ROBIN COVINGTON
Aξέχαστες Nύχτες
Tίτλος πρωτοτύπου: A NIGHT OF SOUTHERN COMFORT by Robin Covington Copyright © 2012 by Robin Covington Translation Copyright © 2012, Compupress S. A. – Anubis Publications This translation published by arrangement with Entangled Publishing, LLC. All rights reserved. Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 15562 Χολαργός, τηλ.: 2109238672, fax: 2109216847 Web site: www.anubis.gr, e-mail:
[email protected] ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ EKΔOΣHΣ: Aλεξάνδρα Λέτσα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Μαρία Κυριακοπούλου ΔΙΟΡΘΩΣΗ: Έβελυν Παπαμιχαήλ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Έρση Σωτηρίου ΠPOΣAPMOΓH ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Mαίρη Λυμπέρη www.e-bookshop.gr Aνάπτυξη και διάθεση ψηφιακών βιβλίων Κλάδος της Digital Content A.E. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΤΟΜΕΑ E-BOOKS: Ιάσων Μανούσος ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ WEB SITE: Digital Content A.E. Digital Content A.E. Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 155 62 Χολαργός, τηλ.: 2106516888 fax: 2109216847 Web site: www.digicon.gr, e-mail:
[email protected] VENUS GOLD – 16 ISΒN: 978-960-497-576-1 Όλοι οι χαρακτήρες και τα γεγονότα του βιβλίου είναι φανταστικά. Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα ζωντανά ή μη είναι εντελώς συμπτωματική. Απαγορεύονται η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή -ολική, μερική ή περιληπτική-, η κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειμένου με οποιονδήποτε τρόπο -μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο- χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη, καθώς και η κυκλοφορία του σε οποιαδήποτε μορφή, ίδια ή διαφορετική από την παρούσα, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, σύμφωνα με το Νόμο 2121/1993 και τους Κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, που ισχύουν στην Ελλάδα.
Για τον Πάτρικ. Ακόμα και μετά από τόσα χρόνια, δε θα ήθελα να είμαι με κανέναν άλλο.
Ευχαριστίες Κανένας δεν μπορεί να πραγματοποιήσει τα όνειρά του δίχως βοήθεια – και εγώ δεν αποτελώ εξαίρεση. Θα ήθελα να ευχαριστήσω την κριτικό μου, την Έμι Νταρκ, που με βοήθησε από την πρώτη σελίδα του χειρόγραφου έως και το τέλος. Ευχαριστώ την εκδότριά μου, την Αν Κόπτσικ, που έδωσε λάμψη στις λέξεις μου. Ευχαριστώ επίσης τον Π.Χ. Νταν, τον Τζαν Σλίζμαν, την Κίμπερλι Κίνκεϊντ, την Τερέζα Φράνσις, την Κάντι Άλφρεντ, τη Μεγκ ΜακΚάρελ, τη Βίβιαν Γουόκερ, τις Γοργόνες του Υδάτινου Κόσμου, το GIAM, τους συγγραφείς της Ουάσινγκτον Ρομάνς και το Πανεπιστήμιο του Ρομάντζου. Ένα χειροκρότημα για τη Ρενέ Ράιαν, τον Τζο Ντέιβις, τον Χανκ Έντουαρντς και τη Χάρπερ Φοξ – εσείς και τα βιβλία σας μου δίνετε δύναμη να γράφω μέρα με τη μέρα. Ευχαριστώ.
Κεφάλαιο Ένα Η κάρτα της Ένωσης Κυριών δεν ίσχυε πια. Πέραν τούτου, αν μάθαιναν τι σκόπευε να κάνει απόψε, θα την πετούσαν έξω ασυζητητί. Η Δόκτωρ Μικέλα Ρόαρκ τεντώθηκε πάνω στο σκαμπό της για να ρίξει μια καλύτερη ματιά στον ψηλό, μελαχρινό και σέξι ξένο με το σμόκιν, που έπαιζε μπιλιάρδο με τους φίλους του στην άλλη άκρη του μπαρ του ξενοδοχείου. Αφού έφυγε από το τελευταίο της βαρετό φιλανθρωπικό δείπνο, μπήκε στο ιστορικό ξενοδοχείο Τζέφερσον για να απολαύσει το ποτό της νίκης. Η νίκη ήταν η καινούρια της ζωή, που ξεκινούσε απόψε. Δεν ήταν πια απλά η τέλεια κόρη του πρώην Κυβερνήτη και νυν υποψήφιου γερουσιαστή Τζέφερσον Ίστλαντ. Με μια ματιά στον πισινό του τύπου με το σμόκιν, αποφάσισε ότι δε χρειαζόταν να ξυπνήσει νωρίς την επομένη. Έπρεπε να φύγει από το ξενοδοχείο στις έντεκα, και η βραδιά της θα περνούσε πολύ πιο ωραία αν είχε λίγη συντροφιά. Τη δική του συντροφιά. Ποπό, είναι κούκλος. Σήκωσε το ποτήρι στα χείλη της, ήπιε μια γουλιά και παρατηρούσε τον άντρα που τράβηξε την προσοχή της με το που μπήκε στο μπαρ με τους λιγότερο γοητευτικούς φίλους του. Ήταν ψηλός με φαρδιούς ώμους, και οι μύες του διαγράφονταν κάτω από το κουστούμι του. Θέλησε να του το βγάλει. Με τα δόντια της. Κρατήθηκε για να μην αποστρέψει το βλέμμα της όταν εκείνος την κάρφωσε με το δικό του από την άλλη άκρη του μπαρ. Η σεξουαλική ένταση ανάμεσά τους ήταν εμφανής. Η επιθυμία της φούντωσε στην κοιλιά της και μούσκεψε το εσώρουχό της. Ήπιε μια γερή γουλιά από το ποτό της και περίμενε, μέχρι εκείνος να αποδεχτεί την πρότασή της. Ο σέξι άγνωστος έριξε την τελευταία του βολή και δέχτηκε τα συγχαρητήρια από τους φίλους του. Δε χαμογέλασε, αλλά μειδίασε με τα πλούσια, αισθησιακά του χείλη και γύρισε να την αντικρίσει με βλέμμα γεμάτο υποσχέσεις. Η παρέα του άρχισε να σφυρίζει πονηρά. Έλα τώρα, κούκλε. Μη με φτύσεις. Πρώτη φορά ψαρεύω άντρα σε μπαρ. Συνειδητοποίησε ότι κρατούσε την ανάσα της. Άφησε τον αέρα να βγει από τα πνευμόνια της με θόρυβο, όταν εκείνος άφησε τους φίλους του και άρχισε να κινείται προς το μέρος της. Οι κινήσεις του ήταν μετρημένες, ελεγχόμενες και ερεθιστικά απειλητικές. Είχε μια σιωπηρή αυτοπεποίθηση που συνήθως συναντάμε στους στρατιωτικούς ή αστυνομικούς. Σίγουρα δεν ήταν κανένας πολιτικός ή χαρτογιακάς. Ήξερε να τους ξεχωρίζει μετά από χρόνια εμπειρίας. Η αυστηρή μάσκα που φορούσε ήταν καθαρά για λόγους επιβίωσης. Το ίδιο έκανε και εκείνη. Εντάξει, όμορφε. Αν με αφήσεις να δω το πραγματικό σου πρόσωπο, θα σου δείξω και το δικό μου. Σταμάτησε μπροστά της. Ο γοφός του ακούμπησε το πόδι της και έκανε το δέρμα της να ανατριχιάσει. Τα σοκολατί του μάτια συνάντησαν τα δικά της και διάβασε εκεί τις αμέτρητες υποσχέσεις τους. Η Μικέλα άνοιξε το στόμα της και το έκλεισε αμέσως. Τώρα που ήταν κοντά της, δεν είχε ιδέα τι να του πει. Τι θα έκανε η Αντζελίνα Τζολί; Σκέψου σαν εκείνη. Καθάρισε το λαιμό της. Το αποτέλεσμα ήταν μια ζεστή, ερωτική φωνή που δεν αναγνώρισε. «Να
σε κεράσω ένα ποτό;» Εκείνος κοίταξε το ποτήρι που κρατούσε στο χέρι της και έγνεψε καταφατικά. «Ένα Σάουθερν Κόμφορτ» φώναξε στον αέρα, ανίκανη να πάρει το βλέμμα της από πάνω του. «Σκέτο.» Ο άγνωστος έκατσε στο διπλανό σκαμπό. Το πόδι του ακουμπούσε πάλι στο δικό της, και η Μικέλα ένιωσε το αίμα της να βράζει. Έγειρε κοντά στο μπαρ, κοντά της, και ο θόρυβος του πολυάσχολου μπαρ απλά έσβησε. Τα χείλη του σχημάτισαν ένα μικρό χαμόγελο. «Βλέπεις κάτι αστείο;» «Όχι, τίποτα απολύτως.» Η βαθιά φωνή του αντήχησε στα αυτιά της και η ζεστή του ανάσα χάιδεψε το μάγουλό της. «Δε σε είχα για τύπο που πίνει ουίσκι.» «Και τι τύπος είμαι;» Εκείνος έγειρε πίσω, παρατηρώντας το στράπλες σατέν φόρεμα που φορούσε στο χρώμα του πάγου, με ασορτί γόβες Μανόλο Μπλάνικ. Ανακάθισε στο σκαμπό της, καθώς το σώμα της φλεγόταν από επιθυμία. «Ειλικρινά;» Έγειρε το κεφάλι του. «Σε είχα για Σαρντονέ. Ένα καθώς πρέπει κρασί για μια καθώς πρέπει κυρία.» Γέλασε. Οποιαδήποτε άλλη βραδιά, αυτή η περιγραφή θα ήταν σωστή. «Το ουίσκι είναι το ποτό του ελέγχου και της δύναμης.» Ήπιε ακόμα μια γουλιά και τον έπιασε να την κοιτάζει μέσα από το ποτήρι. «Μάλιστα.» Σήκωσε το ποτήρι του και άδειασε το περιεχόμενό του, πριν στρέψει σε εκείνη όλη του την προσοχή. «Λοιπόν… γιατί πίνεις μόνη σου;» «Δεν πίνω μόνη μου. Τώρα.» Η Μικέλα έκανε νόημα στον μπάρμαν και παράγγειλε ακόμα ένα ποτό. «Και τι κάνεις εδώ;» «Γιορτάζω την καινούρια μου ζωή.» «Ααα.» Σήκωσε το ποτήρι του. «Άσε με λοιπόν να σου πω ότι ο πρώην άντρας σου είναι ηλίθιος.» Η Μικέλα γέλασε και, χωρίς να το καλοσκεφτεί, ακούμπησε τα δάχτυλά της πάνω στο στήθος του, ακολουθώντας τα κουμπιά του, μέχρι που ήρθε σε επαφή με το μαυρισμένο του δέρμα. Εκείνος αποτραβήχτηκε ελαφρά και η Μικέλα πάγωσε. Πολύ νωρίς; Κοκκίνισε και έκανε να πάρει το χέρι της, αλλά αυτός το έπιασε με το δικό του και το κράτησε εκεί. Στραβοκατάπιε. Μύριζε υπέροχα. Σαν ξύλο και χώμα, αντρική μυρωδιά. Τα καυτά του δάχτυλα χάιδεψαν τεμπέλικα τον καρπό της. Η Μικέλα ζαλίστηκε. «Θα σου το ξαναπώ. Ο πρώην σου είναι ηλίθιος.» Ο θεός του σεξ χαμήλωσε το χέρι της πάνω στο γοφό του και πέρασε το δικό του κάτω από το φόρεμά της. Η σπονδυλική της στήλη ορθώθηκε καθώς το χέρι του πέρασε από το μηρό στη γάμπα της. Η Μικέλα έγειρε μπροστά, χαϊδεύοντας το μηρό του, μιμούμενη τις κινήσεις του και ενθουσιάστηκε όταν κατάλαβε ότι η καρδιά του χτύπησε πιο γρήγορα στο άγγιγμά της. Ήταν τρελό, αλλά δεν μπορούσε να το καταπολεμήσει. Αυτό δεν ήταν το συνηθισμένο σαββατόβραδο της Μικέλα Ίστλαντ.
Αλλά ήταν αυτό που χρειαζόταν η Μικέλα Ρόαρκ. «Δεν υπάρχει πρώην.» Έγλειψε τα χείλη της. «Μόνο η καινούρια μου ζωή.» «Χαίρομαι που θα πάρω μέρος στους εορτασμούς.» «Και η γιορτή δεν ξεκίνησε ακόμα.» Η φωνή της Μικέλα είχε γίνει βραχνή, σημάδι τού ότι είχε ερεθιστεί, αλλά δεν την ένοιαζε. Τον ήθελε αυτό τον άντρα, ήθελε την ελευθερία, ήθελε να ορίζει τις πράξεις της και να πληρώνει αυτή για τις συνέπειες. «Θα ήθελες να το γιορτάσουμε… ιδιαιτέρως;» Μελέτησε το πρόσωπό του. Μαύρα μαλλιά, μακριές βλεφαρίδες και θεληματικό πιγούνι. Στις γωνίες των ματιών του είχαν εμφανιστεί οι πρώτες ρυτίδες, αλλά ήταν τόσο αμυδρές, σημάδι ότι δε γελούσε συχνά. Η Μικέλα ανατρίχιασε. Η σιωπή την έκανε νευρική. Άνοιξε το στόμα της και πέταξε: «Δεν το έχω ξανακάνει αυτό», αλλά το μετάνιωσε αμέσως. Ξαφνικά, το χέρι του τυλίχτηκε γύρω από το λαιμό της και την τράβηξε κοντά. Δεν ήταν ένα διστακτικό φιλί. Ήταν ένα καυτό, κτητικό φιλί, που απαιτούσε την απάντησή της. Το αίμα της άρχισε να βράζει χαμηλά στην κοιλιά της. Η γυναικεία της υπόσταση αποζητούσε τον πρωτόγονο ανδρισμό του. Η Μικέλα άρπαξε τα πέτα του σμόκιν του και η γλώσσα της κυνήγησε τη δική του, δηλώνοντας τη θέλησή της. Ήθελε παθιασμένο, ιδρωμένο σεξ. Και έναν οργασμό. Ω, ναι. Σίγουρα έναν οργασμό. Από έναν άντρα, όχι από ένα βοήθημα του σεξ με μπαταρίες. Όταν άφησε το στόμα της, τα χείλη του ήταν υγρά και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είχαν σκληρύνει. «Πρέπει να βεβαιωθώ ότι θέλουμε το ίδιο πράγμα.» Στραβοκατάπιε. «Σε θέλω στο κρεβάτι μου.» Η ειλικρίνειά του, σε συνδυασμό με το καυτό φιλί, μπέρδεψε το μυαλό της. Αλλά για τόσο καιρό είχε θάψει αυτό το μέρος του εαυτού της. Ο ξένος αυτός το έφερε στην επιφάνεια. Να πάρει, είχε ανάψει. Όπως και να έχει, το κρεβάτι του δεν της φάνηκε καθόλου άσχημο μέρος. «Οπότε δε θα χρειαστεί να αποφασίσουμε πού θα πάμε;» Το στόμα του στράβωσε σε ένα μειδίαμα. «Με λένε –» Η Μικέλα κούνησε το κεφάλι της. «Όχι ονόματα.» «Μα πρέπει κάπως να σε φωνάζω.» Σήκωσε το χέρι του και ακούμπησε τη βάση του λαιμού της. «Μοιάζεις με τη γυναίκα του τραγουδιστή από τους Κόλντπλεϊ.» Αυτό της το είχαν ξαναπεί. «Την Γκουίνεθ Πάλτροου.» Έγνεψε καταφατικά. Η Μικέλα έπαιξε με το κόκκινο τριαντάφυλλο στην μπουτονιέρα του. Οι κινήσεις του ήταν απόλυτα ελεγχόμενες. Η ένταση που εξέπεμπε το κορμί του την έκανε να τρέμει με προσμονή. «Κι εσύ μου θυμίζεις τον Τζέιμς Μποντ.» Σήκωσε το φρύδι του. «Με νοικιασμένο σμόκιν που διάλεξε ο γαμπρός;» «Ναι.» «Οπότε… Γκουίνεθ και Τζέιμς;» «Ναι.»
«Πάμε, Γκουίνεθ.» Η Μικέλα σηκώθηκε όταν ο «Τζέιμς» τής έκανε νόημα να μαζέψει την πιστωτική της κάρτα και πέταξε εκείνος δύο χαρτονομίσματα πάνω στο μπαρ. Τα γόνατά της έτρεμαν σαν ζελέ και πιάστηκε στο σκαμπό για να ισορροπήσει. Ο Τζέιμς την έπιασε από τη μέση. «Είσαι καλά;» Ξαφνικά πάγωσε και το μόνο που κατάφερε να κάνει ήταν να κουνήσει το κεφάλι της. Μπορούσε να φτάσει ως το τέρμα; Σήκωσε το πιγούνι της για να την αντικρίσει στα μάτια. «Δε χρειάζεται να το κάνουμε.» Κούνησε το κεφάλι της και άρπαξε το γιακά του. «Το θέλω. Θέλω εσένα.» Το στόμα της είχε στεγνώσει και η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, όχι από φόβο, αλλά από καθαρό πάθος. Ο Τζέιμς σταμάτησε για λίγο. Στη συνέχεια έγνεψε και την οδήγησε έξω από το μπαρ, στο λόμπι του ξενοδοχείου. Η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε και μπήκαν μέσα. Η Μικέλα στάθηκε μπροστά από την πόρτα του ασανσέρ και ένιωσε το μεγάλο, σκληρό του χέρι που την άρπαξε από τη μέση και την τράβηξε πάνω του, μέχρι που ένιωσε τη σκληρή του στύση στον πισινό της. Δάγκωσε τα χείλη της όταν τη φίλησε στο ευαίσθητο σημείο κάτω από το αυτί. Οι πόρτες του ασανσέρ έκλεισαν και η θερμοκρασία ανέβηκε κατακόρυφα. Ο Τζέιμς πήρε το πρόσωπό της στα χέρια του και άρπαξε τα χείλη της σε ένα καυτό φιλί. Η γλώσσα του όρμησε στο στόμα της και πήρε τη δική της, αναζητώντας την ηδονή που την έφτασε στα όρια της τρέλας. Της κόπηκε η ανάσα καθώς πήρε στο χέρι του το στήθος της και άρχισε να παιδεύει την ευαίσθητη σάρκα κάτω από το απαλό μεταξωτό ύφασμα. Οι ρώγες της σκλήρυναν. Ο Τζέιμς άφησε το στόμα της κι εκείνη βόγκηξε. «Μη σταματάς.» Συνέχισε να τη φιλά στο λαιμό και ως το γυμνό της ώμο, ψιθυρίζοντας παράλληλα: «Μην ανησυχείς. Θα σταματήσω μόνο όταν με ικετεύσεις.» Πριν προλάβει να απαντήσει, το ασανσέρ σταμάτησε και οι πόρτες άνοιξαν, αποκαλύπτοντας ένα μακρύ, άδειο διάδρομο. Ο Τζέιμς μούγκρισε, άφησε τα χείλη της και την έσπρωξε για να προχωρήσει. Η καρδιά της χτυπούσε πιο δυνατά με κάθε βήμα. Αν δεν έπεφταν σύντομα στο κρεβάτι, θα έβαζε τις φωνές. Και οι Ίστλαντ δεν έβαζαν ποτέ τις φωνές. Έβγαλε έξω την κάρτα κλειδί του δωματίου. «Είσαι σίγουρη;» Η Μικέλα πήρε το κλειδί από το χέρι του. «Είπες πως θα σταματήσεις μόνο αν σε ικετεύσω. Λοιπόν, δε σε ικετεύω.» Πέρασε την κάρτα κλειδί στην υποδοχή και κοίταξε πάνω από τον ώμο της, μπαίνοντας στο δωμάτιό του. «Ακόμα τουλάχιστον.» *** Να πάρει. Ωραία θα περνούσε απόψε. Ο Τζάκσον ή Τζακ Κάντρελ μπήκε στο δωμάτιο ακολουθώντας τη γυναίκα που γνώριζε ως Γκουίνεθ. Δεν μπορούσε να σταματήσει να κοιτάζει τα χρυσά μαλλιά της και τα μακριά, σέξι πόδια της. Ναι, του άρεσαν πολύ τα πόδια. Μελέτησε τη σφιχτή καμπύλη του πισινού της και τα χέρια του ήθελαν απεγνωσμένα να εξερευνήσουν την περιοχή κάτω από το μπλε μεταξωτό φόρεμα. Εντάξει, ίσως και να του άρεσε περισσότερο ο πισινός της. Η Μικέλα γύρισε και αμέσως το βλέμμα του
έπεσε στο σφριγηλό της στήθος. Τελικά του άρεσε όλο το πακέτο. Αλλά ποτέ δε θα κυνηγούσε τέτοιο περιτύλιγμα. Το όνομα Γκουίνεθ τής ταίριαζε. Όταν την πρωτοείδε πέρα στο μπαρ, η συμπεριφορά της και τα ακριβά της ρούχα φώναζαν «κοίταζε, αλλά μην αγγίζεις.» Τα λεφτά του δεν έφταναν ούτε για να της ρίξει μια ματιά. Αυτό άλλαξε όταν τον κάρφωσε εκείνη με το βλέμμα της και είδε τον άντρα που συνήθως κρυβόταν στις σκιές. Έμοιαζε πολύ ψυχρή, αλλά το σώμα της εξέπεμπε μια σεξουαλική ένταση, που πήγε κατευθείαν στη στύση του. Θα έβαζε στοίχημα τη φάρμα του ότι η Γκουίνεθ, όταν δεν αλήτευε τα βράδια, ήταν μια καθώς πρέπει κυρία. Εκατό τοις εκατό γέννημα θρέμμα της Βιρτζίνια, με συνδρομή στο Κάντρι Κλαμπ και τον Λι, τον Τζάκσον ή τον Ντέιβις στο οικογενειακό της δέντρο. Η προφορά της επιβεβαίωσε τις υποθέσεις του. Ήταν εκλεπτυσμένη προφορά του Νότου και δεν έσερνε καθόλου τα φωνήεντα. Και τον έκανε να τη θέλει απεγνωσμένα. Ποθούσε το στόμα της. Έκανε ένα βήμα μπροστά, την άρπαξε και κατάπιε το βογκητό της με ένα φιλί. Είχε γεύση μέντας, ουίσκι και αμαρτίας. Αναστενάζοντας, σταμάτησε το φιλί και πέρασε τα χείλη του στο λαιμό της. Ήταν επιτέλους ελεύθερος να την αγγίξει όπου ήθελε. Πέρασε τα χέρια του στα μαλλιά της και έβγαλε το πιαστράκι, αφήνοντάς τα να πέσουν ελεύθερα στους ώμους της. Έκρυψε το πρόσωπό του μέσα τους και ανάσανε βαθιά το άρωμα βανίλιας. Ήθελε να μείνει εκεί για ώρα, αλλά ανυπομονούσε να ανακαλύψει και τα υπόλοιπα μυστικά της. Κατέβασε το φερμουάρ από το φόρεμά της και αποκάλυψε τη γυμνή της πλάτη. Κάτω από το ψυχρό της παρουσιαστικό, ήταν το όνειρο κάθε άντρα. «Σε θέλω.» Ο Τζακ χάιδεψε την πλάτη της και κατέβασε τα χέρια του στα ημισφαίρια του πισινού της. Η Γκουίνεθ τέντωσε την πλάτη της στο άγγιγμά του κι εκείνος έβρισε μέσα από τα δόντια του, νιώθοντας ότι έφτανε πολύ σύντομα στο τέλος. «Την επόμενη φορά θα διαρκέσει περισσότερο.» «Θα το δούμε αυτό.» Τα χείλη τους ενώθηκαν με πάθος, παίρνοντας εναλλάξ το ρόλο του κατακτητή. Του Τζακ τού άρεσε το άγριο σεξ και η Γκουίνεθ ανταποκρίθηκε στις ορέξεις του με τη δική της κτητική διάθεση. Δεν του άρεσαν οι τρυφερότητες στην κρεβατοκάμαρα. Έδιναν τη λάθος εντύπωση στις γυναίκες και δεν του άρεσαν τα μπλεξίματα. Του χαλούσαν τη διάθεση. Η Γκουίνεθ έχωσε τα χέρια της κάτω από το σακάκι του και το τράβηξε από τους ώμους του. Τα απαλά της χείλη φίλησαν τη γραμμή του σαγονιού του, στέλνοντας σήματα πάθους χαμηλά στην κοιλιά του. Τα επιδέξια δάχτυλά της έπιασαν δουλειά στα κουμπιά του πουκαμίσου του και στη συνέχεια το πέταξαν στο πάτωμα. Η Γκουίνεθ έσυρε τα νύχια της πάνω στις ρώγες του και στη συνέχεια κατέβασε το χέρι της στη σκληρή του στύση κάτω από το παντελόνι του, κάνοντάς τον να βογκήξει από ευχαρίστηση. Ο Τζακ τής έβγαλε το φουστάνι. Το μετάξι πιάστηκε στις ρώγες της για ένα δευτερόλεπτο πριν πέσει από πάνω της σαν καταρράκτης και σχηματίσει μια γαλάζια λίμνη γύρω από τα πόδια της. Του κόπηκε η ανάσα. «Γκουίνεθ.» Έγλειψε τα χείλη του. «Είσαι πανέμορφη.» Τα μάγουλά της ρόδισαν. Το πορσελάνινο δέρμα της έλαμπε υπό το απαλό φως της επιτραπέζιας λάμπας. Ένα στράπλες γαλάζιο δαντελωτό σουτιέν μόλις και μετά βίας κάλυπτε τις ροδαλές της ρώγες. Φορούσε ασορτί
ζαρτιέρες και ένα μικροσκοπικό στρινγκ. Να πάρει ο διάολος. Πολύ τον ερέθιζαν τα δαντελωτά εσώρουχα. Ο Τζακ άρπαξε την Γκουίνεθ από τη μέση και την έσπρωξε πίσω, μέχρι που εκείνη ακούμπησε στο μπράτσο του καναπέ. Τη φίλησε στο λαιμό, στο στέρνο και σταμάτησε αμέσως πριν από το στήθος της, το οποίο ανεβοκατέβαινε με κάθε της αναπνοή, φέρνοντας πιο κοντά στο στόμα του τις σφιχτές της ρώγες. Ο πειρασμός ήταν μεγάλος, οπότε παραμέρισε τη δαντέλα και ρούφηξε τη ρώγα της στο στόμα του, γευόμενος τη γλυκιά σάρκα, πριν προχωρήσει στη δεύτερη, αφήνοντάς τη να γυαλίζει από το σάλιο του. Η Γκουίνεθ βόγκηξε βαθιά και ο Τζακ έχασε κάθε έλεγχο. Ο ήχος αυτός ήταν ένα ερωτικό κάλεσμα που δεν μπορούσε να αγνοήσει. Θέλοντας να ακούσει περισσότερα, άφησε το λαχταριστό κομμάτι σάρκας από το στόμα του και έγλειψε την κοιλιά της, κατευθυνόμενος προς το μικρό κομμάτι ύφασμα που κάλυπτε το φύλο της. Τράβηξε το μικρό τρίγωνο, αποκαλύπτοντας το απαλό της δέρμα και μια ξανθωπή φούντα, που τον οδήγησε στα υγρά κάτω της χείλη. «Νόμισα πως θα κάναμε γρήγορα.» Η φωνή της ήταν βραχνή από πόθο. «Εσύ πήρες την παράκαμψη.» Εκείνος γέλασε και μετά σταμάτησε. Δεν μπορούσε καν να θυμηθεί την τελευταία φορά που γέλασε κατά τη διάρκεια του σεξ. Τον τελευταίο καιρό βέβαια, δε γελούσε καθόλου. «Είναι λες και μου φωνάζει να πλησιάσω.» «Τότε πλησίασε.» Η Μικέλα βαριανάσανε όταν έβαλε μέσα της το δάχτυλό του. Ω, ναι. Υγρό και καυτό. «Σε παρακαλώ» βόγκηξε. Τα χείλη του σχημάτισαν ένα μειδίαμα. «Σε έκανα να με ικετεύσεις.» Το γέλιο της κόπηκε αμέσως, μόλις ακούμπησε τη γλώσσα του στο καυτό της κέντρο, για να γευτεί τη γλυκιά φωτιά της. Έπεσε επάνω του όταν εκείνος έβαλε μέσα της και το δεύτερο δάχτυλο και άρχισε να χαϊδεύει αργά την κλειτορίδα της. Το σώμα της αποζητούσε το άγγιγμά του και απαιτούσε περισσότερη ευχαρίστηση. Το κορμί του, από τα χέρια που την κρατούσαν καθηλωμένη στον καναπέ ως τη στύση του, που ασφυκτιούσε μέσα στο παντελόνι του, ήθελε να ανταποκριθεί στο τραγούδι της σειρήνας που ήταν απέναντί του. Η καυτή αγκαλιά της ήταν τόσο θελκτική, ώστε την άρπαξε και τη μετέφερε στο κρεβάτι. «Μπάσταρδε» είπε και χτύπησε το στήθος του με τις γροθιές της. Εκείνος τη σταμάτησε και έγειρε για να αρπάξει το στόμα της στο δικό του. «Είδες τι ωραία γεύση που έχεις;» μουρμούρισε ο Τζακ στα χείλη της. «Σαν μέλι.» Εκείνη ελευθέρωσε τα χέρια της, του έβγαλε το παντελόνι και μετά το μποξεράκι. Μόλις τα απαλά της χέρια άγγιξαν τη στύση του, δάγκωσε δυνατά τα χείλη του για να μην τη σπρώξει μέσα στο στόμα της. Αυτή η γυναίκα τον τρέλαινε, αλλά δε θα κατέφευγε σε απελπισμένες κινήσεις σαν κανένα ξαναμμένο δεκαεξάχρονο αγόρι. Έβρισε απαλά και έσκυψε και πάλι για να τη φιλήσει. «Προφυλακτικό.» Ο Τζακ αναγκάστηκε να ψάξει μέσα στη βαλίτσα του για να βρει τα προφυλακτικά που είχε ρίξει μέσα την τελευταία στιγμή. Ανακάτεψε τα πάντα μέχρι που βρήκε τα έξι μικρά μπλε φακελάκια δίπλα στο όπλο του. Κοίταξε τη γυναίκα στο κρεβάτι του που έβγαζε το σουτιέν και το στρινγκ της. Έξι ήταν αρκετά. Ο Τζακ έσκισε το ένα φακελάκι και φόρεσε το προφυλακτικό πριν πέσει στο κρεβάτι. Η
Γκουίνεθ τύλιξε το ένα της χέρι γύρω από το λαιμό του και τον τράβηξε για να τον φιλήσει. Στη συνέχεια, τον έριξε στο κρεβάτι ανάσκελα. Τον καβάλησε, κοιτάζοντάς τον μέσα από τις πυκνές της βλεφαρίδες. Έτρεμε από την αναμονή. Η έκφρασή της του έλεγε ότι συνήθως έπαιρνε αυτό που ήθελε και απαιτούσε το ίδιο και από εκείνον, μέχρι να πέσουν κάτω από την εξάντληση. Να πάρει, ναι. Ήθελε να γίνει το υποχείριο μιας όμορφης γυναίκας για αυτή τη νύχτα. Η Γκουίνεθ έσυρε τα χέρια της στο στήθος του και έγειρε κοντά του, μέχρι που οι ρώγες της ακούμπησαν το δέρμα του. «Εντάξει;» Εκείνος έγνεψε και έπλεξε τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του. Συνήθως αρεσκόταν στο να έχει εκείνος τον έλεγχο στα γεγονότα της βραδιάς, αλλά ήταν εμφανές ότι η Γκουίνεθ απολάμβανε τη δύναμή της και εκείνος απολάμβανε να την κοιτά. «Απόψε είναι για σένα. Η πρώτη φορά είναι δική σου.» Η Γκουίνεθ χαμογέλασε πονηρά, έγειρε πίσω και με το χέρι της οδήγησε τη στύση του μέσα στο καυτό της κέντρο. Ανείπωτη ευχαρίστηση τον κατέκλυσε, καθώς βυθιζόταν μέσα της πόντο πόντο. Μέσα σε μια στιγμή, όλος του ο κόσμος έγινε το σημείο που ενώθηκαν τα σώματά τους. «Θεέ μου, Τζέιμς.» Άφησε ένα γέλιο και η ευχαρίστηση ήταν χαραγμένη στο πρόσωπό της. «Είναι τόσο ωραίο.» «Και θα γίνει ακόμα καλύτερο.» Η Γκουίνεθ γέλασε. «Είσαι ένας εγωιστής μπάσταρδος.» «Και λίγα λες.» «Τώρα λες ανοησίες.» Το στόμα του στο στήθος της την έκανε να πάψει. Ήθελε να τιμωρήσει την αυθάδη και πονηρή ερωμένη του, αλλά η κίνησή του αυτή μόνο ευχαρίστηση του έφερε. Δεν του άξιζε, αλλά η γλυκιά της γεύση στο στόμα του του θύμισε τα γλειφιτζούρια που έτρωγε μικρός. Τα μεταξένια μαλλιά της έπεφταν στην πλάτη της και χάιδευαν απαλά τους μηρούς του, σε αντίθεση με τη σφιχτή αγκαλιά στην οποία είχε αρπάξει τη στύση του. Κουνούσε τους γοφούς της με έναν τεμπέλικο ρυθμό που ήθελε να κρατήσει για πάντα, ή τουλάχιστον, μέχρι να χάσει το μυαλό του. Τα βογκητά της Γκουίνεθ έγιναν πιο δυνατά κι εκείνος κουνούσε τους γοφούς του σύμφωνα με το δικό της τέμπο. Ήταν πεινασμένος για όλα και τίποτα δεν του ήταν αρκετό. Ο Τζακ χάιδεψε την καμπύλη του πλούσιου στήθους της, κατέβηκε στο απαλό δέρμα της κοιλιάς της, μέχρι που τα δάχτυλά του άγγιξαν την πρησμένη της κλειτορίδα. Στο άγγιγμά του, η Γκουίνεθ άρχισε να τρέμει, χάνοντας τον αισθησιακό τους ρυθμό και δίνοντάς του έτσι την ευκαιρία να πάρει εκείνος το χαλινάρι. Ο Τζακ σηκώθηκε και τη γύρισε, έτσι ώστε να έρθει από κάτω του. Κάθε χιλιοστό του ερωτικού της σώματος ήταν στη διάθεσή του. Στηρίχτηκε στους πήχεις του και βυθίστηκε μέσα στο κορμί της, καταβάλλοντας προσπάθεια για να μην κουνηθεί. Το λάτρευε αυτό το σημείο. Ήταν σαν ελεύθερη πτώση – να στέκεσαι στην άκρη του γκρεμού, με τους μυς σφιγμένους και με την αδρεναλίνη να οξύνει κάθε ήχο, κάθε γεύση, κάθε οσμή και κάθε άγγιγμα. Ήταν ερεθιστικό, αλλά η πτώση ήταν πάντα καλύτερη. Δεν ήθελε όμως να κάνει το άλμα μόνος του. Σαν να διάβασε το μυαλό του, η Γκουίνεθ άνοιξε τα μάτια της και ο γυμνός πόθος που καθρεφτιζόταν εκεί του έκοψε την ανάσα. Στη δουλειά του ως μυστικός αστυνομικός έπρεπε να
είναι αόρατος, αλλά εκείνη τον είδε, τον είδε στα αλήθεια, και τότε κατάλαβε το νόημα της θλίψης. Οι επιλογές του καθιστούσαν αδύνατη τη σχέση με μια γυναίκα σαν την Γκουίνεθ. Η φωνή της βγήκε ψιθυριστή και βραχνή. «Σε παρακαλώ.» Διατεθειμένος να αρπάξει ό,τι μπορούσε από τη μία και μοναδική νύχτα μαζί της, υπέκυψε στον πόθο που τον βασάνιζε. Άρχισε να κινείται μέσα της, πιο βαθιά, πιο βίαια, σκεπτόμενος ότι μπορεί να την πονά, αλλά ανίκανος να σταματήσει. Η Γκουίνεθ τύλιξε τα πόδια της γύρω από τη μέση του και πίεσε τις φτέρνες της πάνω του, ζητώντας του να μη συγκρατηθεί άλλο. «Σε ικετεύω, δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Κάνε με να τελειώσω.» Η ψιθυριστή παράκλησή της τον έκανε να ανατριχιάσει. Δε χρειαζόταν να του εξηγήσει τίποτε περισσότερο. Το βραβείο του τον περίμενε στα όρια της λογικής και δεν τον ένοιαζε τι θα συνέβαινε αν τα ξεπερνούσε. Το σώμα του διαμαρτυρήθηκε έντονα μόλις σταμάτησε να κινείται, αλλά το αγνόησε. Πήρε το ένα της χέρι, το σήκωσε ψηλά και το ακινητοποίησε στο κεφαλάρι του κρεβατιού. Εκείνη τον κοίταξε με απορία. «Περίμενε» τη διέταξε. «Αυτό θα κάνω.» Η Γκουίνεθ τέντωσε και το άλλο της χέρι στο κεφαλάρι και ο Τζακ πήρε μια βαθιά ανάσα και βυθίστηκε ξανά στην τρέλα με μια σειρά από απαλές κινήσεις. Μέθυσε με την εικόνα του κορμιού της, γυμνού και ευάλωτου κάτω από τα χέρια του. Το θέαμα της στύσης του που έμπαινε αργά μέσα στο καυτό της κέντρο έστειλε ένα ηλεκτρικό ρεύμα στη σπονδυλική του στήλη. Με γρήγορες κινήσεις συνέχισε να μπαίνει μέσα της, προσπαθώντας να κρατηθεί, για να τηρήσει την υπόσχεσή του. Η αντοχή του όμως ήταν αδιαμφισβήτητη. Κρατώντας αντίσταση από το κεφαλάρι, η Γκουίνεθ έσπρωχνε κι εκείνη τη λεκάνη της προς το μέρος του. Έσφιξε τα δόντια του και την κοίταξε στο πρόσωπο. Ήθελε να την κοιτά όταν θα τελείωνε. Πάνω που άρχισε να φοβάται ότι δε θα καταφέρει να κρατηθεί άλλο, ο οργασμός της τους χτύπησε και τους δύο σαν τρένο και δεν είχε άλλη επιλογή παρά να την ακολουθήσει. Βαριανασαίνοντας και λουσμένοι στον ιδρώτα, έμειναν ακίνητοι με χέρια και πόδια μπλεγμένα. Τα αυτιά του Τζακ βούιζαν εξαιτίας της καρδιάς του, που χτυπούσε τόσο δυνατά, λες και θα πάθαινε έμφραγμα. Εκείνος όμως ήθελε να ζήσει. Είχε την ευκαιρία να περάσει μια ολόκληρη νύχτα με αυτή τη γυναίκα και δε θα άφηνε ένα έμφραγμα να τον σταματήσει. Και αυτή η νύχτα ήταν το μόνο που είχαν. Η Γκουίνεθ ήταν αληθινή, αποφασισμένη και η τέλεια παρτενέρ στο κρεβάτι. Ήταν η γυναίκα που θα κατάφερνε να διώξει από το μυαλό του τη δουλειά που τόσο αγαπούσε. Είχε χάσει μια φορά την καριέρα του για μια γυναίκα και δε θα άφηνε να του ξανασυμβεί κάτι τέτοιο για κανένα λόγο. Μέσα σε ένα λαβύρινθο από μυστικές αποστολές είχε χάσει τον εαυτό του. Ο περασμένος χρόνος τού είχε αποδείξει ότι χρειαζόταν αυτή τη θέση. Μόνο αυτό του είχε μείνει. Διώχνοντας τις μαύρες αυτές σκέψεις, ο Τζακ πρώτα έβγαλε το προφυλακτικό και μετά την τράβηξε στην αγκαλιά του. Με έναν αναστεναγμό ευχαρίστησης, η Γκουίνεθ ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του και έπλεξε τα πόδια της στα δικά του. Μίλησε εκείνη πρώτη. «Αυτό ήταν…» «Εκπληκτικό.» «Ναι.» Εκείνος χαμογέλασε. Η Γκουίνεθ σήκωσε το φρύδι της. «Γιατί χαμογελάς;»
«Σε έκανα να με παρακαλέσεις.» «Όχι, δεν το έκανες.» Ανασηκώθηκε στους αγκώνες, έτοιμος να διαφωνήσει. Όντως την είχε κάνει να τον παρακαλέσει. Αρκετές φορές. «Δε σε παρακάλεσα να σταματήσεις.» Το πονηρό της χαμόγελο φώτισε ολόκληρο το πρόσωπό της. «Σε παρακάλεσα να συνεχίσεις. Αυτό είναι τελείως διαφορετικό.» Το σκέφτηκε. Η φωνή της, να τον παρακαλά με πάθος, ήταν το πιο σέξι πράγμα που είχε ακούσει ποτέ. Η στύση του ορθώθηκε αμέσως και ακούμπησε στο μηρό του, με τη σκέψη και μόνο ότι είχε όλη την υπόλοιπη νύχτα στη διάθεσή του για να την κάνει να τον παρακαλέσει και πάλι. Εκείνη τον φίλησε, μπερδεύοντας τις σκέψεις του. Η γλώσσα της εξερεύνησε το εσωτερικό του στόματός του. Μετά σηκώθηκε από το κρεβάτι, κι ο Τζακ δυσαρεστήθηκε. Η Γκουίνεθ τού τράβηξε το χέρι και κινήθηκε προς την κατεύθυνση του μπάνιου. «Έλα. Η σειρά μου τώρα.» Τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση της, την τράβηξε κοντά του και τη φίλησε κάτω από το αυτί. «Η σειρά σου για ποιο πράγμα;» «Η σειρά μου να σε κάνω να παρακαλέσεις.» Θεέ και κύριε. Ο Τζακ την παρακολούθησε να χοροπηδά προς το μπάνιο και άρχισε να φαντάζεται εικόνες από αυτά που του υποσχέθηκε. Ο ήχος του νερού που έτρεχε τον έκανε να βγει από τις ονειροπολήσεις του. «Έρχεσαι;» του φώναξε περιπαικτικά. Παραπάτησε ως το μπάνιο, έτοιμος να παρακαλέσει και να του αρέσει κιόλας. *** Το επόμενο πρωί ο Τζακ ξύπνησε από τον ήλιο που έλαμπε πίσω από τις κουρτίνες. Η μυρωδιά της Γκουίνεθ και του σεξ τον περιτριγύρισε στην απόλυτη ησυχία του δωματίου. Είχε φύγει. Μια ματιά στην άδεια θέση δίπλα του και ένα σημείωμα στο μαξιλάρι επιβεβαίωσαν την αρχική του σκέψη. Ένιωσε ένα βάρος στο στήθος του, που του φάνηκε περίεργο. Τι περισσότερο περίμενε; Ένα στα γρήγορα πριν χωρίσουν οι δρόμοι τους; Ή θα προτιμούσε πρωινό στο κρεβάτι και λίγες στιγμές ακόμα με την παρέα αυτής της μοναδικής γυναίκας; Του έδωσε ακριβώς αυτά που του υποσχέθηκε, ίσως και κάτι παραπάνω, αν ήθελε να είναι δίκαιος με τον εαυτό του. Του είπε ότι ξεκινούσε μια νέα ζωή και αισθανόταν τυχερός που πήρε μια γεύση της εκπληκτικής αυτής κοπέλας. Του έδινε ελπίδες ότι η μπερδεμένη του ζωή ίσως να έβρισκε κάποτε το δρόμο της. Πήρε στο χέρι το χαρτί από το μαξιλάρι στα αριστερά του και έβαλε τα γέλια διαβάζοντας τον κομψό γραφικό της χαρακτήρα στο μπλοκ του ξενοδοχείου. Δε με έκανες να σε παρακαλέσω ούτε μια φορά. Όχι, δεν την είχε κάνει να τον παρακαλέσει. Έδινε μόνο οδηγίες: «πιο δυνατά, πιο γρήγορα» και «ξανά, σε παρακαλώ» μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, όταν και έπεσαν και οι δύο αποκαμωμένοι σε βαθύ ύπνο. Αλλά δεν του ζήτησε να σταματήσει. Πέραν τούτου, δεν του είπε και το όνομά της.
Κεφάλαιο Δύο Ένα μήνα αργότερα. Πώς είναι δυνατόν να μισεί ένα δωμάτιο; Η Μικέλα παρατήρησε τα σεταρισμένα διακοσμητικά που είχε τοποθετήσει η διακοσμήτρια εσωτερικών χώρων στο γραφείο του πατέρα της, στην έπαυλή του στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια. Βιβλία, φωτογραφίες και βραβεία γέμιζαν τους τοίχους και τα ράφια του γραφείου. Καθένα από αυτά είχε σκοπό να υπογραμμίσει την αψεγάδιαστη εικόνα που θεωρούσε τόσο σημαντική ο κυβερνήτης Ίστλαντ – ή μάλλον, τη θεωρούσε σημαντική για την καριέρα και τη φιλοδοξία του. Πριν από ένα μήνα είχε φύγει από εκεί για να μετακομίσει στο Έλιοτ και είχε ορκιστεί στον εαυτό της να μην ξαναγυρίσει. Η σχέση με τον πατέρα της δεν υπήρξε ποτέ θερμή. Μετά το θάνατο της μητέρας της, εκείνη και ο Τζεφ, ο αδερφός της, μεγάλωσαν με καλοπληρωμένες νταντάδες και επιδεικνύονταν σαν τρόπαια στις πολιτικές συγκεντρώσεις του πατέρα τους. Ο τελευταίος ήταν παραδοσιακά φιλόδοξος, σαν εκείνους τους πλούσιους που παίζουν στις σαπουνόπερες. Τακτοποιούσε τα πάντα με τρόπο που να προωθούν την τέλεια εικόνα του. Το σχολείο που την έστειλε, τα ρούχα της, ακόμα και οι σύντροφοί της ήταν μέρος του σχεδίου. Δεν είχε κανέναν έλεγχο στη ζωή της. Αλλά από τη στιγμή που σταμάτησε να δίνει λόγους, δεν ήταν πια χρήσιμη στην πολιτική του εκστρατεία. Τότε βρήκε την ευκαιρία της να ξεφύγει και κατάφερε να κάνει μια συμφωνία. Θα ζούσε διακριτικά τη ζωή της, χωρίς να κάνει τίποτα που θα ντρόπιαζε τον πατέρα της, κι εκείνος θα την άφηνε ήσυχη. Ο Κυβερνήτης είχε συμφωνήσει με αυτό. Με λίγα λόγια, δεν του καιγόταν καρφί για εκείνη και η Μικέλα το είχε αποδεχθεί. Η μέρα που έφυγε από αυτό το σπίτι ήταν η καλύτερη μέρα της ζωής της. Μετά από χρόνια ολόκληρα που έκανε σχέδια και προσευχόταν κρυφά, ήταν επιτέλους ελεύθερη να είναι ο εαυτός της. Παρ’ όλα αυτά, η Μικέλα φοβόταν ότι και μόνο η είσοδός της στην έπαυλη θα την έθετε ξανά υπό τον έλεγχό του, αν και προσωρινά. Όταν όμως της τηλεφώνησε ο ίδιος, όχι κάποιος βοηθός του, και της είπε ότι επρόκειτο για την προσωπική της ασφάλεια, δεν ήταν δυνατό να αρνηθεί. Για ένα δημόσιο πρόσωπο, οι απειλές για την ασφάλειά του ήταν μέρος της ζωής του. Οπότε, παρά τις αντιρρήσεις της, η Μικέλα ακύρωσε τα ραντεβού που δεν μπορούσε να καλύψει η βοηθός γιατρού και έκανε το τρίωρο ταξίδι ως το Ρίτσμοντ. Σκούπισε τα ιδρωμένα της χέρια στο καλό της παντελόνι και κατάπιε τον κόμπο που ανέβαινε στο λαιμό της. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική, αλλά εκείνη κρύωνε. Τα μπερδεμένα συναισθήματα στο μυαλό της έκαναν το στομάχι της να ανακατευτεί από τη βαριά μυρωδιά του γυαλιστικού επίπλων. Θάρρος. Μην τον αφήσεις να αισθανθεί τη δυσφορία σου. Οι διπλές πόρτες του γραφείου και η πόρτα του διαδρόμου άνοιξαν ταυτόχρονα. Από τη μία άκρη βγήκε ο πατέρας της με το βοηθό του, ντυμένοι με πανομοιότυπα μαύρα κουστούμια και κόκκινες γραβάτες – η στολή των ανερχόμενων ηλιθίων. Μετά γύρισε προς τους τρεις άγνωστους άντρες που ήρθαν από το διάδρομο.
Η καρδιά της σταμάτησε. Ο Τζέιμς. Δεν αναγνώρισε τον ψηλό, όμορφο, ξανθό άντρα, ούτε και το μεσήλικα, γεμάτο κύριο που ήταν μαζί του, αλλά τον Τζέιμς θα τον αναγνώριζε οπουδήποτε. Το σώμα της αναψοκοκκίνισε και τα απόκρυφα σημεία της θυμήθηκαν το άγγιγμά του με βασανιστικές λεπτομέρειες. Η Μικέλα κατάλαβε τη στιγμή που ο Τζέιμς την αναγνώρισε. Μια φευγαλέα έκπληξη ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του, αλλά μόνο για μια στιγμή, πριν η έκφρασή του γίνει και πάλι αδιάφορη. Σήκωσε το ένα φρύδι του σε μια σιωπηρή ερώτηση και η καρδιά της Μικέλα χτύπησε δυνατά. Παρά το άγχος της, ήταν το πιο σέξι πράγμα που είχε δει ποτέ. Η φωνή του πατέρα της αντήχησε στο δωμάτιο. «Μικέλα, άργησες.» Πήρε μια βαθιά ανάσα και ίσιωσε το κορμί της, πριν γυρίσει να τον αντικρίσει. «Τώρα είμαι εδώ. Τι θέλεις;» «Δεν υπάρχει λόγος να γίνεσαι αγενής μπροστά στους καλεσμένους μας.» «Χρειάστηκε να ακυρώσω τα μισά μου ραντεβού για σήμερα. Δε με φώναξες εδώ για επίσκεψη.» Ο πατέρας της γύρισε και έκανε νόημα στους άλλους να καθίσουν. Σύμφωνα με τους καλούς τρόπους του Νότου, οι κύριοι περίμεναν εκείνη να καθίσει πρώτη. Η Μικέλα σταύρωσε τα χέρια της και παρέμεινε όρθια. Να πάνε στο διάολο οι καλοί τρόποι. «Κύριοι, παρακαλώ συγχωρήστε την αγένεια της κόρης μου.» Με το καλύτερο πολιτικό του χαμόγελο, ο πατέρας της έκανε τις συστάσεις. «Αυτή είναι η Δόκτωρ Μικέλα Ίστλαντ και ο βοηθός μου, Μίτσελ Ρόουντς.» «Το όνομά μου είναι Δόκτωρ Ρόαρκ.» Οι λέξεις βγήκαν από το στόμα της στάζοντας δηλητήριο. Έσφιξε τα δόντια της και ο ήχος του τριξίματός τους αντήχησε μέσα στο κεφάλι της και σίγουρα θα της προκαλούσε πονοκέφαλο, αν δεν ηρεμούσε τα νεύρα της. Το σόου μόλις άρχισε. «Μικέλα, αυτός είναι ο διευθυντής Μπούρις από το FBI και οι ντετέκτιβ Κάντρελ και Λάντον από το αστυνομικό τμήμα του Ρόανοκ.» Οι Μπούρις και Λάντον προχώρησαν και της έσφιξαν το χέρι, ενώ εκείνη τους χαμογέλασε με το προβαρισμένο, τυπικό της χαμόγελο. Ο Τζέιμς ήταν ο τελευταίος που τη χαιρέτησε και, μόλις η ζεστή του παλάμη τύλιξε τη δική της, η Μικέλα άρχισε να τρέμει ελαφρά. Έσφιξε ελαφρά την παλάμη της και σήκωσε ξανά το φρύδι του σε μια σιωπηρή ερώτηση. Τον κοίταξε, ελπίζοντας να καταλάβει το μήνυμα που προσπάθησε να του περάσει με τη σύντομη χειραψία. Κάνε ότι δε με ξέρεις. Με ανακούφιση έληξε τη σφιχτή χειραψία τους, όταν εκείνος μίλησε. «Τζάκσον Κάντρελ. Μπορείτε να με λέτε Τζακ. Χαίρομαι που σας γνωρίζω, Δόκτωρ Ρόαρκ» μουρμούρισε. Το όνομά του ήταν Τζάκσον. «Χαίρομαι κι εγώ, ντετέκτιβ.» Γύρισε στον πατέρα της, ελπίζοντας ο εκνευρισμός της να κάλυπτε την εσωτερική της ταραχή. Η συνάντηση με τον Τζάκσον την είχε ταράξει και έπρεπε να κάνει άψογη εμφάνιση. «Περί τίνος πρόκειται;» «Κάναμε μια συμφωνία, Μικέλα» απάντησε εκείνος. Οι μάσκες έπεσαν. «Δε σε καταλαβαίνω.» Μίλησε με τον τόνο του πατέρα της και ξαφνικά η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο έγινε πολύ ψυχρή.
«Ίσως με αυτό να καταλάβεις.» Ο Μίτσελ έβγαλε ένα μεγάλο φάκελο. Στα χείλη του σχηματίστηκε ένα πονηρό χαμόγελο όταν η Μικέλα τον πήρε από τα χέρια του. Η Μικέλα συγκρατήθηκε για να μην πει κάτι αγενές και άνοιξε το φάκελο. Φωτογραφίες. Ήταν σκοτεινές και θολές, αλλά κατάλαβε το θέμα. Της κόπηκε η ανάσα και πάλεψε να μείνει ψύχραιμη, τώρα ειδικά που βρισκόταν στα πρόθυρα της γελοιοποίησης. Η πρώτη φωτογραφία απεικόνιζε εκείνη σε ένα μπαρ να φιλιέται με έναν άντρα με σμόκιν. Οι επόμενες έδειχναν πάνω κάτω το ίδιο πράγμα με περισσότερες σεξουαλικές λεπτομέρειες. Η τελευταία φωτογραφία είχε τραβηχτεί αμέσως πριν κλείσουν οι πόρτες του ασανσέρ, με εμφανείς τις προθέσεις τους, καθώς ανέβαιναν σε ένα από τα δωμάτια του ξενοδοχείου. Παρότι το πρόσωπό της ήταν εμφανές, ο Τζάκσον ήταν κρυμμένος στη σκιά. Δεν ξέρουν ποιος είναι. Έδωσε πίσω το φάκελο στον Μίτσελ με τρεμάμενα χέρια. Η έκφρασή του ήταν όλο ειρωνεία και η Μικέλα θέλησε να τον πλακώσει στα χαστούκια. «Δεν καταλαβαίνω τι δουλειά έχει το FBI με την ερωτική μου ζωή.» Η Μικέλα απεύθυνε το σχόλιό της στον Μπούρις, καθώς οι άλλοι κύριοι κοιτούσαν τις φωτογραφίες. Ο Τζάκσον κοίταξε την πρώτη και μετά κοίταξε τη Μικέλα. Εκείνη τον αγνόησε, φοβούμενη μην καρφωθεί. «Εκτός και αν είναι έγκλημα να κάνουν συναινετικό σεξ δύο ενήλικοι άνθρωποι στην ησυχία του δωματίου τους.» «Μόνο εάν είναι επί πληρωμή» πέταξε ο ντετέκτιβ Λάντον με εύθυμο τόνο. «Σκάσε.» Ο Τζάκσον τον σκούντησε με τον αγκώνα του. Ο Μπούρις τούς αγνόησε και τους δύο και έδωσε τις φωτογραφίες στον Κυβερνήτη. «Όταν τηλεφωνήσατε, μου είπατε πως πρόκειται για ένα θέμα προστασίας. Καταλαβαίνω πως αναστατωθήκατε γιατί κάποιος τράβηξε φωτογραφίες της κόρης σας, αλλά δεν είναι αυτός λόγος για ολόκληρη ομάδα προστασίας. Υπάρχει κάτι άλλο;» «Αυτό.» Ο Κυβερνήτης έδωσε στον Μπούρις ένα κομμάτι χαρτί. Ο Μπούρις άνοιξε το διπλωμένο σημείωμα και διάβασε δυνατά: «Η κόρη σου είναι τσούλα. Βάλ’ τη σε τάξη. (Παροιμίες, 22:15)» Ο Τζάκσον κοίταξε γύρω στο δωμάτιο. «Ξέρει κανείς τι λέει ο πραγματικός στίχος;» Η Μικέλα απάντησε αυτόματα. «Η ανοησία βρίσκεται στην καρδιά του παιδιού. Το ραβδί θα τη διώξει από εκεί.» Ο Τζάκσον κούνησε το κεφάλι με κατανόηση. «Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο.» «Πολύ καλά, ντετέκτιβ.» Ο Κυβερνήτης ακούμπησε στην άκρη του μεγάλου τραπεζιού. «Κάποιος φαίνεται να νομίζει πως παραμέλησα τα καθήκοντά μου ως πατέρας και θέλει να το κάνει γνωστό τώρα που ξεκινά η προεκλογική περίοδος.» Ο Τζάκσον κουνήθηκε. «Μπερδεύτηκα. Σας ενδιαφέρει περισσότερο η κόρη σας ή η καριέρα σας;» «Κάντρελ» ακούστηκε η προειδοποιητική φωνή του Μπούρις. «Ααα, σας προσέβαλα, ντετέκτιβ.» Ο Κυβερνήτης γέλασε, αλλά το γέλιο δεν έφτασε ως τα μάτια του, ούτε και μαλάκωσε τον τόνο της φωνής του. Ο οποιοσδήποτε με κοινή λογική θα σταματούσε τώρα την κουβέντα. Προφανώς, ο Τζάκσον δεν είχε διόλου κοινή λογική. Πλησίασε τον πατέρα της Μικέλα με τις γροθιές του σφιγμένες στο πλάι. «Όντως. Πίστευα πως η μόνη σας έννοια ήταν για την κόρη σας. Κάποιος ανώμαλος την ακολουθεί και είμαι σίγουρος πως υπάρχουν κι άλλες φωτογραφίες.»
«Η κόρη μου» ο πατέρας της σηκώθηκε, αγνοώντας τον Τζάκσον «δε θα έπρεπε να κάνει απερισκεψίες άξιες προς φωτογράφηση.» Έστρεψε την προσοχή του στη Μικέλα. «Είχαμε μια συμφωνία.» «Δεν την αθέτησα.» «Συμπεριφέρθηκες σαν κοινή πόρνη σε δημόσιο χώρο. Φυσικά και την αθέτησες.» Τα μάτια του έσμιξαν από θυμό και η Μικέλα ένιωσε την ανάγκη να κάνει ένα βήμα πίσω. «Υποσχέθηκες ότι δε θα έκανες τίποτα που θα έθετε σε κίνδυνο την καριέρα μου.» «Μα δεν έκανα. Κράτησα την υπόσχεση –» Η Μικέλα σώπασε όταν κατάλαβε προς τα πού κατευθυνόταν η συζήτηση. Είσαι τόσο ανόητη. Το στομάχι της ανακατεύτηκε όταν κατάλαβε πόσο εύκολα έπεσε στην παγίδα και πίστεψε πως ο πατέρας της θα κρατούσε κι εκείνος τη συμφωνία τους. «Δεν μπορώ να ακούω μαλακίες» πέταξε με θυμό. «Μικέλα, πρόσεξε τα λόγια σου.» Άρπαξε την τσάντα της και πήγε προς τον πατέρα της, που στεκόταν δίπλα στο μεγάλο τραπέζι. Σήκωσε το χέρι της και τον ακούμπησε στο στήθος, χωρίς να τρέμει πια. «Κυβερνήτη, μάλλον με περνάτε για ηλίθια.» Στάθηκε στο ύψος της και τον κοίταξε αφ’ υψηλού, ξεχνώντας πια την απογοήτευσή της για την κατεστραμμένη τους σχέση. Άραγε πότε το πήρες απόφαση ότι ο πατέρας σου δε σε αγαπάει; «Έχουμε μια συμφωνία. Θα είμαι ήσυχη κι εσύ θα με αφήσεις μόνη μου. Δεν ξέρω ποιον πλήρωσες για να βγάλει αυτές τις φωτογραφίες, αλλά δεν πιάνει. Σίγουρα εσύ τον πλήρωσες. Δεν μπορώ να πιστέψω πως σπατάλησες έτσι το χρόνο όλων μας. Πάω σπίτι.» Γύρισε επιτόπου και πήγε προς την πόρτα. «Δεν ευθύνομαι εγώ για τις φωτογραφίες» ακούστηκε η βροντερή φωνή του πατέρα της από πίσω. «Έλα εδώ!» Η λαβή του ήταν σαν μέγγενη στο χέρι της και την πόνεσε. Προσπάθησε να ελευθερωθεί, αλλά ο θυμός του τον έκανε πολύ δυνατό. «Αφήστε τη.» Η Μικέλα και ο πατέρας της τινάχτηκαν ταυτόχρονα με τη βαθιά, απειλητική φωνή που ακούστηκε πίσω τους. Πάνω από τον ώμο της, εκτυλισσόταν μια σκηνή από την ταινία της εβδομάδας. Ο Τζάκσον στεκόταν δίπλα από τον Κυβερνήτη, με βλέμμα ψυχρό και θανατηφόρο. «Κυβερνήτη, η Δόκτωρ Ρόαρκ θέλει να φύγει.» Η φωνή του Τζάκσον ήταν χαμηλή και σταθερή, υπογραμμίζοντας έτσι την απειλή που δεν εκφράστηκε. «Μάλλον πρέπει να την αφήσετε.» Όταν ο πατέρας της μαλάκωσε τη λαβή του, η Μικέλα άρπαξε το πόμολο και έτρεξε στο διάδρομο με γόνατα που έτρεμαν. Στηρίχτηκε στον τοίχο για να ξαναβρεί την ισορροπία της και ηρέμησε την αναπνοή της για να μη ζαλιστεί κι άλλο. Όχι τώρα. Όχι τώρα. Ήταν κάτι παραπάνω από ανόητη. Ακόμα ήλπιζε ότι ο κυβερνήτης Τζέφερσον Ίστλαντ θα φερόταν κάποια στιγμή σαν αληθινός πατέρας. «Δόκτωρ Ρόαρκ, είστε εντάξει;» Η φωνή του Τζάκσον ήταν θερμή και απαλή, σαν το χέρι του που ανεβοκατέβαινε στην πλάτη της. Γύρισε και την πήρε στην αγκαλιά του. Χωρίς ντροπή, η Μικέλα ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του και έμεινε εκεί νιώθοντας ασφάλεια, ενώ ο Τζάκσον έπλεξε το χέρι του στα μαλλιά της και την κράτησε κοντά του.
«Μικέλα.» Η φωνή του Τζάκσον βάρυνε από τα αναπάντητα ερωτήματα που έκρυβε. Δε θα του έδινε τώρα τις απαντήσεις. Ούτε τώρα, ούτε ποτέ. «Όχι.» Απομακρύνθηκε από το προσωρινό καταφύγιο που της προσέφερε. «Όχι, Τζάκσον. Δεν υπάρχει καμία απειλή. Δε με ακολουθεί κανένας. Ο πατέ–» στραβοκατάπιε και σκούπισε τα υγρά της μάγουλα με τη ράχη του χεριού της. «Ο Κυβερνήτης το κανόνισε όλο αυτό. Θέλει να ελέγχει τα πάντα και τους πάντες γύρω του και θύμωσε που ακολούθησα το δικό μου δρόμο. Τώρα προσπαθεί να με τρομάξει για να κάνω αυτό που θέλει. Αν τον αφήσω, δε θα ελευθερωθώ ποτέ.» «Κι αν κάνεις λάθος;» Ο Τζάκσον ακούμπησε το μάγουλό της με τα ακροδάχτυλά του και στη συνέχεια με την παλάμη του. Η Μικέλα αφέθηκε στο άγγιγμά του, επιτρέποντας αυτή την πολυτέλεια στον εαυτό της. Το χάδι του της ξύπνησε μνήμες από τη νύχτα που πέρασαν μαζί, τη νύχτα που σκεφτόταν συχνά τον τελευταίο μήνα και που ήλπιζε να επαναληφθεί. Μα, για το δικό του καλό, έπρεπε να μείνει μακριά του. Ο πατέρας της δεν την άφηνε να ζήσει τη δική της ζωή – αυτή του η εμμονή είχε κάνει τη μητέρα της δυστυχισμένη και είχε αναγκάσει τον αδερφό της να μετακομίσει στην άλλη άκρη της γης. Ο Κυβερνήτης δε νοιαζόταν για αυτά που χρειαζόταν ή ήθελε εκείνη, συμπεριλαμβανομένου ενός εραστή της επιλογής της. Όλοι οι άντρες της ζωής της υπέκυπταν στον Κυβερνήτη για να κερδίσουν την εύνοιά του ή υπέφεραν τις συνέπειες σε περίπτωση άρνησης συνεργασίας. Αυτό δε θα συνέβαινε στον Τζάκσον. Μέσα στα τελευταία πέντε λεπτά, είχε αποδείξει πως ήταν αρκετά τρελός ή ευγενής ώστε να τα βάλει με τον πατέρα της, αδιαφορώντας για το τι θα συνέβαινε στον ίδιο. «Τζάκσον.» Τον κοίταξε συγκινημένη από την ανησυχία και την επιμονή που διάβασε στο πρόσωπό του. Ναι, έκανε τον ήρωα για χάρη της. Αλλά αυτό έπρεπε να τελειώσει τώρα. Η Μικέλα ξέφυγε από τα χέρια του και οπισθοχώρησε προς την εξώπορτα. «Ξέχασέ με. Μη με πάρεις τηλέφωνο, μην έρθεις να με δεις και μην αφήσεις να μαθευτεί ότι εσύ είσαι ο άντρας στις φωτογραφίες.» Έκανε να την ακολουθήσει, με ματιά απορημένη, αλλά και γεμάτη πείσμα. Σήκωσε το χέρι της για να τον σταματήσει. Η Μικέλα κοίταξε το όμορφο πρόσωπό του και για πολλοστή φορά μετάνιωσε για το ποια ήταν. «Μείνε μακριά μου, Τζάκσον. Δεν αξίζω τον κόπο.» *** Ο Τζακ επέστρεψε στο γραφείο του Κυβερνήτη, θέλοντας από τη μία, να φύγει μακριά από αυτό το τσίρκο, αλλά από την άλλη, έπρεπε να μάθει την αλήθεια. Η συνάντησή του με την Γκουίνεθ –όχι, τη Μικέλα– ήταν ένα σοκ. Τη σκεφτόταν συχνά και μετά μάλωνε τον εαυτό του για την ανοησία του. Από την αρχή γνώριζε πως δεν ήταν για τα κυβικά του, και τώρα η υπόθεσή του επιβεβαιώθηκε. Σε αυτή την περιοχή της χώρας, οι πολιτικοί ήταν σχεδόν σαν τη βασιλική οικογένεια, ενώ εκείνος ήταν απλά ο γιος του σερίφη μιας μικρής πόλης. Το σώμα του όμως δεν έδινε σημασία σε αυτά. Με μια ματιά μόνο, θυμήθηκε με κάθε λεπτομέρεια τη νύχτα που πέρασαν μαζί και προσευχήθηκε να μην προσέξει κανένας το εξόγκωμα στο παντελόνι του. Διώχνοντας αυτή τη σκέψη, έστρεψε την προσοχή του στο τωρινό πρόβλημα. Η Μικέλα πίστευε
ότι ο πατέρας της είχε βάλει κάποιον να τραβήξει τις φωτογραφίες, αλλά μπορεί να έκανε και λάθος. Ο Κυβερνήτης ήταν φυσικά ικανός να καταστρώσει τέτοιο σχέδιο –δεν ήταν δα και ο πατέρας της χρονιάς– αλλά για ποιο σκοπό; Προχώρησε προς το διευθυντή Μπούρις και τον Κυβερνήτη, αλλά τον σταμάτησε ο ντετέκτιβ Ντέιβιντ Λάντον –ο Λάκι, συνεργάτης και ξάδερφός του– μπλοκάροντας το δρόμο με την ανοιχτή του παλάμη. «Πού πας;» Ενοχλημένος, έκανε να ξεφύγει από τον Λάκι. «Θέλω μερικές απαντήσεις.» «Ναι. Όχι. Πάνε τώρα στην άλλη μεριά.» «Είσαι βλάκας.» «Είναι ένα από τα προσόντα μου.» Ο Λάκι μιλούσε με αυτοπεποίθηση, αλλά η έκφραση του προσώπου του ήταν ανήσυχη. «Πώς είναι η Δόκτωρ Ρόαρκ;» «Πώς νομίζεις ότι είναι;» Ο Τζακ γύρισε και γράπωσε την πλάτη μιας καρέκλας, για να μην αρχίσει να βαράει τον τοίχο με τις γροθιές του. «Είναι θυμωμένη, ντροπιασμένη και φοβισμένη.» «Κατανοητό.» «Ναι, αλλά φοβάται περισσότερο τον ίδιο της τον πατέρα παρά έναν υποτιθέμενο μανιακό που την ακολουθεί. Αυτό είναι πολύ περίεργο.» Έπιασε το κεφάλι του και προσπάθησε να συγκεντρώσει τις σκέψεις του. Ο κυβερνήτης Ίστλαντ ήταν μεγάλος μπάσταρδος και ο νούμερο ένα ύποπτος στη λίστα του. Ο Λάκι ακούμπησε ένα χέρι στον ώμο του και είπε με χαμηλή φωνή: «Λοιπόν, όσο για τις φωτογραφίες…» «Τι; Κλασικά αρρωστημένα πράματα.» Άκουσαν φωνές και γύρισαν τα κεφάλια τους. Ο διευθυντής Μπούρις και ο Κυβερνήτης στέκονταν γεμάτοι οργή και πείσμα. Ο τρίτος άντρας, ο Μίτσελ, έγλειψε τα χείλη του με ευχαρίστηση για τα όσα συνέβαιναν και ο Τζακ αποφάσισε ότι αυτός ήταν σίγουρα το νούμερο δύο στη λίστα με τους πιθανούς ανώμαλους. «Πρέπει να βρούμε ποιος είναι ο τύπος στις φωτογραφίες.» Η φωνή του Λάκι τού τράβηξε ξανά την προσοχή. «Μπορεί να ξέρει ποιος έβγαλε τις φωτογραφίες.» Ο Τζακ κοίταξε τον Λάκι. Είχε έρθει η ώρα για εξηγήσεις. «Εγώ είμαι.» Ο Τζακ σχεδόν έβαλε τα γέλια με το έκπληκτο ύφος του Λάκι Λάντον. Μετά, ένιωσε άβολα. Μήπως έπρεπε να το πει και στον Μπούρις; «Γιατί δεν είπες τίποτα;» ρώτησε ο Λάκι. «Εκείνη δε με άφησε.» «Πότε;» «Προ ολίγου. Όταν είδαμε τις φωτογραφίες.» Είδε την απορημένη ματιά του Λάκι και προσπάθησε να του εξηγήσει καλύτερα. «Δε μου το είπε… Μου το είπε με το βλέμμα της. Να πάρει, είναι δύσκολο να σου εξηγήσω.» Έτριψε το σαγόνι του, ενώ η σιωπή γύρω τους είχε αρχίσει να γίνεται άβολη. Ο Λάκι δεν μπορούσε να κρύψει την ευχαρίστησή του. «Μάλιστα. Άρα διαβάζεις και τη σκέψη της τώρα. Τι συμβαίνει με αυτή τη γυναίκα;» Όταν το βρεις, πες το μου κι εμένα.
«Κάντρελ, Λάντον, ελάτε εδώ.» Το γάβγισμα του πρώην αφεντικού του ανάγκασε τον Τζακ να διασχίσει το δωμάτιο. Το πρόσωπο του Μπούρις ήταν κόκκινο και είχε διπλώσει τα χέρια του στο στήθος – ό,τι κι αν ήθελε να τους πει, δε θα το έκανε με ευχαρίστηση. «Κάντρελ. Ο κυβερνήτης Ίστλαντ θέλει να αναλάβεις την προστασία της Δρ. Ρόαρκ.» Καθάρισε το λαιμό του και ταλαντεύτηκε στις φτέρνες του. «Θέλω να ξέρεις ότι αν αρνηθείς αυτή την αποστολή, δε θα επηρεαστούν οι πιθανότητές σου να ξαναπάρεις την παλιά σου δουλειά στο FBI.» Το πρώην του αφεντικό ήταν πολύ κακός ψεύτης. «Φτάνουν πια οι μαλακίες!» Ο Ίστλαντ κοπάνησε τη γροθιά του πάνω στο γραφείο. Ο Τζακ κρατήθηκε να μη γελάσει. Ίσως ο Ίστλαντ να ήταν όντως κατάλληλος για το Κογκρέσο. Ήταν εξπέρ στη φιγούρα. «Κάντρελ, ασχολήθηκα πολύ με αυτό το θέμα και ήρθε η ώρα να μπούμε στο ψητό. Σε έδιωξαν από το FBI και δε με νοιάζει καθόλου.» Το γέλιο έσβησε στο λαιμό του Τζακ, καθώς άκουσε ξανά να εξιστορείται η καταστροφή της καριέρας του. «Δε με έδιωξ–» ξεκίνησε να λέει. «Απέτυχες στην αποστολή σου και προκάλεσες το θάνατο του συνεργάτη σου. Σε άφησαν να παραιτηθείς μόνο και μόνο επειδή βαριόντουσαν τη χαρτούρα της απόλυσής σου.» Ο θυμός ακόνισε τη γλώσσα του Τζακ. «Δεν έχεις ιδέα τι συνέβη.» «Και δε μου καίγεται καρφί. Ο Μπούρις μού λέει πως είσαι ο καλύτερος και εγώ θέλω τον καλύτερο. Δε με νοιάζει τι θα κάνεις, αλλά θέλω να βρεις αυτό το καθίκι και να το σταματήσεις, πριν καταστρέψει την πολιτική μου εκστρατεία.» «Δεν ενδιαφέρεσαι καθόλου για την κόρη σου;» Ο Τζακ κοίταξε το μεγαλύτερο άντρα και σοκαρίστηκε από αυτό που είδε στα μάτια του: τίποτα. Ούτε μια σπίθα πατρικού ενδιαφέροντος ή αγάπης. Καταπίεσε την ανάγκη του να αρπάξει τον κυβερνήτη Ίστλαντ από τα πέτα του χειροποίητου κουστουμιού του και να τον ταρακουνήσει μέχρι να τα βγάλει πάνω στα ακριβά του παπούτσια. Η κατάσταση ήταν πολύ άσχημη. Ο Τζακ είχε δει δολοφόνους με πιο πολλή ανθρωπιά μέσα τους από τον άντρα που στεκόταν μπροστά του. «Δε θέλω τη δουλειά.» «Δε σου το ζητάω.» Ο Κυβερνήτης σηκώθηκε και πλησίασε τον Τζακ όσο το δυνατόν πιο κοντά γινόταν χωρίς να του χιμήξει. «Αν δεν το κάνεις, δε θα εργαστείς ποτέ ξανά για το FBI. Θα είσαι τυχερός αν σου αφήσω και τη δουλειά που έχεις τώρα.» Τα χείλη του σχημάτισαν ένα διεστραμμένο χαμόγελο. «Τι θα έλεγες αν σε έστελνα να δουλέψεις σεκιούριτι στο σούπερ μάρκετ;» «Το παρατραβάς, Κυβερνήτη» είπε ο Μπούρις. «Όχι. Θα το παρατραβούσα αν δεν μπορούσα να το κάνω πραγματικότητα.» Ο Ίστλαντ τακτοποίησε τα μανικετόκουμπά του στη θέση τους. «Αν τα καταφέρεις, θα πάρεις πίσω την παλιά σου δουλειά.» Να πάρει. Αυτό το κάθαρμα του κουνούσε μπροστά στη μύτη αυτό που ήθελε πραγματικά. Είχε περάσει ένας χρόνος από τότε που παραιτήθηκε από το FBI υπό την απειλή της απόλυσης. Ένας μακρύς χρόνος, κατά τη διάρκεια του οποίου έκανε μυστικές και κακοπληρωμένες σκατοδουλειές για το αστυνομικό τμήμα του Ρόανοκ. Ο Τζακ είχε προσπαθήσει τα πάντα για να πάρει πίσω την παλιά του θέση, και τώρα του την προσέφεραν σαν βραβείο. Ο Ίστλαντ μπορούσε κάλλιστα να του
τη φέρει, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της αποστολής, αλλά αν του έλεγε όχι, θα τον κατέστρεφε στα σίγουρα. «Η Δόκτωρ Ρόαρκ δε θέλει προστασία.» Ο Κυβερνήτης γέλασε. «Η κόρη μου δεν ξέρει τι θέλει. Δεν έπρεπε να την αφήσω να κάνει το παιχνιδάκι της. Το πρώτο πράγμα που έκανε μόλις έφυγε από το σπίτι ήταν να πάει σε ένα μπαρ, να τσιμπήσει έναν χαμένο, ενώ ένας άλλος χαμένος την έβγαλε φωτογραφίες να συμπεριφέρεται σαν τσουλί. Υποθέτω πως θα μου ζητήσουν χρήματα για να μη διαρρεύσουν οι φωτογραφίες αυτές στις φυλλάδες. Είναι ζήτημα χρόνου.» «Είναι ενήλικη γυναίκα. Δε θα με αφήσει να μπω έτσι στη ζωή της» διαμαρτυρήθηκε ο Τζακ. «Μην της το πεις. Πήγαινε κρυφά, παρακολούθησέ την από απόσταση, αποπλάνησέ την. Δε με νοιάζει τι θα κάνεις, απλά κάν’ το.» «Να την αποπλανήσω; Δεν είναι πόρνη.» Ο Τζακ έφτυσε τις λέξεις και το στομάχι του ανακατεύτηκε από το θυμό. «Όπως είπα, κάν’ το. Για καλή μας τύχη, μόλις μετακόμισε στη γενέτειρά σου για να ανοίξει το ιατρείο της. Δε θα είναι ύποπτη η εμφάνισή σου εκεί.» Φόρεσε το λιγδερό χαμόγελο του πολιτικού. «Συμφωνούμε;» Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Εξέτασε τις επιλογές του. Η Μικέλα χρειαζόταν κάποιον για να την προστατέψει και να ανακαλύψει τον ανώμαλο, και αυτός ήταν το κατάλληλο πρόσωπο για τη δουλειά. Θα την κρατούσε ασφαλή καλύτερα από τον οποιονδήποτε, και δεν το έλεγε αυτό απλά για να καυχηθεί. Η εκπαίδευσή του στους πεζοναύτες και μετά στο FBI είχε ακονίσει τις ικανότητές του. Μέχρι την απόλυσή του, ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να ξετρυπώσει κάποιον, να βγάλει από τη μέση κάποιον ή και να προστατέψει κάποιον. Και η Μικέλα δεν ήταν απλά κάποιος. Δεν ήταν ένα από τα ανώνυμα πρόσωπα που είχε βοηθήσει ανά τα χρόνια, εις το όνομα της πατρίδας του. Αυτή ήταν μια γυναίκα που είχε τα κότσια να κυνηγήσει αυτά που ήθελε. Τον είχε παρασύρει στον κυκεώνα της και δεν μπορούσε να τη βγάλει από το μυαλό του. Απλά ήθελε να ζήσει ήσυχα τη ζωή της. Τώρα που καταλάβαινε το λόγο, δεν μπορούσε να της αρνηθεί τη βοήθειά του. Από την άλλη, ανατρίχιαζε και με τη σκέψη ότι θα δούλευε γι’ αυτό τον άνθρωπο. Με στραβό αν κοιμηθείς, το πρωί θα αλληθωρίσεις, όπως έλεγε και η παροιμία. Τα κίνητρά του όμως δεν ήταν πλήρως αγνά. Ήθελε τη θέση που του πρόσφερε ο Κυβερνήτης και θα ήταν ανόητος αν άφηνε την ευκαιρία να του ξεφύγει. Ίσως ήταν η τελευταία του. Ναι, ο στόχος του ήταν το ίδιο σημαντικός με τη Μικέλα. Αν δεχόταν τη δουλειά, θα μπορούσε να βεβαιωθεί για την ασφάλειά της και ταυτόχρονα να τακτοποιήσει και τη δική του ζωή. Όλοι κερδίζουν. «Δέχομαι» απάντησε. «Αλλά θα το κάνω με τους δικούς μου όρους.» «Εντάξει. Κάνε ό,τι νομίζεις» είπε ο Ίστλαντ και μετά εξαφανίστηκε μέσα στο γραφείο του. Νευριασμένος που έπεσε στην παγίδα, ο Τζακ μάζεψε το φάκελο με τα στοιχεία και όρμησε έξω από το σπίτι. Ήθελε να κάνει ένα ντους. Ένα καυτό ντους διαρκείας για να φύγουν όλα τα μικρόβια. Είναι απλά μια δουλειά. Έρευνα και παρακολούθηση για να καταλάβει πώς δουλεύει το μυαλό του ανώμαλου, και ένα αστραφτερό, μπρούτζινο σήμα στο τέλος. Ο Λάκι περπατούσε δίπλα του και δεν είπε κουβέντα μέχρι να φτάσουν στο φορτηγάκι του, αλλά
ο ήχος της μίζας που έπαιρνε μπρος τού έλυσε τη γλώσσα. «Θα τελειώσουμε με αυτή τη δουλειά και θα έρθεις πίσω στην Ουάσινγκτον. Εύκολα πράματα.» «Ναι. Μια ακόμα δουλειά είναι.» Ο Τζακ έκανε όπισθεν και βγήκε στο δρόμο, αναπνέοντας λίγο πιο ανάλαφρα από ό,τι όταν πέρασε πρώτη φορά την πύλη. Οδηγούσε χωρίς να μιλά και το ερευνητικό μέρος του μυαλού του άρχισε να δουλεύει. «Θέλω πλήρεις αναφορές για τη Δρ. Ρόαρκ, τον Κυβερνήτη και το προσωπικό και των δύο. Μάλλον ο τύπος αυτός είναι γνωστός τους.» «Θα ξεκινήσω μόλις φτάσουμε.» Ο Λάκι κουνήθηκε στη θέση του και άρχισε να χτυπά τα δάχτυλά του πάνω στο πόδι του. «Τώρα έγινε Δόκτωρ Ρόαρκ;» «Αυτή είναι ο στόχος. Πρόκειται για μια αποστολή.» Ο Τζακ έπρεπε να μεγαλώσει την απόσταση ανάμεσα σε αυτόν και τη Μικέλα. Τα πράγματα μπορούσαν να γίνουν πολύ επικίνδυνα αν αποκτούσε στενή σχέση με τους εμπλεκόμενους. Το είχε μάθει αυτό από πρώτο χέρι. «Οπότε δε θα ξαναπαίξετε το γιατρό με τη σέξι γιατρό;» ρώτησε ο Λάκι. «Αυτό ήταν για μια νύχτα και τίποτα περισσότερο.» Κοίταξε δίπλα. Ο Λάκι κουνήθηκε με συνοφρυωμένο ύφος. Ο Τζακ βγήκε στον αυτοκινητόδρομο για να επιστρέψουν στο Έλιοτ. «Και ξέρεις τον κανόνα μου. Ποτέ δεν κοιμάμαι με το στόχο.»
Κεφάλαιο Τρία «Δρ. Μάικ, η Κρίσταλ ήρθε να αφήσει τα κλειδιά σας.» Η φωνή της γραμματέα της τράβηξε τη Μικέλα στη ρεσεψιόν του νέου της γραφείου. Η παλιά βικτοριανή έπαυλη στην κεντρική Μέιν Στριτ του Έλιοτ στη Βιρτζίνια ήταν το τέλειο μέρος για το γραφείο μιας παιδιάτρου μικρής πόλης. Είχε ενώσει το χολ, το καθιστικό και την τραπεζαρία σε ένα μεγάλο ενιαίο χώρο, και τώρα το απογευματινό φως που έμπαινε από τα παράθυρα έλουζε το γεμάτο χώρο αναμονής. Αυτό δεν έπρεπε να το χάσει. Για χρόνια ονειρευόταν αυτή την ελευθερία. Το καλύτερο ήταν η ανωνυμία. Εδώ δεν ήταν πια η κόρη του πατέρα της, αρκεί να μην το μάθαινε ποτέ κανένας. Εδώ ήταν απλά η Μικέλα, η Δόκτωρ Μάικ. Και κάποια μέρα; Κάποια μέρα μπορεί να εκπλήρωνε και κάποιο άλλο από τα όνειρά της, να βρει δηλαδή ένα σύζυγο και να κάνει οικογένεια. Αν κατάφερνε να μείνει εκεί, μπορεί και να συνέβαινε. Ένα μήνα. Μέσα σε ένα μήνα, ο Κυβερνήτης την ανάγκαζε να κάνει καινούρια σχέδια. Αρνούμενη να λυπηθεί τον εαυτό της, η Μικέλα χάιδεψε στον ώμο τη Βέρτζι, τη ρεσεψιονίστ και γραμματέα της, και της έδωσε το φάκελο με τις σημειώσεις για τη στενογράφο. Παρότι έκανε πλήρη ανακαίνιση στο γραφείο του Δρ. Σίαρ και πέταξε σχεδόν τα πάντα, δεν έδιωξε τη Βέρτζι. Η εξηντάρα γυναίκα μπορεί να έκανε τα μαλλιά της συνέχεια περμανάντ, αλλά ήξερε πώς να διαχειρίζεται ένα ιατρείο. Επίσης, γνώριζε και τους πάντες στην πόλη, συμπεριλαμβανομένης της γυναίκας που περίμενε στη ρεσεψιόν. Η Κρίσταλ Ρόμπερτσον, μεσίτρια, επιχειρηματίας και ιδιοκτήτρια του γραφείου, ήταν αψεγάδιαστη από την κορυφή ως τα νύχια. Ξανθά μαλλιά και ακριβά παπούτσια κάποιου σχεδιαστή. Χαμογελώντας, κούνησε ένα μπρελόκ με κλειδιά από την άκρη των κόκκινων νυχιών της. Έμοιαζε με μπαρακούντα με Μανόλο Μπλάνικ, αλλά αποδείχθηκε καλή φίλη για τη Μικέλα. Η Κρίσταλ ήξερε ποιος ήταν ο πατέρας της –οι πλούσιοι στη Βιρτζίνια δεν ήταν και πολλοί– αλλά της υποσχέθηκε ότι δε θα το πει σε κανέναν. Η παλιά Μικέλα ήταν πάντα καχύποπτη, αλλά η καινούρια Μικέλα την εμπιστεύτηκε. Έως τώρα, δεν την είχε απογοητεύσει. «Μικέλα, σου έφερα τα δεύτερα κλειδιά.» Τα βαμμένα χείλη της άνοιξαν σε χαμόγελο. «Έδωσα και κλειδιά στον Τερέλ, που είναι ο επιστάτης. Ευχαριστώ και πάλι που προσέλαβες τον αδερφό μου. Σου υπόσχομαι ότι θα κάνει καλή δουλειά.» «Είμαι σίγουρη.» Η Μικέλα πήρε τα κλειδιά και τα έβαλε στην τσέπη της ιατρικής ποδιάς της. «Ευχαριστώ που μου σύστησες τον Τιγκ Έλιοτ. Κανόνισε όλα τα νομικά έγγραφα σήμερα το πρωί.» Έδειξε το ηλιόλουστο δωμάτιο. «Είναι πια δικό μου.» «Όπως και η υποθήκη.» Η Τερέζα, η παλιά συγκάτοικος της Μικέλα και βοηθός ιατρού, πέταξε ένα φάκελο στο γραφείο της ρεσεψιόν, άρπαξε μια καραμέλα από το βάζο και στήριξε το γοφό της στον μπροστινό πάγκο. «Ναι. Άμα δουλέψεις σαν σκλάβα για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια, θα είναι δικό σου.» Η Τερέζα χαμογέλασε και κοίταξε τη Βέρτζι. «Τη ρώτησες για το καυτό της ραντεβού;»
«Όχι.» Η μεγαλύτερη γυναίκα απάντησε χωρίς να σηκώσει το κεφάλι από τη δουλειά της. «Κάνε εσύ τις προσωπικές ερωτήσεις.» Η Κρίσταλ πετάχτηκε κι αυτή. «Καυτό ραντεβού; Θα πάρω!» «Δεν ήταν ραντεβού» διαμαρτυρήθηκε η Μικέλα. «Δηλαδή δε θα βγεις για δείπνο με τον Τιγκ;» ρώτησε η Τερέζα. «Θα βγούμε, αλλά –» «Λοιπόν, είμαι σίγουρη ότι αυτός θα το θεωρήσει ραντεβού» είπε η Κρίσταλ με πεποίθηση. Η Βέρτζι παρενέβη. «Αν μια όμορφη κοπέλα βγει ραντεβού με τον Τιγκ Έλιοτ, πρέπει να ξέρει ότι θα προσπαθήσει να τη ρίξει στο κρεβάτι.» «Βέρτζι!» Σοκαρισμένη με το σχόλιο, η Μικέλα ένιωσε τα μάγουλά της να κοκκινίζουν. Κοίταξε γύρω στο δωμάτιο για να δει αν το είχε ακούσει και κανένας άλλος, και μετά ψιθύρισε: «Κι εσύ πού το ξέρεις;» «Η αδερφή μου δουλεύει για τον Τιγκ και τον άκουσε που σου ζήτησε ραντεβού.» Σήκωσε τους ώμους της απολογητικά. «Ξέρεις ότι τίποτα δε μένει μυστικό εδώ.» Η Μικέλα συνέχισε. «Για να ξέρετε, δεν είναι ραντεβού. Θα πάμε για δείπνο για να τον ευχαριστήσω επαγγελματικά. Δε θα…» έψαξε τις κατάλληλες λέξεις «με ρίξει στο κρεβάτι.» «Αχά.» Η Τερέζα έσκυψε κάτω από τον πάγκο και έβγαλε ένα κουτί με προφυλακτικά, που έδιναν συνήθως στις έφηβες ασθενείς. Έχωσε ένα στην τσέπη της Μικέλα. «Μάλλον θα το χρειαστείς αυτό. Δεν υπάρχει γυναίκα σε ακτίνα είκοσι μιλίων που να μπορεί να αντισταθεί στον Τιγκ ή στα Αγόρια.» Η Μικέλα γέλασε και έσπρωξε το χέρι της Τερέζα. «Ποια είναι τα Αγόρια;» Η Κρίσταλ έγειρε πάνω από τον πάγκο με μάγουλα αναψοκοκκινισμένα για κουτσομπολιό. «Γλυκιά μου, έτσι φωνάζαμε στο σχολείο τον Τιγκ, τον Λάκι Λάντον, τον Μπεκ Σάδερλαντ και τον Τζακ Κάντρελ. Ήταν τα πιο ωραία αγόρια που έβγαλε η πόλη.» Η Μικέλα τινάχτηκε στο άκουσμα του γνωστού ονόματος – Τζακ Κάντρελ. Λες να πρόκειται για τον ίδιο; Αποκλείεται. «Όταν αποφάσισαν να μην εμφανιστούν στο χορό των αποφοίτων, όλα τα κορίτσια της πόλης πλάνταξαν στο κλάμα» αναστέναξε η Τερέζα. «Ήμουν τόσο ερωτευμένη με τον Μπεκ.» «Εγώ όχι.» Η Κρίσταλ σκούντηξε την Τερέζα στον ώμο. «Προτιμώ τον Τζακ Κάντρελ. Ήταν πάντα τόσο σέξι και αμίλητος.» «Είναι στο εξεταστήριο τρία.» Η Τερέζα τσίριξε. «Ποιος;» Η Βέρτζι συνέχισε να ασχολείται με τα χαρτιά της. «Ο Τζάκσον Κάντρελ. Έφερε την ανιψιά του.» «Πλάκα μου κάνεις.» Η Τερέζα άρπαξε το φάκελο από τη θήκη του, κοίταξε τις σημειώσεις και σφύριξε. «Μάικ, μπορεί τελικά να το χρησιμοποιήσεις το προφυλακτικό πιο νωρίς από ό,τι περίμενες. Ο Τζακ είναι καυτός.» Η Μικέλα πήρε το φάκελο και έκανε ότι τον διάβαζε, προσπαθώντας να ηρεμήσει την καρδιά της, που χτυπούσε πανικόβλητη. Αν επρόκειτο για τον ίδιο τύπο, τότε η σχέση της της μιας βραδιάς έμενε σε αυτή την πόλη. Αυτό ήταν μια περιπλοκή που δε χρειαζόταν. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, χαμογέλασε και προσπάθησε να συνεχίσει την κουβέντα. «Μην είσαι γελοία. Νομίζω πως μπορώ να
συγκρατηθώ για να εξετάσω το χέρι της Μάντι.» «Μην πεις ότι δε σε προειδοποίησα» είπε η Τερέζα. «Φώναξέ με αν χρειαστείς βοήθεια» φώναξε η Κρίσταλ. Αγνόησε τα σφυρίγματα πίσω από την πλάτη της και κατευθύνθηκε προς το εξεταστήριο. Σταμάτησε μπροστά από την πόρτα, πήρε μια βαθιά ανάσα για να σταματήσει να τρέμει, χτύπησε και άνοιξε. Χαμογέλασε όταν είδε το γεμάτο φακίδες πρόσωπο μιας από τις αγαπημένες της ασθενείς. «Λοιπόν, Μάντι, πώς είναι το χέρι σου χωρίς αυτό τον απαίσιο γύψο;» Το πεντάχρονο κοριτσάκι τέντωσε πειθήνια το χέρι. «Είναι καλύτερα, Δόκτωρ Μάικ. Να πάρω ένα γλειφιτζούρι;» «Πρώτα πρέπει να σε εξετάσει, Μάντισον.» Η Μικέλα αναγνώρισε αμέσως τη σέξι προφορά του Νότου. Έπαιζε συνέχεια στο μυαλό της, όταν σκεφτόταν πράγματα που την έκαναν να κοκκινίζει. Με τρεμάμενη ανάσα και προσπαθώντας να διώξει τις πονηρές σκέψεις από το μυαλό της, γύρισε να τον αντικρίσει. Φορούσε ένα παλιό τζιν, ένα λευκό μπλουζάκι κι ένα φθαρμένο δερμάτινο μπουφάν. Όλοι οι καλοί πατεράδες του Νότου προσεύχονταν να μην μπλέξει η κόρη τους με έναν τέτοιο τύπο. Τα μαλλιά του ήταν ανακατωμένα και το πρόσωπό του στόλιζαν τριών ημερών γένια. Ήταν σέξι και επικίνδυνος. Καλύτερος και από τη φαντασία της. Εκείνη η νύχτα στο ξενοδοχείο Τζέφερσον ήταν τόσο υπέροχη, τόσο εξωπραγματική, που την κατέταξε μαζί με τη φαντασίωσή της να πέσει ένα νούμερο στα ρούχα. Μάλλον δεν επρόκειτο να ξανασυμβεί. Τώρα όμως εκείνος στεκόταν μπροστά της και εκείνη ονειρευόταν ακόμα μια νύχτα ανάμεσα στα σεντόνια. Ή όρθια στον τοίχο. Ή μέσα στο ντους. Η φωνή της Μάντι αντήχησε στο δωμάτιο, καθώς έκανε τις συστάσεις. «Αυτός είναι ο θείος μου ο Τζακ.» Μετά έδειξε τη Μικέλα. «Αυτή είναι η Δόκτωρ Μάικ.» Ο Τζάκσον ξεκόλλησε από τον τοίχο και πήγε και στάθηκε μπροστά της. Η έκφρασή του ήταν γελαστή και ανήσυχη μαζί, αλλά σίγουρα δεν έδειξε έκπληξη που την είδε. «Χαίρετε, ντετέκτιβ.» «Να με λες Τζακ.» «Σε έστειλε ο Κυβερνήτης εδώ, Τζακ;» «Όχι, αλλά μου είπε ότι έχεις εδώ το ιατρείο σου.» Έσφιξε τα χείλη του για να συγκρατήσει το χαμόγελό του και η Μικέλα άρχισε να θυμώνει. «Τι στο διάολο κάνεις εδώ;» είπε. Ο Τζακ δε χαμογελούσε πια, αλλά στάθηκε στο ύψος του. Εκείνη είχε χάσει την ψυχραιμία της. Το αίμα μαζεύτηκε στο πρόσωπό της και τα μάγουλά της άρχισαν να καίνε. Οι παλάμες της ίδρωσαν. «Κακή λέξη, Δόκτωρ Μάικ.» Η Μάντι έτεινε το στρουμπουλό χεράκι της. «Πρέπει να μου δώσεις ένα εικοσάρικο.» Με απορημένο ύφος, η Μικέλα είδε τον Τζάκσον να ψάχνει στις τσέπες του μπουφάν του, χωρίς ποτέ να αφήσει το βλέμμα της. Έβγαλε το πορτοφόλι του και άφησε ένα πεντοδόλαρο στην ανοιχτή παλάμη της Μάντι. «Πολλά είναι, θείε Τζακ.»
Την αγνόησε. «Κράτησέ το. Μάλλον θα το χρειαστούμε.» Έστρεψε και πάλι την προσοχή του στη Μικέλα. «Η μαμά της με αναγκάζει να της δίνω ένα εικοσάρικο κάθε φορά που λέω κακή λέξη μπροστά της.» Έγειρε το κεφάλι του και την κοίταξε στο πρόσωπο. «Από το ύφος σου, μου φαίνεται ότι δε θα μας φτάσουν πέντε δολάρια.» Η Μικέλα ταράχτηκε. Δεν της άρεσε να χάνει τον έλεγχο. Προσπάθησε να ελέγξει τις αντιδράσεις της και ασχολήθηκε με το ένα πράγμα που μπορούσε να κάνει ακόμα και στον ύπνο της – τη δουλειά της. Κούνησε τους ώμους της για να χαλαρώσει την ένταση, πήρε απαλά το χέρι της Μάντι και άρχισε την εξέταση. Την είχε ακολουθήσει έως εκεί; Είχε πει σε κανέναν ποια ήταν; Τον είχε προσλάβει ο Κυβερνήτης; Το βάρος όλων αυτών των ερωτήσεων τη λύγισε. «Θέλεις να μου εξηγήσεις γιατί βρίσκεσαι εδώ;» Με την άκρη του ματιού της, η Μικέλα τον είδε να γέρνει πάλι πίσω στον τοίχο. Ανάσανε. Τη βοήθησε το γεγονός ότι απομακρύνθηκε. Συγκεντρώθηκε στην εξέταση, αλλά πρόσεξε ότι εκείνος κοιτούσε το πρόσωπό της. Παρά την αναστάτωσή της, όλα τα κύτταρα του σώματός της αισθανόντουσαν την κολόνια του, τη θέρμη του κορμιού του και τη βαθιά, σαγηνευτική φωνή του. Καθάρισε το λαιμό του. «Εδώ μένω. Μάλλον, όχι ακριβώς…» Τον κοίταξε. «Δεν ξέρεις πού μένεις;» Οι ώμοι του σκλήρυναν κάτω από το μπουφάν του και το σαγόνι του σφίχτηκε – κατάλαβε ότι είχε χτυπήσει νεύρο. «Είναι κάπως μπερδεμένο.» Ρουθούνισε και τελείωσε την εξέταση. «Φυσικά και είναι.» «Κοίταξε, Γκουίνεθ… Μικέλα…» «Δόκτωρ Ρόαρκ.» «Άκουσέ με, Κέιλα.» Έφυγε από τον τοίχο και στάθηκε δίπλα της ενώ εκείνη σημείωνε κάτι στο φάκελο. Αγνόησε το γεγονός ότι τη φώναξε με ένα τρομερά σέξι χαϊδευτικό όνομα. Η φωνή του ήταν πιο γλυκιά όταν μίλησε και πάλι. «Λυπάμαι. Ταραχτήκαμε και οι δύο τις προάλλες και τα πράγματα εξελίχθηκαν άσχημα. Θέλεις να πάμε πάλι από την αρχή;» Η Μικέλα πήρε μια ανάσα με το άρωμά του και έσφιξε το στιλό με το οποίο έγραφε. Το στομάχι της σφίχτηκε όταν θυμήθηκε και πάλι τη νύχτα που ήταν στην αγκαλιά του. Μπερδεμένη στα σεντόνια του. Δέρμα πάνω στο δέρμα. Κι όμως, όχι. Δε θα τον συγχωρούσε έτσι εύκολα. Μπορεί να ήταν μέρος του σχεδίου του πατέρα της. Έψαξε στην τσέπη της και έδωσε ένα γλειφιτζούρι στην ασθενή της. «Μάντι, είσαι μια χαρά.» Τράβηξε παιχνιδιάρικα την καστανή αλογοουρά της μικρής και της χαμογέλασε. «Και φτάνουν τα παιχνίδια στο τραμπολίνο. Μην έχουμε πάλι τα ίδια.» Όταν γύρισε, το μεγάλο, σκληρό του κορμί στεκόταν πολύ κοντά της, αλλά δεν έκανε πίσω, αρνούμενη να υποχωρήσει στο ίδιο της το γραφείο. «Πες στην αδερφή σου ότι όλα είναι καλά. Δε χρειάζεται να ξαναδώ τη μικρή. Θα βρεθούμε όταν γεννήσει.» Σήκωσε το ένα του φρύδι και δεν κουνήθηκε. Η στάση του μαρτυρούσε πως δεν είχε σκοπό να φύγει. Εντάξει. Αφού ήθελε να συζητήσουν εδώ και τώρα, θα το έκανε. Πήγε ως την πόρτα, την άνοιξε και ζήτησε από την Τερέζα να κρατήσει τη Μάντι για λίγο στο χώρο αναμονής.
Όταν έμειναν μόνοι, γύρισε για να τον αντικρίσει. «Σου είπα ότι κάνω μια νέα αρχή. Αγόρασα το ιατρείο και μετακόμισα εδώ. Δεν είχα ιδέα ότι μένεις εδώ, ούτε για τις φωτογραφίες, ούτε –» Δεν ήξερε τι άλλο να του πει. Η έκφρασή του δεν πρόδιδε τίποτα από τις σκέψεις του. «Πρέπει να φύγω.» Η Μικέλα έπιασε το πόμολο. «Χάρηκα που σε είδα ξανά. Θα τα πούμε.» Ο Τζάκσον έγειρε στην πόρτα και την πίεσε να κλείσει. Έσφιξε τα δόντια της και τράβηξε. «Πάρε το χέρι σου.» «Όχι μέχρι να συμφωνήσεις να συναντηθούμε για να μιλήσουμε. Κέιλα, θέλω να βεβαιωθώ πως είσαι εντάξει.» «Καλά είμαι.» Συνέχισε να την κοιτά, δίχως να την πιστεύει. «Αλήθεια. Δεν είχα άλλες απειλές, ούτε φωτογραφίες.» Δεν ήθελε να του πει για το τηλέφωνο που χτυπούσε και το έκλειναν μόλις το σήκωνε. Ούτε για την αίσθηση ότι κάποιος είχε μπει στο διαμέρισμά της. Δεν έλειπε τίποτα, ούτε υπήρχαν σημάδια διάρρηξης. Αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά και φοβόταν πως ο πατέρας της θα την ανάγκαζε να επιστρέψει στο σπίτι και να αφήσει τη νέα της ζωή. Ήδη προσπάθησε να βλάψει τη δουλειά της. Διάφοροι συνάδελφοί της που γνώριζαν τον πατέρα της αρνούνταν να τη βοηθήσουν. Ο Κυβερνήτης γνώριζε πόσα σήμαινε για εκείνη η δουλειά της. Ήταν ένας ακόμα τρόπος για να την εκφοβίσει, να βρει το αδύναμο σημείο της, να την κάνει να υποχωρήσει και να επιστρέψει πίσω στα γόνατα. Ήταν μικροπρέπεια, αλλά της αποδείκνυε συνέχεια τι είδους άνθρωπος ήταν. Δεν ήθελε να μπλέξει κανέναν άλλο στην ιστορία αυτή, αλλά ο Τζάκσον ήταν εκεί και θα τη βοηθούσε, αν του το ζητούσε εκείνη. Η Μικέλα μελέτησε το πρόσωπό του – όλο γωνίες και σέξι αυτοπεποίθηση. Με έναν τρελό τρόπο, είχε δεθεί στη μάχη για το μέλλον της. Εκείνη τη νύχτα εκπλήρωσε κάθε άγρια, παθιασμένη, ικανοποιητική, εγωιστική και υπέροχη εμπειρία που είχε ονειρευτεί, και τώρα ήθελε να παίξει το ρόλο του λευκού ιππότη και να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Μαζί. Το ήθελε τόσο πολύ. Για το δικό του καλό, έπρεπε να τον πείσει πως οι υπηρεσίες του δεν ήταν πια απαραίτητες. «Εντάξει. Θα μιλήσουμε. Πάρε τώρα το χέρι σου.» Πέρασαν δύο δευτερόλεπτα με σιωπηρή ένταση. Η Μικέλα αρνήθηκε να χαμηλώσει το βλέμμα της. Ήταν στη δική της περιοχή. Στο γραφείο της. Στη δική της ζωή. Ο Τζάκσον έγνεψε και χαμογέλασε ελαφρά. «Θα με συναντήσεις στο Κόμφορτ, Κέιλα; Να δειπνήσουμε μαζί;» Δίστασε πριν απαντήσει. Από τη μία, ήθελε να πάνε τώρα αμέσως για φαγητό. Από την άλλη, ήθελε να πάρει τα βουνά. Άλλο η σχέση μιας βραδιάς και άλλο το δείπνο. Έλα όμως που ο Τζάκσον στεκόταν μπροστά της, δίνοντας τροφή στις φαντασιώσεις της. «Στις πέντε. Θα σε βρω εκεί.» Η Μικέλα άνοιξε την πόρτα και πήγε απέναντι σε ένα άδειο εξεταστήριο. Έκλεισε την πόρτα και έγειρε στον τοίχο. Τα γόνατά της έτρεμαν, ο σφυγμός της ήταν ακανόνιστος και το στομάχι της είχε σφιχτεί.
Τι μπορούσε να κάνει όταν η φαντασίωσή της γινόταν πραγματικότητα; *** «Μαμά, θέλω να μου πεις ό,τι ξέρεις για τη Δρ. Ρόαρκ.» Ο Τζακ έκανε το γύρο του πάγκου στο εστιατόριο Σάουθερν Κόμφορτ, εκεί όπου η μητέρα του, η Ντόλι, έφτιαχνε ένα μιλκ σέικ για έναν πελάτη. Έχυσε το υγρό σε ένα ποτήρι, πήρε ένα ποτήρι ακόμα και το έβαλε κάτω από τη μηχανή. Η μητέρα του γνώριζε τους πάντες στην πόλη και σίγουρα ήξερε ό,τι και αν συνέβαινε. Θα μάθαινε τα τελευταία κουτσομπολιά όσο ο Λάκι συγκέντρωνε πληροφορίες από την ασφάλεια. «Τζάκσον Άντριου, σταμάτα να μουτρώνεις. Τρομάζεις τους πελάτες μου.» Η αγανάκτησή της έκανε πιο έντονη τη νότια προφορά της. «Και δώσε μου ένα φιλί πριν αρχίσεις την ανάκριση.» Έγειρε και τη φίλησε στο μάγουλο. Ανάσανε το γνωστό άρωμα πασχαλιάς που πάντα φορούσε. Μαλάκωσε τη φωνή του και ρώτησε ξανά. «Τι ξέρεις για τη Δρ. Ρόαρκ;» «Γιατί ρωτάς;» Σούφρωσε τη μύτη της. «Πρέπει να ξέρω.» «Πρόκειται για καμιά υπόθεση; Μου είναι δύσκολο να φανταστώ τι σχέση έχει η Δόκτωρ Μάικ με τα αποβράσματα που κάνεις συνήθως παρέα.» «Μαμά.» Δεν ήθελε να του θυμίζουν συνέχεια πόσο μισούσε τη δουλειά του. Δε θα άλλαζε τίποτα. «Αν επρόκειτο για υπόθεση, δε θα μπορούσα να σου πω τίποτα.» Η μαμά του τον κοίταξε έντονα. Τριάντα δύο χρόνια πείρας και ενστίκτου κοίταξαν βαθιά μέσα στην ψυχή του. Ένιωσε λες και ήταν πάλι δεκαεπτά χρονών και δεν του άρεσε καθόλου. «Είναι καλή κοπέλα και καλή γιατρός.» Ακούμπησε το στήθος του με το δάχτυλό της για να δώσει έμφαση. «Η πόλη μας χρειάζεται έναν καλό γιατρό.» Όπως επίσης χρειάζεται κι έναν καλό σερίφη, από τότε που ο πατέρας σου πήρε σύνταξη. Δεν ξεστόμισε αυτές τις λέξεις, αλλά πλανήθηκαν στην ατμόσφαιρα, όπως τότε που ήταν δεκαοκτώ χρονών και αρνήθηκε να επιστρέψει στην πόλη. Ο Τζακ μαζεύτηκε, δίπλωσε τα χέρια του μπροστά στο στήθος του, έγειρε στον πάγκο και κοίταξε τα παπούτσια του. Έπρεπε να συγκεντρωθεί στη δουλειά που είχε αναλάβει – να βρει τον ανώμαλο που ακολουθούσε την Κέιλα. Πίσω, στο γραφείο της, σίγουρα του κράτησε κάτι κρυφό. Δεν ήξερε ακόμα τι, αλλά θα το ανακάλυπτε. Δεν μπορούσε να καταλάβει τα συναισθήματά του για την Κέιλα. Όχι, ψέματα. Χάρηκε που την είδε και αυτό ήταν ένα πρόβλημα. Ο Λάκι είχε προσπαθήσει να τον πείσει ότι ήταν μια κοσμική σύμπτωση, ένα σημάδι. Κατά κανόνα, δεν πίστευε στις συμπτώσεις. Οι συμπτώσεις τού χαλούσαν τα σχέδια. Μέχρι στιγμής, μπορούσε και μόνος του να κάνει χάλια τη ζωή του, δε χρειαζόταν επιπλέον μπερδέματα. Έπρεπε να κάνει τη δουλειά του και δε θα υπέκυπτε στον πειρασμό να την αποπλανήσει. Και πραγματικά δεν ήξερε γιατί άρχισε να τη φωνάζει Κέιλα. Κύλησε από τη γλώσσα του χωρίς σκέψη – το Δόκτωρ Ρόαρκ ήταν πολύ επίσημο και το Μικέλα ήταν το όνομα που της έδωσε ο πατέρας της. Η Κέιλα ήταν η γυναίκα στο κρεβάτι του. Ήταν τέλειο. «Μαμά, πρέπει να ξέρω» ψιθύρισε, καθώς η μητέρα του ετοίμαζε το τελευταίο μιλκ σέικ. Αφού έδωσε τα ποτά σε μια σερβιτόρα, γύρισε να τον αντικρίσει με κενή έκφραση. Όταν την είδε έτσι, κατάλαβε γιατί αυτή η έκφραση εκνεύριζε όλο τον κόσμο.
Επιτέλους, η Ντόλι απάντησε στην ερώτησή του. «Είναι από το Ρίτσμοντ. Πήγε στο πανεπιστήμιο Μέρι Μπάλντουιν και στο Ιατρικό Κολέγιο της Βιρτζίνια. Είναι κλειστός χαρακτήρας, αλλά όλοι τη συμπαθούνε.» «Γιατί ήρθε εδώ;» «Γιατί, Τζάκσον Άντριου, είτε το πιστεύεις είτε όχι, δεν πιστεύει όλος ο κόσμος ότι αυτή η πόλη είναι ένα αδιέξοδο.» «Δεν το –» Δαγκώθηκε και δε συνέχισε. Η οικογένειά του δεν κατάλαβε ποτέ γιατί έφυγε από το Έλιοτ. Αλλά εκείνος δεν το αισθάνθηκε ποτέ σπίτι του. Όλοι περίμεναν ότι θα ακολουθούσε τα βήματα του πατέρα του, αλλά εκείνος λαχταρούσε την ανωνυμία και την ευκαιρία να γίνει κάτι άλλο από σερίφης μιας μικρής πόλης. Δεν ήθελε να περάσει όλη του την καριέρα συλλαμβάνοντας πιωμένους οδηγούς και εφήβους που φιλιόντουσαν στα σκοτάδια. Το FBI ήταν η τέλεια δουλειά, μέχρι που ακολούθησε το ένστικτό του και τα κατέστρεψε όλα. Τώρα είχε επιστρέψει στο Πόντουνκ, κυνηγώντας κλεφτρόνια και προσπαθώντας να φτιάξει τη ζωή του. Η ευκαιρία για να πάρει ξανά την παλιά του δουλειά ήταν μπροστά στα μάτια του και δε θα την έχανε. Η μητέρα του συνέχισε, τραβώντας τον πίσω στην πραγματικότητα. «Πήγε στο κολέγιο με την Τερέζα Φρανσίσκο.» Έβγαλε το μπλοκάκι από την τσέπη της ποδιάς της και τον σκούντηξε, καθώς μπήκε ένα κύμα πελατών μέσα στο εστιατόριο. «Μπορείς να τη ρωτήσεις και μόνος σου, αφού μόλις μπήκε μέσα.» Γύρισε. Καθώς η Κέιλα έριχνε μια ματιά στο χώρο, εκείνος θαύμασε το αγαλματένιο της κορμί. Πάλι ένιωσε το τζιν του να τον στενεύει όταν θυμήθηκε το άγγιγμά της και το πώς αντιδρούσε εκείνη στο δικό του. Δεν περίμενε ότι θα την ξαναέβλεπε. Το κορμί του ήθελε να συστηθούν ξανά. Ακόμα μια περιπλοκή που μπέρδευε περισσότερο τα σχέδιά του. Εκείνη τον είδε και ξαφνικά το κορμί της πάγωσε. Το πρόσωπό της ήταν ανέκφραστο, σαν να το κάλυπτε ένα πέπλο – καμία αντίδραση. Κάθε εκατοστό του κορμιού της του φώναζε «μείνε μακριά μου.» Αν νόμιζε ότι έτσι θα τον τρομάξει, έκανε λάθος. Ακόμα πετούσαν σπίθες ανάμεσά τους. Δεν μπορούσε να την πάρει στο κρεβάτι του, αλλά θα χρησιμοποιούσε το παρελθόν για να την κάνει να συνεργαστεί με το σχέδιό του. Η δουλειά θα ήταν πιο εύκολη αν γινόντουσαν τουλάχιστον φίλοι. Κινήθηκε στο δωμάτιο μέχρι που έφτασε κοντά της. Κοίταξαν ο ένας τον άλλον σαν πιστολέρο έτοιμοι να αναμετρηθούν, μέχρι που η μαμά του πέρασε από δίπλα και τον σκούντηξε. «Χαίρετε, Δόκτωρ Μάικ. Θες να κάτσεις στο αγαπημένο σου τραπέζι;» «Γεια σου, Ντόλι. Ναι, θα ήταν τέλεια.» Η Κέιλα μεταμορφώθηκε. Η ψυχρή της στάση έλιωσε αμέσως και αντικαταστάθηκε από ένα πλατύ χαμόγελο και αστραφτερά μπλε μάτια. Ο Τζακ ζήλεψε αυτό το βλέμμα που έριξε στη μητέρα του – αλλά εξαφανίστηκε μόλις γύρισε για να τον αντικρίσει. «Να καθίσουμε ή θα με ανακρίνεις εδώ;» Ο Τζακ γέλασε ξαφνικά και η μητέρα του, καθώς και άλλοι θαμώνες, τον κοίταξαν περίεργα. Όφειλε να της το αναγνωρίσει – η γυναίκα δεν έκανε πίσω με τίποτα. Ο Τζακ έγειρε το κεφάλι του και έδειξε με το χέρι του το τραπέζι δίπλα από το οποίο στεκόταν η μητέρα του με δύο καταλόγους στο χέρι. «Μετά από εσάς.» Δεν ήταν δυνατόν να μην την κοιτάξει. Είχε βγάλει τη λευκή ιατρική ποδιά της, αποκαλύπτοντας
ένα αμάνικο φόρεμα και ένα ζευγάρι θανατηφόρα πόδια. Έσφιξε τα δόντια του και θυμήθηκε το σημάδι που είχε στο δεξί της μηρό και τη γεύση του. Ήρεμα, αγόρι μου. Βρίζοντας μέσα από τα δόντια του, άρχισε να σκέφτεται τη διαδικασία καθαρισμού του όπλου του, για να καθαρίσει το μυαλό του. Έκατσε στο τραπέζι απέναντι από τη μόνη γυναίκα που μετάνιωσε που την άφησε να φύγει μέσα στη νύχτα. Και οι δύο γυναίκες τον κοίταξαν με προσμονή. Η Κέιλα σήκωσε το φρύδι της και κοίταξε τον κατάλογο που βρισκόταν μπροστά του. Απάντησε στην ερώτηση που δεν έγινε. «Θα πάρω ό,τι κι εκείνη.» Με ένα νεύμα, η μητέρα του σημείωσε στο μπλοκ της. «Δύο ποτήρια γλυκό τσάι και δύο κομμάτια σοκολατόπιτα με φιστικοβούτυρο.» «Θεέ και κύριε, πρέπει να σε λατρεύει ο οδοντίατρός σου.» Η Κέιλα φανέρωσε τα δόντια της χαμογελώντας σαρδόνια και ο Τζακ τής έδωσε ακόμα έναν πόντο για τα κότσια της. «Λοιπόν, είσαι στα αλήθεια εντάξει ή το είπες απλά για να με ξεφορτωθείς;» ρώτησε όταν η μαμά του έφυγε. Η μόνη της αντίδραση στην ερώτησή του ήταν μια φλέβα που πετάχτηκε στο λαιμό της. Η απάντησή της κύλησε από τη γλώσσα της σαν νεράκι. «Όχι. Όλα είναι καλά.» Σήκωσε τους ώμους της. «Το σχέδιο του Κυβερνήτη απέτυχε. Είναι απλό.» Πρόσεξε τις αντιδράσεις της – το βλέμμα της, την αναπνοή της, την ένταση στους μυς της. Τα πάντα στη συμπεριφορά της υποδήλωναν ότι έλεγε την αλήθεια. Αλλά εκείνος ήξερε πως κάτι του έκρυβε. «Ξέρεις, τέτοια πράγματα μπορούν εύκολα να ξεφύγουν από τον έλεγχο.» Ο τόνος του ήταν αδιάφορος, αλλά η υπόθεση δεν ήταν καθόλου εύκολη. «Αυτός που σε κυνηγά μπορεί να θυμώσει από την έλλειψη ανταπόκρισης και ίσως να προσπαθήσει κάτι πιο άμεσο και δραστικό.» Το πρόσωπό της ήταν ανέκφραστο για όση ώρα τον άκουγε. Είπε στον εαυτό του να μην παίξει ποτέ πόκερ μαζί της, γιατί θα έχανε πανηγυρικά. «Μπορεί απλά να σε παίρνει τηλέφωνο και να το κλείνει.» Η Κέιλα ανοιγόκλεισε τα μάτια. Είχε πετύχει διάνα. «Και μετά συνήθως προσπαθούν να μπουν στον προσωπικό χώρο του θύματος, στο σπίτι.» Γαμώτο. Η Κέιλα στριφογύρισε στη θέση της και κοίταξε γύρω στο εστιατόριο – προσπαθώντας πιθανότατα να βρει την έξοδο. Ο Τζακ, με ήρεμο φαινομενικά παρουσιαστικό, απαριθμούσε ήδη στο μυαλό του τους τρόπους με τους οποίους μπορούσε να σκοτώσει το καθίκι που μπήκε στο διαμέρισμά της. «Λοιπόν» η Κέιλα καθάρισε το λαιμό της «καλό είναι να τα ξέρω αυτά. Αν η απειλή ήταν αληθινή, θα ήξερα τι να περιμένω.» «Κέιλα…» «Έι, σου είπα να μην ανησυχείς για αυτό. Δε συμβαίνει τίποτα.» Μάζεψε μια τούφα μαλλιά πίσω από το αυτί της και κατάλαβε πόσο δεν της άρεσε αυτή η συζήτηση. Ο Τζακ το κατάλαβε, αλλά η Κέιλα δε γνώριζε ότι προδόθηκε. Συνέχισε με πιο μαλακή φωνή. «Είσαι εκτός υπηρεσίας;»
Ο Τζακ σταμάτησε, αποφασίζοντας να συνεχίσει τη συζήτηση σε πιο ευχάριστο τόνο. Αν την τρόμαζε, δε θα τον ήθελε πια κοντά της. Θα έβαζε τον Λάκι να εγκαταστήσει κοριούς παρακολούθησης στο σπίτι και το γραφείο της. Σταμάτησε να σκέφτεται ως αστυνομικός και χαλάρωσε για να απολαύσει το μόνο καλό μέρος της δουλειάς αυτής – την παρέα με μια όμορφη γυναίκα. «Ένας μπάτσος δεν είναι ποτέ εκτός υπηρεσίας. Είναι στο αίμα μου να προστατεύω τους ανθρώπους.» Ο Τζακ άκουσε το χαλαρό της γέλιο και ηρέμησε κι αυτός. «Βοηθάω όλο τον κόσμο, ακόμα και χωρίς να τους δω γυμνούς.» «Οπότε δεν το κάνεις μόνο για χάρη μου;» «Όχι. Αλλά εσένα μπορώ να σου κάνω σωματική έρευνα χωρίς ρούχα.» Τη στιγμή που ξεστόμισε τις λέξεις, οι αναμνήσεις της νύχτας που πέρασαν μαζί και ο τρόπος που εξερεύνησαν ο ένας το κορμί του άλλου ξύπνησαν και ήρθαν να κάτσουν στο τραπέζι μαζί τους. Ο Τζακ σώθηκε από τη μητέρα του, που ήρθε να αφήσει στο τραπέζι την παραγγελία τους. Χαρούμενος για τη διακοπή, ήπιε μια γουλιά κρύο τσάι και μάζεψε τις σκέψεις του, αποφασισμένος να απομακρύνει τη συζήτηση από το γεγονός ότι είχε ένα άδειο κρεβάτι λίγα τετράγωνα μακριά. Ο ήχος από το πιρούνι της του τράβηξε την προσοχή. Σήκωσε το κεφάλι του και την αντίκρισε να τρώει ένα κομμάτι πίτα. Η έκφραση στο πρόσωπό της ήταν η έκφραση της αληθινής απόλαυσης. Κατάλαβε τη στιγμή που κατάπιε από το βογκητό ευχαρίστησης που ακούστηκε – ο μακρύς, κομψός λαιμός της τεντώθηκε από την απόλαυση. Μαγεμένος, παρατήρησε την αργή κίνηση του πιρουνιού που έβγαινε από το στόμα της και τη ροζ άκρη της γλώσσας που έγλειφε τα χείλη της για να μη χάσει ούτε ένα ψίχουλο. Να πάρει. Ο Τζακ βόγκηξε σιγά. Η Κέιλα είδε το πρόσωπό του και για έναν ανεξήγητο λόγο τής προκάλεσε ευχαρίστηση. Το αποτέλεσμα δεν ήταν ένα τεράστιο χαμόγελο. Όχι, ήταν ένα αργό μειδίαμα, από μια γυναίκα που ήξερε τη δύναμη που είχε πάνω στους άντρες. Το ίδιο χαμόγελο τον είχε τραβήξει κοντά το βράδυ που γνωρίστηκαν. Τώρα, ένιωθε το ίδιο. Εικόνες της Κέιλα γονατιστής στο ντους τού προκάλεσαν αμέσως μια σκληρή στύση μέσα στο τζιν του. Άρπαξε ξανά το ποτήρι με το τσάι για να καταπιεί τον κόμπο που είχε στο λαιμό. Η Κέιλα έφαγε άλλη μια μπουκιά κι εκείνος προσπάθησε να συγκρατηθεί. Ήταν μεγάλος άντρας, όχι κανένας ξαναμμένος έφηβος που δεν μπορούσε να φερθεί κόσμια. Ευχαριστημένη με τον εαυτό της, η Κέιλα του έδειξε την ανέγγιχτη πίτα του. «Δε θα φας;» «Δεν πεινάω και τόσο.» Για πίτα. Εκείνη έφαγε ακόμα μια μπουκιά και γύρισε τα μάτια της προς τα επάνω. «Εγώ δε χάνω ευκαιρία να δοκιμάσω τις πίτες της Ντόλι.» Κουνήθηκε στη θέση του και άπλωσε το χέρι του στην πλάτη του καναπέ, προσπαθώντας να δείξει μια άνεση που δεν την ένιωθε. «Λοιπόν, αυτό είναι το πλεονέκτημα του να είσαι ο γιος της ιδιοκτήτριας. Τρώω εδώ όποτε θέλω.» «Η Ντόλι είναι η μαμά σου;» Έγνεψε καταφατικά. «Είναι μικρός ο κόσμος.» Πρόσεξε καθώς η έκφρασή της άλλαζε από απορία σε κατανόηση, καθώς επεξεργάστηκε αυτή την πληροφορία. Μετά έγλειψε τα χείλη της και του κόπηκε η ανάσα. Κοίταξε τα χείλη της και μετά το βλέμμα του κατέβηκε χαμηλότερα. Οι σκληρές της ρώγες
διαγράφονταν μέσα από το λεπτό ύφασμα του φορέματός της, επιβεβαιώνοντας ότι δεν ήταν ο μόνος που ένιωθε την καυτή ατμόσφαιρα ανάμεσά τους. Τα χείλη του έσκισε ένα χαμόγελο, καθώς τα μάγουλά της κοκκίνισαν. Ήταν γεμάτη αντιθέσεις. «Είπες ότι δε μένεις εδώ. Πού μένεις;» τον ρώτησε. «Μένω στο Ρόανοκ. Συνήθως δουλεύω μυστικός, οπότε λείπω συχνά, αλλά είναι αρκετά κοντά για να πετάγομαι όποτε μπορώ.» Αν όλα πήγαιναν καλά με τον Κυβερνήτη, δε θα χρειαζόταν να το κάνει άλλο αυτό. «Είναι προσωρινή δουλειά, μέχρι να καταφέρω να γυρίσω στην Ουάσινγκτον και το FBI.» «Δεν ήθελες να γυρίσεις στο Έλιοτ;» «Όχι, ανυπομονούσα να φύγω από εδώ.» «Γιατί; Το μέρος είναι μικρό και φιλόξενο.» «Είναι πολύ μικρό.» Ρουθούνισε, βλέποντας την απορία στα μάτια της. «Όλοι νομίζουν πως σε ξέρουν εδώ.» «Καταλαβαίνω τι εννοείς.» Χαμογέλασε και έδειξε με τον αντίχειρα τον εαυτό της. «Κι εγώ μέσα σε γυάλα μεγάλωσα.» Γέλασε και η διάθεσή της έφτιαξε και τη δική του. Ούτε κι εκείνη πέρασε εύκολα –από τα λίγα που είχε δει– αλλά δεν έκανε πίσω. Το σέξι παρουσιαστικό της του είχε τραβήξει την προσοχή, αλλά η φωτιά που έκαιγε μέσα της, η βαθιά αυτογνωσία της τον τραβούσαν ακόμα περισσότερο. «Δε σου το έχω πει, αλλά θαύμασα τον τρόπο που σήκωσες το ανάστημά σου μπροστά στον πατέρα σου. Δε θα ήταν εύκολο. Ήθελε κότσια.» «Δεν –» «Ναι, ήθελε κότσια.» Δεν ήξερε αν θα απαντούσε στην επόμενη ερώτησή του. «Πάντα έτσι ήταν;» «Ναι. Όχι.» Ζάρωσε το πρόσωπό της, παλεύοντας με τις σκέψεις της. «Θυμάμαι ότι ήταν πιο εύκολος άνθρωπος όταν ήμουν μικρή. Η μητέρα μου κρατούσε τις ισορροπίες.» «Και μετά το θάνατό της;» «Χρησιμοποίησε εμένα και τον αδερφό μου σαν διαφήμιση του καημένου χήρου πατέρα για να μαζέψει ψήφους. Για όσο ακολουθούσαμε το σχέδιό του, ήταν καλά.» «Και όταν σταματήσατε;» Έκλεισε τα μάτια της για λίγο πριν απαντήσει. «Πάντα έκανα ό,τι ήθελε εκείνος.» «Έως τώρα.» «Ναι. Δεν άντεχα άλλο. Ήθελα να ζήσω τη ζωή μου.» «Λοιπόν, είχα δίκιο.» Τον κοίταξε απορημένη. «Έχεις κότσια.» Τα μάγουλά της ροδοκοκκίνισαν καθώς κούνησε το κεφάλι της και κοίταξε το τραπέζι. Τα χέρια της είχαν ασπρίσει από την ένταση. Μάντεψε πως σκεφτόταν αν έπρεπε να φύγει από το Έλιοτ. Ήταν έξυπνη κοπέλα και σίγουρα θα είχε και εναλλακτικό σχέδιο, αλλά τον θύμωνε το γεγονός ότι το χρειαζόταν. Ήταν μέσα στα νεύρα από τότε που συναντήθηκε με τον Κυβερνήτη στο Ρίτσμοντ και τώρα έπρεπε να καταπιέσει το θυμό του ή να ξεσπάσει, πριν εκραγεί. Ο Τζακ κουνήθηκε στη θέση του και σκούντηξε το τραπέζι, πράγμα που έκανε την Κέιλα να τον κοιτάξει. Λες και τους χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Είχε διαβάσει για αυτό – το σώμα θυμάται τι είχε συμβεί, θυμάται την ένωση με το άλλο σώμα και θέλει να συναντηθούνε και πάλι. Ειλικρινά,
περίμενε το τραπέζι να αρπάξει φωτιά. «Μάλλον είναι πολύ περίεργη σύμπτωση.» Με τρεμάμενο χέρι, η Κέιλα απομάκρυνε τα μαλλιά από το μέτωπό της. «Δεν πιστεύω στις συμπτώσεις.» Σούφρωσε τα φρύδια της. «Πώς μπορείς να το λες αυτό; Το μπαρ; Το σπίτι του πατέρα μου; Εδώ, σε αυτή την πόλη;» Ο Τζακ έγειρε μπροστά και ακούμπησε το χέρι του στο τραπέζι, έναν πόντο δίπλα από το δικό της. Αντιστάθηκε στην ορμή να την αγγίξει. «Δόκτωρ, πήγες στο μπαρ εκείνο το βράδυ ψάχνοντας έναν άντρα, κι εγώ βρέθηκα στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή. Δεν είναι πεπρωμένο, απλά μια πιθανότητα.» «Όχι.» Ο βραχνός της ψίθυρος έκανε το στομάχι του να σφιχτεί. «Δεν έψαχνα για άντρα. Αυτό άλλαξε μόλις σε είδα. Σε διάλεξα επειδή δεν μπορούσα να σε διαλέξω.» Στα λόγια της, συγκέντρωσε όλη του την προσοχή σε εκείνη. Η έκφραση της Κέιλα ήταν αγέρωχη, προκαλώντας τον να τη διαψεύσει. Δεν μπορούσε. Δεν μπορούσε καν να μιλήσει. Ειλικρινά, δεν ήξερε αν ήθελε. Η σκέψη και μόνο ότι κάποια σαν την Κέιλα μπορεί και να τον ήθελε τον τρόμαζε περισσότερο από οτιδήποτε. Η μητέρα του πλησίασε στο τραπέζι και κοίταξε με περιφρόνηση την ανέγγιχτη πίτα μπροστά του. «Θέλετε τίποτα άλλο;» Χωρίς να πάρει το βλέμμα του από την Κέιλα, ο Τζακ κάλυψε τα μακριά, λεπτά δάχτυλά της με τα δικά του. «Η Δόκτωρ Ρόαρκ θα πάρει μαζί την πίτα.» Για μια στιγμή σκέφτηκε πόσο ανόητη ήταν αυτή η ιδέα, αλλά με όλο το αίμα μαζεμένο χαμηλά στην κοιλιά του, δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι άλλο. «Για έξω.»
Κεφάλαιο Τέσσερα Η Μικέλα ανατρίχιασε στο δροσερό αέρα της βραδιάς. Ήταν αρχές της άνοιξης. Παρά την ψύχρα, το χέρι που άγγιξε ο Τζάκσον είχε πάρει φωτιά. Αυτό ήταν τρελό. Ήταν ανόητη που του τα είπε όλα αυτά, ειδικά τώρα που δε γινόταν να αλλάξει τίποτα. Το δέρμα της ανατρίχιασε και ερεθίστηκε κοιτάζοντας τον Τζάκσον, αφήνοντας πίσω το θόρυβο της Μέιν Στριτ. Οι γρύλοι που τραγουδούσαν και το γλυκό άρωμα των λουλουδιών που άνθιζαν δημιούργησαν ένα καταφύγιο μόνο για αυτούς τους δύο. Νιώθοντας την ανάγκη να κινηθεί, η Μικέλα άφησε το χέρι του, γύρισε στο πεζοδρόμιο και κατευθύνθηκε προς το σπίτι. Ο Τζάκσον την ακολούθησε. Για να γεμίσει τη σιωπή, είπε το πρώτο πράγμα που της ήρθε στο μυαλό. «Συγγνώμη.» «Για ποιο πράγμα;» «Που σε αναστάτωσα.» «Δε με αναστάτωσες…» Με μια βαθιά ανάσα, μίλησε με το συνηθισμένο, απότομο τόνο του. «Δεν μπορείς να λες τέτοια πράγματα.» Το ήξερε. Ακόμα κι αν υπήρχε κάποια έλξη ανάμεσά τους, δεν ήταν δυνατόν να την αφήσουν να εξελιχθεί. Δεν μπορούσε να έχει έναν άντρα στη ζωή της όσο ο Κυβερνήτης την περίμενε στη γωνία και το μέλλον της ήταν αβέβαιο. Αν τελικά αναγκαζόταν να γυρίσει πίσω, καλύτερα να μην είχε κάποιον δίπλα της. Ο Τζάκσον όμως ήταν πειρασμός. Εκείνος πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση της, σε αντίθεση με τα λόγια που ψιθύρισε στο αυτί της. «Δε μένω εδώ, οπότε δεν πρέπει να ξεκινήσουμε κάτι που δεν μπορούμε να τελειώσουμε. Μια νύχτα ήταν μια νύχτα…» Συνέχισε εκείνη. «Αλλά με αυτή θα γίνουν δύο.» «Ναι.» «Δεν ψάχνω για σχέση αυτή τη στιγμή» είπε. «Και ούτε και θα εξελιχθεί σε σχέση.» Απομακρύνθηκε από κοντά της και η ψύχρα αντικατέστησε τη γλυκιά θέρμη του κορμιού του δίπλα στο δικό της. Γιατί σφίχτηκε το στομάχι της; Από απογοήτευση; Είχε δείξει όλα του τα χαρτιά και, αν ήθελε, μπορούσε να παίξει με τους δικούς του κανόνες. Αλλά άρχισε να πιστεύει πως το στοίχημα ήταν πολύ μεγάλο για την καρδιά της. Τα σώματά τους άγγιζαν συνέχεια το ένα το άλλο, και όχι από απροσεξία. Η σιωπή ανάμεσά τους ήταν σεξουαλικά φορτισμένη, όταν γύρισαν στο δρόμο που έμενε, στο σπίτι που νοίκιασε από την Κρίσταλ. Ο δρόμος ήταν φωτισμένος από τις δημόσιες λάμπες, αλλά η μικρή είσοδος του σπιτιού της ήταν χωμένη στις σκιές, με μοναδικό φως το φεγγαρόφωτο που περνούσε ανάμεσα από τα δέντρα. Η μυρωδιά των τριαντάφυλλων και του φρεσκοκουρεμένου γκαζόν του γείτονα μπερδεύτηκε με την αντρική, θερμή μυρωδιά του Τζάκσον και η μαγεία μιας γλυκιάς νύχτας του Νότου τούς έλουσε. Καθώς πλησίασαν την μπροστινή πόρτα, ήρθαν στο μυαλό της οι στιγμές έξω από το δωμάτιο του ξενοδοχείου. Πέρασε μόλις ένας μήνας από τότε; Ο Τζάκσον ακούμπησε το χέρι του στον ώμο
της και η καρδιά της σταμάτησε να χτυπά. Χωρίς να το σκεφτεί, γύρισε να τον αντικρίσει. Ο καυτός όγκος του σώματός του την πίεσε από τον ώμο ως τους μηρούς και την προστάτευσε από το κρύο ξύλο της πόρτας της. Η Μικέλα ανατρίχιασε με το γυμνό του δέρμα στον ώμο της. «Κέιλα.» Πόσο της άρεσε αυτό. Ο ήχος της φωνής του, τραχύς και βαθύς, μαζί με το χαϊδευτικό της, ζέστανε τα μύχια της ψυχής της. Η ζωή της ως Μικέλα χανόταν όταν άκουγε αυτό το όνομα. Ακούμπησε τη δεξιά του παλάμη στην πόρτα, ακινητοποιώντας το κορμί της. Η κυριαρχία του επάνω της την έκανε να τρέμει. Το πρόσωπό του ήταν κρυμμένο στις σκιές, αλλά η γυμνή επιθυμία του ήταν εμφανής. Έγειρε κοντά της κι εκείνη χάθηκε στο στήθος του, νιώθοντας τη θέρμη του να κόβει τον ψυχρό αέρα. «Έτσι μου αρέσεις» ψιθύρισε. «Πώς;» «Έτσι. Μαλακή και ζεστή.» Να πάρει. Τώρα ήταν ο σέξι, σκληρός εραστής του ξενοδοχείου. Όταν ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό της, η ζεστή του ανάσα χάιδεψε το δέρμα της και έκλεισε τα μάτια της για να διώξει τις αναμνήσεις και το φεγγαρόφωτο – ακαταμάχητος συνδυασμός. Αν ήθελε όντως να το λήξει, αυτή ήταν η τελευταία της ευκαιρία. Η φωνή του βγήκε σαν αναστεναγμός πάθους. «Κέιλα.» «Μου αρέσει αυτό.» «Ποιο;» Τα χείλη του χάιδεψαν το μάγουλό της κι εκείνη άρχισε να τρέμει. «Σου αρέσει να σε λέω Κέιλα;» Ναι, που να πάρει. Η απάντηση της Μικέλα στάθηκε στο λαιμό της, όταν τα χείλη του τρίφτηκαν στους κροτάφους της. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να σηκώσει το πρόσωπό της και να τον φιλήσει, η γεύση του θα γέμιζε τις αισθήσεις της και θα ηρεμούσε τον πόνο στην καρδιά της. Τα χέρια της ανέβηκαν και χώθηκαν κάτω από το μπουφάν του, αγγίζοντας το ζεστό φανελένιο μπλουζάκι του. Έχωσε τα νύχια της στους σκληρούς του μυς και άκουσε από μακριά τον αναστεναγμό του, καθώς έθαψε το πρόσωπό του στα μαλλιά της. Αυτό δεν ήταν καλή ιδέα. Η τρέλα έπρεπε να σταματήσει τώρα, αλλά το αίμα που κυλούσε καυτό στις φλέβες της δεν την άφηνε να σκεφτεί καθαρά. Ένιωθε τόσο ωραία. Αυτή ήταν η τελευταία σκέψη της, πριν αρπάξει το στόμα της σε ένα παθιασμένο φιλί. Άρπαξε το μπλουζάκι του, θέλοντας να το σκίσει για να αγγίξει το δέρμα από κάτω. Δεν μπορούσε να τον χορτάσει, σχεδόν σκαρφάλωσε επάνω του, προσπαθώντας να τον νιώσει πιο κοντά της. Ο Τζάκσον ανταποκρίθηκε ευχαρίστως. Τη σήκωσε από τον πισινό, απαιτώντας το φιλί της με δύναμη και ελαφριά δαγκώματα. Ο Τζάκσον δεν την αντιμετώπιζε σαν πορσελάνινη κούκλα – απαιτούσε αυτό που ήθελε κι εκείνη του το προσέφερε με πάθος. Όλες τις νύχτες του περασμένου μήνα ονειρευόταν αυτό που έκαναν μαζί στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Ήταν παθιασμένο, διασκεδαστικό, τρελό και τόσο ικανοποιητικό, που την έκανε να αναρωτιέται αν θα έβρισκε ποτέ ξανά έναν τέτοιο άντρα. Χάρηκε όταν ανακάλυψε πως δε συνέβη μόνο στη φαντασία της. Μαζί ήταν εκρηκτικός συνδυασμός. Η Μικέλα σταμάτησε το φιλί για να ρουφήξει τον αέρα, ενώ αυτός συνέχισε να γλείφει και να δαγκώνει το δέρμα της από το λαιμό ως το στήθος της, αφήνοντας ένα υγρό, καυτό μονοπάτι στο
πέρασμά του. Η θερμοκρασία του σώματός της ανέβηκε επικίνδυνα, όταν ο Τζάκσον χάιδεψε φευγαλέα το στήθος της, παίζοντας με τη ρώγα της, πριν ξεκουμπώσει τα πάνω κουμπιά του φορέματος. Το δέρμα της κολλούσε από την υγρασία της νύχτας και ο Τζάκσον τράβηξε στο πλάι τις τιράντες της, φιλώντας την κορυφή του στήθους και το κενό ανάμεσά τους. Η Μικέλα τέντωσε την πλάτη της στο άγγιγμά του, ενθαρρύνοντάς τον να ζητήσει κι άλλο. Καιγόταν για χάρη του. Κάθε σκέψη φυγής ξεχάστηκε όταν τράβηξε το λεπτό ύφασμα του σουτιέν και πήρε τη ρώγα της στο στόμα του. Καυτή. Υγρή. Ρουφούσε με πάθος. Σχεδόν δεν άντεχε το γλυκό αυτό πόνο. «Άγγιξέ με, Κέιλα.» Εκείνη αναστέναξε. Τα λόγια του, σκληρά και πρωτόγονα, έσταξαν ένα βαθύ πόθο στις φλέβες της. Ανίκανη να μείνει αμέτοχη, πέρασε το χέρι της στο μυώδη του κορμό και χάιδεψε τη στύση του πάνω από το σκληρό ύφασμα του τζιν. Στο άγγιγμά της τεντώθηκε και τη στρίμωξε ακόμα περισσότερο πάνω στην πόρτα. Να πάρει, ήθελε να διώξουν τα ρούχα τους και να τον πάρει μέσα της, μέχρι να σβήσει αυτή τη δίψα. Τα σκληρά χέρια του Τζάκσον ανακάτεψαν το ύφασμα του φουστανιού της και χάιδεψαν απαλά το ευαίσθητο δέρμα, πριν της αρπάξει άγρια το ένα πόδι και το σηκώσει πάνω από το μηρό του. Ήταν εκτεθειμένη και ευάλωτη και έλπιζε εκείνος να το εκμεταλλευτεί. Όταν τα δάχτυλά του πέρασαν πάνω από τις άκρες του μεταξωτού της εσώρουχου και μπήκαν κάτω από το ύφασμα, η Κέιλα έσπρωξε τη λεκάνη της πιο κοντά του, για να τον προσκαλέσει ακόμα πιο έντονα. Κι άλλο. «Τζάκσον, σε παρακαλώ.» Το στόμα του έσβησε τα λόγια της, όταν βρήκε την κλειτορίδα της με τον αντίχειρά του και με απαλές κινήσεις άρχισε να την οδηγεί στην τρέλα. Σε συγχρονισμό με το απαλό του χάδι, μαλάκωσε το φιλί του, ρουφώντας την απόλαυση, σε αντίθεση με τη σκληρή του στύση κόντρα στην παλάμη της. Άξαφνα, άφησε το στόμα της. Τον κοίταξε με πόθο και σύγχυση μαζί. Τα χείλη του γυάλιζαν από την υγρασία και είχαν πρηστεί. Ήθελε να τη φιλήσει σε όλο της το σώμα. «Κέιλα. Πρέπει να πάμε μέσα, αλλιώς θα σε πάρω εδώ και τώρα.» Τα γόνατά της λύγισαν. Μόνο η στιβαρή του λαβή την κράτησε όρθια, καθώς τα λόγια του διαπέρασαν τη θολούρα του μυαλού της, που δεν την άφηνε να σκεφτεί τίποτα άλλο. Έγλειψε τα χείλη της. «Θύμισέ μου να δώσω αύξηση στην Τερέζα.» Του ξέφυγε ένα μικρό γέλιο. «Αν αυτό σημαίνει ότι συμφωνείς μαζί μου, τότε συμφωνώ.» «Μου έβαλε ένα προφυλακτικό στην τσέπη σήμερα το πρωί.» «Τότε να της διπλασιάσεις το μισθό.» Γελώντας, η Μικέλα τον φίλησε και δάγκωσε ελαφρά το κάτω χείλος του. Πέρασε το στόμα της στη γραμμή του σαγονιού του, δοκιμάζοντας την αλμυρή γεύση του ιδρώτα του και σταμάτησε κάτω από το αυτί του. Τα χέρια της έπαιζαν με τη ζώνη του και η ανάγκη της να τον αγγίξει ήταν τόσο μεγάλη, που τα χέρια της έτρεμαν. «Το προφυλακτικό είναι στην τσέπη μου.» «Πρέπει να κάνουμε ησυχία. Δε θέλω να μας τσακώσουν οι γείτονές σου.» «Δεν ξέρω» χαζογέλασε, καθώς έψαχνε το προφυλακτικό «μπορεί και να έχει πλάκα.» «Να πάρει, Κέιλα. Μη λες τέτοια. Θα με πεθάνεις…» Ο Τζάκσον πάγωσε στη θέση του. «Τι συμβ–»
Το βαρύ του χέρι σκέπασε το στόμα της και δεν την άφησε να συνεχίσει. Πάλεψε να ελευθερωθεί, μέχρι που το άκουσε. Κάποιος ήταν στους θάμνους. Κοντά τους. Μισόκλεισε τα μάτια της στο σκοτάδι, που τώρα πια ήταν πιο τρομακτικό από πριν, και έψαξε το πρόσωπό του για κάποιο σημάδι τού τι να κάνει. Ο Τζάκσον πίεσε ένα δάχτυλο στα χείλη του και εκείνη έγνεψε καταφατικά. Μόνο τότε άφησε το στόμα της. Με το δάχτυλο έδειξε εκείνη και μετά το σημείο μπροστά στα πόδια της. Το μήνυμά του ήταν ξεκάθαρο: Μείνε εδώ. Έγνεψε και πάλι. Ο Τζάκσον νυχοπατώντας, κατευθύνθηκε προς το θόρυβο. Το δέρμα της πάγωσε από την έλλειψη του δικού του ή από το φόβο, δεν ήταν σίγουρη από τι. Η Μικέλα δεν τον έβλεπε πια. Οι σκιές από τις τριανταφυλλιές δεν ήταν πια καθόλου ρομαντικές, τώρα που η συνεύρεσή τους αναγκαστικά κόπηκε, και η Μικέλα μετρούσε τις στιγμές μέχρι να επιστρέψει ο Τζάκσον και να δει τι θα κάνει. Δε χρειάστηκε να περιμένει πολύ. *** Να πάρει ο διάολος. Το καθίκι είχε κρυφτεί στους θάμνους και τους παρακολουθούσε. Ο Τζακ δε χρειάστηκε να τον δει για να καταλάβει τι γίνεται. Τα χρόνια εκπαίδευσης είχαν οξύνει τις αισθήσεις του και το μόνο που ήθελε ήταν να σκοτώσει το παλιοκάθαρμα. Έτρεξε κατά μήκος του κήπου υπό την κάλυψη των τριαντάφυλλων, για να μπορέσει να δει το ματάκια. Η αδρεναλίνη που κυλούσε στο σώμα του τον έκανε να αγνοήσει τις γρατσουνιές από τα τριαντάφυλλα, αλλά συγκέντρωσε και την προσοχή του. Έσκυψε το κεφάλι του και κοίταξε προς τη μεριά του εισβολέα. Το θρόισμα ακουγόταν από τα αριστερά του στο μονοπάτι που οδηγούσε από το σπίτι της Κέιλα στη μεγάλη έπαυλη της Κρίσταλ. Χτες είχε περπατήσει την περιοχή με τον Λάκι. Το μονοπάτι ήταν λίγο παραμελημένο, με κενά ανάμεσα στους θάμνους, από όπου θα μπορούσε να ξεγλιστρήσει ένας άντρας, να περάσει από τις διπλανές αυλές και να ξεφύγει στη Μέιν Στριτ. Έπρεπε να κινηθεί γρήγορα για να τον πιάσει. Με βιαστικά και ανάλαφρα βήματα, έφτασε δίπλα από τον κρυμμένο ανώμαλο. Ο Τζακ έσκυψε και πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει, πριν του ορμήσει. Το φως από τους προβολείς ενός περαστικού αμαξιού τού χάλασε τα σχέδια. Το φως επέτρεψε στον εισβολέα να δει τη φιγούρα του Τζακ μέσα στους θάμνους. Ο Τζακ, προσωρινά τυφλωμένος από τους προβολείς, άργησε να αντιδράσει. Προσπαθώντας να δει το πρόσωπό του, ο Τζακ τον ακολούθησε μέσα στον κήπο. Πήδηξε πάνω από τα φυτά και χώθηκε μέσα στους θάμνους, προσπαθώντας να μειώσει την απόσταση. «Σταμάτα! Θα πυροβολήσω!» φώναξε. Δυστυχώς, δεν είχε μαζί του το όπλο του. Αν το είχε, θα πυροβολούσε τον γελοίο μόνο και μόνο επειδή τον ανάγκασε να τρέξει ενώ είχε στύση. Σκληρή εξαιτίας της Κέιλα, παρέμενε έτσι από την αδρεναλίνη. Καταλαβαίνοντας ότι έχανε έδαφος, έκανε μια τελευταία προσπάθεια να τρέξει πιο γρήγορα, αλλά ο άλλος τύπος είχε ήδη ξεφύγει. Εξαφανίστηκε στη γωνία του κήπου της Κρίσταλ και όταν ο Τζακ έφτασε εκεί, είχε ήδη εξαφανιστεί. «Να πάρει!»
Τρέχοντας στη γειτονική αυλή, ο Τζακ έψαξε τις σκιές για κάποια κίνηση, αλλά ήξερε ότι ήταν πια πολύ αργά. Η οργή έκαιγε σαν φωτιά μέσα στο στήθος του και η αναπνοή του έβγαινε με κόπο, καθώς περπατούσε πίσω στην Κέιλα. Τουλάχιστον ήξερε πως ο ανώμαλος ήταν ακόμα εδώ κοντά. Τώρα πια δε γινόταν να αρνηθεί τη βοήθειά του. Ήταν εμφανές ότι κινδύνευε. Μπαίνοντας στην είσοδο του σπιτιού της Κέιλα, σταμάτησε απότομα όταν δεν την είδε εκεί. Η φλογερή οργή του μετατράπηκε σε παγωμένο φόβο. Μήπως τον απομάκρυναν επίτηδες; Λες να υπήρχε και συνεργός; Την τελευταία φορά που είχε κάνει τέτοιο λάθος είχαν σκοτωθεί άνθρωποι. Θα γυρνούσε την πόλη άνω κάτω για να μη συμβεί το ίδιο και στην Κέιλα. «Κέιλα!» «Εδώ.» Ο Τζακ γύρισε. Η Κέιλα σηκώθηκε πίσω από το αυτοκίνητό της, με έναν πήλινο διακοσμητικό νάνο στα χέρια. Τα γόνατά του κόπηκαν από την ανακούφιση, αλλά παρ’ όλα αυτά, έφτασε κοντά της με δύο γρήγορα βήματα. Αμέσως είδε ότι ήταν εντάξει. «Τζάκσον.» Η φωνή της έτρεμε. Πήγε πιο κοντά της, αλλά εκείνη κρατούσε ακόμα το νάνο, σαν φυλαχτό απέναντι στα επικίνδυνα τέρατα της νύχτας. Αν δεν έτρεμαν τα χέρια της, θα ήταν αστείο θέαμα. «Έλα. Όλα είναι εντάξει.» Ο Τζακ άπλωσε το χέρι του, πήρε το νάνο από τα χέρια της και τον πέταξε στο γκαζόν. Τύλιξε τα χέρια του γύρω της, την τράβηξε κοντά και ένιωσε το τρέμουλό της. Ζέστανε το κορμί της με το δικό του. Ήταν ακόμα πολύ ταραγμένος, οπότε προσπάθησε να τη χαϊδέψει απαλά. «Ξέφυγε, αλλά θα τον πιάσω. Να είσαι σίγουρη.» «Είδες ποιος ήταν;» «Όχι. Αλλά είναι απρόσεκτος.» Τραβήχτηκε πίσω για να κοιτάξει το πρόσωπό της. «Θα καταλάβεις επιτέλους ότι πρέπει να με αφήσεις να κάνω τη δουλειά μου; Θα σου κανονίσω προστασία για το σπίτι και το γραφείο. Θα πρέπει να ελέγξω τους γονείς από τους ασθενείς σου, εκτός και αν συμφωνείς στο να κλείσεις το ιατρείο για λίγες μέρες.» «Όχι.» «Τι εννοείς όχι;» Απομακρύνθηκε κουνώντας το κεφάλι της. «Είπα όχι. Δε θέλω τίποτα από αυτά και δεν υπάρχει περίπτωση να κλείσω το ιατρείο μου! Αυτό θέλει.» «Ποιος;» «Ο Κυβερνήτης!» φώναξε, και η φωνή της ακούστηκε πολύ δυνατή στη σιγαλιά της νύχτας. Αν συνέχιζε να φωνάζει, οι γείτονες θα καλούσαν την αστυνομία. Δεν έπρεπε να τραβήξουν την προσοχή επάνω τους. «Κέιλα, ακούς τι λες; Δε γίνεται να το αγνοήσεις αυτό, μόνο και μόνο για να εκνευρίσεις τον πατέρα σου.» Χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του. «Είναι σοβαρό, μπορεί να πάθεις κακό. Μη γίνεσαι ανόητη.» Το πρόσωπό της πάγωσε. Να πάρει. Είχε πει το λάθος πράγμα. Πριν ήταν ταραγμένη, αλλά με το σχόλιό του εκτροχιάστηκε. Ήταν μια πολύ τσατισμένη ξανθιά. Η Κέιλα παραπάτησε ως την πόρτα της. Τα κλειδιά ήταν ακόμα στην κλειδαριά και ο Τζάκσον ίσα που την πρόλαβε πριν του κλείσει την πόρτα στα μούτρα. Δεύτερη φορά σήμερα που βρέθηκε πίσω από την ίδια πόρτα, σίγουρα όμως όχι για τον ίδιο σκοπό.
«Κέιλα, περίμενε.» Σταμάτησε την πόρτα με το πόδι του και την άνοιξε. «Τζάκσον, φύγε.» «Μην το κάνεις αυτό.» «Σε παρακαλώ.» Τον παρακαλούσε. Ήταν μόνο μια λέξη, αλλά την είπε με τόσο φόβο, τόση απογοήτευση και παραίτηση, που ο Τζάκσον δεν είχε άλλη επιλογή παρά να την υπακούσει. Βρίζοντας μέσα από τα δόντια του, έκανε πίσω και στάθηκε εκεί χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα, καθώς εκείνη έκλεισε και κλείδωσε την πόρτα. Τα είχε κάνει θάλασσα. Το ήξερε πως η Κέιλα αντιδρούσε άσχημα σε άντρες που ήθελαν να ελέγξουν τη ζωή της, κι εκείνος με μια πρόταση κατάφερε να καταστρέψει ό,τι προόδους είχε κάνει μέσα στο απόγευμα για να κερδίσει τη συνεργασία της. Πριν, ήταν απλά φοβισμένη. Τώρα, ήταν θυμωμένη και δεν του μιλούσε. Φτου και από την αρχή. Σκατά. Κοίταξε κάτω και το βλέμμα του τράβηξε ένα αντικείμενο που είχε πέσει στο πάτωμα. Γονάτισε και το μάζεψε – το προφυλακτικό, με το περιτύλιγμα άθικτο. Χωρίς τη θέρμη της δίπλα του και χωρίς τη γεύση από τα φιλιά της, η λογική σκέψη επανήλθε στο μυαλό του. Δούλευε για τον πατέρα της. Αυτό δεν ήταν παρά μια αποστολή. Δεν είχε δικαίωμα να την αγγίξει, πόσο μάλλον να κοιμηθεί μαζί της. Προφανώς, δεν είχε πάρει το μάθημά του από την απόλυσή του. Ο Τζακ κάλεσε ένα νούμερο από το τηλέφωνό του. Περίμενε για δύο χτύπους, μέχρι που ο Λάκι το σήκωσε, γελώντας, προφανώς όχι μόνος του. Από ό,τι φαίνεται, θα χαλούσε και το δικό του ραντεβού. «Λάκι, τσακίσου στο σπίτι της Κέιλα όσο πιο σύντομα μπορείς. Το καθίκι ήταν εδώ, αλλά ξέφυγε.» «Να πάρει. Είσαι καλά, Τζακ;» «Ναι, καλά είμαι. Έλα εδώ. Με σβηστά φώτα. Να μην καταλάβει ότι είμαστε εδώ.» Μόλις έκλεισε το τηλέφωνο, ένα φως από το επάνω παράθυρο έπεσε επάνω του. Ο Τζακ προχώρησε μέσα στις σκιές και κοίταξε ψηλά, για να δει την Κέιλα μέσα στο όμορφο αρχοντικό σπίτι. Τα χρυσά μαλλιά της έλαμψαν για λίγο μέσα στο φως και μετά εξαφανίστηκαν όταν κατέβασε τις περσίδες. Κάτι έλειπε από τη στιγμή – μια ευχή για το μέλλον που τόσο ήθελε. Δεν ήταν ποτέ θρήσκος, οπότε προτίμησε να είναι ευγενικός. «Καλωσόρισες στο Έλιοτ. Ελπίζω να είσαι ευτυχισμένη εδώ.»
Κεφάλαιο Πέντε Να πάρει. Ο Τιγκ Έλιοτ νόμιζε ότι ήταν ραντεβού. Η Μικέλα είχε πείσει τον εαυτό της ότι το δείπνο αυτό ήταν απλά ένα ευχαριστώ σε ένα συνεργάτη, αλλά όταν εκείνος εμφανίστηκε με λουλούδια στο γραφείο της, η κοιλιά της σφίχτηκε από την ένταση. Ο Τιγκ ήταν περιποιητικός, γοητευτικός, έξυπνος και πολύ όμορφος. Τα καστανά του μαλλιά και μάτια ήταν όλα όσα ήθελε μια γυναίκα. Κάθε γυναίκα εκτός από τη Μικέλα. Από τη μία, προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στην κουβέντα τους, κι από την άλλη, προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο για να τον απορρίψει χωρίς να κάνει άβολη κάθε μελλοντική τους συνάντηση. Δε βοηθούσε και το γεγονός ότι όλοι μέσα στο εστιατόριο κοιτούσαν εκείνη, συμπεριλαμβανομένου του άντρα που στοίχειωνε τις σκέψεις της – του Τζάκσον. Μετά το φιάσκο στην πόρτα της, είχαν περάσει δύο άσκοπες μέρες και δύο άυπνες νύχτες. Είχε αντιδράσει υπερβολικά στην πρότασή του, αλλά δεν τον άφηνε να τη βοηθήσει. Το μυαλό της έλεγε ότι έπρεπε να μείνει μακριά του, αλλά το κορμί της δεν την άκουγε. Και τώρα ο Τζάκσον καθόταν στο «δικό τους» τραπέζι. Τα σκούρα μάτια του γυάλιζαν, αλλά το πρόσωπό του δεν έδινε κανένα στοιχείο για τις σκέψεις του. «…και νομίζω ότι ένα ταξιδάκι στο Χόμστεντ θα ήταν το καλύτερο ρομαντικό διήμερο για εσένα και τον Τζακ.» «Τι;» Η Μικέλα κοίταξε το συνδαιτυμόνα της. «Συγγνώμη, δε σε άκουσα.» Το χαμόγελο του Τιγκ πλάτυνε και τόνισε το σέξι σαγόνι του. «Είπα πως εσύ και ο Τζακ πρέπει να πάτε μαζί ένα ρομαντικό ταξιδάκι.» Γέλασε και έγειρε πίσω στην καρέκλα του με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο. «Ξέρω πως πέρασε μαζί σου τη νύχτα στο Ρόανοκ.» «Σ’ το είπε;» Κοίταξε βιαστικά γύρω στο δωμάτιο. Οι περισσότεροι την κοιτούσαν απροκάλυπτα. Σχεδόν ήθελε να τους καλέσει να κάτσουν μαζί τους, για να μη χάσουν το κουτσομπολιό. «Όχι. Δε χρειάστηκε.» Ο Τιγκ έσκυψε το κεφάλι. «Ήμουν κουμπάρος στο γάμο που ήταν και ο Τζακ. Κατάλαβα ποια είσαι από τη στιγμή που σε είδα στο μπαρ εκείνο το βράδυ.» «Πώς;» «Μένω στην Ουάσινγκτον.» Ήπιε μια γουλιά παγωμένο τσάι. Τον κοίταξε, προκαλώντας τον να πει την αλήθεια, ακόμα κι αν εκείνη δεν ήθελε να την ακούσει. Το δέρμα της ανατρίχιασε. Ο Τιγκ έγνεψε κοφτά, ακούμπησε το ποτήρι του και μίλησε. «Ο πατέρας σου συνεργάζεται με το γραφείο στο οποίο δουλεύω.» Θα την έκανε βούκινο σε όλη την πόλη; Λες να ήθελε να πλησιάσει τον πατέρα της μέσω εκείνης; Έπαιξε λίγο με τις σταγόνες που είχαν κυλήσει από το ποτήρι της. «Και τι θέλεις για να κρατήσεις μυστική αυτή την πληροφορία;» «Τίποτα. Φαντάζομαι πως έχεις τους λόγους σου για να το κρατάς κρυφό.» Σταμάτησε και της χαμογέλασε με κατανόηση. «Έχω γνωρίσει τον πατέρα σου. Δε μου φαίνεται περίεργο που αποφάσισες να φύγεις.»
Η ανακούφιση την τύλιξε σαν ένα ζεστό κύμα και χαλάρωσε επιτέλους τη λαβή της. «Φαίνεται πως έχεις αρκετή εμπειρία με άντρες σαν τον Κυβερνήτη.» Ο Τιγκ άφησε ένα γελάκι. «Ας πούμε ότι δεν είναι μόνο ο δικός σου πατέρας που έχει υπερβολικές προσδοκίες από τα παιδιά του.» Έδειξε με το χέρι του την πολυσύχναστη Μέιν Στριτ έξω από τα παράθυρα. «Οι πρόγονοί μου ίδρυσαν αυτή την πόλη, αλλά εγώ έφυγα αμέσως μόλις μου δόθηκε η ευκαιρία. Είναι πολύ περιοριστικό να κανονίζουν οι άλλοι τη ζωή σου από τη στιγμή που γεννήθηκες.» «Ναι, είναι.» Έγειρε πίσω στην καρέκλα της, παίζοντας με το καλαμάκι, προσπαθώντας να μην κοιτάξει τον Τζάκσον, που συζητούσε με τους φίλους του. Τους αναγνώρισε και τους δύο. Ο ντετέκτιβ Λάντον, ο συνεργάτης του, και ο Δόκτωρ Μπέκετ Σάδερλαντ, χειρούργος στο τοπικό νοσοκομείο. Τα Αγόρια ήταν όλα εδώ απόψε. Σαν να ένιωσε το βλέμμα της, ο Τζάκσον την κοίταξε. Η έκφρασή του μαλάκωσε και την κοίταξε με έγνοια, μέχρι που πρόσεξε τον Τιγκ. Ξαφνικά το πρόσωπό του σκλήρυνε, σαν σε προειδοποίηση. Η Μικέλα εξεπλάγη όταν ο Τιγκ τού κούνησε το χέρι, πριν γυρίσει την προσοχή του σε εκείνη με ένα πονηρό χαμόγελο. Το εστιατόριο γέμισε ψιθύρους. Προφανώς όλοι οι υπόλοιποι θαμώνες παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον το αποψινό ραντεβουδάκι. «Ο Τζακ είναι καλός τύπος.» Η έκφρασή του σοβάρεψε και έγειρε το κεφάλι του. «Κι εσύ είσαι εκπληκτική γυναίκα.» «Και;» «Θα έπρεπε να κάθεσαι μαζί του για να σχεδιάσετε το διήμερό σας.» «Όχι.» Η Μικέλα ήθελε όσο τίποτα να συμφωνήσει μαζί του. Αλλά δε γινόταν να μπλέξει με τον Τζάκσον. Ο πατέρας της έκανε τα κόλπα του και το μέλλον της σε αυτή την πόλη ήταν αβέβαιο. Δε χρειαζόταν να προσθέσει και τον Τζακ στη λίστα με αυτά που θα της έλειπαν, αν αναγκαζόταν να φύγει. «Τότε, άφησέ τον να σε βοηθήσει με το πρόβλημα που έχεις.» «Τι;» Κοίταξε πάνω απορημένος. «Όλη η πόλη σάς είδε να φεύγετε μαζί προχτές. Δε σε ξέρω καλά, αλλά ξέρω τον Τζακ. Φυσικά και θέλει σαν τρελός να σε ρίξει στο κρεβάτι, αλλά ανησυχεί για εσένα. Και αφού ανησυχεί, κάπου είσαι μπλεγμένη.» Άπλωσε τα χέρια του στο τραπέζι και περίμενε την απάντησή της. Όχι. Δε γινόταν να αφήσει τον Τζάκσον να τη βοηθήσει με αυτό. Θα τον έφερνε έτσι κοντά στον πατέρα της και δεν το ήθελε. Σε μια προσπάθεια να αλλάξει το θέμα, ρώτησε: «Αφού ο Τζάκσον είναι φίλος σου, γιατί συμπεριφέρεσαι λες και έχουμε βγει ραντεβού;» «Για να του τη σπάσω.» Ο Τιγκ γέλασε και χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι. «Θα με πλακώσει στις μάπες, αλλά αξίζει τον κόπο. Είναι αδύνατον να πάρεις κουβέντα από τον Τζάκσον. Όταν ήμασταν μικροί, ήταν πάντα ο κύριος Άνετος. Δεν τον ένοιαζε τίποτα. Μετά πήγε στους πεζοναύτες και το FBI και έγινε ακόμα πιο άνετος.» «Και θέλεις να δεις πόσο θα αντέξει;» Η Μικέλα κούνησε το κεφάλι της και ξέσπασε άθελά της σε γέλια. Άντρες – πιτσιρίκια με κουστούμια. «Και δε φοβάσαι μήπως αυτό χαλάσει τη φιλία σας;»
«Όχι. Είναι ο καλύτερός μου φίλος εδώ και τριάντα χρόνια.» Έριξε μια ματιά πίσω του και γύρισε ξανά στη Μικέλα με ένα πονηρό χαμόγελο. «Πες μου όμως αν τον δεις να τραβάει όπλο. Η μαμά του θα με γδάρει αν γεμίσουμε αίματα το πάτωμα.» *** Ο Τιγκ ήθελε σκότωμα. Ο Τζάκσον έτριξε τα δόντια του όταν η Μικέλα ξέσπασε σε γέλια με κάτι που της είπε ο Τιγκ, ο καλύτερός του φίλος. Ή μάλλον, πρώην φίλος. Ήταν πολύ όμορφη απόψε, με τα μαλλιά της να πέφτουν γύρω από τους ώμους της σαν χρυσαφένια κύματα. Οι μεταξένιες μπούκλες της μύριζαν βανίλια και τις ένιωθε ακόμα πάνω στο χέρι του. Τις περασμένες δύο μέρες ακολουθούσε συνέχεια την Κέιλα και παρακολουθούσε τους ανθρώπους που συνάντησε και τους ανθρώπους που την παρατηρούσαν. Μετά τον καβγά τους, ήξερε ότι δε θα τον άφηνε να την πάρει στο κατόπι. Εκείνος όμως ήταν προσαρμοστικός τύπος, οπότε κρύφτηκε στις σκιές, διέρρηξε το γραφείο και το σπίτι της και τοποθέτησε αρκετούς μίνι κοριούς παρακολούθησης. Όσο άκουγε τις κασέτες παρακολούθησης, δεν παρατήρησε τίποτα άλλο από τις καθημερινές, βαρετές κουβέντες, μέχρι που άκουσε μια γνωστή φωνή – ο Τιγκ τής τηλεφώνησε στο σπίτι για να κανονίσουν ένα ραντεβού. Άκουσε ξανά το μήνυμα πολλές φορές, αναλύοντας τις φωνές τους, προσέχοντας κάθε συλλαβή, για να μπορέσει να καταλάβει αν όντως της άρεσε ο Τιγκ. Συμπεριφερόταν σαν ανόητος έφηβος και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για αυτό. «Τζακ, σταμάτα. Μην καρφώνεσαι έτσι.» Ο Λάκι γύρισε στον τρίτο φίλο, το Δρ. Μπέκετ Σάδερλαντ. «Μπεκ, πες του να σταματήσει να κοιτά σαν χάννος.» Ο Μπεκ σήκωσε το βλέμμα από το ιατρικό περιοδικό που διάβαζε, απολαμβάνοντας παράλληλα ένα κομμάτι πίτα. Στην αρχή κοίταξε απορημένα, μετά κατάλαβε. Έβγαλε τα γυαλιά του και κοίταξε τον Τζακ. «Σταμάτα να κοιτάς σαν χάννος.» «Ευχαριστώ, Μπεκ» γκρίνιαξε ο Λάκι. Ο Μπεκ αναστέναξε και έτριψε το πρόσωπό του. Η κούραση της εφημερίας είχε σχηματίσει ρυτίδες γύρω από το στόμα του. Ο Τζακ τον κοίταξε με προσοχή. Ο Μπεκ πάντα ήταν δραστήριος και φιλόδοξος, αλλά τον τελευταίο καιρό ήταν στα όρια της εξάντλησης. Μόνο ένα πράγμα μπορούσε να τον κουράσει τόσο – μια γυναίκα. Καλώς ήρθες στο κλαμπ, φίλε. «Λάκι, έτσι ξέρει να κρατά τις ισορροπίες του. Άφησέ τον ήσυχο.» «Το ήξερα ότι θα έπαιρνες το μέρος του.» Ο Λάκι ρουθούνισε και πέταξε μια στοίβα φακέλους στο τραπέζι. «Κι εσύ τα ίδια είσαι, με τον ηλίθιο κανόνα σου ότι δεν κάνει να κοιμάσαι με τους συνεργάτες σου.» «Άφησέ με εμένα. Εγώ ήρθα απλά να φάω την πίτα μου.» Η φωνή του Μπεκ ήταν προειδοποιητική. Ο Τζακ άκουσε το καβγαδάκι που έπαιζαν εδώ και τριάντα χρόνια. Όλοι ήταν εκνευρισμένοι. Σύντομα, θα κατέληγαν να παίζουν μπουνιές με ένα μπουκάλι αλκοόλ και μετά θα έπεφταν σαν νεκροί για ύπνο. Μετά από τα γεγονότα των τελευταίων ημερών, αυτό ήταν ό,τι έπρεπε. Δυστυχώς,
δε γινόταν να μεθύσει. Είχε μια δουλειά να κάνει. Πήρε τον πάνω φάκελο και τον άνοιξε, βλέποντας τις πληροφορίες που είχε μαζέψει ο Λάκι για τη Δρ. Μικέλα Ρόαρκ μετά από δύο μέρες έρευνας. Η μητέρα της πέθανε όταν ήταν οκτώ χρονών. Μετά την αποφοίτηση από το κολέγιο, άλλαξε το επίθετό της με το πατρικό της μητέρας της. Μεγάλωσε με νταντάδες. Ο μεγαλύτερος αδερφός της, ο Τζεφ, είναι καθηγητής Ιστορίας και μένει στη Βαρκελώνη με το φίλο του… Σήκωσε το κεφάλι του. «Ο αδερφός της είναι ομοφυλόφιλος;» «Ναι. Το είπε στον πατέρα τους και έφυγε για να ζήσει στην Ευρώπη, αφού του έκανε τη ζωή κόλαση» είπε ο Λάκι περιφρονητικά και έδειξε το φάκελο που κρατούσε ο Τζακ. «Ούτε και η Μικέλα πέρασε εύκολα. Είχε μερικές σχέσεις στη ζωή της και όλες έληξαν με κάποια ονειρεμένη δουλειά που προσφέρθηκε στο φίλο της από κάποιον με πολύ υψηλές γνωριμίες.» Ευχαριστημένος που η Κέιλα δεν είχε πολλούς εραστές, ο Τζακ κρατήθηκε για να μη χαμογελάσει. Διάβασε τη σελίδα, επεξεργάζοντας τις πληροφορίες, διώχνοντας τα ασήμαντα και κρατώντας τα σημαντικά. Δύο φίλοι στο κολέγιο, ένας φοιτητής Ιατρικής, ένας αστυνομικός που ξαφνικά πήρε προαγωγή και έγινε ντετέκτιβ στην Ουάσινγκτον, και ο Μίτσελ Ρόουντς, που δούλευε ως βοηθός του κυβερνήτη Ίστλαντ. «Έβγαινε με αυτό το βλάκα από το γραφείο του πατέρα της;» Ο Λάκι έγνεψε καταφατικά. «Ναι, αλλά τους παράτησε όλους μόλις δέχτηκαν τη βοήθεια του πατέρα της. Από ό,τι έμαθα, εκείνοι ήθελαν να συνεχίσουν να είναι μαζί της, αλλά εκείνη τους έστειλε στο διάολο.» Ο Τζακ ανακάθισε στην καρέκλα του. Όσο κι αν ήθελε να κοροϊδέψει αυτούς τους άντρες, δεν ένιωθε τόσο δίκαιος. Κι εκείνος είχε δεχτεί τη δουλειά που του πρότεινε ο Κυβερνήτης και η θέση του στο FBI τον περίμενε, αν όλα πήγαιναν καλά. Η μόνη διαφορά ήταν ότι αυτός δε θα έριχνε την Κέιλα στο κρεβάτι για να πετύχει αυτό που θέλει. «Έχουμε τη λίστα με αυτούς που μισούν τον Κυβερνήτη;» Ο Τζακ κοίταξε τη λίστα με το προσωπικό και τους φίλους της Κέιλα. «Η λίστα όλο και μεγαλώνει» είπε ο Λάκι. «Δε γίνεται να φτάσεις εκεί που έφτασε ο Κυβερνήτης με το σταυρό στο χέρι» είπε ο Μπεκ από την άλλη πλευρά του τραπεζιού. «Μπεκ, έπρεπε να δεις το σπίτι του τύπου.» Ο Λάκι ορθώθηκε στην καρέκλα του με ένα πλατύ χαμόγελο και χειρονομώντας έντονα. Ο Τζακ χαμογέλασε. Δεν μπορούσε να μη γελάσει με τον ενθουσιασμό του. «Ήταν τεράστιο. Μέτρησα έξι ή επτά κάμερες μόνο στην μπροστινή πύλη.» Σκούντηξε τον Μπεκ με τον αγκώνα του. «Και ξέρεις τι λένε για τις μεγάλες πόρτες.» «Τι;» «Μεγάλη πόρτα» ο Λάκι άνοιξε διάπλατα τα χέρια του «μεγάλο πόμολο.» Ο Τζακ δάγκωσε τα χείλη του για να μη γελάσει. «Έι, παλιοκουτσομπόλη.» Ο Λάκι τον κοίταξε γελώντας. «Ναι;» «Σκάσε.» Με την άκρη του ματιού του, είδε την Κέιλα να σηκώνεται από το τραπέζι και να κατευθύνεται προς την τουαλέτα. Πέρασε από δίπλα του χωρίς να τον κοιτάξει. Τα μάγουλά της κοκκίνισαν. Σκέφτηκε να την ακολουθήσει – ήθελε να της μιλήσει, να δει αν θυμάται κάτι που θα μπορούσε να τον βοηθήσει να εντοπίσει το δράστη. Και ίσως να είχε ξανασκεφτεί την πρότασή του για προστασία.
Σηκώθηκε από το τραπέζι του. Η Κρίσταλ μπήκε μπροστά του. «Τι κάνεις, Τζακ;» Τον κοίταξε γλείφοντας τα χείλη της. Ίσως να πεινούσε. «Καλά είμαι.» Κοίταξε πάνω από τον ώμο της. Ευτυχώς, κανένας δεν ακολουθεί την Κέιλα. «Εσύ πώς είσαι, Κρίσταλ;» Γλίστρησε κοντά του, τόσο κοντά, που τα καινούρια στήθη της –τα ακριβότερα– ακούμπησαν το πουκάμισό του. Ο Τζάκσον έκανε ένα βήμα πίσω. Ο Λάκι χαζογέλασε. Βλάκα. «Καλά είμαι κι εγώ.» Χάιδεψε με τα δάχτυλά της το μήκος του χεριού του και μετά έσφιξε τον καρπό του. Προσπάθησε να το διώξει από εκεί, αλλά τον είχε αρπάξει όπως ο καουμπόι τον ταύρο στο ροντέο. «Αλλά αναρωτιέμαι πότε θα με πάρεις επιτέλους τηλέφωνο.» Έσφιξε το χέρι του για να δώσει έμφαση στα λόγια της. Να πάρει. Έπρεπε να το περιμένει αυτό. Πριν από τρεις μήνες είχαν βγει ραντεβού –το χειρότερο ραντεβού της ζωής του– και προσπαθούσε να την αποφύγει από τότε. Αλλά η Κρίσταλ ήταν… επίμονη. «Κρίσταλ, εγώ –» Μπέρδεψε τα λόγια του όταν είδε την Κέιλα να πλησιάζει από το πίσω μέρος του εστιατορίου. Άφησε την Κρίσταλ συνοφρυωμένη. Της είχε ξεκαθαρίσει ότι το ένα ραντεβού τους δε θα οδηγούσε πουθενά. Μάλλον έπρεπε να της το εξηγήσει και πάλι, αλλά τώρα αυτό δεν ήταν στις προτεραιότητές του. «Κέιλα, ήθελα να σου μιλήσω.» Κούνησε το κεφάλι της και έδειξε το τηλέφωνο στο χέρι της. «Αργότερα. Πρέπει να πας στο νοσοκομείο.» «Είσαι καλά; Σε χτύπησε κάποιος;» Κοίταξε το σώμα της για πληγές και μετά την έπιασε από τα χέρια. Δεν μπορούσε να φανταστεί πώς κάποιος κατάφερε να της επιτεθεί μέσα στο εστιατόριο, αλλά θα τον έπιανε και θα τον έκανε να μετανιώσει. «Ποιος ήταν; Είναι στο μπά–» «Καλά είμαι.» Του χαμογέλασε και ακούμπησε το χέρι της στο στήθος του, εκεί όπου η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή από την αδρεναλίνη. Η επαφή την έκανε να χτυπήσει ακόμα πιο γρήγορα. «Με πήραν από το νοσοκομείο. Έχω εφημερία.» «Τι;» Δεν κατάλαβε. «Πρέπει να πας, Τζάκσον.» Τα μπλε μάτια της σπίθισαν και ήταν πιο όμορφη από ποτέ. Το στομάχι του σφίχτηκε από ζήλια. Ποιος ήταν αυτός που την έκανε τόσο χαρούμενη; «Η αδερφή σου γεννάει.»
Κεφάλαιο Έξι Ο Όλιβερ Κάντρελ Λόφτις ήταν ένα πολύ τυχερό μωρό. Μόλις δύο ωρών, και είχε τραβήξει την προσοχή όλης της πόλης, περισσότερο και από τον Μπραντ Πιτ όταν είχε εμφανιστεί στα Στάρμπακς. Η αίθουσα αναμονής του γυναικολογικού τμήματος ήταν γεμάτη με κόσμο που δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει από το να περιμένει την εμφάνισή του. Η Μικέλα δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Σύμφωνα με την αξιοσέβαστη ιατρική της άποψη, το μωρό ήταν τέλειο και πανέμορφο μέσα στη γαλάζια του κουβέρτα, που την είχαν πλέξει στη λέσχη κυριών. Η Μικέλα περίμενε στην αίθουσα των νοσοκόμων, προσπαθώντας να μη φωνάξει από χαρά, όταν της έφεραν τις σημειώσεις για τη γέννηση του μωρού. Κλείνοντας τον υπολογιστή, γύρισε να δει τη χαρούμενη σκηνή που εκτυλισσόταν στο δωμάτιο ακριβώς από πίσω της. Οι περήφανοι γονείς, η Μέρι Μάρσαλ και ο Στιβ, χαμογελούσαν στο γιο τους, ενώ η μεγαλύτερη κόρη τους, η Μάντισον, χοροπηδούσε χαρούμενη στα χέρια του παππού της. Ο Τζον Κάντρελ ήταν ένας ψηλός, γελαστός άντρας με καλή διάθεση και την αυτοπεποίθηση του σερίφη. Η γυναίκα του, η Ντόλι, περπατούσε μέσα στο πλήθος, γελώντας και αγκαλιάζοντας τον κόσμο. Ήταν σαν ένας αληθινός πίνακας του Νόρμαν Ρόκγουελ. Το στήθος της Μικέλα σφίχτηκε. Ποτέ δεν είχε μια τέτοια οικογένεια και έβλεπε τώρα πόσο της έλειπε. Η προσοχή της γύρισε στο νονό του Όλιβερ, τον Τζάκσον. Είχε γείρει στον τοίχο, παρατηρώντας τα κόλπα της οικογένειάς του. Ένα μικρό χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στα αισθησιακά του χείλη. Παρά το γεγονός ότι το ψηλό, μυώδες κορμί του τραβούσε την προσοχή, ήξερε να περνά απαρατήρητος. Αλλά η Μικέλα πάντα τον έβλεπε. Όταν ήταν κοντά της, όλοι οι άλλοι εξαφανίζονταν. Ενόσω εκείνος κοιτούσε αλλού, η Μικέλα τον κοίταξε προσεκτικά, πριν πάει να ελέγξει τους υπόλοιπους ασθενείς της και φύγει για το σπίτι. Λες και το κατάλαβε, ο Τζάκσον γύρισε το κεφάλι του. Οι σπίθες που πετούσαν ανάμεσά τους έκαναν το στομάχι της να σφιχτεί και την καρδιά της να χτυπήσει πιο γρήγορα. Παρότι ήξερε ότι δεν ήταν σωστό, η Μικέλα δεν μπορούσε να σταματήσει να τον ποθεί. Το δέρμα της έκαιγε με την ανάμνηση των χεριών του, μεγάλα και σκληρά, να χαϊδεύουν το δέρμα της, τις ρώγες της και ανάμεσα στα πόδια της. Ήθελε να ζήσει ξανά την αίσθηση αυτή της απόλυτης ελευθερίας. Την έκσταση του σεξ. Να πάρει. Ήθελε να κάνουν σεξ. Ο Τζάκσον κουνήθηκε, ίσιωσε την πλάτη του και έφυγε από τον τοίχο, κατευθυνόμενος προς το μέρος της. Όχι, αυτό δεν έπρεπε να συμβεί. Εδώ και δύο μέρες προσπαθούσε να τον αποφύγει και τώρα δεν ήθελε να αρχίσουν συζήτηση μέσα στο γεμάτο κόσμο δωμάτιο αναμονής. Γυρίζοντας την πλάτη της στον Τζάκσον, κοίταξε το γραφείο της, που ήταν γεμάτο χαρτιά και φακέλους, και πήρε βαθιές ανάσες για να ηρεμήσει τα νεύρα της, όπως της έμαθε ο δάσκαλος της γιόγκα. Ο δάσκαλος έλεγε μπούρδες. Άρχισε να νιώθει ζαλάδα και ο Τζάκσον ήδη πλησίαζε.
Έπρεπε να φύγει από εδώ, να δει τους ασθενείς της και να γυρίσει σπίτι στο μεγάλο, άδειο της κρεβάτι. Να πάρει. Ένιωθε λες και έπαιζε σε σαπουνόπερα. «Το σκας;» Η Μικέλα σταμάτησε, καθώς η βαθιά φωνή του Τζάκσον χάιδεψε το δέρμα της. Θεέ μου, πόσο της άρεσε η φωνή του – ήταν τόσο εκφραστική, σε αντίθεση με το ψυχρό του πρόσωπο, και ένιωθε λες και ήταν σέξι μόνο για χάρη της. Έπρεπε να είχε φύγει νωρίτερα. Η φωνή του Τζάκσον δεν την άφηνε να φύγει πια. «Δεν το σκάω.» Γύρισε και μετά αναπήδησε. Να πάρει, ήταν τόσο κοντά της. Ήθελε να τον τραβήξει κοντά της και να φιλήσει το αισθησιακό του στόμα. Η γεύση του ήταν ζεστή σαν μπαχαρικό και ο πόθος διαφαινόταν στα σκούρα του μάτια. Στραβοκατάπιε πριν μιλήσει. «Πρέπει να δω δύο ασθενείς πριν φύγω για το σπίτι.» «Σε ευχαριστώ που φρόντισες τη Μέρι Μάρσαλ και το μωρό.» Η φωνή του έγινε πιο βαθιά και έκανε ένα βήμα πιο κοντά της. Εκείνη έκανε ένα βήμα πίσω, πέφτοντας πάνω στο γραφείο πίσω της. Είχε παγιδευτεί ανάμεσα στο γραφείο και τον Τζάκσον. Για να ξεφύγει, έπρεπε να τον σπρώξει ή να πηδήξει πάνω από το έπιπλο. Μάλλον θα έμενε στα αυγά της. «Δεν έκανα τίποτα. Απλά μέτρησα τα δαχτυλάκια του, αφού είχε τελειώσει η σκληρή δουλειά.» «Μην το πεις αυτό στη μαμά μου.» Χαμογέλασε πονηρά. «Σε θεωρεί σωτήρα μας.» «Το ξέρω.» Η Μικέλα γέλασε. «Μου είπε ότι θα με κερνάει πίτες για όλη μου τη ζωή!» «Δεν έχει νόημα να αρνηθείς.» Το μειδίαμα του Τζάκσον έγινε βαθύ γέλιο και η Μικέλα αναστατώθηκε. Κατάλαβε ότι του χαμογελούσε κι εκείνη, παρά την πεποίθησή της ότι έπρεπε να τον αποφύγει. Σε λίγο το πρόσωπό του σοβάρεψε και η ένταση του βλέμματός του την έκανε να ανατριχιάσει. «Συγγνώμη που διέκοψα το ραντεβού σου με τον Τιγκ.» «Δεν ήταν ραντεβού.» «Έτσι φάνηκε.» «Όχι. Βγήκαμε για φαγητό για να τον ευχαριστήσω για τις υπηρεσίες του. Όχι σαν το δικό μας ραντεβ…» Κοκκίνισε και σταμάτησε να μιλά. Και πάλι είχε πει πάρα πολλά. Δεν έπρεπε να αναφέρει ξανά το τελευταίο τους ραντεβού και το πώς αυτό τελείωσε. Ο Τζάκσον την κοίταξε. Μήπως το πήγε πολύ μακριά με το ραντεβού; Της είχε ξεκαθαρίσει πως δεν έψαχνε για φιλενάδα. Ώρα να τα ξεκαθαρίσουνε. «Όχι ότι το δείπνο μας μπορεί να χαρακτηριστεί ως ραντεβού. Πίτα φάγαμε» τραύλισε η Μικέλα. Δάγκωσε το χείλος της. Ένιωθε πολύ άβολα. Κανονικά, μπορούσε να πιάσει κουβέντα εύκολα – της είχε πάρει συνέντευξη η Κέιτι Κούρικ, για όνομα του Θεού! «Απλά πίτα;» Η φωνή του ήταν μονότονη και το πρόσωπό του ανέκφραστο. «Ναι.» Να πάρει, η φωνή της βγήκε τσιριχτή σαν από κοριτσάκι. Καθάρισε το λαιμό της και μίλησε ξανά. «Απλά πίτα.» Τέλεια. Τώρα τα κατάφερε. «Νόμισα πως ήταν ραντεβού.» Ο Τζάκσον πλησίασε και η φωνή του έγινε ένας βραχνός ψίθυρος. «Φάγαμε μαζί. Κάναμε μια ρομαντική βόλτα. Σε φίλησα για καληνύχτα.» «Μα εσύ δεν έφαγες τίποτα.»
Για όνομα του Θεού. Προσευχήθηκε να ανοίξει το πάτωμα να την καταπιεί. Το μυαλό της είχε χαζέψει από την επιθυμία και τον ερωτικό εκνευρισμό. Μόνο έτσι μπορούσε να εξηγήσει το γεγονός ότι ένιωθε σαν ηλίθια κάθε φορά που την πλησίαζε ο Τζάκσον. Τα χέρια της έτρεμαν. Η ένταση από όλο το κορμί της μαζεύτηκε χαμηλά στην κοιλιά της. Ο Τζάκσον έγειρε και ακούμπησε το στήθος και τους μηρούς του στο κορμί της. Κοίταξε το στόμα της. Θα τη φιλούσε. Κι εκείνη θα τον άφηνε. Άξαφνα, ο Τζάκσον έκανε πίσω και μεγάλωσε την απόσταση ανάμεσά τους, διαταράσσοντας την ισορροπία της και την ηρεμία της. Σαν αστραπή, η σέξι, θυμωμένη λάμψη στα μάτια του αντικαταστάθηκε από κάτι άλλο. Οργή; Σύγχυση; Καλά να πάθεις. Είχαν χημεία και πάθος ανάμεσά τους, αλλά αυτό δεν άλλαζε το γεγονός ότι εκείνος δεν ήθελε σχέση. Ήταν ειλικρινής από την αρχή, αλλά εκείνη δεν μπορούσε παρά να ελπίζει για κάτι περισσότερο. Καθάρισε το λαιμό του. Τώρα η δική του φωνή βγήκε με το ζόρι. «Ήθελα να δω αν είσαι εντάξει. Δεν είδες κανέναν άλλο να παραμονεύει στους θάμνους; Φωτογραφίες; Απειλές;» «Ω.» Όχι πάλι. Δεν ήθελε να συζητήσουν ξανά για αυτό το θέμα και απάντησε απότομα. «Παράτα με, Τζάκσον.» «Δεν είναι απάντηση αυτό. Θα μου το έλεγες αν είχε συμβεί κάτι άλλο, έτσι;» Άρπαξε το χέρι της και η καρδιά της χτύπησε δυνατά, όχι από φόβο. «Σίγουρα.» Η Μικέλα ξεπέρασε το άγχος που της προκάλεσε ο διώκτης της και προσπάθησε να πάρει το θαρραλέο της ύφος. Δεν πίστευε ότι θα ξεγελούσε τον Τζάκσον, αλλά πίστευε ότι ως γνήσιος τζέντλεμαν δε θα την αμφισβητούσε. «Πιστεύω ότι ο Κυβερνήτης θα το σταματήσει σύντομα. Δε φαντάζομαι να στείλει και τον μπαμπούλα κάτω από το κρεβάτι μου.» «Λες να έβαζε κάποιον να σε χτυπήσει;» Παρά τα ύπουλα πράγματα που είχε σκαρώσει ο πατέρας της, δεν είχε απλώσει ποτέ χέρι πάνω της. Δεν είχε ξεπεράσει ποτέ αυτό το όριο, γι’ αυτό κι εκείνη ήταν σίγουρη ότι δε θα έκανε κάτι περισσότερο για να την πληγώσει. Ο διώκτης ήταν σίγουρα τρομακτικός. Ο πατέρας της είχε οργανώσει όλο αυτό το σχέδιο και γι’ αυτό δεν πίστευε ότι βρισκόταν πραγματικά σε κίνδυνο. «Όχι. Δε θα με χτυπούσε ποτέ. Γι’ αυτό θα τον αφήσω να περιμένει. Μέχρι να τα παρατήσει εκείνος.» Τη μελέτησε για μια στιγμή και μετά την τράβηξε πιο κοντά του. Τα χείλη του άγγιξαν το λοβό του αυτιού της και η ζεστή του ανάσα κούνησε τις τούφες που είχαν ξεφύγει από τον κότσο της, κάνοντάς τη να ανατριχιάσει. «Αν συμβεί οτιδήποτε, να με πάρεις τηλέφωνο.» Άνοιξε το στόμα της για να διαμαρτυρηθεί, αλλά εκείνος της έσφιξε απαλά το χέρι και την έκοψε. «Κέιλα. Θέλω να μου το υποσχεθείς.» Δεν ήταν ερώτηση. Η θέληση της Μικέλα να τον αποφύγει έλιωσε δίπλα στη θέρμη της τρυφερότητάς του. Ποτέ κανένας δεν είχε νοιαστεί τόσο πολύ για εκείνη χωρίς να τον πληρώνει ο πατέρας της. Πολέμησε τα δάκρυα και έγνεψε καταφατικά. Τα μακριά του δάχτυλα χάιδεψαν τον καρπό της, άφησε ένα απαλό φιλί στο μάγουλό της και την άφησε. Να πάρει, αυτός ο άντρας την τρέλαινε κάθε φορά. Κάνοντας ένα βήμα πίσω, πήρε μια βαθιά ανάσα και κατάπιε όλα τα λόγια που ήθελε να πει. «Συγχαρητήρια, Τζάκσον. Πανέμορφο αγοράκι.»
Τριάντα λεπτά αργότερα έφυγε από το νοσοκομείο και κατευθύνθηκε προς το σκοτεινό και σχετικά άδειο πάρκινγκ του προσωπικού. Σκεφτόταν τη σύντομη συζήτησή της με τον Τζάκσον. Της έλειπε. Τον ήθελε. Κι εκείνος την ήθελε. Κανονικά, δε θα υπήρχε πρόβλημα, αλλά πότε όμως η ζωή της υπήρξε κανονική; Τι διάολο; Προφανώς οι σκέψεις της για τον Τζάκσον είχαν θολώσει την όρασή της, γιατί έβλεπε έναν τύπο γονατισμένο δίπλα στο αριστερό μπροστινό λάστιχο του αμαξιού της. Κάτι μεταλλικό λαμπύρισε στο χέρι του κάτω από τα αμυδρά φώτα κι εκείνη πάγωσε. Το μέταλλο ακούστηκε πάνω στο καπό της και το μυαλό της φώναζε μόνο ένα πράγμα. Τρέξε. Κάνοντας πίσω όσο πιο σιγά μπορούσε, το τρεμάμενο χέρι της άφησε τα κλειδιά κι εκείνα έπεσαν με θόρυβο στην άσφαλτο. Ο κακοποιός σήκωσε το κεφάλι του με έκπληξη. Δεν μπορούσε πια να περάσει απαρατήρητη. Ο άντρας –ήταν όντως άντρας, με σκούρο μπουφάν και κασκέτο– σηκώθηκε στα πόδια του, έτρεξε προς το μέρος της και την έριξε κάτω. Μετά εξαφανίστηκε τρέχοντας προς το δάσος στην άκρη του πάρκινγκ. Η Μικέλα άπλωσε ασυναίσθητα τα χέρια της για να διακόψει την πτώση της, αλλά το κεφάλι της χτύπησε στον προφυλακτήρα του πίσω αυτοκινήτου. Η Μικέλα ζαλίστηκε από τον πόνο και φώναξε δυνατά. Με ένα βογκητό, στηρίχτηκε στα χέρια της και μετά τα ακούμπησε στο αυτοκίνητο. Προσπάθησε να σηκωθεί. Κακή ιδέα. Ο πόνος την τύφλωνε και έπεσε πάλι κάτω στο πάτωμα του κρύου πάρκινγκ. Προσπάθησε να εκτιμήσει τον τραυματισμό της. Μάλλον είχε πάθει διάσειση, αλλά δεν είχε σπάσει τίποτα. Αύριο θα πέθαινε από τον πόνο, όταν εξαφανιζόταν η αδρεναλίνη. Τώρα ανησυχούσε περισσότερο για υποθερμία, μιας και το κρύο ήταν αισθητό στο βουνό. Αφού έκατσε εκεί για κάμποση ώρα, άκουσε βήματα να πλησιάζουν από την έξοδο του νοσοκομείου. Φωνές. Κραυγές. Γύρισε το κορμί της καθώς ο Καλός Σαμαρείτης φώναζε βοήθεια. Μέσα στην παραζάλη της, μια φωνή ακούστηκε καθαρά και τη σήκωσε στα πόδια της, για να την τοποθετήσει μετά σε ένα νοσοκομειακό φορείο. «Κέιλα, μωρό μου, θα γίνεις καλά. Κρατήσου.» Ο Τζάκσον. Τουλάχιστον δε θα χρειαζόταν να τον πάρει τηλέφωνο. *** Ο Τζακ ήθελε να πυροβολήσει κάτι. Στάθηκε έξω από το δωμάτιο που βρισκόταν η Κέιλα για να την εξετάσει ο γιατρός. Είχε περάσει μόλις μια ώρα από τη στιγμή που τη βρήκαν στο πάρκινγκ, αλλά σε εκείνον είχε φανεί αιωνιότητα. Γιατί αργούσαν τόσο πολύ για να βρούνε τι έχει; Από την εκπαίδευσή του ως πεζοναύτης και αστυνομικός, ήξερε πως οι τραυματισμοί στο κεφάλι ήταν πάντα επικίνδυνοι, και τους είχε σηκώσει όλους στο πόδι, όταν έφερε μέσα την Κέιλα. Μια ματιά στην τρομακτική του έκφραση και το προσωπικό τής έκανε αμέσως αξονική τομογραφία. Μετά κάλεσαν τον Μπεκ στην εντατική μονάδα για να ηρεμήσει τον Τζάκσον. Ο Μπεκ τον διαβεβαίωσε ότι η καλύτερη γιατρός είχε αναλάβει την Κέιλα και ότι θα της συμπεριφέρονταν ως ισότιμο μέλος του νοσοκομειακού προσωπικού.
Βασικά, αυτό που είπε ήταν: Τζακ, ηρέμησε, γιατί θα σε διώξω με τις κλοτσιές, αλλά τουλάχιστον έτσι κατάφερε να ησυχάσει και να σκεφτεί αν ήταν σχεδιασμένη επίθεση ή ένα άσχετο ατύχημα. Τον πλησίασε ο Λάκι μαζί με το σερίφη Μπερκ και έγνεψε προς το κρεβάτι που βρισκόταν ξαπλωμένη η Κέιλα, φοβισμένη και χλομή. Ο φόβος αντικατοπτριζόταν στα μάτια της, παρά τη φαινομενικά ήρεμη συμπεριφορά της. Είχε τον έλεγχο της κατάστασης. Θαύμασε τη στάση της, αλλά ήθελε να πάει δίπλα της και να την πάρει αγκαλιά. «Είναι καλά;» ρώτησε ο Λάκι. «Δεν έχει πει τίποτα ακόμα η γιατρός.» Γύρισε προς τον Λάκι και το σερίφη Μπερκ – είχαν και οι δύο κατεβασμένα τα μούτρα. Δεν ήταν καλά τα πράγματα. «Βρήκες τίποτα στο βίντεο ασφαλείας;» «Όχι. Ήταν πολύ σκοτεινά.» Ο Λάκι αναστέναξε και έτριψε το σβέρκο του. «Έτρεξε προς το μέρος της και την έριξε κάτω, αλλά δεν έχουμε κανένα στοιχείο για το ποιος είναι.» «Άρα δεν ήταν ατύχημα.» «Όχι, αγόρι μου, δεν ήταν. Βρήκαμε αυτά δίπλα στο αμάξι της.» Ο σερίφης Μπερκ έδειξε μερικά μπουλόνια και ένα κατσαβίδι. «Αυτός που την έριξε κάτω έκανε σαμποτάζ στα λάστιχα του αυτοκινήτου της. Μάλλον τον διέκοψε.» Ο Τζάκσον κοίταξε τον Λάκι. Μήπως ήταν ο ίδιος με τις προάλλες; Ο Λάκι καθάρισε το λαιμό του. «Δεν υπήρχαν σημάδια ότι είχε πειράξει κανένας άλλος το αυτοκίνητο.» «Είχε γρύλο;» «Όχι» απάντησε στενοχωρημένος ο Λάκι. «Οπότε δεν ήθελαν να της κλέψουν τα λάστιχα.» Δεν ήταν ερώτηση, οπότε κανένας από τους δύο δεν απάντησε. Το χέρι του άρχισε να τον φαγουρίζει πάλι. «Ήθελαν να χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου.» Ο Λάκι ολοκλήρωσε τη σκέψη του. «Όταν θα κατέβαινε την πλαγιά του βουνού.» Η φωνή του σερίφη Μπερκ διέκοψε τις σκοτεινές τους σκέψεις. «Θέλετε να μου πείτε τι συμβαίνει;» «Είχε προβλήματα με έναν ανεπιθύμητο θαυμαστή. Μπορεί να έχουν σχέση.» Ο Τζακ έδειξε τα αντικείμενα στη σακούλα με τα στοιχεία. «Αλλά είμαι σίγουρος ότι δεν πήγε να της κλέψει τα λάστιχα και ότι δεν ήταν τυχαίος στόχος.» Ο σερίφης Μπερκ άνοιξε το στόμα του για να ρωτήσει κάτι, αλλά εμφανίστηκε η γιατρός στην πόρτα του δωματίου της Κέιλα και η συζήτηση σταμάτησε. Τουλάχιστον προσωρινά. «Μπορείτε να περάσετε τώρα.» Η Δόκτωρ Τάλμποτ έγνεψε στο σερίφη και μπήκαν στο δωμάτιο. Ήταν μια αδύνατη γυναίκα με καστανά μαλλιά και πράσινα μάτια, και έδειξε αμέσως την ενόχλησή της για την πολυκοσμία. «Η Δόκτωρ Ρόαρκ είναι μια χαρά. Δεν έπαθε διάσειση, αλλά πρέπει να ηρεμήσει.» Τους έριξε ένα αυστηρό βλέμμα για να υπογραμμίσει τα λόγια της. «Μπορείτε να τη ρωτήσετε μερικά πράγματα, αλλά μετά θα σας διώξω για να κοιμηθεί.» «Όχι. Δε θα μείνω εδώ.» Η φωνή της Κέιλα ήταν σταθερή, αλλά και λίγο τρομαγμένη. Τον έκανε να θυμώσει. Έτσι και τον έπιανε τον τύπο, θα τον σάπιζε στο ξύλο. «Θα πάω σπίτι.» «Κέιλα.» Ο Τζακ στάθηκε στην άκρη του κρεβατιού και την κοίταξε. Οι γιατροί συνήθως δεν ήταν συνεργάσιμοι ασθενείς, αλλά έπρεπε να την πείσει να μείνει εδώ.
«Δε μένω.» Άφωνοι, κοίταξαν και οι δύο τη Δρ. Τάλμποτ. Μίλησε απευθείας στη Μικέλα. «Δε βρίσκεσαι σε κίνδυνο, αλλά πρέπει κάποιος να μείνει μαζί σου. Για να είμαστε σίγουροι.» «Τότε θα μείνω μαζί σου στο σπίτι σου» είπε ο Τζακ. Η Κέιλα άνοιξε το στόμα της, σίγουρα για να φέρει αντιρρήσεις. Εκείνος πήρε την κατάσταση στα χέρια του. «Αλλιώς θα τηλεφωνήσω στο Ρίτσμοντ.» Ο Τζακ δεν ήθελε να το κάνει αυτό, αλλά έπρεπε. Βρισκόταν σε κίνδυνο – το ένιωθε. Δε θα της έκανε τη χάρη να διατηρήσει την ανεξαρτησία της. Η Κέιλα του έριξε ένα περιφρονητικό βλέμμα. «Μπάσταρδε» μουρμούρισε. «Το έχω ξανακούσει» απάντησε. Ήταν εξοργισμένη, αλλά προτιμούσε το θυμό της από το φόβο που ένιωσε πριν λίγη ώρα. Ο σερίφης Μπερκ ξερόβηξε και διέκοψε το θέατρο. «Δόκτωρ Ρόαρκ, μπορείτε να αναγνωρίσετε το δράστη;» Κούνησε το κεφάλι της μορφάζοντας. «Ήταν πολύ σκοτεινά. Φορούσε καπέλο, όλα έγιναν πολύ γρήγορα.» «Σας μίλησε;» ρώτησε ο σερίφης Μπερκ. «Όχι, από όσο θυμάμαι.» Το ανήσυχο ύφος της έκανε τον Τζακ να νιώσει ένα σφίξιμο στο στήθος του. «Πιστεύεις ότι είναι ο ίδιος;» Ο Τζακ ήθελε να της πει ότι ήταν κάτι το τυχαίο, να τη διαβεβαιώσει πως οι υποθέσεις της ήταν σωστές και πως όλα ήταν σχέδιο του πατέρα της. Αλλά το ένστικτό του έλεγε πως ήταν ο ίδιος τύπος και πως σίγουρα τα πράγματα θα χειροτέρευαν. Το μόνο πράγμα που μπορούσε να κάνει ήταν να βρει το δράστη και να τον κάνει να εξαφανιστεί. Για πάντα, αν ήταν δυνατόν. Ο σερίφης Μπερκ καθάρισε το λαιμό του, έβαλε το μπλοκ του μέσα στην τσέπη του σακακιού του και τον τράβηξε στην άκρη για να μιλήσουν. «Τζάκσον, δεν έχω αρκετούς άντρες για να παρακολουθούν το σπίτι της Δρ. Ρόαρκ όλη τη μέρα. Μπορείς να το αναλάβεις εσύ;» «Ναι. Θα το αναλάβω.» «Θα πάω εγώ πρώτα να ελέγξω το σπίτι της.» Ο Λάκι έριξε το μπουφάν στους ώμους του και ετοιμάστηκε να φύγει. «Θα μείνεις εδώ μαζί της;» «Ναι. Θα την πάω σπίτι όταν πάρει εξιτήριο.» Δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από την Κέιλα, η οποία, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, δεχόταν τις περιποιήσεις μιας νοσοκόμας. «Θα είσαι εντάξει;» ψιθύρισε ο Λάκι. Ο Τζάκσον γύρισε στο φίλο του. «Τι εννοείς;» Ο Λάκι κουνήθηκε άβολα, μην ξέροντας αν έπρεπε να συνεχίσει ή να σκάσει. «Έχεις σχέση με αυτή τη γυναίκα.» Ο Λάκι σήκωσε το χέρι του, όταν ο Τζακ ξεκίνησε να διαμαρτύρεται. «Μπορεί να μην κοιμάστε μαζί, αλλά τη θέλεις. Δε σου είναι τόσο αδιάφορη όσο νομίζεις.» «Όπρα, καλά είμαι. Μόνο σεξ κάναμε.» «Πάντα είναι πιο πολύπλοκο από αυτό.» «Τώρα ακούγεσαι σαν γυναίκα» γέλασε άβολα ο Τζακ. Ο Λάκι είχε πλησιάσει πολύ κοντά στο στόχο.
«Παράτα με.» Η φωνή του Λάκι ήταν αυστηρή. «Ξέχασα. Τίποτα δε σε αγγίζει εσένα, είσαι αλεξίσφαιρος.» Τέντωσε το δάχτυλό του στον Τζακ. «Πρέπει να μείνεις συγκεντρωμένος. Το καθίκι αυτό είναι επικίνδυνο. Ήθελε να της προκαλέσει ατύχημα με το αυτοκίνητο. Αν αποβλακωθείς από τον έρωτα, θα σας πιάσει στα πράσα.» Ο Τζακ και ο σερίφης περίμεναν καθώς ο Λάκι έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη του και έφυγε από το δωμάτιο. Η πλάτη του ήταν τεντωμένη από το θυμό. Ανά τα χρόνια, είχαν τσακωθεί ελάχιστες φορές. Το γεγονός ότι τώρα του είχε θυμώσει πάγωσε τον Τζακ. Είχε δύο αφεντικά, την Κέιλα και τον πατέρα της. Η μια τον εμπιστευόταν και ο άλλος εμπιστευόταν τη φιλοδοξία του. Μπορούσε να τα καταφέρει χωρίς να πληγώσει κανέναν από τους δύο; Και μπορούσε να κρατήσει τις αποστάσεις του από την Κέιλα; Μένοντας στο ίδιο σπίτι; Μαζί όλη την ημέρα; Την τελευταία φορά που έμπλεξε τη δουλειά του με το σεξ, τα χέρια του βάφτηκαν με αίμα. Κοίταξε την Κέιλα και ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος. Ναι, νοιαζόταν για εκείνη, και φυσικά δεν ήταν μόνο για το σεξ. Ή μπορεί το σεξ να ήταν τόσο καλό, που να νόμιζε ότι πρόκειται για κάτι περισσότερο. Όπως και να έχει, η σκέψη και μόνο ότι μπορεί εκείνη να πληγωνόταν, αν δεν έκανε σωστά τη δουλειά του, τον ξύπνησε για τα καλά. Θα χρησιμοποιούσε την αδυναμία του ως πλεονέκτημά του. Η νοσοκόμα βγήκε από το δωμάτιο κι εκείνος έκατσε στην άκρη του κρεβατιού της Κέιλα, προσέχοντας μην την κουνήσει. Πήρε το χέρι της στο δικό του – ήταν κρύο και έτρεμε. «Είσαι καλά;» Σήκωσε τους ώμους της, κοιτάζοντας τα σχέδια στην κουβέρτα. «Σ’ το υπόσχομαι, θα τον πιάσω αυτό τον τύπο.» «Τζάκσον. Δεν μπορείς να νικήσεις τον πατέρα μου σε αυτό το παιχνίδι.» Σήκωσε το κεφάλι της και, αντί για δάκρυα ή φόβο, είδε στο βλέμμα της παραίτηση και ήττα. Σήκωσε απρόσμενα τα χέρια της και άγγιξε το πρόσωπό του, χαϊδεύοντας απαλά το μάγουλό του. Έκατσε εκεί απορημένος, χωρίς να μιλά. Προσπαθούσε να τον παρηγορήσει, ενώ εκείνη χρειαζόταν παρηγοριά. «Αν μπεις εμπόδιο στα σχέδιά του, θα σε πληγώσει. Δεν μπορώ να το αφήσω να συμβεί.» Ο Τζακ έγειρε, φίλησε το μέτωπό της και την τράβηξε κοντά. Τα χέρια της γράπωσαν την μπλούζα του, προσπαθώντας να τον διώξουν, αλλά την κράτησε εκεί, μέχρι που χώθηκε στην αγκαλιά του. «Κέιλα, δε φοβάμαι τον πατέρα σου.» Της έδωσε ένα καυτό φιλί και της έδωσε μια υπόσχεση που ήλπιζε να μπορέσει να κρατήσει. «Θα ζήσεις τη ζωή σου όπως θέλεις εσύ, σ’ το υπόσχομαι.»
Κεφάλαιο Επτά Ο πισινός που έσκυβε πάνω από το τραπέζι της φαινόταν γνώριμος. Και πολύ καυτός. Η Μικέλα στάθηκε στην είσοδο, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια, για να συνηθίσει το δυνατό φως στο σαλόνι της, και προσπάθησε να καταλάβει τι συνέβαινε. Νοσοκομείο, χάπια, ζαλάδα. Τζάκσον. Ο Τζάκσον. Μάλλον είπε άθελά της το όνομά του, γιατί εκείνος γύρισε ξαφνιασμένος, με έκφραση όλο ανησυχία. Να πάρει, ακόμα και κουρασμένος, κούκλος ήταν. «Έι! Γιατί σηκώθηκες;» Με δύο μεγάλα βήματα κάλυψε την απόσταση ανάμεσά τους. Η καρδιά της αναπήδησε όταν έφτασε κοντά της, αλλά αμέσως σταμάτησε και έχωσε τα χέρια στις τσέπες του, αφήνοντάς τη μόνη και απορημένη μέσα στη σιωπή. Η Μικέλα κατάπιε την απογοήτευσή της. Μέσα στην αγκαλιά του στο νοσοκομείο ένιωθε ασφαλής, αγαπημένη – τέλεια. Και ήθελε να νιώσει πάλι έτσι, ήθελε τα χέρια του γύρω της, όχι απλά για παρηγοριά, αλλά για αυτό που θα μπορούσε να συμβεί ανάμεσά τους, αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ο Τζάκσον σούφρωσε τα φρύδια του. «Είσαι καλά; Θες να καλέσω τη γιατρό;» «Όχι, είμαι καλά. Αισθάνομαι καλύτερα μετά τον ύπνο.» Η Μικέλα τον παρέκαμψε και πήγε προς την κουζίνα, θέλοντας να απομακρυνθεί. Το κυρίως δωμάτιο ήταν μεγάλο και ορθογώνιο και χωριζόταν νοερά από τα έπιπλα στην τραπεζαρία, την κουζίνα και το σαλόνι, αλλά δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγει από την παρουσία του εκεί, εκτός και αν κατέφευγε σε ένα από τα δύο διπλανά υπνοδωμάτια. Άνοιξε το ψυγείο να πάρει λίγο χυμό. Ακόμα και πίσω από την κλειστή πόρτα, η αίσθηση ότι βρισκόταν εκείνος στο σπίτι της ήταν πολύ. Διαθέσιμος ή μη. Η συμπεριφορά του Τζάκσον είχε αλλάξει από «τρυφερός άντρας που με θέλει» σε «τρυφερός αστυνομικός που κάνει τη δουλειά του» τη στιγμή που βγήκαν από το νοσοκομείο. Μόλις έφτασαν στο σπίτι, ασχολήθηκε αμέσως με τη δουλειά του, καθώς ο Λάκι έστηνε τους υπολογιστές στην τραπεζαρία της και την έδωσαν στην Τερέζα σαν μικρό κοριτσάκι για ντους και ύπνο. Ο Τζάκσον δεν είχε συμμετάσχει σε αυτές τις δραστηριότητες. Κρίμα. Μάλλον ένιωθε καλύτερα, για να σκέφτεται τέτοια πράγματα. «Πήρε τηλέφωνο η Τερέζα;» «Ναι.» Το πρόσωπό του κοκκίνισε ελαφρά. «Είπε πως όλα στο γραφείο είναι εντάξει και να της τηλεφωνήσεις όταν ξυπνήσεις.» «Και;» Το στομάχι της Μικέλα σφίχτηκε. Δεν την κοιτούσε. Επίτηδες της κρατούσε κάτι κρυφό. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα στη σιωπή πριν ο Τζάκσον σηκώσει το βλέμμα του. Οι ώμοι του ήταν σφιγμένοι, προδίδοντας το δίλημμά του. Έμοιαζε λες και δεν ήξερε αν έπρεπε να το πει ή όχι. Σκύβοντας, κοίταξε ξανά την οθόνη. «Αφού βεβαιώθηκε ότι είσαι καλά, με… απείλησε.» «Τι έκανε;» Η Μικέλα πνίγηκε με το χυμό της.
«Ναι. Μου είπε να κρατήσω το όπλο μου στην τσέπη μου» την κοίταξε με πονηρό χαμόγελο «γιατί αλλιώς θα φροντίσει να μην το ξαναχρησιμοποιήσω ποτέ.» Η Μικέλα έμεινε άφωνη, με το ποτήρι στο χέρι, συγκινημένη από το ενδιαφέρον της φίλης της. Έσκασε στα γέλια. Άφησε το ποτήρι στον πάγκο της κουζίνας και αφέθηκε να ξεσπάσει. Ήταν ωραία να νιώθει επιτέλους κάτι άλλο πέρα από φόβο και τη συνεχή απειλή των Ίστλαντ για καλή συμπεριφορά. «Έι, δεν είναι αστείο να απειλούν το… όπλο ενός άντρα.» Η γκρίνια του Τζάκσον την έκανε να χαζογελάσει και πάλι. Έμεινε να την κοιτά, περιμένοντας να πέσει στο πάτωμα μέσα σε μια λίμνη δακρύων. Δεν είχε σκοπό να το κάνει αυτό. Όχι σήμερα. Ούτε και αύριο. Έπρεπε να τα καταφέρει να σταθεί στα πόδια της. Εντάξει, δεν ήταν έτοιμη να αρχίσει και το τραγούδι, αλλά ένιωθε αρκετά καλά. Στο νοσοκομείο είχε βυθιστεί στην απελπισία και τις αμφιβολίες. Αλλά ο Κυβερνήτης ξεχνούσε τη μεγαλύτερή της δύναμη – ήταν η κόρη του. Η δύναμη που τη βοήθησε να φύγει και να κυνηγήσει τα όνειρά της θα τη βοηθούσε και τώρα να συνεχίσει να μάχεται. Επιπλέον, με τον Τζάκσον στην υπόθεση, ένιωθε μια σιγουριά ότι οι πιθανότητες ήταν με το μέρος της. «Πεινάς; Θέλεις κάτι να φας;» τον ρώτησε. «Θα έτρωγα κάτι.» «Στους άντρες, αυτό σημαίνει ότι πεθαίνεις από την πείνα και είσαι έτοιμος να φας το ίδιο σου το πόδι.» Γύρισε και πήγε στο ψυγείο, το άνοιξε και άρχισε να βγάζει πράγματα έξω και να τα ακουμπά στον πάγκο της κουζίνας. «Θέλεις ομελέτα;» «Ναι, αλλά μπορώ να τηλεφωνήσω στη μητέρα μου να μας στείλει κάτι. Δεν πρέπει να κουράζεσαι.» Ίσιωσε την πλάτη της και πέταξε το καπνιστό γκούντα στον πάγκο. «Όχι. Θέλω να μαγειρέψω. Να κάνω κάτι φυσιολογικό.» Έπιασε τον εαυτό της να χαμογελά, καθώς ετοίμαζε το κολατσιό. Ένιωθε ωραία να κάνει κάτι φυσιολογικό μέσα σε όλο αυτό το χάος. Άναψε το iPod και η μουσική γέμισε τον αέρα. Μαγείρεψε την ομελέτα και έφτιαξε καφέ, κουνώντας τους γοφούς της στο ρυθμό. Η φωνή του Τζάκσον την έβγαλε από την ονειροπόλησή της. «Δε θέλω να το πάρεις στραβά, αλλά γιατί έχεις τόσο καλή διάθεση;» «Γιατί όχι; Είμαι ασφαλής μαζί σου και ξέρω ότι θα με προστατέψεις.» Η Μικέλα κουνούσε το κεφάλι της με τη μουσική. Δεν ήθελε να βγει από τη σαπουνόφουσκά της. «Κάνε μου τη χάρη. Δε θέλω να το σκεφτώ τώρα.» Ένιωθε τον Τζάκσον να την παρατηρεί καθώς εκείνη τέλειωσε το μαγείρεμα και έβαλε το φαγητό σε δύο πιάτα. Μέχρι να πει τις σκέψεις της δυνατά, δεν είχε καταλάβει πόσα πολλά αποκάλυπταν. Ρίχνοντας μια ματιά στα χαρτιά και τους υπολογιστές στην τραπεζαρία της, έστρωσε στον πάγκο της κουζίνας. «Έλα να φας.» «Μυρίζει πολύ ωραία.» Ο Τζάκσον έκατσε στο σκαμπό δίπλα της και ήπιε μια γουλιά καφέ, πριν ορμήσει στην ομελέτα. Τα μάτια του έκλεισαν, απολαμβάνοντας τη γεύση. «Και έχει και υπέροχη γεύση. Πού έμαθες να μαγειρεύεις έτσι;» Ο έπαινος την έκανε να νιώσει θέρμη σε όλο της το κορμί. Η Μικέλα έφαγε μια μπουκιά από τη
δική της ομελέτα και γεύτηκε το καπνιστό γκούντα και το ζουμερό μανιτάρι, πριν γνέψει προς τη μεριά της τραπεζαρίας. «Δεν έχεις όλες τις πληροφορίες για μένα εκεί πέρα;» Ο Τζάκσον κουνήθηκε στη θέση του με το πιρούνι μετέωρο. Το άφησε πίσω στο πιάτο. Εκείνη το είπε για αστείο, αλλά η κριτική στη φωνή της ήταν εμφανής. Δεν της άρεσε καθόλου το γεγονός ότι είχε μπει στη ζωή της και ανακάλυψε όλες τις λεπτομέρειες για την κόρη του Τζέφερσον Ίστλαντ. Δεν ήθελε να την κρίνει, ή ακόμα χειρότερα, να τη λυπηθεί. Ήθελε απλά μια φυσιολογική ζωή. «Στα αρχεία υπάρχουν μόνο ημερομηνίες και γεγονότα. Δεν ξέρω τα πάντα.» Ντροπιασμένη με την αχαριστία της, η Μικέλα άγγιξε το χέρι του, μέχρι να την κοιτάξει. «Όταν ήμουν μικρή, είχαμε μια οικονόμο. Δεν της άρεσε να περιφέρομαι στην κουζίνα χωρίς να κάνω τίποτα, οπότε με έβαζε να τη βοηθήσω στο μαγείρεμα. Σε λίγο καιρό κατάλαβα ότι μου άρεσε. Η μαγειρική με ηρεμεί, όταν τα πράγματα… ξεφεύγουν.» «Η κυρία Άντκινς» είπε σκεπτικός. «Πού το –» είπε η Μικέλα έκπληκτη. «Το μάντεψα.» Ο Τζάκσον σκούπισε το στόμα του με μια χαρτοπετσέτα και σηκώθηκε από τον πάγκο. «Έμεινε για αρκετό καιρό, ακόμα και αφού τσακώθηκε με τον πατέρα σου. Νοιαζόταν για εσένα και μάλλον δέθηκε μαζί σου στα μαθήματα μαγειρικής.» «Είσαι καλός.» Κάτω από το ψυχρό του παρουσιαστικό, βρισκόταν ένα μυαλό που ανέλυε τα πάντα σαν κομμάτια από παζλ. Φοβήθηκε λίγο να ρωτήσει την επόμενη ερώτηση. «Τι άλλο ξέρεις για εμένα;» «Τα πάντα.» Ο Τζάκσον την κοίταξε για λίγο, πριν προσθέσει, στραβώνοντας τα αισθησιακά του χείλη: «Ό,τι υπάρχει στο ίντερνετ, στα δημόσια αρχεία και ό,τι μπόρεσα να μάθω με ένα τηλεφώνημα.» «Κατάλαβα.» Είχε κάνει τη δουλειά του. Αλλά θα ήταν όμορφα αν είχαν καταφέρει να γνωριστούν όπως όλος ο κόσμος. «Δεν ξέρω τίποτα για εσένα, ενώ εσύ ξέρεις τα πάντα για μένα.» «Όχι και τα πάντα.» «Ξέρεις όλα τα σημαντικά.» Άκουσε τη θλίψη στη φωνή της, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι για αυτό. Η απογοήτευσή της για τη σχέση τους τον πλήγωσε βαθιά. «Αυτά που μαθαίνεις στο πρώτο ραντεβού.» Η έκφραση του Τζάκσον μαλάκωσε. Έγειρε μπροστά στον πάγκο και την τράβηξε κοντά του, μέχρι που τα μακριά, μυώδη πόδια του ακούμπησαν τα δικά της. Η Μικέλα έγειρε κοντά του, ανίκανη να κάνει οτιδήποτε παρά να χαθεί στο άγγιγμά του και στο βλέμμα του, που την έκανε να πονά. Το είχε καταλάβει ότι υπήρχε έλξη ανάμεσά τους, αλλά κάθε φορά την εξέπληττε. Για μια στιγμή και μόνο, ήθελε να τα ξεχάσει όλα και να χαθεί στον Τζάκσον. Το σκληρό του χέρι κρατούσε το πρόσωπό της και με τον αντίχειρά του χάιδεψε τα χείλη της. Έβγαλε τη γλώσσα της έξω για να τον γευτεί και η επαφή έστειλε κεραυνούς σε όλο της το σώμα. Το δέρμα του Τζάκσον φανέρωσε την επιθυμία του. Η Μικέλα ανατρίχιασε καθώς εκείνος τρίφτηκε στο σαγόνι της. Η φωνή του ήταν βαθιά. «Δεν ξέρω το αγαπημένο σου χρώμα, ούτε που σου αρέσει να πηγαίνεις για διακοπές. Δεν ξέρω αν προτιμάς τους σκύλους ή τις γάτες, ή αν τσακωνόσουν με τον αδερφό σου, όταν ήσουν μικρή.» Το στόμα του χάραξε ένα μονοπάτι φωτιάς στο λαιμό της που τελείωσε σε ένα απαλό φιλί. Ο συνδυασμός την έκανε να αισθανθεί ζαλάδα. «Δεν ξέρω πώς μοιάζεις το πρωί μετά από μια νύχτα
έρωτα.» Η Μικέλα αναστέναξε. Τα λόγια του ξύπνησαν την επιθυμία της να τον γνωρίσει, να ανήκει σε εκείνον, να χτίσουν μαζί κάτι μεγαλύτερο από αυτά που θα μπορούσε να καταφέρει μόνη της. «Τζάκσον.» Μετά βίας ψιθύρισε το όνομά του, πριν το στόμα του καλύψει το δικό της με ένα απαλό φιλί. Τα χείλη του ήταν απαλά και υγρά και η ανάσα του καυτή, καθώς την παρέσερνε όλο και πιο βαθιά μέσα στο πάθος του. Ο Τζάκσον έπλεξε τα μακριά του δάχτυλα μέσα στα μαλλιά της και τράβηξε πίσω το κεφάλι της για να τη φιλήσει στο λαιμό. Το παιχνίδι με τα χείλη, τη γλώσσα και τα δόντια του την έκαναν να βογκήξει. Το δικό του βογκητό χάθηκε καθώς ένωσαν ξανά τα χείλη τους, υγρά και έτοιμα να δεχτούν τον άλλον. Η Μικέλα γλίστρησε από το σκαμπό και χώθηκε ανάμεσα στους χοντρούς, μυώδεις μηρούς του Τζάκσον. Χάιδεψε το τζιν του πάνω από τη σκληρή του στύση κι εκείνος ήρθε πιο κοντά της. Το σώμα της πονούσε και έκαιγε και ο αυξανόμενος ερεθισμός της έσβησε τα πάντα γύρω τους, αφήνοντας μόνο την υπέροχη αίσθηση της ευχαρίστησης μαζί με πόνο. Ο Τζάκσον έπιασε τον πισινό της και την τράβηξε βίαια κοντά του. Διάβασε το μυαλό της. Ήθελε κι εκείνη να τον πλησιάσει, αλλά δε γινόταν να βολευτούν πάνω στο σκαμπό. Με έναν αναστεναγμό, η Μικέλα τον τράβηξε προς τα πίσω, σκοπεύοντας να βρει ένα καλύτερο μέρος για να φιληθούν, να αγκαλιαστούν και να σβήσουν το ασίγαστο αυτό πάθος. Το τηλέφωνό του χτύπησε, κάνοντας και τους δύο να αναπηδήσουν. Ανάσαναν βαριά και δεν ήθελαν να ξεκολλήσουν ο ένας από τον άλλον. Να πάρει. Ο Τζάκσον την άφησε, έκανε ένα βήμα πίσω και έπιασε το τηλέφωνο που κουδούνιζε πάνω στο τραπέζι. Έμοιαζε σαν παλαιστής που έμπαινε στο ρινγκ, κουνώντας το κεφάλι του και ανασηκώνοντας τους ώμους του. Το χέρι με το οποίο σήκωσε το κινητό έτρεμε από τα απομεινάρια του πάθους τους. Μπορεί να μην ήθελε σχέση και σίγουρα δεν ήθελε να μπλέξει, αλλά τουλάχιστον ένιωθε κι εκείνος το ίδιο. «Πρέπει να το σηκώσω.» Η φωνή του ήταν απόμακρη και αδιάφορη, σε αντίθεση με τη στύση που πίεζε ακόμα το τζιν του. Τα δάχτυλά της ήθελαν να κατεβάσουν το φερμουάρ για να ξεχάσει αμέσως το τηλεφώνημα. Αντίθετα, πήγε παραπατώντας στην κουζίνα για να καθαρίσει τα πιάτα. Αν έχωνε το κεφάλι της μέσα στον καταψύκτη, ίσως και να ηρεμούσαν τα νεύρα της. Άκουσε τις μπότες του να χτυπάνε στο παρκέ και τον είδε να κατευθύνεται προς το μπαλκόνι. Το μπλουζάκι του διέγραφε τη μυώδη του πλάτη και το παλιό τζιν τύλιγε ωραία το μυώδη πισινό του και τα μακριά του πόδια. Η Μικέλα πήγε στον καταψύκτη, τον άνοιξε και έχωσε μέσα το πρόσωπό της. *** «Κάντρελ.» Ο Τζακ βγήκε στο μικρό μπαλκόνι και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Ο αέρας ήταν ψυχρός, αλλά το άντεχε το κρύο. Αν στο τηλέφωνο ήταν αυτός που υποψιαζόταν, η ατμόσφαιρα θα θερμαινόταν πολύ σύντομα.
«Τι διάολο κάνεις εκεί, Κάντρελ;» Η φωνή του κυβερνήτη Ίστλαντ γέμισε τον αέρα και ο Τζάκσον απομάκρυνε το τηλέφωνο από το αυτί του. Τέλεια. Ήταν ζήτημα χρόνου μέχρι να τον καλέσει ο Κυβερνήτης για να μάθει πώς πάει η έρευνά του. «Κάντρελ; Εκεί είσαι;» «Κυβερνήτη. Δε μου τηλεφωνείς, δε μου γράφεις. Νόμιζα ότι με ξέχασες.» Έπαιζε με τον ταύρο τώρα, αλλά δεν μπορούσε να αντισταθεί να του τραβήξει λιγάκι την ουρά. «Δε σε πληρώνω για να λες εξυπνάδες.» «Δε με πληρώνεις καθόλου.» «Σε έχω αγοράσει, Κάντρελ, και το ξέρεις.» Ο Τζάκσον έφερε στο μυαλό του το πονηρό και κακό χαμόγελο του Ίστλαντ. Μακάρι να μπορούσαν να τον δουν έτσι οι ψηφοφόροι του. «Και σε αγόρασα και τσάμπα, οπότε μη μου κάνεις τον καμπόσο. Σταμάτα να το παίζεις εξυπνάκιας και πες μου γιατί δεν εμπόδισες την κόρη μου απ’ το να χτυπήσει σήμερα.» Το διπλό του χτύπημα βρήκε τον Τζάκσον στο στήθος και ανάσανε βαθιά. Όχι μόνο ήταν ένας αποτυχημένος, αλλά είχε απογοητεύσει και την Κέιλα. Καλά τα πήγαινε. «Δε θα επαναληφθεί. Μέχρι χτες, δεν ήμουν σίγουρος ότι η απειλή ήταν αληθινή.» «Σήμερα το κατάλαβες; Είσαι αστέρι.» Ο Ίστλαντ γέλασε στεγνά. «Λοιπόν, τι έχεις ανακαλύψει ως τώρα;» Τα πράγματα δυσκόλεψαν. Ναι, ο Τζακ θα μπορούσε να του αντισταθεί και να τον απορρίψει – πιθανότατα θα του άρεσε αυτός ο πόλεμος νεύρων– αλλά ο Κυβερνήτης κράταγε στο χέρι το μέλλον του Τζακ, οπότε δεν ήταν έξυπνο να τον πιέσει παραπάνω. «Δε θα συζητήσω την υπόθεση μαζί σου. Είσαι ακόμα στη λίστα των υπόπτων.» Περίμενε την έκρηξη. Προς έκπληξή του, ο Κυβερνήτης γέλασε. «Έχεις κότσια, Κάντρελ. Το παραδέχομαι.» Ο Τζακ ανάσανε. Μετά, το γέλιο του Κυβερνήτη εξαφανίστηκε. «Ξεχνάς ότι μπορώ ανά πάσα στιγμή να κάνω ένα τηλεφώνημα στο FBI και να σε θάψω.» Αυτό ήταν αλήθεια. Ο Τζακ κοίταξε μέσα από τα παράθυρα. Η Κέιλα έπλενε τα πιάτα και τα μαλλιά της χόρευαν στην πλάτη της, καθώς κινούνταν με τη μουσική. Και πάλι το στήθος του σφίχτηκε και ένιωσε να ερεθίζεται. Από την αρχή συνέβαινε αυτό και δεν πίστευε ότι θα σταματούσε ποτέ. Ο Τζακ γύρισε την προσοχή του στη συζήτηση. «Κάνε ό,τι θέλεις, Κυβερνήτη, αλλά άκουσέ με. Θα το κάνω με το δικό μου τρόπο. Αν μπεις εμπόδιο, θα σε βγάλω από τη μέση.» Ο Τζακ έκλεισε το τηλέφωνο. Να πάρει, μάλλον πέταξε την καριέρα του στα σκουπίδια. Έγειρε με φόρα στην κουπαστή ανασαίνοντας βαθιά. Πιθανότατα πέταξε στα σκουπίδια όλο του το μέλλον. Αλλά δε θα έθετε την Κέιλα σε κίνδυνο μόνο και μόνο για να γλείψει τον Κυβερνήτη. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει, γι’ αυτό και συμφώνησε στη δουλειά. Αν ο Κυβερνήτης αρνούνταν να τον βοηθήσει μετά από αυτή την υπόθεση, θα μιλούσε με το διευθυντή Μπούρις για να δει τι μπορούσε να κάνει. Αν δε γινόταν να τον βοηθήσει και αυτός, θα έβλεπε τότε τι θα έκανε. Το τηλέφωνο στο χέρι του χτύπησε. Κοίταξε το όνομα στην οθόνη και απάντησε. «Λάκι, τι τρέχει;»
«Έι, Τζακ. Ακούγεσαι περίεργα. Είσαι καλά;» Ο Τζακ έτριψε το πρόσωπό του με το χέρι του. Ήταν πολύ δύσκολη αυτή η μέρα. «Μόλις μίλησα με τον Κυβερνήτη και δεν είναι ευχαριστημένος με την πρόοδό μας. Στην πραγματικότητα, είναι πολύ τσατισμένος.» «Μήπως τσατίστηκε αφού σου μίλησε;» Άφησε τη σιωπή να μιλήσει από μόνη της. Ο Λάκι τον ήξερε και μπορούσε εύκολα να γεμίσει τα κενά. «Να πάρει, Τζακ» γκρίνιαξε ο Λάκι. Ο Τζακ τον φαντάστηκε χωμένο στο φορτηγάκι του, να χτυπά νευρικά τα δάχτυλά του στο τιμόνι. «Θέλεις να καταστρέψεις κάθε σου ευκαιρία για να γυρίσεις πίσω στο FBI;» «Έχω και δεύτερο σχέδιο» μουρμούρισε ο Τζακ. «Ποιο είναι αυτό; Μήπως να πεις στη Δρ. Ρόαρκ ότι δουλεύεις για τον πατέρα της;» «Όχι.» Εξαιρετικά κακή ιδέα. «Τους είδες πώς είναι. Αν το μάθαινε, δε θα μας άφηνε να την πλησιάσουμε. Και μετά από το χτεσινό, η ασφάλειά της είναι πιο σημαντική από ένα ψέμα.» «Το ελπίζω.» Ο Λάκι σιώπησε και ο Τζακ κατάλαβε τι θα του έλεγε μετά. «Ξέρεις, μπορείς να της πεις την αλήθεια.» «Όχι.» Ο Τζακ το έδιωξε αυτό από το μυαλό του. Η δουλειά του –η ζωή του και η δουλειά του– δεν άφηναν χώρο για σχέση με μια γυναίκα σαν την Κέιλα. Δεν μπορούσε να της δώσει αυτά που ήθελε. Με το ψέμα αυτό κατάφερνε να είναι κοντά της, να την προστατεύει και να της δώσει τη ζωή που της αξίζει – ακόμα και αν είναι με κάποιον άλλο. «Όχι. Αποκλείεται.» «Κρίμα. Αν το μάθει, θα σε διώξει, όπως έδιωξε όλους τους άλλους.» «Αν αυτό μου χαρίσει την παλιά μου θέση στο FBI, αξίζει τον κόπο» είπε ο Τζακ, παρά το σφίξιμο στο στομάχι. «Αχά.» Η φωνή του Λάκι έσταζε ειρωνεία πάνω από τον ήχο της μηχανής του φορτηγού του. «Πάω να κοιμηθώ. Δεν πλησίασε κανείς το σπίτι, όλα είναι ήσυχα. Πάρε τηλέφωνο αν με χρειαστείς. Θα μείνω στους γονείς μου για να είμαι κοντά.» «Θα τα πούμε αύριο στο γραφείο.» Ο Τζακ δίστασε. Εκείνος και ο Λάκι στήριζαν πάντα ο ένας τον άλλον, από τότε που ήταν παιδιά. Θα έκανε ό,τι του ζητούσε χωρίς δισταγμό. Αλλά μετά από τη θητεία τους στους πεζοναύτες, ο Λάκι είχε βγάλει αρκετά χρήματα και δεν είχε ανάγκη τη δουλειά αυτή. «Ευχαριστώ, φίλε. Δε θα τα κατάφερνα χωρίς εσένα.» «Όχι, δε θα τα κατάφερνες.» Ο Λάκι γέλασε και έκλεισε το τηλέφωνο. Με καλύτερη διάθεση, ο Τζακ μπήκε μέσα στο σπίτι. Η μυρωδιά του κολατσιού και η ζέστη από το τζάκι έδιωξαν το κρύο της νύχτας. Ανατρίχιασε από τη διαφορά της θερμοκρασίας. Η Κέιλα στεκόταν δίπλα στο τραπέζι, κοιτάζοντας τους φακέλους του. Είχε μια έκφραση ανήσυχη και λίγο μπερδεμένη. Ήταν πανέμορφη, με λεπτά άκρα και ντελικάτα χαρακτηριστικά, και ακόμα είχε τη γεύση της στα χείλη του. Ήθελε απεγνωσμένα να συνεχίσει αυτό που είχαν σταματήσει. Κακή ιδέα. Δεν έπρεπε να μπλέξει –ή μάλλον να μπλέξει περισσότερο– με την Κέιλα. Ήξερε από πρώτο χέρι ότι τα συναισθήματα μπορούσαν να καταστρέψουν μια δουλειά. Αυτός δεν είχε πρόβλημα να ρισκάρει τη ζωή του, αλλά δεν ήθελε να ρισκάρει τη δική της. «Έκανες πολύ κόπο για όλα αυτά.» Η φωνή της ήταν βραχνή και καθάρισε το λαιμό της. Η Κέιλα κοίταξε το φάκελο στο χέρι της και αρνήθηκε να κοιτάξει εκείνον. Πριν λίγη ώρα ήθελε να
τον καταβροχθίσει, και τώρα δε γυρνούσε καν να τον αντικρίσει. Με έναν αναστεναγμό, έκλεισε το φάκελο, σήκωσε έναν άλλο και τον άνοιξε για να δει τι έχει μέσα. Επιτέλους έσπασε τη σιωπή. «Έχεις πληροφορίες για τον Κυβερνήτη, τον αδερφό μου, τη μητέρα μου… ακόμα και για ανθρώπους που έχω ξεχάσει.» «Δεν ξέρω από πού μπορεί να προέρχεται η απειλή. Πρέπει να ακολουθήσω κάθε δρόμο, μέχρι να βρω το σωστό.» Έδειξε μια στοίβα φακέλους στα δεξιά του. «Εδώ είναι οι υπεράνω υποψίας. Πρόκειται για πεθαμένους ή για ανθρώπους που ζούνε μακριά, οπότε δε θα μπορούσαν να σε βλάψουν.» Μετά έδειξε το φάκελο στο χέρι της και τη στοίβα στην άλλη μεριά του τραπεζιού. «Σε αυτή τη στοίβα είναι όλοι όσοι μου φαίνονται ακόμα ύποπτοι για διάφορους λόγους.» Η Κέιλα ζάρωσε το πρόσωπό της – από αηδία, σύγχυση ή φόβο, δεν μπορούσε να καταλάβει ακριβώς. Πέταξε τον ανοιχτό φάκελο στο πλάι, πήρε έναν άλλο και άρχισε να ξεφυλλίζει τα χαρτιά. Κοίταξε το όνομα πάνω του –Τζεφ Ίστλαντ– ο αδερφός της που έφυγε για την Ισπανία με τον εραστή του και παράτησε τη μικρή του αδερφή μόνη της με τον πατέρα τους. Εντάξει, δεν ήταν και τόσο αντικειμενική η περιγραφή. «Γιατί δεν έχεις ακόμα αποκλείσει τον Τζεφ από ύποπτο;» Η φωνή της ήταν ήρεμη, αλλά και επιθετική. «Γιατί δεν έχει άλλοθι για τις περασμένες δύο εβδομάδες.» «Δε θα με πείραζε ποτέ.» «Σε άφησε μόνη.» «Δεν είχε άλλη επιλογή!» Η φωνή της ήταν δυνατή και τα μάτια της άστραφταν. «Γνώρισες τον πατέρα μου. Αφού είναι ο γκέι γιος, ο Τζεφ δεν μπορούσε να μείνει εδώ.» Ο πόνος στη φωνή της του ράγισε την καρδιά. Την είχε δει παθιασμένη, θυμωμένη, ανήσυχη και ευτυχισμένη, αλλά τώρα ήταν τόσο απροστάτευτη. Ο Τζάκσον ήξερε τη ζωή της και πόσο μοναχική ήταν. Αυτός είχε μεγαλώσει μέσα στην οικογένεια Κάντρελ και είχε επιλέξει τη μοναξιά του. Η οικογένειά του ήταν εκεί, όποτε τη χρειάστηκε. Η Κέιλα δεν είχε αυτή τη σιγουριά. Ήταν πάντα μόνη της, είχε μόνο τον αδερφό της, και μετά έφυγε κι εκείνος. Ο Τζάκσον πήρε το φάκελο από το χέρι της και τον πέταξε στο τραπέζι. Προσπάθησε να απομακρυνθεί, αλλά την έπιασε στα χέρια του, τρίβοντας τον αντίχειρά του στον καρπό της. Τα μάγουλά της κοκκίνισαν καθώς την τράβηξε κοντά. Δεν την πήρε αγκαλιά, όπως θα το ήθελε, αλλά τα πόδια του άγγιξαν τα δικά της και μύρισε το άρωμα βανίλιας στο δέρμα της. «Σε πιστεύω. Για να το λες, έτσι θα ήταν. Απλά πρέπει να είμαι πολύ μεθοδικός με αυτά. Το σύστημά μου δουλεύει, έχε μου εμπιστοσύνη.» Μαλάκωσε τη φωνή του και είδε το άγχος να φεύγει από το πρόσωπό της. Δεν ήθελε να συνεχίσει αυτή τη συζήτηση, αλλά έπρεπε να της εξηγήσει τη διαδικασία μέχρι να πιάσει τον ανώμαλο. Μερικές λεπτομέρειες μπορεί και να την ενοχλούσαν. «Όσο κοιμόσουν, ο Λάκι κι εγώ εγκαταστήσαμε συναγερμούς στα παράθυρα και τις πόρτες και τοποθετήσαμε κοριό στο τηλέφωνο.» Η Κέιλα σήκωσε τα φρύδια της, αλλά δε μίλησε. Εκλαμβάνοντας τη σιωπή της ως συμφωνία, συνέχισε. «Επίσης κλείσαμε και το τούνελ κάτω από το γκαράζ. Παλιότερα το χρησιμοποιούσαν για λαθρεμπόριο.» «Λαθρεμπόριο;» Η Κέιλα σούφρωσε τη μύτη της. «Η Κρίσταλ μού είπε ότι ήταν παλιός σιδηροδρομικός σταθμός!» «Τι άλλο θα έλεγε;» Ο Τζάκσον γέλασε και φίλησε απαλά τα δάχτυλά της, ψάχνοντας τα λόγια για να περιγράψει την Κρίσταλ. «Η Κρίσταλ παντρεύτηκε τον Ρικ Ρόμπερτσον επειδή μπορούσε να
της προσφέρει τη ζωή που ήθελε.» «Καταλαβαίνω.» «Μάλλον δεν καταλαβαίνεις, αλλά δε φταις εσύ που μεγάλωσες στην έπαυλη του Κυβερνήτη. Η Κρίσταλ έψαχνε απελπισμένα κάποιον να τη βγάλει από τη φτώχεια και δούλεψε σκληρά σε αυτή την πόλη μέχρι να το καταφέρει. Οι Ρόμπερτσον δεν είναι και η πιο έντιμη οικογένεια του Έλιοτ, οπότε όλα τους τα λεφτά είναι βρόμικα.» Κατάλαβε ότι την είχε μπερδέψει. «Η οικογένεια του Ρικ έβγαλε χρήμα από το παράνομο εμπόριο αλκοόλ κατά την περίοδο της Ποτοαπαγόρευσης. Ξόδεψε πολλά για να κάνει τους πάντες να το ξεχάσουν πριν πεθάνει.» «Και η Κρίσταλ ξοδεύει λεφτά για να κερδίσει μια θέση στην κοινωνία» είπε. «Ναι. Κανένας Νότιος δεν ξεχνά τέτοιο παρελθόν. Με μεγάλες δωρεές κατάφερε να πάρει μια θέση στο Συμβούλιο της Βιβλιοθήκης, αλλά δεν τη δέχτηκαν στη Λέσχη Κυριών.» Η Κέιλα κούνησε σκεπτικά το κεφάλι. Ο Τζάκσον περίμενε να επεξεργαστεί τις νέες αυτές πληροφορίες και να κάνει ερωτήσεις. Αυτή που του έκανε τον έπιασε τελείως απροετοίμαστο. «Γιατί το κάνεις αυτό;» Τον κοίταξε αφ’ υψηλού. Τον προκαλούσε να πει ψέματα. Ο Τζάκσον στραβοκατάπιε και το στόμα του στέγνωσε. Γιατί αυτό το καθίκι, ο πατέρας σου, μπορεί να μου δώσει την παλιά μου δουλειά. Αυτή ήταν η αλήθεια, αλλά δεν μπορούσε να της την αποκαλύψει – θα έτρεχε μακριά του και θα βρισκόταν σε κίνδυνο. Αλλά δεν ήταν αυτός ο μόνος λόγος. Το έκανε για εκείνη. Θα της έλεγε την αλήθεια που είχε σημασία για εκείνη. «Ξέρεις γιατί.» Η σιωπή έπεσε ανάμεσά τους, αλλά χωρίς να τους κάνει να αισθανθούν άβολα. Αυτό που τους είχε φέρει κοντά δεν ήταν πια μυστικό και κανένας δεν προσπαθούσε να το αρνηθεί. «Ναι, ξέρω.» Η Κέιλα του έδωσε ένα απαλό φιλί στα χείλη. «Ευχαριστώ.» Ο Τζάκσον την είδε που γύρισε, πήγε στο δωμάτιό της και έκλεισε την πόρτα. «Καληνύχτα, Κέιλα.»
Κεφάλαιο Οκτώ Η Μικέλα ξύπνησε από τον ήχο ομιλίας. Το σκοτάδι ήταν βαθύ και το σπίτι ακίνητο, αλλά αυτή ανάσαινε βαριά. Είχε ονειρευτεί. Ονειρεύτηκε τον Τζάκσον. Να την αγγίζει, να την κρατάει σφιχτά. Και να την κάνει να νιώθει όπως μόνο αυτός μπορούσε. Τα φιλιά τους ακόμα της έκαιγαν τα χείλη. Είχε στριφογυρίσει πολύ στο κρεβάτι, ακούγοντας τις κινήσεις του στο σαλόνι της, μέχρι να την πάρει τελικά ο ύπνος. Τώρα βρισκόταν σε κατάσταση αναμονής στο κρεβάτι, προσπαθώντας έντονα να καταλάβει τι την είχε ξυπνήσει. Σιωπή. Η μόνη φωνή ήταν αυτή της συνείδησής της, που με κολλημένη τη βελόνα τής έλεγε να σταματήσει να σκέφτεται τον Τζάκσον ξαπλωμένο γυμνό στο διπλανό δωμάτιο. Ξανάπεσε στο μαξιλάρι της. Το να τον έχει τόσο κοντά την έσκιζε. Της χάλαγε εντελώς και το συνηθισμένο της ίματζ – πώς το έλεγε ο Τζάκσον; Βέβαια, ναι! Η Βασίλισσα του Χιονιού. Αλλά έπρεπε να έχει παγωμένο νερό αντί για καυτό αίμα στις φλέβες της, αν ήθελε να έχει την παραμικρή ελπίδα να κρατήσει μακριά από το σώμα του τα χέρια της μέχρι να τελειώσει η έρευνα. Δεν αμφέβαλλε πως θα τον έπιανε τον τύπο και θα το έσκαγε για την Ουάσινγκτον με την πρώτη ευκαιρία. Αυτό όμως δεν τη σταμάταγε από το να τον θέλει έστω και για όσο θα μπορούσε να τον έχει. «Σταμάτα.» Η Μικέλα πετάχτηκε πάνω. Εντάξει, αυτό δεν ήταν όνειρο. Με την καρδιά της να βροντοχτυπάει γύρισε απότομα να ανάψει το πορτατίφ της και αμέσως το μετάνιωσε. Αυτό ακριβώς δεν έκανε το κάθε χαζό γκομενάκι στα θρίλερ λίγο πριν γίνει ένα ακόμα νεκρό γκομενάκι; «Όχι. Σταμάτα.» Η φωνή ήρθε από κάπου μέσα στο δωμάτιο. Καθώς τα μάτια της προσαρμόστηκαν στο φως, είδε μια φιγούρα στην πτυσσόμενη καρέκλα της. Ο Τζάκσον. Την παρακολουθούσε ενώ κοιμόταν. Ό,τι πιο σέξι είχε δει ποτέ της. Αν ήταν να κοιμηθούν στο ίδιο δωμάτιο, τότε θα κοιμόταν μαζί της. Τέρμα οι γελοιότητες και οι χοροί γύρω γύρω. Για όσο μπορούσε να τον έχει, αυτή τον ήθελε υπό όποιους όρους τής έθετε. Το να υποκρίνεται οτιδήποτε άλλο θα την οδηγούσε σίγουρα στην τρέλα. Πετώντας τα σκεπάσματά της, σηκώθηκε από το κρεβάτι, χωρίς να δίνει σημασία στο παγωμένο πάτωμα. Τον πλησίασε προσεκτικά ενώ αυτός μουρμούριζε κάτι σχεδόν κάτω από την ανάσα του – κάτι περί προφύλαξης, με έναν τόνο επιτακτικό– αλλά κοιμόταν. Παραμίλαγε. Το πρόσωπό του ήταν όλο γωνίες και σκιές στο μισόφωτο. Το θεληματικό του πιγούνι αξύριστο, με αυτές τις τρίχες μιας μέρας που μοιάζουν με μαύρη στάχτη. Βλεφαρίδες μαύρες σαν σκοτεινά φεγγάρια να τονίζουν τις μελανιές της κούρασης, στρωμένες ρηχά κάτω από το δέρμα του. Φορούσε το ίδιο μπλουζάκι και το τζιν που είχε και νωρίτερα, αλλά ήταν ξυπόλυτος. Στη θέα των γυμνών του ποδιών ρίγησε. Οι πατούσες ποτέ δεν την αναστάτωναν ως τώρα, αλλά οι δικές του ήταν μακριές με όμορφες καμάρες και η γύμνια τους της θύμιζε τον Τζάκσον από εκείνο το βράδυ στο Ρόανοκ. Εκείνο τον αρρενωπό, ανοιχτό, τολμηρό εραστή που της πρόσφερε ικανοποίηση με τις ώρες, τόσο με το σώμα του, όσο και με την ακαταμάχητη ικανότητά του στα βρομόλογα.
Ο κύριος Γουέμπστερ θα ήταν περήφανος. Μουρμουρίζοντας ακατανόητα, ο Τζάκσον σάλεψε στην καρέκλα και η ένταση φάνηκε στους μυς του προσώπου του. Αργά η Μικέλα προχώρησε μπροστά και χάιδεψε απαλά τις γραμμές στο μέτωπό του. Πριν προλάβει να βλεφαρίσει, ο Τζάκσον άρπαξε τον καρπό της σε μια σφιχτή λαβή και πετάχτηκε όρθιος. Ξεφωνίζοντας τόσο από έκπληξη όσο και από πόνο, η Μικέλα παραπάτησε. Την έσπρωξε πίσω και την έριξε στο κρεβάτι, ακινητοποιώντας και τα δύο της χέρια, ενώ με το σκληρό του σώμα την πίεζε πάνω στο στρώμα. Την κοίταζε χωρίς να τη βλέπει. Ακόμα ήταν χαμένος στο όνειρό του. Πολύ ηλίθια ιδέα να τον ξυπνήσει. «Τζάκσον! Η Κέιλα είμαι!» Η φωνή της ήταν σταθερή. Κράτησε την ανάσα της, καθώς οι λέξεις της διείσδυαν στην ονειρική του κατάσταση. Αργά, τα μάτια του εστίασαν στα δικά της, τα σκοτεινά καφέ βάθη τους πέρασαν από την εχθρικότητα στην αναγνώριση και από εκεί στη στοργή και σε ένα τρομοκρατημένο ενδιαφέρον. Ελευθέρωσε τους καρπούς της, που την πόνεσαν καθώς επανήλθε η κυκλοφορία του αίματός της, και κύλησε χαλαρά το σώμα του, ξαπλώνοντας δίπλα της, με το ένα χέρι του στο πρόσωπο και το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει ενώ το σώμα του έτρεμε. Να τον άγγιζε άραγε; Ή να τον άφηνε ήσυχο; Έτριψε τους καρπούς της. Και τα δικά της χέρια έτρεμαν. Από την αδρεναλίνη που έτρεχε μέσα της. Ο Τζάκσον έριξε το χέρι του. «Σκατά! Κέιλα, συγγνώμη.» Απέφυγε το βλέμμα του και κοίταξε αμήχανα το ταβάνι. Η μετάνοια και η ενοχή στο πρόσωπό του ήταν πολύ επώδυνα γι’ αυτήν. «Όχι. Μην απολογείσαι. Εγώ φταίω.» «Τι πάει να πει εσύ φταις;» Τον ένιωσε να γυρνάει προς το μέρος της χωρίς ακριβώς να τον δει. «Θα μπορούσα να σε έχω χτυπήσει, γαμώτο μου!» Γύρισε στο πλάι να τον αντικρίσει και βρέθηκε τόσο κοντά του, που οι ανάσες τους αναμείχθηκαν. Το πρόσωπο του Τζάκσον ήταν ένα πορτρέτο αηδίας για τον ίδιο του τον εαυτό. «Παραμίλαγες στον ύπνο σου ξεκάθαρα μέσα σε ένταση και σε άγγιξα. Αντέδρασες ενστικτωδώς.» «Αυτό δεν είναι δικαιολ–» «Σταμάτα.» Έκλεισε το στόμα του με το χέρι της. «Είσαι πρώην στρατιωτικός και μπάτσος. Έπρεπε να το σκεφτώ καλύτερα.» «Kέιλα.» Ψέλλισε το όνομά της. Τράβηξε το χέρι της από το στόμα του, και αγγίζοντας τα χείλη του, το άφησε να γλιστρήσει στο στήθος του, όπου και το άφησε να μείνει. Η καρδιά του χτυπούσε σταθερά. Ξεροκατάπιε και το σώμα του ελάφρυνε με την εκπνοή της τελευταίας του βαθιάς ανάσας. «Βλέπω στον ύπνο μου… την έρημο.» «Tην έρημο;» «Το Αφγανιστάν.» «Ω…» Μαλάκωσε τη φωνή της. «Στην ιατρική σχολή, ασχολήθηκα με παιδιά των οποίων οι πατεράδες υπέφεραν από Χρόνιο Μετατραυματικό Στρες μετά τον πόλεμο.» «Τότε ξέρεις ότι θα μπορούσα και να σε έχω βλάψει.» «Και εσύ ξέρεις ότι δε θα ήταν δικό σου το φταίξιμο.»
Ο Τζάκσον αποτράβηξε το βλέμμα. Κουρασμένη πια από την προσποίηση, λες και δεν υπήρχε αυτός ο πανταχού παρών σύνδεσμος μεταξύ τους να τους προκαλεί με ανεκπλήρωτο πόθο και απογοήτευση, γύρισε το κορμί της και τον έβαλε από κάτω. Ανασηκώθηκε λίγο, ίσα ίσα για να βλέπει καθαρά την ξαφνιασμένη του έκφραση. Έβγαλε το πιαστράκι της και τα μαλλιά της έπεσαν γύρω τους σαν κουρτίνα, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στο μισοσκότεινο δωμάτιο. Χάιδεψε τα μαλλιά του και τα παραμέρισε από το πρόσωπό του. Ήταν μεταξένια και υγιή όπως έμπαιναν τα δάχτυλά της ανάμεσά τους. «Τι είναι αυτό; Οίκτος;» Η φωνή του επιφυλακτική ενώ ταυτόχρονα έκανε πίσω, αποφεύγοντας ελαφρώς τα χάδια της. Η Μικέλα χαμογέλασε. Έψαχνε για μια διέξοδο, αλλά δε θα του την έδινε – ήξερε πολύ καλά τι ήταν αυτό. Το κορμί της δονούνταν και η διέγερσή της έσταζε σαν πηχτή λάβα από όλους τους πόρους της. Το σκληρό του όργανο μπήκε πιέζοντας ανάμεσα στους γοφούς της όπως αυτή καβάλησε πεινασμένα τους μυώδεις μηρούς του. Αυτός ο άντρας τής έκοβε την ανάσα και την έκανε υγρή και τολμηρή. Έπρεπε να τον γευτεί. Η αναπνοή του τρεμόπαιξε όπως του έγλειψε τους τεντωμένους μυς του λαιμού του. Η γεύση του απολαυστικά αλμυρή και αρσενική, το άρωμά του ζεστό και γήινο. Τον έγλειψε άλλη μία φορά πριν του γουργουρίσει στο αυτί. «Σου μοιάζει με οίκτο εσένα αυτό;» Ο Τζάκσον κύρτωσε τους γοφούς του και μούγκρισε, αγκαλιάζοντας με το ένα χέρι τη μέση της, κλειδώνοντάς την, και βάζοντας το άλλο ανάμεσα στα μαλλιά της. Η Μικέλα βόγκηξε, διψώντας για την έκρηξη που θα την ελευθέρωνε από αυτό το γλυκό μαρτύριο. Η καυτή του ανάσα ζέστανε το μάγουλό της για μια στιγμή, πριν της σφίξει τα μαλλιά ανάμεσα στα δάχτυλά του και βίαια της τα τραβήξει πίσω, τραντάζοντας το κεφάλι της. Η αναπνοή του έγινε μικρά, κοφτά και γρήγορα αγκομαχητά στη μάχη του να ελέγξει τον εαυτό του αλλά και την ίδια. Ήταν μια μάχη που έχανε γρήγορα και στα δύο αυτά μέτωπα. Η Μικέλα έσφιξε τους μυς της γύρω από το σκληρό του πέος και η γλυκιά ηδονή ήρθε απότομα και βίαια σαν το σκληρό τράβηγμα των μαλλιών της. «Kέιλα.» Ο Τζάκσον έτριξε τα δόντια του. «Δεν μπορώ να σου δώσω τίποτα παραπάνω από αυτό.» Κατέβασε το χέρι της για να χουφτώσει τη στύση του και να του δώσει ένα άγριο χάδι. «Αυτό θέλω μόνο. Μια νύχτα.» «Μια νύχτα;» «Μια νύχτα τη φορά» είπε. «Μια νύχτα τη φορά μέχρι να τελειώσει. Χωρίς υποσχέσεις.» Ο Τζάκσον έκλεισε τα μάτια του και επεξεργάστηκε την προσφορά της. Από τον τρόπο που οι γοφοί του έσπρωχναν μέσα στη χούφτα της, το σώμα του είχε ήδη συμφωνήσει. Ξαφνικά, βρέθηκε ανάσκελα με κάθε εκατοστό του καλογυμνασμένου σώματός του να καλύπτει το δικό της με υπέροχη πίεση. Τα πλούσια αισθησιακά του χείλη καμπύλωσαν σε ένα χαμόγελο απόλυτου πόθου και λυσσασμένης επιθυμίας. Το είχε ξαναδεί αυτό το βλέμμα. Και το λάτρευε. Ένιωσε τα δόντια του στην κλείδα της και τα χείλη του να μαλακώνουν το δάγκωμα. Ρίγησε από προσμονή. Με την πρώτη του επίθεση η Μικέλα βόγκηξε, οι ρώγες της σκλήρυναν σε σημείο πόνου, ενώ όλος ο εσωτερικός πυρήνας της δονούνταν από την επιθυμία.
«Ελπίζω πραγματικά να θες αυτό που ζητάς, γιατί θα το έχεις.» Άρπαξε το μάγουλό της με την τεράστια τραχιά παλάμη του και έσκυψε σε απόσταση αναπνοής από το ανοιχτό της στόμα. Πέρασε τη γλώσσα του κατά μήκος του κάτω χείλους της. «Δε θα σταματήσω μέχρι να με ικετέψεις.» «Σ’ το είπα.» Έπνιξε ένα γελάκι όπως το στόμα του τριβόταν κόντρα στο δικό της. «Δεν ικετεύω ποτέ.» «Θα το δούμε αυτό, μωρό μου.» *** Αυτό ήταν σίγουρα το πιο ηλίθιο πράγμα που είχε κάνει ποτέ του. Μα τότε γιατί ένιωθε τόσο καλά; Άφηνε το πουλί του να αποφασίζει αντί για αυτόν. Τίποτα καλό δε θα έβγαινε από το να αφεθεί τόσο πολύ στην επιθυμία του, σε αυτή του την ανάγκη να κυριεύσει αυτή τη γυναίκα, που τώρα βρισκόταν με τα πόδια απλωμένα από κάτω του. Ο Τζακ διψούσε να ξαναζήσει την πρώτη τους νύχτα μαζί – δεν είχε αισθανθεί τόσο ζωντανός εδώ και πολύ καιρό. Κάτι σχετικά με την Κέιλα έκανε την κάθε μυρωδιά, τον κάθε ήχο, την κάθε γεύση, την κάθε αίσθηση πολύ πιο έντονη, πιο πλούσια, πιο δυνατή. Ακουγόταν σαν πρεζόνι. Δεν απείχε όμως και πολύ από αυτό. Έσπαγαν κάθε ρεκόρ στο πόσο γρήγορα γδύνονταν. Οι μπλούζες τους είχαν βγει και πάλευαν να βγάλουν και τα παντελόνια τους ενώ ταυτόχρονα φιλιόντουσαν και πεινασμένα άγγιζαν κάθε εκατοστό ακάλυπτης σάρκας. Ήταν καυτή στο άγγιγμα των χεριών του και μύριζε βανίλια και εξωτικά μπαχαρικά. Ο Τζακ την έπιασε από κάτω, χουφτώνοντας το ζουμερό της πισινό, και στη συνέχεια τράβηξε με τους αντίχειρές του το λάστιχο του κάτω μέρους της πιτζάμας της και άρχισε να της το κατεβάζει. Δεν άντεχε άλλο. Ήθελε εδώ και τώρα να τη νιώσει γυμνή, φλογισμένη και ανοιχτή σε όλα του τα χάδια. Η Κέιλα πίεσε το σώμα της πάνω του, δυσκολεύοντάς τον να ολοκληρώσει αυτό που ξεκίνησε. Αποσπασμένος από τον πειρασμό που σκιρτούσε κάτω από τα αχόρταγα χέρια του, κατέβασε αργά ένα του δάχτυλο στο μονοπάτι της σχισμής του πισινού της, μέχρι να συναντήσει τη μεταξένια υγρασία ανάμεσα στα πόδια της. Η Κέιλα μετατοπίστηκε για να ανοιχτεί κι άλλο, προσκαλώντας προκλητικά τα χάδια του, και αυτός έχωσε δύο δάχτυλα μέσα της, που μπαινόβγαιναν με σταθερό ρυθμό. Έσκυψε το κεφάλι του και ρούφηξε τη μια ρώγα της μέσα στο στόμα του, στριφογυρνώντας την ανάμεσα στα δόντια του μέχρι να σκληρύνει. Τα επιδέξια δάχτυλά του και η διέγερσή της συγχρονίστηκαν. Δεν είχε πάει ποτέ του με γυναίκα που να απολαμβάνει όλες τις εκφάνσεις του σεξ μέχρι τελευταίας σταγόνας με τον τρόπο που το έκανε αυτή, και τον διέγειρε αυτό απόλυτα. Εξωτερικά και εσωτερικά. Συνεχίζοντας και τη δική της αποστολή, η Κέιλα ξεκούμπωσε το τζιν του και κατέβασε το φερμουάρ του. Τα λεπτά της δάχτυλα βρήκαν το πέος του καυτό και βαρύ μέσα στην παλάμη της. Με το πρώτο πέρασμά της πάνω από τη βάλανό του, άφησε το στήθος της και της την έσπρωξε με φόρα μέσα στη σφιγμένη χούφτα της. Ήταν αυτή που δεν μπορούσε να της αντισταθεί και ούτε το ήθελε. Και τον έκανε να μιλήσει.
Τον έκανε να ξεχύσει από μέσα του όλες τις πιο βρόμικες, πρόστυχες σκέψεις του σαν χείμαρρο πάνω στο υγρό της δέρμα. «Παίξε με, Κέιλα. Ψοφάω γι’ αυτό.» «Σου αρέσει;» τον ρώτησε ξέπνοα. «Τρελαίνομαι, Κέιλα. Κάνε με να τελειώσω.» Της μούγκρισε μέσα στα μαλλιά της. Κατέβασε το χέρι του για να καλύψει το δικό της και μαζί ξεκίνησαν τις μακρόσυρτες αισθησιακές παλινδρομήσεις με τα προσπερματικά υγρά του Τζάκσον ήδη να έχουν κάνει την εμφάνισή τους. Εστίασε στην αίσθηση του χεριού της γύρω από το πέος του και στο σφίξιμο των μηρών της πάνω στα δάχτυλά του που ακόμα της χάιδευαν τεμπέλικα την κλειτορίδα. Το χάδια της την άναβαν και αυτό τον τρέλαινε ακόμα περισσότερο. Ένας αέναος κύκλος ηδονικής απόλαυσης. Ο Τζακ αναφώνησε όταν το στόμα της Κέιλα βρήκε την επίπεδή του ρώγα. Το ξανθό της κεφάλι έγειρε πάνω απ’ το στήθος του όπως τα δόντια της δούλευαν το τρυφερό δέρμα. Ατέλειωτη ευχαρίστηση διαπερνούσε σαν ηλεκτρισμός το σώμα του, καταλήγοντας στο πέος του, που πονούσε απολαυστικά. Αυτό που γινόταν τώρα δεν ήταν ποτέ κάτι το τόσο ιδιαίτερο γι’ αυτόν, αλλά με την Κέιλα στο τιμόνι, όλα ήταν διαφορετικά και δεν ίσχυαν τα γνωστά δεδομένα. Νιώθοντας τη βουή της κορύφωσης που ερχόταν σαν τρένο χαμηλά μέσα στην κοιλιά του, τη σήκωσε πάνω, φυλακίζοντας το στόμα της με ένα πανίσχυρο φιλί. Χείλη ρουφούσαν, γλώσσες χόρευαν και δόντια δάγκωναν σε μια σύγκρουση πάθους, έντασης και κάτι άλλου ακατονόμαστου. Βόγκηξε μέσα στο στόμα του, σπρώχνοντάς τον στα όρια της απελπισίας. Είχε ανάγκη να μπει μέσα της και να χορτάσει την πείνα του. Ελευθερώνοντας το στόμα της στάθηκε και με μια κίνηση το τζιν και το εσώρουχό του έγιναν ένα λοφάκι κάτω στο πάτωμα. Η Κέιλα έβγαλε στα γρήγορα την κιλότα της και στα τυφλά έπιασε ένα προφυλακτικό από το κομοδίνο. Της το βούτηξε από τα χέρια και την έσπρωξε πίσω στο κρεβάτι. Το φόρεσε βιαστικά και γονάτισε ανάμεσα στα πόδια της, τρίβοντας ελαφρά τη στύση του πάνω στο υγρό της άνοιγμα. «Θέλω να σε νιώσω» βόγκηξε. Δε χρειάστηκε να το επαναλάβει Σπρώχνοντας μέσα στο σώμα της, ο κόσμος όλος μπήκε σε αργή κίνηση. Το να βρίσκεται μέσα της ήταν ο παράδεισος, η ηρεμία μέσα στο μάτι του κυκλώνα του πάθους τους. Τον ήθελε και αυτός δε ζητούσε τίποτα άλλο εκτός από αυτήν. Ό,τι λογικό είχε απομείνει στη σκέψη του ανατινάχτηκε στην πρωτόγονη έκρηξη που ετοιμαζόταν να ξεσπάσει. Με το βάρος του στηριγμένο πάνω στους πήχεις του, είχε την τέλεια θέα. Το πρόσωπό της καθώς σιγά σιγά άρχιζε την ανάβασή της στην κορυφή της έκστασης. Ένα παιχνίδι συναισθημάτων –λαγνεία, παράδοση, ικανοποίηση– μεταμόρφωναν το πρόσωπό της σε κάτι τόσο όμορφο, που σχεδόν δεν μπορούσες να κοιτάξεις χωρίς να χαθείς. Αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, μάτια στο χρώμα της βαθιάς νύχτας και στόμα κόκκινο και πρησμένο από τα πολλά φιλιά τους μαρτυρούσαν την επιθυμία της γι’ αυτόν και την ανάγκη τους ο ένας για τον άλλο. «Είσαι τόσο όμορφη, τόσο καυτή. Τόσο υγρή. Για μένα.» Ο Τζάκσον έδινε απαλά φιλιά παντού στο δέρμα της και άρχισε να κουνιέται όλο και πιο γρήγορα μέσα της, όλο και πιο βαθιά, καθώς τα βογκητά της δυνάμωναν. «Ναι, μωρό μου. Βόγκα. Πιο δυνατά. Δείξε μου πόσο το θέλεις.» «Κι άλλο.» Η Κέιλα έγειρε πίσω το λεπτό λαιμό της, εκτείνοντάς τον στα φιλιά του, και κοντανασαίνοντας του είπε: «Μου έλειψες. Κάνε με να ξεχάσω πόσο πολύ μου έλειψες.»
Μούγκρισε και άρχισε να πιπιλάει το δέρμα της. Η κτητικότητα που ένιωθε τον συνεπήρε και τον οδήγησε σε μια διεκδίκηση που δεν είχε το δικαίωμα να έχει. Άρπαξε το πρόσωπό του και τον τράβηξε σε ένα βαθύ φιλί, ρουφώντας τη γλώσσα του στον ίδιο ρυθμό που μπαινόβγαινε μέσα της. Τα πόδια της σηκώθηκαν πιο ψηλά στη μέση του σε μια ανείπωτη πρόσκληση να την ανοίξει πιο δυνατά και πιο γρήγορα. Τα φιλιά τους έγιναν πιο έντονα. Η τόση επιθυμία ανάμεσά τους παραήταν μεγάλη για να κάνει τη στιγμή να κρατήσει για πολύ. Ο Τζάκσον τής γράπωσε τα χέρια, τα σήκωσε πάνω απ’ το κεφάλι της, τα δάχτυλά τους σφιχτοδεμένα καθώς δούλευαν μαζί στη ρυθμική αναζήτηση της απόλαυσης. Διέκοψαν το φιλί, αλλά παρέμειναν κοντά, βαριανασαίνοντας μέσα σε ανοιχτά στόματα, με τα βλέμματα κλειδωμένα στα παθιασμένα μάτια τους. «Πες το όνομά μου» απαίτησε. Η έκφρασή της ήταν μπερδεμένη, όπως έμεινε μέσα της, με το σώμα του να αντηχεί αυτό που της ζήτησε. Την τελευταία φορά που έκαναν έρωτα είπε το όνομα ενός άλλου άντρα όπως τελείωνε. «Πες το. Σε παρακαλώ.» Ήθελε απελπισμένα να ακούσει το όνομά του από τα χείλη της. Τα λαγόνια του χτυπούσαν πάνω της με πιο ρηχά και πιο γρήγορα χτυπήματα. Τα τοιχώματα του αιδοίου της έσφιγγαν γύρω του, σημάδι τού ότι ήταν και αυτή έτοιμη να λιώσει στα χέρια του. «Τζάκσον.» Το σώμα της έγινε τόξο, τα δάχτυλά της τανάλιες καθώς τα κύματα του οργασμού της τη διέλυαν από απόλαυση. Ο συνδυασμός του σώματός της να έχει μαγκώσει το πέος του σφιχτά και του να ακούσει το όνομά του στην ηδονική κραυγή της τον οδήγησε και αυτόν αμέσως στην κλιμάκωση. Φώτα αναβόσβησαν πίσω από τις βλεφαρίδες του ενώ ο κάθε του μυς ήταν τεντωμένος σε οριακό βαθμό. Κατάκοπος, ιδρωμένος και ικανοποιημένος –το τρίπτυχο– κύλησε στο πλάι τραβώντας την Κέιλα μαζί του όπως περίμενε να επιστρέψει το αίμα στον εγκέφαλό του. Όταν εκείνη ρίγησε στον κρύο αέρα του δωματίου, την έσφιξε κοντά του και έριξε τα σεντόνια πάνω τους, χαϊδεύοντας την πλάτη της, με τα πόδια τους να μπλέκονται και το κεφάλι της να ξεκουράζεται πάνω στο στήθος του. Πόσο όμορφα ήταν να μένει ακίνητος με αυτήν ξαπλωμένη δίπλα του στο μισοσκόταδο, με τον αέρα ποτισμένο με το άρωμα του έρωτά τους. Ο Τζακ περίμενε για τα αρνητικά επακόλουθα της πράξης. Να νιώσει αηδία για την αδυναμία του να τον κατακλύζει. Αλλά το μόνο που ένιωθε να ριζώνει στην καρδιά του ήταν η αίσθηση του σωστού. Αυτό ήταν το σωστό. Να είναι με αυτή τη γυναίκα. Για όσο καιρό θα τους δινόταν, θα ζούσε τη στιγμή, διώχνοντας τις τύψεις. Μια νύχτα τη φορά. Χωρίς υποσχέσεις. «Για να δούμε…» Η φωνή του ήταν βραχνή. Όταν τον κοίταξε, συνέχισε. «Τι προτιμάς; Σκύλο ή γάτα;» Σύγχυση συννέφιασε για μια στιγμή τα χαρακτηριστικά της, αλλά τότε ένα χαμόγελο έλαμψε στο πρόσωπό της. «Σκύλο. Ένα μεγάλο σαλιάρη σκύλο που σαλιώνει τα πάντα.» «Και εγώ. Χωρίς τα σάλια όμως. Μόνο το σκύλο.» Συνέχισε να του χαμογελάει. «Ποιο είναι το αγαπημένο σου χρώμα;» Απάντησε χωρίς σκέψη. «Το μπλε.» Ο Τζάκσον κοίταζε μέσα σε δύο μάτια που είχαν το χρώμα του ωκεανού όταν ήταν χαρούμενη, που ήταν σκοτεινά σαν τα μεσάνυχτα όταν ήταν διεγερμένη και έμοιαζαν με το χρώμα της βροχής όταν ήταν λυπημένη. «Το αγαπημένο μου χρώμα είναι το μπλε.»
Κεφάλαιο Εννιά «Ο Έλβις την έκανε.» Ξαφνιασμένη η Μικέλα σήκωσε τα μάτια της από το φάκελο του ασθενή που μελετούσε στο γραφείο της. «Τι είπες;» Ο Τζάκσον τεντώθηκε στρίβοντας την πλάτη του για να χαλαρώσει. «Είπα ότι τέλος για μένα σήμερα. Εσύ;» Ο Τζάκσον ήταν απλωμένος στον καναπέ του γραφείου της πίσω από το τραπεζάκι της, που ήταν γεμάτο με διάσπαρτους φακέλους υπόπτων και τα υπολείμματα του βραδινού τους. Τα ανακατεμένα του μαλλιά ήταν κολασμένα σέξι, αποτέλεσμα της συνήθειάς του να περνάει τα δάχτυλά του ανάμεσά τους όταν συγκεντρωνόταν. Το θεωρούσε αξιολάτρευτο, αλλά δε θα του το έλεγε ποτέ αυτό. Την είχε ξυπνήσει με απαλά φιλιά και τη ζεστή του γλώσσα ανάμεσα στους μηρούς της και μετά με αργό, απολαυστικό σεξ. Πολύ καλύτερο από οποιοδήποτε ξυπνητήρι. Μετά από μια πολυάσχολη μέρα, με τους ασθενείς να πηγαινοέρχονται ασταμάτητα, η αίσθηση του ερεθισμένου δέρματός της από τα γένια του, όπου είχαν τριφτεί, της είχε χαρίσει ένα χαμόγελο διαρκείας στα χείλη. Δεν είχαν αγγιχτεί όλη μέρα. Μόλις έφτασαν στο γραφείο, ο Τζάκσον μπήκε σε ρυθμό δουλειάς και ήταν πολύ σοβαρός, μιας και η δουλειά του ήταν να την προστατέψει. Κανείς δε ρώτησε, αλλά ήξερε από τα περίεργα βλέμματα πως ο κόσμος αναρωτιόταν γιατί βρισκόταν πάντα στο πλευρό της απέξω από όποιο θάλαμο τύχαινε να μπαίνει για εξετάσεις. Και φυσικά, είχαν διαρρεύσει τα νέα για τον τραυματισμό της στο νοσοκομείο, κάτι που την έκανε το πρώτο θέμα των συζητήσεων. Και αν πρόσθετες και το γεγονός ότι ο Τζάκσον είχε μείνει δίπλα της, δεν ήταν δα και δύσκολο να καταλάβουν οι καλοί άνθρωποι του Έλιοτ ότι ένα και ένα κάνουν δύο και να φτάσουν στο συμπέρασμα της μεταξύ τους σχέσης. Η Τερέζα ήδη αστειευόταν μαζί της σχετικά με… το βεληνεκές του όπλου του Τζάκσον. Προφανώς οι άνθρωποι δεν είχαν πρόβλημα να τη ρωτάνε τι τρέχει και δεδομένης της γενικής της φιλικότητας, τους έλεγε ιστορίες πως δήθεν ο Τζάκσον αναβάθμιζε το σύστημα ασφαλείας της. Μπροστά της προσποιούνταν ότι την πίστευαν. Ας είναι καλά οι καλοί τρόποι του Νότου. «Κέιλα.» Η μαλακή του φωνή την επανέφερε στο παρόν. Την κάλεσε κοντά του κάνοντας το δείκτη του γάντζο. Σαν τον τύπο με το μαγικό αυλό από τα παραμύθια, ήξερε ότι θα τον ακολουθούσε. «Έλα δω.» Σηκώθηκε και γέλασε με τις γκριμάτσες που έκανε με τα φρύδια του, μέχρι που την τράβηξε στην αγκαλιά του και της έκλεισε το στόμα με το δικό του. Μια ελαφριά πίεση των χειλιών του με μια υποψία γλώσσας έστειλαν μια γλυκιά ζεστασιά μέσα στο σώμα της. «Γεια» ψιθύρισε. «Γεια.» Παρά την κούρασή της, η εγγύτητά του την αναζωογονούσε και την εξίταρε. Πάλι καλά που δεν την είχε αγγίξει καθόλου σήμερα. Αρκετά δύσκολο της ήταν από μόνο του να καταφέρει να συγκεντρωθεί στη δουλειά της με αυτόν συνέχεια εκεί γύρω.
Της φύσηξε το μάγουλο. Η ζεστή ανάσα του της γαργάλησε το αυτί. «Ήσουν απίθανη σήμερα. Οι ασθενείς σου σε αγαπούν.» «Χμμμ. Με αγαπάνε όταν δεν τους κάνω ενέσεις.» Τεντώθηκε σαν γάτα στα χάδια του, δείχνοντας ιδιαίτερη ευχαρίστηση όταν τα δόντια του σέρνονταν πάνω στο δέρμα της. «Αν είμαι τόσο δημοφιλής, τότε φαντάζομαι κανείς από αυτούς δε θα προσπαθεί να με σκοτώσει.» Ο Τζάκσον αναστέναξε και χαλάρωσε την αγκαλιά του για να τρίψει το πρόσωπό του. Της έλειψε η ζεστασιά του. Γιατί είχε φέρει το μεγάλο, επικίνδυνο ελέφαντα στο δωμάτιό της; Ήταν τόσο πολύ καλύτερα να υποκρίνεται πως ο Τζάκσον δε βρισκόταν εκεί επειδή η ζωή της κατέρρεε. Έκανε να φύγει από την αγκαλιά του, αλλά την κράτησε στη θέση της. «Έι.» Της έπιασε το σαγόνι και της γύρισε το πρόσωπο για να τον κοιτάξει. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στην άκρη του στόματός του. «Ο Λάκι και εγώ μελετήσαμε τους φακέλους και δεν είναι κάποιος που να σχετίζεται με τη δουλειά σου.» Αναστέναξε με ανακούφιση. «Αλλά αυτό μας αφήνει με δύο ενδεχόμενα που δε θα σου αρέσουν.» «Φοβάμαι να ρωτήσω.» «Πρόκειται είτε για κάποιον από το παρελθόν σου…» «Εννοείς πρώην εραστή μου.» «Ναι. Πρώην εραστής.» Έκρυψε μια μυστική αναστάτωση όταν το πρόσωπό του μόρφασε με ένα απόμακρο βλέμμα πριν συνεχίσει. «Ή σχετίζεται με τον πατέρα σου.» «Επιτέλους συμφωνείς ότι είναι αυτός;» Η φωνή της ήταν απότομη. «Ή κάποιος που προσπαθεί να φτάσει στον πατέρα σου. Αλλά αυτή η τελευταία επίθεση παραήταν προσωπική. Παραήταν άμεση.» Της ανταπάντησε. «Το ένστικτό μου λέει ότι είναι ο πατέρας σου.» «Είμαι τόσο τσατισμένη. Είχαμε μια συμφωνία. Είχε πει πως θα με άφηνε ήσυχη αν –» Πήδηξε από την αγκαλιά του και απομακρύνθηκε. «Αν τι;» Ο Τζάκσον σηκώθηκε, η έντασή του διαγεγραμμένη στους τεντωμένους του μυς κάτω από το μαύρο του μπλουζάκι. «Αν εξαφανιζόσουν και έπαιζες το καλό κοριτσάκι για όλη την υπόλοιπή σου ζωή; Τι ζωή είναι αυτή;» «Του αντιτάχθηκα. Τον έκανα να δεχτεί τις επιλογές μου.» Θυμός άρχισε να φιδογυρίζει μέσα της και απλώθηκε κατά μήκος του στήθους της, δυσκολεύοντας την αναπνοή της. «Δεν τον έκανες να δεχτεί τίποτα, γλυκιά μου. Αυτός κινεί ακόμα τα νήματα.» Άπλωσε το χέρι του δείχνοντας το γραφείο της, το πρόσωπό του γεμάτο σκοτεινά συναισθήματα. «Αυτή είναι η ζωή που επιτρέπεις στον εαυτό σου να έχει γιατί πιστεύεις ότι θα τον κατευνάσει. Δε διαφέρεις από τον αδερφό σου – απλά εσύ κρύβεσαι σε κοινή θέα.» Η Μικέλα τινάχτηκε πίσω. Τα λόγια του ήταν πικρά, σαρκαστικά και ωμά και μισούσε την κάθε συλλαβή τους. Όλος της ο θυμός, η αδυναμία και η απογοήτευση των τελευταίων εβδομάδων –όχι χρόνων– εξερράγησαν μέσα της. Του επιτέθηκε χτυπώντας τον με τις γροθιές της ξανά και ξανά. Δε σημάδευε –αυτό θα απαιτούσε καθαρή σκέψη και ηρεμία– απλά τον χτυπούσε στα τυφλά, όπου έπεφταν τα χέρια της. Ο Τζάκσον την άφησε να του ρίξει μερικά καλά χτυπήματα και μετά αμύνθηκε αποφεύγοντάς τη με άνεση, κάτι που την εξόργισε ακόμα περισσότερο. Τον ξαναπλησίασε απειλητικά και αυτός την τράβηξε πάνω του.
«Κέιλα, μωρό μου. Ηρέμησε. Θα χτυπήσεις.» «Δε θέλω να ηρεμήσω.» Τον κοίταξε στο πρόσωπο, η καρδιά της χτύπαγε τόσο δυνατά, που την ένιωθε να δονείται στα πλευρά της με κάθε ανάσα. «Άσε με. Είσαι απαίσιος.» Ξέσπασε σε γέλια καθώς την έσφιξε στην αγκαλιά του. «Επιτέλους το κατάλαβες.» Το ότι το διασκέδαζε την έκανε να χτυπιέται πιο πολύ. Όταν την κράτησε χαλαρότερα, συνειδητοποίησε ότι την άγγιζε παντού με όλο του το σώμα ελέγχοντας και ερεθίζοντάς την. Ήθελε να χώσει το πρόσωπό της στην καμπύλη του λαιμού του και να πιει το άρωμά του, που ήταν η ξυλώδης του κολόνια ανακατεμένη με τη φυσική του μυρωδιά. Έτσι μύριζε μόνο ο Τζάκσον. Ήθελε επίσης να τον δαγκώσει, να τον γρατσουνίσει και να του πει να την αφήσει ήσυχη και να πάρει και όλα αυτά τα σκατά μαζί του. Οι ρώγες της ορθώθηκαν κάτω απ’ τη μεταξωτή της μπλούζα και δεν μπορούσε να κρατηθεί. Τριβόταν πάνω στο στήθος του και η κοιλιά της σφιγγόταν από επιθυμία. Η εμφάνισή του σκοτείνιασε καθώς ασυνείδητα η γλώσσα του εμφανίστηκε για να βρέξει τα χείλη του. Η Μικέλα όρμησε μπροστά, φιλώντας τον με άγρια μανία φτιαγμένη από θυμό και λαγνεία. Χωρίς ίχνος φινέτσας, η γλώσσα της χώθηκε στο στόμα του, στριφογυρίζοντας γύρω από τη δική του, απαιτώντας ανταπόδοση. Της ανοίχτηκε, καλωσορίζοντάς τη με ένα μουγκρητό και μια ώθηση του αναστατωμένου του πέους πάνω στην κοιλιά της. Τον ένιωσε σκληρό και μακρύ, και η επιθυμία να τον πάρει μέσα της την έκανε να ζαλίζεται. Ο Τζάκσον έλυσε τα χέρια του από την αγκαλιά και της χάιδεψε το πρόσωπο, δίνοντάς της το πιο απαλό του φιλί, έναν ψίθυρο των χειλιών του, σε μια προσπάθεια να την ηρεμήσει. Όχι. Όχι. Όχι. Δεν ήθελε να ηρεμήσει. Την είχε κουράσει να την αντιμετωπίζουν με παιδικά γάντια. Πάντα της έλεγαν να ελέγχει το θυμό της, να βάζει μια μάσκα ηρεμίας και να αρνείται τα ίδια της τα συναισθήματα. Όχι απόψε όμως. Όχι με αυτό το θυμό που την κατέτρωγε, κάνοντάς τη να λυγίζει όλο και περισσότερο μέχρι να σπάσει. Κάνοντας πέρα τα χέρια του, η Μικέλα άρπαξε το λαιμό του και τον τράβηξε σε ένα σκληρό, υγρό φιλί, που τέλειωσε με μια δαγκωνιά στο κάτω χείλος του. «Άου!» Πισωπάτησε, κρατώντας τα χείλη του. Η Μικέλα ανασήκωσε τη φούστα και έβαλε το χέρι της από κάτω και έβγαλε την κιλότα της. Έμεινε κρεμασμένη στα μακριά, λεπτά της δάχτυλα για μια στιγμή πριν την πετάξει στο πάτωμα. Ο Τζάκσον εισέπνευσε βαθιά μπερδεμένος ένα φευγαλέο δευτερόλεπτο, αλλά αμέσως τη σαστιμάρα του αντικατέστησε σκοτεινή φωτιά. «Ώστε έτσι το θέλεις;» της γρύλισε. «Ναι.» Η Μικέλα προχώρησε και έτριψε το χέρι της στο φουσκωμένο του καβάλο και στη συνέχεια του έλυσε τη ζώνη, ξεκούμπωσε το κουμπί και κατέβασε το φερμουάρ του. «Υπάρχει πρόβλημα;» «Όχι, κυρία.» Έσκυψε να βγάλει τα τακούνια της, αλλά της έπιασε το χέρι και τη σταμάτησε. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Θέλω να τα φοράς.»
Πήγε να διαμαρτυρηθεί, αλλά τη σιώπησε με ένα φιλί. Η γλώσσα του εξερευνούσε βίαια το στόμα της, τα χέρια του χούφτωναν τα στήθη της και τα δάχτυλά του έπαιζαν τις ρώγες της. Είχε πάρει φωτιά, είτε λόγω θυμού είτε λόγω του Τζάκσον είτε λόγω και των δύο. Χωρίς να νοιάζεται ή να δίνει σημασία σε τίποτα άλλο παρά μόνο στην επιθυμία της –την ανάγκη της– να ικανοποιήσει κάτι βαθιά μέσα της, που είχε τη δική του θέληση. Σπρώχνοντάς την και διακόπτοντας το φιλί, τη γύρισε μισή στροφή και την έστησε σκυμμένη πάνω από το γραφείο, σηκώνοντάς της τη φούστα. Κρύος αέρας πέρασε ανάμεσα στη φλεγόμενη σχισμή της. Αναστέναξε καθώς χαϊδολογούσε την εκτεθειμένη σάρκα του πισινού της, όλο παίζοντας τριγύρω, αλλά χωρίς να αγγίζει τον πυρήνα της. Συνεχώς την ερέθιζε. Βόγκηξε ενώ τα χέρια του την άφησαν και αυτή έσπρωξε τη μέση της προς τα πίσω, σιωπηλά ικετεύοντάς τον να επιστρέψει. Ποτέ της δεν είχε εκτεθεί σε εραστή τόσο πολύ. Ποτέ κανείς δεν την είχε πλησιάσει τόσο. Δεν είχε αφήσει κανέναν. Πάντα αναρωτιόταν αν θα την πρόδιδαν. Αλλά εμπιστευόταν τον Τζάκσον. Δεν υπήρχε λογική σε αυτό. Ούτε καν τον ήξερε. Αλλά ήξερε στην καρδιά της ότι θα ήταν δίπλα της και θα την πρόσεχε. Ο ήχος του προφυλακτικού που άνοιξε την έκανε να ανατριχιάσει. «Γαμώτο μου, Κέιλα.» Η φωνή του Τζάκσον ήταν άγρια. Χάιδεψε το δέρμα του πισινού της. «Έχεις ιδέα πόσο όμορφη δείχνεις, έτσι ανοιχτή και έτοιμη να με δεχτείς;» Έσκυψε πάνω από το σώμα της, η χοντρή του στύση να πιέζει το αιδοίο της, με την ανάσα του καυτή στο λαιμό της. «Πώς το θες, μωρό μου;» Η ουισκένια του ανάσα την τύλιγε σαν σκοινί που την έδενε στη θέση της. «Μπορώ να πάω όμορφα και αργά και να σε τρελάνω όλη νύχτα. Ή να το κάνουμε σκληρά και γρήγορα.» Πέρασε τα χείλη του κατά μήκος του δέρματός της και της δάγκωσε το λοβό του αυτιού. «Αξίζεις να έχεις ό,τι ζητήσεις, χωρίς συμβιβασμούς. Θα σου δώσω ό,τι θες. Απλά πες το μου τώρα.» Σε θέλω. Έσφιξε τα χείλη της, τρομοκρατημένη μήπως και η σκέψη της ακουστεί. Αν της ξέφευγε, θα καταλάβαινε αυτός. Θα ήξερε ότι δεν εννοούσε μόνο το σώμα του, αλλά και την καρδιά του. Δεν μπορούσε να του το πει αυτό. «Πάρε με. Αυτό θέλω.» Η φωνή της, ωμή πείνα. «Ό,τι θέλεις.» Έδωσε ένα φιλί στον αυχένα της και τότε το βάρος του εξαφανίστηκε, αντικατεστημένο από μια αίσθηση τεντώματος όπως έμπαινε μέσα της το σκληρό του όργανο. Φώναξε, κάνοντας κι άλλο πίσω για να τον πάρει όλο μέσα της, και αυτός ανταποκρίθηκε με γρήγορες, βάναυσες, απότομες σουβλιές όπως δούλευαν άγρια οι γοφοί του. Τη γέμιζε ξανά και ξανά. Ήταν καταπληκτική αυτή η πλήρης εγκατάλειψη της λογικής και των ορίων. Ήταν πανίσχυρη, μια θεά – ακριβώς όπως την πρώτη τους νύχτα μαζί. Τα μόνα όρια στην απόλαυσή της ήταν μόνο αυτά που έθετε η ίδια στον εαυτό της. Το βάρος του έπεσε πάλι πάνω της, κυριεύοντάς τη μέσα και έξω. Η ηδονή είχε βάρος και ήταν ασήκωτη από το μέγεθος της έντασης. Ξεφώνιζε όπως της έκανε έρωτα, δίνοντάς της αυτό που είχε ανάγκη. Εν τω μεταξύ ο Τζάκσον περνούσε το πρόσωπό του στο λαιμό και τα μαλλιά της φιλώντας την και διώχνοντας τον πόνο, στη θέση του οποίου έμενε μόνο απόλαυση.
Η Μικέλα τελείωσε με μια κραυγή που ακολουθήθηκε από το μουγκρητό του Τζάκσον. Το πρησμένο πέος του παλλόταν μέσα της, επεκτείνοντας τον οργασμό της και στέλνοντας μικρούς μετασεισμούς κατά μήκος της σπονδυλικής της στήλης. Ήταν σαν άνευρη κούκλα όταν τη μάζεψε στα χέρια του και την κούνησε ελαφρά. Μακρόσυρτες στιγμές περνούσαν μέχρι να ξαναβρεί τον εαυτό της. Ο Τζάκσον έσπασε τη σιωπή με μια ευγενική ερώτηση. «Καλά είσαι;» Η Μικέλα έγνεψε πάνω στο λαιμό του. «Συγγνώμη.» «Για τι ακριβώς απολογείσαι;» Ο τόνος του μαρτυρούσε ενόχληση και δεν είχε όρεξη να το κρύψει όπως κουνήθηκε για να την κοιτάξει. «Δεν το καταλαβαίνεις; Δε χρειάζεται ούτε να απολογείσαι ούτε να παρακαλάς για αυτά που θες. Το ζητάς και το παίρνεις, ή προχωράς παρακάτω όταν η απάντηση είναι όχι, αλλά ποτέ μη νιώθεις άσχημα για ό,τι χρειάζεσαι.» Τα λόγια του χτύπησαν ευαίσθητη χορδή, αλλά είχε δίκιο. Είχε χάσει πολύ χρόνο περιμένοντας για τα ψίχουλα που της πέταγε ο πατέρας της, και αν ήταν ενδεικτική η παλιότερη κατάρρευσή της, το μισούσε κολασμένα. Καιρός ήταν να παραδεχτεί πως χρειαζόταν και αυτή πράγματα όπως κάθε φυσιολογικός άνθρωπος στον πλανήτη. «Νομίζω το χρειαζόμουν αυτό.» Η φωνή της δεν έβγαινε, αλλά είχε αρκετή πεποίθηση, αν και πρωτάρα σε αυτή την παραδοχή. «Και εγώ έτσι νομίζω.» Έγνεψε, με ένα γέλιο να βγαίνει σαν βρυχηθμός μέσα από το στήθος του. «Και νομίζω ότι ξέρω και τι χρειάζεσαι τώρα.» Τραβήχτηκε πίσω για να τον δει καλύτερα και το χαμόγελό του ήταν μεταδοτικό. «Και για πες τι μπορεί να είναι αυτό…» «Χρειάζεσαι πίτα.» *** «Γιατί άφησες το Έλιοτ;» Ο Τζακ διέκοψε το καθάρισμα του πάγκου στο Σάουθερν Κόμφορτ για να αναλογιστεί την ερώτηση της Κέιλα. Καθισμένη στο σκαμπό, έδειχνε αξιολάτρευτη με τα μαλλιά της πιασμένα αλογοουρά, άβαφτη και με τα χείλη της γύρω από το καλαμάκι του σοκολατένιου μιλκ σέικ. Μούγκρισε ελαφρά από μέσα του όπως κατάπινε, με τη ροζ γλώσσα της να βγαίνει στα πεταχτά για να γλείψει την τελευταία σταγόνα σοκολάτας από τα χείλη της. Ήταν βγαλμένη από εφηβική φαντασίωση και ένιωθε δεκατεσσάρων δίπλα της – ερεθισμένος, ερεθισμένος… και ερεθισμένος. Αλλά ήταν και κάτι περισσότερο. Του άρεσε. Και, αν μπορούσε να ρισκάρει να ακουστεί λίγο γλυκανάλατος, τότε πραγματικά του άρεσε. Αλλά ήταν κάτι περισσότερο από αυτό. Ήταν όμορφη, έξυπνη, ευγενική και γενναία. Ήταν αλήθεια ό,τι της είχε πει νωρίτερα για το ότι απλά κρυβόταν από τον πατέρα της, αλλά ήταν και γενναία να το προσπαθήσει έτσι και αλλιώς. Είχε δει πεζοναύτες να αντιμετωπίζουν τον εχθρό στο πεδίο της μάχης, αλλά ήθελε άλλο είδος δύναμης για να σταθείς απέναντι στον άνθρωπο που θα έπρεπε να σε αγαπάει περισσότερο από όλους – και δεν το έκανε. Της πήρε το πιάτο, άδειο εκτός από λίγα ψίχουλα από τη φιστικοβουτυρόπιτα. Για μια ακόμα φορά την είχε παρακολουθήσει χαμογελώντας να καταβροχθίζει το επιδόρπιό της, διασκεδάζοντας με το πώς απολάμβανε χωρίς κανόνες και αυτή τη βασική ευχαρίστηση. Δεν έμπαινες ανάμεσα σε αυτή τη γυναίκα και την πίτα της.
«Θα απαντήσεις στην ερώτησή μου;» είπε. Και προφανώς, δεν μπορούσες να την αγνοήσεις και να περιμένεις να γλιτώσεις. Δεν ξέχναγε το θέμα της συζήτησής της. Ένα χτύπημα στο τζάμι της εξώπορτας του έδωσε μια διέξοδο από τη δύσκολη θέση. Η Κρίσταλ τούς είδε και χαιρέτησε με ένα χαμόγελο στο πρόσωπο. «Τι διάβολο γίνεται εδώ;» «Θέλεις να φύγω;» ρώτησε η Μικέλα. «Όχι. Το ’χω. Κινδυνεύεις, το ξέχασες;» «Και νομίζεις πως η Κρίσταλ είναι ο διώκτης μου;» «Κάθισε.» Έδειξε το σκαμνί και πήγε προς την πόρτα για να την ξεκλειδώσει. Τι μπορεί να ήθελε τέτοια ώρα; «Γεια, Κρίσταλ. Θέλεις κάτι;» Με τον κλασικό τρόπο της Κρίσταλ, πίεσε ένα χέρι με κόκκινα νύχια στο στήθος του και μπήκε με το ζόρι μέσα. Ήξερε καλύτερα από να την πολεμήσει – δε δεχόταν όχι για απάντηση. «Γεια σου, Τζακ. Είδα τα φώτα αναμμένα και αναρωτήθηκα ποιος είναι μέσα.» Στριφογύρισε το κεφάλι της ανάμεσα από τους δύο τους, όπως σε έναν αγώνα του τένις, μέχρι που σταμάτησε στην Κέιλα. «Δεν περίμενα να σε δω εδώ, Μικέλα.» «Δούλευα ως αργά και ο Τζάκσον πρότεινε την πίτα της μητέρας του» απάντησε η Κέιλα. «Δεν μπόρεσα να αντισταθώ.» Η Κρίσταλ γλίστρησε σε ένα σκαμπό με ένα φωτεινό χαμόγελο καθώς κοιτούσε την Κέιλα. Ένα υπερβολικά φωτεινό χαμόγελο. Ο Τζακ την παρακολούθησε, νιώθοντας ξαφνικά νευρικός. «Δούλευες ως αργά, ε; Και έτυχε να περάσει ο Τζακ;» «Εεμ… όχι.» Η Κέιλα ανακάθισε στη θέση της και έπαιξε με τα μαχαιροπίρουνά της. «Ο Τζάκσον με βοηθούσε… με κάτι.» Η Κρίσταλ εφόρμησε, σκύβοντας μπροστά για να τοποθετήσει ένα χέρι στο μπράτσο της Κέιλα. «Ώστε πέρασε όλη τη μέρα στο γραφείο σου;» «Ανανέωσε το σύστημα ασφαλείας μου» είπε η Κέιλα. «Κι εσύ έμεινες χθες το βράδυ στο σπίτι της;» Η Κρίσταλ γύρισε και κοίταξε τον Τζακ. Ο Τζακ την κοίταξε. Αυτή η γυναίκα δεν είχε καμία αίσθηση του τι είναι προσωπικό ή ακατάλληλο. Αυτό ήταν ένας από τους λόγους που απέφυγε το δεύτερο ραντεβού μαζί της. Αυτό, και ο τρόπος που τον πασπάτευε όλο το βράδυ. Είχε πάει σπίτι πονεμένος από την κακοποίησή της. Διάλεξε τα λόγια του προσεκτικά, αφού θα μεταφέρονταν σε κάθε κουτσομπολιό στην πόλη. «Της επιτέθηκαν χτες. Ήταν ένα μέτρο προφύλαξης.» «Ώστε δεν κοιμάστε μαζί;» Η Κέιλα έβγαλε ένα αγκομαχητό. Αυτός έτριξε τα δόντια του και έσφιξε την άκρη του πάγκου σε μια υπεράνθρωπη προσπάθεια να μην την πετάξει από την πόρτα στο πεζοδρόμιο. «Α.» Η Κρίσταλ σκυθρώπασε. «Σας προσέβαλα.» Γύρισε την προσοχή της πίσω στην Κέιλα, της οποίας το στόμα ήταν ακόμα ανοιχτό από το σοκ. «Όλοι αναρωτιούνται, όπως και εγώ. Τι είδος κοριτσιού είναι ο τύπος του μυστηριώδους Τζάκσον Κάντρελ; Του άντρα που έφυγε από το Έλιοτ την επόμενη μέρα της αποφοίτησης από το σχολείο και έχει επιστρέψει μόνο ελάχιστες φορές.» «Ήμουν στο στρατό, Κρίσταλ, δεν μπορούσα να φύγω όποτε ήθελα.» Αυτό δεν ήταν απολύτως αληθινό. Του είχαν δώσει άδεια. Απλά αυτός δεν τη δεχόταν, και όταν
τη δεχόταν, δεν τη χρησιμοποιούσε για να γυρίσει σπίτι. Οι τελευταίοι έξι μήνες ήταν η μεγαλύτερη περίοδος που είχε περάσει σε μικρή απόσταση από την οικογένειά του εδώ και χρόνια, και το μεγαλύτερο διάστημα από αυτούς ήταν μυστικός. Η οικογένειά του ήξερε καλύτερα από το να τον ρωτήσει τι έκανε –θα έπρεπε απλά να πει ψέματα– και αυτό απλά θα μεγάλωνε το χάσμα ανάμεσά τους. Ανυποψίαστη η Κρίσταλ, συνέχισε ακάθεκτη. «Και ξέρω ότι κάθε στρατιώτης παίρνει άδεια να γυρίσει σπίτι και να δει τη μανούλα του.» Έγειρε συνωμοτικά προς την Κέιλα. «Ο Τζακ ποτέ δεν ταίριαζε εδώ, παρόλο που η οικογένειά του ουσιαστικά ίδρυσε την πόλη. Πάντα τόσο ήσυχος και μυστικοπαθής… Ο κόσμος αναρωτιόταν από πού ήρθε.» Ο Τζακ μόρφασε. Δε χρειαζόταν να του υπενθυμίζει κανένας ότι δεν είχε πάρει το γονίδιο που επέτρεπε σε οποιονδήποτε άλλον στην οικογένειά του να είναι ελεύθερος και άνετος με άτομα που δεν ήξεραν. Ατυχία. Σε αυτή την πόλη το να μένεις κλεισμένος στον εαυτό σου ήταν ομοσπονδιακό αδίκημα, και αυτός ήταν εγκληματίας κατ’ επανάληψη. Και ναι, πλησίαζε παραπάνω από ό,τι θα του άρεσε την αλήθεια με μερικές από τις μαλακίες της. Αυτό το θέμα ήταν ευαίσθητο για τον ίδιο και την οικογένειά του. Τον αγαπούσαν, ήταν υπερήφανοι για την υπηρεσία του στους πεζοναύτες και το FBI, αλλά το γεγονός ότι σπάνια γύριζε σπίτι τούς πλήγωνε. Και δεν υπήρχε κάτι που θα μπορούσε να κάνει. Εκτός από το να νιώθει ένοχος. «Λοιπόν δε χρειάζεται να μου απαντήσετε, αλλά όλοι αναρωτιόμαστε τι συμβαίνει μεταξύ σας.» Η Κρίσταλ γλίστρησε από το σκαμνί, ακουμπώντας φευγαλέα τον ώμο της Κέιλα, που κοκκίνισε, και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. «Η μόνη γυναίκα με την οποία βγήκες ραντεβού από όταν γύρισες στην πόλη ήμουν εγώ και ξέρουμε ότι δεν προχώρησε πέρα από το πρώτο ραντεβού.» Την ακολούθησε έξω γεμάτος θυμό. Άνοιξε την πόρτα, έβαλε το χέρι του στο σβέρκο της Κρίσταλ και την έσπρωξε έξω από την πόρτα. Όχι πολύ δυνατά, όχι κάτι που θα την πονούσε, απλά κάτι που θα την έκανε να καταλάβει ότι ήθελε να φύγει. Του έριξε μια ματιά γεμάτη διασκέδαση πριν φωνάξει ένα ευδιάθετο αντίο στην Κέιλα. Η Κρίσταλ είχε πολλά κότσια. Αυτό έπρεπε να το παραδεχτεί. «Συγγνώμη για όλα αυτά.» Οι λέξεις έμοιαζαν ανεπαρκείς για να περιγράψουν το ταξίδι τους μέσα στην τρέλα της Κρίσταλ. Όταν γύρισε, η Κέιλα είχε πάει δίπλα στο τζουκ μποξ. Η ματιά της ήταν καρφωμένη στη λίστα με τα τραγούδια. Δεν είχε ιδέα τι να πει. «Ήταν ένα ραντεβού. Τίποτα παραπάνω.» «Δε μου χρωστάς εξηγήσεις» είπε. «Μπορεί όχι, αλλά θέλω να το ξέρεις, όπως και να έχει.» Η πλάτη της έγινε άκαμπτη με τα λόγια του. Αυτός μπορούσε να αισθανθεί τους παγωμένους τοίχους της να υψώνονται στο δωμάτιο. Δεν του άρεσε ο τρόπος με τον οποίο αποκοβόταν από αυτόν όταν μάθαινε περισσότερα για αυτήν, παρόλο που ο ίδιος απεχθανόταν να της δίνει την ίδια πρόσβαση. Μείωσε την απόσταση μεταξύ τους, γλιστρώντας ανάμεσα από τα τραπέζια, και σταμάτησε μόνο όταν ένιωσε την κάψα της και μύρισε το γλυκό άρωμα βανίλιας. Αυτή γύρισε όταν την ακούμπησε στον ώμο. Περιμένοντας τη Βασίλισσα του Χιονιού, η ανάσα του κόπηκε με αυτό που είδε. Επιθυμία. Στοργή. Ελπίδα. Κανένας δεν τον είχε ξανακοιτάξει έτσι και ξαφνικά ήθελε να είναι αυτός ο τύπος – αυτός που θα ανταποκρινόταν σε όλες αυτές τις προσδοκίες. Ευτυχώς δε θα έμενε αρκετά ώστε η Κέιλα να συνειδητοποιήσει ότι δε θα γινόταν ποτέ ο ήρωάς της.
Η Κέιλα εξέτασε το πρόσωπό του, ζαρώνοντας τα φρύδια της. Καθυστερημένα συνειδητοποίησε ότι η πόρτα ήταν ανοιχτή σε ένα σωρό ερωτήματα που δεν ήθελε να απαντήσει. Ατσαλώνοντας τον εαυτό του για ένα κατευθείαν από το ρεπερτόριο της Όπρα, τον ξάφνιασε με αυτό που τον ρώτησε. «Χορεύουμε;» Ο τρόμος πρέπει να φάνηκε στο πρόσωπό του γιατί γέλασε – ένα μικρό, σατανικό γελάκι, που του έλεγε ότι είχε μεγάλο πρόβλημα. «Ααα, βρήκα κάτι που μισείς περισσότερο από το να μιλάς για τον εαυτό σου.» «Δεν ξέρω να χορεύω.» «Δε σου ζητάω να μιμηθείς τον Πάτρικ Σουέιζι.» Το χαμόγελό της ήταν ταυτόχρονα γλυκό και λίγο μοχθηρό. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο από το να υποχωρήσει και να υποστεί τις συνέπειες. Χαμογελώντας παρ’ όλα αυτά, ο Τζακ γονάτισε, έφτασε πίσω από το τζουκ μποξ και έπαιξε με τα καλώδια μέχρι που το τζουκ μποξ φωτίστηκε σαν τσίρκο. Είχε μάθει πριν χρόνια πώς να πειράζει το μηχάνημα για να παίζει χωρίς να πληρώνει – άλλο ένα τυχερό τού να είσαι ο γιος της ιδιοκτήτριας. «Εντάξει. Διάλεξε ένα τραγούδι.» Κράτησε ψηλά ένα δάχτυλο σαν προειδοποίηση, αλλά ένα χαμόγελο έπαιξε στην άκρη του στόματός του, καταστρέφοντας κάθε περίπτωση να περάσει το δικό του. «Ένα τραγούδι.» «Θα δούμε.» Έψαξε τις επιλογές, μέχρι που το πρόσωπό της φώτισε, και βιαστικά πίεσε τα κουμπιά. Αυτός περίμενε σαν κρατούμενος στο δικαστήριο και χαλάρωσε με ανακούφιση όταν ένας αργός ρυθμός των Ράιτσους Μπράδερς απλώθηκε στον αέρα. Αν είχε διαλέξει ένα γρήγορο τραγούδι, θα έπρεπε να αυτοπυροβοληθεί. «Λοιπόν, μπορείς να τα καταφέρεις ή χρειάζεσαι υποστήριξη;» «Όχι, νομίζω ότι μπορώ να τα καταφέρω.» Ο Τζακ τύλιξε τα χέρια του γύρω της, ρίχνοντάς τη σε μικρή βουτιά. Γέλασε με την ξαφνιασμένη έκφρασή της και ακούμπησε απαλά τα χείλη του στο αυτί της. «Νομίζω ότι έμαθα να σε κρατάω κοντά μου και να βρίσκω ένα ρυθμό.» Έτρεμε πάνω στο σώμα του, μια εντελώς τονωτική εμπειρία για το εγώ του, και απέκτησε λίγη επιπλέον εμπιστοσύνη για το πώς μπορεί αυτό να καταλήξει. Η Κέιλα έβαλε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του, καθώς συνέχισαν τις ανάλαφρες κινήσεις του. Κάθε εκατοστό του χυμώδους κορμιού της ακουμπούσε πάνω του και το πέος του ανταποκρίθηκε ανάλογα. Δεν ντρεπόταν; Πλέον η Κέιλα ήξερε τι του προκαλούσε. Το δικό της ρίγος και το απαλό τρίψιμο πάνω του επιβεβαίωσαν την επιθυμία της. Ήταν αυτό που ήταν και δε σπατάλησαν ενέργεια να το πολεμήσουν. «Βάζω στοίχημα ότι έχεις πολλές αναμνήσεις σαν και αυτή.» Η φωνή της ακουγόταν μακρινή, πνιγμένη πάνω στο λαιμό του. «Όχι. Δεν ήμουν γυναικάς – ο Λάκι ήταν.» Όταν τον κορόιδεψε, επέμεινε. «Είχα κοπέλες, αλλά δεν ήμουν από αυτούς που θα έβγαιναν στο προσκήνιο. Ήμουν ικανοποιημένος να αφήνω τον Λάκι και τον Τιγκ να αναλάβουν αυτό το ρόλο.» «Ακόμα προτιμάς τις σκιές, τις άκρες.» «Μου ταιριάζουν.» Ο Τζακ δίστασε. Του ανοιγόταν, του επέτρεπε να τη δει μέσα στο χειρότερό της πόνο και ανάγκη χωρίς ντροπή. Θα της έλεγε ό,τι ήθελε να μάθει. Της άξιζε αυτό. «Η Κρίσταλ είναι όλο μαλακίες για πολλά πράγματα, αλλά είχε δίκιο για ένα πράγμα. Δεν ήμουν ποτέ σαν την υπόλοιπη οικογένειά μου. Τους αρέσει η προσοχή και ποτέ τους δεν απέρριψαν έναν
άγνωστο.» Η Κέιλα τον κοίταξε, ακουμπώντας το πρόσωπό της πάνω στον ώμο του. Η προσπάθεια να μιλήσει έκανε τη φωνή του βραχνή. «Ήμουν ο ήσυχος Κάντρελ και όλοι ένιωθαν την ανάγκη να το σχολιάσουν. Δεν είμαι άνετα με τους ανθρώπους και η συνεχής προσοχή σε αυτό με έκανε να νιώθω παρείσακτος.» «Δεν ήταν εύκολο για σένα.» «Όχι, αλλά ήταν χειρότερο για πολλούς άλλους ανθρώπους. Η οικογένειά μου απλά ήθελε να είμαι ευτυχισμένος.» «Και αυτό σήμαινε… τι;» «Να πάρω τη θέση του σερίφη, όταν ο πατέρας μου πήρε σύνταξη.» «Μα ακολούθησες την καριέρα του αστυνομικού. Γιατί όχι εδώ;» «Δεν ήθελα να αντιμετωπίσω τη συνεχή σύγκριση με την οικογένειά μου. Ο πατέρας μου ήταν καταπληκτικός σερίφης. Δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να ανταποκριθώ σε κάτι τέτοιο.» «Είναι περίεργο.» Η Κέιλα έπαιξε με τα μαλλιά στον αυχένα του. Το χάδι και το απαλό τέμπο της φωνής της τον έλιωσαν. «Είσαι άνετα μαζί μου.» «Ναι. Όντως.» Κοίταξε το όμορφο πρόσωπό της. Γιατί ήταν τόσο διαφορετικά μαζί της; Κάθε συμπέρασμα κατέληγε σε μια αλήθεια, την οποία ένιωθε άβολα να κυνηγήσει. «Όταν ήμουν στο Πολυτεχνείο της Βιρτζίνια, ήταν εύκολο να αναμειχθώ με τον κόσμο, απλά ήθελα να έχω μερικούς επιλεγμένους φίλους και να αποσυρθώ από την προσοχή της μικρής πόλης. Αλλά όταν πήγα στους πεζοναύτες, όλα μου ταίριαξαν.» «Με τι τρόπο;» «Πήγα στις αναγνωρίσεις και ξαφνικά βρισκόμουν σε μια δουλειά που το να είσαι ήσυχος, να εναρμονίζεσαι με τις σκιές, ήταν προσόν, ανάγκη. Έχοντας περάσει ώρες σε πλατφόρμα για ελάφια στο δάσος, το να ξαπλώνω στην άμμο της ερήμου, περιμένοντας το στόχο μου, ήταν πανεύκολο.» «Ώστε βρήκες πού είναι η θέση σου;» «Δεν ξέρω αν είναι η θέση μου.» Δίστασε, η απάντηση δεν ήταν τόσο ξεκάθαρη όσο πίστευε κάποτε. «Ταιριάζω εκεί. Δεν ξεχωρίζω.» «Και το FBI;» «Ήταν εύκολο να είμαι μυστικός. Το να γίνομαι κάποιος άλλος ήταν πιο εύκολο από το να είμαι εγώ.» Η παραδοχή τού ξέφυγε, αλλά ήταν η αλήθεια. «Μου φαίνεται ότι εσύ είσαι αυτός που κρύβεται μπροστά στα μάτια όλων.» Η Κέιλα αγκομάχησε, η έκφρασή της ήταν αναστατωμένη. Προσπάθησε να ξεφύγει από τα χέρια του. «Συγγνώμη. Δεν εννοούσα… αυτό ήταν κακό.» «Όχι. Έχεις δίκιο.» «Μα –» «Έχεις δίκιο.» Ο Τζακ την κράτησε σφιχτά, λικνιζόμενος αργά στη μουσική που είχε τελειώσει στιγμές πριν. Λικνίστηκαν μαζί, μέσα στη σιωπή, με το δικό τους ρυθμό. Τα μαλλιά της γλίστρησαν βελούδινα πάνω στο δέρμα του προσώπου του και αυτός εισέπνευσε το δροσερό άρωμά της, επιτρέποντάς του να τον κρατήσει δεμένο σε αυτή τη στιγμή και σε αυτό το μέρος. «Είσαι ο αληθινός Τζάκσον;» Η φωνή της ήταν σιγανή, αλλά γεμάτη αμφιβολία. «Ή είσαι αυτός που σου επιβάλλει η δουλειά σου; Αυτός που πιστεύεις ότι χρειάζομαι;» «Όχι.» Την τράβηξε μακριά από το στήθος του, κοιτάζοντας προς τα κάτω. Αργότερα, όταν θα
τον μισούσε που της είπε ψέματα σχετικά με τη συμφωνία με τον πατέρα της, θα είχε αυτή τη μια αλήθεια. «Αυτός είναι ο αληθινός Τζακ. Πάντα με εσένα – ακόμα και εκείνη την πρώτη νύχτα.» Τον κοίταξε. Είχε αντιμετωπίσει ένα σωρό επικίνδυνα καθάρματα, αλλά ποτέ δεν είχε πασχίσει τόσο να κοιτάξει τον άλλο στα μάτια. Τελικά, η Κέιλα έγνεψε και η γωνία των χειλιών της στράβωσε από ευχαρίστηση. «Λοιπόν, “Αληθινέ Τζάκσον”» στράφηκε προς τα πάνω και ακολούθησε με το χέρι της τα όρια της μπλούζας του, στέλνοντάς του ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά του «θες να με πας σπίτι;» Ο Τζακ τη φίλησε απαλά στα χείλη, βουτώντας στη γλυκιά γεύση του στόματός της. Ο Τζακ χαμογέλασε, καθώς άνοιξε τα μάτια της, που η επιθυμία τούς έδινε μια θολή, αφηρημένη έκφραση. «Θα το ήθελα πολύ να σε πάω σπίτι.»
Κεφάλαιο Δέκα Ο χρόνος τους ήταν μετρημένος. Η Μικέλα δε χρειαζόταν τον Τζάκσον να της πει ότι ο διώκτης μπορεί να χτυπούσε από λεπτό σε λεπτό. Τότε ο Τζάκσον θα τον έπιανε και μετά θα έφευγε για την Ουάσινγκτον, μακριά από εκείνη. Αλλά απόψε ήταν μόνο δικός της. Φεύγοντας από το εστιατόριο, ο Τζάκσον άρχισε πάλι να συμπεριφέρεται ως αστυνομικός. Ήταν σιωπηλός και συγκεντρωμένος στο δρόμο, μέχρι που κλείδωσε την πόρτα του σπιτιού της και ενεργοποίησε το συναγερμό. Τότε η Μικέλα τον πήρε από το χέρι, τον οδήγησε στην κρεβατοκάμαρά της και έβγαλαν τα ρούχα τους χωρίς να αγγίξει ο ένας τον άλλο, μέχρι να ξαπλώσουν στο κρεβάτι με μια τρυφερή αγκαλιά. Χωρίς λόγια, δε βιάστηκαν, πήραν το χρόνο τους για να απολαύσει ο ένας τον άλλο στο ήσυχο μισοσκόταδο της κρεβατοκάμαρας. Στηριγμένη στα μαξιλάρια, η Μικέλα παρακολουθούσε καθώς ο Τζάκσον φιλούσε τις γάμπες της. Είχε ξαπλώσει δίπλα στα πόδια της, οι μύες του διαφαίνονταν στο ημίφως και η στύση του είχε αρχίσει να σκληραίνει. «Τι έπαθες εδώ;» ρώτησε, φιλώντας τη μικρή ουλή στο γόνατό της. «Έπεσα από το άλογο όταν ήμουν επτά.» «Καβαλάς ακόμα;» «Όχι πια.» Δάγκωσε τα χείλη της καθώς εκείνος δάγκωσε απαλά το εσωτερικό του μηρού της. «Τώρα κάνω άλλες καβάλες.» Το κεφάλι του σηκώθηκε απότομα κι ένα βαθύ μουγκρητό ακούστηκε. «Αλήθεια;» «Θέλεις να σου δείξω;» «Νομίζω, ναι.» Πέρασε τα χείλη του στο μηρό της, σταματώντας για να αφήσει μερικά φιλιά στο υγρό της φύλο. Λίγη γλώσσα και η Μικέλα αναστέναξε, ανοίγοντας τα πόδια της σαν να τον προσκαλούσε. «Έχεις τόσο ωραία γεύση. Άσε με να σε φάω, Κέιλα.» Αχ, αυτό το στόμα του. Δεν ήξερε τι την ερέθιζε περισσότερο – η γλώσσα του ή οι λέξεις που έβγαιναν από εκεί. Άνοιξε τα πόδια της για να του επιτρέψει να φτάσει στο σημείο που ήθελε και που τον ποθούσε. «Κάνε με να τελειώσω, Τζάκσον» αναστέναξε βαριανασαίνοντας. «Εντάξει.» Πέρασε τη γλώσσα του πάνω από τα κάτω χείλη της, κάνοντάς τη να ανατριχιάσει, και μετά άρχισε να ανεβαίνει στο μηρό της, στο στομάχι της, στα στήθη της, όπου και έμεινε. Η υγρή του ανάσα χάιδεψε το δέρμα της, σκληραίνοντας τις ρώγες της. Ήταν τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά, και η Μικέλα εξεπλάγη με την καυτή ένταση που μαζεύτηκε χαμηλά στην κοιλιά της. Οι σκοτεινές βλεφαρίδες του Τζάκσον άνοιξαν και αποκάλυψαν τα σκούρα σαν κάρβουνα μάτια του. Ο πόθος ήταν εμφανής στα βάθη τους – μαζί με καλοσύνη, αγάπη, χιούμορ. Βλέποντάς τον έτσι, της φαινόταν αδιανόητο που μπορούσε να γίνει τόσο αυστηρός στη δουλειά του. Άραγε, τον έβλεπαν όλοι όπως τον έβλεπε εκείνη αυτή τη στιγμή; Την είχε αιχμαλωτίσει. Δεν μπορούσε να τον
χορτάσει. «Τι;» μουρμούρισε με ένα χαμόγελο στα σέξι χείλη του. Σ’ αγαπάω. Το σώμα της πήρε φωτιά και τα μάγουλά της κοκκίνισαν. Ήταν ερωτευμένη και δεν υπήρχε τρόπος να αποφευχθεί η καταστροφή. Τον αγαπούσε και δεν υπήρχε πια γυρισμός – ακόμα κι αν το ήθελε. Δεν το ήθελε. Αυτό ήταν κάτι το αληθινό. Δικό της. Δεν το είχε κανονίσει ο πατέρας της και άξιζε τον κόπο. «Τι έπαθες εδώ;» Ψάχνοντας έναν τρόπο να αλλάξει το θέμα, η Μικέλα άγγιξε με τρεμάμενα χέρια την ουλή στο φρύδι του. «Ο Μπεκ με χτύπησε όταν προσπάθησα να τους χωρίσω. Τσακωνόταν με τον Τιγκ.» «Για ποιο πράγμα;» «Ούτε θυμάμαι.» Σαν γάτα, τρίφτηκε στα δάχτυλά της. «Μάλλον για κανένα κορίτσι.» Τον χάιδεψε στο πιγούνι, στην άλλη του ουλή, που τον έκανε να δείχνει επικίνδυνος. Διάβασε την απορία στο βλέμμα της. «Αφγανιστάν. Ένας τύπος με μαχαίρι.» Η Μικέλα έγειρε κοντά του, ρουφώντας τη μοναδική, γήινη μυρωδιά του, πριν αφήσει ένα απαλό φιλί στο δέρμα του. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έσφιξε τα χέρια του γύρω από τους γοφούς της. «Κέιλα.» «Σσσς.» Φίλησε το λαιμό του, όπου φιγουράριζαν τριών ημερών γένια, γευόμενη την αρσενική γεύση του ιδρώτα του. «Σειρά μου τώρα.» Φιλώντας και γλείφοντας κατέβηκε ως το στήθος του. Αυτός απολάμβανε το άγγιγμά της, οι μύες του έσφιγγαν και οι αναστεναγμοί έβγαιναν από το στήθος του, τους οποίους η Μικέλα αισθανόταν με τα χείλη της. Τον έσπρωξε ανάσκελα, για να βλέπει καλύτερα το σκληρό, ψηλό του κορμί. Τον κοιτούσε πεινασμένη και σταμάτησε όταν είδε μια ακόμα ουλή, πιο ροζ από τις άλλες, πιο πρόσφατη. Ο Τζάκσον πάγωσε. Πίεσε τα χείλη της στην ουλή και μετά ακούμπησε στο στομάχι του. Την κοίταξε με κενή έκφραση. «Από την τελευταία μου αποστολή στο FBI.» Πήρε μια βαθιά ανάσα πριν μιλήσει. «Με πυροβόλησε ο συνεργάτης μου.» Η καρδιά της Μικέλα σφίχτηκε βλέποντας τον πόνο που στοίχειωσε το πρόσωπό του και έκανε τη φωνή του να τρέμει από ωμό συναίσθημα. Δεν το ήθελε αυτό. Απόψε δεν υπήρχε πόνος και λύπη. Αυτά θα έρχονταν μετά. Άνοιξε το στόμα της για να του πει ότι δε χρειαζόταν να μάθει τίποτα περισσότερο, αλλά εκείνος έπιασε το πρόσωπό της και ο αντίχειράς του χάιδεψε τα χείλη της με μια τρυφερότητα που την έκανε να θέλει να κλάψει. «Παραβήκαμε τους κανόνες και το πληρώσαμε. Κοιμόμασταν και οι δύο με την ίδια γυναίκα. Όπως αποδείχθηκε, ήταν η γκόμενα του εμπόρου ναρκωτικών που κυνηγούσαμε. Μας ξεγέλασε και τους δύο. Στο τέλος, εκείνος ήθελε να μας προδώσει για να είναι μαζί της. Εγώ δεν μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο.» Ο Τζάκσον έκλεισε τα μάτια του και συνέχισε την εξομολόγησή του. «Ήθελε να με σκοτώσει, και για μια στιγμή, σχεδόν τον άφησα. Ντρεπόμουν τόσο πολύ για τον εαυτό μου. Όταν όλα τέλειωσαν, εκείνη ήταν νεκρή, εγώ πληγωμένος και ο Τομ πέθανε μέσα στο ασθενοφόρο. Μου επέτρεψαν να παραιτηθώ, για να μη με απολύσουν, και δεν είχα πού αλλού να πάω. Γι’ αυτό γύρισα εδώ.»
«Τζάκσον.» Η καρδιά της πόνεσε για όσα είχε χάσει. Τη φιλία. Την περηφάνια του. Το ακέραιο του χαρακτήρα του. Και ζήλευε – ζήλευε ηλιθιωδώς τη γυναίκα που κατάφερε να αιχμαλωτίσει την καρδιά του Τζάκσον, ακόμα κι αν ήταν για τους λάθος λόγους. Οι λέξεις γλίστρησαν από το στόμα της πριν προλάβει να σταματήσει. «Την αγαπούσες;» Φύσηξε δυνατά τον αέρα μισογελώντας και έτριψε το χέρι του στο πρόσωπό του. «Θεέ μου, ελπίζω πως όχι. Η αγάπη πρέπει να είναι καλύτερη από αυτό.» Ανασήκωσε τους ώμους του για να δείξει αδιαφορία, αλλά η Μικέλα ένιωθε την ένταση στο κορμί του και την κοφτή του ανάσα. Γι’ αυτό ήθελε να επιστρέψει στην Ουάσινγκτον. Είχε ακόμα ανοιχτούς λογαριασμούς. Έσυρε τα νύχια της πάνω στους μυς που διαγράφονταν στην κοιλιά του και ακολούθησε τη γραμμή από σκούρες, μεταξένιες τρίχες μέχρι που έφτασε στη βάση του πέους του. Είχε ήδη ερεθιστεί και οι φλέβες του φαίνονταν καθαρά. Η Μικέλα το πήρε στο στόμα της, λιπαίνοντάς το με απαλές κινήσεις της γλώσσας της στο υγρό του κεφάλι. Δεν μπορούσε να πει τις λέξεις που βρίσκονταν στα χείλη της. Δεν μπορούσε να του πει ότι μαζί της θα γνώριζε την αληθινή αγάπη. Αλλά μπορούσε να τον αγαπήσει με το σώμα της, και αυτό ήταν αρκετό. «Μωρό μου, με σκοτώνεις» ψιθύρισε ο Τζάκσον μέσα στα χάδια της. «Το στόμα σου είναι τόσο γλυκό.» Μουρμούρισε πάνω στο σκληρό του όργανο, γευόμενη τη βαριά, αντρική του γεύση. Μύριζε υπέροχα, ζεστά και πικάντικα. Η Μικέλα χάιδεψε το όσχεό του και το απαλό δέρμα από κάτω και ένιωσε τον Τζάκσον να φτάνει κοντά στην ολοκλήρωση. Τον ικανοποίησε όσο καλύτερα μπορούσε με το στόμα της, σύμφωνα με τα βογκητά και τα αισθησιακά λόγια που έβγαιναν από το στόμα του. «Έλα εδώ.» Την τράβηξε ανάποδα, μέχρι που η λεκάνη της βρέθηκε πάνω από το στόμα του. Πριν καταλάβει ακόμα τι σκόπευε να κάνει, ο Τζάκσον την τράβηξε στα γόνατα και έβαλε τη ζεστή, καυτή του γλώσσα στο φύλο της. Το στόμα του την καταβρόχθισε, κάνοντάς τη να χάσει το ρυθμό της. Κανένας άντρας δεν της είχε κάνει έρωτα με τέτοια πρωτόγονη ένταση. Ήταν παράδεισος και κόλαση μαζί. Έκσταση και βασανιστήριο. Η Μικέλα χάθηκε στο πάθος, σε κάθε κίνηση της γλώσσας του, φτάνοντας στο τέλος. Με τη σειρά της, ρούφηξε βαθιά τη στύση του, χαϊδεύοντάς τον με σίγουρες κινήσεις. Το σώμα του Τζάκσον σφίχτηκε, οι μύες στους μηρούς του έγιναν σαν ατσάλι καθώς τέλειωσε με μια φωνή μέσα στο στόμα της. Εκείνη τον δέχτηκε, απολαμβάνοντας την εξουσία της επάνω του. Έπιασε πιο σφιχτά τους γοφούς της και άρχισε να πιπιλά την κλειτορίδα της, χαρίζοντάς της κύματα απόλαυσης. Έπεσε επάνω του και οι τρίχες του μηρού του γαργάλησαν το μάγουλό της. Αυτό ήταν. Είχε μεθύσει από το πάθος τους. Μόνο έτσι μπορούσε να εξηγήσει τη χαζομάρα που βγήκε από το στόμα της. «Σ’ αγαπάω, Τζάκσον.» *** Ο Τζακ θυμήθηκε τότε που ένας ηλικιωμένος θείος τούς είχε πιάσει μαζί με τον Λάκι να χαζεύουν ένα περιοδικό με γυναίκες και τους προειδοποίησε ότι θα τυφλωθούν αν «παίζουν» με τον εαυτό
τους. Αλλά δεν τον προειδοποίησε ότι μπορεί μετά από έναν τρομερό οργασμό να χάσει και την ακοή του. Όταν τον πήρε μέσα στο καυτό της στόμα, ξέχασε το όνομά του. Κατάφερε να τη γυρίσει προς το μέρος του και ο συνδυασμός της γλώσσας της επάνω στη στύση του και η γεύση της στο στόμα του τον έκαναν να χάσει το μυαλό του. Οπότε, μάλλον δεν άκουσε καλά. Αποκλείεται να του είπε ότι τον αγαπάει. Μάλλον. Το κρεβάτι αναταράχτηκε, όταν η Κέιλα πήδησε πάνω και έφυγε για το μπάνιο. Ο Τζάκσον πρόλαβε να δει τον αγκώνα της και τον εκπληκτικό πισινό της πριν κλείσει την πόρτα. Μάλλον ήθελε να… Μετά άκουσε την κλειδαριά και έπεσε στο κρεβάτι αναστενάζοντας. Να πάρει. Το είχε πει. Ο Τζακ κοίταξε το ταβάνι. Τι είχε μόλις συμβεί; Και ποια η στάση που έπρεπε να κρατήσει; Είχαν έρθει αρκετά κοντά και δεν άφηνε τον εαυτό του να το σκεφτεί. Το σεξ ήταν τέλειο –το καλύτερο της ζωής του– αλλά της είχε εξηγήσει καθαρά τις προθέσεις του. Πολύ καθαρά. Ανασηκώθηκε και κοίταξε την πόρτα του μπάνιου. Ακούστηκε ένας ήχος που τον έκανε νευρικό. Μήπως έκλαιγε; Ήταν θυμωμένη; Μπορεί να είχε κάνει εκείνος λάθος και απλά η Μικέλα ήθελε να πάει στην τουαλέτα. Ίσως να μην το εννοούσε. Αυτή η τελευταία σκέψη δεν τον ανακούφισε, όπως θα περίμενε. Οπότε, τι στο διάολο εννοούσε; Ναι, του άρεσε η Κέιλα, αλλά δεν την αγαπούσε. Μάλλον παρασύρθηκε από την ένταση της στιγμής. Κι εκείνος είχε παρασυρθεί κοιτάζοντάς τη βαθιά στα μάτια, αλλά δεν εννοούσε τίποτα με αυτό. Ήταν καθαρά εξαιτίας του εκπληκτικού σεξ. Είχαν και οι δύο νεύρα εξαιτίας του διώκτη. Θα το συζητούσε μαζί της μόλις έβγαινε από το μπάνιο. Κοίταξε την κλειστή πόρτα. Νιώθοντας ανόητος, ο Τζακ πήδησε από το κρεβάτι, πήγε νυχοπατώντας ως την πόρτα του μπάνιου και προσπάθησε να κρυφακούσει. Τίποτα. Ούτε κλάματα, ούτε νερό να τρέχει. Μόνο η καρδιά του ακουγόταν, που χτυπούσε δυνατά. Πίεσε το πρόσωπό του στην πόρτα τη στιγμή που άκουσε τον ήχο της κλειδαριάς να ανοίγει. Έκπληκτος, έκανε ένα βήμα πίσω και έψαξε για το παντελόνι του. Δε θα έκανε αυτή τη συζήτηση τσίτσιδος. Το βρήκε πεσμένο στο πάτωμα και έσκυψε να το μαζέψει τη στιγμή που η Κέιλα βγήκε από το μπάνιο. Αναστενάζοντας με την άβολη κατάσταση, έβαλε το τζιν του και γύρισε να την αντικρίσει. Παρατήρησε ότι η Κέιλα έκανε προσπάθεια να κοιτάξει οπουδήποτε αλλού μέσα στο δωμάτιο παρά εκείνον. Τα χέρια της έσφιγγαν το γιακά του μπουρνουζιού που είχε βρει στο μπάνιο. «Κέιλα.» Έκανε ένα βήμα εμπρός, αλλά σήκωσε τα χέρια της για να τον σταματήσει. Το χάος που είχε ξεσπάσει στα μάτια της έκανε την καρδιά του να χτυπήσει δυνατά. Δεν ήθελε να τη βλέπει έτσι. «Τζάκσον, περίμενε.» Έκανε ένα βήμα πίσω και σταύρωσε αμυντικά τα χέρια της μπροστά από το στήθος της. Ο λευκός λαιμός της άρχισε να παίρνει ένα ροζ χρώμα, μαρτυρώντας το πόσο πολύ ήταν αναστατωμένη. «Αυτό που σου είπα… δεν το εννοούσα.» Δεν ήταν ωραίο θέαμα. «Τι ξέρω. Δε χρειάζεται –» «Ήταν από την ένταση της στιγμής. Καταλαβαίνεις…» Συνέχισε, αγνοώντας το σχόλιό του. «Αυτό τον καιρό είμαι πολύ συναισθηματικά φορτισμένη
και μάλλον ξέσπασα σε εσένα, γιατί έχεις κάνει τόσα πολλά για χάρη μου, και με κυνηγά και αυτός ο διώκτης…» «Το κάνεις και ακούγεται σαν το Σύνδρομο της Στοκχόλμης.» Η φωνή του είχε πικράνει, αλλά δεν μπόρεσε να το κρύψει. Απλά του έλεγε αυτά που είχε σκεφτεί κι από μόνος του, αλλά δεν του άρεσαν καθόλου. Στην πραγματικότητα, του ανακάτεψαν το στομάχι. «Τι;» Μπερδεμένη, σούφρωσε τα φρύδια της. «Κοίτα, το ξέρω ότι δε με αγαπάς.» Ξαφνικά, η απόσταση ανάμεσά τους του φάνηκε μεγάλη. Ο Τζακ έκανε ένα βήμα εμπρός, πήρε τα χέρια της και την τράβηξε κοντά του. Ένιωθε τόσο ωραία που ακουμπούσε στο κορμί του και μύριζε σεξ και βανίλια. Ο συνδυασμός τον έκανε να ξεχάσει αυτό που ήθελε να πει. Κούνησε το κεφάλι του. «Αλλά νοιαζόμαστε ο ένας για τον άλλο και θα είμαστε εντάξει, αρκεί να το κρατήσουμε υπό έλεγχο.» «Υπό έλεγχο;» Ήταν επιφυλακτική. «Ναι. Ξέρουμε και οι δύο ότι δεν μπορεί να εξελιχθεί σε κάτι σοβαρό.» «Φυσικά και όχι.» «Οπότε, συνεχίζουμε έτσι και το ξεχνάμε.» «Και μόλις πιάσεις το μυστικό θαυμαστή μου θα γυρίσεις στην Ουάσινγκτον.» «Σωστά.» «Και αυτό» κούνησε το χέρι της ανάμεσά τους «θα τελειώσει.» Το στήθος του σφίχτηκε κάτω από το άγγιγμά της και πήρε μια βαθιά ανάσα, καλύπτοντας το χέρι της με το δικό του. Ένιωσε πολύ εγωιστής που σκέφτηκε να ζητήσει κάτι παραπάνω από μια απλή περιπέτεια. «Νοιάζομαι για σένα, Κέιλα. Και γι’ αυτό δε θα προσποιηθώ ότι μπορούμε να είμαστε μαζί. Όχι στον πραγματικό κόσμο.» «Εξαιτίας της δουλειάς σου;» «Ναι. Δουλεύω μυστικός. Για να κάνω τη δουλειά μου καλά, πρέπει να γίνω πολύ κακός.» Τα μάτια της είχαν πάρει το χρώμα της βροχής και πρόδωσαν τα συναισθήματά της. Ήθελε περισσότερα –κι εκείνος το ίδιο– αλλά δε γινόταν. Ακόμα και αν τον έπειθε ότι θα μπορούσε να αντέξει τη δουλειά του, θα τον έδιωχνε αμέσως μόλις μάθαινε για τη συμφωνία του με τον πατέρα της. Όσο κι αν δεν ήθελε να τη βλέπει θλιμμένη, δεν ήθελε να σκέφτεται το μίσος της, αν την άφηνε να τον ερωτευτεί περισσότερο. Μια γνώριμη μελωδία έσπασε τη σιωπή. Ένα τηλεφώνημα από τον Λάκι. Πριν καιρό, ο Λάκι είχε περάσει τη μουσική από μια παιδική ταινία στο τηλέφωνο του Τζακ, κι εκείνος δεν την άλλαξε. Αφήνοντας την Κέιλα, έψαξε στο πάτωμα το μπουφάν του και έβγαλε το τηλέφωνο από την τσέπη. «Τι έγινε, Λάκι;» Για λίγη ώρα άκουγε χωρίς να μιλά και η Κέιλα τον παρατηρούσε με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. «Εντάξει. Έρχομαι αμέσως.» Έβαλε το τηλέφωνο στην τσέπη του και άρπαξε το πουκάμισό του από το πάτωμα, πριν γυρίσει να αντικρίσει την Κέιλα. Το πρόσωπό του είχε χλομιάσει και η Κέιλα προετοιμάστηκε για το χειρότερο. Βάσει της συζήτησής τους πριν από λίγη ώρα, ο Τζακ δεν ήξερε αν τα νέα θα ήταν καλά ή όχι, αλλά χαμογέλασε βεβιασμένα και φόρεσε το μπλουζάκι του. «Μάλλον πρέπει να ντυθείς. Ο Λάκι έπιασε το διώκτη σου.»
Κεφάλαιο Έντεκα Η Μικέλα σιχαινόταν την αναμονή. Για πολλά χρόνια στεκόταν όρθια με τον αδερφό της για να τους παρουσιάσει ο Κυβερνήτης σαν τρόπαια στους γνωστούς του. Παρότι είχαν περάσει δύο ώρες, η Μικέλα νόμιζε ότι πέρασαν χρόνια από τότε που ο σερίφης Μπερκ την έβαλε μέσα σ’ αυτό το άδειο γραφείο με μια κανάτα απαίσιο καφέ. Προσπάθησε να την κάνει να νιώσει άνετα, αφήνοντας μια κουβέρτα και ένα μαξιλάρι με τη λεζάντα «Φυλακή του Έλιοτ» στον καναπέ απέναντι. Εκείνη όμως έμεινε καθισμένη στην άβολη καρέκλα του γραφείου, γιατί από εκεί είχε θέα προς το δωμάτιο ανακρίσεων, εκεί όπου βρίσκονταν ο Τζάκσον, ο Λάκι και ο διώκτης της, ο Τερέλ Γουίλις. Ακόμα δεν μπορούσε να το χωνέψει. Η Μικέλα είχε προσλάβει τον Τερέλ σαν μάστορα μετά από προτροπή της αδερφής του και μεσίτριάς της, της Κρίσταλ. Τα πήγαιναν πολύ καλά. Αλλά ο Λάκι τον είχε πιάσει στα πράσα να γράφει με κόκκινη μπογιά έξω από το γραφείο της Μικέλα: «Πώρνη, φύγε.» Παρότι ανορθόγραφος, έσταζε δηλητήριο. Πηγαίνοντας προς το γραφείο του σερίφη, είχαν περάσει έξω από το γραφείο της, και η Μικέλα έβαλε τα γέλια. Στην πραγματικότητα, γέλασε τόσο δυνατά, που ο Τζάκσον την κοίταξε ανήσυχος. Το γέλιο ήταν η μόνη δυνατή της αντίδραση – δεν ήθελε να καταρρεύσει πάλι μπροστά του. Το είχε κάνει ήδη μια φορά μετά το σεξ και ήταν αρκετή. Δε χρειαζόταν να βάλει τα κλάματα μπροστά του, θα έτρεχε να ξεφύγει. Και απόψε που θα έκλεινε αυτή η υπόθεση, ο Τζάκσον θα ήταν ελεύθερος να εξαφανιστεί. Τα μάγουλά της κοκκίνισαν από ντροπή, όταν θυμήθηκε ξανά τη σκηνή στην κρεβατοκάμαρα. Ο συνδυασμός καυτού σεξ, κινδύνου και συναισθημάτων την έκαναν να χάσει τον έλεγχο του στόματός της. Τον αγαπούσε. Κι εκείνος το ήξερε. Το διέψευσε. Κι εκείνος προσποιήθηκε ότι την πίστεψε. Μα την αγαπούσε κι εκείνος. Το είδε στα μάτια του, το ένιωσε στο άγγιγμά του. Δε θα της το έλεγε ποτέ, για να μην της δώσει ψεύτικες ελπίδες. Δε θα σταματούσε ποτέ να κυνηγά τη δουλειά στο FBI. Ήθελε να αποδείξει κάτι στον εαυτό του, κι αυτό ήταν πιο δυνατό από τα συναισθήματά του για εκείνη. Πέραν τούτου, ο Τζάκσον δεν ανήκε εδώ, κι εκείνη είχε μόλις εγκατασταθεί στην πόλη. Λάθος μέρος, λάθος στιγμή, αλλά σωστός άντρας. Η πόρτα του δωματίου ανακρίσεων άνοιξε, γδέρνοντας το ξύλινο πάτωμα. Ο Τζάκσον, ο Λάκι και ο σερίφης Μπερκ βγήκαν από το δωμάτιο, φανερά κατάκοποι από την ένταση των τελευταίων ωρών. Έκλεισαν την πόρτα και έμειναν να συζητάνε χαμηλόφωνα στο διάδρομο. Ο Λάκι έδειχνε ενοχλημένος, ο σερίφης Μπερκ σκεπτικός και ο Τζάκσον πολύ θυμωμένος. Μίλησαν για λίγη ώρα, συζητώντας έντονα κάποιο θέμα, μέχρι που ο σερίφης τίναξε τα χέρια του στον αέρα και έφυγε. Ο Λάκι και ο Τζάκσον συνέχισαν να συζητάνε, ένα ξανθό κεφάλι δίπλα σε ένα κατάμαυρο, μάλλον για όσα είχαν συμβεί κατά τη διάρκεια της ανάκρισης. Η Μικέλα σηκώθηκε και έκανε το γύρο του γραφείου, προσπαθώντας να κρυφακούσει. Παρότι
ήξερε ότι μιλούσαν για εκείνη, φοβόταν να παρέμβει. Λειτουργούσαν πολύ καλά ως συνεργάτες και ήταν εμφανής ο βαθύς δεσμός φιλίας που τους ένωνε. Αν ο Τζάκσον ένιωθε έτσι και για τον παλιό του συνεργάτη στο FBI, πρέπει να υπέφερε πολύ όταν τον είδε να πεθαίνει. Επιτέλους, ο Τζάκσον γύρισε με σφιγμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος με ό,τι κι αν είχε συμβεί στην ανάκριση. Η Μικέλα δυσκολεύτηκε να αναπνεύσει. Έγειρε πίσω στο γραφείο, στηρίζοντας τα χέρια της στην άκρη του, όταν ο Τζάκσον την πλησίασε με βαριά βήματα. Η σκοτεινή του έκφραση δε βελτιώθηκε. «Είναι –» Ο λαιμός της είχε σφίξει μετά από τόση ώρα σιωπής και οι λέξεις τής έβγαιναν δύσκολα. «Αυτός είναι;» Ο Τζάκσον έγνεψε με τσατισμένο ύφος. Γιατί δεν ήταν πιο χαρούμενος; Αφού η δουλειά είχε τελειώσει. «Αυτός είναι. Βρήκαμε φωτογραφίες και ένα σημειωματάριο όπου παρακολουθούσε το πρόγραμμά σου. Είναι αρκετά για να τον καταδικάσουμε.» «Είπε γιατί το έκανε;» «Όχι.» Ο Τζάκσον θύμωσε. «Ζητά συνέχεια την Κρίσταλ.» «Την αδερφή του; Γιατί;» «Η αδερφή του τον γλίτωνε από τους μπελάδες μια ζωή. Μάλλον πιστεύει ότι θα τον γλιτώσει και τώρα.» Το στόμα του στράβωσε με αηδία. «Ακόμα και τα παπούτσια μου είναι πιο έξυπνα από τον Τερέλ.» «Οπότε, τελείωσε;» Κράτησε την ανάσα της περιμένοντας την απάντηση, φοβούμενη το τι θα ακούσει, αλλά έπρεπε να μάθει την αλήθεια. Την κοίταξε και άπλωσε το χέρι του για να μαζέψει μια αδέσποτη μπούκλα πίσω από το αυτί της. Τα μάτια του, σκούρα και τρυφερά, καθρέφτιζαν τη δύσκολη απόφαση που έπρεπε να παρθεί. Αυτή ήταν η αρχή του τέλους. «Ναι, έτσι νομίζω. Τα στοιχεία αποδεικνύουν την ενοχή του και, μόλις πάρουμε και τα στοιχεία του τραπεζικού του λογαριασμού, θα μάθουμε και γιατί το έκανε.» Αφήνοντας το χέρι του να πέσει, ο Τζάκσον έγειρε κι εκείνος στο γραφείο. Οι ώμοι τους ακούμπησαν. Η πόζα του ήταν άνετη, με τα πόδια σταυρωμένα μπροστά του, αλλά η έντασή του ήταν εμφανής. Η Μικέλα δεν μπορούσε με τίποτα να καταλάβει τι σκεφτόταν και την έπιασε τρέλα. Η αντίδρασή της ήταν ακόμα πιο ενοχλητική. Ήταν απογοητευμένη. Ήταν απογοητευμένη που ο Τζάκσον έπιασε το διώκτη της, γιατί αυτό σήμαινε ότι θα έφευγε από τη ζωή της. Αν ο Τερέλ είναι αθώος, ο Τζάκσον θα μείνει. Δεν τον ήθελε έτσι. Ήθελε να μείνει γιατί εκείνη ήταν πιο σημαντική από τη φιλοδοξία του, γιατί την αγαπούσε. Ήθελε αυτά που δεν είχε καταφέρει να της δώσει κανένας άλλος και, παρότι ήξερε ότι ήταν ανοησία να ελπίζει, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. «Ο σερίφης Μπερκ θα στείλει ένα όργανο να σε συνοδεύσει σπίτι. Πρέπει να μείνω εδώ για τουλάχιστον κάνα δίωρο ακόμα.» «Θα έρθεις σπίτι όταν τελειώσεις;» Την κοίταξε έκπληκτος με τα λόγια της. «Κέιλα.» Η φωνή του ήταν χαμηλή, βαθιά, μια τρυφερή προειδοποίηση. Κοίταξε κάτω στο
πάτωμα. «Σου είπα. Δε γίνεται…» Ήρθε μπροστά του και πήρε τα χείλη του σε ένα φιλί απελπισμένο, κόλλησε τα χείλη της στα δικά του και η γλώσσα της έψαξε τη δική του με έναν αναστεναγμό πάθους. Πριν από λίγη ώρα ήταν μαζί στο κρεβάτι. Τρίφτηκε πάνω του και το σώμα της ποθούσε το άγγιγμά του. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του, χαϊδεύοντας τα μαλλιά του και προσπαθώντας να διώξει την ένταση που έκανε σκληρούς τους μυς κάτω από το καυτό δέρμα του. Η Μικέλα άφησε το στόμα του και έγειρε το μέτωπό της στο δικό του. Ανέπνευσε την αναπνοή του, έτσι που είχαν έρθει τόσο κοντά. Σε όλη της τη ζωή φοβόταν να θελήσει το οτιδήποτε. Αν όντως αυτή ήταν η νέα αρχή της, έπρεπε να απλώσει το χέρι και να το αρπάξει. Δεν μπορούσε να τον αφήσει να φύγει. Ακόμα και αν η απάντησή του ήταν ακόμα η ίδια, έπρεπε να το ξέρει. «Σου είπα ψέματα, Τζάκσον. Σου είπα ψέματα.» Πίεσε τα χείλη της στα δικά του για να μην τον αφήσει να μιλήσει. «Σ’ αγαπάω.» Ο Τζάκσον τραβήχτηκε και πήρε το πρόσωπό της μέσα στα χέρια του. Η ματιά του ήταν γεμάτη θλίψη, αλλά ο πόθος επικρατούσε. Σκοτεινός και ανίκητος. Η καρδιά της σταμάτησε να χτυπά από την ελπίδα ότι ο πόθος του θα κέρδιζε επιτέλους τη λογική. «Εγώ…» Ο Τζάκσον την κοίταξε με πόνο. «Δεν μπορώ. Δεν μπορώ να μείνω.» «Ας μη μείνουμε εδώ. Θα κάνουμε αυτό που θέλεις.» Η Μικέλα παραλίγο να βάλει τα γέλια, τόσο τρελή ήταν αυτή η σκέψη της. «Θα πας εσύ στην Ουάσινγκτον κι εγώ θα είμαι εδώ. Θα έρχεσαι όποτε μπορείς, κι εγώ το ίδιο.» «Και θα είσαι ευτυχισμένη με αυτό; Θα με περιμένεις βδομάδες, μπορεί και μήνες.» «Δεν ξέρω.» Δάγκωσε τα χείλη της ακούγοντας τη σκληρή αλήθεια. Αλλά δε θα τα παρατούσε έτσι. «Μπορώ όμως να προσπαθήσω.» Ένας κοφτός βήχας έξω στο διάδρομο τους διέκοψε. Η Μικέλα γύρισε το κεφάλι της και αντίκρισε ένα νεότερο αστυνομικό και τον Λάκι να περιμένουν έξω από την πόρτα. Ο αστυνομικός τούς κοίταξε ντροπιασμένος, αλλά ο Λάκι χαμογέλασε κοιτώντας τους. Η Μικέλα ήταν ακόμα καθισμένη πάνω στα πόδια του Τζάκσον, με τα χέρια της μπλεγμένα στα ρούχα του. Δεν έδινε πια δεκάρα για τους τρόπους καλής συμπεριφοράς. Γύρισε στον Τζάκσον. Με σκοτεινό ύφος, όπως πάντα, την παρακολουθούσε. Δεν μπορούσε να καταλάβει τα συναισθήματά του, αλλά καταλάβαινε την αναποφασιστικότητά του. Καλύτερα που διέκοψαν τη συζήτηση. Δε γινόταν να τον πείσει μέσα στο αστυνομικό τμήμα. Θα τον έπειθε καλύτερα χωρίς ρούχα και ξάπλα σε μια οριζόντια επιφάνεια. Αφήνοντας την αγκαλιά του, άφησε ένα σύντομο φιλί στα χείλη του και ψιθύρισε στο αυτί του: «Ξύπνα με όταν έρθεις σπίτι.» *** «Είσαι χάλια.» Ο Τζακ έκανε μια άσεμνη χειρονομία προς τη μεριά του Λάκι και έκατσε στην καρότσα του φορτηγού του. Τα βήματα του καλύτερού του φίλου αντήχησαν στο σχεδόν άδειο πάρκινγκ του αστυνομικού τμήματος. Είχαν βγει έξω μετά από ακόμα δύο ώρες ανάκρισης, προσπαθώντας να
βγάλουν κάποια άκρη. Είχε δοκιμάσει τα πάντα για να πείσει τον Τερέλ να του πει ποιος τον πλήρωσε για να παρακολουθεί την Κέιλα. Παρά την έντονη ανάκριση, ο ύποπτος είχε αρνηθεί να μιλήσει. Στην πραγματικότητα, το μόνο που ζητούσε ήταν να δει την αδερφή του. «Τι σκέφτεσαι;» ρώτησε ο Λάκι και έκατσε δίπλα του στην ανοιχτή καρότσα. «Τον Τερέλ; Τη Μικέλα; Και τους δύο;» Ανασήκωσε τους ώμους του, κοιτάζοντας γύρω στο σκοτεινό πάρκινγκ και αφουγκράζοντας τους ήχους της μικρής πόλης – τα κλιματιστικά που βούιζαν, τις κουβέντες από τη Μέιν Στριτ. Ξεφύσησε και ηρέμησε κάπως τους μυς του. «Δε μου φαίνεται σωστό. Ο Τερέλ είναι τόσο βλάκας, αποκλείεται να οργάνωσε κάτι τέτοιο μόνος του.» Ο Λάκι γέλασε. «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι σκέφτηκε ο ίδιος τον εκβιασμό.» «Ακόμα και οι βλάκες τα καταφέρνουν καμιά φορά. Όταν ελέγξουμε τον τραπεζικό του λογαριασμό, θα βρούμε την άκρη.» «Ναι.» Το δέρμα του ανατρίχιασε, αλλά μπορεί να έκανε και λάθος. «Οπότε, ας δούμε το σχέδιο βήτα.» Ο Λάκι γέλασε και τα λευκά του δόντια άστραψαν μέσα στη νύχτα. «Τι γίνεται με τη Δρ. Ρόαρκ; Φαίνεστε μια χαρά μαζί. Κρίμα που πρέπει να φύγεις για την Ουάσινγκτον.» Ο Τζακ σκέφτηκε να διακόψει τη συζήτηση, αλλά ήθελε να ακούσει τη συμβουλή του Λάκι. Η γνώμη του φίλου του ήταν σημαντική. «Δε θέλει να το λήξουμε.» Δίπλα του, ο Λάκι έμεινε σιωπηλός, με την προσοχή του καρφωμένη στον Τζακ. «Μου είπε ότι με αγαπάει.» «Κι εσύ;» Ο Τζακ αγνόησε την απάντηση. Δεν ήξερε ούτε ο ίδιος. Νοιαζόταν για εκείνη, την ήθελε, αλλά η αγάπη ήταν κάτι τελείως διαφορετικό. «Λέει πως μπορούμε να βρισκόμαστε τα Σαββατοκύριακα.» Ο τόνος του φανέρωσε τη σύγχυσή του. Και πώς μπορεί να πετύχει κάτι τέτοιο; Ο Λάκι πήδησε από την καρότσα και τον χτύπησε φιλικά στον ώμο. «Κάν’ το.» «Είσαι σοβαρός; Αυτή είναι η συμβουλή σου; Ξεχνάς μήπως τη συμφωνία που έχω με τον πατέρα της;» Ο Λάκι άνοιξε την πόρτα του φορτηγού και σταμάτησε πριν μπει μέσα. «Κάν’ το. Να της το πεις. Χρειάζεσαι κάτι πέρα από τη δουλειά. Κάτι να σε περιμένει απέξω. Αν δε βρεις κάτι άλλο, δεν ξέρω τι μπορεί να σου συμβεί.» Ο Τζακ κατάλαβε τι εννοούσε. Αν δεν έχεις κάτι να σε τραβήξει έξω από τη δουλειά, η δουλειά θα σε καταπιεί. Κι εκείνος ανησυχούσε για αυτό. Ήταν πολύ δύσκολο να προσαρμοστεί ξανά στον κόσμο μετά από τόσο καιρό μυστικής υπηρεσίας. Ήταν από τη φύση του μοναχικός άνθρωπος και του ήταν δύσκολο να κάνει παρέες. Ο Τζακ παρακολούθησε τον Λάκι να βγαίνει από το πάρκινγκ. Έψαξε κι εκείνος τα κλειδιά του και κατευθύνθηκε προς το μέρος που τον τελευταίο καιρό έμοιαζε με το σπίτι του. Ήταν τόσο μπερδεμένος. Ήταν πολύ δύσκολο να κάνει μια κανονική σχέση με τη δουλειά του και η Κέιλα σίγουρα δεν ήξερε τι την περίμενε με αυτή της την πρόταση. Τη θέλεις, όμως. Ούτε εκείνος ήθελε να τελειώσει. Αλλά αν έμενε μαζί της, απλά θα καθυστερούσε το
αναπόφευκτο. Γιατί λοιπόν ήθελε να μείνει; Όταν έφτασε στην πόρτα της, έδιωξε το νεαρό αστυνομικό που πρόσεχε το σπίτι της μέσα από το περιπολικό του. Το μικρό σπίτι ήταν ήσυχο και σκοτεινό όταν μπήκε μέσα. Το άρωμά της είχε μείνει στον αέρα και ηρέμησε το μυαλό του μόλις το μύρισε. Εδώ βρήκε την ηρεμία του, όχι στο σπίτι, αλλά κοντά στην Κέιλα. Εδώ ήταν η θέση της. Ενεργοποίησε το συναγερμό, νιώθοντας ακόμα ανήσυχος για την ασφάλειά της, και περπάτησε στο σαλόνι. Τη σιωπή έσπαγε μόνο το ρολόι του παππού της και ο ήχος του συγχρονίστηκε με το γεμάτο πόθο χτύπο της καρδιάς του. Ο Τζακ στάθηκε στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας, αφήνοντας τα μάτια του να προσαρμοστούν το σκοτάδι. Η Μικέλα κοιμόταν και τα χρυσά της μαλλιά ήταν απλωμένα πάνω στο μαξιλάρι. Το φεγγαρόφως έλουζε τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, που ήταν πια ήρεμα. Το όργανό του σκλήρυνε αμέσως. Αν ξάπλωνε τώρα δίπλα της, θα τον δεχόταν με την καρδιά και το κορμί της. Όχι ακόμα. Θα παρέτεινε αυτή τη γλυκιά αναμονή. Με δύο βήματα μπήκε μέσα στο μπάνιο. Έβγαλε τα ρούχα του και μπήκε στο ντους, κάτω από το καυτό νερό. Ξέπλυνε την κούραση και την άσχημη αυτή μέρα από το κορμί του και, όσο πιο πολύ χαλάρωνε, τόσο πιο πολύ η στύση του γινόταν εμφανής. Ο Τζάκσον άπλωσε το χέρι του και άγγιξε το σκληρό του μόριο, αναστενάζοντας βαθιά. Οι σκέψεις του πέταξαν στην Κέιλα, στη θέρμη της και την ωμή και απελευθερωμένη συμπεριφορά της στο κρεβάτι. Μπορεί να έμοιαζε ψυχρή και απόμακρη, αλλά εκείνος ήξερε ότι κάτω από το κρύο παρουσιαστικό κυλούσε καυτή λάβα. Έκλεισε το νερό και βγήκε από το ντους. Ο δροσερός αέρας τον έκανε να ανατριχιάσει. Σκουπίστηκε και στάθηκε δίπλα από το κρεβάτι, για να απολαύσει το θέαμα της γυμνής της πλάτης μέσα στα ανακατεμένα σεντόνια. «Σου είπα να με ξυπνήσεις όταν επιστρέψεις.» Η φωνή της ήταν νυσταγμένη και απαλή. Το στήθος του πλημμύρισε από ένα ξεχασμένο συναίσθημα –τη χαρά– και η στύση του έγινε ακόμα πιο σκληρή. Όταν ήταν μαζί με την Κέιλα, ένιωθε λες και είχε πάρει το μπλε χαπάκι. Πέταξε την πετσέτα στο πάτωμα, σήκωσε τα σκεπάσματα και γλίστρησε δίπλα της. Πέρασε το ένα χέρι του κάτω από το κεφάλι της και την πήρε αγκαλιά. Σήκωσε τα μαλλιά από το λαιμό της και τη φίλησε εκεί, εισπνέοντας το άρωμα βανίλια. Η Κέιλα κουνήθηκε δίπλα του και πίεσε το σφιχτό πισινό της πάνω στη στύση του. Τα μαλλιά του έσταξαν νερό πάνω της κι εκείνος έγλειψε τις σταγόνες με τη γλώσσα του. «Θα με κάνεις μούσκεμα.» Η φωνή της ήταν κάτι ανάμεσα σε γέλιο και αναστεναγμό. «Έτσι μου αρέσεις.» Ο Τζακ πέρασε το πόδι του ανάμεσα στα δικά της, κάνοντας χώρο για το χέρι του. Χάιδεψε την κοιλιά της και κατέληξε στις υγρές πτυχές ανάμεσα στα πόδια της. Οι αναστεναγμοί της τον έκαναν να πονά από τον πόθο. «Μωρό μου, με τρελαίνεις. Μου αρέσει που με θέλεις τόσο πολύ.» Η Κέιλα έτριψε την πλάτη της πάνω του, πιάνοντας το όργανό του ανάμεσα στα μπούτια της, ενώ εκείνος συνέχισε να τη χαϊδεύει. Το κεφάλι της έπεσε πάνω στον ώμο του, ανοίγοντάς του το δρόμο για το λαιμό και το στήθος της. Ο Τζάκσον κατέβηκε πιο κάτω για να πάρει στο στόμα του τη ρώγα της. Είχε γλυκιά γεύση και συνέχισε να τη γλείφει και να τη δαγκώνει. Ο ερεθισμός της και η στύση του τον έκαναν να θολώσει από την ευχαρίστηση. «Τζάκσον, σε παρακαλώ, σε χρειάζομαι.» Τον χρειαζόταν; Δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή του χωρίς εκείνη. Ο πόνος του τον έκανε
ανίκανο να συνεχίσει να μιλά. Καταλαβαίνοντας τη σκέψη του, πήρε τη στύση του στο χέρι της και την οδήγησε μέσα της, κουνώντας το κορμί της για να μπει όσο πιο βαθιά γίνεται. Κατάφερε να συγκεντρώσει τις σκέψεις του για ένα λεπτό και είπε: «Περίμενε. Όχι έτσι, πρέπει να βάλω –» «Μην ανησυχείς. Παίρνω το χάπι.» Τον φίλησε με πάθος και αναστεναγμοί ξέφυγαν από τα πρησμένα της χείλη. «Σε παρακαλώ, Τζάκσον.» «Είσαι σίγουρη;» Δεν ήταν ώρα για συζήτηση, αφού το μόριό του ήταν ήδη λουσμένο στους χυμούς της. Αλλά εκείνος δεν είχε κανένα θέμα υγείας, το ήθελε και την εμπιστευόταν. Αντί για απάντηση, το κορμί της τον τύλιξε και η Μικέλα έκατσε επάνω του. Τους κόπηκε η ανάσα. Η Μικέλα μετακινήθηκε και οι πτυχές της τρίφτηκαν πάνω στη στύση του, κάνοντάς τον να βογκήξει. Χωρίς να το σκεφτεί, άρχισε να κινείται πάνω της. Πιο γρήγορα, πιο δυνατά. Τα μεταξένια της μαλλιά χάιδεψαν το πρόσωπό του και το κορμί της τεντώθηκε πάνω στο δικό του, προσκαλώντας τον να βρουν μαζί τον παράδεισο. Έψαξε την κλειτορίδα της αποφασισμένος να την κάνει να τελειώσει και τα δάχτυλά του μούσκεψαν αμέσως από τον ερεθισμό της. «Είσαι τόσο υγρή.» Η επιθυμία τού έλυσε τη γλώσσα. «Μ’ αρέσει να σε νιώθω πάνω μου. Θέλω να σε δω να τελειώνεις. Σε παρακαλώ, μωρό μου.» Η Κέιλα αναστέναξε και οι αναστεναγμοί της πρόδωσαν την έκσταση. Τρίφτηκε πάνω του, δίνοντάς του δεκαπλάσια ευχαρίστηση. Οι μύες του φύλου της έσφιξαν γύρω από τη στύση του και έφτασε κι εκείνος σε οργασμό, μέσα σε κύματα πόνου και ευχαρίστησης. Έμειναν εκεί, ξαπλωμένοι μέσα στο σκοτάδι, ανασαίνοντας βαριά και δυνατά στη σιωπή. Πήρε μια βαθιά ανάσα για να μπορέσει να πει αυτό που ήθελε. «Θέλω να προσπαθήσουμε. Θέλω να έρθεις στην Ουάσινγκτον.» Η Μικέλα πάγωσε στα χέρια του. Ένα μικρό «Ω!» ξέφυγε από τα χείλη της. «Θα βρω ένα σπίτι. Στην παλιά πόλη, κοντά στο ποτάμι.» Τα δευτερόλεπτα περνούσαν και ο Τζάκσον ανησύχησε ότι είχε αλλάξει γνώμη. Μάλλον είχε σκεφτεί πόσο ανόητο ήταν να κάνει σχέση χωρίς μέλλον. Αν ήταν έξυπνη, θα του έλεγε να το ξεχάσει. Αλλά δεν ήταν. Η Κέιλα τρίφτηκε πάνω του, τύλιξε τα χέρια του γύρω της, ψιθύρισε: «Ωραίο ακούγεται» και αποκοιμήθηκε. Ο Τζακ έμεινε ξαπλωμένος, ακούγοντας τις απαλές αναπνοές της, καθώς ο ήλιος ανέτειλε έξω από το παράθυρο. Ο Λάκι είχε δίκιο – χρειαζόταν κάποιον να τον περιμένει έξω από τη δουλειά. Τώρα ήξερε ποιος ήταν αυτός ο κάποιος.
Κεφάλαιο Δώδεκα Ήταν τόσο ευτυχισμένη, που ήθελε να αρχίσει το χορό μέσα στο γραφείο της. Η Μικέλα διάβαζε ένα φάκελο ασθενούς και γέλασε με τη σκέψη ότι όλο το προσωπικό του γραφείου θα χόρευε μαζί της τραγουδώντας. Θα μπορούσε να δικαιολογηθεί με την έλλειψη ύπνου, αλλά αυτό ήταν ψέμα. Η κούραση των τελευταίων ημερών είχε εξαφανιστεί από την εκστατική της διάθεση. Όταν ξύπνησε, ο Τζάκσον κοιμόταν ήσυχος στο κρεβάτι της. Τα ανακατεμένα σκούρα του μαλλιά έκαναν έντονη αντίθεση με τη λευκή μαξιλαροθήκη και οι γραμμές του προσώπου του είχαν μαλακώσει από τον ύπνο. Χρειάστηκε να πιέσει τον εαυτό της να σηκωθεί από δίπλα του, αφήνοντας ένα απαλό φιλί στο κεφάλι του και ένα σημείωμα δίπλα στην καφετιέρα. Δύο ώρες μετά της έστειλε μήνυμα στο κινητό τηλέφωνο ότι έφευγε για το τμήμα και ότι ήθελε να τη συναντήσει στο Κόμφορτ για μεσημεριανό φαγητό. Χαμογελούσε μέχρι που πόνεσαν τα μάγουλά της. Ο Τζάκσον δεν της είχε δώσει καμία υπόσχεση. Δεν του είχε ζητήσει καμία. Αλλά είχε πει τα λόγια που άφηναν την πόρτα ανοιχτή στο μέλλον. Μπορεί να είχε βρει το ευτυχισμένο της τέλος. Οι ονειροπολήσεις της διακόπηκαν από μια φασαρία στην είσοδο. Η δυνατή φωνή της Βέρτζι ακούστηκε καθαρά: «Κύριε, δεν μπορείτε να περάσετε! Θα φωνάξω την αστυνομία –» Η γλυκιά νότια προφορά της είχε εξαφανιστεί. Η Μικέλα τινάχτηκε όρθια. Όταν έφτασε στην είσοδο, σταμάτησε και πάγωσε στη θέση της. «Μη με κοιτάς εμένα έτσι!» Το μεγάλο στήθος της Βέρτζι έτρεμε από την αγανάκτηση. Έδειξε με το δάχτυλο τον εισβολέα. «Μπορεί να είσαι ο Κυβερνήτης, αλλά δεν μπορείς να μπαίνεις εδώ μέσα με το έτσι θέλω. Ποιος νομίζεις πως είσαι;» «Ο πατέρας μου.» Η Μικέλα δεν μπόρεσε να κρύψει την απογοήτευση από τη φωνή της. Η γεύση που της άφησε ήταν πικρή. Όλα τα πρόσωπα, των ασθενών, του προσωπικού και τέλος του Κυβερνήτη, γύρισαν σε εκείνη. Άλλοι την κοιτούσαν σοκαρισμένοι και άλλοι εντυπωσιασμένοι. Ο πατέρας της είχε ένα ύφος λες και είχε μυρίσει κάτι άσχημο. Το ίδιο κι εκείνη. Κάτι βρομούσε. Δεν της είχε συμβεί τίποτε καλό όσο ήταν δίπλα στον πατέρα της. Του έδειξε το γραφείο της. Ο φόβος εξαφάνισε όλη την καλή διάθεση που είχε μετά τον Τζάκσον. Η Μικέλα έσπασε πρώτη την άβολη σιωπή. «Δεν ήρθες ως εδώ για να μου κάνεις επίσκεψη, οπότε πες μου τι συμβαίνει.» «Δεν υπάρχει λόγος να γίνεσαι αγενής, Μικέλα.» Ο Κυβερνήτης έπαιξε με το χρυσό μανικετόκουμπο στη δεξιά του μανσέτα. Τα παγωμένα μπλε μάτια του της έλεγαν ξεκάθαρα ότι ήταν πολύ νευριασμένος. Ανυπομονούσε να ακούσει πώς τον είχε απογοητεύσει αυτή τη φορά. «Το γραφείο σου είναι… αρκετό για την περιορισμένη σου φιλοδοξία.» «Δε ζήτησα τη γνώμη σου για τη δουλειά μου.» Ένιωθε να πέφτει στην παγίδα, οπότε
συγκράτησε τα νεύρα της. «Έχω ένα σωρό ασθενείς που περιμένουν. Θα το εκτιμούσα αν ήσουν σύντομος.» «Εντάξει. Θέλω να δώσεις αυτό το φάκελο στον ντετέκτιβ Κάντρελ.» Η Μικέλα κοίταξε το μεγάλο άσπρο φάκελο που έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του. Της τον έδωσε. Σήκωσε το χέρι της, αλλά την τελευταία στιγμή δίστασε. Ο Κυβερνήτης το πρόσεξε. «Δεν καταλαβαίνω.» Κράτησε ήρεμη τη φωνή της. «Μικέλα, μην παίζεις παιχνίδια.» Το χέρι του έμεινε τεντωμένο και έκανε δύο βήματα πιο κοντά. «Σίγουρα δεν πίστεψες ότι θα σε άφηνα απροστάτευτη. Ξέρω ότι εσύ και ο ντετέκτιβ Κάντρελ παίζετε το αντρόγυνο και δεν μπορώ να πω ότι εκπλήσσομαι.» «Όχι;» Αφού εκείνος ήταν τόσο ψύχραιμος, μπορούσε να είναι κι εκείνη. «Όχι. Πάντα σε ελκύουν αυτοί που έχουν περισσότερους μυς παρά μυαλό.» Τα χείλη του ανασηκώθηκαν περιφρονητικά. «Η μόνη μου παρηγοριά είναι ότι όταν παντρευτείς έναν τέτοιο και χαραμίσεις τη ζωή σου μεγαλώνοντας τα παιδιά του, θα ζήσεις άνετα με τα λεφτά που σου άφησε η μητέρα σου. Εκτός και αν τα ξοδέψει όλα στο ποτό.» Ήταν τόσο υπερόπτης και συγκαταβατικός και η Μικέλα έσφιξε τα δόντια της, τώρα όμως ήταν στο δικό της γραφείο και δεν ήθελε να ακούσει άλλα. «Πρέπει να φύγεις. Αν θέλεις να δώσεις κάτι στον Τζάκσον, θα το κάνεις μόνος σου.» Ο Κυβερνήτης χαμογέλασε, ή μάλλον, της έδειξε τα δόντια του. Εκείνη ανατρίχιασε. Το πρόσωπό του ήταν αλαζονικό, η φωνή του ψυχρή και η Μικέλα προετοιμάστηκε για το τι θα άκουγε. «Πίστευα ότι θα ήθελες εσύ να του δώσεις τα χαρτιά για την καινούρια του δουλειά στο FBI. Αφού είστε τόσο φίλοι.» Η Μικέλα έκανε ένα βήμα πίσω. Ήθελε να πάψει. «Γιατί έχεις εσύ τα χαρτιά του;» «Γιατί του το υποσχέθηκα όταν ανέλαβε τη δουλειά.» «Ποια δουλειά;» Η φωνή της άρχισε να τρέμει. «Την προστασία σου, φυσικά.» Ο τόνος της φωνής του ήταν ήρεμος και ανάλαφρος. Για ακόμα μια φορά τής θύμισε πόσο επιθυμούσε έναν αληθινό πατέρα. «Έπιασε το διώκτη σου πριν με κάνει ρεζίλι. Ο ντετέκτιβ Κάντρελ τα κατάφερε καλύτερα από ό,τι περίμενα, να σου πω την αλήθεια.» Η Μικέλα ζαλίστηκε και έγινε κατάχλομη. Όλο το αίμα έφυγε από το κεφάλι της και έμεινε εκεί ακίνητη και παγωμένη. Κατάλαβε. Είχε ξαναδεί το έργο, με διαφορετικούς πρωταγωνιστές, αλλά με την ίδια πλοκή. Όσοι σε πλησιάζουν θέλουν κάτι από τον πατέρα σου. Πόσες φορές θα επαναλαμβανόταν η ιστορία; Μέχρι να τα παρατήσει ή μέχρι να βρει τον σωστό. Είχε πιστέψει στον Τζάκσον. Ένας πόνος διαπέρασε τους κροτάφους της. Πάλι την είχαν πιάσει κορόιδο. Έσφιξε τα δόντια της, άρπαξε το γράμμα και έτρεξε έξω από το γραφείο. Το αίμα που χτυπούσε στα αυτιά της την έκανε να παραπατήσει. Ποτισμένη με πανικό, φόβο και θυμό, πέρασε μπροστά από τη ρεσεψιόν και από τη γεμάτη αίθουσα αναμονής, αγνοώντας τις ανήσυχες ερωτήσεις της Βέρτζι και της Τερέζα. Έπρεπε να ακούσει την αλήθεια από τον Τζάκσον. Ο Κυβερνήτης τής έλεγε ψέματα. Δε θα τον
πίστευε, αν δεν το άκουγε από τα χείλη του Τζάκσον. Δεν μπορεί να είχε πέσει τόσο έξω. *** «Ακόμα και ένας τυφλός σκίουρος κάποια στιγμή θα βρει ένα βελανίδι» είπε ο Λάκι. Καθισμένος σε ένα τραπέζι του Σάουθερν Κόμφορτ, ο Τζακ χασκογέλασε, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο για την Κέιλα. Από τη θέση του, έβλεπε καθαρά την είσοδο του γραφείου της. Του είχε λείψει. Του έλειψε όταν ξύπνησε στο άδειο κρεβάτι με τη μυρωδιά της στα σεντόνια, στο δέρμα του, στο είναι του. Του έλειπε όση ώρα εκείνος και ο Λάκι εξέταζαν τα στοιχεία που βρήκαν στο σπίτι και το αμάξι του Τερέλ – φωτογραφίες, ημερολόγιο των καθημερινών δραστηριοτήτων της, χαρτιά και άλλα αντικείμενα από τα σκουπίδια της. Τώρα που έβλεπε πόσο κοντά της είχε φτάσει ο Τερέλ, ήθελε να είναι συνέχεια δίπλα της για να την προστατεύει. Η διαίσθησή του έλεγε ότι ο Τερέλ δεν το είχε οργανώσει όλο αυτό μόνος του. «Λάκι, σε καταλαβαίνω, αλλά ο Τερέλ είναι πιο κουτός κι από τα λάχανα και δε φαντάζομαι ότι σκέφτηκε μόνος του όλη την ιστορία με τον εκβιασμό. Είναι κλέφτης αυτοκινήτων και πορτοφολάς. Να πάρει, είναι ο μόνος έμπορος ναρκωτικών στην ιστορία που κάπνισε όλο το προϊόν του.» «Ναι, ναι.» Ο Λάκι χτυπούσε νευρικά τα χέρια του στο τραπέζι. «Αλλά ο δικαστής έριξε μια ματιά στην υπόθεση και όλα τα στοιχεία δείχνουν σε αυτόν.» Η παραπομπή του Τερέλ είχε γίνει ομαλά. Θα περνούσε αρκετό χρόνο στη φυλακή μόνο από τις παραβιάσεις της αναστολής του. Ο δικαστής Μίτσαμ ήταν υπομονετικός άνθρωπος, αλλά ο Τερέλ είχε βρεθεί τόσες φορές στο δικαστήριό του, που απέρριψε αμέσως την πρόταση για εγγύηση. Και ακόμα, ο Τερέλ ζητούσε συνέχεια την Κρίσταλ. Παρά τη σοβαρότητα της κατάστασης, το μόνο που ζητούσε ο Τερέλ ήταν την αδερφή του. Μέχρι στιγμής, η Κρίσταλ ήταν άφαντη. Κάθε ώρα που περνούσε, ο Τερέλ εκνευριζόταν όλο και πιο πολύ. Η αστυνομία ήλπιζε ότι σύντομα θα έφτανε στα όρια της υπομονής του και θα τους τα ομολογούσε όλα. Ο Τζακ κοίταξε το ρολόι του και μετά έξω από το παράθυρο. H Κέιλα είχε αργήσει. Θα περίμενε λίγα λεπτά ακόμα και μετά θα πήγαινε από το γραφείο της – για να είναι σίγουρος. «Θα έρθει.» Ο Λάκι έσκυψε πάνω από το τραπέζι, μην κάνοντας ουδεμία προσπάθεια να κρύψει το πονηρό του χαμόγελο. «Το ξέρω.» «Λοιπόν, τι αποφάσισες για το μικρό σου δίλημμα;» Ο Τζακ ανακάθισε, ρίχνοντας άλλη μια ματιά έξω από το παράθυρο. Είδε την Κέιλα να περνά το δρόμο και απάντησε στον Λάκι, ελπίζοντας να μπορέσει να κρατήσει σταθερή τη φωνή του. «Ακολούθησα τη συμβουλή σου. Θα δούμε πώς θα πάει.» Σηκώθηκε για να υποδεχτεί την Κέιλα. Δεν ήθελε να το παραδεχτεί στον Λάκι, αλλά η σκέψη ενός κοινού μέλλοντος με την Κέιλα του χάριζε ηρεμία και μια αίσθηση ασφάλειας. «Ευχαριστώ, φίλε.» «Να με καλέσεις στο γάμο.» Ο Λάκι σηκώθηκε μαζί του και τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη, γελώντας μόνος του.
Η Κέιλα μπήκε μέσα με φόρα και έκφραση ανήσυχη. Ο Τζακ κατάλαβε αμέσως ότι κάτι συνέβαινε. Πήγε κοντά της και σταμάτησε όταν τον πήρε χαμπάρι. Μέσα σε μια στιγμή, το πρόσωπό της πάγωσε. Σίγουρα δε χάρηκε που τον είδε. Και σίγουρα δεν ήταν έκφραση κατάλληλη για ερωτευμένη γυναίκα. «Κέιλα…» «Τζάκσον, θέλω να μου πεις την αλήθεια.» Κατάπιε δύσκολα, λες και οι λέξεις πονούσαν το λαιμό της. «Σε προσέλαβε ο πατέρας μου;» Πάγωσε. Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενε να ακούσει. Κι όμως, θα έπρεπε να ήταν το πρώτο. Είχε απορροφηθεί τόσο σκεπτόμενος το μέλλον, που ξέχασε το παρελθόν. «Σκατά» είπε ο Λάκι. Η Κέιλα τον κοίταξε στραβά. Σε μια στιγμή κατάλαβε την αλήθεια. Τα χείλη της έτρεμαν όσο προσπαθούσε να κρατήσει την ψυχραιμία της και η φωνή της ήχησε δυνατή μέσα στο εστιατόριο. «Πες μου, Τζάκσον. Πρέπει να το ακούσω από εσένα.» «Κέιλα…» Έκανε ένα βήμα εμπρός, αλλά εκείνη έκανε ένα βήμα πίσω. Η γλώσσα του σώματός της του έλεγε να μην πλησιάσει άλλο. «Μπορώ να σου εξηγήσω.» «Ω.» Ο Τζάκσον τινάχτηκε. Ο πόνος στη φωνή της τον χτύπησε σαν γροθιά στο στομάχι. Του ήρθε εμετός. «Δε χρειάζεται.» Έψαξε στην τσέπη της άσπρης ποδιάς της και έβγαλε ένα κομμάτι χαρτί με τρεμάμενο χέρι. Το πίεσε στο στήθος του. Ο Τζάκσον έκανε πίσω, μέχρι που ακούμπησε στον πάγκο. «Ο Κυβερνήτης μού είπε για τη συμφωνία σας.» «Κέιλα, μωρό μου, συγγνώμη.» Σήκωσε τα χέρια του για να πιάσει τα δικά της. «Παλιομπάσταρδε!» Έπνιξε ένα λυγμό και το χέρι της έπεσε στο μάγουλό του. Ο Τζακ είχε φάει ξύλο από τύπους πολύ πιο μεγαλόσωμους από την Κέιλα, αλλά το χαστούκι της τον πόνεσε βαθιά. Το άξιζε. Άξιζε τον πόνο και πολλά άλλα. Θα τα δεχόταν όλα, για να αισθανθεί εκείνη καλύτερα. Οπότε στάθηκε εκεί και την άφησε να χτυπά το στήθος του, καταλογίζοντάς του τις ευθύνες του για ό,τι είχε κάνει στη σχέση τους. Όλοι στο εστιατόριο είχαν σιωπήσει, έκπληκτοι με την παράσταση. Οι βρισιές της Κέιλα αντηχούσαν στους κίτρινους τοίχους και τα πατώματα, μέχρι να την ακούσουν όλοι. Ήταν ψεύτης. Ήταν μπάσταρδος. Τον μισούσε. Επιτέλους, ο Λάκι έκανε ένα βήμα εμπρός, την έπιασε από τους ώμους και την τράβηξε. Έμεινε ακίνητη στο άγγιγμά του. Τούφες μαλλιά είχαν ξεφύγει από τον κότσο της. Ο Λάκι τής μίλησε απαλά στο αυτί και μετά από μερικές βαθιές ανάσες άρχισε να ηρεμεί. Μετά από αρκετά λεπτά στη σιωπή, σήκωσε το κεφάλι της. Τα μπλε μάτια της τον κοίταξαν από το χλομό αλλά στωικό της πρόσωπο. Είπε το πιο ακατάλληλο πράγμα. «Κέιλα, δεν ήθελα να σε πληγώσω.» «Τότε γιατί;» «Εγώ –» Στραβοκατάπιε. Δεν είχε καμία καλή εξήγηση. Ήταν κι αυτός σαν τους άλλους, σαν εκείνους για τους οποίους είχε διαβάσει στο φάκελό της. Αλλά εκείνος ήθελε να την προστατέψει.
Αυτό σίγουρα μετρούσε. «Δεν είμαι σαν τους άλλους… Ήθελα να σε προστατέψω.» Απώθησε τον Λάκι και γέλασε ψυχρά. Το χέρι της έτρεμε ελάχιστα, όταν το σήκωσε για να μαζέψει τα μαλλιά της και να ισιώσει το φουστάνι της. Με κάθε κίνησή της έσβηνε την Κέιλα και γινόταν πάλι η Βασίλισσα του Χιονιού. «Έχεις δίκιο, Τζάκσον. Δεν είσαι σαν τους άλλους. Τους άλλους δεν τους αγάπησα» είπε και φόρεσε τη συνηθισμένη μάσκα της. Ντροπιασμένος, ο Τζακ στάθηκε ακίνητος, μην μπορώντας να κάνει βήμα. Η Μικέλα κατευθύνθηκε προς την πόρτα του εστιατορίου. Ο Λάκι την ακολούθησε και το πλήθος γύρισε στο φαγητό του, συζητώντας χαμηλόφωνα πώς θα διαδώσουν το κουτσομπολιό στη Μέιν Στριτ. Έως το βράδυ, όλη η πόλη θα ήξερε ότι της είχε φερθεί σκάρτα. Και για πρώτη φορά, τα κουτσομπολιά για εκείνον θα ήταν αλήθεια. Έκατσε στο τραπέζι του, ξεδίπλωσε το έγγραφο στο χέρι του και το άπλωσε μπροστά του. Οι λέξεις πετάχτηκαν μπροστά στα μάτια του. Πρόσληψη στο FBI… συγχαρητήρια… αναφορά καθήκοντος. Κανένα νόημα. Τσαλάκωσε το χαρτί στη χούφτα του. Αυτή δεν ήταν η απάντηση στις προσευχές του. Ήταν η θανατική ποινή του. Σκότωνε κάθε του ευκαιρία σε μια κανονική ζωή.
Κεφάλαιο Δεκατρία Λίγο ακόμα και θα γκρέμιζε την πόρτα. Η Μικέλα βγήκε από την κρεβατοκάμαρά της. Αυτός που χτυπούσε την πόρτα της είχε σίγουρα επιμονή πλασιέ. Δεν ήθελε να δει κανέναν και το είχε πει στην Τερέζα, που της τηλεφώνησε προηγουμένως. Η καλύτερή της φίλη είχε ακούσει για τη σκηνή στο Σάουθερν Κόμφορτ και τώρα ήθελε να κάνει τον Τζάκσον τόπι στο ξύλο. Παρά το ό,τι συνέβη, η Μικέλα σκεφτόταν ακόμα τη σωματική ανατομία του Τζάκσον. Δε θα ένιωθε καλύτερα αν τον έδερνε. Προσπάθησε πολύ για να πείσει την Τερέζα να το ξεχάσει. Το είχε ξαναζήσει αυτό –όχι σε τέτοιο βαθμό– αλλά θα επιζούσε. Πώς όμως να επιζήσει όταν δεν μπορούσε να ανασάνει από τον πόνο; Ο Τζάκσον ήταν η μεγάλη έκπληξη. Πίστεψε την ιστορία του, χωρίς να σκεφτεί ούτε μια στιγμή ότι μπορεί να έκρυβε προσωπικό όφελος. Το ύφος του ήρωα την είχε ξεγελάσει. Ή μάλλον, το σεξ. Ανόητο κορίτσι. Το κουδούνι χτύπησε και πάλι. Άνοιξε την πόρτα και κοίταξε τον ανεπιθύμητο επισκέπτη. Στο κατώφλι στεκόταν η Κρίσταλ, ντυμένη λες και γύριζε από την εβδομάδα μόδας. Η Μικέλα φορούσε ένα τσαλακωμένο μπλουζάκι και μια φόρμα, αλλά έκανε μια κίνηση να συμμαζέψει τα μαλλιά της. «Κρίσταλ, δεν είναι καλή στιγμή για επίσκεψη.» «Δεν μπορείς να μείνεις εδώ μέσα μόνη σου.» Μπήκε μέσα και το ακριβό της άρωμα πλημμύρισε το χώρο. «Ήρθα να σου κάνω παρέα, μέχρι να έρθει εδώ η Τερέζα με σοκολάτες και ταινία. Νομίζω θα φέρει τον Τιτανικό, αν και δεν είναι η κατάλληλη ταινία για την περίπτωσή μας.» Η Κρίσταλ πέταξε την τσάντα της στο τραπέζι και μπήκε στην κουζίνα λες και το σπίτι ήταν δικό της. Που όντως ήταν δικό της. «Κρίσταλ, δεν έχω όρεξη για παρέα.» «Πού έχεις το τσάι;» Χωρίς να περιμένει απάντηση, η Κρίσταλ έψαξε στα ντουλάπια και βρήκε ό,τι χρειάζεται για να βράσει ένα χαμομήλι. Αφού έβαλε την κανάτα στη φωτιά, κοίταξε ανήσυχη τη Μικέλα. «Ξέρω ότι σε πιέζω, αλλά η Τερέζα ήθελε να έρθω μέχρι να κλείσει το γραφείο. Δεν είμαι καλό υποκατάστατο, αλλά…» Η πολυετής της πείρα ως οικοδέσποινα της ήρθε ξαφνικά στο μυαλό. Ακόμα και αν δεν ήθελε παρέα, η Κρίσταλ είχε έρθει για να τη βοηθήσει. Δεν μπορούσε να φέρεται σαν κακομαθημένη. Κάθισε σε ένα σκαμπό της κουζίνας. «Ευχαριστώ. Ήταν μια δύσκολη μέρα.» Σταμάτησε. Τα κουτσομπολιά στο Έλιοτ κυκλοφορούσαν αμέσως, αλλά δεν ήξερε τι ακριβώς είχε ακούσει η Κρίσταλ. «Πιστεύω έμαθες…» «Γλυκιά μου, μπροστά ήμουν.» Η Μικέλα αναστέναξε και ακούμπησε το κεφάλι της στον πάγκο. Χτύπησε τον Τζάκσον. Πολλές φορές. Και μπροστά σε κόσμο. Και ποιος ξέρει τι ξεστόμισε στο παραλήρημά της – βρισιές, παρακάλια, δηλώσεις αγάπης. Η καρδιά της πονούσε με τη σκέψη της προδοσίας του, αλλά συνέχιζε να χτυπά μόνο για εκείνον.
Άκουσε κάτι να γλιστρά στον πάγκο της κουζίνας και η μυρωδιά του ζεστού χαμομηλιού έκανε το στομάχι της να γουργουρίσει. Η Μικέλα σήκωσε το κεφάλι της και είδε μια κούπα που άχνιζε και ένα πιάτο με μπισκότα σοκολάτας μπροστά της. «Ω, Κρίσταλ.» Ήπιε μια μεγάλη γουλιά και η ζέστη απλώθηκε σε όλο της το κορμί. Δάγκωσε και ένα μπισκότο. «Σε ευχαριστώ. Αυτό χρειαζόμουν μετά από… μετά…» «Μετά από τον Τζακ, που κοιμήθηκε μαζί σου και σου ράγισε την καρδιά;» Η Κρίσταλ μπήκε κατευθείαν στο ψητό. Η Μικέλα ήπιε άλλη μια γουλιά για να ηρεμήσει τα νεύρα της. «Ναι, πάνω-κάτω.» «Αααα, άρα κοιμηθήκατε μαζί.» Η Κρίσταλ χαμογέλασε πονηρά. «Χρωστάω δέκα δολάρια στη Βέρτζι για αυτό. Δεν πίστευα ότι ήσουν ο τύπος του Τζακ.» «Μάλλον ο πατέρας μου είναι ο τύπος του.» Ήπιε λίγο χαμομήλι ακόμα και έγλειψε τα χείλη της. Τα ένιωθε μουδιασμένα. «Ο κυβερνήτης Ίστλαντ;» Η Κρίσταλ την παρατηρούσε έντονα, συνοφρυώνοντας το γεμάτο μπότοξ πρόσωπό της. Φαινόταν θολή. Η Μικέλα ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Να πάρει, ήταν πολύ κουρασμένη. «Ν- ν-ναι.» Το στόμα της δεν την υπάκουσε. Δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Ως γιατρός, άρχισε να σκέφτεται αμέσως όλα τα πιθανά αίτια. Μάλλον ήταν ο συνδυασμός του άγχους και της κούρασης. Δεν κοιμόταν καλά με τον Τζάκσον στο κρεβάτι της και το διώκτη να την παρακολουθεί. Ο διώκτης. Είχε ξεχάσει τελείως την Κρίσταλ. Ο αδερφός της ήταν στη φυλακή και μάλλον θα έμενε εκεί για καιρό. Δεν ήταν εύκολο. «Κρίσταλ, λ-λ-λυπάμαι για τον αδερφό σου.» Η Κρίσταλ έκανε μια αδιάφορη κίνηση με το φορτωμένο κοσμήματα χέρι της. Η Μικέλα ανοιγόκλεισε ξανά τα μάτια της. Δεν μπορούσε να δει καθαρά, αλλά πρόσεξε ότι η Κρίσταλ την κοιτούσε αδιάφορη. Δεν την ένοιαζε για τον αδερφό της; Μπορεί να έμπλεκε τόσο συχνά σε μπελάδες, που να το αντιμετώπιζε ως ρουτίνα. «Ο Τερέλ ανήκει στη φυλακή. Μην ανησυχείς για εκείνον, έκανε τη δουλειά του.» Ο τόνος της Κρίσταλ ήταν υπεροπτικός. Τι; Η Μικέλα κουνήθηκε πάνω στο σκαμπό και κρατήθηκε από τον πάγκο της κουζίνας για να μην πέσει. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν μπορούσε να κρατήσει ανοιχτά τα μάτια της και ένιωθε το σώμα της βαρύ. Δεν μπορούσε να φύγει. Σιγά σιγά, ο εγκέφαλός της κατάλαβε τι είχε συμβεί. Την είχαν ναρκώσει. Όχι, όχι, όχι. Τρέξε. Τα πόδια της γλίστρησαν και έπεσε κάτω στο ξύλινο πάτωμα. Δύο χέρια την άρπαξαν πριν χτυπήσει κάτω και την ακούμπησαν απαλά στο κρύο πάτωμα. Μπουσούλησε, προσπαθώντας να ξεφύγει από τον κίνδυνο. Να πάει σε μέρος ασφαλές, κοντά στον Τζάκσον. «Περίμενε. Θα χτυπήσεις.» Η Κρίσταλ την ξάπλωσε ανάσκελα. Στο μακιγιαρισμένο της πρόσωπο φαινόταν η απέχθεια και η λύπηση. «Σε συμπαθώ, γι’ αυτό και θα πάρω τον εύκολο δρόμο. Δεν είχα πρόβλημα μαζί σου, μέχρι που πήρες από πίσω τον Τζακ.» Έμοιαζε σαν παιδάκι που του πήραν το παιχνίδι. «Θα τα κατάφερνα να τον τυλίξω, μέχρι που μπήκες μπροστά του το βράδυ στο Ρίτσμοντ. Ήξερα ότι θα μου δημιουργούσες πρόβλημα όταν τράβηξα τις φωτογραφίες.» Η Μικέλα βόγκηξε προσπαθώντας να ξεφύγει από αυτή τη γυναίκα που προφανώς είχε χάσει το
μυαλό της. Το ναρκωτικό όμως ενεργούσε. Σε λίγη ώρα θα την έπαιρνε ο ύπνος και δε θα είχε καμία ελπίδα να φωνάξει βοήθεια. «Τζάκσον.» Η Κρίσταλ ψιθύρισε στο αυτί της και η ανάσα της γαργάλησε το μάγουλό της. «Αυτόν φωνάζεις; Πρέπει να τον αγαπάς, ακόμα και μετά από αυτό που σου έκανε.» Ένα κρύο χέρι χάιδεψε τα μαλλιά στο μέτωπό της και μετά το μάγουλό της. «Μην ανησυχείς. Θα τον φροντίσω αφού θα έχεις φύγει.» *** «Όχι! Δε θέλω να περιμένω!» Ο Τζάκσον κοπάνησε το τηλέφωνο και ο θόρυβος αντήχησε στο μικρό δωμάτιο ανακρίσεων που του είχε παραχωρήσει ο σερίφης Μπερκ για να κάνει τη δουλειά του. Σηκώθηκε και πέταξε πίσω την καρέκλα του. Έπεσε στο πάτωμα με ένα δυνατό μεταλλικό ήχο. «Άμα τη σπάσεις, θα σε δείρω, Τζακ.» Ο Τζακ κοίταξε τον Λάκι, που καθόταν κρυμμένος στην άλλη άκρη του δωματίου, πίσω από μια στοίβα φακέλους. Αφότου είχε συνοδέψει την Κέιλα σπίτι μετά το περιστατικό στο Σάουθερν Κόμφορτ, δεν είχε μιλήσει στον Τζακ. Προφανώς, ο Λάκι είχε αναλάβει το ρόλο του προστάτη και συνεχώς υπενθύμιζε στον Τζάκσον πόσο ανόητα είχε φερθεί. Εντάξει, το κατάλαβε. «Μην αρχίζεις.» Ο Τζακ περπάτησε στο δωμάτιο. Ο Λάκι σηκώθηκε, ορθώνοντας το κορμί του στον Τζάκσον, μέχρι που ήρθαν μύτη με μύτη. Ο Τζακ οπισθοχώρησε μπροστά στον όγκο του και τα νεύρα του εξερράγησαν. Εδώ και ώρα ήθελε να χτυπήσει κάτι και ο Λάκι ήταν ο τέλειος υποψήφιος. «Κάνε πίσω, Τζακ. Δε θέλω να σε χτυπήσω.» Ο Λάκι τον έσπρωξε στο στήθος για έμφαση. Αυτό ήταν. Ο Τζακ έκανε να τον χτυπήσει, αλλά ο Λάκι το περίμενε και απέφυγε το χτύπημα. Πάλεψαν για λίγο. Ο Λάκι προσπάθησε, αλλά δεν κατάφερε να εμποδίσει τον Τζακ και έφαγε δύο μπουνιές στα πλευρά. Ο Λάκι παραπάτησε, αλλά σηκώθηκε αμέσως και χτύπησε τον Τζακ στο στομάχι. Αμέσως τον στρίμωξε στον τοίχο και τον ακινητοποίησε. Ο Τζακ σταμάτησε μόλις είδε το πρόσωπο του φίλου του. Δεν υπήρχε θυμός. Ούτε βία. Μόνο απογοήτευση. «Ποιο είναι το πρόβλημά σου; Θέλεις να κάνεις περισσότερη ζημιά σήμερα;» Ο Λάκι πίεσε το δάχτυλό του στο στήθος του Τζακ. «Σ’ το είπα ότι θα συνέβαινε αυτό.» «Άσε με!» Ο Τζακ έσπρωξε δυνατά και ο Λάκι έκανε πίσω με τα χέρια στον αέρα, έτοιμος να αποκρούσει, αν χρειαστεί. Οι γροθιές του Τζακ ήταν σφιγμένες από την ένταση. «Δεν είχα επιλογή.» «Μαλακίες. Είχες επιλογή και την έκανες.» «Εσύ δε θα έκανες το ίδιο;» «Όχι. Νομίζεις θέλω να περάσω όλη μου τη ζωή σε αυτό το βόθρο που λες δουλειά;» Ο Λάκι πέρασε το χέρι του μέσα από τα κοντοκουρεμένα μαλλιά του με μια γοργή κίνηση. «Αν όμως αυτό θέλεις, εξαφανίσου από προσώπου γης. Δεν μπορώ να σε βλέπω να κλαις που έχασες τη Μικέλα.» Μόλις πριν μια εβδομάδα, ο Τζάκσον ήξερε τι ήθελε, αλλά τώρα δεν ήταν και τόσο σίγουρος. Όταν δούλευε ως μυστικός, δεν είχε χρόνο να σκεφτεί τη ζωή του και το πού πήγαινε. Ή το πού δεν
πήγαινε. Δεν υπήρχε – ήταν κάθε φορά εκείνος που του έλεγαν ανάλογα με την αποστολή. Τώρα όμως… τώρα αναρωτιόταν πώς θα ήταν αν ζούσε τη δική του ζωή. Και όταν έβαζε και την Κέιλα στην εικόνα, όλα φαινόντουσαν πολύ πιο καθαρά. Τώρα πια, αυτό δεν ήταν μέσα στις επιλογές του. Ο Λάκι τον έβγαλε από τις σκέψεις του. «Πρέπει να της πεις την αλήθεια.» «Δεν ξέρω πώς.» «Έξυπνος είσαι, θα βρεις τρόπο.» Η πόρτα άνοιξε και γύρισαν και οι δύο. Ο σερίφης Μπερκ έχωσε το κεφάλι του μέσα. «Τζακ, ο κυβερνήτης Ίστλαντ περιμένει έξω να σε δει.» Να πάρει. Δεν το χρειαζόταν αυτό. «Τι θέλει;» Ο σερίφης ανασήκωσε τους ώμους. «Δε μου είπε. Θέλει να σου μιλήσει.» «Τέλεια.» Ο Τζακ άρπαξε το δερμάτινο μπουφάν του από την καρέκλα και το φόρεσε. Κοίταξε τον Λάκι. «Όλα εντάξει;» «Ναι. Δεν μπορώ να σε εγκαταλείψω τώρα. Χρειάζεσαι όσο περισσότερους φίλους γίνεται.» «Βλάκα.» «Ναι, αλλά σε ανέχομαι.» Ο Λάκι βγήκε μαζί του από το δωμάτιο και γύρισε αριστερά, προς τα κρατητήρια. «Θα κάνω μια επίσκεψη στον Τερέλ. Μπορεί να έχει βαρεθεί μόνος του και να θέλει να μιλήσει.» «Θα έρθω κι εγώ. Δε θα αργήσω.» Ο Τζακ περπάτησε το μικρό διάδρομο και έφτασε στο χώρο αναμονής του τμήματος. Γυρνώντας στη γωνία, εντόπισε τον Κυβερνήτη, που στεκόταν στη μέση του δωματίου, αγνοώντας τα βλέμματα των άλλων. Ο πιστός του ακόλουθος –ο Μίτσελ;– ήταν δίπλα του, έτοιμος να τον ικανοποιήσει. Ανόητος. Δεν ήξερε ότι χόρευε με το διάβολο. Ο Κυβερνήτης τού έκανε ένα νεύμα. Ο Τζακ πέρασε δίπλα του και μουρμούρισε: «Πάμε έξω.» Μετά από ένα στιγμιαίο δισταγμό, ο Κυβερνήτης και ο λακές του τον ακολούθησαν στην εξώπορτα και προχώρησαν σε ένα μονοπάτι αριστερά στην είσοδο, πλαισιωμένο από μυρτιές. Δεν ήταν πλήρως κρυμμένοι, αλλά τουλάχιστον δε θα έβγαζε στη φόρα τα άπλυτά του για δεύτερη φορά σήμερα. Δεν είχε καλό προαίσθημα για αυτό. Ο Κυβερνήτης έσπασε τη σιωπή. «Ήθελα να βεβαιωθώ ότι θα έφτανε στα χέρια σου το γράμμα της πρόσληψής σου.» Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. «Η κόρη μου δε χάρηκε με τα νέα.» Μπάσταρδε. Τι άνθρωπος ήταν αυτός, που χαιρόταν να πληγώνει την ίδια του την κόρη; Ακόμα κι αν ο Τερέλ ήταν κλειδωμένος πίσω από τα κάγκελα λίγα μέτρα μακριά, ο Τζακ είχε τον Κυβερνήτη νούμερο ένα στη λίστα των υπόπτων πίσω από όλη αυτή τη σκευωρία. «Ούτε κι εγώ.» «Δε βλέπω το λόγο. Πήρες αυτό που ήθελες» το χαμόγελό του πάγωσε «εκτός από την κόρη μου.» Έπαιζε με τα μανικετόκουμπά του και έμοιαζε με κακό βγαλμένο από ταινία του Τζέιμς Μποντ. «Αφού διάβασες το φάκελό της. Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα έμενε μαζί σου;» Ο Τζακ έσφιξε τα δόντια. Δε θα του έδινε την ικανοποίηση να του πει περισσότερα για τη σχέση του με τη Μικέλα. Είχε μάθει για αυτούς τους δύο και ο Τζακ ήταν έξαλλος με τον εαυτό του. Είχε απορροφηθεί τόσο με την Κέιλα και δεν μπορούσε να δει καθαρά. Ακόμα και ο Τερέλ τού είχε
ξεφύγει. Ο Κυβερνήτης σήκωσε το βλέμμα του με ειλικρινή έκπληξη. «Ω. Νόμιζες ότι θα έμενε μαζί σου στα αλήθεια;» «Δεν έχει σημασία. Πήρα την απόφασή μου.» Και με αυτή θα ζήσεις. «Ναι, αυτό έκανες. Και τώρα που τέλειωσε το παιχνιδάκι σου με τη Μικέλα, καιρός να δούμε αν αυτή η συμφωνία μάς ωφελεί ακόμα.» Πλησίασε και χαμήλωσε τη φωνή του, κάνοντάς τη σχεδόν σαγηνευτική. «Τα πήγες καλά. Χρειάζομαι ανθρώπους σαν κι εσένα. Πληρώνω καλά. Τι λες, Κάντρελ;» Αποκλείεται. Έτσι ήταν το παιχνίδι λοιπόν. Δεν ήταν μόνο για μια φορά. Μόλις του προσφέρθηκε μόνιμη συνεργασία με το διάβολο. Αυτή ήταν η ανταμοιβή για τη βλακεία του. Αν τον προσλάμβανε ο Κυβερνήτης, αργά ή γρήγορα θα γινόταν σαν όλους αυτούς που μισούσε τόσα χρόνια – εγκληματίας, ανήθικος και άτιμος. Δε θα το άφηνε αυτό να συμβεί. Αν η Κέιλα μάθαινε ότι είχε πουλήσει την ψυχή του στον πατέρα της, εκείνος δε θα το άντεχε. Ακόμα και αν δεν μπορούσε να την έχει. Δε θα γινόταν ποτέ τέτοιος τύπος, ακόμα και αν έχανε τη θέση του στην Ουάσινγκτον και αναγκαζόταν να μείνει μια ζωή στο Έλιοτ. Ήταν εύκολη επιλογή. Έψαξε στην τσέπη του και βρήκε το γράμμα της πρόσληψής του. Χωρίς δεύτερη σκέψη, το έκανε κομματάκια, άρπαξε τον Μίτσελ και τα έχωσε μέσα στην τσέπη του πουκαμίσου του. Ο γλοιώδης τύπος ταράχτηκε με τη λαβή του Τζακ και φώναξε. Ο κυβερνήτης Ίστλαντ τον κοίταξε έκπληκτος. «Ποτέ δεν πίστευα ότι θα το έλεγα αυτό, αλλά» ο Τζακ κρατήθηκε για να μη γελάσει «τη δουλειά να τη χώσεις εκεί που ξέρεις.» «Είσαι τρελός.» «Έτσι έλεγε και η μαμά μου.» Με ένα στεγνό γέλιο, τους προσπέρασε και τους δύο και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Δεν είχε ιδέα τι έκανε, αλλά ένιωθε καλά. Μόλις μπήκε μέσα, πήγε αμέσως προς τα κρατητήρια, εκεί όπου βρίσκονταν ο Τερέλ και ο Λάκι. Ήταν φορτωμένος με αδρεναλίνη και αναρωτήθηκε πότε θα ξεθυμάνει. Δεν είχε σημασία. Θα κανόνιζε την υπόθεση με τον Τερέλ και μετά θα προσπαθούσε να φτιάξει τα πράγματα με την Κέιλα. Αφού ο Κυβερνήτης θα φρόντιζε για την άμεση ανεργία του, θα είχε πολύ ελεύθερο χρόνο για να την πείσει. Χτύπησε την πόρτα του δωματίου ανάκρισης και μπήκε μέσα όταν άκουσε τη φωνή του Λάκι να τον καλεί. Ο Τερέλ ήταν καθισμένος στο τραπέζι με χειροπέδες στα πόδια και τα χέρια, δύο ημερών γένια και την ξινή μυρωδιά του φόβου στα ρούχα του. Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα και κόκκινα – έπρεπε να σταματήσει τα κλάματα, αλλιώς στη φυλακή θα τον έτρωγαν ζωντανό. Ο Λάκι καθόταν ανάποδα σε μια καρέκλα, με τα χέρια στηριγμένα στην πλάτη της και τα πόδια τεντωμένα μπροστά. Έδειχνε πολύ ήρεμος, αλλά ο Τζακ πρόσεξε την ένταση στο σαγόνι του και την ενοχλημένη του έκφραση όταν γύρισε να τον κοιτάξει. «Έι, Τζακ, ο Τερέλ έχει κάτι να σου πει.» Έκανε νόημα στον κρατούμενο να συνεχίσει. Ο Τερέλ έγλειψε τα χείλη του και καθάρισε το λαιμό του. «Θα σας πω για ποιον δουλεύω, αν κάνουμε μια συμφωνία.»
«Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ τίποτα, αλλά θα μιλήσουμε στο δημόσιο κατήγορο και θα του πούμε ότι συνεργάστηκες.» Ο Τζακ ήταν ανέκφραστος. Δεν του κόστιζε τίποτα να βοηθήσει τον Τερέλ. Ο τύπος ήταν αποτυχημένος από τότε που ήταν παιδιά. Τώρα πια ήταν αξιολύπητος. Ο Τερέλ έγνεψε καταφατικά και δάγκωσε τα σκισμένα του χείλη. Πήρε μια βαθιά ανάσα, άνοιξε το στόμα του και η απάντησή του δεν ήταν καθόλου αυτή που περίμενε ο Τζακ. «Η Κρίσταλ.» «Τι; Γιατί;» «Δεν ξέρεις;» Η έκφραση του Τερέλ ήταν προβληματισμένη και κοιτούσε μια τον έναν και μια τον άλλο, μέχρι που καταστάλαξε στον Τζακ. «Για σένα, Τζακ. Σε θέλει.»
Κεφάλαιο Δεκατέσσερα H Μικέλα είχε μια απαίσια γεύση στο στόμα. Μετακινήθηκε στο πάτωμα και προσπάθησε να γλείψει τα μουδιασμένα της χείλη. Όταν κούνησε το κεφάλι, ένας διαπεραστικός πόνος τη χτύπησε ανάμεσα στα μάτια. Λες και ένα τεράστιο σφυρί κοπανούσε μέσα στο κρανίο της. Προσπάθησε να ανακαθίσει και της ήρθε αναγούλα. Οι σκέψεις της αποτελούνταν από σκόρπιες εικόνες και δεν μπορούσε να καταλάβει αν είχαν συμβεί πριν από τρία λεπτά ή πριν από τρεις βδομάδες. Ο καβγάς με τον πατέρα της στο γραφείο της. Αυτό ήταν πρόσφατο. Ο Τζάκσον, χλομός και αμίλητος στο εστιατόριο της μητέρας του. Πολύ πρόσφατο. Η Κρίσταλ σπίτι της. Το τσάι. Ω, Θεέ μου. Γύρισε ανάσκελα και σηκώθηκε, στηριζόμενη στον τοίχο για υποστήριξη. Πήρε βαθιές ανάσες και προσπάθησε να ηρεμήσει. Ένιωθε να πνίγεται. Το δέρμα στα τρεμάμενα χέρια της ήταν γεμάτο κοψίματα και μελανιές, τις οποίες δεν είχε προηγουμένως. Κοίταξε το κορμί της. Τα ρούχα της ήταν βρόμικα. Η φόρμα της είχε ένα σκίσιμο. Πονούσε παντού και το δέρμα της είχε τριφτεί στην πλάτη και τα πόδια της. Την είχαν σύρει κάπου. Ο φόβος την τύλιξε. Όχι, όχι, όχι. Η Μικέλα δάγκωσε το εσωτερικό από το μάγουλό της, μέχρι που γεύτηκε αίμα. Ο πόνος την έκανε να συγκεντρωθεί και την ηρέμησε, για να αποφασίσει τι διάολο θα έκανε για να ξεφύγει από εκεί. Κοίταξε τριγύρω και για πρώτη φορά πρόσεξε πόσο φυσιολογικό φαινόταν το δωμάτιο. Είχε στρωμένο ένα σοκολατί χαλί από τοίχο σε τοίχο, που ταίριαζε με τους δύο δερμάτινους καναπέδες. Αυτοί ήταν τοποθετημένοι απέναντι από την τεράστια τηλεόραση στον τοίχο με το καραμελένιο χρώμα. Στηρίχτηκε στα πόδια της και ακούμπησε στον κοντινό καναπέ για να βεβαιωθεί ότι μπορούσε να σταθεί. Όταν βεβαιώθηκε ότι δε θα πέσει κάτω σαν σακί, έψαξε γύρω στην τηλεόραση και βρήκε ένα σωρό ηλεκτρονικά παιχνίδια και ταινίες. Όλες ήταν πολεμικές ή με καουμπόηδες, δεν υπήρχε καμία ταινία για γυναίκες. Το δωμάτιο αυτό ανήκε σε άντρα. Η Κρίσταλ δεν είχε άντρα. Πού στο διάολο την είχε πάει; Στα δεξιά της βρισκόταν ένα μεγάλο τζάκι με πολλές φωτογραφίες πάνω στο ράφι. Πήγε προς τα εκεί μήπως βρει κάποιο στοιχείο. Το αίμα έφυγε από το πρόσωπό της όταν αναγνώρισε τον Τζάκσον στις φωτογραφίες. Το βλέμμα της ταξίδεψε για λίγο στο όμορφο πρόσωπό του και ο φόβος της μπλέχτηκε με την επιθυμία για εκείνον. Ήταν περίπου μισή ντουζίνα φωτογραφίες τραβηγμένες από μακριά και ψηφιακά βελτιωμένες, όπως φαινόταν από τους κόκκους. Ήταν σε όλη την πόλη: στο Κόμφορτ, στο φορτηγό του. Ανατριχιαστικά στοιχεία της εμμονής της Κρίσταλ μέσα σε δερμάτινες κορνίζες Γκούτσι, τοποθετημένες με προσοχή στο ράφι του τζακιού. Ήταν τρελή.
Και ο Τζάκσον δεν είχε ιδέα. Δεν είχε ιδέα ότι ήταν εκείνος ο στόχος και ότι η Κρίσταλ ήταν η απαγωγέας. Δε θα έψαχνε για εκείνη. Είχε διαλέξει τη μεριά του πατέρα της. Του είχε πει να μην την πλησιάσει ξανά και το εννοούσε, αλλά και τι δε θα έδινε για ένα ακόμα λεπτό μαζί του. Γιατί, αν η Κρίσταλ εννοούσε αυτά που έλεγε, ήταν νεκρή. Ώρα να φύγει. Η Μικέλα κοίταξε γύρω στο δωμάτιο ψάχνοντας για μια έξοδο. Σταμάτησε. Δεν υπήρχε καμία πόρτα. Το δωμάτιο δεν είχε κανένα άνοιγμα για είσοδο ή έξοδο. Αυτό είναι αδύνατο. Πώς μπήκα εγώ εδώ μέσα; Ανασκουμπώθηκε και έψαξε τους τοίχους με τα ακροδάχτυλά της για κάποια έξοδο. Τρέμοντας από απογοήτευση, άρχισε να κουνά τα έπιπλα, μήπως και έκρυβαν κάποια μυστική έξοδο από πίσω τους. Αγνοώντας τον πανικό που άρχιζε να την καταβάλλει, άκουσε μια κλειδαριά να ανοίγει. Μια πόρτα άνοιξε μέσα από τον τοίχο και η Κρίσταλ εμφανίστηκε. Τώρα. Η αδρεναλίνη έσπρωξε τη Μικέλα προς την ανοιχτή πόρτα. Τα μάτια της Κρίσταλ άνοιξαν διάπλατα, αλλά χαμογελούσε κυνικά. Έκανε ένα βήμα πίσω και σήκωσε το όπλο της στη Μικέλα. *** «Κέιλα, γιατί δε σηκώνεις το τηλέφωνο;» Ο Τζακ έβρισε πάλι καθώς άκουσε τον τηλεφωνητή της για πέμπτη φορά σε ισάριθμα τηλεφωνήματα. Ξανακάλεσε και στερέωσε το τηλέφωνο στον ώμο του, οδηγώντας στο στενό χαλικόστρωτο δρομάκι μπροστά από το σπίτι της. Πετάχτηκε έξω από το αμάξι χωρίς καν να κλείσει την πόρτα, έτρεξε και έβγαλε έξω το όπλο του. Η μόνη του σκέψη ήταν να βρει την Κέιλα ασφαλή. Μετά θα συλλάμβανε την Κρίσταλ, πριν προλάβει να ολοκληρώσει το καταχθόνιο σχέδιό της. «Θα τη σκοτώσει» είπε ο Τερέλ. Ο Τζάκσον είχε ορμήσει πάνω του, τον είχε αρπάξει από το γιακά και τον πέταξε από τη θέση του. Αστυνομική βία; Ναι. Αν ήξερε πού βρισκόταν η Μικέλα, θα τον είχε κάνει μαύρο στο ξύλο. Ο Λάκι κατάφερε να τον απομακρύνει και να ελευθερώσει τον Τερέλ από τη λαβή του, ο οποίος κάθισε τρεμάμενος και χωρίς ανάσα στην καρέκλα του. Είχε ακούσει αρκετά. Ο Τζάκσον έφυγε τρέχοντας από το γραφείο του σερίφη και πήγε στο φορτηγό του. Πίσω του άκουσε το θόρυβο μιας πόρτας που κλείνει και γύρισε απότομα με το όπλο στο χέρι. «Ο Λάκι είμαι. Κατέβασε το όπλο, Τζακ.» «Να σε πάρει, Λάκι, θα σου έριχνα. Τι διάολο κάνεις εδώ;» «Ήρθα να δω αν θα κάνεις τίποτα ηλίθιο.» Ο Λάκι πήρε τη θέση του στην άλλη μεριά της πόρτας. «Με το τρία;» Ο Τζακ έγνεψε καταφατικά, μέτρησε ως το τρία και κλότσησε την πόρτα. Μπήκε μέσα ελέγχοντας το χολ. Με προσεκτικές κινήσεις προχώρησαν στο διάδρομο, ανέβηκαν τις σκάλες και στάθηκαν μπροστά στην εσωτερική πόρτα του διαμερίσματος της Μικέλα. Γύρισε απαλά το πόμολο και η πόρτα άνοιξε στο άδειο δωμάτιο. Δεν ήταν εκεί. Η καρδιά του Τζακ χτυπούσε δυνατά. Για πρώτη φορά από τότε που ήταν νέος στους
πεζοναύτες, το αίμα του είχε παγώσει από το φόβο. Από το φόβο ότι είχε αποτύχει και η Κέιλα είχε πληρώσει το τίμημα. Το είχε ξαναδεί το έργο. «Όλα εντάξει.» Ο Λάκι βγήκε από την κρεβατοκάμαρα της Κέιλα. «Βρήκα ρούχα πεταμένα στο κρεβάτι και τα συρτάρια είναι άδεια.» Έβαλε το όπλο του πίσω στη θήκη του. «Φαίνεται σαν να έφυγε βιαστικά, αλλά δεν το πιστεύω.» «Ούτε κι εγώ.» Με τρεμάμενα χέρια, ο Τζακ έβαλε κι αυτός το όπλο στη θήκη του και πήγε προς το γραφείο της Κέιλα, άνοιξε τα συρτάρια της και άρχισε να ψάχνει για… κάτι. Οτιδήποτε. Με μια γκριμάτσα απογοήτευσης, έκλεισε το συρτάρι και άρχισε να βαδίζει. «Τα κλειδιά του αυτοκινήτου της λείπουν, αλλά δεν έφυγε μόνη της, είμαι σίγουρος. Η Κέιλα που ξέρω δε θα παρατούσε ποτέ τη δουλειά της, μόνο και μόνο για χάρη ενός παλιανθρώπου σαν κι εμένα. Έχει περάσει όλη της τη ζωή στη σκιά του πατέρα της και σε σχέση με αυτόν εγώ δεν είμαι τίποτα.» «Δίκιο έχεις» έγνεψε ο Λάκι και δάγκωσε το χείλος του. «Πιστεύω ότι η Κρίσταλ την πρόλαβε πριν μας τα μαρτυρήσει ο Τερέλ. Από το γραφείο της είπαν ότι έφυγε πριν δύο ώρες, οπότε δεν μπορεί να έχουν πάει μακριά.» «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν το σκέφτηκα.» «Μα βγήκες μαζί της μια φορά. Πού να φανταστείς ότι θα πάθαινε ψύχωση μαζί σου;» «Δεν καταλαβαίνω…» «Φυσικά και δεν καταλαβαίνεις. Ποτέ της δε συμπεριφέρθηκε σαν τρελή, δε σε ακολουθούσε, δε σου άφησε ερωτικά σημειώματα. Δεν έκανε τίποτα περισσότερο από μια γυναίκα που απλά της άρεσες.» Το στήθος του Τζακ σφίχτηκε και έπεσε πάνω στον πάγκο που είχαν φάει με τη Μικέλα, που είχαν φιληθεί, που είχαν μιλήσει, που είχαν ερωτευτεί. Την ερωτεύτηκε. Ακόμα και όταν του είπε ότι τον αγαπά, αυτός θεώρησε ότι ήταν οι παρενέργειες του κινδύνου και του σεξ. «Σκατά. Έπρεπε να –» «Σταμάτα. Δεν έχουμε χρόνο να σκεφτούμε τι θα έπρεπε να είχες κάνει.» Ο Λάκι σήκωσε το χέρι του. «Τώρα χρειάζομαι τον παλιό, καλό Τζακ. Τον Τζακ που τον ενδιέφερε μόνο να λύσει την υπόθεση. Μπορείς να καταρρεύσεις αργότερα στην αγκαλιά της Κέιλα.» «Παράτα με.» Ο Τζακ ανασήκωσε τους ώμους του. «Έχεις δίκιο.» Ώρα να ανασκουμπωθούνε. Ώρα να αποδείξει πόσο καλός πράκτορας ήταν. Ώρα να σώσει το κορίτσι. Το δικό του κορίτσι. «Πού νομίζεις ότι την έκρυψε;» «Όχι μακριά, φαντάζομαι» είπε ο Λάκι. «Νομίζω ότι δεν το είχε σχεδιάσει για σήμερα. Μάλλον όλα ξεκίνησαν μετά τη διαμάχη σας στο Κόμφορτ και είδε πόσο στεναχωρήθηκες όταν έφυγε η Κέιλα.» «Δεν είδα ότι ήταν παρούσα.» «Ε, ήσουν κάπως απασχολημένος.» «Η Κρίσταλ δεν είναι και τόσο μεγαλόσωμη. Σίγουρα η Μικέλα θα αντιστάθηκε. Μπορεί να τη
νάρκωσε.» «Ναι. Και δε γίνεται να τη μετέφερε κάπου χωρίς να την πάρουν χαμπάρι. Ίσως την έκρυψε μέσα στο αυτοκίνητό της.» Ο Λάκι πήγε στο παράθυρο και κοίταξε έξω. «Ο σερίφης Μπερκ και οι άλλοι είναι έξω και ψάχνουν το αμάξι της Κρίσταλ, οπότε εμείς μπορούμε να σκεφτούμε πού θα μπορούσε να πάει με τα πόδια.» «Το πιο κοντινό μέρος είναι το σπίτι της.» Ο Λάκι κούνησε το κεφάλι του. Αλλά συνέχισε να κοιτά το δρόμο. «Μα είναι στη μέση της πόλης.» Ο Τζακ βημάτιζε ανήσυχα, κάνοντας τις σανίδες του πατώματος να τρίζουν και ο ήχος ακουγόταν δυνατά μέσα στο ήσυχο σπίτι. Σταμάτησε στην τραπεζαρία και έψαξε στο σωρό με τα χαρτιά, τους φακέλους, τα στοιχεία – όλα άχρηστα. Πριν μερικές μέρες είχε σταθεί εκεί με την Κέιλα, ψάχνοντας τις πληροφορίες που θα τον βοηθούσαν να βρει τον ανώμαλο. Τελικά ήταν η γυναίκα την οποία είχε βγάλει έξω για δείπνο. Δεν του πέρασε καν από το μυαλό ότι η Κρίσταλ θα μπορούσε να είναι ύποπτη. Άνοιξε το λεπτό φάκελο της γυναίκας που είχε ψύχωση μαζί του. Δεν ήξερε και πολλά για την Κρίσταλ, πέραν του ότι είχε μεγαλώσει πολύ φτωχά σε ένα τροχόσπιτο και είχε χρησιμοποιήσει την εξωτερική της εμφάνιση για να ξεφύγει από εκεί. Τελικά τα κατάφερε με τον τρίτο της σύζυγο και απέκτησε τη μεγάλη έπαυλη. Κατάφερε να κάνει τους Ρόμπερτσον ξανά ευυπόληπτους πολίτες μετά από χρόνια παράνομης διακίνησης αλκοόλ και άλλων εγκληματικών συμπεριφορών. Λαθρεμπόριο. Να πάρει. Άρχισε να περπατά και φώναξε στον Λάκι πάνω από τον ώμο του. «Ξέρω πού την πήγε.» Η απάντηση του Λάκι δεν ακούστηκε κάτω από το θόρυβο που έκαναν οι μπότες του Τζακ καθώς κατέβαινε τρέχοντας τη σκάλα στο ισόγειο και μετά στο γκαράζ. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη, αλλά την έσπρωξε να ανοίξει. Τράβηξε το όπλο του και κατευθύνθηκε προς την καταπακτή στη μέση του δωματίου. Η κλειδαριά ήταν ανοιχτή. Φαινόντουσαν καθαρά βήματα στη σκόνη. Ο Λάκι έτρεξε από πίσω του. Έβγαλε κι εκείνος το όπλο του και έδειξε προς την πόρτα. Ήξεραν και οι δύο τι έπρεπε να κάνουν χωρίς καν να μιλήσουν, μετά από τόσα χρόνια που κυνηγούσαν μαζί από παιδιά. Ήρθε η ώρα να εκμεταλλευτούν αυτό τους το ταλέντο, τώρα που το κάθε δευτερόλεπτο μετρούσε. Μετρώντας νοερά ως το τρία, ο Τζακ άνοιξε την καταπακτή, κοίταξε κάτω και πήδησε μέσα. Ο Λάκι κάλυψε τα νώτα του. Μετά πήδησε κι εκείνος. Ο Τζακ έβγαλε το μικρό φακό του και έριξε το φως του στο σκοτεινό, μουχλιασμένο τούνελ. Ο Λάκι έκανε το ίδιο και το τούνελ φώτισε. Ο Τζακ πήρε μια βαθιά ανάσα και το στομάχι του σφίχτηκε όταν είδε στη σκόνη τα σημάδια από σύρσιμο. Τα βήματα είχαν σβηστεί από κάτι που είχε συρθεί από πάνω τους. Ήταν στο σωστό δρόμο. Κουράγιο, μωρό μου. Η Κέιλα ήταν σκληρό καρύδι. Ήταν μαχήτρια και θα έμενε ζωντανή μέχρι να τη βρει. Μετά θα γύρναγε την πλάτη στο FBI και θα περνούσε τη ζωή του στα προάστια με μια και μοναδική ταυτότητα – του άντρα που αγαπούσε την Κέιλα Κάντρελ. «Πάμε, Λάκι. Ώρα να βρούμε το κορίτσι μου.»
Κεφάλαιο Δεκαπέντε Θα έκανε τα πάντα για να καταφέρει την Κρίσταλ να το βουλώσει. Προφανώς, οι τρελοί μιλούσαν ακατάπαυστα. Η Μικέλα δεν είχε ιδέα για πόση ώρα ήταν καθισμένη σε έναν από τους καναπέδες, ακούγοντας την Κρίσταλ να ονειροπολεί για το πόσο ευτυχισμένη θα ήταν με τον Τζάκσον. Η δεσποινίς Θεότρελη τα είχε σχεδιάσει όλα – μέχρι τα αξιολάτρευτα μωρά τους που θα γέμιζαν το σπίτι. Η Μικέλα ένιωθε αναγούλα με τη σκέψη του Τζάκσον και αυτής της γυναίκας μαζί. Μόνο η απειλή του όπλου την ανάγκασε να μείνει ακίνητη και σιωπηλή στη θέση της. «Του Τζακ θα του αρέσει αυτό το δωμάτιο, δε νομίζεις;» γουργούρισε η Κρίσταλ, χαϊδεύοντας τον καναπέ με το ελεύθερο χέρι της. «Αυτό είναι πρόβλημα όταν μένεις σε διατηρητέο σπίτι. Δε γινόταν να φτιάξω το δωμάτιό του επάνω, γιατί δεν ταίριαζε με τη διακόσμηση.» «Αχά» είπε αφηρημένα η Μικέλα. Δεν είχε σημασία τι έλεγε, αρκεί να συμφωνούσε με την Κρίσταλ. Μέτρησε την απόσταση ανάμεσα στον καναπέ και την ανοιχτή πόρτα. Δεν ήταν σίγουρη ότι θα προλάβαινε να φτάσει ως εκεί χωρίς να την πυροβολήσει η Κρίσταλ. Δεν είχε ξανακατέβει στο υπόγειο και δεν ήξερε τη διαρρύθμιση. Αλλά δεν μπορούσε να περιμένει πότε θα σταματούσε τη λογοδιάρροια η Κρίσταλ για να την πυροβολήσει. Η Μικέλα κράτησε την αναπνοή της. Το κορμί της πονούσε, αλλά η αδρεναλίνη την ξύπνησε, ο πόνος έφυγε και οι μύες της άρχισαν να ζεσταίνονται και πάλι. Περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να ορμήσει. Ο Τζάκσον θα θύμωνε σίγουρα με την προσπάθειά της να ξεφύγει μόνη της. Ήταν τόσο προστατευτικός, αλλά ποτέ δεν της φέρθηκε σαν να ήταν ανυπεράσπιστη. Της φέρθηκε σαν μια γυναίκα που αγαπάει. Τώρα πια δε θα ερχόταν να τη σώσει, οπότε έπρεπε να τα καταφέρει μόνη της. Η ευκαιρία παρουσιάστηκε όταν η Κρίσταλ έδειξε προς το μπαρ που είχε εγκαταστήσει για τον Τζάκσον. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου κοίταξε αλλού και χαμήλωσε το όπλο. Η Μικέλα τινάχτηκε, έσπρωξε δυνατά την Κρίσταλ στο πάτωμα, πήδησε πάνω από το μπράτσο του καναπέ και έτρεξε προς την πόρτα με εκπληκτική ταχύτητα. Η θυμωμένη κραυγή που ακούστηκε από πίσω της την έκανε να ανατριχιάσει, αλλά δε γύρισε να κοιτάξει. Κάθε δευτερόλεπτο μετρούσε. Όρμησε στην πόρτα, σκοπεύοντας να την κλείσει πίσω της. Τα ακροδάχτυλά της άγγιξαν την πόρτα και η ελευθερία φάνηκε κοντά. Η Κρίσταλ όμως την άρπαξε από πίσω και την έριξε στο πάτωμα. Το κεφάλι της χτύπησε στο ξύλο και ένα βάρος έκατσε στην πλάτη της και έδιωξε τον αέρα από τα πνευμόνια της. Κοίταξε πάνω, προσπαθώντας να ξεφύγει από την Κρίσταλ, αλλά πρώτα έπρεπε να πάρει μια ανάσα. Τα νύχια της Κρίσταλ έγδαραν το δέρμα του κεφαλιού της, αλλά δεν ένιωσε τον πόνο. Το κρύο μέταλλο της κάννης που ήρθε σε επαφή με το λαιμό της την έκανε να παγώσει. Ξαφνικά κατάλαβε ότι δε θα τη γλιτώσει και τα μάτια της πλημμύρισαν δάκρυα. Δε θα της έδινε την ευχαρίστηση να ικετεύσει για τη ζωή της. Για το μόνο που μετάνιωνε ήταν ότι, την τελευταία φορά που είδε τον Τζάκσον, τον είχε κατηγορήσει για το ψέμα του. Ίσως τα πράγματα να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. Τώρα, δε θα το μάθαινε ποτέ.
«Γιατί θέλεις να με τσατίσεις;» Η προηγούμενη, χαρωπή Κρίσταλ είχε εξαφανιστεί. Το σάλιο και η καυτή της ανάσα στο δέρμα της έκαναν τη Μικέλα να αναγουλιάσει και να στραβοκαταπιεί. «Γιατί δεν τον αφήνεις ήσυχο; Μπορείς να έχεις όποιον θέλεις. Ο Τιγκ σε κοιτούσε και του έτρεχαν τα σάλια. Γιατί ήθελες να μου πάρεις τον Τζάκσον;» «Δεν ήταν ποτέ δικός σου, Κρίσταλ.» Η Μικέλα άκουσε το βογκητό της Κρίσταλ και ένιωσε το όπλο να την πιέζει πιο πολύ στο λαιμό. Προσπάθησε να κουνηθεί, αλλά η Κρίσταλ τής έπιασε σφιχτά τα μαλλιά. Την τράβηξε όρθια και η Μικέλα ζαλίστηκε από τον πόνο. Όταν άνοιξε τα μάτια της, είδε τον Τζάκσον, σκληρό, αποφασισμένο και επικίνδυνο, να στέκεται στην πόρτα και να σημαδεύει με το όπλο του το κεφάλι της Κρίσταλ. Είχε έρθει να τη σώσει. Ήταν πανέμορφος. Ήταν μελαχρινός και δυνατός και η Μικέλα σχεδόν έβαλε τα κλάματα από τη χαρά της που τον είδε για ακόμα μια φορά. Το βλέμμα του έπεσε σε εκείνη για μια στιγμή – σίγουρα εκτιμούσε την κατάσταση, αλλά ανακουφίστηκε που ήταν σώα. Αμέσως γύρισε την προσοχή του στην Κρίσταλ. Ο Λάκι έκανε ένα βήμα εμπρός και σημάδεψε κι εκείνος, έτοιμος να ρίξει σε περίπτωση που ο Τζάκσον αστοχήσει. «Άφησέ την.» Η φωνή του ήταν ψυχρή σαν πάγος. «Δε θέλω να σε πληγώσω, αλλά θα το κάνω.» Η Κρίσταλ μίλησε με γλυκό, χαϊδευτικό τόνο και έπιασε πιο σφιχτά τη Μικέλα. «Τζακ, γλυκέ μου, αυτό δε θα αλλάξει τίποτα ανάμεσά μας. Ξέρω ότι είσαι άντρας και παρασύρθηκες, αλλά θα την ξεχάσουμε και θα συνεχίσουμε μαζί. Σε συγχωρώ.» «Δε θέλω τη συγχώρεσή σου. Αν την πληγώσεις όμως, θα ζητήσεις συγχώρεση από τον Κύριο.» «Τζακ, μη λες τέτοια. Με αγαπάς.» Η φωνή της τώρα έτρεμε, η ανάσα της το ίδιο και έβαλε τα κλάματα. «Μην το αρνείσαι. Θα είμαστε μαζί. Αφού με αγαπάς.» «Όχι, Κρίσταλ, δε σε αγαπώ.» Κοίταξε τη Μικέλα και της μίλησε απαλά, λες και ήταν μόνοι τους στο δωμάτιο. «Εσένα αγαπάω, Κέιλα.» Ο χρόνος σταμάτησε, λες και κατάλαβε τη σοβαρότητα των λέξεων. Παρά το όπλο που τη σημάδευε και παρά την αβεβαιότητα για το αποτέλεσμα, του χαμογέλασε. Και μετά όλα πήγαν στραβά. «Όχι!» ούρλιαξε η Κρίσταλ. Ήταν μια απαίσια, αηδιαστική κραυγή, σαν να είχαν ξεριζώσει την καρδιά της από το σώμα της. Το όπλο στο λαιμό της Μικέλα μπήκε πιο βαθιά στο δέρμα της και η Κρίσταλ τράβηξε τη σκανδάλη. Το πρόσωπο του Τζάκσον άσπρισε και το πρόσωπό του έδειχνε την ηρεμία του πεθαμένου. Η Μικέλα έκλεισε τα μάτια της. Δεν ήθελε να δει την έκφρασή του όταν καταλάβαινε ότι δεν μπορούσε να τη σώσει. Αυτό θα τη σκότωνε, όπως και η σφαίρα. Ακούστηκε ένας δυνατός πυροβολισμός και η Κρίσταλ τινάχτηκε πίσω. Άφησε τη Μικέλα από τη λαβή της όταν ακούστηκε και ένας δεύτερος πυροβολισμός. Η Μικέλα απομακρύνθηκε και έπεσε στα γόνατα. Κάτι υγρό και ζεστό πιτσίλισε το πρόσωπό της και έσταξε στην μπλούζα της. Σκούπισε το υγρό με το ένα χέρι και άνοιξε τα μάτια της. Η παλάμη της ήταν κόκκινη.
Αίμα. Είχε διαβάσει πως ο ασθενής δεν πονούσε την ώρα του χτυπήματος, και μάλλον ήταν σωστό. Έψαξε το πρόσωπό της για την πληγή. Τίποτα. Δεν ήταν το δικό της αίμα. Ο Τζάκσον γονάτισε δίπλα στην Κρίσταλ. Ήταν ακίνητη με μάτια ορθάνοιχτα. Με σίγουρες κινήσεις έψαξε για το σφυγμό της, έμεινε εκεί για λίγο και μετά τράβηξε το χέρι του με έναν αναστεναγμό παραίτησης. Η Μικέλα βόγκηξε και ανέπνευσε με δυσκολία. Ο Τζάκσον σήκωσε το κεφάλι του. Όλα τα συναισθήματά του είχαν ξεχυθεί στη μορφή του και η ένταση των τελευταίων ωρών διαφαινόταν καθαρά στις γραμμές του προσώπου του. Αλλά στη θέρμη των σκούρων του ματιών έβλεπε την υπόσχεση για ένα μέλλον μαζί. «Λάκι, είσαι καλά;» Η φωνή του Τζάκσον ήταν τραχιά, αλλά δεν πήρε τα μάτια του από εκείνη. «Ναι, καλά είμαι. Θα καλέσω το σερίφη.» Η Μικέλα δεν πρόσεξε τον Λάκι να φεύγει έξω από την πόρτα για να φωνάξει βοήθεια. Είχε τελειώσει. Ήταν ζωντανή. Η επίπονη πραγματικότητα των τελευταίων ωρών και οι ελπίδες που είχε θάψει τώρα ανέβηκαν στην επιφάνεια και τύλιξαν το στήθος της σαν ένα σφιχτό σκοινί. Με λυγμούς, έγειρε μπροστά και το σώμα της άρχισε να τρέμει τόσο, που δεν μπορούσε να σταθεί όρθια. Ένα ζευγάρι δυνατά χέρια την τύλιξαν και τη σήκωσαν. Ο Τζάκσον. Μύριζε ζεστά, προκλητικά, μαζί με τη μυρωδιά της πυρίτιδας στον αέρα. Αυτός ήταν ο Τζάκσον που ήξερε. Παρηγορητικός και προστατευτικός, αλλά και επικίνδυνος. Δεν ήθελε να την αφήσει ποτέ από την αγκαλιά του. «Κέιλα, σ’ αγαπάω.» Αυτό ήταν. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και ξέσπασε σε λυγμούς. Τώρα θα τα άφηνε όλα πίσω της και θα έβρισκε τη δύναμη να φτιάξει τη ζωή της. *** Ο Τζακ λάτρευε να παρακολουθεί την Κέιλα να κοιμάται. Ήταν μαζεμένη στο κρεβάτι με ήρεμα χαρακτηριστικά, τα χρυσά της μαλλιά κάλυπταν το μαξιλάρι και τον έκαναν να ευχαριστεί τους θεούς για την τύχη του. Όλη την ημέρα προσευχόταν να τη βρει σώα, όπως και έγινε. Δε μετάνιωνε που σκότωσε την Κρίσταλ. Άξιζε τον κόπο. Μπορούσε να αφήσει το όπλο του και να παρατήσει τα πάντα, μόνο και μόνο για να είναι μαζί με αυτή τη γυναίκα. Μετά τον πυροβολισμό, δεν υπήρχε χρόνος για να συζητήσουν για το δικό τους θέμα. Η Κέιλα ήταν πολύ δυνατή. Αφού ο γιατρός έλεγξε ότι όλα ήταν εντάξει, πέρασε ατελείωτες ώρες ανακρινόμενη από το σερίφη. Εκείνος περίμενε εκτός εαυτού στο διπλανό δωμάτιο, μέχρι που την άφησαν να φύγει και την έβαλαν να περιμένει σε μια πλαστική καρέκλα στο δωμάτιο αναμονής, μέσα σε παραζάλη. Ο Τζακ την πήγε σπίτι, την έβαλε να πλυθεί και μετά ύπνο. Πλύθηκε κι αυτός, έβαλε μια φόρμα και κάθισε το πονεμένο του κορμί στην πολυθρόνα του δωματίου της. Λαγοκοιμόταν ακούγοντας
την ήρεμη αναπνοή της στο σκοτάδι. Ευτυχώς, ο ύπνος της ήταν αδιάκοπος, αφού η εξάντληση σίγουρα έδιωξε τους εφιάλτες, που σίγουρα θα έρχονταν κάποια στιγμή. Τώρα ο κίνδυνος είχε περάσει και δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν είχε ξαναβρεθεί ποτέ σε παρόμοια θέση, δηλαδή να μείνει με το θύμα αφού οι κακοποιοί είχαν συλληφθεί. Το βάρος του «σ’ αγαπώ» που της ψιθύριζε στο αυτί όση ώρα την είχε αγκαλιά τώρα τον πίεζε στο στήθος. Δεν του είχε απαντήσει αναλόγως, παρότι εκείνος είχε ανοίξει την καρδιά του σε εκείνη. Ναι, ήταν σε κατάσταση σοκ, αλλά ίσως να είχε αργήσει. Ίσως η Μικέλα να κατάλαβε ότι τέτοιοι μπελάδες δεν αξίζουν τον κόπο. «Έλα στο κρεβάτι.» Ο Τζακ αναπήδησε ελαφρά. Η νυσταγμένη φωνή της αντήχησε στο σκοτεινό δωμάτιο. Περίμενε τεντωμένος στην καρέκλα, νομίζοντας ότι το άκουσε στον ύπνο του. «Τζάκσον, έλα εδώ.» Σήκωσε το χέρι της και του έκανε νόημα. Με πόδια μουδιασμένα από το φόβο, σηκώθηκε, πήγε στο κρεβάτι και σήκωσε τα σκεπάσματα. Μην ξέροντας τι να κάνει και πώς να προχωρήσει, έμεινε ακίνητος δίπλα της. Έσφιξε το σαγόνι του για να σταματήσει τα δόντια του που έτριζαν, αλλά σύντομα όλο του το σώμα έτρεμε από φόβο, ανακούφιση και αγάπη, που πάλευαν να βγουν προς τα έξω. Η σιωπή πλανιόταν ανάμεσά τους. «Τζάκσον.» Η Μικέλα κουνήθηκε κάτω από τα σκεπάσματα, τέντωσε τα μακριά της πόδια και βόλεψε το μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι της. «Δεύτερη φορά που σε βρίσκω στην πολυθρόνα να με προσέχεις.» Ο Τζάκσον στραβοκατάπιε. Οι λέξεις που ήθελε να πει είχαν κολλήσει στο λαιμό του. Είχε αντιμετωπίσει τόσους κακοποιούς, όμως τώρα ήταν δειλός. «Ήθελα να βεβαιωθώ ότι είσαι καλά.» «Έπιασες τον κακό. Είμαι ασφαλής. Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς για εμένα.» «Τα θύματα εγκληματικής επίθεσης μπορεί να υποφέρουν από μετατραυματικό στρες και το πρωτόκολλο υπαγορεύει ότι πρέπει να βεβαιωθούμε –» Τον έκανε να σταματήσει, πιέζοντας το στόμα της πάνω στο δικό του, κάνοντας το μυαλό του να σταματήσει να λειτουργεί. Τα χείλη της, συνήθως απαλά και ζεστά, τώρα ήταν βίαια. Πίεσε τη γλώσσα της στη σχισμή των χειλιών του, άνοιξε το στόμα του και πάλεψε με τη δική του. Είχε τόσο ωραία γεύση. Ένα μείγμα από μπαχαρικά, θέρμη και οδοντόκρεμα. Η Κέιλα απομακρύνθηκε και αυτός κυνήγησε το στόμα της, αλλά η Κέιλα τον σταμάτησε, πιέζοντας το χέρι της στο στήθος του. Το άλλο της χέρι ταξίδεψε προς τα κάτω και έφτασε ως το γοφό του. Κάτω από το λεπτό ύφασμα της φόρμας, το δέρμα του είχε πάρει φωτιά. Η στύση του είχε ήδη σκληρύνει και ήξερε πως το ένιωσε κι εκείνη πάνω στο πόδι της, όσο τριβόταν πεινασμένα και με πάθος πάνω του. «Ξεκίνα να μιλάς. Το έχω ανάγκη.» Οι λέξεις της, απότομες και σκληρές, ήρθαν σε αντίθεση με την απαλότητα των χεριών της, που ταξίδευαν πάνω στο δέρμα του, κάνοντάς τον να ανατριχιάσει. Χάιδεψε το μάγουλό της και έφτασε ως τις ρίζες των μαλλιών της. «Λυπάμαι» απάντησε. «Για ποιο πράγμα;» «Για όλα.» Εκείνη έχωσε τα νύχια της μέσα στο δέρμα του γοφού του κι εκείνος άρπαξε τα μαλλιά της. «Σου είπα ψέματα. Έκανα μια συμφωνία με τον πατέρα σου και σ’ το κράτησα κρυφό. Είπα στον εαυτό μου ότι δε θα σε πληγώσω, αλλά κατάλαβα ότι ήταν λάθος μου.»
«Σου είπε να κοιμηθείς μαζί μου;» «Ναι.» Έσφιξε τα χέρια του και την τράβηξε πιο κοντά, ενώ αυτή προσπάθησε να απομακρυνθεί. Έπρεπε να ακούσει την αλήθεια. Μετά δε θα της έλεγε ποτέ ξανά ψέματα. «Αλλά δεν το έκανα για αυτό. Σε ήθελα.» Έγλειψε τα χείλη της, αφήνοντας ένα γρήγορο φιλί στο πλούσιο στόμα της. Είχαν λαχανιάσει και οι δύο. «Πάντα. Από την πρώτη νύχτα, το μόνο που ήθελα ήταν να βρεθώ και πάλι μέσα σου.» Πήρε το χέρι της και το ακούμπησε πάνω στο εξόγκωμα που έκανε η στύση του. Δεν ήξερε ποιος από τους δύο αναστέναξε με την επαφή, αλλά ένα ηλεκτρικό ρεύμα διαπέρασε τη σπονδυλική του στήλη και έκανε τις τρίχες στο πίσω μέρος του λαιμού του να ανασηκωθούν. «Μα, το FBI…» αναστέναξε η Κέιλα, καθώς δάγκωσε το τρυφερό δέρμα του λαιμού της. «Απέρριψα τη θέση. Είπα στον πατέρα σου να πάει στο διάολο.» «Γιατί;» Τραβήχτηκε πίσω. «Γιατί ήξερα τι θα σκεφτείς για εμένα αν τη δεχόμουν.» «Πες μου» ψιθύρισε. «Σ’ αγαπάω.» Ο Τζακ κοίταξε το πρόσωπό της και είδε τις κόρες των ματιών της να διαστέλλονται με τα λόγια του. «Σ’ αγαπάω και θα μείνω στο Έλιοτ. Θα σταματήσω να δουλεύω ως μυστικός, ίσως να σταματήσω και την αστυνομική δουλειά γενικά. Θα κάνω ό,τι θες. Να βγούμε ραντεβού. Να μετακομίσεις μαζί μου. Να με παντρευτείς. Να με κάνεις να σε παρακαλέσω. Δε με νοιάζει.» Πίεσε ένα φιλί στο στόμα της με έναν αναστεναγμό. «Ό,τι θέλεις.» «Ω, Θεέ μου.» «Εσύ ήθελες να σου πω. Τώρα τα ξέρεις όλα.» Κοίταξε το πρόσωπό της, προσπαθώντας να καταλάβει τα συναισθήματά της. Τίποτα. «Θα με κάνεις να σε παρακαλέσω; Πλάκα σου έκανα, αλλά αν θες –» «Κι εγώ σε αγαπάω.» Η Κέιλα διεκδίκησε το στόμα του με ένα υγρό, ζωώδες φιλί που τον έκανε να χάσει τη μιλιά του. Ξάπλωσε επάνω της και απόλαυσε την αίσθηση των ζεστών της καμπύλων πάνω στο κορμί του. Ένιωθε τόσο ωραία. Τα όρια της ευχαρίστησης και του πόνου είχαν μπερδευτεί και δεν ήθελε να τελειώσει αυτό ποτέ. Από τότε, σε εκείνο το δωμάτιο του ξενοδοχείου στο Ρίτσμοντ, δεν ήθελε να τελειώσει αυτό ποτέ. Όταν ανέλαβε την ηλίθια δουλειά για τον πατέρα της, παρέβη κάθε κανόνα του, ξέχασε την εκπαίδευσή του – αλλά και πάλι, δεν ήθελε να τελειώσει αυτό ποτέ. «Τζάκσον, σε παρακαλώ.» Η Κέιλα τράβηξε τη φόρμα του προς τα κάτω και έτριψε την παλάμη της στη στύση του. Η αναπνοή του σταμάτησε και η όρασή του θόλωσε, ενώ το σώμα του αγωνιούσε για την έκσταση. Με επιδέξια δάχτυλα σήκωσε κι αυτός το λεπτό νυχτικό της και άγγιξε το γυμνό της κορμί με το σκληρό δικό του. Η Κέιλα άνοιξε τα πόδια της και οδήγησε τη στύση του στις καυτές, υγρές πτυχές του κέντρου της. Ο Τζακ έγειρε από πάνω της και ξεκίνησε το άγριο ταξίδι του πόθου, που θα σφράγιζε την υπόσχεση που είχαν δώσει με τις καρδιές τους και δύο μικρές λέξεις. Ο Τζακ γεύτηκε τη μυρωδιά, τη γεύση και τους ήχους του πάθους τους, το τρίψιμο του κορμιού του πάνω στο δικό της, καθώς κι εκείνη κουνούσε τη λεκάνη της σε συγχρονισμό με τα δικά του χτυπήματα. Το πικάντικο άρωμα της διέγερσής τους γέμισε το νυχτερινό αέρα. Πήρε τη μελένια γεύση του στόματός της στο δικό του και η γλώσσα του μιμήθηκε τις κινήσεις του κορμιού του. Σύντομα, άρχισε να νιώθει την κάψα του οργασμού από τη σπονδυλική του στήλη έως χαμηλά
στην κοιλιά του. Η Κέιλα τράβηξε το στόμα της από το δικό του αναστενάζοντας βαθιά και μπήγοντας τα νύχια της στους ώμους και τους δικεφάλους του. Ο Τζακ απολάμβανε το θέαμα του αναψοκοκκινισμένου της προσώπου, τις ορθές ρώγες της και τέλος τα βαθυγάλαζα μάτια της. «Σ’ αγαπάω» ψιθύρισε. Το σώμα του άρχισε να τρέμει, το αίμα του πήρε φωτιά και η ευχαρίστηση τάραξε το είναι του. Η Κέιλα φώναξε από κάτω του και οι σπασμοί της δικής της έκστασης τράβηξαν τους χυμούς του μέσα της. Ένιωθε λες και είχαν σκάσει πυροτεχνήματα μέσα στο κεφάλι του. Όχι τα ξενέρωτα δυναμιτάκια που πουλάνε δίπλα στο δρόμο, αλλά ένα τεράστιο σόου που σε αφήνει τυφλό μέσα στη νύχτα ενώ τα μάτια σου βλέπουν χρώματα. Ο Τζακ γύρισε στο πλάι, πήρε την Κέιλα στην αγκαλιά του και τράβηξε τα σκεπάσματα για να προστατευτούν από το κρύο. Παράδεισος. «Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να αφήσεις την παλιά σου ζωή;» Η φωνή της ήταν ψίθυρος. «Δεν ήταν ζωή αυτό.» Φίλησε τα μαλλιά της. Πάντα πίστευε ότι, για να αφήσει τη δουλειά του, θα έπρεπε να τον τραβήξουν με το ζόρι. Ένιωθε μια περίεργη ηρεμία τώρα που έφυγε από μόνος του. «Η ζωή μου θα είναι εδώ. Μαζί σου.» «Μου ζητάς να σε παντρευτώ;» «Φυσικά.» Σταμάτησε και μετά είπε με πονηρό ύφος, απαντώντας στο χαρούμενο πρόσωπό της. «Θα με κάνεις να σε παρακαλέσω;» «Οπωσδήποτε.»
Eπίλογος Δύο μήνες αργότερα. Κρίμα που οι φίλες της από την Ένωση Κυριών δεν ήταν εδώ. Σίγουρα θα της έδιναν συγχαρητήρια για την επιλογή της. Η Μικέλα τεντώθηκε πάνω στο σκαμπό της για να ρίξει μια καλύτερη ματιά στον ψηλό, μελαχρινό και αμαρτωλά σέξι άντρα με το σμόκιν που περπατούσε στο γεμάτο κόσμο μπαρ του ξενοδοχείου Τζέφερσον. Ήταν κούκλος, οι φαρδιοί του ώμοι γέμιζαν τέλεια το επίσημο ένδυμα. Ανυπομονούσε να τον γδύσει και να δει τους μυς που κινούνταν κάτω από το ύφασμα. Τα μάτια του είχαν σκούρο καστανό χρώμα και είχαν καρφωθεί σε εκείνη. Σταμάτησε μπροστά της, κοιτάζοντας το κορμί της από πάνω μέχρι κάτω και κάνοντάς τη να πάρει φωτιά. «Να σε κεράσω ένα ποτό;» ρώτησε με χαμηλή φωνή που δεν άφηνε καμία αμφιβολία για τις προθέσεις της. Κοίταξε το ποτό στο χέρι της και έγνεψε καταφατικά. «Ένα Σάουθερν Κόμφορτ» φώναξε στον αέρα, ανίκανη να πάρει το βλέμμα της από πάνω του. «Σκέτο.» Έκατσε στο διπλανό σκαμπό, λίγο πιο κοντά της από ό,τι επέτρεπαν οι τρόποι καλής συμπεριφοράς, αλλά δεν την ένοιαξε. Το στήθος της ερεθίστηκε με τη σκέψη ότι ήταν δικός της. Σαν να διάβασε το μυαλό της, χαμογέλασε ελαφρά. «Βλέπεις κάτι αστείο;» «Όχι, τίποτα απολύτως.» Η βαθιά φωνή του αντήχησε στα αυτιά της και η ζεστή του ανάσα χάιδεψε το μάγουλό της. «Δε σε είχα για τύπο που πίνει ουίσκι.» «Και τι τύπος είμαι;» Εκείνος έγειρε πίσω, παρατηρώντας το λευκό μεταξωτό φόρεμα και τα ασορτί Μανόλο Μπλάνικ ψηλοτάκουνα παπούτσια. Τον φαντάστηκε να ξεκουμπώνει όλα τα μικρά κουμπάκια στην πλάτη της και να αφήνει το φόρεμα να πέσει στο πάτωμα. Σίγουρα θα του άρεσαν αυτά που φορούσε από κάτω. Τον τρέλαιναν τα δαντελωτά εσώρουχα. «Ειλικρινά; Σε είχα για Σαρντονέ. Ένα καθώς πρέπει κρασί για μια καθώς πρέπει κυρία.» Γέλασε, γνωρίζοντας ότι πριν από λίγους μήνες αυτή η περιγραφή θα ήταν ακριβής. «Το ουίσκι με αναστατώνει.» Ήπιε μια γουλιά ακόμα και γέλασε με την έκπληκτη έκφραση του προσώπου του. Αμέσως άλλαξε σε κάτι πιο πρωτόγονο – σαρκικό. «Μάλιστα.» Σήκωσε το ποτήρι του και άδειασε το περιεχόμενό του, πριν γυρίσει σε εκείνη όλη του την προσοχή. «Λοιπόν… γιατί πίνεις μόνη σου;» «Δεν πίνω μόνη μου. Τώρα.» Η Μικέλα έκανε νόημα στον μπάρμαν και παράγγειλε ακόμα ένα ποτό. «Και τι κάνεις εδώ;» «Γιορτάζω την καινούρια μου ζωή.» «Ααα.» Σήκωσε το ποτήρι του. «Άσε με λοιπόν να σου πω ότι ο άντρας σου είναι ηλίθιος.»
«Ε, δε θα το έλεγα αυτό.» Έπαιξε με τα κουμπιά του πουκαμίσου του και μετά έβαλε το χέρι της στη ζώνη του για να τον τραβήξει λίγο πιο κοντά. Εκείνος έσκυψε και πήρε τα χείλη της σε ένα υγρό, καυτό, κτητικό φιλί. Ένα φιλί που έσβησε τη μνήμη κάθε άλλου άντρα πριν από αυτόν. Μόλις χώρισαν, εκείνη συνέχισε. «Δεν είναι ηλίθιος. Αφού με παντρεύτηκε.» «Τότε πρέπει να είναι ιδιοφυΐα.» «Καλά, μην πας τόσο μακριά» είπε. «Με άφησε μόνη μου εδώ, με τόσους ελεύθερους άντρες τριγύρω.» Κοίταξε πάνω από τον ώμο του και μάτιασε μια παρέα αντρών που έπιναν στη γωνία. «Μάλλον θα πάω –» Τα δυνατά χέρια του Τζάκσον την αγκάλιασαν και απόθεσε ένα φιλί κάτω από το λοβό του αυτιού της, εκεί που την έκανε πάντα να ανατριχιάζει. «Κέιλα, μωρό μου, δεν έλειψα και τόσο πολύ. Ήθελα να βεβαιωθώ ότι ο Λάκι τα κατάφερνε στο γραφείο.» Έγειρε πίσω το κεφάλι της. «Τζάκσον, μόνο για δύο εβδομάδες θα λείψουμε. Δεν πιστεύω ότι θα καταστρέψει την εταιρεία.» «Η Τ&Γ Σεκιούριτι βρίσκεται σε κρίσιμο στάδιο. Αν μας τύχει κανένας μπελάς –» Τον έκοψε με ένα βαθύ φιλί. Κάθε φορά που άρχιζε να ανησυχεί για τη νέα του επαγγελματική απόπειρα, ένα φιλί τον ηρεμούσε. Ποτέ δεν του ζήτησε να παρατήσει τη δουλειά του στο αστυνομικό τμήμα του Ρόανοκ, αλλά, αφού πέρασε ένα Σαββατοκύριακο ως μυστικός σε μια έρευνα ναρκωτικών, γύρισε πίσω στο τμήμα και παρέδωσε το σήμα του. Όταν τον ρώτησε γιατί το έκανε, της απάντησε ότι δεν ήθελε πια να προσποιείται, γιατί η αληθινή του ζωή ήταν πολύ καλύτερη. Μετά τον έσυρε στην κρεβατοκάμαρα για να του δείξει όντως πόσο καλύτερη ήταν. Ο Τζακ έκοψε το φιλί τους για να πάρει ανάσα με ένα χαμόγελο. «Ακόμα με ρωτάει τι σημαίνουν τα αρχικά στον τίτλο της εταιρείας. Όλο μαντεύει και δε σταματά με τίποτα. Ξέρεις πώς είναι ο Λάκι όταν ψάχνει για απαντήσεις.» «Μάλλον θα απογοητευτεί.» Η Μικέλα δάγκωσε παιχνιδιάρικα το σαγόνι του και μετά ψιθύρισε στο αυτί του: «Αυτό είναι δικό μας μυστικό.» «Ναι, είναι.» Η αγάπη στα μάτια του έκανε την καρδιά της να χάσει ένα χτύπο. Πίστευε πως δε θα μπορούσε να συνηθίσει ποτέ την απεριόριστη εμπιστοσύνη και το πάθος που εξέπεμπε με κάθε χαμόγελο, κάθε βλέμμα, κάθε άγγιγμα και κάθε φιλί. «Λοιπόν, κυρία Κάντρελ, θέλετε να πάμε επάνω στη σουίτα των νεόνυμφων και να αρχίσουμε τη νέα μας ζωή;» Ο ήχος του νέου της ονόματος την ενθουσίασε. Μα το Θεό, ήλπιζε να μη βαρεθεί ποτέ να το ακούει. Τα μάτια του μίκρυναν καθώς εκείνη δίστασε, υποκρινόμενη ότι σκέφτεται. «Θα με κάνεις να σε παρακαλέσω;» Γελώντας απαλά, άρπαξε το πέπλο της από το μπαρ και γύρισε στο σύζυγό της. «Αφού σ’ αρέσει όταν σε κάνω να παρακαλάς.»