✓ t/ '
©
Λ ιλή Ζωγράφου καί Εκδόσ εις Ι'αβριηλίδςς, τηλ. 82.18.73
Α ΙΑ Η Ζ Ω Γ Ρ Α Φ Ο Υ
ΙΙοΰ β&υ μου το κάλλος
ΜΕ ΤΡΕΙΣ ΠΙΝΑΚΕΣ ΤΟΤ
ΓΙΑΝΝΗ ΤΖΕΡΜΙΑ
ΓΑΒ1ΊΗΛ1ΔΗΣ ΑΘΗΝΑ 1992
Στον χαμένο μου φίλο Σπνρο Ξανθάκη
’Αχάριστη καρδιά δέ σου ’ φτασαν τόσα χρόνια πού σέ περίμενα ; Χωρίς μέτρο σ’ αγά πησα. Καί χωρίς έλεος φέρθηκα στους δικούς μου. Ούτε τη μάνα μου δεν έκλαψα όταν πέθανε. ’Απ’ όλους μέ χώριζε ή βαριά σκιά σου. Τεράστια σάν τις άποστάσεις πού μάς χώρι ζαν, σάν την σιωπή σου πού πολλαπλασιαζόταν μέ τούς χρόνους σέ θάνατο διαρκείας. Πο τέ δέν σ’ άγάπησα τόσο όσο πόνεσα γιά το χα μό σου. Πόσους; Τριάντα; Κ ι οί μέρες τριακό σιες εξήντα πέντε κι οί νύχτες διπλάσιες. Μιά αιωνιότητα γίνηκες άπουσιάζοντας άπό τη λαμπερή νιότη μου πού μάζευε μέ τις άγρύπνιες, πού θάμπωνε άφοΰ δέν καταύγαζε πιά 9
Λιλη Ζωγράφου
τή λατρεία του βλέμματός σου πού κλόνιζε το ένοχο βάδισμά μου καθώς γλιστρούσε άθόρυβο στο μισοσκόταδο, μέ ταμπούρλα στην καρ διά μου, τρελή, τρελή, μονολογούσα, λές καί προσευχόμουν, καθώς είχα μόλις ξεφύγει άπο τά συνοψοτικά ψιθυρίσματα τού σπιτιού μου πού όλο καί κάποιο σαμποτάζ σκάρωναν μέ κείνον τον κρυμμένο άντάρτη στο κελάρι, τον κοντό ήρωα, πού θά σάς τίναζε στον άέρα. Ή τελευταία μαχαιριά τής προδοσίας μοΰ στα ματούσε την καρδιά μόλις διέκρινα νά γυα λίζουν στο σκοτάδι τά μπρούντζινα μετάλ λια στη στολή σου κι άμέσως άνοιγαν οί φτερούγες των χεριών σου κι ένιωθα μόνο τον παφλασμό των ώκεανών πού μ ’ έπαιρναν, μ ’ έπαιρναν στήν ύγρασία των χειλιών σου κι όλα γίνονταν χαμός. Καί αλήθεια είχ ε γεννη θ εί ό Κύριος καί γώ χανόμουν διά τήν άγάπην Αύτοΰ καί τραγουδούσα μέ τό κορμί μου ύμνους στήν άρπα τής γής. Κύριε, Κύριε, καιο
IΙον έδν μου το κάλλος
λώς έγεννήθης. Ή παρθένος σήμερον τον υπε ρούσιον τ ίκ τ ε ι και ή γ ή το σπήλαιον τω απρόσιτό) προσάγει. ”Α γ γ ελ ο ι μ ετά ποιμένω ν δοζολογοΰσ ι, μά γοι δε μ ετ ά άστερος όδοιποροΰσι' δ ι' ημάς γάρ εγεννήθη Π α ιδίον νεον, ο προ αιωνων Θεός.
Εύλογημένη έγώ έν γυναιξί πού έβάδισα στο θάμπος των ούρανών σου. Τ ί νά τήν έκανες την ομορφιά των ματιών σου και το βαθύ τους μαβί, ολομόναχος στο χάος Του. Καλώς Κύ ριε έγεννήθης καί ένσαρκώθης στήν άγκαλιά μου, φυλακίζοντας μέσα μου το κορμί σου, σώζοντάς το άπο τήν έρημιά. Κατάβρεξέ με μέ τά μύρα σου νά καθαρθώ Φράντς τρυφε ρέ, φίλε τού σκοταδιού πού γινόταν διάφανο άπο τις υπέροχες μαβιές άναλαμπές τών μα τιών σου. Καί βέβαια θά γεννήσω τον Σω τήρα μέ τά ίδια ούράνια μάτια σου, γιά νά σώ σει μιά άλλη πανέμορφη κοιλιά καί άλλους εύλογημένους μηρούς εύφορη κοιλάδα τής άγάπης, Φράντς έχθρέ. Κύριε έσύ, Σωτήρα τής
Λιλή Ζωγράφον
υπέρλαμπρης νιότης μου, εχθρός λένε τής πα τρίδας μου, Γερμανός. Καί στο σπίτι μου νά σχεδιάζουν καθημερινά την εξόντωσή σου, έσένα καί όλων των όμοιων σου. Καί δεν θά πίστευαν πώς έγεννήθης ήμΐν νά δικαιώσεις την ομορφιά. Δεν φταίνε αύτοί, εκείνος ό «α ίρων» γεννήθηκε πριν καιρούς παλιούς, κου ρελιασμένους άπό αιώνες κι αιώνες σέ μιά καλύβα στην άκρη τής γής. Έσύ φύτρωσες εν5 άπόγεμα στο μπαλκόνι τού άπέναντι διώ ροφου πού τό χώριζαν τά τέσσερα μέτρα τού δρόμου άπό τό δικό μου, οπού έ'βγαινα στις εξι πού σταματούσε ή κυκλοφορία. Στρωνό μουν στην πάνινη πολυθρόνα μ’ ενα βιβλίο ως τις έννιά πού σκοτείνιαζε. ’Έ τσ ι σέ πρωτοείδα. ’Έ τσ ι τήν πρωτοείδε καί κείνος άπό τό μπαλκόνι τού σπιτιού πού τού παραχώρησε ή κομαντατούρ. 'Υπάρχει τού εξήγησαν ένας παράξενος αθόρυβος κόσμος σ’ αυτή τήν πε-
12
Παν edv μου τό κάλλος
ριοχή κι ’ίσως άντιληφθεϊς κάτι, στις μετακι νήσεις τής γειτονιάς άφοΰ σταματήσει ή κυ κλοφορία. Καί στάθηκε εκ εί φτιαγμένη άπό φίλντισι πιο εκθαμβωτική κι άπό τό λευκό μεταξωτό πού κυλούσε άπάνω της. Μέ τα χείλη κ?;ειστά καί φλύαρα σαν τριαντάφυλλα πού θ’ άνοιγαν τήν αυγή. Τά φρύδια ζωγρα φισμένα στο άλαβάστρινο μέτωπο καταλήγα νε δεξιά κι άριστερά στα μάτια της πού δεν τά φανταζόταν, δεν τά ’ πε κι ούτε ήξερε νά τά περιγράφει. Πού είναι οί πρίγκιπες τής συνοδείας σου; Ν ’ άνοίξουν πρώτοι τις πόρ τες καί ν’ άναγγείλουν μέ σάλπιγγες τήν έ ξοδό σου στο δειλινό πού θάμπωσες. "Η μήν είναι άνοιχτοί οί κρουνοί φωτός των καταγά λανων ούρανών τού νησιού σου, γιά σένα ή άπό σένα ; Εύλογημένη, ευλογημένη έσύ πού θαμποόνεις τήν Δημιουργία. Δεκαέξι άπογέματα κάθονταν μέ τά κε φάλια άντικριστά, ακουμπισμένα στούς τοίΐ3
Λιλή Ζωγράφου
χους των μπαλκονιών τους μ5 ένα βιβλίο στο χέρι ό καθένας, πού καμιά σελίδα ταυ δέν γύ ρισε ποτέ, καθώς τα μάτια μένανε ξαφνια σμένα, άμετακίνητα. Λες κι ήσουν ολη κτισμένη δλη κτισμένη σ’ ένα φιλντισένιο παλάτι μέ άθέατο το σύμπαν γονατισμένο στα τορνευτά πόδια σου. Θά κάνω, έμπιστευόταν στην καρδιά της, θά κάνω ένα παιδί μέ τη ζωγραφιά των μα τιών του νά μέ φωτίζουν ως τά βαθιά γηρατιά. Καί στο διάφανο σουρούπωμα της δέκατης έκτης ήμέρας, καθώς την φώναξαν νά κατέβει γιά φαγητό, σηκώθηκαν αύτόματα καί οί δυο κι άνοιξαν διάπλατα τά χέρια, φτεροΰγες τεράστιες, στιβαρές εικοσάχρονες υποσχε τικές κραυγάζοντας δρκο στη σιωπή. Σ τ ις δέκα, μιά καί τά φώτα κόβονταν σέ δλη τήν πόλη, ό κόσμος δλος πλάγιαζε. ’Ά νοιξε τότε ήσυχα την ξώπορτα καί γλίστρηΐ4
11ον εδν μον τό κάλλος
σε στην άπέναντι ορθάνοιχτη, για νά πέσει τυφλά στην άγκαλιά του, μες στο σκοτάδι το πηκτό. Φράντς — Μαρία. Μ αρία; Φράντς; Φράντς ! — Μαρία ! Μαρίααα Φράντς, Κύριε ελευθερωτή των παγωμένων σπλάχνων Μαρία, λιβάδι, λιβάδια ανθών, βασιλικέ κι άρμπαρόριζα, φως πού τυφλώνεις τά σκο τάδια Φράντς γ ιέ, άγόρι καί σπάργανο του παν τοτινά Μ αρία η κεχα ριτω μ ενη, την ωραιότητα της παρθενίας σου καί τό νπερλαμπρον τό της ά γνοιας σου.
Τ ρεις μήνες, δέκα μέρες καί μισή νύχτα τον άφησαν νά ξεκουραστεί ώσπου εφτασε ή 17
διαταγή τής άναχώρησής του γιά τδ ρωσικό μέτωπο. Ί8ού άνεβαίνομεν εις Ίεροσόλύμα και παραάοθήσεται 6 ΥΙός
του ανθρώπου,
καθώς γ ε-
γρα π τα ι... ...Δ ε ΰ τ ε ούν και η μ ε ίς συμπορευθώμεν αύτώ και σταυρωθώμ€ν και νεκρωθώμεν δι* αυτόν τα ΐς τον βίου ηόοναΐς... ...Β λ έ π ε τ ε , μ η τις υμάς πλανηαη. ΤΙολλοι γάρ ελευσονται επ ί τω όνοματί μου λέγοντες, Ε γώ ε ίμ ί... ’Έ σ τ α ι γάρ τότ€ θλΐφ ις μ€γάλη, ο ία ον γέγονεν απ’ άρχης κόσμου εως του νΰν...
Βέβαια κανείς δεν μίλησε γιά θλίψη την ημέρα πού, φευγάτοι πια οί Γερμανοί, πάν τρεψαν την Μαρία μέ τον κοντδ χοντρό η ρώα. Κανείς δεν ξαφνιάστηκε για τί εκείνη ή πεντάμορφη κοπέλα, μόλις είκοσιπεντάχρονη, παντρεύτηκε τον σαρανταπεντάρη. ’ Ηταν μό δα οί ήρωες άλλά καί κείνη μ ετά ανόμων ελογίσθη Τον νυμφώνα σου βλέπ ω
ι8
Σ ω τη ρ μου
κ εκοσ μημίνον και ένδυμα ούκ εχω ϊνα είσελθω εν αύτω.
Ώ μητέρα θεών, ή πόρνη του νησιού σου, όλο καί φεύγω μακρύτερα μπαίνοντας κάθε μέρα καί βαθύτερα στα θανατερά λευκά σά βανα, άπ’ όπου κανείς δεν ελπίζει στην έπιστροφή μας, άφοϋ ούτε θεοί δεν άντεξαν νά βασιλέψουν στις εχθρικές στέππες. 'Υπέροχες υποσχέσεις αιωνιότητας πεθαίνουν κάτω άπό τά βρώμικα χιόνια κι ούτε ένα άλλελούια. Πό σα παιδιά θά σου γεννούσα μικρή άγια πόρ νη, πρίγκιπες άπό φίλντισι καί άχάτι κι όλα θά πεθάνουν εδώ, ολα τά ύγρά παιδιά πού κουβαλάω παγωμένα κι αύτά, πώς νά σου τά στείλω ; Οί ταχυδρόμοι πάγωσαν μέ τά περι στέρια κουρνιασμένα στις χλαίνες τους Μα ρία mein. ΙΤαρακάλεσε κρυφά τον κλητήρα τής τρά!9
Λιλη Ζωγράφου
πεζας πού δούλευε νά της άγοράσει έναν παγ κόσμιο ’Άτλαντα. «Στέππ η. Μεγάλη έρημος 9.200.000 τ.μ. Έκάστη των διαφόρων στεππών... 'Η πανίς των κυρίως άσιατικών στεππών περιλαμβά νει έπίσης... Ή Σιβηρία θεωρείται ούχί αδί κως ώς το βασίλειον τής χιόνος καί του ψύ χους δι* δ καί κατέστη τόπος έγκαταστάσεως καταδίκων. Ό έκτοπισμος καταδίκων κατηργήθη ύπο του τσάρου Νικολάου Β ' τό 1899, άλλα συνεχίσθη διά τούς πολιτικούς καταδί κους διατηρηθέν καί επί τοϋ σοβιετικού κα θεστώτος». Ή
ζωη εν τάφω κ α τετεθης Χ ρ ίσ τ ε
και αγγέλω ν στρατια'ι εζεπλήττοντο. Ή
ζωη πώς θνήσκεις ;
Π ώ ς και τάφω ο ικ εΐς Μ ετά κακουργών ώς κακούργος 'Ο ωραίος κάλλεt παρά πάντας βροτούς 6 την φυσιν ώραισας του παντός
20
~Ω θαυμάτων ζένοιν ! Ή πραγμάτω ν καινών ! ο πνοής μ ο ι χορηγός άπνους φ ερετα ι. Π ώ ς κηδεύω σε Υ ιέ ; Τ ις μ ο ι δώ σει ύδωρ και δακρύων πηγας η Θεόνυμφος Παρθένος εκραυγαζεν, "να κλανσω τον γλυκόν μου υιόν ;
’Έσφιξε τό παλτό της πάνο) άπό τούς κυρ τωμένους όλμους της καί τον σκούντησε σχε δόν εχθρικά, πάμε. Ποτέ δέν τον άφηνε νά άκούσει τά Ε γ κ ώ μ ια ως το τέλος. Καί πάν τα πριν το πιο άγαπημένο του, «ώ γλυκύ μου έαρ». Περπατούσε σαν νά τήν κυνηγούσαν. ’Ό χ ι πό)ς θά τολμούσε νά διαμαρτυρηθεΐ ε κείνος! ’Έ τσ ι άκατάκτητη, έτσι ξένη, σάν σπαστικιά δέν τήν απασχόλησαν ποτέ οί επ ι θυμίες του. Είκοσιοχτώ χρόνια παντρεμένοι δέ νοιάστηκε ποτέ νά μάθει τ ί αισθανόταν. Άπομάκρυνε φίλους καί γνωστούς. Δέν τού έμεινε κανείς νά τού έκμυστηρευτεΐ πόσο δυ στυχισμένος ήταν. Στην αρχή μάλιστα όλοι 23
Λιλή Ζωγράφον
τον ζήλευαν. Ε ίχ ε παντρευτεί τήν ωραιότε ρη κοπέλα τής πόλης καί δικαιολογημένα τήν απομόνωσε, έ'τσι πίστευαν. ΤΗταν καί ήρωας καί ό πρώτος στο νησί πού είχ ε παρασημοφορηθεΐ καί άπο τούς ’Ά γ γλους, αυτή βέβαια χαμογελούσε μέ κείνο το λειψό το τσιγγούνικο στράβωμα των χειλιών πού ξέρναγε περιφρόνηση. 'Ο ήρωας συνήθι σε νά μήν τού δίνει σημασία μόνο κατηγορη ματικές εντολές, έφερες ψ ω μ ί; Δεν ύπάρχει φρούτο στο σπίτι, καφέ δέν έχει καί σιωπή. Τέτοια άκατάκτητη, αμετακίνητη, νά ελέγχει τήν μαγεία τής ομορφιάς της, δοκιμάζοντας το βλέμμα της πάνω σέ ωραίους άντρες, νά χαριτολογεί σέ κάποιον καινούριο πού σπάνια. εμφανιζόταν στήν κλειστή ζωή τής επαρχίας χωρίς νά νιώθει ύπόλογη σέ κανέναν γιά δ,τι θά μπορούσε νά θεωρήσει εκείνος άνάρμοστη συμπεριφορά, σέ σύγκριση μέ τήν άμετάλλαγη σιωπηλή της παρουσία δίπλα του. Κ ι δταν 24
IIον εδν μου το κάλλος
αποφάσιζε νά του άπευθύνει το λόγο θά ’ ταν γιά νά του άνακοινιυσει κάτι κακό ώς ανυπό φορο. "Οπως τότε πού άποφάσισε νά τον έγκαταλείψει. Δεν μπορώ άλλο, πλήττω, θά πάω νά ζήσω στήν ’Αθήνα. 'Ο παρασημοφορημένος, έτσι τον άποκαλοΰσε συνήθους μέ τήν πρόθεση νά τον εξευτελίσει, ναι, ό άντρας της δεν τόλμησε νά φέρει καμιά άντίρρηση. ’Έ τσ ι κι άλλιώς δέ θά ωφελούσε. Πήγαινε γιά λίγο καιρό κι αν σ’ άρέσει. Γ ια τί νά μη μ’ άρέσει; 'Ο άδελφός μου μοΰ γράφει πώς θά περνώ θαύμα. ’Έ χ ει παρέες, φίλους, φί λες, φώναζε καί πηγαινοερχότανε στο στε νάχωρο δυάρι, ρετιρέ όμως. "Ολη μέρα τό ψείριζε, τό στόλιζε, τό ξεσκόνιζε κι ας μη δεχόταν ποτέ κανέναν. Τούς φίλους του τούς περιφρονοΰσε, ή ’ίδια δέν είχ ε σχέσεις ούτε φίλες. Πώς ζοΰσε, άναρωτιόταν τις ώρες πού έλειπε ή τις μέρες πού πήγαινε στο κτήμα του, λίγο έξω άπό τήν πόλη. Καθόταν μέ τις 25
ώρες μπροστά στον καθρέφτη καί κ εϊ τήν εύρισκε οποία ώρα κι αν έπέστρεφε. Έ π ια νε μέ τα δυο δάχτυλα τις ρυτίδες στά πλάγια του στόματος καί τις τέντωνε. Βαφόταν μέ χιλιάδες παραλλαγές χρωμάτων καί πάντα ξεβαφόταν, σχεδόν άμέσως βάζοντας τελικά λίγο μπλέ στά μάτια της πού τά ’κάνε θεϊκά όμορφα άκόμα κι όταν άρχισε νά μαραίνεται. Καί βέβαια θά φύγω, νά πας νά μου βγά λεις εισιτήριο. Μέ άεροπλάνο, τη ρώτησε ή ρεμα. Τινάχτηκε τρομαγμένη. Άεροπλάνο; Ποτέ. Μέ βαπόρι, άλλά μοναχική καμπίνα. Θά φύγω τήν Πέμπτη. Μεθαύριο ; Μάλιστα, τ ί μέ κοιτάς; Τήν Πέμπτη μετά τό Πάσχα. Ά ν τ ε πήγαινε. Καθώς άνοιξε βρήκε μπρο στά της τή θυροίρό. Κυρία Μαρία έ'χεις ένα γράμμα από τά ξένα. Έ γώ δέν τό κατάλα βα, μοϋ τό ’πε όμως ό Άντρέας ό ταχυδρό μος. Τό πήρε χωρίς νά τό κοιτάξει ώσπου ό άντρας της έ'κλεισε πίσω του τήν πόρτα. Φροϋλάιν; Γερμανικά! 26
’Αγαπημένη χιλιάδες άγαπημένη Μαρία. Δέ θά το πιστέψεις, άλλα ζώ. Ζώ, άσύγκριτη, ύπέροχή μου άγάπη. Δεκαπέντε χρό νια στη Σιβηρία μέ είχαν ξεχάσει μαζί μέ τούς άντιφρονούντες κομμουνιστές, κι υστέρα πέντε χρόνια γιά νά συνέλθω. ’Έγραψα καί που δέν έ'γραψα γιά νά βρω τή διεύθυνσή σου. Τό μνημονικό μου μέ είχ ε έγκαταλείψει. Ε πιτέλους σέ άνακάλυψαν άπό τό προξενείο, οπού κατέθεσα τό όνομά σου πού είδα κι επαθα νά θυμηθώ. Παντρεύτηκες Μαρία, δέ θά πίστευες φυσικά οτι ζώ ακόμη. Κ ι όμως θά πραγματοποιήσω τό όνειρο, πού άντιστάθηκε ενάντια στήν εχθρότητα τής χιονισμένης στέππας καί θά σέ ξαναδώ. Θ’ άντικρίσω ξα νά κείνα τά μάτια σου όμοια μέ βασιλεύου σες χώρες ανεξιχνίαστου πλούτου. Τό όπάλινο δέρμα πού χλώμιαζε τον ήλιο. Ξέρω πώς μεγαλούσαμε, θυμάσαι, ήμουν τρία χρόνια μ ε γαλύτερος σου, άλλά μία Μαρία, μία Μαρία 27
Αιλή Ζωγράφον
θά δώ, αλλιώς ή ζωή δέ θά μπορούσε νά τελειούσει ούτε νά ξαναρχίσει. Φτάνω στις 4 του Μάη στην ’Αθήνα. Σ τις 5, ήμέρα Π έμ πτη, θά πετάξω γιά το νησί σου, το μεσημέ ρι. Θά σέ περιμένω έκεϊ, στο μνημείο τό βενετσιάνικο πού στεκόμαστε άντίκρυ τά μεση μέρια καί κοιταζόμαστε. Μάιν Μαρία δική μου, αυτό είναι ’Ανάσταση. Φράντς.
Φράντς ; Φράντς ; Φράαντς ! Ο ί καμπάνες τής διπλανής έκκλησίας σκέπασαν τήν κραυ γή της. Ό Σ ω τή ρ γαρ ΐξ α ν ίσ τ η τον μ νή μ α τος. "Ενας τεράστιος αναίσθητος πέτρινος κό
σμος πού σκιζόταν καί τό φως χρυσό έρι χνε στά μάτια της τήν εκτυφλωτική του λάμ ψη. Τρομαγμένη έκρυψε μέ τις παλάμες τό πρόσωπό της στήν προσβολή τής άποκάλυψης. Θέ μου, είχ ε πάντα τόση ομορφιά ή μέ ρα καί ή νύχτα πού θά ’ ρχόταν; "Ανοιξε τήν 28
Π ον εδν μου τό κάλλος
ντουλάπα της κι άρχισε νά ψάχνει άνάμεσα στα φορέματά της, αύτό, οχι αύτό οΰτε κ ε ί νο, κανένα. Ντύθηκε γρήγορα κι ετρεξε στο ασανσέρ. Κοίταζε τούς διαβάτες χαμογελών τας. Νά μπορούσε νά τούς φωνάξει, ερχεται ό Φράντς. Μπήκε στην καλύτερη μπουτίκ. Χ ώ θηκε μέ τήν όρμητικότητα τής κλέφτρας στά ανοιξιάτικα φορέματα. Αύτό, σέ λευκό φόν το πάλ ροζ άκαθόριστα λουλούδια σάν σύν νεφα. Κ ι αύτό, αχ ναί, αύτό το μαβί μέ λίγο πορτοκαλί σάν τά μάτια τού Φράντς άντίκρυ στο ήλιοβασίλεμα. Μπορώ νά δοκιμάσω; ’Ό χ ι κυρία Μαρία, είναι μεγάλο νούμερο αύτό, είστε τόσο αδύ νατη έσεϊς. Νά, δείτε, είναι τό ίδιο πού φο ράει ή κοπέλα... Ή κοπέλα; Μακριά, ίσια, στίλβοντα μαλ λιά σκέπαζαν τή μισή πλάτη τού φορέματος πού χυνόταν σέ τορνευτούς γοφούς. Στον κα θρέφτη τό πρόσωπό της σταράτο, άκτινοβο29
λούσε άπό τά αστραφτερά δόντια του χαμό γελού της, στη θέα της ομορφιάς της. Τ ί ω ραίο, τ ί ωραίο, έλεγε κάθε τόσο στριφογυρί ζοντας εύλύγιστα τό άστραφτερό είδωλό της στον καθρέφτη. Κυρία Μαρία θά το δοκιμάσετε, αύτό είναι τό νούμερό σας. ’Ό χ ι, όχι τώρα, βιάζομαι, πέρασα γιά μια ματιά... έτσι κι άλλιώς κάνει κρύο και δέ θά τό φορέσου στήν ’Ανάσταση. Στο σπίτι την περίμενε ό άντρας της. Τό εισιτήριό σου γιά την Π έμπτη. Δ έ θά φύ γω ... δεν πάω πουθενά, δώστο πίσω. Οί μέρες περνούσαν γρήγορα σάν λαχανια σμένες πιέζοντάς την νά πάρει μιά άπόφαση. Καθόταν ώρες μπροστά στον καθρέφτη. Σ ή κωσε τά νύχια της νά γρατσουνίσει τά μά γουλά της, δυο εχθρούς προδότες κι ούτε μιά ρυτίδα χαμόγελου, 'Όλες είχαν τήν υπογρα φή τού χαμένου παραδείσου, τού συμβιβα3»
σμοΰ γιά το τί θά π ει ό κόσμος, τοΰ θλιβερού δυαριοΰ μέ τις μουσελινένιες κουρτίνες. Σ η κώθηκε νά τις γκρεμίσει μά τις άφησε δπως καί τά χιλιογνώριμα μάγουλά της. Νά φύγει νά πάει στην ’ Αθήνα νά κάνει πλαστική νά γίνει πάλι ή παλιά ή καλλονή πού διέλυε μέ τη λάμψη της τά σκοτάδια. Μά π ό τε; 'Ο Φράντς έφτανε σέ έξι μέρες, τέσσερις, τρεις, δύο, δύο; Θέ μου μη βραδιάσει, μην έρθει καί τούτη ή νύχτα, μή. Στάθηκε ξανά μπρο στά στον καθρέφτη κι άρχισε νά τραγουδάει μέ υγρή φωνή πασπαλισμένη δάκρυα, ώ γλυ κύ μου έαρ γλυκύτατο μου τέκνον... 'Ο άν τρας της στάθηκε ξαφνιασμένος έξω άπο τήν πόρτα μέ το κλειδί στο χέρι, ή Μαρία τρα γουδάει ; ’Ά νοιξε όταν σταμάτησε καί μπήκε. Δέν κουνήθηκε, μέ το κεφάλι πεσμένο πάνω στο κρύσταλλο τής τουαλέτας, κρυμμένο στις παλάμες της. Πρόσεξε τούς αδύνατους κυρ τωμένους ώμους της, το ξερό δέρμα τοΰ σβέρ3ΐ
Λ ιλη Ζωγράφου
κου της, τά λιγοστά μαλλιά της σαν τσου ρουφλισμένα. Μαράκι, Μαράκι, καημένο μου Μαράκι δεν σ’ έκανα εύτυχισμένο. Δεν σου ’ δωσα καμιά χαρά, οΰτε γώ, οΰτε τά παρά σημα. Δεν είχα τίποτ’ άλλο και σύ γέρασες άδιαμαρτύρητα πλάι μου. ’Ήθελες τον κόσμο στά πόδια σου καί σοϋ άξιζε μά δεν προσπά θησες. Ή φωνή της ξύλινη έσπασε τη σιω πή. Πάμε στο κ τή μ α ; Πάμε. ’Απόψε. Βρα διάτικα ; Ξέρεις πώς δεν βλέπω καλά τό βρά δυ. Φεύγομε τό πρωί. Τό πρωί δέν πάω που θενά. "Οπως θές, πάντως νύχτα δέν οδηγώ. Δέν θέλω νά ’ μαι δώ αύριο, δέν θέλω. Τό πρωί έκλεισε τις κουρτίνες. Δ έ βάφτη κε όπως συνήθιζε μέ τις ώρες. Ούτε στο κομ μωτήριο δέν είχ ε πάει. Πασπάτευε τά ξερά, κατσιασμένα άπό τις βαφές μαλλιά της. ’ Αχάριστε, άχάριστη καρδιά δέν σου ’ φτασαν τόσα χρόνια πού σέ περίμενα. Μόνος διά λεξες την ώρα ν ά ’ ρθεις. Τώρα. Τώρα πού 32
είναι, δλα πίσω καί τίποτα μπροστά μου! Χωρίς μέτρο σ' άγάπησα καί χωρίς έλεος για τούς άλλους, "(ύλη μέ πήρες, ολη, δεν ά φησες τίποτα στην Ελλάδα. Μέ ρήμαξαν οί στέππες, μέ γέρασε ή παγο^νιά κι ό τρόμος. Ά λλα εσύ βέβαια δέν πέθανες στη Σιβηρία. Έ γώ πέθαινα πόσους; τριάντα χρόνους! κι οί μέρες τριακόσιες εξήντα πέντε κι οί νύ χτες διπλάσιες κι οί ώρες είκοσι τέσσερις κά θε μέρα, κάθε μέρα, έζησα μια αιωνιότητα να θρηνώ τήν ομορφιά σου πού χάθηκε καί τώ ρα τί, τ ί ήρθες αχάριστε, αχάριστη καρδιά! Δέν ξαναβγήκε έξω, δέν τήν ξανάδε κανείς μόνο ό παρασημοφορημένος. Φοβότανε. ΙΊοΰ ξανακούστηκε ; Νικήσαμε το χρόνο το φονιά ; Φοβότανε πέος όπως καί κείνη θά ’ στεκε κι αύτος τούρα περιμένοντας στο βενετσιάνικο μνημείο στοιχειωμένος γιά νά ξοφλήσει τή βάρδια τής άναμονής της. "Οταν πέθανε ό παρασημοφορημένος, στά35
Λιλϊί Ζωγράφον
θηκε πάνω άπό τό φέρετρό του άδάκρυτη, ό πως συνήθιζε άπό πάντα, για νά μην κάνει ρυτίδες, κοιτώντας τον ξαφνιασμένη. Δεν τον ε ίχ ε δ ει ποτέ. Α χάριστε, φώναξε, άχάριστε, μ’ άφησες ολομόναχη. ’Αλλά εσύ, ποιόν είχες *
t .
εσ υ;
36
ΤΟ
ΒΙΒΛΙΟ
ΤΗΣ
Λ ΙΛ Η Σ
ΖΩΓΡΑΦΟΥ
«Π Ο Υ
Ε Δ Υ ΜΟ Υ ΤΟ Κ Α Λ Λ Ο Σ » Σ Τ Ο Ι Χ Ε Ι Ο Θ Ε Τ Η Θ Η Κ Κ ΜΕ Α Π Λ Α ΤΩ Ν ΙΙΟ ΓΡΛ Φ ΕΙΟ
12' Κ Α Ι Τ Υ Π Ω Θ Η Κ Ε
ΤΩΝ Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ω Ν
ΒΛΙΟ ΔΕΤΗ Θ Η Κ Ε «Γ.
ΣΤΙΣ
Α Ρ ΓΥ Ρ Ο Ι!Ο Υ Λ Ο Σ
ΤΗΝ
ΠΡΩΤΗ
ΕΝΝΕΝΗΝΤΑ ΕΚ ΔΟ ΣΕΙΣ, ΘΜΗΜΕΝΑ
ΓΡΑ Φ ΙΚ ΕΣ
ΤΕΧΝΕΣ
ΧΙΛΙΑ ΕΝ Ν ΕΑ Κ Ο ΣΙΛ
ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ
ΣΕ
ΔΥΟ
ΜΙΑ Σ Υ Λ Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η Σ Ε Χ Ι Λ Ι Α Λ Ρ Ι Α ΝΤΙΤΥΠ Α
ΑΠΟ
1
ΚΑΙ Π Ε Ν Η Ν Τ Α Α Ν Τ ΙΤΥ Π Α Σ Ε SMAN S C R IP T
ΕΩΣ
1000
ΧΑΡΤΙ STATE
105 Γ Ρ Α Μ , Ε Κ Τ Ο Σ Ε Μ Π Ο Ρ Ι Ο Υ ,
ΑΡΙΘΜ Η Μ ΕΝΑ Ρ ΕΙΣ
ΤΥ
Ε .Π .Ε .» Κ Υ Κ Λ Ο Φ Ο ΡΗ ΣΕ
ΙΟΥΝΙΟ Υ ΔΥΟ
ΣΤΟ
«ΔΙΛ ΤΤ Ω Ν » ΒΙ
ΑΠΟ
ΧΙΛ ΙΑ ΔΕΣ
Α' Ε Ω Σ
Α Ν ΤΙΤΥ Π Α
Ν' Κ Α Ι ΣΕ
ΤΕΣΣΕ
ΦΩΤΟΛΙΘΟ
ΓΡΑ Φ ΙΚ Η Α Ν Α Π Α ΡΑ ΓΩ ΓΗ ΠΟΥ ΤΥΠΩΘΗΚΑΝ ΣΤΙΣ
ΓΡΑ Φ ΙΚ ΕΣ
ΤΕΧΝΕΣ
Γ.
ΑΡΓΥΡΟΠΟΥ
Λ Ο Σ Ε .Π .Ε . Τ Ο Υ Σ Ε Π ΙΚ Ο Λ Λ Η Τ Ο Υ Σ Π ΙΝ Α Κ ΕΣ ΚΑΙ
ΤΟΝ
ΠΙΝΑΚΑ
ΤΟΥ
ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ
ΓΙΑ Ν Ν Η ΤΖΕΡΜ ΙΑ Φ Ω ΤΟ ΓΡΑ Φ Η ΣΕ
ΤΟΥ
Ο ΤΑΣΟΣ
Α Μ Π Α Τ Ζ Η Σ ΚΑΙ Τ Υ Π Ω Σ Ε Ο Π Α Ν Ο Σ ΔΑ ΒΙΑ Σ. ΤΗΝ ΕΚΔΟ ΣΗ ΡΙΑΖΑΚΟ Υ
ΕΠ ΙΜ ΕΛ Η Θ Η Κ Ε
ΓΙΑ
Η
Λ Ο ΓΑ ΡΙΑ ΣΜ Ο
ΣΕΩΝ «ΓΑ Β Ρ ΙΗ Λ ΙΔ Η Σ»
αριθμός αντιτύπου
ΒΑΣΩ ΤΩΝ
ΚΥ
ΕΚΔΟ