ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ.ΣΤ. ΑΛΚΙΒΙΑΔΗ Α.Ε.Μ.(1442)
Φύση και πρόσωπο κατά τον Χρήστο Γιανναρά
ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ Α.Π.Θ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2 0 1 1 1
Φύση και πρόσωπο κατά τον Χρήστο Γιανναρά
2
Στη σύζυγό μου Χρύσα και στη κόρη μου Στεφανία, για την αγάπη τους.
3
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
8
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΦΕΤΗΡΙΕΣ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΤ ΠΡΟΣΩΠΟΤ
1. Εισαγωγικά
10
2. Οι φιλοσοφικοί όροι «υπόστασις» και «ουσία»
12
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΤΤΕΡΟ ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΤΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΦΤΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΤ ΠΡΟΣΩΠΟΤ
1. Εισαγωγικά
21
2. Η καθολικότητα του προσώπου
23
3. Διάκριση φύσεως και ενεργειών
26
4. Ανθρωπολογικές προυποθέσεις
28
5. Πρόσωπο και χώρος
29
6. Ο χρόνος στην αδιάστατη διάσταση του προσώπου
30
7. Πρόσωπο και κόσμος
32
8. Η ελευθερία του προσώπου έναντι της φύσεως
35
9. Η ανάδυση του προσώπου-η «κατ εικόνα» Θεού δημιουργία του ανθρώπου 36 10. Ήθος και αλήθεια του προσώπου
40
11. Το βασιλικό και το ιερατικό ήθος
42
12. Η διάκριση των φύλων στον άνθρωπο
43
4
44
13. Η ερωτική φορά του προσώπου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ ΤΟΤ ΠΡΟΣΩΠΟΤ - Η ΠΤΩΣΗ
1. Η βιβλική διήγηση της πτώσης
45
2. Οι υπαρκτικές συνέπειες της πτώσης
48
3. Η αυτάρκεια της φύσης και η θρησκευτική «αρετή»
51
4. Οι δερμάτινοι χιτώνες
53
5. Η υπαρκτική μεταποίηση της φύσης
54
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΕΛΕΤΘΕΡΙΑ 1. Τα αδιάστατα όρια της αλήθειας του προσωπικού Θεού και του ανθρώπινου προσώπου
56
2. Η αποκατάσταση της αλλοτριωμένης φύσης
57
3. Η ελευθερία του ανθρώπου από τη φύση- η άσκηση
61
4. Εγκεντρισμός του προσώπου στην θεανθρώπινη φύση του Χριστού- Βάπτισμα -Χρίσμα
64
5. Μετάνοια-Εξομολόγηση
65
6. Το Μυστήριο του Γάμου
66
7. Ο έρωτας, ο γάμος και η αγαπητική δύναμη της φύσης
71
8. Η θρησκεία στην υπηρεσία διαιώνισης της φύσης
73
9. Πρόσωπο και λειτουργικός χρόνος
74
10. Πρόσωπο και μετά θάνατον ζωή
75
11. Θεολογικές εκκρεμότητες για τη μετά θάνατο ζωή
77
12. Οι εκφάνσεις του προσώπου και του ατόμου στον πολιτισμό
79
5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ Η ΦΤΣΗ ΤΟΤ ΘΕΟΤ
1. Εισαγωγικά
83
2. Τα Θεία πρόσωπα
84
3. Γνώση του Θεού-Θείες Ενέργειες
87
4. Ο Θεός Εραστής του ανθρωπίνου προσώπου
88
5. Η πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης από το Χριστό
91
6. Το πρόσωπο της Θεοτόκου
93
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
95
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
99
6
Ί
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Τα τελευταία χρόνια έχει ξεκινήσει ένας σοβαρός θεολογικός διάλογος στην πατρίδα μας γύρω από τη Θεολογία του προσώπου, και τη σύνδεσή της με τους Πατέρες. Ερωτήματα όπως, τι είναι η ανθρώπινη φύση, ποια είναι τα όριά της και ποιες οι δυνατότητές της, ποιες οι άγνωστες και γνωστές πτυχές της και ακόμη τι είναι το πρόσωπο και πως ανακαλύπτεται ή εκφράζεται, αποτελούν βασικά
ζητήματα της
Χριστιανικής
εκκλησιαστικής
ανθρωπολογίας
και
Θεολογίας. Σημαντικό ρόλο στη συζήτηση αυτή, έχει διαδραματίσει ο καθηγητής της Φιλοσοφίας κ. Χρήστος Γιανναράς, όπως και ο Νίκος Νησιώτης παλαιότερα, ο μητροπολίτης Περγάμου και καθηγητής κ. Ιωάννης Ζηζιούλας και άλλοι. Θυμάμαι πρωτοετής ων στην Θεολογική Σχολή της Θεσσαλονίκης στα μέσα της δεκαετίας του '80, το όνομα Γιανναράς «έδινε και έπαιρνε» ανάμεσα στα διάφορα πηγαδάκια των συμφοιτητών μου, όλων ανεξαιρέτως των ετών. Μας ασκούσε μια γοητεία το όνομα του Γιανναρά και, κάθε που έβγαζε και ένα καινούργιο βιβλίο του, σπεύδαμε πολλοί από εμάς να το αγοράσουμε και να το ξεφυλλίσουμε. Δεν νομίζω να υπερβάλλω, αν θεωρήσω τον Γιανναρά, ως έναν από τους κυριότερους πνευματικούς καθοδηγητές των φοιτητικών μας χρόνων. Η αίσθηση που μας έδιναν τα γραπτά του, ήταν ότι, σε γενικές γραμμές, η χριστιανική πίστη ήταν μια παρεξηγημένη τελικά υπόθεση, η οποία δεν αφορούσε κάποιο συγκεκριμένο κομμάτι του λαού, αλλά αφορούσε όλους, μικρούς και μεγάλους. Ο γραπτός, αλλά και ο προφορικός του λόγος, άμεσος, αρκετές φορές πυκνός σε νοήματα, άλλες φορές δυσνόητος, έλεγε τα πράγματα με το όνομά τους, χωρίς όμως να εξαντλείται η αλήθεια στη διατύπωσή τους. Μια «καινούργια» πρόταση ζωής αναδυόταν στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της σπουδάζουσας νεολαίας, «ντυμένη» με το
8
διαχρονικό φόρεμα της Ορθοδοξίας και δοσμένη με αριστοτεχνικό τρόπο από τον Γιανναρά. Εικοσιδύο και πλέον χρόνια μετά την αποφοίτησή μου από τη Σχολή, καλούμαι να παρουσιάσω στα πλαίσια των μεταπτυχιακών μου σπουδών, τους δύο βασικούς άξονες της εκκλησιαστικής ανθρωπολογίας, τη φύση και το πρόσωπο, όπως αναδεικνύονται στην εργογραφία του ομότιμου πλέον καθηγητή της Φιλοσοφίας, Χρήστου Γιανναρά. Το τόλμημα μεγάλο. Το έργο του συγγραφέα ογκωδέστατο και γι' αυτό χρησιμοποιήθηκαν κάποια από τα πιο αντιπροσωπευτικά του έργα. Οι δυσκολίες της εργασίας εμφανώς πολλές, ειδικά κατά την μελέτη έργων όπως π.χ. «το Πρόσωπο και ο έρως», λόγω της εξειδικευμένης ορολογίας που απαιτεί ένα θεολογικό δοκίμιο οντολογίας. Όπου κρίθηκε αναγκαίο χρησιμοποιήθηκαν πατερικές πηγές, οι οποίες επισημαίνονται από τον ίδιο το συγγραφέα, καθώς επίσης, και κάποιες αυτούσιες θέσεις. Επίσης θεωρήθηκε χρήσιμο να γίνει μία ιστορική αναδρομή της «περιπέτειας» των δύο όρων, της φύσης και του προσώπου, μέχρι αυτοί να «περάσουν» στην θεολογική γλώσσα και να ειδωθούν υπό το φως της αποκάλυψης. Τέλος, θέλω να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στον σύμβουλο καθηγητή μου κύριο Γεώργιο Μαρτζέλο, που μου εμπιστεύθηκε την εκπόνηση της παρούσας εργασίας, καθώς και στον αν. καθηγητή κύριο Γιάννη Κουρεμπελέ, για την ανεκτίμητη βοήθειά του στην ολοκλήρωσή της.
Αθήνα, Ιούνιος του 2011.
9
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΦΕΤΗΡΙΕΣ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΤ ΠΡΟΣΩΠΟΥ.
1. Εισαγωγικά Οι Πατέρες της Εκκλησίας, χρησιμοποιούν την φιλοσοφική γλώσσα της εποχής τους για να εκφράσουν την εμπειρία της Εκκλησίας από τη μια μεριά και από την άλλη να αποκρούσουν τις κακοδοξίες των αιρετικών. Στην Ορθόδοξη Πατερική Θεολογία, η χρήση της ελληνικής Φιλοσοφίας αφορούσε μόνο τη χρησιμοποίηση ορολογίας και σχημάτων και όχι αποδοχή της θεολογούσας αρχαιοελληνικής
σκέψης,
η
οποία
οδηγούσε
όσους
προσπαθούσαν
να
θεολογήσουν με βάση τη φιλοσοφία σε αιρετικές αποκλίσεις. 1 Έτσι, κατέστησαν τη φιλοσοφική ορολογία
«η πατερική ελληνικότητα συνιστά αυθυπέρβαση έναντι της προχριστιανικής ελληνικότητος, όπως οι ίδιοι οι Έλληνες Πατέρες το βεβαιώνουν, ως τον 14ο αιώνα, όταν διατυπώνεται η τελική στο πρόβλημα θέση, στο Συνοδικόν της Ορθοδοξίας. 1 Εκεί κωδικοποιείται η μακραίωνη αγιοπατερική στάση, που διαφοροποιεί τη σπουδή της Ελληνικής Φιλοσοφίας, την παιδευτική της δηλαδή χρήση, από την αποδοχή της θεολογίας της. Ο Χριστιανισμός, στην αυθεντική του έκφραση ως Ορθοδοξία, είναι συνέχεια της προφητικής εμπειρικής θεολογήσεως.Εγκλωβισμένες στην αρχαιοελληνική θεολογούσα σκέψη...μένουν οι αιρέσεις», ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ Δ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ, Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία;, 3η έκδ., Αρμός, 2003, σελ. 53-54,πηγή: orthodoxwiki.org/Χριστιανισμός και 1
Φιλοσοφία.
10
οργανικό στοιχείο της χριστιανικής διδασκαλίας. Οι όροι π.χ. Λόγος, 2 ή ομοούσιον, ενώ ήταν καθαρά φιλοσοφικοί, δέθηκαν τόσο οργανικά με τη θεολογία, έτσι ώστε να θεωρούνται πλέον θεολογικοί. Αυτό συμβαίνει, γιατί μετά τη μετάπλασή τους από τους Πατέρες δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε πού σταματά ο φιλοσοφικός όρος και πού ξεκινά η θεολογική αλήθεια. 3 Δέθηκαν τόσο ζωντανά με τη διδασκαλία του Ευαγγελίου, ώστε έγιναν λατρεία, ποίηση, θεολογία, πανηγύρι (άλλωστε στη βυζαντινή περίοδο δεν υπήρχαν αυτόνομες φιλοσοφικές σχολές), και όλα αυτά φυσικά χωρίς να αλλοιωθεί το κήρυγμα του Ευαγγελίου ούτε σε μια κεραία, κατά την προτροπή του ίδιου του Κυρίου μας. Επομένως, κάθε δογματική ακρίβεια και διατύπωση, ακόμα και οι πιο λεπτές έννοιες που αφορούν τις σχέσεις των τριών θείων Προσώπων, κρύβει αυτήν την αλήθεια. Λέμε π.χ. πως δεν μπορούμε να γνωρίσουμε την ουσία του Θεού, αλλά μόνο τις άκτιστες ενέργειές Του.4 Θα περίμενε κανείς ότι αυτή η έκφραση αφορά μεταφυσικά - φιλοσοφικά προβλήματα για τη φύση του Θεού. Στην ουσία όμως, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Αν οι Πατέρες έλεγαν πως μπορούμε να γνωρίσουμε την ουσία του Θεού, τότε ο άνθρωπος θα ήταν Θεός, αφού θα ήταν ομοούσιος με το Θεό και δεν θα είχε ανάγκη σωτηρίας. Επειδή όμως δεν έχει την ίδια ουσία με τον άκτιστο Θεό, και έχει ανάγκη θεραπείας, λόγω του ότι, αν δεν προσέξει γυρίζει προς τη φθορά, (προς τα φθαρτικά, όπως σημειώνει ο Μάξιμος
«Όταν λοιπόν κάνουν λόγο για την Αγία Τριάδα, τον Λόγο (το δεύτερο πρόσωπο αυτής), τη θεία ουσία ή τη θεία φύση, τις υποστάσεις ή τα πρόσωπα...αντλούν εκφραστικά μέσα απ' αυτή την «περιρρέουσα ατμόσφαιρα», όπου κυριαρχεί η φιλοσοφική παράδοση με τον πλατωνισμό, αριστοτελισμό, στωικισμό, νεοπλατωνισμό κι άλλες φιλοσοφίες της αρχαιότητας», ΝΙΚΟΣ ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Ιστορία της Φιλοσοφίας, 2η Εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 255. 2
ΝΙΚΟΥ ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ιστορία της βυζαντινής φιλοσοφίας, (με παράρτημα το σχολαστικισμό του δυτικού μεσαίωνα), ο. π. σελ. 190. 3
ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, 1, 8 PG 94, S12E - S13A, ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Θησαυροί 18, PG /S, 312C. Μ. Αθανασίου, Κατά Άρειανών, 2, 2 PG 26, 149C, Περί της ενανθρωπίσεως του Λόγου 17 PG 2S, 12S AE. 4
11
Ομολογητής), 5 διατύπωσαν τη δογματική θέση, πως δεν μπορούμε να γνωρίσουμε την ουσία του Θεού αλλά τις ενέργειές Του. Η διατύπωση αυτή ντύνει μια μεγάλη πρακτική αλήθεια' πως ο άνθρωπος έχει όρια, και πως αν δεν προσέξει, μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να γυρίσει στο μη ον, και ακόμη, ότι δεν είναι ομοούσιος με το Θεό. Αυτή η εκκλησιαστική εμπειρία της θεραπείας και σωτηρίας του ανθρώπου,προϋποθέτει το σχήμα κτιστό - άκτιστο, την εκ του μη όντος δημιουργία, το κατ' εικόνα και το καθ' ομοίωσιν. Συνεπώς, ήταν θεμιτό αλλά και επιβεβλημένο σύμφωνα με τον καθηγητή Γεώργιο Μαρτζέλο, να χρησιμοποιηθούν φιλοσοφικοί όροι για την έκφραση και διατύπωση των δογματικών αληθειών, που θα περιορίζονταν όμως στη μορφολογία του δόγματος, χωρίς να επηρεάζουν ή να παραχαράσσουν την ουσία του. 6
2. Οι φιλοσοφικοί όροι «υπόστασις» και «ουσία». Τα δύο κυρίαρχα ερωτήματα που απασχόλησαν την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, είναι, η πηγή των όντων από την μια και από την άλλη η ουσία του πνεύματος. Μέχρι τα μέσα του 5ου αιώνα, η ελληνική φιλοσοφική σκέψη πραγματεύεται κυρίως το ζήτημα της προέλευσης του
Βλ. ΜΑΞΙΜΟΥ ΌΜΟΛΟΓΗΤΟΤ, Συζήτησις μέ τόν Πνρρον ΡΩ 91, 297Β : « Εί γάρ εξ ουκ όντων τά όντα γενόμενα καί τον όντος ου τον μή όντος εχουσιν ανθεκτικήν δύναμιν' ταύτης δέ κατά φύσιν Ιδιον ή πρός τά συστατικά ορμή καί πρός τά φθαρτικά αφορμή». 5
«η χρήση συναφειακών παραστάσεων και εικόνων, προκειμένου να γίνουν κατανοητές οι δογματικές αλήθειες από ανθρώπους με διαφορετικό πολιτιστικό υπόβαθρο, είναι πολλές φορές όχι απλώς θεμιτή αλλά και επιβεβλημένη. Αυτό αποτελεί θεμελιώδη ιεραποστολική και παιδαγωγική αρχή, που είναι βαθιά ριζωμένη μέσα στην ιστορία και τη ζωή της Εκκλησίας. Πρέπει όμως η χρήση των συναφειακών αυτών 6
παραστάσεων και εικόνων να περιορίζεται μόνο στη μορφολογία του δόγματος και να αφήνει άθικτη και απαραχάρακτη την ουσία του. Τη στάση αυτή ακριβώς τήρησαν τόσο οι Απόστολοι όσο και οι Πατέρες της Εκκλησίας αν και χρησιμοποίησαν εικονικές παραστάσεις και ορολογία από το συναφειακό πολιτιστικό υπόβαθρο του ελληνικού κόσμου, εντούτοις αυτές περιορίζονται αποκλειστικά σε μορφολογικό επίπεδο και δεν αλλοιώνουν το μήνυμα της θείας Αποκάλυψεως», Γ. Δ. ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ, στο περιοδ. Καθ' Οδόν, τεύχ. 4 (ΙΑΝ-ΑΠΡ 1993), Θεσσαλονίκη, εκδ. Παρατηρητής, σελ. 105., πηγή :orthodoxwiki.org/Χριστιανισμός και Φιλοσοφία.
12
κόσμου, τις πρώτες αιτίες. Ο Αριστοτέλης στο έργο του «κατηγορίες, 7 προκειμένου να ορίσει τα πράγματα, τα διαχωρίζει σε πρώτη και δεύτερη ουσία. Ως πρώτη ουσία, εννοεί αυτό που είναι συγκεκριμένο, που έχει ύλη και μορφή, ενώ ως δεύτερη ουσία, εννοεί το είδος στο οποίο ανήκει η πρώτη ουσία: π.χ πρώτη ουσία είναι ένας άνθρωπος, ένα άλογο κ.λ.π. ενώ δεύτερη ουσία είναι το γένος, το είδος των ανθρώπων κ.λ.π. Ο π. Γεώργιος Φλορόφσκι επισημαίνει ότι, για τον ίδιο τον Αριστοτέλη, ο όρος πρώτη ουσία σήμαινε την ίδια την ύπαρξη, «αυτή που βρίσκεται κάτω απ' όλα» και, επίσης, «συνδεόταν και με την ιδέα της γενέσεως, του ερχομού στην ύπαρξη». Πριν από τον τέταρτο αιώνα, ο όρος ουσία δε σημαίνει μόνο την ουσία αλλά και την ύπαρξη.8 Ένας άλλος σχετιζόμενος με τον όρο ουσία, είναι και ό όρος υπόσταση. Στην προχριστιανική φιλοσοφία, η λέξη υπόστασις δεν ήταν τεχνικός όροςεξωφιλοσοφικά σήμαινε από «ίζημα», «κατακάθι», «καρτερία», «επιμονή» ώς ύπόσταση», πραγματικότητα, «είναι».9 Πριν από τους Νεοπλατωνικούς ή τους Στωικούς, η λέξη υπόσταση χρησιμοποιείται στην φυσική η την ιατρική :«ή ύπόστασις είς τήν κύστην», «εκ των νεφρών ή γιγνομένη ύπόστασις», «ύπόστασις τον βάρους», «νέφους ύποστάσεις» κ.λ.π. 10 Ακόμη σήμαινε αυτό που δηλώνει η ίδια η λέξη: «αυτό που στέκεται από κάτω».
«Ουσία δέ έστιν ή κυριώτατα τε και πρώτως και μάλιστα λεγομένη,η μήτε καθ' υποκειμένου τινος λέγεται μήτε έν ύποκειμένω τινί έστιν, οίον ό τίς άνθρωπος η ό τίς 'ίππος. Δεύτεραι δέ ουσίαι λέγονται, έν οίς εϊδεσιν αί πρώτως ουσίαι λεγόμεναι ύπάρχουσιν, ταύτα τε καί τά των ειδών τούτων γένη», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, Κατηγορίαι 5, 2 α 11-16, βλέπε ΧΡ.ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως, ,σελ 30. 7
Γ.ΦΛΟΡΟΦΣΚΙ, O L Ανατολικοί Πατέρες του 4ου αιώνα, σελ 31. 9 Klaus Oehler, «H συνέχεια στην Ελληνική Φιλοσοφία από το τέλος της Αρχαιότητας ως την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας»,στο Λίν. Μπενάκης (επιμ.), Μεσαιωνική ΦLλοσοφία.Σύγχρονη,EρευνακαLΠροβληματLσμοί«Παρουσία»,Αθήνα2000,πηγήhttp://ww w.myriobiblos.gr/texts/greek/oehler_greekphylosophy.html
8
Helmut KOSTER,Τπόστασις ,στο Theolog. Worterbuch zum Neuen Testament-Berg.von G.Kittel-,τόμος 8,σελ 572-573 και Δ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ Μέγα Λεξικόν της Ελλ. Γλώσσης, τόμος Θ', σελ. 7504-5.βλ. επίσης ΛΕΟΝΤΙΟΤ ΒΤΖΑΝΤΙΟΤ, Κατά Νεστοριανών II,1,Migne P.G.86,1528D-1529A: «Φαμέν ούν ήμεις ώς ύπόστασις μέν λέγεται τισι κατά τών 10
13
Σύμφωνα με τον Klaus Oehler, σαν φιλοσοφικός όρος η λέξη υπόστασις εντοπίζεται για πρώτη φορά στο σύστημα του Πλωτίνου, όπου αναφέρεται στις τρεις θεμελιώδεις βαθμίδες του είναι, ενώ σύμφωνα με τον Helmut Koster, τον όρο τον εισήγαγαν στη φιλοσοφία οι Στωικοί.11 Ο Πλωτίνος, όρισε τις μορφές αποκάλυψης του Ενός «υποστάσεις», και, ενδεχομένως, να διέκρινε την «ουσία» ως το «είναι» ,από την «υπόστασιν» ως το «τι είναι». 12 Για τον Πλωτίνο, ο όρος «υπόστασις» δεν μπορούσε να περιγράψει την ύψιστη αρχή, το Έν, γιατί αυτό «είναι ανώτερο από κάθε ουσία». 13 Ήδη οι Στωικοί, πάντως, φαίνεται πως χρησιμοποιούσαν τον όρο αυτό με την έννοια της πραγματικής, της εξω- νοητικής ύπαρξης (για παράδειγμα, οι αρετές υπάρχουν στην ψυχή «καθ' υπόστασιν», δηλ. είναι σώματα όπως και η ψυχή, αποτελώντας μία
κατάσταση
του
«ηγεμονικού»
της).
Επίσης,
χρησιμοποιούσαν
το
«ύφίστασθαι» σε αντιδιαστολή προς το «ύπάρχειν», για να συμπεριλάβουν
παλαιοτέρων Ελληνικών τήν γλώτταν,ή ύποστάθμη καί τρύξ τού οϊνου καί τών τοιούτων ύγρών,διά τό ύποβεβηκυιαν τω έπιπολάζοντι ύγρω τήν εαυτής στάσιν δεικνύναι, ώς λέγομεν ένυπόστατα σημεία. Λέγεται δέ καί ή κίνησις εϊτουν μετάστασις τού ένεστώτος ποτε,ύπόστασις... Λέγεται δέ καί ή κτήσις τών δέ τινων τών χρημάτων η προσόδων... Λέγεται δέ ύπόστασις και τό καρτερικόν καί ουκ ευκατάπτωτον ... και η τινος διηγήματος η απλώς λόγου ιδιάζουσα καί ου καθόλου ούσα πρότασις· ώς τό λεγόμενον έν ταύτη τη ύποστάσει τής καυχήσεως. Λέγεται δέ καί ή πίστις ύπόστασις οία δή τινος καταλήψεως ούσα επιστήμη...». Από τή χρήση τοϋ όρου στον Πλωτίνο αναφέρει ο Koster τρεις χαρακτηριστικές εκφράσεις: «αληθινώς μή ον, εϊδωλον καί φάντασμα ογκου καί ύποστάσεως εφεσις· (Έννεάδες III, 6, 7, 13). «Έκ τής έν αυτώ τελειότητος και συνούσης ένεργείας ή γεννηθεισα ένέργεια ύπόστασιν λαβούσα» (V4, 2, 36). «Ύπόστασιν δέ είναι καί ουσίαν έξ ουσίας έλάττω μέν τής ποιησαμένης, ούσαν δέ όμως, απιστείν ου προσήκει» (III, 5, 3, 1). Είναι γνωστό ότι στην Καινή Διαθήκη ή λέξη υπόστασις χρησιμοποιείται πέντε φορές μέ διαφορετικές σημασίες καί μόνο μία φορά μέ περιεχόμενο παραπλήσιο μέαυτό πού της έδωσε άργότερα ή χριστιανική Θεολογία (: «ός ων απαύγασμα τής δόξης καί χαρακτήρ τής ύποστάσεως αυτού»— τού Θεού Πατέρα — Έβρ. 1, 3), βλέπε ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως , σελ 29. 11 Helmut KOSTER,ΤπόστασLς, στο Theolog.Worterbuch zum Neuen Testament-Berg.von G.Kittel,τόμος 8,σελ 574, βλέπε ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως, σελ 29.
12
Γ. ΦΛΟΡΟΦΣΚΙ, Οι Ανατολικοί Πατέρες του 4 ου αιώνα, ,σελ 31.
13
Στο ίδιο ,σελ 32. 14
σε αυτήν τα διάφορα ασώματα - ανύπαρκτα - ουκ όντα: τα λεκτά, το κενό, τον τόπο και τον χρόνο. 14 Στην Καινή Διαθήκη, ο Απ. Παύλος χρησιμοποιεί την λέξη υπόσταση, προκειμένου να δώσει έναν ορισμό της πίστης: «εστι δέ πίστις ελπιζομένων ύπόστασις, πραγμάτων ελεγχος ου βλεπομένων» 15 .Η πίστη εδώ ταυτίζεται με τη γνώση και επειδή η λέξη υπόσταση απηχεί ένα οντολογικό περιεχόμενο, αυτό το περιεχόμενο σηματοδοτεί και τη λέξη πίστη, ότι «κάτι δηλαδή όντως υπάρχει». 16 Οι όροι υπόσταση και ουσία μέχρι τα μέσα του τέταρτου αιώνα εναλλάσσονται μεταξύ τους και στην Α'Οικουμενική Σύνοδο ταυτίζονται: «εκ μιάς ύποστάσεως η ουσίας». 17 Τον 1 ο αιώνα, ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς ή Φίλων ο Ιουδαίος (20 π.Χ. - 50 μ.Χ.), ταύτισε τον Λόγο των Στωικών, δηλαδή την αρχή που συγκροτεί το σύμπαν, με την πρωτόκτιστη σοφία του Θεού, που αναφέρεται στη μετάφραση των Εβδομήκοντα της Εβραϊκής Βίβλου, διά της οποίας πλάστηκε ο κόσμος. Αυτός ο συσχετισμός επηρέασε εμφανώς την πρωτοχριστιανική Χριστολογία. Θεωρούσε ότι ο Θεός είναι ένας, απόλυτη Μονάδα, πέρα από κάθε έννοια πολλαπλότητας και ότι δεν υπάρχει καμία γλώσσα που θα μπορούσε να περιγράψει την ύπαρξή Του. Ο Φίλωνας ερμηνεύει τη μονοθεΐα, (παρ' ότι ήταν Εβραίος, γιατί στο σημείο αυτό ήταν επηρεασμένος από την Ελληνική σκέψη απόλυτα), ερμηνεύει
A. A. Long, «Language and Thought in Stoicism», στο: Problems in Stoicism, έκδ. Α.Α. Long, University of London, 1971,75-113, ιδιαίτ. 89-90) στο Κλάους Όλερ, H συνέχεια στην Ελληνική Φιλοσοφία από το τέλος της Αρχαιότητας ως την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, (Μετάφραση: Πολυτίμη-Μαρία Παλαιολόγου).Από «Μεσαιωνική Φιλοσοφία. Σύγχρονη Έρευνα και Προβληματισμοί», Εκδ, ΠΑΡΟΥΣΙΑ, Αθήναι,2000,πηγή : http://www.myriobiblos.gr/philosophy.html. 14
Εβρ 11,1. Ι. ΖΗΗΖΙΟΤΛΑ, σημειώσεις από παραδόσεις του μαθήματος της Δογματικής τού καθηγητού στο Τμήμα Ποιμαντικής τής ΘεοΛογκής Σχολής τού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κατά το ακαδημαϊκό έτος 1984,1985,πηγήΟρθόδοξη Ομάδα 15 16
17
Γ.ΦΛΟΡΟΦΣΚΙ, Οι Ανατολικοί Πατέρες του 4ου αιώνα, ,σελ 32. 15
τον Ένα Θεό ως τον «όντως μόνον». Δηλαδή, ο Θεός ως Ένας είναι μόνος. 18 Οι Απολογητές αντέδρασαν οξύτατα σ' αυτήν τη θέση του Φίλωνα και είπαν ότι ο Θεός είναι Ένας, αλλά δεν είναι μόνος. Οι Απολογητές ασχολούνται κυρίως με τον Λόγο, τον οποίο θεωρούσαν σαν προβολή του ενός Θεού έξω από τον Εαυτό Του προκειμένου να δημιουργήσει τον κόσμο. Άφηναν όμως αδιευκρίνιστο αν ο Λόγος ήταν κτιστός ή άκτιστος. 19 Ένας από τους Απολογητές, ο φιλόσοφος και μάρτυρας Ιουστίνος, έκανε τη διάκριση μεταξύ ενδιάθετου λόγου και προφορικού λόγου. Σύμφωνα με την διδασκαλία του, ο Λόγος είναι η προβολή του Θεού έξω από τον Εαυτόν Του, για να δημιουργήσει τον κόσμο,η οποία προϋπήρχε όμως στον Θεό σαν ενδιάθετος Λόγος. Όπως δηλαδή έχουμε τον ενδιάθετο λόγο μέσα μας πριν μιλήσουμε και κάνουμε προφορικό τον λόγο μας, έτσι και ο Θεός πάντα είχε τον Λόγο, αλλά όταν επρόκειτο να δημιουργήσει τον κόσμο, τον ενδιάθετο αυτόν Λόγο τον έκανε προφορικό. Η ερμηνεία αυτή του Ιουστίνου δεν ήταν επαρκής, γιατί άφηνε ανοιχτό το ερώτημα, εάν μπορεί να υπάρξει ενδιάθετος λόγος χωρίς να έχει έκφραση προφορική, διότι παύει να είναι Λόγος. Κατά τα τέλη του β 1 αιώνα, ο Τερτυλιανός χρησιμοποιεί μία έκφραση στα Λατινικά για να δείξει ότι ο Θεός είναι Τριάδα, ότι είναι Ένας και συγχρόνως είναι Τρία Πρόσωπα, τρεις οντότητες, και όχι τρία προσωπεία:«Μηβ substantia, tres γersonae» / μία υπόσταση (με την έννοια της
Ι. ΖΗΖΙΟΤΛΑ, σημειώσεις από παραδόσεις του μαθήματος της Δογματικής του καθηγητού στο Τμήμα Ποιμαντικής τής ΘεοΛογκής Σχολής τού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κατά το ακαδημαϊκό έτος 1984,1985Πηγή:Ορθόδοξη Ομάδα 18
«Μ' αυτό τον τρόπο άφηναν ασαφές το θέμα, εάν ο Λόγος ανήκει στη σφαίρα του Ακτίστου Θεού ή στη σφαίρα του κόσμου. Ήταν ασαφές, διότι όταν λέμε ότι ο Θεός γίνεται Τριάς ή εν πάση περιπτώσει αποκτά τον Λόγο, προκειμένου να βγει έξω από τον Εαυτό Του και να δημιουργήσει τον κόσμο, τότε συναρτούμε την ύπαρξη του Λόγου με την ύπαρξη του κόσμου», Ι.ΖΗΖΙΟΤΛΑ, στο ίδιο, II. Βασικές αρχές της Πατερικής διδασκαλίας! Μέχρι τους Καππαδόκες Πατέρες. 19
16
ουσίας) και τρία πρόσωπα. . Με το «substantia», ήθελε να δηλώσει τον Έναν Θεό, την ενότητα. Με τον όρο «personae» ήθελε να δηλώσει την Τριαδικότητα. Στην Α Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, το 325, προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι κακοδοξίες της αρειανικής αίρεσης σχετικά με τη θεότητα του Χριστού, διατυπώθηκε το ομώνυμο Σύμβολο που ομολογεί ότι ο Υιός γεννάται «εκ της ουσίας του Πατρός» (ex substantia Patris). 20 Ο όρος υπόσταση εδώ ταυτίζεται με τον όρο ουσία, με την έννοια που απέδιδε ο Αριστοτέλης στις «δεύτερες ουσίες» στα είδη και τα γένη, δηλαδή, των πρώτων ουσιών.21 Δημιουργήθηκαν κάποια προβλήματα, γιατί έχουμε αναφέρει πιο πάνω ότι, ο όρος «υπόσταση» είχε ένα οντολογικό περιεχόμενο :δήλωνε το σταθερό είναι. Τπόσταση: «αυτό που στηρίζει το είναι», «κάθε ον στέκεται πάνω σε μία βάση». Αυτή η βάση είναι η υπόσταση.22 Από την άλλη μεριά, η λέξη «πρόσωπο» στον αρχαίο Ελληνισμό σήμαινε το ίδιο με την λέξη «προσωπείο». Η λέξη «πρόσωπο» στην αρχαία Ελλάδα προέρχεται (με την ανατομική του έννοια), από το μέρος της
A. A. Long, «Language and Thought in Stoicism», στο: Problems in Stoicism, έκδ. Α.Α. Long, University of London, 1971,75-113, ιδιαίτ. 89-90) στο Κλάους Όλερ, H συνέχεια στην Ελληνική Φιλοσοφία από το τέλος της Αρχαιότητας ως την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας(Μετάφραση: Πολυτίμη-Μαρία Παλαιολόγου).Από «Μεσαιωνική Φιλοσοφία. Σύγχρονη Έρευνα και Προβληματισμοί», Εκδ, ΠΑΡΟΥΣΙΑ, Αθήναι,2000, πηγή : www.myriobiblos.gr. 20
Στο ίδιο: «Στους συμπληρωματικούς αναθεματισμούς της Συνόδου η δευτέρα ουσία ταυτίζεται με την υπόστασιν, ενώ απορρίπτεται η διδασκαλία όσων υποστήριζαν ότι η γέννηση του Υιού είναι δημιουργία εκ του μηδενός, καθώς και η διδασκαλία εκείνων που απέδιδαν στον Υιό ουσία άλλη, διαφορετική από του Πατέρα (εξ ετέρας υποστάσεως ή ουσίας). Έτσι η Σύνοδος ταύτισε επίσημα την υπόσταση με την δευτέραν ουσίαν, και ο Πατήρ και ο Υιός κρίθηκε ότι είναι ομοούσιοι, ότι δηλαδή ταυτίζονται κατά την ουσίαν.» 21
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ζηζιούλας :«πέρασε αυτός ο όρος στα Ελληνικά πολλές περιπέτειες μέσα απ' τους αιώνες, αλλά βασικά είχε αυτήν την έννοια. Όταν λέμε ότι ένα ουράνιο τόξο δεν έχει υπόσταση, είναι μεν φαινόμενο, αλλά χωρίς υπόσταση. Αντιθέτως, ένα τραπέζι έχει υπόσταση διότι έχει βάση οντολογική», Ι.ΖΗΖΙΟΤΛΑ, σημειώσεις από παραδόσεις του μαθήματος της Δογματικής Τμήμα Ποιμαντικής τής Θεολογικής Σχολής τού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κατά το ακαδημαϊκό έτος,198422
85,πηγή:Ορθόδοξη c_pist1.htm).
Ομάδα
ΔογματικήςΈρευνας(http://www.oodegr.com/oode/dogmat1/do
17
κεφαλής που είναι «πρός τήν όψιν». Η πρόθεση πρός μαζί μέ τό ούσιαστικό ώψ, (γεν. ώπός), πού σημαίνει: όμμα, οφθαλμός, όψις,23 σχηματίζουν τή σύνθετη έννοια πρόσ-ωπον: έχω τήν όψη στραμμένη προς κάποιον ή πρός κάτι, είμαι άπέναντι σέ κάποιον ή σέ κάτι. Στο αρχαίο θέατρο σήμαινε τη μάσκα που φορούσε ο ηθοποιός, η οποία ονομαζόταν προσωπείο. Τον 3 ο αιώνα, χρησιμοποιείται ο όρος «πρόσωπο» από το Σαβέλλιο, προκειμένου να ερμηνεύσει τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, σαν τρεις ρόλους, τρεις τρόπους εμφάνισης του ενός και μοναδικού Θεού: «Τρεις ρόλους, τους οποίους ο Θεός διεδραμάτισε στην Παλαιά Διαθήκη ως Πατέρας, στην δε Καινή Διαθήκη ως Τιός, μετά δε την Καινή Διαθήκη, στην εποχή μας, ως Άγιο Πνεύμα». 24 Για τον Σαβέλλιο, ο Θεός, στην πραγματικότητα, είναι ένας, μία μονάδα, η οποία πλατύνεται και παίρνει τρείς μορφές.25 Η Εκκλησία αντέδρασε τόσο έντονα στον Σαβελλιανισμό, ώστε και κάθε μορφή κρυπτοσαβελλιανισμού δημιουργούσε αμέσως οξύτατες αντιδράσεις, ιδίως στην Ανατολή. Ήδη από τον 2ο αιώνα για τους Απολογητές, τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας είναι τρία «<αριθμώ», κατά τον αριθμό Τρία. Τη διέξοδο στο θέμα, την καίρια λύση σ' αυτό το πρόβλημα, την έδωσαν οι Καππαδόκες Πατέρες τον Δ 1 αιώνα με μια ριζική καινοτομία, δίνοντάς στούς όρους άλλο νόημα από αυτό που ήδη είχαν. Ο Μέγας Βασίλειος δέχθηκε τη διδασκαλία περί υπάρξεως τριών υποστάσεων στον Θεό και προσπάθησε να επαναπροσδιορίσει τη σχέση
23 Βλ. Δ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΤ, Μέγα Λεξικόν τής Ελληνικής Γλώσσης. Τόμος θ' σελ. 8056. I. ΖΗΖΙΟΤΛΑ, II. Βασικές αρχές της Πατερικής διδασκαλίας. Μέχρι τους Καππαδόκες Πατέρες, (σημειώσεις από παραδόσεις του μαθήματος της Δογματικής στο Τμήμα Ποιμαντικής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κατά το ακαδημαϊκό έτος 1984-85). 24
«Εδημιούργησε βέβαια ένα μεγάλο σάλο ο Σαβελλιανισμός, διότι δεν έγινε δεκτή η άποψη ότι ο Θεός, η Αγία Τριάδα, είναι τρεις ρόλοι, τρία προσωπεία, τα οποία έθεσε επάνω Του ο Ένας Θεός προκειμένου να παίξει κάποιο ρόλο στην ιστορία, έστω και προς χάριν μας», στο ίδιο. 25
18
των εννοιών «ουσία» και «υπόστασις». Ουσία, για αυτόν, σημαίνει τη γενική ουσία, που αποτελεί την ουσίαν όλων των ατομικών οντοτήτων, που ανήκουν στο ίδιο είδος. Τπόστασις, αντίθετα, είναι το συγκεκριμένο, αυθύπαρκτο άτομο. Η έννοια της υποστάσεως περικλείει την έννοια της ουσίας, προσθέτοντάς της όμως το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ιδίας υπάρξεως (subsistentia)
26
και των
επιμέρους ιδιοτήτων ή ιδιωμάτων. 27 Ο Γρηγόριος Νύσσης, με δεινή φιλοσοφική παιδεία, διατυπώνει το θέμα με μεγαλύτερη ακρίβεια. Στον Γρηγόριο βρίσκουμε φανερά, αυτό που στον Βασίλειο υπάρχει μόνο καλυμμένα: έναν ακριβέστερο καθορισμό της έννοιας της υποστάσεως μέσω ταυτίσεώς της με την έννοια του προσώπου (persona). Κάνει λόγο για τρία πρόσωπα μίας ουσίας. Μία συνέπεια αυτής της θεώρησης, είναι η σύνδεση της έννοιας του προσώπου με τα γνωρίσματα της νοήσεως και του αυτεξουσίου. 28 Με τους Καππαδόκες η έννοια της υποστάσεως λαμβάνει πλέον, σχεδόν παντού, τη σημασία της πρώτης ουσίας και ταυτίζεται με το πρόσωπο, δηλαδή με το αυθύπαρκτο και έλλογο ατομικό ον. Το γεγονός αυτό υπήρξε η αποφασιστική προϋπόθεση για την επίσημη αποδοχή μιας ενιαίας
Klaus Oehler, «H συνέχεια στην Ελληνική Φιλοσοφία από το τέλος της Αρχαιότητας ως την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας», στο Λίν. Μπενάκης (επιμ.), Μεσαιωνική Φιλοσοφία. Σύγχρονη Έρευνα και Προβληματισμοί, «Παρουσία», Αθήνα 2000. πηγή www.myriobiblos.gr/philosophy. Για τον λατινικό όρο, από όπου προέρχεται ο αντίστοιχος όρος στις νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες (Γερμ.: Subsistenz), βλ. Βοηθίου, Contra Eutychen et Nestorium, III, εκδ. H.F. Stewart, E.K. Rand, S.J. Tester, 26
"Boethius, Theological Treatises with an Introduction and The Consolation of hilosophy with an EnglishTranslation", London,LOEB,1973:84-92. 27
Στο ίδιο: o συγγραφέας ορθά ερμηνεύει την καππαδοκική σχέση ουσίας και υποστάσεως
ως σχέση έξειδικευόμενου καί εξειδικεύοντος αντίστοιχα· κατά τον Γρηγόριο Νύσσης («Έπιστ.» 38,3,8-12, έκδ. Υ. Courtonne, «Saint Basile, Lettres», όμ. I. Texte établi et traduit, Paris, Les Belles Lettres, 1957: 82-83), η υπόστασις ή πρόσωπον «περιγράφει», συγκεκριμενοποιώντας σε ένα άτομο «το κοινόν τε και απερίγραπτον» της καθ' εαυτήν «αορίστου της ουσίας εννοίας». Είναι σαφές, ότι το «απερίγραπτον» αποτελεί γνώρισμα όχι της υποστάσεως ή προσώπου αλλά της ουσίας, νοούμενης per se (πρβλ. Λεοντίου Βυζαντίου, «Κατά Νεστοριανών» II1, PG 86: 1529D: «...διορισμός των αδιορίστων ουσιών»).
19
ορολογίας για το τριαδικό δόγμα, η οποία καθιερώθηκε με την Β' Οικουμενική Σύνοδο. Έτσι, ο λατινικός όρος "substantia', μεταφράζεται πλέον στα Ελληνικά όχι ως υπόσταση, αλλά ως ουσία ή φύση. Απ' την άλλη μεριά όμως, ο όρος «υπόσταση» μεταφέρεται τώρα για να εξισωθεί, να ταυτισθεί, με τον όρο «πρόσωπο». Και ο όρος «πρόσωπο», κατ' αυτόν τον τρόπο, παύει πλέον να έχει την έννοια που του έδινε ο Σαβέλλιος. Διότι, τρία πρόσωπα πλέον δεν σημαίνει τρεις μάσκες. Αφού το πρόσωπο ταυτίζεται με την υπόσταση, σημαίνει πλέον τρία όντα. Ένας όρος όπως η υπόσταση, που είναι οντολογικός, ταυτίζεται με έναν όρο, όπως το πρόσωπο, ο οποίος δεν υπήρξε ποτέ οντολογικός όρος, αλλά υπήρξε και δηλώνει πάντα μία σχέση την οποία προσθέτουμε στο ον. Από τους Καππαδόκες Πατέρες και εξής, ο Θεός είναι Ένας ως προς την ουσία ή τη φύση, και είναι Τρεις ως προς τα Πρόσωπα ή τις Τποστάσεις.
20
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΫ ΠΡΟΣΩΠΟΥ
1. Εισαγωγικά Οντολογία κατ' αρχάς σημαίνει λόγος για το όν, η προσπάθεια του ανθρώπινου πνεύματος να αρθρώσει λόγο για την ύπαρξη. 29 Με τη λέξη πρόσωπο, σημειώνει ο Γιανναράς, «προσδιορίζουμε μία αναφορική πραγματικότητα», 30 μία πραγματικότητα σε αναφορά. Η λέξη είναι σύνθετη αποτελούμενη από την πρόθεση πρός και το ουσιαστικό ωψ (γενική . ωπός) 31 και σχηματίζουν τη σύνθετη έννοια πρός - ωπον, που σημαίνει έχω την όψη στραμμένη προς κάποιον ή προς κάτι, είμαι απέναντι σε κάποιον ή κάτι. Το πρόσωπο, ορίζει μία αναφορά και σχέση: «είναι έναντι τινός». 32 Παρ' όλο που αντιπροσωπεύει μία ατομικότητα, αυτή η ατομικότητα είναι πάντα σε αναφορά, μία δυναμική πραγματοποίηση σχέσης. Όλοι οι άνθρωποι έχουμε σκέψη, κρίση,
«Οντολογία, σημαίνει, λόγος περί του όντος, δηλαδή ένας λόγος, μια ερμηνεία για το υπαρκτό, για ότι υπάρχει. Η οντολογία μελετάει τα υπαρκτά ως προς την ιδιότητά τους να υπάρχουν, δηλαδή, τι σημαίνει να υπάρχει κάτι και τι σημαίνει να μην υπάρχει.Τι σημαίνει ύπαρξη»:άπόσπάσμά από μαγνητοφωνημένη συνέντευξη του Χρήστου Γιανναρά, για την παρουσίαση του βιβλίου του «Το Πρόσωπο και ο Έρως», στη Θεολογική Σχολή του Βελιγραδίου στις 29 Οκτωβρίου 2009,πηγή: http://nikopoulos.blogspot.com, «Οντολογία, λέμε τον λόγο η το ερώτημα για το πραγματικό, το βήμα εξόδου στή διακινδύνευση τής σχέσης», βλ. ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Σχόλιο στο Ασμα Ασμάτων,ΜθΓ^άθ. 29
31
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως ,σελ 19. Βλέπε Δ.ΔΗΜΗΡΑΚΟΤ, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης. Τόμος Θ' σελ. 8056.
32
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως, σελ 19.
30
21
φαντασία κ.α, τονίζει ο Γιανναράς, όμως κάθε άνθρωπος σκέφτεται, κρίνει, φαντάζεται, ενεργεί με τρόπο μοναδικό, ξεχωριστό και ανεπανάληπτο. Αυτή είναι η ετερότητα του προσώπου, η μοναδικότητά του. Για τον Γρηγόριο Νύσσης, το πρόσωπο είναι «συνδρομή των περί εκαστον ιδιωμάτων, τό ιδιάζον τής εκάστου υπάρξεως σημεϊον» 33 και η ουσία είναι το γενικό, το είδος, η κοινότητα των γνωρισμάτων, καθώς «ή ουσία εις ετερότητα τινα φύσεως ου διαμερίζεται». 34 Το πρόσωπο σαν απόλυτη ετερότητα, μπορεί να βιωθεί ως γεγονός σχέσης και μάλιστα μοναδικής και ανεπανάληπτης. Ο χαρακτήρας της ετερότητας, είναι εξ ορισμού αναφορικός, δηλαδή, προσδιορίζεται πάντοτε εν «σχέσει». Η παράμετρος της σχέσης, αποκαλύπτει την ετερότητα του προσώπου «και του τρόπου με τον οποίο είναι τα όντα». Στο πρόσωπο, αναφέρονται οτιδήποτε «είναι» σε σχέση, η οποία αυτή σχέση αποκαλύπτει και την ετερότητα του προσώπου. 35 Για
τον
Γιανναρά,
ο
τρόπος
υπάρξεως 36
του
προσώπου,
είναι
αντικειμενικά απροσδιόριστος, μοναδικός και ανεπανάληπτος, γιατί ως απόλυτη ετερότητα «διαφοροποιεϊται από οτιδήποτε συλλαμβάνεται μέ τή νόηση ως ον καθεαυτό», 37 ως κοινότητα γνωρισμάτων δηλαδή που συγκεφαλαιώνουν τη φύση. Ο μόνος τρόπος προσδιορισμού του είναι η βιωματική σχέση με αυτό. Το πρόσωπο και τα όντα, είναι οι όροι μίας
ΓΡΗΓΟΡΙΟΤ ΝΤΣΣΗΣ, Περί διαφοράς ουσίας και υποστάσεως 5,Migne Ρ.ϋ. 32,336,βλ. ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως ,σελ 31. 33
ΓΡΗΓΟΡΙΟΤ ΝΤΣΣΗΣ ,Επιστ. 24 ,Migne Ρ.ϋ. 46,1089 ΟΈκδοση ϋ. Pasquali ,σελ 76,16- 17,βλέπε ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως ,σελ 32. 34
ΧΡ.ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως ,σελ 33. «Κατά τόν του πώς υπάρχειν καί υφεστάναι λόγον· ου κατά διαίρεσιν η αλλοτρίωσιν η τόν οίονουν μερισμόν», ΜΑΞΙΜΟΤ Ομολογητού, Μυσταγωγία, Ρ.ϋ. 91, 701Α, βλ.
35
36
37
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως ,σελ 33. 22
σχέσης, η οποία συνιστά το οντολογικό πρόβλημα38 , το ερώτημα για τα όντα και το Είναι. 39
2. Η καθολικότητα του προσώπου Στην εκστατική του φορά το πρόσωπο δηλαδή την προσωπική ετερότητά του, 40 διαφοροποιείται σύμφωνα με τον Γιανναρά από την αναφορική παρουσία των όντων, την ατομικότητα, με μέτρο διαφοροποίησης την καθολικότητα. 41 Ο λόγος της ετερότητας του προσώπου συγκεφαλαιώνει για το συγγραφέα, τον «καθόλου» (συνολικό) τρόπο της ύπαρξης, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο είναι η ύπαρξη και η αναφορική παρουσία των όντων απλώς ορίζει τα όντα ως φαινόμενα, ως ατομικότητες, που φανερώνονται στα όρια της προσωπικής σχέσης. Κάθε πρόσωπο είναι η δυνατότητα καθολικής φανέρωσης του τρόπου, με τον οποίο είναι η ανθρώπινη ύπαρξη, κάνει υπόσταση το είναι, το συνιστά ως υπαρκτική πραγματικότητα. Δεν υπάρχει Θεότητα ή ανθρωπότητα έξω από τις υπαρκτικές της υποστάσεις, δηλαδή από τα πρόσωπα. 42 Προσδιορίζοντας την καθολικότητα του προσώπου, απαντάμε και στο ερώτημα για τη φύση
43
του ανθρώπου. Η προσωπική ετερότητα
Για τον Γιανναρά, το οντολογικό πρόβλημα «συγκεφαλαιώνεται καί εξαντλείται στήν πραγματικότητα του προσώπου (γλωσσικά Απερίγραπτη πάντοτε), πού είναι ή μοναδική δυνατότητα γιά τή φανέρωση τής ουσίας, ο τρόπος υπάρξεως τής ουσίας», στο ίδιο σελ 227. 38
Στο ίδιο, σελ 34. «Ή ετερότητα Ασφαλώς είναι ο τρόπος μέ τόν οποίο υποστασιάζεται (συγκροτείται σέ υπόσταση ) ή Ατομική «ύπαρξη κάθε έμβιου ύπαρκτοϋ.,.τό ξεχωριστό τής Ανθρώπινης προσωπικής ετερότητας είναι Οτι δηλώνεται( είτε σωματικά είτε μέ ψυχικά ενεργήματα) ως ενεργός υποκειμενική ταυτότητα, δηλαδή ως ενεργούμενη κλήσης σέ σχέση, ως Αποτύπωμα καί ετοιμότητα Αθλήματος σχέσεων..ή φυσιογνωμική έκφραση(βλέμμα, χαμόγελο), οί χειρονομίες, ή χροιά της φωνής, ή χάρη τής κίνησης είναι Αποτυπώματα καί ενεργά σημαίνοντα προσωπικής ετερότητας..»,ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το αίνιγμα του κακού,σελ 248. 39 40
41 42
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως ,σελ 41. ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Χάιντεγγερ και Αρεοπαγίτης,σελ 109.
Σύμφωνα με το Μάξιμο τον Ομολογητή οι έννοιες φύση και ουσία είναι ταυτόσημες, όπως είναι ταυτόσημες και οι έννοιες πρόσωπο και υπόσταση: «Ταυτόν μέν ουσία και φύσις· ταυτόν δέ πρόσωπον καί υπόστασις», ΜΑΞΙΜΟΤ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΤ, Επιστ.15, Migne 43
23
υπερβαίνει τα αντικειμενικά ιδιώματα και γνωρίσματα του είδους, επομένως, δεν προσδιορίζεται από τη φύση του, αλλά αντίθετα, το πρόσωπο είναι αυτό που την προσδιορίζει.
44
Το πρόσωπο προηγείται οντολογικά έναντι της ουσίας η φύσης, όχι σαν μια αυτοσυνειδησία που αυτοπροσδιορίζεται, πριν προλάβει να προσδιοριστεί από οποιαδήποτε καθολική έννοια, αλλά είναι «ή ύπαρξη τής φύσης.. ή φύση είναι τό περιεχόμενο τοϋ προσώπου».45 Θα λέγαμε ότι, το πρόσωπο είναι αυτό που φανερώνει τη φύση, «ή δυνατότητα καθολικής φανέρωσης τοϋ λόγου τοϋ Είναι». 46 Αλλωστε το ότι το όν προηγείται της ουσίας τέθηκε καίρια από τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, ερμηνεύοντας το διάλογο που είχε ο Μωυσής με τον Θεό στο όρος Σινά. 47 Συνεπώς, «τό Ανθρώπινο πρόσωπο δέν είναι τμήμα τοϋ Ανθρώπινου οντος, τής «ουσίας η φύσεως, Αλλά ή ύπαρξη της φύσεως». 48 Η έκσταση, σημαίνει την αυτομετάθεση από το αυτονόητο των νοητικών συνειδησιακών συλλήψεων, της αντικειμενικής συμβατικότητας, την έξοδο από τη δεδομένη κοινή κατανόηση των αντικείμενων ουσιών, την καθολική υπαρκτική σχέση. Σημαίνει μία δυναμική αυθυπέρβαση, η οποία ορίζει την προσωπική ετερότητα και ταυτόχρονα «περιέχει» την καθολική φύση ως υπαρκτική πραγματικότητα. Η ολοκλήρωση της έκστασης αυτής, για το Γιανναρά, P.G.91,549 B, βλ. ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως, σελ 42, «Φύση είναι ή πρώτη ονομασία τοϋ Είναι, ό λόγος τοϋ Είναι», στο ίδιο σελ 48. «Ούσία μέν γάρ αύτό τό είναι μόνον δηλοι. Ύπόστασις δέ ού μόνον το είναι δηλοι,αλλά καί τό πως εχειν καί το όποιόν τι είναι παρίστησι», ΘΕΟΔΩΡΟΥ πρεσβυτέρου της Ραϊθού, Προπαρασκευή, Analecta Patristica (Orientalia Christiana Analecta) Rome 1938, σελ.204,10, 16, βλ. ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως, σελ 42. 44
Στο ίδιο, σελ 44-45. Στο ίδιο, σελ 49. 47 «Και τω Μωϋςή δέ χρηματίζων ό Θεός ούκ είπεν εγώ είμι ή ούσία, αλλ' εγώ είμι ό ων· ού γάρ εκ τής ούσίας ό ων, αλλ' εκ τοϋ οντος ή ούσία· αύτός γάρ ό ων ολον εν έαυτω συνείληφε το είναι»,ΓΡΗΓΟΡΙΟΤ ΤΟΤ ΘΕΟΛΟΓΟΤ, Λόγος 45,3 -Migne P.G. 36, 625C, βλ. Τπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3, 2-12, έκδοση Π.Χρήστου, τόμος Α', σελ 666, ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, «Περί απυροβλήτου πτώματος ή αποκλίσεων υπαρξιστικών και περσοναλιστικών», στο περιοδικό Σύναξη, τεύχος 37 (Ιανουάριος -Μάρτιος 1991),σελ 44.
45 46
48
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως, σελ 44. 24
είναι ο έρως, η αμοιβαία αγαπητική αυτοπροσφορά : «το κατόρθωμα της αυθυπέρβασης να βγείς από το εγώ για να αποδεχθείς τον άλλον». 49 Αυτό, συνιστά από μόνο του μία κλήση σε σχέση. Τπάρχει κανείς, επειδή ανταποκρίνεται σε μια σχέση ελευθερίας και αγάπης. Για τον ίδιο, η ερωτική έκσταση μέσα στα πλαίσια της ατομικότητας, παρ' όλο που σαν μία φυσική αναγκαιότητα αποβλέπει στην αυτοσυντήρηση της φύσης, μέσω της διαιώνισης του είδους, είναι ένα γεγονός υπαρκτικής έκστασης, που δηλώνει την υπαρκτική ανάγκη του ανθρώπου να υπερβεί «τή χρονική συνέχεια καί τή φυσική φθορά». 50 Επειδή, όμως, η ατομική ύπαρξη εξ-ίσταται στα όρια της φύσης, εξαντλεί αυτήν την ερωτική έκσταση στη τεκνογονία. Παρ' όλα αυτά όμως, δεν μπορεί να παραβλέψει το γεγονός ότι, αυτή η ερωτική έκσταση είναι προυπόθεση της προσωπικής καθολικής αναφοράς, εφ'όσον το πρόσωπο δεν μπορεί να λογιστεί ξεχωριστά από τη φύση. Για τον Μάξιμο τον Ομολογητή, η φυσική αυτή προυπόθεση της αγαπητικής δύναμης του ανθρώπου, βρίσκεται στη δύναμη της επιθυμίας. 51 Αυτή η επιθυμία του Μάξιμου, αναφέρεται στο νου του ανθρώπου, που σημαίνει τις προσωπικές δυνατότητές του.
52
Στο επίπεδο της οντολογίας τώρα, ο Γιανναράς διακρίνει ακόμη δύο εκδοχές ερμηνείας της φύσης: την οντική και την οντολογική. Στην οντική θεώρηση της ουσίας, το πρόσωπο αντιμετωπίζεται σαν ένα κομμάτι της φύσης(άτομο),ενώ στην οντολογική -υπαρκτική ερμηνεία της, τό πρόσωπο
Συνέντευξη από την παρουσίαση του βιβλίου «Το Πρόσωπο και ο Έρως» στη Θεολογική Σχολή του Βελιγραδίου στις 29 Οκτωβρίου 2009,πηγή: http://nikopoulos.blogspot.com. 49
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως, σελ 189-190. «Δίχα τής κατ' επιθυμίαν δυνάμεως, ου συνίσταται πόθος, ου τέλος εστίν ή Αγάπη, τό γάρ εραν τινος, ίδιον εστιν επιθυμίας. Καί δίχα θυμικής δυνάμεως, νευρούσης τήν επιθυμίαν πρός τήν τοϋ ήδέος ενωσιν, ουδαμώς γίνεσθαι πέφυκεν ειρήνη· είπερ Αληθώς ειρήνη εστίν ή Ανενόχλητος καί παντελής τοϋ καταθυμίου κατάσχεσις», ΔΙΟΝΤΣΙΟΤ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΤ, Κεφάλαια θεολογικά ΙΙ, Ρ.ϋ. 90.1248 ΟΌ, βλ. ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως, σελ 190. 50 51
52
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως, σελ 191. 25
είναι ή μοναδική δυνατότητα τοϋ «είναι- εναντι»- απέναντι στά οντα αλλά καί στήν Ιδια του τή φύση. 53 Επειδή τα όντα, «φαίνονται» στα όρια ενός προσωπικού γεγονότος, δηλαδή μιας σχέσης, που αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο είναι τα όντα, ο ορισμός τους αποκτά ένα περιεχόμενο προ- συνειδησιακής επίγνωσης. Αυτό σημαίνει ότι τα όντα φαίνονται στα πλαίσια ενός προσωπικού γεγονότος, της σχέσης δηλαδή, και όχι απλά ως χρονικότητα στην απόσταση της οντικής ατομικότητας. 54
3. Διάκριση φύσεως και ενεργειών Η φύση διακρίνεται από τον ειδοποιό χαρακτήρα της, τη φυσική ενέργεια. 55 Αυτή η διάκριση για τον ίδιο είναι πραγματική, γιατί ο μόνος τρόπος να γνωρίσουμε τη φύση, είναι οι εκδηλούμενες ενέργειες, που «είδοποιοϋν γιά τή φύση, χωρίς νά ταυτίζονται μέ αύτήν».
56
Η φύση δεν μπορεί να χωριστεί από την
ενέργεια και η ενέργεια από τη φύση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ταυτίζονται, όπως προαναφέραμε. Με τον ίδιο τρόπο, η δυνατότητα της φύσης να «ίσταται εκτός εαυτής», δηλαδή να γίνεται προσιτή και μεθεκτή ως προσωπική μοναδικότητα και ανομοιότητα, δεν μπορεί να ταυτιστεί με τη φύση, γιατί είναι « ή ενέργεια τής φύσεως». 57 Η φύση, παρ' όλο που διακρίνεται σε ενέργειες και πρόσωπα, δεν μπορεί να χωριστεί, να τεμαχιστεί σ' αυτά, γιατί οι ενέργειες και τα πρόσωπα δεν είναι μέρη της φύσης, αλλά «ό τρόπος υπάρξεως τής φύσεως».
58
Στο ίδιο, σελ 46-47 Στο ίδιο, σελ 33. 55 ΓΡΗΓΟΡΙΟΤ ΝΤΣΣΗΣ, Αποσπάσματα, F.Diekamp, Analecta Patristica(Orientalia Christiana Analecta 117) Rome 1938, σελ, 14.4:«Ένεργείας χωρίς ούτε εστίν ούτε γινώσκεται φύσις», βλέπε ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως,σελ 81. 53 54
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως, σελ 81. ΙΩΑΝΝΟΤ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΤ, Περί πίστεως ορθοδόξου,ΝΘ', Έκδοση Bon.KOTTER (W.de Gruyter) 1973. Σελ.144: «Ενέργεια μέν γάρ εστιν ή ούσιώδης τής φύσεως κίνησις, ενεργητικόν δέ ή φύσις, εξ ης ενέργεια πρόεισι», βλέπε ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως, σελ 86. 56 57
58
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως, σελ 87. 26
Ακολουθώντας το Μάξιμο τον Ομολογητή, ο Γιανναράς, σημειώνει ότι μπορούμε να ξεχωρίσουμε δύο μορφές ενέργειας της φύσης: α) την ομογενή και β) την ετερογενή. Ομογενής ενέργεια, είναι αυτή που φανερώνεται με τη φύση αυτού που ενεργεί, ενώ ετερογενής, είναι αυτή που φανερώνεται μέσα από ετερογενείς ουσίες ως προς τη φύση αυτού που ενεργεί. 59 Η ομογενής ενέργεια, αναφέρεται στην αγαπητική δύναμη και την «ερωτική εκστατική αυτοπροσφορά, στα όρια τής οποίας γνωρίζεται και γίνεται μεθεκτή ή υπαρκτική άλήθεια τοϋ άνθρώπου..»
60
και
ερμηνεύει το σώμα, ως την κατεξοχήν προσωπική διαφοροποίηση των φυσικών ενεργειών 61 και δυνατότητα συνάντησης και κοινωνίας της κτιστής ενέργειας της ανθρώπινης ουσίας, με την άκτιστη ενέργεια της Χάρης του Θεού. 62 Η Χάρη, είναι ομογενής ενέργεια του Θεού και ετερογενής των κτισμάτων. Η φανέρωση της ενέργειας του ανθρώπου μέσα από ουσίες ετερογενείς από αυτήν του ανθρώπου, αναφέρεται στα διάφορα
ΜΑΞΙΜΟΤ, Περί διαφόρων αποριών, Ρ.ϋ. 91, 1265Ό-1268 ΑΒ : «Δύο καθόλου τάς ενεργείας είναι φασιν εν τοϊς ονσι, μίαν μέν την προάγουσαν εκ τών όντων φυσικώς τά ομογενή καί ομοούσια και εαυτοϊς πάντη ταυτά...Την δέ ετέραν ενέργειαν φασιν είναι τών εκτός Απεργαστικήν, καθ' ην περί τι τών έξωθεν και ετεροουσίων ενεργών τις ετερον τι τής ιδίας ουσίας, Αλλότριον εκ προϋποκειμένης ύλης τινός καρασκευάζει. Ταύτην δέ τήν ενέργειαν ταϊς τέχναις επιστημονικώς συγκεϊσθαι φασι», βλέπε ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως, σελ 90. 59
60
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως , σελ 91.
«Μία γάρ τις εστι δύναμις, αυτός ο εγκείμενος νοϋς, ο δι' εκάστου τών αισθητηρίων διεξιών καί τών όντων επιδρασσόμενος. Ούτος θεωρεϊ διά τών οφθαλμών τό φαινόμενον. Ούτος συνιεϊ διά τής Ακοής τό λεγόμενον, Αγαπα τε το κατενθύμιον καί τό μή καθ' ήδονήν Αποστρέφεται, καί τη χειρί χρήται πρός ό,τι βούλεται», ΓΡΗΓΟΡΙΟΤ ΝΤΣΣΗΣ, Περί κατασκευής του ανθρώπου. ΣΤ', Ρ.ϋ. 44,140, βλέπε ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως, σελ 92. 61
«Λαβών γάρ φησίν, ο Θεός χοϋν Από τής γής, τον ανθρωπον έπλασε. Και διά τής ιδίας εμπνεύσεως τω πλάσματι τήν ζωήν ενεφύσησενως αν συνεπαρθείη τώ θείω τό γήινον, καί μία τις κατά τό ομότιμον διά πάσης τής κτίσεως ή χάρις διήκει, τής κάτω φύσεως πρός τήν υπερκόσμιον συγκιρναμένης», ΓΡΗΓΟΡΙΟΤ ΝΤΣΣΗΣ, Λόγος Κατηχητικός ΣΤ', Ρ.ϋ. 45, 27Ό-28Α, βλέπε ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως, σελ 92. 62
27
ανθρώπινα δημιουργήματα της σοφίας, της τέχνης και της δύναμής του. 63 Πάντως, και οι δύο μορφές ενέργειας, προσθέτει ο Γιανναράς, αποκαλύπτουν τον τρόπο, με τον οποίο υπάρχει η φύση. Γράφει σχετικά : «..η μοναδικότητα καί άνομοιότητα κάθε άνθρώπινου σώματος, όπως καί ή άπόλυτη ετερότητα κάθε ερωτικού γεγονότος, όπως καί ή διαφοροποίηση της «ποιητικής» έκφρασης - τής μουσικής λ.χ. τού Bach άπό τή μουσική τού Mozart ή τής ζωγραφικής τούΎαη Gogh άπό τή ζωγραφική τού Goya διακρίνει τή φύση χωρίς νά τή διαιρή, άποκαλύπτει τόν τρόπο μέ τόν οποίο είναι η φύση - αύτός ο τρόπος είναι ή προσωπική ενικότητα και ετερότητα». 64
4. Ανθρωπολογικές προϋποθέσεις Για τον ίδιο το συγγραφέα, αυτό που διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τις άλλες
μορφές
ύπαρξης,
«ή
είναι
αύτοσυνειδησία
καί
ή
ετερότητα». 65
Αυτοσυνειδησία, είναι η βεβαιότητα που έχει ο άνθρωπος ότι υπάρχει, ότι είναι αυτός που υπάρχει, ένα ον με ταυτότητα που τον διαφοροποιεί από κάθε άλλο ον. Αυτή η διαφοροποίηση είναι η ετερότητα. Ακόμη, η ανθρώπινη ύπαρξη, ξεχωρίζει από την υπόλοιπη δημιουργία, για τον λόγο ότι μόνο αυτή έχει τρία βασικά
γνωρίσματα:
πρώτον,
ο
άνθρωπος
προσλαμβάνει
την
έναντι
πραγματικότητα ως λογική προς αυτόν άναφορά, δεύτερον, παράγει λογική αναφορά που συγκροτεί έλλογη σχέση με την έναντι πραγματικότητα και τρίτον, μπορεί
να
συγκροτήσει
λογική
σχέση
ελεύθερη
από
προκαθορισμούς
αναγκαιότητας χώρου καί χρόνου. 66 Αυτά τα τρία γνωρίσματα, για τον Γιανναρά, (ή κατεξοχήν
«Ενέργεια δέ του ανθρώπου ή οίκία καί τό πλοιον», ΓΡΗΓΟΡΙΟΤ ΝΤΣΣΗΣ Κατά Ευνομίουΐ, P.G. 45, 381 B- Έκδοση Jaeger, τόμος I, 149, 12-13, βλ. ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως, σελ 92. 63
65
Στο ίδιο. ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Αλφαβητάρι της πίστης, σελ 52.
66
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Ρητό και το άρρητο, σελ 68-69.
64
28
αυτά), συγκροτούν τή σημασία του γλωσσικού σημαίνοντος πρόσωπο= ύπαρξη προσωπική. Όλη η ανθρώπινη φύση μπορεί να προσδιοριστεί αντικειμενικά (θέληση, νόηση, λόγο κ.λ.π).Το κάθε όμως ανθρώπινο πρόσωπο για τον συγγραφέα, διαλέγεται, κοινωνεί, με τρόπο μοναδικό και ανεπανάληπτο. Έτσι, το πρόσωπο δεν είναι άτομο, ένα κομμάτι, τμήμα δηλαδή της ανθρώπινης φύσης, αλλά η δυνατότητα συγκεφαλαίωσης της φύσης σε γεγονός αυθυπέρβασης. Το πρόσωπο, γίνεται γνωστό σε εμάς με την αγάπη, με το να κατορθώσουμε να το αποδεχθούμε καθολικά, χωρίς να προβάλλουμε στον άλλο ατομικές προτιμήσεις, απαιτήσεις ή επιθυμίες.67 Δεχόμαστε
τον
άλλο
ως
προσωπική
ετερότητα,
η
οποία
ολοκληρώνεται στην ερωτική αυθυπέρβαση και αυτοπροσφορά. Ο τρόπος ύπαρξης του κάθε προσώπου λοιπόν είναι αντικειμενικά απροσδιόριστος, μοναδικός, και ο μόνος τρόπος προσδιορισμού του, είναι η βιωματική σχέση με το πρόσωπο αυτό.
5. Πρόσωπο και χώρος Η συνείδηση του χώρου, γράφει ο Γιανναράς, είναι η συνείδηση του άλλου. 68 Αυτό το άλλο τοποθετείται «έναντι» και ορίζει μία αναφορική σχέση «εντός» της διάστασης του χώρου. Επειδή το πρόσωπο είναι η μοναδική δυνατότητα να είναι έναντι των όντων, η δυνατότητα αυτή πραγματοποιείται εν χώρω. Έτσι ο χώρος, εξηγεί, γίνεται γνωστός σε εμάς, ως συνάρτηση της προσωπικής αναφοράς, ως γεγονός σχέσης. Μία θεώρηση της προσωπικής σχέσης, αυτή δηλαδή του αντικειμενικού παρατηρητή, αντικειμενοποιεί τον χώρο, ορίζοντας μία απόσταση ανάμεσα στους δύο όρους μιας σχέσης και ταυτόχρονα τους δίνει όρια,
Συνέντευξη από την παρουσίαση του βιβλίου «Το Πρόσωπο και ο Έρως» στη Θεολογική Σχολή του Βελιγραδίου στις 29 Οκτωβρίου2009, πηγή: http://nilcopoulos.blpgspot.03m. 67
68
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως , σελ 147. 29
τους ορίζει. Ο χώρος γίνεται το μετρητό μέγεθος των όντων, χάνοντας τελείως τον χαρακτήρα του προσωπικού «έναντι» της δυναμικής εκστατικής αναφοράς. Ο
χώρος
της
προσωπικής
σχέσης
είναι
αδιάστατος,
δηλαδή
μετρητά
απροσδιόριστος. Αυτός ο αδιάστατος χώρος της προσωπικής σχέσης, επισημαίνει ο Γιανναράς, βρίσκει την ολοκλήρωσή του, σ'αυτό που καλούν οι Πατέρες, « αγαπητική αλληλοπεριχώρηση των Προσώπων της Αγίας Τριάδας», και με το στόμα του Μάξιμου του Ομολογητή και του ευαγγελιστή Ιωάννη αντίστοιχα : ο Θεός είναι «τό όλον τον έρωτος» 69 « ο έρως αυτός εστίν ή Αγάπη, γέγραπται δέ ότι ο Θεός Αγάπη εστί». 70
6. 0 χρόνος στην αδιάστατη διάσταση του προσώπου Όσον αφορά το χρόνο, ο ορισμός του επιβάλλει την παραπομπή σε μία από τις θεμελιώδεις θέσεις του Γιανναρά: τη δυνατότητα του προσώπου να ανασύρει, μέσω της προσωπικής σχέσης, το αντι-κείμενο, από τη λήθη στην α-λήθεια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο χρόνος, ως σειρά μετρήσιμων σημείων, αποτυπώνει τις μεταβολές που λαμβάνουν χώρα στην εκστατική σχέση. Αντίθετα, η τελευταία, η σχέση του προσώπου με τα όντα και η αποκάλυψη της ουσίας τους, είναι αυτό που καθορίζει το χρόνο. Τα όντα είναι παρουσία χρόνου, μόνο κατά την αποκάλυψή τους, την παρουσία τους στο χώρο της α-λήθειας.71 Ο θάνατος, δε, αποτελεί μέγιστη υποταγή στο χρόνο, καθόσον βεβαιώνει τη διαρκή μεταβολή και τη θνητότητα του προσώπου, η οποία δεν έχει τελεολογικό χαρακτήρα, αλλά αποκαλύπτει τη συνεχή περατότητα. Όπως αναφέρει ο ίδιος, :«ή έκσταση τής ύπαρξης συγκεφαλαιώνεται στό
ΜΑΞΙΜΟΤ ΤΟΤ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΤ, Σχόλια εις το περί θείων Ονομάτων, 4, 17-Ρ.ϋ. 4,269 αΌ, βλέπε ΧΡ.ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως , σελ 161. 69
ΑΊωάν. 4, 16. «Ό χρόνος, έτσι, ερμηνεύεται ως ή κατανόηση τον είναι- χωρίς χρόνο δέν νοεϊται τό είναι καί χωρίς είναι δέν νοεϊται ο χρόνος», ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως, σελ.181.
70
71
30
γεγονός τού θανάτου, ο θάνατος είναι η δυνατότητα συνολικής εκστατικής άναφοράς τής ύπαρξης- άναφοράς στό μηδέν τής όντικής άτομικότητας, έκστασης άπό τό είναι στό μηδέν». 72 Εξαιρέσεις της χρονικής περατότητας, αποτελούν το έργο τέχνης
73
αλλά και κάθε αληθινή ερωτική κοινωνία, και αυτό επειδή ο έρωτας υπερβαίνει τα όρια της ατομικότητας και της αναπόφευκτης φθοράς: «Ό έρως είναι ή φανέρωση τής προσωπικής καθολικότητας καί τού άδιάστατου παρόντος τής προσωπικής άμεσότητας», 74 σημειώνει, και το παρόν αυτό είναι πάντα ένα γεγονός παρουσίας, την οποία μόνο συμβατικά μπορεί να μετρήσει ο χρόνος. Αυτό συμβαίνει, εξηγεί, γιατί η διάρκεια αυτή είναι βιωματική και, ως τέτοια, δεν εξαρτάται από την συμβατική μέτρηση του χρόνου. Ο χρόνος π.χ. μιας ερωτικής συνάντησης, μπορεί να είναι ο ίδιος με την αναμονή ενός τραίνου, ή της εκτέλεσης ενός ανιαρού καθήκοντος, διαφέρουν όμως ως προς τη διάρκεια. Μία πρώτη εμπειρία του αδιάστατου χρόνου της προσωπικής αμεσότητας, είναι η Ευχαριστία, όπου δεν μετριέται αντικειμενικά ο χρόνος, αλλά μετράει ο χρόνος την προσωπική σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο και τον Θεό. Η Ευχαριστία, για τον Γιανναρά, «άναιρεϊ τή συνέχεια καί τή φορά, άλλά καί τήν περατότητα τής «στιγμής», μεταμορφώνοντας τήν άτομική επιθυμία ύπαρκτικής επιβίωσης σέ ερωτική πληρότητα διαρκείας, σέ άδιάστατο παρόν κοινωνίας, σέ άμεσότητα προσωπικής Παρουσίας». 75 Το πρόσωπο, ακόμη, δεν μπορεί να ακινητοποιηθεί σε κάποια δεδομένη χρονική στιγμή της ζωής του. Ένα βρέφος που δεν «καταλαβαίνει» ακόμη, ή ένας ώριμος άνθρωπος ή ένας γέρος, είναι το
Στο ίδιο, σελ.185. «Ή ανθρώπινη ύπαρξη τού ζωγράφου Van Gogh είναι μιά συνέχεια ζωής τριανταεφτά χρόνων. Ωστόσο, ο Van Gogh "ύπάρχει" οπωσδήποτε καί πέρα άπό τά χρονικά αύτά όρια, είναι μιά προσωπική παρουσία πού ύπερβαίνει τή χρονική περατότητα της άτομικότητας καί διαρκεί ως καθολική εκστατική φανέρωση σε κάθε καλλιτεχνικό του δημιούργημα, δηλαδή σέ κάθε φανέρωση τής προσωπικής του ενέργειας», στο ίδιο σελ.187. 72 73
74 75
Στο ίδιο, σελ.192. ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η ελευθερία του ήθους, σελ 133-134. 31
ίδιο πρόσωπο απέναντι στον Θεό. Αυτό που συνιστά τον άνθρωπο ως υπόσταση, δεν είναι οι ψυχοσωματικές του λειτουργίες, αλλά η «σχέση του» 76 με τον Θεό. Μέσα από το πρίσμα αυτό, η αιωνιότητα δεν είναι ο υλικός χρόνος σε μια ατελείωτη προέκταση, αλλά το παρόν της προσωπικής σχέσης, το αδιάστατο γεγονός της αγαπητικής κοινωνίας, δηλαδή εκείνος ο τρόπος υπάρξεως που αποκαθιστά τον άνθρωπο στη πληρότητα της προσωπικής του αλήθειας, πέρα από κάθε περιορισμό χρόνου, χώρου και φυσικής φθοράς. Η αμεσότητα της προσωπικής σχέσης δεν είναι ιστορία, αλλά αμεσότητα προσωπικής παρουσίας, αδιάκοπα επίκαιρες δυνατότητες προσωπικής μέθεξης στη ζωή. Για παράδειγμα, με τη Γέννησή του ο Χριστός τέμνει στα δύο την ανθρώπινη ιστορία, διαστέλλοντας δύο αντίθετες στάσεις ζωής : «..τον Θεού Από τον Καίσαρα, τής εγκόσμιας οργάνωσης γιά τήν ευζωία τον Ατόμου Από τήν ελευθερία τής προσωπικής ολοκλήρωσης στά όρια τής Αγαπητικής κοινωνίας». 77
7. Πρόσωπο και κόσμος Συνδέοντας τον κόσμο με το κόσμημα
78
ο Γιανναράς, αναζητά έναν
προσδιορισμό της φυσικής πραγματικότητας. Πριν από οποιαδήποτε αναγωγή του κάλλους
79
σε τρόπο φανέρωσης, αναγνωρίζεται το πλέον οικείο, δηλαδή το
κάλλος, ως εξωτερικότητα, ως φυσική ομορφιά. Ο
76
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Αλφαβητάρι της πίστης, σελ 101.
«Ή Γέννηση τον Χριστού Αναιρεϊ τήν Ιστορία γιατί συγκεφαλαιώνει τό Ανθρώπινο «γίγνεσθαι» στο παρόν τής ύπαρκτικής Αναμέτρησης τον Ανθρώπου μέ τήν Αλήθεια, συγκεφαλαιώνει τή ζωή στήν Αλήθεια καί φανερώνει τήν Αλήθεια ως ζωή...», ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το προνόμιο της απελπισίας, σελ 222. 77
«Ή ϊδια ή λέξη κόσμος- κόσμημα, προσδιορίζει τόν τρόπο μέ τόν οποίο είναι ή φυσική πραγματικότητα, τό πως καί όχι τό τί τής φυσικής Δημιουργίας. Κόσμος, είναι ή «κατά κόσμον» φανέρωση των όντων, μιά κατηγορία κάλλους, καί τό κάλλος σημαίνει προσωπική διαφοροποίηση πού διαπιστώνεται μόνο στά όρια τής σχέσης», ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ Το πρόσωπο και ο έρως, σελ.105. 78
Εκτενέστερα για το κάλλος, βλ. Κάλλος το Άγιον, ΧΡ. ΣΤΑΜΟΤΛΗ, εκδ. Ακρίτας, Θες/νίκη 2004. 79
32
συγγραφέας, δε λησμονεί τον ισχυρό, σχεδόν εξουσιαστικό χαρακτήρα της ομορφιάς. Εντοπίζει όμως τον κίνδυνο, αυτή η οπτική και κατ' επέκταση ψυχική απόλαυση να μετατραπεί σε βασανιστικό βίωμα, καθώς είναι τέτοια η φύση του ανθρώπου, που, όσο έντονη και αν είναι η επιθυμία του για κοινωνία, τον αναγκάζει να ανακαλύπτει συνεχώς την ατέρμονα ανάγκη του για πληρότητα, προσκρούοντας συγχρόνως στην ανικανότητά του να υπερβεί το εγώ και να πληρωθεί μέσω της σχέσης. Η προσωπική σχέση παραμένει ο μοναδικός τρόπος αποκάλυψης του προσώπου, αλλά και ικανοποίησης της ανάγκης του ανθρώπου για κοινωνία με τον κόσμο, με προϋπόθεση την αυτοπροσφορά. Πιο συγκεκριμένα, το κάλλος της δημιουργίας, δεν είναι για τον Γιανναρά μόνον ένα αισθητικό κάλλος που απλά μπορεί να τέρψει τις αισθήσεις. Μπορεί να οδηγήσει σε μία αντικειμενικά απροσδιόριστη «έκπληξη», η οποία είναι μία κλήση σε κοινωνία και σχέση. Η ατομική φύση όμως, δεν μπορεί να ανταποκριθεί σ' αυτήν την κλήση, γιατί τη δέχεται σαν πρόκληση αυτοηδονισμού, λόγω του ότι τείνει να εξαντλεί πάντοτε (η φύση) τη ζωή στα όρια της ηδονής και αυτάρκειάς της. Οι αισθήσεις μας, παρ' όλο που πληροφορούν τον άνθρωπο για τον κόσμο, «εκφράζουν και συγκεκριμενοποιούν για τον ίδιο, «τά άλογα θελήματα τής βιολογικής Ατομικότητας :ή Ακόρεστη δίψα των αισθήσεων για τήν Απόλυτη ηδονή, είναι ή επαναστατημένη τάση τής φυσικής Ατομικότητας νά Απολυτοποιηθή σέ αυτοσκοπό». 80 Γι' αυτό και η εμπειρία του κάλλους και του κόσμου δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια τους, αλλά σε παραποιημένη εικόνα μιας ομορφιάς, ένα φάντασμα, όπως το αποκαλεί ο Ισαάκ ο Σύρος. 81
80
ΧΡ, ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως, σελ 118.
«Ή θεωρία των κτισμάτων, ει καί γλυκεϊα εστίν, Αλλά σκιά εστι τής γνώσεως καί ουκ έστιν ή γλυκύτης αυτής Αφωρισμένη εκ τής των ονείρων φαντασίας»,ΙΣΑΑΚ ΣΤΡΟΤ Τα ευρεθέντα ασκητικά, Επιστολή δ'. έκδοσις Χ. Σπανού, σελ.389, βλ. ΧΡ.ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως , σελ 119. 81
33
Στη κοσμική πραγματικότητα ανακαλύπτουμε, μια ετερότητα λόγου (μοναδικότητα δημιουργικής ενέργειας), που σημαίνει ότι έχουμε την εμπειρία ότι το άκτιστο ενεργεί τον κόσμο και στον κόσμο ως λόγος κλητικός σε λογική σχέση (λόγος που μας καλεί σε έλλογη σχέση μαζί του, σε εμπειρική γνώση/ μετοχή της έτερότητάς του). 82 Ο άνθρωπος, ανακαλύπτει μια κλητική προς αυτόν ετερότητα λόγου (ανάλογη με αυτήν που ανακαλύπτει σ' έναν ζωγραφικό πίνακα ή σε μια μουσική συμφωνία). Αυτό σημαίνει ότι έχουμε τήν εμπειρία ότι το άκτιστο ενεργεί
το
γίγνεσθαι
του
κόσμου
μέ
τρόπο
προσωπικό.
Μπορεί
να
συγκροτήσουμε με το άκτιστο προσωπική σχέση ελεύθερη από αναγκαιότητες προκαθορισμών κτιστότητας ή μη κτιστότητας.83 Σαν κατακλείδα, χρησιμοποιώντας ο άνθρωπος τον κόσμο, καλείται σε μία προσωπική αναφορά και σχέση. Αυτό, αφ' ενός σημαίνει ότι ανακαλύπτει τον προσωπικό Λόγο του Θεού μέσα στην κτίση και αφ' ετέρου ολοκληρώνεται ο ίδιος σαν πρόσωπο, υπερβαίνοντας τους φραγμούς της ατομικότητας. «Ή φύση λογοποιεϊται, φανερώνεται ως προσωπική Ενέργεια τον Θεού, σοφία και δόξα τον Θεον». 84 Μέσα από τη σχέση του αυτή με τον κόσμο, αναδείχνεται η κοσμική διάσταση του προσώπου και η προσωπική διάσταση του κόσμου.
«Ή ετερότητα τον κλητικον λόγου (προκλητική καί ποιητική σχέσης) είναι γιά τήν Ανθρώπινη Αντίληψη-εμπειρία μου Ανάλογη μόνο μέ τήν «κυρίως Ανθρώπινη» λογική- ποιητική ενέργεια τή θελημένη ενεργητική κλήση σέ σχέση πού μον Απευθύνει μέ τόν δημιουργικό του λόγο ένας άλλος άνθρωπος», ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το ρητό και το άρρητο, σελ 68. 82
«Τό άκτιστο καθεαυτό, παραμένει γιά μας, Απερινόητο καί Ακατάληπτο. Ωστόσο μας γίνεται προσιτό Αναφερόμενο σέ μας, μέ τόν δικό μας προσωπικό τρόπο γνώσης-σχέσης (ως προσωπικά ενεργούμενη κλήση σε σχέση). Ό άκτιστος Δημιουργός τον κόσμου ενεργεϊ μέ τρόπο προσωπικό, είναι προσωπικός στήν έμμεση (μέσω τον κόσμου) σχέση του μέ τόν άνθρωπο» Στο ίδιο, σελ 69. 83
84
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το προνόμιο της απελπισίας, σελ 14-15. 34
8. Η ελευθερία του προσώπου έναντι της φύσεως.
Το υπαρκτικό γεγονός τώρα, της σχέσης φύσης-προσώπου, προϋποθέτει και την οντολογική τους διαφορά. Το πρόσωπο, συγκεφαλαιώνει τη φύση ως υπαρκτική πραγματικότητα, χωρίς να την εξαντλεί και, ταυτόχρονα, την υπερβαίνει
ως
εκστατική
ετερότητα,
προσδιορίζει
τη
φύση
χωρίς
να
προσδιορίζεται από αυτήν. Το πρόσωπο αντιπροσωπεύει ένα τρόπο υπάρξεως που, φυσικά, προυποθέτει τη φύση και ταυτόχρονα διαφοροποιείται από αυτή. Η φύση είναι για τον Γιανναρά, και το κακό (της ιδιοτελούς αυτονομίας) και η ευλογία (της αυθυπερβατικής σχέσης). Αυτά τα δύο δεν νοούνται σαν υπαρκτική σχιζοείδεια, αλλά είναι το πεδίο της ελευθερίας μας, ο δεδομένος τρόπος της κτιστής ύπαρξής μας, προικισμένος με την ευλογία να τον υπερβούμε.85 Η δυνατότητα του ανθρώπου να υπάρξει ως πρόσωπο, αποτυπώνεται στο βιβλίο της Γένεσης, στη φράση που περιγράφει τη δημιουργία του από το Θεό: «Καί εποίησεν ο Θεός τόν άνθρωπον, κατ' εικόνα Θεον εποίησεν αυτόν». 86 Με μια άλλη γλώσσα περιγράφει την ίδια αυτή αλήθεια, τονίζει ο Γιανναράς, και ο μεγάλος φιλόσοφος Jean-Paul Sartre, όταν λέει ότι «η ελευθερία ορίζεται ώς η απροσδιοριστία τον νά μήν είσαι τό είναι σου(η φύση σου)- ώς η δυνατότητα τον άνθρώπου νά παράγει τό είναι του, νά τό καθιστά γεγονότητα (facticite), δηλαδή: νά είναι ο ίδιος αύτό πού δεν είναι καί νά μήν είναι αύτό πού είναι». 87 Η οντολογική πρόταση που κομίζει η εκκλησιαστική εμπειρία για τη δυνατότητα του ανθρώπου να υπερβεί τους περιορισμούς της κτιστότητάς του βρίσκεται στο να αντλεί ύπαρξη όχι από τη φύση, αλλά
ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το αίνιγμα του κακού, σελ 120-121. Γεν,1,27. 87 L' Etre et le Neant, Paris (Gallimard) 1943, σελ 121 κ.ε, βλέπε ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το αίνιγμα του κακού,σελ 75. 85 86
35
από τη σχέση με τον Θεό, που καλλιεργείται με την ανταπόκριση του ανθρώπου στην αγάπη του δημιουργού του.88 Κατά συνέπεια ο άνθρωπος είναι ελεύθερος μόνο αντιστρατευόμενος την ίδια του τη φύση. Είναι προικισμένος (ως εικόνα Θεού) με τη δυνατότητα να υπερβαίνει τους δεδομένους περιορισμούς της κτιστής φύσης του και να ομοιωθεί με τον άκτιστο δημιουργό του.89 Αυτή η οντολογική διαφορά προσώπου και φύσεως, σημειώνει ο Γιανναράς, συνιστά την ανθρώπινη ύπαρξη ως συγκεκριμένο υπαρκτικό γεγονός ελευθερίας: «ελευθερίας τον προσώπου έναντι της φύσεως, προσδιορισμού της φύσεως Από τήν προσωπική ετερότητα». 90 Ελευθερία είναι για τον ίδιο, η ακραία δυνατότητα για την αυτοπραγμάτωση ή αυτοαναίρεση του προσώπου. Αυτοαναίρεση του προσώπου, σημαίνει, την εκούσια υποταγή του προσώπου στην απρόσωπη φύση, αυτό που στην εκκλησιαστική γλώσσα ονομάζεται πτώση.
9. Η ανάδυση του προσώπου - η «κατ εικόνα» Θεού δημιουργία του ανθρώπου. Ερμηνεύοντας τον Μάξιμο τον Ομολογητή ο Γιανναράς, σημειώνει ότι η ιδρυτική προϋπόθεση του ανθρώπινου προσώπου, βρίσκεται στην εκστατική κίνηση του Θεού
88
91
ή αλλιώς στον αγαθοεργό έρωτα
92
της θείας
«νά συνιστά τήν ύπαρξη τού άνθρωπου ή ενεργός άγάπη του γιά τόν Θεό καί γιά τά έργα τού Θεού, νά
ύποστασιάζει την ύπαρξη ή έρωτική άνταπόκριση τού άνθρώπου στήν έρωτική οντοποιό κλήση πού τού άπευθύνει ό Θεός. Νά ένεργειται ή ύπαρξη όχι μέ τούς όρους των άναγκαιοτήτων-περιορισμών της φύσης, άλλά μέ τήν έλευθερία τού έκ-στατικού έρωτα», ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το αίνιγμα του κακού, σελ 76. 89 90
Στο ίδιο, σελ 111. ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως, σελ 297.
«Αύτός ό πάντων αϊτιος,δι' ύπερβολήν άγαθότητος έξω έαυτού γίνεται....καί οίον άγαθότητι καί άγαπήσει καί έρωτι θέλγεται. Καί έκ τού ύπέρ πάντα καί πάντων έξηρημένου πρός τό έν πάσι κατάγεται κατ' έκστατικήν ύπερούσιον δύναμιν άνεκφοίτητον έαυτού»,ΑΙΟΝΎΣΙΟΎ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περί θείων ονομάτων, Migne P.G. 3,712 ΑΒ,βλέπε ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως , σελ 61. 91
36
Τπερούσιας Ουσίας να προσφέρεται ως σχέση προσωπικής κοινωνίας. Η σύσταση του ανθρώπινου προσώπου, εντοπίζεται στην ιδιαίτερη βούληση και απόφαση του Θεού για την ξεχωριστή δημιουργία του ανθρώπου, έτσι όπως αποτυπώθηκε στο βιβλίο της Γένεσης: «Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα ημετέραν καί καθ' όμοίωσιν, καί Αρχέτωσαν των Ιχθύων της θαλάσσης καί των πετεινών τον ονρανον καί τών κτηνών καί πάσης της γης καί πάντων των ερπετων των ερπόντων επί της γης». 93 Η δημιουργία του ανθρώπου «κατ εικόνα» του Θεού, εξηγεί ο Γιανναράς, σημαίνει ότι το κτίσμα αυτό διαφοροποιείται από την υπόλοιπη δημιουργία, γιατί πλάστηκε να είναι εικόνα του Θεού μέσα στον κόσμο, δηλαδή «άμεση φανέρωση, εμφάνιση, Αντιπροσώπευσή του». 94 Στη συνέχεια πλάθει ο Θεός τον άνθρωπο με μία ξεχωριστή πράξη: «έπλασεν ό Θεός τόν άνθρωπον, χονν Από της γης, καί ενεφύσησεν εις τό πρόσωπον αντον πνοήν ζωης, καί εγένετο ό άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν». 95 Το να φυσήξει κάποιος στο πρόσωπο του άλλου, ήταν για τους Εβραίους μία συμβολική πράξη. Σήμαινε, ότι μεταδίδει την πνοή του, κάτι από τον εαυτό του και αυτό γιατί η αναπνοή, αφ'ενός μεν είναι η προϋπόθεση της ζωής, και από την άλλη μεριά έχει άμεση σχέση με τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Όλα τα συναισθήματα (χαρά, φόβος, οργή, περηφάνεια κ.α), επηρεάζουν την αναπνοή και, όπως σημειώνει οσυγγραφέας, «δείχνουν μιά σχέση της Αναπνοης μέ τό βαθύτερο είναι σου, τόν ίδιο τον εαυτό σου». 96 Έτσι στην αφήγηση της Γραφής, φανερώνεται η εικόνα της μετάδοσης στον
«ό γάρ άγαθοεργός έρως εκίνησε τό θεϊον εις πρόνοιαν εις σύστασιν ημων», ΜΑΞΙΜΟΤ, Σχόλια εις το Περί θείων Ονομάτων, Migne Ρ.ϋ. 4, 261Β, βλέπε ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως, σελ 61. 92
93
Γεν,1,26.
Με τη λέξη εικόνα οι Εβδομήκοντα μεταφραστές της Π.Δ. μετέφεραν στα ελληνικά τον εβραικό όρο ϊβέίβΜ, που σημαίνει: εμφάνιση, αντιπροσώπευση, ισοτιμία, υποκατάστατο, βλ. ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Αλφαβητάρι της πίστης, σελ 86. 94
95
Γεν. 2,7
96
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Αλφαβητάρι της πίστης, , σελ 87. 37
άνθρωπο κάποιων γνωρισμάτων από την ίδια την ύπαρξη του Θεού. Αυτή η μετάδοση γνωρισμάτων είναι που αναδύει τον άνθρωπο σε «ψυχή ζώσα» και είναι η απαρχή της προσωπικής του αυτοσυνειδησίας. 97 Συνεπώς, η προσωπική ετερότητα εικονίζει το Θεό στον άνθρωπο, «είναι ό κοινός τρόπος υπάρξεως τον Θεον καί τον Ανθρώπου- τό ήθος της τριαδικης ζωης πού Αποτυπώθηκε στήν Ανθρώπινη ύπαρξη». 98 Η ψυχή για τον ίδιο, δεν κατοικεί απλά στο σώμα, αλλά εκφράζεται με αυτό. Για τον Γρηγόριο Νύσσης, η εικόνα δεν είναι μέρος της φύσης,99 ενώ για τον Γρηγόριο τον Παλαμά, ο άνθρωπος είναι και σώμα και ψυχή. 100 Για τον ίδιο τον συγγραφέα, οι Πατέρες της Εκκλησίας είδαν στην ψυχή και στο σώμα του ανθρώπου «δυό διαφοροποιημένους καί συχνά Αλληλοπεριχωρούμενους τρόπους, μέ τούς όποίους φανερώνεται η εικόνα τον Θεον στόν άνθρωπο». 101 Ο Ιωάννης της Κλίμακος, τη σχέση αυτή ψυχής και σώματος, την ονομάζει «σύγκρασιν ενικήν καί ζενξίν» 102 , ο δε Μάξιμος ο Ομολογητής, τη σχέση αυτή την ονομάζει «η άκρα ένωσις», 103 που ορίζει, χωρίς να προσδιορίζει, το άρρητο μυστήριο της ταυτόχρονης υπαρκτικής ταυτότητας και ετερότητας του ανθρώπου. Πάντως και η ψυχή και το σώμα, για την Ορθόδοξη Θεολογία, αντιμετωπίζονται σαν διακρίσεις του αποτελέσματος της φυσικής ενέργειας.
97
Στο ίδιο, σελ 102.
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η ελευθερία του ήθους, σελ 34. 99 « Ου γάρ εν μέρει της φύσεως η εικών»: ΓΡΗΓΟΡΙΟΤ ΝΤΣΣΗΣ, Περί κατασκευής του ανθρώπου 16, Migne Ρ.ϋ. 44, 185, βλέπε ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η ελευθερία του ήθους, σελ 36. 98
« Μή άν ψυχήν μόνην, μήτε σώμα μόνον λέγεσθαι άνθρωπον,Αλλά τό συναμφότερον, ον δή καί κατ' εικόνα πεποιηκέναι Θεός λέγεται»,ΓΡΗΓΟΡΙΟΤ ΠΑΛΑΜΑ, Προσωποποιίαι, Migne Ρ.ϋ. 150, 1316, βλέπε ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η ελευθερία του ήθους,σελ 36. 100
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Αλφαβητάρι της πίστης, σελ 89. «Τίς ό λόγος της εμης συγκράσεως..,μήπορε άρα διά τήν ζενξιν, ην ό δήσας μόνος επίσταται» .Κλίμαξ, (έκδοσις εν Κων/πόλει 1883),κεφ ΙΕ',σελ 97,κεφ ΚΣΤ .σελ 143,βλ. ΧΡ.ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως, σελ 67. 101 102
« Ή άκρα ενωσις καί ταυτότητα έχει καί ετερότητα ·η ταυτότητα ουσιών καί ετερότητα προσώπων καί τό έμπαλιν. Οίον επί της αγίας Τριάδος ταυτότης μέν εστι ουσίας, ετερότης δέ προσώπων.,,.Έπί δέ τον Ανθρώπου ταυτότης μέν εστι προσώπου, ετερότης δέ ουσιών, ενός γάρ οντος Ανθρώπου, άλλης ουσίας εστίν η ψυχή καί άλλης η σάρξ», ΜΑΞΙΜΟΤ, Κεφάλαια θεολογικά και πολεμικά, Π.γ. 91,145Β. βλ. ΧΡ.ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως, σελ 67. 103
38
Εξετάζοντας τις ενέργειες της φύσης του ανθρώπου ο Γιανναράς, συμπεραίνει ότι είναι κοινά ιδιώματα σ'όλους τους ανθρώπους και, ταυτόχρονα, μοναδικές και ανεπανάληπτες για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Το βλέμμα, ο λόγος, η φυσιογνωμία, οι χειρονομίες και όλες γενικά οι ψυχικές και σωματικές λειτουργίες, μας εμποδίζουν να ξεχωρίσουμε τα όρια ανάμεσα στη ψυχή και το σώμα. 104 Επομένως, η σωματική και η ψυχολογική οντότητα του ανθρώπου «συντελούνται δυναμικά». Η θέση του, όσον αφορά τις διακρίσεις για το λογικό, το αυτεξούσιο 105 και το αρχικό, είναι ότι χρησιμοποιήθηκαν από τους Έλληνες Πατέρες για να φανερώσουν, χωρίς να εξαντλούν, την εικόνα του Θεού στον άνθρωπο. Προσδιορίζουν το «κατ' εικόνα» και αναφέρονται στους τρόπους, με τους οποίους το πρόσωπο διαφοροποιείται από τη φύση και συνιστά υπόσταση ζωής αδέσμευτης από κάθε φυσικό προκαθορισμό. Αυτοί οι τρόποι-ενέργειες, σημειώνει ο Γιανναράς, είναι διαφοροποιημένες σε κάθε άνθρωπο, « δέν υπάρχουν παρά μόνο ώς φανερώσεις της προσωπικης ετερότητας». 106 Η δυνατότητα της επιλογής π.χ. που έχει ο άνθρωπος να μετέχει ή όχι στη ζωή του ακτίστου, είναι μια ενεργητική δυνατότητα χαρισμένη από τον Θεό, που εδράζεται στην εικόνα του ανθρώπου.107 Για τον ίδιο τον συγγραφέα, οι απόψεις του σύγχρονου ορθολογισμού σχετικά με τη ταύτιση του εγώ, της ψυχής, της
104
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Αλφαβητάρι της πίστης, σελ 99-100.
Εκτενή αναφορά για το λογικό και το αυτεξούσιο στον Ιωάννη το Δαμασκηνό που συνοψίζει εν προκριμένω ολόκληρη την ορθόδοξη παράδοση μπορεί να βρεί ο αναγνώστης στην εργασία του καθηγητή Γ. Μαρτζέλου, «Λογικό και αυτεξούσιο κατά τον άγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό», στο Πρακτικά ΚΑ'Θεολογικού Συνεδρίου (Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης) με θέμα Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Προνοία και προεδρία του Παναγιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμονος Β', Θεσσαλονίκη 2000, σ. 153-168. 105
106
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η ελευθερία του ήθους,σελ 37.
107
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ,Το αίνιγμα του κακού, σελ 168. 39
αυτοσυνειδησίας και της ανθρώπινης ύπαρξης εν γένει, με τις λειτουργίες των κέντρων του εγκεφάλου και τις βιοχημικές τους συστάσεις ή τα χρωματοσώματα, δεν μπορούν να σταθούν και καταρρέουν με πλήθος παραδειγμάτων από την επιστήμη της ψυχολογίας και ψυχανάλυσης και της κλινικής ψυχολογίας: «ενα Ανορεξικό βρέφος όδηγεϊται Από μόνο του στό θάνατο, Αποδείχνοντας πώς η «ψυχή» του είναι καθοριστική της ύπαρξης η υπόστασής του Ασύγκριτα περισσότερο Από τό ρυθμιστικό μηχανισμό τών βιολογικών του λειτουργιών». 108 Έτσι ,τόσο το σώμα όσο και η ψυχή, αποτελούν ενέργειες της ανθρώπινης φύσης, τους τρόπους με τους οποίους ενεργείται το γεγονός της υπόστασης. Αυτό που είναι ο άνθρωπος δεν ταυτίζεται ούτε με το σώμα του ούτε με την ψυχή του: «..φανερώνουν αυτό πού είναι ό άνθρωπος, Αποτελονν ένέργειες, εκδηλώσεις, εκφάνσεις, λειτουργίες φανέρωσης της υπόστασης τον Ανθρώπου». 109 Ο άνθρωπος πλάστηκε «κατ' εικόνα» Θεού, σημαίνει ότι προικίστηκε από το Θεό με το χάρισμα να είναι πρόσωπο, να υπάρχει δηλαδή με τον τρόπο που υπάρχει ο Θεός, πραγματοποιώντας τη ζωή ως αγάπη και όχι ως φυσική αναγκαιότητα.110
10. Ήθος και αλήθεια του προσώπου Αν αναφέρουμε τώρα, την εικόνα του Θεού στη φύση και όχι στην προσωπική ετερότητα, τότε η αλήθεια και γνησιότητα της ύπαρξης, (το ήθος), προκαθορίζεται από τη φύση και είναι μια «ουσιαστική Αναγκαιότητα γιά τόν άνθρωπο» 111 . Η Ηθική καταντάει μια συμμόρφωση
108 109
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Αλφαβητάρι της πίστης, σελ 97. Στο ίδιο, σελ 99.
«Ό άνθρωπος είναι εικόνα τον Θεον,σημαίνει Οτι κάθε άνθρωπος μπορεϊ νά πραγματοποιήσει τή ζωή ώς Αγάπη, δηλαδή ώς ελευθερία καί οχι ώς φυσική Αναγκαιότητα, επομένως ώς αιωνιότητα καί Αφθαρσία, Οπως είναι αιώνια καί άφθαρτη η θεία ζωή της τριαδικής Αλληλοπεριχώρησης καί κοινωνίας», Στο ίδιο, σελ 94. 110
111
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η ελευθερία του ήθους,σελ 37. 40
σε αντικειμενικές φυσικές απαιτήσεις, οι οποίες, όταν παραβιάζονται αναιρούν την εικόνα του Θεού στον άνθρωπο. Η συμμόρφωση σ' αυτές τις ατομικές απαιτήσεις του ήθους, σημειώνει, είναι «(μία Αντικειμενικά καταξιωμένη Αρετή), πού εξασφαλίζει ώστόσο μόνο τήν πιστότητα στή φύση». 112 Έτσι, το ήθος παύει να αναφέρεται στην αλήθεια του
προσώπου και αναφέρεται στη φυσική
ατομικότητα ως νοητική αυτοσυνειδησία, ψυχολογικό εγώ και έμπρακτη βούληση, δηλαδή στις υποκειμενικές προϋποθέσεις της ατομικής συνέπειας, στις φυσικές απαιτήσεις της «αρετής». Κατά συνέπεια, η Ηθική εκλαμβάνεται ως ατομκή υποχρέωση ή επίτευγμα. Οι υποχρεώσεις αυτές και τα επιτεύγματα, κατατάσσονται σε κώδικες ατομικής συμπεριφοράς και νόμους που διέπουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ατόμου. Γράφει χαρακτηριστικά: «Τό ηθικό πρόβλημα τον Ανθρώπου δέν είναι πιά πρόβλημα υπαρκτικό, πρόβλημα σωτηρίας Από τή φυσική Αναγκαιότητα (τό χώρο, τό χρόνο, τά πάθη, τή φθορά καί τό θάνατο), Αλλά ψευδοπρόβλημα Αντικειμενικών υποχρεώσεων πού μένουν υπαρκτικά Αδικαίωτες». 113 Επομένως η αλήθεια του ανθρώπινου προσώπου είναι στους αντίποδες της αυτονομημένης ατομικότητας. Διασώζεται, για τον Γιανναρά, στον άνθρωπο «πού θά πεθάνει σάν Ατομικότητα, γιά νά ζήσει τήν όλοκληρωτική Αγάπη καί αυτοπροσφορά». 114 Γι'αυτό και ο άγιος άνθρωπος, αυτός δηλαδή που με τη χάρη του Θεού τελείωσε την πορεία του ως γνήσιος φίλος και παιδί του Θεού, «είναι Ατομικά Ανύπαρκτος καί γι' αυτό συγκλονιστικά υπαρκτός...». 115
112
Στο ίδιο,σελ 38.
113 114
Στο ίδιο,σελ 39. ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Κεφάλαια πολιτικής θεολογίας, σελ 125.
115
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Αλήθεια και ενότητα της Εκκλησίας, σελ 39.
41
11. Το βασιλικό και το ιερατικό ήθος Το βασιλικό ήθος, που αποκαλύπτεται στη λειτουργική ζωή, αναφέρεται στην αποκατάσταση της κυριαρχίας του ανθρώπινου προσώπου πάνω στη φύση, στην ανάδειξη της φύσης σε δυνατότητα προσωπικής ζωής. Ο άνθρωπος, τονίζει ο Γιανναράς, δεν είναι πια δούλος των απαιτήσεων και αναγκών της αυτονομημένης φύσης, αλλά κύριος και άρχοντας της φυσικής του υπόστασης, έχοντας τη δυνατότητα να μεταμορφώνει την αταξία των αυτονομημένων θελημάτων του, σε τάξη και αρμονία αγάπης και κοινωνίας. 116 Η βασιλική αυτή κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση, αποκαθίσταται με την ευχαριστιακή χρήση του κόσμου, την άρνηση αυτονομίας της φύσης, την απελευθέρωση του προσώπου από την υποταγή του στην ατομική του αυτοτέλεια. Το βασιλικό ήθος, φανερώνει και την ευγένεια της καταγωγής του και στον προικισμό του με προσωπική ελευθερία και ετερότητα, για να μετάσχει στην όντως ύπαρξη και ζωή. Το ιερατικό ήθος αναφέρεται στη διάκριση ουσίας και ενεργειών. Ο κόσμος, είναι αποτέλεσμα των θείων Ενεργειών. Η ετερότητα του κάλλους των όντων, αποκαλύπτει τον προσωπικό χαρακτήρα των δημιουργικών λόγων της θείας Σοφίας. Μόνον ο λόγος-ενέργεια του ανθρώπου μπορεί να συναντήσει και αναγνωρίσει στα κτίσματα την πολυφωνία των λόγων της θείας Ενέργειας. Ο άνθρωπος είναι ο ιερέας της φυσικής δημιουργίας, μετέχει στην υλική της πραγματικότητα και συγκεφαλαιώνει ολόκληρη την κτίση στο πρόσωπό του. 117
116
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η ελευθερία του ήθους ,σελ 125.
«..Οταν η χρήση τον κόσμου συνιστά τήν ευχαριστιακή σχέση τον Ανθρώπου μέ τον Θεό, τότε η υλική φύση Αποκαλύπτεται ώς τόπος συνάντησης καί Αλληλοπεριχώρησης τών ενεργειών τον Θεον καί τών ενεργειών τον Ανθρώπου, εικόνα τον ενανθρωπήσαντος ενσαρκου Λόγου», στο ίδιο, σελ 127. 117
42
12. Η διάκριση των φύλων στον άνθρωπο Η κοινωνία του άνδρα και της γυναίκας, προορίστηκε να είναι γεγονός ελευθερίας, που ολοκληρώνεται σε φυσική ενότητα. Σύμφωνα με την αφήγηση της Γένεσης, τα φύλα διακρίνονται, για να υπηρετήσουν την ανάγκη της κοινωνίας: «ου καλόν είναι τόν άνθρωπον μόνον ·ποιήσωμεν αυτώ βοηθόν κατ' αυτόν». 118 Αυτός ο δεσμός, είναι διαφορετικός από αυτόν των γονέων, γιατί είναι δεσμός ελεύθερης επιλογής και αφοσίωσης, ένας δεσμός που καταλήγει σε σαρκική ενότητα, όπως προφήτευσε ο Αδάμ όταν αντίκρυσε τη γυναίκα: «Ένεκεν τούτου καταλήψει άνθρωπος τόν πατέρα αυτον καί τήν μητέρα καί προσκολληθήσεται πρός τήν γυναίκα αυτον καί έσονται οί δύο εις σάρκαν μίαν». 119 Για τον Γιανναρά, ο σαρκικός αυτός δεσμός, είναι ο τρόπος που η κτιστή φύση «πραγματοποιεϊ τό τριαδικό πρωτότυπο της ζωης». 120 Η διάκριση των φύλων στον άνθρωπο δεν λειτουργεί όπως στα ζώα (ήδη στην προφητεία του Αδάμ δεν υπάρχει καθόλου ο υπαινιγμός του πολλαπλασιασμού του ανθρώπινου είδους). Ο μοναδικός σκοπός της διάκρισης των φύλων, είναι η φυσική ενότητα «εις σάρκαν μίαν» και η ελεύθερη «προσκόλληση»
στο άλλο πρόσωπο.
Ο πολλαπλασιασμός
των
ανθρώπων, είναι το αποτέλεσμα μίας ιδιαίτερης ευλογίας του Θεού στους ανθρώπους, που, όμως, εξ αιτίας της αμαρτίας, θα μεταθέσει τη διάκριση των φύλων «Από τόν εικονισμό τον Θεον, στήν Αμείλικτη Αναγκαιότητα της φυσικης διαιώνισης». 121 Αυτή η διάκριση των φύλων, παρ' όλο που έχει την καταβολή της στη φύση, δεν ταυτίζεται με αυτήν, ούτε και με την υπόσταση του ανθρώπου. Εντάσσεται κι αυτή μέσα στις ενέργειες της φύσης, είναι μία αναγκαιότητα της φύσης, που
118
Γεν.2,18
120
Στο ίδιο, 2,24. ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Αλφαβητάρι της πίστης, σελ 106.
121
Στο ίδιο, σελ 107.
119
43
εξασφαλίζει την αυτονομημένη διαιώνισή της. 122 Δεν είναι μία οντολογική διάκριση, γι' αυτό και θα καταργηθεί στα έσχατα.
13. Η ερωτική φορά του προσώπου Η πλήρης αποκάλυψη της αλήθειας του προσώπου, υποστηρίζει ο Γιανναράς, είναι δυνατή μόνο μέσα από τον έρωτα. Εισάγεται έτσι μία νέα μορφή εκστατικής σχέσης: «η γνώση» του προσώπου προϋποθέτει την πραγμάτωση του λόγου της αποκλειστικής σχέσης στα πλαίσια της άμεσης προσωπικής κοινωνίας, που είναι γεγονός εκστατικής αμοιβαιότητας, δηλαδή αμοιβαίας αγαπητικής αυτοπροσφοράς, όπως έχουμε προαναφέρει. Αυτή η εκστατική αμοιβαιότητα, το γεγονός της προσωπικής γνώσης του άλλου προσώπου, είναι ο έρως. 123 Είναι το κατόρθωμα της αυθυπέρβασης : «να βγείς απ' το εγώ για να αποδεχθείς τον άλλον». 124 Ό έρωτας, μεταλλάσσει την ύπαρξη σέ σχέση, «όταν ό Άλλος ενδιαφέρει περισσότερο κι Από την ίδια μας την επιβίωση, περισσότερο κι Από την όποια δικαίωση, την εφήμερη ή αιώνια εξασφάλιση». 125Αυτή τη μετάλλαξη βιώνει κατά τον Γιανναρά ο Παύλος, όταν λέει: «Ηυχόμην αυτός εγώ Ανάθεμα είναι Από τον Χριστον υπέρ τών Αδελφών μου, τών συγγενών μου κατά σάρκα, οιτινές εισιν Ίσραηλϊται». 126
122 123
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η ελευθερία του ήθους ,σελ 128. ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως, σελ. 58.
Συνέντευξη από την παρουσίαση του βιβλίου «Το Πρόσωπο και ο Έρως» στη Θεολογική Σχολή του Βελιγραδίου στις 29 Οκτωβρίου2009,πηγή: http://nikopoulos.blogspot.03m. 125 ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ Σχόλιο στοΆσμαΑσμάτων, 11.(33^^1. 124
126
Ρωμ.9,3. 44
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ ΤΟΤ ΠΡΟΣΩΠΟΥ - Η ΠΤΩΣΗ
1. Η βιβλική διήγηση της πτώσης Στο τέλος του δημιουργικού έργου του Θεού, η φύση τού κόσμου είναι πια «συντελεσμένο μελώδημα, συμπαντικό απαύγασμα της συνεκτικής φοράς του πόθου, της κλήσης στην ερωτική αμεσότητα». 127 Τότε εϊδεν ο Θεός τα πάντα, όσα εποίησε, και Ιδού καλά λίαν. 128 Στη βιβλική αφήγηση της Γένεσης, ο Γιανναράς επισημαίνει ότι, η εντολή της φύλαξης και εργασίας του παραδείσου «εργάζεσθαι αύτόν καί φυλάσσειν» 129 , είναι «ή οργανική συνέχεια καί προέκταση τού δημιουργικού έργου τού Θεού στόν άνθρωπο πού τόν χαρακτηρίζει ώς είκόνα τού Θεού, ώς πρόσωπο». 130 Η τροφή που προσφέρει ο Θεός στον άνθρωπο «εις βρώσιν», είναι ένα δώρο του Θεού , «μία πραγματοποίηση σχέσης μαζί Του- μια πραγματοποίηση τής ζωής ώς σχέσης». 131 Η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, είναι η ίδια η ζωή του μέσα από την άμεση πραγματοποίησή της, δηλαδή τη λήψη της τροφής, τη βρώση και τη πόση. Αυτή η σχέση, πραγματοποιείται πάντοτε ως καρπός ελευθερίας και στη ζωή των
127
ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων, 15.Μίβΰοη.
128
130
Γεν. 1,31 Στο ίδιο, 2,15. ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Αλφαβητάρι της πίστης,σελ 117.
131
Στο ίδιο, σελ 118.
129
45
πρωτοπλάστων είχε και τη δυνατότητα της μη-σχέσης με τον Θεό, μία δυνατότητα πραγματοποίησης της ύπαρξης καθ' εαυτήν, αυτόνομη, παίρνοντας δύναμη μόνο από την κτιστή της φύση. Αυτό συμβολίζεται, σύμφωνα με τον ίδιο, με τη διήγηση του δέντρου «τού γινώσκειν καλόν και πονηρόν», 132 όπου παρά την προειδοποίηση του Θεού στους πρωτοπλάστους, ότι «ή άν ήμέρα φάγητε άπ'αύτού, θανάτψ άποθανεϊσθε», 133 επιλέγουν να πραγματοποιήσουν τη ζωή, όχι σε σχέση και αναφορά με τον τριαδικό τρόπο της αγάπης και κοινωνίας, αλλά με τις εφήμερες δυνατότητες της κτιστής φύσης της ατομικότητας. Επιλέγουν να υπάρξουν δηλαδή, σαν να είναι η κάθε φυσική ατομικότητα, αυτοαιτία και αυτοσκοπός. Ο «καλός» και «πονηρός» τρόπος ζωής, δεν είναι απλά δύο αντιθετικοί όροι. Ο «πονηρός» τρόπος ζωής είναι μια διαστροφή και παραποίηση
του
καλού
τρόπου
ζωής,
έχει εντός
του
τη
δυνατότητα
πραγματοποίησης της ζωής από το κτιστό δημιούργημα, δηλαδή την ισοθεΐα , την αυτοθέωση. Αυτός ο τρόπος της ζωής, επειδή δεν αντλεί ζωή από την ίδια τη ζωή, το Θεό, οδηγεί αναπόφευκτα στον θάνατο. Η πρόκληση του διαβόλου αρχικά στη γυναίκα σύμφωνα με το Γιανναρά, δεν είναι τυχαία: η γυναίκα συμβολίζει τη φύση. Αυτή δέχεται αρχικά τον πειρασμό, να πραγματοποιήσει τη ζωή μόνον ως φυσική δυνατότητα. Οι πρωτόπλαστοι αποδέχονται από κοινού την πρόκληση αυτή και γεύονται τους καρπούς της αυτονομίας και της υπαρκτικής τους αυτοτέλειας. Η πρώτη συνέπεια της πτώσης για τους πρωτοπλάστους, είναι η γυμνότητα και η συναίσθηση της ντροπής για αυτή τη γυμνότητα: «διηνοίχθησαν οί οφθαλμοί των δύο, καί έγνωσαν ότι γυμνοί ήσαν, καί έρραψαν φύλλα συκής καί εποίησαν αύτοϊς περιζώματα. 134 Για τον
132
Γεν 2,9 και 17.
133
Στο ίδιο, 2,17.
134
Στο ίδιο, 3,7. 46
Γιανναρά, η γυμνότητα δεν είναι τίποτε άλλο, από την επίγνωση ότι το βλέμμα του άλλου, είναι πια ένα βλέμμα που με αντικειμενοποιεί, με θέλει μονάχα για δικό του αντικείμενο ηδονής και επιθυμίας, με υποβιβάζει σε ένα ουδέτερο άτομο. Η αίσθηση της ντροπής, είναι η ανάγκη άμυνας σ'αυτήν την απειλή του «άλλου». Ο φόβος που ακολουθεί τους πρωτόπλαστους στη συνέχεια, είναι η απώλεια της οικειότητάς τους με τον Θεό. Ο Θεός παύει να είναι πια ένα οικείο πρόσωπο, με το οποίο πριν λίγο συνομιλούσε ο Αδάμ. Γίνεται μία άλλη ύπαρξη που απειλεί να αναιρέσει την ίδια του την ατομικότητα. 135 Αυτό γίνεται φανερό, από τη μετάθεση της ευθύνης του Αδάμ στη γυναίκα και, εν συνεχεία, από αυτή στο διάβολο. Μία προσπάθεια ατομικής δικαίωσης, τρανταχτή απόδειξη της πτώσης που συντελέστηκε. Ο Αδάμ έχει την αίσθηση του φόβου γιατί έχασε την παρρησία του, το θάρρος του απέναντι στο Θεό. Πρώτη φορά αισθάνεται μόνος (χωρίς το Θεό στη ζωή του) και αυτή η υπαρκτική του μοναξιά, είναι και ή πρώτη γεύση της θνητότητας του, που μεταφράζεται σε αγωνία μπροστά στό θάνατο.136 Η σύγχρονη ψυχαναλυτική εμπειρία διατυπώνει την άποψη ότι, το πρώτο αίσθημα φόβου και αγωνίας που γεννιέται στον άνθρωπο με το γεγονός της γέννησής του, είναι λόγω της αποκοπής του από το μητρικό σώμα, και, αν αληθεύει αυτή η άποψη, τότε ενδέχεται να πρόκειται για τον πρώτο εκείνο φόβο του Αδάμ. 137 Είναι πολύ πιθανό κατά το Γιανναρά να υπάρχει μέσα στη φύση του ανθρώπου ένα ένστικτο διάκρισης του τρόπου της ζωής από τον τρόπο του θανάτου - «διαστολης της «όντως
135
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Αλφαβητάρι της πίστης,σελ 125.
Στο ίδιο, σελ 131. «Ή πρώτη, έστω καί Ασυνείδητη αίσθηση τον «Ατομικώς υπάρχειν» είναι καί πρώτη αίσθηση της θνητότητας, πρώτη εμπειρία μιάς βαθύτατης μοναξιάς, δηλαδή Αδυναμίας τον Ατόμου νά Αντλήσει ζωή Απ' όπουδήποτε Αλλον έξω Από τόν εαυτό του», στο ίδιο, σελ 132. 136 137
47
ζωης» πού κοινωνεϊται καί μετέχεται, Από τή θνητή εξατομίκευση της ύπαρξης». 138 Συνοπτικά, αυτό που ονομάζουμε «πτώση» του ανθρώπου για τον συγγραφέα, είναι η εκτροπή της ορμής για τη ζωη σε φορά προς τον θάνατο. Η φύση εκ-τρέπεται έξω από τον τρόπο ζωής της «όντως υπάρξεως». 'Εχουμε μια αυτονόμηση της ανθρώπινης φύσης από αυτό που την ζωοποιεί. Γι'αυτό και οι ενέργειές της δεν οδηγούν σε αγαπητικη σχέση και ερωτικη αυθυπέρβαση αλλά εκφράζονται ως αυτόνομη φορά και ορμη αυτοσυντήρησης, που καταλήγουν να κατοχυρώνουν και να ικανοποιούν το ίδιο το απρόσωπο άτομο.
139
2. Οι υπαρκτικές συνέπειες της πτώσης Το σώμα πριν από την πτώση ήταν μία έκφραση και φανέρωση της προσωπικής μοναδικότητας, μία δυναμική κλήση για κοινωνία ζωής, για αγαπητική αυθυπέρβαση και αυτοπροσφορά. Μετά την πτώση, η ζωή στοχεύει στην αυτάρκεια και στην ατομική ηδονή. Έτσι, διαιωνίζεται πια η φύση και όχι το πρόσωπο: κάθε γέννα της γυναίκας είναι ένας τεμαχισμός της φύσης, μία συνεχής προσθήκη αυτόνομων, θνητών ατομικοτήτων. Η σχέση της γυναίκας με τον άνδρα, από έρωτας αποκαλυπτικός του Τριαδικού πρωτοτύπου της ζωής, μεταβάλλεται σε ρήξη με αυτόν: «πρός αύτόν η Αποστροφή σου καί αύτός σον κυριεύσει» 140 . Η σχέση του άνδρα με τη γη και με τη φύση, θα είναι από δω και στο εξής μία αδιάκοπη σχέση πόνου και οδύνης. Η γη ανατέλλει «Ακάνθας καί τριβόλους» και αυτός θα βγάζει το ψωμί του «εν τώ ίδρώτι τον προσώπου του». Τέλος, θα επιστρέψει η ατομικότητα στην απρόσωπη
138
Στο ίδιο.
139
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων, 9. βίτεΚα Γεν 3,16
140
48
αντικειμενοποίηση της γης, τη διάλυση του στο χώμα: «οτι γη εϊ καί εις γήν άπελεύση». Με την πτώση, ο άνθρωπος αρνείται την υπαρκτική αναφορά του στην προσωπική σχέση με το Θεό και περιορίζεται στα όρια της αυτοτέλειας της φύσης του, την θεοποιεί και εξαντλεί σ' αυτήν το γεγονός της ύπαρξης, μεταβάλλοντάς την σε μια ψεύτικη δυνατότητα ζωής. Η φύση υπάρχει μόνον ως επιβίωση και αυθυπαρξία της φυσικής του υπόστασης και όχι ως κοινωνία και σχέση ελεύθερη από φυσικούς προκαθορισμούς. Από τη στιγμή που το ανθρώπινο πρόσωπο αρνείται την κλήση για κοινωνία με τον Θεό, αυτο-αλλοτριώνεται, γιατί τεμαχίζεται η φύση σε ατομικά θελήματα, δείχνοντας την προσπάθεια της ατομικής ύπαρξης να υπάρχει ως φυσική αυτοτέλεια. Έτσι, κάθε άνθρωπος που γεννιέται, είναι προσθήκη μίας ακόμη υπαρκτικής αυτοτέλειας, η οποία διεκδικεί και αυτή με τη σειρά της το απόλυτο δικαίωμα από τις άλλες αυτοτέλειες, να υπάρχει καθ' εαυτήν. 141 Οι φυσικές ανάγκες γίνονται αυτοσκοπός και καταλήγουν να γίνουν αφορμές θανάτου. Η διάσπαση της φύσης επιφέρει αλλοίωση στην ελευθερία του προσώπου. Η ανθρώπινη ύπαρξη διχάζεται και μεταβάλλει σε αντιθετική φορά τη φύση και το πρόσωπο. Αυτό εκφράζει σύμφωνα με τον Γιανναρά η τραγική διαπίστωση του Sartre: «<Τό προπατορικό μου άμάρτημα είναι ή ύπαρξη τον άλλου», 142 πράγμα που σημαίνει ότι η κόλαση δεν είναι μια ατομική τιμωρία, αλλά η αποτυχία της φύσης να αποτελέσει οντολογική υπόσταση. Αντιθέτει η φυσική ατομικότητα το απόλυτο δικαίωμα να υπάρχει καθ' εαυτήν στις ατομικές φύσεις των «άλλων». Αδυνατεί ο άνθρωπος να υπάρξει αληθινά ως πρόσωπο γιατί
«..κάθε καινούργιο πρόσωπο γεννιέται υποταγμένο στήν άνάγκη τής άτομικής του φύσης νά έπιβιώσει σάν ύπαρκτική αύτοτέλεια· γεννιέται μέ τήν καταδίκη νά είναι φορέας μιας άτομικής- φυσικής θέλησης ύποταγμένης στήν άπολυτοποιημένη άνάγκη τής έπιβίωσης», ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η ελευθερία του ήθους, σελ 43. 141
Ma chute originelle c' est l' existence de l' autre: L' Etreet le Neant, Paris (Gallimard) 1943, σελ. 321, βλ.ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η ελευθερία του ήθους, σελ 44. 142
49
δεν μπορεί να υπερβεί τή φυσική του θέληση, η οποία έχει ταυτιστεί με την άμυνα του βιολογικού και ψυχολογικού εγώ.
143
Ο Ντοστογιέφσκι, γράφει ο Γιανναράς, εξέφρασε στους Αδελφούς Καραμαζώφ ακόμη πληρέστερα από τον Sartre, την κόλαση: «Κόλαση είναι τό μαρτύριο τον νά μήν άγαπάει κανείς», 144 που σημαίνει πως, για τη δική μου κόλαση οι «άλλοι» είναι μόνον η αφορμή, ενώ η αιτία βρίσκεται στο ότι ο άνθρωπος εγκλωβίζεται στην εγωκεντρική αυτονομία της ατομικότητας. Ο εγκλωβισμός αυτός και η εμμονή στην ατομικότητα, συνιστούν για τον Μάξιμο τον Ομολογητή, την αμαρτία, αυτήν την «<παρά φύσιν» 145 κατάσταση που δημιουργείται από την αποτυχία της φύσης να υπάρξει «<κατά φύσιν». 146 Έτσι, η αμαρτία είναι η αστοχία της ανθρώπινης φύσης στην εύρεση του σκοπού της, που είναι η υπαρκτική αυθυπέρβαση, στα όρια της προσωπικής ετερότητας και ελευθερίας. Η παρακοή των πρωτοπλάστων στον Θεό, είχε ως συνέπεια (λόγω της προαίρεσής τους), την έκπτωση της φύσης από το αγαθό στην κακία (αμαρτία) και από την άλλη μεριά, την αδιάβλητη μεταποίηση από την αφθαρσία στη φθορά και στο θάνατο.147
143
Στο ίδιο, σελ 45.
144
Αδελφοί Καραμάζωφ Α', 6,ΙΙΙ: Από τις διδαχές και ομιλίες του στάρετς Ζωσιμά, θ', στο ίδιο.
ΜΑΞΙΜΟΤ ΤΟΤ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΤ, Σχόλια είς τό περί θείων Όνομάτων, Μίξπβ Ρ.Ω. 4, 348 0: «Ή Αποτυχία καί άδυναμία τό κακόν εισάγει, τή στερήσει τον κατά φύσιν τό παρά φύσιν ποιονσα», βλέπε ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η ελευθερία του ήθους, σελ 46. 145
Στο ίδιο,, Migne Ρ.ϋ. 4,305 Β: «Άμαρτίαν, τουτέστιν Ατευξίαν καί Απόπτωσίν τινα τον προσήκοντος, αυτό τό της στερήσεως καλεϊ καί ασκοπον, Αντί τον παρά τόν σκοπόν βάλλον, εκ μεταφοράς τών τοξευόντων. Τον Αγαθον καί τηςκατά φύσιν κινήσεως, ήτοι τάξεως, Αποτυγχάνοντες, φερόμεθα εις τήν παρά φύσιν αλογον καί παντελη καί Ανούσιον Ανυπαρξίαν», βλέπε ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η ελευθερία του ήθους, σελ 46. 146
Στο ίδιο, Migne Ρ.ϋ. 90,405 Ο «Φθαρεϊσα πρότερον τον κατά φύσιν λόγου τον Αδάμ η προαίρεσις, τήν φύσιν εαυτή συνέφθειρεν, Αποθεμένη της Απαθείας τήν χάριν,καί γέγονεν Αμαρτία· πρώτη μέν καί ευδιάβλητος, η πρός κακίαν Από τον αγαθον της προαιρέσεως έκπτωσις · δευτέρα δέ διά τήν πρώτην, η της φύσεως εξ Αφθαρσίας εις φθοράν Αδιάβλητος μεταποίησις. Δύο γάρ Αμαρτίαι γεγόνασιν εν τω προπάτορι κατά τήν παράβασιν της θείας εντολης· η μέν διαβεβλημένη· η δέ Αδιάβλητος, αιτίαν έχουσα 147
τήν διαβεβλημένην. Καί η μέν, προαιρέσεως εκουσίως Αποθεμένης τό Αγαθόν η δέ, φύσεως Ακουσίως διά τήν προαίρεσιν Αποθεμένης την Αθανασίαν», βλ. ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η ελευθερία του ήθους, σελ 4748. 50
«Τό μαρτύριο τής κόλασης, γράφει ο Γιανναράς, θά εϊναι ή άδυναμία νά άναγνωρίσουμε τόν Χριστό στό Πρόσωπο τού Νυμφίου και Εραστή των ψυχών μας». 148
3. Η αυτάρκεια της φύσης και η θρησκευτική «αρετή» Μετά την πτώση, η φύση μας σε συνεργασία με το ασυνείδητο, είναι ιδιοτελής, ακόμα και με τον τρόπο της αρετής. Γι' αυτό και στο αστραφτερό της περιτύλιγμα να φαίνεται αρεστή τοις ανθρώποις, (τρανταχτό παράδειγμα οι Φαρισαίοι της κάθε εποχής θα συμπληρώναμε εμείς), φαίνεται η έντονη τάση της φύσης για επίδειξη. Η ηδυπάθεια αυτή της φύσης, ντύνεται την οίηση της αρετής. 149 Το απόγειο αυτάρκειας της φύσης, για τον ίδιο τον συγγραφέα, είναι η λειτουργία της διαιώνισης. Ίσως γι' αυτόν τον λόγο, τονίζει, «παρέχει τήν κορυφαία ήδονή ναρκισσικής αύτεγγυότητας». 150 Όσο πιο μετρητός είναι ο αυτοέλεγχος της φύσης, τόσο περισσότερη είναι και η ηδονή της αρετής. Αυτό συμβαίνει, προσθέτει, γιατί ο νους και η θέληση απαξιώνουν ο,τιδήποτε υλικό και αισθητό. Το σώμα από την άλλη μεριά, μας οδηγεί στην αμαρτία και εν γένει σ' αυτό που λέμε κακό.151 Ο Γιανναράς επισημαίνει ότι, είναι δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στο εγώ και στην ύπαρξη και δεν μπορούμε να πούμε ποιό από τα δύο 148
ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων,17. ΌίββοηαηΗα.
«Παγιδεύει τήν επιθυμία στό νάρθηκα τής άκοινώνητης αύτάρκειας και συνθλίβει τό άγλαό τέκνο τής ανάγκης, τήν ταπείνωση : Φράζει κάθε δίαυλο στοργής, ήδύνεται στή θανατερή άπλοχωριά τής εγωτικής ερημίας.. Εϊναι πού ξέρει καλά ή σκύλα ή ήδυπάθεια νά ζητιανεύει πνεύμα, όταν τής άρνούνται τή σάρκα»,στο ίδιο. 149
Στο ίδιο. «Ή σάρκα ύπεμφαίνει τό άκάθαρτο και τό κακό, τήν ρυπώδη πηλό πού μάς μειώνει, μάς εύτελίζει. Αντιμαχόμαστε τή σάρκα λαφυραγωγώντας τή μύχια δική μας εκτίμηση στόν Ιδιο μας τόν εαυτό. Στή γλώσσα των ζωτικών άποκαλύψεων, ή λέξη σάρκα δεν σημαίνει καταρχήν μόνο τό σώμα και τις άπαιτήσεις του. Σημαίνει τήν ψυχή και τό σώμα στήν άνταρσία τής φυσικής διεκδίκησης. Ή σάρκα άρθρώνει σε επιτακτική άξίωση τήν ορμή τής φύσης νά ύπάρχει με τις δικές της δυνάμεις. Νά εξαντλεϊ τήν ύπαρξη ή φύση, δίχως προσφυγή στή χάρη τής επέκεινα κλήσης, στόν τρόπο τής σχέσης. Έτσι σάρκα εϊναι τό άντίθετο τής ταπείνωσης, οί άντίποδες τού έρωτα. Και ο στίλβων αύτοθαυμασμός τής άρετής άπολύτως σαρκικός,εγωλαγνείας ήδυπάθεια», στο ίδιο. 150 151
51
κυριαρχεί και μάλιστα μέσα στο θολό τοπίο του ασυνείδητου: που τελειώνει η ορμέμφυτη ατομοκεντρική μας ανάγκη και που αρχίζει η ελεύθερη βουλητική μας ενέργεια, το «γνωμικό μας θέλημα», η προσωπική μας διαφοροποίηση από την ενστικτώδη φύση.152 Παρ' όλα αυτά, η φύση δεν νικιέται απο τον άνθρωπο. Η ίδια αυτή φύση, όταν εγκυστώνεται στην εγωτική αρετή, αντιμάχεται την αγαπητική δύναμη που ενυπάρχει στη φύση και κλείνεται στο καβούκι της που είναι ο ποιμένας ή ο λαικός που ζητάει ηθική τεκμηρίωση και επιβράβευση και εν τέλει αναγνώριση από τους ευσεβιστικούς κύκλους για τη μεγάλη του πνευματικότητα. Έτσι η επιθυμία γίνεται ενοχή, ο πόθος μίασμα και ο έρωτας ρύπος». 153 Η έχθρα αυτή για το σώμα και τον έρωτα, 154 μπορεί να ερμηνευθεί σαν πανικός μπροστά στην ψυχολογική ανασφάλεια, μία απαίτηση δικαίωσης και αναγνώρισης που ζητάει ο συγκεκριμένος θρησκεύων άνθρωπος για την αποδεδειγμένη ηθική του καθαρότητα.155 Γι' αυτό και στην αυτασφάλεια των «καθαρών» ανθρώπων, «Ακόμα και ό γάμος υποβιβάζεται σε Ανέραστη 156 μίξη, που είναι Ανεκτή μόνο για τήν
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το αίνιγμα του κακού,σελ 126. Σχετικά με τη σημασία του «γνωμικού θελήματος» κατά την ορθόδοξη παράδοση, όπως συνοψίζεται από τον άγ. Ιωάννη το Δαμασκηνό, βλ. Γ. ΜΑΡΤΖΕΛΟΤ, Ορθόδοξο δόγμα και Θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής Θεολογίας Γ', Εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007, σελ 191 κ.ε. 152
153
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Σχόλια στο Άσμα Ασμάτων,17. ΌίββοηαηΗα.
«Αιώνες όλόκληρους πάλαιψε η Εκκλησία ενάντια σέ Γνωστικούς, Μανιχαίους, Μονοφυσίτες, Έγκρατίτες, Εικονοκλάστες, Παυλικιανούς, Βογόμιλους, Καθαρούς, Πιετιστές, Πουριτανούς. Πολέμησε «τους βδελυσσομένους τον γάμον», «τους Απέχοντας οίνου και κρεών διά βδελυγμίαν». Αφόρισε Απο το σώμα της «τους Ασκονντας παρθενίαν και υπερηφανευομένους έναντι τών εις γάμο διατελούντων», 154
«τους μεμφόμενους γάμον και έγγαμον γυναϊκα», «τους μή θέλοντας λαμβάνειν μετάληψιν θείαν εκ πρεσβυτέρου όντος εις γάμου κοινωνίαν», στο ίδιο. «είναι πανικός ψυχολογικης Ανασφάλειας, Ασυνείδητη Αλλά και Αδυσώπητη Απαίτηση Αποδειγμένης «καθαρότητας». Είναι Ανάγκη βασανιστική νά δικαιωθεϊ η συσσωρευμένη Αναφομοίωτη στέρηση: Στέρηση της ζωης, παιδωμή της Ακοινώνητης ύπαρξης, Ανήμπορης νά μοιράσει τήν ψυχή της, νά τήν «Απωλέσει» γιά νά τήν «σώσει». Και κακοφορμίζει η Ανημπόρια σέ πικρή επιθετικότητα. Επιτίθεται η ψυχή σέ αυτο που της λείπει, μήπως και δικαιώσει τή δική της έλλειψη. Μήπως και «εκπνευματώσει» τή στέρηση», στο ίδιο. 155
«Γιά τον θρησκευτικό περίγυρο -τον άνθρωπο τον νόμου- η λέξη έρωτας έχει μόνο το νόημα της παράβασης, της Αθέτησης εντολών. Κατάφαση στον έρωτα σημαίνει κατάφαση στήν παρεκτροπή, στήν παρανομία. 'Όλα μετρημένα μόνο μέ τή λογική τον νόμου. Πότε 156
52
ορθολογική σκοπιμότητα τής παιδοποιίας». Ο θρησκευτικός άνθρωπος για το συγγραφέα, θωρακίζεται πίσω από την πανοπλία της λογικής και του νόμου, όπλα θωράκισης του εγώ. Έχει τις ατομικές μεταφυσικές του πεποιθήσεις, την ατομική του ηθική και αγωνίζεται ατομικά να εξευμενίσει το θείο. 157 Για αυτόν τον άνθρωπο, τονίζει ο Γιανναράς, ο Χριστός δεν μπορεί να είναι αυτός που αγκαλιάζει τους ακάθαρτους - τους τελώνες, τις πόρνες, τους άσωτους, τους ληστές. Οι δεδικαιωμένοι άνθρωποι εκείνης της εποχής (μα και της κάθε εποχής), που ανάλωσαν όλη τους τη ζωή στή μελέτη και τήρηση του Νόμου, περιμένουν το δικαιοκρίτη Θεό, που θά δικαιώσει τις στερήσεις και την άθλησή τους. Αντί αυτών όμως, Αυτός δέχεται και αγαπάει τους αχρείους παραβάτες του Νόμου.. Ιδού άνθρωπος φάγος καΐ οίνοπότης, τελωνών φίλος καί άμαρτωλών.
4. Οι δερμάτινοι χιτώνες Ο Θεός, θέλοντας να θέσει ένα τέρμα στο κακό (που εισήλθε στη κτίση μετά την πτώση), «ντύνει» με δερμάτινους χιτώνες τον άνθρωπο, 158 καλύπτοντας έτσι
τη
βιολογική
μόνο
υπόσταση
του.
Κατά
συνέπεια,
οι
φυσικές
(ψυχοσωματικές) ενέργειες δεν υποστασιάζουν την προσωπική ετερότητα της ζωής ως αγάπης, αλλά, τη θνητή ατομικότητα και τον εφήμερο βίο της. Επιτρέπει δηλαδή
ο
Θεός
το
θάνατο,
περιορίζοντάς
τον
στη
βιολογική
μόνο
πραγματικότητα, βάζοντας τέρμα στην αμαρτία - αποτυχία της ζωής και τη φθορά «Ινα μή τό κακόν άθάνατον γένηται». Το ανθρώπινο πρόσωπο παραμένει ανέπαφο και ο θάνατος αναιρεί, όχι τον
επιτρέπεται ό έρωτας, καί τί άκριβώς έπιτρέπεται -ποιές οί άπαγορεύσεις πρίν άπο τον γάμο καί μέσα στον γάμο καί έξω άπο τον γάμο. Άγχος καί βασανισμός τών θρησκευτικών άνθρώπων σέ ολα τα γεωγραφικά μήκη καί πλάτη», στο ίδιο. «Οί πεποιθήσεις λογικά ορθές γιά νά προσπορίζουν βεβαιότητα. Ή ηθική συμπεριφορά κατοχυρωμένη άπο τον νόμο γιά νά έξασφαλίζει υπόληψη καί κύρος. Ή λατρεία πληθωρικά συναισθηματική, έφαλτήριο ψυχολογικής ευεξίας», στο ίδιο,11.Comma. 157
«και εποίησεν Κύριος ο Θεός τω Αδάμ και τη γυναικί αυτού χιτώνας δερματίνους και ενέδυσεν αυτούς», 158 Γεν. 3,21. 158
53
ίδιο τον άνθρωπο, αλλά τη φθορά που τον περιβάλλει. Ο θάνατος, αποτέλεσμα της αμαρτίας, στρέφεται ενάντια στο φαινομενικό θρίαμβο της αμαρτίας, την αυτονομημένη βιολογική ατομικότητα και την καταλύει. Έτσι, μένει μετά την πτώση η δυνατότητα του προσώπου ως άφθαρτη και αθάνατη υπόσταση, μια δυνατότητα που θα εγκαινιάσει ο ίδιος ο Θεός με την ενανθρώπισή του, γινόμενος απαρχή της σωτηρίας και ανακαίνισης του γένους των ανθρώπων. Στο πρόσωπο του Αδάμ, η καθολική ανθρώπινη φύση αποκόπτεται από τη δυνατότητα της ζωής και στο πρόσωπο του Φριστού σύνολη η φύση «συνανίσταται» και ζωοποιείται, όπως τονίζει ο Απ. Παύλος: « Ώσπερ γάρ εν τω Αδάμ πάντες άποθνήσκουσιν, ούτω καί εν τω Χριστω πάντες ζωοποιηθήσονται»-« επειδή γάρ δι' άνθρώπου ο θάνατος, και δι' άνθρώπου ανάστασις νεκρών». 159 Το σώμα του Φριστού μετά την Ανάστασή του, για τον ίδιο το συγγραφέα, είναι πια ένα σώμα που δεν αντλεί ζωή από τίς βιολογικές του λειτουργίες, αλλά υποστασιάζεται σε πραγματική ύπαρξη χάρη στήν προσωπική σχέση με τον Θεό.160
5. Η υπαρκτική μεταποίηση της φύσης Η αποτυχία του ανθρώπου να υπάρξει «κατά φύσιν», αλλοιώνει τη φύση μεταθέτοντας τις υπαρκτικές της δυνατότητες από την προσωπική ετερότητα και ελευθερία στην απολυτοποιημένη ανάγκη επιβίωσης της ατομικότητας. Αυτή η υπαρκτική μεταποίηση 161 της φύσης, υποστηρίζει ο Γιανναράς, δεν τη μεταβάλλει υποχρεωτικά σε κακή και αυτό γιατί, σύμφωνα με τον Μάξιμο τον Ομολογητή, η πτώση της φύσης είναι
159 160
1 Κορ 15, 21-22. ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Αλφαβητάρι της πίστης, σελ 175-176.
Ο όρος ανήκει στον Αγιο Μάξιμο τον Ομολογητή: «Κατάκρισις ουν εστι τής προαιρετικής άμαρτίας τού Αδάμ, ή τής φύσεως πρός πάθος καί φθοράν καί θάνατον μεταποίησις ·ην ού γέγονε μέν εκ Θεού καταρχάς έχων ο άνθρωπος, εποίησε δέ καί έγνω, τήν προαιρετικήν διά τής παρακοής άμαρτίαν δημιουργήσας· ης ύπάρχει γέννημα σαφώς, ή διά τού θανάτου κατάκρισις. Περί διαφόρων άπόρων, Migne P.G. 90, 408 C, βλέπε ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η ελευθερία του ήθους, σελ 47. 161
54
«αμαρτία διαβλητή» σε σχέση με τη «διαβλητή» αμαρτία της προαίρεσης. Εξαιτίας της κακής χρήσης της προαίρεσής του, ο Αδάμ έφθειρε τη φύση χάνοντας τη χάρη της απάθειας, που οδήγησε από την αφθαρσία στη φθορά. Αυτή η υπαρκτική μεταποίηση της φύσης, είναι έκπτωση από το Είναι, ένα είδος ανυπαρξίας, επειδή «η Αμαρτία είναι ένας τρόπος ύπαρξης «παρά» τήν ύπαρξη, «παρά φύσιν» (Αφον τεμαχίζει καί διαστρέφει τή φύση), ένας χωρισμός άπό τό Είναι, Αποκλεισμός Από τή ζωή». 162 Συνεπώς, η αμαρτία δεν μπορεί να εκληφθεί ως μία υπόσταση ζωής διαφορετική από τη θεία αγαθότητα, αλλά ως αποτυχία των προσώπων να βεβαιώσουν και να συντηρήσουν τη μοναδικότητα της υπόστασής τους με την αγάπη. Αναρωτιέται, όμως, πώς μπορεί να είναι καλή λίαν η φύση, όταν περικλείνει το ένδεχόμενο του θανάτου; Είναι όπως το φως, απαντά, που περικλείνει το ενδεχόμενο του σκότους, σαν άρνηση, σαν εκούσια αποκρυβη απο τη ζωτικη φωταγωγία. Η φύση, κτιστο μελώδημα, είναι ικανο να απηχήσει τον τρόπο του ακτίστου, την απερίσταλτη ζωή, αλΑά και ικανο να αντιφωνήσει τον τρόπο του θανάτου, την περατη αυτάρκεια του κτιστού. 163
162
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η ελευθερία του ήθους, σελ 48.
163
«Μέ τή φύση, χαρίζεται στον άνθρωπο η ύπαρξη, μέ τήν ελευθερία η δυνατότητα νά τήν Αρνηθεϊ. Νά
πεϊ όχι στο δώρο και στον Δωρητή. Άν έτσι συμβαίνει πραγματικά, τότε η ελευθερία σαρκώνει τον Απόλυτο σεβασμο τον Θεον γιά το πλάσμα του. Έναν ιλιγγιώδη γιά τή σκέψη σεβασμό. Μέτρο συγκλονιστικο μιάς Αγάπης που μόνο υποτάσσεται στον Αγαπώμενο, χωρις ποτέ νά τον υποτάσσει», ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων,15.1ιηίίεΑίοη.
55
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΕΛΕΤΘΕΡΙΑ
1. Τα αδιάστατα όρια της αλήθειας του προσωπικού Θεού και του ανθρώπινου προσώπου. «Τά Απροσπέραστα όρια της φύσης, 164 γράφει ο Γιανναράς, καταργούνται από την αδιάστατη αγάπη του Θεού. Η δυνατότητα που έχει ο άνθρωπος να μη δεχτεί τη κλήση του Θεού για προσωπική κοινωνία μαζί του, βεβαιώνει για τον ίδιο και την αλήθεια του προσώπου. Αυτή η δραματική περιπέτεια της ανθρώπινης ελευθερίας, συνιστά και την πραγματική-οντολογική αλήθεια του ανθρώπινου ήθους, που καθιστά το πρόσωπο τη βάση της Ηθικής: πρόσωπο είναι η αδιάκοπη διακινδύνευση, ελευθερία από κάθε αντικειμενοποίηση. Ο Γιανναράς τονίζει πως, ο Θεός δεν βιάζει την ελευθερία του ανθρώπου για χάρη μιας αναγκαστικής σωτηρίας. 165 Έτσι το ανθρώπινο πρόσωπο μόνο, έχει τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει τη ζωή ως αγάπη.166 Αυτή η δυνατότητα είναι ένα κατόρθωμα ελευθερίας του προσώπου, που, όταν δεν την ενεργοποιήσει ο
164
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το προνόμιο της απελπισίας, σελ 199.
«Καί διά τήν Αγάπην αυτον τήν πολλήν, ουκ ευδόκησε τήν ελευθερίαν ημών βιάσασθαι καν δυνατός ή ποησαι, Αλλά τή Αγάπη τον φρονήματος ημών πλησιάσαι αυτω^ΙΣΑΑΚ ΣΤΡΟΤ,Τα ευρεθέντα ασκητικά, Λόγος ΠΑ, Έκδοση Σπανού, Αθήναι, σελ 307-308, βλ. Αλήθεια και ενότητα της Εκκλησίας, σελ 36. 165
166
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Αλφαβητάρι της πίστης, σελ 62. 56
άνθρωπος, αυτοαποκλείεται από την ίδια τη ζωή. Ο άνθρωπος, ακόμη και στην έσχατη υπαρκτική του αλλοτρίωση, «παραμένει πρόσωπο, σαρκώνει τήν τρομακτική δυνατότητα νά άναμετριέται μέ τόν Θεό, νά άντιθέτει στήν άβυσσο τής θείας άγάπης τόν ίλιγγο τής δικής του άνταρσίας καί άρνησης». 167 Αυτό σημαίνει ότι, αν η προσωπική ολοκλήρωση, που είναι η φανέρωση και πραγμάτωση της θείας εικόνας, αντιπροσωπεύει ένα απεριόριστο υπαρκτικό μέγεθος, «μιά άτέλεστη τελειότητα». Ταυτόχρονα και η «παρά φύσιν» ατομικότητα του ανθρώπου είναι και αυτή μια δυνατότητα του ανθρώπου απεριόριστη, «μιά άρνητική μέτρηση και άλλοίωση τής θείας Εικόνας». 168 Ο Θεός επομένως, σέβεται απόλυτα την ελευθερία του ανθρώπου και δεν παρεμβαίνει για να αναιρέσει τις οδυνηρές επιλογές της ελεύθερης επιλογής του, γιατί τότε θα αναιρούσε την ίδια την αλήθεια το ανθρώπινου προσώπου. 169 Η εκκλησιαστική εμπειρία για τον Γιανναρά, μαρτυρεί πως, ακόμα και το στιγμιαίο μνήσθητί μου, λίγο πριν το θάνατο, αποκαθιστά στην όντως ζωή έναν όντως ληστή.
2. Η αποκατάσταση της αλλοτριωμένης φύσης Η αποκατάσταση της ανθρώπινης φύσης, γίνεται με την αλλαγή του τρόπου υπάρξεως του ανθρώπου. Για να γίνει αυτό, πρέπει ο άνθρωπος να απαγκιστρωθεί από την ατομικότητά του, μια ατομικότητα που αντιπαρατάσσει ως εγώ στις ατομικές φύσεις των άλλων, και συνάμα να ελευθερωθεί από τις απολυτοποιημένες απαιτήσεις, επιθυμίες και ανάγκες της ατομικής του φύσης, που τον εγκλωβίζουν στην απρόσωπη επιβίωση του είδους και τον οδηγούν στη φθορά και στο θάνατο.
167
ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η ελευθερία του ήθους ,σελ 61.
168
Στο ίδιο, σελ 63. ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Αλφαβητάρι της πίστης, σελ 129.
169
57
Η αλλαγή του τρόπου υπάρξεως του ανθρώπου είναι το κύριο μέλημα της Εκκλησίας. Τη μετοχή στο θεανθρώπινο σώμα του Χριστού την εξασφαλίζει η μετάνοια, 170 που είναι η κίνηση εμπιστοσύνης στα χέρια του Θεού, η ολοκληρωτική ανάθεση της αποτυχημένης και αμαρτωλής ζωής του πιστού. Εφαλτήριο της μετάνοιας είναι η επίγνωση της αμαρτίας. Η αμαρτία, δεν είναι παράβαση του νόμου, αλλά αποτυχία, αστοχία και ατευξία, απόπτωση απο τον στόχο της απεριόριστης ζωής. Μετάνοια δε σημαίνει, ούτε βελτίωση της ατομικής συμπεριφοράς, ούτε ισχυροποίηση της ατομικής θέλησης, αλλά, αλλαγή του τρόπου της ύπάρξης: ο άνθρωπος παύει να εμπιστεύεται την ατομικότητά του και συνειδητοποιεί πως το να υπάρχει σαν άτομο δεν τον σώζει από τη φθορά και το θάνατο.171 Ο πιστός άνθρωπος αγωνίζεται να νικήσει της αντιστάσεις της αυτονομημένης του φύσης, όχι για να «βελτιωθεί» ατομικά, αλλά για να ανταποκριθεί στο «μανικό έρωτα» του Χριστού και των αγίων, στις προϋποθέσεις της προσωπικής ζωής και όχι της ατομικής επιβίωσης. Τόσο πραγματική είναι η αλλαγή του ανθρώπου μέ τή μετάνοια, σημειώνει ο Γιανναράς, όπως όταν αλλάζουν όλα στη ζωη του πραγματικά ερωτευμένου.172 Γι' αυτό η Εκκλησία, προβάλλει ένα πρόσωπο, αυτό της «εν πολλαϊς Αμαρτίαις περιπεσούσης γυναικός», που
«Νά μοιράζεις την ψυχή σου δωρεάν: εκεί παραπέμπει πραγματικά - ή λέξη μετάνοια, νοηματικό παράγωγο του έρωτα. Παρα-τροπη του νου η έρωτας γιά το άναπόδεικτο. Και πετάς άπό πάνω σου κάθε νοηματικό ρούχο αύτοάμυνας, χαρίζεις και τις σάρκινες άντιστάσεις του εγώ σου. Ή μετάνοια δεν έχει νά κάνει μέ τη ναρκισσικη λύπη γιά νομικά παραπτώματα, είναι ή έκφρων έρωτικη «κένωση». Παρα-τροπη του τρόπου του νοειν τε και είναι», ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων, 10. expοsition au relatif. 170
«άλλαγή του τρόπου της ύπάρξεως: ό άνθρωπος παύει νά έμπιστεύεται τήν άτομικότητά του· συνειδητοποιεί πώς τό νά ύπάρχει σάν άτομικότητα (έστω καί σάν ένάρετη άτομικότητά) δέν τόν σώζει άπό τή φθορά καί τό θάνατο, άπό τή βασανιστική ύπαρκτική του δίψα γιά ζωή. Γι' αύτό καί καταφεύγει στήν Εκκλησία, όπου ύπάρχει άγαπώντας καί άγαπώμενος», ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η ελευθερία του ήθους σελ 57. 171
«Όλα. Ακόμα και ή άνάγκη γιά τροφη και νερό, γιά δόξα και δύναμη. Ό έρωτευμένος διψάει μόνο την άμοιβαιότητα. Κι όσο αύτη του χαρίζεται, τόσο άπλώνει κύκλους ό έρωτας σάν βότσαλο στη λίμνη», ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων, 10. expοsition au relatif. 172
58
ψάλλεται τη Μεγάλη Τρίτη στις εκκλησιές: η γυναίκα αυτή βυθισμένη στην αμαρτία, αφάνισε το πρόσωπό της, τη δυνατότητα της ερωτικής αυτοπροσφοράς της,
έγινε
αντικείμενο
ηδονής,
βιολογική
μονάδα
ικανοποίησης,
καταδικάζοντας έτσι τον εαυτό της στη κόλαση της αδυναμίας προσωπικής σχέσης.
Ψηλαφώντας
τον
απύθμενο
βυθό
της
ανθρώπινης
αποτυχίας,
συλλαμβάνει το μέγεθος των δυνατοτήτων της αγάπης και τολμάει το άλμα, για να συναντήσει την απόλυτη αποδοχή σε μια αμετρία θείας φιλανθρωπίας : «Αφέωνται αί άμαρτίαι αύτής αί πολλαί ότι ηγάπησε πολύ·ω δέ ολίγον άφίεται, ολίγον άγαπα».
173
Γι' αυτό, ο Θεός δε ζητάει από τον άνθρωπο ατομικά κατορθώματα και αξιομισθίες, αλλά να βγει από την ατομική του αυτάρκεια και να ζητήσει τη χάρη του Θεού :«μιά κραυγή εμπιστοσύνης καί άγάπης άπό τά βάθη τής άβύσσου μας· η άκόμα ίσως, μιά στιγμή άνάνηψης καί άγωνίας μέσα άπό τόν κλειστό καί καλοασφαλσμένο ύποκειμενισμό τής εύτυχίας μας». 174 Η μετάνοια προϋποθέτει ταυτόχρονα μία οδυνηρή απώλεια, σύμφωνα με τη βεβαίωση του Φριστού, ότι για να σώσεις την ψυχή σου πρέπει να την απωλέσεις. 175 Αυτό σημαίνει, ότι ο άνθρωπος πρέπει να αρνηθεί τη βαθύτατη ταύτιση με την ατομική του φύση, τη βιολογική αυτοάμυνα του εγώ, να παραιτηθεί από κάθε εμπιστοσύνη στην ανθρώπινη ισχύ, αρετή, κύρος, δράση, αποτελεσματικότητα.176 Η ατομική επιβίωση και αυτάρκεια είναι ψευδαίσθηση της ζωής και πρέπει να τη χάσει ο άνθρωπος, αν θέλει να σώσει τη ζωή του σαν προσωπική ετερότητα και ελευθερία. Αυτό το νόημα έχει ο λόγος του Φριστού: «άπαρνησάσθω εαυτόν καί άράτω τόν σταυρόν αύτού». Να παραιτηθεί ο άνθρωπος από κάθε ανθρώπινη βεβαιότητα.«τά άτομικά επιτεύγματα, τήν
173 174 175 176
Λουκ. 7,47. ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ,Το προνόμιο της απελπισίας, σελ 182. Ματθ. 16,25. ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η ελευθερία του ήθους, σελ 78. 59
άντικειμενική άναγνώριση τής άρετής, τή συνείδηση τής άξιομισθίας, πού είναι τά ισχυρότερα ερείσματα άντίστασης στήν άνάγκη κοινωνίας μέ τόν Θεό καί εμπιστοσύνης σέ Αύτόν». 177 Γι' αυτό οι δίκαιοι αυτοαποκλείονται από τη Βασιλεία του Θεού, επειδή αρκούνται στις αρετές τους και στην αυτοϊκανοποίηση των ηθικών τους κατορθωμάτων. Τον Θεό τον χρειάζονται απλώς, για να επιβραβεύσει αυτά τους τα κατορθώματα. Τρανταχτό παράδειγμα, σημειώνει ο Γιανναράς, είναι ο Φαρισαίος, στη γνωστή παραβολή της Καινής Διαθήκης, ο οποίος, παρ' όλο που εφαρμόζει όλα τα του νόμου, δεν δικαιώνεται μπροστά στο Θεό. 178 Αντίθετα, δικαιώνεται ο τελώνης, που είναι φορτωμένος με πλήθος αμαρτιών, και επειδή αισθάνεται εντελώς ανεπαρκής, προσφεύγει στο έλεος του Θεού.179 Αυτή είναι και η αλήθεια του προσώπου για τον ίδιο τον συγγραφέα, που δε ζητάει να κατοχυρώσει το άτομο και δεν προσβλέπει στην αιώνια ατομική εξασφάλιση, αλλά στην απώλεια του ατομικισμού, την απώλεια της ψυχής του. Αυτή η απώλεια, τονίζει, «είναι ή σωτηρία τού άνθρώπου, ή ύπαρκτική πραγμάτωση τής «όντως ζωής», τής προσωπικής ετερότητας καί ελευθερίας». 180 Γι' αυτό ο ερωτικός άνθρωπος σαρκώνει τον τρόπο της ζωής και ο θρησκευτικός άνθρωπος τον τρόπο του θανάτου. 181 Τον θρησκευτικό άνθρωπο τον ενδιαφέρει η πράξη της ελεημοσύνης και όχι οι φτωχοί. Τον
177
Στο ίδιο.
«δέν δικαιώνεται μπροστά στό Θεό- δέν δικαιώνει τήν νπαρξή του ώς προσωπικό γεγονός κοινωνίας καί σχέσης μέ τόν Θεό πέρα άπό τή φθορά καί τό θάνατο», στο ίδιο. 178
«γιατί αυτός αισθάνεται τήν άτομική του άνεπάρκεια καί ζητάει τό έλεος τού Θεού, «τή μετοχή του στή ζωή πού είναι Χάρη, δώρημα άγάπης», στο ίδιο. 179
ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η ελευθερία του ήθους, σελ 347. «Ή μετάνοια της πόρνης, σημειώνει, πράξη άπροσχημάτιστα έρωτική: Αγοράζει το πολυτιμότερο μύρο, δίχως φειδώ και μέτρο. Χύνει σπάταλα το μύρο καί κρουνούς δακρύων, για να πλύνει τά πόδια τού Χριστού. Λύνει ποτάμι τά μαλλιά της για να τά σφουγγίσει. Τέτοια παραφορά άπροκάλυπτου έρωτα, κι ό θρησκευτικός περίγυρος τυφλός, άσχετος: μετράει την πράξη μέ το μέτρο της ηθικής άποτελεσματικότητας. Εις τί ή άπώλεια αντη τού μύρου γέγονεν; ηδύνατο γάρ τούτο το μύρον πραθήναι έπάνω τριακοσίων δηναρίων καί δοθήναι τοις πτωχοις. Ή πόρνη άγαπάει σπάταλα καί άπερίσκεπτα, δίχως νόμο καί λογική. Ό θρησκευτικός περίγυρος μετράει τη λογικη σκοπιμότητα τής πράξης καί το ποσοστο τής ηθικής ώφελιμότητας», ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Σχόλιο στο Ασμα Ασμάτων, 11. Comma. 180 181
60
ενδιαφέρει η πράξη της ελεημοσύνης, μετρητη σαν ατομικη αξιομισθία, είσπραξη κέρδους απο τον Θείο Ανταποδότη. Από την άλλη μεριά, η πόρνη δεν ζητάει τίποτα. Δεν προσφέρει μετάνοια, για να εισπράξει δικαίωση. Προσφέρει μόνο αυτο που έχει και αυτο που είναι. : «Ό έσχεν αύτη εποίησε». 182 Η αυταπάρνησή της είναι ολοκληρωτική. Δεν κρατάει τίποτα για τον εαυτό της, «ότι ήγάπησε πολύ». 183
3. Η ελευθερία του ανθρώπου από τη φύση - η άσκηση. Η οντολογική διαφορά προσώπου και φύσεως, είναι το θεμέλιο της ορθόδοξης
εκκλησιαστικής
ανθρωπολογίας.
Οι
Πατέρες
της
Εκκλησίας,
προτείνουν για το Γιανναρά, την άσκηση ως την πάλη ενάντια στα θελήματα της φύσης, που οδηγεί στη δυναμική υπέρβαση της αυτονομίας της. Η αυτονομία αυτή της φύσης είναι άλογη, γιατί, όπως χαρακτηριστικά τονίζει «δέν εξίσταται στά «όρια» τον δια-λόγου της προσωπικης σχέσης καί κοινωνίας 184 και οδηγεί στην αλογία της μη σχέσης. Η άσκηση «βιάζει» αυτό το αυτονομημένο φυσικό θέλημα, οδηγώντας το στην προσωπική θέληση της κοινωνίας και σχέσης. Το πρόσωπο εκφράζεται καθολικά και στο σώμα και στο πνεύμα του ανθρώπου. «Είναι η πάλη τον προσώπου ενάντια στήν επαναστατημένη φύση» 185 που θέλει να πετύχει μόνη της, αυτό που θα μπορούσε να πετύχει μόνο σε προσωπική ενότητα και κοινωνία με το Θεό. Είναι επομένως, η αντίθετη κίνηση από την πρώτη εκείνη ανταρσία αυτονομίας των πρωτοπλάστων, από την οποία πήγασε «κάθε Απολυτοποιημένη καί αυτόνομη φυσική επιθυμία» 186 :
182
Μάρκ. 14,8.
183
185
Λουκ 7,47. ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως, σελ 299. ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η ελευθερία του ήθους, σελ 143.
186
Στο ίδιο,σελ 143.
184
61
«εν ή αν ημέρα φάγητε Από τον ξύλου τον γινώσκειν καλόν καί πονηρόν, εσεσθε ώς θεοί».
187
Μέσα σ'αυτό το πλαίσιο, σημειώνει, θα πρέπει να ειδωθούν και οι εκκλησιαστικοί κανόνες, οι οποίοι αποβλέπουν « πρός ψυχών θεραπείαν καί ίατρείαν παθών». 188 Συνεπώς, η άσκηση, για τον ίδιο, δε σκοπεύει σε μία ατομική αντίληψη της αρετής, αλλά συνιστά ένα εκκλησιαστικό γεγονός. Οι απρόσωπες επιθυμίες μεταμορφώνονται με την άσκηση σε φανερώσεις της ελεύθερης προσωπικής θέλησης. Η νηστεία π.χ, με το να δίνει προτεραιότητα στην υποταγή στην κοινή πράξη της Εκκλησίας, μεταμορφώνει κατά τον Γιανναρά, την ενστικτώδη ανάγκη της τροφής, σε γεγονός σχέσης και κοινωνίας. Όταν δηλαδή ο χριστιανός νηστεύει, στην πραγματικότητα υποτάσσει τις ατομικές του προτιμήσεις στους εκκλησιαστικούς κανόνες. 189 Η ελεύθερη αυτή υπακοή προϋποθέτει την αγάπη και την μεταπλάθει σε πράξη κοινωνίας. Το ίδιο συμβαίνει και για τις άλλες μορφές εκκλησιαστικής άσκησης : την εγκράτεια στην ερωτική επιθυμία, τη συμμετοχή του σώματος στην προσευχή (μετάνοιες) κ.α. Μέσα στην Εκκλησία ο πιστός παλεύει με τον ίδιο του τον εαυτό, με την ίδια του τη φύση, έτσι όπως είναι πια μετά την πτώση. Αυτό, προσθέτει, ενέχει μία αντίφαση, το να παλεύει ο άνθρωπος, δηλαδή,
188
Γεν 3,5. Κανών Β'.
189
« ..ασκηση σημαίνει τήν υποταγή τον Ατόμου στήν καθολική πείρα της Εκκλησίας, μέ σκοπό τή
187
μετοχή στήν κοινωνία της Αγάπης τον προσώπου, υποταγή στό λειτουργικό τυπικό, στά μυστήρια, στή νηστεία πού η εκκλησία ορίζει, στήν εγκράτεια, στίς πράξεις της φιλαδελφείας.. είναι Απαρχή της μεταμόρφωσης τον θανάτου σέ ζωή, νέκρωση τών Ατομικών επιθυμιών γιά χάρη της «όντως ζωης» πού είναι η ζωή τον προσώπου. Μέσα στήν Παράδοση της Εκκλησίας, η ασκηση είναι «φιλοκαλία», ερωτας γιά τό κάλλος της «Ατέλεστης τελειότητας», πού είναι η προσωπική ολοκλήρωση, η Αποκατάσταση στήν πρώτη της ομορφιά της Αμαυρωμένης είκόνας τον Θεον στόν άνθρωπο.. .κάθε εκούσια νέκρωση της «παρά φύσιν» εγωκεντρικότητας, είναι δυναμική κατάργηση τον θανάτου καί θρίαμβος της ζωης τον προσώπου», ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το προνόμιο της απελπισίας, σελ 6566.
62
ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό. Αυτή η ίδια δηλαδή η φύση του ανθρώπου, είναι μεν δική του, είναι ο ίδιος του ο εαυτός, αλλά ταυτόχρονα και εχθρική απέναντί του. 190 Είναι αυτή που κατευθύνεται αδυσώπητα στο «παρά φύσιν», οδηγώντας τη φύση σε αυτοσκοπό, μακριά από την «κατά φύσιν» ζωή και κοινωνία με το Θεό και, κατά συνέπεια, στον θάνατο. Σαν κατακλείδα, κατά τον ίδιο τον συγγραφέα, ο αγώνας ενάντια στα πάθη αποτελεί τον μοναδικό δρόμο βίωσης της ελευθερίας, την αποκατάσταση της φύσης στην κατά φύσιν προσωπική της ετερότητα, με την αποκατάσταση του προσώπου στην υπαρκτική του ακεραιότητα, που είναι η πληρότητα της προσωπικής σχέσης με την κτίση και τον Θεό. 191 Η αυτονομημένη αυτάρκεια της φύσης είναι μία αδικία απέναντι στη φύση, αφού τα πάθη είναι «παρά φύσιν» ενέργειές της. Η υπακοή στις εντολές της Εκκλησίας, είναι μια πράξη δικαιοσύνης απέναντι στη φύση και ανταπόκριση στην αγάπη του Θεού. Βέβαια, τονίζει ο Γιανναράς ότι, η ανταρσία της φύσης δεν μπορεί να νεκρωθεί με μόνη την ανθρώπινη προσπάθεια. Φαρακτηριστικός εδώ είναι ο λόγος του Ιωάννη της Κλίμακος: «Τήν γάρ φύσιν εαυτού νικήσαι τινά των ούκ ενδεχομένων εστί». 192 Όλο αυτό το έργο καταστολής της ανταρσίας της φύσης, είναι χάρη-χάρισμα του Θεού και το μόνο που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος είναι να ανταποκριθεί σ' αυτήν την αγάπη του Θεού.
«Τήν εμήν ταύτην καί ούκ εμήν, εχθράν φίλην σάρκα», Κλίμαξ, Λόγος ΙΕ', κθ', σελ 89, βλ. ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η ελευθερία του ήθους ,σελ 144.
190
«Ή ύπαρκτική άκεραιότητα τού προσώπου σημαίνει τήν πληρότητα τής προσωπικής σχέσης μέ τήν κτίση καί τόν Θεό, τήν εύρεση τής προσωπικής διάστασης τού κόσμου καί τήν είσοδο στόν «γνόφον τής θεολογίας» τήν άμεση κοινωνία μέ τό Θεό, τήν άμεση γνώση τού μυστηρίου τής θείας «Υπάρξεως. Έτσι ή ελευθερία σημαίνει τελικά, τή σωτηρία τού άνθρώπου: «σώζει» τόν άνθρωπο, πού θά πή, τόν άποκαθιστά σώο, δηλαδή ολόκληρο στήν ύπαρκτική του άκεραιότητα», ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως, σελ 301-302. 191
192
Κλίμαξ Λόγος ΙΕ δ, σελ 86, βλ. ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η ελευθερία του ήθους, σελ 145. 63
4.
Εγκεντρισμός
του
προσώπου
στην
θεανθρώπινη
φύση
του
Χριστού-Βάπτισμα-Χρίσμα Η άσκηση, στην οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω, βρίσκει την ολοκλήρωσή του σκοπού της, σύμφωνα με τον Γιανναρά, μόνο στον χώρο των μυστηρίων της Εκκλησίας. Μέσα σ' αυτόν τον χώρο, συναντιέται η προσωπική ελευθερία του ανθρώπου με την αγάπη του Θεού. Ο άνθρωπος, εξηγεί, εναποθέτει μέσα στην Εκκλησία την καθημερινή του αποτυχημένη προσπάθεια, να απαλλαγεί από τη σκλαβιά στην αυτονομημένη του ατομικότητα, για να υπάρξει «κατά φύσιν» και αληθινά σε κοινωνία και σχέση με τον Θεό και τους συνανθρώπους του. Η ατελέσφορη αυτή προσπάθεια του ανθρώπου, συμπληρώνεται χαρισματικά με τα μυστήρια. Σ' αυτή τη δυναμική πορεία, της αλληλοπεριχώρησης της ελευθερίας του ανθρώπου και της Φάρης του Θεού, τονίζει ο Γιανναράς, «φανερώνεται προοδευτικά στό πρόσωπο τού πιστού ή εΙκόνα τού «καινού άνθρώπου», τού πολίτη τής Βασιλείας, άποκαλύπτεται τό ήθος τής ελευθερωμένης άπό τό θάνατο άνθρώπινης ύπαρξης». 193 Ο άνθρωπος προσκομίζει στην Εκκλησία κάθε φάση της ζωής του, της πτώσης και της αποτυχίας του, που αντανακλά τη βαθύτερη του δίψα για ζωή. Έτσι, βρίσκει στην Εκκλησία το αντίστοιχο μυστήριο, όπου συναντάται η ανθρώπινη ζωή με τη Φάρη- χάρισμα της ζωής του Θεού. Όπως με τη γέννηση ενός ανθρώπου, διαιωνίζεται η ανθρώπινη φύση, ως διαδοχή ατομικοτήτων υποταγμένων στη φθορά και στο θάνατο, έτσι και με το Βάπτισμα αφθαρτίζεται η προσωπική ετερότητα από τη θεανθρώπινη φύση του Φριστού, την Εκκλησία, υποστασιάζοντας την προσωπική φυσική ύπαρξη στην όντως ζωή της αγαπητικής
193
64
ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η ελευθερία του ήθους ,σελ 178.
κοινωνίας. Μεταβάλλεται έτσι προοδευτικά η φύση, με τη χάρη του Θεού και την προσωπική ελευθερία, σε υπόσταση ζωής, σε προσωπική ύπαρξη. Με το Χρίσμα, ο άνθρωπος σφραγίζεται στα βάθη της ύπαρξής του, με τη σφραγίδα της προσωπικής υιοθεσίας της Αγίας Τριάδας, μέσω της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος.194 Με το Βάπτισμα πραγματοποιείται η αναγέννηση της φύσης και με το Χρίσμα, η αναγέννηση της ατομικής ετερότητας. Η φύση του ανθρώπου δεν μεταβάλλεται, παραμένει η ίδια, μόνο που με το Χρίσμα, δίνεται πια η δυνατότητα στο πρόσωπο να ελευθερωθεί από την αναγκαιότητα της φύσης.
5. Μετάνοια-Εξομολόγηση Στο
μυστήριο
της
Μετανοίας,
ο
άνθρωπος
προσκομίζει
την
αποτυχία-αμαρτία του, που τον εγκυστώνει στην ατομική του αυτονομία και ανοίγεται σε σχέση και κοινωνία με την αγάπη του Θεού. Έτσι το αλλοτριωμένο πρόσωπο, μεταποιείται σε εικόνα του Τιού του Θεού. Η φύση μας, προσθέτει ο Γιανναράς είναι, υπάρχει, νοούσα αυτή εαυτήν με τη βιο-λογική του αυτοσκοπού και γι' αυτό ενεργεί αυτονόητα το ήδιστον, την πλασματική ηδύτητα της αυτοζωής. Γι' αυτό και η μετάνοια είναι έκφρων: «Μεταθέτει τή λογική τής επιθυμίας πέρα από τήν ήδύτητα τής οροθετημένης από τόν θάνατο αυτοζωής. Πέρα από τή φυσική ζωή, στή χαρισμένη ζωή. Στή Χάρη τον έρωτα». 195 Ο Χριστός πάνω στο σταυρό, σημειώνει ο Γιανναράς, «μεταμόρφωσε τό θάνατο, τήν τελική συνέπεια τής αυτονομίας τής φύσης μας, τόν θάνατο, σέ υπακοή στό θέλημα τής αγάπης τον Πατρός, σέ
«Μέ τό Χρίσμα ο προσερχόμενος στήν Εκκλησία δέν μετέχει απλώς στίς δυνατότητες τής κοινής άναγεννημένης φύσης τού σώματος τού Χριστού, αλλά σφραγίζεται καί μέ τή σφραγίδα τής προσωπικής υιοθεσίας, μέ μιά σφραγίδα σχέσης προσωπικής και μοναδικής με τήν Αγία Τριάδα, μέσω τής προσωπικής Παρουσίας τού Αγίου Πνεύματος στα μυστικά βάθη τής ϋπαρξής του», στο ίδιο, σελ 184. 194
195
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων, 10. expοsition au relatif. 65
κοινωνία ζωής μέ τόν Πατέρα, τήν πηγή τής ζωής». 196 Με τον ίδιο τρόπο και εμείς, με το μυστήριο της Μετανοίας μιμούμενοι τον Φριστό, προσάγουμε τον θάνατο στην αγάπη του Πατρός «εν προσώπω Ιησού Χριστού». 197 Γινόμαστε υιοί του Θεού και οι «ηγαπημένοι του Πατρός», όπως είναι και ο Τιός, προσλαμβανόμαστε από τη Θεοτόκο και τους αγίους και εντασσόμαστε οργανικά στο ζωηφόρο σώμα της Εκκλησίας.
6. Το Μυστήριο 198 του Γάμου Το μυστήριο του γάμου για την Εκκλησία, δεν είναι ακόμα μιά θρησκευτική «προσθήκη», ή τελετή στη φυσική ζωή του ατόμου, όπως θεωρείται σήμερα από τους λεγόμενους χριστιανούς της ταυτότητας, άλλά ένα γεγονός που «απελευθερώνει τη ζωή άπό τή φυσική άναγκαιότητα: μεταμορφώνει τή φυσική ύπαρξη σέ ύπόσταση προσωπικής ετερότητας καί ελευθερίας». 199 Βασιζόμενος στην ανθρωπολογία του Μάξιμου του Ομολογητή ο Γιανναράς, υποθέτει ότι ενδέχεται η αγαπητική δύναμη της φύσης, με την οποία προικίστηκε από το Θεο η φύση του ανθρώπου να πραγματώσει το υπαρκτικό της τέλος, να βρίσκεται στην ερωτική έλξη άνδρα και γυναίκας. Φωρίς την επιθυμία δεν υπάρχει πόθος, γράφει ο Μάξιμος, ο οποίος καταλήγει στην αγάπη. Το να ερωτευτεί κάποιος, ταυτίζεται με την επιθυμία, η οποία αναφέρεται στην ηδονή του νου, που είναι οι προσωπικές δυνατότητες του ανθρώπου. 200
196
ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η ελευθερία του ήθους, σελ 189.
197
Εφεσ. 2,18-Α' Πετρ. 3,18.
«Την έξοδο στη θέα τού πραγματικού ή Εκκλησία την ονομάζει μυστήριο. Καμιά σχέση μέ τη θρησκευτικη έπευλογία τού φυσικού θεσμού, τη νομιμοποίηση τής γενετήσιας σχέσης. Το μυστήριο είναι μύηση στην άμεσότητα τής έλπίδας, άπόπλους στη χάρη τής χειραγώγησης γιά την ψηλάφηση τής ζωής. Οί λέξεις δέν το έξαντλούν, ή αισθητη περιγραφη το έγκαταλείπει άνυπότακτο,.ΦΡ.ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Σχόλιο στο Ασμα Ασμάτων, 16. Interlude. 198
ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η ελευθερία του ήθους, σελ 205. Στο ίδιο, σελ 206, βλ. Μαξίμου του Ομολογητού, Κεφάλαια θεολογικά U,P.G. 90, 1248 CD και ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως,σελ 190-191. 199 200
66
Ακαθόριστο κράμα της ψυχής και του κορμιού, η ανθρώπινη φύση, γνωρίζει πως η πληρότητα της ζωής βρίσκεται στην αμοιβαιότητα της σχέσης.201 Ο Άλλος γίνεται για τον Γιανναρά το «σημαίνον» της ζωής, που, όμως, μετά την αποτυχία της σχέσης μαζί του, κάνει γνωστό σε εμάς, ότι ο έρωτας είναι ο τρόπος της ζωής, μάταια όμως,γιατί είναι ένας τρόπος ζωής που είναι ανέφικτος για την ανθρώπινη φύση. Και αυτό συμβαίνει γιατί η ανθρώπινη φύση δεν ξέρει να μοιράζεται και να κοινωνεί, αλλά αντίθετα, ξέρει να ιδιοποιείται τη ζωή, να την κατέχει και να την νέμεται. Έτσι η ορμή της φύσης μας, αλλοτριώνει την κοινωνία σε απαίτηση ιδιοκτησίας και κατοχής του άλλου.202 Ο έρωτας διαιωνίζει τη φύση, όχι όμως την προσωπική μας ύπαρξη, η οποία ποθεί να παραμείνει ακατάλυτη. Το κορμί και η ψυχή μας, τονίζει ο συγγραφέας, συγκλίνει και πληρούται στον έρωτα. Αν ο έρωτας είναι ο τρόπος της ζωής, τότε ο γάμος είναι ο τρόπος της φύσης. Ο σκοπός του γάμου όμως, είναι η ελευθερία από τη φύση (τη φυσική αναγκαιότητα). Αυτή η διαστολή του τρόπου της ζωής, από τον τρόπο της φύσης, φωτίστηκε αποκαλυπτικά με τον λόγο της χριστιανικής εμπειρίας. Τπόδειγμα του τρόπου της ζωής είναι η «κένωση», η ερωτική αυτοπροσφορά - υπόδειγμα ένσαρκο στο πρόσωπο του Χριστού. Για να το ακολουθήσει ο άνθρωπος, πρέπει να διαρρήξει τους δεσμούς της εξάρτησης απο τον τρόπο της φύσης, δηλαδή δεσμούς συγγένειας,
«Ή ανθρώπινη φύση μας (αυτό τό ακαθόριστο κράμα τής ψυχής και τού κορμιού μας) «ξέρει», με φοβερή οξυδέρκεια πέρα από νοήματα, πώς ή πληρότητα τής ζωής κερδίζεται μόνο στήν αμοιβαιότητα τής σχέσης. Στήν αμοιβαία ολοκληρωτική αυτοπροσφορά. Γι' αυτό και επενδύει ή φύση μας, στόν έρωτα όλη τή απύθμενη δίψα της γιά ζωή. Δίψα τού κορμιού και τής ψυχής μας». Χρ.Γιανναρά. Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων,Ι.Ouverture. 201
«Ή ανθρώπινη φύση μας παίζει τό παιχνίδι τής ιδιοτέλειας με τόν τρόπο τής ζωής. Γι' αυτό και σπουδάζουμε τόν τρόπο τής ζωής στήν απάτη τού έρωτα. Δεν υπάρχει έρωτας πού νά μήν περνάει από φάσεις θυσιαστικής αύταπάρνησης και ολοκληρωτικής αύτοπροσφοράς. Φάσεις όντως ζωής, πού γίνονται όπλα τής φύσης γιά νά κερδίσει τόν Άλλον, νά τόν ιδιοποιηθεί, νά τόν κατέχει. Με αυτά τά όπλα 202
περιχαρακώνει τό δίκιο της, φτιάχνει ορμητήρια γιά νά επιτεθεί, όταν ο Άλλος αρχίσει νά αποκαλύπτεται στή δική του αυτονομία, στή δική του φυσική απαίτηση», στο ίδιο, 4.Notes de passage.
67
δεσμούς εξασφάλισης που προσφέρει το θεσμικό πλαίσιο του γάμου, σχέσεις που εξαντλούν την ύπαρξη, στα βιολογικά όρια της φύσης, γι' αυτό και στηλιτεύθηκε από τον ίδιο τον Φριστό. 203 Στον λόγο του Παύλου, ο Γιανναράς διαβλέπει τη ρήξη με τους συγγενικούς δεσμούς, την ελευθερία από τη φύση για χάρη της σχέσης, του έρωτα, του κατεξοχήν έρωτα, που αναφέρεται στο πρόσωπο του Θεού. Ίνα και οι έχοντες γυναίκας ώς μη έχοντες ώσι, και οι κλαίοντες ώς μη κλαίοντες, και οι χαίροντες ώς μη χαίροντες, και οι άγοράζοντες ώς μη κατέχοντες, και οι χρώμενοι τω κόσμω τούτω ώς μη καταχρώμενοι». 204 Ο Παύλος συνιστά τον γάμο μόνο «κατά συγγνώμην, ού κατ' επιταγην
205 .
Η «συγγνώμη» σημαίνει ότι γίνεται
μια «παραχώρηση» στον τρόπο της φύσης, τον τρόπο του θανάτου, για λόγους παιδαγωγίας τού ανθρώπου. Γι'αυτό, τονίζει ο Γιανναράς, ότι γνωρίζει ο Παύλοςπως οι σχέσεις μέσα στον έγγαμο βίο, είναι αναπόφευκτα σχέσεις εξουσιαστικές και αμοιβαίας ιδιοποίησης: «Ή γυνη τού ιδίου σώματος ούκ εξουσιάζει, άλλ ο άνήρ· ομοίως δέ και ο άνηρ τού ιδίου σώματος ούκ εξουσιάζει, άλλ ή γυνη». 206 Δικαιώνεται ο θεσμός του γάμου σε σύγκριση με τη φυσική ασυδοσία της πορνείας. «Διά δέ τάς πορνείας έκαστος την έαυτού γυναίκα εχέτω, και έκάστη τον ίδιον άνδρα εχέτω». 207 Συνεπώς, μέσα στα πλαίσια του ευχαριστιακού σώματος, που είναι και πλαίσια του μυστηρίου του γάμου, «ή σαρκική σχέση καί ή φυσική συγγένεια δέν αίρονται, μόνο παύουν νά δεσμεύονται στή βιολογικά καθορισμένη άποκλειστικότητα πού κατοχυρώνει τίς άτομικότητες». 208 ο Ζηζιούλας σημειώνει σχετικά, ότι ο Φριστιανός μέσα στην Εκκλησία,
Εί τις έρχεται πρός με, λέει ό Φριστός, και ού μισεί τον πατέρα εαυτού και την μητέρα και την γυναίκα και τά τέκνα και τους άδελφούς και τάς άδελφάς, έτι δέ και την εαυτού ψυχήν, ού δύναται μου μαθητης είναι.» Λουκ.14.26 203
204
1 Κορ. 7, 29-31.
205
207
Στο ίδιο, 7,6. Στο ίδιο,7,4. Στο ίδιο,7,2.
208
ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η ελευθερία του ήθους, σελ 216.
206
68
υπάρχει ελεύθερος να αγαπάει και πέρα από τη βιολογική του πραγματικότητα, ως πρόσωπο, ελύθερο από τη φύση του. 209 Ο Γάμος μέσα στην Εκκλησία είναι προτύπωση της βασιλείας του Θεού, στην οποία υπερβαίνεται η διάκριση των φύλων και η αποκλειστικότητα που υπαγορεύει η φύση και γίνεται δυνατότητα σχέσης με όλα τα μέλη του σώματος του Φριστού. 210 Συνοπτικά, μπορούμε να πούμε ότι, στη μεταπτωτική δημιουργία, ο έρωτας παραμένει μία δυνατότητα σχέσης και γνώσης, (με τη βιβλική έννοια του όρου), που σημαίνει σχέση ερωτική), η οποία όμως αδυνατεί να διαιωνίσει την προσωπική ετερότητα και ελευθερία, δηλαδή το πρόσωπο. Η ολοκλήρωση αυτή του
έρωτα,
θα πραγματοποιηθεί στα έσχατα,
με
την κατάργηση της
σεξουαλικότητας. Σε εκείνον τον αιώνα δεν θα υπάρχει γαμική σχέση για τον Γιανναρά, γιατί δεν θα υπάρχει ο θάνατος που δυναστεύει τη φύση και η οποία επιβιώνει μέ τη γενετήσια δύναμή της. Γι' αυτό και η μίξη των φύλων θα είναι περιττή. 211 Στο γάμο, που είναι «μυστήριο μέγα εις Χριστόν καί εις τήν Έκκλησίαν», 212 κατά τον λόγο του Αποστόλου Παύλου, δίνεται η δυνατότητα στην υπαρκτική ενοποίηση της φύσης. Η ενότητα του ανδρόγυνου, για τον Γιανναρά, έχει την απαρχή της στο σώμα του «..ό Χριστιανός μέ τό βάπτισμα ισταται ενώπιον τον κόσμου, υπάρχει ώς σχέσις πρός τόν κόσμον, ώς πρόσωπον, κατά τρόπον ελεύθερον άπό τήν σχέσην πού δημιουργεί ή βιολογική ταυτότης του. Αύτό σημαίνει ότι μπορεί πλέον νά άγαπά όχι διότι ετσι τόν ύποχρεώνουν οί νόμοι τής βιολογίας- πράγμα πού ενυπάρχει άναπόφευκτα εις τήν άγάπην των οίκείων- άλλά ελέυθερα άπό τούς φυσικούς νόμους. Ώς εκκλησιαστική ύπόστασις ό άνθρωπος άποδεικνύει ετσι ότι αύτό πού ισχύει διά τόν Θεόν μπορεί νά ίσχύση καί διά τόν άνθρωπον :ή φύσις δέν καθορίζει τό πρόσωπον. Τό πρόσωπον κάμει τήν φύσιν νά ύπάρχει. Ή ελευθερία ταυτίζεται μέ τό είναι τού άνθρώπου», ΙΩΑΝ. ΖΗΖΙΟΤΛΑ, Από το προσωπείον είς το πρόσωπον, σελ 315, βλ. ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η ελευθερία του ήθους, σελ 215-216. 209
«ό όντως ερωτας (μέσα από τήν κένωση καί τήν αύτοπροσφορά) γιά τό ενα πρόσωπο τής κοινωνίας τού γάμου, συνιστά ύποστατική δυνατότητα σχέσης μέ ολα τά μέλη τού σώματος τού Χριστού», ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η ελευθερία του ήθους, σελ 218. 210
ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων 18. Conclusion sur pédale de dominante, πρβλ. Λουκ. 20, 35-36. «..οί δέ καταξιωθέντες τού αιώνος εκείνου τυχειν καί τής άναστάσεως τής εκ νεκρών ούτε γαμούσιν ούτε γαμίζονται· ούτε γάρ άποθανειν ετι δύνανται·ίσάγγελοι γάρ είσι καί υίοί είσι τού Θεού, τής άναστάσεως υίοί όντες». 211
212
Εφεσ. 5,32. 69
Χριστού. Αυτή η ενότητα δε συντελείται μαγικά, αλλά είναι πρώτα απ'όλα χάρισμα, που σκοπεύει στην εσχατολογική πληρότητα της φύσης.. 213 Η έμπρακτη αγάπη και παραδοχή, που ζητάει ο Παύλος από τους νεόνυμφους, δεν είναι αλτρουιστική, αλλά υπαρκτική αλλοίωση, άδειασμα της ατομικότητας από την αυτονομία της : «Οί ανδρες Αγαπάτε τάς γυναίκας εαυτών, καθώς καί ο Χριστός ήγάπησε τήν Έκκλησίαν καί εαυτόν παρέδωκεν υπέρ αύτης». 214 Η φυσική ερωτική προσφορά, γίνεται αμοιβαία προσωπική ανάληψη της φύσης του άλλου, μίμηση του Σταυρού του Χριστού και συμμόρφωση με την εκούσια ανάληψη του θανάτου, που καρποφορεί την Ανάσταση και την αφθαρσία. 215 Η σταυρική αυταπάρνηση και ασκητική αυτοπροσφορά είναι κοινή και για το γάμο και για τη παρθενία των μοναχών: «Παρθενία είναι ο ερωτας ελεύθερος Από τή φυσική άναγκαιότητα τον πόθου καί της ηδονής, ο ίδιος αύτός ερωτας πού εγκεντρίζει τό Γάμο στή ζωή της Βασιλείας». 216
«Ύποστασιάζει ο Γάμος εκκλησιολογικά τόν ερωτα καί τό σώμα, μεταμορφώνει τή σωματική σχέση σέ ενότητα ελευθερίας καί Αγάπης τών προσώπων μέσω της σχέσης τους μέ τόν Χριστό στήν Ευχαριστία», ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η ελευθερία του ήθους, σελ 212. 213
214 215
Εφεσ. 5,25. ΜΑΞΙΜΟΤ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΤ Κεφάλαια θεολογικά, ΞΖ', Ρ.ϋ.90, 1108Β, πρβλ. ΩΡΙΓΕΝΟΤΣ, Εις τον
Ιζεκιήλ,
9,4-Ρ.β.
13,
801Α:
«ουτινοσονν
προκαταρχόμενοι
πράγματος»
και
ΚΤΡΙΛΛΟΤ
ΙΕΡΟΣΟΛΤΜΩΝ Κατηχήσεις 13,36: «επί αρτων βιβρωσκομένων, καί επί ποτηρίων πινομένων·εν είσόδεις, εν εξόδεις..κοιταζόμενοι καί διανιστάμενοι». βλέπε ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Αλφαβητάρι της πίστης, σελ 171 : «Τά φαινόμενα πάντα δεϊται σταυρον γράφει ό Άγιος Μάξιμος ό Ομολογητής «και τά νοούμενα πάντα δεϊται ταφης». Όλα τα φαινόμενα που γίνονται προσιτά σε εμάς μέσω των αισθήσεων, «πρέπει νά σταυρωθονν καί νά ταφονν, νά νεκρωθονν ώς Ατομικές βεβαιότητες καί θωρακίσεις τον εγώ, προκειμένου νά λειτουργήσουν ώς ερωτική σχέση καί αύθυπέρβαση... της υπακοης στό θέλημα τον Πατρός, τό θέλημα της ζωης. Γιατί ο σταυρός δέν είναι σημεϊο Ανάμνησης καί συναισθηματικης η ήθικοδιδακτικης Αναφοράς, Αλλά σύμβολο καί δήλωση συσχηματισμον μέ τόν τρόπο υπάρξεως τον Χριστον, τόν τρόπο της ζωης».
216
70
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η ελευθερία του ήθους, σελ 219.
Ο Γάμος είναι Μυστήριο, τονίζει ο Γιανναράς, γιατί αυτός που χειραγωγεί τους νεόνυμφους στην ολοκληρωτική παραίτηση από κάθε απαίτηση, είναι ο Εραστής -Χριστός. 217 Στον
σημερινό
βέβαια
πολιτισμό
του
αισθήματος,
πού
θηρεύει
προτιμήσεις, τό μυστήριο τού ζωηφόρου θανάτου μοιάζει για τονν συγγραφέα, μόνο παραδοξολόγημα.218
7. Ο έρωτας, ο γάμος και η αγαπητική δύναμη 219 της φύσης «Άν ο ερωτας είναι ο τρόπος της ζωης, τότε ο γάμος είναι τρόπος της φύσης» 220 ,σημειώνει ο Γιανναράς, που σημαίνει ότι ο γάμος είναι αναγκαιότητα της φύσης και συνεπώς νόμος. Ο νόμος οδηγεί τον άνθρωπο στη θεσμοποίηση της φυσικής ανάγκης, θωρακίζει την ατομική απαίτηση, κατοχυρώνει τους συζύγους με υποχρεώσεις και δικαιώματα σε όλες τις εκφάνσεις του οικογενειακού βίου. 221
«Οί άνδρες αγαπάτε τάς γυναίκας εαυτών καθώς και ό Χριστός ήγάπησε την έκκλησίαν και εαυτόν παρέδωκεν υπέρ αυτής... Αί γυναίκες τοίς Ιδίοις ανδράσιν ύποτάσσεσθε... ώσπερ ή έκκλησία ύποτάσσεται τω Χριστώ... Τό μυστήριον τούτο μέγα έστίν, έγώ δέ λέγω εις Χριστόν και εις τήν έκκλησίαν, Έφεσ. 5,22-27,33. 217
«Μιλάει ό Παύλος, κι οί άνθρωποι γελούν,: ή δέ γυνή 'ίνα φοβήται τόν άνδρα. Είναι αισθηματική πιά πεποίθηση ή «ισότητα τών φύλων», τό ακριβοζύγιασμα δικαιωμάτων και ύποχρεώσεων, ή αμοιβαιότητα κάθε εύθύνης. «Δέν ύποψιαζόμαστε ότι ό Παύλος ζητάει τό μείζον: Εκείνη τή σχέση, όπου ό ένας αύτοπαραδίνεται δίχως φειδώ και μέτρο, κι ό άλλος ύποτάσσεται στόν παραδινόμενο, μέ τό δέος και τόν φόβο πού γεννάει ή διαχείριση πολύτιμου δώρου. Ποιός νά δείξει στά καταργημένα μάτια ότι κάπου έκεί, στόν τρόπο αύτόν τής σχέσης, αληθεύει ό έρωτας και καταργείται ό θάνατος», ΦΡ.ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων, 16. Interlude. 218
«Αγαπητική δύναμη είναι ή φυσική δυνατότητα, όρμή, φορά, ύφάδι τής ζωής. Θά σαρκωθεί σέ προσωπικό γεγονός αγαπητικής ετερότητας μόνο ώς λόγος έλευθερίας από τήν ανάγκη. Συνειδητή άσκηση αγάπης, παραίτηση από τήν απαίτηση, κατόρθωμα έλευθερίας από τήν όριστική ανάγκη γιά χάρη τής απεριόριστης σχέσης. Διεύρυνση τής ήδονής, πέρα και από τή φύση, στήν απερίσταλτη προσωπική κοινωνία», Στο ίδιο,5. Intervallum. 219
Στο ίδιο, 6. Divertimento. «Από τά βάθη τής προϊστορίας ό γάμος φτάνει ώς έμάς μέ τή σταθερή περπατησιά τού νόμου, τού «φυσικού θεσμού»: Σύμβαση έξισορρόπησης δικαιωμάτων και ύποχρεώσεων. Κατοχυρώνει τά συμβαλλόμενα έγώ, τά έξασφαλίζει. Προσφέρει μέ σωστή μοιρασιά τήν αίσθηση τής στέγης, τή σιγουριά τής συντροφιάς, τήν κοινή τροφή, τήν αμοιβαία ήδονή, τήν πλασματική διαιώνιση τού έγώ στά πρόσωπα τών παιδιών», στο ίδιο. 220 221
71
Ο γάμος και ο έρωτας, είναι δυο αντίπαλα δεδομένα. Ο έρωτας είναι έκπληξη της ζωής, ενώ ο γάμος είναι θεσμοποίηση της ανάγκης. Μέσα στο γάμο δεν υπάρχει η περιπέτεια κι ο αιφνιδιασμός. Ο σύζυγος θεωρείται ιδιοκτησία μας, μας ανήκει, είναι για μας δεδομένος. Παρ' όλα αυτά όμως για τον Γιανναρά, και ο έρωτας δεν εξασφαλίζει μονιμότητα με το θεσμό του γάμου.
222
Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο γάμος έγινε κοινωνικός θεσμός και που κωδικοποιήθηκε σε κανόνες Δικαίου, εθιμικού και κρατικού. Έτσι, ακόμα και η σωματική
υποχρέωση
των
συζύγων,
καταλήγει
να
είναι
μια
νομικά
κατοχυρωμένη απαίτηση. 223 Η πρωτοχριστιανική Παράδοση κατά τον Γιανναρά, προτείνει την επαρκέστερη ερμηνεία του έρωτα που είναι ο προσωπικος τρόπος ύπαρξης της φύσης. Είναι ο τρόπος της «όντως ζωής» αποτυπωμένος στην ανθρώπινη ύπαρξη, απαύγασμα της «κατ' εικόνα Θεού» δημιουργίας του ανθρώπου. 224
«Δέν μπορεί ο θεσμος (γάμος) νά προβλέπει την ετερότητα, την περιπέτεια ή τη γεύση τής ποιότητας... Γι' αύτο και στον γάμο δέν δικαιολογείται αιφνιδιασμός. Κατέχουμε τον άλλο (το σύζυγο ή τη σύζυγό μας) και το ίδιο με τη σειρά του, μας κατέχει και αυτός. Γι' αυτό, ότι επαγγέλλεται ο γάμος δέν προϋποθέτει τον έρωτα - αν δέν τον άποκλείει. Ή διακινδύνευση τής άπροκαθόριστης σχέσης (το ερωτικό γεγονός), ή δυναμική των εκπλήξεων, δέν συμβιβάζονται μέ τη λογικη τού θεσμού. Επομένως ο έρωτας, 222
λοιπόν, δέν εξασφαλίζεται μέ τον γάμο και υπάρχουν άπειρα παραδείγματα που ξέρουμε στην πράξη Οτι άναρίθμητοι γάμοι ξεκινάνε δίχως έρωτα, και οι άνθρωποι το θεωρούσαν πάντα και το θεωρούν αύτονόητο. 'Όσοι πάλι ξεκινάνε μέ το δώρο τού έρωτα, αίθεροδρομούν αν πιστεύουν Οτι ο θεσμος θά εξασφαλίσει στον έρωτά τους μονιμότητα και ισοβιότητα. Ό τρόπος τής ζωής άποκλείεται νά εξασφαλιστεί μέ τον τρόπο τής φύσης», σ το ίδιο. «'Άν οι άπαιτήσεις και ύποχρεώσεις δέν ισορροπούν, καταφεύγουμε στον δικαστή. Ζητάμε το δίκιο μας άπο την κρατικη βία. Ακόμα και ή σωματικη σχέση μπορεί νά άπαιτηθεί άπο τον σύντροφο μέ δικαστικη άπόφαση: Είναι το «συζυγικο καθήκον» του. Ό νόμος κατοχυρώνει τη φυσικη άπαίτηση, διεκδικεί και την ποδηγέτηση τής επιθυμίας», στο ίδιο. 223
224 «Σπαρμένη μέσα στη φύση τού άνθρώπου, στην ψυχη και στο σώμα του, καθορίζει τον τρόπο ύπάρξεως τής φύσης. Φυσικη ορμη ζωής άποκαλυπτικη τού άπρόσιτου «πυρήνα» τής ύπόστασης τού άνθρώπου, τής προσωπικής του ετερότητας. Στην προοπτικη αύτής τής ερμηνευτικής, ο έρωτας δέν είναι επιμέρους λειτουργία τής φύσης, ικανότητα διαιώνισης τού είδους. Ανήκει στον προσωπικο τρόπο ύπάρξεως τής φύσης. Γι' αύτο και ενεργείται καθολικά, μέ κάθε σωματικη και ψυχικη ενέργεια ή λειτουργία τής φύσης. Δίχως
72
8. Η θρησκεία, στην υπηρεσία «διαιώνισης» της φύσης Η θρησκεία γαντζώνεται απεγνωσμένα, με πρόφαση την υποταγή στη διαιώνιση του είδους, στη βιολογική αναγκαιότητα της αναπαραγωγής, μήπως και σωθεί η ίδια απο τον θεσμό του γάμου.
225
Δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ, ούτε
εξέτασε τα κίνητρα της γαμικής ένωσης δύο ανθρώπων. Δεν ασχολήθηκε αν υπάρχει έρωτας ανάμεσα τους, αν υπάρχουν οικονομικά οφέλη, αν είναι υστεροβουλία ανόδου και προβολής, ή ακόμα αν είναι μια τυφλή υποταγή των παιδιών, σε ενδεχόμενη αυθαιρεσία των γονιών τους.Έτσι, ευλογεί το γάμο δίνοντας νομιμοποίηση στις όποιες ενδεχόμενες εξαναγκαστικές συμβιώσεις, οικονομικές ανταλλαγές ή ταπεινωτικές εξαρτήσεις. 226 Βέβαια, για τον ίδιο, δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς ότι ακόμα και στο συμβατικό έγγαμο βίο, μπορεί ανεπαίσθητα να γεννηθεί η αμοιβαία και αυθόρμητη πιστότητα, η διακριτική και νηφάλια τρυφερότητα, και τελικά η ερωτική αυτοπροσφορά. Όπως και το αντίθετο. Ανθρωποι που ξεκίνησαν τη σχέση τους με έναν παράφορο έρωτα, να καταλήγουν στη συμβατικότητα και στη ρουτίνα. Για πολλούς ανθρώπους που δε μπορούν να συντηρηθούν μόνοι τους στη ζωή, ή είναι αδέξιοι στις κοινωνικές σχέσεις, ή ακόμη αδικημένοι σε κάθε μορφη ανταγωνισμού ή στη σωματική τους εμφάνιση, βρίσκουν στον συμβατικό γάμο ένα καταφύγιο και μια προστασία.
δυνατότητες να διασταλεί και οριοθετηθεί το ψυχικό από το σωματικό γεγονός στον έρωτα», στο ίδιο, 9. Stretto. Στο ίδιο,16. Interlude. «Ευλογεί τόν γάμο στά τυφλά, μέ βάση μόνο τίς νομικές προϋποθέσεις. Μέσα στους αιώνες ή θρησκευτική έπευλογία νομιμοποιεί και δικαιώνει εξαναγκαστικές συμβιώσεις, ταπεινωτικές έξαρτήσεις, οικονομικές άνταλλαγές και έπιχειρηματικές συμφωνίες, στυγνές άγοραπωλησίες άνθρώπινων υπάρξεων, ντυμένες τήν έπίφαση τής γαμικής ένωσης. Οί κανόνες τηρούνται, τό νομικό πλαίσιο δέν παραβιάζεται. Και πίσω άπό τήν άψογη έπίφαση μορφάζει σπαραχτικά ή θηριωδία τής έκμετάλλευσης, τών ψυχρών βιασμών, ή τό τέλμα τής συμβατικής άνοχής, ή πιό έξαθλιωτική μοναξιά», στο ίδιο. 225 226
73
9. Πρόσωπο και λειτουργικός χρόνος. Η προσωπική διάσταση του χώρου, ως αδιάστατης προσωπικής αμεσότητας, βιώνεται, κατά τον Γιανναρά, μέσα στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Μέσα στη λατρεία υπερβαίνονται οι ατομικότητες σε κοινωνία προσώπων, προκειμένου να υποτυπώσουν το μυστήριο του τριαδικού τρόπου ύπαρξης, της αλήθειας της «όντως ύπαρξης». 227 Έτσι, σε κάθε τοπική σύναξη δεν υπάρχει διάκριση σε ζώντες και τεθνεώτες, απόσταση παρόντων και απόντων, αλλά όλα αναφέρονται στο πρόσωπο του Χριστού. 228 Στην Ευχαριστία, ο άρτος και ο οίνος, το αναστημένο σώμα του Χριστού, είναι η κτίση «επέκεινα» του θανάτου της αυτονομημένης ατομικότητας, είναι «η άποκατάσταση της ζωης στήν Τριαδική της πληρότητα». 229 Αυτή η ζωή πέρα από το θάνατο, καταργεί την απόσταση ζώντων και τεθνεώτων και οι άνθρωποι, τα ανθρώπινα πρόσωπα, υπάρχουν στην προσωπική αμεσότητα του τριαδικού τρόπου της ύπαρξης. Έτσι, στο πρόσωπο του Χριστού συγκεφαλαιώνεται η ερωτική κίνηση του Θεού προς τα κτίσματα και των κτισμάτων προς τον Θεό, η αδιάστατη αμεσότητα της προσωπικής ένωσης του κτιστού με το άκτιστο. Ακόμη, ο λειτουργικός χρόνος της Εκκλησίας, μεταβάλλει τη χρονική διαδοχή σε εορταστική μαρτυρία του παρόντος της σωτηρίας.
227
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως, σελ 170.
«..κάθε τοπική λατρευτική σύναξη συγκεφαλαιώνει τό ολον της Έκκλησίας-τήν καθολική Εκκλησία - τή σύνολη «Απογραφή τών αγίων», τή δυναμική Αλληλοπεριχώρηση της Αγαπητικης αύτοπροσφοράς, τήν ερωτική-εύχαριστιακή Απόκριση τον κόσμου στό Θεό· συγκεφαλαιώνει η λατρεία τήν ερωτική Αλληλουχία της κτίσης σέ μιά προσωπική Αναφορά στό Θεό- «εν προσώπω Ίησον Χριστον», στο ίδιο. 228
229
Στο ίδιο, σελ 171. 74
10. Πρόσωπο και μετά θάνατον ζωή. Ο άνθρωπος πεθαίνει, γιατί μετά την πτώση, αυτό που δίνει ύπαρξη στην υπόστασή του, είναι η κτιστή του φύση, η οποία όμως από μόνη της δεν συνιστά αυθυπαρξία και αυτοζωή, γι'αυτό και φθείρεται, πεθαίνει. 230 Η πίστη στη μετά θάνατον ζωή κατά τον Γιανναρά, δεν είναι η πεποίθηση ότι επιβιώνει κάτι από τον άνθρωπο σε μια μελλοντική κατάσταση. Δεν είναι μία ιδεολογική βεβαιότητα, τονίζει, αλλά «μία κίνηση εμπιστοσύνης, εναπόθεσης τών ελπίδων καί τής δίψας μας γιά ζωή στήν άγάπη τού Θεού». 231 Η πίστη αυτή, είναι η βεβαιότητα ότι, την υπόσταση της ύπαρξης του ανθρώπου δεν την εξασφαλίζει η φύση του, αλλά η σχέση του με το Θεό, και εν τέλει, η ερωτική Του αγάπη για τον άνθρωπο. Οι δυνατότητες της φύσης δε μπορούν από μόνες τους να οδηγήσουν την ύπαρξη πέρα από τον θάνατο. 232 Ζωη για τον ίδιο το συγγραφέα, δεν είναι η βιολογική επιβίωση και γι' αυτό το βιολογικό τέλος δεν είναι θάνατος. Τπάρχουμε μονάχα ως σχέση και παύουμε να υπάρχουμε όταν είμαστε κλεισμένοι στην ατομική μας οντότητα.233 Αυτός που μας χαρίζει, όμως, τόσο πλούτο ζωής, προσθέτει, μας έχει υποσχεθεί «τήν πρόσωπο- μέ- πρόσωπο σχέση μαζί Του, όταν σβύσουν
230
ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Αλφαβητάρι της πίστης, σελ 165-166.
23ΐ
Στο ίδιο, σελ 103. «Γιά νά διασκελίσει ή ύπαρξη τη ζωή πέρα άπο το κατώφλι τού θανάτου, νά πατήσει άλλου, πέρα άπο το έτοιμόρροπο είναι, οί δυνατότητες τής φύσης μας δεν επαρκούν. 'Όσο κι άν καλογυμνάσει ή ήθική τή θέληση, οσο κι άν σταθούν εφαλτήριο οί άρετές μας, δεν γίνεται ή φύση νά υπερπηδήσει τή θνητότητα. Στήν κλίμακα τής ήθικής «άνόδου» μετράμε τήν ψευδαίσθηση τής φυσικής αύθυπέρβασης. Άλλά σε κάθε σκαλοπάτι χάσκει άπο κάτω άδυσώπητο το κενο τού θανάτου». ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων, 7. promenade parmi les tons voisins. 232
«'Άν το μύχιο αύτοσυνείδητο εγώ ή ή «ψυχή» μας άναδύεται καί βεβαιώνεται στον έρωτα, τότε υπάρχει μόνο ώς σχέση. Καί τότε ή άτομική αύτονομία, ή άσχετη άτομική οντότητα, είναι θάνατος. Τότε ό έρωτας άντιμάχεται τον θάνατο, κι ό θάνατος τον έρωτα. Ανειρήνευτα», στο ίδιο, 5. intervallum. 233
75
στό χώμα καί οί εσχατες Αντιστάσεις της Ανταρσίας μας». 234 Η αιώνια ζωή αρχίζει, όταν ο άνθρωπος δεν αντλεί πια τη ζωή από τη φύση, αλλά από την σχέση. 235 Είναι άγνωστο πώς θα υπάρχει ο άνθρωπος στη καινούργια του ζωή, αυτό όμως που γνωρίζουμε είναι ότι η σχέση μας με τον Θεό θα είναι προσωπική, θα είμαστε όπως μας ξέρει και μας αγαπάει Αυτός, με το όνομά μας και θα έχουμε τη δυνατότητα διαλόγου μαζί Του, ενώπιος ενωπίω, όπως ο Μωυσής και ο Ηλίας στο όρος Θαβώρ. 236 Στην «όγδοη» ημέρα, θα φανερωθεί η ένωση του Θεού με όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, αλλά και ο σεβασμός της ελευθερίας του ανθρωπίνου προσώπου. Η ένωση αυτή του Θεού με τον άνθρωπο, δεν θα παραβιάζει την αλήθεια του κάθε προσώπου. Ο Γιανναράς παραπέμπει στον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, που γράφει ότι για τους αξίους, η ένωση μαζί Του θα είναι «θεία καί Ανεννόητος ηδονή», ενώ για τους «αναξίους», θα είναι «Ανεκλάλητος οδύνη». 237 Αυτή η υπαρκτική πληρότητα για τον ίδιο το συγγραφέα, πρέπει να είναι πολλαπλασίως μεγαλύτερη από τη μητρική και από την ανιδιοτελή αγάπη. 238 Αυτή η κατά χάριν μετοχή στον τρόπο υπάρξεως του ακτίστου, σημειώνει, είναι λογικό να προϋποθέτει τη διάλυση και εξάλειψη του τρόπου της κτιστότητας και του έσχατου αντερείσματός του, δηλαδή της
234
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Αλφαβητάρι της πίστης,σελ 104.
«Οταν τελειώνουν οί υπαρκτικές δυνατότητες τον κτιστον, κάθε τάση αύθυπαρξίας καί κάθε Ατομική διεκδίκηση της ζωης. Ή σωτηρία Από τό θάνατο είναι εργο τον Ακτίστου, όχι εργο τον κτιστον, είναι χάρη-χάρισμα καί όχι επίτευγμα της φύσης. Χαρίζεται σέ εκεϊνο τό επίπεδο υπάρξεως, οταν η φύση ελευθερώνεται Από τήν Ανάγκη, τήν Ανάγκη αύθυπαρξίας- αύτοσυντήρησης. Τότε Ανοίγεται στόν ανθρωπο η δυνατότητα τον τριαδικον τρόπου της υπάρξεως : η ζωή ώς αύθυπέρβαση Αγάπης», στο ίδιο, σελ 220. 235
Στο ίδιο, σελ 104. ΜΑΞΙΜΟΤ Ομολογητού, Κεφάλαια θεολογικά, Migne, IV, Ρ.ϋ. 90, 13123, βλ. ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Αλφαβητάρι της πίστης, σελ 179. 236 237
«τό πολλαπλάσιο της γαλήνης, της Ασφάλειας καί της άπτης στοργης πού βιώνουμε επί γης ώς μητρική Αγάπη. Τό πολλαπλάσιο της υπαρκτικης ολοκληρίας πού γεύονται επί γης στήν κορύφωση της συν-ουσίας οί Αληθινά ερωτευμένοι. Τό σαφώς πολλαπλάσιο της αρρητης εύτυχίας πού πηγάζει Από τήν Ανιδιοτέλεια καί αύταπάρνηση της Αγαπητικης συνύπαρξης καί συγκλήρωσης βίου στό γήινο ενθάδε», ΧΡ.ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το αίνιγμα του κακού, σελ 262. 238
76
φυσικής ατομικότητας. Ενώ βιώνουμε το θάνατο σαν μέγα κακό, εν τούτοις για την εκκλησιαστική ελπίδα, είναι η προϋπόθεση της εισόδου στη ζωή ως σχέση, ως ερωτική πληρότητα, κάτι ανάλογο που συμβαίνει με τον πόνο και τον φόβο του τοκετού: αποκόβεται οδυνηρά με τον θάνατο η κτιστή προσωπική υπόσταση του ανθρώπου από τη μήτρα της ατομικότητας, για να εισέλθει στη σωτηρία -πληρότητα, στο περισσόν της ζωής.
11. Θεολογικές εκκρεμότητες για τη μετά θάνατο ζωή Στο βιβλίο του «το Αίνιγμα του κακού», ο Γιανναράς, θίγει κάποιες θεολογικές εκκρεμότητες σχετικά με τη ζωή μετά θάνατον, που μπορούν να διατυπωθούν ως εξής: Πρώτον, η αξιωματική βεβαιότητα ότι μετά τον θάνατο δεν υπάρχει μετάνοια, (έν τφ Άδη ούκ έστι μετάνοια), συνιστά θεολογική και οντολογική εκκρεμότητα, γιατί η «αρχή» αυτή, όπως εξηγεί, καταργεί την αλήθεια του προσώπου, την προσωπική ύπαρξη του ανθρώπου μετά τον θάνατο. Το υπαρκτικό γνώρισμα του ανθρώπου, η προσωπική του ύπαρξη, σημειώνει, που πλάστηκε «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν» του Τριαδικού Θεού, δεν μπορεί να αναστέλλεται μετά τον θάνατο. Γράφει χαρακτηριστικά: «Προσωπική είναι η ύπαρξη πού εχει τή δυνατότητα νά ενεργείται ώς ελευθερία θετικών η Αρνητικών σχέσεων, ελευθερία Από προκαθορισμούς τον γνωμικον της θελήματος. Άν αύτή η ελευθερία πάψει νά υπάρχει, παύει νά υπάρχει καί άνθρωπος». 239 Δεύτερον, η εμμονή της εκκλησιαστικής γλώσσας, στη χρήση της λέξης ψυχή για τον προσδιορισμό της ύπαρξης μετά τον θάνατο, προδίδει μια πλατωνική κατανόηση της λέξης. Να θεωρείται δηλαδή η ψυχή, «κάτι» που υπάρχει κάπου «μέσα» στην υλική ατομικότητα του ανθρώπου, ένα οντολογικά και καταγωγικά απροσδιόριστο στοιχείο, το
239
Στο ίδιο, σελ 254. 77
οποίο είναι άυλο και αθάνατο, αιτία της αυτοσυνειδησίας και λογικότητας του ανθρώπου. Αυτό το στοιχείο «βγαίνει» με τον θάνατο από το σώμα, «αναχωρεί» και μετατίθεται σε «τόπο» ανάπαυσης και ευτυχίας ή σε «τόπο» βασάνων κολασμού. Αυτή η αντίληψη για την ψυχή, τονίζει, είναι η πλατωνική δοξασία περί αθανασίας της ψυχής και είναι ασυμβίβαστη με τη μαρτυρία της Εκκλησίας, που θεωρεί τον άνθρωπο κτιστή ύπαρξη, χωρίς κάτι το αθάνατο μέσα του. Μόνο η αγάπη του Θεού μπορεί να συνιστά ζωοποιό δώρημα ζωής, δηλαδή να υπάρχει ο άνθρωπος μετά το θάνατο του σώματος, υποστασιάζοντας την ύπαρξη ως χάρη και αυτή είναι η θέωση στη γλώσσα της Εκκλησίας. Μία
τρίτη
εκκρεμότητα,
είναι
οι
εικονολογικές
εκφράσεις
που
χρησιμοποιεί η Εκκλησία για τη μεταθανάτια ζωή. Εκφράσεις όπως: «τόπο φωτεινό», «τόπο χλοερό», «τόπο αναψύξεως», «σε σκηνές δικαίων», «σε ποθεινή πατρίδα», «κόλπους του Αβραάμ» κ.λ.π., οδηγούν σε μία εκδοχή της αιωνιότητας σε γραμμικό ατελεύτητο χρόνο. Ακόμη, επικρατεί πολλές φορές η άποψη ότι η ύπαρξη μετά τον θάνατο αναστέλλεται, υπάρχει δηλαδή και δεν υπάρχει, «σαββατίζει», περνάει ένα στάδιο περίπου ανυπαρξίας, μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, όπου και θα αναστηθούν τα σώματα των κεκοιμημένων. Ο Γιανναράς τονίζει, ότι έχουμε άγνοια για καταστάσεις πέρα από το χρόνο, το χώρο και την ατομική οντότητα και γι' αυτό δεν μπορούμε να κρίνουμε και την ερμηνευτική επάρκεια της συγκεκριμένης προοπτικής. Μπορούμε όμως να πούμε ότι η κλήση για σχέση που απευθύνει ο Θεός στον άνθρωπο, δεν υπόκειται σε χρονικές αναστολές, ώστε να ενεργείται υπό προθεσμίαν. Όταν ο Χριστός, πάνω στο σταυρό, σημειώνει, δέχτηκε τη μετάνοια του συσταυρωμένου ληστή, τον βεβαίωσε ότι «σήμερον μετ' εμού έση εν τω παραδείσω» 240 και όχι ύστερα από διάστημα «σαββατισμού».
240
Λουκ 23,43. 78
12. Οι εκφάνσεις του προσώπου και του ατόμου στον πολιτισμό Η έκφραση της θεολογικής αλήθειας του προσώπου, έχει αποτυπωθεί στο βυζαντινό πολιτισμό, όπου η αλήθεια κατορθώνεται στα όρια της προσωπικής σχέσης, η εμπειρία της γνωστικής «έκπληξης» που συνοδεύει την αγαπητική αυτοπροσφορά. Είναι η πάντοτε ατέλεστη πληρότητα της ερωτικής γνώσης του προσώπου και του προσωπικού λόγου των πραγμάτων, των πεπραγμένων δηλαδή της προσωπικής ενέργειας. Αυτή η γνώση κατορθώνεται με την ασκητική υπέρβαση
του
εγώ,
την
υποταγή
της
ατομικότητας,
προκειμένου
να
ελευθερωθούν οι προσωπικές δυνατότητες κοινωνίας και σχέσης. Για τους βυζαντινούς, σημειώνει ο Γιανναράς, αυτή η εμπειρία της αλήθειας αποτυπώνεται μέσα στη φυσική πραγματικότητα: ο κόσμος είναι μια προσωπική φανέρωση και όχι ένα ουδέτερο αντικείμενο. Αυτή η φανέρωση, κατορθώνεται στα όρια της προσωπικής μας σχέσης με το καλλιτέχνημα. Η κοσμολογία αυτή γίνεται η βάση μιας τεχνικής που σέβεται το λόγο των πραγμάτων, υποτάσσοντας την αυθαιρεσία της εγωιστικής προτίμησης και επιθυμίας του ανθρώπου στην καθολική αρμονία της κοσμικής Σοφίας. Αυτή η υποταγή προϋποθέτει άσκηση, η οποία αναδείχνει την προσωπική διάσταση του κόσμου και την προσωπική μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Ένα παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο απέδωσε η Ορθόδοξη Ανατολή τη θεολογία του προσώπου, είναι για τον Γιανναρά η βυζαντινή εικόνα. Στη βυζαντινή
εικόνα,
υπερβαίνεται
η
φωτογραφική
αναπαράσταση
της
αντικειμενικής ατομικότητας και αναφέρεται (διαβαίνει) στο πρωτότυπο, του οποίου η προσωπική μοναδικότητα μόνο ως ανόμοια ομοιότητα μπορεί να εικονιστεί και μόνο στα όρια της προσωπικής σχέσης μπορεί να γνωσθεί. Έτσι η εικόνα περιγράφει ένα τρόπο ύπαρξης στον οποίο υπερβαίνεται η ατομικότητα, και αναδύεται το πρόσωπο στην υπρκτική του ολοκλήρωση. Τα εικονιζόμενα πρόσωπα του
79
Χριστού της Παναγίας και των αγίων, καλούν τους πιστούς στη μετοχή του προσωπικού αυτού τρόπου της ύπαρξης.241 Στους αντίποδες του βυζαντινού πολιτισμού, που καταξιώνει το πρόσωπο, είναι ο λεγόμενος δυτικός πολιτισμός, που είναι ένας πολιτισμός κατάργησης του προσώπου και φανέρωσης της ατομικής αυτονομίας της φύσης του ανθρώπου στη κτίση. Η αλήθεια, ως αντικείμενο της διάνοιας για τους δυτικούς του μεσαίωνα, συγκεφαλαιώνεται στον ορισμό: «ή αλήθεια είναι σύμπτωση τής έννοιας μέ τό νοούμενο-adeaquatio rei et intellectus». 242 Πρίν από τον Descartes, οι Σχολαστικοί θεμελίωσαν το πρωτείο της συλλογιστικής ικανότητας του υποκειμένου, θέτοντας έτσι τις βάσεις για την τεχνολογική ανάπτυξη της Δύσης και την υποταγή της φύσης στην ανθρώπινη διάνοια και στη χρησιμοθηρική εκμετάλλευση της ατομικής ανάγκης.243 Η γνώση του κόσμου αυτονομείται, εξαντλείται στη διανοητική σύλληψη, την αισθητή παρατήρηση και τις μετρητές σχέσεις. Αναπόφευκτα, η μόνη αιτία που μπορεί να προκαλέσει το ενδιαφέρον του ανθρώπου για τη γνώση του κόσμου, είναι η «χρησιμότητά του». Το κίνητρο αυτό της χρησιμότητας υποτάσσει τον κόσμο στην ατομική θέληση και επιθυμία. Ο κόσμος μεταβάλλεται σε απρόσωπο αντικείμενο, γιατί η γνώση της φύσης στοχεύει μονάχα στη χρησιμότητά του. Έτσι, επιτρέπεται ο βιασμός της φύσης, προκειμένου να ικανοποιήσει την ατομική καταναλωτική απληστία, με τρομακτικές συνέπειες για τον
«η βυζαντινή Εικόνα, εικονίζοντας συγκεκριμένα πρόσωπα, κατορθώνει νά αποτυπώσει ή καλύτερα, νά «περιγράψει» ενα τρόπο ύπάρξεως: τήν ύπέρβαση τής οντικής Ατομικότητας, τήν Αποκατάσταση τού προσώπου στήν ύπαρκτική του ολοκλήρωση, τήν ασύγχυτη ενωση, στό αισθητό πρόσωπο, τής κτιστής καί τής ακτιστης Φύσης ή τής κτιστής καί τής ακτιστης Ενέργειας. Ό εικονισμός τού «πρωτοτύπου» (τού Προσώπου τού Χριστού, τής Θεοτόκου ή των Αγίων) λειτουργεί ως κλήση μετοχής στόν προσωπικό τρόπο τής ύπάρξεως, καί μόνο στά όρια τής δυναμικής Ανταπόκρισης σέ αύτή τήν κλήση (δηλαδή στά όρια ενός «ήθικού» κατορθώματος) είναι δυνατή ή γνωστική διάβαση στό πρωτότυπο», ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως, σελ 249. 241
242
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το προνόμιο της απελπισίας, σελ 115.
243
Στο ίδιο, σελ 16. 80
άνθρωπο όπως π.χ η λεγόμενη «μόλυνση του περιβάλλοντος». Κραυγαλέο παράδειγμα βιασμού της φύσης, θεωρεί ο Γιανναράς, τη γοτθική αρχιτεκτονική, που
είναι
μία
προσπάθεια
τόνωσης
της
θρησκευτικότητας
μέσω
της
συναισθηματικής υποβολής, που προξενεί το μέγεθος και η τόλμη της σύλληψης. Έχει δίκιο, όταν υποστηρίζει ότι η αφετηρία του βιασμού είναι θεολογική, από την οποία «ελειπε εξ' Αρχης η προτεραιότητα της Αλήθειας τον προσώπου».
244
Όταν ο πολιτισμός στοχεύει μόνο στο κέρδος, στο συμφέρον του κεφαλαίου, τότε το ήθος που παράγει είναι ανάλογο της ανθρώπινης φύσης. Πολύ εύστοχα για τον ίδιο, έχει περιγράψει αυτή τη διαστροφή της ανθρώπινης φύσης ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος : «Ότε τη επιθυμία τη σαρκική ή γνώσις Ακολουθεί, τούτους τούς τρόπους συνάγει: τόν πλοντον, τήν κενοδοξίαν, τήν κόσμησιν, τήν Ανάπαυσιν τήν τον σώματος..». 245 Ο δυτικός πολιτισμός παύει να είναι πολιτισμός της σχέσης και γίνεται πολιτισμός της χρήσης, της κατανάλωσης του κόσμου, που, μέσα από τη πλύση εγκεφάλου της διαφήμισης, επιβάλλει σε όλο τον ανθρώπινο βίο το ιδανικό της απρόσωπης ατομικής ευζωίας. Στη μεσσιανική ουτοπία της καταναλωτικής «ευτυχίας», που αλλοτριώνει τον άνθρωπο σε απρόσωπη μονάδα, ρυθμισμένη σύμφωνα με τις ανάγκες των μηχανοποιημένων δομών του κοινωνικού συστήματος, η Εκκλησία αντιτάσσει την προσωπική μοναδικότητα του ανθρώπου, όπως κατορθώνεται στα όρια της άσκησης, δηλαδή της προσωπικής σχέσης με τον κόσμο και με τον προσωπικό Θεό,
όπου
παύουν
οι
ατομικές
εξασφαλίσεις
του
πολιτισμού
της
αντικειμενοποίησης των πάντων. 246
244
Στο ίδιο.
ΙΣΑΑΚ ΣΤΡΟΤ,Τα ευρεθέντα ασκητικά, Λόγος ΣΤ',εκδ. Σπανού,σελ 256-257,βλέπε ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η ελευθερία του ήθους, σελ 307. 245
«..προσωπική σχέση μέ τόν κόσμο καί προσωπική Αναφορά, μέσω τον κόσμου, στόν προσωπικό Θεό-ώς Απόλυτη προτεραιότητα της προσωπικης- εσωτερικης ζωης τον 246
81
Σ' αυτόν τον πολιτισμό που πλήθυναν οι εξασφαλίσεις και οι συλλογικές κατοχυρώσεις, η τέχνη, η θρησκεία, ο έρωτας,η ελευθερία, το επάγγελμα, υποβιβάζονται σε ιδιωτικό εμπόρευμα με μετρητή ανταλλακτική αξία.247 Για τον Γιανναρά, στον πολιτισμό του Διαφωτισμού, 248 η αίσθηση του κάλλους της φύσης, δεν είναι τίποτα περισσότερο από σκοπιμότητα της ίδιας της φύσης ριζωμένη στη «βιοδομη» του ατόμου. Το σώμα εξυπηρετεί την ατομική απόλαυση παγώνοντας την ομορφιά σε αντικείμενο εμπορεύσιμης θέας. Ο έρωτας εξηγείται σαν βιολογικός μηχανισμός αντανακλαστικων και ενστίκτων. Ο Διαφωτισμός στη θέση του φαντασιώδους Θεού τοποθέτησε τη φαντασιώδη θεοποιημένη Φύση. Στη θέση της α-νόητης ασκητικής, την ατομικη απόλαυση, στη θέση της ατομικής συλλογιστικής, την ατομικη πειραματική επαλήθευση:249 Έτσι η ύπαρξη θεωρείται κατάρα τυχαιότητας ή «θείας» αυθαιρεσίας Ο πολιτισμός του Διαφωτισμού μόνο σκοτεινός μπορεί να είναι, αφού σκοτίζει τη ζωή, αφήνοντας ως εργαλείο γνώσης ότι επαληθεύεται μόνο από τις αισθήσεις ή ότιδήποτε αποδεικνύεται με βάση τη λογική, αποκλείοντας έτσι οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση στη γνώση που πηγάζει από το υπαρξιακό βίωμα. 250
άνθρωπου καί οχι της ατομικής ευζωίας του..πραγματική ασκητική άπάρνηση όλων των δεσμευτικών στηριγμάτων καί εξασφαλίσεων πού προσφέρει ό πολιτισμός τής αντικειμενικότητας..», ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το προνόμιο της απελπισίας, σελ 125-126. «Τελικά, μετράμε τήν 'ίδια τή ζωή με δείχτες παραγωγής και κατανάλωσης. Ή ζωή στενεύει, κλείνεται στή μοναξιά του ιδιώτη, στήν άτομική άκροβασία άπολαβών και κατανάλωσης. Τέχνη, θρησκεία, έρωτας, έλευθερία, ολα καταναλώσιμα έδώδιμα υποκειμενικών προτιμήσεων. Κι οι προτιμήσεις παγιδευμένες πιά στή βουλιμία ευεξίας του αισθήματος». ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων,16.Interlude. 247
«Πολιτισμός άπολις, δίχως ορια προσωπικής κοινωνίας, άποτιμάει τήν ομορφιά με το μέτρο του άπρόσωπου δικαιώματος στήν ένστικτώδη προτίμηση», στο ίδιο,13. Ricercare. 248
«Είτε με τό ονομα τής θρησκευτικής νοησιαρχίας, είτε με τό ονομα τής θετικής έπιστήμης, ή ίδια πάντα παγερή πανοπλία νά φυλακίζει τήν ύπαρξη στή σιγουριά τού άνέραστου άτομοκεντρισμού», στο ίδιο. 249
«Σκοτεινός διαφωτισμός με τή γνώση δέσμια σε «άρχες» αιτιώδεις ή κανονιστικές τού πραγματικού και ύπαρκτού. Τραγική ή έμμονή του νά όρίσει τή ζωή, δηλαδή νά καταργήσει τή δυναμική άπροσδιοριστία τής σχέσης. Νά έξαντληθεί ή γνώση στό άντι-κείμενο νόημα, 250
82
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Η ΦΤΣΗ ΤΟΤ ΘΕΟΤ
1. Εισαγωγικά Ο προσωπικός Θεός της Εκκλησίας, είναι ένα Πρόσωπο που ελεύθερα και πέρα από κάθε αναγκαιότητα υποστασιάζει (κάνει υποστάσεις) το Είναι του, την ουσία του, γεννώντας αϊδίως τον Τιό και εκπορεύοντας το Αγιο Πνεύμα. Γράφει χαρακτηριστικά ο Γιανναράς : «Ό Θεός δέν είναι υποχρεωμένος Από τήν ουσία του νά είναι Θεός, δέν είναι υποταγμένος στήν Αναγκαιότητα της υπαρξής του», 251 που σημαίνει ότι ο Θεός δεν είναι μία δεδομένη ουσία που στη συνέχεια υπάρχει ως πρόσωπο. Τπάρχει επειδή είναι ο Πατέρας που θέλει ελεύθερα να υπάρχει γεννώντας τον Τιό και εκπορεύοντας το Πνεύμα. Ο Θεός υπάρχει, επειδή αγαπάει «καί η Αγάπη είναι μόνο γεγονός ελευθερίας». 252 Είναι άκτιστος γιατί είναι «όντως Πρόσωπον», που σημαίνει ότι υπάρχει λόγω του προσωπικού τρόπου ύπαρξής της, «ένα Έγώ υπαρκτικής
στην περιγραπτή αίσθηση. Κάθε Απόπειρα διαφυγης στη «διαίσθηση», στην «ενόραση», στο «υπαρξιακό βίωμα», όριοθετημένη. Γιατί μόνο όριοθετημένο το υποκειμενικό ενδύεται Αντικειμενικη εγκυρότητα»αίσθηση. Κάθε Απόπειρα διαφυγης στη «διαίσθηση», στην «ενόραση», στό «υπαρξιακό βίωμα», όριοθετημένη. Γιατί μόνο όριοθετημένο τό υποκειμενικό ενδύεται Αντικειμενική εγκυρότητα», στο ίδιο. 251
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, αλφαβητάρι της πίστης, σελ 59-60.
252
Στο ίδιο, σελ 60. 83
αυτοσυνειδησίας ελεύθερης από κάθε προκαθορισμό, επομένως καί Από κάθε προέλευση, κτιστότητα η Απορροή», 253 και όχι γιατί η ουσία του οφείλει να είναι άκτιστη. Η φύση του Θεού για τον Γιανναρά είναι άκτιστη, γιατί η ίδια περιέχει εντός της την υπαρκτική της αιτία.254 Επειδή η προσωπική ύπαρξη του Θεού συνιστά την αρχή και το τέλος του Είναι του, είναι άχρονος, αίδιος και αιώνιος. 255 Ο προσωπικός τρόπος υπάρξεώς του είναι η αδιάστατη κοινωνία της αγάπης, γι' αυτό είναι άπειρος καί απεριόριστος. 256 Η αθανασία των Θείων Προσώπων δεν είναι δοσμένη και αναγκαστική από τη φύση. Η όντως ζωή δεν υπαγορεύεται από τη φύση για τον Γιανναρά, αλλά από τον αδιάστατο έρωτα της προσωπικής κοινωνίας. 257
2. Τα Θεία πρόσωπα Το κάθε ένα Πρόσωπο υπάρχει προσφέροντας τον εαυτό του στην κοινωνία της αγάπης με τα άλλα Πρόσωπα. Γι' αυτό η αγάπη δεν είναι μία ιδιότητα του Θεού, αλλά ο ίδιος ο Θεός είναι η αγάπη. 258 Η ζωή των
253
Στο ίδιο.
«εμπεριέχει ή ϊδια την υπαρκτική της αιτία. δεν αποδίδει στο άκτιστον της «φύσης» την 'όντως ζωή, άλλα στον προσωπικο τρόπο της υπάρξεως πού ύποστασιάζει τη φύση», ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων, 18. Conclusion sur pédale de dominante. 254
«επειδή ή προσωπική του ύπαρξη συνιστά τήν άρχή καί τό τέλος τού Είναι του δέν τείνει νά γίνει αύτό πού ή ούσία του προδιαγράφει, ώστε ή τάση και φορά της ύπαρξής του πρός τό ούσιαστικό της τέλος (σκοπό) νά συνιστά χρονική διάρκεια», ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, αλφαβητάρι της πίστης, σελ 60-61. 255
«Υπάρχει ώς αγάπη, όχι ώς αύτόνομη άτομικότητα, γι' αύτό καί δέν άντι-τίθεται δημιουργώντας άπόσταση καί επομένως μετρητά μεγέθη. Ή ύπαρξή του Προσώπου τού Θεού είναι μία άδιάστατη εγγύτητα, δίχως πέρας, όριο η μέγεθος». Στο ίδιο. 256
«Δεν είναι άνελεύθερος φυσικος προκαθορισμος ή όντως ζωή. Είναι ή προσωπική ελευθερία πού ύποστασιάζει τη φύση ώς ερωτική αύθυπέρβαση. Καί είναι ό άδιάστατος έρωτας της προσωπικής κοινωνίας πού συνιστά τήν όντως ζωή, άποκαλύπτει άκτιστη τή φύση.. Κάθε Πρόσωπο ύποστασιάζει τήν καθολική «φύση» με τον τρόπο της κένωσης άπο κάθε «φυσική» αύτονομία καί αύθυπαρξία. Τον τρόπο τού έρωτα», Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων,18. Conclusion sur pédale de dominante. 257
258
Ιωαν. 4,16. 84
Θείων Προσώπων είναι μία αλληλοπεριχώρηση
259
της ζωής, που σημαίνει ότι το
κάθε ένα Πρόσωπο της Αγίας Τριάδας αντλεί την ύπαρξη από την κοινωνία με τα άλλα δύο. Έτσι, απουσιάζει από τα Θεία Πρόσωπα κάθε στοιχείο υπαρκτικής αυτοτέλειας. 260 Ο Θεός είναι προσωπική ύπαρξη, τρείς συγκεκριμένες προσωπικές υπάρξεις, που η Εκκλησία έχει άμεση ιστορική εμπειρία της προσωπικής τους ετερότητας. Είναι ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης που αποκαλύπτεται στον Αβραάμ, τον συναντάει πρόσωπο με πρόσωπο, διαλέγεται μαζί του, του ζητάει να εγκατασταθεί στη γη Χαναάν. Η ύπαρξη του Θεού για τους Ισραηλίτες, βεβαιώνεται από την πιστότητά Του στη μεταξύ τους Διαθήκη. Ανάμεσά τους οικοδομείται μία σχέση εμπιστοσύνης που θα περάσει από γενιά σε γενιά. Οι απόγονοι του Αβραάμ, όταν μιλάνε για τον Θεό, λένε « ο Θεός των πατέρων ημών», ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, που το γνώρισαν και το συναναστράφηκαν οι πρόγονοί τους. Για τον συγγραφέα, ο Θεός είναι ο Θεός της σχέσης, της προσωπικής αμεσότητας. Στην εμπειρία του Ισραηλιτικού λαού, αποτυπώνεται η πρόσωπο προς πρόσωπο συνάντησή τους μαζί Του. Το όνομα που αποκαλύπτει ο Θεός στον Μωυσή, «Έγώ ειμί ο ων», είναι ένα ρήμα με το οποίο ο Θεός «αυτοορίζεται ώς υπαρκτός, ώς ο κατεξοχήν υπαρκτός,.. μέσα στά όρια μιάς σχέσης μέ τό λαό του.
261
Στη Καινή Διαθήκη έχουμε την ολοκλήρωση αυτής της αποκάλυψης του Θεού στο πρόσωπο του Χριστού, που, φανερώνοντας τον εαυτό του ως τον Τιό του Θεού, αποκαλύπτει ότι ο Πατήρ είναι το όνομα που εκφράζει με τον βαθύτερο τρόπο την υπόσταση του Θεού, αυτό που πραγματικά
ΙΩΑΝΝΟΤ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΤ, 'Εκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως Ι, 14- Ρ.ϋ. 94, 860 Β: «(Περιχώρησις εστι) ή εν άλλήλαις των υποστάσεων μονή τε καί ϊδρυσις. Άδιάστατοι γάρ αυται και ανεκφοίτητοι αλλήλων εισίν, ασύγχυτον έχουσαι την εναλλήλαις περιχώρησιν», βλέπε ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το Πρόσωπο και ο Έρως, σελ 320. 259
«ή ζωή τού ενός γίνεται ζωή τού άλλου, ή Ύπαρξή τους αντλείται άπό τήν πραγματοποίηση της ζωής ώς κοινωνίας, άπό τή ζωή πού ταυτίζεται μέ τήν αυτοπροσφορά, τήν άγάπη» ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, αλφαβητάρι της πίστης, σελ 61. 260
261
Στο ίδιο,σελ 55. 85
είναι ο Θεός: «Είναι γεννήτορας καί ζωοποιός άρχή, ή αφετηριακή δυνατότητα μιάς σχέσης πού ύποστασιάζει (κάνει ύπόσταση ) τό είναι». 262 Η πατρότητα του Θεού αντιστοιχεί στον μονογενή Τιό, πού είναι ό «άγαπητός», 263 ο «εν φ εύδόκησεν» ο Πατήρ, 264 αυτός τον οποίο «ήγάπησε πρό καταβολής κόσμου». 265 Ο Θεός- Πατήρ «γεννά» τον Θεό- Τιό μονογενή, πού θα πει : «τό πρόσωπο τού Πατρός ύποστασιάζει τό ίδιο του τό Είναι( τή Θεότητα ) σέ σχέση άγαπητική μέ τόν Ύιό». 266 Η ενότητα του θείου Είναι (ο ένας Θεός) δεν συνιστά λογική αναγκαιότητα, αλλά ενότητα ελευθερίας και αγάπης. Στη προσπάθειά μας να εξηγήσουμε λογικά τις ενδοτριαδικές σχέσεις, μπορούμε να υποθέσουμε, σημειώνει ο Γιανναράς, ότι «δίχως τη γέννηση τού Ύιού, ο Θεός θά ήταν μιά ύπερβατική Μονάδα. Καί δίχως τήν εκπόρευση τού Πνεύματος, θά ήταν ένα πρόσωπο «κεκρυμμένο» σέ μιά αύστηρά ιδιωτική σχέση άσχετη μέ οτιδήποτε δέν είναι ο Θεός, άλλά καί σχέση πού ορίζει άπλως τήν αιτία, χωρίς νά συνιστά τόν τρόπο τής ζωης». 267 Το ότι εκπορεύεται το Αγιο Πνεύμα από το Πατέρα, το καθιστά «πνεύμα υιοθεσίας» για κάθε άνθρωπο. Δηλαδή, κάθε πρόσωπο που θα δεχθεί να πραγματοποιήσει με το Θεό, την ίδια σχέση που έχει ο Τιός με τον Πατέρα, γίνεται μέσω του Αγίου Πνεύματος: «πνεύμα υιοθεσίας, εν φ κράζομεν άββά, ο πατήρ. Αύτό τό πνεύμα συμμαρτυρεί τω πνεύματι ήμων ότι εσμέν τέκνα Θεού..συγκληρονόμοι Χριστού». 268
262
Στο ίδιο σελ 55- 56.
263
Ματθ. 3,17. Λουκ. 3,22
264 265 266
Ιωαν. 17,24. ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, αλφαβητάρι της πίστης, σελ 56.
267
Στο ίδιο, σελ 56-57.
268
Ρωμ. 8,15-17. 86
3. Γνώση του Θεού-θείες Ενέργειες Για τον ίδιο το συγγραφέα, η Θεία ουσία είναι άγνωστη και απρόσιτη. Γίνεται προσιτή όμως μέσω των θείων Ενεργειών, οι οποίες αποκαλύπτουν τον προσωπικό τρόπο ύπαρξης της απρόσιτης θείας Φύσης. Διακρίνουμε, τη Θεότητα σε Τριάδα προσώπων, χωρίς να αναιρείται η ενότητα της Φύσης ή Ουσίας του Θεού, γιατί είναι «ό τρόπος μέ τόν όποϊο γνωρίζουμε τήν κλήση τον Θεον πρός τόν άνθρωπο, πού Αποκαλύπτει μία Τριαδική Ενέργεια της ενιαίας καί Αδιαίρετης θείας Φύσεως». 269 Αγνοούμε, λοιπόν, τι είναι στην Ουσία του ο Θεός, γνωρίζουμε όμως τον τρόπο υπάρξεώς του.270 Τα ονόματα που αποδίδουμε στο Θεό, αναφέρονται στις θείες Ενέργειες, με τις οποίες η θεία Φύση γίνεται προσιτή και μεθεκτή, μένοντας κατ' ουσίαν απρόσιτη, άγνωστη και αμέθεκτη. 271 Η ενέργεια της θείας θέλησης «ουσιονται»
272
στον εκτός του Θεού κόσμο,
ως κλήση σε αγαπητική σχέση και κοινωνία. Μόνο το ανθρώπινο πρόσωπο, από όλα τα κτίσματα, έχει τη δυνατότητα απάντησης στην κλήση αυτή του Θεού για υπαρκτική κοινωνία.273 Το πρόσωπο, επομένως, είναι η μόνη δυνατότητα σχέσης των κτισμάτων με τον Κτίστη τους. Οι Θείες Ενέργειες καλούν σε μία εμπειρία μετοχής στην αμέθεκτη Θεότητα και, αυτή η νοηματική αντίφαση συνιστά μια πραγματική γνωστική δυνατότητα. 274 Η γνώση αυτή, κατά τον Διονύσιο τον
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το πρόσωπο και ο έρως, σελ 318. ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, αλφαβητάρι της πίστης, σελ 51. 271 «Αποκαλύπτεται ό Θεός μέσα Από τήν ενεργητική Του θέληση γιά προσωπική σχέση καί Αγαπητική κοινωνία εκτός της Ύπάρξεώς Του..», ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Χάϊντεγγερ και Αρεοπαγίτης, σελ 106. 269 270
Στο ίδιο. «μόνο η προσωπική ύπαρξη τον Ανθρώπου συνιστά συν-είδηση, δηλαδή, υπαρκτική- λογική συγκεφαλαίωση καί ενεργητική Αναφορικότητα τον κτιστον, δυνατότητα υπαρκτικής Απάντησης (θετικης η Αρνητικης) στήν κλήση τον Θεον», στο ίδιο. 274 «Πάντα τά θεϊα καί οσα ημϊν εκπέφανται ταϊς μετοχαϊς μόναις γινώσκεται», ΔΙΟΝΤΣΙΟΤ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΤ, Περί θείων ονομάτων 2, VII, Ρ.Ω. 3,645 Λ, Νεοελλην. Μτφρ. 272 273
87
Αρεοπαγίτη, είναι εμπειρία μετοχής, ένωση με τον Θεό: «Μέ όσα δέν μπορούν νά ειπωθούν ούτε νά γνωσθούν συνδεόμαστε μέ τρόπο άσχετο πρός τόν λόγο καί τή γνώση, στό πλαίσιο της ένωσης πού ξεπερνά τή λογική καί νοερή δύναμη καί ίκανότητά μας». 275 Οι Θείες Ενέργειες λοιπόν, για τον Γιανναρά, αποκαλύπτουν την προσωπική ύπαρξη του Θεού, κάνουν προσιτό σε εμάς, το Πρόσωπο του Θεού. Είναι η δυνατότητα της αμέθεκτης και ακοινώνητης θείας ουσίας, να προσφέρεται ως θέληση προσωπικής κοινωνίας, που καλεί- ιδρύει τα όντα, τα αφορίζει στο είναι, τα συγκροτεί σε κόσμο αρμονίας και σοφίας.276 Η αμέθεκτη Θεότητα , μετέχεται μέσω των θείων ενεργειών. Ο ίδιος, συμβουλευόμενος τις Αρεοπαγιτικές συγγραφές, τονίζει πως η γνώση του Θεού είναι εμπειρία μετοχής, χάρη στις θείες ενέργειες. Πρώτα όμως, σύμφωνα με τον Παύλο, καλεί ο Θεός τον άνθρωπο, ως πρόσωπο «γνωσθέν» από Αυτόν: «Γνόντες Θεόν, μάλλον δέ γνωσθέντες υπό Θεού». 277
4. Ο Θεός Εραστής του ανθρωπίνου προσώπου Η λέξη Θεός, για τον ίδιο, ορίζει μια προσωπική σχέση και όχι ένα αντι-κείμενο νόημα: «Όπως το όνομα τού άγαπημένου σε κάθε έρωτα. Δεν σημαίνει διαστολή καί άπόσταση. Το άκουσμα τού άγαπημένου ονόματος είναι άμεση αίσθηση καί άδιάστατη εγγύτητα παρουσίας. Είναι ή ζωή μας ολόκληρη μεταποιημένη σε σχέση. Γνωρίζουμε τον Θεο καλλιεργώντας μιά σχέση, όχι κατανοώντας ένα νόημα». 278 Έτσι η σχέση είναι αυτή που
Ι.Σ. : «Γιατί κάθε τι θεικό, ακόμα και οσα έχουν φανερωθεί σ' εμάς, γίνονται γνωστά μόνο με τη μετοχή σ αυτά», βλ. ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Χάϊντεγγερ και Αρεοπαγίτης, σελ 109. 275 «τοις άφθέγκτοις καί άγνώστοις άφθέγκτως καί άγνώστως συναπτόμεθα, κατά τήν κρείττονα της καθ' ήμάς λογικής καί νοεράς δυνάμεως καί ενεργείας ενωσιν», ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περί θείων ονομάτων,1, I, P.G. 3, 585 B-588 Α, βλ, ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Χάϊντεγγερ και Αρεοπαγίτης, σελ 109.
277
ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Χάϊντεγγερ και Αρειπαγίτης, σελ 100. Γαλ. 4,9.
278
ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων, 7.Promenade parmi les tons voisins.
276
88
συνιστά την ίδια την υποκειμενικότητα της ύπαρξης μας. Θα πρέπει όμως να γεννηθούμε άνωθεν, 279 δηλαδή να γεννηθούμε στην όντως ζωή και αυτό θα γίνει «..οταν ή έρωτική φορά υπερβεί την περατότητα σημαινόντων άτομικής αυτάρκειας. Όταν στον «τόπο» της έπιθυμίας κυριαρχήσει το "Ονομα τής αιτιώδους άρχής τής προσωπικής σχέσης: Το "Ονομα του Μονογενούς Λόγου». 280 Στή χριστιανική παράδοση, ο Θεός αποκαλύπτεται προσωπικά και επώνυμα. Είναι ο Ιησούς Χριστός. Η λέξη άποκάλυψη, σημαίνει φανέρωση τού 'Ονόματος - «οχι προσθήκη «άληθειών» σε νοητικές άναρριχήσεις». 281 Το πρόσωπο, το αληθινό μας πρόσωπο, το μύχιο εγώ ή η ψυχή μας, όπως το αποκαλεί ο ίδιος, αναδύεται ελεύθερο από τον θάνατο, όταν στον τόπο του Αλλου αναγνωρίσουμε την προσωπική κλήση που μας συνιστά ως υποκείμενα: το Πρόσωπο του Εραστή Πατέρα. Ο Εραστής, σημειώνει, είναι προσωπικός και επώνυμος:Χριστός Ιησούς Νυμφίος του μύχιου εγώ ή της «ψυχής» μας. Η ερωτική του κλήση - συστατική της «άνωθεν» γέννησης του προσώπου μας- έχει ιστορική σάρκα, τη σάρκα του ψηλαφητού γεγονότος: «Αύτος ήμών ήράσθη πρώτος.Καί τότε τίνων? έχθρών καί πολεμίων ύπαρχόντων... ούκ ήράσθη μόνον, άλλά καί ήτιμάσθη ύπερ ήμών καί έραπίσθη καί έσταυρώθη καί έν νεκροϊς έλογίσθη. Καί διά τούτων άπάντων τον περί ήμάς αύτού παρέστησεν έρωτα». 282 Όπως ειπώθηκε ήδη, ο τρόπος της ζωής είναι ο έρωτας, ενώ ο τρόπος της φύσης είναι ο θάνατος. Το ζητούμενο είναι η κένωση του
279
«Δεϊ ύμάς γεννηθήναι άνωθεν», Ίωάν. 3,7.
280
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων, 7.Promenade parmi les tons voisins.
281
Στο ίδιο.
Μ. Φωτίου, Σχόλια στην επιστολή προς Ρωμαίους, K. Staab, Pauluskommentar aus der griechischen Kirche aus Katenenhandschriften gesammelt (Münster 1933), σελ. 493, πηγή TLG.
282
89
ανθρώπου, με την περίεργη δυναμική της ευαγγελικής παραβολής : «τού «κόκκου τού σίτου» που πρέπει νά πεθάνει για να άθανατισθεί. Νά «κενωθεί» ο κόκκος τής άνθρώπινης άτομικότητας άπο κάθε άπαίτηση αύθυπαρξίας, νά άντλήσει ύπαρξη και ζωή οχι άπο τήν επιθυμία τής αύτοτέλειας, άλλά άπο τήν ερωτική αύτοπροσφορά. Νά γίνει ο άνθρωπος ύπαρξη «κενωτικά» ερωτική όπως είναι ο Θεος κενωτική «άλληλοπεριχώρηση» τριάδας Προσώπων». 283 Η διάκριση της φύσης από το πρόσωπο, για τον Γιανναρά, δεν είναι ένας νοηματικός ορισμός, αλλά η εμπειρία του έρωτα. Η φύση μετατρέπεται σέ σχέση, αλλάζει ο τρόπος της ύπαρξης από την αναγκαιότητα στην ελευθερία. Απομακρύνεται ο άνθρωπος από την ατομικότητά του, αδειάζει από τη φυσική του απαίτηση, μηδενίζει τις εγωκεντρικές του αντιστάσεις. Για να γίνει αυτό, πρέπει να εμφανισθεί η χάρη-χάρισμα του σημαίνοντος της Παρουσίας, δηλαδή ο αεί ζων Εραστής Χριστός. 284 Όταν ο άνθρωπος απαντήσει στην ερωτική κλήση του Θεού, τότε όλη η κτίση γίνεται τόπος φανέρωσης της ερωτικής παραφοράς του Θεού, χαρισμένης σε μας. Όλη η κτίση, η αρμονία της, κάθε έκπληξη της, είναι ένα δώρο του Θεού σε εμάς. 285
283
Στο ίδιο.
«Ό λίθος άποκεκύλισται οχι μέ τη φυσική μας γέννηση, αλλά με τήν εμφάνιση τού πρώτου σημαίνοντος, τήν άνάδυσή μας στήν πρώτη ερωτική σχέση. Και είναι ό Λόγος τού Πατρός πού διαστέλλει τήν επιθυμία άπο τήν ταύτιση με το μητρικό σώμα, μάς άποσπά άπο τή φύση γιά νά μάς καταστήσει πρόσωπα», στο ίδιο,10. ΕχροβΗίση au relatif. 284
«ερωτευόμαστε οχι μόνο το πρόσωπο τού Άλλου, άλλά και κάθε τι δικό του, κάθε τι πού εχει όποιαδήποτε σχέση μαζί του. 'Ό,τι φτιάχνει και ο,τι άγγίζει, τή μουσική πού άγαπάει, τούς δρόμους πού περπατάει, τά τοπία πού κοιτάξαμε μαζί. Άν σού συμβεί νά ερωτευθείς επωνύμως τον Θεό, εστω και σέ κλάσματα στιγμών, το ρίγος τού πόθου παραμονεύει σέ κάθε δροσοσταλίδα άνοιξιάτικη, στο χιόνι πού καταπίνει τήν γκρίζα νταντέλα τής σουρβιάς, στο στραφταλιστο γαλάζιο τού καλοκαιρινού άπομεσήμερου, στή φθινοπωρινή εύωδιά άπο το πρωτοβρόχι. Κάθε πτυχή ομορφιάς και κάθε σοφο τέχνημα είναι δώρο ερωτικής παραφοράς χαρισμένο σέ σένα», στο ίδιο. 285
90
5. Η πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης από τον Χριστό Ο Χριστός, προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση κάνοντάς την μέτοχο της δικής του Θείας φύσης. 286 Αυτή η ένωση των δύο φύσεων στο Χριστό, είναι ασύγχυτη και αδιαίρετη, δεν συγχέονται οι φύσεις και διατηρούν η κάθε μία τα ιδιώματά της, «σέ μία καί Αδιαίρετη υπαρκτική πραγματοποίηση, στό ένα πρόσωπο τον Χριστον». 287 Η φύση του Χριστού είναι «καινή», σημειώνει, χωρίς να παύει να είναι ανθρώπινη φύση. Το «καινόν» έγκειται στον τρόπο αυτόν της ύπαρξης. Με τη σάρκωση του Θεού στο πρόσωπο του Χριστού, γίνεται ακριβώς το αντίστροφο από αυτό που συνέβη με τον πρώτο Αδάμ. 288 Η πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης από το Χριστό, είναι το γεγονός που συνιστά την Εκκλησία.289 Είμαστε όλοι όσοι αποτελούμε μέλη του σώματός της. Προσλαμβανόμαστε από το Χριστό, ο οποίος μας κάνει μέτοχους του δικού του τρόπου ύπαρξης.290Από τη στιγμή, που ενώθηκε υποστατικά η υπαρκτικά αυτονομημένη φύση με το Θεό, αίρονται οι συνέπειες της πτώσης του προπάτορα. Το Πρόσωπο του Χριστού, γίνεται ο άξονας να αποτελέσουν ενότητα προσωπικής
αλληλοπεριχώρησης
και
αγάπης
οι
πριν
αυτονομημένες
ατομικότητες, «νά συναχθονν εις έν τά πρίν διεσκορπισμένα τέκνα τον Θεον» 291
«Το ιστορικό πρόσωπο τον Ίησον Αποκαλύπτει τον τρόπο υπάρξεως τον Θεον: Μίαν Απεριόριστη δυναμική ερωτικης αύτοπροσφοράς, την «κένωση» τον Θεον Από παραφορά Αγάπης γιά τόν άνθρωπο»,στο ίδιο, 12. Οαηίηββ^ηβ. 286
ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, αλφαβητάρι της πίστης, σελ 144. «ένα Ανθρώπινο πρόσωπο υποστασιάζει (κάνει υπαρκτική πραγματικότητα) ένα καινούργιο τρόπο υπάρξεως της Ανθρώπινης φύσης: παίρνει υπόσταση η Ανθρώπινη ζωή οχι ως υπαρκτική αύτονομία, Αλλά ως υπαρκτική ενότητα Θεον καί Ανθρώπου, ένωση καί κοινωνία ζωης της θείας καί της Ανθρώπινης φύσης», ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Χάϊντεγγερ και Αρεοπαγίτης, σελ 116. 287 288
«στο ιστορικό πρόσωπο του Χριστού η Εκκλησία ψηλαφεί την ενσάρκωση του τρόπου της Τριαδικής ελευθερίας από τον ατομοκεντρισμό (την πραγματοποίηση αυτού του τρόπου με τις ενέργειες της ανθρώπινης φύσης)..», ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το αίνιγμα του κακού, σελ 144. 289
«φορτωμένοι τήν καθημερινή μας Αποτυχία , πού μάς προσλαμβάνει ό Χριστός καί μάς Αναδείχνει μετόχους της ζωης του, τον δικον του τρόπου της υπάρξεως», ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Η ελευθερία του ήθους, σελ 56. 290
291
Ιωάν. 11,52. 91
Προσλαμβάνοντας ο Χριστός την ανθρώπινη σάρκα, που μετά την πτώση είναι ταυτισμένη με το «εγώ», «τή μεταμορφώνει σέ σάρκα κοινωνίας, σέ δυνατότητα αύθυπέρβασης καί αύτοπροσφοράς», 292 δηλαδή τη δυνατότητα να μετάσχει στη ζωή του Θεού. Αυτή η μεταμόρφωση δεν γίνεται μαγικά και αυτόματα για τον Γιανναρά, γιατί δεν παύει ο άνθρωπος να είναι μία ατομική και αμαρτωλή ύπαρξη. Τώρα όμως, αυτή η αποτυχία και αμαρτία, έχει τη δυνατότητα να ενταχθεί σε έναν καινούργιο τρόπο ύπαρξης, την κοινωνία με τον Θεό, όπου η ελευθερία του ανθρώπου από τη φύση πραγματώνεται ως σχέση με τον Πατέρα. 293 Η σπουδή της αλήθειας του ανθρωπίνου προσώπου βρίσκεται στο πρόσωπο του Χριστού και στα πρόσωπα των αγίων. 294 Ο Χριστός προσέλαβε τη θνητή ανθρώπινη φύση και μεταποίησε τον θάνατο σε υπακοή σχέσης με τον Πατέρα. Η κοινωνία αυτή με τον Πατέρα, είναι κατά τον Γιανναρά, ολόκληρη η ζωή, ο τρόπος της κάθε σχέσης. 295
292
ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Αλήθεια και ενότητα της Εκκλησίας, σελ 43.
«Ή ελευθερία του ανθρώπου από τή φύση πραγματώνεται ως σχέση μέ τόν Πατέρα.. συνιστά σχέση μέ τόν Πατέρα, υπακοή- αύτοπαράδοση στόν Πατέρα», ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το αίνιγμα του κακού, σελ 121-122, πρβλ. Ματθ. 26, 39 και 42: «Πάτερ, ούχ ως εγώ θέλω, άλλ'ώς σύ..Γεννηθήτω τό θέλημά σου». 293
ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, «Περί απυροβλήτου πτώματος ή αποκλίσεων υπαρξιστικών και περσοναλιστικών», στο περιοδικό Σύναξη, τεύχ. 37 (Ιαν-Μαρτ. 1991, σελ 42. 295 « Ή κοινωνία μέ τον Πατέρα δέν είναι κλάσμα σχέσης, είναι ολόκληρη ή ζωή, ό τρόπος της κάθε σχέσης. Φανερώνεται στην πρόσληψη της άνθρώπινης φύσης άπό τον Ύίό». Στο ίδιο, 16 Interlude, πρβλ. Εφεσ 5,25, : «Ήγάπησεν αύτην και έαυτόν παρέδωκεν υπέρ αύτης». 294
92
4.
Το πρόσωπο της Θεοτόκου
Το πρόσωπο της Παρθένου Μαρίας, κατά τον Γιανναρά, είναι το κορύφωμα των υπαρκτικών δυνατοτήτων του ανθρώπου: «Τό πρόσωπο που κάνει υπόσταση τη ζωη οχι με τόν τρόπο της φύσης, Αλλά με τόν τρόπο τον έρωτα». 296 Η Παναγία μεταποιεί την ερωτική δυνατότητα της φύσης σε έρωτα ελεύθερο από τις προδιαγραφές της φύσης. Γι' αυτό και παραμένει και μετά τόκον παρθένος. Η παρθενία της δηλαδή, δεν ορίζεται απο το βιολογικό γεγονός, την αποφυγή της γενετήσιας σχέσης, αλΑά είναι κατόρθωμα απελευθέρωσης της ερωτικής δύναμης, παραίτηση από το φυσικό Της θέλημα και τέλεια παράδοση στο θέλημα του Θεού. 297 Η Παναγία για την Εκκλησία, είναι το μοναδικό δημιούργημα μέσα από όλη τη δημιουργία,που έφτασε στην πληρότητα του σκοπού για τον όποιο υπάρχει η κτίση: Η συγκατάθεσή της στη σάρκωση του Τιού, δεν ήταν μόνο ένας συντονισμός της ανθρώπινης θέλησης με το θέλημα του Θεού, σημειώνει ο Γιανναράς, αλλά ένα μοναδικό υπαρκτικό γεγονός αλληλοπεριχώρησης της ζωής του κτιστού και της ζωής του ακτίστου.Η Θεοτόκος αξιώθηκε να μετάσχει κατά τη φυσική της ενέργεια, δηλαδή την ενέργεια της θέλησης και της μητρότητας, στήν ίδια τη ζωή του Θεού.298 Σαν φυσική μητέρα του Χριστού, οικοδόμησε με τη σάρκα και το αίμα της τήν ύπαρξή του, οπως συγκροτεί και την «ψυχή» του παιδιού της με το θηλασμό, το λόγο, το χάδι, τη στοργή της. Μητέρα του Θεού λοιπόν
296
Στο ίδιο,18. Conclusion sur pédale de dominante.
«είναι κατόρθωμα Απελευθέρωσης της ερωτικής δυνάμεως,ή παραίτηση απο το φυσικό θέλημα και ή παράδοση στο θέλημα του Θεού, είναι το κάλλος το εραστο γιά τον Νυμφίο, άποκαλυπτικο του μανικού του έρωτα γιά τή σύνολη φύση μας ενσαρκη στο πρόσωπο τής Παρθένου» Στο ίδιο. 297
«Αξιώθηκε ή Παναγία νά μετάσχει κατά τή φυσική της ένέργεια, (τήν ενέργεια τής θέλησης, άλλά καί τής μητρότητας) στήν κοινή Ενέργεια τής Θεότητας, δηλαδή στήν ϊδια τή ζωή του Θεού.Ή φυσική της ζωή, τό αίμα της, ή βιολογική λειτουργία του σώματός της, ταυτίστηκε μέ τή ζωή τήν ενεργούμενη στή σαρκωμένη υπόσταση του Θεού Λόγου. Ό Θεός Λόγος έζησε υποστατικά ως μέρος του σώματός της· 298
μέ τή δική της σάρκα καί τό αίμα, μέσα στη μήτρα της, έζησε ό Θεός, ταυτίστηκε ή δική της φυσική κτιστή ενεργεία μέ τήν ένεργεία ζωής του άκτίστου», ΦΡ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, αλφαβητάρι της πίστης,σελ 151-152. 93
η Παρθένος Μαρία, ταύτισε στην ύπαρξή της τη ζωή του κτιστού με τη ζωή του ακτίστου, ένωσε στη δική της ζωή την κτίση με τον κτίστη της. Είναι η νέα Εύα που συγκεφαλαιώνει για τον Γιανναρά, τη φύση, όχι στην «παρά φύσιν» αυτονομία και στον θάνατο, αλλά στην «υπέρ φύσιν» μέθεξη της Θεότητας και στην πραγματοποίηση της αιώνιας ζωής. Γι' αυτό όταν οι πιστοί ζητούν τις πρεσβείες της Θεοτόκου γιά τη σωτηρία τους, της ζητούν να τους συμπεριλάβει στο δικό της ζωοποιό θέλημα πού καταφάσκει τη σωτήρια αγάπη του σαρκωθέντος Θεού και Τιού Της. 299
«...τό δικό της θέλημα άποκαθιστά τό υπαρκτικό «τέλος» η σκοπό τής καθολικής δημιουργίας, δίνει νόημα καί ελπίδα στήν «άποκαραδοκία τής κτίσεως». 'Όταν οί πιστοί ζητούν τίς πρεσβείες τής Θεοτόκου γιά τή σωτηρία τους, δέν ζητούν κάποιο είδος δικανικής μεσιτείας, άλλά τή συμπερίληψη καί τής δικής τους άτελέσφορης θέλησης στό δικό της ζωοποιό θέλημα πού καταφάσκει τή σωτήρια άγάπη τού σαρκωθέντος Θεού», στο ίδιο, σελ 153. 299
94
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η φύση και το πρόσωπο αποτελούν δύο βασικούς πυλώνες στη σκέψη του Χρήστου Γιανναρά, όπως αυτές διανθίζονται μέσα στην πλούσια εργογραφία του. Το ότι ο άνθρωπος πλάστηκε «κατ' εικόνα» Θεού σημαίνει για το Γιανναρά ότι προικίστηκε από το Θεό με το χάρισμα να είναι πρόσωπο, να υπάρχει δηλαδή με τον τρόπο που υπάρχει ο Θεός, πραγματοποιώντας τη ζωή ως αγάπη και όχι ως φυσική αναγκαιότηταΗ προσωπική ετερότητα του ανθρώπου εικονίζει τον ίδιο το Θεό, είναι ο κοινός τρόπος ύπαρξης του Θεού και του ανθρώπου, το ήθος της τριαδικής ζωής που αποτυπώθηκε στην ανθρώπινη ύπαρξη. Το πρόσωπο προηγείται οντολογικά έναντι της ουσίας ή φύσης, υποστασιάζει τη φύση, η οποία αποτελεί το οντολογικό περιεχόμενο του προσώπου. Ο κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός και ανεπανάληπτος και αυτό είναι η ετερότητα του προσώπου που μπορεί να βιωθεί μόνον εν σχέσει. Έτσι το πρόσωπο συνιστά ταυτόχρονα και μία κλήση σε σχέση, που είναι ιδρυτικό στοιχείο της ύπαρξης: Τπάρχει κανείς για τον Γιανναρά, επειδή ανταποκρίνεται σε μια σχέση ελευθερίας και αγάπης. Ο χώρος της προσωπικής σχέσης κατ' αυτόν είναι αδιάστατος, δηλαδή μετρητά απροσδιόριστος, και βρίσκει την ολοκλήρωσή του σ' αυτό που καλούν οι Πατέρες της Εκκλησίας, «αγαπητική αλληλοπεριχώρηση των Προσώπων της Αγίας Τριάδας». Από την άλλη μεριά, ο χρόνος μόνο συμβατικά μετράει τους όρους μιας σχέσης, γιατί σε κάθε αληθινή ερωτική κοινωνία, ο έρωτας υπερβαίνει τα όρια της ατομικότητας και της αναπόφευκτης φθοράς. Επομένως, επειδή η σχέση αυτή είναι βιωματική και άρα αδιάστατη, δεν εξαρτάται από τη συμβατική μέτρηση του χρόνου. Μία πρώτη εμπειρία του αδιάστατου χρόνου της προσωπικής αμεσότητας, είναι για τον Γιανναρά η Ευχαριστία, όπου μεταμορφώνεται η ατομική
95
επιθυμία υπαρκτικής επιβίωσης σε ερωτική πληρότητα διαρκείας, σε αδιάστατο παρόν κοινωνίας, σε αμεσότητα προσωπικής Παρουσίας. Το πρόσωπο δεν μπορεί να ακινητοποιηθεί σε κάποια δεδομένη χρονική στιγμή της ζωής του, γιατί αυτό που συνιστά τον άνθρωπο ως υπόσταση, είναι η σχέση του με τον Θεό. Το πρόσωπο συγκεφαλαιώνει τη φύση ως υπαρκτική πραγματικότητα, χωρίς να την εξαντλεί, και ταυτόχρονα την υπερβαίνει ως εκστατική ετερότητα, προσδιορίζει τη φύση, χωρίς να προσδιορίζεται από αυτήν. Γι' αυτό και η αλήθεια
του
ανθρώπινου
προσώπου
βρίσκεται
στους
αντίποδες
της
αυτονομημένης ατομικότητας. Έτσι, η φύση για τον Γιανναρά είναι και το κακό (της ιδιοτελούς αυτονομίας) και η ευλογία (της αυθυπερβατικής σχέσης). Η επαναστατημένη τάση της φυσικής ατομικότητας να απολυτοποιηθεί σε αυτοσκοπό, οδήγησε, σύμφωνα με τον συγγραφέα, τον πρωτόπλαστο άνθρωπο στην ισοθεΐα, την αυτοθέωση και, επειδή αυτός ο τρόπος της ζωής δεν αντλεί ζωή από την ίδια τη ζωή, που είναι ο Θεός, οδηγεί αναπόφευκτα στον θάνατο. Ελευθερία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ακραία δυνατότητα για την αυτοπραγμάτωση ή αυτοαναίρεση του προσώπου. Αυτοαναίρεση του προσώπου σημαίνει την εκούσια υποταγή του προσώπου στην απρόσωπη φύση, αυτό που στην εκκλησιαστική γλώσσα ονομάζεται πτώση. Μετά την πτώση, η ζωή στοχεύει στην αυτάρκεια και στην ατομική ηδονή. Ο άνθρωπος αρνείται την υπαρκτική αναφορά του στην προσωπική σχέση με το Θεό και περιορίζεται στα όρια της αυτοτέλειας της φύσης του, την θεοποιεί και εξαντλεί σ' αυτήν το γεγονός της ύπαρξης, μεταβάλλοντάς την σε μια ψεύτικη δυνατότητα ζωής. Η φύση υπάρχει μόνον ως επιβίωση και αυθυπαρξία της φυσικής του υπόστασης και όχι ως κοινωνία και σχέση ελεύθερη από φυσικούς προκαθορισμούς. Από τη στιγμή που το ανθρώπινο πρόσωπο αρνείται την κλήση για κοινωνία με τον Θεό, αυτοαλλοτριώνεται, γιατί τεμαχίζεται η φύση σε ατομικά θελήματα,
96
δείχνοντας την προσπάθεια της ατομικής ύπαρξης να υπάρχει ως φυσική αυτοτέλεια. Η διάσπαση της φύσης επιφέρει αλλοίωση στην ελευθερία του προσώπου. Η ανθρώπινη ύπαρξη διχάζεται και μεταβάλλει σε αντιθετική φορά τη φύση και το πρόσωπο. Έτσι το ηθικό πρόβλημα του ανθρώπου για τον Γιανναρά, είναι ένα πρόβλημα υπαρκτικό, πρόβλημα σωτηρίας από τη φυσική αναγκαιότητα (το χώρο, το χρόνο, τα πάθη, τη φθορά και το θάνατο), Η αποκατάσταση της ανθρώπινης φύσης στην αρχική μορφή της, γίνεται με την αλλαγή του τρόπου υπάρξεως του ανθρώπου, που είναι και το κύριο μέλημα της Εκκλησίας. Όταν ο άνθρωπος γίνει μέλος του θεανθρώπινου σώματος του Χριστού, εναποθέτει ολοκληρωτικά την αποτυχία της φύσης του να υπάρξει καθ' εαυτήν, και ανταποκρίνεται στο «μανικό έρωτα» του Χριστού και των αγίων. Μέσα στην Εκκλησία ο πιστός παλεύει με τον ίδιο του τον εαυτό, με την ίδια του τη φύση, έτσι όπως είναι πια μετά την πτώση. Βιάζει δηλαδή ο πιστός αυτό το αυτονομημένο φυσικό θέλημα, οδηγώντας το στην προσωπική θέληση της κοινωνίας και σχέσης. Όλο αυτό το έργο καταστολής της ανταρσίας της φύσης, είναι χάρη-χάρισμα του Θεού και το μόνο που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος είναι να ανταποκριθεί σ' αυτήν την αγάπη του Θεού. Η αλήθεια του προσώπου συγκεφαλαιώνει τόσο την οντολογία όσο και την ηθική της χριστιανικής Εκκλησίας, περιοχές τις οποίες ο Γιανναράς μπόρεσε να τις κάνει γνωστές στον μέσο διανοούμενο άνθρωπο. Ο συγγραφέας, στο ομολογουμένως ογκώδες έργο του, αναδεικνύει το πρόσωπο και τη σχέση, ως αναπόσπαστο στοιχείο της Ορθόδοξης Θεολογίας και ζωής, που λειτουργούν μόνο μέσα στη χάρη- χάρισμα του Θεού. Η γλώσσα του, πυκνή πολλές φορές, δυσνόητη, ειδικά στα έργα του που αναφέρονται στην οντολογία, αλλά και εξαντλητικά κατανοητή σε άλλα, δείχνει έναν μεθοδικό διανοητή, που ξέρει πώς και τι γράφει. Το
97
έργο του αποτελεί αδιαμφισβήτητα μία μεγάλη τομή στον χώρο της Ορθόδοξης Θεολογίας
και
της
ελληνικής
διανόησης
εν
γένει.
Ανέδειξε
το
υπαρξιακό-σωτηριολογικό βάθος της Πατερικής διδασκαλίας της καθ' ημάς Ανατολής και το κατέστησε ευπρόσιτο στον σύγχρονο άνθρωπο, που δεν είναι θεολόγος. Στο έργο του αποδεσμεύεται η Ηθική από την προβληματική του καθήκοντος, γιατί είναι κατόρθωμα ελευθερίας, ενώ παράλληλα, μέσα από την προσωποκεντρική θεώρησή της, η πνευματική ζωή απελευθερώνεται από τον ευσεβισμό και τον νομικισμό. Ο Γιανναράς δέχθηκε κατά το παρελθόν, και δέχεται ακόμη, πολλές κριτικές, από συντηρητικούς κυρίως κύκλους, για εκτροπή του από το ορθόδοξο ήθος καθώς και για νεωτερισμούς. Δε θα υπεισέλθω σ' αυτή τη προβληματική, άλλωστε δεν είναι και ο σκοπός αυτής της μελέτης. Η αλήθεια πάντως είναι ότι ελάχιστοι στην Ελλάδα έχουν μισηθεί και έχουν, ας μου επιτραπεί η λέξη, «λατρευτεί» τόσο πολύ όσο ο Χρήστος Γιανναράς. Αφήνω τον ίδιο τον στοχαστή και μεγάλο αυτό θεολόγο και χριστιανό φιλόσοφο, να κλείσει τον Επίλογο της παρούσας εργασίας: «Αύτοπαρουσίαση. Τελικά, ϊχνη Ασήμαντα φυσικης παρουσίας προορισμένα να σαρωθονν Από τήν κατακλυσμική ροή τον φυσικον χρόνου. " Έπ' ελπίδα". Μήπως καί προλάβουν νά λειτουργήσουν ερήμην μου σάν δρομοδείχτης γιά τό άγνωστό μου Ακόμα άθλημα: τήν εμπιστοσύνη στή σχέση, οχι στή φύση. Σέ κείνη τή σχέση πού δίνει υπόσταση ζωης ετερότητα Ακατάλυτη..Ένα ολόκληρο βιβλίο γιά νά καταθέσω μόνο μιάν ένδειξη δρομοδειχτική: τόν πόθο μου. Θέλω τή στιγμή της τελευταίας μου πνοης νά φεύγω μέ τή λαχτάρα τον γυρισμον στήν πατρίδα. Μέ τό τρελό καρδιοχτύπι μιάς ερωτικης προσμονης. Αύτό μόνο». 300
Από την παρουσίαση του βιβλίου του "Τα καθ' εαυτόν"', από τη στήλη ΚάΛΛιτεχyικά, της εφημερίδας Μακεδονία- 17 Φεβρουαρίου 1996, πηγή http://www.hyper.gr/makihesi/960217/B0217d02.htm]. 300
98
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. ΧΡΗΣΤΟΤ ΓΙΑΝΝΑΡΑ (με αλφαβητική σειρά) Αλήθεια και ενότητα της Εκκλησίας, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1977. Αλφαβητάρι της πίστης, εκδ. Δόμος ,Αθήνα 1988 Η ελευθερία του ήθους, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1979. Κεφάλαια Πολιτικής Θεολογίας,εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1983. Κριτικές παρεμβάσεις, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1983. Το αίνιγμα του κακού, εκδ. Ίκαρος, 2008-2009. Το προνόμιο της απελπισίας, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1983. Το Πρόσωπο και ο Έρως, εκδ Παπαζήση, Αθήνα 1976. Το ρητό και το άρρητο, εκδ.Ίκαρος, 1999. Χάϊντεγγερ και Αρεοπαγίτης, εκδ. Δόμος,1988.
99
ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ
ΜΑΤΣΟΤΚΑΣ Α. ΝΙΚΟΣ, Ιστορία της Φιλοσοφίας, 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1984. Γ.ΦΛΟΡΟΦΣΚΙ, Οι Ανατολικοί Πατέρες του 4 ου αιώνα, Μετάφραση Παναγιώτου Πάλλη, Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1991. ΧΡ.
ΓΙΑΝΝΑΡΑ,
Περί
απυροβλήτου
πτώματος
ή
αποκλίσεων
υπαρξιστικών και περσοναλιστικών, στο περιοδικό Σύναξη, τεύχ. 37 (Ιαν- Μαρτ. 1991).
100
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-
Σχόλιο στο Ασμα Ασμάτων,
http://users.uoa.gr/~nektar/history/tributes/xrhstos_giannaras/comment_on _s ong_of_songs.htm# -
http://www.myriobiblos.gr/philosophy.html.nikopoulos.blogspot.com.
(http://www.oodegr.com/oode/dogmat1/doc_pist1.htm(Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας). -
orthodoxwiki.org/Χριστιανισμός και Φιλοσοφία.
-
http://www.-hyper.gr/makthes/960217/60217d02.html.Εφη μερίδα Μακεδονία.
101
102