ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
~κω το χρυτζαφι u jv κορμιάν roue 4η ΕΚΔΟΣΗ
ΕΡΓΑ Τ Η Σ ΙΔΙΑΣ ΑΓΑΠΗ, νουβέλλες (εξαντλημένο) Ν. ΚΛΖΑΝΤΖΑΚΗΣ - ΕΝΑΣ ΤΡΑΓΙΚΟΣ 1η Ικδ. Κέδρος 1959, 4η έχδ. ’Αστέρι 1979 ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΑΠΑΝΤΑ Μ. ΓΙΟΛΤΔΟΥΡΗ Κολλάρος 1961 (έξαντλημένο) ΟΙ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΕΣ Φέξης 1962 (έξαντλημένο) ΟΙ ΕΒΡΑΙΟΙ ΚΑΠΟΤΕ (ΜΙΚΑΕΛ) Μυθιστόρημα, 1966, 5η έχδ. Κολλάρος 1984 Ο ΗΛΙΟΠΟΤΗΣ ΕΛΤΤΗΣ Δοκίμιο. 1971, 5η έχδ. 1980 (έξαντλημένο) ΠΑΙΔΕΙΑ ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ ή ΤΉΣ ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΗΣ 1972, 3η εχδ. Παπαζήσης 1977 ΤΙ ΛΙΙΟΠΝΕ ΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ’ΡΟΗ ΝΑ ΒΑΛΕΙ ΦΩΤΙΑ Θέατρο, 1972 ΛΝΤΙΓΝΩΣΗ, ΤΑ ΔΕΚΑΝΙΚΙΑ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ 1974, 9η έχδ! Γαβριηλίδης 1988 17 ΝΟΕΜΒΡΗ 1973 - Η ΝΥΧΤΑ ΤΗ Σ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΦΑΓΗΣ 1974, 4η εχδ. Λογοθέτης 1985 Κ. ΚΑΡΥΩΤΛΚΗΣ - Μ. ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ Η ΑΡΧΗ ΤΗ Σ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ Παπαζήσης 1977 4η εχδ. (έξαντλημένη) ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΠΟΡΝΗ Παπαζήσης 1978, 20ή έχδ. Γαβριηλίδης 1988 II ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ ΚΑΒΑΛΑ Σ Τ ’ ΑΛΟΓΟ ’Αστέρι 1982, 2η έχδ. 1983. (έξαντλημένο) ΜΟΥ ΣΕΡΒΙΡΕΤΕ ΕΝΑ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ ΠΑΡΑΚΑΛΩ; 1ης έχδ. Ν. Σύνορα 1983, 8η εχδ. Γαβριηλίδης 1988 II ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΟΥ II ΛΛΗΤΙΣΣΛ Μυθιστόρημα, 6η έχδ. 1987 Η ΣΥΒΛΡ1ΤΙΣΣΛ Μυθιστόρημα, 6η έχδ. Γαβριηλίδης 1988
'Ετοιμάζεται Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΦΑΛΛΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΜΗΔΕΙΑ ΣΤΗ ΣΤΑΧΤΟΠΟΥΤΑ
...ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΤΩΝ ΚΟΡΜΙΩΝ ΤΟΥΣ
Κάθε γνήσιο άντίτυπο υπογράφεται άπό τή συγγραφέα
© Λιλή Ζ ω γράφ ου & ’Εκδόσεις Γαβριηλιδης, Κ οδριγκτώ νος 2 9, τηλ. 83 27 00 8
ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
κ α ι τ ο χ ρ ι)0 6φ \ «
Ξ Υ Λ Ο Γ Ρ Α Φ ΙΑ
κ ο ρ ιό ν ro u e
Α. Τ Α Σ Σ Ο Υ
4η ΕΚΔΟΣΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ»
\
. . .
Et Γ or de leurs corps GAUG1N
... έάν έπιλάθωμαί σου, ' Ιερουσαλήμ, έπιλησθείη ή δεξιά μ ο ν χολληθείη ή γλώσσα μου τφ λάρυγγί μον, εάν μη σου μνηαθώ. Π. Δ ΙΑ Θ Η Κ Η
Ή ρ θ ε μια Ξένη στα μέρη μας· καί μας χάρισε τό φεγγάρι που γνρνόφερνε χρόνια τις πόρτες και τις σ τέγες μας. ’Έ δω σε τον ήχο σ τ ’ αυτιά μας* κι ακού σαμε τά σκυλιά ν’ αλυχτούν και νά τεντώνουνε τό σκοτάδι τής νύχτας ως την άκρη τής γης' τους ανέμους νά δέρνονται β έ τό δάσος' τά κύ μα τα νά γελούνε ξεκαρδισμένα και νά κυλιούν ται στους βράχους σάν ερωτευμένα κορίτσια. Γλύκανε ή φτώ χια μας απ’ τον πλούτο τής Λ ίμνης μας. Βούταγε τά δάχτυλά της στο βυθό γελώ ντας κι έβγαζε χούφτες τ ’ ασήμια καί τ ’ άστρα. Γίνανε οι ψαρόβαρκές μας γαλέρες καί την ακολουθήσανε στά πέρατα τού κόσμου. Καί τά μονόξυλά μας τά κινούσανε στη Λ ίμνη μελαψοί θεοί μέ τρίαινες. Σάν έφυγε γιά νά μη ξαναγυρίσει, άλαφρώσαμε. Τυλιχτήκαμε μιά νύχτα παλιά, φασμένη μ έ σκέτο σκοτάδι καί κοιμηθήκαμε. Ε ίμα σ τε άπλοι άνθρωποι. Μά τ ’ άλλο πρωί, μέ την καινούρια μέρα, σάν κινήσαμε, βρήκαμε στην πόρτα μας δλο τον πλούτο καί τά λάφυρα πού ’χε μαζέψει από τις σ τέγες, τις θάλασσες, τη Λ ίμνη μας, τυ λιγμένα στη μαντήλα τής μοναξιάς. Θά ’ταν δική της. ”Η μην ήταν κι αυτή δική μας, σάν τό φεγγάρι καί τις σχεδίες, καί δέν τό ξέραμε ;
"A ! τ ί θυμάρι δυνατά ή άνασαιμιά τον / ΕΛΥΤΗ Σ
Το τραίνο σφύριξε μακρόσυρτα σκίζοντας στα δυό τό δάσος καί άραξε μπροστά στο μοναδικό καφενείο τοΰ Σταθμού. Ό Παναγιώτης, ξαπλωμένος σέ μια πάνι νη πολυθρόνα, χάζευε την κίνηση καί τις νεοφερμένες. Κατεβήκανε πρώτοι δυό τρεις ντόπιοι, άκολούθησε μιά κυρία, δυό κοκαλιάρικα αγόρια καί τέλος μια χον τρή πού "κλείνε δλη τήν έξοδο, καθώς κοιτούσε όλόγυρα σά νά έψαχνε για κάποιον. Ό Παναγιώτης χαμήλωσε τό κεφάλι του προσπα θώντας νά έξαφανιστεΐ. Σκέψου νά ζητούσε αύτόν. Συχάθη/.ε τον έαυτό του. Πάντα έκανε τόν δύσκολο καί πάντα βουτοΰσε σά γουρούνι σ’ δ,τι τού προσφερόταν. Κι ύστερα, έκείνη ή άηδία πού τόν κρατούσε άσυμφιλίωτο μέ δλα. 'Όταν σήκωσε τά μάτια του, είδε στόν έξώστη ένα μακρύ πόδι σφιγμένο σέ ριγωτό παντελόνι. Ά κ ο λούθησε ένα άλλο, τό ίδιο τέλειο καί νωχελικό. "Αρ γησε, λες καί γινόταν έπίτηδες, νά δεΐ τη σφιχτή μέση πού θά χωρούσε στή μιά του παλάμη δπωσδήποτε, τι νάχτηκε μαζί τό μποΰστο άγέρωχο καί τέλος ένα πρό
14
. . .ΚΑΙ
ΤΟ
ΧΡΓΣΑΦI
σωπο χλωμό πού ’σβυνε σέ πυκνά, δλοσκότεινα μαλλιά. Ή ξένη κατέβαινε χωρίς νά βιάζεται. Δυό πρό θυμοι τσακιστήκανε νά τής φέρουνε τίς άποσκευές της μ,πρός στα πόδια της. — Νά σάς πάω στό ξενοδοχείο; τή ρώτησε υπο χρεωτικά ένας τρίτος. Ε κείνη κούνησε άρνητικά τό κεφάλι κι άνοιξε δρόμο άνάμεσα στους περίεργους. Ό Παναγιώτης ση κώθηκε χωρίς νά σκεφτεΐ και τήν άκολούθησε. Περ πατούσε σάν Ιλαφίνα, άλαφριά, άγγίζοντας μόλις τό χώμα μέ τά σανδάλια της καί σταμάτησε στό περί πτερο. — Μήπως ξέρετε πού μπορώ νά βρώ τόν Πανα γιώτη Λαγούδη; ρώτησε. Ό Μιχάλης δ περιπτεριούχος, βέβαιος πώς δ Πα ναγιώτης άκουσε τ’ δνομά του, άφού βρισκότανε κιό λας πίσω της, περίμενε νά τής άπαντήσει δ ίδιος. Ά λ λ ’ αυτός τινάχτηκε, τά ’χάσε κι άπομακρύνθηκε γρήγορα. —-Τόν Λαγούδη; ρώτησε κι δ Μιχάλης, γιά νά κερδίσει καιρό. Μά έδώ ήτανε πρίν λίγο... Κάπου θά πήγε. — ’Αφού έπρεπε νά μέ περιμένει, είπε καί γύρισε νά φύγει. Ό Παναγιώτης έκανε καμιά δεκαριά βήματα γιά νά συνέλθει. Νά ’ταν ή φίλη τής Ντίνας; Αύτής τής ώριμης κυρίας; ’Έτριψε τό σαγόνι του καί τήν πλη σίασε ξανά. Ό Μιχάλης πού τόν είδε, φώναξε θριαμ βευτικά. —-Νά τος, δεσποινίς. Ή ξένη τόν κοίταξε από πάνω ώς κάτω. Βρήκε
TUN
ΚΟΡΜΙΩΝ
T ΟΓ Σ
15
πολύ κακόγουστα τά κίτρινα, καστορένια παπούτσια του. Μά καί τό πεντακάθαρο κι άψογο πουκάμισό του έκανε παραφωνία. Στό φώς πού κολυμπούσαν δλα καί στό δάσος πού Ισπαζε τήν έκτυφλωτική λευκότητα, μια τέτοια έξεζητημένη έμφάνιση τήν άπογοήτεψε. Λυτή είχε φανταστεί — κατά τά λεγόμενα τής Ντίνας πάντοτε — έναν άπόκοσμο άντρα, μπορεί καί μέ γένια, μισόγυμνο, μπορεί καί ντυμένον1 μέ προβιές, καί τήν ίδια νά περπατάει ώρες μέσ’ στό δάσος γιά ν’ άνακαλύψει τό έρημητήριό του. Καί τώρα, ύποκλινότανε μπροστά της ένας κομψευόμενος. — ’Εμένα ζητούσατε; — "Αν είστε ό Παναγιώτης... . — Μά βέβαια. — Είμαι ή Γαλανή — θά πήρατε τό γράμμα τής Ντίνας... — Ή Γαλανή, ναι βέβαια. -— Καί πώς δέν μέ περιμένατε; Στήν άπορία της υπήρχε τόση μομφή, πού άθελά του τής ζήτησε συγνώμη. -—“Εχετε δίκιο, είχα κάποια δουλειά. Καλώς ήλ θατε καί νά μέ συγχωρεΐτε. Χαμογέλασε καί τού άπλωσε τό χέρι. Τά μάτια της κρατούσανε μιά παιδιάστικη λάμψη. — Τ ί λέτε, φεύγουμε άπό δώ; τόν ρώτησε. ’Αλλά είναι καί οί βαλίτσες μου. Έ τρεξε πρόθυμα καί τις έφερε κοντά της. Τό κορμί του, ψηλό καί σβέλτο, κινιόταν άνετα. — Σέ ποιό ξενοδοχείο θά μείνετε; Σέ ποιό άπό τά δυά, γιατί έχουμε δυό δλα κι δλα.
16
...ΚΑΙ
ΤΟ
ΧΡΓΣΑΦΙ
— Σέ κανένα, τοΰ Απάντησε μαλακά μά καί Απο φασιστικά. Ό Παναγιώτης τρόμαξε. — Μά για τί; είναι πολύ ώραΐα έδώ. Μείνετε. 'Π Γαλανή τον κοίταξε φιλικά. Ή γεμάτη παρά κληση φωνή του τή συγκίνησε. — Γι’ αυτό ήρθα. ’Αλλά θέλω νά μείνω σέ κα λύβα. Ή Ντίνα μου μίλησε γιά τις καλύβες, γιά τή γα λήνη τοΰ μεγάλου δάσους, γιά σάς πού ζεΐτε όλομόναχος μέ τά βιβλία σας μήνες Ατέλειωτους... Ό Παναγιώτης κολακεύτηκε, Αλλά πάλι δέν κα ταλάβαινε. Τήν κοίταξε Από πάνω δ>ς κάτω — άψογη, Απιαστη, άέρινη ■— καί γέλασε. — Έσεΐς σέ καλύβα; — Ναί! κι Αν δέν ύπάρχει καμιά Αδεια, θά μεί νω στό δάσος. ■ — Στό δάσος! Αν είναι δυνατόν! θ ά σάς κατα σπαράξουν. Ή φαντασία της οργίασε πάλι καί ρώτησε εύχάριστα τρομαγμένη. — ’’Εχει αγρίμια; — ’Ανθρώπους, τής είπε. — Αυτό θά τό κάνουν καί στό ξενοδοχείο. Καί μονομιάς, είδε μπροστά της τή Λίμνη. Τεν τώθηκε όλόκληρη καί σταμάτησε. — ’Ό χ ι, τήν Ακούσε νά ψιθυρίζει, δέν τήν μπορώ τόση ομορφιά! Κοίταζε Ασάλευτη καί μόνο τά ρουθούνια της χτυ πούσανε νευρικά. Τό πρωινό φώς, διώχνοντας στήν πάντα τις σκιές,
ΤΩΝ
ΚΟΡΜΙΩΝ
ΤΟΓΣ
17
έπεφτε πάνω στή Λίμνη έρωτικό, βουλίαζε στό βυθό της κι έβγαινε παραπατώντας, μεθυσμένο, κατά τό δάσος. Κι έκείνη, άτάραχη μά γελαστή, δεχότανε τ άλλο καί τ’ άλλο κύμα, κι έρωτας καί καρπός, δλα φώς, κυνηγιόνταν στά νησάκια της καί στις φούντες των πεύκων. Τό πρόσωπο τής Γαλανής είχε τήν έκφραση ένός πληγωμένου Ιπιφωνήματος χωρίς ήχο. Ό Παναγιώτης παρακολουθούσε τις άντιδράσεις της γοητευμένος. Τόσο τό καλύτερο πού δέν ήθελε ν’ άκούσει γιά ξενοδοχείο. Θά τήν πήγαινε στήν καλύβα του. Είχε μιά, γιά προσωπική του χρήση, στήν άμμουδιά. Τήν πρόσφερε σ’ δσες τοΰ άρέσανε. νΕτσι οί έρωτικές του σχέσεις διευκολύνονταν. — Έ δώ θά μείνω, είπε έκστατική. — Μά έδώ δέν υπάρχει καλύβα. — Κι αύτή έκεΐ, ή μεγάλη, στήν δχθη τής Λί μνης; Ό Παναγιώτης κούνησε τό κεφάλι του γελώντοις. — Έ κεΐ, τής έξήγησε, ζεΐ δ ψαράς μέ τό τσούρμο του, δέν κάνει γιά σάς. Ε λάτε, θά σάς πάω έγώ σέ μιά δική μου, ξέρω τί θέλετε. Ξαναπεράσανε τις γραμμές τοΰ τραίνου καί κατεβήκανε σ’ ένα ξερό ρέμα. ’Από κεΐ πήρανε ν’ άνεβαίνουνε τό μικρό άμμόλοφο πού τούς έκρυβε τή θάλασσα. Ή Γαλανή τόν άκολουθοΰσε μέ δυσκολία, γιατί ή άμ μος τή ρουφούσε. Τής άπλωσε τό χέρι του' τού ’δώσε τό δικό της μέ μιά κίνηση Ιγκατάλειψης κι έμπιστοσύνης. Μά δσο προχωρούσανε, άρχισε νά παραπονιέ ται πώς απομακρύνονταν άπό τή Λίμνη. Ό ΙΙαναγιώ2
ΚΑΙ
18
ΤΟ
ΧΙ' ΓΣΑΦΙ
της δέν κατάφερνε να συγκεντρωθεί, τόσο ή φωνή της τόν Αναστάτωνε. Μόλις φτάσανε στήν κορφή τοΰ ύψώματος, τά πεύκα τελειώσανε μονομιάς κι απλώθηκε στα πόδια τους μια άτέλειωτη Αμμουδιά ξανθιά καί καυ τερή. Καί κατάμπροστα μια έξηνταριά καλύβες μέ κρε μασμένα πολύχρωμα ρούχα, μύγες, φωνές ύστερικές, καί ξελαρυγγίσματα παιδιών, πού πληγώνανε την καυ τερή έρημιά τοΰ τοπίου. Ή Γαλανή Ανατρίχιασε. Μά αύτή ή Ντίνα ήτανε τρελλή; — Τί ’ναι δω; ρώτησε Απελπισμένη. -—Έ δώ μένουνε φτωχοί γυροχωρίτες, πού ’χουνε Ανάγκη Από Ιαματικά λουτρά. Οί καλύβες, βλέπετε, στοιχίζουν πάμφθηνα.
— Αχά! Διασχίσανε τόν Απίθανο συνοικισμό καί φτάσανε σέ μια περιποιημένη καλύβα, κλειδωμένη μέ λουκέτο. "Ωσπου νά ξεκλειδώσει δ Παναγιώτης, φυτρώσανε Από παντού κεφάλια καί μάτια περίεργα, πού χάζευαν τήν ξένη. Έ π ί τέλους Ανοιξε καί μπήκαν. — Έδώ είναι τό ράντζο πεντακάθαρο, τής είπε. Θά σάς φέρω καί κουβέρτα, γιατί τή νύχτα έχει ύγρασία... Νά κι ένα κομάτι καθρέφτης γιά τήν τουαλέτα σας. Ή σιωπή της τόν τρόμαξε. — Τ ί λέτε, δέν είν’ ομορφα; τή ρώτησε. ’Έξω Από τήν Ανοιχτή πόρτα στριμώχνονταν, πε ρίεργες, οί νοικοκυρές. Τό βλέμα της συνάντησε τό γε μάτο δουλόπρεπη ικεσία τοΰ Παναγιώτη καί συγκρα τήθηκε. Σκέφτηκε καί τόν κόπο πού έκανε νά φέρει τις βαλίτσες της ως εκεί.
ΤΩΝ
ΚΟΡΜΙΩΝ
Τ ΟVΣ
19
— Λοιπόν: τήν ξαναρώτησε μέ άγωνία. θ ά μεί νετε ; Σήκωσε τούς ώμους της. — Έ χ ω μια Ιδέα, τοΰ ’πε. Νά πάμε νά κολυμπή σουμε καί αποφασίζουμε μετά. Μόνο, άν θέλετε, βγείτε εξω νά φορέσω τό μαγιό μου. Σάν άνοιξε τήν πόρτα, υστέρα από λίγο καί φά νηκε μισόγυμνη, δ Παναγιώτης γύρισε τό κεφάλι του κατά τή θάλασσα. "Απλωσε τό χέρι της καί τό ’κρύψε στήν παλάμη του. Τό ίδιο εύχάριστο αίσθημα τόν πλημ μύρισε. Μιά δροσερή, κυματιστή χαρά, κουτρουβάλησε πάνω κάτω στό κορμί του. Ή Γαλανή άνοιγε τά μάτια της δσο γινότανε πιό πολύ κι αισθανότανε τό χρυσό φώς, πυκνό καί ζεστό, νά ρέει ώς τά σπλάχνα της βαθιά. "Οταν γυρίσανε, ό συνοικισμός άναστατώθηκε. Καταμεσής στήν άμμο ήτανε τό πηγάδι. Ό Παναγιώ της τράβηξε δυό τρεις κουβάδες νερό καί τούς άδειασε απάνω στή Γαλανή πού γελούσε ευτυχισμένη. "Ενα τσούρμο γυναίκες σκανταλισμένες καί παιδιά τούς συνο δέψανε ούρλιάζοντας ώς μέσα σχεδόν στήν καλύβα. Ε κείνη φόρεσε ένα κοντό μπουρνούζι, κι έκλεισε τή βα λίτσα. —■Πάμε, τοΰ ’πε. 'Ο Παναγιώτης τά ’χάσε. Δέν είχε ποτέ του άκούσει μιά φωνή τόσο μαλακή, πού νά μή σήκωνε καμιά άντίρηση. — Τίποτα δέν μέ άηοιάζει δσο ή περιέργεια, συνέ χισ ε. Αισθάνομαι πώς ζώ γιά δλους τούς άλλους έκτός άπ’ τόν εαυτό μου.
20
...ΚΑΙ
ΤΟ
ΧΡΓΣΑΦΙ
Φορτώθηκε τις βαλίτσες της σιωπηλός καί βγή καν. — Πού πάμε; τόν ρώτησε Ανακουφισμένη. — Στήν καλύβα τού ψαρά. ’Ά ν δέν σάς αρέσει ούτε κεΐ, δέν ξέρω πια ποδ θά σάς πάω. — Κι ό ψαράς θά με θέλει; — Ό ψαράς θέλει πάντα δ,τι θέλω έγώ. Νά σάς πώ πώς είμαστε αδέλφια, είναι λίγο. Μέ τόν Γρηγόρη είμαστε... πώς νά σάς τό πώ; Είδατε τό δάσος καί τή Λίμνη; Σφηνωμένοι ό ένας στήν καρδιά τοδ άλλου. — ’Έ χετε τήν ίδια ηλικία; — ”Οχι. Ό Γρηγόρης είναι μόνο τριάντα τριών χρονών. — Καί ζεΐ ολομόναχος στήν καλύβα του; — Σχεδόν. ’Έ χει καί τό τσούρμο του, δυο παληκαράκια είκοσι χρονών, πού τό χειμώνα κοιμούνται κι αύτοί στήν καλύβα. ΙΙότε πότε πετιέται σπίτι του, στό Κάτω χωριό, βλέπει τή γυναίκα καί τά παιδιά του καί ςαναγυρίζει τά μεσάνυχτα στήν καλύβα — έχει άκόμα άλλες δυό. — Γυναίκες; — Καλύβες. Σ ’ άλλα άκρογιάλια δμως. Κι Ανά λογα μέ τήν εποχή, αλλάζει στέκι γιά ψάρεμα. — ’Έτσι έρημες καί σιωπηλές; — ’Από σιωπή θά χορτάσετε. Οί ψαράδες είναι λιγομίλητοι ■ —· ψαρεύουνε συνήθως δλη τή νύχτα καί τή μέρα κοιμούνται. 'Όσο πλησιάζανε στή Λίμνη, ή ομορφιά τού το πίου τή νάρκωνε. Τό χέρι της γλύστρησε σιγά σιγά Απ’ τήν παλάμη του. Σκιρτούσε όλόκληρη άπό χαρά.
ΤΩΝ
ΚΟΡΜΙΩΝ
ΤΟΓΣ
21
Τά μάτια λάμψανε στό κατάχλωμο πρόσωπο. Τά πεϋκα άναστατώνανε μέ τόν ψίθυρό τους τά μαλλιά της, πού πλέανε στό μεσημεριάτικο φως. Ό Παναγιώτης τήν άφησε καί μπήκε στήν κα λύβα. Σήκωσε τήν κουνουπιέρα, πού σκέπαζε τό ράν τζο τοΰ ψαρά. —-Καπετάνιο, ήρθε ή ξένη, ή φίλη τής Ντίνας, τής χήρας. — Καί γ ι’ αύτό, ρέ, μέ ξυπνάς; — Μά νά δεις μια γυναίκα παράξενη καί νά τά χάσεις. Πολύ παράξενη! — Πόσο; Έ χ ε ι καί ούρά; — Ρέ, άσ’ τ’ αστεία! Δέ μοιάζει μέ τίποτα, λόγον τιμής. Ή ίδια φαίνεται σά νά μήν ξέρει τί εντύπωση κάνει. Καί — μ’ άκοΰς; — τούς άλλους κάνει σά νά μήν τούς βλέπει. Κι άμα κοιτά τή Λίμνη, τό δάσος, συνενογιέται ξελιγωμένη μαζί τους. Ό ψαράς μούγγρισε άπ’ τό κακά του. Πάντα ό Παναγιώτης έβρισκε Ινα σπουδαίο προτέρημα στή γυ ναίκα πού ’βάζε στό μάτι' παλιά δουλειά. — Καί ξέρεις, συνέχισε ό άλλος, δέ θά πάει, λέει, στό ξενοδοχείο. "Αν θέλουμε τήν κρατάμε δώ. — Τ ι έκανε λέει; — Ναι, είδάλλαις θά μείνει στό δάσος. — Καί δέν πάει στό διάολο. Ά π ’ έξω τούς έφτασε ή φωνή τής Γαλανής. — Παναγιώτη. - - ’Αμέσως, κυρία μου, φώναξε αύτός καί βρέ θηκε μ’ ένα σάλτο στήν πόρτα.
22
...ΚΛΙ
TO
X Ρ Τ2Α ΦI
— ΙΙρός θεού, Παναγιώτη, τί «κυρία» ήταν αυ τό; Λέν είπαμε πώς μέ λένε Γαλανή; — Γαλανή, ψιθύρισε φουρκισμένος δ ψαράς. - Δέ μέ θέλει δ ψαράς σου; τήν ακούσε να ριντά. Δεν ήταν αΰτή φωνή. ’Ήτανε τά γλαρόπουλα, σά μαθαίνουνε νά πετοϋνε στο δειλινό πάνω από τή Λί μνη. Τά φτερά τους στην αρχή δεν σκίζουνε τον αέρα' τον παρακαλάνε. Γρηγόρη. φώναξε ό ΙΙαναγιώτης. — - Στό διάολο... τό θεό σου, μουρμούρισε αυτός μέσ’ στα δόντια του. Είδες πάλι φουστάνι καί λύσσα ξες. — Μά ελα λοιπόν νά γνωρίσεις τή Γαλανή, φώ ναξε ανυπόμονα πάλι 6 Παναγιώτης. Άνασηκώθηκε, άνασκούμπιοσε το ξυλιασμένο από τ’ αλάτια παντελόνι του καί βγήκε ξυπόλητος στον πε ρίβολο τής καλύβας. Ή ξένη, μισόγυμνη, ήτανε γυρι σμένη κατά τή Λίμνη. — Νά τος ό Καπετάνιος μας! τής είπε ό Πανα γιώτης. Γύρισε βαριεστημένα κι αδιάφορα. Τά μάτια της τόν κοιτάξανε μισόκλειστα. Μά ή ανάσα της μπλοκαρίστηκε στά πλεμόνια της ψηλά. «Θέ μου, τί ομορφιά!» σκέφτηκε. «Αότός μάλιστα, αυτός ταιριάζει στό τοπίο, τού ανήκει». Είχε Ινα μέτριο άνάστημα, τέλεια αρμονικό καί στέρεο. Τό γυμνό στέρνο γυάλιζε, πηχτό κεραμίδι, καί θάμπωνε γλυστρώντας στήν τέλεια στρογγυλάδα τών ώμων. "Οταν αντάμωσε τά μάτια του, κοκίνισε. Τόσο ήτανε δύσκολο νά συγκρατήσει τό θαυμασμό της. "Ενα
ΤΩΝ
ΚΟΡΜΙΩΝ
TOTS
23
σμάρι χρυσά, σγουρά, μπερδεμένα τσίνουρα παίζανε παιχνίδια — καθώς τής χαμογελούσε — μέ τά μελένια του μάτια. Γιατί είπε δ Παναγιώτης πώς δέν κοιτά κανέναν ή κοπέλα; άναρωτήθηκε αυτός. Σάν τόν κοίταξε, νό μισε πώς τόν ρούφηξε ένα σκοτάδι στό βυθό τών μα τιών της. Τά ματόφυλλά του πεταρίσανε ταραγμένα καί κλείσανε σάν κροσάτη αύλαία πάνω στϊς μελένιες κόρες. — Ε σείς είστε δ Καπετάνιος; — Έ γώ . -— Καί δ ψαράς; — Έ γώ δ ίδιος. — Χαίρομαι, είπε καί τοϋ άπλωσε ενα χέρι μακρύ κι εύθραυστο, πού φοβήθηκε νά τό σφίξει. Τό ξερό του δέρμα κατακοματιάστηκε από ένα καινούργιο άγαθά χαμόγελο. Μάτια καί δόντια άστράψανε πάλι. ■— Καλώς δρίσατε στην καλύβα μας. -— Εύχαριστώ.
Κι ώς έδώ δλα τής πήγαν καλά. Αυτό πού ήθελε τώρα, ήταν νά χαρεΐ την άπομόνωσή της. Κι άποφάσισε νά υπερασπιστεί την άνεξαρτησία της. Ή προθυ μία τού Παναγιώτη, πού ’φτάνε στή δουλοπρέπεια, τήν τρόμαζε. Δέν ήρθε αυτή στήν έξορία τοΰ Ά δάμ γιά νά μπερδευτεί στά πόδια της ένας θαυμαστής. Καί τί θαυ μαστής! ΓΓ αύτό, δταν πήγανε στό έστιατόριο καί έπέ-
24
...ΚΑΙ
ΤΟ
ΧΡΓΣΑΦΙ
μείνε φορτικά νά της κάνει τό τραπέζι, τού δήλωσε πώς ήταν ή τελευταία φορά πού τρώγανε μαζί. "Γστερα τον ευχαρίστησε καί γύρισε μόνη της στήν καλύβα, γιά νά ξεκουραστεί. Τήν βρήκε άδεια και ξαναβγήκε έξω. Τό μεσημεριάτικο φώς είχε πήξει μέ τή ζέστη κι έφτιαχνε κρουστές στάμπες στήν άκίνητη έπιφάνεια τής Λίμνης. Τά πεύκα, σκυμένα πάνω της, τεντώνανε λαχταρισμένες δροσερές τούφες μ’ ένα τρυφερό καί πα ραπονεμένο ψίθυρο. Ξάπλωσε στήν έπίπεδη ράχη ένός άναποδογυρισμένου στήν όχθη μονόξυλου. Μά τό φώς τής κρατούσε τεντωμένα τά μάτια. "Ενα μουρμούρισμα άπροσδιόριστο άπό χίλιους δυδ άκαθόριστους μακρινούς θορύβους, δέν χαλούσε καθόλου τήν υπέ ροχη γαλήνη. Αύτό ναί, ήταν κιόλας ευτυχία. "Οπου κι άν γύριζε τά μάτια της, όμορφιά πού τήν λίγωνε. Χαμηλά, στο πίσω μέρος τής καλύβας, πλάγιαζε δ Κα πετάνιος. Κι άπό πάνω του δυο πανύψηλα πεύκα, πα ράφορα άγκαλιασμένα, σκιάζανε τόν ύπνο του. Μά κι ό Καπετάνιος δέν κοιμόταν. Μέσ’ άπό τά μισόκλειστα βλέφαρα, χάζευε τήν ψηλόλιγνη, ξαπλωμένη, άκίνητη ξένη, θ ά ’χαν περάσει καί δυό ώρες πού ή Γαλανή έμενε άκίνητη μέ τά μάτια όρθάνοιχτα, λές καί μά θαινε σπουδαία πράματα, κοιτώντας ένα μικρό τετραγωνάκι ουρανού, πού έσκαζε μέσ’ άπό τά πεύκα. "Αρα δέν κοιμότανε. ’Αλλά τότε, τί έκανε; Ποτέ του δέν είχε καταφέρει ν’ άπαντήσει σ’ ένα ερώτημα. Σκέφτονται οΐ γυναίκες; Καί μονομιάς άποφάσισε κάτι άλλο. Πώς δ Πα ναγιώτης δύσκολα θά τήν καταφέρει αυτήν, άν τήν κα ταφέρει.
ΤΩΝ'
ΚΟΡΜΙΩΝ
ΤΟr Σ
25
Ό ήλιος είχε γείρει άρκετά, σάν φάνηκε δ Πανα γιώτης νά ’ρχεται άπ’ τδ δάσος. Πλησίασε τδν ψαρά καί κάθησε δίπλα του. — Κοιμάται; τδν ρώτησε. — Δέν ξέρω, Εκαμε αύτδς άδιάφορα. — Γαλανή, φώναξε άπαλά. Άνασηκώθηκε καί γύρισε κατά τδ μέρος τους. — Σέ ξύπνησα; — ’Ό χ ι, άπάντησε, καί πήγε κοντά τους. Τούς χαμογέλασε. — Φοβάμαι πώς, άν δέν συνηθίσω σ’ αύτή τήν ομορφιά, δέν θά ηρεμήσω. Έ ξ άλλου, συνέχισε, δέν πρόκειται νά κοιμηθώ στήν καλύβα, άν δ Καπετάνιος δέν γυρίσει στδ ράντζο του. — Μά δ Καπετάνιος είναι συνηθισμένος, διαμαρτυρήθηκε δ Παναγιώτης. — Έ γώ τδν βρήκα νά κοιμάται στήν καλύβα τδ πρωί πού ήρθα κι εννοώ νά συνεχίσει τή ζωή του δπως πρώτα, είδάλλως... — Τ ί; ρώτησε ανήσυχος δ Παναγιώτης. — Θά φύγω. Τδ μούτρο του στραπατσαρίστηκε άπδ τήν άγωνία. Ό Γρηγόρης τδν λυπήθηκε. — "Οχι δά, κυρία Γαλανή, μήν άνησυχεϊτε. “Ολα θά συνεχιστούν δπως πρώτα. Ό Παναγιώτης τής φώναξε χαρούμενος. — Έ ν τάξει, έλπίζω νά ήσυχάσατε. Καί τώρα, θέλετε νά ντυθείτε, νά σάς πάω περίπατο; — Περίπατο; ρώτησε, γιά νά βρει μιά δικαιολο γία νά ςεφύγει.
2fi
...ΚΑΙ
TO
ΧΡΙΪΑΦΙ
— Ν αι! θ ά πάρουμε Ενα μονόξυλο καί θά πάμε Εκεί, βλέπετε τό νησάκι; Θά σ’ άρέσει πολύ- το δάσος είναι τόσο πυκνό, σχεδόν πάντα νυχτωμένο. — Ν αί; Ό ψαράς περίμενε νά δει κάποιο φόβο στή μορ φή της ή καί ν’ ακούσει κάποιαν αντίρρηση. Μά εκείνη κάρφωσε τά μάτια της γεμάτα έκσταση στό μικρό νησί. Έ κ εΐ δέ μπορούσε νά πάει μόνη της -— άν καί τό ’θελε πολύ. 'Ο Παναγιώτης Εριξε στό φίλο του Ενα βλέμα δλο πονηριά καί υπονοούμενα καί πετάχτηκε χαρούμε νος νά φέρει Ενα μονόξυλο άπ’ τόν δρμο δπου τά ’χαν άραγμένα. Σέ λίγο ξεπρόβαλε μέσ’ άπό τις καλαμιές, ορθιος στή μύτη τής στενόμακρης φλύδας. Είχε γδυθεί κι είχε μείνει μέ τό μαγιό του. Μέ αργές καί σίγουρες κινήσεις, βουτοΰσε τό μακρύ κοντάρι στόν πηχτό βυθό, γλυστρώντας αθόρυβα στή διάφανη Επιφάνεια. Ή Γαλανή ξεφώνισε χαρούμενα. — Κοίτα, Καπετάνιο, κοίτα τί τέλειος είναι, σά θεός σκαλισμένος σέ χαλκό. Ό ψαράς τήν κοίταξε Επίμονα. Πώς τολμά αύτή ή γυναίκα καί θαυμάζει Ετσι άφοβα Εναν άντρα; Καί πώς δεχότανε Ετσι απλά νά πάει όπουδήποτε μαζί μέ τόν Εναν καί νά κοιμηθεί στήν ίδια καλύβα μαζί μέ τόν άλλον; — Μά πώς άντέχετε σέ τόση ομορφιά; τού ’πε ξανά. Ή λίμνη, τό δάσος, ή μαλακιά γη, τά γλαρόπουλα, Εσείς οί ίδιοι καί τόσο φώς, κι ουρανός... Έ γώ αισθάνομαι πώς λυώνω καί ρέω. Αγκάλιασε τά γόνατά της μέ τά δυο της χέρια
ΤΩΝ
ΚΟΡΜΙΩΝ
ΤΟΓΣ
27
κι άκούμπησε το κεφάλι της απάνω τους χαμογελών τας ευτυχισμένη. Κακομοίρη Παναγιώτη, σκέφτηκε δ ψαράς, δέ σέ βλέπω καλά. Τδ νησί ήταν δλο δλο τρακόσια μέτρα. Ό Πανα γιώτης, καθισμένος δίπλα της, την ένιωθε γαλήνια μα. φευγαλέα. "Αν τής άνοιγε κουβέντα για βιβλία καί τής έδινε νά καταλάβει πώς ήταν κι αυτός διαβασμένος;. ’Ά ν τής μιλούσε για τόν ΙΙιτιγκρίλι, πού τοΰ ’χε κάμει τόση έντύπωση σάν τόν ανακάλυψε τελευταία... — Τί σκέφτεσαι; τή ρώτησε, έτσι για ν’ άρχίσει. — ”Αν έσύ τουλάχιστον τή χαίρεσαι την τόση ομορφιά ή κολυμπάς μέσα της τυφλός. — Τ ’ αγαπώ πολύ τό δάσος. Κι έχω δυο τρεις πεΰκες φιλενάδες... ΤΙ κουβέντα κοματιάστηκε. Ό ήχος τής φωνής της ήταν ανυπόφορα διαλυτικός καί δεν έμοιαζε μέ τί ποτα. Ούτε μέ τά καλωσορίσματα των πουλιών τό πρωι νό, ούτε μέ τά κρυφομιλήματα ανάμεσα στις κουτσο μπόλες τις πεΰκες του. Περίεργο! ό ΙΙιτιγκρίλι δέν είχε ποτέ του ασχοληθεί μέ τόν έρωτισμό μιας φωνής. Ή Γαλανή είχε ξεχάσει δλότελα τήν παρουσία του. ’Ένιωθε συντριμένη άπ’ τό θέαμα. Ό ήλιος είχε χαθεί κι ή Λίμνη, φιλάρεσκη ως τήν τρέλλα, ξήλωνε από τόν ουρανό πολύχρωμες λουρίδες φως καί στολιζό τανε. Οι τούφες τών δέντρων φρικιούσανε από τήν ομορ φιά της καί τά πουλιά κυνηγιόνταν μέ άγρια ξεφω νητά στίς καλαμιές. Είχε σχεδόν σκοτεινιάσει, σάν τήν έφερε πίσω στήν όχθη.
28
...ΚΑΙ
ΤΟ
ΧΡΓΣΑΦΙ
— Σ ’ εύχαριστώ, τού ’πε, δέν ύπάρχει τίποτα πιό ξεκούραστο από έναν άντρα πού δέν φλυαρεί. Ό Παναγιώτης τά ’χάσε. Ντύθηκε γρήγορα, πή δησε στό ποδήλατό του at έξαφανίστηκε. Θά ’θελε νά ρωτήσει κάποιον — μά κι οί πιό στενοί του φίλοι είναι στουρνάρια — τί σήμαινε ή τελευταία της κουβέντα. ’Ήτανε κομπλιμέντο; Γιατί μέσα του ξύπνησε μια άνάμνηση παράξενη, μακρινή κι Ιπίμονη. Τότε, πριν πολ λά χρόνια, μπορεί καί τριάντα, σάν καθότανε ήσυχος στήν εκκλησία κι άφηνε τόν πατέρα του νά ψάλλει Ανε νόχλητος. Μόλις τέλειωνε ή λειτουργία, τόν χτυπούσε στήν πλάτη καί τού ’δίνε ένα φράγκο. «"Αντε, πάρε ένα κουλούρι, γιατί ’σουνα σήμερα καλό παιδί». Ή Γαλανή βρήκε τη μικρή πετρόλαμπα άναμένη στήν άδεια καλύβα. ΟΕ σωροί τών διχτυών, τά κοφινέλια καί τά μα κριά διχαλωτά καμάκια φτιάχνανε απίθανους όγκους καί άστεΐα σχήματα κάτω άπ’ τό λιγοστό φώς με τις σκιές τους. Ξάπλο>σε στό άλλο ράντζο, στήν άπέναντι γωνιά. Ή ήσυχία ήταν τόσο άπόλυτη, μά καί τόσο μαλακιά καί φιλική, πού τυλίχτηκε μέσα της κι άποκοιμήθηκε ευτυχισμένη.
ΤΩΝ
ΚΟΡΜΙΩΝ
Τ ΟΓ Σ
29
Την καρδιά μου μ ’ άξίνες σκάψτε βαθειά. Τινάχτε στό φως την καρδιά μου. Κ Λ ΙΤ Η Δ Ρ Ο Σ Ο Υ
Δυδ μέρες μετά, γυρίζοντας άπδ τδ μπάνιο δ Πα ναγιώτης κι ή Γαλανή, βρήκανε τδ τσούρμο έτοιμο γιά φαγητό. Τά μάτια της λάμψανε εύτυχισμένα άπ’ τδ θέαμα πού άντίκρυσε. Καταγής στήν καλύβα, ήτανε στρωμένη μιά ψάθα' στη μέση άχνιζε μιά πήλινη χύτρα μέ κακαβιά, κι δλόγυρα δυο μεγάλα καρβέλια σκούρο ψωμί, δλοκόκινες ζουμερές ντομάτες, κομένες στα τέσσερα μέσα σ’ ένα κομάτι έφημερίδα κι ένας κουβάς γιομάτος δ>ς τή μέση κόκινο κρασί. Ό Καπετάνιος καθότανε μέ τά πόδια σταυρωμέ να, στήν άκρη τής ψάθας, φάτσα στήν πόρτα. Καί ή άντηλιά νά παίζει μαργιόλικα στις χρυσές του βλεφα ρίδες. ’Απ’ τ’ άριστερά του, τά δυδ άγόρια, δ Γιώργης κι δ 'Ηρακλής, σεμνοί μέ τδν πρεπούμενο σεβασμό. -'Ορίστε νά φάμε, τής είπε δ ψαράς. — ’Αλήθεια, μέ θέλετε; ρώτησε μέ λαχτάρα ή Γαλανή. — Μετά χαράς, άλλά... — "Οχι Γαλανή, έδώ είν’ δλα άβολα, θά πάμε
30
...ΚΑΙ
ΤΟ
XΡ r Σ ΑΦI
στο Ιστιατόριο, είπε δ Παναγιώτης τραβώντας την άπ’ τδ μπράτσο. — Ε μείς, κυρία Γαλανή, δεν έχουμε, συμπλήρω σε δ ψαράς, ούτε πηρούνια. Δίπλωσε τα γόνατά της καί βρέθηκε καθισμένη δίπλα του. — Καλά, θά την ταΐσω εγώ, είπε δ Παναγιώτης καί κάθησε κι αύτδς χάμω. Τρώγανε δλοι μέ κέφι. Μόνο τά δυδ άγόρια, δ Γιώργης κι δ Ηρακλής, χάσανε δλότελα τη λαλιά τους κι απλώνανε τδ χέρι δειλά, μέ τά μάτια χαμηλωμένα, μην τύχει κι άντικρύσουνε τή μισάγυμνη ξένη. ’Αλλά δσο περνούσε ή ώρα κι δ κουβάς άδειαζε, δ άέρας τής καλύβας άλάφρωνε. Τδ γέλιο τής Γαλανής σκάλωνε χαρούμενο στους σωρούς τά δίχτυα καί γλύστραγε έξω άπ’ τούς καλαμένιους τοίχους. - Είμαι ευτυχισμένη, τούς έλεγε, πού μοΰ κά νετε την τιμή νά μέ δέχεστε άνάμεσά σας. Βέβαιοι πώς τούς κοροΐδευε κοιτάζονταν αναμε ταξύ τους κι ύστερα καρφώνανε άπάνω της άπορημένα βλέματα. Ιναί δέν ξέρανε κι οι ίδιοι νά πούνε γιατί, πιστεύανε στά λόγια της, στδ λαμπρό της πρόσωπο καί στά πεντακάθαρα, φεγγερά της μάτια. — Εσείς δέν ξέρετε, συνέχιζε, τί δμορφη πού ’ναι ή ζωή σας, καί μή φανταστείτε πώς εγώ δέν ξέρω πόσο σκληρή καί δύσκολη είναι. Ό Καπετάνιος τήν ακούε σιωπηλός, άντίθετα μέ τδν Παναγιώτη πού ένθουσιαζότανε. Τήν παρακολου θούσε δ ψαράς άγρυπνα μέσ’ άπ’ τά μισόκλειστα βλέ φαρά του' περίμενε ν’ αρπάξει ενα της βλέμα πού νά
Τ Ω Ν' Κ Ο Ρ Μ Ι Ω Ν
ΤΟΓΣ
31
’χει μιά ιδιαίτερη σημασία. Μά τδ κέφι της ήταν αυ θόρμητο κι ο! δλότελα άπλές έκδηλώσεις της τούς πα ρασέρνανε δλους. Σαν άρχισε νά τραγουδάει, μείνανε μόνο λίγα λεπτά σιωπηλοί, ’ίσια ίσια νά περάσει τδ ξάφνιασμα άπδ τήν πυκνή κι δλο παράπονο φωνή της, μά πιο πολύ γιατί τραγουδούσε δλότελα γνώριμους τους σκοπούς. Ό άμίλητος ψαράς τήν συντρόφεψε πρώ τος. Σε λίγο, τδ δάσος δλόγυρα άντηχοΰσε άπδ τρα γούδια, ξεφωνητά καί γέλια. Τδ κοφτερό μεσημεριάτικο φώς θάμπωσε πρώτα χωρίς κανείς νά τδ προσέξει- υστέρα άπδ λίγο, άποσύρθηκε διακριτικό, μέ κοντά βήματα έξω άπδ τήν καλύ βα. Μέσ’ στδν κουβά είχε άπομείνει έλάχιστο κρασί. Τότε ήταν πού σηκώθηκε δ Παναγιώτης, λυγερός καί πανύψηλος, κι άρχισε νά χορεύει στδν έλάχιστο άδειο χώρο. Τδ κορμί του δίπλωνε κι άνασηκωνότανε μέ πά θος πάνιυ άπ’ τά κεφάλια τους, άκολουθώντας τόν ρυθ μό τού τραγουδιού καί τών χεριών τους, πού χτυπού σανε παλαμάκια. Σέ μιά στιγμή, βρέθηκε πάνω άπδ τή Γαλανή κι έσκυψε άνασαίνοντας βαθιά μέσ’ στά μαλ λιά της. Ε κείνη τού άπλωσε τδ χέρι της καί πήδησε άνάλαφρη άκολουθώντας τδν παθιασμένο χορό του. Οί τρεις καθισμένοι μαζέψανε σφιχτά τά πόδια τους καί γείρανε μπροστά μικραίνοντας δσο γινότανε τδν δγκο τους- δμοιοι μέ χελώνες, τεντούνανε μόνο τούς λαιμούς τους, στρίβοντας δεξιά κι άριστερά τά κεφά λια τους, γιά νά μή χάνουν τδ θέαμα. Ή Γαλανή πρώ τη πήδησε στήν πλάτη τού Η ρακλή, σέ μιά στιγμή πού δέν έβρισκε άδειο χώρο νά πατήσει τδ πόδι της.
32
...ΚΑΙ
ΤΟ
Χ Ρ Γ 2 ΑΦΙ
'Ο ψαράς ξεφώνισε γελώντας ένθουσιασμένος. Μά δέν πρόφτασε νά φυλαχτεί καί τα γυμνά της πόδια σαλτάρανε άλαφροπάτητα ατούς καμπουριασμένους του ώ μους' κι άμέσως μετά τδν τσαλαπατήσανε οΐ ποδάρες τοΰ Παναγιώτη. Τώρα ξεφωνίζανε άγρια καί ο£ τρείς τους πνιγμένοι στα γέλια, μά οί δυδ χορευτές συνεχί ζανε ν’ άνεβοκατεβαίνουνε στις πλάτες τους τραγου δώντας. Ό ψαρας πρώτος βάλθηκε νά περπατά στά τέσσερα άδειάζοντας τδν χώρο πίσω του. Ό Γιώργης κι δ Ηρακλής τδν άκολουθήσανε. "Ενα τρελλδ κυνηγητδ άρχισε τότε δλόγυρα στήν ψάθα, καθώς τδ μισόγυμνο ζευγάρι χόρευε έξαλλο πιά πίσω άπδ τούς άλ λους, πού προχωρούσανε μπουσουλώντας. "Ωσπου ό Παναγιώτης μπερδεύτηκε καί γκρεμίστηκε χάμω φαρ δύς πλατύς.
Είχε γιά καλά νυχτώσει, σάν σηκώθηκε δ ψαράς. -—Εμπρός, παιδιά, φώναξε, πάμε νά τραβήξουμε τά δίχτυα. Οί δυδ νέοι σηκωθήκανε σβέλτα καί χαθήκανε στδ σκοτάδι. Ή Γαλανή γελώντας ξεπροβόδισε τδν κα πετάνιο, άφοϋ τοΰ εύχήθηκε «καλή ψαριά», δπως τήν μάθανε. "Υστερα ξάπλωσε στδ ράντζο της χαμογελών τας ευτυχισμένη. — Ποτέ, μά ποτέ στή ζωή μου, είπε στδν Πανα γιώτη, δέν γλέντησα καί δέν χάρηκα ώς βαθιά στά σωθικά μου, δπως σήμερα.
Τ2Ν
Κ 0 P M Ia Ν ΤΟΓΣ
33
Λυτός γονάτισε κι άπλωσε τό χέρι του στό κεφάλι της. Μέ τά σκληρά του δάχτυλα άνακάτεψε τά μαλ λιά της, πού είχανε λυθεί δσο χόρευε καί κυλούσανε άφθονα γύρω απ’ τό ξαναμένο της πρόσωπο. ■— Τ ι ωραία πού είσαι, της ψιθύρισε. — Τ ί ωραίοι, τί θαυμάσιοι πού ’ναι οί άνθρωποι, είπε αυτή. Ό Παναγιώτης, ξεθαρεμένος, χάιδεψε τρέμοντας τό πρόσωπό της. — Παναγιώτη, εύχαριστώ πολύ. Τό νιώθεις πώς σας αγαπώ; Καταλαβαίνεις πώς σάς αισθάνομαι σάν... πώς νά στό πώ; σά γη μου. Βέβαιος για την άδυναμία της, έσκυψε άπάνω της νά τή φιλήσει. Μά εκείνη πρόλαβε καί τρύπωσε τήν παλάμη της κάτω απ’ τό σαγόνι του. Τής χρειά στηκε λιγότερη προσπάθεια απ’ οση φανταζότανε, γιά νά τόν σπρώξει καί χαμογέλασε μισομεθυσμένη, κα θώς τόν είδε νά ξαπλώνεται ανάσκελα στήν ψάθα. Ό Παναγιώτης έμεινε αναποφάσιστος άν έπρεπε νά ξαγασηκωθεϊ' τό κεφάλι του γύριζε ολοένα καί γρηγορό τερα, ώσπου βούλιαξε σ’ ένα απίθανο βάθος. — Καλά, είπε μασώντας τις λέξεις ανάμεσα στά δόντια του, θά σηκωθώ αργότερα, κι αποκοιμήθηκε. Ή Γαλανή προσπάθησε ν’ άκούσει τί έλεγε, μά νύσταζε θανάσιμα. Γλύστρησε μέ κόπο στήν κώχη τοΰ ράντζου καί κατέβασε τό πόδι της νά τό ’χει πρόχειρο νά τόν σπρώξει άν ξανασηκωνότανε. ’Άνοιξε μέ κόπο τά μάτια της νά βεβαιωθεί άν ήταν αυτός πού ροχά λιζε. Χαμογέλασε ξανά' ώστε ό εχθρός ήταν άκίνδυ-
34
...ΚΑΙ
TO
X l> I’ ϊ Α Φ I
νος' άφησε τδ κεφάλι της νά πέσει βαρύ κι αποκοιμή θηκε αμέσως. “Οταν, κατά τα ξημερώματα, γύρισε δ ψαράς, στάθηκε ανήσυχος έξω άπ’ την καλύβα. Τί θ’ άντίκρυζε τώρα; Ή πόρτα είχε μείνει ορθάνοιχτη. ’Λφουγκράστηκε τήν άπόλυτη ήσυχία καί προχώρησε. Ή μικρή λάμπα τρεμόπαιζε νά σβύσει. Ό Παναγιώτης κοίτονταν άνάσκελα, άνάμεσα σέ χοντρά ψίχουλα καί στ άναποδογυρισμένα ποτήρια. Ή Γαλανή κοιμότανε κι αυτή, μπρούμυτα, κρεμασμένη ή μισή έξω άπ’ τδ ράν τζο. Στάθηκε καί τήν κοίταξε γιά πρώτη φορά άφοβα. Τά πόδια της χύνονταν τέλεια άπ’ τδ κοντό παντελονάκι. Έ πιασε άπαλά τδ κρεμασμένο πόδι καί τδ άκούμπησε μέ προσοχή δίπλα στ’ άλλο. 'Ύστερα, άρπαξε γρήγορα ένα σεντόνι, τήν σκέπασε ώς τδ κεφάλι καί χώθηκε κάτω άπ’ τήν κουνουπιέρα του. Τ ί νά ’χε συμβεΐ άραγε άνάμεσά τους; Σάν ξύπνησε, κοίταξε δλόγυρα τήν καλύβα μέσ’ άπ’ τδ διάφανο τουλπάνι τής κουνουπιέρας του. Ψυχή. Σηκώθηκε καί κατέβηκε στδ πηγάδι’ τράβηξε νερό κι έπλυνε τδ πανωκόρμι του. ’Έτσι άσκούπιστος, μέ χον τρές σταγόνες νερό μπερδεμένες στά μουστάκια καί στά βλέφαρα, πήγε καί κάθησε στήν καρέκλα του, έξω άπδ τήν καλύβα. Λίγα λεπτά άργότερα, ή Γαλανή ξετρύ πωσε άθόρυβα μπροστά του κι άκούμπησε δίπλα του, σέ μιά πέτρα, ένα ποτήρι γεμάτο καφέ. Ύστερα κά θησε μέ τά γόνατα στήν άμμο, κοιτώντας μέ τά μάτια ά πληστα τή Λίμνη. Πέρασε πολλή ώρα ήσυχη, άβίαστη. Παράξενο, μά ή σιωπηλή τούτη γυναίκα τδν γέμιζε σεβασμό.
Τ2Χ
ΚΟΡΜΙΩΝ
ΤΟΓΣ
35
—-Που είναι δ Παναγιώτης; ρώτησε, άφοΰ κά πνισε τδ πρώτο του τσιγάρο. — Πετάχτηκε στδ χωριό, νά φέρει σταφύλια. Kt έπειτα πάλι σιωπή. Καί σέ λίγο. — Δέ μοΰ λες, Καπετάνιο, σαν κάθεσαι δώ, μέ τά μάτια καρφωμένα στή Λίμνη, τήν βλέπεις, ή τήν έχεις τόσο συνηθίσει καί κοιτάς άφηρημένα; — Έσΰ τί λές; ρώτησε αυτός. Σήκωσε τούς ώμους της χωρίς ν’ άπαντήσει. — Τήν βλέπω, τής είπε. — Κι έγώ, είπε χαρούμενη. Καί λυπάμαι γιατί δέν είμαι μέ μάτια δλόγυρα στδ κεφάλι μου. Νά κοιτώ τή λίμνη, μαζί καί τδ μονοπάτι τοΰ δάσους, καί τήν καλύβα καί σένα, καί τά παιδιά σάν ξεπλένουν τά δί χτυα. Κατάλαβες; Τή στιγμή πού χαίρομαι τούτη τήν ομορφιά, λυπάμαι πού χάνω τήν άλλη. Τήν άκουε χαμογελώντας. Καί ξάφνου, χωρίς νά σκεφτει, τή ρώτησε. — - Τ ί έγινε χθές βράδυ; Στράφηκε άπορημένη. — Τ ί ήθελες νά γίνει; Τήν κοίταξε, νά βεβαιωθεί πώς δέν τοΰ ’κρύβε τί ποτα. Τά μάτια της φέγγανε δλοκάθαρα καί λίγο κο ροϊδευτικά. Τράβηξε τδ μουστάκι του, τδ μασούλησε στά δόντια του. — Φοβήθηκα, τής είπε, γιατί ’τανε μεθυσμένος. Ή Γαλανή γέλασε ευχαριστημένη, γιατί αίσθάνθηκε νά βουλιάζει σέ μιά άσφάλεια.
36
ΚΑΙ
TO
XΡ Γ2 Αφ I
— Καί τι σημασία έχει, τοΰ ’πε τινάζοντας τούς ώμους αδιάφορα. Μονομιάς, ό νους τοΰ ψαρά φωτίστηκε. Αυτό ήτανε, σκέφτηκε. Ή Γαλανή οέν τούς λογάριαζε, μπο ρεί καί νά τούς περιφρονοΰσε, γΓ αυτό δέν τούς φοβό τανε. Καί δεχότανε τόσο άδιάφορα νά πάει δπουδήποτε μαζί μέ τον έναν καί νά κοιμηθεί στήν ίδια καλύβα δλομάναχη μέ τόν άλλον. Τούς έλεγε δμορφους, χωρίς ντροπή, γιατί ήταν τό ίδιο όμορφα γ ι’ αύτήν ή Λίμνη, τά μονόξυλα, τό δάσος, ό Παναγιιότης, δ 'Ηρακλής. Τό μυαλό του σταμάτησε γιά πολύ σέ τούτη τή σκέψη καί τόν κούρασε, ως νά τήν ξεκαθαρίσει. Μά έμενε πάλι ευχαριστημένος. Δέν θά ’θελε, γιά τίποτα στόν κόσμο, νά βγει καί τούτη ή γυναίκα σκόρπια σάν τις άλλες. Τ ’ άρεσε, βρέ άδερφέ, νά μή γελιέται. Κι ήτανε βέ βαιος από τήν πρώτη στιγμή, πώς τή Γαλανή δέ θά τήν άγγιζε κανείς. Κι δσο περνούσαν οι μέρες, άρχισε νά αισθάνεται καί κάποια εύθύνη. Σάν αργούσαν νά γυρίσουν από ’να περίπατο μέ τό μονόξυλο ή απ’ τό Κάτω χωριό, πού ανέβαιναν συχνά τά βράδυα, ανησυχούσε. Μά δ Πανα γιώτης πού ’χε χάσει δλότελα τόν έαυτό του καί τήν αυτοπεποίθησή του, έτρεχε μοναχός του νά τά πει στόν Γρηγόρη νά ξεσκάσει. — Λοιπόν, προχωρήσατε; ρωτοΰσε αύτός. — Τίποτα, ψιθύριζε ό άλλος. Έ χ ω Ιξαντλήσει τά πάντα. Μέχρι πού έκλαψα μπροστά της. Μά δέν τήν ξαφνιάζει κανείς καί τίποτα. 'Ό λα τά θεωρεί φυ σικά. Νά τής πλένω τά πόδια, νά τήν ταΐζιυ στό στό μα, νά προλαβαίνω τήν κάθε επιθυμία της.
ΤΩΝ
ΚΟΡΜΙΩΝ
Τ Ο ΓΝ
37
-— Κι αύτή; — Καημένε Παναγιώτη, μοΰ λέει, κάνεις σά νά μή ξανάδες γυναίκα. Έ γώ σάς αγαπώ όλους πολύ πολύ. Ό Γρηγόρης μασούσε μέ τά μουστάκι του τά χαμό γελά του. -— Καί τί παραμύθι δέν της πούλησα, συνέχιζε ό Παναγιώτης. Τής είπα μάλιστα, γιά νά τής ύποβάλω τήν ιδέα, πώς τά κλίμα μας είναι πολύ έρωτικά καί πώς σέ λίγες μέρες δέν θ’ Αναγνωρίζει τάν έαυτό της. Καί δέν είπα ψέματα, εδώ πού τά λέμε. Λίγες γυναί κες άμαρτήσανε μαζί μου άθελά τους; Μά Ικείνη, φίλε μου, άρχισε νά γελάει καί μοΰ τραβούσε τά μαλλιά, κα θώς ήμουνα ξαπλωμένος δίπλα της. «Τί θά κατεβάσει άκόμη αυτά τά κεφάλι», μοΰ 'λεγε ξεκαρδισμένη καί μέ ταρακουνοΰσε πέρα δώθε. <Έ γώ πάντως ήρθα έδώ γιά Ιρωτική άποτοξίνωση. Καί κράτησε τά έρωτικό σου κλίμα γ ι’ αυτές τις δυστυχι σμένες τίμιες, πού χρειάζονται τά πρόσχημα τοΰ μετεοηοολογικοΰ δελτίου». ...Έ , τί τής λές; Καί νά πεις πώς δέν είναι θηλυκ.ό; Χθές βράδυ κυνηγιόμαστε στά δάσος. "Οταν τήν έφτασα, τήν αγκάλιασα σφιχτά γιά νά μή μοΰ ξαναφύγει. Μάρτυς μου δ θεός, πώς δέν σκόπευα νά τή φιλήσο). Τή φοβάμαι κιόλας. Μά βρεθήκαμε μούτρο μέ μούτρο, λαχανιασμένοι, μέ τά στόμα της μισάνοιχτο μπράς στά δικό μου... Ό ψαράς δάγκωσε τά μουστάκι του ώς τάν πόνο. - —Τά στήθος της άνεβοκατέβαινε. Ζαλισμένος, τή φίλησα πολλή ώρα, μά καί δυά λεπτά. Μοΰ γλύστρησε άπ’ τά χέρια καί γονάτισε στά χώμα. Σά φύλλο πού τά
38
...ΚΑΙ
ΤΟ
ΧΡΓΣΑΦΙ
ξερίζωσε δ άνεμος. Πάλι τά ’χασα. Μά δταν γονάτισα κι άγγιξα τδ παγωμένο της χέρι, σήκωσε άπάνω μου κάτι μάτια σκοτεινά, μαχαίρια σοΰ λέω. Καί μέ μια φωνή ξερή σά σβωλιασμένο χώμα, μοϋ ’πε. «”Αν ξαναρ χίσεις, έφυγα μέ τδ πρώτο τραίνο». Ή Γαλανή τδ ’ξερε πιά, πώς ή άπειλή τής φυγής της ήταν τδ τελευταίο, μά καί άκαταμάχητο όπλο της, για ν’ άναχαιτίζει τδν Παναγιώτη τις στιγμές πού κι ή ίδια άδυνάτιζε. Δέν θά μπορούσε ν’ άπαντήσει συγ κεκριμένα πώς καί τί, μα στιγμές στιγμές ένιωθε να γλυκαίνει τδ αίμα της. Ευτυχώς πού ύπήρχε κι δ Κα πετάνιος! Γιά τίποτα στδν κόσμο δέν θά ’χάνε τδ σε βασμό του. Ό σιωπηλός τούτος άντρας τήν έχτιμοΰσε κι αύτδ τή συγκινούσε, δσο κι άν κορόιδευε τή συγ κίνησή της αυτή. Σ’ δλη της τή ζωή, φοβότανε τούς άμίλητους άν τρες, ΐσως γιατί σώζανε μέ τή σιωπή τους τήν υπό σχεση μιας δύναμης, πού μάταια άναζητοΰσε. Καί δέν ήταν λίγες οί φορές πού ’πιασε τδν εαυτό της ν’ αντι δρά στις άδυναμίες της, άπδ φόβο μήν άπογοητέψει τδν σοβαρό της ψαρά καί χάσει τδν σεβασμό του. Καί ήτανε βέβαιη, πώς δ Παναγιώτης δέ θά ’κρύβε τδν θρίαμβό του γιά τήν παραμικρή της παραχώρηση.
"Ενα βράδυ, τήν πήρε δ Παναγιώτης καί κατέ βηκαν στδ χτήμα του. Τδ κυνήγι είχε άρχίσει κι ήθελε νά πάρει τδ κυνηγετικό του οπλο στη Λίμνη. ’Αλλά
ΤΩΝ
ΚΟΡΜΙ ΩΝ
ΤΟΓΣ
39
είχε τδ σχέδιό του. Τδ σπίτι ήταν δλομόναχο. Δέν τής τό ’πε άπδ πριν. ’Ό χ ι γιατί θά δίσταζε νά τδν άκολουθήσει. ’Αντίθετα, ήτανε βέβαιος πώς θά πήγαινε μαζί του τόσο άδιάφορα καί μέ τέτοιαν Ιμπιστοσύνη, που θά τδν άφόπλιζε πάλι. Κάθησε στδ κρεβάτι απέναντι του καί τδν χάζευε πού καθάριζε τδ δπλο. Μιλούσε πιδ πολύ άπ’ δ,τι συνή θιζε, άπδ Ικνευρισμό. Στή σιωπή του, στδ λίγο στρα βωμένο στόμα του καί στά μάτια του πού μένανε έπίμονα χαμηλωμένα, άναγνώριζε τήν άμηχανία τής μό νιμης σκέψης καί έπιθυμίας πού τδν τυραννοΰσε. “Ωσ που βαρέθηκε κι επαψε νά μιλάει. Ή σιωπή πύκνωσε καί τούς χώρισε. Ό Παναγιώτης δέν γύρισε ούτε μιά φορά νά τήν κοιτάξει. Γιατί θά ’θελε πάλι, δπως πάντα, ή νά τήν άρπάξει στην άγκαλιά του ή νά χτυπήσει άγρια, μέ λύσσα, τδ γαλήνιο καί τόσο ξένο πρόσωπό της· "Οταν καθάρισε τδ δπλο του, τδ γέμισε καί χωρίς νά σκεφτεϊ, τδ σήκωσε καί τήν σημάδεψε. Ή Γαλανή τού χαμογελούσε άτάραχη. — Μά τίποτα έπί τέλους δέν σέ τρομάζει εσένα; τής φώναξε φανερά Ικνευρισμένος. — Κοντά σου; Τίποτα. — Ούτε νά σέ σκοτώσω; -—’Εμένα; Καί γιατί; — Δέν εχει γιατί καί ξεγιατί. ”Ας πούμε πώς τρελλάθηκα καί σέ σκοτώνω. — Μά δ θάνατος είναι καλός... καλός! Κι αν σέ βρει Ιτσι εύτυχισμένη καί ξεπλυμένη, πεντακάθαρη, όπως νιώθω έγώ τώρα κοντά σας...
40
...Κ Α Ι
ΤΟ
ΧΡΓΣΑΦΙ
Τον κοίταζε σοβαρή καί χλωμή' μόνο τά μάτια της λάμπανε. — Ξέρεις, σέ περιόδους πού δεν Ιπιθυμώ κάτι ή κάποιον, πού δεν κυνηγώ καμιά χίμαιρα, είτε άπδ άπελπισία είτε άπό γαλήνη, έ θάνατος δεν μέ τρομάζει κα θόλου. Ό ΙΙαναγιώτης τήν κοίταζε όλότελα χαμένος. — Κι είμαι βέβαιη, ξέρεις, πώς ο χριστιανισμός θά έννοοΰσε μιά τέτοια κάθαρση μιλώντας γιά τήν πριν τόν θάνατο μετάνοια, μετάληψη καί τά τέτοια. — Κατάλαβες; τόν ρώτησε πάντα σοβαρή, υστέρα άπό σύντομη σιωπή. Ή κάθαρση προϋποθέτει άπουσία κάθε έπιθυμίας κι ενα απόλυτο αίσθημα χορτασιάς, γα λήνης. Τότε μόνο είναι εύκολο νά πεθάνεις. — Τ ’ άκοόσαμε, τής φώναξε καί σηκώθηκε. Μά βαρέθηκα τό παιχνίδι τής φιλαρέσκειάς σου καί τοΰ εγωισμού σου, δεκαπέντε μέρες τώρα. Βαρέθηκα. Μας γάνωσες τό κεφάλι μέ τή φτηνή φιλοσοφία σου. Γαλήνη Σοΰ, ευτυχία Σοϋ, είς βάρος δλων μας. Τό πρόσωπό της εμεινε άτάραχο. Μόνο τά μάτια της χάσανε τή λάμψη τους. Πήρε τό οπλο του μέ θό ρυβο καί βγήκε. Ή Γαλανή εμεινε άκίνητη, βέβαιη πώς θά ξαναγύριζε. Μά ή ώρα περνούσε καί τό με γάλο άγνωστο σπίτι τήν τρόμαζε. Βγήκε στήν αύλή κι άπό κεΐ στό δρόμο. Κοίταξε δλόγυρα' άφαντος. Τρά βηξε στήν τύχη κατά πάνω καί βρέθηκε στό δημόσιο δρόμο. Μιά άπέραντη κούραση καί βαριεστημάρα τήν κυρίεψαν. — Βαρέθηκα, ψιθύριζε περπατώντας, βαρέθηκα μέχρι θανάτου.
Τ 2 Ν ΚΟΡΜΙΩΝ
Τ Οϊ ϊ
41
Καί μονομιάς τ’ άποφάσισε. Αύριο θά ’φεύγε. Σή κωσε τά μάτια της κατά τόν οόρανό καί χαμογέλασε μέ τρυφερότητα, σά νά ’βλεπε αγαπημένο πρόσωπο. Μά Ιτσι ή αλλιώς, οΰτε τήν όμορφιά τής φύσης αυτής θά χόρταινε ποτέ, οΰτε τό παραμύθι τοΰ Παναγιώτη τ’ άντεχε άλλο. Βρέθηκε στό Κάτω χωριό. Δυό τρία λαμπιόνια φωτίζανε άναιμικά τήν είσοδο ένός κινηματογράφου. ’Έ παιζε ένα παλιό φιλμ πού τής άρεσε, καί μπήκε. Τό είδε μιάμιση φορά. Θά ’ταν αργά. Γιατί, σάν βγήκε, ό κόσμος είχε διαλυθεί άπό τήν πλατεία. Πήρε τό δρόμο γιά τό Σταθμό. Ξαφνικά, πετάχτηκε μπροστά της ή γνώριμη σκιά του. Τής φάνηκε πανύψηλος, καθώς τής Ικοψε τό δρόμο βλοσυρός. — Ποΰ ήσουνα; τή ρώτησε. — Κάπου πού δεν ένοχλοΰσα κανέναν. — ’Έ φαγες; ξαναρώτησε μέ τό ίδιο απότομο ύφος. — Δέν πεινώ. — Πάμε νά φάμε. — ’Ό χ ι, Παναγιώτη, είπε προχωρώντας άποφασιστικά. Αύτό τό διαρκώς μαζί, σοΰ κάνει κακό. Καί καλά θά κάνεις ν’ άρχίσεις ξανά νά ζεΐς όπως πρώτα, μέ τις φιλενάδες σου, τά γλέντια σου... — Σταμάτα, τής φώναξε έπιταχτικά. Είχε επί τέλους άληθινά θυμώσει. 'Η Γαλανή λού φαξε, μίκρανε, κι έσβησε. Τίποτα απ’ τό μαζεμένο τούτο θηλυκό δέν τού θύμιζε τήν άπαλή μά σίγουρη καί αγέρωχη γυναίκα πού τόν είχε έξουθενώσει. "Αρ χισε πάλι νά περπατάει γρήγορα γιά νά μήν τή βλέ πει. ’’Ηθελε νά πάρει τό τρομαγμένο αύτό παιδί στήν
42
...ΚΑΙ
ΤΟ
ΧΡΓΣΑΦΙ
άγκαλιά του καί νά τδ φιλήσει σαν τρελλός. Μα έπειδή ήξερε πώς δέν θά τού τδ συγχωρούσε ποτέ, περπατούσε δλο και γρηγορότερα. Ή Γαλανή σχεδδν έτρεχε πίσω του, μα δέν κατάφερνε νά τδν φτάσει. Μιά τυρανική επιθυμία ν’ άκουμπήσει απάνω του, νά χαθεί στδ στήθος του, νά τή σφίξει στην άγκαλιά του, μιά επιθυμία σκοτεινή, τυφλή κι δλότελα άκαθόριστη, την τραβούσε πίσω του. Μόνο σάν τδν είδε νά σταματάει στδν έρημο σταθμδ καί κα τάλαβε τί πήγαινε νά κάνει, στρίγγλισε σάν φρένο, μέ μιά άγνωστη φωνή. — Αύριο θά φύγω. Τδ αίμα κατρακύλησε άπ’ τδ κεφάλι του μέ άπαίσιο θόρυβο. Τά πόδια του λυγίσανε καί κάθησε σ’ ένα σκαλοπάτι. Ε κείνη τδν προσπέρασε καί πήγε νά κρύ ψει τδ πρόσωπό της πίσω άπ’ τή μεγάλη φουντωτή λεύκα. "Εμπηξε τά νύχια της στη φλούδα καί κόλησε ολόκληρο τδ κορμί της πάνω στδ δέντρο. Τά ’δεσε, τδ κάρφωσε, γιά νά μήν τρέξει κοντά του. Δέν ήξερε άπδ ποΰ ξεπηδοϋσε αυτή ή έπιθυμία, πού σκάλωνε άπ’ τις υγρές παλάμες στδ στεγνδ λαιμό της. Λίγα λεπτά πριν φτάσει τδ τραίνο, τδν είδε νά σηκώνεται καί νά τήν πλησιάζει. Μέ φωνή σπασμένη, κλαίγοντας σχεδόν, τήν παρακάλεσε. — Μή φεύγεις, Γαλανή, άκόμα, σ’ άγαπώ. Ή τόσο γνώριμή της, γλυκερή καί δουλόπρεπη φωνή τήν πάγωσε. Ή μαγική άδυναμία πού τήν είχε κατακλύσει γιά τδν θυμωμένο άντρα, γλύστρησε μέσα άπ’ τδ κορμί της, σά νά τή ρούφηξε ή γή. Μόνο ή έπι θυμία ν’ άκουμπήσει άπάνω του έμεινε κολημένη, γλοι
ΤΩΝ
ΚΟΡΜΙ ΩΝ
ΤΟΓΣ
43
ώδης καί τυρανική, στά σφιγμένα δάχτυλα καί τούς μαζεμένους ώμους της. Τρέμοντας, άποσπάστηκε άπ’ τό δέντρο κι άκούμπησε τΙς παλάμες της ατούς ώμους του. — Άφοΰ καί γώ σ’ άγαπώ, παραπονέθηκε τρυ φερά. — Μικρή μου! — Σάς άγαπώ δλους τόσο πολύ, βιάστηκε νά συμ πληρώσει. 'Όλους! Μά ή χαρά του ήταν άπέραντη. Τύλιξε τούς ώμους της σάν πολύτιμα εύθραυστα άντικείμενα κι άνάσανε μέσ’ ατά μαλλιά της. Τά σώματά τους δέν αγγίχτηκαν, λές κι ήταν παιδιά πού δέν είχαν άκόμη άνακαλύψει τό έρωτικό ένστιχτο. — Πές μου πώς θά μείνεις, Γαλανή, μικρή, άερένια Γαλανή, φτάνει νά είσαι δώ, νά τρέχουμε πιασμένοι, από τό χέρι. — Ναί, καί νά μέ ποτίζεις νερό σάν άλογο. — Ό χ ι άλογο, φοραδίτσα— νά σέ ποτίζω, βασι λικέ μου, καί ν’ άνθεΐς. ’Έλεγε, Ιλεγε τρελλές, μεθυσμένες κουβέντες, μέ τό πρόσωπο χωμένο στά μαλλιά της. Καί κείνη ρου φούσε σιωπηλή αότή τήν τρυφεράδα, χωρίς νά τήν· διψάει. Κυριαρχημένη άπόλυτα, μά θηλυκιά, ροκάνιζε τήν πτώση του. — Μίλα μου, τής ψιθύριζε τώρα, χελιδονοφωλιά μου, πού τά πουλιά σωπαίνουνε νά κλέψουνε τούς σκο πούς τής φωνής σου. Τό τραίνο σφύριξε μπαίνοντας στό Σταθμό. Ή Γα λανή εκανε νά τού φύγει.
44
...ΚΑΙ
TO
XΡ ΓΣΑΦI
— Μείνε, τήν παρακάλεσε, μή μ’ άφήνεις άπόψε. Είμαι τόσο ευτυχισμένος. Ταλαντεύτηκε για μια στιγμή κι οδτε κατάλαβε γιατί είπε — -Ό χ ι, όχι, θ’ άνησυχήσει δ Καπετάνιος. ’Από ποΰ ξεπήδησε αύτή ή έγνια; Γλόστρησε άπ’ τα χέρια του καί πήδησε στό τραίνο. Ό Παναγιώτης έμεινε κεϊ, χωρίς ανάσα, για νά μή χαθεί τό άρωμα των μαλλιών της. Κάποτε θά τόν άγαποΰσε κι αύτή, τώρα πια ήτανε βέβαιος, κι δ ίδιος θά την λάτρευε, τί τέλεια, αιώνια. Ή Γαλανή άφησε τό νυχτερινό άέρα νά χυμήςει δροσερός στό ζεστό καί χαλαρωμένο άπό την τρυφερό τητα κορμί της. ’Έσφιγγε τά μάτια της χαμογελώντας στήν ανάμνηση τής σκηνής πού ’ζησε. Τά πόδια της λυγίζανε κι άνατρίχιαζε άκόμα τρομαγμένη άπό τήν επικίνδυνη λαχτάρα ποΰ τήν περίχυνε κάτω άπ’ τή λεύκα. Σάν έφτασε, βρήκε τό δάσος κοιμισμένο κι δλα τριγύρω κατασκότεινα. Μιά σιωπή ατάραχη καί χνου δάτη, σάν πυκνό τρίχωμα ζώου, χάιδευε τό κορμί της. Στάθηκε μπροστά στή σκοτεινή καλύβα τεντώνοντας τά μάτια καί τ’ αυτιά νά πιάσει ενα θόρυβο. ’Ήτανε κιόλας περασμένα μεσάνυχτα καί τό τσούρμο είχε βγει στή Λίμνη γιά λαθραίο ψάρεμα. Τά πεύκα κάτι ψιθυ ρίσανε στον ύπνο τους καί καρφώθηκε άπ’ τό φόβο. Δειλά, μέ φωνή στραγγαλισμένη, σά νά ’θελε νά επι καλεστεί τή δύναμη τού θεού, ψέλλισε άνάμεσα στά δόν τια της. — Καπετάνιο.
ΤΩΝ
ΚΟΡΜΙΩΝ
ΤΟΠΙ
45
— Έδώώ, τήν έφτασε Αμέσως άπ’ τή Λίμνη ύπόκο>φη ή φωνή του. Αυτός, πού ακούε τή νύχτα άκόμα καί τήν Ανά σα των ψαριών, άρπαξε καί τό δικό της χτυποκάρδι. Ή πνιγμένη ανάσα της πέταξε καί χάθηκε άπό τά στήθια της, καθώς έτρεχε σάν άερικό κατά τή Λίμνη. Οί τρεις άντρες βλέπανε μέσ’ στό σκοτάδι τή λευκή της σκιά νά πλησιάζει. Μά κανείς τους δεν μπορούσε νά φανταστεί τό ανακουφισμένο πρόσωπο καί τ’ άνοιγμένα μέ λαχτάρα χέρια πού τούς άπλωνε. — Καλησπέρα, ψέλλισε τρεμουλιαστά καί, περνών τας άπό χέρι σέ χέρι τό μάκρος τής βάρκας, έφτασε στον Καπετάνιο. Καί νόμισε πώς είδε μέσ’ στό σκοτάδι ένα άσπρο λουλούδι στό στόμα του. Χαμογελούσε άπό τή στιγμή πού τού ’φερε ό αέρας τό μήνυμα τού έρχομοΰ της, καθώς κατέβαινε δειλά άπ’ τό τραίνο. ΙΙοτέ πριν δέν είχε αργήσει τόσο. Καί πίστεψε πώς έφτασε επί τέλους ή στιγμή πού δ Παναγιώτης πέτυχε τό σκοπό του. Μέ νεύρα τεντωμένα, περιμενε το τελευταίο τραίνο. Δέν θά ’ρθει. σκεφτότανε, δέν θά ’ρθει, τήν κατάφερε ό μπερμπάντης. "Ωσπου άκούστηκε τό τρίξιμο τής άμμου κι ύστερα ή φωνή της πού γρατσουνοΰσε μό λις τό σκοτάδι, καί τό αίμα σάλταρε στις φλέβες του. — Γύρισε, είπε στα παιδιά άθελά του. Καί, μονο μιάς, ενα άφθονο γέλιο γέμισε τά πλεμόνια του, Ανέ βηκε γαργαλιστό στό λαιμό του καί ξέσφιξε τις μαγ κωμένες μασέλες του. Μά τί λοιπόν; ό Παναγιώτης νό μισε πώς θά κυλιστεί κι αύτή στά γουρουνίσια του όρ για; ’Ό χ ι! Ή Γαλανή ήτανε μιά γλυκιά καί σοβαρή γυναίκα, πού θά ’φεύγε άνέγγιχτη. Καί νά πεις πώς
46
. .. ΚΑΙ
ΤΟ
ΧΡΓΣΑΦΙ
δέν τδν αγαπούσε τδν Παναγιώτη καί πώς δέν διασκέ δαζε κι αύτδς μέ τις τρέλλες του; Μα δχι μέ τή Γα λανή, τή μεταξένια! Καί νά τη δίπλα του, άσφαλισμένη. Τούς χώριζε δ σωρδς τά δίχτυα. Τά χέρια του •δουλεύανε χαρούμενα, ξεμπερδεύοντας έπιδέξια τά ψά ρια. — Τρόμαξα. Τήν άκουε καί τήν έβλεπε καθαρά. Ζώντας στά δάση καί τις θάλασσες νύχτες άτέλειωτες, είχε αυτό τό ■προνόμιο' νά διακρίνει καί ν’ άκούει τά πάντα στδ πιο βαθύ σκοτάδι. —-Δέν ήρθε δ Παναγιώτης; τή ρώτησε. — Έ γώ δέν τδν άφησα. Α λλά σάν έφτασα, τρό μαξα καί τδ μετάνιωσα. — Δέν σας είπα πώς έδώ είναι τδ βασίλειό μου καί κανείς δέν τολμά νά πλησιάσει; Μά δταν λείπεις, Καπετάνιο, άγριεύομαι καί τρέμω. — Φοβιτσιάρα, ψιθύρισε μέσ’ στά δόντια του, σά νά τή χαΐδευε. Ή σιωπή έπεσε ξανά άνάμεσά τους. Ό καθένας ρουφούσε στή δροσιά τής νύχτας καί μιά δίκιά του εύτυχία. Ή Γαλανή ζοΰσε διπλά. Κρατούσε άκόμη νωπή τή συγκίνηση απ’ τή συμφιλίωσή της μέ τδν Πανα γιώτη καί μιά χαρά άλλη, τωρινή— πού είχε σωθεί απ’ τδν τρόμο τού σκοταδιού χάρη στδν Καπετάνιο. — “Ελεγα πώς θά μείνετε. — Ναί, μέ παρακάλεσε δ Παναγιώτης, άλλά τού ’πα πώς θ’ άνησυχοΰσες, μιά κι αύτδ δέν είχε ξαναγίνει.
Τ2Χ
ΚΟΡΜΙΩΝ
Τ ΟΓ Σ
47
Τά λόγια της γλυστρήσανε ζεστά. ’Ήξερε νά σέ βεται αυτή ή γυναίκα. Καί πως τόν λογάριαζε! Τό σκοτάδι άρχισε ν’ άραιώνει. Ή Γαλανή άγκάλιασε τά γόνατά της, δπως συνήθιζε, κι Ιγειρε τό κε φάλι της άπάνω τους, σά γάτα. Τά μαλλιά της, πιό σκούρα τώρα άπ’ τήν ξεθωριασμένη νύχτα, μοιάζανε μιά πυκνή κηλίδα μαύρο αίμα πάνω στό λευκό φουστά νι. Ό ψαράς τά κοίταζε ύπνωτισμένος. ...Μιά άλλη κηλίδα— τούτη δω— πλάταινε, πλά ταινε... καί ή ξανθιά πλεξίδα πιτσιλίστηκε κι αυτή. Τό μαχαίρι έμενε καρφωμένο στήν πλάτη τού άντεραστή του. Κι αυτή ή σκύλα δέ νιαζότανε γιά τόν πληγωμένο της άγαπητικό, μά σουρνότανε στά δικά του πόδια, μισόγδυμνη, καί τόν παρακαλοΰσε' «τί ’θελες νά κάμω, Γρηγόρη, άφοΰ μ’ άπαράτησες καί παντρεύτηκες; γιατί μοΰ τό ’κάνες αυτό, Γρηγόρη μου;» Ή κηλίδα μεγά λωνε στό σεντόνι, έσταζε στό πάτωμα. Τής έδωσε μιά κλωτσιά καί βγήκε. Τή γλύτωσε φτηνά, γιατί δ άλλος δέν πέθανε. Παιδί πράμα, είπανε στό δικαστήριο. Μά τί πάθος άβάσταγο. "Ωσπου τού γέννησε ή γυναίκα του τόν γιό, κι άρχισε νά μερώνει. Τώρα πάει, βάρυνε, τριάντα τριών χρόνων. Ή Γαλανή γύρισε τό πρόσωπό της κατά τό μέρος τού ψαρά καί τά μαλλιά της σκορπίσανε στά λεπτά της γόνατα. Ό θεός νά σέ σώζει άπό τό πάθος.
48
...ΚΑΙ
ΤΟ
XΡr
2 Α ΦI
Kai περιεπάτει εν τ φ παράδεισο) τον άνδρός αυτής. Π . Δ ΙΑ Θ Η Κ Η
Κι υστέρα, ό κόσμος πήρε μια ανάστροφη καί ή νύχτα βουβάθηκε απ’ τήν τρομάρα. Ό Παναγιώτης έφυγε βιαστικά, πριν άπ’ τδ γλέντι, γιατί ’ταν ή μάνα του άρρωστη βαριά. Τδ κρασί χα μήλωνε στον κουβά φορτώνοντας τσαμπιά τά γέλια ατά καλάμια τής καλύβας. Είχαν άποφασίσει να γλεντήσουν, γιατί ’χάνε ένα σωρδ σκοτωμένα πουλιά πού ψήθηκαν στις σούβλες κι άφθονα νιάτα. "Ολα έπρεπε νά φαγωθούνε. Λιγοστέ ψανε βέβαια πολύ, σάν έφυγε δ Παναγιώτης. Τέσσερις δλοι κι όλοι. Ό Καπετάνιος, δ Γιώργης, δ Ηρακλής κι ή Γαλανή. "Οσο περνούσε ή ώρα, ό σωρός μεγάλωνε στήν ψάθα άπδ ψίχουλα, ξεκοκαλισμένα πουλιά, άδειες σούβλες, γέλια, τσουγκρίσματα ποτηριών, πειράγματα καί ποτήρια πού άδειάζαν καί γέμιζαν στό λεπτό. Κι δλο διψούσαν. "Απλώσανε κι οι δυο μαζί τά χέρια, ένα μαύρο κι ένα άσπρο, καί γλυστρήσανε τό ’να πάνω στ’ άλλο άπ’ τόν καρπό ώς τόν άγκώνα. Ό θόρυβος τούς ξεκούφανε, λες καί τρακάρανε δυο λεωφορεία. Τά μάτια σφαλίξανε ερμητικά, τά χείλια πανιάσανε, τό
ΤΩΝ
ΚΟΡΜΙ ΩΝ
ΤΟΓΣ
49
αίμα περίμενε σταματημένο τί 9’ άποφασίσουνε. "Ητανε δυστύχημα; Ό Ηρακλής κι ό Γιώργης δέν είδαν, δέν ακόυσαν, μόνο χαζολογούσανε. Ή γυναίκα κι δ άντρας γαντζώθηκαν απάνω τους, μήπως μπορέσουνε νά σω θούνε. Μά τδ δέρμα είχε καεί, τήν πονούσε. Τδ αίμα έσπασε τις φλέβες καί πλημμύρισε τά μελένια μάτια. Καί διψούσε— οί πληγωμένοι πάντα διψούνε. ’Άδειασε τδ καταραμένο ποτήρι, μά δέν τδν δρόσισε. "Απλωσε ξανά τδ χέρι του καί κείνη τδ δικό της. Παρακολου θούσε μέ μάτια διεσταλμένα τδ τεντωμένο χέρι της* κανείς δέν τ’ άγγιξε. Μά τότε, κάτι έπρεπε νά ένωθεΐ. Σάν άδειάσανε τά ποτήρια, μπήκανε προσεχτικά τό ’να δίπλα στ’ άλλο. Καί πάρα κεϊ οί δυδ παλάμες. Μιά άσπρη, μιά μαύρη, παραφυλάγανε ή μιά τήν άλλη. Δέν είναι δυνατόν, σκεφτότανε άλαφιασμένη, νά θέλω ξανά καί ξανά ν’ άγγίξω τούτα τά χέρια. Καί γιατί; ”Αχ! ας ερχότανε δ Παναγιώτης νά σωθώ. Ό ψαράς κοίταζε τδ στόμα της, πού ’χε φουσκώσει δλόγυρα, τ’ άγριεμένα σκοτεινά μάτια της, καί δάγκωνε τδ μουστάκι του νά τδ ξεριζώσει. «Τρελλάθηκα, μέ θυσα, δ κερατάς, λές κι ήπια πρώτη φορά στη ζωή μου!». Ή φωνή της, άγρια κι άπελπισμένη, πήρε ένα σκοπδ πού ’ξερε πώς τ’ άρεσε. Τδ τραγούδι τδν έγλειψε σά φωτιά. Τά ματόφυλλά του πεταρίσανε, μά κατάφερε καί τά κάρφωσε άπάνω της. Ή Γαλανή σήκωσε τήν παλάμη της καί τήν κράτησε μπροστά στά μάτια της. Κείνη τή στιγμή, έγειρε στην ψάθα δ Ηρακλής βαλαν τωμένος. Τρομάξανε κι οί δυδ μή σταματήσει τδ γλέντι.
■1
50
...ΚΑΙ
ΤΟ
ΧΡΓΣΑΦΙ
— Πές τους νά τραγουδήσουνε ακόμη, τδν παρακάλεσε. — Καί βέβαια, είπε δ ψαράς. Ό Γιώργης θά μάς τραγουδήσει τώρα ενα πολλά μερακλίδικο σκοπό τοΰ τόπου του. Ό Γιώργης τράβηξε μιά άργή, πονεμένη κραυγή γιά τούς φυλακισμένους λεβέντες που δέν τούς χαλούν τά σίδερα μά ή νοσταλγία γιά τις άγριες κορφές των βουνών τους, πού δέν προλάβανε να πατήσουνε. Τά μάτια της καρφωθήκανε μ’ ευγνωμοσύνη στδ Γιώργη, πού τραγουδούσε ακουμπισμένος στδν κοιμισμέ νο Η ρακλή. Ή επιθυμία της, ρευστή, ξεκολοΰσε απ’ τδ τυρανισμένο δέρμα τής άκίνητης παλάμης της, γλυστρούσε στη δική του καί γύρναγε πίσω, νά βασανίσει δλάκερο τδ κορμί της. Τδ τραγούδι τοΰ Γιώργη έσβηνε σιγά σιγά. — Τραγούδα, Γιώργη, κι άλλο, τδν παρακάλεσε, χωρίς νά σηκώσει τά μάτια της άπδ πάνω του. Μά δ Γιούργης έγειρε άποκαμωμένος. Ή σιωπή τής νύχτας πυκνή καί άπειλητική δρμησε άπδ τήν ανοιχτή πόρτα καί τέντωσε άπάνω τους προδίδοντας τήν άμηχανία τους. Τά σπλάχνα της μέσα βαθιά, τρέμανε νά ξεριζωθούνε. Φοβήθηκε μήν τής φύγει τδ κορμί της καί κυλήσει σπαρταρώντας μπρος στά πόδια τού άσάλευτου ψαρά. Μέ μιά ύπέρτατη προσπάθεια, άνασηκώθηκε καί στάθηκε στήν πόρ τα. Δέν έβλεπε, δέν ήθελε, δέν άκουε παρά τά χέρια του νά τσακίσουν τήν απειλή πού βροντοχτυποΰσε τά τοιχώματα τοΰ κορμιού της.
ΤΩΝ
ΚΟΡΜΙ ΩΝ
ΤΟΓΣ
51
«Ντροπή μου», ψιθύρισε σά νά ’φτύνε τόν έαυτό της. Μά τό σώμα τό πέτρινο, τό στόμα τό άμίλητο, τό δέρμα τό χάλκινο δργώνανε τή λαχτάρα της. «Νά ’μουνα λύκαινα νά ούρλιαζα». Νά φύγει γρή γορα. Τό βλέμα τοΰ Γρηγόρη σκοτεινό, παρακολουθοϋσε τό ακίνητο κορμί της πού ’κλείνε λυγερό κι άψηλό τό έμπα τής πόρτας. Δέν είχε ματαδει πιό σιωπηλή at άγρια γυναίκα. Μόνο τή θάλασσα. Καί μέ τό δίκιο της αγρίεψε, άν κατάλαβε— έδώ δέν τήν κατάφερε δ Πα ναγιώτης, γραμματιζούμενος κι όμορφος άντρας. Μιά φορά, μονάχα μιά, ν’ απίθωνε τήν παλάμη του. ’Εκεί, στή στρογγυλάδα τοΰ γοφοΰ πού ρούφαγε στή λεκάνη του τή μικρή κοιλιά. «Τρελλάθηκα». ’Έσφιξε τά μάτια καί δάγκωσε τό μουστάκι του άγρια. Σάν ξανακοίταξε στήν πόρτα, ή Γαλανή είχε χαθεί. Σβέλτα, πήδησε πά νω άπ’ τά παιδιά καί βρέθηκε έξω. Τίποτα. Ή Γαλανή, όρθια πίσω άπ’ τήν καλύβα, έσφιγγε τις παλάμες της πάνω στήν κοιλιά της. Τά σπλάχνα της άκούγανε τόν ερχομό του. Στάθηκε ενα βήμα μα κριά της' υστέρα τά χέρια του τιναχτήκανε τυφλά ίσια πάνω στά λαγόνια της. Τό κορμί της κόλησε σάν έσώρουχο στό δικό του. Τά στόματά τους λιμασμένα ξε σκίζανε μέ δόντια καί μίσος τή βασανισμένη λαχτάρα. Τά τυρανισμένα χέρια της ζούσανε ξεχωριστά τή λευτεριά τους. Τόν ψαχούλευε σάν τυφλή, μαθαίνοντας τούς στρογγυλούς ώμους, τις μουσκλοιμένες πλάτες —-έσφιγγε τις γροθιές της μέσ’ στις μασχάλες του—
...ΚΑΙ
ΤΟ
ΧΡΓΣΑΦΙ
κι ανεβαίνανε ξανά τά δάχτυλα όρθάνοιχτα, άγρια, πεινασμένα, στα σκληρά απ’ τήν άρμη μαλλιά. Κάποτε βρήκε τη δύναμη ν’ άποσπάσει τδ στόμα του άπ’ το δικό της και νά τής ψιθυρίσει. — Πάμε. Ή Γαλανή υποχώρησε στόν καλαμένιο τοίχο, που τριζοβόλησε χαρούμενος' τά χέρια της ψαχούλεψαν κάτι πιό στέρεο νά γαντζωθούν. — Κατάλαβα, τής είπε, είστε μεθυσμένη, γ ι’ αυτό μέ φιλήσατε. Ό πληθυντικός του καί τό μεθύσι πού τής από διδε τής τόν ταπεινώνανε. Τέντωσε τό στήθος της νά υπερασπιστεί τόν άντρα καί τόν πόθο της. Τό ύψωμένο χέρι της κουβαριάστηκε στη μασχάλη του. Τή σήκωσε στην αγκαλιά του καί κατέβηκε στη Λίμνη. Τήν άπόθεσε μαλακά στά υγρά καλάμια τής όχθης, χωρίς νά βιάζεται, ευτυχισμένο άρπαχτικά. Τ ή φιλούσε, γυμνώ νοντας την αδέξια καί ψιθύριζε μόνο. — Είμαι μαχαιρωμένος, μαχαιρωμένος... Ή φωνή του τήν έφτανε άπ’ τά έγκατα, ξεσκι σμένη. "Οταν τή γύμνωσε, άπλωσε τά χέρια του σ’ δλο τό μάκρος τού κορμιού της. Έ μεινε γιά λίγο έτσι γο νατιστός, σά σταυρωμένος, μέ τή μιά παλάμη χωμένη στά μαλλιά της καί σφίγγοντας στήν άλλη τις δροσε ρές πατούσες της. "Ωσπου τό κεφάλι του, χαμηλώνον τας αργά, βούλιαξε στήν κοιλιά της. Βογγήξανε κι οί δυο παραπονεμένα. Τό κορμί της, ζωσμένο άπ’ τή φλόγα τής άνάσας του, διπλώθηκε άγριο νά τού φύγει. Μά άνοιξε δλόκληρη, καρφωμένη άπ’ τή λαχτάρα του. Τ ’ άστέρια, χρυσά καρφιά, ματώσανε τά μάτια της.
Ϊ QX ΚΟΡΜΙΩΝ
TOPS
53
Μιά αλλόκοτη φωνή, θρήνος, πήρε κι άνέβηκε στίς κορ φές των πεύκων. Μια άλλόκοτη φωνή, θρήνος, πήρε κύκλους στό νερό καί βούλιαξε στό βυθό. Ή σιωπή ξανάκλεισε πάνω άπ’ τά κλειδωμένα κορμιά. Τά δάχτυλά του, άλύγιστα καί τσιμπερά, χα ϊ δεύανε γρατσουνώντας τό ίδρωμένο, τρυφερό δέρμα. Καί ξάφνου, ή φωνή του βραχνή κι άδέξια, έσκισε τ’ αυτιά της. — Σάς παρακαλώ, μήν παίζετε μαζί μου— είμαι αγνός έγώ, είμαι παιδί— ούτε έζησα— καί δέ θά ζήσω πιά. Σιωπή. Καί πάλι. — Μή μέ κοροϊδέψετε— δέν ήμουνα τίποτα— τό είδατε καί σείς— καί νά πού σάς άγαπώ. ’Εσάς. Μή μέ γελάσετε. Είμαι μόνος. 'Ολομόναχος. Ή Γαλανή πάγωσε. ’Έσφιξε μέ άπόγνωση τό κε φάλι του στό δικό της, ντροπιασμένη γιά τόν πληθυν τικό του. — Πώς θά παίξω μαζί σου; Ποιός παίζει μέ τά θεριά καί τούς λύκους; Τό κορμί του χαλάρωσε κι άφέθηκε στά χέρια καί τή φιονή της, πού τόν τύλιγαν παράφορα άπό τρυ φερότητα. Μέ τά χείλια της κολημένα στό άξούριστο μάγου λό του, μοιρολόγησε. — Καημένο μου άγόρι, κατακαημένη έγώ, πού λαχταρήσαμε μιά εύτυχία χωρίς έλεος. Τώρα δέν καταλάβαινε τά λόγια της, μά ναρκω νότανε στή θαλπωρή τής φωνής της.
54
...ΚΑΙ
ΤΟ
ΧΡΓΣΑΦΙ
— Ποιός τ’ δρισε νά ’ρθω στήν Ιρημιά τοΰ θεού γιά νά σέ χάσω; "Ενας άνεμος φουριόζος άνεβοκατέβηκε ατό δά σος καί το μαστίγωσε. Ή θάλασσα μάνιασε, άγουροξυπνημένη. Ό Γρηγόρης έστησε αύτί. — “Ακου, τής είπε, θά σκυλοφαγωθοΰνε. — Λύσσαξε ή θάλασσα μή σέ κλέψω; τόν ρώτησε. Φύσγ;ξε ξανά καί πάγωσαν τά ίδρωμένα κορμιά τους. — Θά μοΰ κρυώσεις, τή χάιδεψε ή φωνή του. Τή σήκωσε καί κρατώντας την σφιχτά, μην τοΰ τήν πάρει κάνα φύσημα, τέτοια φτερένια πού ήτανε, τήν έφερε στήν καλύβα. Τήν ξάπλωσε στό ράντζο της, τή σκέπασε. — Ούτε 6 ήλιος νά μή σέ δεΐ πιά. Φτάνει.
ΤΩΝ
ΚΟΡΜΙ ΩΝ
ΤΟΓΣ
55
'Ά φ η σε με νά μείνω σέ μιά γωνιά τής ευτυχίας σου. Ρ ΙΤ Σ Ο Σ
"Οταν ξύπνησε, είδε μέσ’ άπό τα μισόκλειστα μάτια της τόν Παναγιώτη, καθισμένο κατά γης, νά κα πνίζει δπως κάθε πρωί, περιμένοντας. θές νά μήν είχε τίποτα άλλάξει; Τρομαγμένη προσπάθησε νά συγκεν τρωθεί πριν τοΰ μιλήσει. Τ ί ήταν άλήθεια άπ’ δλα; 'Ό λα. "Ενας πανικός στρίμωξε τό αίμα στις ρίζες των μαλλιών της. Καί τώρα; — Καλημέρα, κοριτσάκι. Τοΰ χαμογέλασε άβέβαια. — Καλημέρα. — Πεινάς; —- Σά λύκος! — θ ά ’πιες πολύ χθες βράδυ. Τήν τάισε υπομονετικά. ’Έ πινε γουλιές γουλιές τό γάλα καί μασούλιζε πρόθυμα δλα τά μπισκότα πού τής εβαζε στο στόμα, γιά ν’ άποφύγει τή συζήτηση. Δέν χόρταινε νά τήν κοιτάζει. Τά μάτια της, μέ μιά μαβιά σκιά όλόγυρα, είχανε μιά άσυνήθιστη άπαλάδα. — Σήμερα είσαι πιό όμορφη άπό ποτέ. Τόν κοίταξε τρομαγμένη καί κοκίνισε. Νόμιζε
56
...ΚΑΙ
ΤΟ
ΧΡΓΣΑΦΙ
πώς στό πρόσωπό της διαβαζότανε καθαρά ή αμαρτία της. Μά τό λατρευτικό βλέμα του τήν καθησύχασε. Χαμογέλασε "Εμεινα ή ίδια, σκέφτηκε, άπό τήν ένοχή τοΰ πρώτου άδέξιου φιλιού &ς σήμερα. Δέν θά ένηλικιωθώ ποτέ. — Νερό, φώναξε. — Διψά ή φοραδίτσα μου; — Κι άπ’ τά δυό. "Ετρεξε στό πηγάδι κι άνέβασε έναν κουβά φρέ σκο νερό. Ή Γαλανή φόρεσε γρήγορα τό μαγιό της καί βγήκε. Ό Παναγιώτης τήν περίμενε άκίνητος, σφυρίζοντας, μέ τόν κουβά στά χέρια. Ε κείνη, πλησίαζε άργά— ας ήταν δλα ίδια μέ χτές— σηκώνοντας σέ κάθε βήμα ψηλά τό γυμνό της πόδι σάν άλογο, μιμού μενη συγχρόνως τέλεια τό χλιμίντρισμά του. Τό σφύ ριγμα συνεχιζότανε. Ή Γαλανή έσκυψε τόν ψηλό λαιμό της κι ήπιε μέ άπληστία άπό τόν κουβά. Τό θέαμα τούς διασκέδαζε δλους καί Ιδιαίτερα αυτήν. Στήν αρχή τ’ άγάρια τοΰ τσούρμου κοιτούσαν άπορημένα γιατί ’χάνε συνηθίσει πώς τό νά σέ πουν γάιδαρο ή καί άλογο άκόμη ήτανε βαριά βρισιά. Μά ή Γαλανή σήκωνε ένα πρόσωπο ξαναμένο, κατάβρεχτο κι ευτυχισμένο. "Ως κι δ Καπετάνιος τους γελούσε, τέτοιες στιγμές. Μόνο πού σήμερα ήταν δλομόναχη στό δάσος, ένώ συνήθως τρέχανε δλοι, μόλις άκουγότανε τό χλιμίντρισμά της. — Θέλω πολύ νά ζωντανέψω, είπε. Κι δ Παναγιώτης άδειασε άπάνω της δυό τρεις κουβάδες κρουσταλιασμένο νερό.
ΤΩΝ'
ΚΟΡΜΙ ΩΝ
ΤΟΓΣ
57
Τώρα μάλιστα, ένιωθε πιό θαραλέα ν’ άντιμετωπίσει τήν περιφρόνηση τοΰ ψαρά. — Τ ί ώρα είναι καί δέν γυρίσανε άκόμα τά παι διά; — Φαίνεται πώς παραήπιατε χτές βράδυ καί κοι μηθήκανε δλοι τους τοΰ καλού καιρού. Καί καλά έσεΐς, μά δ Γρηγόρης πώς τό ’παθε τέτοιο πράμα; άναρωτήθηκε ό Παναγιώτης. — Τ ί έπαθε; — Σηκώθηκε άνεμος, παιδί μου, καί κουρέλιασε τά μεγάλα δίχτυα πού ’χαν ρίξει άπό νωρίς. — "Οχι! Καί πώς τό ξέρεις; — Έ κ εΐ στό κανάλι έχουνε τραβήξει τή βάρκα καί προσπαθούνε νά τά ξεμπερδέψουνε. — Πάμε νά τούς βοηθήσουμε. Πήρανε τό δρόμο γιά τό κανάλι. Ξέχασε νά τοΰ δώσει τό χέρι της. "Απλιοσε αυτός καί τό πήρε, μά πάγωσε— δέν τού παραδόθηκε μέ κείνη τήν υπέροχη έγκατάλειψη. ’Έμενε μέσ’ στή φούχτα του τεντωμένο. ΤΙ Γαλανή είχε νά συμμαζέψει τήν άγωνία της, πού φούσκωνε σάν πανί στόν άνεμο κι έσπρωχνε τά βήματά της κατά τήν παραλία. Ή άμμος έκαιγε, μά δέν τήν ένιαζε. ’Έπρεπε νά ’ρθει ή στιγμή άδυσώπητη, νά τήν χτυπήσει, νά τήν συντρίψει, νά γίνει δ,τι γίνει. ’Αλλά νά τελειώσει αυτή ή άγωνία τής ταπείνωσης πού τήν περίμενε. Γιατί νά καταλάβει δ καλός, δ τίμιος, ό σο βαρός ψαράς κάτι πού δέν καταλάβαινε ούτε ή ίδια; Πώς βρέθηκε έτσι παγιδεμένη; Τόν είδε, μόλις έφτασε στό ύψωμα. Καθότανε στά γόνατα, φάτσα στόν έρχομό της. "Επρεπε νά διασχί
58
...ΚΑΙ
ΤΟ
ΧΡΤΣΑΦΙ
σει έκατδ μέτρα άμμο καυτερή γιά νά τον φτάσει. Δέν σήκωσε ούτε μια φορά τδ κεφάλι του. ’’Ηταν τέλεια άποροφημένος άπ’ τά δίχτυα του; Νά δ λαιμός του, οι ώμοι του, τδ στέρνο του— μισούσε τήν ομορφιά του — δλες της οί αισθήσεις ήταν αναίσθητες καί μόνο δ φόβος κι ή ντροπή περπατούσανε μπροστά της. Καί κεΐ, τρία βήματα μακριά του, σήκωσε τά μάτια του καί τήν κοίταξε. Μιά μάζα φώς, φυλακισμένη χρόνια, ξε χύθηκε ίσια στά δικά της μάτια. Ποτέ, ποτέ στή ζωή της— άς έβρισκε λίγο άέρα ν’ άνασάνει— τέτοιο βλέμα, δχι, δέν είχε ξαναδεΐ. “Ώστε ήτανε ευτυχισμένος; Μά αυτό ήτανε τδ θαύμα! Πλησίασε καί γονάτισε ίσια μπροστά του, πάνω στά μπερδεμένα δίχτυα μέ τά χέρια ριγμένα στά γόνατα, τά μαύρα της μαλλιά, χαλαρά στις γυμνές πλάτες, τέ λεια εικόνα υποταγής.
ΤΩΝ
ΚΟΡΜΙΩΝ
TOPS
59
l/i1 t/i't Αρόμο. Τίποτα Αίν ί'/ο>. Ί'ή πήρε ή λάβα. Κ Α ΙΤ Ε Δ Ρ Ο Σ Ο Υ
Το άλλο μεσημέρι, άφοΰ φάγανε, ή Γαλανή δή λωσε πέος επιθυμεί να κοιμηθεί καί νά φάει σταφύλια σαν θά ξυπνήσει. Ό ψαράς βγήκε, μέ το πρόσχημα δουλειάς. Μά κι ό Παναγιώτης τήν άφησε σέ λίγο, γιά νά προλάβει νά φέρει τά σταφύλια άπ’ τδ χτήμα του, ωσπου νά ξυπνήσει. Ή Γαλανή τον είδε νά χάνεται στδ βάθος τοΰ δρόμου κι ετρεξε νά βρει τδν Γρηγόρη. Ή ταν ακουμπισμένος στόν κορμό ένδς πεύκου μέ τά μάτια κλειστά. Τρέμοντας, πλησίασε καί γονάτισε ίσια μπροστά του. Αυτός έμεινε άκίνητος σάν κοιμισμέ νος. Σήκωσε τά μάτια της καί σεργιάνισε άπ’ τό τε τράγωνο σαγόνι στις χοντρές ρυτίδες τών χειλιών, στήν τέλεια μύτη, στίς χρυσές, μπερδεμένες βλεφαρί δες του. — ’’Αντρα μου, ψέλλισε χωρίς ήχο. — Γυναίκα, είπε αύτός μέ τόν ίδιο τρόπο, κι ά νοιξε τά μάτια. Ή λέξη τρύπωσε μέσα της σάν πρωτάκουστο, έξοχο θαύμα. ’Έσμιξε τά χέρια της καί μπέρδεψε τά
60
...ΚΑΙ
ΤΟ
ΧΡΓΣΑΦΙ
δάχτυλά της, για νά κρατήσει τον άνυπόφορο πόνο πού τής έφερνε ή αίσθηση τής ευτυχίας της. Ή έπιδερμ,ίδα τους, τό λαρύγγι, τά μάτια τους στεγνώσανε φλο γισμένα. Τδ δέρμα της φούσκωνε καί παραμόρφωνε τό πρόσωπό της. "Απλωσε τό χέρι του άργά, ν’ άγγίσει τό δικό της. Μισόκλεισε τά μάτια της σαν τό παιδί πού περι μένει νά τδ μπατσίσουνε. "Ενας τρόμος σύγκορμος, γλυκός κι άπέραντα όδυνηρός τήν παρέλυε. ’Αλλά προλάβαινε καί υλοποιούσε τή θαυμαστή στιγμή' «τώρα θά μ’ αγγίξει, θά μ’ αγγίξει». Ψηλές φωνές άνοίγανε αμέτρητα στόματα στό τυρανισμένο πετσί της. — Πονώ, ψιθύρισε. -— Τ ’ ακούω, τής άπάντησε. Ό Παναγιώτης, γύριζε άπ’ τ’ άμπέλι μ’ ένα κα λάθι σταφύλια φορτωμένο στό ποδήλατό του. Ά π δ πολύ μακρυά άκόμη νόμισε πώς διάκρινε τό πολύχρωμο που κάμισο τής Γαλανής, άνάμεσα στά γνώριμα καφετιά καί πράσινα τού πυκνού δάσους. Φρέναρε κι έβαλε άντήλιο τό χέρι του. "Ενα πλατύ χαμόγελο φώτισε τό πρόσωπό του. Δέν είχε γελαστεί. Χαμηλά, κοντά στην δχθη, ήταν άλήθεια ή Γαλανή, καθισμένη, δπως συνή θιζε, στά γόνατά της. Ή ανάσα του πήδηξε ευτυχισμέ νη. Ώ στε δέν κοιμότανε; Μπορεί καί νά τόν περίμενε. “Αφησε τό ποδήλατο καί προχώρησε μέ άθόρυβο βήμα άγριμιοΰ. Θά τήν πλησίαζε καί θά τήν σήκωνε σάν κοριτσάκι στά χέρια του, γιά ν’ άκούσει κείνο τό θαυ μάσιο, ξαφνιασμένο γέλιο της. ’Ήτανε βέβαιος πώς τόν άγαποΰσε καί στό βάθος χαιρότανε πού δέν τού δινό τανε. Είχε κοιμηθεί μέ αμέτρητες γυναίκες, άλλά χωρίς
Τ ΩΝ
ΚΟΡΜΙ ΩΝ
ΤΟΓΣ
61
τό δικαίωμα έπιλογής. “Ο,τι ξέπεφτε στά ιαματικά λου τρά τό ’τρωγε. Είδάλλως θά ’πρεπε νά καταδικαστεί και γιά τό καλοκαίρι στήν άσιτία, πού ήταν κιόλας ανυπόφορη στήν ερημιά τοΰ χειμώνα. Καί γιά μονα δική ικανοποίηση, τοΰ ’μενε ή βαθιά περιφρόνηση καί άηδία γ ι’ αυτές πού δέχονταν νά κοιμηθούν μαζί του. Τέτοια άζήτητη ποιότητα ποΰ νά ’χει άντιρήσεις; Ή Γαλανή περπατούσε δίπλα του, σάν βγαίνανε μ.αζ'ι στό Κάτω χωριό, μέ τό κεφάλι ψηλά κι οδτε καταδεχότανε ν’ άντιληφτεΐ τόν θαυμασμό πού προκαλοΰσε. "Οταν επί τέλους βρέθηκε σέ ευθεία γραμμή πί σω της, είδε καθαρά τά χέρια της πού μένανε άκίνητα πάνω στά γόνατά της, σά νά προσευχόταν. Μά δέν ήταν μόνη. Στη ρίζα τής πεύκης καθότανε δ Γρηγόρης. Κι αυτός τό ίδιο σιωπηλός, κοιτούσε ίσια μπροστά του, έκείνην. Ούτε ανάσα δέν τούς τάραζε. Μόνο στά πρόσωπά τους είχε πετρώσει ή άγωνία. Ό Παναγιώτης γλύστρησε κατά γής, αθόρυβα πάντα. «ΙΙόρνη - πόρνη - πόρνη», ψιθύριζε σκίζοντας τις λέξεις μέσ’ στά δόντια του. Μά δέν μαλάκωνε, δσες φορές κι αν έπαναλάβαινε τη βρισιά. Είχε ξυλιάσει. Τήν είδε νά σκύβει σιγά σιγά, ώσπου τό πρό σωπό της κρύφτηκε στις άνοιχτές της παλάμες. "Ενα πουλί πέταξε ξαφνιασμένο— ή Λίμνη τοΰ πλήγωνε τά μάτια μέ τήν αντηλιά της, μά τά κρατούσε τεντωμένα κι έβλεπε. Τόν Γρηγόρη πού ’ρίξε γύρω του μιά ανή συχη ματιά κι υστέρα βούτηξε τά δάχτυλά του στά μαλ λιά της. Τράβηξε τό κεφάλι της καί τό ’στρίψε κατά τό μέρος του. Τά χαλαρωμένα χαραχτηριστικά τοΰ
63
ΚΑΙ
ΤΟ
X Ρ Γ Σ Α ΦI
προσώπου της σέ μια ικετευτική αναμονή. Καί τόν άλλον πού ’σκύψε, κρατώντας πάντα τό κεφάλι της στη χούφτα του, ώσπου τό στόμα του, άγριο, όργωσε τό κατάχλωμο πρόσωπό της. Kt έφυγε. ’Ανέβηκε ξανά στδ ψήλωμα, όπου είχε αφήσει τό ποδήλατό του, τό καβάλησε καί σφυρίζοντας δυνατά πήρε τό μονοπάτι γιά τήν καλύβα. Τούς βρήκε στον περίβολο νά τόν περιμένουν. Ή Γαλανή έψηνε καφέ. Γιατί τοΰ κρύβονταν; Αυτό δέν μπορούσε νά κα ταλάβει. "Ηθελε νά βεβαιωθεί γιά ένα σωρό πράμα τα. Πού, γιατί, πότε άρχίσανε; θ ά τούς άφηνε έλεύτερους νά βεβαιωθεί ως πού είχανε προχωρήσει. Κι υστέρα... Ύστερα, θά περιχύσει τήν καλύβα μέ πε τρέλαιο καί θά καούνε γυμνοί μέσ’ στό δάσος. "Εκλεινε τά μάτια του καί γέμιζαν φωτιά, φωτιές, φλόγες καί κραυγές πού πηδούσαν ως τόν ουρανό.
Σάν βράδυασε, φάγανε κι οί τρεις μαζί. Δήλωσε πώς έπρεπε ν’ ανέβει στό χωριά. Ή μάνα του ήταν α κόμη σοβαρά. Ή Γαλανή τόν συνόδεψε στό τραίνο. — Τ ί θά κάνει τό κοριτσάκι μου μόνο του; — Θά παρακαλέσω τόν Καπετάνιο νά μέ πάρει μαζί του στό ψάρεμα. — Μπά; Πώς δέν τό σκάφτηκες ως τώρα; — Τί λές; Τοΰ τό ’χω ζητήσει πολλές φορές. Στήν αρχή ξέφευγε μέ υπεκφυγές. ’Αλλά κατάλαβα πώς φοβότανε τή γρουσουζιά.
ΤΩΝ
ΚΟΡΜΙΩΝ
ΤΟΓΪ
63
— Καί τώρα; — Θά ξανατολμήσω. Περίμενε νά ξεκινήσει τό τραίνο, γιά νά βεβαιω θεί σίγουρα πώς Οά ’φεύγε. 'Ύστερα χώθηκε στό δά σος. Μιά ανατριχίλα τήν τύλιξε. Δέν είχαν ξαναμείνει μόνοι από προχτές. ’Αγκάλιασε τούς ώμους της μέ τά δυό της μπράτσα σταυρωτά. Αύτή δέν ήξερε νά δια κρίνει στό σκοτάδι. Μά τά σωθικά της νιώθανε τήν παρουσία του. Τήν παραφύλαγε— ήτανε βέβαιη—-σάν αγρίμι. Οί ώμοι της τρέμανε καί τούς έσφιγγε στά δά χτυλά της, λίγο πριν νιώσει τά χέρια του άπάνω τους. Μιά ευτυχισμένη, μικρή κραυγή τής ξέφυγε. Τά μά τια τους ψάχτηκαν μέσ’ στό σκοτάδι άνήσυχα. Τά δά χτυλά τους, άπληστα, ψαχουλεύανε τά μαλλιά, τά μά τια, τά πρόσωπα, παίρνοντας βαθιές, άγριες άνάσες. 'Όταν επί τέλους τά στόματά τους βρεθήκανε, τό κορμί της πύκνωσε καί βάρυνε στήν άγκαλιά του. Μά κι αυ τός καιγότανε. Τήν ακολούθησε στήν πτώση της, κρα τημένος άπ’ τά χείλια της. Δειλή καί τυρανισμένη άπό τις αμφιβολίες, ντροπαλή κι άδιάντροπη, τέτοια ανά κατη καί καταπροδομένη άπ’ τό πάθος της, τόν τρέλλαινε. "Οταν τήν χάρηκε, τήν ξανασήκωσε μέ δέος καί πήρε τό μονοπάτι. Μέ τό μάγουλό της κολημένο στό δικό του καί τά μάτια κλειστά, ταξίδεψε στήν άγκαλιά του. ’Από παιδί, μόλις είδε τούς ανθρώπινους δεσμούς καί μετά— σάν τούς έζησε— πίστευε μ’ έπιμονή στήν ευτυχία. Κάποτε, τό ξερε, ή ίδια θά γινόταν εύτυχιομένη.
64
...ΚΑΙ
ΤΟ
ΧΡΓΖΑΦΙ
Ό Παναγιώτης παρακάλεσε τόν όδηγό τοΰ το πικού τραίνου νά σιγανέψει την ταχύτητα για νά πη δήσει καί να γυρίσει πίσω, «νά, κάτι ξέχασε». "Έκαμε Ινα χιλιόμετρο χωρίς νά τδ καταλάβει. ’Έφτασε νυχοπατώντας εξω άπό τήν καλύβα. — "Οχι, !->■ή σβύνεις τή λάμπα, ελεγε ή Γαλανή, θέλω νά σέ βλέπω... — Καί γώ, άκούστηκε πνιγμένη ή φωνή τοΰ άλ λου. Παραμέρισε μέ προσοχή λίγα καλάμια καί τούς είδε ξαπλωμένους καταγής σ’ Ινα πάπλωμα. Εκείνη μισόγυμνη μέ τά μαλλιά ξεχυμένα δλόγυρα καί τά γυ μνά πόδια της τεντωμένα σά χορδές. Αυτός γονατισμένος πλάι της, τήν κοιτούσε άχόρταγα ψαχουλεύοντας, μέ τά χοντρά του δάχτυλα τό πρόσωπό της, πού φάνηκε άγνωστο στον Παναγιώτη" τά μάτια της σά νά ’χάνε σκιστεί κατά τά πλάγια καί κεϊ στις σκιερές κόγχες κυλοΰσαν χοντρά δάκρυα καί χάνονταν πίσω στ’ αύτιά. — Κι άν τό μάθει ό Παναγιώτης, ρώτησε, σάν τί μπορεί νά κάμει; — Δεν ξέρω" είναι ικανός γιά δλα, είπε ό ψαράς. — Μά δέν είμαστε λεύτεροι ν’ άγαπιόμαστε; — Δέν είμαστε. Τά μάτια της πεταρίσανε άπ’ τήν άμείλιχτη απάν τηση. Έσύ μπορείς νά κλαΐς, τής είπε μαλακότερα, άμέσως μετά. Μά γιά μένα δέ θά λυπηθεί κανείς, ούτε καί γώ ό ίδιος. 'Ένα άγριο μουγγρητό βγήκε άπ’ τό στήθος του,
ΤΩΝ
ΚΟΡΜΙΩΝ
Τ0Γ2
65
μά τό ’πνίξε πέφτοντας Απάνω στό κορμί της καί φι λώντας την απελπισμένα. 'Ύστερα φώλιασε τό πρόσωπό του στην κοιλιά της κι ησύχασε. Μείνανε γιά ώρα έτσι ακίνητοι. Ή Γαλανή έμοια ζε νεκρή μέ τήν γυαλένια άπόγνωση τεντωμένη στα μάτια της. Μόνο τά στήθια της, τέλεια, στρογγυλά, τρέμανε άσπρογάλανα, στό λιγοστό φως τής λάμπας. Ό Παναγιώτης παρακολουθούσε τή σκηνή Απορημένος γιά τή ζεστή, θλιμένη, μά γεμάτη πάθος σιω πή τους. Καλά αυτή, μά ό Γρηγόρης; ’Αλλά αυτή πά λι; Τέτοια έκσταση γιά τόν ψαρά; Τόν ψαρά τόν Α γράμματο, τόν Αστοιχείωτο... Τέντωσε τά χέρια της στό κεφάλι του, τό ξεκόλησε άπό πάνω της καί τόν έσπρωξε Απαλά. Ό Γρη γόρης κύλησε πλάι της άβουλος. Άνακάθησε καί τόν κοίταζε κάμποσα λεπτά. Τόν κοίταζε... τώρα τόν τέν τωνε, τόν άπλωνε μέ τις παλάμες της σάν χάρτινη σε λίδα. 'Ύστερα, τά μακριά της δάχτυλα περπατήσανε γύρω άπ’ τό στόμα του, σά νά τό ξαναγράφανε, Ανε βήκανε στις καμάρες των πηχτών φρυδιών, γυρίσανε στό σαγόνι, κυλιστήκανε στό λαιμό καί γλυστρήσανε ατούς λείους ώμους. Τά μάτια της κλείσανε περνών τας ξανά καί ξανά τήν στρογγυλάδα των ώμων. ’Έτσι γονατισμένη κατά γης, μέ τ’ ανάκατα μαλλιά νά κυ λιούνται στά γυμνά στήθια της, έμοιαζε απίθανη ιέρεια. Κι boo συνεχιζότανε αυτό τό σεργιάνι πάνω στό κορμί του, τέντωνε τόν μακρύ λαιμό της χαμογελώντας, λες κι άπ’ τά δάχτυλά της άναδινότανε μιά μουσική Απο κλειστικά γ ι’ αυτήν. Σιγά, τσιγγούνικα, Απολαβαίνον τας τήν Αφή της, έφτασε στή λεπτή μέση. Τότε άνοιξε 5
66
ΚΑΙ
TO
X Ρ Γ Σ Α ΦI
τά μάτια, της καί παρακολούθησε τήν παλάμη της, πού σούρθηκε καμπυλωμένη σά ράχη ζώου απάνω στην κοιλιά. Κι έμεινε κεΐ κρατώντας τον, σά νά κοίμιζε μωρό. Αυτός έτρεμε ολόκληρος ψιθυρίζοντας λόγια ακατανόητα. Μέ τό Ιλεύτερο χέρι της άγκάλιασε τά γόνατά του, τά λύγισε κατά τόν κορμό κι έκρυψε τό πρόσωπό της στη φωλιά πού έφτιαξε. Τά μαλλιά της κυλιστήκανε καί σκεπάσανε τό στέρνο του. Ή άνάσα του βάρυνε. Ύστερα άνασηκώθηκε καί τήν έσφιξε έτσι κουβαριασμένη άπάνω του. Ό Παναγιώτης τράβηξε τά δάχτυλά του καί τά καλάμια κλείσανε μόνα τους. “Εμεινε κεΐ, χωρίς πε ριέργεια πιά, καθισμένος στην άμμο, άνίκανος νά με τακινηθεί, δλότελα εξουθενωμένος. Στ’ αυτιά του έρχότανε γνώριμη ή φωνή της, ώσπου ράγιζε ξεσκισμένη σ’ άγνωστα κομάτια. — Σ ’ έχω, σ’ έχω καί μέ χαίρεσαι... — Είμαι λαβωμένος, λαβωμένος, απαντούσε δ άλλος. «Κακομοίρη Γρηγόρη» ψιθύρισε, όλότελα ξένος. Μά άμέσως, ή ζήλεια, τό μίσος, ή προδοσία χυμήξανε καί κουρελιάσανε τή συμπόνια του. Σουρτά, σιωπηλά, ίδιος κακιά μοίρα, χάθηκε μέσ’ στη νύχτα.
Θά ’ταν περασμένα μεσάνυχτα, σάν ακούστηκε ή φωνή τού Ηρακλή έξω άπό τήν καλύβα. —-Καπετάνιο, έτοιμοι.
ΤΩΝ
ΚΟΡΜΙΩΝ
TOPS
67
— ’Έρχομαι, άπάντησε ό ψαράς καί πετάχτηκε δρθιος. — Ποΰ θά πα ς; ρώτησε ή Γαλανή και τυλίχτηκε στά πόδια του. — Θά ρίξουμε δίχτυα, άγάπη μου. — Πάρε με, φοβάμαι. Τής χαμογέλασε ευτυχισμένος. — Φοβιτσιάρα μου, έλα, μά ντύσου καλά, μήν κρυώσεις. Κατεβήκανε στδν όχτο πιασμένοι σφιχτά καί μπή κανε στή βάρκα. Τήν τύλιξε σ’ ένα χοντρό, τσιμπερό ρούχο καί τήν έβαλε νά καθήσει κάτω’ ή κουβέρτα ήταν φορτωμένη ένα σκοτεινό σωρό δίχτυα. Κάθισε αυτός στήν άκρη της, έτσι πού τό κεφάλι τής Γαλανής έφτανε iota στά γόνατά του. Τό κράτησε σφιχτά μέ τά δάχτυλα χωμένα στις ρίζες των μαλλιών της. ’Έ δωσε τό σύνθημα κι ό Ηρακλής κίνησε μαλακά τά κου πιά. Ή βάρκα ξεκόλησε άπότομα κι άπομακρύνθηκε. Ή Γαλανή έμεινε κουρνιασμένη μέ μιά ευτυχία περίσεια, ανυπόφορη στά στήθια της. Είχανε άνοιχτεΐ άρκετά, χωρίς κουβέντα. —-Σσστ... έδώ παιδιά, άκούστηκε ή φωνή του ψιθυριστή. Βεβαιώθηκε πώς ήταν καλά σκεπασμένη καί πήδηξε ανάλαφρος απάνω στήν κουβέρτα. Βρήκε ψαχουλευτά τήν άκρη τών διχτυών καί τήν πέταξε στή λί μνη. — Άρόδο, Ηρακλή, άρόδο, ψιθύριζε μέ ήμε ρη φωνή, ένώ τά χέρια του πετούσανε μέ άσύλληπτη ταχύτητα τό δίχτυ, άνοίγοντάς το συγχρόνως, στους
68
...ΚΑΙ
ΤΟ
ΧΡΓΣΑΦΙ
κύκλους πού σχημάτιζε ή βάρκα, γλυστρώντας Αθόρυβα. Κοίταζε άπορημένη τ'ις ευλύγιστες κινήσεις, τό μαύρο σωρό των διχτυών πού χαμήλωνε όλο καί γρη γορότερα καί τά επιδέξια δάχτυλα, λές καί δέν Ανή καν σέ κείνα τ’ άγρια, αλύγιστα χέρια πού ήξερε τόσο καλά, μά σέ χέρια γυναίκας πού πλέκανε νταντέλα. Ή Γαλανή δέν έχανε ούτε μια κίνηση, μ’ ένα εύτυχισμένο άδειο σώμα, σά νά μήν είχε μέσα της άλλη καμιά παράσταση ζωής, μόνο μια θάλασσα, μια λίμνη, τή βάρκα καί δίχτυα, μέτρα Ατέλειωτα, πού κλείνανε σ’ Αναρίθμητους, γρήγορους κύκλους, καί τά κοφτά έπιφωνήματα «— άρόοο Ηρακλή— Αμόλα, τό νοΰ σας παιδιά.— Πρόσεχε, Καπετάνιο— ν'αί, είδες τ’ άτιμα πώς πηδούνε— έ, πόσα θά ξεφύγουνε;» Κι ύστερα πάλι, τό σβέλτο κορμί του νά πήδα Ανυπόμονο κοντά της, κι ή όλόκληρη, Ακέραιη αίσθησή του πλάι της. Τήν έσφιξε στην Αγκαλιά του. — Τώρα κοιμήσου λίγο, τής ψιθύρισε, γιατί θά περιμένουμε δυό τρεις ώρες. Ή ευτυχία, πυκνή, όρατή ούσία, τήν τύλιξε. Κα θώς Αποκοιμότανε, ή παλάμη πού κρατούσε τόν ώμο της μεγάλωνε, σκληρή καί καμπυλωτή σάν κογχύλι καί βολεύτηκε κουλουριασμένη μέσα της.
Τό σώμα της, ορφανό Από τήν ζέστα τού δικού του, πού Αποτραβιότανε προσεχτικά, τήν ξύπνησε. 'Αρπά χτηκε Απ’ τό χέρι του.
ΤΩΝ
ΚΟΡΜΙΩΝ
ΤΟΓΣ
69
- Θά σηκώσουμε τά δίχτυα, μανούλα μου, τής είπε καί βρέθηκε ξανά στήν κουβέρτα δρθιος. — Ά μόλα Ηρακλή... ’Αρχίσανε τούς ίδιους κύκλους, μά άπ’ τήν άνάποδη, τούτη τή φορά. Τά δίχτυα πήρανε νά σωριάζουνται ξανά, μόνο πού τώρα οί ώμοι της νιώθανε πώς πρέπει νά ’τανε πολύ βαριά, καθώς στραφταλίζανε μέσ’ στό σκοτάδι τά μεγάλα ψάρια άνάμεσά τους. “Εβλεπε τό περίσειο βάρος τους καί στό διπλωμένο κορμί τοϋ ψαρά καί στά χέρια του πού έξουδετερώνανε μέ ρυθμό τήν αντίσταση στό άνέβασμα τών διχτυών, κουλουριάζοντάς τα γρήγορα σέ κανονικούς, όμοιόμορφους κύ κλους πάνο) στήν κουβέρτα. ’Αλλά τά χέρια δουλέβανε Ολομόναχα, χωρίς νά μετακινούνε τό σώμα, λές καί δέν τοΰ ανήκανε. Τέντωσε τό λαιμό της νά δει καλύ τερα. “Ητανε βέβαιη τώρα, πώς τά χέρια δέν άντλούσανε τήν δύναμή τους άπό τό κορμί, πού ’μοιάζε μέ κορμό δέντρου ριζωμένου. Τά μάτια της κατεβήκανε χαμηλά, καί είδανε. Τό άριστερό πόδι πατούσε δλάκερο μέ μιά άλαφριά κλίση πρός τά έμπρός, μά τόσο στέραιο κι άκλόνητο πού μπορούσε νά ’τανε μία πέτρα ή ένα ξύλο πού ’χε άκέραιη τήν εύθύνη τής άντοχής. Τά δίχτυα πληθαίνανε υψώνοντας τόν δγκο τους καί σχεδόν τής κρύψανε τόν ψαρά. Μά πάλι ήταν δλος σέ κείνο τό αλύγιστο κομάτι τοΰ ποδιού, τό σφηνωμένο στό πίσω μέρος τής κουβέρτας. “Εφεγγε λευκό ώς τό γόνατο κάτω άπό τό άνασκουμπωμένο παντελόνι Καί μονομιάς, γεννήθηκε μέσα της έπιταχτική ή άνάγκη νά τό άγγίξει, νά δει μήν ήτανε νεκρό. “Απλωσε τό χέρι της καί κατάφερε ίσια ίσια νά τό τυλίξει μέ τά
70
...ΚΑΙ
ΤΟ
ΧΡΙ' ΣΑΦΙ
δάχτυλά της λίγο πιδ πάνω άπδ τά σφυρά. ’Έκλεισε τα μάτια, για νά τδ άναγνωρίσει ή άφή της. Τδ δέρμα ήταν δροσερό, άλλα άγνωστο. Τά δάχτυλά της κρα τούσανε μια λεία, άδιαπέραστη έπιφάνεια, άναίσθητη άπδ τήν πολλή δύναμη. Τρομαγμένη, θέλησε νά τρα βηχτεί. Μά ούτε κι αύτδ δέν μπορούσε. Κι έμεινε κεΐ, γαντζωμένη, μετέωρη, κι δ τρόμος της μεγάλωνε καί θά ’θελε τόσο νά θυμηθεί μιά προσευχή. Μά δέ θυμό τανε, κι δ τρόμος πύκνωνε μέσα της, δσο τά δίχτυα ψη λώνανε μπροστά της.
Σάν ξύπνησε, τήν περίμενε καθιστός, δπως πάντα, μπροστά στδ ράντζο της, δ Παναγιώτης. Μόλις τδν άντίκρυσε, τρόμαξε, γιατί ένα κακδ χαμόγελο κρεμό τανε δλότελα έξω άπδ τδ στόμα του. — Λοιπόν, τήν ρώτησε, άρκετά δέν παραθέρισες; Στράφηκε σιγά σιγά κατά τδ ράντζο τού ψαρά1 ήταν δλομόναχη. — Νά έτοιμαστεΐς νά φύγεις, τής είπε άπότομα. — Γιατί; ρώτησε μαλακά. — Γιατί; γιατί δέν μπορώ νά σέ βλέπω άλλο μπροστά μου. — Δέν έχεις παρά νά μήν έρχεσαι στήν καλύβα. — Θά σέ βόλευε, κάγχασε μέσ’ στδ μούτρο της. 'Όμως εγώ δέν μπορώ νά ζήσω χωρίς τήν καλύβα καί τδν Γρηγόρη, καταλαβαίνεις;
ΤΩΝ
ΚΟΡΜΙΩΝ
ΤΟΓΣ
71
—-Έ ξ άλλου, συνέχισε δ Παναγιώτης, είσαι κιό λας είκοσι μέρες έδώ. ’Αρκετά ξεκουράστηκες. — Θά φύγω δταν μ’ άρέσει. — Θά φύγεις σήμερα. — θ ά φύγω δταν θέλω. — - Καί τή ζωή σου τήν θέλεις δμως. Τδν άκουγε ήρεμη. — Γαλανή, ξανάρχισε αύτός, άν άγαπάς τή ζωή σου, φύγε. Καί γρήγορα. Κατάλαβέ το, δέν άντέχω νά σέ βλέπω. Τέντωνε τ’ αυτί της, μά δέν έρχότανε κανείς νά τήν σώσει. Ό Παναγιώτης κρατούσε τά μάτια του καρφω μένα στά δικά της. Μικροί μϋς, φουσκώνανε καί χτυ πούσανε γύριο στδ στόμα της. Θές νά συγκινήθηκε; Γιατί δχι; "Ολες τους είναι πόρνες. Γιατί νά μή δινό τανε καί σ’ αυτόν; — Φύγε, μή γίνεσαι πιότερο δική μου. — Δική σου; άπόρησε τρέμοντας. — - Δέν άγάπησες ποτέ σου κάποιον; Νά τδν καταχτήσεις χιλιάδες φορές μέ τήν έπιθυμία σου, ώσπου νά σου γίνει έμμονη ιδέα, αποκλειστικό πάθος; Τά χαρακτηριστικά του είχαν παραμορφωθεί άπδ τήν προσπάθεια νά τής μιλήσει. — Προχτές, συνέχισε, πήγα μέ μιά γυναίκα. Μή πως καί ήρεμήσω λίγο. Καί δέν... πώς νά στδ πώ; δέν έγινε τίποτα. — Ό χ ι , τής ξέφυγε. — Ναι, σοΰ λέω, είπε, κι άκούμπησε τδ χέρι του άπάνο) στδ δικό της πού ’σφίγγε τδ σεντόνι στδ στή
72
...ΚΑΙ
ΤΟ
ΧΡΓΣΑΦΙ
θος της. Γι’ αυτό καί για πολλά άλλα, άν δέν μ’ άγαπάς, φύγε. Ή φωνή του μαλάκωνε, δσο μεγάλωνε μέσα του ή έλπίδα. Τό ’θελε, τό ζητούσε σχεδόν νά τόν κοροϊδέψει καί νά έξαγοράσει την παραμονή της. ΚΓ άν τήν ή θελε 6 άλλος μετά, άς τήν ξανάπαιρνε. Μέσ’ στους άμέτρητους πρωινούς θορύβους, επιασε τό σφύριγμα τού ψαρά. — Γαλανή, μέ τήν ίδια δύναμη πού θέλω νά σέ χαρώ, θέλω καί νά σέ σκοτώσω. Γονάτισε μπροστά στό ράντζο. — Σ’ αγαπώ, Γαλανή, σ’ αγαπώ, ψιθύριζε συντριμένος κι εσκυψε νά τήν φιλήσει. Αυτή τραβήχτηκε λίγο καί τό κεφάλι του άκούμπησε στον ώμο της. Κείνη τή στιγμή παρουσιάστηκε στήν πόρτα 6 Γρηγόρης. Τά μάτια της τόν κοίταζαν γεμάτα άγανάχτηση καί μίσος. Ναί, τούς μισούσε καί τούς δυό. Τά χρυσά μάτια σκοτεινιάσανε. Τί σήμαινε πάλι αύτά; Βγήκε εξω καί σέ λίγο ακούστηκε 6 κουβάς πού κατρακυλούσε στό πηγάδι μέ μεγάλο θόρυβο. Ό Παναγιώτης δέν μπορούσε νά τραβήξει περισσότερο τή σκηνή. Τήν ά φησε χωρίς κουβέντα καί βγήκε. Συναντηθήκανε μέ τόν ψαρά στον μικρό περίβολο τής καλύβας. — Καλημέρα. — Γειά. *— Τής είπα νά φύγει. — ’Από πού; — ’Από δώ, άπ’ τήν καλύβα. Ό ψαράς τόν κοίταξε ακίνητος. Χρόνια τώρα
ΤΩΝ
ΚΟΡΜΙΩΝ
ΤΟΓΣ
73
ζούσανε σαν αδέλφια κι είχανε ξεχάσει πώς ή καλύβα ήτανε δική του. — Τά ξέρω δλα και τήν διώχνω τή λυσσασμένη σκύλα, για νά μή σέ έκθέσει. Ό Γρηγόρης εξακολουθούσε νά τόν κοιτάζει, άκίνητος. Ό Παναγιώτης τά ’χάνε δλο καί περισσότερο. — Δέν είχε ξαναγίνει τέτοιο πράμα στήν καλύβα μας. θυμάσαι σύ νά ’μείνε άλλη καμιά έτσι ξεδιάν τροπα καί μόνιμα έδώ μέσα; Τούτη μάς έριξε άγρια μέ τά κόλπα της, τήν άξιοπρέπεια— έφτυσε κατά γης — καί τή μυστηριώδη σιωπή της. Τό άκινητο βλέμα τού ψαρά τόν μπέρδευε. — Τώρα, έ, τώρα είδαμε τί κουμάσι είναι. Έ γώ μιά φορά δέν πρόκειται νά ξαναπατήσω δώ μέσα, δσο θά μένει αυτή. Ό κόσμος πίστεβε πώς ήτανε δική μου γκόμενα. ’Ά ν... νά θέλω νά πώ, δταν πάψω νά ’ρχομαι, δέν θά καταλάβουν δλοι; Τά χείλια του είχανε γεμίσει άσπρο, πηχτό σά λιο. "Απλωσε τό χέρι του στον άκίνητο Γρηγόρη. — Ξέρεις τώρα, συνέχισε, σά θά μέ δει ή γυναίκα σου δυό τρεις μέρες συνέχεια στό χωριό, πού θά μέ δει— δχι, πές, μπορεί νά μή μέ δει; Τώρα τράνταζε τόν ξυλιασμένο ψαρφ μέ άγωνία. -— Θά μέ ρωτήσει, λοιπόν, «έφυγε ή ’Αθηναία σου;» Τί νά τής πώ έγώ; δχι; Τό πρόσωπο τού Γρηγόρη έμενε άτάραχο πάντα. Ό ΙΙαναγιώτης προσπαθούσε νά χαμογελάσει μ’ εναν άθλιο μορφασμό. — Μά κι άν δέν τής τό πώ, συνέχισε,— δχι, πές— δέν θά μάθει πάλι πώς ζεϊτε στήν καλύβα μόνοι;
74
ΚΑΙ
ΤΟ
X Ρ r ΣΑ Φ I
Ό ψαράς έσκυψε, πήρε τόν γεμάτο κουβά καί μπήκε στήν καλύβα. Μέσ’ άπ’ τό άνοιγμα της πόρτας στεκότανε ή Γαλανή, πού βγήκε χωρίς να τον κοι τάξει. Ή Λίμνη ήταν αύτή την ώρα πράσινη, γιατί δ ήλιος βρισκότανε άκάμα ψηλά. Πλατιά, πυκνή, νωχελική, μέ τδ δάσος στό βυθό της, τέντωνε τεμπέλικα ώς τ’ άπέναντι βουνό σμίγοντας μέ βάλτους καί κα λαμιές. — Ή Λίμνη μου! ψιθύρισε. Αύτήν κανείς δεν μπο ρεί να μοΰ τήν πάρει. Ή βαθιά ώς τον βυθό γαλήνη της, είχε κάτι, ήταν δλόιδια μέ τήν ήμερη, σιωπηλή καί φωτεινή δμορφιά τοΰ ψαρά της. Σκάβοντας τήν άμμο μέ τά σανδάλια της, προ χώρησε καί ξάπλωσε κάτω από τις δυό άγκαλιασμένες πεΰκες. Τέντιοσε τά χέρια της στό μάκρος τοΰ κορ μιού της καί βύθισε τις παλάμες της στήν παχιά άμ μο. "Ενα κλαδί δικής της ζωής είχε ριζώσει έκεΐ. Τό ’ξερε. "Αν μπορούσε νά μείνει όχι πολύ, δχι πάντα — έκλεισε τά μάτια— ναί, πάντα εδώ, άνάμεσα καλύβα καί λίμνη, μιά χωριάτα πού θά ’κάνε άντήλιο τό χέρι της προσμένοντας τόν ψαρά της. Γέλασε καί πίεσε τόν εαυτό της νά λαχταρήσει τήν ήδονή των πεντακάθα ρων σεντονιών πού τήν περίμεναν στό μαλακό της κρε βάτι καί απαλή μουσική. Μά πνίγηκε σέ δυό, τρεις, τέσσερις στενόχωρους τοίχους, κι άνοιξε τά μάτια της. Οι πρώτες αχτίνες κεντούσανε κιόλας τις σκιές τοΰ δάσους μέ εκτυφλωτικά κρόσια. Δάκρυσε άπ’ τό φώς. Καί μονομιάς, κατάλαβε πώς είχε πάψει, είκοσι μέ
ΤΩΝ
ΚΟΡΜΙΩΝ
ΤΟΓΣ
75
ρες τώρα, νά σκέφτεται. Ή ζωή της είχε γίνει δράση, φώς, γεύση καί άφή. Ό ψαράς κατέβαινε στήν Λίμνη. Οί πλάτες του, τό ξυλιασμένο παντελόνι, τά χωρίς κορδόνια παπού τσια, τ’ άγρια χέρια, το δικό της ξεγδαρμένο δέρμα πού τήν έτσουζε σάν πλενότανε. Κακόμοιρο παιδί! Τά χείλια της σφιχτήκανε πανιασμένα άπό ένα θανάσιμο μίσος γιά τον Παναγιώτη. Μά δέν έχουν οί άνθριοποι έλεος; "Ηξερε ποΰ τήν έδιωχνε; Γιατί δέ σούρθηκε στά πόδια του νά τον παρακαλέσει; Τής μέ νανε δέκα μέρες άπ’ τήν άνακωχή της μέ τή ζούγκλα της. Νά φυλακίσω άκόμα λίγο ούρανδ στά μάτια καί τβ πετσί μου... Τίποτα! Τό ’ξερε, θά ’φεύγε αύριο.
76
...ΚΑΙ
ΤΟ
ΧΡΓΣΑΦΙ
ΤΙ ’Ωκεανός, οί καρδιές αντές... Β Ε Ρ Α PEN
Ή ζεστή μέρα γέμισε μέ τήν Απόγνωση τοϋ χω ρισμού. Πηγαινάρχονταν, σμίγανε κάθε τόσο τά δάχτυ λα, πονούσανε, Αποχωρίζονταν για. ν’ Αναζητηθοΰν σέ λίγα λεπτά παραλοϊσμένοι. Τό ξημέρωμα τούς βρήκε μέ σώματα τόσο Αδεια σμένα, κουρελιασμένα καί στεγνά, πού νιώθανε σχεδόν ψύχραιμα, για τδν χωρισμό πού τούς Απειλούσε. Στις εξη τό πρωί ήταν κιόλας στό πόδι. Τό τραίνο της θά ’φεύγε στις όχτώμιση. Παρακάλεσε τόν Γρηγόρη να μείνει ξαπλωμένος, γιά νά μη μπερδεύεται στα πόδια της, δσο εκείνη θά μάζευε τά πράματά της. Στις δχτώ έκλεισε τις βαλίτσες της, τις παράδοσε στόν Ηρακλή νά τις πάει στό Σταθμό καί κάθησε στό ράντζο του. — "Ετοιμη, Αγόρι μου, τού ’πε. Καί τώρα θά σ’ Αφήσω. "Εσκυψε Απάνω του μέ κείνο τό Απληστο βλέμα της, πού ’νιώθε πώς ξεκαμάκωνε τήν ψυχή νά τού τήν πάρει. "Απλωσε τά χέρια του καί τήν τράβηξε κοντά του. Καί μονομιάς, ήρθε δ χωρισμός' δσο τήν πίεζε πάνω στό στήθος του, τόσο καί γινότανε Απαράδεχτη
ΤΩΝ
ΚΟΡΜΙΩΝ
ΤΟΓΣ
77
στό μυαλό του ή «τελευταία φορά». Τήν άνασήκωσε για νά βεβαιωθεί πώς ήταν άκόμα έκεϊ. θυμήθηκε τά λόγια του Παναγιώτη' «πυκνό σκοτάδι σέ ρουφά στόν βυθό τών ματιών της». Τήν τίναξε μακριά του μ’ ένα άγριο βογγητό, δμοιο μ’ άνεμο και γύρισε μπρούμυτα. Κι έτσι, σά μιά απροσδόκητη μπόρα, ξέσπασαν δλόγυρά της χοντροί λυγμοί καί ξεσκισμένα ξεφωνητά πού άνασηκώνανε καί ρίχνανε ξανά καί ξανά τό σώμα του στό στρώμα. Ή Γαλανή υποχώρησε μέ μάτια γεμάτα πανικό στή μέση τής καλύβας. Τό τραίνο σφύριζε μπαίνοντας στό Σταθμά. Μά εκείνη στεκότανε τρομαγμένη κι άναποφάσιστη μέ τά νύχια της μπηγμένα στους ώμους της. Μάζευε δσο γινότανε τό κορμί της νά τό φυλάξει άπό τ’ άγριο μουγγρητό τοϋ άντρα πού χτυπούσε τή μαλακωμένη σάρκα της. — Παιδί μου, τόν παρακάλεσε, χωρίς νά πλησιά σει, άγάρι μου, σταμάτα. Καί καθώς δέν έβρισκε τά λόγια της, άπλωνε τά χέρια, χωρίς νά τολμά νά τόν πλησιάσει. — Σταμάτα, δέν άντέχω, ματώσανε τ’ αύτιά μου. Ά λ λ ’ αυτός δέν τήν άκουε, γιατί φώναζε μέ τις γροθιές σφιγμένες στά μηνίγγια του. — "Οχι, οχι, δέν τό μπορώ, δέν θέλω, δέν γίνεται νά χαθείς. Τό τραίνο σφύριζε πάλι ξεκινώντας. Ά π ’ τήν ανοιχτή πόρτα τό ’δε νά κυλά σιγά καί νά χάνεται. Τότε μόνο τόν πλησίασε. Έ βαλε δλη της τήν δύναμη νά τόν γυρίσει κατά τό μέρος της. ’Αλλά ένιωσε κατάπληχτη ανάμεσα στά χέρια της ένα άβουλο σώμα άνά-
78
ΚΑΙ
ΤΟ
ΧΡΓΣΑΦΙ
λαφρο σάν παιδικό πού γύρισε εύκολα καί κρύφτηκε στήν άγκαλιά της, χωρίς νά πάψει τό κλάμα. —- Μωρό μου, γιέ μου, δες, Ιμεινα. Έ λ α ηρέ μησε, τοΰ ψιθύριζε φιλώντας τά σκληρά του μαλλιά. "Ώς νά περάσει τ’ άλλο τραίνο θά συνηθίσουμε. Σταμάτα τώρα καί θέλω νά σέ φιλήσω. Μέ κόπο ξεκόλησε τό κεφάλι του άπ’ τό λαιμό της. Στά μάτια του κρέμονταν τσαμπιά φώς τά δάκρυα, μπερδεμένα στά τσίνουρά του. "Ητανε τόση ή όμορ-· φιά του πού δεν πρόφτασε νά συγκρατήσει ένα χαμό γελο θαυμασμού. ’Αλλά δαγκώθηκε γιά τήν ιεροσυλία. Μά at αυτός ντράπηκε μόλις τήν άντίκρυσε, γιατί δέν μπορούσε νά σταματήσει. Μέ τό πρόσωπό του φυλακι σμένο στις δυό παλάμες της συνέχισε νά κλαίει καί νά φωνάζει. —-’Εγώ δ κερατάς δέν είμαι άντρας. Μή μέ περιφρονεΐς. Έ γώ δέν Ικλαψα γιά τήν μάνα μου σάν πέθανε.... Καί νά πού κλαίω γιά μιά γυναίκα. Ή καρδιά της φούσκωσε άπό τύψη καί απόγνω ση. Κι ακόμα λυπότανε πού γινόταν άναγκαστικά μάρτυρας τής άδυναμίας του. Ή ώρα ώς τις έννιάμιση πού περνούσε τό έπάμενο τραίνο, χάθηκε σάν άστραπή. Μέ μάτια στεγνά τόν παρακαλοΰσε. — Θά φύγω, αγάπη μου, πριν φτάσει τό τραίνο, γιατί θά τό χάσω κι αυτό. Λυπήσου με, δέν είμαι παρά μιά γυναίκα καί βλέπω ένα βράχο νά κλαίει. Τόν επιασε τρυφερά άπό τούς ώμους. — Μή μέ κοιτάς, γύρισε κατά τόν τοίχο, έτσι. Μέ τήν πλάτη γυρισμένη, άκουσε τή φωνή της νά τόν τυλίγει μαλακιά γιά στερνή φορά.
ΤΩΝ"
ΚΟΡΜΙΩΝ
Τ Ο
ΐ Σ
79
-— Σώπα άγάπη μου, μή σκέφτεσαι πια πώς τώρα φεύγω. Όνειρέψου τή στιγμή πού θά γυρίσω. — Πότε; ούρλιαζε αυτός κι ή φωνή του χώρισε τά καλάμια καί χύμηξε στό δάσος. "Αγριοι λυγμοί ξεσπάσανε κύματα κύματα πάνω στό κορμί της. Υποχώρησε κατά τήν πόρτα μέ τά χ ε ί λια αρμυρά. Στάθηκε κεΐ, γαντζώθηκε γιά νά μήν ξαναγυρίσει κι έριξε μιά τελευταία ματιά" ή λάμπα, τ’ ά δεια ποτήρια τοΰ καφέ τους, ή βρώμικη κουνουπιέρα, τά ξεθωριασμένα μαλλιά του— νά τά φιλούσε— οί τέ λειες πλάτες, ή λιγνή μέση— άγάπη μου— τό χακί παντελόνι, τά μισόγυμνα πόδια. Τά μάτια της κολήσανε κεΐ, λίγο πάνω απ’ τά σφυρά, στή λευκή έπιδερμίδα. Έ ν α μεγάλο λεπτό κι άκόμα λίγο, ύστερα προ χώρησε, σίμωσε, έσκυψε, φούχτωσε τή φτέρνα καί φί λησε λίγο πιό πάνω τό πόδι. Ό ψαράς έμεινε βουβός κι απορημένος τή σύν τομη αυτή στιγμή. Ή Γαλανή γλύστρησε γρήγορα έξο) καί προσπά θησε ν’ άπομακρυνθεΐ δσο ήτανε άκόμα ήσυχία. Μά μιά καινούρια σπαραχτική φωνή βγήκε σκισμένη άπ’ τά καλάμια καί τήν κάρφωσε καταμεσής τοΰ μονο πατιού, στό πυκνό άσπρο φώς. Γύρισε έντρομη κι άναποφάσιστη τό κεφάλι. Οί δυό πεΰκες μένανε παράφορα άγκαλιασμένες πάνω άπ’ τήν καλύβα, κι ενα μικρό, τόσο δά παραθυράκι στόν καλαμένιο τοίχο της ψηλά. Τό κλάμα του τύλιγε θηλιές δλόγυρα στό κορμί της καί τήν τραβούσε πίσω. "Εβαλε τό κεφάλι χαμηλά, σάν νά ’σκίζε τήν άντίσταση ενός δυνατού αέρα πού τήν έμπόδιζε νά προχωρήσει καί περπάτησε κατά τό
80
...ΚΑΙ
ΤΟ
ΧΡΓΣΑΦΙ
Σταθμό. «Δέν πρέπει νά κλάψω, δέν πρέπει», Ιλεγε στδν εαυτό της, καθώς ένιωθε ένα ποτάμι δάκρυα νά κυκλοφορεί στδ καμπουριασμένο κορμί της. «Δέν πρέ πει νά τδν έκθέσω». Καί ξάφνου είδε τις σκούρες γραμ μές νά γυαλοκοπάνε καί άμέσως μετά, καταμπροστά της, τά κίτρινα καστορένια παπούτσια τού Πανα γιώτη. Τ ί περίμενε; “Ανοιξε τά χέρια του. Τδ σκυμένο της κεφάλι άκούμπησε ίσια στήν καρδιά του' ή αγκαλιά του έκλεισε γύρω της. Έ δώ μπορούσε νά κλάψει γιά τδν Γρηγόρη, γιά τδν Ιαυτό της καί γιά τον ίδιο τδν Παναγιώτη. Ποιός ήταν πιδ δυστυχισμένος άπδ τούς τρεις τους; Σίγουρα δ πιδ ευτυχισμένος. Ζε στά δάκρυα βρέξανε τδ μέτωπό της. Έ κ λα ιγε κι αύτός. Μείνανε κεΐ, καταμεσής στδ Σταθμό, αγκαλιασμέ νοι, άδιάφοροι γιά τούς άλλους. Ό ψαράς είχε σωθεί τουλάχιστον άπδ τήν κακογλωσσιά. "Οταν έφτασε τδ τραίνο, φρόντισε δ Παναγιώτης τις άποσκευές της καί πήδησε δίπλα της. Ούτε τδν ρώτησε πού πήγαινε. Τδν είχε άνάγκη. Είχε άνάγκη άπδ τδν οίχτο δλου τού κόσμου. Περιμένοντας νά ξεκι νήσουν, γαντζώθηκε στα μετάλλινα πιασίματα μιας έξόδου. “Ανοιξε διάπλατα τά μάτια της άπο^ηκιάζοντας τδ δάσος καί τδν ούρανό του. Τδ τραίνο ξεκίνησε σφυρίζοντας. Σέ δυδ λεπτά, θά περνούσε είκοσι μέτρα μπροστά άπδ τήν καλύβα. Δίπλα της, δρθιος δ Πανα γιώτης, κολημένος στδ ξύλινο χώρισμα, κοιτούσε μέ άγριο πάθος τδ άλλοιωμένο πρόσωπό της. ΤΗταν θανά σιμα ώχρό, μέ δυδ βαθιές ρυτίδες δλόγυρα στδ στόμα. Καί νά τον έξω άπ’ τήν καλύβα, δ ψαράς, καβάλα στήν καρέκλα. “Εψαχνε μέ τά μάτια του τις έξόδους
ΤΩΝ
ΚΟΡΜΙΩΝ
Τ ΟΓ 2
81
τού τραίνου. "Οταν γιά ένα δευτερόλεπτο τήν άντίκρυσε καταμπροστά του, τινάχτηκε, πετώντας τήν κα ρέκλα μακριά, καί χάθηκε στδ Ισωτερικδ τής καλύβας. Μέσ’ άπδ τδ μουγγρητδ των μηχανών, τδ παρατεταμένο σφύριγμα καί τά πυκνά δάκρυα, κράτησε μέ τήν άρπαχτική λαχτάρα της τή φυγή του, τή γαλά ζια πλάκα τής Λίμνης θαμπωτική, κι άκουσε— ήτανε βέβαιη γ ι’ αύτδ— τήν καινούρια, τήν τελευταία κραυ γή του. 'Ύστερα, δ Παναγιώτης τήν τράβηξε μέσα. Τούτη τή στιγμή τδν ευγνωμονούσε, τδν άδυσώπητο. Σπούσε, θρυματιζότανε καί σκόρπιζε στδν κάμπο. Αυ τός τήν έσφιγγε άπαλά στήν άγκαλιά του. — Παιδάκι, τής ψιθύριζε κάθε τόσο. Οί λέξεις τήν πληγώνανε. Ή κακούργα είχε έγκαταλείψει ένα παιδί στή Λίμνη. Οί λυγμοί του σφηνωμέ νοι απάνω της τήν τραβολογούσανε σάν μικροσκοπικά παιδικά χέρια. Κρυμένη στήν άγκαλιά τού Παναγιώτη, άφηνε τδν έαυτό της νά κλαίει, χωρίς άντίδραση, μέ τήν ίδια ήδονή πού ’μενε ξαπλωμένη άνάσκελα στή θά λασσα, χωρίς νά κουνιέται, μέ τίς ώρες. Ταξιδέψανε έτσι σιωπηλοί, άρκετά. Κάποτε, πού τού φάνηκε δτι ήρέμησε, άρχισε νά τής μιλάει. — Μοΰ φαίνεται τόσο άστεΐο, τής είπε, νά κλαίει έτσι μιά γυναίκα σάν καί σένα! — Πώς σάν καί μένα; — Έλεύτερη, χειραφετημένη. — Έλεύτερη! σάρκασε. Τ ί εύκολα κι έπιπόλαια πού χρησιμοποιούμε τίς λέξεις! Μιλούσε άργά, σά νά ’βρίσκε κείνη τήν ώρα τδ νόημα δσων έλεγε. α
82
...ΚΑΙ
ΤΟ
X Ρ r Σ Α ΦI
— Καί πολλές φορές, αγωνιζόμαστε κι όχι σπά νια πεθαίνουμε γιά λευτεριά, χωρίς ποτέ νά συνειδη τοποιήσουμε τή σκλαβιά μας. Έλεύτερος είσαι σύ. ’Α γαπάς τβ δάσος, τό ζεΐς καί τό λές «δάσος μου». Ένώ έγώ, ζώ πράματα καί καταστάσεις πού δέν μου δίνουν τήν παραμικρή χαρά. Καί διαιωνίζω μια σκλαβιά βλακώδη, μόνο καί μόνο γιατί γεννήθηκα μέσα κεΐ. — Μά εγώ, Γαλανή, γεννήθηκα στδ δάσος. —· Είσαι πλούσιος, νομίζω; — Ευκατάστατος. — θ ’ άφηνες τό δάσος νά ’ρθεΐς νά κατοικήσεις στήν πόλη; — ’Ό χ ι, γιατί πνίγομαι. —·Ένώ έγώ; — Έσύ είσαι μιά πολιτισμένη γυναίκα, κοκέτα, πού αγαπάς όλα τά ώραΐα καί κομψά πράματα. ’Αρώ ματα, φουστάνια, θέατρα, μουσική, βιβλία. Δέν θά μπο ρούσες νά ζήσεις χιορίς τά λουλούδια των θαυμαστών σου καί χωρίς νά σέ χτενίσει μιά φορά τή βδομάδα ό κομωτής σου. Κι όλ’ αυτά ταιριάζουν τέλεια στήν όμορφιά σου καί σέ κάνουν αξιολάτρευτη. — Μπράβο, αύτό είναι. Μόνο πού δέν ξέρεις πώς γιά νά έξασφαλίζω τήν σκλαβιά μου σ’ αότές τις τιπο τένιες ματαιοδοξίες, δουλέβω σκληρά. Καί τί κερδίζω θαρεΐς; Τόσο τό σκοτάδι, τόσο τή μούχλα, τόσο τό άλληλοφάγιομα των άνθρώπων, τόσο τις στερήσεις. Καί μένω βερεσέ στήν απόγνωση. Έ κ εΐ έχω πίστωση. Πί στωση χρόνου, βέβαια, δλη μου τή ζωή. Κι δμως, από μικρό παιδί τρελλαινόμουνα γιά τή μυρουδιά τού νοτισμένου χώματος, γιά τήν ασυδοσία τού ανέμου στά
T Ω Ν' Κ Ο Ρ Μ Ι Ω Ν
T O I'
83
άφύλαχτα μέρη, γιά τή θάλασσα, τό φως και τούς α πλούς άνθρώπους. Κι Ινα μήνα τό χρόνο, κι αυτό όχι πάντα, πάω σέ μιά ακρογιαλιά. Κι όταν επιστρέφω στά σκοτάδια μου, νά μέ μαχαιρώνει τό τοπίο και τό φως πού έχασα. Καί τούτη τή φορά, κουβαλώ μέ τό τοπίο κι έναν άνθρωπο. Ό Παναγιώτης τήν κοίταζε μέ απέραντη τρυφε ρότητα. — Κι έχω τό θράσος, συνέχισε ή Γαλανή, έγώ πού μέ βλέπεις, νά ονειρεύομαι, ν’ άγαναχτώ, ν’ άγωνίζομαι γιά τήν άνθρώπινη λευτεριά. Ό Παναγιώτης τής επιασε τό χέρι. — Γαλανή, θά ’θελες νά μέ παντρευτείς; Καινούργια δάκρυα πλημμυρίσανε νά τήν πνί ξουνε. - Είναι αργά, γιά δλους, καί γιά τούς τρεις μας. 'Ύστερα άκούγανε πάλι τις ρόδες τού τραίνου, γιά πολύ. Σκέφτηκες, τής είπε κάποτε, τί συνέπειες μπο ρεί νά ’χει αυτή σου ή τρέλλα; — Ποιά απ’ δλες; — Νά, τί σοΰ ’φταιγε ό φτωχός ψαράς νά τού δό σεις δλη τήν ομορφιά σου, μέ τόσο πάθος; Μά δέν είμαι λιγότερο δυστυχισμένη απ’ αυ τόν, Παναγιώτη. — Μή μοΰ πεις πώς θά ντυθείς στά μαύρα φτά νοντας στήν ’Αθήνα. — Σέ τί θά ωφελούσε; - —’Ενώ εκείνος μπορεί καί ν’ αύτοκτονήσει. — Παναγιώτη, σταμάτα.
84
...ΚΑΙ
ΤΟ
ΧΡΓΣΑΦΙ
— Τότε ξαναγύρισε. Μια λάμψη θυμοΰ άναψε κι έσβησε στά μάτια της. — Ξαναγύρισε, την παρακάλεσε, νά σέ κερδίσω. — Καημένο, καημένο μου άγόρι. Τδ τραίνο σταμάτησε. Ά πό δω ή Γαλανή θά ’παίρνε τήν ταχεία μετά δυδ ώρες. Πήγανε σ’ ένα κα φενείο. — θ ά τοΰ γράψω δυό λόγια, είπε, θά ’χεις τήν καλωσύνη νά τοΰ τά κρατάς; Ό Παναγιώτης δέχτηκε καλόβολα. Τά λόγια χυμοΰσαν χείμαρος άπ’ τήν καρδιά της. Καί μονομιάς, άναλογίστηκε πόσες λίγες, πόσες πε ριορισμένες λέξεις έπρεπε νά τοΰ γράψει, γιά νά τήν καταλάβει. ’Έκλεισε τδ φάκελο, μά σταμάτησε κοιτών τας άπορημένη τδν Παναγιώτη. — Πώς τδν λένε; Αύτδς γέλασε κουνώντας τδ κεφάλι μέ οίχτο. — Κακομοίρη Γρηγόρη! Ή Γαλανή έγραψε τδ φάκελο κι άκούμπησε τδ κεφάλι της Ιξουθενυ>μένη στδν τοίχο. Τδ πρόσωπό της έφεγγε διάφανο κι άδυνατισμένο. Οί μαβιοί κύκλοι των ματιών της κατεβαίνανε χαμηλότερα κι άπδ τά σκοΰρα γυαλιά της. — Γαλανή, τήν παρακάλεσε τρυφερά, πάμε, κορι τσάκι μου, νά ξαπλώσεις σ’ ένα ξενοδοχείο. Είσαι τόσο κουρασμένη. — Καί τδ τραίνο μου; — Φεύγεις μέ τδ άπογεματινό. Τδ ύφος του γεμάτο άθωότητα, δέν τήν έπεισε. ’Αλλά ποιδς θά τδ πίστευε πώς δέν ήθελε τίποτ’ άλλο
Tax κορ μι ών T o r s
85
αυτή τή στιγμή, παρά ν’ άποκοιμηθεΐ μέσα σέ μιά άγκαλιά, γιατί έτρεμε τή μοναξιά, τδ σκοτάδι καί τήν παγωνιά πού τήν παραμονεύανε. 'Οδηγημένος άπό ενα τυφλδ ένστιχτο, έπιανε τήν άδυναμία της καί ελπίζοντας, έπέμεινε νά τήν παρακαλεΐ δ>ς τή στι γμή πού ’φτάσε τδ τραίνο. Ή Γαλανή πήγε καί κά θισε στή θέση της, τραβώντας τον κοντά της. Τδν κοι τούσε άπληστα, άπελπισμένη. ΤΗταν τδ τελευταίο κομάτι, μιά μεγάλη φέτα φως άπδ τδν πλούσιο τόπο του. Καθισμένοι δίπλα, κρατιόνταν άπ’ τδ χέρι, σάν παι διά πού αισθάνονται έναν άόρατο κίνδυνο νά τά άπειλεΐ. Καί κοιτώντας τον, κατάλαβε πώς ήταν καί μέσα σ’ αύτδν σκλαβωμένη άπδ πρίν, καί πώς τδν άγαποϋσε αληθινά καί πολύ, χωρίς νά κλέβει τίποτα άπ’ τήν άγάπη της γιά τδν άλλον. Τδ τραίνο σφύριξε. Σηκωθήκανε δρθιοι μέ τά μά τια γεμάτα άπόγνωση. Καί μόνο τότε, τόλμησε καί τήν έσφιξε στήν άγκαλιά του έρωτικά, παράφορα, φι λώντας την διψασμένα. Τδ τραίνο ξεκίνησε. Κοιτάζονταν πάντα, αύτδς άπ’ έξω τώρα, κείνη άπδ μέσα, δρθιοι, δακρυσμένοι. Τδ τραίνο ήτανε κιόλας μακριά μά οί δυό τους είχανε μείνει καρφωμένοι ό ένας στά μάτια τοΰ άλλου, άπορημένοι, άξέχαστοι.
Καλέ μου τιοϋ Οά σέ φιλοξενήσω ; Ρ ΙΤ Σ Ό Σ
Στις έντεκα τδ βράδυ ξεκλείδωσε τήν πόρτα τού σπιτιού της καί μπήκε. Οί χαμηλοί τετράγωνοι τοίχοι δρμήσανε άπάνο) της. Τδ πρωί, σαν χτύπησε τδ τηλέφωνο, Ανατρίχιασε, μά δέν τδ σήκωσε. 'Ο κόσμος τοΰ θανάτου τής έστελνε τδ πρώτο του μήνυμα. Άρνιότανε νά τδν κοιτάξει. Θά ’σώζε, δσο περισσότερο καιρό μπορούσε, τδ φώς πού έπλεε στα μάτια, τήν επιδερμίδα καί τδ νοΰ της. Ε κείνο τδ εκτυφλωτικό κρουστό φώς πού τδ τρυποϋσαν τά τσιρίσματα τών τζιτζικιών καί τα σούσουρο, των πεύκων. Γέμισε τδ κλειστό της σπίτι μέ αμέτρητους ασημένιους ήχους πού ’φερε μαζί της, ανάκατους μέ μυρουδιά θάλασσας καί πικραμυγδαλιάς. Είχανε περάσει πέντε μέρες καί κανείς δέν ήξερε πώς γύρισε. ’Έτρεμε τήν διάλυση. Μά ώς πότε; Σάν απίθανο φυτό, ποτισμένο από τή νοσταλγία καί τδ πά θος της, απλώθηκε δ φανταστικός της κόσμος Απ’ τούς τοίχους, ατά έπιπλα καί τυλίχτηκε στδ κορμί της. Πνι γότανε. Δέν είχε παρά νά σηκώσει τδ τηλέφωνο, ν’ Ανοί ξει τά παράθυρα, ν’ Αφήσει τδν σκοτεινό δγκο τής Απέ
TUN
ΚΟΡΜΙΩΝ
Τ Ο Π
87
ναντι πολυκατοικίας, νά όρμήσει σπίτι της καί ή δη λητηρίαση θά σταματούσε. Μά τότε θ’ άρχιζε νά συνη θίζει, νά προσαρμόζεται, νά ξεχνάει. Καί θ’ άρχιζε τδ ξεπούλημα. Καί μονομιάς, τήν όγδοη μέρα τ’ άπόγεμα, τ’ άποφάσισε. Θά ξαναγύριζε, άπόψε κιόλας μέ τδ βραδυνδ τραίνο. Τής έμεναν άκόμη δυδ μέρες άδεια, θ ά πήγαινε πίσω, έτσι άνέγγιχτη κι απ’ τδ φώς άκόμα. Τέλεια δική του καί τού τοπίου του. Θά προχω ρούσε ώς τδ έσχατο σημείο τής ευτυχίας καί τής άπόγνωσης. ’Αστείο πώς θά περίμενε ώς τ’ άλλο καλοκαίρι. Τί θά σωζότανε ώς τότε; Ή άκαθόριστη, τυφλωμένη εικόνα μιας ευτυχίας. Τώρα! Πού ή γεύση της ήτανε ανυπόφορα αρμυρή, πού τδ σπάνιο γέλιο του κυκλοφο ρούσε μέσα της κοματιάζοντας τδ σκληρό πρόσωπό του. ΙΙόσα πράματα δέν τού ’πε. Θά τά κουβαλούσε καί θά τά ’φερνε πάλι πίσω, γιατί δέν θά τά καταλά βαινε. Μά νά τδν δει ξανά, άκόμα μιά φορά, νά γε λάει ευτυχισμένος. ’’Αρχισε νά στριφογυρίζει μέσ’ στδ δωμάτιο σάν άνεμος, νά μαζεύει τά πράματά της καί νά παραμιλά χαμογελώντας. ’Έλα, γέλασε, έρχομαι, πρίγκιπα, στά τσιφλίκια τ’ ουρανού καί στά λειβάδια τής θάλασσας. 'Όταν γελάς, δ κόσμος έζησε μιά αιωνιότητα μέσ’ στδ καλοκαίρι καί τδν διάφανο ουρανό, άπάνω σέ χρυσά στάχυα. — Τ ί νά τού δώσει κανείς, άναρωτιότανε, πηγαί νοντας κατά τδν σταθμό, τί νά τού δώσει γ ι’άντάλλαγμα, έτσι πλούσια πού μ’ έκαμε, τόσο φτωχή πού μέ κα τάντησε ;
88
...ΚΑΙ
TO
X Ρ Γ ΣΑ ΦI
Έ δώ ’ σ α ι! Σε στοχάζομαι μ ’ ολο μον τό σώμα. Α Ρ Η Σ Δ ΙΚ Τ Α ΙΟ Σ
Όρφανέψανε οί θάλασσες καί τ’ άμμουδερά μο νοπάτια άπδ τδν ψαρά. Ξαπλωμένος στδ ράντζο τοο, μέ κατεβασμένη τήν κουνουπιέρα δλόγυρα, κάπνιζε συνέχεια. Κανείς δεν τολμούσε νά τοΰ μιλήσει. Μόνο τά πακέτα τα άδεια τσιγάρα πού σωριάζονταν κατά γής θυμίζανε τήν παρουσία του μέσ’ στήν καλύβα. Ούτε φαί ούτε πιοτό. Δέν ήθελε νά πιει, γιατί δέν ή θελε νά ξεχάσει τίποτα. Ή έβδομάδα κύλησε σέ άπόλυτη άδράνεια. Κι δταν δ Ηρακλής τόλμησε κάποτε νά τοΰ πεΐ πώς ή Λίμνη έπηξε στδ ψάρι, σήκωσε κεί νος άδιάφορα τούς ώμους του καί... — Βγείτε μόνοι σας, παιδιά, είπε, έγώ είμαι άρ ρωστος. Τρομάξανε. Ποτέ πρίν δ καπετάνιος τους δέν τούς είχε έμπιστευτεΐ τ’ άκριβά δίχτυα καί τη μηχα νή τής βάρκας. "Ομως τώρα τίποτα δέν άξιζε πιότερο άπδ τη μοναξιά του, πού τήν φύλαγε σάν ίερή. Μόλις σκοτείνιαζε κι άναβε ή λάμπα, πλημμύριζε ή καλύβα άπδ τήν παρουσία της. Καί μέ τδ πέρασμα τής ώρας, ζεσταμένη άπδ τήν φαντασία του, άρχιζε
TSX
ΚΟΡΜΙΩΝ
Tors
89
νά κυκλοφορεί στδ μισοσκότεινο χώρο δλοζώντανη, διάφανη, άνάλαφρη ή Γαλανή, χωρίς έλεος. Κι δ ψα ράς, μέ τδ κορμί κουλουριασμένδ, άρρωστημένο άπδ τήν επιθυμία πού στοίχιωσε μέσα του, έτρεμε παραδομένος άνυπεράσπιστος, δμοιος μέ παιδί πού καίγεται στδν πυρετδ καί φρικιά ήδονικά μέ τούς όπερβολικά μεγάλους ή άνατριχιαστικά μικρούς εφιάλτες πού σκαρφαλώνουνε καί χορεύουνε στά πυρωμένα μέλη του. θ ά ’χε περάσει καί μια ώρα κείνο τδ βράδυ, άφοΰ φύγανε τά παιδιά, σαν άκουσε τδ σφύριγμα τοΰ ΙΙαναγιώτη. ’Ανατρίχιασε. 'Ένα μίσος βουβδ φούσκω νε καί πύκνωνε μέσα του μέ τδν καιρό. Δέν είχανε ανταμώσει άπδ τήν ήμερα πού τοΰ ’φερε τδ γράμμα της. Καί ξαφνικά, τδν είδε στδ άνοιγμα τής πόρτας. — Έ δώ είσαι; τδν ρώτησε δειλιασμένα. Νόμισα πώς είχες βγει στδ ψάρεμα. — Λοιπόν, δέν θά συνέλθεις καμιά φορά, ξανάπε τρυφερά. Ό ψαράς λύσσαγε άπ’ τδ κακό του. ’Ό χ ι μόνο γιατί δ Παναγιώτης έδειχνε νά μήν καταλαβαίνει τδ χάος πού τούς χώριζε, μά καί γιατί τδν έκανε νά ντρέ πεται γιά τήν άδυναμία του. — Δέν μ’ άφήνεις, ρέ Παναγιώτη! — Μά μπορώ νά μή στενοχιυριέμαι δταν σέ βλέ πω νά βασανίζεσαι γιά μια γυναίκα πού δέν... Ή συνέχεια πάγωσε στά χείλια του, καθώς τά μισόκλειστα μάτια τοΰ ψαρά τδν κοιτάξανε διάπλατα. —·Νά, συνέχισε, έσύ δέν ξέρεις τήν ψυχολογία αυτών τών γυναικών.
90
ΚΑΙ
ΤΟ
ΧΡΓΣΑΦΙ
-Καί που τήν ξέρεις έσύ; Γνώρισες ποτέ σου άλλη όμοια τη ς; — νΟχι, βέβαια, άπάντησε 6 Παναγιώτης, έχω όμως διαβάσει... Έ δώ δ ψαράς πήγαινε πάσο. Τό σωστό σωστό. Τά είχε δεΐ μέ τά μάτια του, μπορεί καί τριάντα βι βλία, κι ολα διαβασμένα έκεϊ, μπροστά του, τό χει μώνα, κοντά στή φωτιά. Κι δ άλλος, πού ήξερε τήν υπεροχή του, τήν Ικμεταλλεύτηκε γιά νά συνεχίσει. -— Νά, κατάλαβες; Αυτές οί όμορφες πρωτευου σιάνες δεν τό ’χουνε τίποτα νά τυλίξουνε κανένα άγνό παιδί σάν καί σένα γιά νά περάσουνε τόν καιρό τους. — Καλά τό κάνουνε. Είπα έγώ ό χ ι; γέλασε ξεθαρεμένος δ Παναγιώ της. Μά νά μην τό πάρεις έσύ κατάκαρδα κι άρρωστήσεις. Φαντάζεσαι πώς θά κάνει καί κείνη τό ίδιο; Έ κλαψε, σ’ άποχαιρέτησε, αλλά έτσι κι έστριψε τό τραίνο κατά τόν κάμπο ήτανε μιά χαρά. — Καλά έκανε. — Είπα εγώ όχι; Καί νά θέλει, έδώ πού τά λέ με, δεν θά τήν αφήνουνε. Μόλις θά ’φτάσε θά πλάκωσε τά τηλέφωνα κι αμέσως θά καταφτάσανε τά λουλού δια, οί γκόμενοι, τά χειροφιλήματα καί τά ταγκά. Ό ψαράς πνιγότανε, μά δεν ήθελε νά προδοθεϊ. — Δέν είδες, συνέχισε δ άλλος, πού δέν μάς μί λησε ποτέ γιά τή ζωή της; Ποιος ξέρει... Ό Γρηγόρης πήδησε άπ’ τό ράντζο καί βγήκε έξω. Ή ταν ή πρώτη νύχτα πού άντίκρυζε μετά τό φευγιό της. Χύμηξε απάνω του καί τόν ξέσκισε. Μά
ΤΩΝ
ΚΟΡΜΙΩΝ
Τ ΟΓ Σ
91
καλύτερα έτσι, σκέφτηκε, παρά τδ ψάλσιμο τοΰ Πανα γιώτη. Γι’ αύτδ καί τδ άλλο βράδι» έδωσε Ιντολή νά· τραβήξουνε τή βάρκα στή θάλασσα. — Μά εχει γιομίσει τδ φεγγάρι γιά καλά, Κα πετάνιο. — θ ά βγούμε. Θά βγαίνανε στή θάλασσα. Ή Λίμνη τού ήταν ανυπόφορη, θαρεΐς κι είχε στοιχιώσει. «Θά μοϋ μα ζεύεις τ’ άστρα δσο θά λείπω;... Είδες, άγόρι, τί φτωχοί πού είναι οί άνθρωποι στις πολιτείες; ’Έχουνε ενα φεγ γάρι, καί τί μακρινό! ’Ενώ εμείς... μέτρα πόσα φεγ γάρια δικά μας!» Καί κείνα τά γλαρόπουλα! ’Ό χ ι. Ή λίμνη τελείωσε γ ι’ αύτόν. Τδ ξημέρωμα, κατά τις τέσσερις, γυρίσανε χω ρίς λέπι, δμως κοιμήθηκε. Τδ δυνατό σφύριγμα τοΰ τραίνου πού ’φτάσε στις πέντε δέν τάραξε τδν δπνο του.
92
...ΚΑΙ
ΤΟ
ΧΡΓΣΑΦΙ
Και σ' ολη τήν αιωνιότητα α£ συγχωρώ και με συγχαίρεις. ΜΠΛΕΙΚ
Ή Γαλανή κατέβηκε μέ χέρια παγωμένα. Κι αν Βέν τόν έβρισκε; ’Έτσι τής είχε πει. «Ή καλύβα θά ’ναι ανυπόφορη, θά πάω σ’ άλλη θάλασσα». Γιατί να μην τόν ειδοποιήσει; Μέ μάτια διεσταλμένα, άνατριχιάζοντας άπό τήν πρωινή δροσιά, γλύστρησε μέσ’ στό .δάσος. Τό βλέμα της, άνυπόμονο, παραμέριζε τά κλαδιά, ψάχνοντας τό άλάθευτο σημάδι τής παρουσίας του' τό μικροσκοπικό παραθυράκι στήν κορφή τής κα λύβας. "Οταν τό ’δε πενιχρά φωτισμένο, παράλυσε άπό ευτυχία. ’Έκλεισε τό στόμα μέ τήν παλάμη της, γιά νά μήν ξεφωνήσει. Ή μικρή βαλίτσα γλύστρησε άπό τ ’ άλλο της χέρι κι έπεσε στήν άμμο. "Εμεινε άκίνητη , νά γευτεί τήν ευτυχία τής στιγμής. 'Ύστερα τήν •άρπαξε ή άνυπομονησία κι άρχισε νά τρέχει πίσω της. Ή πόρτα ήταν κλειστή. Χάρηκε τήν οίκειότητα πού ’χε μαζί της, καθώς τό μάνταλο άνασηκώθηκε μ’ έναν όλοκάθαρο φιλικό θόρυβο. Στό ξεπνεμένο φώς τής λά μπας, άναγνώρισε τά κεφάλια τών δυό παιδιών πού κοιμόνταν κατά γής. Τό δικό της ράντζο έλειπε άπό τήν άριστερή γωνιά πού ’χάσκε άδεια. Προχώρησε
ΤΩΝ
ΚΟΡΜΙΩΝ
ΤΟΓΣ
93
δεξιά. Κι άν Ελειπε; Κι άν δέν κοιμότανε κανείς κάτω άπό τήν κουνουπιέρα; Πλησίασε καί σήκωσε τρεμουλιαστά, άδέξια, τό τουλπάνι πού μπερδεύτηκε στα πα γωμένα της δάχτυλα. Κι άν δέν ήταν αότός; Ξεμαγκωσε καί τό σεντόνι πού κουκούλωνε ως άπάνω τό κε φάλι. ’Ένιωσε νά γίνεται ρευστή, μόλις άντίκρυσε στό βρώμικο ρόζ μαξιλάρι τ’ άγρια χρυσά μαλλιά, τά καστανόχρυσα, σγουρά βλέφαρα κλειστά, γαλήνια. Μόνο τό στόμα σφιγγότανε τυρανισμένο. — ’Αγάπη μου, ψιθύρισε. Τήν είδε μέσ’ άπό τά μισόκλειστα τσίνουρα, βέ βαιος πώς όνειρεύεται κι Εσφιξε μέ πείσμα τά ματό φυλλα μήν ξυπνήσει καί τήν χάσει. — "Αντρα μου, ήρθα, ψέλλισε πάλι. "Ανοιξε τά μάτια του. Τ ί τέλειο δνειρο! Τώρα ή οπτασία τοΰ χαμογελούσε. Δέν μπόρεσε νά συγκρατηθεΐ. Βέβαιος πώς θά ’πιάνε τόν άέρα, άπλωσε άπότομα τό χέρι του κι αίσθάνθηκε τό λαιμό της μέσ’ στό μπράτσο του. — Θέ μου, βόγγηξε άνασαίνοντας στά μαλλιά της. Στό λαιμό του πύρωνε τό χαρούμενο άναφυλλητό -ης· — Γαλανή, φώναξε τρομαγμένος καί τήν Εσπρω ξε μακριά του. — Ναί, είμαι. Τήν ξανατύλιξε στό μπράτσο του καί μείνανε άκίνητοι, άσφυχτικά άγκαλιασμένοι, κάτω άπό τή με γάλη, γεμάτη σιωπή. ’Από τήν όρθάνοιχτη πόρτα, πού δέν σκέφτηκε ή Γαλανή νά κλείσει μπαίνοντας, δρμησε ενα δροσερό
94
...ΚΑΙ
ΤΟ
ΧΡΓΣΛΦΙ
πεντακάθαρο φώς καί ξύπνησε τά δυό αγόρια ύστερα άπό ώρα πολλή. Βλέπανε άπορημένοι τδ απίθανο σύμ πλεγμα. Ε κείνη γονατιστή στην άμμο, Ικεϊνον άκόμα ξαπλωμένον, νά κρατιούνται μέ χέρια καί μάτια τρελλών. Πέρασε κάμποση ώρα ώσπου νά καταλάβουν τί συμβαίνει. Καί μονομιάς άρχίσανε νά μιλούν δλοι μαζί, νά διηγούνται, νά γελούν καί ν’ άγκαλιάζονται, σά σέ γιορτή. Ό Καπετάνιος τους γελούσε! Έ τσ ι έμαθε ή Γαλανή τόν βίο καί την πολιτεία τής σιωπής του, άπό την στιγμή πού τούς άφησε, πριν δέκα μέρες. — Θέλω καφέ, τής είπε μιά στιγμή καί κείνη έτρεξε νά τόν έτοιμάσει. Ό ψαράς σηκώθηκε καί κατέβηκε στό πηγάδι νά πλυθεί. 'Ύστερα ήρθε καί κάθισε στή θέση του, έξω άπό τήν καλύβα, φάτσα στή Λίμνη, μέ μιά εύτυχισμένη τρεμούλα στό αίμα του. Πλησίασε κι αύτή καί κάθησε δίπλα του, στή χαμηλή της πέτρα. Ό καφές μο σκοβόλησε. Σήκωσε τά μάτια της λαμπερά κι υπο ταγμένα ατά δικά του. Ή ευτυχία τής στιγμής τούς σύντριβε. Πόσες φορές τήν είχαν κι οί δυό τυρανικά νοσταλγήσει. Κι ή παράλογη επιθυμία νά διαρκοΰσε ■όλα τά πρωινά τής υπόλοιπης ζωής τους δρμησε στά διάφανα βλέματα. Τρομαγμένοι γυρίσανε τά μάτια τους στή Λίμνη. — Ή Λίμνη μου! ψιθύρισε κι άκούμπησε άπαλά τό χέρι της στό γόνατό του. Τίποτ’ άλλο. ’Ηχοι, κελαδητά, πράσινο κι άχτίδες, καλάμια πού φλυαρούσανε στην άμμο, σφηνώνανε στή σιωπή,
T ΩΝ ΚΟΡΜΙΩΝ
Τ Ο 1* Σ
95
τήν ψαχουλεύανε καί τήν διαμελίζανε σέ φωτεινά πλα τιά φύλλα. Ή ορθάνοιχτη πόρτα τής καλύβας γελούσε στή Γαλανή. 'Όμοια μέ στόμα πού ’χάσκε ευτυχι σμένο. Κι ενα μαχαίρι, δ χωρισμός, καρφωμένος πέρα ώς πέρα καί ατών δυονών τά σώματα. "Ετσι καί κάνανε ν’ άνασάνουν πονούσανε. ’Αργά τδ βράδυ θά ’φεύγε. Γιά πόσο; Χο>ρίς έλπίδα. — Οί άνθρωποι ξέρουνε καλά τόν θάνατο δταν πεθάνουν, είπε σάν νά ’ταν όλομόναχη. Ποτέ του δεν κατάλαβε τόσο καθαρά ενα νόημα οσο τούτα τά λόγια. Κι ενώ ήτανε βέβαιος πώς θά τυρανιότανε ολη του τή ζωή άπό τή νοσταλγία της, ό θάνατος έρχόταν. Κάτω άπ’ τή φούχτα της άγγιζε το ξανθό χνούδι τού μηρού του. Μπορεί νά ’ταν καί χορτάρι δροσερό. ’Έλεος! Ποιος θά βρει μιά φυλακή νά χωράει τήν απι στία πού δεν εχει καμιά σχέση μέ τήν άπεραντωσύνη τής άγάπης; Ποιος θά μάς σώσει άπό τήν έσχατη προ δοσία κατά τού έαυτοΰ μας; — Μοΰ πήρες καί τή Λίμνη, τόν άκουσε νά λέει. — Στά ’φερα όλα πίσω. Εμένα, τή Λίμνη... Τόν κοίταζε πάλι μέ τά ξάστερα μάτια της. Μά τί ήθελε, λοιπόν, μιά τέτοια γυναίκα άπ’ αυτόν; Έ τσ ι ήμερη κι υποταγμένη σάν δλες τις χωριάτες κι άκόμα πιο πολύ. Οί γυναίκες στδν τόπο του άνήκουνε στόν άντρα, όπως τό μουλάρι καί ή κατσίκα άνερώτηχτα. Κι αυτή καθότανε κεΐ δά σέ μιά πέτρα κι άκουμπούσε ενα χεράκι μεταξένιο στό γόνατό του καί τού άνήκε
96
. . .ΚΑΙ
ΤΟ
ΧΡΓΣΑΦΙ
πιδ πολύ άπ’ δλα. Καί ξαφνικά θυμήθηκε νά τήν ρω τήσει : — Γιατί μοϋ φίλησες τύν άστράγαλο τή μέρα πού ’φευγες; Γιατί; Δέν ήξερε. Κύλησε άπό τήν πέτρα καί βρέθηκε σφηνωμένη ανάμεσα στά γυμνά του πόδια. Το πρόσωπό της κόλησε μ’ δλη του τήν επιφάνεια ατό στήθος του. Άνάσανε άγριαμυγδαλιά άπό τή μασχά λη του. — Σ’ άγαπώ, βόγγηξε καί μια εύτυχία άνυπόφορη, άσπλαχνη, έμεινε κρεμασμένη, άνιστόρητη άπό τή ξεφτισμένη λέξη.
Σχέδια, όνειρα κι άπόγνωση για τον χειμώνα πού έρχότανε μπερδεύονταν μέ τ’ άγκαλιάσματα καί τήν παραφορά τους. ’Αναλύανε καί τήν παραμικρή λε πτομέρεια κι άς ξέρανε καλά πώς τίποτα δέν θά πρα γματοποιηθεί. «Νά, έδώ, βλέπεις αύτδ τδ τελάρο καταμεσής στήν καλύβα; Τδν χειμώνα άδειάζουμε τήν άμμο καί γίνεται ένα μέτρο λάκος. Μέσα κεΐ άνάβουμε φωτιά. Ξαπλώνουμε όλόγυρα καί ψήνουμε χέλια. Δέν έχεις φάει χέλι ψητό;— θ ά δεις, γλούκισμα!— Νά κρυ ώνεις μέ τέτοια φωτιά; Έ χ ω κι ένα γούνινο καπότο, τί σέ νοιάζει, θά σέ τυλίγω μέσα κεΐ...» Καί μονομιάς στερεύανε δλα άμείλιχτα. .Η σιωπή μπάτσιζε τά κλει στά στόματα καί ούρλιαζε πάνω άπ’ τή βουβαμάρα τους.
Τ ΩΝ
ΚΟΡΜΙΩΝ
ΤΟΓΣ
97
«Δέ θά ’ρθεις.— Δέ θά ’ρθω στή φωτιά.— Πώς νά σέ κρατήσω, άγάπη μου;— Φυλάκισέ με δλόγυρα μέ ού ρα νό». Τούς έσωσε τδ φ εγγά ρι πού άνέβηκε άπδ νωρίς καί πέταξε Ινα δίσκο στή Λίμνη. Τά νερά της παρα μερίσανε ξαφνιασμένα, μέ χαρούμενα φαρμπαλαδάκια. — Δές, ή Λίμνη γελάει, τού φώναξε καί τύλιξε τά χέρια της στδ λαιμό του. Μά δ ψαράς δέν ξεκάρφωνε τά μάτια του άπδ πάνω της. Ή δμορφιά της, τδ πάθος των ματιών της σάν τόν κοιτάζανε, τό λυγερό κορμί της, ζουμερός βλαστός— δλα τόν πληγώνανε. Μόνο πού στή Λίμνη δέν υπήρχε βάρκα’ τήν εί χανε τραβήξει άπδ τήν άλλη μεριά στή θάλασσα. — Μέ τδ μονόξυλο; τδν ρώτησε τρυφερά. — Ναί, μανούλα μου. Κινήσανε άθόρυβα, γλυστρώντας ατά νωθρά νερά. ’Όρθιος, άσημένιος, μέ μάτια πυκνά καί σκοτεινά βύ θιζε μέ σιγουριά τδ μακρύ κοντάρι στδ βυθό. Ή Γα λανή τδν κοίταζε μέ τήν άπελπισία καί τήν έπίγνωση πώς ή μορφή του, αυτή ή ύπέροχη μορφή, θά διαλυ θεί καί θά γίνει πάλι Ινας πολτός μέσ’ στή φωτιά τής μοναξιάς. ’Ό χ ι, δχι, λυπήσου με, πού σέ λατρεύω κι είσαι άναρίθμητος, σ’ δλα τά όνόματα πού σέ φώναξα, σ’ δλα πού θά σέ έπικαλεστώ. ’Αράξανε σιωπηλοί στδ άπέναντι νησί. Τήν πήρε στά χέρια του, τήν άνέβασε στδ άψηλότερο σημείο του καί τήν ξάπλωσε στδ μαλακό στρώμα ένδς κοντοστρούμπουλου πεύκου. ’Έσκυψε άπάνω της. Τδ φεγ γάρι τήν έπλενε άργυρή. Νά μπορούσε νά τής πει. Μά 7
98
ΚΑΙ
ΤΟ
ΧΡΓΣΑΦΙ
δέν ήξερε τίποτα, δέν ήξερε παρά νά χάνει λίγη λίγη τή ζωή του, μεθυσμένος άπ’ τήν αστραφτερή γύμνια της. "Αν μπορούσε νά τήν σκοτώσει γιά νά μήν τήν χάσει... "Ητανε φυλακισμένος μέσα της. ’Ανήμπορος, έσφιξε τΙς γροθιές του κι έπεσε δίπλα της. "Ανοιξε τήν άγκαλιά της καί τδν τύλιξε τρυφερή. Τ ί καλά! Σάν κολοΰσε στή σάρκα της, δέν έβλεπε τδν χωρισμό. Τδ φεγγάρι κρεμότανε, ίσια μπροστά τους, έκτυφλωτικό. "Ολα γύρω πλέανε σέ μιά λευκότητα ρευ στή. Τά πεύκα, οί δγκοι τών βουνών, οί καμπουρια σμένες τούφες, δλα είχανε χάσει τήν στερεότητά τους καί τήν σφριγηλότητα τής ήμέρας, φτιάχνοντας ένα τοπίο ύπερφυσικά ώραΐο, μά νεκρό. — Σέ τί νά έλπίζω ; τήν ρώτησε καί δέν ήξερε αν μίλησε αύτδς ή έκείνη ή ίδια. Τρόμαξε. Αυτή μπορούσε καί νά μήν έλπίζει, άλλ’ αυτός; "Οσο σώπαινε, τά χέρια του σφίγγονταν σκληρά, άσπλαχνα, γύρω της. Κατάφερε νά βρει λίγο άέρα καί βόγγηξε — Σ’ άγαπώ. Μέ μιά φωνή βαρειά καί κρουστή, σάν πέτρα πού τινάχτηκε, πλήγωσε τήν τρυφεράδα τής νύχτας, έσκισε τις κοιμισμένες τούφες καί τούς διάφανους δγκους καί κατρακύλησε στή Λίμνη.' Ρούφηξε άπελπισμένος τή λέξη άπδ τό στόμα της καί βυθίστηκε μέσα της μέ άγρια άπόγνωση. Μά ώς έρχότανε ή λύτρωση νά παραλύσει τδ ευτυχισμένο του σώμα, τού τήν άρπαξε δ χωρισμδς πού τούς παράστεκε. Καί μίσησε τή σάρκα της θανάσιμα έτσι πού δέν τήν χόρταινε κι αγρίεψε γιατί τήν λαχταρούσε κι άλλο, τή στιγμή πού τδ κορμί
ΤΩΝ
ΚΟΡΜΙΩΝ
TOPS
99
της χορτάτο γλύστρησε νά τού ξεφύγει. Μέ παλάμες σκληρές γάντζωσε τούς ώμους της, πού σπαράξανε άργυροί ατά ματωμένα του μάτια καί τούς τραβούσε νά λευτερώσει τή φυλακισμένη ψυχή του. Ή Γαλανή, καρφωμένη στή γή, ένιωθε ν’ άποκολιοΰνται μακριές μακριές, λευκές λουρίδες οί πλάτες της καί δάγκωνε ατά δόντια καί στά δάχτυλά της τις πευκοβελόνες πού σκίζανε τις παλάμες καί τά χείλια της. Ή θανάσιμη περίπτυξη ξεψύχησε μέ μιά σπα ραχτική έπίκληση στό θεό. Τδ σώμα της κουλουριαζότανε δίπλα του γιά λίγο άκόμα, σά ζώο πού τδ μα στιγώσανε. “ϊ'στερα ένιωσε τήν ύπέροχη αίσθηση ένδς παιδικού χεριού πού άπλώθηκε δειλά στδ πλευρό του κι έμεινε κρατημένο άδύναμα σ’ ένα έλάχιστο κοματάκι τής σάρκας του. Πλημμυρισμένος τρυφερότητα, μά ζεψε τδ λεηλατημένο κορμί στήν άγκαλιά του καί κα τέβηκε στή Λίμνη. Τήν άκούμπησε στδ άκίνητο νερδ πού πρόθυμα τή στόλισε άσήμια. Σιγά σιγά τά μέλη της χαλαρώσανε καί πλέανε άλαφρωμένα. Τά μαλλιά της άνεμίζανε βουλιάζοντας νωθρά. Τήν άφησε κεΐ νά λικνίζεται, κρατώντας την πάντα στις παλάμες του. Τέλος τδ χλωμδ πρόσωπο έσπασε τήν άκινησία του κι άνοιξε τά μάτια της χαμογελώντας’ μά τά ξανάκλεισε θαμπωμένη. Τά μάτια του τήν "περιχύνανε φώς. Τή συργιάνισε γιά λίγο άκόμα στή δροσερή έπιφάνεια καί τήν έφερε ξανά πίσω, κάτω άπό τδ πεύκο. Τδ μεγάλο μάτι τού φεγγαριού πού ’χε κρεμα στεί σ’ ένα κλαδί, χαμήλωσε κι άλλο καί ψαχούλεψε ανήσυχο τά γυμνά τεντωμένα κορμιά τους, σφιχτά κολημένα τό ’να δίπλα στ’ άλλο. Νιογέννητοι ή νεκροί;
100
...ΚΑΙ
ΤΟ
ΧΡΓΣΑΦΙ
Τούτη ή ώρα δέν θά πέθαινε ποτέ στή μνήμη τής
γήζ·
— Μ’ άκοϋς; ρώτησε κι ή φωνή της κρεμάστηκε άσημοκλωστή στίς πευκοβελόνες. — Ναί, άγάπη μου. — ’Απόψε, όσοι κοιμοϋνται θά νειρευτοΰν τήν τέ λεια ευτυχία. Οί χωρισμένοι θά συμφιλιωθούν καί οί Ιριοτευμένοι θά πιάσουνε όμορφα σάν ήλιους παιδιά, γιατί πλαγιάσανε όλοι τους πάνω στην άγάπη μας πού σκέπασε τή γη. Μεθυσμένος, ρουφοΰσε τόν ήχο τής φωνής της, νά τόν κρατάει άπόθεμα τόν χειμώνα. — Μίλα. — Καί μεΐς, συνέχισε ή Γαλανή, θά ποΰμε εόχαριστώ στίς μανάδες μας πού μάς γεννήσανε έτσι ό μορφους καί γερούς γιά ν’ άνταμώσουμε μιά στιγμή καί νά κλέψουμε τό μυστικό τής ευτυχίας. — Μιά στιγμή δέ μέ φτάνει, τής φώναξε. — Κι αν ζούσαμε όλη μας τή ζωή μαζί, αυτή τή νύχτα θά ροκανίζαμε! τί θαρρείς πώς είναι ή Δεύτερ (Ό Παρουσία; ’Από κάποιες τέτοιες νύχτες, πού δυό άνθρωποι άγαπιοΰνται δλόγυμνοι σάν πρωτόπλαστοι, Ανανεώνεται χ ϊ νόγ^ α τ^ ς βεοΰ.
κα1 ^ αϊωνιότητα του
- Δ έ ν μέ φτάνε, ^ * τΛ’ π«Ραπονέθγ1κε κι εκρυψε τό κεφάλι του στό σ-γη-*05 X^ S' Τόν εσφ,ξε. τρυφερά. — Ποιόν φτάνει μιά νύχτα ; Μά ή.Ρθα άΡΫ*’ μου... "Αν σ’ είχα βρει λεύίΓέρο, ·, *1 άΥάπγ) !ιας_θκ Y‘" νότανε. έ'να παραμύθι πού θάν τράγο υδούσανε οί κόπε-
ΤΩΝ Κ Ο Ρ Μ Ι Ω Ν
TOTS
101
λες κεντώντας ξόμπλια στα προικιά τους. “Ητανε, θά λέγανε, μιά φορά στό χωριό μας ένας ψαράς. Ό με γάλος ψαράς πού όργωνε τις θάλασσες σέ τέσσερα άκρογιάλια. Σέ κάθε άκρογιάλι εΤχε κι άπό μιά καλύβα χτισμένη μέ καλάμια καί μοναξιά. Καί ζοΰσε άμίλητος, καλός καί πράος, άπό καλύβα σέ καλύβα, άπό Iποχή σ’ έποχή!.. Καί μιά χρονιά ήρθε μιά κοπέλα άπό τήν πολιτεία... Πές, άγόρι μου, πώς ήταν ή κο πέλα. — Ά πό μέλι καί χρυσάφι. Ό ήλιος καί τό φεγ γάρι τήν ζηλεύανε κι ήξερε γράμματα καί θάματα καί κορόιδευε τόν ψαρά. — "Οχι, όχι, τοΰ φώναξε γελώντας, ήξερε, ναί, ήξερε κι ήτανε καταραμένη... μά άγάπησε τόν ψαρά! Κι άφησε τήν πολιτεία κι όλα τά κακά της καί γίνηκε γυναίκα του. Ό Γρηγόρης βόγγηξε πιέζοντας τό μούτρο του στό στήθος της. — Σώπα, μή μέ καις καί σύ— φωτιά ’ναι τό ό νειρο καί μοΰ χαλά τό μυαλό. Καί νά ’ξερες πόσες φο ρές, κάθε νύχτα μέ καίει! — Ά σ ε με, τόν παρακάλεσε, νά στό πώ, άσε με νά τ’ άκούσω καί γώ τό παραμύΑι μας. Γιατί δέν ξέ ρεις, άγάπη μου, πώς έγώ δέν θά ζοϋσα σ’ ενα χωριό στεριανό μακριά σου, ά, όχι, έγώ θά σ’ άκολουθοΰσα σ’ δλα τ’ άκρογιάλια, μέ όλους τούς καιρούς καί θά σέ περίμενα στήν κάθε μας καλύβα. Καί δέν θά χωρί ζαμε ποτέ— μ’ άκοϋς;— ούτε στιγμή δέν θά σ’ άφηνα. ΙΙοΰ νά μάς φτάσει μιά ζωή; Ό πόνος ξέφυγε άπό τή σκέψη τους καί δάγκωσε
10-2
ΚΑΙ
ΤΟ
ΧΡΓΣΑΦ]
τις σάρκες τους. Τα κορμιά τους σφιχτήκανε τό ’να στ’ άλλο yta νά τον άντέξουνε. Στό πρόσωπό της κυ λήσανε δυο δάκρυα δικά του. — Λυπήσου με, την παρακάλεσε, θεριό είναι τ’ ό νειρό καί μοΰ ξεσχίζει τις νύχτες μέ τα νύχια του. — Μοναχέ μου, ψιθύρισε κλείνοντάς τόνε στην αγκαλιά της, πού ’χε μεγαλώσει από τήν τρυφεράδα καί τον χωρούσε σά φωλιά. — Πριν έρθεις, είπε μέ βραχνή φωνή, δέν ήξε ρα. Νόμιζα πώς δλοι οί άντρες γεννιούνται έρημοι, παντρεύουνται έρημοι, κάνουνε παιδιά έρημοι, παλεύ ουνε μοναχοί καί μοναχοί πεθαίνουνε. Κι υστέρα ήρ θες... Ή Γαλανή έσφιξε τα μάτια τρομαγμένη. — Κι υστέρα ήρθες λιγνή σαν καλαμιά. Καί σαν έφυγες έχασα καί τήν έρημιά καί σένα. Οί λυγμοί του άνεβαίνανε μαλακά, φουσκώνον τας τό στήθος του. Μέ τις άκρες τών χειλιών της άνοι ξε τις σκληρές βλεφαρίδες καί ρούφηξε τά κρυμένα δάκρυα. —■Μέ κοροϊδεύεις πού κλαίω; τήν ρώτησε. Τόν έσφιξε νά τόν πνίξει στά στήθια καί τόν λαιμό της— Μόνο οί άληθινοί άντρες έχουνε καρδιά. Κι δσοι έχουνε καρδιά κλαϊνε, γιέ μου... άντρα μου.
'Ένα τραίνο σφύριξε πέρα, μακριά. ’Ανατριχια σμένοι, κρυφτήκανε ό ένας στήν άγκαλιά τού άλλου.
ΤΩΝ
ΚΟΡΜΙ ΩΝ
Τ ΟΓ Σ
103
'Η νύχτα είχε προχωρήσει. Για πρώτη φορά τήν βο ήθησε νά ντυθεί. Φόρεσε κι αυτός τό κοντό χακί παντε λόνι του καί κατεβήκανε χωρίς μιλιά στό μονόξυλο. ’Έτσι στενό καί ρηχό, τής φάνηκε σάν ένα μακρύ μακρύ φέρετρο. Τήν έβαλε νά καθίσει καταμεσής καί πήδησε στήν άκρη του. ’Ένιωθε τά μάτια της νά περπατοϋν σκοτεινά άπάνο) του. Στό φως τοΰ φεγγαριού φάνταζε λευκή καί διάφανη. Κι δσο σκεφτότανε πώς δπου νά ’ναι θά περάσει τό τραίνο πού θά τοΰ τήν πάρει, τό πρόσωπό της ξεμάκραινε κι έσβηνε. Καί ξαφνικά τόν είδε νά πηδάει σηκώνοντας τό μακρύ κοντάρι στόν άέρα. Χωρίς νά ταραχτεί ούτε τόσο δά ή ίσοροπία τού μονόξυλου, πάτησε χωρίς βάρος καί στάθηκε ίσια μπρο στά της. "Απλωσε τήν παλάμη του όλάνοιχτη καί σκέ πασε τό κεφάλι της. Ή Γαλανή τύλιξε τό χέρι της στό γόνατό του κι ένιωσε τό δροσερό της μάγουλο ψη λά στό πόδι του. ’Έτσι άκουμπώντας μαλακά δ ένας στόν άλλον, πολύτιμοι καί τέλεια άγαπημένοι, κάμανε τόν δρόμο τοΰ γυρισμού.
104
...ΚΑΙ
ΤΟ
ΧΡΓΣΑΦΙ
Π ον, αχ, ποϋ νά ’ναι ό τόπος — τον τχω μάβα στην καρδιά μου.
Ρ ΙΛ Κ Ε
Πέρασε ένας χρόνος, χωρίς εύκαιρία ούτε άνάπαψη καμιά. "Ενα τραίνο της Ικανέ τή χάρη νά σφυ ρίζει κάθε νύχτα στις έντεκα, κάπου μακριά. "Ενα χα μόγελο ευτυχισμένο χαλάρωνε τό πρόσωπό της καί σκορπίζονταν χιλιάδες κοματάκια στόν κάμπο. ΤΗταν πάντα τό τραίνο πού τήν πήρε μακριά του, καί πάντα δ ήλιος ή τό φεγγάρι θαμπώνανε μέ τήν λάμψη τους τόν χωρισμό, φωτίζοντας τά δυό του χέρια πού μείνανε α πλωμένα τή στερνή φορά σά νά σταυρώθηκαν στήν άναμονή. Κι άξαφνα, δυό φίλοι της ξένοι, ήρθανε νά τήν βρούνε. Θά κάνανε τό γύρο τής χώρας μέ τ’ άμάξι τους, μήπως ήθελε νά τήν πάρουν μαζί τους; Βάλανε κάτω τό χάρτη τους. Ναί, βέβαια, θά τούς πήγαινε παντού. "Οπου άγαποΰσε, άπ’ δπου έκλεψε κι ένα καλάθι φώς. Μόνο πού στό πρόγραμμά τους δέν ήταν ή Λίμνη της. — Ή Λίμνη μου είναι δω. "Οταν δέν δείτε τή Λίμνη μου, τις καλύβες, τό δάσος της καί τό φώς της, δέν είδατε τίποτα άπό τήν Ελλάδα μου. Καί γώ θέλω
ΤΩΝ
ΚΟΡΜΙΩΝ
ΤΟΓΣ
105
νά φύγετε τυρανισμένοι καί αιώνιοι νοσταλγοί... Κινήσανε ξαναμένοι άπ’ τό τοπίο πού ’τρεμε στά σπλάχνα της καί βράχνιαζε τή φωνή της. — Κάνε άριστερά. Τό αυτοκίνητο έτρεχε μέ μεγάλη ταχύτητα κι δλο μίκραινε ή άπόσταση, δλο μίκραινε ζουπηγμένη άπό τή λαχτάρα της. Τά χέρια της τρέμανε, ξεδιπλώ νοντας είκοσι μέρες φώς καί μια άκόμη. Μόνο πού δέν πρόσεξε πώς ό Σεπτέμβρης τέλειωνε. Ά ρ χ ιζ ε κιό λας τό φθινόπωρο. — Μά ποϋ είναι ή Λίμνη σου, έπιτέλους; ρώτησε άνυπόμονη ή ξένη. Ή Γαλανή ήθελε ν' άρχίσει νά κλαίει. Ποϋ είναι ή Λίμνη μου; Τά μάτια της τεντωμένα ψάχνανε τό ήμερο κουρασμένο άπόγεμα. Ποΰ είναι ή Λίμνη μου; Καί ξάφνου... — Νά την, φώναξε ή ξένη, αύτή δέν είναι; ’Έκλεισε τά μάτια της, έτοιμη νά θαμπωθεί άπό μιά πλάκα φώς. Μά ώς τά ξανάνοιξε, είδε ν’ άπλώνεται άριστερά της μιά άπάλαφρα άχτένιστη σά σκούρο άτσάλι έπιφάνεια. Δέν ήταν αύτή. «Κάναμε λάθος τό δρόμο», θέλησε νά φωνάξει, μά δέν μπόρεσε. Ποιός σκό τωσε τό τοπίο της πού είχε μιά Λίμνη φαρφουρί μέ άστρα θαλασιά; Τούτη, βέβαια, μπορεί νά ’τανε μιά λίμνη μέ γκρίζα σγουρά μαλλιά. Τό δάσος δρμησε καί τούς κατάπιε. Τό αύτοκίνητο φρέναρε. Μά γιατί φωνάζουνε δλοι τους; Ποΰ βρεθήκανε τόσες φωνές μέσ’ στό κλειστό άμάξι; Κατεβήκανε. Τά πέλματά της γνωρίσανε τή μα λάκιά άμμο. Δέν κοίταξε άριστερά... ψίχουλο, ψίχουλο
106
ΚΑΙ
ΤΟ
ΧΡΓ2ΑΦΙ
θά τά ’βλεπε δλα. Σκέφου νά καθότανε κεϊ δά, εξω άπό τήν καλύβα του καί νά ξεμπέρδευε τό παραγάδι. Θά τούς έφερνε γύρω γύρω. Οί άρρωστοι είχανε φύγει μαζί μέ τούς έλάχιστους παραθεριστές. Ερημιά καί στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο πού ’φερνε στά ξενοδο χεία. Μόνο τό περίπτερο είχε κρεμασμένα τά χρωμα τιστά του ποτήρια καί τά καλαμένια καλάθια. Μόλις τήν είδε δ Μιχάλης βγήκε καί τήν χαιρέτησε ένθουσιασμένος. — Καλώς ορίσατε, μά γιατί τόσο αργά έφέτος; — τοΰ ’σφίγγε θερμά τό χέρι— δλος δ κόσμος έφυγε βλέπετε, τής είπε στενοχωρημένος, σά νά ’τανε δικό του τό σφάλμα. — Μά δεν ήρθα νά μείνω. Νά, έφερα τούς φίλους [ίου νά δούνε τή Λίμνη. Δίστασε λίγο καί ρώτησε. — Καί οί ντόπιοι; τά παιδιά; ’Ά , τώρα δ Μιχάλης ένιωθε δλότελα ένοχος. — Κυριακή, βλέπετε, κυρία Γαλανή, είναι όλοι τους ατό χωριό, τί νά κάνουνε δώ; — Ναι, βέβαια! Γειά χαρά, λοιπόν, καί χαιρετι σμούς σέ δλους. — Γειά σας, γειά σας. — ’Από δώ, παιδιά, φώναξε ατούς φίλους της καί τρύπωσε στό δάσος. Σούς κορμούς, στό πηγάδι, στήν όχθη, παντού καθότανε καί μιά Γαλανή καί τής γε λούσε. Ευτυχώς πήγαινε μπροστά κι οί άλλοι δέν βλέ πανε τ’ δλοκόκινο πρόσωπό της. “Ενα σμάρι φωνές χυμήξανε απάνω της. ’Έσκυβε λίγο νά μήν τής τρυπούν τό στήθος. Μιά Γαλανή φώναζε άπ’ τό πηγάδι.
T Si Ν' Κ Ο Ρ Μ Ι Ω Ν
TOPS
107
«Διψώ». Μιά άλλη γελούσε κάτω άπό δυό Αγκαλιασμένες πεϋκες. Κι ή ξαπλωμένη έτρεμε στα φύκια της δχθης. «Μέ μαχαιρώνεις!...» Κι ή βάρκα άραγμένη στα καλάμια της όχθης. Ποτέ μιά βάρκα δεν ήτανε τόσο μόνη, τόσο έρημη, Α κίνητη, μέ τό γλυκύ κεραμίδι της χρώμα. ’Έπρεπε κάτι νά πει, μά τί; — Ά πό δώ, βλέπετε, περνάνε Απέναντι στά μικρά νησιά, είπε κι άπλωσε τό χέρι της. Δυό φορές στή ζωή της τής πεθάνανε Αγαπημένα πρόσωπα. Καί τις δυό στριμώχτηκε, έσπρωξε, πάτησε καί πατήθηκε άπό τόν κόσμο, μέ μιά Απελπισμένη Α νάγκη ν’ Αγγίξει γιά στερνή φορά τό πρόσωπό τους στό φέρετρο. — ”Ω, κοίτα, έχει καί κανώ! έλεγε ό ξένος. Νά χαϊδέψει τό παγωμένο τους πράσο)πο, γιά δλη τήν τρυφερότητα πού δέν έδειξε δσο ζούσανε καί μετάνιωνε φριχτά. Μά καί γιατί δ,τι Αγαπούσε τό Απολάμ βανε μ’ δλες της τίς αισθήσεις. Μόνο έτσι χόρταινε καί τή χαρά καί τήν όδύνη της. Κι δμως καμιά άπό τίς δυό φορές δέν τόλμησε. Καί τώρα έμενε πάλι μέ τό χέρι Απλωμένο πάνω άπό τήν κουβέρτα τήν σκεπασμένη δμορφα, νοικοκυρεμένα, μέ μιά μεγάλη καφετιά λινάτσα— τήν ίδια πού ήξερε, βέβαια καί ήταν. Κι έπρεπε νά τήν Αγγίξει, έπρεπε. Τέντωσε κι άλλο τό χέρι της, σκύ βοντας έλαφριά. —-Πάμε, τής φώναξαν. — Μ’ αυτή τή βάρκα, παιδιά, ψάρεψα πολλές
108
φορές τό περασμένο καλοκαίρι, τούς είπε μέ τό χέρι πάντα μετέωρο. Τ ί νά τό κάνει; Τούς άκολούθησε μέ τήν βασανιστική δίψα τής άδριάς λινάτσας στήν άφή της. ’Ανέβαινε σουρτά, βουτώντας μέ τρυφερότητα τό πόδι της, σέ κάθε βήμα, στις πευκοβελόνες. Σήκωσε άργά τά μάτια της σαν φτάσανε στήν καλύβα. Μπρο στά στήν πόρτα τήν περίμενε μια Γαλανή άκόμα, τυ λιγμένη σέ βελουδένιο σκοτάδι. «Καπετάνιο!» Πότε τύν φώναξα; Δέν ήτανε χθές βράδυ πού ετρεξα κοντά του; Ή τρομαγμένη άπ’ τύν έρωτα Γα λανή πέταξε κατά τή Λίμνη. Κι έμεινε ή πόρτα τής καλύβας θεόκλειστη μπροστά στά γεμάτα πανικό μά τια της. Ποτέ της δέν τήν είχε δει κλειστή στό φώς τής μέρας. Μιά πενιχρή, στενή, τόση δά, ξεβαμένη πόρτα παλιάς οικοδομής καί σταχτιά. — Έδώ είναι ή καλύβα τοΰ ψαρά, είπε, τοΰ με γάλου ψαρά τής Λίμνης. ’Ανατρίχιασε— έδώ, έδώ, έδώ είναι έρημιά πλη γωμένη. Τό αύτοκίνητο έτρεχε μέσ’ στό σούρουπο καί κυ νηγούσε μιά κακορίζικια, στενή, γκρίζα πόρτα πού ’κρύβε τό τοπίο, τρέχοντας δλο καί γρηγορότερα.
Όκτώβρης 1961.
...Κ Λ Ι ΤΟ ΧΡΥΣΑΦ Ι ΤΩ Ν ΚΟΡΜΙΩΝ ΤΟΥΣ Τ Η Σ Λ ΙΛ Η Σ Ζ Ω ΓΡ Α Φ Ο Σ ΤΥ Π Ω Θ Η Κ Ε ΣΕ Τ Ε Τ Α Ρ Τ Η ΕΚ ΔΟ ΣΗ Τ Ο Ν ΣΕ Π Τ Ε Μ Β Ρ ΙΟ T O T 1988 Σ Τ ΙΣ Γ Ρ Α Φ ΙΚ Ε Σ Τ Ε Χ Ν Ε Σ «Γ. ΑΡΓΥ ΡΟ Π Ο ΥΛΟΣ Ε .Π .Ε .» Κ. ΠΑΛΛΜΑ 25, Τ Η Λ , 23 12 317 ΓΙΑ Λ Ο ΓΑ ΡΙΑ ΣΜ Ο ΤΩ Ν ΕΚ ΔΟ ΣΕ Ω Ν «Γ Α Β Ρ ΙΗ Λ ΙΔ Η Σ ». ΞΥΛ ΟΓΡΑΦΙΑ: Λ. Τ Α Σ Σ Ο Υ