκε τόσο για τον τρόπο που ο Χίτλερ διεξήγε τον πόλεμο, ώστε φύτεψε τη βόμβα στο μπούνκερ του Χίτλερ, τον Ιούλιο του 1944. Ο Στάουφφενμπεργκ είχε πολλούς λόγους να αδημονεί. Το να πείσει τον Φύρερ να συμφωνήσει στη χρησιμοποίηση του ρωσικού αντικομμουνισμού ήταν, φυσικά, ακόμα πιο δύσκολο από το να υπερνικήσει τις προκαταλήψεις του εναντίον των Ου κρανών. Οι ενστάσεις του για τους Ρώσους ήταν γνωστές, κι έτσι προσπάθησε να κάνει το στρατό να περιορίσει τη χρήση Σοβιετικών εθελοντών σε μικρές αντιπαρτιζάνικες μονάδες. Όσον αφορά τους μη Ρώσους, αποδείχθηκε ευκολότερο να του αλλάξει τη γνώμη, η δε επίσκεψη ενός Τούρκου στρατηγού που έκανε έκκληση να αφεθούν ελεύθεροι οι Τουρκίδες™ αιχμάλωτοι άνοιξε το δρόμο για ξεχωριστές «λε γεώνες» Τουρκεστανών, μουσουλμάνων του Καυκάσου, καθώς και -ανακόλουθαΓεωργιανών και Αρμενίων. Έ να Κοζάκικο Σώμα, μαζί με τις γυναίκες και τα κοπά-
462
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
δια του, πολέμησε στο πλευρό των Γερμανών, ώσπου η αναξιοπιστία του και το υψη λό ποσοστό λιποταξιών προκάλεσαν τη μεταφορά του πιο δυτικά. Υπήρχαν επίσης ένα σώμα Καλμοΰκων ιππέων και μονάδες Τατάρων. Διάσπαρτοι καθώς ήταν στην Ευρώπη, την άνοιξη του 1945 κάποιοι βρέθηκαν στη Βρετάνη, όπου τρομοκράτησαν τους ντόπιους. Συνολικά, σύμφωνα με έναν υπολογισμό, τουλάχιστον 650.000 πρώην Σοβιετικοί πολίτες φόρεσαν τη γερμανική στολή. Έτσι, η Βέρμαχτ μετατρεπόταν παρά τη θέλησή της σε πολυεθνικό στρατό.30 Η πιο ξεκάθαρη όμως ένδειξη ότι την πολιτική την καθόριζαν όχι τα δδ αλλά η πιο πραγματιστική Βέρμαχτ ήταν η απόφαση να αναζητήσουν μεταξύ των ίδιων των Ρώσων στρατιωτικούς για συνεργάτες. Για τον Χίτλερ, αυτό ήταν το πιο πικρό ποτήρι. Πέρα από τις αντιρωσικές του προκαταλήψεις, η απροθυμία του μπορεί να οφειλόταν και στο φιάσκο που είχε συμβεί τον Νοέμβριο του 1942, όταν περίπου 2.500 Ρώσοι εθελοντές μιας μυστικής αντιπαρτιζάνικης μονάδας σκότωσαν τους Γερμανούς συνδέσμους αξιωματικούς τους, απήγαγαν τον ίδιο τους το διοικητή και τον παρέδωσαν στους παρτιζάνους. Στα μέσα του 1943 ακόμα, ο Χίτλερ επέμενε ότι «δεν θα φτιάξουμε ποτέ ρωσικό στρατό». Όμως ήδη τον Ιανουάριο του 1942 ο σύμβουλος του Ρόζενμπεργκ, ο Όττο Μπρόυτιγκαμ, είχε ρίξει την ιδέα να συσταθεί «ρωσική αντικυβέρνηση» με επικεφαλής μια «γκωλική» προσωπικότητα, που το ιδεώδες θα ήταν να είναι ένας από τους αιχμάλωτους στρατηγούς του Κόκκινου Στρατού. Ο Ρόζενμπεργκ δεν τολμούσε να υιοθετήσει μια τόσο τολμηρή πρόταση* ο δε Χίτλερ, εννοείται, την απέκλεισε. Όταν βολιδοσκοπήθηκαν ορισμένοι αιχμά λωτοι Ρώσοι στρατηγοί, ξεκαθάρισαν πως η Γερμανία έπρεπε να προχωρήσει σε πιο συγκεκριμένες πολιτικές δεσμεύσεις από εκείνες που δεχόταν να κάνει ο Χίτ λερ. Οι αξιωματικοί, πάντως, που πολεμούσαν στην Ανατολή αντιλαμβάνονταν ότι οι Γερμανοί δεν είχαν την πολυτέλεια να παραμένουν αμέτοχοι. Καθώς η κατάστα ση στο Στάλινγκραντ χειροτέρευε, ο αρχηγός της υπηρεσίας πληροφοριών του στρατού της Ανατολής, στρατηγός Γκέλεν, ζήτησε τον «πλασματικό σχηματισμό μιας δήθεν εθνικής ρωσικής κυβέρνησης» με την επιστράτευση «προσωπικοτήτων με εντυπωσιακά ονόματα» μέσα από τους κόλπους των αιχμάλωτων στρατηγών, ώστε να επανδρώσουν την πρόσοψη μιας «Εθνικής Επιτροπής για την Απελευθέ ρωση της Πατρίδας». Τα Χριστούγεννα του 1942, ο στρατός, το Υπουργείο Ανατο λής του Ρόζενμπεργκ και το Υπουργείο Προπαγάνδας του Γκαίμπελς συμφωνού σαν λίγο-πολύ ότι υπήρχε ανάγκη για μια πολιτικότερη προσέγγιση στο μέλλον της περιοχής.31 Ένας πιθανός υποψήφιος για το ρόλο του «Ρώσου Ντε Γκωλ» ήταν ο γνωστός Σοβιετικός στρατηγός Αντρέι Βλάσοφ, που είχε αιχμαλωτιστεί εκείνο το καλοκαίρι μετά την αποτυχία της απόπειρας να αρθεί η πολιορκία του Λένινγκραντ. Ο ψηλόλι γνος Βλάσοφ ήταν μια εντυπωσιακή μορφή που είχε παίξει σπουδαίο ρόλο στην άμυνα της Μόσχας, και η Βέρμαχτ ενδιαφέρθηκε όχι μόνο για τις στρατιωτικές του
ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΙ ΠΑΡΑΣΤΑΤΕΣ
463
εμπειρίες αλλά και για την πολιτική του χρησιμότητα. Αιχμάλωτος πια, είπε στους Γερμανούς χωρίς περιστροφές ότι, παρόλο που πολλοί Σοβιετικοί στρατιωτικοί ήταν έτοιμοι να ανατρέψουν τον Στάλιν, δεν ήταν σίγουροι ότι μπορούσαν να υπο λογίζουν στους Γερμανούς ή στους Αγγλοαμερικανούς. Ο Βλάσοφ τόνισε ότι το σο βιετικό καθεστώς ήταν εφτάψυχο και επέμεινε πως οι Γερμανοί δεν θα κατάφερναν να το ανατρέψουν χωρίς ρωσική βοήθεια* μόνο ένας εναλλακτικός ρωσικός στρατός υπήρχε περίπτωση να το νικήσει. Ο ίδιος προσωπικά παραδέχθηκε ότι έρεπε προς τους Γερμανούς* παρ’ όλα αυτά, παρέμενε το ερώτημα, τι μέλλον είχαν εκείνοι κατά νου για τη Ρωσία. Οι υποστηρικτές του Βλάσοφ μέσα στη Βέρμαχτ, γνωρίζοντας πως ο Χίτλερ και ο Μπόρμαν ιδίως θα ήταν σφοδρά αντίθετοι σε κάθε πρόταση πολιτικού πολέμου με ρωσική βοήθεια, προσπάθησαν να πάρουν μαζί τους τον Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ και το Υπουργείο Ανατολής του. Ο Ρόζενμπεργκ συμφώνησε, με τον όρο ότι το πρό γραμμα του Βλάσοφ δεν θα αντέβαινε στη δική του πολιτική ανοίγματος προς τις μη ρωσικές εθνότητες. Επέμεινε επίσης ότι κάθε προπαγανδιστική προσπάθεια έπρε πε να απευθύνεται στη ρωσική πλευρά του μετώπου. Όταν όμως τα γερμανικά αε ροπλάνα άρχισαν να πετούν πάνω από τις σοβιετικές γραμμές και να μοιράζουν εκατομμύρια προκηρύξεις, όπου ο Βλάσοφ κήρυττε το τέλος του σταλινισμού και ζητούσε αξιοπρεπή ειρήνη και μια θέση για τη Ρωσία σε μια Νέα Ευρώπη «χωρίς μπολσεβίκους και καπιταλιστές», τις πέταξαν «τελείως τυχαία» και πάνω από τα γερμανοκρατούμενα εδάφη. Η Βέρμαχτ ανέφερε ότι οι Ρώσοι τούς οποίους έλεγχε έδειξαν τρομερό ενδιαφέρον και ο αγώνας του Βλάσοφ κέρδισε έτσι πολλούς πό ντους. Την άνοιξη του 1943 τού επιτράπηκε να περιηγηθεί τα κατεχόμενα εδάφη ώστε να διαφημίσει τον «Ρωσικό Απελευθερωτικό Στρατό» του (όπως ονομάζονταν τώρα οι ΟδΙίπιρρβη). Μιλώντας στο Σμόλενσκ, με τους Γερμανούς αξιωματικούς να στέκουν δίπλα του, ο Βλάσοφ δήλωσε ότι δεν ήθελε να ξαναφέρει τον τσαρισμό, τον καπιταλισμό ή τον μπολσεβικισμό. Το μήνυμα ήταν ένας καθαρός ρωσικός εθνικι σμός. «Ο ρωσικός λαός έζησε, ζει και θα ζήσει», δήλωσε, με τους Γερμανούς αξιω ματικούς παραδίπλα. «Είναι αδύνατο να τον μειώσουν στο επίπεδο λαού μιας αποι κίας». Κατήγγειλε τις γερμανικές ωμότητες εναντίον του άμαχου πληθυσμού και προέβλεψε ότι ο πόλεμος της Γερμανίας στην Ανατολή θα αποτύγχανε, εκτός και αν αυτή έκανε σαφή τα μακροπρόθεσμα σχέδιά της για την Ε.Σ.Σ.Δ.32 Όλα αυτά μόλις που χρειάζεται να πούμε ότι συγκρούονταν μετωπικά με τον τρόπο σκέψης του Χίτλερ. Τον Ιούνιο του 1943 λοιπόν, ο Φύρερ απαγόρευσε ρητά την ανάδειξη ιθαγενών συνεργατών σε όλα τα πρώην σοβιετικά εδάφη* το πιο πολύ που μπορούσε να ανεχτεί ήταν μια καθαρά προπαγανδιστική προσπάθεια. Το να ακολουθήσει την ιαπωνική στρατηγική -«κάτι σαν τη λεγόμενη ελεύθερη ή εθνική Κίνα στην Ανατολική Ασία»- ήταν πολύ απλά υπερβολικά επικίνδυνο, γιατί οποιοσ δήποτε ρωσικός στρατός ενός κάποιου μεγέθους μπορούσε να στραφεί κάποια στιγ-
464
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
μή εναντίον των Γερμανών χρηματοδοτών του. Έκανε, όπως το συνήθιζε κατά κό ρον, αναδρομή στην υποτιθέμενη πείρα του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, εν προκειμένω στις συνέπειες των γερμανικών προσπαθειών να φτιάξουν έναν πολωνικό στρατό. «Πήραμε ήδη ένα τραγικό μάθημα με τους Πολωνούς στον Παγκόσμιο Πό λεμο», έλεγε. Ο Λούντεντορφ είπε αργότερα: «Μου είπαν ότι θα βρισκόμουν με 500.000 άντρες». Οποιοσδήποτε σώφρων άνθρωπος θα του απαντούσε αμέσως: «Αυτοί οι 500.000 Πολωνοί δεν θα πολεμήσουν εναντίον της Ρωσίας, παρά μάλλον φτιάχνουν στρατό για να τα βάλουν, αν χρειαστεί, με τη Γερμανία και την Αυστρία και να ελευθερώ σουν την Πολωνία. Το κάθε έθνος σκέφτεται ή το δικό του συμφέρον ή τίποτα [οά©Γ δοηδΐ §ατ πίοΐιίδ]... Ό λες αυτές οι θεωρίες είναι όνειρα θερινής νυκτός, το να φαντα ζόμαστε ότι στόχος μας είναι να ιδρύσουμε ανεξάρτητα, αυτόνομα κράτη».
Για τους ναζί σκληροπυρηνικούς όπως ο Χίτλερ και ο Έ ριχ Κοχ, η πραγματική υπο στήριξη προς τους Ρώσους, τους Ουκρανούς και όποιους άλλους εθνικιστές ήταν ανάθεμα. Εδώ, στην κορυφή της ηγεσίας, βρισκόταν το εμπόδιο για κάθε προσπά θεια στρατολόγησης συνεργατών με τη δυτικοευρωπαϊκή έννοια του όρου.33 Ακόμα και η ιδέα μας διακήρυξης προς «όλους τους λαούς της Ανατολής» ήταν κάτι περισσότερο από αυτό που ήταν διατεθειμένος να ανεχτεί ο Χίτλερ, και ούτε ο ίδιος ο Γκαίμπελς δεν κατάφερε να τον μεταπείσει. Όταν ο Χίτλερ έμαθε πως κάποιες ΟδΙΐπιρροη είχαν αυτομολήσει στους παρτιζάνους, είπε να μεταφέρουν τις υπόλοιπες μονάδες στη δυτική Ευρώπη και στα Βαλκάνια* η ιδέα ενός «στρατού του Βλάσοφ» φάνηκε να έχει τελειώσει για τα καλά. Ο Χίμλερ, επίσης, ήταν τότε ακόμα ένας από τους ισχυρότερους πολέμιους του Βλάσοφ. Τον Οκτώβριο του 1943 εξέφρασε και πάλι την περιφρόνησή του για την όλη ιδέα περί στρατολόγησης υηΙ©Γΐη©ηδο1ι©η και καταδίκασε ρητά τις σκέψεις για συγκρότηση «ενός απελευθε ρωτικού στρατού υπό τον στρατηγό Βλάσοφ». Δεν το πίστευε, μάλιστα, ότι ο Βλά σοφ είχε την αποκοτιά να κάνει κήρυγμα στους Γερμανούς αξιωματικούς για το πώς μεταχειρίζονταν τους Ρώσους, καθώς και ότι κανείς από τους Γερμανούς δεν είχε διαμαρτυρηθεί.34 Οι φυλετικές ενστάσεις του Χίμλερ, όμως, είχαν αρχίσει πια να μετριάζονται λόγω της αυξανόμενης έλλειψης ανθρώπινου δυναμικού της Γερμανίας στην Ανατο λή, και την ύστατη στιγμή τα δδ του γίνονταν η τελευταία ελπίδα των Ανατολικών. Τα λΥ&ί&η-δδ ήταν σχεδόν τριάντα μεραρχίες και περιλάμβαναν, όπως είδαμε, με γάλο αριθμό πρώην Σοβιετικών πολιτών. Το Κοζάκικο Σώμα είχε μόλις μεταταχθεί στα δδ για να εξασφαλίσει καλύτερο εξοπλισμό, και ταυτόχρονα ο νέος δδΟοη^αΙΙωιηππδδαΓ™ για τη Λευκορωσία υποστήριζε τους εθνικιστικούς κύκλους ακόμα περισσότερο από τον μη στρατιωτικό προκάτοχό του. Την άνοιξη του 1944 ο
ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΙ ΠΑΡΑΣΤΑΤΕΣ
465
Χίμλερ πείστηκε τελικά ότι ήταν καλή η ιδέα να στρατολογήσει Σοβιετικούς μου σουλμάνους για ένα «Ανατολικό Τουρκικό Σώμα», διευρύνοντας το τουρκιδικό σύ νταγμα που πολεμούσε τότε ενεργά τους παρτιζάνους στη Λευκορωσία. Ο άνθρω πος που προτάθηκε για αρχηγός του νέου δδ ΟδίίΐίΓΐάδθ1ΐ6Γ λναίίβηνβΛαικϊ ήταν ο Βίλχελμ Χίντερζατς, πιο γνωστός ως «Χαρούν αλ Ρασίδ» Μπέης, πρώην Αυστρια κός αξιωματικός που είχε προσηλυτιστεί στο ισλάμ και είχε δουλέψει άλλοτε με τον Ενβέρ Πασά στο τουρκικό Γενικό Επιτελείο. Παρόλο που ο Χίμλερ εξακολουθούσε να ονειρεύεται μια γερμανική προέλαση ως τα Ουράλια, οι φαντασιώσεις του είχαν ολοένα εντονότερη αψβουργική χροιά και ο ίδιος έκανε λόγο για οικοδόμηση -πριν από το γερμανικό ΟδίΛν&ΙΡ™- «μιας αμυντικής μεθορίου Νεοκοζάκων στην Ανατο λή, κατά τα σπουδαία πρότυπα της αυστροουγγρικής μεθορίου και κατά το ρωσικό πρότυπο των Κοζάκων και των στρατιωτών εποίκων».35 Ένας ιδιαίτερα απαίσιος συνεργάτης των Γερμανών που προσχώρησε εκείνο τον καιρό στα δδ ήταν ο ψυχοπαθής τυχοδιώκτης ονόματι Μπρονισλάβ Καμίνσκυ. Ο Καμίνσκυ, μηχανικός από την κωμόπολη Λόκοτ της Λευκορωσίας, ήταν το άκρο αντίθε το του πειθαρχημένου και υψηλόφρονα πολιτικού ακτιβιστη Βλάσοφ* τα είχε τσου γκρίσει με τη ΝΚ\Τ) πριν από το 1939 και διαφέντεψε την περιοχή σαν δική του προ σωπική «αυτοκρατορία» για δύο σχεδόν χρόνια μετά την εισβολή των Γερμανών. Ο αποκαλούμενος Ρωσικός Εθνικός Απελευθερωτικός Στρατός του είχε φτιαχτεί στο άψε-σβήσε με τη βοήθεια της Βέρμαχτ και αριθμούσε περισσότερους από 10.000 άντρες. Τον κρατούσε ενωμένο η βίαιη, τύπου συνταγματάρχη Κουρτς1Χ,ιδιοσυγκρα σία του Καμίνσκυ. Οι Γερμανοί αξιωματικοί-σύνδεσμοι που επισκέπτονταν το στρα τόπεδό του στο δάσος Μπριάνσκ συνήθισαν να βλέπουν τα πτώματα των πρώην βοη θών του να αιωρούνται έξω από την κύρια είσοδο. «Ο Πονηρός Χανς» φον Κλούγκε, διοικητής της Κεντρικής Ομάδας Στρατιών, ανεχόταν τις κλοπές, τις λεηλασίες και τους βιασμούς των άντρων του «διάσημου» Καμίνσκυ, γιατί αυτός βοηθούσε στη διε ξαγωγή αντιπαρτιζάνικων επιχειρήσεων με αφετηρία την ανακηρυγμένη απ’ τον ίδιο Δημοκρατία του Λόκοτ* μάλιστα, στον Καμίνσκυ προσωπικά απονεμήθηκε ο «Σιδηρούς Σταυρός των Ανατολικών Λαών - Πρώτης Τάξεως».36 Πράγματα όμως που συνέβαιναν στους μακρινούς βάλτους και στα δάση της Λευ κορωσίας, και τα έβλεπαν λίγοι, όταν μεταφέρονταν εκατοντάδες μίλια δυτικότερα έκαναν μάλλον διαφορετική εντύπωση ακόμα και στους Γερμανούς. Το καλοκαίρι του 1944 οι άντρες του Καμίνσκυ υποχώρησαν κακήν κακώς από τη Λευκορωσία* άλ λαξαν όνομα και ως 29η Μεραρχία ^\ν&££©η-δδ πια στάλθηκαν να βοηθήσουν στη συ ντριβή της εξέγερσης της Βαρσοβίας. Εκεί, στην εργατική συνοικία Οχότα, διέπρεψαν με μια σειρά εγκλήματα που ήταν τόσο φριχτά ώστε συγκλόνισαν τους Γερμα νούς ανωτέρους τους. Υπολογίζεται ότι σκότωσαν 30.000 ανθρώπους μέσα σε μία μό λις μέρα* άφησαν πίσω τους υπόγεια γεμάτα πτώματα θερισμένα από τα πολυβόλα και λήστεψαν και βίασαν το προσωπικό και τις ασθενείς ενός τοπικού αντικαρκινι-
466
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
κού νοσοκομείου. Ακόμα και οι αξιωματικοί των δδ που ήταν επικεφαλής τούς σιχάθηκαν και τους απέσυραν. Καθώς το πλιάτσικο τους επιβράδυνε και το πιοτό τούς αχρήστευε, η κτηνωδία τους είχε απλώς παρατείνει την αντίσταση των απελπισμένων Πολωνών κατοίκων και δυσχεράνει το έργο των Γερμανών. Ο ίδιος ο Καμίνσκυ, πη γαίνοντας προς το Ουτζ -ζαλωμένος ρολόγια και κοσμήματα-, συνελήφθη και εκτελέστηκε, πιθανόν από την Γκεστάπο. Ο ίδιος ο Βλάσοφ, όταν του πρόσφεραν τους άντρες που απέμεναν από την ταξιαρχία του Καμίνσκυ, τους χαρακτήρισε περιφρο νητικά «μισθοφόρους» και αρνήθηκε να πάρει τους περισσότερους από αυτούς.37 Ο Ρώσος στρατηγός ήταν εντελώς διαφορετικού αναστήματος από τον έκλυτο καιροσκόπο Καμίνσκυ. Το φθινόπωρο του 1944, με τον Κόκκινο Στρατό να συντρί βει τις γραμμές της Κεντρικής Ομάδας Στρατιών και να προελαύνει προς τα σύνορα της Πολωνίας και της Ρουμανίας, ο Χίμλερ ξανασκέφτηκε το χαρτί Βλάσοφ - το V100, όπως το ονόμαζαν οι χωρατατζήδες, από τη μανία που είχε το καθεστώς με τα «μυστικά όπλα». Όπως έλεγε ο Χίτλερ, είχε έρθει πια «ο καιρός τού τι μπορούμε να κάνουμε, όχι του τι θέλουμε να κάνουμε». Ο Χίμλερ, πεπεισμένος ακόμα ότι οι Γερ μανοί θα κατάφερναν να αναστρέψουν την τροπή των πραγμάτων και θα απωθού σαν πάλι τους Ρώσους πίσω στα Ουράλια, συναντήθηκε με τον Βλάσοφ και συμφώ νησε να τον στηρίξει ώστε να ιδρύσει αυτός μια Επιτροπή για την Απελευθέρωση των Λαών της Ρωσίας (ΚΟΝΚ), που η πρώτη της συνεδρίαση έγινε στο κάστρο Χρατσάνυ της Πράγας, τον Νοέμβριο. Ο Χίμλερ αψήφησε τους φόβους των άντρων της ασφάλειάς του για την τοποθεσία και επέτρεψε στον Βλάσοφ να το διαχειρίζεται ο ίδιος, σε μια κατεχόμενη σλαβική χώρα.38 Τι πραγματική αξία είχε όμως ένα τέτοιο δονκιχωτικό εγχείρημα, όταν ο Κόκκι νος Στρατός προέλαυνε με ταχύτητα προς τα δυτικά και κόντευε να εισβάλει στο γερμανικό έδαφος; Η νέα Επιτροπή, αντανάκλαση της χρεοκοπίας των γερμανικών προσπαθειών για πολιτικό πόλεμο στην Ανατολή, ήταν μια ακόμα από τις πολλές αξιοθρήνητες και τελείως πλασματικές κυβερνήσεις που συστάθηκαν πολύ μετά την ημερομηνία λήξης τους: η γαλλική κυβέρνηση του Πεταίν ξανασυγκροτήθηκε στο Ζιγκμαρίνγκεν, και υπήρχαν επίσης, ή θα φτιάχνονταν σε λίγο, αλβανικές, κροατι κές, σερβικές και ελληνικές εθνικές επιτροπές: οι λουτροπόλεις και τα χιονοδρομι κά κέντρα της Αυστρίας γέμιζαν σιγά-σιγά συνεργάτες των Γερμανών που περίμεναν νευρικά να τελειώσει η εξορία τους. Η ίδια η ΚΟΝΚ ήταν μια καθαρά προπα γανδιστική παράσταση, που είχε στηθεί για ρωσική αποκλειστικά κατανάλωση. Κα νένας από τους υπουργούς του Χίτλερ δεν ήταν παρών στην Πράγα, κι ούτε ο Χίμ λερ εμφανίστηκε. Τα σχέδια να μεταχειριστούν την ΚΟΝΚ σαν κυρίαρχη κυβέρνηση εγκαταλείφθηκαν. Αντ’ αυτού, οι Γερμανοί έστειλαν ένα ειδικό τρένο από το Βερο λίνο να μεταφέρει τους «αντιπροσώπους» - πολλοί από τους οποίους ήταν στην πραγματικότητα ανατολικοί εργάτες που τους είχαν τσιμπήσει από τα στρατόπεδα και τους είχαν ντύσει επίσημα για την περίσταση. Ο Βλάσοφ είχε συντάξει ένα μανι
ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΙ ΠΑΡΑΣΤΑΤΕΣ
467
φέστο που δεν ανέφερε τον Χίτλερ, ούτε τον εθνικοσοσιαλισμό, και κατέγραφε δε κατέσσερα σημεία, σ’ ένα σαφές σινιάλο προς τις Δυτικές Δυνάμεις ότι είχε στο μυαλό του τον Γούντροου Ουίλσον και το 1918. Όλα αυτά όμως ήταν σκέτο «καμπα ρέ», όπως είπε ένας Γερμανός παρατηρητής* αν ο Χίτλερ πίστευε ότι υπήρχε έστω και η παραμικρή περίπτωση να πραγματοποιηθούν, δεν θα είχε επιτρέψει ποτέ τη δημοσίευση του μανιφέστου από τον Βλάσοφ.39 Δεν είχε σημασία που όλα αυτά τα σχέδια ήταν απλές φαντασιώσεις* την ύστερη εκείνη ώρα, οι σκυλοκαβγάδες του Βερολίνου διατηρούσαν δική τους αυτόνομη ζωή, και ο Βλάσοφ παρέμενε ένα άθυρμα. Ο παλιός εχθρός του Χίμλερ, ο Άλφρεντ Ρόζεν μπεργκ, δεν άντεξε να μην ανακατευτεί στην υπόθεση, παρά το ότι ήταν τώρα αρχη γός ενός υπουργείου χωρίς κανένα νόημα. (Όταν ο άνθρωπος του Χίμλερ στο συγκε κριμένο υπουργείο, ο Γκότλομπ Μπέργκερ, παραιτήθηκε τελικά τον Δεκέμβριο του 1944, άρχισε την έκθεσή του προς τον Χίμλερ ως εξής: «Θέμα: Υπουργείο του Ράιχ για τα Ό χι Πια Κατεχόμενα Ανατολικά Εδάφη».) Το γεγονός ότι οι μόνοι Γερμανοί στρατιώτες σε ρωσικό έδαφος ήταν οι αιχμάλωτοι πολέμου δεν εμπόδισε τον Ρόζεν μπεργκ να αφιερώσει τους τελευταίους μήνες της θητείας του στο να δημιουργήσει προβλήματα στον Βλάσοφ και σε όσους τον υποστήριζαν μέσα στα δδ. Έξαλλος που τον απέφευγε ο Χίμλερ -δεν τον είχε δει από τον Νοέμβριο του 1943-, ο Ρόζενμπεργκ προειδοποίησε για τον κίνδυνο του ρωσικού εθνικισμού και προέτρεψε τους εκπρο σώπους των μη ρωσικών εθνοτήτων να διοργανώσουν αντίπαλα συνέδρια: έτσι, λιλιπούτειες «εθνικές επιτροπές» Αζερμπαϊτζανών, Τατάρων, «Τουρκεστανών» και «Καυκασίων» άνοιξαν χαρτοπόλεμο εναντίον των περί τον Βλάσοφ «Μεγαλορώσων». Στις αρχές του 1945 παίχτηκε η τελευταία, φαρσική πράξη του δράματος, με μια συντακτική διάσκεψη Ουκρανών εθνικιστών στη Βαϊμάρη και τη συγκρότηση ενός ουκρανικού εθνικού στρατού. Το Υπουργείο Ανατολής του Ρόζενμπεργκ και τα δδ του Χίμλερ τσακώνονταν ακόμα και όταν δεν είχε απομείνει τίποτα το ουσιώδες για το οποίο να τσακωθούν, ο Βλάσοφ και οι άλλες ολοένα πιο αξιοθρήνητες ομάδες αντικομμουνιστών εθνικιστών ήταν απλά τα πιόνια τής άνευ λόγου, πια, αντιπαλότητάς τους. Η Ανατολή παρέμεινε αυτό που ήταν πάντα για τους ναζί: ένας τόπος όπου η φαντασία οργίαζε και η πραγματικότητα μπορούσε να αγνοείται. Οι περισσότεροι Ρώσοι που ενδιαφέρονταν για την περίπτωση Βλάσοφ ήταν, φυσικά, πιο ρεαλιστές. Οι αγωνιώδεις συζητήσεις τους, που τις παρακολουθούσε η δϋ, για το πού θα κατέληγαν όλα αυτά, ανέδιναν έντονα το αίσθημα των ζοφερών εναλλακτικών λύσεων που είχαν να αντιμετωπίσουν: Η μειοψηφία ισχυρίζεται ότι η Γερμανία έχει χάσει τον πόλεμο ούτως ή άλλως και θα καταληφθεί από τους Αγγλοαμερικανούς... Σε αυτούς τους Ρώσους επικρατεί η άποψη ότι μετά τη νίκη τους, η Αγγλία και η Αμερική θα καταστρέψουν τον μπολσεβικισμό στη Ρωσία και θα εγκαθιδρύσουν «γνήσια δημοκρατία». «Αν πάμε σήμε
468
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
ρα με τον Βλάσοφ», λένε αυτοί οι Ρώσοι, «οι Αγγλοαμερικανοί δεν θα μας το συγ χωρήσουν». Η άλλη μερίδα των Ρώσων θεωρεί ότι... η νίκη εναντίον του μπολσεβικισμού στη Ρωσία είναι δυνατή μόνο με τη βοήθεια ενός πραγματικού ρωσικού στρατού. Οι Ρώσοι λένε επίσης: «Εκφράσαμε πολλές φορές την επιθυμία να μπούμε στο στρατό του Βλάσοφ, αλλά μας απέρριψαν πάντοτε, και μας είπαν να μπούμε στα λΥ&ίίεηδδ. Εμείς όμως δεν θέλαμε, γιατί αυτή δεν είναι μια γνήσια ρωσική δύναμη.»40
Κινούμενος από ανάλογα αισθήματα, και παρά τη στήριξη του Χίμλερ, ο ίδιος ο Βλάσοφ αρνήθηκε να επιτρέψει στους στρατιώτες που διοικούσε να γίνουν τμήμα των λν&ί&η-δδ. Μετά από μια οργισμένη αντιπαράθεση, εκείνος που συνθηκολόγη σε ήταν τα δδ, και επικράτησαν οι Ρώσοι υηΐοπηοηδοΐιεη. Ο Χίμλερ επέτρεψε έτσι να συγκροτηθεί η πρώτη μεραρχία Βλάσοφ, τον Δεκέμβριο του 1944, ως ανεξάρτητη μονάδα* τον επόμενο μήνα εγκρίθηκε άλλη μία, και δόθηκε στον Βλάσοφ η εξουσία να διοικεί απευθείας, ανεξάρτητα τόσο από τη Βέρμαχτ όσο και από τον Χίτλερ, ως ιεραρχικά κορυφαίος. Ήταν η πιο όμορφη στιγμή του «Ρωσικού Απελευθερωτικού Στρατού» του: όμως δύο χρόνια συζητήσεων είχαν αποδώσει μόλις 50.000 άντρες* φτωχή απόδοση, αν αναλογιστεί κανείς τα εκατομμύρια Σοβιετικούς πολίτες που εί χαν δουλέψει για τη Βέρμαχτ και τα εκατομμύρια περισσότερους που είχαν δολο φονηθεί ή αφεθεί να πεθάνουν της πείνας. Αλλά η ναζιστική ηγεσία είχε ξεστρατίσει σ’ έναν ονειρικό κόσμο. Τι λόγο είχε ο Χίμλερ να καταβάλει μεγαλύτερη προσπάθεια ώστε να κερδίσει την υποστήριξη των Ρώσων, όταν ακόμα και τον Ιανουάριο του 1945 φαίνεται πως εξακολουθούσε να πιστεύει στα σοβαρά πως η Ρωσία μπορούσε να εξαναγκαστεί να προσανατολι στεί ανατολικά και νότια - να μετατραπεί σε ένα «Ανατολικορωσικό Σιβηρικό κρά τος» που τα δυτικά του σύνορα θα διέσχιζαν προς τα κάτω τη χώρα πιο πέρα από τη Μόσχα; Νιώθοντας αβάσιμα τεράστια αυτοπεποίθηση, ο Ραϊχσφύρερ-§§ έβλεπε κινδύνους εκεί που δεν υπήρχαν, και μάλιστα εξέλαβε κάποιες ασήμαντες πρωτο βουλίες Σέρβων και Σλοβάκων να αναγνωρίσουν τον Βλάσοφ ως ένδειξη ότι άνοιγε ένα επικίνδυνο πανσλαβικό μέτωπο εναντίον της Γερμανίας. Κανένας από τους άλ λους ηγέτες των ναζί δεν ήταν καλύτερος στην αντιμετώπιση της αλήθειας κατάμα τα. Ο Γκαίμπελς θεωρούσε τον Βλάσοφ ανδρείκελο* ο δε Γκαίρινγκ, όταν συναντήθηκε μαζί του, δεν μίλησε μαζί του για τίποτα περισσότερο ουσιώδες από τους βαθ μούς, τις στολές και τα ζητήματα στρατιωτικού πρωτοκόλλου του Κόκκινου Στρα τού. Ο υπουργός Οικονομικών, φον Κρόσιγκ, ήθελε να εντείνει τη «βλασοφική προ παγάνδα εναντίον των μπολσεβίκων», ώστε να εμπεδώσουν όλοι τη διαφορά βιοτι κού επιπέδου Γερμανίας και Ρωσίας - κατ’ αυτόν, αυτή ήταν (παρανοϊκά) «η σάλ πιγγα που θα κάνει τη σοβιετική Ιεριχώ να πέσει». Μόνο ο Χίτλερ ήταν πιο ρεαλι στής, και έβλεπε το στρατό του Βλάσοφ όχι ως πηγή ενός αποτελεσματικού ψυχολο
ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΙ ΠΑΡΑΣΤΑΤΕΣ
469
γικού όπλου που θα γκρέμιζε τον Κόκκινο Στρατό αλλά απλώς ως πρόσθετο κρέας για τα κανόνια, που καλό ήταν να το σπρώξουν στην πρώτη γραμμή για να σώσουν ζωές Γερμανών. Ξαπέστειλε τον Βλάσοφ και το επιτελείο του στο Ξενοδοχείο Ρίτσμοντ, στο Κάρλσμπαντ, όπου ο γκαονλάιτερ της Σουδητίας, Κόνραντ Χένλαϊν, εξεμάνη στην ιδέα ότι Ρώσοι θα διέμεναν εκεί, μέσα σε τέτοια λούσα, και απείλησε ότι θα τους πετούσε έξω. Το τι θα τους συνέβαινε είχε γίνει ήδη ολοφάνερο τον Φεβρουάριο, μετά την πτώση της Βουδαπέστης. Μέσα στα χαλάσματα της ρημαγμένης πόλης -ένας σωρός από χάρβαλα, μετά από μιαν από τις φοβερότερες πολιορκίες της Ευρώπης-, άντρες του Κόκκινου Στρατού αναζητούσαν «βλαχοφικούς» και εκτελούσαν τους περισσό τερους επιτόπου. Όποιος παραδεχόταν ότι μιλούσε ρωσικά ή δεν μπορούσε να απαντήσει στα γερμανικά ενώ φορούσε γερμανική στολή, κινδύνευε να εκτελεστεί αυτοστιγμεί. Στην πραγματικότητα, κανένας άντρας του Βλάσοφ δεν είχε σταλεί στη Βουδαπέστη* το όνομα του στρατηγού, όμως, κολλούσε σαν ρετσινιά σε όλους τους πρώην Σοβιετικούς πολίτες που είχαν αλλάξει στρατόπεδο.41 Μονάχα την εντελώς ύστατη ώρα του πολέμου, στη Πράγα, πολέμησε τελικά για πρώτη και τελευταία φορά στ’ αλήθεια ο στρατός του Βλάσοφ, και τότε, από ειρωνεία της τύχης, πολέμησε ενάντια στους Γερμανούς. Στις αρχές Μαΐου, κάμποσες μέρες με τά την αυτοκτονία του Χίτλερ, η Πρώτη Μεραρχία Βλάσοφ, που ήταν στρατωνισμένη έξω από την Πράγα, έκανε κάτι πολύ εντυπωσιακό: ανταποκρίθηκε στο αίτημα των Τσέχων μαχητών και άλλαξε στρατόπεδο βοηθώντας τους Τσέχους, οι οποίοι προ σπαθούσαν να βγάλουν τα δδ από την ακρόπολη Χρατσάνυ. Καιγόταν να αποδείξει την αντιγερμανική του στάση στους Συμμάχους και πίστευε πως το είχε καταφέρει. Μα οι Αμερικανοί αρνήθηκαν να μπουν στην πόλη, τιμώντας τη συμφωνία συνόρων που είχαν κάνει με τον Στάλιν, και καθώς ο Κόκκινος Στρατός ήταν έτοιμος να μπει μέσα από τα ανατολικά, οι Τσέχοι τα έβαλαν με τους άντρες του Βλάσοφ και τους διέ ταξαν να φύγουν. Οι περισσότεροι κατάφεραν να φτάσουν στις αμερικανικές γραμ μές, όπου οι Αμερικανοί τούς παρέδωσαν στους Σοβιετικούς: όσο για τον Βλάσοφ και τους ανώτερους αξιωματικούς τους, αυτοί εκτελέστηκαν ως προδότες το 194642 Συνολικά, η μοίρα των «ανατολικών παραστατών» της Γερμανίας μετά τον πόλε μο δεν ήταν ευχάριστη. Οι Σύμμαχοι παρέδωσαν τους Κοζάκους στους Ρώσους και τις κροατικές και σλοβενικές μονάδες δωσίλογων στους άντρες του Τίτο, οι οποίοι δολοφόνησαν τους περισσότερους από αυτούς. Όταν όμως συνειδητοποίησαν ότι η μοίρα αυτή περίμενε πιθανότατα και άλλους που είχαν πολεμήσει επίσης με τους Γερμανούς, οι Σύμμαχοι εγκατέλειψαν την πολιτική υποχρεωτικού επαναπατρισμού και τα πράγματα άρχισαν να βελτιώνονται για όσους είχαν επιζήσει. Πολλοί Ου κρανοί και Βαλτικοί, αν αποδείκνυαν ότι δεν είχαν υπηρετήσει στα δδ (ενώ ορισμέ νοι όντως είχαν), αποκτούσαν την ιδιότητα του Εκτοπισμένου Ατόμου* έτσι, εγκατα στάθηκαν τελικά στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στην Αυστραλία και στη Βρετανία, ή πα
470
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
ρέμειναν στη Δυτική Γερμανία. Με τη βοήθεια των επαφών του Ράινχαρντ Γκέλεν στις υπηρεσίες πληροφοριών -ο Γκέλεν είχε πολλές διασυνδέσεις και στα χρόνια του πολέμου είχε χρηματίσει, χωρίς ιδιαίτερα αξιόλογες επιδόσεις, επικεφαλής της υπηρεσίας πολεμικών πληροφοριών του γερμανικού στρατού στην Ανατολή-, οι αρ χηγοί των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ παρέκαμψαν τους φραγμούς που είχε θεσπίσει το Κογκρέσο στη στρατολόγηση ναζιστών εγκληματιών πολέμου και χρη ματοδότησαν αντικομμουνιστές εμιγκρέδες όλη τη δεκαετία του 1950, ελπίζοντας ότι αυτοί θα βοηθούσαν τους Αμερικανούς να συγκροτήσουν ένα βιώσιμο αντισοβιετικό αντιστασιακό κίνημα στη δυτική Ε.Σ.Σ.Δ. Το σχέδιο αποδείχθηκε μία ακόμα αποτυχία* ο στρατός-φάντασμα δεν μπορούσε να συγκριθεί με τη σοβιετική αντικα τασκοπία. Παρ’ όλα αυτά, οι χρηματοδότες τους στη ΟΙΑ -που γνώριζαν στην εντέ λεια τα φρικτά εγκλήματα που είχαν διαπράξει οι προστατευόμενοί τους στα χρόνια του πολέμου, αλλά αδιαφορούσαν-βοήθησαν αρκετούς κορυφαίους αυνεογάτεσ ^^Γ ερμ ανω ν να βρουν νέες πατρίδες κάνοντας)έτσι δυνατό τον εορτασμό της Εθνικής Επετείου της Λευκορωσίας κάθε χρόνο γύρω από τα μπάρμπεκιου του Σάουθ Ρίβερ, στο Νιου Τζέρσεϋ.43
Εναντίωση
(>{ Ε4ΐ)
Όμως οι πόλεμοι και οι ανταρσίες δεν είναι μόνο κατάρα και δυστυχία · γεννούν επί σης ελπίδα και δημιουργικότητα... Διαλέγοντας τον πόλεμο, καταλάβαμε τελικά ποι οι ήμασταν. Μόνο με την ένοπλη σύγκρουση μπορέσαμε να εκδηλώσουμε τον εαυτό μας και να αναγκάσουμε τον εχθρό να μας κατανοήσει και να μας αναγνωρίσει. Μιλοβαν Τζίλας, Χρόνια Πολέμου (Νέα Υόρκη, 1977), α. 22
«ΠΟΛΩΝΙΚΕΣ Μ ΕΘΟΔΟΙ»
Όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην Πολωνία το 1939, συνάντησαν παθιασμένη αντί σταση από την πρώτη στιγμή, και όταν η Βέρμαχτ μεταβίβασε τον έλεγχο σε πολιτι κά πρόσωπα υπήρχαν ακόμα λιγοστοί Πολωνοί στρατιώτες που πολεμούσαν μέσα στα δάση. Την άνοιξη του επόμενου έτους, αυτούς τους είχαν πια κυνηγήσει και σκοτώσει. Η ειρήνευση όμως δεν έφερε την αποδοχή, και η εχθρότητα του πληθυ σμού εναντίον των Γερμανών δεν κρυβόταν. «Ειδικά τα Πολωνάκια φέρονται στους Γερμανούς σχεδόν με αγένεια», παραπονέθηκε ένας διοικητής που μόλις εί χε φτάσει στη χώρα. Μπροστά στην ευρείας κλίμακας «παθητική αντίσταση», άλ λοι εντυπωσιάζονταν από το γεγονός ότι «ο Πολωνός νιώθει ο ίδιος κύριος του δρόμου». Δεν υπήρχε «ανοιχτή αντίσταση», έγραφε ο Κτοίδΐιαιιρΐιηαηη του Μπιουγκόραϊ, αλλά οι γερμανικές διαταγές υπακούονταν μόνο όταν επιβάλλονταν. Οι κατακτητές έπιαναν ομήρους, κατακρατούσαν μερίδες τροφίμων και εκτελούσαν προκρίτους για να δείξουν στους Πολωνούς, «που είναι πεπειραμένοι σε ζητήματα επανάστασης», πως το Τρίτο Ράιχ θα ήταν σκληρότερο από τους πάλαι ποτέ Ρώ σους τσάρους.1 Γιατί η εναντίωση στους εισβολείς δεν είχε βέβαια ξεριζωθεί με τη φονική «εθνολογική καθαριότητα» που είχαν κάνει οι άντρες του Χάυντριχ τις πρώτες μέ ρες της κατοχής. Αντιθέτως, όπως θυμόταν ένας αγωνιστής, «μυστικές εταιρείες ξεπηδούσαν παντού, σαν τα μανιτάρια μετά τη βροχή». Η Γκεστάπο θεωρούσε πως
472
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
όλα αυτά ήταν τόσο ασυντόνιστα -και οι Πολωνοί τόσο διχασμένοι- που δεν ήταν πραγματικά απειλητικά. Και είναι αλήθεια ότι, μετά την ήττα, τα περισσότερα κα θιερωμένα πολιτικά κόμματα είχαν σχηματίσει το καθένα τη δική του παράνομη πτέρυγα, πλάι στις εκατοντάδες άλλες μικρότερες ομάδες. Μέσα όμως σ’ ένα μήνα από τη γερμανική εισβολή, τα παλιά κόμματα της αντιπολίτευσης είχαν συμπήξει το Κύριο Συμβούλιο Εθνικής Άμυνας και είχε γεννηθεί η κύρια οργάνωση ένοπλης αντίστασης της εμπόλεμης περιόδου, η Ένωση Ένοπλου Αγώνα (Ζλ¥Ζ), που έγινε αργότερα γνωστή ως Εγχώριος Στρατός (ΑΚ).2 Παρά τις ζυμώσεις αυτές, υπήρξε μικρή ανοιχτή ένοπλη αντίσταση. Ο ταγματάρ χης Χένρυκ Ντομπζάνσκι «Χούμπαλ» -ο «τρελός ταγματάρχης», όπως αποκαλούσαν οι Γερμανοί τον πρώην ιππέα των Ολυμπιακών Αγώνων- ήταν ο αξιωματικός που αρνήθηκε να αφοπλιστεί και ηγήθηκε μιας μικρής ομάδας στρατιωτών τους πρώτους μήνες του 1940, προσδοκώντας το άνοιγμα ενός νέου μετώπου στη Δύση. Η μονάδα του είχε προξενήσει βαριές απώλειες σε πολλές γερμανικές μονάδες, αλλά και το τίμημα είχε σταθεί βαρύ: οι Γερμανοί είχαν κάψει πολλά χωριά και είχαν σκοτώσει γύρω στα 700 άτομα. Γι’ αυτό τα αισθήματα των ντόπιων είχαν στραφεί εναντίον του Χούμπαλ, και οι παράνομες οργανώσεις φοβούνταν τις γενικότερες συνέπειες για τις δικές τους προσπάθειες στρατολόγησης. Όταν το Ζ\ΥΖ τού είπε να σταματήσει, εκείνος αρνήθηκε και συνέχισε τις επιδρομές του, ώσπου τελικά οι Γερμανοί τον στρίμωξαν και τον σκότωσαν, στα τέλη Απριλίου. Σχεδόν αμέσως ακολούθησαν τα μπλόκα που είχαν σκοπό να εμποδίσουν την ίδια την εμφάνιση ενός ενιαίου αντιστασιακού κινήματος. Η λεγόμενη Δράση ΑΒ (Έκτακτης Ειρήνευ σης) κατέληξε στη σύλληψη 30.000 Πολωνών και στην αποστολή τους σε στρατόπε δα συγκέντρωσης, ανάμεσα στα οποία ήταν και το νεοϊδρυθέν Άουσβιτς* 3.500 σκο τώθηκαν στο πεδίο εκτελέσεων έξω από τη Βαρσοβία. Η Δράση ΑΒ, που εκδηλώθη κε μετά τον εγκλεισμό των καθηγητών του Πανεπιστημίου της Κρακοβίας σε στρα τόπεδα συγκέντρωσης και συνέπεσε με τη μαζική δολοφονία των αξιωματικών του πολωνικού στρατού από τους Σοβιετικούς, έδειξε πως η ανοιχτή εναντίωση στους Γερμανούς χωρίς έξωθεν βοήθεια θα ήταν σκέτη αυτοκτονία.3 Τα γεγονότα αυτά επιβεβαίωσαν την άποψη που επικρατούσε ήδη στις τάξεις των εφέδρων αξιωματικών του στρατού οι οποίοι ανέπτυσσαν παράνομη δραστη ριότητα: πίστευαν πως έπρεπε να οικοδομήσουν μια παράνομη οργάνωση που θα ξεπρόβαλλε στην επιφάνεια μόνο όταν θα φαινόταν πιθανή η εκδίωξη των Γερμα νών. Αυτή ήταν ακριβώς η στρατηγική που είχαν ακολουθήσει με σχετική επιτυχία στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν μια πολύχρονη και προσεκτική παράνομη προπαρασκευή είχε κορυφωθεί με τον πολωνικό ξεσηκωμό του Οκτώβριο του 1918. Ήθελαν τώρα να επαναλάβουν αυτή την τακτική. Η αντίσταση, έγραφε ο διοικητής του παράνομου στρατού τον Νοέμβριο του 1939, έπρεπε να αποκαλυφθεί μόνο όταν η Γερμανία θα φαινόταν στα πρόθυρα της ήττας «ή τουλάχιστον όταν το ένα της πό-
ΟΙ ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟΙ
21. Ρομά εκτοπισμένοι από τη Γερμανία κρατούνται στο στρατόπεδο του Μπέουζετς* 1940.
ΟΙ ΣΥΜΜΑΧΟΙ
22. Ο στρατάρχης Αντονέσκου και η γυναίκα του στο σπίτι τους, Μάρτιος 1942.
23. Ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι επιθεωρούν τα ιταλικά στρατεύματα στην Ουκρανία, στις 28 Αυγοΰστου 1941.
24. Αφαίρεση του βασιλικού γιουγκοσλαβικού αετού από τα κράνη του στρατού· Κροατία, Μάιος 1941.
25. Βάψιμο του υ των Ουστάσε πάνω στα κράνη· Κροατία, Μάιος 1941.
ΕΝΑΝΤΙΩΣΗ
26. Γερμανοί στρατιώτες βάζουν φωτιά σ’ ένα σέρβικο χωριό* 1941.
27. Κομισάριοι της ταξιαρχίας παρτιζάνων Μόλοτοφ* Λευκορωσία, 1942.
28. Εβραίοι αιχμάλωτοι στην εξέγερση του γκέτο της Βαρσοβίας, Απρίλιος-Μάιος 1943.
ΟΙ ΣΚΟΤΩΜΟΙ
29. Ξεφόρτωμα πτωμάτων από το τρένο του θανάτου του Ιάσιου, υπό την επίβλεψη Ρουμάνου αστυνομικού, 1 Ιουλίου 1941.
30. Εκτοπισμένοι Ουγγροεβραίοι πορεύονται μέσα από το Κάμενετς-Ποντόλσκ προς τον τόπο της εκτέλεσης* Ουκρανία, 27 Αυγούστου 1941.
ΤΑ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ
32. Καταναγκασμένοι εργάτες στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Πουάσουβ, 1943-4.
ΤΑ ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΑ
33. Επιζώντες, την επαΰριο της απελευθέρωσης του Νταχάου, 30 Απριλίου 1945.
34. Σοβιετικά στρατεύματα μπαίνουν στη Βουδαπέστη, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1945
ΤΑ ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΑ
36. Ξύρισμα του κεφαλιού μιας γυναίκας που κατηγορήθηκε ότι κοιμόταν μ’ έναν Γερμανό: προσέξτε το πορτρέτο του Χίτλερ στ’ αριστερά* Γαλλία, 1944.
ΣΚΟΥΠΙΔΟΤΕΝΕΚΕΣ
37. Η ναζιστική ελίτ στην αιχμαλωσία* Μοντόρφ-λε-Μπαιν, καλοκαίρι 1945. Προκαθήμενος ο Γκαίρινγκ. Ο Ρίμπεντροπ είναι όρθιος στην πρώτη σειρά, στην άκρη αριστερά, πίσω από τον καθισμένο Λάμμερς* δίπλα του στέκεται ο Βάλτερ Φουνκ· ανάμεσά τους, ο Σέυς-Ίνκβαρτ. Ο Ρόμπερτ Λέυ ατενίζει προς τα δεξιά* ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ στέκει πίσω από τον δεξιό του ώμο, ο Φρικ πίσω από τον αριστερό του ώμο. Ανάμεσα στους στρατιωτικούς, τους κομματικούς και τους γραφειοκράτες μπορεί κανείς να διακρίνει επίσης τους Φον Κρόσιγκ, Νταίνιτς, Φρανκ, Γιοντλ και Κάιτελ.
473
ΕΝΑΝΤΙΩΣΗ
δι θα έχει σακατευτεί. Τότε θα είμαστε σε θέση να κόψουμε φλέβες και τένοντες στο άλλο πόδι και να γκρεμίσουμε τον γερμανικό κολοσσό». Στην αρχή φαντάζο νταν ότι αυτό θα διαρκοΰσε κάποιους μήνες και περίμεναν βοήθεια από τη Γαλλία, τη σύμμαχο της Πολωνίας. Μα η συντριβή της Γαλλίας το καλοκαίρι του 1940 διέψευσε παταγωδώς αυτή την πρόγνωση και πολύς κόσμος ένιωσε τέτοια αποθάρρυνση, που αποχώρησε από την αντίσταση το δεύτερο μισό του 1940, όταν συνειδητο ποίησε ότι η κατοχή δεν έμελλε να τελειώσει γρήγορα.4 Η Πολωνία έγινε έτσι η πρώτη και η πιο υπομονετική εκπρόσωπος της αντιστα σιακής προσέγγισης του μυστικού στρατού. Πολλές άλλες χώρες -η Νορβηγία, η Γιουγκοσλαβία, η Δανία, η Ολλανδία, το Βέλγιο και η Γαλλία-ακολούθησαν αργότερα την ίδια στρατηγική: η βασική -και απολύτως κατανοητή- αιτιολόγησή της ήταν ο φόβος μην προκαλέσουν άσκοπες απώλειες στους αμάχους και η επιθυμία να μην προσελκυστεί η προσοχή των Γερμανών προς τις μικρότερης κλίμακας, στρατηγικά σημαντικές δολιοφθορές και προς τις δραστηριότητες συλλογής πληροφοριών, τις οποίες επίσης μπορούσαν να αναπτύξουν οι αντιστασιακές ομάδες. Το ίδιο θα είχε συμβεί και στη Βρετανία, αν κρίνουμε από το τι συνέβη στα νησιά της Μάγχης, όπου οι τοπικές αρχές αποθάρρυναν παρομοίως την αντίσταση. Από το καλοκαίρι του 1940, λοιπόν, οι Πολωνοί έστιασαν τις προσπάθειές τους στην οικοδόμηση του πιο εντυπωσιακού παράνομου κράτους της ηπειρωτικής Ευ ρώπης - σε πλήρη ανάπτυξη, με δικές του μορφωτικές, δικαστικές, προνοιακές και προπαγανδιστικές πτέρυγες. Σκοπός του ήταν να προφυλάξει την πολωνική κοι νωνία από τη διάλυση με την οποία την απειλούσε η πίεση των ναζιστικών κατοχι κών μέτρων και παράλληλα να προπαρασκευάζεται για τη στιγμή που θα μπορού σε να πετάξει έξω τους Γερμανούς.5 Ώστε η απουσία ένοπλων συμβάντων πριν από το 1942 στη Γενική Κυβέρνηση δεν αντανακλούσε το τι σκεφτόταν η χώρα. Οι συλλήψεις της Γκεστάπο οπωσδήποτε έβλαπταν βαριά τον Εγχώριο Στρατό. Παρ’ όλα αυτά, γρήγορα έφτασε να διαθέτει δεκάδες χιλιάδες άντρες που εκπαιδεύο νταν για γενικό ξεσηκωμό. Η δΐΡο/δϋ, αγχωμένη πάντοτε ότι η αστυνομία δεν ήταν αρκετά σκληρή, δεν μπορούσε να καταλάβει τις αισιόδοξες εκτιμήσεις της Βέρμαχτ· φοβόταν ήδη από τον Ιανουάριο του 1941 ότι βρισκόταν «στο χείλος ενός ηφαιστείου».6
Η Δ Υ ΤΙΚ Η ΕΥ ΡΩ Π Η
Στην Πολωνία, η αντίσταση αποτελούσε απάντηση στην εσκεμμένη απεθνικοποίηση. Στη δυτική Ευρώπη όμως, όπου η γερμανική κατοχή δεν είχε τέτοιο ριζικό σκο πό, η Βέρμαχτ ήταν λιγότερο τραχιά, και με φόντο τη διάχυτη ανεργία και δυσαρέ σκεια από την παλιά μεσοπολεμική τάξη πραγμάτων, η επαγγελία μιας Νέας Τά
474
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
ξης φάνηκε αρχικά πως άξιζε να επιδιωχθεί. Ο Βέλγος σοσιαλιστής Ανρι ντε Μαν δεν εκπροσωπούσε μόνο τον εαυτό του όταν διακήρυττε: «Για τις εργαζόμενες τά ξεις και για το σοσιαλισμό, η παρούσα κατάρρευση ενός ετοιμόρροπου κόσμου όχι μόνο δεν είναι καταστροφή, αλλά είναι και λύτρωση». Οι Γερμανοί όμως απο δείχθηκαν απολύτως ανίκανοι να εκμεταλλευτούν την ισχυρή αυτή επιθυμία για ένα νέο ξεκίνημα και γρήγορα συνέβαλαν στο να φυτρώσουν κι εκεί οι σπόροι της εναντίωσης. Ακόμα και όπου ο στρατός εισβολής φέρθηκε «σωστά», η κοινή γνώμη στράφη κε πολύ γρήγορα εναντίον του. Δεν βοήθησε βέβαια η παραδοσιακά δρακόντεια προσέγγιση της κατοχής από τον γερμανικό στρατό, ούτε η ομοβροντία απειλών και απαγορεύσεων που αυτός εξέδωσε αμέσως: οι δημόσιες εκδηλώσεις χωρίς άδεια, η παραβίαση της απαγόρευσης κυκλοφορίας, η ακρόαση του βρετανικού ραδιοφώνου ή η κυκλοφορία «εχθρικών προς τη Γερμανία» βιβλίων και φυλλαδίων έγιναν όλα σοβαρά αδικήματα. Η υποκατάσταση των στρατιωτικών αρχών κατοχής από τις πο λιτικές δεν έφερε βελτίωση - το αντίθετο, μάλιστα. Η λαϊκή αδημονία μεγάλωσε μό λις έγινε φανερό πως δεν υπήρχε ορατό τέλος στις ελλείψεις και στις περικοπές, πως η γερμανική εξουσία σήμαινε απομόνωση από τον υπόλοιπο κόσμο και πως η ειρήνη δεν θα ερχόταν σύντομα. Στη δυτική Ευρώπη, ωστόσο, η λαϊκή οργή στράφηκε αρχικά εξίσου εναντίον των ντόπιων αρμοδίων όσο και εναντίον του γερμανικού στρατού. Τον Απρίλιο του 1941, ο Αμερικανός διπλωμάτης Τζωρτζ Κένναν επισήμαινε τον τρόπο με τον οποίο η Βέρμαχτ είχε προσπαθήσει να διατηρήσει μη πολιτική προσέγγιση της κατοχής, και «εξωτερικά μια σωστή και αμερόληπτη στάση απέναντι σε όλο τον άμαχο πλη θυσμό, ανεξάρτητα από φυλή, κοινωνική τάξη ή εθνικότητα». Αυτό ο πληθυσμός συ χνά το εκτιμούσε αρκούντως, ιδίως μετά το χάος και τον πανικό της ίδιας της εισβο λής. Οι Γάλλοι της περιοχής Ερ, για παράδειγμα, αναγνώριζαν ότι «στις τάξεις των εισβολέων βασίλευε η πιο απόλυτη πειθαρχία» και πως «οι πράξεις βανδαλισμού, οι απαιτήσεις και οι επιθέσεις αποτελούσαν εξαίρεση». Ναι μεν οι Γάλλοι αναγνώ ριζαν τις προσπάθειες που κατέβαλλαν οι Γερμανοί αξιωματικοί να μαζευτεί η σο δειά και να τραφούν οι πρόσφυγες, αλλά είχαν πολλά να πουν για την αλαζονεία, τον αυταρχισμό και τις επιτάξεις με τις οποίες έστελναν τα αγροτικά και τα βιομη χανικά προϊόντα πέρα από το Ρήνο, καθώς και για το δελτίο στα καύσιμα που έκανε τις μεταφορές όλο και πιο ακριβές. Έ νας μέρος αυτών των αισθημάτων δεν ήταν άλλο από την έχθρα που πάντοτε επιφέρει μια κατοχή. Είτε όμως φερόταν σωστά ο στρατός είτε όχι, δεν έπαυε να ενσαρκώνει πολιτικά μιαν απειλή ευρύτατου και απολύτως ανεπιθύμητου εκναζισμού του τρόπου ζωής του κόσμου. Αυτό το ενδεχό μενο εξηγεί γιατί στο Βέλγιο, λόγου χάρη, παράλληλα με τη γενικευμένη οργή που ένιωθε ο κόσμος εναντίον των Γάλλων, την περιφρόνησή του για τους δικούς του πο λιτικούς και την εξαιρετικά επαμφοτερίζουσα στάση του (τον πρώτο καιρό) απένα
ΕΝΑΝΤΙΩΣΗ
475
ντι στους Βρετανούς, ένας παρατηρητής διέκρινε την ταχύτατη εμφάνιση «σχεδόν γενικού μίσους» εναντίον των Γερμανών.7 Μια έκφραση αυτού του μίσους ήταν η σχεδόν αστραπιαία εχθρότητα με την οποία αντιμετωπίστηκαν οι γυναίκες που συναδελφώνονταν με τον εισβολέα. Η ήτ τα ήταν μια αποτυχία για τους άντρες του έθνους και πλήγμα για την αρσενική τους περηφάνια, κυριότατα στις χώρες όπου οι στρατιώτες είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι πο λέμου, κι έτσι δεν είναι καθόλου περίεργο που, στο θέμα των στάσεων απέναντι στους Γερμανούς, τα πυρά συγκεντρώθηκαν κυρίως στη σεξουαλικότητα και την ηθική. Μια από τις πρώτες αφίσες που κολλήθηκαν στους τοίχους της Βαρσοβίας εφιστούσε την προσοχή στις Πολωνίδες να μη συγχρωτίζονται με τους Γερμανούς. Την άνοιξη του 1940, ο Χίτλερ διέταξε «οι Δανές να προσεγγίζονται με πολλή προ σοχή». Όταν οι Γερμανοί στρατιώτες δεν έδωσαν σημασία, οι σερβιτόροι άρχισαν να αρνούνται να σερβίρουν τις συντρόφους τους και ο κόσμος τις έφτυνε στο δρόμο: γρήγορα προκλήθηκε διπλωματικό επεισόδιο. Στη Γαλλία το πρόβλημα ήταν ακόμα σοβαρότερο, γιατί απούσιαζαν πάμπολλοι Γάλλοι αιχμάλωτοι πολέμου* ένας αστυ νομικός διευθυντής προειδοποίησε ότι ο συνδυασμός οινοπνεύματος και γυναικών άναβε φωτιές ανάμεσα στους Γάλλους άντρες και στους Γερμανούς στρατιώτες. Διακυβευόταν δε η τιμή όλων των πλευρών. «Είμαστε οι νικητές! Εσείς ηττηθήκατε! Οι γυναίκες, ακόμα και τα παιδιά της χώρας σας, δεν είναι πια δικά σας!» είπε ένας Γερμανός κατοχικός στρατιωτικός διοικητής μιας γαλλικής πόλης σ’ έναν Γάλλο δι καστικό. Κάποιος κατήγγειλε το γείτονά του στις γερμανικές αρχές, όταν εκείνος τον χλεύασε λέγοντας πως «η κόρη σου είναι πουτάνα των Βοοίιεδ1». Η άρνηση εντέλει παροχής ερωτικών εκδουλεύσεων στους Γερμανούς μπορούσε να ιδωθεί σαν πράξη αντίστασης, ακριβώς όπως η ερωτική επαφή με Γερμανό ερμηνευόταν ως επιθυμία αναρρίχησης και ιδιοτέλεια. (Στην Απελευθέρωση, τα γαλλικά δικαστήρια αντιμετώπισαν τις πόρνες επιεικέστερα από τις άλλες γυναίκες, γιατί θεώρησαν ότι κινούνταν από επαγγελματικούς και όχι από πολιτικούς λόγους.)8 Η κατοχή, λοιπόν, ξεκινούσε συχνά με μια έντονη συζήτηση γύρω από ζητήματα δεοντολογίας, για το πώς έπρεπε να φερθούν οι άνθρωποι στους κατακτητές, ιδίως αφού κανείς δεν ήξερε πόσον καιρό θα έμεναν εκεί. Η προοπτική επ’ αόριστον ξε νικής διακυβέρνησης ήταν αφοπλιστική, και όσες παραινέσεις είδαν το φως της δη μοσιότητας αποτελούσαν κατά βάση προσπάθειες κανονιστικού προσανατολισμού του κοινού, το οποίο είχε αποπροσανατολιστεί με την ήττα και υπήρχε κίνδυνος (έτσι τουλάχιστον πίστευαν οι συγγραφείς αυτών των έργων) να απαρνηθεί το έθνος του. «Είναι οι κατακτητές. Να είστε σωστοί απέναντι τους... αλλά να μην υπερβάλλετε», συμβούλευε ο Ζαν Τεξιέ στο ϋοηΞβίΐ8 ά Γοοβιιρβ11. Σε μια περίοδο όπου ασκούνταν ακόμα πολλή κριτική στο βασιλιά της Νορβηγίας για το ότι είχε διαφύγει στην Αγγλία, οι υποστηρικτές του εξέδωσαν «Δέκα Εντολές για τους Νορ βηγούς». Το άρθρο 1 έλεγε: «Θα υπακούς στον βασιλιά Χώκον, που τον ψήφισες
476
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
εσύ ο ίδιος»111. Και παρακάτω: «Θα μισείς τον Χίτλερ και δεν θα ξεχάσεις ποτέ ότι, χωρίς να κηρύξει τον πόλεμο, επέτρεψε στους συνδολοφόνους του να επιτεθούν εναντίον ενός φιλειρηνικού λαού». Και στη συνέχεια καταγγέλλονταν ως προδότες όχι μόνο όσοι συνεταιρίζονταν με τους Γερμανούς ή με τους κουίσλινγκ αλλά και κάθε μέλος της Βουλής που είχε ψηφίσει υπέρ της καθαίρεσης του βασιλιά. Εν ολίγοις, δεν ήταν ένα κείμενο που το διέκρινε η εμπιστοσύνη στην ακαθοδήγητη κρίση του μέσου Νορβηγού.9 Υπήρξαν πάντως πολλές άλλες πρώιμες ενδείξεις εναντίωσης στην παρουσία των Γερμανών. Οι άνθρωποι μποϊκοτάριζαν τις γερμανόφωνες εφημερίδες· πήγαι ναν και κάθονταν πιο κει όταν ένας Γερμανός ερχόταν δίπλα τους - στη Νορβηγία, μάλιστα, αυτό έγινε κολάσιμο αδίκημα. Χτυπούσαν παλαμάκια στο σινεμά όταν τα επίκαιρα έδειχναν Βρετανούς στρατιώτες και χειροκροτούσαν ακόμα και τους αιχ μαλώτους πολέμου των Συμμάχων όταν οι Γερμανοί τούς περνούσαν από τους δρό μους. Ο κόσμος εξέφραζε επίσης τη διαφωνία του με το ντύσιμο: στις ιταλοκρατούμενες περιοχές της Γαλλίας, ένα κομμάτι μακαρόνι σαν κονκάρδα εξέφραζε την πε ριφρόνηση των κατοίκων. Στις Κάτω Χώρες, όπου οι Γ ερμανοί απαγόρευσαν τις ση μαίες, ο κόσμος φορούσε γαρίφαλα για τον πρίγκιπα Βερνάρδο. Τα βασιλικά γενέ θλια και οι δημόσιες επέτειοι που τιμούσαν τους νεκρούς του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου ή την εθνική ανεξαρτησία έγιναν εστίες συσπείρωσης και προκάλεσαν νέ ες απαγορεύσεις. Στις παρελάσεις της 11ης Νοεμβρίου™ 1940 στις Βρυξέλλες και στο Παρίσι ακούστηκαν συνθήματα όπως «Ζήτω η Αγγλία!» και «Γερμανοί βρομιά ρηδες!». Οι φοιτητές διαμαρτυρήθηκαν για την απόλυση Εβραίων διδασκόντων από το Πανεπιστήμιο του Ντελφτ τον ίδιο μήνα, και τον επόμενο Φεβρουάριο έγινε μια μεγάλη απεργία ενάντια στα μπλόκα στην εβραϊκή συνοικία του Αμστερνταμ.10 Νωρίς έκαναν την εμφάνισή τους και οι πρώτες παράνομες εφημερίδες, προκη ρύξεις και τρακτ. Μερικές είχαν ειδήσεις σταχυολογημένες από το ΒΒΟ, άλλες κα τήγγειλαν ή σατίριζαν τους Γερμανούς. «Οι παράνομες εφημερίδες πολλαπλασιά ζοντας, σημείωνε στο ημερολόγιό του τον Οκτώβριο του 1940 ο Βέλγος δικηγόρος Πωλ Στρούι. Όσο ταπεινές και αν ήταν σε εμφάνιση, τις θεωρούσε, «ως σύμπτωμα, παρηγοριά». Τον επόμενο μήνα, στο Κλερμόν-Φερράν απαγορεύτηκε η πώληση στένσιλ ή η αναπαραγωγή με πολύγραφο χωρίς άδεια.11 Έ νας άλλος τρόπος αντα πάντησης ήταν τα συνθήματα στους τοίχους και στις γέφυρες. Στη Βαρσοβία, στον τοίχο ενός δρόμου έγραψαν «Η Πολωνία θα νικήσει»· η εκστρατεία του ΒΒΟ «V ίοτ νΐοίοΓΥ» οδήγησε σε παροξυσμό τέτοιων σημάτων, ο οποίος θορύβησε τον Γκαίμπελς. Το ειδικό σημάδι του βασιλιά Χώκον, το «Η-7»ν, έγινε πανταχού παρόν στη Νορβηγία, γιατί η κατοχή είχε αποκαταστήσει γρήγορα τη δημοτικότητά του, παρά τη γερμανική προπαγάνδα (ή και εξαιτίας της), που του επιτιθόταν προσωπι κά. Τον Απρίλιο του 1941 νέα γκράφιτι στις Βρυξέλλες απέδιδαν τιμή στους Έλλη νες και στους Γιουγκοσλάβους, και τον επόμενο μήνα ειρωνικά συνθήματα -«Χάιλ
ΕΝΑΝΤΙΩΣΗ
477
Ες!»νί- έφεραν σε δύσκολη θέση τις δυνάμεις κατοχής. Όταν μπήκε επιγραφή «Μό νο για Γερμανούς» στα παγκάκια της Κρακοβίας, σε λίγες μέρες συμπληρώθηκε με την υπενθύμιση: «Τα παγκάκια είναι δικά μας, οι κώλοι δικοί σας». Ακόμα και η προπαγάνδα των κατακτητών χρησιμοποιήθηκε συχνά εναντίον τους. Τα δδ ανησύ χησαν όταν οι Πολωνοί κυκλοφόρησαν μια προκήρυξη-παρωδία στα τέλη του 1941: είχε τίτλο «Μάθετε γερμανικά!» και διέφερε από το γνήσιο άρθρο κατά το ότι πα ρέθετε χρήσιμες εκφράσεις για τα μέλη της αντίστασης: «Αλτ! Ψηλά τα χέρια, πέσε μπρούμυτα! Ή σουν μέλος του κόμματος, των Ταγμάτων Εφόδου ή των δδ; Όποιος πει ψέματα, θα εκτελεστεί. Θα σας φερθούμε όπως μας φέρθηκαν οι Γερμανοί. Τα χέρια πίσω απ’ το κεφάλι, γύρνα προς τον τοίχο. Πάρε ένα φτυάρι και σκάψε έναν τάφο!»12 Ακόμα και η προσχώρηση στις νέες μαζικές πολιτικές οργανώσεις που είχαν επιτρέψει οι Γερμανοί μπορούσε να αποτελέσει πράξη αντίστασης. Στο Προτεκτο ράτο, σχεδόν όλοι οι δικαιούμενοι Τσέχοι γράφτηκαν στην Εθνική Αλληλεγγύη (Ν&Γόάηί 8οιΐΓθΐιθ0ηδΐνί), για να διαδηλώσουν το αίσθημά τους περί εθνικής ενότη τας και να δείξουν ότι αψηφούσαν το τσέχικο φασιστικό κίνημα. 800.000 Ολλανδοί γράφτηκαν στη ΝοάοΓίΒπάδο υηίο προτού αυτή απαγορευτεί τον Δεκέμβριο το 1941, ορμώμενοι κυρίως από την επιθυμία τους να φράξουν το δρόμο στους Ολλανδούς ναζί. Ο διφορούμενος σκοπός της οργάνωσης της επέτρεπε να λειτουργεί σαν σύμ βολο εθνικής αλληλεγγύης και πιθανός φορέας εναντίωσης στους Γερμανούς, ακρι βώς ο λόγος για τον οποίο τελικά την έκλεισαν.13 Η αποσύνθεση των φορέων που οι Γερμανοί είχαν ελπίσει ότι θα προωθούσαν τον εκναζισμό των κατεχόμενων χωρών της βορειοδυτικής Ευρώπης έκανε τον Χίμλερ να συμπεράνει πριν ακόμα από το καλοκαίρι του 1940 πως η «μαλακή» πο λιτική είχε αποτύχει. Αυτό ήταν όμως ένα ιδιοτελές συμπέρασμα, που αποσκοπούσε στο να δικαιολογήσει την ανάληψη του ελέγχου από τα δδ. Πράγματι, η εξουσία του Χίμλερ ήταν ακόμα περιορισμένη εκτός Ανατολής -στο Βέλγιο και στη Γαλλία, λόγου χάρη, η δίΡο/δΌ δεν μπορούσε να κάνει συλλήψεις χωρίς την άδεια του στρατιωτικού διοικητή- και οι ιθύνοντες, στρατιωτικοί και πολιτικοί, διαφωνούσαν με την ανάλυσή του. Απέδιδαν προτεραιότητα στη δημόσια τάξη και ασφάλεια, και όχι στην πολιτική αλλαγή και στον εκναζισμό, κι έτσι δεν τους απασχολούσε υπερ βολικά η έχθρα της κοινής γνώμης, ούτε οι αποτυχίες των ναζί να χτίσουν νέα, φιλογερμανικά μαζικά κόμματα. Αποδέχθηκαν το γεγονός ότι πολιτικά δεν ήταν δη μοφιλείς και επικέντρωσαν την προσοχή τους στο να συγκροτήσουν αξιόπιστες δι οικήσεις. Παρακολουθούσαν προσεκτικά την κοινή γνώμη, λογόκριναν τον Τύπο και αποθάρρυναν τις πολυπληθείς ομάδες και εκδηλώσεις. Είχαν συνείδηση της λαϊκής δυσαρέσκειας για την κατοχή και τους απασχολούσε κυρίως να μη γίνει βί αιη - με τη μορφή είτε πράξεων δολιοφθοράς είτε επιθέσεων εναντίον των δυνάμεών τους.
478
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
Όταν όμως τα γεγονότα όντως απειλούσαν να ξεφύγουν από τον έλεγχό τους, η αντίδρασή τους ήταν τραχιά και συχνά έκανε τα πράγματα χειρότερα. Στις Κάτω Χώρες απάντησαν στις διαδηλώσεις υπέρ του πρίγκιπα Βερνάρδου απολύοντας το δήμαρχο της Χάγης και θέτοντας υπό κράτηση τον αρχιστράτηγο της χώρας στρατη γό Χένρι Βίνκελμαν. Στη Νορβηγία, ο κάκιστος χειρισμός της πολιτικής μετάβασης στην αρχή της κατοχής και η εμφάνιση του λαομίσητου Βίντκουν Κουίσλινγκ προκάλεσε κατακραυγή και διαμαρτυρίες από την αρχή και, καθώς το κίνημα πολιτικής ανυπακοής εξαπλωνόταν, έγιναν μαζικές συλλήψεις, πράγμα που ώθησε την ανοι χτή αντίσταση στην παρανομία. Τα συνδικάτα, οι Εκκλησίες, οι επαγγελματικές ορ γανώσεις και τα πανεπιστήμια ενώθηκαν για να εμποδίσουν τον εκναζισμό της χώ ρας: το 1941 μια συντονιστική επιτροπή που εκπροσωπούσε σαράντα τρεις οργανώσεις-μέλη είχε πίσω της σχεδόν 750 χιλιάδες ανθρώπους. Στα τέλη του 1940 σχηματί στηκε ο παράνομος νορβηγικός στρατός «Μ ι1ογ§», που αναγνωρίστηκε από την εξό ριστη κυβέρνηση: όπως οι Πολωνοί, σκόπευε και αυτός να αποφύγει να αναλάβει δράση ως τη στιγμή που η απελευθέρωση θα ήταν κοντά. «Αργά και συνετά» ήταν το μότο του, καθώς ήθελε να μην τραβήξει την προσοχή των Γερμανών και να ελαχι στοποιήσει τις επιθέσεις εναντίον των αμάχων.14 Στην αρχή της κατοχής, σε πολλές περιοχές οι αξιωματούχοι της Βέρμαχτ έπιασαν ομήρους εξέχοντες τοπικούς παράγοντες για να εξασφαλίσουν την ειρηνική συ μπεριφορά των κατοίκων καθώς όμως οι άμεσες επιθέσεις εναντίον γερμανικών έμψυχων ή άψυχων στόχων υπήρξαν ελάχιστες, απελευθέρωσαν σύντομα πολλούς απ’ αυτούς. Πάντως, ορισμένοι στρατιωτικοί διοικητές αμφισβητούσαν την αποτελεσματικότητα του μέτρου και προτιμούσαν να απαντούν στην αναταραχή με λιγότερο απότομο τρόπο. Στο Βέλγιο και στη βόρεια Γαλλία, για παράδειγμα, ο στρατη γός φον Φαλκενχάουζεν ήθελε πολύ να απαλύνει τις άσχημες αναμνήσεις από τη γερμανική κατοχή του 1914-18. Θεωρούσε τη σύλληψη ομήρων ωμό εργαλείο επιβο λής της τάξης -τίποτα δεν διαρκεί περισσότερο από το μίσος, έγραψε αργότερακαι προτιμούσε να μειώνει τις επιθέσεις καθιστώντας την τοπική αστυνομία συνυπεύθυνη στη φύλαξη των στρατιωτικών εγκαταστάσεων. Ως το καλοκαίρι του 1941 θεωρούσε πως τα μέτρα αυτά λειτουργούσαν καλά και περιέγραφε στο γενικό επι τελείο στρατού την εσωτερική κατάσταση ως «ειρηνική». Κάποιες μικρές πράξεις δολιοφθοράς δεν είχαν καταφέρει, κατά τη γνώμη του, να διαταράξουν την εκμε τάλλευση της βελγικής οικονομίας, που συνεχιζόταν κανονικά, ή τη στρατολόγηση περισσότερων από 200.000 Βέλγων εργατών για το Ράιχ. Από την αρχή της κατοχής έως τα τέλη Μαίου του 1941 είχαν εκδοθεί μόλις επτά θανατικές καταδίκες στην πε ριοχή ευθύνης του, και δεν είχε εκτελεστεί καμιά. Μόνο ένας Γερμανός στρατιώτης είχε σκοτωθεί όλο εκείνο το διάστημα, και τον είχαν πυροβολήσει σ’ έναν καβγά για μια Βελγίδα. Παρά τις ισχνές αστυνομικές δυνάμεις που είχε στη διάθεσή του, ο φον Φαλκενχάουζεν έδειχνε αισιόδοξος, άποψη που τη συμμερίζονταν οι παλιοί του φί
ΕΝΑΝΤΙΩΣΗ
479
λοι, ο στρατάρχης φον Βιτσλέμπεν και ο στρατηγός Στρέτσιους· ο διάδοχος του Στρέτσιους στο Παρίσι, Όττο φον Στυλπνάγκελ, δεν έβλεπε τα πράγματα πολΰ δια φορετικά. Πρόσφατοι μελετητές αμφισβήτησαν δικαίως την αντίθεση «κακής» Βέρ μαχτ στην ανατολική Ευρώπη και «καλής» Βέρμαχτ στη Δύση. Από το 1943 και με τά, η διάκριση δεν έχει νόημα. Στο παρόν όμως στάδιο η Βέρμαχτ φερόταν οπωσδή ποτε λιγότερο κατασταλτικά και πιο ορθολογικά από την αστυνομία και τα δδ, που διηΰθυναν το κατοχικό καθεστώς στη Γ ενική Κυβέρνηση.15 Τα σφιχτά οργανωμένα εθνικά δίκτυα αντίστασης απέφευγαν την άμεση αντι παράθεση, κι έτσι ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος για τους Γερμανούς αρχικά ήταν οι απεργίες, η εργατική αναταραχή και οι αυθόρμητες παροξύνσεις της λαϊκής οργής όταν υπήρχαν ελλείψεις τροφίμων ή στέγης και οι πραγματικοί μισθοί δεν επαρκούσαν. Στάσεις εργασίας στη βιομηχανία συνέβησαν στη βορειοδυτική Ευρώπη όλο το φθινόπωρο του 1940, με αφορμή κυρίως τα τρόφιμα, το ρουχισμό και τις με ρίδες σαπουνιού. Το χειμώνα υπήρξαν επίσης εξεγέρσεις πείνας, συχνά με επικε φαλής οργισμένες νοικοκυρές. Στόχος τους συνήθως ήταν οι τοπικές αρχές· όταν όμως αυτές οι στάσεις εργασίας απειλούσαν τα οικονομικά τους συμφέροντα, οι Γερμανοί τραβούσαν κοφτά το χαλινάρι. Αυτό έκαναν στο Άμστερνταμ, τον Φε βρουάριο του 1941, όταν οι απεργοί διαμαρτυρήθηκαν για τις διώξεις εναντίον των Ολλανδοεβραίων, και πάλι στις εξορυκτικές εργατουπόλεις του Βελγίου και της βόρειας Γαλλίας, στις απεργίες του Μαΐου. Στην επέτειο της γερμανικής εισβολής, μια μεγάλη στάση -η λεγόμενη «απεργία των 100.000»- ξέσπασε γύρω από τη Λιέ γη, το Αινώ και τη λεκάνη του Λίμπουργκ, και τέλειωσε μόνο όταν οι εργοδότες παραχώρησαν σημαντικές μισθολογικές αυξήσεις και ξεκίνησαν μυστικές δια πραγματεύσεις με τους ηγέτες των εργατών. Στη βόρεια Γαλλία, όταν η γαλλική αστυνομία δεν μπόρεσε να σπάσει τις γραμμές της περιφρούρησης, οι Γερμανοί έφεραν στρατιώτες και κήρυξαν κατάσταση πολιορκίας. Ο στρατιωτικός διοικητής της Λίλλης διέταξε τους ορύχους να επιστρέψουν στη δουλειά, ανέστειλε τη διανο μή κρέατος και συνέλαβε 400 πρωτεργάτες, που τους έστειλε τους περισσότερους στο Ράιχ, ως καταναγκαστικούς εργάτες. Τη δεύτερη εβδομάδα του Ιουνίου η απεργία είχε σβήσει.16 Μια τόσο πολυήμερη απεργία αποτελούσε σημαντικό επίτευγμα απέναντι στη συντριπτική ισχύ των Γερμανών, παρά την οποία ο στρατηγός Φαλκενχάουζεν δεν είχε θελήσει να εισαγάγει τις «πολωνικές μεθόδους» στη βόρεια Γαλλία και στο Βέλγιο* αν το είχε κάνει, ίσως οι απεργοί να είχαν διστάσει. Στη Γενική Κυβέρνηση, οι στάσεις εργασίας αντιμετωπίζονταν με πολύ πιο δρακόντεια μέτρα. Όταν οι ερ γάτες του κύριου αμαξοστασίου του τραμ της Βαρσοβίας βρόντηξαν τα σύνεργά τους τον Δεκέμβριο του 1940, οι Γερμανοί απείλησαν ότι θα τους σκοτώσουν όλους, κι έτσι εκείνοι επέστρεψαν γρήγορα στη δουλειά. Πολλά στελέχη της γερμανικής αστυνομίας στην Πολωνία φρονούσαν ότι η τρομοκρατία απέδιδε. «Ούτε ένας Πο
480
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
λωνός... δεν δουλεύει πραγματικά προς όφελος της γερμανικής κυβέρνησης», έγρα φε ένας* άρα ήταν άσκοπο να προσπαθείς να τους καλοπιάσεις, και ακόμα λιγότερο να ψάχνεις να βρεις συνεργάτες.17
ΤΑ Α Π Ο Ν Ε ΡΑ ΤΟ Υ ΒΑ ΡΒΑ ΡΟ ΣΣΑ
Η αντίσταση είχε από την αρχή κιόλας μια σπουδαιότατη γεωπολιτική διάσταση. Χωρίς την ξένη υποστήριξη, την παροχή καταφυγίου (για όσους ήταν σε θέση να φτάσουν σε αυτό), χρήματα, εφόδια, εκπαίδευση και πάνω απ’ όλα ελπίδα, η αντί σταση στην κατεχόμενη Ευρώπη θα ήταν ακόμα πιο περιορισμένη απ’ όσο υπήρξε. Η πρώτη Μεγάλη Δύναμη που πρόσφερε υποστήριξη ήταν η Βρετανία, η οποία είχε εξετάσει τη διεξαγωγή μη συμβατικού πολέμου εναντίον των Γερμανών προτού ακόμα ξεκινήσουν οι εχθροπραξίες. Έ νας αξιωματικός πληροφοριών του στρατού από το Λονδίνο είχε επισκεφτεί την ανατολική Ευρώπη το καλοκαίρι του 1939 για να διερευνήσει τις δυνατότητες συνεργασίας σε περίπτωση γερμανικής εισβολής. Οι επαφές με τις εξαιρετικά αποτελεσματικές υπηρεσίες πληροφοριών των Τσέχων και των Πολωνών αποδείχθηκαν ανεκτίμητες για την πολεμική προσπάθεια της Βρετανίας, και μετά τον Σεπτέμβριο ξεκίνησαν συζητήσεις στο Λονδίνο για το πώς να χρησιμοποιηθεί η παράνομη εναντίωση στην Ευρώπη ώστε να συμβάλει στην ήτ τα της Γερμανίας.18 Μετά τη Δουνκέρκη, η βρετανική κυβέρνηση χρειαζόταν νέα στρατηγική και πί στευε πως την είχε βρει στη στήριξη λαϊκών ξεσηκωμών εναντίον της ναζιστικής εξουσίας. Τον Ιούλιο του 1940 ίδρυσε την Επιτροπή Ειδικών Επιχειρήσεων (δΟΕ δροοίαΐ Οροταΐιοηδ Ε χεαιΐίν^, με εντολή -δοσμένη από τον Τσώρτσιλ- να «βάλει μπουρλότο στην Ευρώπη». Καθώς δεν υπήρχε περίπτωση να καταφέρουν να χτυπή σουν κατευθείαν τη Γερμανία, οι Βρετανοί σχέδιαζαν να εκμεταλλευτούν τις αδυνα μίες του εχθρού με το πατροπαράδοτο όπλο τους: τον οικονομικό πόλεμο (κυρίως με τον θαλάσσιο αποκλεισμό). Είδαν όμως σαν πρόσθετη όχληση την πρόκληση ανατα ραχής πίσω από τις γραμμές του εχθρού, τακτική που πίστευαν πως την αξία της την είχαν αποδείξει οι ίδιοι οι Γερμανοί, με τις δικές τους «Πέμπτες Φάλαγγες». Ο υπουργός οικονομικού πολέμου Χιου Ντάλτον είπε πως έπρεπε να δημιουργηθούν πίσω από τις γραμμές του εχθρού οργανώσεις συγκρίσιμες με το κίνημα Σιν Φέιν της Ιρλανδίας, με τους Κινέζους αντάρτες που επιχειρούν τώρα εναντίον των Ιαπώνων, με τους Ισπανούς ατάκτους που έπαιξαν αξιόλογο ρόλο στην εκστρατεία του Ουέλλινγκτον, ή -α ς το παραδεχθούμε —με τις οργανώσεις που ανέπτυξαν τόσο εκπληκτικά οι ίδιοι οι ναζί σε κάθε σχεδόν χώρα του κόσμου. Αυτή η «δημοκρατική διεθνής» πρέπει να μεταχειριστεί πολύ διάφορε-
ΕΝΑΝΤΙΩΣΗ
481
τικές μεθόδους, που θα περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων το βιομηχανικό και το στρα τιωτικό σαμποτάζ, τις εργατικές κινητοποιήσεις και απεργίες, τη συνεχή προπαγάν δα, τις τρομοκρατικές ενέργειες εναντίον προδοτών και Γερμανών ηγετών, τα μποϊ κοτάζ και τις βίαιες ταραχές.19
Στην πραγματικότητα, ούτε ο Ντάλτον ούτε κανείς άλλος από τη βρετανική κυβέρ νηση αντιλαμβανόταν με σαφήνεια τις πελώριες δυσκολίες και τα αντίποινα που αντιμετώπιζαν τα θύματα των ναζί στην κατεχόμενη Ευρώπη, ούτε είχαν σταθμίσει πόσο σύνθετο ζήτημα ήταν το να διεξαχθούν επιχειρήσεις δολιοφθοράς μικρής κλίμακας παράλληλα με πολιτική δράση ευρείας κλίμακας. Έβλεπαν τη γερμανική κατοχή με πεπαλαιωμένους όρους και δεν συνειδητοποιούσαν την αποτελεσματικότητα των αστυνομικών της δυνάμεων, ούτε το εύρος της προπαγάνδας της. Φα ντάζονταν απλώς ότι ο πόθος της ελευθερίας όσων ζούσαν υπό κατοχή θα εκρηγνυόταν και θα έδινε εξέγερση, αν του παρεχόταν ο κατάλληλος σπινθήρας. Οι εξόριστοι Τσέχοι και Πολωνοί του Πάτνεϋ και του Κένσινγκτον ήταν πιο ρεαλι στές. Δεν είχαν σκοπό να βάλουν σε κίνδυνο τα δίκτυα πληροφοριών τους οργανώ νοντας φιλόδοξους μαζικούς ξεσηκωμούς που μοιραία θα αποτύγχαναν καταλά βαιναν πως η αντίσταση μπορούσε να συνοδεύει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, μα όχι να τις υποκαθιστά. Ευτυχώς για όλους τους εμπλεκόμενους, η χρηματοδότηση της δΟΕ και η πρόσβασή της σε στρατιωτικούς πόρους δεν κινήθηκαν στο ύψος της ρητορείας της. Ό ταν πια, δυο-τρία χρόνια αργότερα, η δΟΕ εξελίχθηκε σε σημα ντικό παράγοντα στα μετόπισθεν του εχθρού, ο ρόλος της στην πολεμική στρατηγι κή των Συμμάχων -και ο ρόλος της ίδιας της ευρωπαϊκής αντίστασης- είχε υποβι βαστεί, χάρη στην αμερικανική ανάμειξη και την προτίμηση του Αϊζενχάουερ για απευθείας αναμέτρηση με τους Γερμανούς τη στιγμή που θα διάλεγαν οι ίδιοι οι Σύμμαχοι.20 Έ νας άλλος λόγος που οι Βρετανοί άλλαξαν γνώμη για την δΟΕ είναι ότι κατά λαβαν πως η Ιενέο οη ιη&δδ0νίί είχε ανεξέλεγκτες και συχνά ανεπιθύμητες πολιτικές διαστάσεις. Γιατί με τη γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση η γεωπολιτική της αντίστασης μεταμορφώθηκε τελείως. Η εισβολή έδωσε ελπίδα στην Ευρώπη και οι πάντες θυμήθηκαν την καταστροφή του Ναπολέοντα στη χιονισμένη Ρωσία. Μια νέα Μεγάλη Δύναμη είχε τώρα συρθεί σύσσωμη στον πόλεμο εναντίον του Τρίτου Ράιχ - μια δύναμη που είχε απελπιστικά ανάγκη την ανακούφιση από τη γερμανική εφόρμηση και έλπιζε πως μια ένοπλη εξέγερση στα νώτα της Βέρμαχτ θα έπληττε τη δύναμή της. Ό πως είδαμε, η προέλαση της Βέρμαχτ στα ενδότερα της Ρωσίας συνο δεύτηκε εξαρχής από φόβους για αντίσταση από τους παρτιζάνους. Αρχικά ο υπό γειος αυτός πόλεμος ήταν εν πολλοίς φανταστικός, αλλά σύντομα έγινε απολύτως πραγματικός, καθώς ο Στάλιν παρότρυνε τους Σοβιετικούς πολίτες να σηκώσουν το ανάστημά τους πίσω από τις γραμμές του εχθρού. Η ιδέα αντάρτικου συντονισμένου
482
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
από τη Μόσχα, το οποίο θα εκτεινόταν όχι μόνο στα κατεχόμενα ανατολικά εδάφη αλλά και σε μεγάλο μέρος της υπόλοιπης ηπειρωτικής Ευρώπης, προξενούσε εφιάλ τες στους Γερμανοΰς. Βαθμιαία, πάντως, διάβηκε τα όρια της απλής φαντασίας. Στην πραγματικότητα, πολΰ πριν από την εμφάνιση των παρτιζάνικων σωμάτων στη Λευκορωσία, οι μεγαλύτερες και πρωιμότερες εξεγέρσεις είχαν ήδη σημειωθεί πολΰ νοτιότερα, στη Γιουγκοσλαβία, η οποία είχε καταληφθεί τον Απρίλιο. Το κα λοκαίρι, οι αιματηρές σφαγές των Σέρβων από το καθεστώς των Ουστάσε είχαν προκαλέσει σάλο, και μέσα στο χάος αυτό οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές διέκριναν την ευκαιρία που τους δινόταν. Τον Ιούλιο, μέσα σ’ ένα τρένο στο Μαυροβού νιο, Σέρβοι επιζώντες διηγήθηκαν σ’ έναν νεαρό κομμουνιστή φρικιαστικές ιστο ρίες για το πώς είχαν περικυκλωθεί τα χωριά και είχαν ξυλοκοπηθεί όλοι μέχρι θα νάτου με ρόπαλα ή οδηγηθεί στις τριγύρω ρεματιές. Το μήνυμά του προς αυτούς και προς τους κομματικούς οργανωτές των επαρχιών ήταν να ετοιμαστούν για ένοπλο αγώνα. Αυτή ήταν η κομματική γραμμή, κι εκείνος απλώς τη διέδιδε. Όταν ο Τίτο ενημέρωσε τη Μόσχα πως σχεδίαζε να ξεκινήσει παρτιζάνικο πόλεμο, ο γενικός γραμματέας της Κομιντέρν, Γκιόργκι Ντιμιτρόφ, ενθουσιάστηκε. «Οι κομμουνιστές πρέπει να ξεσηκώσουν το λαό ώστε να αρχίσει αγώνα εναντίον του καταχτητή», του είπε. Η Κομιντέρν παρέσχε μεγάλη κάλυψη στους Γιουγκοσλάβους παρτιζάνους, και από τις αρχές του 1942 και μετά τους περιέγραφε ως το μοντέλο που έπρεπε να ακολουθήσουν και οι άλλοι.21 Εκείνο το καλοκαίρι -καθώς ο παρτιζάνικος πόλεμος αποκούσε συγκεντρωτικό χαρακτήρα στην Ε.Σ.Σ.Δ. και τελικά την πλήρη υποστήριξη του Στάλιν- ο Ντιμιτρόφ εξήρε τις εξεγέρσεις στα Βαλκάνια. Τόνισε πως εκείνο που μετρούσε δεν ήταν οι ιδιομορφίες του εδάφους αλλά το πνεύμα: «Η πηγή της δύναμης των παρτιζάνων δεν είναι η φύση, αλλά ο λαός». Το μόνο για το οποίο ανησυχούσε η Μόσχα ήταν ο σεχταρισμός των Γιουγκοσλάβων. Το κομμουνιστικό τους κόμμα είχε αποφασίσει, πριν ακόμη από την εισβολή στην Ε.Σ.Σ.Δ., πως ένας πόλεμος μπορούσε να γίνει γι’ αυτούς ο δρόμος προς την εξουσία, ο οποίος τους επέτρεπε να εκμεταλλευτούν το πολιτικό κενό που είχε δημιουργήσει η γερμανική εισβολή και να παρακάμψουν το στάδιο της «αστικοδημοκρατικής» επανάστασης. Ως ορθόδοξοι λενινιστές, ήταν βέ βαιοι πως ο Κόκκινος Στρατός θα νικούσε γρήγορα τους Γερμανούς και πως στη συ νέχεια θα ξεσπούσαν προλεταριακές επαναστάσεις σε όλη την Ευρώπη. Για τους Σοβιετικούς, όμως, οι οποίοι ήθελαν κυρίως να ενισχύσουν τη νέα και ακόμα εύ θραυστη σχέση τους με τους Βρετανούς, όλα αυτά ήταν μια ηλίθια και επικίνδυνη αυταπάτη. «Το ζητούμενο είναι η απελευθέρωση από τη φασιστική καταπίεση, και όχι η σοσιαλιστική επανάσταση», είπαν στον Τίτο.22 Γιατί οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές δεν έπαιζαν μόνοι τους στο γήπεδο. Ενα ντίον των Ουστάσε είχε κινητοποιηθεί επίσης το εθνικιστικό σέρβικο κίνημα των Τσέτνικ, που είχε για αρχηγούς βασιλόφρονες αξιωματικούς του στρατού. Τον Αύ-
ΕΝΑΝΤΙΩΣΗ
483
γούστο η δυτική Σερβία είχε πάρει τα όπλα: οι παρτιζάνοι του Τίτο ήταν περίπου 8.000 και οι τσέτνικ του Μιχάιλοβιτς ακόμα περισσότεροι. Οι δυο πλευρές έκαναν μια προσπάθεια να συνεργαστούν ενώ όμως οι παρτιζάνοι ήθελαν να χρησιμοποιή σουν τον πόλεμο για να μετατρέψουν τη Γιουγκοσλαβία σε ομοσπονδιακό κομμου νιστικό κράτος, οι τσέτνικ ήταν παραδοσιοκράτες και πολεμούσαν για να φέρουν πίσω τον Σέρβο βασιλιά και να παλινορθώσουν τη Μεγάλη Σερβία εντός της Γιου γκοσλαβίας. Έτσι, οι διχογνωμίες για το μέλλον της χώρας μάστιζαν τη συνεργασία των αντιστασιακών οργανοοσεων από την πρώτη κιόλας στιγμή. Πουθενά οι διχο γνωμίες αυτές δεν έμελλε να είναι πιο βαθιές ή θανατηφόρες απ’ όσο στη Γιουγκο σλαβία, όπου πρέπει να πέθαναν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι εξαιτίας τους. Το άλλο πράγμα που χώριζε τους παρτιζάνους από τους τσέτνικ ήταν η αντίδρα σή τους στα αντίποινα των Γερμανών. Ο Μιχάιλοβιτς και η ηγεσία των τσέτνικ, όπως οι Πολωνοί, δεν ήθελαν να δρουν πρόωρα. Είχαν ζωηρές αναμνήσεις από το 1917, όταν ένας ξεσηκωμός εναντίον της βουλγαρικής στρατιωτικής κατοχής είχε συντρίβει με χιλιάδες νεκρούς. Ο Μιχάιλοβιτς ήθελε να ενώσει όλες τις αντιστασια κές δυνάμεις κάτω από τις δικές του διαταγές και να αποφύγει μια γενικευμένη εξέ γερση, που κατά τη γνώμη του μόνο στην καταστροφή μπορούσε να οδηγήσει. Οι χειρότεροι φόβοι του επιβεβαιώθηκαν από τα γερμανικά αντίποινα της 20ής-21ης Οκτωβρίου 1941, που προσέλαβαν αδιανόητη ως τότε κλίμακα. Μια «φρίκη θανά του», όπως τη χαρακτήρισε ο Μίλοβαν Τζίλας, απλώθηκε στη Σερβία, καθώς διαδό θηκε η είδηση ότι σε κοινή επίθεση παρτιζάνων και τσέτνικ εναντίον μιας γερμανι κής μονάδας οι Γερμανοί συνέλαβαν σε μπλόκα 10.000 άντρες στην πόλη του Κραγκούγεβατς και να σκότωσαν 2.300 απ’ αυτούς κατά ομάδες* άλλοι 1.736 εκτελέστηκαν στο Κράλιεβο. Γράφει ο Τζίλας: Η τραγωδία έδωσε στον Νέντιτς [τον δωσίλογο Σέρβο πρωθυπουργό] «επαρκείς αποδείξεις» ότι οι Σέρβοι θα εξοντώνονταν αν δεν γίνονταν υποτακτικοί και νομο ταγείς, στους δε τσέτνικ «αποδείξεις» ότι οι παρτιζάνοι προκαλούσαν πρόωρα τους Γερμανούς και άρα προξενούσαν τον αποδεκατισμό των Σέρβων και την καταστρο φή της σερβικής κουλτούρας. Όσο για τους κομμουνιστές, τους έδωσε το ερέθισμα που χρειάζονταν για να καλέσουν τον πληθυσμό σε ένοπλο αγώνα ως τη μόνη σωτη ρία... Οι σφαγές στο Κραγκούγεβατς και στο Κράλιεβο, με την προμελετημένη και απόλυτη φρικαλεότητά τους, ξεπερνούσαν την αντιληπτική ικανότητα τόσο των συ νεργατών της Γερμανίας όσο και των αντιπάλων της* η μόνη δυνατή αντίσταση σε αυτές ήταν ένα κίνημα, που οι εχθροί του τού πρότειναν το θάνατο ως μοναδική άλ λη επιλογή.23 Οι τσέτνικ σοκαρίστηκαν τόσο πολύ, που αμφέβαλλαν στ’ αλήθεια για το αν οι Σέρβοι μπορούσαν να αντέξουν σε τέτοια πολύχρονη καταστολή* έτσι, δεν έβλεπαν τι νόημα είχαν οι περαιτέρω επιθέσεις εναντίον των Γερμανών, εκτός αν υπήρχε πιθα
484
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
νότητα να οδηγήσουν στην απελευθέρωση. Οι παρτιζάνοι, από την άλλη, έμειναν πι στοί στο αίτημα της Μόσχας να αγωνίζονται ασταμάτητα. Η συμμαχία ανάμεσα στους δυο κατέρρευσε και, όταν οι επιθέσεις των Γερμανών έδιωξαν τους παρτιζά νους από τη Σερβία, οι τσέτνικ ξαναέχτισαν σιγά-σιγά την οργάνωσή τους. Στους πρώτους έξι μήνες του 1942, λίγο ενόχλησαν τους Γερμανούς, καθώς δεν ήθελαν να επισωρεύσουν νέα αντίποινα στον άμαχο πληθυσμό. Για τον Τίτο, αντιθέτως, ο χειμώνας του 1941/2 ήταν μια μαύρη περίοδος. Κυνη γημένοι από τους Γερμανούς, οι παρτιζάνοι διέσωζαν το ηθικό τους μόνο χάρη στις ειδήσεις για την επιτυχημένη αντεπίθεση των Σοβιετικών έξω από τη Μόσχα. Την επόμενη άνοιξη, στην επίθεση του Ιουνίου 1942 στο όρος Κόζαρατης βορειοδυτικής Βοσνίας, 30.000 Γερμανοί και Κροάτες στάλθηκαν εναντίον 3.500 παρτιζάνων, πολ λοί από τους οποίους σκοτώθηκαν. Κι όμως, το κίνημα του Τίτο δεν συνετρίβη* η επιβίωσή του και μόνο ήταν ένα είδος νίκης. Καθώς όργωναν τη χώρα για να ξεφύγουν από τις ολοένα πιο φιλόδοξες αντιανταρτικές επιχειρήσεις του Άξονα, άλλα ξαν και έγιναν, από σέρβική κυρίως δύναμη, μια δύναμη που εξέφραζε πιο πιστά την ιδεολογία τους για την «ενότητα και αδερφοσύνη», με αξιόλογη υποστήριξη από Κροάτες, Βόσνιους, Σλοβένους και Μακεδόνες μαχητές. Στα τέλη του 1942 υπήρχαν περίπου 11.000 παρτιζάνοι στη Βοσνία και ίσως 40.000 σε όλη την πρώην Γιουγκο σλαβία.24 Το παρτιζάνικο κίνημα απλωνόταν σιγά-σιγά και σε άλλες βαλκανικές χώρες. Στην Ελλάδα οι πρώτες διαμαρτυρίες, ταραχές και απεργίες με θέμα την πείνα εί χαν ξεσπάσει σε μικρές και μεγάλες πόλεις το χειμώνα του 1941/2. Το 1942 όμως το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας είχε πια κατανοήσει τη σημασία των βουνών και συγκέντρωσε την προσοχή του στην άφιξη μιας βρετανικής στρατιωτικής αποστολής που είχε εντολή να κόψει στη μέση τη γερμανική γραμμή ανεφοδιασμού προς τη βό ρεια Αφρική, η οποία ακολουθούσε την προς νότον πορεία της ευάλωτης σιδηρο δρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης-Αθήνας. Η γέφυρα του Γοργοπόταμου ανατινάχθηκε με επιτυχία από μικτή ομάδα Βρετανών και Ελλήνων δολιοφθορέων οι Βρε τανοί παρέμειναν στη χώρα και η Στρατκοτική Αποστολή τους έγινε βασικός παρά γοντας στην ανάπτυξη του δεύτερου μεγάλου αντιστασιακού κινήματος των Βαλκα νίων. Το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ -το κύριο κίνημα ένοπλης αντίστασης, με κομμουνιστική κυ ρίως ηγεσία-, χάρη στην αδυναμία των Ιταλών στην ηπειρωτική Ελλάδα, αντρώθηκε γρήγορα, ιδίως το 1943, ώσπου έγινε ένα από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης, απει λώντας σοβαρά τη στρατηγική θέση των Γερμανών στα Βαλκάνια. Αν όμως σταματούσαμε προς στιγμήν το ρολόι στο χειμώνα του 1941/2, πολύ δύ σκολα θα προβλέπαμε την κατοπινή επιτυχία των δύο αυτών ανταρτικών κινημάτων με βάση τη σχετικά περιορισμένη και επισφαλή τους θέση τότε. Στη Γιουγκοσλαβία, οι δυνάμεις του Τίτο έφευγαν κυνηγημένες (το ίδιο και οι τσέτνικ)* στην Ελλάδα, υπήρχαν μικροί μόνο απομονωμένοι θύλακες ενόπλων, χωρίς φαί, ρούχα και άρβυ-
ΕΝΑΝΤΙΩΣΗ
485
λα. Τα δρακόντεια αντιανταρτικά μέτρα των Γερμανών είχαν επιβεβαιώσει τους φόβους του Μιχάιλοβιτς και είχαν δικαιώσει κατά τα φαινόμενα τη χαμηλών τόνων, προσεκτική πολιτική του. Στη δυτική Ευρώπη, η ένοπλη αντίσταση εναντίον των Γερμανών ήταν ακόμα πιο περιορισμένη. Στη Γαλλία, οι επιθέσεις των κομμουνι στών εναντίον των Γερμανών στρατιωτών πυροδότησαν όχι μαζικό ξεσηκωμό, αλλά το σοκ του κόσμου από τα γερμανικά αντίποινα. Και στο Προτεκτοράτο, η εκστρα τεία τρόμου του Χάυντριχ διέλυσε την παράνομη οργάνωση που οι Βρετανοί είχαν χαρακτηρίσει «μιαν από τις καλύτερες της Ευρώπης». Όταν ο Μπένες ανησύχησε κι έστειλε πράκτορες να τον δολοφονήσουν, η αντίδραση των Γερμανών υπήρξε ακόμα πιο δρακόντεια και κορυφώθηκε με τη διαβόητη σφαγή του Λίντιτσε. Η ανοι χτή απειλή του Χίτλερ προς τον πρόεδρο Χάτσα, ότι θα εκτόπιζε τεράστιο αριθμό Τσέχων «στην Ανατολή» εάν σημειώνονταν κι άλλα παρατράγουδα, είχε σαν αποτέ λεσμα να μην υπάρξει ουσιαστικά αντίσταση στο Προτεκτοράτο ως την τελευταία μέρα του πολέμου. «Όποιος ταξίδευε στην Πράγα στα τέλη του 1942 ταξίδευε προς τη γαλήνη», έγραφε ένας Γερμανός επισκέπτης. «Το Προτεκτοράτο, με τον πόλεμο να μαίνεται ολόγυρά του, ήταν η μόνη κέντρο ευρωπαϊκή χώρα που ζοΰσε ειρηνικά». Όσο για την καλότυχη Δανία, ως την άνοιξη του 1943 ακόμα δεν είχε αναφερθεί οΰ τε μία σοβαρή επίθεση εναντίον Γερμανού στρατιώτη* ακόμα και μετά το μεγάλο απεργιακό κΰμα του Αυγοΰστου, οι Γερμανοί παρέμειναν αισιόδοξοι. Έ νας αξιω ματικός πληροφοριών του στρατού που επισκέφθηκε τη χώρα τον Οκτώβριο περιέ γραψε τη στάση τους ως «κάπως πεισμωμένη αλλά όχι απλησίαστη», και πρόσθεσε πως «δύσκολα μπορεί να περιγράψει κανείς ως φανατικούς μαχητές ή θιασώτες της ελευθερίας τους καλοζωιστές Δανούς». Η εντύπωση λοιπόν που προέκυπτε από με γάλο κομμάτι της κατεχόμενης Ευρώπης ήταν πως η στοχευμένη τρομοκρατία των Γερμανών είχε καταφέρει να εμποδίσει την ανάδυση απτής εναντίωσης, ή την είχε τσακίσει όπου είχε εκδηλωθεί ανοιχτά.25
ΤΟ Σ Ο Β ΙΕ Τ ΙΚ Ο Π Α ΡΤ ΙΖ Α Ν ΙΚ Ο Κ ΙΝΗΜ Α
Μονάχα στην Ε.Σ.Σ.Δ. απέτυχε η αντιτρομοκρατική εκστρατεία των Γερμανών. Κι όχι βέβαια επειδή δεν προσπάθησαν - ούτε στα Βαλκάνια δεν προξένησαν τόσες καταστροφές οι γερμανικές στρατιωτικές μονάδες, όσες στα κατεχόμενα ανατολικά εδάφη. Παρά τις προσπάθειές τους όμως, μικρά σώματα παρτιζάνων βγήκαν ζωντα νά από τον πρώτο χειμώνα, χάρη και στην επιτυχία της αντεπίθεσης των Σοβιετικών τον Δεκέμβριο του 1941. Και καθώς ξανάρχισαν τις επιθέσεις τους εναντίον των διορισμένων από τους Γερμανούς στάροστας στα χωριά και των οπλισμένων φρου ρών, η Βέρμαχτ απάντησε με όλη της τη δύναμη. Στην Επιχείρηση Μπάμπεργκ, την πρώτη από μια σειρά επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας, Γερμανοί στρατιώτες, αστυ
486
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
νομικοί και Σλοβάκοι βοηθητικοί ξεχύθηκαν ανεξέλεγκτοι στην ύπαιθρο καίγοντας και σκοτώνοντας όποιον έβρισκαν. Στο τέλος βρέθηκαν να έχουν γενικό σύνολο απωλειών επτά άντρες και να έχουν πιάσει εβδομήντα επτά πυροβόλα όπλα, ενώ εί χαν πυρπολήσει πολλά χωριά και είχαν σκοτώσει πολλές χιλιάδες χωρικούς. Παρ’ όλα αυτά, οι παρτιζάνοι, που τους υπολόγιζαν για περισσότερους από 1.000, είχαν ξεγλιστρήσει. Ως προσπάθεια ευρείας κυκλωτικής κίνησης, μ’ έναν δακτύλιο ενό πλων που σιγά-σιγά στένευε ολοένα περισσότερο, η επιχείρηση υπήρξε παταγώδης αποτυχία. Λίγοι άμαχοι έμειναν ζωντανοί στις ζώνες που «εκκαθαρίστηκαν» με αυ τές τις μεθόδους, και όμως οι δυνάμεις που επιχειρούσαν, και πιέζονταν να καλύψουν τους ημερήσιους στόχους που είχε θέσει το κέντρο, σπάνια πέτυχαν τον απαιτούμενο αιφνιδιασμό ή συντονισμό. Οι παρτιζάνοι κρύβονταν σε απρόσιτους βαλτό τοπους ή ξεγλιστρούσαν μέσα από τα χάσματα των γερμανικών γραμμών. Ο βασι κός συντονιστής αντιπαρτιζάνικων επιχειρήσεων του Χίμλερ επέκρινε σφοδρά αυ τές τις «λεγόμενες επιχειρήσεις-σκούπα», γιατί, αντί για τους παρτιζάνους, «εξολο θρεύουν τον πληθυσμό που βλέπει με συμπάθεια τους μπολσεβίκους».26 Δεν ξαστοχούσαν όλες οι επιχειρήσεις τόσο θεαματικά. Στα βορειοανατολικά, γύρω από το Σμόλενσκ, όπου η Τρίτη Στρατιά των Πάντσερ καθάριζε τις περιοχές ακριβώς πίσω από το μέτωπο, 35-40.000 στρατιώτες υπερτερούσαν έναντι των 20.000 παρτιζάνων μετά από σκληρές μάχες, τα σώματα υπέστησαν βαριές απώλει ες. Γύρω στους μισούς σκοτώθηκαν, ενώ οι Γερμανοί έχασαν περισσότερους από 2.200. Αυτού του είδους οι επιτυχίες, όμως, απαιτούσαν τεράστιες δυνάμεις, συχνές περιπολίες στις περιοχές μετά την εκκαθάρισή τους και κάποια προσπάθεια να γί νει διάκριση ανάμεσα σε όσους συμπαθούσαν τους παρτιζάνους και στον υπόλοιπο άμαχο πληθυσμό. Στις πολύ αχανέστερες περιοχές των μετόπισθεν, όπου οι διαθέ σιμες δυνάμεις ήταν καθηλωμένες στη φύλαξη των μακριών γραμμών επικοινωνίας, ήταν αδύνατο να συγκεντρωθούν όλοι αυτοί οι παράγοντες.27 Δεν βοηθούσαν την κατάσταση οι συνεχείς παρεμβάσεις του Χίτλερ, που ζητούσε ολοένα μεγαλύτερο «ριζοσπαστισμό». Ή ταν οργισμένος που οι στρατιώτες της Βέρ μαχτ έπρεπε να λογοδοτούν όταν διέπρατταν παραπτώματα στις αντιπαρτιζάνικες επι χειρήσεις, και απαιτούσε να μεταχειρίζονται τα «ωμότερα δυνατά μέσα». Τις συμβά σεις της Γενεύης έπρεπε να τις ξεχάσουν, το ίδιο και τον «στρατιωτικό ιπποτισμό» - κι όμως, κατά περίεργο τρόπο οι στρατιώτες έπρεπε να προσπαθούν να μη σκοτώνουν αθώους. Ο Χίμλερ, επίσης, ανακατευόταν όλο και περισσότερο. Όταν του ανατέθηκε η γενική ευθύνη της αντιπαρτιζάνικης εκστρατείας, διάλεξε για διοικητή τον αδίστα χτο ΗδδΡΡ της κεντρικής Ρωσίας, στρατηγό φον ντεμ Μπαχ-Ζελέφσκι. Ο στρατηγός των δδ είχε υπερνικήσει το όχι ασήμαντο διπλό κώλυμα της πολωνικής καταγωγής και των Εβραίων συμπεθέρων του και είχε αναρριχηθεί στα ανώτερα κλιμάκια των δδ (τό τε μάλιστα είχε εγκαταλείψει πια το Ζελέφσκι, που ηχούσε πολύ πολωνικό)* ο Χίτλερ τον είχε περί πολλού και τον θεωρούσε «έναν από τους πιο έξυπνους ανθρώπους».28
ΕΝΑΝΤΙΩΣΗ
487
Μετά το διορισμό του φον ντεμ Μπαχ, οι Γ ερμανοί συνέχισαν να δοκιμάζουν κυ κλωτικές κινήσεις ευρείας κλίμακας και συνέχισαν να σκοτώνουν πλήθος αμάχους, όταν δεν μπορούσαν να παγιδεΰσουν τους ίδιους τους παρτιζάνους. Μονάχα το 1942 έγιναν σχεδόν 20 τέτοιες επιχειρήσεις, και περισσότερες τον επόμενο χρόνο. Ο αριθμός των θανάτων βρέθηκε στα ύψη* συχνά εκτελοΰσαν εκατοντάδες ανθρώ πους κάθε φορά και άφηναν σωρούς πτωμάτων να κείτονται εδώ κι εκεί στα καμένα χωριά. Το αποκορύφωμα ήταν η φρικιαστική Επιχείρηση «Κότμπους», τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1943, όταν μια διαβόητη μονάδα των δδ σκότωσε μόνο αυτή πε ρισσότερους από 10.000 ανθρώπους, προκαλώντας τις διαμαρτυρίες των Γερμανών πολιτικών διοικητών. Η μόνη αλλαγή που υπήρξε ήταν ότι τους αθώους αμάχους, αντί να τους δολοφονούν, τους έστελναν στο εξής ολοένα περισσότερο στα στρατό πεδα εργασίας. Στη Λευκορωσία, που ένας Αμερικανός δημοσιογράφος θα τη χα ρακτήριζε αργότερα ως «την πιο κατεστραμμένη χώρα της Ευρώπης», ο μέσος λό γος σκοτωμένων Λευκορώσων προς Γερμανούς ήταν, με βάση τα γερμανικά στοι χεία, 73 προς 1, πράγμα που δείχνει τι επίπεδα βίας βίωσε ο άμαχος πληθυσμός. Συ νολικά, υπολογίζεται ότι πέθαναν περίπου 345.000 άμαχοι από αυτές τις επιχειρή σεις, συν 30.000 ίσως παρτιζάνοι.29 Μόλις που χρειάζεται να πούμε ότι η Βέρμαχτ έκανε εκδούλευση στους παρτιζά νους όταν εξανάγκαζε τους αμάχους να κρύβονται στα δάση. Ο αριθμός τους μεγά λωνε σταθερά - από περίπου 30.000 τον Ιανουάριο του 1942 έφτασε στις 93.000 τον Αύγουστο. Σώματα δραπετών του πρώην Κόκκινου Στρατού και χωρικών έφτια χναν καλά κρυμμένες βάσεις μέσα στα δάση και έκαναν τις λείψανδρες γερμανικές μονάδες να νιώθουν όλο και πιο ανασφαλείς, χρησιμοποιώντας τη φημολογία για να δημιουργούν «την ψευδαίσθηση μιας μεγάλης δύναμης». Το να πάρουν με το μέ ρος τους τους χωρικούς ήταν άλλης τάξεως ζήτημα. Σε πολλές περιοχές, η πίστη ετούτων ότι οι Γ ερμανοί θα νικούσαν δεν κατέρρευσε πριν από τα μέσα του 1943. Οι αγρότες δεν ήθελαν τους ένοπλους «πλατσικολόγους», είτε φορούσαν γερμανικές στολές είτε αυτοαποκαλούνταν «παρτιζάνοι»* επίσης, από το φόβο ότι θα τους τιμω ρούσαν οι Γερμανοί, παρέδιδαν πολλούς παρτιζάνους στον κατακτητή. Έτσι, όπως σε όλους τους πολέμους αυτού του είδους, ήταν βασικό για τους παρτιζάνους να θυ μίζουν από την πρώτη στιγμή σε εκείνους των οποίων χρειάζονταν τα τρόφιμα, τη συγκατάνευση και τη στέγη, ότι ο μπολσεβικισμός δεν είχε νικηθεί τελείως.30 Το πρώτο βήμα ήταν να δείξουν τη δύναμή τους. Στις 9 Ιουνίου 1942, μια ομάδα έστησε ενέδρα στο χωριό Ναλίμποκι σε μια μονάδα της δίΡο/δϋ από το Μπαράναβιτς και σκότωσε δεκαπέντε άντρες. Σύμφωνα με τη γερμανική έρευνα που ακο λούθησε, Από όλους όσοι είχαν πέσει είχαν αφαιρεθεί τα άρβυλα, και επίσης είχαν γδύσει τους άντρες των δδ και τους είχαν αφήσει με τα σώβρακα. Τους είχαν κλέψει όλα τα
488
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
έγγραφα ταυτότητας και τα διακριτικά. Ενός δδ-ΟβοΓδίηΓπιίϋΙίΓΟΓ του είχαν με φω τιά σημαδέψει το στήθος με μια σβάστικα και ένα σοβιετικό αστέρι. Από την ανά κριση των κατοίκων του χωριού προέκυψε ότι είχαν πιάσει τέσσερις Γερμανούς, πι θανόν δύο δδ-υπΐ 0Γ£ϋ1ΐΓ0Γ και τους δύο χωροφύλακες, και τους είχαν περάσει μέσα από το Ναλίμποκι πάνω σ’ ένα φορτηγό που είχαν κλέψει. Είχαν βάλει κόκκινες ση μαίες στα δεμένα χέρια τους. Επιπλέον, οι παρτιζάνοι είχαν φωνάξει κοροϊδευτικά: «Κοιτάχτε! Αυτοί είναι οι αφέντες σας!» Τα σώματα των παρτιζάνων αποτελούνταν από 90-100 Ρώσους, ανάμεσά τους και αλεξιπτωτιστές που φορούσαν ρωσικές στο λές. Ή ταν οπλισμένοι με βαρύ οπλισμό και είχαν ασυρμάτους.31
Σε άλλες περιοχές, για παράδειγμα γύρω από το Σμόλενσκ, οι παρτιζάνοι ανασύστηναν τους θεσμούς της σοβιετικής τοπικής διοίκησης, διόριζαν νέους αξιωματούχους, ανασυγκροτούσαν την Κομσομόλ και τα συλλογικά αγροκτήματα και έσπερ ναν τα χωράφια. Εκτελούσαν μερικούς συνεργάτες των Γερμανών και πίεζαν άλ λους να προσχωρήσουν στους παρτιζάνους. Έστειλαν γεμάτοι περηφάνια μια επι στολή στον Στάλιν με 15.000 υπογραφές, όπου περιέγραφαν το κατόρθωμά τους να σκοτώσουν «φασίστες βαρβάρους» και να βάλουν τέρμα στην κατοχή. Προς τον πληθυσμό τόνιζαν το πόσο απρόβλεπτοι ήταν οι Γερμανοί και προειδοποιούσαν όσους είχαν διοριστεί από τον κατακτητή ότι ακόμα κι αυτοί ήταν πιθανό να κατα λήξουν να κατηγορηθούν πως ήταν παρτιζάνοι και να εκτελεστούν ή να σταλούν «στη Γερμανία, όπου θα εξοντωθούν». «Ο συμμορίτης, αιματολάφτης και κανίβα λος Χίτλερ» είχε βάλει πρόγραμμα να καταστρέψει «όλους τους σλαβικούς πληθυ σμούς», και η «γερμανική φασιστική συμμορία» απλώς εκτελούσε τις διαταγές του. «Ο Διοικητής του Παρτιζάνικου Κινήματος στα Προσωρινά υπό Γερμανική Κατοχή Εδάφη», από την άλλη, έδινε μια ευκαιρία στους συνεργάτες των Γερμανών, προσφέροντάς τους αμνηστία αν σταματούσαν αμέσως να δουλεύουν για εκείνους. Στο κάτω-κάτω, η προκήρυξη έλεγε: «Πολλοί από σας ξεγελαστήκατε και παραπλανηθήκατε με διάφορους τρόπους από τους Γερμανούς κανίβαλους».32 Σιγά-σιγά η ανθεκτικότητα των παρτιζάνων νίκησε όχι μόνο τη Βέρμαχτ, αλλά και το σκεπτικισμό της πολιτικής ελίτ της Μόσχας. Στα τέλη Μαΐου 1942 ιδρύθηκε το Κεντρικό Επιτελείο του Παρτιζάνικου Κινήματος με επικεφαλής έναν νεαρό Αευκορώσο κομμουνιστή αξιωματούχο, τον Παντελείμον Πονομαρένκο. Πανικό βλητος απο την αρχική επιτυχία της γερμανικής επίθεσης εκείνου του καλοκαιριού, ο Στάλιν αγνόησε τις ενστάσεις του στρατού και προσχώρησε τελικά στην άποψη του Πονομαρένκο, ότι ένα παρτιζάνικο κίνημα που θα ανεφοδιαζόταν σωστά μπο ρούσε να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στα μετόπισθεν των Γερμανών. Στις αρ χές Σεπτεμβρίου δεξιώθηκε στο Κρεμλίνο μερικούς παρτιζάνους. Επαίνεσε τους καλεσμένους του και, καθώς ο Τσώρτσιλ τον είχε ήδη ενημερώσει ότι δεν μπορούσε να ανοιχθεί δεύτερο μέτωπο το 1942, τους είπε: «Πρέπει να ανοίξετε το δεύτερο μέ
ΕΝΑΝΤΙΩΣΗ
489
τωπο εσείς, οι παρτιζάνοι, ο λαός, κι εμείς θα βοηθήσουμε». «Ρίξτε λάδι στη Φωτιά του Παλλαϊκού Κινήματος», έλεγε η Πράβδα εκείνου του Νοεμβρίου: οι διαταγές του Στάλιν σήμαιναν «τη μεταπήδηση του παρτιζάνικου κινήματος σ’ ένα νέο, ανώ τερο επίπεδο». Στα τέλη του χρόνου, υπολογίζεται πως υπήρχαν 102.500 άντρες και γυναίκες στα όπλα, και παρά τις κινήσεις των Γερμανών το κίνημα εξαπλωνόταν γοργά σε όλη την ανατολική Λευκορωσία και στη Ρωσία.33 Χάρη στην πρόσφατη έρευνα γνωρίζουμε πολΰ καλύτερα απ’ ό,τι πριν ποιοι ήταν οι παρτιζάνοι και πώς ζούσαν. Ή ταν κυρίως Ρώσοι και Λευκορώσοι, γιατί το κίνημα ήταν πολύ πιο αδύναμο στα βαλτικά κράτη, στις πεδιάδες της Ουκρανίας και στην περιοχή της Βόρειας Ομάδας Στρατιών. Ή ταν πάνω απ’ όλα προϊόν τής πριν από το 1939 Ε.Σ.Σ.Δ. και δεν έγινε ποτέ τόσο ισχυρό στις περιοχές που αυτή είχε προσαρτήσει εκείνη τη χρονιά. Είχε και περίπου 20-30.000 Εβραίους, ακόμα και κάποιες εβραϊκές μονάδες, αλλά σε γενικές γραμμές η εικασία της Βέρμαχτ ότι παρτιζάνος ίσον Εβραίος ήταν τελείως λάθος* αντίθετα, μάλιστα, πολλοί διοικητές των παρτιζάνων έβλεπαν με πολύ διφορούμενο μάτι τους Εβραίους που αποτείνο νταν σε αυτούς για βοήθεια. Σε γενικές γραμμές, τα σώματα σχηματίζονταν γύρω από άντρες του Κόκκινου Στρατού ή από ντόπιους χωρικούς που γνώριζαν τα μονοπάτια στα δάση και στους βάλτους, πράγμα απαραίτητο. Κρύβονταν σε αδιαπέραστα σχεδόν ρουμάνια και έφτιαχναν διάσπαρτα στρατόπεδα, που τα υπερασπίζονταν με ορύγματα και πολυ βολεία. Οι συνθήκες όμως ήταν σκληρές: δεν μπορούσαν να ανάψουν φωτιές την ημέρα και τα αμπριά τους ήταν συχνά υγρά και λασπερά, παγωμένα το χειμώνα και γεμάτα κουνούπια το καλοκαίρι. Ο χειμώνας άφηνε έκθετες τις ομάδες -ιδίως σε επιθέσεις από αέρος- και τα τρόφιμα στέρευαν. Από την άλλη, από τα μέσα του 1942 και μετά, πρωτόγονοι διάδρομοι προσγείωσης επέτρεπαν την άφιξη εφοδίων από τη σοβιετική πλευρά. Μια έκθεση των Εβραίων παρτιζάνων Μπιέλσκι προς την Ταξιαρχία Κίροφ μάς δίνει ανάγλυφα την κλίμακα των δραστηριοτήτων τους. Η ομάδα Μπιέλσκι, που αριθμούσε εκατοντάδες μέλη, είχε αναλάβει να φροντίζει όχι μόνο τους παρτιζάνους αλλά και τους επιζώντες των σφαγών, και είχε αποθέματα από πατάτες, λάχανα, παντζάρια, σιτηρά και κρέας, κάποια σε μυστικές τοποθε σίες. Στο στρατόπεδο έκτισαν πρόχειρο φούρνο και μύλο, γιατί οι Γερμανοί είχαν κάψει όσους υπήρχαν στην περιοχή. Υπήρχε μια μονάδα που έφτιαχνε λουκάνικα* υπήρχαν παπουτσήδες, ραφτάδες, οπλοποιοί, σαμαράδες και μαραγκοί* υπήρχαν επίσης κοινή κουζίνα και «νοσοκομείο», μ’ ένα γιατρό και δύο νοσοκόμες.34 Το φθινόπωρο του 1942 πια, η επίδραση της Μόσχας ήταν φανερή στην αύξουσα τυποποίηση των ομάδων σε ταξιαρχίες και αποσπάσματα, κατά τα πρότυπα του Κόκκινου Στρατού, με στρατιωτικό διοικητή και έναν πολιτικό κομισάριο ως σύμ βουλο. Πολλοί παρτιζάνοι που είχαν επιζήσει μοναχοί τους για περισσότερο από ένα χρόνο αμφέβαλλαν ανοιχτά για την αξία της στρατιωτικής εκπαίδευσης και
490
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
του επίσημου σχεδιασμοΰ. Παρορμητικοί και γενναίοι, μολονότι με μια τάση επί σης να πανικό βάλλονται εύκολα, συχνά αμφισβητούσαν τις διαταγές της Μόσχας και προτιμούσαν τις δαπανηρές άμεσες επιθέσεις εναντίον των φρουρών του εχθρού από τις επιχειρήσεις δολιοφθοράς που είχαν μεγαλύτερη στρατιωτική ση μασία. Αποτελούσαν ένα άγνωστο μέγεθος, όχι μόνο στρατιωτικά αλλά και πολιτι κά. Έτσι, η παρτιζάνικη εμπειρία εισήγαγε αστάθμητα νέα στοιχεία σ’ ένα μπολ σεβίκικο σύστημα που πιεζόταν ήδη ασφυκτικά - ένα ήθος ελευθερίας, εκδίκησης και ατομικής ευθύνης, κι έναν πατριωτισμό που αντανακλούσε εξίσου τοπική και περιφερειακή περηφάνια όσο και οτιδήποτε ευρύτερο. Οι συγκρούσεις ανάμεσα σε διαφορετικές φιλομπολσεβίκικες μονάδες δεν ήταν ασυνήθιστες και συχνά απαιτούσαν την παρέμβαση του Κεντρικού Επιτελείου. Τον πρώτο καιρό η Μόσχα είχε απευθείας επαφή με τον ασύρματο μόνο με μια χούφτα ομάδες, κι έτσι ο έλεγ χος ήταν δύσκολος. Χάρη όμως στην παραγωγή φτηνών ασυρμάτων και σ’ ένα δί κτυο σταθμών, το Κεντρικό Επιτελείο κατάφερε να διατηρεί επαφή με το 42 τοις εκατό των μονάδων του τον Αύγουστο του 1942 και με το 87 τοις εκατό τον επόμε νο Μάιο. Χάρη σε αυτές τις βελτιώσεις, από την άνοιξη του 1943 και μετά, οι επιχειρή σεις δολιοφθοράς των Σοβιετικών παρτιζάνων δέσμευαν ολοένα μεγαλύτερους αριθμούς τακτικού στρατού, επιβράδυναν την επικοινωνία με το μέτωπο και βά ραιναν διαρκώς περισσότερο στην ίδια την πορεία του πολέμου. Εκείνο το καλο καίρι δύο μεγάλες επιχειρήσεις, με συμμετοχή 90 έως 120 χιλιάδων παρτιζάνων, ξήλωσαν χιλιόμετρα ολόκληρα σιδηροδρομικής γραμμής στα μετόπισθεν της Κε ντρικής Ομάδας Στρατιών. Άλλες μονάδες επιχείρησαν κάτι λιγότερο χρήσιμο ίσως, αλλά πάντως πιο θεαματικό και εξαιρετικά επικίνδυνο: εισχώρησαν βαθιά μέσα στη δυτική Ουκρανία για να βοηθήσουν το Κόμμα να ανασυγκροτηθεί σε αυ τές τις περιοχές. Μια φάλαγγα, μήκους εξήμισι χιλιομέτρων, έφτασε στα ριζά των Καρπαθίων με βαριές απώλειες λόγω αεροπορικής επίθεσης, αλλά έκανε τα δδ να ανησυχήσουν σοβαρά ότι υπήρχε περίπτωση ο πόλεμος των παρτιζάνων να απλω θεί πολύ προς τη Δύση. Οι καταδρομείς αυτού του είδους θεωρούσαν ότι ανήκαν σε μια ελίτ και πίστευαν, όπως εν πολλοίς και οι Γιουγκοσλάβοι ομόλογοί τους, ότι «η κίνηση είναι η μητέρα της παρτιζάνικης στρατηγικής και τακτικής». Όταν πια το μεγαλύτερο μέρος του ρωσικού εδάφους απελευθερώθηκε στις αρχές του 1944 και το Κεντρικό Επιτελείο καταργήθηκε οριστικά, υπήρχε εκεί ένα μεγάλο και εξελιγ μένο σοβιετικό ανταρτικό κίνημα, άρτια εξοπλισμένο με πρωτόγονα αλλά αποτε λεσματικά όπλα. Ενώ η δυτική Ευρώπη συνετρίβη και περιορίστηκε σε μια ψυχο πλακωτική σιωπή, με την αντίσταση να περιορίζεται σε παράνομες δραστηριότητες που δεν επιτίθονταν απευθείας εναντίον των Γερμανών, η υποστήριξη του Στάλιν επέτρεψε στους παρτιζάνους των κατεχόμενων ανατολικών εδαφών να επιζήσουν το χειμώνα του 1941/2 και να θεριέψουν. Το κόστος ήταν φοβερό -σκοτώθηκαν
ΕΝΑΝΤΙΩΣΗ
491
εκατοντάδες χιλιάδες άμαχοι και κάηκαν χιλιάδες χωριά- μα οι Γερμανοί δεν ένιωσαν ποτέ ασφαλείς.35
Κ ΕΡΚ Α Ο ΤΑ ΙΚ Εδ
Αν μπορούμε να πούμε ότι κάποιος ταρακούνησε τα πράγματα στη δυτική Ευρώ πη, αυτός ήταν ο Πληρεξούσιος Εργασίας του Ράιχ Φριτς Ζάουκελ. Στις συναντή σεις του Κεντρικού Οργάνου Σχεδιασμού στο Βερολίνο, το 1943 και το 1944, οι εκ στρατείες του καταναγκαστικής εργασίας κατηγορήθηκαν ως «υπεύθυνες για την πληγή των παρτιζάνων στην Ευρώπη». Η Γαλλία, που ως τα μέσα του 1942 είχε γνωρίσει πολύ λίγη ένοπλη δραστηριότητα, το επιβεβαίωνε αυτό δραματικά. Όταν δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο το διάταγμα επιστράτευσης του Ζάουκελ, η δημοτικό τητα του Βισύ άρχισε την κάθετη βουτιά από την οποία δεν αναδύθηκε ποτέ: ξέ σπασαν απεργίες στη Αυόν και στη Νάντη τον Οκτώβριο, στάσεις εργασίας και τα ραχές. Τον Φεβρουάριο του 1943, όταν ο Ζάουκελ απαίτησε άλλο μισό εκατομμύ ριο εργάτες, η Θητεία Υποχρεωτικής Εργασίας του Ααβάλ (δΤΟ = δοτνίοο άιι Τταναίΐ ΟΜί^αΙοίΓε) κατέστησε τη δουλειά στο Ράιχ εναλλακτική στρατιωτική θη τεία, και οι τοπικοί αξιωματούχοι προειδοποίησαν ότι η υποχρέωση κατάταξης των νεαρών αντρών προκαλούσε πρωτόγνωρη εχθρότητα. «Δεν υπάρχει αμφιβο λία ότι το όνομα “Ζάουκελ” ηχεί πολύ άσχημα στ’ αφτιά των Γάλλων», επισήμαινε ένας Γερμανός παρατηρητής στο Παρίσι. «Η αναγγελία και μόνο ότι επίκειται επί σκεψη του γκαονλάιτερ αρκεί για να παρακολουθήσει κανείς επί ημέρες εκατο ντάδες νεαρούς, με τα βαλιτσάκια στο χέρι, να σπεύδουν στους διάφορους σταθ μούς του Παρισιού».36 Έ τσι λοιπόν, λόγω του Ζάουκελ, προέκυψε η ιδέα να «βγουν στο Μακί». Εννο είται ότι δεν πήραν τα όπλα όλοι οι ΓέΙτ&οΐαίΐΌδ που κρύβονταν, αλλά συχνά μια μι κρή μόνο μειοψηφία. Νεαροί που συνελήφθησαν κοντά στο Καόρ τον Ιούλιο του 1943 «τρέφονταν από τους χωριάτες, που τους φρόντισαν καλά», και δεν είχαν επι χειρήσει τίποτα πιο εξεγερσιακό από το να «καπνίζουν ντόπιο καπνό».37 Ναι μεν οι ανυπότακτοι δεν είχαν αναγκαστικά την πρόθεση να αντισταθούν ανοιχτά στους Γ ερμανούς, αλλά η αρχική τους πράξη ανυπακοής τούς ωθούσε έξω από τα όρια του νόμου και γεννούσε με τη σειρά της νέες μορφές παρανομίας. Όσοι τους έκρυβαν υπέθαλπαν εγκληματίες* άλλοι τους εφόδιαζαν με πλαστά έγγραφα ή έκαναν επι δρομές στα δημαρχεία για να καταστρέψουν τα δημοτολόγια. Η αστυνομία, οι συ νεργάτες των Γερμανών και οι μονάδες του ίδιου του Ζάουκελ τούς κυνηγούσαν, με αποτέλεσμα συμπλοκές και ανταλλαγές πυροβολισμών. Το αδιάκοπο κυνήγι των ΓέΐΓαοίΗΐΓβδ ανάγκαζε τους νέους να καταφεύγουν στις αγκάλες της αντίστασης, και οι χωροφύλακες του Βισύ είχαν επίγνωση αυτού του κινδύνου. «Να φέρεστε προς
492
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
τους τέΐταοΐαίτοδ σαν σε άτομα που έχουν παραστρατίσει, όχι σαν σε εγκληματίες», ήταν η οδηγία που έφτασε στη χωροφυλακή του Λανγκεντόκ τον Αύγουστο του 1943. Ώσπου να φτάσει όμως το φθινόπωρο, υπολογίζεται ότι είχαν καταταγεί 1520.000 νέοι σε αντιστασιακά σχήματα τα οποία είχαν πολύ πιο σφιχτή οργάνωση απ’ ό,τι ένα χρόνο νωρίτερα: χάρη στις προσπάθειες των μεγαλύτερων κινημάτων, οι τρεις βασικές ομάδες του νότου -η Κομπά, η Φραν-Τιρέρ και η Αιμπερασιόν- είχαν ενωθεί και, με προτροπή του εκπροσώπου του Ντε Γκωλ, του Ζαν Μουλέν, έσμιξαν μαζί τους και οι κύριες ομάδες του βορρά, σχηματίζοντας έτσι το Εθνικό Συμβούλιο Αντίστασης.38 Ενώ πολλές περιοχές της Γαλλίας παρέμειναν ήσυχες, άλλες -όπως η Ωβέρνη — βίωσαν καθημερινές σχεδόν επιθέσεις ενάντια σε φυλακές, τράπεζες και δημαρ χεία, καθώς και πολυάριθμες πράξεις δολιοφθοράς εναντίον στρατιωτικών στόχων. Στην περιοχή Ερ, μια υποτυπώδης δημοσκόπηση που διεξήγαγε ο νομάρχης έδειξε ότι, ενώ ο Πεταίν ενέπνεε ακόμα το σεβασμό (αν και ήταν «λιγότερο αγαπητός»), η κυβέρνησή του αντιμετωπιζόταν με περιφρόνηση ως ανδρείκελα των Γερμανών, η δε δΤΟ ήταν «ολοένα πιο αντιπαθής» και έκανε τους πάντες να προσδοκούν την Απελευθέρωση. Στις αρχές του 1944 οι αρχές συμβούλευσαν τους βενζινοπώλες στα χωριά να φρουρούν τις αντλίες βενζίνης τους: το Βισύ είχε χάσει τον έλεγχο μεγά λου μέρους της υπαίθρου.39 Τον Νοέμβριο του 1943 τριακόσιοι μακιζάρ κατέλαβαν την κωμόπολη Ουαγιοννάξ -δεν υπήρχαν Γερμανοί εκεί- και οργάνωσαν στρατιω τική παρέλαση, προτού αποχωρήσουν τραγουδώντας τη «Μασσαλιώτιδα». Ανάλο γες ενέργειες, έστω και μικρότερες, έγιναν αλλού. Για τον στρατάρχη φον Ρούντστετ, ανώτατο διοικητή της Βέρμαχτ στη Δύση, το 1943 ήταν «μια κρίσιμη καμπή στην εσωτερική κατάσταση».40 Η αναταραχή υπήρξε ακόμα μεγαλύτερη αλλού. Στη Νορβηγία ανατινάχθηκαν τα γραφεία της Υπηρεσίας Απογραφής Εργατικού Δυναμικού του Όσλο. Στην Ελλάδα, μια απεργία διαμαρτυρίας στην Αθήνα εμπόδισε ούτε λίγο ούτε πολύ την αποστολή εργατών έξω από τη χώρα. Ό σο για την Πολωνία, ο βοηθός του Ζάουκελ περιέγραψε χαοτική αύξηση των συγκρούσεων: Ειδικά στην Πολωνία, η κατάσταση αυτή τη στιγμή είναι εξαιρετικά σοβαρή. Είναι γνωστό πως σημειώθηκαν βίαιες μάχες εξαιτίας ακριβώς αυτών των ενεργειών. Η αντίσταση εναντίον της διοίκησης που έχουμε εγκαθιδρύσει είναι ισχυρότατη. Αρκε τοί από τους άντρες μας εκτέθηκαν σε συνεχώς αυξανόμενους κινδύνους, και μονά χα τις τελευταίες δύο με τρεις εβδομάδες έχουν σκοτωθεί κάποιοι από αυτούς, π.χ. ο επικεφαλής του Γραφείου Εργασίας της Βαρσοβίας, που πυροβολήθηκε μέσα στο γραφείο του, και χθες πάλι ένας άλλος άντρας. Έτσι έχουν τα πράγματα αυτή τη στιγμή· η δε στρατολόγηση αυτή καθαυτή, έστω και αν γίνεται με την καλύτερη θέλη ση, παραμένει εξαιρετικά δύσκολη, εκτός και αν υπάρχουν αστυνομικές ενισχύσεις.
ΕΝΑΝΤΙΩΣΗ
493
Στις Κάτω Χώρες, όπου οι Γερμανοί προσπάθησαν να πετΰχουν την κατάταξη ολό κληρων κλάσεων, πολλοί άντρες κρύφτηκαν και εμφανίστηκε ένα εκτεταμένο δί κτυο βοήθειας για να τους παρασχεθεί στέγη, τροφή και πλαστά έγγραφα. Αυτό συ νέβη μετά από μιαν ατυχή ανακοίνωση του Γερμανού στρατιωτικού διοικητή -πως όλοι οι πρώην Ολλανδοί αιχμάλωτοι πολέμου έπρεπε να επιστρέψουν στη Γερμα νία- η οποία προκάλεσε κατακραυγή και απεργίες· στην κορύφωσή τους, συμμετεί χαν μισό εκατομμύριο άνθρωποι. Για πρώτη φορά αναμείχθηκαν και οι αγροτικές περιοχές. Τα δδ επέβαλαν στρατιωτικό νόμο και ώσπου να τελειώσει η απεργία εί χαν εκτελεστεί περισσότερα από 100 άτομα. Η ένοπλη αντίσταση δεν ανησυχούσε ακόμα τις αρχές εκεί. Ό πω ς όμως και στη Γαλλία, το 1943 υπήρξε έτος καμπής, και οι άντρες του Ζάουκελ παρέδωσαν μόλις το 7 τοις εκατό του αριθμού Ολλανδών ερ γατών που προέβλεπε το σχέδιο.41 Στο Βέλγιο, με τις τραυματικές του αναμνήσεις από τις εκτοπίσεις εργατών που είχαν κάνει οι Γερμανοί στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, το πρόγραμμα αναγκαστικής εργασίας αποτελούσε ακόμα πιο ευαίσθητο ζήτημα. «Επιστρέψαμε στις εκτοπίσεις του 1916-17», ήταν η αντίδραση ενός σχολια στή στις διαταγές περί υποχρεωτικής εργασίας. Παρά τις απεργίες, σχεδόν 150.000 στάλθηκαν στο Ράιχ. Οι κομμουνιστικές και οι καθολικές οργανώσεις βοήθειας -οι δεύτερες χρηματοδοτούνταν από τους εργοδότες και από την εξόριστη κυβέρνησηβοηθούσαν όσους είχαν κρυφτεί.42 Η έλλειψη εργατικοον χεριών επηρέαζε επίσης το πώς αντιδρούσαν οι Γερμανοί στην αντίσταση. Αυτό φάνηκε καθαρά τον Οκτώβριο του 1942, όταν ο Γκαίρινγκ διέταξε να εκκενωθούν οι περιοχές εκείνες των κατεχόμενων ανατολικών εδαφών οι οποίες δεν είχαν οικονομική αξία για τους Γερμανούς και να περάσουν από δια λογή οι κάτοικοι: οι ικανοί προς εργασία έπρεπε να σταλούν στο Ράιχ ή να απασχο ληθούν τοπικά. Ό πως είδαμε ήδη για τη Λευκορωσία, οι διοικητές του στρατού και των δδ ξεκίνησαν και αυτοί αντιπαρτιζάνικες επιχειρήσεις στο πνεύμα αυτής της διαταγής: η Επιχείρηση «Φραντς», τον Ιανουάριο του 1943, ήταν η πρώτη που κατέ ληξε στη σύλληψη μεγάλου αριθμού αμάχων οι οποίοι στάλθηκαν στη Δύση. Δεκά δες χιλιάδες άμαχοι κοπαδιάστηκαν τελικά στα στρατόπεδα εργασίας και συγκέ ντρωσης και χρησιμοποιήθηκαν σαν εργάτες από στρατιωτικές και μη υπηρεσίες ή παραδόθηκαν στους άντρες του Ζάουκελ. Πίσω από αυτές τις «εκκενώσεις», ο στρατός άφηνε «νεκρές ζώνες» από καμένα χωριά και χωράφια που σάπιζαν, στις οποίες οι άμαχοι έμπαιναν με δικό τους κίνδυνο. Ο αγροτικός πληθυσμός περνούσε από εξέταση και διαλογή, όπως πρωτύτερα οι Εβραίοι. Όσοι δεν ήταν ικανοί προς εργασία στέλνονταν σε στρατόπεδα όπως το «Ρωσικό Οικογενειακό Στρατόπεδο» του Άουσβιτς, όπου ορισμένοι θανατώνονταν με αέριο.43 Στην Πολωνία, ιδίως, άρχισε να αναδύεται ένα νέο «αντιστασιακό πνεύμα» στα τέλη του 1942. Τα αίτια τα συνόψισε λακωνικά ο Γερμανός κατοχικός στρατιωτικός διοικητής της Γενικής Κυβέρνησης ωζ εξής: «περισσότερη πείνα* περισσότερη απτή
494
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
επιβάρυνση από τον πόλεμο* ψυχολογική αποκαρδίωση* περισσότεροι περιορισμοί της ελευθερίας* μια ψυχολογικά εσφαλμένη πολιτική* αντιπαραγωγική σκληρότητα, σε σημείο κατάφωρης αδικίας* απόλυτη εγκατάλειψη, μαζί με ανεπαρκή μέριμνα, [οι οποίες] εξαλείφουν τα τελευταία υπολείμματα πίστης στην καλή θέληση των Γερμανών». Εντόπισε δυο βασικούς καταλΰτες: τις Ραπ^αΜοηοη -ή επιδρομές άγρας εργατών- και τη μαζική δολοφονία των Εβραίων, στην οποία οι Πολωνοί διέ βλεψαν «μιαν απαίσια εικόνα του δικού τους πεπρωμένου». Δεν ήταν σίγουρα ο μό νος που έβλεπε πως οι ενέργειες μετοίκησης του Χίμλερ και του Γκλομπότσνικ γύ ρω από το Ζάμοστς είχαν κάνει πολλοΰς αγρότες να περάσουν στην παρανομία και είχαν μετατρέψει την περιοχή του Λοΰμπλιν σε επίκεντρο των δραστηριοτήτων των Πολωνών παρτιζάνων. Ο Φρανκ, ο Γκαίμπελς και ο αντιπαρτιζανικός κομισάριος φον ντεμ Μπαχ-Ζελέφσκι χρειάστηκαν έξι μήνες ώσπου να πετΰχουν αφενός τη μα ταίωση των αναγκαστικών εξώσεων και αφετέρου τη μετάθεση του Γκλομπότσνικ, μα το κακό είχε πια γίνει .44 Τότε πια είχε εκδηλωθεί κι ένα παράδειγμα ένοπλης αντίστασης στην καρδιά της Βαρσοβίας, από τους τελευταίους Εβραίους που είχαν μείνει στο γκέτο. Ο Εγχώριος Στρατός τους παρείχε κάποια υποστήριξη, αλλά δεν ήταν καθόλου βέβαι ος αν ήθελε να υποστηρίξει έναν ξεσηκωμό που μπορούσε εύκολα να απλωθεί στην υπόλοιπη πόλη, προτού να είναι ο ίδιος έτοιμος. Ο εβραϊκός ξεσηκωμός ήταν στην ουσία μια αυτόνομη ενέργεια ανθρώπων που δεν είχαν τίποτε άλλο να χάσουν. Στις αρχές του 1943 είχαν απομείνει μόλις 50-70.000 σε ένα γκέτο, όπου δύο χρόνια νω ρίτερα ζούσαν περίπου 450.000 άνθρωποι* οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους εί χαν πεθάνει στην Τρεμπλίνκα τους προηγούμενους μήνες. Εμπνευσμένη από τις αναφορές περί εβραϊκής αντίστασης σε πόλεις που βρίσκονταν πιο ανατολικά, η πο λυκομματική Εβραϊκή Οργάνωση Μάχης (ΖΟΒ) σκότωνε τους πληροφοριοδότες της Γκεστάπο, τους Εβραίους αστυνομικούς και συνεργάτες των Γερμανών, αγόραζε όπλα, και τον Ιανουάριο παρενόχλησε μια εκτόπιση. Το τίμημα ήταν βαρύ: τα τέσσερα πέμπτα των μελών της ΖΟΒ (άοπλοι οι περισ σότεροι, γιατί τα όπλα ήταν λίγα) πιάστηκαν και θανατώθηκαν σε αντίποινα για τις λιγοστές γερμανικές απώλειες. Το ίδιο το γεγονός όμως άρκεσε στον Χίμλερ ώστε να διατάξει την πλήρη εκκένωση του γκέτο. Τον Φεβρουάριο έδωσε εντολή στον Η85ΡΕ Κρύγκερ να το γκρεμίσει, ώστε να ξεριζωθεί η «εγκληματική αταξία». Πιο μακροπρόθεσμα, η κατεδάφιση θα συνέβαλλε στη συρρίκνωση του μεγέθους μιας πόλης, η οποία «ήταν ανέκαθεν επικίνδυνο κέντρο αποσύνθεσης και ανταρσίας». Μετά από ράθυμες προετοιμασίες, οι Γερμανοί μπήκαν μέσα χωρίς να περιμένουν ιδιαίτερη αντίσταση. Τους αιφνιδίασε όμως η ΖΟΒ, που είχε καταστρώσει με προ σοχή το σχέδιό της, και ακολούθησαν κάμποσες εβδομάδες σκληρών μαχών, προ τού η εξέγερση νικηθεί τελικά. Η αρχική τους σύγχυση έκανε εντύπωση στους Πο λωνούς, οι οποίοι παρακολουθούσαν τους καπνούς να υψώνονται πάνω από τα
ΕΝΑΝΤΙΩΣΗ
495
τείχη του γκέτο. Κάποιοι, μάλιστα, μπήκαν μέσα: τόσο ο Εγχώριος Στρατός όσο και οι Πολωνοί κομμουνιστές έκαναν επιδρομές για να υποστηρίξουν τους μαχητές της ΖΟΒ. Έ νας Πολωνός αξιωματικός του Εγχώριου Στρατού οδηγήθηκε στις φυ λακές Πάβιακ της Γκεστάπο, που βρίσκονταν μέσα στο γκέτο, και είδε με την άκρη του ματιού τα πτώματα στους έρημους δρόμους και τους χωροφυλακές και τους άντρες το:>ν δδ να σκΰβουν για να αποφΰγουν τα πυρά των Εβραίων ελεύθερων σκοπευτών.45 Αν αυτό ήταν ένα παράδειγμα που ωθούσε τον Εγχώριο Στρατό σε περισσότε ρη δράση, υπήρχαν κι άλλα έξω από τη Βαρσοβία, γιατί η αντιστασιακή δραστη ριότητα εξαπλωνόταν τώρα στην ύπαιθρο της κεντρικής Πολωνίας. Έ να χρόνο αφότου ο Χίτλερ είχε εγκρίνει το Γενικό Σχέδιο Ανατολής του Χίμλερ, οι προτε ραιότητες του τελευταίου είχαν αλλάξει δραματικά. Το καλοκαίρι του 1943 κήρυξε όλη τη Γενική Κυβέρνηση «ζώνη ανταρτοπολέμου» (ΒΒηά6 η1<:Βΐηρί§6ΐ3ί6 ί). Προέτρεψε τα δδ και την αστυνομία να «καίνε ολοσχερώς ολόκληρα χωριά, αν είναι αναγκαίο», και εκείνοι ανταποκρίθηκαν με τις συνήθεις τρομοκρατικές τακτικές, που άφηναν πίσω τους χιλιάδες νεκρούς. Στους κόλπους των δδ, όμως, υπήρχαν σοβαρές διαφωνίες, και ο Φον ντεμ Μπαχ-Ζελέφσκι επέμενε ότι «καμιά χώρα δεν μπορεί να κυβερνιέται μόνο με τη χρήση της αστυνομίας και του στρατού» και πίε ζε για μια πιο ευφυή πολιτική (όπως περίπου έκαναν και άλλοι στα Βαλκάνια), που θα εκμεταλλευόταν τον αντικομμουνισμό των Πολωνών και θα τους έπειθε να ταχθούν με τους Γερμανούς. Τα δδ έλπιζαν να ελκύσουν τον Εγχώριο Στρατό, του οποίου είχαν πιάσει το διοικητή, τον «Γκροτ», τον Ιούνιο· η άρνηση όμως του Γκροτ να συνεργαστεί (που οδήγησε στο θάνατό του) σήμαινε πως έπρεπε να αρκεστούν να δουλεύουν -παρασκηνιακά και κατά διαστήματα- με το μικρότερο, ακροδεξιό ΝδΖ. Είτε με τον έναν είτε με τον άλλον τρόπο, ο Χίμλερ ήθελε να συντρίβει η ανερχόμενη αντίσταση στην Πολωνία και έφερε τον δδ-Βπ^αάείϋΙίΓΟΓ Φραντς Κούτσερα στη Βαρσοβία ως δδΡΕ για να το κάνει αυτό. Οι Γερμανοί έκαναν εκτελέσεις με με γάλη δημοσιότητα στους δρόμους της πόλης, και οι Πολωνοί, οι οποίοι είχαν αναθαρρήσει από τις ειδήσεις που έφταναν εκείνο το καλοκαίρι από την Ιταλία, «πάγω σαν» και καταλήφθηκαν από βαθιά απαισιοδοξία. «Το κλίμα είναι δράμα», σημείω νε στο ημερολόγιό του ένας κάτοικος της Βαρσοβίας. «Κανείς δεν πιστεύει ότι ο πό λεμος θα τελειώσει γρήγορα. Όλο και περισσότερος κόσμος επανέρχεται στα όσα έκαναν οι Γερμανοί στους Εβραίους: η ίδια τύχη δεν περιμένει κι εμάς; Ο Εγχώριος Στρατός, που, από το φόβο των γερμανικών αντιποίνων, σπάνια σκότωνε ανοότερα στελέχη, αποφάσισε κατ’ εξαίρεση να δολοφονήσει τον Κούτσερα, για να δείξει πως οι Πολωνοί δεν το έβαζαν κάτω. Μετά από δύο αποτυχημένες απόπειρες, μια ομάδα κρούσης κατάφερε να τον πυροβολήσει θανάσιμα μες στη μέση της Βαρσο βίας, σε μια ενέργεια που κράτησε μόλις ένα λεπτό. Οι Γερμανοί εκτέλεσαν σε αντί
496
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
ποινα 300 ανθρώπους, μα ο θάνατός του κατάφερε τουλάχιστον να βάλει τέλος στις δημόσιες εκτελέσεις.46
Η Β ΕΡΜ Α Χ Τ ΣΤΗ Ν Ο Τ ΙΑ ΕΥ ΡΩ Π Η
Το καλοκαίρι του 1943, πάντως, η περιοχή όπου οι Γερμανοί ένιωθαν περισσότερο εκτεθειμένοι δεν ήταν η Πολωνία -όπου η Βέρμαχτ ήταν εντυπωσιακά ψύχραιμη για την αυξανόμενη αναταραχή- αλλά η νότια Ευρώπη, όπου απειλούνταν με εισβο λή των Συμμάχων. Καθώς ετούτοι σταθεροποιούσαν τις θέσεις τους στη βόρεια Αφρική, οι Γερμανοί προσπάθησαν να προβλέψουν πού θα έκαναν την επόμενη απόβασή τους. Υπήρχαν σχέδια έκτακτης ανάγκης για προληπτική εισβολή στην Ιβηρική χερσόνησο, και ο ίδιος ο Χίτλερ θυμήθηκε την έμμονη ιδέα του Τσώρτσιλ με τα Βαλκάνια στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και ανησύχησε μήπως γίνονταν αποβάσεις στις ακτές της Ελλάδας. Γι’ αυτό η Βέρμαχτ μετακίνησε δυνάμεις από το Ανατολικό Μέτωπο στα νότια, στα Βαλκάνια, και προετοιμάστηκε καλά ώστε να αντιστηρίξει τους Ιταλούς ή και να τους υποκαταστήσει. Παρ’ όλα αυτά, όταν η απο πομπή του Μουσολίνι τον Ιούλιο την ανάγκασε να δράσει, οι ήδη φτωχές αριθμητι κά δυνάμεις της απλώθηκαν σε μια πολύ μεγαλύτερη έκταση. Η γιγάντωση των παρτιζάνικων σωμάτων στη Γιουγκοσλαβία, στην Ελλάδα και στην ίδια την Ιταλία, η αποσύνθεση του ιταλικού στρατού και η απόβαση των Συμμάχων στη Σικελία περιέ πλεξαν το έργο της. Με μεγάλο πια μέρος της νότιας Ευρώπης κηρυγμένο πολεμική ζώνη, τον πρώτο ρόλο στη γερμανική αντιανταρτική προσπάθεια τα δύο τελευταία χρόνια του πολέμου τον είχε η Βέρμαχτ, και όχι τα δδ. Ό χι πως αυτό σήμαινε οποιαδήποτε μείωση των ωμοτήτων: η Βέρμαχτ ήταν πιο δολοφονική στην άμυνα απ’ ό,τι στην επίθεση. Τον Δεκέμβριο του 1942 κιόλας, ο Χίτλερ είχε δώσει εντολή να εξοντωθούν οι «συμμορίτες», στο πλαίσιο των ετοιμα σιών ενάντια σε μια απόπειρα Συμμαχικής απόβασης, και την επαύριο της ανατρο πής του Μουσολίνι εξέδωσε νέες διαταγές. Η Βέρμαχτ, για να προστατεύσει την ενδοχώρα πίσω από τις ευάλωτες παράκτιες αμυντικές θέσεις, έπρεπε να συντρίβει τις «ληστοσυμμορίες» που συναντούσε με τη «μεγαλύτερη ένταση», ώστε να τις «εκ μηδενίσει». Τον Αύγουστο, καθώς οι φόβοι των Γερμανών για Συμμαχική απόβαση στην Ελλάδα κορυφώνονταν, ο γενικός διοικητής της Βέρμαχτ στα Βαλκάνια, στρα τηγός Λαιρ, έβγαλε έκτακτη διαταγή: «Μπορεί να χρειαστεί [στις περιοχές που κα τέχουν οι αντάρτες] να συλληφθεί όλος ο αρσενικός πληθυσμός, εφόσον δεν συ ντρέχει λόγος να εκτελεστεί ή να απαγχονιστεί λόγω σύμπραξής του με τους λη στές ή υποστήριξής του προς αυτούς και εφόσον δεν είναι ανίκανος προς εργασία, και να μεταφερθεί στα σημεία συγκέντρωσης αιχμαλώτων για περαιτέρω μεταφο
ΕΝΑΝΤΙΩΣΗ
497
ρά στο Ράιχ». Όταν ήταν αδύνατο να διακριθούν οι αντάρτες από τους αμάχους, η λΰση του γερμανικού στρατού ήταν να αδειάζει τελείως όλη την περιοχή. Ό πως προηγουμένως στη Λευκορωσία, έτσι κι εδο5 η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην καταπολέμηση των ανταρτών και στην επιστράτευση εργατών άρχιζε σιγά-σιγά να θολώνει.47 Την ίδια ώρα που ο Λαιρ εξέδιδε αυτή τη διαταγή, Έλληνες εθελοντές συνέρρεαν στα βουνά. Στην Αθήνα, Ιταλοί στρατιώτες πουλούσαν τις στολές και τον εξοπλι σμό τους. Στα βουνά της Πίνδου, οι αντάρτες αφόπλιζαν με επιτυχία την ιταλική με ραρχία Πινερόλο. Γερμανικές δυνάμεις στάλθηκαν επειγόντως στη χώρα από τη Γιουγκοσλαβία και τα σοβιετικά εδάφη, και σύντομα οι «νεκρές ζώνες» που είχαν σημαδέψει την όψη της λευκορωσικής υπαίθρου ασχήμιζαν επίσης την κεντρική Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, λόγου χάρη, άντρες της επίλεκτης 1ης Ορεινής Μεραρχίας -φερμένοι από τα βουνά του Καυκάσου, όπου είχαν πολεμήσει τον Κόκκινο Στρατό- προωθήθηκαν μέσα από τους ορεινούς δρόμους για να εκκαθαρίσουν τη δυτική Ελλάδα, εν αναμονή της προεξοφλούμενης επίθεσης των Συμμάχων αυτή δεν έγινε ποτέ, αλλά πάντως πίσω από την παράκτια λωρίδα εκείνοι σκότωσαν εκατοντάδες χωρικούς και έκαψαν τα σπίτια τους. "Υστε ρα διαπεραιώθηκαν στα Ιόνια νησιά για να αφοπλίσουν όσες ιταλικές δυνάμεις αντιστέκονταν αφού αυτές παραδόθηκαν, τους έσφαξαν κι εκείνους. Οι κανόνες του Ανατολικού Μετώπου είχαν έρθει στην Ελλάδα· οι Ιταλοί και οι Έλληνες άμα χοι αντιμετωπίζονταν τώρα όπως πάνω-κάτω είχαν αντιμετωπιστεί οι Ρώσοι. Αλλες μονάδες σκόρπισαν σε όλη την Πελοπόννησο. Μέσα σε λίγες μόλις μέρες στα τέλη του 1943, το πολεμικό ημερολόγιο της Βέρμαχτ για την Πελοπόννησο κατα γράφει: 4 Δεκεμβρίου - 50 όμηροι εκτελέστηκαν στο Αίγιο μετά από επίθεση ενα ντίον φορτηγού* 5 Δεκεμβρίου - 50 όμηροι απαγχονίστηκαν στον σιδηροδρομικό σταθμό της Ανδρίτσας* 7 Δεκεμβρίου - 25 όμηροι εκτελέστηκαν στο Γύθειο. Λίγες μέρες αργότερα, στρατιώτες μπήκαν στην ορεινή κωμόπολη των Καλαβρύτων, συ γκέντρωσαν όλους τους άντρες που βρήκαν εκεί, περισσότερους από 500, και τους τουφέκισαν* αυτό το έκαναν για αντίποινα, επειδή αντάρτες είχαν απαγάγει και σκοτώσει Γερμανούς στρατιώτες εκεί κοντά. Σε άλλες ωμότητες την επόμενη άνοι ξη, στην κεντρική Ελλάδα, νεαροί στρατιώτες των ^αίίοη-δδ δεν εξαίρεσαν ούτε καν τα γυναικόπαιδα. Ο διπλωματικός πληρεξούσιος του Ράιχ στα Βαλκάνια έγινε έξαλλος* μετά από μια σφαγή στο χωριό Κλεισούρα, έγραψε: «Το θαυμάσιο αποτέ λεσμα αυτής της ηρωικής πράξης είναι πως υπάρχουν μωρά νεκρά* μα οι αντάρτες είναι ακόμα ζωντανοί». Η Βέρμαχτ έκανε ακόμα και διοικητική εξέταση. Οι δια μαρτυρίες του όμως πολύ λίγο άλλαξαν τη συμπεριφορά των στρατιωτών. Το αντάρ τικο κίνημα γινόταν όλο και πιο δυνατό, εκατοντάδες χωριά καταστρέφονταν και δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι σκοτώνονταν ή έμεναν στο δρόμο. Εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο η Βέρμαχτ διεξήγε τον αντιανταρτικό πόλεμο και του ότι κατέφευγε
498
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
στην αδιάκριτη συλλογική τιμωρία, η Ελλάδα βρέθηκε μπροστά σε μια κολοσσιαία ανθρωπιστική και προσφυγική κρίση, που πάσχιζαν να την αντιμετωπίσουν οι Σουη δοί και οι Ελβετοί εργαζόμενοι του Ερυθρού Σταυρού .48 Στην καρδιά αυτών των εξελίξεων βρίσκονταν τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στην Ιταλία το καλοκαίρι του 1943. Η κατάρρευση του καθεστώτος του Μουσολίνι είχε αφήσει τη χώρα διχασμένη και είχε δημιουργήσει πολιτικό κενό. Στο νότο, οι προελαύνοντες Σύμμαχοι σύστησαν δική τους στρατιωτική κατοχή στα πρώτα τμήματα ευρωπαϊκού εδάφους που είχαν απελευθερωθεί* μορφές του φασιστικού αηοώη Γ6§πτΐ6 όπως ο στρατάρχης Μπαντόλιο -ο «Δούκας της Αντίς Άμπαμπα»- προσπά θησαν να εξασφαλίσουν ομαλή πολιτική μετάβαση, ενώ όσοι σκληροπυρηνικοί έμειναν πιστοί στον Ντούτσε πέρασαν στην παρανομία και σκέφτηκαν, μάλιστα, για λίγο να κάνουν αντίσταση. Βόρεια των γερμανικών γραμμών, που οπισθοχωρούσαν αργά, η Ιταλία βρέθηκε υπό τον έλεγχο της Βέρμαχτ, μολονότι δημιουργήθηκε το γνωστό αξεδιάλυτο κουβάρι με τους Γερμανούς αξιωματούχους (σπουδαιότεροι ήταν ο πληρεξούσιος του Υπουργείου Εξωτερικών και ο ΗδδΡΕ του Χίμλερ). Ο Ντούτσε διασώθηκε χάρη στον Χίτλερ, ο οποίος τον στήριξε ώστε να σχηματίσει νέα φασιστική κυβέρνηση ανδρεικέλων. Με τους χθεσινούς συμμάχους να έχουν γίνει αφέντες και τους Γερμανούς να έχουν σφίξει τη λαβή τους πάνω στη χώρα, πήρε πολύ γρήγορα σάρκα και οστά μια αντιπολίτευση, χάρη και στη γοργή αναβίωση της κομματικής ζωής μετά από δύο δε καετίες φασισμού. Πολιτικά, η αντίσταση στους Γερμανούς (και στη νέα κυβέρνηση του Μουσολίνι) οργανώθηκε από διακομματική επιτροπή εθνικής απελευθέρωσης που σχηματίστηκε στη Ρώμη την επαύριο της κατάπαυσης του πυρός και μετά απλώ θηκε σ’ ένα ολόκληρο δίκτυο συμβεβλημένων περιφερειακών οργάνων υπό γερμα νική κατοχή. Παράλληλα, καθώς ο ιταλικός στρατός είχε διαλυθεί, η χώρα πλημμύ ρισε από όπλα. Οι περισσότεροι στρατιώτες κρύφτηκαν για να αποφύγουν τον εγκλεισμό σε στρατόπεδα* η αυθόρμητη βοήθεια που τους παρείχε η υπόλοιπη ιτα λική κοινωνία, σε αυτούς και στους Συμμαχικούς αιχμαλώτους πολέμου που απε λευθερώθηκαν από τις ιταλικές φυλακές, μπορεί να θεωρηθεί σαν πρώτη συλλογική πράξη αντίστασης ενάντια στους νέους αφέντες της χώρας. Κάποιοι πήραν τα βου νά, μα στην αρχή πολύ πιο θανάσιμες για τις κατοχικές δυνάμεις ήταν οι σφιχτοοργανωμένες κομμουνιστικές ομάδες δολιοφθοράς και δολοφονιών. Την άνοιξη του 1944, πάντως, ο αριθμός των παρτιζάνων αυξήθηκε -οι καμπάνιες επιστράτευσης είχαν τα ίδια αποτελέσματα με αλλού-, με αποτέλεσμα να προκύψει ένα πελώριο και πολιτικά πολύχρωμο φάσμα ομάδων: «Γαριβαλδινές» ταξιαρχίες οργανωμένες κατά το σοβιετικό σύστημα* μονάδες «Δικαιοσύνης και Ελευθερίας» του Κόμματος της Δράσης* ρωμαιοκαθολικές «Πράσινες Φλόγες», και πολλές άλλες.49 Μεγαλύτερη από τη στρατιωτική τους ικανότητα, που έπασχε λόγω έλλειψης εκ-
ΕΝΑΝΤΙΩΣΗ
499
παίδευσης, απουσίας κρησφύγετων και φτωχού εξοπλισμού, ήταν η πολιτική τους σημασία. Πολιτικά, εκπροσωπούσαν τη νέα Ιταλία που αναδυόταν από τα συντρίμ μια του φασισμού, με όλες τις διαιρέσεις και τις αβεβαιότητές της, και ήταν φυσικό να υπάρχουν συγκρούσεις ανάμεσα στις διάφορες ομάδες που προς το παρόν δεν υπάγονταν σε κανέναν κεντρικό έλεγχο. Το ιταλικό κράτος είχε καταρρεύσει και αυτός ήταν ένας αγώνας για την ανανέωση, ένα δεύτερο ΚίδΟΓ^ίιηοηίο. Ο ιστορικός Κλάουντιο Παβόνε, αντιστασιακός, διέκρινε τρεις χωριστούς αλλά και σχετιζόμενους μεταξύ τους πολέμους, που εκτυλίσσονταν μέσα στον αγώνα των παρτιζάνων. Για ορισμένους, επρόκειτο για έναν ταξικό αγώνα για το σοσιαλισμό: έλπιζαν να επιστρέψουν στην «επαναστατική» κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στη χώρα το 1919-21, και ότι θα ανάγκαζαν αυτή τη φορά την Ιταλία να πάρει καινούργιο δρόμο. Πολλοί πολεμούσαν απλώς εναντίον των Γ0ριώ 6 ϋοΜηίν111του Μουσολίνι για ένα δη μοκρατικό μέλλον, ώστε να αποδείξουν στην Ιταλία και στον κόσμο ολόκληρο τη ζωντάνια της αντιφασιστικής παράδοσης που είχε συντρίβει για είκοσι χρόνια. Για όλους, τέλος, υπήρχε ο αγώνας προκειμένου να φύγουν οι Γ ερμανοί. Ό σο για τους Γ ερμανούς, αυτοί ακολούθησαν την πεπατημένη και αντιχτύπησαν σκληρά. Στη βορειοανατολική Ιταλία, που την είχαν υπαγάγει σε πολιτική διοίκηση εν αναμονή της τελικής της προσάρτησης, ο Οντίλο Γκλομπότσνικ -ο αρχιτέκτονας της Επιχείρησης Ράινχαρντ και των μετοικήσεων του Ζάμοστς- ανέλαβε να αστυνο μεύσει τη γενέτειρά του, την Τεργέστη. Στο νότο, ο στρατάρχης Κέσσελρινγκ πολέ μησε πανέξυπνα σχεδόν όλο τον Σεπτέμβριο, προσπαθώντας μάταια να εμποδίσει τους Συμμάχους να στήσουν προγεφύρωμα. Πολλές κωμοπόλεις είχαν ήδη ισοπε δωθεί από ένα πρόγραμμα μαζικών βομβαρδιστικών επιδρομών των Συμμάχων, που σκοπό είχε -λες και δεν ίσχυε ήδη- να στρέψει τον ιταλικό πληθυσμό εναντίον του φασιστικού καθεστώτος. Όταν έφτασε η Βέρμαχτ, μην έχοντας τα αποθέματα που ο Κέσσελρινγκ πίστευε πως χρειαζόταν, μάζεψε χιλιάδες άντρες για έργα και επίταξε εκτρεφόμενα ζώα και τρόφιμα. Οι Γερμανοί, με τις δυνάμεις τους απλωμέ νες αραιά στα άγονα βουνά της Καμπανίας και της Μπαζιλικάτα, ανταπέδιδαν βί αια το παραμικρό περιστατικό ανυπακοής, και, καθώς το μέτωπο σταθεροποιού νταν, έκαναν δεκάδες εκτελέσεις και σφαγές στα χωριά και στις κωμοπόλεις της νό τιας Ιταλίας. Ο βασικός λόγος που η Βέρμαχτ σκότωνε αδιακρίτως ήταν η χαρακτη ριστική της επιθυμία να πετύχει απόλυτη ασφάλεια στα νώτα της. Οι Γερμανοί στρατιώτες ήταν έξαλλοι με τους πρώην συμμάχους τους για την «προδοσία» τους και έπαιρναν την εκδίκησή τους πάνω στους αμάχους, με την παραμικρή πρόκληση. Ο Κέσσελρινγκ ήταν έξοχος στρατηγός και εξέπληξε τον Χίτλερ με την επιτυχία του να επιβραδύνει την προώθηση των Συμμάχων προς τα πάνοο στη χερσόνησο* η λα μπρή όμως επίδοσή του ως στρατιωτικού διοικητή πήγαινε χέρι-χέρι με απολύτως ανελέητη στάση απέναντι στον τοπικό πληθυσμό. Ούτε και τελείωσαν τα βάσανα της περιοχής με τον ερχομό των Συμμάχων. Η
500
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
απλόχερη χρήση πυρών βαρέος πυροβολικού από το στρατηγό Μαρκ Κλαρκ έσωσε μεν ζωές στρατιωτών αλλά κατέστρεψε τελείως οικοδομημένες περιοχές στη γραμ μή του μετώπου. Πολλές χιλιάδες γυναίκες βιάστηκαν από Γάλλους και Βορειοαφρικανούς στρατιώτες. Τα σπίτια των Ιταλών λεηλατήθηκαν, οι μερίδες τροφίμων καταβαραθρώθηκαν σε επίπεδα λιμοκτονίας και επιπλέον οι Γερμανοί έκαναν επι δρομές με βομβαρδιστικά. Στις αρχές του 1944 μεγάλο μέρος της νότιας Ιταλίας έμοιαζε με σεληνιακό τοπίο γεμάτο κατασκαμμένες πόλεις, μες στις οποίες τριγυρνούσαν λιμασμένα και απελπισμένα γυναικόπαιδα, γυρεύοντας ασφάλεια και κατα φύγιο .50 Τα αντίποινα και οι σφαγές των Γερμανών ήταν υπεύθυνες για το θάνατο εκατο ντάδων αμάχων και στην υπόλοιπη Ιταλία. Τον Μάρτιο του 1944, για παράδειγμα, επίθεση παρτιζάνων εναντίον μιας γερμανικής φάλαγγας που διέσχιζε τη Ρώμη προκάλεσε πολλές απώλειες και ο Χίτλερ διέταξε να εκτελεστούν 100 Ιταλοί για κάθε έναν νεκρό Γερμανό. Αφού ο αρχηγός της δϋ στη Ρώμη αποφάσισε πως αρκούσε μια μικρότερη αναλογία, οι άντρες του, με τα νεύρα τους καλμαρισμένα από το ποτό, εκτέλεσαν 335 ομήρους σ’ ένα παρακείμενο εγκαταλειμμένο λατομείο -το λεγόμενο Ροδδ€ Ατάο&ΐίηε-, σε μια σφαγή που ακόμα και σήμερα προκαλεί ζωη ρούς διαξιφισμούς. Αλλά και στην ύπαιθρο η Βέρμαχτ φερόταν πολύ παρόμοια. Ο Κέσσελρινγκ, εκνευρισμένος που δεν μπορούσε να εντοπίσει τους παρτιζάνους, οι οποίοι πλήθαιναν διαρκώς όλη την άνοιξη, είχε αρχίσει να θεωρεί τον άμαχο πλη θυσμό στο σύνολό του ως μέρος του προβλήματος. «Ο αγώνας ενάντια στις συμμο ρίες πρέπει να διεξαχθεί με όλα τα μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας και με τη με γαλύτερη δυνατή σκληρότητα», έλεγε η πιο ξακουστή διαταγή του, που εκδόθηκε τις κρίσιμες εβδομάδες μετά την πτώση της Ρώμης στις 4 Ιουνίου. «Θα καλύψω κάθε αξιωματικό ο οποίος στις επιλογές του και στην τραχύτητα των μεθόδων του ξεπερ νά τα συνήθη όριά μας». Στις 28 Ιουνίου, σε ραδιοφωνικό του διάγγελμα, απείλησε τον ιταλικό πληθυσμό ότι ο αγώνας του στρατού εναντίον των παρτιζάνων θα γινό ταν «πιο ανελέητος και σκληρός». Ό ,τι έλεγε το εννοούσε, και τις επόμενες ημέρες έγιναν οι χειρότερες σφαγές όλης της κατοχής: 245 άνθρωποι σκοτώθηκαν στο χω ριό Τσιβιτέλλα ντέλλα Κιάνα στις 29 Ιουνίου, 71 την ίδια μέρα στο Σαν Πανκράτσιο ντι Μπούτσινε, 176 στις 4 Ιουλίου στο Καστελνουόβο ντέι Σαμπιόνι και 560, όχι λιγότεροι, στη Σάντ’ Άννα ντι Στατζέμα στις 12 Αυγούστου, όπου οι σωροί των πτωμά των ήταν τόσο άσχημα παραμορφωμένοι από τα φλογοβόλα ώστε η ταύτισή τους ήταν αδύνατη. Ο σαδισμός του στρατού μπορούσε πια να συγκριθεί μ’ εκείνον των Εΐηδαίζ£πιρρ6η στην Ανατολή, το 1941.51 Από τον Μάρτιο κιόλας ο Μουσολίνι παραπονιόταν για την «εγκληματική συ μπεριφορά» της Βέρμαχτ, και ο Κέσσελρινγκ θύμισε στους άντρες του πως έπρεπε να διατηρήσουν την πειθαρχία τους. Δεν άλλαξε όμως τίποτα. Στις 15 Σεπτεμβρίου ο Μουσολίνι παραπονέθηκε για τρίτη φορά, προειδοποιώντας τον Γερμανό πρέσβη
ΕΝΑΝΤΙΩΣΗ
501
ότι η Βέρμαχτ γινόταν μισητή στην Ιταλία* επέμεινε δε ότι «ως άνθρωπος και ως φα σίστας, δεν μπορώ να φέρω άλλο την ευθύνη -έστω και έμμεση- γι’ αυτές τις σφαγές γυναικών και παιδιών». Ακριβώς δύο εβδομάδες αργότερα, όμως, η 16η Μεραρχία Ρ α η ζ0 Γ § Γ 6 η ^ (ϋ θ Γ των δδ «Κ©ίο1ΐδ£ϋ1ΐΓ6Γ δδ», που είχε διαπράξει το λουτρό αίματος της Σάντ’ Αννα, ξεσάλωσε και στο χωριό Μαρτσαμπόττο των Απεννίνων, περίπου δεκαέξι χιλιόμετρα νότια της Μπολόνιας, σκοτώνοντας τουλάχιστον 770 ανθρώ πους. Ή ταν μια από τις χειρότερες γερμανικές ωμότητες του πολέμου στη δυτική Ευρώπη. Το χωριό είχε λεηλατηθεί και εν μέρει καεί από τους Γερμανούς τον Μάιο, και είχαν εκτελεστεί μερικούς άντρες τότε, γιατί κανείς τους δεν έδινε πληροφορίες για τους παρτιζάνους. Τώρα, ο δίυπηβ&ηηίϋΙίΓΟΓ Βάλτερ Ρέντερ ανέφερε πως είχε εξαλείψει τους «ληστοσυμμορίτες» εκεί. Στην πραγματικότητα, στα θύματα συγκα ταλέγονταν περισσότερα από 150 παιδιά κάτω των δέκα ετών και ο ίδιος περίπου αριθμός ηλικιωμένων χωρικών.52 Ο Ρέντερ ήταν ένας θαρραλέος και πλούσια παρασημοφορημένος αξιωματικός των λΥοίίΐοη-δδ, από πολλές πλευρές υποδειγματικό προϊόν του στρατού του Χίτλερ. Είχε συμμετάσχει στην εισβολή της Πολωνίας, είχε λάβει μέρος στην προέλαση εναντίον του Λένινγκραντ το 1941 και είχε πολεμήσει στην τελευταία μάχη του Χάρκοβ, προτού χάσει μέρος του μπράτσου του* στη συνέχεια, είχε βοηθήσει στην εκκαθάριση του Γκέτο της Βαρσοβίας. Σε αυτόν -και στους ανωτέρους του- ο ν©Γηίο1ιίυη£δ]<:πο£ στην Ανατολή είχε απλώς ενισχύσει την καχυποψία απέναντι στους αμάχους (ο τρόπος με τον οποίο οι Ιταλοί είχαν «προδώσει» τους Γερμανούς απλώς επιβεβαίωνε την εγγενή τους διπροσωπία), και πάντως θεωρούσε τα αντί ποινα απολύτως νόμιμα. Μετά από μήνες υποχώρησης, αποτελούσε στρατιωτική αναγκαιότητα να εξασφαλιστούν τα Απέννινα -η τελευταία γραμμή άμυνας πριν από την κοιλάδα του Πάδου-, και το καλοκαίρι του 1944 αυτό κάθε άλλο παρά σί γουρο ήταν. Δεν είναι καθόλου σύμπτωση που η σφαγή του Μαρτσαμπόττο έγινε την ίδια ακριβώς στιγμή που οι Γερμανοί οι οποίοι υπερασπίζονταν το κεντρικό τμήμα της Γοτθικής Γραμμής1* άρχισαν να πιέζονται από τις προελαύνουσες δυνά μεις των Συμμάχων. Από την άλλη, τίποτε από αυτά δεν εξηγεί γιατί οι στρατιώτες έβαζαν στόχο τα γυναικόπαιδα, ούτε τον σαδιστικό ζήλο με τον οποίο σκότωναν, κάτι που φαίνεται πως είχε αυτοτροφοδοτηθεί όλες τις προηγούμενες εβδομάδες, καθώς το ένα έγκλη μα ακολουθούσε το άλλο, θρεμμένο από ένα μείγμα φόβου, περιφρόνησης, ατιμω ρησίας και ψυχανώμαλης ηδονής. Η ζωή ενός Γερμανού, πληροφορούσε έναν Ιταλό ιερέα κάποιος αξιωματικός, άξιζε όσο η ζωή πενήντα Ιταλών. Κανένα από τα παλιότερα ηθικά όρια του γερμανικού στρατού δεν λειτουργούσε πια: εκτελούσαν τους ιερείς όταν αυτοί προσπαθούσαν να μεσολαβήσουν, και σκότωναν πολλές γυ ναίκες και νήπια μαζί με τους άντρες. Ή μήπως αυτού του είδους οι χωρίς διάκριση σκοτωμοί ήταν πιο έλλογοι -του-
502
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
λάχιστον από τη σκοπιά των Γερμανών στρατιωτικών- απ’ όσο θέλουμε να νομίζου με; Στο κάτω-κάτω, με καθαρά λειτουργικούς όρους, οι σφαγές αυτές δεν είχαν χά σει την τρομακτική τους αποτελεσματικότητα. Το χειμώνα του 1944/45 υπήρξε αι σθητή μείωση της παρτιζάνικης δραστηριότητας, καθώς η Βέρμαχτ, τα δδ και οι Ιτα λοί σύμμαχοί τους -που, όλοι μαζί, υπερτερούσαν κατά πολύ αριθμητικά έναντι των ανταρτών- συνέχιζαν τις επιχειρήσεις τους. Εκτόπισαν δεκάδες χιλιάδες «ύποπτους συμμορίτες» βόρεια, στα στρατόπεδα της Πολωνίας και της Γερμανίας, και εκκαθά ρισαν με επιτυχία πολλές εκτάσεις της ορεινής βόρειας Ιταλίας, που οι παρτιζάνοι τις είχαν ανακηρύξει «ελεύθερες ζώνες». Καθώς ο καιρός χειροτέρευε, πολλοί παρ τιζάνοι είχαν απογοητευτεί που οι Σύμμαχοι δεν κατάφερναν να σπάσουν τις γραμ μές του εχθρού. Ακόμα πιο αποθαρρυντικό ήταν το ότι οι Σύμμαχοι τους προέτρεπαν να διαλυθούν για το χειμώνα. Η δϋ γνώριζε ότι πολλοί απ’ όσους είχαν διαφύγει προς τα αντάρτικα σώματα το είχαν κάνει μόνο και μόνο για να αποφύγουν τα μπλόκα των Γερμανών, και το καθεστώς του Μουσολίνι προσπάθησε -μάλλον ανεπιτυχώς- να το εκμεταλλευτεί αυτό και να εμφανιστεί σαν μετριοπαθέστερη δύνα μη, προσφέροντας αμνηστία σε όσους «συμμορίτες» θα παραδίνονταν αυτοβούλως. Μόλις 2.000 το έκαναν. Παρ’ όλα αυτά, στις αρχές του 1945 το παρτιζάνικο κίνημα ήταν σε θέση άμυνας και ξαναεμφανίστηκε ως σημαίνουσα δύναμη στην Ιταλία τον τελευταίο μόλις μήνα της κατοχής. Από τη σκοπιά της Βέρμαχτ, η αποτροπή και ο τρόμος είχαν αποτέλεσμα και της επέτρεψαν να διατηρήσει τον έλεγχο του βορρά ως το τέλος του πολέμου .54
Π ΡΟ Σ ΤΟ Ν ΕΜ Φ Υ Λ ΙΟ Π Ο Λ ΕΜ Ο
Στη ναζιστική Ευρώπη, η εναντίωση και το μίσος για τους συνεργάτες των Γερμα νών ήταν τουλάχιστον τόσο όσο και για τους ίδιους τους Γερμανούς. Εκείνοι που απειλούσαν να στρέψουν τη χώρα τους προς το ναζισμό ήταν οι Κουίσλινγκ, Μύσσερτ και Ντεγκρέλ· και όπου κόμματα δωσίλογων βοήθησαν τους Γερμανούς, αντι μετωπίστηκαν ως εχθροί από μεγάλο μέρος του πληθυσμού, από τη στιγμή που έκα ναν την εμφάνισή τους κιόλας. Στη Γαλλία, όταν η αρχική θεμιτότητα του Βισύ ξέ φτισε, σημειώθηκε ανάλογη πόλωση. Παρόλο που ο Πεταίν προσωπικά παρέμεινε δημοφιλής ή τουλάχιστον εξακολούθησαν να τον σέβονται ως το τέλος, δεν ίσχυε το ίδιο για όσους τον υπηρετούσαν. Μπορεί οι αναμαλλιάρηδες Λεγεωνάριοι να πόζαραν όλο χαμόγελα για τις αναμνηστικές φωτογραφίες κατά την αναχώρησή τους για το Ανατολικό Μέτωπο, και τα βαγόνια τους να έγραφαν «νίνε 16 ΜατέοΜΙ!», «νίν6 ΗΜογ!» και «Α 6&δ Ιοδ Ιιπίδ!»,Χ1 αλλά στα σινεμά, όταν εμφανίζονταν στην οθόνη ο Λαβάλ, ο Ενριό και ο Ντεά, έπεφτε σφύριγμα και γιουχάισμα και πολλοί φώναζαν «Πουλημένοι!» και «Θάνατος!»55 Οι συνεργάτες των κατακτητών θεωρού
ΕΝΑΝΤΙΩΣΗ
503
νταν προδότες και έγιναν προπεύων στόχος για επιθέσεις και δολοφονίες* οι ίδιοι, πάλι, όσους έκαναν αντίσταση τους θεωρούσαν «τρομοκράτες», «κομμουνιστές» και «εγκληματίες» που προσπαθούσαν να διαταράξουν τη δημόσια τάξη και να δι χάσουν το έθνος. Καθώς τα όπλα πλήθαιναν και σίμωνε το τέλος του πολέμου -με όλες τις πολιτικές του αβεβαιότητες-, η βία αυτή εντάθηκε σε πολλές χώρες ως τα, πρόθυρα του εμφύλιου πολέμου. Τον Νοέμβριο του 1942 τρεις ρεξιστές δήμαρχοι του Ντεγκρέλ δολοφονήθηκαν στο Βέλγιο, πράγμα που ώθησε το κόμμα του να ζητήσει μεγαλύτερη προστασία. Καθώς όμως η αστυνομία ήταν απρόθυμη να εμπλακεί, αποφάσισαν να πάρουν το νόμο στα χέρια τους. Στα μέσα πια του 1944 το ρεξιστικό κόμμα, τα φλαμανδικά δδ και το δεξιό νΝ ν σκότωναν αντιπάλους στο πλαίσιο της λυσσαλέας αναμέτρησης ανάμεσα σε αυτούς και στις παράνομες οργανώσεις. «Πρόκειται για πραγματικό εμφύλιο πόλεμο», ήταν η συνοπτική διατύπωση του δικηγόρου Πωλ Στρουί, όταν ανέλυε την κατάσταση της κοινής γνώμης τους τελευταίους μήνες της κατοχής. Πολλοί συνεργάτες των κατοχικών υφίστανται επιθέσεις στα σπίτια τους, στο δρόμο ή στην ύπαιθρο. Μεγάλος αριθμός από αυτούς είναι γυναίκες. Πρόκειται κατά τα φαινόμενα για πληροφοριοδότριες που παρέδωσαν τέΙταοίαΙΐΌδ στις δυνάμεις κατο χής... Τα «αντίποινα» είναι ακόμα πιο βίαια... Τα αλλεπάλληλα αιματηρά δράματα έχουν δημιουργήσει σε μεγάλο μέρος της χώρας, ιδίως στα χωριά και στις κωμοπόλεις, ένα πραγματικό κλίμα τρόμου... Το μίσος που εκδηλώνουν ορισμένοι Βέλγοι εναντίον άλλων Βέλγων αυτήν τη στιγμή είναι άσβεστο και στ’ αλήθεια αβυσσαλέο. Είναι απείρως βιαιότερο από εκείνο που επιδεικνύουν εναντίον των κατοχικών.56 Στην Ιταλία, η οποία έβγαινε απότομα από δύο δεκαετίες φασισμού, υπήρχαν ανοι χτοί λογαριασμοί που ανάγονταν όχι στα δυο-τρία τελευταία χρόνια αλλά σε είκοσι. Η αντιφασιστική Αριστερά δεν έβλεπε την ώρα να εκδικηθεί για τις άσχημες ανα μνήσεις της από τα χρόνια των φασιστικών πολιτοφυλακών. Ταυτόχρονα, τα λείψα να του φασιστικού κόμματος ήταν πιο ριζοσπαστικοποιημένα απ’ όσο πριν από την κατάρρευση και είχαν επιστρέψει συνειδητά στον βίαιο δομι&άπδΐηο*11της αυγής του φασισμού. Έ να νέο κύμα βίας κατέκλυσε τις πόλεις και τα χωριά της κοιλάδας του Πάδου. Ο Μουσολίνι, όταν ξαναεμφανίστηκε για πρώτη φορά δημόσια κοντά στο Μπολτσάνο, τον Απρίλιο του 1944, γνώρισε θερμή υποδοχή από το πλήθος: πολύς κόσμος, ιδίως στις μεθοριακές περιοχές και στις αταλάντευτα καθολικές βορειοα νατολικές επαρχίες, φοβόταν πως η Ιταλία θα έπεφτε στα χέρια των μπολσεβίκων. Οι νέες Μαύρες Ταξιαρχίες (Βπ§αί6 Ν©γ6 ) του Μουσολίνι δεν ήταν οι μόνες δυνά μεις που διέθετε ο φασισμός* υπήρχαν επίσης η Ρεπουμπλικανική Εθνική Φρουρά και μια πλειάδα από μικρές, εθελοντικές λίγο-πολύ δυνάμεις, ομάδες θανάτου και πολεμάρχους, μερικοί από τους οποίους προτιμούσαν να λαβαίνουν διαταγές από τα δδ παρά από τον Μουσολίνι, Σταδιακά, το καθεστώς του τελευταίου έγινε τίποτα
504
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
περισσότερο από ένας βραχίονας της αντιπαρτιζάνικης εκστρατείας των Γερμανών, και οι οπαδοί του θεωρούσαν ότι πολεμούσαν σ’ έναν πόλεμο όπου «δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον εξωτερικό και τον εσωτερικό εχθρό». Το καλοκαίρι του 1944, άλλωστε, οι παρτιζάνοι δολοφονούσαν φασίστες προκρίτους και σκότωναν εκατοντάδες άντρες του Μουσολίνι το μήνα. Τον επόμενο χειμώνα, ετούτοι αντιπά λευαν στο πλάι των Γερμανών και έπαιρναν την εκδίκησή τους απαγχονίζοντας δη μόσια παρτιζάνους και όποιον άλλον ήθελαν.57 Η Καθολική Εκκλησία προσπαθούσε να ηρεμήσει και τις δύο πλευρές και κή ρυττε τη μετριοπάθεια, γιατί η ηγεσία της δεν έβλεπε με καθόλου καλό μάτι ούτε το ναζισμό ούτε τον κομμουνισμό. Το Βατικανό φοβόταν την ανάληψη της εξουσίας από την Αριστερά στην Ιταλία μετά τον πόλεμο· αρνιόταν όμως και να εγκαινιάσει διπλωματικές σχέσεις με το μουσολινικό καθεστώς του Σαλό. Παρ’ όλα αυτά, οι δυ νάμεις που ωθούσαν προς έναν εμφύλιο πόλεμο ήταν ισχυρές και η Εκκλησία υπερ βολικά αδύναμη για να μπορεί να κάνει και πολλά: και οι φασίστες καί οι αντιφασί στες την επέκριναν για επαμφοτερισμό. Το Πάσχα του 1944 οι επίσκοποι έλαβαν τη συμβουλή να «στιγματίζουν κάθε μορφή μίσους ή αντεκδίκησης, αντιποίνων και βίας, απ’ όπου και αν προέρχεται», αλλά η φιλοντουτσεϊκή Ρίοηιοηίβ ΐΌριιβΜίοαηο μέμφθηκε αμέσως την Εκκλησία ότι δεν συνειδοποιούσε πως «οι καιροί που ζούμε είναι εξαιρετικοί, είναι καιροί πολέμου, και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι “ανάμεσα στις δύο εμπόλεμες παρατάξεις”, κάθε Ιταλός -είτε επίσκοπος είτε όχι- έχει την υποχρέωση να λάβει υπόψη του ότι η μία από τις δύο κηλιδώνεται, σε καθημερινή μάλιστα βάση, από ειδεχθή εγκλήματα». Τελικά, οι ιερείς βρέθηκαν στο επίκεντρο της βίας: 191 σκοτώθηκαν από τους φασίστες, 125 από τους Γερμανούς και 109 από τους ίδιους τους παρτιζάνους. Υπήρξαν ιερείς που πολέμησαν σε φιλοφασιστικά σώματα και άλλοι -οι λεγόμενοι «ανταρτοπαπάδες» και «κόκκινοι παπάδες»- που πολέμησαν ως αντιφασίστες. (Οι δεύτεροι αυτοί είχαν μάλιστα την υποστήριξη του Βατικανού, το οποίο ανησυχούσε μήπως οι παρτιζάνοι, μην έχοντας θρησκευτική καθοδήγηση, εκτεθούν στην κομμουνιστική προπαγάνδα χωρίς να μπορούν να στηριχθούν πνευματικά πουθενά .)58 Μα αντίσταση δεν ήταν μόνο η διεξαγωγή ενός εμφύλιου πολέμου εναντίον των συ νεργατών υπήρχαν επίσης εντάσεις στους κόλπους της ίδιας της αντίστασης, εντά σεις που αντανακλούσαν την πολλαπλότητα των μικροομάδων από τις οποίες είχε ξεπηδήσει η αντίσταση και τις πολύ διαφορετικές αντιλήψεις που υπήρχαν μεταξύ τους γύρω από το ποια θα ήταν η ιδεώδης μεταπολεμική τάξη πραγμάτων. Στη δυτι κή Ευρώπη, οι διαφορές αυτές δεν ξεπέρασαν ορισμένα όρια. Με εξαίρεση ίσως τη Γαλλία, όπου η αντίσταση στράφηκε σε μερικές περιπτώσεις εναντίον του εαυτού της, οι διαφωνίες αυτές πουθενά δεν έφτασαν ως την ανοιχτή βία και οι ομάδες είτε ανέχθηκαν η μία την ύπαρξη της άλλης είτε δέχθηκαν ότι τον τελευταίο λόγο τον εί-
ΕΝΑΝΤΙΩΣΗ
505
χαν κάποιοι συντονιστικοί φορείς που τις κάλυπταν όλες. Στα Βαλκάνια, αντιθέτως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Οι εξόριστες κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας είχαν λειψή νομιμοποίηση και οι απόπειρες να ενωθούν οι δυνά μεις της αντίστασης απέτυχαν. Έτσι, αυτές πολέμησαν ανοιχτά όχι μόνο εναντίον των συνεργατών, αλλά και μεταξύ τους. Στη Γιουγκοσλαβία, ο πόλεμος ανάμεσα στους παρτιζάνους και στους τσέτνικ πλημμύρισε με αίμα όλη τη χώρα. Η Ελλάδα δεν γνώρισε τη βία στην ίδια έκταση, μονάχα όμως επειδή το κύριο κίνημα -το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ- διέλυσε τις μικρότερες ομάδες με τη βία κι έτσι καθιερώθηκε ως η κυ ρίαρχη εξουσία στα βουνά. Καθώς πλησίαζε το τέλος του πολέμου, οι κύριες γραμμές μάχης του αρχόμενου εμφύλιου πολέμου δεν ήταν ανάμεσα στην αντίσταση και τους δωσίλογους, αλλά ανάμεσα στους κομμουνιστές και τους αντιπάλους τους. Οι Κροάτες Ουστάσε και οι χωροφύλακες του Νέντιτς στο Βελιγράδι θεωρούσαν και οι δύο τους εαυτούς τους ως την έσχατη άμυνα της χώρας ενάντια στην μπολσεβικοποίηση, και ο φόβος αυτός τους έδινε τη δυνατότητα να απευθύνονται και στα μέλη της μη κομμουνιστικής ή και της αντικομμουνιστικής αντίστασης. Στην Ελλάδα, τους συνασπισμούς αυτούς των αντικομμουνιστικών δυνάμεων -όπου έσμιγαν συνεργάτες των Γερμανών και αντι στασιακοί-τους οργάνωσε η δωσιλογική κυβέρνηση, με την υποστήριξη των Γερμα νών. Μάλιστα, η υποκίνηση εμφύλιου πολέμου στη χώρα αποτέλεσε συνειδητή επι δίωξη των Γερμανών. Ο δδ-δίαηάαΓίοηίϋΙιΐΌΓ Βάλτερ Μπλούμε, ένας μορφωμένος δι κηγόρος και πρώην στέλεχος της Γκεστάπο, είχε προοδεύσει από το να σκοτώνει Εβραίους στο Ανατολικό Μέτωπο και μετά παρτιζάνους στη Σλοβενία στο αξίωμα του αρχηγού της 8 ΐΡο/δϋ στην Αθήνα. Σύμφωνα με τη δικής του εμπνεύσεως «θεωρία του χάους», όπως την αποκαλούσε, οι Γερμανοί όφειλαν να σκοτώσουν την ηγέτιδα τάξη της Ελλάδας και να βάλουν τους Έλληνες να πολεμούν μεταξύ τους με τέτοια λύσσα ώστε οι ίδιοι να μπορέσουν να αποσυρθούν ανενόχλητοι. Έτσι, όπλισε αντικομμουνιστές του σκοινιού και του παλουκιού οργανώνοντάς τους σε τάγματα ασφα λείας και σε ανεπίσημες ομάδες θανάτου και τους έδωσε το ελεύθερο στον πόλεμο εναντίον των «κομμουνιστών» και των «συμμοριτών». Οι τελευταίοι μήνες της Κατο χής σημαδεύτηκαν έτσι από μια σειρά φριχτές σφαγές που διαπράχθηκαν από Έλλη νες εναντίον Ελλήνων, στις οποίες οι Γερμανοί έπαιξαν μικρό άμεσο ρόλο. Τους τε λευταίους μήνες της Κατοχής τα σπέρματα του ελληνικού Εμφυλίου είχαν ήδη σπαρεί. Το φάσμα του κομμουνισμού σήμαινε πως η δύση της γερμανικής δύναμης είχε τε ράστια επίδραση και στον παρτιζάνικο πόλεμο της ανατολικής Ευρώπης. Οι Πολω νοί, οι Ουκρανοί και οι λαοί της Βαλτικής αναρωτιόνταν όλοι τους τι θα σήμαινε η γερμανική κατάρρευση, και οι αντάρτες όλο και περισσότερο δρούσαν έχοντας κα τά νου περισσότερο το μέλλον παρά το παρόν. Στην Πολωνία, όπου η ανάπτυξη της ένοπλης αντίστασης είχε επίτηδες συγκρατηθεί, ο Εγχώριος Στρατός ίδρυσε τη Δι
506
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
εύθυνση Παράνομης Αντίστασης μόλις προς τα τέλη του 1942, και προς τα τέλη του 1943 έλεγχε σύμφωνα με μια εκτίμηση γΰρω στους 3.000 άντρες σε όλη τη χώρα - μι κρός αριθμός. Τότε πια είχαν μπει κι άλλοι στο παιχνίδι. Υπήρχε ένα καλά εξοπλι σμένο κομμουνιστικό κίνημα, που προσέλκυε επίσης Πολωνούς της Ανατολής οι οποίοι είχαν αγανακτήσει με την απουσία του Εγχώριου Στρατού* υπήρχαν πολλά Αγροτικά Τάγματα (συνδεδεμένα με το Αγροτικό Κόμμα) και εβραϊκά σώματα, συ γκροτημένα από επιζώντες των σφαγών της ανατολικής Πολωνίας· υπήρχαν οι Σο βιετικοί παρτιζάνοι στα ανατολικά της χώρας* στα δεξιά, τέλος, υπήρχε το ΝδΖ. Οι συγκρούσεις ανάμεσα σε αυτές τις ομάδες ήταν συχνές, αλλά για προφανείς λόγους το πραγματικό σχίσμα που διαμορφωνόταν σιγά-σιγά ήταν ανάμεσα στους συμπαθοΰντες τα Σοβιέτ και στους υπόλοιπους. Η ένταση αυξήθηκε όταν ιδρύθηκε η Πο λιτική Αντικομμουνιστική Επιτροπή, που συνένωνε όλα τα κύρια μη κομμουνιστικά κόμματα. Οι κομμουνιστές από τη μεριά τους είχαν ήδη ιδρύσει το Εθνικό Συμβού λιο της Πατρίδας, σαν εναλλακτική λύση στην εξόριστη κυβέρνηση. «Ένα πράγμα είναι βέβαιο», έλεγε μια έκθεση του 035Χ111για την πολωνική αντίσταση, «ότι τους Γερμανούς τους βοηθά η απουσία ενότητας των παράνομων οργανώσεων και το ότι η κάθε πλευρά έχει άλλους στόχους από το να πολεμήσει τους Γερμανούς».59 Έ νας από τους καταλύτες για την εξέλιξη της ένοπλης αντίστασης των Πολωνών υπήρξε το ξαφνικό ξέσπασμα ενός πολέμου μέσα στον πόλεμο - ανάμεσα στους Πο λωνούς και στους Ουκρανούς, στην ανατολική Πολωνία και στη δυτική Ουκρανία. Ολόκληρη η ζώνη ανάμεσα στο Βίλνιους και στο Λβιφ ήταν ήδη θέατρο ορισμένων από τα βιαιότερα πειράματα εθνοκάθαρσης της Ευρώπης. Το 1943, μέσα σε λίγους μήνες, τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα και απείρως πιο σύνθετα. Την προη γούμενη χρονιά είχαν κάνει την εμφάνισή τους στη Βολυνία οι πρώτοι Σοβιετικοί παρτιζάνοι, και οι Ουκρανοί εθνικιστές ήθελαν να εμποδίσουν τους χωρικούς να τους υποστηρίξουν* όπως έλεγαν, αναζητούσαν μια εναλλακτική λύση για «τα στοι χεία εκείνα του ουκρανικού έθνους που μπορεί αλλιώς να γυρέψουν καταφύγιο από τον γερμανικό ιμπεριαλισμό στη Μόσχα». Οι Ουκρανοί αστυνομικοί που δούλευαν για τους Γερμανούς λιποτακτούσαν στα δάση κατά μάζες και το εθνικιστικό ΟυΝ-Β τους προέτρεπε να σχηματίσουν έναν νέο Ουκρανικό Αντιστασιακό Στρατό (υΡΑ). Τον Απρίλιο του 1943 ο υΡΑ είχε φτάσει τα 10-20.000 μέλη και, ακούγοντας τα νέα από το Στάλινγκραντ, ξεκίνησε εκστρατεία εθνοκάθαρσης ώστε να φτιάξει χώ ρο για ένα μελλοντικό ουκρανικό κράτος προτού καταφτάσουν οι Ρώσοι. Πρώτα επιτέθηκε εναντίον των γερμανικών οικισμών του Χίμλερ και κατέκαψε πολλούς. "Υστερα στράφηκε εναντίον των Πολωνών, σκοτώνοντας περίπου 50.000* πολύ πε ρισσότεροι διέφυγαν προς τη Δύση. Χάρη στις καλοσχεδιασμένες σφαγές και εκ διώξεις είχαν καταφέρει ουσιαστικά ως τον Δεκέμβριο να φέρουν τη Βολυνία υπό ουκρανικό έλεγχο, με τη βοήθεια χιλιάδων αγροτών οι οποίοι εποφθαλμιούσαν τη γη που έλεγχαν οι Πολωνοί. «Εξαλείψτε κάθε πολωνικό ίχνος», έλεγε μια διαταγή
507
ΕΝΑΝΤΙΩΣΗ
του ουΝ των αρχών του 1944. «Καταστρέψτε όλους τους τοίχους των πολωνικών ευ κτήριων οίκων, καθολικών και άλλων. Καταστρέψτε τα δέντρα, σε περιβόλια και σε αυλές, ώστε να μη μείνει ίχνος ότι κάποιος ζοΰσε εκεί... Προσέξτε, ότι αν μείνει κάτι που είναι πολωνικό, τότε οι Πολωνοί θα εγείρουν αξιώσεις στη γη μας».60 Οι συνέπειες ήταν άμεσες και μακροχρόνιες. Η βία έπεισε τον Στάλιν ότι Πολω νοί και Ουκρανοί δεν μπορούσαν να ζήσουν μαζί και η Μόσχα άρχισε να σχεδιάζει τη σειρά εκείνη των αναγκαστικών ανταλλαγών πληθυσμού ανάμεσα στην Πολωνία και την Ουκρανία που ξερίζωσε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους από το 1944 ως το 1947. Στη γειτονική Γαλικία, οι Πολωνοί στράφηκαν τώρα εναντίον των Ουκρα νών για εκδίκηση και το εμβρυϊκό πολωνικό παρτιζάνικο κίνημα διογκώθηκε χάρη στους πρόσφυγες από τη Βολυνία. Στη συνέχεια το κίνημα αυτό απλώθηκε όχι μόνο δυτικά, στην κεντρική Πολωνία, αλλά και βόρεια, προς τη Βίλνα, και έφτασε στις άλλες περιοχές της προπολεμικής ανατολικής Πολωνίας, όπου οι Πολωνοί μειοψη φούσαν και χρειάζονταν υπεράσπιση. Ταυτόχρονα, η αποτυχία του Εγχώριου Στρα τού στην ίδια τη Βολυνία ώθησε πολλούς Πολωνούς να στραφούν προς τους Σοβιετι κούς παρτιζάνους για βοήθεια. Ό πως οι Ουκρανοί, έτσι και οι Πολωνοί βρέθηκαν μαγκωμένοι τώρα ανάμεσα στους Ρώσους και στους Γ ερμανούς, και οι συμβιβασμοί ήταν δύσκολο να αποφευχθούν. Οι διοικητές του ακροδεξιού ΝδΖ αλλά και του Εγχώριου Στρατού διαπραγματεύτηκαν προσωρινές συμφωνίες με τους Γερμανούς αξιωματικούς των δδ και της Βέρμαχτ για να αποτρέψουν την «εκ νέου σοβιετοποίηση» της περιοχής. (Μολονότι ο Χίμλερ απαγόρευε τέτοιους είδους συμφωνίες, αυ τές συνέβαιναν σε μικρή κλίμακα.) Άλλοι όμως διοικητές του Εγχώριου Στρατού συνεργάστηκαν με τους Σοβιετικούς παρτιζάνους, αναγνωρίζοντας ότι ήταν μάταιο να τους αντιταχθούν. Πολωνοί και Ουκρανοί έλπιζαν εξίσου να δουν έναν κόσμο όπου θα μπορούσαν να αποσπάσουν έναν δικό τους χώρο, ανεξάρτητα και από τις δύο μεγάλες ολοκληρωτικές δυνάμεις. Ο κόσμος αυτός όμως θα χρειαζόταν πολύ περισσότερο από δυο-τρία χρόνια για να γίνει πραγματικότητα.61
Η Ε Π ΙΛ Ο Γ Η ΤΗΣ ΣΤΙΓΜ Η Σ ΤΟ Υ ΞΕΣΗ Κ Ω Μ Ο Υ
Στις 28 Σεπτεμβρίου 1943 η Νάπολη έγινε η πρώτη ευρωπαϊκή πόλη που ξεσηκώθη κε ενάντια στους Γερμανούς. Οι Οιιαΐΐτο ^ίοΓηαίο -οι περίφημες «Τέσσερις Ημέ ρες»- προκλήθηκαν από την απόπειρα του στρατάρχη Κέσσελρινγκ να εκτοπίσει 20.000 άντρες. Όταν τα γερμανικά καμιόνια μπήκαν στην Πιάτσα Ντάντε, στην καρ διά της πόλης, για να τους πάρουν και να φύγουν, οι γυναίκες προσπάθησαν να τα σταματήσουν. Ταυτόχρονα, νεαροί οπλίστηκαν και άρχισαν να περιπολούν στους δρόμους. Την επόμενη μέρα, καθώς διαδιδόταν η είδηση ότι 8.000 άντρες είχαν ήδη απομακρυνθεί, ο κόσμος αναποδογύρισε λεωφορεία, ύψωσε οδοφράγματα και
508
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
έστησε πολυβολεία για να εμποδίσει τους Γερμανούς να φέρουν ενισχύσεις. Τις επόμενες ημέρες, τις έντονες οδομαχίες στα δαιδαλώδη δρομάκια και σοκάκια της πόλης τις ρυθμολογοΰσαν οι διαπραγματεύσεις (οι Ναπολιτάνοι αιχμαλώτισαν αρ κετούς Γερμανούς στρατιώτες και περικύκλωσαν άλλους, μεταξύ των οποίων και τον στρατιωτικό διοικητή της πόλης), τα λιντσαρίσματα (των φασιστών συνεργατών των Γερμανών) και οι εκτελέσεις που έκαναν οι Γερμανοί. Τα Συμμαχικά στρατεύ ματα πλησίαζαν στις παρυφές της πόλης και τα σκάφη τους είχαν ανιχνεύσει τον κόλπο. Έ τσι κι αλλιώς όμως οι κάτοικοι μάχονταν πολύ αποτελεσματικά και χωρίς τη βοήθεια των Συμμάχων, ιδίως στους απότομους παλιούς δρόμους γύρω από το Βόμερο* οι δε Γερμανοί, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι δεν διέθεταν τις απαραίτη τες δυνάμεις για να ανακτήσουν τον έλεγχο, αποσύρθηκαν στις αρχές Οκτωβρίου, με την άφιξη των πρώτων Συμμαχικών μονάδων. Πίσω τους άφησαν τουλάχιστον 663 νεκρούς Ιταλούς και πολύ περισσότερους τραυματίες. Το ιστορικό κέντρο και το λιμάνι, μισοκατεστραμμένα ήδη από τους πολύμηνους Συμμαχικούς αεροπορι κούς βομβαρδισμούς, μετά βίας αναγνωρίζονταν. Οι Βρετανοί στρατιώτες μπαίνο ντας στην πόλη βρήκαν «απανθρακωμένα ξύλα, με ερείπια παντού που κάποτε έφρα ζαν εντελώς τους δρόμους, κρατήρες από βόμβες και εγκαταλειμμένα τραμ». Δεν υπήρχε πόσιμο νερό, ούτε τρόφιμα, και κυκλοφορούσαν φήμες που διήρκεσαν μέρες ολόκληρες, ότι μια μυστική ομάδα των δδ παρέμενε κρυμμένη στις κατακόμβες.62 Η εξέγερση αυτή καθαυτή υπήρξε σπάνιο δείγμα λαϊκού ξεσηκωμού που δεν εί χε προσχεδιαστεί (ένας από τους λόγους ίσως που δεν τη θυμούνται και πολύ στην Ιταλία σήμερα). Έ πιασε στον ύπνο τους ντόπιους αντιφασίστες όχι λιγότερο απ’ ό,τι τους Γερμανούς* η δε γοργή εξάπλωση των μαχών αντανακλούσε πάνω από κάθετι άλλο το ισχυρό κοινοτικό πνεύμα για το οποίο ήταν γνωστές οι γειτονιές της πόλης, έτσι όπως φλογίστηκε από την οργή τόσο για τα υπολείμματα του αποσυντιθέμενου φασιστικού κράτους όσο και για τους νιόφερτους, τραβοπιστόληδες Γερμανούς. Σε άλλα μέρη της Ευρώπης, ωστόσο, τα αντιστασιακά κινήματα είχαν βασίσει όλη τους τη στρατηγική στην προετοιμασία του ξεσηκωμού τους εναντίον του κατακτητή, οπότε εκεί το κύριο ζήτημα ήταν πώς να καταλάβουν ότι είχε φτάσει η σωστή στιγ μή. Καθώς το 1943 ήρθε και παρήλθε χωρίς να ανοίξει το Δεύτερο Μέτωπο που τό σο πολλοί προσδοκούσαν, πολλοί πολεμούσαν την απογοήτευση και την αδημονία μέσα στις ίδιες τους τις τάξεις. Τελικά, η επόμενη χρονιά, με την ταυτόχρονη εισβολή στη Γαλλία και τη σοβιετι κή επέλαση προς τη Δύση και την Πολωνία μέσα από τη Λευκορωσία, υπήρξε η χρο νιά της αλήθειας. Οι απεργίες, τα σαμποτάζ και οι ένοπλες επιθέσεις εναντίον του γερμανικού στρατού έφτασαν σε πρωτοφανή επίπεδα, και οι ίδιοι οι Γερμανοί, πο λεμώντας και στο μέτωπο και στα μετόπισθεν, έφεραν τη μαζική τρομοκρατία και τα αντίποινα σε περιοχές που ως τότε δεν τα είχαν βιώσει. Σε ορισμένες μικρές χώρες της βορειοδυτικής Ευρώπης, όπου το καλοκαίρι του 1944 τα αντιστασιακά κινήματα
ΕΝΑΝΤΙΩΣΗ
509
είχαν πια αποκτήσει σχετικά συγκεντρωτική δομή, οι εξόριστες κυβερνήσεις, μαζί με την δΟΕ και το δΗΑΕΕχίν του στρατηγού Αϊζενχάουερ, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να βάλουν φρένο στην τάση αυτή. Οι Ολλανδοί αποθάρρυναν έναν μαζικό ξεσηκω μό, μολονότι μια απεργία στους σιδηροδρόμους τον Σεπτέμβριο οδήγησε τους Γερ μανούς να κηρύξουν κατάσταση πολιορκίας. Στη Νορβηγία, το αντιστασιακό κίνη μα Μίλοργ επέστησε την προσοχή ενάντια σε μια εξέγερση και προσπάθησε να εκτρέψει την ενεργητικότητα των μελών του στις αυξημένες δολιοφθορές και στην παρεμπόδιση της τακτικής καμένης γης που ακολουθούσαν οι υποχωρούντες Γερ μανοί στα βόρεια της χώρας. Στη Δανία, όπου η αντίσταση αναπτύχθηκε γοργά μετά την κατάρρευση της οοΙΙαβοΐΉίίοη ά’έΐαί™ το καλοκαίρι του 1943, το Λονδίνο και το νεοπαγές Συμβούλιο της Ελευθερίας ήταν υπέρ των δολιοφθορών από μικρά σώμα τα επαγγελματιών και προσπαθούσαν να αποφύγουν τη μετατροπή του αντιστασια κού στρατού σε στρατιωτική δύναμη χρησιμοποιήσιμη εναντίον των Γερμανών. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, το μέλημα των Βρετανών και των εξόριστων κυ βερνήσεων δεν ήταν μόνο να μην υπάρξουν θύματα. Είχαν επίσης εξόχως πολιτι κούς λόγους να αποφύγουν μαζικές δράσεις, γιατί αυτό που κυρίως ήθελαν ήταν να παλινορθώσουν το υπαρκτό πολιτικό προσωπικό μετά την Απελευθέρωση και κατα λάβαιναν πως ένα μεγάλο, οπλισμένο αντιστασιακό κίνημα μπορούσε να εμποδίσει αυτά τα σχέδια. Οι ηγέτες της αντίστασης πολλών χωρών επηρεάστηκαν επίσης πολύ από τα γε γονότα της Γαλλίας, όπου το κόστος της λάθος επιλογής του χρόνου έγινε ορατό με φρικτό τρόπο. Τον Ιούνιο, τις παραμονές των αποβάσεων στη Νορμανδία, οι επιθέ σεις δολιοφθοράς αυξήθηκαν δραματικά και κόπηκαν σιδηροδρομικές γραμμές σε πολλά μέρη. Μερικοί όμως αρχηγοί του Μακί ήθελαν να πάνε παραπέρα, να τα βά λουν με τους Γερμανούς σε ανοιχτές μάχες και να κερδίσουν οι ίδιοι τη δόξα της απελευθέρωσης. Στη Ωβέρνη, έβγαλαν από το συρτάρι κάποια παλιότερα σχέδια για μετατροπή των βουνών σε κεντρικό μετερίζι της αντίστασης και, ξεθαρρεμένοι από τις ρίψεις όπλων των Συμμάχων, έβγαλαν μια διαταγή κινητοποίησης που συ γκέντρωσε πολλές χιλιάδες εργάτες και σπουδαστές στην περιοχή του όρους Μουσέ. Η τοπική Βέρμαχτ παρακολουθούσε αυτές τις κινήσεις και στις αρχές Ιουνίου αποφάσισε να τις συντρίψει. Μέσα σε λίγες μέρες, μετά από σύντομη αντίσταση, εί χε ανακτήσει τον έλεγχο και σκοτώσει δεκάδες μακιζάρ , με σχετικά μικρές δικές της απώλειες. Ο στρατάρχης Σπέρλε είχε αντιδράσει στις αποβάσεις της Νορμανδίας διατάζοντας «ακραία αυστηρότητα... και τις πιο ανελέητες μεθόδους» για να συντρίψει την αντίσταση· με βάση αυτές τις διαταγές, οι μονάδες απλώς εκτελούσαν ή εκτόπιζαν οποιονδήποτε συναντούσαν στο δρόμο τους στα βουνά. Το επεισόδιο του όρους Μουσέ κατέδειξε τι τίμημα μπορούσε να έχει η εγκατάλειψη των βασι κών όπλων των ανταρτών, του αιφνιδιασμού και της κινητικότητας, και πόσο έκθετη ήταν η αντίσταση στις γερμανικές αντεπιθέσεις όταν φανερωνόταν πριν της ώρας
510
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
της. Ανάλογη πανωλεθρία συνέβη στο οροπέδιο Βερκόρ, ενώ σε πολλές κωμοπόλεις και χωριά της Γαλλίας πρόωρες πράξεις «απελευθέρωσης» οδήγησαν σε λου τρό αίματος. Καταλαβαίνουμε λοιπόν γιατί τα καλέσματα των κομμουνιστών σε εξέ γερση δεν εισακοΰστηκαν διόλου: το 85 τοις εκατό των δήμων της Γαλλίας προτίμη σε να περιμένει φρόνιμα τους Συμμάχους.63 Ο ξεσηκωμός συνέβη αργότερα, και με περισσότερη επιτυχία, στο ίδιο το Παρί σι. Στα μέσα Αυγοΰστου, οι Γάλλοι αστυνομικοί, βλέποντας τις Συμμαχικές δυνά μεις να πλησιάζουν μαζί με μια μεραρχία Ελεύθερων Γάλλων, κατέβηκαν σε απερ γία. Στις 18 Αυγοΰστου η στάση εργασίας είχε γίνει πια πλήρης και είχε παραλΰσει την πόλη* οι Γαλλικές Δυνάμεις Εσωτερικού (ΡΡΙ) διέταξαν γενική κινητοποίηση. Αστυνομικές κλούβες και κατειλημμένα αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν με τα αρχικά ΡΡΙ ζωγραφισμένα με μεγάλα άσπρα γράμματα και τον Σταυρό της Αορραίνης πά νω τους. Ενώ ο γερμανικός στρατός εκκένωνε την πόλη δέχθηκε πυρά, και υψώθη καν οδοφράγματα. Οι συγκρούσεις μαζί του κράτησαν ως τις 25 Αυγοΰστου, όταν ο Γερμανός διοικητής, στρατηγός Ντήτριχ φον Χόλτιτς, αγνόησε τη διαταγή του Χίτ λερ να καταστρέψει την πόλη και παραδόθηκε στον στρατηγό Αεκλέρ, διοικητή της Γαλλικής 2ης Μεραρχίας Τεθωρακισμένων: γύρω στους 3.200 Γερμανούς πέθαναν και άλλοι 12.800 πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Την ίδια μέρα έφτασε ο στρατηγός Ντε Γκωλ με την ιδιότητα του προέδρου της προσωρινής κυβέρνησης και χαιρέτισε τα ενθου σιώδη πλήθη από το Οτέλ ντε Βιλ™ με τα εξής λόγια, που έγιναν αμέσως διάσημα: Παρίσι! Καθυβρισμένο Παρίσι! Τσακισμένο Παρίσι! Μαρτυρικό Παρίσι! Αλλά απελευθερωμένο Παρίσι! Λευτερωμένο μόνο του, λευτερωμένο από το λαό του με τη βοήθεια των στρατευμάτων της Γαλλίας, με την υποστήριξη και τη βοήθεια όλης της Γαλλίας, της Γαλλίας που μάχεται, της μοναδικής Γαλλίας, της αληθινής Γαλ λίας, της αιώνιας Γαλλίας!
Χάρη στη φανταχτερή ρητορεία του Ντε Γκωλ, η απελευθέρωση του Παρισιού έγινε η απαρχή για τον ιδρυτικό μύθο της μεταπολεμικής Γαλλίας - μιας χώρας που είχε, υπο τίθεται, αντισταθεί σύσσωμη στους Γερμανούς και είχε απελευθερωθεί η ίδια. Στην πραγματικότητα, οι Γερμανοί είχαν αρχίσει έτσι κι αλλιώς να εκκενώνουν το Παρίσι και η απελευθέρωσή του παραλίγο να μην είχε συμβεί καν, αφού ο Αϊζενχάουερ σκό πευε αρχικά να παρακάμψει την πόλη, καθώς αυτή δεν είχε στρατηγική σημασία και ο ίδιος ανησυχούσε για το κόστος που θα μπορούσε να έχει μια παρατεταμένη πολιορ κία. Για τον Ντε Γκωλ, όμως, αυτό ήταν απαράδεκτο. Το Παρίσι έπρεπε να απελευθε ρωθεί, για χάρη της Γαλλίας, και να απελευθερωθεί από τους ίδιους τους Γάλλους. Υπήρχε δε κι άλλος ένας λόγος που επέμενε ο Ντε Γκωλ: τις ίδιες εκείνες μέρες όλα τα μάτια ήταν στραμμένα στον πολύ πιο άγριο και αιματηρό αγώνα που εκτυλισσόταν για την τύχη μιας άλλης σπουδαίας ευρωπαϊκής πόλης. Στο Παρίσι, περί που 1.500 Γάλλοι έχασαν τη ζωή τους μέσα σε μια εβδομάδα* στη Βαρσοβία όμως,
ΕΝΑΝΤΙΩΣΗ
511
όπου η πολωνική αντίσταση πολεμούσε επί σχεδόν ένα μήνα, είχαν ήδη σκοτωθεί περισσότεροι από 40.000 άνθρωποι, και οι μάχες δεν είχαν ακόμα τελειώσει. Τη Βαρσοβία είχε στο μυαλό του ο Χίτλερ, όταν διέταξε τον φον Χόλτιτς να κρατήσει το Παρίσι με κάθε τίμημα, να ανατινάξει τις γέφυρές του και να συντρίψει τον ξεση κωμό των Γάλλων το ίδιο ανελέητα, όσο ανελέητα πολεμούσαν τα δδ εναντίον των Πολωνών. Και ο στρατηγός φον Χόλτιτς αυτήν είχε στο μυαλό του, όταν προσπάθη σε πρώτα να πετύχει ανεπίσημη κατάπαυση του πυρός και έπειτα αγνόησε συνειδη τά τις διαταγές που του είχε δώσει ο Φύρερ. Ό σο για τον Ντε Γκωλ -ο οποίος είχε σταλεί εκεί τον καιρό του ρωσο-πολωνικού πολέμου του 1919-20-, ένας από τους λόγους για τους οποίους είχε εκτρέψει τη μεραρχία τεθωρακισμένων του Λεκλέρ προς το Παρίσι ώστε να βοηθήσει την αντίσταση ήταν ότι γνώριζε τι συνέβαινε στην Πολωνία, όπου η αντίσταση είχε αφεθεί να πολεμήσει μόνη της.64 Στην Πολωνία, τα επιχειρήματα υπέρ ενός μαζικού ξεσηκωμού ήταν συντριπτικά και γίνονταν συντριπτικότερα με το πέρασμα του χρόνου. Σε αντίθεση με τους Δυτικοευρωπαίους, οι Πολωνοί έβλεπαν την απελευθέρωσή τους να γίνεται από τον Κόκκινο Στρατό. Για τους περισσότερους, αυτό κάθε άλλο παρά απελευθέρωση σήμαινε. Το 1944 οι σχέσεις μεταξύ εξόριστης κυβέρνησης του Λονδίνου και Στάλιν είχαν διαρραγεί* οι δε Βρετανοί και οι Αμερικανοί σαφοος ούτε προετοιμασμένοι ήταν ούτε ήθελαν να αψηφήσουν τις επιθυμίες των Σοβιετικών αναφορικά με την Πολωνία: οι ρίψεις όπλων της δΟΕ, για παράδειγμα, ήταν υποπολλαπλάσιες των αντίστοιχων στη Γαλλία. Επειδή μεγάλο μέρος της διένεξης ανάμεσα στους Πολω νούς και τους Σοβιετικούς αφορούσε το μέλλον των ανατολικών εδαφών που οι Σο βιετικοί είχαν καταλάβει το 1939, ο Εγχώριος Στρατός άλλαξε τα σχέδιά του το 1943 και επικεντρώθηκε στην επιτυχία ξεσηκωμών εκεί, πράγμα που θα επέτρεπε στους Πολωνούς να υποδεχθούν «σαν οικοδεσπότες» τον Κόκκινο Στρατό. Αυτό όμως προϋπέθετε ότι οι Γερμανοί ήταν πιο αδύναμοι απ’ όσο ήταν στην πραγματικότητα, ότι οι Πολωνοί ήταν πιο δυνατοί, και ότι ο Κόκκινος Στρατός θα αναγνώριζε απλά και όμορφα τις αξιώσεις των Πολωνών, αν αυτοί ξεσηκώνονταν εγκαίρως. Εκείνο που συνέβη όμως, καθώς ο Κόκκινος Στρατός προέλαυνε προς τις πόλεις της Βολυνίας και της Γαλικίας, δεν ήταν αυτό που προέβλεπε το σχέδιο. Μονάδες του Εγχώ ριου Στρατού βοήθησαν στην αντιμετώπιση των Γερμανών, των Ουκρανών και των Λιθουανών, συχνά σε συνεργασία με τον σοβιετικό στρατό. Ή ταν όμως πολύ αδύ ναμες για να απελευθερώσουν από μόνες τους πόλεις όπως το Βίλνιους, το Λβιφ και το Λούμπλιν, παρά τον κατά βάση πολωνικό πληθυσμό τους, και δεν διέθεταν το πα ραμικρό στοιχείο αιφνιδιασμού. Στην αρχή, οι διοικητές του Κόκκινου Στρατού φέρονταν στους Πολωνούς σαν σε συμμάχους, όχι όμως για πολύ. Στις 14 Ιουλίου, η Μόσχα διέταξε να αφοπλιστούν οι μονάδες του Εγχώριου Στρατού στη Λιθουανία, στη δυτική Λευκορωσία και στη δυτική Ουκρανία, και ακολούθησαν συλλήψεις
512
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
πολλών Πολωνών αξιωματικών. Η εξόριστη πολωνική κυβέρνηση είχε ελπίσει ότι η θέα Πολωνών που απελευθέρωναν αυτές τις πόλεις θα προκαλοΰσε αίσθηση στη Δΰση και θα ενίσχυε την πολωνική υπόθεση. Ο αμερικανικός και ο αγγλικός Τύπος, όμως, μετά βίας ασχολήθηκαν με το θέμα. Αυτό είναι το γενικό κλίμα μέσα στο οποίο πρέπει να κατανοήσουμε την απόφαση του Εγχώριου Στρατού να ξεκινήσει την εξέγερση της Βαρσοβίας στα τέλη Ιουλίου. Τα γεγονότα στην ανατολική Πολωνία είχαν δείξει, πρώτον, ότι η Βέρμαχτ παρέμενε σε γενικές γραμμές πολύ ισχυρή για τους Πολωνούς, και δεύτερον, ότι η μόνη πηγή εξωτερικής υποστήριξης στην οποία μπορούσαν να υπολογίζουν -δηλαδή ο Κόκκινος Στρατός- έβλεπε τον Εγχώριο Στρατό σαν το όργανο μιας κυβέρνησης χωρίς νομιμο ποίηση. Ωστόσο, το μοναδικό αρκούντως στέρεο συμπέρασμα που μπορούσε να εξα χθεί απ’ όλα αυτά -ότι η όποια εξέγερση ήταν καταδικασμένη στρατιωτικά χωρίς εξωτερική υποστήριξη και πιθανώς καταδικασμένη πολιτικά σε κάθε περίπτωση- θα αντέβαινε στη στρατηγική στην οποία η πολωνική αντίσταση είχε στηρίξει τις ελπίδες της για πέντε ολόκληρα χρόνια. Έχοντας χτίσει μιαν εξαιρετικά αποτελεσματική πα ράνομη οργάνωση με πελώριο ανθρώπινο κόστος όλα τα χρόνια της κατοχής, ήταν αδιανόητο για τους ηγέτες του Εγχώριου Στρατού να μην τη χρησιμοποιήσουν. Θυμούνταν το θριαμβευτικό τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου και δεν ήθελαν να σκέφτονται πως ο Δεύτερος μπορεί να μην τέλειωνε με τον ίδιο τρόπο .65 Στα τέλη Ιουλίου πια, τα τεθωρακισμένα του Κόκκινου Στρατού, ολοκληρώνο ντας με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο την αποτελεσματικότερη ίσως επίθεση όλου του πολέμου, είχαν καλύψει εκατοντάδες χιλιόμετρα και είχαν απωθήσει τους Γερμα νούς ως τα περίχωρα της Βαρσοβίας· δικαιολογημένα λοιπόν οι Πολωνοί πίστευαν ότι δεν θα αργούσε η έφοδος για τη διάσχιση του Βιστούλα. Ο σοβιετικός στρατός όμως ήταν εξαντλημένος· δεν είχε καύσιμα, ούτε εφόδια* έπρεπε να ανασυνταχθεί και είχε αναγκαστεί να σταματήσει μπροστά σε μιαν αμυντική γραμμή που είχαν διαμορφώσει οι αποφασισμένοι Γερμανοί. Ο διοικητής όμως του Εγχώριου Στρα τού, πιστεύοντας πως όπου να 4ναι οι Σοβιετικοί θα επιτίθονταν στην πόλη, έδωσε διαταγή να ξεκινήσει η εξέγερση. Ή ταν απόφαση που ελήφθη στο παρά πέντε και εξέπληξε πολλούς συντρόφους του. Τα αποθέματα τροφίμων και νερού ήταν λιγο στά* το ίδιο και τα όπλα, γιατί η Βαρσοβία εφόδιαζε όλες τις προηγούμενες εβδομά δες τις μονάδες του Εγχώριου Στρατού στην Ανατολή. Οι Γερμανοί, από την άλλη, περίμεναν ήδη αρκετό καιρό να εκδηλωθεί εξέγερση* έφερναν ενισχύσεις και ενίσχυαν τις αστυνομικές τους περιπόλους. Δεν είχαν αρκετούς άντρες για να συντρί ψουν την ανταρσία γρήγορα. Ακόμα κι έτσι όμως, περίπου 20.000 φτωχά οπλισμένοι Πολωνοί είχαν απέναντι τους 13-20.000 καλά οπλισμένους Γερμανούς αστυνομι κούς και στρατιώτες, ταμπουρωμένους σε οχυρές θέσεις γύρω από την πόλη. Από την πλευρά των Πολωνών, επρόκειτο για λάθος εκτίμηση με μοιραίες συνέπειες.66 Αποτελεί φόρο τιμής στον ηρωισμό αλλά και στην απελπισία των υπερασπιστών
ΕΝΑΝΤΙΩΣΗ
513
της Βαρσοβίας το ότι η εξέγερση βάστηξε δυο ολόκληρους μήνες προτού νικηθεί. Αντανακλά όμως και τις εσφαλμένες εκτιμήσεις των Γερμανών. Καταρχήν, όπως εί χε ήδη δείξει η εξέγερση της Νάπολης, οι άντρες τους τα κατάφερναν πολύ λιγότερο καλά στις οδομαχίες μέσα στις παλιές, πυκνοκατοικημένες πόλεις απ’ ό,τι στις επι χειρήσεις ανοιχτού πεδίου. Λίγα μέρη στην Ευρώπη ήταν πιο πυκνοκατοικημένα από τη Βαρσοβία, ιδίως το κέντρο της, και αυτό εξουδετέρωνε εν μέρει τη συντρι πτική υπεροχή των Γερμανών σε όπλα και ανθρώπους. Μα οι Πολωνοί συνέχισαν να μάχονται και εξαιτίας της αδιάκριτης τρομοκρατίας που ασκούσαν οι στρατιώτες στους κατοίκους της πόλης, ακολουθώντας τις ρητές διαταγές του Χίμλερ, ιδίως τις πρώτες ημέρες. Ο Χανς Φρανκ και ο Χίμλερ είχαν δει και οι δύο την εξέγερση σαν μάννα εξ ου ρανού, γιατί θα τους επέτρεπε να καταστρέψουν για πάντα τη Βαρσοβία, όπως είχε απαιτήσει ο Χίτλερ. «Όταν άκουσα τα νέα για την εξέγερση στη Βαρσοβία», έλεγε αργότερα ο Χίμλερ, Πήγα κατευθείαν στον Φύρερ. Του είπα: «Φύρερ μου, η στιγμή δεν είναι η κατάλλη λη. Ιστορικά, είναι ευλογία για εμάς που το κάνουν αυτό οι Πολωνοί. Θα ξεμπερδέ ψουμε σε πέντ’-έξι εβδομάδες. Τότε πια όμως η Βαρσοβία, η πρωτεύουσα, η κεφα λή, η διάνοια αυτών των δεκαέξι με δεκαεφτά εκατομμυρίων ανθρώπων της Πολω νίας, θα έχει εξαλειφθεί, αυτό το έθνος που μας έφραξε το δρόμο προς την Ανατολή για εφτακόσια χρόνια και μπαίνει στα πόδια μας από τον καιρό κιόλας της πρώτης μάχης του Τάννενμπεργκ. Τότε το πολωνικό πρόβλημα ιστορικά για τα παιδιά μας και για όλους όσους θα έρθουν μετά από μας, ακόμα και για εμάς, δεν θα αποτελεί πια μεγάλο πρόβλημα.»67 Ο «πόλεμος εξόντωσης», που είχε εμφανιστεί για πρώτη φορά στην κατεχόμενη Ε.Σ.Σ.Δ. και έπειτα η Βέρμαχτ τον είχε εισαγάγει στα Βαλκάνια και στην Ιταλία, έφτασε τώρα και στη Βαρσοβία. Σύμφωνα με τις διαταγές που δόθηκαν στις μονά δες, όσοι εξεγερμένοι συλλαμβάνονταν έπρεπε να εκτελούνται* οι άμαχοι, να σφα γιάζονται κι εκείνοι* και ολόκληρη η πόλη να ισοπεδωθεί τελικά. Εκατοντάδες άτο μα σκοτώθηκαν τις πρώτες μέρες. Όταν όμως έφτασαν οι ειδικές δυνάμεις των δδ στις 5 Αυγούστου, ο αριθμός των θανάτων απογειώθηκε: μπορεί να σκοτώθηκαν ως και 30-40.000 άνθρωποι σε ένα προάστιο μονάχα εκείνη την ημέρα, προτού ο Φον ντεμ Μπαχ-Ζελέφσκι, που είχε κληθεί να επιβλέψει τις επιχειρήσεις, αποσύρει τους χειρότερους αυτουργούς και απαγορεύσει την εκτέλεση γυναικών και παιδιών αδια κρίτως. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι όμως είχαν φύγει προς τις περιοχές της πόλης που έλεγχε ο Εγχώριος Στρατός και η εξέγερση προσέλαβε νέο χαρακτήρα: το χαρα κτήρα της υπεράσπισης των κατοίκων της πόλης από τη σφαγή και τον τρόμο. Ακόμα και οι Γ ερμανοί πρόσεξαν τη μεταλλαγή. Σύμφωνα με το λόχο προπαγάνδας της Με ραρχίας Τεθωρακισμένων «Βίκινγκ» των δδ, ο κόσμος στην αρχή είχε «κρατήσει
514
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
αποστάσεις» από τους εξεγερμένους και τους είχε επικρίνει γιατί δεν είχαν προετοι μαστεί καλά. Όταν όμως είδαν τους Γερμανούς να «καταστρέφουν χωρίς έλεος τη ζωή και την περιουσία των κατοίκων και να ισοπεδώνουν όλη τη Βαρσοβία, είτε ένο χοι ήταν είτε αθώοι, οι διαθέσεις άλλαξαν τελείως». Έτσι, οι ίδιοι οι Γερμανοί συνέ βαλαν στο να μετατραπεί η εξέγερση σε λαϊκό ξεσηκωμό.68 Όταν τέλειωσε η εξέγερση, οι εξεγερμένοι είχαν πετύχει διάφορα πράγματα χά ρη στην εκπληκτική αντοχή τους. Κατάφεραν να αναγνωριστεί ο Εγχώριος Στρατός ως τμήμα των τακτικών δυνάμεων της εξόριστης κυβέρνησης, με αποτέλεσμα οι Γερ μανοί να αναγνωρίσουν τελικά τα δικαιώματά τους ως εμπολέμων στις διαπραγμα τεύσεις που οδήγησαν στην τελική συνθηκολόγηση, στις 2 Οκτωβρίου. Επιπλέον, στις αρχές Σεπτεμβρίου οι Σοβιετικοί είχαν πια ντροπιαστεί τόσο, που αναγκάστηκαν να στείλουν μαχητικά αεροσκάφη πάνω από την πόλη, τα οποία εξουδετέρωσαν σε με γάλο βαθμό το πλεονέκτημα που είχαν οι Γερμανοί στον αέρα. Ο Κόκκινος Στρατός επιτέθηκε επίσης στο προάστιο Πράγκα, στην ανατολική όχθη του Βιστούλα, αν και δεν προχώρησε πιο πέρα. Ο Στάλιν δεν ήθελε να κάνει κάτι περισσότερο, και οι Σύμ μαχοι επίσης δεν έκαναν τίποτα περισσότερο από το να στείλουν αεροπλάνα Β-17 για ρίψεις εφοδίων. Τίποτε από αυτά δεν μπορούσε να αλλάξει την έκβαση, και οι απώλειες υπήρξαν μεγαλύτερες απ’ οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη. Μετά τη συν θηκολόγηση οι Γερμανοί αιχμαλώτισαν περίπου 15.000 μαχητές. Άλλοι 15.000 είχαν πεθάνει -όχι μόνο πολεμώντας αλλά και από πείνα, δίψα και αρρώστιες- μαζί με 185.000 και πλέον πολίτες· 48.000 πολίτες, που πολλοί δεν έκρυβαν τα αρνητικά τους αισθήματα για τον Εγχώριο Στρατό, ξεπρόβαλαν από την κατακρεουργημένη πόλη στις 3 Οκτωβρίου* άλλοι 130.000 έφυγαν τις επόμενες τρεις μέρες για στρατόπεδα μεταγωγών, απ’ όπου οι περισσότεροι μεταφέρθηκαν στη συνέχεια στα στρατόπεδα εργασίας στο εσωτερικό της Γερμανίας ή στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, κατά παράβαση των όρων της συνθηκολόγησης. Την ώρα που το Παρίσι γιόρταζε την απελευθέρωσή του, η Βαρσοβία, ερειπωμένη, άδειαζε από τους κατοίκους της. Τότε ήταν που οι Γερμανοί αποφάσισαν να αποδείξουν μια για πάντα στους Πο λωνούς πως κάθε αντίσταση ήταν μάταιη. Τα πιο μακροπρόθεσμα σχέδιά τους να καταστρέψουν τις μεγάλες πόλεις της Ανατολής -τη Μόσχα, το Λένινγκραντ και την ίδια τη Βαρσοβία- δεν είχαν υλοποιηθεί ποτέ πλήρως. Η ήττα της εξέγερσης έδωσε στους ναζί την ευκαιρία να δείξουν πως αντίσταση σήμαινε εκμηδένιση όχι μόνο του έμψυχου εχθρού, αλλά και του ίδιου του πολιτισμού του. Το μάθημα αυτό το είχαν εφαρμόσει κιόλας στους Εβραίους: για περισσότερο από ένα χρόνο, χιλιάδες εργά τες των στρατοπέδων συγκέντρωσης είχαν κατεδαφίσει συστηματικά ό,τι είχε απομείνει από το παλιό γκέτο, συνολικής έκτασης 1.800 στρεμμάτων περίπου, απομακρύνοντας τα μπάζα πάνω σε ειδικά διαμορφωμένες σιδηροτροχιές μήκους δεκαεν νιά χιλιομέτρων, ώσπου τα γεγονότα του καλοκαιριού διέκοψαν το έργο τους. Το τριάντα τοις εκατό της Βαρσοβίας είχε καταστραφεί στη διάρκεια της εξέγερσης. Ο
515
ΕΝΑΝΤΙΩΣΗ
Χίμλερ έδωσε εντολή στον Φον ντεμ Μπαχ-Ζελέφσκι να ανατινάξει το υπόλοιπο κομμάτι, εκτός από το σιδηρόδρομο και τα κτίριά του. Την επιχείρηση τη διηΰθυνε ο δδΡΕ της Βαρσοβίας Πάουλ Γκάιμπελ. Οι άντρες του ανατίναξαν βιβλιοθήκες -την τελευταία, λίγες ώρες προτού ο σοβιετικός και ο πολωνικός στρατός μπουν στη Βαρ σοβία, τον Ιανουάριο του 1945-, ναρκοθέτησαν ανάκτορα, μουσεία και δημόσια κτίρια και έστειλαν τα περιεχόμενά τους στο Ράιχ ή τα ανατίναξαν. Στο Λοΰμπλιν, την πόλη που κάποτε ο Γκλομπότσνικ είχε δει σαν το αρχηγείο της Γερμανικής Ανα τολής και όπου είχε εγκαταστήσει την προσωρινή του πρωτεύουσα το νέο καθεστώς που υποστήριζαν οι Σοβιετικοί, η Εθνοσυνέλευση αποφάσισε να ξαναχτίσει τη Βαρσοβία ως «πρωτεύουσα ενός ανεξάρτητου πολωνικού κράτους».69 Η καταστροφή αυτή ήταν, φυσικά, έκφραση του βαθύτατου και άσβεστου μίσους των ναζί εναντίον του πολωνικού εθνικισμού και δεν είχε την παραμικρή στρατηγι κή αιτιολόγηση. Η αποτυχία της εξέγερσης και οι κατοπινές γερμανικές επιχειρή σεις εναντίον των μαχητών του Εγχώριου Στρατού στα γύρω δάση αρκούσαν για να καταρρακώσουν το ηθικό των Πολωνών τους τελευταίους μήνες της κατοχής. «Το αντιστασιακό κίνημα του Εγχώριου Στρατού... δέχθηκε βαρύ χτύπημα, από το οποίο δεν θα μπορέσει να αναρρώσει στο προσεχές μέλλον», εκτιμούσε επιτελικός αξιωματικός της Βέρμαχτ στη Γενική Κυβέρνηση. Δεν υπήρξαν άλλες εξεγέρσεις στη χώρα - σαν κι αυτές που προσδοκούσαν τα αρχικά σχέδια του Εγχώριου Στρα τού και που φοβόταν ο Φον ντεμ Μπαχ-Ζελέφσκι. Καλύτερα, αναμφίβολα. Στο απο κορύφωμα των μαχών της Βαρσοβίας, η 8 ΐΡο της κεντρικής Πολωνίας είχε ειδοποι ηθεί να περιμένει ταραχές στην ύπαιθρο «ανά πάσα στιγμή» και να συλλάβει 10.000 ανθρώπους στις πόλεις, που θα εκτελούνταν μόλις αυτές θα άρχιζαν. Μετά την πτώ ση της Βαρσοβίας, όμως, η παρτιζάνικη δραστηριότητα μειώθηκε και, όταν οι Γερ μανοί αποσύρθηκαν τον Ιανουάριο του 1945, αντιμετώπισαν αμελητέα αντίσταση στα νώτα τους .70
Η Α Ξ ΙΑ ΤΗ Σ Α Ν Τ ΙΣΤ Α ΣΗ Σ
Η βρετανική και η αμερικανική κυβέρνηση εξέφρασαν πολλές φορές στη διάρκεια του πολέμου επιφυλάξεις για τη στρατιωτική αξία των ανταρτών της Ευρώπης. Εκείνο που μετρούσε γι’ αυτές, άλλωστε, ήταν σε ποιο βαθμό συνεισέφεραν στον πόλεμό τους εναντίον των Γερμανών. Η ίδια η δΟΕ αντιμετωπίστηκε με βαθιά καχυ ποψία από τους άλλους κλάδους των ένοπλων δυνάμεων και χρειάστηκε να δικαιο λογήσει τις δράστηριότητές της με βάση αυτό το κριτήριο. Από τότε χρονολογείται η διάσταση απόψεων μεταξύ των Βρετανών ιστορικών για την πραγματική στρατιωτι κή αξία της αντίστασης. Ορισμένοι φτάνουν στο σημείο να λένε πως είχε ελάχιστη ή και καμία αξία, πως οι στρατηγικοί βομβαρδισμοί και ο ναυτικός αποκλεισμός ήταν
516
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
σημαντικότεροι και πως η απουσία επακριβών πληροφοριών εμπόδιζε τους δολιοφθορείς να εντοπίζουν τους καλυτέρους στόχους. «Όλες σχεδόν οι δολιοφθορές», γράφει ο Άλαν Μίλγουορντ, «ιδωμένες από τη σκοπιά των Γερμανών, ήταν οικονο μικά ασήμαντες». Μετά τον πόλεμο, την ίδια άποψη εξέφρασαν και οι Γερμανοί αξιωματοΰχοι. «Ποια γαλλική αντίσταση;» κοροΐδευε ο Σπέερ. Ο Φαλκενχάουζεν δεν είχε περισσότερα καλά λόγια για τους Βέλγους. Το υπονοούμενο, όχι πάντα ανομολόγητο, είναι ότι, δεδομένων των τρομερών αντιποίνων, μεγάλο μέρος της αντιστασιακής δραστηριότητας ήταν όχι μόνο σπατάλη πόρων αλλά είχε και υπέρ μετρο τίμημα σε ανθρώπινες ζωές. Πρόκειται για άποψη που την επαναλαμβάνουν, αρκετά ευνόητα, οι επιζώντες των γερμανικών αντιποίνων και, με πιο πολιτικά χρω ματισμένο πνεύμα, οι αντικομμουνιστές πολιτικοί στην Ιταλία και αλλού.71 Μοιάζει σαφές ότι, με εξαίρεση το Ανατολικό Μέτωπο, όπου η εκτεταμένη παρτιζάνικη δραστηριότητα όντως ανησύχησε τους Γερμανούς, λίγες ήταν οι στιγμές ή οι τόποι στην κατοχή της Ευρώπης όπου οι Γερμανοί είχαν σοβαρό πρόβλημα για πολύ καιρό. Ακόμη και αν δεχθούμε πως οι απεργίες και οι συνειδητές επιβραδύν σεις στους τόπους εργασίας επηρέασαν την παραγωγικότητα και ότι τα σαμποτάζ στο σιδηροδρομικό δίκτυο πράγματι τους προκάλεσαν προβλήματα προς το τέλος του πολέμου, η κτηνώδης αντίδραση της Βέρμαχτ έδειξε πως μονάχα τότε τους απα σχόλησε στα σοβαρά το να εξασφαλίσουν τα νώτα τους φυλάγοντας ταυτόχρονα τη χώρα τους από την εισβολή. Ακόμα και τότε δε, στις περισσότερες περιπτώσεις η δρακόντεια αντίδρασή τους αποδείχθηκε αρκετή για να πνίξει την εναντίωση ή να τη στρέψει περισσότερο εναντίον των συνεργατών τους παρά εναντίον των ίδιων. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα όπου η αντίσταση εγκατέλειψε τα σχέδιά της να δολοφονήσει γνωστούς Γερμανούς επειδή φοβήθηκε τις συνέπειες* η δε κομμουνι στική στρατηγική τής πάση θυσία ένοπλης εξέγερσης αποδείχθηκε ελάχιστα λαοφι λής έξοο από τα Βαλκάνια .72 Δεν έχει όμως νόημα να περιορίζουμε την αντίσταση σ’ ένα ζήτημα στρατιωτικής καθαρά αριθμητικής. Οι περισσότεροι που συμμετείχαν σε αυτήν το έκαναν από πε ρηφάνια και για να δείξουν πως το κράτος της βίας δεν είχε καταφέρει να συντρίψει μέσα τους το πνεύμα της ελευθερίας. Προϋπέθετε τεράστιο θάρρος και, για όσους αναμείχθηκαν από την αρχή, την άρνησή τους να αποδεχθούν τις «πραγματικότη τες» του 1940, όταν η γερμανική κυριαρχία στην ήπειρο φάνταζε ακλόνητη. Εκατο ντάδες χιλιάδες άνθρωποι εναντιώθηκαν τελικά με ενεργό τρόπο, και πολλοί πλή ρωσαν βαρύ τίμημα. "Ισως 30.000 θανατώθηκαν σε ομαδικές εκτελέσεις μονάχα στη Γαλλία* 20.000 Ελεύθεροι Γάλλοι σκοτώθηκαν και 60.000 εκτοπίστηκαν. Εξαιτίας του αντιανταρτικού πολέμου πέθαναν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι στην Ιταλία και στην Ελλάδα, εκατοντάδες χιλιάδες στα κατεχόμενα ανατολικά εδάφη. Η ολόψυχη στράτευση που απαιτούνταν μπορούσε να στηριχθεί μόνο σε ηθικά και πολιτικά ιδανικά. Με άλλα λόγια, πρέπει να κοιτάξουμε πέρα από το ερώτημα τι επίδραση
ΕΝΑΝΤΙΩΣΗ
517
άσκησε η εναντίωση στην έκβαση του πολέμου και να αναρωτηθοΰμε ποιο ήταν το όραμά της για την ειρήνη. Αυτή ήταν μια κρισιμότατη διάσταση της αντίστασης, διά σταση που άφησε ανεξίτηλα ίχνη στην πορεία των γεγονότων. Ο πολιτικός χαρακτήρας της αντίστασης ήταν προφανής σε όλους τους εμπλεκομένους. Για τις εξόριστες κυβερνήσεις, που ανησυχούσαν για τη μεταπολεμική τους τΰχη, ένα ιστορικό εθνικής αντίστασης στη ναζιστική εξουσία, οσοδήποτε σύντομο, είχε ανεκτίμητη αξία. Επέτρεψε στη Δανία να αναγνωριστεί ως μέλος των Ηνωμέ νων Εθνών και οδήγησε στη μεταχείριση της Γαλλίας ως Μεγάλης Δύναμης, συρρι κνώνοντας το Βισύ στις διαστάσεις ενός μεσοδιαστήματος που απλώς της προκαλούσε αμηχανία· τα γερμανικά αντίποινα στο Προτεκτοράτο μετά τη δολοφονία του Χάυντριχ δυνάμωσαν το σαθρό πολλές φορές κύρος της κυβέρνησης Μπένες, και η εθνική εξέγερση των Σλοβάκων απάλειψε τις αναμνήσεις της συνεργασίας του Τίσο με τους Γερμανούς. Στο εσωτερικό, η αντίσταση χρησιμοποίησε τη βία για πολιτικούς σκοπούς. Ωθώ ντας τις δυνάμεις κατοχής στην καταστολή, υπονόμευσε την έλξη που ασκούσε στο κύ ριο κομμάτι της κοινωνίας η συνεργασία και της αφαίρεσε την ηθική νομιμότητα, κά νοντας τις κυβερνήσεις τύπου Βισύ να φαντάζουν ολοένα περισσότερο σαν ανδρείκε λα των Γερμανών. Μπορεί ο κόσμος να έψεγε την αντίσταση για την αναστάτωση και τα βάσανα που τη συνόδευαν, μα μίσησε χωρίς εξαίρεση περισσότερο τους Γερμα νούς για τα αντίποινά τους, και τους συνεργάτες τους ακόμα περισσότερο. Και ενώ κάποιοι δεν ήθελαν τίποτε παραπάνω από το να διώξουν τους κατακτητές από τη χώ ρα τους, άλλοι είχαν συγκεκριμένους στόχους στο μυαλό τους για τη συνέχεια. Οι Σο βιετικοί παρτιζάνοι ήταν υπέρ της εκ νέου μπολσεβικοποίησης των εδαφών που είχε χάσει η Ε.Σ.Σ.Δ.: αφιέρωσαν επομένως μεγάλο μέρος της ικμάδας τους στο να ξαναχτί σουν τις κομματικές οργανώσεις και να προαγάγουν τον μπολσεβικισμό. Ο Εγχώριος Στρατός αντιπροσώπευε τη σταθερή απόφαση των Πολωνών εθνικιστών να υπερα σπιστούν την κοινωνία τους από την επιδρομή που αντιπροσώπευε η γερμανική κατο χή, και να υπερασπιστούν στο μέτρο του δυνατού τα κέρδη του 1919. Το δανέζικο Συμ βούλιο της Ελευθερίας αποτέλεσε ένα σιωπηρό κατηγορώ ενάντια σε όλο το πολιτικό σύστημα που είχε συνεργαστεί τόσο απρόσκοπτα με τους Γερμανούς ως το 1943. Κάποιοι δεν περίμεναν καν να τελειώσει ο πόλεμος. Οι αντάρτες που ίδρυσαν τις βραχύβιες «παρτιζάνικες δημοκρατίες™1» στη βόρεια Ιταλία -ή την «Ελεύθερη Ελλά δα» του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ στα βουνά- στόχευαν στο να δημιουργήσουν εναλλακτικές αυτο κυβέρνητες πολιτικές δομές καταμεσής του πολέμου. Ή ταν πειράματα λαοκρα τίας™11, με κοινοβούλια, εκλογές και υπηρεσίες πρόνοιας και εκπαίδευσης. Αστυνό μευαν τις περιοχές που έλεγχαν, συλλάμβαναν τους βαλτούς του εχθρού και απένεμαν δικαιοσύνη ενάντια στους κλέφτες και τους μαυραγορίτες - δραστηριότητες που καμιά τους δεν είχε εμφανή οτρατιαπικό σκοπό, αλλά που ήταν όλες απαραίτητες για να καταδειχθεί η εξουσία και οι πολιτικές φιλοδοξίες των παρτιζάνων. «Να πλένετε
518
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
τα ροΰχα σας!» «Να κουρεύεστε!» «Όχι ψείρες σημαίνει όχι τΰφος!» ήταν μερικά από τα συνθήματα που εμφανίστηκαν γΰρω από τη Φότσα, που την έλεγχαν οι Γιου γκοσλάβοι παρτιζάνοι την άνοιξη του 1941. (Δίπλα τους έγραφε «Ζήτω ο κομμουνι σμός!», στην εσπεράντο). Τα υπό κομμουνιστική ηγεσία αντιστασιακά κινήματα ήθε λαν να έρθουν σε ρήξη με το παρελθόν και να μετατρέψουν την κινητοποίηση της εμπόλεμης περιόδου στη δύναμη εκείνη η οποία θα αντικαθιστούσε τα χρεοκοπημένα προπολεμικά «αστικά» καθεστώτα με τα μεταπολεμικά κομμουνιστικά. Ή ταν φυσικό γι’ αυτά να προσπαθούν να συγκροτήσουν πρωτο-κράτη στα εδάφη που έλεγχαν. Για όλους αυτούς τους λόγους, μετά την Απελευθέρωση ένα από τα πιο πιεστικά προβλήματα ήταν η συμφιλίωση αυτών των εκδοχών περί κράτους με τις άλλες ιδέες, τις οποίες ξαναέφερναν μαζί τους οι πολιτικοί που επέστρεφαν με το τέλος του πολέ μου από την εκτός χώρας εξορία τους. Για ετούτους το πρόβλημα σε τελευταία ανά λυση ήταν το πώς θα ελέγξουν την αντίσταση, ή, ακριβέστερα, τις ποικίλες αντιστα σιακές οργανώσεις που είχαν προκύψει από το κενό εξουσίας. Το φαινόμενο αυτό πρωτοεμφανίστηκε στην ίδια την Ε.Σ.Σ.Δ., όπου οι μονάδες των παρτιζάνων διαλύθη καν πολύ γρήγορα και όπου στάλθηκε επιτόπου η ΝΚΛΤ) για να εκκαθαρίσει από την πολωνική και την ουκρανική αντίσταση τις περιοχές στα μετόπισθεν του Κόκκινου Στρατού, ο οποίος προέλαυνε με ταχύτητα. Όταν τα σοβιετικά στρατεύματα έφτασαν στην κεντρική Πολωνία, το έργο της Ν Κ \Ό έγινε πολύ δυσκολότερο και, μολονό τι περισσότερα από 50.000 μέλη του Εγχώριου Στρατού συνελήφθησαν από αυτήν και πολλοί εκτοπίστηκαν στο Γκουλάγκ, η αντικομμουνιστική αντίσταση στην κομ μουνιστική εξουσία συνεχίστηκε σε τμήματα της Πολωνίας ακόμη και μετά την επί σημη αμνηστία του 1947. Στην Κρακοβία -πρωτεύουσα άλλοτε του Χανς Φρανκ-, οι υποστηρικτές του Αγροτικού Κόμματος ήταν περισσότεροι από τους κομμουνιστές και επέκριναν ανοιχτά τους τελευταίους. Ο κόσμος έβλεπε την κυβέρνηση της Βαρ σοβίας σαν «τον πράκτορα μιας ξένης δύναμης» και η άποψη που υιοθέτησε ήταν ότι «βγήκαμε ζωντανοί από την πεντάχρονη γερμανική κατοχή και θα βγούμε πάλι ζω ντανοί από τους λίγους αυτούς μήνες, για να φτάσουμε στην ανεξαρτησία ».73 Η Γιουγκοσλαβία ήταν το μόνο μέρος της Ευρώπης όπου ένα ανταρτικό κίνημα απέκτησε τον έλεγχο: οι παρτιζάνοι του Τίτο, με τη βοήθεια του Κόκκινου Στρατού, ανέλαβαν τα ηνία της χώρας και κανόνισαν τους λογαριασμούς τους με τους συνερ γάτες των δυνάμεων κατοχής, καθώς και με τους τσέτνικ του Μιχάιλοβιτς. Εξίσου αιματηρό ξεκαθάρισμα έγινε στην Ελλάδα, μόνο που η έκβαση ήταν αντίστροφη. Η Απελευθέρωση βρήκε το αριστερό ΕΑΜ/ΕΛΑΣ να αποτελεί την κυρίαρχη δύναμη μέσα στη χώρα· ο Τσώρτσιλ, όμως, θεώρησε ότι οι Βρετανοί μπορεί να μην είχαν στρατηγικά συμφέροντα στη Γιουγκοσλαβία αλλά είχαν στην Ελλάδα* έτσι, όταν το χειμώνα του 1944 ξέσπασαν συγκρούσεις ανάμεσα στο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και στην κυβέρ νηση εθνικής ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου που είχε επιστρέψει στη χώρα, η Βρετανία υποστήριξε διά χειρός Τσώρτσιλ τη δεύτερη. Βρετανικά στρατεύματα και
ΕΝΑΝΤΙΩΣΗ
519
αεροπλάνα της ΚΑΕ επιτέθηκαν εναντίον των θέσεων του ΕΑΑΣ στην πρωτεύουσα, αναγκάζοντάς τον τελικά να αποχωρήσει. Οι βρετανικές απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες ξεπέρασαν τις 1.000. Πολύ περισσότεροι Έλληνες βρήκαν το θάνατο και εκατοντάδες όμηροι εκτελέστηκαν από τους κομμουνιστές. Ο βασιλιάς της Ελλάδας επέστρεψε τελικά στη χώρα, σχηματίστηκε δε νέα κυβέρνηση, με την υπο στήριξη πολλών δωσίλογων στην αστυνομία και στις ένοπλες δυνάμεις. Για την υπόλοιπη Ευρώπη και ιδίως για τους παλιννοστούντες πολιτικούς που γύρευαν να αποκαταστήσουν το κύρος τους, η Ελλάδα υπήρξε προειδοποίηση για τους πελώριους κινδύνους που παραμόνευαν. Η άμεση αιτία της εμπλοκής εκεί είχε σταθεί η ανικανότητα των πολιτικών κομμάτων να συμφωνήσουν για τους όρους με τους οποίους οι αγωνιστές της αντίστασης θα εντάσσονταν στις νέες ένοπλες δυνά μεις. Στη Γαλλία, ο Ντε Γκωλ είχε κινηθεί ταχύτατα για να το αποφύγει αυτό και εί χε εντάξει αμέσως διάφορες ομάδες στις μονάδες των Ελεύθερων Γάλλων, λογα ριάζοντας πως αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος να τις θέσει υπό τον έλεγχο του κρά τους. Ανάλογη πολιτική υιοθετήθηκε στις Κάτω Χώρες, όπου οι Βίηηοηίαηάδ© 5ίπ]<31α*α<:1ιί©η (ΝΒδ) είχαν προσελκύσει ούτε λίγο ούτε πολύ 120.000 εθελοντές στις τάξεις τους. Στη Δανία, το δΗΑΕΡ δούλεψε σκληρά την άνοιξη του 1945 για να συμ φιλιώσει τους πολιτικούς με την αντίσταση, η οποία είχε σχεδόν 50.000 ένοπλους άντρες στην παρανομία. Μόνο η βελγική κυβέρνηση τα θαλάσσωσε με τον αφοπλι σμό της αντίστασης, όταν επέμεινε κοφτά να παραδοθούν όλα τα όπλα στην αστυνο μία μέσα σε λίγες εβδομάδες από την απελευθέρωση. Οι ποινές που επέσειε το ψή φισμα εναντίον όσων δεν θα πειθαρχούσαν ήταν επίφοβες - και όταν η αστυνομία άνοιξε πυρ εναντίον των διαδηλωτών που έκαναν πορεία στη Βουλή, κόντεψε να ξε σπάσει εμφύλιος πόλεμος. Ο Τσώρτσιλ ισχυρίστηκε ότι παρά τρίχα είχε αποτραπεί κομμουνιστική εξέγερση. Αυτά υπήρχαν μόνο στο μυαλό του, και ευτυχώς για τους Βέλγους η αντίσταση τελικά αυτοαφοπλίστηκε. Η βελγική αντίσταση ήταν πολύ πιο διαιρεμένη από το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και δεν είχε σχεδιάσει ποτέ να καταλάβει την εξου σία. Αντιθέτως, όπως και σε άλλες χώρες -ίσως μάλιστα και στην ίδια την Ελλάδατα περισσότερα μέλη της βελγικής αντίστασης θεωρούσαν κατά βάσιν ότι, άπαξ και είχαν φύγει οι Γ ερμανοί, το έργο τους είχε τελειώσει, Η άλλη χώρα όπου τα ελληνικά συμβάντα έκαναν βαθιά εντύπωση ήταν η Ιταλία. Εδώ, πολλοί αντιστασιακοί ήθελαν να εξασφαλίσουν ότι η ρήξη με το φασισμό θα ήταν μόνιμη: αυτό ήταν εκείνο που ήθελαν πραγματικά να κληροδοτήσουν στην ειρή νη. Οι ξεσηκωμοί που είχαν γίνει στη μία μετά την άλλη τις πόλεις του Βορρά τον Απρίλιο του 1945, συχνά με μεγάλες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, δεν είχαν γίνει μόνο για να διώξουν τους Γερμανούς αλλά και για να εξασφαλίσουν αυτό το πράγμα. Οι παρτιζάνοι γνώριζαν πολύ καλά ότι ο Ντούτσε δεν θα ξαναρχόταν μεν -το πτώμα του, μαζί με δεκατεσσάρων άλλων φασιστών, είχε εκτεθεί σε κοινή θέα στο Μιλάνο-, αλλά πολλά μέλη του παλιού καθεστώτος είχαν επωφεληθεί από τη σύγχυση του
520
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
1943-5 για να διατηρήσουν την εξουσία τους. Παρ’ όλα αυτά, τα γεγονότα της Ελλά δας έκαναν μεγάλη εντύπωση στον Τολιάττι, τον ηγέτη του Ιταλικού Κομμουνιστι κού Κόμματος. Ενίσχυσαν μέσα του την άποψη που είχε σχηματίσει κατά την επι στροφή του στην Ιταλία από τη Μόσχα, το 1943, πως ήταν σημαντικό να συνεργαστεί ειρηνικά με τα άλλα κόμματα. Οι Σύμμαχοι φοβούνταν τη δύναμη των κομμουνιστών έστω και έτσι, και ήταν αποφασισμένοι να τους εμποδίσουν να πάρουν την εξουσία. Κατά συνέπεια, οι πρώην παρτιζάνοι της ιταλικής Αριστεράς βίωσαν μια εκδοχή των όσων υπέμειναν οι Έλληνες ομοϊδεάτες τους στα τέλη της δεκαετίας του 1940, ακό μα πιο αναίτια - διώξεις, δικαστική καταστολή και το πικρότατο θέαμα των πολυά ριθμων δημόσιων υπαλλήλων που είχαν άλλοτε υπηρετήσει πιστά τον Μουσολίνι να μεταστρέφουν τώρα τη νομιμοφροσύνη τους προς τη νέα δημοκρατία. Το νέο κράτος μπορεί να διακήρυσσε ότι ήταν κτισμένο με βάση τις αξίες της αντίστασης, αλλά για πολλούς που είχαν στ’ αλήθεια πολεμήσει σε αυτήν δεν ήταν καθόλου έτσι. Το να τεθούν υπό έλεγχο όσοι είχαν αγωνιστεί στην αντίσταση ήταν ένα το κρα τούμενο* ένα άλλο ήταν το να τεθούν υπό έλεγχο η ίδια η μνήμη και το νόημα της αντίστασης, και δεν ήταν λιγότερο σημαντικό. Η τυφλή βία του καταληκτικού έτους του πολέμου είχε επιβεβαιώσει δύο πράγματα στη μνήμη της Ευρώπης. Το ένα ήταν η εικόνα των εθνών που είχαν ενωθεί στην αντίστασή τους ενάντια στη γερμανική καταπίεση, και το άλλο η εξίσωση της γερμανικής κατοχής με την ακραία ωμότητα εναντίον των αμάχων. Ο περισσότερος κόσμος μπήκε στην αντίσταση στις τελικές φάσεις του πολέμου, και σε αυτήν ακριβώς τη φάση οι Γερμανοί -και τα δδ και η Βέρμαχτ-διέπραξαν πολλές από τις αληθινά φρικιαστικές σφαγές αμάχων, σε μέρη που είχαν χαρακτηριστεί «ζώνες μάχης» ή για να εξασφαλίσουν τα μετόπισθέν τους, καθώς η θηλιά έσφιγγε γερά γύρω από τις δυνάμεις τους. Το Οραντούρ, το Μαρτσαμπόττο, τα Καλάβρυτα και το Δίστομο χτυπήθηκαν όλα σε στιγμές όπου η Βέρ μαχτ ήταν υπερεπιβαρημένη και νεαροί μάχιμοι αξιωματικοί είχαν πάρει το ελεύθε ρο να αντισταθμίσουν την έλλειψη αντρών λαμβάνοντας δρακόντεια μέτρα. Η εντύ πωση της αχρείαστης βαρβαρότητας συνδυάστηκε με τις αναμνήσεις από τα μπλόκα της τελευταίας στιγμής για εξεύρεση εργατών, από τα έκτακτα μέτρα και από την πολιτική της καμένης γης που μετέτρεψε τη βόρεια Νορβηγία σε κρανίου τόπο και τη Βαρσοβία σε ερειπιώνα. Μα οι αναμνήσεις αυτές ήταν ακόμα πιο μεροληπτικές απ’ όσο είναι οι αναμνή σεις συνήθως. Όπως είδαμε, σε γενικές γραμμές δεν υπήρχε πολλή ενότητα στους κόλπους της αντίστασης, και από τη φύση της αυτή έτεινε προς τον κατακερματισμό, τον αναρχισμό και την εριστικότητα. Βασιζόταν στην αλληλεγγύη, για την ενδυνάμω ση της οποίας όμως η ιδέα της εθνικής ενότητας υπήρξε συχνά λιγότερο σημαντική -ιδίως στη δυτική Ευρώπη- απ’ ό,τι η κομματική ταυτότητα, η ιδεολογία ή το είδος εκείνο τοπικής περηφάνιας που βρισκόταν πίσω από την εξέγερση της Νάπολης. Μάλιστα ο τοπικισμός σε όλες του τις εκφάνσεις, στενή και ευρύτερη, ήταν ένα από
ΕΝΑΝΤΙΩΣΗ
521
τα καθοριστικά γνωρίσματα της αντίστασης, αν και οι μεταπολεμικές εθνικές κυβερ νήσεις, στις πράξεις αναμνηστικής ευλάβειάς τους, για προφανείς λόγους δεν τον τό νισαν. Ορισμένοι τόποι κατέληξαν να εκπροσοοποΰν τα βάσανα του έθνους -έγιναν τόποι του εθνικού μαρτυρολογίου-, ενώ άλλοι γρήγορα λησμονήθηκαν. Οι πολιτικοί και οι σχολιαστές επέβαλαν τα δικά τους νοήματα στα όσα είχαν συμβεί, και συχνά οι πολΰ ανάμεικτες τοπικές αντιδράσεις στις αντιστασιακές ενέργειες και στα αντί ποινα που ακολουθοΰσαν σχολιάστηκαν ελάχιστα - πλην διά της σιωπής. Τα σΰνθετα αισθήματα που είχαν αφήσει πίσω τους περίμεναν μια μεταγενέστερη και πιο αποστασιοποιημένη γενιά, για την οποία η Ευρώπη ήταν τετελεσμένο γεγονός και τα έθνη-κράτη που την απάρτιζαν είχαν αποδείξει και πάλι την αξία τους επί αρκετές δεκαετίες. Αμέσως μετά τη γερμανική κατοχή, όμως, οι σΰνθετες αυτές πραγματικό τητες θα μποροΰσαν μόνο να διαβρώσουν το εΰθραυστο αίσθημα εθνικής αλληλεγγΰης που οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις πάσχιζαν να διαμορφώσουν, και άρα εκείνο που προέκυψε ήταν μια εικόνα για τον πόλεμο σΰμφωνα με την οποία η μόνη απάντη ση των λαών της Ευρώπης στην κατοχή ήταν η εναντίωσή τους.
16
Χίτλερ καπούτ!
Μια νίκη των εχθρών μας θα οδηγήσει οπωσδήποτε στον μπολσεβικισμό μέσα στην Ευρώπη . Όλοι πρέπει να καταλάβουν, και θα καταλάβουν, τι θα σήμαινε αυτή η μπολσεβικοποίηση για τη Γερμανία. Εδώ δεν πρόκειται για αλλαγή του κράτους, όπως στο παρελθόν. Αλλαγές κρατών έχουν συμβείαμέτρητες φορές στη ζωή του λα ού ' αυτές οι αλλαγές έρχονται και παρέρχονται. Εδώ όμως πρόκειται για την ύπαρξη της ίδιας της ουσίας. Οι ουσίες είτε διατηρούνται είτε εξοντώνονται. Ο δικός μας στό χος είναι η διατήρηση. Η εξόντωση θα μπορούσε να καταστρέψει μια φυλή σαν αυ τήν, ίσως για πάντα.
Ο Χίτλερ πριν από την επίθεση των Αρδεννών, 28 Δεκεμβρίου 19441
ΜΠΑΓΚΡΑΤΙΟΝ, 1944 Τρία χρόνια, με ακρίβεια ημέρας, μετά την εισβολή της Βέρμαχτ στην Ε.Σ.Σ.Δ., ο Κόκκινος Στρατός ξεκίνησε την Επιχείρηση Μπαγκρατιόν - που υπήρξε όχι μόνο η πιο αποτελεσματική σοβιετική επίθεση του πολέμου αλλά ίσως και η πιο συντριπτική και κατατροπωτική στρατιωτική επίθεση της ιστορίας. Το ότι ελάχιστα τη θυμούνται σήμερα στην Ευρώπη δεν αντιστοιχεί στη στρατηγική της σημασία. Χάρη στα εκτε ταμένα προκαταρκτικά σχέδια παραπλάνησης, δυόμισι εκατομμύρια Σοβιετικοί στρατιώτες έπιασαν τη Βέρμαχτ εντελώς στον ύπνο και διατρύπησαν την πολύ μι κρότερη γερμανική δύναμη -λιγότερο από τη μισή σε μέγεθος- που υπερασπιζόταν τον κεντρικό τομέα του μετώπου της Λευκορωσίας. Σοκαρισμένοι από τον πιο έντο νο καταιγισμό πυροβολικού που είχαν ζήσει ποτέ, οι στρατιώτες πανικοβλήθηκαν και το έβαλαν στα πόδια, και μέσα σε μερικές ημέρες βρέθηκαν περικυκλωμένοι στις ίδιες εκείνες πόλεις -το Βίτεμπσκ, το Μπομπρούισκ και το Μινσκ- όπου είχε παγιδευτεί ο Κόκκινος Στρατός τρία χρόνια νωρίτερα. Η πολιτική της «μη υποχώρη σης» του Χίτλερ συνέβαλε στην αποδιοργάνωση και οι ενισχύσεις άργησαν να βου λώσουν τις τρύπες. Οι γερμανικές απώλειες εκτοξεύτηκαν από τις 48.363 τον Μάιο στις 169.881 τον Ιούλιο και στις 277.465 τον Αύγουστο: στο τέλος ξεπέρασαν κατά
ΧΙΤΛΕΡ ΚΑΠΟΥΤ!
523
πολΰ το μισό εκατομμΰριο νεκροΰς και τραυματίες, περισσότερους κι από τους αντί στοιχους του Βερντέν το 1916. Οι Σοβιετικοί συνέτριψαν τις προσπάθειες των Γερ μανών να αναδιατάξουν τις γραμμές τους, και μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες τα ρω σικά αποσπάσματα τεθωρακισμένων κάλυψαν περισσότερα από 450 χιλιόμετρα κι έφτασαν στον Κόλπο της Ρίγας και στις παρυφές της Βαρσοβίας. Στη Μόσχα, ο Στά λιν διέταξε έναν ρωμαϊκοΰ ΰφους θρίαμβο, με 57.600 Γερμανοΰς αιχμαλώτους πο λέμου που υποχρεώθηκαν να παρελάσουν στους δρόμους. Η Μπαγκρατιόν, που σκοπό είχε να μειώσει την πίεση που ασκοΰνταν στους Συμμάχους καθώς άνοιγαν το Δεΰτερο Μέτωπο, επίσκιασε τις αποβάσεις της Νορμανδίας -στη Λευκορωσία υπήρχαν πενήντα γερμανικές μεραρχίες, ενώ στη Νορμανδία εννιά- και ξεπέρασε σε συνέπειες ακόμα και το Στάλινγκραντ. Η μεγάλη λησμονημένη επίθεση του πο λέμου έδειξε πως οι Ρο5σοι είχαν εμπεδώσει πια τις αρχές του Κεραυνοβόλου Πολέ μου και έδωσε στον Στάλιν, προς μεγάλη του ανακοΰφιση, τη δυνατότητα να υπαγορεΰσει τη μεταπολεμική τάξη πραγμάτων στην ανατολική Ευρώπη .2 Στην ανατολική Πρωσία, την πιο έκθετη επαρχία του Ράιχ, εμφανίστηκαν τα πρώ τα σημάδια πανικοΰ. Στους εορτασμοΰς για τα 400 χρόνια του Πανεπιστημίου του Καίνιξμπεργκ, τον Ιοΰλιο, το καθεστώς δεν τσιγκουνεΰτηκε τα εγκώμια για τον «πρωσικό προμαχώνα» του «εναντίον της ασιατικής επιρροής». Παρά τις διαβεβαιώ σεις όμως του Κόμματος ότι τα πάντα ήταν υπό έλεγχο, πρόσφυγες ετοίμαζαν τους μπόγους τους με σκοπό να τραβήξουν δυτικά ταξιδεΰοντας με τα υπερπλήρη τρένα και οι κομματάρχες τσακώνονταν μεταξΰ τους αν έπρεπε να τους επιτρέψουν να φΰγουν. Ο γκαουλάιτερ Έ ριχ Κοχ έστειλε χιλιάδες συνταξιοΰχους και Νεολαίους Χίτ λερ στα σΰνορα για να χτίσουν ένα αμυντικό «ανατολικό τείχος». Ποιος όμως θα το υπερασπιζόταν; Η Βέρμαχτ είχε ήδη χάσει περισσότερους άντρες εκείνους τους τρεις μήνες απ’ όσους σε όλο το 1942. Όσοι Γερμανοί είχαν επιζήσει από τις συγκροΰσεις υποχωροΰσαν εξαντλημένοι, χωρίς δυνάμεις και αποπροσανατολισμένοι από την ταχΰτητα της σοβιετικής προέλασης· οι μονάδες τους είχαν αποσυντεθεί και οι ίδιοι είχαν αναγκαστεί να περπατήσουν χιλιόμετρα επί χιλιομέτρων μέσα στην κα λοκαιριάτικη ζέστη χωρίς σχεδόν εφόδια. «Δεν ήταν πια στρατιώτες, αλλά κινοΰμενα ανθρώπινα ράκη», σΰμφωνα με έναν Πολωνό αυτόπτη, «εξαντλημένοι, αλαφιασμέ νοι, ανίκανοι να αντιδράσουν, σε κατάσταση ολοφάνερης σωματικής και πνευματι κής κατάπτωσης. Κάθιδροι, κοκαλιάρηδες και καταλασπωμένοι... είχαν μακριά γέ νια και τα πρόσωπά τους ήταν γεμάτα απόγνωση, με βαθουλωμένα μάτια». Για τους Πολωνοΰς, το θέαμα ήταν «αγγελικό»· για τους Γερμανοΰς, ανατριχιαστικό .3 Δεδομένου ότι οι αμερικανικές και οι βρετανικές δυνάμεις είχαν καταφέρει να εξασφαλίσουν το νορμανδικό προγεφΰρωμα παρά τη σκληρή αντίσταση, το καλοκαί ρι του 1944 η Γερμανία βρισκόταν πια αντιμέτοοπη με έναν εξουθενωτικό χερσαίο πό λεμο σε πολλά μέτωπα. Η Βέρμαχτ. γνωρίζοντας πόσο πολλές δυνάμεις είχε χάσει στη νότια Ουκρανία επειδή δεν τους είχε επιτραπεί να υποχωρήσουν εγκαίρως, ήθελε να
524
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
υποχωρήσει με σύστημα προς νέες γραμμές. Όμως ο Χίτλερ επέμεινε οργισμένος σε άμυνα με κάθε τίμημα και καταφερόταν ενάντια στην ηττοπάθεια των στρατηγών του. Η Ανώτατη Διοίκηση της Βέρμαχτ, από επαγγελματικός οδηγός για την πολεμική στρατηγική, είχε μετατραπεί σε προσωπικό φέουδο του Χίτλερ* οι δε ανώτατοι στρα τιωτικοί διοικητές του Ράιχ δεν ήταν οι άνθρωποι που θα ανάγκαζαν τον Φύρερ να αντιμετωπίσει ρεαλιστικά τη νέα κατάσταση, πόσο μάλλον μετά την αποτυχία της βομ βιστικής συνωμοσίας του Ιουλίου. Όσο για τους Γερμανούς, η συνέχεια του πολέμου υπήρξε σκέτη καταστροφή, καθώς μπήκαν στην πιο βίαιη φάση της σύρραξης. Πριν από τον Ιούλιο του 1944 είχαν περί τα 2,8 εκατομμύρια νεκρούς από τον πόλεμο - ήδη πολύ περισσότερους από τις απώλειές τους στον προηγούμενο παγκόσμιο πόλεμο. Τα νούμερα αυτά όμως δεν ήταν τίποτα μπροστά στον αριθμό των σκοτωμένων -4,8 εκα τομμύρια- στους εννιάμισι μήνες που ακολούθησαν.4 Η εκδικητική εκκαθάριση του στρατού από τον Χίτλερ μετά την απόπειρα δολοφο νίας εναντίον του και το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα δεν έκαναν τίποτα για να αναχαιτίσουν την ορμή των Συμμάχων. Ο Κόκκινος Στρατός συμπλήρωσε την Μπαγκρατιόν με μιαν άλλη επίθεση, στη βόρεια Ουκρανία αυτή τη φορά, με αποτέλε σμα τον Αύγουστο η Ομάδα Στρατιών Βόρειας Ουκρανίας της Βέρμαχτ να έχει κο νιορτοποιηθεί και αυτή* ο Ρουμάνος βασιλιάς άλλαξε στρατόπεδο τόσο απότομα, που ο βαρόνος Μάνφρεντ φον Κίλλινγκερ, ένας πρώην άντρας των Ταγμάτων Εφόδου ο οποίος εκτελούσε χρέη Γερμανού υπουργού εκεί, αυτοκτόνησε για να μην πέσει στα χέρια των Σοβιετικών. Για το Ράιχ, η απώλεια των ρουμανικών πετρελαιοπηγών ήταν ολέθρια και αύξησε τη σπουδαιότητα των τελευταίων αποθεμάτων πετρελαίου που διέθετε στην Ουγγαρία, όσο μικρά και αν ήταν. Στη Δύση, απελευθερώθηκαν η Φλω ρεντία και το Παρίσι* η Αμβέρσα έπεσε στις 3 Σεπτεμβρίου, η Αθήνα και το Βελιγράδι τον επόμενο μήνα. Όταν τα μέτωπα σταθεροποιήθηκαν και οι Γερμανοί κατάφεραν να παγιώσουν πρόσκαιρα τις θέσεις τους, είχαν ήδη χάσει μεγάλο μέρος της αυτοκρα τορίας τους. Η γραμμή από τη Ρίγα και τη Βαρσοβία στα βόρεια ως τη Βουδαπέστη και το Βελιγράδι στα νότια ήταν το νέο όριο των εδαφών που έλεγχαν στην Ανατολή. Πάντως, παρά τη ζοφερή συνολική εικόνα, η Βέρμαχτ σίγουρα δεν το είχε βάλει κάτω. Παρέμενε μια σημαντική δύναμη, διπλάσια σε μέγεθος σε σχέση με το 1939, και περισσότεροι από δύο εκατομμύρια άντρες είχαν παραταχθεί για να υπερασπι στούν το Ράιχ μεταξύ Νορβηγίας και Ιταλίας. Σταμάτησε με επιτυχία την προέλαση των Συμμάχων μέσα από τα Απέννινα και κράτησε τον Κόκκινο Στρατό έξω από το μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής Πρωσίας όλο το 1944. Το κίνημα που ανέτρεψε τον Χόρτυ και έβαλε στη θέση του το καθεστώς του Βελόσταυρου, του Σάλασι, προκάλεσε άγριες μάχες τεθωρακισμένων στις ουγγρικές πεδιάδες, που σταμάτησαν την εκεί ρωσική προέλαση. Ταυτόχρονα, εκατοντάδες χιλιάδες άμαχοι χρησιμοποιήθηκαν με το ζόρι για το σκάψιμο αντιαρματικών τάφρων και την κατασκευή νέων αμυντικών οχυρώσεων σ’ ένα ευρύ τόξο που περιέβαλλε το Ράιχ.
ΧΙΤΛΕΡ ΚΑΠΟΥΤ!
525
Μέσα στη Γερμανία, το Κόμμα έπαιζε όλο και πιο ενεργό ρόλο στην εσωτερική άμυνα, ιδίως στη στρατολόγηση των νέων πολιτοφυλακών νοίΐ^δδΐιιπη1*τα μέλη τους λάβαιναν ελάχιστη εκπαίδευση, μαΰρα περιβραχιόνια κι ένα τουφέκι, κι ύστερα στέλνονταν να υπηρετήσουν. Ο Γκαίμπελς έγινε πληρεξούσιος για τον ολοκληρωτι κό πόλεμο και η προπαγάνδα του απαιτούσε ακόμα πιο έντονα επίπεδα στράτευ σης. «Ξέρουμε πως μια ιδέα εξακολουθεί να ζει ακόμα και όταν όλοι οι φορείς της έχουν πεθάνει», είπε στην πρώτη τελετή ορκωμοσίας των νοίΐ^δδΐιιπη. «Ο εχθρός που δεν έχει περισσότερα απ’ όσα μπορεί να παρατάξει θα συνθηκολογήσει τελικά μπροστά στη συμπαγή δύναμη ενός λαού που αγωνίζεται με φανατισμό». Μα το κα θεστώς δεν βασιζόταν μόνο στην προπαγάνδα. Τις αντίθετες φωνές τις κατέπνιγε με ειδικά δικαστήρια, μονάδες εκτελέσεων των δδ και φόνους με συνοπτικές διαδικα σίες. Οπαδοί της άτεγκτης πειθαρχίας όπως ο Χίμλερ και ο στρατηγός Σαίρνερ, γνωστός και ως «Αιμοσταγής» Φερδινάνδος, ήρθαν τώρα στο προσκήνιο. Περισσό τερες από 30.000 θανατικές αποφάσεις εκδόθηκαν τους τελευταίους μήνες - και πο λύ περισσότεροι Γερμανοί τουφεκίστηκαν ή απαγχονίστηκαν επιτόπου. Ο Σαίρνερ, που οι άντρες του άντεξαν περισσότερο απ’ όλους τους άλλους, χρί στηκε από τον Χίτλερ τελευταίος ανώτατος διοικητής του γερμανικού στρατού και πέρασε από δίκη στη μεταπολεμική Δυτική Γερμανία για τις δρακόντειες ποινές του εναντίον των λιποτακτών. Μα η θέληση των Γερμανών για αντίσταση οφειλόταν και στο φόβο τους για άλλου είδους τιμωρία. Το Ράιχ ήταν λουσμένο στο αίμα εκατομ μυρίων ανθρώπων -Εβραίων, πολιτικών αντιπάλων, θυμάτων των λεγόμενων «μέ τρων εξιλέωσης» (δίίΐιηοιηαβηαίιιηοη) και «μέτρων αντεκδίκησης» ( ν 0 Γ§0 ΐΐιιη£δπιαβηαίιπιεη)- και το καθεστώς είχε ανέκαθεν τονίσει ότι ο εχθρός σκόπευε να ανταποδώσει τα ίσα στους Γερμανούς αν αυτοί παραδίνονταν. Η διαταγή του Χίτ λερ προς τον στρατάρχη Κέσσελρινγκ στις αρχές του 1944 επέτασσε στους άντρες του να πολεμήσουν «μέσα σε ένα πνεύμα ιερού μίσους εναντίον ενός εχθρού που διεξάγει έναν ανελέητο πόλεμο εξόντωσης εναντίον του γερμανικού λαού». Καθώς τελείωνε η χρονιά, το καθεστώς διέδιδε ειδήσεις για ωμότητες του Κόκκινου Στρα τού ώστε να περάσει το μήνυμά του στο εσωτερικό και να χαλυβδώσει τη θέληση για αγώνα μέσα στην ίδια τη Γερμανία .5 Το αποτέλεσμα ήταν ότι, ενώ η Βέρμαχτ νωρίτερα στον πόλεμο είχε κατακτήσει σε μικρό χρονικό διάστημα μεγάλο μέρος της ανατολικής Ευρώπης, ο Κόκκινος Στρατός, μόλις η ορμή του Μπαγκρατιόν εξαντλήθηκε, έκανε μήνες να την απωθή σει κι άλλο. Η Πολωνία, λόγου χάρη, που είχε ηττηθεί μέσα σε λίγες εβδομάδες τον Οκτώβριο του 1939, βίωσε εννιάμηνες μάχες το 1944-45. Τον Μάρτιο του 1944 ο Χίτλερ κάλεσε για πρώτη φορά τους στρατιώτες να μετατρέψουν τις γερμανοκρατούμενες πόλεις της Ανατολής σε οχυρά που θα έσπαγαν την προέλαση του εχθρού. Η παράδοση αποκλειόταν. Όταν ο αμερικανικός στρατός διέσχισε τα σύνορα του Ράιχ τον Σεπτέμβριο του 1944, ο Χίτλερ επέμεινε ότι «κάθε μπούνκερ, κάθε οικοδο
526
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
μικό τετράγωνο των γερμανικών πόλεων και κάθε γερμανικό χωριό πρέπει να γίνει μια οχύρωση, όπου ο εχθρός είτε αιμορραγεί.μέχρι θανάτου είτε οι δυνάμεις κατο χής θάβουν τον έναν άντρα πάνω από τον άλλον στα ερείπιά του». Και παρά την εκτροπή δυνάμεων προς τις Αρδέννες και προς τις πετρελαιοπηγές της Ουγγαρίας, η κατάκτηση των γερμανικών πόλεων υπήρξε παρατεταμένη και αιματηρή. Το Καίνιξμπεργκ κράτησε εβδομήντα επτά ημέρες, αφού πρώτα αποκόπηκε δύο φορές, επιβραδύνοντας την προέλαση προς το Βερολίνο. Το Μπρεσλάου εξακολούθησε να μάχεται από τη στιγμή που περικυκλώθηκε, στις 13 Φεβρουάριου, ως την τελική συνθηκολόγηση της 6ης Μαΐου - μετά το θάνατο του Χίτλερ. Στο τέλος, λίγα πράγ ματα απέμεναν από τις παλιές πρωτεύουσες της Ανατολικής Πρωσίας και της Σιλεσίας: οι θηριώδεις σοβιετικοί βομβαρδισμοί και οι φωτιές τις είχαν μεταβάλει σε ερείπια ανακατεμένα με τα λείψανα δεκάδων χιλιάδων αμάχων που είχαν παγιδευ τεί εκεί. Στη Βουδαπέστη, που ο Χίτλερ την είχε κηρύξει και αυτήν «οχυρή πόλη», σκοτώθηκαν περισσότεροι από 40.000 Γερμανοί και Ούγγροι στρατιώτες, μαζί με άλλους 38.000 αμάχους και 80.000 Σοβιετικούς και Ρουμάνους στρατιώτες. Στο Βε ρολίνο, μολονότι η πολιορκία καθαυτήν τέλειωσε μέσα σε δύο εβδομάδες, οι θάνα τοι ήταν ακόμα περισσότεροι.6 Τέλος, τον Μάρτιο του 1945, μπροστά στην ασταμάτητη προέλαση των Συμμά χων, δόθηκε εντολή να εφαρμοστεί και στο Ράιχ η πολιτική της καμένης γης που εί χε διατάξει ο Χίτλερ για τα κατεχόμενα εδάφη. Ο γερμανικός στρατός είχε χρησι μοποιήσει αυτό τον τρόπο να επιβραδύνει την προέλαση του εχθρού στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο* υποχωρώντας στη Γραμμή Χίντενμπουργκ, είχε δημιουργήσει «νεκρή γη, η οποία, έχοντας πλάτος δέκα, δώδεκα και δεκαπέντε χιλιομέτρων, εκτείνεται σε όλο το μήκος των νέων θέσεών μας και παρουσιάζει ένα αποτρόπαιο τείχος ερημιάς σε κάθε εχθρό που σκέφτεται να πάει προς αυτούς».7 Ο Κόκκινος Στρατός μεταχειρίστηκε ανάλογη τακτική πολύ αποτελεσματικά το 1941, και το ίδιο έκανε η Βέρμαχτ στην υποχώρησή της, πρώτα στην Ευρωπαϊκή Ρωσία και έπειτα όταν άφησε σε μη κατοικήσιμη κατάσταση τμήματα της βόρειας Φινλανδίας και Νορβηγίας: έκαψε πολλές γέφυρες, ναρκοθέτησε τους δρόμους και μετέτρεψε πό λεις σε ερείπια. Μα η ολοένα πιο προφανής έκβαση έκανε την πολιτική αυτή να φα ντάζει άσκοπη. Οι Γερμανοί αρμόδιοι στις Κάτω Χώρες και στη Δανία απλώς αγνόησαν τις διαταγές. Και όταν ο Φύρερ εξέδωσε το λεγόμενο «Νερώνειο Διάταγ μα», το οποίο επέτασσε την καταστροφή των τμημάτων εκείνων του Ράιχ που απει λούνταν από τον εχθρό, ο υπουργός Εξοπλισμών Αλμπερτ Σπέερ εναντιώθηκε και του επισήμανε τις πρακτικές δυσχέρειες που υπήρχαν στο να σταθμίσει κανείς πότε έπρεπε να εκτελεστεί η διαταγή. Ο Χίτλερ δεν απέσυρε το διάταγμα, αλλά ευτυχώς για τους Γ ερμανούς αυτό συχνά αγνοήθηκε στην πράξη .8
527
ΧΙΤΛΕΡ ΚΑΠΟΥΤ!
Η ΦΥΓΗ ΤΟΥ ΧΑΝΣ ΦΡΑΝΚ
Ο Χίτλερ δεν ήταν ο μόνος που θεωρούσε την αυτοκτονία, μαζί με το θάνατο στο πε δίο της μάχης, σαν τη μοναδική έντιμη έξοδο ενόψει της επερχόμενης ήττας. «Πολ λοί κάνουν τη σκέψη να ξεμπερδέψουν με το σαρκίο τους», ανέφερε η δϋ σε μιαν από τις τελευταίες αναλύσεις της για το ηθικό των Γερμανών. «Η ζήτηση για δηλητή ριο, για ένα πιστόλι ή για κάποιαν άλλη μέθοδο αυτόβουλου τερματισμού της ζωής είναι παντού πολύ υψηλή. Η αυτοκτονία εξαιτίας της καθαρής απελπισίας μπροστά στη βεβαιότητα της επερχόμενης καταστροφής είναι στην ημερήσια διάταξη». Ο κο μισάριος του Ράιχ στη Νορβηγία, Γιόζεφ Τερμπόφεν, αφού περιέφερε τη μέθη του στο ξενοδοχείο Άντλον του Βερολίνου πετώντας «μακάβρια καλαμπούρια για το επερχόμενο τέλος», επέστρεψε στο Όσλο και τίναξε τα μυαλά του στον αέρα μέσα στο μπούνκερ του στο Σκάουγκουμ· δίπλα του, ο αρχηγός της αστυνομίας των δδ εί χε ήδη αυτοπυροβοληθεί. («Φαίνεται πως αυτή είναι η κλασική τυπολογία για έναν Παλιό Αγωνιστή», σημείωνε αργότερα ο Σπέερ. «Προσφυγή στο πιοτό εξαιτίας του αισθήματος ότι η Ιδέα είχε προδοθεί, και μετά εκρηκτικά».) Ο Φριτς Μπραχτ, γκαουλάιτερ της Άνω Σιλεσίας, δηλητηριάστηκε μαζί με τη γυναίκα του* ο Οντίλο Γκλομπότσνικ -ο αρχιτέκτονας της Επιχείρησης Ράινχαρντ-αυτοκτόνησε αφού πρώτα είχε κρυφτεί στις Αυστριακές Άλπεις, και ο Κόνραντ Χενλάιν έκοψε τις φλέβες του μετά τη σύλληψή του. Υπήρξαν δεκάδες χιλιάδες αυτοκτονίες, κυρίως στα ανατολι κά εδάφη, και, όταν τελείωνε ο πόλεμος, ο κόσμος στο Βερολίνο κουβαλούσε μαζί του κάψουλες με υδροκυάνιο ή μεγάλα ξυράφια, περιμένοντας έντρομος τον ερχο μό του Κόκκινου Στρατού.9 Σύμφωνα με τον στρατηγό Άλφρεντ Γιοντλ, αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Ένοπλων Δυνάμεων, ο Χίτλερ είχε αποφασίσει να «πολεμήσει μέχρι θανάτου» ήδη από το 1942* τώρα, αποφάσισε να πάρει μαζί του και την υπόλοιπη χώρα, γιατί η άλ λη λύση, προειδοποιούσε, ήταν «οι άντρες και τα παιδιά να δολοφονούνται, οι γυ ναίκες και οι κοπέλες να εξευτελίζονται σαν πόρνες και οι υπόλοιποι να οδηγούνται πεζή στη Σιβηρία». «Ο πόλεμος θα αποφασίσει αν ο γερμανικός λαός θα συνεχίσει να υπάρχει ή θα χαθεί», είχε προβλέψει. Καθώς εξίσωνε τη σωτηρία του έθνους με τη συνέχιση του εθνικοσοσιαλισμού, η πρόβλεψη αυτή δεν ήταν ίσως -από τη δική του σκοπιά-τόσο αλλόκοτη όσο ακούγεται σήμερα. Όμως αυτή η επιθυμία για αγώ να μέχρι τέλους, από φόβο για την άλλη προοπτική, ήταν η έκφραση, όπως έχει πει ο Μάικλ Γκάυερ, «ενός ολέθριου εθνικισμού, ο οποίος οδηγούσε σε πραγματική κα ταστροφή ώστε να αποφύγει έναν μυθικό όλεθρο ».10 Το αποτέλεσμα ήταν ότι, στις ανατολικές επαρχίες, περί το ένα εκατομμύριο άν θρωποι πέθαναν στα τέλη του 1944 και στις αρχές του 1945 εξαιτίας διαταγών που απέκλειαν τις εκκενώσεις και μετέτρεπαν τους αμάχους, είτε το ήθελαν είτε όχι, σε ύστατους υπερασπιστές του Ράιχ. Παρά ταύτα, εκατομμύρια άλλοι απλώς αγνόησαν
528
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
το καθεστώς και έφυγαν, και περισσότεροι από δυο εκατομμύρια μεταφέρθηκαν με πλοία του Ναυτικού δυτικότερα στη Βαλτική. Οι τελευταίοι μήνες του πολέμου υπήρξαν το γερμανικό αντίστοιχο της γαλλικής οχοάο του 1940 - μια απελπισμένη μαζική φυγή μακριά από τα στρατεύματα εισβολής και προς την καρδιά της πατρί δας* ανάμεσα σε όλους αυτούς ήταν και πολλοί κομματάρχες, από εκείνους που πρό σταζαν βροντερά τους συμπατριώτες τους να μην το κουνήσουν. Το κλίμα του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» εξέθεσε σε κοινή θέα την όχι κολακευτική πίσω όψη των ιμπε ριαλιστικών αξιώσεων του καθεστώτος και ξεμασκάρεψε τελικά την απληστία και τη φιλαυτία εκείνων τους οποίους είχε περιβάλει με εξουσία ώστε να τις πραγματο ποιήσουν. Ο κομισάριος του Ράιχ για την Οστλάνδη, Χίνριχ Λόζε, εγκατέλειψε τη Ρίγα στην τύχη της* ο δε Καρλ Χάνκε, πρώην γκαουλάιτερ της Κάτω Σιλεσίας, που η βάναυση βασιλεία του του είχε χαρίσει το παρατσούκλι «ο Χάρος 11του Μπρεσλάου», έφυγε αεροπορικώς από τη φλεγόμενη αυτή πόλη και βρισκόταν στην Πράγα, μεταμφιεσμένος σε στρατιώτη των λν&ίίοη-δδ, την ημέρα που αυτή παραδόθηκε. (Ο Χίτλερ τον είχε διορίσει νέο Ραϊχσφύρερ-$$ στην τελική διαθήκη του, μα ο Χάνκε, φρονίμως ποιών, κρύφτηκε παρ’ όλα αυτά.) Ο γκαουλάιτερ Έ ριχ Κοχ εγκατέλειψε το Καίνιξμπεργκ για την ασφάλεια του λιμανιού του Πίλλαου από τον Ιανουάριο κιόλας, πέρασε τους περισσότερους ενδιάμεσους μήνες στο Βερολίνο και τέλος εγκατέλειψε την Ανατολική Πρωσία, την επαρχία που είχε διοικήσει από το 1928, πάνω σ’ ένα επιταγμένο παγοθραυστικό τον Απρίλιο, αφήνοντας χιλιάδες πεινασμένους πρόσφυγες στην προκυμαία να αντιμετωπίσουν την εκδίκηση των Ρώσων. Την άδοξη ωστόσο αποχώρηση από τη Νέα Τάξη δεν την εικονογραφεί κανείς κα λύτερα από τον ναζί κυβερνήτη της Πολωνίας, τον Χανς Φρανκ. Ο Φρανκ ήταν ο άν θρωπος που είχε δεσμευτεί να μετατρέψει τη Γενική Κυβέρνηση σε πρότυπη αποικία του Ράιχ, και για περισσότερα από τέσσερα χρόνια είχε ενορχηστρώσει με εξωφρενι κά λούσα και περιτριγυρισμένος από τη γυναίκα του, τους συγγενείς και το περιβάλ λον του ένα πρόγραμμα φυλετικής εξόντωσης, πολιτιστικής καταστολής και εκγερμανισμού. Την ώρα που ο εβραϊκός πληθυσμός της Κρακοβίας συρρικνωνόταν από τους 68.000 στους 500 και ενόσω κτηνώδεις καταδρομές έστελναν χιλιάδες Πολωνούς στα στρατόπεδα του Ράιχ, ο Φρανκ έκανε τον πάτρωνα σε καλλιτέχνες, αρχιτέκτονες, συγγραφείς και τραγουδιστές, δεξιωνόταν αξιωματούχους και παρακολουθούσε εβδομαδιαίες συναυλίες λίντερ και όπερας. Στο κάστρο Βάβελ γίνονταν γιορτές όπου «ακόμα και οι στενογράφοι ζούσαν μια ζωή σαν κι αυτή που διαβάζει κανείς στις Χί λιες και Μια Νύχτες»* η Αυλή του Φρανκ είχε σταθεί «μια όαση όπου κανείς δεν αντι λαμβάνεται τον πόλεμο». Αλλά στις 17 Ιανουαρίου 1945, καθώς ο Κόκκινος Στρατός πλησίαζε προς την πόλη, ο Φρανκ κατέβασε ο ίδιος τον αγκυλωτό σταυρό από την κο ρυφή του ιστού του κάστρου, συγκέντρωσε το επιτελείο του και το έσκασε.11 Ή ταν ένα φωτεινό, χειμωνιάτικο απόγεμα* το κονβόι με τα φορτηγά και τις επι βατικές Μερσεντές, έχοντας διανύσει πάνω από τη μισή απόσταση ως το Βερολίνο,
ΧΙΤΛΕΡ ΚΑΠΟΥΤ!
529
εγκαταστάθηκε προσοορινά στον πύργο του κόμη Μάνφρεντ φον Ριχτχόφεν, στο Ζάιχαου της Σιλεσΐας. Αυτό είχε οριστεί ως αρχηγείο εκκένωσης της Γενικής Κυ βέρνησης και εκεί οι άνθρωποι του Φρανκ πέρασαν κάμποσες μέρες καίγοντας επί σημα έγγραφα και τακτοποιώντας κιβώτια - ο Φρανκ είχε αποθηκεύσει εκεί καλλι τεχνικούς θησαυρούς, τρόφιμα και οινοπνευματώδη ήδη από τον Αύγουστο. Ο Φρανκ επισκέφτηκε έναν από τους αγαπημένους συγγραφείς του, τον γηραιό νο μπελίστα Γκέρχαρτ Χάουπτμαν, που ζούσε εκεί κοντά, ενώ δύο φορτηγά φορτωμέ να με αντικείμενα αξίας στάλθηκαν στη γυναίκα του για φύλαξη. Στις 23 Ιανουάρι ου, μετά από οργιώδες αποχαιρετιστήριο πάρτι στον πύργο, έφυγε προς συνάντησή τους, κάνοντας μία μόνο παράκαμψη για να επισκεφτεί την ερωμένη του· τελικά κα τέληξε στο εξοχικό του, στη Βαυαρία. Όταν το τελευταίο αρχηγείο της Γενικής Κυ βέρνησης ιδρύθηκε εκεί κοντά, σ’ ένα καφενείο της παραθεριστικής κωμόπολης Νόυχαους αμ Σλίερζεε, το επιτελείο του αριθμούσε μόλις πέντε άτομα. Το αλπικό σκηνικό ήταν ειδυλλιακό και ειρηνικό -ο πόλεμος πρέπει να ήταν πολύ μακριάκαι, μολονότι πόρρω απείχε από την αστική εκλέπτυνση της Κρακοβίας, υπήρχε κά τι που θύμιζε απρόσμενα τα όσα είχαν αφήσει πίσω τους. Το Καφέ-Πανσιόν Μπεργκφρήντεν ήταν ένα λιτό ξύλινο σαλέ μ’ ένα βραχόκηπο και ένα μπαλκόνι με θέα στα βουνά. Οι λιγοστοί επισκέπτες του Φρανκ δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μά τια τους όταν κοίταζαν τους τοίχους ολόγυρα και έβλεπαν τα έργα που είχε κρεμά σει «για φύλαξη» -την «Κυρία με την ερμίνα» του Λεονάρντο, μιαν αυτοπροσωπο γραφία του Ρέμπραντ και μια «Σταύρωση» του Ρούμπενς, για να μην αναφέρουμε τον Ντύρερ, τον Γκουάρντι και τον Κράναχ .12 Πίσω στον πύργο του Ζάιχαου, τα τοπικά κομματικά στελέχη κατέγραφαν έκ πληκτα με κάθε ακρίβεια όλα όσα είχε αφήσει πίσω του: ένα δωμάτιο γεμάτο πίνα κες, τέσσερα κιβώτια βιβλία, δεκατέσσερις γραφομηχανές, «αναρίθμητες» άδειες αρχειοθήκες, εμπιστευτικά έγγραφα, τρία σετ μαχαιροπίρουνα, προσωπικά είδη καλλωπισμού, είκοσι πατάκια αυτοκινήτου, ασημικά, λευκά είδη, μια ξαπλώστρα, ακόμα κι ένα βιβλιάριο τραπέζης. Μιαν οκτακύλινδρη Μερσεντές πολυτελείας την είχε απλά παρατήσει στην αυλή του πύργου - για να τη χρησιμοποιήσουν οι ένοπλες δυνάμεις, είχε φωνάξει ο υπασπιστής του Φρανκ καθώς έφευγε το αυτοκίνητό τους. «Τα δωμάτια ήταν σε φοβερή ακαταστασία», ανέφερε μια καμαριέρα. «Μπουκάλια κρασιού και σναπς, αποτσίγαρα, ψωμιά και λουκάνικα ήταν σκόρπια παντού. Στη μεγάλη κουζίνα βρήκαμε ανοιγμένες κονσέρβες κρέατος, που είχαν ήδη χαλάσει, ανοιγμένα κουτιά βούτυρο και αβγά». Για τους κατοίκους του χωριού, η σπατάλη αυτή επιβεβαίωνε ένα προς ένα τα χειρότερα στερεότυπά τους για τους κομματι κούς ηγέτες. «Στο χωριό τα ζητήματα αυτά συζητήθηκαν εκτενώς» - καθόλου πε ρίεργο, αφού οι άνθρωποι του Φρανκ όταν έφυγαν ήταν ακόμα μεθυσμένοι και κο πάνησαν πάνω σε μια πύλη, παρατοτντας πίσω τους πεταμένα στις λάσπες μεγάλα κιβώτια γεμάτα τρόφιμα σε μερίδες και εκατοντάδες πούρα.
530
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
Σύντομα, όμως, ο φυγάς ηγέτης της Γενικής Κυβέρνησης ξεχάστηκε. Η Άνω Σιλεσια βρισκόταν πάνω στη γραμμή της ρωσικής προέλασης και ένα πλήθος νέων και λιγότερο υψηλής περιωπής προσφύγων κατέφτασε στην προγονική κατοικία του κό μη φον Ριχτχόφεν. Έ να άγριο μπουλούκι «εθελοντών της Ανατολής» -χωρίς κανέναν Γερμανό αξιωματικό- σερβιρίστηκε μόνο του από τα οινοπνευματώδη που εί χαν σκορπίσει παντού και όρμησε στην κλειδωμένη αποθήκη που περιείχε τα υπάρ χοντα του Φρανκ. Μόνο λίγα κιβώτια με κονσέρβες φαγητού απέμειναν για τους Γερμανούς πρόσφυγες που ακολουθούσαν καταπόδι. Σίγουρα η κατάρρευση μιας αυτοκρατορίας δεν είναι ποτέ όμορφο θέαμα. Και στο κάτω-κάτω, ο χαμός τον οποίο είχε αφήσει πίσω του ο Φρανκ στο Ζάιχαου ήταν μόνο ένας μικρόκοσμος της απείρως μεγαλύτερης καταστροφής που ο ίδιος είχε επιφέρει στην Πολωνία και στους κατοίκους της.13 Περιέργως, δεν το έβλεπαν έτσι εκείνος και η γυναίκα του. Η γουνοφορεμένη πρώην «Βασίλισσα της Πολωνίας», που τον εραστή της, ονόματι Αας, τον είχε σκοτώ σει η Γκεστάπο και η οποία τόσο απολάμβανε άλλοτε να «ψωνίζει» στο γκέτο, δέχθη κε με ευχαρίστηση τον ερχομό των Αμερικανών, ελπίζοντας να ζήσει στο μέλλον μια «φυσιολογική ζωή» και νιώθοντας σίγουρη πως δεν είχε κάνει τίποτε κακό. Ο Φρανκ, πάλι, ελεεινολογώντας την κατάστασή του, εκτός πραγματικότητας και θεατρίνος ως το τέλος, γευόταν περήφανα τον καφέ του κάθε πρωί στο Καφέ Μπεργκφρήντεν μαζί με τους βοηθούς του, και περηφανευόταν, καθώς διάβαζε για την αυτοκτονία του Χίτ λερ στις ελβετικές εφημερίδες που του άρεσε να ξεκοκαλίζει, πως ήταν ο τελευταίος υπουργός του που απολάμβανε τον πρωινό του καφέ ελεύθερος. Όταν τον συνέλαβαν τελικά -ο υπολοχαγός Γουόλτερ Στάιν της 7ης Στρατιάς των ΗΠΑ ανηφόρισε ως εκεί γι’ αυτόν-, σηκώθηκε από το τραπέζι και φρόντισε να πάρει μαζί του τους σαράντα δύο τόμους των ημερολογίων του. Όταν τους τοποθετούσε δίπλα του κάθοδόν προς την αιχμαλωσία, πίστευε πως θα επιβεβαίωναν την αθωότητά του. Αντ’ αυτού, επρόκειτο να γίνουν βασικότατη πηγή τεκμηρίωσης των εναντίον του κατηγοριών στη Νυ ρεμβέργη, όπως είναι έκτοτε και για τους ιστορικούς της ναζιστικής γενοκτονίας.
Ο Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α ΙΟ Σ ΦΥ ΡΕΡ
Παρά τη θέση των Συμμάχων για άνευ όρων συνθηκολόγηση, η μετάβαση της Γερ μανίας από το ναζισμό προς κάτι νέο κάθε άλλο παρά σαφής ήταν. Ο Χίτλερ, στην πολιτική διαθήκη που υπαγόρευσε μέσα στο μπούνκερ του Βερολίνου στις 29 Απρι λίου, την ώρα που το περιβάλλον του γιόρταζε το γάμο του με την Εύα Μπράουν με σαμπάνιες και καναπεδάκια, έχρισε τον αρχιναύαρχο Νταίνιτς πρόεδρο του Ράιχ και ανώτατο διοικητή των ένοπλων δυνάμεων. Έ κανε επίσης πρωθυπουργό τον Γκαίμπελς και αρχηγό του ναζιστικού κόμματος τον Μπόρμαν. Εξάλλου, απέβαλε
ΧΙΤΛΕΡ ΚΑΠΟΥΤ!
531
τον Χίμλερ και τον Γκαίρινγκ από το ναζιστικό κόμμα για δόλια συμπεριφορά, χει ρονομία που αποτελούσε ρήξη με το παλιό σύστημα εξουσίας. Το επόμενο απόγευ μα αυτός και η Εύα Μπράουν αυτοκτόνησαν, και τα πτώματά τους κάηκαν στον κή πο του μποννκερ.ΙΑ Χάρη σ’ έναν ατρόμητο πιλότο, η είδηση πως ο Χίτλερ είχε διατάξει την αποπο μπή του Χίμλερ έφτασε στον Νταίνιτς αυθημερόν, στις 29 Απριλίου. Την άλλη μέρα έμαθε την ακόμα πιο απρόσμενη είδηση πως ο Φύρερ τον είχε διορίσει ΚοίοΙίδρΓ&δΜοηΙ και του είχε αναθέσει να συνεχίσει τον πόλεμο. (Ο Χίτλερ δεν τον είχε χρίσει Φύρερ, μη θέλοντας να έχει κανείς άλλος αξιώσεις σε αυτό τον τίτλο.) Ωστόσο στο αρχηγείο του, στη ναυτική βάση του Πλαιν, με μονάχα ένα μικρό απόσπασμα αντρών που υπηρετούσαν στα υποβρύχια για να τον προστατεύει, ο Νταί νιτς κάθε άλλο παρά σε ισχυρή ή μη αμφισβητούμενη θέση βρισκόταν. Ο Χίμλερ θε ωρούνταν ευρέως ως ο φυσικός διάδοχος του Χίτλερ -ούτε η αποπομπή του ούτε ο θάνατος του Χίτλερ έγιναν αμέσως γνωστά στον κόσμο- και επισκεπτόταν τον Νταίνιτς καθημερινά, με τη συνοδεία μιας ομάδας μπαρουτοκαπνισμένων παλαιμά χων των 88 η οποία ενέπνεε το φόβο. Με τον Άλμπερτ Σπέερ, ο Χίμλερ συζήτησε με ποιον τρόπο αυτός και ο Γκαίρινγκ, παρά τη βούληση του Χίτλερ, θα διοικούσαν από κοινού τη Γερμανία. «Η Ευρώπη δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα χωρίς εμένα στο μέλλον», είπε στον Σπέερ γεμάτος αυτοπεποίθηση. Ο Σπέερ φεύγοντας είδε τον στρατάρχη Κάιτελ να καταφτάνει και να δηλώνει πίστη και αφοσίωση στον Χίμλερ, όπως άλλοτε στον Φύρερ.15 Το ίδιο λοιπόν βράδυ που έμαθε για το διορισμό του, ο Νταίνιτς κάλεσε τον Χίμ λερ να τον επισκεφτεί και του εξέθεσε τις εντολές του Χίτλερ, ενώ οι άντρες των 55 με τα τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού και οι ναύτες του ναυάρχου ετοιμάζονταν για σύγκρουση έξω στους δρόμους. Σύμφωνα με τη δραματική αλλά αναξιόπιστη αφήγηση αυτής της συνάντησης στα απομνημονεύματα του Νταίνιτς, ο Χίμλερ, αν και οργισμένος, υποχώρησε χωρίς να πει λέξη όταν ο Νταίνιτς τού είπε πως δεν υπήρχε περίπτωση να τον συμπεριλάβει στη νέα του κυβέρνηση. Στην πραγ ματικότητα ενδέχεται να μην υπήρξε τέτοια κόντρα, γιατί οι δύο άντρες συνέχισαν να συνεργάζονται και το ζήτημα του ακριβούς ρόλου του Χίμλερ μπήκε στο ράφι. Ο αστυνομικός μηχανισμός και το δίκτυο πληροφοριών του θα ήταν απαραίτητα στη νέα κυβέρνηση, και θα ήταν δύσκολο να συνεχιστεί ο πόλεμος, όπως ήταν η αρχική πρόθεση, χωρίς τη βοήθεια των 85. Ο ίδιος ο Χίμλερ φαίνεται πως ένιωθε σίγουρος ότι θα ερχόταν η ώρα όπου θα μπορούσε να ηγηθεί μιας γερμανικής κυβέρνησης, η οποία θα συνέχιζε τον πόλεμο εναντίον του Στάλιν στο πλευρό των Βρετανών και των Αμερικανών, πράγμα που αποτελούσε από πολύν καιρό το σχέδιό του.16 Έ τσι λοιπόν ο εθνικοσοσιαλισμός συνέχισε να ζει και μετά την αυτοκτονία του Χίτλερ. Ακόμα περισσότερο και από το παλαιόθεν ιδεασμένο αλπικό μετερίζι (που δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα), το Πλαιν και το Φλένσμπουργκ -το λιμάνι δίπλα
532
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
στα σύνορα με τη Δανία όπου ο Νταίνιτς μετέφερε το αρχηγείο του στις 3 Μαΐουτράβηξαν σαν μαγνήτες τους υψηλόβαθμους ναζί. Στους υπουργούς του Χίτλερ που κίνησαν βόρεια συμπεριλαμβάνονταν ο Ρίμπεντροπ, ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ και ο Χέρμπερτ Μπάκε. Με εξαίρεση τον Χίμλερ και τον Ρίμπεντροπ, οι άλλοι συναντιό νταν σε τακτική βάση στην κωμόπολη Όυτιν του ανατολικού Χολστάιν οι περισσό τεροι φαίνεται πως περίμεναν να διαδεχθεί ο Χίμλερ τον Χίτλερ και είχαν εκπλαγεί όσο κι εκείνος από την είδηση του διορισμού του Νταίνιτς. Ο Έ ρ ιχ Κοχ, ο αλλοτινός αυθέντης της Ουκρανίας, έκανε την εμφάνισή του και προσπάθησε να καταλάβει ένα υποβρύχιο και να φύγει με αυτό στη Λατινική Αμερική· το ίδιο θέλησε να κάνει και ο Λόζε, που είχε διοικήσει τη Βαλτική. (Ο Νταίνιτς είπε όχι και στους δυο.) Ανάμεσα στα στελέχη των δδ που έσκασαν μύτη ήταν ο πρώην διοικητής του Άουσβιτς, Ρούντολφ Αις, και ο Χανς Πρύτσμαν, που υποτίθεται ότι ασχολιόταν με την οργάνωση της μέχρις εσχάτων αντίστασης κατά των Συμμάχων. Εκτός όμως από τους σκληρούς των δδ, ήταν εκεί και τα παλιά μέλη της δδ διανόησης, όπως ο Βάλτερ Σέλλενμπεργκ, αρχηγός πληροφοριών εξωτερικού του Χίμλερ, και ο οικονομολό γος (και προοην διοικητής μιας Είηδαΐζ^πιρρ©) Όττο Όλεντορφ, οι οποίοι πρωταγω νιστούσαν στις συζητήσεις για το τι έπρεπε να γίνει στο εξής. Ο Όλεντορφ ιδίως -«ο Άσπιλος Ιππότης111του εθνικοσοσιαλισμού» ως την ύστατη στιγμή-, έλπιζε ακόμα πως θα έσωζε την υπόληψη της δΌ και θα την έκανε συντελεστή της ανοικοδόμησης της μεταπολεμικής Γερμανίας «σε εθνικοσοσιαλιστικές αρχές».17 Η ιδέα του Όλεντορφ ότι ένας μεταρρυθμισμένος εθνικοσοσιαλισμός μπορούσε να παίξει ηγετικό ρόλο στη Γερμανία μετά τον Χίτλερ δείχνει πόσο δύσκολο ήταν να φανταστούν το μέλλον χωρίς το ναζισμό. Δεν υπήρχε άνθρωπος που να πιστεύει με περισσότερο ζήλο στον εθνικοσοσιαλισμό από τον Όλεντορφ, αλλά ούτε και ο Νταίνιτς έβλεπε πολύ διαφορετικά τα πράγματα. «Μπορεί να καταργήσουμε εμείς οι ίδιοι πολλά από τα εξωτερικά γνωρίσματα του εθνικοσοσιαλισμού», έγραφε. «Άλλα μπορεί να τα καταργήσει ο εχθρός* αλλά η καλύτερη πλευρά του εθνικοσο σιαλισμού, η κοινότητα του λαού μας, πρέπει να διατηρηθεί ό,τι και αν συμβεί». Την τοποθέτησή του αυτή την αντανακλούσε ως και ο τρόπος που αντιλαμβανόταν τη ρή ξη με το παρελθόν. Στις 2 Μαΐου ο Νταίνιτς καταρχήν ανασχημάτισε το υπουργικό του συμβούλιο. Απέπεμψε τον περιττό πλέον Ρόζενμπεργκ -στο τέλος-τέλος, δεν υπήρχαν πια κατεχόμενα ανατολικά εδάφη προς διακυβέρνηση-, ο οποίος, καθώς τον απομάκρυναν μεθυσμένο από το κυβερνητικό κτίριο, στραμπούληξε τον αστρά γαλό του και κατέληξε στο νοσοκομείο. Ο Νταίνιτς διέταξε επίσης την αποπομπή του Γκαίμπελς και του Μπόρμαν, μια και δεν γνώριζε το θάνατό τους, καθώς και του υπουργού Δικαιοσύνης, του Τήρακ, ο οποίος είχε παραδώσει τα δικαστήρια στα δδ το 1942. Κράτησε όμως τον Χέρμπερτ Μπάκε, τον αρχιτέκτονα του «σχεδίου πεί νας» στα κατεχόμενα ανατολικά εδάφη, ως υπουργό Γεωργίας, και τον Φραντς Ζέλτε, ιδρυτή της δεξιάς παραστρατιωτικής οργάνωσης Στάλχελμ1Υ, ως νέο υπουρ
ΧΙΤΛΕΡ ΚΑΠΟΥΤ!
533
γό Εργασίας. Ο Όλεντορφ έλαβε το οικονομικό χαρτοφυλάκιο. Ο Βίλχελμ Στούκαρτ, η γραφειοκρατική ιδιοφυία που βρισκόταν πίσω από την επέκταση της Γερ μανίας, έγινε επιτέλους υπουργός Εσωτερικών. Διατήρησαν τους θώκους τους δυο τεχνοκράτες άξιοι εμπιστοσύνης, ο από χρόνια υπουργός Μεταφορών Γιοΰλιους Ντορπμΰλλερ και ο πάντοτε ευπροσάρμοστος συντηρητικός κόμης Σβέριν φον Κρόζιγκ, που ήταν υπουργός Οικονομικών από το 1932 και τώρα έγινε υπουργός Εξωτερικών.18 Ο Χίμλερ αποτελούσε ακόμα υπολογίσιμη δύναμη· στις 3 Μαΐου ο ΚειοΙίδίϋΙίΓΟΓδδ μετέφερε το περιβάλλον του στο Φλένσμπουργκ για να είναι πιο κοντά στη νέα κυβέρνηση. Έ πεσαν σε μια αεροπορική επιδρομή και οι περισσότεροι επιτελικοί αξιωματικοί του, μαζί με τους γραμματείς τους, εγκατέλειψαν τα οχήματα και έσπευσαν να καλυφθούν καθώς του επιτίθονταν τα αεροπλάνα, αφήνοντας μόνο του τον Χίμλερ στο τιμόνι της Μερσεντές του να φωνάζει ζητώντας πειθαρχία. Στο πλάι του βρισκόταν ο Βέρνερ Μπεστ, ο πληρεξούσιος του Ράιχ για τη Δανία, που εί χε μόλις φτάσει από την Κοπεγχάγη. Ο Χίμλερ τού είπε πως «ο Χίτλερ δεν ήταν πια ο εαυτός του» τις τελευταίες ημέρες -νύξη για την αποπομπή του- και του εξήγησε πόσο δύσκολο είχε σταθεί γι’ αυτόν το να βολιδοσκοπεί τους Συμμάχους περιστοιχιζόμενος ταυτόχρονα από εχθρούς. Διαβεβαίωσε τον Μπεστ ότι μια δίωρη συνομιλία με τον Αϊζενχάουερ θα αρκούσε για να τον πείσει να ενώσει τις δυνάμεις του με τη Γερμανία εναντίον της Ρωσίας. Στον Μπεστ, που δεν πίστευε στ’ αφτιά του, ο Χίμ λερ φάνηκε νευρικός, καταπτοημένος και χωρίς πίστη στα όσα έλεγε και ξανάλεγε εδώ και τόσον καιρό.19 Στην αρχή ο Νταίνιτς -όπως και ο Χίμλερ- έτρεφε την ελπίδα πως θα κατάφερναν να διχάσουν τους Τρεις Μεγάλους του πολέμου και να παραδοθούν μονάχα στους Βρετανούς και τους Αμερικανούς, ενώ θα συνέχιζαν τον πόλεμο εναντίον των Ρώσων. Στις 4 Μαΐου, μετά από κάποιες υπεκφυγές, κανόνισε την παράδοση των γερμανικών δυνάμεων στη βορειοδυτική Γερμανία, στη Δανία και στις Κάτω Χώρες στον στρατάρχη Μοντγκόμερυ. Μα η ταχύτητα των εξελίξεων και η σθεναρότητα του Μοντγκόμερυ τον έκαναν ν’ αλλάξει γνώμη. Στη συνεδρίαση του υπουργικού συμ βουλίου την ίδια ημέρα απέρριψε την πρόταση του Χίμλερ, ο οποίος επέμενε να χρη σιμοποιηθούν η Σκανδιναβία και οι Κάτω Χώρες σαν διαπραγματευτικό χαρτί. Τρεις μέρες αργότερα, μετά από διαταγή του Νταίνιτς, ο αρχηγός του επιτελείου της ΟΚ\ν Άλφρεντ Γιοντλ παραδόθηκε άνευ όρων στους Συμμάχους στο Ρεμς και ο στρατάρχης Κάιτελ επανέλαβε τη διαδικασία την επόμενη μέρα στο αρχηγείο του Κόκκι νου Στρατού στο Βερολίνο, βάζοντας επίσημα τέρμα στον πόλεμο στην Ευρώπη.20 Η προσχώρηση του Νταίνιτς στο στρατόπεδο της συνθηκολόγησης σήμαινε πως δεν υπήρχε πια θέση για τον Χίμλερ στο κυβερνητικό του σχήμα. Στις 5 Μαΐου, οι δύο άντρες παζάρεψαν γύρω από μια χαλαρή διατύπωση που δεν θα συνεπαγόταν κάποια συγκεκριμένη θέση στη νέα κυβέρνηση* την άλλη μέρα, ο Νταίνιτς είπε αυ
534
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
τοπροσώπως στον Χίμλερ ότι διέκοπτε τις επαφές μαζί του και τον διέταξε να μην ξαναεπισκεφτεί το αρχηγείο της κυβέρνησης στο μέλλον. Ο Χίμλερ δεν είχε άλλες δυνάμεις μέσα του να παλέψει. Μετά από λίγες μέρες, που τις πέρασε σ’ ένα αγρο τόσπιτο έξω από το Φλένσμπουργκ με μια ομάδα πιστούς βοηθούς του, ξεκίνησε για το νότο, μεταμφιεσμένος σε «πρώην λοχία Χάινριχ Χίτσινγκερ», ο οποίος υποτίθε ται ότι ήταν αποσπασμένος στη Μυστική Στρατιωτική Αστυνομία (ο αληθινός Χίτσινγκερ είχε εκτελεστεί ως λιποτάκτης). Δεν γνώριζε όμως ο Χίμλερ πως και αυτή η οργάνωση βρισκόταν στην αυτόματη λίστα συλλήψεων των Συμμάχων, κι έτσι πιά στηκαν αυτός και οι συνοδοί του σ’ ένα σημείο ελέγχου. Σ’ ένα στρατόπεδο νοτίως του Λύνεμπεργκ, ο πρώην Κ © ίο 1 ΐδ ίϋ ]ΐΓ 6 Γ -δ δ παραδέχθηκε ποιος ήταν στον υπεύθυνο Βρετανό λοχαγό, αλλά αυτοκτόνησε καταπίνοντας μια κάψουλα με υδροκυάνιο προτού προλάβουν να τον σταματήσουν.21 Ό σο για τον Νταίνιτς, τι είδους κυβέρνηση αντιπροσώπευε στ’ αλήθεια, ο ίδιος και οι 350 του προσωπικού του; Από τους Συμμάχους, κανείς δεν ήθελε να τον ανα γνωρίσει πλήρως, ιδίως επειδή στα ανώτατα κλιμάκια δεν ήταν ακόμα τελείως σί γουροι πως ο Χίτλερ και οι άλλοι υψηλά ιστάμενοι ναζί ήταν στ’ αλήθεια νεκροί. Οι απροσάρμοστοι του Φλένσμπουργκ τούς έφερναν σε δύσκολη θέση, το ίδιο όπως και οι στρατιώτες και οι ναύτες που γυροφέρνανε έξω από τη Σχολή Ναυτικών Ση μάτων -την έδρα της «κυβέρνησης»-τραγουδώντας το Τραγούδι του Χορστ Βέσσελ ή το «λΥπ* Μιι*©η Εη§6ΐΒηό»ν. Τους κακοφαινόταν που τους είχαν πει να στα ματήσουν να χαιρετούν χιτλερικά* ο δε Νταίνιτς σήκωσε επανάσταση όταν του εί παν να ξεφορτωθεί τα παράσημα και τα διακριτικά. Αρνήθηκε να διατάξει την επί σημη διάλυση του ΝδΌΑΡ και απλώς χαμήλωσε την παλιά σημαία έξω από το αρχη γείο του, όταν τον ανάγκασαν να το κάνει.22 Ο Τσώρτσιλ και οι επιτόπου Βρετανοί αξιωματικοί έβλεπαν κάποια πλεονεκτήματα στην προσωρινή διατήρηση εν ζωή μιας κεντρικής γερμανικής διοίκησης που θα λειτουργούσε υπό τις διαταγές των Συμμάχων. «Υπάρχουν δύο εκατομμύρια Γερμανοί στρατιώτες και ογκώδεις αριθ μοί αμάχων στην πλάστιγγα», σημείωναν. «Για να κρατήσουμε πειθαρχημένες, να σιτίσουμε και να διοικήσουμε τις γερμανικές δυνάμεις, μπορεί κάλλιστα να χρεια στεί να διατηρήσουμε προς το παρόν τη γερμανική ιεραρχική αλυσίδα και να της επιτρέψουμε να επιτάσσει τρόφιμα από τον πληθυσμό.23 Γρήγορα όμως έγινε φανε ρό πως η συνέχιση της ύπαρξης της κυβέρνησης Νταίνιτς ενοχλούσε τους Ρώσους. Και όχι μόνο τους Ρώσους: έγινε ολόκληρος καβγάς όταν οι επιτόπου Βρετανοί αξιωματικοί επέτρεψαν στα στελέχη του να διατάξουν από ραδιοφώνου τους Γερ μανούς να τους υπακούουν, και το ΒΒΟ μετέδωσε μια συνέντευξη με τον Φον Κρόζιγκ, όπου αυτός αναφερόταν στο ναύαρχο αποκαλώντας τον «ο νέος Φύρερ». Οι πολι τικοί σύμβουλοι των Συμμάχων δήλωναν όλο και περισσότερο την απαρέσκειά τους για τα αυταρχικά ένστικτα αυτής της αυτοαποκαλούμενης «Υπηρεσιακής Κυ βέρνησης του Ράιχ». Όταν διατάχθηκε η σύλληψη του Νταίνιτς, οι Ρώσοι ένιωσαν
ΧΙΤΛΕΡ ΚΑΠΟΥΤ!
535
ανακούφιση* το ίδιο και όλοι σχεδόν οι υπόλοιποι. Μονάχα ο Τσώρτσιλ μουρμούρι σε φουρκισμένος πως η σύλληψη ήταν «ένα αξιόλογο βήμα προς το να διασφαλί σουμε ότι δεν θα έχουμε άνθρωπο να συνεννοηθούμε στη Γερμανία».24 Στις 23 Μαΐου, ο ναύαρχος και τα άλλα μέλη της «κυβέρνησής» του συνελήφθησαν από άντρες της 11ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας. Τους έκαναν γυμνή σωματι κή έρευνα και τους παρέταξαν ταπεινωτικά σε μιαν αυλή, με τα πολυβόλα στραμμέ να καταπάνω τους* περισσότεροι από εξήντα δημοσιογράφοι, προσκαλεσμένοι επί τούτου από το δΗΑΕΡ, τους φωτογράφισαν. Τους έδωσαν τις βαλίτσες στο χέρι και τους ξαπέστειλαν μυστικά στο Λουξεμβούργο, όπου τους καλωσόρισε μια επιτροπή βαριά οπλισμένων στρατιωτών και οργισμένων χωρικών, που τους γιουχάισε άγρια. Στην ξεφτισμένη κομψότητα του τετραώροφου Ρ&Ι&οο Ηοΐοΐ, στην καταπράσινη λουτρόπολη Μοντόρφ-λε-Μπαιν, στα σύνορα με τη Γαλλία, έσμιξαν με τα άλλα ηγε τικά μέλη του καθεστώτος που είχαν πέσει στα χέρια των Συμμάχων. Το ξενοδο χείο, κτισμένο τη δεκαετία του 1920, ήταν άλλοτε ένα κομψό ενδιαίτημα για τους λουσμένους. Τώρα όμως το οικόπεδό του φυλασσόταν αυστηρά και περιβαλλόταν από συρματόπλεγμα ύψους πέντε μέτρων επίσης, το κάλυπτε μουσαμάς και δίχτυ παραλλαγής κι είχε ψηλές σκοπιές σε όλες τις γωνίες. Στους ΟΙ που ήταν επιφορτι σμένοι με τη φύλαξή του ήταν γνωστό ως Κεντρικός Ηπειρωτικός Περίβολος Αιχμα λώτων Πολέμου 32, ή κοινώς ως «Σκουπιδοτενεκές». Έ νας Αμερικανός στρατιωτικός ανακριτής, ο Τζον Ντόλιμποϊς, άφησε μια ζωη ρή εξιστόρηση της δικής του άφιξης εκεί: Ανέβηκα τα σκαλιά, βρήκα το δωμάτιο 30 και μπήκα μέσα... Ή ταν ένα συνηθισμένο δωμάτιο ξενοδοχείου, με αρκετά κραυγαλέα χρωματικά ταπετσαρία. Έ να τραπέζι, δυο καρέκλες και ένα πτυσσόμενο ράντζο ήταν όλα κι όλα τα έπιπλα. Είχα αρχίσει ν’ αδειάζω το σακβουαγιάζ μου, όταν άκουσα να χτυπάνε την πόρτα. Νομίζοντας πως ήταν ο λοχαγός Σένσενιγκ ή κάποιος από τους αξιωματικούς της φρουράς, άνοιξα την πόρτα και έμεινα άναυδος. Μπροστά μου στεκόταν ένας εύσωμος άντρας, γύρω στο ένα ογδόντα. Φορούσε μια τζιτζί περλέ στολή με χρυσές τρέσες στους γιακάδες και χρυσά διακριτικά βαθμού στους ώμους. Χτύπησε τα τακούνια του, έκλινε το κε φάλι του μία φορά, και είπε: «Γκαίρινγκ, στρατάρχης του Ράιχ!» Για αξιωματικός πληροφοριών, πρέπει να έδωσα πολύ κακή εντύπωση. Τον κοίταζα σαν χαζός. Γρή γορα συνήλθα και τον κάλεσα να μπει μέσα. Μπήκε αμέσως στο θέμα. Κρατούσε στο μπράτσο του ένα παντελόνι στολής και μου το έδωσε. Έ πειτα εξήγησε πως ήταν ένα παντελόνι που δεν το είχε «προσέξει» όταν του είχαν πει, την προηγούμενη μέρα, πως μπορούσε να έχει μόνο ένα σακάκι κι ένα έξτρα παντελόνι. «Επειδή έχω απο φασίσει να είμαι υπόδειγμα κρατουμένου», εξήγησε, «σκέφτηκα να φέρω αυτό το επιπρόσθετο παντελόνι σ’ εσάς». Νομίζω πως διέκρινα μια νότα σαρκασμού.25
Ή ταν όλοι σχεδόν εκεί. Πρώτος είχε φτάσει ο Σέυς-Τνκβαρτ, μαζί με τον Φρικ και τον Κάιτελ. Τον Χανς Φρανκ, που είχε προσπαθήσει να αυτοκτονήσει, τον κουβά-
536
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
λησαν με τις μεταξωτές πιτζάμες του. Ο Γκαίρινγκ, που λόγω του εθισμοΰ του στη διυδροκωδείνη έτρεμαν πάρα πολΰ τα χέρια του, είχε φέρει τόσο πολλά μπαγκάζια ώστε τους πήρε ένα ολόκληρο απόγευμα για να τα ψάξουν. Ο Φραντς Ρίττερ φον Επ, ογδόντα χρόνων σχεδόν, τέθηκε υπό κράτηση ως ισόβιος σχεδόν κυβερνήτης της Βαυαρίας: ήταν το τέλος μιας σταδιοδρομίας που τον είχε οδηγήσει από την Ανταρσία των Μπόξερ στην Κίνα και τις σφαγές στη Γερμανική Νοτιοδυτική Αφρι κή στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και στη δεξιά πολιτική σκηνή της Βαϊμάρης, ώσπου κατέληξε ο κΰριος αποικιακός παράγοντας του Τρίτου Ράιχ. Σΰντομα το ξε νοδοχείο περιλάμβανε όλους ουσιαστικά τους επιζώντες υπουργοΰς του Ράιχ: τον Ρίμπεντροπ, τον Νταίνιτς, τον Ρόζενμπεργκ, τον Φουνκ, τον Ρόμπερτ Αέυ, τον Φον Κρόζιγκ, τον Νταρρέ* ο ναΰαρχος Χόρτυ, μαζί με μιαν επίλεκτη ανώτερη κροΰστα -πρώην πρεσβευτές κυρίως-, στεγάστηκε σε ξεχωριστή έπαυλη γνωστή ως «φον Άννεξ»νί. Οι τρόφιμοι υποχρεώθηκαν να βλέπουν ταινίες για τα στρατόπεδα και επίσης έδιναν διαλέξεις μεταξΰ τους - ο Φον Κρόζιγκ για τον Σαίξπηρ, ο Ρόμπερτ Αέυ για τα οικονομικά της μεταπολεμικής ανόρθωσης της Γερμανίας, ένας από τους βοηθοΰς του Κάιτελ για την ιχθυοκαλλιέργεια. Στα γεΰματα επιτρέπονταν μόνο τα κουτάλια, ώστε να αποτραποΰν οι απόπειρες αυτοκτονίας. Σιγά-σιγά διασπάστηκαν σε κλίκες, και οι πραγματικοί τους χαρακτήρες έκαναν πάλι την εμφάνισή τους. Οι στρατιωτικοί είχαν αποτραβηχτεί* το ίδιο και οι ναζιστές «Παλιοί Μαχητές» και οι γραφειοκράτες όπως ο Στοΰκαρτ, ο Λάμμερς και ο Φον Κρόζιγκ. Ο Φρικ αποδείχθηκε ένας ήσυχος, γλυκομίλητος, υπερπρόθυμος γιέ σμαν. Ο Κάιτελ περνοΰσε τον περισσότερο χρόνο του μαυρίζοντας στον ήλιο. Ο Φον Ρίμπεντροπ ήταν νευρικός, απόμακρος, πληγωμένος που τον είχε αφήσει απέξω ο Χίτλερ στην τελευταία του διαθήκη, και ανίκανος να κρατήσει το δωμάτιό του τα κτοποιημένο. Ο Γκαίρινγκ, παρόλο που αποκαλΰφθηκε ότι φοβόταν τις καταιγίδες, ήταν εν πολλοίς η μορφή που ξεχώριζε - ζωηρός, πνευματώδης και σαρκαστικός με τους φΰλακές του, του άρεσε να διηγείται ιστορίες και να αυτοχλευάζεται, και απο δεχόταν με ευθΰτητα την ευθΰνη για τα στρατόπεδα. Θεωροΰσε τον εαυτό του ηγέτη όλων τους* στην πραγματικότητα όμως οι άλλοι τον απέφευγαν, κι έτσι στο φαγητό τις περισσότερες φορές καθόταν μόνος του. Ο Νταίνιτς, ο αντίζηλός του, παρέμεινε στωικά ήρεμος και αγέρωχος. Οι δΰο άντρες έστελναν καταιγισμό παραπόνων στον Αϊζενχάουερ, ότι δεν τους φέρονταν όπως άρμοζε σε αρχηγοΰς κράτους, αλλά αυ τός απλώς τους αγνοοΰσε. (Μάλιστα, ο Νταίνιτς συνέχισε να επιμένει έως το 1953, εποχή κατά την οποία βρισκόταν στη φυλακή ως εγκληματίας πολέμου, ότι παρέμε νε ο νόμιμος αρχηγός του γερμανικοΰ κράτους.)26 Τελικά, το μυστικό του Μοντόρφ διέρρευσε στον έξω κόσμο και ο παγκόσμιος Τΰπος άρχισε να συγκεντρώνεται εκεί. Για να κατευνάσουν τους δημοσιογρά φους, αποφασίστηκε να γίνει μία μοναδική φωτογράφιση και ζητήθηκε από τους τροφίμους του ξενοδοχείου να μαζευτοΰν όλοι για μια ομαδική φωτογραφία στα
ΧΙΤΛΕΡ ΚΑΠΟΥΤ!
537
μπροστινά σκαλιά του* το αποτέλεσμα δημοσιεύτηκε στον αμερικανικό Τύπο με τη λεζάντα: «Η τάξη του 1945». Στις 10 Αυγοΰστου τους έστειλαν στη Γερμανία, για τις δίκες που ετοιμάζονταν. Ό ταν διέσχισαν τα σύνορα, αντίκρισαν τα βομ βαρδισμένα ερείπια γΰρω από το Τρίερ και έπαθαν σοκ* ένας τους ξέσπασε σε κλάματα. Για όσους τους φρουρούσαν, το ταξίδι της επιστροφής στο Μοντόρφ επιφύλασσε μια πολύ πιο συγκλονιστική υπενθύμιση της πραγματικότητας για τις οποίες έφερε την ευθύνη ο εθνικοσοσιαλισμός. Η αυτοκινητοπομπή τους είχε διανύσει μικρή μό νο απόσταση, όταν προσπέρασε μια ομάδα από πέντε φορτηγά των δυόμισι τόνων και ένα χαλασμένο τζιπ στην άκρη του δρόμου. Σταμάτησαν να βοηθήσουν τους ήρ θε αμέσως μια ανυπόφορη, αηδιαστική μπόχα, που σε μερικούς από τους άντρες έφερε αναγούλα. «Τι στο Θεό σας κουβαλάτε;» ρώτησε ο Ντόλιμποϊς το λοχαγό τους. Εκείνος, χωρίς να πει κουβέντα, ανέσυρε το μουσαμά ενός από τα φορτηγά και αποκάλυψε έναν σωρό από πτώματα στοιβαγμένα σαν καυσόξυλα* άλλα ήταν γυμνά, άλλα ντυμένα με σάπιες στολές στρατοπέδου. Τα μετέφεραν από έναν ομα δικό τάφο σ’ έναν άλλον.27 Η σύντομη άνοδος και πτώση του τελευταίου Φύρερ της Γερμανίας δεν απείλησε σε καμιά στιγμή να διασπάσει την ενότητα των Τριών Μεγάλων, αλλά δεν έκανε και τί ποτα για να την ενισχύσει. Από την πρώτη στιγμή, οι Ρώσοι είχαν αρνηθεί να έρ θουν σε επαφή με τον Νταίνιτς και περιορίστηκαν να επικοινωνούν με το γερμανικό γενικό επιτελείο. Οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί, από την πλευρά τους, είχαν αμφιταλαντευτεί, και, όπως έλεγε ένας Βρετανός κρατικός υπάλληλος, «τα θαλάσσωσαν στην υπόθεση Νταίνιτς χωρίς κανένα λόγο». Ούτε τη Μόσχα άφησαν ικανοποιημέ νη ούτε συγκρότησαν αξιόπιστη κεντρική γερμανική διοίκηση. Κανείς όμως από τους νικητές δεν ήθελε σε αυτήν τη φάση μια ρήξη. Οι εχθρο πραξίες μόλις είχαν τελειώσει, και όλοι θυμούνταν την ανάκαμψη της Γερμανίας με τά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η επιθυμία να βρουν μια βιώσιμη λύση στο γερ μανικό πρόβλημα -και στην ευρωπαϊκή ισορροπία δυνάμεων γενικά- εξακολούθη σε να τους ενώνει. Στην αποφασιστική συνδιάσκεψη που συνήλθε στο Πότσνταμ εκείνο το καλοκαίρι, η τάση αυτή προς την ενότητα έμεινε ζωντανή. Ο Στάλιν συναντήθηκε τώρα για πρώτη φορά με τον πρόεδρο Τρούμαν (ο Ρούζβελτ είχε πεθάνει τον Απρίλιο), και ο Κλέμεντ Ατλη αντικατέστησε στη μέση των εργασιών τον Τσώρτσιλ. Παρά την αποχώρηση, όμως, των δύο από τους Τρεις Μεγάλους, οι διάδοχοί τους ίδρυσαν ένα Συμβούλιο των Υπουργών Εξωτερικών, με μόνιμη γραμματεία στο Αονδίνο, που θα προετοίμαζε τις συνθήκες ειρήνης και θα έδινε λύσεις στις εδαφικές έριδες της μεταπολεμικής Ευρώπης. Το πιο επείγον και σημαντικό ήταν ότι διαμόρφωσαν τη βάση για μια συμφωνία που προέβλεπε εντόνους παρεμβατική στρατηγική για την κατοχή της Γ ερμανίας.
538
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
Το αρχικό σχέδιο που είχε προτείνει ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Χένρυ Μόργκενταου προέβλεπε το διαμελισμό της Γερμανίας, την απογύμνωσή της από βαριές βιομηχανίες και τη μετατροπή της σε «κυρίως αγροτική και ποιμενική χώ ρα». Ό πω ς σχολίασε λίγο καιρό αργότερα στη φυλακή ο Άλμπερτ Σπέερ, αποτελούσε ειρωνεία της ιστορίας ότι ο Μόργκενταου και ο Χίμλερ ήθελαν ουσιαστικά το ίδιο πράγμα. Οι ιδέες του Μόργκενταου είχαν προκαλέσει θηριώδεις διαμάχες, και ως την άνοιξη του 1945 είχαν αναθεωρηθεί σε μεγάλο βαθμό. Η Συμφωνία του Πότσνταμ προέβλεπε την αποστρατιωτικοποίηση της χώρας, την αποναζιστικοποίηση (με εκκαθαρίσεις και δίκες εναντίον των εγκληματιών πολέμου* με την προπα γάνδα και την ανάκληση των νόμων της ναζιστικής περιόδου) και τον εκδημοκρατι σμό της (ιδίως με μεταρρυθμίσεις στην παιδεία και με την επανίδρυση των πολιτι κών κομμάτων). Τα καρτέλ και τα μονοπώλια θα έσπαζαν σε μικρότερα κομμάτια. Όπως είχε συμφωνηθεί παλιότερα στη Γιάλτα, θα ιδρύονταν τέσσερις ζώνες κατο χής στη Γερμανία και την Αυστρία, αλλά και στις αντίστοιχες πρωτεύουσες. Μόνι μος όμως διαμελισμός σίγουρα δεν προβλεπόταν* αντιθέτως, η Συμφατνία τόνιζε τη σπουδαιότητα του να υπάρξει «ομοιόμορφη μεταχείριση του γερμανικού πληθυ σμού σε όλη τη Γερμανία» και έκανε λόγο για μεταχείριση της χοορας «ως ενιαίας οικονομικής μονάδας». Οι επανορθώσεις από τη σοβιετική ζώνη έγιναν δεκτές, καθώς και η ιδέα ότι το βιοτικό επίπεδο των Γερμανών θα διατηρούνταν σε επίπε δα που δεν θα ξεπερνούσαν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η οικονομία της χώρας θα ελεγχόταν αυστηρά, και παρέμειναν κάποιοι χλομοί απόηχοι του Σχεδίου Μόρ γκενταου στη σύσταση να παραμείνει η χώρα μακριά από τη βαριά βιομηχανία και την παραγωγή όπλων και να στραφεί στα γεωργικά αγαθά και στην ελαφρά μετα ποίηση.28 Το πιο εντυπωσιακό, όμως, ήταν οι αλλαγές συνόρων και οι μετακινήσεις πληθυ σμών που ενέκρινε η Συμφωνία: όχι μόνο αντέστρεψε όλες τις συνοριακές αλλαγές και προσαρτήσεις που είχαν γίνει από την εποχή τονΆνσλους και μετά, αλλά η ανα τολική μεθόριος της Γερμανίας με την Πολωνία θα μετακινούνταν έντονα προς τα δυτικά, μειώνοντας το μέγεθος του προπολεμικού Ράιχ κατά ένα τέταρτο σχεδόν. Ταυτόχρονα, η διάσκεψη ενέκρινε την απέλαση προς τα δυτικά εκατομμυρίων Γερ μανών που ζούσαν ανατολικότερα από τα νέα σύνορα. Η μόνη διευκρίνιση ήταν ότι αυτές οι απελάσεις -ή «μετακινήσεις», όπως τις αποκαλούσε το έγγραφο- έπρεπε να γίνουν «με οργανωμένο και ανθρώπινο τρόπο». Δεδομένου ότι οι πολωνικές, οι τσεχικές και οι ουγγρικές αρχές προέβαιναν ήδη στην απέλαση των Γερμανών από τις χώρες τους, οι Δυνάμεις τούς ζήτησαν να τις αναστείλουν προσωρινά, ώστε να υπάρξει η ενδεδειγμένη φροντίδα και εγκατάσταση για τους πρόσφυγες όταν θα έφταναν στη Γερμανία. Δεν υπάρχει τίποτα που να άλλαξε τον μακροπρόθεσμο χάρτη της ανατολικής Ευρώπης τόσο όσο η απέλαση των Γερμανών. Ή ταν μια απάντηση τόσο στη ναζι-
ΧΙΤΛΕΡ ΚΑΠΟΥΤ!
539
στική πολιτική της μετατροπής των μειονοτικών Γερμανών σε εργαλείο του Ράιχ όσο και στις αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών που είχαν υποστεί οι ίδιοι. Την ιδέα την είχαν λανσάρει οι Σοβιετικοί και οι Τσέχοι από το 1942, αλλά το 1945 είχε πια παγιωθεί και είχε γίνει μια πολΰ ευρΰτερη συμφωνία, που στόχευε πραγμα τικά στο ξερίζωμα του μακραίωνου γερμανικού βίου στα ανατολικά των νέων συνό ρων της χώρας. Δεν ήταν πάντως μόνο έργο των διπλωματών αυτό, και η αντίληψη πως οι Δυνάμεις μπορούσαν να υλοποιούν ή να ματαιώνουν τις απελάσεις κατά βούληση ελάχιστα παίρνει υπόψη της την πραγματική δύναμη που βρισκόταν από πίσω τους - το απύθμενο μίσος του κόσμου εναντίον των Γερμανών στις περιοχές που αυτοί είχαν καταλάβει, καθώς ο πόλεμος έφτανε στο τέλος του. Για να κατανοή σουμε, με άλλα λόγια, το τι συνέβαινε, δεν αρκεί να ακούσουμε τα διαμειφθέντα στις αίθουσες της διάσκεψης και τις τοποθετήσεις των πολιτικών. Οφείλουμε πάνω απ’ όλα, σ’ εκείνη τη χαοτική στιγμή όπου η δύναμη και η εξουσία ήταν ακόμα διά σπαρτες και κατακερματισμένες σε μεγάλο τμήμα της Ευρώπης, να δούμε τι συνέβαινε στη βάση.
ΟΙ Α Π Ε Λ Α ΣΕ ΙΣ: ΤΟ Τ ΕΛ Ο Σ ΤΟ Υ ΓΕΡΜ Α Ν ΙΚ Ο Υ Ζ Η Τ Η Μ Α ΤΟ Σ
«Οι Ρώσοι μπήκαν στη γειτονιά!» «Ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Οι Ρώσοι θα *ναι εδώ σε μισή ώρα!» Ό,τι είχε ξεκινήσει με την εκστρατεία προς την Ανατολή τέλειωνε κιόλας από την Ανατολή. Όταν έφτασε η στιγμή, μετά από εβδομάδες πανικού, έφτασε εντυπωσιακά γρήγορα για μια νεαρή Γερμανίδα φοιτήτρια ιατρικής. Όπως θυμόταν αργότερα: Ξαφνικά οι πυροβολισμοί σταμάτησαν, εμφανίστηκε το πάντσερ και ο τόπος γέμισε Ρώσους στρατιώτες με τζάκετ χιονιού. Η σύγχυση ήταν τόσο μεγάλη, που στην αρχή δεν ήξερες αν ήταν Γερμανοί ή Ρώσοι, αλλά μετά είδαμε τους Γερμανούς στρατιώ τες να έχουν σηκώσει τα χέρια ψηλά... Το πάντσερ όρμησε και διέλυσε τα παραταγ μένα κάρα. Τα κάρα εκσφενδονίστηκαν σε χαντάκια όπου υπήρχαν άντερα αλό γων, και άντρες, γυναίκες και παιδιά πάλευαν με το θάνατο. Πληγωμένοι άνθρωποι έσκουζαν για βοήθεια... "Υστερα ήρθε ένας αξιωματικός, έφιππος. Του έφεραν με ρικούς Γερμανούς στρατιώτες. Έ βγαλε το περίστροφό του* έκλεισα τα μάτια μου, ακούστηκαν πυροβολισμοί και οι κακομοίρηδες κείτονταν μπροστά μας χτυπημένοι στο κεφάλι, με μια έκφραση φρίκης στο πρόσωπό τους. Τα πτώματα έμειναν εκεί, κανείς δεν τολμούσε να τ’ αγγίξει. Το πάντσερ συνέχισε να προχίορά μαζί με τους στρατιώτες. Αυτός είναι ο Κόκκινος Στρατός, που μας έλεγαν πως σχεδόν λιμοκτονούσε και πως ήταν ντυμέ νος στα κουρέλια. Οι νταγλαράδες αυτοί, που έστυβαν την πέτρα, και οι πολυβολήτριες που έσφυζαν από υγεία κάθονταν δίπλα στους στρατιώτες, όλοι τους με
540
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
καινούργιες στολές και τσόχινες μπότες και γούνινα σκουφιά. Στέκαμε στην άκρη του δρόμου και κοιτούσαμε το πάντσερ που περνούσε από μπροστά μας, και τους στρατιώτες. Οι περισσότεροι είχαν πρωτόγονα πρόσωπα, στρογγυλά κεφά λια και εκφράσεις απέραντης χαράς. Μας κουνούσαν τα χέρια και φώναζαν «Χίτ λερ καπούτ».29
Οι Σλάβοι υηΐοπηβηδοΐιοη σόκαραν τους Γερμανούς με πράγματα πιο σοβαρά από τα «πρωτόγονα πρόσωπά» τους και τον ήχο της παράξενης γλώσσας τους. Οι μονά δες της πρώτης γραμμής λεηλατούσαν μεθυσμένες τις πόλεις και τα χωριά απ’ όπου περνούσαν. Είχαν αδυναμία στα ρολόγια -«Ούρι, Ούρι!»—(την ίδια αδυναμία είχαν και οι Λευκορώσοι της Ταξιαρχίας Καμίνσκι των δδ), και ορισμένοι στρατιώτες κα τέληγαν να έχουν τα μπράτσα τους γεμάτα από αυτά. Ακόμα πιο σημαντικές ήταν οι μπότες: το πρώτο πράγμα που έκανε ένας από τους Εβραίους παρτιζάνους βγαίνο ντας από το δάσος του Μπριάνσκ με την απελευθέρωση ήταν να πάρει τις δερμάτι νες μπότες ιππασίας ενός αιχμάλωτου Γερμανού στρατιώτη. Άλλωστε η «συλλογή τροπαίων» ήταν ενδημική μεταξύ των αντρών αυτών, που βρέθηκαν να ανοίγουν με τα όπλα τους δρόμο μέσα από έναν κόσμο όπου ο εχθρός φαινόταν να ζει σ’ ένα επί πεδο ανέσεων και πολυτέλειας που ούτε στο όνειρό τους δεν το είχαν δει. «Τώρα κάθομαι στο υποστατικό ενός πλούσιου Γερμανού», έγραφε ένας νεαρός στρατιώ της στους γονείς του. «Έ χει ντιβάνια, καναπέδες, μετάξια παντού, και το πάτωμα γυαλίζει σαν καθρέφτης».30 Κονιάκ, σεντόνια, πουπουλένια μαξιλάρια, πούρα - ένας νέος κόσμος γεμάτος αγαθά ήταν δικός τους, έτοιμος να τον πάρουν από τα χέρια των φασιστών και των καπιταλιστών, οι οποίοι είχαν μετατρέψει τη δική τους χώρα σε στάχτη κι απο καΐδια. Η πρώτη τους αντίδραση, όμως, δεν ήταν τόσο η λαχτάρα, όσο το μίσος. «Εί ναι φανερό απ’ όλα όσα βλέπουμε πως ο Χίτλερ λήστεψε όλη την Ευρώπη για να ευ χαριστήσει τους αιματοβαμμένους Φριτς», έγραφε ένας στρατιώτης στους δικούς του. «Στο προσεχές μέλλον, τα αγαθά αυτά θα εμφανιστούν στα ρωσικά μαγαζιά ως τρόπαιά μας». Κάτι άλλο που επίσης φλόγιζε τη λύσσα τους καθώς προχωρούσαν δυτικά πολεμώντας ήταν τα μαντάτα από τα όσα είχαν αντικρίσει οι απελευθερωτές του Λούμπλιν-Μαϊντάνεκ τον Ιούλιο του 1944, ή οι πυρές των πυρπολημένων πτω μάτων της Εσθονίας, που κάπνιζαν ακόμα: οι λεπτομέρειες αυτών των φρικαλεοτή των διαδίδονταν στις τάξεις του Κόκκινου Στρατού και μεγάλωναν τη δίψα τους για εκδίκηση. «Οι στρατιώτες μας δεν φέρθηκαν σε καμιά περίπτωση χειρότερα στην Ανατολική Πρωσία απ’ ό,τι οι Γερμανοί στο Σμόλενσκ», έγραφε ένας. «Μισούμε βαθιά τη Γερμανία και τους Γερμανούς... Μα τούς αξίζουν οι ωμότητες που οι ίδιοι προκάλεσαν. Σκέψου μόνο το Μαϊντάνεκ.»31 Η λαχτάρα για εκδίκηση εκδηλώθηκε πάνω απ’ όλα με τους βιασμούς, για τους οποίους οι στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού έγιναν γρήγορα διαβόητοι. Είναι αλή
ΧΙΤΛΕΡ ΚΑΠΟΥΤ!
541
θεια πως δεν έχουν γραφτεί πολλά για τους Γερμανούς στρατιώτες και τους βιασμούς στην Ανατολή στη διάρκεια της δικής τους κατοχής* πιθανόν να ήταν πιο διαδεδομέ νοι απ’ όσο πιστεύεται συνήθως και σίγουρα φιγουράριζαν σε περίοπτη θέση στη σο βιετική προπαγάνδα της εμπόλεμης περιόδου. Λόγωτης φυλετικής ιδεολογίας, όμως, τα στρατοδικεία τιμωρούσαν συχνά αυστηρότατα τα σεξουαλικά εγκλήματα των Γερμανών στρατιωτών. Όπως και να ’ναι, η λαχτάρα για εκδίκηση ήταν μία μόνο από τις αιτίες του οργίου των βιασμών, των λεηλασιών και της διαρπαγής, στο οποίο επιδόθηκαν οι Σοβιετικοί φαντάροι. Το πράγμα άρχισε από τη στιγμή που οι σοβιετι κές μονάδες μπήκαν στη Ρουμανία, τον Αύγουστο του 1944* ως και οι σύμμαχοί τους, οι παρτιζάνοι ας πούμε του Τίτο που απελευθέρωσαν το Βελιγράδι μαζί με τους Ρώ σους, ένιωσαν αποτροπιασμό. Στη Βουδαπέστη, χιλιάδες γυναίκες ατιμάστηκαν το ίδιο συνέβη στην Πολωνία, πράγμα που ανάγκασε ακόμα και τους Πολωνούς κομ μουνιστές να διαμαρτυρηθούν. Τα χειρότερα όμως ήρθαν όταν ο Κόκκινος Στρατός διάβηκε τα σύνορα της Γερμανίας. Στην Ανατολική Πρωσία και στη Άνω Σιλεσία οι στρατιώτες διάλεγαν γυναίκες από τα πλήθη των προσφύγων και τις βίαζαν στη σει ρά στην άκρη του δρόμου, ενώ ολόγυρα έστεκε ένα «φωνακλάδικο φουσάτο από άντρες με κατεβασμένα τα παντελόνια». Οι αξιωματικοί παρακολουθούσαν και προέτρεπαν τους άντρες τους να πάρουν μέρος. Ως προς τη μεγαλύτερη αυτή, καθ’ όλα σχεδόν τα φαινόμενα, περίπτωση μαζικού βιασμού της ιστορίας, οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των γυναικών που έγιναν στόχος κυμαίνονται πάρα πολύ: τα νούμερα φτά νουν ως και τα δύο σχεδόν εκατομμύρια, μονάχα για τις Γερμανίδες.32 Αφού πρώτα τους είχαν πει να βγάλουν μίσος, στα τελευταία άρχισε το κήρυγμα προς τους Ρώσους φαντάρους ότι αυτή η συμπεριφορά ταίριαζε σε «ληστές και άρπαγες». Τον Ιανουάριο του 1945, ο στρατάρχης Ροκοσσόφσκι εξέδωσε μια διαταγή που έλεγε ότι οι βιαστές θα εκτελούνταν επιτόπου. Είχε μικρό αποτέλεσμα* μάλιστα, μερι κοί αξιωματικοί που είχαν διαμαρτυρηθεί συνελήφθησαν και αργότερα φυλακίστηκαν για «αστική ουμανιστική προπαγάνδα και συμπάθεια προς τον εχθρό». Όταν έφτασε να ανησυχήσει ο ίδιος ο Στάλιν ότι η ανομία των αντρών του έκανε εντέλει τους Γερμανούς να αντιστέκονται πιο λυσσαλέα, οι επικρίσεις του αγνοήθηκαν και αυτές. «Έμει να άναυδος», έγραφε ο Γκριγκόρι Πόμεραντς, «όταν διαπίστωσα πως τόσο οι αξιωμα τικοί όσο και οι κομμουνιστές δεν έδιναν δεκάρα για την επιστολή αυτή, που ήταν του ίδιου του Στάλιν! Ο στρατός δεν σταμάταγε ούτε μπροστά στον Στάλιν».33 Για τους ανυπεράσπιστους τώρα Γερμανούς, οι βιασμοί ήταν μια τρομακτική υπενθύμιση ότι η φοβερή πολεμική μηχανή του Ράιχ είχε συντρίβει. Την επαύριο της απο κοπής του Πόζναν από τους Σοβιετικούς, τον Ιανουάριο του 1945, ο Χίτλερ ανέθεσε την αρχηγία της Ομάδας Στρατιών του Βιστούλα στον Χίμλερ, πράγμα που όμως, λόγω του ότι ο «Ράιχς-Χάινι» ήταν αστοιχείωτος στρατιωτικά, απλώς επιδείνωσε την κα τάσταση. Μέσα σε λίγες εβδομάδες τον αντικατέστησε, αλλά το κακό είχε γίνει. Το πόσο επικίνδυνη ήταν η εκκένωση από τη θάλασσα το έδειξε περίτρανα η βύθιση του
542
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
Βίλχελμ Γκονστλοφ στα τέλη Ιανουαρίου. Το πλοίο σάλπαρε από την Γκντύνια με πε
ρισσότερους από 10.000 πρόσφυγες και τραυματίες στρατιώτες και χτυπήθηκε από τορπίλη σοβιετικού υποβρυχίου· βυθίστηκε στα παγωμένα νερά της Βαλτικής και έγινε ένα από τα πιο πολύνεκρα ναυάγια της ναυτικής ιστορίας. Καθώς ο στρατός απο συρόταν από την Πολωνία, η γυναίκα ενός δημόσιου υπαλλήλου παρατήρησε πως οι άλλοτε μηχανοκίνητες μονάδες του χρησιμοποιούσαν τώρα ιππήλατες άμαξες ή υπο χωρούσαν πεζή. Την ευκινησία και τη σύγχρονη τεχνολογία τις εκπροσωπούσε τώρα ο Κόκκινος Στρατός - που κινούνταν γρήγορα χάρη στα φορτηγά ΖΙ3-5 και στα αμερι κανικής κατασκευής του προγράμματος Εοηά-Εο&δε.34 Μόλις έγινε η Απελευθέρωση, οι Γερμανοί ανακάλυψαν ότι δεν ήταν μόνο οι Ρώσοι αποφασισμένοι να πάρουν εκδίκηση. Τα τιμωρητικά μέτρα που είχαν επιβάλει στους υηΐοπποηδοΐιοιι της ανατολικής Ευρώπης στα χρόνια της κατοχής τούς επιστρέφονταν τώρα. «Θα φερθούμε στον γερμανικό πληθυσμό αυτών των περιοχών, που είναι πολωνικές από αμνημονεύτων χρόνων, όπως ακριβώς μας δίδαξαν οι Γερ μανοί», διακήρυξε ο νέος Πολωνός κυβερνήτης όταν ανέλαβε καθήκοντα στην επαρχία Κατοβίτσε τον Φεβρουάριο του 1945. Το πρώτο βήμα ήταν συχνά το να βά ζουν τους Γερμανούς να ξεθάβουν τα λείψανα των θυμάτων της βίας τους -όπως εί χαν κάνει εκείνοι, όταν είχαν εισβάλει στην Πολωνία και στη Σοβιετική Ένωση. Στη δυτική Γερμανία, ανάγκαζαν τους κατοίκους των πόλεων να περνούν ο ένας πί σω από τον άλλον μπροστά από τους σωρούς των σκελετωμένων πτωμάτων από τα απελευθερωμένα στρατόπεδα. Σε μια πόλη της Άνω Σιλεσίας, από την άλλη, ανά γκασαν τους Γ ερμανούς να ξεθάψουν έναν πρόσφατο μαζικό τάφο με τα χέρια τους -περιείχε τα λείψανα αιχμαλώτων πολέμου που τους είχαν πετάξει από σιδηροδρο μικά βαγόνια το χειμώνα του 1944/45- έτσι ώστε να φωτογραφηθούν τα πτώματα και να ξαναβαφτούν όπως έπρεπε. «Παρά το ότι είχαν πλύνει τα χέρια τους με Αυσόλ και άλλα απολυμαντικά», θυμόταν ένας, «οι “τυμβωρύχοι” δεν μπορούσαν να βγάλουν τη δυσωδία των πτωμάτων από πάνω τους για μέρες». Τουλάχιστον δεν σφαγιάστηκαν μετά οι ίδιοι, όπως είχε συμβεί στα δικά τους θύματα τον καιρό της εισβολής στην Ε.Σ.Σ.Δ., τέσσερα χρόνια νωρίτερα.35 Σε πολλά μέρη της Πολωνίας και της Τσεχοσλοβακίας επέβαλαν στους Γερμα νούς να φορούν άσπρα περιβραχιόνια μ’ ένα μεγάλο μαύρο Ν πάνω τους (Νίοηι^ο = Γερμανός), ή έβαψαν απλώς μεγάλους αγκυλωτούς σταυρούς στην πλάτη τους. Σε κάποια μέρη δεν τους επέτρεπαν να χρησιμοποιούν τα πεζοδρόμια, τα τρένα ή τα μαγαζιά, εκτός από συγκεκριμένες ώρες* τους κήρυξαν υπόχρεους παροχής εργα σίας και τους απαγόρευσαν να μιλούν γερμανικά δημοσίως. Το κράτος δήμευσε τα χύτατα τους γερμανικούς οργανισμούς και περιουσίες. Το Τέρεζιν της Τσεχοσλοβα κίας και το Άουσβιτς ήταν δύο μονάχα από τα πρώην στρατόπεδα όπου οι Γερμανοί κρατούμενοι ήρθαν τώρα αντιμέτωποι με την τρομοκρατία ενός νέου καθεστώτος.
ΧΙΤΛΕΡ ΚΑΠΟΥΤ!
543
Δεν ήταν αυτά τα μόνα μαθήματα που είχαν πάρει τα θύματα από τα πολύχρονα βάσανά τους. Οι Πολωνοί αρμόδιοι ίδρυσαν και γκέτο, χαρακτηρίζοντάς τα έτσι ανοιχτά οι ίδιοι. «Τη νύχτα της 7ης προς 8η Αυγούστου», θυμόταν ένας κάτοικος μιας πόλης της Άνω Σιλεσίας, «αναρτήθηκαν σε όλα τα κτίρια της πόλης ανακοινώ σεις που περιλάμβαναν τις εξής εντολές: “Όλοι οι Γερμανοί να παραταχθούν σε γραμμές έξω από τα σπίτια τους, αμέσως. Μέγιστο βάρος αποσκευών 27 κιλά.”» Αίγο μετά έφτασε η πολωνική πολιτοφυλακή και ανάγκασε τον κόσμο να μπει στο λε γόμενο γερμανικό γκέτο, «χτυπώντας και μαστιγώνοντάς τους, για να τους κάνουν να κουνηθούν πιο γρήγορα». Τρεις οδοί σφραγίστηκαν και τέθηκαν υπό φρούρηση* γρήγορα εμφανίστηκαν τα γνωστά προβλήματα του συνωστισμού και της πείνας. Αλλού, Γερμανοί αγρότες αποβλήθηκαν από τη γη τους και τη θέση τους πήραν Πο λωνοί έποικοι* η δε περιουσία τους δημεύτηκε: αν ήταν τυχεροί, μπορούσαν να πα ραμείνουν για ένα διάστημα ως εργάτες γης, υπηρετώντας είτε τους Ρώσους είτε τους Πολωνούς εποίκους. Πολλούς Πολωνούς που τους είχαν διώξει από την ανατο λική Γαλικία οι Ρώσοι, τους μετακινούσαν τώρα οι κομμουνιστικές αρχές στη δυτική Πολωνία. «Συστήνονταν στους Γερμανούς αγρότες, μικροκαλλιεργητές και ιδιοκτή τες αγροικιών ως οι νέοι ιδιοκτήτες, λέγοντας: “Τώρα εγώ νοικοκύρης, εσύ Χίτλερ, δουλέψεις”».36 Πολλές από αυτές τις μορφές διώξεων -που κάποιοι Πολωνοί αξιωματούχοι τις επέκριναν οι ίδιοι ως «ναζιστικές» μεθόδους- ανέκυψαν αυθόρμητα και προσωρινά και συνοδεύονταν από ανομία, διαρπαγή και βία. «Ο Γερμανός δεν είναι πια υπό τη σκέπη του νόμου», παραπονιόταν ένας Γερμανός ιερέας από το Γκαίρλιτς. «Η τιμή, το σώμα, η ζωή και η περιουσία του είναι στην ανελέητη διάθεση ενός προπετούς νι κητή». Ό λα αυτά όμως ήταν η πρόγευση μιας πολύ πιο ριζικής και μόνιμης λύσης του «γερμανικού προβλήματος» - της απέλασης. Ενόσω διαρκούσε ο πόλεμος, ο πρόε δρος Μπένες είχε εργαστεί προκειμένου να εγκρίνουν η Ουάσινγκτον, το Λονδίνο και η Μόσχα ένα σχέδιο τελικής απέλασης των γερμανικών μειονοτήτων της Τσεχο σλοβακίας και της Πολωνίας. Η κυβέρνηση Μπένες συδαύλιζε από καιρό το ήδη αβυσσαλέο μίσος των Τσέχων εναντίον των Γερμανών. «Όταν έρθει εκείνη η μέρα, το έθνος μας θα βροντοφωνάξει και πάλι την παλιά ιαχή: Λιανίστε τους! Βαράτε τους! Μην αφήνετε ούτε έναν! Ο καθένας πρέπει να βρει ένα χρήσιμο όπλο για να χτυπήσει τον πιο κοντινό του Γερμανό», φώναζε ένας αξιωματικός στο ΒΒΟ, στα τέλη του 1944. Η περίπτωση της Πολωνίας ήταν διαφορετική, γιατί την παρότρυναν κυ ρίως τα σχέδια του Στάλιν να μετακινήσει τα σύνορα της χώρας δυτικότερα, μέσα στο Ράιχ. Οι Σύμμαχοι προσπέρασαν το ζήτημα στη Γιάλτα, πράγμα που όμως απλώς αύ ξησε το κίνητρο των Πολωνών και των Τσέχων να δημιουργήσουν τετελεσμένα, «θα φέρουμε σε πέρας την όλη υπόθεση μόνοι μας», δήλωσε ο Μπένες το 1945.37 Στη δυτική Πολωνία ξεκίνησαν «αδέσποτες εκτοπίσεις» στις αρχές του 1945. Οι συμφωνίες που υπογράφτηκαν ανάμεσα στην Πολωνία και την Ε.Σ.Σ.Δ. για πολωνο-
544
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
ουκρανική ανταλλαγή πληθυσμών είχαν ήδη οδηγήσει στη χώρα πολλές εκατοντά δες χιλιάδες Πολωνούς πρόσφυγες από τη δυτική Ουκρανία, τη Λιθουανία και τη Λευκορωσία, οι οποίοι προωθήθηκαν από τις αρχές προς τα γερμανικά εδάφη που ο Κόκκινος Στρατός απέδιδε σταδιακά στην Πολωνία. Μόλις όμως παραδόθηκε επίσημα το Τρίτο Ράιχ, πολλοί Γερμανοί που είχαν φύγει άρχισαν να επιστρέφουν στα σπίτια τους, στις ίδιες εκείνες περιοχές. Τότε ήταν που οι Πολωνοί άρχισαν συ στηματικά να τους διώχνουν και πάλι, για να κάνουν χώρο για τους εισερχόμενους Πολωνούς εποίκους και για «να καθαρίσουμε τη συνοριακή λωρίδα γης από τους Γερμανούς». Η παλιά βισμαρκική αντίληψη στρεφόταν τώρα ενάντια στους Γερμα νούς. Οι κομμουνιστές του Πολωνικού Κόμματος Εργατών που κυβερνούσαν τώρα αποφάσισαν τις απελάσεις στα τέλη Μαΐου* στα τέλη Ιουνίου, περισσότεροι από διακόσιες πενήντα χιλιάδες άνθρωποι είχαν ήδη υποχρεωθεί να φύγουν.38 Στις πόλεις, ιδίως όσες ήταν γερμανικές πριν από το 1939, το ξεκαθάρισμα πήρε πολύ περισσότερο χρόνο, γιατί οι Σοβιετικοί ασκούσαν μεγαλύτερο έλεγχο και ενδιαφέρονταν περισσότερο να κρατήσουν αρκετούς Γερμανούς ώστε να μπορούν να λειτουργήσουν. Τον Αύγουστο του 1945 το Μπρεσλάου, για παράδειγμα, είχε 189.500 Γερμανούς και μόλις 16-17.000 Πολωνούς κατοίκους. Ο Κόκκινος Στρατός είχε δώσει την εξουσία σε ντόπιους Γερμανούς «αντιφασίστες», που ο αντιφασισμός τους ήταν συχνά εντελώς επιδερμικός: εκείνο το καλοκαίρι, λόγου χάρη, προ σπάθησαν να επιστρατεύσουν «όλους τους Εβραίους, τους μισοεβραίους, τους Πο λωνούς και τους πολίτες οποιασδήποτε εθνικότητας» για παροχή εργασίας. Οι Πο λωνοί ήθελαν να φύγουν όλοι οι Γερμανοί, αλλά, όπως συχνότατα συμβαίνει, οι στρατιωτικές ανάγκες κατεργάζονταν τον πραγματισμό, κι έτσι βραχυπρόθεσμα οι Σοβιετικοί είπαν στους εργάτες των εργοστασίων και στους δημόσιους υπαλλήλους να μείνουν στις θέσεις τους. Σημειώνονταν ως και συγκρούσεις ανάμεσα σε Σοβιε τικούς στρατιώτες και σε Πολωνούς, όταν οι πρώτοι υπερασπίζονταν και προστά τευαν Γερμανούς, «λέγοντας πως ήταν φίλοι τους και πως δούλευαν γι’ αυτούς». Το χειμώνα όμως του 1945/6 οι Πολωνοί άρχισαν να περιορίζουν την πρόσβαση των Γερμανών στα διαμερίσματα και στα τρόφιμα, για να τους αναγκάσουν να φύγουν. Σιγά-σιγά η πολιτική των Πολωνών έγινε πιο σαφής. Από τη μια, ένας σχετικά χαλα ρός νόμος περί ιθαγένειας εξασφάλισε ότι πολλοί Γερμανοί είχαν τα προσόντα να παραμείνουν ως Πολωνοί - σημαντική παράμετρος για την κυβέρνηση, που ανησυ χούσε μήπως προκαλέσει δημογραφική ερήμωση στα νεοαποκτημένα της εδάφη. Ταυτόχρονα όμως ξεκίνησαν οι καθαυτό εκτοπίσεις: τα τρένα άρχισαν συστηματικά δρομολόγια προς τη Δύση στις αρχές του 1946, και ως το τέλος του επόμενου χρόνου είχαν απομείνει λίγες μόλις χιλιάδες Γερμανοί.39 Στην Πράγα, ο αγώνας ανάμεσα στους Τσέχους και στους Γερμανούς απλά συνε χίστηκε ως και τον Μάιο, από την κατοχή στην Απελευθέρωση. Τις τελευταίες ημέ-
ΧΙΤΛΕΡ ΚΑΠΟΥΤ!
545
ρες των μαχών εκεί τα δδ είχαν προχωρήσει σε απελπισμένες πράξεις βίας: είχαν μαζέψει κρατουμένους στο Τέρεζιν και τους είχαν εκτελέσει, είχαν παρατάξει αμάχους σαν ανθρώπινες ασπίδες μπροστά από τα τανκς τους και είχαν εκτελέσει πολλούς μαχητές τους οποίους είχαν αιχμαλωτίσει. Συνολικά, είχαν σκοτώσει 3.700 Τσέχους. Ό ταν μπήκαν στην πόλη οι Σοβιετικοί, η κατάσταση αντιστράφηκε πλήρως: οι αιχμάλωτοι Γερμανοί συγκεντρώνονταν και εκτελούνταν μέσα στα στάδια και στα νοσοκομεία, και ορισμένοι απαγχονίστηκαν ή πυρπολήθηκαν ζω ντανοί. Έ ξω από την πρωτεύουσα, ο νόμος καταλύθηκε εντελώς και η εκδίκηση που πολλοί Γερμανοί φοβούνταν από μήνες δεν άργησε να έρθει. Οι φυλακές γέ μισαν όχι μόνο με γνωστούς ναζί, αλλά και με όσους χαρακτηρίζονταν ως «ύπο πτες» περιπτώσεις ή με άτομα που απλώς καταγγέλλονταν ως φίλοι φίλων δωσίλο γων. Μερικοί σύζυγοι μεικτών γάμων συλλαμβάνονταν επειδή είχαν κάνει το έγκλημα να παντρευτούν Γερμανό. Ως τον Αύγουστο ακόμα η κυβέρνηση δεν είχε σαφείς πληροφορίες για το πόσοι κρατούμενοι υπήρχαν, γιατί κρατούνταν ή υπό ποιες συνθήκες. Το στρατόπεδο Χάνκε στην Όστραβα απέκτησε ιδιαίτερα κακή φήμη για τους ξυλοδαρμούς, τους βιασμούς, τα βασανιστήρια και τις αναίτιες δο λοφονίες κρατουμένων από τους φύλακες, οι οποίοι μάλιστα καλούσαν και τους φίλους τους να τις παρακολουθήσουν. Οι Τσέχες που κατηγορούνταν ότι είχαν κα λές σχέσεις με τους Γερμανούς κινδύνευαν να τις βγάλουν στο δρόμο, να τις ξεγυ μνώσουν και να τις δείρουν. Ακόμα και ο Κόκκινος Στρατός σοκαρίστηκε από τις ταπεινώσεις που επέβαλλαν οι Τσέχοι στους Γερμανούς - τους βίαιους σκοτω μούς, την πυρπόληση των σπιτιών και των κτημάτων τους. Μερικοί Γερμανοί απο τείνονταν στους Σοβιετικούς στρατιώτες σαν στους μοναδικούς υπερασπιστές τους* τους εκλιπαρούσαν να μη φύγουν και προσπαθούσαν να παραμείνουν υπό την προστασία τους.40 Το καθεστώς Μπένες αρχικά δεν έκανε τίποτα για να κατευνάσει αυτό το ξέ σπασμα του μίσους. Αντιθέτως, στις 12 Μα'ιου ο άρτι επιστρέψας πρόεδρος είπε στους κατοίκους του Μπρνο πως «ο γερμανικός λαός... συμπεριφέρθηκε σαν κτή νος... Πρέπει να εξαλείψουμε το γερμανικό πρόβλημα άπαξ διά παντός». Καθώς μι λούσε, 1.000 Γερμανοί ύποπτοι συνεργασίας φυλακίζονταν στην πόλη. Μέσα σε λί γες μέρες διαδηλωτές άρχισαν να απαιτούν ριζικότερα μέτρα και να παραπονιού νται πως για την έλλειψη στέγης ή τροφίμων έφταιγε η ίδια η γερμανική κοινότητα. Τελικά η αστυνομία απέβαλε 20.000 Γ ερμανούς από τα σπίτια τους και τους υποχρέ ωσε να πορευτούν προς τα αυστριακά σύνορα* λέγεται πως η φάλαγγα είχε μήκος χιλιομέτρων. Αυτή η «αδέσποτη εκτόπιση» έπιασε στον ύπνο την κυβέρνηση και ο υπουργός Εσωτερικών προσπάθησε να μπλοκάρειτη συνοριακή διάβαση, απαίτησε δε αντ’ αυτού τη φυλάκισή τους. Μέσα στο χάος όμως τα δύο τρίτα όντως πέρασαν στην Αυστρία, ενώ οι υπόλοιποι κατέλυσαν σ’ ένα μικρό τούβλινο κτίριο, στην τσέχι κη πλευρά της μεθορίου. Περισσότεροι από 1.700 από αυτούς πέθαναν σε αυτή την
546
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
«Πορεία Θανάτου», όπως τη θυμοΰνταν αργότερα, κυρίως από πείνα, αρρώστιες και παραμέληση. Κύριοι υπεύθυνοι γι’ αυτό ήταν οι τοπικοί Τσέχοι του Μπρνο, αν και οι εθνικοί τους ηγέτες είχαν δώσει -κατά τη γνώμη τους- την έγκρισή τους. Στην πραγματικό τητα, όταν η εθνική κυβέρνηση έμαθε τα της εκτόπισης ανησύχησε για την εντύπωση που θα έδινε, σε μια στιγμή όπου οι Τρεις Μεγάλοι ετοιμάζονταν να συναντηθούν. Επομένως μπορούμε να πούμε άραγε πως η λαϊκή οργή έδειξε το δρόμο στην εθνική πολιτική; Η απέλαση σίγουρα δεν ήταν απλώς απότοκη των αποφάσεων του Στάλιν ή του Τσώρτσιλ* ήταν αυτό ακριβώς που ήθελαν πολλοί άνθρωποι οι οποίοι είχαν υποστεί επί χρόνια ταπεινώσεις από τους Γερμανούς. Διευκολύνθηκε όμως από την ολοένα πιο άστατη και αβέβαιη πολιτική κατάσταση: οι αδύναμες εθνικές κυβερνή σεις, τα νέα πολιτικά κόμματα που επιζητούσαν ψήφους και τα πλήθη των οργισμέ νων ενόπλων που κονταροχτυπιόνταν για την εξουσία στις επαρχιακές πόλεις και χωριά συνέβαλαν όλα στην αύξηση της βίας. Μερικοί από αυτούς τους δήθεν Φρου ρούς της Επανάστασης, σημείωνε ένας παρατηρητής, ήταν στην πραγματικότητα «κλέφτες και πόρνες, οπλισμένοι σαν αστακοί, που περπατούσαν στους δρόμους μέ ρα μεσημέρι πυροβολώντας τις γερμανόφωνες πινακίδες και κλέβοντας οτιδήποτε περνούσε απ’ το χέρι τους».41 Στη βία συνέβαλε επίσης ένας άλλος παράγοντας, που δεν πρέπει να παραβλέπεται: ο φόβος πως οι Γερμανοί είχαν νικηθεί μονάχα προσωρινά και πως ετοιμάζο νταν να εκδικηθούν. Η ανάμνηση της γερμανικής ισχύος δεν ήταν εύκολο να σβήσει, και πολλοί Τσέχοι πίστευαν ότι ναζί «λυκάνθρωποι» οργανώνονταν και ετοιμάζο νταν να επιτεθούν. Θυμούμενοι τις άγριες μάχες που είχαν ακολουθήσει τη γερμα νική ήττα στον τελευταίο πόλεμο, δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι το τέλος του παρόντος πολέμου θα έφερνε την ειρήνη. Το 1944 οι Γερμανοί είχαν πράγματι στή σει μια τέτοια οργάνωση, και ο πρώην ΗδδΡΡ της Ρωσίας-Βορρά, Χανς-Άντολφ Πρύτσμαν, άρχισε να εκπαιδεύει μικρές μονάδες παραμενόντων για δολιοφθορές και παρτιζάνικες επιχειρήσεις. Ο ίδιος ο Γκαίμπελς φούσκωσε την ιστορία των «Λυκανθρώπων» αρκετά πετυχημένα ώστε να κάνει τους Συμμάχους να πάρουν την απειλή στα σοβαρά. Παρά όμως το ότι έκρυψαν εκρηκτικά για να τα χρησιμοποιή σουν αργότερα, η ίδια η οργάνωση ήταν πολύ μικρή και κατέρρευσε μαζί με το Ράιχ* ο Πρύτσμαν αυτοκτόνησε και μονάχα λιγοστοί σκληροπυρηνικοί τρύπωσαν στα δά ση των ορέων Χαρτς. Κι όμως, παρά το ότι δεν υπήρξε ποτέ απειλή εναντίον των τσεχικών περιοχών, η υστερία γύρω από τους «Λυκανθρώπους» συνεχίστηκε εκεί, ακριβώς επειδή ήταν τόσο δύσκολο για τους Τσέχους, ειδικά στο δυτικό τμήμα της χώρας, να φανταστούν έναν κόσμο όπου οι Γερμανοί δεν ήταν πια οι κυρίαρχοι. Στο Ουστί ναντ Λάμπεμ (Άουσσιγκ), μια μικρή βιομηχανική πόλη της βόρειας Βοημίας, υπήρχε μια αποθήκη όπλων όπου Γερμανοί αιχμάλωτοι πολέμου τακτοποιούσαν πυρομαχικά που είχαν
ΧΙΤΛΕΡ ΚΑΠΟΥΤ!
547
απομείνει εκεί με το τέλος του πολέμου. Το απόγευμα της 30ής Ιουλίου αυτά εξερράγησαν, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας ντόπιους κατοίκους, Τσέχους και Γερ μανούς. Τσέχοι οπλισμένοι με καδρόνια και λοστούς, πεπεισμένοι ότι η έκρηξη ήταν έργο «Λυκανθρο5πων» τρομοκρατών, επιτέθηκαν σε Γερμανούς που διέσχιζαν την κεντρική γέφυρα της πόλης -τους αναγνώρισαν από τα άσπρα τους περιβραχιό νια- και τους πέταξαν στον Έλβα, όπου τους πυροβολούσαν Φρουροί της Επανά στασης. Πιθανολογείται ότι φονεύθηκαν ή πνίγηκαν αρκετές εκατοντάδες Γερμα νοί. Στην Πράγα, η κυβέρνηση αναστατώθηκε από την είδηση, αλλά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο μόνος τρόπος να πάψει «να κυβερνά το πεζοδρόμιο» ήταν να επι ταχυνθούν οι εκτοπίσεις και να «εξαλειφθούν οι Λυκάνθρωποι». Πρόσφατες εκτι μήσεις υπολογίζουν σε 19.000 έως 30.000 τους Γερμανούς που πέθαναν στη διάρ κεια της «αδέσποτης» φάσης των απελάσεων στην Τσεχοσλοβακία συνολικά. 5.000 αυτοκτόνησαν και 6.000 δολοφονήθηκαν ευθέως. Οι υπόλοιποι πέθαναν από την πείνα ή τις αρρώστιες. Ως τον Αύγουστο, γύρω στις 750 χιλιάδες άνθρωποι είχαν διωχθεί από τη χώρα.42 Μετά το Πότσνταμ, η λεγόμενη «αδέσποτη» φάση των απελάσεων έδωσε τη θέ ση της, όπως και στην Πολωνία, σε μια πιο μόνιμη και συστηματική πολιτική, η οποία -θεωρητικά τουλάχιστον- συνέδεε το ρυθμό των εκτοπίσεων με τη δυνατότη τα των αρχών της Γερμανίας να δέχονται τους νέους πρόσφυγες. Έτσι, από τα τέλη του 1945 και μετά, αφού πια τα άμεσα επακόλουθα της Απελευθέρωσης είχαν εξα ντληθεί -και επίσης, κατά πολύ βολικό τρόπο, αφού πια είχε τελειώσει η συγκομι δή-, οι περισσότεροι Γερμανοί εκτοπίστηκαν από τα τσεχικά εδάφη. Έτσι, στα τέλη της δεκαετίας του 1940 πολυάριθμοι αψβουργικοί και μεσαιωνικοί γερμανικοί οικι σμοί έπαψαν να υπάρχουν. Άτομα, ακόμα και κοινότητες που μικρή ή και καμία σχέση δεν είχαν με το ναζισμό, είχαν αναγκαστεί να φύγουν μόνο και μόνο επειδή ήταν Γ ερμανοί. Δεν έγινε στην ουσία καμία προσπάθεια να ελεγχθεί η πολιτική ταυ τότητα αυτών που εκτοπίζονταν. Αντιφασίστες και σοσιαλδημοκράτες πετάχτηκαν έξω από τα σπίτια τους ακριβώς όπως οι ναζί. Ακόμα και πολλοί γερμανόφωνοι Εβραίοι της Τσεχίας χρειάστηκε να φύγουν, καθώς οι Τσέχοι μετά χαράς άδραξαν την ευκαιρία να αναγκάσουν τους επιζώντες Εβραίους να φύγουν κι αυτοί. Μερικές οικογένειες απέφυγαν την εκτόπιση μόνο επειδή απαγχονίστηκαν ή ήπιαν δηλητή ριο. Το 1948 δεν απέμεναν στην Τσεχική Δημοκρατία περισσότεροι από 200.000 Γερμανοί.43 Οι Μεγάλες Δυνάμεις έλπιζαν πως αυτή η «μετακίνηση» των Γερμανών θα έβα ζε τέρμα στο γερμανικό ζήτημα της Ευρώπης. Άλλωστε, οι ναζί είχαν εκμεταλλευτεί τις γερμανικές μειονότητες της ανατολικής Ευρώπης και τις είχαν μετατρέψει σε πέμπτη φάλαγγα της εξωτερικής τους πολιτικής. Η εκτόπιση ήταν ένας τρόπος να εξασφαλίσουν ότι αυτό δεν θα ξανασυνέβαινε ποτέ. «Η πικρή πείρα εκατό χρόνων δείχνει ότι αυτοί οι Ευρωπαίοι αλύτρωτοι αποτελούν διαρκή πηγή πολέμου», έγρα
548
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
φε ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Χέρμπερτ Χοΰβερ το 1942. «Πρέπει να εξεταστεί ακόμα και το ηρωικό γιατρικό της μετακίνησης πληθυσμών. Η δοκιμασία των μετα κινήσεων είναι μεγάλη, μικρότερη όμως από τα συνεχή βάσανα των μειονοτήτων και τη συνεχή επανεμφάνιση των πολέμων». Ο Τσώρτσιλ συμφωνούσε. Η «ολοκλη ρωτική απέλαση των Γερμανών... θα είναι η πιο ικανοποιητική και μόνιμη εγγύηση σταθερότητας μετά τον πόλεμο», είχε δηλώσει τον Δεκέμβριο του 1944. «Δεν θα υπάρχει ανάμειξη των πληθυσμών, ώστε να προκαλοΰνται συνεχώς προβλήματα... Το πράγμα θα ξεκαθαρίσει τελείως.»44 Υπήρχαν όμως και άλλοι λόγοι για τις απελάσεις. Για τους Πολωνούς ιδίως, οι οικονομικές προοπτικές της χώρας βελτιώνονταν πάρα πολύ χάρη σε αυτή την ανταλλαγή (γιατί αυτό ήταν στην ουσία) φτωχών αγροτικών περιοχών της δυτικής Ουκρανίας με πλουσιότερες περιοχές στα δυτικά, και ιδίως με τη βιομηχανική ζώνη της Ανω Σιλεσίας. Οι πιθανότητες έλεγαν πως έτσι το βιοτικό επίπεδο της Πολωνίας θα πλησίαζε περισσότερο προς το γερμανικό - κάτι σημαντικό για όσους πίστευαν πως ο γερμανο-πολωνικός ανταγωνισμός είχε κυρίως οικονομικές ρίζες. Τον Ιανου άριο του 1945 κιόλας αναγγέλθηκε ριζική μεταρρύθμιση του καθεστώτος γης, που επέτρεπε την απαλλοτρίωση όλων των γερμανικών κτημάτων. Ο Κόκκινος Στρατός κράτησε για κάμποσα χρόνια μερικά από αυτά για δική του χρήση, αλλά τα υπόλοι πα ήταν στη διάθεση του πολωνικού κράτους, το οποίο μοίρασε μεγάλο μέρος αυτής της γης σε εποίκους και μικροκτηματίες, ενώ σε αρκετές μεθοριακές περιοχές μετέ τρεψε τα μεγάλα υποστατικά σε κρατικά αγροκτήματα - ένα από αυτά ήταν το Βάρτσιν του Βίσμαρκ-, αυξάνοντας έτσι τον έλεγχο που ασκούσε το κράτος στους οικο νομικούς πόρους της χώρας.45 Η πολωνική μετοίκηση υπήρξε εντυπωσιακά ταχύτερη από τη γερμανική της εμπόλεμης περιόδου. Ο Χίμλερ είχε εγκαταστήσει με δυσκολία μισό ίσως εκατομ μύριο εθνοτικούς Γερμανούς στα κατεχόμενα πολωνικά εδάφη κατά τα πέντε χρό νια που διηύθυνε το ναζιστικό πρόγραμμα μετοίκησης. Οι Πολωνοί, αντιθέτως, εγκατέστησαν ενάμισι εκατομμύριο εποίκους σε παλιές γερμανικές γαίες μέσα σε δύο μόλις χρόνια· η δε τελική εισροή ήταν ούτε λίγο ούτε πολύ τέσσερα εκατομμύ ρια. Τους βοήθησε βέβαια το γεγονός ότι δεν υπήρχε πόλεμος να μαίνεται ταυτό χρονα. Παρά ταύτα, η διαφορά αυτή αναδεικνύει έναν άλλο παράγοντα: την από λυτη άγνοια της πολιτικής πραγματικότητας από τους ναζί. Είχαν ξεκινήσει έναν πόλεμο επιδιώκοντας έναν ανέφικτο στόχο, αφού οι φιλοδοξίες του Χίμλερ για τη μετοίκηση ξεπερνούσαν κατά πολύ τον αριθμό των Γερμανών που είχε στη διάθεσή του* ακόμα και για εκείνους που διαφέντευε, όμως, οι βραδυκίνητες φυλετικές εξε τάσεις του επιβράδυναν τη μετάβαση από την απαλλοτρίωση στην απόδοση στους νέους ιδιοκτήτες. Για τους Πολωνούς, από την άλλη, ο εποικισμός των νέων δυτι κών εδαφών σήμαινε απλώς την επιτάχυνση της μακρόχρονης προς δυσμάς μετακί νησης των πληθυσμών και τη χρησιμοποίηση γι’ αυτόν το σκοπό του πλήθους των
ΧΙΤΛΕΡ ΚΑΠΟΥΤ!
549
Πολωνών που είχαν αναγκαστεί να αφήσουν τα σπίτια τους στην Ανατολή. Μονάχα κάπως αργότερα έγιναν φανεροί οι περιορισμοί που δημιουργούσε ο κομμουνιστι κός έλεγχος της γης, καθώς οι αγρότες αγωνίζονταν ενάντια στην κολεκτιβοποίηση της γης και οι κομματικοί υπεύθυνοι μετέτρεπαν σε δάση τη γη που ήταν σε αγρα νάπαυση. Η ειρωνεία είναι ότι, παρόλο που οι Πολωνοί είχαν περισσότερο κόσμο να εγκαταστήσουν -χάρη στις αναγκαστικές μετακινήσεις που είχε κάνει ο Στάλιν από την ανατολική Πολωνία-, τελικά δεν κατάφεραν να υπαγορεύσουν τις αποφά σεις των εποίκων για τη ζωή τους περισσότερο απ’ ό,τι παλιότερα οι ναζί. Στη μετα πολεμική Πολωνία και Τσεχοσλοβακία οι έποικοι έκαναν ό,τι έκαναν και επί Γερ μανών: άφηναν τις μακρινές παραμεθόριες περιοχές για τις πόλεις και εγκατέλειπαν τα κτήματα που ήταν κοντά στα σύνορα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και οι δύο χώρες είχαν γίνει εξαρτημένες από το ρωσικό σιτάρι, και το Κόμμα στρατο λογούσε ομάδες κρούσης νεαρών για να αντιστρέψει αυτή την τάση. Παρόλο όμως που το Κόμμα ανησυχούσε, γνώριζε συνάμα πως η υποστήριξη την οποία είχε πα ράσχει στις απελάσεις και στη μετοίκηση είχε ήδη υπηρετήσει το σκοπό της. Είχε βοηθήσει τον κομμουνισμό να πάρει την εξουσία και τον είχε ταυτίσει με την εθνι κή υπόθεση. Γιατί αυτή ήταν η τελευταία όψη των απελάσεων: αντιπροσώπευαν το θρίαμβο της εθνοκεντρικής πολιτικής σε όλη την ανατολική Ευρώπη. Οι Γερμανοί ήταν η με γαλύτερη εθνολογική ομάδα που έγινε στόχος εκτόπισης, αλλά δεν ήταν η μόνη. Οι συμφωνίες της Πολωνίας με την Ε.Σ.Σ.Δ. είχαν σαν συνέπεια πως, σε αντιστάθμισμα για το ότι υποδέχθηκε σχεδόν 2,1 εκατομμύρια Πολωνούς, η Πολωνία μπόρεσε να εκτοπίσει 482.000 Ουκρανούς το 1945-6. Την επόμενη χρονιά, οι περισσότεροι Ου κρανοί της νοτιοανατολικής Πολωνίας έγιναν στόχος μιας τιμωρητικής στρατιωτι κής επιχείρησης που λεγόταν Άκτσια Βίσουα και αναγκάστηκαν να μετακομίσουν στη δυτική Πολωνία, καταφέροντας βαρύ πλήγμα στα λείψανα της ουκρανικής αντί στασης που εξακολουθούσε να πολεμά και τους Πολωνούς και τους Σοβιετικούς. Ταυτόχρονα εκδηλώθηκε κύμα λαϊκών αντισημιτικών έκτροπων -περισσότεροι από 350 Εβραίοι σκοτώθηκαν ως τα τέλη του 1945 μονάχα- το οποίο αποκάλυψε τον ατελή έλεγχο που ασκούσε η νέα κυβερνητική εξουσία σε πολλές περιοχές και έδιωξε πολλούς από τους Εβραίους επιζώντες της Πολωνίας. Όπως οι Τσέχοι, έτσι και οι Πολωνοί ήθελαν να διώξουν τους Εβραίους. Οι Ούγγροι και οι Ιταλοί υπο χρεώθηκαν να φύγουν από τη Γιουγκοσλαβία, και υπήρξε έως και μια ντε φάκτο ανταλλαγή Ούγγρων και Σλοβάκων. Έτσι, ο Στάλιν ανέλαβε στα τέλη της δεκαετίας του 1940 το ρόλο που είχε παίξει ο Χίτλερ στην αρχή - του διαιτητή των εδαφικών και μειονοτικών ζητημάτων της κεντροανατολικής Ευρώπης, που μεσολαβούσε ανάμεσα στους Πολωνούς και τους Τσέχους, και ανάμεσα στους Ούγγρους, τους Σλοβάκους και τους Ρουμάνους.46
550
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ
Το 1950 οι μειονοτικοί πληθυσμοί της ανατολικής Ευρώπης είχαν συρρικνωθεί σ’ ένα πολΰ μικρό ποσοστό του μεγέθους που είχαν δυο δεκαετίες νωρίτερα, και κοινότητες εθνοτικών Γερμανών υπήρχαν μονάχα σε απομονωμένους θύλακες. Η Γερμανία η ίδια ήταν διαιρεμένη και κατεχόμενη, ανήμπορη να παρέμβει στη διε θνή σκηνή υπέρ τους, ακόμα και αν το ήθελαν οι πολιτικοί της. Υπό το σταθερό βλέμμα της Ουάσινγκτον και της Μόσχας, οι πολιτικοί από τα δύο μισά της διαιρεμένης χώρας συνήψαν συμμαχίες με τους γείτονές τους. Η Βόννη προσπάθησε να ξεδοντιάσει τα κινήματα των προσφύγων, που είχαν πλούσια χρηματοδότηση, και να αποτρέψει μιαν επανάληψη του ρεβανσιστικού κύματος τοον χρόνων της δημο κρατίας της Βαϊμάρης. Τα κινήματα αυτά πρωτοστατούσαν στα συνθήματα υπέρ της επιστροφής στη «Γερμανική Ανατολή», και υπό την πίεσή τους ακόμα κι ο Αντενάουερ ζήτησε δημόσια την επιστροφή στα σύνορα που είχε το Ράιχ το 1937. Μετα γλωττίζοντας τις διεκδικήσεις τους στο ιδίωμα του Ελεύθερου Κόσμου, ζητούσαν «ανθρώπινα δικαιώματα» για τους απελαθέντες -μαζί και το δικαίωμα επιστροφής στις εστίες τους-, καθώς και «απελευθέρωση». Από την άλλη πλευρά των συνόρων, τα αδειανά χωριά τους στη δυτική Τσεχοσλοβακία ρήμαζαν παρατημένα και οι άλ λοτε σπουδαίες πόλεις τους, όπως το Μπρεσλάου, παρουσίαζαν επί δεκαετίες δημογραφικό έλλειμμα. Όμως οι περισσότεροι πρόσφυγες ενσωματώθηκαν εντυπωσια κά γρήγορα, χάρη και στη μεταπολεμική ευημερία. Στα καφενεία της Δυτικής Γερ μανίας τα τραπεζάκια στέναζαν από το βάρος των νοσταλγικών φωτογραφικών λευ κωμάτων της χαμένης Ανατολής* πολύ πριν από τη Συνθήκη του 1990, όμως, με την οποία οι δύο Γερμανίες αναγνώρισαν τελικά τα μεταπολεμικά σύνορα της χώρας, ο περισσότερος κόσμος ήξερε πως η Ανατολή αυτή είχε οριστικά χαθεί.47
ΜΕΡΟΣ 3
Π ροοπτικές
17
Εμείς οι Ευρωπαίοι
Η Γερμανία δεν θα βρίσκεται υπό εχθρική κατοχή το έτος 2000. Το γερμανικό έθνος θα είναι ο πνευματικός ηγέτης της πολιτισμένης ανθρωπότητας. Κερδίζουμε αυτό το δικαίωμα σε αυτό τον πόλεμο. Λυτή η παγκόσμια σύγκρουση με τους εχθρούς μας θα μείνει μόνο σαν ένα άσχημο όνειρο στη μνήμη των λαών. Τα παιδιά μας θα ανεγεί ρουν μνημεία στους πατέρες και στις μητέρες τους για τα βάσανα που υπέφεραν, για τη στωική προσήλωση με την οποία τα άντεξαν όλα, για τη γενναιότητα που επέδειξαν, για τον ηρωισμό με τον οποίο αγωνίστηκαν, για την πίστη που έδειξαν προς τον
Φΰρερ τους και τα ιδανικά του σε δύσκολους καιρούς. Οι ελπίδες μας θα επαληθευ τούν στον δικό τους κόσμο και τα ιδανικά μας θα είναι η πραγματικότητα.
Γιόζεφ Γκαίμπελς, «Ό&§ Ι&Ιιγ 2000»,ϋα$ ΚβίοΗ, 25 Φεβρουάριου 19451
ΤΟ ΕΤ Ο Σ 2000
Ή ταν σίγουρα ένα από τα πιο αλλόκοτα και αποκαλυπτικά άρθρα που δημοσίευσε ποτέ ο Γκαίμπελς. Στις 11 Φεβρουάριου 1945, οι Τρεις Μεγάλοι εξέδωσαν τη Δια κήρυξη της Γιάλτας για την Απελευθερωμένη Ευρώπη και επιβεβαίωσαν τη δέσμευ σή τους να επαναφέρουν τη δημοκρατία στην ήπειρο. Υποσχέθηκαν να αποκατα στήσουν τη σταθερότητα στην Ευρώπη και να συμβάλουν στην απάλειψη «των τε λευταίων υπολειμμάτων του ναζισμού και του φασισμού», και αναφέρθηκαν στην πτώση του Τρίτου Ράιχ και του κυβερνώντος κόμματός του. «Η ναζιστική Γερμα νία», προέβλεψαν με αυτοπεποίθηση, «είναι καταδικασμένη». Δεκαπέντε μέρες αρ γότερα, ο Γκαίμπελς απάντησε μ’ ένα σφοδρό άρθρο - ένα κείμενο Αποκαλυπτικής μελλοντολογίας με τίτλο «Όαδ ΙβΙιγ 2000», που δημοσιεύτηκε στο αγαπημένο του προπαγανδιστικό μέσο, το μαζικής κυκλοφορίας εβδομαδιαίο έντυπο Όα$ ΚβίβΗ. «Πώς θα είναι ο κόσμος το έτος 2000;» ρωτούσε ο υπουργός Προπαγάνδας του Ράιχ. Μερικές από τις απαντήσεις του ήταν αυτονόητες: «Τα παιδιά των παιδιών μας θα έχουν κάνει παιδιά, και... τα συμβάντα αυτού του πολέμου θα έχουν ξεθωριάσει και θα έχουν γίνει ένας μύθος». Προέβλεψε σωστά ότι η Ευρώπη θα είναι ενωμένη
554
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
και -ελάχιστα λιγότερο σωστά- ότι «θα πετά κανείς από το Βερολίνο στο Παρίσι για πρωινό μέσα σε δεκαπέντε λεπτά». Φρονούσε, όμως, ότι ήταν παράλογο να φαντα στεί κανείς -όπως έκανε η Γιάλτα- ότι οι Βρετανοί και οι Αμερικάνοι θα κατέχουν ακόμα τη Γερμανία και θα εκπαιδεύουν το λαό της στη δημοκρατία, τόσα χρόνια στο μέλλον. Η δική του πρόγνωση ήταν πολύ πιο ανησυχητική. Η Γιάλτα ήταν «ένα κατο χικό πρόγραμμα που θα καταστρέψει και θα εξοντώσει τον γερμανικό λαό». Ο Τσώρτσιλ και ο Ρούσβελτ είχαν πέσει στην παγίδα του Στάλιν και θα διαπίστωναν γρήγορα την ανημπόρια τους μπροστά στα σχέδιά του για παγκόσμια κυριαρχία. Δεν θα υπέφεραν μόνο οι Γερμανοί. Έ να «σιδηρούν παραπέτασμα» -ο Γκαίμπελς χρησιμοποίησε αυτή την έκφραση ένα χρόνο προτού την κάνει δημοφιλή ο Τσώρτσιλ- θα έπεφτε χωρίζοντας όλη την Ευρώπη, και πίσω του «τα έθνη θα σφα γιάζονταν», υπό τις ζητωκραυγές του παγκόσμιου «εβραϊκού Τύπου». Χωρίς ηγέ τες, οι κάτοικοι της ανατολικής Ευρώπης θα γίνονταν μια «ανεγκέφαλη αναβράζουσα μάζα εκατομμυρίων απελπιστικά προλεταριοποιημένων εργαζόμενων ζώων», που, σαν τα ρομπότ, θα εκτελούσαν απλώς τις βουλές του Κρεμλίνου. Στις ΗΠΑ θα επικρατούσε ο απομονωτισμός και επομένως η χώρα θα απέσυρε τις δυνάμεις της από την Ευρώπη. Οι Βρετανοί, που ο πληθυσμός τους θα μειωνόταν με ταχύ ρυθμό, θα ανακάλυπταν πως οι δυνάμεις τους δεν αρκούσαν και πως υπονομεύονταν εκ των έσω από τον μπολσεβικισμό. Θα γινόταν ένας σύντομος πόλεμος που θα τον ονόμαζαν «Τρίτο Παγκόσμιο» και η Ε.Σ.Σ.Δ. θα τον κέρδιζε εύκολα, αφήνοντας την Ευρώπη πεσμένη «στα πόδια των μηχανοποιημένων ρομπότ από τις στέπες». Μέσα σε πέντε χρόνια, τα ρομπότ αυτά θα ήταν έτοιμα να διασχίσουν τον Ατλαντικό και να επιτεθούν εναντίον των ΗΠΑ. «Το Δυτικό Ημισφαίριο, που παρά τις ψευδείς κα τηγορίες εμείς δεν το απειλήσαμε ποτέ, θα βρισκόταν τότε μπροστά στον μέγιστο κίνδυνο. Θα έρθει η ώρα που οι άνθρωποι στις ΗΠΑ θα καταριούνται την ημέρα που ένας λησμονημένος από χρόνια Αμερικανός πρόεδρος εξέδοοσε ανακοίνωση σε μια διάσκεψη στη Γιάλτα, η οποία θα έχει από καιρό ξεθωριάσει και θα ’χει περάσει στη σφαίρα του θρύλου». Ο Γκαίμπελς θεωρούσε καταγέλαστο το ότι οι Βρετανοί και οι Αμερικάνοι κατέστρωναν σχέδια για τα επόμενα πενήντα χρόνια. «Θα είναι ευτυχείς αν επιζήσουν ως το 1950.»2 Οι προθέσεις του Γκαίμπελς ήταν αρκετά φανερές: καθώς ήταν πληρεξούσιος για όλη την πολεμική προσπάθεια, η δουλειά του ήταν να πείσει τους Γερμανούς να συνεχίσουν να πολεμούν και να αγνοήσουν την πρόσκληση της Γιάλτας να συνθηκο λογήσουν. Το εντυπωσιακό όμως ήταν ο τρόπος που το έκανε αυτό, δίνοντάς τους δηλαδή να καταλάβουν πως είχαν «μια ευρωπαϊκή αποστολή». Ποτέ δεν διατυπώ θηκε με εναργέστερο τρόπο η σύνδεση Ευροοπης και εθνικοσοσιαλισμού: μόνο το Ράιχ μπορούσε τώρα να σώσει την Ευρώπη από τον μπολσεβικισμό, και μόνο η πί στη στον εθνικοσοσιαλισμό μπορούσε να σώσει τους Γερμανούς και να τους δώσει τη δύναμη να συνεχίσουν τον πόλεμο. «Είτε η Μεγάλη Γερμανία θα είναι ο ηγέτης
ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ
555
της Ευρώπης είτε η Ευρώπη θα πάψει να υπάρχει»: έτσι το είχε θέσει ένας γηραιός ιστορικός, κι έτσι ακριβώς το έβλεπε και ο Γκαίμπελς.3 Αν παραβλέπουμε το κολαστήριο πυρ -και πρόκειται για μεγάλο αν-, που θυμί ζει Ιερώνυμο Μπος, κατά τα άλλα ο Γκαίμπελς έπιασε πολλά πράγματα σωστά -και κυρίως τη διαίρεση του κόσμου λόγω του Ψυχρού Πολέμου, με την Ευρώπη ανήμπο ρη, καθώς Αμερική και Ρωσία διαγκωνίζονταν για την παγκόσμια κυριαρχία. Σω στά προέβλεψε επίσης το Σιδηρούν Παραπέτασμα -μολονότι νόμιζε πως οι ορδές του Κρεμλίνου θα το διαπερνούσαν σύντομα-, και πολλοί Αμερικανοί το 1945 θα συμφωνούσαν με την εκτίμησή του για τον απομονωτισμό των ΗΓΙΑ. Έβλεπε καθα ρά πως οι Βρετανοί είχαν τελειώσει ως παγκόσμια δύναμη, και το μόνο μυστήριο -που εξαρχής ήταν τέτοιο για τους ναζί- ήταν γιατί είχαν απορρίψει με τόσο πείσμα την ιδέα του συνεταιρισμού με το Τρίτο Ράιχ που θα μπορούσε να είχε σώσει την αυ τοκρατορία τους. Ακόμα και ο φόβος του για την πληθυσμιακή συρρίκνωση, αν και υπερβολικός, έχει αποκτήσει νέα βαρύτητα σ’ έναν κόσμο όπου πολλές χώρες -και μαζί όλη σχεδόν η Ευρώπη- πάσχουν από φθίνουσα γονιμότητα (αν και η ειρωνεία, σε σχέση με το πόσο φοβόταν τον μπολσεβικισμό ο Γκαίμπελς, είναι πως μία από τις ταχύτερες περιπτώσεις πληθυσμιακής συρρίκνωσης είναι σήμερα η Ρωσία). Και όμως* παρά το ότι ο Γκαίμπελς τόνιζε την ευρωπαϊκή αποστολή του Ράιχ και είχε μάλιστα πιάσει το ευρωπαϊκό βιολί από τον καιρό του Στάλινγκραντ κιόλας, είναι εξίσου εντυπωσιακό το ότι δεν είχε τίποτε απολύτως να πει για το πώς θα ήταν η Ευ ρώπη τελικά αν νικούσαν οι Γερμανοί. Η σιωπή αυτή δεν ήταν νέα. Όταν είχε θίξει το θέμα δύο χρόνια νωρίτερα, δεν είχε κάνει τίποτε παραπάνω από το να αποκρούσει τις κατηγορίες ότι το Ράιχ έβλεπε τους άλλους Ευρωπαίους σαν κατώτερους. «Ο μοναδι κός στόχος της Γερμανίας», είχε γράψει, ήταν «να συγκροτήσει μια Ευρώπη ενωμένη μέσα στο πνεύμα της συντροφικότητας και του αμοιβαίου αυτοσεβασμού». Η γερμα νική υπηρεσία του ΒΒΟ τον πήρε στο ψιλό και του είπε να προσπαθήσει να κηρύξει το μήνυμά του για την αδελφική αγάπη στους «Πολωνούς και στους Τσέχους, που σήμε ρα τους μεταχειρίζονται χειρότερα από τα κτήνη», και στους Νορβηγούς, τους Ολλαν δούς, τους Έλληνες και τους Γιουγκοσλάβους: «Τους έχετε τσακίσει το κεφάλι - και τώρα λέτε πως “το μόνο που θέλετε είναι να είστε αδέρφια τους”.»4 Όσο περισσότερο μιλούσαν οι ναζί για Ευρώπη, τόσο λιγότερα πράγματα φαι νόταν να λένε. Δεν έφταιγε όμως στην πραγματικότητα ο Γκαίμπελς γι’ αυτό. Ο Χίτ λερ ήταν από ορισμένες απόψεις ο πιο Ευρωπαίος ηγέτης μεγάλου κράτους του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου· αν μη τι άλλο, σε αντίθεση με τον Ρούζβελτ, τον Τσώρτσιλ και τον Στάλιν, είχε όντως μίαν αντίληψη για την Ευρώπη ως ενιαία οντό τητα που αναμετριόταν με την Ε.Σ.Σ.Δ. αφενός και με τις ΗΠΑ αφετέρου. Όταν όμως μετά το 1990 οι Βρετανοί ευροοσκεπτικιστές υποστήριξαν πειραχτικά ότι η Ευρω παϊκή Ένωση δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα ναζιστικό όνειρο που είχε γίνει πραγματικότητα, είχαν τρομερά άδικο. Στον πυρήνα της ιδέας του Χίτλερ περί Ευ [ Ρ π Ιιγο γ ]
556
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
ρώπης έχασκε μια πελώρια τρύπα, και ο Γκαίμπελς, όταν έλεγε τόσο λίγα πράγματα επί του θέματος, απλώς ακολουθούσε τον Φΰρερ του. Αν θέλουμε να κατανοήσουμε πώς έβλεπαν οι ναζί την Ευρώπη, τι σχέδια είχαν γι’ αυτήν και ποιες εναλλακτικές προτάσεις χρειάστηκε να διατυπώσουν σε απάντηση οι αντίπαλοί τους, τότε θα πρέ πει πραγματικά να ξεκινήσουμε από τις ηχηρές αλλά ενοχλητικά κενές περιεχομέ νου διατυπώσεις του Χίτλερ για το ευρωπαϊκό πρόβλημα.
Η Ν Α Ζ ΙΣ Τ ΙΚ Η Α Ν Τ ΙΛ Η Ψ Η Γ ΙΑ Τ Η Ν Ε Υ Ρ Ω Π Η
Τη δεκαετία του 1920, τα άμεσα μελήματα του Ναζιστικοΰ Κόμματος ήταν τα εσωτε ρικά. Όμως ήδη από τότε, η -πέραν των συνόρων του 1914- επέκταση ώστε να υπα χθούν όλοι οι Γερμανοί εντός των συνόρων ενός μόνο κράτους ήταν το κλειδί του προγράμματος του. Αυτό σήμαινε παραγκώνιση της Κοινωνίας των Εθνών, των δυ νάμεων της Αντάντ που βρίσκονταν από πίσω της και του «συνονθυλεύματος των μι κρών κρατών» (ΚΜηδί&αΐοη-ΟοΓϋιηροΙ) που αυτές είχαν δημιουργήσει στην ανατο λική Ευρώπη. Σήμαινε, επίσης, αναμέτρηση με τη Ρωσία. Το όραμα του Χίτλερ για τον Ι^βοηδΓ&ιιιη τροφοδοτούνταν τόσο από τον αντιμπολσεβικισμό όσο και από την ιδέα ότι οι Γερμανοί και οι Σλάβοι ήταν εγκλωβισμένοι σ’ έναν οικονομικό και γεω πολιτικό αγώνα για τον έλεγχο της καρδιάς της Ευρασίας. Τη γη τη χρειάζονταν όχι μόνο για να υπαγάγουν όλους τους εθνοτικούς Γερμανούς στην πολιτική εξουσία του Ράιχ αλλά και για να εγκαταστήσουν τον πλεονάζοντα γερμανικό πληθυσμό που συνωστιζόταν, υποτίθεται, μέσα στα τότε σύνορα. Ο αντιρωσικός προσανατολισμός του δεν άλλαξε ποτέ, αλλά για την Ευρώπη σαν τέτοια ο Χίτλερ άρχισε να μιλά πολύ περισσότερο στο αδημοσίευτο Δεύτερο Βιβλίο που συνέταξε το 1928. Η αναγκαστική εκβιομηχάνιση της Ε.Σ.Σ.Δ. από τον Στάλιν απείχε ακόμα μερικά χρόνια. Ο Χένρυ Φορντ και ο Τσάρλι Τσάπλιν, από την άλλη, δέσποζαν στα πρωτοσέλιδα, καθώς ένα κύμα αμερικανικών κεφαλαίων απειλούσε να κατακλύσει μια ήπειρο που ακόμα πάλευε να αναρρώσει από τον Με γάλο Πόλεμο. Εκείνο που κατά τον Χίτλερ έκανε τις ΗΠΑ τόσο μοναδικά ισχυρές δεν ήταν μόνο η γη και οι άφθονοι πόροι τους, αλλά και το ανθρώπινο υλικό· «γνή σια ευρωπαϊκή αποικία», είχε προσελκύσει τις «καλύτερες νορδικές δυνάμεις» ως μετανάστες από την απέναντι μεριά του Ατλαντικού και λάβαινε μέτρα -με τη μορ φή του ελέγχου της μετανάστευσης- ώστε να μη νοθευτούν από κατώτερους φυλετι κούς τύπους της νότιας και της ανατολικής Ευρώπης. Με δυο λόγια, ακτινοβολούσε το γεωπολιτικό σφρίγος ενός κράτους που είχε ξεπεράσειτόσο τη σπάνη των τροφί μων όσο και τις απειλές εναντίον της φυλετικής του καθαρότητας. Πώς έπρεπε να απαντήσει η Ευρώπη; Ό χι, επέμενε ο Χίτλερ, με ένα συνεταιρι σμό εθνικών κρατών - οποιαδήποτε απόπειρα ίδρυσης Ενωμένων Πολιτειών της
ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ
557
Ευρώπης (όπως κήρυτταν πολλοί τότε) την απέρριπτε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Μια «τυπική ένωση των ευρωπαϊκών λαών», έγραφε, ήταν καταδικασμένη να αποτύχει αν την επιδίωκαν με ειρηνικά, δημοκρατικά μέσα* γιατί καμιά πολιτική εξέλιξη δεν μπορούσε να έχει διάρκεια, αν δεν πραγματοποιούνταν με αγώνες και πολέμους. Επιπλέον, χωρίς φυλετική πολιτική που να μπορεί να ανταγωνιστεί την αμερικανι κή, η Ευρώπη το μόνο που μπορούσε να γεννήσει ήταν έναν «πανευρωπαϊκό κυκεώ να». Μόνο περιφρόνηση ένιωθε για το πανευρωπαϊκό κίνημα, ο ιδρυτής του οποίου, κόμης Ρίχαρντ Νικολάους Εϊτζίρο Γκραφ Καουντενχόφε-Καλέργκι, γεννημένος στο Τόκυο από πατέρα κόμη της Αυστροουγγαρίας και μητέρα Ιαπωνέζα, έβλεπε θετικά τη φυλετική ποικιλότητα και θεωρούσε τους Εβραίους «πνευματικούς ευγενείς της Ευρώπης». Κατά τον Χίτλερ, ο Καουντενχόφε-Καλέργκι ήταν ένας άπατρις κοσμοπολίτης και ελιτιστής μιγάς, που προσπαθούσε να επαναλάβει τα λάθη των Αψβούργων προγόνων του σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Τη δεκαετία του 1920, ο Χίτλερ εξακολουθούσε στα λόγια να πρεσβεύει μια Ευ ρώπη «ελεύθερων και ανεξάρτητων εθνικών κρατών, με διακεκριμένες και επακρι βώς ορισμένες σφαίρες συμφερόντων». Καθώς όμως περνούσαν τα χρόνια και η Γερμανία γινόταν ισχυρότερη, η ναζιστική ρητορεία προσέλαβε μια πιο ιμπεριαλι στική και αυταρχική χροιά. Ακόμα δε και σ’ εκείνη την πρωιμότερη αντίληψη ενός συστήματος κρατών υπό γερμανική ηγεμονία διαβλέπει κανείς ένα άγχος για τα σύ νορα και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ εθνών. Ο Χίτλερ φοβόταν πως οποιαδήποτε δύναμη έτοιμη να αναλάβει το ρόλο της ηγέτιδας της ηπείρου θα καταδικαζόταν σε «φυλετική παρακμή»: ήθελε να κυβερνήσει την Ευρώπη αλλά να μη μολυνθεί από αυτήν. Ένιωθε, επομένως, από την αρχή κιόλας βαθιά δυσπιστία για τους γείτονες της Γερμανίας και δεν είχε διάθεση να εξαρτάται από αυτούς ή να τους δει σαν εταίρους με την πραγματική σημασία της λέξης: τα περί «ελεύθερων και ανεξάρτη των εθνικών κρατών» ήταν παραμύθια. Επειδή ο ναζισμός ήταν αντίθετος τόσο στην αμερικανική πλουτοκρατία όσο και στον σοβιετικό μπολσεβικισμό, του ήταν εύκολο να μιλά ευρωπαϊκά, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ταγμένος στον γερμανικό λαό και μόνο.5 Ό λα αυτά έγιναν πολύ φανερά το καλοκαίρι του 1940, μόλις το Ράιχ μετατράπηκε ξαφνικά σε διαιτητή όλης της ηπείρου. Το μεγαλύτερο μέρος των συζητήσεων τό τε αφορούσε τα οικονομικά και άρα δεν ενδιέφερε και πάρα πολύ τον Χίτλερ. Δεν είχαν τίποτα το ιδιαίτερα εθνικοσοσιαλιστικό οι εκκλήσεις των Γερμανών για εξορθολογισμό της ευρωπαϊκής οικονομίας με βάση το γερμανικό μοντέλο ώστε να ανα κάμψει από την ύφεση, για καταμερισμό της εργασίας ανάμεσα στην αγροτική νο τιοανατολική της περιοχή και στη βορειοδυτική βιομηχανική της ή για την αναγό ρευση του Βερολίνου σε κέντρο σχεδιασμού, χρηματοοικονομικό και εμπορικό. Οι ιδέες αυτές εκπορεύονταν κυρίως από τους επιχειρηματικούς κύκλους και ήταν μια ενημερωμένη εκδοχή σχεδίων και προγραμμάτων που κυκλοφορούσαν από τον και
558
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
ρό του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Πιο χαρακτηριστικά ναζιστικός ήταν ο τόνος του ωμού «ρεαλισμού» που ανάδινε η ομιλία του Γκαίμπελς προς τους Τσέχους δη μοσιογράφους τον Σεπτέμβριο του 1940. Ο Γκαίμπελς ξεκίνησε μιλώντας αόριστα για την αναδιοργάνωση και την ενοποίηση της Ευρώπης «με βάση αρχές που αντι στοιχούν στις κοινωνικές, οικονομικές και τεχνικές δυνατότητες του εικοστού αιώ να». Μοντέλο θα ήταν η Γερμανία, που είχε η ίδια ενωθεί και φτιάξει κάτι το συ μπαγές μέσα από τον κατακερματισμό. Οι αλλαγές στην τεχνολογία έκαναν τα σύ νορα να φαντάζουν ανοησία· ο δε σιδηρόδρομος, το ραδιόφωνο και τα αεροπορικά ταξίδια έφερναν τους ανθρώπους σε πιο στενή επαφή. Συνέχισε όμως θυμίζοντας στο ακροατήριό του πως θα απαιτούνταν κάθε τόσο και ο εξαναγκασμός για να ξεπεραστούν «οι ιδιαιτερότητες των επιμέρους κρατών, οι προκαταλήψεις, οι περιορι σμένοι ορίζοντες και οι στενόμυαλες ιδέες». Ο Γκαίμπελς αρνήθηκε πως η Γερμα νία ήθελε να «πνίξει» τους άλλους λαούς* έστω και έτσι όμως, ετούτοι καλά θα έκα ναν να αναγνωρίσουν ποιος έκανε κουμάντο τώρα: «Είτε επιδοκιμάζετε αυτή την κατάσταση είτε όχι, δεν υπάρχει διαφορά. Είτε είναι αυτό που θέλει η καρδιά σας είτε όχι, δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα για να αλλάξετε τα δεδομένα».6 Η εισβολή στη Σοβιετική Ένωση ενίσχυσε αυτή την έμφαση στο ρόλο της ηγε σίας και προσέδωσε στην Ευρώπη κάτι το πολεμοχαρές: ήταν τώρα προϊόν ένοπλου αγώνα, όχι διαβουλεύσεων. Με την εκστρατεία στην Ανατολή η επιρροή πέρασε από τους περί τον Γκαίρινγκ επιχειρηματίες στον Χίμλερ και στους υπό αυτόν ιδεο λόγους της μετοίκησης, μετέτρεψε δε τον Χίτλερ σε Η66Γίϋ1ΐΓ6Γ Ευτοραδ -Στρατιω τικό Ηγέτη της Ευρώπης- στον αγώνα για τη μετατόπιση της φυλετικής μεθορίου Ευρώπης και Ασίας ανατολικότερα.7 Η «συνεργασία» φάνταζε τώρα σαν μια διασκεδαστική φρεναπάτη των Γάλλων, παρά σαν στόχος που οι Γερμανοί έπρεπε να τον πάρουν στα σοβαρά. Ο τρόπος που ο Χίτλερ μιλούσε για το μέλλον στον πρε σβευτή του στη Γαλλία, Όττο Άμπετς, τον Σεπτέμβριο του 1941, δείχνει πόσο λίγο είχε αλλάξει απόψεις από τα μέσα της δεκαετίας του 1920: Ο ι Α σιάτες και οι μπολσεβίκοι έπρεπε να αποβληθοΰν από την Ευρώπη* το επεισό διο των 250 χρόνων «Ασιατισμοΰ» [Αδί^Ιοπίπηι] είχε φτάσει στο τέλος του... Α παξ και οι Α σιάτες αποβάλλονταν, η Ευρώπη δεν θα εξαρτιόταν πια από καμιά εξω τε ρική δύναμη* η Αμερική, επίσης, μπορούσε να «πάει να πνιγεί», σε ό,τι μας αφ ορού σε. Η Ευρώπη θα παρήγε η ίδια όλες τις πρώτες ύλες που χρειαζόταν και θα είχε τις δικές της αγορές στη ρωσική περιοχή, έτσι ώστε να μην έχουμε πια καμιά ανάγκη το υπόλοιπο παγκόσμιο εμπόριο. Η νέα Ρωσία, ως πέρα στα Ουράλια, θα γινόταν «η Ινδία μας», μια Ινδία όμως πιο ευνοϊκά τοποθετημένη στο χάρτη από την Ινδία των Βρετανών. Το νέο Μ εγάλο Γερμανικό Ράιχ θα περιλάμβανε 135 εκατομμύρια α ν θρώπους και θα εξούσιαζε άλλα 150 εκατομμύρια.8
ΕΜ ΕΙΣ ΟΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ
559
Ο Χίτλερ ήταν σίγουρος πως η ήπειρος, ενωμένη και υπό γερμανική ηγεσία, θα κατάφερνε στο τέλος να τα βάλει με τις Ηνωμένες Πολιτείες και να επικρατήσει. Το μοναδικό στοιχείο που είχε αλλάξει στη σκέψη του από τη δεκαετία του 1920 ήταν πως η ιδέα του για τους Αμερικανούς και την απειλή που εκπροσωπούσαν δεν ήταν τόσο μεγάλη. Προϋπόθεση όμως ήταν η νίκη εναντίον του Στάλιν και ο έλεγχος του πλούτου της Ευρωπαϊκής Ρωσίας* η δε ένοπλη σύγκρουση ήταν επιθυμητή καθαυτή, γιατί δημιουργούσε ένα αίσθημα ευρωπαϊκότητας. Στον Τσιάνο, τον Ιταλό υπουργό Εξωτερικών, είπε ότι: Αξιοσημείωτο στη σύγκρουση της Ανατολής ήταν το γεγονός ότι για πρώτη φορά εί χε αναπτυχθεί ένα αίσθημα ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Αυτό είχε μεγάλη σημασία για το μέλλον. Κάποια μεταγενέστερη γενιά θα χρειαζόταν να θέσει το πρόβλημα Ευρώπης-Αμερικής επί τάπητος. Δεν θα ήταν τότε πια θέμα Γερμανίας ή Αγγλίας, ή φασισμού ή εθνικοσοσιαλισμού ή ανταγωνιστικών συστημάτων, αλλά κοινών συμ φερόντων της Πανευρώπης εντός της ευρωπαϊκής οικονομικής σφαίρας, μαζί με τα αφρικανικά της παραρτήματα. Το αίσθημα της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, που προς το παρόν ήταν απτό και ευκρινές, θα έπρεπε σταδιακά να αλλάξει συνολικά και να γίνει μια μεγάλη αναγνώριση της ευρωπαϊκής κοινότητας... Το μέλλον δεν ανήκε στη γελοιωδώς ημιπολιτισμένη Αμερική, αλλά στην παλινορθωμένη Ευρώπη, η οποία θα επικρατούσε επίσης με το λαό της, την οικονομία της και τις πνευματικές και πολιτιστικές της αξίες, υπό τον όρο ότι η Ανατολή θα τιθόταν στην υπηρεσία της ευρωπαϊκής ιδέας και δεν θα εργαζόταν εναντίον της Ευρώπης.9 Τσως η σιγουριά του Χίτλερ πως η γερμανική ηγεσία θα βοηθούσε την Ευρώπη να αντιμετωπίσει την υπερατλαντική πρόκληση να εξηγεί γιατί αδιαφορούσε τόσο πολύ για το τι ήθελαν οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι. Γιατί εκείνο που εντυπωσιάζει στα σχέδια των ναζί για τη μεταπολεμική Ευρώπη -και αποτελεί τη μεγάλη διαφορά τους από την αγγλοαμερικανική αλλά και τη σοβιετική σκέψη στο ίδιο ζήτημα- είναι το πόσο αποκλειστικά προσανατολισμένα ήταν στις γερμανικές ανάγκες και μόνο. Δεκάδες γερμανικές πόλεις -το Αμβούργο, το Λιντς, το Μόναχο, το Κλάγκενφουρτ— θα εξω ραΐζονταν ή θα ανοικοδομούνταν, παράλληλα με τις νέες «πόλεις στρατωνισμού» της αποικισμένης Ανατολής που θα γίνονταν γερμανικά κέντρα διακυβέρνησης ή βιομη χανίας. Αυτά ήταν τα σχέδια που έκαναν τη φαντασία του Χίτλερ να καλπάζει. Αργότερα, ο Άλμπερτ Σπέερ στοχαζόταν μελαγχολικά ότι ο πόλεμος ήταν μια περίο δος ατέλειωτων απραγματοποίητων σχεδίων και σημείωνε πως ιδίως τα σχέδια για την Ανατολή «θα μπορούσαν να μας κρατήσουν απασχολημένους για την υπόλοιπη ζωή μας». Στεγαστικά συγκροτήματα, κινηματογράφοι, αυτοκινητόδρομοι, γιγάντιοι σιδηρόδρομοι, ηρώα, πάρκα και αθλητικά κέντρα, όλα σχεδιάζονταν με ασύλληπτες λεπτομέρειες. Σε μέρη όπως η Κρακοβία, το Ζάμοστς και το Άουσβιτς, οι διοικητές των στρατοπέδων θα χαλάροοναν μετά τη δουλειά στους κήπους των νέων τους επαύ-
560
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
λεων, ενώ οι γυναίκες τους και οι υπηρέτες θα πήγαν να ψωνίσουν στις στοές που θα πλαισίωναν τους δρόμους των νεομεσαιωνικών κέντρίον των πόλεων. Αυτοΰ του εί δους τη ζωή επιθυμούσαν να εξασφαλίσουν στους μπαρουτοκαπνισμένους στρατιώ τες τους στον μεταπολεμικό γερμανικό ΙχβοηδΓαιιιη ο Χίτλερ και ο Χίμλερ.10 Όσο για τα υπόλοιπα, άφηναν τις σχετικές έγνοιες στους επιχειρηματίες, στα αφανή γραφεία του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας ή στους διαφωνοΰντες του Υπουργείου Εξωτερικών. Τα δδ θα αφάνιζαν τους Εβραίους και αργότερα θα τακτο ποιούσαν και τους Σλάβους. Η Δύση κατά βάση δεν ενδιέφερε τον Χίτλερ. Όσο οι μεγιστάνες της βιομηχανίας και οι κρατικοί υπάλληλοι του Βελγίου και της Δανίας εξασφάλιζαν την τροφοδοσία του Ράιχ από τα εργοστάσιά τους -και πράγματι πολλοί έσπευσαν να το κάνουν, αποτελεσματικά και κάποτε με ενθουσιασμό-, εκείνος ήταν ευχαριστημένος. Η ανάγκη όμως να διασφαλιστεί η δυτική πλευρά του Φρουρίου Ευ ρώπη είχε σαν συνέπεια ότι το Βερολίνο δεν θα μπορούσε ποτέ να επιτρέψει στους Γάλλους, στους Βέλγους ή στους Νορβηγούς να τραβήξουν τον δικό τους δρόμο πολι τικά ή να γίνουν εταίροι του Ράιχ με οποιαδήποτε έννοια του όρου, όσο ιδεολογικά ευθυγραμμισμένοι και αν ήταν. Το πραγματικό προσωπικό μέλημα του Χίτλερ ήταν τι μπορούσαν να συνεισφέρουν οι Ολλανδοί και οι άλλοι «τευτονικοί λαοί» στον εποικι σμό της Ανατολής. Γιατί ορισμένοι στις παρυφές της ναζιστικής ηγεσίας άρχιζαν ήδη να υποψιάζονται ότι ίσως είχαν κατακτήσει υπερβολικά πολλή γη, και ότι το μυθικά υπερπληθυσμικό Ράιχ ενδέχεται να αντιμετώπιζε τελικά έλλειψη ανθρώπων. Αυτή η αμείλικτη επιδίωξη μιας δημογραφικής χίμαιρας, με τον αναίσχυντα εκμε ταλλευτικό εθνικισμό της και την αδιαφορία για οποιονδήποτε άλλον, καθιστούσε τις αξιώσεις της Γερμανίας να ηγηθεί της Ευρώπης ένα κακόγουστο αστείο. Οι Γερμα νοί, έλεγε φουρκισμένος ο Μουσολίνι, ήταν «κακοί ψυχολόγοι και χειρότεροι πολιτι κοί». «Το αξιοπερίεργο είναι το εξής», σχολίαζε ένας έμπειρος στρατηγός τεθωρακι σμένων σε διάλεξη προς τους συναιχμαλώτους του, λίγο μετά το τέλος του πολέμου: «πώς γίνεται και η Γερμανία, μια χώρα που βρίσκεται στη μέση της ηπείρου, δεν ανήγαγε την πολιτική σε τέχνη , ώστε να διατηρήσει... μια εχέφρονα ειρήνη». Και δεν ήταν αυτό μονάχα εκ των υστέρων γνώση. Σε μια συνομιλία που την υπέκλεψε η βρε τανική υπηρεσία πληροφοριών σε στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου το 1943, ένας άλλος αξιωματικός είχε υποστηρίξει μπροστά στους συναδέλφους του: «Αποδείξαμε ότι, αν υπάρχει δυνατότητα να γίνει κάποιος, οποιοσδήποτε, ηγέτης της Ευρώπης, αυτός ο κάποιος δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να είμαστε εμείς».11 Ούτε καν στη δυτική Ευρώπη δεν είχε σκοπό να αναγνωρίσει ο Χίτλερ ότι οι μη Γερμανοί δι καιούνταν να έχουν δικές τους πολιτικές βλέψεις. Με τον τρόπο που κατανοούσε αυ τός την πολιτική, οι παραχωρήσεις απλώς μαρτυρούσαν αδυναμία: οι άλλες χώρες μπορούσαν να είναι μόνο αντίπαλες ή ανταγωνίστριες. Έλεγε στους συντρόφους του πως έπρεπε να χαίρονται που η Ιαπωνία δεν ήταν ευρωπαϊκή δύναμη* έτσι, είχαν να κάνουν μόνο με τους Ιταλούς, που ήταν ελάχιστα «σοβαροί ανταγωνιστές για τη μελ-
561
ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ
λοντική οργάνωση της Ευρώπης». Παράδοξη πραγματικά, για να χρησιμοποιήσου με ένα ήπιο επίθετο, αντίληψη περί ευρωπαϊκής ενότητας.
Ε Θ Ν ΙΚ ΙΣ Μ Ο Σ : Η Κ Α Τ Α Ρ Α
Η διάγνωση των ναζί για το πρόβλημα της Ευρώπης, ωστόσο, ήταν πολύ πιο πειστι κή από τη θεραπεία που πρότειναν. Κατά τη γνώμη τους, η διευθέτηση που είχε επι τευχθεί στις Βερσαλλίες, με την ίδρυση πολυάριθμων και μικρών εθνικών κρατών, είχε λΰσει με τον χειρότερο τρόπο το πρόβλημα της δημιουργίας μιας νέας τάξης πραγμάτων και είχε σπείρει η ίδια τα σπέρματα της καταστροφής της. «Ως την έναρ ξη του πολέμου», έλεγε ο Γκαίμπελς στην ομάδα προπαγάνδας του τον Δεκέμβριο του 1940, «η Βρετανία είχε την απόλυτη εξουσία να αναδιοργανώσει την Ευρώπη. Τίθεται το ερώτημα, τι έκανε η Βρετανία για να αναδιοργανώσει την Ευρώπη με εύ λογο τρόπο μετά τον νικηφόρο της πόλεμο του 1914-1918; Τίποτα δεν έκανε τότε. Η Ευρώπη κατακερματίστηκε εις το μη περαιτέρω στις Βερσαλλίες, με βάση τους νό μους της πολιτικής σκοπιμότητας».12 Σε εντυπωσιακά παρόμοιο συμπέρασμα είχαν φτάσει και οι αντίπαλοι της Γερ μανίας στην Ουάσινγκτον και στο Αονδίνο. Και στις δυο ακτές του Ατλαντικού αντι μετώπιζαν τον εθνικισμό -ιδίως στην ανατολικοευρωπαϊκή του παραλλαγή- σαν ένα επικίνδυνο και εγγενώς φιλοπόλεμο φαινόμενο της νεότερης μαζικής ψυχολο γίας, και διατυπωνόταν το ερώτημα αν μπορούσε τελικά να εξασφαλιστεί η ειρήνη της ηπείρου -και του κόσμου- χωρίς να τιθασευτεί με κάποιον τρόπο η ικανότητά του για βία. Ακόμα και πολλοί αντιναζί σχολιαστές θεωρούσαν ότι ο θρίαμβος της Γερμανίας άνοιγε το δρόμο για κάτι καλύτερο. Αν η εθνική κυριαρχία μπορούσε να καταπατηθεί τόσο εύκολα, αν στην πράξη παρείχε τόσο λίγη προστασία, τότε ποιος ο λόγος να φετιχοποιείται, και να μην καταβληθεί προσπάθεια να βρεθούν μορφές πολιτικής οργάνωσης που εγγυώνταν επιτυχέστερα την ειρήνη και την ασφάλεια; Οι Βρετανοί -οι οποίοι δεν αποκήρυξαν τα γερμανοτσεχικά σύνορα που είχαν οριστεί στο Μόναχο παρά μόνο, περιέργως, προς το τέλος του πολέμου- ανησυχού σαν για την επάνοδο του διακανονισμού των Βερσαλλιών στην ανατολική Ευρώπη, αν και για πολύ διαφορετικούς λόγους από τους Γερμανούς. Η δική τους αγωνία ήταν ότι αυτός δεν είχε καταφέρει να εδραιώσει ικανοποιητικό αντίβαρο στη Γερ μανία. Ο Τσέχος πρόεδρος Μπένες πρότεινε να παραμείνουν τα κράτη της ανατολι κής Ευρώπης ως είχαν, αλλά να απελαθούν οι γερμανικές μειονότητές τους και να σπάσει η ίδια η Γερμανία σε μιαν «αποκεντρωμένη ομοσπονδία», κάτι που γύριζε το ρολόι πίσω στον δέκατο ένατο αιώνα, στην παλιά συνομοσπονδία του Ρήνου. Ακόμα και ο Μπένες όμως παραδεχόταν ότι πολλά από τα μικρά νέα κράτη είχαν αποτύχει να τα βρουν μεταξύ τους, κι έτσι, εκτός από το διαμελισμό της Γερμανίας,
562
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
ήταν υπέρ του να δημιουργηθεί και μια σειρά από «ευρύτερα ομοσπονδιακά μπλοκ» σε πολλά μέρη της Ευρώπης.13 Οι φεντεραλιστικές λύσεις φάνταζαν πράγματι για ένα διάστημα σε πολλούς αντιπάλους του Χίτλερ σαν ο καλύτερος τρόπος να τα βρουν τα κράτη μεταξύ τους και να υπάρξει εκτόνωση των συνοριακών διαφορών. Υπήρξε το κίνημα της Ομο σπονδιακής Ένωσης, που πρότεινε να ιδρυθούν Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης ακριβώς για τους λόγους εκείνους για τους οποίους τις απέρριπτε ο Χίτλερ - ότι ήταν ο μόνος τρόπος να εξασφαλιστεί μια δημοκρατική, φιλελεύθερη τάξη πραγμά των σε όλη την ήπειρο. Ο Αμερικανός δημοσιογράφος Κλάρενς Στρέιτ, στο μπεστσέλερ του το 1939, Ένωση Τώρα , τασσόταν υπέρ μιας δημοκρατικής-ομοσπονδιακής ένωσης ανάμεσα στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο, ως πρώτο βήμα μιας ομοσπονδιακής παγκόσμιας κυβέρνησης. Επίσης, ένας γηραιός οπαδός του Στρέιτ, ο Αάιονελ Κέρτις, βετεράνος αρχιτέκτονας της Βρετανικής Κοινοπολιτείας αλλά και της Κοινωνίας των Εθνών, εργαζόταν υπέρ μιας πλανητικής «Κοινοπολιτείας του Θεού» - αφού η παγκοσμιοποίηση, κατά τη γνώμη του, είχε υπονομεύσει τα επι χειρήματα υπέρ της εθνικής κυριαρχίας. Στην κατεχόμενη Ευρώπη, μερικές αντι στασιακές ομάδες σκέφτονταν με παρόμοιο τρόπο και μικρές ομάδες διανοουμέ νων στην Ιταλία, τη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες κατάρτιζαν προσχέδια για να ξεπεραστούν τα προβλήματα του εθνικισμού και για τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής κοι νότητας, σχέδια που θα τα είχαν περί πολλού δεκαετίες αργότερα όσοι ιστορικοί γύ ρευαν να εντοπίσουν τις αντιναζιστικές ρίζες της μεταπολεμικής Ευρώπης.14 Τα σχέδια αυτά ήταν πολύ της μόδας για καναδυό χρόνια, και μάλιστα τα εν στερνίστηκαν Βρετανοί και Αμερικανοί ιθύνοντες. Η Συμβουλευτική Επιτροπή του αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών υποστήριζε το 1940 ότι «πρέπει να υπάρξει στην Ευρώπη περιστολή της κρατικής κυριαρχίας, τέτοια» που να διευκολύνεται η «ταχεία και αποφασιστική δράση» μιας μελλονικής υπερεθνικής αρχής. Ο υφυ πουργός Εξωτερικών Σάμνερ Ουέλς, επιστρέφοντας από μια περιοδεία στην Ευρώ πη εκείνη την άνοιξη, πρότεινε να γίνουν βαθιές αλλαγές στη βερσαλλιακή διεθνή τάξη. Πέρα από τα μείζονα κράτη (τη Γαλλία, τη Βρετανία, τη Γερμανία, την Ιταλία και μια μεγεθυσμένη Πολωνία), πρότεινε τέσσερις ομοσπονδίες μικρών κρατών την Ιβηρική, τη Σκανδιναβική, την Παραδουνάβια και τη Βαλκανική. Ακόμα και ο Τζωρτζ Κένναν, που σίγουρα δεν μπορεί να θεωρηθεί κανένας εκστατικός θιασώτης των φεντεραλιστικών λύσεων, έγραφε τον Ιούνιο του 1944 ότι «ένας βαθμός ομοσπονδοποίησης της Κεντρικής και της Δυτικής Ευρώπης... φαίνεται πως είναι η μό νη διέξοδος από το λαβύρινθο των συγκρούσεων που είναι η σημερινή Ευρώπη».15 Πολλές εξόριστες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επιθυμούσαν να εξασφαλίσουν την αμερικανική και τη βρετανική υποστήριξη όχι μόνο για τον πόλεμο αλλά και για τη μεταπολεμική περίοδο, κι έτσι υιοθέτησαν και αυτές τη γλώσσα της «αλληλεγγύης», με κυμαινόμενο βαθμό πεποίθησης. Τον Νοέμβριο του 1940, οι Τσέχοι και οι Πολω
ΕΜ ΕΙΣ ΟΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ
563
νοί δεσμεύτηκαν ως «ανεξάρτητα και κυρίαρχα κράτη» να έρθουν «σε στενότερη πολιτική και οικονομική συνεργασία». Ο εξόριστος Πολωνός πρωθυπουργός, στρα τηγός Σικόρσκι, τάχθηκε με δήλωσή του υπέρ μιας πανευρωπαϊκής ομοσπονδίας, ενώ οι Τσέχοι ήθελαν να περιλάβουν όλη την ανατολική Ευρώπη και να έρθουν σε συμφωνία και με την Ε.Σ.Σ.Δ. Οι Έλληνες και οι Γιουγκοσλάβοι υπέγραψαν συνθή κες που σκοπό είχαν να οδηγήσουν στο ίδιο αποτέλεσμα* το Βέλγιο, οι ευρύτερες Κάτω Χώρες και το Λουξεμβούργο υπέγραψαν τη συμφωνία Μπενελούξ, που έδω σε το πρωιμότερο πλήρως λειτουργικό περιφερειακό σύστημα ολοκλήρωσης της ηπείρου. Με εξαίρεση όμως την τελευταία, οι συμφωνίες αυτές ήταν θνησιγενείς και απλώς στα λόγια υποκλίνονταν στον φεντεραλιστικό συρμό* προέβλεπαν χαλα ρότατες συνομοσπονδίες και στην ουσία πρότειναν ξαναζεσταμένες εκδοχές προ πολεμικών ρυθμίσεων οι οποίες είχαν ήδη αποτύχει.16 Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε πώς η συζήτηση αυτή οδήγησε ορισμένους στην ιδέα μιας συνομοσπονδίας της ηπειρωτικής Ευρώπης. Εξετάζοντας το 1942 το μέλλον της Ευρώπης, ο Αυστριακός εμιγκρές Έ γκον Ρανσχόφεν-Βερτχάιμερ, πρώ ην στέλεχος της Κοινωνίας των Εθνών, υποστήριξε πως η καταστροφικότητα της Νέας Τάξης του Χίτλερ στην πραγματικότητα είχε βοηθήσει τους Ευρωπαίους να δουν τον εαυτό τους διαφορετικά. Αφού ο Χίτλερ είχε καταστρέψει «το μύθο της κρατικής κυριαρχίας», καλύτερα να μην τον ανάσταιναν. Χάρη στον Χίτλερ οι Ευ ρωπαίοι είχαν συνηθίσει να σκέφτονται πέρα τα εθνικά τους σύνορα, κι έτσι έπρεπε να συνεχίσουν. «"Ισως εντέλει ο Χίτλερ να προπορευόταν από τον καιρό του. Ό χι όμως ακριβώς με τον τρόπο που είχε αρχικά κατά νου ο ίδιος». Από αυτό μικρή ήταν η απόσταση -και τη διένυσε ο Ρανσχόφεν- ως τη συνηγορία υπέρ της ανάδυσης μιας ευρωπαϊκής συνομοσπονδίας με υποχρεωτική συμμετοχή των μελών και με μία μο ναδική, κοινή στρατιωτική δύναμη που θα μπορούσε να επωφεληθεί από την πείρα που είχαν αποκτήσει στον πόλεμο τα Ενωμένα Έθνη. Ό σο όμως προχωρούσε στις λεπτομέρειες ο συγγραφέας, τόσο αποκάλυπτε τα μειονεκτήματα και τα διλήμματα που σχετίζονταν με αυτού του είδους τις θεωρητικολογίες. Καταρχήν, παραδέχθηκε πως η δημοκρατία δεν μπορούσε να καταστεί προϋπόθεση για την ιδιότητα του μέ λους. Έπειτα, φανταζόταν πως η Σοβιετική Ένωση θα μπορούσε να κρατηθεί έξω από την προτεινόμενη Ένωση, και μάλιστα παρακολουθώντας με καλό μάτι την ανάδυσή της. Ό χι λιγότερο χιμαιρικά, συνέπλευσε με το συρμό όσων ζητούσαν τη συγχώνευση των μικρών χωρών σε περιφερειακές ομοσπονδίες - τη Σκανδιναβία, τις ευρύτερες Κάτω Χώρες και την υψίστης σημασίας «μεγάλη Κεντροευρωπαϊκή Ομοσπονδία», που θα λειτουργούσε ως αντίβαρο της Γερμανίας.17 Τα σχέδια αυτά είχαν ένα βασικό ψεγάδι: δεν έπαιρναν υπόψη τους τη σημαντική εναντίωση που θα αντιμετώπιζαν στην περιοχή ακριβώς που ήθελαν να αναπλάσουν. Γιατί η ζωή υπό ναζιστική κατοχή είχε κάνει τους περισσότερους Ευρωπαίους να εκτι μήσουν τα καλά της εθνικής ανεξαρτησίας περισσότερο, και όχι λιγότερο. Στο Βέλγιο,
564
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
για παράδειγμα, όπου η υπό γερμανική διεύθυνση Καάίο Βηιχοΐΐοδ έκλεινε κάθε νύ χτα το πρόγραμμά της με μια μελωδία που ξεκινούσε μ’ ένα «Για τη Νέα Ευρώπη...», όσα σχέδια μιλούσαν για ευρωπαϊκή ομοσπονδία λογαριάζονταν ναζιστική προπα γάνδα. Στο εξωτερικό επίσης, ορισμένοι ασκούσαν κριτική στον νέο φεντεραλισμό, φρονώντας ότι δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μεταμφιεσμένη γεωπολιτική - ελά χιστα καλύτερη από αυτήν που έκαναν οι ίδιοι οι Γερμανοί. Πώς ήταν δυνατόν να αγνοήσει κανείς έτσι απλά τις διαφορές ανάμεσα στις εθνικές κουλτούρες και παρα δόσεις; Και μήπως η εμμονή αυτή με τους «βιώσιμους χώρους» και τις μεγαλήβολες στρατηγικές δεν ήταν ένα σημάδι της ίδιας εκείνης αναισθησίας απέναντι στην πρω τογενή αταξία της ανθρώπινης ζωής, που ήταν ήδη υπεύθυνη για τη Νέα Τάξη; Ο εμιγκρές κοινωνιολόγος Σίγκμουντ Νόυμαν ήταν δηκτικότατος: «Δεν μπορείς έτσι απλά να διαμελίσεις την Ελβετία, το Βέλγιο, την Πορτογαλία και την Ουγγαρία, απλώς για να ιδρύσεις εννέα μεγάλα ευρωπαϊκά μπλοκ (και, όλως τυχαίως, να δημιουργήσεις μια Μεγάλη Γερμανία, μια Μεγάλη Ιταλία και μια Μεγάλη Ισπανία!)», έγραφε σ’ ένα άρθρο του στο ΡθΓβί§η Α β α ϊ η το 1943. «Μπορεί αν το κάνεις να ικανοποιήσεις την άποψη ενός τεχνικού για το ποια θα ήταν μια ισορροπημένη Ευρώπη, αλλά θα έχεις επιδείξει απόλυτη περιφρόνηση για την Ευρώπη ως ζωντανό οργανισμό».18 Εξίσου ασυγκίνητοι έμειναν πολλοί Ευρωπαίοι πολιτικοί - ανάμεσά τους ο Ντε Γκωλ, οι Ολλανδοί και οι Νορβηγοί. Ακόμα κι εκείνοι που υποτίθεται ότι βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή της ιδέας της συνομοσπονδίας συχνά διαφωνούσαν για το τι ήθε λαν: οι (αντισοβιετικοί) Πολωνοί, λόγου χάρη, ήθελαν κάτι πολύ διαφορετικό από τους (φιλοσοβιετικούς) Τσέχους εταίρους τους. Αλλά η πιο σημαίνουσα εναντίωση εκδηλώθηκε στη Μόσχα. Αυτό έγινε φανερό το 1943, όταν το βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών κατέβασε από το ράφι τα παλιά σχέδια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέ μου και πρότεινε να συζητηθεί «το ζήτημα μιας συνομοσπονδίας των μικρότερων ευ ρωπαϊκών κρατών, με ειδική αναφορά στην περιοχή του Δούναβη». Ο Τσώρτσιλ είχε μιλήσει σχετικά στον Στάλιν και είχε προτείνει να αφαιρεθούν κομμάτια της Γερμα νίας -η Βαυαρία, η Βάδη, η Βυρτεμβέργη και το Παλατινάτο- και να ενταχθούν στη νέα συνομοσπονδία, ώστε να αποκτήσει αυτή περισσότερη βαρύτητα. Ο Στάλιν, όμως, αποδείχθηκε απολύτως ενάντιος. Δεν σκόπευε να συναινέσει στο σχηματισμό ενός δυνάμει ισχυρού νέου ανατολικοευρωπαϊκού κράτους. Είχε απόλυτη επίγνωση της αντισοβιετικής χροιάς σε μεγάλη μερίδα της φεντεραλιστικής σκέψης από τον κόμη Καουντενχόφε-Καλέργκι της δεκαετίας του 1920 και μετά: το 1930 είχε χαρα κτηρίσει τις κινήσεις για ευρωπαϊκή ομοσπονδία ως «αστικό κίνημα με σκοπό την επέμβαση εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης».19 Και το σπουδαιότερο, αμφέβαλλε κατά πόσον οι συνομοσπονδίες αυτές θα αποτελούσαν για την Ε.Σ.Σ.Δ. πραγματική εγγύηση ενάντια στην αναβίωση της Γερμανίας. Δεν θα ήταν καλύτερα για τη Σοβιε τική Ένωση να διατηρήσει τον άμεσο έλεγχο της ανατολικής Ευρώπης και να επι διώξει μια συμφωνία με τη Βρετανία και τις ΗΠΑ γι’ αυτόν το σκοπό; Με άλλα λόγια,
ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ
565
αντί για κάποιου είδους κεντροευρωπαϊκή ομοσπονδία, προτιμούσε μια συμφωνία μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, που θα δημιουργούσε σφαίρες επιρροής, συμφω νία που θα διαδεχόταν την προφανώς νεκρή πια συμφωνία του με τους Γερμανούς. Οι σύμμαχοι του Στάλιν δεν έφεραν αντίρρηση. Οι Βρετανοί, ιδιαίτερα, δεν ήταν απολύτως βέβαιοι ότι οι Αμερικανοί θα παρέμεναν στην Ευρώπη μετά τον πόλεμο, και γι’ αυτό έκλιναν προς το να επιτρέψουν στους Ρώσους να πάρουν αυτό που ήθε λαν. Η ουσία του σκεπτικού της κυβέρνησής τους συνοψίστηκε από τον σερ Γουίλλιαμ Στρανγκ στο Φόρεϊν Όφις: «Είναι καλύτερα για μας να κυριαρχήσει η Ρωσία στην ανατολική Ευρώπη παρά να κυριαρχήσει η Γερμανία στη δυτική Ευρώπη».20 Στην πραγματικότητα, δεν ευθυνόταν μόνο η εναντίωση των Σοβιετικών για το σκάσιμο της φεντεραλιστικής φούσκας. Στη βρετανική και στην αμερικανική πολιτι κή, επίσης, ενυπήρχε η τάση για αποκατάσταση της πρότερης κατάστασης από το 1941 κιόλας, όταν με το Χάρτη του Ατλαντικού είχαν δεσμευτεί ότι «τα κυριαρχικά δικαιώματα και η αυτοδιοίκηση θα αποδοθούν και πάλι σε όσους τα στερήθηκαν διά της βίας». Η Διακήρυξη της Γιάλτας το 1945 συνέχισε στο ίδιο μοτίβο: ανήγγειλε την ίδρυση μιας νέας παγκόσμιας οργάνωσης που θα βασιζόταν στο συνασπισμό των Ενωμένων Εθνών της εμπόλεμης περιόδου, δεσμεύτηκε ότι «θα αποδώσει πάλι στους λαούς τα κυριαρχικά δικαιώματα και την αυτεξουσιότητά τους, που τους τα στέρησαν βίαια τα επιτιθέμενα έθνη», και ανακοίνωσε το διαμελισμό της Γερμα νίας και την υπαγωγή της στον έλεγχο των Τριών Μεγάλων. Αυτό ισοδυναμούσε με πλήρη αντιστροφή του ναζιστικού προγράμματος: η Μεγάλη Γερμανία -το ιμπερια λιστικό έθνος- θα έσπαζε σε διάφορες ζώνες κατοχής και τα δορυάλωτα εθνικά κράτη της Ευρώπης θα ξαναποκτούσαν τον πολιτικό τους βίο.21 Ο Στάλιν κάρφωσε το τελευταίο καρφί στο φέρετρο του ευρωπαϊκού φεντεραλι σμού περίπου τον καιρό της διάσκεψης της Γιάλτας. Ο Γιουγκοσλάβος κομμουνι στής ηγέτης Τίτο ήταν ο τελευταίος δηλωμένος φεντεραλιστής της Ευρώπης. Επικε φαλής του μοναδικού αυτοφυούς κομμουνιστικού μαζικού κινήματος που επέζησε από τη ναζιστική κατοχή και αναδύθηκε νικηφόρο, ο Τίτο σχεδίαζε να αναπαραγάγει τη σοβιετική εμπειρία και να μεταμορφώσει τη Γιουγκοσλαβία σε πυρήνα μιας πολύ ευρύτερης βαλκανικής ομοσπονδίας, που θα έφερνε το σοσιαλισμό σε όλη την περιοχή. Δεσπόζοντας ήδη στην Αλβανία και λοξοκοιτώντας προς τη βόρεια Ελλά δα, προσπάθησε να πείσει τους Βουλγάρους να υπογράψουν συνθήκη ομοσπονδίας ανάμεσα στα δύο κράτη. Στους Βουλγάρους, όμως, η ιδέα δεν άρεσε καθόλου. Την είδαν σαν προσπάθεια των Γιουγκοσλάβων να τους καθυποτάξουν, και ο Στάλιν μάλλον συμφωνούσε. Οργισμένος από την απροθυμία του Τίτο να συμμορφωθεί με την υπόδειξή του, είπε χωρίς περιστροφές στους Γιουγκοσλάβους να εγκαταλείψουν την όλη ιδέα, πράγμα που αυτοί έκαναν με πολύ βαριά καρδιά.22 Τα όνειρα του φεντεραλισμού δεν πέθαναν βεβαίως* παρέμειναν αρκετά ισχυρά στα τέλη της δεκαετίας του 1940 οόστε να συμβάλουν στην εμφάνιση ευρωπαϊκών ορ-
566
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
γανισμών άλλου είδους. Όμως οι Ευρωπαίοι βγήκαν από τον πόλεμο πολΰ δεμένοι με τα εθνικά τους κράτη ώστε να αφήσουν τις φεντεραλιστικές ιδέες να προκόψουν ιδιαίτερα. Οι πρωτεργάτες των σχεδίων για την υπέρβαση του εθνικού κράτους στην Ευρώπη ήταν οι Αμερικανοί, και οι Βρετανοί είχαν συμπλεΰσει μαζί τους, αλλά η ίδια η ηπειρωτική Ευρώπη ήταν χλιαρή. Άλλο ήταν η αντιστροφή της πορείας της γερμανικής ιστορίας με την εκ νέου μετατροπή του συγκεντρωτικού Ράιχ σε συνομο σπονδία, και άλλο η συγχώνευση των υπαρκτών εθνικών κρατών σε μεγαλύτερες οντότητες, που δεν βρήκε υποστήριξη ούτε στη Δύση ούτε στην Ανατολή. Οι δε Ηνω μένες Πολιτείες δεν ήταν σε καμία περίπτωση τόσο ισχυρές, γνώστριες ή αναμειγμένες στην Ευρώπη ώστε να επιβάλουν τις ιδέες τους στους Ευρωπαίους κόντρα στη σοβιετική εναντίωση. Έτσι, η φεντεραλιστική εναλλακτική λύση στη ναζιστική Νέα Τάξη, που είχε κάποια σκιρτήματα στα χρόνια του πολέμου, αποδείχθηκε βραχύβια.
Τ Ο Δ ΙΛ Η Μ Μ Α Τ Ο Υ Σ Τ Α Λ ΙΝ
Τον Μάιο του 1945, ο Τσώρτσιλ διέταξε τους Βρετανούς στρατιωτικούς προγραμμα τιστές να στοχαστούν το αδιανόητο και να μελετήσουν με ποιον τρόπο -αν παρουσια ζόταν η ανάγκη- θα μπορούσε να «επιβληθεί στη Ρωσία το θέλημα των Ηνωμένων Πολιτειών και της Βρετανικής Αυτοκρατορίας». Αγωνιούσε ιδιαίτερα για την Πολω νία και είπε σε όσους επεξεργάζονταν την Επιχείρηση Αδιανόητο να πάρουν σαν υποθετική ημερομηνία έναρξής της τις αρχές Ιουλίου. Οι προγραμματιστές δεν χρει άστηκαν περισσότερο από λίγες μέρες για να καταλήξουν στα προφανή και βαθιά απαισιόδοξα συμπεράσματά τους: μια Συμμαχική εκστρατεία εναντίον του Κόκκι νου Στρατού δεν μπορούσε να οδηγήσει σε μόνιμα αποτελέσματα χωρίς έναν «ολο κληρωτικό πόλεμο» και χωρίς μια πολύ βαθύτερη και πιο πετυχημένη εισβολή στην ίδια την Ε.Σ.Σ.Δ. από αυτήν που είχαν κάνει οι Γερμανοί. Οι καταρρακωμένες γερμα νικές δυνάμεις δεν θα είχαν ιδιαίτερη χρησιμότητα και, αν οι Αμερικανοί έχαναν το ενδιαφέρον τους, το όλο εγχείρημα δεν θα είχε καμιά πιθανότητα επιτυχίας. Για την ακρίβεια, το συμπέρασμα που έβγαλε ο αρχηγός του Αυτοκρατορικού Γενικού Επι τελείου σερ Άλαν Μπρουκ -και ο ίδιος ο Τσώρτσιλ —ήταν πως δεν είχε έτσι κι αλ λιώς καμιά πιθανότητα επιτυχίας. Να ποια ήταν τα λόγια του Μπρουκ: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι από εδώ κι εμπρός η Ρωσία είναι πανίσχυρη στην Ευρώπη».23 Όμως οι προθέσεις των Σοβιετικών ήταν δυσεξιχνίαστες (τόσο πολύ μάλιστα, που ο Τσώρτσιλ παρήγγειλε αμέσως μιαν άλλη επιτελική μελέτη, των συνεπειών που θα είχε για τη Βρετανία η πλήρης κατάληψη της ηπείρου από τους Σοβιετικούς). Το ότι η ανατολική Ευρώπη θα τελούσε υπό την επιρροή της Μόσχας ήταν προφανές. Ο ίδιος ο Γκαίμπελς, όπως είδαμε, φαντασιωνόταν έναν μπολσεβίκικο οδοστρωτήρα να ισοπεδώνει όλη την ευρύτερη περιοχή. Άλλοι όμως πίστευαν πως ο οδοστρωτή
ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ
567
ρας μπορεί να ξέμενε αρκετά γρήγορα από πετρέλαιο και τόνιζαν την πιο παραδο σιακού και προφυλακτικού τύπου ανησυχία των Ρώσων για την ασφάλειά τους και όχι την απειλή μιας οικουμενικής επανάστασης. Τον Μάιο του 1945 για παράδειγ μα, ο νεαρός Αμερικανός διπλωμάτης Τζωρτζ Κένναν προέβλεπε ότι οι Ρώσοι δεν θα κατάφερναν να απορροφήσουν ούτε καν την ανατολική Ευρώπη στο σοβιετικό σύστημα: «Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η απορρόφηση περιοχών δυτικότερα από τα εθνολογικά σύνορα της Μεγάλης Ρωσίας, της Λευκορωσίας και της Ουκρανίας (η απορρόφηση δηλαδή της Πολωνίας, της Φινλανδίας και των Βαλτικών κρατών) εί ναι κάτι που η Ρωσία το προσπάθησε στο παρελθόν και απέτυχε».24 Πολλά θα μπορούσε να πει κανείς προς επίρρωση της πρόγνωσης του Κένναν, δεδομένου ότι για την Ε.Σ.Σ.Δ. το να ασκήσει έλεγχο στα ποικίλα κράτη της μεταπο λεμικής ανατολικής Ευρώπης αποτελούσε πελώρια πρόκληση. Δεν ήταν μόνο ότι η ίδια η Σοβιετική Ένωση ήταν η χώρα της Ευρώπης που είχε καταστραφεί περισσότε ρο από τη γερμανική κατοχή. Στην ανατολική Ευρώπη, ο κομμουνισμός είχε αποτύχει στον Μεσοπόλεμο και, σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, η Δεξιά στη συνέχεια είχε σαρώσει τα πάντα· οι οργανώσεις των κομμουνιστικοί κομμάτων, όπου είχαν κατα φέρει να επιζήσουν από τη σταλινική τρομοκρατία, ήταν μικροσκοπικές. Για τους ορ θόδοξους λενινιστές που τις διοικούσαν, αυτό δεν αποτελούσε εμπόδιο, αλλά ο Στά λιν ήξερε πως αποτελούσε μείζον πρόβλημα: η δημιουργία ενός πολιτικού μηχανι σμού αρκετά ισχυρού και αξιόπιστου ώστε να κρατήσει την εξουσία στα χέρια του θα έπαιρνε χρόνο και δεν μπορούσε να επιτευχθεί από τη μια μέρα στην άλλη. Μπορεί οι Γερμανοί να είχαν αποδειχθεί ανίκανοι να εκμεταλλευτούν το κύμα αντικομμουνισμού το οποίο κατέκλυσε τα τμήματα της ανατολικής Ευρώπης που είχε καταλάβει ο Κόκκινος Στρατός το 1939, αλλά ο Στάλιν δεν σημαίνει ότι δεν αντιλήφθηκε αυτό το κύμα. Το 1945, παρά το κύρος που είχε αποκτήσει ο Κόκκινος Στρατός και το ευρύ τατα διαδεδομένο μίσος εναντίον των Γερμανών, η ευρύτερη περιοχή παρέμενε σε γενικές γραμμές ανυποχώρητα αντιμπολσεβίκικη, κυρίως στις χώρες που πρώτιστα σχετίζονταν με τη σοβιετική ασφάλεια - στην Πολωνία και στη Ρουμανία. Έ πρεπε επίσης να ληφθεί υπόψη η οικονομική πλευρά των προοπτικών της ευ ρύτερης περιοχής. Στην ανατολική Ευρώπη ο μεσοπολεμικός καπιταλισμός δεν είχε σημειώσει ιδιαίτερη επιτυχία: η γοργή αύξηση του πληθυσμού και οι νωθρές επιδό σεις των αγροτικών οικονομιών της περιοχής, που είχαν πληγεί από τις φτηνές υπε ρατλαντικές εισαγωγές σιτηρών, είχαν προκαλέσει στασιμότητα του εθνικού εισο δήματος και ανεργία. Στα χρόνια του πολέμου οι οικονομίες της Τσεχίας, της Ουγ γαρίας, της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας είχαν αναπτυχθεί ταχύτατα, αλλά δεν υπήρχε καμιά εγγύηση ότι αυτό θα συνεχιζόταν με την ειρήνη. Οι Ρώσοι όμως δεν μπορούσαν να επιτρέψουν να υπάρξει ασταθής ανατολική Ευρώπη, που θα μπορού σε να γίνει ο βατήρας για μιαν ακόμα εισβολή από τη Δύση. Έ πρεπε λοιπόν να επι βληθεί κάποιου είδους έλεγχος.
568
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
Καμιά από τις δυο προφανείς εναλλακτικές λύσεις δεν ενέπνεε το Κρεμλίνο. Η Νέα Τάξη του Χίτλερ είχε ακρωτηριάσει τη διευθέτηση των Βερσαλλιών και είχε υποβάλει τις περιοχές που προορίζονταν για εκγερμανισμό σε μια τραχιά εξουσία και σε απεθνικοποίηση. Η φεντεραλιστική λύση, την οποία πρέσβευαν οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί, πρότεινε την αντικατάσταση του ασταθούς συνονθυλεύματος κρα τών των Βερσαλλιών με έναν μικρό αριθμό περιφερειακών συνομοσπονδιών αντί για τη λογική των σφαιρών επιρροής, θα πρυτάνευε τώρα η λογική της ισορροπίας δυ νάμεων. Γυρνοΰσαν στην ουσία το ρολόι πίσω στον δέκατο ένατο αιώνα, σ’ ένα είδος αψβουργικής πολιτειακής συγκρότησης, ξαναδουλεμένης για έναν δημοκρατικό αιώ να. Του Στάλιν δεν του άρεσε οΰτε η ναζιστική αποκήρυξη των Βερσαλλιών οΰτε η αμερικανική. Απέκλειε το φεντεραλισμό αλλά και κάθε σοβιετικό αντίστοιχο των μό νιμων αρπαγών γης που προέβλεπε το Γενικό Σχέδιο Ανατολής. Κατέστησε από νω ρίς σαφές ότι δεν επιθυμούσε να επεκτείνει εδαφικά την Ε.Σ.Σ.Δ. πέρα από τα εδάφη που διεκδικοΰσε ιστορικά από την περίοδο του τσαρισμού. Για την υπόλοιπη ανατολι κή Ευρώπη θεωρούσε ότι μια συμφωνία με σφαίρες επιρροής θα ήταν ο καλύτερος τρόπος ώστε οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί να αναγνωρίσουν τη σοβιετική ηγεμονία εν καιρώ ειρήνης, και αντί για τα φεντεραλιστικά σχέδια προτιμούσε να συναλλάσσε ται με τα επιμέρους κράτη σε διμερή βάση, γιατί αυτό διευκόλυνε την επιβολή της σο βιετικής βούλησης. Έτσι ο Στάλιν προέκυψε παραδόξως προστάτης της βερσαλλιακής τάξης πραγμάτων, και η Τσεχοσλοβακία, η Πολωνία και η Γιουγκοσλαβία αποκαταστάθηκαν. Στο βαθμό επομένως που η νέα μεταπολεμική Ευρώπη ήταν μια Ευ ρώπη όπου δέσποζε η Ε.Σ.Σ.Δ., θα έμοιαζε -πάνω στο χάρτη τουλάχιστον- πολύ με την παλιά* τα δε σύνορά της θα μεταβάλλονταν μονάχα για να λάβουν υπόψη την τερά στια αύξηση της σοβιετικής ισχύος ανάμεσα στο 1919 και στο 1945.
ΤΟ Ν Ο Η Μ Α ΤΗ Σ ΕΥ ΡΩ Π Η Σ
Μια εβδομάδα μετά το θάνατο του Χίτλερ, ο ναύαρχος Νταίνιτς έκανε κάτι που ο Φύρερ δεν είχε κάνει ποτέ: συγκάλεσε προσωπικά ο ίδιος στο Φλένσμπουργκ μια συνά ντηση όσο το δυνατόν περισσότερων από τους ανώτατους Γερμανούς αξιωματούχους που διηύθυναν τα τελευταία εναπομένοντα εδάφη της αυτοκρατορίας. Ο Προτέκτορας της Βοημίας και της Μοραβίας, Καρλ Χέρμαν Φρανκ, έφτασε αεροπορικώς από την Πράγα* ο Βέρνερ Μπεστ ήρθε από την Κοπεγχάγη* ο Τερμπόφεν από τη Νορβη γία και ο Σέυς-Τνκβαρτ από τις Κάτω Χώρες. Έτσι όπως κάθονταν εκεί στην αίθου σα της σχολής και συζητούσαν το πρόβλημα του αν έπρεπε να παραδοθούν ή να συνεχίσουν να μάχονται στην Ουγγαρία, στη Μοραβία, στη βόρεια Ιταλία και στη Σκανδι ναβία, η συνάντησή τους αποτύπωνε την πανευρωπαϊκή κλίμακα της ναζιστικής εξου σίας, ακόμα και τις τελευταίες της μέρες. Χάρη σε αυτούς και στον πεθαμένο πια δά-
ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ
569
σκαλό τους, η Ευρώπη είχε πράγματι γίνει -όπως έλεγε η προπαγανδιστική έκφρα ση- μια «κοινότητα πεπρωμένων» (δοΜο1^δα1δ§€ΐη€Ϊηδθ1ι&ίΐ). Ακριβώς επειδή η ναζιστική κατάχτηση έδεσε τους λαούς της Ευρώπης μεταξύ τους πιο σφιχτά από κάθε άλλη φορά στην ιστορία, όσοι αντιμάχονταν τους Γερμα νούς θεώρησαν αναγκαίο να καταστρώνουν τα σχέδιά τους με πανευρωπαϊκούς όρους. Από το 1942 κιόλας, οι πολιτικοί ιθύνοντες της Αμερικής είχαν συστήσει να επωφεληθούν από τη μερική ενοποίηση που είχαν δημιουργήσει οι ναζί και να προ χωρήσουν πιο πέρα από αυτήν. Άλλωστε, η νίκη επί του Χίτλερ συνιστούσε η ίδια ένα είδος πρόσκλησης σε περαιτέρω σκέψεις. «Οι ναζί προκαλούν τους Συμμάχους να βελτιώσουν τη Νέα Τάξη του Χίτλερ», σχολίαζε η 01)8βτνβττον Μάρτιο του 1945· «οι Σύμμαχοι οφείλουν να δείξουν πως οι ελεύθεροι άνθρωποι μπορούν να τα καταφέ ρουν πολύ καλύτερα». Καθώς ο πόλεμος ψυχορραγούσε, οι στρατοί τους βρέθηκαν να φροντίζουν εκτοπισμένα άτομα παντού, από τη Νάντη ως το Μινσκ, και οι αξιωματούχοι τους έκαναν εκτιμήσεις για τις ανάγκες της ηπείρου σε τρόφιμα, υγεία, στέ γη και ενέργεια, ενώ παράλληλα άρχισαν να σχεδιάζουν τη μακροπρόθεσμη οικονο μική της ανάπτυξη. Η «Μεραρχία Στερεών Καυσίμων» του 5ΗΑΕΕ έγινε ο Ευρωπαϊ κός Οργανισμός Άνθρακα, ενώ ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Κεντρικών Εσωτερικών Μεταφορών και η Έκτακτη Οικονομική Επιτροπή για την Ευρώπη προσπάθησαν και αυτοί να καλύψουν τις ανάγκες της ηπείρου με βάση την πείρα που είχε αποκτη θεί στα χρόνια του πολέμου προγραμματίζοντας στρατιωτικές επιχειρήσεις. Οι Σύμ μαχοι ίδρυσαν την Ευρωπαϊκή Συμβουλευτική Επιτροπή το 1943, που θα εκπονούσε την πολιτική στρατηγική* αργότερα, ο ΟΗΕ ενέκρινε τη σύσταση μιας Οικονομικής Επιτροπής για την Ευρώπη, που θα συντόνιζε την ανασυγκρότησή της.25 Οι ψυχροπολεμικές καχυποψίες δεν επέτρεψαν στους πρώτους αυτούς γνήσια πανευρωπαϊκούς οργανισμούς να ανταποκριθούν στις αρχικές πρακτικές εντολές τους* ορισμένοι δε δεν προβλεπόταν να διαρκέσουν και μετά τον πόλεμο, κι έτσι σύ ντομα διαλύθηκαν. Η Ευρωπαϊκή Συμβουλευτική Επιτροπή περιορίστηκε σύντομα στο να επεξεργαστεί τις λεπτομέρειες της κατοχής της Γερμανίας και της Αυστρίας* η δε Οικονομική Επιτροπή για την Ευρώπη του ΟΗΕ -που υπάρχει ακόμα και σήμερακατέληξε να συντάσσει εκθέσεις για την ανοικοδόμηση, αντί να την κατευθύνει. Κι αυτό γιατί η Ε.Σ.Σ.Δ. θεωρούσε κάθε προσπάθεια μόνιμης οργάνωσης της Ευρώπης ως περιφέρειας σαν απειλή εναντίον της. Το Ράδιο Μόσχα κατήγγειλε τον Αεόν Μπλουμ τον Σεπτέμβριο του 1945 γιατί πρότεινε ένα πρόγραμμα για την ευρωπαϊκή ενότητα, καθώς αυτό δεν μπορούσε παρά να είναι «μια ένωση στραμμένη εναντίον της Ε.Σ.Σ.Δ.». Όταν πια το Κρεμλίνο απαγόρευσε το 1947 στους «δορυφόρους» του να συμμετάσχουν στο Πρόγραμμα Ευρωπαϊκής Ανασυγκρότησης της Ουάσινγκτον (πιο γνωστό ως Σχέδιο Μάρσαλ), η εχθρότητα αυτή ήταν ήδη παγιωμένη. Αν όμως ο Στάλιν ήταν εναντίον της Ευρώπης, ο Τσώρτσιλ και άλλοι ήταν υπέρ της. Ή θελαν ιδίως να αποτρέψουν το ενδεχόμενο να δημιουργήσει η ήττα της Γέρμα-
570
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
νιας ένα κενό εξουσίας που θα διευκόλυνε την εξάπλωση του μπολσεβικισμοΰ. Έτσι, καθώς το Σιδηρούν Παραπέτασμα του Γκαίμπελς άρχιζε να κατεβαίνει, έκαναν την εμφάνισή τους «ευρωπαϊκοί» οργανισμοί κάπως διαφορετικού είδους. Το 1946 ο Τσώρτσιλ τάχθηκε υπέρ των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, και μολονότι ισχυρί στηκε πως έλπιζε ότι η Ε.Σ.Σ.Δ. θα στήριζε την ιδέα, αποκλείεται να περίμενε κάτι τέ τοιο, εκτός των άλλων και γιατί, έξι μήνες νωρίτερα, είχε εκφωνήσει τον περίφημο λό γο του περί Σίδηρου Παραπετάσματος στο Μιζοΰρι. Πίστευε πως ήταν σημαντικό να ομονοήσουν οι Ευρωπαίοι και να σχηματίσουν μια συνομοσπονδία που να μπορεί να μιλά εκ μέρους της ηπείρου και να δρα ως εταίρος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Την επόμενη χρονιά ίδρυσε μια Προσωρινή Επιτροπή Ενωμένης Ευρώπης στο Λονδί νο -μια Ευρωπαϊκή Φεντεραλιστική Ένωση είχε ήδη συσταθεί στο Παρίσι- και, χάρη στην πίεση που άσκησαν αυτές οι ομάδες, το 1949 ιδρύθηκε το Συμβούλιο της Ευρώ πης. Το κύριο επίτευγμα του τελευταίου -η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαι ωμάτων και το συναφές με αυτήν Ευρωπαϊκό Δικαστήριο- διατύπωσε μιαν ιδέα για την Ευρώπη ως κοινότητα διεπόμενη από νόμους και βασισμένη σε δικαιώματα, και η οποία οριζόταν τόσο ενάντια στη ζωηρή ακόμα ανάμνηση της ναζιστικής κατοχής όσο και ενάντια στην απειλή που εκπροσωπούσε ο σοβιετικός ολοκληρωτισμός.26 Ο ψυχροπολεμικός αυτός ευρωπαϊσμός ενέπνεε τόσο τους φεντεραλιστές όσο και τους εθνικιστές, αλλά επικράτησαν οι δεύτεροι. Οι εθνικές κυβερνήσεις της δυτικής Ευρώπης ήταν πεπεισμένα ευρωπαϊκές, με την έννοια ότι υποστήριζαν τους νέους πε ριφερειακούς φορείς, αλλά παράλληλα διατηρούσαν όσο μπορούσαν περισσότερο τον έλεγχο της διαδικασίας διεθνικής ολοκλήρωσης. Απέρριψαν τις προσπάθειες να ιδρυθεί μια Ευρωπαϊκή Πολιτική Κοινότητα, και η Γαλλική Βουλή καταψήφισε τη σύ σταση ευρωπαϊκού στρατού* εκείνο που προέκυψε στη θέση του ήταν το ΝΑΤΟ, ένας οργανισμός που χρησιμοποιούσε τους πόρους εθνικά ελεγχόμενων στρατών. Η Ουάσινγκτον είχε ελπίσει ότι το Πρόγραμμα Ευρωπαϊκής Ανασυγκρότησής της θα ανά γκαζε τους Δυτικοευρωπαίους να συντονίσουν τον οικονομικό σχεδιασμό τους μέσα από τον νέο Οργανισμό Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας (Ο.Ε.Ο.Σ.). Όμως ο Ρομπέρ Μαρζολέν, ο Γάλλος κρατικός λειτουργός που είχε θελήσει να μετατρέψει τον Ο.Ε.Ο.Σ. σε γεννήτρια της ολοκλήρωσης, παραιτήθηκε γρήγορα, απογοητευμένος. Σήμερα, ο διάδοχός του, ο ΟΟΣΑ, είναι κυρίως γνωστός για τις οικονομικές του εκθέ σεις. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ακολούθησε τελείως διαφορετική πορεία.27 Έτσι, πολιτικά η μεταπολεμική Ευρώπη ξαναέκανε την εμφάνισή της μέσα από τα εθνικά κράτη και όχι παρακάμπτοντάς τα. Οι πιο αποτελεσματικές μορφές ολο κλήρωσης εκμεταλλεύτηκαν συγκλίνοντα εθνικά συμφέροντα και λειτούργησαν μέ σα από σχετικά άχρωμους οικονομικούς θεσμούς, παρά μέσα από πρωτοσέλιδες απόπειρες ανάπλασης των πολιτικών ή των στρατιωτικών θεσμών. Οι συνέχειες, επίσης, με τα μελήματα και τις πολιτικές της εμπόλεμης περιόδου ήταν πολύ ισχυρό τερες σε αυτούς τους τομείς απ’ όσο στην πολιτική και στη νομική σφαίρα, όπου η
ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ
571
ρήξη με το ναζισμό ήταν πιο εμφατική. Όταν ο Ρομπέρ Σουμάν, ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών, πρότεινε το 1950 να συνενώσουν η Γαλλία και η Δυτική Γερμανία τους πόρους τους σε άνθρακα και σε χάλυβα, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χά λυβα με πρόεδρο το σύμβουλό του τον Ζαν Μονέ κράτησε και τις δύο πλευρές ευχα ριστημένες (στα μέλη της περιλαμβάνονταν επίσης η Ιταλία, το Βέλγιο, το Λουξεμ βούργο και οι Κάτω Χώρες) και διευκόλυνε τη δυνατότητα των βιομηχάνων και των ιδιοκτητών των ορυχείων να εμπορεύονται διαβαίνοντας τα σύνορα της Γερμανίας. Πολλοί από τους εμπλεκομένους είχαν λάβει μέρος σε ανάλογες διαπραγματεύσεις μια δεκαετία νωρίτερα, όταν το γερμανικό Υπουργείο Οικονομικών είχε κάνει λό γο για οργάνωση ευρωπαϊκών καρτέλ και σχεδιασμό της παραγωγής. Ανάλογη γε νεαλογία θα μπορούσε να ανιχνεύσει κανείς και στο θέμα των τροφίμων - από τη μέριμνα της εμπόλεμης περιόδου για την αυτάρκεια της κατεχόμενης Ευρώπης ως την εντόνως παρεμβατική Κοινή Αγροτική Πολιτική. Η ναζιστική Νέα Τάξη είχε επομένως παίξει το ρόλο της στη γέννηση του μετα πολεμικού ευρωπαϊσμού. Οι αρχιτέκτονες της Κοινής Αγοράς είχαν άψογες γκωλικές, αντιφασιστικές και αντιναζιστικές περγαμηνές. Παρ’ όλα αυτά, μερικοί από τους κύριους συντελεστές και συμβούλους των παρασκηνίων δεν ήταν αντιφασίστες αλλά εξ απορρήτων της εμπόλεμης περιόδου -Γάλλοι, Βέλγοι και κυρίως Γερμανοίπου είχαν υπηρετήσει τους ναζί, οι οποίοι όμως τους είχαν απογοητεύσει βαθιά. Τυ πική τέτοια περίπτωση ήταν ο Χανς-Πέτερ Τψεν, νεαρός νομικός που είχε υπηρετή σει στις στρατιωτικές αρχές κατοχής στις Βρυξέλλες και ύστερα έγινε ο επιφανέστε ρος ειδικός της Δυτικής Γερμανίας στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Ακόμα εντυπωσιακότερες ήταν οι συνέχειες στην περίπτωση της μικρής γερμανικής ομά δας μέσα στο Υπουργείο Οικονομικών του εμπόλεμου Ράιχ, που συζητούσε, παρά το σχετικό βέτο του Χίτλερ, σχέδια για μια μεταπολεμική ευρωπαϊκή οικονομική κοινότητα αφοσιωμένη στην πλήρη απασχόληση και στην αυτάρκεια. Στα μέλη αυ τού του «Ευρωπαϊκού Κύκλου» (ΕιίΓορ&ΙαΌίδ), που συναντιόνταν στο Εδρί&ηαάο Ηοΐοΐ του Βερολίνου συγκαταλέγονταν όχι μόνο κορυφαίοι ναζί οικονομολόγοι και επιχειρηματίες, αλλά και άντρες που έμελλε να παίξουν πρωτεύοντα ρόλο στις υπο θέσεις της μεταπολεμικής Δυτικής Γερμανίας - ο Λούντβιχ Έρχαρντ, πατέρας του οικονομικού «θαύματος», ο τραπεζίτης Χέρμαν Αμπς και ο μετέπειτα πρόεδρος της Μπούντεσμπανκ Καρλ Μπλέσσινγκ.28 Οι άνθρωποι αυτοί, έχοντας χάσει πια στις αρχές της δεκαετίας του 1940 την πί στη τους ότι το Ράιχ μπορούσε να κερδίσει τον πόλεμο, υποστήριζαν ότι οποιαδήποτε ευρωπαϊκή οικονομική ανασυγκρότηση θα απαιτούσε παρ’ όλα αυτά την ηγεσία της Γερμανίας. Παρακολουθούσαν τις αγγλοαμερικανικές συζητήσεις για τους στόχους της μεταπολεμικής περιόδου, συζητούσαν για το Ντάμπαρτον Όουκς και το Μπρέττον Γουντς, διάβαζαν το περιοδικό Εοοηοηϊίδί και επικροτούσαν την καινοφανή δέ σμευση της Βρετανίας για την πλήρη απασχόληση, αλλά επισήμαιναν ότι το Τρίτο Ράιχ
572
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
είχε εφαρμόσει τέτοιες πολιτικές από χρόνια πριν και με μεγάλη επιτυχία: επομένως η Γερμανία, και όχι η Βρετανία, ήταν εκείνη που είχε την πείρα η οποία την καθι στούσε πιο ενδεδειγμένη για να εξασφαλίσει ένα μεταπολεμικό μοντέλο υψηλού βιο τικού επιπέδου και κοινωνικής ασφάλισης. Αν επρόκειτο η Ευρώπη να βρει έναν τρί το δρόμο ανάμεσα στον σοβιετικού τύπου κεντρικό σχεδιασμό και στο βρετανικό Ιίάδδοζ-ί&ίΓΟ, θα χρειαζόταν σίγουρα την καθοδήγηση της Γερμανίας. Η Γερμανία, με άλλα λόγια, θα έχανε τον πόλεμο αλλά μπορούσε ακόμα να κερδίσει την ειρήνη.29 Το γεγονός ότι κάποιοι πολιτικοί επιτελείς του Τρίτου Ράιχ μιλούσαν έτσι επιβε βαιώνει χωρίς αμφιβολία τους χειρότερους φόβους των ευρωσκεπτικιστών και κάνει την Κοινή Αγορά να φαντάζει σαν κάτι που το είχαν ονειρευτεί οι ναζί. Και πράγμα τι, οι άνθρωποι αυτοί είχαν εντοπίσει μερικά από τα μελήματα που απασχόλησαν και τους μεταπολεμικούς ευρωπαϊστές: την απειλή του φτηνού ανταγωνισμού από το εξω τερικό· την ανάγκη να αποτραπεί η επανεμφάνιση της προπολεμικής δυσπραγίας χά ρη στην απομάκρυνση από το Μδδ6ζ-Μτ6 σε συνδυασμό με τη μείωση των φραγμών στο εμπόριο εντός της ευρωπαϊκής «κοινότητας»· και τη σπουδαιότητα της διασφάλι σης της επισιτιστικής αυτάρκειας της ηπείρου μέσω της προστασίας των αγροτικών παραγωγών. Μια ματιά στην ιδρυτική συνθήκη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινό τητας του Μαρτίου 1957 επιβεβαιώνει την εντυπωσιακή ομοιότητα των στόχων της με τους στόχους εκείνων. Όπως όμως είχε ήδη παρατηρήσει ο Κέυνς το 1940, το ζήτημα από οικονομική σκοπιά δεν ήταν αν οι ναζί είχαν τις σωστές ιδέες, αλλά αν μπορούσε να τους εμπιστευτεί κανείς ότι θα τις πραγματοποιούσαν. Με τον Χίτλερ και το ναζιστικό κόμμα στο τιμόνι, η απάντηση ήταν πασιφανής. Χρειάστηκε να ηττηθεί η Γερ μανία και να ηγεμονεύσουν οι ΗΠΑ για να δημιουργηθούν οι συνθήκες μέσα από τις οποίες μπορούσε να προκύψει μια πραγματική κοινότητα εθνικών κρατών* και όταν αυτό συνέβη, το Βερολίνο δεν ήταν πια στο κέντρο της και η Ευρώπη δεν ήταν μόνη. Οι περισσότεροι από αυτούς τους επιχειρηματίες, τους τραπεζίτες και τους οικονομο λόγους καταλάβαιναν πως η ισχύς της Αμερικής ήταν ακαταμάχητη* όπως οι Αμερι κανοί θα χρειάζονταν τη Γερμανία για να βάλουν μπροστά τη μεταπολεμική ανόρθω ση της Ευρώπης, έτσι και οι Γερμανοί χρειάζονταν τους Αμερικανούς. Για να δούμε τα πράγματα στις πραγματικές τους διαστάσεις, ίσως είναι χρήσιμο να θυμηθούμε πώς έβλεπαν την κατάσταση τα περιθωριακά εκείνα στελέχη των να ζί που αρνήθηκαν να συμβιβαστούν. Μετά τον πόλεμο, μικρές, συνήθως βραχύβιες, περιθωριακές ομάδες κατήγγειλαν τόσο τους Αμερικανούς όσο και τους Σοβιετι κούς και ανακύκλωναν ιδέες προερχόμενες από τα κείμενα που είχε γράψει ο Χίτ λερ τριάντα χρόνια νωρίτερα. Επίσης, αντιδρούσαν βίαια στις ευρωπαϊστικές ζυμώ σεις που διαφαίνονταν στον ορίζοντα της μεταπολεμικής δυτικής Ευρώπης. Ο Καρλ-Χάιντς Πρήστερ, πρώην αξιωματικός των δδ, που είχε δραστηριοποιηθεί στην Ακροδεξιά, εμφανίστηκε στην πρώτη συνάντηση των Ευρωπαίων νεοφασιστών, στη Ρώμη το 1950, και προειδοποίησε ότι
ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ
573
όσο περισσότερο ορισμένοι γιέσμεν σπεΰδουν να μετατρέψουν όχι μόνο τη μητρίδα μας τη Γερμανία, αλλά και την πατρίδα μας την Ευρώπη, σε αποικία... με όχημα δημι ουργήματα όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης και η «Ευρωπαϊκή Ένωση»... τόσο πιο γρήγορα θα γιγαντω θεί η απόφαση όλων των τίμιων και ανεξάρτητων Γερμανών να ταχθούν μαζί μας στο δρόμο μας από τον εθνικισμό προς το Ναίίοη ΕιίΓορα.30
Ακόμα και ναζί όπως ο Πρήστερ έβλεπαν ότι, στον αιώνα των Υπερδυνάμεων, η Γερ μανία δεν ήταν αρκετά ισχυρή για να ανακτήσει την ανεξαρτησία της χωρίς υποστή ριξη από την ευρύτερη περιοχή. Το «Ν&ίΐοη Ειιτορα» ήταν έτσι η εναλλακτική πρότα ση των εξτρεμιστών απέναντι στις Βρυξέλλες και στο Στρασβούργο, μια εκδοχή των «ευρωπαϊκών» λν&ίίοη-δδ του Χίμλερ προσαρμοσμένη στα χρόνια της ειρήνης. Τέ τοιοι άνθρωποι όμως θεωρούσαν την κοινοβουλευτική δημοκρατία μια κάλπικη «δημοκτατορία» (ϋοιηοΙο'&ίιΐΓ), πίστευαν πως το πολυκομματικό σύστημα έπρεπε να καταργηθεί και ήθελαν να βρουν έναν τρόπο να ξαναενώσουν τη χώρα με τη βοήθεια των ομοϊδεατών τους φασιστών του εξωτερικού. Καθώς οι ψηφοφόροι τούς αγνοού σαν, μάλωναν διαρκώς μεταξύ τους και κατηγορούσαν οι μεν τους δε ότι ήταν πουλη μένοι ή ότι έβαζαν νερό στο κρασί τους στο ζήτημα της φυλής. Ορισμένοι ίδρυσαν την επόμενη χρονιά ένα κίνημα ονόματι Νέα Ευρωπαϊκή Τάξη, για να πολεμήσουν ενάντια στον «μογγολοειδή μπολσεβικισμό» και στον «νεγροειδή καπιταλισμό», εν ονόματι του λευκού ανθρώπου. Άλλοι σκέφτηκαν να απευθυνθούν στους Αφρικα νούς εθνικιστές και να σφυρηλατήσουν μια νέα Ευραφρική, που θα επέτρεπε στην Ευρώπη να ανακτήσει τη θέση της στο κέντρο των παγκόσμιων υποθέσεων.31 Παραήταν ανεγκέφαλοι, οπισθοδρομικοί και φωνακλάδες για να κερδίσουν κά τι παραπάνω από ένα εύθραυστο έρεισμα στην Ευρώπη του Ελεύθερου Κόσμου. Άλλοι ήταν ιδεολογικά πιο ελαστικοί και μεταλλάχθηκαν πολύ πιο αβίαστα. Μπορεί ο αμερικανικός πόλεμος εναντίον της Ε.Σ.Σ.Δ. να ήταν όλο και πιο παγκόσμιας εμβέλειας, σε αντίθεση με την προγενέστερη ναζιστική του εκδοχή, αλλά αυτό δεν σήμαινε βέβαια πως η γερμανική ειδημοσύνη ήταν ξαφνικά παντελώς αδιάφορη. Ο Ράινχαρντ Γκέλεν, αρχηγός αντικατασκοπίας της Βέρμαχτ στην Ανατολή, οργάνω σε ένα δίκτυο συλλογής πληροφοριών στην ανατολική Ευρώπη με την υποστήριξη των Αμερικανών και άντλησε από αυτό όταν ίδρυσε την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών της Δυτικής Γερμανίας. Ο Όττο Μπρόυτιγκαμ, ο επ’ ονόματι του Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ απερίφραστος επικριτής της πολιτικής των δδ στην Ευρωπαϊ κή Ρωσία, έγινε ο κύριος σοβιετολόγος της Δυτικής Γερμανίας, κι ένας εσμός υποτι θέμενων «ερευνητών της Ανατολής» κατάφερε με νύχια και με δόντια να επανακάμψει και να χτίσει ακαδημαϊκές καριέρες κύρους. Λίγοι ξεχώρισαν τόσο όσο ο Τέοντορ Ομπερλαίντερ, πρώην μαχητής των ΡΓΟ&οιρδ και «πολιτικός σύμβουλος» διάφορων σκοτεινών αντιπαρτιζάνικων μονάδων στα κατεχόμενα ανατολικά εδά φη, που υπηρέτησε στη Βόννη ως υπουργός προσφύγων και απελαθέντων για μεγά
574
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
λο μέρος της δεκαετίας του 1950 και διόρισε πολλούς πρώην ναζί - ανάμεσα τους τον πρώην δήμαρχο του Ουτζτης εμπόλεμης περιόδου, καθώς και έναν πρώην αρχι συντάκτη μιας εφημερίδας των Ταγμάτων Εφόδου. Η κυβέρνηση του καγκελάριου Αντενάουερ συνεχώς ξεμπροστιαζόταν από τέτοιες δύσοσμες αποκαλύψεις. Περί που εξήντα πρώην στελέχη του Ρίμπεντροπ απασχολήθηκαν στο δυτικογερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών όταν οι Σύμμαχοι επέτρεψαν τελικά την εκ νέου λειτουργία του το 1951, και οι περισσότεροι διπλωμάτες καθώς και πολλοί δικαστές και εισαγ γελείς ήταν πρώην μέλη του ναζιστικού κόμματος.32 Ανάλογα συνέβησαν σε μεγάλο τμήμα της Ευρώπης του Ελεύθερου Κόσμου. Ο Ρενέ Μπουσκέ δεν δυσκολεύτηκε να απαλλαγεί από μιαν ασήμαντη ποινή στο τέλος του πολέμου και ο υφιστάμενός του Ζαν Λεγκαί πλούτισε στον φαρμακευτικό τομέα. Ο Μωρίς Παπόν, που στον πόλεμο ήταν δημόσιος υπάλληλος στο Μπορντώ, έγινε αρ χηγός της αστυνομίας του Παρισιού και τελικά υπουργός. Η ΑΌρεάλ και η Λουί Βουιττόν ήταν δύο από τις πολλές μεγάλες φίρμες που τήρησαν σιγήν ιχθύος για το παρελθόν τους στα χρόνια του πολέμου. Στην Ιταλία, ενώ η νέα πολιτική ελίτ ξεπήδησε μέσα από τους αντιφασιστικούς καθολικούς και αριστερούς κύκλους, το δικαστικό σώμα, οι υπηρεσίες πληροφοριών και η αστυνομία επανδρώθηκαν κυρίως από πρώην φασίστες. Στην Ελλάδα, επίσης, ο εμφύλιος πόλεμος στα τέλη της δεκαετίας του 1940 επέτρεψε σε πολλούς δωσίλογους της Κατοχής να επανέλθουν σε θέσεις εξουσίας. Στο τέλος, ακόμα και η Ισπανία του Φράνκο έγινε δεκτή στα Ηνωμένα Έθνη. Επειδή η Δεξιά είχε γίνει τόσο ισχυρή σε πολλές χώρες της Ευρώπης, η μετάβα ση πίσω σε έναν πιο δημοκρατικό κόσμο ίσως να μην μπορούσε να γίνει χωρίς τέ τοιους συμβιβασμούς, οι οποίοι οπωσδήποτε δεν σήμαιναν ότι τα ίδια τα φασιστικά ή τα ναζιστικά καθεστώτα είχαν καταφέρει να επιβιώσουν από την παταγώδη τους ήττα. Άπαξ και οι δικτάτορες είχαν φύγει από τη μέση, τα πράγματα δεν μπορούσαν ποτέ να είναι τα ίδια. Ο Άλμπερτ Σπέερ διηγείται πώς στα τέλη Ιουλίου του 1943, λί γο μετά την κατάρρευση της κυβέρνησης Μουσολίνι, ο Χίτλερ καθόταν στην τσαγερία του αρχηγείου του στην Ανατολική Πρωσία με μια ομάδα πολιτικούς συμβού λους και ανώτερους στρατηγούς του, όταν ξαφνικά ο στρατηγός Άλφρεντ Γιοντλ πέταξε: «Τελικά, άμα το σκεφτεί κανείς, ο φασισμός απλά έσκασε σαν σαπουνόφου σκα». Η νεκρική σιγή που ακολούθησε έδειχνε πόσο η σκέψη αυτή βάραινε στο μυαλό της ομήγυρης. Την ίδια ακριβώς στιγμή ένας ανήσυχος Ιταλός φασίστας θύμι ζε στον Μουσολίνι προσωπικά πως «το κράτος είναι φασιστικό επειδή Εσείς θέλετε να είναι τέτοιο, επειδή Εσείς εκδώσατε διατάγματα που το μετέτεψαν σε φασιστικό κράτος και, κυρίως, επειδή ΕΣΕΙΣ είσαστε στο κέντρο του». Αυτό ίσχυε και για το ναζισμό φυσικά· αν και το 1945, και για κάποια χρόνια μετά, υπήρχαν μερικοί ναζί που δεν το πίστευαν και θεωρούσαν ότι μπορούσαν να συνεχίσουν να μάχονται για τον εθνικοσοσιαλισμό -ίσως ακόμα και για να τον βελτιώσουν- χωρίς τον Φύρερ. Στο τέλος, οι περισσότεροι συνειδητοποίησαν ότι η Νέα Τάξη είχε καταρρεύσει
ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ
575
ανεπιστρεπτί με την ήττα της Γερμανίας. Καμιά όμως πολιτική τάξη πραγμάτων δεν ξεκινά από το τίποτα. Και η μεταπολεμική Ευρώπη -τόσο πρόθυμη να διακηρύξει τη ρήξη της με το παρελθόν- ήταν δεμένη μαζί του με περισσότερους τρόπους απ’ όσους είχε τη διάθεση να παραδεχθεί.33
18
Η Νέα Τάξη στην παγκόσμια ιστορία
Ο αιώνας της γερμανικής υπερίσχυσης στην Ευρώπη είχε φτάσει στο τέλος του. Το ίδιο και η ηγεμονία της Ευρώπης στον κόσμο. Λοΰις Ν έιμιερ1
Ο Ν Ο Μ ΟΣ* Τ Η Σ ΓΗ Σ
Τη χρονική περίοδο από το 1750 ως το 1950 χονδρικά, ο αντίκτυπος των εσωτερικών αντιπαλοτήτων της Ευρώπης γινόταν αισθητός σε όλο τον κόσμο. Όταν ανέτειλε ο δέκατος ένατος αιώνας, η προσπάθεια του Ναπολέοντα να χτίσει μια ευρωπαϊκή αυτοκρατορία χαλάρωσε τον έλεγχο που ασκούσε η Ισπανία στη Νότια Αμερική· όταν έδυε ο αιώνας, ο ξέφρενος αποικιακός τεμαχισμός της Αφρικής, της Ασίας και του Ειρηνικού παρήγε αναφλέξεις και αντιπαραθέσεις παντού, από τη Βενεζουέλα ως τη Φασόντα11. Ο νέος ιμπεριαλισμός, σε στενή συνάρτηση με τον αγώνα για την κυριαρχία στην Ευρώπη, είχε δημιουργήσει ένα αλληλένδετο σύστημα κρατών που συναγωνίζονταν μεταξύ τους για την απόκτηση γης, πόρων και κύρους. Ο «πολιτι σμένος κόσμος», έγραφε ένας Αμερικανός συγγραφέας το 1900, είχε αποδυθεί σε μια «οικονομική κατάκτηση... των φυσικών πόρων του πλανήτη».2 Ιδεαλιστές όπως ο πρόεδρος των ΗΠΑ Γούντροου Ουίλσον πίστευαν ακράδαντα πως τα πράγματα έπρεπε να αλλάξουν. Στο Παρίσι, το 1919, οι νικητές του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου διακήρυξαν ότι ο άτοπος αυτός ανταγωνισμός είχε τελειώσει με την ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών, την οποία χαιρέτισαν ως το ξεκίνημα μιας νέας τάξης δικαίου στον κόσμο. Μα οι ηττημένες δυνάμεις διαφωνούσαν: γι’ αυτές, ο ανταγωνισμός για τις αποικίες δεν είχε τελειώσει,(τη δε Κοινωνία των Εθνών δεν την έβλεπαν σαν τίποτα παραπάνω από ένα εφεύρημα των νικητών για να κεφαλαιοποιήσουν τα κέρδη τους. Το ότι πράγματι οι Βρετανοί και οι Γάλλοι είχαν κερδίσει δεν επιδεχόταν αμφισβήτηση - η Βρετανική Αυτοκρατορία δεν ήταν ποτέ τόσο με γάλη όσο στον Μεσοπόλεμο, καθώς οι Εντολές της Κ,τ.Ε. την είχαν εξογκώσει.
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
577
Χρειάστηκε ένας Αμερικανός γεωλόγος για να επισημάνει την άβολη αλήθεια ότι τη δεκαετία του 1930 η Αγγλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες έλεγχαν συνολικά τα τρία τέταρτα σχεδόν της παγκόσμιας παραγωγής ορυκτών: «Η υπεράσπιση της δημοκρα τίας και η υπεράσπιση της ορυκτής θέσης λίγο-πολΰ συμπίπτουν».3 Τον Απρίλιο του 1939, όταν το όνομα της Κ.τ.Ε. είχε πια καταρρακωθεί, ο Γερμα νός νομικός Καρλ Σμιτ περιέγραψε ένα τελείως διαφορετικό μοντέλο διαχείρισης του διεθνούς συστήματος. Η Πράγα είχε πέσει δεκαπέντε μέρες νωρίτερα και το άστρο του Τρίτου Ράιχ ανέβαινε στον ουρανό. Σε μια πολΰ σκληρή ομιλία του, ο Σμιτ υποστήριξε ότι η Κ,τ.Ε. ήταν κακή ιδέα από την αρχή και ότι στην πραγματικότητα εί χε κάνει τον κόσμο πιο ασταθή με το να ανεγείρει ένα δήθεν διεθνές σύστημα δικαί ου πάνω στα σαθρά θεμέλια του μετά το 1918 διακανονισμού. Η άνοδος της ναζιστικής Γερμανίας παρείχε την ευκαιρία να αναδομηθούν οι διεθνείς σχέσεις πάνω σε ασφαλέστερη βάση. Η δική του πρόταση ήταν να ακολουθηθεί το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και να αντικατασταθεί η Γενεύη από ένα σύστη μα περιφερειακών μπλοκ εξουσίας. Μπορεί στο κάτω-κάτω οι ΗΠΑ να διακήρυτταν την προσήλωσή τους σε ορισμένες γενικές αρχές παγκόσμιας διακυβέρνησης, αλλά στην πράξη δεν έβλεπαν κανένα ασυμβίβαστο ανάμεσα σε αυτό και στο Δόγμα Μονρόε - συμφωνία περιφερειακής εμβέλειας ανάμεσα σε μια μεγάλη και σε μικρότερες δυνάμεις, που απέκλειε τα μη αμερικανικά κράτη από τις υποθέσεις τους. Εδώ -σε αυτό το σύστημα δικαίου το γειωμένο στο έδαφος και στον έλεγχό του- ο Σμιτ ανα γνώριζε ένα νέο μοντέλο για τη Γερμανία και για όλους τους άλλους. Ο οικουμενισμός ήταν ένα πλάσμα της φαντασίας, επέμενε, μια υποκρισία που έπρεπε να εγκαταλειφθεί και αντί γι’ αυτήν να αναγνωριστεί πως ορισμένα κράτη ήταν ισχυρότερα από τα άλλα. Ο καλύτερος τρόπος να διασφαλιστεί η τάξη ήταν να χωριστεί η υδρό γειος σε περιφέρειες, και η καθεμιά να κυβερνιέται από έναν μόνο ηγεμονεύοντα, που θα είχε το καθήκον να επιβάλλει τη σταθερότητα στη βάση της βασικής «πολιτι κής ιδέας» του και να αποκλείει τις έξωθεν παρεμβάσεις στην επικράτειά του. Το έρ γο αυτό, στην Ευρώπη, έπεφτε στους ώμους της Γερμανίας.4 Η ομιλία του Σμιτ καλύφθηκε ευρέως από τον Τύπο, και σύντομα άρχισαν συζη τήσεις για τη βασική ιδέα ενός γερμανικού Δόγματος Μονρόε. Στον απόηχο της γερ μανικής κατάληψης της Τσεχοσλοβακίας λίγες μόνο μέρες νωρίτερα, οι βρετανικές εφημερίδες την προέβαλαν πολύ: «Ως τώρα κανένας Γερμανός κρατικός ιθύνων δεν έχει δώσει έναν ακριβή ορισμό των στόχων του στην ανατολική Ευρώπη», έγραψαν οι ΤίηιβΞ' «ίσως όμως μια πρόσφατη τοποθέτηση του ναζιστή συνταγματολόγου κα θηγητή Καρλ Σμιτ να πρέπει να εκληφθεί ως αξιόπιστος οδηγός». Η ΌαίΙγ ΜαίΙ χα ρακτήρισε τον Σμιτ ως «τον άνθροοπο “κλειδί” του Χερ Χίτλερ σε αυτή την πολιτι κή». Ο Σμιτ σίγουρα δεν ήταν κάτι τέτοιο· πολιτικά, σ’ εκείνη τη φάση, ήταν μια σχε τικά περιθωριακή μορφή στο ναζιστικό στερέωμα, με πολλούς και ισχυρούς εχθρούς. Παρ’ όλα αυτά, διατύπωσε σαφέστερα απ’ οποιονδήποτε άλλον στο Τρίτο
578
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
Ράιχ το πώς έβλεπε το καθεστώς τη θέση του μέσα στον κόσμο εκείνη τη στιγμή. Μά λιστα, ο ίδιος ο Χίτλερ άρχισε να χρησιμοποιεί μια γλώσσα που ακουγόταν απολΰτως Σμιτική. Στα τέλη Απριλίου, απάντησε σε μια ομιλία του Ροΰζβελτ μνημονεύο ντας το Δόγμα Μονρόε και λέγοντας πως «εμείς οι Γερμανοί υποστηρίζουμε ένα ανάλογο δόγμα για την Ευρώπη -και πάνω απ’ όλα, για το έδαφος και τα συμφέρο ντα του Μεγάλου Γερμανικού Ράιχ». Επανήλθε σε αυτή την ιδέα μετά την κατάκτηση της Πολωνίας. Τον Μάρτιο του 1940, ο Ρίμπεντροπ είπε στον Αμερικανό υφυ πουργό Εξωτερικών Σάμνερ Ουέλς, που επισκεπτόταν την Ευρώπη για να σταθμίσει τις πιθανότητες διατήρησης της ειρήνης, πως «και η Γερμανία έχει το δικό της Δόγμα Μονρόε». Οι ιλιγγιώδεις γερμανικές επιτυχίες των μηνών που ακολούθησαν είχαν σαν αποτέλεσμα αυτού του είδους οι κουβέντες -που στην αρχή αναφέρονταν μόνο στην κεντρική και στην ανατολική Ευρώπη- να επεκταθούν και να σχηματίσουν ένα είδος διεκδίκησης ολόκληρης της ηπείρου. «Η Αμερική στους Αμερικανούς, η Ευ ρώπη στους Ευρωπαίους», ήταν η μεστή διατύπωση του Χίτλερ προς έναν Αμερικα νό δημοσιογράφο, και μετά πρόσθεσε πως ένιωθε την ανάγκη για ένα «θεμελιώδες, αμοιβαία συμβατό Δόγμα Μονρόε» ανάμεσα στον Παλιό και στον Νέο Κόσμο.5 Όπως όμως γρήγορα συνειδητοποίησε ο Χίτλερ, η μετατροπή της Γερμανίας σε επιδιαιτητή της ηπείρου και η προσπάθεια να κυβερνηθεί η Ευρώπη σαν να μπο ρούσε να αποκοπεί από τον υπόλοιπο κόσμο γεννούσε περισσότερα ζητήματα απ’ όσα έλυνε. Έ να από τα πιεστικά προβλήματα για το Βερολίνο ήταν να εξηγήσει τι ακριβώς μέλλον συνεπαγόταν αυτή η άποψη για την κύρια ευρωπαϊκή του σύμμαχο, την Ιταλία. Οι Ιταλοί ήταν ευλόγως αναστατωμένοι, αφού φοβούνταν πως ένα Δόγ μα Μονρόε για την Ευρώπη θα τους άφηνε να παίζουν ρόλο Μεξικού απέναντι στο Τρίτο Ράιχ ως ΗΠΑ. Η απάλειψη αυτών των φόβων (που ήταν απολύτως δικαιολο γημένοι) δεν ήταν δυνατή, κυρίως γιατί τα σύνορα ανάμεσα στον γερμανικό «ζωτι κό χώρο» και στον ιταλικό ήταν ανέκαθεν θολά· η δε στρατιωτική αδυναμία της Ιτα λίας σήμαινε πως οι Γερμανοί έλκονταν προς περιοχές που οι Ιταλοί τις θεωρούσαν δική τους σφαίρα επιρροής. Έ να μεγαλύτερο ερωτηματικό αφορούσε τις αποικίες της Ευρώπης, με τις ανεκτί μητες πρώτες ύλες και ορυκτά τους. Ο Χίτλερ γνώριζε πάρα πολύ καλά τη σπουδαιότητά τους και είχε συσσωρεύσει καίριες πρώτες ύλες πριν από τον πόλεμο. Εισέβαλε επίσης στη Νορβηγία για να εξασφαλίσει την πρόσβασή του στο σουηδικό σιδηρομετάλλευμα, επέκτεινε την παραγωγή νικελίου στην περιοχή Πέτσαμο της Φινλανδίας, άρπαξε τα ορυχεία χαλκού του Μπορ στη Γιουγκοσλαβία και τα κοιτάσματα μαγγανί ου της Ουκρανίας. Εκτός Ευρώπης, όμως, η κατάσταση ήταν τελείως διαφορετική. Όταν το Τσαντ και το Καμερούν τάχθηκαν με τον Ντε Γκωλ το 1940, δίνοντας στους Συμμάχους πρόσβαση σε χρυσό, πετρέλαιο, βολφράμιο και τιτάνιο, οι Γερμανοί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Όσο για τα πλούτη του Βελγικού Κογκό, το Ράιχ δεν εί χε καμιά ελπίδα. Κατάφερε να βάλει χέρι στο επεξεργασμένο ουράνιο που ήταν απο-
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
579
θηκευμένο μέσα στο Βέλγιο, μα η υηΐοη ΜίηίέΓΟ άιι Η&ιιί ΚαΙ&η§3ιη είχε ήδη μεταφέ ρει τα περισσότερα αποθέματα ορυκτών της σε τόπο όπου δεν μπορούσε να φτάσει η Γερμανία, και αυτό πριν από την εισβολή. Άπαξ και ο Βέλγος γενικός κυβερνήτης του Κονγκό τάχθηκε με τους Συμμάχους και έφτασαν Αμερικανοί μηχανικοί για να ξανανοίξουν τα ορυχεία Σινκολόμπουε, ο Χίτλερ δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Συνολικά, η Αφρική υπολογίζεται ότι στα χρόνια του πολέμου προμήθευσε το μισό χρυσάφι, σχεδόν το 90 τοις εκατό του κοβαλτίου και όλα ουσιαστικά τα διαμάντια και το ουρά νιο του κόσμου, αλλά απ’ όλα αυτά το Τρίτο Ράιχ δεν έλαβε απολύτως τίποτα.6 Τα γεγονότα στο δυτικό ημισφαίριο υπογράμμισαν περαιτέρω την αδυναμία του Ράιχ να επηρεάσει τα εκτός ηπείρου τεκταινόμενα. Το 1940, όταν η Διάσκεψη της Αβάνας, επικαλούμενη το Δόγμα Μονρόε, ισχυρίστηκε ότι ήταν εντολοδόχος για όλες εκείνες τις ευρωπαϊκές αποικίες επί αμερικανικής ηπείρου που οι μητροπόλεις τους είχαν κατακτηθεί από τους Γ ερμανούς, ο Χίτλερ το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να βγάζει καπνούς από τα αφτιά του. Στην πραγματικότητα, οι ΗΠΑ ανέχθηκαν την εξουσία του Βισύ στην Καραϊβική (ακόμα και τη θέσπιση απαίσιων αυταρχικών καθε στώτων σε μέρη όπως η Μαρτινίκα), αλλά παρακολουθούσαν άγρυπνα τα ζωτικά ορυχεία βωξίτη του Σουρινάμ και τα διυλιστήρια πετρελαίου των Ολλανδικών Αντιλλών, καθώς εξελισσόταν με ταχύ ρυθμό ο δικός τους εξοπλισμός. Ακόμα και οι κατα σκοπευτικές επιχειρήσεις των ναζί σε βόρεια και νότια Αμερική κατάφεραν λίγα πράγματα, παρά την ύπαρξη μεγάλων γερμανικών κοινοτήτων που τις υποστήριζαν σε μέρη όπως η Αργεντινή, η Παραγουάη και η Χιλή· η συγκαλυμμένη αλλά εκτενής ανά μειξη στην προεδρική καμπάνια του 1940 στις ΗΠΑ δεν μπόρεσε να αποτρέψει την επανεκλογή του Ρούζβελτ, και υπήρξε εντέλει αντιπαραγωγική. Όταν η Γερμανία προσπάθησε να βάλει πόδι στη Βραζιλία, την απέκρουσαν εύκολα οι Αμερικανοί, οι οποίοι ανέπτυξαν το δικό τους ημισφαιρικό σύστημα αεροπορικών βάσεων μέσω της Ρ&η-Απι και του Προγράμματος Ανάπτυξης Αεροδρομίων, το οποίο αύξησε εκπληκτι κά την ικανότητά τους να αναπτύσσουν τη δύναμή τους σε όλο τον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό ωκεανό. Με δυο λόγια, ενώ η Γερμανία δεν μπόρεσε να σημειώσει πρόοδο ούτε στην Αφρική ούτε στη σύνολη Αμερική, η απειλή που αποτέλεσε η γρήγορή της κατάκτηση της Ευρώπης επέτρεψε στις ΗΠΑ να σημειώσουν εκείνες πρόοδο.7 Γιατί εδώ εντοπιζόταν το βασικό πρόβλημα. Ακριβώς τη στιγμή που οι Γερμανοί άρχισαν να μιλούν για το Δόγμα Μονρόε, οι Αμερικανοί ατένιζαν πολύ πιο πέρα από αυτό και άρχισαν να φαντάζονται τους εαυτούς τους σαν μια παγκόσμια στρα τιωτική δύναμη. Η πραγματική κατάσταση ετοιμότητας των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν αξιοθρήνητη -το καλοκαίρι το 1940, ο στρατός τους μπορούσε να αναπτύξει στα πεδία των μαχών μόλις το ένα τρίτο του αριθμού μεραρχιών που είχαν αναπτύ ξει οι Βέλγοι-, αλλά γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ο Ρούζβελτ ήταν αποφασισμένος να αλλάξει δραματικά τους ρυθμούς. Η απάντηση του Χίτλερ στη Διάσκεψη της Αβά νας ήταν να επιμείνει πως οι Αμερικανοί όφειλαν να μην ανακατεύονται στις υπο
580
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
θέσεις της Ευρώπης. Αυτό όμως ήταν αδύνατο. Ο Ροΰζβελτ είχε ήδη εξηγήσει στο Κονγκρέσο πως οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν να αποδεχθούν ήττα των Συμμάχων, γιατί αυτό «θα άφηνε το δυτικό ημισφαίριο ανάμεσα στα σαγόνια της νικηφόρας Γερμα νικής Αυτοκρατορίας σε μια κατακτημένη Ευρώπη και της θριαμβεύτριας Ιαπωνι κής Αυτοκρατορίας σε μιαν υποταγμένη Ασία».8 Οι παραλληλίες ανάμεσα στο τι συνέβαινε στην Ευρώπη και αντίστοιχα στην Ασία ήταν οπωσδήποτε εντυπωσιακές. Η ιαπωνική κυβέρνηση, προτείνοντας ένα δι κό της Δόγμα Μονρόε, είχε διακηρύξει από το 1934 κιόλας ότι είχε «ειδική ευθύνη στην Ανατολική Ασία». Οι Αμερικανοί, φυσικά, είχαν απορρίψειτην ιδέα. «Υπάρχει τόση ομοιότητα ανάμεσα στο δικό μας Δόγμα Μονρόε και στο λεγόμενο Δόγμα Μον ρόε της Ιαπωνίας, όση και ανάμεσα στο άσπρο και στο μαύρο», δήλωνε ο υπουργός Εξωτερικών του Ρούζβελτ τον Απρίλιο του 1940. Η ιδέα όμως φούσκωσε πολύ περισ σότερα μυαλά στην Ιαπωνία τους επόμενους μήνες, χάρη στις νίκες των Γερμανών στη δυτική Ευρώπη. Ξαφνικά, η Γαλλική Ινδοκίνα και οι Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες έμοιαζαν τρωτές, και ακούστηκαν φωνές που υποστήριζαν τη θέσπιση μονο κομματικού κράτους στο Τόκυο, κατά τα γερμανικά πρότυπα. Οι συντηρητικοί και το Παλάτι τις αντιπάλεψαν με επιτυχία, αλλά η ιδέα ίδρυσης μιας ιαπωνικής Νέας Τά ξης προχωρούσε πολύ περισσότερο. Το Τόκυο, ελπίζοντας, όπως εν πολλοίς και οι Γερμανοί, πως οι κατακτήσεις θα έφερναν αυτάρκεια και θα ανέκοπταν την αυξανό μενη πλανητική ισχύ των ΗΠΑ -που οι κυρώσεις τους εναντίον της Ιαπωνίας αποκά λυπταν ήδη την ισχυρή εξάρτησή της από τις εισαγόμενες ενεργειακές πηγές-, κατέκλυσε τη Γαλλική Ινδοκίνα με στρατεύματα, προσφέροντας στο Βισύ την «προστα σία» της και μπλοκάροντας ζωτικές γραμμές ανεφοδιασμού προς την Κίνα. Όταν την επόμενη χρονιά η Ιαπωνία εισέβαλε στο Χονγκ Κονγκ, στις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες, στη Μαλαία και στη Σινγκαπούρη, άρχισαν να καταφτάνουν στα λιμάνια της τέτοιες ποσότητες βωξίτη, σιδηρομεταλλεύματος, ρυζιού και καουτσούκ ώστε οι Αμερικανοί θορυβήθηκαν. Μάλιστα, τα σχέδια που καταστρώνονταν ήταν πολύ πιο φιλόδοξα: να επεκταθεί η αυτοκρατορία της Ιαπωνίας ως την Αλάσκα και κατά μή κος της δυτικής ακτογραμμής όλης της αμερικανικής ηπείρου.9 Το Τριμερές Σύμφωνο που η Ιαπωνία υπέγραψε με τη Γερμανία και την Ιταλία τον Σεπτέμβριο του 1940 δεν ήταν τίποτα λιγότερο από τη διεθνή διπλωματική έκ φραση της ιδέας περί ΟτοβΓαυπι του Σμιτ και από την αποθέωση της σύλληψής του για μια περιφερειακά οριζόμενη οικονομικοπολιτική αυτάρκεια. Το Σύμφωνο έλε γε πως η Ιαπωνία αναγνώριζε «τον ηγετικό ρόλο της Γερμανίας και της Ιταλίας στην εγκαθίδρυση μιας Νέας Τάξης στην Ευρώπη», ενώ οι δύο αυτές χώρες αναγνώρι ζαν τον ηγετικό ρόλο της Ιαπωνίας στην προσεχή Νέα Τάξη στην «Ευρύτερη Ανατο λική Ασία». Μιλώντας για «ηγετικό ρόλο», για την «προσήκουσα θέση» του κάθε έθνους στον κόσμο, το Σύμφωνο μιλούσε για δύναμη, για περιφέρειες και για ιε ραρχίες, όχι για ισότητα, οικουμενικότητα και εθνική κυριαρχία. Στα χαρτιά τουλά
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
581
χιστον, το Σύμφωνο φαινόταν να υλοποιεί την ιδέα του Σμιτ ότι μια τάξη δικαίου θε μελιώνεται στην ίδια την πράξη του διαμερισμού εδαφών. Στην πραγματικότητα ελάχιστα πράγματα μοιράζονταν μεταξύ τους οι τρεις αυ τές δυνάμεις, εκτός από το κοινό τους μίσος για την Κοινωνία των Εθνών, την κακεντρέχεια και το φόβο τους που είχαν αποκλειστεί από τη διαίρεση του κόσμου το 1919 και από τη σταθερή απόφασή τους να αποφύγουν περαιτέρω απομόνωση ενώ νοντας τις δυνάμεις τους. Άπαξ και δεν μπόρεσαν να επιβάλουν τον τερματισμό της σύρραξης το 1940, αυτή η έλλειψη συντονισμού βάρυνε περισσότερο απ’ όσο φαινό ταν τότε* από τη στιγμή που οι ΗΠΑ μπήκαν στον πόλεμο και αυτός έγινε για πρώτη φορά ένας πραγματικά «παγκόσμιος πόλεμος», η έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ τους ήρθε σε έντονη αντίθεση με τη σύμπραξη που σφυρηλάτησαν οι εχθροί τους. Ανάμε σα στα μέλη του Τριμερούς Συμφώνου δεν υπήρξε θεσμικό πλαίσιο διαβούλευσης, και οι μόνοι κοινοί φορείς ήταν καθαρά εθιμοτυπικοί. Δεν προέκυψε κοινή στρα τιωτική στρατηγική στην πορεία του πολέμου: σε αρμονία με την αντίληψη του Σμιτ, εκείνο που μετρούσε ήταν το πώς η κάθε δύναμη εξούσιαζε μέσα στη δική της περι φερειακή σφαίρα και όχι το τι συνέβαινε αναμεταξύ τους.10
Ο ΙΜ Π Ε Ρ ΙΑ Λ ΙΣ Μ Ο Σ : Ε Κ Ε ΙΘ Ε Ν Τ Η Σ Φ ΙΛ Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Η Σ Ε Κ Δ Ο Χ Η Σ Τ Ο Υ ;
Ο Χίτλερ θα προτιμούσε χίλιες φορές να έχει τη Βρετανία εταίρο του στην Ασία, παρά την Ιαπωνία. Ως αποικιακή δύναμη, οι Βρετανοί είχαν λίγους ενθερμότερους θαυμαστές από τον Φύρερ, ο οποίος υπογράμμιζε συχνά την αρμονία των συμφερό ντων τους με τα γερμανικά. «Αν σήμερα ο πλανήτης έχει μιαν αγγλική παγκόσμια αυτοκρατορία», είχε γράψει το 1928, «τότε προς το παρόν δεν υπάρχει ούτε και νοίΐί, ο οποίος, με βάση τις συνολικές κυβερνητικές του ικανότητες και την πολιτική του νηφαλιότητα, θα ήταν καταλληλότερος γι’ αυτήν... Δεν υπάρχει λόγος η έχθρα της Αγγλίας εναντίον της Γερμανίας να διαιωνίζεται».11 Το θαυμασμό του τον είχαν συμμεριστεί και άλλοι στη Γερμανία πριν από αυτόν. Η κραταιά Βρετανική Αυτοκρατορία είχε από παλιά αποτελέσει τον πήχη για τους Γερμανούς ιμπεριαλιστές, και η άποψή τους για τα αίτια της αναρρίχησής της στην κορυφή της παγκόσμιας ισχύος ήταν στην ουσία η ίδια με αυτήν που διατυπώνουν πολλοί ιστορικοί σήμερα. Η πρόσβαση, μέσω των αποικιών τους, στις υπερπόντιες γαίες και στις ενεργειακές πηγές της αμερικανικής ηπείρου και του Ειρηνικού, και ο έλεγχος των ακμαιότατων αγορών της νότιας Ασίας, είχαν επιτρέψει στους Βρετα νούς να ξεφύγουν από τα μαλθουσιανά δεσμά των περιορισμένων πόρων που διέθε τε το δικό τους μικρό νησί και να επιδοθούν στην εξειδίκευση της παραγωγής, η οποία τροφοδότησε τη βιομηχανική επανάσταση και την παγκόσμια δύναμή τους.12 Οι Γερμανοί επίδοξοι ιμπεριαλιστές είχαν επίσης την τάση να τονίζουν έναν τρί
582
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
το παράγοντα - το χαρακτήρα, την ενεργητικότητα και την αναλγησία των αποικι στών. Η βρετανική κατάκτηση της Ινδίας, για παράδειγμα, οφειλόταν στις πρωτο βουλίες που πήρε σχετικά μικρός αριθμός ανθρώπων. Η κυριαρχία τους στη βόρεια Αμερική και την Αυστραλία αναδείκνυε τη σπουδαιότητα των γεμάτων αυτοπεποί θηση λευκών εποίκων που δεν είχαν διστάσει να αποβάλουν, να σκλαβώσουν ή να ξεριζοοσουν τους «αγρίους» που βρήκαν να ζουν εκεί, ώστε να αποικίσουν οι ίδιοι τη γη εκείνη. Ακόμα και τότε, άλλωστε, οι σφαγές αυτές είχαν θεωρηθεί αναπόφευ κτες, τμήμα της πορείας προς την πρόοδο. Μήπως και οι βικτωριανοί ανθρωπολόγοι δεν είχαν καταγράψει τους εντυπωσιακούς ρυθμούς «μείωσης και εξόντωσης» των ιθαγενών φυλών ως αποτέλεσμα του ερχομού του λευκού ανθρώπου; Ορισμένοι μά λιστα υποστήριζαν ότι «οι ιθαγενείς πρέπει να εξοντώνονται ή να συρρικνώνονται σε αριθμούς τέτοιους, που να μπορούν να ελεγχθούν ανά πάσα στιγμή», όταν δεν παρήγαν κέρδη. Εκλαϊκευτές του δαρβινισμού επέκριναν την άγνοια όσων διαμαρ τύρονταν για «την εξάλειψη των κατώτερων φυλών». Η εξόντωση των ιθαγενών λα ών έμοιαζε σαν το τίμημα που πολλοί Ευρωπαίοι ήταν πρόθυμοι να καταβάλουν ώστε να διεκδικήσουν γη πέρα από τους ωκεανούς.13 Καθώς οι Βρετανοί έχτιζαν μια νέα αυτοκρατορία στην Αφρική και σταθεροποι ούσαν τις αποικίες τους με λευκούς εποίκους, το αποικιακό λόμπι της Γερμανίας των κάιζερ φοβόταν μήπως μείνει πίσω. Οι Γερμανοί αποδημούσαν κατά τεράστιους αριθμούς, αλλά, όπως επισήμαιναν οι παρατηρητές της εποχής, κάνοντάς το αυτό ελά χιστα εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα της γερμανικής αποικιοκρατίας. Αφημένες χω ρίς καθοδήγηση, πελώριες μάζες αποδήμων είχαν πάρει το δρόμο της αμερικανικής ηπείρου, ξεπερνώντας σε πλήθος τους Ιρλανδούς ή τους Άγγλους για μεγάλο μέρος του δέκατου ένατου αιώνα. Περισσότεροι από μισό εκατομμύριο Γερμανοί έφτασαν εκεί μονάχα στα μέσα της δεκαετίας του 1850, και περισσότεροι από πέντε εκατομμύ ρια τα εκατό χρόνια μετά το 1815. Αποτέλεσαν εντέλει πάνω από το 40 τοις εκατό του συνόλου των μεταναστών στις Ηνωμένες Πολιτείες (η μεγαλύτερη μεμονωμένη ομά δα, με απόσταση) από τη δεκαετία του 1850 ως τις αρχές της δεκαετίας του 1890. Οι Γερμανοί αποικιοκράτες θρηνούσαν την απώλειά τους. Όπως έλεγε το μανιφέστο που εξέδωσε το 1884 η ΟοδοΗδοΙιαίΐ ίϋτ Βοαίδοΐιο Κο1οηίδ&ΐίοηιντου Καρλ Πέτερς: Το γερμανικό έθνος γύρισε με άδεια χέρια από τη μοιρασιά της γης, όπως αυτή εξε λίχθηκε από τον δέκατο πέμπτο αιώνα έως τώρα... Η γερμανική αυτοκρατορία -μεγάλη και δυνατή χάρη στην ενοποίηση, την κερδισμένη με α ίμ α - στέκει σαν ηγέτιδα δύναμη στην ήπειρο της Ευρώπης [αλλά] το μεγάλο ρεύμα της γερμανικής μετανά στευσης ρέει προς ξένες φυλές και εξαφανίζεται μέσα τους... Η Όειιΐδοΐιΐιιιη στο εξωτερικό είναι καταδικασμένη σε συνεχή εθνική καταστροφή.14
Οι ΗΠΑ, από την άλλη μεριά, ξεχώριζαν ως το κορυφαίο παράδειγμα αποικιακής εγκατάστασης του νεότερου κόσμου - ακριβώς εκείνο που επιθυμούσαν οι λομπί-
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
583
στες για τη δική τους χώρα. «Μπορεί η Γερμανία να διατηρήσει τη δύναμη και τη θέ ση της μέσα στον κόσμο αν οι Αγγλοσάξονες και οι Ρώσοι συνεχίσουν να διπλασιά ζουν τον πληθυσμό τους, ενώ η Γερμανία εμποδίζεται να το κάνει λόγω έλλειψης χώρου;» ρωτούσε ένας θιασώτης το 1879. «Δεν θα έπρεπε να είναι η Γερμανία βασί λισσα μεταξύ των εθνών και να εξουσιάζει όπου γης εδάφη δίχως τέλος, όπως οι Άγγλοι, οι Αμερικανοί και οι Ρώσοι;»15 «Βασίλισσα μεταξύ των εθνών»: η έκφραση αυτή αποτυπώνει στην εντέλεια την πληγωμένη εθνική περηφάνια, τον πόθο να σε πάρουν στα σοβαρά, που ενέπνεε με γάλο κομμάτι του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού στην Ευρώπη. Δεν θεωρούσαν δη λαδή την επέκταση αναγκαία μόνο για να υπάρξει περισσότερη ανάπτυξη και ευη μερία, αλλά και γιατί αναζωογονούσε το λόγο ύπαρξης του έθνους. Οι λομπίστες επιδίωκαν να κερδίσουν την υποστήριξη της κυβέρνησής τους, επιμένοντας πως οι Γερμανοί ήταν «αποικιακό κράτος, όχι αποικιακός λαός».16 Ο λόγος όμως που χρει άζονταν αυτές οι εκκλήσεις ήταν ότι ο Βίσμαρκ δεν συγκινούνταν από το πιονιέρικο πνεύμα. Ούτε αυτός ούτε οι διάδοχοί του πρόσεχαν ιδιαίτερα όσους υποστήριζαν ότι η κλίμακα της γερμανικής μετανάστευσης στη νότια Αμερική δικαιολογούσε αποικιακές αξιώσεις στο δυτικό ημισφαίριο - στη Βραζιλία, ίσως, ή στην Αργεντινή. Τους απασχολούσαν περισσότερο τα ανατολικά σύνορα του Ράιχ.17 Ο Χίτλερ και οι ναζί συμφωνούσαν με το παλιό προπολεμικό αποικιακό λόμπι: η Γερμανία δεν μπορούσε να οικοδομήσει αυτοκρατορία χωρίς συστηματική υποστήρι ξη από το κράτος. Συμφωνούσαν και με τον Βίσμαρκ: ο αποικισμός έπρεπε να επικε ντρωθεί στην Ανατολή. Ως προς την κλίμακα όμως των φιλοδοξιών, δεν είχαν όμοιο τους. Το χειμώνα του 1944, ο Χίτλερ αναφέρθηκε στους υπερωκεάνειους μετανάστες και παραπονέθηκε πως μονάχα ο πολιτικός διχασμός της Γερμανίας είχε επιτρέψει στην αμερικανική ήπειρο «να γίνει αγγλική αντί για γερμανική». Η δημογραφική ροή προς δυσμάς, σύμφωνα με δημογράφο της εμπόλεμης περιόδου, ήταν «ο χειρότερος εχθρός της μετοικιστικής μας δουλειάς», και έπρεπε να αντιστραφεί. «Νέε, Πήγαινε Ανατολικά!» έλεγε ο τίτλος ενός άρθρου ττ\ζ ΏβιιίΞοΗβ Ζβιίηη§ ιιη ΟΜίαηά στα χρόνια του πολέμου. Τα βασικά εργαλεία της πολιτικής τους ήταν η χρησιμοποίηση της ισχύος του σύγχρονου κράτους και η εκμετάλλευση της βούλησης των επιμέρους αποίκων να υπηρετήσουν τα συμφέροντα του έθνους. Το αν υπήρχαν όντως τα πλήθη των δυνάμει εποίκων που χρειάζονταν για να υλοποιηθεί μια πολιτική που σε κλίμα κα ξεπερνούσε τον εποικισμό του Όρεγκον και της Καλιφόρνια, ήταν ένα ερώτημα που δεν απασχολούσε τους ναζί. Στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα είχαν χρειαστεί είκοσι χρόνια ώσπου οι Αμερικανοί που διέσχισαν τη χώρα ως τη Δυτική Ακτή να φτάσουν το μισό εκατομμύριο- οι ναζί, χρησιμοποιώντας την ισχύ της σύγχρονης εμπόλεμης γραφειοκρατίας, μετακίνησαν περισσότερους από τόσους μέσα σε μόλις τρία χρόνια. Εκείνο που είχε σημασία γι’ αυτούς ήταν ότι το μέλλον της Ευρώπης δεν βρισκόταν πέρα από τον Ατλαντικό, αλλά στην «αχανή έκταση που ξεκινά μετά τη
584
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
Βιέννη, το Μπρεσλάου και το Ντάντσιχ και φτάνει ως τα βάθη της ασιατικής ηπεί ρου»· η μαζική μετανάστευση και εγκατάσταση θα πληρούσε «τις οικονομικές προϋ ποθέσεις της Ευρώπης για μια εποχή ειρήνης που θα διαρκέσει αιώνες».18 Αν οι ΗΠΑ παρείχαν το πρότυπο εγκατάστασης, οι προ του 1914 αποικίες παρεί χαν την όποια ισχνή διοικητική τεχνογνωσία διέθετε το Τρίτο Ράιχ. Γι’ αυτό και από το 1939 και μετά επιστρατεύτηκαν για να βοηθήσουν βετεράνοι των παλιότερων ενασχολήσεων της Γερμανίας με την αποικιακή πολιτική. Ο Βίκτορ Μπαίτχερ, επαρχιακός κυβερνήτης του Πόζεν στα χρόνια του πολέμου, είχε υπηρετήσει στη δι οίκηση των Γερμανικών Καμερούν πριν από το 1914, και ένας από τους συναδέλ φους του είχε συστήσει παραρτήματα του ναζιστικού κόμματος στη νότια Αφρική. Μερικοί από τους Γερμανούς που εγκαταστάθηκαν στα παλιά πολωνικά υποστατι κά είχαν έρθει ακόμα και από το Κέιπ Τάουν, την Ανγκόλα και τη Βραζιλία. Εθνο γράφοι, ανθρωπολόγοι και φυλετικοί επιστήμονες εισέφεραν όλοι πάραυτα τις ειδι κές γνώσεις τους στο «αποικιακό κάλεσμα της Ανατολής». Ό πως έλεγε ένας «πιονιέρος του αποικισμού» το 1941, οι Γερμανοί βετεράνοι του αποικισμού της Αφρι κής έπρεπε «να επιτελέσουν τώρα στην Ανατολή του Ράιχ το δημιουργικό έργο που είχαν φέρει κάποτε σε πέρας στην Αφρική».19 Πολύ σπουδαιότερο από τα πρόσωπα, ωστόσο, ήταν το ρεπερτόριο ιδεών και πρακτικών από το οποίο άντλησαν οι ναζί. Στις προπολεμικές γερμανικές αποικίες, λόγου χάρη, οι φυλετικοί νόμοι είχαν ποινικοποιήσει τις ερωτικές σχέσεις των ιθα γενών με μη ιθαγενείς, και ανάλογες τάσεις -είτε είχαν λάβει τη μορφή νόμου είτε όχι- ήταν σαφώς ορατές και σε άλλα αποικιακά καθεστώτα. Ό πως οι ναζί, έτσι και πολλοί Ευρωπαίοι αποικιακοί διοικητές είχαν θεσπίσει διπλά συστήματα δικαίου και απασχόλησης, που έκαναν διάκριση ανάμεσα σε (λευκούς) πολίτες και σε (μη λευκούς) υπηκόους και καθιστούσαν πρακτικά αδύνατο το πέρασμα από τη δεύτερη κατηγορία στην πρώτη. Μέσα στις ΗΠΑ (που τους φυλετικούς νόμους και το ευγονικό τους κίνημα τα είχε εγκωμιάσει ο Χίτλερ τη δεκαετία το 1920), μέχρι το 1924 οι ιθαγενείς Αμερικανοί θεωρούνταν «ημεδαποί» μα όχι πολίτες -διάκριση που Αμε ρικανοί σχολιαστές του όψιμου δέκατου ένατου αιώνα αναγνώριζαν ότι αποτελού σε προνομία μιας «μεγάλης αποικιακής δύναμης»* οι Πορτορικανοί ορίζονταν από το σύνταγμα όπως εν πολλοίς όριζαν οι Γερμανοί τους Τσέχους - ήταν «αλλοδαποί για τις Ηνωμένες Πολιτείες με την εγχώρια έννοια».20 Σε άλλες περιπτώσεις, βέβαια, οι ιθαγενείς κυβερνώνταν χωρίς κανενός είδους δίκαιο, με βάση πειθαρχικούς κανονισμούς και διοικητικά προστάγματα, όπως στην περίπτωση του γαλλικού ϊηάϊ£έηζί. Η καταναγκαστική εργασία και πολλές από τις άλλες αγγαρείες που σόκαραν τους Ευρωπαίους όταν τις υπέστησαν από τους Γερμανούς, ήταν και αυτές κάτι το τετριμμένο. Μόλις πριν από τον πόλεμο, η Κοινωνία των Εθνών οργάνωσε διάσκεψη για να συγκριθούν οι τρόποι με τους οποίους οι διάφορες αποικιακές αρχές μεταχειρίζονταν τους «ιθαγενείς πληθυσμούς» τους. Όταν η Μάρ-
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
585
τζερυ Πέρχαμ, μια Βρετανίδα ειδική επι των αποικιακών, προσπάθησε να υπερασπι στεί τα πεπραγμένα της χώρας της, ένας φιλελεύθερος κριτικός τής θύμισε το ζήτημα του χρωματικού φραγμού στη Νότια Αφρική, την απαλλοτρίωση των π ο λιτικών δικαιωμάτων των ιθαγενών του Ακρωτηρίου τα τελευταία δύο-τρία χρόνια, την καταναγκαστική εργασία που αποτελούσε ακόμα μέρος της βρετανικής πολιτι κής σε ορισμένα αφρικανικά εδάφη, και επίσης την αφαίρεση από τους ιθαγενείς των καλύτερων εδαφών της Κένυας, ώστε να δοθούν στους λευκούς εποίκους...21
Ποια λοιπόν η διαφορά ανάμεσα σε αυτά που έκαναν οι άλλες ιμπεριαλιστικές δυ νάμεις στο εξωτερικό και στα όσα έκαναν οι ναζί στην Ευρώπη; Σχεδόν καμία, πί στευαν κάποιοι. Η πάγια κομμουνιστική γραμμή -τουλάχιστον ως τη στιγμή όπου έγινε η επίθεση εναντίον της Ε.Σ.Σ.Δ. το 1941- έλεγε πως ο πόλεμος όχι μόνο δεν ήταν ένας αγώνας για την ελευθερία αλλά στην πραγματικότητα ήταν απλώς ένας ανταγωνισμός ανάμεσα σε αντίπαλα ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα. «Όσο η Αγγλία και η Γαλλία λεηλατούν και καταπιέζουν εκατομμύρια ανθρώπους στις αποικίες τους, πρόκειται απλώς για ένα είδος “ελευθερίας και ανθρωπιάς”», έγραφε ο Αυ στριακός κομμουνιστής εμιγκρές Ερνστ Φίσερ το 1940. «Μόλις όμως άλλοι ιμπερια λιστές διεκδικήσουν μερίδιο από τα λάφυρα, τότε πρόκειται για πλήγμα εναντίον της αρμονίας των ηπείρων». «Τα διαλαλούμενα συνθήματα περί δημοκρατίας και ελευθερίας», δήλωνε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιρλανδίας τον Οκτώβριο του 1939, ζητώντας την επιστροφή των έξι κομητειών του βορρά, «αποτελούν ένα προπέτασμα καπνού που αποκρύπτει τους ιμπεριαλιστικούς στόχους των ιθυνόντων κύκλων... [οι οποίοι] κάνουν πόλεμο για να υπερασπίσουν το αποικιακό τους πλιάτσικο... Κάθε αγώνας για την ελευθερία ή για μια καλύτερη ζωή στο εξωτερικό είναι μια απάτη, όσο αυτές δεν παραχωρούνται στο εσωτερικό της χώρας».22 Στις ίδιες τις αποικίες, το κύριο ζήτημα δεν ήταν τόσο ο καπιταλισμός, όσο το φυλε τικό. Μετά τον πόλεμο, ο συγγραφέας Αιμέ Σεζαίρ έγραφε πως το πρόβλημα ήταν εξαρχής ότι οι Ευρωπαίοι αρνούνταν να καταλάβουν και ότι σε μικρό μόνο βαθμό επι στράτευαν τη φαντασία τους για να νιώσουν τους άλλους. Χρειάζονταν το ναζισμό, με μια έννοια, για να τους κάνει να καταλάβουν στο πετσί τους ποια ήταν τα αποτελέσμα τα της φυλετικής προκατάληψης. Δεν είχαν συλλάβει την αληθινή φύση της αποικιο κρατίας, γιατί ο ρατσισμός δεν τους είχε αφήσει να νιώσουν συμπάθεια για τα βάσανα εκείνων τους οποίους καταπίεζαν. Ανέχονταν το «ναζισμό προτού αυτός εφαρμοστεί επάνω τους... του έδιναν συχωροχάρτι, γυρνούσαν αλλού το βλέμμα τους, τον νομιμο ποιούσαν ηθικά, γιατί, ως τότε, είχε εφαρμοστεί μόνο στους μη ευρωπαϊκούς λαούς».23 Την επισήμανση του Σεζαίρ επιβεβαίωνε το γεγονός ότι οι αντιιμπεριαλιστές που έβρισκε κανείς στη μητρόπολη ήταν πολύ πιο πιθανό να ανησυχούν για τα διαβρωτικά αποτελέσματα που είχαν οι αυτοκρατορίες στις εγχώριες πολιτικές ελευθερίες, απ’ ό,τι για τη φυλετική ισότητα. Όπως είχε πει ο ριζοσπάστης Βρετανός νομικός του δέ
586
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
κατου ένατου αιώνα Φρέντερικ Χάρρισον: «Δεν μπορούμε να (φτιάχνουμε κανόνες για τους νέγρους χωρίς να δολώνουμε παγίδες για τους Ευρωπαίους». Ο Χάρρισον ανήκε σε μια σεβάσμια αλλά μειοψηφική χορεία που προειδοποιούσε για τον κίνδυνο του να φέρεσαι στους ανθρώπους με έναν τρόπο στο εξωτερικό και με έναν άλλον μέ σα στη χώρα. Και όμως, η βαθιά διφορούμενη έννοια του «πολιτισμού» παρείχε στο κύριο ρεύμα της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης μια δικαιολογία για να κάνει αυτό ακρι βώς. Γιατί, ενώ το βικτωριανό διεθνές δίκαιο νομιμοποιούσε την αποικιακή διακυβέρ νηση, το έκανε διατηρώντας την επαγγελία της απελευθέρωσης: σε μια θεωρία που σε γενικές γραμμές δεν εφαρμοζόταν ποτέ στην πράξη, όσο πιο ικανός γινόταν ένας λα ός να συγκροτήσει κράτος σύμφωνο με τα λεγόμενα «μέτρα του πολιτισμού» τόσο με γαλύτερη ήταν η αυτονομία του και τόσο πιθανότερο ήταν να κερδίσει την ανεξαρτη σία του. Η ελευθερία έπρεπε να κερδηθεί. Θεωρητικοί του δικαίου και της πολιτικής έκαναν λόγο για βαθμίδες εθνικής κυριαρχίας και διέκριναν τους λαούς σε «πολιτι σμένους», «βάρβαρους» και «άγριους». Ή ταν ένας τρόπος να μιλούν για φυλετικές ιεραρχίες χωρίς μνεία της λέξης «φυλή» και να υπονοούν ότι οι φυλετικές διαφορές θα μπορούσαν σε κάποια απροσδιόριστη μελλοντική στιγμή να αγνοηθούν.24 Αυτή ήταν η κοσμοαντίληψη που υποβάσταζε τις αποφάσεις της ειρήνης του 1919. Στις Βερσαλλίες οι νικήτριες δυνάμεις είχαν παραχωρήσει εθνική κυριαρχία στους «πολιτισμένους» λαούς της ανατολικής Ευρώπης και είχαν δημιουργήσει ένα σύνολο «Νέων Κρατών» εκεί, που επιτηρούνταν μόνο ως προς την τήρηση του καθε στώτος μειονοτικών δικαιωμάτων. Στη Μέση Ανατολή, είχαν θεσπίσει εντολές της Κ,τ.Ε. που θα οδηγούσαν τους αραβικούς λαούς προς την ανεξαρτησία και την πλή ρη κρατική υπόστασή τους, μια διαδικασία που έφερε την ελευθερία (τρόπον τινά) στην Αίγυπτο και στο Ιράκ πριν από το ξέσπασμα του πολέμου (όχι όμως στη Συρία ή στον Λίβανο). Μόνο προκειμένου για τους «αγρίους» της Αφρικής και του Ειρηνι κού δικαιολογούσαν την αποικιακή διακυβέρνηση στο ορατό μέλλον. Αυτήν ακριβώς την επαγγελία της τελικής (έστω και αν πάντοτε ψιλής) πολιτικής απολύτρωσης απέρριπτε κατηγορηματικά ο ναζισμός. Αν η ιταλική κατάκτηση της Αιθιοπίας είχε μετατρέψει με τη βία ένα κυρίαρχο κράτος -και μέλος της Κ.τ.Ε - σε αποικία, η ναζιστική κατάκτηση της ανατολικής Ευρώπης ήταν μία περαιτέρω, και ακόμα πιο δραματική, επίθεση εναντίον αυτών των φιλελεύθερων παραδοχών. Ο ναζισμός, έτσι όπως βασιζόταν στις απαρασάλευτες αλήθειες της φυλετικής ιεραρ χίας, ήταν ένα δόγμα αέναης αυτοκρατορίας, γιατί η μόνη εναλλακτική την οποία παρείχε αντί για τη δεσποτεία ήταν η καταπίεση και ο εθνικός θάνατος. Στην ομιλία του στο Ράιχσταγκ στις 6 Οκτωβρίου 1939, ο Χίτλερ δικαιολόγησε το διαμελισμό της Πολωνίας με το επιχείρημα ότι αυτή είχε αποδειχθεί «ανίκανη να υπάρχει». «Δεν είναι δυνατόν να μεταχειριζόμαστε τις ευρωπαϊκές χώρες σαν αποικίες», είχε παραπονεθεί ο Μουσολίνι στον Ιταλό βιομήχανο Πιρέλλι τον Ιούνιο του 194Γ κι όμως, αυτό ακριβώς είχαν σκοπό να κάνουν οι Γερμανοί.25
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
587
Οι ναζί λοιπόν κατεδάφιζαν την ευγενή πρόσοψη του διεθνούς δικαίου του δέ κατου ένατου αιώνα. Όπως έλεγε ο Βέρνερ Μπεσττο 1939: «οι σχέσεις μεταξύ κρα τών, που ως τώρα αποκαλούνταν διεθνές δίκαιο, δεν μπορούν να ονομάζονται “δί καιο”». Η κρίσιμη διαφορά ανάμεσα σε αυτούς και στους υπόλοιπους Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές, από αυτή την άποψη, ήταν απλώς ότι τράβηξαν τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους αφέντες και στους διαφεντευόμενους μέσα στην Ευρώπη, και όχι έξω από αυτήν. Στο βρετανοκρατούμενο Ρατζ, ένας κρατικός υπάλληλος εί χε κάποτε απορρίψειτις διαμαρτυρίες μιας ινδικής ηγεμονίας με το σκεπτικό ότι «οι αρχές του διεθνούς δικαίου» διέπουν μόνο «τις σχέσεις των ανεξάρτητων και ισότι μων Ευρωπαϊκών Κρατών». Τώρα λοιπόν η κεντρική και η ανατολική Ευρώπη ήταν η Ινδία της Γερμανίας. Οι Γερμανοί, ιδρύοντας το Προτεκτοράτο της Βοημίας-Μοραβίας τον Μάρτιο του 1939, εισήγαγαν το αποικιακό μοντέλο σύλληψης των δε σμών ανάμεσα στους προχωρημένους και στους καθυστερημένους λαούς στην ίδια την ευρωπαϊκή ήπειρο. Εξαλείφοντας τα ανεξάρτητα κράτη της Τσεχοσλοβακίας και της Πολωνίας, οι ναζί ανέστρεψαν την προοδοκρατική παραδοχή ότι η εθνική κυριαρχία, άπαξ και είχε κερδηθεί, δεν μπορούσε, ως έκφανση του πολιτισμένου βί ου, να καταργηθεί ή να περισταλεί.26 Μια αυτοκρατορία που απειλούσε τους υπηκόους της με απεθνικοποίηση υπολό γιζε προφανώς σε πολύ διαφορετικά μέσα για να κρατηθεί στην εξουσία απ’ ό,τι μία βασισμένη σε φιλελεύθερες προϋποθέσεις. Ο τρόπος που ο Χίτλερ διάβαζε το πώς κυβερνούσαν οι Βρετανοί την Ινδία έδειχνε πως εκείνο που μετρούσε γι’ αυτόν ήταν η άσκηση βίας. Μια άρχουσα δύναμη, κατά τη γνώμη του, δεν έπρεπε καν να προ σποιείται ότι αυτό που έκανε εξυπηρετούσε τα συμφέροντα οποιουδήποτε άλλου εκτός από τα δικά της: Ένας Άγγλος της εποχής όπου ιδρύονταν οι αποικίες της Αγγλίας δεν θα είχε δι καιολογήσει ποτέ τις πράξεις του με άλλον τρόπο εκτός από τα πολύ πραγματικά και νηφάλια πλεονεκτήματα που θα μπορούσαν να του αποφέρουν... Όσο λιγότερο σκεφτόταν ο Αγγλος να επιβάλει, φέρ’ ειπείν, την αγγλική παιδεία ή την αγγλική ανατροφή στους αγρίους, τόσο πιο συμπαθητική φαινόταν αναγκαστικά αυτή η μορφή διακυβέρνησης στους αγρίους, οι οποίοι σίγουρα δεν πεινούσαν για παι δεία. Και βέβαια πάνοο απ’ όλα αυτά έστεκε ο βούρδουλας, που παρομοίως μπορού σε κανείς να τον χρησιμοποιήσει πιο εύκολα αν δεν διέτρεχε τον κίνδυνο να ακυρώ σει έτσι μια πολιτιστική αποστολή.27 Η οομότητα αυτής της προσέγγισης σίγουρα δεν ήταν άγνωστη στους ίδιους τους Βρε τανούς. Το 1865, για παράδειγμα, τον καιρό της εξέγερσης της Τζαμάικα, εκφράσεις ενός νέου φυλετικού αυταρχισμού είχαν κάνει την εμφάνισή τους στον βικτωριανό Τύπο. Σύμφωνα με τον συντάκτη του ιατρικού περιοδικού ΤΗβ Ταηββί, μικρές ομάδες Αευκών μπορούσαν να περιφρουρήσουν την ασφάλειά τους στις αποικίες μόνο με τις
588
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
πιο κατασταλτικές μεθόδους* οι ιθαγενείς έπρεπε είτε «να κρατηθούν υπό το ζυγό με σιδερένια πυγμή είτε να εξολοθρευτούν σταδιακά». Οι ιδέες αυτές εξέφραζαν μια δυνατότητα που ενυπήρχε στην ίδια την ενάσκηση της αυτοκρατορίας και οι Βρετανοί σιγά-σιγά συνειδητοποιούσαν ανήσυχοι ότι «η δύναμη των αριθμών» ήταν εναντίον τους. Ο θείος της Βιρτζίνια Γουλφ, ο Φιτζέιμς Στήβεν, έγραφε σε μια διά σημη επιστολή του στους Τίπιβ5 το 1883 ότι «μια απόλυτη διακυβέρνηση, θεμελιωμέ νη όχι στη συναίνεση αλλά στην κατάκτηση» -όπως η βρετανική στην Ινδία- αποτε λούσε «έναν πολεμοχαρή πολιτισμό» που δεν έπρεπε «να διστάζει να καταφάσκει ανοιχτά, χωρίς συμβιβασμούς, ευθέως, την ανωτερότητά [του]». Παρά ταύτα δεν ήταν αυτή η συνήθης γραμμή στην Αγγλία, και γινόταν πάντοτε στόχος κριτικής. Αυ τό είναι εντέλει εκείνο που ξεχώριζε την αυτοκρατορία του Χίτλερ. Ό σο ωμές και δολοφονικές και αν ήταν συχνά τόσο η βρετανική όσο και οποιαδήποτε άλλη ευρω παϊκή αποικιακή δύναμη, καμία τους δεν χειρίστηκε το πρόβλημα της «δύναμης των αριθμών» με τόση βία ή τόση βιάση όσο οι ναζί. Η προσέγγισή τους ήταν συνήθως σταδιοκρατική και πειραματική, και την έτρεφε μια πολιτική φαντασία που την κρα τούσαν μακριά από τον ναζιστικού τύπου εξτρεμισμό παράγοντες όπως μια πιο δικαιοκρατούμενη κουλτούρα και η εντυπωσιακή έλλειψη κινήτρου των κρατικών γραφειοκρατιών. Δεν είχαν την ιδεολογία, ούτε τα μέσα, για να συστηματοποιήσουν τη μαζική θανάτωση σε κλίμακα ανάλογη με της Νέας Τάξης, αλλά ούτε και καμιά βαθιά αίσθηση του επείγοντος. Οι ναζί, αφού έκαναν την επανάστασή τους στη χώ ρα τους, βιάζονταν να δρέψουν τα οφέλη στο εξωτερικό. «Θέλαμε να εγκαθιδρύσουμε μια παγκόσμια αυτοκρατορία μόλις τέσσερα χρόνια μετά τη θέσπιση της γε νικής στρατολογίας», το συνόψισε επιγραμματικά ένας αιχμάλωτος Γερμανός αξιω ματικός το 1943. Καθώς ο πόλεμος δημιουργούσε ελλείψεις αγαθών, επιβράδυνση της παραγωγής και πελώρια νέα προβλήματα, η λατρεία της χρήσης βίας και η φυλε τική γεωπολιτική που οι ναζί έπαιρναν τόσο στα σοβαρά μετατράπηκαν σ’ ένα πρό γραμμα εξόντωσης που προσέλαβε διαστάσεις πρωτοφανείς στην ιστορία.28 Έ νας από τους λόγους που ο ωμός «ρεαλισμός» του Χίτλερ δεν του βγήκε σε καλό ήταν ότι στέρησε από τους Γερμανούς την ευκαιρία να εκμεταλλευτούν τον εθνικι σμό ως εργαλείο πολιτικού πολέμου. Οι Ιάπωνες, αντιθέτως, κατάφεραν να στρατο λογήσουν διάφορους Ασιάτες εθνικιστές ώστε να δουλέψουν μαζί τους. Ακολούθη σαν την προπαγάνδα των Συμμάχων για τον μεταπόλεμο και προσπάθησαν να κά νουν ρελάνς με δικές τους διασκέψεις και δηλώσεις, στις οποίες τα «απελευθερωμέ να έθνη» της Ασίας δεσμεύονταν ότι θα συνεργάζονταν και θα σέβονταν το ένα την κυριαρχία και την ανεξαρτησία του άλλου. Στη Διάσκεψη της Μείζονος Ανατολικής Ασίας που διοργάνωσαν το 1943, κάλεσαν εκπροσώπους από την Κίνα, το Μαντσουκουό, την Ταϊλάνδη, τη Βιρμανία και τις Φιλιππίνες, καθώς και τον ηγέτη του κινήμα τος Ελεύθερη Ινδία. Ακούστηκαν διάφορα περί ενός «νέου διεθνισμού», και το
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
589
Υπουργείο Εξωτερικών παρουσίασε τη Δήλωση της διάσκεψης σαν μια ασιατική φιλαπελευθερωτική ανταπάντηση στο Χάρτη του Ατλαντικού. Οι Ιάποονες, βέβαια, επωφελήθηκαν από το γεγονός ότι ανέτρεπαν λαομίσητα ευρωπαϊκά αποικιακά κα θεστώτα, ενώ οι Γερμανοί εισέβαλλαν σε κράτη που είχαν ήδη κερδίσει την ανεξαρ τησία τους. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχαν πολλοί τόποι όπου οι Γερμανοί θα μπορούσαν να είχαν παίξει το ίδιο παιχνίδι, αλλά αρνήθηκαν να το κάνουν.29 Έ νας από αυτούς ήταν η Μέση Ανατολή. Προς το τέλος του πολέμου, ο Χίτλερ φαίνεται πως μετάνιωσε που δεν είχε ενδιαφερθεί για τον πολιτικό πόλεμο εκεί. «Όλο το ισλάμ δονούνταν στο άκουσμα των νικών μας [του 1940]», είπε στον Μπόρμαν μέσα στο βερολινέζικο μπούνκερ. «Οι Αιγύπτιοι, οι Ιρακινοί και όλη η Μέση Ανατολή ήταν έτοιμοι να ξεσηκωθούν. Σκεφτείτε μόνο τι θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει για να τους βοηθήσουμε, ακόμα και να τους παρακινήσουμε, όπως θα ήταν και καθήκον αλλά και συμφέρον μας». Η μνήμη του όμως τον απατούσε. Στον Μπόρμαν, ο οποίος κρατούσε πλήρεις σημειώσεις, ο Φύρερ έριξε το φταίξιμο στους διπλωμά τες του που τον είχαν παραπλανήσει, αλλά στην πραγματικότητα ίσχυε το αντίστρο φο: εκείνοι τον είχαν προτρέψει επανειλημμένα να προβεί σε μια Δήλωση για την Ανεξαρτησία των Αράβων, κι εκείνος είχε αρνηθεί. Απασχολημένος από την προσε χή εισβολή στη Ρωσία και πεπεισμένος ότι οι δυνάμεις του θα έλεγχαν σύντομα την Κασπία, είχε αμελήσει να πάρει στα σοβαρά τις ευκαιρίες στο Ιράκ και στο Ιράν. Εί χε απογοητεύσει τον Μέγα Μουφτή της Ιερουσαλήμ και τον Ινδό εθνικιστή Σάμπχας [δίο] Τσάντρα Μπος, όταν εμπόδισε τη Γερμανία να εκμεταλλευτεί τις ταραχές που είχαν συγκλονίσει την ινδική υποήπειρο το καλοκαίρι του 1942. Όταν οι δυνάμεις του Άξονα μπήκαν στο αιγυπτιακό έδαφος, η δήλωση που έκαναν για την αιγυπτιακή ανεξαρτησία ήταν τόσο χλομή και υπολειπόταν τόσο πολύ από αυτό που είχαν ζητή σει οι Άραβες πολιτικοί, ώστε το Βερολίνο δεν κέρδισε τίποτα σε υπόληψη. Η πραγ ματικότητα ήταν πως, έξω από την Ευρώπη, ο Χίτλερ παρέμενε πιστός στη φυλετική ανωτερότητα των αγγλοσαξονικών λαών και δεν ήθελε να κάνει τίποτα που θα μπο ρούσε να επισπεύσει την πτώση της Βρετανίας ως «κυρίαρχης φυλής».30 Ό σο για τα πολύ σπουδαιότερα κατεχόμενα σοβιετικά εδάφη, είχαν υποβληθεί στον Φύρερ, και απορριφθεί από αυτόν, μια σειρά προτάσεις στήριξης των εκεί εθνικιστών. Το γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών έβγαλε από το συρτάρι πολλά παλιά του σχέδια για πολιτικό πόλεμο στη Μέση Ανατολή, στην Ινδία και στην κε ντρική Ασία, κι ύστερα τα ξανακαταχώνιασε. Ο στρατός και το Υπουργείο Ανατο λής του Ρόζενμπεργκ είχαν προσπαθήσει να υποστηρίξουν τους Ουκρανούς και τους Βαλτικούς εθνικιστές, και ως κι ο Γκαίμπελς είχε δει με καλό μάτι την ιδέα, έστω και μόνο για προπαγανδιστικούς σκοπούς. Όταν ο Ιάπωνας υπουργός Εξωτε ρικών έβγαλε μια ομιλία όπου υποστήριξε με έμφαση την ινδική ανεξαρτησία, ο Γκαίμπελς σημείωσε την «εξαιρετική σοφία» της ενέργειας αυτής και σχολίασε πως «θα μπορούσαμε να μάθουμε πολλά από αυτούς».31
590
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
Οι Ιάπωνες μπορούσαν από τη μεριά τους να αντιληφθοΰν απολΰτως πόσο εσφαλμένοι ήταν οι υπολογισμοί του συμμάχου τους, μεταξύ άλλων και γιατί ήταν η μοναδική δύναμη που είχε παρατηρητές και από τις δΰο πλευρές των γερμανορωσικών γραμμών και άρα γνώριζε την εντυπωσιακή ταχύτητα της ανάκαμψης του σο βιετικού οπλοστασίου. Μετά το Στάλινγκραντ, ο Ιάπωνας πρέσβης Οσίμα συζήτησε την κατάσταση με τον Ρίμπεντροπ και τον Χίτλερ, προσπαθώντας να τους πείσει να αλλάξουν τακτική. Προειδοποίησε ορθά-κοφτά τον Χίτλερ ότι, χάρη στη γερμανική πολιτική, ο μπολσεβικισμός είχε αναλάβει και πάλι τα ηνία: οι [σοβιετικοί] πολεμικοί στόχοι έχουν περάσει στο λαό, η αποφασιστικότητα του οποίου μπορεί να χαρακτηριστεί ακλόνητη. Ό λ ο ι οι άνθρω ποι φωνάζουν: «Ας σφ ά ξουμε τον Γερμανό εισβολέα!» Σου δημιουργείται η εντύπωση ότι όλο το σοβιετικό έθνος μέσα στη μανία του εύχεται να αποπειραθεί η Γερμανία να επιτεθεί και πάλι.
Υποστηρίζοντας την ανάγκη να αλλάξει η στρατηγική, ο Ιάπωνας πρέσβης μίλησε ευγενικά αλλά σαφέστατα: Δεδομένης της ποικιλίας των εθνοτήτων της Ρωσίας, κύριο σύνθημά μας πρέπει να γίνει η χειραφέτηση αυτών των ανθρώπων. Με βάση την πολιτική της Γερμανίας στα κατεχόμενα ανατολικά εδάφη, δεν θα μπορούσε η Γερμανία να εξετάσει την πολιτική στρατηγική της έναντι της Ρωσίας μέσα από αυτό το πρίσμα;32
«Η ιδέα σας δεν είναι αβάσιμη», αποκρίθηκε ο Χίτλερ. «Όμως, το θέμα είναι ότι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος είναι να ρίξουμε το ηθικό στο πεδίο της μάχης, με μια στρατιωτική επίθεση. Υπάρχει ο κίνδυνος τα πολιτικά προγράμματα να έχουν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα». Δυο μήνες αργότερα, ο Οσίμα προσπαθούσε ακό μα να πείσει τον Ρίμπεντροπ «να μη χάνει καιρό και να δώσει εγγυήσεις ανεξαρτη σίας στην Ουκρανία και στα τρία βαλτικά έθνη». Το πρόβλημα όμως ήταν -όπως πάντα- ο Φύρερ, ο οποίος απέκρουσε όλες τις εκκλήσεις να συνεργαστεί με τους εθνικιστές της ανατολικής Ευρώπης στη βάση του κοινού τους αντιμπολσεβικισμού, αλλά και στη δυτική Ευρώπη ακόμα προτίμησε να δουλεύει μέσα από τους γραφειο κράτες. Στη ναζιστική Ευρώπη, επομένως, δεν υπήρξε γερμανικό ισοδύναμο του ια πωνικού συνθήματος «η Ασία στους Ασιάτες», ούτε γερμανική εκδοχή της έμμεσης διακυβέρνησης. Ό χι μόνο ο Χίτλερ έμεινε ένας Γερμανός εθνικιστής ως το τέλος, αλλά στάθηκε διαχρονικά ανίκανος να δει πως τα συμφέροντα της Γερμανίας μπο ρεί να απαιτούσαν κάποιου είδους συνδυασμό με τα εθνικά αισθήματα των άλλων. Οξυδερκής στον τρόπο που κατανοούσε τη γερμανική πολιτική σκηνή, επέδειξε μοι ραίο επαρχιωτισμό στο θέμα των βλέψεων όσων ήταν έξω από τη σύνορά της.33
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
591
Ο Τ Ε Ρ Μ Α Τ ΙΣ Μ Ο Σ Τ Ο Υ Ε Υ Ρ Ω Π Α ΪΚ Ο Υ ΙΜ Π Ε Ρ ΙΑ Λ ΙΣ Μ Ο Υ
Στο άρθρο του «Αφήνοντας έξω τους αραπάδες», του 1939, ο Τζωρτζ Όργουελ προτΰπωσε τις κριτικές παρατηρήσεις του Σεζαίρ και κατήγγειλε την τάση που υπήρχε να κρύβεται το πρόβλημα του ιμπεριαλισμού κάτω από το χαλί. Πώς μπορούσαν κά ποιοι να υποστηρίζουν στα σοβαρά, αναρωτιόταν, ότι ο αγώνας εναντίον του ναζι σμού στην Ευρώπη δεν είχε προεκτάσεις για τη βρετανική, την ολλανδική, τη βελγι κή ή τη γαλλική εξουσία στην Αφρική και στην Ασία; Πώς μπορούσε να χαρακτηρι στεί στα σοβαρά αυτός ο αγώνας ως πάλη ανάμεσα στη δημοκρατία και στο φασι σμό, σάμπως οι δημοκρατίες να μην ήταν ταυτόχρονα ιμπεριαλιστικοί αφεντάδες που διαφέντευαν τη ζωή εκατομμυρίων υπηκόων χωρίς δικαίωμα ψήφου; «Τι νόημα θα είχε», έγραφε, «να γκρεμίσουμε το σύστημα του Χίτλερ για να σταθεροποιήσου με κάτι που είναι πολύ μεγαλύτερο και, με τον δικό του τρόπο, εξίσου κακό;»34 Ο Όργουελ ήταν, για άλλη μια φορά, μπροστά από την εποχή του, γιατί ο περισ σότερος κόσμος εξακολουθούσε να αρνείται να δει τη σχέση ανάμεσα στα δύο. Στα χρόνια του πολέμου το βρετανικό Υπουργείο Πληροφοριών σκάρωσε ακόμα και μιαν Αυτοκρατορική Σταυροφορία προκειμένου να εξάψει τον ενθουσιασμό για τον πόλεμο, τονίζοντας ανοήτως τη διαφορά ανάμεσα στην τυραννική «αυτοκρατο ρία σκλάβων» των ναζί και στην εντελώς διαφορετική βρετανική «οικογένεια ελεύ θερων εθνών». Πεταμένα λεφτά και χρόνος. Μα η ιδέα πως οι Ευρωπαίοι έπρεπε να έχουν διαφορετική μεταχείριση από τους υπολοίπους δεν επρόκειτο να εξαφανι στεί μέσα σε μια νύχτα, μόνο και μόνο επειδή οι ναζί είχαν δείξει σε ευρωπαϊκό έδαφος τις πραγματικότητες της αποικιοκρατίας. Ο ανεπίσημος χρωματικός φραγ μός της Βρετανικής Αυτοκρατορίας παρέμεινε σε ισχύ, έστω και αν οι πιο διορατι κοί αξιωματούχοι ανησυχούσαν για την κατάρρευση του «γοήτρου των Λευκών» και για την προοπτική μιας «φυλετικής εξέγερσης», αν δεν άλλαζαν τα πράγματα. Η αντίδραση ενός δημόσιου υπαλλήλου του Υπουργείου Αποικιών όταν χάθηκε η Σινγκαπούρη ήταν να προειδοποιήσει ότι οι άνθρωποι στις αποικίες «δεν μπορεί να νιώσουν βέβαιοι πως αυτός ο πόλεμος είναι όχι μόνο των λευκών αλλά και των μαύ ρων, αν δεν τους πείσουμε χωρίς ίχνος αμφιβολίας ότι η ειρήνη που θα τον ακολου θήσει θα είναι ειρήνη όχι μόνο των λευκών αλλά και των μαύρων».35 Αυτή την έκβαση ακριβώς ήθελε να αποφύγει ιδίως ο Τσώρτσιλ. Οι Αμερικανοί διακήρυσσαν ήδη πως «η εποχή του ιμπεριαλισμού» είχε παρέλθει. Ενώ όμως ο Τσώρτσιλ είχε προσυπογράψει το Χάρτη του Ατλαντικού, έκανε σαφές ότι κατά τη γνώμη του η υπόσχεση του Χάρτη για απελευθέρωση δεν είχε εφαρμογή εκτός Ευ ρώπης. Οι γκωλικοί, οι Βέλγοι και οι Ολλανδοί συμφωνούσαν. Μπορεί ο «ιμπερια λισμός» να είχε τελειώσει, αλλά αυτό δεν σήμαινε πως οι ευρωπαϊκές δυνάμεις σκό πευαν να μαζέψουν τα μπογαλάκια τους και να φύγουν. Ενώ ο πόλεμος τελείωνε, ο υπουργός Αποικιών της μεταπολεμικής Γαλλίας εξηγούσε πως η αντιστασιακή δρά
592
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
ση εναντίον του Βιαΰ στις αποικίες δεν έδινε το δικαίωμα στους αγωνιστές να γί νουν μέλη του σημαίνοντος μητροπολιτικοΰ γαλλικού Εθνικού Συμβουλίου Αντίστα σης, μεταξύ άλλων και γιατί υπήρχε ο κίνδυνος να εκμεταλλευτούν οι Γουαδελουπιανοί αντιστασιακοί -που δεν ήταν βέβαια δυνατόν να συγκρίνονται «με τους ήρωές μας του Μ ακί»-ττ\ν ιδιότητα του μέλους για να κάνουν ευρέως γνωστή την επιθυ μία τους για μιαν άλλη απελευθέρωση - από τη γαλλική αποικιακή εξουσία.36 Προλειαινόταν έτσι το έδαφος για σκληρή πλανητική σύγκρουση με επίκεντρο τις αυτοκρατορίες. Το 1945, οι εθνικιστές των απανταχού αποικιών, από την Αλγερία ως την Ινδοκίνα, χαιρέτισαν την ήττα του ναζισμού ως αφετηρία της δικής τους απελευθέ ρωσης. Μα οι ευρωπαϊκές δυνάμεις ήταν αποφασισμένες να ξανανοίξουν με τα όπλα δρόμο προς τις αποικίες που είχαν χάσει και να μείνουν γαντζωμένες σε όσες είχαν διατηρήσει, για όσο γινόταν περισσότερο καιρό. Ή θελαν το πολύ-πολύ να αναπλάσουν τις αυτοκρατορίες τους, και σίγουρα όχι να τις πετάξουν στα σκουπίδια. Έ νας από τους λόγους ήταν ότι η γερμανική κατοχή είχε αναδείξει, ίσως και αυξήσει, την πολιτική βαρύτητα των αποικιών. Έ νας άλλος, ότι οι στεγνές από δολάρια οικονομίες της ρημαγμένης από τον πόλεμο Ευρώπης, αντιμέτωπες με τη «χρηματοοικονομική Δουνκέρκη», όπως έλεγε ο Κέυνς, χρειάζονταν απελπισμένα τις αποικιακές τους εξα γωγές για να ισοσκελίσουν το ισοζύγιο πληρωμών τους και να πληρώσουν τα αμερι κανικά αγαθά. Σε βαθύτερο επίσης επίπεδο, η ταπείνωση που είχαν υποστεί όλες τους στα χέρια των Γερμανών ή των Ιαπώνων ενέτεινε στην πραγματικότητα την αποφασιστικότητά τους να αποδείξουν τη δύναμή τους. Τον Νοέμβριο του 1945, οι Βρετανοί επανέφεραν τους Ολλανδούς στις Ανατολικές Ινδίες στέλνοντας εκεί 45.000 στρατιώ τες και καταστέλλοντας το ινδονησιακό κίνημα ανεξαρτησίας στη Σουραμπάγια, χάρη σ’ έναν μαζικό ναυτικό και αεροπορικό βομβαρδισμό που προκάλεσε χιλιάδες επι πρόσθετες απώλειες. Οι Βρετανοί αποσύρθηκαν από την Ινδία και την Παλαιστίνη, αλλά δεν επήλθε διάλυση της αυτοκρατορίας, και μάλιστα η Μέση Ανατολή έγινε το νέο κέντρο του μεταπολεμικού βρετανικού ιμπεριαλιστικού συστήματος. Όσο για τους Γάλλους, στα τέλη της δεκαετίας του 1940 μπορούσαν να είναι εξίσου φονικοί στην εκτεταμένη αυτοκρατορία τους όσο είχαν σταθεί οι Γερμανοί στην ίδια τη Γαλ λία. Τον Μάιο του 1945, χιλιάδες Αλγερινοί πέθαναν σε σφαγές που ακολούθησαν τους εορτασμούς της Ημέρας της Νίκης στην Ευρώπη, εορτασμούς οι οποίοι ξέφυγαν από κάθε έλεγχο. Τον ίδιο μήνα, 600-2.000 (οι απόψεις ποικίλλουν) κάτοικοι της Δα μασκού πέθαναν όταν οι Γάλλοι σφυροκόπησαν την πόλη σε μια μάταιη προσπάθεια να επιβάλουν την εξουσία τους. Στην Ινδοκίνα αγνόησαν παντελώς τη διακήρυξη ανε ξαρτησίας των Βιετ Μινχ και έστειλαν το στρατό τους να ανακαταλάβει τη χώρα· πε ρίπου 6.000 άνθρωποι πέθαναν όταν ένα γαλλικό καταδρομικό βομβάρδισε τη Χαϊφόνγκ τον επόμενο χρόνο. Πιο αιματηρή απ’ όλες υπήρξε η καταστολή στη Μαδαγα σκάρη: περίπου 80.000 Μαλγάσιοι πέθαναν το 1947-8, όταν τα γαλλικά στρατεύματα κατέπνιξαν μια εξέγερση στο νησί που προοριζόταν κάποτε για εστία των Εβραίων.37
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
593
Καθώς όμως οι Ευρωπαίοι κρατούσαν πεισματικά τις αποικίες τους, τα αποτελέ σματα του ναζισμού γίνονταν αισθητά με άλλους τρόπους. Η ήττα του τελευταίου δεν είχε οδηγήσει απαραιτήτως στην πλήρη εγκατάλειψη των ιδεών περί φυλετικής ανωτερότητας -πέρασε πολύ περισσότερος καιρός για να συμβεί αυτό-, αλλά πά ντως υπήρξε αλλαγή στο λεξιλόγιο, που σηματοδοτούσε νέα άγχη για το πώς ηχού σαν αυτές οι ιδέες. Οι αποικιακές δυνάμεις έπαψαν σε γενικές γραμμές να μιλούν για φυλετική ή ακόμα και πολιτισμική τους ανωτερότητα - δεν αναφέρονταν πια σε «καθυστέρηση» και σε «αγρίους», και αντικατέστησαν το «ιθαγενείς» με το «αυτόχθονες»· προσπάθησαν να δικαιολογήσουν την εξουσία τους με όρους οικονομικής ανάπτυξης, πολιτικής συμμετοχής και κοινωνικής πρόνοιας. Οι Βρετανοί μίλησαν για «συνεργασίες» και όχι για «κηδεμονίες», γιατί, όπως έλεγε ένας κρατικός υπάλ ληλος το 1942, «πρέπει να αποφύγουμε τη μομφή ότι όταν κατηγορούσαμε τον Χίτ λερ για το θανάσιμο δόγμα τού Ηεπ^ηνοΐΐί, είχαμε κι εμείς ένα παρόμοιο δόγμα μέ σα στην καρδιά μας». «Ο βρετανικός “Ιμπεριαλισμός” είναι νεκρός», δήλωνε ένα φυλλάδιο της κυβέρνησης των Εργατικών το 1946, προαναγγέλλοντας μια νέα αποι κιακή πολιτική που υποτίθεται ότι θα ήταν «φιλελεύθερη και δυναμική». Οι κρατι κοί υπάλληλοι επινόησαν νέες, ευφυείς συνταγματικές ρυθμίσεις που θα αντικαθι στούσαν την αυτοκρατορία με κοινοπολιτείες, συνομοσπονδίες και άλλες οντότητες, που ηχούσαν πιο συναινετικές. Οι Γάλλοι επισήμως κατάργησαν την αυτοκρατορία τους και την αντικατέστησαν με μια «Γαλλική Ένωση». (Διήρκεσε δώδεκα χρόνια, η δε διάδοχός της, η «Γαλλική Κοινοπολιτεία», διήρκεσε μόλις δύο.)38 Τα σχέδια αυτά αντιμετωπίζονταν με σοβαρότητα στα τέλη της δεκαετίας του 1940, αλλά δεν είχαν πραγματικές πιθανότητες να στυλώσουν το ετοιμόρροπο οικοδό μημα του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, γιατί την ίδια στιγμή δρούσαν πολύ ισχυρότερες διαλυτικές δυνάμεις. Ο πόλεμος είχε οδηγήσει σε αναβίωση του εθνικισμού όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά και στις αποικίες. Η ταχεία αστυφιλία της εμπόλεμης περιόδου εί χε διευκολύνει την άνθηση νέων πολιτικών ελίτ στην Αφρική και στην Ασία* η ταπεί νωση και η σύγχυση των αποικιακών διοικήσεων είχαν υπονομεύσει το κύρος της Ευ ρώπης. Ενάντια σε αυτές τις δυνάμεις υπήρχαν περιθώρια αντίστασης, που, όπως εί δαμε, δεν αφέθηκαν ανεκμετάλλευτα. Παρ’ όλα αυτά, πιο μακροπρόθεσμα το κόστος διατήρησης των ένοπλων δυνάμεών τους εκτός χώρας, σε δαπανηρά καθήκοντα αστυ νόμευσης και αντιανταρτικών επιχειρήσεων, δεν ήταν αρεστό στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, ούτε από οικονομική ούτε από πολιτική άποψη. Όπου οι λευκοί έποικοι είχαν ανακόψει την εναντίωση των ιθαγενών χρόνια πριν, ή την είχαν καταστήσει τόσο αδύ ναμη, που μπορούσε εύκολα να αγνοηθεί, εκεί είχε καλώς* όπου όμως η παρουσία και η ωμότητά τους είχαν πυροδοτήσει μεγάλη και καλά οργανωμένη ένοπλη αντίσταση, όπως στην Αλγερία, στην Κένυα και στην Ανγκόλα (όπου ο αριθμός των Πορτογάλων εποίκων διπλασιάστηκε μετά τον πόλεμο), τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Στις δεύτερες αυτές περιπτώσεις, οι έποικοι και η κατάσταση την οποία είχαν διαμορ
594
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
φώσει εκεί έγιναν στόχος επιθέσεων. Καθώς υπήρξε πόλωση στις αποικίες και οι έποικοι μετακινήθηκαν εντόνως προς τα δεξιά, οι ευρωπαϊκές μητροπόλεις έχασαν γρήγορα κάθε όρεξη για χρηματοδότηση της αντιπαράθεσης.39 Αλλά και το ίδιο το διεθνές περιβάλλον είχε αλλάξει τελείως εξαιτίας της ήττας του Χίτλερ. Πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο κόσμος διευθυνόταν από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Μετά, διευθυνόταν από αντιιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ο πολύς Αμερικανός δημοσιογράφος Γουόλτερ Αίπμαν επιτέθηκε σφοδρά ενάντια σε κάθε απόπειρα αναβίωσης «ενός νεκρού ή ετοιμοθάνατου ιμπεριαλισμού» μετά τον πόλεμο* ο «λευκός ιμπεριαλισμός» ήταν τελειωμένος, έγραψε, και ο πόλεμος διεξαγόταν ώστε να διευρυνθεί η σφαίρα της ανθρώπινης ελευθερίας και να έρθει η ειρήνη χάρη στη δημιουργία «ίσων εθνών που θα διαθέτουν αυτοσεβασμό». Μπορεί οι Βρετανοί να διαφωνούσαν, μα δεν μπορούσαν να αγνοήσουν τους Αμερικανούς, απλούστατα λόγω της μεγάλης τους δύναμης. Επιπλέον, ο Ψυχρός Πόλεμος ναι μεν σε ορισμένες περιπτώσεις έβαλε νερό στο αντιαποικιακό κρασί της Ουάσινγκτον, αλλά σε άλλες το δυνάμωσε, γιατί οι ΗΠΑ δεν ήθελαν να κρατούν οι Ευρωπαίοι τις στρατιωτικές τους δυνάμεις δεσμευμένες στις αποικίες την ώρα που αυτές απαιτούνταν εναντίον του κομμουνισμού πιο κοντά στις μητροπόλεις. Και δεν ήθελαν να βά λει πόδι ο κομμουνισμός στον Τρίτο Κόσμο με όχημα τα εθνικιστικά κινήματα των αποικιών, ιδίως αφού οι ηγέτες αυτών των κινημάτων είχαν συχνά την εξυπνάδα να παίζουν με το φόβο των Αμερικανών για την Ε.Σ.Σ.Δ. Η Μόσχα η ίδια είχε αρχίσει να παίζει το αντιιμπεριαλιστικό χαρτί το 1947, όταν ο ιδεολόγος Αντρέι Ζντάνοφ εί χε δηλώσει πως η Σοβιετική Ένωση ήταν «ο μόνος γνήσιος υπερασπιστής της ελευ θερίας και της ανεξαρτησίας όλων των εθνών».40 Στριμωγμένες λοιπόν ανάμεσα στην αυξανόμενη εναντίωση στις αποικίες τους και στην έντονη πίεση της Ουάσινγκτον, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις αποσυρθηκαν με βαριά καρδιά και συχνά μόνο μετά από φοβερά λουτρά αίματος. Μέσα σε δυο-τρεις δεκαετίες η διαδικασία είχε ουσιαστικά ολοκληρωθεί και σήμανε μία μείζονα καμπή στην παγκόσμια ιστορία. Στο βαθμό που τόσο η φασιστική όσο και η ιαπωνική Νέα Τάξη ήταν αντιδράσεις στην πρόκληση που αποτελούσαν οι ήδη υπάρχουσες ευρω παϊκές κοσμοκρατορίες, η εξαφάνιση των τελευταίων ακύρωσε πολλές από τις δικαι ολογίες για την οικοδόμηση φασιστικών κοσμοκρατοριών. Με δυο λόγια, οι γεωπο λιτικές αντιζηλίες που είχαν υποθάλψει το ναζισμό εξαφανίστηκαν και όλο το οικο δόμημα του δέκατου ένατου αιώνα κατέρρευσε. Ο Χίτλερ είχε δίκιο: ο αγώνας ανά μεσα στη Γερμανία και στη Βρετανία είχε βάλει τέλος στον ιμπεριαλιστικό αιώνα.41 Τη δεκαετία του 1950 η Ευρώπη βρέθηκε να ακολουθεί έναν τελείως νέο δρόμο προς την οικονομική μεγέθυνση. Για πρώτη φορά στην ιστορία της, και εντελώς αναπάντε χα, έδιωξε το φόβο της πείνας από την ήπειρο και επέτρεψε στο επισιτιστικό ζήτημα -το σημαντικότερο ίσως μέλημα της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής του ναζι-
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
595
στικού καθεστώτος- να ξεγλιστρήσει από την πολιτική ατζέντα σχεδόν απαρατήρη το. Σύμφωνα με τη ναζιστική λογική, αυτό δεν ήταν δυνατόν να συμβεί ποτέ. Το Σιδηροΰν Παραπέτασμα είχε αποκόψει τις ελλειμματικές σε τρόφιμα περιοχές της Δύ σης από τους παραγωγούς της ανατολικής Ευρώπης και εκ πρώτης όψεως είχε οξύ νει ακόμη περισσότερο το πρόβλημα του εφοδιασμού των βιομηχανικών πυρήνων της ηπείρου. Το ζήτημα διογκωνόταν ακόμη περισσότεορ λόγω του ότι ο πληθυσμός της Ευρώπης το 1947 ήταν κατά τουλάχιστον είκοσι εκατομμύρια μεγαλύτερος απ’ ό,τι το 1938. Η ίδια η Γερμανία, διαιρεμένη, πάσχιζε να τα βγάλει πέρα μ’ ένα τερά στιο προσφυγικό πρόβλημα, που το 1950 ήταν πολύ χειρότερο απ’ όσο το 1920.42 Κι όμως, παρά τις πιέσεις αυτές και τις επιπρόσθετες εντάσεις του Ψυχρού Πο λέμου, δεν υπήρξε αναβίωση του ριζοσπαστικού εθνικισμού μέσα στο πρώην Ράιχ, όπως είχαν φοβηθεί πολλοί διόλου αδαείς παρατηρητές. Ούτε χρειάστηκε τελικά να εγκατασταθούν εκατομμύρια Γερμανοί στις δυτικοαφρικανικές αποικίες, όπως είχε ευσεβάστως προτείνει γεμάτος ανησυχία ο Γιάλμαρ Σαχτν -αγχωμένος ακόμα από το φάσμα του υπερπληθυσμού στην κεντρική Ευρώπη- όταν ήταν κρατούμενος το 1945. Αντιθέτως, σύντομα σημειώθηκε έλλειψη εργατικών χεριών, που τράβηξε τους χωρικούς προς τις πόλεις και ύστερα άρχισε να προσελκύει Τούρκους, Πορτο γάλους, Γιουγκοσλάβους και Έλληνες στη Δυτική Γερμανία, αλλού δε Βορειοαφρικανούς, Αντιλέζους και Ινδούς.43 Η Ευρώπη αποδείχθηκε εντυπωσιακά ικανή να τους θρέψει εύκολα όλους, και το βιοτικό επίπεδο ανέβηκε σταθερά από τα τέλη της δεκαετίας του 1940. Το 1953 η πρόσληψη τροφής είχε ήδη φτάσει κοντά στα προπολεμικά επίπεδα σε μεγάλο τμή μα της δυτικής Ευρώπης* τη δεκαετία του 1960, το πρόβλημα ήταν πια τα πλεονά σματα, και όχι τα ελλείμματα. Επρόκειτο για καταπληκτική αντιστροφή των δεδομέ νων. Μέρος της αποτελούσε η νέα Κοινή Αγορά. Οι εγγυημένα υψηλές τιμές μαζι κής αγοράς για τους αγρότες και οι βελτιώσεις της αγροτικής τεχνολογίας συνέβα λαν στην επίτευξη του παλιού στόχου των ναζί για αυτάρκεια της ηπείρου πολύ πιο αποτελεσματικά απ’ ό,τι οι κατακτητικοί τους πόλεμοι: από αυτή την άποψη, η Κοι νή Αγροτική Πολιτική σήμανε το θρίαμβο της δημοκρατίας επί της δικτατορίας. Η επανένταξη σ’ ένα παγκόσμιο σύστημα εμπορίου που τα γρανάζια του λιπαίνονταν με αμερικανικά δολάρια έφερε κι άλλα οφέλη. Η συνεργασία ανεξάρτητων αλλά ολοένα πιο συντονισμένων εθνικών κρατών υπό αμερικανική ηγεμονία εγγυήθηκε πολύ υψηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης από εκείνους που είχε πετύχειτο ναζιστικό μοντέλο της ηπειρωτικής αυτάρκειας, των διμερών συναλλαγών κλίρινγκ και της εξαιρετικά συγκεντρωτικής άντλησης πόρων.44 Ορισμένοι παρατηρητές θεώρησαν αυτές τις εξελίξεις κοσμοϊστορικής σημα σίας: η ίδια η γη -η πηγή της επιβίωσης, η βάση της πολιτικής και της οικονομικής εξουσίας για αιώνες, η κεντρική έμμονη ιδέα των ίδιων των ναζί, όπως και γενεών ολόκληρων Ευρωπαίων εθνικιστιόν- έχανε επιτέλους τη σημασία της. Σ ’ ένα λαμπρό
596
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
άρθρο που δημοσιεύτηκε το 1957, ένας Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας ονόματι Τζον Χερτς στοχάστηκε πάνω στο νόημα αυτού του φαινομένου. Υποστήριξε πως η μετατόπιση από ένα μοντέλο ελέγχου μέσω αυτοκρατοριών, που ήταν κατά βάσιν του δέκατου ένατου αιώνα, σ’ ένα μοντέλο ισχύος μέσω των αγορών, στα μέσα του εικοστού αιώνα, σηματοδοτούσε την τελική κατάλυση του ευρωπαϊκού εδαφικού κράτους - ενός κράτους, με άλλα λόγια, το οποίο αυτοοριζόταν με βάση τον έλεγχο που ασκούσε σε ορισμένη έκταση γης και την ικανότητά του να επεκτείνει τα κυ ριαρχικά του δικαιώματα σε αυτό το έδαφος. Ο Χερτς πίστευε πως ο πόλεμος είχε καταστήσει τελικά το εδαφικός κράτος ξεπερασμένο, γιατί έδειξε πως τα σύνορα εί χαν πολύ μικρότερη σημασία απ’ ό,τι στο παρελθόν. Οι δυνάμεις μπορούσαν τώρα να τα αγνοούν βομβαρδίζοντας τους εχθρικούς πληθυσμούς με προπαγάνδα ή από τον αέρα. Η τεχνολογία των πυραύλων χλεύαζε τους ισχυρισμούς του κράτους ότι μπορούσε να υπερασπιστεί τους υπηκόους του. Οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί -οι νικητές του πολέμου- είχαν δείξει ότι έλκονταν πολύ από αυτούς τους τρόπους διε ξαγωγής του πολέμου: είχαν βομβαρδίσει με το παραπάνω τις πόλεις της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Γαλλίας και είχαν προσπαθήσει να χρησιμοποιήσουν τον ναυτικό αποκλεισμό για να τις καθυποτάξουν με την πείνα. Προβλέποντάς το αυτό, ο Χίτλερ είχε προσπαθήσει να μεγαλώσει την έκταση που έλεγχε η Γερμανία, ώστε να γίνει αυτάρκης και να αντέξει την πίεση του εχθρού. Έ τσι είχε παραμείνει πιστός στην ιδέα του δέκατου ένατου αιώνα, ότι η επέκταση των συνόρων εγγυόταν την ασφά λεια. Μα ο αφανισμός της Γερμανίας είχε δείξει πως δεν ήταν αυτή η απάντηση.45 Ο Χερτς υποστήριξε πως, στην πυρηνική εποχή, η κρατική κυριαρχία δεν είχε πια την ίδια σημασία. Ό πω ς πολλοί θιασώτες του φεντεραλισμού της εμπόλεμης πε ριόδου, θεωρούσε το εθνικό κράτος ξεπερασμένο. Προαναγγέλλοντας πολλούς νε ότερους θεωρητικούς, είδε να αναδύεται μια νέα κοσμοκρατορία -η αμερικανικήη οποία άπλωνε τη δύναμή της όχι με επίσημες κατακτήσεις και έλεγχο της γης, αλ λά πιο αόρατα - με τη διείσδυσή της στις αγορές, με την κουλτούρα της και με την ευέλικτη ανάπτυξη της ναυτικής και αεροπορικής της δύναμης. Θα μπορούσε να εί χε επικαλεστεί προς επίρρωσιν των θέσεών του την εξίσου εντυπωσιακή εξαφάνιση των αγροτικών τάξεων της Ευρώπης, που συνέβαινε τότε και συνεπέφερε την κα τάρρευση ακριβώς εκείνου του τρόπου ζωής, στη διατήρηση του οποίου είχαν αφοσιωθεί οι ναζί.46 Ίσως όμως αυτή η νεκρολογία της γης (και ο αποχαιρετισμός στο κράτος) να ήταν πρόωρη, και ζήτημα οπτικής γωνίας μάλλον, παρά τίποτε άλλο. Στο κάτω-κάτω, οι ΗΠΑ και η Ε.Σ.Σ.Δ. εξακολούθησαν να φέρονται πάρα πολύ όπως οι παλαιάς κοπής εδαφικές δυνάμεις. Σ ’ ένα άλλο άρθρο που δημοσίευσε μια δεκαετία αργότε ρα, ο Χερτς παραδέχθηκε πράγματι ότι το εδαφικό κράτος είχε αποδειχθεί πιο εφτάψυχο απ’ όσο είχε νομίσει ο ίδιος. Ό χι μόνο ο πόλεμος είχε ενισχύσει, και όχι εξασθενίσει, τον εθνικισμό, αλλά τον είχε βοηθήσει κιόλας να μετατραπεί σε πα
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
597
γκόσμιο φαινόμενο. Η αποαποικιοποίηση, έγραψε το 1968, είχε δημιουργήσει μια «νέα εδαφικότητα» σε όλο τον πλανήτη, και κατά συνέπεια ο αριθμός των κυρίαρ χων κρατών είχε πολλαπλασιαστεί δραματικά. Η συντριπτική υπεροχή αεροπορι κής ισχύος -την οποία είχε τόσο τονίσει-, μολονότι χρήσιμη σ’ έναν διακρατικό πό λεμο, ήταν πολΰ λιγότερο χρήσιμη στην καταπολέμηση ανταρτικών οργανώσεων και εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Πίσω από τη νέα αυτή συλλογιστική βρισκόταν σαφώς ο πόλεμος του Βιετνάμ, αλλά εκείνο που κυριαρχούσε στο μυαλό του ήταν η εμπειρία ενός νέου εθνικού κράτους: του Ισραήλ. Ό πω ς έδειχναν τα εκεί συμβαίνοντα, ο εδαφικός μυστικισμός ζούσε και βασίλευε.47
ΤΟ ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ Στόχος του ναζισμού ήταν να ανανεώσει τη δύναμη της Γερμανίας δημιουργώντας μιαν αταξική, φυλετικά καθαρή κοινότητα, όπου δεν θα υπήρχαν μειονότητες. Αργότερα, προέβαλε την εθνολογική αποκάθαρση ως λύση και για την περιφερεια κή αστάθεια της ανατολικής Ευρώπης. Στο λόγο που έβγαλε στις 6 Οκτωβρίου 1939, ο Χίτλερ είχε μιλήσει για διορθώσεις «στη διάταξη όλου του ζωτικού χώρου ανάλο γα με τις διάφορες εθνικότητες, δηλαδή για τη λύση των προβλημάτων που αντιμετω πίζουν οι μειονότητες». Δεν επινόησαν οι ναζί αυτή την προσέγγιση, η οποία είχε αναφανεί για πρώτη φορά στα Βαλκάνια. Επίσης, συνεχίστηκε και μετά από αυτούς* από το 1945 ως το 1949 διώχθηκαν από την ανατολική Ευρώπη περισσότεροι άνθρω ποι απ’ όσους είχαν διωχθεί στα χρόνια του πολέμου. Με την αποαποικιοποίηση, το ιδεώδες του εθνικού κράτους εξάχθηκε εκτός Ευρώπης, όπως τελικά διαπίστωσε ο Χερτς. Αυτό όμως απλώς παγκοσμιοποίησε τον αγώνα για γη και επίσης το πρόβλη μα των μειονοτήτων. Το 1947 ήρθε η πρώτη κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση, με τους διαμερισμούς της ινδικής υποηπείρου, που συνοδεύτηκαν από τεράστιες απώ λειες σε ζωές, καθώς εκατομμύρια ινδουιστές, μουσουλμάνοι και Σιχ μετακινήθηκαν από τη μια προς την άλλη πλευρά των νέων εθνικών συνόρων της Ινδίας και του Πα κιστάν και αντιστρόφως. Την επόμενη χρονιά ξέσπασε πόλεμος και εθνοτικές απε λάσεις στην Παλαιστίνη και ιδρύθηκε εκεί ένα εβραϊκό εθνικό κράτος. Έτσι, το τέ λος του εβραϊκού ζητήματος στην Ευρώπη έγινε η αρχή του στη Μέση Ανατολή. Το ότι η Ευρώπη και η Μέση Ανατολή ήταν τόσο στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους δεν πρέπει να εκπλήσσει κανέναν. Ο σιωνισμός ήταν από την πρώτη στιγμή ένα ευρωπαϊκό εθνικό κίνημα και απόκριση στον αντισημιτισμό που ενυπήρχε στην καρδιά πολλών άλλοον ευρωπαϊκών εθνικών κινημάτων. Στον τρόπο που έβλεπε τον κόσμο και στο λεξιλόγιό του, μοιραζόταν μαζί τους μια κοινή ευρωπαϊκή πνευματι κή παράδοση. Στον Μεσοπόλεμο -για να χρησιμοποιήσω ένα ιδιαίτερα εντυπωσια
598
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
κό παράδειγμα- τη σφραγίδα της επιστημονικής σοβαρότητας στην πολιτική του Τρίτου Ράιχ να εξαναγκάσει τους Εβραίους σε αποδημία δεν την παρείχε μόνο η «έρευνα» των Γερμανών φυλετικών θεωρητικών ορισμένοι Εβραίοι λόγιοι και σχο λιαστές δικαιολογούσαν το σιωνισμό με παρόμοια επιχειρήματα. Ο γεννημένος στη Γερμανία σιωνιστής Άρτουρ Ροΰππιν, λόγου χάρη, συγγένευε σε πολλές θεωρητικές του απόψεις με τον Χανς Γκΰντερ, τον ειδικό επί των «νορδικών φυλών» και μέντορα του Χίμλερ. Και οι δυο άντρες -που συναντήθηκαν το 1933 για να συζητήσουν το «εβραϊκό ζήτημα»- πίστευαν πως οι Εβραίοι ήταν ένας φυλετικά ξεχωριστός λαός που δεν έπρεπε να αφομοιωθεί και που δεν ανήκε στην Ευρώπη. (Ο Γκΰντερ τους θεωρούσε «μια σφήνα που έχωσε η Ασία μέσα στην ευρωπαϊκή δομή», ενώ ο Ροΰππιν πίστευε πως οι Εβραίοι και οι Άραβες ήταν «φυλετικά αδέρφια» και πως ανή καν και οι δυο στην Παλαιστίνη.)48 Όμως η επίδραση που άσκησε η Ευρώπη στο σιωνισμό δεν ήταν μόνο στο επίπε δο των ιδεών, και η πραγματική σημασία του Ροΰππιν δεν έγκειται στις απόψεις του περί φυλής. Ως ο πρώτος επικεφαλής του Γραφείου Παλαιστίνης, είχε αρχίσει να αγοράζει ακίνητα και γη για λογαριασμό Εβραίων αποίκων πριν ακόμα από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρωσοεβραίος, είχε μεγαλώσει κοντά στο Πόζεν και έπειτα μετανάστευσε στην Παλαιστίνη* γνώριζε, επομένως, τα πεπραγμένα της Πρωσικής Επιτροπής Αποικισμοΰ και τις εποικιστικές της δραστηριότητες. «Θεω ρώ ότι το έργο του Εβραϊκοΰ Εθνικοΰ Ταμείου (ΐ€\νίδΙι Ν&ΐίοηαΐ ΡιιικΙ, ΙΝΡ) είναι παρόμοιο με το έργο της Επιτροπής Αποικισμοΰ που δραστηριοποιείται στην Πρω σία και τη Δυτική Πολωνία», έγραφε το 1907, δΰο μόλις εβδομάδες μετά την άφιξή του στη χώρα. «Το ΙΝΡ θα αγοράζει γη κάθε φορά που την προσφέρουν μη Εβραίοι και θα τη μεταπωλεί είτε εν μέρει είτε εν όλω σε Εβραίους». Έτσι, ο αγώνας ανάμε σα στους Γερμανοΰς και στους Πολωνοΰς στις μεθοριακές ζώνες της Πρωσίας δια μόρφωσε το πλαίσιο της προσέγγισης του Ροΰππιν για τη σιωνισΐική εγκατάσταση ανάμεσα στους Άραβες. Εννοείται ότι οι δυσκολίες που είχαν να αντιμετωπίσουν οι σιωνιστές ήταν πολΰ μεγαλΰτερες από εκείνες των Πρώσων εθνικιστών στο Πόζεν: περισσότεροι από το 88 τοις εκατό των κατοίκων εκεί ήταν Άραβες, όταν στην πρω σική επαρχία οι Πολωνοί ήταν το 60 τοις εκατό. Αντιμέτωπος με τέτοια τεράστια πρόκληση, ο Ροΰππιν σχεδίαζε να ιδρΰσει μικρές «νησίδες» εβραϊκής εγκατάστα σης, που στο τέλος θα ενώνονταν μεταξΰ τους - μια μάλλον διαφορετική στόχευση από εκείνη των Πρώσων προδρόμων του. Παρ’ όλα αυτά, επιδίωξε να εφαρμόσει στην Παλαιστίνη τα διδάγματα από την πατρίδα του και κάλεσε κοντά του έναν Πρώσο σΰμβουλο για να τον βοηθά.49 Η κατάσταση των μειονοτήτων στην ανατολική Ευρώπη ήταν διαρκές σημείο αναφοράς για πολλοΰς, και όχι μόνο για τον Ροΰππιν. Οι Αυστριακοί σιωνιστές που προειδοποιούσαν ότι οι Εβραίοι κινδΰνευαν να πνιγοΰν από τους πολλοΰς Άραβες εξηγοΰσαν πως, «αν τα πράγματα συνεχίσουν έτσι, θα έχουμε την ίδια μοίρα με τους
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
599*
Γερμανούς ορισμένιον σλαβικών περιοχών». Τη δεκαετία του 1920, οι θιασώτες ενός αμφιεθνικού κράτους επέκριναν τον Ρούππιν ότι ήταν προσκολλημένος υπερ βολικά σε μια «γερμανική» προσέγγιση, ότι παραήταν ευγονιστής και υπερβολικά ταγμένος στο να κρατήσει τον εβραϊκό λαό χωριστό και να τον κάνει πολιτική πλειοψηφία μέσα στο κράτος του. Σύμφωνα με τον Μάρτιν Μπούμπερ, «δεν φαίνεται να έχουμε κάνει περισσότερη πρόοδο [όσον αφορά τους Άραβες] απ’ όση έχουν κάνει οι Πολωνοί όσον αφορά εμάς». Ο συνάδελφος του Ρούππιν, ο Σάμουελ Μπέργκμαν, απέρριπτε με σαρκασμό την εμμονή του στη γη, χαρακτηρίζοντάς την απλά ως ένα ακόμα σύμπτωμα της γνωστής, παλιάς ευρωπαϊκής αρρώστιας: Όπως οι Ιταλοί σπεύδουν να γίνουν πλειονότητα στο Νότιο Τυρόλο ώστε να δια σφαλίσουν την εξουσία τους επί των Γερμανών, όπως οι Τσέχοι σπεύδουν να εξα σφαλίσουν τη δική τους πλειονότητα, και οι Γερμανοί ενάντια στους Πολωνούς, και οι Πολωνοί ενάντια στους Ουκρανούς, και ούτω καθεξής, έτσι και το Ισραήλ... ας αρχίσει από την αρχή-αρχή: γεννηθήτω ημίν πλειονότης εν τη Γη Ισραήλ!»50 Ο γεννημένος στην Πράγα Χανς Κον ήταν εξίσου επικριτικός και αντιπαρέθετε στη «γερμανική» ιδέα του μονοεθνοτικού κράτους, του εδαφικού ελέγχου και του εθνι κού διαχωρισμού την αυτοκρατορία των Αψβούργων, όπου οι διάφοροι λαοί μοιρά ζονταν μεταξύ τους το ίδιο κράτος. (Ο Κον όλο και περισσότερο πίστευε πως οι σιωνιστές απλώς επαναλάμβαναν τα λάθη των άλλων Ευρωπαίων εθνικιστών και εγκατέλειψε την Παλαιστίνη μετά τις ταραχές του 1929).51 Ο Ρούππιν, «ο πατέρας του σιωνιστικού εποικισμού», πέθανε το 1943 και δεν έζησε αρκετά ώστε να δει την έκβαση της πλοκής. Είχε βάλει όμως τα θεμέλια πάνω στα οποία έκτισαν οι άλλοι. Οι άλλοι αυτοί, σε αντίθεση με τον Ρούππιν, δεν νοιάζονταν για τις ευγονικές παραμέτρους* χρησιμοποίησαν τον Οργανισμό Γαιών του Εβραϊ κού Εθνικού Ταμείου για να εγκαταστήσουν όσο το δυνατόν περισσότερους Εβραί ους στη γη και προσπάθησαν να το συνδυάσουν αυτό με μεγάλης κλίμακας μεταφο ρές πληθυσμού. Δεν είναι ίσως περίεργο που η γερμανική επίδραση στην ισραηλινή στρατηγική εγκατάστασης παρέμεινε ισχυρή μετά την ανεξαρτησία. Σε λίγες χώρες μετά τον πόλεμο, για παράδειγμα, είχε τόση σημασία ο χωροταξικός σχεδιασμός όση στο νέο εβραϊκό κράτος, και τα πρώτα ισραηλινά εθνικά σχέδια για την πληθυσμιακή κατανομή ήταν έντονα επηρεασμένα από τη μεσοπολεμική γερμανική σχολή οικονο μικής γεωγραφίας και ιδίως από τις ιδέες του Βάλτερ Κριστάλλερ, που οι θεωρίες του για τη βέλτιστη χωροθέτηση των οικισμών είχαν εφαρμοστεί στον αποικισμό της Πολωνίας από τον Χίμλερ στα χρόνια του πολέμου και στο Γενικό Σχέδιο Ανατολής. Αναμφισβήτητα, οι Ισραηλινοί δεν ήταν καθόλου οι μόνοι που χρησιμοποίησαν αυ τές τις ιδέες στη νέα μεταπολεμική κατάκτηση γης. Αντιθέτως μάλιστα, η Θεωρία του Κεντρικού Τόπου του Κριστάλλερ, που είχε εκπονηθεί ώστε τα δδ να αντικαταστή σουν τους αρχαίους οικισμούς των Σλάβων με ένα γεωγραφικά τέλειο σύστημα νέων
600
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
κωμοπόλεων και χωριών, έγινε τελικά το βασικό εργαλείο αναπτυξιακού σχεδιασμού όλου του μεταπολεμικού κόσμου, σημάδι από μόνο του της νέας παγκόσμιας ενασχόλησης με τη γη, που τη διέκρινε ο Χερτς τη δεκαετία του 1960. Η ανάδυση του Ισραήλ έκανε επίσης ορατό ένα άλλο σπουδαίο γνώρισμα αυτής της διεσταλμένης εδαφικότητας - την επιδείνωση της θέσης των μειονοτήτων. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι εβραϊκές ομάδες πίεσης συγκαταλέγονταν στους πιο ένθερμους υποστηρικτές των μειονοτικών δικαιωμάτων. Μετά τον Δεύτερο Πόλε μο, όμως, εγκατέλειψαν τελείως αυτή τη στάση. Μπροστά στην πρόκληση της γενο κτονίας, πολλές είχαν στραφεί προς το σιωνισμό και πολύ λίγες έβλεπαν να έχουν οι Εβραίοι το παραμικρό μέλλον στην ανατολική Ευρώπη. Δημογραφικά και πολιτικά, η ναζιστική Νέα Τάξη είχε επιφέρει μια συντριπτική μεταμόρφωση: τα μεγάλα ανατολικοευρωπαϊκά κέντρα αστικού βίου τύπου στετλ -κυρίως στην Πολωνία, στην Ουκρανία, στα βαλτικά κράτη και στη Λευκορωσία- είχαν καταστραφεί, ενώ και στην Ουγγαρία, στις τσεχικές περιοχές και στη Ρουμανία ο επαρχιακός εβραϊκός βίος δεν ανέκαμψε. Πολλοί Εβραίοι επιζώντες αποβλήθηκαν από τα σπίτια τους ακόμα και μετά την Απελευθέρωση, επιβεβαιώνοντας αυτό που είχε αναδείξει η ίδια η Τελική Λύση, ότι δηλαδή πολλοί Ανατολικοευρωπαίοι σε γενικές γραμμές συμπαθούσαν τον βασικό στόχο των ναζί, την απαλλαγή από τους Εβραίους. Κάποιοι επιζήσαντες πήγαν στη δυτική Ευρώπη. Παρ’ όλα αυτά, μετά τον πόλεμο η Ευρώπη συνολικά έπαψε να είναι η καρδιά του εντονότατα αραιωμένου παγκόσμιου εβραϊ σμού. Η μεγαλύτερη κοινότητα παγκοσμίως βρισκόταν στο εξής στην αμερικανική ήπειρο, ενώ ο εβραϊκός πληθυσμός του Ισραήλ εκτινάχθηκε από τις 445.000 της προπολεμικής Παλαιστίνης στα 2,6 εκατομμύρια του 1970.52 Πίνακας: Ποσοστά % τον παγκόσμιον εβραϊκού πληθνσμού ανά περιοχή 53
Στην Ευρώπη Στην αμερικανική ήπειρο Σε Παλαιστίνη/Ισραήλ Συνολικός εβραϊκός πληθυσμός (εκατομμύρια)
2005
1900
1939
1951
81 11 0,3
58 32 3
24 53 12
12 46 41
10,6
16,7
11,6
13
Στην Παλαιστίνη, οι σιωνιστές ηγέτες είχαν όχι μόνο να βοηθήσουν τους επιζήσα ντες της γενοκτονίας, αλλά και να σταθμίσουν πόσο μπορούσαν αυτοί να συμβάλουν στην εθνική υπόθεση* έτσι, οι εκπρόσωποί τους επισκέφτηκαν πολλά στρατόπεδα Εβραίων προσφύγων. Ο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν, ο ηγέτης της Εβραϊκής Υπηρε σίας για την Παλαιστίνη, έφριξε με τη νοοτροπία των τροφίμων -τους φατριασμούς τους, τον εγωισμό και τις ασταμάτητες απαιτήσεις τους- και προέβλεψε ότι θα ήταν
Η ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
601
πολύ δύσκολο να τους διδάξουν πώς να γίνουν «πολίτες του εβραϊκού κράτους». Έστω και έτσι, τον Μάρτιο του 1945 υπολόγιζε στην άφιξη ενός εκατομμυρίου Εβραίων μέσα στον επόμενο ενάμιση χρόνο, πράγμα που θα έκανε τους Βρετανούς να υιοθετήσουν πιο φιλοσιωνιστική στάση. Ο αριθμός αυτός ήταν υπερβολικά φιλό δοξος. Όταν οι Βρετανοί διατήρησαν τους περιορισμούς στη μετανάστευση και έστειλαν πίσω καράβια της Μοσάντ που μετέφεραν παράνομους μετανάστες, ο Μπεν Γκουριόν συνέκρινε την πολιτική τους με των ναζί. Στην πραγματικότητα, όμως, μόνο μικρό ποσοστό των επιζώντων ήθελε να πάει στη Μέση Ανατολή, και όταν ξέσπασε ο πόλεμος του 1948 δεν υπήρχαν στην Παλαιστίνη περισσότεροι από
220.000.54 Όπως κατάλαβε πολύ καλά ο Μπεν Γκουριόν, η γέννηση του Ισραήλ, μολονότι σχετιζόταν στενά με την εμπειρία του πολέμου, εξαρτιόταν πολύ λιγότερο από την εισροή επιζώντων από την Ευρώπη και πολύ περισσότερο από την πολιτική επίδρα ση του Ολοκαυτώματος και ιδίως από την αμερικανική υποστήριξη. Στο μαζικό μεταναστευτικό κύμα των πρώτων χρόνων του νέου κράτους, η κρίσιμη πηγή νεαρών νεοφερμένων δεν ήταν η ανατολική Ευρώπη (όσοι έρχονταν από εκεί συνήθως ήταν μεγαλύτερης ηλικίας), αλλά η Μέση Ανατολή και η Βόρεια Αφρική. Ο εβραϊκός πληθυσμός της Ευρώπης άρχισε να αυξάνεται πάλι μετά το 1950, ενώ των αραβικών χωρών όχι. Εν ολίγοις, η κεντροευρωπαϊκή πρακτική της εθνολογικής ομογενοποίησης απλωνόταν -αυθόρμητα και υποκινούμενα- και στις αραβικές χώρες. Κινητή ρια δύναμη ήταν η πεισματική επιδίωξη του Ισραήλ να οργανώσει με κρατική πρω τοβουλία ένα «νόστο», καθώς θεωρούσε τη διαβίωση Εβραίων στο εξωτερικό σαν πηγή εθνικής αδυναμίας, τη δε «επιστροφή» τους ουσιώδη για την εθνική επιβίωση (άλλος ένας τρόπος, ίσως, με τον οποίο συνέχισε να ασκεί την επίδρασή του ο γερ μανικός εθνικισμός). Το 1953 ο μελετητής των προσφυγικών ροών Ζακ Βερνάν ση μείωνε πως το Ισραήλ είχε υποδεχθεί μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων απ’ οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο - τόσο σχετικά όσο και σε απόλυτους αριθμούς. Το αν προσπάθησε ακόμη και να αναγκάσει Εβραίους να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να μεταναστεύσουν -από το Ιράκ, για παράδειγμα- παραμένει αμφιλεγόμενο μυστήριο. Πάντως, και αυτή η πολιτική ήταν μια πολιτική που μπορούσε κανείς να τη συναντήσει στη μακρότερη ευρωπαϊκή ιστορία των αναγκαστικών πληθυσμιακών μετακινήσεων. Ό πως είδαμε παντού σ’ ετούτο το βιβλίο, στο μυαλό των πολιτικών που ήθελαν να ενισχύσουν την εθνική τους δύναμη, η «διάσωση» των εκτός συνόρων ομογενών τους ήταν πολλές φορές δύσκολο να ξεχωριστεί από τον εσκεμμένο ξερι ζωμό τους.55
602
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ, ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
Τα μειονοτικά δικαιώματα αποτελούσαν κατάλοιπο μιας παλιότερης αντίληψης για τη διαχείριση των διεθνών υποθέσεων, όπου η Κ.τ.Ε., υπό τη διεύθυνση των (δυτι κό) ευροοπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων και έχοντας εμπιστοσύνη στις αξίες του «πολι τισμού», είχε ασκήσει φορτικά πατερναλιστική εποπτεία στα νέα κράτη και στις Εντολές. Μετά τον ευρωπαϊκό πόλεμο αλληλοεξόντωσης, όμως, η εμπιστοσύνη στον «διεθνή πολιτισμό» έγινε θρύψαλα και η υπεράσπιση της κρατικής κυριαρχίας φά νηκε πιο αναγκαία από κάθε άλλη φορά. Υπήρξε βαθιά αντίσταση σε κάθε παλι νόρθωση του παλιού καθεστώτος των μειονοτικών δικαιωμάτων μετά τον πόλεμο, κι έτσι γρήγορα αυτό θάφτηκε αθόρυβα, ενώ στη θέση του ο κόσμος γιόρταζε τη νέα διακήρυξη πίστης του ΟΗΕ στα ατομικά ανθρώπινα δικαιοόματα. Ταυτόχρονα, κα θώς η παγκόσμια εξάπλωση του μοντέλου του εθνολογικά ομοιογενούς εθνικού κράτους προκαλούσε αλλεπάλληλα κύματα προσφύγων, από τους ανοικοδομημέ νους γύρω από τα Ηνωμένη Έθνη διεθνείς θεσμούς προ έκυψε ένα εντελώς νέο κα θεστώς προστασίας των προσφύγων.56 Καταλύτης υπήρξε το ζήτημα της ταχείας εξεύρεσης σπιτιών για τα ανιθαγενή άτομα της Ευρώπης, πρόβλημα που η Ευρώπη είχε αποτύχει χαρακτηριστικά να το αντιμετωπίσει το 1938-1942. Στις αρχές του 1946 εξακολουθούσαν να υπάρχουν 576.0Θ0 τέτοια άτομα από την προπολεμική περίοδο. Σε αυτό τον αριθμό, οι κατα πονημένες υπηρεσίες αρωγής πρόσθεταν τουλάχιστον άλλες 850.000 «μη επαναπατρίσιμους» -Εκτοπισμένα Άτομα- κι έπειτα κάμποσες εκατοντάδες χιλιάδες ακόμα -όπου και πολλοί Εβραίοι- που είχαν εγκαταλείψει την ανατολική Ευρώπη μετά το 1945. Η περίθαλψή τους έγινε βασικό μέλημα των νέων μεταπολεμικών διεθνών ορ γανισμών - προοτα της Διεύθυνσης Αρωγής και Αποκαταστάσεως των Ηνωμένων Εθνών (υΝΚΚΑ) και έπειτα των νέων μόνιμων υπηρεσιών πρόνοιας και προσφύγων που ίδρυσε ο ΟΗΕ. Μα η διεθνής διάσταση δεν ήταν η μόνη. Σήμερα, κάποιοι ριζο σπάστες στοχαστές προσπαθούν να αποσυνδέσουν τη μορφή του «πρόσφυγα» από τα «ανθρώπινα δικαιώματα» και το «εθνικό κράτος». Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όμως, σχολιαστές όποος η Χάννα Άρεντ έβλεπαν τα πράγματα πολύ διαφορετι κά: γι’ αυτήν, το ζητούμενο ήταν να αναγκαστούν τα κράτη να παραχωρήσουν δικαι ώματα και να λύσουν το πρόβλημα της ανιθαγένειας με αυτό τον τρόπο. Γι’ αυτό, η ίδια η κλίμακα του μεταπολεμικού προσφυγικού προβλήματος όχι μόνο ενίσχυσε τη διεθνή συνεργασία των υπηρεσιών και των εργαζομένων στην ανθρωπιστική βοή θεια, αλλά αποτέλεσε και τρανό επιχείρημα υπέρ της ανοικοδόμησης ισχυρών κρα τών, ικανών να υποδεχθούν και να φροντίσουν όσους ανθρώπους χρειάζονταν τη βοήθειά τους.57 Στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, εν μέσ<χ> της προσωρινής ίσως τελευτής του αμερικανικού διεθνισμού, έγινε δελεαστικό το να ανατρέχει κανείς στο 1945
Η ΝΕΑ Τ ΑΞΗ ΣΤΗΝ Π ΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
603
και στον πόλεμο εναντίον του Χίτλερ και να αναγνωρίζει εκεί ένα είδος Χρυσού Αιώνα, στον οποίο οι διορατικοί αρχιτέκτονες μιας νέας και αμοιβαία επωφελούς παγκόσμιας τάξης πραγμάτων πήραν το μάθημα της ναζιστικής Νέας Τάξης και αποφάσισαν να ξαναζοοντανέψουν το φιλελευθερισμό πάνω σε νέα βάση. Ιστορικά, αυτό είναι συζητήσιμο. Η κουβέντα περί ανθροδπινων δικαιωμάτοον της δεκαετίας του 1940 έμεινε κυρίως στο επίπεδο ακριβώς της κουβέντας, και ώσπου να αποκτή σει πολιτικό βάρος πέρασε καιρός - ίσως όχι πριν από τη δεκαετία του 1970. Ο ρό λος της το 1945 ήταν να επιτρέψει τον ενταφιασμό του παλιού συστήματος των μειονοτικοον δικαιωμάτων, ανοίγοντας το δρόμο στην παγκόσμια εξάπλωση του εθνολο γικά αποκαθαρμένου μοντέλου εθνικού κράτους, για την προώθηση του οποίου οι ναζί είχαν εργαστεί περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλον. Το νέο καθεστοος προ στασίας των προσφύγων δεν είχε σκοπό του να αντιμετωπίσει ένα πάγιο και μεγά λης κλίμακας φαινόμενο, αλλά να απαλύνει τις δοκιμασίες των πολύ συγκεκριμένων πληθυσμών που είχαν μείνει μετέοοροι ή είχαν αποβληθεί στη διάρκεια του πολέμου ή και αμέσως μετά.58 Από μιαν άλλη άποψη, όμως, το 1945 πράγματι σήμανε μια καμπή. Η ναζιστική Νέα Τάξη, που είχε σχεδιαστεί για να δημιουργήσει μιαν αυτοκρατορία στην Ευρώ πη, είχε επίσης το σκοπό, τουλάχιστον στο μυαλό του Χίτλερ, να σημάνει την άνοδο της Γερμανίας έως ένα επίπεδο παγκόσμιας ακτινοβολίας ανάλογο με εκείνο που διέθεταν οι εχθροί της και να εγκαινιάσει ένα νέο παγκόσμιο σύστημα σύμφωνο με τις βουλές και τις πολιτικές αντιλήψεις που όριζε το Βερολίνο. Από τη μια στρεφό ταν ενάντια στους νικητές του ευρωπαϊκού καβγά για την κοσμοκρατορία και από την άλλη ήταν το τελευταίο στάδιο αυτής της διαδικασίας. Η Γερμανία είτε δεν είχε τις δυνάμεις να επικρατήσει μόνη της είτε δεν διέθετε το πολιτικό όραμα ιοστε να προσεταιριστεί αρκετούς συμμάχους που να τη βοηθήσουν. Όταν οι κορυφαίοι ναζί είδαν την ανάγκη για πραγματισμό και συμβιβασμούς, ήταν πάρα πολύ αργά. Μια Μεγάλη Γερμανία με τη Γουλιέλμεια έννοια ή η ηπειρωτική ηγέτιδα δύναμη την οποία είχε συλλάβει ο Σμιτ μπορεί να είχαν διαρκέσει, όχι όμως και το πανδαμαστικό Ράιχ, το μόνο πράγμα που δεχόταν να εξετάσει ο Χίτλερ. Το αποτέλεσμα ήταν όχι μόνο η συντριβή της Γερμανίας, αλλά και το τέλος της διακοσάχρονης περιόδου παγκόσμιας κυριαρχίας της Ευρώπης. Με διαιρεμένες και τη Γερμανία και την Ευρώπη, η νέα μεταπολεμική παγκό σμια τάξη μπορούσε να επιβιώσει μόνο στη βάση της ισορροπίας δυνάμεων -και της συνεννόησης-των δύο δυνάμεων που καραδοκούσαν στις παρυφές της: της Σοβιετι κής Ρωσίας και των ΗΠΑ. Οι δύο χοάρες που φοβόταν περισσότερο ο Χίτλερ κατέλη ξαν έτσι να ορίζουν τις τύχες της Ευρώπης. Η ίδια μετατράπηκε σε εργαστήριο ενός νέου αγώνα -του Ψυχρού Πολέμου- που θα διεξαγόταν σε όλο τον κόσμο. Μέσα σε λίγα μόλις χρόνια, οι ολοκαίνουργιες τεχνικές πολιτικού, οικονομικού και ψυχολο γικού πολέμου που είχαν αναπτυχθεί και από τις δύο πλευρές του Τείχους του Βε
604
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
ρολίνου άρχισαν να ξανακαλιμπράρονται για να χρησιμοποιηθούν και παραπέρα. Όπως έλεγε ένας διοικητικός του Σχεδίου Μάρσαλ το 1951: «Στην Ευρώπη διδα χθήκαμε τι πρέπει να κάνουμε στην Ασία, γιατί μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ αναπτύ ξαμε τα βασικά εργαλεία μιας πετυχημένης στρατηγικής στο στίβο της παγκόσμιας πολιτικής». Δεν ήταν το «τέλος της Ευρώπης», όπως φοβούνταν ορισμένοι απαρη γόρητοι Γερμανοί το 1945. Ή ταν όμως το τέλος της Ευρώπης ως θεσμοθέτριας κα νόνων και παγκόσμιου χωροφύλακα, κι έτσι ο κοινωνιολόγος Άλφρεντ Βέμπερ είχε πολλαπλώς δίκιο όταν μιλούσε το 1946 για «αποχαιρετισμό στην έως τώρα ιστορία μας» (ΑβδοΜεά νοη άετ Μδΐιοπ^η Οοδοΐιίοΐιΐο). Στο εξής, η διεθνής τάξη θα συ γκροτούνταν πάνω σε άλλη βάση, και θα την κατεύθυναν άλλα χέρια.59
Σημειώσεις
Πρόλογος: Η θέα από το Βάρτσιν 1. Ο. νοη Κτο<±ο\ν, Η οιιν ο/ ίΗβ \Υοηιβη: Βα8βά οη αη ΟναΙ Ν α ηαήνβ ί>γ υ ώ ιι^ α ¥ ή ίζ-Κ τ ο ό ίθ \ν (Νέα Υόρκη, 1991), 27-30· για τις πορείες θανάτου, Υ. Β&ιιογ, «Τ1ΐ6 Ό & ζύι Μ&Γθ1ΐ6δ, Ι&ηυ&Γγ-Μ&γ 1945»,Μ οά 6π ιΙΐίά α ί5 π ι, 3:1 (1983), 1-21. 2. Μ. Όδηΐιοίί, Ββ/οΓβ ίΗβ 8ίοπη : Μ βπιοήβ8 ο^Μ γ ΥοηίΗ ΐη ΟΙά ΡηίΞήα (Νέα Υόρκη, 1990), 197-9* Τ. ϋόηΐιοίί και I. ΚοοΙΐ^ετ, \¥βΐί 18 άβν }Υβ§ ηαβΗ \ΥβΞίβη: Α η / άβν ΡΙιιβΗίτοιιΐβ νοη Μ α ή οη Οτάβη ΌόηΗο$$ (Βερολίνο, 2004), 186-90. 3. Γ. ΜβοΚΙηπ, «ΒΐδίπαΓοΙίδ ν3Γζΐη-\ν&Γθΐηο Ιιοιιίο: ΒοΐΓ&οΙιΙυη^η ζιι &ϊη&πι δγπι6ο1 ρο1ΐΐΐδο1ΐ6Γ ΚυΙίιΐΓ &ιΐδ ΡΓΟίιΒοπ-ΟοιιΙδοΙιΙ&ηά», Ζβΐί5βΗήβ;βΐτ ΟβχβΗίοΗίΞΜίΞΞβηΞβΗαβ 38:9, (1990), 771-86. 4. Β. Αηΐίοπη&ηη, στα προλεγόμενα στο Κ. Ρ&ιίαηδοη, ΤΗΐΓίγ ΥβατΞ ΐη ίΗβ 5οηίΗ Ξβα8: Τ α η ά αηά ΡβορΙβ, ΟιΐΞίοηΐΞ αηά ΤναάίύοηΞ ΐη ίΗβ Βίχηιαιτ/ί ΑκΗ ίρβΙαξο αηά οη ίΗβ Ο βπηαη ΞοΙοηιοη Ιήαηάχ , μετάφρ. I. ϋοηηΐδοη (Χονολουλοΰ, 1999), χχχν-χχχνΐ. 5. Σ το ίδ ιο , χχΐΐ, 24* Κ. Νοιπη&ηη, Ν ο ί ίΗβ Ψ αγ Ιί ΚβαΙΙγ Ψα8: ΟοηΜηιβίίηξ ίΗβ ΤοΙαί Ρα$ί (Χονολου λοΰ, 1992), 19. 6. Τ. Κ&πιΐηδίά, «Βΐδηι&π± &ηά Ροΐΐδίι Οιιοδίΐοη: Ήιε ΉιιΜΪ£ΐιη§δ£ΒΐΐΓΐ:6η” ΐο ν&Γζΐη ΐη 1894», ϋαη αά ίαη ΙοΗ η ια Ιο/Η ίΞ ίοίγ, 22 (Αύγουστος 1988), 235-50. 7. Γ. δηγάοΓ, ΤΗβ ΒΙοοά αηά Ινοη ΟΗαηββΙΙοτ: Λ Ώοβηπιβηίαΐγ-ΒΐοξταρΗγ ο /Ο ίίο νοη ΒΐΞηιανβΙί (Πρίνστον, 1967), 376-8. 8. Ο. \νίηΐ0Γ, «Ήιβ Γοη§ Απη οί ΐ1ΐ6 Ήιίκΐ Κ©ίο1ι: Ιηΐ6πιηι©ηΙ οί Νο\ν Οιιΐη©& 0©πτΐ3ηδ ίη Τηϊιιγ&», Ιο ιιπ ια Ιο /Ρ α β ίβ β Η ίχίο ιγ, 38:1 (2003), 85-124, εδώ 105.
Εισαγωγή 1. δ. ΝεΐίζεΙ, επιμ., ΤαρρίηξΗ ίίΙβτ’8 ΟβηβταΙζ: Τπιηζοήρΐζ ο/Χββνβί € ο η νβ κ α ύ ο η $ 1 9 4 2 -1 9 4 5 (Μπάρνσλεϋ, 2007), 159. 2. \ν. Βοοίοΐαϊ, επιμ., ζ\ΫοΙΙί ΙΗν άβη ίοίαΐβη Κ ή β ξ?’ Ώΐβ §βΗβΐηιβη ΟοβΒΙιβΙ^-Κοη/βνβηζβη 1 939-1943 (Στουτγάρδη, 1967), 189-91. Στο πρωτότυπο γίνεται αναφορά στα «βορειοανατολικά» σύνορα της Ινδίας - πρόκειται προφανώς για λάθος. 3. Η Η. Ατεικίΐ, ΤΗβ ΟήξίηΞ ο/ΤοίαΙΐίαήαηί$ηι (Νέα Υόρκη, 1951) ήταν πιο μπροστά από τον καιρό της ως προς το ότι συσχέτισε ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό και ευρωπαϊκό ολοκληρωτισμό. Μια πρό σφατη σύνθεση που εντάσσει τη Ναζιστική Γερμανία στην ευρΰτερη ιστορία των αυτοκρατοριοτν είναι το I. Ό ζτν/ίη ,Α ββΓ Ταηιβήαηβ: ΤΗβ ΟΙοδαΙ Ηίζίοτγ ο/ΕηιρΪΓβ (Λονδίνο, 2007), ιδίως 417-18, όπου διατυπώνεται η ιδέα πως η παγκόσμια ιστορία του Μεσοπολέμου ήταν μια αιματηρή αλλά φυσική συνέπεια του «νέου ιμπεριαλισμού» του υστέρου δέκατου ένατου αιώνα. Μπορεί κανείς να παρακολουθήσει τις πρόσφατες συζητήσεις στο υ . Ροί§6ΐ\ «ΙπιροΓΐ^ϋδΐΏ ζηά ΕπιρΐΓε ΐη Τ\ν©ηΐΐ©11ι €©ηΙιΐΓγ 0©πη3ηγ», Η ίϊίο ιγ αηά Μ βηιοίγ, 17:1 (2005), 117-43. Το I. Ηυΐΐ, Α & οΙη ίβ
606
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
ϋβΞίηιοίίοη: Μ ίΙίΙωγ ϋιιΐίιινβ αηά ίΗβ Ρναβίίεβ8 ο/ ΙΥαν ΐη ΙηιρβήαΙ Ο βπηαηγ
4.
5.
6.
7. 8.
9.
(Ίθακα, 2006) εφιστά με ισχυρά επιχειρήματα την προσοχή στο να μη θεωρείται δεδομένο ότι οι επιρροές ανάμεσα στον αποικιακό κόσμο και στην ηπειρωτική Ευρο5πη ήταν μονής κατεύθυνσης. Θεμελιώδες πα ραμένει το \¥. Ο. δπιΐΐΐι, ΤΗβ ΙάβοΙο§ίααΙ Οήχίηχ /Ν αζί ΙηψβήαΓιχηι (Οξφόρδη, 1986). Ο Χίτλερ ως καιροσκόπος στο Α. Γ Ρ. Τ^γΙοΓ, ΤΗβ Οή§ίη8 ο / ίΗβ Ξββοηά ΙΥοΗά Ψαν (Λονδίνο, 1961) και στο Ε. Μ. ΚοβεΓίδοη, Ηίύβν ’,ν Ρτβχναν ΡοΙίβγ αηά Μ ίΙϋαιγ Ρ1αη$, 1933 -1 9 3 9 (Λονδίνο, 1963). Για το πρόγραμμα, Κ. Ηΐ1ά©1)Γ3ης1, Οβηί8βΗβ Αιΐ88βηροΙΐίίΙί 1933-1945: ΚαΙΙίϋΙ οάβΓ Οο%ηια? (Στουτγάρδη, 1971). Εκδοχές του «ατλαντιστή» Χίτλερ υπάρχουν επίσης στο Ο. λν©ΐηβ©Γ£, Α ΨοΗά αί Α ηη8: Α ΟΙοϋαΙ Ηί8ίοτγ ο / \ΥοΗά ΪΥατ II (Καίμπριτζ, 2005) και (με κάπως διαφορετικό πνεύμα) στο Α. Τοοζε, ]Υα§€5 ο/Ο β χίη ιείίοη : ΤΗβ ΜαΙϊίη§ αηά ΒνβαΜη^ ο/ίΗ β Ναζί Ε βοηοιηγ (Λον δίνο, 2006). Η άποψη ότι οι στόχοι του Χίτλερ ήταν κατά βάσιν ευρωπαϊκοί διατυπώθηκε πρώτα από τον Η. Τπ^νοΓ-Κορετ, «Ηΐί1©Γδ Κπ6§δζΐ©1©», νίβηβΙ]αΗν$Ηβ$β $ίλν Ζβίί§β8βΗΐβΗίβ, 8 (1960). Η βιβλιογραφία για τους στόχους του πολέμου συγκεφαλαιώνεται στο Ν. \¥. Οο<3&, Τοητοηο\ν ίΗβ \Υοήά: Ηίύβν, ΝοηΗννβχί Α )ηβα αηά ίΗβ ΡαίΗ ίωνατά Αηιβήαα (Κόλετζ Στέίσον. Τέξας, 1998)· στο Μ. ΗαιιηεΓ, «Όκΐ ΗΜογ Ψ άώ Ι λΥοτΙά Όοπιΐηΐοη?», ΙοηπιαΙ ο /ϋ ο η ίβ η ιρ ο τ α ιγ Η ά ίο ιγ, 13:1 (Ιανου άριος 1978), 15-32, και στο Ο. δο1ΐΓ6ΪΙ)6Γ, «Όογ Ζ\ν©ΐΐ© \ν©111ίΠ6£ ΐη άετ ΐηΐοΓηδίΐοη&Ιεη ΡοΓδοΙιιιη^. Κοηζ©ρΐίοη©η, Τ1ι©δ0η ιιηά ΚοηίΓονεΓδοη», στο XV7. Μΐοίΐ3ΐ]£&, επιμ., Ωβν Ζ\νβίίβ \ΥβΙί1<:ήβ£: ΑηαΙγ^βη, Οηιηάζϋββ, ΡοκβΗαη&ώίΐαηζ (Μόναχο, 1989), 3-25. Για τον Χίτλερ και τις ΗΠΑ, βλ. τα πολύ εύστοχα σχόλια των Ε. Μ&γ, «Ναζί θ6πη&ηγ ζη ά Ιΐι© υηΐΐ©ά 5ΐ&ΐ©δ: Α Κ.€νΐ©\ν Ε $$ζγ»,ΙοαηιαΙ ο/Μ οά βνη Η ί8ίοιγ, 41:2 (Ιούνιος 1969), 207-14* ο δ©\ν&Γ(1 στο Ε. Ν. Ρ&οΐΐηο, ΤΗβ Ρ οιιηάαίΐοηχ ο/ίΗβ Αητβηααη Εηιρίτβ: ΨΐΙΙίαηι Η βηιγ 5β\ναηΙ αηά 115 Ροτβί§η ΡοΙίβγ (Τθακα, 1973), 7-8* XV. ΙοοΗιηίΐηη, επιμ., Α ά οΙ[Η ΐίΙβη Μ οηοΙοξβ ΐηι ΡΐιΗινν-ΗαιφίίμιατΠβϊ, 1 9 4 1 -1 9 4 4 (Αμβούργο, 1980), 110. Κεντρική Ενδοχώρα (Ηο&ΓΐΙαηοΙ) = η Ρωσία και η Κεντρική Ασία. Παγκόσμιο Νησί (\νοΓΐά Ιδί&ηά) = η Ευρασία. Η ανατολική Ευρώπη σε αυτή την οπτική ήταν η μόνη γεωγραφικά κατάλ ληλη περιοχή για επίθεση εναντίον της Κεντρικής Ενδοχώρας. (Σ.τ.Μ.) Η. Μ&ο1αη<ΐ6ΐ\ «Τΐι© 0©ο§Γ&ρ1ιΐο&1 Ρΐνοί οί ΗΐδίθΓγ», Ο βο^ αρΗ ΐβαυοιιηταΙ , 23:4 (Απρίλιος 1904), 436* Ο. δΐθίΐ1<€§, ΗίύβΥ αηά ίΗβ ζ)ιιβ8ΐ [ον \Υοήά Ώ οιηιηίοη: Ναζί ΙάβοΙο^γ αηά Ρ ονείδη ΡοΙΐαγ ίη ίΗβ 19208 (Νέα Υόρκη, 1986) και Ν. Κΐοΐι, ΗίίΙβ^Ξ Ψαν Αίητα, τόμ. 2: ΤΗβ ΕχίαΗΙίζΗηΊβηί ο/ίΗ β Νβ\ν ΟΓάβϊ (Λονδίνο, 1974)· βλ. επίσης Ό . Αΐ§η©Γ, «Ηΐΐΐετ ιιηά άΐ© λν©1ΐ!ι©π·δθ1ΐίΐίΙ», στο XV. Μΐο1ι&1ΐ£&, επιμ., ΝαίίοηαΐΞοζϊαΙίΞίίϋεΗβ Αιΐ88βηροΙίίίΙί (Ντάρμστατ, 1978), 49-69. Ο Ρόζενμπεργκ παρατίθεται στο Ο. δίΓοβΙ©, ΤΗβ Οβηηαηΐβ Ιύβ: Ν αζί Ρβπ'βρίΐοηϊ ο /Β ή ία ίη (Καί μπριτζ, 2000), 93. Για το ζήτημα της γειτνίασης και της φυλετικής απειλής, βλ. ϋ . ΡιΐΓβ©Γ, «Οοΐη§ Ε&δΙ: ΟοΙοηΐ&ΙΐδΓη &ηά 0©πη3η Γΐί© ΐη Ν&ζΐ-Οοοιιρΐεά Ροΐ&ηά», διδακτ. διατρ., Ρ©ηηδγ1ν&ηΐα δΐ&Ι© υηΐν©Γδΐίγ, 2003, σελ. 45-9* το παράθεμα από το Α. Ρο1οηδ1ίγ, «ΤΗ© 0©ιτη&η Οοαιρ&ΐΐοη οί Ροΐ&ηά άυηη§ Ιΐι© ΡίΓδί αη<1 δ©<:οη<1 \¥ογΜ λΥ&Γδ: Α Οοηιρ&πδοη», στο Κ. Α. Ργ©1© και Α. Η. Ιοη, επιμ,, ΑηηίβΞ ο/ Οββηραίίοη (Οντάριο, 1981), 133. θ8ίγαιΐ8βΗ στο ϋ . ΒΙ&οΙώοιιπι, ΤΗβ ϋ ο η φ ίβ ζ ί ο$ Ναίιινβ: Ψαίβτ, Ταηά8βαρβ αηά ίΗβ Μ αίάηξ ο)' Μ οάβηι Οβη?ιαηγ (Λονδίνο, 2006), 250. Βλ. επίσης Α. δΐείηννεΐδ, «ΕαδΙετη ΕιίΓορε αηά ΐΐιε ΝοΙΐοη οί ύ\& ΡΓοηΐΐεΓ ΐη 0©ΓΓηαηγ ίο 1945», στο Κ. ΒαΙΙΐναηΙ κ.ά., επιμ., Ο βπηαηγ αηά Εαχίβτη Ειιινρβ: ΟιάίιιηιΙ Ιάβηΐΐίΐβχ αηά € ιά ίιιη ύ Οι$βΥβηββ8 (Άμστερνταμ, 1999). Οι γερμανικές απώλειες από το Κ. Ον©ιτη3ηδ, [)βιιί8βΗβ ηιΐΙΐίάή8€Ηβ νβήιΐ8ίβ ΐηι Ζ\νβΐίβη ΨβΙί^ήβ^ (Μόναχο, 1999), 265· τα άλλα νούμερα από στοιχεία των Ε. Μ. Κυΐΐδοΐι©!*, Ειινορβ οη ίΗβ Μονβ: Ψ αναη ά Ροριάαίΐοη ΟΗαη§β8, 1 9 1 7 -1 9 4 7 (Νέα Υόρκη, 1948), 278-9, 305· Ο. Ρηιηιΐάη, ΡοριιΙαίϊοη ΟΗαη§β8 ίη Ε ιιινρβ 8ίηββ 1939 (Νέα Υόρκη, 1951), 174-82. Τα νούμερα που αφορούν τους Σοβιε τικούς βασίζονται στο Μ. ΕΙΙηιαη και δ. Μπ^δυάον, «δονΐ©1 Οε&ίΐΐδ ΐη ΐΐι© Ογ©βΙ Ρ&ΐποΐΐο λΥ^τ: Α Νοΐ©», Ειινορβ-Α8ία Ξίηάίβ8, 46:4 (1994), 671-80. Ορισμένα από αυτά τα νούμερα είναι ιδιαίτερα δύσκολο να επαληθευτούν και οι εκτιμήσεις για τις απόκλειες σε αμάχους ιδίως στην Πολωνία, στη Γιουγκοσλαβία και στην Ε.Σ.Σ.Δ. χρειάζονται επείγουσα επανεξέταση· τα νούμερα που αφορούν τη Γαλλία τα αναθεο5ρησε πρόσφατα με πειστικό τρόπο προς τα κάτω ο Ρΐ©1©Γ Γ&£ιόιι. Ως τώρα λίγα πράγματα έχουν γραφτεί για την πολιτική διάσταση των στατιστικών στα χρόνια του πολέμου και του προόιμου μεταπολέμου.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
607
10. Ε. δπιΐίΐι, ΤΗβ ΕηώαίίΙβά 5βΙ/!■ΡνβηβΗ 8οΙάίβν5’ Τβ8ίίνηοηγ ο/ίΗβ Ονβαί Ψαν (Τθακα, 2007), 184. 11.Η. Η©ί1>ετ, επιμ.,ΕΙίίΙβναηά Ηΐα ΟβηβταΙζ: ΜίΙίίανγ €οηβνβηββ$, 1942-45 (Νέα Υόρκη, 2003), 533-4. 12. Η υΐ© ΡΓον©Γί αναόεικνύει τον πόλεμο ως διαδικασία εξευρωπαϊσμού στο «ΕπΓορε&πΐδίη^ {607} ΟοΓίηδηγ’δ Τ\ν©ηΐΐεΐ1ι (Γ©ηΐιιι·γ», Ηί8ίοιγ αηά Μβνηοιγ, 17:1-2 (2005), 87-116. Ο ϋπ©ιι παρατίθεται στο διηίΐΐι, ΤΗβ ΕηώαΐΐΙβά ΞβΙβ 184· τις μετακινήσεις του στελέχους της Γκεστάπο 0©ΓΐΐίΐΓ<1 Β&δΐ τις περιγράφει ο γιος του. στο Μ. Ροΐΐ&οΐ^, ΤΗβ Ώβαά Μαη ίη ίΗβ Βιιη&βν (Λονδίνο, 2006)" Μ. Η&ιτΐδοη, «Κ©δθΐΐΓθ© ΜοΜΐδ&ΐίοη ίοτ ΧΥοτΙό \ν&Γ II», Εβοηονηίβ Ηί8ίονγ Κβνίβ\ν, 2 (1988). 13. Εντυπωσιάζει η απουσία ενημερωμένων συνθέσεων με θέμα τη ναζιστική Νέα Τάξη από ευρω παϊκή σκοπιά. Στις εκ των ων ουκ άνευ αγγλόφωνες εργασίες συγκαταλέγονται το Κίοΐι, ΗίίΙβν’8 Ψ ανΑίτηχ, τόμ. 2, και το Α. και V. Τογηβ©6, επιμ., 8ηννβγ ο[Ιη ίβτη αύοηα ϊ Αβ'αίν^: Ηϊύβν'8 Ειινορβ, 1939-1946 (Λονδίνο, 1954). Να αναφερθούν επίσης τρία πάντοτε χρήσιμα έργα του Ο. Κ©ΐΐ1ΐη§©Γ. ΤΗβ ΕίηαΙ 8οΙιιήοη (Λονδίνο, 1953)* ΤΗβ 58, Α Ιώ ι ο /α Ν αίΐοη (Λονδίνο, 1956) και ΤΗβ Ηοιΐ8β ΒιιίΙί οη 8αηά: ΤΗβ €οη βίβί8 ο/ Οβπηαη ΡοΙίβγ ίη Κιΐ88ία, 1939-1945 (Λονδίνο, 1960). Οι σπουδαιότερες συλλογές που καταρτίστηκαν σε συνεργατική βάση είναι οι: ’ΝΥ. δοΐιιιιη&ηη κ.ά., επιμ., Ειινορα ιιηίβπη Ηα&βηΙίϊβΗζ (1938-1945), 10 τόμοι (Βερολίνο, 1988-94), και \Υ. Β©ηζ κ.ά., επιμ., Ναίίοηαΐ8θζίαΙί8ίί8βΗβ Ββ5αίζιιη§8ροΙίίίΙί ίη Εηνορα, 1939-1945, 9 τόμοι (Βερολίνο, 1996-9). Επίσης ανεκτίμητοι είναι οι οκτο) έως τώρα τόμοι της σειράς του Μϋίΐ&Γ£©δοΜο1ιΐΗ<:1ΐ£8 ΡθΓδθ1ιπη§δ&ηιί, ϋ α 8 ϋβιιί8βΗβ ΚβίβΗ ιιηά άβνΖ\νβίίβ 1¥βΙίΐ€νίβ§ (Στουτγάρδη, 1979-2004). Εξαίρετη πρόσφατη σύνθεση αποτελεί το Ο. Οογπϊ, Ε 5ο§ηο άβΐ (§ναηάβ 8ραζίο Ιβ ροΙίίίβΗβ ά ’οββαραζίοηβ ηβίνΕηνορα ηαζί8ία (Ρώμη, 2005). Το Ε. Οοΐΐοΐίΐ, Ε Έ η νορα ηαζΪ8ία: Ηρνοξβίίο άί ιιη η ιιονο ονάίηβ βηνορβο, 1 9 3 9 -1 9 4 5 (Φλωρεντία, 2002) είναι μια συλλογή δοκιμίων. Ο Πολωνός ιστορικός Οζεδ1&\ν Μπά^οζνΐί έχει γράψει σημαντικά άρθρα όχι μόνο για την ειδικότητά του, την Πολωνία, αλλά και για τις κατοχικές πολιτικές του ναζισμού στην Ευρώπη γενικότερα. 14. Ρ. 0©γ1, «Ηΐΐίετ’δ Ειιτορ©», Εηβοηηίβν8 ίη Η ί8ίοιγ (Νέα Υόρκη, 1961), 264. 15.«Κ©ροΓΐ ο ί ά©ριιΐγ οΜ©ί ο ί ροΐΐο© 1οζδ©ί δοηιβθΓ-δ€ΐι\ν©πιίΐζ©Γ», 29 Ια νουαρίου 1943, στο Μ. ΗοΠΐιγ, €οηβιάβηίίαΙ Ραρβν8 , επιμ. Μ. δζίη&ί και Ε. δζικδ (Βουδαπέστη, 1965), 204. 16. Ε. Β&οοη, «Οί Ιΐι© Τηι© θΓ©&ΐη©δδ οί Κΐη§άοηΐδ &ηά Εδΐ&ΐ©δ», στο 8βΙββίβά \νήίίη§5 ο / Ρναηβΐ8 Βαβοη (Νέα Υόρκη, 1955), 80-81. 17.1. Οοΐΐοη, Ε έοη ΒΙηνη: Ηηηιαηί8ί ίη ΡοΙίίίβ8 (Ντέραμ, Βόρεια Καρολίνα, 1987), 430. 18.0. Α1γ, ΕΙίίΙβι ’8 Ββηβββίαήβ8: ΡΙιιηάβν; ΚαβίαΙ Ψαν αηά ίΗβ Ν αζί ΨβΙβινβ 8ίαίβ (Νέα Υόρκη, 2006)· εκτενής κριτική του στο Α. Τοοζ©, «Εοοηοπποδ, Ι(1©ο1ο§ν &ηά Οο1ι©δΐοη ΐη ίΐι© Ήιίπ! Κ©ΐο1ι: Α Οπΐίφΐ© οί Οόΐζ Α1γ’δ Ηίύβν8 ΥοΙΙ<:88ίααί», αδημοσίευτη εργασία, διαθέσιμη στο διαδίκτυο στο 1ιΐΐρ://\ννννν.1ιϊδΐ.©3ΐη.&ο.ιι1ί/&€&(1©ηιΐ©-δΙ&ίί/ίιΐΓΐ1ι©Γ-(1©ΐ&ί1δ/ΐοοζ©-&1γ.ρ(1ί· για τους στρατιοπες, βλ. Ο. Β&Γΐον, ΗίίΙβτ’8 Α η η γ: 8οΙάίβν8, Ναζί8 αηά Ψαν ίη ίΗβ ΤΗίνά ΚβίβΗ (Νέα Υόρκη, 1991). 19.0 Ο γοΒ παρατίθεται στο ΚιιηΤ& Ν'άιιηιΙ)© III, Α1©χ&Π(1γ©, «Ε^δοΐδίη© οοΐοηίαΐ ©I οιιΙΐαΓ©», στο Ο. Μ&ά3]οζγ1<:, επιμ., Ιηίβναπτια ηοη 8ίΙβηί ιηιωαβ: ΤΗβ ΊΥαναηά ϋιιΐίιινβ, 1939-1945 (Βαρσοβία. 1977). 17-149, εδώ 119. 20.0 Ηίΐ1©Γ στον Βικί&ΐζ, 18 Φεβρουάριου 1942, στο Α. Ηΐ1ΐ£ηώ©Γ, επιμ., 8ίααί8νηάηηβν ιιηά ϋίρίονηαίβη Ηβί ΗίίΙβν, τόμ. 2 (1942-4) (Φραγκφούρτη, 1970), 62-3· βλ. επίσης Ζ. Κ1ιι1ίο\ν8ΐα. Ο ίαιγ βο νη ίΗβ Υβαν8 ο / Οββηραίίοη, 1939-1944 (Ουρμπάνα, Ιλινόι, 1993), 173, 227. 21. Κ. Ον©ππ3ηδ, «ϋΐ© Τοΐ©η ό©δ Ζ\ν©ΐΙεη \ν©1ΐ1<:π©§δ ΐη ϋ©υΙδεΜαη<1 Βΐΐ&ηζ ό©Γ Εοτδοΐιυη^ ιιηΐει 1)©δοη(1©Γ©Γ Βεπΐε^δΐεΐιΐΐ^ιιη^ άετλΥεΙιπτι&οΙιΐ-ιιηά ν©ΓΐΓ©ΐΐ3υη§δν©Γΐιΐδί©», στο ΜΐοΙι^ΙΚα, επιμ.. Ώβν Ζ\νβίίβ 1¥βΙίίίήβ§, 858-75. Οι εκτιμήσεις που εξετάζει ο Ον©ΠΉ3ηδ κυμαίνονται από τα 3,35 ως τα 9,4 εκατομμύρια θανάτους συνολικά. Η διακύμανση εξηγείται συνήθως από τη δυσκολία προσδιορισμού του αριθμού των σκοτωμένων κατά τις απελάσεις από το 1945 και μετά. Οι πιο αληθοφανείς εκτιμήσεις βρίσκονται στο φάσμα ανάμεσα στα 5,2 και στα 5,65 εκατομμύρια. Οι εκτιμήσεις για τους νεκρούς και τους αγνοούμενους μονάχα της Βέρμαχτ κυμαίνονται οι περισ σότερες ανάμεσα στα 3 και στα 4 εκατομμύρια.
608
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
Κεφάλαιο Ιο: Γερμανοί και Σλάβοι: 1848-1918 1. Βλ. Α. Οταζΐοδΐ, «II ΐΐΐοηάο ίη Ειιτορα: Ναππετ ε ΐΐ “Μεάΐο οπεηΐε ειίΓορεο”, 1815-1948», Οοηίβητροταηβα , 10:2 (Απρίλιος 2007), 193-229. 2. Ε. ΝαιηΐεΓ, 1848: ΤΗβ ΚβνοΙί ο/ ίΗβ Ιηίβ11ββίηαΐ8 (Οξφόρδη, 1992), 88* βλ. επίσης το δικό του «Ναΐΐοηαΐΐΐγ αηά ΕΐβεΓίγ», στο έργο του ναηΐ$Ηβά 8ηρΓβπιαβίβ8: Ε88αγ8 οη Εητορβαη Ηΐ8ίοτγ, 1 8 1 2 -1 9 1 8 (Λονδίνο, 1962), 46-73. Βλ. επίσης Ο. λνοΐΐδίεΐη, Όα8 (Ογοβάβηί8βΗΙαηά’ άβτ Ραη^ίνβΗ β: ΝαίίοηαΙβ ΖίβΙβ άβν Ιιύν^βήίβΗβη ΚβνοΙηίίοη 1848/49 (Ντΰσελντορφ, 1977) και Η. I. Ηαίιη, ΤΗβ 1848 ΚβνοΙιιίίοη8 ίη Οβηηαη-8ρβαΙίίη§ Εηνορβ (Λονδίνο, 2001), ιδίως 147-51. Το Β. νί(±, ϋ β β η ίη β Οβπηαηγ: ΤΗβ 1848 ΡταηΊφιιί Ραήίαηιβηίαήαη8 αηά Ν αύοηαΙ Ιάβηίίίγ (Καίμπριτζ, Μασσαχουσέτη, 2002), κάνει μια προσπάθεια να κριτικάρει αυτή την ερμηνεία και να τονίσει τον συμπεριληπτικό χαρακτήρα του γερμανικού εθνικισμού εκείνης της εποχής, κάτι που πείθει περισσότερο όταν πρόκειται για τις αψβουργικές περιοχές, παρά για τους Πολωνούς. 3. Κ. ΗοΚη, νβ}βΐ88αη§8^αηιρ/ αηά Ηββνβ8βίά; Ώβτ Κ α η ιρ/ά β 8 Βϊιν^βηηιη.8 ηηι άα8 ΗββΓ (1815-1850) (Λειψία, 1938)· I. Οοεββείδ, ΤΗβ Οοβί>ί>βΐ8 ϋία ήβ8, 1939-1941, επιμ. Ρ. Ταγ1οτ (Λονδίνο, 1982), 114. Γενικά, Κ. Ζΐίείπιαηη, Ηίύβν: ΤΗβ ΡοΙίβίβ8 ο/ Ξβάηβίίοη (Λονδίνο, 1999), 60-61. Η αμφισβή τηση των νοημάτων του 1848 υπήρξε γνώρισμα και του ιταλικού φασισμού: βλ. Ο. Ρανοηε, «Εε ΐάεε άεΐΐα Κεδΐδίεηζα», στο Ρανοηε, επιμ., ΛΙΙβ οή^ίηί άβΙΙα Κβριι&Μίβα: 8βήίίί 8η /α8€Ϊ8ηιο, αηΐίβ8βί8Υηο β βοηίίηηίίά άβΙΙο 8ίαίο (Τορίνο, 1995), 7. 4. Ρ. Ιυάδοη, «Οιαη^ΐη^ ιηεαηΐη§δ οί “Οεηηαη” ΐη ΗαΙ)δ1>ιΐΓ£ Οεηίταί Ευτορε», στο Οιαιίεδ Ιη§ταο και Ρταηζ δζαβο, επιμ., ΤΗβ Οβπηαη8 αηά ίΗβΕα8ί (Ουέστ Λάφαγετ, Ινδιάνα, 2007) 109-28, εδώ 116. 5. Ρ. Ερδΐεΐη, «Ρπεάποΐι Μεΐηεοΐίε οη ΕαδΙετη Ειιτορε», στο Ερδΐεΐη, επιμ., Ο βπηαηγ αηά ίΗβ Εα8ί: 8βΙβείβά Ε88αγ8 (Μπλούμινγκτον, Ιντιάνα, 1973), 37. 6. I. Κετηαΐί, «ΤΙιε Ηεα1ΐ1ιγ Ιηναΐΐά: Ηο\ν Όοοιηεά \ναδ ΐΐιε Ηαβδ1>ιΐΓ£ ΕηιρΪΓε?», ΙοηηιαΙ ο / Μ οάβπι Ηί8ίοτγ, 41:2 (Ιούνιος 1969), 127-43· Α. Κο§αη, «δοοΐαΐ ΌεηιοοΓ&ογ αηά ΐΐιε ΟοηίΙΐεΐ οί Ναίΐοηαΐΐΐΐεδ ΐη ύι& ΗαβδβιΐΓ^ Μ οηατοϊιγ», ΙοηηιαΙ ο/Μ οάβτη Η ί8ίοιγ , 21:3 (Σεπτέμβριος 1949), 204-11. 7. Μ. Οοητνν&ΙΙ, «ΤΙιε δΙπι§§1ε οη ΐΐιε Οζεοΐι-Οεπηαη Εαη^ιια^ε Βοτάει·, 1880-1940», Εη§Ιί8Η Η ί8ίοήεαΙ Κβνίβ\ν 109:433 (Σεπτέμβριος 1994), 914-51· Ό. Εο\ν, ΤΗβ Αη8βΗΙη88 Μονβπιβηί, 1 9 1 8 -1 9 1 9 αηά ίΗ βΡαή8Ρβαεβ Οοη/βτβηεβ (Φιλαδέλφεια, 1974), 15. 8. \ν. ϋ . διηΐίΐι, «Ρπεάποΐι Καίζεί αηά ίΐιε Οπ§ΐηδ οί ΕεβεηδΓαιπη», Ο βηηαη 5ίηάίβ8 Κβνίβ ιν, 3:1 (Φε βρουάριος 1980), 51-68* Ο. Κΐδδ, «Ροΐΐΐΐοαΐ 0εο§Γαρ1ιγ ΐηίο Οεοροΐΐίΐοδ: ΚεοεηΙ ΤΓεηάδ ΐη Οειτηαηγ», Οβο§ταρΗίεαΙ Κβνίβ\ν, 32:4 (Οκτώβριος 1942), 632-45* Κ. Εαη§ε, «ϋετ Τεπηΐηιΐδ “ΕεβεηδΓαυΓη” ΐη ΗΐΙΙεΓδ “Μεΐη Καηιρί”», νίβηβΙΐαΗκΗββββϊνΖβίί§β8βΗίεΗίβ, 13:4 (1965), 426-37. 9. λ¥. Ρ. Κεάάα\ναγ, «Ρηΐδδΐαη ΡοΙαηά: 1850-1914», στο λΥ. Ρ. Κεάάα\ναγ, 1. Η. Ρεηδοη, Ο. Ηαΐεοΐα και Κ. ϋγΐ)θδ1ίΐ, επιμ., ΤΗβ Οαηώ ήάξβ Η'ΐ8ίονγ ο£ ΡοΙαηά: ΕγοηιΑη§ιΐ8ίη8 I I ίο ΡίΙχιιάχ&ί (1697-1 9 3 5 ) (Καίμπριτζ, 1951), 409-22. 10. Κ. Ε. ΚοεΜ, «Οοΐοηΐαΐΐδηι ΐηδΐάε Οεπηαηγ, 1886-1918», ΙοηηιαΙ οβΜ οάβηι Ηί8ίθΓγ, 25:3 (Σεπτέμ βριος 1953), 255-72* Κ. \¥. Τΐηΐδ, Οβηηαηίζίη§ Ρηΐ88ίαη ΡοΙαηά: ΤΗβ Η -Κ -Τ Ξοείβίγ αηά ίΗβ 5ίηι§§Ιβ/οτ ίΗβ Εα8ίβπι ΜαϊοΗβ8 ίη ίΗβ Ο βηηαη Εηιρίνβ, 1 8 9 4 -1 9 1 9 (Νέα Υόρκη, 1941), 54. 11. Παρατίθεται στο Ι.Μ. λνΐηΐεννΐοζ, Α ίηΐ8 αηά ΡαϊΙηνβ8 ο / ίΗβ Οβηηαη Νβ\ν Οϊάβν (Λονδίνο, 1943), 19. 12.1.-Κ. Ρατε, «Εεδ “Εοπΐδ άε ]ευηεδδε” άε Μαχ λνεβεπ ΓΙιΐδΐοΐΓε α^Γαΐτε, 1ε ηαίΐοηαΐΐδηιε εΐ Ιεδ ραγδ&ηδ», Οαηαάίαη ΙοηΓηαΙ ο/Ρ οΙίίίβα Ι δβίβηββ, 28:3 (1995), 437-54* λ¥. Μοηιηΐδεη, Μ αχ ΨβΗβτ αηά Ο βηηαη ΡοΙίίίβ8, 1 8 9 0 -1 9 2 0 (Σικάγο, 1984), κεφ. 2* Ηόΐιη, στο Ρβ8ί§αΙ>ββητ ΗβίηήβΗ ΗίηιηιΙβΓ (Ντάρμστατ, 1941). 13.Καηιΐηδ]<:ΐ, «ΒΐδπιαΓοΙί αηά ΐΐιε Ροΐΐδίι Ουεδΐΐοη», 235-50* Τΐηΐδ, Ο βηηαηίζίη§Ρηΐ88ίαη ΡοΙαηά , 244. 14.λνΐηΐε\νΐοζ,^4;>7ϊ5 αηά ΡαίΙηνβ8,20· Τΐηΐδ, Ο βηηαηίζίηξΡηΐ88ίαη ΡοΙαηά , 34. 15 .Σ το ίδ ιο , 142, 269* \¥. Ηα§εη, Οβηηαη8, ΡοΙβ8 αηά Ιβ\ν8: ΤΗβ ΝαίίοηαΙίίγ Οοηβίβί ίη ίΗβ Ρηΐ88ίαη Εα8ί, 1 7 7 2 -1 9 1 4 (Σικάγο, 1980), 307. 16. Παρατίθεται από τον λ¥. Ηα§εη, στο ίδ ιο , 283-4. 17. Ρ. Ερδΐεΐη, «Εαδΐ ΟεηΐΓαΙ Ευτορε αδ α Ρο\νεΓ νααιιιηι 1>εΐλνεεη Εαδΐ αηά \¥εδΐ άιιπη§ ίΐιε Οετηιαη Επιρΐτε», στο Ερδΐεΐη, επιμ., Ο βηηαηγ αηά ίΗβ Εα8ί, 56-7.
609
ΣΗΜ ΕΙΩΣΕΙΣ
18.0. Ροάγδίιγη, Ο β η η α η γ’ΞΌ ήνβ ίο ίΗβ Εα8ί αηά ίΗβ ϋ1<χαίηιαη ΚβνοΙιιίίοη, 1917 -1 9 1 8 (Νιου Μπράνσουικ, 1971), 23. 19. Α. ΡοΙοηδΚγ, «ΤΗ© Οεπη&η Οοοιιρ&ΐίοη οί Ροΐ&ηά όιιπη£ ΐΐιο ΡΪΓδί αηά δοοοηά λΥοτΙά λΥαΓδ: Α Οοιηραηδοη» στο Ρτεΐε και Ιοη, επιμ., Α πηίβ8 ο/ Οββιιραίίοη, 97-142· Μ. Η&η<Μδΐη&η, Εα ΡοΙο§ηβ: 8α νίβ ββοηοηιίψιβ βί8οβίαΙβρβηάαηίΐα %ηβηβ (Παρίσι, 1933), 83-99,124-7. 20.Σ το ίδ ιο , 170-71* I. Οεΐδδ, Όβν ροΙηΪ8βΗβ Ονβηζ8ίνβί/βη, 1914-1918: Είη Ββίίτα§ ζην άβηί8βΗβη Κήβ§8ζΐβΙροΙίύΙϊ ίπι Εκ8ίβη ]ΥβΙί1ϊήβ§ (Λύμπεκ, 1960), 172. 21. Ηιιΐΐ, ΑΗ8θΙηίβ ϋβ8ίη ιβ ίίοη , 256-7% 259· Ο. Ο. Κεπιροί, «ΤΙιε ΕχρΓορπ&ίΐοη οί ΐΐιε Οεηη&η Οοΐοηίδΐδ ίη δοιιίΐι Κιΐδδίδ άιιπη§ ΐΐι© Ογο&ϊ \¥&γ», ΙοηπιαΙ ο /Μ οά β πτ Η ί8ίοϊγ, 4:1 (Μάρτιος 1932), 49-67· Ρ. Ο&ΙιόΙΙ, Α ΙΥΗοΙβ Εητρίνβ ΪΥαΜη§: Κββι§ββ8 ΐη Κη88ΐα άαήη§ ]Υοήά Ψαν I (Μπλούμινγκτον, Ιντιάνα, 2005), κεφ.Γ Ε. ΕοΙιγ, ΝαίίοηαΙίζίη§ ίΗβ Κη88ίαη Επιρίνβ: ΤΗβ Οαητραίξη α§αΐη8ί ΕηβηιγΑΙίβη8 άιιήηβ \¥ ο ή ά \¥αν I (Καίμπριτζ, Μασσαχουσέτη, 2003). 22.Ρο1οηδ1ίγ, «ΤΙιε Οοηπ&η Οοαιρ&ΐίοη οί Ροΐ&ηά», 127-8. 2 3 . Ρ. ΡίδοΙιΟΓ, Ο β π η α η γ’8 Α ίηΐ8 ίη ίΗβ Ρίν8ί Ψ ο ή ά Ψατ (Νέα Υόρκη, 1967), 103-42* Ηιιΐΐ, Αί>8θΙαίβ Ο β8ίηιβύοη , 206-11,234-40. 24. V. Ο. Εϊιιίενΐοΐυδ, ]¥αν Ε αηά οη ίΗβ Εα8ίβπι Ενοηί: ϋαΐίανβ, ΝαίίοηαΙ Ιάβηίΐίγ αηά Οβπηαη Οββηραίίοη ίη Ψ ο ή ά Ψ α ϊΙ (Καίμπριτζ, 2000)* Η\ή\,ΑΙ)8θΙΐίίβ Ώβ8ίηιβίίοη, 247-8,259-62. 25.0. Ροη§, «ΤΙιε Μονειηεηΐ οί Οοπη&η ϋΐνΐδΐοηδ ΐο ΐΐι© ^νεδΐεπι ΡγοπΙ, λνΐηίεΓ 1917-1918», }Υανίη Η ί8ίθϊγ , 7:2 (2000)* Εΐυΐενΐοΐιΐδ, ]¥αγΕ αηά, 205. 26.Ρίδο1ιεΓ, Ο β π η α η γ’8 Α ίηΐ8, 546-9* Κ. Κοοίιΐ, «Α ΡΓεΙιιά© ΐο ΗίΐΙεΓ’δ ΟτεαίεΓ 0& ΐη \α η γ»,Α η ιβ ή βα η Ηί8ίοήβαΙ Κβνίβ\ν, 59:1 (Οκτώβριος 1953), 43-65* Η . Η επ νί§ , «Τιιη©δ οί Οίοτγ αί ΐΐι© Τ\νΐ1ΐ§1ιΐ δί&§ο: ΤΙιε Β&ά Ηοιπ1)πγ§ Οοχνη Οοιιηοΐΐ αηά Ενοΐιιίΐοη οί Οεπη&η δί&ΐ60Γ&ίΙ, 1917/1918», Ο βπηαη Ξίηάίβ8 Κβνίβ\ν , 6:3 (Οκτώβριος 1983), 475-94. 27. Κ. λν&ίΐο, ναηξίιανά ο / ΝαζΪ8ηι: ΤΗβ Ρτββ Ο οψ 8 Μονβητβηί ίη Ρθ8ίλναν Οβπηαηγ, 1 9 1 8 -1 9 2 3 (Νέα Υόρκη, 1952), 118* Κ. Ηοδδ, ϋβαίΗ ΌβαΙβν: ΤΗβ Μ β π ιο ίκ ο / ίΗβ 8 8 Κ οπιπιαηάαηί αί Αη8βΗ^ίίζ (Νέα Υόρκη, 1996), 60. 28. νο η δ&Ιοηιοη, παρατίθεται στο Κ. λΥαΐΐ©, ναη% αανάο/Ν αζί8ηι, 108,129. 29.Στο ίδιο, παράρτημα. 30.Η©πνΐ§, «Τυηεδ οί 01οτγ», 478. 31.1. Οοεββείδ, ΤΗβ Οοβί>Μ 8 Οίαήβ8, 1 9 4 2 -4 3 , επιμ. Ε. Εοο1ιη©Γ (Νέα Υόρκη, 1948), 126.
Κεφάλαιο 2: Από τις Βερσαλλίες στη Βιέννη 1. Μ. Β πγ1©ϊ§1ι, Ο βπηαηγ Τηπΐ8 Εα8ΐ\νανά8: Α 8ίη άγ ο / θ8φπ8βΗ ηη§ ίη ίΗβ ΤΗίτά ΚβίβΗ (Καίμπριτζ
1988), 145. 2. Παρατίθεται στο Μ. 3. 4.
Ό ο ο Ι ο ίΙ Ι και Τ Ό . Οοοίά, Ρβαββ χνι'ίΗοηί Ρνοηιί8β: Β ήίαίη αηά ίΗβ Ρβαββ Οοη/βΓβηββ8,1 9 1 9 -1 9 2 3 (Λονδίνο, 1981), 24. Σ το ίδ ιο , 3* I. λ¥. Η&αάΙαηι,Α Μ βπιοίτο/ίΗ β Ραή8 Ρβαββ Οοη/βνβηββ, 1919 (Λονδίνο, 1972), 127-8. Τ. ΒοΐίοπιοΓε και Ρ. Οοοόε, επιμ., Α η 8ίγ0 -Μαγχί8τη (Οξφόρδη, 1978), 31· Κ. δΐ6ΐηΐη§6ΐ\ «12
ΝονεπΛοτ 1918-12 Μ&γοΙί 1938: ΤΙιε Κο&ά ίο ΐ1ΐ€ ΑηδοΜιΐδδ», στο Κ. δΐ€ΐηίη§6Γ, Ο. Βίδοΐιοί και Μ. ΟεΙιΙεΓ, επιμ., Α ιΐ8ίήα ίη ίΗβ 20ίΗ Οβηίιιτγ (Νιου Μπράνσουικ, 2002), 85-114, εδώ 85-7· Ρ. Ο&Γδΐεη, ΤΗβ ΕίΓ8ί Αη8ίήαη ΚβριιΜίβ, 1918-1938: Α 8ίιιάγ Βα8βά οη Βήίί8Η αη ά Α ιΐ8ίήαη ϋοβη η ιβηί8
(Άλντερσοτ, 1986). 5. δ. \ν. Οουΐά, «Αυδίπαη Αίΐίΐικίεδ ΐο\ν&Γά ΑηδοΜιΐδδ: Ο οΙο13ογ 1918-δερί6πιΐ30Γ 1919», Ιοη π ιαΙ ο/ Μ οάβπι Η ί8ίοΐγ, 22:3 (Σεπτέμβριος 1950), 220-31* Ό. Ρ. Μγετδ, «ΒεΓίΐη νβτ8Η8 νίεηηα: Οίδ&^Γοεηιοηΐδ &5ουί Αη8βΗΙη88 ΐη ίΐιε λνίηΐετ οί 1918-1919», ΟβηίταΙ Εηνορβαη Ηί8ίοτγ, 5:2 (Ιού νιος, 1972), 150-75. 6. Ρ. Κ. δ\ν€6ΐ, «δοΐροΓδ νΐο \ν δ οη ΑηδοΜιΐδδ ΐη 1928: Αη υηριιβίΐδίιεά Εχο1ι&η§ο οί ΕείΐΟΓδ», ΙοηπιαΙ ο / Μ οάβπι Ηί8ίοτγ, 19:4 (Δεκέμβριος 1947), 320-323. 7. Ρ. Ο. (Ζ^ηιρβείΐ, «ΤΙιε δίηι§§ΐ6 ίοΓ υ ρ ρ ο Γ δΐίεδΐπ, 1919-1922», ΙοιιπιαΙ ο / Μ οάβπι ΗΪ8ίοίγ, 42:3 (Σεπτέμβριος 1970), 361-85* Μ. Ηοιίδάεη, «Ενν&Μ Αηιηιεηόε αηά ΐΐιο θ Γ § & η ΐζ& ΐΐο η ο ί Ν&ΐΐοη&Ι Μΐηοπΐΐεδ ΐη Ιηίοπν&Γ ΕυΓορε», Οβπηαη ΗΪ8ίθΓγ, 18:4 (2000), 439-60, 449. Τα βασικά στοιχεία
610
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
από το I. Ρ. δοΚεοΙιίηιαη, Εητορβαη ΡοριιΙαΐϊυη Τ η ι η φ π , 1939-1945 (Νέα Υόρκη, 1946), 29” τα στοιχεία τον μεσοπολεμικών απογραφοόν στο Κ. Ρ. Μ^οοδί, ΗιπίοήααΙ ΑίΙα8 ο / Εα8ί ΟβηίναΙ Ειιτορβ (Σιάτλ, 1993). 8. Γ Ηϊάεη, ΤΗβ ΒαΙίίβ 8ίαίβ8 αηά Ψβίπιατ ΟϊίροΙΐΐιίί (Καίμπριτζ, 1987). 9. Ηουδάεη, «Ε\ν&Μ Ατηηιεικίε ζηά ίΐιο θΓ§αηϊζαΙΐοη ο£ Ν&Ιίοη&Ι Μίηοιίΐίοδ». 10.1. Κοι*α11ί&, «Οεηη&ηΥ’δ ΑΐΐιίικΙε ΐο ί1ΐ0 Ν&ΐίοη&Ι Οίδίηΐ£§Γ&ΐίοη οί Οδΐ6ίΐ1ι&ηί&», ΙοιιπιαΙ ο / Οοπίβητροτανγ Ηί8ίοτγ, 4:2 (Απρίλιος 1969), 85-95· Ρ. Ο. 0&ηιρ6ε11, Οοη$τοηΐαίίοη ίη ΟβηίταΙ Ειινορβ: Ψβίηιαν Ο βπηαηγ αηά ΟζββΗθ8ΐοναΗα (Σικάγο, 1975), 76. 11 .Σ το ίόιο, 82-3· I. \Υ. Βηΐ6§©1, «ΤΙιε Οεπη&ηδ ίη ΡΐΌ\ναΓ Οζοοίιοδίον&ΐαα», στο V. Μ&Γη&ίογ και Κ. Ειιζα, επιμ., Λ ΗίΞίονγ ο/ ίΗβ €ζββΗθ8ΐονα1ϊ ΚβρηΝίβ, 1918 -1 9 4 8 (Πρίνστον, 1973), 175· Ε. \νίδΐ£6Γη&ηη, ΟζββΙΐ8 αηά Ο βπηαηζ (Οξφόρδη, 1938)· Ό . ΜϊΙΙογ, «Ο)1οηίδίη§ ί1ΐ£ Ηυη§απ&η αηά Οεπη&η ΒοπΙογ Ατε&δ <1ιιπη£ ίΐιο ΟζοοΙι Εαηά Κείοιτη, 1918-1938», Α ιΐ8ίήαη Ηί8ίοτγ ΥβαώοοΙί, 34 (2003), 303-17. 12. Η. ν&η ΚΪ6<±1ιοίί, Οβηηαη-ΡοΙΪ8Η ΚβΙαύοηΞ, 191 8 -1 9 3 3 (Βαλτιμόρη, 1971), 18· Η. δίεπι, «ΤΙιε θΓ£&ηίδ&ΐίοη Ο οη ^ \ύ»,]οη ηια Ι ο /Μ ο ά β π ι Ηί8ίονγ, 35:1 (Μάρτιος 1963), 20-32. 13. Κ. Βΐϋη^ε, ΟιρΗαη$ ο/νβτζαΐΙΙβχ: ΤΗβ Οβπηαηζ ίη \Υβ8ίβπι ΡοΙαηά, 191 8 -1 9 3 9 (Λέξινγκτον, Κεντάκυ, 1993), κεφ. 2. 14. Κ. Βίαηΐίο, «ΤΙιε Οοπη&η Μίηοπΐγ ίη Ιηίεην&Γ ΡοΙαηά &η<3 ΟοΓπίδη ΡθΓθί§η Ρο1ίογ: δοιη© ΚοοοηδίάοΓΗΐίοηδ», ΙοιιπιαΙ ο/ Οοηίβητρονατγ Ηί8ίονγ, 25 (1990), 87-102* Ε. \¥ίδ1ί6ηι&ηη, Ο β π η α η γ’8 ΕαΞίβπι Ν β ίφ ύ ο ιιη (Οξφόρδη, 1956), 20· Ο. Καίΐζ νοη Ρτοηίζ, Α Εβ88οη Εοτ§οίίβη: Μ ίη ο ή ίγ Ρνοίββίίοη ιιηάβτ ίΗβ Εβα§ιιβ ο/ Ναίίοη8: ΤΗβ Οα8β ο/ ίΗβ Οβπηαη Μ ίη οή ίγ ίη ΡοΙαηά, 1 9 2 0 -1 9 3 4 (Νέα Υόρκη, 1999), 213-16. 15.Το υπόμνημα του Ιανουαρίου 1925 παρατίθεται στο Κ. δΐοίηίη§6Γ, «12 Νον. 1918-12Μ&Γ011 1938: ΤΙιε Κο&ά ΐο ΙΙιοΑηδοΙιΙιΐδδ», στο δΐ6ίηίη§6Γ κ.ά., επιμ., Αιΐ8ίήα ίη ίΗβ 20ίΗ Οβηίητγ, 98· Ο. Ρίηΐί, Οβ/βηάίη§ ίΗβ Κ ίφ ί8 ο / ΟίΗβκ: ΤΗβ Ο κ α ί Ρο\νβτ8, ίΗβ Ιβ\ν8 αηά ΙηίβπιαίίοηαΙ Μ ίη οή ίγ Ρνοίββίίοη, 18 7 8 -1 9 3 8 (Καίμπριτζ, 2004), 298* Κ&ίΐζ νοη Ρτοηίζ,^ Εβ88οη Εοτ§οίίβη, 160. 16. Η. Β. Ο&Μεπνοοά, «ΙηΐεηΐΗίίοη&Ι ΑίίαΐΓδ: δΐιοιιΐά Οοιιηοίΐ οί ίΐιο Εοβ^ιι© οί Ν&ΐίοηδ Εδΐαΐ^ΐίδΐι 3 ΡδΓΓη&ηεηΙ Μίηοπΐίεδ £ονί\ΤΓί\§ύοχ\!»,Αηιβήβαη ΡοΙίίίβαΙ 8βίβηββ Κβνίβνν, 27:2 (Απρίλιος 1933), 250-59· Η. Β. Ο&ΜεηνοοοΙ, «Ιηΐεπι&ΙίοηΣίΙ Αίί&ΪΓδ: ΤΙιο ΡΐΌροδεά ΟεηεΓαΙίζ&ΐίοη οί ΐΐιο Μίηοπΐίοδ Κ6§ίηΐ6», Α ηιβήβαη ΡοΙίίίβαΙ 8βίβηββ Κβνίβ\ν, 28:6 (Δεκέμβριος 1934), 1088-98* ΡίηΚ, «δΐΓΟδΟΓΠίΐηη’δ Μίηοπΐν Ροΐίοίεδ, 1924-1929», ΙοηπιαΙ ο/ Οοηίβηχροηιτγ ΗΪ8ίονγ (1979), 403-22, στη σ. 420 σημ. 37. 17. Κ. ΡίίίάοΓ, «Αΐΐίΐικίβ οί Οεπη&η Κί§1ιΜίη§ Οι*£&ηίδ&ίίοηδ Ιο Ροΐ&ηά ίη Χ\ι& Υε&Γδ 1918-1933», ΡοΙί8Η Ψ β8ίβπιΑ% αίν8, 14:2 (1973), 247-67. 18. Α. Κοπή&ΐΗγ και Κ. 8ΐο<±\ν€ΐ1, Ο βηηαη Μ ίηοήίίβ8 αηά ίΗβ ΤΗίπΙ ΚβίβΗ: ΕίΗηίβ Οβπηαη8 ο / Εα8ί ΟβηίναΙΕιινορβ Ηβίινββη ίΗβ Ψαν8 (Νέα Υόρκη, 1980), 3· ΒυιΜ^Ιι, Οβνπιαηγ Τιιπΐ8 Εα8ί\νανά. 19. δ. διιν&1, «Ον€Γ€οηιίη§ ΚΙβίηάβηί8βΗΙαηά: ΤΗ© Ροΐίΐίοδ οί Ηίδΐοπο&1 Μγ11ιηΐΒΐίίη§ ίη Ιΐιο λνοίηι&Γ ΚερυΜίο», ΟβηίταΙ Ειιτορβαη Ηίχίοτγ, 3 (1969), 312-30, ο Ε&οΐι παρατίθεται στις σελ. 326-7. 20. Ρ. Κ. δ\ν©6ΐ, «Τ1ΐ€ ΗίδΐΟΓίοδΙ λ¥π1ίη§ οί ΗοΐηποΙι νοη δΛίΙί», Ηί8ίοτγ αηά ΤΗβονγ, 9:1 (1970), 37-58,48. 21.0. Η&ηιηιοη, «ΟοΓΓΠΗη Ηίδίοπ&ηδ &ηά ΐΐιο ΑάνοηΙ οί Ιΐιο Ν&ΐίοη&1 δοοί&ΐίδΐ δίπίο», ΙοιιπιαΙ ο/ Μοάβτη Ηί8ίοτγ, 13:2 (Ιούνιος 1941), 161-88· Κ. Κοδδ, «Ηοίηποΐι ΚίΙΐεΓ νοη δΛίΙί Βηά “Οοδδηιΐάϋνιΐδοΐι” Ηίδΐοτγ», Κβνίβ\ν ο/ ΡοΙίίίβ8, 31:1 (Ιανουάριος 1969), 88-107· Μ. Κιιείιΐ, «Ιη Τΐιίδ Τίηι© λνίΐΐιοιιΐ ΕηιροΓΟΓδ: Τ1ΐ6 Ροΐίΐίοδ οί ΕτηδΙ Κ&ηΙθΓθ\νί€ζ?δ Καί8βν ΡήβάήβΗ άβτ Ζ\νβίίβ ΚεοοηδίάεΓ& ά»,ΙοαπιαΙ ο/ίΗ β Ψ αώ ΐίτξ αηά ΟοιιτίαιιΙά Ιη8ίίίηίβ§, 63 (2000), 187-242. 22.ΗαηΐΓη£η, «Ο ογγπ&π ΗίδΙοπΒηδ», 187-8. 23. Οοοββείδ, ΤΗβ ΟοβΜ βΐ8 Όίαήβ8, 1 9 3 9 -1 9 4 1 , 114. 24. ΚοηΊ]'αΐΗγ και δίοο1<Λν6ΐ1, Οβηηαη Μ ίηοήίίβ8 αηά ίΗβ ΤΗίνά ΚβίβΗ, 8. 25.1. Κ€Γδ1ια\ν, ΗίίΙβτ, 1889-1936: ΗιιΗή8 (Νέα Υόρκη, 1999), 330. 26. V. Ειιιηαηδ, ΗίητπιΙβν’8 ΑιαίΙίαήβ8: ΤΗβ ΥοΙΙί8άβιιί8βΗβ ΜίίίβΪ8ίβΙ\β αηά ίΗβ Ο βηηαη ΝαίίοηαΙ Μ ίηοήίίβ8 ο/Ε ΐίτορβ, 1 933 -1 9 4 5 (ΤσάπελΧιλ, Βόρ. Καρολίνα, 1993). 27. ΒιΐΓίεί^Ιι, Ο βηηαηγ Τιιηΐ8 Εα8ί^ατά8, 145* I. Η&βγ, «Οοπη&η Οϊή'οηβΗιιηξ ζηά Αηΐί-δοηιίΙίδηι»,
611
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
στο I. ΗααΓ αηά Μ. ΡίΐΗΙΗιΐδοΗ. επιμ., Ο βπηαη 8βΗοΙαη αηά ΕίΗηίβ €1βαη$ίη§, 1 9 2 0-1945 (Οξφόρ δη, 2005), 14. 28. V. Οοίΐ, «ΤΙιε ΝαΐίοηΒΐ δοεΐίΐΐΐδΐ Τΐιεοτγ οί Ιηΐεπι&ΐΐοη&Ι Εα ν/»,Α η ιβή β α η Ιοΐίη ια Ι ο/ΙηίβπταίίοηαΙ Εα\ν, 32:4 (Οκτιόβριος 1938), 704— 18* Ε. Ρτειίδδ, «Ν&ΐΐοη&Ι δοεΜίδΐ Οοηεερΐΐοηδ {611} οί ΙηΐβΓηαίίοηΕΐ \^α\\».Α)ηβήβαη ΡοΙίήβαΙ 8βίβηββ Κβνίβ\ν, 29:4 (Αύγουστος 1935), 594-609. 29.Κ.. Μιΐφΐιν κ.ά., επιμ.. Ν αύοηαΙ $θ€ΪαΙΪ8ΐη: Β α ή ϋ Ρήηβίρϊβ8, ΤΗβϊν ΑρρΙίβαήοη /?>' ίΗβ Ν αζί ΡαΠ γ’8 ΡοΓβίξη Οτ§αηίζαίίοη αηά ίΗβ ϋ$β ο{' Οβπηαηχ Α Ιπ ο α ά /ο ν Ν α ζίΑ ίη ιχ (Ουάσινγκτον, 1943), 69. 30.Κοιη]&ΐ1ιν αηά δΐοείανεΐΐ, Οβπηαη Μ ίηοήίίβ8 αηά ίΗβ ΤΗίτά ΚβίβΗ, 85. 31.Το υπόμνημα του ΗοδδβίκΤι στο I. Νο&ΐχδ αηά Ο. Ρπάΐι&ηι, επιμ., Ναζΐχηι, 1919-1945: Α ϋ ο β α η ιβ η ία ιγ ΚβαάβΓ, τόμ. 3: ΡοΓβίξη ΡοΙίβγ, Ψ αναηά ΚαβίαΙΕ χίβπηίηαίίοη (Έξετερ, 1991), 68-9* ο Οόπη§ και ο Μιΐδδοΐΐπΐ, στο ίδ ιο , 699-700. 32.0 . Βοίζ, ϋ ίβ Ε ίη φ β ά β η ιη § 08ίβηβίβΗ8 ίη άα8 Ωβηί8βΗβ ΚβίβΗ (Λιντς, 1976), 41-4. 33 .Σ το ίδ ιο, 82-100* I. Κ. Ρο11ο(±, ΤΗβ Ο ονβπτηιβηί ο / ΟτβαίβΓ Ο βπηαηγ (Ν έα Υόρκη, 1938), 150-51.
34.1. νοη Εαη§, επιμ,, ΕίβΗηιαηη ΙηίβπΌ§αίβά: Τναη8βήρί8 β οτη ίΗβ ΑΓβΗίνβ8 ο/ ίΗβ Ι.παβϋ Ροΐίββ (Νέα Υόρκη, 1999), 56-62. 35.Η. δ&ίπ&η, ΕίβΗηιαηη ιιηά 8βίηβ ΟβΗίΙ/βη (Φραγκφούρτη, 1995), 28-31* Ρ. Β&]οΙιγ, «ΤΙιε Ηοΐοο&ιΐδΐ αηά ΟοπτιρΙΐοη», στο Ο. Ρείάιη&η και \¥. δεΐβεί, επιμ., ΝβίΗΌτΙϊ8 ο/ Ν α ζ ί Ρβν8ββηίίοη: Βητβαηβταβγ, Βιΐ8ίηβ88 αηά ίΗβ Ον§αηίζαίίοη ο/ίΗβ ΗοΙοβααχί (Νέα Υόρκη, 2005), 121. δΐείιεΓίιεΐΐδ ϋΐεηδί [Υπηρεσία Ασφαλείας]. Υποδιεύθυνση Πληροφοριών και Ασφαλείας των δδ. (Σ.τ.Μ.) 36. δ&ίπ&η, ΕίβΗηιαηη ηηά 8βίηβ ΟβΗίΙ/βη, 44-5. 37.δί6ΐηΐη§εΓ, «ΤΙιε Κθ3ά Ιο Αηδείιΐυδδ», 112-13. 38.Κ. δοΗΛΥέΐΓζ, «ΒϋΓοΙίεΙ αηά ΙηηΐίζεΓ», στο Ρ. ΡπιΊαηδοη, επιμ., Οοηφιβήη%ίΗβ Ρα8ί: Αιΐ8ίήαη Ν α ζινη Υβ8ίβΓάαγ αηά Τοάαγ (Ντιτρόιτ, 1989), 143. 39. Μ. λνΐΐΐίαηΐδ, «Οετηι&η Ιηιρεπ&ΐΐδίη αηά Αιΐδΐπα, 1938», Ιοη π ιαΙ ο / Ο οηίβηιροπιιγ Η ί8ίοιγ , 14:1 (Ιανουάριος 1979), 139-53* Ε. ΒιΛεγ, «Ροριιΐ&τ Ορΐηΐοη ΐη νΐεηηε. αίίεΓ ΐΐιε Αη5βΗΙιΐ88», στο Ρ&ιίαηδοη, επιμ., €οηφιβήη% ίΗ βΡα8ί, 151-65.
Κεφάλαιο 3: Επέκταση και Κλιμάκωση: 1938-40 1. Από το Οβηιβίη8βΗα/ί8ΐίβάβκ ΕίβάβΥ βΧΐ' Ρναιιβηξηιρρβη (1940) όπως παρατίθεται μεταφρασμένο (με διασκευές) στο Ν. Ρτεΐ, Ν αύοηαΙ 8οβίαΙί8ί ΚηΙβ ίη Οβπηαηγ: ΤΗβ ΡύΗτβτ 8ίαίβ, 1933-1945 (Οξφόρδη, 1993), 192. 2. Νο&Ιίεδ αηά ΡπόΙίΕΐηι, επιμ., Ναζί8τη, 1 9 1 9 -1 9 4 5 , 629. 3. Το σχόλιο του Βεδΐ για τον ιμπεριαλισμό περιγράφεται στο Η. Ηοΐιηε, ΤΗβ Ονάβν ο/ίΗ β ΟβαιΗ’ς Ηβαά: ΤΗβ 8 ίο ιγ ο / Η ίίϊβν’8 8 8 (Νέα Υόρκη, 1970)* υ . νοη Η&δδείΐ, ΤΗβ νοη Ρία88βΙί Οίαήβζ, 1 9 3 8 -1 9 4 4 (Λονδίνο 1948), 71, 75, 86* τα νούμερα για την πολωνική εκστρατεία από το €. Μ&ά&]εζγΐ£, Όίβ 0)ά.ιιραίίοη8ροΙίίί^Ναζίάβιιί8€ΗΙαηά8 ίη ΡοΙβη, 1 9 3 9 -1 9 4 5 (Βερολίνο, 1987), 312. 4. Κ. Κοββΐηδ, «ΚοηΓ&ό Ηεηίεΐη, ΐΐιε διιάεΐεη Οιιεδίΐοη &ηά Βηίΐδίι ΡθΓεΐ§η Ροΐΐεν», ΗΪ8ίοήβαΙ ΙοηπιαΙ, 12:4 (Δεκέμβριος 1969), 674-97, εδώ 696. Υπηρεσία Πληροφοριών των Ένοπλων Δυνάμεων. (Σ.τ.Μ.) 5. \¥. Μιιγγ&υ, ΤΗβ €Ηαη§β ίη ίΗβ Ειιτορβαη ΒαΙαηββ ο / Ρο\νβν, 1938-1939: ΤΗβ ΡαίΗ ίο Κιιίη (Πρίνστον, 1984)* Κ. 1. Υοιιη§, «ΤΙιε Αίΐεπη3ί1ι οί Μυηΐεΐι», ΡνβηβΗ ΗίαίοΗβαΙ 8ίαάίβ8, 8:2 (φθινόπωρο 1973), 305-22. 6. Η. ΟΓΟδευΓΐΙι, Τα§βί>ϋβΗβϊ βίηβπ ΑΗκ>βΗτο£[ίζίβΓ8, 193 8 -1 9 4 0 (Στουτγάρδη, 1970), 140-47* Η. υηώΓεΐί, «δΙπιείιίΓεδ οί Οεπη&η Οοειιρ&ίΐοη Ρο1ΐεγ άυπη§ ώ ε Ιηΐίΐ&Ι Ρΐι&δε οί ΐΐιε ΟεΓΓηαη-δονΐείλν&Γ», στο Β. λ¥ε§ηεΓ, επιμ., Ρνοπι Ρβαββ ίο Ψατ: Οβηηαηγ, 8ονίβί Κιΐ88ία αηά ίΗβ Ψ οήά, 1939-1941 (Οξφόρδη. 1997), 244. 7. Κ. Οεβεί, Ήβίιη ιη8 ΚβίβΗΓ Κοηναά Ηβηίβίη ιιηά άβτΚβίβΗ8§αιι 8ιιάβίβηΙαηά (19 3 8 -1 9 4 5 ) (Μόναχο, 1999), 222-33. 8. Τ. ΡΓθε1ΐ£ΐδ]ί&, «ΤΙιε δεεοηά ΚεριΛΗο, 1938-1939», στο ΜίίΓηαΐεν και Ειιζα, επ ιμ .,Α ΗΪ8ίθΓ}! ο/ίΗ β €ζββΗο8ΐοναΙί ΚβρηΜίβ, 255-61.
612 9. V.
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
ΜαδΙηγ, ΤΗβ ΟζββΗχ ηηάβτ Ναζί ΚηΙβ: ΤΗβ Ρα'ύιινβ ο/ΝαύοηαΙ Κβ8Ϊ8ίαηββ, 1939-1942 (Νέα Υόρ-
κη, 1972), 47-50.
10. Ε. ΕΓάοΙγ, Οβτπιαηγ’8Ρίτ8ί Ειιτορβαη Ρτοίββίοταίβ: ΤΗβ Ραίβ ο/ίΗβ ΟζββΗζ αηά ίΗβ ΞΙοναία (Λονδί νο, 1942), 40-41. 11. Μ&δίηγ, ΤΗβ €ζββΗ8 ηηάβτ Ναζί ΚηΙβ, 51· Μ. Μοδ1«)\νίΐζ, «Τ1ιγ©6 Υ©&Γδ οί ΐΐιο ΡΓΟίεοίοτ&ί© οί Βο1ΐ6πιΐ& αηά ΜοΓ&νία», ΡοΙίίίβαΙ Ξβίβηββ ζ)ηατίβτΙγ, 57:3 (Σεπτέμβριος 1942), 353-75· ΜϋίΐΒΓ£0δο1ιΐο1ιΐϋοΙΐ6δ ΡθΓδθ1ιιιη§δ&ιηΐ, επιμ., Οβπηαηγ αηά ίΗβ Ξββοηά ΨοτΙά Ψατ τόμ. 5: Οτ^αηίζαίίοη αηά ΜοΜίζαίίοη8 ο/ίΗβ Οβτηιαη 8ρΗβτβ ο}' Ρο\νβτ, επιμ. Β. Κγο6Π6Γ κ.ά. (Οξφόρδη, 2000), 39-40. 12.1. ΜϋοΐονΗ, «ϋί© Νδ-Ρ1αη© ζυτ Εοδΐιη§ ά©τ “ΐδοΐιοοίιΐδοΐιοη Ργ&£6”», στο Ό. Βτ&ηί1©δ, Ε. Ιν&ηΐ(±ον3 αηά I. Ροδοΐί, επιμ., Ετζ\νηη§βηβ Ττβηηηη§: Υβτίτβώηη§βη ηηάΑη88ίβάΙηη£βη ίη ηηά αη8 άβτ Τ8βΗββΗθ8ΐοννα&βί 1938-1947 ίη ΥβτξΙβίβΗ πιίί ΡοΙβη, ϋη§ατη ηηά Τη§ο8ΐα\νίβη (Τΰμπινγκεν, 1999), 23-37, εδώ 24. 13. Α. δρο©Γ, Ιη8ίάβ ίΗβ ΤΗίτά ΚβίβΗ (Λονδίνο, 1970), 147* Μ&δίηγ, ΤΗβ ΟζββΗ8 ηηάβτ Ναζί ΚηΙβ, 54* Ο. Κεηηαη, Ρτοτη Ρτα§ηβ α/ίβτΜηηίβΗ: ΏίρΙοτηαίίβ Ραρβτ8, 1938-1940 (Πρίνστον, 1968), 146-7. 14. Η διδακτορική διατριβή του Ιαπΐ6δ \ν&Γ<1για τον Τίδο στο δΐ&ηίοκΐ υηίν£Γδίίγ θα πρέπει να αποτελέσει την τελεσίδικη μελέτη της σταδιοδρομίας του. 15.1. Ηοοηδοΐι, «ΊΊΐ6 δίον^ ΚβριιΜίο, 1939-1945», στο Μαπι&ΐ6γ και Ειιζα, επιμ.,^4 Ηί8ίοτγ ο /ίΗ β ΟζββΗθ8ΐονα1<: ΚβρηΜίβ, 271-95. 16.0. Οί&ηο, Οαηο’8 Όίατγ, 1939-1943, επιμ. Μ. Μιι§§0πά§€ (Λονδίνο, 1947), 45· Α. ΗΜετ, ΗίίΙβτ: 8ρβββΗβ8 αηά ΡτοβΙατηαίίοη8, 1932-1945, επιμ. Μ. Οοΐϊΐ&ηΐδ, τόμ. 3 (1939-1940) (Ουοκόντα, Ιλλινόι, 1997), 1523-35. 17.0ί&ηο, Οίαηο’8Οίατγ, 124. 18.Παρατίθεται στο Νο&ΐ£6δ και Ρπ(1]ΐ3ΐη, επιμ., Ναζί8τη, 1919-1945, 743. 19. Α. Κοδδΐηο, ΡΙίίΙβτ 8ίή/ϊβ8 ΡοΙαηά: ΒΙίίζ&ίβξ, ΙάβοΙο§γ αηάΑίτοβίίγ (Λώρενς, Κάνσας, 2003), 196-7. ΙΟ .Στο ίδ ιο ,
27.
21. Μ. ΒΓΟδζαΐ, Ναίίοηαΐ8θζίαΙί8ίί8βΗβ ΡοΙβηροΙίίΙ1939-1945 (Στουτγάρδη, 1961), 19-20· Κοδδΐηο, ΗίίΙβτ $ίήΚβ8 ΡοΙαηά, 13-15. 2 2 .Σ τ ο ίδ ιο, 77,159. 23.Ε. Β. \ν©δΐ6πη&ηη, «“ΡποικΙ &η<1Ηοΐροτ”: Οοπη&η υηίίοπηβίΐ Ροΐίοε Οροτ&ίίοηδ ίη Ροΐαηςί &η<3 Ιΐιο ΟοπογηΙ Οον6ΓηΐΏοηΐ, 1939-1941», ΙοητηαΙ ο/ ΜίΙίίατγ Ηί8ίοτγ, 58:4 (Οκτώβριος 1994), 643-62* Α. ά&Ζ&γ&δ, ΐνβΗηηαβΗί ]Υατ Οήτηβ8 Βητβαη, 1939-1945 (Λίνκολν, Νεμπράσκα, 1989), 141. 24.0. Ι&ηδοη και Α. νΐ&άώεάί&τ, «Είηο Μίΐίζ ίηι “\¥6ΐΙαηδ€ΐι&υυη§δ1ίΠ6§”: ά©Γ “νοίΐίδςίειιΐδοί^ δείβδίδοΐιιιΐζ” ίη Ροΐοη, 1939/40», στο Μίο1ι&11ί&, επιμ., ϋβτ Ζ\νβίίβ ΨβΙί&ήββ, 482-501. Ευχαριστώ επίσης την Ο&ΐΐιεπηο Ερδΐεΐη που μου επέτρεψε να διαβάσω τα σχετικά τμήματα της προσεχούς μελέτης της για τον ΑγΙΙιιιγ ΟτοίδΟΓ. 25. Οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των νεκρών εθνοτικών Γερμανών από το άε Ζαγ&δ, ΤΗβ ΨβΗτηιαβΗί Ψατ Οήηιβ8 Βητβαη, 139-40, ένα συναρπαστικό βιβλίο, που όμως πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή. Οι 2.000 είναι μια μεταπολεμική πολωνική εκτίμηση* οι 6.000 είναι το νούμερο στο οποίο κατέληξαν τότε οι ανακριτές της Βέρμαχτ. 26. Κοδδΐηο, ΗίίΙβτ 8ίτίλβ8 ΡοΙαηά, 69-73. 21 .Σ το ίδιο, 175. 28. 0. ΒΐΌ\νηίη§, ΤΗβ Οή§ίη8 ο/ ίΗβ ΡίηαΙ ΞοΙηίίοη: ΤΗβ ΕνοΙιιίίοη ο/ Ναζί Ιβ\νί8Η ΡοΙίβγ, 8βρίβηώβτ 1939-ΜατβΗ 1942; ΙΥΐίΗ Οοηίτώιιίίοη8 Ηγ Μτ§βη ΜαίίΗάη8 (Λίνκολν, Νεμπράσκα, 2004), 17* Η. υιτώιχίΐ, Οβηΐ8βΗβ ΜίΙίίάτνβηναΙίηηξβη 1938/39: Οίβ τηίΙίίάτί8βΗβ Ββ8βίζηη§ άβτ Τ8βΗββΗθ8ΐο\να1ϊβί ηηά ΡοΙβη8 (Στουτγάρδη, 1977), 154-5* Κοδδΐηο, ΗίίΙβτ 8ίή1ϊβ8 ΡοΙαηά, 116-17· Ο. Εη§ο1, Αί ίΗβ Ηβατί ο^ίΗβ ΚβίβΗ: ΤΗβ 8ββτβί Όίατγ ο/ΗίίΙβτ’8Αηηγ Αά]ηίαηί (Λονδίνο, 2005), 79 (εγγραφές της 15/10 και της18/11/39). 29. υηιβΓοίΙ, ϋβηί8βΗβ ΜίΙίίάτνβηναΙίηη%βη 1938/39, 91-3. 30.Νοα1ί6δ αηά ΡγκΜίςιπι, επιμ., Ναζί8τη, 1919-1945, τόμ. 3,927. 31. Έη&ε\,Αί ίΗβΗβατί ο/ίΗβΚβίβΗ, 75.
613
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 32. Μαά&ΐοζγΐί, Ώίβ Ο Μ ιφ α ίίο ϊίφ ο ΙίίίΙϊ Ναζίάβαί8βΗΙαηά8 , 30-35. 33. Ε η ^ Ι ,Λ ί ίΗβ Η βαη ο / ίΗβ ΚβίβΗ, 76. 34.ΗΜ6Γ ,ΗίίΙβτ: 5ρβββΗβ$ αηά ΡγοβΙαπιαίίοη8, 1840-46. 35.0ΐ&ηο, α α η ο '8 Ό ΐα ιγ 166-70· ΟοεΙΛοΙδ, ΤΗβ ΟοβΗ Μ 8Οίαήβ8, 1 9 3 9 -1 9 4 1 , 15. 3 β .Σ το ίδιο, 16. 37 .Κτα&ααβτ Ζβίίαη§, 24 Απριλίου 1941, παρατίθεται στο Ροΐΐδίι ΜίηίδίΓγ οί
Ιηίοηη&Ιΐοη, ΤΗβ Ο βπηαη Νβ\ν Οτάβν ίη ΡοΙαηά (Λονδίνο, 1942), 8. 3 8 .0 Έναη\ί παρατίθεται στο Τ Οοηη©11γ, «Ναζΐδ αηά δίανδ: Ρ γογπ Καοί&Ι ΤΙιεοΓγ ΐο Κ&οΐδί Ργ&οϊιο©», ΟβηίταΙ Εατορβαη Η Ϊ8ίοιγ, 32:1 (1999), 1-33, εδώ 8. 39.0 . Κ εβεηΐίδοΐι, ΕαΗτβκίααί ιιηά ΥβηναΙίαη§ ίηι Ζννβίίβη ΨβΙί}ίήβ§: νβι/α88αη§8βηί\νίβΜαη§ ιιηά νβηναΙίιιη§5ροΙίίί1ϊ, 1 9 3 9-1945 (Στουτγάρδη, 1989), 172-3. 4 0. \¥. Ργ&£ και \¥. 1&οο1>Γη6γ6Γ, επιμ., Οα8 ϋίβη8ίία§βί>αβΗ άβ8 άβιιίζβΗβη Οβηβταίξοανβπιβα™ ίη ΡοΙβη, 1 9 3 9 -1 9 4 5 (Στουτγάρδη, 1975), 113-17· Ιηί©πι&ίΐοη&1 Μΐ1ΐΐαΓγ Τπβυηαΐ, ΤήαΙ ο/ίΗ β Μ α]οτ Ψατ ΟήηύηαΙ$ ύβ/οτβ ίΗβ Ναβπώβτξ Μ ίΙίίαιγ ΤπδαηαΙ ιιηάβτ ΟοηίνοΙ ϋ ο ιιη β ίΐ Εα\ν Νο. 1 0 , 14 τόμοι (Ουάσινγκτον, 1949-53) (στο εξής ΊΊΥϋ), τόμ. 5 (Ουάσινγκτον, 1951), 20-21 («Τΐι© δΐ§ηΐίΐο&ηο© οί ΐΗ© οοΐΐ&ρδ©οί ίΐι©Ροΐΐδίι δΐ&ΐο ίτοπι Ιΐι©ροίηΐ οί νίε\ν οί ΐηΐ6Γη&ΐΐοη&11&\ν», 15 Μαΐου 1940). 41.0 Μ&άα)θζγ1ί, «Ε©§&1 Οοηο©ρΐΐοηδ ΐη ίΐι© ΤΙιΐΓά Κ©ΐο1ι αηά Ιΐδ Οοηςμιοδίδ», ΜίβΗαβΙ, 13 (1993), 131-59, εδο5 135-6· Τ. δζ&ΓΟΐα, ΨαηβΗαα ηηίβν άβπι Ηα^βη^τβιιζ (Πάντερμπορν, 1978), 48-9· Ργη§ και 1αοοΐ3ηι©γ©Γ, ϋ α 8 Ώίβη8ίία§βΙ)αβΗ άβ8 άβιιίΞβΗβη ΟβηβταΙ§οανβπιβαΥ8, 247. Κεφάλαιο 4: Ο διαμελισμός της Πολωνίας 1. Παρατίθεται στην εξαίρετη νέα μελέτη του Ρ. Τ. ΚιιίΙι©ΓίθΓ<1, ΡνβΙαάβ ίο ίΗβ ΡίηαΙ 8οΙαίίοη: ΤΗβ Ν αζί ΡΓΟξταηι /ο ν ΏβροΠίηξ ΕίΗηίβ ΡοΙβΞ, 1939-1941 (Λώρενς, Κάνσας, 2007), 30. 2. I. Η η&γ, «Οεπη&η θ8ί/ον8βΗιιη§ αηά Αηΐϊ-δ©ηιΐΐΐδηι», στο Ηαατ και Ρ&ΜβιΐδοΙι, επιμ., Ο βπηαη 8βΗοίατ8 αηά ΕίΗηίβ ΟΙβαη8ίη§, 1-28. 3. δοΐιεοΐιΐπι&η, Εηγορβαη ΡοραΙαίίοη Τναη8/βν8, 53-5* να σημειωθεί ότι υπήρχε ρήτρα μεταφοράς και στο διακανονισμό με την Τσεχοσλοβακία για τη Σουδητία, αλλά δεν εφαρμόστηκε ποτέ. 4. Κ©ΐΐ1ΐη§6Γ, ΤΗβ Ηοιΐ8β ΒιιίΙί οη 8αηά, 44-5· Ρ. Εοδδοχνδία, «Τΐι© Κ©δ©1ί1©πι©η1 οί ίΐι© 0©πη&ηδ ίΐΌΐϊΐ ΐΐι©Βαίΐΐο 5ΐ&ΐ©δ ΐη 1939/41», Αβία ΡοΙοηίαβ Ηί8ίοήβα, 92 (2005), 79-98. 5. Μ. 0&Γΐγ1©, επιμ., Οοβιιηιβηί8 οη ΙηίβπιαίίοηαΙ Αβαίν8, 1939-1 9 4 6 , τόμ. 2: ΗίίΙβγ’8 Ειιτορβ (Λονδίνο, 1954), 23. 6. λνΐηΐ©\νΐοζ,^4/>η^ αηά ΕαίΙανβ8,4" δοΐιοοίιΐηι&η, Εατορβαη Ρ οραΙαίίοη Τταη8/βΓ8,171. 7. Εθδδθ\νδ1ίΐ, «Τΐι© Κ©δ©ΐΐ1©ηι©ηΙ οί ΐΐι© 0©πη&ηδ ίτοπι ΐΐι© Β&ΐΐίο δΐ&ΐεδ», σποράδην V. Ειιιη&ηδ, «Α Κ.©&δδ©δδηι©ηί οί νο11<8άβαί8βΗβ αηά 1©ννδ ίη Ιΐι©νο11ιγηΐ&-θ3ΐίοί&-Ν&Γ©\ν Κ©δ©ΐ1;1©ηι©ηί», στο Α. δΐ©ΐη\ν©ΐδ και Ώ. Ε. Κ ο§© Γδ, επιμ., ΤΗβ Ιη ιρα βίο/Ν α ζί8η ι (Λίνκολν, Νεμπράσκα, 2003), 87-100. 8. Ροΐΐδίι ΜίηίδίΓγ οί ΙηίοΓΓη&ΐίοη, ΤΗβ Οβπηαη Νβ\\> Ονάβτ ίη ΡοΙαηά (Λονδίνο, 1942), 181. 9. Κ1ιι1ίθ\νδ1α, Ο ία ιγ/το η ι ίΗβ Υβαπ ο/Ο β βα ρα ίΐοη , 41. 10. Οι εκτιμήσεις για την εβραϊκή μετανάστευση αναλύονται στο ΚιιΙΐδεΙιΟΓ, Εατορβ οη ίΗβ Μ ονβ , 190-91. 11. Κ.ιιίΗ©τίοιχ1, ΡνβΙιιάβ ίο ίΗβ ΕίηαΙ 8οΙαύοη, 48-53. 12. νοη Ε&η§, επιμ., ΕίβΗηιαηη Ιηίβηοξαίβά, 59-61. 13 .0 . ΒΓθ\νηΐη§, «Ναζί Κ©δ©ΐΐ1©ηι©ηΐ Ρο1ΐ©γ αηά ΐΐι© δο&ΓοΙι ίοΓ α δοΐυΐίοη ΐο ίΐι© 1©\νΐδ1ι Ουεδΐίοη, 1939-1941», στο δικό του ΤΗβ ΡαίΗ ίο Οβηοβίάβ: Ε88αγ8 οη ΕαηηβΗίη§ ίΗβ ΡίηαΙ 8οΙιιίΐοη (Καίμπριτζ, 1992), 3-27. 14. Η. δ. Ε©νΐη©, «Εοοαΐ Αιιί1ιοπίγ αηά ίΐι© δδ δίαΐ©: Τΐι© Οοηίΐΐοΐ ον©Γ Ροραΐ&ΐΐοη Ρο1ΐογ ΐη Ό α η ζί §\¥©δί Ρπίδδία, 1939-1945», ΟβηίταΙ Εατορβαη Η ΐ5ίοιγ, 3 (1969), 331-55· για την τύχη της Γκντΰνια, βλ. Ροΐΐδίι ΜίηίδίΓγ οί Ιηίοπη&ΐίοη, ΤΗβ Ο βπηαη Νβ\ν Οτάβτ ίη ΡοΙαηά, 207. 15. Ρ . Κ Λ ί ΐ Ι ι ε Γ ί ο Γ ά , «“Αβδοΐιιΐε θ Γ § 3 η ί ζ α ΐ ί ο η & 1 Ο©ίΐοΐ©ηογ”: Τΐι© 1. ΝαΗρΙαη οί Ό ε ο ε η ώ ε Γ 1939 (Εθ£ΐδΐΐθδ, Εΐηιΐΐ&ΐΐοηδ, αηά Εεδδοηδ)», ΟβηίταΙΕητορβαη Η Ϊ5ίοιγ, 36:2 (2003), 235-72, εδώ 241. 16. Κυΐ1ΐ6ΓίθΓ(1, ΡτβΙαάβ ίο ίΗβ ΡίηαΙ 8οΙιιίίοη, 258.
614
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
11.Σ το ίδιο , 246-8,248. 18.Νο&1ί6δ κ αι Ρπάΐιαιη, επιμ., Ναζί5ΐη, 1919-1945, 937-40. 19.ΒΐΌ\νηίη§, ΤΗβ Οή§ίπ8 ο/ίΗβ ΕίηαΙ ΞοΙιιίίοη, 114-15. ΙΟ.Στο ίδιο, 169-72. Π ερ α ιτέρ ω λεπτομέρειες γ ια το Σ χέδ ιο Μ α δαγασ κάρη στο επόμενο κεφάλαιο. 21. Μ. Ηοιίδάοη, Ηαηζ ΕγαηΚ: ΕβΗβη^αηπι αηά ίΗβ ΗοΙοβαη$ί (Ν έα Υ όρκη, 2003), 132-7. 22. Κυΐ1ΐ6ΓίθΓ(1, ΡνβΙιιάβ ίο ίΗβ ΕίηαΙ 8οΙηίίοη, 174-5. 23.Σ το ίδιο, 164. 24.Στο ίδιο, 159-64. 25. Ε. Η&Γν6γ, «Μ&η&£εηΐ0ηί &ηά Μ&ηΐρυΐ&ΐίοπ: Ν&ζΐ δίίΐΐΐοηιοηΐ Ρΐαηηετδ &ηά Εΐΐιηΐο Οοπη&η δοίΐΙεΓδ ϊη Οοοπρΐοί! Ροΐ&ηά», στο Ο. ΕΙΙαηδ και δ. ΡεάεΓδοη, επιμ., 8βίύβγ ΟοΙοηίαΙίΞΐη ίη ίΗβ Τ\νβηίίβίΗ Οβηίηιγ (Ν έα Υ όρκη, 2005), 95-113. 26.Νο&1χδ &ηά ΡπάΙιαηι, επιμ.,Λ ^ζ^λη, 1919-1945, 962-5. 27. Ροΐίδΐι ΜΐηΐδίΓΥ ο ί ΙπίοππαΙίοη , ΤΗβ Οβνπιαη Νβνν Οτάβν ίη ΡοΙαηά, σ π ο ρ ά δ η ν Ργ&§ και Ι&οοΐ3ηΐ6ν6Γ, ε π ιμ .,ϋ α ζ Όίβη8ίία§βϊ>ηβΗ άβ$ άβηίςβΗβη Οβηβταί§οηνβηιβηΓ8, 220. 28.Στο ίδιο, 119-20,178. 29. Ε. Βίΐ]ο1ΐΓ, «ΤΙιε Ηοΐοο&ιιδί &ηά Ο οιτιιρΙΐοη», στο Εείάιη&η ζηά δεΐβεί, επιμ., Νβί\νον& ο / Ναζί ΡβτΞββηίίοη, 118-41. 30.Μα<1&]'οζγ1ί, Ωίβ 0^ηραίίοηψ οΙίίΐΙ< Ναζίάβηί8βΗΙαηά$, 42. 31.Ργ&§ και Ι&οοβηιεγοΓ, επιμ., ϋ α $ ΟίβηχίίαξβύιιβΗ άβ$ άβηί8βΗβη ΟβηβΓαΙ§οηνβηίβιΐΓ8, 178—9 * Ό . Μ£]6Γ, Ή οη-Ο βηηαη8} ιιηάβν ίΗβ ΤΗίτά ΚβίβΗ: ΤΗβ Ναζί ίιιάιβίαΐ αηά Αάιηίηί^ίταίίνβ 5γ$ίβηι ίη Ο βηηαηγ αηά Οββηρίβά Εα$ΐβνη Ειινορβ χνίίΗ 8ρββίαΙ Κβ§ατά ίο Οββηρίβά ΡοΙαηά, 1939-1945 (Β αλ τιμόρη, 2003), 210. 32. Η. ΗϋΓΐεπ, Οβ-ΚηΙίηταίίοη ηηά ΟβηηαηΪ8Ϊβηιη£: Οίβ ΝαζίοηαΙχοζίαΙίζίίζβΗβ Κα88βη- ηηά ΕϊζίβΗιιηξψοΙίίίΙϊ ίη ΡοΙβη 1939-1945 (Φ ραγκφούρτη, 1996), 88-92* Μο]6Γ, Ή οη-Ο βππαη^’ ηηάβν ίΗβ ΤΗίνά ΚβίβΗ, 208. 33. Για τον Ιίΐ§ 0Γ, βλ. την προσεχή β ιογρ α φ ία της € . Ε ρδΐεΐη για τον ΑγΙΙιιιγ θΓ6Ϊδ©Γ, κεφ. 5. Χ ρωστώ χά ρ ιτες στην καθηγήτρια Ε ρδΐεΐη για τί μου επέτρεψ ε να δω ένα π ρ οσ χέδιό της. 34. Ροΐΐδίι Μ ΐηΐδΙιγ ο ί Ιηίοιτη&ΐΐοη, ΤΗβ Ο βηηαη Νβ\ν Ονάβτ ίη ΡοΙαηά, 408-9* δοΐιεοΐιίιη&η, Εηνορβαη ΡορηΙαίίοη Τ η ι η φ κ , 337-8. 35. Ροΐίδΐι ΜΐηΐδΙτγ ο ί Ιπίοητίδΐΐοη, ΤΗβ Οβηηαη Νβ\ν Ονάβν ίη ΡοΙαηά, 156-8, 165* Η&Γίεη, ΒβΚηΙίηναίίοη ηηά ΟβηηαηΪ8ίβηιη§, 86-7* (ϋ. Ειιοζ&ΐί, «Ν&ζί δρ&ΐΐαΐ ΡΙ&ηδ ΐη Ο οα ιρΐεά Ροΐ&ηίΐ (1939-1945)», 8ίηάία ΗΪ8ίοήαβ Οββοηοηιίβαβ, 12 (1978), 156. 36.1. Η 6γά 6(± 0Γ, ϋ η ΞοΙάαί αΙΙβιηαηά άαη$ Ιβ φ β ίίο άβ Υαπονίβ 1941 (Π αρίσι, 1986), 45-6, 88-90. 37. Α. ΚΐεβεΓ, «Ο νΐΐ \ν&Γδ ΐη ίΐιε δονΐεΐ ΓΙηΐοη», Κ ήίί^α, 4:1 (χειμώ νας 2003), 129-62. 38.1. Ε π α ρ σ η , «ΤΙιε δονΐεΐ Μ&γοΙι ΐηΐο Ροΐ&ηά, δερί. 1939», και Κ.. δζα\ν1ο\νδ1α, «ΤΗ© Ροΐΐδίι-δονΐεΐ ο ί δερίεηιβεί' 1939», και τα δύο στο Κ. δ\νοΓ<3, επιμ., ΤΗβ Ξονίβί Τα&βονβνο/ίΗβ Ρ ο ΙιξΗ Εα8ίβηι ΡνονίηββΞ (Λ ονδίνο, 1991), 21-2, 28-44. 39. Ν. δ. Εεβεάενα. «ΤΙιε ϋεροΓίΒ ΐΐοη ο ί ίΗε Ροΐΐδίι Ροριιΐ&ΐΐοη Ιο ΐΐιε υ δ δ Κ , 1939-1941», Ιοηιηα ΐ ο / ΟοηιηιηηίΞί 8ίιιάίβ8 αηά Τναηήίίοη ΡοΙίίίβ8, 16:12 (2000), 28-45* Κΐοβετ, «Ο νΐΐ λΥαΓδ ΐη ίΐιο δονΐεί υ η ΐο η » . 40. Ό. Ρ2η§β1, «Αη ΕηγΙυ Αοοουηί ο ί Ροΐΐδίι ΐ£\νι*ν υηάετ Νδζΐ πηά δονΐοΐ ΟοουρπΙΐοη ΡΓ£δ£ηΐ£ά ίο Ιΐιε Ροΐΐδίι Οον£Γηηΐ0ηί-ΐη-Εχΐΐ£, Ρ©ΐ3Γη&Γν 1940»,]βλ\1$Η 8οβίαΙ $ίηάίβ8, 45:1 (1983), 1-16. 41. Β. Ρΐηοΐιιιΐί, 8ΗίβίΙ ]β\\>8 ηηάβν 8ονίβί ΚηΙβ: Εα$ίβηι ΡοΙαηά οη ίΗβ Ενβ ο/ίΗβ ΗοΙοβαη$ί (Ο ξφ όρδη, 1990), 5. 42. Ζ . δοβΐϋδία, «Κεηιΐηΐδοεηοβδ ίΐΌπι Ε\νο\ν, 1939-1946», ΙοιινηαΙ ο{ ΟβηίναΙ Εητορβαη Α $ α ίκ , 6:4 (Ια νου ά ρ ιος 1947), 351-74. 43. V. Κΐΐδηκιηάοΐ, «δονΐοί Εα\ν ΐη Ο οα ιρΐεά Εδΐοηΐίί», Βαίΐη: Κβνιβιν . 5 (Ιούνιος 1955), 23-42* Ό . Μ αφ ίοδ, «\¥£δΐ£Γη υΐ^Γαΐηε αηά \νεδί£Γη Βοΐοηΐδδΐίΐ ιιικίετ 8ονΪ£ΐ Οοοαρδίΐοη: Τ1ΐ€ ϋ ο ν είο ρ η ιεη ΐ οίδοοΐδίΐδί Ρ&ΓΓηΐη^, 1939-1941», Κβνηβ Οαηαάίβηηβ άβα 81ανιχίβ$, 27:2 (Ιούνιος 1985), 158-77* \¥. Βοηιΐδΐ&ΐί, « ϋ ΐο Ε&ηά\νΪΓίδ€ΐΐ3ίίδρο1ΐΙΐ]<; ά©Γ δο\ν]6ΐΐδθίΐ£ΐι ΒϋδΗίζυησδηΐίίοΙιΐ &ιιί ά α η ΟοΒΐεΙ 0£δ δθ§. \ν6δί1ΐ<±£η λΥεΐδδΓυδδΙ&ηάδ ΐη άεη Ι&1ΐΓ£η 1939-1949», 8ίιιάία ΗίΞίοήαβ Οββοηοιηίβαβ , 24 (2001), 149-63.
615
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
4 4 .0 . δ\ν&ίη, Ββί\\ββη 8ίαϋη αηά ΗίίΙβπ 01α88 Ψαν αηά Καββ Ψ ακοη ίΗβ Ονίηα, 1 9 4 0 -1 9 4 6 (Λ ονδίνο, 2004), 55· Α. Κοδδίηο. «Ροΐίδΐι ^4Νε^§111^οι1 ^δ,, αηά Οεπη&η ΙηναάεΓδ: Αηίί-Ιε\νίδ}ι νίοΐεη οε ίη ΐΗε Βί&ίγδΐοΐί ϋίδίποΐ όυπη§ ΐΥιο Ορεηίη§ λΥεε^δ οί Ορεταΐίοη Β&ι±>&Γ0 δδ&», ΡοΙίη, 16 (2003), 431-52. 45. Γερμανία, Αιΐδ\νϋΓίΐ§£8 ΑιηΙ. ΑηιΐΙίβΗβ8 Μ αίβήαΙζιιηι Μα88βητηονά νοη Καίγη (Βερολίνο, 1943).
Κεφάλαιο 5: Καλοκαίρι του 1940 1. Γερμανία, Αιΐδ\ν&Γΐί§0 δ Αηη, Οοβηιηβηί8 οη Ο βπηαη Ρονβΐξη ΡοΙίβγ, 1 9 1 8 -1 9 4 5 , σειρά Ο (1937-1945), 13 τόμοι (1937-45) (στο εξ η ς Ό Ο Ε Ρ ), τόμ. 9 (Ουάσινγκτον, 1956), 7. 2. Κ. I. Ον©Γγ, Οοβήη§: ΤΗβ Ίνοη Μαη ’ (Λονδίνο, 1984), <±, 4. 3. Η. Α. Ι&οοβδεη, «Ροπηεη η&ΐίοηαΙδοζί&ΙίδΐίδεΙιΟΓ Βϋηάηίδροΐίΐίΐο, στο Η. Κ1ίη§, επιμ., Οβν ηαίίοηαΐ8θζίαΙί8ίί8βΗβ Κ ήβ§ (Φραγκφοΰρτη, 1990), 231—8* Το υπόμνημα του ναυτικού του Ιουλίου παρατίθεται στο ΜίΙΜΓ^εδοΜοΙιΐΙίοΙιεδ ΡθΓδοΗπη§δίΐηιΐ, επιμ., Ο βπηαηγ αηά ίΗβ 8ββοηά Ψ οή ά Ψαν, τόμ. 3: ΤΗβ Μβάΐίβητιηβαη, 8οηίΗ-βα8ί Ε ιιη ψ β αηά ΝοπΗ Α βιβα, 1939-1941, επιμ. Ο. δο1ΐΓ6ί1)©Γ κ.ά. (Ο ξφόρδη, 1995), 291. 4. Σ το ίδιο, τόμ. 5:1, 66 . 5. Κ. Κ\νίεΐ, «νοΓβοΓοίΐιιη^ υηό ΑιιίΊοδυη§ άεΓ άειιίδοΐιεη ΜίΙίΙ&Γνεην&Ιΐυη^; ίη ά&η Νίε<1 ει·ΐ3 η<3εη», ΜίΙίίάΓ§β8βΗίβΗίΙίβΗβ ΜίίίβίΙιιη§βη, 1 (1969), 121-53. 6. \¥ . \ν&πτώηιηη, ΤΗβ ΏιιίβΗ ηηάβτ Οβπηαη Οββηραίίοη, 1 940-1945 (Στάνφορντ, 1963), 27-8, 131-2* Τ Οοεββείδ, Τα§βΗηβΗβν, επιμ. Κ. Κειιίΐι (Μ όναχο, 1999), τόμ. 4 (1940-1942), 1424. 7. Ω Ο Γ Ρ , τόμ. 11 (Ουάσινγκτον, 1960), 612-19· ο Ο οεηη§ παρατίθεται στο \Υ. Είρ§εηδ, επιμ., ϋοβηνηβηί8 οη ίΗβ Η ί8ίοιγ ο/Ε ητορβαη Ιηίβ^ταίίοη, τόμ. 1 (Βερολίνο, 1984), 57. 8 . \Υ. \ν&πτώπιηη, ΤΗβ Οβπηαη Οββιιραίίοη ο / ΒβΙ§ίηηι, 1 9 4 0 -1 9 4 4 (Ν έα Υόρκη, 1993), 110-13* 1. Η. 0©11©γ, «ΤΙιε Κοί© οί Μί1ίΐΒΓγ ΑάπιίηίδΙτ&Ιίοη ίη ΟϋΓΓη&η-οοουρίεό Β©1§ίιΐΓη, 1940-1944», ΙοηπιαΙ ο/Μ ϊΙίία ιγ Η ίζίοιγ, 63:1 (1999), 99-125. 9. 1. Ι&οΐίδοη, ΤΗβ ΡαΙΙ ο/Εταηββ: ΤΗβ Ν αζί Ιηναήοη ο / 1940 (Ο ξφόρδη, 2003), 174-82. 10.1. Ό α \'\ά ,Α 8φιαΓβ ο/5/ςνν ΜβνηοήβΞ ο /α Ψ αηίηιβ ΟιϊΙάΗ οοά (Λονδίνο, 1992), 109. Ι Ι .Ν ο α ^ δ και Ρπάΐιαηι, επιμ., Ναζίχηι, 1 9 1 9 -1 9 4 5 , 882. 12.1. Ηυ©(±, «“ δρ1ΐ€Γ6δ οί Ιηίΐυοηοε” αηά “ νόΜ 8βΗ ” Ε©§&1 ΤΙιοιι^ΙιΙ: Κ©ίη1ι&Γ(1 Ηόΐιη’δ Νοίίοη οί ΕιίΓορε», στο Ο. ΙοεΓβεδ κ αι Ν. δ. Οΐι&ΐεί^ΐι, επιμ., Όαν^βτ Εβ£αβίβ5 ο / Εα\ν: ΤΗβ 8Ηαάο\ν ο / Ν αύοηαΙ 8οβίαΙί8ηι αηά Εαζβίχηι ονβτ Εηνορβ αηά Ιί8 Εβ§αΙ Τναάίίίοη8 (Οξφόρδη, 2003), 71-87* οι ιδέες του ΒεδΙ στο υ . Η εΛ εΓ ΐ, Ββ8ί: Βίο§ταρΗί$βΗβ 8ίηάίβη ηδβτ Καάί^αΙί8ΐηη8, ΡΥβΙίαηχβΗαηιιηβ ηηά νβνηηηβ, 1 9 0 3 -1 9 8 9 (Βόννη, 2001), 268-9. 13.Τ ΙαοΚδοη,Εναηββ. ΤΗβ Πανί. Υβατ8, 1 940-1944 (Οξφόρδη, 2001), 126-36. 14. Ν. λ¥γ1ίε, «δ\νίΐζ6Γΐ&ηά», στο \νγ1ίε, επιμ., Ειινορβαη ΝβηίναΙζ αηά Νοη-ΒβΙΙί§βΓβηί8 άηήη$ ίΗβ 8ββοηά Ψ ο ή ά Ψαν (Καίμπριτζ, 2002), 331-54. 15. Η. Α. Ο ε λ ν ε ε π ί «Ηίΐίετ’δ ΡΙ&ηδ ίοτ Ιην&<1ίη§ Βηΐ&ίη», ΜίΗίαιγ Αβαΐν8, 12:3 (1948), 147-8* Α. ΗίΙΙξηιβεΓ, «Εη^Ι&ηά’δ ΡΙαεε ΐη ΗίΐΙεΓ’δ Ρΐαηδ ϊογ \ΥθΓΐά Οοηιίηίοη», ΙοηπιαΙ ο/’ Ο οηίβιηροηιιγ Η ίζίοιγ, 9:1 (Ιανουάριος 1974), 5-22. 16. \¥, δε1ιε11εηβεΓ§, Ιηνα ήοη 1940: ΤΗβ Ναζί Ιηναήοη ΡΙαη /ο ν Β ήίαίη, εισαγ. I. Επείίδοη (Λονδίνο.
2000). 1 7 .0 . Ο. Κεηί, «Βπΐ&ίη ίη ΐίιε λΥίηίεΓ οί 1940 3 δ δεεη ίΐΌΐη ίΗο \ν ί 11ιε 1ιτΐδΐΓ3 δδε», ΤΗβ Ηί$ίοήβαΙ ΙοηνηαΙ, 6:1 (1963), 120-30. 18. Ν. I. \Υ. Οοάίΐ, «Ήιε ΚεΚιεΐπηΐ ΒείΙί^ειεηΙ: ΡΓ&ηοο’δ δρ&ίη αηά ΗίΐΙεΓ’δ \¥β γ», στο Ο. Κοηΐ κ.ά., επιμ., ΤΗβ Είοη αηά ίΗβ Εα§1β: ΙηίβνάίςβίρΙίηαιγ Ε88αγ5 οη Οβπηαη-8ραηί5Η ΚβΙαίίοηζ ονβτ ίΗβ €βηίηήβ$ (Λ ονδίνο, 2000), 383-96. 19. \¥ . Βο\ν 6η, 8ραηίαΓά$ αηά Ναζί Οβνηιαηγ: ΟοΙΙαΗοναίίοη ίη ίΗβ Νβη’ ΟνάβΓ (Κολούμπια, Μιζούρι), 77-9* Ο. ΒαΓάίοΙί, Ο βπηαηγ’ζ ΜίΙίίαιγ 8ίταίβ§γ αηά 8ραίη ίη Ψ οήά Ψ ανΙΙ (Σύρακιουζ, 1968), 119-88. 20. λΥ. δοΐιπιοΐίεΐ, ϋνβαηΐΞ ο/Ειηρίτβ: Οβνηιαη ΟοΙοηίαΙίζηι, 1 9 1 9-1945 (Νιου Χ έιβεν, 1964), 128. 21 ,Ώ Ο Ρ Ρ , τόμ. 11, 484· Ο. Είοΐιΐιοΐΐζ, «υηίΓεί© ΑΛβίΙ-Ζχναη^δ&ΛεϊΙ», στο Εί<±1ιο11ζ, επι μ .,Κ ή β § η η ά
616
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
Ψίτί8βΗαβ (Βερολίνο, 1999), 129-57, εδώ 145* Κ. Εΐηηε, «“Νε\ν Ε&βουτ Ροΐΐογ” ίη Νεζι Οο1οηΐ&1 Ρ1&ηηΐη§ ίοΓ Αίποα», ΙηίβηιαίίοηαΙΚβνίβιν ο/8οβίαΙΗΪ8ίοτγ, 49:2 (2004), 197-224. 22 .0 . λνείηβεΓ^, «Οοπη&η Οο1οηΐ&1 ΡΙ&ηδ αηά Ροΐΐεΐοδ, 1938-1942», στο δικό του Ψοήά ίη ίΗβ ΒαΙαηββ: ΒβΗίηά ίΗβ 8ββηβ$ ο/ΙΥοτΙά Ψατ II (Χανόβερ, Νιου Χάμσαϊρ, 1981), 96-136* δοΗηιοΜ, Όγβαπΐ8 ο/ΕηΊρίτβ' 50-52. 23 .Στο ίδιο' Κ. ΗΐΙάο^Γίΐηά, Υοπι ΚβίβΗζιιηι ΨβΙίνβίβΗ: Ηίύβν, Ν8ΌΑΡ ηηά ΚοΙοηίαΙβ Ρνα$β, 1919-1945 (Μόναχο, 1969)· Κ. ΗεΓΖδΐοΐη, ΙΥΗβη Ναζί Ονβαηιζ Οοιηβ Τηιβ: ΤΗβ ΤΗντά ΚβίβΗ’$ΙηίβπιαΙ Ξίηι§§1β ονβγ ίΗβΡηίητβ ο/Έητορβ αββν α Οβηηαη Υίβίοιγ: Λ ΕοοΙί αί ίΗβ Ναζί ΜβηίαΙίίγ, 1939-45 (Λονδίνο, 1982), 25* Κ. λ¥. Κ6δ11ίη§, «Β1&(±δ ιιηάεΓ ύι& 8\ναδίΐ1^&: Α Κ.6δ6&ΓθΙι ΝοΙ©», ΙοηηιαΙ ο / Νβ§το Ηί8ίοτγ, 83:1 (χειμώνας 1998), 84-99. 24. ΏΟΡΡ,τόμ. 11,171. 2 5 .0 . ΑικΙογΙ, «Όϊ& “ΖεηΐΓ&Ιδ^ΙΙεη ίϋτ ΐϋάΐδοΐιο Αυδ\ν&η(ΐ6Γυη§” ΐη λΥΐεη, Βοήΐη ιιηά Ργ&§: Εΐη νοΓ^ΙοΐοΙι», ΤβΙΑνίνβνΙαΗώηβΗβτΌβηίΞβΗβ Οβ8βΗίβΗίβ, 23 (1994), 275-99· ΏΟΡΡ, τόμ. 10 (Ουάσινγκτον, 1958), 111-13* χΐ, 491· Ο. Ηδΐιη, Οηιηάβα§βη βηνοράί8βΗβν Οϊάηηη§: Είη Ββΐίτα§ ζητ Νβη§βΞίαΙίηη§ άβΓ ΥόΙΙίβπββΗί8ΐβΗνβ (Βερολίνο, 1939)* Ο. ΒΐΌ\νηΐη§, ΤΗβ ΡίηαΙ ΞοΙηίίοη αηά ίΗβ Οβηηαη ΡοΓβίξη Οβϊββ (Νέα Υόρκη, 1978), 36-7* Ργ&§ και Ι&οοΙ)πΐ6γ6Γ, επιμ., Ώα8 Όίβη8ίία§βΗηβΗ άβΞάβηίΞβΗβη ΟβηβναΙξοηνβπιβητΞ, 247-8. 26.0. Τοηηΐηΐ, Ορβταζίοηβ Μαάα§α8βαπ Εα ηηβΜίοηβ βύναίβα ίη ΡοΙοηία, 1918-1968 (Μπολόνια, 1999), 17-135* επίσης Μ. Β τοοίιΐ^η, «“Ε& §έο§Γ&ρ1ιΪ6 άοηιειίΓο” : Ετ&ηΙαΌΐοΙι, Ροΐοη ιχηά άϊ& Κοίοηΐαΐ- ηηά Ι ιιά ε η ίΓ ^ &ιη νοΓ&βεηά άοδ Ζχνοΐΐοη \νο1ί1ίΠ6§6δ», Ρναηβία, 25:3 (1998), 25-60. 27 .ΏΟΡΡ,τόμ. 10,112-13. 28 .Στο ίδιο 305, 484* ο Οΐ§ιΐΓΐιι στο Τίηιβ, 5 Αύγουστος 1940* Ο. Α1γ και δ. Ηοΐηΐδ, ΑνβΗίίββί8 ο/* ΛηηίΗίΙαίίοη: Αη8βΗ\νίίζ αηά ίΗβΕο§ίβ ο / Όβ8ίηιβύοη (Πρίνστον, 2003), 164-5. 29.Ε. Τ. 1©ηηΐη§δ, ΥίβΗγ ίη ίΗβ Τνορίβ8: Ρβίαίη’8ΝαίίοηαΙΚβνοΙηίίοη ίη Μαάα§α8βαν, ΟηαάβΙοηρβ, αηά ΙηάοβΗίηα, 1940-1944 (Στάνφορντ, 2001), 96. 30. Βτο\νηΐη§, ΤΗβ ΡίηαΙ 8οΙηίίοη αηά ίΗβ Οβηηαη Ροτβίξη Ο^ίββ, 38, 42, 79* Νο&Ι^δ και ΡπάΙίΣΐιη, επιμ., Ναζί8ηι, 1919-1945, 1077 (υπόμνημα του Κ δΗΑ από 15 Αυγούστου 1940)* Εη§ο1, Αί ίΗβ Ηβατί ο/ίΗβ ΚβίβΗ, 103 [2/2/41]. 31.0 Οοοββείδ στο Νο&Ι^δ και Ρπάΐιαιη, επιμ., Ναζί8ηι, 1919-1945, 900. Ιη8ίάβ ΗίίΙβτ’8 ΗβαάηηαΓίβκ, 1939-1945 (Λονδίνο, 1964), 101* Ε.λν 6Ϊζδ&<±6Γ, ϋίβ Ψβίζ8άβ1<:βν-ΡαρίβΓβ, 1933-1950, επιμ. Ε. Ε. ΗΐΠ (Φραγκφούρτη, 1974), 205* νοη Η^δδοΙΙ, ΤΗβ νοη Ηα88βΙΙΏίαήβ8,139. 3 3 .0 Ργ6(3ο1ι1 παρατίθεται στο Ρ. Εοηζΐ, «Νδζΐοη&ΐδοοί&ΐΐδηιο & ηιιονο οτ^ΐη© 6ΐΐΓορ0ο: Ε& άΐδοηδδΐοηο δΐι11& ‘ί^^οβ^αηη1\ν^^ιδ^11&ίΐ,,», Ξίηάί Ξίοήβί, 45:2 (2004), 313-65. 34.Νοα1ί6δ και Ρπάΐι&ηι, επιμ., Ναζί8ηι, 1919-1945,884-8. 35. Υ. Ιοίΐηεΐί, «δίοναΐα^’δ Ιηΐοπι&Ι Ροϋογ αηά ίΐιε ΤΙιΐΓά Κοΐοΐι, Αιι§ιΐδί 1940-Ε©5. 1941», ΟβηίΥαΙ Εητορβαη ΗίΞίοιγ, 4:3 (1971), 242-70· ΌΟΡΡ, τόμ. 9,685* στο ίδιο, τόμ. 10,16. 36.Η6ΓΖδΙοΐη, ΨΗβη Ναζί Όνβαπΐ8 Οοηιβ Τηιβ, 105. 37. λ¥. Εΐρ§ 0ηδ, επιμ.,Όοβηητβηί8 οη ίΗβΗΪ8ίοτγ ο/ΕιίΓορβαη Ιηίβ§ταίίοη, τόμ. 1,55-71* Κ.-Ο. ΜποΙΙογ,
32. \¥ . \ν&Γΐΐηιοηί,
«ΤΙιε ΜοΜΐδδίΐοη ο ί ΐΐιο Ο επη^η Ψ ζ τ Εοοηοηιγ ίοΓ ΗΐΐΙοΓ’δ Ψ ζ τ Λΐηΐδ», στο ΚτοοηοΓ, ΜιιοΙΙογ και υηιΐ3Γ6ΪΙ, Οβηηαηγ αηά ίΗβ 8ββοηά Ψοήά Ψαν, 572* οι συζητήσεις των Γερμανών για τον Κογη€δ στο Εοηζΐ, «Ναζΐοηαΐδοοΐαΐΐδηιο», 326-7. 38. δροοΓ, Ιη8ίάβ ίΗβ ΤΗίνά ΚβίβΗ, 132-5* Α. δροεΓ, Ξραηάαη: ΤΗβ Ξββτβί Οίαήβ8 (Νέα Υόρκη, 1976), 4 5 ,80σημ. 39. δρ6€Γ, ΙηΞίάβ ίΗβ ΤΗίπΙΚβίβΗ, 181. 40.1. Τΐιΐοδ, «ΗΜεΓ’δ Ευτορο&η ΒυΐΜΐη§ ΡΓ0§Γ&ηιηΐ6», ΙοηηιαΙ ο / Οοηίβηιροϊαίγ Ηί8ίοιγ, 13 (1978), 413-31* για το Ρύγκεν, βλ. XV. Οοοίί, «Ιηδΐάο ύιε ΗοΙΜ^υ Ο&ηιρ ΗϊϊΙογ Βιιΐΐΐ», 0\)8βννβν, 12 Αυγ. 2001. 41. Τΐιΐοδ, «ΗΐίΙοΓ’δ ΕυΓορο&η Βιιΐ1(1ΐη§ Ργο^γ&ιήπιο», 426* δροεΓ, Ιη8ίάβ ίΗβ ΤΗίνάΚβίβΗ, 144,181. 42 .Στο ίδιο, 416. 43. ϋΟΕΡ, τόμ. 9,507. 44. Ιταλία, ΜΐηΐδΙετο ά&£\ϊ Λίί&π ΕδΙοπ, I Ώοβηπιβηίί ΌίρΙοπιαίίβί, 9 (1939-1943) (στο εξής ΌΌΙ), τόμ. 5 (Ρώμη, 1987) 9-10* τόμ. 6 (Ρώμη, 1987), 399-400.
617
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
4 5 .Ρ. δοΐιπιΐάΐ, ΗίίΙβτ·'$ Ιηίβηπβίβγ (Λονδίνο, 1951), 185. 46. Ώ Ο Ε Ρ , τόμ. 10, 440. 4 7 .Β 0η]&ηιΐη Μ&Πΐη, «ΟεπτίΒη-ΙΙ&Ιϊ&η ΟιιΙϊπγ&Ι Ιηίΐί&Ιίνοδ &ηά Ιΐιο Ιά&& οί & Νο\ν Ο ιχΙογ ϊη ΕιίΓορο, 1936-1945», διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο ΟοΙιιιπΗη, 2006. Ευχαριστώ τον Βο^αηιΐη ΜαΓίίη που συζήτησε αυτά τα θέματα μαζί μου και μου επέτρεψε να παραθέσω από τη διατριβή του. 48.\ν& Γΐπηοηί, Ιπ ύά β ΗίίΙβν’8 Η βαάριιατίβπ, 114.
49. Είμαι εξαιρετικά ευγνώμων στη Ηο11γ 0&δ6 που συζητήσαμε για την προσεχή της εργασία πάνω σε αυτό το θέμα. 5 0 .0 . \νοΐηΐ36Γ§, Ο βπηαηγ αηά ίΗβ 8ονίβί ϋη ίοη , 1939-1941 (Λέιντεν, 1954), 106-25. 51. Κ©ίΐ1ίη§6Γ, ΤΗβ Ηοιΐ8β ΒιιίΙί οη Ξαηά, 47-9. 52.0& ηο, Ο ίαη ο’8 Ώίατγ, 388* για το ιταλικό βαλκανικό μπλοκ, βλ. δοΙίΓεΐβεΓ κ.ά., Ο βπηαηγ αηά ίΗβ Ξββοηά ΨοΗά Ψαν, 381. 5 3 .Ώ Ο Ρ Ρ , τόμ. 11,639-41. 54. XV. Μαηοδοΐιοΐί, 'Ξβώίβη Ϊ8ί ]ηάβηβ*βί’: ΜίΙίίάήχβΗβ Ββ8αίζηη§8ροΙίίίΙ<: ηηά ΙηάβηνβτηίβΗίηηβ ίη 5βώίβη, 1941/42 (Μ όναχο, 1993), 18-19. 5 5 .0 Οοοββείδ παρατίθεται στο Η. υπιβΓεΐΙ, «Το\ν&Γ(1δ ΟοηΐίηεηΙ&Ι ϋοιηίη&Ιΐοη», στο Μϋίΐ&Γ^ΟδοΙιΐοΙιΐΙίοΙιεδ ΕθΓδθ1ιιιη§δ&ηιΙ, επιμ., Ο βπηαηγ αηά ίΗβ 8ββοηά \¥ ο ή ά ]Υατ, τόμ. 5:1, 99. 56. Βλ. την επιστολή του Ηίύ&τ στον Μιΐδδοΐΐηΐ, Κ. I. δοηΐ&§ και Ε δ. Βοάάΐο, επιμ., Ν αζί - 8ονίβί ΚβΙαίίοη8, 1 9 3 9 -1 9 4 1 (Ουάσινγκτον, 1948), 347-53' λν£ΐζδ&(±£Γ, \Υβίζ8άβΙίβν-Ραρίβνβ, 222'Κ6ΐΐ1ΐ磩Γ, ΤΗβ Ηοιΐ8β ΒιιίΙί οη 5 αηά, 62.
Κεφάλαιο 6: Πόλεμος εκμηδένιοης: μέσα στη Σοβιετική Ένωση
1. ΗΠΑ, Οίίΐοο οί ΐ1ΐ6 υηίΐοίΐ δί&ίοδ Οιΐβί οί Οουηδεί ίοτ ΡΐΌδβουΐίοη οί Αχΐδ Οπππη&1ΐίγ, Ν αζί Οοη8ρπαογ αηά Α§§τβ88ίοη, 8 τόμοι και συμπληρώματα (Ουάσινγκτον, 1946-7) (στο εξής Ν € Α ) , Συμπλήρωμα Α (Ουάσινγκτον, 1947), 331. 2. <Λνοΐδΐιη§ Ν γ 21. Ε& 11 Β&ι±>ΒΓθδδ&νοπι 18. 12. 1940», στο Ο. Κ. ϋβεΓδοΜτ και \Υ. λΥοΐΐε, επιμ., (υηίβτηβΗτηβη Βαώατο88α’: Οβτ άβαί8βΗβ ϋΗβτ^αΙΙ α η / άίβ 8ο\ν]βίηηίοη 1941: ΒβήβΗίβ , ΑηαΙγ8βη, Όο&ητηβηίβ (Πάντερμπορν, 1984), 298-300· Κ. I. Ατηοΐά, Όίβ ΨβΗπηαοΗί ηηά άίβ Ββ8αίζηη§8ροΙίίί1<: ίη άβη 1)β8βίζίβη ΟβΜβίβη άβν Ξο\ν]βίηηίοη: Κήβ§8βΐΗηιη§ ηηά Καάί^αΙί8ίβττιη§ ίτη (υηίβπιβΗτηβη ΒαώαΓθ88α’ (Βερολίνο, 2005), 80-83. Βλ. επίσης Α. Κ&γ, ΕχρΙοίίαίίοη, Κβ8βίίΙβτηβηί, Μα88 Μ ητάβη ΡοΙίίίβαΙ αηά Ε βοηοπιίβ ΡΙαηηίη§/'οτ· Οβηηαη Οβοηραίίοη ΡοΙίβγ ίη ίΗβ Ξονίβί ϋηίοη , 19 4 0 -1 9 4 1 (Νέα Υόρκη, 2006), κεφ. 3. 3. Έ η ^ λ ,Α ί ίΗβ Ηβατί ο/ίΗ β ΚβίβΗ , 96. 4. I. Μ&ΐδ1ίγ, Μ βπιοίϊ8 ο / α Ξονίβί ΑπιΗα88αάον: ΤΗβ \¥αν, 1 9 3 9 -1 9 4 3 (Λονδίνο: ΗυΙοΙιΐηδοη, 1967),
234-5. Ο. Κ. ϋβοΓδοΜΓ, «ϋ&δ δοΙΐ£Ϊΐ6Γη (ΐ£δ υηΐοΓηοΙιπίβηδ “Β&ΐ'6&ΐΌδδ&”», στο ϋβ£ΓδθΜτ και λΥείΐο, 'ϋηίβηιβΗτηβη ΒαώαΓθ88α\ 151* «Αιΐδζιι§ &ιΐδ ΗΜοτδ Αιΐδίϋΐιηιη^οη νοπι 30. 3. 1941 [ΗβΜογ]», στο ίδ ιο , 302-3· Β&τΙον, Η ίίΙβΓ^Αηηγ. 6. Ο. Β&Γΐον, ΤΗβ Εα8ίβτη Ενοηί, 1941-1945: Ο βηηαη Τνοορ8 αηά ίΗβ Β αώ αήζαίίοη ο/' \Υαήτινβ (Νέα Υόρκη, 1986). 7. Η. Η£€Γ και Κ. Ν&ιιηι&ηιι, επιμ., Ψαν ο / Εχίβπηίηαίίοη: ΤΗβ Οβηηαη ΜίΙίίατγ ίη Ψ ο ή ά Ψαν 11, 1 9 4 1 -1 9 4 4 (Νέα Υόρκη, 2000). 8 . Α. Ηϊ11§γπΙ)£γ, «Τ1ΐ£ ΟοΓΠι&η Μϋΐί&Γγ ΕοπάεΓδ’ νΐεν/ οί ΚΛΐδδΐ&», στο \ν£§η£Γ, επιμ., Ρνοτη Ρβαββ ίο Ψ αν , 169-87, εδώ 179-80. 9. Σ το ίδ ιο , 176-80· πβ. την πραγμάτευση στο ΑγποΜ, Όίβ ΨβΗηηαβΗί ηηά άίβ Ββ8αίζηη&φοίίίί/ί , 52-5.
5.
10. Κ. δοΜΙετ, «Τ1ΐ£ ΕδδΙοηι 0&ηιρ&ΐ§η &δ &ΤΓδηδροΓίδΐίοη απά διιρρ1γ Ργο61£πι», στο\¥£§η£Γ, επιμ., Ενονη Ρβαββ ίο Ψ αν , 206-19· «Αηοκ1ηιιη£ ά£δ ΟβΗ», 3 Απριλίου 1941, στο Ν. ΜϋΙΙεΓ, επιμ., Όβηί8βΗβ Ββ8αίζηη§8ροΙίίί£ ίη άβν ϋ ά 8 5 Κ , 19 4 1 -1 9 4 4 : ΌοΚηνηβηίβ , 35* Εη§ 6 ΐ, Α ί ίΗβ Ηβατί ο ( ίΗβ ΚβίβΗ , 105,108.
618
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
ΙΙ.Β εη δΐιερίιεπί, Ψατ ίη ίΗβ ΨίΙά Εα8ί: ΤΗβ Οβπηαη Α π η γ αηά $ονίβί Ραηίζαηχ (Καίμπριτζ, Μ ασσαχουσέτη, 2004), 53· Α. Οέΐΐΐϊη, Οβπηαη ΚηΙβ ίη Κιΐ85ία, 1941-1945: Α Οα8β 8ίαάγ ο / Οββιιραίίοη ΡοΙίίίβ8 (Μ πόουλντερ, Κολοράντο, 1981), 32-3. Οεηη&ηΐε. (Σ.τ.Μ.) 12.1. Ρθ£Γδΐ£Γ, «ΤΙιε Οεπη&η Α πηγ αηά ΐΐιε Ιά£ 0 ΐ0 §Ϊ£ίΐ1 ν^ίατ &§&ΐηδΙ 1\\& δονΐεί υηΐοη», στο Ο. ΗίΓδοΜεΙά, επιμ., ΡοΙίβίβζ ο / Οβηοβίάβ: Ιβ\ν$ αηά Ξονίβί Ρή§οηβν$ ο / Ψαν ίη Ν αζί Ο βπηαηγ (Βοστόνη, 1986), 18. 13. (1. δΐΓ£ΪΙ, Κβίηβ Καηιβηιάβη: Οίβ ΨβΙπηιαβΗί ιιηά άίβ 8θ\ν]βίΪ8βΗβη Κτίβ§8§β}'αη§βηβη, 1941-1945 (Βόννη, 1997), 55-6· Ρθ£Γδί£Γ, «ΤΙιε Οειτηαη Α πηγ αηά ΐΐι© Ιόοοίο^ΐο&ΐ λΥίΐΓ &§πΐηδΐ ΐΐιε δονΐεί
υηΐοη», 17. 1 4.0. δίτεΐΐ, «ΤΙιε Οεπη&η ΑΓηιγ αηά ΐΐιε Ροΐΐεΐεδ ο ί Οεηοεΐάε», στο Ηΐτδείιίείά, επιμ., ΡοΙίβίβ8 ο / Οβηοβίάβ , 5-6. 1 5.0. Η&Γίηι&ηη, «νεΛΓεεΙιεπδεΙιεΓ Κ πε§ - νεΛΓεε1ιεπδ£ΐιελνεΗΓηι&£ΐιΐ?», νίβνίβΙΐαΙικΗβφβ β τ Ζβίί§β8βΗίβΗίβ, 21 (2004)· Ν. Κΐεΐ\Η ίίΙβ ή 8 Ψ ατΑίηΐ8, τόμ. 2, 333. 16.Καγ, ΕχρΙοίίαίίοη, 190-91. 1 7 .0 Οοεββείδ παρατίθεται στο 1. δίεΐηβει^, «ΤΙιε Τΐιΐιτί Κεΐ<± Κείΐεεΐείΐ: ΟεΓηι&η Οΐνΐΐ ΑάηιΐηΐδίΓ&ίΐοη ΐη ΐίιε Οεειιρΐεά δονΐεί υηΐοη, 1941-1944», Εη§Ιί8Η Ηί8ίοήβαΙ Κβνίβνν , 110:437 (Ιούνιος 1995), 626· I. Βΐ11ΐ§, Α φ β ά Κο8βιώβΐ'£ άαιΐ8 Γαβίίοη ίά έοΐοφ μ ιβ , ρ ο ΐίίίφ ιβ βί αάτηίηί8ίναίίνβ άΐΛ ΚβίβΗ ΗίίΙέήβη (Παρίσι, 1963), 197* 1. Ροδί. ΤΗβ Ραββ ο / ίΗβ ΤΗίνά ΚβίβΗ: ΡοΠηιίί8 ο/ίΗ β Ναζί ΕβαάβΓ8Ηίρ (Λ ονδίνο, 1979), 250. 18.θ3ΐ1ΐη, Ο βπηαη ΚιιΙβ , 50-51· Κπγ, ΕχρΙοίίαίίοη, κ εφ . 3-4. 19.0 . Αίγ, ΎΗβ ΡίηαΙ ΞοΙιιίίοη ’: Ν αζί ΡοριιΙαίίοη ΡοΙίβγ αηά ίΗβ Μιινάβτ ο / ίΗβ Εατορβαη Ιβ\\’8 (Λονδίνο, 1999), 161. 2 0 .0 Ο όπη§ παρατίθεται στο δίιερίιειχΐ, Ψαν ίη ίΗβ ΨίΙά Εα8ί, 25. 21. Α. Ό&11ΐη, Οβπηαη ΚαΙβ, 39-40· Κ&γ, ΕχρΙοίίαίίοη, 50-51. 22.Ό&11ΐη, Οβπηαη ΚαΙβ, 52-3· Αι*ηο1(1, Οίβ ΨβΗΓηιαβΗί αηά άίβ Ββ8αίζηη§8ροΙίίί&, 85-7. 23. Οαΐΐΐη, Οβντηαη ΚαΙβ, 54. 2 4 .Σ το ίδιο, 56. 25.Σ το ίδιο, 76· Η. ΤτενοΓ-ΚορεΓ, επιμ., ΗίίΙβήζ ΤαΜβ ΤαΙΚ (Οξφόρδη, 1988), 3-5. 26. «Αιΐδζιι§ &ιΐδ εΐηεηι ΑΙ^ΐεηνεπηεΓ^ νοη ΚεΐοΙίδΙεΐΐεΓ Μ. Βοιτη 3 ηη νοηι 16. 7.1941», ϋβεΓδοΙιέίΓ και λΥεΙΙε, ^υηίβηιβΗιηβη Βαώανο88α \ 330-31. 27. Κΐεΐι, ΗίίΙβτ’8 Ψ ανΑίηΐ8, τόμ. 2,326 επ. 28.0&11ΐη, Οβπηαη ΚαΙβ , 128· Οόπη§, 31 Ιουλίου 1941, στο ΜϊύΙ&τ, Ώβαί8βΗβ Ββ8αίζαη£8ροΙίίάϊ ίη άβΓ ίΙά 8 8 Κ , 18Τ Ο. ΒγηιιΙϊ^βπι, 8 ο Ηαί β8 8ίβΗ ζα§βίτα§βη... Είη Εβύβη αΪ8 8οΙάαί αηά ΟίρΙοηιαί (Βύρ-
τσμπουργκ, 1968), 343. 29. ΚθδεηβεΓ§, στο ϋβετδοΜΓ και \ν ε ίίε , 'ϋηίβπτβΗητβη ΒαώαΓθ88α , 332· Κεΐί1ΐη§εΓ, ΤΗβ Ηοα8β ΒηίΙί οη 8αηά 143* Κ αγ, ΕχρΙοίίαίίοη, 193. 30.8ΐεΐηβεΓ§, «ΤΙιε Τΐιΐτά Κεΐείι Κ είΐεεΐεά», 62Τ Β. Ο ιΐαπ, Α11ία§ Ηίηίβν άβν Ενοηί: Ββ8αίζαη§, ΚοΙΙαΒοΓαίίοη αηά ΨίάβΓ8ίαηά ίη Ψβί88πΐ88ΐαηά, 1941-1944 (Ντύσσελντορφ, 1998), 59-60. 31. ΒπηιϊΪ£ 3 ιτι, 8ο Ηαί β8 8ίβΗ ζα§βίνα§βη, 366-71. 32. Κΐεΐι, ΗίίΙβΚϊ Ψ ανΑ ίηΐ8 , τόμ. 2, 378· Ν Ο Α , Συμπλήρο^μα Α, 331. 33. Α. Ρηΐδΐη, «Α Οοπιηιιιηΐΐγ οί νΐοΐεηοε: ΤΙιε δ ΐΡ ο/δ ϋ αηά ΐΐδ Κοίε ίη Ιΐιε Ναζί ΤεΓΓΟΓ δγδΐ£ηι ΐη θ£η£Γ&15£ΖΪΓΐί Κΐ£\ν», ΗοΙοβαιΐ8ί αηά Οβηοβίάβ 8ίαάίβ8, 21:1 (άνοιξη 2007), 1-30. 34. Για τον Ηαηδ Κοαίι, βλ. Α. Καρρ£ΐ£Γ, «ϋΙ^Γ&ΐηΐ&η ΗΐδΐΟΓν ίτοπι α Οζτνηαη Ρ£Γδρ££ίΐν£», 81ανίβ Κβνίβ\ν, 54:3 (φθινόποορο 1995), 691-701. 35.Τ. Αη0£Γδοη, «θ£ΓΓηίΐηδ, υ^Γ&ίηΐπηδ ειηό Ιελνδ: Είΐιηΐο Ροΐΐΐΐοδ ΐη Η££Γ£δ^£5Ϊ£ΐ δ ϋ ό 1αη£-Οεο£ηι5£Γ 1941», Ψ ατίη ΗΪ8ίοιγ 7:3 (2000), 321-51, εδο) 336-46. 36. V. ΕιίΓΩπηδ, Ε α ίιϊα ίη Ψ οή ά Ψαν Τινο (Ν έα Υόρκη, 2006), 175. 37. ΚΐοΗ, Ηίύβή8 \ΥανΑίιη8, 358" ΒΓαυίΐ§3 πι, 8ο Ηαί β8 8ΪβΗ ζα§βίηι§βη. 355-6. 38. Κΐείι, ΗίίΙβή8 1¥αΓΑίηΐ8, τόμ. 2, 360-62. 39 .Σ το ίδ ιο, 3661 € . Οετί&οίι, ΚαΙίαιΙίβηβ ΜοηΙβ: Οίβ άβαΐ8βΗβ Ψ ίιΐζβΙκφζ- ιιηά V?ιηίβΗίιιη§8ροΙίίίΙ<: ίη \Υβί88ηΐ88ΐαηά, 1941 ί>Ϊ8 1944 (Αμβούργο, 1999), 196-9.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
619
40. Α. Κοδεηβει^, Τβίζιβ Ακ/ζβίβΗηηηββη: ΙάβαΙβ ηηά ΙάοΙβ άβν η αζι οη α ΐΗοζίαΙίαίίχβΗ βη ΚβνοΙηίίοη (Γκαίτινγκεν, 1955). 166.
41. Μ. ΒΓοε1αηεγεΓ, ΞίαΙίη. ίΗβ Κιΐ58ίαη8 αηά ίΗβίν Ψαν, 1941 -1 9 4 5 (Μ άντισον, Ουισκόνσιν, 2004), 56-7* Κ. ΒετΙίΗοίί', Η αη β$ί ο / Ββ8ραίν: Τί/β αηά ΟβαίΗ ίη ϋ^ναίηβ ιιηάβν Ν αζί ΚηΙβ (Καίμπριτζ, Μ ασσαχουσέτη, 2004). 14-20. 42.ϋ&11ΐη, Ο βηηαη Κιύβ, 65· Αηάετδοη, «Οεητίδηδ, υΐα&ΐηΐαηδ ζηά Ιε\νδ», 337. 4 3 . ϋ 3 ΐ1ΐη, Ο βηηαη ΚηΙβ, 64. 44 .Στο ίδ ιο , 63. 4 5 .Σ το ίδιο, 57, 65. 46. ϋβετδεΜ τ και \ ¥ ε 11 ε, επιμ., 'ϋηίβνηβΗηιβη ΒανΗανο88α\ 312,316-18. 47.ϋα11ΐη, Οβηηαη ΚηΙβ, 66-9. 48. δ. Ρ. Μ&οίχηζΐε, «ΤΙιε ΤΓε&ΐιηεηί οί' Ρπδοηετδ οί \¥&γ ίη \¥ογΜ \¥&γ II», ΙοηηιαΙ ο$ Μοάβνη Η Ϊ8ίοιγ , 66:3 (Σεπτέμβριος 1994), 487-520. 49. Μ. Βαίίοιιτ, ΗβΙνηαΐΗ νοη Μοίίΐϊβ: Α Εβαάβν α$αίη8ί ΗΐίΙβν (Α ονδίνο, 1972), 170, 175· Ο. ναη Κοοη, «Οτ&ί Μοίΐΐ^ε &1δ νδΙΙίεΐΎεεΙιΙΙεΓ ΐτη Ο Κ \¥», νίβνίβΙ]αΗν8Ηφβ β ν Ζβίί§β8βΗίβΗίβ, 18:1 (1970), 12-61. 50. ΑγποΜ, Οίβ ΨβΗννηαβΗί ιιηά άίβ Ββ8αίζηη§8ροΙίίίΙ<:, 328-9· Μ&οΐίεηζΐε, «ΤΙιε Ττε&ΙηιεηΙ οί Ρπδοηετδ ο ί \Υβγ ΐη \¥ογΜ Ψ ά τ II», 507. Για τον Κεΐίεΐ και τον Ιοάΐ, ΙηΙεΓηΗίΐοηΒΐ ΜΐΙΐίΗΓν Τπβιιη&1, ΤνίαΙ ο/ίΗβ Μ α/ον Ψαν Ο ϊη η η α Ιϊ Ηβ/ονβ ίΗβ ΙηίβνηαίίοηαΙ ΜίΙίίανγ ΤνίίηιηαΙ ΝιινβιηΙ?βι% 14 ΝονβιηΗβν 1 9 4 5 -1 ΟβίοΗβν 1946 , 42 τόμοι (Νυρεμβέργη, 1947-9) (στο εξής Τ Ψ 01, τόμ. II (1947), 56· τόμ. 15 (1948), 360-61. 51. Ατηοΐά, Β ίβ ΨβΗηηαβΗί ηηά άίβ Ββ8αΐζηη§8ροΙίίί1ί, 336-7. 52. λ¥. Τοίηΐΐί, Ν ίηβ Πνβ8: ΕίΗηίβ Ο ο η β β ί ίη ίΗβ ΡοΙί8Η-ΙΙ^ναίηίαη ΒονάβνΙαηάΞ (Λονδίνο, 1999), 26* Ατηοΐά, Β ίβ ΨβΗηηαβΗί ηηά άίβ Ββ8αίζηη§8ροΙίίί1<, 355-6. 53.Κιο1η,ΗίίΙβν’8 Ψ ανΑ ίηΐ8 , τόμ, 2, 375. 54.Η&τΙηίδηη, «νεΓβΓεοΙιεπδοΙιεΓ Κπε§»* Βετίίΐιοίί, Ηαη>β8ί ο / ΒβΞραίν, κεφ. 4· Ατηοΐοΐ, Β ίβ ΨβΗηηαβΗί ηηά άίβ Ββ8αΐζηη&φοίίίίΐϊ, 353. 5 5 .0 . ΗδΓΐτηαηη, «“Μ&δδεηδΙεΛεη οάετ Μ 3 δδεηνε^η^^]11;ιιη§,,: δονφΐΐδείιε Κπε§δ£εί&η§εηε ΐηι “υη ΐεπιείιπ ιεη Β&Λ&ΓΟδδίΐ”», ΥίβνίβΙ]αΗν8Ηβββ β ν Ζβίί§β8βΗίβΗίβ, 21 (2001), 102-58* Ατηοΐά, Β ίβ ΨβΗηηαβΗί ηηά άίβ Β β 8 α ίζ η η § 8 ρ ο Ιίίί 357. 56 .Σ το ίδ ιο , 372, 407* Μ 2 (±εηζιε, «ΤΙιε Ττε&Ιιηεηΐ οί Ρπδοηετδ οί \ν<ΐΓ ΐη λΥοτΜ \¥&γ II», 510—1 Τ Οετίδοΐι, ΚαΙ&ηΙίβνίβ Μ ονάβ , 811· € . δίτεΐΐ, «δονΐεΐ Ρπδοηετδ ο ί \¥&γ ΐη Ιΐιε Ηδηάδ οί Ιΐιε λΥεΙιπη&εΙιΙ», στο Η εετ και Ν&ιπη3 ηη, επιμ., Ψ ανο/Ε χίβννηίηαίίοη, 80-91. 57. Οετίαοΐι, ΚαΙΙϊηΙίβιΐβ Μ ονάβ , 797-802* δΐτεΐί, «δονΐεΐ Ρπδοηετδ οίλΥ&Γ», 82. 58.Μϋ11ει\ επιμ. ΒβηίΞβΗβ Ββ8αίζηη%8ροΙίύΚ, 195· Βετίϋιοίΐ, ΗατνβΜ ο{ΒβΞραίν , 99, 164-8* ΟβεΓδοΜι και \Υε11;ε, επιμ., 'ϋηΐβνηβΗνηβη ΒανΗανο88α\ 335· ΜΐΠΐ&Γ^εδοΙιΐοΙιΙΙΐοΙιεδ ΡθΓ8θ1ιιιη§δ3 ΓηΙ, επιμ,, Ο βηηαηγ αηά ίΗβ 8ββοηά ΨονΙά Ψαν , τόμ. 5:1, 1166· Κ. 1. Ατηοΐά, «Οΐε Ετοβειπη^ ιιηό Β ε 1ΐ 3 η(11 υη§ άετ δΐπάΐ Κΐεν ά υ π ± όΐε ^Υεΐιηηίΐοΐιί ΐηι δερΐειηβεΓ 1941: Ζυτ Κίκΐΐΐν&ΐΐδΐεπιηΐί άον Βεδ 3 ΐζυη§δρο 1ΐΙΐ1ο>, ΜίΙίίάν§β8βΗίβΗίΙίβΗβ ΜίίίβίΙιιηξβη , 58:1 (1999), 23-63. 59. Κθδεη6ετ£-Κεΐΐε1, 28 Φεβρουάριου 1942, ϋ^εΓδοΙίΗΓ και \¥ είίε, επιμ., 'ίΙηίβιηβΗητβη Βανϊκινο8$α \ 399-400. 60.0. Η&Γίηιαηη, «ΜδδδεηδΙεΛεη οάετ Μ 3 δδεηνετηΐοΗΐιιη§?», παράθεμα 158. 61 .Στο ίδιο· Οετί&οΐι, ΚαΙ^ηΙίβνίβ Μονάβ, 814-17· ϋ . Η ε Λ ε η , « Γ ^ ο υ τ αηά ΕχΙεπηΐηοΐΐΐοη: Εοοηοηιΐϋ ΙηΙετεδΙ Ηηά ΐΐιε ΡηΓηδεν οί ΨβΙίαη8βΗαηηη§ ΐη Νίΐΐΐοηαΐ δοοΪΒΐΐδηι», Ρα8ί αηά Ρνβ$βηί, 138:2 (1993), 144-95. 62. Α. Ηΐΐΐ, ΤΗβ Ψαν ΗβΗίηά ίΗβ Εα8ίβνη Ενοηί: ΤΗβ 5ονίβί Ρανίί8αη Μ ονβιηβηί ίη Ν οηΗ -η!β8ί Κη88ία, 1941-1944 (Άμπιγκντον, 2005), 69-70, 82-7* ΗδΠηίίαη, «ΥεΛΓεοΙιεπδοΙιε Κι·ίε§», 300. 63.ΗΪ11, Ψαν δβΗίηά ίΗβ Εα8ίβηι Ενοηί, 55, 60· δ1ιερϊιεΓ<3, Ψαν ίη ίΗβ ΨίΙά ΕαΞί, 60-62* Αηάεΐ'δοη, «Οεττη^ηδ, υΐ^Γδΐηΐδηδ αηά Ιε\νδ», 338-9. 64.ΗΪ11, Ψαν ΙιβΗίηά ίΗβ Εα8ίβνη Ενοηί , 47-8. 65. δΐιερίιετά, Ψαν ίη ίΗβ ΨίΙά Εα8ί. 95-8. 66 .Σ το ίδιο, 104-5.
620
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
67. δ. ΡπεάΙέϊηάεΓ, ΤΗβ Υβαν8 ο / Εχίβπηίηαίίοη: Ναζί Ο βηηαηγ αηά ίΗβ Ιβ\ν8, 1 9 3 9 -1 9 4 5 (Ν έα Υόρκη, 2007), 215-17. 68 . ΡοεΓδίετ, «ΤΙιε Οεπη&η Α πηγ αηά Ιάεο1ο§ΐεα1 λΥ&Γ», 20* ΑηάεΓδοη, «Οεπη&ηδ, υΐα&ηΐ&ηδ &ηά Ιε\νδ»* Κ. I. Ατηοΐά, «Όΐε ΕΓθ6 εηιη£ ιιηά Βε1ι&ηά1ιιη§ άεΓ δί&άΐ Κΐεν άιίΓοΙι άΐε \Υε1ΐΓηι&ε1ιΐ ΐηι δερίεηιβεΓ 1941: Ζ ιιγ Καάΐ1ί&1ΐδΐεπιη£ άεΓ Βεδαίζιιη^δροΐΐίΐΐο, ΜίΙΐίάν§β8βΗίβΗίΙίβΗβ ΜΐίίβΐΙηη§βη , 58:1 (1999), 23-63. 69.0 Ν εβε παρατίθεται στο Κ. Β. Βίπι, Οίβ ΗόΗβνβη 55- αηά ΡοΚζβΐβϊΗνβν: ΗΐνηνηΙβν8 Υβνίνβίβν ΐηι ΚβίβΗ αηά ίη άβη ΗβΞβίζίβη ΟβΝβίβη (Ντΰσσελντορφ, περ. 1986) 286' ϋβεΓδεΜΓ και \¥ είίε, επιμ., 'ΙΙηίβπτβΗηιβη ΒανΗανο88α\339-40, 344-5. 70. Τ. ΑηάεΓδοη, «Ιηεΐάεηί αί Β&Γ&ηΐνΙίΗ: Οεπη&η Κερπδ&ΐδ &ηά ίΐιε δονΐεί Ρ&Γίΐδ&η Μ ονειηεηί ΐη υΚπιΐηε, Ο οίοβεΓ-ϋεοεηιβεΓ 1941», ΙοηπιαΙ ο/ Μ οάβπι ΗΪ8ίονγ, 71:3 (Σεπτέμβριος 1999), 585-623, εδώ 602. 71. Η. ΗεεΓ, «Κΐ11ΐη§ Ρΐείάδ: ΤΙιε λΥεΙιπη&εΙιί αηά ίΐιε Ηοΐοε&ιΐδί ΐη Βε1οηΐδδΐ&, 1941-1942», στο ΗεεΓ και Ν&υηιαηη, επιμ., Ψαν ο / Ε χίβπηίηαίίοη, 55-80· επίσης, \¥ . Μ^ηοδείιείί, «“ΟθΓηΐη§ &1οη§ ΐο δΐιοοί δοπιε Ιε\νδ?” ΤΙιε ϋεδίηιείΐοη ο ί ίΐιε 1ε\νδ ΐη δεΛΐα», στο ίδ ιο , 39-55* Ρδ-3428, στο δ. Κτΐε§εΓ, Ν αζί Ο β π η α η γ’8 Ψαν α§αΐη8ί ίΗβ Ιβ\ν8 (Ν έα Υόρκη, 1947). 72. Ε. δπιΐΐονΐΐδίίγ, «Κΐ^ΙιΙεοιίδ Οεηίΐΐεδ, ΐΐιε Ρ&Γίΐδ&ηδ αηά 1ε\νΐδ1ι διίΓνΐναΙ ΐη Βείοηΐδδΐα, 1941-1944», Η οΙοβαη^ίαηά Οβηοβίάβ 5ίηάίβ8 , 11:3 (χειμώνας 1997), 301-29. 73.Μ. νεδίεπηαηΐδ, στο ΗεεΓ και Ναυηι&ηη, επιμ., Ψαν ο / Ε χίβπηίηαίίοη, «Τοε&1 ΙιεαάςηαΓΐεΓδ Τΐερα]α: ί\νο ιηοηίΐΐδ ο ί Οεπηαη οεευρ&ίΐοη ΐη ίΐιε δΐίΓηιηεΓ ο ί 1941», στο ίδιο, 219-36. 74. ΜϋΙΙεΓ, ΟβηίΞβΗβ Ββ$αίζηη&ψοίίίί/ϊ ίη άβν υ ά 5 5 Κ , 72. 7 5 .0 . δ\ν&ΐη, Ββί\νββη 5ίαΙίη αηά ΗΐίΙβν: ΟΙα$5 Ψαν αηά Καββ Ψαν οη ίΗβ Όνίηα, 1940 -1 9 4 6 (Λονδίνο, 2004), 70. 76.Ρ. Εοη§επε1ι, «Ρ γογπ Μ&δδ ΜιΐΓάεΓ ΐο ΐΐιε “ΡίηαΙ δοΐυίΐοη”: ΤΙιε δ!ιοοίΐη§ ο ί Ιε\νΐδ1ι Οΐνΐΐΐ&ηδ άιιπη§ ίΐιε ΡίΓδΐ Μοηΐΐΐδ οί ΐΐιε Ε&δίεπι Ο&ηιραΐ^η \νΐΐ1ιΐη ίΐιε Οοηίεχί ο ί Ν&ζΐ Ιε\νΐδ1ι Οεηοοΐάε», στο ΗεεΓ και Ναιιηιαηη, επιμ., Ψαν ο/Ε χίβ π η ίη α ίίοη , 253-74. 11 .Σ το ίδιο.
78. λ¥. Βεηζ, επιμ., Είηζαίζ ΐηι ΚβίβΗ$]ίοηινηΐ$$ανίαΙ ΟχίΙαηά: Οο&ηνηβηίβ ζηηι ΥόΙΙίβνηιονά ΐηι ΒαΙίΐ/αιιη ηηά ΐη Ψβΐ88ηΐ88ΐαηά, 1 9 4 1 -1 9 4 4 (Βερολίνο, 1998), 33-5,43. 79.Κτΐε§εΓ, Ν αζί Ο β π η α η γ’8 Ψαν α$αΐη8ί ίΗβ Ιβ^8, 355-6* Α. δίΓαιι§&, «ΤΙιε Ηοΐοε&ιΐδί ΐη οεευρΐεά Ε&ίνΐ&, 1941-1945», στο δγιηροδΐυπι οί ΐΚε ΟοηίΓηΐδδΐοη οί ίΐιε Ηΐδίοπ&ηδ οί Ε&ίνΐ&, τόμ. 14, ΤΗβ Ηΐάάβη αηά ΡονΗάάβη ΗΪ8ίονγ ο / Εαίνΐα ιιηάβν 5ονΐβί αηά Ν αζί Οββηραίίοη, 1940-1991 (Ρίγα, 2005), 161—74* Ό . ΕΓ§1ΐδ, «Α Ρε\ν Ερΐδοάεδ ο ί ίίιε Ηοΐοε&υδί ΐη Κυδίρΐΐδ: Α ΜΐεΓοεοδηι ο ί ίίιε Ηοΐοε&υδί ΐη Οεευρΐεά Ε&ίνΐ&», στο ίδ ιο , 175-87. 80. Ρ. Εοη§επε1ι, «Ρ γογπ Μ&δδ ΜιΐΓάεΓ ΐο ίΐιε “Ρΐη&1 δοΐυίΐοη”». 81.Α1γ, ΎΗβ ΡίηαΙ 5οΙη ίίοη ’, 137-48* Κΐεΐι, ΗΐίΙβν’8 Ψ ανΑΐηΐ8, τόμ. 2,352. 82. Ε. Η&6 εΓεΓ, «ΤΙιε Οεπη&η Ροΐΐεε αηά Ο εηοεΐάε ΐη Βε1οηΐδδΐ&, 1941-1944. Ρ^γΙ 1: Ροΐΐεε ϋερ1ογηιεηί αηά Ν&ζΐ Οεηοεΐάαΐ Οη*εείΐνεδ», ΙοηπιαΙ ο/Ο β η οβίά β Κβ8βανβΗ, 3:1 (2001), 13-29. 83.ΒεΓΐάιοίί, Ηαννβ8ί ο/ Οβ8ραίν , 48* Η. ΒυεΙιΙιεΐΓη, «Οΐε ΙιόΙιεΓεη δδ- υηά ΡοΙΐζεΐίϋΙίΓεΓ», νίβνίβΙ]αΗν8Ηβββ β ϊν Ζβίί§β8βΗΐβΗίβ, 11 (1963), 368-71* Η&βεΓεΓ, «ΤΙιε ΟεΓπι^η Ροΐΐεε αηά Οεηοεΐάε», 26-7. 84. Ε. δηιΐ1ονΐΐδ1ίγ, «Α ϋεπιο§Γ&ρ1ιΐε ΡΓοίΐΙε ο ί ΐΐιε 1ε\νδ ΐη Βείοηΐδδΐα ίΓοηι ΐΐιε ΡΓε\ν&Γ Τΐηιε ίο ίΐιε Ροδΐ^ν&Γ Ύϊηι&», ΙοηπιαΙ ο/Ο β η οβίά β Κβ8βανβΗ, 5:1 (2003), 117-29.
Κεφάλαιο 7: Κάντε πάλι γερμανική αυτήν τη γη για μένα! 1. Ο. ΒΓγ&ηί, Ρνα§ηβ ίη ΒΙαβΚ: Ν αζί ΚηΙβ αηά ΟζββΗ ΝαίίοηαΙΪ8νη (Καίμπριτζ, Μ ασσαχουσέτη, 2007), 117. 2. Α. Ηοΐιεηδίεΐη [¥ταηζ Ηεΐηηεΐι Βοείί], ΨαπΗβΙάηάί8βΗβ8 Τα^βΗηβΗ αη8 άβηΙαΗνβη 1941/42 (Στουτ γάρδη, 1961), 39. 3. Σ το ίδ ιο , 174-5. Η πηγή αυτή να χρησιμοποιείται με προσοχή: βλ. ΡιιΛεΓ, «Οοΐη§ Εδδί», κεφ. 5. 4. Παρατίθεται στο ΡεΓεηε, ζ)ηβ11βη, 51.
ΣΗΜ ΕΙΩΣΕΙΣ
621
5. Η. Ρπη§ΐ€, ΤΗβ Μαζίβν ΡΙαη: ΗίηιηιΙβν^ 8βΗοΙαν8 αηά ίΗβ ΗοΙοβαιι$ί (Ν έα Υόρκη, 2006). 6 . Ο ΗίιτίϊτιΙει- στο τεύχος Ιουνίου-Ιουλίου 1942 του Όβηί8βΗβ Α ώ β ίίβ ψ α ϊίβ ί, παρατίθεται στο Ο. Μ&άα)ογ1<:, «ΌεροΓΐαΐϊοηδ ΐη ΐΐιε Ζ&ηιοδο Κ©§ΐοη ΐη 1942 αηά 1943 ΐη ύ \ε Γΐ§1ι1 οί Οετηιαη Ό οο\ιπ ιεη ί$ » ,Α β ία ΡοΙοηίαβ Ηί8ίοήβα, 1 (1958), 78. 7. Τ&γΙοΓ, ΤΗβ Οή§ίη8 ο / ίΗβ 8ββοηά Ψ οή ά Ψατ. 8. Βλ. Ο. Μ. Ηιιΐΐοη, Καββ αηά ίΗβ ΤΗίνά ΚβίβΗ: Είη§ηί8ίίβ8, ΚαβίαΙ ΑηίΗνοροΙο§γ αηά Οβηβίίβ8 ίη ίΗβ ΌίαΙββίίβ ο /Υ οΙΚ (Καίμπριτζ, 2005) για μια συναρπαστική πραγμάτευση. 9. I. Ηεΐηεηι&ηη, ζΚα88β, 8ίβάΙηη§, άβηί8βΗβ8 Β Ιηί’: Όα$ Κα88β- ηηά 8ίβάΙηη§8Ηαηρίαηιί άβτ 8 8 ηηά άίβ Γα88βροΙίίί8βΗβ Ν βηονάηηηξ ΕηΓορα8 (Γκαίτινγκεν, 2003), 119-22· I. Ηβ&γ, «0©πηαη θ8ί/θΓ8βΗηη§ Εΐη<1 Αηίΐ-δειηΐΙΐδηι», 15· Ε. Εΐιτοητοΐοΐι, «Οίίηι&Γ νοη ν©Γδθ1ηι©Γ αηά ύι& “δοΐοηΐΐίΐο” Εε^ΐίΐηιΐζ&ΐΐοη οί Ν^ζΐ Αηΐΐ-Ι©\νΐδ1ι Ρο1ΐογ», ΗοΙοβαη8ί αηά Οβηοβίάβ 8ίηάίβ8 , 21:1 (άνοιξη 2007), 58-60· Ο. νοη ν©Γδ<±ιι©Γ, «Κ&δδ6ηβίσ1θ£Ϊ6 ά&ν Ιηάοη», ΡοκβΗ ηηξβη ζητ Ιηάβηβαξβ, 3 (1938). 1 0 .0 . Α1γ και Κ. Η. Κοίΐι, ΤΗβ Ναζί Οβηχηχ: Ιάβηίίββαίίοη αηά ϋ ο η ίτο ί ίη ίΗβ ΤΗίνά ΚβίβΗ (Φιλαδέλ φεια, 2004). ΙΙ.Ο οβοΙ, Ήβίηι ίη8 ΚβίβΗΓ, 222-7, 288· Κ. ΚοεΜ, Κ Κ Ρ ϋ Υ : Ο βηηαη Κβ8βίύβπιβηί αηά ΡορηΙαίίοη ΡοΙίβγ 1939-1945: Α Η ί8ίοιγ ο / ίΗβ ΚβίβΗ €ογηπιί88ίοη /ογ ίΗβ 8ίΓβη§ίΗβηίη§ ο / Ο βηηαηάοηι (Καί μπριτζ, Μ ασσαχουσέτη, 1957), 40-41. 1 2 .0 . Κ5(±εη1ιοίί, «ΟΐΌβΓ&υηι§6ά&ηΐ£6 ιιηά νοΙΗδοΙιε Ιά&ο ΐτη Κοοίιΐ», Ζβίί8βΗήβ β ΐν Αη8ΐάηάί8βΗβ8 ό]/βηίΙίβΗβ8 ΚββΗί ηηά ΥόΙ&βπββΗί, 12 (1944), 34-82, εδώ 34· ]. Μΐΐοΐον^, «Όϊ& Νδ-ΡΙέϊηο ζυτ Εόδυη§ άζτ “Ιδοΐιοοίιΐδοΐιεη Ργη§0 ”», στο Βταηάοδ κ.ά., επιμ., Ετζ\νηη§βηβ Ττβηηηη§, εδώ 24· Οοηη©11γ, «Ν&ζΐδ αηά δίανδ», εδώ 5-6. 13.Η6Ϊηοηΐ8ΐηη, (Κα88β, 8ίβάΙηη§, άβηί8βΗβ8 Β Ιηί’, 127-49· Κ ο ε \ύ , Κ Κ Ρ Ώ Υ , 42-3. 14. Παρατίθεται στο Τ. Ζαΐιτα, Κίάηαρρβά 8οηΪ8: Ν αίίοηαΙ Ιηάί$βϊβηββ αηά ίΗβ Βαίίίβ ('οτ ΟΗίΙάτβη ίη ίΗβ ΒοΗβηιίαη Εαηά8, 1 9 0 0 -1 9 4 5 ("Ιθακα, 2008), κεφ. 6 . Βλ. επίσης ΖΪ6ΐη1ί 0 -ΡθΓ6 Ϊ§η ΜΐηΐδΙτγ, 5 Οκτωβρίου 1940, στο Ε. Ρ ο ΐΐ^ ο ν και Τ λΥυΙί, επιμ., Ώα8 Ο ή ίίβ ΚβίβΗ ηηά 8βίηβ Όβηΐίβγ (Βισμπάντεν, 1989), 492-3. 1 5 .0 . Βτγ&ηΐ, «ΕΐίΙιεΓ Οοπη&η ογ Οζ©ο1ι: Εΐχΐη§ Ν&ΐΐοηα1ΐίγ ΐη Βο1ΐ6ΐηΐ& αηά Μοτανΐδ, 1939-1946», 81ανίβ ΚβνίβΜ, 61:4 (χειμώνας 2002), 683-706, εδώ 688· Ζαΐιτα, Κίάηαρρβά 8οηΪ8 , οΐι. 6, 289. Ευχα ριστώ την Ύάχά Ζ&1ιγ& για τη βοήθειά της σε αυτό το θέμα. 16.Βτγ&ηί, «Ε ϊιΙιογ ΟοτηίΕη ογ Οζεοΐι», 686-7. 17.143.000 από αυτούς προσπάθησαν να αντιστρέφουν αυτή την απόφαση μετά το 1945. Τ. Ζ ά\ ϊχά, «Κεοΐδΐηιΐη^ ΟΜΙάτεη ίοτ ύι& Ν&Ιΐοη: Οεπη&ηΐζ&Ιΐοη, Ν&ΐΐοη&Ι Αδοπρΐΐοη &ηά ΌοηιοοΓαοΥ ΐη ί1ΐ€ ΒοΙιειηΐΒη Ε&ηάδ, 1900-1945», ΟβηίταΙ Εητορβαη Ηί8ίοη?, 37:4 (2004), 501-43, εδώ 529-30. 18.Σ το ίδ ιο, 501,530,533. 19. Ζ&1ίγ&, Κίάηαρρβά 8οηΪ8, κεφ. 6, 8. 20. ΊΊΥΟ, τόμ. 5, 91-4· Νο&Ι^δ και Ρπάΐι&ηι, επιμ., Ναζί8ηι, 1 9 1 9 -1 9 4 5 , 951. Οι πολωνικές εκτιμήσεις έδιναν 92 τοις εκατό πολωνικό πληθυσμό και 6 τοις εκατό γερμανικό, δοΐιεοΐιΐηι&η, Εητορβαη ΡορηΙαίίοη Τ γ α η φ π , 264. 21.Νοα1ίθδκαιΡπς11ΐΕΐηι, επιμ., Ναζί8ηι, 1919-1 9 4 5 , 932-4. 22.77^0, τόμ. 5,102-3* Ηοΐηοιηαηη, (Κα88β, 8ίβάΙηη§, άβηί8βΗβ8 Β 1ηί\ 193· υπόμνημα Μ εγ 6Γ Ιανουαρίου 1940, Κ οΙιγ και Ε. Η©ο]£6γ1:, επιμ., Όίβ /α8βΗί8ίί8βΗβ 01<;1<;ηραίίοη8ροΙίίί1<; ίη ΡοΙβη (1 9 3 9 -1 9 4 5 ) (Βερολίνο, 1989), 159-60. 23.Η€Ϊη6ΐηαηη, (Κα88β, 8ίβάΙηη§, άβηί8βΗβ8 Β Ιη ί’, 228-30* Κο ο \ύ ,Κ Κ Ε Ω Υ , 117. Από την Οστφαλία (πβ. τη Βεστφαλία). (Σ.τ.Μ.) 24.Νο&1ί6δκαιΡΓκ11ι&ιη, επιμ., Ναζί8πι, 1 9 1 9 -1 9 4 5 , 942-4. 25.7ΤΓΟ, τόμ. 4 (Ουάσινγκτον, 1949), 980-85* Ν. Οοάδ, «Β1&<± Μ&Λδ: Ηΐίίοτ’δ ΒγΛογυ οί Ιιΐδ δοηΐοτ ΟίίΐοοΓδ άυπη§ \¥ογΜ λΥ&τ II», ΙοηηιαΙ ο /Μ ο ά β η ι Ηί8ίοτγ, 72:2 (Ιούνιος 2000), 413-52, εδώ 447. Ο ίδιος ο Μ&ηδΐ0 ΐη λάβαινε σημαντικά χρηματικά δώρα από τον Ηΐΐίετ. 26.Ηατΐ6η, Όβ-ΚηΙίηΓαίίοη ηηά Οβηηαηί8ίβηιη§, 86-7* V. Ο. Γιιηΐίΐηδ, «Α Κε&δδΟδδηίβηί οί Υο1^8άβηί8βΗβ αηά Ι 6\νδ ΐη ύ\& ν ο 11ιγηΪ3 -θΒΐΐοΐ&-ΝΒΓ0λν Κεδοίΐΐεηιοηΐ», στο δίοΐηλνοΐδ και Κ ο§ 6 Γδ, επιμ., Τ Η βΙπιραβίο/Ν α ζί8π ι , 81-100. 27. Ργ&£ και Ι&οο6 ηιογ 6Γ, επιμ., Ώα8 Όίβη8ίία§βΙ?ηβΗ άβ8 άβηί8βΗβη ΟβηβναΙ%οηνβηιβην8,165, 210, 339. 28.Η6Ϊη€ηΐ3.ηη, (Κα88β, 8ίβάΙηη§, άβιιίζβΗβΞ Β Ιηί’, 195* Τ \¥ 0 , τόμ. 5, 102-5.
622
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΑΕΡ
29. Η, ΗΐιτιιηΙεΓ, ΗβίηήβΗ ΗίηιηιΙβν: ΟβΗβίηιτβάβη 1933 Πί8 1945, επιμ. Β. δπιΐίΐι και Α. Ρ. ΡεΐεΓδοη (Βερολίνο, 1974), 142-3 (ομιλία Φεβρουάριου 1940). 30. ΤΤΥΟ, τόμ. 4, 714-15* δείιεείιΐηι&η, Εηνορβαη ΡοραΙαίίοη Τ τ α η φ κ , 343-6. 31. Β . ΒεΓ§εη, «ΤΙιε ΥοΙΙί8άβαί8βΗβ οί Ε&δίεπι ΕιίΓορε αηά ίίιε ΟοΙΙ^ρδε ο ί ίίιε Ν&ζΐ ΕηιρΐΓε, 1944-1945», στο δίεΐη\νεΐδ και Κο^ετδ, επιμ., ΤΗβ Ιτηραά ο / Ναζί8ΐη, 101-28. 3 2 .0 . Ειιεζ&ΐί, «Οΐ£ Αηδίεάΐιιη^ άεΓ άειιίδείιεη ΒενοΙΙ^επιη^ ΐηι βεδείζΐεη Ροΐεη (1939-1945) », 5ίαάία ΗίΞίοήαβ Οββοηοηιΐβαβ, 13 (1978), 193-205. 33.Νο&1ί£δ και Ρπάΐι&ιη, επιμ., Ναζί8ΐη, 1 9 1 9 -1 9 4 5 , 948* Κθ£ΐι1, Κ Κ Ρ ϋ Υ , 121* Εενΐηε, «Εοε&Ι Α υίΐιοπίγ &ηά ίίιε δδ δΐαίε», 344. 34.Νο&]<:£δ και Ρπόΐι&ηι, επιμ., Ναζϊχηι, 1919-1945, 949* Εενΐηε, «Εοεαΐ Αιιίΐιοπίγ &ηά ίίιε δδ δί&ίε», 340. 35. ΚοεΜ, Κ Κ Ρ ϋ ν , 120* ΝΟ-5432, Τ Ψ Ο , τόμ. 4, 819. 36.0οηηε11γ, «Ναζΐδ αηά δίανδ», 15-17. 37. «Αιιίζ£ΐ£ΐιηυη§ ϋβεΓ εΐηε ^εΐιεΐηιε Κ εάε ΗίίΙεΓδ νοΓ Κεϊεΐΐδ- ηηά Οαιιίεΐίεπι ϊη άεΓ ΚεΐεΙίδΚ&ηζΙεΐ», στο ΟΓΟδειίΓίΙι, Τα§βΗαβΗβν βίηβ8 ΑΒ\νβΗΓθβϊζίβΓ8, 385* ο Κθδεη1>εΓ£ παρατίθεται στο λ ν 3 Γΐΐηιοηί, Ιηήάβ Η ίίΙβϊ’8 Ηβαά^ααπβτ8, 68 * Μΐ1ίί&Γ§εδθ1ιϊεΜϊε1ίεδ ΡθΓδε1ιιιη£δ3 Πιί, επιμ., Οβπηαη}· αηά ίΗβ 8ββοηά \Ψοήά Ψαν, τόμ. 5, 72. 3 8 .0 . θΓθ 1ιηΐ3 ηη, «Ργογπ ΕοίΙιπη§εη ΐο Εοπ:αΐηε: Εχριιΐδΐοη &ηά νοΙιιηίαΓγ Κερ&ίπ<ιΐΐοη», ΟίρΙοιηαβ} αηά 8ίαίββΓαβ, 16 (2005), 571-87* το Ό . Η&Γνεγ, «Εοδί ΟΜΜγ£π ογ Εηεπιγ Α1ΐεηδ? 01&δδΐίγΐη§ ίΗε Ροριιΐ&ίΐοη οί Α1δ&εε αίίεΓ ίίιε ΡίΓδί \¥ογΜ \¥&γ», ΙοηπιαΙ ο/ΟοηίβηιροΓαη μΗ Ϊ8ίοΐ}, 34:4 (Οκτώβριος 1999), 537-54 δίνει 150.000 (σελ. 550)* Ρ. Μαυ§ιιε, Εβ ΡαπίβαΙαή8ηιβ Αΐ8αβίβη, 1 9 1 8 -1 9 6 7 (Παρίσι, 1970), 103. 3 9 .Σ το ίδιο, 107* Α. Ιηικί, «Ε& ΟεΓΓη&ηΐδ3 ίΐοη άεδ ηοπίδ εη ΑΙδ&εε £ηΐΓ£ 1940 εί 1944», Κβναβ ά ’Α Μ β β , 113 (1984), 239-61. 40.Η£ΐη£Γη&ηη, ίΚα88β, 5ίβάΙαη§, άβαί8βΗβ8 Β1αί\ 309-15* Κΐεΐι,Η ίίΙβν’8 \ναΓ Α ΐη ΐ8,τόμ . 2, 234-7. 41. ϋ Ο Ρ Ρ , τόμ. 9, 265-8* \ν&πτώπιηη, ΤΗβ ϋαίβΗ ιιηάβτ Ο βπηαη Οββαραίίοη, 85* ΗίΓδεΜεΙά, Ναζί ΚαΙβ αηά ΩαίβΗ ΟοΙΙαΗοναίίοη, 273-4* το βασικό άρθρο είναι το Η.-Ο. Εοοείί, «Ζ\ιγ “ΟΓοβ^εΓΓη&ηΐδεΙιεη Ροϋίΐΐί” άεδ ϋ π ίίε η Κεΐεΐιεδ», νίβπβΙ]αΗτ8Ηβββ β ί ϊ Ζβίί§β8βΗΐβΗίβ, 8 (1960), 37-64. 42.ΚΪ0Ϊ1 ,Η ΐίΙβν’8 Ψ ανΑίηΐ8, τόμ. 2,137-8* ΕοοεΚ, «Ζιιγ “ΟΓΟδδ^επιι&ηΐδεΙιεη Ροΐΐίΐΐί”», 56-7. 43. Τ. ΡεΓεηε, «ΤΙιε Αιΐδίπ&ηδ αηά δίονεηΐα όιιπη§ ίίιε δεεοηά λΥοΓίά \¥αΓ», στο Ρ&Γ&ηδοη, επιμ., €οη ^ ιιβή η § ίΗβ Ρα5ί, 207-24. 44. Τ. Όυΐίε, ϋίορία8 ο /Ν α ίίο η : ΕοβαΙ Μα88 ΚΐΙΗη§ ίη Βθ8ηία αηά Ηβνββξονίηα, 194 1 -1 9 4 2 (Στοκχόλμη, 2005). 45. Η. Ηηγπγπ3 ιι, 81ονβηία ιιηάβτ Ν αζί Οββιιραίίοη, 1 9 4 1 -1 9 4 5 (Ν έα Υόρκη, 1977), 38-46. 46. Ρ. ¥ /ΐίίε κ.ά., επιμ ., ΟβΓ Οίβηχί&αΙβηάανΗβίηήβΗ Η ίηιιηΙβη 1941/42 (Αμβούργο, 1999), 473-93. 47. Ρ. ΚεΓδίεη, ΤΗβ Κβτ8ίβη Μ βηιοίπ, 1 9 4 0-1945 (Λονδίνο, 1956), 132-7. 48.δρ εει\ 5ραηάαιι, 47-50. 49. Για τον ΟΙιπδίαΙΙεΓ, βλ. Κ. ΒοδΓπα, «νεί'βΐηάιιη^εη ζλνΐδείιεη Οδί- υπό \νεδί-Κο1οηΐζ&ίΐοη», στο Μ. Κοδδίει* και δ. δεΗΙεΐεπτιαεΗεΓ, επιμ., Οβτ ΌβηβταΙρΙαη θ 8 ί ’: ΗααρίΙίηίβη άβν η α ίίοη α ίποζία Ιί8ίΪ8βΗβη Ρ1αηιιη§8-αηά νβηιίβΗ ίαη^ροΙίίίΙί (Β ερολίνο,1993), 198-215* επίσης Μ. ΚόδδΙεΓ, «Αρρίΐεά Οεο§Γ 3 ρ 1ιγ αηά Α τεα Κεδε^ΓεΙι ΐπ Ναζί δοείεΐγ: ΟεπΐΓ^Ι Ρΐαεε Τ1ιεοιγ αηά Ρ1&ηπΐη§, 1933 ΐο 1945», Ε ηνίτοηηιβηί αηά Ρ1αηηίη§, 7 (1989), 419-31. 5 0 .0 . Μαόαΐεζνΐ^, «ΙηίΓοόαείΐοη ίο Οεηει^Ι ΡΙ&η Ε α$\»,ΡοΙί8Η \Υβ8ίβπιΑβ'αίΓ8,3:2 (1962). 51. Μ. Κ&Γηγ, I. ΜϋοίονΒ και Μ. Κατηα, επιμ., Οβαΐ8βΗβ ΡοΙίίίλ ίιη ΨνοίβΚίοναί ΒόΗηιβη αηά ΜάΗνβη ιιηίβτ ΚβίηΙιαπΙ ΗβγάήβΗ, 1941-1942: Είηβ Οο&ηηιβηίαίίοη (Βερολίνο, 1997), 110-15* Η. ΤτενοΓΚορεί', επιμ., ΗίίΙβή8 ΤαΜβ ΤαΙΙϊ, 621 (8 Αυγοΰστου 1942). 52. Αά)’,ΑνβΗίίββί8 ο/ΑηηίΗ ίΙαίίοη, 219-21. 53. Η. ΗεΐβεΓ, «ϋεΓ ΟεηεΓ&ΙρΙίΐη Οδί: Οοίνυηιεηί&ίΐοη», ΥίβτίβΙίαΗηΗββββΐΓ Ζβίί§β8βΗίβΗίβ, 6 (1958), 280-326* Νο&Κεδ και ΡπόΙι&Γη, επ ιμ ., ΝαζΪ8ηι, 1919-1945, 977-9. 54. Κ. Η. ΚοίΗ, «“ΟεηεΓϋΙρΙ&η Οδί”-“;Οεδ&Γηίρΐ3 η Οδί”. ΡοΓδεΙιυη^δδΐ&ηό, Οιιε11εηρΓθ51ειηε, ηεπε ΕΓ§ε1>ηΐδδε», στο Κόδδίεΐ'και δεΜεΐεπτίΒεΙιεΓ, επ ιμ .,Ω β τ ΌβηβταϊρΙαη θ 8 ί \ 25—117.
623
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
55.Ηείηεηι&ηη, 'Καζαβ, 8ίβάΙιιη§, άβηί8εΗβ8 Β1ηί\ 372-3· Κόδδίετ και δοΜεΐεπηίίοΙιετ, επιμ., ΟβΓ (0βηβναΐρίαη Οχι ’ 136-7.
56.λνΐίί© κ.ά., επιμ., ϋ β ν ϋιβη8ί^αΙβηάαν ΗβίηήεΗ Η ίπιηιΙβη, 214* Κ. Ηίΐβτεείιΐ:, «Είίαιιεη ΐιη Κείεΐΐδΐίοηιηιίδδ&πίΐΐ Οδΐΐαηά 1941-1943/44», στο Κ.. Βοΐιη, επιμ., Όΐβ άβηΐ8βΗβ ΗβΐΎ8βΗα/ί ίη άβη (£ βνηιαηί8εΗβη’ Εάηάβηι 1940-1945 (Στουτγάρδη, 1997), 187-209. 57. Κ. Βτοννη, Α ΒίυρτιρΗ\ ο /Ν ο ΡΙαεβ: Ρνοπι ΕίΗηίε ΒοηΙβήαηά ίο Ξονίβί ΗβαηΙαηά (Καίμπριτζ, Μασσαχουσέτη, 2004), 192-205* XV. Εο\νει·, «Ηίΐίετ’δ “Οατάεη οί Εάεη”: Ν&ζί Οοΐοηί&ΐίδηι, νοΙΙαάβηίζεΗβ αηά Ιΐιε Η ο 1οο 3 ΐΐδΙ, 1941-1944», στο I. Ρείτοροιιΐοδ και I. Κ. Κοίΐι, επιμ., Ο κ γ Ζοηβχ: ΑπιΗΐξηίίγ αηά Οοιηρτοηιΐ8β ίη ίΗβ ΗοΙοεαη8ί αηά Ιί8 Α/ίβηηαίΗ (Ν έα Υόρκη, 2005), 185-204. 58.ΤΓενοΓ-ΚορεΓ, επι μ.,ΗίίΙβϊ'8 ΤαΜβ ΤαΙΚ, 557 (4 Ιουλίου 1942). 59. Β. Κίε§εΓ, ΟτβαίοΓ ο/ίΗ β Ναζί ΌβαίΗ Οαηιρχ: ΤΗβ Εί/β ο /Ο ά ίίο ΟΙοΗοεηίΙί (Λ ονδίνο, 2007), 98. 60.Μ&(1^ογ1ί, «ϋεροτΙ&Ιίοηδ ίη Ιΐιε Ζαηιοδο Κε§ίοη», 75-106. 61.Σ το ίδ ιο, 85. 62. Β. λΥαδδεΓ, « ϋ ίε “Ο επη 3 ηίδίεηιη§” ΐηι Βίδίπΐίΐ Ειιβίίη &1δ ΟεηεΓ&Ιρτοβε ιιηά ετδΐε Κεα1ίδίεηιη£δρ1ι&δε άετ ΟΡΟ», στο Κοδδίετ και δοΜείεπη&οΙιει·, επιμ., ϋ β ν ΌβηβΓαΙρΙαη θ 8 ί' 271-94* Τ \¥ € ,τ ό μ . 5,128-9* ΡοΙίχΗ Ρ ο τίη ίφ ίΙγ Κβνΐβ\ν, 11 (1 Οκτωβρίου 1943), 6 . 6 3 .Τ Ψ Ο , τόμ. 4, 737-9. 64. ΚοΙιγ και ΗεεΚειΐ, επιμ., Β ίβ Ρα8βΗΐ8ίΪ8εΗβ ΟΜ αιραίίοηψοίίίί1< , 203-4. 65. Τ \ν θ , τόμ. 4, 951. 66 .Η&Γνεγ, «Μ&η&£επιεηί &ηά Μ&ηίριιΐίΐΐίοη», 105-8. 67. «Όίε ΒεΓείΙδΙε11υη§ νοη Μεηδείιεη ίϋτ άίε Είηάευίδοΐιιιη^ ηειιετ δίεά1υη§δΓ&ιιιηε ΐηι Οδΐεη» (Ιού νιος 1942), στο Ο. Μ&άα]οζγΐ£, επιμ., ν ο π ι ΟβηβναΙρΙαη 0 $ ί ζηπι Οβηβναΐ5ίβάΙηη§ψΙαη (Μ όναχο, 1994), 138-50. 68 .υ . Μ&ί, (Κα88β ηηά Κ α η π ι’: Α ξ τ α ψ ο Ι ίίίΞ ο ζ ία Ι ηηά ΚαιιπιρΙαηηη§ ΐηι Ν 5-5ία α ί (Πάντερμπορν, 2002), 334-5. 69.Μ3ά3]οζγ1<;, επιμ., ν ο π ι ΟβηβταΙρΙαη θ 8 ίζ η π ι ΟβηβΓαΙ$ίβάΙηη§ψΙαη, 168-70 (ΒεΓ^ετ), 172 (ομιλία του ΗΐηιηιΙεΓ, 16 Σεπτεμβρίου 1942), 284 (ομιλία του ΗίιτιηιΙετ, 3 Αυγοΰστου 1944). 70.Βετ§εη, «ΤΙιε ΥοΙ^άβηίΞεΗβ ο ί Ε&δΐετη Ευτορε», 112-14. 71. Ευχαριστώ τον Κίτ&η ΡαΙεΙ για τις ιδέες του. Η προσεχής εργασία του για την πολιτική τροφίμων στη μεταπολεμική Δυτική Γερμανία θα περιλαμβάνει μια πολΰ πληρέστερη εξέταση αυτοΰ του θέματος και συναφών του. 72. Α. δ&ιινγ και δ. Εεάεππ&ηη, «Γα Οιιειτε βίοΐο^ίφαε (1933-1945): ΡοριιΜ ΐοη άε ΡΑ11εηια§ηε εί άεδ ρ&γδ νοΐδΐηδ», ΡορηΙαίίοη, 1:3 (Ιοΰλιος-Σεπτέμβριος 1946)* Ε. ΚιιΙΐδοΙιεΓ,ΕιίΓορβ οη ίΗβ Μ ονβ, 315-24.
Κεφάλαιο 8: Οργανώνοντας την αταξία: 1941-2 1. Τα νούμερα από το Η. Ρ. ΐρδεη, «Κεΐε1ΐδααδδεηνεηνει11ιιη§» (Βήΐ88βΙβν Ζβΐίηη§, 3 Απριλίου 1943), στο Η. \¥ . Νευίεη, επιμ., Εηνορα ηηά άα8 3. ΚβίβΗ: Είηΐ§ιιη§8Ββ8ίτβΗηη§βη ΐηι άβιιί8εΗβη ΜαεΗώβνβίεΗ, 1 939 -1 9 4 5 (Μ όναχο, 1987), 112-13. Για τον Ιρδεη, βλ. Ο. Ιοει^εδ, «Οοηΐίηιιΐΐίε$ αηά ΟίδοοηΙίηυίΙίεδ ίη Οειτη&η Εε§&1 Τ1ιοιι§1ιΙ», Εα\ν αηά Ο ήίΐψ ιβ, 14 (2003), 297-308. Οι παραλ ληλίες με τον Ναπολέοντα εξετάζονται από τον Ρ. Οεγΐ, «ΤΙιε ΗίδΙοπαιΙ Β&(±§ΐΌΐιηά ο ί ίΐιε Ιάεα ο ί Ειιτορεαη υηίίγ», στο δικό του Ε η εο η η ίβ κ ίη Η Ϊ8ίοΐγ , 291-321. 2. ΤτενοΓ-Κορετ, επιμ., ΗΐίΙβν’8 ΤαΜβ ΤαΙ/ϊ, 87, 279, 373* I. Ν ο ^ ε δ , «“νίοεΐΌγδ οί Α ε Κείο1Γ? Ο&ηΙείΙεΓδ, 1925-1945», στο Α. ΜεΕΙΙί^οΙΙ και Τ. ΚίιΊί, επιμ., ΙΥοΓ&ηξ ίοχναΓά8 ίΗβ ΡηΗνβκ Ε$8αγ$ ίη Η οηοιιγ ο / 5ίτ Ιαη ΚβΓ8Ηα\ν (Μ όναχο, 2003), 118-53. Το θεμελιώδες έργο είναι το Ρ. ΗϋΙΐεη5εΓ§εΓ, β ίβ ΟαηΙβίίβΓ. 8ίιιάΐβ ζιιηι Ψαηάβϊ άβ8 ΜαεΗί§ββ§β8 ίη ά β τΝ 8 ΙΜ Ρ (Στουτγάρδη, 1969). 3. Για τον Ο όπη§, ΕεδΙ, ΤΗβ Εαεβ ο/ίΗβ ΤΗίτάΚβΐεΗ, 123. 4. Η. Ν. Οίδενίοδ, Το ίΗβ Β ίίίβτΕ ηά (Λ ονδίνο, 1948), 210. 5. Η .-ϋ . ΤΙι&ΓπεΓ, ΥβτβΐΗηίη§ ηηά ΟεχναΙί: Οβηί8εΗΙαηά, 19 3 3 -4 5 (Βερολίνο, 1986). 6. Για τον ΡοτδΙετ και τον Οτείδετ, βλ. Η. δ. Εενΐηε, ΗίίΙβκ8 Ρνββ ΟΥνν Α ΗΪ8ίοτγ ο / ίΗβ Ναζί Ρατίγ ίη
624
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
ΰα η ζΐξ, 1 9 2 5 -1 9 3 9 (Σικάγο, 1973)· 0 . Οιίΐά, «ΑάηιίηίδίΓ&ΐίοη», στο Τογηβ©© και Τογη 6 ©©, επιμ., 8 η ινβγ ο /ΐη ίβνη α ήοη α ΐ Α$'αίϊ8 , 99. 7. Η ϋίΐ 6η 1 )0 Γ§6 Γ, ΟαηΙβίίβΓ, 138-45. 8 . Κοβοηίΐδοΐι, ΡϊιΗνβηίααί ιιηά ΥβηναΙίιιηξ ΐηι Ζ\νβίίβη Ψβΐίΐνίββ, 328* Κ. I. Ονοτγ, ΤΗβ Οίβίαίον8: Η ίύβν}8 Οβπηαηγ, 8ίαίίη ’$ ΚιΐΞΞία (Λονδίνο, 2004), 71. 9. Κί©§©Γ, Ονβαίοτ ο / ίΗβ Ν αζί ΟβαίΗ Ο αηιρ8, 44. ΙΟ.Εενΐη©, ΗίίΙβτ’8 Γτββ Οίίγ, 158* Η. Κ©1ιγ1, Κή8βηηιαηα§βΓ ΐηι Ο ήίίβη ΚβίβΗ: 6 ΙαΗτβ Ρήβάβη, 6 ΙαΗτβ Κήβ§: Ε ήηηβηιη§βη (Ντΰσσελντορφ, 1973), 205. 11. Ε. Ρ©ί©Γδοη, ΤΗβ Π η ιίί8 ίο Η ίίΙβϊ’ΞΡο\νβΓ (Πρίνστον, 1969), 116-17.
12.Για την ανάμειξη του δΐιιοΙ^Γΐ στη Δΰση, βλ. Ρ. δοΙιοΐίΙοΓ, «Είη© Α γΙ; “0©η©Γ&1ρ1&η \ν©δΐ”: ϋΐ© δΙιιοΙν&Γΐ:-ϋ©ηΐ£δοΙιπ£ί νοπι 14. Ιιιηί 1940 ιιηά άί© Ρ1&ηιιη§©η £ιϊγ ©ίη© η©ιι© ά©ιιΐδθ1ι-£Γ2ηζδδίδ€ΐι© Ο γ©πζ©ΐηι Ζ\ν©ί1:©η \ν©1ί1αΊ©§», 8οζίαΙ.Οβ8βΗίβΗίβ, 18:3 (2003), 83-131· για την απόφαση του Ιου νίου 1940, Ό . Κοβοηίίδοΐι, «Ηίί1©Γδ Κ©ΐο1ΐδ]£8ΐηζ1©ί ζχνίδοΐιεη Ροΐίΐίΐί ιιηά ν©πνα1ίιιη£», στο ϋ . Κ©6©ηΙΪ8θ1ι και Κ. Τ©ρρ©, επιμ., Υβη^αΙίηηξ βοηίνα ΜβηχοΗβη]ϊϊΗηιη§ ίιη 8ίααί Ρΐίύβη: 5ίηάίβη ζιιηι ροΙίίί8βΗ-αάηιίηί8ΐγαίίνβη 8γ8ίβηι (Γκαίτινγκεν, 1986), 92 και, ιδίως, Ε. Κ©ίΐ©η&<±©Γ, «ϋί© ΟΙι©£δ ά©Γ Ζίνΐ1νοην&1ίυη§ ΐηι Ζ\ν©ίΙ©η \ν©111<;π©£», στο ίδ ιο, 397-402. 13. ίοάτίϊπαηη,ΑάοΙ/ ΗίίΙβΓ, 139,158. 14.1. Ο&ρΐ&η, Ο ονβνηιηβηΐ χνίίΗοιιί Αάπιίηί8ίναίίοη: 8ίαίβ αηά ΟίνίΙ Ξβτνίββ ίη Ψβίηιατ αηά Ναζί Ο βπηαηγ (Ο ξφόρδη, 1988), 266-73· ΤΓ©νοΓ-Κορ©Γ, επι μ.,Η ίίΙβτ’8 ΤαΜβ ΤαΙΙί, 8 5 -6,106,423-33. 15.Κ&γ, ΕχρΙοίίαίίοη, 190-91* Ρ©ί©Γδοη, Ε ίπ ιίί8 , 121. 16. Παρατίθεται στο Ο&ρΐ&η, Ο ονβπιπιβηί \νίίΗοηί Αάπιίηί8ίΓαίίοη, 307. 17.Ρ©ί©Γδοη, Είπιίί8, 78* Κ©β©ηΙίδο1ι, «ΗΜ©Γδ Κ©ί<:1ΐδ1ί2ηζ1©ί», 91* Κ&γ, ΕχρΙοίίαίίοη, 191. 18. Παρατίθεται στο Ο&ρΐ&η, Ο ονβπιηιβηί \νίίΗοηί Αάηιίηί8ίναίίοη, 309. 19.2 γο ίδ ιο, 283-4. 20. Ρ©ί©Γδοη, Ε ίη ιίί8 , 117. Ι Ι .Σ τ ο ίδ ιο , 126· δ. Ατοηδοη, Ββ£ίηηίη£5 οίίΗ β Οβ8ίαρο 8ν8ίβηι: ΤΗβ Β αναήα Μ οάβΙ ίη 1933 (Ιερουσα λήμ, 1969), 25,35. 22. Εονΐηο, ΗίίΙβν’8 Ρτββ Ο ίγ , 159· νοη Ηαδδ©11, ΤΗβ νοη Ηα88βΙΙ Ο ία ή β 8 , 164. 23. Μ. Λνϊΐάΐ, επιμ., ΝαβΗήβΗίβηάίβη8ί, ροΙίίί8βΗβ ΕΙίίβ ιιηά ΜοΓάβίηΗβίί: Όβν 5ίβΗβνΗβίί8άίβη8ί άβ8 ΚβίβΗ8]ηΗγβτ8-88 (Αμβούργο, 2003), 15-37· Μ. \νΐ1άί, «ΤΗ© δρίπΐ ο£ ίΐι© Κ©ίο1ι δ©οιιπίγ Μαίη Ο££ίο© [ΚδΗΑ]», ΤοίαΙίίαήαη Μ ονβηιβηΐ8 αηά ΡοΙίίίβαΙ ΚβΙί§ίοη8, 6:3 (Δεκέμβριος 2005), 333-49* δ. Ατοηδοη, «Η©γάποΙι ιιηά άί© Αη£&η§© ά©δ δ ϋ ιιηά άοΓ 0©δΐ&ρο (1931-1935)», διατριβή, Ρ γ©ϊ© Ι Μ ν 6 ΓδΜΐ ΒοΓίίη, 1967,190 επ. 2 4 .0 . ΒΐΌ\νά©Γ, ΗίίΙβτ’8 Εη$ονββν8: ΤΗβ Οβ8ίαρο αηά ίΗβ 8 8 8ββιιήίγ 8βτνίββ ίη ίΗβ Ναζί ΚβνοΙιιίίοη (Ο ξφόρδη, 1996), 193-5* για τη μεταπολεμική τύχη του Ηόΐιη, βλ. Ε. Η&ο1ιπι©ίδ1:©Γ, <<ϋί© ΚοΙΙ© ά©δ δϋ-Ρ©Γδοη&1δ ίη ά©Γ Ν&ο]ι1<;π6§δζ©ίί: Ζιιγ η&ΐίοη&ΐδοζί&ΐίδΐίδοΐΐβη ΟιΐΓ©1ιάπη§ιιη§ ά©Γ Βιιηά©δΓ©ριιΜί1ο>, στο \νΐ1άί, επιμ., ΝαβΗήβΗίβηάίβη8ί, ροΙίίί8βΗβ ΕΙίίβ ηηά ΜονάβίηΗβίΐ, 347-55. Καλή επίσης πραγμάτευση του Ηοΐιη υπάρχει στο Τ Α. Κ&ΐζ, «Τΐι© Οοηε©ρΐ ο£ Ον©Γθοηιΐη§ ίΐι© Ροΐίΐίο&ΐ: Αη Ιηΐ©11©οίυ&1 Βίο§Γ&ρ1ιγ ο£ δδ-δΐαηά&Γί©η£ϋ1ΐéà αηά ΡΓ裩δδθΓ Ό ΐ Κ©ίη1ι&Γά ΗοΙιη, 1904-1944», εργασία για Μ&δΐ©τ ο£ Ατίδ, νίΓ§ίηί& Οοηιηιοη\ν©&1ί1ι υηίν©Γδίΐγ, Μ άιος 1995. 2 5 .0 . Κ1ίη§©ηι&ηη, «υΓδ&(;1ι©η&η&1γδ6 ηηά ©ΐΐιηοροΐίΐίδοΐι© 0©§©ηδΐΓαί©§ί©η ζυηι ΕπηάΗΓΐ)©ΐ1:©Γηι&η§©1 ίη ά©η Οδΐ§©1)ΐ©ΐ©η: Μ&χ \¥©1)©γ, ά&δ Ιηδΐίΐηί £ϊϊγ δί&&ΐδ£θΓδθ1ιιιη§ ιιηά ά©Γ Κ©ΐο1ΐδ£ϋ1ΐéà δδ», ΙαΗώιιβΗβίΓ 5οζίοΙο§ίβ§β8βΗίβΗίβ (1994), 191-203. 26. υ . Η©γΙ)©γϊ, «Ιά©ο1ο§ίθΒΐ Ε©§ίΐίηιΐζ3 ΐϊοη &ηά Ροΐίΐίοαΐ ΡΓ&εΐί©© ο£ ΐΐι© Ε©&ά©ΓδΙιίρ ο£ ίΐι© Ν&ίίοηδΐ δοοίαΐίδΐ δ©0Γ©ΐ Ροΐίο©», στο Η. Μοηιηΐδ©η, επιμ., ΤΗβ ΤΗίνά ΚβίβΗ Ηβί^ββη Υί8ίοη αηά ΚβαΙίίγ: Νβ\ν Ρβ?'8ρββίίνβ8 οη Ο βπηαη Ηί8ίοιγ, 1918-1945 (Ο ξφόρδη, 2001), 95-108. 2 7 .Η. ΗοΙιη©, ΤΗβ Ο νάβνο/ίΗ βΌ βαίΗ ^Η βαά, 288-9. 28. Ρ. Κοηιηη, «ϋί© Ν&ζί£ίζί©Γυη§ ά©Γ 1ο1ί&1©η ν©πν&1ΐιιη§ ίη ά©η 1)©δ©ΐζ©η Νί©ά©Γΐ&ηά©η &1δ ΙηδΐΓυηι©ηΐ 1)ϋΓθ1ίΓ3ΐίδθ1ι©Γ ΚοηίΓοΙΙ©», στο \¥ . Β©ηζ κ.ά., επιμ., Οίβ Βύτοΐϊναίίβ άβϊ Ο ^ η ρ α ύ ο η : 8ίηύ<ίιΐΥβη άβνΗβιτ8βΗα/ί ηηά ΥβηναΙίηηξίηι ί>β8βίζίβη Εηνορα (Βερολίνο, 1998), 93-121. 29.Η©Λ©Γί, Ββ5ί, 281-3. 30. Για την αδιαφορία του ΗΜ©γ, Ν. ίη’ΐ Υ©1ά, «Ηοΐιετ© δδ- ιιηά Ρο1ίζ©ϊίίϊ1ΐéà ιιηά Υοΐ^δΐυηΐδροΐίΐί^:
ΣΗΜ ΕΙΩΣΕΙΣ
625
Εΐη ν6Γ§ΐ6ΐο1ι ζ\νΐδ<±εη Βε1§ΐεη ιιηά άεη Νΐεάετί&ηάεη». στο Βεηζ κ.ά., επιμ., Ώίβ ΒΗτο&αίίβ άβΐ Ο Μ αρα ίίοη , 121—39* για τους ΗδδΡΡ, βλ. Η. Βηεΐιΐιεπτι. « ϋ ΐε ΙιόΙιεΓεη δδ- ιιη<1 ΡοΙΐζεΐίϋΙίΓεΓ», στο ΥίβηβϊμιΗ ηΗ φβ (ϊινΖβίίββχΜ βΗ ίβ, 11 (1963), 362-91. 31.ΒΐΌ\νηΐη£, ΤΗβ ΡίηαΙ 8οΙιιίίοη αηά ίΗβ Οβηηαη Ροτβί§η Οβϊββ, 61. 32.1. Τοηι&δενΐοΐι, Ψαν αηά ΚβνοΙιιίίοη ίη Υη§θ8ΐανία, 1941-1945: Οββηραίίοη αηά ΟυΙΙαΠοναίίοη (Στάνφορντ, 2001), 68-9, 74-5. 3 3 .0 . ΒΐΌ\νηΐη§, «Ηβγ&Μ ΤιιπιεΓ ιιηά άΐε ΜΐΙΜΓνεπν&Ιΐηη^ ΐη δ εΛ ΐεη , 1941-1942», στο Κεβεηίΐδείι και Τερρε, επιμ., ΥβηναΙΐιιη§ βοηίνα Μ βη$βΗβηβΗηιη§ ΐηι 8ίααί Η ίίΙβκ, 367. 3 4 .Το ΒΐΌ\νηΐη§, ΤΗβ ΡίηαΙ 8οΙΐίίίοη αηά ίΗβ Ο βηηαη ΡοΓβίξη Ο βϊββ , 56-65, εισχωρεί ως ένα βαθμό στους μαιάνδρους αυτής της συνθέτης και φριχτής ιστορίας. 3 5 .Σ το ίόιο' λ¥. Μαηοδοΐιείί, «ΤΗ© Εχΐετπιΐηαίΐοη ο£ ΐΐιε Ιε\νδ ΐη δετβΐΣί», στο υ . Η εΛεΓΐ, επιμ., Ν αίίοηαΙ 8οβίαΙί$ί Εχίβηηίηαίίοη ΡοΙίβίβ$: Οοηίβηιροΐ'ανγ Ο βηηαη Ρβκρββίίνβζ αηά ΟοηίΓονβπίβΞ
(Ν έα Υόρκη, 2000), 163-86. 36. Η. Βυοίιΐιεΐηι, «Όίε δδ - άαδ ΗεΓΓδοΙι&ίίδΐηδίηπηεηΙ:: Βείεΐιΐ υηά ΟεΙιοΓδδηι», στο Η. Βιιοΐιΐιεΐπι κ.ά., επιμ., Α η α ίοηιίβ άβ8 88-8ίααίβ8, τόμ. 1 (Μ όναχο, 1967), 90* Ο. ΌεδοΙιηεΓ, ΚβίηΗατά ΗβγάήβΗ: ΞίαίίΗαΙίβΓ άβτ ίοίαΐβη ΜαβΗί (Ερσλάγκεν, 1977), 212-38* Ο. Μ&εϋοηαίά, ΤΗβ ΚίΙΙίηξ ο{ 8 8 ΟΒβτ§ηίρρβηβίΗΓβτΚβίηΗατά ΗβγάήβΗ, 2 7 Μ αγ 1942 (Λονδίνο, 1989), ιδίως 131-6. 37. Τα σχόλια του Ηΐΐΐετ μνημονεΰολ'ται στο Η. ϋ . Ηεΐΐηι&ηη, «ϋαδ Κπε§δΙ&§ε1>ιιο1ι άεδ ϋΐρίοηιαίεη ΟΐΙο Βγ&ιιϊϊ^&γπ», στο Ο. Α1γ κ.ά., επιμ., Βίβάβηηαηη ιιηά 5βΗΓβώίί$βΗίάίβη ΜαίβήαΙίβη ζην άβηί8βΗβη Τάίβν-ΒίοξταρΗίβ (Βερολίνο, 1987), 146-7 (εγγραφή 30ήςΣεπτεμβρίου 1941). 38. ΜζοΌοη&Ιά, Κί11ίη§, 165-6* πβ. δε1ιε11εηβεΓ§, ΗίίΙβτ’8 8ββΓβί 8βτνίββ, 286-7. 3 9 .υ . ΗετβεΓί, Ββ8ί , 237* Ηόΐιηε, ΤΗβ Οτάβν ο / ίΗβ ΌβαίΗ’8 Η βαά , 554* για τις απόψεις της αντιπολί τευσης σχετικά με τους στόχους του πολέμου, Η. Μοιηπίδεη, «Βεγοηά ίΐιε Ν&ΐΐοη δΐ&ίε», στο ΜοΕ11ΐ§οίΐ και Κΐι±, επιμ., ΨοΓ^ίηξ ίο\ναΜ8 ίΗβ ΡύΗνβτ, 248-9. 40. Η αφήγηση του Βεδΐ για την ίδρυση του Κ Υ Ρ , στο δ. Μαΐΐοΐί, επιμ., ϋ α η β η ια ΐ^ ίη Ηίί1βτ8 Ηαηά: Ώβν ΒβήβΗί άβ8 ΚβίβΗ8ί>βνοΙΙηιάβΗίί§ίβη Ψβπιβν Ββ8ί ιώβτ 8βίηβ Ββ8αίζηη^8ροΙίίίΚ ίη Ώάηβηιανίί ηιίί 8ίηάίβη ΐώβτ ΗίίΙβτ, Ο όήη§, ΗίιηηιΙβΓ, ΗβγάήβΗ, ΚίΗΗβηίτορ, Οαηαήν η. α. (Χοΰζουμ, 1988), 188*
για τη «Ρϋΐιπιη^» και τη «Ηειτδοΐι&ίΐ», βλ. Ο. Βΐ1ίΐη§εΓ, «δΐτεΐΐ υπι ά&δ νόΐΐίειτεείιΐ», στο Ζβίί8βΗή/ίβΐΓ αα8ΐάηάί8βΗβ8 ό$βηίΙίβΗβ8 ΚββΗί ηηά νόΙΙίβΐτββΗί 12 (1944), 1-34. 41 .Παρατίθεται στο Ο. Ιοει^εδ, «Ευτορε ά Ονο88Υαηπι] ΚυρΙητε, Οοηίΐηιιΐίγ &ηά Κε-οοηίΐ^ιΐΓ&ΐΐοη ΐη ίΐιε Εε§&1 Οοηεερΐυαίΐζ&ΐΐοη ο ί Ιΐιε Ιηΐε§ΓΗΐΐοη Ρτο]εοΐ», Ε ΙΠ Ψοτ^ίη§ Ραρβν, Εα\ν ηο. 2002/2, 13* Η εΛ ετΙ, ΒβΞί, 283* ο ΗΐηιπιΙεΓ στον Κτυε^ετ, στο Η. ΗΐηιιηΙεΓ, ΚβίβΗ8βΧΗνβνϊ... Βήβ/β αη ηηά νοη ΗίπιπιΙβτ, επιμ. Η. Ηεΐβετ (Στουτγάρδη, 1968), 131. 42.ΝΟ -2585 («Βεποΐιί ϋβεΓ άΐε δΐΐζυη§ ηπι 4. 2. 1942 βει Ό τ Κίεΐδΐ ϋβετ άΐε Ρ τ ^ ε η άετ Εΐηάευΐδθ1ιυη§, ΐηδβεδοηάετε ΐη άεη ΐ3&1ΐΐδθ1 ιεη Εδηάετη»), στο Η. Ηεΐ5ετ, «Όετ Οεηετ&ΐρΐ&η Οδΐ», 296* για την άνοδο των ΗδδΡΡ, βλ. Βιιοΐιΐιεΐπι, « ϋ ΐε ΙιόΙιεΓεη δδ- ηηά ΡοΙΐζεΐίϋΙίΓεΓ». 43.ΗεΓΐ)εΓΐ:, Ββδί, 288-9* για τη δικτατορία και την ηγεσία, Ο. Κιιείιεηΐιοίί, «θΓθβΓ&υηι§εάδη1ίε ιιηά νοίΐάδείιε Ιάεε ΐηι Κεοΐιΐ», στο Ζβίί8βΗή(ί ΐίΐΓ αιΐ8ΐάηάί8βΗβ8 όίϊβηίΙίβΗβ8 ΚββΗίιιηά ΥόΙ&βιτββΗί 12 (1944), 48-9. 44. Α. Μ εγετ? «ΟΓοβΓΒπηιροΙΐΐΐΙί ηηά ΚοΙΙ^ΟΓ&ίΐοη ΐηι λΥεδΐεη», στο ΜοάβΙΙβ β ΐτ βίη άβιιί8βΗβ8 Εητορα (ΒεΐίΓ&^ε ζπγ Νδ Οεδηηάΐιεΐίδ- ηηά δοζΐ&ΙροΙΐΐΐΚ: 10) (Βερολίνο, 1992), 29-77* Ε. Ιέκ&εΐ, Ρταη&βίβΗ ίη ΗίίΙβν8 Ειινορα (Στουτγάρδη, 1966), 186-98. 4 5 .Ργ 3 £ και Ι&οοΙ)πιεγεΓ, επι \ι., ϋ α 8 Όίβη8ίία§βΗηβΗ άβ8 άβΜί8βΗβη ΟβηβναΙβοιινβηιβιικ, 113,151. 46.ΤΓενοΓ-ΚορεΓ, επιμ., ΗίίΙβτ’8 ΤαΜβ ΤαΙ/ί, 111-17* Οιΐΐάδ, «ΑάηιΐηΐδίΓαΐΐοη», στο Τογη5εε και ΤογηΙ)εε, επιμ., 8ιιτνβγ ο /Ιη ίβ η ια ίίο η α ΙΑ $ α ίτ8 , 117. 47.Ηοηδάεη, Ηαη8 ΡναηΚ , 62* Ρτέΐ£ και ΙαοοΙ)πιεγεΓ, επιμ., Ώα8 Όίβη8ίία%βΗηβΗ άβ8 άβηίΞβΗβη ΟβηβταΙ§οιινβηιβΗΓ8, 160* Ο. Κίεδδΐη&ηη, «Η&ηδ ΡΓ^ηΙί», στο Κ.. δηιείδετ και Κ. Ζΐΐεΐηι&η, επιμ., ΤΗβ Ναζί ΕΙίίβ (Λ ονδίνο, 1993), 41. 48. Ιοείιηιαηη, επ ιμ .,Α ά ο Ι/Η ίίΙβ τ , 140. 49. Η. ΈτΆΥ&,Οίβ ΤββΗηϊΙί άβ8 8ίααίβ8 (Βερολίνο, 1942), 20-22, 28-9. Ηοιίδάεη, Ηαη8 ΡταηΚ, 160-61. Βλ. Σ.τ.Μ. στη σ. 76. 50. Για τη διαφθορά εν γένει, βλ. Ρ. Β^οΙιγ, «ΤΙιε Ν&ζΐδ αηά ΟοηυρΙΐοη», στο Ρείάηι&η και δεΐβεί, επιμ., Ν βηνοΓ^ ο / Ναζί ΡβΓ8ββιιίίοη. 118-41.
626
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
51. «ΙηίοΐΎΪ£\ν ννίΐΐι ίίιε Ρ οπ ή ογ ΟονεπιοΓ, Ό τ Ε&δοΐι», 25 Απριλίου 1942, 3814-Ρδ, Ν Ο Α , τόμ. 6 (Ουάσινγκτον, 1946), 745-7. 52. Μια καλή εξιστόρηση της όλης υπόθεσης υπάρχει στο Ηόΐιηο, ΤΗβ Οτάβτ ο / ίΗβ ΌβαίΗ Ηβαά, 359-66. 53. Ηοιίδάοη, Ηαη$ ΡταηΚ, 171-2. 54. «Όοίαιιηοηΐδΐίοη: ΚοοΙιΙδδίοΙιεΓίΐϋΐΐ ηηά ποΙιΙεΓίϊοΙιε υηΒβΙι& η^Ι^ίΐ &ιΐδ ά&ΐ δίοΐιΐ 0£δ δ ϋ » , νίβτίβΙμιΗ Γ.ν/ζ βββ β ϊτ Ζ βίίχβ ϊά ι ίαΗίβ , 4 (1956), 398-422. 55. Για τον ΟΙιΙοηάοΓί και τις σχέσεις του με τον ΗίηιηιΙοΓ, βλ. ΚοΓδίεη, ΤΗβ Κβτήβη Μ β η ιοίη , 206-20. 56. ν ο η Η&δδείΐ, ΤΗβ νοη Ηα^βΙΙ ΟΐαήβΕ, 16 Μαρτίου 1942. 57. Η. XV. Κοοίι, Ιη ίΗβ Ν αιηβ ο / ίΗβ ΥοΙΙί: ΡοΙΐίίβαΙΙιΐΞίΐββ ΐη ΗίίΙβτ’5 Ο βπηαηγ (Λονδίνο, 1997), κεφ. 7. 58. Α. ΜοΕΠί^οίί, «“δοηΐ 6 ηαη§ ίονναπίδ ίίιε ΡϋΙίΓεΓ’^ Τ1ΐ£ Ιικϋα&ιγ ίη ίΐι© ΤΗΜ Κ^ίοίι», στο ΜοΕ11ί§οΐΐ και ΚΜ:, επιμ., I¥οτ!ίΐη§ ίο\νατά5 ίΗβ ΡηΗτβτ, 153-86· ΗίηιηιΙοΓ, στο ΒιαοΜιείπι, « ϋ ίε ΗόΗεΐ'οη δδ- υπό ΡοΙίζείίϋΙιΐΌΓ», 370* Ν. \ν&ο1ΐδηι&ηη, ΗιίΙβτ'χ Ρή$οη8: Εβ§αΙ Τβττοτ ίη Ναζί Ο βπηαηγ (Λ ονδίνο, 2004), 208-18. 59.0ιί1άδ, «ΑόπτίηίδίΓδΐίοη», 117.
Κεφάλαιο 9: Κάνοντας την κατοχή να αποδώσει 1. Νο&Ιίεδ και Ρπάΐι&ηι, επιμ., ΝαζίΞτη, 1 9 1 9 -1 9 4 5 , 681-3. 2. Ριιη1< παρατίθεται στο Η.-Ε. νοίΐατίίΐηη, «Ε&η<3\νίΓΐδοΙΐ3 ίΐ ηηά ΕΓη&1ιηιη§ ίη ΗίΐΙοΓδ ΕιΐΓορ&, 1939-45 », ΜίΙίίάτ§β5βΗίβΗίΙΐβΗβ Μΐίίβί1ηη§βη, 35 (1984), 37· Τοοζε, IΎα§βΞ ο/ΏβΞίτηβίΐοη, 386. 3. ΟνοΓγ, ΤΗβΌίβίαίοτΞ, 503-4. 4. Τοοζε, Ψα§β5 ο /Ο β 8 ίπ ια ύ ο η ,419. 5. I. Κτ^οί, «ΤΙιε Βοΐιεηιί&η-Μοπινί&η \¥&γ Εοοηοιηγ», στο Μ. Καδ6 Γ, επιμ., ΤΗβ Εβοηοηιΐβ Η ύ ίο ιγ ο / Εαζίβιη Εητορβ, 1919-1975, τόμ. 2 (Ο ξφόρδη, 1986), 452-72· Ρ. Εί1 >6 Γηΐ3 η, Ποβ$ Οββηραίίοη Ραγ? ΤΗβ ΕχρΙοίίαίίοη ο / Οββιιρίβά ΙηάηαίήαΙ 8οβίβίίβ$ (Πρίνστον, 1996). 6 . I. Οί 11ίη§1ΐ 3 ηι, «ΤΗε Ροΐίΐίοδ ο ί Βιΐδίηεδδ ίη ίίιε Οεπτιαη ΟτοΞΞταητη: ΤΙιε Εχ&ηφίε οί Βεί^ίιιηι», Ξίιιάία ΗίΞίοΗαβ Οββοηοηιίβαβ, 14 (1979), 23-4· Ο. ΒικΜιείηι, « ϋ ίε βοδεΐζΐεη ΕέιηάεΓ ίηι ϋίεηδΐε άοΓ ϋουΐδοΐιεη Κπ6£δ\νΪΓΐδθ1ι&ΐΐ \ν&1ΐΓ6ηά <1©δ Ζννείΐεη λνεΐΐΐα ί^δ», νίβτίβΙ]αΗτ$Ηβββ β ιτ ΖβίίξβαβΗίεΗίβ, 34:1 (1986), 117-45, εδώ 119. 7. Κ&όίοο στο Κ&δει\ Εβοηοηιΐβ Ηί^ίοτγ, 340-42· Τοοζο, Ψα§β5 ο/Ό βχίτηβίίοη, 385. 8 . ϋ . νείΐΐοη , Ρα$Ηΐοη ιιηάβτ ίΗβ Οββιιραίίοη (Ο ξφόρδη, 2002), 22· Ό . νείΐΐοη , «ΤΙιε Β1&(± ΜδΓ^εΙ», στο Μ. Οή’δεη, επ ιμ ., ΒβΙ§ίηηι ιιηάβτ Οββηραίίοη (Ουάσινγκτον, 1947), 76. 9. Η. Βείΐ, «Μοηεΐ&Γν ΡΓοΜειηδ οί Μί1ίΐ&Γγ Οοοαρ^ΐίοη», ΜίΗίατγ Αβαΐτ$, 6:2 (καλοκαίρι 1942), 77-88. 10.0 . Είανεδ, ΙηάιΐΞίτγ αηά ΙάβοΙο§γ: I Ο. Ρ αώ βη ίη ίΗβ Ν αζί Ετα (Καίμπριτζ, 1989). 11. Κ. Ον£Γγ, «ΟοΓηι&η Μυΐΐί-ηαΐίοη&ΐδ αηά Ιΐιο Ν&ζί δί&ίε ίη Ν&ζί-οοουρίοά ΕιίΓορο», στο ΟνεΓγ, επιμ., Ψατ αηάΈ βοηοτηγ ΐη ίΗβ ΤΗΐτά ΚβίβΗ (Ο ξφόρδη, 1994), 318. 1 2 .Ν θ 3 ΐίθδ και Ρπύΐι&ηι, επιμ., Ναζΐ5πι, 1 9 19-1945, 959. 13. Βλ. Ρ. Οίΐΐηει·, Ίη ίΗβ ΡήβηάΙΐβΞί Μ αηηβτ}: Οβπηαη-ΩαηίχΗ Εβοηοηιΐβ Οοορβταίίοη άητΐη§ ίΗβ Ναζί Οββηραίίοη, 1 9 4 0 -1 9 4 5 (Ν έα Υόρκη, 1998), 33 επ.· Η&γεδ, ΙηάηΞίιγ αηά ΙάβοΙοξγ, 263. Μ. Νίδδοη, «Ο&ηίδΐι Ροοά ΡΓοάυοΐίοη ίη ΐϊι© Οβίτη&η \¥&γ Εοοηοιηγ», στο Ρ. ΤΓ6ηΐηι&ηη και Ρ. Ιυδΐ, επιμ., Ε οοά αηά Οοηβίβί ΐη Εητορβ ίη ίΗβΑξβ ο/ίΗβ Τ\νο \Υοήά ΙΥατχ (Μ πέισινγκστοουκ, 2006), 172-93. 14.1. Οί11ίη§1ιαηι, Ιηάηζίτγ αηά ΡοΙΐίΐβΞ ΐη ίΗβ ΤΗΐτά ΚβίβΗ: ΚηΗτ ΟοαΙ, ΗΐίΙβτ αηά Εητορβ (Λονδίνο, 1985), 147, και «ΤΙιε Β^γοπ άε Εδυηοίΐ: Α 0&δ6 δΐιι<1γ ίη ίίιε “Ροΐίΐίοδ οί ΡΓοάυοΐίοη” ο ί Βεί^ί&η ΙηάυδΐΓγ άυηη§ Νδζί Οοουραΐίοη» (Μέρη I και II), Κβνηβ ΒβΙ§β άΉ ήίοίτβ Οοηίβηιροταίηβ, 5 (1974), 1-59. 15.Ηίΐγ6δ, Ιηάηζίτγ αηά 1άβοΙο§γ, 2Ί6' Ο. ΑδΙόοΓδ, «Τ1ΐΓ66\νΗγδ οί Οοπτίίΐη Εοοηοηιίο ΡοηοΐΓ&ΐίοη ίη ύ ιε Ν©ΐ1ΐ 0 Γΐ&η(1 δ», στο Κ. ]. Ο ν 6Γγ, Ο. Οΐΐο και I. Η. ναη Οπιο, επιμ., Όίβ Ή βηοτάηηηξ’ Εητορα$: Ν§-\Υίη5βΗαβψοΙΐίί1ί ίη άβη Ηβχβΐζίβη Οβίιίβίβη (Βερολίνο, 1997), 273-99. Α. Μί1\ν&Γ<1, ΤΗβ Νβ\ν Οτάβταηά ίΗβ ΡτβηβΗ Εβοηοτηγ (Οξφόρδη, 1970), 47-50* 73.
ΣΗΜ ΕΙΩΣΕΙΣ
627
16. Ρ. ΒιΐΓπη, Ρταηββ ιιηάβν ιΐιβ Οβηηαη8: ΟοΙΙαύοταίίοη αηά €οιηρνοηίΐ8β (Ν έα Υόρκη, 1996), 236-41 * Ο{\\[η§\ιο.τι\, Ιη ά ιιχΐη αηά ΡοΙίιίβχ, 159. 17.0νετγ, «Τ1ΐ£ ΚείοΗδννετ^ε ΉεΐΎηαηη Ο όπη§”: Α δίιιάγ ίη Οεπτΐ 2 η Εοοηοηιίο ΙιηρεπίΐΙίδΓη», ίη Ονειγ, επιμ., Ψαν αηά Ε βοηοιηγ, 144-75, εδώ 167-8. 18. ΗίΓδοΜεΙά, Ναζί ΚιιΙβ αηά ΟιιίβΗ ΟοΙΙαδοναίίοη, 186-90. 19. Σ το ίδιο, 194. 20.νεί11οη, ΡαζΙτίοη, 72-82· Κ. Κ&οζιπ&γοΙ^, «Οίε άειιΐδείιε χνίΓίδεΙίίΐίΙΙίεΐΊε ΡεηεΐΓαΐίοη ίη Ροΐεη (Οβετδείιίεδίεη)», στο Ονετν κ.ά., επ ιμ ., Β ίβ Ή βιιονάηιιηξ, 257-73. 2 1 .Κ. 1. Ονετγ, «ΤΙιε Εεοηοηιγ οί Ιΐιε Οεητιπη “Νε\ν Οτάετ”», στο Ονετγ κ.ά., επιμ., ϋ ίβ Ή βιιονάηαη^, 22-3■ ΜίΚνακΙ, ΤΗβ Νβ\ν Ονάβτ, 55. 2 2 .0 . ΒυεΗΙιείιη, «Όίε βεδείζίεη ίϋίηάεΓ», 117-45· Ρ. Είβεπη&η, «ΤΙιε δροίΐδ οί Οοηςιιεδΐ», ΙηίβπιαίίοηαΙ 8ββιιήίγ, 18:2 (φθινόπωρο 1993), 141* Τοοζε, Ψα§β8 ο/Ο β8ίηιβίίοη , 391· νοη Κτοδί§1^ ΛΚΜ,τόμ. 8 (Ουάσινγκτον, 1946), 21. 23. Μί1\\Ήκ1, ΤΗβ Νβνν Οϊάβν, 283. 24. ΐΒ<±ε1, Εϊαη&βίβΗ ίη Η ίίΙβ τ Ειινορα, 94. 25. Κ. XV. Είηάΐιοίηι, «Οεπη&η Ρίη&ηεεδ ίη λν&Γίίηιε», Ληιβήβαη Ε βοηοιηίβ Κβνίβχν, 37:1 (Μάρτιος 1947), 121-34· ο Ο&ίΐι&ΐα στο ΗοονεΓ ΙηδΙίΐιιΙίοη, Ρναηββ άιιήη§ ίΗβ Οβηηαη Οββιιραίίοη, 1 9 4 0 -1 9 4 4 ,τόμ. 1 (Στάνφορντ, 1958), 108. 2 6 .0 . Α. Μδίαηεη, «ΤΙιε ΟτεεΚ Ηγρει*-Ιηί1&Ιίοη αηά δΐ&5ί1ίζαΙίοη οί 1943-46», ΙοηηιαΙ ο /Ε β ο η ο η ιίβ Η ί$ΐοϊγ, 46:3 (1986), 795-805■ Ναζί Οοηπρίναβγ αηά Α§§τβ88ίοη, τόμ. 7 (Ουάσινγκτον, 1948), 692-4· Ο. Εΐιηεΐίΐδο^ίοιι, «Οι&η^εδ ίη Ιΐιε €ίνί1ί&η Εεοηοηιγ δδ &Ραείοτ ίη ΐΐιε Κ&άίε&Ιίζ&Ιίοη ο ί ΡορυΙ&Γ Ορροδίΐίοη ίη Ο τεεεε, 1941-1944», στο ΟνεΓγεΙ αί., επ ιμ .,Ό ίβ Ή βΐίοτάηιιη^, 223. ΝΒΐίοη&αΙ-δοοίΣΐΙίδΐίδεΙιε Βε\νε§ίη§ ίη Νεάετί&ηά = Εθνικοσοσιαλιστικό Κίνημα στις Κάτω Χ(όρες. (Σ.τ.Μ.) 27. Κοδί νοη Τοηηίη§εη, παρατίθεται στο ΗίΓδεΜεΙά, Ναζί ΚιιΙβ αηά ΒηίβΗ € οΙΙαΠοναΐίοη, 240. 28. Α. Ηίΐίει*, ΗίίΙβΓ’8 8ββοηά Βοο&: ΤΗβ ϋ η ρ Μ ίζ Η β ά 8βψιβΙ ίο Μβίη Καηιρ /, επιμ. Ο. \νείηβεΓ§ (Ν έα Υόρκη, 2006), 23· Ο. Οοτηί, ΗίίΙβτ αηά ίΗβ Ρβα$αηί5: Αξταήαη ΡοΙίαγ ο/ίΗ β ΤΗιτά ΚβίβΗ, 1930-1939 (Ν έα Υόρκη, 1990), 162-4. Η συλλογιστική ανευρίσκεται στο Η. Β&(±ε, Ώα$ Εηάβ άβ$ ΕίΗβταΙίΞΠΊΐίΞ ίη άβτ ΨίνίϊβΗαβ (Βερολίνο, 1938). 29.1. Η. ΚίεΙιΐεΓ, «Ο οηΐίηεηίαΐ Ε α τορ ε’δ Ρτε\ν&Γ Ροοά Β&ΐαηοε», Εονβίξη ΑξτίβιιΙίιΐΓβ, 6 (1942), 300-30Τ νοίΐαη&ηη, «Ε3ηά\νίΓΐδθ1ι&ίΐ ηηά Εηι&ΐιηιη^», 13—14* υ . δρίε^επη& ηη, «Βπηνη Βτε&ά ίοΓ νίοΐθΓγ: Οεπη&η &ηά ΒΓίΙίδΙι \\Ίιο1εηιε&1 Ροΐίίίεδ ίη ίΐιε ΙηΐεΓ-\ν&Γ Ρ επ οά », στο ΤΓεηίΓη&ηη και Ιιΐδΐ, επιμ., Ρ ο ο ά αηά Ο οηβίβί ίη ΕΐίΓορβ. 3 0 .0 . Ευοζ&ΐί, « ϋ ίε Α£Γ3 Γρο1ίΐ& άεδ ϋ η ΙΙεη Κείεΐιεδ», Ξίιιάία Ηί$ίοήαβ Οββοηοηιίβαβ , 17 (1982), 197. 31. Μ. Οιοά&1ίίε\νίοζ, Ββηνββη Ναζί* αηά 8ονίβί8: Οββιιραίίοη ΡοΙίίίβ8 ίη ΡοΙαηά , 19 3 9 -1 9 4 7 (Λάνχαμ, Μέρυλαντ, 2004), 108· Κ. Βπιηάΐ, Μαηα^βηιβηί ο/Α ξή β ιά ίιιτβ αηά Ρ οοά ίη ίΗβ Ο βη ηα η-Ο ββιφ ίβά αηά ΟίΗβτΑτβαχ ο/Ροηνβ88 Εηνορβ: Α Ξίηάγ ίη Μ ίΙίίαιγ Οονβηχτηβηί (Στάνφορντ, 1953), 290. 32. Ζ. Μ&η1ίθ\νδ1α, « ϋ ίε Α^τ&ΓροΙίίίΙί άεδ ΟΙάαιρ&ηΙεη ΐιη ΟεηεΓ&ΙβουνεπιεΓηεηΙ, 1939-1945», Ξίιιάία ΗίΞίοήαβ Οββοηοηιίβαβ, 23 (1998), 255-68. 3 3 .Ρ. Η&ηδεη, «ΤΙιε Ο&ηίδΐι Εεοηοηιγ άιιπη§ &ηά Οεειιρ&Ιίοη», στο Ονετγ κ.ά., επιμ., Οίβ Ή β ιιονάη ιιη ζ , 72. 34.Ρ. Ρέΐαίη, Π ί8β ο η η α ιιχΡ τα η ςα ί8:17]η ίη 1 9 4 0 - 2 0 αού ί 1944 , επιμ. Γ -Ο Β&τβ&δ (Παρίσι, 1989), 84. 35. Α. Μί1\ν&ιχΙ, ΤΗβ Ρα8βΐ8ί Ε βοη οη ιγ ίη Ν οη να γ (Ο ξφόρδη, 1972), 297’ Η. Κ. Κεά\ναπ3, Κβ8Ϊ8ίαηββ ίη Εναηββ: Α 8ίιιάγ ο / Ιάβα* αηά Μ οίίνα ίίοη ίη ίΗβ 8οιιίΗβηι Ζ οηβ 1 9 4 0 -1 9 4 2 (Ο ξφόρδη, 1978). 222-3. 3 6 . 0 ΡίΙίεΙιολνδΜ, «νεΛΓ&ηεΚ νοη Ν&Ηηιη§δηιίΐΐε1η άαΓοΙι ΐϋάίδεΗε ΒενόΙΙίεΓυηβ υηά Ηϋίί1ΐη§ε άεΓ Ο^υρ&ΐίοηδΙα^εΓ ίτη Ι^εδεΙζΙεη Ροΐεη», 8ίιιάία Η ί8ίοήαβ Οββοηοηιίβαβ , 17 (1982), 209. 37.1. Ογοδδ, Ρο/ί^/ζ 8οβίβίγ ιιηάβτ Ο βηηαη Οββιιραίίοη: ΤΗβ ΟβηβηιΙχοιινβηιβιηβηί, 1 9 3 9-1944 (Πρίνστον, 1979), 156· Νο&ΐίεδκαι ΡπάΙΐίίΓη, επιμ., Ναζί8ηι, 1 9 1 9 -1 9 4 5 , 994. 38.Βτ&ηάϊ,Μ αηαξβηιβηί, 118* Τ Ψ € , τόμ. 11 (Ουάσινγκτον, 1946), 427-8. 39. V. Ηίοηίάοη, Ραηιίηβ αηά ΟβαίΗ ίη Ο ββιψίβά Ονββββ, 1 941-1944 (Καίμπριτζ, 2006)* Εΐηιε^Ιδο§1οιι, «€1ι&η§εδ ίη ΐΗε Οίνΐΐίίΐη ΕεοηοΓην», 199, 214.
628
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
40.1. ΒΓβιιηίδ, «ΤΙιο Ροοά διιρρίγ», στο ΑηηαΙζ ο / ίΗβ Α ηιβήβαη Αβαάβηιγ ο / ΡοΙίίίβαΙ αηά 8οβίαΙ 8βίβηββ, 245 (Μ άιος 1946), 87-92, και Ο. Β&ηηίη§, «Ροοά δ!ιοιτ&§β αηά Ρυβίίο Ηοαίίΐι, ΡίΓδΐ Η&ΐί οί 1945», στο ίδιο, 93-110. 41. «ΤΗβ Ροοά Καΐίοηίη§ δγδΐβηι ίη ΡοΙαηά», Ρ ο ΙιξΗ Ρ οΓ ίη ίφίΙγ Κβνίβχν, 55 (1 Νοεμβρίου 1942), 7· Μ. ΒΓΖ6 δ1<;3 , Τ Η νοηφ α Ψ ο η ια η ’8Εγβ5 (Λ ονδίνο, χ.χρ. [1945]). 4 2 .Η. Β&(±6 , ϋ η ι άίβ ΝαΗηιη^φβίΗβίί Εητοραζ: ΨβΙίΛνίιΐΞβΗαβ οάβν Ονοβναηηι (Λειψία, 1942), 170 επ.' για τα προπολεμικά στοιχεία, βλ. Ε. νοίίη , «ΤΙιε Κιΐδδί&η Ροοό δίΐιι&ΐίοη», ΑηηαΙχ ο / ίΗβ Αηιβήβαη Αβαάβηιγ ο / ΡοΙίίίβαΙ αηά ΞοβίαΙ 8βίβηίί8ί8, 225 (Ιανουάριος 1943), 89-91. 43. Παρατίθεται στο ΒΓ&ηάΐ, Μ αηα§βηιβηί , 622-30· Α1γ και Ηείηΐδ, ΑτβΗίίββίΞ ο/ ΑηηίΗίΙαίίοη, 246. Για τον Β&οΐίβ, βλ. Τοοζβ, Ψα§β$ ο/Ώ β ή η ιβ ίίο η , 478-9. 44. ΒΓ&ηάί, Μ αηα§βηιβηί, 124. 45. «Α Οίΐίζβη ο ί ΚΙι&Γίάν», «Εβδί λΥβ ΡθΓ£βί: Ηυη§6Γ ίη ΚΜΓίάν ίη ίΐιβ λΥίηίβΓ ο ί 1941-42», ΙΙΙσαίηίαη ζ)ηαηβήγ, 4 (χειμώνας 1948), 72-9. 46.ΒΓ&υΙί§&ηι, στο Νο&Κβδ και Ρπάΐι&ιη, επιμ., Ναζίχηι, 1 9 19-1945, 913-14· επίσης, Τ. Μυ11ί§&η, ΤΗβ ΡοΙίίίβ8 οίΙΙΙιιή οη αηά Εηιρίϊβ: Οβιτηαη Οββηραίίοη ΡοΙίβγ ίη ίΗβ Ξονίβί ϋη ίοη , 1 9 4 2 -4 3 (Ν έα Υ όρ κη, 1988), 47-8. 47. λ¥. Β θ 6ΐ<±ο, επιμ., ΤΗβ 8ββΥβί ΟοηβνβηββΞ ο / Ζ > ΟοθΗΜ ξ, ίΗβ Ν αζί Ρνορα^αηάα Ψαν, 1 9 3 9-1943 (Ν έα Υόρκη, 1970), 222-3. 48.1. Εβίιιη&ηη, «ΗβΛβΓΐ Β&<±β», στο Κ. διηβΙδβΓ και Κ. Ζίΐβΐηι&ηη, επιμ., Όίβ Ηταηηβ ΕΙίίβ (Ντάρμστατ, 1993), 1-13. 49. Β. δηιίΐΐι και Α. ΡβΐβΓδοη, επιμ., ΗβίηήβΗ ΗίηιηιΙβν: ΟβΗβίηινβάβη 1933 Μξ 1945 (Φραγκφοΰρτη, 1974), 159· Τοοζβ, Ψα§β5 ο/ϋβ Ξ ίη ιβ ίίοη , 547-8. 50.Νο&1ίβδ και Ρπάΐι&πι, επιμ., Ναζί^ηι, 1919-1 9 4 5 , 901* επίσης Τ Ψ Ο , τόμ. 8 (Ουάσινγκτον, 1952), 797 επ. 51. Επίσης στο ίδιο, 803. 52.ΤΓονοΓ-ΙΙορ6Γ, επι μ.,Η ίίΙβτ’ζ ΤαΜβ ΤαΙ&, 615-24. 53.Βοβ1ο1ίβ, επιμ., ΤΗβ Ξββτβί ΟοηβΓβηββ8, 270, 276, 284* Τοοζο, Ψα§β$ ο / Ώβ§ίηιβίίοη, 548* ΤΓβνοΓΚορβΓ, επ ιμ .,Η ίίΙβτ’5 ΤαΜβ ΤαΙΙί, 658-9 (25 Αυγοΰστου 1942). 54.ΒΓ&ηόΐ, Μαηα§βηιβηί, 125, 563· ϋ . Είοΐιΐιοΐίζ, «ϋ ιβ ΑιίδΗβιιίιιη^ ό©Γ Ε&ηάχνπΊδοΙιαίΐ ά&ν ί&δοΐιίδίΐδοΐι 6βδβίζΐβη Οββίβΐβ άιίΓοΙι άίβ ΟΚΙαιρ&ηΙβη ιιηά άίβ ΤΒ^ΐίΙί άβΓ ηι&ΐβπβΐΐβη ΚοΓπίΓηρίβπιη^; ίη Οβυΐδθ1ι1&η<1 λν&1ΐΓοη<1 άβδ Ζννβίΐβη λΥβΙΐΙίπβ^βδ», 8ίηάία Η ίζίοήαβ Οββοηοηιίβαβ, 14 (1982), 153-71* Κβί<±6 εναντίον Ο οπη§, 7ΤΤΟ,τόμ. 13 (Ουάσινγκτον, 1952), 807. 55. Ν. Οοοάηι&η, «Ηβ&ΐΐΐι ίη ΕιίΓορβ», ΙηίβπιαίίοηαΙ Α β α ίη , 20:4 (1944), 473-80* δρίβΐίβπη&ηη, «ΒΓ0 \νη Βγ6&0 ίοΓ νίοΐοΓΥ», 150-59* δ&ιινγ και Εβάβπη&ηη, «Ε& Οιιβιτβ βίο1ο§κμιβ», 477* ΒΓ&ηόΐ, Μαηα§βηιβηί, 610-13. 56. Ρ. νίηοβηΐ, «Οοηδέςιιβηοβδ άβ δίχ αηηββδ άβ §ιιβΓΓβ δΐΐΓ \α ροριιΐ&ΐίοη ίΓ&ης&ίδβ», ΡορηΙαίίοη, 1:3 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1946), 436* I. Ό α ή ο, «Οιιβίςιιβδ αδρβοΐδ άβ Γένοΐιχΐίοη άέηιο§Γ&ρ1ιίςιιβ αηχ Ρ&γδ-Β&δ», στο ίδ ιο, 501-9. 57.1. ν&1ίη, Ρ. Μβδίβ, δ. Αά&ηιβΐδ και δ. ΡγΓ0 ζΙΐ0 ν, «Α Νβ\ν Εδΐίηιαίβ οί υΐατ&ίηί&η Ροριιίαΐίοη Εοδδβδ άιχηη§ ΐΐιβ Οπδβδ ο ί ΐΐιο 1930δ αηά 1940δ», ΡορηΙαίίοη 8ίηάίβΞ, 56:3 (Νοέμβριος 2002), 249-64. 58.Τ-Ε. ΟίδΓΐβδ και Ρ, ϋ&δηογ, επιμ., Εβ5 ϋ ο ^ ίβ ϊΞ 5ββΓβί$ άβ Ια ΡοΙίββ ΑΙΙβηιαηάβ βη ΒβΙ§ίςηβ: Εα ΟβΗβίηιβ ΡβΙάροΙίζβί βη ΒβΙ§ίςηβ βί άαη5 Ιβ Ν οτά άβ Ια ΡΓαηββ, 2 τόμοι (Βρυξέλλες, 1972-3), σπορά δην, ιδίως τόμ. 1: 45,82-4,155,192-3,205* τόμ. 2: 46. 5 9 .0 . ΗίΠ, ΤνβηάΞ ίη ίΗβ ΟίΙ ΙηάηΜιγ ίη 1944 (Ουάσινγκτον, 1944), 10-12. Ευχαριστώ την Αΐίδοη ΡΓδηΙί γι’ αυτή την παραπομπή* \¥. Ο. Ιοηδβη, «Τ1ΐ€ ΙιηροΓΐ&ηοβ οί ΕηβΓ§γ ίη ΐΐιβ ΡίΓδΐ αηά δοοοηά λνοήά \¥ηγ §»,Η ίΞίοήβαΠ οηηιαΙ, 11:3 (1968), 538-54. 60. ϋ . Είοΐιΐιοΐίζ, «01, Κτίβ§, Ροΐίΐΐΐί: ΟβυίδοΙιβΓ 0 1 ίηιρβπ 3 ΐίδηιυδ (1933-1942/43)», ΖβίίΞβΗήβ β ΐτ ΟβΞβΗίβΗίΞ§β\νίΞ8βη8βΗαβ, 51:6 (2003), 493-511. 61.Τοοζβ, Ψα$βΞ ο/Ώ β§ίηιβίίοη, 445-6. 62.Σ το ίδιο, 574,598. 63.1βηδβη, «ΤΙιε ΙηιροΓΐδηοε οίΕηβΓ§γ», 550* Μί1\ν&Γ(1, ΤΗβΝβχν Ονάβν. 288. 64. ΕΛβΓηι&η, ϋ ο β $ ϋ οηρ ηβχί Ραγ?
629
ΣΗΜ ΕΙΩΣΕΙΣ
Κ εφάλαιο 10: Οι εργάτες
1. υ.
Ηογ1)6γΙ, ΗίίΙβΓ 5 Ρονβίξη Ψον^βκ: Ε η β ϊβ β ά Ροτβί§η ΕαΙιοτ ίη Ο βπηαηγ ηηάβτ ίΗβ ΤΗίτά ΚβίβΗ (Καίμπριτζ, 1997), 35. 2. Σ το ίδιο, 100-103,107. 3. Σ το ίδιο, 110-11. 4. Σ το ίδιο, 146-62· λΥεΙζοΙ, ΐη Ηοΐβοτ, «Βετ Οεηετ&ΐρΐ&η Οδί», 312. 5. Ν Ο Α , διιρρίοιηοηί Β (Ουάσινγκτον, 1946), 373, δ&ιιοΜ-ΗΐΙΙεΓ, 14 Απριλίου 1943- Ν Ο Α , τόμ. 7 (Ουάσινγκτον, 1946), «δίεηο^τ&ρΐιΐο ΐΓ&ηδοπρί ο ί Ιΐιε 17ΐ1ι οοηίοΓεηοε οί ΟεηΙτ&Ι Ρ1&ηηΐη§», Κ124,196· Τ οοζε, ϊ¥α§β$ ο /ϋβ Μ η ίβ ίίοη , 517. 6 . ΝϋΓ6Γπΐ36Γ§ Βοοιιηιεηΐ: (στο εξής Ν Β ), 294-Ρ δ/υ δ Α 185* στο ίδ ιο, 304. 7. Ν Β, 1526-Ρδ/υδΑ 178, παρατίθεται στο ΤΨΟΙ, τόμ. 3 (Νυρεμβέργη, 1947), 12 Δεκεμβρίου 1945,299. 8 . Ν Β , 018-Ρδ, Κθδ6η66Γ£-δ&ικ±ε1, 21 Δεκεμβρίου 1942, στο ίδιο, 304-5. 9. «ΜοπιοΓ&ικΙιιηι οί ΚΜ>εηΐΓορ-Α1ίΐεπ άΐδοιίδδΐοηδ», 22 Φ εβρουάριου 1943 στο Ν Ο Α , τόμ. 7, 196-7· Μ. Ε ΐΜ , «“λΥεΐΙ άΐε Μεηδείιεη ίεΜ εη”: Β ίε άειιΐδοΐιεη ΖΛναη^δαΛεΐΐδΓεΙαιπΙΐεΓίιη^εη ιιηά -άεροΓΐ&ΐΐοηεη ΐη άεη βεδεΐζΐεη Ο εβΐεΙεη άετ υΐοΉΐηε, 1941-1944», νίβηβΙΐαΗκΗβββ β ν Ζβίί£β5βΗίβΗίβ, 53:5 (2005), 405-34. 10.Κ-124, πρακτικά της Κεντρικής Επιτροπής Σχεδιασμού, 1 Μαρτίου 1944, ΤΨ Ο Ι, 312. 11.3819-Ρδ, αλληλογραφία του δαιιοΜ και του δρεετ με τον Ηΐΐίει*, στο Ν Ο Α , τόμ. 6 , 760-65· Δ ιά σκεψη Υπευθύνων Εργατικού Δυναμικού, 12 Ιουλίου 1944, στο ίδ ιο, 766-72. ΐ. Τον Μάρτιο του 1944. (Σ.τ.Μ.) 12.Τ οοζε, Ψα§βΞ ο / ΏβΞίηιβίίοη, 519· Ο. ΟειΊαοΙι και Ο. Α1γ, Ο αχ Ιβίζίβ ΚαρίίβΙ: ΚβαΙροΙίίί1ί, ΙάβοΙο§ίβ ηηά άβτ Μ ονά αη άβη ιιη%αή$βΗβη Ιηάβη, 1944/45 (Στουτγάρδη, 2002)· Β. Κτοηετ, «“δοΐά&ΐεη άετ Ατ^εΐΐ”: Μεηδε1ιεηροίεηΐΐ&1 ιιηά Μεηδοΐιεηηι&η^εΐ ΐη\¥ε1ιπηαο1ιΙ αηά Κπε§δ\νΪΓΐδο1ΐΗίΐ», στο Εΐοΐιΐιοΐΐζ, επι μ .,Κ ή β § η η ά ΨίτΚβΗαβ, 109-29. 13. Ρ. Ρ&η&γΐ, «ΕχρΙοΐΙ&Ιΐοη, 0 πηιΐη 3 ΐΐΐγ, Κεδΐδΐ^ηοε: ΤΙιε Ενετγά&γ Εΐίε οί Ροτεΐ^η λνοτΙίεΓδ αηά ΡήδοηοΓδ οί \¥&γ ΐη ΐΐιο Οεπη&η Το\νη οί Οδη&1?Γϋο1ί, 1939-1949», ΙοηπιαΙ ο / Οοηίβιηροτανγ Ηίζίονγ, 40,3 (2005), 483-502. 14. Ηογ5ογΙ, ΗίΐΙβΓ $>Ρονβίξη Ψ ονίίβκ, 265-6. 15.Σ το ίδιο, 267-8' Ν.λΥ&εΙίδηι&ηη,Η ίίΙβϊ’ΞΡή5οη$: Εβ§αΙ Τβηονίη Ναζί Οβπηαηγ (Λονδίνο, 2004), 284-306. 16.«ΕχΐΓ&οΙδ ίτοπι Ροδεη ιηεεΙΐη§», 4 Οκτωβρίου 1943, Ν Ο Α , τόμ. 8 , 318-22· Κ. Οε11&Ιε1γ, Βαβ&ίηξ ΗίίΙβν: ΟοηΞβηί αηά Οοβτβίοη ίη Ν αζί Ο βπηαηγ (Οξφόρδη, 2001), 174-5. 17.«ΒεοΓεε ίοΓ Εηδΐιπη§ ΐΐιο Βΐδοΐρΐΐηε ζη ά ΟιιίριιΙ ο ί Ροτεΐ^η λνοτ^εΓδ», 25 Σεπτεμβρίου 1944 «Β226», ο τ ο Ν Ο Α , τόμ. 6,1089-90· Τ οοζε, \Υα§β5 ο/Ο β$ίηιβίίοη , 529-30. 18. Παρατίθεται στο Ραη&γΐ, «Εχρίοΐί&ίΐοη, €πηιΐη&1ΐΙγ, Κεδΐδί&ηεε», 489-90· επίσης ΗεΛεΓί, Η ίύβτ $ Ρονβί^η Ψον^βϊΞ, 293-5. 19.Οε11&ίε1γ, ΒαβΙίίη§ ΗίίΙβτ, 239-57. 20.Στοιχεία για το Γκουλάγκ από το Α. Ν ονε, «Ηο\ν Μ&ηγ νΐεΐΐπΐδ ΐη Ιΐιε 1930δ? II», 8ονίβί 8ίηάίβ5, 42:4 (Οκτώβριος 1990), 811-14* στοιχεία για το 1939-42 στο Ν Ο Α , τόμ. 7, Κ-124, ΡοΗΙ-ΗΐηιηιΙει-, 30 Απριλίου 1942. 21.1. Ε. δοΐιιιΐΐε, Ζ χναη& αώ βίΐ ηηά νβνηΐβΗίηη^: Οα$ ϊνίΗ ΞβΗ αβίιηρβήηηι άβν 88: ΟχχναΙά ΡοΗΙ ιιηά άα$ 88-\νίη5βΗ αβ-νβηναΙίηη£5Η αηρίαηιΙ, 1 9 3 3 -1 9 4 5 (Π άντερμπορν, 2001). 22 .Σ το ίδιο, 335-60* Μ. Τ. ΑΙΙεη, ΗίίΙβτ’ζ 81ανβ ΡοηΙχ: ΤΗβ Βηήηβχ$ ο / Ροτββά Εαίιοητ ίη Οββηρίβά Εητορβ (Λονδίνο, 2002), 198-9. 23.Ηΐιηηι1εΓ, ΟβΗβίπίΓβάβη 1933 1 9 4 5 , 159. 24. ΑΙΙεη, Η ίύ β ϊ’ζ 81ανβ Ε οπ Ε . 25.Ρδ-682 στο δ. Κτ&1<:ο\νδ1ά, «ΤΙιε δ&ΐεΐΐΐίε Ο&ηιρδ», στο Υ. ΟιιίΓη&η και Μ. ΒεΓεηβ&ιιπι, επιμ., Α η α ίο π ιγ ο / (Ηβ Αη5βΗ\νίίζ ΌβαίΗ ϋ α π ιρ (Μ πλούμινγκτον, Ιντιάνα, 1994), 51* Μ. Βτοδζαΐ, «ΤΙιε ΟοηεεηίΓ&ίΐοη Οαηιρδ, 1933-1945», στο Η. Κτ&ιίδηΐοΐί και Μ. ΒτοδζαΙ, Α η α ίοη ιγ ο / ίΗβ 8 8 8ίαίβ (Λ ονδίνο, 1973), 243* λν&οΐίδηι&ηη, ΗίίΙβτ^ Ρή5οη5, κεφ. 8 . 26 .λ¥. Να&δηεΓ, επιμ., 88-\νϊΓί$βΗαβ ηηά 88-ΥβηναΙίηηβ: Ό α$ 8 8 - \νίπ χβ Η α β - ΥβηναIΐηη^Η αιφίαηιί ηηά άίβ ηηΐβν Ξβίηβτ ϋίβηΞίαηβίβΗ ί 5ίβΗβηάβη \νίΓΐ5βΗαβίβΗβη υηΐβπιβΗιηηη^βη ηηά χνβίΐβτβ ΟοΙαι-
630
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
ητβηίβ (Ντύσσελντορφ, 1998), 93-9* Ρ. Ρΐρβι, «ΊΠιε δνδΐεπι οί Ρπδοηετ Εχρίοίΐ&ΐίοη», στο Ουΐηιαη και ΒοΓοηβ^ιπη, επι μ .,Α η α ίοιη γ ο/ίΗβ Αιΐ8βΗ\νΐίζ ΟβαίΗ Οαηιρ, 34-50, εδώ 38. 27. Εη§€ΐ, Α ί ίΗβ Η βαη ο/ίΗ β ΚβίβΗ, 145. 2 Η.Στο ίδιο, κεφ. 5· 01α<±δ-διοικητές στρατοπέδων, 20 Ιανουαρίου 1943, σχόλιο του Εΐ(±£ στο Τ \¥ € , τόμ. 5, 383, ΡοΜ-ΗΐηίΓηΙβΓ, 5 Απριλίου 1944 (Ν0-020(&))· ποσοστά θνησιμότητας οτοΤ Ψ Ο , τόμ. 5, 379-81, ΡοΜ-ΗΪΓπιτιΐ6Γ, 30 Σεπτεμβρίου 1943 (1469-Ρ8). Συνολικοί υπολογισμοί στο Τοοζ©, Ψαξβχ ο/ΟβΜ ηιαίΐοη, 523,526-7· Βτοδζ&ΐ, «ΤΙιε ΟοηεεηΐΓαΐίοη Ο&Γηρδ», 222-3, 244-5. 29.δε1ιιι1ΐε, Ζ\ναη£$αώβίί ηηά ΥβπιΐβΗίηη§, 208-32. 30. Σ το ίδ ιο , 246-7· Ε. ΌοβίΌδζγεΙα, επιμ., ΤΗβ Ο ιινη ΐβΙβ ο / ίΗβ Εοάζ ΟΗβίίο, 1 941-1944 (Νιου Χέι-
βεν, 1984), 1χι-1χιϋ· Η. ΚΓΗΐίδηίοΚ, «ΤΙιε ΡεΓδεειιΐΐοη οί ίίιε .Ιε\νδ», στο Κτ&ιίδηΐεΐί και Βτοδζ&ΐ, επι μ .,Α η α ίο η ιγ ο/ίΗ β 8 8 8ίαίβ, 136-7. 3 1 .Σ το ίδ ιο , 250, 260-61. 32. ΑΠεη, ΗΐίΙβτ’ζ 81ανβ Εονά$, 194-6. 33. Βλ. Α. Ο. Μίει*ζε]ε\νδ1ίΐ, ΤΗβ ΟοΙΙαραβ ο / ίΗβ Ο βπηαη \¥αν Εβοηοηιγ, 19 4 4 -1 9 4 5 (Τσάπελ Χιλ, Βόρ. Κ αρολίνα, 1988), κεφ. 1, για την άνοδο του δρεετ. Επίσης \Υ. δε1ιιιπΐ£ΐηη, «ΡΓοΜειηε άεΓ Οειιίδείιεη Αυβεη\νΐηδε1ιαίΐ αηά εΐηεΓ “ΕυΓορϋίδεΙιεη ^V^^ΐδ^11^ιίΐδρ1^ηι1η§,,», 8ίηάΐα Ηι§ίοήαβ Οββοηοτηΐβαβ , 14 (1979), 142-60. 34 .Τ Ψ Ο ,τ ό μ . 11,402-3. 35. Κ. Τ δΐε^ίπεά, «Κ&εΐ&Ι Βίδ€πιηΐη&ΐίοη αί \¥ογ!<:: ΡοΓεεά ΕαβοιίΓ ίη Ιίιε νο11ίδ\ν&§εη Ρ&εΐοΓγ, 1939-1945», στο Μ. ΒιΐΓίεΐ^Ιι, επιμ., Ο οη βοηίΐη β ίΗβ Ν αζί Ρακί: Νβ\ν ΟβΗαίβκ οη Μ οάβπι Ο βπηαη Η ΐαίοϊγ (Λονδίνο, 1996), 37-51. 36. ΑΠεη, ΗΐίΙβτ’5 81ανβ Ε ο ν ά 5 , 194, 225. ϋ. Στο πλαίσιο του οποίου οι ΗΓΙΑ δάνεισαν στρατιωτικό υλικό κάθε είδους στους Ευρωπαίους Συμμάχους. (Σ.τ.Μ.) 37. δ. Κοΐΐαη, «λΥοτΙό \\1ιγ Τ\νο αηά Ε&βοπ Α Εοδΐ Οαιΐδε?», ΙηίβΓηαίΐοηαΙ ΕαΗοΓ αηά IΥοτΙίΐη§-€Ια$5 Η ΐζίοιγ, 58 (φθινόπωρο 2000), 181-91. 3 Η .Σ τοίδιο- επίσης Κ. 1. Ονο 17 , \¥Ηγ ίΗβ Α11ΐβ$ Ψ οη (Λονδίνο, 1995).
Κεφάλαιο 11: Κακέκτυπο διπλωματίας 1. I. ΡοεΓδΐεΓ και Ε. Μ<ι\νάδ1εν, «Ηΐΐΐετ αηά δΐαΐίη ΐη ΡεΓδρεεΐίνε: δεεΓεΐ δρεεεΗεδ οη ίίιε Εν© οί Β&ΛδΓΟδδίΐ», Ψ ανΐη Η ίήοτγ, 11:1 (2004), 61-103, εδώ 77. 2. Ο Ο Ρ Ρ , τόμ. 13 (Ουάσινγκτον, 1954), 55. 3. Σ το ίδ ιο, 28-9, 42-3. 4. «Οο§ηοπδ€ΐΐ€ Κπε§δζΐε1ε», στο ΖβΐίχβΗήβ β ν αιιύάηάΐ$βΗβ5 οββηίΙΐβΗβ ξ ΚββΗί ιιηά ΥόΙΙίβιτββΗί, 11 (1942-3), 11. 5. Ρ. Αηίιΐδο, ί)α ΡαΙαζζο Υβηβζΐα αί Εα§ο άί Ο αιτία (1936-1 9 4 5 ) (χ.τ., 1957), 196-210, 2 26 -1 . 6 . Ω Ο Ι1 , τόμ. 7 (Ρώμη, 1987), 470. 7. Σ το ίδ ιο , 509-10· βλ. επίσης Αηίιΐδο, Ο α ΡαΙαζζο Υβηβζΐα αί Εα§ο άΐ Οατάα , 209. 8 . Ε. ΟοΙΙπΊέΐηη, ΤΗβ Ιηίβηπβίβτ: Μ β ιη οΐκ ο / Ο οίτίονΕιι§βη ΟοΙΙτηαηη (Λονδίνο, 1967), 192-3. 9. δείιηπάΐ, Η ΐίΙβν5 Ιηίβιρνβίβν , 258’ Εΐρ^εηδ, επιμ., ΟοβιιιηβηίΞ οη ίΗβ Η ΐ^ίοιγ ο/Ε ηνορβαη Ιηίβξταίΐοη , τόμ. 1 (Ν έα Υόρκη, 1984), 86-9. 10. Μ. ΒΙοεΗ, Κ Μ β η ίτ ο ρ (Λονδίνο, 1992), 340-41. 11.Ο Ο Ι, τόμ. 7, Οΐ&ηο-Μυδδοΐΐηΐ, 26 Οκτοοβρίου 1941, 690-94. 12. Βίοείι, ΚΐΗΗβηίνορ, 342-3· Ε. δΐηιοηΐ, Ββήΐηο, Α/ηΗα$βΐαία άΊίαΙΐα 1 939-1943 (Ρώμη, 1947), 262. 13 .Ο Ο Ρ Ρ , τόμ. 13 (Ουάσινγκτον, 1964), 858-9, 861, 867, 91Τ ΒΙοεΗ, ΚώΗβηίνορ , 351. 1 4 .0 0 Ρ Ρ , τόμ. 13, 920-21. 15.Ηΐΐ1©Γ, 8ρβββΗβ$ αηά ΡτοβΙαπιαίΐοη ^, 1 9 3 2 -1 9 4 5 , τόμ. 4 (1941-1945) (Ουωκόντα, Ιλλινόι, 2004), 2672,30 Σεπτεμβρίου 1942. 16 .0 0 1 , τόμ. 8 (Ρώμη, 1988), 409-12. 17. Μ. Ειιαοΐΐί, ΡαΙαζζο ΟΗΐ^ΐ: Α η η ΐ νονβηίΐ ήβοτάΐ άΐ νΐία άϊρίοηηιύβα ΐίαίιαηα άαΐ 1933 αί 1948 (Μ ιλά νο, 1976), 99-101* Ο. Κ οΚ ά ι,Ό ΐα ή ο, 1 9 3 5-1944 (Μ ιλάνο, 1982). 300.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
631
18.Τοηι&δενΐε1ι, Ψ αναηά ΚβνοΙιιίίοη ΐη ΥηβοχΙανΐα, 168-71. 19. ΤΗβ ΟοηβάβηίιαΙ Ραρβπ οί Λ ά η ύνα ΙΗονίΗγ (Βουδαπέστη, 1965), 193, 224. 2 0 .Τ. Αηάετδοη, «Α Ηιιηΰηπαη νβνηίβΠίιιη§8^ήβ§Ί ΗυησΒπαη Ττοορδ άηά ΐίιε δονΐεΐ Ρ 3 Γΐΐδ&η λν&Γ ΐη υΐα&ΐηε, 1942», ΜίΙίίάν^β^βΗίβΗίΗβΗβ ΜίίίβίΙηη§βη, 58:2 (1999), 345-66· Ν. Κ&ΙΙαγ, Ηηη^αήαη Ρνβιηιβν: Α Ρ βηοηαΙ Α ββοιιηΐ ο ί α Ναίΐοη ’ν 5 ί η ι § φ ίη ίΗβ Ξββοηά ΨονΙά Ψαν (Λονδίνο, 1954), 107—11 για το Νόβι Σαντ. 21. ΗθΓί1ιν, ΟοηβάβηίίαΙ Ραρβνα. 269-72. 22.Τοηι&δενΐε1ι, Ψαν αηά ΚβνοΙιιΐίοη ίη Υιι§ο8ΐανία, 156-68· Κ. ΙχηιΙνΐη,Αν/Λ ΚιιΙβ ίη Οββηρίβά Εηνορβ: Ρ αη ’.ν ο /Ο ββιιρα ίίοη, Α η α ίχήζ ο ( Ο ονβηυηβηί, Ρνορο8αΐ8 /ο ν Κβάνβ88 (Ουάσινγκτον, 1944), 187-90· δοΙίεοΙιΙηΊ&η, Ειινορβαη ΡορηΙαίίοη Τ η ι η φ η . 415-24. 2 3 .0 . Όεΐείαηΐ, ΗίίΙβτ 5 Ρον§οίίβη ΑΙΙγ: Ιοη Αηίοηβχβη αηά ΗΪ8 Κ β φ η β , Κοηιαηία 1 9 4 0-1944 (Λονδίνο, 2006), 38. 24.1. Αηεεί, Τναη§ηί$ίήα 1941-1942: ΤΗβ Κονηαηίαη Μα88 Μηνάβν Οαηφαί%η8, τόμ. 1 (Τελ Αβίβ, 2003), 24-5. 25. V. ΡεΐΓον, Ε 8 βα ρββοη ι ίΗβ Ριιίηνβ: ΤΗβ ΙηβνβάίΗβ Αάνβηίιινβ8 ο /α Υοηη§ Κιΐ88ίαη (Μπλοΰμινγκτον, Ιντιάνα, 1973), 394-6. 26. Οεΐεΐαηί, ΗίίΙβτ ’ν Ρον§οίίβη Α1ί\\ 187-96. 2 1 .Σ το ίδ ιο , 130-41· το Α. Α η§π(±, «ΤΙιε Εδε&Ι&ΐΐοη οί Οεπιΐίΐη-Κυηι&ηΐίΐη Αηΐΐ^ε\νΐδ1ι Ροΐΐεν δίίεΓ ΐίιε Αίΐ&εΐί οη ίΐιε δονΐεΐ υηΐοη», Υαά Υα8Ηβτη 5ίιιάίβ8, 26 (1998), 203-39, δίνει περισσότερες απόκλειες για το Ιάσιο. Βλ. τώρα «ΤΙιε Κεροτΐ οί ίΐιε Ιηίεπιαΐΐοηδΐ (Γοιηηιΐδδΐοη οη ΐίιε Ηοΐοεαυδΐ ΐη Κοπΐίΐηΐ&», Βουκουρέστι, 11 Νοεμβρίου 2004, διαθέσιμο στο διαδίκτυο στο 1ιΐίρ://λν\νν/.γ&όν&δΙιεηι.θΓ§/Β5ουί-γϋ(1/\νΗ&ί-ηε\ν/ΐη(1εχ-\ν1ΐίΐίδ-ηε\ν-ΓεροΓί.1ιίΓη1. 28.Κοΰρτσιο Μ αλαπάρτε, Κ α π ο ύ τ (Αθήνα, 2007), 210-211. 29.1. Αηεεί, «ΤΙιε Οετηΐίΐη-Κιηη&ηΐ&η Κείίΐίΐοηδίιΐρ Άχιά ίΗε Ρΐη&1 δοΐυΐΐοη», ΗοΙοβαιΐ8ί αηά Οβηοβίάβ 5ίηάίβ8 , 19:2 (φθινόπιορο 2005), 252-75, εδοό 258* για το πρωτότυπο, βλ. Ε. Βεη]ΗΓηΐη, επι μ.,ΡνοΜβνηα βννβία8βα ίη 8ίβηο§νανηβΙβ ΟοηςίΙίιάιιί άβ Μ ίηίχίή (Βουκουρέστι, 1996), 264-9. 30.Αη§πε1<, «ΤΗε Εδε&Ι&Ιΐοη οί Οετηΐίΐη-Κυηι&ηΐ&η Αηίΐ-Ιε\νΐδΗ ροΐΐεν», 213-15. 3 1 .Σ το ίδιο, 224-9. 32. Κ. Ηΐ1βετ§, ΤΗβ Πβ8ίνηβίίοη ο/ίΗ β Εηνορβαη Ιβ\ν8 (Ν έα Υόρκη, 1985), τόμ. 2, 758-83· Οεΐεί&ηΐ, Η ίίΙβτ8 ΡθΓ§οίίβηΑΙΙγ, 146. 33. Αηεεί, Τναη8ηί8ίνία 1 9 4 1 -1 9 4 2 , 193. 3 4 .Σ το ίδιο, 193-203. 35. Αηεεί, «ΤΙιε Οειτη&η-Κιιηι&ηΐ&η Κείίΐΐΐοηδίιΐρ αηά ΐίιε ΡίηαΙ δοΐιιίΐοη», 259. 36. «ΤΙιε ΚεροΓΐ οί ΐΗε Ιηίετη&ίΐοηίΐΐ Οοηιηιΐδδΐοη οη ΐίιε Ηοΐοε&ιΐδΐ ΐη Κοπίίΐηΐα». 37. Α. Όαΐΐΐη, Οάβ88α 1941-1944: Α Οα8β 8ίηάγ ο('5 ονίβί Τβνήίονγ ηηάβν Ρονβί§η ΚιιΙβ (Σάντα Μόνικα, Καλιφόρνια, 1957), 68-78· διεξοδική εξέταση των εκτιμήσεων για τον αριθμό των θανάτων υπάρχει στο «ΤΙιε Ηο1οε&ιΐδί ΐη Κοηΐ£ΐηΐ&», στο «ΤΙιε Κεροτί οί ΐίιε ΙηίεηΐΒίΐοηαΙ ΟοΓηηηΐδδΐοη οη ΐίιε Ηοΐοε&ιΐδί ΐη Κοτη^ηΐα». 38.«Κεζο1ν&Γε& ρτο51εηιεΐ εντεΐεδίΐ» (Λΰση του εβραϊκού προβλήματος), στο ΙΙηίνβα, 10 Οκτωβρίου 194Γ αντίγραφο στο I. Αηεεί, Οοβηηίβηί8 €οηββνηίη§ ίΗβ Ραίβ ο [ Κονηαηίαη ,ΐβχνιγ άιιηηχ ίΗβ ΗοΙοβαιΐ8ί (Ν έα Υόρκη, 1987), τόμ. 3: αρ. 208, σ. 318, παρατίθεται στο «ΤΙιε ΚεροτΙ οί ΐίιε Ιηΐεπι&ΙΐοηαΙ Οοτηηιΐδδΐοη οη ΐΐιε Ηοΐοε&ιΐδΐ ΐη Κοηι&ηΪ3 ». 39. Μ. Κηοχ, Η ίίΙβτ8 ΙίαΙίαη Α11ίβ8: ΚογαΙ Ανιηβά Ρονββ8, Ρα8βΪ8ί Κ β φ η β αηά ίΗβ Ψαν ο/ ’ 1940-1943 (Καίμπριτζ, 2000), 24-71. 40. Κ. ΌΐΝ&τάο, Οβπηαηγ αηά ίΗβ Αχΐ8 Ρο\νβν8: Ρνονη ΟοαΙίύοη ίο Οο11αρ8β (Λώρενς, Κάνσας, 2005), 28-36. 41. Β ο η ^ Ι Ο ίαήο, 1 9 3 5 -1 944, 216. 42. Ό. Κοάο^ηο, Ρα8βί8ΐη ’.ν Εηνορβαη Εηιρίνβ: ΙίαΙίαη Οββιιραίίοη άηήηβ ίΗβ 8ββοηά Ψ οή ά Ψαν (Καί μπριτζ, 2006), 284-7* βλ. επίσης δ. Εεεοειιτ, «ΤΙιε Ιΐαΐΐ&η Οεευρ&ίΐοη οί δγτοδ αηά ΐίδ δοεΐοΕεοηοηιΐε Ιητραεί, 1941-43», ΡΗ.ϋ. ΐΐιεδΐδ, υηΐνεΓδΐΙγ ο ί Εοηόοη, 2006. 43. Κ.θ(1ο§ηο, Ρα8βί8τη ’8 Εητορβαη Εηιρίτβ. 59. 44. Η. ]. ΒιΐΓ§\νγη, Ειηρίνβ ίη ίΗβ Αάήαίίβ: Μιΐ88θΙίηί’8 Ο οηφιβ8ί 0)Ύ ιΐ£ 08 ΐανία, 1941-1943 (Ν έα Υόρκη, 2005), 96.
632
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
45. Κ.οόο§ηο, Ρα8βΐ8ηι ’τΕηνορβαη Ενηρίνβ , 82-4, 264-5. 46. Ρ. Ρ. νοπίΗ, «Νοίβδ οη ΙΙ&Μ&η Καί© ΐη Οα 1ιη&ΐΪ3 υηάβΓ Βαδίΐ&ηΐηΐ, 1941-1943», ΙηίβπιαίΐοηαΙ Ηί8ίονγ Κβνίβνν, 12:3 (1990), 441-60. 47. Κοάο§ηο, Ρα8βΐ8νη }8 Εηνορβαη Εηιρίνβ, 73. 48.Τοηΐ3δ0νΪ€ΐι, 1Υαν αηά ΚβνοΙηίίοη ίη Υη§ 08 ΐανία , 49-53. 49. Μ αλαπάρτε, Κ α π ο ύ τ, 407-16. 50. Μ. Α. Ηο&γ©, Οβηοβίάβ αηά Κβ8Ϊ8ίαηββ ίη ΗίίΙβν’8 ΒοΞηία: ίΗβ Ραπί8αη8 αηά ίΗβ ΟΗβίηίΙίΞ, 1 9 4 1-1943 (Ο ξφόρδη, 2006), 22-3. 51.Τ. ϋιιΐΐο, ϋίορ ία8 ο/Ν αΙίοη : ΕοβαΙΜ α88 Κί11ίη§ ίη Βοζηία αηά Ηβνββξονίηα, 1 9 4 1 -1 9 4 2 (Στοκχόλμη, 2005). 52. ΒιΐΓ§\νγη, Εηιρίνβ ίη ίΗ βΑάήαίίβ, 164-6. 53.Κλο1ι, ΗίίΙβν’8 Ψ α νΑ ίη ΐ8 , τόμ. 2, 280-81· ΟΙ&ΐδβ στο I. Ε. Οιιηιζ, «ΨβΗννηαβΗί Ροπχρΐίοηδ οί Μ&δδ νΐοίβηεο ΐη ΟΓοαΐΐα, 1941-1942», ΗίΞίοήβαΙ Ιοη π ια Ι , 44:4 (2001), 1015-38, εδώ 1028· ϋυΐΐο, ϋίορία 8 ο / Ν α ίίοη, 146· I. Οιιηιζ, «ΟβΓπι&η ΟουηΐβΓ-ΐηδυΓ^οηογ Ροΐΐογ ΐη Ιηόβροηάβηΐ Ογο&ϊιε, 1941-1944», ΤΗβΗί8ίοήαη, 61 (1998), 33-50. 54. Μ. Ε©§η&ηΐ, «II “§πι§ 6γ” ά©1 §6η6Γ&1© Κο&ίί&: 1&άΐΓΟΐΐΐν© ά&ΙΙζ 2ά απηδΐα δΐιΐΐα Γ©ρΓ©δδΐοη© &ηίΐρ&Γΐΐ§ΐ&η& ΐη δίονοηΐα 6 Ογο^ζϊε», ΙίαΙία βοηίβηιροναηβα, 209-10 (Δεκέμβριος 1997-Μ&γο1ι 1998), 155-74· ΒιΐΓ§\νγη, Εηιρίτβ ίη ίΗ βΑάήαίίβ , 270-74. 55. Κοάο§ηο, Ρα$βί8ηι Εηνορβαη Ε ηιρίνβ , 336-61. 56. Για τις ιταλικές αντιρρήσεις, ΌΌΙ, τόμ. 10 (Ρώμη, 1990), 86 ,547. 57. Β. ¥ι$ο\\&ΐ,ΑΙΗαηία αί Ψαν, 1 9 3 9 -1 9 4 5 (Ουέστ Λάφαγετ, Ιντιάνα, 1999), 85-7. 58. Οιιηιζ, «ΨβΗπηαβΗί Ροπχρίΐοηδ ο ί Μδδδ νΐοΐοηο©», 1032* για τις ευκαιρίες διαπραγμάτευσης που περιφρονήθηκαν, βλ. \Υ. Ηοοίΐΐ, ΤΗβ 8ββνβί Ρνοηί: ΤΗβ 8ίονγ ο /Ν α ζ ί Ε$ρίοηα§β (Ν έα Υόρκη, 1954), 154-5. 5 9 Α . Οιιηιζ, «δΙ©ρρΐη§ Βαοΐί Ιγοπι ϋοδΐηιεΐΐοη: Ιην&δΐοη, ΟοαιρΗΐΐοη &ηό ΕηιρΐΓ© ΐη Η&1>δ1>ιΐΓ§ δοΛΐδ, 1914-1918», διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο του Σικάγου, 2006. 60.Βλ. Ηιιΐΐ, ΑΗ$οΙηίβ Όβ8ίνηβίίοη' Α. Κγ^ώιογ, Ογηαηιίβ5 ο/' Οβζίτηβίίοη: Οιάίητβ αηά Μα$5 Κί11ίη§ ίη ίΗβ Γ ίπ ί Ψ ο ή ά Ψαν (Ο ξφόρδη, 2007)· και ιδίως Οιιηιζ, «δΐ£ρρΐη§ Β&άί ίΐΌΐη Οοδΐηιοΐΐοη». 61. Β ο η& ϊ,Ώ ίαήο, εγγραφή 11ης Ιουνίου 1940. 62. Ειπη&ηδ, ΗίηιιηΙβν^ Αηχί1ίανίβ8, 215. 63. Βο\νεη, 5ραηίανά8 αηά Ν αζί Ο β π η α η γ , 170. 64. ΒιΐΓ§\νγη, Εηιρίτβ ίη ίΗβΑάνίαίίβ, 211. 65.δοΙιηιΐάΐ, ΗίίΙβν’8 Ιηίβνρνβίβν, 259-60* Ο. Βι*ο\νηΐη§, «υηΙοΓδΐ&αΙδδβΙαΌΐ&Γ Μ&ηΐη ΕιιίΙΐ£Γ αηά ΐΐι© Κΐβ 6 ©ηΐΓορ ΡθΓ©ΐ§η Ο ίΐίο&», ΙοηπιαΙ ο/Ο οηίβιηρονανγ Ηί8ίονγ, 12:2 (Απρίλιος 1977), 313-44. 66 . ΗοΓΖδίεΐη, ΨΗβη Ν αζί Όνβαηΐ8 Οονηβ Τηιβ, κεφ. 6 *Μ&Γΐΐη, «Οεηη&η-ΙΙ&Ιΐ&η ΟιιΙΐιΐΓ&Ι Ιηΐΐΐ&ΐΐν©δ». 67.Εΐρ§©ηδ, επιμ., Οοβηηιβηί8 οη ίΗβ Ηί8ίονγ ο/Ε η νορβα η Ιηίβξναίίοη , τόμ. 1, 98-109* δΐιηοηΐ, ΒβνΙίηο, ΑνηΗαχβίαία άΊίαΙΐα, 299* δοΐιηιΐόί, ΗίίΙβν’8 Ιηίβνρνβίβν, 261* I. νοη ΚΐββοηίΓορ, ΤΗβ Κ Μ β η ίν ο ρ Μβνηοίν8 (Λονδίνο, 1954), 169. 68 . Μυ11ΐ§ίΐη, ΤΗβ ΡοΙίίίβζ ο/ΙΙΙη ή οη αηά Ενηρίνβ, 39-40. 69. Εΐρ§©ηδ, επιμ., Ώοβιιηιβηίχ οη ίΗβ Ηί8ίονγ ο/Ε η νορβα η Ιηίβξναίίοη , τόμ. 1,118-22. 70.Β1οο1ι, Κ Μ β η ίνο ρ , 365-7. 71.ΒΓθ\νηΐη§, « υ η ΐ 6Γδί&&ΐδδ©ΐ£Γ€ΐΕΪΓ Μ&Γίΐη Ευΐΐΐβΐ*», 334. 1 2 .Ό Ό Ι, τόμ. 10, 91-2 ,1 0 3 -4 . 73. Εΐρ£ 6ηδ, επιμ., ϋοβη η ιβηί8 οη ίΗβ Ηίζίονν ο ί Εηνορβαη Ιηίβ 2 ναίίοη , τόμ. 1,123-4. 1 4 .Ό Ό Ι, τόμ. 10,232-4. 1 5 .Σ το ίδιο 278-9* Βίοοίι, ΚώΗβηίνορ, 378* δΐιηοηΐ, ΒβνΙίηο, ΑηιΒαζβίαία άΊίαΙΐα , 333. 7 6 .0 . ά& ΑηΙοηοΙΙΐδ, Εβ ζ)ηαίίΥθ Ο ίοπιαίβ άί ΝαροΙί (Μ ιλάνο, 1973), 65. 77. Ρ. δΐηι γ ε , ΙοηπιαΙ άβ §ηβπβ, 19 4 0 -1 9 4 5 (Βρυξέλλες, 2004), 411. 78.Η6ΓΖδΐ€Ϊη, ΨΗβη Ν αζί ΌνβαηΐΞ ϋ ο η ιβ Τηιβ, 206. 79. Ρ. \¥ . ϋοαίαη, ΤΗβ Εα^ίΌαγ$ ο/Μ η88θΙίηί (Λ ονδίνο, 1962), 112-13. 8 0 .Ε. Οοΐΐοΐίΐ, Ε ,ανηητίηί8ίναζίοηβ ίβάβ8βα άβΙΓ ΙίαΙία οββηραϊα (Μ ιλάνο, 1963), 290-91* Ε. ΚΙίηΜιαιτίΓηοτ, Ζννί8βΗβη Βηηάηί8 ηηά Ββ8αίζηη§: Οα8 ηαίίοηαΐ5θζίαΙί5ΐί5βΗβ Όβηί8βΗΙαηά ηηά άίβ ΚβρηΜίΙί νοη 8αΙό, 1 9 4 3 -4 5 (Τύμπινγκεν, 1993), 291-301,494.
633
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
ί.Τ ο όνομα του νέου καθεσκότος ήταν Κερυββΐΐεα δοεΐαίε Ιΐαΐΐαηα, ενώ ως τότε η Ιταλία ήταν βα σίλειο. (Σ.τ.Μ.) 81.0εα1αη, ΤΗβ Εαχί Ωα\$ υ(\1ιΐ55θΙίηί, 141,149. 82. ΟειΊαεΙι και Αίγ, Ώα$ Ιβίζΐβ ΚαρίίβΙ, 117-21* Ειιτηαηδ, Ηίτηιηΐβν ’ν Λ υχίΐΐαήβχ , 226. η. Το σύμβολο του ομώνυμου ουγγρικού φασιστικού κόμματος ήταν ένας ισοσκελής σταυρός, που τα άκρα των κεραιιον του απέληγαν σε τρίγωνα με τη μια κορυφή προς τα έξω. (Σ.τ.Μ.) 83. Ρ. δΐροδ, «ΤΙιε ΡαδεΐδΙ Αιτο\ν Οοδδ Ο ονεπιιηεηΐ ΐη Ηιιη§αιγ (Οκτώβριος 1944-Απρίλιος 1945)», στο Β εηζ κ.ά., επιμ., Όΐβ Βίινο^ναίίβ άβτ Ο ^ π ρ α ίίο η , 49-63. 84. ΗΐίΙεΓ, 3ρβββΗβ$ αηά ΡνοβΙαηιαίίοηζ , τόμ. 4 ,1 Ιανουαρίου 1945.
Κεφάλαιο 12: Η Τελική Λύση: το εβραϊκό ζήτημα 1. Παρατίθεται στο Ο. ΒΐΌ\νηΐη§, Ναζί ΡοΙίβγ, Ιβ\νί$Η Ψον^βνχ, Οβηηαη ΚίΙΙβνκ (Καίμπριτζ, 2000), 48* βλ. επίσης ΒοεΙεΚε, επιμ., ΤΗβ Ξββνβί Οοη/βνβηββζ, 190. 2. Κ. Οεεΐΐ, ΤΗβ ΜγίΗ ο / ίΗβ Μα$ίβν Καββ: Λ Ιβ βά Κο8βηί>βν§ αηά Ν αζί ΙάβοΙο§γ (Λονδίνο, 1972), 20* «Εΐηε επίδίε Ρτα§ε», στο Α. Κ.οδεηβεΓ£, 8βΗήββη αηά Κβάβη , τόμ. 1 (Μ όναχο, 1943), 75-9* Βΐ11ΐ§, ΑΙββά ΚοχβηΗβνξ, 194-7,209-11. 3. Β. Εόδεηετ, «ϋαδ ΚεΐεΗδηιΐηΐδΙεπιιηι άεδ Ιηηετη ιιηά άΐε Ιυάεη£εδεΙζ§ε 6 ιιη£», ΥίβνίβΙ]αΗνώβββ βλν Ζβίί§β$βΗίβΗΐβ, 9:3 (1961), 303* Ρ. λνΐΐίε, «Τ\νο ϋεεΐδΐοηδ ΟοηοεΓηΐη§ ΐίιε “ΡίηαΙ δοΐυΐΐοη ίο ΐίιε Ιε\νΐδ1ι Οιιεδίΐοη”: ϋεροτΐαΐΐοηδ Ιο Εοάζ αηά Μαδδ Μυτάετ ΐη Ο ιείπιηο», ΗοΙοβααΜ αηά Οβηοβίάβ 8ίιιάίβ5 , 9:2 (1995), 318-45. 4. Ε. Κεΐη, «Εοεαΐ Οοΐΐαβοταΐΐοη ΐη ΐίιε Εχεειιίΐοη ο ί ΐίιε “ΡίηαΙ δοΐιιίΐοη” ΐη Ναζΐ-Οεειιρΐεά Βείοπίδδΐα», ΕΙοΙοβααχί αηά Οβηοβίάβ 3ίη άίβ 8, 20:3 (χειμώνας 2006), 381-409, εδοά 395. 5. «Κεροτΐ οη ΐίιε Εχεειιίΐοη οί Ιεχνδ ΐη ΒοΓΠδοχν», 24 Οκτωβρίου 1941, ΝΟ 3047-Ρδ, στο Ατηεπεαη Ιε\νΐδ1ι Οοηίετεηεε, Ν αζί Οβντηαηγ’5 Ψανα§αίη5ί ίΗβΙβνν$ (Ν έα Υόρκη, 1947). 6 . ΚεΐΐΚη^ετ, ΤΗβ ΗοιίΞβ ΒηίΙί οη 8α η ά , 85. 7. Μοπΐδ-δΙαίε, 14 Οκτωβρίου 1941, στο I. Μεηάεΐδοΐιη, επιμ., ΤΗβ ΗοΙοβαιιχί ίη ΞβΙββίβά Οοβιιηχβηΐζ ίη Ε ίφ ίβ β η ΥοΙηνηβα, τόμ. 8 (Ν έα Υόρκη, 1982), 18-19* Ε. Ρατβδίεΐη, «ϋΐαπεδ αηά ΜειηοΪΓδ δδ α Ηΐδίοπεαΐ δουτεε - ΤΙιε Οΐατγ αηά Μετηοΐτ οί α Καββΐ αΐ ίΐιε “Κοηΐη Ηοιίδε οί Βοηάα§ε”», Υαά Υα^Ηβνη δίιιάίβχ, 26 (1998), 87-129, εδώ 106. 8. I. Ηετί, «ΤΗε “Ιε\νΐδ1ι λνατ”: Οοεββείδ αηά ΐίιε Αηΐΐ-δεπιΐίΐε Οαηιραΐ§ηδ ο ί ΐίιε Ναζί Ρτορα§αηάα ΜΐηΐδίΓΥ», ΗοΙοβαιιζί αηά Οβηοβίάβ 5ίΐίάΐβ$, 19:1 (άνοιξη 2005), 51-80, εδώ 67* Β. Μιΐδΐαΐ, «ΤΙιε Οπ^ΐηδ οί “Ορεταίΐοη ΚεΐηΙιαΓά”: ΤΙιε Οεεΐδΐοη-Μαΐάη^ Ρτοεεδδ ίοτ ΐίιε Μαδδ Μυτάετ ο ί ΐίιε Ιε\νδ ΐη ΐίιε Οεηεταΐ^ονεπιηιεηί», Υαά Υα^Ηβηι $ίιιάίβ8 , 28 (2000), 113—53, εδώ 136 (παραθέτει τα ΤαξβΗύβΗβν, 2,132, εγγραφή 28ης Οκτωβρίου 1941). 9. Υ. Αταά, «ΑΙίτεά Κ.θδεηβεΓ§ αηά ΐίιε “ΡίηαΙ δοΐιιίΐοη” ΐη ΐίιε Οεευρΐεά δονΐεΐ Τεπ*ΐίοπεδ», Υαά Υα^Ηβνη 8 ίιιά ίβ 5 , 13 (1979), 263-86. ΙΟ.λΥίΐίε κ.ά., επιμ., ΏβνΟίβηΞίΙίαΙβηάβν ΗβίηνίβΗ Η ίπ ιη ύ βη , 258-84* Εοδεηετ, «Όαδ Κεΐεΐίδηιΐηΐδΐεπιιηι», 311. ΙΙ.Ο οεββεΙδ, Όίβ Τα§βΜβΗβτ νοη Ιθ 8β/ Ο οθΗ Μ ξ, επιμ. Ε. ΡγοοΜϊοΙι, τόμ. 2:2 (Ο κτώ βριος-Δεκέμβριος 1941) (Μ όναχο, 1996), 487-500. 12. Αταά, «ΑΙίτεά Κθδ£ηΐ3£Γ§», 281. 13.Η μερολόγιο Ρταηΐί, 16 Δεκεμβρίου 1941, ΝΟ 22330-Ρ δ (ΙΙδΑ 281) στο Αηΐβποαη Ιοχνΐδίι ΟοηίεΓ£ηο£, Ναζί Ο β η η α η γ’ξ Ψατ α%αίη$ί ίΗβ Ιβ\ν$.
14. Μ. Κ.οδ£Γηαη, «δΐιοοί ΡΐτδΙ αηά Αδί: Οιΐ£δΙΐοηδ ΑίΙοηναΓάδ? \¥αηηδ££ αηά Ιΐΐ£ ΙΙηίο1άΐη§ οί ΐ1ΐ£ ΡίηαΙ δοΐιιΐΐοη», στο Ν. Ογ£§ογ, επιμ., Ναζίζηι, Ψαν αηά Οβηοβίάβ: Ε$$αγ8 ίη Η οηοιιν ο/Ιβνβνηγ Νοα&β$ (Έ ξετερ, 2005), 130-46. 15. Βλ. κεφάλαιο 10 για περισσότερες λεπτομέρειες. 16.1. ΚθΓδ1ια\ν, «Ιπιρτονΐδεά θ £ η ο α ά 6 ? ΤΙιε Εηΐ£Γ§εηο£ ο ί ΐίιε αΡΐηα1 δοΐαΐΐοη” ΐη ΐίιε “λνατίΐιε§αυ”», ΤναηΞαβίίοη8 ο/ίΗβ ΚογαΙ Ηί$ίονίβαΙ δοβίβίγ (1994), 51-78, εδώ 76. 17.ϋοΙ)Γθδζγε]<;ΐ, επιμ., ΤΗβ ΟΗνοηίβΙβ ο/ίΗβ Ε οάζ ΟΗβίίο , Ιΐν* Κετδ1ια\ν, «Ιπιρτονΐδεά Οεηοείάε?»
634
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
18. ΟοβίΌδζγοΙα, επιμ., ΤΗβ ΟΗγοηίβΙβ ο / ίΗβ Τ οάζ ΟΗβίίο , Ινΐ. Η αφήγηση του Μαν γράφτηκε τον Φε βρουάριο του 1945. 19. Μ. \νΐ11ΐαπΐδ, «Ρπεάπείι Καΐηετ αηά Οάΐΐο ΟΙοβοεηΐΚ. Ε’αηιΐεΐζΐα ΐηδοΐΐία ε ί πιοΐΐ δΐηΐδίπ άΐ άιιε ηαζΐδΐΐ Ιΐρίοϊ», ζ)ηαΙβ$ίοήα , 1 (Ιούνιος 1997), 141-75. Βλ. Κ.ΐε£ει\ Ονβαίογ ο/ίΗβ Ναζί ΟβαίΗ Οατηρζ. 20. Ρ. Β1&(±, «Κείιεατδαί Ιογ “ΚεΐηΙιαΓά”: Οάΐΐο Οΐοβοεηΐΐί αηά ίίιε ΕιΛΙΐη 5βΙΗ5ί8βΗηίζ», ΟβηίναΙ ΕιινορβαηΗίΞίοτ>\ 25:2 (1992), 204-26· Μυδΐαΐ, «ΤΗ© Οπ§ΐηδ ο ί “Ορεταΐΐοη ΚεΐηΙιαΓά”», 119-20,122. 21.ΕΙίηιηιΐ6Γ-01ο6οοηί1ί, 27 Μαρτίου 1942, για τον τερματισμό της αποστολής του να προετοιμάσει, να σχεδιάσει και να υλοποιήσει αστυνομικά 5ίύίζριιη1<ίβ στην Ανατολή, στο Η. ΡπεάΙαηάεΓ και 5. Μΐΐίοη, επιμ., ΑγβΗίνβζ ο/ίΗ β ΗοΙοβαιιΜ , τόμ. 11:1 (Ν έα Υόρκη, 1992), 254* για την προϊστορία, ΒΐΌ\νηΐιΐ£, ΤΗβ Ο ή φ ια ο/ίΗ β ΡίηαΙ ΞοΙιιίίοη, 354-6. 22. Ρ. \¥ΐΙΐε και δ. Τγα8, «Α Νε\ν ϋοειίΓηεηΐ οη ίίιε Ο εροιΐαΐίοη αηά ΜιΐΓάεΓ ο ί Ιε\νδ άυπη§ 'Έΐηδαίζ ΚεΐηΙιαΓάί:” 1942 »,Η οΙοβαιι$ί αηά Οβηοβίάβ 8ίιιάίβ $, 15:3 (χειμώνας 2001), 468-86. Επισημαίνεται η διαφωνία ως προς την ορθογραφία, που άλλοτε είναι «ΚεΐηΙιαΓά» και άλλοτε «ΚεΐηΙιαΓά!»* Κίε§ 6Γ, Ογβαίογ ο/ίΗβ Ν αζί ΏβαίΗ Οανηρ8, 114. 23.Μιΐδΐα1, «ΤΙιε Οη§ΐηδ οΓΌ ρεΓαΐΐοη ΚεΐηΙιαΓά”», 127. 24. Ιοείιηιαηη, επ ιμ .,Α ά οΙ/Η ίίΙβ ν , 91. 25. Ε. Τ. \¥οοά , Καγ$Ιύ: Η ο\ν Οηβ Μαη Τήβά ίο 8ίορ ίΗβ ΗοΙοβαιΐ8ί (Ν έα Υόρκη, 1994), 125-9· 1. Κ&ΓδΙα, 8 ίο ιγ ο/ α 5ββνβί Ξίαίβ (Βοστόνη, 1944). 26.0οε66ε1δ, ΤΗβ ΟοβΗΗβΙζ Οίαγίβ§, 1 9 4 2 -1 9 4 3 , επιμ. ΕοεΜει*, 148. 27.Νοα1ίεδ αηά Ρπάΐιαιη, επι μ.,Ναζίςηι, 1 9 1 9 -1 9 4 5 , 1147-8. 2 8 .\νίίΐε, επιμ., Οβγ ΌίβηΞίΙϊαΙβηάβν ΗβίηήβΗ Ηίηιγη1βν8, 483, 493· Ο. Βτο^ηίη^, «Α ΡίηαΙ ΗΐίΙεΓ Οεεΐδίοη ίοτ ίίιε “ΡίηαΙ δοΐιιίΐοη”: ΤΙιε Κίε^ηεΓ ΤεΙε^Γαηι ΚεεοηδΐάεΓεά», ΗοΙοβαη8ί αηά Οβηοβίάβ Ξίιιάίβχ, 10:1 (άνοιξη 1996), 3—10* Α. Ο. ΜΐεΓζε]ε^δ1ίΐ, «Α ΡιιΜΐε ΕηΐεφΠ δε ΐη Ιίιε δεη/ΐεε ο ί Μαδδ ΜιΐΓάεπ ΤΙιε ϋευίδείιε Κεΐεΐΐδβαίιη αηά ίίιε ΗοΙοεαιΐδΙ», ΗοΙοβαιΐ5ί αηά Οβηοβίάβ 8ΐαάίβα, 15:1 (άνοιξη 2001), 33-46, εδώ 38. 29.ΡΓαηΐ£, 24 Αυγούστου 1942, υ δ Α 283 ανατύπωση στο Αηιεπεαη Ιεν/ΐδίι Οοηίετεηεε, Ναζί Ο βπηαηγ ’.ν \¥ατ α^αιηχί ίΗβ Ιβ\ν$, 350-51. 30. Ε. Εεναΐ, ΒΙαβλ ΒοοΙί οη ίΗβ Μαγίγγάοηι ο/Η ιιη§α ή αη ,ίβχννγ (Ζυρίχη και Βιέννη, 1948), 26-7. 31.ΒΐΌ\νηΐη§, «Α ΡίηαΙ Ηΐΐΐετ Ώεεΐδΐοη», 7. 32.1. Βΐ11ΐ§, «ΤΙιε Εαιιηεΐιΐη^ ο ί ίίιε ΡίηαΙ δοΐιιίΐοη», στο δ. Κΐαΐ'δίείά, επιμ., ΤΗβ ΗοΙοβαηΞί αηά ίΗβ Ν βο-Ν αζί ΜγίΗοιηαηία (Ν έα Υόρκη, 1978), 63-6. 33. Α1γ και Κοίΐι, ΤΗβ Ν αζί Οβη$ιΐ5,29-30,90-91. 3 4 .0 . \Υε11εΓδ, «ΤΚε Νιητώετ ο ί νΐείΐπΐδ αηά ίίιε ΚοΓίιεΓΓ Κεροτΐ», στο ΚΙαΓδίεΙά, επιμ., ΤΗβ ΗοΙοβαιι$ί αηά ίΗβ Ν βο-Ν αζί ΜγίΗονηαηία, παραρτήματα. 35.Ηΐηιηι1εΓ-Αρχηγός της δΐΡο/δΟ, Βερολίνο, 9 Απριλίου 1943 αναδημοσιεύεται στο ΚΙαΓδίεΙά, ΗοΙοβαιΐΞί αηά ίΗβ Ν βο-Ν αζί Μ γίΗοηπιηία , παραρτήματα. 36.0ιιίιηαη και Βεχζν&Άηχη,ΑηαίοΥηγ ο/ίΗβΑιι$βΗ\νίίζ ΟβαίΗ Οανηρ , 86 . 37. Α. Οοΐιεη, «Εα Ροΐΐίΐςιιε αηίήιιΐνε εη Εατορε (ΑΙΙεπια^ηε εχείιιε) άε 1938 α 1941», Οιιβπβχ ιηοηάίαΐβζ, 150 (1988), 45-59. 38.71ΤΓ, τόμ. 8,195-206. ί. Της Επιχείρησης Ράινχαρντ (Αΐίίΐοη ή Εΐηδαίζ ΚεΐηΙιαΓά). (Σ.τ.Μ.) 39. Μ. δείινναΐβονα, «δίοναΐί 1ε\νΐδ1ι \ΥθΓηεη ΐη Ααδείιννΐΐζ ΙΙ-ΒΐτΙίεηίΐυ», στο \¥ . ϋ1ιι§ο6θΓδ1<.ΐ κ.ά., επιμ., ΤΗβ Τνα§βάγ ο/ίΗ β Ιβ\ν<> ο/$ΙοναΜ α: 1938-1945: ΞΙονα&α αηά ίΗβ Τ ίη α ί ΞοΙιιίίοη ο{ίΗβ Ιβη’ίζΗ ζ)ιιβ5ίίοη' (Οσβιέτσιμ, 2002), 201-12· Υ. ΒιιεεΙτΙεΓ, «ΤΙιε ϋεροιί&ίΐοη οί δίοναΐζΐ&η Ιε\νδ ΐο ίΗε Ειώΐΐη ΟίδίΓίεΐ οί Ροΐαηα ΐη 1942», ΗοΙοααηαί αηά Οβηοβίάβ 5ίΐίάίβ8, 6:2 (1991), 151-66* ϋ . 0 \ν ο Λ και Κ. ^3 η ναη ΡεΙΧ,ΑιιζβΗηήίζ: 1270 ίο ίΗβ Ργβ$βηί (Ν έα Υόρκη. 1996), 299-306. 40.Σ το ίδιο, 320. 41. Ε. ΚοΐίιΙαΓεΙιεη, «Α Ρε\ν Οοηδΐάεταΐΐοηδ οη ίίιε ΗΐδΐθΓΪοο;Γ3 ρ 1ιν οί ίίιε Ηοΐοεαυδΐ», στο 01υ§ο5θΓδ1<:ΐ κ.ά., επιμ., ΤΗβ Τνα^βάγ ο((Ηβ 1β\\'8 ο/$Ιονα Ιά α , 83* 1. ΚαιΠΒηεε, «ΤΙιε ϋεροΠΗίΐοη οί 1ε\νΐδ1ι Οΐίΐζεηδ ίτοηι δίονα^ΐα ΐη 1942», στο ίδ ιο , 111-39· 1. \Υαι\1. «"Ρεορίε \¥1ιο ϋεδετνε Ιΐ”: Ιο ζεί Τΐδο αηά ΐΗε Ρτεδΐάεηίΐαΐ Εχεηιρίΐοη», ΝαίίοηαΙίίίβχ Ραρβν,ν. 30:4 (2002), 571-601. 42.ΒΐΌ\νηΐη§, ΤΗβ ΡίηαΙ 5οΙηίίοη αηά ίΗβ Ο βπηαη Ρονβί§η 0)'ίίββ. 103-4- Τ \¥ € , τόμ. 8 , 231* Μ. Μαιτιΐδ και Κ. Ραχίοη, ΥίβΗγ Ρναηββ αηά ίΗβ]β\ν$ (Ν έα Υόρκη, 1981).
635
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
43.ΒΐΌ'\νηΐη§, ΤΗβ ΡίηαΙ $οΙιιύοη αηά ίΗβ Οβνηιαη Ρονβίβη Οβίββ, 115-17, 125-6. 44. Α ίγκ α ι Κοίΐι, ΤΗβ Χαζι Οβηχιιχ, 66-8. 45.7Ί ¥ € , τόμ. 8, 255. 46. Η ίΐΐ^ π ώ ετ, επιμ., Ξίααί.νηάηηβν ιιηά ΟίρΙονηαίβη Ηβί ΗίίΙβν , τόμ. 2, 233, 245, 257. 47. Βτο\νηΐη§, ΤΗβ ΡίηαΙ $οΙιιίίοη αηά ίΗβ Οβηηαη Ρονβί§η Ο βίββ, 136-7. 48. Βυτ§\νγη, Ειηρίνβ οη ίΗβ Αάνΐαίίβ , 186-7. ϋ. Π ολιτικοθρησκευτικό κίνημα της Λιβύης. (Σ.τ.Μ .) 4 9.Σ το ίδιο, 188-9. 50.Στο ίδιο, 192—3* Κ.οάο§ηο, Ραχβί8ΐη 'χ Ειινορβ αη Ειηρίνβ, 397. 51.Στο ίδιο, 383-4. 5 2 .Σ το ίδ ιο , 390. 53.Στο ίδιο, 403-5. 54.0ε1εΐαη ΐ, ΗίίΙβν’χ Ρον^οίίβη ΑΙΙγ, 212-14. 5 5 .0 ιιίη ια η και Βετεπ^αιιτη, Α η α ίοη ιγ ο / ίΗβ Αιΐ8βΗ\νίίζ ΏβαίΗ Οαηιρ , 86, 89* 0\νοι*1ί και να η Ρείΐ, Αιΐ8βΗ\νΐίζ, 1270 ίο ίΗβ Ρνβ8βηί. 342. 56. Μ. Ηίηάΐεν, «Νε§οΐΐαΐΐη£ ΐίιε Βοιιηάατγ ο ί υη εοηά ΐίΐοηα ΐ διπτεηάετ: ΤΙιε \¥ατ Π είιι^εε Βοατά ίη δ\νεάεη από Ναζί Ρτοροδαΐδ Ιο Καηδοηι 1ε\νδ, 1944-45», ΗοΙοβαιιχί αηά Οβηοβίάβ $ίιιάίβ8, 10:1 (άνοιξη 1996), 52-77. 57. Ε. ΚοΐΙιΙάΓεΙιεη, «ΤΙιε ΡίηαΙ δοΐιιΐίοη ΐη Ιίδ Εαδί δία§εδ», Υαά ΥαχΗβηι $ίιιάίβ8, 8 ( 1970), 7-28. 58.Ν. Μαδίιτ, Ε η μ ιά β ίαΐανηιβάΗ ίηνηΙβν (Στοκχόλμη, 1945)* το κείμενο της έκθεσης του Μαδίιτ προς το Π αγκόσμιο Ε βραϊκό Συμβούλιο υ π ά ρχει στο διαδίκτυο στο 1ιΐίρ://ιιχ.ΒΓ00^ς1δ1εεε.εάυ/ίΗ€/ΐ1ΐ/ \νννζ/ΓηεΓηοΪΓ-(1εΐ2Ϊ1δ.ρ1ιρ?ΐί1=53· δεΗεΙΙεηβεη*, Ηίίϊβν'8 Ξββνβί Ξβνχηββ, 386-7. 59. Κ. Βτεΐΐηιαη και δ. Ατοηδοη, «ΤΙιε Εηά ο ί ΐίιε “ ΡίηαΙ δοΐιαίΐοη": Ναζί Ρΐαηδ ΐο Καηδοηι 1ε\νδ ΐη 1944», ΟβηίναΙ Εηνορβαη Η ίχίοιγ, 25 (1992), 177-203. 60. Υ. ΒυεεΙιΙεΓ, « “ υη\νοΓΐ1ιγ ΒεΗανΐοτ” : ΤΙιε €αδε ο ί δδ Ο ίίΐεετ Μαχ Ταυόηει*», ΗοΙοβαιιχί αηά Οβηοβίάβ 5ίιιάίβ8 , 17:3 (χειμώ νας 2003), 409-29. 61. δ. δρεεΐοΓ, «ΑΑίίοη 1005 - Είίαεΐη§ ΐίιε Μ υτάετ ο ί ΜίΠΐοηδ», ΗοΙοβαιΐ8ί αηά Οβηοβίάβ Ξίιιάίβχ, 5:2 (1990), 157-73. 62. ΚοίΙιΙαΓεΙιεη, «ΤΗε “ ΡίηαΙ δ ο ίυ ίΐο η '’ ίη Ιίδ Εαδί δία§εδ», 7-29. 63.Ηΐ1βετ£, ΤΗβ Οβχίηιβίίοη ο/ίΗβ Ειινορβαη ]β\ν$ , 1220. 64. Α. \¥εΐδδ-λνεηάΐ, «Εχΐειτηίηαίΐοη ο ί ίΗε Ονρδΐεδ ΐη Εδΐοηία άιιι*ίη§ \¥ογ10 \ΥαΓ II: Ροριιίατ ίηια^εδ αηά Ο ίίίεΐαΐ Ροΐΐεΐεδ», ΗοΙοβαηχι αηά Οβηοβίάβ $ίιιάίβχ, 17:1 (άνοιξη 2003), 31-61* Μ. Ζίιηητεπτιαηη, « ϋ ΐε ηαΐΐοηαΐδοζΐαΐίδΐίδείιε Εόδΐιη^ άετ Ζ ίε§ 0υηεΓίΓα§ε», στο Ό. ΗετβεΓί, επιμ., Ναίίοηαΐ8θζίαΙί8ίί8βΗβ ΥβνηίβΗίιιη&ψοΙίΐίΡ, 1939-1945 (Φ ραγκφούρτη, 1998). 65.ΙαεοβίΉεγετ, « ϋ ΐε ροΐηίδείιε \νΐάεΓδίαηάδβε\νε£υη§ ίηι Οεηεταί Οοηνετηειηεηί ιιηά ίΗιε ΒειιΠεΐΙιιη^ άιίΓοΗ άειιίδείιε Οίεηδΐδΐεΐΐεη», ΥίβνίβΙ]αΗν8Ηβββ β ν ΖβίίββχβΗίβΗίβ, 25:4 (1977), 655-81, εδώ 677· Κ. Ηΐ1βεΓ§, ΤΗβ Οβ8ίηιβίίοη ο/ίΗβ Εηνορβαη 3η έκδοση (Νιου Χέιβεν, 2003 ), τόμ. 2,547-8.
Κ εφ ά λ α ιο 13: Η σ υ ν ε ρ γ α σ ία με το ν καταχτητή 1. Γι’ αυτό τον τρόπο διατύπωσης του προβλήματος της συνεργασίας με τον κατακτητή β λ .}. Οιοδδ. «Τΐιεηιεδ ίοτ α δοείαΐ ΗΐδΙοΓγ οί λΥαι: Εχρετΐεηεε αηά Οοΐΐαίιοταίΐοη», στο I. Όεαίί κ.ά., επιμ., ΤΗβ ΡοΙίίίβ8 ο/Κ βίήΙηιίίοη ίη Ειινορβ (Πρίνστον, 2000), 15-3 7. 2. δ. Ηοίίτηαηη, «Οοΐΐαΰοταΐΐοη ΐη Ρταηεε άιιπη§ λΥοτΙά \Υατ II», ΙοιινηαΙ ο / Μοάβνη Ηίχίονγ, 40:3 (Σ επτέμ βριος 1968), 375-95* Υ. Ο ιιιαηά, «Οοΐΐαβοιαίΐοη Ρτεηεΐι-δΐνΐε: Α Ειιτορεαη ΡεΓδρεεΙΐνε», στο δ. ΡΐδΙίΓηαη κ.ά., επιμ., Ρναηββ αί Ψαν: ΥιβΗν αηά ίΗβ Ηίχίοήαηχ (Ν έα Υόρκη, 2000), 61-76. 3. Ο ι Ο ιιέΐιεηηο και Μαιιιταδ σε αγγλική μετάφραση στο Ο. Βτεε και Ο. Β επιαυετ, επιμ., Οβ/βαί αηάΒ βγοηά: Α η ΑηίΗοΙοβγο/ΡνβηβΗ Ηανϊίηιβ Ψνίίίη§, 1940-1945 (Ν έα Υόρκη, 1970), 95-9, 101-3. 4. Κ. Ραχΐοη, ΥίβΗγ Ρναηββ: ΟΙά Οιιανά , Νβ\ν Ονάβν, 1940-1944 (Ν έα Υόρκη, 1972), μέρη 1-2* Κ. ν ΐη ε η , ΤΗβ ίΐη βββ ΡνβηβΗ: Εί/β ιιιιάβνίΗβ Οββιιραίίοη (Νιου Χ έιβεν, 2006), κεφ. 1-2. ί. Α κραίους. (Σ.τ.Μ .)
636
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
ϋ. Γαλλικό Λ αϊκό Κόμμα. (Σ.τ.Μ.) ίϋ. Εθνικός Λ αϊκός Συναγερμός. (Σ.τ.Μ.) ίν. Ματέοΐιαΐ = Στρατάρχης, στα γαλλικά. (Σ.τ.Μ.) 5. Κ. ΡαχΙοη, «Εε Κέ§ίηΐ£ ά© νΐο1ιγ έίαΐί-ΐΐ η©ιι1χ£?», Οηβπβ8 ηιοηάίαΙβ8 βί βοηβίί8 βοηίβηιροναΐη8, 194(1999), 149-62. 6 . Ρ. Βιητΐη, Ε ίνίη§ \νίίΗ Ό β β α ί: Ρναηββ ηηάβγ ίΗβ Ο βπηαη Οββηραίίοη, 1 9 4 0 -1 9 4 4 (Λονδίνο, 1996), 109-11* δ. Κίΐδοη, «δργΐη§ £ογ Οεπηαηγ ΐη νΐοΙιγ Ρταηοε», Ηΐδίοτγ Τοάαγ, 56:1 (Ιανουάριος 2006), 38-45 και ιδίως το δικό του ΥίβΗγ βί Ια βΗα$$β αηχ β,φίοη$ ηαζΐ8, 1940-1942: ΟοπιρΙβχίίέΞ άβ Ια ροΐΐίΐρηβ άβ βοΙΙαΒοΓαύοη (Παρίσι, 2005). 7. Βιπτΐη, Ε ίνίη§ Υ^ιίΗ Όβ/βαί, 437-8. ν. Επαναστατικό Κοινωνικό Κίνημα. (Σ.τ.Μ.) 8. Η. υηιΐ 3Γ£Ϊί, Όβν ΜΐΙΐίάώβ/βΗΙϊΗαΗβν ίη ΡηιηΙα-βίβΗ 1 9 4 0 -1 9 4 4 (Μ πόπαρντ αμ Ράιν, 1968), 109* Β. Οοτόοη, «ΤΙιβ ΟοηάοΙΐΐεπ οί ΐΐιο Οοΐΐαβοταΐίοη: Μ οηνβηιβηί 5οβίαΙ ΚβνοΙηύοηηαινβ», ΙοηπιαΙ ο / Οοηϊβηιρονανγ Ηΐ8ίονγ, 10:2 (Απρίλιος 1975), 261-82. 9. Για τον Μΐίΐοιταηά, βλ. Ρ. Ρέαη, ϋ η β ]βηηβ88β βαηςαί8β: ΡταηςοΪ8 Μ ίίίβπαηά, 1 9 3 4 -1 9 4 7 (Παρίσι, 1994)· για την «παρέα» τής ΕΌτέαΙ υπάρχει το σκανδαλοθηρικό Μ. Βατ-ΖοΙιαΓ, Βΐίίβν Ξββηί: ΤΗβ ΟαΞβ ο /Ε Ό νέα Ι, Ν α ζά αηά ίΗβΑναΗ Β ογβοίί (Ν έα Υόρκη, 1996). 10. Α. Βοίζ, «Οέΐΐη© οηΐτο Ια ΙΙΙο Κέριιβίΐίμιε οΐ Ια Ρταηοο οοαιρέο», στο Α. Βοΐζ και δ. Ματΐεηδ, επιμ., Ρβ8 ΙηϊβΙΙββΐιιβΙχ βί ΓΟββηραύοη: ΟοΙΙαΗονβν, ραπΐτ, τβ5ΐ8ίβ\\ 1 9 4 0 -1 9 4 4 (Παρίσι, 2004), 90-105 ·\¥. Κ. Τικ±6Γ, ΤΗβ Ρα8βΪ8ί Ε§ο: Α ΡοΙίίίβαΙ Βίο§ταρΗγ ο /Κ ο ύ β π ΒπιήΙΙαβΗ (Λος Αντζελες, 1975), 253-70· διηΐΐΐι, ΤΗβ ΕπιΗαίύβά ΞβΙβ 181-2. 1 1 . 1. Οοοίεαιι, ΙοηπιαΙ, 1 9 4 2 -4 5 (Παρίσι, 1989), 34,114. 12. Σ το ίδ ιο , 173· Βυηΐη, Ε ΐνίη§ νν/ί/ζ Όβ/βαί, 348. νι. Α π ό τη Ζ α ν ν τ ’Α ρ κ στον Φ ιλίπ Π ετα ίν. (Σ.τ.Μ.) 13. Η βασική πηγή για τον ΟοοΙοαιι είναι το Ο. Ατηαιιά,Ιβαη Οοβίβαη (Παρίσι, 2003), 543-87. 14. Μ. Οοη &,Απί5ί$ ιιηάβτ ΥίβΗγ: Α Οα$β ο/Ρτβ]ηάίββ αηά Ρβπββιιίΐοη (Πρίνστον, 1992)· Υ. Μοηα^εΓ, «Αδροοΐδ άε Ια νΐε αιΙΐιίΓεΙΙο οη Ρταηοο δοιίδ Γοοοιιραΐΐοη αΐΐοηιαηάο (1940-1944)», στο Μαάαΐοζνΐί, επιμ., Ιηίβταπηα ηοη 8Ϊΐβηίητη8αβ, 367-421. νϋ. Κύκλος Γαλλίας-Γερμανίας. (Σ.τ.Μ.) νϋί.Ο μάδα Συνεργασία. (Σ.τ.Μ.) 15. Ο. δαρΐτο, «Εα Οοΐΐαβοταΐΐοη ΙΐΙίέΓαΐΐ'6», στο Α. Βοίζ και δ. Ματΐοηδ, επιμ., Εβ8 ΙηίβΙΙββίηβΪ8 βί ΓΟββηραίίοη, 39-63· Ε. Μΐοΐιοΐδ, «Όΐο άοιιΐδοΐΐβη Κυΐΐιιπηδίΐΐιιΐ© ΐηι βοδείζίεη ΕυΐΌρα», στο \Υ. Βεηζ κ.ά., επιμ., ΚηΙίην-Ρνορα§αηάα - Οβ'βηΐΙίβΗΙίβίί: Ιηίβηίίοηβη άβιιΐ8βΠβϊ Ββ8αΙζιιηβφοίΐΐίΐί ηηά Κ βαΜ οηβη αη /ά ίβ ΟΙάαιραύοη (Βερολίνο, 1998), 11-35. ίχ. Η ευρωπαϊκή Γαλλία. (Σ.τ.Μ.) χ. Γερμανικό Ινστιτούτο. (Σ.τ.Μ.)
16. Β. ΕαπιβαιιεΓ, «Οίίο Αβεΐζ, ΐηδρΐταΐειίΓ εΐ οαία1γδαΐ6ΐΐΓ όε Ια οοΐΐαβοταΐΐοη αιΙΐιίΓοΙΙε», στο Βοηζ κ.ά., επιμ., ΚηΙίηπΡτορα§αηάα-0ββηίΙίβΗ^βίί, 64-90· I. ΟΓοηάΐη, Η αη8-Οβοτ§ Οαάαηιβτ: Α ΒίοψαρΗ γ (Νιου Χέιβεν, 2003), 212-13. χί. Λ ογοτέχνες. (Σ.τ.Μ.)
17. Ιοοίιπιαηη, εκ ψ .,Α ά οΙ/Η ίίΙβΓ , 116. 18. Ως προς τη συνέχεια του κράτους, βρίσκει την κλασική της διατύπωση στο Ο. Ρανοηο, «Εα οοηίΐηιιΐία <Μ1ο δΐαίο», στο Ϋ ζνο η ε, ΑΠβ οή ξίηί άβΙΙα Κ β ρ η Μ ίβ α . χίί. «Αναμονιστές», έτοιμοι να στοιχηθούν με τον τελικό νικητή. (Σ.τ.Μ.) 19. Ο. Ε© Β©§η60 και Ο. Ροδοΐιαηδίά, επιμ., Εβ8ΕΙίίβ8 ΙοβαΙβ8 άαη8 Ια ίοηπηβηίβ (Παρίσι, 2000). 20. Η βασική πηγή είναι το Μ.-Ο. Βαηιοΐι, Ξβινίν ΓΕίαΐ Ρπιηςαί$: Ρ ΑάηύηΐΞίταΙίοη βη Ρηιηββ άβ 1940 ά 1944 (Παρίσι, 1997), ιδίως 36-209. 21. Σ το ίδ ιο , 242· νΐη εη , ΤΗβ ϋηβββΡνβηβΗ , 85.
22. ΒαπιοΙι, Ξβη’ίνΙΈ ίαίΡναηςαίχ, 256· νΐηοη, ΤΗβ ϋ η β β β ΡνβηβΗ, 94. 23. Βαπιοΐι, 5βη>ίτΓΕίαίΡναηςαί8, 298-313. 24. Σ το ίδ ιο , 398· Μαιτιΐδ και Ραχΐοη, ΥίβΗγ Ρϊαηββ αηά ίΗβ Ιβ\ν8 , 245· Τ-Μ. Β ογ1Ϊ6γο, «ΕΊιηροδδΐΜο ΡέΓοηηΐίέ άβ Ια ροΐΐοε τέρυΐίΐΐοαΐηε δουδ ΓΟοαιραΐΐοη», στο Υίη§ηβιηβ 5ίββΙβ, 94 (Α πρίλιος-Ιοΰνιος 2007), 183-96.
637
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
25. ΒαπιοΗ, 8βηΐΓ ΓΕΐαι Ρναηςαί8, 400-403· υ . ΕαρρεηΜρεΓ, «ϋ ετ “δεΜαεΙιΙεΓ νοη Ραπδ”: Οαή-ΑΙβτεείιΐ ΟβεΓ§ αΐδ ΗΗδΡΕ ΐη Εταηία-εΐεΐι, 1942-44», στο δ. ΜαΠεηδ και Μ. ναϊδδε, επιμ., ΡναηΙσβίεΗ ηηά Όβηί8εΗΙαηά ιηι Κηβ§ (Νον. 1942-Η εώ χί 1944): Οΐίϊαιραύοη, ΚοΙΙαΙχπαίϊοη, Ρβχΐχίαηεβ (Βόννη, 2000), 129^3* υιτώΓ€ίI. ΟβνΜ'ύιίάώββΗΕΗαΗβν, 112· νΐηεη, ΤΗβ Ιίη β εε ΡτεηεΗ, 109. 26. I. ϋ εΐα η ιε, Τταβε8 εί ανηβΞ 8οη8 Τ οεεηραίίοη (Παρίσι, 1968), 248. χίϋ. Παλιό Λιμάνι. (Σ.τ.Μ.) χίν. Αντιστασιακούς. (Σ.τ.Μ.) 27. Σ το ίδιο, 249-51. χν. Συνοικίες. (Σ.τ.Μ.) 28. Σ το ίδ ιο, 258-62. χνί. Ανυπόταχτους. (Σ.τ.Μ.) 29. δ. ΚΐΙδοη, «Εγοπι Εηίΐιιΐδΐαδηι Ιο ϋΐδεηεΐιαηίηιεηΐ: ΤΙιε Ετεηεΐι Ροΐΐεε αηά ΐΐιο νΐεΐιγ {637} Κε§ΐιηε, 1940-1944», Οοηίβπιροναη/ Εητορβαη ΗΪ8ίοιγ, 11:3 (2002), 371-90· Βαηιοΐι, 8βτνΐτ ΓΕΐαί ΕταηςαΐΞ, 449-465,515. χνπ,Του αντάρτικου. (Σ.τ.Μ.) χνίίί. Πολιτοφυλάκων. (Σ.τ.Μ.) 30. Αριθμοί συλληφθέντων στο υιτώΓεΐΐ, ΟβτΜίΙίίάώββΗΙχΗαΗβτ, 116. χίχ. Λεγεωναρική Υπηρεσία Τάξης. (Σ.τ.Μ.) χχ. Πολιτοφυλακή. (Σ.τ.Μ.) 31. Βαπιείι, 8βηήτ ΙΈ ία ί Ρταηςαί8, 548· Ε. Α1αι*γ, «Γεδ Αηηέεδ ηοΐτεδ άιι ηιαΐηΐΐεη άε Γοτάτε: ΕΈχετηρΙε άε Ια §εηάαπηεπε ηαΐίοηαίε, εηΐτε οηιηΐροΐεηεε αΐίετηαηάε εί εηιρπδε άε Ια Μΐΐΐεε», στο Ματΐεηδ και ναϊδδε, επιμ., Ρταη^τείβΗ ηηά Όβηί8βΗΙαηά ΐηι Κ ήβ §, 567. χχί. Η 6η Ιουνίου 1944, ημέρα της συμμαχικής απόβασης στη Νορμανδία. (Σ.τ.Μ.) 32. Βαπιείι, 8βινίγ ΙΈ ίαί Ρναηςαΐ8, 580· Βιιπΐη, Ε ίνίη§ \νίίΗ Ώβ/βαί, 451* I. δ\νεεΐδ, «Ηοΐά ΛαΙ Ρεηάιιΐιιηι! Κεάείΐηΐη^ Εαδεΐδίη, ΟοΙΙαβοΓαίΐοηΐδίη αηά Κεδίδΐαηεε ΐη Ρταηεε», ΕτβηεΗ Ηί8ίοήεαΙ 8ίηάΐβ8, 15:4 (φθινόπωρο 1988), 731—58, εδώ 751. 33. Για τους λεγάμενους «αντιστασιακούς του Βισύ», βλ. I. Βαταδζ, « υ η νΐε1ιγδ1ε εη Κέδΐδίαηεε, 1ε ^έηέταί άε Ια Εαιιτεηεΐε», νίη§ίίβηιβ 8ΐβεΙβ , 94 (Απρίλιος - Ιούνιος 2007), 167-81 και βιβλιογραφία. 34. δλνεείδ, «Ηοΐά Ιΐιαΐ Ρεηάιιΐιιηι!», 754.
Κεφάλαιο 14: Ανατολικοί παραστάτες 1. Κ.-Ρ. Ρπεάπείι, «Οοΐΐαβοταΐΐοη ΐη α “Εαηά \νΐΐ1ιοιιΐ α Ουΐδ1ΐη§”: Ραίΐεπίδ οί Οοΐΐαβοταίΐοη \νΐΐ1ι ίΐιε Ναζί Οεπηαη Οεειιραίΐοη Κε§ΐπιε ΐη ΡοΙαηά άιιπη§ 'ΝΥοτΙά λΥατ II», 81ανΐε Κβνΐβ\χ>, 64:4 (χει μώνας 2005), 712-46, εδώ 714,719. 2. Ο καταλύτης για την έριδα γύρω από την αντιεβραϊκή βία στην Πολωνία στα χρόνια του π ολέ μου ήταν το Γ Οτοδδ, Ν εΐφ ύ ο τχ: ΤΗβ Ό β8ίηιεύοη ο/ίΗ β Ιβ\νΐ8Η ϋ ο ιη ιη ιιη ίίγ ίη ΙβώναΗηβ (Πρίνοτον.
2002). 3. Μ. Κιιηΐείά, «ΕΤη\ναηΐεά ΟοΙΙαβοταΐΟΓδ: Εεοη Κοζ·ο\νδ1ά, \νΐαάγδία\ν δΐιιάηΐεΐα αηά ΐίιε ΡτοΜειη ο ί Οοΐΐαβοταίΐοη αηιοη§ Ροΐΐδίι Οοηδετναΐΐνε Ροΐΐίΐεΐαηδ ΐη λΥοτΙά \¥ατ II», Εηνορβαη Κβνΐβη' ο(' ΗΐΞίΟϊγ, 8:2 (2001) 203-20· Κ. Ει&αδ, Ροη*οίίεη ΗοΙοεαηχί: ΤΗβ ΡοΙβ8 ηηάβτ Οβηηαη Οβεηραίΐοη, 1 9 3 9 -1 9 4 4 (Ν έα Υόρκη, 1990), 111. 4. Σ το ίδ ιο . Ο Κοζ1ο\νδ1α σκοτώθηκε στη Γερμανία σε αεροπορική επιδρομή, την άνοιξη του 1944. 5. Βλ. την εξέταση του ζητήματος στο \Υ. Βοτοάζΐε], Τβηοτ ηηά ΡοΙΐίϊΡ: Οΐβ άβιιίχεΗβ ΡοΙΐζβΐ ηηά άίβ ροΙηΪ8βΗβ \νΐάβτ8ίαηά8ύβ\νβ£ΐιη£ ίιη ΟβηβταΙβοιινβπιβηιεηί, 1 939-1944 (Μάιντς, 1999). 6. Ειιΐίαδ, Ροτ§οίίβη Ηοίοβαη8ί, 114-15. 7. ϋ . ΡιΐΓβεΓ, «Οοΐη£ Εαδί», 150· δοβΐεδίίΐ, «Κεπιΐηΐδεεηεεδ ίτοηι Ε\νο\ν», 361. 8. Αυτά και οι παράγραφοι που ακολουθούν βασίζονται στο πρωτοποριακό έργο τού Οιοάα1άε\νΐεζ, Ββί\νββη Ναζί8 αηά 8ονίβί8. 9. Σ το ίδ ιο, 81. 10. Σ το ίδ ιο , 84* Κ 1ιιΐ£0 \νδ1ά, Ο ία ΐγ β ο η ι ίΗβ Υβαπ ο /Ο β εη ρ α ίΐο η , 123.
638
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
Μ.δνν&ΐη, Ββί\νββη 8ίαίίη αηάΗίίΙβν, 91. 12.Κ. δαΚοννίεζ, Ροηαιγ Ωίαιγ, 1941-1943:Λ ΒγΜαηάβήζ Α ββοηηί ο /α Μα8Ξ ΜιιηϊβΥ (Νιου Χέιβεν, 2005). 13.Α1γ, Ηίίϊβν Ββηβββίαήβ$' Ρπεάπείι, «ΟοΙΙ&βοΓΒΐίοη ίη & “Ε&ηά λνίΐΐιουΐ & Ουίδ1ίη§”», 733* ΚΙιι^ΟλΥδΙίί, Ώ ία ιγβ ο η ι ίΗβ Υ βαη ο / Οββηραίίοη, 227. 1 4 .0 . Ρίηίαΐδ, ΤΗβ Ηοη$β ο/Λ$Ηβ$ (Λ ονδίνο, 1991), 109· Ο. Βετ^εη, «ΤΙιε ΥοΙ&άβηίΞβΗβ οί Ε&δΐεπι Ευτορε &ηά ίίιε Οοίΐ&ρδε ο ί ίίιε Ν&ζί ΕηιρίΓε, 1944-1945», στο δΐείη\νείδ και Κο§ετδ, επιμ., ΤΗβ Ιηιραβί ο /Ν α ζί$ η ι , 110. 15.Σ το ίδ ιο , 16, 30, 40· Μ. Ζγ16ειΐ>εΓ§, Α \¥αηα\ν Οίατγ (Λονδίνο, 1969), 20Τ Ε. Κείη, «Εοε&Ι ΟοΙίΗβοΓΗΐίοη», 381-409. 16. Μ. Όε&η, ΟοΙΙαΗοναίίοη ίη ίΗβ ΗοΙοβαηχί: Οήηιβχ ο/ ίΗβ ΕοβαΙ ΡοΙίββ ΐη ΒβΙοηιχήα αηά υ& αίηβ, 19 4 1 -4 4 (Μ πέσινγκστοουκ, 2004), 68 . ί.Αεγεοόνα «Βαλλονία» [στα γαλλικά]. (Σ.τ.Μ.) ϋ. Εθελοντική Ταξιαρχία Ε φόδου «Βαλλονία» [στα γερμανικά]. (Σ.τ.Μ.) ϋί. Λ εγεώ να Εθελοντών των δδ «Φλαμανδία» [στα γερμανικά]. (Σ.τ.Μ.) ίν. Κ αρλομάγνος [στα γαλλικά]. (Σ.τ.Μ.) ν. Οπαδών του σερ Ό σγουαλντ Μ όσλεϋ, ιδρυτή της Βρετανικής Έ νω σης Φασιστο5ν (ΒυΡ). (Σ.τ.Μ.) 1 7 .0 . δίείη, ΤΗβ Ψ αββη-88: ΗΐίΙβν’ζ ΕΙίίβ Οηανά αί Ψαν, 1939 -1 9 4 5 (Τθακα, 1966), 138-9* Ο. ΟΜΙάδ, «ΤΙιε Ροΐίΐίεαΐ δΐηιεΐιίΓε οί Ηίΐίετ’δ Ευτορε», στο Α και V. Τογηβεε, επιμ., 8ηινβγ ο/Ιη ίβ π ια ίίοη α Ι Α β α ίη , 75-9· Κείΐ1ίη§ετ, ΤΗβ 88, Α Ιώ ί ο / α Ν α ίίοη , 158-60* Β. ά& \ΥενεΓ, «Μί1ίΐ&Γγ ΟοΙΙ&βοΓ&ΐίοη ίη Βε1§ίιιιη», στο Βεηζ κ.ά., επιμ., Ώίβ ΒητοΙίΓαίίβ άβν ΟΙϊ&ηραίίοη, 153-73. 18. ΗοΗηε, ΤΗβ Ονάβν ο/ίΗ β ΟβαίΗ 5 Ηβαά, 535. 19.ΚείίΙίη§εΓ, ΤΗβ 58, Α Ιώ ί ο / α Ν α ίίο η , 194-5* Μί1ίί&ι·§εδε1ιίε1ιΐ1ίε1ιεδ ΡοΓδεΙιιιη^δαηιΐ, επιμ., Ο βπηαηγ αηά ίΗβ 8ββοηά Ψ οή ά Ψαν, τόμ. 5,1027. 20.δΐείη, ΤΗβ Ψ α $ β η -88 , 171-3* Ηοΐιηε, ΟηΙβν ο/'ίΗβ ΟβαίΗ ’ν Ηβαά, 537* Βει^εη, «ΤΙιε ΥοΙ&άβηίΞβΗβ οίΕΗδίεπι Ευτορε», 112. 21.δΐείη, ΤΗβ Ψ α β β η -8 8 , 178-9. 2 2 .0 . Β ζ ζ ύ ε τ ,Α Ιβ β ά ΥαΙάηιαηίΞ αηά ίΗβ ΡοΙίίίβΞ ο/8ηη>ίναΙ (Τορόντο, 2000). 23. Κείΐΐίη^ει*, ΤΗβ Ηοηχβ ΒηίΙί οη 8αηά, 160-64. 24.Σ το ίδιο.
25.1. Α. ΑΓΓηδΐΓοη§, ϋ& α ίη ία η ΝαίίοηαΙίαηι , αναθ. έκδ. (Λίτλετον, Κολοράντο, 1980), 34-7. 26.\Υ. Ο. ΗείΚε, ΤΗβ υΚ ηύηίαη Ο ίνίή ο η Ό α Ι ί β ί α 1943-45: Α Μβιηοίτ (Τορόντο, 1988), 4 -5 ,1 9 , 28-9. 27. Για περισσότερα πάνω σ ’ αυτό, βλ. στο επόμενο κεφάλαιο την εξέταση της ουκρανικής εθνικι στικής αντίστασης στη Δυτική Ουκρανία το 1943-4. 28.Παρατίθεται στο δΐείη, ΤΗβ Ψ α β β η -8 8 , 194-5. 29. ϋ&ΙΙίη, Οβπηαη ΚιιΙβ , 534-6. νί. Αποδίδω με αυτόν το νεολογισμό, εδοό και παρακάτω, τον αγγλικό όρο Τιιιίαε. Βλ. σχετική συζή τηση στο φόρουμ μεταφραστών 1ιΐ1;ρ://\ν^ν.1εχίΐ0§ί&.§Γ/ί0Γυπι/δΙΐ0\νΐ1ΐΓεα(1.ρΙιρ?1;=2912&Ιιί§Ιι 1ί§]ιΐ = 1:ιΐΓΐαε. (Σ.τ.Μ.) 30. Κεΐί1ίη§εΓ, ΤΗβ 88, Α Ιώ ί ο /α Ν α ίίοη , 200-201* Ο&ΙΙίη, Ο βπηαη ΚηΙβ , 534. 31. Ρ. Βίάάίδεοηώε, «υηΐβνηβΗηιβη Ζερρείίη: ΤΙιε ϋερ1ογηιεηΐ οί δδ δαβοίευτδ ζη ά δρίεδ ίη Ιίιε δονίεΐ ϋηίοη, 1942-1945», ΕηΓορβ-Αήα 8ίηάίβ5 , 52:6 (2000), 1115-42* Ο&ΙΙίη, Οβτηιαη ΚηΙβ, 546. 32.Σ τ ο ίδ ιο , 564-6. 3 3 .Σ το ίδ ιο , 574* ο ΗίΐΙεΓ παρατίθεται στο ΒοΓοόζίεΐ, Τ βπ ονη η ά Ρ ο Ι ί ί ί 116. 34.Ό&11ίη, Οβπηαη ΚηΙβ , 593-4. νϋ.Γενικός Κομισάριος τοτν δδ. (Σ.τ.Μ.) νίϋ. Ανατολικό Τείχος. (Σ.τ.Μ.) 35.Σ το ίδιο, 601, 616. ίχ. Ο χαρακτήρας τον οποίο υποδύεται ο Μ άρλον Μπράντο στην τα ινία Α π ο κ ά λ υ ψ η τώρα. (Σ.τ.Μ.) 36. Ηείβει*, επιμ., Ηίίϊβν αηά Ηί$ ΟβηβναΙ$, 259-60. 37 .Τ. δεΗυΙΐε, Οβπηαη Α π η γ αηά Ν αζί ΡοΙίβίβζ ίη Οββηρίβά Κιιχήα (Ν έα Υόρκη, 1989), 172-7* I. Η&ηδοη, ΤΗβ Ο νίΙίαη ΡορηΙαίίοη αηά ίΗβ Ψ αηα \ν ϋρή $ίη § ο / 1944 (Καίμπριτζ. 1978), 85* ΕυΚαδ, ΡοΓξοίίβη ΗοΙοβαηΞί, 205-7.
639
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
38.Ηί11εΓ-δζ&ΐ3δΐ. στο ΗϊΙΙ^ηιβεΓ, επιμ., 8ίααίνηάηηβν ηηά ϋΐρίονηα ίβη, 525. 39. ΚεΐΐΚη^ετ, ΤΗβ Ηοιιχβ ΒιάΙί οη Ξαηά , 368-9. 40.ϋ&11ΐη, Οβηηαη ΚιιΙβ , 636. 41. Κ. υη§γ<χγγ, ΒαίίΙβ /ο ν ΒηάαρβΞί: Οηβ Ηιιηάνβά Οαγχ ΐη ΨονΙά Ψ α νII (Λονδίνο, 2003), 274. 42. ϋδΐΐΐη, Οβηηαη ΚιιΙβ, 646' Ο. Απάτεγεν, ΥΙαχον αηά ίΗβ Κιιαήαη ΙΛΗβναύοη Μονβνηβηί: 8ονΐβί ΚβαΙΐίγ αηάΕνηΐξνέ ΤΗβοηβχ (Καίμπριτζ, 1987), 76-9. 43. Μια συναρπαστική αλλά μη επαληθεΰσιμη εξιστόρηση είναι του Ε ΕοίΙιΐδ, ΤΗβ Ββίανηχ Ξββνβί (Ν έα Υόρκη, 1982).
Κεφάλαιο 15: Εναντίωση 1. Για την πολωνική αντίσταση ως και το 1940, Ε. ϋοβΓΟδζγεΙά και Μ. ΟεΙΐετ, «ΤΙιε ΟεδΙ&ρο &ηά ΐίιε Ροΐίδΐι Κεδΐδί&ηεε ΜονεηιεηΙ», Αβία ΡοΙοηΐαβ Η ΐχίοήβα, 4 (1961), 88 · άλλα παραθέματα από το Ι&εοβιηεγεΓ, « ϋ ΐε ροΐηΐδείιε \νΐάεΓδΐ&ηάδ6 ε\νε§ιιη£», 655-81. 2. Κ. Εδη<±θΓθηδ1^, ΜΐβΗβΙαη§βΙο ΐη ΚανβηώνηβΚ: Οηβ Ψονηαη ’$ Ψαν α§αΐη$ί ίΗβ Ναζΐχ (Ν έα Υόρκη, 2007), 20. 3. Ο. νοη Ρπ]ΐ&§ ϋ ι^ β β ε Κϋηζεί, «ΚεδΐδΙ&ηεε, Κερπδαΐδ, Κε^εΐΐοηδ», στο Κ. Οΐΐάεα, Ο. \νΐενΐοιΊν& και Α .\νατπη§, επιμ., 8ηννΐνΐη§ ΗΐίΙβν αηά ΜηχχοΙΐηΐ: Ο αΐίγ Εΐ/β ΐη Οββηρίβά Ειινορβ (Οξφόρδη. 2006), 190-91. 4. λ¥. Βοπχίζΐε], ΤΗβ Ψανχα\ν ϋ ρ ή ή η β ο / 1944 (Μ άντισον, Ουισκόνσιν, 2006), 6 -8 ,3 8 -9 . 5. Ε. Ό , Κ. Ηαιτΐδοη, «ΤΙιε Βπΐΐδίι δρεεΐ&Ι ΟρεταΙΐοηδ Εχεευΐίνε ηηά ΡοΙαηά», ΗώίοήβαΙ Ιοη η ια Ι , 43:4 (2000), 1071-91. 6 . Ιαεοβηιεγει·, « ϋ ΐε ροΐηΐδείιε \¥ ΐά 0Γδίαηάδΐ3©\νε§υη§», 674-5. 7. Ο. Κεηη&η, «ΤΙιε Τεείιηΐί^ιιε ο ί ΟεπηΒη Ιηιρεπ&Πδΐη ΐη Ειιτορε» (Απρίλιος 1941), σ. 5, στο ΟεοΓ§ε Ε. Κεηη&η Ραρετδ, Μυάά ΕΐβΓ&Γγ, Πανεπιστήμιο του Πρίνστον. (Ευχαριστώ τον ΑηάβΓδ δΐερΐι&ηδοη που μου επισήμανε την ύπαρξη αυτού του τεκμηρίου.) Μ. Β&αάοί, Ε Ό ρ ΐη ΐο η ρηΜΐ^ηβ 8οη8 ΓΟββηραίΐοη: ΕΕχβνηρΙβ ά ηη άβρανίβνηβηί /ναηςαΐΞ (1939-1 9 4 5 ) (Παρίσι, 1960), 15· Ρ. δΐπιγε, Ε Έ νοΙη ίΐοη άη χβηίΐηιβηίρηΜ ΐβ βη ΒβΙβΐηηβ ξοιιχ Γοββηραίΐοη αΙΙβνηαηάβ (Βρυξέλλες, 1945 ), 54. ί. Μπος, μειωτική λέξη της γαλλικής αργκό για τους Γερμανούς. (Σ.τ.Μ.) 8 . Για τους Πολωνούς, βλ. δζ&ΐΌΐα, ΨανχβΗαη ηηίβν άβνη Ηα&βηΙίνβιιζ, 283· Α. λΥ^ιτΐη^, «ΙηΙΐπι&Ι© ηηά δεχιι&1 ΚεΙ&Ιϊοηδ», στο Οΐ1ά©&, \νΐενίθΓΐί& και \Υ&Γπη§, επιμ., 8ηηήνΐη£ ΗΐίΙβν αηά ΜηζζοΙΐηΐ , 108-13· Ρ. νΪΓ§ΐ1ΐ, 5Ηονη Ψονηβη: Οβηάβν αηά ΡηηΐχΗνηβηί ΐη Εώβναίΐοη Ρναηββ (Ν έα Υόρκη,
2002), 11, 22- 6. (Σ.τ.Μ.) ίϋ. Ο Χώκον ως πρόσωπο είχε επιλεγεί από επιτροπή της κυβέρνησης της χοόρας και η μοναρχία ως πολίτευμα είχε υπερισχύσει συντριπτικά έναντι της Αβασίλευτης σε λαϊκό δημοψήφισμα, το 1905. (Σ.τ.Μ.) 9. δζ&ΓΟΙα, ΨανζβΗαιι ηηίβν άβνη ΗαΙϊβηΙίνβηζ, 282-3* Κ. δΙο1±©Γ, «Η ιιπγ Ηοιή©, Ηα^Κοη: ΤΙιε Ιπιραεΐ οί ΑηΙΐ-Ν&ζί ΗηηιοιίΓ οη ΐίιε Ιηΐ3 §© οί Ιΐι© Νοηνε§ΐίΐη Μοη&ΓοΙι», ΙοηηιαΙ ο / Αιηβνΐβαη Ρ οΜ ονβ . 109:433 (καλοκαίρι 1996), 289-307. ίν. Επέτειος της συνθηκολόγησης του 1918. (Σ.τ.Μ.) 10.1. Η&εδΙπιρ, Εηνορβαη Κβήζίαηββ ΜονβνηβηίΞ, 1939-1945: Α ΟονηρΙβίβ Η ίη ονγ (Λονδίνο, 1981). κεφ. 3. 11. δΐπιγε, ΙοηηιαΙ άβ §ηβννβ, 143· Ε δ\ν©ε1 δ, ΟΗοΐββχ ΐη ΥΐβΗγ Ρναηββ: ΤΗβ ΡνβηβΗ ιιηάβν Ναζί Οββηραίΐοη (Ο ξφόρδη, 1986), 203. ν. Χώκον Ζ , (Σ.τ.Μ.) νί. Ο υπαρχηγός του Χίτλερ, Ρούντολφ Ες, προσγειώθηκε αυτοβούλους με αλεξίπτωτο στη Σκοοτία στις 10 Μαΐου 1941. (Σ.τ.Μ.) 12. Βίζεδ^α, ΤΗ νοηφ α Ψονηαη ’ξ Εγβχ. 34-40· δΐπιγε, ΙοηνηαΙ άβ βηβιτβ, 194, 203· ^εοβηιενεΓ, « ϋ ΐε ροΐηΐδείιε \νΐάεΓδΙ&ηάδβε\νε£ΐιη§», 670. 13. ΗΐΓδεΜεΜ, ΝαζΐΚηΙβ αηά ΟιιίβΠ ΟοΙΙαΗοναίΐοη, 35. η
. Σ υ μ β ο υ λ ές π ρ ο ς τον κ α τεχό μ ενο πληθυσμ ό.
640
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
14. Α. Μοί&ηά, «Νοπν&γ», στο Β. Μοογο, επιμ., Κβ8Ϊ8ίαηββ ίη Ψβ8ίβπι Εητορβ (Οξφόρδη, 2000), 223-37. 15. \¥ . \ν© 6 θΓ, Οίβ ίηηβτβ 8ίβΗβήιβίί ίττι ύβ8βίζίβη ΒβΙξίβη ηηά ΝοΓάβαη&βίβΗ, 194 0 -1 9 4 4 (Ντύσσελντορφ, 1978), 54-5· ΑΙεχ&ηάεΓ νοη Ρ&ΐΐ^ηΐιαιΐδοη, Μέπιοίτβχ ά ’οηίτβ-§ηβιτβ (Βρυξέλλες, 1974), 135-6,153-5,198. 16. Ε. ΤδγΙοΓ, Ββί\νββη Κβύζΐαηββ αηά ΟοΙΙαύοναίίοη: Ροριάαν Ρνοίβ8ί ίη ΝοηΗβνη Ρταηββ, 1 9 4 0 -1 9 4 5 (Μ πέισινγκσχοουκ, 2000), 70-80· Κ. ΟιΜε&, ϋ . Ευγΐ£η και I. ΡϋΓδί, «Το \¥ογ!<: ογ Ν οί Ιο \νοι*1ί?», στο Οΐΐάεα, \ ν ΐ 6νΐθΓΐ<;& και λν&Γπη§, επιμ., 8ητνίνίη§ ΗίίΙβν αηά Μη88θΙίηί, 43-4· Ό. Ευγΐ£η και Κ. Η€ΐηπΐ6 π]<±χ, «Β£ΐ§ΐ&η Ε&βουτ ΐη λΥοήά λΥίΐΓ II: 3ΐΓ&ί£§ΐθδ οί διΐΓνΐν&1, θΓ§&ηΐδ&ΐΐοηδ &ηά Ε&βοιίΓ Κεί&ΐΐοη», Εητορβαη Κβνίβ\ν ο /Η ί8 ίο ιγ, 7:2 (φθινόπωρο 2000), 207-27. 17.λΥ. Βοτοάζΐο], Τ βη ονη η άΡ οΙίύΙί, 93-4. 1 8 .0 . δοΐιιιΐζ, «Ζιιγ εη^ΐΐδοΐιοη Ρ1&ηιιη§ άοδ Ραι*ίΐδαη6 η]α*ΐ6£δ επί νοΓΗβοηά άβδ Ζ\νεΐίεη λνεΙΛπε^εδ», νίβΠβΙ]αΗτ8Ηββββϊτ Ζβίί£β8βΗίβΗίβ, 30:2 (1982), 322-39. 19. Μ. Κ. Ό . Ροοί, «\ν&δ δΟ Ε ΑηΥ Ο οο άΊ»,Ιοη η ια Ι ο/Ο οηίβηιροΓ αιγ Ηί8ίοτγ, 16:1 (Ιανουάριος 1981), 167-81, εδώ 169. 20. ϋ . δΐαίίοτά, «Τ1ΐ£ ϋοΐοη&ΐοΓ Οοηοορί: Βπίΐδίι δΐΓ&ίο§γ, δΟΕ αηά ΕιίΓορεαη Κβδΐδίαηοε 'άίίοτ ίίιε Ρ&11 οίΡτ&ηο ε» ,Ιο η η ια Ι ο / ΟοηίβηιροΓαιγ Ηίχίοτγ, 10:2 (Απρίλιος 1975), 185-217. νίί. Πανστρατιά. (Σ.τ.Μ.) 2 1 .Μ. ϋ]ΐ1&δ, Ψ αηίηιβ (Ν έα Υόρκη, 1977), 12—13* Ο. δ\ναΐη, «Τΐι© ΟοπιΐηΐεΓη αηά δοιιίΐιοπι Ειιτορε, 1938-1943», στο Τ. Ιιιάΐ, επιμ., Κβύ^ίαηββ αηά ΚβνοΙηίίοη ίη Μ βάίίβηαηβαη ΕηΓορβ, 1 9 3 9 -1 9 4 8 (Λ ονδίνο, 1989), 29-53, εδώ 38-40. ΙΙ .Ό μ Ι ζ ζ , Ψ αη ίη ιβ , 12-13. 2 3 .Σ το ίδ ιο , 94· δ. Ττον/, Βήίαίη, ΜίΗαίΙονίβ αηά ίΗβ Ο Η β ί η ί 1 9 4 1 -4 2 (Λ ονδίνο, 1998), 61. 24. Μ. \ν ΐΐ 6 £ΐ6Γ, «Ραη&ίΐδ ΐο Ρ&Γίΐδ&ηδ ίο Ρολνοπ ΤΙιε ΟΡΥ», στο Ιυάΐ, επιμ., Κβ8Ϊ8ίαηββ αηά ΚβνοΙηίίοη, 110-56* Τγ6\υ, Βήίαίη, ΜίΗαίΙονίβ αηά ίΗβ ΟΗβίηίΙίϊ, 149-50* Μ. Α. Ηοηγ£, Οβηοβίάβ αηάΚβ8ΐ8ίαηββ ίη ΗίίΙβή8 Βο$ηία: ΤΗβ Ρανίίζαηζ αηά ίΗβ ΟΗβίηίΡζ, 1 9 4 1-1943 (Ο ξφόρδη, 2006), κεφ. 4-5. 25. Για τις συνέπειες στη Γαλλία, βλ. Κ. ΟΐΙάεΒ, «Κεδΐδΐ&ηοε, Κερπδ&ΐδ αηά Οοηιηιιιηΐΐγ ΐη Οοαιρΐοά Ρτ&ηοε», Τηιη$αβίίοη$ ο / ίΗβ ΚογαΙ ΗίζίοήβαΙ 8οβίβίγ , 13 (2003), 163-85* Μαοϋοηαίά, Κί11ίη§, 77-80* Βτγ&ηί, Ρηΐβΐιβ ίη ΒΙαβ/ί, 179* Ρ. Ρείποίς επιμ., Οίβ Ο&ΙίηραίίοηΞροΙίύΙί άβ8 άβηίχβΗβη Ρα5βΗί5ηιη8 ίη Όάηβηιανίζ ηηάΝ οηνβ§βη (1 9 4 0 -1 9 4 5 ) (Βερολίνο, 1992), 176,190. 26. Οεή&οΐι, ΚαΙΙϊηΙίβνίβ Μονάβ, 884 δες. 27.1. ΑτηΐδΐΓοη^, επιμ., 8ονίβί ΡαΠί8αη8 ίη Ψ ο ή ά Ψ α τΙΙ (Μ άντισον, Ουισκόνσιν, 1964), 438-9. 28.Ηεΐ6εΓ, επ ιμ ., ΗίίΙβτ αηά ΗΪ8 Οβηβταΐ8, 17, 771. 29. ΟετΙίΐοΗ, ΚαΙΙίΐιΙίβηβ Μονάβ, 946-73. 30.ΗΪ11, ΤΗβ ίνατΗβΗίηά ίΗβ Εα8ίβπι Ρ νοηί , 138-45. 31.1. Κ&£3 η και Ό. Οοΐιεη, 8 η Μ νίη § ίΗβ Η οΙοβαη8ί \νίίΗ ίΗβ Κη88ίαη Ιβ\νί8Η ΡαΠί8αη8 (Λονδίνο, 1997), 153-4* ϋε&η, ΟοϊΙαΗοναίίοη ίη ίΗβ ΗοΙοβαη8ί, 122-4. 32. ΑτηΐδΐΓοη§, επιμ., 8ονίβί ΡαΓίίζαηχ,430-31, 672-3. 3 3 .Κ. δ1εργ&η, 8 ία \ίη ,8 ΟηβήΙΙα8: 8ονίβίΡατίΪ8αη8 ίη Ψ ο ή ά Ψατ Τ\νο (Λώρενς, Κάνσας, 2006), 27-46. 34. Μ νημονεύεται στο Κ&§&η και Οοΐιεη, 8η Μ νίη § ίΗβ ΗοΙοβαη8ί, 194. 35.δ1εργ&η, 8ίαΙίη’8 ΟηβήΙΙα8, σποράδην, ιδίως 91-101. 3 6 .Π ρέσβης Ηεπιιηεη, 1764-Ρδ στο Ν Ο Α , διιρρίεηιεηί Β (Ουάσινγκτον, 1946), 402-3* ο δαιιοΐ^οΐ στο «54ί1ι Οοηίετεηοε οί ίίιε ΟεηίΓ&Ι Ρ1αηηΐη§ Βοατά», Κ-124, Ν € Α , τόμ. 8,150. 37. Η. Κ. Κεάχν&τά, Ιη 8βανβΗ ο/ίΗ β Μ αφιί8: ΚηναΙ Κβ8Ϊ8ίαηββ ίη 8οηίΗβπι Ρναηββ, 1 9 4 2-1944 (Ο ξφ όρ δη, 1993), 31. 38 .Σ το ίδ ιο , 42-3, 53* Ο. λνΐενΐοΓ^δ, «Ρ γμκχ», στο Μοογ£, επιμ., Κβ8Ϊ8ίαηββ ίη Ψβ8ίβπι Εητορβ, 125-55. 39. Βαιιάοΐ, Ε Ό ρίη ίοη ρη Μ ίη η β, 233. 40. Ν. Ιη’Τ ν& \ά, «Όΐο λνεΐιτηι&οΐιί υηά άΐε λνΐά©Γδΐ3ηάδΐ36ΐ<:&πιρίηη§ ΐη λΥεδίειαΓορδ», στο Ο. Ο ΐΐο και I. Η. ΐοη Ο&Ιο, επιμ., Οα8 ον§αηΪ8ίβηβ €Ηαο8: Α η ιίβ νά α ^ ίη ί^ η ιη ^ ' ηηά <Οβ8ίηηιιη§8βίΗί/<;’: Οβίβτηιίηαηίβη ηαίίοηαΐ8θζίαΙί8ίί8βΗβΓΒβ8αίζηη§8Ηβιτ8βΗαβ (Βερολίνο, 1999), 279-301. 41. ϋ . ν^η Ο&ΐοη Εοδΐ, «ΤΙιε ΝβΐΙιετίΕηάδ», στο Μοογ©, επιμ., Κβ8Ϊ8ίαηββ ίη \¥β8ίβηι Εητορβ , 189-221, εδώ 199-201.
ΣΗΜ ΕΙΩΣΕΙΣ
641
42. Κ. Οϋά©&, ϋ . Ειινΐεη και Γ ΡϋΓδΐ, «Το λΥοΛ ογ ΝοΙ ΐο \¥ογ1<:?», στο Οΐ1ά©& κ.ά., επιμ., 8ηννίνίη§ ΗίίΙβτ αηά ΜηχΞοΙίηϊ, 64-66· δΐηιγ©, ΙοηηιαΙ άβ §ηβηβ, 330. 43. 0©γ1&ο1ι, ΚαΙ^ηΙίβνίβ Μονάβ, 996-8,1011-35,1141. 44. Ι&οοβηι©γ©Γ, «ϋΐ© ροΐηϊδοΐιε \¥ί(Ι©ΓδΙαη(1δΙ)©\ν©§ιιη£», 677* Ηϊ11)©γ§, ΤΗβ Ώβχίνηβίίοη ο / ίΗβ Εηνορβαη Ιβ\ν8, 3η έκδ., τόμ. 2, 547-8. 45. Τ \ ν ί \ τόμ. 5 (περίπτωση ΡοΜ), 622, ΗίιπΓαΐ6Γ-ΚΓϋ§6Γ, 16 Φεβρουάριου 1943· Τ. δζ&ΓΟΐα, ΤΗβ Ψαν$α\ν ΟΗβίίο: ΤΗβ 45ίΗ Αηηϊνβνχανγ ο/ίΗ β ϋ ρ ή ύ η β (Βαρσοβία, 1987)· I. Οατίίήδίά, ΤΗβ 8ηννίναΙ ο /Ε ο ν β : ΜβνηοίνΞ ο / α Ρβήχίαηββ Οβ'ίββν (Καίμπριτζ, 1991), 112· ΗΠ6 ©γ§, ΤΗβ Οβχίνηβίίοη ο / ίΗβ Εηνορβαη Ιβννζ, 3η έκδ., 534-40. 46. δζ&ΓΟίδ, ΨανχβΗαη ηηίβν άβνη Ηα&βηΐϊνβηζ, 279· ΟσβΓΟδζγοΙα και 0©11©γ, «ΤΙι© 0©δί&ρο ηηά Ιΐι© Ροΐίδΐι Κ©δίδΐ&ηο© Μον©πι©ηΐ», Γ18· Ιαοο 6 πι©γ©Γ, «ϋΐ© ροΐπΐδείι© λνίά©Γδΐ&π(Ιδ1)©\ν6§υη§», 677· \Υ. ΒοΓοάζί©], Τβηον ηηάΡοΙίίίΚ, 117-25,174. 47. Η. ΤΓ©νοΓ-Κορ©Γ, επιμ., Η ίύβν’ζ Ψαν Ώίνββίίνβ5, 1939 -1 9 4 5 (Λονδίνο, 1966), 204-14· ΝΟΚλ¥159, «ΤΓ©&Ιιη©ηΐ ο ί Ρπδοη©Γδ ηηά ϋ©δ©Γΐ©Γδ ΐη Β&ηάΐΙ Ρί§1ιίΐη§, Κ©ρπδ&1 ηηά Ενπ©ιΐ3 ΐίοη Μ©&δΠΓ©δ», Τ Ψ Ο , τόμ. 11 («ΤΙι© Ηοδί&§© Ο&δ©»), 1027-8· «ΡΓοεΙ&ηι&Ιίοη Ιο Νοπν©§ί&η Ρορυΐ&ΐίοη» (χ. χρ.), 1117. 48. Το σχόλιο του Νειιβ&οΙιεΓ στο ΝΟΚλΥ-469, «ΤΙι© Βίοοά Βαΐΐι οί Κ1ΐδδΠΓ&», 15 Μ&γ 1944, ΤΨ Ο , τόμ. 11 («ΤΙι© Ηθδία§© Ο&δ©»), 1034-6· I. Ηοηάτοδ, Οββηραίίοη αηά Κβήχίαηββ: ΤΗβ ΟνββΙίΑ§οηγ, 1 9 4 1 -1 9 4 4 (Ν έα Υόρκη, 1983). 49. Ο. Οοτηϊ, «Ιΐαίγ», στο Μοογ©, επιμ., Κβ8ΐ$ίαηββ ίη Ψβ8ίβνη Εηνορβ, 160-64. νϋί. «Δημοκρατίσκοι»· το νέο φασιστικό καθεστώς του Σαλό ήταν αβασίλευτο. (Σ.τ.Μ.) 50. Ο. Οπβ&υάΐ, Ο ηβηα ίοίαΐβ: ίνα Ηοηώβ αΙΙβαίβ β νίοίβηζβ ηαζί8ίβ. ΝαροΙί β ίΐ ίνοηίβ νηβήάίοηαΐβ 1 9 4 0 -1 9 4 4 (Τορίνο, 2005). 51. Α. ΡθΓΐ©11ΐ, ΤΗβ Ονάβν Ηαχ Βββη Οανήβά Οηί: Ηί$ίονγ, Μ βηιονγ αηά ίΗβ Μ βαηίη§ ο /α Ν αζί Μαχχαβνβ ίη Κονηβ (Λ ονδίνο, 2003)· Ο. $<±Γ©ίβ©Γ, ΟβιιίχβΗβ ΚνίβξχνβνΗνββΗβη ίη ΙίαΙίβη (Μ όναχο, 1996), 95-109· 167-83. Οι αριθμοί των απωλειών από το δεΙιτείβεΓ ή το Ε. Οοΐΐοΐΐί και Τ. Μ&11 &, «Κ&ρρΓ©δ&§1ΐ©, δΐΓα§ί, ©οοίάΐ», στο Ε. Οοΐΐοΐΐί κ.ά., επιμ., ϋ ίζ ίο η α ή ο άβΙΙα ΚβΞΪΞίβηζα, τόμ. 1 (Τορί νο, 2000), 261-3. 52. δο1ΐΓ©ΐΐ3©Γ, ΌβηίχβΗβ Κήβ&νβνΗνββΗβη ίη ΙίαΙίβη , 108-11. ίχ. Η γραμμή άμυνας των Γερμανών στα Α πέννινα. (Σ.τ.Μ.) 53. Σ το ίδ ιο , 195. Στην Τοσκάνη, οι σφαγές έγιναν μακριά από τις γραμμές του μετώπου: Μ. Β&ΙΙίηί και Ρ. Ρ©ζζΐηο, Ο ηβηα αί βίνίΐί: οββηραζίοηβ ίβάβχβα β ροΐίήβα άβΐ νηα^αβνο. Τοχβαηα 1944 (Β ενε τία, 1997). 54. Κ1ΐη1ί1ι&ηιηι©Γ, Ζ\νί$βΗβη ΒηηάηίΞ ηηά Ββχαίζηηξ, 521. χ. Η «Γαλλική Λεγεο5να των Πολεμιστών», που έγινε αργότερα «Γαλλική Λ εγεώ να τοον Πολεμι στών και των Εθελοντών της Εθνικής Επανάστασης» ουστε να συμπεριλάβει και άλλους εκτός από τους παλαιούς πολεμιστές του 1914-18, ήταν ο μαζικός φ ορέας του καθεστιοτος του Βισύ, χωρίς να αποτελεί πολιτικό κόμμα. (Σ.τ.Μ.) χί. «Ζήτω ο Στρατάρχης!», «Ζήτω ο Χίτλερ!», «Κάτω οι Εβραίοι!». (Σ.τ.Μ.) 55. Β. Βο\ν1©δ, «Ν©\νδΓ©©1δ, Ιά©ο1ο§γ ηηά ΡιιΜΐο Ορίηΐοη ιιηά©Γ νΐ©1ιγ: ΤΗ© Ο&δ© ο ί Εα Εναηββ βη ΜανβΗβ», ΕνβηβΗ ΗίχΐονίβαΙ 8ίηάίβχ, 27:2 (άνοιξη 2004), 419-63, εδώ 454. 56. Ρπχΐοη, νίβΗγΕναηββ , 293* δΐηιγ©, Ε Ε νο Ιη ίίο η άη χβηίίνηβνιίριώΐίβ, 178-9. χίί. Από τις «Ομάδες Δράσης» (δφΐ&άΓ& = ομάδα). (Σ.τ.Μ.) 57. Ρ. Ρ. Ρο§§ΐο, «Κ©ρυΒΜΐο& δοοΐ&Ι© ίϊηΐΐηηη», στο Οοΐΐοΐΐΐ κ.ά., επιμ., Ο ίζίοηα ή ο άβΙΙα ΚβήΞίβηζα, τόμ. 1, 66-77, εδώ 73* Κ. Ι^ηηώ, Ψ ανίη ΙίαΙγ, 1943-45: Α ΒνηίαΙ Ξίονγ (Λονδίνο, 1993), 99-101. 58. Μ. ΡΓ&ηζΐη©11ΐ, «Οιί©δ& © ο1©γο ©Βΐΐοΐίοο», στο Οοΐΐοΐΐί κ.ά., επιμ., ϋ ίζ ίο η α ή ο άβΙΙα ΚβΞΐΞίβηζα, τόμ. 1,300-322. χίη. Οίίίο© ο ί δΐΓ&1 ©§ίο δ©Γνΐο©δ, Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών. Ο πρόγονος της αμερικανικής ΟΙΑ. (Σ.τ.Μ.) 59. Ειιΐί&δ, Ρον§οίίβη ΗοΙοβαηχί, 76. 60. Τ. δηγά©ι, «ΤΙι© 03ΐΐδ©δ ο ί υ^Γ^ίηί^η-ΡοϋδΙι Είΐιηΐο Οεέΐηδΐη^ 1943», Ρα$ί αηά ΡνβΞβηί, 179 (Μ άιος 2003), 197-235* Βγολυπ, Α ΒίοξναρΗγ ο / Ν ο ΡΙαββ , 221· ΑτηΐδΐΓθη§, ϋίσ αίη ίαη ΝαίίοηαΙίχνη.
642
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
61.
Β. ΟΜ&π, «ΚεΐεΙίδίϋΙίΓεΓ-δδ: Κεΐη Ρ&Κί ιηΐΐ δΐ3\νεη: Βευίδοΐι-ροίηΐδείιε Κοηί&Κίε ΐηι λνΐΐηαΟ εβΐεί 1944», θ8ίβηνορα ΑνβΗίν (Απρίλιος 2000), Α134-Α 153. 62. Ν. Εε\νΐδ, ΝαρΙβ8 ’44 (Λ ονδίνο, 1978), 26-33* Οηβαικϋ, Οηβννα ίοίαΐβ , 174-98. χίν. διιρΓεηιε Ηο&άςυαΓΐΟΓδ ΑΙΙίεά Εχρεάΐίΐοη&Γγ Ροτεε = Ανώτατο Α ρχηγείο Συμμαχικής Εκστρατευτικής Δύναμης (προφέρεται Σέιφ). (Σ.τ.Μ.) χν. Συνεργασία του κράτους με τους Γερμανοΰς. (Σ.τ.Μ.) 63. δννεείδ, ΟιοίοβΞ ίη ΥίβΗγ Ρναηββ, 221-3* Ο Μ & ζ, «Κεδΐδί&ηοε, Κερπδαΐδ αηά Οοηιιηιιηΐΐγ», 163-85* βλ. επίσης Τ. ΤοάοΓον,^ ΡνβηβΗ Τνα§βάγ: 5ββηβ8 ο / Ο ν ί Ι Ψαν, Ξηηινηβν 1944 (Χ ανόβερ, Νιου Χάμσαϊρ, 1996). χ\1 Δημαρχιακό Μ έγαρο. (Σ.τ.Μ.) 64. Κ. Τ ΜϋΙΙεΓ, «Ε© ϋένείορρειη εη ί άεδ ορέΓαίΐοηδ άυ §ΐΌΐιρε ά’Ηΐτηέεδ Β ίΐη ]ιιΐ11εί-αούί 1944», στο Ο, Εενΐδδε-Τοιιζέ, επιμ., Ραή& 1944: Ρβ8 Εη]βηχ άβ Ια Εώ έναίίοη (Παρίσι, 1994), 102-25* Η. υιη1)Γ£Ϊί, «Ε& ΕΐβέΓΗίΐοη άε Ρ&πδ εί \ ά §Γ&η<1ε δίΓ&ίέ§ΐε άιι III© Κεΐεΐι», στο ίδ ιο , 327-43. 65. Συνοψίζεται εδώ μια πολΰ πιο περίπλοκη και συγκεχυμένη σειρά αποφάσεω ν, που περιγράφονται στο ΒοΓοάζϊε], ΤΗβ Ψανπα\ν ϋ ρ ή $ ίη § ο /1 9 4 4 , κεφ. 3-4. 66. Σ το ίδιο, 74-5* Η&ηδοη, ΤΗβ α ν ίΐία η ΡορηΙαίίοη, 68. 67. Ο Ηΐηιηι1©Γ παρατίθεται στο Βοτοάζίε], ΤΗβ Ψαν8α\ν ϋρνί8ίη§, 79. 68. Σ το ίδ ιο, 81. 69. Ηΐ1βεΓ§, ΤΗβ Όβ8ίνηβίίοη ο / ίΗβ Εηνορβαη Ιβ\ν8, 3η έκδ., 539* δζατοί&, Ψαν8βΗαη ηηίβν άβηι ΗαΙϊβηΙίνβηζ, 319. 70. Ο ο π ή , II 8θ§ηΌ άβΐ '§ναηάβ ψ α ζ ίο ’, 253* Οο6ΐΌδζγο1α και Ο είίετ, «Οεδΐαρο ζηά ίίιε Ροΐίδΐι Κεδΐδίαηεε Μ ονειηεηί», 117-18. 71. Α. ΜΐΙλνΕΓά, «ΤΙιε Εεοηοηιΐε αηά δίΓ&ίε§ΐε δΐ§ηΐίΐε&ηεε ο ί Κεδΐδί&ηεε», στο δ. Ηα\νεδ και Κ. \¥Ιιΐίε, επιμ., Κβήζίαηββ ίη Εηνορβ, 1939 -1 9 4 5 (Σάλφορντ, 1973), 186-203* νοη Ρ&ΐΐ^εηΐιαιΐδεη, «Οιι&ίΓε &ηδ», στο Μένηοίνβ8, 198. 72. Για τη μη βίαιη αντίσταση, βλ. I. δειηεΗη, ΙΙηαπηβά α§αίη$ί Ηίύβν: α ν ίΐία η Κβή§ίαηββ ίη Εητορβ (Λ ονδίνο, 1993). χνϋ.Κερι&Ιΐεδ. (Σ.τ.Μ.) χνίϋ. ΌεηιοεΓ&εγ. (Σ.τ.Μ.) 73. Β. Οο1άγη, «ϋΐδεηεΙίΕηίεά νοΐεεδ: ΡιιΜΐε Ορΐηΐοη ΐη Οταοοχν, 1945-46», Εα$ί Εηνορβαη ζ)ηανίβνΙγ, 32:2 (Ιούνιος 1998), 139-65.
Κεφάλαιο 16: Χίτλερ καποΰτ! 1. Ηεΐ1)6Γ, επιμ., ΗίίΙβν αηά ΗΪ8 Οβηβναΐ5,554. 2. Κ .-ϋ . Μϊΐΐίει*, Οβν Ιβίζίβ άβηί8βΗβ Κτίβ§, 1 939-1945 (Στουτγάρδη, 2005), 276-8, 285* Ρ. άε Ε&ηηογ, Εα Κηββ άβ ΓΑπηέβ Κοηξβ: Ορβναίίοη Βα§ναίίοη (Μ παγιέ, 2002)* δ. Ζα1ο§&, Βα§ναίίοη 1944: ΤΗβ ϋβ8ίνηβίίοη ο /Α η η γ Ονοηρ Οβηίνβ (Λονδίνο, 1996). 3. Παρατίθεται στο Ηαηδοη, ΤΗβ Ο νίΙίαη Ρ ορηΙαίίοη , 68* Α. ΝοΜε, «ΤΙιε Ρΐτδί Ρ νοηί§αη : Ε&δΐ Ρπαδδΐα, Ιιι1γ 1944», Ψαν αηά Ηί8ίονγ, 13 (Απρίλιος 2006), 200-216* οι απώλειες από το ΟνεπΏ^ηδ, Οβηί8βΗβ ηιίΙίίάνί^βΗβ νβνΙιΐ8ίβ, 277. 4. Ν οβίε, «ΤΙιε ΡίΓδΐ Ρνοηί§αη», 216. ί. Λαϊκή Καταιγίδα. (Σ.τ.Μ.) 5. Η. Μοιηπίδεη, «ΤΙιε Οΐδδοΐυίΐοη οί ίίιε Τ ΐώ ά Κεΐεΐι: Οτΐδΐδ Μ&ηα§ειηεηΙ αηά Οοΐΐ&ρδε, 1943-45», Οβννηαη ΗΪ8ίονίβαΙ Ιη8ίίίηίβ (ΨαχΗίηξίοη): ΒιάΙβίίη, 27 (φθινόπο^ρο 2000), 9-23, εδώ 18-19* ΤτενοΓ-Κορετ, επιμ., Η ίύβν’8 Ψαν ϋίνββίίνβ8, 233* για τη διαμάχη σχετικά με το Νέμμερσντορφ, βλ. Ο. ϋβεΓδεΜΓ, επιμ., Ονίβ άβ8 Οναηβη8 (Ντάρμστατ, 2003). 6. υη§ν&Γγ, Β αίίΙβ{ονΒηάαρβ8ί, χΐ* Κ. υη§ναΓγ, «ΤΙιε “δεεοηά δί&1ΐη§Γ&ά”: ΤΙιε Όεδίηιείΐοη οί Αχΐδ Ροτεεδ ΐη Βιιά&ρεδΙ (Φ εβρουάριος 1945)», στο Ν. ϋΓεΐδζΐ§ει\ επιμ.. Ηιιη§ανγ ίη ίΗβ Α§β ο /Τ ο ία Ι Ψαν (Ν έα Υόρκη, 1998), 151-67. 7. Ο ΚηγΙ Κοδηετ για την υποχώρηση του 1917 στη Γραμμή Χίντενμπουργκ, στο Ο. Ρ. Η οπιε, επιμ., 8οηνββ Κββονά8 ο/ίΗ β Ονβαί Ψαν, τόμ. 5 (Ν έα Υόρκη, 1923).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
643
8. ΊτονοΓ-ΚορεΓ, επιμ.. ΗίΐΙβν’χ ΨανΟίνββίίνβχ, 234-6, 288· η διαταγή του ΗΜογ της 16ης Σεπτεμβρί ου 1944 στο Η. δοΐιννεηάϋΐη&ηη, « δ ιτ ά ξ ι ε ά£Γ δείβδίνεπιΐοΐιΐιιη^: άϊ& \ν0ΐιητΐΒθΗίίϋ1ΐΓυη§ ΐηι ‘Έη^11ίΗη1ρί,, υιη ό&δ ϋ π ΐ ίε Κεΐοΐι», στο Κ .-ϋ . Μϋΐΐετ και Η.-Ε. νοΙ^ΠΊ&ηη, επιμ., Οίβ ΨβΗηηαβΗί. ΜγίΗοχ ηηά ΚβαΙίίάί (Μ όναχο, 1999), 224-44, και στο δικό του «“ϋΓ&δίΐο ΜεδδΐιΐΌδ ΐο ϋ είο η ά ΐίιε Κεΐοΐι 3.1 ί1ΐ6 Οάετ &ηό ΐίιε Κΐιΐηο”: Α Εογ§οϊϊ 0 Π ΜοηιοΓ&ηάιιπι οί ΑΙβοΠ δροετ οί 18 Μ&γοΙί 1945 »,ΙοηνηαΙ ο/Ο οηίβνηρονανγ Ηίζίονγ, 38:4 (2003), 597-614. 9. Ο. Οοεδοΐΐβΐ, «διποίάε ηί ίΐιο Εηά οί Ιΐΐ6 Τΐιίτό Κοίοΐι», ΤοηνηαΙ ο / Οοηίβητρονανγ Η ίχίοτγ , 41:1 (2006), 153-73* Μ. δΐοΐη^Ι, ΟαρίίηΙαίίοη 1945: ΤΗβ 8ίονγ ο/ίΗ β Ό όη ίίζ Κβξίνηβ (Λ ονδίνο, 1969), 4' για τον ΤοΛ ονοη, βλ. δρεοτ, 8ρα ηά αη , 239. ΙΟ.ΤΓονοΓ-ΚοροΓ, επιμ., ΗΐίΙβν^ Ψαν ϋίνββίίνβχ, 293-4* Μ. Οογ 0 Γ, «“ΤΙιοιό Ιδ η Εαηά λ¥1ΐ0Γ6 ΕνεΓγ11ιΐη£ ΐδ Ρυ τε: Ιίδ Ν&ηιε ΐδ Ε&ηά ο ί ϋε&ΐΐι”: δοηιο ΟβδβΓν&Ιΐοηδ οη Ο&ίαδίτορίιίο Ν&ΐίοηδϋδηι», στο Ο. Ε§1ιΐ£ΐ&η και Μ. Ρ. Β©γ§, επιμ., 8αβήβββ αηά ΝαίίοηαΙ ΒβΙοη§ίη§ ίη Τ\νβηίίβίΗ Οβηίητγ Οβννηαηγ (Κ όλετζΣτέισον, Τέξας, 2002), 122,131. ϋ. Η£η1ί6Γ = απαγχονιστής. Ηχητικά οι λέξεις Η ηπΙχ και ΗοηΙχΓ μοιάζουν. (Σ.τ.Μ.) 11.Ν Ο Α , τόμ. 6 ,745-52 (3815-Ρδ). 12. Ό . δοΐιοηΐν, Ηαη$ ΕναηΙί: ΗίίΙβνα Κ νοηβ νίχί ηηά ΟβηβναΙβοηνβνηβην (Φραγκφούρτη, 2006), 364-5. 13.ΝΟΑ, τόμ. 6, 740-45 (3814-Ρ5): διάφορα έγγραφα για την υπόθεση ΡΓ&ηΙ: του Ιανουαρίου 1945. 14. Μ. δίοίηοΓΐ, «Τΐιβ Α11ί©ά ϋοοΐδΐοη ΐο Αιτεδΐ ΐίιε ϋ ό η ΐίζ ΟονεΓηηιεηΐ», ΗίχίονίβαΙ ΙοηπιαΙ, 31:3 (1988), 651-63. 15. δροεΓ, Ιη ύά β ίΗβ ΤΗίνά ΚβίβΗ , 486-7. 16. Ρ. ΡαάίΐοΜ, ΗίνηνηΙβν: ΚβίβΗ8βΗνβν-88 (Λονδίνο, 1990), 600-607* δΐοίηοΓΐ, ΟαρίίηΙαίίοη 1945 , 116-17. ϋί. Οδ1&1ι&<1 (Σ.τ.Μ.) 17.Χτο ίδιο, 1114-15* δρεοτ, Ιη ύάβ ίΗβ ΤΗίνά ΚβίβΗ , 496* Ε. δΐοΚοδ, «Οίίο ΟΜοη^οτί, ΐίιε 8ίβΗβνΗβίί$άίβηύ αηά ΡιΛΠο Ορΐηΐοη ΐη ίΐι© ΤΙιΐιχΙ Κοΐοΐι», στο Ο. Ε. Μοδδ€, επιμ., Ροϊίββ Ρονββχ ίη Η ίχίοϊγ (Λ ονδίνο, 1975), 258-9. ίν. δί^ΜΜ η!, Χαλύβδινο Κράνος. (Σ.τ.Μ.) Ιδ.δίοΐηοΓί, ΟαρίίηΙαίίοη 1 9 4 5 , 238. 19.Μ&ί1θ(±, επιμ., ϋάηβνηανΚ ίη ΗίίΙβν$ Η αηά, 157-8. 20. Ρ&άίΐοΐά, ΗίνηνηΙβν: ΚβίβΗ8βΗνβν-88, 604-5. 21.Σ το ίδιο, 604-5. ν. "Υμνος του ναζιστικού κόμματος και εμβατήριο της Βέρμαχτ, αντίστοιχα. (Σ.τ.Μ.) 22.«ΤΗ0 Αάιηπ'&Γδ ΗΟ», Τίνηβ, 28 Μ&γ 1945* δΐβίηοΓΐ, ΟαρίίηΙαίίοη 1 9 4 5 , 210-11. 23.δί6ΪηοΓί, «Τ1ΐ€ Αΐΐΐεά ϋοοίδίοη», 659. 24 .Στο ίδιο, 660. 25.0ο1ΐβοΐδ, Ραίίβνη ο$ΟνβΙβ$, 85. νί. «φον Πρόσκτισμα». (Σ.τ.Μ.) 26.\¥6ίηΐ3€Γ§,/1 ΨονΙά αίΑννηζ, 826. 27.ϋο1ΐβοΐδ, Ραίίβνη ο/ΟίνβΙβΞ, 100-135· επίσης «ΤΙι© ΡΙηοο ο ί Ιυά ^ ηιοηί», Τίνηβ, 6 Αυγούστου 1945. 28. δροοΓ, 8ραηάαη, 20. 2 9 .Τ. δοΜοάοΓ, επιμ., ΤΗβ ΕχρηΙήοη ο/ίΗ β Ο βηηαη Ρ οριάαίίοη β ονη ίΗβ Τβνήίονίβ$ Εα$ί ο/ίΗ β ΟάβνΝβί55βΕίηβ (Βόννη, χ. χ.), τόμ. 1,129-30. 3 0 .Ε. δο1ΐ£Γδί]&ηοί, «“ν ο ί οη& ρΓοΜΐαΙ&ΐα ΟβΓΓηΒηϋα!” θ6πη&ηγ ΐη Ε&τ1γ 1945 ΐ1ΐΓου§1ι ί1ΐ£ Ενοδ οί Κοά Αϊτήν δοΙάΐοΓδ», 81ανίβ Κβνίβ\ν, 64:4 (χειμώνας 2005), 165-89. 3 1 .0 . Μ ογγκΜ ο, Ιν α η ’8 Ψ α ν :Ε ίβ αηάΏβαίΗ ίη ίΗ βΚ βάΑ ηηγ, 1 9 3 9 -1 9 4 5 (Ν έα Υόρκη, 2006), 301. 32 .Στο ίδ ιο , 309* για τη λΥοΙίΓΠΐ&οΐΊΐ βλ. Ό . Κ. δηγάθΓ, 8βχ Οήνηβχ ηηάβνίΗβ ΨβΗηηαβΗί (Λίνκολν, Ν ε μπράσκα, 2007). 33.Μ6ΓΓΪ(Μ0, Ινα η ’5 Ψαν, 284* ΒΓθ0 ^ηΐ0γ 6Γ, 8ίαίίη} ίΗβ ΚηχήαηΞ αηά ίΗβίν Ψαν , 120-22 (η περίπτωση του Λεβ Κ όπελεφ), 126* για τον Κόπελεφ, βλ. Ε. Κοροΐον, ΤΗβ Εάηβαίίοη ο /α Τνηβ ΒβΙίβνβν (Ν έα Υόρκη, 1980). 34. δοΙιΐεάοΓ, Ε χρηΙήοη, τόμ. 1,136-7. 35. € . Κταίΐ, «λΥΙιο Ιδ &Ροΐο ηηά λνΐιο Ιδ η Οεπηίΐη? ΤΙιο Ρτονΐηοε οί 01δζΐγη ΐη 1945», στο Ρ. ΤΙιογ
644
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
και Α. δΐΐ^ΐί, επιμ., Κβάνα\νίη§ Ν α ίίοη ξ: ΕίΗηίβ Ο β α η ή η ξ ίη Εα$ί-€βηίναΙ Εητορβ, 1 9 4 4 -4 8 (Λέιθαν, Μέρυλαντ, 2001), 107-21, εδώ 126· 1. Κ&ρ, επιμ., ΤΗβ Τνα§βάγ ο /8 ίΙβ ή α , 19 4 5 -4 6 (Μ όναχο, 1952/3), 193. 3 6 .Σ το ίδ ιο , 198-9, 238-9· για τα γκέτο, βλ. επίσης Κτ&ίΐ, «λΥΙιο Ιδ α Ροΐο αηά \Υ1ιο Ιδ &θ6ΐτηαη?»,
112. 37.Τ1ι©γ, «Α Οοηΐιιτγ ο ί Ροτοεό Μΐ§Γ3ΐΐοη», στο ΤΙιογ και δΐ1]&1<;, επιμ., Κβάνα\νίη§ Ν α ίίοη 5, 55* Βιγ&ηί, Ρνα§ηβ ίη ΒΙαβΚ, 229-30. 38. δ. Ιδη^οννΐδίί, «“0©&ηδίη§” Ροΐ&ηό οί ΟεπηΒηδ», στο Τ1ι©γ και δίΐΐ&ΐί, επιμ., Κβάνα\νίη§ Ναίίοηα, 88-9.
39.1. Οηιιηίηδίά και Ε. Κδδζιιβα, «ΤΙιε Βτεδί&υ Οεηη&ηδ ιιηάεΓ Ροΐίδΐι ΚλιΙο, 1945-46: ΟοικϋΙίοηδ οί Είί©, Ροϋΐίοδί Αΐΐίΐικίοδ, Εχρυΐδΐοη», 8ίηάία ΗίΞίοήαβ Οββοηοπιίβαβ , 22 (1997), 87-101. 40. Β. ΡΓΟίηηιεΓ, Ν αύοηαΙ Οβαη$ίη§: Κβίνώ ιιύοη α§αίη$ί Ν αζί ΟοΙΙαΗοναίοη ίη ΡοΞίχναν ΟζββΗο$Ιονα&α (Καίμπριτζ, 2005). 41. Ε. Οίδδδΐιεΐιη, «Ναΐίοη&Ι Μγΐ1ιο1ο§Ϊ6δ &ηά Εΐΐιηίο 01©3ηδίη§: Τ\\& Εχρυΐδίοη οί Οζ©ο1ιοδ1ον&ΐ£ Οεπτίίΐηδ ίη 1945», ΟβηίναΙΕηνορβαη Ηί$ίονγ, 33:4 (2005), 463-86. 4 2 .Σ το ίδ ιο , 482· Ν. Ν&ίηι&Γΐί, ΡίνβΞ ο / Ηαίνβά: ΕίΗηίβ Οβαη$ίη§ ίη Τ\νβηύβίΗ ϋ β η ίη ιγ Εηνορβ (Καί μπριτζ, Μ ασσαχουσέτη, 2001), 116* Βγυ^πϊ, Ρνα§ηβ ίη ΒΙαβΙί, 238-9. 43. Ν&ΐπι&Γΐί, ΡίνβΞ ο/Η αίνβά, 130-33. 4 4 . Κ. Κετδΐεη, «Τταηδίοππαΐιοη ο ί Ροΐΐδίι δοοί©ΐγ», στο Τ1ι©γ και δ ΐΐ]^ , επι μ .,Κ βάνα\νίη§Ν αύοη$, 78* ο ΟιιιγοΙήΙΙ παρατίθεται στο ίδιο, 6. 45.\νΐδ1ν£ΓηΗηη, Ο βπη α ηγ^ Εα^ίβνη Ν βίφδοηνΞ , 209-28. 46. Α. ΡΓ3ζηιο\¥δ]<;&, «ΤΙιε Κίεΐοε Ρο§γοπι 1946 &η<1 ΐΐι© Εηΐ6Γ§6η<χ ο ί Οοιτιιτιιιηίδΐ Ροχνετ ίη Ροΐ&ηά», ϋ ο ΐά \¥αν ΗίΜονγ, 2:2 (Ιανουάριος 2002), 101-24· ϋ . Εη§©1, «Ραΐΐεπίδ οί ΑηΙί-1ε\νίδ1ι νίοΐοηεο ίη Ροΐ&ηό, 1944-46», Υαά ΥαχΗβηι Ξίηάίβζ, 26 (1998), 43-87. 47. Ρ. ΑΙιοηεη ,Α β β ν ίΗβ ΕχρηΙήοη: \Υ β Ξ ί Ο βπηαηγ αηά Εαχίβνη Εηνορβ, 1 9 4 5 -1 9 9 0 (Οξφόρδη, 2003).
Κεφάλαιο 17: Εμείς οι Ευρωπαίοι
1. I. Οοεββείδ, «Ό&δ Ι&Ιιγ 2000», ΌαΞΚβίβΗ, 25 Φ εβρουάριου
1945,1-2, μεταφρασμένο στα αγγλικά από τον Κ&ηόαΐΐ ΒγίχνοΓΚ και διαθέσιμο στο διαδίκτυο στο δικό του Οοπηδη ΡΐΌρΒ£&η<1& ΑτοΜνε, στη διεύθυνση 1ιΐΐρ://\ν\ννν.€α1νίη.6(1υ/&οα(ΐ6ηιίο/θ3δ/§ρ&/§θ6ΐ)49.1ιΐπι. Τις ευχαριστίες μου στον καθηγητή Βγΐλνετίί για την άδειά του να παραθέσω αποσπάσματα.
2. Σ το ίδιο. 3. Ρ. Η ογγο, ΌβηίΞβΗΙαηά ηηά άίβ Εηνοράί5βΗβ Ονάηηη§ (Βερολίνο, 1941), 196· Ε. Βταηΐδΐοά, Οοβί*ΗβΙ$ αηά Ν αύοηαΙ 8οβίαΙί5ί Ρνορα§αηάα, 19 2 5 -1 9 4 5 (Ηστ Λάνσινγκ, Μίσιγκαν, 1965), 303. 4. Σ το ίδιο, 303-4. 5. Ηίΐΐοτ, ΗίίΙβν’Ξ 8ββοηά Β οο Ιϊ , 109-16. 6. Οοεββείδ, «ΤΙιε Ειιτορε οί ΐΐιο ΡιιίυΐΌ», 11 Σεπτεμβρίου 1940, στο Νοιιίεη, Εηνορα ηηά άα5 3. ΚβίβΗ, 73-5. 7. Ρ. Κΐιιΐίε, «Ν&ζίοη&ΐδοζί&ΐίδΐίδοΐι© ΕιΐΓ0ρ&ί<1©0ΐ0£ί£», νίβνίβΙ]αΗν8Ηβββ β ΐν Ζβίί§β5βΗίβΗίβ, 3:3 (1955), 240-75, εδώ 259. 8. Ό Ο Ρ Ρ , 13, ηο. 327 (Λ όγια του ΡϋΙίΓΟΓ προς τον πρέσβη Α βεΐζ στις 16 Σεπτεμβρίου 1941), 520. 9. Ο Ο Ρ Ρ , 13, ηο. 424 (Καταγραφή της συνομιλίας ανάμεσα στον ΡϋΙίΓΟΓ και στον κόμη Οί&ηο στο Αρχηγείο, στις 25 Οκτωβρίου 1941), 692-4. 1Ο.δρ©0Γ, 8ραηάαη, 156. ΓΙ.ΝείΐζεΙ, επιμ., Ταρρίη§Η ίίΙβν’5 ΟβηβναΪ8,159,175. 12.Βοο1<±©, επιμ., ΤΗβ 8ββνβί ΟοΐφνβηββΞ, 113. 13. Ε. Βεηοδβ, «ΤΙιε θΓ§αηίζ&ΐίοη οί ΡθδΙ\ν&Γ Ειιτορε», Ρονβί§η Α φ ιίνχ , 20:1 (Ιανουάριος 1942), 226-42. 14. Ε. ΟιΐΓΐίδ, «^ογΜ ΟτάεΓ»,1η ίβνη α ύοη α ΙΑ φ ίν$, 18:3 (Μ άιος-Ιούνιος 1939), 301-20* βλ. επίσης Ο. Ε&νϊη, Ρνονη Εηιρίνβ ίο ΙηίβνηαίίοηαΙ ΟοηνηοηινβαΙίΗ: Α Βίο§ναρΗ\ ο / ΡίοηβΙ Οιινίώ (Οξφόρδη, 1995). \Υ. Είρ§6ηδ,^4 Η ί$ίονγο/Ε η νορβ α η Ιη ίβξνα ύοη , τόμ. 1 (1945-7) (Οξφόρδη, 1982).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
645
15.Σ το ίδιο, 62-5· ϋ©ραΓΐιη©ηΙ οί δί&Ι©, Ροχίιναν Ρονβίρι ΡοΙίβγ Ρνβραναίίοη, 193 9 -1 9 4 5 (Ουάσινγκτον, 1949), 458-61 (Υπόμνημα 1ης Μάιου 1940)· Κ©ηηΒΠ, παρατίθεται στο I. Ε. Η&φ©γ, Ανηβήβαη Υΐήοηχ ο/Ε ιινορβ: ΡναηΜΐη Ζλ ΚοοχβνβΙί, Οβον$β Ρ. Κβηηαη, αηά ϋ β α η Ο. ΑάιβΞοη (Καί μπριτζ, 1996), 182· Κ. δεΜεδΐη^ετ, ΡβάβναΙΐχητ ΐη ΟβηίναΙ αηά Εαχίβνη Ειινορβ (Νέα Υόρκη, 1945), ΐχ. 16. Εΐρ§εηδ,Α Ηί8ίονγ ο/Ε ηνορβαη Ιηίβξναίΐοη, τόμ. 1, 63-4· δεΜεδΐη§εΓ, Ρβάβνα1ΐ8νη, 478. 1 7 . Ε. Κ&ηδΙιοίεη-λνεΓίΙιεΐπιεΓ, Υΐβίονγ Ι ξ Ν ο ί Ε η ο η φ : ΤΗβ 5ίναίβ§γ /ο ν α Εα8ίίη§ Ρβαββ (Ν έα Υόρκη, 1942), 167-202. 18. Η εναντίωση του Βελγίου στο Τ. Οτοδβοΐδ, «Εεδ Ρκήεΐδ άεδ ρείΐίεδ η&ΐίοηδ άε Βεηεΐιιχ ροιιτ Ραρτέδ-^ιιεπ-ε, 1941-1945», στο Μ. ϋεηιοιιΐΐη, ΡΙαηχ άβ8 Τβνηρζ άβ Οηβννβ ροη ν ΓΕηνορβ άΑρνβχΟηβννβ, 1 9 4 0 -4 7 (Βρυξέλλες, 1995), 120· δ. ΝευηΐΗηη, «Ε^δΜοηδ ΐη δρ&εε», Ρ'ονβΐβη Α//αΐν8, 21:2 (Ιανουάριος 1943), 276-88, εδώ 288. 19. δεΜεδΐη^ετ, Ρβάβνα1ΐ8ηχ, 447-9. 2 0 .0 δίΓ&η§ παρατίθεται στο Ε. Κεΐΐεηαείίεΐ', «ΤΙιε Αη§1ο-δονΐ©1 Α11ΐ&ηε© &ηά ΐΐι© ΡΓθβ1©ιη οί 0©πη&ηγ, 1941-1945», ΙοηνηαΙ ο/Ο οηίβητροναιγ ΗΪ8ίοιγ, 17:3 (Ιούλιος 1982), 435-58, εδώ 449. 21.Εΐρ£εηδ,^4 ΗΪ8ίοτγ ο/Ε ηνορβαη Ιηίβξναίίοη, τόμ. 1. 2 2 .0 . Μυτ&δΐιΐίο και Α. Νοδίίονα, «δΐ&Πη <ιηά ΙΗ© Ν&ΐΐοη&Ι-Ιειτΐΐοπ&Ι ΟοηΐΓον©Γδΐ©δ ΐη Ε&δΙ©πι Ειιτορ©, 1945-1947», ΟοΙά ΨανΗΐ8ίονγ, 1:3 (Απρίλιος 2001), 161-72. 2 3 .Ό . Κ©γηο1άδ, «ΟηίΓοΙιΐΙΙ, δΐ&ΐίη ηηά ΐίιε “Ιτοη Οατΐ^ΐη”», στο Ρνονη ΨονΙά Ψαν ίο ΟοΙά Ψαν: ΟΗηνβΗΐΙΙ, Κοο8βνβΙί αηά ίΗβ ΙηίβνηαύοηαΙ Ηΐ8ίονγ ο/ίΗβ 19408 (Ο ξφόρδη, 2006), 250-51. 24.Η&φ6Γ ,Ανηβνΐβαη Υί8Ϊοη8, 188. 25.δΙ©ΐη0Γΐ, ΟαρΐίηΙαίΐοη 1945 (Λονδίνο, 1969), 6· Εΐρ^εηδ, Α ΗΪΞίοτγ ο/Ε η νορβα η Ιηίβ§ναίΐοη, τόμ. 1, 66 σημ. 108, 104 σημ. 21· λΥ. Κοδίονν, «ΤΗ© Ειιτορε&η Οοιηηιΐδδΐοη ϊογ Ειιτορε», ΙηίβνηαύοηαΙ Ον§αηΐζαίΐοη, 3:2 (Μ άιος 1949), 254-68. 26. Εΐρ§©ηδ, Ηίζίονγ ο/Ε ηνορβαη Ιηίβξναίίοη, τόμ. 1. 2 7 . λΥ. Μ&ιιΐει*, «ΟιητοΜΠ ηηά ΐΐι© υηΐίΐεαΐΐοη οί Ειιτορε», ΤΗβ ΗΐΞίονίαη, 61:1 (φθινόπωρο 1998), 67-84· Α. λ¥. Β. δΐηιρδοη, Ηηνηαη Κί§Ηί8 αηά ίΗβ Ε ηά ο / Ενηρΐνβ: Βνίίαΐη αηά ίΗβ Οβηβ8Ϊ8 ο / ίΗβ Εηνορβαη Οοηνβηίίοη (Οξφόρδη, 2001)· Α. Μΐ1\ν&τά, ΤΗβ Εηνορβαη Κβ8βηβ ο / ίΗβ Ναίΐοη-Ξίαίβ (Λονδίνο, 2000). 28. δοΐιυπι&ηη, «Ρτοβίεπιε άετ άειιΐδείιεη ΑιιΒεη\νΪΓΐδε1ΐίίίΐ», 141-60. 29. Ε. Η εΛδί, «ϋΐ© \νΐι*Ιδε1ι&ί11ΐο1ιεη Ναείιία-ΐε^δρίίΐηε άετ δδ, άεδ Κ©ΐ©1ΐδ\νΪΓΐδθ1ι&ίΐδΓηΐηΐδΐεΓΪιιηΐδ ιιηά ά©Γ Κεΐε1ΐδ§πιρρ© ΙηάιΐδΙπ© ΐηι Αη§©δΐείιΐ άετ Νΐεάετ1&§ε (1943-45)», στο Όεηιοιιΐΐη, ΡΙαηζ άβ8 Τβνηρ8 άβ Οηβννβ, 15-24. 30. Κ. Τίΐυβετ, Ββγονιά Εα§1β αηά Ξιναχίίΐϊα: Οβνηιαη ΝαίϊοηαΙΐχηι χίηββ 1945 (Μίντλταουν, Κονέτικατ, 1967), 208-9. 3 1 .Σ το ίδιο, 210-30. 3 2 .Σ το ίδιο, 925. 33.δρ εει\ Ιηήάβ ίΗβ ΤΗίνά ΚβίβΗ, 307* € η ή ο δεοτζα, παρατίθεται στο Ο Ρανοηε, «Εη εοηΐΐηιιΐΐα άεΐΐο δΙ&Ιο», στο Ϋ ηνοηε,ΑΙΙβ ονί§ίηί άβΙΙα Κ β ρ η Μ ίβ α , 75.
Κεφάλαιο 18: Η Νέα Τάξη στην παγκόσμια ιστορία 1. Ε. ΝππιΐεΓ, «ΤΙιε Οεπηίΐη Εΐη&ΐε Ιο ηη Εροείι ΐη ΗΐδΙοιγ», στο ΥαηίχΗβά Ξιιρνβηιαβίβχ, 219. ΐ. Ν ο μ ό ς με την έννοια της «διανομής», του «καταμερισμού», της «χωροθέτησης», που πηγάζει από τα αρχαία ελληνικά και εμφανίζεται στον τίτλο του βιβλίου του €η γ 1δείιιηΐΐΐ, ϋ β ν Ν οηιοζ άβνΕνάβ (βλ. και σημείιοση τέλους αρ. 4 αυτού του κεφαλαίου). (Σ.τ.Μ.) ϋ. Στο επεισόδιο της Φασόντας (σημερινού Κόντοκ), στο Σουδάν το 1898, αγγλικές και γαλλικές εκστρατευτικές δυνάμεις έφτασαν στα πρόθυρα πολέμου, στο πλαίσιο του λεγόμενου «Καβγά για την Αφρική». (Σ.τ.Μ.) 2. Ο Ρ. Οΐάάΐη§δ (στο Ώβνηοβναβγ αηά Ενηρΐνβ) παρατίθεται στο Ο. Ρ. ΟγοοΙ^, Ββη]ανηΐη Κίάά: ΡοΗναίί ο /α 8οβίαΙ Ώ αηνίηΐζί (Καίμπριτζ, 1984), 133-4. 3. € . Κ. Εείΐΐι, «ΤΙι© δΐηι§§1© ίοτ Μΐη©Γ&1 Κ©δθΐΐΓε©δ», ΑηηαΙχ ο/ίΗ β Ανηβνίβαη Αβαάβιηγ ο/ ΡοΙίίίβαΙ αηά ΞοβίαΙ Ξβίβηββ, 204 (Ιούλιος 1939), 42-8.
646
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
4. Ο. δεΙίΓηίΙΐ, «Οΐ'οβΓϋΐιιη §ε§εη υηίνεΓδαΙίδηιαδ», ΖβιΐϊβΗηβ άβτ Α^αάβτηίβ β ίτ Ώβηί5βΗβ5 ΚββΗί, 9 (1939), 333-7 και ανάπτυξη του θέματος στο Ηεΐ'βετί, Ββ$ί, 271-5. Βλ. ακόμα Ο. δείιηιίίί, ΤΗβ Ν οητοί ο/ίΗβ ΕαΐϊΗ ΐη ίΗβ ΙηΐβηιαύοηαΙ Τ ω ν (ή'ύιβ Ιιιχ ΡιώΙΐβιιτη Ειιτοραβιαη (Νέα Υόρκη, 2003), κεφ. 3. ίη. Μεταλλευτική Έ νωση Άνω Κατάγκας. (Σ.τ.Μ.) 5. I. Βεηάετδ1ίγ, € α ή 8βΗτηΐίί: ΤΗββ>ή$ΐ$ον ίΗβ ΚβίβΗ (Πρίνστον, 1983), 256-8. 6. Κ. Όιιηιεΐί, «Α ίπεα’δ δίΓαίε^ΐε Μίηεταΐδ άαπη§ Ιίιε δεεοηά λνοΓίάλΥαΓ», ΙοηπιαΙ ο}' Α β ίβ α η Ηΐζίοτγ, 26:4 (1985), 381-408. 7. Α. Ριγέ, Ν αζί Ο βπηαηγ αηά ίΗβ Α ηιβήβαη ΗβηιίψΗβτβ, 1 9 3 3-1945 (Νιου Χέιβεν, 1967)· Ε. Ό. ΜεΟαηη, ΤΗβ ΒταζΐΙίαη-Αηιβήβαη ΑΙΙΐαηββ, 1937 -1 9 4 5 (Πρίνστον, 1973), 146· λΥεΐηβεΓ^,Μ Ψ οή ά α ίΑ π η ζ , 154. 8. Ο. διηίίΐι, ΤΗβ Εαχί Υβατχ ο/ίΗ βΜ οητοβ Οοβίήηβ, 1 945-1993 (Ν έα Υόρκη, 1994), 35* ϋα η νίη ,Α β β τ Τατηβήαηβ, 419. 9. λνείηβει·§,^4 Ψ ο ή ά αίΑ π η χ, 497· Μ. Εγηε1ι, Μ ίηίη§ ίη Ψ οή ά Ηίχίοτγ (Λ ονδίνο, 2002), 286. 10.0. XV. δραη§ και Κ.-Η. λνίρρίεΐι, επιμ., Ιαραηβχβ-Ο βπηαη ΚβΙαίίοηΞ, 189 5 -1 9 4 5 (Λονδίνο, 2006), Εισαγωγή· Μ. ΗαιιηεΓ, Ιηάία ίη Αχί$ 8ίταίβ§γ: Οβπηαηγ, Ιαραη αηά Ιηάίαη ΝαίίοηαΙί$ί$ ίη ίΗβ Ξββοηά Ψ ο ή ά Ψατ (Στουτγάρδη, 1981), 278-9. 1 1 .0 . \νείη1)εΓ£, επιμ., Η ίίΙβπ Ζ\νβίίβ5 ΒιιβΗ (Στουτγάρδη, 1961), 165· βλ. ακόμα Κεγηο1άδ, Ετοηι Ψ ο ή ά Ψατ ίο ΟοΙά Ψατ, 42-3. 12.Ό πω ς υποστηρίχτηκε πρόσφατα, λόγου χάρη, από τον Κ. ΡοηιεΓαηζ, ΤΗβ Οτβαί ϋίνβτξβηββ: ΟΗΐηα, Εητορβ αηά ίΗβ ΜαΜηβ ο/ίΗ β Μ οάβπι Ψ οή ά Εβοηοηνγ (Πρίνστον, 2000)· επίσης Ο. Βαν1γ, ΤΗβ ΒίηΗ ο/ίΗ β Μ οάβπι Ψοήά, 178 0 -1 9 1 4 (Οξφόρδη, 2004). Για μια παλιότερη άποψη, λιγότερο πεπεισμένη για τη σπουδαιότητα των αποικιών, βλ. Ρ. Ο ’Β πεη, «ΕιίΓορεαη Εεοηοιηίε Ο ενείορπιεηί», Εβοηοηιΐβ Ηΐχίοτγ Κβνΐβχν, 35:1 (Φ εβρουάριος 1982), 1-18. 13.Για την εξόντωση, για παράδειγμα, βλ. Η. Ιοίιηδΐοη, «ΤΙιε ΕιηρίΓε αηά Αηί1ΐΓορο1ο§γ», ΝίηβίββηίΗ Οβηίητγ αηά Α β β τ 327 (Ιούλιος 1908), 133-46* Ο. Ηατΐ Μειτίαιη, «ΤΗε Ιηάίαη ΡοραΙαίίοη ο ί Οαΐίίοτηία», Αηιβήβαη Α η ίΗ το ρ ο Ιο φ ί (Ο κτώβριος-Λεκέμβριος 1905), 594-606· τα άλλα παραθέματα από το δ. Είηάςνίδΐ, Τβπα ΝηΙΙΐηχ: Α Ιοητηβγ ίΗ τοη φ Ν ο Ο η β ’$ Εαηά (Ν έα Υόρκη, 2007), 35-6. Η αποικιοκρατία εγκατάστασης εξετάζεται στο ΕΙΙάηδ και Ρεάετδεη, επιμ., 8βίίΙβτ ΟοΙοηιαΙΐνη ΐη ίΗβ Τ\νβηίΐβίΗ Οβηίηιγ.
ίν. Εταιρεία Γερμανικού Αποικισμού. (Σ.τ.Μ.) 14. Ποσοτικά στοιχεία μετανάστευσης στο Κ. I. Βαάε, 4«Εγοπι Εηιί^Γαΐίοη ΐο Ιιηιηί£Γαίίοη: ΤΙιε Οεπηαη Εχρεπεηεε ίη ίίιε 19ί1ι αηά 20ί1ι Οεηίαπεδ», ΟβηίταΙ Εητορβαη Ηίχίοτγ, 28:4 (1995), 507-35· Α. Ρετταδ, € α ή Ρ βίβπ αηά Ο βπηαη ΙιηρβήαΙΐϊηι, 1856-1918: Α ΡοΙίίΐβαΙ Βΐο§ταρΗγ (Ο ξφ όρ δη, 2004), 38. 1 5.0. δααετ, «ΤΙιε ΕοΓηιαίίνε Υεατδ ο ί Καίζεί ίη ίίιε υ η ίίεά §ίΆΧ&$», ΑηηαΙχ ο /ίΗ β Α ^ ο β ία ίΐο η ο / Αηιβήβαη Οβο§ταρΗβτχ, 61:2 (Ιούνιος 1971), 245-54· Ρειταδ, ΟαήΡβίβτΞ, 31—3. 16-Ρετταδ, Οαή Ρβίβτχ, 38,44. 17. Για τις γερμανικές διεκδικήσεις στη Νότια Αμερική, βλ. Κ. ΑπηδίΓοηβ, «δΐιοαίά ίίιε Μοητοε ϋ ο ε ίπ η ε Βε Μοάίΐίεά ογ Αβαηάοηεά?», Αηιβήβαη ΙοηπιαΙ ο/ΙηίβπταίίοηαΙ Εαχν , 10:1 (Ιανουάριος 1916), 77-103. Ιδ.Ηατνεν, «Μαηα§εηιεηί αηά Μαηίρυΐαΐίοη», 106* Τ. Κειηείΐαδ, επιμ., ΕΐίΗηαηία ηηάβτ Ο βπηαη Οββηραίίοη, 1941-1945: ϋβΞραίβΗβζ β ο ιη ίΗβ 118 Εβ§αίίοη ίη 8ίοβ1ιΗοΙιη (Βίλνιους, 2005), 46* Ηεΐ5ετ, επιμ., ΗΐίΙβτ αηάΗΪ8 ΟβηβταΙζ , 533-4. 19.Παρατίθεται στο Ό. Ειιι±>εΓ, «Νεατ αδ Εατ αδ ίη ίίιε Οοΐοηίεδ: ΤΙιε Ναζί Οεεαραΐίοη οί ΡοΙαηά», ΙηίβπταίίοηαΙ Ηΐχίοτγ Κβνίβνν , 26:3 (Σεπτέμβριος 2004), 541-79· Η. ΕίδεΙιεΓ, ΥόΙΙίβτΙίηηάβ ΐηι ΝαίΐοηαΙχοζίαΙΐχτηηχ: Α φ β & β άβτ Αηρα$8ηη§, Α β ϊη ΐίά ί ηηά ΒβΗαιιρΐηη§ βΐηβτ \νΐ88βη$βΗαβΙΐβΗβη Οί5ζίρΙίη (Βερολίνο, 1990), 133. 20. Τ. Βεηάετ, Α Ν αίίοη αητοη§ Ναίίοηχ: Α η ιβ ή β α ’χ ΡΙαββ ίη Ψ οή ά Ηί$ιοτγ (Ν έα Υόρκη, 2006), 222-3· ΟγοοΙ:, Ββη]αηιίη Κίάά, 135. 21. Παρατίθεται στο δ. \νο1ίοη, Εοτά ΗαΐΙβγ, ίΗβ ΟοΙοηΐαΙ Οβϊββ αηά ίΗβ Ρ ο Μ οξ ο/Κ α ββ αηά Εηιρίτβ ΐη ίΗβ 8ββοηά Ψ οή ά Ψατ: ΤΗβ Ε ο$5 ο/Ψ Η ΐίβ Ρτβ8ίί§β (Λ ονδίνο, 2000). 43. 22.Ε. ΕίδεΙιεΓ, 1$ ΤΗί$ α Ψ α τ /ο τ Ετββάοητ? (Ν έα Υόρκη, 1940), 34· Ο. \νΐ11δ. ΤΗαί ΝβηίταΙ Μ αηά: Α ΟηΙίηταΙΗΐζίοτγ ο/ΙτβΙαηάάηήη§ίΗ β 8ββοηά Ψ ο ή ά Ψατ (Λονδίνο. 200"7). 71.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
647
23. Α. ΟέδδίΓε, ΟΪ8βοην8β οη ΟοΙοηίαΙκηϊ (Ν έα Υόρκη, 2000), 36. 2 4 .0 Ηαιτΐδοη παρατίθεται στο Κ. ΚοδΙ&1, Α Ιηήχρνηάβηββ ο / Ρο\νβν: Υΐβίονίαη Ενηρΐνβ αηά ίΗβ ΚηΙβ ο /Ε α \ν (Οξφόρδη, 2005), 253* Ο. Οοη§, ΤΗβ 8ίαηάανά ο ( 'α νΐΐία α ύ ο η ’ ιη ΙηίβνηαύοηαΙ 8οβιβίγ (Ο ξφόρδη, 1984). 25.Ν6ΐιΐ6η, Εηνορα ηηά άα$ 3. ΚβίβΗ , 183. 26. Για την απροθυμία της Κ.τ.Ε. να μιλήσει για προσαρτήσεις, βλ. Ο. δοΚιπΐη, ΤΗβ Οοηββρί ο / ίΗβ ΡοΙίίίβαΙ , μετάφρ. Ο. δείινν&β (Νιου Μ πράνσουικ, 1976), 73. Πιο γενικά, Μ. Μαζο\ν6Γ, «Αη Ιηΐοι-ηειΙΐοη&Ι Οΐνΐ1ΐζαίΐοη? ΕηιρΪΓ6, ΙηΙεπίίϊΐΐοη&Ιΐδηι &ηά ΐίιε Οπδΐδ οί 11ΐ6 Μΐά-Τχνοηίΐεΐΐι Οεηΐιιιγ», ΙηίβνηαύοηαΙΑβάΐν8, 82:3 (2006), 561-3. 27.λν6ΐηΐ36Γ§, επιμ., Ηίύβνχ Ζ\νβίίβ8 ΒηβΗ , 165-6. 28.Κοδΐ&1, Α Ιηνίψνηάβηββ ο /Ρ ο \ν β ν , 470* ο ΡΗζ^ηιεδ δίορίιεη στο υ . δΐη§1ι Μεΐιΐα, ΕώβναΙίχηι αηά Ενηρΐνβ: Α 8ίηάγ ΐη ΝΐηβίββηίΗ-Οβηίηιγ ΒνίύζΗ ΕώβναΙ Τ Η ο ιιφ ί (Σικάγο, 1999), 196* Νείΐζεί, επιμ., Ταρρΐη§ ΗΐίΙβν’8 ΟβηβναΙχ, 174. 29.1. Κεΐοΐι Αβοΐ, «λν&ΓΓΪη§ ΙηΐεΓη&Ιΐοη&Ιΐδηΐδ: ΜιαΜΙ^ΐεταΙ Τ1ιΐη1άη£ ΐη Ιηρηη, 1933-1964», διδακτο ρική διατριβή, Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, 2004, σελ. 160-62* I Ό οβηιηβηύ άΐρίοηιαύβί, ΐχ, 546, Αΐίΐεπ-Μιΐδδοΐΐηΐ, 11 Ιουνίου 1943. 30.Ηαυη6Γ, Ιηάΐα ίηΑχΪ8 8ίναίβ$γ, 33, 342-5, 479, 497, 532-3. Ευχάριστο) τη Μ&π1γη Υουη§ γι’ αυτή την παραπομπή. 31.0θ6ββ6ΐδ, ΤΗβ ΟοβΗΒβΙα Οΐαήβ§ 194 2 -4 3 , 212 (εγγραφή 12ης Μαΐου 1942). 32.Παρατίθεται στο Ο. Βογά, ΗίίΙβν'χ Ιαραηβχβ Οοηβάαηί: ΟβηβναΙ ΟχΗίνηα ΗΐνοχΗΐ αηά Μ Α Ο Ι € Ιηίβ11ΐ§βηββ, 1 9 4 1 -1945 (Λώρενς, Κάνσας, 1993), 81—2* Η. Όοβδοη, «Τ1ΐ6 ΡαΐΙιίΓε οί ΐίιε ΤπραΓίΐΐε Ρ&εΙ: Ραιηΐ1ΐαπΐγ Βτεεάΐη§ ΟοηΙειηρί βεΐ\νεεη 5ηρηη αηά Οεπηαηγ: 1940-1945», Ιαραη Ρ οη ιη ι, 11:2(1999), 179-90. 33. Βογά, ΗίίΙβν’8Ιαραηβ8β ϋ ο η β ά α η ί. 3 4 .0 . Οπνεΐΐ, «Νοί Οουηίΐη§ Νΐ§§6Γ§»,ΑάεΙρΗΐ (Ιούλιος 1939). 3 5 .0 Ρετίι&ιη στο Η. Νΐεοΐδοη, «ΤΙιε ΟοΙοηΜ ΡτοΗ^τη», ΙηίβνηαύοηαΙ Αβ'αίνζ, 17:1 (Ιανουάριος-Φ εβρουάριος 1938), 32-50* I. ΜεΕ&ΐηε, ΤΗβ Μΐηΐχίνγ ο / ΜοναΙβ (Λ ονδίνο, 1979), 223-4* \Υο1ίοη, Εονά ΗαΐΙβγ, 39-59. 36. Ιεηηΐη§δ, ΥίβΗγ ίη ίΗβ ΤνορΐβΞ, 127. 3 7 .0 . Βίΐγ1ν και Τ. Η ίίφετ, Ρον§οίίβη \Υανχ: ΤΗβ Ε η ά ο / Βνΐίαίη ’ν Α ή α η Εηψ ΐνβ (Λονδίνο, 2007)* Ρ. Εει§ιόιι, «Τ1ΐ6 Ν&Ιΐοη&Ιΐζ^Ιΐοη οί νΐεΐΐηιΐιοοά: δείεείΐνε νΐοΐεη οε ηηά Ν&ΐΐοη&Ι Ο π εί ΐη λνεδΐεπι Ειιτορε, 1940-1960», στο Κ. Β6δδ6ΐ και Ο. δοΐιπηιαηη, επιμ., Εί/β αββν ϋβαίΗ: ΑρρνοαβΗβχ ίο α ΟηΙίηναΙ αηά 8οβΐαΙ Ηΐχίονγ ο/Ε ιινο ρ β άηνΐη§ ίΗβ 19408 αηά 19508 (Καίμπριτζ, 2003), 248 για μια εκτίμηση του αριθμού των Γάλλων αμάχων που σκότωσαν οι Γερμανοί στην Κατοχή. Για την κα ταστολή στις αποικίες, βλ. Κ. Οΐΐάεα, Ρναηββ 8ΐηββ 1945 (Οξφόρδη, 2002), 21-2. 38. Κ. Ηγ&πι, Β ή ία ίη ’8 ΌββΙίηΐη§ Ειηρίνβ: ΤΗβ Κ οα ά ίο ΏββοΙοηΪ8αύοη, 1918 -1 9 6 8 (Καίμπριτζ, 2006), 96* Ό η τν/ϊη ,Α ββν ΤαηιβνΙαηβ, κεφ. 8* \¥ο1ίοη, Εονά ΗαΐΙβγ, 123. 3 9 .0 . ΕΙΙίΐηδ, «Κ&εε, Οΐΐΐζεηδίιΐρ ηηά Οονεηι&ηεε: δεΐίΐετ Τγτ&ηηγ ηηά ΐίιε Εηά οί ΕιηρίΓε», στο ΕΙΙίΐηδ και Ρεάετδεη, επιμ., 8βίίΙβν €οΙοηίαΙΪ8νη ίη ίΗβ Τ\νβηύβίΗ Οβηίηνγ, 203-23. 40. Η. Οιϊιτίόΐΐ, Οββοίοηίζαϊιοη: ΤΗβ Βνΐύ8Η, ΡνβηβΗ, ΟηίβΗ αηά ΒβΙ§ΐαη Επιρίνβ8, 1919-1963 (Μ πόουλντερ, Κολοράντο, 1978), 145. 41.\Υο1ΐοη, Εονά ΗαΐΙβγ, 47, 74. 42. Κ. Ε. ΒΐΓοΙίΗΓά, «ΕιίΓορε’δ Οπίΐοδί Ροοά δΐίιΐΗίΐοη», Εβοηοηιΐβ Οβο§ναρΗγ, 24:4 (Όκτο)βριος 1948), 274-82. ν. Διοικητής της κεντρικής τράπεζας του Ράιχ το 1923-30 και το 1933-39. (Σ.τ.Μ.) 4 3 .0 δείιαείιΐ στο Κ. Ονετγ, Ιηίβννο§αύοτΐ8: ΤΗβ Ναζί ΕΙΐίβ ΐη ΑΙΙΐβά Ηαηά8, 1945 (Λ ονδίνο, 2001), 535. 44. Ευχάριστο) τον Κΐπιη Ρ&ίεΐ που συζήτησε μαζί μου τη γερμανική και δυτικοευρωπαϊκή επισιτι στική πολιτική. Η επικείμενη έκδοση του έργου του θα φωτίσει το πολύ παραμελημένο αυτό θέ μα. Για την πρόσληψη τροφής και την αυτάρκεια, βλ. Η. Μ η τη ικΜ και Ρ. ΒγβιιΙϊ, ΕηνοράίχβΗβ Ιηίβξναύοη ηηά Α§ναηνίνί8βΗαβ (Βόννη, 1958), 326-31. 45.1. ΗεΓζ, «ΤΗε Κΐδε ηηά Οεπιΐδε οί ΐίιε ΤειτΐΙοπ&Ι δΐ3ΐε», ΙΥονΙά ΡοΙΐύβ8, 9:4 (Ιούλιος 1957) 473-93.
648
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
46. Α πό την αχανή βιβλιογραφία για τις Η Π Α ως κοσμοκρατορία, βλ. Ο. Μ&ι©γ,Α ιη ο η § ΕπιρίΓβχ: Απιβήβαη Αχββηάαηβγ αηά ΙίΞ Ρνβάβββ^οη (Καίμπριτζ, Μ ασσαχουσέτη, 2006)* V. ά© Οτηζίη, ΙηβήΞίώΙβ Ειηρίτβ: Α ηιβήβα ’ν Αάναηββ ίΗ τοιιφ Τ\νβηίίβίΗ Οβηίηιγ Ε ιη ορβ (Καίμπριτζ, Μ ασσαχου σέτη, 2005)· και για την εντελώς πρόσφατη περίοδο Ο. Ιοίιηδοη, ΤΗβ 8οη·ο\ν& ο / Επιρίτβ: ΜίΙίίαήχπι, Ξββνββγ αηά ίΗ βΕηά ο/ίΗ βΚ βρηΗ ίβ (Ν έα Υόρκη, 2004). 47.1. Η©γζ, «Ήι© Τ©γπΙοπ&1 δΐ&ί© Κ©νΐδΐ1©(1: Κείΐεείΐοηδ οη ΐίιε ΡιιΙιιγ© ο ί ΐίιε Ν&ίΐοη-δΙ&ί©», Ρ οΙίίγ , 1:1 (Αύγουστος 1968), 11-34. 48. Α. ΜοΓΠδ-ΚοΐοΙι, «ΑγϊΙιιιγ Κ ιιρρπι’δ Οοηο©ρΙ ο ί Καε©», Ι^ναβΙ Ξίηάίβζ, 11:3 (φ θ ινόπ ω ρ ο 2006), 1-30. 49. δ. Κ©ΐείιιη3η και δ. Η&δδοη, «Α Οτοδδ-ΟιΙίιΐΓίΐΙ Οΐίίιΐδΐοη οί Οοΐοηΐζαΐίοη: Ργοιή Ροδ©η Ιο Ρ&ΙεδΙΐηε», ΑηηαΙζ ο / ίΗβ Α$$οβίαίίοη ο/Α π ιβ ή β α η ΟβοξταρΗβκ, 74:1 (Μ άρτιος 1984), 57-70· Ό. ΡεηδΙ&Γ, ΖίοηΪΞηι αηά ΤββΗηοβηιβγ: ΤΗβ Εη§ίηββήη§ ο / Ιβ\νί$Η ΞβίίΙβπιβηί ίη ΡαΙβχίίηβ, 187 0 -1 9 1 8 (Μ πλούμινγκτον, Ινδιάνα, 1991)· Ο. δΙι&ίΐΓ, «δείΐΐετ (Γίΐίζεηδίιΐρ ίη ΐίιε 1©\νΐδ1ι Ο)1οηΐζ&ΐΐοη οί Ρ&ίεδίΐηε», στο ΕΜηδ και Ρεάετδεη, επιμ., ΞβίίΙβν ΟοΙοηίαΙίχπι, 41-59. 5 0 .0 . δΙι&ίΐΓ, «Τεείι ίοΓ Τεείι’δ δ&Κε», ΙοηηιαΙ ο / ΡαΙβχίίηβ 3ίηάίβ$, 21:4 (καλοκαίρι 1992), 103-5* Υ.λΥ©ΐδδ, «0©ηΐΓ&1 ΕυΓορ©αη ΕΐΙιηοη&ΐίοη&Κδπι αηά ΖίοηΐδΙ Βΐηδίϊοηδίΐδηι», Ιβ\νί5Η 3οβίαΙ Ξίηάίβχ, 11:1 (φθινόπωρο 2004), 93-117. 51. Σ τ ο ίδιο, 102-3, 106-8· 0 . 1. Ρ©η$1αι\ ΕναβΙ ίη Η ίχίοιγ: ΤΗβ .ΙβηήχΗ 8ίαίβ ίη Ο οηιραηιίΐνβ Ρβνψββήνβ (Άμπινγκντον, 2007), 164-5* για τις επιφυλάξεις του Κιιρρίη βλ. επίσης δ. 1\ηη Ττοεη, Ιπια§ίηίη§ Ζ ίοη : ΏΐβαηΐΞ, Ωβή^ηχ αηά ΚβαΙίίίβχ ίη α Οβηίιιτγ ο/Ιβ^ίχΗ 5βίίΙβηιβηί (Νιου Χέιβεν, 2003), 179. 52. δ. Οεΐΐα Ρ©γ§ο1&, «Β©ΐ\ν©©η δεΐεηεε ηηά Ρίεΐίοη: Νοί©δ οη ΐίιε Οεηιο§ι·Ηρ1ιγ ο ί ΐΐι© Ηοΐοε&ιΐδί», ΗοΙοβαηΞί αηά Οβηοβίάβ Ξίηάίβχ , 10:1 (άνοιξη 1996), 34-51. 53 .Δ εδομένα από το I. ν©Γη&ηΙ, ΤΗβ Κβ/η§ββ ίη ίΗβ Ρθ8ί-Ψ αγ Ψ οή ά (Λονδίνο, 1953), 449* Αιηεπε&η I©\νΐδ1ι Ο οηιπηχηύγ, ΑπιβήβαηΙβν^ίχΗ ΥβαώοοΙί (διάφοροι). 5 4 .1. ΖετΙ&Ι, Ρ ϊο η ι ΟαίαχίνορΗβ ίο Ροννβτ: ΗοΙοβαηχί Ξ η η ή νοκ αηά ίΗβ Επιβ/ββηββ ο/Ε τα βΙ (Μ πέρκλεϋ, 1998), 215-62* δ. Ιΐαη ΤΓοεη και Ν. Ειιε&δ, επιμ., ΙχταβΙ: ίΗβ Ρίν8ί Ώββαάβ ο/Ιηάβρβηάβηββ (Ώ λμπανυ, 1995). 55 .Σ το ίδιο, 442* για την περίπτωση του Ιράκ, βλ. Υ. δΐιεηΐι&ν, «ΤΙι© Ιε\νδ ο ί Ιτας, Ζίοηίδΐ Ι<3εο1ο§γ ηηά ίΐι© ΡΐΌρεΓΐγ ο ί Ρα1©δΐίηί&η Κείυ§εεδ ο ί 1948: Αη Αηοηΐ3ΐγ οί Ναΐίοηδΐ ΑεεοιιηΙΐη§», ΙηίβηίαύοηαΠ οηηιαΙ ο/Μ ίάάΙβ Εαζίβηι Ξίηάίβζ, 31:4 (Νοέμβριος 1999), 605-30. 56. Για προκαταρκτικές σκέψεις πάνω σε αυτήν τη διαδικασία, βλ. Μ. Μαζο\ν©Γ, «ΤΙι© δΐΓ&η§© Τπιιιηρίι οί Ηιιπι&η Κΐ§1ι1δ, 1933-1950», ΗίχίοήβαΙ Ιοη η ια Ι , 47:2 (2004), 379-99* και του ίδιου, «“Αη ΙηΙεπιαΙΐοη&Ι ^^ν^1^δΗΐ^οη?,, ΕηιρίΓ©, Ιηΐεπι&ίΐοη&ΐϊδπι ηηά ΐΐι© Οΐδΐδ ο ί Ιΐι© ιηΐά-20ΐ]ι ΟεηΙιΐΓγ», 1ηίβτηαίίοηαΙΑ//αίν8, 82:3 (2006), 553-66. 57. ΙΊβ. Ο. Α§&ιηβεη, «Βεγοηό Ηηηίδη Κΐβΐιΐδ» στο δικό του ΜβαηΞ ινίίΗοηί Εηά$: Νοίβχ ίη ΡοΙίϊίβχ (Μ ιννεάπολις, 2000)· ΑΓεηάΐ, ΤΗβ Οή§ίηχ ο/Τ οία Ιίίαή α η ίχηι , κεφ. 9. 58. Πβ. Ε. ΒθΓ£\ν£Γ0ί, Α Νβιν ΟβαΙ / ογ ίΗβ Ψ οήά: Αηιβήβα ’ν Υ ίύοη / ογ Η ηηιαη Κ ίφ ί8 (Καίμπριτζ, Μ ασσαχουσέτη, 2005). Ως προς αυτό το ζήτημα οφείλω πολλά στις συζητήσεις με τους δ&ιηιιεί Μογη, Ιοίιη Λνΐίί και Μϊγ& δΐε§ε16ει*§. 5 9 .0 Ραιιΐ Ηοίίηι&η παρατίθεται στο Ο. Α. 륩δΙ&ά, ΤΗβ ΟΙούαΙ ΟοΙά Ψαν: ΤΗίνά Ψ οή ά ΙηίβννβηίίοηίΞηι αηά ίΗβ Μ αΜ η§ ο / Οην Τίπιβ8 (Καίμπριτζ, 2007), 25* Α. \¥©5©γ, ΑδχβΗίβά νοη άβΓ ΜχΗβήξβη ΟβχβΗίβΗίβ (Αμβούργο, 1946).
Βιβλιογραφία
«Α Οίΐίζεη ο£ Κΐι&ιίάν», «Εεδί λ¥© Ρογ§©ϊ: Ηιιη§©Γ ίη ΚΙιαιΊαν ίη Ιίιε \Υΐη1:©Γ ο£ 1941-42», ϋΊσαίηίαη ΟαανίβνΙγ, 4 (χειμώ νας 1948), 72 -9 Α§αιτώεη, Ο. «Βεγοηά Ηυηιαη Κί^ΙιΙδ», στο δικό του Μ βαηζ πήίΗοιιΙ Εηάχ: Ν οίβζ ίη ΡοΙίύβχ (Μ ιννεά πολις, 2000) ΑΙιοηεη, Ρ .Α β β τ ίΗβ Ε χρηΜ οη : ΨβΞί Ο β π η α η γ αηάΕ αχίβνη Ε ηνορβ , 1 9 4 5 -1 9 9 0 (Ο ξφ όρδη, 2003) ΑΠεη, Μ. Τ. Η ίΐΙβν’χ ΞΙανβ Τονάζ: ΤΗβ Βη$ίηβ$$ ο / Εονββά ΕαΒοιιν ίη Οββιιρίβά Ε ηνορβ (Λ ονδίνο, 2004) Αίγ, Ο. ΎΗβ ΕίηαΙ Ξ οΙη ήοη ’: Ν α ζί ΡορηΙαίίοη ΡοΙίβγ α η ά ίΗβ Μ ηνά βνο/ίΗ β Ε ηνορβαη ]β\ν$ (Λ ονδίνο, 1999) — ΗίίΙβν’8 Ββηβββίανίβχ: ΡΙηηάβν ; ΚαβίαΙ Ψ αν αη ά ίΗβ Ν α ζί ΨβΙ/ανβ Ξίαίβ (Ν έα Υ όρκη, 2007) Αίγ, Ο. και ΡΙείπΐδ, 8. ΑναΗίίββίχ ο/Α ηηίΗ ίΙαίίοη: Αη8βΗ\νίίζ αηά ίΗβ Ε οξίβ ο/Ο β χίνιιβίίοη (Π ρίνστον, 2003) Αίγ, Ο. και Κοΐΐι, Κ. Η. ΤΗβ Ν α ζί Οβη§η$: Ιά βηίίββαίίοη αηά Ο οηίνοΙ ίη ίΗβ ΤΗίνά ΚβίβΗ (Φ ιλαδέλ φ εια, 2004) Αίγ, Ο. κ.ά., επιμ. Β ίβάβπηαηη η η ά ΞβΗνβίΜχβΗίάίβν: Μ αίβήαΙίβη ζην άβηίχβΗβη Τάίβν-Βίο§ναρΗίβ (Β ερολίνο, 1987) Αηιεπε&η Ιεχνίδΐι Ο οτητη\ιηϊϊγΑ ηιβήβαηΙβ\νί5Η Υβανύοοίί Αηιεπε&η Ιον/ίδΐι Ο οηίετεηεε Ν α ζί Ο β η η α η γ’χ Ψ ανα§αίη5ί ίΗβΙβ\ν8 (Ν έα Υόρκη, 1947) Αηεεί, I. Ο οβιοηβηίχ Οοηββνηίηβ ίΗβ Εαίβ ο /Κ οιη α η ία η 1β\ν?γ άη ήη§ ίΗβ ΗοΙοβαηχί (Ν έα Υ όρκη, 1987) — ΤναηχηίΞίνία 1 9 4 1 -1 9 4 2 : ΤΗβ Κ οη ια ηία η Μα8$ Μηνάβν Ο αηιραί§η8, τόμ, 1 (Τ ελ Α βίβ, 2003) — «ΤΙιε 0©Γηι&η-Κιιηι&ηί&η Κ©1&ίίοηδΙιίρ αηά ΙΗ© ΡίηαΙ δ ο ΐα ΐίο η » , Η οΙοβαηχί αηά Ο βηοβίάβ $ίηάίβ§, 19:2 (φ θινόπω ρο 2005), 252-75 Α ηάβή, Ο. «ϋί© “ΖεηΐΓ&ΙδΙεΙΙεη ίίΐΓ ]ιΐ(ϋδε]ιε Αιΐδλν&ηάεηιη^” ΐη λΥίεη, Β©Γΐίη ιιηά Ρπισ; Είη ν©Γ§1©ίο1ι», ΤβΙΑνΐνβνΙαΗνΙ?ηοΗβίνΌβΗί5οΗβ ΟβχβΗίβΗίβ, 23 (1994), 275-99 ΑηάεΓδοη, Τ. «Ιηείάεηΐ αί ΒαΓαηίνΙ^: Οεπη&η Κερπδαΐδ αηά ίίιε δονΐεί ΡαΓίίδ&η Μ ονβιηεηΐ ίη υΐίΓΗίη©, Οοίο6©Γ-Ό©ο©ηιΐ3©Γ 1941», Ιοη π ια Ι ο / Μ οάβνη Η ίχίοιγ, 71:3 (Σεπτέμβριος 1999), 585-623 — «Α Ρίυη^απαη νβ τη ίβ Η ίη η ^ νίβ ξ Ί Ηηη§&παη ΤΐΌορδ αηά ίίιε δονΐεί Ρ&Γίίδαη \¥&γ ίη υΐα&ίηε, 1942», ΜίΙίίάν^βχβΗίβΗίΙίβΗβ Μ ίίίβίΙιιη§βη, 58:2 (1999), 345-66 — «Οεπη&ηδ, υΐαδίηΐαηδ αηά Ιε\νδ: Είΐιηίε Ροΐίΐίεδ ίη ΗεεΓεδ§εβίεί δϋά Ιιιη ε-ϋ εεεη ιβ εΓ 1941», Ψ α νίη Η ίζίονγ, 7:3 (2000), 325-51 Αηάτεγεν, Ο. ΥΙααον αη ά ίΗβ Κ ιιχή α η Τ'ώβναίίοη Μ ονβπιβηί: 8ο νίβ ί ΚβαΙίίγ α η ά Ενηίξνέ ΤΗβοήβϊ (Καίμπριτζ, 1987) Αηΐιΐδο, Ε. ϋ α ΡαΙαζζο νβηβζία αί Ε α§ο άί Οανάα (1 9 3 6 -1 9 4 5 ) (χ.τ., 1957), 196-210 Αη^πείί, Α. «ΤΙιε Εδεαίαίίοη ο£ Οεπηαη-Κιιηι&ηί&η Αηίί-Ιε\νίδ1ι Ροΐίεγ ζ ίίο τ ίίιε Αίίαείί οη ίίιε δονΐεί υ η ΐο η » , Υ αά ΥαχΗβηι Ξίηάίβχ, 26 (1998), 203-39 Αηίοηεΐΐίδ, Ο. άο,Εβ ζ)ηαίίνο Ο ίονηαίβ άί Ν αροΙί (Μ ιλάνο, 1973)
650
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΑΕΡ
Αταά, Υ. «ΑΙίτεά Κ.οδεηβεΓ§ αηά ίίιε “ΡίηαΙ δ οΐυΐΐοη” ίη Ιίιε Ο εευρΐεά δονΐεί Τ επΊίοπεδ», Υαά ναχΗβιη Ξίηάίβ8 , 13 (1979), 263-86 Αι~εηάΐ, Η. ΤΗβ Ο ή ξίη χ ο / ΤοίαΙίίαγίαηίχηι (Ν έα Υόρκη, 1951) Αιτηδίχοη^, I., επιμ. Ξ ονίβίΡαπί8αη8 ίη Ψ ο ή ά Ψ α γ ΙΙ (Μ άντισον, Ο υισκόνσιν, 1964) Αππδίχοη^, I. Α. ϋ Ισ α ίη ία η ΝαίίοηαΙίχητ , αναθ. έκδ. (Λίτλετον, Κ ολοράντο, 1980) Αιτηδίχοη^, Κ.. «δΐιουΐά ίίιε Μ οητοε Ο οεΐπ η ε 1>ε Μ οάΐίΐεά ογ Αβαηάοηεά?», Α η ιβ ή βα η Ιοη π ια Ι ο / ΙηίβπιαίίοηαΙ Ε α \ν , 10:1 (Ια νουά ριος 1916), 77-103 Απιαυά, ϋ .Ι β α η Οοβίβαη (Π αρίσι, 2003) Α πιοΐά, Κ. Τ «Ο ΐε ΕΓοβεπιη^ ιιηά Βε1ιαηά1ιιη§ άεΓ δίαάΐ Κ ίεν άιίΓεΙι άίε \¥ε1ΐΓΓηαε1ιΐ ΐηι δερΐειτώεΓ 1941: Ζιιγ Καάϋίαΐΐδΐεπιη^ άεΓ Βεδαΐζυη§δρο1ΐΐΐ1<», ΜίΙίίάγ§β8βΗίβΗίΙίβΗβ ΜίίίβίΙηη§βη, 58:1 (1999), 23-63 — Ό ίβ ΨβΗπηαβΗί ιιη ά άίβ Ββχαΐζιιηβχροΐίίϋί ίη άβη ί)β8βίζίβη ΟβΜβίβη άβγ 5ο\ν]βίιιηίοη: Κ ήβ§χβϊΗ ηιη£ αηά Καάί^αΙί8ίβηιη§ ΐηι νη ίβ π ιβ Η η ιβ η Βαώατο88α ’ (Β ερολίνο, 2005) Ατοηδοη, δ. «Η εγάπείι υηά άΐε Αηίαη§ε άεδ δ ϋ υηά άεΓ Οεδΐαρο (1931-1935)», διατριβή [Ρτεΐε υηΐνεΓδΐίαΐ ΒεΓίΐη, 1967] — Ββ§ίηηίη§8 ο/ίΗ β Οβ8ίαρο 8γ8ίβητ: ΤΗβ Βαναήα Μ οάβΙ ίη 1933 (Ιερουσαλήμ, 1969) Αιΐδ\νατΐΐ§εδ Αιπί, ΑηιίΙίβΗβχ Μ αίβήαΙ ζιιηι Μα88βητηογά νοη Καίγη (Β ερολίνο, 1943) Βαείίε, Η. Οα8 Ε ηάβ άβ8 ΕώβγαΙΪ8τηιΐ8 ίη άβγ \ΥίγίχβΗαβ (Β ερολίνο, 1938) — ϋ ιη άίβ ΝαΗηιηβχββίΗβίί Εηγορα8: \¥βΙΐχνίγί8βΗαβ οάβγ 0γ088γαηγη (Λ ε Γψ ία, 1942) Βαεοη, Ρ. ΞβΙββίβά \¥ήίίη§8 ο/Ε γαηβί8 Β αβοη (Ν έα Υόρκη, 1955) Βαάε, Κ. Τ « Ρ γοιϊι Επιΐ§Γαΐΐοη ΐο ΙπΐΓηΐ§Γαΐΐοη: ΤΙιε ΟεΓπιαη Ε χρ επ εη εε ΐη ίίιε 19ίΙι αηά 20ΐ1ι ΟεηΙυπεδ», ΟβηίγαΙ Ε ιιγορβαη Η ί8ίογγ , 28:4 (1995), 507-35 ΒαΙίοιίΓ, Μ. ΗβΙνηηίΗ νοη Μ οΙίΙϊβ:Α Εβαάβγ α§αίη8ί Η ίίΐβγ (Λ ονδίνο, 1972) Βαηηΐη§, Ο. «Ροοά δ1ΐ0Γία§ε αηά ΡυΜΐε Ηεαίΐΐι, ΡίΓδΐ Η αΐί ο ί 1945», Α η η α ΐ8 ο / ίΗβ Α η ιβ ή βα η Α βα ά β η ιγ ο^ΡοΙίίίβαΙ αηά 8οβίαΙ 5βίβηββ , 245 (Μ άιος 1946), 93-110 Βαταδζ, Τ «ΙΙη νίοΐιγδΐε εη Κέδΐδίαηοε, 1ε §έηέΓα1 άε Ια ΕααΓεηεΐε», νίη^ίίβτηβ ΞίββΙβ, 94 (Α πρίλ ιος-Ιοΰ νιος 2007), 167-81 ΒαΓίον, Ο. ΤΗβ Εα8ίβγη Εγοηί, 1 9 4 1 -1 9 4 5 : ΟβΥτηαη Τγοορ8 αη ά ίΗβ ΒαΥύανίζαίίοη ο / Ψαγ/αγβ (Ν έα Υ όρκη, 1986) — Η ίίΙβνχ ΑΥΥηγ: ΞοΙάίβΥ8, Ναζί8 α η ά \Υαγ ίη ίΗβ ΤΗϊΐ'ά ΚβίβΗ (Ν έα Υ όρκη, 1991) Βαπαοΐι, Μ .-Ο. Ζ βηήτΓΕ ίαί ΕΥαηςαίχ: Ε ΑάιηίηίχίΥαΐίοη βΥΐ Εγαηοβ άβ 1940 ά 1944 (Π αρίσι, 1997) Βατ-ΖοΙιαΓ, Μ. ΒίίίβΥ Ξββηί: ΤΗβ ϋα8β ο / Ε ΌΥβαΙ, Ναζί8 αη ά ίΗβ Α γά Η Β ο γβ ο ίί (Ν έα Υόρκη, 1996) Βαδδίετ, Ο .Α Ι β β ά ναΙάνηαηί8 αηά ίΗβ ΡοΙίίίβΞ ο /5 ιΐγνίνα Ι (Τορόντο, 2000) Βαίΐΐηΐ, Μ. και Ρεζζΐηο, Ρ. Ο ιιβ π α αί βίνίΐι: οββιιραζίοηβ ίβάβ8βα β ροΐίίίβα άβΐ πια88αβΥθ, Τθ8βαηα 194 4 (Β ενετία, 1997) Βαυάοί, Μ. Ε Ό ρ ίη ίο η ρ ιώ ΐί^ ιιβ χοιιχ VΟββηραίίοη: Ε Έ χβηιρΙβ ά ’ηη άέραΥίβηιβηί β α η ςα ί8 (1 9 3 9 -1 9 4 5 ) (Π αρίσι, 1960) ΒαιιεΓ, Υ. «ΤΙιε ϋ εα ΐΐι Ματεΐιεδ, Ιαηυατγ-Μ αγ 1945», ΜοάβΥηΙηάαΐ8Υη, 3:1 (1983), 1-21 Βαγίγ, Ο. ΤΗβ ΒίπΗ ο / ίΗβ ΜοάβΥη ]ΥογΙά, 1 7 8 0 -1 9 1 4 : ΟΙοΗαΙ €οη η ββ ίίοη χ αη ά ΟογηραγΪ8οη8 (Ο ξφ όρδη, 2004) Βαγίγ, (λ και ΗατρεΓ, Τ. Εογ§οίίβη ΨαΥχ: ΤΗβ Ε η ά ο / Β ή ία ίη ’ν Α χίαη ΕτηρίΥβ (Λ ονδίνο, 2007) Βείΐ, Η. «Μοηείατγ ΡΓοβΙειηδ ο ί Μΐΐΐΐαιγ Οεευραΐίοη», Μ ίΙίίαγγΑ$αίΥ8, 6:2 (καλοκαίρι 1942), 77-88 ΒεηάεΓ, Τ. Α Ν α ίίο η αγηοη§ Ν αίίοηχ: Ατηβήβα '8 ΡΙαββ ίη Ψ ουΙΔ Η ί8ίογγ (Ν έα Υόρκη, 2006) ΒεηάεΓδΙ^γ, I. €αγΙ 8βΗτηίίί: Ή ιβ ο ή 8 ί/ο γ ίΗβ ΚβίβΗ (Π ρίνστον, 1983) Βεηεδβ, Ε, «ΤΙιε θΓ§αηΐζαΐΐοη ο ί Ροδΐ\ναΓ ΕιίΓορε», Εογβί§η ΑβαίΥ8 , 20:1 (Ια νουά ριος 1942), 226-42 Βεηϊαηιΐη, Ε., επιμ., ΡγοΗ βιηα βνγβία8βα ίη 8ίβηο§γαηιβΙβ €οη8ίΙίιιΙιιί άβ Μ ίηΪ8ίή (Βουκουρέστι, 1996) Βεηζ, λ¥. κ.ά., επιμ. Ναίίοηαΐ8θζίαΙΪ8ίί8βΗβ Ββ8αίζηη§8ροΙίίάί ίη ΕιΐΥορα. 1 9 3 9 -1 9 4 5 , 9 τόμοι (Β ερ ο λίνο 1996-9) — Οίβ ΒΐΐΥοΙίΥαίίβ άβτ Ο ^Ιαιραίίοη: ΞΐΥΐι/ίίηΥβη άβτ Η βπ8βΗ αβ ιιηά ΥβηναΙΐκη§ ιιη Ηβχβϊζίβη ΕηΥορα (Β ερολίνο, 1998)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
651
— Ε ΐηχαίζ ίπι Κβ ιβίι χ/<ο τη / η ίχχα ή α ί ΟχίΙαηά: Ο οίαιιη βη ίβ ζιιηι νόΙΙίβηηονά ΐηι ΒαΙίίΙαυη ιιηά ίη ΨβΪ55ηΐ5Ξΐαηά, 1 9 4 1 -1 9 4 4 (Β ερολίνο, 1998) — Κ ΐίΙίΐίτ-Ρ ϊοραβαηάα-όβββηύίβΗ^βίί: Ιηίβηίίοηβη άβηί8βΗβν Ββ8αίζιιη§8ροΙίίίΕ αη ά Κ β α Μ οη β η αιιβ άίβ Ο ίάΛ ψ α ύοη (Β ερολίνο, 1998) Βεηζ, \ν . και Όΐδΐεΐ, Β., επιμ. Ο βτ Οτί άβπ Τ βηοϊχ: ΟβζβΗίβΗίβ άβτ ηαζίοηαΐ8θζίαΙί8ίί8βΗβη Κ οη ζβηίναύοηύαββγ , τόμ. 5 (Μ όναχο, 2005) ΒεΓίάιοίί, Κ. ΕΙατνβχί ο / Ο β φ α ί η Είββ αηά ΟβαίΗ ίη υ & α ίη β ηηάβτ Ν α ζί ΚηΙβ (Καίμπριτζ, Μ ασσαχουσέττη, 2004) ΒεΓίΐέΓε, Ι.-Μ . «ΕΊηιροδδΐβΙε ΡέΓεηηΐΐέ άε Ια ροΐΐεε Γέριιβίΐεαΐηε δοιίδ ΓΟεειιραΙίοη», νίη §ίίβη ιβ ΞίββΙβ , 94 (Α πρ ίλιος-Ιιιη ε 2007), 183-96 Βεδδεί, Κ. και δείιυηιαηη, Ό., επιμ. Είββ αβίβτ ΟβαίΗ: ΑρρτοαβΗβ8 ίο α ΟηΙίηναΙ αηά 8οβίαΙ ΗίΞίοτγ οβ Εητορβ άη ή η ξίΗ β 19408 αηά 19508 (Καίμπριτζ, 2003) ΒεΙζ, Α. και ΜαΓΐεηδ, 8., επιμ. Εβ8 ΓηίβΙΙββίηβΙχ βί ΓΟ ββιιραίίοη: ΟήΙαΗονβν, ρανίιγ, νβχίχίβγ, 1 9 4 0 -1 9 4 4 (Π αρίσι, 2004) Βΐάάΐδεοητώε, Ρ. «ϋηίβϊηβΗ ηιβη Ζερρείΐη: ΤΙιε ϋ ερ ίο γιη εη ΐ ο ί δδ δαβοΙειίΓδ αηά δρΐεδ ίη ΐίιε δονΐεΐ υ η ΐο η , 1942-1945», Ε η τορβ-Α χία 8ίηάίβ8 , 52:6 (2000), 1115-42 ΒΐΙίΐη^εΓ, Ο. «δΐΓ6ΪΙ ιιγπ άαδ νόΙΙ^εΓΓεεΙιΙ», Ζβίί8βΗήβί βϊιν αιΐ8ΐάηάΐ8βΗβ8 όβββηύίβΗβχ ΚββΗί- ηηά ΥόΙΙϊβπββΗί 12 (1944), 1-34 Βΐ11ΐ§, Τ ΑΙβτβά Κθ8βηί>βΥ§ άαη8 Γαβίίοη ίά έοΐοξίφ ιβ , ρ ο ΐίίίψ ιβ βί αάιηίηίχίταΐίνβ άη ΚβίβΗ ΗίίΙέήβη (Π αρίσι, 1963) ΒίΓοΙι&Γά, Κ. Ε. «ΕαΓορε’δ Οπίΐεαΐ Ροοά δΐΐιιαΐίοη», Ε β οη οπ ιίβ Οβο§ναρΗγ, 24:4 (Ο κτώβριος 1948), 274-82 Βΐπι, Κ. Β. Ο ίβ ΗόΗβνβη 8 8 - η η ά ΡοΙίζβίβιώνβν: ΡΙίηιτηΙβΥΧ ΥβΥίΥβίβΥ ίπι ΚβίβΗ ιιη ά ίη άβη ύβχβίζΐβη ΟβΜβίβη (Ν τΰσσελντορφ, περ. 1986) Β1α(±, Ρ. «ΚεΙιεαΓδαΙ ίοΓ “ΚεΐηΙιαΓά”: Οάΐΐο Οΐοβοεηΐΐί αηά ΐίιε ΕιΛΙΐη 8βίί>8ί8βΗηίζ», ΟβηίναΙ Εηνορβαη ΗίΞίοτγ, 25:2 (1992), 204-26 ΒΙαεΙΛοιιπι, Ό . ΤΗβ Οοηβ/ηβχί οβ Ναίανβ: ΨαίβΥ, Εαηά8βαρβ αη ά ίΗβ Μ αΜ η$ οβ Μ οά β π ι Ο β η η α η γ (Λ ονδίνο, 2006) Βίαηΐίε, Κ. «Αη ΕΓα ο ί “Κ εεοηεΐΐΐαίΐοη” ΐη ΟεΓηιαη-ΡοΠδΙι Κείαίΐοηδ (1890-1894)», 81ανίβ Κβνίβνν, 36:1 (Μ άρτιος 1977), 39-53 — «ΤΙιε Ο επηαη Μ ΐηοπΙγ ίη ΙηίεπναΓ ΡοΙαηά αηά Ο επηαη ΡθΓεΐ§η Ροΐΐεγ: δοτηε ΚεεοηδϊάεΓαΙϊοηδ», Ιο η η ια Ι οβ Οοηίβηιρονατγ ΗίΞίοτγ, 25 (1990), 87-102 — ΟτρΗαηχ οβΥβΥ8αίΙΙβ8: ΤΗβ Ο βηηαη8 ίη ΨβΞίβνη ΡοΙαηά, 1 9 1 8 -1 9 3 9 (Λ έξινγκτον, Κεντάκυ, 1993) Βίοείι, Μ. ΚίΗΗβηίνορ (Λ ονδίνο, 1992) Βοείεΐ^ε, λ¥., επιμ. ΊΥοΙΙί ΙΗν άβη ίοίαΐβη Κ ή β § ? ’: Ο ίβ ββΗβίπιβη ΟοβΙώβΕ-Κοηββνβηζβη 1 9 3 9 -1 9 4 3 (Στουτγάρδη, 1967) — ΤΗβ 8ββΓβί ΟοηββνβηββΞ οβ Ο ν ΟοβΒΗβΕ, ίΗβ Ν αζί ΡτΌραβαηάα Ψαν, 1 9 3 9 -1 9 4 3 (Ν έα Υ όρκη .1970) Βοΐτη, Κ., επιμ. ϋ ίβ άβηΐ8βΗβ ΡΙβηχβΗαβί ίη άβη ^βηηαηίζβΗβη ’Εάηάβηι 19 4 0 -1 9 4 5 (Στουτγάρδη, 1997) Βοηιΐδίαΐί, \¥ . «Ώΐε Εαηά\νΪΓΐδε1ιαίΐ5ρο1ΐίΐ1ί άεΓ δθ\ν]εΐΐδε1ιεη Βεδαίζιιη§δηιαε1ιΐ αιιί άεηι Ο εβΐεΐ άεδ δο§. \νεδΐ1ίε1ιεη \νεΐδδπΐδδ1αηάδ ΐη άεη ΙαΙίΓεη 1939-1949», 8ίη άία Η ί8ίοήαβ Ο ββοηοτηίεαβ . 24 (2001), 149-63 ΒθΓ§\ναΓάΙ, Ε. Α Νβ\ν ΟβαΙβον ίΗβ Ψ οή ά : Α η ιβ ή βα ’ν Υ ιή οη βον Η η η ια η Κ ίφ ίΞ (Καίμπριτζ, Μ ασ σα χουσέτη, 2005) Βοτοάζΐε], \ ν . Τ βη ο ν η ηά ΡοΙίίίΙί: Ο ίβ άβαίχβΗβ ΡοΙίζβί η η ά άίβ ροΙηίχβΗβ Ψίάβϊ8ίαηά8ΐ)β\νβ§ηη£ ΐηι ΟβηβταΙξοηνβηιβηιβηί, 1 9 3 9 -1 9 4 4 (Μ άιντς, 1999) — ΤΗβ Ψανχαχν ϋ ρ ή 8 ίη § οβ 1944 (Μ άντισον, Ο υισκόνσιν, 2006) Βοΐίαΐ, Ο .Ο ία ή ο , 1 9 3 5 -1 9 4 4 (Μ ιλάνο, 1982) ΒοΐΙοΓηοΓε, Τ. και Ο οοάε, Ρ., επ ι μ. Αιΐ8ίΥθ-Μαπ:ί8ηι (Ο ξφ όρδη, 1978) Β οΐζ, Ο. Οίβ Είη§1ίβάβηιη§ 08ίβηβίβΗ8 ίη άαΞ ΟβηίχβΗβ ΚβίβΗ (Λιντς, 1976) Βο\νεη, \¥ . 8ραηίαηΪ8 αηά Ν αζί Οβπηαηγ: ΟοΙΙαύοηιΙίοη ίη ίΗβ Νβ\ν Οηϊβν (Κολούμπια, Μιζούρι, 2000) Βο\ν1εδ, Β. «Νε\νδΓεε1δ, Ιάεο1ο§γ αηά Ριιΐ^ΐΐε Ο ρΐηΐοη υηάεΓ Υΐο1ιγ: ΤΙιε Οαδε ο ί Ε α ΡΥαηββ βη ΜαΓβΗβ», ΡνβηβΗ Η ί8ίοήβαΙ 8ίηάίβ8 , 27:2 (άνοιξη 2004), 419-63
652
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
Βογά, € . Η ίίΙβν’χ Ιαραηβ8β Ο οη β ά α η ί: Ο ε η ε η ύ ΟχΙύηια ΗινοχΗί αη ά Μ Α Ο Ι ϋ Ιηίε11ί§εηβε, 1 9 4 1 -1 9 4 5 (Λ ώ ρενς, Κ άνσας, 1993) ΒΓαηΐδίεά, Ε. Ο ο β δ Μ χ αηά Ν α ύοη α Ι 8οβίαΙί8ί Ρνορα§αηάα, 1 9 2 5 -1 9 4 5 (Η ατ Λ άνσινγκ, Μ ίσιγκαν, 1965) Βταηάεδ, ϋ ., Ιναηίεΐίονα, Ε. αηά ΡεδεΚ, I., επιμ. Ετζ\νιιη§βηβ Τνβηηηη§: νβΓίϊβώιιη§βη ιιηά ΛιιχήβάΙιιη^εη ίη ιιη ά αιιχ άεν Τ8βΗββΗθ8ΐοινα&βί 1 9 3 8 -1 9 4 7 ιιη νβνξΙβίβΗ η ιίίΡ οΙβη , ΙΙη^ατη ιιηά Ιη§θ8ΐαννίβη (Τΰμπινγκεν, 1999) Βΐ'αηάί, Κ. Μαηα%βιηεηί ο ( Α ^ήαιΙίιίΓε α η ά Ε ο ο ά ίη ίΗβ Ο ε η η α η -Ο β ειψ ίβ ά α η ά ΟίΗβτ Ατβαα ο / ΡοΗτεχα Ειιτορε: Λ 5 ίιιά γ ίη Μ ίΙίίαιγ Ο ονβ η ιη ιβ η ί (Στάνφορντ, 1953) ΒΓαιιίί§αιη, 0 . 8 ο Ηαί β$ χίβΗ ζιΐββίνα^εη... Ε ίη Εβίιβη αΐ8 ΞοΙάαί η η ά Ό ίρΙοη ια ί (Βΰρτσμπουργκ, 1968)
ΒΓ εεΙΛ εη, Μ. «“Εα §έθ£Γαρ1ιίε άεηιειίΓε”: ΡταηΙίΓείοΙι, Ροΐεη αηά άίε Κοίοηίαΐ- ιιηά Ιιιάεηίτα^ε αιη νοΓαβεηά άεδ Ζ \νείίεη λΥεΙΛπε^εδ», Εναηβία , 25:3 (1998), 25-60 Βγ66, Ο. και Βεπιαιιει·, Ο., επιμ. Οεβεαί α η ά Ββγοηά: Λ η ΑηίΗ οΙο§γ ο [ ΕνεηβΗ Ψ α νύιη ε Ψ ή ύη §, 1 9 4 0 -1 9 4 5 (Ν έα Υ όρκη, 1970) ΒΓείίηιαη, Κ. και Ατοηδοη, δ. «ΤΙιε Εηά ο ί ίίιε “ΡίηαΙ δοΐιιίίοη”: Ναζί Ρΐαηδ ΐο Καηδοηι Ιε\νδ ίη 1944», Οβη&αΙΕηΓορβαη Η ί8ίοιγ, 25 (1992), 177-203 ΒΓειιηίδ Τ «ΤΙιε Ρ οοά διιρρ1γ», Α η η α Ε ο / ίΗβ Α η ιβ ή βα η Α β α ά β η ιγ ο /Ρ ο Ιίύ β α Ι αηά 8οβίαΙ 8βίβηββ, 245 (Μ άιος 1946), 87-92 ΒΐΌε1αηεγει·, Μ. ΞίαΙίη, ίΗβ Κη88ίαη8 αη ά ΤΗβίτ Ψατ, 1 9 4 1 -1 9 4 5 (Μ άντισον, Ο υισκόνσιν, 2004) ΒΐΌδζαί, Μ. ΝαύοηαΙχοζίαΙί8ύχαΗε Ρ οΙεηροΙίύΚ 1 9 3 9 -1 9 4 5 (Στουτγάρδη, 1961) ΒΓΟχνάετ, Ο. Η ίίΙβν’8 Εηβπββΐ'χ: ΤΗβ Ο βχίαρο α η ά ίΗβ 8 5 8ββη ή ίγ 8βηήββ ίη ίΗβ Ν α ζί Κ βνοΙη ύοη (Ο ξφ όρδη, 1996) ΒΐΌ\νη, Κ. Α ΒίοξταρΗγ ο /Ν ο ΡΙαββ: Ενοιη ΕίΗηίβ Β οη Ιεή α η ά ίο 8ονίβ ί Η εανίΙαηά (Καίμπριτζ, Μ ασσαχουσέττη, 2004) ΒΐΌ\νηίη§, Ο. «υηΙεΓδΐααΙδδεΙίΓείαΓ Ματίίη ΕιιίΙιεΓ αηά ίίιε ΚΜ>εηΐΓορ Ροτεί^η Ο ίίίεε», Ιοη π ια Ι ο / Ο οηίβηιρονατγ Η ίχίοτγ, 12:2 (Α πρίλιος 1977), 313-44 — ΤΗβ ΕίηαΙ 8 ο Ιη ύ ο η αηά ίΗβ Ο βπη α η Εονβίξη Οβ^ίββ (Ν έα Υ όρκη, 1978) — ΤΗβ ΡαίΗ ίο Ο βηοβίάβ: Ε88αγ8 οη ΕαηηβΗίη§ ίΗβ ΕίηαΙ 8οΙη ύ οη (Καίμπριτζ, 1992) — «Α ΡίηαΙ Ηίίΐετ ϋεείδίοη ίοΓ ίίιε “ΡίηαΙ δ οΐυίίοη”: ΤΙιε Κίε§ηεΓ Τεΐε^ταηι ΚεεοηδίάεΓεά», Η οΙοβαη8ί αηά Οβηοβίάβ 8 ίη ά ίβ 8 , 10:1 (άνοιξη 1996), 3 -1 0 — Ν α ζί ΡοΙίβγ, Ιβ\νίχΗ Ψοτ1<:βι-χ, Ο β π η α η ΚίΙΙβπ (Καίμπριτζ, 2000) — ΤΗε Ο ή§ίηχ ο /ίΗ β ΕίηαΙ 8οΙη ύοη : ΤΗβ Ε νοΙη ύοη ο / Ν α ζί ΙβννίχΗ ΡοΙίβγ, 8βρίβηιΗβν 1939-Μ ατβΗ 1 9 4 5 · ΨίίΗ Ο οηίκώ ηύοηχ ΗγΙηνξβη ΜαίίΗάιΐ8 (Είηεοίη, Ν Ε, 2004) Βιγαηΐ, Ο. «ΕίίΙιεΓ Ο επηαη ογ Οζεείι: Ρίχίη§ Ναίίοηα1ίίγ ίη Βοΐιειηία αηά Μοτανία, 1939-1946», 81ανίβ Κβνίβνν, 61:4 (χειμώ νας 2002), 683-706 — Ρτα§ηβ ίη ΒΙαοΙζ: Ν αζί ΚηΙβ αηά ΟζββΗ Ν αύοηαΙί8ηι (Καίμπριτζ, Μ ασσαχουσέτη, 2007) ΒΓζεδΙ^α, Μ. Τ Η ϊο η φ α Ψ ο η ια η ’8 Εγβ8 (Λ ονδίνο, [1945]) ΒικΜ ιείπι, € . «Ό ίε βεδεΐζίεη ΕαηάεΓ ίπι ϋ ίεη δ ίε άετ ϋ ευ ίδ είιεη Κπε§δ\νίΓίδε1ιαίί \να1ΐΓεηά άεδ Ζλνείίεη λ¥ε1ΐ^πε§δ», νίβτίβΙ]αΗτ8ΗββββΐνΖβίί§β8θΗίβΗίβ, 34:1 (1986), 117-45 ΕιιεΙιΚείπι, Η. « ϋ ίε Ηοΐιετεη δδ- αηά ΡοΙίζείίαΙίΓεΓ», νίβηβΙ]αΗτ8ΗββββΧϊ ΖβίίββχβΗίβΗίβ, 11 (1963), 362-91 Βιιείιΐιείπι, Η. κ.ά., εκ ιμ .Α η α ίο η ιίβ άβ8 88-8ίααίβχ, τόμ. 1 (Μ όναχο, 1967) ΒηεοΜεΓ, Υ. «ΤΙιε ΟεροΓΐαίίοη ο ί δίοναΐααη ΙεΛνδ ΐο ίίιε ΕιιΜίη Β ίδίπεί ο ί ΡοΙαηά ίη 1942», Η οΙοβαηχί α ηά Ο βηοβίάβ 8ίηάίβχ, 6:2 (1991), 151-66 — « “υη\νοΓί1ιγ ΒεΙιανίοΓ”: ΤΙιε Οα§ε ο ί δδ ΟίίίεεΓ Μαχ ΤαυβηεΓ», Η οΙοβαη8ί αηά Ο βηοβίάβ 8 ίιιά ίβ χ , 17:3 (χειμώ νας 2003), 409-29 Βιιΐΐίναηΐ, Κ. κ.ά., επιμ. Ο β π η α η γ αηά Εα8ίβιη ΕηΓορβ: ΟηΙίιιταΙ ΙάεηίίίίβΞ αηά ΟιιΙίηναΙ ϋί$βνβηββ5 (Αμστερνταμ, 1999) Βητάίεΐί, Ο. Ο β π η α η γ}8 ΜίΙίίανγ 8ίταίβ§γ αηά 8ραίη ίη Ψ ο ή ά Ψ ατ II (Σύρακιουζ, 1968) ΒιΐΓ§λνγη, Η. I. Εηιρίτβ οη ίΗβ Α ά ή α ύ β : Μ η88θΙίηί>8 Οοη^ηβ8ί ο /Υ ιφ ο χΙα νία , 1 9 4 1 -1 9 4 3 (Ν έα Υ ό ρ κη, 2005) ΒιΐΓΐεί§1ι, Μ. Ο βπη α ηγ Τιιπΐ8 Εα8ηναηΐ8: Α 8ίιιάγ ο /θ 8 ί/ο π β Η ιιη £ ίη ίΗε ΤΗινά ΚείβΗ (Καίμπριτζ, 1988)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
653
Βιιγ1©Ϊ£1ι, Μ., επιμ. Ο οη β νη ίίη § ίΗε Ν αζί ΡαΞί: Ν ε\ν ΌεύαίεΞ οη Μοάβνη Ο επη αη ΗίΞίοτγ (Λονδίνο, 1996) Βιπτίη, Ρ .Ρ να η εε ηηάενίΗβ ΟβηηαηΞ: ΟοΙΙαύοναίίοη αηά ΟονηρνοπιίΞβ (Ν έα Υ όρκη, 1996) — Ε ίνίη § \νίίΗ Οβ/βαί: Ε ναηεε ιιηάβν ίΗβ Ο β η η α η Ο ββιιραίίοη, 1 9 4 0 -1 9 4 4 (Λ ονδίνο, 1996) 0&1ά©πνοοά, Η. Β. «Ιηίεπι&ΐίοηαΐ Αίί&ΐΓδ: δΐιοιιΐά ίΐι© Οοιιηαΐ ο ί ΙΗ© Ε©α£υ© ο ί Ναίΐοηδ Εδίαβίίδΐι 8. ΡεητιπηοπΙ; Μΐηοπίΐ©δ ΟοηιηιΪ55Ϊοη?», Α π ιβή β α η ΡοΙίίίβαΙ 8 είβ η εε Κ ενίενν , 27:2 (Α πρίλιος 1933), 250-59 — «Ιηΐ6Γηαίΐοη&1 ΑίίαΐΓδ: ΤΙι© ΡΓοροδοά 0©η©Γα1ίζ&ΐΐοη ο ί ΐΐι© Μίηοπΐΐ©δ Κ©£ΐηι©», Α π ιβή β α η ΡοΙίίίβαΙ 8 ε ίε η ε ε Κ ενίε\ν, 28:6 (Δ εκέμ β ριος 1934), 1088—98 0&ηιρΙ)©11, Ρ. θΓ6£θΓγ «ΤΙι© δΐπΐ£§1© ίοΓ υρ ρ εΓ 3ϋ©δΐα, 1919-1922», Ιο ιιη ια Ι οβ Μ οάβνη ΗίΞίονγ , 42:3 (Σεπτέμβριος 1970), 361-85 — Ο οη βοηία ίίονι ίη ΟβηίναΙ Ε ιινορβ:\¥βίηιατΟ βηηα ηγ α ηά ΟζεεΗοΞίοναΗα (Σικάγο, 1975) Οαρίαη, I. Ο ονβνηπιβηί ννίίΗοηί ΑάπιίηίΞίναίίοη: 8ίαίβ αη ά ΟίνίΙ 8βννίβε ίη ΙΥβίνηαν αη ά Ν αζί Ο β π η α η γ (Ο ξφ όρδη, 1988) ΟηγΙυΙ©, Μ., επιμ. Ό οβηπιβηίΞ οη ΙηίβνηαύοηαΙ Α/βαίνΞ, 1 9 3 9 -1 9 4 6 (Λ ονδίνο, 1954) 0&Γδΐ©η, Ρ. ΤΗβ ΕίνΞί ΑηΞ ίήαη Κβριώ Ιίε, 1 9 1 8 -1 9 3 8 : Α 8ίιιά γ ΒαΞβά οη ΒνίύΞΗ αηά ΑιΐΞίήαη ϋοεη τη εη ίΞ (ΑΜ©Γδ1ιοΐ, 1986) 0©οΐ1, Κ. ΤΗβ ΜγίΗ ο / ίΗβ ΜαΞίβν Καεβ: ΑΙ/νβά ΚθΞβηί>βν§ αηά Ν α ζί ΙάεοΙο$γ (Λ ονδίνο, 1972) ΟέδαίΓ©, Α. ΟίΞβοηνΞβ οη ΟοΙοηίαΙίΞηι (Ν έα Υ όρκη, 2000) Οι&Γΐ©δ, Τ-Ε. και ϋ&δηογ, Ρ., επιμ. Ε θξ ΌοΞΞίβνΞ ΞββνβίΞ άβ Ια ΡοΙίββ ΑΙΙβπιαηάβ βη ΒεΙ§ί(]ηβ: Εα ΟβΗβίπιβ ΡβΙάροΙίζβί βη ΒεΙ§ίβ[ηβ βί άαηΞ Ιβ Ν ονά άβ Ια Εναηββ , 2 τόμοι (Β ρυξέλλες, 1972-3) Οίϊ&π, Β. Α11ία§ Ηίηίβν άβν Ρνοηί: ΒβΞαίζιιη §, ΚοΙΙαΒοναίίοη η η ά ΨίάενΞίαηά ίη ΨβίΞΞηΐΞΞίαηά, 1 9 4 1 -1 9 4 4 (Ν τΰσελντορφ, 1998) — «Κ©ΐο1ΐδίϋΙΐΓ©Γ-δδ: Κ©ΐη Ρ&ΙίΙ πιΐί δ1α\ν©η: ϋ©ιιΐδθ1ι-ρο1ηΐδ©1ΐ6 Κ ο π ίδ ι© ΐηι λνΐ1η&-0©1)ΐ©1 1944», ΟΞίβηνορα-ΑνβΗίν (Α πρίλιος 2000), Α 134-Α 153 Οΐιοάαΐαελνΐοζ, Μ. Ββί\νββη ΝαζίΞ α η ά ΞονίβίΞ: Ο εεη ρ α ίίο η ΡοΙίίίβΞ ίη ΡοΙαηά, 1 9 3 9 -1 9 4 7 (Λ άναμ, Μ έρυλαντ, 2004) Οΐιιιηιιηδία, Τ και Καδζιιβα, Ε. «ΤΙι© ΒΓ©δ1αιι Οοηη&ηδ ιπκ!©γ Ροΐΐδίι Κιιΐ©, 1945-46: Οοηάίΐίοηδ ο ί Εΐί©, Ροΐίΐίο&ΐ Αίΐίΐυά©δ, Εχριιΐδΐοη», 8ίη άία ΗίΞίοήαβ Ο β εοη οπ ιίβ α β , 22 (1997), 87-101 Οΐαηο, Ο., Ο ία η ο ’ΞΟίανγ, 1 9 3 9 -1 9 4 3 , επιμ. Μ. Μιι§§©π€ΐ§© (Λ ονδ ίνο, 1947) Οοοΐοπιι, I. ΙοηπιαΙ, 1 9 4 2 -4 5 (Π αρίσι, 1989) Οο1ι©η, Α. «Εβ Ροΐΐΐΐςιι© αηΐί]πΐν© ©η ΕυΓορ© (Α11©ιηα§η© ©χοΐιι©) ά© 1938 α 1941», ΟηβπβΞ πιοηάίαΙβΞ, 150 (1988), 45-59 Οοΐΐοΐΐί, Ε . Ε ’απιπιίνιίΞΐναζίοηβ ίβάβΞβα άβΙΤΙίαΙία οββηραία (Μ ιλάνο, 1963) — Ε Έ ηνορα ηαζίΞία: ίΐρ νο ξβ ίίο άί ηη η η ο νο ονάίηβ βηνορβο, 1 9 3 9 -1 9 4 5 (Φλωρεντία, 2002) Οοΐΐοίΐί Ε. κ.ά., επιμ. Ό ίζ ίο η α ή ο άβΙΙα ΚβΞΐΞίβηζα (Τ ορίνο, 2000-) Οοΐΐοη, I. Ε βοη ΒΙιιπι: ΗιινηαηίΞί ίη ΡοΙίίίβΞ (Ντέραμ, Βόρ. Κ αρολίνα, 1987) Οοη©, Μ .ΑνίΐΞίΞ ηηάβν ΥίβΗγ: Α ΟαΞβ ο/'Ρνβμιάίεβ αηά ΡβνΞββηίίοη (Π ρίνστον, 1992) Οοηη©11γ, I. «Ν&ζΐδ αηά δίανδ: Ργοιπ Καοΐ&Ι Τ1ι©0Γγ Ιο Καείδΐ Ργηοϊϊο©», ΟεηίναΙ Εηνορβαη ΗίΞίοτγ , 32:1 (1999), 1-33 Οοη\ναγ, Μ. ΟοΙΙαΗοναίίοη ίη ΒβΙξίηπι: Ε β ϊο η ϋβ§νβ11ε αηά ίΗβ ΚβχίΞί Μ ονβπ ιεη ί, 1 9 4 0 -1 9 4 4 (Νιου Χ έιβεν, 1993) Ο οοίς \¥ . «Ιηδίά© ίΐι© Ηο1ΐάδγ Οαηιρ ΗΜ©γ Βυίΐΐ», ΟΗΞβινβν, 12 Α υγοΰστου 2001 Οογπι, Ο. Η ίίίβνα η ά ίΗβ ΡβαΞαηίΞ: Α§ναήαη ΡοΙίβγ ο / ίΗβ ΤΗίνά ΚβίβΗ, 1 9 3 0 -1 9 3 9 (Ν έα Υόρκη, 1990) — II Ξοβηο άβΐ *§ναηάβ Ξραζίο ’: ΙβροΙίίίβΗβ ά'οεεηραζίοηε ηβΙΙ’Εηνορα ηαζίΞία (Ρώμη, 2005) ΟθΓΠ\ν&11, Μ. «ΤΙι© δΐπι§§1© οη ΐΐι© Οζ©©1ι-Ο©πηαη Εαη§ιια§© Βογ0ογ, 1880-1940», ΕηφΞΪι ΗίΞίονίβαΙΚβνίβ\ν, 109:433 (Σ επτέμβριος 1994), 914-51 ΟγοοΚ, Ό . Ρ. Ββη]απιίη Κ ίάά: Ρονίναίί ο /α ΞοβίαΙ Ο α ι^ ίηΐΞ ί (Καίμπριτζ, 1984) ΟιΐΓΐίδ, Ε. «λνοιίά Ογ0©γ», στο ΙηίβνηαύοηαΙ Αβ/αίνΞ, 18:3 (Μ ά ιος-Ιοΰ νιος 1939), 301-20 ϋαΐΐΐη, Α. ΟάβΞΞα 1 9 4 1 -1 9 4 4 : Α ΟαΞβ 5 ίη ά γ ο /8 ο ν ίβ ί Τβνήίονγ ιιηάβν Ρ ονείδη ΚηΙβ (Σάντα Μ όνικα, Κ αλιφόρνια, 1957) — Ο επ η α η ΚηΙβ ίη ΚηΞΞία, 1 9 4 1 -1 9 4 5 : Α 8ίη ά γ ο / Ο εεη ρ α ίίο η ΡοΙίείεΞ, αναθ. έκδοση (Μ πόουλντερ, Κ ολοράντο, 1981)
654
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
ϋ α π ε , Γ «Οιιείςιιεδ αδρεείδ άε Γεϊνοΐιιΐΐοη άεϊπιο^ΓαρΙιΐςιιε άμχ Ραγδ-Βαδ», Ρ ορηΙαίίοη , 1:3 (Ιοΰλιος-Σ επτέμβριος 1946) Οαηνΐη, ].Α β ίβν ΤαπιβνΙαηβ: ΤΗβ Ο ΙοίχιΙ Η ίχίονγ οβΕ ηιρίνβ (Λ ονδίνο, 2007) ϋα νΐά , ] . Α Ξφιανβ οβ8/<γ: Μ βνηοήβζ οβ α Ψ ανίίιηβ ΟΜΙάΗοοά (Λ ονδίνο, 1992) Ό&ΑΙί, I., Οιοδδ, I. και Ιιιάΐ, Τ., επιμ. ΤΗβ ΡοΙίίίβΞ ο/Κ β ίή Η η ίίοη ίη Εηνορβ (Π ρίνστον, 2000) ϋεαίίΐη, λν. ΤΗβ Εα$ΐ Ώαγ$ οβ ΜιΐΞΞοΙίηί (Λ ονδίνο, 1962) ϋ εα η , Μ. ΟοΙΙαΗοναίίοη ίη ίΗβ ΗοΙοβαιΐΞί: ΟήπιβΞ οβ ίΗβ ΕοβαΙ ΡοΙίββ ίη Β βΙοηιχήα αηά υ & α ίη β, 1 9 4 1 -4 4 (Μ πέισιγκστοουκ, 2000) άε Ογηζιη, V. Ιπβύχίώ Ιβ Ειηρίνβ: Α ιη βή βα $Α άναηββ ίΗ τοιιφ Τ\νβηίίβίΗ Ο βηίιηγ Ειινορβ (Καίμπριτζ, Μ ασσαχουσέτη, 2005) Β είαη ιε, I. Τναββχ βί βνίνηβζ ξοηξ Γοββηραίΐοη (Π αρίσι, 1968) ϋεΐεΐαηΐ, Ό .Η ίίΙβν’ζ Ρον§οίίβηΑΙΙγ: ΙοηΑ ηίοηβζβη α η ά Η ϊξ Κβξίνηβ, Κονηαηία 1940-1944 (Λονδίνο, 2006) ϋ εΐΐα ΡεΓ§ο1α, 8. «ΒεΙ\νεεη δεΐεηεε ηηά Εΐεΐΐοη: Νοΐεδ οη ΐίιε ϋεηιο§ΓΒρ1ιγ ο£ ΐίιε Ηοΐοεαιΐδΐ», Η οΙοβαηχί αη ά Οβηοβίάβ Ξίιιάίβχ, 10:1 (άνοιξη 1996), 34-51 ϋεηιοιιΐίη, Μ . Ρ1αη$ άβ$ Τβνηρχ άβ ΟηβννβροηνΓΕ ηνορβ ά Α ρνβζ-Ο η βπβ, 1 9 4 0 - 4 7 (Βρυξέλλες, 1995) ϋεραΓίηιεηΙ οί^Χηίζ,ΡοΞίΛναν Εονβίξη ΡοΙίβγ Ρνβραναίίοη, 1 9 3 9 -1 9 4 5 (Ο υάσινγκτον, 1949) ϋεδοΐιηετ, Ο. ΚβίηΗανά ΗβγάήβΗ: ΞίαίίΗαΙίβν άβν ίοίαΐβη ΜαβΗί (Ε ρσλάγκεν, 1977) ϋ ε\¥ εεΓ ά , Η. Α. «Εϋΐίετ’δ Ρΐαηδ £ογ Ιηναάΐη§ ΒήΧηϊη»,Μ ίΙίίανγΑββαίν$, 12:3 (1948), 147-8 άε Ζηγη$, Α. ΨβΗηηαβΗί Ψ αν Οήνηβχ Βηνβαη, 1 9 3 9 -1 9 4 5 (Λ ίνκολν, Ν εμπράσκα, 1989) ϋΐΝ ατάο, Κ. Ο β π η α η γ αηά ίΗβ Α χιξ Ρο\νβν$: Ρνονη ΟοαΙίίίοη ίο ΟοΙΙαρχβ (Λ ώ ρενς, Κ άνσας, 2005) Β]ί1αδ, Μ. Ψανίίνηβ (Ν έα Υόρκη, 1977) ϋΙιι^οβοΓδΙίϊ, \¥ . κ.ά., επιμ. ΤΗβ Τνα§βάγ ο/ίΗ β /
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
655
Ε&εΐ, Μ. «“λνεΐΐ άΐε Μ εηδείιεη ίεΐιίεη”: ϋ ΐ ε άευίδείιεη Ζ\ναη§δαΓΐ>είίδΓε1ίΓυΐίΐεηιη£εη υηά άεροΓίαίΐοηεη ΐη άεη βεδείζίεη Ο εβΐείεη άεΓ υΐα*αΐηε, 1941-1944», Ζβΐί8βΗήβ β ΐτ Οβ8βΗίβΗί8νΛ88βη8βΗαίί, 53:5 (2005), 405-34 ΕΙΙαηδ, Ο. και ΡεάεΓδεη, δ., επιμ. ΞβίίΙβτ €οΙοηΐαΙΪ8πι ΐη ίΗβ Τ\νβηύβίΗ Οβηίιιτγ (Ν έα Υόρκη, 2005) ΕΠιηαη, Μ. και Μαΐ^δυάον, δ. «δονΐεί Όεαίΐΐδ ΐη ίίιε Οτεαί Ραίποίΐε \ν α π Α Ν οίε», Ε ιιτο ρ β -Λ ή α Ξίαάΐβ5, 46:4 (1994), 671-80 Εη§ε1, Ό . «Αη Εαήγ Α εεουη ί ο ί Ροΐίδΐι Ιε\νΓγ υηάεΓ Ναζί αηά δ ονΐεί Οεουραίΐοη Ρτεδεηίεά ίο ίίιε Ροΐΐδίι Ο ονεπιπιεηί-ΐη-ΕχΐΙε, ΡεβηιαΓγ 1940», Ιβ\νΐ$Η 5οοΐαΙ Ξίηάίβ8, 45:1 (1983), 1-16 — «Ραίίεπίδ ο ί Αηίΐ-Ιε\νΐδ1ι ν ΐο ΐε η ε ε ΐη ΡοΙαηά, 1944-46», Υαά ΥααΗβηι 5ίιιάΐβ8 , 26 (1998), 43-87 Ε η§ε1, 0 . Α ί ίΗβ Η β α η ο}ίΗ β ΚβίβΗ: ΤΗβ Ξββτβί Όίατγ ο /Η ίίΙβ τ'χ Α π η γ Α ά ]ΐιία η ί (Λ ονδ ίνο, 2005) Ερδίεΐη, Ρ., επιμ. Ο β π η α η γ αηά ίΗβ Εα$ί: ΞβΙββίβά Ε88αγ8 (Μ πλοΰμινγκτον, Ιντιάνα, 1973) ΕΓάε1γ, Ε. Ο β π η α η γ’8 Εΐτ8ί Ειιτορβαη Ρτοίββίοταίβ: ΤΗβ Εαίβ ο/ίΗ β ΟζββΗχ αη ά ίΗβ ΞΙοναΙίδ (Λ ονδ ί νο, 1942) Ρα&εηΐιαυδεη, Α. ν ο η Μέτηοΐτβ8 ά ’οηίτβ-ξηβπβ (Β ρυξέλλες, 1974) ΡαΓβδίεΐη, Ε. «ϋ ΐα η εδ αηά ΜεηιοΐΓδ αδ α Ηίδίοπεαΐ δουτεε - ΤΙιε Οΐαιγ αηά ΜεηιοΐΓ ο ί α ΚαΜ>ΐ αί ίίιε “Κοηίη Η ουδε ο ί Βοηάα§ε”», Υ αά Υα^Ηβηχ Ξίιιάΐβ8, 26 (1998), 87-129 Ρεάγδ1ιγη, Ο. Ο β π η α η γ Ό ή ν β ίο ίΗβ Εα8ί α η ά ίΗβ ϋ & α ΐη ΐα η ΚβνοΙηήοη, 1 9 1 7 -1 9 1 8 (Ν ιου Μ πράνσουικ, 1971) Ρείάηιαη, Ο. και δεΐβεί, \ν ., επιμ. Νβΐ\νοτΙί8 ο / Ν α ζί Ρβτζββιιύοη: Βιιτβαιιβταβγ, Βη8ίηβ88 αηά ίΗβ Ο τ§αηίζαίίοη ο/ίΗ β Η οΙοβαη8ί (Ν έα Υ όρκη, 2005) ΡεΓεηε, Τ. ζ)ιιβ11βη ζητ ηαίώηαΐ8θζΐαΙΪ8ίΪ8θΗβη ΕηίηαύοηαΙΪ8Ϊβηιη§8ροΙίύ1<; ΐη 51ο\νβηΐβη, 1 9 4 1 -1 9 4 5 (Μ άριμπορ, 1980) Ρεδί, I. ΤΗβ Εαββ ο /ίΗ β ΤΗΐτά ΚβίβΗ: Ροτίταΐία ο/ίΗ β Ν α ζί ΕβαάβηΗ ίρ (Λ ονδίνο, 1979), Εβ8ί§α£>ββτ ΗβίηήβΗ ΗίπιτηΙβτ (Ντάρμστατ, 1941) ΡΐεάοΓ, Κ. «Α ίίΐίυάε ο ί Ο επηαη Κΐ§1ιί\νίη§ θΓ§αηΐζαίΐοηδ ίο ΡοΙαηά ΐη ίίιε γεαΓ8 1918-1933», ΡοΙΐ8Η Ψ β 8 ίβ π ιΑ $ α ίτ 8 , 14:2 (1973), 247-67 ΡΐηΚ, Ο. «δίΓεδειηαηη’δ Μ ΐηοπίγ Ροΐΐεΐεδ, 1924-1929», Ιοη π ια Ι ο/Ο οη ίβτη ρ οτα τγ ΗΪ8ίοτγ (1979), 403-22 — Ό β/βηάίη§ ίΗβ Κ ΐφ ί 8 ο / ΟίΗβτ8: ΤΗβ Οτβαί Ρο\νβτ8, ίΗβ Ιβ\ν8 αηά Ιη ίβ πια ύοη α Ι Μ ίη ο ή ίγ Ρτοίββύοη, 1 8 7 8 -1 9 3 8 (Καίμπριτζ, 2004) ΡΐδεΙιεΓ, Β .Α ΙΒ αηία αί Ψαν, 1 9 3 9 -1 9 4 5 (Ο υέστ Λ άφ αγετ, Ινδιάνα, 1999) ΡΐδεΙιεΓ, Ε. 18 ΤΗΪ8 α Ψ ατ/οτΕ τββάοτηΊ (Ν έα Υόρκη, 1940) ΡΐδεΙιεΓ, Ρ. Οβπηαηγ"8 Α ΐπ ΐ8 ΐη ίΗβ Εΐτ8ί Ψ ο ή ά Ψ ατ (Ν έα Υόρκη, 1967) Ρΐδείιετ, Η. ΥόΙ^βτ/αιηάβ ΐηι Ναίίοηαΐ8θζΐαΙί8ηιιΐ8: ΑζρβΜ β άβτ Αηρα88ΐιη$, Αβ'ίηίίάί ιιηά ΒβΗαιιρίηηξ βίηβτ \νί88βη8βΗαβΙΐβΗβη 0ΐ8ζΐρ1ίη (Β ερολίνο, 1990) ΡΐδΙίΓηαη, δ. κ.ά., επιμ. Εταηββ αί Ψατ: ΥίβΗγ α ηά ίΗβ ΗΪ8ίοτΐαη8 (Ν έα Υόρκη, 2000) ΡοεΓδίεΓ, I. και Μα\νάδ1εγ, Ε. «ΗΐίΙεΓ αηά δίαΐΐη ΐη ΡεΓδρεείΐνε: δεεΓεί δρεεείιεδ οη ίΗε Ενε οί ΒαΛαΓΟδδα», Ψ ατ ίη ΗΪ8ίοτγ , 11:1 (2004), 61-103 Ροη§, Ο. «ΤΙιε Μ ονεηιεηΙ ο ί Ο επηαη Όΐνΐδΐοηδ ίο ίίιε \¥εδΐετη Ρτοηί, λνΐηίεΓ 1917-1918». Ψατ ΐη Η ί8ίοτγ , 7:2 (2000) Ροηζΐ, Ρ. «Ναζΐοηαίδοεΐαΐΐδπιο ε ηυονο ΟΓάΐηε ευτορεο: Εα άΐδευδδίοηε δυΐΐα “θΓ 0 δ$Γαυιη\νΪΓίδείιαίΐ”», Ξίιιάί Ξ ίοήβΐ, 45:2 (2004), 313-65 Ρ οοί, Μ. Κ. Ό . «\¥αδ δΟ Ε ΑηΥ Ο οοά?», Ιοη π ια Ι ο/Ό οηίβτηροτατγ ΗΪ8ίοτγ, 16:1 (Ια νουά ριος 1981), 167-81 Ρταηΐί, Η. Ώίβ ΤββΗηΐΙί άβ8 5ίααίβ8 (Β ερολίνο, 1942) Ρτεΐ, Ν. Ν α ύ ο η α Ι 5οβΐαΙΐ8ί ΚαΙβ ΐη Ο βπη α ηγ: ΤΗβ ΕύΗτβτ Ξίαίβ, 1 9 3 3 -1 9 4 5 (Ο ξφ όρδη, 1993) ΡτενεΓί, υ . «ΕυΓορεαηΐζΐη§ ΟεπηαηΥ’δ Τ\νεηίΐεί1ι ΟεηίυΓν», Η Ϊ8ίοιγ αη ά Μ βηιοτγ, 17:1-2 (2005), 87-116 ΡπεάΙαηάεΓ, Η. και Μΐΐίοη, δ., επιμ. ΑτβΗίνβ8 ο / ίΗβ ΗοΙοβαιΐ5ί: Α η Ιη ίβ πια ύοη α Ι ΟοΙΙββύοη ο / ΞβΙββίβάΏοβιιτηβηί8 (Ν έα Υ όρκη, 1989-) Ρπεάΐαηάετ, δ. ΤΗβ Υβατ8 ο^Εχίβπηίηαύοη: Ν αζί Ο βπηαηγ αηά ίΗβ!β\ν8, 1939-1945 (Ν έα Υόρκη, 2007) Ρ πεά πείι, Κ -Ρ . «ΟοΙΙαβοΓαίΐοη ΐη α “Εαηά \νΐί!ιουί α Ουΐδ1ΐη§": ΡαίίεΓηδ ο ί Οοΐΐαβοταΐΐοη χνΐίΐι
656
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
Ιίιε Ναζί Ο επηαη Οεειιραίΐοη Κ ε§ΐηιε ΐη ΡοΙαηά άιιπη§ \¥θΓΐά\ν&Γ II», ΞΙανίβ Κ βνίβ\ν , 64:4 (χειμώ νας 2005), 712-46 Ργογπ ηιετ, Β. Ν α ύο η α Ι € ίβ α η ή η §: Κ βίήΗ ηύοη α§αίη8ί Ν α ζί € ο ΙΙα \)ο η ιίο η ίη Ρθ8ί\ναν ΟζββΗούοναΙάα (Καίμπριτζ, 2005) Ρπιηιΐάη, Ο. Ρ ορηΙαίίοη ΟΗαη§β8 ίη Ε ητορβ $ίηββ 1939 (Ν έα Υόρκη, 1951) ΡΓγε, Α. Ν α ζί Ο β π η α η γ αηά ίΗβ Α η ιβ ή βα η Ηβνηί8ρΗβνβ, 1 9 3 3 -1 9 4 5 (Ν ιου Χ έιβ εν, 1967) Ριη±>εΓ, ϋ . «Ο οΐη§ Εαδΐ. Οοΐοηΐαΐΐδίη αηά Ο επηαη Εΐίε ΐη Ναζΐ-Ο εεηρΐεά ΡοΙαηά», διδακτορική διατριβή, Π ολιτειακό Π ανεπιστήμιο Π ενσυλβανίας, 2003 — «Νεατ αδ Ραγ αδ ΐη Ιίιε Οοΐοηΐεδ: ΤΙιε Ναζί Οεειιραίΐοη ο ί ΡοΙαηά», Ιη ίβ πια ύοη α Ι ΗΪ8ίονγ Κβνίβχν , 26:3 (Σεπτέμβριος 2004), 541-79 ΟαΓίΐήδΙά, I. ΤΗβ ΞηννΐναΙ ο /Ε ο ν β : Μ β η ιο ίπ ο /α Κβ8Ϊ8ίαηββ Ο βίββν (Καίμπριτζ, 1991) ΟαΙτεΙΙ, Ρ. Α ΨΗοΙβ Εηιρίνβ \¥α11άη%: Κ β β§ββ8 ίη Κιΐ88Ϊα ά η ή η § ΙΥονίά Ψ αν 1 (Μ πλοΰμινγκτον, Ιντιάνα, 2005) Οεβεί, Κ. Ήβίηι ίη8 ΚβίβΗ! 'Κοηναά ΗβηΙβίη ηηά άβνΚβίβΗ^αη ΞηάβίβηΙαηά (1938-1945) (Μ όναχο, 1999) «Οε§ηεπδε1ιε Κπε§δζΐε1ε», στο Ζ β ίίδ β Η ή β β ν αηύάηάύοΗ βζ οββηύίβΗβΞ ΚββΗί η η ά νόΙΚβπββΗί, 11 (1942-3), 1-11 Οεΐδδ, I. Ώβν ροΙηίΞβΗβ Ονβηζ8ίνβίβη, 1 9 1 4 -1 9 1 8 : Ε ίη Ββίίνα§ ζην άβηί$βΗβη Κηβ§8ζίβΙροΙίύΙί ίπι Ενζίβη Ψ βΙί^ήβ§ (Λ ΰμπεκ, 1960) Οε11αΙε1γ, Κ. ΒαβΙ^ίηβ ΗίίΙβν: ΟοηΞβηί α η ά Οοβνβίοη ίη Ν α ζί Ο β π η α η γ (Ο ξφ όρδη, 2001) Οεΐΐετ, 1. Η. «ΤΙιε Κ οίε ο ί Μΐ1ΐΐαΓγ ΑάηιΐηΐδΐΓαΙΐοη ΐη Οετηιαη-οεειιρΐεά Βε1§ΐιιιη, 1940-1944», Ιο η π ια Ι ο/Μ ίΗ ία νγ ΗΪ8ίονγ, 63:1 (1999), 99-125 Ο εήαείι, Ο. ΚαΙληΙΐβνίβ Μονάβ. Ό ίβ άβιιί8βΗβ Ψ ίνίδβΗ αβ- η η ά νβπιίβΗ ίηη §φ οΙίύ/ζ ίη ΨβΪ88νη88ΐαηά, 1 9 4 1 Η 8 1 9 4 4 (Α μβούργο, 1999) ΟεΓίαεΙι, Ο. και Αίγ, Ο. Οα$ Ιβίζίβ ΚαρΐίβΙ: ΚβαΙροΙΐύΚ, Ιάβοϊο§ίβ η η ά άβν Μ ονά αη άβη ηη§αή8βΗβη Ιηάβη, 1 9 4 4 /4 5 (Στουτγάρδη, 2002) Ο επηαηγ. Αιΐδ\ναΓίΐ§εδ Ρ^Ώ\Χ.ΑηιίΙΐβΗβ8 ΜαίβνίαΙ ζηνη Μα88βηνηονά νοη Κ α ίγη (Β ερολίνο, 1943) — Ό οβηπιβηί8 οη Ο β π η α η Εονβίξη ΡοΙίβγ, 1 9 1 8 -1 9 4 5 , δεπεδ Ό (1937-1945), 13 τόμοι (Ο υάσινγκτον, 1949-83) Οεγ1, Ρ. Εηβοηηίβν8 ίη Η ΐ8ίονγ (Ν έα Υόρκη, 1961) Οήδεη, Μ., επιμ. ΒβΙ§ίηηι ηηάβν Ο ββηραίίοη (Ν έα Υ όρκη, 1947) Οΐΐάεα, Κ. Μ α ή αη η β ίη ΟΗαίη8: Ιη ΞβανβΗ ο^ίΗβ Ο β π η α η Ο ββηραίίοη (Λ ονδ ίνο, 2002) — «Κεδΐδΐαηεε, Κερπδαΐδ αηά Οοιηιηιιηΐΐγ ΐη Ο εευρΐεά ΡΓαηεε», Τναη8αβύοη8 ο / ίΗβ Κ ογαΙ ΗΪ8ίονίβαΙ δοβίβίγ, 13 (2003), 163-85 Οΐΐάεα, Κ.., λΥΐενΐοΓ^α, Ο. και \ναΓπη§, Α., επιμ. 5 η η ’ίνίη§ ΗίίΙβν αη ά Μη88θΙίηΐ: ΌαίΙγ Εί/'β ίη Ο ββηρίβά Ε η νορβ (Ο ξφ όρδη, 2006) Οΐ11ΐη§1ιαιη, I. «ΤΙιε Βατοη άε Εαιιηοΐΐ: Α Οαδε 8ΐυάγ ΐη ίίιε “Ροϋΐίεδ ο ί ΡΓοάιιεΐΐοη” ο ί Βε1§ΐαη ΙηάιΐδΐΓγ άυπη§ Ναζί Ο εειιραίΐοη» (Μ έρη I και II), Κβνηβ ΒβΙ§β άΉ Ϊ8ίοίνβ Οοηίβπιροναίηβ, 5 (1974), 1-59 — «ΤΙιε Ροΐΐίΐεδ ο ί Βιΐδΐηεδδ ΐη ίίιε Ο επηαη Ονο85ναηνη: ΤΗε Εχαηιρίε ο ί Βε1§ΐυηι», Ξίηάία Η ί8ίοήαβ Οββοηοηιίβαβ, 14 (1979), 2 3 -4 — Ιηάη8ίνγ αηά ΡοΙίύβ8 ίη ίΗβ ΤΗίνά ΚβίβΗ: ΚιιΗν ΟοαΙ, ΗίίΙβν αηά Εηνορβ (Λ ονδ ίνο, 1985) — ΟοαΙ, ΞίββΙ αηά ίΗβΚβΗηΗ ο / Εηνορβ, 1 9 4 5 -1 9 5 5 (Καίμπριτζ, 1991) ΟΐΙίηεΓ, Ρ. Ίη ίΗβ ΕήβηάΙίβ8ί Μ αηηβν': Ο βπηαη-Ό αηί8Η Ε β οη οη ιΐβ Ο οορβναύοη ά η ή η § ίΗβ Ν α ζί Ο ββηραίίοη, 1 9 4 0 -1 9 4 5 (Ν έα Υόρκη, 1998) Οΐδενΐυδ, Η. Ν. Το ίΗ β Β ΐΐίβνΕ η ά (Λ ονδ ίνο, 1948) ΟΙαδδΚεΐηι, Ε. «ΝαίίοηαΙ Μγί1ιο1θ£Ϊεδ αηά Είΐιηΐε 01εαηδΐη§: ΤΙιε Εχριιΐδΐοη ο ί Οζεείιοδίοναΐί Οεπηαηδ ΐη 1945», ΟβηίναΙΕηνορβαη ΗΪ8ίονγ, 33:4 (2000), 463-86 Οοάα, Ν. XV. Τονηοποχν ίΗβ ΨονΙά: ΗίίΙβν, ΝονίΗ\νβ8ί Α β ΐβ α αηά ίΗβ ΡαίΗ ΐοινανά Αηιβνίβα (Κ όλετζ Στέισον, Τ έξα ς, 1998) — «ΒΙαεΚ ΜαΓίίδ: ΗΐίΙεΓ’δ Βπ6εΓγ ο ί Μδ δεηΐοΓ ΟίίΐεεΓδ άυπη§ \ΥθΓΐά \Υα γ II», Ιο η π ια Ι ο / Μ ο ά β π ι ΗΪ8ίονγ, 72:2 (Ιούνιος, 2000), 413-52 Ο οεββείδ, I. ΤΗβ Οοβί>Ββΐ8 Ώίαήβ8, 1 9 4 2 -4 3 , επιμ. Ε. ΕοεΙιηεΓ (Ν έα Υόρκη. 1948)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
657
— ΤΗβ ΟοβύΗβΕ ϋ ία ή β χ , 1 9 3 9 -1 9 4 1 , επιμ. Ρ. Ταγίοτ (Λ ονδίνο, 1982) — Τα§βΜβΗβτ, επιμ. Κ. Κειιΐΐι, 5 τόμοι (Μ όναχο, 1999) — Ό ίβ Τα§βΜβΗβν νοη ΙοχβρΗ Ο ο β ύ Μ χ , επιμ. Ε. ΡΓόΙιΙΐεΙι (Μ όναχο, 1996) Οοεδείιεί, «δυΐεΐάε ηΐ ΐίιε Εηά ο ί ΐΗε ΤΤιΐτά Κε\ο\ι»,,ΙοιίΓηαΙ ο / Οοηίβπιροταιγ Η ΐχίοιγ, 41:1 (2006), 153-73 Οοίάνη, Β. «ϋΐδεηεΙίΒηΐεά νοΐεεδ : ΡιιΜΐε Ο ρΐηΐοη ίη Οταεο\ν, 1945-46», Εα8ί Εητορβαη ζ)ηαΗβήγ, 32:2 (Ιούνιος 1998), 139-65 Οοη§, Ο. ΤΗβ Ξίαηάατά ο / ^ ίν ΐΐιχ α ύ ο η ’ ίη Ιηίβπια ύοη α Ι Ξ οα βίγ (Ο ξφ όρδη, 1984) Οοοάηιαη, Ν. «Ηε&ΐίΐι ΐη ΕιίΓορε», στο Ιη ίβπια ύοη α Ι ΑββαίϊΞ, 20:4 (Λ ονδίνο, 1944), 473-80 Οοτάοη, Β. «ΤΙι© Ο οηάοίίΐεπ ο ί ΐίιε ΟοΙΙ&βοΓΗίΐοη: Μ οη νβ π ιβ η ί ΞοβίαΙ Κ ένοΙη ύοη ηα ίνβ», Ιο η π ια Ι οβ Ο οηίβπιροτατγ Η ί8ίοϊγ, 10:2 (Α πρίλιος 1975), 261-82 Ο οίί, V. «ΤΙιε Ναίΐοηαΐ δοεΐαΐΐδί Τΐιεοτγ ο ί Ιηίεπΐ3ΐΐοη&1 Ε ην^», Α π ιβή β α η Ιο η π ια Ι οβ Ιη ίβπια ύοη α Ι Ε α\ν, 32:4 (Ο κτώ βριος 1938), 704-18 Οοιιΐά, δ. \¥ . «Αυδίπαη Αίίΐίυάεδ ΐο\ναΓά Αηδ<±1ιΐδδ: Ο οΐοβετ 1918-δερίεπιΙ)εΓ 1919», Ιοη π ια Ι οβ Μ ο ά β π ι Η ίχίο ΐγ, 22:3 (Σεπτέμβριος 1950), 220-31 Οτ&ζΐοδΐ, Α. «II ηιοηάο ΐη Ειιτορα: Ν^ηιΐεΓ 6 ΐΐ “Μ εάΐο ο π εη ίε ειιτορ εο”, 1815-1948», Ο οηίβπιροναηβα , 10:2 (Α πρίλιος 2007), 193-229 Ο γ6§ογ, Ν., επιμ. Ναζίχπι, Ψαν αηά Οβηοβίάβ: Εχχαγχ ίη Η ο η ο η ν οβίβτβπιγ ΝοαίίβΞ (Έ ξ ετερ , 2005) Οπβ&ιιάΐ, Ο. Ο η β π α ίοίαΐβ: ίνα Ηοπιδβ αΙΙβαίβ β νίοίβηζβ ηαζίχίβ. Ν αροΙί β ίΐ βτοηίβ πιβήάίοηαΐβ 1 9 4 0 -1 9 4 4 (Τ ορίνο, 2005) Οπγπ&Ι, Η. Ό ββοΙοηίζαύοη: ΤΗβ Βήύ$Η , ΡτβηβΗ, ΌηίβΗ α η ά ΒβΙξίαη Επιρίνεχ, 1 9 1 9 -1 9 6 3 (Μ πόουλντερ, Κ ολοράντο, 1978) ΟΓοΙιηίΒηη, Ο. «Ρ γοιπ Εοίΐιπη^εη ΐο ΕοΐΎπΐηε: Εχρυΐδΐοη ηηά νοΙιιηΐ&Γγ Κερ&ίπ&ίΐοη», Ό ίρΙοπιαβγ α ηά Ξίαίββταβί, 16 (2005), 571-87 Οτοηάΐη, 3. Η αη8-ΟβθΓ§ Ο α άαπ ιβπ Α Βίο§ταρΗγ (Ν ιου Χ έιβ εν, 2003) ΟτοδειίΓΐΙι, Η. ΤαξβΗηβΗβν βίηβ8 Αύ\νβΗτοββίζίβν8, 1 9 3 8 -1 9 4 0 (Στουτγάρδη, 1970) ΟΐΌδδ, I. ΡοΙί$Η Ξοβίβίγ ηηάβν Ο β π η α η Ο ββηραίίοη: ΤΗβ ΟβηβταΙ§οηνβπιβπιβηί, 1 9 3 9 -1 9 4 4 (Π ρίνστον, 1979) — Ν β ί φ ύ ο κ : ΤΗβ ΌβΞίηιβίίοη οβίΗβ ]βνΑ$Η Ο οπ ιπ ιη η ίίγ ίη Ιβά\ναΗηβ (Π ρίνστον, 2002) Οιιπιζ, I. «Οεπτι&η ΟουηίεΓ-ΐηδΐΐΓ£εηεγ Ρο1ΐεγ ΐη Ιηάερεηάεηί ΟνοηΧϊη, 1941-1944», ΤΗβ Η ίΞίοήαη, 61 (1998), 33-50 — «δΐερρΐη§ βαοΐί ίΓοηι Οεδίηιείΐοη: Ιηνπδΐοη, Οεουραίΐοη ηηά Επιρΐτε ΐη Ηαβδβιιι·^ δειλία, 1914-1918», διδακτορική διατριβή, Π ανεπιστήμιο Σικάγου, 2006 Οιιηιζ, 3. Ε. «ΨβΗπηαβΗί Ρετεερίΐοηδ ο ί Μ^δδ ν ΐο ΐε η ε ε ΐη Οϊό&Ιϊςι, 1941-1942», Η ίχίοήβαΙ Ιοη π ιαΙ, 44:4 (2001), 1015-38 ΟιιίηΐΒη, I. και ΒεΓεηβΒΐιηι, Μ., επιμ. Α η α ίο π ιγ οβ ίΗβ Αη8βΗ\νίίζ ΌβαίΗ Ο απιρ (Μ πλοΰμινγκτον, Ιντιάνα, 1994) Η ηητ, I. και Ραίιίβιΐδείι, Μ., επιμ. Ο β π η α η ΞβΗοΙατΞ αηά ΕίΗηίβ ΟΙβαη8ίη§, 1 9 2 0 -1 9 4 5 (Ο ξφόρδη, 2005) Η^βεΓετ, Ε. «ΤΙιε Οεπη&η Ροΐΐεε ηηά Ο εηοεΐάε ΐη Βείοηΐδδΐα, 1941-1944. Ρ απ 1: Ροΐΐεε ϋερ1ογη ιεηί ηηά Ναζί Οεηοεΐά&Ι ϋΐτεείΐνεδ», Ιο η π ια Ι οβ Οβηοβίάβ ΚβΞβαϊβΗ, 3:1 (2001). 13-29 ΥΙη&§Χηχρ, 3. Εητορβατι Κβ8ΐ8ίαηββ ΜονβπτβηίΞ, 1 9 3 9 -1 9 4 5 : Α ΟοπιρΙβίβ Η ίχίο ιγ (Λ ονδ ίνο, 1981) Ηίΐ§εη, \Υ. Ο βπηαηχ, ΡοΙβΞ αηάΙβ\ν8: ΤΗβ Ν αίίοηαΙίίγ ΟοηβΙίβί ίη ίΗβ Ρηΐ88ίαη Εαχί, 1 7 7 2 -1 9 1 4 (Σι κάγο, 1980) Η η\\η, Ο. Οηιηάβτα§βη βηνοράίχβΗβν Ονάηιιηβ: Ε ίη Ββίίνα% ζην Νβη§β8ίαΙίηη§ άβτ ΥόΙί^βπββΗίχΐβίνν (Β ερολίνο, 1939) Η&Ιιη, Η. I. ΤΗβ 184 8 ΚβνοΙηίίοηΞ ίη Οβπηαη-8ρβα)ύη% Ε ηνορβ (Λ ονδ ίνο, 2001) Ηδηιηιεη, Ο. «Οεπη&η Ηΐδΐοπαηδ αηά ΐίιε Α ά νεηί ο ί ΐίιε Ναΐίοηπΐ δοεΐαΐΐδί δΐΗΐε», Ιο η π ια Ι οβ Μ ο ά β π ι Η ί8 ίο ιγ, 13:2 (Ιούνιος 1941), 161-88 ΗίΐηάεΙδηΐΗη, Μ. Ε α ΡοΙο§ηβ: 8α νίβ έβ οη οπ ιίςη β βί χοβίαΐβρβηά αη ί Ια §η βπβ (Π αρίσι, 1933) Ηαηδοη, I. ΤΗβ ΟίνίΙίαη ΡορηΙαίίοη αηά ίΗβ Ψατχαχν ϋ ρ ή 8 ίη § οβ 1944 (Καίμπριτζ, 1978) ΗΕΓρετ, I. Ε. Α π ιβ ή β α η Υί8ίοη8 οβ Εηνορβ: Ε ϊα η Η ίη ϋ . ΚοοΞβνβΙί, ΟβθΓ§β Ρ . Κβηηαη, αη ά ϋ β α η Ο. ΑβΗβΞοη (Καίμπριτζ, 1996)
658
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
ΗαΓΠΓηαη, Η. 81ονβηία ιιηάβτ Ν α ζί Οββιιραίίοη, 1 9 4 1 -1 9 4 5 (Ν έα Υόρκη, 1977) ΗαΓΠδοη, Ε. ϋ . Κ. «ΤΙιε Βπίίδΐι δρεείαΐ ΟρεΓαίίοηδ Εχεειιίίνε αηά ΡοΙαηά», Η ί$ίοήβαΙ Ιοη π ια Ι, 43:4(2000), 1071-91 ΗαΓΠδοη Μ. «Κ εδοιηεε Μοβίΐίδαίίοη ίοΓ ^οτΙάλΥαΓ II», Ε βοη οη ιίβ ΗΪ8ίονγ Κβνΐβ\ν, 2 (1988) ΗαΓί ΜεΓπαιη, (ϋ. «ΤΙιε Ιηάίαη ΡορηΙαίίοη ο ί Οαΐίίοπιία», Α η ιβ ή βα η Α η ίΗ ν ο ρ ο Ι ο φ ί (Οκτώβρ ιο ς-ϋ εεειη β εΓ 1905), 594-606 ΗαΓίεη, Η. Ο β-ΚιιΙίιιναίΐοη η η ά Ο βηηα η ίή βη ιη ^ : Ο ίβ ηαίίοηα ΐ8θζίαΙί8ίΪ8βΗβ Κα88βη- ηη ά ΕτζίβΗηηξΞροΙίήΙί ίη ΡοΙβη 1 9 3 9 -1 9 4 5 (Φ ραγκφοΰρτη, 1996) ΗαΓίιηαηη, Ο. «“Μ αδδεηδίεΛεη οάεΓ Μαδδεηνεπιίε1ιίυη§”: δο\ν]είίδε1ιε Κ πε§δ§είαη£εηε ΐηι “υ η ίεπ ιείιιη εη ΒαΛαΓΟδδα” », νΐβνίβΙΐαΗηΗββίβ β ιτ Ζβίί£β8βΗΐβΗίβ, 21 (2001), 102-58 — «νεΓβΓεεΙιεπδεΙιε Κτίε§ - νεΛΓεεΙιεπδεΙιε \νε!ιπηαε1ιί?» ΥίβηβΙ]αΗτ8Ηββίβ β ϊν Ζβΐί§β8βΗΐβΗίβ, 2 1 (2 0 0 4 ) ΗαΐΎεγ, Ό . «Εοδί ΟιίΙάΓεη ογ Εηειηγ Α1ίεηδ? Οαδδίίγίη§ ίίιε ΡορηΙαίίοη ο ί ΑΙδαεε αίΐεΓ ίίιε ΡίΓδί \¥ογΜ \¥αΓ » ,Ιο η π ια Ι οβ Ο οη ίβπιροτα ιγ ΗΪ8ίονγ, 34:4 (Ο κτώ βριος 1999), 537-54 Ηαδδείΐ, υ . νοη ΤΗβ νοη Ηα88βΙΙ Οίαήβ8, 1 9 3 8 -1 9 4 4 (Λ ονδ ίνο, 1948) ΗαηηεΓ, Μ. « Ό \ά Η ίίΐετ ’ΝΥαηί λΥοήά ϋοηιΐηΐοη?», Ιο η π ια Ι οβ Οοηίβηιρονανγ ΗΪ8ίογγ, 13:1 (Ια νου άριος 1978), 15-32 — Ιηάία ίηΑχίΞ 8ίταίβ%γ: Ο βπηαηγ, Ιαραη αηά Ιηάίαη ΝαίίοηαίΪ8ί8 ίη ίΗβ Ξββοηά Ψ ο ή ά Ψατ (Στουτ γάρδη, 1981) Ηα\νεδ, δ. και \¥Ιιΐίε, Κ., επιμ. Κβ8Ϊ8ίαηββ ίη Εητορβ, 1 9 3 9 -1 9 4 5 (Σάλφορντ, 1973) Ηαγεδ5Ο. ΙηάιΐΞίνγ αηά 1άβοΙο§γ: I. Ο. Εαώ βη ίη ίΗβ Ν α ζί Ε η ι (Καίμπριτζ, 1989) Ηεαάίαιη, I. \ ¥ .Α Μ βτηοίτοβίΗ β Ρ αή8Ρβαββ Οοηββτβηββ, 1919 (Λ ονδίνο, 1972) ΗεεΓ, Η. και Ναηιηαηη, Κ., επιμ. Ψ ατ οβ Ε χίβπη ΐη α ίίοη : ΤΗβ Ο βπη α η ΜίΙίίατ/γ ίη Ψ ο ή ά Ψατ II, 1 9 4 1 -1 9 4 4 (Ν έα Υ όρκη, 2000) Η είβετ, Η. « ϋ ε τ Οεηεταΐρίαη Οδί: Βοΐαιιηεηΐαΐίοη», ΥίβνίβΙΐαΗηΗββίβ β ίν Ζβίί§β8βΗΐβΗΐβ, 6 (1958), 280-326 — επιμ. ΗίίΙβτ αη ά ΗΪ8 ΟβηβηιΙα: Μ ίΙίίατγ Οοη/βνβηββ8, 1 9 4 2 -4 5 (Ν έα Υ όρκη, 2003) ΗείΚε, \¥ .-Ό . ΤΗβ υΙσ α ίη ία η Ο ί νΪ8ίοη ίΟαΙίβία \ 1 9 4 3 -4 5 : Α Μ βπ ιοίν (Τ ορόντο, 1988) Ηείηειηαηη, I. (Κα88β, 8ίβάΙηη§, άβηί8βΗβ8 Β Ιη ί’: Οα8 Κα88β- η ηά ΞίβάΙηη& Ηαηηιρίαηιί άβν 5 8 η η ά άίβ ηΐ88βροΙίίΪ8βΗβ Ν βηονάηηη§ ΕιΐΓορα8 (Γκαίτινγκεν, 2003) Η εΛ ετ ί, υ . «ΕαβοιίΓ αηά Εχίεπηίηαίίοη: Εεοηοιηίε Ιηίεΐ'εδί αηά ίίιε Ρπιηαεγ ο ί ΨβΙίαη8βΗαηηη§ ίη ΝαίίοηαΙ δοείαΐίδΐη», Ρ«5ί αηάΡνβ8βηί, 138:2 (1993), 144-95 — ΗίίΙβτ’8 ΕθΓβί§η Ψ ονίίβπ: Εη/ονββά Εονβψ/ι ΕαΒον ίη Ο βπη α ηγ ιιηάβτ ίΗβ ΤΗινά ΚβίβΗ (Καίμπριτζ, 1997) — Ββ8ί: ΒίοξταρΗί8βΗβ 8ίηάίβη ί'ώβτ Καάί^αΙί8ητιΐ8, ΨβΙίαη8βΗαηηη§ η ηά Υβπιηηβί, 1 9 0 3 -1 9 8 9 (Β όννη, 2001) — επιμ., Ν αίίοηαΙ 8οβίαΙί8ί Ε χίβπη ΐη α ίίοη ΡοΙίβίβ8: Ο οηίβιηροναιγ Ο β πη α η Ρβν8ρββΐίνβ8 αηά ΟοηίΓονβΓ8ίβ8 (Ν έα Υόρκη, 2000) \Ναίίοηαΐ8οζίαΙί8ίί8βΗβ ΥβπιίβΗίηη§8ροΙίίίΚ 1 9 3 9 -1 9 4 5 (Φ ρα γκφοΰρτη, 1998)] Η ετί, I. «ΤΙιε “Ιεχνίδΐι λΥαΓ”: Ο οεββείδ αηά ίίιε ΑηΙί-δεηιίΐίε Οαηιραί§ηδ ο ί ίίιε Ναζί ΡΓορα§αηάα ΜίηίδίΓγ», Η οΙοβαη8ί αηά Οβηοβίάβ 8ίιιάίβ8 , 19:1 (άνοιξη 2005), 51-80 ΗετΓε, Ρ. Οβηί8βΗΙαηά η ηά άίβ Εητοράί8βΗβ Ονάηηη% (Β ερολίνο, 1941) Η εηνί£, Η. «Τιιηεδ ο ί Ο ΙοΓγ αί ίίιε Τ\νί1ί§1ιί δία§ε: ΤΙιε Βαά ΗοηώυΓ^ Ο ο \ν η Οουηείΐ αηά ίίιε Ενοΐιιίίοη ο ί Ο επηαη δίαίεεΓαΐί, 1917/1918», Ο βπη α η 8ΐηάίβ8 Κ βνίβ\ν , 6:3 (Ο κτώβριος 1983), 475-94 Η ετζ, Τ «ΤΙιε Κίδε αηά Οειηίδε ο ί ίίιε Τ εη ίίο π α ΐ δίαίε» Ψ ο ή ά ΡοΙίίιβ8 , 9:4 (Ιούλιος 1957), 473-93 — «ΤΙιε ΤεΓπίοπαΙ δίαίε Κενίδίίεά: Κείΐεείίοηδ οη ίίιε ΡιιίιίΓε ο ί ίίιε Ν αίίοη-δίαίε», ΡοΙίίγ, 1:1 (Α ύγουστος 1968), 11-34 ΗεΓΖδίείη, Κ. ΨΗβη Ν α ζί Ονβαηΐ8 Ο οπιβ Τηιβ: ΤΗβ ΤΗΐτά ΚβίβΗ ’ν ΙηίβηιαΙ 5ΐηΐ£§1β ονβτ ίΗβ Ειιίιιτβ οβ Ε ητορβ αβίβνα Ο βπη α η Υ ίβίοιγ: Α Ε οοΙί αί ίΗβ Ν αζί ΜβηίαΙΐιγ, 1 9 3 9 -4 5 (Λ ονδίνο, 1982) ΗενάεεΚεΓ, 1. ίΙη 8θΙάαί αΙΙβιηαηά άαη8 ΙβχΗβίίο άβ Υ α κ ο νίβ 1941 (Π αρίσι. 1986) Ηίάεη, Τ ΤΗβΒαΙίίβ 8ίαίβ8 αηά Ψ βίηιατ θ8ίροΙίίίΙί (Καίμπριτζ, 1987)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
659
Ηί11)6Γ§, Κ. ΤΗβ Όβαΐηιβίίοη ο/ίΗ β Εηνορβαη (Ν έα Υ όρκη, 1985) — ΤΗβ Ό βχίηιβίίοη ο/ίΗ β Εηνορβαη Ιβ \ν 8 , 3η έκδοση (Νιου Χ έιβεν, 2003) ΗΐΙάεΒπιηά. Κ. Υοηι ΚβίβΗ ζιηη ΨβΙίνβίβΗ: ΗίίΙβτ, Ν 5 Ό Α Ρ ιιη ά ΙίοΙοηίαΙβ Ρνα§β, 1 9 1 9 -1 9 4 5 (Μ όνα χο, 1969) — ΌβηίχβΗβ Α ηββηροΙίίίΙϊ 1 9 3 3-1945: Κ α ΙΜ Ι οάβν Ό ο ρ η α ? (Στουτγάρδη, 1971) ΗΐΠ, Α. Ψ αν ΒβΗίηά ίΗβ Εαχίβπι Ε νοηί: ΤΗβ Ξονίβί Ρανίίζαη Μ ονβη ιβη ί ίη ΝονίΗ-\νβ$ί Κη$ήα, 1 9 4 1 -1 9 4 4 (Λ ονδίνο, 2005) Ηΐΐΐ, Ο. Τνβηά$ ίη ίΗβ ΟίΙ Ιηάιιαίτγ ίη 1944 (Ο υάσινγκτον, 1944) Ηΐΐΐ^πιβετ, Α., επιμ. Ξίααίχνηάηηβν η ηά ΌίρΙονηαίβη Ηβί ΗΐίΙβν (Φ ραγκφούρτη, 1970) — «Εη^ΙίίικΓδ Ρΐαεε ΐη ΗΐίΙεΓ’δ Ρ1αη§ ίοΓ λΥοιϊά Όοηιΐηΐοη», ΤοιινηαΙ ο / Ο οηίβιηροναιγ Η ώ ίονγ, 9:1 (Ια νουά ριος 1974), 5 -2 2 ΗΐιηπιΙεΓ, Η . ΚβίβΗζβΐΗνβν! Βνίβ/β αη η ηά νοη ΗίνηνηΙβν, επιμ. Η. ΗεΐβεΓ (Στουτγάρδη, 1968) — ΗβίηνίβΗ ΗίηινηΙβν: ΟβΗβίνηνβάβη 1933 Ηί$ 19 4 5 , επιμ. Β. δηιΐΐΐι και Α. Ρ. Ρεΐετδοη (Β ερολίνο, 1974) Ηΐηά1ογ, Μ. «Νε^οΙΐΗίΐη^ ίΐιε Βοιιηά&ιγ ο ί υηεοηάίΐΐοηαΐ διπτεηάει*: ΤΊι6\¥ηγ Κ είυ §εε ΒοαιχΙ ΐη δ\νεάεη αηά Ναζί Ρτοροδαΐδ ϋο Καηδοιη 1ε\νδ, 1944-45», Η οΙοβαηχί αη ά Ο βηοβίάβ Ξίηάίβχ, 10:1 (άνοιξη 1996), 52-77 Η ΐοηΐάου, V. Ρανηίηβ αηά ΌβαίΗ ίη Οββηρίβά Ονββββ, 1 9 4 1 -1 9 4 4 (Καίμπριτζ, 2006) Ηΐπ>εΗίε1ά, Ο., επιμ. ΡοΙίβίβα ο /Ο β η ο β ίά β : Τβ\ν$ αηά Ξονίβί Ρή$οηβν$ ο / Ψαν ίη Ν α ζί Ο β π η α η γ (Βοσ τ ό ν η ,1986) — Ν α ζί ΚιιΙβ αηά ΌηίβΗ ΟοΙΙαΗοναίίοη: ΤΗβ ΝβίΗβνΙαηάχ ηηάβν Ο βπη α η Ο ββηραίίοη , 1 9 4 0 -1 9 4 5 (Ο ξφ όρδη, 1988) Ηΐίίει*, Α., ΗΐίΙβν: ΞρβββΗβζ αηά ΡνοβΙανηαίίοηζ , 1 9 3 2 -1 9 4 5 , επιμ. Μ. Οοηιαπίδ, 4 τόμοι (Ο υωκόντα, Ιλινόι, περ. 1990-2004) — ΗίίΙβν’χ Ξββοηά Βοο&: ΤΗβ ϋηρηΜάΗβά ΞβφιβΙ ίο Μβίη Κ α η ι ρ επιμ. Ο. \νεΐηβετ§ (Ν έα Υόρκη, 2006) Η οατε, Μ. Α. Οβηοβίάβ αηά Κβήζίαηββ ίη ΗίίΙβν’χ Βοζηία: ΤΗβ ΡανίίχαηΞ αηά ίΗβ ΟΗβίηίΚζ, 1 9 4 1 -1 9 4 3 (Ο ξφ όρδη, 2006) Η οείΐΐ, \¥ . ΤΗβ Ξββνβί Ρνοηί: ΤΗβ Ξίονγ ο/ Ν α ζ ί Ε ψ ίο η α § β (Ν έα Υόρκη, 1954) ΗοίίΐΏίΐηη, δ. «ΟοΙΙαβοΓαίΐοη ΐη Ρταηοο άιιπη§ ΧΥογΜ \¥ ε γ II», ΙοηνηαΙ ο(' Μ οάβνη Η ίζίονγ, 40:3 (Σεπτέμβριος 1968), 375-95 ΗοΗεηδΙεΐη, Α. ΨανίΗβΙαηάίχβΗβχ Τα^βΗιιβΗ αηχ άβη ΙαΗνβη 1941/42 (Στουτγάρδη, 1961) Ηοΐιη, Κ. Υ β ι/α ^ ιιη ^ Ι ία ιη ρ /η η ά Ηββνβχβίά; Όβν Κ α νη ρ/ άβ$ Βηνββνίιιηιχ ηπι άα$ Ηββν (1 8 1 5 -1 8 5 0 ) (Λ ειψ ία, 1938) ΗόΗηε, Η. ΤΗβ Ο νάβνο/ίΗ β ΌβαίΗ 5 Ηβαά: ΤΗβ Ξίονγ ο /Η ίίΙβ ν ’χ 5 5 (Ν έα Υόρκη, 1970) ΗοηάΐΌδ, I. Ο ββηραίίοη αη ά Κβή$ίαηββ: ΤΗβ Ο νββΙίΑξοηγ, 1 9 4 1 -1 9 4 4 (Ν έα Υόρκη, 1983) Η οονετ Ιηδΐΐΐυΐΐοη, Εναηββ άιινίηβ ίΗβ Ο βπη α η Ο ββηραίίοη , 1 9 4 0 -1 9 4 4 : Λ ΟοΙΙββίίοη ο/' 292 Ξίαίβνηβηίχ οη ίΗβ Ο ονβνηηιβηί ο(Μ ανέβΗαΙ Ρ έίαίη α η ά Ρίβννβ Ε αναΙ , 3 τόμοι (Στάνφορντ, 1958-9) Η οπ ιε, Ο. Ρ., επιμ. Ξοηνββ Κββονάζ ο/ίΗ β Ονβαί Ψ αν , τόμ. 5 (Ν έα Υόρκη, 1923) Η οιίΐιν, Μ. ΤΗβ Ο οηβάβηίίαΙ Ραρβνχ ο/Α ά η ιίνα ΙΗ ονίΗ γ, επιμ. Μ. δζΐηαΐ και Ε. δζύεδ (Βουδαπέστη. 1965) Ηοδδ, Κ. ΌβαίΗ ΌβαΙβν: ΤΗβ Μβτηοίνα ο/ίΗ β 5 5 Κοτηνηαηάαηί αί Αιι$βΗ\νίίζ (Ν έα Υόρκη, 1996) Ηοιίδάεη, Μ. «Ε\να1άε Αηιηιεηάε αηά ΐίιε θΓ§αηΐζαΙΐοη ο ί Ναΐΐοηαΐ Μ ίηοπΐΐεδ ΐη ΙηΙεπνΗΓ Ειιτορε», Ο βπη α η Η ίχίονγ, 18:4 (2000), 439-60 — Ηαη$ ΡναηΚ: ΕβΗβηχναηνη αηά ίΗβ Η οΙοβαηΜ (Ν έα Υόρκη, 2003) Ηιιΐΐ, Ο. ΤΗβ Μ βπιοίνχ ο/Ο ονάβΙΙΗ ηΙΙ (Ν έα Υ όρκη, 1948) Ηιιΐΐ, I. ΑΗζοΙιιίβ Ό βχίηιβίίοη: Μ ίϊίίανγ ΟηΙίηνβ αηά ίΗβ Ρναβίίββχ ο(' Ψαν ίη ΙπιρβνίαΙ Ο β π η α η γ (Τθακ α ,2006) Ηϋίίεη1)6Γ§ει\ Ρ. Όίβ Οαιύβίίβν: Ξίηάίβ ζιηη Ψ αηάβΙ άβ$ ΜαβΗίβββϊββα ίη άβν Ν Ξ Ό Α Ρ (Στουτγάρδη, 1969) Ηιιίΐοη, Μ. Καββ αηά ίΗβ ΤΗίνά ΚβίβΗ: Είη%ηί$ίίβ$, ΚαβίαΙ ΑηίΗνοροΙο^γ αηά Οβηβίίβζ ίη ίΗβ Όίαϊββίίβ ο /Υ ο ΙΙί (Καίμπριτζ, 2005) Ην&ιη. Κ. Βνίίαίη ’.ν ΌββΙίηίη§ Εηιρίνβ: ΤΗβ Κ οα ά ίο Ό ββοΙοηίζαίίοη , 1 9 1 8 -1 9 6 8 (Καίμπριτζ, 2006)
660
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
Ιΐαη Τ γοοπ, 8. Ιιηα§ίηίη§ Ζ ΐοη : Όνβαιηζ, Ω βήβηζ αηά ΚβαΙΐίίβ8 ΐη α Οβηίιαγ ογΙβ\νΪΞΗ ΞβίίΙβνηβηί (Νιου Χ έιβεν, 2003) Ιΐαη Ττοεη, 8. και Ειιεαδ, Ν., επιμ. Ι8ναβ1: ΤΗβ Είν8ί Ωββαάβ ο/Ιη ά βρβ η ά β η β β (Ώ λμ πα νυ, 1995) Ιη§Γαο, Ο. και 8ζαβο, Ρ., επιμ. ΤΗβ Ο β π η α η 8 αηάΐΗ βΕ αΞί (Ο υέσ τΛ ά φ α γετ, Ιντιάνα, 2007) ΙηΙεΓηαίΐοηαΙ Μΐ1ΐίαΓγ Τηβιιηαΐ ΤήαΙ ο / ίΗβ Μ α]ον Ψ αν ΟνΐηιΐηαΙχ Ββ/ονβ ίΗβ ΙηίβπιαίΐοηαΙ Μ ΐΙΐίαιγ ΤνώηηαΙ, 14 Ν ονβ η ώ β ν 1 9 4 5 -1 Ο βίοδβν 1 9 4 6 , 42 τόμοι (Ν υρεμβέργη, 1947-9) — ΤήαΙ ο / ίΗβ Μ α]ον Ψ ατ Ο ήηιΐηαΙζ Ββ/ονβ ίΗβ Νηβνηΐοβνξ ΜΐΙΐίανγ ΤήΗηηαΐΞ ιιηάβτ ΟοηίνοΙ ΟοιιηβΐΙ Ε α \ν Ν ο . 1 0 , 15 τόμοι (Ο υάσινγκτον, 1949-53) Ιηιιά, Α. «Εα Οεπηαηΐδαίίοη άεδ ηοπίδ εη ΑΙδαεε εηΐΓε 1940 εί 1944», Κβνηβ ά ’Α Ε αββ, 113 (1984), 239-61 Ιία1γ, ΜΐηΐδίεΓΟ ά’Α ίία π Ε δΐεπ I ϋ ο β η η ιβ η ίΐ ΌΐρΙονηαίΐβΐ (Ρώμη, 1953-) ΙέίςΚοΙ, Ε. ΕναηΕνβΐβΗ ΐη Η ΐύ β η Εηνορα (Στουτγάρδη, 1966) ΙαεΚδοη, I. Εναηββ. ΤΗβ ϋαν& Υβαν8, 1 9 4 0 -1 9 4 4 (Ο ξφ όρδη, 2001) — ΤΗβ ΕαΙΙ ίή Ε η ιη ββ : ΤΗβ Ν α ζί Ιη να ή ο η ο / 1940 (Ο ξφ όρδη, 2003) ΙαεοβηιενεΓ, λ¥. « ϋ ιε ροΐηΐδείιε λνΐάεΓδίαηάδ1)ε\νε£ΐιη£ ΐηι ΟεηεΓαΙ Ο οιινεπιεηιεηί ιιηά ΐΙίΓε ΒειίΓΙεΐ1ιιη£ άιίΓεΙι άειιίδείιε Οΐεηδίδίεΐΐεη», νΐβπβΙ]αΗν8Ηβββ βην Ζβΐί§β8βΗΐβΗίβ, 25:4 (1977), 655-81 Ιεΐΐηεΐί, Υ. «δίονα&α’δ Ιηίεπιαΐ Ρο1ΐεγ αηά ίίιε ΤΙιΐΓά Κεΐεΐι, Αιι§ιΐδί 1940-Ρ εβ. 1941», ΟβηίναΙ Εηνορβαη Η ΐή ο ιγ , 4:3 (1971), 242-70 Ιεηηΐη§δ, Ε. Τ. ΥίβΗγ ΐη ίΗβ Τνορΐβζ: Ρ έίαΐη ’ν Ν α ίίοη α Ι Κ βνοΙηίΐοη ΐη Μαάα§α8βαν, ΟηαάβΙοηρβ, αηά ΙηάοβΗΐηα, 1 9 4 0 -1 9 4 4 (Στάνφορντ, 2001) .Ιεηδεη, \¥ . Ο. «ΤΙιε ΙηιροΓΐαηεε ο ί Εηετ§γ ΐη ίίιε ΡίΓδΐ αηά 8εεοηά λΥοΓίά \ΥαΓδ», Η ΐ$ίοήβαΙ Ιο η π ια Ι, 11:3 (1968), 538-54 ΙοεΙίΓηαηη, XV.. επψ .Α άοΙΙΉ ΐίΙβν: Μ οηοΙο§β ΐηι ΕηΗνβν-Ηαιιρίψιανίΐβν, 1 9 4 1 -1 9 4 4 (Α μβούργο, 1980) ΙοεΓ§εδ, Ο. «ΕιίΓορε α Ονο88ναηνη1 ΚιιρίιίΓε, Οοηίΐηιιΐίγ αηά Κε-εοηίΐ§ιΐΓαίΐοη ΐη ίίιε Εε§α1 Οοηεερίιιαίΐζαίΐοη ο ί ίίιε Ιηίε§Γαίΐοη Ρ κήεεί», Ε Π Ι Ψον]<;ΐη§ Ραρβν, Ε α\ν ηο. 2 0 0 2 /2 , 13 — «Οοηίΐηιιΐίΐεδ αηά Όΐδεοηίΐηιιΐίΐεδ ΐη Ο επηαη Εε§α1 ΤΙιοιι§1ιί», Ε α \ν αηά Ο ή ίΐφ ιβ , 14 (2003), 297-308 ΙοεΓ§εδ, Ο. και Οΐιαίεΐ^ΐι, Ν. 8., επιμ. Ώανίίβν Εβ§αβΐβ8 ο /Ε α \ν : ΤΗβ 8Ηαάο\ν ο / Ν α ίίοηα Ι 8οβΐαΙΪ8νη α η ά Εα8βΪ8νη ονβν Εηνορβ α η ά ΐί8 Εβ§αΙ Τναάΐίΐοη8 (Ο ξφ όρδη, 2003) Ιοίιηδοη, Ο. ΤΗβ 8 ο π ο \ν8 ο /Ε η ιρ ίνβ : ΜΐΙΐίαή8πι, 5ββνββγ αη ά ίΗβ Ε η ά ο/ίΗ β ΚβριώΙΐα (Ν έα Υ όρκη, 2004) ,ΙοΙιηδΙοη, Η. «ΤΙιε ΕηιρΐΓε αηά ΑηίΙΐΓορο1ο§γ», ΝίηβίββηίΗ Οβηίηνγ α η ά Α β β ν, 327 (Ιούλιος 1908), 133-46 Ιιιάί, Τ., επιμ. Κβ5Ϊ8ίαηββ αηά Κ βνοΙηίΐοη ΐη Μ βάίίβπαηβαη Εηνορβ, 1 9 3 9 -1 9 4 8 (Λ ονδίνο, 1989) Κα§αη, I. και Οοΐιεη, ϋ . Ξηννΐνΐη§ ίΗβ Η οΙοβαη8ί \νΐίΗ ίΗβ Κη88ΐαη Ιβ\νΪ8Η Ρανίΐ8αη8 (Λ ονδίνο, 1997) ΚαΙΐΓδ, Η. ΜοάβΙΙβ β ίν βίη άβηί8βΗβ8 Εηνορα: όΐίοη ονη ΐβ η η ά Ηβπ8βΗ αβ ίνη Ονθ88\νΐνΐ8θΗαβ8ναιινη (Β ερολίνο, 1992) Κα11αγ, Ν. Η ηη^αήαη Ρνβηιΐβν: Α Ρβν5οηαΙ Α β β ο η η ί ο / α Ν α ίΐο η ’5 Ξίνη§§1β ΐη ίΗβ Ξββοηά ΨονΙά Ψ αν (Λ ονδ ίνο, 1954) Καιηΐηδία, Τ. «ΒΐδίηαΓεΙί αηά ίίιε Ροΐΐδίι Οιιεδίΐοη: ΤΙιε ‘Ήι11ά^§αη§δί&11^ίεη,, ΐο να τζΐη ΐη 1894», Οαηαάΐαη Ιο η π ια Ι ο£Η Ϊ8ίονγ, 22 (Α ύγουστος 1988), 235-50 Καρ, I., επιμ. ΤΗβ Τνα§βάγ ο/ΞΐΙβ8ία, 1 9 4 5 -4 6 : Α Ω οβηνηβηίανγ Α β β ο η η ί \νΐίΗ α ΞρββίαΙ Ξηννβγ ο / ίΗβ ΑνβΗάΐοββ8β ο/Β νβ8ΐαη (Μ όναχο, 1952/3) ΚαρρεΙεΓ, Α. «υΐααΐηΐαη ΗΐδίθΓγ ίτοιη α Ο επηαη ΡεΓδρεείΐνε», ΞΙανίβ Κβνΐβ\ν, 54:3 (φ θινόπω ρο 1995), 691-701 Καπιγ, Μ., Μ ΐΐοίονα, και ΚαΓηα, Μ., επιμ. Όβηί8βΗβ Ρ οΐΐίίΐϊ ίνη ΎνοίβΚίοναί ΒόΗνηβη η ηά Μ άΗνβη’ηηίβνΚβίηΗανάΗβγάνΐβΗ, 1 9 4 1 -1 9 4 2 :Ε ΐηβΏ οΚ ηνηβηίαίίοη (Β ερολίνο, 1997) ΚαΓδΙα, 1 . 8ίονγ ο / α Ξββνβί Ξίαίβ (Βοστόνη, 1944) Καδετ, Μ., επιμ. ΤΗβ Ε βο η οη ιΐβ ΗΪ8ίονγ ο /Ε α 8 ίβ π ι Εηνορβ, 1 9 1 9 -1 9 7 5 . 3 τόμοι (Ο ξφ όρδη, 1986) Καΐζ, I. Α. «ΤΙιε Ο οηεερί ο ί Ονετεοιηΐη§ ίίιε Ροΐΐίΐεαΐ: Αη Ιηίεΐΐεείιιαΐ Βΐθ£Γαρ1ιγ ο ί 88 8ίαηάαηεη£ίι1ΐΓεΓ αηά ΡΓθίεδδθΓ Ό ΐ ΚεΐηΙιαΓά Ηοΐιη, 1904-1944», μεταπτυχιακή διατριβή Μ Α, Π ανεπιστήμιο ΥΐΓ§ΐηΐα Οοπιιηοηλνεαίίΐι, 1995
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
661
Καγ, Α . ΕχρΙοίίαίίοη, Κβ8βίίΙβηιβηί, Μα88 Μιινάβν: ΡοΙίίίβαΙ αηά Ε β ο η ο η ύβ Ρ1αηηίη§ /ο ν Ο βηηαη Ο ββιιραίίοη ΡοΙίβγ ΐη ίΗβ Ξονίβί ϋ η ίο η , 1 9 4 0 -1 9 4 1 (Ν έα Υ όρκη, 2006) Κεά\ναΓά, Η. Κ. Κβχίχίαηββ ίη Ρναηββ: Α Ξίηάγ ο / Ιάβα$ αηά Μ ο ύ ν α ύ ο η ίη ίΗβ ΞοηίΗβνη Ζοηβ, 1 9 4 0 -1 9 4 2 (Ο ξφ όρδη, 1978) — Ιη ΞβανβΗ ο/ίΗ β Μ αημίζ: ΚιιναΙ Κβχΐχίαηββ ίη ΞοηίΗβνη Ρναηββ, 1 9 4 2 -1 9 4 4 (Ο ξφ όρδη, 1993) Κ ε Μ , Η. Κνί8βηνηαηα§βν ίνη Ώνίίίβη ΚβίβΗ: 6 ΙαΗνβ Ρήβάβη, 6 ΙαΗνβ Κήβ§: Ε ή η η β η ιη ξβ η (Ντύσσελντορφ, 1973) Κεηηαη, Ο. Ενοπι Ρνα§ηβ α/ίβν ΜιιηίβΗ: Ο ίρΙοιηαίίβ Ραρβν8, 1 9 3 8 -1 9 4 0 (Π ρίνστον, 1968) Κ εηί, Ο. κ.ά., επιμ. ΤΗβ Ε ίο η αηά ίΗβ Εα§1β: Ιηίβνάί8βίρΙίηανγ Ε88αγ8 οη Οβηηαη-Ξ ραηίχΗ ΚβΙαίίοη8 ονβν ίΗβ Οβηίηήβ8 (Λ ονδίνο, 2000) Κ εηί, Ο. Ο. «Βηίαίη ίη ΐίιε λΥίηΐεΓ ο ί 1940 αδ δ εεη ίΐΌηι ΐίιε \νί11ιε1ηΐδίΓαδδε», Η ίχίονίβαΙ Ιοη νη α ΐ , 6:1(1963), 120-30 ΚεΓδΙιαν/, I. «ΙηιρΓονίδεά Ο εηοείάε? ΤΙιε ΕηιεΓ^εηεε ο ί ΐίιε “ΡίηαΙ δοΐιιΐίοη” ίη ΐίιε “\ναΓΐΙιε§αιι”», Τναη8αβίίοη8 ο/ίΗ β Κ ογαΙ Ηί8ίονίβαΙ Ξοβίβίγ (1994), 51—78 — ΗίίΙβτ, 1 8 8 9 -1 9 3 6 : Η ιώ νίχ (Ν έα Υ όρκη, 1999) ΚεΓδίεη, Ρ. ΤΗβ Κβνχίβη Μβνηοίνχ, 1 9 4 0 -1 9 4 5 (Λ ονδίνο, 1956) Κεδΐ1ίη§, Κ. \¥ . «ΒΙαεΚδ υηάεΓ ΐίιε δχναδί&α: Α ΚεδεαΓεΙι Ν οίε», ΙοηνηαΙ ο /Ν β § ν ο Η ί8ίονγ, 83:1 (χειμώ νας 1998), 84-99 ΚεΐίεηαεΙίεΓ, Ε. «ΤΙιε Αη§1ο-δονίεΐ ΑΙΙίαηεε αηά ΐίιε ΡΓοΜεηι ο ί Ο επηαηγ, 1941-1945», ΙοηνηαΙ ο/Ο ο η ίβπ ιρο να νγ Η ίζ ίο ιγ , 17:3 (Ιούλιος 1982), 435-58 Κίδδ, Ο. «Ροΐίΐίεαΐ Οεο§ΓαρΙιγ ίηΐο Οεοροΐίΐίεδ: Κ εεεηΐ Ττεηάδ ίη ΟεΓηιαηγ», ΟβοξναρΗίβαΙ Κ βνίβ\ν , 32:4 (Ο κτώ βριος 1942), 632-45 Κίΐδοη, δ. «Ρ γοπι Εηΐΐιιΐδίαδίη ίο ΒΐδεηεΙιαηίΓηεηί: ΤΙιε Ρτεηεΐι Ροΐίεε αηά ΐίιε Υίοΐιγ Κ ε§ίιηε, 1940-1944», Οοηίβπιρονανγ Εηνορβαη Η ίχίονγ, 11:3 (2002), 371-90 — ΥίβΗγ βί Ια βΗα88β αιιχ β8ρίοη8 ηαζίχ, 1 9 4 0 -1 9 4 2 : ΟοηιρΙβχΐίέΞ άβ Ια ρ ο ΐίίίψ ιβ άβ βοΙΙαύοναίίοη (Π αρίσι, 2005) — «δργίη§ ίοΓ Ο επηαηγ ίη νίεΐιγ Ρταηεε», Η ίχίονγ Τοάαγ, 56:1 (Ια νουά ριος 2006), 38-45 ΚΙαΓδίεΙά, δ., επιμ. ΤΗβ ΗοΙοβαιΐΞί αηά ίΗβ Ν β ο-Ν α ζί Μ γίΗ οπιαηία (Ν έα Υόρκη, 1978) Κ1ίη§, Η., επ ι μ. Όβνηαίίοηαΐ8θζίαΙΪ8ίΪ8βΗβ Κ ή β § (Φ ραγκφούρτη, 1990) Κ1ίη§εηιαηη, Ο. «υΓδαε1ιεηαηα1γδε υηά εΐΐιηοροΐίίίδείιε Οε§εηδΐΓαΐε§ίεη ζιιηι ΕαηάαΓβείΐεπηαη§ε1 ίη άεη Οδί§ε1>ίεΐεη: Μαχ λΥεΒετ, άαδ Ιηδΐίίιιΐ ίΐχτ δίααίδίθΓδε1ιιιη§ ιιηά άεΓ ΚείεΙίδίιιΙίΓεΓ §8»,ΙαΗ νΙ)ηβΗ /ην ΞοζίοΙο§ίβ§β8βΗίβΗίβ (1994), 191-203 ΚΙίηΙάιαηιηιεΓ, Ε. Ζ η ’ίχβΗβη Β ηηάηί8 η η ά Ββ8αίζηη§: Οα8 ηαίίοηαΐ8θζίαΙΐ8ίί8βΗβ Όβηί8βΗΙαηά η η ά άίβ Κ β ρ ιώ Μ ν ο η 8αΙό, 1 9 4 3 -4 5 (Τύμπινγκεν, 1993) Κΐιι^ε, Ρ. «Ναζίοηαΐδοζίαΐίδΐίδείιε ΕιΐΓοραίάεο1ο§ίε», ΥίβνίβΙ]αΗν8Ηβ/ίβ /η ν Ζβίί§β8βΗίβΗίβ 3:3 (1955), 240-75 ΚΙιι^ολνδΜ, Ζ .Ό ία ν γ/ν ο π ι ίΗβ Υβανχ ο/Ο β β η ρ α ίίο η , 1 9 3 9 -1 9 4 4 (Ο υρμπάνα, Ιλλινόι, 1993) Κηοχ, Μ. ΗίίΙβν’8 ΙίαΙίαη Α11ίβ8: Κ ογαΙ Α η η β ά Εονββ8, Εα8βί8ί Κ β φ η β αηά ίΗβ Ψ αν ο / 1 9 4 0 -1 9 4 3 (Καίμπριτζ, 2000) Κοείι, Η. \Υ. Ιη ίΗβ Νανηβ ο/ίΗ β ΥοΙ/ί: Ρ οΙίίίβα υη 8ίίβ β ίη Η ΐίΙβν’8 Ο β π η α η γ (Λ ονδίνο, 1997) Κοείιεηΐιοίί, Ο. «ΟτοδδΓαιιηι^εάαηΙίε ηηά νϋ Μ δ εΙιε Ιά εε ίηι Κεείιΐ», Ζβίί8βΗή/ί /η ν αη8ΐάηάί8β)ιβ8 ό//βηίΙίβΗβ8 ΚββΗί η η ά ΥόΙΙ<:βηββΗί, 12 (1944), 34-82 ΚοεΜ, Κ. Ε. «Οοΐοηίαΐίδηι ίηδίάε ΟεΓηιαηγ, 1886-1918», Ιο η η ια Ι ο /Μ ο ά β νη Η ί8ίονγ , 25:3 (Σεπτέμ βριος 1953), 255-72 — «Α ΡΓεΙιιάε ΐο ΗίΐΙεΓ’δ ΟΓεαίεΓ ΟεΓηιαηγ», Ανηβνίβαη Η ί8ίοήβαΙ Κ βνίβ νν, 59:1 (Ο κτώβριος 1953), 43-65 — Κ Κ Ρ Ό Υ : Ο β η η α η Κβ8βίίΙβνηβηί αηά Ρ ορηΙαίίοη ΡοΙίβγ 1 9 3 9 -1 9 4 5 : Α ΗΪ8ίονγ ο / ίΗβ ΚβίβΗ Ο ονηηιί88ίοη/ον ίΗβ Ξίνβη§ίΗβηίη§ ο /Ο β π η α η ά ο η ι (Καίμπριτζ, Μ ασσαχουσέτη, 1957) Κο^αη, Α. «δοείαΐ ΒεπιοεΓαεγ αηά ΐίιε ΟοηΠίεΐ ο ί Ναΐίοηαΐίΐίεδ ίη ΐίιε ΡίαβδβιΐΓ^ ΜοηαΓεΙιγ», Ιο η η ια Ι ο /Μ ο ά β νη Η ί8ίονγ , 21:3 (Σεπτέμβριος 1949), 204-11 Κοηηαΐΐιγ, Α. και δίοε1ί\νε11, Κ. Ο βπη α η Μ ίηοήίίβ8 αηά ίΗβ ΤΗίνά ΚβίβΗ: ΕίΗηίβ Οβννηαη8 ο/'Ε α8ί ΟβηίναΙΕηνορβ Ηβίννββη ίΗβ Ψαν8 (Ν έα Υόρκη, 1980)
662
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
Κ ορείεν, Ε. ΤΗβ Ε ά η βα ύοη ο)'α Τηιβ ΒβΙίβνβτ (Ν έα Υόρκη, 1980) Κοταΐΐία, I. «Ο επηα ην’δ Αίίΐίιιάε ΐο ίίιε ΝαίίοηαΙ ϋΐδίηίε§Γαίΐοη ο ί Οίδίείΐΐιαηΐα», Ιο η π ια Ι ο / Ο οηίβηιροτα?γ Η Ϊ8ίοιγ, 4:2 (Α πρίλιος 1969), 85-95 Κοδΐαΐ, Κ. \¥ . Α Ι η ή ψ η ιά β η β β ο/Ρ ο\νβ τ: Υ ίβίοήαη Εηιρίτβ αηά ίΗβ ΚηΙβ ο /Ε α \ν (Ο ξφ όρδη, 2005) ΚοίΜη, δ. «λΥοτΙά \Υατ Τ\νο από Εαβοπ Α Εοδί Οαιΐδε?», Ιη ίβπια ύοη α Ι Εαί>οτ αηά Ψ οΜ ηξ-Ο Ια88 ΗΪ8ίοτγ, 58 (φ θινόπω ρο 2000), 181-91 Κταπιετ, Α. Τ)γηαηιίβ5 ο /Ό β 8 ίτη β ύο η : ΟηΙίητβ αηά Μα88 ΚίΠίη§ ίη ίΗβ Είτ8ί Ψ ο ή ά Ψ ατ (Ο ξφ όρδη, 2007) Κταιίδηΐεΐί, Η. και Βτοδζαΐ, Μ., επιμ. Α η α ίο η ιγ ο^ίΗβ 8 8 8ίαίβ (Λ ονδίνο, 1973) νοη Κτο<±ο\ν, Ο. Η οη τ ο / ίΗβ Ψοτηβη: Βα8βά οη αη Οταί Ν α π α ίίνβ Ιογ Εώη88α Εήίζ-Κ τοβλοΜ (Ν έα Υόρκη, 1992) ΚαΙΐδοΗετ, Ε. Μ. Εητορβ οη ίΗβΜονβ: Ψατ αηά Ρ ορηΙαίίοη Οιαη% β8,1 9 1 7 -1 9 4 7 (Ν έα Υόρκη, 1948) Κιιηΐείά, Μ. «υη\ναη ίεά ΟοΙΙαβοταΐΟΓδ: Εεοη Κοζ1ο\νδ1α, λ¥1αάγδ1α\ν δΐιιάηΐ(±ί αηά ίίιε Ρτοβίειη ο ί Οοΐΐαβοταΐΐοη αιηοη§ Ροΐΐδίι Οοηδετναίΐνε Ροΐΐίΐεΐαηδ ΐη λΥοτΙά λ¥ατ II», Εητορβαη Κβνίβ\ν ο/Η Ϊ8ίοτγ\ 8:2 (2001), 203-20 Κννΐεί, Κ. «νοΓ50Γ€Ϊΐυη§ ιιηά Ααί1όδΐιη§ άετ άεαίδείιεη Μΐ1ΐΐαΓνεπνα1ΐιιη§ ΐη άεη Νΐεάειίαηάεη», Μ ί Ιίίάτ£β8βΗ ί βΗίΙίβΗ β Μ ίΐίβίΙιιηχβη , 1 (1969), 121-53 Εαηιΐ), Κ. Ψ ατ ίη ΙίαΙγ, 1 9 4 3 -4 5 : Α ΒτηίαΙ 8ίοτγ (Λ ονδ ίνο, 1993) ΕαηεΙίΟΓοηδΙία, Κ. ΜίβΗβΙαη§βΙο ίη Κανβη8ύτηβΙί: Οηβ Ψ οιηαη 5 Ψ ατ α§αίη8ί ίΗβ Ναζί8 (Ν έα Υόρκη, 2007) Εαη§, Τ νοη, επιμ. ΕίβΗηιαηη Ιηίβπο^αίβά: Τταη8βήρί8 /το η ι ίΗβ ΑτβΗίνβ8 / ίΗβ ΐ8ταβϊί ΡοΙΐββ (Ν έα Υόρκη, 1999) Εαη§ε, Κ. «Οετ ίεπηΐηιΐδ “ΕεβεηδΓαιιηΤ ΐη Ρίΐίίετδ '4Μ εΐη ΚαΓηρί”», νίβτίβΙ]αΗτ8Ηβββ β ϊτ Ζβϊί£β5βΗίοΗίβ, 13:4 (1965), 426-37 Εαηηογ, Ρ. άε Εα Κιιέβ άβ ΓΑπηββ Κ οη§β: Ο ρβταύοη Βα§ταύοη (Μ παγιέ, 2002) Εανΐη, Ό . Ετοτη Εηιρίτβ ίο Ιη ίβπια ύοη α Ι ΟοηιτηοηχνβαΙίΗ: Λ Βίο§ταρΗγ ο /Ε ίο η β ί Οηηί8 (Ο ξφ όρδη, 1995) Εεβεάενα, Ν. δ. «ΤΙιε Ο εροΠ αίΐοη ο ί ίίιε Ροΐΐδίι Ροριιίαίΐοη ΐο ίίιε ϋ δ δ Κ , 1939-1941», Ιο η π ια Ι ο{' € ο η ιπ ιη η ΐ8 ί 8ίηάίβ8 αηά Τταη8Ϊύοη ΡοΙίύβ8 , 16:12 (2000), 28-45 Εε Βε§ηεε, Ο, και Ρεδείιαηδία, Ό. επιμ. Εβ8 Ε1ίίβ8 Ιοβαίβ8 άαη8 ία ίοιιττηβηίβ (Π αρίσι, 2000) Εεεοειιτ, δ. Ρ. «ΤΗε Ιίαΐΐαη Οεειιραίΐοη ο ί δντοδ αηά ΐΐδ δοεΐο-Ε εοηοιηΐε Ιιηραεί, 1941—43», διδα κτορική διατριβή, Π ανεπιστήμιο Λ ονδίνου, 2006 Εε§ηαηΐ, Μ. «II “£Ϊη§εΓ’ άεΐ §εηετα1ε ΚοαΙία: 1ε άΐτείίΐνε άεΐΐα 2α αηηαΐα δαίΐα τερτεδδΐοηε αηΐΐραΓίΐ§ίαηα ΐη δίονεηΐα ε Ο οαζΐα », ΙίαΙία βοηίβτηροταηβα, 209-10 (Δ εκέμβριος 1997-Μ άρτιος 1998), 155-74 Εείΐΐι, Ο. Κ. «ΤΙιε δίΠ]§§1ε ίοτ Μΐηεταί Κεδοιιτεεδ», ΑηηαΪ8 ο / ίΗβ Α η ιβή βα η Α βαάβηιγ ο { ΡοΙίύβαΙ αηά 8οβίαΙ 8βίβηββ , 204 (Ιούλιος 1939), 4 2 -8 Εετηΐνΐη, Κ. Αχί8 Κιύβ ίη Ο ββιιρίβά Εητορβ: Εα\ν8 ο / Ο ββιιραίίοη, ΑηαΙγ8ΐ8 ο / Οονβτηηιβηί, Ρτορθ8αί8 Ι'οτΚβάτβ88 (Ο υάσινγκτον, 1944) Εεναΐ, Ε. ΒΙαβ/ϊ Β ο ο ίί οη ίΗβ Ματίγτάοτη ο /Η η η § α ή α η Ιβ\ντγ (Ζυρίχη και Βιέννη, 1948) Εενΐηε, ΡΙ. δ. «Εοεαΐ ΑιιίΙιοπίγ αηά ίίιε δδ δίαίε: ΤΙιε Οοηίΐΐεί ονετ ΡορηΙαίίοη Ρο1ΐεγ ΐη Οαηζΐ§\¥εδ ί Ρπίδδΐα, 1939-1945», ΟβηίταΙ Εητορβαη Η ί8ίοιγ, 3 (1969), 331—55 — ΗίίΙβτ8 Ετββ Οίίγ: Α Η Ϊ8ίοιγ ο/ίΗ β Ν α ζί Ρατίγ ίη Οαηζί§, 1 9 2 5 -1 9 3 9 (Σικάγο, 1973) Εενΐδδε-Τοιιζε, € ., επιμ. Ρατί8 1944: Εβ8 Εη]βηχ άβ Ια Εώ βταίίοη (Π αρίσι, 1994) Εε\νΐδ, Ν. ΝαρΙβ8 '44 (Λ ονδίνο, 1978) Εΐβεπηαη, Ρ. «ΤΙιε δροΐΐδ ο ί Οοηςυεδί», Ιηίβπια ύοη α Ι 8 β β η ή ίγ , 18:2 (φ θινόπω ρο 1993) — Οοβ8 €οικμ ιβ 8 ί Ραγ? ΤΗβ Ε χρΙοίίαίίοη ο [ Οββιιρίβά Ιηάιΐ8ίήαΙ 8οβίβύβ8 (Π ρίνστον, 1996) Εΐηάΐιοΐιη, Κ. λ¥. «ΟεΓΓηαη Ρΐηαηεεδ ΐη \¥αΓίΐηιε», Α ιη βή βα η Ε βοη οη ιΐβ Ρβνίβ\ν, 37:1 (Μ άρτιος 1947), 121-34 Εΐηάςνΐδί, δ. Τβπα ΝηΙΙίιΐ8:Α Ιο ιιπ ιβ γ ίΗ τοιιφ Ν ο Ο η β ^ Ε α η ά (Ν έα Υόρκη. 2007) Εΐηηε, Κ. «“Ν ε\ν ΕαΒοιίΓ Ροΐΐεν” ΐη Ναζί Οοΐοηΐαΐ Ρΐαηηΐη^ ίοτ ΑίΥΐοα». Ιη ίβπιαύοηαΙ Κβνίβ\ν ο / ΞοβιαΙ Ηί8ίοτγ, 49:2 (2004), 197-224
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
663
Εΐρ§εηδ, λ ¥ .Α Μ ίχίοιγ ο /Ε η νορ β α η Ιηίβξναίίοη, τόμ . 1 (1945-7) (Ο ξφ όρδη, 1982) — , επιμ. Ό οβηιηβηίχ οη ίΗβ Η ΐΞίοιγ οβ Εηνορβαη Ιηίβ§ναίίοη , 4 τόμοι (Β ερολίνο, 1984-91) Εΐιιίενΐείιΐδ, V. Ο. Ψ αν Ε α η ά οη ίΗβ ΕαΒίβπι Ενοηί: Οιάίηνβ, Ν α ίίοη α Ι Ιάβηίίίγ αηά Ο βπηαη Ο ββιιραίίοη ίη Ψ ο ή ά Ψαν I (Καίμπριτζ, 2000) Εοίίιΐδ, I. ΤΗβΒβΙαηΐΞ Ξββνβί (Ν έα Υ όρκη, 1982) Ε οΙιγ, Ε. Ν αίίοηαΙίζίη§ ίΗβ Κιιχχίαη Ενηρΐνβ: ΤΗβ Ο αηιραίξη α§αίη$ί Εηβνηγ Α1ίβη$ άηνίη§ Ψ ο ή ά Ψ αν I (Καίμπριτζ, Μ ασσαχουσέτη, 2003) Ε οο(±, Η .Τ ). «Ζιιγ ιΌΓθδδ§£Γΐηαηίδο1ΐ6η Ροΐΐίΐΐί” άεδ Ό π ίίεη Κεΐεΐιεδ», νίβνίβΙ]αΗν8Ηββίβ /η ν Ζβίί%β8βΗίβΗίβ, 8 (1960), 37-64 ΕόδεπεΓ, Β. «Όαδ Κεΐεΐίδηιΐηΐδίεπιιηι άεδ Ιηηεπι ιιηά άΐε Ιυάεη§εδε1ζ§εΐ3ΐιη§», νίβνίβΙ]αΗπΗβββ β ΐν Ζβίί§β8βΗΐβΗίβ, 9:3 (1961) Εθδδο\νδ1α, Ρ. «ΤΙιε Κ εδείίΐεπιεηΐ ο ί ΐίιε Οεητιαηδ ίΓοηι ΐίιε Β&ΐίΐε δΐαΐεδ ΐη 1939/41», Α βία ΡοΙοηίαβ Η Ϊ8ίοήβα , 92 (2005), 79-98 Εοίηΐΐί, XV. Ν ίη β Είνβζ: ΕίΗηίβ Ο οη β ίβί ίη ίΗβ Ρ οΙίχΗ -ϋ^ναΐηίαη Β ονάβήαηάχ (Λ ονδίνο, 1999) Εο\ν, Ό. ΤΗβ Αη5βΗΙιι$8 Μονβνηβηί, 1 9 1 8 -1 9 1 9 αηά ίΗβ Ραή8 Ρβαββ Οοη/βνβηββ (Φ ιλαδέλφεια, 1974) Εαεΐοΐΐΐ, Μ. Ρ αίαζζο ΟΗΐ§ί: αη η ί νονβηίί, ήβονάί άί νίία άίρίοπιαίίβα ίίαΐίαηα άαΐ 1933 αί 1948 (Μ ιλά νο, 1976) Ευεζ&Κ, Ο. « ϋ ΐε Αηδΐεά1αη§ άεΓ άευΐδείιεη Βενόΐΐίεπιη^ ΐηι βεδείζίεη Ροΐεη (1939-1945)», Ξίηάια Η ί8ίοήαβ Ο ββοηοηιίβαβ , 13 (1978), 193-205 — «Ναζί δραίΐαΐ ΡΙ&ηδ ΐη Ο εευρΐεά ΡοΙαηά (1939-1945)», Ξίηάια Η ί8ίοήαβ Οββοηοηιίβαβ , 12 (1978) — «Ο ΐε Α§Γ&Γρο1ΐΐΐ1^ άεδ Ό π ίίεη Κεΐεΐιεδ», Ξίηάια Η ί8ίοήαβ Ο ββοηοη ιίβαβ , 17 (1982), 195-203 Ειιΐί&δ, Κ. Ρον§οίίβη ΗοΙοβαη8ί: ΤΗβ ΡοΙβ8 ιιηάβΓ Ο βπηαη Οββηραίίοη, 1 9 3 9 -1 9 4 4 (Ν έα Υόρκη, 1990) Ευηΐίΐηδ, V. ΗΐηνηΙβν'χ ΑηχίΙίαήβ8: ΤΗβ Υο11ί8άβηί8βΗβ ΜίΙϊβΙχίβΙΙβ αηά ίΗβ Ο βπη α η Ν αίίοηαΙ Μ ίηοήίίβΞ ο /Ε η νο ρ β , 1 9 3 3 -1 9 4 5 (Τ σ ά π ελΧ ιλ , Βόρ. Κ αρολίνα, 1993) — Ε αίνία ίη Ψ ο ή ά Ψ αν Τ\νο (Ν έα Υόρκη, 2006) ΕιιγΙεη, Β . και Ηεηιηιεπ]ε1οί, Κ. «Βε1§ΐ&η Ε^ώοιιτ ΐη\¥θΓΐά\ν&Γ II: δίπιίε^ΐεδ ο ί διίΓνΐν&Ι, θΓ§&ηΐδδΐΐοηδ αηά Ε&βοιίΓ Κείαίΐοηδ», Ε ηνορβαη Κβνίβχν ο /Η ίςίο γγ, 7:2 (φ θινόπω ρο 2000), 207-27 Εγηε1ι, Μ. Μ ίη ίη § ίη ΨονΙά Ηί8ίονγ (Λ ονδίνο, 2002) ΜπεΏοηπΙά, Ο. ΤΗβ ΚίΙΙίη§ ο / ΞΞ ΟΒβν§ηψρβη/ηΗνβν ΚβίηΗανά ΗβγάνΐβΗ, 2 7 Μ α γ 1942 (Λ ονδίνο, 1989) ΜαεΜαη, Ε. «“ΒΐδΠΊΗΓεΙίδ ν^Γζΐη - \¥δΓεΐηο Ηειιίε”: Βείιαείιΐυη^εη ζυ εΐηεηι δνιτώοΐ ροΙΐίΐδεΚεΓ ΚυΙΙιΐΓ &ιΐδ ΡΓευβεη-ϋευΙδεΙιΙ&ηά», Ζβίί8βΗνΐβ β ιν Οβ8βΗίβΗί8\νΪ88βη8βΗαβ, 38:9 (1990), 771-86 Μαεί^εηζΐε, δ. Ρ. «ΤΙιε Ττείΐΐιηεηί ο ί Ρπδοηετδ ο ί \¥&γ ΐη λΥοιΙά \¥ηγ II», ΙοηνηαΙ ο/' Μοάβνη Η ΐείο ιγ , 66:3 (Σεπτέμβριος 1994), 487-520 ΜαεΙάηάεΓ, Η. «ΤΙιε Οεο§Γαρ1ιΐε3ΐ Ρΐνοί ο ί Ηΐδίοι*γ», Ο βοβναρΗ ίβαΙΙοηπιαΙ , 23:4 (Α πρίλιος 1904), 4 2 1-7 Μ'άά&)θζγ\ί, Ο. «ΌεροΓΐ&Ιΐοηδ ΐη ΐίιε Ζαιηοδε Κε§ΐοη ΐη 1942 αηά 1943 ΐη ΐίιε Εΐ§1ιί οί Οεητιπη Ο οευηιεη ϊ$ » ,Α β ία ΡοΙοηΐαβ ΗΪ8ίονίβα, 1 (1958), 75-106 — «ΙηίΓοάυείΐοη ίο ΟεηεΓ&Ι Ρΐαη Εδδί», ΡοΙίχΗ Ψβ8ίβνη Α //α ίν 8 , 3:2 (1962) — Ω ίβ 0]<Κηραίίοη8ροΙίίίΚΝαζίάβηί8β·ΗΙαηά8 ίη ΡοΙβη , 1 9 3 9 -1 9 4 5 (Β ερολίνο, 1987) — «Εε§&1 Οοηεερίΐοηδ ΐη ίΐιε Τΐιΐτά Κεΐεΐι &ηά ιίδ Οοηςιιεδίδ», ΜίβΗαβΙ, 13 (1993), 131-59 — , επιμ. Ιη ίβ να π η α ηοη 8ΐίβηί νηιΐ8αβ: ΤΗβ Ψαν αηά Οιάίιινβ, 1 9 3 9 -1 9 4 5 (Β αρσοβία, 1977 ) — Υονη ΟβηβναϊρΙαη θ 8 ίζη νη Οβηβναΐ8ίβάΙηη§8ρΙαη (Μ όναχο, 1994) Μ&§οεδΐ, Κ. Ρ. Η ί8ίονίβαΙΑίΙα8 ο /Ε α χ ί ΟβηίναΙ Ειινορβ (Σιάτλ, 1993) Μαΐ, υ . Έα88β ηηάΚ αηνη : Αβνανροΐίίίΐϊ, ΞοζίαΙ- η ηά ΚαηνηρΙαηηη§ ΐηι ΝΞ-Ξίααί (Π άντερμπορν, 2002) Μ&ΐετ, Ο. Α νηοη § Ειηρίνβ8: Αηιβνίβαη Α8ββηάαηβγ αηά 1ί8 Ρνβάβββ88ον8 (Καίμπριτζ, Μ α σ σ α χου σ έ τη, 2006) Μ&ΐδ1ίγ, I . Μ βηιοίνχ ο /α Ξονίβί Α ιηΜ χχαάον: ΤΗβ Ψαν, 1 9 3 9 -1 9 4 3 (Λ ονδ ίνο, 1967) Μαΐίΐηεη, Ο. Α. «ΤΙιε ΟΓεεΙί ΗγρεΓ-Ιηίΐ3ΐίοη αηά δίαίιΐΐΐζίΐίΐοη ο ί 1943-46», ΙοηνηαΙ ο / Ε βοη οιη ΐβ Η ίχίο ιγ , 46:3 (1986), 795-805 Μ&ίαρατίε, Κ. Κ α ρ η ίί (Λ ονδίνο, 1989) Μ&Γη&ίεγ, V. και Ευζπ, Κ., επιμ. /ί Η ιχίοιγ ο{ίΗβ ΟζββΗθ8ΐοναΙ< ΚβριώΙίβ, 1 9 1 8-1948 (Πρίνστον, 1973)
664
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
Μαη1ίθ\νδ1α, Ζ. « ϋ ΐε Α ^ταφοίΐΐΐΐί άεδ ΟΚΙαιραηΐεη ιιη Οεηεταΐ^οιινεπιειηεηΐ;, 1939-1945», 8ίηάία Η ίζίοή α β Οββοηονηίβαβ , 23 (1998), 255-68 ΜαηοδεΙιεΚ, Λ¥. ζ8βώ ίβη Ϊ8ί ριάβη]τβί ΜίΙίίάνίχβΗβ Ββχαίζιιη& ροΐίίίΐζ η η ά .Ιιιάβη νβνη ίαΗίιιη§ ίη 8βνΜβη, 1 9 4 1 /4 2 (Μ όναχο, 1993) Μαπηιιΐΐα, Η. και Βπιιιΐί, Ρ. ΕηνοράίζβΗβ Ιηίβ^ναίίοη ηηάΑ§ναν\νίπ8βΗ αβ (Βόννη, 1958) Μ αφ ίεδ, Ό. «λνοδΐεΓη υ ΐα α ΐη ε από λΥεδίειτι Βείοηΐδδΐα ιιηάετ δ ονΐεί Οεειιραίΐοη: ΤΗ© Β ενείορ η ιεη ΐ ο ί δοεΐαϋδΐ Ραπηΐη§, 1939-1941», Κβνηβ Οαηαάίβηηβ άβ8 81ανΐ5ίβ8 , 27:2 (Ιούνιος 1985), 158-77 Μ&ιτιΐδ, Μ. και Ραχίοη, Κ. ΥίβΗγ Εναηββ αη ά ίΗβΙβ\ν8 (Ν έα Υόρκη, 1981) Ματίεηδ, δ. και ναϊδδε, Μ., επιμ. Ρναη^νβίβΗ η η ά Όβηί8βΗΙαηά ΐηι Κνίβ§ (Ν ον. 19 4 2 -Η β ώ χ ί 1944): Ο ϊάα ιραύοη , ΚοΙΙαΗοναίίοη, Κβ5Ϊ8ίαηββ (Βόννη, 2000) ΜαΓΐίη, Β. «Οεπηαη-Ιίαΐΐαη Ο ιΐίιηαΐ Ιηΐίΐαίΐνεδ αηά ίίιε Ιάεα ο ί α Ν ε\ν ΟπΙεΓ ΐη ΕιίΓορε, 1936-1945», διδακτορική διατριβή, ΙΊανεπιστήμιο Κ ολούμπια, 2006 Μαδΐηγ, V. ΤΗβ ΟζββΗζ ηηάβν Ν α ζί ΚηΙβ: ΤΗβ ΡαίΙηνβ ο / Ν α ίίοη α Ι Κβ8Ϊ8ίαηββ, 1 9 3 9 -1 9 4 2 (Ν έα Υ όρκ η ,1972) Μαδίιτ, Ν. Ε η ]η ά β ίαΐαννηβάΗ ίηιηιΙβν (Στοκχόλμη, 1945) Μαΐΐοΐί, δ., επιμ. Όάηβνηανίί ίη ΗίίΙβνΞ Η αηά: Οβν ΒβήβΗί άβ8 ΚβίβΗ8ΒβνοΙΙνηάβΗίί§ίβη Ψ βπιβν Ββ8ί ίώβν Ξβίηβ Ββ8αίζηη§8ροΙίίί/ζ ίη ϋάηβιηαν!< π ιίί 8ίηάίβη ίώ βν ΗίίΙβν, Ο όή η §, ΗίηιηιΙβν, ΗβγάήβΗ, Κώί>βηίνορ, ϋ α η α ή 8 η .α . (Χ οΰζουμ, 1988) Μαιι^ιιε, Ρ . Ε β ΡανήβηΙαή8νηβ Αΐ8αβίβη, 1 9 1 8 -1 9 6 7 (Π αρίσι, 1970) Μαιιΐετ, XV. «ΟΙιιίΓεΙιΐΙΙ αηά ίίιε ΙΙηΐίΐεαίΐοη ο ί Ε ιη ορε», ΤΗβ Η ί8 ίο ή α η , 61:1 (φ θινόπω ρο 1998),
67-84 Μαγ, Ε. «Ναζί Ο εηηαηγ αηά ίίιε υ η ΐίε ά δίαίεδ: Α Κ ενΐε\ν Ε Ιο η π ια Ι ο /Μ ο ά β νη Η ΐ8ίονγ , 41:2 (Ιούνιος 1969), 207-14 Μαζοχνει*, Μ. «ΤΗε δίταη^ε Τπιπηρίι ο ί Ηιιιηαη Κΐ^ΐιίδ, 1933-1950», Η ΐ8ίοήβαΙ Ιο η π ια Ι , 47:2 (2004), 379-99 — «Αη Ιηΐεπιαίΐοηαΐ Οΐνΐ1ΐζαίΐοη? Επιρΐτε, Ιηίεπιαΐΐοηαΐΐδίη αηά ίίιε Οπδΐδ ο ί ίίιε ΜΐάΤ\νεηίίεΐ1ι Οεη Χ\\τγ», Ιη ίβ πια ύοη α Ι Α $ α ίν 8 , 82:3 (2006), 553-66 ΜεΟαηη, Ρ. Ό . ΤΗβ ΒναζίΙίαη-Αηιβνίβαη ΑΙΙίαηββ, 1 9 3 7 -1 9 4 5 (Π ρίνστον, 1973) ΜεΕ11ΐ§οΐΐ, Α. και Κΐτίς Τ., επιμ. ΨονΙίίη§ ίο\νανά8 ίΗβ ΡηΗνβν: Ε88αγ8 ίη Η ο η ο η ν ο / 8ίν Ιαη Κβν8Ηα\ν (Μ όναχο, 2003) ΜεΕαΐηε, I. ΤΗβ ΜίηΪ8ίνγ ο /Μ ο να ίβ (Λ ονδίνο, 1979), 223-4 Με]ετ, Ε). Ν ο η -Ο β ν π ια η 8 ’ ηηάβν ίΗβ ΤΗίνά ΚβίβΗ: ΤΗβ Ν α ζί ΆιάίβίαΙ αηά Αάηιίηί8ίναίίνβ 8γ8ίβνη ίη Ο β π η α η γ αηά Οββηρίβά Εα8ίβνη Ε ηνορβ ννίίΗ 8ρββίαΙ Κβ§ανά ίο Οββηρίβά ΡοΙαηά, 1 9 3 9 -1 9 4 5
(Βαλτιμόρη, 2003) Μεηάεΐδοΐιη, I., επιμ. ΤΗβ Η οΙοβαη8ί: 8βΙββίβά Όοβηνηβηί8 ίη Ε ίφ ίβ β η ΥοΙηηιβ8 (Ν έα Υόρκη, 1982) Μ ειτΐάαίε, Ο. Ι ν α η ’8 Ψαν: Ε ί β α η ά ϋ β α ίΗ ίη ίΗβ Κ β ά Α π η γ, 1 9 3 9 -1 9 4 5 (Ν έα Υ όρκη, 2006) ΜΐεΙιαΙΚα, \Υ., επιμ. Ναίίοηαΐ8θζίαΙί8ίΪ8βΗβ ΑΗ88βηροΙίίίΙ< (Ντάρμστατ, 1978) — Ό βνΖ \νβίίβ ΨβΙί/ϊνίββ: ΑηαΙγζβη, Ονηηάζηξβ, Ρον8βΗηη§80ίΙαηζ (Μ όναχο, 1989) ΜΐεΓζε]ε\νδ1α, Α . Ο. ΤΗβ ϋοΙΙαρ8β ο/ίΗ β Ο βπη α η Ψ αν Εβοηονηγ, 1 9 4 4 -1 9 4 5 (Τ σ ά π ελΧ ιλ , 1988) — «Α Ριιβίΐε Ε ηίεφ Π δε ΐη ίίιε δετνΐεε ο ί Μαδδ ΜιΐΓάεπ ΤΙιε Οειιίδείιε Κεΐεΐΐδβαίιη αηά ίίιε Ηοΐοεαυδΐ», Η οΙοβαη8ί αη ά Οβηοβίάβ 8 ίη ά ίβ 8 , 15:1 (άνοιξη 2001), 33-46 Μΐ1ΐίαΓ§εδεΜε1ιΐ1ΐεΙιεδ ΡοΓδεΙιιιη^δαιηί, επιμ. Όα8 Οβηί8βΗβ ΚβίβΗ η ηά άβν Ζννβίίβ Ψ β Ι Μ β § (Στουτ γάρδη, 1979-2004) — Ο β π η α η γ αη ά ίΗβ 8ββοηά ΨονΙά Ψαν, 1 τόμοι (Ο ξφ όρδη, 1990-2006) ΜΐΠεΓ, ϋ . «Οο1οηΐδΐη§ ίίιε Ηιιη§απαη αηά Ο επηαη ΒοΓάεΓ Ατεαδ άυΓΐη§ ίίιε Οζεείι Εαηά ΚείοΓηι, 1918-1938», Α η 8 ίή α η Η ί8ίονγ ΥβανΒοοΙί, 34 (2003), 303-17 Μΐίλνατά, Α . ΤΗβ Ν β\ν Ο νάβναηά ίΗβ ΕνβηβΗ Ε βοηονηγ (Ο ξφ όρδη, 1970) — ΤΗβ Ρ α 8β ί8ίΕ β οηοη ιγ ίη Ν ο η να γ (Ο ξφ όρδη, 1972) — ΤΗβ Εηνορβαη Κβ5βηβ ο / ίΗβ Ν α ίίοη -8ία ίβ (Λ ονδ ίνο, 2000) Μοιηπίδεη, Η. «ΤΙιε ϋΐδδοίπΐΐοη ο ί ίίιε Ή ιήά Κείεΐι: Οΐδΐδ Μαπα^εητεπΐ αηά Οοΐίαρδε, 1943-45», Ο β π η α η Η ί8ίονίβαΙΙη8ίίίηίβ ( Ψα8Ηίη§ίοη): ΒηΙΙβίίη, 27 (φθινόποος^ο 2000), 9-23
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
665
— ΤΗίνά ΚβίβΗ ί>βί\νββη Υ ιή ο η αηά Κβαίίίγ: Νβ\ν Ρβνχρββίΐνβχ οη Ο β πη α η ΗίΞίοτγ, 1 9 1 8 -1 9 4 5 (Ο ξφ όρδη, 2001) Μοπιιηδεη, \ ν . Μ α χ Ψ βδβνα η ά Ο β π η α η ΡοΙίίίβΞ, 1 8 9 0 -1 9 2 0 (Σικάγο, 1984) Μ οοτε, Β., επιμ. ΚβΞΐΞίαηββ ίη ΨβΞίβνη Ε ηνορβ (Ο ξφ όρδη, 2000) Μ οιτίδ-Κείεΐι, Α. «ΑγΙΙιιιγ Κ υρρίη’δ Ο οηεερΐ ο ί Καεε», ΐΞ ναβΙ ΞίηάίβΞ, 11:3 (φ θινόπω ρο 2006), 1-30 Μοδίίοχνίΐζ, Μ. «Ή ιτεε Υε&Γδ ο ί ΐίιε ΡΐΌΐεείΟΓαίε ο ί ΒοΙιεηιίΒ &ηά ΜοΓ&νΐα», ΡοΙίίίβαΙ Ξβίβηββ ζ)ηανίβνΙγ, 57:3 (Σεπτέμβριος 1942), 353-75 Μοδδε, Ο. Ε., επιμ. ΡοΙίββ ΡονββΞ ίη Η ίΞ ίοτγ (Λ ονδίνο, 1975) ΜϋΙΙεΓ, Ν., επιμ. ΌβηίΞβΗβ ΒβΞαίζιιη§ΞροΙίίΐΙί ίη άβτ ϋάΞ Ξ Κ 1 9 4 1 -1 9 4 4 : Όοΐ^ηηιβηίβ (Κ ολωνία, 1980) ΜϋΙΙοΓ, Κ.Τ3. ϋ β νΙβ ίζίβ άβηίαβΗβ Κνίβ§, 1 9 3 9 -1 9 4 5 (Στουτγάρδη, 2005) ΜϋΙΙοΓ, Κ .-ϋ . και νοίΐαηαηη, Η .-Ε., επιμ. Ό ίβ ΨβΗπηαβΗί. ΜγίΗοΞ η η άΚ βα Ιΐίάί (Μ όναχο, 1999) Μιι11ί§&η, Τ. ΤΗβ ΡοΙίίίβΞ ο / ΙΙΙηχίοη αηά Ενηρΐνβ: Ο β π η α η Ο ββηραίίοη ΡοΙίβγ ίη ίΗβ Ξονίβί ϋ η ίο η , 1 9 4 2 -4 3 (Ν έα Υ όρκη, 1988) ΜιΐΓΒδΙιΙίο, Ο. και Νοδί^ονα, Α. «δίαΐίη &ηά ΐίιε Ναίίοη&Ι-ΤειτίίΟΓΜ ΟοηίΓονεΓδίεδ ΐη Ε&δΐεπι ΕιίΓορε, 1945-1947», ΟοΙά Ψ αν ΗίΞίοτγ, 1:3 (Α πρίλιος 2001), 161-72 ΜιΐΓρΙιγ, Κ. κ.ά., επιμ. Ν α ίίοη α Ι ΞοβΐαΙΐΞτη: Β α ή β ΡήηβΐρΙβΞ, ΤΗβΐν Α ρρΙίβαίίοη ί>γ ίΗβ Ν α ζί Ρανίγ'8 Εονβίξη Ον§αηΐζαίίοη αηά ίΗβ ϋχβ ο /Ο β π η α η Ξ Α Η νοα ά/ον Ν α ζί ΛΐπΐΞ (Ο υάσινγκτον, 1943) Μιιιταγ, XV. ΤΗβ ΟΗαηξβ ίη ίΗβ Εηνορβαη ΒαΙαηββ ο / Ρο\νβν, 1 9 3 8 -1 9 3 9 : ΤΗβ ΡαίΗ ίο Κ η ίη (Π ρίν στον, 1984) Μιΐδίδΐ, Β. «ΤΙιε Οπ§ίηδ ο ί “Ορεταίίοη ΚείηΙι&κΓ: ΤΙιε Οεείδίοη-Μπίαη^ Ρτοεεδδ ίοτ ΐίιε Μαδδ ΜιΐΓάεΓ ο ί ΐίιε Ιε\νδ ίη ΐίιε ΟβηβναΙ§οηνβνηβηιβηί», Υ αά ΥαχΗβηι ΞίηάΐβΞ, 28 (2000), 113-53 Μγ6Γδ, Ό. Ρ. «ΒεΓίίη “νεΓδίΐδ” νίεη η α : Βίδ&§Γεεπιεηί5 ^βοιιί “ΑηδοΜυδδ” ίη ΐίιε \νίηίεΓ ο ί 1918-1919», ΟβηίναΙ Εηνορβαη ΗίΞίοτγ, 5:2 (Ιούνιος 1972), 150-75 Νααδηετ, \¥ ., επιμ. ΞΞ-Ψίνί8βΗαβ η η ά ΞΞ-ΥβηναΙίηη§: Ό α $ ΞΞ-Ψίνί8βΗαβΞ-ΥβηναΙίηη§ΞΗαηρίατηί η ηά άίβ ηηίβν Ξβίηβν ΌΐβηΞίαηβίβΗί ΞίβΗβηάβη \νΐνίχβΗαβΙΐβΗβη υηίβνηβΗ πιηηββη’ ϋ η ά \νβίίβνβ ϋο& η η ιβη ίβ (Ν τύσσελντορφ, 1998) Νίΐΐηι&Γΐί, Ν. Είνβ8 ο / Ηαίνβά: ΕίΗηίβ ΟΙβαηήη% ίη ΤννβηίίβίΗ Οβηίητγ Ε ηνορβ (Καίμπριτζ, Μ ασ σα
χουσέτη, 2001) Ν&ηιίεΓ, Ε. ΥαηίζΗβά ΞηρνβηιαβίβΞ: Εχχαγχ οη Εηνορβαη ΗίΞίοτγ, 1 8 1 2 -1 9 1 8 (Λ ονδ ίνο, 1962) — 1848: ΤΗβ ΚβνοΙί ο/ίΗ β ΙηίβΙΙββίηαΙχ (Ο ξφ όρδη, 1992) — Ν α ζί Οοηχρίναβγ αηάΑ§§νβΞΞΪοη , 8 τόμοι (Ο υάσινγκτον, 1946-8) Ν είΐζε, δ., επιμ. Τ αρρίη§ ΗίίΙβν’8 Οβηβναΐ8: ΤναηΞβήρίΞ ο / Ξββνβί Οοηνβνχαίίοηχ, 1 9 4 2 -4 5 (Μ πάρνσλεϋ, 2007) Νειιίεη, Η. XV., επιμ. Ε ηνορα η η ά άα8 3. ΚβίβΗ: Είηί§μη§8δβ8ίνβί>ηη§βη ΐηι άβηί8βΗβη ΜαβΗώβνβίβΗ , 1 9 3 9 -1 9 4 5 (Μ όναχο, 1987) Νειπη^ηη, Κ. Ν ο ί ίΗβ Ψ α γ ΙΐΚ βαΙΙγ ]Υαχ: Ο οηχίηιβίίηβ ίΗβ ΤοΙαί Ρα8ί (Χ ονολουλού, 1992) Νειιιη&ηη, δ. «Ρ&δΐιίοηδ ίη $ρζο& »,Ρ ονβ ΐ§η Α #α ίνΞ , 21:2 (Ια νουά ριος 1943), 276-88 Νίεοΐδοη, Η. «ΤΙιε Οοΐοηίαΐ ΡΐΌΜεπι», ΙηίβτηαίΐοηαΙ Αβ/αίνΞ, 17:1 (Ια νου ά ριος-Φ εβρου ά ριος 1938), 32-50 Νο&Κεδ, ] . και Ρπάΐι&ηι, Ο., επιμ. ΝαζΐΞτη, 1 9 1 9 -1 9 4 5 : Α ϋ οβ η η ιβ η ία νγ Κβαάβν τόμ. 3: Ρονβί§η ΡοΙίβγ, Ψ αν αηά ΚαβίαΙ Εχίβντηίηαίίοη (Έ ξ ετερ , 1991) ΝοΜ ε, Α. «ΤΙιε ΡίΓδΐ Ε νοηίξα η : Εαδί Ρπΐδδί&, Ιιι1γ 1944», Ψ αν αη ά ΗίΞίοτγ , 13 (Α πρίλιος 2006), 200-216 Ν ονε, Α. «Η ο\ν Μ^ηγ νίεΐίηΐδ ίη ΐίιε 1930δ? II», Ξονίβί ΞίηάΐβΞ , 42:4 (Ο κτώ βριος 1990), 811-14 Ο ’Β ηεη, Ρ. «Ειιτορε^η Εεοηοπιίε Ό ενείορηιεηί», Εβοηονηίβ ΗίΞίοτγ Κ βνίβ\ν , 35:1 (Φ εβρουάριος
1982), 1-18 Οηνεΐΐ, Ο. «Ν οί Οοιιηΐίη^ Νΐ££&τ8»,ΑάβΙρΗί (Ιούλιος 1939) Ο ίΐο, Ο. και ΟαΙε, I. Η. Ιεη, επιμ. Οαχ ον§αηίχΐβνίβ ΟΗαοχ: ^Α ηιίβνάαην^η^ΞηιηΞ, η η ά <Οβ8ΐηηηη%8βίΗίΕ': Ό βίβπη ΐη αη ίβη ηαίίοηαΐ8θζΐαΙί8ίΪ8βΗβνΒβ8αίζηη§8Ηβπ8βΗαβί (Β ερολίνο, 1999) ΟνεπτίΒηδ, Κ. ΌβηίΞβΗβ νηίΙίίάνίχβΗβ ΥβνΙη8ίβ ΐηι Ζννβίίβη Ψ βΙίΜ βξ (Μ όναχο, 1999) ΟνεΓγ, Κ. I. Ο οβήη§: ΤΗβ Ίνοη Μ αη ’ (Λ ονδίνο, 1984)
666
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
— ΨΗγ ΐΗβΑΙΙίβ5 Ψ οη (Λ ονδ ίνο, 1995) — Ιηίβηο%αίΐοη$: ΤΗβ Ν αζί ΕΙΐίβ ΐηΑ ΙΙΐβάΗ αηά$, 1945 (Λ ονδίνο, 2001) — ΤΗβ Ο ΐεία ίο η : Η ϋΙβτ’ϊ Ο βπηαηγ, ΞίαΙΐη '.ν ΚιίΞήα (Λ ονδίνο, 2004) — επιμ. Ψ αΓαηά Ε ε ο η ο η ιγ ΐη ίΗβ ΤΗΐϊά ΚβΐεΗ (Ο ξφ όρδη, 1994) Ονοτγ, Κ. Ε, ΟΐΙο, Ο. και Ε Η. ν&η, επιμ. Ο ΐβ (Ν β ιιονά η ιιη §’ Ειινορα$: Ν ΞΨ ΐτίζεΗ αβφοΙΐίΐΙϊ ΐη άβη Ηβ$βίζίβη ΟβΗΐβίβη (Β ερολίνο, 1997) Ρ&άίΐ£ΐά, Ρ. Ηηηηύβτ: ΚβΐεΗ φιΗ νβΓ-88 (Λ ονδίνο, 1990) Ραη&γί, Ρ. «Εχρίοΐίίΐΐΐοη, Οπηιΐη£ΐ1ΐΐγ, ΚεδΐδίΗποί: Τ1ΐ£ Εν^Γγάαγ Εΐίο ο ί ΡθΓ£Ϊ§η λΥοΓ^Γδ πηά ΡπδοηοΓ8 ο ί \¥&γ ΐη 1±ΐ6 Οβπη&η Το\νη ο ί Οδηαβπΐ(±, 1939-1949», Ιοιιιη α Ι ο / ϋοηίβτηροτατγ Η ίζίο ϊγ, 40:3 (2005), 483-502 ΡαοΙΐηο, Ε. Ν. ΤΗβ Ε οηηάαίΐοη$ ο / ίΗβ Α η ιβ ή εα η Ε ηψ ΐτβ: ΨΐΙΙΐαιη Η β η ιγ 5β\ναηΙ αηά 115 Ε ονβΐρι Ρ οΙίεγ (Ίθ α κ α , 1973) Ρηγ£, Ε-Κ. «Εοδ “Εοτΐΐδ άε ΐεαηεδδο” άιι Μβχ λνοβοπ 1’1ιΐδΐοΪΓ6 Ά%Γά\χζ, Ιο η α ΐΐοη α ΐΐδη ι^ £ί Ιοδ ρανδαηδ», Ο αηαάΐαηΊοηνηαΙ ο^ΡοΙΐίΐεαΙ 8εΐβη εβ, 28:3 (1995), 437-54 ΡίΐΓίάηδοη, Ρ., επιμ. ϋ ο η ψ ιβ ή η ^ ίΗβ Ρα$ί: Α ιιχίή α η Ν α ζ ίν η Υβχίβϊάαγ αηά Τ οάαγ (Ντιτρόιτ, 1989) Ρ&ιΊαηδοη, Κ. ΤΗΐτίγ Υ βα η ΐη ίΗβ ΞοιιίΗ Ξβα^: Ε α η ά αη ά ΡβορΙβ , Ο ιιχίοηιχ αηά Τναάΐίΐοηζ ΐη ίΗβ Βΐχηϊανβΐί ΑτεΠΐρβΙα^ο α η ά οη ίΗβ Ο βη ηα η 8οΙοπ ιοη Ιύ α η ά ζ, μετάφρ. 1. Οοηηΐδοη (Χ ονολουλ ο ΰ ,1999) Ρ&νοηο, Ο., επιμ. ΑΙΙβ ο ή φ ύ άβΙΙα Κβριώ Μ ΐεα: Ξ εή ίίΐ $ιι βιχεΐχηιο, αηίί/α$βΪΜηο β εοη ή η ιιΐίά άβΙΙο Ξίαίο (Τ ορίνο, 1995) Ραχΐοη, Κ. νΐεΗ γ Εναηεβ: ΟΙά Οιιανά, Ν β\ν Ονάβν; 1 9 4 0 -1 9 4 4 (Ν έα Υόρκη, 1972) — «Ε0 Κέ£Ϊπΐ£ ά£ νΐοΐιγ έΐαΐΐ-ΐΐ η£ΐιΐΓ£?», ΟιιβηβΞ η\οηάιαΙβ$ βί εοηβίία εοηίβ\ηροναΐηβ§ , 194 (1999), 149-62 Ρέαη, Ρ. Πηβ]βΗηβ$8ββαηςαΐ§β: Εταηςοΐζ Μ ΐίίβπαηά, 1 9 3 4 -1 9 4 7 (Π αρίσι, 1994) ΡεηδΙίΐΓ, Ο. 1. ΖΐοηίΞηϊ α η ά ΤβεΗηοεναεγ: ΤΗβ Ε η§ίηββήη§ ο / ,Ιβ\\ηϊΗ ΞβίίΙβηιβηί ΐη ΡαΙβΞίΐηβ, 1 8 7 0 -1 9 1 8 (Μ πλούμινγκτον, Ιντιάνα, 1991) — ΙπαβΙ ΐη Η ΐχίοϊγ: ΤΗβ ΙβννίχΗ 8ίαίβ ΐη ϋ ο η ψ α να ίΐνβ Ρ βηψ βείΐνβ (Αμπιγκντον, 2007) Ρ0ΓΓ38, Λ. Ο α ή Ρ β ίβ η αηά Ο β η ηα η ΙηιρβήαΙΐΞΐη ., 1 8 5 6 -1 9 1 8 : Α ΡοΙΐίΐβαΙ Βΐο§ταρΗγ (Ο ξφ όρδη, 2004) Ρέΐαίπ, Ρ. Ο ΐχεοιιτζ α ια Εταηςαΐα: 17]ιιΐη 1 9 4 0 -2 0 αοΐιί 1944 , επιμ. Ε-Ο. Β^Γβ^δ (Παρίσι, 1989) ΡείεΓδοη, Ε. ΤΗβ ΕΐηιΐίΞ ίο Η ΐύβ ν’ς Ρ ο κ ’βν ( Π ρίνστον, 1969) Ρ 0 ΐπ<±, Ρ., επιμ. Ώΐβ Ο Μ α ιρ α ίΐο η ψ ο ίΐΐΐΐί άβ$ άβιιίχεΗβη Εα$εΗΐ$νηιΐ8 ΐη ϋ ά η β η ια ^ αηά Ν οηνβββη (1 9 4 0 -1 9 4 5 ) (Β ερολίνο, 1992) ΡείΓοροιιΙοδ, Ε και Κοίΐι, I. Κ., επιμ. Οτβγ Ζοηβχ: ΑητΜ §ιιΐίγ αηά ΟοτηρνονηΐΞβ ΐη ίΗβ Η οΙοεαη$ί α ηά ΙίχΑββτηιαίΗ (Ν έα Υόρκη, 2005) ΡοΐΓον, V. Ε$εαρβ β ο νη ίΗβ ΕιιίιΐΓβ: ΤΗβ ΙηβΓβάώΙβ Αάνβηίιινβχ ο /α Υ οιιη § Κ ιι$ήαη (Μ πλούμινγκτον, Ιντιάνα, 1973) — «ΊΊιβ Ροΐίίΐοδ ο ί Οοουραΐίοη»,^1/> ΙΙη ΐνβηΐίγ Κβνΐβ\ν (Μ άρτιος-Α πρίλιος 1983) Ρΐ1ίς1ιο\νδ1ςΐ, € . «ΥογΒγ&ποΙι νοη ΝαΙίΓυπ^δίτιΐίΐεΙη άιίΓοίι ]ίϊ(ϋδο1ΐ6 Β ο νό ΐ^ η ιη ^ \ιη ά Ηϋίί1ΐη§6 ά£Γ Ο1±ιιρ3ΐΐοηδ1&§0Γ ΐη 5θδ6ίζΐ£η Ροΐοη», Ξίιιάΐα Η ΐχίοήαβ Ο βεοη οιη ΐαα β , 17 (1982), 205—15 Ρΐηοΐιυ^, Β. ΞΗίβίΙ ]β\ν$ ιιηάβν Ξονΐβί Κιάβ: ΕαΜβηι Ρ οΙαηά οη ίΗβ Ε νβ ο/ίΗ β ΗοΙοβαιι^ί (Ο ξφ όρδη, 1990) Ρΐηίαΐδ, Ο. ΤΗβ Η οιιχβ ο/ΑζΗβΞ (Λ ονδίνο, 1991) «Τϊιε ΡΙαοο ο ί Ιαά^ηιοηΐ», Τΐιηβ, 6 Α υγοΰστου 1945 Ροΐ§6Γ, ϋ . «ΙηιρβΠΗίΐδηι πηά Επιρΐτο ΐη Τχνοηίΐοΐΐι ^£ηΐυ^), Οβίτηαην», Η ίνίο ιγ αηά Μ βηζοιγ, 17:1 (2005), 117-43 Ροΐΐ&ΐίον, Ε. και ^ ιιΐί, I. επιμ. Ώ αζ Β ή ίίβ ΚβΐβΗ ιιηά αβΐηβ Οβηίχβτ ( Βισμπάντεν, 1989) Ροϊΐ$Η Ε ο ν ίη ΐφ ίΙγ Κβνΐβχν
Ροΐίδΐι Μΐηΐδίτν ο ί ΙηίοΓηιαΙΐοη, ΤΗβ Ο βη ηα η Ν β\ν Ο νάβνΐη ΡοΙαηά (Λ ονδίνο, 1942) Ροΐΐ&οΐ:, Μ. ΤΗβ Ό βαά Μ αη ΐη ίΗβ Βιιηΐ^βν (Λ ονδίνο, 2006) Ρο11ο(±, I. Κ. ΤΗβ Ο ονβ η ιιη β η ί ο (θΓ β α ΐβ ν Ο β π η α η γ (Ν έα Υόρκη. 1938) Ροηΐ£Γ&ηζ, Κ. ΤΗβ Ονβαί ΟΐνβΓ§βηββ: ΟΗΐηα, Ειινορβ αη ά ίΗβ Μ αΐαημ οίΊΙιβ Μ οάβιη Ψ ο ή ά Ε β οη οιη γ (Κ αλιφόρνια, 2000)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
667
ΡοΠεΙΙΐ, Α. ΤΗε Ο νάεν Ηα$ Β εεη Ο α π ίεά Ο ιιί: Ηίαίοιγ, Μ βτηοιγ αηά ίΗε Μ βοηίηβ ο / α Ναζι Μα^Ξαατ ίη Κ οιηβ (Λ ονδίνο, 2003 ) Ργ&§, λ¥. και .ΐ3©οβΓη©ν©ι\ λν., επιμ. Οα$ ΟίεηΞίία^εΗιιβΗ άεχ άειιίχβΗεη ΟβηβΓαΙβοιινβνηβιικ ίη ΡοΙβη 1 9 3 9 -1 9 4 5 (Στουτγάρδη, 1975) Ρι·&ζπιο\ν$ΐ£2 , Α. «ΤΗ© Κΐ©1©© Ρο^γογπ 1946 αηά ίΗ© Επι©Γ§©η©© ο ί ΟοιτίΓηιιηΐδί Ρο\ν©τ ΐη ΡοΙαηά», ΟοΙά \¥ατ Η ίΜ οΐγ, 2:2 (Ια νουά ριος 2002), 101-24 Ργ61£, Κ.. Α. και Ιοη, Α. Η., ε π ιμ .Ά η η ίβ ζ ο /Ο β β ιιρ α ίίο η (Ο ντάριο, 1981) ΡΓ61185, Ε. «Ν^ΐίοηπΐ δοοΐαΐΐδΐ Οοηεερίΐοηδ ο ί Ιηίετη&ίΐοηΣίΙ Εα\ν», Αητβήβαη ΡοΙίίίβαΙ 8βίβηββ Κενίβνν, 29:4 (Α ύγουστος 1935), 594-609 Ρπη§1©, Η. ΤΗβ Μαζίβν ΡΙαη: ΗίπιτηΙβτζ 8βΗοΙα Γ„ναηά ίΗβ Η οΙοβαιι$ί (Ν έα Υόρκη, 2006) Ρηΐδΐη, Α. «Α (Γοιηπιιιηΐΐγ ο ί νΐο1©η©©: ΤΗ© 8ΐΡο/δΟ ζ η ά ΐΐδ Κοί© ΐη ΐΗ© Ν&ζΐ Τ©πόγ δνδί©τη ίη 0©η©Γ3ΐβ©ζΪΓΐί Κΐ©\ν», Η οΙοβαιιχί αηά Ο βη οβίά ε 8 ίπ ά ίβ 5 , 21:1 (άνοιξη 2007), 1-30 Κ'ά'ύζ νοη Ρτ©ηΐζ, Ο .Α Εβχχοη Ρ οτ§οίίεη: Μ ίη ο ή ίγ Ρ τοίβείίοη ιιηάβτ ίΗβ Εβα^ιιβ ο /Ν α ίίο η χ : ΤΗβ Οα$β ο/ίΗ β Ο βπη α η Μ ίη ο ή ίγ ίη ΡοΙαηά , 1 9 2 0 -1 9 3 4 (Ν έα Υ όρκη, 1999) Κπηδίι οί©η-λ¥ογϊΗοΐηι©γ, Ε. Υ ιβίοιγ 1$ Ν ο ί Ε η ο η φ : ΤΗβ 8ίταίβ£γ {ον α Εα$ίίη§ Ρεαββ (Ν έα Υόρκη, 1942) Κ©β©ηΐΐδ©Η, ϋ . ΡϋΗ τβκίααί αη ά ΥβηναΙίιιη§ ίιη Ζχνβίίβη Ψ βΙίΜ ββ: ΥβΓ['α58αη£χβηί\νίβΜιιη£ αηά ΥβηναΙίΗη§ψοΙίίίΙ<, 1 9 3 9 -1 9 4 5 (Στουτγάρδη, 1989) Κεβεηίίδοΐι, Ο. και Τ©ρρ©, Κ., επιμ. Υ εηναΙίιιηξ βοηίηι Μ βηχβΗ βηβΗ ηιηβ ίηι 8ίαα ί ΗίίΙβη,' 8ίιιάίβη ζιιηιροΙίίί8βΗ-αάητίηί$ίταίίνβη Ξγχίβτη (Γκαίτινγκεν, 1986) Κ©άάίΐ\ναγ, \¥ . Ρ., Ρ©ηδοη, I. Η., Ρίαίβεία, Ο. και Ονβοδίο, Κ.., επιμ. ΤΗβ Οαηώήά%ε Η ίχίοιγ ο / ΡοΙαηά: Ε γοπί Αιι§ιι$ίιι$ 11 ίο Ρ ίίη ιά & ί (1 6 9 7 -1 9 3 5 ) (Καίμπριτζ, 1951) Κ6ΐ(± Αβ©1,Τ «\ν&Γπη§ Ιηΐεπι&Ιΐοη&ΙΐδΓηδ: Μυΐΐίΐαΐεπιΐ Τ1ιΐη1αη§ ΐη Ι&ρ&η, 1933-1964», διδακτο ρική διατριβή, Π ανεπιστήμιο Κ ολοΰμπια, 2004 Κ©ΐ©1ιηΐΗη, 8. και Ηπδδοη, 8. «Α Οτοδδ-Οιίΐιιπιΐ Οΐίίιΐδΐοη ο ί €ο1οηίζΗΐΐοη: Ργοιτι Ροδεη ίο Ρ&ίεδίίηε» ,Α η η α ΐ8 ο/ίΗ β Α ^ ο β ία ίίο η ο /Α η ιβ ή β α η Ο βοξταρΗ βκ , 74:1 (Μ άρτιος 1984), 57-70 Κεΐη, Ε. «Εοε&Ι (^οΙΙαβοΓΗίΐοη ΐη ίΐιε Εχεοιιίΐοη ο ί ΐίιε “Ρΐη&Ι δοΐιιΐΐοη” ΐη Ναζΐ-Οεειιρΐεά Βείοηΐδδΐα», ΗοΙοβαιιΜ αηά Ο βηοβίά ε 8ίιιάίβ$, 20:3 (χειμώ νας 2006), 381-409 Κ.©ΐί1ΐη£6Γ, Ο. ΤΗβ ΡίηαΙ ΞοΙιιύοη (Λ ονδίνο, 1953) {667} — ΤΗβ 88, Α Ι Μ ο /α Ν α ίίοη (Λ ονδ ίνο, 1956) — ΤΗβ Ηοιιχβ ΒαίΙί οη 8αηά: ΤΗβ ΟοηβίβίΞ ο /Ο β π η α η ΡοΙίβγ ίη Κ α κ ία , 1 9 3 9 -1 9 4 5 (Λ ονδίνο, 1960) ΚείΒαΙί, Τ «Ήι© Η©<ι1ΐ1ιγ Ιην^ι1ΐ<1: Η ο\ν Β οοη ιεά \ν&δ Ιΐι© Η&5δ5αΓ§ ΕτηρΪΓ©?», ΡοιίΓηαΙ ο /'Μ οά βη ι Η ώ ίοιγ, 41:2 (Ιούνιος 1969), 127-43 Κ©ιτι©ΐ1ίΐδ, Τ., επιμ. ΕίίΗιιαηία ιιηάβτ Ο βπη α η Ο ββιιραίίοη, 1 9 4 1 -1 9 4 5 : ΩίψαίβΗ βχ β χη η ίΗβ 11$ Ε β§αίίοη ίη ΞΐοβΙίΗοΙηι (Βίλνιους, 2005) Κ©ηιρ©1, ϋ . Ο. «Τΐι© ΕχρΓορΓΪ3ίΐοη ο ί ίΐι© 0©Γηι&η Οοΐοηΐδίδ ΐη δοιιΐΗετη Κιΐδδΐα άιΐΓΪη§ ΙΗ© Ογ©β1 ^ ίΆ Τ »,Ιοιιπια Ι ο /Μ ο ά β ιη Η Μ οϊ} \ 4:1 (Μ άρτιος 1932), 49-67 Κ©γηοΜδ, ϋ . Ρνοπι Ψ οΗ ά Ψ α ν ίο ΟοΙά Ψαν: ΟηιτεΗ ίΙΙ ΚοοΞβνβΙί αηά ίΗβ Ιη ίεηια ίίοηα Ι Η ϊχίοη' οΐιΗ β 19405 (Καίμπριτζ, 2006) Κΐββεηΐχορ, I. νοη ΤΗβ ΚίΗΗβηίνορ Μ β η ιο ίκ (Λ ονδίνο, 1954) Κι ©Η, Ν. Η ίίΙβΥϊ \Υατ Α ίη ι$, τόμ. 1: Ι ά ε ο Ι ο Τ Η β Ν αζί Ξίαίβ, αηά ίΗβ Ο οιιη β ο { Ε χ ρ α η ή ο η . τόμ. 2; ΤΗβ ΕςίαΜ ίϊΗηιβηί ο/ίΗ β Νβνν Οτάβν (Λ ονδίνο, 1974) Κΐο1ιΐ©Γ, I. Η. «Οοηΐίη©ηΐΗΐ Ευτορ©’δ Ργ©\υςιγ Ροοά Βαί&ηο©», Ρονεί^η Ά §ήβιάίιινβ, 6 (1942). 300-301 Κϊ©5©γ, Α. «€ΐνΐ1 λΥΕΓδ ΐη Ιΐι© δονΐ©ΐ υ η ΐο η » , Κ ή ύ Ιία , 4:1 (χειμώ νας 2003), 129-62 ΚΐβοΜιοίί, Η. ναη Ο β η η α η -Ρ ο ΙιΦ ΚβΙαίίοηζ, 1 9 1 8 -1 9 3 3 (Βαλτιμόρη, 1971) Κ1ε§©τ, Β. Ο 'βαίονο^ίΗ ε Ν αζί ϋβαίΗ Οανηρχ: ΤΗβ ΙΛ/ε ο /Ο ά ίΙ ο ΟΙοΗοβηί^ (Λ ονδίνο, 2007) Κΐΐδηΐ3ηά©1, V. «δονΐεΐ Ε&\ν ΐη Ο εειιρΐεά ΕδΙοηΐα», ΒαΙίίβ Κ βνίβ\\\ 5 (Ιούνιος 1955), 23-42 ΚοβΙΜηδ, Κ. «ΚοηΓ&ά Η εηίεΐη, ίΗ© διιά©ί©η Ουεδίΐοη αηά ΒτΐΐΐδΙι ΡθΓ©ΐ§η Ρο1ΐ©γ», ΗίαίοήβαΙ ,ΙοιινηαΙ, 12:4 (Δ εκέμβριος 1969), 674-97 ΚοβεΓίδοη, Ε. Μ. Η ίύβ ν’ζ Ρΐβνναν Ρ οίΐβν αηά ΜίΙίίαη> ΡΙαηζ, 1 9 3 3 -1 9 3 9 (Λ ονδίνο, 1963) Κ οάο§ηο, ϋ . Γ αχβίχη ι’χ Ειιτορβαη Ε η ψ ιτε: ΙίαΙίαη Ο ββιιραίίοη ά ιιη η § ίΗε 8 εβ ο η ά ΙΥοήά Ψατ (Κ αί μπριτζ, 2006)
668
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
ΚοΙιγ, \¥ . και ΗεοΚειΊ, Ε., επιμ. Ώ ίβ/α χΜ δΐίχοΗ β Ο ΐίΐα φ α ίίο η φ ο ίίή ΐί ίη ΡοΙβη (1 9 3 9 -1 9 4 5 ) (Β ερ ο λίνο, 1989) Κ οοη, Οετ ν&η «Οτ&ί Μ οί& ε &1δ νόΙ^ειτεεΙιίΙεΓ ΐηι Ο Κ \¥», νίβηβΙΐαΗ^Ηβββ β ιν Ζ β ίί^ εΗ ίο Η ίβ , 18:1(1970), 12-61 ΚθδεηβεΓ§, Α. ΞεΗήββη α η ά Κ β ά β η (Μ όναχο, 1943) — Εβίζίβ ΑαββίεΗηαη§βη: ΙάβαΙβ αηά ΙάοΙβ άβΓηαίίοηαΐ8θζίαΙί8ίί8εΗβη ΚβνοΙαίίοη (Γκαίτινγκεν, 1955) Κοδδ, Κ. «Η εΐηπείι Κίΐΐετ νοη δτβΐΐί βη ά “Οεδ&ιηΐάειιίδείι” ΗΐδίθΓγ», Κβνίβνν ο {Ρ ο Ιίίίε8 , 31:1 (Ια νου ά ρ ιος 1969), 88-107 Κοδδίηο, Α . ΗΐίΙβν Ξίή&Ξ ΡοΙαηά: Β1ίίζ/<ήβ§, ΙάβοΙο^γ α η ά Α ίτ ο ε ίίγ (Λ ώ ρενς, Κ άνσας, 2003) — «Ροΐΐδίι “ΝεΐξΙιβοιίΓδ” αηά Ο εοη^η Ιην&άετδ: Αηίΐ-Ιε\νΐδ1ι ν ΐο ΐε η ε ε ίη ίΗε Βΐ&1γδίο1ί Ο ΐδΐπεί άιιπη£ ίΗε Ο ρεηΐη§ \¥εεΐ£δ ο£ Ορετ&ΐίοη ΒαΛαΓΟδδΒ», Ρ οΙίη , 16 (2003), 431-52 ΚόδδΙοΓ, Μ. «Α ρρίΐεά Οεο§Γ&ρ1ιγ αηά Αγοβ Κεδεατοΐι ΐη Ναζί δοοΐεΐγ: Οεηΐτ&Ι ΡΙ&εε ΉιεοΓγ &ηά Ρ1αηηΐη§, 1933 ΐο 1945 », ΕηνίΓοηηϊβηί αηά Ρ1αηηίη§, 7 (1989), 419-31 ΚόδδΙβΓ, Μ. και δοΜεΐεπη&εΙιεΓ, 8., επιμ. Ό βτ ζΟβηβναΙρΙαη θ 8 ί ’: Η ααρίΙίηίβη άβν ηαίίοηαΐ8θζίαΙί8ίί8βΗβη Ρ1αηαη§8- αηά νβηιίεΗ ίαη& φοΙίίίΙϊ (Β ερολίνο, 1993) Κοδΐονν., \¥ . «Ή ιε ΕιίΓορε&η Οοιηιηΐδδΐοη ίοτ Ειιτορε», στο ΙηίβπιαίίοηαΙ Ο τ§αηίζαίίοη, 3:2 (Μ άιος 1949), 254-68 ΚοΐΙιΙαΓεΙιεη, Ε. «ΤΙιο Ρΐηαΐ δοΐιιίΐοη ΐη ΐΐδ Εαδΐ δία§εδ», Υ αά ΥαζΗβηΊ 5ίαάίβ8, 8 (1970), 7-28 ΚιιεΜ, Μ. «Ιη Τΐιΐδ Τΐηιε \νΐΐ1ιοιιΐ ΕηιρεΓΟΓδ: ΤΙιο Ροΐΐίΐεδ ο ί Επίδΐ Κ&ηΙθΓθ\νΐαζ’δ Καί8βν ΡήβάήεΗ άβΓΖ\νβίίβ Κ & οοηήά& τ& ά»,ΙοαηιαΙ ο/ίΗ β 1¥αώ αΓ§αηά ΟοατίααΙά Ιη8ίίίαίβ§, 63 (2000), 187-242 ΚιιΐΙιεΓίοΓά, Ρ. Τ. «“Αβδοΐιιΐε θΓ§&ηΐζαίΐοηα1 Β είΐεΐεη ογ”: ΤΙιε 1. ΝαΗρΙαη ο ί ΌεοειηβεΓ 1939 (Εσ§ΐδΐΐθδ, Εΐηιΐί&ίΐοηδ, αηά Εεδδοηδ)», ΟβηίΓαΙ Ε α ϊορβ α η Η ί8ίοιγ, 36:2 (2003), 235-72 — ΡτβΙαάβ ίο ίΗβ ΕίηαΙ 8οΙηίίοη: ΤΗβ Ν α ζί Ρνοξταπι /ο ν Ο βροτίίη§ ΕίΗ ηίε ΡοΙβ8, 1 9 3 9 -1 9 4 1 (Λ ώ ρενς, Κ άνσας, 2007) δ&ίπΒη, Η .Ε ίεΗ ηια η η αηά8βίηβ ΟβΗίΙ/βη (Φ ραγκφοΰρτη, 1995) δαίίοχνΐοζ, Κ. Ρ ο η α ιγ Ώ ίαιγ, 1 9 4 1 -1 9 4 3 : Α Βγ8ίαηάβτ>8 Α ε ε ο α η ί ο / α Μα88 Μ ανάβτ (Ν ιου Χ έιβεν, 2005) δαυετ, Ο. «ΤΗε ΡοΓΓη&ίΐνε ΥοδΓδ ο ί Καΐζεί ΐη ΐΐιε ϋ η ΐΐε ά δΐ&ίεδ», Α η η α ΐ8 ο / ίΗβ Α 88οείαίίοη ο / Α η ιβ ή εα η Οβο^ταρΗβκ, 61:2 (Ιούνιος 1971), 245-54 δ<ιιινγ, Α. και Εεάεπιΐ3ηη, δ. «Ε& Ο υ ειτε βΐο1ο§ΐφαε (1933-1945): Ροριιΐ&ίΐοη άε ΓΑ11εηι&§ηε εί άεδ ρ&γδ νοΐδΐη §», Ρ ο ρα Ια ύοη , 1:3 (Ιοΰ λιος-Σ επτέμβρ ιος 1946) δοΙιεοΙιίηΐΒη, I. Ρ. Εητορβαη Ρ ορα Ια ύοη Τναη8$βν8,1 9 3 9 -1 9 4 5 (Ν έα Υόρκη, 1946) δοΐιείΐεηβει·^, \ ν . Η ίίΙβ ϊ’8 Ξβεϊβί 5βη>ίεβ (Ν έα Υόρκη, 1956) — Ιηνα8ίοη 1940: ΤΗβ Ν α ζί Ιηνα8ίοη Ρ Ιαη ^ ονΒ ήία ίη, εισαγω γή I. ΕπεΚδοη (Λ ονδίνο, 2000) δοΙιεηΚ, ϋ . Ηαη8 Ρ ηιη λ: Η ίίΙβκ Κτοη]αή8ί αηά ΟβηβναΙ^οηνβνηβαγ (Φραγκφοΰρτη στον Μ άιν, 2006) δοΙιοΓδΐΐαηοΐ, Ε. «“ν ο ί οη& ρΓθΜί&ΐ3Ϊ& ΟεπΉΗηπ2 !” Οεπη&ηγ ΐη Ε&τ1γ 1945 ϊΙιγοιι^Ιι ίΐιε Εγ6δ ο ί Κ εά Α γπιυ δοΙάίοΓδ», ΞΙανίβ Κβνίβνν, 64:4 (χειμώ νας 2005), 165-89 δείιΐεάει·, Τ., επιμ. ΤΗβ Ε χρ α Μ ο η ο / ίΗβ Ο βη ηα η Ρ οραΙαύοη β ο η τ ίΗβ Τ βπίίοήβ8 Εα8ί ο /ίΗ β ΟάβνΝβί88βΕ ίηβ (Β όννη, χ.χρ.) δείιίεδΐη^ετ, Κ. ΡβάβΓαΙί8ηι ίη ΟβηίταΙ αηά Εα8ίβπι Ε ατορβ (Ν έα Υόρκη, 1945) δείιηιΐάΐ, Ρ . Η ίύ β ν’8 Ιηίβτρνβίβτ (Λ ονδ ίνο, 1951) δεΙίΓηΐίί, Ο. «ΟΐΌβΐΉυιη βε^εη υηΐνεΓδ&Ιΐδηιιΐδ» Ζβίί8βΗήή άβν Α&αάβηιίβ β ίτ Πβαί8βΗβ8 ΚβεΗί, 9 (1939), 333-7 — ΥόΙΙίβπββΗίΙίοΗβ Ονο88ναα\η-Ο νάηαη^ π ιίί Ιηίβτνβηίίοη8νβώ οί β ϊν νααπιββπιάβ ΜάβΗίβ (Β ερ ολί νο, 1939) — ΤΗβ Ο οηββρί ο / ίΗβΡοΙίίίβαΙ, μετάφρ. Ο. δείτνναΐ} (Ν ιου Μ πράνσουικ, 1976) — ΤΗβ Ν ονηο8 ο/ίΗ β ΕανίΗ ίη ίΗβ ΙηίβηιαίίοηαΙ Εανν ο}ίΗ β Ια8 Ριώ Ιιβιιηι Εατοραβιιη (Ν έα Υόρκη, 2003) δείιιηοΐίεΐ, . Ονβαηΐ8 ο^Εηιρίνβ: Ο βη ηα η €οΙοηίαΙΐ8Υη, 1 9 1 9 -1 9 4 5 (Ν ιου Χ έιβεν, 1964) δείιόίΐΐετ, Ρ. «Εΐηε Ατί “ΟεηεΓ^ΙρίΒη λνεδί”: Ό ΐε δΐιιεΙ^ΕΓΐ-ΌεηΙίδοΙίΓΐίί νοηι 14. Ιπηΐ 1940 ιιηά άΐε Ρ1αηαη§εη ίϋΓ εΐηε ηειιε άειιίδεΙι-ίΓαηζόδΐδεΙιε Ο τεηζε ΐηι Ζννείΐεη \¥ε1ΐ1ίΓΪε§», ΞοζίαΙ Ο β 8Μ βΗ ίβ , 18:3 (2003), 83-131
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
669
δο1ΐΓ6ίΐ36Γ, Ο . Όβιιί8βΗβ Κήβ§8νβώτββΗβη ίη ΐία ΐίβ η (Μ όναχο, 1996) δοΐιιιΐΐε, I. Ε. Ζ \ναη§8αώ βίί α η ά νβπιίβΗ ίαη§: Όα8 ]Υίπ8βΗ αβ8ίηιρβήηηι άβν 88: ΟχχναΙά ΡοΗΙ α ηά άα$ ΞΞ-\νΐΓί$εΗαβ5-νβηναΙίιιη§8Ηαιιρίαηϊί, 1 9 3 3 -1 9 4 5 (Π άντερμπορν, 2001) — « ν ο ιη Ατβείίδ- ζυηι νεΓηίο1ιίιιη§δ1&§6Γ: Όίο Εηΐδί6ΐιιιη§δ§6δθ1ιίο1ιΐ6 νοη Αιΐδοΐιννιΐζ-Βίιΐίοη&ιι 1941/42», νίβηβΙμιΗτΞΗββββν Ζβίί§β8βΗίβΗίβ, 50 (2002) δοΐιιιΐΐο, Τ. Ο β π η α η Α π η γ αηά Ν α ζί ΡοΙίβίβ8 ίη Οββιιρίβά Κ α $ή α (Ν έα Υόρκη, 1989) δοΐιιιΐζ, Ο. «Ζιιγ εη^ΐΐδοΐιεη Ρ1αηιιη§ άεδ Ρ&Γΐίδ&ηοηΙα-ίε^δ ητη νοΓ&βεηά άεδ Ζχνείίοη \νε1ΐ1<:π0§6δ», νίβπβΙ]αΗκΗβββ β'ιτ Ζβΐί§β8βΗίβΗίβ, 30:2 (1982), 322-39 δοϊιιιιη&ηη, \¥ . «ΡγοΜοπιο ά&τ ϋοιιΐδοΐιεη ΑυΒεηννίΓίδοΙίδίΙ η η ά οίηεΓ “ΕιιΐΌρϋίδοΙιοη λνίΓΐδοΙίΒίίδρΙ&ηίΐη^” », 8ίαά ία Η ί8ίοήαβ Ο ββοηοηιίβαβ, 14 (1979), 142-60 — δοΐιιιιη&ηη, V/. κ.ά., επιμ. Ε ανορα αη ίβη η Ηα1<,βη1<;Γβιιζ (1 9 3 8 -1 9 4 5 ), 10 τόμοι (Β ερολίνο, 1988-94) δοΐίλνεηίΐοηι&ηη, Η. « “ϋΓΒδΐίο ΜβαδίιΐΌδ ΐο ϋ ο ίο η ά ίΐιο Κοίοΐι &ί ί1ΐ£ Ο άετ αηά ΐΐιο Κΐιίηε”: Α Ροτ^οΐίοη ΜοιηοΓ&ηίΙιιιη ο ί Α ίβ ειΐ δρ©£Γ ο ί 18 Μ&γοΙι 1945», στο / ο α π ια ΐ ο/ Ο οηίβηιροΓαιγ ΗίΞίονγ, 38:4 (2003), 597-614 δοιηεΐίη, ] . ϋ η α η η β ά α§αίη$ί ΗίίΙβν: ΟίνϊΙίαη Κβ8ΐ8ίαηββ ίη Εατορβ (Λ ονδίνο, 1993) δΙι&ίΐΓ, Ο., «ΤεοΙι ίο ι Τοοίι’δ § α )ί£ » ,Ιο η π ια Ι ο/ΡαΙβ8ίίηβ 8ίαάίβ8 , 21:4 (καλοκαίρι 1992), 103-5 δΐιοηΐιαν, Υ. «Ή ιε Ιοννδ ο ί Ιι^ς, Ζίοηίδΐ Ιίΐοοίο^γ αηά ΐ1ΐ£ ΡΐΌ ρειΐγ ο ί Ρ&ΙεδΙίηίδη Κείιι^οεδ ο ί 1948: Α η Αηοηι&ΐγ ο ί Ν εΙιοπεΙ Αοοοιιηίίη§», ΙηίβηιαίίοηαΙ Ιο α π ια Ι ο / Μ ίάάΙβ Εα^ίβηι 8ίαάίβ8, 31:4 (Ν οέμ βρ ιος 1999), 605-30 δΐιερίιειχΐ, Β. Ψ ατ ίη ίΗβ ΨίΙά Εα8ί: ΤΗβ Ο β π η α η Α π η γ αη ά 8 ο νίβ ί Ρ αηίςαηζ (Καίμπριτζ, Μ ασσαχουσέτη, 2004) δΐηιοηΐ, Ε. Β βήίηο, Α η ώ α ζβία ία ά ΐία ΐία 1 9 3 9 -1 9 4 3 (Ρώμη, 1947) δίιηρδοη, Α. \ ν . Β. Η η η ια η Κ ίφ ίΞ αη ά ίΗβ Ε η ά ο^Εηιρίτβ: Β ή ία ίη αηά ίΗβ Οβηβ$ί$ ο/ίΗ β Εηνορβαη Ο οηνβηίίοη (Ο ξφ όρδη, 2001) δΐη§1ι Μεΐιΐίΐ, υ . Ε'ώβναΙήπι αη ά Εηιρίνβ: Α Ξίαάγ ίη Ν ίη βίββη ίΗ -ϋβη ίη ιγ Βήίί$Η ΕώβναΙ Τ Η ο ιιφ ί (Σικάγο, 1999) δΙορΥ&η, Κ. ΞίαΙίη’8 ΟαβηίΙΙαα: ΞονίβίΡανίί^αηΞ ίη Ψ ο ή ά \¥ατ Τ\νο (Λ ώ ρενς, Κ άνσας, 2006) διχιείδετ, Κ. και Ζΐίοίπι&η, Κ., επιμ. Ώ ίβ ύνααηβ ΕΙίίβ (Ντάρμστατ, 1993) — ΤΗβ Ν α ζί ΕΙίίβ (Λ ονδ ίνο, 1993) δπιϋονίΐδΐ£γ, Ε. «Κί§Ιιί6ουδ ΟοηΐΠβδ, ΐ1ΐ£ Ραιΐίδ&ηδ αηά ΐ£\νίδ1ι διίΓνίναΙ ίη Βείοηΐδδία, 1941-1944», Η οΙοβαιΐ5ί α η ά Ο βηοβίάβ 8 ία ά ίβ 8 , 11:3 (χειμώ νας 1997), 301-29 — «Α Όεηιο^Γ&ρΙιίο Ρτοίίΐβ ο ί ΐΐιε Ιο\νδ ίη Βείοπίδδίίΐ ίτοηι ίΐιο Ργ6\¥3γ Τίηιε ΐο ΐΐιε ΡοδΙ\ν3Γ Τίηι£ » ,Ιο ΐίπ ια Ι ο /Ο β η ο β ίά β ΚβΞβακΗ, 5:1 (2003), 117-29 διηϋΐι, Β. και ΡοΐβΓδοη, Α., επιμ. ΗβίηήβΗ Η ίπιπιΙβπ ΟβΗβηηνβάβη 1933 Μ$ 1945 (Φραγκφοΰρτη, 1974) δηαίΐΐι, Ο. ΤΗβ Τα8ί ΥβαΥ8 ο/ίΗ β Μ οηνοβ ϋ ο β ίή η β , 1 9 4 5 -1 9 9 3 (Ν έα Υ όρκη, 1994) δηιίίΐι, Ε., ΤΗβ Εηι&αίίΙβά 8βΙβ ΕτβηβΗ ΞοΙάίβη ’ Τβ8ίίητοηγ ο/ίΗ β Ο ϊβ α ί \¥αν (Κ ορνέλ, 2007) διηίίΐι, \ ν . Ο. «Ρ πεάποΐι ΚβΙζοΙ αηά ίΐιε Οπ§ίηδ ο ί Εβ^οηδΓδυιη», Ο β π η α η 5ίαάίβ8 Κβνίβνν, 3:1 (Φ εβρουάριος 1980), 51-68 — ΤΗβ ΙάβοΙοξίβαΙ Ο π§ίη8 ο /Ν α ζ ί ΙηιρβήαΙί8ηι (Ο ξφ όρδη, 1986) δηγάθΓ, Ό. Κ. Ξβχ Οήηιβ8 αηάβτίΗβ ΨβΗπηαβΗί (Λ ίνκολν, Ν εμπράσκα, 2007) δηγάθΓ, Ε. ΤΗβ Β Ιοοά αηά Ινοη ΟΗαηββΙΙοπ Α Ο οβηηιβηίαΐγ-Β ίο§ταρΗ γ ο /Ο ί ίο νοη ΒΪ8ηιανβλ (Π ρίνσ τ ο ν ,1967) δηγά£Γ, Τ. «ΤΙιο Ο^ιΐδοδ ο ί υΐ^Γ&ίηί&η-ΡοΙίδΙι Εΐΐιηίο θ£&ηδΐη§ 1943», Ρα8ί αηά Ρτβ8βηί, 179 (Μ άιος 2003), 197-235 δοβίεδίά, Ζ. «Κεηιίηίδοεηοοδ ίτοηι Εννο\ν, 1939-1946», Ιο ιιπ ια Ι ο / ΟβηίναΙ Εατορβαη Α β α ίκ , 6:4 (Ια νου ά ριος 1947), 351-74 δοηί&§, Κ. I. και ΒοοΙάίε, I. δ. επιμ. Ν α ζί-Ξ ο νίβ ί ΚβΙαίίοη8, 1 9 3 9 -1 9 4 1 : Ό οβαηιβηΐ5 ]τοπι ίΗβ ΑτβΗίνβ8 ο/ίΗ β Ο βπη α η Ροτβίξη Ο βϊββ (Ο υάσινγκτον, 1948) δρ^η§, ϋ . \ ν . και \νίρρίο1ι, Κ.-Η ., επ ιμ . Μ ρ α η β 8β-Ο β π η α η Κ βΙα ίίοη 8,1 8 9 5 -1 9 4 5 (Λ ονδίνο, 2006) δρεεΐΟΓ, δ. « Α Μ ο η 1005 - Είίαοίη§ ΐ1ΐ£ ΜιΐΓά£Γ ο ί Μίΐΐΐοηδ», Η οΙοβαα8ί αηά Ο βηοβίάβ 8ίαάίβ8 , 5:2 (1990), 157-73
670
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
δρεετ, Α. Ιη ή ά β ίΗβ Τ Η Μ ΚβίεΗ (Λ ονδ ίνο, 1970) — 8ραηάαιι: ΤΗβ 8βενβίΌ ία ήβ8 (Λ ονδ ίνο, 1976) δίαίίοπΐ, Ό . «ΤΗε ϋβίοηαίΟΓ Οοηεορί: Βπΐίδΐι δίταίε^γ, δΟ Ε <ιηά ΕυΓορο&η Κ^δίδΙπηοο βΛογ ΐΐιο Ρ&11 οίΕταηοο», ]ο η η ια Ι ο [ €οηίβπιροναν}' Ρ1ί8ίοιγ, 10:2 (Α πρίλιος 1975), 185-217 δίείη, Ο. ΤΗβ Ψ α ^ β η -88: ΗΐίΙβν’8 ΕΙΐίβ Ο ιιανά αί Ματ, 1 9 3 9 -1 9 4 5 (Ίθ α κ α , 1966) δΐ6ΐηβ£Γ§, I. «Τΐιβ ΤΙιΐΓά Κείοΐι Κϋίΐοοΐβά: Οοηη&η Οίνίΐ ΑάιηίηίδΐΓ&ΐίοη ίη Ιΐΐ£ Οοοιιρίοά δονίεΐ υ η ίο η , 1941-1944», Εη§ΙΪ8Η Η ί8ίοή εα ΙΚ β νΐβ \ν , 110:437 (Ιούνιος 1995), 620-50 δΐοίηβη, Μ. Ο αρΐίηίαίίοη 1945: ΤΗβ Ξίογγ ο/ίΗ β Ω ό η ΐίζ Κβξίπιβ (Λ ονδίνο, 1969) — «ΤΊιβ ΑΙΙίβά Οοοίδίοη ΐο Απ*£δί ίΐιο ϋ ό η ίΐζ Οον£Γηηΐ£ηΙ», Η ίΞίοήβαΠοηιηαΙ, 31:3 (1988), 651-63 δΐ£ίηίη§6Γ, Κ., Βίδοΐιοί, Ο. και ΟοΙιΙογ, Μ. επιμ.^ί^π'β ίη ίΗβ 20ίΗ Οβηίιιιγ (Νιου Μ πράνσουικ, 2002) δΐοίη\ν6ίδ, Α. και Κο§£Γδ, ϋ . Ε., επιμ. ΤΗβ Ιπ ιρ α εί ο/ΝαζΪ8νη (Είηοοίη, Ν Ε, 2003) δ ΐεπ ι, Η. «ΤΙιο θΓ§αηίδ&ΐίοη Οοηδίιΐ» ,Ιο ιιπ ια Ι ο /Μ ο ά β η ι Η Ϊ8ίοιγ, 35:1 (Μ άρτιος 1963), 20-32 δΐοα1ί6δ, Ο. ΗΐίΙβν αηά ίΗβ 0 μ β 8 ί$ ο ν 1Ψ οή ά Ό οπ ιΐη ΐοη : Ν α ζί ΙάβοΙο§γ αηά Ρονβίξη ΡοΙΐεγ ΐη ίΗβ 19208 (Ν έα Υόρκη, 1986) δΐο1ί1ν6Γ, Κ. « Η ιιπ γ Ηοηιο, Η&&1<:οη: ΤΗε Ιηιραοί ο ί Αηΐί-Ναζί Ηιιπιογ οη ίΐιο Ιιη&§6 ο ί ΐΐιο Νοπν££ί&η Μοπ&γοΙι» ,Ι ο ιιη ια ί ο/Α η τβνίεα η Ρ ο Μ ο ν β , 109:433 (καλοκαίρι 1996), 289-307 δίΓοίΐ, Ο. Κβΐηβ Κανηβναάβη: Ώ ΐβ ΨβΗπηαβΗί ιιη ά άΐβ 8θ\νίβίΪ8βΗβη Κ ή βζ 82 βίαη 2 βηβη, 1 9 4 1 -1 9 4 5 (Β όννη, 1997) δίχοβίε, Ο. ΤΗβ Ο β η η α η ίε Μ β: Ν α ζί Ρβτεβρίΐοη8 ο /Β ή ία ίη (Καίμπριτζ, 2000) δίχιιγο, Ρ. Τ ΈνοΙιιίΐοη άιι 8βηίΐηιβηίριώ ΐΐψιβ βη ΒβΙβΐεμιβ 8οιΐ8 Γοεεηραίίοη αΙΙβπιαηάβ (Βρυξέλλες, 1945) — ]οηηταΙ άβ ξΐιβπβ, 1 9 4 0 -1 9 4 5 (Β ρυξέλες, 2004) διιναΐ, δ. «Ον£Γθθπιίη§ ΚΙβίηάβιιί8βΗΙαηά: ΤΙιο Ροΐίΐίοδ ο ί ΗίδίοΓίο&Ι Μγί1ιηι&1αη£ ίη ΐΐιε \ν£ίηΐ3Γ Κ.£ρυΗ1ϊο>, ΟβηίναΙ ΕαΓορβαη Η Ϊ8ίοιγ , 3 (1969), 312-30 δννπίη, Ο. Ββηνββη ΞίαΙΐη αηά ΗΐίΙβν: €1α88 \Υαν αηά Καββ Ψ αν οη ίΗβ Όνΐηα, 1 9 4 0 -1 9 4 6 (Λ ονδίνο, 2004) δν/£6ί, Ρ. Κ. «δείρεΓδ νίοχνδ οη ΑηδοΜιΐδδ ίη 1928: Αη υηριιΜίδΙιοά Εχοΐιαη^ε ο ί ΕεΐΙεΓδ», ΙοιινηαΙ ο /Μ ο ά β τη Η Ϊ8ίοιγ. 19:4 (Δ εκέμβριος 1947), 320-23 — «ΤΙιε Ηίδΐοπς&Ι λνπΐίη § ο ί Η είηποΐι νοη δι±>ί1<», ΗΪ8ίογγ αηά ΤΗβονγ , 9:1 (1970), 37-58 δ\ν£6ΐδ, I. €Ηοΐββ8 ΐη ΥΐεΗγ Ρναηεβ: ΤΗβ ΡτβηεΗ ιιηάβν Ν α ζί Ο εειιρ α ίίο η (Ο ξφ όρδη, 1986) — «ΗοΜ ίΙΐΗί ΡοηάιιΙιίΓηί Κ^άείίηίη^ ΡΗδοίδηι, 0)11<ϊΙ}θΓ&ΐίοηίδΐτι &ηά Κοδίδΐ^ηοε ίη Ρπιηοε», ΡνβηεΗ ΗΪ8ίονίεαΙ 8ίιιάίβ8, 15:4 (φ θινόπω ρο 1988), 731-58 δ\νοΓά, Κ., επιμ. ΤΗβ Ξονΐβί ΤαΙϊβονβτο/ίΗ β ΡοΙΪ8Η Εα8ίβνη Ρνονΐηεβ8 (Λ ονδίνο, 1991) δγιηροδίυπι ο ί ΐΐι© Οοπιηιίδδίοη ο ί ΐΐιε Ηίδΐοπαηδ ο ί Εαΐνία. ΤΗβ Η ΐάάβη αηά Ρ οώ ΐά ά βη Η ί8ίονγ ο / Εαίχήα ιιηάβτ 8 ονΐβί αηά Ν αζί Ο εειιρα ίίοη , 1 9 4 0 -1 9 9 1 (Ρίγα, 2005) δζ^ΓΟία, Τ. \ΥαΓ8βΗαιι ηηίβν άβηι Ηα&βη&βιιζ (Π άντερμπορν, 1978) — ΤΗβ ΙΥακαχν ΟΗβίίο: ίΗβ 45ίΗ Λ η η ΐνβ π α τν ο/ίΗ β 11ρή8ΐη§ (Β αρσοβία, 1987) Τηιι1)£γ, Κ. Β β γοη ά Εα§1β α η ά 3\να8ίΐ^α: Ο βη ηα η ΝαίΐοηαΙΪ8ηι 8ΐηββ 1945 (Μ ίντλταουν, Κονέτικατ, 1967) ΤίΐνΙοΓ, Α. I. Ρ. ΤΗβ Ο ή§ΐη8 ο}ίΗβ 8ββοηά ΨοΗά }ΥαΓ (Λ ονδ ίνο, 1961) Τανίοΐ'. Ε. Ββηνββη Κβ8Ϊ8ίαηββ αηά ΟοΙΙαΙ)οναίίοη: Ρ ορ ιύα ν Ρνοίβ8ί ΐη ΝονίΗβνη Ρναηββ, 1 9 4 0 -1 9 4 5 (Μ πέισινγκστοουκ, 2000) ΤΗίίΓηεΓ, Η.-ΕΙ. νβ φ ίΗ η ιη § αη ά Οβ\ναΙί: Ωβηί8βΗΙαηά, 1 9 3 3 -4 5 (Β ερολίνο, 1986) Τ1ΐ6Γ, Ρ. και δί1μι1<, Α., επιμ. Κ βάπι\νΐηβ Ναίΐοη8: ΕίΗηίε ΟΙβαηχΐη^ ΐη Εα.^ί-ΟβηίταΙ Εηνορβ, 1 9 4 4 -4 8 (Λ έιδα ν, Μ έρυλαντ, 2001) ΤΤιίοδ, I. «ΗίΐΙοΓ’δ ΕιίΓορείΐη ΒιιίΜίη§ Ρτο^ΓΗΓηπιε», ]οιιπιαΙ ο /Ο ο η ίβ η ψ ο η ιιγ ΗΪ8ίοη\ 13 (1978), 413-31 ΤΙιοηι&δ, \¥ . «Τΐιβ ΡηΐδδίΗη-ΡοΙίδΙι δίΐιι&ΐίοη: Αη Εχρ£πηΐ€ηΐ ίη Α $ ύ π \ϊ\ζ ύ ο η » , Αη τβή εα η Ιοιιη ια Ι ο/5οεΐοΙο§)>, 19:5 (Μ άρτιος 1914), 624-39 Τίιτίδ, Κ. \Υ. Οβτηιαηίζΐη§ Ρηΐ88ΐαη ΡοΙαηά: ΤΗβ Η -Κ -Τ 8οεΐβί\' αηά ίΗβ $ίηι§§1β [ον ίΗβ Εα8ίβνη ΜανεΗβ8 ΐη ίΗβ Ο βη ηα η Ειηρΐνβ , 1 8 9 4 -1 9 1 9 (Ν έα Υόρκη, 1941) ΤοάοΓον, Τ .Α ΡνβηεΗ Τνα§βάγ: 8εβηβ8 ο / Ο ν ΐ Ι Ψαν, 8 ιω ιιη β ν 1944 (Χ α νόβερ. Νιου Χ άμσαϊρ, 1996) ΤοΓοοδονίοΙι, Ψ αν αη ά Κ βνοΙιιίΐοη ίη Υΐί§θ8ΐανία, 1 9 4 1 -1 9 4 5 : Ο εειιρ α ίΐοη αηά ΟοΙΙαΗοναίίοη (Στάνφορντ, 2001)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
671
Τοηηΐηΐ, (1 Ορβναζίοηβ Μαάα§α8βαπ Εα φ ιβ ϊίίο η β βίπαίβα ίηΡοΙοηία, 1 9 1 8 -1 9 6 8 (Μ πολόνια, 1999) Τ οοζε, Α. Ψα§β5 ο /Ω β χΐη ιβ ίίο η : ΤΗβ Μα\άη% αη ά ΒνβαΜη$ ο}ίΗ β Ν α ζί Ε β ο η ο η ιγ (Λ ονδ ίνο, 2006) Τ ογηβεε, Α. και Τ ονηβεε, V., επιμ. Ξιιννβγ ο/' ΙηίβηιαΐίοηαΙ Αβαίκν: ΗίίΙβν $ ΕιίΓορβ , 1 9 3 9 -1 9 4 6 (Λ ονδίνο, 1954) ΤΓ£ηΐηι;ιηη, Ρ. και Ιιΐδΐ, Ρ., επιμ. Ρ ο ο ά αηά Ο οη β ίβί ίη Ειινορβ ίη ίΗβ Α §β ο / ίΗβ Τ\νο ΨονΙά Ψαν$ (Μ πέισιγκοτοουκ, 2006) Ττενοτ-ΚορεΓ, Η. «Ηΐίίετδ Κτΐε§δζΐε1ε», νίβπβΙ]αΗτ8Ηβ/ίβ βΐΓ Ζβίί§β8βΗίβΗίβ, 8 (1960) — Η., επιμ. Η ί ί Ι β τ Ψ α ν Ώίνββίίνβ8, 1 9 3 9 -1 9 4 5 (Λ ονδίνο, 1966) — Η ίίΙβν’χ ΤαΗβ ΤαΙΚ (Ο ξφ όρδη, 1988) Ττε\ν, δ. Β ή ία ίη , ΜίΗαίΙονίβ αηά ίΗβ ΟΗβίηί1ί8, 1 9 4 1 -4 2 (Λ ονδ ίνο, 1998) ΤιιεΙ^εΓ, \Υ. Κ. ΤΗβ Ρα5βί5ί Ε$ο: Α ΡοΙίίίβαΙΒίο^ταρΗγ ο /Κ ο ύ β η ΒναήΙΙαβΗ (Λ ος Α ντζελες, 1975) ϋβοΓδοΜΓ, Ο. Κ., επιμ. ΟΠβ άβ$ ΟναιιβηΞ (Ντάρμστατ, 2003) ϋΐ>6Γδθ1ΐ3.Γ, Ο. Κ.. και \¥ ε ΐίε , XV., επιμ. 'ϋηίβπιβΗ ιηβη Β α ώ α ϊθ 8 8 α }: Ό βτ άβαίαβΗβ ϋ ύ β φ ιΙ Ι α α /ά ίβ Ξο\ν]βίαηίοη 1941: ΒβήβΗίβ, ΆηαΙγζβη, Ό οίαιιηβηίβ (Π άντερμπορν, 1984) υηιΐ3Γ6Ϊΐ, Η. Οβι·Μ ίΙίίω ϋβ)βΗ Μ ηώ βν ίη ΡταηΙσβίβΗ 1 9 4 0 -1 9 4 4 (Μ πόπαρντ στον Ρήνο, 1968) — ΟβιιίϊβΗβ Μ ίΙίίάϊνβηναΙίιιη§βη 1938139: ϋ ίβ ηύΙίΐάή$βΗβ ΒβΞβίζαη# άβτ Τ8βΗββΗθ8ΐο\ναΙίβί ιιηά ΡοΙβη8 (Στουτγάρδη, 1977) υη§ν&Γγ, Κ. Β α ίίΙβ /ο ν Βηάαρβζί: Ο ηβ Η αηάνβά ϋ α γ ζ ίη ΨονΙά Ψ α ν II (Λ ονδίνο, 2003) υ δ Α , Ο ίίΐεε ο ί ίΐιε υ η ΐίε ά δί&ίεδ Ο ιΐε ί ο ί Οουηδεί ίοτ ΡΐΌδεειιίΐοη ο ί Αχίδ ΟπιηΐηΗΐΐίγ. Ν αζί Ο οηψίΓαβγ αηά Α§§τβ88ίοη, 8 τόμοι και συμπληρώματα (Ο υάσινγκτον, 1946-7) ν&ΐίη, I., Μεδίε, Ρ., Αάαηιείδ, δ. και ΡγΓ0ζ1ΐ0ν, δ. «Α Ν ε\ν ΕδΐΐηΐΗίε ο ί ΕΠα·&ΐηΐαη ΡοραΙαίίοη Εοδδεδ άιιπη§ ίΐιε Οπδεδ ο ί ίΐιε 1930δ αηά 1940δ», Ρ οραΙαίίοη Ξίαάίβζ, 56:3 (Ν οέμβρ ιος 2002), 249-64 ν ε ϋ ΐο η , ϋ . Ρα^Ηίοη αηάβτίΗβ Ο ββηραίίοη (Ο ξφ όρδη, 2002) ν ε π ια , Ρ. Ρ. «Νοίεδ οπ Ιίαΐΐαη Κιιΐε ΐη Οαίιηαίΐα ιιηάετ Βαδίΐαηΐηΐ, 1941-1943», ΙηίβτηαίίοηαΙ Η ίζίο ιγ Κβνίβ\ν, 12:3 (1990), 441-60 ν ε π ια η ΐ, 1. ΤΗβΚββα§ββ ίη ίΗ βΡθ5ί-\¥αΓ Ψ ο ή ά , (Λ ονδίνο, 1953) νεΓδεΙιαετ, Ο. «Καδδεηβΐοΐο^ΐε άετ ίχιάεη»,ΡθΓ8βΗηη§βη ζ α ν ία ά β η β α ξ β ,χ ό μ . 3 (1938) ν ϊά α , Β. Ω β β η ίη § Οβτηιαηγ: ΤΗβ 1848 Ρ ναη Ιφ ιτί Ρ αήίαηιβηίαήαη8 α η ά Ν α ίίο η α ΐ Ιάβηίίίγ (Καίμπριτζ, Μ ασσαχουσέτη, 2002) νΐη εεη ΐ, Ρ. «Ο οηδέφίεηοεδ άε δΐχ αηηέεδ άε £ΐιειτε δΐιτ Ια ροριιίαίΐοη ίταηςαίδε», Ρ ορα Ια ίίοη , 1:3 (Ιούλιος-Σ επτέμβριος 1946) ν ΐη ε η , Κ. ΤΗβ ΙΙηβββ ΡτβηβΗ: Ε ί/β αηάβνίΗβ Ο ββηραίίοη (Ν ιου Χ έιβεν, 2006) νΪΓ£ΪΠ, Ρ. ΞΗοηι ]Υοηιβη: Ο βηάβΓαηά Ραηΐ8Ηπιβηί ίη Ε ώ βταίίοη Ρναηββ (Ν έα Υόρκη, 2002) νο ίΐη , Ε. «ΤΙιε Κιΐδδΐαη Ροοά δΐίυαίΐοη», Α η η α ΐ8 ο /Α η ιβ π β α η Α βα άβπιγ ο / ΡοΙίίίβαΙ αηά ΞοβίαΙ 5βίβηίί8ί8, 225 (Ια νουά ριος 1943), 89-91 νοίΐαηαηη, Η .-Ε. «Εαηάννΐτίδείιαίΐ ιιηά Ει*ηα1ιπιη§ ΐη Ηΐίίετδ ΕιιΐΌρα, 1939-45». ΜίΙίίάν£β8βΗίβΗίΙίβΗβ Μ ίίίβίΙηηξβη, 35 (1984) λναοΗδίηαηη, Ν. Η ίίΙβτ8 Ρή8οη8: Εβ§αΙ Τ β π ο νίη Ν α ζί Ο βτηιαηγ (Λ ονδίνο, 2004) ΝΥαΐίε, Κ. Υαηξαανά ο ( Ν α ζ ίν η : ΤΗβ Ρνββ € ο ψ 8 Μ ονβνηβηί ίη Ρθ8ί\νατ Ο βπηαηγ, 1 9 1 8 -1 9 2 3 (Ν έα Υόρκη, 1952) λΥαιτΙ,1. « “Ρ εορίε λ¥1ιο ϋ εδ ετνε Ιΐ”: Ι ο ζ ε ί Τΐδο αηά Ιΐιε Ρτεδΐάεηΐΐαΐ ΕχεηιρΙΐοη», Ν&Ιΐοη&1ΐΙΐε§ Ραρείδ, 30:4 (2002), 571-601 \ν&Γΐΐηιοηΐ, XV. 1η8Ϊάβ Η ίήβτ8 Η βαάβ[ααηβτ8,1 9 3 9 -1 9 4 5 (Λ ονδ ίνο, 1964) λναπηβηιηη, \Υ. ΤΗβ ΌαίβΗ ηηάβν Ο βπη α η Οββηραίίοη, 1 9 4 0 -1 9 4 5 (Στάνφορντ, 1963) — ΤΗβ Ο β π η α η Ο ββηραίίοη ο/Β βΙ§ίαηι, 1 9 4 0 -1 9 4 4 (Ν έα Υόρκη, 1993) ΧΥεβεΓ, Α.Αί>8βΗίβά νοη ά β ν ^ Η β ή ξ β η Οβ8βΗίβΗίβ (Α μβούργο, 1946) \ν ε β ε ι\ XV. Ω ίβ ίηηβτβ ΞίβΗβιΉβίί ίιη &β8βίζίβη ΒβΙβίβη α η ά Ν οπ ψ αη & βίβΗ , 1 9 4 0 -1 9 4 4 (Ντύσσελντορφ, 1978) \Υε§ηεΓ, Β., επιμ. Ρ ΐο π ι Ρβαββ ίο Ψαν: Ο βπηαηγ, Ξονίβί Κα85ΐα αη ά ίΗβ ΨοΗά, 1 9 3 9 -1 9 4 1 (Ο ξφ ό ρ δη, 1997) λΥεΐηβετσ, Ο. Ο β π η α η γ αηά ίΗβ Ξονίβί Όηίοη, 1 9 3 9 -1 9 4 1 (Λ έιντεν, 1954)
672
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
— Ψ ονίά ΐη ίΗβ ΒαΙαηββ: ΒβΗΐηά ίΗβ ΞββηβΞ ο / ΨονΙά Ψ α ν II (Χ α νόβερ, Ν ιου Χ αμοάιρ, 1981) — Λ ΨονΙά α ίΑ π η 8 : Λ ΟΙοΗαΙ ΗΪ8ίονγ ο/ Ψ ο ή ά Ψ αν I I (Καίμπριτζ, 2005) — επιμ. Η ΐύ β η Ζ\νβΐίβ8 ΒηβΗ (Στουτγάρδη, 1961) λΥεΐδδ, Υ. «Οεηΐταί ΕιίΓορεαη Είΐιηοηαίΐοηαΐΐδηι αηά ΖΐοηΐδΙ Βΐηαίΐοηαΐΐδίη», Ιβ\νΪ8Η 8οβΐαΙ 8ίιιάΐβ8 , 11:1 (φ θινόπω ρο 2004), 93-117 \νεΐδ δ -\¥εη ά ΐ, Α. «Εχίεπηΐηαίΐοη ο ί ίΐιε Ογρδΐεδ ΐη Εδίοηΐα άιιπη£ \¥οι*1ά \¥ατ II: Ροριιίατ Ιηια§εδ αηά Οίίΐοΐαΐ Ροΐΐοΐεδ», Η οΙοβαιΐ8ί αη ά Ο β η ο ά ά β 8ίηάΐβ8 , 17:1 (άνοιξη 2003), 31-61 λΥεΐζδαοΙίει·, Έ .Ώ ΐβ Ψβΐζ8άβΙίβν-Ραρΐβνβ, 1 9 3 3 -1 9 5 0 , επιμ. Ε. Ε. Ηΐΐΐ (Φ ραγκφοΰρτη, 1974) \¥εδΐαά, Ο. Α. ΤΗβ ΟΙοΙοαΙ ΟοΙά Ψαν: ΤΗΐνά Ψ ο ή ά ΙηίβννβηύοηΪ8ηι αηά ίΗβ Μ α Η η ξ ο / Ο ην Τΐηιβ8 (Καίμπριτζ, 2007) λνεδίεπηαηη, Ε. Β. «“Ε πεηά αηά Είείρει-”: Ο επηαη υ η ΐίο π η ε ά Ροΐΐεε Ορεταΐίοηδ ΐη ΡοΙαηά αηά ίΐιε Οεηεταί Ο ονεπιη ιεηί, 1939-1941», ΤοηνηαΙ ο / Μ ΐΙΐίαιγ Η Ϊ8ίοιγ, 58:4 (Ο κτώβριος 1994), 643-62 \νΐ1άί, Μ. «ΤΙιε δρΐπΐ ο ί ΐΐιε Κείοΐι δεοιιπίγ Μαΐη Ο ίίΐεε [Κ δΗ Α]», ΤοίαΙίίαήαη Μ ονβνηβηί8 αη ά ΡοΙΐίίβαΙ Κ βΙΐ§ίοη 8, 6:3 (Δ εκέμ β ριος 2005), 333-49 — επιμ. ΝαβΗήβΗίβηάΐβηαί, ροΙΐίΪ8βΗβ ΕΙΐίβ ιιη ά ΜονάβΐηΗβΐί: Ώβν 8ίβΗβνΗβίί8άΐβη8ί άβ8 ΚβΐβΗ8βΗνβν8-88 (Α μβοΰργο, 2003) λΥΐΙΙΐαιηδ, Μ. «Ο επηαη Ιηιρεπαΐΐδίη αηά Αιΐδίπα, 1938», ΙοηνηαΙ ο / ϋ οηίβ η ιρονα νγ ΗΪ8ίονγ, 14:1 (Ια νουά ριος 1979), 139-53 — «Ε πεάποΐι Καΐηετ ε Οάΐΐο Ο1οβοοη&: Ε’αηιΐεΐζΐα ΐηδοΐΐΐα ε ΐ ηιοΐΐ δίηΐδΐπ άΐ άιιε ηαζΐδίΐ ίΐρΐεΐ», ξ)ιιαΙβ8ίοήα, 1 (Ιοΰνιος 1997), 141-75 λνΐΐΐδ, Ο. ΤΗαί ΝβηίναΙ Μ α η ά : Α ΟιιΙίιιναΙ Η Ϊ8ίοιγ ο /ΐν β ία η ά άιινΐηβ ίΗβ Ξββοηά Ψ ο ή ά Ψαν (Λ ονδίνο, 2007) λνΐηΐεννΐοζ, I. Μ .Α ΐη ΐ8 α η ά ΕαΐΙηνβ8 ο / ίΗβ Ο βη ηα η Ν β\ν Ονάβν (Λ ονδίνο, 1943) λνΐηΐεΓ, Ο. «ΤΙιε Εοη§ Α π η ο ί ίΐιε Ήιΐτά Κεΐοΐι: ΙηίετηιηεηΙ ο ί Ν ε\ν Οιιΐηεα Οεπηαηδ ΐη ΤαΙητα», Ιο ίίη ια Ι ο /Ρ α α β β Η Ϊ8ίθΐγ, 38:1 (2003), 85-124 λνΐδ^ειηαηη, Ε. ^ζβ^/ζ5 α ηά Ο βηηαη8 (Ο ξφ όρδη, 1938) — Ο β η η α η γ’8 Εα8ίβηι Ν β ΐφ Β ο ιικ (Ο ξφ όρδη, 1956) λνΐίΐε, Ρ. «Τ\νο ϋεοΐδΐοηδ Οοηοεπιΐη§ ΐΐιε “Εΐηαΐ δοΐιιίΐοη ίο ΐΐιε Ιε\νίδ1ι Ο υεδίΐοη”: ΟεροΓίαΐΐοηδ ΐο Εοάζ αηά Μαδδ ΜιιτάεΓ ΐη Ο ιείηιηο», Η οΙοβαιΐ8ί αη ά Ο β η ο ά ά β 8ίηάΐβ8 , 9:2 (1995), 318-45 \¥ ΐίΐε , Ρ. και Ιγαδ, δ. «Α Ν ε\ν ϋ οο ιπ η εη ί οη ίΐιε ϋεροΓ ίαίΐοη αηά ΜιιτάεΓ ο ί Ιεχνδ άιιπη§ “Εΐηδαίζ ΚεΐηΙιαΓάί” 1942 » ,Η οΙοβα ιΐ8ί α η ά Οβηοβίάβ 8ίηάΐβ8 , 15:3 (χειμώ νας 2001), 468-86 λ¥ΐίΐε, Ρ. κ.ά., επ ι μ. Ώβν Όΐβη8ί1<,αΙβηάαν ΗβΐηήβΗ ΗΐνηνηΙβν81941/42 (Α μβοΰργο, 1999) \νο11δΐεΐη, Ο. Όα8 <ΟΐΌ88άβιιί8βΗΙαηά ’ άβν Ρ α ιι^ ΐνβΗ β : Ν αίίοηαΙβ ΖΐβΙβ άβν ΗϊνββνΙΐβΗβη Κ βνοΙηίΐοη 1 8 4 8 /4 9 (Ν τΰασελντορφ, 1977) \¥ο1ΐοη, δ. Ε ονά ΗαΐΙβγ , ίΗβ ΟοΙοηίαΙ Οβτββ αηά ίΗβ ΡοΙΐίΐβ8 ο /Κ α β β αηά Ενηρΐνβ ΐη ίΗβ 8ββοηά Ψ ο ή ά Ψαν: ΤΗβ Ε ο 88 ο /Ψ Η ίίβ Ρνβ8ίΐββ (Λ ονδίνο, 2000) \¥ ο ο ά , Ε. Τ. ΚαΥ8]ά: Η ο \ν Ο ηβ Μ α η Τ ήβά ίο 8 ίο ρ ίΗβ Η οΙοβαιΐ8ί (Ν έα Υ όρκη, 1994) \¥γ1ΐε, Ν., επιμ. Εηνορβαη Νβιιίναΐ8 αηά Νοη-ΒβΙΙΐ§βνβηί8 άιινίη§ ίΗβ 8ββοη ά Ψ ο ή ά Ψ αν (Καίμπριτζ,
2002) Υοιιη§, Κ. I. «ΤΗε Αίΐεπτιαίΐι ο ί Μιιηΐεΐι», ΡνβηοΗ ΗΪ8ίοήβαΙ 8ίιιά ΐβ 8, 8:2 (φθινόπω ρο 1973), 305-22 Ζαΐιτα, Τ. «Κεε1αΐιηΐη§ ΟιΐΙάΓεη ίοτ ίΐιε Ναίΐοη: Οετηιαηΐζαΐΐοη, Ναΐΐοηαΐ Αδοπρΐΐοη αηά Ό ε ιη ο ο ταογ ΐη ΐΐιε ΒοΙιεηιΐαη Εαηάδ, 1900-1945», ΟβηίναΙΕηνορβαη ΗΪ8ίονγ, 37:4 (2004), 501-43 — Κ ΐά η αρρβά 8οηΐ8: Ν α ήοη α Ι Ιηάΐββνβηββ α η ά ίΗβ ΒαίίΙβ / ον ΟΗΐΙάνβη ΐη ίΗβ ΒοΗβηιΐαη Εαηά8, 1 9 0 0 -1 9 4 8 (Ιθ α κ α , 2008) Ζα1ο§α, δ. Βαβί'αίΐοη 1944: ΤΗβ Όβ8ίνηαίΐοη ο / Α η η γ Ο νοιιρ Οβηίνβ (Λ ονδ ίνο, 1996) Ζετίαΐ, I. Ενονη ϋαία8ίνορΗβ ίο Ρο\νβν: Η οΙοβαιΐ8ί 8ηννΐνον8 αηά ίΗβ Ειηβνξβηββ ο/ΙχναβΙ (Μ πέρκλεϋ, 1998) Ζΐΐεΐηιαηη, Κ. Ηΐίίβν: ΤΗβΡοΙΐβΐβ8 ο [8 β ά ιια ϊΐο η (Λ ονδ ίνο, 1999) Ζγ16εΓΐ)εΓ§, Μ. Α Ψαν8α\ν Ο ία ιγ, 1 9 3 9 -1 9 4 5 (Λ ονδ ίνο, 1969)
Ευρετήριο
1005, Επιχείρηση, 410 Αβάνας, Διάσκεψη (1940), 579 Αγγλοσάξονες, φυλετική υπεροχή, 589 Άγκυρα, 244 αγορές, ισχύς μέσω των, 596 αγρότες Γερμανοί, εξαφάνιση, 218,219 εβραϊκών περιουσιών λεηλασία, 451-2,453 Ευρωπαίοι, εξαφάνιση, 596 αγρότες, έλεγχος, 277 Αθήνα απελευθέρωση, 524 απεργία, 492 «θεωρία του χάους» της δίΡο/δϋ, 505 μπλόκα (1942), 301-2 πείνα, 280 Αιγαίου, νησιά, 345 Αίγιο, επιχείρηση της Βέρμαχτ (1943), 497 Αίγυπτος, 291,586,589 Αϊζενχάουερ, στρατηγός Ντουάιτ Ντ. (ΕΐδεηΙιοχνεΓ, ϋ\νί§1ιΐ ϋ .), 509,510 Αιθιοπία βρετανικές επιχειρήσεις στην, 132 ιταλική εκστρατεία (δεκαετία 1930), 340,341, 350,352,586 σφαγές, 349 Αινώ, απεργία (1941), 479 Αις, Ροΰντολφ (Ηοβ, Κικίοΐί), 28, 315, 532 αιχμάλωτοι πολέμου Βέρμαχτ και, 160-66 δυνητική τους αξία, 166 εξόντωση διά της εργασίας, 310 θνησιμότητα, 163,166 κανιβαλισμός, 12,125-6 λιμοκτονία, 165,169,312
πορείες θανάτου, 161-2 στο εργατικό δυναμικό, 295,296 στρατόπεδα, 161,162-3,165-6, 311 Συμβάσεις της Γενεύης και, 109-10,160,486 συνθήκες, 165-6 αιχμάλωτοι πολέμου, Αλσατοί, 199 αιχμάλωτοι πολέμου, Βέλγοι, 295 αιχμάλωτοι πολέμου, Γάλλοι, 108,295 αιχμάλωτοι πολέμου, Γιουγκοσλάβοι, 160 αιχμάλωτοι πολέμου, Ιταλοί, 160,307 αιχμάλωτοι πολέμου, Νορβηγοί, 295 αιχμάλωτοι πολέμου, Ολλανδοί, 295,493 αιχμάλωτοι πολέμου, Πολωνοί εκτέλεση, 96 εργάτες γης, 295 και Σύμβαση της Γενεύης, 160 αιχμάλωτοι πολέμου, Σοβιετικοί, 159-66 αριθμοί, 159,309 εκτέλεση, 139 η Βέρμαχτ τούς στρατολογεί, 461, 462,463 κανιβαλισμός, 12,165-6 λιμοκτονία, 161,162,163,164,165-6,370 σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, 11,12 στο εργατικό δυναμικό, 166, 297 αιχμάλωτοι πολέμου, Σύμμαχοι, 476 αιχμάλωτοι, μεταχείρισή τους, 309,310 Άιχμαν, Άντολφ (Είοΐιπι&ηη, Αάοΐί) «βιεννέζικο μοντέλο», 50-51 γραφείο για την εβραϊκή μετανάστευση, 50-51, 83,97,389 εκτοπίσεις από την Ουγγαρία, 404,405 και Γαλλοεβραίοι, 437 και Ρουμανία, 396 και Τελική Λύση, 395,396 και φόνοι Εβραίων, 411 Ακαδημία Γερμανικού Δικαίου, 76,250
674 Ακαδημία Χάρτσμπουργκ για την Οικονομική Ηγε σία, 234 Ακιταίν, τοπικοί άρχοντες, 433 Αλβανία γιουγκοσλαβική κυριαρχία, 565 ιταλική εισβολή (1939), 63,133, 340, 343 Αλγερία ένοπλη αντίσταση εναντίον των εποίκων, 593 εξουσία των Συμμάχων, 422 Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης, 441, 445 σύστημα διακυβέρνησης, 422 σφαγές της ημέρας της Νίκης στην Ευρώπη (1945), 592 Αλσατία αναγκαστική φυλετική ταξινόμηση, 186 απέλαση των Γερμανών (δεκαετία του 1920), 37, 39 απέλαση των Εβραίων (1940), 120 διοίκηση, 227,229 εκγερμανισμός, 199-202 εκκαθαρίσεις μετά το 1918,199 ονόματα, εκγερμανισμός, 200-201 Αλφιέρι (Αΐίΐβπ) (Ιταλός πρέσβης), 128 άμαχοι αμυντικό έργο (1944-45), 527-8 ανταρτοπόλεμος και, 486, 493, 497,500,501 Διαταγή Βαρβαρόσσα και, 142,158 δικαιώματα στην εμπόλεμη περίοδο, 352 εκτοπίσεις, 97 θάνατοι στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, 27 θάνατοι υπό ναζιστική κατοχή, 4,8,9,18,54,679,96,140,169,176,351,486,487, 491,497,499, 500,518 καταναγκαστική εργασία, 487,493 καχυποψία της Βέρμαχτ απέναντι τους, 26, 67, 501 φυγή (1944), 528 ως ναζί διοικητές, 29,66,72,353 βλ. επίσης Εβραίοι Αμβέρσα, απελευθέρωση, 524 Αμβοΰργο κατάρτιση αποικιακοί διοικητών, 117 Συμμαχικοί βομβαρδισμοί, 124 σχέδια των ναζί για, 559 Αμμέντε, Έβαλντ (Αηιιηϋηίΐε, Ε\να1ά), 34-5 Αμπετς, Ό ττο (Αβϋίζ, Οΐίο) αντιπαλότητα, 425 ενεργός προπαγάνδα, 430-31 εξουσία, 432
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ και συνεργασία με τον κατακτητή, 286,420-421 προειδοποιεί για ταραχές στη Γαλλία, 287 ως «καλός Γερμανός», 426 Ο γοΙο ΡΓΗηο€-Α1ΐ£ΓΠ&§Π€ (Οτουρε ΟοΙΙαΗοΓ&ΐίοη), 430 Αμπρόζιο, στρατηγός Βιττόριο (Αιτώτοδΐο, ν ΐη ο π ο ), 356 Αμπς, Χέρμαν (Αβδ, Ηεπηίΐηη), 571 Άμστερνταμ απεργία (1941), 476,479 μπλόκα στους Εβραίους (1941), 476,479 «αμφίβιοι», 187-8 Ανατολία, 24 Ανατολικές Ινδίες, 592 ανατολική Αφρική, ιταλική κατοχή, 320 ανατολική Ευρώπη αντιμπολσεβικισμός, 567 αντισημιτισμός, 600 εθνικά κράτη, δημιουργία (1919), 586 εθνικισμός, 561 εθνοκεντρική πολιτική, θρίαμβος, 549 μειονοτικοί πληθυσμοί (1950), 550 μεταπολεμική συλλογή πληροφοριών, 573 οικονομική άνθηση στα χρόνια του πολέμου, 567 ανατολική Πολωνία αντίσταση, 512 Γερμανών φόβος για σοβιετική εισβολή, 82 εβραϊκά στετλ, 452 εθνοτικοί (ή μειονοτικοί) Γερμανοί, 85,93,192 ζλότι, κατάργηση, 100 Λευκορουθηνία, 155 πόλεμος με τους Ουκρανούς, 506-7 πρόγραμμα μετοίκησης, 81,82, 383 σοβιετικές εκτελέσεις, 97 σοβιετικές εκτοπίσεις, 97 σοβιετική εισβολή (1939), 71,80,96,99,157-8 σοβιετική έφοδος εναντίον του καπιταλισμού,
100 σφαγές από τα δδ, 170,506 Ανατολική Πρωσία, 37 αμυντικό «ανατολικό τείχος», 523 ανατολικά σύνορα, 40 γερμανική αποδημία (1937-8), 79 εκδίκηση του Κόκκινου Στρατού, 540,541 πρόσφυγες (1944), χχχΐίϊ, 523 τύποι πληθυσμου. 1% Ανγκόλα, 584,593 Ανδρίτσα, επιχείρηση της Βε^μαχτ (1943), 497 ανθρώπινα δικαιιύματα
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ατομικά, 602 συζήτηση (δεκαετία του 1940), 603 ανιθαγενή άτομα, μεταπολεμική φροντίδα, 602 Αννόβερο, «Τευτονικό Σπίτι», 455 Ανριό, Φιλίπ (Ηεηποί, Ρΐιΐΐΐρρε), 442,443,502-3 Άνσλονς, 32,33, 46-52, 79 αντάρτες βλ. παρτιζάνοι Αντενάουερ, Κόνραντ (ΑάεηαυεΓ, ΚοηΓαά), 550, 574 αντιαεροπορικά καταφύγια, 306 Αντίλλες, 120,579 αντίποινα, 8-9,168 αντίσταση και, 352,483-4,487,495,516 Εβραίοι σκοτωμένοι, 172, 240,380 νομιμότητα, 69,142, 501 πολιτική, 172,214, 242, 249,352-3,517 ποσοστώσεις, 242,351 χωρικοί σφαγιασμένοι, 172, 284 Αντίς Αμπαμπα, 340 Αντίσταση αντίποινα και, 352,483-4,495,516 αξία της, 515-21 βία για πολιτικούς σκοπούς, 517 γεωπολιτική της, 480,481 εισβολή στην Ε Σ Σ .Δ . και, 238-9, 241, 243 έλεγχός της μετά την Απελευθέρωση, 518-20 εντάσεις εντός της, 504-5 εξέγερση, επιλογή της σωστής στιγμής, 508-9 και δολιοφθορές, 481 κατακερματισμός, 518 παράνομα έντυπα, 476 πολιτικός χαρακτήρας, 517 προσέγγισή της οος μυστικού στρατού, 473,508 τίμημα, 516 τοπικισμός, ευρύτερος και στενότερος, 520 βλ. επίσης παρτιζάνικος πόλεμος· στις επιμέρους
χώρες Αντονέσκου, Τον (Αηΐοηβδοιι, Ιοπ), 330-32 αντιεβραΐκή πολιτική, 331,334-40,403 αντίποινα, 337,338 αντιτσιγγάνικη πολιτική, 333-4,414 και εθνοτικοί Γερμανοί, 354 και πόλεμος στην Ανατολή, 360 και Τρανσυλβανία, 331, 397 και Υπερδνειστερία, 331, 333-4 πολιτική για τις εθνότητες, 332 φιλοσοβιετικό πραξικόπημα (1944), 365 οος σύμμαχος του Χίτλερ, 130,319, 320, 330-31, 338
675 Αντονέσκου, Μιχάι (Αηΐοηεδοιι, Μϋΐίύ), 335,340 Ανφούζο, Φιλίππο (Αηίιΐ80, Ρΐΐΐρρο), 321-2 Αν 03 Σιλεσία βιασμοί από Κόκκινο Στρατό, 541 γερμανικά γκέτο, 543 γερμανικοον αξιώσεων αμφισβήτηση, 36 εκδίκηση εναντίον των Γερμανοίν, 542 οικονομική σημασία, 198 παραγοογής και απασχόλησης αύξηση, 270 ρωσική προέλαση, 530 τύποι πληθυσμού, 196,198 Αξονας, συμμαχία του ανάσχεση της προέλασης, 355-6 ανταμοιβές, 321 απαγκίστρωση από, 404 γερμανική κυριαρχία, 353 διχόνοιες στο εσωτερικό του, 355-6, 357-8 εφοδιασμός σε τρόφιμα, 280 Ισπανία και, 115,117 ισπανική υποστήριξη, 114-5 και Αίγυπτος, 291 και ανατροπή του Μουσολίνι, 362 και ανεξαρτησία των εθνικών κρατών, 360 και Γερμανοί της Ιταλίας, 79 και οι θετικές συνέπειες της νίκης, 360 και πολιτικό μέλλον της Ευρώπης, 321-3 Κροατία και, 345 μεταβίβαση ρουμανικού εδάφους, 130 μοντέλο δύο αυτοκρατοριών, 128-9 στραβοπατήματα, 132 στρατεύματα, 319-20 Άουσβιτς-Μπίρκεναου, στρατόπεδο, 537 απελευθέρωση, 411 αριθμοί κρατουμένων, 308 αριθμοί σκοτοομένων, 378, 386 Γαλλάκιαστο, 437 Γ ερμανοί κρατούμενοι, 542 δηλητηρίαση με αέριο άμα τη αφίξει, 311 Εβραίοι της Ελλάδας στο, 330 Εβραίοι της Ουγγαρίας στο, 404 Εβραίοι της Σλοβακίας στο, 309,394-5 εκτοπίσεις στο, 379, 392 εξάπλίοση της γνιυσης, 395-6 επέκταση, 307,394, 395,412 εργάτες στο, 391 κατεδάφιση των θαλάμων αεριϊον και τιον κρεμα τορίων (1944), 411 κρεματόρια, 430 ναζιστικά σχέδια για το, 559
676 πολιτική διαλογής, 205,214 Πολωνοί στο, 311 «Ρωσικό Οικογενειακό Στρατόπεδο», 493 τσιγγάνοι στο, 414 υποδομές δηλητηρίασης με αέριο, 379,395 απεργίες, 278, 290,363,365,479,491,509,516 αποαποικιοποίηση, 593,597 αποικίες αναβίωση του εθνικισμού στα χρόνια του πολέ μου, 593 ευρωπαϊκές, 591-4 σπουδαιότητά τους στα χρόνια του πολέμου, 5767,578,592 τελική πολιτική απολύτρωση και, 586 αποικιοκρατία, πραγματικότητές της, 591 Αππένινα, διασφάλιση, 501,524 αραβικά κράτη εθνολογική ομογενοποίηση, 601 και εβραϊκό κράτος, 598-9 βλ. επίσης Μέση Ανατολή Αράις, Βίκτορ (Α τ φ , νίοΐοΓ), 175,176 Αργεντινή, 579,582,583 Αρδέννες, 526 Άρεντ, Χάννα (Α γοπΛ, Ηαηηα), 602 Άρνιμ, Συμπίλλε, κόμισσα φον (Απιΐιη, 5γβϊ1ΐ6), χχχΐν, χχν Ασία αποικισμός, 591-2 και ευρωπαϊκή καθαρότητα, 209 πολιτικές ελίτ, 593 Άτλη, Κλέμεντ (Αΐίΐεε, Οΐοπιεπΐ), 537 Αυστραλία βρετανική κυριαρχία, 582 και Τερμανοί της Νέας Γουινέας, χ χ χ ϊ χ και καθεστώς του Βισΰ, 422 Αυστρία Κείο1ΐ5\ν6ΐ·1ί6 Η Ο στην, 265 αναρχία (1938), 49,50 ανεξαρτησία, Κοινωνία των Εθνών και, 33 αντισημιτισμός, 50,51 αποθέματα χρυσοΰ και εξωτερικού συναλλάγμα τος, 263 αρπαγή πρώτων υλών, 264 γερμανική εξωτερική πολιτική (1936), 47 γερμανική τελωνειακή ένωση, 43 Γερμανοί εκτοπίστηκαν προς την, 545 δημοψήφισμα για το ζήτημα τονΆ νσλονς, 47,51 διεφθαρμένη γραφειοκρατία, 92 διοίκηση, 232
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ εβραϊκή αποδημία, 50,51,389 εβραϊκό πογκρόμ (1938), 49-50 εβραϊκός πληθυσμός, μείωση, 83, 378,389-91 εθνικισμός Εθνοσυνέλευση, 31,32,33 εθνοτικοί Γερμανοί, 31-2,33 ένωση με τη Γερμανία (1919), 32 εξουσίες των γκαονλάιτερ, 227 ζώνες κατοχής, 538 Καθολική Εκκλησία, έφοδος εναντίον της, 51-2 και εφοδιασμός σε τρόφιμα, 259 μεγαλογερμανικός εθνικισμός, 52 μεταβερσαλλιακή συνθήκη, 30 ναζιστική βία, 49-50 ναζιστικό πραξικόπημα (1934), 46,49 οικονομία, κρατικός έλεγχος, 266 οικονομική ΰφεση (1931), 46 προσάρτηση (1938), 48-52,54,227 Πρωσία, σχέση με την, 17 Ρουθηνοί, 460 σιωνιστές, 598-9 σοσιαλδημοκράτες, 32 ως Όστμαρκ, 48 βλ. επίσηςΆνσλους
Αυστροουγγαρία, 18,31 αυτάρκεια, πόλεμος και, 259,274-5 αυτάρκεια, στόχος, 274,595 αυτοκινητόδρομοι, 57,126,149,181,205 αυτοκρατορία έλεγχος μέσω, 596 λεξιλόγιο των, 593 αυτοκτονίες, ήττα και, 527 Αφγανιστάν, σχέδια του Χίτλερ για το, 206 Αφρική αποικισμός, 591-2 καβγάς για την, 115 ναζιστικοί φυλετικοί νόμοι, 117 πολιτικές ελίτ, 593 πρώτες ΰλες, 593 ως εβραϊκή εθνική εστία, 118-20,190 Αψβουργική αυτοκρατορία, 17-18 αλληλεγγύη μεταξύ δυναστειών, 30 αποσύνθεση, 31, 32 βαναυσότητα του στρατού (1914), 329 γλώσσα στην, 35 εθνικιστικά κινήματα εντός της, 18 κατάληψη της Σερβίας (1914), 352 ως πολυεθνικός χώρος. 18
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΑβχνεΙίΓ, ανταρσία μονάδων ΟυΝ-Β, 458 Αείΐοη Ρτ^ηςαϊδε, V , 418 Αΐΐάειιΐδοΐιε νεΓεΐηΪ£ΐιη£, 18 ΑΛεά, κοινοπραξία χάλυβα, 268 Βάγκνερ, Έντβαρντ (λν&§ηεΓ, Εάιιακί)), 67 Βάγκνερ, Ρόμπερτ (\¥α§ηεΓ, Κοβετί), 199-201 Βαϊμάρη, σχέδιο διάσκεψης Ουκρανών εθνικιστών, 467 Βαϊμάρης Δημοκρατία απόφαση για Άνσλους, 36 γερμανο-πολωνική μεθόριος, 37-8 εκλογική επιτυχία των ναζί, 43 ίδρυση, 17 Καθολικό Κόμμα του Κέντρου, 41 και γερμανικές μειονότητες, 33 και Πολωνία, 36 και πολωνικά σύνορα, 37-8 κατακληκτική φάση, 46 προσχωρεί στην Κοινωνία των Εθνών, 38 ως προστάτιδατων μειονοτήτων, 38,40 Βάις, οικογένεια, διαφυγή (\¥είδδ), 406 Βαϊτσέκερ, Ερνστ φον (λνείζδαο^εΓ, Επίδΐ νοη), 121,136 Βαίχτερ, Ό ττο (λΥ&εΙιίεΓ, Οΐΐο), 458-9 Βαλερύ, Πωλ (να1έΓγ, Ραιιΐ), 427 βαλκανικά κράτη αντιπραγματισμός, 53 αντίσταση, εντάσεις εντός της, 504-5 γερμανική κατοχή, 132-3 Ιταλία και, 341, 342 μοναρχία, 346 παρτιζάνοι, 484 πολιτική εθνοκάθαρσης, 597 σοβιετική πολιτική, 131 Βαλκανικοί πόλεμοι, 329 Βαλλά, Ξαβιέ (Υαΐΐαΐ, Χανίετ), 413,435 Βαλλόνοι, 202 Βαλντμάνις, Αλφρεντ (ναΐάηιαηίδ, ΑΙΙτεά), 457 Βαλτικά κράτη Βαλτικοί, φυλετικό στάτους, 155 γερμανική ανακατάληψη (1919), 27-8 γερμανική κατοχή (1941), 150,154-6,158 Εβραίοι, διατάγματα με διακρίσεις εναντίον των, 173 εγγυήσεις ανεξαρτησίας, 590 εθνοτικοί Γερμανοί, 33, 212* μετοίκηση στην Πο λωνία, 80,81-2,83-4,85 εκγερμανισμός, 217, 218
677 παρτιζάνοι, 489 σοβιετική κατοχή (1940), 96, 99-100,129,130, 157-8 στρατολόγηση ένοπλων δυνάμεων, 456-7 τσιγγάνοι, πολιτική για, 414 φασιστικές ομάδες, 451 φόβος σοβιετικής εισβολής, 80,81 φόνοι Εβραίων, 51,174,175, 370 Βάνζεε, διάσκεψη, 208, 232,377,378,393,394 Βαρβαρόσσα, Επιχείρηση, 142,160, 319 αριθμός θανάτων μετά από, 390 έλλειψη εργατικών χεριών και, 297 Βαρβαρόσσας, αυτοκράτορας, 181 Βαρσοβία απειλή απεργίας (1941), 479 γερμανική κατοχή (1915), 23 γκέτο, 95-6,279,391,447 γκράφιτι, παρτιζάνικα, 476 γυναίκες, προειδοποίηση προς τις, 475 Εξέγερση (1944), 4,465-6,494-5,511,512-14 καταστροφή, 124,514-15,518 μπλόκα, 301 Παλμίρυ, τόπος εκτελέσεων, 91 Πολωνών έξωση, 94-6 δδ και αριθμός θανάτων, 513 Βάρτεγκαου, επαρχία αντιεκκλησιαστική καμπάνια, 89,93 γκέτο, 87 εθνικότητα στο, 221 εκγερμανισμός, 81,85,191 εκδίωξη ιδιοκτητών γης, 191 καταπιεστικές πολιτικές, 93-4, 216 κίτρινου άστρου φόρεμα, 370 λίστες ϋ ν Ε , 196-7,198 Ναζιστικό Κόμμα, 93 νόμοι περί γάμου, 216 ορφανοτροφεία, 216 παιδιών εκγερμανισμός, 216 παραγωγικότητα, 88 πολιτική αφομοίωσης, 194 Πολωνών καταστολή εναντίον τους, 85,216 ρυθμός μετεγκατάστασης, 213 Τελική Λΰση, 379,380-82 τύποι πληθυσμού, 196 φυλετική εξέταση, 183 Χίμλερ και, 249 Βάρτσιν (Βάρτσινο), κτήμα του Βίσμαρκ, χχχϋΐ, χχχν-χχχνΐ, χχχνϋ, χχχνΐϋ, 548 Βασιλική Πρωσική Επιτροπή Αποικισμού, 20,22,37
678 Βάσκοι, αυτοδιάθεση, 109 Βατικανό βλ Καθολική Εκκλησία Βαυαρία, γερμανική αποδημία (1937-8), 79 Βεεζενμάυερ, Έντμουντ (νεεδεηπΐΗγ0ΐ\ Εώτιυικί), 345 Βελγικό Κονγκό, πριότες ύλες, 578-9 Βέλγιο αντίσταση, αφοπλισμός, 519 απεργίες, 290,479 αρμοδιότητες της τοπικής αστυνομίας, 478 Βέρμαχτ στο, 249 Βρετανοί, στάση απέναντι τους, 475 Γάλλοι, στάση απέναντι τους, 474 γερμανική κατοχή, 102,106-7,199 γερμανική λεηλασία, 262, 264, 292,560 γερμανική οικονομική πολιτική, 268-9 Γερμανοί, στάση απέναντι τους, 475 δημόσια τάξη, επισιτιστική πολιτική και, 290 διοίκηση, 236 δολιοφθορές, 478 Εβραίοι «εκκενωθέντες», 392 ελλείψεις τροφίμων, 277,280 εμπορικό πλεόνασμα, 271 εξόδων κατοχής, πληρωμές, 271 εξόριστη κυβέρνηση, 493 εξουσίες της δϊΡο/δϋ, 477 επίθεση εναντίον συνεργατών τιον Γερμανίάν, 503 Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, 571 θανατικές καταδίκες, 478 ιμπεριαλισμός, 591 και Εβραίοι υπήκοοι, 396 μαύρη αγορά, 280, 290 μειονοτικά δικαιώματα, 34 οικονομία, εκμετάλλευση, 478, 479 οργάνωση Ρεξ, 503 παραγωγή άνθρακα, 292 παραγωγή τροφίμων, 286 πληθωρισμός, 272, 273 «Πολιτική της Παραγωγής», 265, 269 πρόγραμμα καταναγκαστικής εργασίας, 301, 478,493 προσέγγιση της αντίστασης ως μυστικού στρα τού, 473 Πρώτο; Παγκόσμιος Πόλεμος, 25 συναλλαγματική ισοτιμία, 270 συναλλαγματικοί περιορισμοί, 274 φεντεραλισμός, 564 ΥΝΥ, 455,503
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ Βελιγράδι απελευθέρωση, 524,541 βιασμοί από τον Κόκκινο Στρατό, 541 βομβαρδισμός από τη Λουφτβάφε, 133 διοίκηση, 241 Εβραίοι όμηροι, 172 Βελόσταυρος, κίνημα, 366,405,524 Βέμπερ, Άλφρεντ (λνεβετ, ΑΙίτεά), 604 βενετική θαλασσοκρατορία, 355 Βερκόρ, πανωλεθρία του Μ α κ ί στο, 510 Βέρμαχτ αγοραστική δύναμη των στρατιωτών, 264 Ανατολικό Μέτωπο, 138,139-40, 297 ανδρεία, 317 αντιανταρτικές επιχειρήσεις, 173, 350-53, 485-6, 487,496-8 απώλειες (1944), 522-3,524 βαναυσότητα, 10,140, 352-3, 474,500-501,501, 518 βρισιές εναντίον των Σουδητών, 184 Εβραίοι εργάτες, αιτήσεις για, 406 Εβραίοι θεωρούμενοι ως παρτιζάνοι, 140,17072,489 εδαφικά κέρδη (1941), 149 εισβολή στη Σοβιετική Ένωση (1941), 157-60, 159 εκκαθάριση (1944), 524 επιτάξεις, 264, 265, 281 επιτυχίες (1944), 524 εφοδιασμός σε τρόφιμα, 164, 283 ισχύς, 139,512 Ιταλίας έλεγχος, 498-501 και αιχμάλωτοι πολέμου, 160-66 και Αλβανοί του Κοσόβου, 351 -2 και αντίσταση, 516 και Βλάσοφ, 463 και Γαλλία, 239, 242 και Εβραίων σφαγές, 170-78, 371, 372 και εκτοπισμένοι Εβραίοι, 370 και μαύρη αγορά, 279 και μπλόκα για εξεύρεση εργατών, 301,302 και Ουκρανοί, 153-4 και Ουστάσε. 348 και πολωνική μεταποιητική παραγωγή, 313 και Σοβιετικοί παρτιζάνοι. 168-70 Κανάρια νησιά, βάσεις στα, 114,115 καταπόνηση, 140. 144. 352, 518 Κόκκινος Στρατός, εδας ικά κέρδη εις βάρος του (1941), 1,5-6
679
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ λιποτακτών τιμωρία, 525 μη Γερμανοί νεοσύλλεκτοι, 355,461-2 ο Κόκκινος Στρατός κατατροπώνει (1944), 522-3 οδομαχίες, δεξιότητες στις, 513 οικονομική πολιτική, 265, 269, 274 Ομάδα Στρατιών, Βόρεια, 489 Ομάδα Στρατιών, Κεντρική, 465,466,490 Ουγγαρίας κατοχή (1944), 404 πόθος του γυρισμού στα σπίτια τους, 12 πολιτική καμένης γης, 518,526 Πολωνία, εισβολή στην, 65-70,72 ρουμανικής βαναυσότητας αποδοκιμασία, 336 Σλάβίον μεταχείριση, 10 Σοβιετικών στρατιωτών εικόνα, 159-60 στη νότια Ευρώπη, 496-502 στόχοι (1941), 26 στρατολόγηση, 455 σχέδιο υποχώρησης (1944), 523 υποχώρηση, 270 ως κατοχική δύναμη, 24-6 85, συνεργασία με, 173 Βερνάν, Ζακ (νοπι&ηΐ, Ιαοηιιεδ), 601 Βερνάρδος, πρίγκιπας (ΒοτηΙι&Γά), 476,478 Βερντέν, μάχη (1916), 523 Βερολίνο αριθμός θανάτων (1944), 526 πολιορκία (1944), 526 σιδηροδρομικός σταθμός, 125 Βερολίνου, Ορχήστρα Δωματίου, 427 Βερολίνου, Τείχος, 604 Βερσαλλιών Συνθήκη (1919) εθνικών κρατών δημιουργία, 133,216,561,586 η Αυστρία μετά, 30,33, 35 και οικονομική πολιτική, 123 πολωνικά εδαφικά κέρδη, 5 ρουμανικά εδαφικά κέρδη, 5 υποκατάσταση των αποφάσεοον (δεκαετία του 1930), 45,46,568 Βεσαραβία εβραϊκός πληθυσμός, 337 επανενσωμάτωση στη Ρουμανία, 3 3 1 ,3 3 7 μεθοριακές ζώνες, εκτοπίσεις Εβραίων, 335-6 σοβιετική κατοχή, 88, 9 6 ,1 2 9 ,1 3 0 , 331, 334 Βέτσελ, Έ ρχαρντ (λΥείζεΙ, Ε ιΊιβιχΙ), 2 0 8 -9 ,3 8 3 Βιέννη Εβραίων εκτοπίσεις, 370 εξασθένηση της επιρροής της (1938), 49 πογκρόμ (1938), 49-50 Βιέννης Κατακύρωση (1940), 130
Βιετμίνχ, ανεξαρτησία, 392 Βιετνάμ, πόλεμος του, 597 Βίκτιορ Εμμανουήλ Γ ', βασιλιάς της Ιταλίας, 361 Βίλνας γκέτο, αντίσταση, 391 Βίλνιους, 159,451,511 Βίλχελμ Γκούστλοφ , βύθιση (1945), 541-2 Βίνκελμαν, στρατηγός Χένρι (ΑνΐηΚεΙιη&η, Ηεηπ), 478 βιομηχανία άνθρακα διανομή, 293 εργατικό δυναμικό, 305-6 παραγωγή του Ρουρ, 297 παραγωγή, 292,297 συνθήκες εργασίας, 306 Βιρτ, Κρίστιαν ( λ ν ΐιΐΐι, ΟιπδΙί&η), 385 Βισλιτσένυ, Ντήτερ (λνίδΗθ6ηγ, ϋΐεΐοΓ), 392 Βίσμαρκ, αρχιπέλαγος, χχχίν Βίσμαρκ, Βίλχελμ φον (ΒΐδίΉ&ΓςΙί, \¥ί11ΐ€ΐηι νοη), XXXV
Βίσμαρκ, Ό ττο φον (Βίδΐη£ΐΓ<±, Οΐΐο νοη) αντι-Καθολική εκστρατεία, 19 αντιπολωνικός εθνικισμός, χχχνϋ-χχχνϋΐ απελαύνει Πολωνούς εργάτες, 20 αυτοκρατορία στους τροπικούς, χχχίν, χχχν, χχχνί. χχχνΐπ-χχχΐχ η Δημοκρατία της Βαϊμάρης επικρίνει, 40-41 και ειρήνη με τη Ρωσία, 22-3,41 πρακτική ικανότητα, 114 συντηρητισμός, 18 Βίσουα, επιχείρηση (Άκτσια Βίσουα) (1947), 549 Βισύ, καθεστώς, 109-10 αλλοδαποί, «πολιτική μαζικής αποδημίας» τους, 120 απονομή της δικαιοσύνης, έλεγχός της, 436 αστυνομία, 239,436-41, 442, 443. 444. 445, 478 βιομηχανική συνεργασία, 301, 302 γερμανική επιχείρηση συλλογής πληροφορκόν εναντίον του, 120 δήμαρχοι, 433 δημοσιοϋπαλληλία, 417,432-41,444,445 δημοτικότητας βουτιά, 491 διανομή με δελτίο, 278 έλλειψη τροφίμων, 281 εναντίωση στο, 502-3 και ανυπότακτοι (τέΐταοίαΐτεδ), 491-2 και Βρετανία, 422 και Εβραίοι Γάλλοι πολίτες, 396,437 και Εβραίων εκτοπίσεις, 413 και Μασσαλία, 438
680 καταναγκαστική εργασία, 301,302,441 κρατικής κυριαρχίας διαφύλαξη, 418,437,335 ουδετερότητα, 421-2 πολιτική συνεργασίας με τον κατακτητή, 286, 287,302,303,357,416,417,444,558· τέχνες και, 425-9· ως ισορροπισμός, 418-19, 423* κοι νή γνώμη και, 417-18,419,423· σταθερότητα και, 419 στέρεμα της υποστήριξης (1941-2), 423 στο Σιγκμαρίνγκεν, 444,467 συμφωνία για την αστυνόμευση (1942), 436-8,442 συνδικάτων κατάργηση, 420 συνέχεια, 416-17,433 συντηρητισμός, 429-30 υπηρεσία αντικατασκοπίας, 423 υπηρεσίες ασφαλείας, 435 ως αποικιακή δύναμη, 117,579 Βίτεμπσκ, πολιορκία (1944), 522 Βίτος, Βιτσέντυ (\νίΐθδ, \νίηο6ηΐγ), 447 Βιτσλέμπεν, στρατάρχης Έ ρβιν φον (λνίΐζίεβεη, Εηνΐη νοη), 479 Βλαμένκ, Μωρίς ντε (νΐαππη(±, Μαιιποε άε), 431 Βλάσοφ, Αντρέι, 462-3,464,466,467-9 Βοημία γερμανική εισβολή (1939), 53,54 Γερμανικό Εργατικό Κόμμα, 19 εθνοτικοί Γερμανοί, 33 Βοημίας-Μοραβίας Προτεκτοράτο «αμφίβιοι», 187-8 αντίποινα, 517 αντίσταση, 189,485 απαγωγές παιδιών, 188 βασίλειο τρόμου της Γκεστάπο, 244 γαλήνη (1942), 485 Γενικό Σχέδιο Ανατολής, 212-13 γερμανικός πληθυσμός, 185-6 δήμευση της γης, 213 διεφθαρμένη γραφειοκρατία, 92 διοίκηση, 74, 236, 238 εβραϊκός πληθυσμός, μείωση, 212,378,389-91 Εθνικής Αλληλεγγύης, κίνημα, 477 εθνικό εισόδημα, 260 εθνικότητα, επίσημος ορισμός, 187-8 εκγερμανισμός στο, 187-8,190 εκτελέσεις, 244 εκτοπίσεις Εβραίων, 212-3,335-6 εξόδων κατοχής, πληρωμές, 271 η Κεΐο1ΐδ\νεΓΐ<:ε ΟπιβΗ στο, 265 ίδρυση (1939), 58-60,62,587
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ κρατική κυριαρχία, 59, 60, 74 μερίδες τροφίμων, 75 μετεγκατάσταση, 186 νόμοι περί ιθαγένειας, 59-60,186-87 παιδιά, φυλετική ταξινόμηση, 213 παραγωγή τροφίμων, 276 «πιστός στο Ράιχ τσεχικός εθνικισμός», 188-9 πληθωρισμός, 272 στη ζώνη εμπορικών συναλλαγών του Ράιχ, 274 συναλλαγματική ισοτιμία, 270 σχέση με το Ράιχ, 60 τσεχική γη, απαλλοτρίωση, 186 τσεχικό εργατικό δυναμικό, σπουδαιότητα, 244 Βολυνία Γερμανοί, μετεγκατάσταση, 82 εθνικότητα στην, 220 Κόκκινου Στρατού προέλαση προς την, 511 Σοβιετικοί παρτιζάνοι, 506 υπό ουκρανικό έλεγχο, 506-7 Βόρεια Αμερική, βρετανική κυριαρχία, 582 βόρεια Αφρική γερμανική κατασκοπία, 423 εκκαθαρίσεις δημόσιων υπαλλήλων, 441 Ιταλία και, 341,342 Συμμαχική εισβολή, 357,422,438,496 Χίτλερκαι, 113-14,116 βόρεια Γιουγκοσλαβία, εκγερμανισμός, 203-4 βόρεια Σλοβενία, εκγερμανισμός, 203-4 Βοσνία επίθεση στο όρος Κόζαρα (1942), 484 Κροατία και, 133 μουσουλμάνοι, στρατολόγηση, 457-8 ο ιταλικός στρατός στη (1941), 348 παρτιζάνοι, 484 Βουδαπέστη αριθμός θανάτων (1944), 526 γκέτο, 366 σταμάτημα της εκτόπισης των Εβραίων (1944), 404-5 ωμότητες του Κόκκινου Στρατού, 469,541 Βουλγαρία αλλάζει στρατόπεδο, 403 ανχιεβραϊκή νομοθεσία, 392 βαναυσότητα, 330,353 γιουγκοσλαβικό σχέδιο ομοσπονδίας, 565 εβραϊκά τάγματα εργασίας, 403 εδαφικά κέρδη, 6. 130, 133, 329,355 εθελοντές εργάτες. 295 Έλληνες Εβραίοι. 401. 403
681
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ επέκταση τον δέκατο ένατο αιώνα, 182 και Εβραίοι υπήκοοι, 403 και κοινή εβραϊκή πολιτική, 393 λόγοι που πολέμησε, 327 οικονομική άνθηση στα χρόνια του πολέμου, 567 Σύμφωνο Αντι-Κομιντέρν (1941), 323 συνθηκολόγηση,367 ως κατοχική δύναμη, 329-30 ως σύμμαχος, 329-30 Βουοτσουάβεκ, έξωση Πολωνών, 94 Βραζιλία Γερμανία και, 579 Γερμανοί μετανάστες (αποδημουντές), 582,583, 584 σχέδιο μετεγκατάστασης Σλάβων, 209 Βρασνΰτσι, 300 Βρετανία αντίσταση, βοήθεια προς, 480-81 αποαποικιοποίηση, 593 γερμανικά σχέδια εισβολής, 109,111-12 γερμανικές πόλεις, βομβαρδισμός, 124,135 «Ειδική Λίστα Καταζητουμένων ΜΒ», 112-13 έλεγχος των θαλασσών, 120,480 Ελλάδα, εγγυήσεις προς την, 63,67,122 «Επιτροπή Ειδικών Επιχειρήσεων»,βλ δΟΕ Επιχείρηση Αδιανόητο, 566 εφοδιασμός σε πετρέλαιο, 290,291 ιμπεριαλισμός, 591 και ανατολικά σύνορα, 561 και Ελλάδα, 518-19 και Ευρωπαϊκή ένωση, 569-70 και μεταπολεμική εβραϊκή μετοίκηση, 601 και παραδουνάβια συνομοσπονδία, 564-5 και Σουδητία, 55 καιΣτάλιν, 131 Μερς-ελ-Κεμπίρ, χτύπημα (1940), 421,422 πολιτική κατευνασμού, 63 Πολωνία, εγγυήσεις προς την, 67,122 πρώτες ύλες, πρόσβαση στις, 576-7,581 Ρουμανία, εγγυήσεις προς, 63 ρυθμός γεννήσεων, 289 σοβιετική συμμαχία, 137,406,482 Σομαλιλάνδη, ανάκτηση (1941), 340 τσεχικά αποθέματα, επιστροφή, 263-4 υποχώρηση (1940), 102 ως «κυρίαρχη φυλή», 589 ως ηγέτιδα της Ευρώπης, 320,561 δΟΕ («δρ€0Ϊ3.1 ΟρεΓ&ίΐοηδ Εχεοιιΐίνε»), 408,48081,509,511,515
Βρετανική Αυτοκρατορία αποκλεισμικό καθεστώς, 8 και διεθνές δίκαιο, 587 Μεσοπόλεμος, 576 φυλετική πολιτική, 3,582,585,587-8,591 Χίτλερ και, 112 ως πρότυπο, 2,3,229,581-2 Βρετόνοι, αυτοδιάθεση, 109 Βρυξέλλες, γκράφιτι, 476-7 ΒΒΟ, 476,534,555 ΒΜ \ν, εργατικό δυναμικό, 303,316 Βιιηάβ5§6ηο88βη, 248
Γαίγκερ, Άουγκουστ (1§§εΓ, Αιι§ιΐδΐ), 93 Γαλικία δίνεται στην Ουκρανία, 458 εκγερμανισμός, 217 «ισχυρά σημεία», 210 πολωνο-ουκρανική σύγκρουση, 507 προέλαση του Κόκκινου Στρατού προς, 511 στη Γενική Κυβέρνηση, 331,458 στρατολόγηση στα δδ, 459 σφαγές Εβραίων, 458 Γ αλλία ανεργία, 295 αντίποινα, 242,249,394,436,485 αντισημιτισμός, 394,419,424,426,427 αντίσταση, 241-2,419,444,485 · καταναγκαστική εργασία και, 491-2· κύριες ομάδες, 492’ πανω λεθρία του όρους Μουσέ, 509-10· Εθνικό Συμ βούλιο Αντίστασης, 492* πολιτικοί στόχοι, βία στην, 517· μεταπελευθερωτικός έλεγχος, 519· ξαφνική ανάπτυξη, 443· εντάσεις εντός της, 504· αξία της, 517 απελευθέρωση (1944), 443,508 απεργίες, 278,479,491 αποθέματα χρυσού, 46 αποικίες, 8,584,591-2 απόψεις της Δεξιάς, 417,418,419 αρμοδιότητες της δΐΡο/δϋ, 477 αστυνόμευση, 239,478 αυτάρκεια, 277 βιομηχανία συνθετικών υφασμάτων, 270 βιομηχανία χάλυβα, 269 Γαλλικές Δυνάμεις Εσωτερικού (ΡΡΙ), 510,519 γερμανικά στρατεύματα, αριθμό τους, 438 γερμανική κατοχή (1940), 102,107-10,134,403 γερμανική κατοχή (1942), 357,422,438,441
682 γερμανικό πολιτικό επίτευγμα, 110 Γερμανοί εισβολείς, κοινή γνώμη και, 474 γκωλικοί, υπερπόντιες νίκες, 422-3 γυναίκες, και Γερμανοί, 444, 475 δημόσια τάξη, 249, 287, 290,421 δημόσια τάξη, διατροφική πολιτική και, 290 διαμελισμός, 272 διαρπαγή εβραϊκών περιουσιών, 420,424 δίκη του Ριόμ (1942), 416 διοίκηση, 236, 238,432-41 διχόνοιες (1940), 417,418 εγγυήσεις προς την Πολωνία, την Ελλάδα και τη Ρουμανία, 63,473 Εθνική Επανάσταση, 110, 394,418,421,444 εθνικό εισόδημα, γερμανική ωφέλεια, 260 εκγερμανισμός, 199-202 εκκλήσεις των κομμουνιστών για εξέγερση, 510 εκναζισμός, 434 εκπολιτιστική αποστολή, 437 εκτοπίσεις Εβραίων, 202,387-8,392, 395,396, 403,437 έλεγχος από τα 35,249 έλλειψη τροφίμων, 281 εμπορικό πλεόνασμα, 271 εξαγωγές κεφαλαίοον, παράνομες, 269 εξόδων κατοχής, πληρωμές, 271 εργατικό δυναμικό, 260,269,301 Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ανθρακα και Χάλυβα, 571 ιμπεριαλισμός, 591,593 ιταλική κατοχή, 115, 320,340,402,476 και ευρωπαϊκός στρατός, 570 και πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής, 291 και Σουδητία, 55 κατεχόμενη ζοίνη, 109 κέρδη από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, 576 κίτρινο άστρο, Εβραίοι φορούν, 428 Λαϊκό Μέτωπο, 417, 418 λεηλασία, 262, 267, 272, 286,287,421 μαζικές εκτελέσεις, 438 μη κατεχόμενη ζώνη, 403 μίσος για τους συνεργάτες των Γερμανών, 502-3 μοντέρνες τέχνες, 430 Μιλίζ, 442-5 νομισματική σταθερότητα, 272 οικονομική σταθερότητα, 272 όμηροι, 249,346,437,444 όπλα, επίταξή τους, 264 οργάνωση Καγκοΰλ, 424,442
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ παιδιιόν εκτόπιση, 437 παραγωγή άνθρακα, 292 παραδόσεις τροφίμων από, 262,267,286,287,421 ποσοστά θνησιμότητας, 281 προσέγγιση της αντίστασης ως μυστικού στρα τού, 473 πρώην ναζί, αποκατάστασή τους, 574 ρυθμός γεννήσεων, 289 συλλήψεις (1943), 442 συναλλαγματική ισοτιμία, 270 Τέταρτη Δημοκρατία, 444 Τρίτη Δημοκρατία, 416,417,418,419 φασισμός, 420, 423,427 φόβοι για δημογραφική συρρίκνωση (δεκαετία του 1950), 221-2 φυλετικό μείγμα, 109 αΙίβηίίΞΐηβ, 444 Οοηδεϊΐ ΝηΙιοπηΙ ά& \ ά Κέδίδΐαηοε, 592 εχοάε (1940), 528 Η88ΡΡ, 243, 244 Μουνεπαεπΐ δοοίπΐ ΚενοΙυΐΐοηη&ΪΓε (Μ5Κ), 424, 426 Ρ&Γΐί Ρορυ1&ΐΓ6 Ρταης^ϊδ, 420 Κ.αδδεηιΙ)1επιεηΙ Ναΐίοηπΐ ΡοραΙαΪΓε (Κ Ν Ρ ), 421, 424
δετνΐοε (ΤΟκΙτε Εε^ΐοηηΗΐΓε (δΟΕ), 442 δετνΐοε άιι ΤΓ&ναίΙ ΟΜι§ηϊοιγ6 (5ΤΟ), 491,492 ιιΐΐπΐδ, 420,421,423-4,425,426,427 βλ. επίσης Παρίσι· Βισύ Γαλλική Ινδοκίνα, 580,592 Γαλλική Ισημερινή Αφρική, 422-3 Γαλλική Καραϊβική, 120, 579 Γαλλικό Μαρόκο, 114 Γαλλο-πρωσικός Πόλεμος (1870-71), 17, 271 Γέκελν, Φρήντριχ (Ιε(±ε1η, Ρπεάποΐι), 175 Κάμενετς-Ποντόλσκ, σφαγή, 370,380 στη Ρίγα, 375 «Γενικές Οδηγίες για τη Συμπεριφορά του Στρα τεύματος στη Ρωσία», 142-3 Γενική Κυβέρνηση (1939) αντίποινα, 214,450 αντιστασιακές μονάδες, 450 απεργίες, 479 αποτυχία των επιτάξεων, 91, 276-7 βαναυσότητα του καθεστώτος, 449 Γερμανοί αξιωματούχοι. 448,450 γεο)ργία, 276-7 γλωσσική πολιτική. 448. 450 διοίκηση, 74, 75. 237. 249-51
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ δύναμη του Χίμλερ στην, 387 εβραϊκός πληθυσμός, 97,389-91 Εβραίοι, οικονομική σημασία τους, 175,387 Εβραίων εκμηδένιση, 274, 255,376-7,384, 386, 387,393 εγκατάσταση Γερμανών, 210, 213 εδάφη της Γαλικίας, 331,458 εκγερμανισμός, 89-92,190,193 εκκένωση αρχηγείου, 529 εκτοπίσεις στην, 83, 86-7,190 έλλειψη εργατικών χεριο>ν, 249, 387 εξόδο)ν κατοχής, πληρωμές, 271 ζλότι, χρήση, 100 ίδρυση, 73-4, 75, 76-7 και πολιτική συνεργασίας με τον κατακτητή, 447-8 καταναγκαστική εργασία, 298 Κεντρικό Συμβούλιο Πρόνοιας, αναγνώριση, 447 κίτρινου άστρου, φόρεμα, 370 κρατικοί υπάλληλοι, 250 λιμός, 262 ουκρανόφωνα σχολεία, 459 παρτιζάνικος πόλεμος, 67, 214, 450, 495,506 περικοπές στην τοπική κατανάλωση, 285-6 πληθυσμιακή πολιτική 190 πολιτική ενσωμάτωση στο Ράιχ, 193 πολιτική λεηλασίας, 91, 264, 266 πολωνική διοίκηση, 448, 449-50 πολωνικός πληθυσμός, 91, 97, 264 ποσοστώσεις σιτηροόν, 262, 276-7,287,450 ρόλος, 75-6 στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου, 161,163 στρατόπεδα εξόντωσης, 91, 379, 392 σφράγισμα συνόρων, 89 Τμήμα Τροφίμων και Γεωργίας, 276 υποχρεώσεις παράδοσης αγροτικών προϊόντων 387 φιλοπολωνική πολιτική, 448 ως «πολωνική εθνική εστία», 89 ίος εφ εδρεία εργατικού δυναμικού για τη Γερμα νία, 89, 90,190 Γενικό Σχέδιο Ανατολής, 205-11 αποτυχία, 220 Βοημία-Μοραβία, 212 έλλειψη εργατικών χεριών και, 218, 219, 379 κριτική εκ των ένδον, 217-19 πιλοτικό πρόγραμμα του Ζάμοστς, 213-14,220.454 Πολωνία, 213 σχεδιασμός, 220,283, 286, 308, 309, 383, 387, 568. 599
683 γενοκτονία εκγερμανισμός και, 204 μασκάρεμα, 409-11 περιβαλλοντικά προβλήματα και, 409-10 πτωμάτοον διαχείριση, 384,410,411 Γερμανία (για τη Ναζιστική Γερμανία, βλ. Τρίτο Ράιχ) αλλοδαποί στην, 303-4 ανάκαμψη μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, 537 ανατολικές μεθοριακές ζώνες, χχχνϋ-χχχχνΐΐΐ, 24 αποδημία του δέκατου ένατου αιώνα, 582,583 αποικίες του δέκατου ένατου αιώνα, 584 αποικιοκρατία, 116 αυτοκρατορία στους Τροπικούς, χχχϊν-χχχν, χχχνί, χχχνϋΐ-χχχίχ βαριά βιομηχανία και παραγωγή όπλων, 538 διαμελισμός, 538 δυτικά σύνορα, 44 εκβιομηχάνιση, 218-19 έκταση (1942), 223 επανορθώσεις (1919), 31, 39 επανορθώσεις (1945), 538 επεκτατισμός του δέκατου ένατου αιώνα, 583 ζοονες κατοχής, 538,565 και αποφάσεις των Βερσαλλιυόν, 33, 35 και κοσμοκρατορικό πρόβλημα, 53-4 κατάλυση της μοναρχίας, 31 μετάβαση από το ναζισμό, 530 μεταπολεμική κατοχή, 537-9 μεταπολεμικό μέγεθος, 538 μεταπολεμικό προσφυγικό πρόβλημα, 595 οικονομία, πιέσεις πάνω της, 260 πολωνικά σύνορα, 538 προπολεμικό αποικιακό λόμπι, 582-3 ΓΙροπος Παγκόσμιος Πόλεμος. 23-7. 288 Σλάβοι, αγώνας εναντίον τους, 15, 150-51 σοδειά (1942), 287 συμμαχία με την Αυστρουγγαρία, 18 φιλελεύθεροι (δεκαετίατου 1840), 15,16 ως «κέντρο» της Ευρώπης, 5-6 Γερμανικά Καμερούν, 584 Γερμανικές Γαίες και Πετρώματα (ΌΕδί), 126 Γερμανική Ενότητα (Σρμπικ), 42 Γερμανική Συνομοσπονδία, 17 Γερμανικός στρατός βλ. Βέρμαχτ Γ ερμανικότητα ελιτίστικη αντίληψη για την, 217 ορισμός. 187,190, 198,454
684 χαλάρωση των κριτήριων, 454 Γερμανοεβραίοι, 185,369-70 αναγκαστική αποδημία, 369 εκτόπιση στην Ανατολή, 370,393 κοινή γνώμη και, 372, 373, 374,375,409 Γερμανών του Βόλγα, εκτόπιση, 370 γεωπολιτική, 40 γεωργία διεύθυνση, 276,277-8, 288 εποίκηση, σημασία, 20 ξένο εργατικό δυναμικό, 294-5,303 Πολωνοί εργάτες, 87,295 τιμές, 278 βλ. επίσης τρόφιμα Γεώργιος Β', βασιλιάς των Ελλήνων, 519 γη μεταπολεμική απώλεια σημασίας, 595-6 μυστικισμόςτής, 597,599 «Γη χωρίς Ανθρώπους», σχέδια (1915), 78 Γιάλτας διάσκεψη, 157,538,543 Διακήρυξη για την Απελευθερωμένη Ευρώπη, 553,554,565 Γιανγκ, Σχέδιο (Υοιιη§), 39 Γιάνοβ, επαρχία, διοίκηση, 449 Γ ιάνσα, στρατηγός Άλφρεντ (1&ηδ&, ΑΙίίεςΙ), 47 Γιασένοβατς, στρατόπεδα συγκέντρωσης, 347 Γιβραλτάρ, 114,421 Γ ιοντλ, Άλφρεντ (Ιο<31, Αΐΐτεά) γκάφα, 574 παραδίδεται, 533 υπεράσπιση, 161 «Γιορτή του Θερισμού», Επιχείρηση, 314,391 Γιουγκοσλαβία αντίποινα, 329,349-50 απογραφή (1931), 203 αποκατάσταση, 568 Βόσνιων μουσουλμάνων ωμότητες, 458 Βουλγαρία, σχέδιο ομοσπονδίας με την, 565 γερμανική κατοχή, 133,362 δημογραφική πτώση, 289 διαμελισμός, 272 εκγερμανισμός, 203-4 εμφύλιος πόλεμος, 8 εξόριστη κυβέρνηση, 504-5 ζώνες κατοχής, 133 ιταλική διοίκηση, 349,350,399-401 και Σύμφωνο Αντι-Κομιντέρν, 345 Κομμουνιστικό Κόμμα, 482 λιμός, 289
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ μειονοτικοί Γερμανοί, 33, 203, 354 μεταπολεμικά σχέδια, 563 ουγγρική κατοχή, 329 Ούγγροι και Ιταλοί υποχρεώνονται να φύγουν, 549 Ουστάσε, 482 παρτιζάνοι, 456, 482-4,505,518 προσέγγιση της αντίστασης ως μυστικού στρα τού, 473 στρατόπεδα, 350 τσέτνικ, κίνημα, 405,482-4 βλ. επίσης τα επιμέρονς κράτη της
Γκάιμπελ, Πάουλ (Οεΐβεί, Ρ&ιιΐ), 515 Γκαίμπελς, Γιόζεφ (Οοεββείδ, Ιοδερίι) αποπομπή, 532 για τη Βοημία-Μοραβία, 244 για τη Γαλλία, 108-9 για τη νέα Ευρώπη, 121 για τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, 561 για την εισβολή στη Ρωσία, 134 για την εξόντωση δια της εργασίας, 310 για την κοινή γνώμη, 373 για την Πολωνία, 73,74 για το μέλλον της Ευρώπης, 553-6,566-7 για το σχέδιο μετεγκατάστασης, 214 για τον Ρόζενμπεργκ, 145,146 επίσκεψη στο Ουτζ, 72 ηγείται της πολεμικής προσπάθειας, 525 και αντιπολωνική προπαγάνδα, 65 και Βλάσοφ, 468 και Γερμανοεβραίοι, 369,373-4 και εθνικισμός, 589 και εξολόθρευση των Εβραίων, 376,393 και κρατική κυριαρχία στην Ανατολή, 29 και ολλανδική βιομηχανία, 262 και ολοκληρωτικός πόλεμος, 263 και σταυροφορία εναντίον του κομουνισμού, 5 και σφαγή του Κατύν, 447 πανικός για τους «Λυκανθρώπους», 546 προπαγάνδα, 179-80,287,358,374,525 «ρεαλισμός» (1940), 558 σταματά τις αναγκαστικές εξώσεις, 494 στην Τελική Λύση. 386 ταινίες, 179-80 ως πρωθυπουργός. 530 Γκαίρινγκ, Χέρμαν (Οόπη§. Ηεπηίΐηη), 5 απειλή αεροπορικού βομβαρδισμού της Πράγας, 58 για τη συνεργασία με τους Γερμανούς, 286,421
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ για το λιμό στην Ελλάδα, 280 εθισμός στη διυδροκωδεΐνη, 536 επιτάξεις στην Ουκρανία, 154 ισχΰς, 224 και αγροτική πολιτική, 282 και Ανατολικά εδάφη, 146, 493 και Άνσλονς, 47,54 και αξία των αιχμαλώτων πολέμου ως εργατών, 166 και Βλάσοφ, 468 και εισβολή στη Σοβιετική Ένωση, 135 και εκτοπίσεις, 86-7 και Κίεβο, 164 και ξένοι εργάτες, 294-5 και Ουτζ, 72 και στόχοι του Ρόζενμπεργκ, 150 και το μέλλον της Ευρώπης, 325-6 και Υπουργείο Εσωτερικών, 230 ο Χίτλερ τον αποβάλλει από το κόμμα, 531 οικονομική πολιτική, 123,263,266,270,274 πολιτική λεηλασίας, 91,192,265 πολιτική τροφίμων, 147, 277, 285-6,287 προσωπικότητα, 228,536 σύλληψη, 536 Κείο1ΐδ\νοΓΐαϊ ΗΟ, 265,269,312 Γκαλλιμάρ, Γκαστόν (0&11ΐπΐ3Γ<1, Ο&δίοη), 426 Γκαλοπέν, Αλεξάντρ (Οαίορΐη, ΑΙεχ&ηάΓε), 268 Γκάνταμερ, Χανς-Γκέοργκ (Οαά&ηιΟΓ, ΗαηδΟεοι·§), 431 γκαονλάιτερ, 223, 224,228,245 και φυλετική πολιτική, 233 και δϋ/δδ, 234,256 Γκαρθία Σερράνο, Ραφαέλ (ΟαίΌΐα δειτ&ηο, Κ&&61), 115 Γκάυερ, Μάικελ (ΟεγεΓ, ΜΐοΜεΙ), 527 Γκεεννό, Ζαν (Οιιέΐιεηηο, Ιε&η), 418 Γκέλεν, στρατηγός Ράινχαρντ (ΟεΜεη, Κείηΐιακί), 462,469-70,573 Γκεστάπο και Ναζιστικό Κόμμα, 233 και πολωνική αντίσταση, 471-2 πληροφοριοδότες, 305 σκότωμα «επικίνδυνων εγκληματιών», 307 γκέτο αντίσταση, 391 Βαρσοβίας, 95-6,279,391,447,494-5,514 για ηλικιωμένους Εβραίους, 378,389 εβραϊκός πληθυσμός, 390 εκκαθάριση, 391
685 εργατικό δυναμικό, 313 ίδρυση, 87 λιμοκτονία στα, 391 Μινσκ, 177-8,370,371 ως πηγή άντλησης πόρων, 453 Γκλάισε-Χόρστεναου, Έντμουντ (ΟΙ^ίδεΗοΓδΐεηαιι, Εάιηιιηά), 47,348,352 Γκλομπότσνικ, Οντίλο («Γκλόμπους») (ΟΙοβοοπΐΚ, Οάΐΐο) («ΟΙοβιΐδ») αντιεκκλησιαστική καμπάνια, 52 αυτοκτονία, 527 διαφθορά, 92 εκμηδένιση των Εβραίων, 383 Επιχείρηση Ράινχαρντ, 383, 384, 385-7 εποικισμός του Ζάμοστς, 494,499 όμιλος ΟδΤΙ, 313,314 πολιτική γενοκτονίας, 50,285,383,415 πρόγραμμα «ισχυρών σημείων», 383 στη Βιέννη, 50, 228 στο Λοΰμπλιν, 213,214,216,285,382 Χίμλερ και, 382,383,387 Γκλυκς, Ρίχαρντ (01ϋ<±δ, Κΐοΐιαπί), 309,310 Γκολτς, Κόλμαρ φον ντερ (Οοΐΐζ, Ο ο Ιγπ & γ νοη άει-), 27 «Γκότενγκαου», εποικισμός, 210 Γκουντέριαν, στρατηγός Χάιντς (Οιιάεπίΐη, Ηεΐηζ), 192 Γκοΰστλοφ, εργοστάσιο όπλων, 314-15 Γκοΰτσμιτ, Γιοχάννες (Οαίδοΐιηιΐάΐ, Ιοίιαηηεδ), 1656 Γκράιζερ, Άρτουρ (ΟΓεΐδετ, Α γϊΗιιγ) διαφθορά, 92 δυνάμεις, 227 και γκέτο, 87 και εκμηδένιση των Εβραίων, 380 και πολιτική εκγερμανισμοΰ, 81, 85 και Πολωνοί εργάτες και τεχνικές δηλητηρίασης με αέριο, 383 Χίμλερ και, 249 ως κυβερνήτης του Βάρτεγκαου, 28, 72-3,197 γκράφιτι, αντάρτικου, 476-7 Γκρόντνο, κατάληψη από τους Γερμανούς (1941), 159 Γκρος, Βάλτερ (Ο γοΒ, λΥαΙΙετ), 11-12 Γκρόσκουρτ, Χέλμουτ (ΟΓΟδαΐΓΐΙι, Ηείπιπΐΐι), 55 Γκρος-Ρόζεν, στρατόπεδο, 126, 312 «Γκροτ» (« Ο ιό ϊ ») (διοικητής του πολωνικού Εγχώ ριου Στρατού), 495 Γκΰντερ, Φραντς (ΟϋηίΙιεΓ, Ηαηδ), 254
686 Γκωλ, Σαρλ ντε (Οαυίΐε, Οι&τίεδ άε) αντίσταση, μετααπελευθερωτικός έλεγχος, 519 έλευση στο Παρίσι (1944), 510,511 και ευρωπαϊκή ομοσπονδία, 564 στο Αλγέρι, 441 τακτική, 510,511 Γοργοπόταμος, σαμποτάζ κοιλαδογέφυρας, 484 Γοτθική Γραμμή, 501 Γουαδελούπη, 120,592 Γουιάνα, 202 Γουλιέλμος Α", κάιζερ (λνΐΐΐιείιη), 17 Γουλιέλμος Β', κάιζερ (\νί11ιε1ηι), χχχνΐίί, 289 αντισημιτισμός, 29 αποικιοκρατία, 116 εξορία στις Κάτοο Χώρες, 27, 29, 31,108 και ανατολικά σύνορα, 29 και ανεξάρτητα ανατολικά κράτη, 29 και μπολσεβικισμός, 29 παραίτηση, 27, 31,32 Γουώλ Στρητ, κραχ, 43 Γραμμή Ζήγκφρηντ, 24 Γραφομηχανή, Η (Κοκτώ), 426 Γύθειο, δράση της Βέρμαχτ (1943), 497 Γυναίκες βιασμοί, 336,500,540-41 εκτέλεση, 170-71, 215, 241, 326, 371,380,381, 394,401,408,448,497, 501 καταναγκαστική εργασία, 90 μέλη της δΟΕ, 408 πληροφοριοδότριες, 503 Ράβενσμπρυκ, στρατόπεδο, 407, 408,409 στείρωσης σχέδιο, 295 συναδέλφωση με τους εισβολείς, 444,475,545 Γύνγκερ, Ερνστ (Ιαπ^ετ, Επίδί), 426-7 ΟΙ Α, αντικομμουνιστική στρατηγική (δεκαετία του 450), 470 ('οη.ϊβίΐϊ ά 1'οίίΊΐρέ (Τεξιέ), 475 Οεάΐί-ΑηδίΗΐΙ, χρεοκοπία (1931), 46 Δαλματία Εβραίοι, 399,401 Σλάβοι, αφομοίωση, 345 ως οικονομική μονάδα, 345 Δαμασκός, η Γαλλία τη σφυροκοπεί (1945), 592 Δανία αντίσταση, χρονική στιγμή για, 509 αντιστασιακή προσέγγιση μυστικού στρατού, 473 απεργίες και διαμαρτυρίες (1944), 365
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ γερμανική κατοχή, 102,103-4,111,199,207 γερμανική οικονομική πολιτική, 266-7, 286 γυναίκες, και Γερμανοί, 475 διοίκηση, 236, 238, 242 δολιοφθορές, 365 εισαγωγές άνθρακα, 292 έλλειψη τροφίμων, 277 εμπορικές διαπραγματεύσεις (1940), 123 ησυχία (1942-3), 485 και εκτοπίσεις Εβραίων, 397 ρυθμός γεννήσεων, 289 στη ζώνη συναλλαγών του Ράιχ, 560 στρατιωτικός νόμος, 365 Συμβούλιο της Ελευθερίας, 365,509,517 Σύμφωνο Αντι-Κομιντέρν (1941), 323 συνεργασία με τον κατακτητή, 509,517 τελωνειακή και νομισματική ένωση, 123 τροφοδοσία του Ράιχ από τα εργοστάσιά της, 560 υγεία, 289 δελτία ταυτότητας, 184 Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος (1939-45) Ανατολικό Μέτωπο, 138, 221, 239· «Τεύτονες» στρατολογημένοι· ιταλικά στρατεύματα· απώ λειες, 4,297,317,323· παρτιζάνικη δραστηριό τητα, 516· ουκρανικές μεραρχίες, 459· ως πό λεμος φθοράς, 294 αρχικά εδαφικά κέρδη των Γερμανών, 102 βίας αποτελέσματα, 11 γερμανική βαναυσότητα, 140 δικαιοσύνη, πιο σκληρή, 255 Δυτικό Μέτωπο, Συμμαχικό ανθρώπινο δυναμι κό, 317 εδαφική επέκταση στον, 327 επιμελητειακή ανεπάρκεια, 140 η Φινλανδία αποσύρεται, 357 καταληκτικοί μήνες, 305,307 κράτος, συνέχειάτου στον, 432 ρυθμός γεννήσεοον, 288, 289 στρατιωτικές απόκλειες, 4, 297, 317,323 συνεργασία με τους κατακτητές στον, 6-7 ως πόλεμος σε δύο μέτωπα, 134,141 ως συνέχιση προηγούμενων πολέμων, 5 ως Χρυσός Αιιόνας, 603 δημόσια τάξη αντίσταση ως απειλή για την, 503 Γαλλία, 249, 287, 290. 421 επιτάξεις και. 287. 2^0 καταναγκαστική εργασία και, 301,405 Ουγγαρία, 405
687
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ προτεραιότητα, 421, 477 υποτιθέμενες απειλές εναντίον της, 304.405 δημόσιοι υπάλληλοι αδυναμία, 229 δημιουργικότητα και δυναμισμός, 232 διαφθορά, 92,278-9 εισοδήματα, πληθωρισμός και, 278 και «ειδική διοίκηση», 231 και Ναζιστικό Κόμμα, 233 και νέες περιοχές, 227 και συγκεντροποίηση, 228-9, 230,231 και Υπουργείο Ανατολής, 230 και φυλετική ταυτοποίηση, 184 ρόλος στην Ανατολή, 190-91 στα κατακτημένα κράτη, 265 Χίτλερ και, 190, 191,224,226,230-31 διανομή με δελτίο, 272, 278-80 επίπεδα πρόσληψης τροφής, 288-9 περικοπή μερίδων (1942), 284-5 Διάσκεψη της Μείζονος Ανατολικής Ασίας (1943), 588-9 «Διάταγμα για τους Κομισάριους», 142 διαφθορά, 91-2, 252,278-9,315 διαχείριση των διεθνών υποθέσεων, αντίληψη για τη 602 διεθνές δίκαιο βικτωριανό, και αποικιακή διακυβέρνηση, 586, 587 μειονοτικά δικαιώματα κατά το, 34 ναζί και, 587 νομικοί του Στρατού και, 76 υποσκελίζεται από τη φυλετική αλληλεγγύη, 354 Διεθνής Ένωση εναντίον του Αντισημιτισμού, 426 δικαιικό σύστημα, 254-5, 263, 304 δίκαιο εκναζισμός, 250, 253-4 φυλετική βάση, 54,185 βλ. επίσης διεθνές δίκαιο* δικαιικό σύστημα δίλημμα ναζιστικού κόμματος-κράτους, 226,256 διοίκηση «ειδική», 231, 233 τρόποι, 236-8 φυλετική βάση, 54 Δίστομο, σφαγή, 518 δολιοφθορά βλ. σαμποτάζ Δοξάτο, σφαγή, 330,353 δουλική εργασία, 255,299,308,309,394 τα δδ ως προμηθευτές, 263 βλ. επίσης καταναγκαστική εργασία
Δρέσδη, Συμμαχικός βομβαρδισμός, 124 δυτική Αγγλία, γερμανικά σχέδια για την, 109 Δυτική Αφρική, γερμανικό σχέδιο μετεγκατάστα σης, 595 Δυτική Γερμανία (κράτος) αντικομμουνισμός, 221 Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, 571 Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών, 573 πρώην ναζί, αποκατάστασή τους, 574 σπουδές διοίκησης επιχειρήσεων, 234 Υπουργείο Εξωτερικών, προοην ναζί στο, 574 δυτική Γερμανία, εκδίκηση εναντίον τοον Γερμα νών, 542 δυτική Ευρώπη αντίσταση, 485,504 γερμανική οικονομική πολιτική, 265, 267,269 δημόσια τάξη, προτεραιότητα στην, 477 εκναζισμός, 237 έλεγχος από τα δδ, 249 έλλειψη τροφίμων, 277,280-81 εξεγέρσεις πείνας, 479 επίπεδα πρόσληψης τροφής, 288 επιχειρηματικές σχέσεις, 268-70 εργατική αναταραχή, 479 και ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, 570 κατοχή, κοινή γνώμη και, 473-80 ντόπιοι αρμόδιοι, οργή εναντίον τους, 474 πολιτική της Βέρμαχτ, 478-9 πρώτες ύλες κατάσχονται, 264 στρατολόγηση από τα δδ, 455-6 στρατολόγηση καταναγκαστικιον εργατών, 301 βλ. επίσης επιμέρονς κράτη της
δυτική Ουκρανία, πόλεμος με τους Πολωνούς, 5067 δυτική Πολωνία γκέτο, 87 διεφθαρμένη γραφειοκρατία, 92 εκγερμανισμός, 84, 217 εκτοπίσεις (1945), 543-4,547,548 πολιτικό επιτροπάτο, 105 προσάρτηση, 72-3 δυτική Πρωσία γερμανική αποδημία (1918-26), 37 εκτόπιση Πολωνών και Εβραίων, 82 μεταβίβαση στην Πολωνία, 36 τύποι πληθυσμού, 196,197-8 φυλετική εξέταση, 183 Δωδεκάνησα, 342
688 (Ρεμπατέ) ϋ Ε δ ΐ βλ. Γερμανικές Γαίες και Πετρώματα θ6ΐιΐδο1ΐ6Γ νοίΐζδβιιηίΐ, 39 ΟευίδοΙιεΓ \Υ6ΐΐΓν6Γ6Ϊη, 40 ϋβιιΐΞϋΗβν Ζβΐίιιηξ ΐτη ΟζίΙαηά, 583 ϋυτο1ι§Εη§δίΓαβ6 IV, αυτοκινητόδρομος, 339 ΌΥΙ^βλ. Λίστα του Γερμανικού Λαού ϋέοοπιΒτβΞ,
Εβραϊκή Υπηρεσία για την Παλαιστίνη, 600-601 Εβραϊκό Εθνικό Ταμείο (ΙΝΡ), 598,599 «Εβραϊκό Ζήτημα», 305,598 Βαλτικά κράτη, 175,177 ιταλική πολιτική, 402 λΰση τΰπου Σερβίας, 241 ναζιστική πολιτική, 391-2 ο Ρόζενμπεργκ για, 145,368,370 ο Χίτλερ για, 369-70,376,377 όψεις του, 369 σχέδιο αποκλειστικής περιοχής στην Αφρική, 118 Χίμλερ και, 205 βλ. επ ίσ η ς Τελική Λΰση Εβραίοι «ακατάλληλοι προς εργασία», 309-10 «ικανοί προς εργασία», 378-9 απαλλοτρίωση επιχειρήσεων, 312,313 γυναίκες και παιδιά δολοφονούνται, 161,170-71 δήμευση περιουσιών, 91-2,312,313 διασώσεις, 405-8 διατάγματα με διακρίσεις εναντίον τους, 173,192 διαφυγή, 405-8 εδαφικός μυστικισμός, 597,599 εθνικό κράτος, σύσταση, 597-601 εκκένωση προς τη Γερμανία (1945), 411 εκμηδένιση, προβλήματα εργατικού δυναμικού και, 386 εξαναγκάζονται να καίνε πτώματα, 410 εξόντωση διά της εργασίας, 310,378-9 επιζήσαντες, 404 ηλικιωμένοι, στο Τερέζιενστατ, 378,389 θεωρούμενα ως ειδοποιά γνωρίσματα, 183 και σοβιετική διακυβέρνηση, 98-9 κίτρινου άστρου, φόρεμα, 370,372,428 λιμοκτονία, 311 μπολσεβικισμός, ταύτισή τους με, 173,175 ξένοι, μέσα στη Γερμανία, 393 οικονομικός ρόλος, 175,177,387 παρτιζάνοι, 173,489 πεποίθηση για την επιρροή τους στην πολιτική
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ των Συμμάχων, 405,406,413 πληθυσμός, 83,176-7,208 πολιτική αποδημίας, 405,412,598 πολιτική δηλητηρίασής τους με αέριο, 380-82,383 πολιτική διαλογής, 378-9,386 πολιτική στείρωσης, 386 πτωμάτων σκύλευση, 451-2,453 σοβιετική πολιτική, 98-9 σοβιετικός πληθυσμός, 176-7 στάση των Πολωνών απέναντι τους, 453 στο Ανατολικό Μέτωπο, 140 σφαγές σε αντίποινα, 380 ταπεινώσεις, 12,50 ταύτιση με παρτιζάνους, 170-73,489 υποστηρικτές των μειονοτικών δικαιωμάτων, 600 ύψος θανάτων, 412-13 φυλετική διακριτότητα, 598 ως μοχλός επιρροής, 405 βλ. επ ίση ς εκτοπίσεις· Τελική Λύση* Γερμανοε βραίοι· γκέτο- κ α ι στις ε π ιμ έρ ο ν ς χ ώ ρ ες εδαφικό κράτος, ξεπερασμένο ιστορικά, 596-7 εθνικά κράτη δημιουργία στις Βερσαλλίες, 216,561 Διακήρυξη της Γιάλτας, 565 εθνολογική ομοιογένεια, 601,602,603 εξαγωγή της ιδέας εκτός Ευρώπης, 597 μεταπολεμική αναβίωση, 570 Νέα Τάξη και, 8 ξεπερασμένος, 596-7 εθνική ταυτότητα, απάλειψη, 8 εθνικισμός ανατολικοευρωπαϊκός, 561 αποικιακός, 591-2 ικανότητά του για βία, 561 εθνικοσοσιαλισμός, βλ. Ναζιστικό Κόμμα εθνικότητα, επίσημος ορισμός, 187-8,190,194-8 εθνολογική ομοιογένεια, 601,602,603 εθνοτικοί Γ ερμανοί αδυναμία μετεγκατάστασης στη Δύση, 79 αφοσίωση στη φυλή, 45 γλώσσα (μετά το 1918), 180 δήμευση γης (μετά το 1918), 180 επαναπατρισμός, 79-82 θυσίες, 217 ιθαγένειας επιλογή, 186-7 μετακινήσεις πληθυσμοίν (μετά το 1918), 180 μεταπολεμικές κοινότητες, 550 μετεγκατάσταση. 88. 89. 193,194 στρατολόγηση,354. 364
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ φυλετική εξέταση, 191-2 ως εργαλεία του Ράιχ, 539 «ειδική διοίκηση», 231,233 «Ειδική Λίστα Καταζητουμένων ΜΒ», 112-13 εισβολή, αποπληθωρισμός και, 264 εκγερμανισμός, 180,184 ανατολική Ρωσία, 191 αυθαιρεσία, 183 Βοημία-Μοραβία, 185,186,188,190,213 βόρεια Γιουγκοσλαβία, 203 βραδύτητα, 218 Εβραίοι των πόλεων, 84 λειτουργία του σε δυο επίπεδα Ντάντσιχ-Δυτική Πρωσία, 191 Πολωνία, 85,89,188,189,190,191,192,193,195, 216 προβλήματα του, 204,209, 210-11,217 πρωσικός, 37,194 σύγκρουση δδ-Κόμματος για τον, 202, 203 της γης, 385 έκθεση «Ρταηοε ΕιίΓορέεηηε» (1941), 431 Έκκληση των Διανοουμένων (1915), 24 εκτοπίσεις, Εβραίων, 399-405,413,426 από τη Γενική Κυβέρνηση, 86-7, 97,190 Βοημία-Μοραβία, 212-13, 335-6 Γαλλία, 202,387-8,392,395,396,403,437 Γερμανοεβραίων, 369-70 δημόσια οργή και, 395-6 Ελλάδα, 404 Ιταλία, 397,399-403,404 Λορραίνη, 202 Ουγγαρία, 364-5,397-8,404-5 πρόγραμμα μετοίκησης και, 395-6 Ρουμανία, 369,396-7, 403 σε όλη την Ευρώπη, 388 Σλοβακία, 387-8,392,396-7 σχέδια του Άιχμαν, 51,97,395,404 εκτοπισμένα άτομα, 469 Εβραίοι, 600-601 μεταπολεμική φροντίδα 602, 603 Έλβας, γέφυρα του, 125 Ελβετία, 111,199 «Ελεύθερα Σώματα» (ΡτεΐΙίΟΓρδ), 27-8, 34 ελεύθερη αγορά βλ οικονομική πολιτική Έ λϊας, Άλοϊς (ΕΜδ, ΑΙοΐδ), 8,244,252 Ελλάδα ανθρωπιστική και προσφυγική κρίση, 498 ανταλλαγή πληθυσμών με την Τουρκία (1923), 216,217
689 αντικομμουνιστικοί συνασπισμοί, 505 αντίποινα, 497,518-19 αντίσταση, 350,484,485,497-8,505,516 απεργία διαμαρτυρίας, 492 αποσπάσματα θανάτου, εμφάνιση, 443 βρετανικά συμφέροντα, 518-19 βρετανικές εγγυήσεις, 122 Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή, 484 γερμανική εισβολή, 132,133,362 γιουγκοσλαβικά σχέδια για, 565 δημογραφική πτώση, 289 διαμελισμός, 272 ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, 505,517,518 Εβραίοι επιζήσαντες, 404 εισαγωγές, εξάρτηση από, 261 εκτοπίσεις Εβραίων, 401,402 «Ελεύθερη», 517 εμφύλιος πόλεμος, 8,505,518-19 εξόριστη κυβέρνηση, 504-5 επέκταση δέκατου ένατου αιώνα, 182 ζώνες κατοχής, 133 ιταλική κατοχή, 132,133,320,340,342,350,399, 401-2 Ιταλοεβραίοι, εξαίρεσή τους, 399 Κομμουνιστικό Κόμμα, 484 κυβέρνηση, 350 λεηλασία, 264 λιμός, 262,280,289,342 μαύρης αγοράς, αστυνόμευση, 280 μειονοτικά δικαιώματα, 34 μεταπολεμικά σχέδια, 563 «νεκρές ζώνες», 497 πληθωρισμός, 272-3 προσάρτηση από τη Βουλγαρία, 330 πρώην δωσίλογοι, επάνοδος σε θέσεις εξουσίας, 574 στρατόπεδα, 350 φόβοι για Συμμαχική εισβολή, 496 φορολογικά έσοδα, 272 ωμότητες, 497 βλ. επίσης Αθήνα έλλειψη εργατικών χεριών, 84,121,166,260, 297, 355 Γενικό Σχέδιο Ανατολής και, 218,219 έλλειψη καυσίμων, 290-93 Έμπερχαρντ, στρατηγός (ΕβεΛ&ιχΙ), 351 εμπόριο αντιπραγματισμού, 53,271, 278,283 εμφύλιος πόλεμος, 8,504,505 Ενβέρ Πασάς, 465
690 Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, 557,562, 570 Ένωση Γερμανικών Εθνικών Ομάδων, 33 Ένωση Ευρωπαίων Συγγραφέων, 431 Ένωση Τώρα (Στρέιτ), 562 εξόριστες κυβερνήσεις αντίσταση, αξία της, 517 και επιλογή του χρόνου των εξεγέρσεων, 509, 511 σχέδια για τη μεταπολε μική περίοδο, 562-3 εξορυκτική βιομηχανία εργάτες, 303, 305-6 μερίδες τροφίμων, 292 παραγωγή, 292, 297 συνθήκες εργασίας, 306 Επ, Φραντς Ρίττερ φον (Ερρ, Ρ γ & π ζ νοη), 116,536 επαναστάσεις του 1848,15-17,41 επανορθώσεων επιβολή, 271 επιτάξεις, 84, 91,154, 262,272, 277, 280, 474 αποτυχία τους, 276 Βέρμαχτ, 264, 265,281, 499,534 δημόσια τάξη και, 287, 290 διαφθορά και, 333 Επιτροπή για την Απελευθέρωση των Λαών της Ρω σίας (ΚΟΝΚ), 466-7 Επιτροπή Εθνικής Απελευθέροχτης, 441,445 Επιτροπή του Ράιχ για το Δυνάμωμα της Γερμανοσύνης (Κ Κ ΡΌ ν), 80,225, 231 αριθμητική υστέρηση, 197 αρμοδιότητα, 81,191, 229 και Γ ενικό Σχέδιο Ανατολή, 206-7 Επιχείρηση «Φραντς», 493 Ερ, Γαλλία, 474, 492 εργάτες βλ. εργατικό δυναμικό εργατικό δυναμικό βλ. επίσης καταναγκαστική ερ γασία βελγικό, 301 γαλλικό, 260, 269. 301 γεωργία, 87 γκέτο, 313 δυνάμει εργατο5ν εξολόθρευση, 312, 317-18,379, 386, 387 εβραϊκό, 97, 303 εθελοντές εργάτες, 295, 298 εκτοπίσεις και, 87 μεταχείριση, 305-6 ξένοι εργάτες στο, 260, 294-7, 305, 306, 307 πολωνικό, 90, 94, 249, 250, 260 ρωσικό, 305-6 συρρίκνωση στα χρόνια του πολέμου, 312
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ τσεχικό, 186, 244,260 Ερζεγοβίνη, 133, 347 βλ. επίσης Βοσνία-Ερζεγοβίνη «ερμαφρόδιτοι» βλ. «αμφίβιοι» Ερντέλυ, Ευγένιος (ΕΓάε1γ, Ειι§εηε), 59 Ερτσμπέργκερ, Ματτίας ( Ε γ ζ 1 ) £ γ § 6 γ , Μ&ΙίΙιΐ&δ), 36 Ερυθραία, 132 Έρχαρντ, Λοΰντβιχ (Ειΐι&Γά, Ειιά\νΐ§), 571 Ερώ, ποσοστά θνησιμότητας, 281 Ες, Ροΰντολφ, 28 (ΗεΒ, Κιιάοΐί), 49 Εσθονία γερμανικός εποικισμός, 210 εθνοτικοί Γ ερμανοί, 34 Ρώσοι, μετακόμιση στην Ανατολή, 212 στρατολόγηση στα δδ, 457 σχέδιο πολιτικής αυτονομίας, 457 Ε.Σ.Σ.Α.βλ. Σοβιετική Ένωση Έσσεν, αριοποίηση, 193 Εταιρεία Γερμανικής Προγονικής Κληρονομιάς, 181 ευγονική βλ. φυλή ευθανασίας καμπάνια επικρίσεις από τους Καθολικούς, 373 κοινή γνώμη και, 372,373,374,375,393,409, 413 μυστικότητα, 374, 384-5,409 βλ. επίσης Τελική Λύση ευρύτερες Κάτω Χώρες γερμανική εισβολή, 28,104, 295 εκγερμανισμός, 202 στρατολόγηση στα δδ, 454 σύγκρουση δδ-Κόμματος, 203 συμφωνία Μπενελούξ, 563 Ευρωπαϊκή Ένωση, ως όνειρο των ναζί, 555-6 Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, 572 Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρώπινων Δικακομάτων, 570 Ευροοπαϊκή Συμβουλευτική Επιτροπή, 569 Ευρωπαϊκή Φεντεραλιστική Ένωση, 570 ευρωπαϊκής συνομοσπονδίας, σχέδιο, 359-61 Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, 570 Ευρωπαϊκό Συνέδριο Εθνοτήτων, 35,38 «Ευρωπαϊκός Κύκλος», 571-2 Ευροοπαϊκός Οργανισμός Ανθρακα, 569 Ευρωπαϊκός Οργανισμός Κεντρικών Ε σ ω τ ε ρ ι κ ι ό ν Μεταφορο3ν, 569 Ευριόπη αντισημιτισμός. 392. 597 αποικίες, 584-5. 591-4 βρετανικός αποκλεισμός. 260
691
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ γερμανική κατοχή, οικονομική κρίση και, 261 γερμανική λεηλασία, 263-4, 287,594-5 δημογραφική αύξηση, 595 Δόγμα Μονρόε, 577-8 εβραϊκός πληθυσμός, πτώση, 391-2, 600, 601 εθνικισμός, 247 εισαγωγές πετρελαίου, 290-91 εισαγωγές, 260 ένωση, 569-70 εσωτερικές αντιπαλότητες (1750-1950), 576 ιμπεριαλισμός, 591-4 ισοζύγιο πληρωμοόν, 592 καίρια θέση, 3 μερική ενοποίηση από τους ναζί, 569 μεσοπολεμική οικονομική κρίση, 260 μεσοπολεμικός φιλελευθερισμός, 7 μεταπολεμικά εθνικά κράτη, 570 μεταπολεμική έλλειψη εργατικών χεριών, 595 μεταπολεμική οργάνωση, 561-75 νομισματική αποσταθεροποίηση, 270 οικονομία της εμπόλεμης περιόδου, 260-61, 2623,274 οικονομική ανάπτυξη (δεκαετίας 1950), 594,595 οικονομική συνεργασία, 595 παιδική θνησιμότητα, 262 παραγωγή τροφίμων, 262, 275, 594-5 πλούτος, 260 πολιτική συνεργασίας με τον κατακτητή, 6-7 πολιτικό μέλλον, 321-6 πολιτικό προσωπικό, παλινόρθωση μετά την απελευθέροοση, 509 πρόγραμμα για την ενότητα (1945), 569 προστατευτισμός (δεκαετία 1930), 275 προοτες ΰλες, 259, 260 ρυθμός γεννήσεοον, 262 τρόπος του μάχεσθαι, 353 υγεία, 287-90 φεντεραλιστικές λύσεις, 562-6 χρηματοοικονομικές σχέσεις, ΑΕΠ και, 260 χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, συγκεντροποίησ η ,270 «χρηματοοικονομική Δουνκέρκη», 592 ως θεσμοθέτρια κανόνων και παγκόσμιος χωρο φύλακας, 604 ως Φρούριο, 260, 261 βλ. επίσης κεντρική Ευρώπη· ανατολική Ευροόπη· δυτική Ευρώπη εφημερίδες, παράνομες, 476
ΕόΐΙΐοηδ ά\ι Ο Μ πε,430 Ειηδ&ΐζ§ηιρρεη Α, 51,143,175, 176,244 Β, 171,174, 176 Ο, 176 0,176, 254,336 αντίποινα, 167 διοίκηση, 143 «καμπάνια αυτοκάθαρσης», 174 καταπόνησή τους, 177 μαζικές εκτελέσεις, 167 σαδισμός, 500 στην εισβολή στην Πολωνία, 66, 70 στην Ε.Σ.Σ.Δ., 143-4 τοπική στρατολόγηση, 450-51 Είη8ΗΐζΚθΓηπ^ιη(1ο, 2, 374 Ροηή§ηΑ$αΐηΐ, 564
ΟεηεΓΗΐ^οΓηΓπίδδαπΗΐ λνεΐδδπιΐΙΊεηίεη, 168-9· βλ. επίσης Λευκοροκτία ΟεδίΐηιΐόειιΙδεΙι, 41-2 ΟεδεΙΙδοΙίΗί'ί Γΐίΐ' ϋευίδοΗε ΚοΙοηίδΒΐΐοη, 582 ΟτοβΓίΐιιηι, 282 Γενική Κυβέρνηση στον, 75 γερμανική εκπολιστιτική αποστολή, 250 δικαίωμα στον, 236 διοίκηση, 236-7, 245, 246 ηγεμονία, 248 Ζάγκρεμπ. 345 Ζάιχαου, Σιλεσία, 529,530 Ζαλέσκι, Άουγκουστ (Ζαΐεδία. Αυ§ιΐ8ί), 39 Ζάμοστς, πρόγραμμα εποικισμού, 2 53, 251, 31 1, 454 αποτυχία, 217, 220.494 ναζιστικά σχέδια για, 213,559 Ζάουκελ, Φριτς (§Ηυ<±ε1, Ρπΐζ). 312. 363 αντιπαράθεση με τον Σπέερ. 302-3 πρόγραμμα καταναγκαστικής εργασίας. 6. 263. 298-303,304,44Γ στρατολόγηση ανταρτών και, 491,492, 493 Ζέλτε, Φραντς (δείόΐε, Ρταηζ), 532-3 Ζήμενς, εταιρεία, 408 Ζντάνοφ, Αντρέι, 594 Ζούκοφ, στρατάρχης Γκ. Κ., 167 Ζουότσεβ. κάψιμο (1939), 68 Ζύλμπερμπεργκ, Μίχαελ (Ζν15ετΗεΓ§, ΜΐεΗίίεΙ), 453
692 «ηγεσία», ως στόχος, 246,248 Η επιστροφή στην πατρίδα (ταινία), 179-80 Η ζωή είναι ωραία (ταινία), 349
Η-Κ-Τ (Χα Κα Τα), 21 Ή ντεν, σερ Άντονυ (Εάεπ, 8 ϊ γ Αηΐ1ιοηγ), 138,139 Ηνωμένα Έ θνη, 569, 602 Ηνωμένες Πολιτείες αντιαποικιοκρατία, 594 Γερμανοί απόδημοι του δέκατου ένατου αιώνα, 582,583 διεθνισμού τελευτή, 603 Δόγμα Μονρόε, 577,579 εκπολιτιστική αποστολή, 7 επανεξοπλισμός, 579 ετοιμότητα (1940), 579 ευγονικό κίνημα, 584 η Γερμανία τους κηρύσσει τον πόλεμο, 375 ηγεμονία, 595 ημισφαιρικό σύστημα αεροπορικών βάσεων, 579 ιθαγενών Αμερικανών δικαιώματα, 584 ισορροπία δυνάμεων, 603 ισχύς μέσω των αγορών, 596 και γερμανικές αποικίες της Νότιας Αμερικής, 579 και ιαπωνικό Δόγμα Μονρόε, 580 και ευρωπαϊκός φεντεραλισμός, 566 και καθεστώς του Βισύ, 422 και συμμαχία με τους Σοβιετικούς, 406 κυρώσεις εναντίον της Ιαπωνίας, 580 μετάλλων έλεγχος, 576-7 μπαίνουν στον πόλεμο, 292 παραγωγή πετρελαίου, 290 παράδειγμα αποικιακής εγκατάστασης του νεό τερου κόσμου, 582,584 πολιτική για την Ευρώπη, 562 πολιτική παράδοσης άνευ όρων, 357,406,530 Πορτορικανών δικαιώματα, 584 Πρόγραμμα Ανάπτυξης Αεροδρομίων, 579 Πρόγραμμα Ευρωπαϊκής Ανασυγκρότησης (Σχέδιο Μάρσαλ), 569,570,604 προεδρική καμπάνια (1940), 579 ρυθμός γεννήσεων, 289 στρατεύματα εισβάλλουν στο Ράιχ (1944), 525 συμφωνία συνόρων με τη Σοβιετική Ένωση, 469 φυλετικοί νόμοι, 584 Χάρτης του Ατλαντικού (1941), 138 Χίτλερ και, 2 ως παγκόσμια στρατιωτική δύναμη, 579 δΗΑΕΕ, 509,535,569
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ Ηεΐιη&ΙβιπκΙ ΟδΐρΓειιΒεπ, 40 Η επεηνοΐΐί (φυλή των κυρίων), 152, 245, 248,321, 593 Ηί1£δίΓ6Ϊ\νϊ11ΐ§6,461 Ηίΐίδροΐΐζεΐ, 453
Θεσσαλονίκη, Εβραίων εκτοπίσεις, 401 Θεωρία του Κεντρικού Τόπου, 599-600 Ιαπωνία αγγλοαμερικανική προέλαση (1945), χχχΐν αποικιακή πολιτική, 588-9 «Δόγμα Μονρόε», 580 ιμπεριαλιστική επέκταση, 217,223,259 και σφάλματα των Γερμανών, 590 κυρώσεις των ΗΠΑ εναντίον της, 580 Νέα Τάξη, 594 οι Σύμμαχοι της κηρύσσουν τον πόλεμο, 375 πρώτες ύλες, 580 στρατηγική ιθαγενών συνεργατών, 464 σύμμαχοι, 360 Σύμφωνο Αντι-Κομιντέρν, ανανέωση (1941), 323 Τριμερές Σύμφωνο (140), 131,580-81 υπουργείο Μεγάλης Ανατολικής Ασίας, 223 φωνές υπέρ μονοκομματικού κράτους, 580 Ιάσιο, Μολδαβία, 334-5 Ιζβέστια, 39
Ιζμπίστα, στρατόπεδο κράτησης, 395 «Ινγκερμανλάνδη», μετοίκηση, 210 Ινδία ανεξαρτησία (1947), 592,597 βρετανοκρατία, 2, 229,238,582,587 διαμερισμός (1947), 597 και ευρωπαϊκή φυλετική καθαρότητα, 209 Ινδοκίνα, Γαλλική, 580,592 Ινστιτούτο Έ ρευνας του Εβραϊκού Ζητήματος, 145, 368 Ιόνια νησιά, 497 Ιράκ εντολή της Κ.τ.Ε., 586 φιλογερμανικό πραξικόπημα, 291 Χίτλερ και, 589 Ιράν, Χίτλερ και, 206,589 Ιρλανδία γερμανικά σχέδια για. 109 Κομμουνιστικό Κόμμα και διαμερισμός, 585 ισορροπία δυνάμεων. 603 Ισπανία Άξονας, υποστήριξη στον. 114-15,117
693
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ γίνεται δεκτή στον ΟΗΕ, 574 εθελοντές εργάτες, 295 ιταλική εκστρατεία, 341 και βορειοαφρικανικά εδάφη, 113-14,117 και ηγεσία της Γερμανίας, 357 Μπλε Μεραρχία, 320,355 ουδετερότητα, 320,323,341 Σύμφωνο Αντι-Κομιντέρν (1941), 323 Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος, 114 Ισραήλ, 597, 600, 601 Ιταλία αδυναμία, 127-8 αιθιοπική εκστρατεία, 340,341,349,350,352,586 Αλβανία, εισβολή, 63,340,343 ανεργία, 295 ανθρωπισμός με πολιτικά κίνητρα, 400,401-3 αντιεβραϊκή νομοθεσία, 392 αντίποινα, 500 αντίσταση, 363,498-502,504,516,517· μεταπελευθερωτικά, 519-20 απεργίες (1944), 363 απογοήτευση από τον πόλεμο, 355 αποσπάσματα θανάτου, εμφάνιση, 443 βιαιότητες (1944), 503-4 Γαλλία, εισβολή στη, 115, 320,340,402,476 γερμανική κατοχή (1943), 362-4,403 γεωργικοί πόροι, εκμετάλλευση, 363 γυναίκες βιάζονται, 500 γυναίκες και παιδιά γίνονται στόχος, 500,501 Εβραίοι επιζήσαντες, 404 εγκλήματα πολέμου, 349 εθνικό εισόδημα, 341-2 εισαγωγές άνθρακα, 292 έλεγχος από τη Βέρμαχτ, 498-501 ελευθερία, επάνοδός της (1943), 361 Ελλάδα, εισβολή στην, 132,133,320,340,342, 350 έλλειψη τροφίμων, 289 εμφύλιος πόλεμος, 8,504 επεκτατισμός, 340 Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, 571 ιερείς σκοτωμένοι, 504 ισπανική εκστρατεία, 341 καθεστώς Μουσολίνι, κατάρρευση (1943), 361, 496,497,498 Καθολική Εκκλησία, 504 και Λνσλονς, 46,47,48 και βορειοαφρικανικά εδάφη, 113-14,115
και γερμανικές εγγυήσεις στη Ρουμανία, 132 και Δόγμα Μονρόε για την Ευρώπη, 578 και εισβολή στην Πολωνία, 70,71 και εκτοπίσεις Εβραίων, 397,399-403,404 και Σέρβοι μαχητές, 351 και σχέδιο Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας, 358-61 κατοχή της Σλοβενίας, 343-4,350 κατοχή του Μαυροβουνίου, 350,352 Κομμουνιστικό Κόμμα, 519-20 κρατική κυριαρχία, εβραϊκή πολιτική και, 402 Κροατία, κατοχή, 133,344-5,346,348,350 λιβυκή εκστρατεία (δεκαετία του 1920), 350 μειονοτικοί Γερμανοί, 33,79-80,192 μερίδες τροφίμων, 363 μεταπολεμική αμνησία, 6 Μαύρες Ταξιαρχίες, 503 Νάπολης ξεσηκωμός (1943), 508,513,520 νίκη στη Σομαλιλάνδη (1940), 340 ξεσηκωμοί (1945), 519 «παράλληλος πόλεμος», 342 πολιτικές εθνοτήτων, 342-4 προέλαση των Συμμάχων, 499-500 πρώην φασίστες, αποκατάσταση, 574 σημασία για το Ράιχ, 363 στη συμμαχίατου Άξονα, 115 στο Στάλινγκραντ, 355-6 συμμαχία με τη Γερμανία, 63, 64, 320 Σύμφωνο Αντι-Κομιντέρν, 323 συνθηκολήγηση (1943), 362,367 σφαίρα επιρροής, 578 Τριμερές Σύμφωνο (1940), 131,580-81 φασισμός, 226,361,363,402,503,504,574 φυλετική κατωτερότητα, 296 Χαλύβδινο Σύμφωνο (1939), 340 ως αντίβαρο στη Γερμανία, 127 ιταλικός στρατός αντιανταρτική εμπειρία, 350 βαναυσότητα, 349,350-51,352 δαπάνη για, 341 πειθαρχία, 341 Τψεν, Χανς-Πέτερ (Ιρδεη, Η&ηδ-ΡεΙεΓ), 571 I. Ο. Ρηγ5οπ, 265,268 ΙΝ Ε βλ. Εβραϊκό Εθνικό Ταμείο Ιη/οπηαίΐοπξΗφ ΟΒ (Σέλλενμπεργκ), 112 Ιηΐβτηαιίοηαΐ Αβ'αίκ , 287 « Ι η Ι ιγ
2000, ϋαδ» (Γκαίμπελς), 553-6,566-7
694 Καζακστάν, Πολωνοί στέλνονται στο, 97 Καζαμπλάνκα, διάσκεψη (1943), 357, 359 Καζίμιεζ, δάσος, μαζικές εκτελέσεις, 380-82 Καθολική Εκκλησία αντίσταση και, 52 διαμαρτύρεται προς τη Σλοβακία, 396 επικρίνει τα μέτρα ευθανασίας, 373 και εμφύλιος πόλεμος, 504 ναζιστική έφοδος εναντίον της, 51-2, 93 πρωσική καμπάνια εναντίον της, 19 Καθολικό Κόμμα του Κέντρου, 41 Καίνιξμπεργκ, 523, 526 Κάιτελ, στρατηγός Βίλχελμ (Κείίεΐ, ΛνΐΠιοΙπι) και αιχμάλωτοι πολέμου, 160,161 και εκκαθαρίσεις στην Πολωνία, 70 παραδίνεται, 533 πίστης και αφοσίωση στον Χίμλερ, 531 σύλληψη, 353, 536 συνάντηση με τον Χίτλερ (Ιούλιος 1941), 149 Καλάβρυτα, σφαγή (1934), 497, 518 Κάλαϋ. Μίκλος (Καΐΐαγ, ΜίΜοδ), 397 Κάλις, οι Πολωνοί αποβάλλονται, 94 Καλιφόρνια, σύγκριση με τον γερμανικό εποικισμό, 583 Καλμούκων Σιόμα, της Βέρμαχτ, 462 Καλντενμπρούννερ, Ερνστ (ΚίΐΙΐεηβηιηηεΓ, ΕτηδΙ), 28, 302 Κάμενετς-Ποντόλσκ, σφαγή (1941), 336, 370, 379 Καμερούν, υποστηρίζει τον Ντε Γκωλ, 578 Καμίνσκυ, Μπρονισλάβ (Κ&Γηΐηδ1νν, Βι*οηϊδ1;ιν), 465,466 Κάμλερ, Χανς (ΚίΠΉΓηΙετ, Ηαηδ), 308,309, 316 Καμπανία, η Βέρμαχτ την ελέγχει, 499 Καναδάς, και καθεστώς του Βισύ, 422 Κανάρια νησιά, ναυτικές βάσεις, 114, 115 Κανάρις, ναύαρχος Βίλχελμ (ΟιηΗΠδ, \νΐ11ιε1ιτι), 70, 372 κανόνας χρυσού, 121-2,123, 271 Καντόροβιτς, Ερνστ (Καπΐοτοννίεζ, Επίδί), 42 Καόρ, ανυπότακτοι (ΓέίΪΒεΐΗπ·ε$), 491 Κάουαρντ, Νόελ (Οοχνατό, Νοεί), 112 Κάουνας, κατάληψη από τους Γερμανούς (1941), 159 Καουντενχόφε-Καλέργκι, κόμης Ρίχαρντ Νικολάους Εϊτζίρο (ΟουάεηΗονε-0&1ει§ΐ, ΚΐεΗακΙ Νϋίοΐ&ιΐδ ΕήίΓο), 557,564 Κάραγιαν, Χέρμπερτ φον (ΚΗηήαη, Η εΛ ετί νοη), 431 Καραϊβική, γαλλικές αποικίες, 579
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΑΕΡ Καρελία, Φινλανδία, έλλειψη τροφίμων, 288 Καρινθία, 33,49,52 Κάρολος Β \ βασιλιάς της Ρουμανίας ( Ο η γ ο Ι ) , 130. 330,331 Κάρολος Ε ', αυτοκράτορας, 31 Κάρολος, αυτοκράτορας της Αυστροουγγαρίας (Κ ηγΙ), 328, 366 Καρπαθοουκρανία, αυτονομία, 57 Κάρσκι, Γιαν (Κ&τδίά, Ιίΐη), 395 Κάσε, Ζήγκφρηντ (Κ3δε1ιε, δϊε^ΐϊΐεά), 347-8 «Κασούβιοι·», 197 Καστελνουόβο ντέι Σαμπιόνι, σφαγή (1944), 500 καταδρομές, 301 Καταλά, Πιερ (Ο ιΙΙίηΙη, Ρΐεττε), 272 καταναγκαστική εργασία, 11, 97, 272, 487 δδ ως προμηθευτές, 263 αντίσταση και, 300, 363,491, 492, 493 δυτική Ευρώπη, 301-3 κατεχόμενα εδάφη στην Ανατολή, 298-301, 379 Ουγγαρία, 405,406 Σλοβακία, 394 κατασκευαστική βιομηχανία, ξένο εργατικό δυνα μικό, 303 κατάταξη των αντρών στο στρατό, 312 κατεχόμενα ανατολικά εδάφη αγροτικός πληθυσμός, πολιτική διαλογής, 493 απελευθέροαση από τους Σοβιετικούς, 524 αριθμός θανάτων (1944-5), 527 αστυνόμευση, 11, 134,144, 450-54 Γερμανίάν απέλαση από (1945), 216, 222,538-9 γη, εκγερμανισμός, 385 γη, κρατικό μονοποόλιο, 210 διοίκηση, 146,147, 151-2, 230, 231 εβραϊκές περιουσίες, λεηλασία, 91-2 Εβραίοι, στάση απέναντι τους, 453 Εβραίων σφαγές, 369,370-74, 378, 381, 389,412 εθνικιστικά κινήματα, 589-90 εθνοκάθαρση, 506,597 εθνοτικοί (ή μειονοτικοί) Γερμανοί. 34, 87,192 εκβιομηχάνιση. 270 εκγερμανισμός, 181.194, 205-11, 218, 235,385 «εκκενώσεις». 386, 493 εκτοπίσεις. 212. 213. 242,376,391,397,398,597 έλλειψη εργατικού δυναμικού, 464
εξόδων κατοχής, πληρωμές, 271 «εξόντωση διά τη: εργασίας», 378 επιστράτευση καταναγκαίΐτικών εργατιόν, 298300, 303,379 Επιχείρηση Μπάμπουργκ, 485-6
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ καταναγκαστική εργασία, 298-301 λεηλασία,262, 265 λιμός, 262 μεταπολεμική προσφυγική κρίση, 221 μη επανεκγερμανίσιμοι. λαοί, 208 ναζιστικά σχέδια για, 53, 78,103,117,156,357, 467,559-60 παραγωγή σιτηρών, 285, 286 παραγωγή τροφίμιον, 275, 363 παρτιζάνικος πόλεμος, 310,516 πολιτική γενοκτονίας, 393 πολωνικός πληθυσμός, 19,97 σημασία, 3,4-5, 27-8, 29, 53,583-4 Σλάβοι στην, 294 στρατολόγηση 88,456 σχέδια μετεγκατάστασης, 538-9 «τευτονικός» εποικισμός, 560 Υπουργείο, ίδρυση, 227, 230, 231,325, 368 ως πρότυπο, 25 ως συνοριακό τείχος, 207, 220,221 βλ. επίσης τις ε π ιμ έρ ο ν ς χώ ρες
Κατοβίτσε, επαρχία, εκδίκηση εναντίον των Γερμανών, 542 κατοχή δεοντολογία, 475 έξοδα, 271 οικονομικά της, 273 Κατύν, σφαγή (1941), 97,100-101,427,447 Κάτω Χώρες απεργίες, 509 γαρίφαλα, νόημα, 476 Γερμανία ως ηγέτιδα, 247 γερμανική κατοχή, 49,102,105-6 γερμανική οικονομική πολιτική, 269 δημόσιες υπηρεσίες, 434 διαδηλώσεις υπέρ του πρίγκιπα Βερνάρδου, 478 διοίκηση, 227,236 Εβραίων εκτοπίσεις, 392,395,397 Εβραίων σκοτοομοί, 388 εθνικισμός, 202 εκγερμανισμός, 202-3 έλλειψη τροφίμων, 262, 277, 280-81 εμπορικό πλεόνασμα, 271 Επιθεώρηση Όπλων, 265 Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, 571 ιμπεριαλισμός, 591 και Εβραίοι υπήκοοι. 396 και ευρωπαϊκή ομοσπονδία, 564
695 Κεντρική Υπηρεσία Συμβάσεοον. 269 κεντρικό μητρώο για τους Εβραίους, 397 Ναζιστικό Κόμμα, 202, 203.273 παραγοογή άνθρακα, 292 παραγωγή τροφίμων, 286 πολιτική «συνεργασίας», 269-70 πρόγραμμα καταναγκαστικής εργασίας, 493 «προδότες», 286 προσέγγιση της αντίστασης ως μυστικού στρα τού, 473 ρυθμός γεννήσεων, 289 στρατιθ3τικός νόμος (1943), 493 συμβολή στη γερμανική πολεμική προσπάθεια, 262 συναλλαγματική ισοτιμία, 270 συναλλαγματικών περιορισμών κατάργηση, 274 σχέδια για τις, 207 Βίηηεηΐίΐηοίδε 3ίπ]ά1αΗθ1ιΙεη (ΝΒδ), 519 Καύκασος γερμανική πολιτική διοίκηση, 150, 223 πετρελαιοπηγές, 29, 291,378,389 Κεφαλονιά, αντάρτες, 362 Κέιπ Τάουν, Γ ερμανοί έποικοι από το, 584 Κέλσεν, Χανς (Κε1$εη, Η&πδ), 48 Κένναν, Τζωρτζ (Κεηηπη, Οεοι^ε), 61,474,562, 567 Κεντρικές Δυνάμεις, 23-4, 32-3 κεντρική Ευρώπη επίπεδα πρόσληψης τροφής, 288 πολιτική εκβιομηχάνισης με πρωταγωνιστή το κράτος, 270 Κεντρικό Γραφείο Μετανάστευσης, 191 Κεντρική Υπηρεσία Ασφαλείας του Ράιχ (Κ.8ΗΑ) Είη$ΗΐΖ£Πΐρρεη. διοίκηση, 143 αρμοδιότητες, 75 εκτοπίσεις μη Γερμανών, 208 και ξένοι εργάτες, 296 προβολές γεννητικότητας, 208 φορτηγά αερίου, 383 Κεντρικό Γραφείο για την Εβραϊκή Μετανάστευση, 50-51 Κένυα, 585,593 Κεραυνοβόλος Πόλεμος, 523 Κέρκυρα, αντάρτες, 362 Κερλ, Χανς (Κείιτί, Ηαη$), 229 Κέρστεν, Φέλιξ (Κετδίεη, Ρείίχ), 205, 407 Κέρσω, Ταν (ΚεΓ8ΐΐΣΐ\ν, Ι η π ) , 380 Κέρτις, Λάιονελ ( Ο ΐ Γ ί ΐ δ , Εϊοηεΐ), 562 Κέσσελρινγκ. Άλμπερτ (Κεδ$ε1πη§, ΑΙβειΊ)
696 διαταγή του Χίτλερ (1944), 525 ιταλική εκστρατεία, 499,500,507 Κέυνς, Τζ. Μ. (Κογη6δ, I. Μ.), 122,592 Κίεβο αστυνόμευση, 153 γερμανικός βομβαρδισμός, 159,164 Μπάμπι Γιαρ, σφαγή, 171 περίζωση, 282-3, 323 «πολιτική εξόντωσης», 164 σοβιετικές νάρκες, 324 Κίλλινγκερ, Μάνφρεντ φον (Κΐ11ίη§6Γ, Μ&π£γ6<1 νοη), 28,36,524 Κίνα, εξέγερση των Μπόξερ, 116 Κιοΰναρντ, Νάνσυ (Ο ηιηκΙ, Ναηογ), 112 Κις, Ντανίλο (Κΐδ, ϋαηΐΐο), 329 κίτρινου άστρου, φόρεμα, 370, 372,398,428 Κλάγκενφουρτ, Καρινθία, 49,559 Κλαρκ, στρατηγός Μαρκ (Οίαιΐί, Μηι±), 500 Κλεισούρα, σφαγή, 497 Κλερμόν-Φερράν, απαγόρευση υλικών αναπαρα γωγής, 476 Κλιν, σπίτι του Τσαϊκόφσκι, 139 Κλούγκε, Χανς φον («Πονηρός Χανς») (Κ1ιι§ο, Η&ηδ νοη), 465 Κνοπφ, Χανς (Κηορΐ, Η&ηδ), 373 Κνόχεν, Χέλμουτ (Κηοοίιοη, Ηεΐιηιιΐ:), 436 Κόβεντρυ, καταστροφή στα χρόνια του πολέμου, 124 Κοβκούσκι, περιφέρεια, Πολωνία, 299-300 Κόβνο, σφαγή, 375 Κοζάκικο Σώμα της Βέρμαχτ, 462,464,469 Κοζουόφσκι, Λέον (Κοζ1ο\νδ1α, Εεοη), 447 Κοινή Αγορά, 124,595 Νέα Τάξη και, 571,572 Κοινή Αγροτική Πολιτική, 595 κοινή γνώμη, και καμπάνια ευθανασίας, 372,373, 374, 375,393,409,413 Κοινωνία των Εθνών γερμανική εκστρατεία εναντίον της, 40 Εντολές, 602 η Δημοκρατία της Βαϊμάρης προσχωρεί, 38 ίδρυση, 576 και ανεξαρτησία της Αυστρίας, 33 και ιθαγενών πληθυσμών μεταχείριση, 584-5 και νέα εθνικά κράτη, 216 και προσφυγική κρίση (δεκαετία του 1930), 118 ο Χίτλερ αποχωρεί από, 43,45 πατερναλισμός, 602 πολιτική αφομοίωσης, 246
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ Συνθήκες για τα Δικαιώματα των Μειονοτήτων, 34,35, 38-9,45 υπόληψη, 577 Κόκκινος Στρατός ανθρώπινο δυναμικό, 317 απελευθερώνει την Πράγα, 545 απώλειες (1941), 149,321,322,323 βαναυσότητα, 157-8 βιασμοί, 540-51 γοργή προέλαση προς τα δυτικά, 364, 404,405, 410,411,466,518 εικόνα της Βέρμαχτ για, 140,159-60,539-40 εισβάλλει στην ανατολική Πολωνία (1939), 71, 96 εισβολή στην Πολωνία (1944), 511,512 εκδίκηση, 539-42 εξοπλισμός, 316, 317,539-40,542,590 Επιχείρηση Μπαγκρατιόν, 522-3,525 θριαμβευτική παρέλαση μέσα από τη Μόσχα, 523 και «Βλαχοφικοί», 469 και Ανατολική Πρωσία (1944), 524 και Εγχώριος Στρατός, 511-12 και εξέγερση της Βαρσοβίας, 514 και Μπρεσλάου, 544 καταλαμβάνει την Ανατολική Πρωσία (1944), ΧΧΧΠ1
κατατροπώνει τη Μεραρχία Γαλικία, 459 Κεραυνοβόλος Πόλεμος, 523 στο Στάλινγκραντ, 355-6 συνεχίζει να αντιστέκεται, 138,140 τακτική καμένης γης, 141,158,163,169, 281, 283 ωμότητες, 525 ως αιχμάλωτοι πολέμου, 160-66 Κοκτώ, Ζαν (Οοοίεαιι, Ιε&η), 425-9 Κομμουνισμός ο πόλεμος ως αγώνας για την ελευθερία, 585 ως ανάξιος αντίπαλος, 352 ως απειλή, 505 βλ. επίσης μπολσεβίκοι Κομπιέν, στρατόπεδο, 440 Κον, Χανς (Κοίιη, Η&ηδ), 599 Κόνιν, στρατόπεδο εργασίας, 372-3 Κόντι, Αεονάρντο (ΟοηίΙ Εεοη&τάο), 200 Κοπεγχάγη, ως πολιτικό κέντρο, 103 Κορσική, εκκαθάριση δημόσιων υπαλλήλων, 441 Κόρχερ, Ρίχαρντ ( Κ ο γ Η ^ γ γ . ΚΛοΙιαπΙ), 389-91, 391-2 Κόσμος τον Χθες (Τσβάιχ). 113 Κόσοβο Αλβανοί, γερμανική υποστήριξη, 351-2
697
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ βουλγαρική διοίκηση, 330 ενσωμάτωση στην Αλβανία, 133 Κότμπους, Επιχείρηση, 487 Κουίσλινγκ, Βίντκουν (Οιπδΐϊη^, νΐάίαιη), 361 άποψη των ναζί γι’ αυτόν, 202 μη δημοφιλής, 104, 478 σχηματίζει προσωρινή κυβέρνηση, 104,247 ως σύμμαχος των Γερμανών, 342,356,365 Κούλισερ, Ευγένιος (ΚαΙΐδοΙιΟΓ, Ειι§εηε), 222 Κούμπε, Βίλχελμ (Κιιβε, λνΐΐΐιείιη), 155-6 δολοφονία, 155 Εβραίων σφαγές, 172,177-8 και Γερμανοεβραίοι, 372 και τοπικές εθνικιστικές ομάδες, 248 Κοΰτνο, καταπιεστικά μέτρα, 93 Κοΰτσερα, Φραντς (ΚιιΙδοΙιεΓα, Ρταηζ), 203,495 Κοχ, Έριχ (Κοοίι, ΕποΙι), 28,228 αγροτικές πολιτικές, 284 αμυντικό «ανατολικό τείχος», 523 βαναυσότητα, 152,153,459 γαίες του στην Πολωνία, 192 Εβραίων σφαγές, 178 και δδ, 256 και εθνικιστικές ομάδες, 155,247-8 και Ουκρανοί, 147,152,153,154,458,464 πολιτική λεηλασίας, 152 Ρόζενμπεργκ και, 151 φέουδα, 153 φυγή,528,532 ως κομισάριος της Ουκρανίας, 146-7,152-3,154, 155,156,157,178, 227,228,247-8 Κοχ, Χανς (Κοοίι, Ηαηδ), 153-4 Κραγκοΰγεβατς, εκτελέσεις (1941), 8,483 Κρακοβία «εκκενώσεις» Εβραίων, 385 Αγροτικό Κόμμα, και κομμουνιστές, 518 απογραφή της εμπόλεμης περιόδου, 184 γκέτο, 193 διοίκηση Φρανκ, 76 εβραϊκός πληθυσμός, πτώση, 528 Κόκκινος Στρατός, προέλασή του προς, 528 μουσείο Σοπέν, 448 σύλληψη πανεπιστημιακών, 75, 90 σχέδια των ναζί για, 559 Κράλιεβο, εκτελέσεις (1941), 483 κρατική κυριαρχία Εβραίων εκτοπίσεις και, 400,401-3,413 κατάλυση, 587 μεταπολεμική, 563-4,566,570
στην πυρηνική εποχή, 596 κρατικοί λειτουργοίβλ δημόσιοι υπάλληλοι κρατικοί υπάλληλοι βλ. δημόσιοι υπάλληλοι Κριμαία, 210,217 αντιεβραϊκή νομοθεσία, 394 δυνάμει ανομία, 351 εκτοπίσεις Εβραίων, 394,399-400,401 εξέγερση (1941), 239-40 ιταλική κατοχή, 133,344-5,346,348,350 Κροατία, 6 Ουστάσε, βιαιότητές τους, 339,345-8,350-51, 399,401,457 παρτιζάνοι, 484 πληθυσμός, 347 πληθωρισμός, 272 Σέρβων απέλαση, 204 Σέρβων σφαγή, 347,348 Σλοβένων εκτόπιση στην, 204 Σύμφωνο Αντι-Κομιντέρν (1941), 323 συνεργάτες των κατακτητών, μετεγκατάσταση, 469 σχέση της Ιταλίας με, 345 χωροφύλακες του Νέντιτς, 505 ως δορυφορικό κράτος, 133 ως σύμμαχος της Γερμανίας, 320,323,365 Κριστάλλερ, Βάλτερ (Οιπδί&ΠεΓ, λΥ^Ιΐετ), 206,599600 Κροάτες εργάτες, φυλετική κατωτερότητα, 296 Κροατία, 6 Κρόζιγκ, κόμης Σέριν φον (Κτοδΐ§1ί, δοΐιεπη νοη), 273,533 και Βλάσοφ, 468 και Νταίνιτς, 534 Κρουπ (Κτιφρ), εργατικό δυναμικό, 316 Κρύγκερ, Βίλχελμ (Κπΐ§€Γ, \νίΠιε1ιη), 251 Κρύγκερ, Φρήντριχ (Κτϋ§6Γ, Επεάποΐι), 387,494 Κυκλάδες, 280,342 Κυρηναϊκή, στρατόπεδα συγκέντρωσης, 349 ΚΟΝΚβλ. Επιτροπή για την Απελευθέρωση των Λαών της Ρωσίας Κοηίίηεηΐαΐ 0 1 ΑΟ, 291 Λ ’ Ορεάλ, εταιρεία καλλυντικών, 424, 425 Λαβάλ, Πιερ (Εαν&Ι, ΡΐεπΌ) αποπομπή του ως υπαρχηγού, 420 για τη ναζιστική Γερμανία, 425 εναντίωση στον, 502-3 Θητεία Υποχρεωτικής Εργασίας (δεΓνΐοε <3ιι
698 ΤΓανπΐΙ 051ΐ§ίΐΙοΐΐΌ, δΤΟ), 491,492 και Γερμανία, 127 και γερμανική νίκη, 419 και Εβραίων εκτοπίσεις, 396,413 και κρατική κυριαρχία, 437 και κρατικοί υπάλληλοι, 436,441 και Μασσαλία, 439,440 Μιλίς, 442 συμβουλή στον Χίτλερ, 356 σχέσεις με τις ΗΠΑ, 422 Λαίζενερ, Μπέρνχαρντ (ΕόδεηεΓ, Βεπιΐιαπί), 375 Λαιρ, στρατηγός Αλεξάντερ (Ε οΙιγ , ΑΙοχΕπάετ), 496 Λάμμερς, Χανς (Ι^πιιηϋΓδ, Η^ηδ), 252,536 Λανγκεντόκ, ανυπότακτοι (ΓέίΓαοΐ&ΐΐΌδ), 492 Λας, δρ. (Εαδοΐι), 252-3,530 Λαχ, Ρόμπερτ (Εαοΐι, Κοβετΐ), 41 Λβιφ απελευθέρωση, 511 Εβραίων «εκκενώσεις», 385 κατάληψη από τους Γερμανούς (1941), 159 σοβιετικά εγκλήματα πολέμου, 100 Λέιχυ, ναύαρχος Ουίλλιαμ (Εεπ1ιγ, ν/ίΙΙί&Γη), 422 Λεκλέρ, στρατηγός Φιλίπ (Εεοίετο, ΡΜίρρε), 510, 511 Λέμελσεν, στρατηγός Γιόαχιμ (Εεηιείδεη, Ιοαο1ιΐπι)170 Λένινγκραντ, στραγγαλισμός από τους Γερμανούς, 282 Λεοπόλδος Γ', βασιλιάς των Βέλγων (Εεοροΐά), 106 Λετονία ανεξαρτησία, 457 αυτοδιοίκηση, 457 γερμανική ανακατάληψη (1919), 27 γερμανική διοίκηση, 155 γερμανικός εποικισμός, 210 Εβραίων γενοκτονία, 174-6 ιδιωτικοποίηση περιουσιών, 457 μειονοτικοί Γερμανοί, 34 σαδισμός των αστυνομικών, 451 στρατολόγηση στα δδ, 456-7 Λέυ, Ρόμπερτ (Εογ, Κοβετΐ) και εχθρότητα των εργατών, 305-6,307 πολιτική της πείνας, 92 σύλληψη, 536 Λευκορουθηνία, 155-6 Λευκοροοσία αγροτική μεταρρύθμιση, 100 βοηθητική αστυνομία, 454 γερμανική διοίκηση, 150,155-6
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ εβραϊκά σπίτια, πώληση, 453 εθνικιστές, πολιτική προς, 453,464-5 θάνατοι αμάχων, 169,487 κινητή υποδομή δηλητηρίασης με αέριο, 177 μείωση πληθυσμού, 289 μη γερμανικός πληθυσμός, 209 παρτιζάνικος πόλεμος, 6,465,487,489 Ρωσικός Εθνικός Απελευθερωτικός Στρατός, 465-6 σοβιετικές εισβολές, 99,508 στετλ, καταστροφή του βίου του, 600 σφαγές Εβραίων, 172,177,370 Λήμπραντ, Γκέοργκ (ΕΐεββΓαηάί, Οεοτ§), 151 Λίβανος, 291,423,586 Λιβύη, 132,350 Λίε, Γιόνας (Εΐε, ΙοηΒδ), 203 Λιέγη, απεργία (1941), 479 Λιεπάγια (Λιμπάου), Λετονία, 374 Λιθουανία γερμανική ανακατάληψη (1919), 27 γερμανική διοίκηση, 155 γερμανική κατοχή (1918), 26 Εβραίων γενοκτονία, 174,175 επιστρέφει το Μέμελ, 63 και μειονοτικά δικαιώματα, 39 κτημάτων δήμευση, 212 Πολωνοί εργάτες, 218 πτωμάτων σκύλευση, 451 ρωσικός έλεγχος, 71 Λίλλη, απεργία (1941), 479 λιμός, 262, 280,281-4, 289, 342 Λίντιτσε, σφαγή, 9,485 Λιντς, 46,48,49,559 Λιουμπλιάνα, επαρχία, 343-4, 349,350 Λίπμαν, Βάλτερ (ΕίρρΓη&ηη,λν&ΙΐΙιεΓ), 594 Λίστα του Γερμανικού Λαού (ϋ ν Ε ), 195-8 Λόζε, Χίνριχ (Εοΐίδε, Ηΐηποΐι), 154,155,227 και ντιρεκτίβα εκκαθάρισης, 374, 376 φυγή,528,532 Λόκοτ, Λευκορωσία, 465 Λονδίνο, αεροπορικοί βομβαρδισμοί, 113 Λόρεντς, Βέρνερ, 216-17 Λορραίνη γερμανική κατοχή. 49 Γερμανών απέλαση (δεκαετίατου 1920), 39 διοίκηση, 227, 228. 229 Εβραίων απέλαση (1940). 120 εκγερμανισμός. 201-2 εκκαθαρίσεις μετά το 1918.199
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ Λοσσαίν, Καρλ (Εοδδ&ΐη, ΚατΙ), 94 Λότνικ, Άλφρεντ (Εοίηΐΐί, ΑΙΙτεά), 161-2 Λούμπλιν, επαρχία, 50 απελευθέρωση, 511,540 διαφθορά, 92 Εβραίοι της Σλοβακίας στέλνονται στην, 395 Εβραίων εξόντωση, 215 Εθνοσυνέλευση, και Βαρσοβία, 515 εκγερμανισμός, 213-16 μεταβίβαση από τους Σοβιετικούς στη Γενική Κυβέρνηση,83 παρτιζάνικη δραστηριότητα, 494 Τελική Λύση, 382-3,384-5 Λούμπλιν-Μαϊντάνεκ, στρατόπεδο, 214 απελευθέρωση, 411 αριθμός κρατουμένων, 308 αριθμός σκοτωμένων (1942), 384 μέγεθος, 307 ως εργαστήριο για το Γενικό Σχέδιο Ανατολής, 383 Λούντεντορφ, στρατηγός Έριχ (ΕικΙεπάοιΐΤ, Εηοΐι), 23, 25,464 Λουξεμβούργο διοίκηση, 227, 229 Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, 571 προσάρτηση στη Γερμανία, 206, 223, 227 Λούτερ (Ειιίΐιει·), 393 Λουτσκ, φόνοι της Ν Κ νϋ , 158 Λουτσόλλι, Μάριο (ΕιιοΐοΠΐ, Μ ηπο), 326-7 Λουφτβάφε βομβαρδισμός του Βελιγραδιού, 133 και εταιρεία ΟεναειΊ, 268 καύσιμα, 291 Μάχη της Αγγλίας, 112,113 προμηθευτές, 303 ΕεβεηδΓαιιπι, 20,121 δημογραφικό έλλειμμα, 560 δημοτικότητα, 40 εθνική αυτοδιάθεση και, 53, 247 επέκταση προς ανατολάς, 137 ως πρόκληση, 245-6 Εέ§ΐοη \ν&11οηίε, 455 Λυόν, 281,491 Λωνουά, βαρόνος ντε (Εαιιηοίΐ:, άε), 268 Μαδαγασκάρη εξέγερση (1947-8), 592 α;>ς εθνική εστία των Εβραίων, 87,118,119,120, 368,369
699 μαζικοί τάφοι, απάλειψη, 410,411 Μάζουρ, Νόρμπερτ (Μαδΐιι\ ΝοΛετί), 406-8, 438 Μαΐντάνεκ, στρατόπεδο βλ. Λούμπλιν-Μαϊντάνεκ Μάισκυ, Ιβάν, 138-9 Μακεδονία αντάρτες, 484 βουλγαρική διοίκηση, 330 γαλλικός στρατός στη, 25 Μακεδονικός Αγώνας (1904), 329 Μάκιντερ, Χάλφορντ (ΜαοΙαικΙεΓ, Η&ΐίοτά), 3 Μαλαία, ιαπωνική εισβολή, 580 Μαλαπάρτε, Κούρτσιο (ΜαΙ&ρΗΓίε, Ο ι γ ζ ι ο ) , 334-5, 346 Μαν, Χένρι ντε (Μαη, Ηεηη <3ε), 474 Μάννερχαϊμ, στρατάρχης Καρλ Γκούσταφ (ΜαππετΙιεπΉ, Οατί Οιΐδί&ί), 357, 365 Μανστάιν, στρατηγός Φριτς φον (Μαηδΐειπ, Επίζ νοη), 172,192 Μαντέλ, Ζορζ (Μ&ηόεΐ, Οεοτ§εδ), 443 Μαντσουκουό, αποικισμός, 217 Μαουτχάουζεν, στρατόπεδο βιομηχανικοί εργάτες, 126, 312 πληθυσμός, 307 ποσοστό θνησιμότητας, 311 Μαρζολέν, Ρομπέρ (Μ&ηοΐίη, Κοβετΐ), 570 Μαρόκο, 114, 355 Μάρσαλ, Σχέδιο (Μ&ΓδΗαΙΙ), 569,570, 604 Μαρτινίκα, 579 Μαρτσαμπόττο, σφαγή (1944), 501,518 Μασσαλία, «μάχη» (1942-3), 8-9,438-40,439 Μάτσεκ, Βλάντκο (Μ^ςεί^, νΐίκΐΐίο), 345 Μάυ, Χάιντς (Μ3γ, Ηείηζ), 381 Μάυερ, Κόνραντ (Μεγει\ ΚοηΓίκΙ) (αργότερα Μάυερ-Χέτλινγκ) (ΜεγεΓΉείΗη§) και Βοημία-Μοραβία, 213 και Γενικό Σχέδιο Ανατολής, 206-7,210, 211 και εργατικό δυναμικό, 309 σχέδια για την Πολίονία, 191 μαύρη αγορά, 262, 273,278-80,285, 290 Μαύρη Θάλασσα, σοβιετική πολιτική, 131 Μαυροβούνιο «βασίλειο» (1941), 343 αντιανταρτική εκστρατεία, 351 ιταλική κατοχή, 350,352 ξεσηκωμός (1941), 239-40 Μάυσνερ, Άουγκουστ (Μεγδζηει\ Αιι^ιΐδΐ), 241 Μάχη της Αγγλίας (1940), 112,113 Μεγάλες Δυνάμεις, 481 και «μετακινήσεις» Γερμανών, 547
700 σφαίρες επιρροής, 565 Μεγάλη Γερμανία σημασία της για το ναζισμό, 43 ως οιονεί νόμιμος χώρος, 304 Μεγαλογερμανικός εθνικισμός, 180-81 απαρχές, 5,15,16-17 αυτοκρατορία των Αψβούργων και, 30 επιρροή του παρελθόντος στον, 181 συρρίκνωση (1944), 221 Μέγκερλε, Καρλ (Με^ετΙε, ΚηγΙ), 323,358,359 μειονοτικά δικαιώματα, προπολεμικά, 602, 603 μειονοτικοί Γερμανοίβλ εθνοτικοί Γερμανοί Μέλνυκ, Άντρεϊ (Μο1ηγ1ί, Απάτεί), 458 Μέμελ, επιστρέφεται, 63 Μεντιτεράνεο (ταινία), 349 Μερς-ελ-Κεμπίρ, βρετανικό χτύπημα (1940), 421, 422,429 Μέση Ανατολή αποθέματα πετρελαίου, 291 δράση των Βρετανών, 291 δράση των Συμμάχων, 423 εβραϊκό ζήτημα, 597-601 εντολές της Κτ.Ε., 586 στο βρετανικό ιμπεριαλιστικό σύστημα, 592 Χίτλερ και, 589 Μεσόγειος Ιταλία και, 341,342 Χίτλερ και, 113-14 μετακινήσεις πληθυσμών αναγκαστικές, 180 ιστορικό περίγραμμα, 216 Μονάχου, Συμφωνία (1938), 185 Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, 24 συνέπειέςτους, 86 μεταλλουργία, 303 μετεγκατάστασης (μετοίκησης, μετοικεσίας) πρό γραμμα, 80-102 ανάπαυλα (1940), 86-8 αργός ρυθμός, 88 εθελοντές για, 220 και εφοδιασμός σε τρόφιμα, 275-6 Μέτωπο Γερμανών Εργατών, 92,305 «Μικρό Γερμανικό» Ράιχ, 17,41 Μίλγουορντ, Αλαν (Μί1\ν3κΙ, ΑΙ&η), 516 Μινσκ, 155 αντιμπολσεβίκοι εμιγκρέδες, 156 γκέτο, 177-8,370,371 Εβραίων εκτόπισης στο (1941-2), 175 περίζωση, 282
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ πολιορκία (1944), 522 Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου, 159,163 τεχνικές δηλητηρίασης με αέριο, 383 Μίταου, 27 Μιτρόβιτσα, μεταλλεία σιδήρου, 351 Μιττεράν, Φρανσουά (ΜΐΙΙειτ&ηά, Ρταηςοίδ), 425, 441 Μιχαήλ, βασιλιάς της Ρουμανίας, 130,331 Μιχάιλοβιτς, Ντράζα (Μΐΐι&ΐΐονίο, Ό τάζά), 483,485, 518 Μοζέλ, νομός, 199 Μόλοτοφ, συνάντηση με τον Χίτλερ και τον Ρίμπεντροπ (1940), 131-2 Μόλοτοφ-Ρίμπεντροπ, Σύμφωνο (1939), 64,80,96, 134,137 Μόλτκε, Χέλμουτ φον (Μοίΐΐ^ε, Ηεΐιηιιΐ νοη), 160 Μόναχο ναζιστικά σχέδια για, 559 Πραξικόπημα της Μπιραρίας (1923), 49,104,145 Μονάχου Συμφωνία (1938), 55,56,57,58, 64,127, 185 Μοννέ, Ζαν (Μοηηεΐ, Ιε&η), 571 Μοντγκόμερυ, στρατάρχης Μπέρναρντ (Μοηΐ§οπΐ€Γγ, ΒεΓη^Γά), 533 Μοντόρφ-λε-Μπαίν (Μοηάοιί-Ιεδ-Β&ΐηδ) (Ηπειρω τικός Περίβολος Αιχμαλώτων Πολέμου 32), 5357 Μοντουάρ, συνάντηση Πεταίν-Χίτλερ (1940), 417, 418,421 Μόργκενταου, Χένρυ (Μοτ§εηΙΙι&ιι, ΗεητΥ), 538 Μοσάντ, 601 Μόσταρ, σφαγές από τους Ουστάσε, 399 Μόσχα, 375,523 Μότσαρτ, Β. Α. (Μ οζεγ Ι, \ν. Α.), 41 Μουζύ, Ζαν-Μαρί (Μιΐδγ, Ιεαη-Μ&πε), 406 Μουλέν, Ζαν (Μοιιΐίη, Ιεπη), 492 μουσική, και Μεγάλη Γερμανία, 41 Μουσολίνι, Μπενίτο (Μηδδοΐΐηΐ, Βεηίΐο) αδυναμία, 400-401 αμνηστία στους παρτιζάνους, 502 αντισημιτισμός, 393 αποστολή στρατού, 320 για τους ναζί, 560 δημοτικότητα, 503 εκτέλεση, 519 Ελλάδα, εισβολή (1940), 132,133 εξουσία, 226 ηγεσία, 341 καιΆνσλονς, 47
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ και Άξονας, 127-8 και βαναυσότητα του στρατού, 350 και γερμανικές εγγυήσεις προς τη Ρουμανία, 132 και γερμανικός αποικισμός, 586 και Εβραίων εκτοπίσεις, 400-401 και ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τον Στάλιν, 358,360 και εισβολή στην Πολωνία, 70,71 και μειονοτικοί Γερμανοί, 79-80 και μέλλον της Ευρώπης, 321-3,326,327 κατάρρευση του καθεστώτος (1943), 361,467, 496,498,574 παραπονιέται για τη συμπεριφορά της Βέρμαχτ, 500-501 πολιτική εθνοτήτων, 344 Σαλό, κυβέρνηση του, 362-3,366,498,503-4 συναντήσεις με τον Χίτλερ, 322,323 Χίτλερ και, 340,341-2 ως μετριαστική επιρροή, 127 ως σύμμαχος της Γερμανίας, 115 δδ, διάσωση από τα, 362 Μουσολίνι, Μπρούνο (Μιΐδδοΐΐηΐ, Βηιηο), 322 Μούτσμαν, Μάρτιν (Μιιίδοΐιιηαηη, ΜαΓΐίη) («βασι λιάς Μου») («Μιι»), 228,233 Μπαγκρατιόν, Επιχείρηση, 522-3,525 Μπαζιλικάτα, έλεγχος της Βέρμαχτ, 499 Μπαιμ, Καρλ (Βόΐιιη, Κ&γΙ), 356 Μπαίμε, Φραντς (Β όΐιιηε, Ρ γ & π ζ ) , 239-40 Μπαίτχερ, Βίκτορ (Β οΙϊοΙιογ, νΐΚίοι·), 584 Μπάκε, Χέρμπερτ (Β^εΐίε, ΗετβεΓΐ:) και αγροτική ζωή, 285 και ελλείψεις τροφίμων, 147,164,363 «στρατηγική της πείνας», 164,281-4,532 Μπέικον, Φράνσις (Β&οοη, Ρταηοΐδ), 8 Μπάμπεργκ, Επιχείρηση, 485-6 Μπάμπι Γιαρ, σφαγή, 171,370,410 Μπάνατ, Σερβία, 456 Μπάντεν, απέλαση των Εβραίων (1940), 120 Μπαντέρα, Στέπαν (Β&ικΙεΓα, δΐεραη), 458 Μπαντόλιο, στρατηγός Πιέτρο (Β&άο§1ίο, ΡΐείΓο), 350,498 Μπάουερ, Όττο (Β&ιιογ, Οΐίο), 32 Μπας, Βίκτορ (ΒαδοΙι, νΐείο γ), 443 Μπαστιανίνι, Τζουζέππε (ΒΗδΐί&ηίηΐ, Οΐιΐδερρε) δαλματική πολιτική, 344-5 και Εβραίοι, 399,401 και μικρά έθνη, 359-60 και πολιτική του Άξονα, 360 Μπαχ, Γ. Σ. (ΒαοΙι, I. δ.), 41
701 Μπαχ-Ζελέφσκι, Έ ριχ φον ντεμ (Β&εΐι-Ζεΐεννδίίΐ, ΕπεΙινοη άεηι), 28 αντιανταρτική εκστρατεία, 486-7,495 και Εξέγερση της Βαρσοβίας, 513,515 ματαιώνει τις αναγκαστικές εξώσεις, 494 Μπέζελερ, Χανς φον (Βεδείετ, Η&ηδ νοπ), 23,74 Μπεν Γκουριόν, Νταβίντ (Βεη-Οιιποη, ϋανίά), 600601 Μπενελούξ, συμφωνία, 563 Μπένες, Έντουαρντ (Βεηεδ, Εάιιαπί), 55 και ανατολικά σύνορα, 561-2 και δολοφονία του Χάυντριχ, 485,517 και εκδίκηση, 543,545,546 Μπενίνι, Ρομπέρτο (Βεηΐ§ηΐ, Κοβετίο), 349 Μπέουζετς, στρατόπεδο, 50 αριθμοί σκοτωμένων (1942), 384, 385, 386 εξόντωση Εβραίων, 285 κρεματόρια, 410 στρατόπεδα εργασίας γύρω από, 382 Τσιγγάνοι που θανατώθηκαν, 414 Μπέργκεν-Μπέλζεν, στρατόπεδο, 405,408,411 Μπέργκερ, Γκότλομπ (ΒεΓ^ετ, Οοίίΐοβ) και Κοχ, 153 καιΣούμπερτ, 219 Υπουργείο Ανατολής, 151,467 Μπέργκμαν, Σάμουελ (ΒεΓ§ηιαη, δ&πιιιεί), 599 Μπερνανός, Ζορζ (Βεπιαηοδ, ΟεοΓ§εδ), 441 Μπερναντόττε, κόμης Φόλκε (Βεπιαάοίΐε, ΕοΙΚε), 496 Μπεστ, Βέρνερ (Βεδί, λΥεπιεΓ), 250,253,533,568 για τη Γενική Κυβέρνηση, 75 για το διεθνές δίκαιο, 587 διοικητική θεωρία, 235-8,239, 241,242,245,248, 432 επίθεση εναντίον του Χίτλερ, 248 ιδεολογία του εθνολογικού διαχωρισμού, 245 τσακωμός με τον Χάυντριχ, 236,242,243 Μπέτμαν-Χόλβεγκ, καγκελάριος Τέομπαλντ φον (Βε11ιπιαηη-Ηο11\νε£, ΤΙιεοβαΜ νοπ), 23 Μπεττανκούρ, Αντρέ (ΒεΙΐεποοιιτΙ, Απότε), 424-5 Μπιαουίστοκ, 159,391 Μπιελοσίρκα, 300 Μπιέλσκι, παρτιζάνοι, 489 Μπίρκεναου βλέπε Άουσβιτς-Μπίρκεναου, στρατό πεδο Μπιρόλι, στρατηγός Μπίρτσιο (Β ιγοΙι , Ρ ϊγζϊο) για το μύθο του «καλού Ιταλού», 343,349 και Τσέτνικ, 351 Μπισελόν, Ζαν (Βίοϊιείοηηε, Ιεαη), 302
702 Μπλασκόβιτς, στρατηγός Γιοχάννες φον (Β1αδ1ίο\νΐΐζ, Ιοίι&ηηεδ νοη), 58,70,86 Μπλέσσινγκ, Καρλ (Β1εδδΐη§, ΚατΙ), 571 μπλίτσκρηγκ, 102,134,138-9 Μπλοκ, Μαρκ (Βίοείι, Μ&γο), 416 μπλόκα, 301-2 Μπλόμπελ, Πάουλ (Βίοβεί, Ραυΐ), 410 Μπλουμ, Λεόν (Βΐιιηι Εέοη), 9-10,423,569 Μπλοΰμε, Βάλτερ (Βΐηηιε, λναΐΐετ), 505 Μποκ, Φέντορ φον (ΒοοΚ, Ρεάοτ νοη), 141,162,372 Μποκ, Φραντς (Βο(±, Ρτ&ηζ), 179 μπολσεβίκοι μίσος εναντίον τους, 100 οι Γερμανοί οος απελευθερωτές από τους, 145 οι Εβραίοι ως κύριοι φορείς, 173,175 Ουκρανοί και, 214 παρτιζάνικο ήθος, 490 πολωνογερμανική σταυροφορία εναντίον τους, 447 Πολωνοί και, 214 συμπεριφορά απέναντι τους στα χρόνια του πο λέμου, 10 συνθήκη Μπρεστ-Λιτόφσκ (1918), 26 σφαγές της Ρίγας, 80 ως εχθρός του ναζισμού, 100,139,142,173, 320, 352 Μπομπρούισκ πολιορκία (1944), 522 στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου, 163 Μπορ, Γιουγκοσλαβία, ορυχεία χαλκού, 366,578 Μπόρμαν, Μάρτιν (Βοπηαηη, ΜδΓίϊη), 252 αντισλαβική πολιτική, 150-1, 213 αποπομπή, 532 ισχύς, 28,113 και αποικιακή προπαγάνδα, 117 και συγκεντρωτισμός, 229 συνάντηση με τον Χίτλερ (Ιούλιος 1941), 149 ως αρχηγός του ναζιστικού κόμματος, 530 Μποροτρά, Ζαν (Βοτοΐτα, Ιεαη), 441 Μπορντώ, Εβραίοι χωρίς εθνικότητα, 437 Μποροβύτσι, 299,300 Μποττάι, Τζουζέππε (Βοΐΐ&ί, Οΐιΐδερρε), 128-9 Μπουκοβίνα εβραϊκός πληθυσμός, 337 εκτοπίσεις Εβραίων, 335-6 επανενσωμάτωση στη Ρουμανία, 331,337 προσάρτηση από τους Σοβιετικούς, 88,129,130, 330, 334 Μπούμπερ, Μάρτιν (Βιώετ, Μ&Γίΐη), 599
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ Μπουσκέ, Ρενέ (Βοιίδφαεΐ, Κεηέ) αντισημιτισμός, 413 και μαζικές εκτελέσεις, 438 και Μασσαλία, 439,440 καριέρα, 439,440,574 παραίτηση (1943), 443 συμφωνία αστυνόμευσης (1942), 436-8,442 Μπούχενβαλντ, στρατόπεδο ανακάλυψη, 408 Γκούστλοφ, εργοστάσιο όπλων, 314-15 εργατικό δυναμικό, 316 πληθυσμός, 307, 308 Μπραζιγιάκ, Ρομπέρ (Βτ&δίΐΐαοΐι, Κοΰετΐ), 427,431 Μπρακ, Βίκτορ (Βγ&(±, νίοΐοτ), 386 Μπρακ, Ζορζ (ΒΓ3ςυε, Οεοι^εδ), 429 Μπράντφις, Όττο (Βτ&όίϊδοΐι, Οίίο), 380 Μπράουν, Εύα (Βταιιη, Ενα), 530,531 Μπράουν, Πάναμα Αλ (Βτο\νη, Ραη&ηια Α1), 426 Μπράουχιτς, στρατάρχης Χάινριχ φον (ΒΓαιιοίηίδοΙι, Ηείηποίι νοη), 66, 70,105,168 Μπραχτ, Φριτς (Β γβοΙι Ι, Ρ π ϊ ζ ) , 388,527 Μπρέκερ, Άρνο (ΒτεΙίεΓ, Ατηο), 428-9 Μπρεσλάου, 528 αντιφασίστες στην εξουσία, 544 δημογραφικό έλλειμμα, 550 σοβιετική κατάκτηση, 526 Μπρεστ, φήμες περί σφαγών (1942), 453 Μπρεστ-Λιτόφσκ, σοβιετογερμανική παρέλαση (1939), 71 Μπρεστ-Λιτόφσκ, Συνθήκη (1918), 26,27,145-6 Μπριάν, Αριστίντ (Βπ&ηά, Απδίίάε), 39 Μπριάνσκ-Βιάσμα, θύλακας, 159,163 Μπρνο, 545,546 Μπρόμπεργκ, μειονοτικοί Γερμανοί, 40 Μπρόντυ, 459 Μπρουκ, σερ Άλαν (Βτοοίίε, δϊτ Αίαη), 566 Μπρόυτιγκαμ, Όττο (ΒΓ3ΐιΐί§αηι, Οΐίο) για τη δουλική εργασία, 299 μεταπολεμική καριέρα, 573 σχέδιο ρωσικής αντικυβέρνησης, 462 Μπρύνινγκ, Χάινριχ (Βτϋηΐη§, Ηείηποίι), 43,46 Μπύντγκοστς, βιαιότητες, 68-9 Μπύρκελ, Γιόζεφ (Βϋπ±ε1, Ιοδεί), 48-9,52, 201, 227,228 Μύθος του Εικοστού Αιώνα (Ρόζενμπεργκ), 145 Μύλλερ, Χάινριχ (Μϋ11ει\ Ηείηποίι), 233,371,409 Μύσσερτ, Άντον (Μιΐδδεπ. Αηίοη), 202,203,356 Μυστική Στρατιωτική Αστυνομία, 534 Μωρράς, Σαρλ (Μαιιιταδ. ΓίΐΗΐΊεδ), 418,443
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ Μβΐη Καπιρ[ (Χίτλερ), 10,43,46,194 ΜδΚβλ. Γαλλία: ΜοιινειηεηΙ δοοΐαΐ ΚένοΙιιΐίοηη&ίΓε
Ναζιστικό Κόμμα αναβίωση 226-8 άνοδος (1930), 39 αντίληψη για την Ευρώπη, 556-60 άρνηση συμβιβασμού, 572-3 βασίζεται στη φυλετική ιεραρχία, 586 διαφθορά, 252 διαχωρισμός των εθνοτήτων και, 246 δίκαιο και, 253-4 εθνική αναβίωση και, 42 εθνικότητα, επίσημος ορισμός, 190 επεκτατισμός, 556 επιβίωση μετά τον Χίτλερ, 531-2 επίδραση του πολέμου πάνω στο, 11-12 επίδρασή του στον ιμπεριαλισμό, 593 εσωτερική άμυνα (1944), 524-5 έφοδος εναντίον της Καθολικής Εκκλησίας, 51-2 ηγεσία, 530-31 ήττα, απελευθέρωση των αποικιών και, 592 θρίαμβος (1938), 49 και αστυνομικό κράτος, 253,255 και Νορβηγοί/Ολλανδοί ναζί, 202 και ξένοι εργάτες, 295,296-7 κύριος πολιτικός στόχος, 294 μέλη του κόμματος, διορισμοί, 223-4 Μεγάλης Γερμανίας ιδέα, σπουδαιότητα, 43 πειθαρχία, 225,226,227 στόχος αυτάρκειας, 595 φυλετική πολιτική, 304 Φυλετικοπολιτικό Γραφείο, 189 ψύχραιμο και ρεαλιστικό, 29 «ναζιστικός χαιρετισμός», 93 Ναλίμποκι, ενέδρα (1942), 487-8 Νάντη, απεργίες (1942), 491 Νάπολη, εξέγερση των ΟιιαίίΓΟ §ΐοπι&Ιε (1943), 507-8,513,520 Νατσβάιλερ, στρατόπεδο, 126 Νέα Βρετανία, νησί, χνίϋ Νέα Γουινέα, εθνοτικοί Γερμανοί, χχχνΐπ-χχχΐχ Νέα Πομερανία, χχχΐν Νέα Τάξη, 42 αποφάσεις των Βερσαλλιών, καταστροφή τους, 39,568 για την Ευρώπη, 103 διαφθορά, 91-2
703 διεύθυνση της γεωργίας, 277 δίκαιο και, 253 εβραϊκός βίος, αφανισμός, 600 η Σλοβακία το καμάρι της, 62 ιδεολογία του διαχωρισμού τοον εθνοτήτων στη, 246,247 και ανεργία, 121 καταβολές, 30 κατάρρευση, 574 καταστροφικότητα, 563 Κοινή Αγορά και, 571,572 μάθημα της, 603 νόημα, 131 οικονομική πολιτική, 260-62 Ολοκαύτωμα και, 12 στη δυτική Ευρώπη, 474 στόχοι, 8 συμβολή των «Τευτονικών λαών», 454 ως γερμανικό εγχείρημα, 10 Νέα Υόρκη, Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, 430 Νέγκρι, στρατηγός Πάριντε, 399 Νέιμιερ, Λιούις (Ν^ππεΓ, Εεννΐδ), 15,16 Νέμπε, Άρτουρ (Νεβε, Α γΙιιγ), 171 Νέντιτς, στρατηγός Μίλαν, 240,241,242,247 Νεολαία Χίτλερ, 305,455 νησιά της Μάγχης, 102,223,473 Νιγηρία βρετανική διακυβέρνηση, 116 Νόβι Σαντ, σφαγές, 329-30,352-3 Νόβο Αμέρικα, χωριό, 339 νοητικά μειονεκτούντων θανάτωση, 414 νόμοι περί ιθαγένειας, 186-7 Νορ, νομός, 107 Νορβηγία αντίσταση, 478,492,509 απεργίες, 278 «Δέκα Εντολές», 475-6 διανομή με δελτίο, 278 διοίκηση, 227,238 εθνικισμός, 202 εισαγωγές, 261,292 εξόδων κατοχής, πληρωμές, 271 εξόριστη κυβέρνηση, 105, 478 και Εβραίων εκτοπίσεις, 397 και ευρωπαϊκή ομοσπονδία, 564 Μίλοργ (Μ ι1ογ§), αντιστασιακό κίνημα, 478.509 Ναζιστικό Κόμμα, 202 παραγωγή τροφίμων, 286 πολιτική μετάβαση, κάκιστος χειρισμός της, 478
704 προσέγγιση της αντίστασης ως μυστικού στρα τού, 473 στρατολόγηση στα δδ, 454 σχέδια για, 207 τακτική καμένης γης, 518,526 ως σύμμαχος της Γερμανίας, 247 Ναδ]οηα1 δ3ΐηϋη§ (Νδ), 105 Νορμανδίας, αποβάσεις, 404,509,523 Νότια Αμερική γερμανική αποδημία του δέκατου ένατου αιώνα, 582.583 Γερμανοί απόδημοι του δέκατου ένατου αιώνα, 582.583 ναζιστικές επιχειρήσεις κατασκοπίας, 579 Νότια Αφρική, Ναζιστικό Κόμμα, 584 νότια Ευρώπη απειλή Συμμαχικής απόβασης, 496 η Βέρμαχτ στην, 496-502 Νότιο Τυρόλο, απόφαση των Βερσαλλιών, 33 Νοτιοαφρικανικός χρωματικός φραγμός, 585 Νόυμαν, Σίγκμουντ (Νειιιηαηη, δΐ§ιηιιη<1), 564 Νοϋμπάχερ, Χέρμαν (ΝειώαοΙιεΓ, Ηεπηαηη), 241, 280 Νόυρατ, Κόνσταντιν, βαρόνος φον (ΝειίΓ&ίΙι, Κοηδΐαηΐίη νοη), 179 και Τσέχοι εργάτες, 186 ως προτέκτορας στην Πράγα, 60,75,243-4 Νόυχαους αμ Σλίερζεε, 529 Ντάιμλερ-Μπεντς, εργατικό δυναμικό, 316 Νταίνιτς, ναύαρχος Καρλ (ϋόηΐίζ, ΚατΙ) και διαφυγόντες, 532 και Ναζιστικό Κόμμα, 532 και Χίμλερ, 531,533-4 κυβερνητικός ανασχηματισμός, 532-3 πολιτική παράδοσης, 533-4 σύλληψη, 534-5,536 ως πρόεδρος του Ράιχ, 530,531-4,537,568 Νταίνχοφ, Μάριον, κόμισσα (ϋόηΐιοίί, Μαποη), χχχϋί Ντάιτς, Βέρνερ (Όαίΐζ, \νεπιεΓ), 122 Ντακάρ, αγγλογκωλική επιδρομή (1940), 117 Ντάλτον, Χιου (Οαΐΐοη, Ηιι§Ιι), και αντάρτες, 48081 Νταλύγκε, Κουρτ (Οα1ιιε§ε, Κιιτΐ), 28,243,439 Νταννέκερ, Τέοντορ (Βαηηε<±εΓ, ΤΙιεοάοΓ), 403 Ντάντσιχ επιστροφή στο Ράιχ, 57,63 οι Γερμανοί της Βαλτικής μετεγκαθίστανται, 83, 84-5
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ πληθυσμιακοί τύποι, 195,197-8 Πολωνών απέλαση, 84 Ράιχσγκαον, 72 ως Ελεύθερη Πόλη, 36 Ντάντσιχ-Δυτική Πρωσία, διοίκηση, 233-4,249 Ντάουγκαβπιλς, Λετονία, 173-4,451 Νταρκιέ ντε Πελπουά, Λουί (ϋδΓφΐίεΓ, άε Ρείίεροίχ), 437 Νταρλάν, ναύαρχος Ζαν-Λουί (ϋ^Γΐ^η, Ιε&ηΕοιιΐδ), 421-2,434,436 Νταρνάν, Ζοζέφ (ϋαπιαηά, Ιοδερίι), 442,443 Νταρρέ, Βάλτερ (ϋ&ιτέ, λναΜιετ), 200 αντικατάσταση, 285 και αγροτικός επεκτατισμός, 219 σύλληψη, 536 ως υπουργός Γεωργίας, 192,219 Νταχάου, στρατόπεδο, 52,56 εργατικό δυναμικό, 316 μέγεθος, 307 πληθυσμός, 307,308 Ντεά, Μαρσέλ (ϋέαί, Ματοεί), 420,43 εναντίωση στον, 423,424,502-3 μίσος εναντίον του Πεταίν, 421 Ντεγκρέλ, Λεόν (ϋε§Γε11ε, Εέοη), 455,503 ΝτέιλυΜέιλ, 577 Ντέιτον, Λεν (Οεΐ§1ιΙοη, Εεη), 112 Ντελόνκλ, Εζέν (ϋεΐοηοίε, Ειι§έηε), 423,426 Ντελφτ, Πανεπιστήμιο, απόλυση διδασκόντων, 476 Ντεραίν, Ζακ (ϋεΓ&ΐη, Ιααμιεδ), 431 Ντιζόν, ΜΐΗεε, 443 Ντιμιτρόφ, Γκιόργκι Μιχάιλοφ, 482 Ντόλιμποϊς, Τζον (Οοΐΐβοίδ, ΙοΙιη), 535,537 Ντομπζάνσκι, ταγματάρχης Χένρυκ (Οοβτζ&ηδία, ΗεηΓγ1ί), 472 Ντοριό, Ζακ (Όοηοΐ, Ι&εςιιεδ), 420 Ντορπμπύλλερ, Γιούλιους (ϋοΓριηϋΙΙεΓ, Ιιιΐίιΐδ), 533 Ντοστογιέφσκι, Φιόντορ, 147 Ντούλαγκ, στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου, 163 Ντούμπνο, φόνοι της Ν Κ \Ό , 158 Ντρανσύ, στρατόπεδο κράτησης, 426 Ντρέυφους, υπόθεση, 417 Ντριέ λα Ροσέλ, Πιερ (Όπευ Ια Κοοίιείΐε), 4,427, 431 ντύσιμο, και διαφωνούντες. 476 Νυρεμβέργης, δίκες. 161. 315, 530 Νυρεμβέργης, Νόμοι. 232. 375 Νύχτα των Κρυστάλλίυν. 50. 185 Νύχτα των Μεγάλοον Μαχαιριιον (1934), 28,233, 347
705
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΝΒδβλ Κάτω Χώρες: Βίηηεηίαηάδε δΐπ](11α:2ΐο1ιΐεη ΝεάεΓί&ηάδεΙιε υηίε, 202,477
ΝΚνϋ δολοφονίες, 158,174,175 και αστυνομία, 175 μεταπελευθ ερωτικές συλλήψεις, 518 ΝοηνβΙΙβ Κβνιιβ ΡναηςαΐΞβ, 427 ξένοι εργάτες βλ. εργατικό δυναμικό Οδησσός αντίποινα, 337-8 δημογραφική πτώση, 332 εβραϊκών περιουσιών καταλήστευση, 333 Εβραίων δολοφονίες, 6,403 Εβραίων μετεγκατάσταση, 339 κατοχή από τον Άξονα, 324 ρουμανική κατοχή, 6,331,332,337-8 Ο.Β.Ο.Σ.βλ. Οργανισμός Ευρωπαϊκής Οικονομι κής Συνεργασίας οικονομική πολιτική Ι&ίδδεζ-ίαίτε, 122,124,572 ελεύθερη αγορά, 122,124 ευρωπαϊκή, 121-4 κανόνας χρυσού, 121-2,123 φασιστική, 121-2 βλ. επίσης τις επιμέρονς χώρες Όλεντορφ, Όττο (ΟΜεικΙοτί, Οίίο), 533 Εβραίων δολοφονίες, 254 και πολιτική κακοδιαχείριση, 254,256 και σαδισμός των Ρουμάνων, 336 και υπόληψη της δ ϋ , 532 Ολλανδία βλ Κάτω Χώρες Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες, 580,592 Ολλανδικές Αντίλλες, 579 Ολλανδική Εταιρία της Ανατολής, 218 Ολλανδοί και μετεγκατάσταση στην Ανατολή, 220 στα λν^ίίεη-δδ, 455 ως «τευτονικός» λαός, 93,203,206,296 βλ. επίσης Κάτω Χώρες ολοκληρωτισμός, 9 «Ομάδα Εργασίας για τον Τευτονικό Καιιιη», 455 όμηροι απελευθέρωση, 478 Γαλλία, 249,436,437,444 Εβραίοι, 172 Ελλάδα, 497,518-19 οδηγίες του στρατού για, 66, 69
Οδησσός, 436 πολιτική για, 172 πολιτική των Ιταλών, 349,350 Πολωνοί, 90,449,471 ποσοστώσεις, 239,242 Όμπεργκ, Καρλ-Άλμπρεχτ (Οβετ£, ΚΕΓί-ΑΙβτεεΙιΐ), 242 και γαλλική αστυνομία, 441,442 και Μασσαλία, 439,440 συμφωνία για αστυνόμευση από τους Γάλλους (1942), 436-8 Χίμλερ και, 249 Ομπερλαίντερ, Τέοντορ (ΟβετΙαικΙεΓ, Τΐιεοάοτ), 31, 44,573-4 ονόματα, εκγερμανισμός, 200-201 Οράν, 115 Οράνιενμπουργκ, στρατόπεδο συγκέντρωσης, 90, 316,408 Οραντούρ, σφαγή, 9,518 Οργανισμός Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργα σίας, 570 Οργάνωση Ουκρανών Εθνικιστών (ΟΙΙΝ), 458 Όργουελ, Τζορτζ (Οπνεΐΐ, Οεοι^ε), 591 Όρεγκον, και γερμανικός εποικισμός, 583 όρος Βάρτσιν, χχχίν, χχχνί-χχχνίί όρους Μουσέ, πανωλεθρία του Μακί, 509 Οσίμα, Χιρόσι (Ιάπωνας πρέσβης), 590 Όσλο, Υπηρεσία Απογραφής Εργατικού Δυναμι κού, 492 Όσναμπρυκ, ξένοι στο, 303-4 Οστλάνδη γερμανική διοίκηση, 150,154,155 γκέτο, 175 Εβραίων σφαγές, 176 Όστμαρκ, 48,49 Οστράβα, σιδηρουργεία και χαλυβουργεία, 264 Ουαγιοννάξ, Μακί, 492 Ουγγαρία άμαχοι κατασκευάζουν αμυντικές οχυρώσεις (1944), 524 ανταλλαγή πληθυσμών με τη Σλοβακία, 549 αντιεβραϊκή νομοθεσία, 392 αντίποινα, 329 απελαύνει τους Εβραίους στην Ουκρανία, 336-7 αποθέματα πετρελαίου, 366,524,526 Βελόσταυρος, φασίστες, 366,405, 524 βουλή, 328 γερμανική κατοχή, 303, 354, 364, 366-7, 403, 404 δημόσια τάξη, 405
706 εβραϊκός πληθυσμός, 397 Εβραίοι ξεφεύγουν, 405-8 εδαφικά κέρδη (1939), 57,327, 328 εδαφικά κέρδη, 355 εθελοντές εργάτες, 295 εθνοτικοί (ή μειονοτικοί) Γερμανοί, 33, 328, 346, 354,366' και επίθεση εναντίον των Εβραίων (1944), 452 εκτοπίσεις Εβραίων, 364-5,369,397-8,397-9, 403,404-5 επαρχιακός εβραϊκός βίος, αφανισμός, 600 και κίτρινου άστρου, φόρεμα, 398 και μειονοτικά δικαιώματα, 39 και προ του 1914 Ρωσία, 7 καταλαμβάνει τη Σλοβάκική Ρουθήνια (1939), 61 κέρδη στην Τρανσυλβανία, 330,331 λεηλασία, 366 Λευκή Τρομοκρατία, 329 μεταπολεμική αμνησία, 6 οικονομική άνθηση στα χρόνια του πολέμου, 567 πολιτικές μαγιαροποίησης, 328 πραξικόπημα (1944), 524 πρόγραμμα καταναγκαστικής εργασίας, 303, 366,397,405,406 προσαρτά ρουμανικά εδάφη, 130 πρώτες ΰλες, 366,524,526 σημασία, 366 στο Στάλινγκραντ, 355-6 στρατός, βαναυσότητα, 328-9,352-3 Σύμμαχοι, διαπραγματεύσεις μαζί τους, 357,3645,365-6 Σύμφωνο Αντι-Κομιντέρν (1941), 323 Τσιγγάνοι, πολιτική για, 414 ως καταφύγιο των Εβραίων, 398 ως κατοχική δύναμη, 328-9 ως σύμμαχος της Γερμανίας, 319-20,323 ουγενοτικά ονόματα, 201 Ουέλς, Σάμνερ (\¥ε11εδ, διιιηηει·), 562,578 Ουίλσον, πρόεδρος Γούντροου (λΥίΙδοη, \νσοάΓθ\ν), 576 Ουιμπερράιτερ, Ζήγκφρηντ (υΐβειτεΐΙΙιεΓ, δΐε§ίπε<1), 203 Ουκρανία αντίποινα, 172 Αντιστασιακός Στρατός (υΡΑ ), 506-7 αρχηγείο του Χίμλερ, 146 βίος τύπου στετλ, καταστροφή, 600 βοηθητικό αστυνομία, 454 γερμανικά σχέδια για, 134,135,147,148,149-50 γερμανικές απώλειες, 241
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ γερμανική διοίκηση, 152-4,155 γερμανική κατοχή (1918), 26 γερμανική κατοχή (1941), 158 γερμανική λεηλασία, 154,264 γερμανική υποχώρηση, 217 δημογραφική πτώση, 289 διοίκηση, 228 Εβραίων σφαγές, 174,177,178,254 εγγυήσεις ανεξαρτησίας, 590 εθνοτικοί Γερμανοί, 212 εκγερμανισμός, 217 εμφύλιος πόλεμος, 8 εξιστόρηση του Ρόζενμπεργκ, 157 θάνατοι αμάχων (1941), 169 «ισχυρά σημεία», 210 κινητά μέσα δηλητηρίασης με αέριο, 177 κοιτάσματα μαγγανίου, 578 μη γερμανικός πληθυσμός, 209 ουγγρική βαναυσότητα, 329 παραγωγή σιτηρών, 283-4 παρτιζάνοι, 489 πόροι, 29,137-8,147,157 πτωμάτων σκύλευση, 452 ρουμανική κατοχή, 331-4 στρατολόγηση από τα δδ, 458-60 στρατολόγηση καταναγκαστικών εργατών, 301 σχέδιο για εθνικό στρατό, 467 χωρικοί, 506-7 Ηεετεδ§ε1)ΐεί δίΜ, 153 ΟυΝ-Β, 506 Ουκρανοί εξαφάνιση, 190 μεταχείριση από τους Σοβιετικούς, 99 Ούλιτς, δρ. (υΐΐΐζ), 39 Ουστί ναντ Λάμπεμ (Άουσσιγκ), έκρηξη (1945), 545-6 Ουτζ (Λίτσμανστατ) (Εόάζ) γκέτο, 87,370,380,391,406 Εβραίων έξωση, 85 εκγερμανισμός, 192-3 Ράιχσγκαου, 72 Όυτιν, στο Χολστάιν, 532 Οβετίίοπιπι&ηάο άεδ Ηεετεδ (ΟΚΗ), 168 Οβετοδΐ, 23,25 Οί>86ΤνβΓ, 569 ΟΗΚβλ. ΟβετΙίΟΓηιτίΗηιΙο οΐεδ Ηεετεδ ΟΚ\Υ βλ. Τρίτο Ράιχ: Ανώτατη Διοίκηση Ενόπλων Δυνάμεων Οδδ, για την πολωνική αντίσταση, 506
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟδΤΙ όμιλος, Λοΰμπλιν, 313,314 Οδΐταιΐδοΐι, 4 Οδΐΐηιρρεη, 463,464 Ο υΝ βλ. Οργάνωση Ουκρανών Εθνικισχών Πα Ντε Καλαί, νομός, 107 Πάβελιτς, Άντε (ΡΗνεΙΐο, Αηΐε), 345-6,367 Ιταλία και, 400 Χίτλερ και, 347,348,367 Παβόνε, Κλάουντιο (Ρανοηε, Οαιιάΐο), 499 Παγγερμανική Ένωση, 5,24,43 Παγκόσμιο Εβραϊκό Συνέδριο, 407 παγκοσμιοποίηση, εθνική κυριαρχία και, 562 παιδιά απαγωγές, 194 εκγερμανισμός, 216 στέλνονται στα στρατόπεδα, 437 σφαγές, 68,170,497,501 φυλετική ταξινόμηση, 213 παιδική θνησιμότητα, αύξηση, 262 Πακιστάν, δημιουργία, 597 Παλαιστίνη βρετανική αποχώρηση, 592 εβραϊκό εθνικό κράτος, ίδρυση, 597-601 εθνοτικές απελάσεις, 597 οθωμανική, 598 Παλαιστίνης Γραφείο, 598 Παλατινάτο, 52 Πάλατσκυ, Φράντισεκ, 18 Παλμίρυ, τόπος εκτελέσεων, 91 πανευρωπαϊκό κίνημα, 557 Παντέα, Γκερμάν (ΡαπΙεα, ΟΙιεπηαη), 332,337-8 Παπανδρέου, Γεώργιος, 518 Πάπεν, Φριτς φον (Ραρεη, Ρπίζ νοη), 127 Παπόν, Μωρίς (Ραροη, Μαιιηοε), 444,574 Παραγουάη, γερμανική αποικία, 579 παραγωγή αεροσκαφών, 315 Παρίσι Αλγερινοί διαδηλωτές σκοτώνονται (1961), 574 απελευθέρωση, 4,510-11,524 γερμανική κατοχή, 107-8 γερμανική λεηλασία, 264 γερμανικών υπηρεσιών, φαγωμάρα, 424,425 Εβραίων γεννημένων στην αλλοδαπή, μπλόκο (1942), 437 Εβραίων εκτοπίσεις (1941), 426 ξεσηκωμός, 510-11 ποσοστά θνησιμότητας, 281 ως κέντρο πολιτικών ζυμώσεων, 420-21
707 1111Γ38,420,421,423-4,425,426,427 Παρισιού Διάσκεψη (1919), 576 Πάρκινσον, Ρίχαρντ (Ρ&Γίάηδοη, ΚΐοΗπιτΙ), χχχνΐ παρτιζάνικος πόλεμος ανατολική Ευρώπη, 310,105 Βέρμαχτ, 350-53 Βοσνία, 484 Γαλλία, 485 Γενική Κυβέρνηση, 214,450,495,507 Γιουγκοσλαβία, 456,458,482,483,484,496,518 Εβραίων σφαγές και, 171 Ελλάδα, 350,484,485,496,497-8,516,517 Ιταλία, 363,496,500,516,517 και κομμουνιστική απειλή, 505 Λευκορωσία, 6,16,454,465,487,489,493 μείωση (1944-5), 502,515 μετά την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση (1941), 238-9,241,243,423,436,481-2 μέτρα αντιποίνων και, 67,140,351,352-3,380, 500-501,504
Μαυροβούνιο, 351 Ουγγαρία, 329 Ουστάσε, 347,350-51 Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, 352 Σερβία, 239,241,351,484 Σλοβακία, 365,459-60 Σλοβενία, 203,204 Σοβιετική Ένωση, 167-73,244,287,462,481-2, 485-91,506,507 Στάλιν και, 167 στρατηγική και τακτική, 490 τοπικές μονάδες εναντίον, 453-4 παρτιζάνοι αναγκαστικές εξαίσεις και, 494 Εβραίοι, 173,391,489 εικαζόμενη υποστήριξη των Εβραίων προς τους, 140,171,172-3 εξάπλωση, 498 επίστρατοι του Κόκκινου Στρατού προσχωρούν, 159 κίνητρα, 499,517 μεταπελευθερωτικά, 519-20,540 πολιτική αντιποίνων και, 352 στρατιωτική αξία, 505 στρατολόγηση, πολιτική καταναγκαστικής εργα σίας και, 300,363,491,492,493 Χίτλερ και, 286 Πάσκολι, Τζοβάννι (Ρ&δοοίΐ, Οΐον&ηπϊ), 322 Πελοπόννησος, δράση της Βέρμαχτ (1943), 497
708 Περλ Χάρμπορ, επίθεση στο (1941), 375 Πέρχαμ, Μάρτζερυ (Ρετϊιαηι, Μ&Γ§6Γγ), 584-5 Πεταίν, στρατάρχης Ανρί-Φιλίπ (Ρέίαΐη, ΗεηηΡΜΙΐρρε), 240 αντισημιτισμός, 393,413 αξιοπιστίας απώλεια, 445 απώλεια υποστήριξης (1941-2), 423 δημοτικότητα, 444,492,502 εκεχειρίας όροι, 107,180,109,110,114 εξουσίες του, 110,242 και μελλοντική πολιτική 325 και συνέχεια του καθεστώτος, 433 μασόνων εκκαθάριση, 419-20,435 πιστός στη Γερμανία, 422 πολιτική συνεργασίας με τον κατακτητή, 416, 417,419 προσεχτικός, 421 προσωπολατρία, 419,429,434 συντηρητισμός, 419-20,434 φιλογερμανική θέση, 423 Χίτλερ και, 421 Πέτερς, Καρλ (ΡοΐοΓδ, Οατί), 582 Πέτσαμο, Φινλανδία, παραγωγή νικελίου, 578 Πιες, Τζουζέππε (Ρΐέοΐιε, Οΐαδερρε), 40,401,402 Πιετρομάρκι (διπλωμάτης) (Ρΐείτοιη&ΓοΙιΐ), 399 Πικάσσο, Πάμπλο (Ρΐο&δδο, Ραβίο), 427,429,430 Πίνδος, αντάρτες, 497 Πινσκ, σφαγή Εβραίων, 170 Πίντορ, Τζάιμε (ΡίηΐοΓ, Οίαΐιηο), 431 Πίος ΙΒ' (Ρϊο), πάπας, 402,404 Πιουσοΰντσκι, Γιοΰζεφ (Ρΐΐδΐιόδία, Ιόζεί), 66,447 Πλάιγκερ, Πάουλ (Ρ1εΪ£6Γ, Ραιιΐ), 292,306 Πλαιν, ναυτική βάση, 531 πληθωρισμός, 264,272-3,278 πληροφοριοδότες, 305 Πόζεν, επαρχία εθνοτικοί Γερμανοί, 40 μεταβιβάζεται στην Πολωνία, 36 πολωνική μειονότητα, 19, 21,22,27 Πόζεν, πόλη, 19 Πόζναν απέλαση των Πολωνών, 94 ο Κόκκινος Στρατός το περικυκλώνει, 541 προσάρτηση στη Γερμανία, 63 Ράιχσγκαον, 72 Ποζνανία, γερμανική αποδημία (1918-26) Πολ, Όσβαλντ (ΡοΜ, Οδ\νπΜ), 308 και στρατόπεδα εργασίας, 309,310,312,315-16 όμιλος ΟδΤΙ, 313
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ Πόλεμος της Αλγερίας, 444 πολιτική «κυριαρχίας», 246 πολιτική συνεργασίας με τον κατακτητή Γαλλία, 286,287,302,303,357,416,417-19,423, 425-9,444,558 Γενική Κυβέρνηση και, 446 Ευρώπη, 607,446 πολιτική φυλής των κυρίων, 237,245,593 πολιτισμός, διφορούμενη έννοια, 586 Πολωνία Αγροτικά Τάγματα, 506 αγροτική μεταρρύθμιση: δεκαετία του 1920,37· μεταπολεμική, 543,548 αγροτική μετεγκατάσταση, 191-2 Άκτσια Βίσουα (Α1ίθ]α \νΐδία), επιχείρηση (1947), 549 ανταλλαγή πληθυσμών με την Ε.Σ.Σ.Δ., 544,549 αντιεβραϊκές σφαγές, συμμετοχή σε, 446 αντικομμουνιστική αντίσταση, 518 αντίποινα, 67-9,90,496 αντισημιτικά έκτροπα (1945), 549 αντίσταση, 408,414,471,492,506,515· 1939,54, 67,68,75· προσέγγιση μυστικού στρατού, 472-3 απαγωγές παιδιών, 188 απελευθέρωση, 511,541 απογερμανοποίησης στρατηγικές, 40 αποκατάσταση, 568 αποκήρυξη των υποχρεώσεών της απέναντι στην Κ.τ.Ε., 45 αποξενωμένη πολωνική πλειονότητα, 197 αυστριακή στρατιωτική διοίκηση (1915), 23 βιασμοί Κόκκινου Στρατού, 541 βίος τύπου στετλ, καταστροφή, 600 βιοτικό επίπεδο, 548 βρετανικές εγγυήσεις, 63,67 Γενικό Σχέδιο Ανατολής, 213 γερμανικά σύνορα, 189,538 γερμανική εισβολή (1939), 53,54, 64-75,102,471 Γερμανοί πρόσφυγες φεύγουν (δεκαετία του 1920), 37 Γερμανοί, σχέδια απέλασής τους, 543 γεωργία, 171,172, 275, 276 γκέτο, 281 γυναίκες, προειδοποίηση προς τις, 475 δημογραφική πτώση. 289 διαμελισμός στα χρόνια του πολέμου, 272 διαμελισμός του δέκατου όγδοου αιώνα, 19,23 διαμελισμού δικαιολόγηση. 586 διανοουμένων εξολόθοευση. 73, 75,85,90
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ Δράση ΑΒ (Ειδική Επιχείρηση Ειρήνευσης), 90, 91, 97,472 εβραϊκά ανταρτικά σώματα, 506 Εβραϊκή Οργάνωση Μάχης (ΖΟΒ), 494-5 εβραϊκού πληθυσμού πτώση, 389-91 Εβραίων αποδημία, 51 Εβραίων εξόντωση, 78, 86,255,285,313,314, 379,386,392,412 Εγχώριος Στρατός (Ένωση Ένοπλου Αγώνα, Ζλ¥Ζ), 446· Διεύθυνση Παράνομης Αντίστα σης, 505-6· ίδρυση, 472· συλλήψεις από την Γκεστάπο, 473· σύλληψη από τη ΝΚΛΈ), 518* αναγνώριση, 514· και Κόκκινος Στρατός, 51112· και Σοβιετικοί παρτιζάνοι, 507, αξία, 517· και Εξέγερση της Βαρσοβίας, 494,495,512, 515 Εθνικό Συμβούλιο της Πατρίδας, 506 εθνικού εισοδήματος πτώση, 266 εθνοκάθαρση, 471 εθνοτικοί (ή μειονοτικοί) Γερμανοί, 33,34,35, 36-8,40,44,45,68,548 εκγερμανισμός, 188,189,190,191-8 εκδίκηση εναντίον των Γερμανών, 542 εκτελέσεις κατά την εισβολή, 78 έλλειψη τροφίμων, 281 ένοπλης αντίστασης αναβολή, 505-6 εξαφάνιση, 76, 77,190 εξόριστη κυβέρνηση, 98,446,452,506,511,514, 562-3 επέκταση τον εικοστό αιώνα, 182 ηθική στα χρόνια του πολέμου, 446 ηθική στην, 446 και Συνθήκη των Βερσαλλιών (1919), 5 καταδρομές, 528 καταναγκαστική εργασία, 90,299-300,299-301 κομμουνιστές, 495,506,549 κρατική κυριαρχία, 76 Κυβερνητική Αντιπροσωπεία, 446 «κυνηγοίγης», 192 Κύριο Συμβούλιο Εθνικής Άμυνας, 472 μάχες στην (1944-5), 525 μεταβερσαλλιακή μεταβίβαση εξουσίας, 36-7 μεταπολεμικά σχέδια, 562-3,564 μεταπολεμική εξάρτηση από το ρωσικό σιτάρι, 549 μεταπολεμική μετεγκατάσταση, 548,549 μη γερμανικός πληθυσμός, 209 ξεσηκωμός: 1918,472· επιλογή της σωστής στιγ μής, 511-515
709 οικονομική λεηλασία, 91 οικονομική σημασία, 189 πανεπιστημίων κλείσιμο, 75 παράνομο (μυστικό) κράτος, 473 πνεύμα αντίστασης (1942-3), 493-6 Πολιτική Αντικομμουνιστική Επιτροπή, 506 πολιτική, φιλογερμανική τάση, 447 πρόγραμμα μετοίκησης, 79,80-81 Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, 23-6,74 πρώτων υλών αφαίρεση, 264 ρίψεις όπλων της δΟΕ, 511 σοβιετική εισβολή (1944), 508 στάση των χριστιανών προς τους Εβραίους, 413 στρατόπεδα θανάτου, 174 σχέδιο για κυβέρνηση ανδρεικέλων, 447 τρομοκρατίας, γερμανική πολιτική, 449-50 Τσέχοι, δέσμευση για στενότερη συνεργασία, 562-3 φυλετική ταξινόμηση, 186 Βαπάίεηδΐ, οργάνωση εργασίας, 451 ΝδΖ, 495,506,507 βλ. επίσης ανατολική Πολωνία· Γενική Κυβέρνη ση (1939)· δυτική Πολωνία πολωνικές υπηρεσίες πληροφοριών, 480,481 Πολωνικό Διάταγμα (1940), 304 Πολωνικό Κεντρικό Συμβούλιο Πρόνοιας, 447 Πολωνικό Κόμμα Εργατών, 544 Πολωνοί αγρότες γης, 295 απελαύνονται προς τη Γενική Κυβέρνηση, 97 διακρίσεις εναντίον τους, 92-4,98,281,295 εκγερμανισμός, 190,197,216 εκτοπίσεις, 81,82 εξόντωση διά της εργασίας, 310 εξόντωση, 86, 90,189,190,214,215,311 εργάτες, σημασία, 86, 90, 94,190,249,250, 260 και μπολσεβίκοι, 214 και ναζιστικός χαιρετισμός, 93 καταναγκαστική εργασία, 97 μετεγκατάσταση, 209,414-15 μέτρα του Βίσμαρκ, χχχνϋ-χχχνϋΐ σοβιετική πολιτική, 98-9 στην Πρωσία, 19-23 φυγάδες (1940), 89 Πόμεραντς, Γκριγκόρι, 541 Πόναρυ, Εβραίων σφαγές, 451 Πονιατόβετς, Βάρτεγκαου, 179 Πονομαρένκο, Παντελεΐμον, 488 Πόρσε (ΡοΓδοΙιε), εργατικό δυναμικό, 316
710 πορτογαλική αυτοκρατορία, 8 Πότσνταμ, διάσκεψη (1945), 217,537,538 Πουΰ ντε Ντομ, και καθεστώς του Βισΰ, 444 Πράβόα, 489 Πράγα αγώνας μεταξύ Τσέχων και Γερμανών, 544-5 απελευθέρωση, 545 απογραφή στα χρόνια του πολέμου, 184 διοίκηση, 75 Εβραίων εκτοπίσεις, 370 εθνοτικοί Γερμανοί, 213 εισβολή (1939), 57-8,62,185,577 επιθέσεις αντεκδίκησης (1945), 545 μερίδες τροφίμων, 75 πανεπιστήμιο, 35 στρατός του Βλάσοφ στην, 469 σύλληψη ακαδημαϊκών, 75 Πρένταιλ, Αντρέας (ΡτεάδΜ, Αηώτε&δ), 122 Πρήστερ, Καρλ-Χάιντς (ΡπεδίεΓ, Κ&τΐ-Ηβΐηζ), 5723 πρόσφυγες, μεταπολεμική φροντίδα, 602,603 Προσωρινή Επιτροπή Ενωμένης Ευρώπης, 570 Πρύτσμαν, Χανς-Άντολφ (Ρπΐΐζπι&ηη, Η&ηδΑάο\ί), 532,546 Πρωσία αντικαθολική καμπάνια, 19 αποδημία, 20-21 εκγερμανισμοΰ πολιτική, 194 πολωνική μειονότητα, 19-23 σχέσεις με την Αυστρία, 17 τάξη των γαιοκτημόνων, 235 βλ. επίσης Ανατολική Πρωσία· Δυτική Πρωσία Πρωσική Επιτροπή Αποικισμοΰ, 598 πρώτες ύλες έλλειψη, 355-6,357-8 σημασία, 578 Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-18), 23-7 ανάγκες των αμάχων στον, 282 βαναυσότητα του ουγγρικού στρατού, 329 Βόσνιοι μουσουλμάνοι στον, 457 βουλγαρική βαναυσότητα, 330 βρετανικός αποκλεισμός, 259, 274 γερμανικός στρατός ως κατοχική δύναμη, 24-6 έλλειψη τροφίμιον, 289 επανορθώσεις, 31,39 και πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής, 291 κανόνες, 353 μετακινήσεις πληθυσμών, 24 παρτιζάνικος πόλεμος, 352
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ πολιτική καμένης γης, 526 Πολωνία, διαμελισμός, 23 πολωνική αντίσταση, 472 ρυθμός γεννήσεων, 288 σχέδιο του πολωνικού στρατού, 464 πυρομαχικών βιομηχανία, ξένο εργατικό δυναμικό, 303 Ρίβπιοηίε γβριώΜίοαηο, 504 ΡοΚξΗΓοι1ηί§ΗίΙγ Κβνΐβ\ν, 215 Ράβενσμπρυκ, στρατόπεδο γυναίκες αφήνονται ελεύθερες, 408 εκτελέσεις, 408-9 εργάτες στην παραγωγή όπλων, 408 πληθυσμός, 307 ωμότητες, 408 Ράδιο Μόσχα, 569 Ράινερ, Φρήντριχ (Καΐηει·, Ρπεάπείι), 382 Ράινχαρντ, Επιχείρηση, 313,384-91 μυστικότητα, 383,409 πειράματα δηλητηρίασης με αέριο, 383 περιβαλλοντικά προβλήματα, 410 στρατόπεδα, καταστροφή (1943), 411 Τελική Λύση και, 412 Ράιχεναου, στρατηγός Βάλτερ φον (Κεΐεΐιεπαιι, \να1ΐ6Γνοη), 170,171 Ράιχσγκαον, 72 ράιχσμαρκ, υπερτίμηση, 270 Ραμπ, νησί, κρατούμενοι, 350,400 Ρανσχόφεν-Βερτχάιμερ, Έ γκον (Κ&ηδίιοίεηλνετΐΐιεΐηιει·, Ε§οη), 563 Ραντεμάχερ, Φριτς (Καάεηι&οΐιει·, Επίζ), 118-19, 120 Ράντνοτι, Μίκλος (Κ&άηόίΐ, ΜΐΜοδ), 366 Ράτεναου, Βάλτερ φον (Κ&ίΙιεη&α, λΥαΙΐετ νοη), 36 Ράτσελ, Φρήντριχ (Κ&ΐζεί, Ροεάποΐι), 19 Ρέεντερ, Έγκερτ (ΚεεάεΓ, Ε§§ετί), 107 Ρεμπατέ, Λυσιέν (Κεβ&ΐεί, Ειιοΐεη), 427,429 Ρέννερ, Καρλ (Κεηηετ, ΚατΙ), 32,51 Ρέντε-Φινκ, Σέσιλ φον (Κεηΐΐιε-Ρίηΐί, Οεοϊΐ νοη), 104 Ρηνανία, συμφωνία της Γαλλίας να την εκκενώσει, 39 Ριβαλλάν, κ. (ΚΐναΙΙείΓκΙ). 439 Ρίγα απογραφή στα χρόνια τον πολέμου, 184 γερμανική εξουσία. 154. 155 γκέτο, 370,371
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ Εβραίοι εκτοπίζονται στη (1941-2), 175 Ελεύθερων Σωμάτων εδαφικά κέρδη (1919), 27 Κόκκινου Στρατού εδαφικά κέρδη (1918), 27 μπολσεβίκων σφαγές (1918), 80 σκάνδαλο (1943), 355 φορτηγά αερίου, 383 Ρίμπεντροπ, Γιόαχιμ φον (ΚίββεηίΓορ, Ι ο&οΜγπ νοη), 532 ακαταλληλότητα για τη θέση, 358,360 διαπραγματεύσεις με τους Σοβιετικούς, 80 «Ευρωπαϊκό Μανιφέστο», 324 καβγάς με τον Χίτλερ, 322 και δδ, 347-8 και αποστολή στη Συρία, 291 και γερμανικό Δόγμα Μονρόε, 578 και εβραϊκή εθνική εστία στην Αφρική, 119 και Εβραίων εκτοπίσεις, 397 και ειρήνη με τον Στάλιν, 357, 358 και Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία, 358,359 και Ιταλία, 115,399,400 και Ουγγαρία, 398 σύλληψη, 536 συνάντηση με τον Μόλοτοφ (1940), 131-2 συνωμοσία εναντίον του, 358 Υπουργείο Εξωτερικών, 47,224,356 Ρίμπεντροπ-Μόλοτοφ, Σύμφωνο (1939), 64,80, 96, 134,137 Ρίχτερ, δδ-δίυπη1>3ηηίϋ1ΐΓει·, 85 Ριχτχόφεν, κόμης Μάνφρεντ φον (Κΐοΐιΐΐιοίεη, Μαηίτε<1 νοη), 529,530 Ροάττα, στρατηγός Μάριο (ΚοαΙΙδ, Μαπο) ανελέητος, 349-50 και αντάρτες, 351 και Εβραίων εκτοπίσεις, 400,401 Ρόζενμπεργκ, Άλφρεντ (ΚθδεηβεΓ§, ΑΙΙτείΙ) αντιεβραϊκή πολιτική, 175,178, 368,370,374 αποπομπή, 532 για τη Βρετανική Αυτοκρατορία, 86 για τον Χίμλερ, 165 εξουσία, 150 και Βαλτικά κράτη, 154-5 και Δανία, 199 και διασυνοριακές εκκενώσεις, 385 και Ουκρανία, 458 και Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου, 165,166 και στρατολόγηση καταναγκαστικών εργατών, 300 και σχέδιο «ρωσικής αντικυβέρνησης», 462 σοβιετικών εδαφών, σχέδιο διοίκησης, 144-51, 152,153,154,155,156-7
711 σύλληψη, 536 συνθηκολόγηση-αποδοχή της Τελικής Λύσης, 374 σχέδιο αντιεβραϊκού συνεδρίου, 356, 357, 369 σχέδιο αντιμπολσεβικικής σταυροφορίας, 211 σχέδιο για εναλλακτικό ρωσικό στρατό, 463 Χίμλερ και, 211,213,249,375 ως Υπουργός Ανατολής, 146, 230, 368-9 Ρόκες, στρατηγός Καρλ φον (Κοίμιεδ, Κ&γΙ νοη), 153,172 Ροκοσσόβσκι, στρατάρχης Κονσταντίν, 541 Ρόμμελ, στρατάρχης Έρβιν (Κοηιιηεΐ, Εηνΐη), 342 Ρομπόττι, στρατηγός (Κ,οβοΙίΐ), 349 Ρονίκιερ, Άνταμ (ΚοηίΙαεΓ, Αάαιη), 447 Ρόττερνταμ, καταστροφή του στον πόλεμο, 105,124 Ρούζβελτ, Φ. Ντ. (Κοοδενεΐΐ, Ρ. ϋ .) επανεκλογή, 579 επανεξοπλισμός, 579 και μελλοντική Ευρώπη, 555 και Ουγγαρία, 404 και Πεταίν, 422 και συμμαχία με τους Σοβιετικούς, 406 πολιτική παράδοσης άνευ όρων, 406 Χάρτης του Ατλαντικού (1941), 138,320 Ρουμανία, 330-340 αλλάζει στρατόπεδο, 365,403,524 αντιεβραϊκή πολιτική, 331,334-40,336,337-9, 392,403 αντίποινα, 337 αντισημιτισμός, 331,333,334,396 βαναυσότητα, 331-2,333-5 βρετανικές εγγυήσεις, 63,122 γερμανικές εγγυήσεις, 131,132 γερμανική αποστολή στην, 342 γερμανική κατοχή (1918), 26 Εβραίοι, οικονομική σημασία τους, 396 Εβραίων εκτοπίσεις, 369, 396-7,403 Εβραίων σφαγές, 334-40,370,409 εδαφικά κέρδη, 331,355 εθνοτικοί Γερμανοί, 33,354 εκχωρεί εδάφη στην Ουγγαρία και τη Βουλγα ρία, 130 επαρχιακός εβραϊκός βίος, αφανισμός, 600 επέκταση τον δέκατο ένατο αιώνα, 182 και Εβραίοι υπήκοοι, 403 και Συνθήκη των Βερσαλλιών (1919), 5 και Τελική Λύση, 394 μεταπολεμική αμνησία, 6 οικονομική άνθηση στα χρόνια του πολέμου, 567
712 ουκρανικά εδάφη, 458 πετρελαιοπηγές, 130-31,133,290,292,524 πολιτική εθνοκάθαρσης, 334-40 πολιτική εθνοτήτων, 332 Σιδερένια Φρουρά, κίνημα, 331,334 στο Στάλινγκραντ, 355-6 Σύμμαχοι, διαπραγματεύσεις μαζί τους, 357 Σύμφωνο Αντι-Κομιντέρν (1941), 323 συνθηκολόγηση,367 Τσιγγάνοι, πολιτική για τους, 333-4,414 φιλοσοβιετικό πραξικόπημα (1944), 365 Χίτλερ και, 319,323 ως σύμμαχος των Γερμανών, 319,320,323,327,331 Ρουμανική Βεσαραβία, σοβιετική κατοχή, 88,96, 129,130 Ρούντστεντ, Καρλ Ρούντολφ φον (Κυηάδΐοάΐ, Κ βγΙ Κιιάοΐίνοη), 492 Ρούππιν, Άρτουρ (Κιιρρίη, Α γϊΙιπγ ), 598-9 Ρουρ παραγωγή άνθρακα και χάλυβα, 268,297 ρωσικό εργατικό δυναμικό, 305-6 Συμμαχικοί βομβαρδισμοί, 292 Ρουσσώ, Ζαν-Ζακ (Κοιίδδε&ιι, Ιε&η-Ι&αμιεδ), 19 Ρύγκεν,θέρετρο, 125 ρυθμοί γεννήσεων, αύξηση στην εμπόλεμη περίοδο, 262 Ρώμη, 362,500 Ρωσία αυτοκρατορικού καθεστώτος κατάρρευση, 26 και Ουγγαρία, πριν το 1914, 7 και Πρωσία, 22-3 Περιχαράκωμα, 178,452 τσαρικά πογκρόμ, 176 Ρωσικός Απελευθερωτικός Στρατός, 463-4,466, 467-9 αλλάζει στρατόπεδο (1945), 469 Ρώσοι μετεγκατάσταση, 209 στις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις, 454 Ρωσο-πολωνικός πόλεμος (1919-1921), 37 Καιαη/ονΞαΗΐίΠξ ιιηά Καιιηιοϊάηιιηξ, περιοδικό, 206 ΚβΐοΗ, νοΙ&οΓάηιιηξ, Γβδβηχταιιηι (Π νΕ) περιοδικό, 246,248 Κεΐο1ΐδ\νει·ΐ£ε ΗΟ, 292 και γαλλικός χάλυβας, 269 κυρίαρχη θέση, 265,312 Κ Κ Ρ ϋ ν βλ. Επιτροπή του Ράιχ για το Δυνάμωμα της Γερμανοσύνης
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ ΚΝΡβΛ. Γαλλία: Κ^δδειηΜειηεηΙ Ν^ίΐοηαΐ ΡοριιΙ&ΪΓε Κ.δΗΑβ/1. Κεντρική Υπηρεσία Ασφαλείας του Ράιχ Σάαρ, Εβραίων απέλαση (1940), 120 Σαιν Ναζαίρ, ναυπηγεία, 125 Σαίρνερ, στρατηγός «Αιμοσταγής» Φερδινάνδος (δοΙιοπιεΓ, Ρεπιΐη&ηά), 525 Σακόβιτς, Καζίμιεζ (δα1<:ο\νίοζ, ΚπζΐηιΐεΓζ), 451 Σαλαζάρ, Αντόνιο ντε Ολιβέιρα (δ&Ι&ζ&Γ, Αηΐοηίο <3ε 01ΐνείι·&), 127 Σάλασι, Φέρεντς (δζάΐ&δΐ, Ρετεηο), 367 αντισημιτισμός, 366,405 και Εβραίων εκτοπίσεις, 405 υποχωρεί από τη Βουδαπέστη (1944), 405 Σάλασπιλς, Λετονία, στρατόπεδο εργασίας, 311 Σαλό, κυβέρνηση Μουσολίνι, 362-3,366,498 σαμποτάζ (δολιοφθορά), 239,477,509 αγρότες, 278 αντίσταση και, 481 Βέλγιο, 748 Δανία, 365 Ελλάδα, 484 οικονομικώς άνευ σημασίας, 516 Προτεκτοράτο, 243 σιδηρόδρομοι, 516 Σοβιετικοί παρτιζάνοι, 164,490 Σαν Πανκράτσιο ντι Μπούτσινε, σφαγή (1944), 500, 501 Σάντ’ Αννα ντι Στατζέμα, σφαγή (1944), 500,501 Σαξενχάουζεν, στρατόπεδο εργατικό δυναμικό, 316 μονάδες της Ο ϋΝ-Β στο, 458 πληθυσμός, 307,308 τεχνικές δηλητηρίασης με αέριο, 383 Σαξωνία, διοίκηση, 228,233 Σάουθ Ρίβερ, Νιου Τζέρσεϋ, 470 Σαράντ, τοπικοί άρχοντες, 433 Σαρρώ, Μωρίς (δ&π&ιιΐΐ:, Μααποε), 443 Σαχτ, Γιάλμαρ (δοΙίΗοΙιΙ, Η]α1πΐδΓ), 222,595 Σβάλμποβα, Μαργκίτα (8<±^1βονα, Μηγ^ϊΙε), 394 Σεβαλιέ, Μωρίς (ΟιεναΚετ, Μ&ιιποε), 431 Σεγκονζάκ, Αντρέ ντε (δε§οηζ 2ο, Απάτε (1ε), 431 Σεζαίρ, Αιμέ (Οέδαΐτε. Αίτηέ), 585,591 Σέιπελ, Ιγκνάτς (δείρεί. Ι^η^ζ), 33 Σελίν (ΟέΚηε), πεζογράφος. 426-7 Σελλέν, Ρούντολφ (Κ|ε11εη. Κιιάοΐί), 20 Σέλλενμπεργκ, ταγματάρχης Βάλτερ (δοΙιε11εη6εΓ§, λΥαΙΙει·), 532
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ εγχειρίδιο της Γκεστάπο, 112 και Ρίμπεντροπ,358 συνομιλίες με τον Μάζουρ, 407,408 Σένκεντορφ, στρατηγός φον (δοΙιοηοΙίεηάοΓίί, νοη), 169 Σερβία αντιπαρτιζάνικη εκστρατεία, 351 αντίποινα (1942), 8,239-40,249,351,483 αψβουργική κατοχή (1914), 352 βουλγαρική διοίκηση, 330 γερμανική κατοχή, 133 διοίκηση, 240-41 Εβραίοι εκτελούνται, 239-40,241 Εβραίων εκκενώσεις, 370 εθνικιστική αντιεβραϊκή εκστρατεία, 240-41 εξέγερση (1941), 239-40 επέκταση τον δέκατο ένατο αιώνα, 182 και Σέρβοι της Κροατίας, 204 μειονοτικά δικαιώματα, 34 πληθωρισμός, 272 τσέτνικ, 457,482-4 Σέυς-Ίνκβαρτ, Άρτουρ (δε^δδ-Ιηςπατΐ, Α γΛ ηγ) καιΆνσλους, 47-8,105 σύλληψη, 535 ως Επίτροπος των Κάτω Χωρών, 49,105-6,265, 268 Σιβηρία, μετεγκατάσταση Πολωνών, 97,209 Σιγκμαρίνγκεν, η κυβέρνηση του Βισΰ στο, 444,467 Σιδηροΰν Παραπέτασμα, 554,555,570,595 σιδηροδρομικό δίκτυο η Γερμανία ως ομφαλός, 126 σαμποτάζ, 126,509 Σικόρσκι, Βουαντύσουαβ (δ&οτδία, \¥1α(1γδ1&\ν), 37 εξόριστη κυβέρνηση, 446 φεντεραλισμός, 563 Σιλεσία ανατολικά σύνορα, 40 βιομηχανία χημικών, 316 γερμανική αποδημία (1937-8), 79 εθνικότητα στην, 220-21 εκβιομηχάνιση, 193 βλ. επίσης Άνω Σιλεσία Σιμενόν, Ζορζ, 430 Σινγκαπούρη, ιαπωνική εισβολή, 580,591 Σινκολόμπουε, ορυχεία, Κογκό, 579 σιτάρι, 275, 281,282, 355 σιτηρά γερμανική κατανάλωση, 131,135, 249, 260, 275, 287, 288
713 μεταπολεμική εξάρτηση των Τσέχων και των Πο λωνών από το ρωσικό, 549 ουκρανική παραγωγή, 283-4 παραγωγή στην Ανατολή, 285,286 ποσοστώσεις Γενικής Κυβέρνησης, 262,276-7, 287,450 σοβιετικά πλεονάσματα, 282 σιωνισμός, 597-601 Σκαβένιους, Έρικ (δοΗνεηΐιΐδ, Επίί), 325 Σκανδιναβία γερμανική εισβολή, 342 γρανίτης, 125 εκγερμανισμός, 202 Σκανδιναβοί, και μετοίκηση στην Ανατολή, 220 Σκωτία, γερμανικά σχέδια για την, 109 Σλάβοι αναγκαστική αποδημία, 209 αφομοίωση, 345 διάκριση ανάμεσα σε, 74 εκγερμανισμός, 203, 206 μελλοντική πολιτική για, 414 μεταχείρισή τους στα χρόνια του πολέμου, 10 μίσος εναντίον τους, 15,150-51 προσαρτημένων εδαφών πληθυσμός, 189 στις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις, 454 «φυλετικά καλοί τύποι» μεταξύ τους, 216 φυλετική αξία, 183 φυλετική απειλή, 27, 29,30 φυλετικός αγώνας στον δέκατο ένατο αιώνα με τους, χχχνϋ, 20,30 Χίτλερ και, 163,198 ως αντικομμουνιστικός συνασπισμός, 146,149, 150 Σλάγκετερ, Λέο (δο1ι1&£6ΐει·, Εεο), 28 Σλέσβιγκ-Χολστάιν, 154 Σλοβακία ανεξαρτησία (1939), 6,57,58, 61-2, 74,122-3,327 αντιεβραϊκοί νόμοι, 392 αντίποινα, 365 αντισημιτισμός, 394 Άουσβιτς, γνώση του, 395 Εβραίων εκτοπίσεις, 387-8,392, 396-7 κυβέρνηση Τίσο, 345, 346,365 μειονοτικοί Γερμανοί, 354 ο στρατός στασιάζει (1944), 365 Ουγγαρία, ανταλλαγή πληθυσμών, 549 παραγωγή τροφίμων, 276 παρτιζάνοι, 365 πληθωρισμός, 272
714
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ
πρόγραμμα καταναγκαστικής εργασίας, 394 Σύμφωνο Αντι-Κομιντέρν (1941), 323 Συνθήκη Προστασίας, 61 Τσιγγάνοι, πολιτική έναντι των, 414 φυλετική κατωτερότητα, 296 ως σύμμαχος της Γερμανίας, 320,323 Σλοβενία αντίποινα, 204 διοίκηση, 227 εκγερμανισμός, 203-4 ιταλική κατοχή, 343-4,350 και Εβραίων εξόντωση, 394-6 παρτιζάνοι, 484 συνεργατών των Γερμανίόν μετεγκατάσταση, 469 φυλετική ταξινόμηση, 186 Σλος Κλέσχαϊμ, 360,361 Σλόττερερ, Γκοΰσταβ (δοΜοΐΐετει·, ΟιΐδΙ&ν), 268 Σμιτ, Καρλ (δοΐιιηΐΐΐ;, Κ&γΙ), 431 γερμανικό Δόγμα Μονρόε, 577-8,581 έννοια του ΟΐΌβταιιιη, 236,580,603 συντηρητισμός, 245 Σμόλενσκ κατάληψη από τους Γερμανούς (1941), 159 παρτιζάνοι, 486,488 Σοβιετική Ένωση (Ε Σ Σ .Δ.) Αμερικανική Βοήθεια βλ πρόγραμμα Εεηά-
Εε&δο ανάκαμψη οπλοστασίου, 590 αντιιμπεριαλισμός, 594 αντίποινα, 168 απώλειες, 317 βαλτικά κράτη, κατάληψή τους, 71,96,157-8 βιομηχανίας και εργατικού δυναμικού εκκένω ση, 324 Βρετανία, σχέσεις με, 482 γερμανικά εδαφικά κέρδη (1918), 26 γερμανικά εδαφική κέρδη (1941), 1,5-6,323 γερμανικά σχέδια για, 144-57 γερμανικές μονάδες χωροφυλακής, 177 γερμανική αντιτρομοκρατία, 485-6 γερμανική διοίκηση, 150 γερμανική εισβολή (1941), 28-9,100,133-6,137, 138-9,323,558· καταστροφές που προκάλεσε, 567· μειονεκτήματα, 137-8, γερμανικές απώ λειες, 139,241· Εβραίων σφαγές και, 370,412· παρτιζάνικος πόλεμος μετά την, 423,426· αντι στασιακά κινήματα και, 238-9, 241,243,423, 436,481-2· μυστικότητα, 321 γερμανικής αγροτικής πολιτικής αποτυχία, 262
γεωργία, 282-3, 284 δίκαιο, χρήση του, 99 εβραϊκός πληθυσμός, 176-7 εβραϊκών καταυλισμών εργασίας, σχέδιο, 338 Εβραίων σφαγές, 51,170-78 εγκλήματα πολέμου, 97,100-101 εδάφη απελευθερώνονται (144), 490 εδαφική έκταση, 568 εθνοτικοί Γερμανοί, 192 εκβιομηχάνιση, 281-2 έλλειψη εργατών, 317 έλλειψη τροφίμων (1941-2), 164,287 εξωτερική πολιτική, 131 επανεξοπλισμός, 316-17 εργατικού πληθυσμού πτώση, 317 εργατών καταναγκασμός, 298-9 ΗΠΑ, συμφωνία συνόρων, 469 θάνατοι αμάχων, 4 ιθαγένεια στην, 99 ισορροπία δυνάμεων, 603 και βαλκανικά κράτη, 131 και εξέγερση της Βαρσοβίας, 514 και κυβέρνηση Νταίνιτς, 534,537 και Λιθουανία, 71 και μειονοτικοί πληθυσμοί, 98-100 και πρόγραμμα για την ευρωπαϊκή ενότητα (1945), 569 Κατύν, σφαγή (1941), 87,100-101,178 Κεντρικό Επιτελείο του Παρτιζάνικου Κινήμα τος, 488,489-90 κινητοποίηση, γρήγορη, 317 Κομιντέρν, και Γιουγκοσλάβοι παρτιζάνοι, 482 λιμός, 281-4,289 μαύρης αγοράς αστυνόμευση, 279-80 μεταπολεμικά σχέδια, 566-8 μπολσεβικισμού αναβίωση, 590 μουσουλμάνων στρατολόγηση, 465 Μπρεστ-Λιτόφσκ, Συνθήκη (1918), 26 ναζιστικά σχέδια για, 140-57 ναζιστικός «πόλεμος εκμηδένισης», 139,140,141 οικονομία, 317 Ουκρανία, ανταλλαγές πληθυσμών (1944-7), 507 παραγωγή όπλων. 317 παρτιζάνικος πόλεμος, 167-73, 244,287,462,48590 παρτιζάνοι, 485-90. 489. 517· μεταπελευθερωτικός έλεγχος, 518 πετρελαιοπηγές, 260. 290. 291, 317 πλεονάσματα σιτηρών. 282
715
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ Πολωνία, ανταλλαγή πληθυσμών με την, 507, 544, 549 Πολωνία, κατοχή, 96,157-8,171 ποσοστά θνησιμότητας, 281,283, 284 ποσοστώσεις σιτηρών, 135 πρόγραμμα Εεηό-Εεαδε, 317, 542 πρόγραμμα μετοίκησης, 81 προσάρτηση εδαφών, 98 πραπες ύλες, 29,137,282, 317 Ρουμανία και, 6 Ρωσικός Απελευθερωτικός Στρατός, γερμανικό σχέδιο, 462-4,466,467-9 σαμποτάζ, 164,490 συλλογικά αγροκτήματα, 273 συμβόλαια τροφοδοσίας, 131,134-5 συμμαχία με τη Βρετανία, 137 Σύμφωνο με τη Γερμανία (1939), 64,80, 96,129, 134,137 συνέχιση της αντίστασης, 138,316,321-2,323 συνθήκες ζωής, 317 σύνορά της, ως «αποκλειστική περιοχή Εβραί ων», 83 σχέδιο για «αντικυβέρνηση», 462 τακτική καμένης γης, 141,158,163,169,281,283 φεντεραλισμός, αντίθεση στον, 564-5,566,568, 569 Φινλανδία, πόλεμος με την (1939-40), 129,134, 140 ως διαιτήτριατης Ευρώπης, 549,568 βλ. επίσης μπολσεβίκοι· Κόκκινος Στρατός Σομαλιλάνδη, ιταλική νίκη (1940), 340 Σομπίμπορ, στρατόπεδο, 50,285,387 αριθμός σκοτωμένων (1942), 384,386 εξέγερση (1943), 314,391 κρεματόρια, 410 ως στρατόπεδο εξόντωσης, 385 Σούαρντ, Ουίλλιαμ (5ε\ν&Γ(3, λνίΐΐίαιη), 3 Σουδητία γερμανική αποδημία (1937-8), 79 γερμανική μειονότητα, 185,186 διεφθαρμένη γραφειοκρατία, 92 εβραϊκού πληθυσμού πτώση, 389-91 εθνικότητα στην, 220-21 εκγερμανισμός, 184-9 οικονομική σημασία, 185,188 πολιτικό επιτροπάτο, 105 προσάρτηση (1938), 53,54-6,227 βλ. επίσης Βοημίας-Μοραβίας, Προτεκτοράτο Σουηδία
Δανοί και Νορβηγοί κρατούμενοι στέλνονται στην, 406 Ερυθρός Σταυρός, 406,407,408 και Πολωνία, 76 σιδηρομετάλλευμα, 578 σχέδια για την, 207 Σούλτε, Έντουαρντ (δοΐιιιΐίε, Εάιι&Γά), 388 Σουμάν, Ρομπέρ (δοΐιυπίίΐη, Κοβειΐ), 571 Σούμπερτ, Χέλμουτ (δοΗιιβεΓΐ, Ηεΐηιυΐ), 217-19 Σουραμπάγια, κίνημα ανεξαρτησίας, 592 Σουρινάμ, βωξίτης, 579 Σούσνιγκ, Κουρτ φον (δε1ιιΐδθ1ιηΐ§§, ΚιιγΙ νοη), 47-8, 49 Σουτίν, Χάιμ (δοιιίΐηε, Οιαίπι), 427-8,430 Σπέερ, Άλμπερτ (δρεετ, Α15ετΐ), 124,125,205,206, 531,538 άνοδος, 314,315 αντιπαράθεση με τον Ζάουκελ, 302-3 αποτελεσματικότητα, 315 βιομηχανική στρατηγική, 292 για τη γαλλική αντίσταση, 516 για την γκάφα του Γιοντλ, 574 για τις αυτοκτονίες, 527 εργατικό δυναμικό, 263,316 και «Νερώνειο Διάταγμα», 526 και αναποτελεσματικότητα των δδ, 310 και καταναγκαστική εργασία, 302 και πολεμική οικονομία, 298 και τα σχέδια για την Ανατολή, 559 στο Παρίσι (1940), 428 Υπουργείο Όπλων, 274,310 Σπέρλε, στρατάρχης Χούγκο (δρειτίε, Ηιι§ο), 509 Σρμπικ, Χάινριχ Ρίττερ φον (διΐ>ΐ1ί, Ηείηποΐι νοη), 41-2 Στάιν, υπολοχ. Ουόλτερ (δίεΐη, λν&ΙίεΓ), 530 Σταλέκερ, Φραντς (δί3ΐι1εε1<;ει\ Ε γ&πζ), 51,175 Στάλιν, Ιωσήφ Γερμανών του Βόλγα εκτόπιση, 370 για τον Κόκκινο Στρατό, 158 ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, σχέδιο για, 357, 358,360 εκβιομηχάνιση, 282 και ανατολικός αντικομουνισμός, 567 και ανομία του στρατού, 541 και εξέγερση της Βαρσοβίας, 514 και επιθέσεις παρτιζάνοον, 481-2,483-4 και μελλοντική Ευρίόπη, 555 και παραδουνάβια συνομοσπονδία, 564-5 και παρτιζάνικος πόλεμος, 167, 488-9,490
716 και Πολωνία, 71,96,549 Λούμπλιν, προσφορά μεταβίβασης, 83 μεταπολεμικά σχέδια, 566-8 Μπουκοβίνας/Βεσαραβίας προσάρτηση, 330-31 στη διάσκεψη του Πότσνταμ (1945), 537 σύμφωνο με τον Χίτλερ, 64 συνωμοσίες εναντίον του, 463 τακτική καμένης γης, 141 φεντεραλισμός, αντίθεση στον, 564-5,566,568, 569 ως διαιτητής της κεντροανατολικής Ευρώπης, 549 Στάλινγκραντ, μάχη του (1942-3), 355-6,357,389, 447,462 Στάλχελμ, παραστρατιωτική οργάνωση, 532 Στανίσλαου, διαφθορά των δδ, 92 Στάουφφενμπεργκ, Κλάους φον (δΐαιχίί6π5€Γ§, ΚΙ&ιΐδ νοη), 461 Στενά, σοβιετική πολιτική, 131 στετλ, λεηλασία, 452 Στήβεν, Φιτζέιμς (δΐερίιεη, ΡΐΙζ^ηιεδ), 588 Στόγιαϋ, Λάσλο (δζΐό]αγ, Εέδζΐό), 388 Στούκαρτ, Βίλχελμ (δίικ±&Γΐ, λνίΐΐιείπι), 28,250 Γαλλία, σχέδια για τη, 109 για την πολιτική πρόκληση (1940), 103 και Βοημία-Μοραβία, 58-9,60 και εθνικές διαφορές, 247 και εθνολογική ομοιογένεια, 245 και ενσωμάτωση της Αυστρίας, 48,56,60 και συγκεντρωτισμός, 228,229,230,232,233, 238,240 και τα σχέδια του Ρόζενμπεργκ, 146 πολιτιστική διπλωματία, 356 στην κυβέρνηση Νταίνιτς, 533 σύλληψη, 536 Στούτχοφ, στρατόπεδο, 307 Στρανγκ, σερ Ουίλλιαμ (δίΓ&η§, δΐτ \νΐ11ΐ&ιη), 565 Στρασβούργο, 199 Στρασβούργου εκγερμανισμός, 199,200-201 στρατόπεδα διαφθορά στα, 315 εξεγέρσεις (1943), 314 επέκταση, 263 λιμοκτονία στα, 311 μάνατζμεντ, 310-11 μέθοδοι θανάτωσης, 311 μετονομασία, 407-8 οι Σύμμαχοι τα απελευθερώνουν, 411 οικονομικό δυναμικό, 125, 263,307,308,309, 312,316
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ παραγωγή όπλων, 314,315-16 παραγωγικότητα της εργασίας, 315 ποσοστά θνησιμότητας, 310-12,315 συνθήκες στα, 310-11 βλ. επίσης στρατόπεδα συγκέντρωσης· στρατόπε δα εξόντωσης· στρατόπεδα εργασίας· επιμέρους στρατόπεδα στρατόπεδα διαμετακόμισης, 311,385 στρατόπεδα εξόντωσης, 9,11,50,311,379-82 «Επιχείρηση Ράινχαρντ», 383,384-91,412 καταστροφή τους, 410-11 στρατόπεδα εργασίας δεκαετία του 1930,307 διοίκηση, 311 επέκταση, 307,312 οικονομικό δυναμικό, 307,309,312 πληθυσμός, 307-8,312,390 στρατόπεδα σ υ γ κ έ ν τ ρ ω σ η ς , 9,311 Στρέζεμαν, Γκούσταβ (δΐΐΌδειη&ηη, Οιΐδίαν), 38,39, 40,43 Στρέιτ, Κλάρενς (δίτοίΐ, Ο&τεηοε), 562 Στρέτσιους, στρατηγός (δίτεοοΐιΐδ), 479 Στρούι, Πωλ (δίηιγε, Ραιιΐ), 476,503 Στυλπνάγκελ, Όττο φον (δΐϋ1ρηα§€ΐ, Οΐΐο νοη) κ α ιδδ ,424 και αντίποινα, 242 και Βέρμαχτ, 424 και επιτάξεις, 272 Συμβάσεις της Γενεύης, 109-10,160,486 Συμβούλιο της Ευρώπης, 570 Σύμμαχοι απελευθέρωση των στρατοπέδων, 411 αποβάσεις στη Νορμανδία (1944), 404,509 βιασμοί από τους στρατιώτες, 500 βόρεια Αφρική, εισβολή, 357,438 Γαλλία, κατοχή, 357 διάσκεψη της Καζαμπλάνκας (1943), 357,359 Εβραίοι, εικαζόμενη επιρροή τους, 405,406,413 ευρωπαϊκή ανασυγκρότηση, 569 η Ρουμανία προσχωρεί στους (1944), 365 ιταλική ανακωχή, 499-500 και εγκλήματα πολέμου των ναζί, 388 και εξέγερση της Βαρσοβίας, 514 και Ιταλοί παρτιζάνοι. 502 και Νταίνιτς, 534,537 κηρύσσουν τον πόλεμο εναντίον της Ιαπωνίας, 375 μπλίτσκρηγκ ,596 μυστικές διαπραγματεύσεις με τη Ρουμανία και
717
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ την Ουγγαρία, 357 πανευρωπαϊκές οργανώσεις, 569 πολιτική επαναπατρισμού, 469 πολιτική παράδοσης άνευ όρων, 357,406,530 προέλαση (1944), 365 πρώτες ύλες, πρόσβαση σε, 576-7,578-9 σχεδιάζουν το μέλλον της Ευρώπης, 367 τακτική, 596 βλ. επίσης Βρετανία,, Δεύτερος Παγκόσμιος Πό λεμος, Ηνωμένες Πολιτείες Σύμφωνο Αντι-Κομιντέρν (1939), 345,393 συναλλαγματικές ισοτιμίες, στραπατσάρισμα, 270 Σύνδεσμος Υπεράσπισης Μειονοτικών Γερμανών, 339 συνεργάτες των Γερμανών, μίσος, 502 συλλογική τιμωρία, χρήση, 352 Συρία απόφαση των Βερσαλλιών, 33 εντολή της Κ.τ.Ε., 586 πετρελαϊκές διαπραγματεύσεις με τη Συρία, 291 Συμμαχική εισβολή, 423 Σύρος, λιμός, 342 σύστημα συμφωνιών κλίρινγκ, 271 σφαγή του Μπορίσοφ, Λευκορωσία, 371-2 «Σχολή του Μπρεσλάου» στη φυλετική επιστήμη, 182 σωματικά μειονεκτούντων σκότωμα, 414
δοΐιπΐζιηαηηδοΐιαίί, 453 δοΐιπΐζδΐαίίεΐ (δδ) «Ασιάτες», καθάρισμά τους, 165 «βιεννέζικο μοντέλο», 50 ΒπΙίδθΙΐ6δ ΡΓϋ&ΟΓρδ (ΒΡΚ), 455 αντιεβραϊκή πολιτική, 174,175 απαιτούν τη θανάτωση γυναικόπαιδων, 170 αποσπάσματα θανάτου, 176,371 αστυνόμευση της Ανατολής, 11,249 βαναυσότητα, 10,255,518 βιομηχανία όπλων, 312-13 Γαλλίας αστυνόμευση, 242 για το πρόγραμμα μετοίκισης, 201 γραφείο φυλετικού εποικισμού, 229 Διεύθυνση Κτιρίων, 316 Εβραίων εξόντωση, 120,175,178,378, 379,380 εισβολή στην Πολωνία, 66-7 εμπιστοσύνη του Χίτλερ στα, 191 εξουσία τους μέσα στο Ράιχ, 375 επέκταση στα χρόνια του πολέμου, 225-6 επιχειρηματικό μάνατζμεντ, 312-15
Επιχείρηση Κότμπους, 487 και ΕββεηδΓ&ιιιη, 235 και νοί^δάευίδοΐιε Μίΐΐεΐδίεΐΐε, 44 και Γενικό Σχέδιο Ανατολής, 207 και γερμανικό νομικό σύστημα, 304 και διαφθορά του Κόμματος, 252 και Εγχώριος Στρατός, 495 και Μπουσκέ, 440 και Ναζιστικό Κόμμα, 233 και πολιτική εκγερμανισμού, 191 και Υπουργείο Εσωτερικών, 233 καταστροφική τάση, 312 Κεντρική Υπηρεσία Οικονομικών και Διοίκησης (λννΗΑ), 308,310-11,312 λεηλασία, 313-14 μεταχείριση των κρατουμένων, 309, 310 Μεραρχία «Η&πδ<±3Γ», 457-8 Μεραρχία ΟιαΓΐεπΐ3£ηε, 455 Μεραρχία Τεθωρακισμένων «Βίκινγκ», 513 ξένοι εργάτες, ποινική αρμοδιότητα πάνω τους, 304-5 όραμα για τον εθνικοσοσιαλισμό, 225 Πολωνία, εξουσία στην, 81 Πρώτο Βραχυπρόθεσμο Πλάνο (1939), 85 ρόλος, 247 ρομαντική νοσταλγία στα, 181 Σλάβοι, φέρσιμο στους, 10 στη Γαλλία, 432 στη Δύση, 249 στρατόπεδα εργασίας, 307-12 συστήματος στρατοπέδων οικονομικές δυνατότη τες, 125,263 τοπική στρατολόγηση, 450-51,454-8 τσεχικής γης απαλλοτριώσεις, 186 Φρανκ, σύγκρουση μαζί του, 250-56 ωμότητες εναντίον των Τσέχων (1945), 545 βλ. επίσης λΥαίίεη-δδ δ ϋ βλ. δίοΙιεΓίιειΐδίϋεηδί δετνΐοε ά\ι ΤΓ&ν&ΐΙ ΟΜι^ίοίτε (δΤΟ), 302 δίοΙιεΓίιειΐδίϋεηδΐ (δϋ) αναλύσεις του ηθικού, 527 απαισιόδοξες εκθέσεις, 254 για το γκέτο του Ουτζ, 234 για το ηθικό του κόσμου, 284 όραμα για τον εθνικοσοσιαλισμό, 225-6 περιφρόνηση για το Ναζιστικό Κόμμα, 234 πρόγραμμα «σφαίρες ζωής», 234 στρατολόγηση στα πανεπιστήμια, 234 υπόληψη, 532
718 3ίο1ιει·1ιεΐΙδρο1ΐΐζεΐ (δΐΡΟ), 436 Ελλάδα, 302 εξαφανίζουν τα ίχνη των τόπων θανάτωσης, 410 εξουσία στη δυτική Ευρώπη, 477 και Ντελόνκλ, 424 Κίεβο, 153 Ναλίμποκι, ενέδρα στο (1942), 487-8 Πολωνία, 473 δΐΡΟ/δϋ βλ. δΐοΐΐεΐΐΐείΐδροΐΐζεΐ δΟΕβλ Γαλλία: δετνΐοε (ΤΟιχΙτε Εέ§ίοηη&ΪΓε δδβλ δοΐιιιΐζδίαίίεΐ δδ-Εΐηδ&ίζΙίοιηηι&ηόο ΙΑ, 173 8Ξ-ΟΒ (Ντέιτον) δΤΟβλ Γαλλία: δετνΐεε άιι Τταναΐΐ ΟΜΐ^Ιοίτε Ταταρικό Σώμα της Βέρμαχτ, 462 Τελική Λύση, 378-83 αντίσταση εναντίον της, 413 διατροφική κρίση και, 285 επέκταση, 393,394 εργατικό δυναμικό και, 312 εΰρος, 414 κινούμενη από τη ναζιστική ιδεολογία και από τον Χίτλερ, 412 λεπτό ζήτημα, 414 μυστικότητα, 384-5,386,409 παροχή κρατουμένων, 309,395 «προγράμματα» στην, 380 συμμόρφωση του κόσμου στην, 452 σύμπραξη στην, ως ένδειξη αφοσίωσης, 404,413 ταχύτητα, 255,386 τεκμήρια, καταστροφή τους, 409-11 τεχνικές δηλητηρίασης με αέριο, 380-82,383 τοπικές πολικές διοικήσεις και, 450 τελωνειακή ένωση, 274 Τεξιέ, Ζαν (Τεχοΐει-, Ιεπη), 475 Τεργέστη,391,404,499 Τερέζιενστατ, 212 γκέτο ηλικιωμένων Εβραίων, 378,389 Τέρεζιν, στρατόπεδο, 542,545 Τερμπόφεν, Γιόζεφ (Τετβονεη, Ιοδεί), 104-5, 286 ανελέητος, 104 αυτοκτονία, 104,527 και διανομή με δελτίο, 278 Τέυλορ, Α. Τζ. Π. (Ταγίοτ, Α. 1. Ρ.), 182 Τεύτονες Ιππότες, 21,181,207 Τζαμάικα, εξέγερση (1865), 587 Τζιγκούρτου, Τον (Οί^ιΐΓΐιι, Ιοη), 119 Τζίλας, Μίλοβαν (0]ΐΐΗδ, ΜίΙονΒη), 471
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΑΕΡ Τήρακ, Όττο (ΤΙιίεΐΉοΙί, Οίίο) αποπομπή, 532 και εργάτες από τις φυλακές, 316 συμφωνία με τον Χίμλερ, 304,310 Τσιγγάνοι, πολιτική έναντι των, 414 Τίσο, πατήρ Γιόζεφ (Τΐδο, Ιοδεί), 365,367 αντισημιτισμός, 393 και σλοβάκική ανεξαρτησία, 58,61-2,122 σταδιοδρομία, 61 συνεργασία με τους Γερμανούς, 62,157 ως ηγέτης, 345,346 Τίτο, στρατάρχης (Τίΐο) αντισημιτισμός, 393 απελευθερώνει το Βελιγράδι, 541 οι παρτιζάνοι αποκτούν τον έλεγχο, 518 σχέδιο παρτιζάνικου πολέμου, 482,483,484 φεντεραλισμός, 565 Τολιάττι, Παλμίρο (Το§1ίαΙΙί, ΡαΙπιΐΐΌ), 520 Τόμισλαβ Β", βασιλιάς της Κροατίας (Τοππδίαν), 346 Τοντ, Φριτς (Τοάί, Ρ π ΐζ ), 126 Τόυμπνερ, Μαξ (ΤαιιΒηεΓ, Μαχ), 409 Τουρκία ανταλλαγή πληθυσμών με την Ελλάδα (1923), 216,217 ουδετερότητα, 365 Τούρνερ, Χάραλντ (ΤιιπιβΓ, Η&Γ&Ιά), 240-41,247, 248 Τρανσυλβανία οι Ρουμάνοι την εγκαταλείπουν (1940), 331 ουγγρική κατοχή, 130, 330, 331 Ρουμανία και, 355,397 Τρεις Μεγάλοι, συμμαχία, 138 Διακήρυξη της Γιάλτας για την Απελευθερωμένη Ευρώπη, 553,554 ελπίδα των Γερμανών ότι θα διχάζονταν, 533 Συμβούλιο υπουργών Εξωτερικών, 537 Τρεμπλίνκα, στρατόπεδο, 50,96,285,330 αριθμός σκοτωμένων (1942), 384 εξέγερση (1943), 314,391 κρεματόρια, 410 περιβαλλοντικά προβλήματα, 410 ως στρατόπεδο εξόντοοσης, 385 Τρίερ, καταστροφή τον. 537 Τριμερές Σύμφωνο ( 1940). 131, 365,580 Τρίτο Ράιχ αίσθηση επείγοντος. 588 ακραίος εθνικισμός. ^ άμαχοι, βαναυσότητα εναντίον τους, 518
719
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ αμάχων φυγή (1944), 528 αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών, 180 ανατολικά σύνορα, 21,24, 27-8, 72, 216,583 ανθρωπισμός, σημάδι αδυναμίας, 217 Άνσλους, σταδιακή προσέγγιση, 46-7 αντιανταρτικά μέτρα, 485 αντιαψβουργισμός, 30 Ανώτατη Ηγεσία των Ένοπλων Δυνάμεων (ΟΚ\¥): και έξοδα κατοχής, 271* και ύπαρξη της Πολωνίας, 76* και αιχμάλωτοι πολέμου, 160-61* αγώνας, εναντίον του μπολσεβικισμού,
εθνικότητας επίσημος ορισμός, 7-8,187-8 εθνοτήτων πολιτική, 109 εθνοτικοί Γερμανοί, αξιώσεις από τους, 354 εισαγωγές, 260,288,291 εισβολή στη Σοβιετική Ένωση (1941), 100,133-6,
173 αποσχιστές διάφορων περιοχών, υποστήριξη προς, 434 αυτοκρατορικές φιλοδοξίες, 1-2,3, 281,582-4 Αφρική, αξιώσεις επί, 115 βιολογικός ρατσισμός, 5,79 βιομηχανία όπλων, 312-13* εργατικό δυναμικό, 297,303,315-16,406,408 βιομηχανική παραγωγή, 264 βιομηχανική πολιτική, 250-70 βορειοαφρικανική εκστρατεία, 116-20 «Γενικές Οδηγίες για τη Συμπεριφορά του Στρα τεύματος στη Ρωσία», 142-3 γερμανικό «Δόγμα Μονρόε», 577-8 γερμανικός πληθυσμός, 245 γερμανικός φιλελευθερισμός και, 15 Γερμανών δελτία ταυτότητας, 184 διανομή με δελτίο, 272,279,284-5,285-6 Διαταγή Βαρβαρόσσα, 142 «Διάταγμα για τους Κομισάριους», 142 διατροφική πολιτική, 275,288 διαχείριση του εργατικού δυναμικού, 317 δίκαιο, αδιαφορία γι’ αυτό, 5,11,44-5 δίκαιο: φυλετική βάση του, 54, 98, 99 δικαίου του πολέμου αποκήρυξη, 142 δικαστικό σύστημα, 255,263,304 διοίκηση, 54,227-8,238 Δυτική εκστρατεία (1940), 102-15 εβραϊκή αποδημία, 50, 83,369, 389 εβραϊκού πληθυσμού πτώση, 83, 389-91 Εβραίοι εργάτες στο, 315 Εβραίοαν εκτόπισης πολιτική, 51,84,87,97,182, 338,414
έλλειψη εργατών, 121,166,260,386,493 έλλειψη στέγης, 369,378 εμφύλιου πολέμου υποδαύλιση, 505 ένοπλες δυνάμεις, μη Γερμανοί στις, 454 εξαγωγιμότητα, 10 εξτρεμιστές οι πολιτικοί, 353 εξωτερικές πολιτική, 2,3,18,42,43-4,145,246,
Εβραίων εξόντωσης πολιτική, 176-7,377,378, 393,405 εγκλήματα πολέμου, 388 εθνικής ομοιογένειας, δημιουργία, 245-7 εθνικό εισόδημα, 315
558,567 έκτων προτέρων σχεδιασμού ανικανότητα, 48, 56,70,78-9,80 εκδίκηση εναντίον του, 539-524 εκμεταλλευτικές στρατηγικές, 270 ελλείψεις τροφίμων, 147,163,164, 284,288
548 επανεξοπλισμός (δεκαετία του 1930), 263 επεκτατισμός, 54,60,596 Εργασιακή Θητεία, 455 εσωτερικές συζητήσεις, 10-11 ευρωπαϊκές αποικίες, 578 ευρωπαϊκή ενοποίηση, 569 εφοδιασμός σε καύσιμα, 290-93,524 εφοδιασμός σε τρόφιμα, 259,262,274,275-90,288 ζώνη συναλλαγών, 274 ΗΠΑ, τους κηρύσσει τον πόλεμο, 375 ηπιότερη γραμμή (1942), 358 θανατικές καταδίκες (1944-5), 525 θανατικές καταδίκες, 255 ιθαγένεια στο, 7-8,45,99,186-7,190 Ιταλίας κατοχή (1943), 362-4 και γαλλική ουδετερότητα, 422-3 και γερμανικές μειονοτικές υποθέσεις, 44 και διεθνές δίκαιο, 44-5, 76-7, 354 και εθνικισμός, 589-90 και κατακτημένοι λαοί, 7-8 και κοινή γνώμη, 373,374,393,409 και μειονοτικοί πληθυσμοί, 98-100 και πολιτικές του κάιζερ, 29 και προληπτικός πόλεμος, 11 και σχέδιο Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας, 358-61 κατανάλωση σιτηρών, 131,135,249,260,275, 287, 288 κατανάλωσης αύξηση, 260 καχυποψία απέναντι σε προοτοβουλίες για θέσπι ση πολιτικής, 377
720 κεφαλαίων έλλειψη, 274 μαζικής θανάτωσης συστηματοποίηση, 588 μειονεκτοΰντα άτομα, πολιτική έναντι των, 414 μπολσεβικισμός, αγώνας εναντίον, 100,139,142, 173, 320,352,447 Μεγαλογερμανικός εθνικισμός, 5,180-81 ναυτικό, και πόλεμος στη Μεσόγειο, 113 Νομική Υπηρεσία, και αλλοδαποί Εβραίοι, 393-4 ξένοι εργάτες στο, 308 οικονομία ενέργειας, 297 οικονομίας αριοποίηση, 123 οικονομική πολιτική, 262-3,264-7,270,272,292, 303· ευρωπαϊκή, 121-4 ολοκληρωτισμός, 9-10 όπλων παραγωγή, 315-16 παθολογική ακραία βία, 9 παραγωγή άνθρακα, 292-3 παραδίνεται, 533-4,544 πειράματα δηλητηρίασης με αέριο, 380-82 πολεμικές προετοιμασίες, 63-4 πολεμική οικονομία, 147, 260-61,292, 298, 303 πόλεων κατάκτηση (1944), 526 πολιτική αντιποίνων, 8 πολιτική αποικιακής εγκατάστασης, 180,184,217 πολιτική αφομοίωσης, 183, 246,345 πολιτική εθνοκάθαρσης, 85,506,597 πολιτική εκγερμανισμοΰ, 53, 84,180,183-4 πολιτική καμένης γης, 526 πολιτική λεηλασίας, 260-62,270-72 πολιτική πρόκληση (1940), 103 πολιτικής πραγματικότητας άγνοια, 548 πολιτιστική διπλωματία, 356-7,429,430-32 πολιτοφυλακές νοίΐίδδΐιιπη, 525 πρόγραμμα μετοίκησης, 80-102, 209 προγράμματα κατασκευαστικά και υποδομής, 124-6 προσαρτημένων εδαφών: εκμετάλλευση, 260, 274, 275- εβραϊκός πληθυσμός, 83· πολωνικός πληθυσμός, 78-9, 79, 98 πρώτων υλών έλλειψη, 259,263,578 ρομαντική νοσταλγία στο, 181 ρυθμός γεννήσεων, 221-2,288 σλαβικός πληθυσμός, 189 σοβιετικά εδάφη, σχέδια για τα, 140-57 σοβιετικοί πόροι, εξάρτηση από τους, 131,134-5, 137 στρατοδικεία, 142 συγκεντροποίησης αποτυχία, 228-31 συγκοινωνιακών υποδομών Συμμαχικός βομβαρ δισμός, 293
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ Συμβούλιο Άμυνας του Ράιχ, 227-8 συμμαχία με την Ιταλία, 63, 64 Συμμαχικές δυνάμεις εισβάλλουν στο (1944), 525 συμφωνία για αστυνόμευση από τους Γάλλους (1942), 436-8,442 Σύμφωνο Αντι-Κομιντέρν, αναβίωση (1941), 323, 324-6 Σύμφωνο με την Ε.Σ.Σ.Δ. (1939), 64, 80,96,129, 134,137 σύστημα αυτοκινητοδρόμων, 126 σχέδιο αυτάρκειας, 286 ταχυδρομικής υπηρεσίας έλεγχος, 227 Τριμερές Σύμφωνο (1940), 131,580-81 τρομοκρατία, κλιμάκωσή της στα χρόνια του πο λέμου, 10 υγεία, 287-90 υπερπόντιες αποικίες, χχχνΐϋ-χχχΐχ Υπουργείο Ανατολής, 151-2,211,213,283,284, 462,463· ίδρυση, 3,227,230,231,325,368* και Εβραίων εξόντωση, 374,377· κατάργηση, 467 Υπουργείο Γεωργίας και Τροφίμων, 281 Υπουργείο Δικαιοσύνης, 304 Υπουργείο εθνικής Οικονομίας, 268,273, 274· μελλοντικά σχέδια, 571-2 Υπουργείο Εξωτερικών: συζητήσεις με την Ιτα λία, 358· «οικονομική συνεννόηση», 269· και αλλοδαποί Εβραίοι, 393· εσωτερικές διαμά χες, 244· επιρροή πάνω στον Χίτλερ, 359* εσω τερικές αντιπαλότητες, 399· και Εβραίων εξό ντωση, 377· σχέδιο ειρήνης (1942), 356 Υπουργείο Εσωτερικών, 232· συγκεντρωτική πο λιτική, 224,227,228,229,230· και πολιτική γε νοκτονίας, 393* ο Χίμλερ για, 256· και προσω πική εξουσία του Χίτλερ, 23 Τ και Εβραίων εξόντωση, 377* αρμοδιότητα σε θέματα γερμα νικής ιθαγένειας, 375 Υπουργείο Όπλων, 274,406 Υπουργείο Προπαγάνδας, 431,4&2 φόβοι για διμέτωπο πόλεμο, 134,141 φόνων μασκάρεμα, 101,409-411 φόροι, 272 φυλετική πολιτική. 181-4,189 φυλετικής επιστήμης χρηματοδότηση, 182 χάλυβας, κατανάλοοση. 260 Χαλύβδινο Σύμφωνο (1939), 340 χρηματοοικονομική πολιτική, 270-74 ως διαιτητής της Ευρολπης. 3, 56,127-9,557,578 ως ηγέτης της Ευροίπης. 6. 274, 320-21,322,3246, 353 Η &υρΐΐΐΌΐιΙΐΒίκΙδΐεΙΙε Ο*:. 231
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ βλ. επίσης εκγερμανισμός· Νέα Τάξη· Βέρμαχτ Τρίτος Κόσμος, κομμουνισμός, 594 Τροντχάιμ, ναυπηγεία, 125 Τροΰμαν, πρόεδρος Χάρρυ Σ. (Τηιπι&η, Ηαπγ δ.), 537 τρόφιμα ανησυχίες για τη διανομή, 288 διανομή με δελτίο, 278-80 έλλειψη, 147,164,262, 277, 280-81, 287, 288,289, 363 εφοδιασμός, 274,275-90 τιμές, 278 βλ. επίσης μαΰρη αγορά· λιμός Τσαϊκόφσκι, Π. I., 139 Τσάμπερλαιν, Νέβιλ και η εισβολή στην Πράγα, 62 και οι στόχοι του πολέμου, 121 στο Μόναχο, 55 Τσαντ, υποστηρίζει τον Ντε Γκωλ, 578 Τσβάιχ, Στέφαν (Ζ\ν€ΐ£, δΐεί&η), 113 τσεχικές υπηρεσίες πληροφοριών, 480,481 Τσέχοι απειλή εκτόπισης, 485 εκγερμανισμός, 186-8,190,414 εξόντωση διά της εργασίας, 310 εξόριστοι, 481 εργάτες, σπουδαιότητά τους, 186,244,260 και πανικός για τους «Λυκανθρώπους», 546,547 προβλημάτων, 185 σφαγές, 545 Τσεχοσλοβακία, 57,75 αγροτική μεταρρύθμιση, 36 απογραφή στον Μεσοπόλεμο, 185 αποθέματα χρυσού και συναλλάγματος, 263 αποκατάσταση, 568 Γερμανοί εκτοπισμένοι (1945) Γερμανοί, αριθμός τους (1948), 547 γερμανόφωνων Εβραίων εκτοπισμός, 185,547 γυναίκες κατηγορούνται για συναδέλφωση, 545 δέσμευση για στενότερη συνεργασία με την Πο λωνία, 562-3 διοίκηση, 232 εβραϊκού πληθυσμού συρρίκνωση, 83 Εβραίων αποδημία, 50-51 Εβραίων εκτοπίσεις, 56 εθνολογική ταξινόμηση (1921), 186 εθνοτικοί Γερμανοί, 33,35,36,37,55,56,57 εκδίκηση εναντίον των Γερμανών, 542,545-7 επαρχιακός εβραϊκός βίος, αφανισμός, 600
721 επίταξη όπλων, 264 και εφοδιασμός σε τρόφιμα, 259 κατάσχεση πρώτων υλών, 264 Κώδικας Εθνοτήτοον, 55 μερίδες τροφίμων, 75 μεταπολεμικά σχέδια, 563,564 μεταπολεμική εξάρτηση από το ρωσικό σιτάρι, 549 οικονομική άνθηση της εμπόλεμης περιόδου, 567 πανικός για τους «Λυκανθρώπους», 546-7 παραγωγή άνθρακα, 292 προσάρτηση στη Γερμανία, 54-6,57-60 τσεχική γλώσσα, χρήση, 35-6,185,220 φασιστικό κίνημα, 477 Φρουροί της Επανάστασης, 546,547 βλ. επίσης Προτεκτοράτο Βοημίας-Μοραβίας· Σουδητία Τσιάνο, Γκαελάτσο, κόμης (Οΐαηο, Οαΐε&ζζο), 327, 341 αντικατάσταση, 359 αξιώσεις εις βάρος της Γαλλίας, 128 για την Αλβανία, 343 για τις πολιτικές του Χίτλερ, 73,324,326 εκτέλεση,363-4 καχυποψία του Χίτλερ, 62 Τσιάνο, Έντα, κόμισσα (Οΐαηο, Εάάα), 364 Τσιβιτέλλα ντέλλα Κιάνα, σφαγή (1944), 500 Τσιγγάνοι εκτέλεση, 240,241,395,414 εκτόπιση, 333-4 εξόντωση διά της εργασίας, 310 Τσουκμάυερ, Καρλ (Ζυοίαπαγετ, Ο & γ Ι), 49 Τσώρτσιλ, Ουίνστον ( Ο ι ι ι γ ο Ι η Ι Ι , λΥίηδΐοη) για το Σιδηρούν Παραπέτασμα, 554 Επιχείρηση Αδιανόητο, 566 και βελγικός κομουνισμός, 519 και Γερμανοί της Σουδητίας, 55 και Ελλάδα, 518 και μελλοντική Ευρώπη, 555,569-70 και μεταπολεμικά σχέδια των Σοβιετικών, 566 και μεταπολεμικές μετακινήσεις πληθυσμών, 548 και μεταπολεμική διοίκηση της Γερμανίας, 534, 535 και Μέση Ανατολή, 291 και παραδουνάβια συνομοσπονδία, 564-5 και στόχοι του πολέμου, 121 και συμμαχία με τους Σοβιετικούς, 406 και δΟΕ, 480 πολιτική παράδοσης άνευ όρων, 406
722 στο Πότσνταμ, 537 Χάρτης του Ατλαντικού (1941), 1938,320,591 ΤΗβ Ταηβεί, 587 ΤίιηβΞ, ΤΗβ, 577,588 υδρογόνωση, 291-2 Υπερδνειστερία δημογραφική συρρίκνωση, 332 Εβραίων μετεγκατάσταση, 339 εφοδιασμός σε τρόφιμα, 333 ρουμανική διοίκηση, 331-4,337-9 ως αντάλλαγμα, 355 ως εθνολογική χωματερή, 333-4,337 υπερδυνάμεις, αντιιμπεριαλιστικές, 594 υηΐοη Μΐηΐέτε άη Η^ιιί Καΐαη§α, 578-9
ν-2, εργατικό δυναμικό για την παραγωγή, 316 ΥΌΑβλ. νετεΐη ίϋτ άαδ ϋειιΐδοΐιΐιιηι ϊπι Αιΐδίαηά νετεϊη ίοτ ά&δ ϋειιίδοΐιΐιιπι ίητ Αιΐδΐ&ηά (νΤ)Α), 40,44 νοίΐίδάεαΐδοΐιε Μίίΐείδΐεΐΐε, 44 νοΙ&ΞϋΙΐίηη, ανάπτυξη, 365 νοΜ ΐ, οργανισμός μετοίκησης, 216 ΝΥ&ίίεη-δδ βαναυσότητα, 455,497 Βρετανοί αιχμάλωτοι πολέμου στα, 455 εθνοτικοί Γερμανοί νεοσύλλεκτοι, 354,364,366 εξάπλωση, 354 και «Ρωσικός Απελευθερωτικός Στρατός», 468 μη Γερμανοί νεοσύλλεκτοι, 200,444,454,455, 456,464 Μεραρχία Ρ γϊπζ Ειι^εη, 456 Μεραρχία «Γαλικία», 459 Μεραρχία Οιατίεηι^ηε, 444,455 όπλα, 406 στρατολόγηση μεταξύ των Γερμανών, 455,456 λ ννΗ Α β λ δδ: Κεντρική Υπηρεσία Οικονομικών και Διοίκησης Φαλαγγιτών, κίνημα, 115 Φαλκενχάουζεν, στρατηγός βαρόνος Αλεξάντερ φον (Ραΐ^εηΐιαιΐδεη, Αίεχαηάετ νοη), 107 για τη βελγική αντίσταση, 516 ως κυβερνήτης, 478,479 φασισμός θεμελιώδες δίλημμα, 226 ισπανικός, 114-15
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ ιταλικός, 361,363,503 και ναζισμός, 128-9 Φερσούερ, Όττο φον (νετδείιιιει·, Οΐίο νοη), 183 Φινλανδία εδαφικά κέρδη, 355 ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τους Σοβιετι κούς, 364,365 λόγοι που πολέμησε, 327 πολιτική καμένης γης, 526 σοβιετική πολιτική, 131 Σύμφωνο Αντι-Κομιντέρν, 323 συνθηκολόγηση, 357,367 Χειμερινός Πόλεμος (1939-40), 129,134,140 ως σύμμαχος της Γερμανίας, 319,323 Φίσερ, Ερνστ (Ρΐδοΐιετ, Ετηδΐ), 585 Φλαμανδική Λεγεοόνα, 455 Φλάνδρα, σχέδια για την, 207 Φλένσμπουργκ, ως κέντρο των ναζί, 531,533,534,568 Φλίσσινγκεν, Φέντενερ φαν (νΐϊδδΐη§εη, Ρεηίεηετ ναη), 268 Φλόσσενμπυργκ, στρατόπεδο, 307, 312 Φλωρεντία, απελευθέρωση, 524 Φολκσβάγκεν, εργατικό δυναμικό, 316 Φόρστερ, Άλμπερτ (ΡοΓδίετ, ΑΙβεΓί), 72,256 διοίκηση, 233-4 δυνάμεις, 227 και πολιτική μετεγκατάστασης, 84-5 Λίστα του Γερμανικού Λαού (ϋ ν Ε ), 194-8 πολιτική εκγερμανισμού, 197-8 Χίμλερ και, 249 Φότσα, συνθήματα, 518 Φουνκ, Βάλτερ (Ρηηΐί, λν^ΙΛετ) και εμπόριο αντιπραγματισμού, 271 οικονομική πολιτική, 123,124,128 σύλληψη, 536 Φραγκίσκος Ιωσήφ, αυτοκράτορας (Ρπιηζ Ιοδερίι), 17,18,457 φράγκο, σταθερότητα, 272 Φραγκφούρτη, εθνοσυνέλευση (1848), 15-16,17 Φρανκ, Καρλ Χέρμαν (Ρτ&ηΐί, Ηπηδ), 568 για τη ιδιότητα του Γερμανού πολίτη, 187 και τσεχική εργασία. 186 σταδιοδρομία, 243, 244 Φρανκ, Χανς (Ρτ&ηΐί. Η&ηδ), 28, 74,75-6,249-56 αγροτική πολιτική. 276-7 αποικιακές αξιώσεις. 118. 249, 250 απόπειρα δολοφονίας. 448. 450 για το δίκαιο, 253-4 «διασπαστική πολιτική». 90, 91
723
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ διαφθορά, 91, 252 ημερολόγια, 530 και Γκλομπότσνικ, 382 και διοίκηση, 249-51 και εθνικιστικές ομάδες, 248 και εκμηδένιση των Εβραίοον, 376-7, 387 και μαύρη αγορά, 279 και πρόγραμμα μετεγκατάστασης, 83, 86-7 και σφαγή του Κατύν, 447 κατασταλτικές πολιτικές, 90-92,220,249 πειθαρχικές κυρώσεις εις βάρος του, 225 πολιτική εκγερμανισμοΰ, 193,213-15 πολιτική λεηλασίας, 266 πολυτελής βίος, 91, 352,528,529,530 προσωπική εμφάνιση, 310 σταματά τις αναγκαστικές εξο5σεις, 494 σύλληψη, 535 τρωθείσα αξιοπιστία, 252-3 «φιλελευθερισμός», 253 φιλοπολωνική πολιτική, 448,450 φυγή (1945), 528-30 Χίτλερ και, 251 Χίμλερ, σύγκρουση μαζί του, 250-56 δδ, κριτική εναντίον τους, 251-2,255,256 Φράνκο, στρατηγός Φρανθίσκο (Ρταηοο, Ρι-αηοΐδοο), ως σύμμαχος τοον Γερμανών, 114-15, 320,341 Φράουενφελντ, Άλφρεντ (ΡΓΒΐιεηίεΜ, Α11τε<1), 153, 227 φρενοκομεία, λιμοκτονία στα, 279 Φρικ, Βίλχελμ (Ρηοΐί, λΥΐΙΙιεΙιη), 72,536 ονομάτων εκγερμανισμός, 201 σύλληψη, 535 Φρόυντ, Σίγκμουντ (Ρτεικί, δΐ§πιιιη<3), 112 φυλακές, λιμοκτονία στις, 279 φυλετική αλληλεγγύη, ως μύθος, 220 φυλετική καθαρότητα, 10 φυλετικής καταγωγής αξιολόγηση, 182,184,191-2 φυλή Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και, 11-12 φυλετική επιστήμη, 181,182-3 Χάγης, Συμβάσεις, 109-10,160, 265 Χάγκεν, Βίλχελμ (Η&§εη), 414,436 Χαϊδάρι, στρατόπεδο, 302 Χαϊδελβέργη, 253,255 Χαϊλέ Σελασιέ, αυτοκράτορας της Αιθιοπίας, 340 Χάιμ, ΟεηεΓ&ΙΙευΐηαηΐ Φέρντιναντ (Ηεΐηι, Ρεπϋηαηά), 1
Χαιν, Ράινχαρντ (Ηόΐιη, ΚείηΜπΙ), 250 και εθνολογική ομοιογένεια, 245 και οι του 1848,16 σταδιοδρομία, 234-5 Χάινκελ, εργοστάσιο, εργατικό δυναμικό, 316 Χαίντελ, Γκ. Φ. (Ηϊηάεΐ, Ο. Ρ.), 41 Χαίπνερ, στρατηγός Έριχ (Ηοερηετ, Εηεΐι) 143, 148 Χαίππνερ, Ρολφ-Χάιντς (ΗοερρηεΓ, Κοίί-Ηεΐηζ), 207-8 Χαίφλε, ταγματάρχης Χέρμαν (Ηόίΐε, Ηεπηίΐηη), 384 Χαϊφόνγκ, σφαγή (1946), 592 Χάλντερ, στρατηγός Φραντς (Η^Μετ, Ρ γηπζ), 319 χάλυβας, γερμανική κατανάλωση, 260 Χαλύβδινο Σύμφωνο (1939), 340 Χάμσουν, Κνουτ (Η&πίδΐιη, Κηιιΐ), 431 Χάνκε, Καρλ (Ηδηίεβ, Κ ηγΙ), 528 Χάνκε, στρατόπεδο, στην Οστράβα, 545 Χάουπτμαν, Γκέρχαρτ (ΗαυρΙηι&ηη, ΟετΙι&Γΐ), 529 Χάρκοβ, πληθυσμός, 283 Χάρρισον, Φρέντερικ (Ηαιτΐδοη, Ρτεάεποΐί), 586 Χάρτης του Ατλαντικού (1941), 7 ασιατική ανταπάντηση, 589 και μεταπολεμική διεθνής τάξη, 138,565 πολεμικοί στόχοι των Συμμάχων, 320 υπόσχεση για απελευθέρωση, 591 Χάσσελ, Ούλριχ φον (Ηαδδεί, υΐπ<± νοη), 121, 234, 245 Χάτσα, Έμιλ (Ηάο1ι&, Εηιΐΐ), 55 απειλή εκτοπίσεων προς, 213,485 και προστασία του Ράιχ, 58,60 Χάυντεκερ, Τζόε (Ηεγόεε1ίεΓ, Ιοε), 95-6 Χάυντν, Φραντς Γιόζεφ (Ηαγ(1η, Ρτ&ηζ Ιοδερίι), 41 Χάυντριχ, Ράινχαρντ (Ηεγάπο1ι, ΚείηΙΐΗπΙ), 28 απαγωγές παιδιών, 188 Βοημίας-Μοραβίας διοίκηση, 243-5,485 για το Ναζιστικό Κόμμα, 233 δολοφονία, 245. 249, 256, 395,414, 517 εθνοκάθαρση, 393,471 και Αυστριακοί ναζί, 50 και Γαλλία, 239,424 και Γενικό Σχέδιο Ανατολής, 207 και Γερμανοεβραίοι, 370 και δικηγόροι, 251 και εβραϊκή αποδημία, 369 και εβραϊκή εθνική εστία στην Αφρική, 119 και Εβραίοι της Σοβιετικής Ένωσης, 143-4 και Τελική Λύση, 378-9
724 καιΤσέχοι, 185 πολιτική εκτόπισης, 83, 97,212-13 πολωνική ηγεσία, εξάλειψη, 66, 67, 69-70 πρόγραμμα φυλετικής εξέτασης, 184 προσέγγιση σιδερένιας πυγμής, 245 Σλάβοι, μελλοντική πολιτική για, 414 τσακωμός με τον Μπεστ, 236, 242, 243 ως Γερμανός εθνικιστής, 245 Εΐηδ3ΐζ§πιρρεη, οδηγίες προς, 174 5 0 , ίδρυση, 234 Χέγκεβαλντ, Ουκρανία, 220,454 Χέλλερ, Γκέρχαρντ (ΗεΙΙεΓ, Οετίι&κΐ), 426 Χενλάιν, Κόνραντ (Ηεηίεΐη, ΚοηΓαά), 54,55,469 αυτοκτονία, 527 πολιτική εγκερμανισμού, 185 ως κομισάριος της Σουδητίας, 56 Χέουμνο, στρατόπεδο κρεματόρια, 410 περιβαλλοντικά προβλήματα, 410 σφαγές (1942), 370,380-82,386 το γκέτο του Ουτζ εκκενώνεται εκεί, 406 Χερέρο, εξόντωση, 116 χερσόνησος της Γαζέλας, χχχΐν-χχχν, χχχνΐ Χερτς, Τζον (Ηετζ, Ιοίιη), 596-7 Χέυλ, Πίτερ (Οεγ1, Ρίεΐετ), 7 Χιλή, γερμανική αποικία, 579 Χίλντεμπραντ, Ρίχαρντ (ΗΐΙάεβΓ&ηάί, Κΐοΐιαπί), 233-4 Χίμλερ, Χάινριχ (ΗΐιηπιΙεΓ, Ηείηποίι) αγροτικός επεκτατισμός, 219, 221 αισιοδοξία, 210 ακοινωνικά στοιχεία, ποινική δικαιοδοσία πάνω τους, 304 ανάληψη του ελέγχου της αστυνομίας, 233 Ανατολή, δύναμή του εκεί, 146 αντιπαρτιζάνικη καμπάνια, 486 απαγωγές παιδιών, 194 αποβάλλεται από το Κόμμα, 531 αποικισμός της Πολωνίας, 599 «Ασιάτες», εξόντωσή τους, 165 αυτοκτονία, 534 βολιδοσκοπήσεις για ειρήνη, 531,533 Γενικό Σχέδιο Ανατολής, 12,204-7,210,308,309, 312-13,314,379,454 γερμανικός εθνικισμός, 245 για τον Μπουσκέ, 440 γυναικών και παιδιών δολοφονίες, 170 δύναμη, 224-5,228-9,311,477 Εβραίοι της Γενικής Κυβέρνησης, εξολόθρευση, 387
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ Εβραίοι ως μοχλός πίεσης, 405 Επιχείρηση Ράινχαρντ, 383,385,386,387-8,390-1 εποικισμός του Ζάμοστς, 213,217,220,251,454, 494 έρευνα για τα στρατόπεδα, 310 και «ειδική διοίκηση», 232-3 και «μαλακή» πολιτική, 477 και Βέλγιο, 107 και Βλάσοφ, 464,466 και Βοημία-Μοραβία, 244 και Βόσνιοι μουσουλμάνοι, 458 και Γαλλία, 239 και Γερμανοεβραίοι, 370-71,375 και Γκλομπότσνικ, 382,383,387 και διασώσεις Εβραίων, 405-8 και δικηγόροι, 251 και εξόντωση των Εβραίων, 175,178,210,370, 378,387 και επικρίσεις, 225 και θεωρίες του Χαιν, 235 και μυστικότητα, 409 και Μασσαλία, 439 και ξένοι εργάτες, 297,304,305,307 308 και οικονομικό δυναμικό των στρατοπέδων, 307, 309,311,312 και Όμπεργκ, 249 και Ουκρανοί, 459 και παραγωγή όπλων, 312,314,315 και παρουσιαστικό, 194 και περιοχή του Λούμπλιν, 213-14,215,216 και πολωνική αντίσταση, 67,69,495 και Ρόζενμπεργκ, 146,211,249,375 και Σερβία, 241 και Σλάβοι, 216 και Τελική Λύση, 285,371,378,379,395,406 και τοπική στρατολόγηση στα 55,454-8 και Φόρστερ, 249 καταστροφή της Βαρσοβίας, 515 Κόμμα, καχυποψία απέναντι στο, 233 μανία για σχεδιασμό, 211 μειονοτικοί Γερμανοί επίστρατοι, 354 μετά τον Χίτλερ, 531, 533-4 μεταπολεμικά σχέδια, 560 Νταίνιτς και, 531, 533-4 ουτοπισμός, 211 παρακολουθεί σφαγή Εβραίων, 370,387,388 πειθαρχία, 525 πληθυσμιακή πολιτική. 189-90,191,197,1998 πολιτικές εκγερμανισμοΐ'. 73.146, 202-3,239,
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 454· υφίστανται επίθεση, 217-19 πολιτική διαλογής, 378,386 πρόγραμμα μετοίκησης, 79-81,83,84, 85,87,548 προσέγγιση σιδερένιας πυγμής, 245 ρομαντική νοσταλγία, 181,538 Σλοβενία, εκγερμανισμός, 203-4 στην Ε.Σ.Σ.Δ., 143 στρατιωτική αρχηγία, 541 συνομιλίες με τον Μάζουρ, 407-8,438 σύστημα δικαστηρίων ΟVI,, 195 σχέδιο για Ανατολικορωσικό Σιβηρικό κράτος, 468 τόμος γενεθλίων, 232,234,235,236-7 τρομοκρατία στη Βαρσοβία, 513 Φρανκ, σύγκρουση με τον, 250-56,387 φυλετική πολιτική, 194,198 φυλετικός μυστικισμός, 194,198 Χίτλερ, σχέση με τον, 531,407 ωμοτήτων τεκμήρια, εξάλειψη, 101 ως υπουργός Εσωτερικών, 256 ως φυσικός διάδοχος του Χίτλερ, 531,532 ΡβΞί§αί>6 ζιιπι 40. ΟβύιιιΐΞίαξβ άβζ ΚβίεΗ^ηΗΓβΓΞ 88 ΗβίηήεΗ ΗίνηιηΙβν, 232, 234,235, 236-7 Χίντενμπουργκ, Γραμμή, 24 Χίντενμπουργκ, Πάουλ φον Μπένεκεντορφ ουντ φον (Ηϊηάεηΐ3ΠΓ§, Ραιιΐ νοη Βοηεο1ίεη<1οι·ί£ ιιηά νοη), 25 Χίντερζατς, Βίλχελμ (Χαροΰν αλ Ρασίδ Μπέης) (ΗίηίεΓδ&ΐζ, \νΐΠιε1ηι), 465 Χίρσφελντ, Μαξ (ΗηδοΜεΙά, Μαχ), 269 Χίτλερ, Αδόλφος (Ηΐίΐετ, Αάοΐί) αντιρωσικές προκαταλήψεις, 12, 324,462 αξιωματοΰχων διορισμός, 223-4 απομόνωση και εγκατάλειψη, 366-7 αποχώρηση από την Κοινωνία των Εθνών, 43,45 αρχική μετριοπαθής εικόνα, 43-4 αυτοκρατορικές φιλοδοξίες, 1-2,3 αυτοκτονία, 530,531 αφετηρία της σκέψης του, 19 βιολογικός ρατσισμός, 182 βομβιστική συνωμοσία (1944), 358,365,524 βορειοαφρικανική πολιτική, 113-14,116 για τον Κόκκινο Στρατό, 159 δημοσιοϋπαλληλία, δυσπιστία του απέναντι της, 190-91,224,226,230-31 διαταγή προς τον Κέσσελρινγκ (1944), 525 δόγμα του Ηειτοηνοΐΐί, 245,593 δυσπιστία απέναντι σε συμμάχους, 319,362, 364, 365
725 Εβραίοι, μίσος, 412 εισβολή στη Σοβιετική Ένωση, 5-6,133-6,137, 138,139,141-2,144-5,148-50,164,320 εισβολή στην Πολωνία, 64-5,71 εκκαθάριση της Βέρμαχτ (1944), 524 επεκτατισμός, 3-4,596 επίδραση του πολέμου πάνω του, 11-12 επίσκεψη στο Παρίσι (1940), 438,432 εργατική πολιτική, 219 ευρωπαϊκή κυριαρχία, 3,549 ευρωπαϊσμός, 555-7,558-60 και αναγκαιότητα του πολέμου, 54,102 καιΆνσλονς, 46-7 και Αντονέσκου, 130,320,336,338 και αποφάσεις των Βερσαλλιών, 43 και αυτάρκεια, 259,274-5,292 και βαλτικά κράτη, 154,457 και Βέλγιο, 106 και βιοτικό επίπεδο, 284-5 και Βίσμαρκ, 42-3 και Βρετανία, 111-13,229,581,587,589 και Γαλλία, 108-9,432 και Γενικό Σχέδιο Ανατολής, 205-6,387 και γερμανική βαναυσότητα, 68, 69-70 και γερμανικό Δόγμα Μονρόε, 578 και Γερμανοεβραίοι, 369-70 και Γερμανοί της Ιταλίας, 79-80 και Γερμανοί της Σουδητίας, 54,55 και Δανία, 104,266 και διασώσεις Εβραίων, 407 και δικηγόροι, 251 και δυτική Ευρώπη, 268, 560 και εβραϊκή εγκατάσταση στην Αφρική, 119,120 και «εβραιομπολσεβίκικη ιντελιγκέντσια», 143 και εθνικιστές, 247-8,589-90 και εκτοπίσεις Τσέχων, 185,213 και εξόντωση των Εβραίων, 11,374,376,377,393 και επαναστάτες του 1848,16-17,42 και επισιτιστική ασφάλεια, 295 και Ηνωμένες Πολιτείες, 2,556 και ιθαγενείς συνεργάτες, 463-4 και Ισπανία, 114-15 και Κάτω Χώρες, 105-6 και μπολσεβικισμός, 29,322,522 και Μασσαλία, 439 και Μέση Ανατολή, 589 και Μεσόγειος, 113-14 και Μουσολίνι, 340,341-2,362, 367 και Μπαχ-Ζελέφσκι, 486
726 και Νορβηγία, 104 και Ουκρανοί, 152,458 και Πάβελιτς, 347,348 και παραγωγή άνθρακα, 292 και παραχωρήσεις, 560 και Πεταίν, 114,421 και πολιτικό μέλλον της Ευρώπης, 320-21,322, 324-6,558-60 και προέλαση το^ν Συμμάχων (1944), 525-6 και Ρόζενμπεργκ, 145,146,148,150,467 και Ρουμανία, 331 και Ρωσικός Απελευθερωτικός Στρατός, 468-9 και Σλάβοι, 163,198 και Σλοβενία, 203 και σοβιετικό σχέδιο ειρήνης, 360 και Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου, 12,161 και Σοβιετικοί εργάτες, 297 και Σοβιετικοί παρτιζάνοι, 168 και στρατολόγηση στα δδ, 457 και Τσάμπερλαιν, 62-3 και Υπουργείο Ανατολής, 152,227,231 και Φρανκ, 251 και φυλετικός μυστικισμός του Χίμλερ, 198 Μεγαλογερμανικός εθνικισμός, 5, 7,12,43,18081,226, 245, 603 «μετάβαση στην άμυνα», 375 Ναζιστικό Κόμμα και, 226 «Νερώνειο Διάταγμα», 526 οικονομική πολιτική, 260, 262, 269 ολοκληρωτισμός, 9-10 ομιλία «προσφοράς ειρήνης» (1939), 80 ομιλίες στο Ράιχσταγκ, 58,247,255,586,597 ουτοπισμός, 211 πολεμικές προετοιμασίες, 63-4 πολιτική απεθνικοποίησης, 247-8 πολιτική αποκέντρωσης, 229-30 πολιτική διαθήκη, 530-31 πολιτική εκγερμανισμοΰ, 180,183-4,189,191 πολιτική καμένης γης, 526 πολιτική «μη υποχώρησης», 522,523,525,527 πολιτική ομήρων, 239, 242 πολιτική προς την Ουγγαρία, 398 πολιτική του ΕεβεηδΓίυαηι, 2, 29,53,58,137,556, 560 Πολωνία, σχέδια για, 66,70-72, 73-4,77,189,191, 446 ποσοστώσεις αντιποίνων, 239,242 προγράμματα κατασκευαστικά και υποδομής, 124-6
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ προσάρτηση Ντάντσιχ και Πόζναν, 63 προσωπική εξουσία, 60,75,223,226,227-8,231 προτίμηση σε μηχανοκίνητες επιχειρήσεις, 141 πρώτες ύλες, σπουδαιότητα, 3,578 ριζοσπαστισμός, απαιτεί μεγαλύτερο, 486 στόχοι του πολέμου, 121 στρατηγικά σφάλματα, 317 Σύμφωνο με τους Σοβιετικούς, 64,137 συνάντηση με τον Μόλοτοφ (1940), 131-2 συνωμοσία του Υπουργείου Εξωτερικών, 358 σύστημα επικοινωνιών, 126,181 Τσιγγάνοι, πολιτική για, 414 υπόγεια διαβίωση, 321 Χάτσα, τον απειλεί, 485 ωμός ρεαλισμός, 588 ως ΗεειίϋΙίΓεΓ Ειιτοραδ, 558 Χοεντσόλλερν, αυτοκρατορία (Ηοΐιεηζοίΐεπι), 30, 41,42 Χόλτιτς, στρατηγός Ντήτριχ φον (Οιοΐίίΐζ, Οίεΐπείι νοη), 510,511 Χονγκ-Κονγκ, ιαπωνική εισβολή, 580 Χόρτυ, ναύαρχος Μίκλος (Η ογϊΙιυ , ΜΜοδ) αντικατάσταση (1944), 405,524 αντισημιτισμός, 393 διαπραγματεύσεις με τους Συμμάχους, 364-5, 365-6 εθνικιστικός μυστικισμός, 328 και Εβραίοι, 398,404-5 και μειονοτικοί Γερμανοί, 354 Λευκή Τρομοκρατία, 328 παραίτηση, 366 σύλληψη, 536 Χούβερ, πρόεδρος Χέρμπερτ (Ηοονετ, ΗεΓβετΙ), 548 Χούμπερ, Φραντς Γιόζεφ (ΗιιβεΓ, Ρταηζ Ιοδερίι), 233 Χριστιανός Γ (Οιπδΐΐίΐη), βασιλιάς της Δανίας, 103 «Χρυσοί Φασιανοί», 230 χρωματικός φραγμός, 591 Χώκον Ζ' (Η&αΐίοη), 104,475-6 Ψυχρός Πόλεμος, 555. 573,595 αντιαποικιακή ιδεολογία των ΗΠΑ και, 594 ευρωπαϊσμός, 569. 570 τεχνικές, 603-4 Ωβέρνη, αντίσταση. 443. 492. 509 ΖΨ Ζβλ. Πολωνία: Ένωση Ενοπλου Αγώνα
Β&ιιβΓ Ιεπγ
Ο Μαι± Μαζο\ν©Γ σπούδασε στην Οξφόρδη και στο Ιοίιηδ Ηορίαηδ. Δίδαξε στο Πρίνστον, το Σάσσεξ και το ΒϊγΜ)€<± Οο11&§6 και σήμερα είναι καθηγητής ιστορίας στο πανεπιστήμιο Οοΐυηιβίδ . Άλλα έργα του είναι: Οτββοβ αηά ίΐιε ΙηίβΓ-Ψατ Εοοηοηιίο 0*25/5 (1992, βρα βείο Κιιηαηιαη) [ελλ. έκδ.: Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου, ΜΙΕΤ], Ιπ8ΐάβ Η ιϊΙογ’ξ Ο γ ο ο ο ο : ΤΗο Εχρβήβηβε ο ί Οοουραύοη, 1941-44 (1993, βραβείο Ργ&οπΙ^Ι και Τοη§ΐΉ3η) [ΣτηνΕλλάδα του Χίτ λερ, Αλεξάνδρεια], Όατίί ϋοηίΐηβηί: Ευτορε’8 ΤννβηΙίβίΐι Οοηίυτγ (1998, βραβεία Βοηΐίη<± και Αοςιπ) [Σκοτεινή ήπειρος, Αλεξάνδρεια], ΤΙιο Βζ11<;αη8: Α 8Ηοτί Ηΐδίοιγ (2000, βραβείο λΥοΙίδοη) [Τα Βαλκάνια, Πατάκης], Αίίβτ ΐΗο λΥατ Ψα8 Ονβτ: Κοοοη8ίηιοίίηβ ώβ Ραπιίΐγ, ΝαΙίοη αηά Ξίαίβ ΐη Οιοβοο, 1943-60 (επιμ., 2000) [ΝΪ£τά τον πόλεμο, Αλεξάνδρεια], 5αίοηίοα. Ο ίγ ο ί ΟΗθ8ί8 (2004, βραβεία Ό ιιΐί Οοοροι*, Ιοίιη Οίΐίοοδ, Κιιηοίηιαη, Ναίΐοηαΐ Ι6\νΐδ1ι Βοο^) [Θεσσαλονίκη. Πόλη των φαντασμάτων, Αλεξάνδρεια].
Στο σημαντικό αυτό βιβλίο, ο Μαρκ Μαζάουερ προσφέρει την καλύτερη διαθέσιμη επισκόπηση της κατακόρυφης ανόδου και της βίαιης πτώσης της ναζιστικής αυτοκρατορίας. . . ϋΑΜ Εδ ϋ . δΗΕΕΗΑΝ, ΪΗ Ε ΝΕΜ ΥΟΒΚ ΤίΜΕδ
Με εντυπωσιακή γνώση των ιστορικών δεδομένων... σκιαγραφεί τις πολλαπλές συνέπειες των λίγων εκείνων δραματικών χρόνων στον σημερινό μας κόσμο. Ένα αριστούργημα υψηλής διάνοιας, γεμάτο ανθρώπινες διεισδυτικές ματιές στις πιο σκοτεινές στιγμές της Ευρώπης, δοσμένο σε κομψή, αξιομνημόνευτη πρόζα. Ρ β ιτ ζ Β τ ε κ ν , Π α ν επ ιστή μ ιο Κ ο λο υμ π ια
\
Μακέτα εξώφυλλου: Γιάννης Λουζιώτης
I ϋΚΟΡΙ Α 1 I Η» III ΙίιΙΙ I ί ϋ Η Μ Λ Ν IX >.%π\ \ γ ι ο ν . Ν Ο ν
Ι,ηηΗϋΓ^
Αντλώντας από ένα πρωτόγνωρο φάσμα πηγών, ο Μαρκ Μαζάουερ αποκαλύπτει, πώς οι ναζί σχέδιασαν, διατήρησαν και εντέλει έχασαν την ευρωπαϊκή αυτοκρατορία τους και ποιο ήταν το αποτρόπαιο όραμα του κόσμου που θα είχε φτιάξει ο Χίτλερ αν είχε κερδίσει τον πόλεμο. /
,
τ · * * * - .· * · *
1
,**·.-;
’^ · Γ ^ ■■Μ Η
· · ·
_ : -* '■.-«ϊ -..Γ·,'=,..
ΚΛ
' λ ♦!ι \ \ .
1.08 ΑΝΟΕΕΕδ ΤίΜΕδ Β ο ο κ Ρ κ ιζ ε 2008
>ι η\ ««ιΙΛ ι! \-Κι.ϋΐ.