ΒΑΣΔΕΚΗΣ Ν. ΣΤΑ ΥΡΟΣ
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣΕΛΛΗΝΙΚΗΣΓΛΩΣΣΑΣ
ΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ Γ ΛΩΣΣΑΣ ΚΑΤΑΤΑΓΜΕΝΟ ΣΕ
20 ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ
ΕΡΓΟ ΑΠΑΛΛΑΙΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΟ-ΣΑΝΣΚΡΙΊΊΚΗ ΚΑΙ ΦΟΙΝΙΚΙΚΗ ΑΝΩΜΑΛΙΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «βλ σελ
2»
2
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΧΡΗΣΗ Σειρά ενεργειών:
1. επεξεργασία 2. εύρεση (γράφουμε την λέξη που μας ενδιαφέρει) 3. λεπτομέρειες 4. τσεκάρουμε το τετραγωνάκι «μόνον ολόκληρες λέξεις» 5. εύρεση επομένου, μέχρι να βρούμε την λέξη γραμμένη με παχιά γράμματα 6. βλ. οδηγίες χρήσεις (σελ 5)
ΕΝΤΥΠΗ ΧΡΗΣΗ Η έντυπη χρήση απαιτεί ευρετήριο. * Το λεξικό διαθέτει ευρετήριο διότι όλες οι λέξεις του φέρουν σήμανση. Αφού θέσουμε μιά κενή
σελίδα στο τέλος του λεξικού
(ctrl + Enter),
ακολουθούμε την εξής σειρά ενεργειών:
1.
εισαγωγή
2. 3.
ευρετήρια και πίνακες
4.
ΟΚ
5.
βλ. οδηγίες χρήσεις (σελ
στήλες (βάζουμε
4, για να μη τυπωθεί σε πολλές σελίδες) 5)
Βασδέκης Ν. Σταύρος Μαυροκορδάτου
31 62100 Σέρρες τηλ 23210 - 52462
[email protected]
*
Τον
τρόπο παραγωγής του ευρετηρίου δίδαξε στον συγγραφέα ο Δημήτριος Μπιτζιώνης (Μηχανολόγος
Μηχανικός).
3 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
6.
-
ΟΔΗΓΙΕΣ ΧΡΗΣΗΣ
Η συγγραφή του ετυμολογικού αυτού λεξικού βασίστηκε σ' ένα κυρίως δόγμα. Το δόγμα αυτό υποστηρίζει ότι η ελληνική γλώσσα δεν δόθηκε στους ανθρώπους της από κάποιον θεό ή άνθρωπο ή μέγα νομοθέτη ή εξωγήινο, αλλά είναι γέννημα θρέμμα των
ανθρώπων που
έζησαν
στον
συγκεκριμένο
τόπο,
οι οποίοι
επί εκατομμύρια χρόνια την
διαμόρφωσαν, ζυμώνοντας και πλάθοντας τους φθόγγους, τους οποίους εκφωνούσαν οι ίδιοι λόγω αισθημάτων
ή
συναισθημάτων τους, με τους ήχους που άκουγαν από τα στοιχεία της φύσης, τα ζώα και τα εργαλεία τους. Είναι δε ολοφάνερο ότι κάποτε, πριν τον Όμηρο, κάποιες γενιές Ελλήνων, με τάξη, λογική και καλλιτεχνική έφεση, διαμόρφωσαν το λογοτεχνικό αυτό εργαλείο που λέγεται ελληνική γλώσσα. Και ενώ οι γραμματικοί, φιλόλογοι και ερευνητές τακτοποίησαν αρκούντως τα δομικά της θέματα, στα ζητήματα της ετυμολογίας δεν πέτυχαν ανάλογες επιδόσεις. Αντιθέτως κατάφεραν να τα περιπλέξουν και να τα συσκοτίσουν σε αξιοπερίεργο βαθμό. Το θέμα ξεκίνησε να το ανασκάπτει πρώτος ο Πλάτων στον διάλογό του «Κρατύλος» ή «Περί ονομάτων ορθότητος λογικός». Οι ανερμάτιστες και αβάσιμες απόψεις οι οποίες διατυπώνονται εκεί, όπως του Ερμογένη ότι «όποιο όνομα δώσει κανείς σε κάποιο πρόσωπο
ή
πράγμα είναι το ορθό», ή του Κρατύλου ότι «κάποια ανώτερη δύναμη έδωσε στα
πράγματα τα ονόματα», στιγμάτισαν ανεξίτηλα την επιστήμη της ετυμολογίας. Ο Ελβετός γλωσσολόγος
Saussure,
ο οποίος θεωρείται θεμελιωτής(;) της σύγχρονης γλωσσολογίας, αναμασώντας την
άποψη του Ερμογένη, υποστηρίζει ότι «η σχέση μεταξύ του ονόματος και του πράγματος (σημαίνοντος και σημαινομένου) είναι αυθαίρετη». Τέλος η ιστορία αυτή έγινε «μαλλιά κουβάρια» με την είσοδο στο προσκήνιο της εντελώς αβάσιμης, αστήρικτης και μετέωρης θεωρίας περί Ινδοευρωπαϊκής γλώσσας, όταν ουδείς γνωρίζει το παραμικρό περί ινδοευρωπαϊκής φυλής ανάλογου λαού. Το πυροτέχνημα αυτό, εκτόξευσε ο Άγγλος δικαστής και ανατολιστής Ουίλλιαμ Τζωνς το
ή
1784.
Ο Η. Λ. Τσατσόμοιρος στην εισαγωγή του βιβλίου του «Ιστορία γενέσεως της ελληνικής γλώσσας», εκδ. «Δαυλός», νομίζουμε ότι ξεκαθάρισε αρκετά το θολό αυτό τοπίο. Το ανά χείρας λεξικό ομαδοποιεί ολόκληρη την ελληνική γλώσσα σε
15
περίπου αρχικές ρίζες, οι οποίες προέρχονται
είτε από ανθρώπινα φωνήματα ή κραυγές, είτε από ήχους των εργαλείων του
ή ήχους των στοιχείων της φύσης.
Κυρίως η γλώσσα ξεκινά την πορεία της από το νεογέννητο βρέφος. Γεγονός το οποίο ευτυχώς μπορεί να παρατηρήσει κανείς οπουδήποτε και οποτεδήποτε. Είναι δε άξιον απορίας πώς η επιστήμη της γλωσσολογίας παρέλειψε να μελετήσει, με την δέουσα προσοχή, το σημαντικότατο αυτό δρώμενο, που συμβαίνει συνεχώς γύρω μας. Μόλις το βρέφος εξέλθει από τον κόλπο της μητέρας του ξεφωνίζει ένα ατελείωτο αααα ... , το οποίο εκφέρει χωρίς καμμιά προσπάθεια. Εάν εξαναγκαζόμασταν να αναγνωρίσουμε μόνο μία ρίζα της οποιασδήποτε γλώσσας, αυτή θα ήταν η ρίζα α-ο Στην ελληνική γλώσσα το α εκφράζει ποικίλα αισθήματα και συναισθήματα όπως,
θαυμασμό, έκπληξη, χαρά, θλίψη,
απελπισία, απογοήτευση, υποψία, επιβράβευση, τέλος αναμονής κ.ά., με διαφορετική προσωδία σε κάθε περίπτωση. Για τον λόγο αυτόν γράφεται ψιλούμενο ή δασυνόμενο ή περισπώμενο. Αφομοιώνει όλα τα άλλα φωνήεντα, μετατρέπει σε α τα φωνήεντα των
προηγούμενων
και επόμενων
συλλαβών,
είναι προθεματικό,
ευφωνικό,
επιτατικό,
αθροιστικό,
μεγεθυντικό και στερητικό. Μετέχει στις περισσότερες πρωταρχικές ρίζες βα-, δα-, μα-, πα-, τα-, φα-, χα-. Η ελληνική γλώσσα το ονόμασε άλφα εκ των άρ-ω, αρ-αρ-ίσκω, αρ-χίζω (τον λόγο), συν την ρίζα φα- (βλ. φημί, φαίνω) η οποία δηλώνει τα του λόγου. Ήταν δηλαδή άρ-φα και για το ευφωνικώτερόν του, έγινε άλφα (ρ>λ). Το αμέσως επόμενο φώνημα του μικρού παιδιού είναι η συλλαβή μα. Δεν έχει κανείς παρά προφέροντας ένα μακρό ααα. .. να ανοιγοκλείσει τα χείλη του, για να ακούσει το
μα
ή
κρατώντας
τα κλειστά, να ακούσει το
μ. Το πρώτο
φωνητικό παιχνίδι του παιδιού με τα χείλη του. Από το μαμαμα .... , λοιπόν του βρέφους, ονομάσθηκε έτσι η μητέρα του. Ο άνθρωπος που το γέννησε και το θρέφει, γι' αυτό γράφεται η λέξη μαμμά με δύο
μ. Αυτή βρίσκεται μαζί του τον
περισσότερο χρόνο. Και επειδή η ίδια το ταιζει, εξ αυτού προέκυψαν χίλιες δυο λέξεις που σχετίζονται με την τροφή (μαμ), όπως, μα-ζός, μα-στός, μα-σάομαι, μά-γειρος, α-μά-ω, μά-ω, μαι-μά-ομαι. Κατόπιν αφού κορεσθεί,
μα-ίεται (=εξετάζει)
τα πάντα γύρω του, διότι έχει έμφυτη την τάση να μα-νθάνει. Μετά τα αα ... και
μα, το βρέφος προφέρει το παπαπα .... Είναι η προφορά του α αρχομένη με κλειστά τα χείλη και
mεσμένο τον αέρα εντός των πνευμόνων και της στοματικής κοιλότητας. Από το παπαπα ... , λοιπόν προέκυψε το πάππας, γι' αυτό γράφεται με δύο Π. Για τους λόγους αυτούς στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου παρομοίως, ονομάζονται οι γονείς του παιδιού. Πα όμως ακούγεται και όταν κτυπάμε κάτι, βλ. πα-ίω, πή-ω (α>η), πά-ταγος, πέ-τομαι (α>ε). Η επόμενη συλλαβή που εκφωνεί το παιδί, μετά τις μα και πα, είναι συνήθως η νταντα ... , στην οποία συμμετέχει για πρώτη φορά η γλώσσα και καθόλου τα χείλη. Το νήπιο συνεχώς φωνασκεί, ατακτεί και κάνει ζημιές. Τότε η μάμμα το κτυπά ελαφρώς, συνήθως στην παλάμη, λέγοντάς του ντά-ντά. «Τι σου έκανε η μαμά; », «νταντά» απαντά το μωρό. Με τον τρόπο αυτόν λαμβάνει το παιδί (παιδεύω) τα πρώτα διδάγματα (νταντάγματα). Μάλλον για τον λόγο αυτόν έχουμε αναδιπλασιασμό, στον ενικό, του ρήματος διδάσκω (βλ. δά-ω). Η ρίζα
τα- (ν-τα) και εκ του ήχου του τύ-πτειν (α>υ)
προκύπτει (βλ. πα-τά-σσω, τύπτω, ου-τά-ω) και παράγει εκατοντάδες λέξεις. Οι αμέσως επόμενες συλλαβές, όπως η κα (ως και εκ του βηχός αναγκαστικώς εκφερόμενη δια του ουρανίσκου) και η λα (αποτέλεσμα κυρίως της χρήσης της γλώσσας) παράγουν χιλιάδες λέξεις, βλ. κακκάζω, κα-λέω, α-κο-ή (α>ο), α-χά (Κ>χ), κα-ρτύνω, κα-ί, κά-ω, λά-λη, λά-σκω, λέ-γω (α>ε). Ήδη, χωρίς μεγάλη δόση υπερβολής, έχουμε καταπιαστεί σχεδόν με το ήμισυ των λέξεων της ελληνικής γλώσσας, τις προερχόμενες από τις ρίζες
α-, μα-, πα-, τα-, κα- και λα-ο Όλες
οι βασικές αυτές ρίζες, προφέρονται φυσικώς από τα
νήπια, σχεδόν δίχως καμμιά σοβαρή ακουστική διδασκαλεία. Δεν είναι δυνατόν επομένως να αντέξουν στην κριτική
4 απόψεις περί αυθαίρετης σχέσης μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου ή περί ανώτερης δύναμης, η οποία έδωσε την γλώσσα στους ανθρώπους, όταν οι απόψεις αυτές εξανεμίζονται και μόνον από την συμπεριφορά του οποιουδήποτε νηπίου. Κι ας μη ξεχνάμε ποτέ ότι το ανθρώπινο γένος έζησε για εκατομμύρια χρόνια σε νοητικώς νηπιακή κατάσταση. Ο αποπροσανατολισμός της επιστήμης της γλωσσολογίας φέρει όνομα: λέγεται φοινικο-ινδο-ευρωπαϊκο-σανσκριτικός. Τουλάχιστον όσο αφορά στα ζητήματα της ελληνικής γλώσσας. Ας εξετάσουμε μια περίπτωση: Στο λεξικό σανσκριτικό
lopacas,
Liddell & Scott
στη λέξη αλώπηξ διαβάζουμε: «ο
Pott
παραβάλλει το
ο εσθίων θνησιμαία. Ο Κούρτιος νομίζει ότι η ομοιότης είναι τυχαία και ταυτίζει το αλώπηξ (του
α
λαμβανομένου ως προθεματικού ευφωνικού) με τα λιθουανικά
lape, lapucus (vulpes). Η λατινική λέξις vulpus δυνατόν να είναι επίσης η αυτή με τας ανωτέρω λέξεις, αν είναι δυνατόν να έχη απολεσθή το u εν τε τη ελληνική και λιθουανική». Κατ' αρχάς, η αλεπού δεν είναι πτωματοφάγος αλλά αρπακτικό που τρέφεται κυρίως με αρουραίους, λαγούς, κ.ά .. Και αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν αυτά τα « ιερά τέρατω> της ετυμολογίας, να μη πρόσεξαν και να μη διερεύνησαν την περίπτωση το
α να είναι προθεματικό και το υπόλοιπο η λέξη λώπη
(=
ιμάτιο), αφού και αλωπός λέγεται η αλεπού.
Όποιος έχει παρατηρήσει αλεπού χειμώνα καιρό με την εντυπωσιακή γούνα της (οπότε το α είναι εmτατικό) και κατόπιν το καλοκαίρι όταν αποβάλλει το τρίχωμά της και φαίνεται σαν γυμνή, δηλαδή δίχως την λώπη της (οπότε το
α
είναι
στερητικό), αμέσως θα αντιληφθεί τον λόγο για τον οποίο ονομάστηκε αλώπηξ ή αλωπός το ζώο αυτό. Ο φοινικιστής
ετυμολόγος, σπεύδει να αποδώσει αμέσως την λέξη αραβόσιτος,
στα Άραβ-ας, αραβ-ικός και σίτος.
Όμως η αλήθεια βρίσκεται αλλού. Η λέξη προέρχεται από τα αράδα και σίτος, δηλαδή αραδόσιτος διότι ο σίτος σπέρνεται χύδην, ενώ ο αραβόσιτος, κατά αράδες. Εισήχθη δε από την Αμερική το
>
αραβόσιτος (δ>β),
1500.
Η επιστήμη της γλωσσολογίας και της ετυμολογίας, δεν είναι αρμοδιότητα των ανθρώπων της απομόνωσης του γραφείου. Απαιτεί βασικές γνώσεις όλων των επιστημών, καλή γνώση της φύσης και μακρόχρονη διαβίωση μέσα σ' αυτή. Ό,τι έχει γίνει, όσον αφορά στην επιστήμη της ετυμολογίας, βασίστηκε και εξακολουθεί να βασίζεται στα πορίσματα των ανθρώπων αυτού του είδους. Για τους ανθρώπους αυτούς, εάν μία λέξη δεν θυμίζει κάτι από την σανσκριτική ή την φοινικική, αποτελεί μυστήριο. Το αντίθετο ούτε καν ως ενδεχόμενο δεν το συζητούν. Για την πλήρη άρση κάθε αμφιβολίας σε ό,τι αφορά στην ύποπτη δεοντολογία των φοινικιστών, θα καταδείξουμε ένα ακόμη κραυγαλέο παράδειγμα από το προαναφερθέν λεξικό, για την λέξη χιών. Γράφονται λοιπόν τα εξής
«
Εκ της ρίζας χι-, ήτις ουδεμία σχέσιν έχει προς την χυ-, χεF-, χέω». Προσέξτε πόσο
κατηγορηματικοί είναι σε κάτι, για το οποίο ισχύει το ακριβώς αντίθετο, όπως θα φανεί αμέσως. Χέω σημαίνει ρίπτομαι, επισωρεύομαι, υγροποιούμαι, τήκομαι, διαλύομαι. Ακριβώς όλη η ιστορία του χιονιού, μέσα σε μια μόνο λέξη. Σε μια δηλαδή ξεκάθαρη, ολοφάνερη και κραυγάζουσα καταγωγή, εγείρεται η πιο κατηγορηματική άρνηση. Το ε σε χιλιάδες περιπτώσεις μετατρέπεται σε ι (βέομαι
- θιός, Κλέων - Κλίων, ρέων Him, hi- mas (nix, jrigirous), hemantas (χειμών) , Him-alaya (τα Ιμαλάϊα = οίκος χιονιού), Himavat (το πεπροικισμένο διά χιόνος), το όρος Imaus, Emodus. Λατιν. Hiems, hi- ber- nus. Ζενδ. Zim-a (hiems). Σλαυ. Zi-ma. Λιθ. ze-ma (hiems) ... κ.λπ. ». Προσέξτε και το κ.λπ .. Δηλαδή εάν -
-
βίος, έωντι
-
ίωντι, φωνέοι
-
φωνίοι, θεός
ρίων). Και συνεχίζουν την ύποπτη πιά και αμαρτωλή ιστορία τους «Σανσκρ.
δεν αρκούν όλα αυτά, για να καταπεισθείτε ότι η λέξη δεν προέρχεται εκ του χέω, έχουμε κι άλλα στοιχεία προς τούτο. Θα παρατηρήσατε δε ότι ήδη έχουν εισέλθει στο παιχνίδι και τα λατινικά, τα Ζεν δικά, τα Σλαυϊκά και τα Λιθουανικά. Επίσης ύποπτο φαίνεται το γεγονός, να δηλώνεται
ως άγνωστη η ρίζα
σε περιπτώσεις που αυτή η ίδια, δεν δείχνει
καμμιά πρόθεση να αποκρυφτεί. Παράδειγμα: η λέξη άνθραξ, η οποία παράγεται ξεκάθαρα από τα ανά (μέλλ. άξ-ω), δηλαδή «αναθεραξ»
>
+ θέρ-ω + άγω
άνθραξ (με αποβολή των α και ε), διότι άγει ξανά την θερμότητα, αφού και πριν
θερμάνθηκε για να προκύψει από το ξύλο. Το καθεστώς το οποίο περιγράψαμε μέχρι στιγμής δυστυχώς παγιώθηκε στη χώρα της Ελλάδος. Θα αναφέρουμε προς τούτο, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα νεοελληνικής αλλοφροσύνης και καταλυτικής αλλοτριώσεως. Ετυμολόγος με το ψευδώνυμο Απελάτης, σε τηλεοπτικό δίαυλο της Θεσσαλονίκης, υπενθύμιζε, για μία ακόμη φορά, ότι το γράμμα άλφα προέρχεται από το φοινικικό άλεφ, που σημαίνει βόδι, διότι δεν υπάρχει ρίζα αλφ- στην ελληνική. Του τηλεφώνησα, επισημαίνοντάς του, ότι εκτός των αλφηστής, άλφιτον, αλφός, κ.λπ., υπάρχει και το αλφάνω, που σημαίνει ευρίσκω, κομίζω, κτώμαι, φέρω, όπως και το αλφάζω που σημαίνει νοώ, επινοώ. Πριν δε τελειώσω καν την τελευταία λέξη, μου απάντησε ότι «αυτά είναι μεταγενέστερα». Η αλήθεια είναι ότι, όταν του τόνισα ότι στον Όμηρο υπάρχει το αλφάνω, ο άνθρωπος μου υποσχέθηκε πως θα ασχοληθεί με το ζήτημα και θα μου απαντήσει σ' επομένη εκπομπή. Επί τούτου παρακολούθησα τις επόμενες εκπομπές του, αλλά ουδείς λόγος έγινε περί του ζητήματος αυτού. Σύμπασα η πανεπιστημιακή
κοινότητα στην χώρα της Ελλάδος, είναι μολυσμένη από την φοινικοσανσκριτική
ανωμαλία. Η κατάσταση δε αυτή λυπεί βαθιά κι αφόρητα τους Ελληνιστές ανά τον κόσμο. Ας υπενθυμίσουμε εδώ την τετράκις υποβληθείσα πρόταση των Βάσκων Ευρωβουλευτών προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, για την καθιέρωση της ελληνικής γλώσσας ως βασικής στην Ε.Ε., με την καλλιτεχνική διατύπωση
ότι
«όταν μιλάμε για Ε.Ε. άνευ της ελληνικής γλώσσας, είναι σαν να μιλάμε για χρώματα σε τυφλούς». Εξήγησαν βεβαίως πριν, ότι η πρότασή τους πήγασε από την γνώση, πως όλες οι ευρωπαϊκές γλώσσες έχουν μητέρα, την ελληνική. Σήμερα που τα ελληνόπουλα μαθαίνουν περισσότερο την αγγλική απ' ότι την ελληνική, ο αναλφαβητισμός πλανάται απ' άκρου εις άκρον της χώρας. Παρ' όλα αυτά νομίζουμε ότι η ελληνική γλώσσα δεν διατρέχει σοβαρό κίνδυνο, διότι κατέστη υπόθεση της παγκόσμιας κοινότητας των ανθρώπων. Ο Όμηρος είναι αθάνατος, επομένως και η γλώσσα του. Οι βάσεις δεδομένων του παρόντος έργου είναι: α) ΛΕΞΙΚΟΝΟΜΗΡΙΚΟΝ, ΕΚ Κοφινιώτη. β) ΜΕΓ Α ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ Γ ΛΩΣΣΗΣ
Liddell & Scott.
γ) ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ« ΠΥΡΣΟΣ».
5 Η μέθοδος εργασίας βασίστηκε περισσότερο στην έννοια και την σημασία της κάθε λέξης και λιγότερο στα γράμματά της, επειδή είναι κατάδηλη εκ των πραγμάτων η μεταβολή τού κάθε γράμματος σε άλλα (βλ. άλφα, βήτα, κ.λπ), όπως κατά συνέπεια και η προέλευσή του από άλλα. Η χρήση ή μη μιας λέξης από τον Όμηρο, ελήφθη σοβαρά υπ' όψιν όσο τίποτε άλλο. Η προσπάθεια κατανόησης των συνθηκών και των τρόπων διαβίωσης των πρωτόγονων ανθρώπων, όπως και των αντιδράσεών τους απέναντι στις αντιξοότητες του καθημερινού βίου, η μελέτη της σχέσης μεταξύ ανθρώπων και θηρίων, το κυνήγι, η κτηνοτροφία και ο πόλεμος, αποτελούν βασικούς άξονες
στον αγώνα ανακάλυψης των ριζών της κάθε
γλώσσας. Ο ετυμολόγος πρέπει να καταβάλλει μεγάλο κόπο, για να μεταφέρει το λειασμένο βότσαλο (λέξη) της παραλίας μέσω του χειμάρρου, ο οποίος το μετέφερε επί πάμπολλα χρόνια από τον βράχο της κορυφής του βουνού ως θραύσμα, για να το παρατηρήσει όχι μόνον όπως κατ' αρχάς προέκυψε, πολυοξυγώνιο και ακανθωτό, αλλά και πώς μεταμορφώνονταν σε κάθε φάση της μεταφοράς του. Μέχρι τώρα από το δένδρο της γλώσσας διαθέταμε τα κλαδιά, τον κορμό και τα μικρά ριζίδιά του. Μας έλειπαν οι βασικές ρίζες, οι οποίες ξεκινούν από την βάση του κορμού και καταλήγουν στα ριζίδια. Το ανά χείρας λεξικό υπόσχεται ότι ανακάλυψε τις ρίζες αυτές (αγ-, αχ, βα-, δα-, ε-, Ι-, κα-, λα-, μα-, πα-, τα-, φα-, χα-), παρ' όλες τις ατέλειες, τα λάθη και τις παραλήψεις τις οποίες περιέχει. Ελπίζουμε να βρεθούν ερευνητές οι οποίοι θα δώσουν επιστημονικώτερες εξηγήσεις για τις βασικές ρίζες και θα υποδείξουν τα υφιστάμενα λάθη του λεξικού αυτού, αφού θα έχουν αρκετά πλέον στοιχεία και ερεθίσματα. Το λεξικό αυτό μπορεί να διαβαστεί και σαν μυθιστόρημα δίχως να κουράζει τον αναγνώστη, επειδή η κάθε ρίζα αποτελεί ένα σχεδόν αυτόνομο κεφάλαιο με έκταση περίπου το
5
με
6 % του
συνολικού έργου.
ΟΔΗΓΙΕΣ ΧΡΗΣΗΣ
Βρίσκουμε την λέξη που μας ενδιαφέρει στο ευρετήριο το οποίο υπάρχει στο τέλος του λεξικού (βλ. σελ.
2).
Δίπλα
αναγράφεται η σελίδα στην οποία υπάρχει η λέξη. Η συγκεκριμένη λέξη ανήκει σε μια ομάδα, με επικεφαλής την λέξη από την οποία κατάγονται όλες οι λέξεις της ομάδος αυτής. Δίπλα στην επί κεφαλής λέξη, υπάρχει αγκύλη μέσα στην οποία αναφέρεται η λέξη από την οποία κατάγεται η επικεφαλής λέξη όπως και ο τρόπος με τον οποίο παράγεται. Το επόμενο βήμα είναι να επισκεφθούμε την λέξη από την οποία κατάγεται η επί κεφαλής, και ούτω καθ' εξής, μέχρι να καταλήξουμε στην αρχική ρίζα. Τα βήματα αυτά μπορεί να είναι από ένα μέχρι οκτώ περίπου. π.χ. εάν ξεκινήσουμε από την λέξη πύλη, θα ακολουθήσουμε την εξής διαδρομή: πύλη> πόρος> περάω
> ελάω > ιάλλω > ιά > είμι > ίημι > ρίζα Ι-ο
Όταν μια λέξη είναι σύνθετη, το δεύτερο συνθετικό αναγράφεται εντός παρένθεσης, Π. Χ. εισακτέος (ακτός), εκτός και αν είναι εντελώς ευδιάκριτο, Π.χ. αγωνάρχης, διότι φαίνεται σαφώς το άρχω. Δεν αναγράφονται στο λεξικό αυτό λέξεις σύνθετες, που έχουν πρώτο συνθετικό μια από τις προθέσεις [εις, εν (εμ-, προ των β, μ, π, φ και ψ,
εγ-, προ των γ, κ, ξ και Χ,
ελ-, προ του λ και ενίοτε ερ-, προ του ρ), εκ (εξ, προ φωνήεντος), προ,
προς, συν, ανά, διά, κατά, μετά, παρά, αντί, αμφί, επί (εφ, προ δασυνόμενης λέξης), περί, από (αφ-, προ δασυνόμενης λέξης), υπό (υφ-, προ δασυνόμενης λέξης), υπέρ], Π.χ., εξάγω = εξ +άγω, διαφέρω = διά
+ φέρω.
Δεν αναγράφονται λέξεις που έχουν πρώτο συνθετικό το αρνητικό ή στερητικό α, είτε τα αρνητικά αν- και ανα- (αν-, προ λέξης που αρχίζει από φωνήεν και ανα- από σύμφωνο) όταν είναι ολοφάνερα Π.χ., άτολμος (ά-τολμος), ανάγωγος (αν
+ αγωγή),
ανατρέπω (αν α-
+ τρέπω).
Δεν αναγράφονται λέξεις που έχουν πρώτο συνθετικό το επίρρημα ευ = καλώς, Π.χ. ευ άγγελο ς (ευ-
+
άγγελος).
Δεν αναγράφεται, εντός παρενθέσεως, το δεύτερο συνθετικό όταν είναι η λέξη είδος, Π. Χ. κοτυλοειδής, κοτυλώδης. ΚΑΤ ΑΛΟΓΟΣ ΣΥΝΤΕΤΜΗΜΕΝΩΝ ΛΕΞΕΩΝ Αιολ.
Αιολικός
Δωρ.
Δωρικός
μελλ.
αόρ.
αόριστος
ενικ.
ενικός
μεταγ.
αναδιπ. αναδιπλασιασμός
επίθ.
επίθετο
μεταφ.
μεταφορικώς
αντίθ.
αντίθετο
επικ.
επικός τύπος
περισπ.
περισπώμενο
αντων.
αντωνυμία
επιρρ.
αρν.
αρνητικό
απαρ.
απαρέμφατο
βλ.
βλέπε
Βοιωτ. Βοιωτικός γεν.
γενική
δασ.
δασεία
μέλλοντας μεταγενέστερα
επίρρημα
πληθ.
πληθυντικός
ευκ.
ευκτική
πρκμ.
παρακείμενος
Ησύχ.
Ησύχιος
προσωπ.
Ιων.
Ιωνικός
προστ.
προστακτική
κτηΤ.
κτητικός
στερ.
στερητικός
Λακ.
Λακωνικός
συγκρ.
συγκριτικός
Μακ.
MαKεδOVΙKός
συνηρ.
συνηρημένος
υπΟΚΟρ.
υποκοριστι
προσωπικός
6
ΕΤΥΜΟΛΟΠΚΟ ΛΕΞΙΚΟ
ηγεμών
Ρίζα αγάγω [Η απαρχή της ρίζας είναι η δυνατή εκφορά του αα ... , με την οποία ο βοσκός οδηγεί το κοπάδι
ή
του αλλάζει την
κατεύθυνση της πορείας του. Φυmολογικά δε εκφέρει το
αντί άλλου φωνήεντος, διότι αυτό απαιτεί ολιγότερο κόπο, ολημερίς (βλ.
αύω το
=
βοώ).
γ
Ώστε
προς
μάλλον ήταν
άρση
της
άω
και
χασμωδίας.
Η
εντυπωmακή ποικιλία των σημαmών του άγω, μόνο από την πολυπλοκότητα της αγωγής και της διατήρησης κοπαδιού μπορεί να εξηγηθεί. Επίσης επί πολεμικής
ή
κυνηγετικής
επιχειρήσεως, ο αρχηγός με την δυνατή εκφορά του αα .. , έδινε τα
συνθήματα
προς
επίθεση,
διότι
μακρύτερα
αλλά και
εντονότερα μεταφέρεται ο ήχος του
α (βλ. α-λα-λά-ζω)]
οδηγώ
το
(επί
εμψύχων,
επί
αψύχων
φέρω),
-
μεταφέρω,
προσάγω, αποκομίζω, ανατρέφω, παιδεύω, ενθυμούμαι, τηρώ, φυλάγω, ηγούμαι, νομίζω, λογίζομαι, ζυγίζω, διέρχομαι (τον χρόνο).
άγομαι [άγω], αγέομαι, άγημα, αγή, άγη, αγός, Αγησίλαος
[άγω],
αγωνιεύω,
αγωνάριον,
αγωνίζομαι,
αγωνία,
αγωνιάτης,
αγωνιάζω,
αγωνιάω,
αγώνιος,
αγώνισμα,
αγωνισμός, αγωνιστής, Αγωναλείς (άλλο μαι μέλλ. αλ-ούμαι), αγωνάρχης
(άρχω),
αγωνιστήριος,
αγωνιστικός,
αγωνο-,
άγωνος (Αιολ. αντί του αγών). αγωγή [ήγαγον και άγαγον, αόρ. β' του άγω, α>ω], αγωγικά, αγωγαίος, αγωγείον, αγωγεύς, αγώγιμος, αγώγιον, αγωγός, αγώγι, αγώι, αγωγιάτης, αγωγιμότης.
αγγειοπάθεια,
αγγειοπλάστης,
αγνός (δασ.) [ηγεμών, αγέ-ομαι δηλαδή αγε-νός
= σεβάσμιος,
(ηγήτωρ
=
θα πω, θα αναγγείλω,
ρ>λ], αγγελιοφόρος (φέρω), αγγελία, άγγελμα, αγγελικός, αγγελική, αγγέλω,
Αγγελική,
Άγγελος,
αγγελούδι,
αγγέριος,
>
αγνός
οι γέροντες, οι εξέχοντες, επί θεών)]
πλήρης θρησκευτικής ευλάβειας, ιερός, άγιος, αγνός, δίκαιος, καθαρός.
άγος (αποβολή του
αγιότης,
αγιωσύνη,
αγίως,
αγνεία,
αγιόω,
άγνευμα,
ν), άγιος, αγιάζω, αγίζω,
αγισμός,
αγιστεία,
αγνευτήριον,
αγιστεύω,
αγνεύω,
αγνεών,
αγνίζω, άγνισμα, αγνιστήριον, αγνίτης, αγνιστής, Αγνίτας, αγής,
αγιώδης
(είδος),
αγιωδώς,
αγιώνυμος
(όνομα),
αγιωτικός, άζομαι (γι >ζ). εισακτέος [εις
ακτός, βλ. άκτωρ], εισακτέον, εξαγινέω
+
(αντί εξάγω Ιων.), εξάγιον (άγω
ζυγίζω), ξάγι
=
εξάγιον),
(=
εξακτέον (βλ. εισακτέος), εξακτική, προακτέον, προακτικός, συν ακτή ρ, (άξ-ω,
πρωκτός
μέλλ.
+
(προ
συνακτός,
άγω),
παρακτέον,
περιακτέον, επακτικός, υπακτέον,
+
εις
παράκτης,
επακτέον, επακτρίς,
υπακτικός,
οα>ω),
συνακτέον,
συνακτικός,
συναξάριον,
συνάξιμος, συνείσακτος (συν δίακτος,
ακτός,
συνακτήριον,
του
ακτός
),
μετακτέον,
παρακτικός,
περίακτος,
+
επακτός,
επακτρεύς,
έπακτρον,
απακτέον,
κατάκτης,
σύναξις
συναξαριστής,
κατάκτρια,
επακτή ρ, απακτός, περιαγινέω
(αντί του περιάγω), απαγινέω (αντί του απάγω).
άναξ
[ανά
άξ-ω,
+
μέλλ.
του
άγω]- κύριος,
δεσπότης.
ανακώς, άνακος, ανακός, ανάσσω (ξ>σσ), άνασσα, Άνακες (παλαιός πληθυντ.
του άναξ)
οι Διόσκουροι, Ανάκειον,
-
ανάκτορον, ανακτόριος, Ανακοτελέσται (τελέω). επείγω [επεί
ερώ
ηγεμονία,
ηγηλάζω, ηγήτωρ, ηγητής, ηγητήρ, αγέομαι (η>α).
επείσακτος (εις
+
ηγεμονέω,
αγγειοπλαστική,
αγγειώνω, αγγείωmς.
άγγελος [βλ. αγωγή, άγγος
ηγεμονεύω,
ηγεμονικός, ηγεμόσυνα, ηγέομαι, ηγεσία, ήγηmς, ηγέτης,
Ανάκιον, Ανάκεια, Ανάκια, Άνακος, ανάκτωρ, ανακτορία,
άγγος [αγωγός, με αποβολή του ω], αγγείον, αγγείο, αγγειό, αγγειο-,
αγέ-ομαι]- αυτός πού δείχνει το δρόμο,
+
ηγεμόνευμα,
προσακτέον,
(λαός), αγέχορος (χορός), άγδην, βαγός (αντί αγός Λακ.). αγών
οδηγός.
α
όταν μάλιστα η διαδικασία αυτή συνεχίζεται ακατάπαυστα παρεμβλήθηκε
(δασ.) [η (δασυνόμενο και περισπώμενο, σημαίνει
όπου, σε ποιό μέρος)
αγγελιότης, άγγαρος
αγγελιώτης,
(ε>α),
αγγαρεία,
+ +
άγω], επειγόντως, επειγμένως, επειγωλή, ακτός), πίσυγγος (ε-πί
βακτηρία (επακτήρ
>
πακτήρ
>
+
συν +άγω, νΥ>γγ),
βακτηρία, π>β), βάκτρον,
βάκλον (ρ>λ), βακτηρεύω, βακτρεύω, βάκτρευμα, βακτρο-, ακτηρίς (αποβολή του β), πάγω (υπάγω με αποβολή του υ), πάω, πηγαίνω (α>η), πηγεμός, παγεμός, πηγαιμός, πάγε μα.
αγγαρεύω, αγγάρευμα, αγγάρεμα, αγγαρευτής, αγγαρικά,
άνωγα [άνω
αγγαρικό.
+
άγω]- κελεύω, διατάσσω, παραγγέλλω, ιδίως
επί βαmλέων και δεσποτών. αγέλη
[άγω
αγεληδόν,
ελ-αύνω],
+
αγελαδόν,
αγελίζω,
αγελαίος,
αγέλη μα,
αγελάζομαι,
αγεληδά, αγελάριος,
Εγνατία [άγω (α>ε)
+ νάτωρ].
αγελλάριος (λ>λλ), αγέλασμα, αγελάς, αγελάδα, αγελαδο-, αγέλι, γελάδα, γελαδάρης, γελάδι, γελαδινός, γελαδίmος.
όγχνη
[άγω
(α>ο)
+
χάμω
(διότι
οι καρποί
της
ωριμάσουν πέφτουν σωρηδόν χάμω) δηλαδή όγχαμη αξία [άξ-ω, μέλλ. του άγω], άξιος, αξιάζω, αξιόω, αξίωμα, αξιωματικός,
αξίως,
αξίωmς,
αξιωτέον,
άξων,
+
[άξ-ω,
μέλλ.
άξ-ω, μέλλ. του άγω], αμαξαία, αμάξι,
του
άγω,
(μ>ν), βλ. άπιον]- η απιδιά, μεταγεν. όχνη.
αδήν (ψιλούμενο ή δασυνόμενο) [από τον β' αόρ. του άγω,
αμαξεία, αμαξεύω, αμαξόθεν, αμαξιαίος, αμαξιτός. άκτωρ
όταν όγχμη
άξονας,
αξίζω, αξιάδα, αξι-, ξάζω, ισάξιος (ίσος). άμαξα (δασ.) [άμα
> όγΧVΗ
>
ξ>κσ>κτ,
άγαγον> γαγήν
αγήν (το πρώτο γ σε δασεία)
>
>
αδήν (γ>δ)]
αγωγός του αίματος. αδένας, αδενο-, αδενίσκος, αδενισμός, αδενίτις, αδένωμα, αδένωmς, αδενάση, αδενίτιδα.
σ>τ]-
οδηγός.
ακτός, ακτέον.
αγρός [άγ-ω αγρός],
άρ-ουρα, αρ-όω, έ-ρα, δηλαδή αγαρός
+
αγρότης,
αγρίτης,
αγρείος,
αγροιώτης,
>
Αγρίσκα,
αγραυλίζομαι (αυλή), άγραυλος, Άργος (αγρός, γρ>ρΥ και την αγυιά
[άγο-μαι
ο>υ)
+
ίημι
αγυιαίος, Αγυιεύς.
αγγών [άγ-ω
+
ακ-ή, κ>γ]- ακόντιο.
(ίω )]-
οδός.
αγυιάτης,
Θεσσαλία
έτm
αποκαλεί
ο
Όμηρος),
Αργείος,
Αργολίς,
Αργολίζω. άγριος [αγρός]- ο ζών στους αγρούς, τραχύς, επί θηρίων κακός,
χαλεπός,
αγροίκος,
σκληρός.
αγριεύω,
αγρίμι,
7 αγριωπός (ωψ), αγρολήπτης (λαμβάνω), αγροδοσία
(δίδω),
εγγύς [αγχού, α>ε, γχ>γγ]- πλησίον, κοντά.
αγρότερος, αγριμαίος, αγριο-, αγριηνός, αγρικός, αγρελιά
εγγυτάτω,
(ελιά), αγρίλι, ξαγγρίζω (ε-ξαγριώνω, γ>γγ).
εγγύθι,
εγγύτατα,
εγγίων,
εγγύτατος,
έγγιστος,
εγγύτης,
εγγυτέρω,
εγγίζω,
ανέγγιχτα
εγγύθεν,
(αν,
αρνητ.),
ανέγγιχτος.
άγρα [άγριος]- θήρα, κυνήγι.
άγρη, αγραίος, Αγροτέρα,
αγρεμών, αγρέω, αγρώσσω, αγρηνόν, άγρευμα, συναγρεύω, συναγρίς.
αγγίζω [εγγύς, ε>α
+ άγω],
άγγιγμα, άγγιασμα, άγγιαγμα,
αγγιάξιμο, άγγισμα, άγγιχτα, άγγιχτος, άγγικτος, αγγιχτός.
+
άγροικος [αγρός
οίκος]- ο κατοικών, διατρίβων στους
πάγκος [ε-πάν-ω
+ άγω, δηλαδή πάναγος > πάνΥος > πάγκος
αγρούς, άξεστος, τραχύς. αγροικία, αγροίκος, αγροικεύομαι,
(ν>γ, γ>κ)]- κάθισμα,
αγροικότονον
παγκάρι, παγκέρης, μπάγκος (π>μπ), μπαγκέρης.
(τόνος),
αγροικηρός,
αγροικίζομαι,
τραπέζι
τεχνίτη,
έπιπλο
καφενείου.
αγροικοσύνη.
ανάγκη [ανά αγροικώ, αγρικώ, γροικώ [άγρα, αγρέ-ω
+
+
άγχω, αγχού, χ>κ]-
με τη βία, φυmκή
ακούω, δηλαδή
ανάγκη, βία, τιμωρία, επί σωματικού πόνου, αγωνία, συγγένεια
αγρεακώ> αγροικώ (εα>οι), μάλλον αρχικώς λέγονταν για το
(αγχού), επί κακοπάθειας, αθλιότητας. αναγκαίη, αναγκαίος,
κυνήγι]- αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις, κατανοώ, ακούω.
αναγκάζω,
αγρικησία, αγροικησία, αγρίκητα, αγροίκητα, αγρίκητος,
καταναγκασμός (κατά), εξαναγκάζω (εκ), εξαναγκασμός.
αγροίκητος,
αγρικιέμαι,
αγροίκηση,
αγρίκιστος,
αγροίκημα,
αναγκαστικός,
αναγκαστικώς,
αναγκαστικά,
αγροικερός,
αγροικιά,
αγροικιάζομαι,
αγροικιέμαι, γροικιέμαι.
+
πηγή [ε-πάγ-ω (επί
άγω), α>η, διότι άγει το νερό στην
επιφάνεια της γης], πηγάδιον (υποκορ.), πηγάδι, πηγάζω, πηγιμαίος, πηγαίος, Πήγασος (γεννήθηκε κοντά στις πηγές
αγείρω [άγω επισωρεύω.
+
είρω (αόρ. έρ-σα)]- συναθροίζω, συλλέγω,
αγέρρω, αγέρομαι, αγερμός, άγερσις, αγέρτης,
του
Ωκεανού),
παγά
(η>α,
(αποβολή του π) και αά
Δωρ.),
άπα
(α,
ευφωv.),
άα
( = συστήματα νερού).
άγαρρις (ε>α).
πίνω [φαίνονται δύο ρίζες πι- και πο- (πί-ομαι, πό-της), τα ι αγορά
[αγείρω,
συνελεύσεως, αγορεύω,
αγέρ-ομαι,
ευγλωττία,
αγορητής,
τα
ε>ο]-
συνάθροιση,
ώνια.
αγορητύς,
αγοράω,
αγορασία,
τόπος
αγοραίος,
αγοραφοβία,
αγορανόμος, αλληγορία (άλλος), αλληγορικός, κατηγορία (κατά), απαγόρευmς (από), παρηγορία (παρά), συνηγορέω,
και
ο
από το
παγ-)
>
πη-η
πάω
από
ε προκύπτουν, βλ. πέ-ος. Δηλαδή πηγή (ρίζα πε-η (α,η>ε)
>
το
παρεμβάλλεται,
αφού
πιπίζω,
πιόμα,
αγυρτεύω, αγυρτήρ, αγύρτης, αγυρτός, άγυρμα, αγυρτεία,
πιστός,
Πίσα,
πανήγυρις
(ο>ω),
ανάγυρις
(αν,
πανηγύρι,
αρνητ.)
πανηγυριώτης, φυτό
-
πανηγυρίζω,
δυσώδες,
Αναγυρούς,
Αναγυράσιος, αναγύρι, αζόγυρος [όζω, δηλαδή οζάγυρος
>
αζόγυρος (αντιμετάθεση)].
πιόσιμο, Πίση,
+ άξ-ω,
>
το
πο-η (ε>ο), όπως το
φαγί (φαγείν).
από
πολλούς
Το
ν
χρονικούς
πιπίσκω (αναδιπλαmασμός),
πιωμένος
(ο>ω),
πισμός, πίσος,
πόmμο, ποτής, πότης,
πόσις,
ποτήρ,
πίσα,
πίστρα,
πόμα,
πώμα
ποτήριον, πότη μα,
ποτό ς, ποτό, πότος, ποτίζω, πότισις, ποτηρία, ποτιστής, ποταμός, ποτάμι, ποταμηδών, ποταμηγός (άγω), ποτάμιος, ποταμηίς, ποταμίτης, ποταμίσκος, ποταμήρυτος (αρύτω),
ποταμοδιάρτης άντυξ [αντί
απουmάζει
τύπους (πίο μαι, έπιον κ. ά. )],
συνήγορος, άγυρις (ο>υ), αγυρμός, αγυρισμός, αγυρτάζω, (πας),
πι-η (ε>ι)
>
πάγω και φαί από
μέλλ. του άγω (α>υ), διότι κάθε σημείο
(διαίρω),
συμπόmον
(συν),
τmμπούm
(συμπόmο).
περιφέρειας κύκλου έχει το αντίθετό του στην ίδια διάμετρο, βλ. άνταξ (α>υ )]- η περιφέρεια ή το χείλος κάθε κυκλοτερούς πράγματος. άντυγα, ευάντυξ (ευ).
Ποσιδών, (ιδείν)
=
Ποτιδάς, γνωρίζω,
Ποτιδάν είμαι
[πόσ-ις,
αρμόδιος]-
+
ποτ-αμός θεός
των
είδω
υδάτων.
Ποσείδαια, Ποσειδεών, Ποσειδώνιος, Ποσιδήιον, Ποmδάν,
κανθός [άντυξ, το κάντυξ
προτίθεται (βλ. καπάνη), δηλαδή
Ποσείδειος, Ποmδήιος, Ποσίδειος, Ποτείδαια, Ποτιδαία.
κανθός (τ>θ, υ>ο, ξ>σ), εκτός και αν από το ά
>
κανθος,
κ
λόγω
ομοιότητας]-
η
γωνία
του
οφθαλμού,
τα
εκατέρωθεν άκρα των βλεφάρων, ο οφθαλμός, επίσωτρο (η
πέος [βλ. πίνω, εκρέει σαν κρουνός]-
το ανδρικό μόριο.
πόσθη (ε>ο), πόσθων, ποσθαλίσκος, ποσθία, πεοίδης.
μεταλλική στεφάνη του τροχού), κατά τον Ησύχ. ο κύκλος του οφθαλμού.
κανθώδης (είδος), κανθίαι, κανθήλια, κάνθων,
κανθήλιος, κανθίς, κανθάρεως, κανθαρίτης.
νήπτης, νηπτικός [νη άμπωτις (ανά
+
πότιmς
+
ποτής]-
>
νηφάλιος (δεν έχει πιεί).
αναπότιmς
>
άνποτις
>
άμπωτις,
ν>μ, ο>ω), αμπωτίζω, αναπωτικός, ανάπωτις. άγχω [άγ-ω πιέζω
από
(=
έχω από κοντά)
κοντά,
+
στραγγαλίζω,
άχος
πιέζω
(=
θλίψη, πίεση)]
δυνατά,
πνίγω
με
αγχόνη. αγχείος, άγχασδε, άγχαζε, άγχος, άγχαυρος (αύριο), αγχέμαχος (μάχομαι), αγχέπαλος (παλαίω), αγχήρης (αρ-αρ ίσκω, α>η), άγχι, άγχιον, αγΊ)αλος (αλς),
ay'"jJ-,
αγχίμολος
(βλώσκω), αγ'"jJβλώς, άγχιμος, αγΊ)νοια (νοέω), αγχιστεύω (ίστημι),
αγχιστεία,
αγ'"jJστινός,
άγ'"jJστΟς,
αγχιστεύς, αγΊ)ων,
αγχονίζω,
αγχονιμαίος,
αγχοτάζω,
αγχότερος,
αwστήρ, αγχόθεν,
αγχόνιος, άγχουρος
αγ'"jJστίνδην,
αγχόθι,
αγχόνη,
αγχονιστής,
αγχού,
(όρος),
αγΊ)ξαι
(ίκω),
έναγχος (εν), απαγχονίζω (από), απαγχόνιmς, αγΊ)νωψ (ωψ), απάγχω, απαγχονισμό ς, αγχώμαλος (ομαλός), άγχων. αίσσον [συγκρ. επίρρ. του άγχι (α>αι, γχ>σσ)]- εγγύτερα,
πληmέστερα. άσmστα.
άσmον,
ασσοτέρω,
ασσοτάτω,
ασσότατος,
φιάλη [πί-νω (π>φ)
+
=
αλής
αθροισμένος σ' ένα μέρος],
φιαλόω, φιαλωτός, φιαλίδιο, φιαλίτης, φιαλωτός, φιαλώδης
(είδος), νηφάλιος (νη νήφαλος,
+ φιάλη,
αυτός που απέχει από το ποτό),
νηφαλεός, νηφάλιμος,
νηφαλέωσις,
νηφαλισμός,
νηφαλιότης νηφαλεότης,
νηφαντικός
(λ>ν),
νη φαντό ς,
νήφω, νήφων, νάφω (η>α). κοτύλη [πίνω, ποτό-ς, π>κ, ο>υ]- ποτήρι, μικρό αγγείο, κάθε
τι
κοίλο.
κοτυλίσκος,
κοτυλίζω,
κοτυληδών,
κοτυληδονώδεις (είδος), κοτυλήρυτος (αρύω), κοτυλιαίος, κότυλος,
κοτύλων,
κοτυλώδης,
κοτυλοειδής,
(ο>ου), κουτάλα, τσουκάλι [κοτύλη (αντιμετάθεση)
>
>
κουτάλι
κουτάλι
>
τσουκάλι (τ>τσ)], δικότυλος (δις)
τουκάλι
-
αυτός
που έχει δύο σειρές μυζητικών κοτυλών, όπως ο πολύποδας, δικοτυλήδονος, δικοτυλήδονα.
8 οκτώ [κοτύλη, κοτυληδών (βλ. δικότυλος), στον πληθυντικό έτm
λέγονται
(οκτάπους,
οι
θηλές
χταπόδι).
στις
Το
πλεκτάνες
μόνο
του
πολύποδα
γνωστό πράγμα στη
φύση
(γνωστότατο) που χαρακτηρίζεται με τον αριθμό οκτώ, από τα
συλάω, σκυλεύω [συν
άγω (ν>λ, αποβολή του γ, βλ. άγω).
+
Ο Όμηρος δεν αναφέρει το σκυλεύω
αντίστοιχα άκρα του (πόδια). Το κάθε ένα δε από αυτά, φέρει
αντί του συν, δηλαδή ξυλάω
πολλές
σκυλεύω (ξ>σκ, όπως ξένος
κοτύλες,
κοτωτός (βλ.
είναι
δηλαδή
κοτύλη)
κοτυλωτός
κοτω-τός
>
κο>οκ) και προς γενίκευση
>
οκτω-τός (μετάθεση,
>
οκτώ],
κοτυωτός
>
οκτό (Βοιωτ.),
οκτάς,
οκτα-, οκτω-, Οκτώβριος, όγδοος [κτ>γδ, όπως πτ>βδ (επτά έβδομος)],
ογδοαίος,
ογδοήκοντα,
ογδώντα,
-
ογδώκοντα,
ει-σάγω]
>
>
σκυλάω
>
σκυλέω (α>ε)
>
σκένος)]- απογυμνώνω κάποιον,
-
αφαιρώ τα όπλα του, αφαιρώ, αποκομίζω. συλεύω, συλέω, σύλα, σύλη, σύλον, σύλημα, σύληmς, συλήτωρ, συλητής, συλήτειρα,
άσυλο ς,
σκυλεία,
ασυλία,
σκύλευσις,
ασυλεί,
σκύλευμα,
ασυλί,
σκύλον,
σκυλαίος, σκυλευτής,
σκυλλανίς, σκυλοφορία (φέρω), σκυλοφόρος, σκυλοχαρής.
ογδόατος, ογδοώτερος. σάγη [εισ-άγω
συλάω), το οποίο
(=
πρωτοεμφανίζεται στον Ησίοδο. Μάλλον πρόκειται για το ξυν
φορτίο αποσκευών που ανήκει
-
υγιής [στον Όμηρο σημαίνει σωτήριος. Δηλαδή άγ-ω
+
ιά
ομαι, ίαmς, ίη-mς, α>υ)],
υγιώς, υγίεια, υγεία, υγείδιον,
σαγίζω, σαγματίζω, σαγματόω, σάγος, σάγισμα, σάγιστρον,
υγιάζω,
(=
σαγιάς, σαγιάκι, σεγκούνα (α>ε), σάραγος [σάγη
υγιαστήριον,
σε οδοιπόρο.
δηλαδή
σάττω (σάγ-τω, γτ>ττ), σάγμα, σαγμάριον,
σάγαρος
σάραγος
>
+
(αντιμετάθεση)],
αίρω,
σαμάρι
υγιαίνω,
γεροσύνη,
σακτός, σάκτρα, σάκος, σάκκος (κτ>κκ), σακελίζω, σακεύω,
γεροφκιαγμένος.
σακούλα,
σακουλάκι,
σακουλές,
σακούλι, σακουλιάζω, ασκέρα [σάκος
>
χαίρε),
υγιεινός,
υΥίανmς,
υγιείς,
υΥίασμα,
υγιής,
υγιηρός,
υγιοζυΥία, υγιότης, υγιόω, υγίωmς, γερός (υ-γιηρός, ιη>ε),
(αποβολή του γ), σαμαρώνω, σάκτωρ (γ>κ), σακτήρ, σακί, σάξις,
υγίαινε
Υγιάτης,
γεροφτιαγμένος,
γεροφτιασμένος,
σακουλεύομαι,
σακέρα
ασκέρα
>
νάσσω [εν
=
άσσον, συγκρ. του άγχ;
+
πλησίον, εγγύς,
δηλαδή συσσωρεύω πράγματα εγγύτατα μεταξύ τους.]- πιέζω,
(σα>ασ)].
θλίβω, σύκον [σάκος, ομοιάζει με σάκο (α>υ)], συκάσιος,
συκαστής,
(αγορεύω),
συκο-,
συκοτραγίδης
συκέα,
συκορέω
(τρώγω),
συκάριον, συκάς,
συκία,
συκιά,
(ούρος),
συκηγορία
σύκωμα,
συκοφάντης
(φαίνω,
συκών, φάντης),
συσσωρεύω,
ναστώδης,
γεμίζω
ναστός,
ναστόχαρτο, [νά(σ)vος,
εντελώς,
ναστότης,
ναστία,
στοιβάζω,
ναστοκόπος,
ναστόδερμα,
σαν να πιέσθηκε], νανίον,
πληρώ.
ναστοφαγέω,
ναστόλιθος,
νάνος
νανούδι, νανοφυής,
νανώδης, νινίον, νινί.
συκοφαντέω, συκοφάντημα, συκοφαντία.
νακτός συκώτι [σύκον, συκωτός
= αυτός που τρέφεται και παχαίνει
με σύκα. Το ήπαρ ζώου που παχαίνει μ' αυτόν τον τρόπο
(<<ήπαρ χοίρων συκωτών» )], συκωτάκι, συκωταριά, σκώτι, σκωταριά.
πυκνός,
[νάσσω,
αόρ.
στερεός.
έ-ναξ-α,
νάκη,
πρκμ.
νάκος,
σεκούα, mκύα [σάγη, σάξις
=
παραγέμισμα,
βλ. συκώτι
mκυάζω, mκύδιον, mκυηδόν, mκυήλατος (ελαύνω), σίκυ ον, mκυοπέπων (πέπων),
σίκυος,
mκυός,
σικυώδης,
mκυών,
Σικυώνια.
σηκόω [σάττω, σάξις (α>η), από το άγω
= ζυγίζω]-
νάγμα.
= στερεός]-
νακ-τός
σήκωση, ξεσηκώνω (ξε-), ξεσηκωμός.
νάσσω (αόρ. έ-ναξ-α),
ακόνη ς, δίσκος ή πινάκιο. πινακάς, πινακηδόν, πινακιαίος, πινακίδιον,
πινακικός,
πινάκιον,
πινακίρ,
πινακίς,
πινακίσκιον, πινακίσκος, πινακο-, πινάκωmς, πινακοειδής, πινακωτή, πίνακας, πινάκα, πινάκι.
νάσσω]- οικοδομώ προς κατοίκηση, κάνω κάτι κατοικήmμο, δίνω τόπο προς κατοίκηση, κατοικώ, διαμένω, ενοικώ, κείμαι. ναιετάω,
νάτειρα,
ευναιετάω,
+
+
σανίδα, πινακίδα προς ζωγραφική, είδος
ναίω [αόρ. ένασσα ή νάσσα (κσ>σσ), πρκμ. νέ-νασ-ται, βλ. ζυγίζω.
σήκωμα, σάκωμα, σακωτήρ, σηκώνω, σηκωμός, σηκωτός,
αγαπάω [άγω
γ>κ]
νακύριον,
νακοδέψης (δέψω), νακοκλέψ (κλέπτω), νακόκλεψ, νάκολον,
πίναξ [γεν. πί-νακ-ος, δηλαδή (ε)πί
(α>ε>ι, ω>ου>υ )]- είδος κολοκυθιού και αγγουριού. mκυώνη,
νέ-ναγ-μαι,
νακοτάπης,
άπτω, διότι σημαίνει, σπεύδω να ασπαστώ
ναέτειρα,
ενναέτης
(εν),
ναίτερα, ενναετήρ,
ναετήρ, ενναίω,
ναέτης, ναστήρ,
νάστης, ελινύω [ερι-, (ρ>λ, α>υ)], ελινύες.
(άπτω) κάποιον φίλο που έρχεται προς εμένα]- υποδέχομαι κάποιον
με
εναγκαλισμούς
σαρκικου ερωτα. αγαπητώς,
επί
ναός [να-ίω, νάFος, ναύος σε επιγραφή], ναύω, ναεύω,
αγαπάζω, αγάπη, αγαπητός, αγαπατός,
ναΤσκος, ναΤδιον, ναύος, νάκορος (κο ρέω), νεωκόρος (α>ε),
αγαπησμός,
και
ασπασμούς,
αγάπηmς,
επιθυμώ,
αγαπητικός,
αγάπημα,
αγαπήνωρ (ανήρ), αγαπητρίς, αγαπητικιά.
ναοκόρος,
ναυρός
νεοκόρος,
(ούρος),
νειοκόρος,
ναοδομία
νηοκόρος
(δέμω),
(α>η),
νεωποιός,
νεώς,
ναποός,
ναοποιός, ναποίαι, ναουργέω (έργο), ναοφύλαξ, ναοπόλος ογμός [άγω, α>ο]- αυλάκι, η ευθεία τομή του αρότρου.
(πολέω).
ογμεύω. ναι [ναί-ω, όρκος επί οικίας και ναού ως ιερών πραγμάτων]
λήγω [λα, επιτατ.+ ήγον, παρατατ. του άγω, δηλαδή μετά από μεγάλη πορεία φθάνω στο τέρμα]
-
τελειώνω, καταλήγω,
παύομαι, πεθαίνω. λήξις, ληξιαρχία, ληξιαρχείον, ληξίαρχος, λήγουσα, παραλήγουσα, ληκτικός, ληξι-. νυξ [γεν. νυκτός, νη (αρν.) νύκτα δεν πορεύονταν], νυκτέλιος νύκτιος,
(ελαύνω), νυκτερήσιος,
+
νύκτα, νυκτέρευμα, νυκτερευτής, νυκτερινός,
νυκτερία, νυκτέριος,
βεβαιωτικό, βεβαίως, μάλιστα, αληθώς, επί όρκων.
ναιδαμώς (βλ. ουδαμώς, ουδαμός, εξ αναλογίας
νυκτερεύω, νύκτερος,
νυκτερίς, νυκτερίδα, νύκτωρ, νώκαρ (υ>ω), νύχτα (κ>χ), νυχτερινός, νυχτερίδα, νύχιος, νύχα, νυχεία, νύχευμα, νύχος, νυχίς, παννυχίς (πας, παν), νηχθήμερος (ημέρα), νυχθημερόν.
),
νη (αι>η)
-
επί ισχυρής βεβαιώσεως. άντρον
άγω (ακτ-ός, α>υ), διότι την
νυκτέρεια,
ισχυρό
[α, ευφων.
+
ναιετάω, ναετήρ
με
αποβολή
των
φωνηέντων]- σπήλαιο, προ παντός οικητήριο των νυμφών και ορεινών
θεών,
όπως
το
σπέος.
αντριάς,
αντραίος,
αντροειδής, αντρώδης, αντρο-, αντροχαρής, αντροδίαιτος, αντροφυής.
ευνάζω [ευ ευναmω
>
+
ναίω
κείμαι, πρκμ. νέ-νασ-ται, δηλαδή
ευνάζω (m>ζ), αόρ. ηύ-νασ-α]- τοποθετώ κάποιον
9 κάπου για ενέδρα, βάζω κάποιον να κοιμηθεί, επί θανάτου, καταβάλλω, αποκοιμίζω. ευναίος,
ευνάmμος,
κατευνάζω (κατά), ευνάω, ευνή, ευναστήρ,
ευνάστειρα,
ναυκρατέω
+
[ναύς
κρατέω],
ναυκράτης, ναυκρατικός,
ναυκρατία, Ναύκρατις, Ναυκρατίτης, ναυκράτωρ.
ευνατήρ,
ευνάτειρα, ευνάτωρ, ευνητήρ, ευνατήριον, ευνέτης, εύνημα, ευνήτης, ευνήτωρ, εύνια, εύνις, ευνέτις.
+
ναύλος [ναύς ναύλον,
αλ-ής (δασ.)]- το φορτίο των πλοίων.
ναυλολογέω,
ναυλόω,
ναυλώνω,
ναυλώmμον,
ναυλοχέω (οχέω), ναυλόχιον, ναυλοχία, ναύλοχος.
ευνούχος [ευνή
+ έχω,
όπως κλειδούχος, πρατηριούχος κ.ά.]
=
άνδρας, εκτομίας, φύλακας των γυναικών (ευνή
συζυγική
+ πήγVΥμι]-
ναυπηγέω [ναύς
κατασκευάζω πλοία. ναυπηγής,
κλίνη) και θαλαμηπόλος, επί καρπών, άγρυπνος (ως επίθ.).
ναυπηγός, ναυπηγήmμος, ναυπηγία, ναυπηγικός, ναυπήγιον,
ευνουχίας, ευνουχίζω, ευνουχικός, ευνούχιον, ευνουχισμός,
Ναύπακτος, Ναυπάκτιος.
ευνουχοειδής, ευνουχώδης. ναυμαχέω
πίννα, πίννη, πίνα [πίναξ, δηλαδή πινακίς (vκ>νν)]
πίνκα
>
>
πίννα
+
[ναύς
μάχομαι],
ναυμάχημα,
ναυ μάχη ς,
ναυμαχησείω, ναυμαχία, ναυμαχικός, ναύμαχος.
δίθυρο οστρακόδερμο με μακρύ όστρακο. πιννικός,
-
πιννώδης, πιννο-.
Ναυπλία
νέω[(Α) με την έννοια του κλώθω, νήθω, αόρ. έ-νησ-α, πρκμ. νέ-νησ-μαι, βλ. νάσσω, νασ-
>
νησ- (α>η)
>
νέω (α>ε),
+
[ναύς
Ναυπλιώτης,
πλέω],
Ναύπλιος,
Ναυπλιεύς,
ναυmπλόϊα,
Νάυπλιον,
ναυσι-,
ναυστολέω
(στόλος), ναυστόλημα, ναυστολία, ναυστόληmς, ναύστολος, ναυσθλόω (τ>θ), ναύσθλον.
διότι το νήμα συσσωρεύεται στην άτρακτο του αδραχτιού, βλ. νακτός. Επίσης με την έννοια του καθορισμού της μοίρας
(Κλωθώ), του πλεξίματος του νήματος της ζωής.
ναύτης [ναύς], ναυταρίδιον, ναυτεία, ναυτικό, ναυτικός, ναυτίλος, ναυτιλάρχης, ναυτιλία, ναυτιλικός, ναυτίλλομαι,
(Β) με την έννοια του συσσωρεύω και πάλι από το νάσσω
(=
συσσωρεύω).
ναυτιλοφθόρος, ναυτοδίκης,
(Γ) με την έννοια του κολυμπώ και πάλι από το νάσσω
(=
ναυτός,
ναυτολογικός, ναυτόπαιδον,
θαλασσίων μεταφορών, αλλά και της μικρής χωρητικότητας
ναυσιώδης,
ναυσηρός,
των πλοίων, αυτά να γεμίζουν, όσο το δυνατόν περισσότερο με
ναυσιασμός,
ναυσίωσις,
εμπορεύματα.
ναυτιωδώς.
όπως το είμι
(=
ή
επανέρχομαι, υποστρέφω) και με το νάσσω (βλ.
και επανέρχεται αλλά και ο άνθρωπος παρομοίως στον οίκο του. Επίσης τα νόσ-τος, νοστεύω και νίσ-ομαι, φανερώνουν
ρίζανασ- (νάσσω)].
νηέω
[επικ.
+ νέω = επισωρεύω, εω>ω]- λίαν, πολύ. εκτεταμ.
τύπος του νέω
(Β)]-
επισωρευώ,
νέομαι [βλ. νέω Δ], νεύμαι (ο>υ), νηέομαι
(=
νέομαι),
πατρίδα, καθόλου πλεύση, ό,τι παρέχει το mτάρι όταν αλεστεί. νοστέω, νόστιμος, νοστόω, νοστιμάδα, νοστιμιά, νοστιμεύω,
Νόστιμο, (άλγος),
νοστιμούλης,
νοσταλγία,
νοσταλγός, νίσσομαι
(=
νοστιμούλικος,
νοσταλγώ,
νοσταλγικός,
νέο μαι, βλ. νέω, διότι εκ του νάσσω
προέρχεται, α>ι), νωμήσιμος (εκ του νέο μαι, εο>ω).
ναυφυλακέω, ναυάγιον,
ναυαγέω
ναυαγός,
ναυαρχέω,
ναυαρχίς,
ναυβάτης,
ναυβατέω,
(άγ-νημι,
ναυηγός
ναυάρχης, ναύδετον,
>
ναυών, νάν, νάς, ναυαγησμός,
(α>η),
ναυφάγος,
ναυαρχία,
ναύαρχος,
ναυφθορία,
ναυηγέτης,
ναύφρακτος, ναυκέλιον (κέλλω), ναύκλα, νηός (α>η), νηύς, νεός (α>ε), περίνεως, ναύσταθμος, ναύσταθμον, ναύπρηστις (πίμπρημι), ναύποδες, ναύπορος, ναυπόρος.
νηmάζω, νησίζω, νησεύομαι νηmάρχης, νησίδιον, νησίον, νησίς, νησίτης, νησιώτης, νηmώτικος, νησοειδής, νησόομαι,
(παρά
+
νήσος,
παρά
την
Πελοπόννησο),
Παρνασός, Παρνάσιος, Πάρνης, Πάρνων, Πάρνηθα (σ>θ), Παρνήθιος.
ναυσίαmς,
ναυτιάω, ναυτιόεις,
+
ναυκληρέω [ναύς
κλήρος]- είμαι κύριος πλοίου, μεταφ.,
λιμάνια).
ναύκληρος,
ναυκληρικός,
ναυκλήριον,
ναυκλήρημα,
ναυκληρία,
ναυκληρώmμος,
ναύκραρος
κολύμπημα.
-
νεύσομαι, νευσούμαι,
νευστήρ, νευστός.
+
νεωλκέω [νεός
έλκω (οε>ω)]- σύρω πλοίο στην ξηρά.
νεωρέω [νεός
+
ούρο ς, ου>ω]- φυλάγω πλοία.
νεώριον,
νεωρίς, νεωρός, νεών, νεωριοφύλαξ, νεώσοικος (οίκος). νήϊος, νάϊος [νηός, ναύς]- αυτός που αρμόζει ή ανήκει σε πλοίο.
νηίτης,
νηϊτικός,
νήοχος
(έχω),
νηογνώμονας,
νηολόγηmς, νηολογέω, νηοπομπή, νηοψία (οψ).
+
άγω (άξω), κ>χ (νηκ-τός)]
κολυμπώ. νάχω, νήχομαι, νηχαλέος, νηχείον, νήξις, νήκτωρ, νηκτήρ, νήκτης, νηκτός, νηκτικός, νηκτό, νήττα, νήσσα
(νήκτα,
κτ>ττ>σσ),
νησσοειδής,
νηττάριον,
νηττοκτόνος
νήττιον,
(κτείνω),
νητοφύλαξ,
νηστικός,
νηστική,
νηστός, νητικός, νητός, νήτρον.
νήθω [από το νέω Α, όπως το πλήθω από την πλε-, βλ. πίμπλημι]- γνέθω, κλώθω.
νήmς, νήμα, νηματουργία (έργο),
νηματουργείον, νηματουργός, νηματουργικός, νηματώδης, νημάτωμα, νηματίασις, νημάτινος, νημάτιο, νηματοειδής,
νάσος [βλ. ναύς]- νησί. νήσος (α>η), νησί, νησαίος, νηmάς,
Παρνησός
ναυmάω,
ναυτιασμός,
νήχω [μέλλ. νήξω, νη-ός
ναύς [νέω (Γ), το οποίο από το νάσ-σω, δηλαδή νασός ναύς (με αποβολή του σ και ο>υ]- πλοίο. ναυαγία,
ναυτιώδης,
νεωλκός, νεωλκία, νεώλκιον.
νόστος (νείσθ-αι, απαρ. του νέομαι, ει>ο, θ>τ)- επάνοδος στην
ναυφύλαξ,
ναυσία,
ναύτρια,
ναυτία,
κυβερνώ, διοικώ, υπενοικιάζω οικία (για το πλήρωμα στα
νεύmς [βλ. νέω (Γ)]
του νηέω), νήmς, νητός.
νοσταλγέω
ναυτώνας,
(λ>ρ), ναυκραρία, ναυκράρια, ναυκραρικός, ναυκραρεία.
στοιβάζω, φορτώνω, γεμίζω, πληρώ. νήηmς (νηήσ-ομαι, μέλλ.
νοστιμίζω,
ναυτολογία,
ναυτολογώ,
έρχομαι,
νέω Γ) και με το ναίω σχετίζεται, διότι το πλοίο (ναύς) φεύγει
επινώς [επί
ναύφθορος,
ναυτοδικείο,
ναυτολόγος,
ναυτολόγιο,
γεμίζω εντελώς) διότι ήταν ανάγκη, λόγω της δυσκολίας των
(Δ) με την έννοια του νέομαι δηλαδή πηγαίνω
ναυτοδίκαι,
ναυτολογέω,
νηματο-, ανέμη (α, επιτατ., η>ε).
νάω [από το νά-σσω
=
γεμίζω εντελώς, πληρώ (και μετά
ξεχειλίζω), νέ-ναγ-μαι, πρκμ. του νάσσω (ναγ-, με αποβολή του γ, όπως φαγί
-
και νέω Γ).
ναματίζω, νάτωρ,
φαη]- ξεχειλίζω, ρέω, παθ., ποτίζομαι (βλ. νάϊος ναέτωρ, ναθμός, νασμός, νάμα, ναματιαίος,
ναμάτιον,
ναύω,
ναματώδης,
ναυσίωσις,
ναρός,
ναυσίασις,
νηρός
νηρίτης,
(α>η),
νηρείτης,
10 Νήριτος, Νήριτον, Νέστος (α,η>ε), αέναος (αεί), ΝαΤς, ΝηΤς,
αλλά
Ναϊάς,
αγριοσυκιά.
ερίνεως,
ερινασμός,
εριναστός,
Ναϊακός, Νηρεύς, Νηρηίς, Νεράιδα, νεραϊδάρης,
νεραϊδένιος, ναραϊδο-, ευνάων, ευνάεις, ευναής, νάπη νάπος,
ναπαίος, ναπώδης, Νείλος (είλω), νεφρός [νά-ω (α>ε)
+ φέρω
χρηmμοποιούνται
για
γλυκό
ερινεόν,
του
κουταλιού]
ερινάζω,
ερινεώδης,
ερινάς,
ερινόν,
-
η
ερινός,
ορνεός
(ε>ο),
ορνιά, ορνιός.
(ποτίζεται συνεχώς με αίμα)], νεφτίτης, νεφριαίος, νεφρίδιος, νεφρομήτραι,
νεφρο-,
νεφρί,
νεφραμιά,
νεφρών ας,
νεφρωμένος.
νότιος [νάω, α>ο, νάτ-ωρ] κείμενος.
νεύρον [νεαρόν (α>υ), βλ. νεβρός, διότι από έντερα νεαρών ζώων
νοτίζω,
υγρός, βροχερός, προς νότον
-
νοτιάω,
νοτέω,
νοτερός,
νοτίς,
νοτιά,
νοτιαίος, νότος, Νότια, νοτία, νοτιάς, νοτινός, νότισμα.
ή
από νεβρίδες
δέρματα νεβρών), κατασκεύαζαν
( =
χορδές.]- χορδή ή σχοινί, από νεύρα ή άκρα του μυός, με τα οποία αυτός προσκολλάται στο οστό, νεύρο του νευρικού συστήματος,
ρώμη,
σφενδόνης.
ισχύς,
νευρία,
δύναμη,
νευρά,
η
χορδή
νευρή,
τόξου
νευράς,
ή
νευρικός,
νευρικόν, νεύρινος, νευρο-, νευρόω, νεύρωmς, νευροειδής,
νίζω [νάω
,
α>ε>ι, διότι σε τρεχούμενο νερό πλένονταν
κυρίως, το πάλαι ποτέ]
-
πλύνω τα πόδια
ή
τα χέρια,
νευρώδης,
νευρωτικός,
νευρ-,
νευριάζω,
νευρίασμα,
νευριαστικός, νευριασμένος, νευρικότητα, νευρίνωμα.
καθαρίζω, εξαγνίζω. νίψιμον (νίψω, μέλλ. του νίπτω), νιπτήρ, νίπτρον,
νιπτρίς,
νιφτήρας
(π>φ ),
νίπτω,
άνιπτος,
ανιπτόπους (πούς), νίβω (π>β), νίβομαι.
νεύω [νέομαι, νεύμαι
=
πηγαίνω
ή
νεύμα ανεβοκατεβάζουμε το κεφάλι
έρχομαι. Όταν κάνουμε
ή
τα βλέφαρα]
-
κάνω
νεύμα, κλίνω προς κάποια διεύθυνση, νεύω με το κεφάλι ή τα νήπιος [νά-ω
(=
+
ξεχειλίζω)
βίος (β>π), δηλαδή νάβιος
>
νήπιος (α>η)]- ανήλικο παιδί, μεταφ., παιδαριώδης, άφρων, ανόητος.
νηπιάα,
νηπιέη, νηπιάζω,
νηπίασις, νηπίαχος
(υπόκορ.), νηπιαχεύω, νηπιαχεύομαι, νηπιάχω, νηπιεύομαι,
βλέφαρα, κλίνω προς τα εμπρός (νεύmς =κολύμβηση).
νεύμα,
νευμάτιον, νεύσις, νευστάζω, νευστικός, άγνευτος (ν>Υν), άγνεφος, νυστάζω (νευστάζω
=
κλίνω το κεφάλι), νύσταξις,
νυσταγμός, νύσταγμα, νύσταλος, νυσταλέος, νύστα.
νηπιο-, νηπιόεις, νηπιόλεκτα (λέγω), νηπιότης, νηπιώδης, νηπύτιος (νηπιότης
νηπότης
>
νηπύτιος, ο>υ), νηπυτία,
>
νηπυτιεύο μαι.
ενεός [ε, ευφων. ή από α, επιτατ. νήπιος.
νέος [στον Όμηρο πάντοτε με Από
F, δηλαδή νέFος (νεβρός). το νήπιο ς > νέπιος (η>ε, wF) > νειός > νέος (βλ. νεί-ατος,
νειηγΕVΉς, νείαιρα κ.ά.)], νέον (επίρρ.), νεωστί, νέο-, νε-,
ενεάζω,
ενεώς,
νέμω
[Ο
Όμηρος
νεάζω,
νομός
νειάμα,
νεόω,
νεανίζω,
νεάν,
νεανικός,
νεανίευμα, νεανικέω,
νεανιεία,
νεανικότης,
ενεοστασία
εκτός
παράγωγά του: νομεύς
νέα,
νεύω (υ>ο), διότι οι (ίστημι),
ενεότης,
αναφέρει
τα
ενεόφρων (φρην).
νεότης, νεός, νεοαλδής (αλδαίνω), νεαλδής, νεαλής (αλς), νεανιεύομαι,
+
κωφάλαλοι δια νευμάτων εκφράζονται]- κωφάλαλος, όπως το
=
=
του
νέμω
ποιμένας, νομεύων
=
εξής
ποιμαίνων και
ο τόπος της βοσκής. Νέμω δε στον Όμηρο σημαίνει,
βόσκω, ποιμαίνω. Επίσης όταν αναφέρει το νέμω με την έννοια
νεανιόομαι, νεανιότης, νεάνις, νεανισκάριον, νεανίσκευμα,
του διανέμω, διαμοιράζω, περισσότερο το αναφέρει επί ποτού
νεανίσκος, νεανισκο-, νεανισκύδριον, νέαξ, νεαρός, νεαρο-,
και φαγητού. Φαίνεται λοιπόν ότι η αρχική σημασία του νέμω
νεάσιμος,
νηρόν,
αφορά στην κτηνοτροφία. Το νε- (του νέμω) από το νέω (βλ.
νεάκες, νεακές (ακίς), νεάγγελτος, νέατος, νείατος, νεάτη,
νέω Δ), με την σημασία του πηγαίνω και επιστρέφω (όπως το
νήιστος,
νέαmς,
νεασμός,
νεηγενής,
νεήλατος,
νεηλεχής
νεη-,
νεατός,
νεάω,
νεηλαίη,
(λέχος),
νερόν,
νεηλάτης
νεηλιφής
(ελαύνω),
(αλείφω),
νεηλύς
(έρχομαι, ήλυθον), νεήμελκτος (αμέλγω), νεηνίης, νεήνις,
κοπάδι προς βοσκή, βλ. νέομαι). Το -μω, σε ΧΡOVΙKoύς τύπους γίνεται
-μη (νεμήσω),
-μα (ενει-μα-μην), από την ρίζα μα
(βλ. μάμμα, μαζός, μασάομαι), η οποία, έχει σχέση με την
νεηνίσκος, νέηξ, νείαιρα, νειρή, νείρα, νείατος, νειάτιος,
διατροφή. Το νέμω δηλαδή αρχικώς δήλωνε την αγωγή του
νειηγενής, νειόθεν, νείοθι, νειός, νειο-, νείος, νειρός, νεογνός
κοπαδιού προς βοσκή. Από την σημασία δε αυτή πηγάζει και η
(γένος), νεόγονος, νεόγυιος (γυίον), νεοίη, νεοεία, νεοειδής,
έννοια του καρπούμαι (γάλα, κρέας, μαλλί) και του κατοικώ
νεοκράς (KερΆVVΥμι), νεολαία (λαός), νεοπαγής (πήγVΥμι),
διότι η βοσκή σήμαινε κατοχή και κυριότητα της γης. Επίσης
νεόπολις,
οι έννοιες του διαιρώ και διανέμω έχουν να κάνουν με τους
νεόπτολις,
νεάπολις,
Νεαπτόλεμος,
νεοσσός (νεογνός, γν>Υσ>σσ), νεοττός νεοσσία,
νεοσσεύω, νεόσσιον,
Νεάπολις,
(σσ>ττ), νεόσσευmς,
νεοσσίς,
νεοσσο-,
νεοχμός
(νεΟΥνός, γ>χ, ν>μ), νεοχμέω, νεοχμόω, νεόχμωmς, νέωμα, νεώνητος
(ωνούμαι),
(ορύσσω),
νέωσις,
νεωτερίζω,
νέωρος νεώσσω,
νεωτερικός,
νεωτεριστής,
νεωτερο-,
(ώρα),
νεωρής,
νεωρυχής
νέωτα
(έτος),
νεώτατος,
νεωτέρισμα, νεώτερος,
νεωτερισμός,
νεομηνία
(μήνας),
νουμηνία (εο>ου), νουμηνιάζω, νουμηνιαστής, νουμήνιος, νιάμα (ε>ι), νιάτα, νιο-, νιόβγαλτος, νιότη, νιόφερτος.
βοσκότοπους. Ζήτημα ως και σήμερα υπαρκτό και δυσεπίλυτο, το οποίο εξαναγκάζει τους κυβερνώντες σε θέσπιση νόμων και νομών]-
διανέμω,
μοιράζω,
κυβερνώ,
κατοικώ,
νομίζω,
[βλ.
παραδόξου
νέος, νήπιος]-
το νεογνό
Νεμέα (χώρα με
Νεμεαίος,
επί
πράγματος. νέβραξ, νέβρειος, νεβρή, νευρίας,
βοσκότοπους),
Νεμειακός,
Νεμέασι, νεμέθω,
του ελαφιού,
κατέχω,
βόσκω,
διοικώ,
περιποιούμαι,
βόσκομαι, καταναλίσκω, καταστρέφω (ιδίως τα κατσίκια). νέμος,
Νέμεα, νέμηmς,
νεμεσάω,
νεβρός
απονέμω, θεωρώ,
Νεμεήτης,
Νέμεια,
Νεμεονίκαι,
νεμητός,
Νεμέσεια,
Νέμειος,
Νέμεος,
Νεμειήτης,
νέμεmς,
Νεμεσείον,
Νεμεάς,
Νέμειον,
Νέμεmς,
νέμεα,
νεμέτωρ,
Νεμέmα,
νεμητής,
νεμεσήμων, νεμεσητέος, νεμεσήτης, νεμητός, νεμεσητικός,
νεμεσητός, νεμεσίζομαι, νεμεσσάω,νεμεσσητός, νέμεσσις.
νεβρίδιον, νεβριδο-, νεβρίζω, νεβρίς, νεβρισμός, νεβρίτης, νεβρόομαι, νεβρόω, νεβρώδης.
νομός [βλ. νέμω, ε>ο]- τόπος όπου βόσκουν τα κτήνη, βοσκή,
νέπως [βλ. νήπιος, νέος]- απόγονος. ανεψιός
(α,
ευφων.,
π>ψ),
νέποδες, νεποτισμός,
ανεψιάδης,
ανεψιαδούς,
ανεψιαδής, ανεψιότης, νηγάτεος (γίγνομαι, πρκμ. γέ-γα-α), ανήγατος (Μακ.), νωπός (νέ-ος
+
οψ
>
νεοπός
>
νωπός,
εο>ω), νωπογραφία.
χλόη,
βοσκής),
τα
χόρτα.
νομάδην,
νομαδίτης, νομευτικός,
νομάζω, νομεύω,
νομάς
νομαίος, νομή,
ερινεός [ερι-
+
νέος, διότι η αγριοσυκιά πρώτη εμφανίζει
περιφερόμενος νομαδία,
νομεύς, νομικός,
χάριν
νομαδικός,
νομέας, νόμιος,
νόμευμα, νομίουρος
(ούρο ς), νομώδης, νομώνης (ωνέομαι).
νόμος [βλ. νέμω, ε>ο]- ό,τι έχει απονεμηθεί αναλογία, ό,τι κατέχει κάποιος
καρπούς, απ' όλα τα καρποφόρα, οι οποίοι δεν ωριμάζουν
(ο
νομάδειος,
ή
ή
δοθεί κατ'
μεταχειρίζεται, χρήση,
συνήθεια και κάθε τι το οποίο λόγω συνήθειας γίνεται νόμος, κάθε
νόμος
της
πολιτείας,
απόφαση,
διαταγή,
μουmκός
11 ρυθμός, ήχος, είδος παλαιού άσματος. νομαρχία,
νόμαρχος,
Νόμας,
νόμαιος, νομάρχης,
Νομάς,
νομεισφορά,
νομειτεύεσθαι, νόμια, νομήματα, νομικός, νόμιμος, νομιστί, νομοαίολος,
νομο-,
νομοθεσία,
νομοθετέω,
(ο>ω), νώμηmς, νωμήτωρ, νωμητής, νωμεύς.
θεωρώ, παραδέχομαι ως έθιμο
κάτι, κυβερνώμαι, εκτιμώ, τιμώμαι, συχνάζω, φοιτώ. νομισματικός,
νομιστέος,
νομισμάτιον,
νομιστεύομαι,
νομιστός,
ονειρώσσω,
ονειρεύομαι,
ονειρεμένος, ονειροπόλος (πολέω). όνησις [νόηmς, με μετάθεση (βλ. όναρ), για τον λόγο αυτόν όνειαρ σημαίνει όνειρο αλλά και όφελος, κέρδος]- ωφέλεια,
ή
συνήθεια ή νόμο, τηρώ συνήθειες, έχω την συνήθεια να κάνω νόμισμα,
ονειρατεύομαι,
ονηρήεις, ονείρειος, ονειρωγμός (άγω), ονείρωξις, ονείρωμα,
νομοθετώ,
νομοθέτης, νομοθέτημα, νομοποιός, νομωδός (άδω), νωμάω
νομίζω [βλ. νόμος]-
ονειράζομαι,
νόμιmς,
νομισματο-,
νομιτεύω,
νούμμος
(νόμισμα της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας).
κέρδος, χρηmμότητα, απόλαυση, ευτυχία.
ονίνησις, όνειαρ,
όνειος,
ονητός,
ονέω,
ονώ,
ονητικός,
ονήmμος,
ονήτωρ,
ονίσκω, όνωρ, ονίνημι, Ονήσανδρος (ανήρ), Ονησίκρητος (κρατώ), Ονίσημος, ωνέομαι η>ε),
ώναιος,
ωνητός,
ωνή,
ώνιος,
(ωνήμην, αόρ. β' του ονίνημι,
ώνημα,
ώνια,
ώνηmς,
ώνος,
ωνήτωρ,
ενωνή (εν),
ωνητής,
εριούνιος (ερι-,
ω>ου), εριούνης.
νοός, νούς (συνηρ.) [βλ. νέμω, νομός, νόμος, νομίζω. Ήταν
όνος [ονέω
=
ωφελώ, χρησιμεύω]- γάιδαρος, είδος ιχθύος,
θέμα ζωής και θανάτου για τους κτηνοτρόφους η διανομή των
σκουλήκι ξύλου, η επάνω πέτρα του μύλου, άτρακτος μηχανής
βοσκοτόπων η οποία απαιτούσε νόηση (δίκαιη διανομή) από
προς έλξη βαρέων σωμάτων.
μέρους όλων των εμπλεκομένων και κυρίως των αρχόντων ή
ονηλάτης (ελαύνω), όναγρος (άγριος), ονάς, ονεία, ονείον,
της γερουσίας (βλ. Νέμεmς, νωμάω, νέμω, νομίζω). Προς
ονικός, όνειος, ονίς, ονιαία, ονίσκος, ονοβατέω, ονοειδής,
γενίκευση δε απεβλήθη το
ονοθήλεια.
μ]- ο νους ως αντιλαμβανόμενος
οναγός (άγω), ονηγός (α>η),
και κρίνων, αντίληψη, προσοχή, κρίση, ο νους ως αποφασίζων και σχεδιάζων, σκέψη, διανόημα, η δύναμη της αντίληψης και της διανόησης. νοέω,
νοότης,
νως (οο,ου>ω), νώμα, νώσις, νωσάμενος, νόαρ,
νοαρέως,
νοατός,
νοητός,
νοϊκός,
όνομαι [όνος]- ψέγω, μέμφομαι, χλευάζω.
όνοmς, ονοτός,
ονοστός, ονοτάζω, όνειδος, ονειδείη, ονείδειος, ονειδείζω, ονειδίζω, ονείδηmς, ονειδισμός, ονείδισμα, νείδι.
νοερός, νόημα, νόημι, νοήμων, νοήρης, νόηmς, νοητικός, νοούμενον, νουνεχής
νουθετώ (έχω),
ανοησία,
(τίθημι),
άνοος,
ανοηταίνω,
νουθέτηmς,
άνους,
ανόητος,
άνοια,
εννοώ,
νουθεσία,
ανοίη,
ανοητία,
έννοια, νοιάζομαι,
έγνοια, γνοιάζομαι.
νοός
(ναίω,
νέω,
νέμω,
νεύω,
Μεταβολές, ν>μ, προ των π, β, φ, ψ,
ν>γ
νόμος,
νοέω).
προ των κ, γ, Χ,
δ>ν, ν>λ, λ>ν, νσ>ις, νμ>μμ, νλ>λλ, νρ>ρρ, νβ>μβ, νπ>μπ, νφ>μφ,
νθ>θθ,
πληρώνω.
λθ>νθ,
Απεβλήθη,
λτ>ντ.
τονς
>
Παρεμβάλλεται, τος (ταγόνς
-
πληρόω
-
ταγός), εκτός
μπροστά από τα κ, τ, π, διπλών και φωνηέντων. γιγνώσκω [νόηmς (ν>γν)
>
γιγνώσκω
>
[αν-,
προ
των
οδοντόφωνων,
αγ-,
προ
των
+ την ρίζα να- , η
οποία σημαίνει τα προς τα άνω ευρισκόμενα
ή εγειρόμενα, όπως τα νά-γμα, να-ός, να-ίω, νή-mς, νά-ω, αλλά
νυ, νω (το γράμμα). Από το νο-ός, ο>υ>ω, διότι δηλώνει παρουσία
ανά
ουρανισκόφωνων, αμ-, προ των χειλόφωνων. Από το α, επιτατ.
νοήσκω
>
καταλαβαίνω,
γνωρίζω
σαρκικώς,
σημειώνω,
κάνω
μαθαίνω,
γνωστό,
επάνω, κίνηση προς τα άνω (ναίω), επί χρόνου, δηλώνει έκταση ή διάρκεια ΧΡOVΙKή (ανά νύκτα με αριθμητικά σημαίνει διανομή
>
γνώσκω
παρατηρώ,
εξυμνώ.
ή
= όλη
την νύκτα), μαζί
μερισμό (νό-μος), σε
σύνθεση, όπως τα ολοκλήρως, παντελώς.
άνω (α>ω), αμόω
(ν>μ)- κρεμώ, Ησύχ., ανεκάς (κατάληξη -κας), ανέκαθεν.
άγαν
νώσκω (οη>ω)
(αναδιπλαmασμός)]- αρχίζω να εννοώ,
διακρίνω,
και επί της διανοίας, νό-μος, νο-έω, γιγ-νώ-σκω (άνω )]- επί,
[Οι
ετυμολόγοι
διχάστηκαν
μεταξύ
των
άγω
και
άγαμαι. Η γνώμη μας είναι ότι προέρχεται από τα α, επιτατ.
ανά, δηλαδή άανα
>
άαν
άγαν με παρεμβολή του
>
γ
+
προς
άρση της χασμωδίας]- πάρα πολύ, λίαν.
γνώμα,
γνωμικό, γνωματεύω, γνώμη,
νώτον [ά-νω]- η ράχη των ζώων, του ανθρώπου, η ράχη του
νώμη, γνώμων, γνωρίζω, γνώριμος, γνωμικός, γνωριμότης,
όρους, το άνω μέρος, η ράχη ή η πλάτη. νωτοκοπέω (κόπτω),
γνωριμία,
νωταγωγέω (άγω), νωταγωγός, νωτηγός, νωταίος, νωτιαίος,
γνωμάτωμα,
γνωμάτευσις, γνώρισμα,
γνωρισμός,
γνώmς,
γνωστή ρ,
γνωστός, γνωτός, γνωμηδόν, γνωμοσύνη, άγνωστος, νιώθω
(γ-νώθι, προστ., του γιγνώσκω), νιώνω, νιώσμα, ξεχνώ (ξε
+
νωτάκμων
νωτίζω,
(ακμή),
νώτισμα,
ΈΥνων, αόρ. β' του γιγνώσκω, γ>χ), ξεχνάω, ξεχάνω, ξεχασιά,
νωτοφορέω
ξέχασμα, ξεχαmάρης.
νωτοφυλακέω.
όνομα [ο, ευφων.
+ νομός,
νόμος, νέμω. Μέχρι και τώρα τα
(φέρω),
νωτάρης
(αίρω),
νωτοβατέω, νωτοφορία,
νώτειος,
νωτόπληξ
νώτιος,
(πλήττω),
νωτοφόρος,
νωτέυς,
ύνις [άνω (α>υ), φέρει τα κάτω επάνω. Κατά Πλούταρχο από
βοσκοτόπια φέρουν ονομασίες. Επίσης το όνομα ως νόμος
το υς
κατοχυρώσεως ιδιοκτησίας]- λέξη με την οποία δηλώνεται
την γη. υνίον, υνί, υννίμαχος, ύννης.
(=
χοίρος)]- το σίδηρο στο άκρο του αρότρου, το τέμνων
πρόσωπο ή πράγμα, δόξα, φήμη, πρόφαση, φράση, έκφραση. όνυμα
(ο>υ),
ονοματίζω,
ούνομα
ονομαστί,
(ο>ου),
ονομαίνω,
ονομακλήδην
(καλέω),
ονομάζω, ονομασία,
ονομασμός, ονομαστής, ονομαστικός, ονομαστός, ανώνυμος (αν
+ όνυμα,
ο>ω), νώνυμος (νη
+ όνημα,
ηο>ω), νώνυμνος,
φερώνυμο (φέρω).
Ερινύς [ερι-
+ νούς (γεν.
Ερινύος, ο>υ). Η έχουσα κατά νουν
τιμωρίας τους, διότι νοέω σημαίνει και σκέπτομαι να πράξω κάτι]- θεότητα τιμωρός κακών πράξεων, η προσωποποίηση της συνείδησης του ανθρώπου. ερινύω, Ερινώδης.
μετάθεση]-
όνειρο.
τυγχάνει
= φάντασμα, όνειρον,
δημιούργημα του νου, με
όνειαρ,
όνειρος,
Όνειρος,
όταν ο προορισμός βρίσκεται ψηλά]- τελειώνω,
διανύω, φθάνω στο τέρμα. ευήνυτος
συνεχώς (ερι-) τις κακές πράξεις των ανθρώπων και τον τρόπο
όναρ [βλ. νόαρ (νοός)
άνω (ρήμα) [Κάθε κτίσμα τελειώνει όταν κατασκευαστεί το ανώτερο μέρος του. Αλλά και επί πορείας, η δυσκολότερη
(ευ),
άνη, ανύω, ανύτω, εξανύω (εξ),
ανυσιεργός
(έργο),
ανυσίεργος,
ανύσιμος,
ανυστικός, ανυτικός, ανυστός, άνυσις, άνυσμα, διάνυσμα, διανύω, διάνυσις, διανύτω,
ανήνυστος (αν, αρνητ., α>η),
ανήνυτος, ήνις (ήνον, παρατ. του άνω)- ενός έτους ηλικίας, ήνυστρον, αίνυμαι (α>αι)- λαμβάνω, απολαμβάνω, απαίνυμαι (από), αποαίνυμαι.
πρηνής
[προ
+
άνω
=
τελειώνω,
α>η]-
μπρούμητα.
πρηνεύω, πρηνηδόν, πρηνίζω, πρηνισμός, πρανής, πρανίζω,
12 πρανές,
πάρνοψ
+
[πρανής (ρα>αρ)
οψ]-
είδος
Ρίζα αχ
ακρίδας,
Παρνόπιος, Πορνοπίων (α>ο), κόρνοψ (Π>Κ), Κορνοπίων.
άχος
+
νωλεμές [νη νηΑVΗμOς
άνω
νωνεμές (ηα>ω, η>ε)
>
>
[σε
καταστάσεις
πόνου
και
θλίψης
ανακλαστικά,
τέλος, δηλαδή
επομένως φυmκώς, εκφέρεται το επιφώνημα ααχχ ... , το δε
νωλεμές (ν>λ)]- χωρίς
οοχχ ... , επί ελαφρότερων πιεστικών καταστάσεων]- πόνος,
τελειώνω, άνη
=
=
λύπη αθυμία.
διακοπή, ακατάπαυστα.
αχ, οχ, αχεύω, αχέω, άχνυμαι, αχνάσδημι,
Αχαία, Αχαίη, αχηρής (αίρω), ακαχίζω (αναδιπλαmασμός του ανήρ [ανά, ο έχων την τάση, ροπή να ανέρχεται, προοδεύει, δυναμώνει, ο αρχηγός, γεν. ανέρος (α,η>ε) και ανδρός το
δ
παρεμβάλλεται μεταξύ των ν και ρ, όπως το β μεταξύ μ και Ρ (μεσημερία
μεσημβρία). Στα σύνθετα τρέπεται σε
-
-ηνωρ
αχέω, χ>κ)- ενοχλώ, ακαδέω (άδω), αχήν, αχηνία, Αχέρων (αίρω), Αχερόντιος, Αχερόντειος, Αχερούmος, Αχερουmάς, αχερωίς (πιστέυονταν ότι μεταφέρθηκε από τον κάτω κόσμο) -η λεύκη.
(αγήνωρ)]- άνδρας, άνθρωπος, γενναίος, παλληκάρι, σύζυγος. ανήρης,
αγήνωρ
ανδρακάς,
(άγαν),
ανδρίζω,
ανδραποδίζω
ανδραποδωνία (ωνέομαι),
άνδρας,
ανδραγαθία,
(ποδίζω),
ανδράποδον,
ανδρεία, ανδρείος, ανδρείκελον
+
Αχιλλεύς [αχέ-ω (ε>ι)
λαλέω, επειδή το άχος του ήρωα
είναι η υπόθεση της Ιλιάδος], Αχιλεύς, Αχίλλειος, Αχιλλέϊος, Αχιλλήιος, Αχιλλείτης, Αχίλλειον.
(είκω), ανδρών, ανδρώος, ανδρύνομαι, ανδροσάθων (σάθη),
Ανδρομέδα
(μέδω),
ανδροκτόνος
(κτείνω),
ανδροκτασία,
κακόν [α-καχ-ίζω, καχ-
>
κακ-, χ>κ]- οτιδήποτε κακό πάσχει
ανδρο-, ανδρ-, ανορέα (ανέρος, ε>ο), ανόρεος, ηνορέη (α>η),
ή προξενεί κάποιος, δυστυχία. κακύνω, κακίζω, κακιστεύω,
ανδριάς, ανδριάντας, ανδρηλάτης (ελαύνω), ανδρηλατέω,
κακισμός,
κακός,
Ανδρέας,
κάκιστος,
κακώς,
κάκωσις,
κακωτής,
Ανδρίτσαινα,
Ανδροκλής
(κλέος),
άντρακλας,
Ανδρομάχη, Άνδρος,
Ανδρόνικος,
αντρούκλα,
άντρας
Αντρέας,
Ανδριώτης,
(δ>τ),
αντρεία,
αντράκι,
Αντριώτης,
κακωτικός, κακισμός,
(υπό),
καχελκής (έλκω),
παντρολογώ,
υπανδρία,
παντρολογήματα,
παντρειά,
ευανορία
παντρεύω,
(ευ),
ευηνορία,
κακίστρα,
κακίων,
κάκη,
κακοποιώ,
κακώτρια,
άντανδρος (αντί), αύτανδρος (αυτός), αυτανδρί, ύπανδρος υπανδρεύομαι,
κακώτερος, κακότης,
κάκυνmς,
κακοποίησις,
καύρος,
κακεύω,
καχεξία
κακιότερος,
κακία,
κακοποιός,
κακιώνω,
κακήν,
(έξις),
κάκιωμα,
κάκητα,
καχεκτέω,
κάκια,
καχέκτημα,
καχέκτης, καχεκτικός.
ευήνωρ, ευάνωρ.
άνθρωπος [ανήρ (γεν. ανδρ-ός) όπως τα ψεύδος ανθρωπίζω,
-
ανθρώπειος,
δ>θ,
Ανθρωπιανοί,
ανθρωπορραίστης
ανθρωπότης,
ανθρωπέη,
ωψ (γεν. ωπός) με
ψύθος, βάδος- βάθρον],
ανθρωπο-,
ανθρωπότητα,
άχθο μαι [άχος
+
ανθρωπ-,
(ραίω),
ανθρωπάριον,
ανθρωπήϊος,
ανθρωπιάω,
εξανθρωπίζω, ανθρώπινος, ανθρωπισμός.
+
τίθημι (όπως φαίνεται από τους μέλλ. αχ
θέσ-ομαι και αχ-θεσ-θήσ- ομαι, διότι θέσ-ω και θήσ-ω είναι μέλλ. του τίθημι (θέσ-ις)]- βαρύνομαι με υλικό φορτίο,
λυπούμαι,
αχθηδόν,
αχθήρης
αχθοφόρος, όχθηmς,
αVΙώμαι. (αίρω),
αχθοφορία,
οχθάομαι,
ή
ψυχικό
αχθεινός,
αχθέω,
αχθηφορέω
(φέρω),
άχθος, αχθηρός,
αχθίζω,
επάχθεια
οχθίζω
(επί),
(α>ο),
επαχθέω,
οχθέω, επαχθής,
επαχθίζομαι, επάχθομαι.
+ τί-ω =
αντί [ανά (αν-, προ οδοντοφώνων)
τιμώ, εκτιμώ. Η
ανά σε σύνθεση δηλώνει και αύξηση, ενίσχυση. Αρχικώς σήμαινε ισοτιμία (αντίθεος =ισόθεος, αντιάνειραι Αμαζόνες
ίσες προς άνδρες).
=
Κατά θέση οι ίσοι κάθονταν ενώπιος
μόχθος [οχθέω, το μ προτίθεται-]- βαρύ έργο, κόπος, θλίψη. μοχθισμός,
μοχθίζω,
μοχθέω,
μόχθημα,
μοχθηρός,
μόχθηρος, μοχθηρία, μοχθηρόομαι, μόγος (χ>γ, με αποβολή
ενωπίω και το αντίο ς σημαίνει και φιλικός. Κατ' επέκταση
του θ), μογέω, μογερός, μόγημα, μόγις, μόλις (γ>λ)
απέκτησε
και
και
την
ευρισκομένου]-
έννοια
ισότιμο,
κατέναντι, προς δήλωση
του
εχθρικός,
αντάξιο,
απέναντι
ενώπιον,
ανταλλαγής ή
κάποιου, προς δήλωση συγκρίσεως.
του
απέναντι,
πόνο,
μόλις,
με
δυσκολία),
μογοστόκος, σμογερόν, σμυγερός (ο>υ).
κατέναντι (κατά), άντα,
μογγός [μόγ-ις
+
ήχος, χ>γ]- ο έχων φωνή βραχνή και
ασθενή, κωφάλαλος, υπόκωφος (ήχος).
αντήεις, άντην, άνταξ, αντήρης, άντησις, αντηρίς, αντία,
(ο>ου), μουγγαίνω, μουγΥαμάρα.
αντιάζω,
άντομαι,
αντέω,
αντιάνειρα
(ανήρ),
αντιάς,
αυτάντης
(αυτός),
αντιάω,
Αντίγονος
(γόνος),
αντίον,
μοχλός [μόγ-ος (γ>Ί)
+ λάς = πέτρα]-
εναντίον (εν), ενάντιος, εναντίος, άναντι (ε>α), εναντιόομαι,
προς
έναντα, εναντιότης, εναντίως, εναντίωμα, απέναντι (από),
μόχλευσις,
απάντησις,
μοχλίσκος, οχλεύς, οχλέυω.
απαντώ,
με κόπο
(τόκος),
ανταμοιβή ς, χάριν
ανταίος, αντάω, άντη, εισάντα (εις), εσάντα (ες), αντήδην,
απαντί,
-
μογοστοκία
συναπαντώ,
ανθ- (αντί προ
ανασήκωση
ή
μουγγός
ξύλο ή σίδερο μακρύ
μετακίνηση
μοχλευτής,
μΟγΥία,
μοχλεύω,
βαρέων
σωμάτων.
μοχλόω,
μοχλίον,
δαΣΥVOμένOυ), ευαντέω (ευ), ευάντης, ευάντητος, συναντάω, συναντή,
συνάντομαι,
συναντιάζω,
συνάντησις,
συναπάντημα.
Ρίζα βα
άντικρυς [αντί
+
προς, Π>κ, ο>υ]- κατ' ευθείαν εμπρός,
απροκάλυπτα, φανερά, ευθύς, αμέσως, εναντίον. αντικρίζω,
αντικρινός,
αντίκρισμα,
βαίνω [οι Ομηρικοί ΧΡOVΙKoί τύποι, βή-σεται, έ-βη-σαν, έ
αντικρύ,
βη-ν, βή-την, βή-η, βέ-βη-κα, βε-ίω, βε-ίομεν, βέ-ομαι κ.ά.,
αντικρισμένος,
δείχνουν ρίζες βη- και βε-. Βηβή γράφει το βέλασμα των προ
αντικριστά, αντικριστής, αντικριστός, αντίκρυ.
βά-των ο AριστoφΆVΗς. Αλλά, η αιρέεσθαι
-
=
εε (φιλέετω
-
φιλήτω,
αιρήσθαι). Φαίνεται ότι από το βη (βεέ, μπεέ) του
βελάσματος των προβάτων και των αιγών προέκυψε το βαίνω, διότι
αυτά
συνεχώς
βαδίζουν
κατά
την
βοσκή
και
αναγκαστικώς μαζί τους και οι ποιμένες. Οι έννοιες του βαίνω έχουν να κάνουν με την αγωγή κοπαδιού.]- βαδίζω, περπατώ, αντίον
είναι
-
όπως το άντην (βλ. αντί), ο υφαντικός ιστός, διότι
χωρισμένος
σε
δύο
μέρη
(αντίκρυ),
τα
οποία
ανεβοκατεβαίνουν δια ποδοκίνητου μηχανισμού, καθόλου ο ιστός, ο αργαλειός.
πηγαίνω, αναχωρώ, έρχομαι, ανεβαίνω, χωρώ, προχωρώ.
13 βήτα (το γράμμα) [από το βαίνω (βλ. βέομαι, βίος), μέλλ. βήσ-ομαι (σ>τ)].
Μεταβολές,
βμ>μμ, βτ>πτ, βσ>ψ, βθ>φθ,
βν>μν, πτ>βδ. Αναπτύσσεται
μεταξύ του
υγρού
μβλίττω
ή
ένρινου (μελιτ-
μβλώσκω
βλώσκω,
>
μεσημβρία,
>
γαμερός
χαμηλός
μολείν
μεσημερία
χαμπηλός,
>
[βαίνω,
αι>ι)]-
συνέρχομαι,
συνουmάζομαι
και επομένου
γαμβρός,
>
χαμβηλός
>
μ
βλίττω,
-
βινέω
παρανόμως. βινητιάω.
> >
β>π).
Εναλλάσσεται, φ>β, γ>β, δ>β, μ>β.
βγαίνω [εκβαίνω
εγβαίνω (κ>γ)
>
βγαίνω], βγάζω (εκβιβάζω
εβγαίνω (γβ>βγ)
>
+
εκβάζω), βγάνω (εκ
>
>
βάνω),
βγάλλω (εκβάλλω), βγάλmμο, βγαλτικός, βγαλτό, βγαλτο?, βγάλμα,
βγαλμένος,
βγαλσιά,
βγάρμα
(λ>ρ),
βγαρσια,
βγάρσιμο, βγαρτός, άβγαλτος, ανέβγαλτος, αβγαλήθρα.
βάω
[έ-βα-ν,
αόρ.
του βαίνω]-
βαίνω.
βήμα (έ-βη-ν),
βηματίζω, βηματισμός, βατός (βήσ-ομαι, μέ~λ. του ,βαίνω, σ>τ), βηταρμός, βητάρμων, βάδην (τ>δ), βαδος, βαδηmς, βάδισμα,
βαβύκα
(βέβακα, πρκμ.
= ευ +
βαβυκάς, Άβυδος (α
Ελλησπόντου), άβα (α, επιτατ.) παπόρι,
καταβάς
επιβάτης,
(κατά),
επιβατός,
του βαίνω,
ε>α,
α>υ),
βάδος, α>υ, το στενώτερο του
-
ο τροχός, βαπόρι (πορεύc;:»,
καββάς
επιβήτωρ,
(τβ>ββ),
διαβάτης,
καββασια,
διαβατ~ριoν,
διαβήτης, διαβητικός, έμβασις (εν), εμβαδόν, εμβατηριον,
έμπαση (β>π), μπαίνω, μπάσιμο, έμπα, μπατίκι. -δε [βαίνω, βα-
βε-
>
-δε, β>δ]-
>
δεύρο (όρ-νυμι, ο>υ, ορ-ούω
-σδε, -ζε (σδ>ζ),
= προτρέπω) -
εδώ, προς τα εδω,
εμπρός, επί χρόνου, μέχρι τούδε, δεύρε, δευρί, δεύτε. βάσις
[βλ.
βατός]-
σταθερότητα.
βήμα,
βάmμος,
βάδηmς,
βάσισμα,
βασικός, βασικότης, βασιλεύς (λεύς αν
από
το
ιρεύς
βασιλεία,
=
ιερεύς,
βασιλεύω,
βασίλευμα, Βαmλειάδα,
θέση
= λεώς = λαός,
εκτός και
βαmλεμός,
Βασίλειος,
βάθρο,
βασίζω,
ρ>λ),
Βασίλης,
μεγαλώνω, αβγάτα,
βιβάσθω, βιβάδιω
μετοχή
βίβημι,
βίβαmς,
βιβάζω,
>
πρκμ.
βασίλεια,
βασίλισσα,
βαmλικός,
βαm~ίς,
Βαmλείδη?,
βασιλε~ς,
Βαmλιανα,
βασιλιας,
δι>ζ),
του
βαίνω,
βιβαστής"
ε>ι]-
βιβάζω
επιβιβασμος,
βαίνω. (βάδ-?ς,
προβιβασμος,
καταβιβασμός, εκβιβασμός.
βάζω [βάσ-ις, σ>ζ]- θέτω, τοποθετώ, καταθέτω. ~ύζω
(a:-u),
έμβασμα, μπάζω, μπάση,
μπασια,
μπασμός.
>
βύμα> βώμα (υ>ω)
σκέπασμα, ό,τι φράζει.
-
πώμα (β>π)]- κάλυμμα,
πωμάζω, πωμαστέον, πωμαστήριον,
πωματίζω,
τίθεται στο τέλος)
>
πωμάτιον,
πύματος
(πώμα,
ω>υ,
έσχατος εξώτερος, πύματον, πύματα,
πυματηγόρος (αγορεύω).
ίβδης [β-ιβάζω
>
β-ιβαδ-ιω, με αποβολή του β]- πώμα οπής
στον πυθμένα πλοίου. ιβανάω (νάω), ιβάνη, ιβαντρίς. βήλος
[βαίνω,
αι>η, ν>λ]-
το κατώφλι.
βαλός,
βηλά,
βάσκω [βαίνω, όπως χαίνω
προστακτική, βάσκ' ίθι
βόσκω (β>φ),
[βάσκω,
βεβαιόω, βεβαιωτής,
βεβαίωmς, βεβαιότητα, βεβαιωτικός,
βεβαίως,
βέβαια,
βεβαιώνω.
βατέω [βάτην, εβήτην, δυϊκός αορ. του βαίνω, προστατκτ.
βάτε]- βατεύω, οχευώ, γαμάω, συvουmάζ?μαι. βατεύ?>, βάτης, βάτταλος (τάλας), βάταλος, βαταλιζομαι, βατηρις, βατήρ.
αβγατω, αβγάτιση,
χάσκω]- σε χρήση μόνον κατά
-
= έλα πήγαινε,
α>ο],
βόσκηmς,
βοτάμια,
βοσκή
βοτήρ
βωτιάνειρα
φύγε, αλλά
βάσκε
=
(ανήρ),
βότανον,
βοσκός,
(σ>τ),
βοσκάς,
βοτής,
βοτάνη,
βοτανισμός,
φασκάς
βώτωρ,
βοτανία,
βοτόν,
βοτανη-,
ξεβοτανίζω
(ξε-),
ξεβοτάνισμα, βόmς, πανβώτωρ (πας), Παμβώτις (ν>μ). βότρυς
+
[βοτ-όν
μούστο]- σταφυλή,
ρύ-mς,
ρυ-άς,
βότρυς χαίτης.
διότι
δίνει
χυμό,
βoτρυό~μαι,
τον
βoτ~ύϊoς,
βοτρυόεις, βοτρυοσταγής (στάζω), βοτρυδον, βo~ρυωδης, βοτρυοφόρος (φέρω), βότρυχος (βοτρυ-ικος" Κ>χ), βoστ~υχoς (τ>στ), βοστρυχυδόν, βοστρυχίζω, βοστρυχοω, βοστρυχις.
σηκώνω,
+ τάσσω
βαστάζος,
υψώνω.
(ρίζα ταγ-, σσ>ζ)]- φέρω, εγείρω,
βάσταγμα,
βαστώ, βαστάω,
βασταγάρα,
βασταγάρι,
βασταγάρκα,
βασταγή,
βαστάκτης,
βασταίνω, ,βαίτη, βασταγαρια,
βάσταγας,
βάστηγμ~,
βασταγαρ~α,
μπάστακας:
μπ~στoυνι,
βουνό ς [βά-ω
+
άνω> βαανός> βουνός, αα>?υ] , βου;όν,
βουνό, βουνίτης, βανούς, βωνίτης (ου>ω), βουναια, βΟ,υνιζω, βούνις, βουνώδης, βουνί, βουναλάκι, βουνίmος, βουνοχαρος
έκφραση πολύ μεγάλου, βούπαις). βώλος [βά-ω
+
αρό-ω (ρ>λ)
>
βαάλος
>
βώλος (αα>ω)]
όγκος γης σχηματιζόμενος κατά το όργωμα, όγκος παντός πράγματος. βωλάζω, βώλαξ, βώλορ, σβώλος, σβόλος. αμφισβατέω [αμφίς αμφισβητώ,
+
βατός]- διαφωνώ, ερίζω, διαφέρομαι.
αμφισβήτηmς,
απήνη [α, στερ. βαίνει άνευ
βέβαιος [βεβάαm, πρκμ. του βαίνω]- στερεός, σταθερός, βεβαίωμα,
αβγατιζω,
αβγατερός,
>
(σ>τη
αμφισβήτημα,
αμφισβασίη,
αμφισβησίη, αμφίσβαινα.
βέβηλος, βεβηλόω, βεβηλώνω, βεβήλωmς.
ασφαλής.
έγβαmς (κ>γ)
(χαίρω), βουνοσειρά, βουνοκο ρφή, βουνοκό ρφι, βου- (προς
πώμα [βύω πωματίας,
αβγάτισμα, αβγατίδι,
>
αβγα~αίνω
>
βασταγερός, βαστάγι, βασταγιά, βαστακτικος, βαστερνα.
βύω, βυνέω, βύσμα, βύστρα, βύσον, βύσσωμα, βυζην, βαν?> (βυνέω), εμβάζω (εν),
έκβαmς
(ε>α)
αβγατιστός, αβγατιστής, αβγάτιστος.
βαστάζω [βάσ-ις [βεβαώς,
άβγαmς
αυξάνομαι.
βασιλές, Βασιλικά, Βαmλική, Βαmλικό, βασιλο-.
βιβάω
= υπερβαίνω,
>
αβγατιά,
βοτανίζω,
βασιμότης,
βασιλίνδα,
βασίλεμα,
πόδι,
(γβ>βγ)
έλα, προτροπή προς πορεία.
δηλώνει κίνηση στον
τόπο εκείνο, ενίοτε σημαίνει μόνο σκοπό.
αβγατένω [εκβαίνω έβγαmς
+ βαίνω (β>π) >
βηματισμού]-
βήμα> βήνη (μ>ν), δηλαδή
τετράτροχος άμαξα"
επί παντός
μέσου μεταφοράς. καπάνη (πρόταξη του κ), καπαναξ. ένεκα (δασ.) [έ-βην (αόρ. του βαίνω) (β σε δασεία)
+
>
βην> βεν (η>ε)
>
εν
εκών]- εξ αιτίας κάποιου, χάριν κάποιου, ως
προς. ένεκεν, είνεκα, είνεκεν, ούνεκα
βουβών [βλ. βου-
+ βαίνω (υποτ.
(=
ου
+ ένεκα).
βω, μετοχή εκ-βών-τας).
c:
Όμηρος εννοεί τα ισχία, μάλλον δε την βάση τους, στον κορμο του σώματος. Αργότερα περιορίσθηκε στον τόπο τον μεταξύ των μηρών και των αιδοίων.
Ο μηρός κατά πολύ (βου-)
ογκωδέστερος είναι στο άνω μέρος του, απ' ότι στο γόνατο]- ο
14 τόπος, ο μεταξύ των μηρών και των αιδοίων, πρήξιμο των βουβώνων.
βουβωνιάω,
βουβώνιον,
βουβωνίσκος,
βουβωνοφύλαξ, βουβωνοκύλη, βουβωνόομαι.
φέβομαι
[βεβαώς,
βωμός [βουνός, ου>ω, ν>μ]- μέρος υψωμένο, υποστήριγμα, τύμβος,
βώμιος,
τάφος,
Βώμιος,
βωμίστρια,
eumaaTήpιo
βωμίς,
βάση.
βωμίσκος,
βωμόσπειρα,
βωμολόχευμα,
με
βωμολοχεύομαι,
μετοχ.
πρκμ.
του
φεύγω από φόβο, τρέπομαι σε φυγή, φεύγω. φοβέομαι,
βάθρο,
βεβώς,
απέρχομαι, φεύγω. Δηλαδή βεβώς> φεβώς (β>φ)
βωμαίος,
βωμισκάριον,
βωμολόχος
(λοχάω),
βωμολοχέω,
βωμολοχία,
φοβερίζω,
φοβερός,
βαίνω
=
φέβομαι]
>
φοβέω (ε>ο),
φοβερόμματος
(όμμα),
φοβεροειδής, φοβερόστροφα, φοβερότης, φοβερωπός (ωψ), φοβεσιστράτη (στρατός), φοβέστρατος, φόβημα, φοβητέον, φοβητικός, φοβητός, φοβάμαι,
φόβητρον, φοβήτωρ,
φοβούμαι,
φοβέρα,
φοβο-,
φοβέρισμα,
φόβος,
φοβερισμός,
φοβητσιάρης, φοβητmάρικος, φοβία, φοβίζω, φοβισμός.
βώμαξ, βωμονίκης. φαψ [γεν. φαβ-ός, από το φόβος, ο>α]- άγριο περιστέρι. βαθμίς οστού.
[βάmς,
σ>θ]- κατώφλι,
βάση,
βάθρο, κοιλότητα
βάθρα, βαθμός, βαθμο-, βαθμολογία, βαθμολογώ,
βασμός,
βαθμίδα,
βάθρον,
βαθρόω,
βαθρεία,
βασμίς,
βαθρηδόν.
φάβα
[ =
άγριο περιστέρι, μέγας φόβος, και το σύνηθες
όσπριον (φαγ-είν, γ>β)], φαβοκτόνος (κτείνω), φαβότυπος (τύπτω),
φάσσα
(φάβ-σα,
βσ>σσ),
φάττα
(σσ>ττ),
φασσοφόνος, φάττιον.
βάτος [βάσ-ις, σ>τ, σταθερός επί χρόνια στο ίδιο μέρος], βατιά, βάτον, βατσινιά, βατομουριά, βατόμουρο.
φεύγω φύβος
αόρ. έ-φυγ-ον (φυγή, φυγείν). Από το φόβος>
[
(ο>υ)
διωκόμενος σεβάζω [σέ-ο, σε-ύ, γεν. της προσωπ. αντων. συ
+
βάmς
φύγ-ος
>
(β>γ),
αποφεύγω,
διαφεύγω,
φυγαδείον,
φυγαδευτήριον,
ή
βαmλείς
(υ>ευ)]-
φεύγω
ή διστάζω να
πράξω κάτι, πηγαίνω σε εξορία, ζω σε εξορία, κατηγορούμαι,
προς εκδήλωση τιμής, σεβασμού, δήλωση υποταγής, φόβου και
(m>ζ), βλ. σέ-βαmς]- επί προσφορών σε θεούς
φεύγω
από φόβο, καταφεύγω, αποφεύγω εκφεύγω.
φύγαδε,
φυγαδεία,
φυγαδευτικός,
φυγαδεύω,
θαυμασμού, φοβούμαι κάτι, αιδούμαι, σέβομαι, ντρέπομαι να
φυγαδίας, φυγαδικός, φυγάδις, φυγαδοθήρας (θήρ), φυγ-,
πράξω κάτι. σέβας, σέβασις, σέβασμα, σέβισμα, σεβασμιάζω,
φυγάς, φυΥΥάνω, φύγδα, φυγή, φύγιμον, φυγο-, φύζα (γι>ζ),
ευσεβέω,
φυζακινός, φυζαλέος, φυζάνω, φυζηλός φύζηλος, άφυζα (α,
ευσεβής,
Σεβαστεία,
ευσέβεια,
Σεβάσμια,
σεβασμός,
σεβασμοσύνη,
Σεβαστείον,
σεβαστοκράτωρ,
σεβασμός,
Σεβαστός,
σεβασμιότητα,
σεβαστεύω,
σεβιστός,
σεβαστός,
σεβαστικός,
σέβιmς,
σέβηmς,
αρνητ.),
άφυκτος
φευκτέον,
(γ>κ),
φευκτιάω,
φεύγυδρος φευκτικός,
(ύδωρ),
φευκταίος,
φευκτός,
φευξείω,
φεύξιμος, φεύξις, φευγάλα, φευγαλέος, φεύγας, φευγατίζω,
σεβερός, σεβίζω, σέβομαι, σέβω, σεπτός (β>π), σεπτήριον,
φευγάτισμα,
σεπτεύω, σεπτικός, σεπτάς.
έκφευξις,
φευγάτος,
φευγιό,
φεύ,
φεύζω,
έκφυξις,
εκφεύξιμος, προσφύγιον, πρόσφυξ, προσφυγιά,
προσφυγικός, προσφυγόπουλο, φύξις (φυγ-mς, γσ>ξ), φυξ, Σαβάζω [σεβάζω, ε>α]- εορτάζω την εορτή του Βάκχου. Σεβάζιος,
σαβοί,
σαβαί,
σαβαρίχις,
σαβαρίχη,
σαμαρίχη
(β>μ), σάραβος (αντιμετάθεση), Σαβασμός, Σάβος, Σαβάζιος,
=
ζαβός (σ>ζ, σάβος
φυξάνωρ
(ανήρ),
φυξίμηλα
>
σεβ-
>
επτάκιν, επτάκις, εβδομαίος,
σ
βόλομαι [βά-ω
σέβας)], επτάς, επταετής (έτος), επτέτης, επτάϊ, Σεπτέμβριος, έβδομος
εβδομαδικός,
βδομάδα,
σε δασεία, ιερός αριθμός (έβ
εβδομάκις,
εβδόματος,
εβδομάς,
εβδομεύομαι,
(πτ>βδ), εβδομάδα,
εβδομήκοντα,
(ελαύνω),
φύξιον,
φύξιος,
= επιθυμώ
λά-ω
+
(α>ο )]- επιθυμώ, θέλω,
βούλομαι (ο>ου), βουλή, βόλλα (λν>λλ),
βούληmς,
βουλεύω,
βούλημα,
βούλευμα,
βουλευτής,
βουλευτήριον,
βουλευτεία,
βούλημα,
βουλείον, βουλητός,
βουλιέμαι, βουλιούμαι.
=
βέλτερος [βόλομαι καλλίτερος
εβδομήντα.
φύξηλις
φυξίνος,
φυξίπολις (πόλις).
εννοώ, προτιμώ. επτά (δασ.) [σεπτός, το
(ήλιος),
φύξιμος,
βακχεία), σάβυττα (ο>υ), σάβυττος,
σαββάτωσις (βαίνω, βατός), σαββώ, Σάββατον.
δομος, εβ-
φυξήλιος
(μήλον),
(βλ.
προτιμώ, βέλτερος
βόλο μαι,
α,ο>ε)]-
=
συγκρ.
προτιμότερος, του
αγαθός.
βελτιόω, βέλτιον, βέλτιστος, βελτίων, βελτίωσις, βελτιωτής,
σεμνός [σέβω
>
σεβνός
>
σεμνός, β>μ]- σεβαστός, έντιμος,
σεπτός, άγιος, ευγενής, μέγας, υπερήφανος,αλαζών.
βελτιωτικός, βελτιώνω, βελτιώσιμος.
σεμνείον,
σεμνόω, σεμνύω, σέμνωμα, σεμνο-, σεμνότης, σεμνοτυφία
βάθος [βάδην, βάδος, βαδίζω (δ>θ)]- λέγεται και επί βάθους και επί ύψους, ανάλογα πώς το μετρά κανείς, προς τα πάνω ή
(τύφος).
προς
ασπάζομαι [α (ευφων., επιτατ.) ασβάζομαι
>
κάποιον
φιλοφρόνως,
θωπεύω,
επιδιώκω,
ασπαστύς,
+
σεβάζομαι
ασπάζομαι (β>π), χαιρετίζω,
επιζητώ,
άσπασμα,
βλ.
>
ασεβάζομαι
φιλώ,
περιπτύσσομαι,
παραδέχομαι.
ασπασμός,
>
σεπτός]- υποδέχομαι ασπάmος,
ασπαστικός,
ασπαστίς,
Ασπασία.
ή
προς
ευθεία πορεία.
Επί στρατιωτικής
μέτωπο.
βένθος
(όπως πάθος
-
πένθος),
βαθύς,
βαθυ-,
βαθύνω, βάσσα (θσ>σσ), βήσσα (α>η), βασσάρα, βασσαρίς, βασσάριον, Βασσαρεύς, Βασσαρέω, Βάσσαρος, βασσαρικός,
βυθός (α>υ),
βυθάω,
βυθίζω,
βύθιος,
βυθισμός,
βόθρος
(α,υ>ο), βόθυνος, βοθρεύω, άβυσσος (α, στερ.+ βυθός> βυθ
σός> βυσσός, θσ>σσ, δίχως βυθό, απύθμενο ς), αβυσσαλέος,
πρέσβυς [προς πρέσβας
τα κάτω
σημασίας, το βάθος γραμμής του στρατού, αντίθετο προς το
>
+
σέβας
πρέσβυς
απεσταλμένος.
προσεβας
>
(α>υ)]- γέρων,
πρέσβα,
πρεσβεία,
>
πρεσεβας (ο>ε)
σεβάσμιος,
πρεσβείον,
>
σεβαστός, πρεσβειόω,
πρέσβειρα, πρέσβευμα, πρεσβεύς, πρέσβευmς, πρεσβευτής, πρεσβευτικός, πρέσβιστος,
πρεσβεύω,
πρεσβήιος,
πρεσβίττα,
πρεσβηίς,
πρέσβος,
πρέσβις,
πρεσβύτερος,
πρεσβύτατος, πρεσβυτερεύω, πρεσβυτερείον, πρεσβυτέριον,
πρεσβυτής, πρεσβύτις,
πρεσβυτοδόκος (δέχομαι), πρείγυς
(β>γ, ε>ει, με αποβολή του πρειγεία, πρειγευσάντων.
σ), πρεγγευταί (σβ>σΥ>ΥΥ),
βυσσοδομώ (δέμω)
πυθμήν
οικοδομώ σε βάθος, σκέπτομαι σε βάθος.
-
[βυθός,
πυθμενίζομαι,
β>π]-
πάτος,
πυθμένιον,
θεμέλιο.
πυθμενέω,
πυθμενόθεν,
πυθμένας,
πυθμενικός.
βουτώ
[βυθίζω,
βουτακώ,
υ>ου,
βουτακίζω,
θ>τ],
βουτάω,
βουτακιάζω,
βούτα,
βουτάκιας,
βούτη, βούτας,
βουτσί, βούτη, βουτίνα, μπουτίνα, βούτηγμα, βουτηγμένος, βουτημένος,
βουτηχτός,
βούτημα
βουτιά,
βούτημο,
βουτήχτρα,
βουτηχτά,
βότσαλο
βουτηχτής,
(αλς,
ου>ο),
15 βουτσάς, βουτσάδικο, βουτmνάδικο, βουτmνάς,
βυτίο ς
(ου>ο),
βουτσέλα,
βυτιοφόρο
βουτσέλι,
πέδον [πάτος, βάδος (α>ε), δηλαδή πάνω στο οποίο μπορεί
βυτίνα,
κανείς να περπατήσει (βαδίσει), πεδιάδα, επί-πεδο]- το έδαφος,
(φέρω),
βυτιοποιός.
η γη.
πεδίον, πεδιάς, πεδιάδα, πεδανός, πεδάνεος, πεδινός,
πεδεινός,
πόντος [Ο Όμηρος εννοεί το βάθος της θαλάσσης ή την ίδια την θάλασσα. Δηλαδή βένθος> βόνθος (ε>ο ) > πόνθος (β>π) πόντος (θ>τ), βλ. πάτος ποντίζω,
Ποντικός,
=
>
πυθμένας], ποντάρχης, ποντιάς,
ποντικός
(<<ποvπκός μυς»),
ποντίκι,
πεδιακός,
εμπεδώς,
Εμπεδοκλής
ποντοπόρος
(πορεύω),
εμπεδο-,
τάπητας,
+
φθάνω [βαίνω, βά-ω (β>φ)
>
τανύω
βατανω
>
βτάνω
>
φτάνω
>
εμπεδώνω,
(κλέος),
ταπεινός,
(κοίτη),
επίπεδος,
=
εμπέδωσις,
επιπεδόω,
έμπεδο,
επιπέδωσις,
γη), δάπης, δάπις, τάπης (δ>τ),
ταπεινότης,
ταπεινόω,
ταπεινώνω,
+
εάω [ε, ευφων.
β-άω, έασον (έβασον, Λάκ.)]- αφήνω,
άβα (δασ.) [βά-ω, βάβα (επί το πολύ), το πρώτο
-
ηβαίος,
ακμαία ηλικία, νεότητα. ηβάσκω,
ηβάω,
β
σε
ήβα (α>η), ήβη, Ήβη,
ηβηδόν,
ηβήτης,
ηβητήρ,
ηβητήριον, ηβητικός, ηβήτωρ, ηβυλλιάω (α>υ), βαιός.
πατέω,
περιπατητικός, αποπατέω,
πατάω,
πατώ,
περπατώ,
αποπάτημα,
περίπατος,
περπάτημα,
αποπάτηmς,
περιπατώ,
περπατηmά,
απόπατος,
πατάκι,
πάτερο, πατερό, πάτημα, πατημαmά, πατηmά, πατητήρι, πατητής,
πατητός,
πατηκώνω,
πατιά,
πατίκωμα,
πατούσα,
πατήθρα,
πατητή,
πατήκωμα,
πατούχας,
πατωματάς,
πατουχιά,
πατάρι,
πατωmά,
πατικώνω,
πατινάρω,
πατίνι,
πάτωμα,
πατώνω,
πατόκορφα,
πατόξυλο,
πατόψαρο, πατο-.
οπαδεύω [ο, αθροιστικό συνοδεύω.
οπηδεύω
+ πάτος
(α>η),
(τ>δ)]- έπομαι, ακολουθώ,
οπηδός,
οπαδός,
οπάδηmς,
οπήδηmς, οπαδητήρ, οπάζω (δι>ζ). λαπάσσω
[λα,
+
επιτατ.
αδειάζω, επί διαρροίας. λαπαρότης,
πατέω,
βλ.
αποπατέω]- κενώ,
λάπαξις, λαπάρα, λαπαρός, λάπα,
λαπακτικός,
λάβα
(π>β,
),
λάπαθον
( = φλέγμα,
(είδος
προς εξαγωγή), λάμπη, λέμφος (α>ε, π>φ),
λεμφο-,
λεμφα-,
λέμφωmς,
λέμφωμα,
λύμφη
(α>υ), λύμφωμα, αλαπάζω (α, επιτατ., σσ>ζ), αλαπαδνός (τ>δ), αλαπαδνοσύνη, αλόη (α>ο, με αποβολή του π)- φυτό καθαρτικό, αλοηδάριον, λάσπη (λάπη, το σ προστίθεται, ό,τι πρέπει να αποβληθεί, το κατακάθι του κραmού), λασπώνω, λάσπωμα, λασπο-.
πτέρνα [πατ-ώ (αποβολή του (π>φ),
πτερνίστρια,
πτερνίζω, πτερνοβατέω,
+
α)
άρος (α>ε)], πτέρνη,
πτερνιστήρ, πτερνοκοπέω
πτερνιστής, (κόπτω),
πτερνισμός.
+ πτερνίζω >
πτίζω (π>κ)]- κτυπώ με
την πτέρνα ή το πόδι, κλωτσώ, επί αποθνήσκοντος ανθρώπου, αγωνιώ. λάκτισμα, λάκτις, λακτικός, λακτισμός, λακτίσσω,
λακτιστής,
λάξ,
λάγδην,
[λάκιω> λάγιω (κ>γ)
>
λακπατέω,
λακπάτητος,
πηδάω
πηδώ,
(όπως
πήδησις,
το
κουπί
πήδημα,
αναπηδά
πηδηθμός,
πηδητής.
πεζός [πέδον, πεδιός (δι>ζ)]- δια ξηράς πορευόμενος, ο επί της ξηράς.
πεζώς, πέζα, πεζοδρόμιον, πεζόβολον (βάλλω),
πέζαρχος, πέζευσις, πεζεύω, πέζεμα, πεζή, πεζά, πεζικός, πεζικόν, πεζολόγος, πεζοπορία, πεζο-, πεζικάριος, πεζούλι,
πους [γεν. ποδός, από το πατέω (α>ο, τ>δ), ή από το βάδην, βάδος (β>π, α>ο )]- το πόδι.
λάζω
λάζω (γι>ζ)].
πόδι, ποδάρι, ποδάγρα (άγρα),
ποδαγρίζομαι, ποδαγράω, ποδαλγής (άλγος), ποδείον, ποδιά, πόδιο,
υποπόδιον,
ποδηγέω
αόρ.,
(άγω),
του
ποδικός,
ποδηγετώ
φέρω),
πόδισμα, (ηγέτης),
ποδήρης,
ποδισιά,
ποδεών,
ποδηνεκής
(ήνεγκα,
ποδιαίος,
ποδίζω,
ποδίς,
= ράβδος
ποδισμός, ποδίστρα, ποδιστήρ, ποδοκάνη (κανών
κλουβιού), ποδοκοπέω (κόπτω), ποδώκυς (ωκύς), πόδωμα, ποδαρικό,
ποδαρίλα,
(ελαύνω),
ποδοβολητό
σύμπους
(συν),
πόδας,
ποδίσκος,
(βάλλω),
εμποδίζω
(εν),
ποδο-,
ποδήλατο
ποδοβολώ, εμποδισμός,
ποδοπατώ, εμποδιστής,
εμπόδιον, εμπόδιος, εμποδών, εμποδοστατέω (ίστημι).
[πέζα
πέδια),
(=
περισφύριο κόσμημα.
πεδόομαι,
πέδων,
πεδικλόω
(κλείω),
πεδίκλωμα,
ποδίζω]-
δεσμά,
ποδόδεσμα,
πεδάω, πέδησις, πεδητής, πεδήτης,
πεδίζω,
πέδιλον,
πέδικλον,
περδικλώνω,
πέδειλον,
πεδικλώνω,
σπεδίζω,
πεδουκλώνω,
περδίκλωμα,
περδικλωμός,
πραπίδες (παρά, ε>ι).
φείδομαι
[πεδόομαι
(π>φ,
ε>ει),
δηλαδή
οικονομώ, λυπούμαι, κάνω μέτρια χρήση. φειδωλία,
φειδωλός,
φείδων,
θέτω
πέδη]
φειδώ, φειδωλή,
φεισμονή
(δ>σ),
φειδός,
φειδαλφιτέω (άλφιτον), φειδάλφιτος, Φειδιππίδης (ίππος), Φειδίας.
οδός (δασ.) [βάδος δρόμος.
οδηγός
>
αδός (το β σε δασεία)
(άγω),
οδηγητήρ,
>
οδός (α>ο )]- ο
οδαγός,
οδηγέτης,
οδηγέω, οδήγησις, οδηγία, οδηγησία, οδαίος, οδάω, όδευμα, οδεύσιμος, οδευτής, οδεύω, όδιος, όδισμα, οδίτης, οδόω, οδοιδοκέω,
λακτίζω [λα, επιτατ.
πήδινος,
συνεχώς στο νερό),
πέδη
κενωτικού λαχάνου), λάπατον,λαπάθη, λάπαθος, αλάπαθα, λεμφώδης,
πηδά, πηδάλιον, πηδαλιούχος (έχω), πηδαλιουχέω,
πεζούλα, πεζοναύτης, πεζότητα, πεζοτράγουδο.
πάτος [βατός, βάδος, β>π]- πατημένος δρόμος, αφόδευμα, αποπάτημα.
πηδός [πεδό-εις, ε>η]- το πλατύ μέρος της κώπης, κώπη, πηδαλιουχία,
επιτρέπω. εατέος, εισεάω (εις).
φτέρνα
πεδοκοίτης
ταπείνωmς, ταπεινοφροσύνη (φρονέω), ταπεινο-.
κουπί.
(α>ου), φτου ραίνω.
λάπη
(ορύσσω),
φθάνω (τ>θ), δηλαδή απλώνω, τανύω το βηματισμό
μου, τρέχω], φθάmμο, φτάνω, φτάmμο, φτασμένος, φτουρώ
δασεία]
πεδωρύχος
επίπεδον, δάπεδον (δα
Ποντισμένο.
πεδιάmος,
πεδόεις, έμπεδος (εν), εμπέδως, έμπεδον, εμπεδόω, εμπεδής,
πόντισμα,
ποντόω,
πεδιανόμος,
(έχω), πεδιοβάμων (βαίνω), πεδόθεν, πέδοι, πέδονθε, πεδόσε, πεδοσκαφής,
ποντίκαρος, ποντικο-, ποντίλος (όπως ναυτίλος), πόντιος, ποντο-,
πεδιαίος,
πεδιεινός, πεδιεύς, πεδιήρης (άρω), πεδιονόμος, πεδιούχος
οδοιδόκος,
οδοιπόρος,
οδοστατέω
(ίστημι),
οδοστάτης, οδουρέω (ούρος), άνοδος (ανά), έφοδος (επί),
εφόδιος,
εφοδεία,
εφοδιάζω,
εφόδιον,
κάθοδος
(κατά),
καθοδηγέω, μέθοδος (μετά), μεθοδεία, μεθοδικός, εξοδάω (εκ), εξοδεύω, εξοδιάζω, έξοδος, εξόδιος, εξοδεία, εξοδία, ξοδιάζω, ξόδεμα, ξοδεμός, ξόδευση, ξοδεύω, ξόδι, ξόδιασμα, ξοδιαστής,
είσοδος (εις),
εισοδεύω,
εισοδιάζω,
εισόδιος,
σοδειά, σοδεύω, σοδιάζω, σόδιασμα, σοδιάστρα, επεισόδιος ίγδις [λάκτις
= γουδοχέρι,
> ίγδις (α>ι )]- γουδί,
λάγδην
>
άγδις (αποβολή του λ)
είδος χορού. ίγδισμα, γουδί, γουδοχέρι.
(επί),
επείσοδος,
επεισόδιον,
επεισοδιόω,
επεισοδιάζω,
επεισοδιακός, φρούδος (προ, π>φ)- ο προχωρήσας ώστε να μη
φαίνεται πλέον, απελθών, φυγών, απειθών.
16 Ρίζα βα-
βαλ-
>
βλαστός [βάλ-λω, βαλ βλαστάριον,
βάλλω [βαίνω, βάν-ω
βάλ-νω (ν>λ)
>
βάλλω (λν>λλ),
>
βλα- (αλ>λα)
>
βλαστάρι,
βλασταίνω,
+ ίστημι]-
βλαστέω,
βλάστη, βλάτταν (στ>ττ), βλαστόω, βλαστείον, βλάστημα,
μέλλ. βαλ-ώ, αόρ. έ-βαλ-ον]- εκτοξεύω, ρίπτω, πέφτω, ωθώ,
βλαστημός,
τοποθετώ, βάζω.
βαλσαμίνη,
βάλσαμος,
βαλλισμός, μπάλλος (β>μπ), μπαλάντα, μπαλέτο, μπαλαρίνα,
βαρσαμώνω
(λ>ρ),
βαλλητύς, βαλλίστρα (ίστημι), βαλλιστρίδα, βαλλιστικός.
βαλσαμόδενδρο, μπαλσαμώνω, μπαρσαμώνω.
βαλανεύω
βαλλίζω- ρίχνω τα πόδια εδώ κι εκεί,
+
[βάλ-λω
=
ποτίζομαι, νέω
=
νάω, ναύω (α>ε)
ρέω, στάζω,
κολυμπώ (μέλλ. νεύ-σομαι)]- καταβρέχω
κάποιον όπως ο βαλανεύς, υπηρετώ κάποιον στο λουτρό. βαλανείον,
βαλανεύς,
βαλανευτής,
βαλανευτικός,
βαλανείτης, βαλανικός, βαλάνισα.
+
βαλβίς [γεν. βαλ-βίδος, από τα βάλ-λω
βάδος (α>ι)]- το
βαλβίδα, βαλβιδικός.
εντός
πουΥΥί.
(ε>α)]-
βαλάντιον,
βήλος [βάλ-λω, α>η]- καρφί. ηλοπαγής
σακκίδιο,
βαλαντοτομέω,
(πήγVΥμι),
ήλος (το β σε δασεία), άλος
ηλότυπος
(τύπτω),
βάλσαμον, βαλσαμώνω,
βαλσάμι,
βαλσαμόχορτο,
γη, α>ο, γ>β]- είδος κρομμυοειδούς
βορβός (λ>ρ), βρουβός, βολβάριον, βολβίον, βολβίνη,
βολβώδης,
βολβοειδής,
βολβίδιον,
βολβίτιον,
βολβοτίνη, βολβιτίς, γελγίς (βαλ-γίς γελγιδόομαι, αγλίς (γελγίς
ελγίς
>
αλγίς
>
βολίταινα,
γελγίς, β>γ, α>ε),
>
αγλίς, λγ>γλ),
>
+
οβελός [ο (εξ α επιτατ.) οβελίζω,
οβελίας,
βέλος]- σούβλα.
οβολίας,
οδελός (β>δ),
οβελίσκος,
οβελίτης,
καθήλωσις
(κατά),
οβολοστατέω (ίστημι), οβολοστάτης, πεμπώβολον (πέμπε
=
πέντε), σούβλα (συν), σουβλί, σουβλιά, σουβλάω, σουβλίζω, σουβλάκι,
σούβλησμα,
σουβλατζής,
σούγλα
σουβλιστός,
(β>γ),
σουγλί,
σουβλαμύτης,
σουγλιά,
σουγλίζω,
σουγιάς.
ηλουργός
(έργο), ηλοκόπος (κόβω), ηλόω, ήλωmς, ηλωτός, ηλίτης, ηλίσκος,
και
βαλσαμών,
αρχαίους χρόνους ήσαν μακροί ήλοι), οβολιαίος, οβολιμαίος,
+
βαλαντιοτόμος, βαλαντιητόμος, βαλαντοειδής.
(η>α),
+
βολβός [βάλ-λω ρίζας.
βλάσαμον
οβελιστήριον (ίστημι), επωβελία (επί), οβολός (ε>ο, στους
[βάλλω
χρηματοφυλάκιο,
βλάστηmς,
αγλίτια, αγλίδα, αγλίθιον, αγλιθάριον.
σχοινί το τεινόμενο στον αγώνα του δρόμου. βαλβιδώδης,
βαλλάντιον
βλαστάρι.
βλαστάνω,
αποκαθήλωmς
(από),
αποκαθηλώνω, εξηλώ (εκ), ξηλώνω, ξήλωμα.
μάνδαλος [βάλ-λω καρφί
που
βαλ-
>
ασφαλίζει
τοποθετούνταν
πίσω
μαν- (β>μ, λ>ν)
>
τον
από
ξύλινο την
μοχλό,
πόρτα.
+ ο
δαλός] οποίος
μάνταλο
(δ>τ),
μανταλάκι, μανταλώνω, μαντάλωμα, μάνδρα (λ>ρ), μανδρί, εμβάλλω εμβόλιον, β>π)-
+
[εν
εμβολάδιον,
βάλλω],
εμβολεύς,
εμβόλισμα,
υποδήματα,
αμπόλι,
έμβολον,
εμβολιμαίος,
εμβολιζω, σέμπαλα (εις
Ησύχ.,
αμπολή,
έμβολος,
εμβολή,
μπόλι,
μπαλώνω,
μπολιάζω,
μπάλωμα,
εμβολάς,
μαντρί,
μανδρεύω,
(αγορεύω,
+
αρχιμανδρίτης, αρχιμανδρείο.
έμβαλα,
φυτό
βέλος [βάλ-λω, α>ε]βελίτης,
ακόντιο, κεραυνός,
βελόνη,
βελόνι,
βλήμα,
βελονίς,
βελεηφόρος,
επιζάφελος (επί
+ βλαστός]- προξενώ εξάμβλωση,
αμβλίσκω [αν, αρν. (ν>μ)
βέλος.
βελεσσιχαρής,
+ ζα, επιτατ. + βέλος,
εξάμβλωμα,
βολή [βάλ-λω, α>ο, βέλ-ος, ε>ο]βλήματος πολεμικού.
βόλος,
εμβέλεια
(εν),
το ρίξιμο ή το κτύπημα βολίζω,
σκοποβολή,
ακροβολίζομαι, βολαίος, βολίς, βολοτυπής (τύπτω), βολεύς, βολεών, βολίτινος, βόλιτον, εκηβόλος (εκάς), βούλα (ο>ου), βούλωμα,
βουλωτήρι,
βουλιάζω,
βουλωτός,
βούλιαγμα,
βουλωτής,
βούληγμα,
βούλιγμα,
+
καταβάλλω [κατά καταβεβλημένος, κάββλημα,
β>φ).
βολίδα,
αμβλωθρίδιον,
αμβλισκάνω,
αμβλόω, εξαμβλόω.
Δωρ.)-
καβαλλάριος, καβαλλίνα,
καβαλώ,
βάλλω], καταβολή, προκαταβολή,
κάββαλε (κατέβαλε
καβάλλης
καταβαίνω,
βουλοκέρι,
(οίνος),
βελουλκός
(έλκω), βελοφύλαξ, βελοφόρος (φέρω), βελικός, βελομαντία,
βουλώνω,
μανδραγόρας
μανδραγορίτης
αποβολή. άμβλωσις, εξάμβλωmς, αμβλώσκω, αμβλωσμός, άμβλωμα,
βελοποιός,
μανδάκης,
υπνωτικό),
μπόλιασμα, μπαλωματής,
μπαλωματού.
βέλεμνον,
μάνδρευμα,
εμβόλιμος,
κατά,
εργάτης
καβαλλαρικόν, καβαλίκεμα,
καβαλίνα,
περιβάλλω,
=
(κα-
και
>
κάτβαλε, τβ>ββ), όπως
καβαλλικεύω,
κάβαλο,
=
ίππος,
καβαλλίνος,
καβαλικευτός,
περιβάλλον,
καβαίνω
αχθοφόρος
καβαλικεύω,
ποντικοκάβανο
περιβαλλοντολογία,
(λ>ν),
περιβολή,
περιβόλι, υποβάλλω, υποβολή, υβδάλλω (υποβάλλω, π>β, β>δ), υββάλλω (βδ>ββ).
βούλισμα.
διαβάλλω [δια βαράω [βάλ-λω, λ>ρ]- κτυπώ, δέρνω.
βαρώ,
βαρίζω,
βαρεμένος, βάρεμα, βάρημα, βαρεματιά, βαρεμός, βαρεmά.
ευβολέω [ευ εντυγχάνω,
+
βολή], εύβολος, αβολέω (α
αβολητύς,
αβολήτωρ,
= ευ)-
βολεύω
αποβολή του α), βολεμένος, επήβολος (επί
συναντώ,
(αβολέω,
+
με
αβολέω, α>η),
βολετός, βόλεμα, βολικός, βόλεψη (βόλευση, υσ>ψ). βλήμα [βέ-βλημ-μαι, πρκμ. του βάλλω]βλητός,
βλήτρον,
βληστρισμός,
βλήδην,
βλήτειρα,
βλής,
βλητέον,
+
ζαβάλλειν
(δι>ζ),
αβλής,
βληστρίζω, βλάσφημος
ζαβολιάρης,
αδιάβλητος,
συμβάλλω
σύμβληmς,
συμβλητικός,
(συν),
συμβόληmς,
συμβολικός,
Ρίζα βαβέομαι
και
>
βλάβη
βλαπτικός,
τρόπος ζωής,
επιβλήδην,
βίωmς, βιώσκομαι, βιώ,
βλάψις,
βλάμμα
επιβλητικός,
βλαβερός,
(πμ>μμ),
επίβληmς,
επίβλητος, έμβλημα (εν).
επιβλαβής,
επιβλής,
επιβλή,
επιβλήσκομαι,
επιβλητέον,
συ μβλητό ς,
συμβλής, συμβόλαιον,
συμβολιμαίος,
συμβολο-,
βιοτεία,
βι-
βείομαι [μέλλοντες του βαίνω, δηλαδή θα
πορευτώ, θα ζήσω]- θα ζήσω.
βλάβος,
ζαβολιάρικος,
σύμβλημα,
σύμβολον, σύμβολος.
(φήμη), αμφίβληστρον, αμφιβληστροειδής, βλάπτω (άπτω),
(π>β),
ζαβολιά,
συμβολαιο-, συμβόλαιο ς, συμβολεύς, συμβολέω, συμβολή,
το βαλλόμενο.
βλητικόν,
βάλλω], διαβολή, διάβολος, διαβολάκι,
διαβολιά, διαβολικός, διαβολο-, διάολος, διαολο-, δια βόλια,
εισόδημα,
βιοτεύω,
(ωνέομαι), αβίωτος.
βίος (ε,ει>ι)- κατάσταση ζωής,
κατοικία, βιωτός,
περιουσία,
βιός,
βιόω,
βιώmμος, βιο-, βιώνω,
βιοτή, βιότης, βιοτικός, βίοτος,
βιώνη
17 βία [βίος, η διαβίωση απαιτούσε, το πάλαι ποτέ, δύναμη, ισχύ και ρώμη]- δύναμη ακμαία, ζωική, δύναμη σώματος, πράξη βίας.
επωάζω
(επί),
επώασις,
ωαγωγός
(άγω),
όα,
όον,
αβγό
(ώβεον, ω>α, με παρεμβολή του γ), αυγό (β>υ), οβάλ.
βίη, βιάζω, βιάω, βίαιος, βιαστός, βιαστής, Ρίζα δα-
βιατάς, βιασμός, βιαιότης, βιαρκής (αρκέω), βιομήχανος,
βίσων, βίηφι (δοτ. του βίη). δάω [αόρ. παθ. ε-δά-ην (ωσάν από ενεστ. δά-ημι), υποτ. δα βίβλος [βί-η του
+ βλαστός, ισχυρός φλοιός]- ο
παπύρου.
βιβλίς,
βιβλίον,
βιβλίδιον,
βιβλάριον,
βίβλινος,
εσώτερος φλοιός
βιβλιάριον,
βιβλιοφόρος,
βιβλιοθηκάριος, βιβλικός, βιβλιο-
ώ, απαρ. δα-ήναι, ώστε η ρίζα είναι δα-ο Μια από τις πρώτες
βιβλιακός,
συλλαβές, που εκφέρουν τα νήπια, μετά τις μα και πα, είναι η
βιβλιοθήκη,
ντα. Ντα-ντά λέμε, όταν ελαφρώς κτυπάμε στην παλάμη το
.
νήπιο, σε περιπτώσεις που ατακτεί. «Τι σου έκανε η μαμά;»,
«νταντά» απαντά το παιδί. Με τον τρόπο αυτόν λαμβάνει τα έαρ [έφερε
F
(Fέαρ). Από τα βέ-ομαι
+ αίρω (ρίζα αρ-), το F
από το β. Διότι εγείρεται η ζωή στην φύση κατά την άνοιξη]- η άνοιξη, χυλός, οπός (αρχίζουν να κυκλοφορούν εντός των δένδρων), μεταφ. το αίμα. ειαρινός,
ηρινός
εαρίζω, εαρινός, είαρ (ε>ει),
(ε,ει>η),
εαρίτης,
εαρο-,
εάρτερος,
ήρ
πρώτα διδάγματα (νταντάγματα). Ίσως γι'
πιθανώς αρχικά να προφέρονταν νταντάω. Φαίνεται δε ότι εκ του ήχου τατατα .. , του τύπτειν προέρχεται το ντα (δα), διδάσκω,
διδασκαλία,
πιάζω [βιάζω, β>π, α>ε]- καταπιέζω, βαρύνω, πλακώνω, στενοχωρώ, λαμβάνω, πιάνω. πιέζω (α>ε), πίεσις, πίασμα, πίεσμα, πιεστήρ, πιεστήριος, πιέmμος, πιεστός, πιεστήριον, πιεστής, πίεστρον, πιάνω, πιάση, πιάσιμο, πιάσμα, πιάστρα, πιστράκι, φιμός (π>φ), φιμόω, φιμώδης, φίμωσις, φίμωτρο,
(
βλ. ου
τά-ω, τύ-πτω, α>υ)]- κάνω κάποιον να μάθει, πληροφορώ, ερμηνεύω.
(εα>η), Ήριννα, Ήριλλος (νλ>λλ).
αυτόν τον λόγο
υφίσταται αναδιπλαmασμό το δάω (διδάσκω) στον εVΙKό και
διδάσκαλος,
δάσκαλος,
δασκαλίκι,
δίδαγμα
διδασκαλείον,
διδασκάλισσα,
(άγω),
δίδακτρα,
δασκάλαινα,
δίδαξις,
διδαχή,
διδάχνω, διδαχτικός, διδάκτωρ, διδακτορία, διδακτορικός, Δάειρα (είρω), Δαίρα, δαητός, δαήμων, δάϊος, δαημοσύνη, δαΤφρων (φρην), δαήρ, νταής, αδαής, αδηνής, δήνος, δήω, δήνεα.
φιμώνω, φίμωμα, φιμόληπτος (λαμβάνω). δα [δά-ω]- αληθώς. σφίγγω [το σ προτάσσεται σπιάγχω
πι-έζω
+
άγχω, εγγύς
σφίγγω (π>φ, γχ>γγ)]- δένω σφιγκτά.
>
σφιγγία,
+
σφίγγα,
σφιγκτήρ
(χ>κ),
>
σφιγγίον,
σφίγκτης,
σφιγκτός,
σφίγξις, Σφίγξ, Φίξ, σφίξη, σφίξιμο, σφιχτά, σφιχτός. πνίγω [πι-έζω κ>γ)]-
+
νέκ-υς
στραγγαλίζω,
θερμότητας.
πνιγίζω,
πνιγαλίων,
πνιγίτις,
πινέκω
>
αποπνίγω,
πνίγμα,
>
πνέκω
επί
δαίμων [δάω, α>αι]- έμπειρος, γνωρίζων, θεός, θεία δύναμη. δαιμόνιον, δαιμόνιος, δαιμονίζομαι, δαιμονιάω, δαιμονάω, δαιμονιάρχης,
πνίγω (ε>ι,
>
βασανίζω,
μεγάλης
πνιγετός,
πνιγεύς,
πνιγηρός,
πνιγμός,
πνιγμονή,
πνιγόεις,
δαιμονισμός,
σφήξ [γεν. σφηκός, από τα βί-η (βλ. σφίγγω), δηλαδή σβιαξ σφήκα,
σφήγκα,
σφηκίον,
Σφήκεια,
σφηκίσκος,
>
+
ακίς, το σ προτάσσεται
σφηκισμός,
σφηκός,
σφηκίας,
σφηκώδης,
σφήκωμα, σφηκών, σφηκίδαι, σφηκοφωλιά, σφηκόω.
= δύναμη,
= τα εντός
=
εν, εντός (του δέρματος,
των μυώνων μιτοειδή αγγεία)]- ισχύς,
δύναμη, νεύμα, μυς, ίνα. ινίον, ιναία, ινόω, ινάσσω, ινοειδής, ινώδης, ίνη, ίνυξ,
σνίχι (σ-ιν-ιχ, έχω)- ο σβέρκος, Ινδός
(αναφέρονταν ιδίως στους οδηγούς ελεφάντων), Ινδολέτης (όλλυμι),
ίφι (δοτ.
Ιφιάνασσα
του ις),
(άνασσα),
Ιφιγένια (γένος),
Ιφικράτης
ιφιγένητος,
(κρατέω),
λίνον
(λα,
επιτατ.)- κάθε πράγμα κατασκευασμένο από λινάρι (εκ των ινών του), σχοινί, ορμιά, κλωστή, λιναγρέτης (άγρα), λινάω, λίνειος,
λίνεος,
λινεύω,
λινούς,
λινούχος
(έχω),
λινεύς,
λινο-,
λινουλκός
λινάριον,
(έλκω),
λινάρι,
λινάτσα,
λινέλαιον, λινός, λινόπτης (όψομαι), Λίνος (οι χορδές των εγχόρδων κατασκευάζονταν και από λινάρι)- μυθικός αειδός, αίλινος (αι), λινωδία (άδω).
ζήσω. Το ωόν]ώιον
=
ω
ο συντρίβων ωά. Από το βέ-ομαι
από
=
ο, ευφων. ήταν δηλαδή ώβεον
μέλλω να
>
αυγό, αβγό, επί φυτών, το σπέρμα, ο σπόρος. (ε>ι),
ώβεον,
ωβεοκόπτης,
δαίμων, δαήμων,
δαιδάλεος [δαί-μων
+
δήν-ος
(=
σχέδιο, τέχνη), η>α, ν>λ]
τεχνικώς δημιουργημένος, ευφυής, πεποικιλμένος. δαιδάλλω, δαιδαλόω, δαίδαλμα, δαίδαλος, δαιδάλεως, δαιδαλεύομαι,
δαμνάω [δά-ω Ο
δαμασμός
+
μι-μνά-ζειν, απαρ. του μίμνω
απαιτεί γνώση
και
επιμονή.
(=
επιμένω).
Εκτός και
αν
πρόκειται περί δα επιτατ.]- υποτάσσω, καταβάλλω, KαταVΙKώ, αποκτείνω.
δάμνημι,
Δαμαίος,
δαμάω,
δαμάλη,
δαμαλήβοτος (βόσκω), δαμάλης, δαμαληφάγος, δαμαλίζω, δάμαλις,
δάμαλος,
δαμαντήρ,
δάμαρ,
δαμασικόνδυλος,
δαμασίμβροτος, δαμάσιππος, δάμαmς, δαμασίφρων (φρην), δαμασίφως
(φως=
δαμαστήριον,
δαμαστής,
άνδρας),
δαμασι-,
δαμασμός,
δαμαστή ρ,
δαμάτειρα,
δαμείω,
δαμνήτης, δάμνιππος, Δαμασία, δαμάλα, δαμάλι, δαμαλίδα, δαμαλίσκος, δαμαλίτιδα, δαμαλισμός, δαμαλιστής, δμωή, δμως,
δμήmς,
αδάματος,
δμητήρ,
αδάμαστος,
δμητός, άδμητος,
δμωιάς,
δμώιος,
αδαμαστί,
δμωίς,
αδαμάστωρ,
άδαμος, αδαμνής, άδαμνος, αδμής, αδάμας (δύσκολος στην κατεργασία)-
χάλυβας,
διαμάντι,
άκαμπτος,
αδαμάντινος,
αδαμάντιος, Αδαμάντιος, αδαμαντίς, αδαμαντο-, διαμάντι, διαμαντένιος, διαμαντικό, διαμαντο-.
ωόν [αρχαίοι τύποι, ώεον, ώιον. Κατά τον Ησύχ. ώβεον και ωβεοκόπτης
δ σε δασεία]-
αιμύλος (υλάω), αιμυλία, αιμύλιος,
αιμυλο-.
με αποβολή του
Όμηρο το βία εννοείται όπως το ις (βίηφι, δοτική του βία, ίφι, σώματος, ίνες
αίμων (δασ.) [δαίμων, το
δαιδαλεύτρια, δαιδαλόεις, δαιδαλο-.
β και παρεμβολή του ν προς άρση της χασμωδίας. Συχνά στον δοτ. του ις). Εκτός και αν εκ του ιν
δαιμονίως, δαιμονιώδης,
δαιμονισμένος, δαιμονικός, δαιμονιότητα, δαι και δη (αι>η)
σφήξ (β>φ, ια>η)]- η σφήκα. σφηκιά,
δαιμονιο-,
δαιμονιούχος (έχω),
προς έκφραση θαυμασμού ή περιέργειας.
επιτήδειος, έμπειρος.
σφηκείον,
ις [γεν. ιν-ός, από το βί-η (β-ίν-η)
δαιμονικός, δαιμονίς,
δαιμονο-, δαίμονας, δαιμονιάζομαι, Δαιμονία, δαιμονιακός,
πνίγος, πνιγώδης, πνικτήρ, πνικτικός, πνικτός, πνίξ, πνίξις, πνιγέας, πνίξιμο, πνίχτης, πνιχτός,
δη (α>η), ζα (δ>ζ), δήθεν, δήθε, δε
(α,η>ε)- προς εισαγωγή αποδείξεως, συνδετικό μόριο.
ωώδης,
ωάριον,
ώεον
>
ώεον, ωίζω,
ατμήν [α, ευφων.
+ δμώς = δούλος,
δ>τ]- δούλος, υπηρέτης.
άτμενος, αδμενίς, ατμένιος, ατμεύω, ατμενία.
18 δαίω
[(Α) με τις έννοιες του διαιρώ, χωρίζω,
ευοχούμαι με κάτι, από τα δαί-μων και δα-ήμων (Β)
με τις
(=
(=
τρώγω,
ο διαμοιράζων τις τύχες)
σωματείον,
σωματόω,
σωμάτειον,
σωματοποίησις,
σωμάτωmς, σωματώνω, σωματοφυλακή, σωματοφύλακας, άσωμος, ασώματος.
έμπειρος, κατάλληλος για δίκαιη μοιραmά).
έννοιες του ανάπτω, καίω, κάνω να καίει, παθ.
φέγγω, λάμπω, από το δα-ήμων
(=
έμπειρος), διότι, κατά τους
τύφω
[ε-τύθ-ην,
αόρ.
του θύω
(θ>φ)]-
εγείρω καπνό,
αρχαίους χρόνους, το άναμμα της φωτιάς ήταν τέχνη θαυμαστή
καπνίζω, καίω με ήσυχη και καπνίζουσα φωτιά, καίω αργά
(βλ. δαι, δη) και απαιτούσε μεγάλη εμπειρία. Επίσης δι-δά-σκω
κάτι.
σημαίνει
τυφοπλαστέω,
φανερώνω,
όπως
η
φωτιά
(δα-ις)
φωτίζει
και
τύφος,
τυφόω,
τυφώδης,
τυφογέρων,
τυφομανία,
τυφεδανός,
τυφήρης (αραρίσκω), τυφικός, άτυφος,
φανερώνει τα πράγματα]
τυφομανής,
τυφεδών,
τύφη,
ατυφία, τυφαιμία
( αίμα). δαΤζω [δαίω (Α)]φονεύω,
διχάζω.
κόβω στα δύο, διαχωρίζω, σφάζω,
δαιθμός,
δαϊκτήρ,
δαϊκτής,
τυφλός [τύφ-ω
δάϊκτωρ,
τυφερός
>
>
τυφλός (ρ>λ)]- κυρίως
δαίω (Α) σημαίνει φαγητό, συμπόmο, ευωχία. Από το δαίω (Β)
κεκλεισμένος,
σημαίνει
τύφλη, τυφλόω, τυφλώνω, τύφλωmς, τυφλότης, τυφλώττω,
μάχη),
δηώ
(α>η),
δηώνω,
δήωmς,
αόρατος,
τυφρός
ο
πόλεμο,
σκοτεινός,
>
δαϊκτάμενος, δαϊκτός, δηϊόω, δάϊος, δήϊος, δαίς (από το
ασαφής,
αόμματος.
(ωψ),
τυφλίνης,
τυφλίτης,
τυφλώψ
(αλωτός).
Τυφωεύς- γίγαντας τον οποίο έθαψε ο Ζεύς στην Κιλικία, Τυφών,
καταστρέφω. δηλητήρ,
+
[δη-όω
αλίσκομαι (ι>ε)]-
δηλαίνω, δηλητήριον,
δήλημα,
βλάπτω,
δηλήμων,
δηλητήριος,
φθείρω, δήληmς,
Τυφωνικός,
τυφονοειδής,
τύφλα,
άγνωστος,
Δηιάνηρα (ανήρ), Δηιδάμεια (δήμος), Δηίφοβος, δηιάλωτος
δηλέομαι
τύφλωμα,
άδηλος, τυφλίνος,
τυφλάδα,
Τυφώνιος,
τύρφη (τυφερή
εστιώ.
τύφωmς
τύρφη,
φρ>ρφ),
τυρφώνας, τυρφώδης.
δίδωμι [ο δι-δά-σκων δίδει γνώσεις, ο δαίμων δίδει τις
=
τύχες, ο δα-ιτρός τροφή, δα-τέομαι ή
>
δηλητηριώδης,
δηλητηριάζω, δηλητηρίαmς, δηλητηριαστής. δαινύω [δαίω (Α)]- παρέχω γεύμα
Τυφώς,
τυφρή
>
τυφλαμάρα,
συμπόmο, φιλεύω,
δαίνυμι, δαίτη, δαιτρός, δαιτυμών, συνδαιτυμών,
διανέμω, δα-σμός
διανομή, δά-νος, δα-νίζω. Φαίνεται ρίζα δα-
>
δο-
=
δω-, βλ.
>
δα-ίω]- δωρίζομαι, χαρίζω, προσφέρω, επιτρέπω, αφιερώνομαι.
δαίτηθεν, δαιτρεία, δαιτρεύω, δαιτροσύνη, δ αιτυμονεύω,
δίδω,
δαιταλάομαι, δαιταλεύς, δαιταλουργία (έργο).
δάνεισμα,
διδόω,
δίνω,
δάνος,
δανεισμός,
δανίζω,
δανειστής,
δανείζω,
δωτίνη,
δάνειο,
δωτήρ,
δώτις,
δόmς, δώτωρ, δοτή ρ, δότειρα, δοτός, δόμα, δωρέω, δωρεά,
δατέομαι [δαίω (Α), δαιτρός]- διανέμομαι μαζί με κάποιον, κόβω στα δύο, διαιρώ.
δατήριος, δατητής, δασμός (τ>σ),
δωρεάν,
δωρύττομαι,
δωρέομαι,
προδότης,
προδοσία,
δω σείω, δωσι-, δούναι, δοτική, δοτικός, δωσίδικος (δίκη).
δάσμα, δασμολογώ, αναδασμός.
δόλος [δίδωμι, δάνος υδνέω [α, επιτατ., (α>υ)
+
δαίν-υμι (αποβολή του αι)]
αλιεία,
δέλεαρ,
δόλος (α>ο, ν>λ)]-
>
απάτη,
πανουργία.
δόλωμα προς
δολόεις,
δόλιος,
δολοφόνος, δολοφονία, δολόω, δολώνω, δόλωmς, δολίζω,
τρέφω, αυξάνω. ύδνον, ύτανον (δ>τ), οίδνον (α>ο>οι).
μονοδόλι, δολιόω, δολιότης, δολερός, δολιεύομαι, δολίευmς,
δάϊς [δαίω (Β)]- πυρσός, λαμπάδα, δαυλός. δαδός),
δάδα,
δαδίν,
δαδίς,
δαδί,
δαυλός
δάς (γεν.
[δε-δαυ-μένος,
δόλωμα,
δολερότητα,
δέλεαρ (ο>ε),
δελέαμα,
δελέασμα,
δέλετρον, δέλος, δείλαρ, δελεασμός, δελεαστικός.
μετοχ. του δαίω (Β)], δαδόομαι, δαδουχέω (έχω), δαδούχος, θωή [δί-δω-μι
δάνος, δάδωσις, δάϊος, ενδαίω, ένδαις, δαλός, δαλερός.
>
δω-ή> θωή (δ>θ)]- ποινή, πρόστιμο (πρέπει
να αποδοθεί). θωέω, θωάζω, αθώος (α, στερ.), αθώωmς, θύω [Ο Όμηρος το αναφέρει με τη σημασία του καίω ή του
αθωότητα, αθωότης, αθώητος, αθωόω, αθωώνω.
προσφέρω και ουδέποτε με την σημασία του σφάζω. Από το δαίω
= καίω, δάος = πυρσός, δηλαδή δά-ος > δύω (α>υ) > θύω
(δ>θ). Εκτός και αν από το δίδω
(= προσφέρω),
δι-δόω
> δόω >
σέλας [όλες οι έννοιές του σχεδόν ταυτίζονται με αυτές του δαλός.
Δηλαδή δαλός> σαλός (δ>σ, όπως οδμή- οσμή, ίδμεν
δύω> θύω]- προσφέρω ως απαρχή μέρος, τροφής στους θεούς,
ίσμεν, βάδος- βασμός, έδω- εσθίω)
θυmάζω, σφάζω θύμα.
φλόγα
θύα,
Θυία,
θύϊνος,
θυσιάζω, θυσία, θυσείω, θύσθλα,
θυσίασμα,
θυmαστήριον,
θυmαστής,
πυρός,
αγγελίας
ή
λαμπρότητα,
θυοσκόος,
σελαγέω,
θυηλέομαι (λάω),
θυλέομαι,
θυηλή,
θυήλημα, θύλημα, θύημα, θυηπολέω, θυηπόλος, θυηπόλιον,
σελάοντες,
θυηπολία, θυήτης, θυητός, θυΤσκος, θυΤσκη, θύον, θυίον.
σελάω.
θύμα [θύω]- το θυmαζόμενο ή προσφερόμενο, προσφορά, σφάγιο, θυσία. θυμίημα,
θυμέλη, θυμελικός, θυμελικοί, θυμελικόν,
θυμίαμα,
θυμίασμα,
θυμίασις,
θυμιτεύω,
θυμιάω,
αναθυμίαmς,
θυμιατίζω,
αναθυμιάω,
θυμιατήριον,
θυμιατόν, θύμος, θύμον, θυμάρι, θύρmον, θυμοξάλμη (θύμος
+ όξος + άλμη),
πυρός
λάμψη
οργισμένων
σελάγισμα,
σέλας (α>ε)]- λαμπρή προς
διαβίβαση
σελήνη [σέλας
σελασμός,
+ άνω,
σεληναίος,
σεληνιασμός,
οφθαλμών.
σελαγισμός,
σελάσκω,
σελαναία,
>
χρηmμεύοντος
ως σημείο, πυρσός, λαμπάδα, αστραπή, φως,
θύmς, θύσκη, θυήεις, θυάρπαξ, θυηκόος (κοέω), θυηκός, θυοσκέω,
επί
σελαγίζω,
σελάϊζω,
σέλασμα,
σέλαινα,
σελάσσομαι,
α>η]- το φεγγάρι. σελάνα, σεληναίη, σεληνήεις,
σεληνίζω,
σεληνιάω,
σεληνιάζω,
σεληνιακός,
σελήνιον,
σεληνο-, πανσέληνος (πας), σαλάβη [σέλας (ε>α)
σεληνίς,
+
βά-ω
(α>η)]- φεγγίτης, οπή, καπνοδόχη ή θύρα, σαλάμβη (β>μβ).
θυμώδης, θυμίτης, θύος, θυοσκόπος, θυόω,
θυοδόκος (δέχομαι), θυόεις, θυώεις, θύω μα, θυωρίς (ούρο ς), θυωρός, θυμάλωψ (αλίσκομαι), θυμαμοργός (μοργή), σύμα
mγαλόω [σελαγέω (ε>ι, ε>ο)]-
>
σεγαλέω (αντιμετάθεση)
>
σιγαλό ω
στιλβώνω, γυαλίζω, κάνω κάτι στιλπνό, επίπεδο.
mγάλωμα, mγαλόεις, mάλωμα (αποβολή του γ), mαλόω
(θ>σ, Λακ.).
στιλβώνω, σώμα [θύμα> σύμα (Λακ.)
>
σώμα (υ>ω). Ο Όμηρος το
αλείφω
με
λίπος,
τρέφω,
παΊΡνω,
σίαλος,
mαλώδης.
αναφέρει πάντοτε με την σημασία του νεκρού σώματος ή του
πτώματος
και
επί
των
θυmαζομένων
ζώων]-
πτώμα,
το
δηλόω
[δαλός,
α>η]- φανερώνω, δεικνύω,
αποκαλύπτω,
θυmαζόμενο ζώο, μεταγ., το ζων σώμα, πράγμα, υλική ουσία,
αποδεικνύω.
δήλος, Δήλος, δηλαδή (δη), δήλωmς, δήλωμα,
το
δηλατωρέω
(θεωρέω
όλον
πράγματος,
ενσωμάτωσις,
στερεό.
σωματικός,
σωματίζω, σωμάτιον,
ενσωματώνω, σωματίδιον,
>
θωρέω
>
τωρέω,
θ>τ),
δηλώνω,
19 Δήλια,
δηλιακός,
Δήλιον,
δήλιος,
Δήλιος,
δηλοποίηmς,
δηλοποιώ, δηλώσιμος, δηλωτικός.
ιδιάζω, δικός,
κανδήλη [πας, παν (φέγγει προς πάσα κατεύθυνση) (π>κ)]-
λαμπάδα,
κρεμαστός
ιδιαζόντως,
ιδιαίτερος,
λαμπτήρας.
+ δήλος
κανδηλάπτης
ιδίαmς,
ιδιαιτέρως,
εδικός,
ιδιασμός,
ιδιοτροπία,
ιδιόομαι,
ιδίωμα,
ιδιαστικός,
ιδιότροπος,
ιδικός,
ιδιωματικός,
ιδίωσις,
ιδιωτεία, ιδιωτεύω, ιδιώτης, ιδιωτίζω, ιδιωτικός, ιδιώτις, ιδιωτισμός.
(άπτω), κανδηλανάπτης (ανάπτω), κανδήλαυρος (αύω).
είκω [είδος Δελφοί [δηλ-όω (η>ε)
+
φημί (φάς, μετοχή αορ., δηλαδή
+ ίκω > ειδικω > είκω,
με αποβολή του δ, διότι
τα ίκω, ικνέομαι σημαίνουν προσήκω και αρμόζω, όπως και το
αποκάλυψη, φανέρωση δια λόγων)]- το περίφημο μαντείο του
είκω.
Απόλλωνος στη Φωκίδα. Δελφός, Δελφίς, Δελφικός.
όμοιος και πάλι]-
Δηλαδή επανέρχομαι στο είδος μου και καθίσταμαι ομοιάζω,
προσήκει,
πρέπει.
εικότως,
εικοτολογία, εικασμός, εικαστός, εικός, οικός (ε>ο), επέοικε
είδω [από τις σημασίες του, φαίνομαι, φέγγω, λάμπω (δαίω),
(επί),
εικαστός,
είκελος,
ικελόω,
εικονίζω,
εικόνιον,
δας, ή-δη, ει-δή-σαι, ί-δε). Στον Όμηρο πάντοτε με δίγαμμα
(ίστημι),
εικονοκλάστης
(Fείδω, Fειδόμενος). Το
επιείκελος, επιεικεύομαι, έοικα (πρκμ. του είκω με σημασία
πι-δέξιος, πί-βουλος, πιθυμάω, πετυχαίνω). Λατ. νί-
deo
(π>ν),
εικαστικός,
εικασία,
ήμων), είναι φανερό ότι η ρίζα είναι η δα-, βλ. δάω, (οί-δα, οί μάλλον από το επεί> πει> Fει (βλ.
είκασμα,
(ει>ι),
εικάζω,
F
εικάσδω,
ίκελος
γνωρίζω, μαθαίνω (δι-δά-σκω), είμαι έμπειρος, ει-δή-μων (δα
εικών,
εικόνισμα, εικονισμός, (κλάω),
εικόνα,
εικονοστάmον
επιεικής,
επιείκεια,
ενεστ., ε>ο), εοικώς, εοικότως.
βλ. βίδεοι, βείδεοι (π>β)]- θεωρώ, διακρίνω, βλέπω, παρατηρώ, γνωρίζω, εξετάζω.
είδον (αόρ. β' του είδω), οίδα (πρκμ. του
αεικής [α, στερ.
+ είκω]-
είδω, ε>ο)- γνωρίζω (έχω παρατηρήσει, έχω δει), με σημασία
μικρός, ευτελής, ολίγος.
ενεστώτα, γνωρίζω πώς να πράξω, ιδείν (απαρ. του είδον),
αεικία,
ύδνης (οι>υ)- έμπειρος, αυτός που γνωρίζει, ίδον
αίκισμα,
(=
είδον),
ιδυίοι (ο>υ)- συνίστορες, μάρτυρες. ιδυία, ιδύλευμα, ειδώ
αεικίζω,
ανάρμοστος, υβριστικός, απρεπής,
αεικέλιος, αικέλιος, αεικώς, αεικές,
αϊκής,
αικίσματα,
αικής,
αικία,
αικίστρια,
αικίζω,
αικιστικός,
αικισμός, αικχούντα,
αιξωνεύομαι.
(υποτακ. του οίδα), διώ, δω, ιδού (προστακ. του μέσ. αορ. ειδόμην του είδω, αλλά και ως επίρρ., ιδού= να), ίδε (προστακ.
του είδον), ιδέ (επίρρ.), δες, διές, δε, καλειδοσκόπιον (καλός
+
είδω
+
+
σκοπέω), νηδύς (νη
ίδον, δηλαδή αυτός που δεν
φαίνεται, βλ. νήις)- η κοιλιά, ο στόμαχος, η μήτρα, νηδυπόρος
+ ιδείν)-
(πορέω), νήδυια, νήις (γεν. νήιδος, νη
αδαής, άπειρος,
μη γνωρίζων. βίδεοι
[βλ.
είδω]-
επόπτες,
άρχοντες,
στην
Βιδιαίοι,
Σπάρτη
οι
βίδυοι (α>υ),
βείδεοι, βίδεος.
ειδύλλιον
(ο>υ),
ειδαίνομαι,
ειδάλιμος,
ειδάλλομαι, ειδύλλομαι, ειδεχθής (έχθω), ειδέχθεια, είδη μα, ειδήμων,
ειδημόνως,
ειδημονικώς,
είδηmς,
ειδητικός, ειδοί, ειδομαλίδης (μήλον), ειδοποιέω, ειδοποιία, ειδοποιός, ειδοφορέω, ειδοφόρος, ειδυών, ειδυιών, ειδύλος, συνειδητοποιώ,
συνειδητός,
ασυνείδητος,
αειδία, αειδής, ανείδεος, ευειδής, ευειδές, ιδμοσύνη, ίδμων, ιδρεία (ρέω), ίδρις, αϊδρείη (α, στερητ.), άϊδρις,
είδωλον [είδος
+
ορώ> ειδοορον
>
ειδωλικός,
ειδωλόθυτον
ειδωλολάτρης,
ίνδαλμα
(θύω),
(ει>ι,
το
ν
ειδωλείον,
ειδωλολαρεία,
παρεμβάλλεται),
ινδάλλομαι, ινδαλματίζομαι, ινδαλματικός, ινδαλμός. ιδέα [ιδείν]- μορφή, το φαινόμενο, η όψη, είδος.
ίδημα,
ιδήρατος, ιδανός, ιδανικός, ιδανικώς, ιδανικεύω, ιδανισμός,
ιδανίκευσις, εξιδανίκευmς, ιδέρως (έρως), ίδη, ίδα, Ίδη όνομα υψηλών βουνών, φαίνονται από μακρυά, αλλά και από την κορυφή τους βλέπει κανείς πολύ μακρυά. Επίσης φέρουν υψηλά δένδρα και ίδη, ίδα
=
δένδρο προς ξυλεία. Ιδαίος,
ιδεάζω, ιδεαλισμός, ιδεαλιστής, ιδεαλιστικός, ιδεατός, ιδεο ιδιώδες, ιδεολογία, ιδεολόγος, ιδεολογικός.
αΤδηλος [α, στερ. εξαφΑVΊζων, αμαυρός.
=
εικάζω,
διότι φέρει και δίγαμμα (Fίσος), όπως το είδω (Fείδω). Επίσης ε-ισ-άμην είναι αόρ. του είδω στον Όμηρο, όπως και ε-είσ-αο την
ίδια
μορφή,
+
ιδείν]- ο καθιστών κάτι αόρατο, ο
καταστρέφων, αΤδαλος,
αόρατος,
αΤδης,
ΑΤδης,
άγνωστος, ΑΤδας,
όμοιος,
ίσα
απροσωπόληπτος, ομαλός, επίπεδος.
μερισμένος,
δίκαιος,
έϊσος, ισάζω, ισαίομαι,
ισάζομαι, ισαίος, ισαίτερος, ισαίτατος, ισάκις, ισαμέριος, ισαστικός,
ισαχώς,
ισεννύω
(ένος),
ισηγορία
(αγορεύω), ισήλιξ (ηλικία), ισημερία, ισήρης, ίσκω, έϊσκω, ισόω, ισάζω, ισά, σάσμα, ιmάζω, ιmώνω, ίmος, ίmα, mάζω, mάξιμο, mάΊΥω, άσιαχτος. αίσα [ίσος, έϊσος, ε>α]- το ίσο μέρος, μερίδιο που δίνεται σε κάποιον από κάτι, το πρέπον, το δίκαιο, η μοίρα, η τύχη, ο προορισμός. καταίmος,
Αίσα-
θεά
καταίσιμος,
αισιομήτης
(μητιάω),
της
τύχης,
αισιμία, αισιοποιώ,
η
Μοίρα.
αίmμος,
αίmος,
αιmόομαι,
εναίσιμος,
εναίσιος,
αισυητήρ (α>υ), αίσυλος (αλ-ίσκομαι, α>υ)- απρεπής, κακός,
είδωλον (οο>ω, ρ>λ)]
ομοίωμα, εικόνα, φάντασμα, ιδέα, έννοια, άγαλμα.
, ιδεώδης,
αυτού γένους
αλλά και ίσκω
νομίζω, εξομοιώνω (ισάζω), φαίνεται ρίζα από το είδω (δ>σ),
ισημέριος,
είδος [είδω]- ό,τι φαίνεται, μορφή, σχήμα, κάλλος, τάξη, διαίρεση.
συνείδηmς,
[από τις σημασίες του, όμοιος, του
(βλ. έϊσος)]- ίσος κατά τον όγκο, μέγεθος, ισχύ, αριθμό, έχων
επόπτες των νέων στα γυμνάmα.
ίδημα,
ίσος
(είδους), έχων την ίδια μορφή,
σκοτεινός,
Άιδης,
άδης,
Αϊδωνεύς, άϊζηλος (δ>ζ).
ασεβής, αισυλοεργός, αισυμνήτης (μνάομαι), αισυμνητήρ, αισυμνήτις, αισυμνάω, αισυμνητεία, εξαίmος (εκ)- ο εκτός του
δικαίου
και
του
πρέποντος,
άδικος,
παράνομος,
υπέρμετρος, μέγας, ισχυρός, αναισιμόω (ανά), αναισίμωμα, καταιmμόω.
οιδάνω [οίδα, διότι το πρήξιμο φαίνεται λόγω του όγκου του]-
φουσκώνω,
εξογκώνω.
οιδαίνω,
οιδέω,
οιδαλέος,
οίδημα, οιδηματώδης, οίδησις, οίδημα, οίδος, οιδοποιέω, οιδματώδης,
οιδίσκω,
συνοιδάω,
συνοίδηmς,
Οιδίπους
(πους)- ο έχων πρησμένα πόδια, Οιδιπόδειος, οιδιποδισμός, ωδίς
(ώδε-ον,
παρατατ.
του
οιδέω,
ε>ι)-
πόνοι
τοκετού,
κοιλοπόνημα, τέκνο, γόνος, επίπονο έργο του πνεύματος, ωδίν, ωδίνημα, ωδινολύτης (λύω), ωδίνω. ίστωρ [ψιλούμενο και δασυνόμενο. Η δασεία από το
F,
βλ.
είδω. Από το ίστω προστ. του οίδα]- σοφός, συνετός, έμπειρος, κριτής, ιστορία,
γνωρίζων ιστορέω,
τους
νόμους
εξιστορώ,
και
το
δίκαιο,
εξιστόρησις,
ειδήμων. ιστόρημα,
ιστορικός, ιστόριον, ιστοριώδης, ίσημι (αποβολή του τ), άϊστος (α, στερ.), άστος, άϊστωρ, άϊστωσις, αϊστωτήριος,
ίδιος
[ιδέα,
παράδοξος,
ε-ίδος] -
ασυνήθης.
ιδιαίτερος, ιδίως,
ιδιο-,
ιδιωτικός, ιδιότητα,
χωριστός, ιδιότης,
αϊστοσύνη, αϊστόω.
20 δείκνυμι
( =
[δε
προς εισαγωγή
+
αποδείξεως)
είκω]
δόξα [δόξω, μέλλ. του δοκέω]- γνώμη, προσδοκία, τιμή,
φανερώνω, εξηγούμαι, αποδεικνύω, καταγγέλλω, απεικονίζω
υπόληψη,
(είκω), φωτίζω, φέρνω στο φως, μεσ., υποδέχομαι, ασπάζομαι,
δοξαστός,
χαιρετίζω.
δοξαστικός, δόξις, δόγμα (κ>γ)- ό,τι φαίνεται σε κάποιον,
δεικνύω, δεικανάω, δείκελον, δείκαλον, δείκτης,
επιδεικνύς,
επίδειξις,
δειγματοληψία
δεικτικός,
(λαμβάνω),
αποδεικτικός,
δείξις,
δείγμα,
δειγματολόγιον,
δειγματίζω,
δείχνω
απόδειξις,
(δε-δειχ-α,
πρκμ.
ιδέα.
δοξάζω,
δοξασμένος,
δόξασμα,
αδοξέω,
ει>ι)- πίνακας.
δογματική.
δοκιμάζω
[δέχομαι
δοκιμασία,
+
αίρω (μέλλ. αρ-ώ, α>υ, ρ>λ).
Διότι εγείρεται για να δείξει. Από τον δείκτη ονομάστηκαν έτm και τα υπόλοιπα], δακτυλήθρα,
δακτυλίζω,
δακτυλωτος,
δακτυλιαίος,
δακτυλικός,
δακτύλιος,
δακτύληθρον,
δακτυλίδιον,
δακτυλίδι,
δαχτυλίδι,
δάχτυλο,
δακτυλο-,
δακτυλιώτης.
(ε>ο,
κ>χ),
δοκέω]-
(κ>χ),
παθ.
πρκμ.
του
υποβάλλω
δοκιμαστής,
δοκιμόω,
σε
δοκιμή, δόκιμος, δοκιμαστή ρ,
δοκιμότης,
δοκίμασμα,
δοκιμαστήρας, δοκιμαστήριον δοκίμι, δοκίμιον.
δέος
«δέος...
[
κακού υπόνοια,
φόβος δε η παραυτίκα
πτόηmς» Αμμώνιος. Από τις σημασίες του βαmκού ρήματος
=
φοβούμαι
φροντίζω [δεί-δεκ-το
δοκιμείον,
δοκιμαστικός,
δείδω
δέκομαι
δοξάριον,
γνώμη, δογματίζω, δογματικός, δογματίας, δογματιστής,
δοκιμή, εξετάζω, επιδοκιμάζω, εγκρίνω.
δάκτλος [δείκτης (ει>α)
δοξαστής,
δοξο-,
του
δεικνύω), δείχτω, ενδείκνυμι, ενδείκτης, ένδειξις, ίνδιξ (ε>ι,
δέχομαι,
δοξασία,
δοξόω,
πολύ
μήπως ... ,
για
κάτι,
φοβούμαι
μεριμνώ
να
πράξω
για ... ,
κάτι,
φαίνεται
ότι
υπονοείται ο φόβος της τιμωρίας για κάτι που κακώς έγινε
ή
δείκνυμι]- αποδέχομαι, λαμβάνω, χαιρετίζω, περιμένω, κατέχω
για κάτι που πρέπει να γίνει αλλά δεν το κάνει κάποιος. Ο
κάποιον, διαδέχομαι.
φόβος δηλαδή κατα-δί-κης (δίκη
δέκτωρ, δέκτης, δεκτήρ, δεκτικός,
δεκάζω, δε δίσκο μαι, δειδίσκομαι, δέξις, δεξίωμα, δεξίωmς, δεξιόομαι,
δεξιού μαι,
δεξαμενή
δεξαμενόπλοιο,
δεξίμι,
= ποινή,
εκδίκηση). Από τις
σημασίες, σέβομαι και ευλαβούμαι (θεούς), υποδηλώνει τον φόβο
της
υποκινήσεως
της
εκ-δι-κήσεως
κάποιου
θεού.
δέξιμο, δεξιώνομαι, δεξιά (δέξις)- το δεξί χέρι ως σημείο
Περισσότερο δε σημαίνει φόβο από άγνοια (αμφιβολία), η
βεβαιώσεως και αποδοχής, δεξιός, δεξιάδης, δεξύς, δεξός,
οποία στενοχωρεί τον φέροντα αυτήν και η οποία του υποκινεί
δεξιός, δεξιοτέχνης, δεξιοτεχνία, δεξιοσύνη, δοχείον (ε>ο),
την αγωνία για γνώση του τι μέλλει να γίνει. Το είδω (υποτ. ει
δοχαίος,
δέ-ω) σημαίνει και στοχάζομαι, η δε ευκ. ει-δεί-η (δείος
δοχή,
δοχεύς,
δοχός,
δοχμή,
δόχμη,
δοκάνη,
=
δόκανο ς, δοκός, δοκάρι, δοκόω, δόκωmς, δοκίδα, δόκανα,
δέος) σημαίνει μακάρι να γνωρίσω. Για τον λόγο αυτόν ο
δοκάω,
Αμμώνιος διευκρινίζει ότι δέος
δοκεύω,
σενδούκη (σ
+
ενδυκέως
(ο>υ),
ενδυκής,
ενδύκιος,
εν, ο>ου), σενδούκιον, σενδούκι, σεντούκι
= κακού
υπόνοια. Δηλαδή εκ
δοκήσεως το δέος, το δε δοκέω από το δοκάω
(=
ενεδρεύω,
φυλάω, ο φρουρός δικαιολογημένως φοβάται) και το δοκάω
(δ>τ), σεντουκιά.
από το δέ-χομαι]- υπόνοια κακού, σεβασμός, φόβος, τρόμος. δίκη, δικαία [δείκνυμι (ει>ι), δέκομαι (ε>ι)]- το ορθό, το δίκαιο, καλή συνήθεια, έξη, τάξη, αρμονία, νόμος, κρίση, γνώμη, απόφαση, ποινή, ικανοποίηση. δικάζω,
δίκαιος,
δικαιόω,
δικαίωσις,
δικαίωμα,
δικαστής,
δικαστήριον,
δικαιοδοσία (δίδω),
δικαιώνω,
δικανικός,
δικαιοσύνη,
δικασπόλος
δικαιόσυνος,
(πολέω),
δικαιωτήριον,
δικαιωτής, δικογραφία, δικογραφικώς, δικίδιον, δίκηmς, δικαιούμαι,
δίκιο,
δικηγόρος,
δικηγορέω
δικηγορικώς,
δικηγορώ,
δικαιολογώ,
δικαιοπραγώ
δικαιοστάσιον
(ίστημι),
(νόμος),
δικονομία,
εκδίκημα,
(αγορεύω),
εκδίκηmς,
εκδικητής,
δικαιολογία,
(πράττω),
δικαιούχος
δικηγορία,
δείμα,
δείμος,
δειμαίνω,
δειδίσσομαι,
δεδίσομαι,
δεινός, δεινάζω, δεινότης, δεινόω, δείνωmς, επιδείνωσις, επιδεινώνω, δεινοπάθεια, δεννάζω (από το δεινάζω, όπως κτείνω
-
κτέννω), δέννος, δείνα (κάποιος τέτοιος, τον οποίο
δεν θέλει κανείς να ονο μάσει),
αδεή ς (α, στερ. ),
άδειος,
αδειάζω, αδειής, αδείματος, αδείμαντος, άδειμος, αδεισία, αδμολή
(α,
δειλία,
δειλιώ,
+
επιτατ.
δείμα),
δειλιάω,
αδμολίη,
δείλια,
αδμολώ,
δειλιάζω,
δειλός,
δείλιασμα,
δειλαίνω, δείλαιος, δειλαιότης, δειλαηρίων, δείλακρος.
δικαιοπραξία,
(έχω),
δικονομικός
εκδικάζω,
εκδικαστής,
εκδικητικός,
δείος,
εκδικία,
έκδικος,
δίεμαι [δέος, ε>ι]- φοβούμαι, φεύγω. (άγω),
διώκτης,
διωγμός,
δίω, διερός, δίωξις
διωκτικός,
διώξιμο,
διώκω,
διώχνω.
ανάδικος, καταδικάζω, καταδίκη, κατάδικος. δειm- [δεί-ος]- τα έχοντα σχέση με τον φόβο. δειmδαίμων, δέκα [δεί-δεκ-το, πρκμ. του δέχομαι. Απλώνω τα χέρια, τα δέκα δάκτυλα ταυτοχρόνως],
δεκάτη,
δέκατος,
δεκατόω,
δεκατέω, δεκάς, δεκάμνως (μνα), δεκαναΤα (ναύς), δεκάδα, δεκαρχία,
δεκαδούχος
(έχω),
δεκαταίος,
αδεισίθεος.
δεκάτευμα,
αιδέομαι
+
[αι
αιδημοσύνη,
δέος]- εντρέπομαι,
αιδήσιμος,
σέβομαι.
αιδέσιμος,
αιδήμων,
αιδεmμότατος,
δεκατευτής, δ εκατηλόγο ς, δεκάπαλαι (πάλαι), δεκαγονία,
αιδεστός, αίδεσις, αιδεστός, αιδοίη (ε>ο), αιδώς, αιδοίο ς,
δεκάκις, δεκανός, δεκανεύς, δεκανίκι, δεκατιστής.
αναίδεια, αναιδής, αιδοίον, αιδοιο-, αιδοία.
είκοm [δέκα> δείκα (ε>ει) δ>β)
>
+ δίς >
δείκαδι (βείκατι, Λακ.,
είκαm (δ>σ), φίκατι σε επιγραφή)
εικόσορος
(ερέσσω,
ε>ο),
εικοσάρι,
εικοσάρικο,
εικοστός,
εικοσάδα,
>
είκοm (α>ο)],
εικάς,
εικοσα-,
θεός [«ότι κόσμο θέντες (τίθημι, θέτω) τα πράγματα» Ηροδ .. Κατά Πλάτωνα από το θέειν (θέω
= τρέχω),
διότι οι πρώτοι
αμφικάς,
θεοί ήσαν ο Ήλιος και η Σελήνη. Κατ ' άλλους από το Ζεύς
εικοσάρα,
(γεν. Διός) ή δίος. Νομίζουμε από το δέος (δ>θ), βλ. αιδέομαι,
εικοσαριά, βείκατι, φίκατι.
δέος], θεόω, αποθεώνω,
αποθέωσις,
αποθεωτικός,
θείος,
θεϊκός, θεάζω, θέαινα, θεά, δεά (Δωρ.), θίνος (ε>ι), ζάθεος δοκέω
[δοκάω
(α>ε),
δοκεύω
δηλαδή νομίζω ότι βλέπω εκείνο
το
πράγμα
φαντάζομαι
ότι....
καραδοκέω
(κάρα),
ή
το
ή
πρόσωπο]-
δοκώ,
παραφυλάω, ή
σκέπτομαι, νομίζω,
δόκηmς,
καραδοκώ,
προσδοκία, απροσδόκητος.
επιτηρώ,
μου φαίνεται ότι είναι αυτό δοκή,
αδόκητος,
δόκημι,
προσδοκώ,
(ζα, επιτατ.), θέσφατο ς (φημί), θεσφατίζω, θεσπέmος (είπον, έσπον),
Θέσπις,
θέσπιος,
θεσπίζω,
θέσπισμα,
θεσπιστής,
θεσπιέπεια, (έπος), θεστός, θέσσασθαι, θέσκελος (κέλωρ), θεοείκελος (είκελος), θεουδής (θεός (ε>ι),
mός
(θ>σ),
mειδής,
+
σιόρ,
δέος), θεού δια, θιός θεύς,
χρησιμοποιούσαν προς εξαγνιστικό κάπνισμα θειαφίζω,
θειϊκός,
θειούχος
(ιάζω), ενθουmασμός.
(έχω),
),
θείον
(το
θειάφι, θειόω,
θειώνω,
ενθουmάζω
21 θρήσκος [θεός
+
=
ρήσκω
λέγω], θρησκεία, θρησκεύω,
ζυγός [ζεύγος, όπως χεύω (ίστημι),
θίασος [θιός
+
άσω, μέλλ.του άδω]- όμιλος, συντροφιά,
άδοντες προς τιμή του Βάκχου. θιασιώτης, θιασεία, θιασεύω.
ζυγάρι,
ζύγωmς,
+
βουλή (ου>υ )]- προφήτης. Σιβυλλιστής,
Σιβυλλαίνω, Σιβύλλιος, Σιβυλλιάω.
όmος (δασ.) [ο, αναφ. αντων.
+ mός (=
θεός), αυτός ο του
θεού]- αγιασμένος, ευσεβής, θρήσκος, καθαρός, άγιος, αγνός. οσία, οmεύω, οmόω, οσιότης, οσίωμα, οσίωmς, οσιωτήρ, αφοmώνω (από), αφοσίωmς, αφοσιωμένος.
Ρίζα δα-
> οι > υ )]-
ζυγίτις,
ζυγωθρίζω,
ζυγιά,
ζυγόω,
ζυγωματικός,
ζύγωμα, ζυγώνω,
ζυγωτής, ζυγαριά, ζύγι, ζυγίδα, ζύγιmς, ζύγισμα, ζυγιστής, δίζυξ,
ζυγιστικά,
διζυγία,
ζυγίτης,
σύζυγος,
ζυγούρι,
συζυγέω,
ζυγο-,
διζυγής,
συζυγής,
συζυγία,
συζύγιος, συζυγίτης. Ζεύς [ζεύ-yvυμι, συνεχώς ε-ζεύ-yvυτO, γεν. Δι-ός (δις)], Δεύς (δεύ-τερος), Δις, Δίας, Δαν, Δίος, Ζην, Ζαν, Ζήνων, Ζηνοβία (βίος), Ζηνόβιος, δίος (αντί δίϊος)- από τον Δία, ανήκων στον Δία, ένδιος, ευδία, ευδινός, εύδιον, ευδιάω, ευδιεινός, βιδιά
(ευδία), εύδιος, ευδιανός, Ευδιάναξ (άναξ), Διιπετής (πίπτω), Διόσδοτος (δίδω), Διοσημία (σήμα), Διόσκουροι (κούρος),
> δευ-
Διόσκοροι, Διοσκούρειον, Διοσκόρειον, Δίος.
= διαιρώ,
δοιώ, δοιοί, δύο, δύω [δαίω (Α) στα δύο (αι
ζυγέω,
ζύγωθρον,
ζυγιαστής, Σίβυλλα [m-ός
χύνω]- παν ό,τι ενώνει δύο
-
σώματα. ζυγόν, ζυγάδην, ζυγάς, ζυγίζω, ζυγιάζω, ζύγαστρον
θρησκευτής, θρήσκευμα, θρησκευτικός, θρησκευτικά.
δαϊζω
= κόβω
ο αριθμός δύο. δυάς, δυάζω, δυαδικός,
διαδικώς, δυασμός, δυϊκός, δυϊκώς, δοιάζω, δοιή, δοιός,
+
δοίδυξ (γεν. δοί-δυκος, δηλαδή δοι-ώ
δοκός, ο>υ, διότι
κοπάνιζε και από τα δύο άκρα)- γουδοχέρι, δοιδυκοποιός, δοιδυκοφόβα (φόβος), αναδοιδυκίζω.
δεύω [(Α) με την έννοια του βρέχω, από το Δεύς (Ζεύς, έδινε τις βροχές).
(Β) με την
έννοια του είμαι ελλιπής από το δεύ-τερος, είμαι κατώτερος, μένω πίσω, «άλλα τε πάντα δεύεται Αργείων», Όμηρ.]. δεύμα
[δεύω(Α)]- το
υγρό.
δευτήρ,
δεύσιμος,
δέπας,
δέπαστρον, διαίνω (Δίας), διαντικός, διερός, δέψω (δεύσω, δεύτερος [συγκρ. του δύο, (υ>ευ)],
δεύτερα,
δευτερεύω,
δευτεριάζω,
δευτέρωμα,
από το δύτερος
δευτερεία,
δευτερίας,
δευτέρωmς,
>
δευτεραίος,
δευτέριος,
δευτερωτής,
δεύτερος
μέλλ. του δεύω), δέφω (ψ>φ), διφθέρα (ε>ι,
δευτέρα,
ήταν δέρμα δίχως τρίχες), διφθερίας, διφθερίς, διφθερόομαι,
δευτερο-,
σευτέρα
(δ>σ),
δεύτατος, δευτάτιος.
δις
[αντι
δυίς
διφθέριον,
τεφτέρι
αναδευτήρας,
(δ>τ),
αναδευτής,
(δύο)]-
δύο
φορές,
διττώς.
δισσάκις
αναδεύω,
μπερδεύω
δίζω, δι-, δίπτυχος (πτύσσω).
ένδεια, ενδεής, έκδεια, δεί
+
πλέον
(ε>α)],
διπλαmάζω,
διπλάζω,
διπλή, διπλόω, διπλόος, διπλός, δίπλωμα, διπλώνω, διπλόη, δίπλα, διπλωματιά.
- είναι
ανάγκη, λείπει κάτι, πρέπει,
διχάζω,
διχάω,
διχαίω,
διχάς,
δίχασις,
διχασμός, διχόνοια (νους), διχονοέω, διχο-.
άδειαση,
άδειασμα,
ζα (δι >ζ), διατί (τι), γιατί (δ>γ),
ευδίαιος.
τέσσερα [από το δεύτερος με αναδιπλαmασμό, δηλαδή
>
τετευτερα (δ>τ)
(ττ>σσ)],
τεσσαράκοντα,
αδειατός,
αδειάτος.
τήτη [δει-δει (δ>τ, ει>η)]- απορία, ένδεια, στέρηση. τήτος,
+ πόmς
διψάω [δέ-ω (ε>ι)
>
τέσσαρα
τέττερα (αποβολή του ευ) (ε>α),
τέτταρα,
τετταράκοντα,
(πσ>ψ)], δίψα, δίψακος (άγω),
διψαλέω, διψαλέος, διψός, διψώ, διψάς, δίψιος, διψηρός, διψίλα, διψολογώ, διψητικός, δίψος, διψοσύνη, διψομανία,
κηδεύω [κατά (προ του δ φροντίζω,
περιποιούμαι,
συγγενεύω δια γάμου.
δεδεύτερος
αδειανά, αδειανάδα,
αδειαστής,
διψώδης, διψασμένος, διψερός.
δια, διαί [δις, ανάμεσα από δύο]- δια μέσου, μεταξύ, μεταξύ δύο σημείων του χρόνου.
τέσσερα
αδειανός,
τητάομαι, τηΤσιος (α>υ), τηυσίως, ταύσιος, αύσιος.
δίχα [δις]- σε δύο μέρη, χωριστά, κατά δύο τρόπους, εκτός, πλήν.
μπέρδεμα,
δέω, δέομαι δέον, δεόντως, δέοντα, δέημα, δέηmς,
άδειος (α, επιτατ.)- κενός, αδειάζω,
χωρίς,
ανάδευmς,
(περί),
δεύομαι [δεύω(Β)]- αισθάνομαι την έλλειψη ή την απώλεια κάποιου.
[δις
θερίζω, διότι
μπερδεψιά, μπερδεψούρα, μπερδευτής.
δισσάρχης, δισσαχή, δισσαχού, δισσός, διττός, δισσογονέω,
διπλάmος
+
πέτταρα
>
τέτταρες, (τ>π),
γίνεται κα, α>η)
ενταφιάζω,
+
δεύω (Β)]
λαμβάνω
γυναίκα,
κήδομαι, κήδαρ, κηδεία, κήδειος,
κύδαρ (α>υ), κηδεμονεύς, κηδεμών, κηδεστής, κηδεμονεύω, κήδευμα, κηδεστία, κήδος, κάδος, κηδωλός, κεδνός (η>ε), χάδεμα (Κ>χ), χαδεύω, χαδιάρης, χάδι,
χάϊδι, χαϊδεύω,
χαϊδεμένος, χαϊδευτικος, χαϊδιάρης, χαζός (δ>ζ, έχων ανάγκη φροντίδας), χαζομάρα, χαζολογώ.
πεττεράκοντα, τέταρτος, τέταρτον, τεταρταίος, τεταρτιiϊζω, τέτορα,
τέτρατος
(αρ>ρα),
τετράκις,
τετράς,
τετρακτύς
(ακτός), πίσυρες (Αιολ., τ>π, ε>ι, α>υ), πίσυρα, σαράντα (τεσ-σαρά-κοντα), σαραντάρης,
σαραντίζω,
σαρανταρίζω,
σαράντισμα,
σαραντάρικο,
σαραντάρι,
σαρανταριά,
σαρανταποδαρούσα, τέθριππος (τ>θ, ίππος), τράπεζα [τετράς
+ πέζα (= πόδι) > τετράπεζα > τράπεζα], τράπεσδα, τράπεδδα (σδ>δδ),
τραπεζεύς,
τραπεζιτεύω,
τραπέζιον,
τραπεζίτης,
τραπέζι,
τραπεζιτεία,
τραπεζιτικός,
τραπεζόω,
τραπέζωμα, τραπέζωσις, τραπεζο-. ζεύγος [δεύ-τερος (δ>ζ) άμαξα,
επί
δύο
+
ή
προσώπων
ενωμένων.
ζευγάριον, ζευγάρι, ζευγίζω, ζευγαρώνω, ζευγίτης, ζευγάς, ζευγαρωτός,
ζεύγλη,
ζεύγμα, ζεύγλα,
ζευγνύω,
ζεύγνυμι,
ζεύκτειρα, ζεύκτης, ζευκτήρ, ζευγνύων, ζεύξις, ζεύξιμον, σύζευξις.
αδέητος,
αδεής,
δέω, δεύω, δηλαδή δεν έχω ανάγκη, δεν
αδέων,
δασυνόμενο, από
α
άδην (ψιλούμενο, από
αθροιστικό
+
το
αδέω,
αδέω)- μέχρι κόρου,
αδήμων, άδος, αδολεσχία (λέγω), αδολεσχώ, αδολέσχημα, αδόλεσχος,
αδολεσχικός,
αδηφάγος,
αδημονία
(μόνος),
αδημονέω, αδημοσύνη, αδινός, ααδείν (α, στερητ.), άαδα.
αδρός
άγω]- ζευγάρι, ζεύγος κτηνών, η
πραγμάτων
+
αδέω [α, αρνητ.
μου λείπει κάτι, άρα είμαι πλήρης]- είμαι κορεσμένος, πλήρης.
(δασ.)
ογκώδης,
[βλ.
άφθονος,
αδρότης, άδρηmς, αδρομερής,
+
άδην μέγας,
ρέω,
ροή]-
ωραίος,
αδρέω, αδρύνω,
αδρόω,
αδρόομαι,
αδρότητα,
αθρός
(δ>θ),
αθρόος
αθροότης,
αθρόα,
αθροίζω
(ίζω),
πυκνός,
ώριμος.
παχύς,
αδροσύνη,
αδρίζω, αδρεναλίνη, άδρυνσις,
(α,
επιτατ.
αθροισμός,
αδρότης,
+
αθρός),
άθροιmς,
22 άθροισμα,
αθροισματικός,
αθροιστήρας,
αθροιστής,
αθροιστικά.
άω [από το αδέω, άδην, μέλλ. άσ-ω (άσ-η, όπως το ίσημι από το ιδείν), με αποβολή του
δ]- χορταίνω, πληρούμαι,
κορέννυμι. άση, άτος (σ>τ), άατος (α, αρν.), άτος (συνηρ. του
θρίξ [α-θροί-ζω (οι>ι), γεν., τρι-χός (θ>τ
+
έχω)]- τρίχα.
τρίχακτον (άγω), τρίχαπτος (άπτω), τριχεύεσθαι, τριχηλάβον
(λαμβάνω),
τριχολάβιον,
τριχολαβίς,
άατος), Αώος, ασώδης, άσμενος (μένω), ασμενέω, ασμενίζω, ασμενισμός, ασμένως, άσις, άmος.
τριχολάβος,
τριχολάβον, τριχίας, τριχίαmς, τριχιάω, τριχίδιον, τρίχινος,
τρίχιον, τριχίς, τριχισμός, τριχίτις, τριχοβρώς (βιβρώσκω),
υσμίνη [ασμενισμός (α>υ, ε>ι), διότι και χάρμη (χαρά) λέγεται η μάχη]- μάχη, αγώνας.
τριχόω, τρίχωμα, τριχωτός, τρίχωmς, τριχορρυεύω (ρέω, ρύmς), τριχοειδής, τριχώδης, τριχοφάγος.
απολαύω [από
θριγκός [θρίξ, το προεξέχον, όπως οι τρίχες της κόμης
ή
(α>υ)]-
έχω
+
την
λα (επιτατ.) απόλαυση
+
άω
>
απολαάω
>
κάποιου πράγματος,
απολαύω έχω
την
ωφέλεια. απόλαυσις, απόλαυση, απόλαυσμα, απολαυστικός.
του φρυδιού]- η ανώτατη σειρά λίθων στον τοίχο η οποία εξέχει από τις υπόλοιπες, μεταγ., τείχος, φραγμός, περίφραγμα. θριγκίον, θριγκόω, θριγκώδης, θρίγκωμα, θΡΙγΥίον.
= ώριμος,
σαθρός [αθρός
το
σ από την δασεία. Το ώριμο
σαπίζει]- σάπιος, φθαρμένος, νοσηρός, ασθενής, επισφαλής. σαθρότητα,
σαθρότης,
σαθρόω,
σάθρωμα,
μεγάλη
έκτασή
Αmαγενής,
της)],
σαχλαμάρα,
σαχλαμάρας,
σαχλαμαρίζω,
σαπρίας,
σαπριάω,
σαπρόω, σαπρία, σαπρότης,
σαπρύνομαι,
σαπρίζομαι,
σαπρίζω,
σαπρολογία, σαπρο-, σύφαρ (α>υ, π>φ), σύφαξ, σήπω (α>η), σαπίλα,
σάπιος,
σάπισμα,
σαπίτης,
σηπετός,
σηπεδών, σήψις, σηπεύω, σηπιάς, σουπιά (μαλάκιο), σήπιον, σηπτικός,
σηπτός,
σηψαιμικός,
σήψ,
σηψίνη,
ονομαστικής σεύς
σηπτικότης,
σηπτίνη,
σέFς
>
>
σής
σηψαιμία
(γεν.
σεός,
(αίμα),
ωσάν εξ
σέπ-ς, από το σήπω)- σκόρος,
βώτριδα, σητάω, σητόβρωτος (βιβρώσκω), σαβακός (π>β) σαθρός, σάπιος, ετοιμόρροπος, σαβάκτης, σαβάζω, σαβούρα, σάβουρος, σαβουρώνω, σαβουριάζω. φαρδύς [επί (π>φ)
>
+
αδρός> επαδρός
>
φαδρός
φαρδός
>
φαρδύς (ο>υ)], φαρδαίνω, φαρδένω, φαρδύνω,
φάρδεμα, φαρδιά, φάρδος, φαρδουλός.
αμυδρός [αν, αρνητ.
Ρίζα δα-
>
δε-
έχων
+
αδρός> αναδρός
μικρόν όγκον,
+
άνδηρον [άνω
αδρός
>
>
αμυδρός (ν>μ,
μόλις διακρινόμενος,
αναδρος
ασαφής.
>
ανδαρος (αδ>δα)
>
που υπερέχει από το έδαφος.
= έχω
έλλειψη, απορώ, δ>τ. Πτώσεις, τεύ, τέο,
τίπτε,
δεσμάτιον,
δεσμευτικός, δεσμεύω,
δεσμόω, δέσμωμα, δεσμωτήριον, δεσμώτης, δέμα, δέστρον, δεματικόν, δεμάτιον, δεμάτι, δετέον, δετής, δέτης, δ έτις, δετός,
υποδέω,
υπόδημα, υποδηματο-, ποδένω,
πόδημα,
ποδεσιά.
δεσπότης [δέσ-ις οικοδεσπότης,
+
πόmς (σ>τ)]- κύριος, οικοδεσπότης.
οικοδέσποινα,
δεσπόmος,
δεσπόσυνος,
δέσποσμα, δεσποστός, δεσποσύνη, δεσποτεία, δεσπότειρα,
δεσπόζω, δεσποτέω, δεσποτικός, δέσποινα (ιδιότροπο θηλικό του δεσπότης). δέμω [δέω, δέμα, δέσμα, απαιτείται δέmμο των υλικών] κτίζω, κατασκευάζω, οικοδομώ. δέμας, δέμνιον, δεμνιοτήρης (τηρώ),
εύδμητος,
εύδματος,
νεόδμητος,
δομή
(ε>ο),
οικοδομώ, οικοδομή, οικοδόμημα, αναδομώ, αναδόμηmς.
δινέω, δινεύω [δέω, δένω (ε>ι). Για να περιστρέφεται κάτι, Άλλωστε δίνος
=
αλώνι και δίνω
συστρέφω, στριφογυρίζω.
δίνος,
=
αλωνίζω]- περιστρέφω,
δίνω,
δινάζω,
δίνευμα,
δινήεις, δίνηmς, δινητός, δινόω, δινών, δινωτός, δινώδης, περιδινώ, περιδίνηmς.
τέω, ε>ι]- ερωτηματική αντωνυμία. (ποτέ),
δεσμός, δέσμα,
δεσμέω, δέσμη, δεσμίδιον, δέσμιον, δέσμιος, δεσμίς, δεσμο-,
πρέπει να είναι δεμένο σε κέντρο, όπως τα ζώα στο αλώνι.
άνδηρον (α>η)]- ανάχωμα σε όχθη ποταμού ή τάφρου, πραmά
τις [δε-ύω
δέσις,
δόμηmς, δόμος, δομάω, δώμα (ο>ω), δωμάτιον, δωμητήρ,
αμυδρότης, αμύδρωσις, αμιδρόομαι, αμυδρή εις.
τίποτε
Ασίη,
Αmάτις,
δέω [βλ. δε (δάω), συνδετικό μόριο]- δένω, δεσμεύω. δένω,
άρρωστος, παλαιός, ώριμος.
α>υ )]-
Ασιανίζω,
Ασιάτης,
Αmήτης, Αmήτις, Αmατικός, Ασίς.
σάχλας,
σαπρός [σαθρός, θ>φ>π]- σάπιος, ασθενικός, φθαρμένος,
(δρ>ρδ)
Ασιάς,
Αmατογενής,
σάθρωmς,
σαχλιάζω.
σαπίζω,
Αmανός,
Αmηγενής,
σάθραξ, σαχλός (θ>;(, ρ>λ)- μαλακός, πλαδαρός, ανόητος. σάχλα,
= κόρος (πλούmα χώρα), ναυτία = πλάτος (από την
Ασία [ίσως από το άω, άση
(από το ταξίδι προς αυτή) ή από το άτος
τίποτα,
τι, τιρ, τίζω, τίη, τιή,
τίποτες,
τίποτις,
τίποτm,
τιποτένιος.
δέρμα [δεσμά, σ>ρ, όπως μίσΥουσα
-
μιργώσαι. Διότι δένει
και συνδέει εξωτερικώς, όλα τα μέλη του σώματος], δέρας, δέρος,
δέρτρον,
δένδρων),
δέρρις
δειραίος,
(ρσ>σσ),
δειρή,
δέραιον,
δειράς
(ε>ει,
γυμνή
περιδέραιον,
δέρω,
δείρω, δαίρω (ει>αι), γδέρνω (εκ, κ>γ), δορά (ε>ο), δορός,
ανδάνω (δασ.) [απαρ. αορ. αδείν, υποτακ. άδη, μέλλ., αδή σω, πρκμ. άδη-κα. Η ρίζα φαίνεται να είναι αδη-, από το άδην, αδρός
=
ωραίος,
ευχάριστος,
ώριμος,
άφθονος.
προτίθεται στο δ]- αρέσκω, ευαρεστώ, τέρπω. αδοσύνη,
ηδύς
(α>η),
ήδυσμα,
ηδοσύνη,
Το
δερτά,
δορίς,
δαρτός,
δρατός
(αρ>ρα),
δροφή,
δρίλος (α-ίρω, ρ>λ).
ν
άδομαι, άδος, ήδομαι,
δορόω,
ήδος,
βύρσα
[δαίρω
βυρσόω,
>
βυρσεύω,
δαρσα
>
βυρσεύς,
βύρσα (δ>β, βυρσίνη,
α>υ )]-
βύρmνον,
δέρμα. βυρσίς,
ηδονή, ηδονικός, εδανός (η>ε), αδινός (ψιλούμενο, από α,
βύρσινος, βυρσοδέψης (δέψω), βυρσοδεψέω, βυρσοδέψιον,
επιτατ.),
βυρσοδεψείον, βυρσοπαγής (πήγνυμι), βυρσοτενής (τείνω),
αηδής
αηδιαστικός,
(α,
αρνητ.),
αηδιασμός,
αηδία,
ήmς
αηδιάζω,
(ησ-άμην,
αηδίασμα,
αόρ.
μέσ.
του
βυρσοτόνος, βυτσοτόμος, βυρσώδης, βούρτσα (ο>ου, σαν
ήδομαι), ηστικός, ηστός, ηστικός, ήσθημα, αυθάδης (αυτός),
δέρμα
αυθάδεια,
αυθαδία,
βούρτσισμα, βουρτmά, βουρτmmά, βουρτσάδικο, φρούτσα
αυθαδίζομαι,
αυθάδισμα,
εδνωτής, εδνωτή.
αυθαδιάζομαι, έδνον
(εδανός),
αυθαδιάζω, έδνιος,
εδνόω,
με
τρίχες),
(β>φ, ουρ>ρου).
βουρτσάκι,
βουρτσίζω,
βουρτσάρω,
23 (= ορεινός) > δράς > δρύς (α>υ )]-
δρέπανον, δρεπάνι, δρεπάνη, δρέπτω, δρωπακίζω (α>ω),
Δρυάς, δρυόεις, δρυπεπής (πέπτω),
δρώπαξ, δερπάνι (ρε>ερ).
δρυς [δειράς, δειραίος κάθε δένδρο, βαλανιδιά.
δρυπετής (π>τ), δρύππα (δρυπεπής), δρυψογέρων (δρυπετής, πτ>ψ),
δρύπεψ,
δρυφάκτωμα,
δρύφακτος
(πήγνυμι,
δρυφάσσω
δρυϊνών, δρυΤτης, δρυοκόλυψ,
π>φ),
(κτ>σσ),
δρυφακτόω,
δρύϊνος,
δρυΤδης,
δρυοκολάπτης (κολάπτω), δρυοκόλαψ,
δρυμός,
δρυμίς,
δρυμόνιος,
δρυμοτομέω,
τρέφω [δρέπω (αόρ. έ-δραπ-ον)
τρέφω (δ>τ, π>φ), αόρ. έ
>
τραφ-ον, πρκμ. τέ-τροφ-α, μέσ. μέλλ. θρέψ-ομαι], τραφερός, τράφω, τρόφημα, τροφή, τροφαλίς, τραφαλλίς, τράφαλλος, τροφεία, τροφείον, τροφεύς, τροφεύω, τροφίας, τροφικός,
δρυμών, δρυμώδης, δρύοχος (έχω), δρύακες (χ>κ), δρύοψ
τροφιμαίος,
(όψον), δρυοπαγής (πήγνυμι), δρίος (α>ι).
τρέφομαι, τροφίς, τροφόεις, τροφοδότης, τροφός, τράφος,
τρόφιμος,
τροφημότητα,
τροφιόομαι,
ταρφύς (ρα>αρ), τρύβλιον (ο>υ, φ>β). δούρας, δόρυ [δρύς, γεν. δρυός> δυρός (ρυ>υρ) (ο>ου)
δουρος
>
δόρυ]- στέλεχος, δένδρο, ξύλο, δοκός, κουπί, το ξύλο
>
της λόγχης ή
σημαίας.
δοριάλωτος
δορατίζομαι, δορατισμός, δορήιος,
(αλίσκομαι),
δορίκτητος,
(κτάομαι),
δορυφορία,
δορυφόρος,
δοριαλωσία,
δορυφορέω
(φέρω),
δορυφορικός,
τέρπω [τρέφω
δορυάλωτος,
(φ>π)]-
δορυφόρημα,
τερπνός,
δορυσσός
(σεύω),
δορυσσόητος, δορυξόος (ξέω), δούριος, δούρειος, δουρι-,
(= περιποιούμαι) αλλά και τέρπω σημαίνει
χορταίνω (Ομηρος). Δηλαδή τρέφω> τέρφω (ρε>ερ) ευφραίνω,
χαροποιώ,
τερπνότης,
τερψίχορος,
χορταίνω,
τέρψις,
τερποτραμίς
>
Τερψιχόρη
(τρέμω),
τέρπω
απολαμβάνω. (χορός),
τερπωλή,
τερπωλός,
τερπών, τερπωλέομαι.
δορι-.
δένδρον
[από
το
δρυς
με
αναδιπλαmασμό,
το
ν
παρεμβάλλεται], δένδρεον, δενδρήεις, δένδρειον, δενδράς, δενδρών,
δενδρεών,
δενδρικός,
δενδρίτης,
δένδρινος,
δένδρωμα,
δένδρωmς,
δενδρώτις,
δενδροκόμος
(κομέω),
θρέφω [τρέφω, τ>θ]-τρέφω. θρεπτός, θρέμμα (τέ-θραμμ-αι, πρκμ.
του
θρέπτα, θρέψις,
θρέφω),
θρεμματικός,
θρέπτειρα, θρέψιμο,
θρεμμάτιον,
θρεπτήρια,
θρέψα,
θρεπτήρ,
θρεψίππας
θρέπτρα,
θρεπτάριον,
(ίππος),
θρεψήνωρ
(ανήρ), θρεψίνη, θρεφτάρι.
δενδροκοπέω (κόπτω), δενδριάζω (άζομαι). δέλτα [δένδρον> δένδον
>
δέλτα (ν>λ, δ>τ). Από το σχήμα
των κωνοφόρων αλλά και πολλών άλλων δένδρων]- το γράμμα δέλτα, κάθε τι που έχει το σχήμα Δ, ιδίως όνομα νηmών στα στόμια μεγάλων ποταμών, το γυναικείο αιδοίο. δελτίον,
δελτογράφος,
δελτακισμός,
δελτοειδής,
δελτιώνω,
δελτάριον,
δελτόομαι,
δελτίωσις,
δελτωτός,
δέλτος. Μεταβολές
-
Αλλοιώσεις, δ>λ, δ>ν, δ>σ, δΙ>θ, γ>δ, δ>ζ, ζ>δ, δ>β, β>δ, δ>θ, σδ>ζ, δι>ζ, σδ>δδ, ζ>δδ, δσ>σσ. Αναπτύσσεται μεταξύ των ν και
Ρ (ανερός
-
ανδρός). Αποβάλλεται
αδελφός- αερφός, σίδερον μου
-
-
ικό μου, προ του σ, ποδσί
τι, άλλο δ
μεταξύ φωνηέντων,
σίερον, στην αρχή λέξης, ποσί,
-
δικό
ως λεικτικό,
τιδ
άλλο, αλλά, ουτιδανός, αλλοδαπός.
-
θρόμβος [τέ-τροφ-α, πρκμ. του τρέφω, τ>θ, φ>β>μβ]- όγκος, τεμάχιο,
βώλος.
θρομβώδης,
θρομβοειδής,
θρόμβωσις,
θρομβόομαι, θρομβείον, θρομβίον.
θεράπων θέραψ,
[θρέφω
(ρε>ερ,
θεραπεύω,
φ>π)]-
θαραπεύω,
υπηρέτης,
ακόλουθος.
θεράπαινα
θεραπαινίς,
θεραπνίς, θεράπευσις, θεραπεία, θεράπευμα, θεραπευτής, θεραπευτήρ, Θεράπνη, θεραπευτικός.
θάλος [βλ. τρέφω, πρκμ. τέ-θρα-μμαι, θρα-
>
θαρ (ρα>αρ)
>
θαλ- (ρ>λ), διότι οι έννοιες του θάλος ταυτίζονται με αυτές του τρέφω, δηλαδή κάνω κάτι να αυξήσει, ανατρέφω, βόσκω, μεγαλώνω, παράγω, είμαι πλήρης (θάλλω)], θαλλός, θάλλω, θαλέθω, θαλέω, Θάλεια, θάλεα, θαλερός, θαλερώπις (ωψ),
δράγμα [δέmς δέρμα)
>
+
άγμα
>
δέσαγμα
δέραγμα (σ>ρ, βλ.
δράγμα. Δένω δηλαδή μέσα στο χέρι αυτό που
πρόκειται να κόψω]- κυρίως όσο περιλάβει στο αριστερό του χέρι. γ>χ),
>
δράξ,
δραχμή,
δράγδην,
ο θεριστής δύναται να δραγμή, δαρχνά (ρα>αρ,
δραγματεύω,
δραγμεύω,
δραγμίς, δραγμός, δραξιά, δράσσομαι (γσ>σσ), αδράχνω (α, επιτατ.), αδραχτά, αδραχτικός, αδράζω (γι>ζ), άδραγμα. δελφύς [δέρ-ας (ρ>λ) φύεται
το
έμβρυο]-
αδελφοσύνη, αδελφεή,
+ φύω. η
Το περίβλημα μέσα στο οποίο
μήτρα.
αδελφότης,
αδελφεός,
αδελφός
αδελιφήρ
αδελφειός,
(α,
αθροιστ.),
(Λακ.),
αδελφεά,
αδελφή,
αδελφιδέος,
αδελφιδός, αδελφιδεύς, αδελφιδούς, αδελφιδή, αδελφίδιον,
αδελφίζω,
αδελφικός,
αδέλφιξις,
αδέλφιον,
αδελφο-,
αδερφός, αδερφή, αδελφάκι, αδερφάκι, αδελφάτο, αδελφία,
αδερφούλα,
αδελφούλα,
εξαδέλφη,
εξάδελφος
αξάδερφος,
(εκ),
ξάδελφος,
ξάδερφος, ξαδέλφισσα,
εξαδελφοσύνη, ξαδερφοσύνη, δέλφαξ (από το πλήθος των αδελφών
του)-
μικρός
χοίρος,
δελφάκιος,
θαλερόμματος (όμμα), θαλία, Θαλής, θαλιάζω, θ άλλινο ς, θαλύνω,
Θαλύσια,
θαλυσίας,
θαλύσιος,
θηλέω
(α>η),
αναθηλέω.
θάλπω [θάλος
+
βά-ω (β>π). Μετά το ψύχος του χειμώνα,
λόγω της θερμότητας της ανοίξεως, δένδρα]-
θερμαίνω,
περιθάλπω,
στεγνώνω,
παρηγορώ,
θερμότητας).
θάλλουν τα φυτά και τα ανάπτω
περιποιούμαι,
θαλπωρή,
θάλπημι,
πάθος,
ενοχλώ,
ανιώ
θαλπείω,
φλέγω, (λόγω
θαλπιάω,
θαλπνός, θάλπος θαλπωρός, θαλπεινός, θαλυκρός (άκρος, α>υ),
θαλυκρέομαι,
θαλύπτω,
θαλύσσω (πτ>σσ),
θαλύω,
θάλψις, περιθάλπτω, περίθαλψις.
θάλαμος [θάλ-πω]- κοιτώνας, εσωτερικό δωμάτιο, αποθήκη, οικία, το άδυτο.
θαλαμεύω, θαλάμη, θαλάμευμα, θαλάμαξ,
θαλαμίτης, θαλαμίς, θαλαμεύτρια, θαλαμηπόλος (πολέομαι), θαλάμιος,
θαλαμηγός
(άγω),
αθαλάμευτος,
σάλα
(σ>θ),
σαλώνι, θόλος (α>ο), θολικός, θολοειδής, θολωτός, θολία.
δελφακίνη, ευθηνία [ευ
δελφάκιον, δελφακόομαι.
+
θαλία (α>η, λ>ν)] - αφθονία, ευδαιμονία.
ευθηνέω, ευθηνός.
δελφίς,
δελφίν,
(δελφύς)],
δελφίνι
δελφινάριον,
[είναι
θηλαστικό,
δελφινίζω,
έχει
μήτρα
δελφινίσκος,
δελφινοειδής, δελφινίς, Δελφίνιον, Δελφίνιος.
δρέπω [αόρ. έ-δραπ-ον, μετοχ. δραπών. Από το δράγμα, δράξ
>
δρακ-
>
δραπ-
(κ>π)]- κόπτω, κτώμαι, συλλέγω.
εθείρω [ε (ευφων.) θάλπω
=
+
θάλ-ος (α>ε>ει, λ>ρ)
=
βλαστάρι,
περιποιούμαι]- καλλιεργώ, περιποιούμαι τον αγρό.
έθειρα (ποιητ. η τρίχα, επί της κόμης, χαίτης, επί λόφου περικεφαλαίας, εθειράζω, εθειράς.
24 θηλή [έ-θηλ-α, πρκμ. του θάλλω]- η ρώγα, το μέρος του μαστού από το οποίο εξέρχεται το γάλα.
θάω, θηλάζω,
αθάρη,
αθάρα,
αθήρη,
αθηρηλοιγός
(λοιγός),
αθήρωμα,
αθηρόβρωτος (βιβρώσκω).
θηλαμινός, θηλονή, θηλαμών, θηλάστρια, θηλασμός, θηλώ,
θήνιον
(λ>ν),
θήλαστρον,
θηλαίος,
θήλωμα,
θηλαλγία
θηλοειδής,
(άλγος),
θήλυς,
θηλαστικά,
θηλυκός,
θήλεα,
( = φύομαι) > αθ- (αθ-ήρ) > ασ > οζ- (σδ>ζ)]- κλαδί, βλαστός,
όσχος, ύσδος, όζος [ανθέω (θ>σ)
>
οσ- (α>ο)
>
υσ- (ο>υ)
θηλυδρίας (αδρός), θηλύνω, θηλυπρεπής (πρέπω), θήλυσμα,
νέο κλήμα αμπέλου.
θηλυπρέπεια,
οζώδης, μόσχος (το μ προτίθεται)- όσχος, νέος ταύρος, είδος
εκθήλυνσις,
θηλύτης,
τήλις
(θ>τ),
τάλις,
θηλυκότητα, θήλεια, θηλύτητα, θηλιά, θελιά (η>ε), φηλιά
ζώου
(θ>φ),
μοσχάριον,
θηλύκι,
θηλύκωμα,
θηλυκώνω,
θηλυκωτήρι,
θηλυκοτάρι.
και
εξ
τηθίς,
πρκμ.
του
θάλλω,
ε>η]-
μάμμη,
τίτθη,
τηθελάς, τηθαλλαδούς, τηθαλλωδούς, τηθία,
τηθίβιος,
τηθύς,
τήθος
(απομυζά
από
το
νερό),
τήθυον, θεθίς (τ>θ).
τιθή
ευώδης
ύλη,
μοσχάρι,
μουσκάρι,
μουσχάρι,
μοσχεία,
μό σχιο ς,
μόσχειος, μόσχευμα, μόσχευσις, μοσχέη, μοσχή, μοσχηδόν,
[τέθη-λα,
προμήτωρ.
αυτού
μοσχαράκι,
μοσχίας,
τήθη
οσχοφόρια (φέρω), οσχοβόρος (βορά),
[βλ.
μοσκο-,
μοσχο-,
μουσκεύω
μοσχίτης,
μοσχοβολιά, μοσκάτο,
(ο>ου,
διότι
τα
μοσκία,
μοσχοβολώ,
μοσχοβόλημα,
μοσχοβόλος,
μοσχάτο,
μίσχος
μοσχεύματα
(ο>ε>ι),
καταβρέχονται),
μούσκεμα, μουσκίδι, μουσκεύομαι.
τήθη
(τέθη-λα,
(αναδιπλαmασμός),
μοσχεύω,
μοσκοβολώ,
τιτθός,
ε>ι)]-
θηλάστρια.
τίτθεν,
τίτθη
τιτθεύτρια,
τιτθεύω,
μασχάλη [μόσχος (ο>α), διότι φύεται το χέρι εξ αυτής]- η μασχάλη
του
ανθρώπου, επί δένδρων και
τιτθίζω, τιτθισμός, τιτθίον, τmτσί (τιτθίον), τιτθολαβέω
κόλπος.
μασχαλίζω,
(λαβή), τυτθός (ι>υ), τιθηνεύω, τιθηνέω, τιθήνη, τιθήνημα,
μασκάλη, μάλη.
φυτών,
μασχαλίσματα,
μικρός
μασχαλιστήρ,
τιτθεία, τιθήνησις, τιθευτήρ, τιθηνητήρ, τιθηνός, τιθεύτρια,
τιθεβώσσω (βόσκω), θεία (τιτ-θεία), θείος, τιθασός (ήμερος, όπως το παιδί που θηλάζει), τιθάς, τιθάσευmς, τιθασεία, τιθάσευμα, τιθασεύτωρ, τιθασευτής, τιθασευτός, τιθασεύω, τιθός, ατίθασος.
λώτισμα [λα (επιτατ)
+ ανθός >
λαανθος
λωθος (αα>ω)
>
>
λωτός (θ>τ)]- το ωραιότατο, το εκλεκτότατο, το άριστο, όπως το άωτος.
λωτός, λωτίζομαι, λωτεύω, λώτα, λωτάριον,
λωτοφάγος, άωτον (α, επιτατ.
+ λώτισμα,
με αποβολή του λ,
«άκρον άωτον»), αωτίζομαι. θοίνα, θοίνη [τι-θήνη (η>ει>οι), εκτός κι αν από το τίθημι (θοίτω
=
θείτω,
παρέθεσε
l' εVΙK.
γεύμα»]-
θοινίζω,
θοινάω,
θοινατήρ,
ευκτ. αορ. του τίθημι), λέγεται «του
φαγητό, θοινάζω,
θοινήτωρ,
δείπνο,
ευωχία,
συμπόmο.
θοίναμα,
θοίνημα,
θοινάτωρ,
θοιναρμόστρια,
θοίναρχος,
φοίνα
(θ>φ), εύθοινος.
θέρω [βλ. θάλ-πω, θάλλω, τρέφω (αόρ. έ-θρε-ψα), θρεθερ- (ρε>ερ) και θαλ-
>
θέρο μαι,
θέρος,
θερόεις,
θερίζω
(αρχή
θερεία,
θερτήρια,
θερείω,
>
θερ- (α>ε, λ>ρ )]- θερμαίνω, ζεσταίνω. θερσίχθων
(χθών),
καλοκαιριού),
θέρειος,
θέρετρον, θερήγανον (άγανον), θέρηγνον, θερίνεος, θερινός, θέριmς, θέρισμα, θεριστός, θερισμός, θεριστή ρ, θεριστής,
παρθένος [παρά άγαμος.
+
θάλος (α>ε, λ>ν]- κόρη άγαμη, άνδρας
παρθενεία,
παρθένεια,
παρθενείον,
παρθένευμα, παρθένευmς, παρθενεύω, παρθενία, παρθένια, παρθενική, παρθενίας, παρθενικός, παρθένιον, παρθενεών, παρθένιος,
παρθενίς,
παρθενοπίπης
παρθενιστάριον,
παρθενο-,
παρθενώδης,
παρθενών,
(οπιπτεύω),
Παρθενών, παρθενωπός (ωψ), παρσένος (θ>σ).
ανθέω [ανά
>
επί
θηλέω
νεαVΙKoύ
ανθεμίζομαι,
>
αναθηλέω
γενείου,
ανθολογώ,
>
+
άγω
θεροαγω
>
θροαγω
>
>
θρογάω
>
καρποί]- συλλέγω καρπούς.
τρύγη, τρύγημα, τρυγήσιμος,
τρύγηmς, τρυγητής, τρυγητός, τρύγος,
τρύξ, τρυξώδης,
τρυγώδης, τρυγωδός (άδω), τρύγοιπος (ίπος), τρυγοιπέω,
ανθηλέω
>
ανθήω
= αναβλαστάνω]- ανθώ,
ακμάζω.
ανθέμιον,
ανθεμόεις,
άνθεμον,
ανθεμόρρυτος
ανθέρικος,
ανθέριξ,
ανθερίκη,
ανθώ,
άνθος,
ανθεμίς,
ανθεμούς,
(ρέω),
ανθερεών,
Ανθεστήρια
(ίστημι),
Ανθεστηριών, Ανθεσφόρια (φέρω), ανθεών, ανθών, άνθη,
ανθηδών,
αναθηλέω,
άνθιμος,
άνθινος,
ανθήλη,
άνθισμα,
άνθημα, ανθο-,
ανθίζω,
ανθινός,
άνθειον,
άνθειος,
άνθεινος.
άνθραξ [ανά
+
θέρω
+
άγω (άξω), διότι άγει ξανά την
θερμότητα, αφού πριν θερμάνθηκε, ως ξύλο, για να γίνει κάρβουνο]- άνθρακας, κάρβουνο.
ανθρακεία, ανθρακεύω,
ανθρακιά, ανθρακιάω, ανθράκωσις, ανθρακίζω, ανθρακόω, θράκα, θρακία, θρακώνω, ανδρακεύς (θ>δ). θερμός
[θέρω]-
πρόσφατος,
ακόμη
ζεστός,
μεταφ.,
θερμός.
ζωηρός,
θέρμα,
ορμητικός,
θέρμη,
θερμάζω,
θερμαίνω, θέρμανσις, θερμαντήρ, θερμαντήριος, θερμασία,
άννηθον [ανά
+ άνθος, διότι φέρει τα άνθη
κλάδων του. Δηλαδή άννησον
τρυγάω [θέρος
τρυγάω (θ>τ, ο>υ, αγ>γ α), διότι κατά το θέρος συνάγονται οι
τρυγίας, τρυγίζω, τρυγιός, τρύγω.
+ θάλος,
ανθέω (η>ε). Στον Όμηρο αναθηλέω
φύομαι,
θήρα (ε>η), αθέριστος.
παρθένειος,
(θ>σ),
άνανθον
άννισον,
>
στην κορυφή των
άνναθον >άVVΗθOν (α>η)] ,
άννητον,
αννησοειδής,
άνηθον,
άνησον, άνισον, άνηθος, γλυκάνισος, ανήθινος, ανηθίτης,
ανηθόξυλον, ανισίτης.
θερμάστρα,
θερμαστρίς,
θερμαστίον,
θέρμος,
θέρμινος,
θέρμιον, θερμοπύλαι, θερμοπώλιον (πωλέομαι), θερμότης, θερμοτραγέω
(τρώγω),
θερμοκρασία (κράmς),
θέρμω,
θερμολή
σάρμοι (θ>σ, ε>α),
(όλλυμι),
σίραιον (ε>ι),
σύσυρνα (από το σάρμοι με αναδιπλαmασμό, α>υ), σίσυρνα, σίσυρνος,
mσυρνώδης,
mσυρνοφόρος
(φέρω),
σίσυρνον,
mσύρνιον, σισυρίνιον, σίσυρα, mσυροφόρος, σιρόπι (οπός),
εξανθέω [εκ τριχών,
+
ανθέω]- έχω άνθη, επί της αυξήσεως των
αναφαίνομαι
παρακμάζω, αποβάλλω.
στην
επιφάνεια
εξάνθηmς,
ως
εξάνθηση,
εξάνθηση,
mροπιάζω, mρόπιασμα, mροπιαστός, σορόπι, σοροπιάζω, σορόπιασμα.
εξάνθημα,
εξανθίζω, ξανθός, ξανθίζω, ξάνθιον, ξάνθισμα, ξάνθωmς, ξανθόομαι, ξουθός (αν>ου).
τέρσομαι [θέρσομαι, μέσ. μέλλ. του θέρω, θ>τ]- ξηραίνομαι, είμαι
ή
(ερ>ρε>ρα),
αθήρ [ανθέω, ανθέριξ, με αποβολή του ν, ε>η]- ο αθέρας, η ακίδα του στάχυος του mταριού, αυτός ο στάχυς, αιχμή όπλου.
γίνομαι ταρσός
ξηρός. (ε>α),
τερσαίνω, ταρρός
τερσία,
(ρσ>σσ),
τρασία
ταρσόομαι,
τάρσωμα, τάρρωμα, τέρφος, στέρφος, έρφος, ταρσοτομία,
τερσίτιδα,
ταρσικός,
ταρσαίος,
ταρσαλγία
( άλγος),
25 ταρmαίος, ταρσανάς (εκεί ξηραίνονται ψάρια), ταρταρούγα, τσίρος (τ>τσ, ε>ι), τσουρουφλίζω (φλοιός), τσουρούφλισμα,
ήε, η
(
δασυνόμενα και περισπώμενα) [ή α, παρατατ. του
ειμί]- επίρρ. βεβαιωτικό ή ερωτηματικό.
σοτάρω (συν, υ>ο), Τυρσηνός (α>υ, απεξήραναν τα έλη της χώρας τους), Τυρρηνός (ρσ>σσ).
παρειά [παρά
+
εί-ναι (ειμί), πιθανόν εκ του ότι βρίσκεται
παρά (πλησίον) των αισθητηρίων οργάνων (μύτη, ους, όμμα)] τέραμνον [θερμός> θεραμ-νον, θ>τ]- θάλαμος, οίκημα,
το μάγουλο. παρήιον (ε>η), παρηίς.
οίκος. τέραμνος. εών, εούσα, εόν, ων, ούσα, ον, εύσα
ταριχεύω διοχετεύω
[τέρσομαι,
ταρ-σός
θερμότητα
προς
+
χεύω
(χέω),
ξήρανση]-
δηλαδή
αποξηραίνω,
βαλσαμώνω, αλατίζω, καπνίζω κρέατα.
τάριχος, ταριχεία,
(ούσα),
ταριχηγός
εξουσία,
ταριχοπωλείον, τάρχανον,
ταριχευτός,
ταρχύω,
ταριχηρός,
τάρχη,
τραχανάς
(άγω),
ταρχάνιον,
(αρ>ρα,
ουσιακός,
ουσιάρχης,
εξούmος,
εξουσιάζω,
πληρεξούmος,
τάραξ,
εξουσίαρχος,
εξουmάρχης,
αποξηραίνεται),
ουmαστικόν,
ουmαστικά,
αυγοτάραχο.
μετοχές του ειμί. όντως
(επιρρ. μετοχ. από το ον)- αληθώς, πράγματι, τω όντι, ουσία
ταρίχευσις,
ταριχευτής,
-
υπερώο ς, υπερώον, υπερώιον, υπερώη, υπερώιος,
εξουmαστής, εξουσιαστικός,
αυτεξούmος, ουσίδιον,
ουmώδης, ωσία (ου>ω), απουσία,
ουσιαστικός,
ουmότης,
απουσιάζω,
ουσιόω,
συνουσία,
συνουmάζω, συνουσιάζομαι, συνουmασμός, συνουmαστής, θέρσος,
θάρσος,
θάρρος (ρσ>σσ),
θράσος (αρ>ρα) [βλ.
θερμός, ε>α]- τόλμη, σπανίως επί κακής σημασίας, αυθάδεια, θρασύτητα. θαρέω,
θάρσυνος,
θάρσηmς,
θαρσαλέος,
θαρσύνω,
θαρραλέος,
θαρρώνω,
συνούmος,
συνουσίωmς,
συνουσιώτης,
περιουσία,
περιούmος, περιώσιος, παρουσία, παρουmάζομαι.
θαρσεύω,
θαρσύς,
Θαρσώ,
ευς [εύ-σα, μετοχή του ειμί (εό-σα, ο>υ )]- αγαθός, γενναίος,
Θερσίτης, θερmεπής (έπος), θρασύς, θρασύνω, θρασύτητα,
ευγενής. ευ, εύ- ορθό, δίκαιο, καλό,
θρασύτης, αθερίζω (α, επιτατ.)- αποδοκιμάζω, περιφρονώ,
ευοί, ευά, ευάζω, ανευάζω, εύας, ευάς, εύασμα, ευασμός,
εύγε (γε), ευάν, ευαί,
αθερίνη (είδος μικρού ψαριού).
ευάστειρα, ευαστήρ, ευ αστής, ευαστικός, ευιάζω, ευιακός, ευιάς, Ευίος, εύιος.
θήρα
[θάρσος,
α>η,
απαιτεί θάρσος (θάρρος) από
την
πλευρά των κυνών και των ανθρώπων (ιδίως επί αγριοχοίρων), αλλά και το θήραμα εξαναγκάζεται να θαρσύνεται]- κυνήγι άγριων ζώων, θήραρχος,
άγρα,
λεία.
θηράτωρ,
θηραγρέτης
θηρατήρ,
(άγρα),
θηρητήρ,
θήραμα
θήρ, θηρίον, θηριακός, θηριάλωmς, θηριόω, θηριώδης,
θηριωδία,
θηριότης,
θεραμένης,
θεριό,
θηριο-,
φήρ
θεριακλής,
(θ>φ),
φηρομανής,
θεριακλίκι,
θεριακώνω,
θέριεμα, θεριεύω, θεριώνω.
προσβάλλω,
θοροποιός,
άλλο μαι.
θόρνυμαι,
έψιλον [ε (βλ. ειμί)
θορός
θορίσκομαι,
(εκτινάσσεται),
θορικός,
θοριώδης,
θοραίος, θορή, θουρήεις (ο>ου), θουραίος, θουράω, θούρης,
+ ψιλός,
το δε η δηλώνει το μακρό ε]- το
γράμμα ε. Αποβάλλεται, πατερό ς
πατρός. Μεταβολές, ε>ο,
-
α>ε, αι>ε, ω>ε, η>ε, ει>ου, ε>ι. Εντίθεται μεταξύ συμφώνων, αφνός
-
αφενός. EυφωVΙKό, ρωδιός
υ, πυνθάνομαι
θρώσκω [μέλλ. θορ-ούμαι, από το θάρ-σος (α>ο )]- πηδώ, εφορμώ,
εέν (εε>η)]- ως επιφώνημα, ιδού,
θηρατής,
θηράφιον, θήρευμα, θήρευmς, θηρευτής, θηριάζομαι, θηρο
,
ην [βλ. ειμί, δηλαδή
κύττα. να (ην>νη>να), ηνίδε, ηνί.
ήτα
-
-
-
ερωδιός. Τίθεται προ του
πεύmς.
παρελήφθη επό το IωVΙKό αλφάβητο, προς παράσταση
του μακρού ε, στο Αττικό, επί άρχοντος Ευκλίδου (φιλέετω φιλήτω, αιρέεσθαι
-
αιρήσθαι, αλλά και φιλείτω, αιρείσθαι).
-
Μεταβολές α>η, η>α, εα>η, η>ει, η>ε, αι>η, ει>η, αε>η.
θούρητα, θούρος, θούριος, θουριών, θούρις.
εγώ, εγών [ειμί, ρίζα ε, εών μετοχ. του ειμί με παρεμβολή του
Ρίζα ε
γ. Η δασεία (ημείς κ.λπ.) από α, αθροιστικό (αε>η). Οι
τύποι με τα δύο ειμί
[ρίζα
ε
(έϊ,
ει,
η),
το
φωνήεν δια του
οποίου
απευθύνεται κανείς σε κάποιον συνάνθρωπό του, για να τον
καλέσει
ή
για
να
προκαλέσει
την
προσοχή
του.
Οι
γραμματικοί αποδέχονται ρίζα εσ- (εσ-τί) και το ειμί από το εσμί. Εάν αυτό αληθεύει, διότι υπάρχουν τύποι αρκετοί δίχως το
σ (εντί, ειμέν, είναι, είω
κ.ά.), τότε είναι πιθανόν να
προέρχεται από το εε .. σσ .. , όπως και τώρα λέγεται, όταν καλούμαι έναν άγνωστο, έστω και αγενώς θεωρούμενο. Ας μη ξεχνάμε
ποτέ
ότι
η
γλώσσα
ξεκίνησε
την
πορεία
της,
εξερχόμενη από στόματα πρωτόγονων ανθρώπων]- υπάρχω, είμαι σε κάποιον τόπο, επί περιστάσεων που έχουν συμβεί, ως το κατ' εξοχήν υπαρκτικό ρήμα.
εσμί, είναι (απαρ. του ειμί),
εστί και έστι και εσσί (στ>σσ) και εντί (όλα
l'
προσωπ. εVΙK.
μ (άμμες κ.λπ.), από το απαρ. έμμεν (εσμέν,
σμ>μμ), ο δυϊκός νώϊ ίσως από μ>ν]. ΓεVΙKές εμού (βλ. έμ-μι), μου, εμέο, εμεύ, μευ, εμέθεν, εμείο, εμούς, εμεύς, εμείω, εμείως, εμώς. Δοτικές εμοί, μοι, εμίν,
εμίνη.
Αιτιατικές
Ονομαστικές
εμέ,
με,
εμένα,
εμέν.
Πληθυντικός,
ημείς, ημέες, άμμες, αμές. ΓεVΙKές
ημέων, ημείων,
αμμέων,
αμέων,
αμών.
Δοτικές
ημών, ημίν,
άμμιν, άμμι, αμίν. Αιτιατικές ημάς, ήμας, ημέας, άμμε, αμέ. Δυϊκός
νώϊ, νω, νώε. εμός, εμά, εμαυτού (αυτός), εμαυτής,
εμεωυτού, εμωυτού, μα
( = με),
ημέτερος (ημείς), ημεδαπός
(έδαφος). εσύ, συ, τυ (σ>τ), τύνη, τούνη (υ>ου), τάν [από το β' προσωπ. είς, εσ-σί του ειμί].
έσκε (αντί του ην,
l'
εVΙK.
ΓεVΙKή
παρατατ. του ειμί), εσκεμμένως (έσκε), έξαστις (εξ
+
εστί,
τέορ, τίω, τίως, τέος. Δοτική σοι, τοι, τέϊν, τέν. Αιτιατική
ε>α)- ξέφτισμα σχισθέντος υφάσματος, κροσσός, θύσανος,
σε, τε, τυ. Δυϊκός Ονομ. σφώι, σφω, Γεν. και Δοτ., σφώιν,
του ειμί), έμμι και είμαι
αυθεντικός
(αυτός
+
( = ειμί),
εντί)-
έγκυρος, γνήmος,
αυθεντία,
σου, σέθεν, σευ, σέο, τεού, τεοίο, τεύς, τεούς, τεός,
σφων. Πληθυντικός, Ονομαστική (το υ μ
από
α αθροιστικό,
αυθεντικότης, εστώ (εστί)- ουσία, απεστώ (από), ευεστώ
για τα δύο
βλ. εγώ), υμμί, ύμμες, υμές, υμέες. ΓεVΙKή
(ευ), κακεστώ (κακός), εσσία (εστώ, στ>σσ).
υμών, υμέων, υμείων, υμμέων, ουμίων (υ>ου). Δοτική ύμμες, ύμμιν. Αιτιατική
+ ειμί]ένεστι (εν +
ένειμι [εν [αντί,
ενυπάρχω, είμαι μεταξύ, υπάρχω εκεί. ένι εστί)]- είναι δυνατόν, εστί, ενίοτε (ότε),
ενίοκα (όκα), ενιάκις, ένιοι (οι, δασυνόμενο), ενιαχή, ενιαχού.
σας
εVΙK.
= υμάς,
υμίν,
υμάς, υμέας, ύμμε, υμέ. εσάς και
υμών, σος (συ) και τέος- κτητική αντωνυμία β'
προσωπ.,
υμέτερος
υμεδαπός (έδαφος).
και
υμός
(υμές)-
ιδικός
σας,
26 αεί
[α
(προσθετικό,
αθροιστικό,
+
ει
(εί-ω,
υποτακτική του ει-μί)]- πάντοτε, αιωνίως, δια παντός.
επιτατικό)
αιέν,
όστις (τις), ότι (τι), ότε (τε), όκα (και), όφρα (φέρω), τόφρα, όταν (ότε
+ αν),
όθι, όθεν.
εισαεί (εις), αιές, αέ, εσαεί (ες), αίι, αίιν, αΤ, αιεί, αείδιος (αέ
+ ίδιος),
ο, η (δασ.), το [βλ. ακριβώς τα προηγούμενα, ος, η, ο, το]
αΤδιος, αϊδιότης, αϊδιάζω, αηνής, αιανής, αιανώς.
δεικτική αντων. και οριστικό ή προτακτικό άρθρο. όγε (-γε), ενιαυτός [αιέν
+
αυτός
αιεναυτός
>
>
αινεαυτός (εν>νε)
>
ήγε, τόγε, όδε (-δε), ήδε, τόδε, τόθεν (-θεν), τόθι (-θι), τότε
ενιαυτός (αι>ε, ε>ι)] - κυρίως κάθε μακρά περίοδος χρόνου,
(τε), τοίος, τοιόσδε, τοιούτος, τέτοιος, ούτος, αύτη, τούτο,
κύκλος, περίοδος, έτος.
ούτως, ούτω, ουτώσι.
εναυmαίος, ενιαύσιος, ενιαύτιος,
ενιαυτίζομαι, ενιαυτοφανής, ενιαυτοφορέω (φέρω). η, ει (δασυνόμενα και περισπώμενα)- δοτ. ενικ. θηλ. της
+
αιών [α (αθροιστικό)
εών, ιών, δηλαδή όσο χρονικό
διάστημα υπάρχει κάποιος]- ο χρόνος της ζωής κάποιου, η ζωή αυτού, γενεά, ο κλήρος κάποιου στη ζωή, χρονικό διάστημα οριζόμενο και χαρακτηριζόμενο, εποχή, διάστημα εκατό ετών. αιωνίζω, αιώνιος, αιωνιότης, αιωνόβιος, ευαίων.
ετεή, ετεόν, έτασις, ετασμός, εξέταmς, εξετάζω,
τοι [ε-τε-ός, ε>ο>οι]- τω όντι, αληθώς, βεβαίως.
τοιγάρ
(γαρ), τοίνυν (νυν).
έτυμος [ετεός
>
ετος
έτυμος (ο>υ )]- αληθής, βέβαιος.
>
ετυμώνιος,
ετυμολόγος,
ετυμηγορία,
ετήτυμος
ετυμολογέω
ετυμηγορέω
(όπως
αταρτητός
(λέγω),
(αγορεύω),
από
το
ατηρός),
ετητυμία. αυτός [εύσα (μετοχ. του ειμί)
>
αυσα (ε>α)
>
αυτός (σ>τ)]
ίδιος. Κατόπιν προσωπική αντωνυμ. γ' προσώπου και δεικτική. αυτόθεν,
αυτόθε,
αυτούθε,
αυτο-,
αυτ-,
αυτού,
αυτώ, αυτεί, αυτόσε, αυτότης, αυθ- (προ δασείας), αυτίκα (ίκω),
+
επιτηδές [επί επίτηδες,
αυτός
τήδε (δοτ. θηλ. του όδε
εξεπίτηδες.
επιτηδειόομαι,
επίτηδες,
επιτηδειότης,
ως (δασ.)
= ενταύθα),
διότι
εξεπίτηδες,
επιτήδευμα,
επιτήδειος, επιτήδευmς,
επίρρ. της δεικτικής αντων. ος και της αναφορ.
-
αντων. ος ,ο>ω.
ωσάν (αν), σαν, σάμπως (πως), σάματι,
σανδαράκη
(δασυνόμενο
=
ο
αυτός,
συνηρ.),
εαυτός,
εαυτότης.
+
[ω-σάν
( =
Δαρεικός
Περmκό
χρυσό
νόμισμα). Και τώρα λέγεται αναλόγως το «σαν φλουρί»] χρώμα ερυθρόχρυσο αρσενικό,
τροφή
σανδαράκινος,
οριστική και προσωπική αντωνυμία, ίδιος, εγώ ο ίδιος, εσύ ο αυτίτης,
ότι,
ωσανεί (ει).
ετυμότης,
ετυμολογία,
μέρος, επί τρόπου, όπως, δια τούτο, ως, καθ'
ούτως, ωσαύτως.
επιτηδευτός, επιτηδεύω, επιτηδέως, επιτήδεος.
εξετασμός, εξεταστής, ετάζω, έτης.
έτυμον,
κάποιο
σημαίνει και επί τούτου]- για ορισμένο σκοπό, επί τούτου,
ετεός [εσ-τί, είτ-ω, προστ. του ειμί]- αληθής, πραγματικός, yvήmος.
αναφ. αντων. ος, η, ο με επιρρ. σημασία, επί τόπου, όπου, σε
ή
του πορτοκαλιού, ερυθρό θειούχο
μελισσών.
σανδαράχη,
σανδακουργείον
(έργον),
σανδαρακίζω, σάνδυξ,
σάνδιξ,
σάνδυκες- διαφανή ενδύματα γυναικών (φαίνονταν το χρώμα του
δέρματος),
mνδόνιον,
σανδών,
mνδώνη,
mνδών
( α>ι)-
σινδονίτης,
λεπτό
σινδονο-,
ύφασμα, mνδούς,
σεντονιάζω, σεντόνι, σεντονόπανο. ες, εις, εν [ο Όμηρος πολλές φορές, δια του εν, εννοεί τα
( = παρατατ.
έστι (έσ-τι), εισί (εισ-ί) και ην
του ειμί, η>ε), βλ.
ειμί. Ώστε η ρίζα ε-, εσ-, εισ- του ειμί, είναι η ίδια μ' αυτή των
αυτόματος [αυτός
+
μάω, ματίζω]- ο πράττων κάτι με δική
του θέληση. αυτομάτως, αυτοματί, αυτοματεί, αυτομάτην. ταυτότης [το αυτό (αυτός)]- το ίδιο. ταυτισμός,
ταύτισις,
ταυτόσημος
ταυτάζω,
τευτάζω (α>ε). εντάυθα [εν
+ τα
(έναιμος).Η εν, προ των β, μ, π, φ και Ψ γίνεται εμ-, προ των γ, κ, ξ, και Χ γίνεται εγ-, προ του λ, ελ- και του Ρ ερ-, εμ
ταυτότητα, ταυτίζω, (σημαίνω),
εν, ες, και εις, δηλαδή του είναι εντός, του να έχεις κάτι
Αιολ. και Δωρ.], εσώτατος,
εσωτάτω,
εντόσθια,
= εν,
είσω, έσω, έσωθεν, εσώτερος, εσωτέρω,
ενδόσθια,
σωθικά, ένδον
εντός,
ένδοθεν,
έντοθεν, ένδοθι,
έντοσθι,
ενδοθίδιος,
ενδοί, ένδοι, ένδω, έντερον (εντός), άντερο, αντεριά, ένθα,
αυτά (αυτός), τ>θ]- εδώ, εδώ κάπου, τότε,
κατ' εκείνον ακριβώς τον χρόνον. ενταυθοί.
ενθάδε,
ενθαδί,
αέτη (α, επιτατ.
ου [δασυνόμενο (η δασεία από το τ) και περισπώμενο]- γεν. ενικ. γ' προσώπου, αρσεν. και θηλ., αντί των αυτού και αυτής
ενθάδιος,
ένθεν,
ενθένδε,
εντεύθεν,
σε
(ες>σε), ιν (ε>ι, Κρητ.), όνθος (εντός, ε>ο, τ>θ), ονθολόγος,
γέμω [το
γ
+ εν, δηλαδή
αέντη> αέτη).
προτάσσεται
+
εμ
( =
εν)]- πληρώ εντελώς,
(αυτός). Με την ίδια σημασία τα: ευ (ο>ε), έο, είο, εείο, εοίο,
φορτώνω, κυρίως επί πλοίου.
γεμάτος, γεμίζω, γεμιστός,
έθεν, οι (δοτ.), ε και εέ (αιτιατ.).
γέμος, γέμισμα, γομόω (ε>ο), γόμος, γόμωmς, γομοθυρίδα,
γιομίζω, γιομόζω, γιόμηση, γιόμωση, γιοματάρι, γιομάτος, ος, η, ον (δασ.) [από το αυ-τός, το
τ σε δασεία]- κτητ.
αντων. γ' ενικ. προσωπ., αντί αυτού, αυτής, αυτού.
ος), εή,
εόν,
+
εαυτού (εός
εός (ε
+
αυτός)- αυτοπαθής αντων. Υ'
γιόμα, γομάρι- φορτίο, το γαϊδούρι, άξεστος, βλάξ, αγενής. γομαριά, γομαριάζω, γουμάρι, γουμαριάζω, δύσχιμος (δυσ
+ γέμω, γ>χ, ε>ι)- φοβερός, επικίνδυνος, ταραχώδης.
προσωπ., εαυτής, εαυτώ.
τένδω [το τ προτάσσεται σφείς [βλ. συ, εσύ]- αυτοί (αρσ. και θηλ. πληθ. της προσωπ. αντων. γ' προσώπου).
Δοτική
Γενική
σφέων, σφείων, σφών.
σφίm, σφίσιν, σφι, σφιν, φιν. Αιτιατική
σφέας,
τενθεία,
τένθης,
κατασκευάζει
την
+ ένδον]-
τενθηδρώνφωλιά
της
εσθίω.
είδος μέσα
τενθεύω (δ>θ),
σφήκας στην
γη,
η
οποία
τενθρήνη,
τενθρήνιον, τεθρηνιώδης.
σφας, σφε, άσφι, άσφε, ψιν (σφ>ψ), ψε. σφέτερος (σφείς) κτητικ. αντων. του γ' πληθ. προσωπ..
σφετερίζω, σφετέριmς,
σφετερισμός, σφετεριστής.
εσθέω [ες ενδύομαι.
+ θέ-τω,
δηλαδή βάζω το σώμα εντός ενδύματος]
έσθημα, εσθής, εσθήτα, εσθάς, έσθην, έσθηmς,
έσθος, εσθητοπράτης (πράσσω).
ος, η, ο (δασυνόμενα) και το [αυτός> ατός> τος> ος (το τ σε δασεία)]- δεικτική και αναφορική αντων..
όσπερ (-περ),
εσθίω [ες
+ θέ-τω (ε>ι),
θέτω εντός μου την τροφη]- τρώγω.
έσθω, έδω (έδ-ομαι, μέλλ. του εσθίω, θ>δ)- εσθίω, αναλίσκω,
27 σπαταλώ.
εδωδή,
εδώδιμος,
εδωδός,
έδεσμα,
εδεστής,
εδεστός, εδητύς (ε>η), εδεσματοθήκη, είδαρ (ε>ει).
καθαρεύουσα,
καθαρμός, οδούς [έδω, ε>ο]- το δόντι. οδών, δόντι (ο-δόντος, γεν. του οδούς), οδοντάγρα (άγρα), οδονταγωγόν (άγω), οδονταλγέω
(άλγος),
καθαριότης,
καθαρίζω,
ακάθαρτος,
καθάριος, καθαρεύω,
κάθαρμα,
ακαθαρσία,
καθαρειότητα, καθαρευουσιάνος,
καθάρσιος,
κάθαρτρον,
καθάρσιο,
καθάρυλλος,
καθαρτήριος, καθαρτήρ.
οδονταλΥία, οδοντόπονος, οδοντίασις, οδοντοφύϊα,
οδοντάριον, στερ.,
καθάρειος,
καθαρειότης,
οδοντιάω,
ηο>ω)-
οδακτίζω,
οδοντίζω, οδόντωmς, νωδός (νη,
στερημένος
οδακτάζω,
οδόντων,
οδαξησμός,
οδάξ
(άγω,
οδαγμός,
άξω),
οδαξητικός,
γέρανος [βλ. αείρω, το πτηνό αυτό έχει μακρύ λαιμό (σαν γερανό) και η διάβασή του δηλώνει την εποχή της αρόσεως, βλ.
αρόω.]-
το
πτηνό,
μηχανή
προς
ανύψωση
βαρών.
γερανίας, γεράνιον, γερανοβωτία (βώτωρ), γερανός, γεράνι,
οδαξώδης, οδάξω, οδοντο-.
Γεράνεια, Γεράνι, Γεράνια, γερανογέφυρα.
δάκνω
[ο-δάξ]-
δακνιστήρ,
δαγκάνω.
δακνηρός,
δακνάζω,
δάκος,
δακετόν,
δακέθυμος,
δήκτης
(α>η),
δηκτικός, δήγμα, δηγμός, δήξις, δαγκάνω (γ>γκ), δαγκώνω, δάγκωμα,
δαγκασιά,
δαγκάω,
δαγκωνιά,
δαγκάνα,
δαγκανάρα, δαγκανάρι, δαγκανιάρης, δαγκωmά, δαγκωτά,
( = κερδίζω,
γέρας [βλ. αείρω τιμής.
γεραίρω
(αίρω),
λαμβάνω, αποκομίζω]- δώρο
γεράσιμος,
γερασφόρος
αγέραστος (α, στερ.), αγέρωχος (α, επιτατ.
+
(φέρω),
+
γέρας
έχω),
αγερωχία, αγερωχέω, αγερωχεύομαι.
δαγκωτός.
εγείρω [βλ. αείρω (α>ε)]- εξεγείρω, ξυπνάω, σηκώνω. έγρω οδμή
[έδω,
ε>ο
μυρουδιά, όσφρηση. (ευ,
ο>ω),
(βλ.
οδούς),
εισέρχεται
στη
μύτη]
οδωδή (όπως εδωδή), οδώδης, ευωδία
ευωδιάζω,
ευωδίζομαι,
ευώδης,
ευωδέω,
δυσωδία (δυσ-), δυσώδης, οδμάομαι, οσμή (δ>σ), οσμώδης, οσμήρης,
όσμησις,
οσμύλη,
οσμάομαι,
οσμηρός,
οσμηρότητα, οσμητήριον, οσμογόνος, οσμόμετρο, όσφρηmς (φέρω),
όσφρα,
οσφραντήριον,
οσφράδιον,
οσφραίνομαι,
οσφραντήριος, οσφραντικός, όσφρανmς, οσφρασία.
όζω [οδ-μη και επί
>
όσδω
(ζ>σδ),
οζώδης,
απαρ.
οζωδία,
όζη,
οζαλέος, όζον, οζαινίτης, όζαινα, Οζόλαι, Οζολίς, όζολις, οζαινικός, οζόω, οζωτός, ζέχνω (αχνίζω, α>ε), ζένω.
του
εγείρω)-
εξέγερmς,
ανεγείρω,
αίγειρος
(α,
ανέγερmς,
επιτατ.,
έγερmς,
έγερμα,
ε>ι)-
νήγρετος
υψηλή
+
(νη
λεύκη,
έγρω),
αιγειρών,
αιγειροφόρος (φέρω), αιγειρίτης.
εγρήγορα [παθ. πρκμ. του εγείρω, με σημασία ενεστώτα] αγρυπνώ,
φυλάω
φυλακή,
εγρηγόρησις,
εγρηγόρως,
είμαι
ξύπνιος,
εξεγείρομαι.
εγρηγορότως,
εγρηγορτί,
εγρήσσω, γρηγορέω, γρηγόρησις, γρήγορmς,
γρήγορα, γρήγορος, γλήγορα (ρ>λ), Γρηγόρης, Γρηγόριος, γοργός (αναγραμματισμός), γοργότης, Γοργάδες, γοργόνες, γοργόομαι.
ημερόω (δασ.) [ημ-ός
Ρίζα ερ-
εγείρω,
εγερτός, εγέρσιμος, εγερτήριον, εγερτικός, εγερτί, εξεγείρω,
εγρήγορmς,
όδ-ιω >όζω (δι>ζ)]- μυρίζω, και επί ευωδίας
δυσωδίας.
(εγρ-έσθαι,
( = ιδικός
μου)
+
αείρω (ρίζα ερ-)
=
κερδίζω, βλ. άρνυμαι, άρος]- επί αγρίων θηρίων, εξημερώνω, επί φυτών, καλλιεργώ, περιποιούμαι, επί χωρών, απαλλάσσω
αείρω [Από τους τύπους, α-έρ-θην, α-ερ-θής, α-ερ-σίπους, α-έρ-ρω, α-ερ-τάζω, η-έρ-τησε κ.ά., φαίνεται ρίζα
ερ-.
Σε
από
ληστές,
πραυνω,
υποτάσσω.
ημερότης,
ήμερος,
ημέρωσις, μερώνω, ημερώνω, ημερίδης, ημερίς, ημερο-,
κάθε συλλογική προσπάθεια ανυψώσεως βαρέως αντικειμένου,
ημερόπιτης
μέχρι και σήμερα, αναφωνείται ένα
ανήμερος, ανήμερα, ανημέρως, ανημέρευτος, ανημερότητα,
εκφορά του
εε .. ΟΠ, επειδή μάλλον η
ε, αποβάλλει τον ολιγότερο
αέρα από τους
πνεύμονες, το δε Ρ πιθανόν να δηλώνει κίνηση (ροή). Στον Όμηρο φέρει
(=
F
( =
γείρω. Τ α αρχικά α και
>
σακκοπήρα, γυλιός, F>β), βάρ-ος
F
(αF -είρω) μάλλον εκ του απ-ό (απ-
>
αβ-) προέρχονται]- υψώνω, σηκώνω, εγείρω, αθροίζω,
συλλέγω, μέσ., αποκομίζω, κερδίζω, λαμβάνω, VΙKώ, φέρω, διεγείρω,
ερεθίζω,
παθ.,
υψούμαι,
αναχωρώ,
έρανος,
ερανικός, εράνιον,
ερανάριος,
έρτις,
εράνιmς,
ερανάρχης,
ερανίζω,
ερανιστής, ηερέθομαι
(α>η), αερσίπους (πους), αρσίπους (αε>α), αερσίνοος (νους), αερmπέτης (πέτομαι), αερσιπότης (ποτάομαι), αερσίμαχος.
αίρω [βλ. αείρω, α-ερ-ω
>
αίρω (ε>ι)]- αείρω. αίρα- σφύρα,
παράmτο φυτό φυόμενο ανάμεσα στο mτάρι (υψηλότερο από το mτάρι), ήρα (αίρα, αι>η) και
νήρα, αιρηλασία (έλαύνω),
αιρικός, αίρινος, αιρόπινος (πίνος), διαίρω (δια), διαίρεσις, διαίρεση,
διαιρετότης,
διαιρετώς, διαιρέω,
διαιρέτης,
διαιρετικός,
διαιρετός,
απαείρω (από), απαίρω, απάορος
(ε>ο), απήορος (α>η), εναίρω (εν), έναρα (αι>α), εναρίζω, αναίρω
(ανά),
συνάορος,
συναείρω
συνήωρ,
(συν),
ξυνάωρ
(ξυν
συνήορος
=
συν),
(α>η,
ε>ο),
επαίρω
(επί),
επαίρομαι, έπαρmς, επήορος, επηρμένος, έπαρμα, επαρίται,
επάριτοι, παίρνω (ε-παίρω), πάρmμο, εξαίρω (εκ), έξαρσις, έξαρμα,
εξημερώνω,
ημερωμός,
εξημέρωmς,
ημερωτής,
ανεξημέρωτος,
εξημερωμένος. άρνυμαι [βλ. τύπος
του
αείρω, ρίζα ερ->αρ- (ε>α)]- εκτεταμμένος
αίρομαι,
λαμβάνω
καρπούμαι, αποκτώ.
για
μένα
ή
για
άλλον,
άρος, άρmς, άρδην, άρδις, αρδιοθήρας
(θήρα), άρση, λάρναξ (λα, επιτατ.
+
=
άρνυμαι
κομίζομαι),
λάρνακα, λαρνάκιον.
φέρομαι,
μεταφέρομαι, κρέμομαι, απομακρύνω, εγείρομαι, διεγείρομαι, παροξύνομαι.
ανημέρωτος,
ημέρωμα,
(Fερ-), το οποίο παρέμεινε στα φέρ-ω, φάρ-ος
άροτρο), α-βερ-τή
(αυτό που σηκώνει κάποιος, ε>α), γέρ-ανος, γέρ-ας και ε
αF -
(πίτυς),
ανταείρω (αντί), ανταίρω, άνταρmς, ανταρσία,
αντάρτης, ανταρτικός, αντάρτικο, αντάρτισσα, ανταρτεύω,
αντάρα, ανταρτεύω, ανταριάζω, καθαίρω (κατά), καθαρός,
άσιλλα [άρmς
>
άρmλα
>
άmρλα (μετάθεση)
>
άmλλα
(ρλ>λλ)]- ξύλο τιθέμενο επάνω στους ώμους, στα άκρα του οποίου
κρέμονται
(ανά),
ανάmλος,
αντικείμενα για
μεταφορά.
αναmλλοκομάω
(κόμη),
ανάmλλος
ανασιλλάομαι,
ασίλος.
Λάρισα [λα, επιτατ. μέρη
ή
+
άρmς. Πόλεις κείμενες σε υψηλά
με υψηλά τείχη περιβαλλόμενες]- όνομα πολλών
αρχαίων πόλεων, εξ αρχής σήμαινε ακρόπολη.
Λαρισαίος,
Λάρεισα.
λάρκος [λα, επιτατ. αγγείο
για
+ αείρω
κάρβουνα.
(ρίζα ερ-, αρ-)
λαρκίδιον,
+ κάω]-
λαρκαγωγός
KOφίVΙ, (άγω),
λαρκοφορέω (φέρω).
λάσανα [λα, επιτατ. λάρανα
>
+
αείρω (ρίζα ερ-, αρ-
)>
λα-αρ-ανα
>
λάσανα (ρ>σ)]- τρίποδη σχάρα, πάνω στην οποία
τοποθετούνταν η χύτρα, μαγειρικό σκεύος.
28 αρόω [αείρω, αίρω, ρίζα ερόργωμα
ανασηκώνεται
το
>
αρ-, βλ. άρνυμαι. Κατά το
χώμα]-
οργώνω,
αλετρίζω,
αρρωδέω αρσωθέω
>
καλλιεργώ, σπείρω, τίκτω, καρπούμαι, απολαύω.
άροmς,
φοβούμαι,
αρόmμος,
αροτός,
ορρωδίη, ορρωδέως.
αροτήρ,
αρότης,
αροτικός,
άροτος,
+
[άρ-mς
σωθ-ήσομαι,
μέλλ.
του
σώζω
>
αρρωδέω (ρσ>ρρ, θ>δ), δηλαδή άρmς σωτηρίας] τρέμω,
ζαρώνω.
αρρωδίη,
ορρωδέω
(α>ο),
αρώmμος, αροτραίος, αρότρευμα, αροτρεύς, αροτρευτήρ, αροτρεύω,
αροτριώ,
αριτριάω,
αροτρητής,
αροτρίαμα,
άρκτος [άρ-mς
+ κτάς (μετ.
του κτείνω), διότι όρθια εφορμά
αροτρίαmς, αροτριασμός, αρότριος, άροτρον, αροτρόπους
στο θύμα της]- η αρκούδα, ο αστερισμός. άρκος, άρκειος,
(πους),
άρκιος,
ανήροτος,
αρούμενη ή χθών,
ανηροσία,
άρουρα
(αναδιπλαmασμός)
αρόmμη γη, χωράφι, γη, χώρος, χώμα, πατρίδα,
επί γυναικός
ως
δεχομένης
σπέρμα,
αρουρείτης,
αρουραίος, αρωραίος. φαρκίς,
φ,
φάρ,
βλ.
αείρω]- άροτρο, άροση.
φάρσος,
άφαρος,
αφάρωτος,
βούφαρον (βου-), φάραγξ (γεν., φάραΥΥος, από τα φάρ-ος άγ-αν
+
άγ-ω
>
αρκτύλος,
φαρ-αγ-αγ-ος
ρήγμα μεταξύ
βουνών,
φαράγγωmς,
φαραγγώδης,
φάραΥΥος)- χάσμα
>
βάραθρο,
φαράγγι,
φάρυγξ
ή
+
ο
αρκτεία,
αρκτεύω,
αρκτή,
Αρκτοφύλαξ,
αρκουδιάρης,
αρκουδάπιδο
(απίδι),
αρκουδιάρικος,
Αρκτούρος
αρκουδάκι,
αρκουδάς,
αρκουδιάζω,
(ούρο ς),
αρκουδοβότανο,
αρκουδιά,
αρκουδώ,
αρκούδι, αρκουδίζω,
αρκούδισμα, αρκουδίmος, αρκουδιστά, αρκούδος.
βαθύ
φαραΥΥίτης,
(α>υ)-
άρκειον,
αρκτόχειρ,
αρκούδα,
φάρος [αρόω, για το φαράω,
άρκτειος,
άρκτιος, αρκτικός- βόρειος (από τον αστερισμό), αρκτώος,
λαιμός,
λωyΆVΙoν, φαρυγγίζω, φαρυγίνδην.
( =
άρσην [άρσ-ις, αροτήρ
πατέρας), αρόω
( =
σπείρω,
τίκτω). Επίσης επί τετράποδων, αίρονται, σηκώνονται στα δύο πόδια για βάτευση]- αρσεVΙKός, το
άρρεν φύλο, ανδρικός.
άρρην (ρσ>σσ), έρσην (α>ε), άρρεν, αρσενικό ς, αρρενιστέον,
αράδα [άροτος στίχος,
=
χαράκωση
αροτρίαmς, όργωμα, ο>α, τ>δ]- σειρά,
αρρενοβασία
στο
αρρενοκοίτης (κοίτη), αρσενοκοίτης, αρρενότης, αρρενόω,
χαρτί.
αραδάρης,
αραδαριά,
(βατεύω),
αρρενοβάτης,
αραδιάρικος, αραδιάζω, αραδιακός, αραδιαρός, αράδιασμα,
αρρενόομαι,
αραδιαστά,
αραδιά,
αρρενωπία (ωψ), αρρενοπώτης, αρρενωπός.
αράδωτα,
αράδωτος,
αράδιαστος,
αραδιαστός,
αραδωτός,
αραδώνω,
αραδίζω,
αλδαίνω [άρ-mς (ρ>λ)
αραβόmτος [αράδα (δ>β) ενώ
το
+
σίτος, διότι ο σίτος σπείρεται
καλαμπόκι
κατά
αράδες.]-
(οπιπεύω),
αρρενοποιέω,
αράδιση,
αράδισμα.
χύδην
αρρενοπίπης
αρρενογονέω,
καλαμπόκι.
αραβοσίτι, αραποσίτι (β>π), αραβοσιτιά, αραποmτιά.
αυξηθεί,
τρέφω,
αλδήεις,
άλσις
+ δαίν-υμι ( = τρέφω )]- κάνω κάτι να
αυξάνω, (δ>σ),
πληθύνω.
αναλδαίνω,
αλδήσκω,
άλδομαι,
αναλδήσκω,
αναλδής,
άλσος (άλmς)- δάσος, τόπος κατάφυτος, άλσωμα, αλσοκόμος (κομέω),
αλσοκομέω,
αλσοκομική,
αλσοποιία,
αλσαίος, αλσκίδες, αλσίνη, αλσύλλιον, άλμα άρωμα [άρου-ρα (ου>ω), αρόω
άρουρα, αγρός, χωράφι,
]-
«λέγουσι δε ένιοι και τα άλφιτα και τον λιβανωτόν αρώματα, ως
όασις (ο, αθροιστ.
+ άλσος,
αλσώδης,
( =
άλσος),
με αποβολή του λ), αλτάνα (σ>τ),
αλιτάνα, αρτάνα (λ>ρ), αλτανεύω, αλτανιάζω, Άλτη.
παρ' Ευπόλιδι, και ευθύ των αρωμάτων αντί των αλφίτων»,
σχολ. εις Αριστ. Ειρ. και άρομα πάσα εύοσμος και αρωματική βοτάνη
ή
καρπός φυτού
αρωματικός,
ή αυτό το φυτό.
αρωματίτης,
αρωματώδης,
όρνυμι [αείρω, ρίζα ερ-, ε>ο]- εξεγείρω, διεγείρω, σηκώνω,
αρωματίζω,
ξεσηκώνω, κινώ, παρορμώ.
αρωμάτιmς,
τ>θ)-
υποδήματα
με
όρνυμαι, κόθορνος (κάτω, α>ο,
υψηλούς
πάτους,
ρέθος
(ο-ρέσθ-αι,
απαρέμφ. του όρνυμι)- το πρόσωπο, το σώμα, μέλος του
αρωματισμός, αροματοποιός, άρομα.
σώματος, ρεθομαλίδης (μήλον). ρυσός [ά-ροσ-ις, ο>υ]- ρυτιδωμένος, ζαρωμένος (όπως το οργωμένο
(χιτών),
όρνις [όρν-υμι, διότι πετάει, σηκώνεται πάνω από την γη]
ρυσόκαρφος, ρυσαίνομαι, ρυσαλέος, ρυσάω, ρυσή, ρύσημα,
χωράφι).
ρυσότης,
πτηνό, όπως το οιωνός, πτηνό προφητικό, προφητεία, όρνιθα.
ρύσσιλα,
όρνεον,
ρυσσαίνομαι,
ρυσοχίτων
ρυσσαλέος,
ρυσά,
ρυσσόομαι,
ορναπέτιον
(πέτομαι),
ορνεάζομαι,
ορνεακός,
ρυσσός, ρύσωσις, ρυσώδης, ρυτίς (σ>τ), ρυτίδα, ρυτιδόω,
ορνεώδης, ορνιθώδης, άορνος (α, στερητ.), όρνιθα, ορνιθεία,
ρυτίδωμα, ρυτίδωσις, ρυτίζω, ρύτισμα, ρυτιδώδης.
ορνιθεύω, ορνιθιάζω, ορνιθεύομαι,
αλέτρι [άροτρον, ρ>λ, ο>ε], άλετρο, αλετήρ, αλετράκι, αλετράρης,
αλετράς,
αλετράφτι
αλετρευτής,
αλετρεύω,
αλετριά,
(αφτί),
αλετρίζω,
ορφανός [αρ-ότης
ορφανία,
(θ>φ)]-
(=
ορφάνευμα,
γονείς,
στερημένος
ορφανεύω,
(τάλας)-
ορνίθων
αρνητικός,
αρνηm-,
αρχίζουν
ορταλίζω
να
πετούν,
(κόπτω), ορτυγοκόπος, ορτυγομήτρα, Ορτυγία.
από
+
ορούω [όρ-νυμι]- εγείρομαι και ορμώ με βία σε κάτι ή προς
κάποιον.
τα εμπρός, κινούμαι γρήγορα, σπεύδω, υψώνομαι (για να δω,
ορφανιστής,
ορφανίζω,
όρομαι).
όρομαι-
επιθεωρώ,
εποπτεύω,
ορίνω,
ορδή,
ορδαλία (δηλέομαι), όρπηξ (πήyvυμι), ορέομαι, εισανορούω
+ ανά).
μέλλ. αρ-νή-σομαι, αόρ. ηρ
νή-θην, πρκμ. ήρ-νη-μαι, άρ-νη-mς]- λέγω όχι, δεν θέλω. άρνηmς,
που
ορτύκι, γόρτυξ (για το γ, βλ. αείρω), ορτύγιον, ορτυγοκοπία
(εις
+ νη (αρνητ.),
μικρών
αλετρεύω,
απορφανίζω, ορφανόομαι, ορφανοτροφείον. αρνέομαι [άρ-mς
επί
ορταλίς, ορτάλιχος, ορταλιχεύς, όρτυξ (α>υ)- πετάει χαμηλά,
πατέρας), αρ-όω (επί μητρός), α>ο,
δίχως
ορνιθοτροφείον, ορνιθο-,
αλέτρεμα,
αλέτρισμα, αλετρόδεμα, αλετρο-, αλέτρωμα.
θάνατος
ορνιθευτής, ορνιθίας,
ορνιθόομαι, ορνιθών,
αρνήσιμος,
αρνητέον,
εξαρνέομαι, εξάρνησις, εξαρνητικός, έξαρνος
ούρος (Α) [όρ-νυμι (ο>ου)]- ούριος, εΥVOΙKOς άνεμος από την ξηρά για απόπλουν.
ούριος, ουριοστάτης (ίστημι), ώρος
(ου>ω), ουριότης, ουριόω, ούρον, ουρίζω. (Β) [βλ. όρος, ο>ου]- όρος, βουνό. ούρειος, ουρεόφοιτος
αλθαίνω [αόρ. άλ-θετ-ο, μέλλ. αλ-θήσ-ω, αόρ. αλ-θεσ-θήναι
(φοιτώ), ουρεmβώτης (βόσκω, βώτωρ), ουρεσίοικος (οίκος),
και ήλ-θησ-α, μέσ. μέλλ. αλ-θέξομαι (ωσάν εκ ρήμ. αλ-θέσσω),
ουρεύς,
Το δεύτερο συνθετικό φαίνεται ότι είναι από το τίθημι, θέτω.
ουρανός
ώρος
Αλλά και από το αλθέξομαι, το θάσσω (α>ε) σημαίνει μένω
Ουρανίδης, Ουρανίωνες, ουρανίζω, ουράνιος, επουράνιος,
άπρακτος (όπως ο ασθενής). Το πρώτο συνθετικό από το άρ
ουρανομήκης, ουρανίς, ουρανίσκος, ουρανούχος (έχω).
(άνω,
(ου>ω), υπέρ
Όρβηλος των
(βλα-στός,
ορέων),
λα>αλ>ηλ),
Ουρανός,
Ουρανία,
mς (ρ>λ), δηλαδή σηκώνομαι από την κατάκλιση και την απραγία]- θεραπεύω.
άλθεξις, αλθεστήρια, αλθεύς, αλθήεις,
αλθήσκω, άλθος, αναλθής, ανάλθητος.
ουρά [όρ-νυμι, ο>ου, διότι εγείρεται, ξεσηκώνεται για να διώξει
τα
έντομα],
ουραγέω
(άγω),
ουραγός,
ουραγία,
29 ουράγιον, ουραία, ουραίος, ουρίακος (ακίς), ουρίαχος (κ>χ),
εόρτιος,
όρρος (όρσω, μέλλ. του όρνυμι, ρσ>σσ), ορροπύγιον (πυγή).
εόρτασμα,
εορτασμός, εορταστής,
εορτάσιμος,
εόρταmς,
εορταστικός,
Εορτών,
έορτις,
μεθεόρτιος
(μετά), γιορτή (εο>γι), γιορτάζω, γιορτολόγημα, γιορτάσι, έρνος
[αείρω,
ρίζα
ερ-,
όρνυμι]-
νεαρός
βλαστός,
ως
γιορτιάτικος, γιορτινός, γιορτολόγι.
σύμβολο της νεαVΙKής τρυφερότητας και καλλονής, επί τέκνου, καρπός.
ερέπτομαι (πατέομαι)- τρώγω, κατά το πλείστον επί
χορτοφάγων ζώων, ανερέπτομαι, υπερέπτω.
λορδός [λα (επιτατ.) εξέχουν.
άρνα [βλ. αίρω, όρνυμι, έρνος (ε>α)]- κατ' αρχάς τα νεογνά (έρνος)
των προβάτων.
Έπειτα τα πρόβατα και
ο
σε χρήση
της λέξης
τυγχάνει η εναλλαγή του
=
την λέξη αμνίον
Ρ σε
αμνός (μάλλον απίθανη
μ). Ο Όμηρος αναφέρει μόνο
αγγείο προς υποδοχή του αίματος των
θυμάτων και τίποτε άλλο σχετικό. Η λέξη δε αυτή προέρχεται από το αμάω
=
συλλέγω με τα χέρια, αλλά και «γάλα εν
ταλιΊροισι», δηλαδή αρμέγω. Επομένως αμνός σημαίνει το ζώο που αρμέγεται και έχει ρίζα εκ του αμάω, διαφορετική από το άρνα. Σε επιγραφή από την Γόρτυνα της Κρήτης σώζεται ονομαστική
αρήν (Fαρήν, για το
Βοιωτία αρνών (Fαρνών).
βλ.
F
αείρω) και στην
αρνίον,
λορδαίνω, λορδόω, λόρδωμα, λόρδων, λόρδωσις,
λόρδωση. νωθρός
χαύνος,
[νη (αρνητ.)
δυσκίνητος,
+
ορθός, ηο>ω, ρθ>θρ]- οκνηρός,
βαρύς
ή
βαθύς
ύπνος,
τεμπέλης.
νωθρεία, νωθρότης, νωθριάω, νωθρεύομαι, νωθής, νωθές, νωθεία, νώθουρος (ουρά). μάρmπος [το
μ
προτάσσεται (όσχος
μαρσίπειον,
μαρmποφόρος,
+
μόσχος)
-
μάρσ-ικος> μάρmπος (κ>π)]- σάκκος, θύλακος.
άρmς
>
μαρσίπιον,
μάρσυπος,
μάρmππος,
μαρσύπιον.
αρναγός (άγω), αρνέα, αρνακίς,
άρνειος, αρνίmος, αρνείον, αρνείος, αρνειοθοίνης (θοινάω), αρνοφάγος,
ορθός (θ>δ)]- ο έχων το σώμα
κριός
(αρνείος), ο οποίος σπέρνει (αρ-όω) επί των προβάτων. Δίχως ονομαστική
+
κεκαμμένο προς τα οπίσω έτm ώστε η κοιλιά και το στήθος να
αρνί,
αρνίς,
αρνηΤς,
αρνοκτασία
ορέγω [αείρω (ρίζα ερ-, ε>ο), άρνυμαι, όρνυμι
+ άγω (α>ε )]-
εκτείνω, απλώνω, δίνω, παρέχω, λαμβάνω, πιάνω, έρχομαι
(κτείνω), αρνο-, αρνωδός (ωδή), αρνός, ρην (α-ρήν), ρηνικός,
προς
ρήνιξ, ρηνοφορεύς, πολύρρηνος.
κτυπώ.
το
δόλωμα,
ποθώ,
όρεγμα,
ορέγνυμι,
επιθυμώ,
σκοπεύω,
ορεκτιάω
προσβάλλω,
(γ>κ),
ορεκτέω,
ορέγομαι, όρεξις, ορεκτικός, ορεκτός, ρέγομαι. αρνευτήρ, αρνευτής [άρνα, ο Όμηρος εννοεί άνθρωπο που
πέφτει κατακέφαλα. Κατά τον Ευστ. «έστι γαρ αΡνευτήρ και
οργυιά [ορέγω
= εκτείνω + κατάληξη -υια (αγυιά,
άρπυια)]
κυβιστήρ τα αυτά, ει και σαφέστερον το κυβιστήρ, αρνευτήρ τε
το μήκος ή διάστημα των εκτεταμένων εκατέρωθεν οριζοντίως
γαρ ο επί κεφαλήν εις θάλασσαν δυόμενος, καθ' ομοιότητα των
βραχιόνων. οργυιή, οργυά, οργυιόομαι, οργυιαίος.
της αΡνών πορείας, οι σκιρτώντες τοις μεν οπισθίοις ποσίν άλλονται, την δε κεφαλήν τη γη πελάζουm, διό ίππουρον ιχθύ,
όρυγμα
[αρ-όω
(α>ο),
+
όρ-νυμι
άγω
(α>υ)]-
λάκκος,
τον και ιππουρία διά το συνεχές εξάλλεσθαι αρνευτήν τινές
τάφρος,
εκάλουν»]- δύτης, κυβιστήρ.
ορυγή, ορυχή (γ>χ), όρυξις (άξω), όρυξ, όρυγξ, ορυκτή,
αρνεύω- πηδώ, κυβιστώ, δύομαι,
βουτώ.
βόθρος,
διώρυγα, υπόνομος,
ορυκτέον, ορυκτήρ,
ορυκτής, ορυκτός,
εξορύσσω, εξόρυξις, ορύχω, όρος [όρ-νυμι, σηκωμένο ψηλά]- βουνό. ορειάρχης, ορειβάτης,
ορείαυλος
(αυλίζομαι),
ορειβασία
ορύσσω (γσ>σσ),
ορυχείον,
διώρυξ,
διώρυγα,
ουρός (ο>ου), ζωρίαι (δι>ζ), όργωμα (όρυγμα> όργυμα
>
όργωμα, υ>ω), οργώνω, οργός, οργοτόμος.
(γεννώ),
ορείγανος, ορίχαλκος,
αορτήρ [άορτο, υπερσυντέλικος του αείρω]- ιμάντας δια του
ορείτης, ορειώτης, ορυτύπος, ορεύς- το μουλάρι, το πλέον
οποίου μπορεί κάποιος να κρεμάσει κάτι, ζώνη ξίφους, ιμάντας
κατάλληλο για μεταφορές σε βουνά, ορεωκόμος (κομέω),
σακκιδίου.
ορεοπωλώ, ορικός, ορικτίτης (κτίζω), ΟΡΟ-, ορεο-, ορεσίβιος,
αναρτώ,
ορέσβιος,
ορειλεχής
αρτέον,άρτημα, αρτέμων, εξαρτάω, εξάρτησις, εξάρτημα,
ορεσκεύω,
εξαρτηδόν, εξάρτια, ξάρτια, αρτηρία, αρτησμός, αρτητός,
(λέγω),
ορεινόμος,
ορίας,
ορειώδης,
ορεσίκοιτος
ορέσκιος
ορεσσιβάτης,
ορείγανον
(βαίνω),
ορυγμία,
ορείχαλκος,
ορίγανον,
ορειβατικός,
όρειος, ορειάς,
βάραθρο.
(κοίτη),
(σκιά),
ορεmβάτης,
ορεογόνος,
ορεmκοίτης,
ορεσκώος
(κείμαι),
ορέστερος,
ορεmβώτης
ορέστης,
(βώτωρ),
ορεστιάς,
άρπεζα
(ο>α
αορτέω, αορτή, άορ, άορος, άορτρα, αρτάω, αναρτημένως,
«Τρύφων γαρ περί πνευμάτων φησί το α ΠΡOτασσOμέvOυ του ρπ
συστέλλεται και δασύνεται».
αβερτή (βλ. αείρω), αρτήρ. αιωρέω [άωρτο, υπερσυντέλικος του αείρω, α>αι]- εγείρω, υψώνω, μετεωρίζω, εξαρτώ. αιωρητός,
αιώρα,
μετεωρία,
ορθός [όρθ-αι, απαρέμφ. του όρνυμι]- όρθιος, ευθύς, ίmος, σωστός, ευτυχής, γνήmος, πραγματικός, δίκαιος, σταθερός. ορθάδιος,
ορθεύω,
ορθόω,
ορθώνω,
ορθίαmς,
ορθίασμα,
ορθώνυμος (όνομα), ορθωσία,
όρθρος,
Όρθρος,
ορθρίζω,
ορθοπεδική
(πεδάω),
ορθο-, όρθωmς, ορθωτής,
ορθρεύω,
όρθριος,
ορθινός,
ορθρισμός, ορθρογόη (γόος), ορθρία, ορθρόλαλος, όρθρωμα.
ορσός
[όρσω,
μέλλ.
του όρνυμι,
ορσότης, ορσάγγης (άγω, άγαγον),
ορθός (θ>σ)]-
opm-,
ορθός.
ορσο-, ορσολοπεύω
(ροπή, ρ>λ), ορσύδρα (ύδωρ), ορτός (σ>τ), ωρτός (ο>ω), ορσοί.
εορτή (δασ.) [α (αθροιστ.)
μετεώρηmς,
μετέωρος,
αιώρημα, αιωρία, αιώρηmς,
μετεωρέω
μετεωρο-,
(μετ-ά,
αι>ε),
μετεωρισμός,
μετήορος
(εω>ηο),
μετεωρίζω, μετεωριστής,
μετεωροφέναξ
(φενακίζω).
ορθοσύνη,
ορθότης, ορθηλός, Ορθάνης, Ορθωσία, Ορθία, Ορθώσιος,
ορθιάζω,
ανάρτηmς,
+
πέζα)- η πέζα του όρους, για την δασεία ο Δράκων λέγει
όρθιος,
αναρτάω,
λώρος [λα (επιτατ.)
+
άορ, αο>ω]- λωρί, ιμάντας, ηνίο.
λωρί, λωρίζω, λωροτομέω, λουρί, λούρα, λουράκι, λουρίδα, λουριδιάζω, λουριδωτός,
λουρίτσα, λουρώνω, λουρωτός,
λούρδος, λουρδιά, Λουρδάτα, λόρδα (ότι υπάρχει ταινία,
λουρίδα> λόρδα, στα έντερα;). ερύω [αείρω (ρίζα ερ- )]- σύρω προς τα επάνω, έλκω, σύρω επί του
εδάφους,
ανελκύω πλοίο
στην
ξηρά,
αποκρούω,
υπερασπίζω, φυλάω, επιτηρώ, δέχομαι, κομίζω, καταρρίπτω, καταστρέφω, έλκω προς τον εαυτό μου, βλ. αίρω.
+ ορθός,
ορτός
( = βωμός),
ειρύω
(ε>ει), ερύομαι, ειρύομαι, έρυμα, ερυμνάομαι, ερυμνόνωτος
α>ε],
ορτή, εορτάζω, ορτάζω, εορτολόγιο, εορτάσιος, εορταίος,
(νώτον), ερυσμός,
ερυμνός, ερυμνότης, ερυσάρματες (άρμα),
ερυμνόω, ερυτήρ, έρυσος,
έρυmς,
ερυστός, ερυσινηΤς
30 (νηύς), ερυσίπτολις (πτόλις), ερυσίχθων, ερυσίθριξ, ερυm-,
ορφνή, ορφνά [βλ. οροφή και Έρεβος (ε>ο )]- το σκότος της
εξερύω, ξερνώ, ξέρασμα, ξερατό, ξερνάω, ανερύω, επερύω,
νυκτός.
επειρύω.
ορφναίος, Όρφνη, Ορφεύς (κατήλθε στον Άδη), Ορφέας,
ορφνή εις, ορφνός, ορφνινός, ορφυίς, ορφνώδης,
Όρφειος, Ορφικός.
ερύκω
[ερύ-ω
+
ίκω, διότι το παθ.
ερύκομαι σημαίνει,
κωλύομαι να φύγω, δεν προχωρώ, μένω πίσω]- αναχαιτίζω, περιορίζω,
κατέχω,
ανακόπτω,
σταματώ.
ερυκάνω,
ερυκανάω, ερυκτήρες, εξερύκω.
=
οφρύς [οροφή (ερέφω
καλύπτω δια στέγης)
ορφη
>
>οφρύς (ρφ>φρ)]- το φρύδι, οφρύς όρους, κρημνός. οφρυάζω, οφρυάω, οφρυγνώ, Οφρύνιον, οφρύδιον, οφρύη, οφρυόομαι, οφρύωμα,
ρύομαι [ε-ρύομαι]- σύρω προς εμένα, λυτρώνω, σώζω, φυλάγω, αναχαιτίζω, εμποδίζω, αποκρούω.
ρυμός, ρυmάζω,
Όθρυς
οφρυανασπασίδης
(φ>θ),
Όθρη,
(ανασπάω),
φρύδι,
συνοφρύωμα,
φρυδάς,
συνοφρυώνομαι,
συνοφρύωσις.
ρυσία, ρύmα, ρυσίβωμος, ρύmον, ρύmος, ρυσίπολις, ρύmς,
ρύμα,
ρυστάζω,
ρύσταγμα,
ρυστακτύς,
ρύστης,
ρυστήρ,
έραμαι
=
[ερύομαι
έλκομαι,
υ>α]-
είμαι
ερωτευμένος,
ρύτειρα, ρυτήρ, ρυτός, ρύτρον, ρύτωρ, ρυμός, ρυμουλκέω
αγαπώ πολύ, σφοδρώς επιθυμώ.
(έλκω),
εραννός, ερατεινός, επέραστος, έραmς, εράσμιος, εραστής,
ρυμούλκα,
ρυμούλκηmς,
ρυμουλκιαδόρος,
ρυμούλκιον, ρυμουλκό, ρυμουλκώ, ρεμούλκα.
εραστός, έρως,
έλκω (δασ.) [εννοεί σχεδόν ό,τι και το ερύω καταγίνομαι, ακολουθώ> ερεπω
>
εερπω
+ έπω
(δασ.)
=
έρπω (για την
>
δασεία βλ. άρπεζα, εκτός και αν εκ της δασείας του έπω)
ερατίζω,
Έρως,
Ερατώ,
Έρωτας,
ερωτεύομαι,
εράω, εραστεύω, ερατός,
ερατώπις (ωψ),
έρωτας,
ερωτευμένος,
ερόεις,
Ερωτάριον,
ερωτιδεύς,
έρος,
Ερωτίδια,
ερωτόληπτος
(λαμβάνω), ερωτικός, ερώτιον, ερωτίς, ερωτίλος.
>
έλκω (ρ>λ, π>κ), βλ. ελκύω]- σύρω, σύρω κατόπιν (έπω) μου,
+ έρος + πεύmς]-
ηπεροπεύς [από (α>η)
σύρω επάνω, τραβώ, σπαράσσω (επί KΥVών), τανύω τόξο,
λόγων
και
τεχνασμάτων
των
ρυμουλκώ πλοίο, χορεύω, αντλώ, ασκώ, τίλλω. έλξις, έλξη,
απατεώνας, εξαπατών, δελεάζων.
ελξίνη, ελκτός, ελκτικός, άνελκτος, ανελκτός (άνω), ελκέω
ηπεροπεύω, ηπερόπευμα.
επί των απατηλών
εραστών,
ξεμυαλιστής,
ηπεροπευτής, ηπεροπηίς,
(βλ. έλκω, εσ-πέ-σθαι, απαρέμφ. του έπω, πε>κε), ελκεm-, ελκηθμός
(ε>η),
έλκηθρον,
έλκημα,
ελκητήρ,
ελκηδόν,
λαρός [λα (επιτατ.)
+
έρος
( =
όρεξις, επιθυμία, έρωτας)]
ανέλκω, ελκύω (βλ., έλκω, ελκέω, εί-πο-ν, παρατατ. του έπω,
ευχάριστος στη
πο>πυ>κυ),
εράσμιος, ηδύς, γλυκός. λαρινός, λάριμνος, λάρινος, λάρδος,
ελκυσμός,
ελκυθμός,
έλκυσις,
ελκυστικός,
γεύση,
έλκυσμα, ελκυστάζω, ελκυστήρ, ελκυστίνδα, διελκυστίνδα,
λαρδί
ελκυστός,
όργανο, λυρικός,
ανελκύω,
ανέλκυmς,
ανελκύσιμος,
ευάρεστος στην
οσμή,
στην όψη,
ληρογηθής (α>η, γηθέω), λύρα (α>υ)- το μουmκό
(;),
λυρίζω, λύρισμα,
λυρισμός, λυροπηγός
ανελκυστήρας, ανελκυστήριος, ανελκυστικός, ανελκυστής,
(πήyvυμι),
ανελκυστός, ανέλκυστος, εφέλκω (επ-ί, π>φ).
λείρινος, λειριόεις, λείριος, λειριώδης, λείρον, λειρός.
( =
έλκος (δασ.) [ελκέω
σπαράσσω, ε>ο)]- τραύμα, πληγή,
ωτειλή, τραύμα με φλεγμονή. ελκήεις,
ελκοποιέω,
ελκόω, ελκαίνω, έλκανον,
ελκύδριον,
έλκωμα,
έλκωmς,
ελκωτικός, ελκωματικός, ελκώδης.
λείριον (λαι,
σαίρω [αίρω
=
επιτατ.,
αι>ει)- κρίνο, νάρκισσος,
απομακρύνω. Το σ ή από ες
(=
επί τρόπου,
επί σκοπού) είτε από τον ήχο που ακούγεται όταν σαρώνει
κανείς κάτι]- σαρώνω, καθαρίζω, απορρίπτω, σύρω προς τα πίσω τα χείλη και δείχνω τα δόντια, όπως ο σκύλος. Λέγεται και επί γέλωτος με χείλη διεσταλμένα είτε επί πληγής
ολκάς (δασ.) [έλκω, ε>ο]- πλοίο ρυμουλκούμενο. ολκείον,
ολκή,
(πισσώνω),
ολκαδικός,
ολκάζω,
ολκάδιον,
ολκήρης,
ολκαδοπιττωτή
σάρον, σάρωθρον, σαρόω,
σαρώνω,
σαρωτής,
σάρωσις,
σάρωμα,
σάρα,
σάρμα,
σαρμός, σαράπους (πους), σάρων, σάλμα (ρ>λ), ασυρής (α,
ολκεύς, ολκήεις, ολκίον, ολκήϊον, όλκιμος, ολκός, ολκότης,
αρνητ., α>υ), σεσηρότως (σεσηρός, μετοχή πρκμ. του σαίρω),
ολκιμότητα,
σέσηλος (ρ>λ), σέσηρα (πρκμ. του σαίρω με σημασία ενεστ.),
εφόλκιον
ολκαία,
ή
έλκους (διότι σύρθηκε το δέρμα).
ολκαίη,
ολκωτήρας,
ολκαίος,
ολκαίον,
(επ-ί,
π>φ),
εφολκίς,
εφολκός, εφολκόν, φελούχα.
σαρδάνιος (βλ. σαίρω
+
γανάω
=
μειδιώ, γ>δ)- επί γέλωτος
πικρού ή ειρωVΙKoύ και χλευαστικού, σαρδόνιος, σαρδόνιον, έρπω (δασ.) [βλ. έλκω, λ>ρ]- σύρομαι, κινούμαι αργά, όπως το ερπύζω, κινούμαι, απλώς πηγαίνω ή έρχομαι. ερπύζω (βλ. έλκω,
ελκύω),
ερπύλλιον,
ερπετόν
ερπυστάζω,
έρπυλλος,
(βλ.
ελκέω),
ερπυστήρ,
ερπυλλίς,
ερπετόεις,
έρπυσις,
έρπυλλα,
ερπτόν,
σαρδάζω, σαρδών, σάρισα (διότι σαρώνει τον εχθρό)- μακρύ δόρυ, σαρισοφόρος.
έρψις,
ερπύλλινος,
ερπετόδηκτος
βλοσυρός [μάλα (βλ.
βλάξ,
σαρόω, δηλαδή μαλασαρός
(δάκνω), ερπηστής, ερπηστήρ, ερπηστικός, έρπης, ερπηδών,
μαλακός)
ερπηνώδης ερπήν.
θαρραλέος,
βλοσυρός
>
>
(α>ο,
ανδρείος.
+
βλίττω, βλώσκω)
σαίρω,
βλασαρός (όπως το βλάξ από το α>υ )]-
φοβερός,
βλοσυρότης,
αυστηρός,
βλοσυρώπις
(ωψ),
βλοσυρωπός, βλοσυρώπης.
ερέφω [αείρω (ρίζα ερ-) καλύπτω με στέγη, έρεψις,
αμφιρεφής
συνηρεφέω,
+
επί (π>φ), πρκμ. ήρ-επ-ται]
επιστέφω, (αμφί,
συνηρέφεια,
στέφω.
ε>ι),
ερέπτω,
κατηρεφίς,
συνηρεφής,
ερέψιμος, ανηρεφής,
οροφή
(ε>ο),
οροφιαίος, οροφίας, οροφικός, ορόφινος, όροφος, οροφόω.
σύρω [σαίρω, σαρόω (α>υ )]- σέρνω, σύρω εμπρός, σύρω δίχτυ, σύρω δια της βίας, παθ. επιμηκύνομαι. σύρτης,
συρτός,
συρμαΤζω,
συρμαϊσμός,
συρμιστήρ,
Έρεβος [ερέφω, φ>β, διότι στεγάζονταν από το έδαφος της
συρτά,
σύρδην,
σύρmμο,
γης]- τόπος σκοτεινός μεταξύ της γης και του Άδη, το σκότος
σουρτάρι,
της αβύσσου, της θαλάσσης.
ανασύρτολις,
ερεβοδιφάω (διφάω), ερεβόθεν,
Ερεβοφοίτης (φοιτώ), ερεβώδης, ερεβώπις (ωψ), ερεβεννός,
σύρμα,
συρτή,
συρμή,
συρμάς,
συρφετός
σούρmμο, σύρτη,
σαύρα
συρμαία,
συρματίτις,
συρματίς,
(πέταμαι, σύρνω,
σούρτης,
(υ>αυ),
σέρνω (α>ε),
συρμός, π>φ),
συρτά,
ανασύρω,
σαύρη,
σαύρος,
σύρφος, συρτάρι,
ανάσυρμα, σαυρίτης,
σαυρωτήρ, σαυρωτός.
ερεμναίος, ερεμνός, Ερεμβοί, Κέρβερος (κύων, εβ>βε). σορός [σαίρω, σαρόω (α>ο )]- ιδίως κάλπη, τεφροδόχος, φέρετρο,
νεκροθήκη,
σκεύος.
σορίδιον,
σορέλλη,
31 σοροδαίμων, σοροεργός, σοροπηγός (πήyvυμι), σοροπηγέω,
φάρμακον
σοροπήγων, σορόπληκτος (πλήττω), σορόπληξ, σοροποιός,
θεραπευτικό
σάρπος,
μαγεία, μαγγανεία, γοητεία, δηλητήριο, βοήθημα, θεραπεία,
σάρπη,
επισώρευmς,
σωρός
επισωρεύω,
σωρευτός,
σωρεύω,
σώριασμα,
σωριαστός,
(αι>ω),
σώρακος,
σωρείτης,
σωρεός,
σωρηδόν,
σωρεία, σώρευmς,
σωρείτις,
σωριαχτός,
σωριάζω,
συσσωρεύω
(συν),
συσσώρευσις, συσσωρευτής.
βαφή,
[φάρω
είτε
χρώμα,
φαρμάκευμα,
παγίδα.
ή
δοχείο για mτάρι, βόθρος,
σιρομάστης (μαστεύω), σιλό (ρ>λ), τσίρλα (σ>τσ),
επίχρωση, φαρμακεύω,
φαρμακίτης,
φαρμακόεις,
φαρμακοτρίπτης,
σήραγγος]-
σπήλαιο
(<<κύμα ... μεταξύ
απορρίπτω)
+
KOιλαινόμΕVO
χοιδάρων
άγαγον (άγω), γεν. δια
σαpOύμεvOν»
του
ύδατος
Λυκόφρων
389),
βράχος κοίλος, σπήλαιο, επί των σπογγοειδών πόρων των πνευμόνων.
σηράγγιον,
σηραγγόομαι,
σηραγγώδης,
σήραγγα, σαράκι, σαρακιάζω, σαράκιασμα, σαρακιάρης.
>
υποφέρω,
προσφέρω, είδηση,
φορέω, φορεία,
δίδω,
πάσχω,
προσάγω,
παράγω, προξενώ, επιφέρω, αρπάζω,
συλώ,
έχω,
φέρω λόγο,
κλέπτω,
αποκομίζω,
κερδίζω, αποβλέπω, οδηγώ, διευθύνω, μεταφέρω, κουβαλώ. φέρνω,
φερνή, φερνίζω,
φερνίον, φερνοφόρος, φέραλγος
(άλγος), φέρασπις (ασπίς), φέρενα, φερ-, φερε-, θέρωτρα (φ>θ),
Φερενίκη
φερετρεύομαι, φέρτατος,
(νίκη),
Βερενίκη
(φ>β),
φέρετρον,
φερέτριος,
φέριστος,
φέρμα,
φερτά ζω,
φέρτρον,
φαρμάκτης,
φαρμακτήρ,
φάρμαξις,
φαρμακοτρίβω,
φαρμακευτική, φαρμακίτης,
φαρμάκευμα,
φαρμακευτικός,
φαρμακίλα,
φαρμακοποιός,
φορεύω φορείον,
φορηδόν,
[φέρω, ε>ο]φόρεμα,
φόρμα,
φαρμακώνω, φαρμακομούνα,
φέρω.
φορά,
φορεmά,
φόρησις,
φορινόομαι,
φορμίζω,
υπομένω,
πληρώνω,
φαρμάκι, φαρμακός,
φορητός,
φορμηδόν,
φοράδην,
φόρετρον,
φορεύς,
φόριμος,
φορίνη,
φόριγγες,
φόρμιγξ
(εφέρετο στους ώμους. Η κατάληξη όπως τα σάλπιγξ, σύριγξ),
φερ-
φέρω [βλ. αείρω, αίρω (ρίζα ερ-, Fερ- (F>φ )]- φέρω, βαστώ, σηκώνω,
φαρμάκιον,
φαρμακοψώλης.
φορίνιον, Ρίζα ερ-
φαρμακάω,
φαρμακάδα, φαρμακείον,
φαρμάκωμα,
είτε
φίλτρο,
φαρμακευτής,
φαρμακώδης,
φαρμακών,
φαρμακιάρης,
( =
σήραγξ [σέ-σηρα
βυρσοδεψών.
φαρμάσσω,
φαρμακερός,
τmρλίζω, τσίρλισμα, τσίλα, τmλάω, τmλώ.
γ>κ]-
θεραπευτικό,
φαρμάκευσις,
φαρμακεύς,
φαρμάκτρια,
κάθαρση),
(=
μέσον
φαρμακεία,
φαρμακο-,
mρός [σαίρω, αι>ι]- βόθρος
μαγ-μός
+
βλαπτικό,
φερτός,
φέρσα,
φέρτερος,
φορμικτής,
φορμικτός,
φορμίον,
φορμίς,
φορμίσκιον, φορμο-, φορμός, φόρος, φορο-, φορός, φορτίζω, φορτικεύομαι,
φορτικός,
φορτικότης,
φορτίον,
φορτίς,
φορτισμός φορτίζω, φορτιώδης, φορτόω, φορτώνω, φορώς, φορύνω,
φορυκτός,
φορτωτήρας,
φοράω,
φορύσσω,
φορτωτής,
φορμύνιος,
φόρτωμα,
φορτωτική,
φόρταξ,
αφορία,
φόρτωσις,
φορτωτικός,
φορώ,
άφορος,
αφορέω,
φορά (φ>β, ο>ου)]-
το έρμα,
αφόρετος, φόρμα.
σαβούρα
[έ-σω (ω>α)
+
άχρηστα πράγματα. σαβουρώνω, σαβούρωμα.
φερωνυμέομαι (όνομα), φερωνυμία, φερώνυμος, φερτίκια,
φερέγγυος
(εγγύη),
φερεγγυότης,
φερεγλαγής
(γλάγος),
Φερσέφασσα
[φέρω
+φάσσα,
φάττα,
=
φάττιον
είδος
μεγάλου άγριου περιστεριού, θυmαζομένου στην Περσεφόνη] η
φουρνίζω
[φορέω,
Περσεφόνη.
Φερσέφαττα,
Φερρέφαττα
(ρσ>σσ),
Περσέφαττα (φ>π), Περσέφασσα, Φερσεφόνη [εκ συντομίας από το Φερσεφασσαφόνη (φονεύω, φόνος)], Περσεφόνη.
Φερεντινάτα, Φέρες, Φερές.
εφοδιάζω.
αναφέρω [ανα αναφορικός,
φρεάντλης
φρεατιαίος,
αναφορέας,
αναφορός,
ανηφόρια,
ανήφορος,
ανηφόρα
ανηφορίζω,
ανηφορώ,
ανωφορέω,
ανήφορο.
ανώφορος.
αμφιφορίτης, αμφορικός,
φρέαρ,
φέρω], αναφορά, αναφορεύς, αναφορέω,
ανάφορον,
αναφορικότητα,
ανηφοριά,
+
αναφορείο,
(α>η),
ανηφορέυω,
ανηφορώ,
ανηφορίτης,
αποφέρω,
αποφορά,
αμφιφέρομαι,
αμφορεύς
αμφιφορεύς,
(συντετμημένος
τύπος
του
αμφιφορεύς, έφερε δύο λαβές), αμφοριαφορέω, αμφορείδιον,
φρέω [φέρω (ερ>ρε)]- συγγενές του άγω και ίημι. φρεάτια,
δίνω, προμηθεύω,
αποφόρησις, αποφόρητος, απόφορος. ανωφέρια, ανωφερής,
Φεραίος [βλ. φέρω]- Φέραι, Φεραί, Φερεκράτης (κρατώ),
εισφρέω,
ο>ου]-
φούρνισμα.
φέρmμο.
(αντλώ),
φρεατίας,
εκφρέω,
φρεάρροος
φρεάτιον,
(ροή),
φρεάτιος,
αμφορίσκος,
αμφορίτης.
εισφέρω,
εισφορά,
εισφορέω, εισφορία. εκφέρω, εκφορά, εκφορέω, εκφόρημα, εκφόρηmς,
εκφορικός,
προσφερής,
εκφόριον,
προσφορά,
έκφορος.
προσφορέω,
προσφέρω,
προσφόρημα,
φρεατορύκτης (ορύσσω), φρεωρύχος, φρεατώδης, φρείαρ,
πρόσφορος,παραφέρω,παραφορά,παράφορα,παραφορέω,
φρεάτιον, Φρεατώ, Φρεαττώ, Φρεατύς.
παράφορος, παραφορότης, διαφέρω, διεφερόντως, διαφορά, διαφόρημα, διαφόρηmς, διαφορία, αδιαφορία, αδιάφορος,
φέρβω [φέρω
+
βέομαι]- τρέφω, βόσκω, σώζω, διατηρώ,
τρώγω, καταναλώνω.
φορβόν (ε>ο), φορβή, φορβαδικός,
φορβαία, φορβεία, φερβάμων, φορβαίος, φορβάς, φορβασία.
διάφορος,
διαφορότης,
συμφέρον,
συμφέροντα,
συμφερώτερος, ανώφλι [άνω
+ φέρω (ρ>λ)],
περίνεος [φέρω (φ>π)
+
συμφόρημα,
ις (γεν., ιν-ός), περινός, αναφέρεται
από τον Γαληνό. Φέρει την ρίζα (ίνα) του πέους]- το διάστημα μεταξύ όρχεων και έδρας (πρωκτού). περινός, περίνα. φάρω [φέρω (ε>α)]- φέρω. ευθύς,
φαρέτρα
(ετός)-
άφαρ (α, επιτατ.)- αμέσως, βελοθήκη.
φαρετριών,
φερετροφόρος, φερετρίτης, φαρί- άλογο ιππασίας. φαρκάζω (κάζο μαι),
διαφορικός,
συμφορεύς,
συμφερτός,
συμφορά,
συμφοράζω,
συμφορέω,
συμφορηδόν,
συμφόρηmς,
συμφερτικός,
συμφορητός,
καταφέρω,
καταφέρεια,
συμφερτικός. καταφορά,
συμφεροντολόγος,
συφορά,
συμφοραίνω,
κατώφλι.
διαφόρως,
ενδιαφέρομαι, ενδιαφέρον. συμφέρω (συν), συμφερόντως,
καταφορέω,
καταφορία,
καταφερής, καταφορικός
κατάφορος, κατηφορίζω (α>η), κατήφορος, κατηφορικός, κατηφοριά. μεταφορητός,
μεταφέρω, μεταφορικός.
μεταφορά,
μεταφορέω,
περιφόρημα,
περιφορητικός,
περιφόρητος. επιφέρω, επιφορά, επιφερόμενος. υποφέρω, υποφορέω, υπόφορος, ανυπόφορος. υπερφέρω, υπερφερής, υπερφέρεια, υπερφερέτης.
φοιτάζω [φορέω, φορητός φοιρτός (ο>οι)
>
( =
φερόμενος, πλανητός)
φοιτάζω, με αποβολή του
>
ρ]- περιφέρομαι
32 τήδε κακείσε, πηγαίνω εδώ κι εκεί, πάνω και κάτω, εμπρός και
όρμος (δασ.) [βλ. έρμα (ε>ο), ορμιά (φέρνει το ψάρι), όρμος
πίσω, επί σαρκικής μίξεως, μεταβαίνω, πηγαίνω, συχνάζω, επί
(όπου φέρεται το πλοίο), όρμος
βροχής
ή
εκ
φοιτάς,
φοιτεία,
χιονιού.
φοιταλέος, φοιταλιεύς, φοιταλιώτης,
φοίτης,
φοίτηmς,
φοιτητέον,
φοιτητήρ,
του
τάδε
εγκωμίων,
τόπου)]-
είδος
= έρμα, ορμόμενος (φερόμενος
σχοινί,
χορού,
αλυσίδα,
τόπος
περιδέραιο,
αγκυροβολίας,
επί
σκέπη,
φοιτητήριον, φοιτητής, φοίτος, συμφοιτητής, φοιτητικός,
καταφύγιο, έρμα, το γυναικείο αιδοίο.
φοιτίζω, φοιτάω, φοιτώ.
ορμαστή, όρμαστρα, ορμαθός, ορμαθίζω, ορμάθιον, ορμειά, ορμιά,
φωρά
=
[φορέω
λαμβάνω
για
μένα,
ο>ω]-
κλοπή,
ορμεύω,
ορμιηβόλος
ορμιάω,
(βάλλω),
ορμάζω, ορμαστός,
ορμιεύω,
όρμηmς,
ορμίζω,
ορμίσκος,
ορμός, όρμισμα,
ανακάλυψη. φώρ, φωρατικός, φωρατός, φωράω, φωριαμός,
ορμιστέον, ορμιστήρια, ορμοδοτήρ (δίδω), όρμικας (φέρει
φωριάω,
συνεχώς
φωρίδιος,
φώριον,
φώριος,
φώρος,
φώρτατος,
αποφώρ, αυτόφωρο ς, αυτόφωρο.
+
ελαφρός [ε (ευφων.)
λα (επιτατ.)
+
φέρω, φρέω]- επί
βάρους, υποφερτός, εύκολος, εύπεπτος, ευκίνητος, άστατος, ελαφρόνους,
μικρός.
ελαφρόω,
ελαφρώνω,
ελάφρωσις,
ελαφρία, ελαφρότης, ελαφρίζω, αλαφρός (ε>α), αλαφρο-, αλαφρύς,
αλαφρούτmκος,
λαφρύνω,
λαφρύς,
λαφρός,
λαφρώνω,
λαφρία,
ελαφρύς,
λαφρο-,
ελάφρωμα,
ελαφρούτσικος, ελαφράδα, ελαφραίνω.
έλαφος
=
[ελαφρός
ευκίνητος],
ελάφι,
ελαφηβόλος
ελαφίνη ς, ελάφιον, ελάφιος, ελαφίς, ελαφο-, αλάφι (ε>α), ελαφίδα, ελαφίδαι, ελαφίδες, ελαφίδιον, ελαφίνα, αλαφίνα,
ελαφίmος,
λαφίσιος,
αλαφιάζω,
αλάφιασμα,
αλαφιασμένος.
επί
των
+
λός (λούω), ρλ> λλ, διότι λούζεται
δικτύων
τα
μάλιστα ο επί των δικτύων.
οποία
φέρει,
ανασηκώνει]
φελλίνας, φέλλινος, φελλόπους
(πους), φελλώδης, φελλεύω.
φιλύρα
[φελλός,
ε>ι,
φιλύριον,
έχει
ξύλο
ελαφρύ]-
το
δένδρο.
φελουριά
φλαμούρι,
Φλαμουριά,
φλαμουριά.
+ λεύς (=
Φελλεύς,
λίθος), ρλ>λλ]- πετρώδες έδαφος.
αφελής
(α,
στερητ.)-
άνευ
λίθων,
επίπεδος, ομαλός, απλός, απέριττος, απλοϊκό ς, απροσποίητος, άτεχνος. αφελώς, αφέλεια, Πέλλα (φ>π), Πελλήνη.
έρμα
(δασ.)
[φ-έρμα
(φέρω),
το
φ
σε
δασεία]-
στη θάλασσα όπου μπορούσε να προσαράξει πλοίο, ύψωμα, λοφίσκος, σωρός χώματος
ή
λίθων, έρμα πλοίου, σαβούρα,
ερμάζω, έρμαmς, έρμασσις, έρμασμα, ερμασμός,
ερμεών, έρμαξ, ερματίζω, ερματίτης, ερμίς, ερμίν, αρμακάς (ε>α), αρμακιάζω. Ερμής (δασ.) [έρμα (φέρμα), επιτήδιος κλέφτης (φώρ), ο θεός του εμπορίου
=
δίνω), ψυχοπομπός (φέρω
(φορτηγός),
=
άγω),
άγγελος των θεών (φέρω
είδηση)]- έρμαιον, ερμιiϊζω, Ερμαίος, Ερμάριον, Ερμάων, Ερμείας,
Ερμίδιον,
Ερμείον,
Ερμαφρόδιτος
(Αφροδίτη), ερμαφρόδιτος, ερμαφροδισία, ερμηνεύω (νεύω), ερμηνεύς, διερμηνεύω, διερμηνεύς, ερμήνευmς, ερμήνευμα, ερμηνεία, ερμάριον, ερμητικός, ερμητισμός, ερμητικότης, ερμο-.
έλμινς (δασ.) [φέρω (ρ>λ, βλ. έρμα) κόπρος),
γεν.
ελμινθιάω,
[φορά (βλ.
παροτρύνω,
σπεύδω.
όρμος)
ορμώ,
+
μάω
ξεκινώ,
σπεύδω)]
(=
αρχίζω,
επέρχομαι,
ορμή, ορμώ, ορμαίνω, ορμάστηρα, ορμαστήριον,
ορμενόεις,
ορμηδόν,
ορμητιαίος,
ορμονικός,
όρμημα,
ορμητίας,
όρμηmς,
ορμητικός,
αφορμάω (από, π>φ),
ορμητήριον,
ορμητός,
αφορμή,
ορμόνη,
αφορμίζομαι,
άρμα (δασ.)
[ορμάω,
ο>α]-
κυρίως πολεμικό
δίτροχο.
αρμάτειος, αρματίζομαι, αρματεύω, αρματηλατώ (ελαύνω), αρματηλάτης, αρματίτης, αρματοπηγός (πήyvυμι), άρματα, αρματο-, αρματολός, αρματολίκι, αρματωλός, αρματωλίκι, αρμάτωμα,
αρματωμένος,
αρματώνω,
αρμάτωmς,
βαρύς [φάρω
φέρω), φ>β, βλ. φορέω, φορτίον, φόρτος,
(=
διότι κυρίως επί του φερομένου φορτίου αναφέρεται]- έχων βάρος, σφοδρός, δύσκολος, αξιοπρεπής. μπαρκάρω
(
(β>μπ),
βαρύδιον,
βαρέω, βαρύνω,
άγω, άξω), βαρκάρης, βαρκάδα, βαρκούλα, μπάρκο,
βαρύθω,
βάρος,
βαρύνομαι,
βάρημα,
βαρεμένος,
βάρηmς,
έμβαρος (εν),
βεβαρημένος, βεβρός, βεμβρός (β>μβ), δαρθάνω [βαρύθω βάρθω
>
βαρθάνω
>
= νάρκη]
δαρθάνω (β>δ), διότι βάρος
>
βρίθω [βάρ-ος, βλ., βε-βρ-ός βαρύς,
πλήρης
υπερισχύω,
με
κάποιο
επιβαρύνω.
+
ίτω (τ>θ)]- βαρύνω, είμαι
πράγμα, βριθύς,
είμαι
κατάφορτος,
βεβριθώς,
βρίθος,
νυστάζω, αδρανώ (βαρύνομαι), βρίνθος (βρίθος, όπως, βάθος
βένθος), βρένθος, βρενθύνομαι, βρένθειος. βρι [βαρέω του
>
βρε-
μεγάλου.
>
βρι (ε>ι), βλ. βρί-θος, βρί-νθος]- επί
βριαρός
(αίρω),
βρίμη,
Βριμώ,
βριαρότης,
βριάω,
βρίμημα,
βέβραξ
βριερός,
(αναδιπλ.),
όβριμος
Βριάρεως, (ο,
βριμάομαι,
ευφων.),
βριμάζω,
βριμόομαι, βρίμωσις.
δοτήρ ευτυχίας (φέρω
Ερμέας,
αρμαθιά,
βριθοσύνη, βρισάρματος (θ>σ, άρμα), βρίζω (βρίθιω, θι>ζ)
υποστηρίγματα τα φέροντα το πλοίο όταν σύρεται έξω, ύφαλος
ενώτια.
(ο>α),
κοιμάμαι.
φελλεύς [φέρω φελλάτας,
ορμάω (δασ.) παρορμώ,
βάρις, βάρκα
φιλύρινος- εκ φιλύρας, κούφος και ελαφρός ως ξύλο φιλύρας. φιλυρέα,
αρμαθιάζω
αρματωσιά, αρμάτωτος.
φελλός [φέρω (ρ> λ) συνεχώς
μύρμηξ,
παρορμώ, παρόρμηmς, παρορμητικός, παρορμητικότης.
(βάλλω), ελαφηβολιών, ελάφειος, ελαφή, ελαφίαι, ελαφικόν,
λαφίνα,
τροφή)-
αραμαθιά, αραμαθιάζω, προσορμίζομαι.
έλμινθος]ελμίνθιον,
σκώληξ
+ μίνθος (=
των
ελμινθώδης,
ανθρώπινη
εντέρων.
έλμις,
ελμινθοβότανον,
έλμινθα, έλμιθα, ελμινθία, ελμινθίαmς, ελμινθίδαι, ελμονθο-
βραχίων [βρι βάρη),
+
κίων (ι>α, κ>χ)]- ο βραχίονας (φέρει τα
σύμβολο
βραχιονιστήρας,
ισχύος.
βραχίονας,
βραχιονοτομία,
βραχιόνιος,
βραχιοτομία,
μπράτσο
(β>μπ), μπρατσόλι, μπρατσαράς. βράσσω [βρι επάνω,
βράζω.
+
σείmς (σείω), ι>α]- σείω βιαίως, ρίπτω βράζω
αναβρασμός,
βράσις,
βρασμώδης,
βράmμο,
(σσ>ζ),
βράσμα,
βράστης,
απόβρασμα,
βρασίλα,
βρασμός,
βρασματίας,
βραστερός,
βρασερός,
βρασίμετρο, βρασμόμετρο, βράστης, βραστή ρ, βραστήρας, βραστός.
ύβρις
[α
προπέτεια, ύβρισμα,
ύβρι στις,
(επιτατ., το
α>υ)
ατίθασον.
υβρισμός,
+
βρι]-
υβρίζω,
υβριστής,
ύβριστος, υβρίστρια,
αυθάδεια,
αλαζονεία,
υβρίσδω,
υβριστήρ,
βρίζω,
υβρικώς,
υβριστικός,
βρίσιμο,
βρίξιμο,
33 βρισίδι,
βριmάρης,
βρισιά,
βριξιά,
Βρισηίς,
Βρισηίδα,
Βρισεύς.
κούρασμα,
κουρασμένος,
κουραστάρι,
κουραστικά,
κουραστικός.
βραδύνω
[βαρ-ύς
αργοπορώ.
+
(ρα>αρ)
βραδύς,
θύνω
βράδος,
σπεύδω,
(=
βραδύτης,
θ>δ)]
βραδύτητα,
βράδυνσις, βραδυ-, βραδυσμός, βραδύτης, βράδυ, βράδι,
βραδάκι,
βραδιά,
βραδιάζω,
βράδιασμα,
+ θύνω
μαγκόυρα (κ>γ ),
μαγκουριά, μαγκουροφόρος, μαγκουρώνω.
απουρίζω προσοχή
βραχύνω [βρι
κούρα]- «χειρί σιδηρά την
βραδιάτικός,
βραδινός, βραδυνός, βραδινάτα.
(ι>α, θ>χ), δηλαδή σπεύδω γρήγορα
και επομένως συντομεύω]- συντομεύω.
+
μακκούρα [μακ- (μακ-ρύς)
οποία χρώνται προς τους ίππους» Ησύχ..
βραχύς, βραχύτης,
βραχυ-.
+
[από
του
ουρέω,
φύλακα]-
δηλαδή
αφαιρώ.
διαφεύγω
απαυράω
από
[μετοχή
την αορ.
απούρας και απουράμενος, ωσάν από ρήμα απούρημι. Άρα το
απαυράω από
το
απουρίζω προέρχεται με ο>α]-
αποσπώ, αρπάζω, μετά τον Όμηρο, απολαύω
αφαιρώ,
ή
υποφέρω
(διότι ο μεν κλέπτης απολαύει, ο δε κλεπτόμενος υποφέρει).
+ βία (=
βραβείον [βρι (ι>α) στους
αγώνες.
βραβεία,
ισχύς), ρώμη (βεί-ομαι)]- άθλο
βραβεύς,
βραβευτής,
βραβεύω,
απούρας, απουράμενος, επαυράω (επί), επαυρέω, επαύρεσις, επαύρησις.
μπράβο (β>μπ).
+
Ώραι (δασ.) [α (αθροιστικό, το οποίο δασύνεται)
+
αρβύλη [α (επιτατ.)
βαρύς> αβαρύλη
(βρ>ρβ)]- ισχυρό υπόδημα.
αβρύλη
>
>
αρβύλη
αρβυλίς, αρβυλόπτερος, αρβύλα,
άρβυλο, αρβυλάδικο, αρβυλάς, αρβυλο-,
ουρανού
και
οράω
(δασ.)
ερ-
[όρο μαι
= οφθαλμοί,
=
εποπτεύω).
Έφερε
F
βλ. αείρω (ρίζα ερ-) εκ του οποίου το
όρομαι. Η δασεία από το
βλέπω, κυττάζω, προσέχω σε
F]-
κάτι, θεωρώ, παρατηρώ, αντιλαμβάνομαι, προνοώ, επί της διανοητικής οράσεως, διακρίνω.
ορώ, ορόω, ορέω, ορεύω,
όραμα, οραματίζομαι, οραματισμός, οραματιστής, όραmς, ορατέον,
ορατής,
ορατικός,
ορητός,
ορατός,
οραυγέομαι
(αυγή), ορείς, όρημι, ορατότης, ορατότητα, οφορώ (από),
αφοράω, ολάω (ρ>λ),
λάω,
αλαός (α, στερητ.),
διοράω,
διορατικός, εφοράω (επί), εφόρασις, εφορατικός, εφορείον, εφορικός, έφορος, εφορεία, εφορία, εφορεύω, εφορειακός, εφοριακός, εφορευτικός.
λαμπρός
ώστε να
μη
Εφύλασσαν
και
Θεωρούνταν
ως
αιτίες
της
ωριμότητας και
ώρα, ώρη (δασ.) [Ώραι, βλ.
ούρο ς, ώρα (ψιλούμενο)]
ορισμένος χρόνος, χρονική περίοδος (διότι ο ούρος, φρουρός, εναλλάσσεται
στην
σκοπιά
κατά
ορισμένα
χρονικά
διαστήματα), χρονική περίοδος οριζομένη δια των φυmκών νόμων, περίοδος του έτους, του μηνός, της ημέρας, απολύτως, η ακμή του έτους, η ώρα της ανοίξεως, καθόλου, το έτος, στον πληθ. το κλίμα κάποιας χώρας ως οριζόμενο από τις ώρες του έτους, τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, από δε την σημασία της καλλίστης ώρας του έτους, κατάντησε να σημαίνει όπως το καιρός, τον προσήκοντα χρόνον, την κατάλληλη ώρα ή εποχή για κάποιο πράγ μα, η ακμή της νεότητας. τώρα (τη ώρα, συνηρ.), ενωρίς (εν), νωρίς, ωραία- τα παραγόμενα υπό των ωρών του έτους, οι καρποί των ωρών του έτους, ωραίος- ο
+
νώροψ [νη (αρνητ.)
θεών.
ακμής και καλλονής του ανθρώπου στον βίο του.
(Fόρομαι), το οποίο φαίνεται στα τιμά-ορος, πυλά-ωρος και στο βώροι
των
τελειότητας όλων των φυmκών προϊόντων, μάλιστα δε της
> ορ-
(ορούω
θεραπαινίδες
επόπτευαν τα έργα των ανθρώπων, προστάτιδες του έτους και
άρβυλα.
των καρπών.
Ρίζα
οράω
(βλ. ούρο ς, ώρα)]- οι φυλάττουσες τις εκ νεφελών πύλες του
+
ορώ
οψ (ηο>ω), δηλαδή τόσο
μπορεί να τον κυττάξει
κάποιος]
στιλπνός, λαμπρός, εξαστράπτων χαλκός.
παραγόμενος έγκαιρος,
ή
ώριμος,
γινόμενος κατά την
προσήκουσα
ώριμος
πράγμα,
χαρούμενος,
Ωραία
ωραιοπολέω
(πολέω),
για
(εορτή),
κάποιο ώριος,
ωρίως,
ωραιοπώλης,
ώρα,
νεανικός,
ωραιόομαι,
ωραιότης,
ωράϊσμα,
ωραϊσμός, ωραϊστής, ώραm, ώρασιν, ωρεσιδότης (δίδω), ευρίσκω (δασ.) [εόρακα, πρκμ. του ορώ, ο>υ]- ανακαλύπτω, ανευρίσκω, ευρετός,
κτώμαι.
ευρέτης,
εύρεμα, ευρετικός,
εφευρίσκω
(επί),
εφευρέτης,
βρίσκω
(φέρω),
ωριαίνω,
ωριαίος,
ωριάς,
ευρεσι-,
ώριμος, ωριμάζω, ωριμαία, ωριμότης, ωριόκαρπος, ωρίτης,
ευρέτις,
ευρετός,
εύρεmς,
ωρογνωμονέω (γνώμων), ωρο-, ωροσκοπέω, ωροσκόπηmς,
εφεύρεmς,
ωροσκόπος, ωροσκόπιον, ωροσκοπείον, ωρολόγιον (λέγω),
εφεύρημα,
παραβρίσκομαι,
εύρετρον,
ευρεσίτεχνος, ευρεmτεχνία, ευρεmεπής (έπος).
ρολόι,
ρολογάς,
ωρονομέω,
ρολόγι,
ωρόμαντις,
ωρονομεύω,
ωρομέδων
ωρονομείον,
+
[α (επιτατ.)
ορώ>
άορος
>
ούρος (αο>ου)]
φύλακας, φρουρός, επιστάτης, επίτροπος, επιβλέπων. επίουρος,
φρουρός
(προ,
π>φ),
φρουρά,
(μέδω),
ωρονόμος,
Ωρίων (ψιλούμενο, α, επιτατ., ήταν ωραιότατος), ούρος
ωρικός,
εύρημα,
εφεύρεμα,
(ευ>β),
ωρηφόρος
εύρηκα,
ώρος,
αυθωρί
(αυτός, τ>θ)- ευθύς, πάραυτα, αυτοστιγμί, αυθωρεί, αυθωρόν.
ου ρέω,
φρουρεύω,
φρούριον, φρουρίς, φρούραρχος, φρουραρχείον, φρουρώ.
εξωριiϊζω
+
[εκ
εξωραϊσμός,
ωράϊσμα]-
εξωραϊστικός,
κοσμώ,
έξωρος
καλλωπίζω.
(ώρα),
εξώρας,
εξωριάζω, ξούρας, γεροξούρας. ώρα
[ούρος,
ενδιαφέρον. (συνηρ.),
ου>ω]-
ώρη,
ώριος,
φροντίδα,
άωρος
ώρες,
μέριμνα,
πρόνοια,
(α, στερητ.)- ύπνος και ώρος
ωρεύω,
ωρέω,
ωρήσσω,
ώριον,
ωρείον, ωρειάριος, ώρημα, ωρίζω. επίκουρος
[επί
+
ούρος
επίκουρος (π>κ), για το Ησύχ.]-
βοηθός,
σωματοφύλακας, επικούρηmς,
F
>
προστατεύων. επικού ριο ς,
επίFουρος
>
μισθωτός
=
>
οφθαλμούς,
στρατιώτης
επικουρία, επικουρέω,
επίπουρος
ή
επικούρημα, επικουρίζω,
επικουρικός, Επίκουρος, Επικούρειος, κόρας, κουράτωρ, κουρατορεία, κουρατωρία, κουρατορεύω, κούρα, κουράρω,
κουράντης,
κουράρισμα,
αγόρι,
αγορίστικος,
βλ. οράω, κόρας
σύμμαχος,
άγουρος [α (αρνητ.) νεανίας,
κουράζω,
κούρασις,
κούραση,
μη
+ ώριμος (ω>ου)
ώριμος.
αγοριτσίστικος,
αγορίτσα,
αγορομάνα,
Αγόρω,
Αγορίτσα,
αγουροσύνη,
αγουρίδι,
(ου,ω>ο),
Αγορίτες,
αγορόπουλο, άγουρα,
αγουρήθρα,
αγουρίδης,
με παρεμβολή του γ]-
αγόρι
αγούρι,
αγουριδιάζω,
αγορίνα,
αγορίτικος,
αγοροφέρνω,
αγόρω,
αγουράδα,
αγουριά,
αγουρίδα,
αγουρίτσα,
αγουρίλα,
αγουρίτης,
αγουρίτσης, αγουρίτσος, αγούρμαστος, αγουρο-, αγουρωπός (ωψ),
άγγουρος
(γ>ΥΥ),
αγγούριον,
αγγουριά, αγγουρίλα, αγγορο-.
αγγούρι,
αγγουράκι,
34 μορφάω [οράω (το
μόσχος ή
από το
παριστάνω.
F
μ
μορφή,
μορφοσκοπία,
ή
+
φάω, φαίνω]-
μορφάζω,
μορφύνω,
μόρφωmς,
προτάσσεται, όπως, όσχος
βλ. οράω)
μόρφασμα
Μορφώ,
μορφώτρια
-
απεικονίζω, μορφασμός,
μόρφωμα,
μορφώνω,
ω+η, άπαντα σε ω. ω- επιφώνημα που εκφράζει έκπληξη, χαρά,
άλγος, ωαιαί (αι), ωοιοί (αι>οι), ω
δασυνόμενο,
-
σημαίνει, θαυμαστικώς, λίαν.
μόρφων,
Ρίζα
μορφωμένος,
ι- (δασ.)
μορφωτικός, Μορφεύς- υιός του Ύπνου, θεός των ονείρων.
Ονομάστηκε έτm λόγω των μορφών τις οποίες παρουmάζει ενώπιον του κοιμωμένου,
μορφινομανής, έμορφος (το
μορφίνη (Μορφεύς), μορφινισμός,
μορφινομανία,
ε, από
μορφινίζω,
έμμορφος (εν),
α=ευ), έμορφα, εμορφάδα εμορφαίνω,
εμορφιά, εμορφίζω, όμορφος (ε>ο), ομορφιά, ομορφάδα, ομορφαίνω, όμορφα, ομορφίζω, ομορφο-.
ίημι (δασ.) [Η προστακτική ί-ει και υποτακ. ί-ω (ωσάν από ρήμα ίω) δείχνουν ρίζα Ι-ο Το απαρέμφ. ιέ-ναι και η μετοχ. ιε-ίς
δείχνουν ρίζα ιε-
(ωσάν από
ρήμα ιέ-ω).
Το φωνήεν
ι
προφέρεται με σφιγμένες φωνητικές χορδές και απ' όλα τα
άλλα φωνήεντα εκφωνείται με την μικρότερη ένταση αλλά και με την μεγαλύτερη ταυτοχρόνως εμβέλεια. Πιθανόν να ήταν σύνθημα πρωτογόνων κυνηγών προς έφοδο επί θηραμάτων ή
Γοργώ [οράω, το
γ ή
από το
ή από το
F
κ (βλ. οράω,
επίκουρος). Το φοβερότερο όπλο τους ήταν η δύναμη των οφθαλμών
τους
οι
οποίοι
εξακόντιζαν
απελίθωναν τους προσβλέποντες αυτές.
από
το
α-χά
(ργ)
προσωποποίηση φοβερός,
της
επειδή βροντής],
βλοσυρός,
+
σπινθήρες
μάλλον
αρχικώς
γοργός-
αυστηρός,
Γοργόνη,
και
καίω, κάω (κ>γ)
ήταν
Γοργόνα,
προς ρίψη
Από το
η
(άϊντε),
άγριος,
ή
ακοντίων (ίημι
=
θέτω σε κίνηση,
γι, γιέ, γιά, αναλόγως της ανάγκης του ποσού της εντάσεως.
ή
Γόργειος,
βελών
εξακοντίζω). Εάν έτm έχει το πράγμα, ίσως να εκφέρονταν ως γ
δε η δασεία (βλ. mγή). Το παρακελευσματικό ά-ϊ
μάλλον τυγχάνει αρχαιότατο (βλ. αισσω) και από αυτό
πιθανόν το είμι (α>ε). Επίσης δια της κραυγής γιά .. πιθανόν να απομάκρυναν τα θηρία από το θήραμα για να το αρπάξουν] θέτω σε κίνηση, εξακοντίζω, σπεύδω, πέμπω, προφέρω, ρίχνω,
Γοργόνειος, Γοργόνειον, Γοργοτομία, γοργωπός (ωψ).
εκτινάσσω, αποστέλλω, κάνω κάτι να πέφτει κάτω, αναβλύζω. αμαυρός [α (το οποίο προτίθεται στο μ, όπως, μέλγω αμέλγω)
μη (η>α)
+
+
ορώ (ο>υ), όπως, πυλαυρός (πύλη
+
ορώ). Οι σημασίες της λέξεως απορρέουν από την κατάσταση
ίεσις-
ρίψιμο,
οϊστεύω,
οϊστός
οΤστευμα,
(ο,
από
α, επιτατ.
οϊστευτής,
ίεmς)-
+
οϊστευτήρ,
βέλος,
οϊστοβρόχιον
(βρέχω), οϊστοδόκη (δέχομαι), οιστός.
που βρίσκεται ο φύλακας (ούρο ς), ο οποίος πρέπει να βλέπει και να ακούει (αναφέρεται και επί ήχων). Επίσης ο ίδιος είναι
ένος
(δασ.)
[έν-το,
αόρ.
β'
του
ίημι
(ι>ε),
αυτός που
aνήσυχος αλλά και υπεύθυνος]- επί της οράσεως, ο μόλις
παρήλθε]- ο aνήκων στην προτέρα δύο περιόδων, καθόλου
ορώμενος, ασαφής, αφεγγής, απατηλός στην όψη, ομιχλώδης,
παλαιός, αυτός που παρήλθε, όπως το περυmνός.
σκοτεινός, αμυδρός, αβέβαιος, επί ήχου, ασαφής, ελαφρός, αμυδρός, ασθενής, ολίγος, επί ανησυχίας και υπευθυνότητας, κατηφής, άσημος,
ταραγμένος, αφανής,
αμαυρίσκω,
ανήσυχο ς,
άγνωστος,
αμαυρόω,
μελαγχολικός,
αγενής,
αμάυρωμα,
τυφλός,
μεταφ.,
αόμματος.
αμαύρωmς,
μαύρος,
μαυρόω, μαυρίζω, μαυρίλα, Μαυρέλι, Μαυριά, μαυρίδα, μευριδερός, Μαυρίκιο, Μαυρίλιο, μαύρισμα, Μαυριτανία, μαυρο-, μαυρώνω, Μαυρούδα, μαρίλη, μαρίλα, μαριλευτής, μαριλεύω.
=
διακρίνω. Στον Όμηρο ούρος
=
όρος και ο επιβλέπων επί των ορίων του φυλαττομένου από αυτόν τόπου. Επιβλέπει όσο το δυνατόν μακρύτερα, μέχρι τα όρια (σύνορα), βλ. ορίζων. Επίσης, ούροι
=
λίθοι οι οποίοι
δήλωναν το όριο, βλ. οράω, όρο μαι, όρνυμι, αείρω
=
εγείρω
(σύνορο), λαμβάνω (ορίζω σημαίνει και λαμβάνω υπό την κατοχή μου )]- όριο, σημείο ιδιοκτησίας, ρήτρα, κανών, μέτρο, τέλος, σκοπός.
ορίζω, ορίζων, ορίζοντας (ο περιορίζων την
κύκλος),
ορισμός, οριστός,
=
ετοιμασμένος,
ζηλωτής,
σπεύδω)- πρόθυμος, πρόχειρος, τολμηρός,
δραστήριος,
βέβαιος,
εύκολος,
ετοίμως, ετοιμάζω, ετοιμασία, ετοιμότης, ετοιμαστής. ιδρόω (δασ.) [ετ-ός (ε>ι, τ>δ) από το ίημι
ροή]- ιδρώνω, μάλιστα από κόπο.
=
αναβλύζω
+
ιδρώς, ίδρωτας, ίδρωα,
ιδρώα, ιδρώδης, ιδρώεις, ίδρωσις, εφίδρωmς (επί), ίδρωμα,
όρος (δασ.) [οράω, ορέω
όραση
ετός (δασ.) [ρηματικό επίθετο του ίημι (ι>ε)]- πεμπτός. έτοιμος (οιμάω
οριζοντιώνω,
οριο-,
όρισμα,
οροθετώ
ορολογία
(λέγω),
οροσημαίνω,
ορίσιμος,
(θέτω), οροθεσία,
ορολογικός,
αφορισμός
αφοριστέον,
οριζοντίωσις,
αφορίζω,
αφορεσμός,
αφοριστής,
διορισμένος,
διοριστός,
(από),
οριστής,
οριστικός,
οροθέmο,
οροθέτης,
ορόσημο,
οροσήμανσις,
αφόρισμα,
αφοριστικός,
αφορισμένος, διορίζω,
οριζόντιος,
(ο>ου),
ιδροκοπώ
(κόπος),
ιδροκόπι,
ιδροκοπιά,
ιδροκόπημα,
ιδρωτάρι, ιδρωτικός, ιδρωτίλα, ιδρωτο-. ήμα (δασ.) [είμην (ει>η), αόρ. β'του ίημι]- το ριπτόμενο,
βλήμα, βέλος, ακόντιο. ήμων, ημοσύνη. έmς (δασ.) [έσ-θαι, απαρ. αορ. του ίημι]- άφεση, ορμή. εσία, ησιεπής (ε>η, έπος), Ησίοδος (άδω, α>ο), Εισίοδος (ε>ει),
Ηmόνη,
εσμός,
εσμοτόκος,
εσμοφύλαξ,
σμήνος,
σμάνος, σμήναι, σμηνεύω, σμηνηδόν, σμηνιών, σμηνοκόμος (κομέω),
σμηνουργός
(έργον),
σμηνουργία,
σμηνουργέω,
σμάρι, σμαρίς, μαρίδα.
αφορεσμένος,
διορισμός,
διουρίζω
ιδρωτήριον, ιδρωτοποιώ, ιδροτοποιός, ιδρώνω, ίδρος, ίδρο,
διόρισις,
ουρίζω,
ώρος
(ο>ω).
σίμβλος [σμάνος σίμβλος (για το
σάμνος
>
>
σάμλος (ν>λ)
>
σίμλος (α>ι)
>
β, βλ. βλώσκω)]- κυψέλη μελισσών, μεταφ.,
ταμείο, αποθήκη.
σιμβλεύω, mμβλήιος, σίμβλιος, σίμβη,
mμβλοποιέω. όμικρον
-
παλαιώτερα εκαλείτο ου (βολά
βουλή). Δεν
-
αποτελεί ρίζα και προέρχεται κυρίως από μεταβολές σ' αυτό
των α ο>οι,
και ε. Μεταβολές
σπανίως, ο>αι, ει, ω, η. Αποβάλλεται (συγκοπή),
F>o,
σκόροδον
-
σκόρδον.
οκέλλω, ζυγός ωμέγα
α>ο, ε>ο, υ>ο, ο>υ, ο>ου, ορ>ερ,
-
EυφωVΙKό,
Αθροιστικό,
κέλλω
ήκω (δασ.) [ήκα, έηκα, αόρ. του ίημι, πρκμ. είκα]- έχω έλθει, είμαι παρών, επέρχομαι, προσβάλλω, έχω φθάσει, έχω καταντήσει,
έχω
επανέλθει,
επέστρεψα.
ήξις,
προσήκω,
ανήκω (ανά), αφήκω.
όζυξ.
-Εισήχθη
επισήμως
στην
Αθήνα
επι
αρχοντος
Ευκλίδου και δηλώνει το διπλό ή μακρό όμικρον. Μεταβολές, αυ>ω, ου>ω, υ>ω, η>ω,
η+ο, α+ο, α+ου, α+ω, ω+ε, ω+η και
ίκω (δασ.) [ε-ίκα, πρκμ. του ίημι]- έρχομαι, φθάνω έως εις
....
ικάνω, ικνέομαι, ικνευμένος, αφικνέομαι (από), ικανός,
ικανώς,
ικανότης,
ικανότητα,
ικανόω,
διικνέομαι,
ίξις,
άφιξις (από), εξικνούμαι, δίιξις, πρόϊξ (προ), προίξ, προίκα,
35 προίκειος,
προικίδιον,
προικίδιος,
προικίζω,
προικιά,
τρόμο και έκπληξη, η ασπίδα του Διός, θύελλα ορμητική, αιγίζω,
προικιμαίος, προίκιος, ΠΡΟΙΚΟ-, προικώος, πρόϊκτης.
αιγίοχος
(έχω),
καταιγίς,
καταιγίδα,
καταιγιδοφόρος.
είκω [α (αρνητ., α>ε) απολείπομαι, επιτρέπω,
+
ίκω]- υπείκω, ενδίδω, υποχωρώ,
αποσύρομαι,
είναι
παραδίδω,
δυνατόν.
αφήνω,
εικτέον,
παραχωρώ,
εικαθείν,
υπείκω,
επιεικτός, εύεικτος.
αίξ
[γεν.
ορμητικώς κατσίκα.
αιγ-ός, επί
από
τροφής,
το
αισσω,
ιδίως
επί
αΙγ-δην.
Επιπίπτει
καρποφόρων
δένδρων]
αίγαγρος (άγριος), αιγανέη, αίγειος, αιγίλωψ (ωψ),
αίγεος, αιγέη, αιγή, αιγιάζω, αιγιοβάτης, γίδα, αιγι-, αιγο-,
+
ικέτης (δασ.) [ίκω
έτης]- ο ερχόμενος ως πεμπτός, ως
αιγ-, αίγιλος, αιγίλιψ (λείπω)- κρημνώδης, εγκατελειμμένος
ή
ακόμη κι από τις κατσίκες, αιγόκερως (κέρας), αιγοκερεύς,
προστασία, φυγάς ο οποίος θέτει την ικετηρία του στο βωμό ή
Αιγαίον (βλ. αϊκή)- το όρος Ίδη, μέχρι και σήμερα τρέφει
στην
αγριοκάτmκα, Αιγίπαν (παν).
αποσταλθείς εστία
από
ανάγκη
οικίας
για
κάποιου,
να
ζητήσει
οπότε
μετά
βοήθεια απ
αυτή
την
χειρονομία ήταν απαραβίαστος. ικεσιασμός, ικεσία, ικετεύω, ικεmάζω, ικέmος, ικέτευmς, ικετεία, ικέτευμα, ικετήριος, ικτήριος, ικτήρ, ίκτης, ίκτιος, ικταίος, ίκτωρ, ικτορεύω, ικετώσυνα, ικετηρία.
+
Νομίζουμε εκ
καίω, δηλαδή όπου
εφορμά ο καύσωνας], γύφτος (θεωρείται εκ του Αι-γύπτιος,
οιχνεύω [ο (ευφων.
ή
+ ικνέομαι,
αθροιστικό)
ίκω, κ>χ]
πορεύομαι, έρχομαι, προσέρχομαι. οιχνέω, οιχέομαι, οίχομαι, παροίχομαι, παροίχησις, παρωχημένος (οι>ω), Οιχαλία
διότι
ήσαν
+ άπτω>
αίγλη
λοιδορώ,
+ είκω ( = υποχωρώ )]-
κακολογώ.
νείκος,
γάπτιος
γυφτάκι,
>
γύφτος, α>υ,
γυφταριό,
γυφτιά,
γύφτισσα.
[αισσω
αιγδην]νεικέω, νεικείω [αν ή νη (αρνητ.)
ανυπόδητοι,
(;),
οιχόμενος, οιχμή.
φιλονικώ,
=
άπτω (α>υ)
π>φ, εκτός και αν εκ των γη
ερίζω,
+ ύπτιος.
Αίγυπτος [κοινώς, εκ των, Αιγαίον των αιγ-δην (αισσω)
νίκη,
νεικογεννέστης, νεικέσσιος, νικέω (ει>ι), νικάω- υπερέχω,
απαστράπτω, επί
το
φως
του
λαμπρότητα,
δόξα,
επί
ήλιου,
αστραπής,
λαμπηδών,
ταχύτητας.
βλ.
αϊκή,
στιλπνότητα,
αιγλήεις,
αιγλήτης,
αιγληφόρος, αιγλοβολέω, αιγλοφανής, αιγλάζω, αιγλάεις, αιγλάς.
νικώ, νικώ, νικάριον, νικάδιον, νίκαθρον, νικαίος, νίκα μα, νικάτωρ,
νικήτωρ,
νίκεστρον,
νίκημα,
νίκη μι,
νίκησις,
ιερός (δασ.) [ιέν-αι, απαρέμφ. του ίημι (ν>λ>ρ). Κάθε τι που
νικητήριος, νικητήρια, νίκορ, νικόρτας, νίκος, νικουργός
αποστέλλει θεός
(έργον), Νικίας, Νικηφόρος, νικίειος, Νικόδημος, Νικόκλεια
407)
(κλέος),
Νικόλαος
(λαός),
Νικολής,
Νικομήδης
(μέδων),
φιλονικώ, φιλονικία, φιλόνικος.
ή
άνθρωποι προς αυτόν. Στην Ιλιάδα (Π
μάλλον με την έννοια του ταχύς]- θείος, ισχυρός, άγιος,
ευρισκόμενος
υπό
την
προστασία
θεού,
επί
βαmλέων,
προσφορές, θυσίες, θύματα, ναός, ιερά νόσος (επιληψία). ιερά, ιερεύς, ιρός, ιρεύς, ιέρωμα, ιαρεύς (ε>α), ιεράζω, ιεράομαι,
ίππος (δασ.) [ίκ-ω, ικ-ανός έχων
ικανά πόδια]-
+ πους>
>
ιππάζομαι,
ίππος (κπ>ππ),
ιεράρχης,
ιερατεία, ιέρεια,
ίρεια,
ιερία,
ιρέα,
ιρωσύνη, ιαρέα, ιερεία, ιερείον, ιερήιον, ιερωσύνη, ιρήιον,
ιππαιχμία (αιχμή), ίππαιχμος, ιππάκη, ίππαρχος, ιππασία,
ιερεύω, ιερίζω, ιερισμός, ιερίτις, ιερόδουλος, ιεροθετέω,
ιππεία,
ιερομηνία
ιππεύς,
ιππεύω,
ιππαΤς,
ιερατεύω,
ιππηΤς,
ίππερος,
άλογο.
ίκπος
ιππίας,
ιππηλάτης
(μην,
μήνη),
ιεροποιός,
ιερουργέω
(έργον),
(ελαύνω), ιππημολγοί (αμέλγω), ιππότης, ιππωνία (ωνέομαι),
ιεροφάντης (φαίνω), ιερόω, καθιερώ (κατά), καθιέρωσις,
ιπποσύνη,
καθιερώνω, αφιερώνω (από), αφιέρωμα.
Ιππίας,
ΙΠΠΟ-,
ΙΠΠ-,
ιπποτισμός,
ιπποκομία,
Ίππειο,
ιππίδες,
Ιπποκράτης
Ιππείς,
Ιππικό,
ίππευmς,
Ιππής,
ιπποκόμος (κομέω),
(κρατέω),
ιπποκρατισμός,
ιέραξ (δασ.) [ίημι, βλ. ιερ-ός
+
άξω. Ταχύς άγγελος του
Ιπποκρήνη (κρήνη), ιππόλη, Ιππολύτη (λύω), Ιππόλυτος,
Απόλλωνα, «ελαφρότατος πετεΉVωv», επιπίπτει σφοδρώς επί
ιπποποδία (πους), Ιππώνακτας (άναξ), Ιππώνα, ιπποφορβείο
των θυμάτων του]- το γεράκι.
(φέρβω).
ιερακίζω,
ιεράκιον,
ίρηξ, ιεράκειος, ιερακιδεύς,
ιερακία,
ιερακίτης,
ιερακόμματος
(όμμα), γεράκι, γέρακας, γερακίνα.
ιμάς (δασ.) [ί-ημι, πρκμ. ε-ίμαι, μετοχή αορ. έμεν-ος (ε>ι), γεν. ιμάν-τος (ε>α), διότι δι' αυτού έθεταν σε κίνηση τρυπάνια,
την βάλανο της θύρας, τους ίππους]- λουρί, λουριά ίππων, σχοινιά για άντληση νερού.
ιμάω, ιμάσθλη, ιμάσσω, ιμάστα, ανιμάω (ανά), ανίμηmς, (α>ο),
μάσθλημα,
ιμαίος,
ιμανήθρη,
μασθλήτινος,
μαστιγώνω,
μαστίγιο,
ιμητός
μάστιξ, μάντος,
(α>η),
μαστίζω, μάραΥνα
μάσθλη,
μαστίω, (ρήyvυμι),
σμάραΥνα. λαιμός
εκάς (δασ.) [είκα (ει>ε), πρκμ. του ίημι]- μακράν, μακράν από.
εκαστέρω,
. ..
εκατηβόλος,
εκαστωτέρω,
εκαβόλος,
εκηβολία,
εκηβολέω,
Εκαταίος,
Εκάταιον,
[λα (επιτατ.)
+
λαιμοτόμος,
ιμάς,
διότι κινεί
την κεφαλή],
εκαστάτω,
εκατηβελέτης Εκάτη
(η
Εκάτειον,
(βέλος),
μακράν
έκατος,
εκηβόλος,
εξικνουμένη),
Εκαδήμεια
(δήμος),
Εκάεργος Εκαλήmα,
λαιμίζω, λαιμοδακής (δάκνω), λαιμοπέδη, λαιμόρυτος (ρέω).
Κάδμιλος.
αϊκή [α (επιτατ.)
+
λαιμότμητος,
Ακαδημιακός, Ακαδημαϊκός, Ακαδημαϊκόν, Ακαδημεικός,
λαιμητόμος,
ίκω]- ορμητική κίνηση, σπουδή, ορμή.
αϊκτός, άϊκτος (α, αρνητ.), άϊξ, αισάλων (κ>σ, αλίσκομαι), βιάζω,
του ίκω, ξ>ψ)]- ταχέως,
Εκάδημος, Ακάδημος (α, ευφων.), Ακαδημεία, Ακαδημία,
λαιμοτομέω,
άϊσσω
ίξα (αόρ.
ιμάσθης, ιμαντάριον, ιμαντ-,
ιμάντινος, ιμάντιον, ιμάντας, ιμαντο-, ιμάντωμα, ιμάντωσις, ιμονία
+
αίψα [α (επιτατ.)
αίφνης, ευθύς, αμέσως. αιψηρός, λαιψηρός (λα, επιτατ.).
(κσ>σσ)σάϊτα
ρίπτομαι, (ες,
κ>τ),
ορμώ,
απαστράπτω,
σαγίτα,
σάϊτεμα,
αναγκάζω, σαγίτεμα,
σαϊτευτής, σαϊτεύω, σαγιτεύω, σαϊτιά, επάϊγδην (επί, κ>γ),
αιγιαλός (αλς, κ>γ)- ακροθαλασmά, παραλία (όπου ορμά η θάλασσα), γιαλός, αιγιάλιος, άϊγδην, αίγες (υψηλά κύματα), Αιγαίον (βλ. αίξ), Αιγαίος, Αιγαίων, αιγίς- η εκπέμπουσα
(έργον),
έκαθεν,
Κάδμος,
υιός (δασ. στο ι) [α
( = ομού,
υι-, υιε-, είναι από το ίημι υιδεύς,
υίδιον,
Εκάλειος,
Καδμειώνη,
υιδούς,
α>υ)
Εκάλη,
Καδμήϊος,
+ ίημι. Όλοι οι τύποι υιο-,
= αναβλύζω (γεννώ)]- το υιδή,
Εκαλήνη,
Καδμείος,
υιϊκός,
τέκνο, γιός.
υιοθεσία,
υιοθετώ,
υιοθέτηmς, υιόθετος, υιόομαι, υιότης, υιόω, υιωνός, υίωmς, γιός.
36 αυθέντης
[αυτός
+
(τ>θ)
έντο
(αόρ.
β'του
ίημι).
Ο
κινούμενος (ενεργών) με την θέλησή του]- απόλυτος κύριος,
λοίσθιος,
λοισθήιος,
λοίσθημα,
λοίσθων,
λοιτή
(θ>τ),
λοιτεύειν.
δεσπότης, πρωτουργός, ο πραγματικός εκτελεστής, αυτόχειρας, φονιάς.
αυθεντέω,
αυθεντία,
αυθεντικός,
αυθέντρια,
αφέντης (υθ>φ), αφεντικό, αφεντιά, αφεντεύω, διαφεντεύω,
λοίμη, λοιμός ασθένεια,
αφέντισσα, αφέντρα, αφεντόξυλο, αφεντογυναίκα.
[λοιπός (π>μ), λείμ-μα (ει>οι), από
τον
θάνατο πολλών, υπολείπονται ολίγοι]- αποδεκατισμό ς από πανώλη,
πανούκλα,
ολέθριος.
λοιμεύομαι,
λοιμικός, λοίμιος, λοιμώδης, λοιμώσσω, λοίμωξις, λοίμωξη.
+
συνίημι [συν (μετά).
καθετή,
καθήκω
ίημι], σύνεmς, συνετός (ετός). μεθίημι κάθετος,
(ήκω),
καθηκοντολογία.
καθετότητα,
κατήκω, ανίημι
κάθεσις
καθηκόντως,
(ανά),
άνετος
(έmς),
καθήκον,
(ετός),
ανετέον,
λοιγός
[βλ.
λείπω
(κ>γ),
ει>οι
(λοιπός)]-
καταστροφή,
βλάβη, επί του δια λοιμού θανάτου (βλ. λοιμός).
λοιγήεις,
λοίγιος, λοιγίστρια, λυγρός (οι>υ), λευγαλέος (υ>ευ).
ανετικός, ανεσία (έmς), άνεmς, ανέmμος, ανειμένος (επιρρ. μετ. παθ. πρκμ.
του ίημι),
ανησιδώρα (ετός, ε>η, τ>σ,
+
+ λοιγός]-
άλγος [α (επιτατ.)
πόνος, θλίψη, λύπη.
αλγύνω,
δώρον), ανήκω (ήκω). εισίημι (εις), εισήκω (ήκω). εξανίημι
αλγέω,
(εκ). προσίημι (προς), προσιτός (ετός, ε>ι), προ σήκω (ήκω),
αλγεm-,
προσηκόντως, προθήκω (σ>θ, Δωρ.). ενίημι (εν), ένεμα (ήμα,
αλγυντήρ,
η>ε), ενεσία (εσία), εννεσία, ένεmς, ενέmμος, ενετός (ετός),
αφόρητος, βαρύς, αργαλίδιος, αργαλέως, αργαλεότης.
ύφεmς
(έmς),
υφεσμός, υφέmμος, υφή (ύφεmς), υπείκω (είκω).
ενετή,
αφίημι
(από),
ενετήρ,
ενετήρια.
άφετος
Αφέται,
(ετός),
αφέτης,
υφίημι
άφετον,
αφετήρ,
(υπό),
αφέτως,
αφετικός,
αφήτωρ
αφετέον,
(ε>η),
αφετήριος,
αλγείη
αλγεινός,
αλγή,
αλεγεινός,
αλγηδών,
αργαλέος
αλγεσίδωρος
άλγη μα,
(λ>ρ)-
αλγηρός,
χαλεπός,
σκληρός,
ολίγος [ο (ευφων. ή από α, επιτατ., α>ο) ολίγοι
απομένουν
οχληρός,
+ λοιγός (οι>ι), διότι
μετά την καταστροφή]-
μικρός, αιφνιδίως.
(δίδω),
άλγηmς,
λίγος,
σπάνιος,
ολίζων (γι>ζ), λίζων, ολιγόω, ολιγαρχία,
αφετηρία, άφεmς, αφεσμός, αφήνω, άσε [ά( φη)σε], άς (άσ
ολίγγη,
ε),
λιγοστεύω, λιγοστός, λιγούλι, λιγουλάκι, λιγούρα, λίγωμα,
επαφίημι
επαφίεμαι
(επί),
(η>ε).
επάφεmς
εφίημι
(έmς),
(επί),
επαφετέον
έφεmς
(έmς),
(ετός), εφεσία,
ολιγωρία
λιγωμάρα,
(ώρα),
ολιγ-,
λιγουρευτός,
ολίος,
λιγουρέυω,
εφέmμος, Εφεσία, Εφέmα, εφέτης (έτης), εφέται, εφετικός,
λιγουδιάρης, λιγούρης, λιγούριασμα,
εφετίνδα, εφετμή, εφετός.
λιγωμός,
λίγωση,
λιξιάρης,
( =
ενηής [ανίημι
επιτρέπω, αφήνω, λύω), ίη, γ
παρατατ. του ίημι, δηλαδή
ανα-ιής
>
ενικ.
ενηής (α>ε, αι>η), βλ.
λειξουρία,
λείξουρος,
λίγος,
λιγουριάζω,
λιγώνω, λιγωμένος,
λειξιάρης,
λείξα,
λιγεύω,
λιξεύω,
λιχουδεύομαι,
λίξης,
λιχούδης,
λιχουδιά, λιχουδιάρης, λιγνός, λιγνάδα, λίγνευμα, λιγνεύω, λιγνούτmκος.
άνε-τος]- αγαθός, πράος, ήπιος, αγαθόφρων. ενηείη, προσηνής (προς, ε>η), προσηνές, προσηνεύομαι, απηνής (από)- τραχύς,
λιπο- [ε-λιπό-μην, αόρ. του λείπω, ει>ι]- τα έχοντα σχέση με την στέρηση,
χαλεπός, σκληρός, απήνεια.
λιπόγυος
ένεικα, ήνεικα (ε>η), ήνεγκα (άπαντες αόρ. του φέρω) [εν είκω. Το φέρω σημαίνει και κίνηση, δηλαδή, ένεικα
=
+
έχω
έλλειψη, εγκατάλειψη.
(γυίον),
λιπαρνέω
λιπόγληνος
(γλην),
(έΡVOς) και λιφερνέω
(π>φ),
λιπερνής, λιπερνίτης, λιπεσήνωρ (ανήρ), λιπόζαγος (ζυγός), λιπυρία
(αντί
λιποπυρία,
δηλαδή
κακοήθης
διαλείπων
φθάσει, έχω φέρει, έχω μεταφερθεί, μ' έπεμψαν και έφερα. Ο
πυρετός), λίφαιμος (αίμα), λιφαιμέω, λιποτάκτης (τάσσω),
Όμηρος χρηmμοποιεί μόνο αυτόν τον τύπο], ενήνοχα (πρκμ.
λιποταξία.
αναδιπλαmασμός, ε>η, ει>ο, κ>χ), ενεχθήσομαι (παθ. μέλλ.), ηνέχθην (παθ. αόρ.), ήνεγκον (αόρ. β'), ενεγκείν (απαρέμφ.),
ηνεκής,
διηνεκές
(διά),
διηνεκέως,
διηνεκής,
διηνεκώς,
Ρίζα ι- (δασ.)
+ είκω (=
λίπτομαι
> λειπ-
λίσσομαι
απολείπομαι, υποχωρώ), κ>π
(βλ. λοιγός), βλ. υπείκω, εφίημι, ανίημι, μεθίημι]- αφήνω, εγκαταλείπω, αφήνω πίσω μου, καταλείπω, κληροδοτώ, δεν υπάρχω,
ελλείπω,
λειψός (λείψω, (ει>ι),
δεν
μέλλ.
λειψανδρέω,
φαίνομαι,
μένω,
του λείπω),
είμαι
κατώτερος.
λειψανδρία, λιπανδρία
λείψανδρος,
λείψανον,
λειψυδρέω
(ύδωρ), λειψοσέληνον (σελήνη), λείμμα (πμ>μμ), λειψιφαής (φάος),
λειπτέον,
αλείπαστος,
λειπώδην
ελλείπω
(εν
(ωδίς),
+
άλειπτος
λείπω,
(α,
στερ.),
νλ>λλ), έλλειμμα,
ελλειπτικός, έλλειψις. εκλείπω (εκ), έκλειψις. περιλείπομαι, περίλειμμα. υπολείπω, υπόλειπον, υπόλειμμα.
ήλιψ [α (ευφωv., α>η) (ε>ι), εάν ήσαν λεπτά
+ λειψός (ει>ι),
εάν ήσαν υποδήματα
είτε από το ρίπ-ος (ρ>λ), εάν ήσαν
είδος υποδήματος,
Λακ ..
ανήλιπος (ανα,
στερ.),
νήλιπος (νη, αρνητ.), νηλίπους, νηλίπεζος (πέζα). λοιπός
[λέ-λοιπ-α,
+
αρή
πρκμ.
του
λείπω,
ευχή,
ζητώ
λόγω
έλλειψης]-
λιπαρής, λιπάρησις,
έχω
όπως
έλλειψη]-
λιψουρία, Λιτυέρσης (αείρω
λίτομαι,
επιθυμώ
πέσσω),
σφοδρώς.
λιστός,
λίψ,
= φονεύω). +
λιτανεύω [λίσ-σομαι (σ>τ) λιτάζομαι,
-
πέπτω
λιταίνω,
άνω]- ικετεύω, παρακαλώ. λιτανεία,
λιτανός,
λιτή,
λιτασμός, λιτήρ, λιτήσιος, λιτός, λιστός.
+ αργός ( = ταχύπους)]- πηγαίνω κάπου
λιταργίζω [λίτ-ομαι
τρέχων. λίταργος, λιταργισμός, λιτουργός (α>ου).
λιμπάνω
[λείπω,
λιπο-
(μ>μπ)]-
τύπος ισοδύναμος του
λείπω. λιμός- πείνα, έλλειψη τροφίμων, (άγχω),
λιμαγχονέω,
λιμόψωρος (ψώρα),
λιμαγχία,
λιμαγχικός,
λιμαίνω, λιμαλέος, λιμοθνής (θνήσκω), λιμοκτονέω (κτείνω),
λιμοκτονία, λίμα,
λιμοκτόνηmς,
λιμάρης,
λιμώδης,
λίμασμα,
λιμώσσω,
λιμασμένος,
λιμάζω,
λιμπίζομαι,
λιμβίζομαι, λιμβεία, λιμβεύω, λίμβος, λιμπιστός. λείβω [λείπω (π>β), λειβ-, λοιβ-, λιβ-, κατά τα λειπ-, λοιπ-,
ει>οι]-
υπολοιπόμενος, επί χρόνου, υπόλοιπος, το υπόλοιπο. λοιπάζομαι, λοιπογραφέω,
[λιπο-,
(πτ>σσ,
λιμαγχέω
τα οποία δεν κάλυπταν ολόγυρα το πέλμα είτε από το λεπ-τός ψάθινα]-
[λιπο-
λιπαρία, εκλιπαρώ.
ζανεκώς (δι>ζ), ζανεκέως.
λείπω [λα (επιτατ.)
λιπαρέω
επιμένω, εμμένω, επιμένω δεόμενος.
ο
λοιπάς,
λοιπόν, λιπο- (οι>ι), λοιπάδα,
λυπά (οι>υ), λοίπισθος, υπόλοιπος, υπολιπής, υπόλοιπον,
λοίσθος [λοί(πι)σθος, υπερθ. του λοιπός]- έσχατος, ύστατος,
λιπ-]- φθείρομαι, φθίνω, τήκομαι, χύνω, εκχέω, σπένδω. είβω, είβιμος, λείβηθρον, λίβηθρον, Λείβηθρα, λείβδην, λειβάδιον, λιβάδιον, λιβάδι, λιβαδίmος, λιβαδερός, λιβάδα, Λιβαδάκι, Λιβαδάρι,
Λιβαδερό,
Λιβάδι,
Λιβάδια,
Λιβαδιά,
λίβα,
λιβάζω, λιβάς, λιβάδες, λίβος, λιβάς, λιβρός, λιμβρός (βλ., γαμβρός).
37 γλίσχρος λίψ [λείψαι (ει>ι), απαρ. του λείβω]-
ρυάκι, ρεύμα, λοιβή,
[το
γ
προτάσσεται,
από
παρακαλώ, ικετεύω, ζητώ κάτι), το
το
Χ
λίσ-σομαι
( =
από επίδραση του
σπονδή, ο νοτιοδυτικός άνεμος (είτε επειδή έφερε υγρασία είτε
λείχω]- κολλώδης, ο επιμόνως προσκολλώμενος σε κάποιον
ξηρασία, διότι λείβω σημαίνει
και παρακαλών, φειδωλός, μικρολόγος, μηδαμινός. γλισχρία,
φθείρομαι).
σπένδω αλλά και τήκομαι,
λίβας (λιβός, γεν. του λίψ), λιβόνοτος (νότος),
γλισχρότη ς,
γλισχραίνο μαι,
γλίσχρασμα,
γλισχρεύο μαι,
λιβοζέφυρος, Λιβύη (από την οποία έρχεται ο λίβας), Λίβυς,
γλίχομαι, λιχάζω, γλίνα, γλίνη, γλοία (βλ. λείβω), γλοιά,
Λιβυκός.
γλία, γλοιόομαι, γλοιοποιέομαι, γλοίωmς, γλοίωμα, γλοιός,
γλοιώδης, λέβης
[λείβω,
τεφροδόχος,
ει>ε]-
η
λάρνακα,
λεκάνη
του νιψήματος,
κάλπη.
λεβητίζω,
καζάνι,
λεβήτιον,
γλοιώνω,
Υκλίνα,
γλινερός,
γλινιάζω,
γλιντmάρικος,
γλιτσιάρικος,
γλίντmασμα,
γλίτmασμα,
γλίτζιασμα.
λεβητάριον, λέβητας, λεβητοστάσιον (ίστημι).
λοιβή [βλ. λείβω (ει>οι)]- η δια υγρών θυσία.
λοιβαίος,
λοιβάομαι, λοιβίς, λοιβείον, λοιβάσιον.
λίγδα [γλίνη
γλίδα
>
>
λίγδα (μετάθεση)]- χοιρινό λίπος,
αλοιφή, βρομιά από λίπος, ανήθικος άνθρωπος. λίγδης,
λιβανωτός [βλ. λείβω, λιβάζω]- ρητινώδης ουσία, εκρέουσα από το δένδρο λίβανος.
γλοιάς,
γλινιάρης, γλινό, γλίντσα, γλίτσα, γλιντmάζω, γλιτσιάζω,
λιγδιάρης,
λιγδής,
λιγδιά,
λιγδερός,
λιγδιάζω,
λίγδιασμα,
λίγδωμα, λιγδώνω.
λιβανωτρίς, λίβανος, λιβανωτίζω,
λιβανίζω, λιβάνι, λιβανόω, λιβανόομαι, λιβανιά, λιβάνισμα, λιβανιστήρι, λιβανωτί, Λίβανος- βουνό μεταξύ Συρίας και Ισραήλ (έχει πολλά κέδρα εκ των οποίων εξάγεται λιβάνι).
γλήν, γλήνη [λείχω (ει>η), βλ. γλοία, γλοιάζω (οι>η)]- η κόρη του οφθαλμού (καταγλείφεται από τα βλέφαρα), αυτός ο οφθαλμός,
λειμών [λείβω, βλ. λιμβρός]- νοτερός και ποώδης τόπος, λιβάδι, το γυναικείο αιδοίο. λείμαξ, λειμακίδες, λειμακώδης,
κόρη
(προσκολλάται
στη
μάννα
της),
μεταφ.,
πλαΥΥών, κούκλα, η κοιλότητα οστού που υποδέχεται την κεφαλή άλλου οστού (το οποίο λείχει), κηρήθρα (κολλά από το μέλι). γλίνη, άγληνος (α, στερ.)- τυφλός, αγλίη.
λειμώνιος, λειμωνιάς, λειμωνίς.
λιπαρός [λείβω, λιβάδιον, β>π, δίυγρος από λάδι στίλβων, λάμπων από λάδι
ή
ή λίπος]
λίπος, εύρωστος, ζωηρός,
λαμπρός, παΊ!Jς, ωραίος, γόνιμος, μαλακός.
λίπα, λιπάζω,
λιπαίνω, λιπαντικός, λίπανσις, λιπαρία, λιπαρότης, λιπάς, λίπασμα, λίπας, λίπος, λιπασμός, λιπόω, λιπάω, λιπίδια,
λιποκιβώτιον, λιποκύταρον, λιπολυσία (λύω), λιπολυτικός, λιπάζη, λιπάση.
λυπέω [λιπ-αρέω, η ρίζα είναι λειπ-, λοιπ- (οι>υ )]- λυπώ, ενοχλώ, θλίβω, ταράζω. λύπη μα,
λυπαλγής (άλγος), λύπη, λυπώ,
λυπημένος,
λυπικός,
λυπηρός,
λυπητήριος,
λυπητικός, λυπρόβιος, λυπρός, λυπρόχορος, λυπρόγεως (γη), λυπρότης, συλλυπητήρια.
Ιλλυριός [εν
+ λυπρός (ε>ι, νλ>λλ), διότι γεννήθηκε
από τον
Κάδμο και την Αρμονία, όταν αυτοί διωκόμενοι από την τύχη,
αλείφω [α (ευφων. ή επιτατ.)
+ λείβω (β>φ )]-
αλείφω, χρίω
με λάδι, χορηγώ το λάδι για τους γυμναστές, παραθαρύνω,
έφυγαν από
την Θήβα, κατευθυνόμενοι προς τα βόρεια],
Ιλλυρία.
παρορμώ, επαλείφω, εξαλείφω, απαλείφω. αλειφάω, άλειμμα (φμ>μμ), αλειπτέον (φ>π), αλείπτης, αλειπτήρ, αλειπτήριον,
λύω [προστακ. λύθι, ωσάν από ρήμα λύμι. Από τα λοίμη
αλειπτός, άλειφα ρ, άλειφα, αλειφατίτης, άλειψις, άλοιμμα
(οι>υ, βλ. λυπέω) και λοιγός (με αποβολή των μ και γ)]- Ο
(ει>οι),
Όμηρος εννοεί, καταστρέφω, καταβάλλω, δίνω τέλος, διαλύω,
αλοιμμός,
αλοιφή,
αληφείον
(οι>η),
αληφαίος,
παραλύω,
εξασθενίζω,
αδυνατίζω,
προσβάλλω,
εξαλείφω, εξαλείπτης, εξάλειψις, εξάλειπτρον, επαλείφω,
φθείρω,
επάλειψις, απαλείφω, απάλειψις, απαλειπτέον, ανάλειπτος,
ατιμάζω, υβρίζω (άπαντα συμπτώματα του λοιμού). Αλλά και
αναλειφίη, αναλειψία, ανάλειφος, ανήλειπτος, ανηλειψία,
λύω κάτι, το οποίο είναι δεμένο, σημαίνει καταστροφή των
ανηλιφής (ει>ι), ανήλιφος.
δεσμών. λυάζω, Λυαίος, λυσαλγής
λίμνη [λείβω, λιβ-άδες (β>μ), λιμ-βρός], λίμνιος, λιμναίος,
(άλγος),
λύη, λύα, λύμα, λύσις, λύσιμο,
λυσήνωρ
(ανήρ),
λυσιγυία
(γυίον),
λυmμελής (μέλος), λύmος, λυσιπήμων (πήμων), λυmτελώ
λιμνία, λιμνασία, λίμνευmς, λιμνάζω, λιμνόβιος, λιμνήτης,
(τέλος),
λιμήν, λιμάνι, λιμνεύομαι, λιμνίζω,
λύτωρ, λυτή ρ, λύται, λύτειρα, λυτή ριο ς, λυτικός, λύτρον,
ενλιμνίζω, λιμενίτης,
λιμενικόν, λιμένας, λιμεναρχείον, λιμενάρχης, ελλιμενίζω
λυτρόω,
(νλ>λλ), ελλιμένιος, ελλιμένιmς, ελλιμενιστής.
λυτρών,
λυσιτέλεια, λυτρώνω,
λυσιτελής,
αλυmτέλεια,
λύτρωσις,
προλύται,
αλύτης
λυτρωτής, (α,
αλυmτελής,
λύνω,
στερ.),
λυτός,
αλυταρχέω,
αλυταρχία, Λύσανδρος, Λυσίας, Λυσικράτης, Λυσιμάχεια,
λείχω [βλ. λείπω
( = ελλείπω,
καταλείπω), ρίζα λεικ -
>
λειχ
Λυσίμαχος, Λύmππος, Λυmστράτη (στρατός).
(κ>χ) ή από το ο-λίγ-ος (γ>χ), διότι γλείφουμε κάτι το ολίγο, όπως τα απομένοντα στα οστά]- γλείφω, καταγλείφω. γλείφω [το
γ
προτάσσεται, για το
γλείψιμο
(φσ>ψ),
φ
γλείφτρα,
βλ. λείχω (λειπ-, π>φ),
γλειψιάρης,
γλειψιματίας,
λύσσα [λύσ(α)σα, μετοχή αορ. του λύω, διότι λύεται κάθε δεσμός συγκρατήσεως]- μανία, οργή, ορμή, επί πολεμικής μανίας,
παραφροσύνη,
κυνική
μανία.
Λύσσα,
λυσσαίνω,
λειχάζω- λείχω, γλωττοδεψώ, γλείφω το γυναικείο αιδοίο,
λυσσήρης,
λειχήν (ωσάν γλείψιμο πάνω σε πέτρα ή δένδρο), λιχήν (ει>ι),
λυσσηδόν,
λειχηνιάω, λειχήνωρ (ανήρ), λειχομύλη (μύλη), λειχοπίναξ,
λυσσασμένος,
λιχανός (διότι λείχεται)- ο δείκτης, η χορδή η οποία πλήττεται
λυσσάρικος, λύσσασμα, λυσσάζω, λυσσικός, λυσσομανώ,
από τον λιχανό και ο τόνος που αποδίδει, λιχάς.
λυσσώδης.
λιχμάω [λείχω (ει>ι) γλείφω. (μ>ν),
+ μάω]-
λιχμάζω, λιχμαίνω, λιχνάομαι,
λιχνότης,
παίζω με την γλώσσα, λείχω, λιχμάς,
λιχνεία,
λιχμήρης, λίχνευμα,
λυσσήεις,
λυσσαλέος,
λυσσητήρ,
λυσσαγμένος,
αναλύω [ανά
+
αναλυμός,
αναλύσιμος,
λιχνεύω,
ανάλυτος.
απολύω,
απολυmά,
απόλυmς,
απόλυτος,
απολυταρχικό ς, απολυτός,
αναλυτά,
απολυτήριον,
απολύτρωmς,
απολυτρωτής,
(όψ),
λυσσιάρης,
αναλυτικός,
ανάλυμα,
αναλύτης,
αναλυτής,
απολυέμαι,
απόλυμα,
απολυσώνας,
απολυτότητα,
λυσσάω,
λυσσώπις
λύσmασμα,
λύω], ανάλυσις,
λιχνάζω
λίχνος, λιχνώδης, λιχνοτένθης (τένθης), λιχνόγραυς (γραύς).
λυσσόω,
λυσσάς,
απολυτικός,
απολυτότης,
απολυταρχία, απολυτισμός, απολυτρώνω,
απολυτρωτικός.
εξαπολύω
38 (εκ), ξαπολύω, εξαπολνώ, εξαπόλυση, ξαπολνάω, αμολυσιά (π>μ), αμολάω, αμολυτός. υπολύω, υπόλυσις, εξυπόλυτος,
ξυπόλυτος,
ξιπόλητος
εξυπολύω,
(λανθασμένη
γραφή),
καταλυτής, διαλύνω,
καταλυμός,
καταλύτρια,
διάλυmς,
διαλύτες,
κατάλυσις,
καταλυτικός.
διαλυστήρα,
διαλύτης,
καταλύτης,
διαλύω,
διαλυστήρι,
διαλυτικός,
διαλυτός,
διάλυμα,
+
λοιπ-,
οι>ι)]-
λυτρώνω,
σώζω,
ολυνθάζω,
λέπω
[λείπω, ει>ι,
διότι σημαίνει αφαιρώ,
απολείπω]
αφαιρώ τον φλοιό ή το κέλυφος, ξεφλουδίζω, εκδέρω, δέρω, ξυλοκοπώ, τρώγω, δέφομαι, κάνω απρεπή σχήματα.
λέπος,
λεπίς, λέπι, λεπίζω, λέπιον, λέπισμα, λεπισμός, λεπιστής,
διαλυτότης,
λεπιστός, λέπορις, λεπίδιον, λεπιδόομαι, λεπιδωτός, λεπάς,
λύω, λυτήρ (η ρίζα είναι απολυτρώνω,
καρπός)]- σύκο
διαλυστής,
διαλώ.
γλιτώνω [το γ προτάσσεται
( =
ανθός
ολυνθοφόρος, ολυνθηφόρος, Όλυνθος, Ολυνθιακός, ολύνθη.
ξιπολάω, ξιποληmά. καταλύω, καταλώ (συνηρ.), κατάλυμα, καταλυματίας,
+
όλυνθος [ολός (όλλυμι, ο>υ)
που φύεται τον χειμώνα αλλά δεν ωριμάζει.
απαλλάσσω,
απαλλάσσομαι. γλιτωμός, γλίτωμα.
λεπαστή,
λεπάστη,
λέπανος,
λέπανθος,
λέπαστρον,
λεπάζω,
λέπας,
λέπαργος (αργός),
λέπανδρον (ανδάνω),
λέμμα
(πμ>μμ), λεπρός- πλήρης λεπίδων, τραχύς, επί τόπων, ο έχων λέπρα,
λεπρότης,
λέπρα,
λέπρωσις,
λεπράς,
λεπριάω,
λεπράω, λεπρόομαι, λεπρύνομαι, λεβήρις (π>β).
λυμαίνομαι [βλ. λύω, προστακ., λύθι, ωσάν από ρήμα λύμι]-
κακοποιώ,
βλάπτω,
ατιμάζω,
κακομεταχειρίζομαι.
λυμάντωρ,
λυμαντήριος,
λύμη,
λύμαρ,
καταστρέφω,
λεπτός [λέπω]- ξεφλουδισμένος, μικρός, ισχνός, στενός,
λυμαντικός,
ελαφρός, κούφιος, επί υγρών, μεταφ., ικανός, ευφυής, ακριβής,
λυμαντήρ,
λυμήτης,
λύμασις,
λυμάχη,
ευαίσθητος.
λεπταλέος,
λεπτόπηνος
λυμεών, λυμεωνεύομαι.
λεπτυσμός,
λώβη [λύμη> λύμβη (βλ. βλώσκω, γαμβρός)
> λύβη >
λώβη
(υ>ω)]- όπως το λύμη, φθορά όλεθρος, βλάβη, κακοποίηση.
λεπύχανον,
λεπτακινός,
(πηνίον),
λεπτότης,
λέπτυνσις,
λέπυρον,
λεπτά,
λεφτά
(π>φ),
λεπτηκής
λεπτόω, λεπυρός, λεπτο-,
(ακή),
λεπτύνω, λεπυριόω, λεπτομερής,
λεπτομέρια.
λωβάζω, λωβάω, λωβεία, λώβα, λωβεύω, λωβήεις, λώβηmς, λώβημα,
λωβήτωρ,
λωβόομαι,
λωβός,
λωβητής,
λωβητήρ,
λωβοτροφείον,
λουβιάρης, λωβιάζω, λωβιάρης, λαβώνω (λωβάω
> λαβώνω,
βλέφαρον
λωβητός,
λουβιάζω
(ο>ου),
>
λωβάνω
αντιμετάθεση), λαβωματιά, λαβωμένος.
βλέπος,
διθύραμβος [Λέγεται
(;)
ότι ο Πίνδαρος έγραψε την λέξη
το
β
αναπτύσσεται
κάλυμμα του οφθαλμού, ο οφθαλμός. βλεφαρίζω,
λυθίραμβος, ωσάν από το «λύθι (προστακ., του λύω) ράμμα», η
[λέπυρον,
(γαμερός
-
γαμβρός), π>φ, υ>α, δηλαδή το κέλυφος των οφθαλμών]- το βλεφαρίτις,
βλέμμα
γλέφαρο
(πμ>μμ),
βλεφαρίς, βλεφαρίδα, (β>γ),
γλέπω,
βλέπω,
βλεμεαίνω
(αινός),
βλεπτικός,
βλέψις, βλεψίας, αβλεπής, άβλεπτος, αβλέπτημα, άβλεπτος, αβλεπτώ, αβλεψία, αβλεπί.
οποία ήταν η κραυγή που εξέπεμψε ο Βάκχος όταν ήταν ραμμένος, στον μηρό του πατέρα του Δία. Άλλη εκδοχή λέει ότι έτm ονόμασε το μέλος των ποιημάτων αυτών από την διπλή
+ θύρα + βαίνω.
γέννηση του εαυτού του, δηλαδή δις από τα δια
+
Πιθανόν
θρίαμβος ή θρίαmς ή αραβέω]- είδος ποιήσεως
που έχει ως κύριο θέμα την γέννηση του Βάκχου, μεταφ., κάθε
λοπός [λέπω, ε>ο]- φλοιός, φλούδα, λέπι. λόπισμα, λοπίς, λοπάω, λόπια,
λοπητός, λουβιά
λουβιάρης,
λοπίζω,
λόπιμος,
(ο>ου, π>β),
λωβιάρης,
ολόπτω
λουβιάζω,
λουβί,
λουβίδι,
(ο,
ευφωv.),
λωβιάζω (ου>ω), λουβουδία,
λοβός,
λοβόομαι, λόβιον, λωγάνιον (β>γ), λώγασος, λόφνις (π>φ).
κομπώδες είδος γλώσσας, όνομα του Βάκχου. διθυραμβέω, διθυραμβικός,
διθυραμβιστής,
λώπος, λώπη [λοπός, ο>ω]- περιβόλαιο, ιμάτιο. λωπίζω,
Διθυραμβογενής,
απολωπίζω,
διθυραμβο-, διθυραμβώδης.
λώπιον,
λωποδυτέω
(δύω),
λωποδύτης,
λωπεκδύτης, λωπιστός, περιλωπίζω, λώψ, λώδιξ. όλλυμι [λύω επιτατ.)
>
( = καταστρέφω), > όλλυμι]-
ολέλυμαι
πρκμ. λέλυμαι (με ο, από α αλώπηξ, αλωπός [α (είτε επιτατ., είτε στερητ.)
καταστρέφω, εξολοθρεύω,
+ λώπη, διότι
φονεύω, χάνω, τελειώνω, χάνομαι, αποθνήσκω, αφανίζομαι.
τον μεν χειμώνα φέρει εντυπωmακή γούνα (λώπη), το δε
ολλύω,
θέρος την αποβάλλει εντελώς]- η αλεπού.
ολλυνέομαι,
ολόμενος (μετοχή
αορ.
του όλλυμι),
ολοός, ολός, ολοιός, ολοόφρων (φρην), ολώϊος, ολοοίτροχος,
αλεπού (η ρίζα του
λώπη από το λέπω), αλεπού δα, αλεπουδάκι, αλεπούδι, αλεπο
ολοίτροχος, ολότροχος, ούλος (ο>ου), ούλιος, ουλοβάται,
,
ουλοόφρων,
Αλεπόσπιτα, αλωπού, αλουπού, αλεπουδιά, αλεπουδιά ρης,
ουλόθυμος,
ουλοχύται(χέω),
ολόθρευmς
ουλή,
ουλοχυτέομαι,
(θρέομαι),
εξολόθρευmς,
ουλόμενος, ουλαί,
ολοθρεύω,
εξολοθρευτής,
ολέσκω
ούλη μα, ολαί,
εξολοθρεύω,
(ολέσω
μέλλ.
του
όλλυμι), ολέτης, ολετήρ, ολεσήνωρ (ανήρ), ολέκω, ολεσίθηρ,
αλεπ-,
αλέπα,
αλεποχώρι,
αλέπακας,
αλεπούνα,
αλεπουδέρα (δέρμα),
αλεπάκι,
αλέπαρος,
αλεπίτσα,
αλέπουδος,
αλεπός, αλουπός,
αλωπεκάω, αλωπεκίζω, αλωπέκειος,
αλωπεκέη, αλωπεκή, αλωπεκίασις, αλωπεκία, αλωπεκίας,
αλωπεκίς, κυναλώπηξ (κυν), αλωπεκισμός.
ολεσι-, ολέθριος (σ>θ), όλεθρος, ολέθρευmς, ώλεmς (ώλεσα, αόρ. του όλλυμι), ωλεσι-, λωλός (ώ-λωλα, πρκμ. του όλλυμι,
λόφος [λέπω, λοπάω (π>φ)]- κυρίως ο αυχένας υποζυγίων
και τώρα λέμε «τα έχασε»), λωλάδα, λωλαίνω, λώλαμα,
κτηνών, επειδή ο ζυγός στηρίζεται σ' αυτόν και τον απολέπει
λωλαμός, λωλαμάρα, λωλαγγρίζω (αΥΥρίζω), πανωλεθρία
και κατά γενίκευση, επί ίππου, η χαίτη, λόφος περικεφαλαίας,
(πας, παν), πανωλέθριος, πανώλεθρος, πανώλεια, πανώλης,
ο λόφος βουνού, ράχη.
πανωλία, πανώλη, πανωλικός.
λοφίον, λοφίας,
λοφάω, λοφίς, λοφείον, λόφη, λοφιά,
λοφίζω, λοφιήτης, λοφόομαι, λοφορρώξ
(ρωξ). απόλλυμι [από
+
όλλυμι]- όλλυμι.
απολωλός
(απόλωλα,
πεθαμένος,
Απόλλων
απεδίδετο
στα
Απολλόδωρος, Απολλωνίεια, Απολλώνιον,
πρκμ. (ο
αγανά
του
αιφνίδιος του
Απολλώνειον,
απώλεια,
απόλλυμαι)-
χαμένος,
τραχήλου
ανδρών
λουφάζω.
(Δωρ.),
(ω>ου), λούφα, λουφάρω, λουφάρισμα, λουφαχτός, λούφρα,
θάνατος
βέλη),
Απολλοδώρειος, Απολλωνιακός,
απόλλω, των
Απέλλων
Απολλώνεια, Απολλώνιος,
Απολλωνία,
Απολλώνια,
λωφάω [βλ. λόφος, μεταφ. από τα υποζύγια κτήνη, «από του το
άχθος
αποθέσθαι»
Ησύχ.,
(ο>ω)]-
παύομαι,
λώφαρ, λώφημα, λώφησις, λωφήιος, λουφάζω
λουφατζής, λουφαδόρος.
Απολλωνιάς,
Απολλωνίσκος,
Ρίζα ι (δασ.)
>
κιν-
Απολλωνο-.
κιχάνω [Στον Όμηρο όπως το ίκω, βλ. ίημι και ίκω. Είτε με αναγραμματισμό από το ίκω (κίω) είτε από το ίκω
το
γ
βλ. ίημι)
>
κίκω
>
>
γίκω (για
κιχάνω (γ>κ, κ>χ)]- καταφθάνω,
39 φθάνω, προφθάνω, ruγχάνω, συναντώ, ευρίσκω.
κίκω (βλ., κιχάνω)- έχω φθάσει, πέμπω, απετίναξαν)- ισχύω,
κίκυς- δύναμη, ακμή,
στύλος, κίονας, κιονίς, κιονίσκος,
κίχησις,
κικύω (απέκιξαν
=
κιθαρίστρια,
κιθαριστύς,
κιθαρωδός
(άδω),
κιθαρωδία,
κίθαρος.
κίων (κί-κυς)
κιονίτης, κιονο-, κίω
πορεύομαι, πηγαίνω, έρχομαι.
( =
καινός [κινέω παράδοξος,
νεωτερίζω), ι>αι]- νέος, πρόσφατος,
απροσδόκητος.
καινώς,
καινίζω,
καίνηmς,
ανακαινίζω, ανακαίνησις, καινισμός, καινιστής, καινότης, κινέω, κινώ [βλ. κίω, κιχάνω, το ν προ δήλωση νοός]- κάνω κάτι να κινηθεί, κινώ
ή
μετακινώ κάτι από την θέση του,
μεταβάλλω, νεωτερίζω, παράγω, προξενώ, αρχίζω, προκαλώ. κίνησις,
κίνητρον,
κινητιάω,
κίνηθρον,
κινητικός,
κίνημα,
κινητός,
κινητήρ,
κινούρης
καινοτομία,
(έργον),
καινοτόμος,
καινουργής,
καινόω,
καίνωσις,
εγκαινίζω,
καινούργιος
εγκαινιάζω,
εγκαίνια,
εγκαινισμός, εγκαινιασμός, εγκαίνισμα.
κινητής,
(ουρά),
κίνυμαι,
οκνέω [α (αρνητ., α>ο)
+
κινέω]- αποφεύγω, διστάζω, δεν
κινέομαι, κινύσσομαι, κίνυγμα, κιναχύρα (άχυρο), κινηθμός,
αποτολμώ, τεμπελιάζω, επί φόβου
κινάθισμα, κιναθισμός, κιναθίζω, κινάω, ξεκινάω, εκκινώ
οκνηρός, οκναλέος, οκνώδης, όκνος, οκνία, οκνηρία.
ή
αισχύνης, επί δειλίας.
(εν, VΚ>ΚΚ), εκκίνηmς.
χνόη, χνοίη [κινέω> κνέη
+
κίναιδος [κινώ
αιδώς]- αισχρός, καταπύγων, κακοήθης.
>
ΧVόη (κ>χ, ε>ο )]- η χοινικίς του
τροχού δια της οποίας εισέρχεται ο άξονας αμάξης, άρθρωση.
κιναιδία, κιναιδεύομαι, κιναιδεία, κιναιδιαίος, κιναιδίζομαι, κιναίδιον, κιναίδισμα, κιναιδώδης.
κουνώ
[κινώ
κωνώ
>
(αφωμίωση)
>
κουνώ
(ω>ου)],
κουνάω, κούνημα, κουνήτρα, κούνια, κουνιέμαι, κουνιστός,
κίναδος [κινώ
+ άδην]-
η αλεπού (κινείται συνεχώς), θηρίο,
τέρας. κιναδεύς, κνώδαλον.
κουνίστρα, κουνάμενος, κουνάβι (βί-ος, κινείται συνεχώς), κουναβόσκυλο,
κούνα,
κούνι,
σκουντάω,
σκουντώ,
σκούντημα, σκουντιά, σκουντρώ, σκουντράω.
+
κινδυνεύω [κινώ
δύνω
( = πηγαίνω
μέσα σε
... )]-
είμαι
τολμηρός, τολμώ, ρίπτομαι σε κίνδυνο, εκτίθεμαι σε κίνδυνο. κίνδυνος,
κίνδυν,
κινδύνευμα,
επικινδυνότης,
κινδυνευτής,
παρακινδυνεύω,
επικίνδυνος,
παρακινδυνευμένος,
διακινδυνεύω.
λίκνον λίκμηση
[λα,
λι (επιτατ.)
του
σίτου,
η
+
κινώ]-
ευρύ κάνιστρο προς
κούνια.
λικμάω,
λίκμηmς,
λικμητήριον, λικμητηρίς, λικμητής, λικνιστής, λικμητός,
λικμητήρ,
λικμήτωρ,
λικνίζω,
λικνιτής,
λικμός,
λικμάς,
λικμαίος, λιχνίζω (Κ>χ), λίχνισμα, λιχνηστήρι, λιχνιστής.
+
σκίναξ [κινώ
άξω (άγω )]- ταχύς, ευκίνητος, πηδηχτός,
λαγωός. κίνδαξ. κνώδαξ [κινώ
+ δάκνω]-
μαλκίω, κέντρα επί των οποίων στρέφεται
κάτι. κνωδακίζω, κνωδάκιον.
+ οδόντος (γεν.
κνώδων [γεν. κνώδοντος, κινώ
του οδούς)]
>
κνησέρα (τ>σ)
>
κρησέρα
κρησάρα,
κρησερίτης.
γίγΥλυμος
[κινώ
+
γλύμ-μα
(γλύφω)
>
κίνΥλυμος
>
τρόπος
φιλήματος.
γιγγλυμόομαι
γιγΥλυμός,
γιγγλυμώδης, γιγγλυμοειδής, γιγγλυμωτός.
+
χίμαιρα [κί-ω (κ>χ)
τρέμω
ακτίνα
τροχού,
από
ψύχος]
μάλα (λ>ρ), κινείται συνεχώς όταν
σώμα κατσίκας. χίμαρος, χιμαίριος, χιμαιρίς.
κνάω, κνή [κινάω, συνεχής κίνηση]- αποξέω, ξύω, ξύνω,
πόδι
(όπως, ψάθω
κνιδάω,
καθίσματος.
κνημαίος,
κνημιαίος, κνημίς, κνημός, κνημόω, κνημίδα, κνημοδέτης, περικνημίδα.
-
τσουκνίδα
κνυζόω,
κνήθω, κναδάλλω
ψαθάλλω), κνίζω (α>ι), κνίσμα, κνίς, κνίδη,
αντιμετάθεση), λιγνύς
λιγνίτης,
κνήμη [κίνημα]- το μέρος μεταξύ του γόνατος και των
(κνίδουσα
κνισμός, (λι,
κνύμα,
>
σουκνίδα
κνίδωmς,
επιτατ.,
κνέωρον
κ>γ), (α>ε),
κνύω
>
τσουκνίδα,
(α>υ),
κνύζα,
λιγνό εις,
λιγνώδης,
κνηθιάω,
κνηστιάω,
κνησιάω, κνήσμα, κνησμός, κνήmς, κνη στή ρ, κνηστικός, κνήστις, κνηστός, κνήστρον, κνηστίς, κνήφη.
κνάπτω
[κινέω
+
άπτω,
διότι
δια
των
δακτύλων
κατεργάζεται το μαλλί]- ξαίνω ή λαναρίζω έρια, λευκαίνω
κίλλης [κιν-ώ
> κίν-λης > κίλλης (νλ>λλ)]-
όνος. κιλλακτήρ
(άγω, ακτός), κίλλαι, κιλλός, κίλλουρος (ουρά), κιλλίβας
(βαίνω).
ύφασμα, επί βασανιστηρίου, σπαράζω, κατασχίζω. κνάφαλλον (π>φ),
κνέφαλλον,
κναφαλώδης,
κναφήιον,
κναφείον,
κναφεύς, κνάφος, κνάψις, κνήφη, γνάπτω (κ>γ), γνάπτωρ, γνάφαλλον, γναφείον, γναφεύς, γναφεύω, γνάφος, γνάφω,
κίγκλος [κιν-ώ
+
κώλος> κινκωλος
>
κίνκλος
>
κίγκλος
(ν>γ)]- σουσουράδα, σεισοπυγίς. κιγκλίς [κινώ δικαστηρίου κάγκελο.
κίω,
μάλκιος, μάλκη, μαργώνω
γαργαλίζω ή προξενώ κνησμό, φαγούρα.
γίγΥλυμος (κ>γ, νΥ>γγ , βλ. κιχάνω)]- άρθρωση, κλείδωση,
σφυρών,
+
βόσκει]- κατσίκα, τέρας έχον κεφαλή λέοντος, ουρά όφεως και
(ν>λ>ρ)]- κόσκινο, σίτα, λεπτό αλιευτικό δίκru.
σύνδεσμος,
[μάλα
(λ>ρ, κ>γ).
δύο προέχοντα δόντια στην λόγχη του δόρατος. κρησέρα [κινητήρ> κινητέρα
μαλκιάω
ναρκώνομαι εκ ψύχους, παγώνω.
ή
+ κλείω,
χναύω [κνάω, κ>χ]- κνάω, τρώγω, ξετmμπώ, τρώγω ολίγον
βλ. κίγκλος]- η κιγκλιδωτή πύλη του
του βουλευτηρίου, επί ειρκτής, δέσμευση,
κιγκλιδώνω, κιγκλίδα, κιγκλίδωμα, κιγκλιδωτός,
κάγκελο ς (ι>α), κάγκελλος, καγκελλάριος, καγκελοειδώς, καγκελωτός,καγκελώνω. κιθάρα [κί-ω
ή φόρμιγγος. κιθάρισμα,
κατ'
ολίγον.
χναύμα,
χναυρός,
χναυστικός,
χναύων,
χαυνώνες (μετάθεση), χνόος (α>ο), χνούς, χνούδι, χνόϊος,
χνοώδης, χνοάζω, χνοάω, χνοΤζομαι, λάχνη (λα, επιτατ.), λαχνήεις, λαχνόγυιος (γυίον), λάχνος, λαχνόομαι, λάχνωσις,
λήνος (λάχνη, με αποβολή του Χ, α>η)- το μαλλί, λανάρα, λαναρίζω, λημνίσκος (ν>μν).
+ χαρά (χ>θ, όπως κνάω -
θνάω)]- είδος λύρας
κίθαρις, κιθαρίζω, κιθαρισμός, κιθάριmς, κιθαριστήριος,
γνάψις, γναφάλιον, γνέθω (Υνάφω, α>ε, φ>θ), γνέσιμο, γνέμα.
κιθαριστής,
κιθαριστρίς,
λάmος [λάχνη
( =
τρίχες άγριου ζώου, φύλλωμα), χ>σ]
δασύς, δασύτριχος, πυκνόμαλλος, πυκνόδενδρος, θαμνώδης. λάσιος, λασιότης, λασιών, λαmο-, λαm-, Λέσβος [λάmος
>
40 λάσμος
λέσβος
>
φαίνεται
από
(α>ε,
το
μ>β),
ήταν
απολιθωμένο
πυκνόδενδρη,
δάσος
της],
όπως
Λεσβιάζω,
λιτότητας της ενδύσεως των Ελλήνων. χλιδένομαι, χλιδανός, χλιδάω, χλίδος, χλίδημα, χλίδων, χλίδωσις.
Λεσβίζω, Λεσβίς, Λέσβιος, λεσβιασμός, λεσβία, λεσβιακός. άχνη [α (επιτατ.) δασύς [λάmος, λ>δ]- ο έχων επιφάνεια πυκνότριχη, δασεία, τριχώδης, πυκνόφυλλος, θαμνώδης, τραχύς, πυκνός, ο έχων
πράγμα,
το
επιφάνεια.
+ ΧVόoς (λάχνη)]-
λεπτό
άχυρο,
κάθε
κάθε ελαφρό και λεπτό
τι
που
ανεβαίνει
στην
άχνην, αχνώδης, άχνα, αχνά, αχνάδα, αχνένιος,
δασύ πνεύμα. δασεία, δασυ-, δασύτης, δασύνω, Δασύλλιος,
αχνιά, αχνιάζω, αχνίζω, άχνισμα, αχνιστός, αχνός, αχνο-,
δάσυμα, δασυσμός, δαυλός (δασύς
δαυλός)
καταχνιά, αχλύς (ν>λ)- γνόφος, ζόφος, θόλωση αέρος μεταξύ
(κο μέω ),
νέφους και
πυκνός,
δάσος,
δασύλλιον,
δασυλός
>
δασο-,
>
δασοκό μος
δασοπόνος (πονέω).
λανθάνω
ομίχλης.
αχλύω,
αχλύνω,
αχλυόω,
αχλυόεις,
αχλυώδης.
[μέλλ.
λασ-ώ, πρκμ.
λέ-λασ-ται αόρ.
έ-λησ-α
(α>η), αλλά και λησ-μονώ, μέλλ. λήσ-ω. Φαίνεται ρίζα λασ
( =
(σ>θ). Από το λάσ-ιος
πυκνόδενδρος, θαμνώδης και εξ
αυτού τα δασύς και δάσος). Ανέκαθεν το δάσος ήταν και είναι
ομίχλη (δασ.) [ομού ομιχλόομαι,
+
αχλύς
ομιχλήεις,
>
ομάχλη
ομίχλη (α>ι)],
>
ομιχλώδης,
μούχλα( ο-μού),
μουχλιάζω, μούχλας, μούχλιασμα, μούχλιος, μουχρός (λ>ρ), μούχρωμα, μουχρώνω, μουχός.
τόπος προς διαφυγή και απόκρυψη ανθρώπων και ζώων]- μένω κρυμμένος,
άγνωστος,
κνίσα, κνίση [ά-χνη, χ>κ]- λιπαρός ατμός ή αΧVός, η οσμή
αόρατος, απαρατήρητο ς, λησμονώ, αφήνω κάτι να με διαφύγει,
διαφεύγω
ψημένου κρέατος, το προξενούν την οσμή και τον ατμόν
λησμονώ επίτηδες,
την
προσοχή,
παρέρχομαι.
διαμένω
λάθα,
λήθη,
λαθασμός,
λαθήβης (ήβη), λάθηmς, λάθος, λήθος, λάθριος, λαθραίος, λάθρα,
λάθρη,
λαθραιότης,
λαθι-,
λαθρο-,
λαθεύω,
αυτόν, το λίπος του ιερίου.
κνίσος, κνίσσα, κνισσάω, κνισωτός, τσίκνα (αντιμετάθεση,
λήθαργος (αργέω), λαθαρΥία, ληθάνω, ληθεδανός, ληθεδών,
κνίσα
ληθηκέα (άγω), ληθίδιος, λάθεμα, λήθιος, ληθότης, λήθω,
τσίκνισμα, τσίκνωμα.
λήθομαι,
λήmς,
λασίνος,
λάσθον,
λησμονώ
λήστις,
(μένω),
επιλήσμων,
λησίμβροτος,
λασιδεύς,
λάσθη,
λασθαίνω,
λάσται,
λαστάρνη,
λησμοσύνη,
λήσμων,
λασιτός,
λησμονιά,
λησμονηmά,
λησμονητής,
αλησμονιά,
αλησμονώ, υπολανθάνω, αλάθητος.
αλήθεια
[α
αληθείδιν,
+
(στερ.)
αληθείδιον,
επαληθεύω,
λήθη],
επαλήθευσις,
σίκνα
>
νέφος
αλήθευmς,
αλάθεια,
αληθώς,
αληθεύω,
αληθοσύνη,
αληθότης,
αληθίζομαι, αληθινός.
τσίκνα,
>
[κ-νάπ-τω,
α>ε,
σ>τσ),
τmκνίζω,
π>φ,
ομοιάζει
τσικνώνω,
εντελώς
με
λαναρισμένο μαλλί, «σύννεφα σαν βαμβάκι», «νεφέλαι πόκοις ερίων όμοιαι»]- σύννεφο, όγκος νεφών. νεφόομαι, νέφωσις, νέφωμα,
αληθής,
κνισαλέος, κνισόω, κνισάω,
κνισηρός, κνισήεις, κνισοκόλαξ, κνισός, κνισολειχός (λείχω),
νεφέω,
συννεφέω,
νεφόκαμα
συννεφής,
(καίω),
συννεφειά,
άνεφος,
συννεφιά,
άγνεφος,
συννέφελος,
σύννεφο, συννεφόκαμα, συννεφο-, νεφέλη (αείρω, ρίζα ερ-, ρ>λ, αναφέρεται στα σύννεφα που εγείρονται καθ' ύψος), νεφέλιον,
νεφέλωmς,
νεφεληγερέτης
(αγείρω),
νεφεληγερέτα, νεφεληγερής, νεφεληδόν, νεφελίζω, νεφέλιον, νεφελο-,
Λήδα [λανθάνω, λήθη (θ>δ), διότι λανθάνων (ως κύκνος) ο
νεφελοειδής,
νέφαλος,
νεφελώδης,
νεφέλωμα,
νεφελώνομαι.
Ζεύς επεσκέφθη αυτήν], λήδα, λήδρα. κνέφας [βλ. νέφος]- σκότος, λυκαυγές. ελαχύς [ε (ευφων. ή από α επιτατ.)
+ λανθάνω (ρίζα λασ-,
κνέφος, κνεφάζω,
η
κνεφαίος, κνώψ, σκνιπαίος, σκνιφός, σκνιπός, σκνίφος, κνίψ
ή
και σκνίψ (τmμπάει όταν βραδυάζει), σκνίπα, σκνίφα, κνίφος,
(έ-λαθ-ον), δηλαδή λανθάνων εκ μικρότητος ή
κνιπότης, κνιπόομαι, κνίφω, κνιφιάω, κνιπόω, σκνιπότης
ασημαντότητος]- μικρός, βραχύς, ανάξιος λόγου, πενιχρός,
(σκνίψ, είναι μικρότατη σε όγκο)- μικρολογία, γλισχρότητα,
ευτελής.
φιλαργυρία, σκνιφότης, κνιπία, κνιπεία, κνιπός.
οποία εμφανίζεται στο συγκρ. ε-λάσ-σων). Το Χ από το από το
θ
ελάχιστος,
ελαχός,
ελαχιστάκις,
σ
ελάσσων (βλ.
ελαχύς), ελασσόνως, ελασσόω, ελαττώνω (σσ>ττ), έλαττον, ελάττωσις,
ελαττωτικός,
ελάττων,
ελαττονότης,
ελαττούμαι, ελαττονόομαι, ελαττονάκις, τουλάχιστον
ελάχιστον), λιζόν (ελάσσων> λασσων
( = το
λιζόν, α>ι, σσ>ζ),
>
ελαττονέω, ελάττωμα, ελαττωματικός.
κυρίως
νίφα,
νιφαργής
(αργός
=
Ησύχ. υπάρχει βραχεία συλλαβή προ του σκιά. Κινείται από
χλαμύς
(ν>μ),
την κίνηση του ηλίου, αλλά και μαζί με τον άνθρωπο και το
χλαμύδα, χλανιδουργία (έργον), χλανιδοποιία, χλανίσκος,
ζώο], σκιαγραφέω, σκιαγραφία, σκιαγραφώ, σκιαγράφος,
χλαίνωμα,
από
σκιά, σκιή [κί-ω, φαίνεται ότι λέγονταν και κιά διότι, στον
(έρια).
χλαινόω,
ιμάτιο,
καταιγίδα.
μαλλί
χλαινίζω,
χειμερινό
η πολεμική
στίλβων), νιφοβολία, νιφόεις, νιφάδα, νιφοψυχής (ψύχος), νίφω.
χλαίνα [λάχνη (αναφέρεται επί ερίων), με μετάθεση]- μέγα τετράγωνο
νιφάς [νέφος, ε>ι]- χιόνι που πέφτει σε μεγάλα τεμάχια, μεταφ.,
χλανίς,
χλανίσκιον, χλανίδιον.
σκιάδειον, σκιαδεύς, σκίαινα, σκιαθίς, σκινίς, σκιαδηφόρος (φέρω), σκιαδοφόρος, σκιώδης, σκιοειδής, σκιάεις, σκιόεις,
χλίω
[χλαίνα,
αι>ι]-
είμαι ή γίνομαι θερμός.
χλιαίνω,
σκιάζω, σκιάω, επισκιάζω, σκιαθήρας (θήρα), σκαθήρω,
χλιόεις, χλεμερός (ι>ε), χλιαρός, χλιαρώς, χλιερός, χλιός,
σκαθηρικός,
χλίανmς, χλιαρότης, χλίασμα, χλιάω, χλιώδης,
Σκιάποδες, σκιαρός, σκιερός, σκιωτός, κατάσκιος, σύσκιος
συχλιάζω
σκάθηρος,
σκιόθηρον,
σκιακός,
σκιαμαχέω,
(συν), σκιάς, σκίασμα, σκιασμός, σκιατραφής, σκιατραφία,
(συν), συχλιαίνω, σύχλιος.
σκιατραφίας, σκιατροφέω, σκιατροφία, σκιαυγέω, δάσκιος
χιτών [χ(λ)ίω]- ένδυμα φορούμενο κατάσαρκα, υποκάμισο, θώρακας, ένδυμα.
χιτωνάριον, Χιτώνη, χιτωνία, χιτωνίζω,
χιτώνιον, χιτωνισκάριον, χιτωνίσκιον, χιτωνίσκος.
χλιδή [χλίω]- πολυτελή ενδύματα, πολυτέλεια, λεπτότης, τρυφή,
μαλθακότης,
ηδυπάθεια,
ακολασία,
κοσμήματα.
Άπαντα απαξίες, έναντι των αρετών της σκληραγωγίας και της
(δα,
επιτατ.),
σκίουρος
(ουρά),
σκίρον,
Σκιράς,
Σκιροφόρια (φέρω), Σκίρον, σκύνιον (σκιάνιον
>
Σκίρα,
σκάνιον
>
σκΎVΙOν, α>υ), ήσκιος (α, επιτατ., α>η), ησκιάζω, ησκιάδα, ησκιερός,
ήσκιωμα, ησκιώνω,
ησκιωτικός,
ίσκιος (α>ι),
ίσκιωμα, ισκιώνω.
σκεπάω προφυλάγω.
[σκι-ά
+
επί,
επά-νω]-
καλύπτω,
στεγάζω,
σκεπάζω, σκεπασμός, σκέπασμα, σκεπαστής,
41 σκεπάστρα, σκεπινός, σκεπεινός, σκεπανός, σκέπη, σκεπή,
σκαιοσύνη, σκαιοβούλως, σκαιουργέω (έργον), σκαιουργία,
σκέπας, σκέπαστρο, σκεπαστρήριον, σκέπανον, σκεπόωσις,
σκαιοβατέω.
σκέπωmς, σκεπαστήρι, σκεπαστά, σκεπαστός, Σκεπαστό, καπάκι (ε>α), καπακώνω, καπάκωμα.
σκηνή [σκιά> σκιΑvΉ καλύβα, κατοικία, θεάτρου.
>
σκηνή (ια>η)]- τόπος στεγασμένος,
οικία, ναός, παράπηγμα, η
σκήνημα,
σκηνικεύομαι,
σκηνοβατέω,
σκηνογραφέω,
σκηνεύομαι,
σκηνοπηγέω
σκηνέω,
σκηνάω,
κατασκήνωσις,
Ρίζα ι- (δασ.)
σκηνικός,
σκηνογραφία, (πήγVΥμι),
σκηνωτής,
σκηνίτης,
σκηνή
σκηνικά,
σκηνογράφος,
σκήνυς,
σύσκηνος (συν),
σκήνωμα,
του
> κυ-
( =
κύω, κυέω [ίκω, ι-κά-νω
έρχομαι, φθάνω), α>υ, κίω
(ι>υ). Ο Όμηρος με καθαρή ρίζα κυ- αναφέρει μόνον τά κύ-ω και
κύ-μα.
Το
κύμα
φθάνει
(ίκω),
κινείται
(κίω)
και
εξογκώνεται (κύω). Το δε κύω δηλώνει ότι έρχεται (ίκω) το
σκηνόω,
τέκνο και ότι κινείται (κίω) εντός της εξογκωμένης (κύω,
σκήνωσις,
κύμα) κοιλιάς της μητέρας του]- φέρω εν γαστρί, κυοφορώ,
σκηνούχος
(έχω),
σκηνοθετώ, σκηνοθέτης, σκηνοθεσία.
εγκυμονώ.
κυΤσκομαι,
κύος,
κύημα,
κυηρός,
κύηmς,
κυητήριος, κύουρα (άρω), κύστις, κυστ-, κύστιγξ, κύστιον, κυστε-, κυστο-, κύσθος, κυσιάω, κυσαμένη, κυσολέσχης,
κιβωτός [σ-κεπ-άω, ε>ι, π>β]- ξύλινο κιβώτιο ή θήκη (με καπάκι).
κιβώτιον, κιβώριον, κίβιmς, κιβούρι, Κιβωτός,
κιβωτίδιο, κίβησις, κίββα (βσ>ββ), κίβος, κάβουρας (ε>α),
κυσονίπτης, σκυζάω,
κυσός,
κυσολάκων
εγκυμονώ (εν),
(Λάκων),
έγκυος,
κύαρ,
εγκυμοσύνη,
σκύζα,
κυοφορώ,
κυοφορία.
καβούρι, καβούκι, καφάm, κοφίνι (α>ο), κύβας (ε>ο>υ),
κυβούρι, κύβισις, κύβεσις, κυβησία, κύβελα, κυψέλη (β>ψ), κυψελίς, κυψέλιον, κύψελος, κουβούκλιον (υ>ου,
+ κλείω),
κουβικούλιον.
κύτος [βλ. κύω]- κοίλωμα, κοιλότητα, αγγείο, καλάθι, υδρία, το στήθος, ο θώρακας, το σώμα, αμπάρι πλοίου, το δέρμα. κύτινος, (υ>ου),
κύβος [κύβας, διότι ρίχνονταν μέσα από κέρατο, όπου ήσαν κρυμμένοι και σκεπασμένοι]- το ζάρι, το στερεό σώμα κύβος. κυβεύω,
διακυβεύω,
κύβευμα,
κυβεία,
κυβάζω,
κυτίς,
κυτών,
κουτάκι,
κυτίον,
κούτα,
κυτωρός
κούτελον,
κυβισμός.
σκουντρώ, σκουντράω, σκούντρα, σούτος, σιούτος, πύελος (κύτος, κυέω, κ>π), πυέλιον, πυελίς, πυελώδης.
κύτταρον, κύτταρος [κύστις, στ>ττ]- η κυψέλη κηρήθρας, κοίλωμα εντός του καυλού του κυάμου. κυτταρ-,
κύμβης [κύβας, για το μ, βλ. λαμβάνω]- το κοίλο αγγείο, κυμβίον,
κύμβαλον,
κυμβαλισμός,
κύμβος, κυμβαίον,
κυμβαλίζω,
κυμβαλιστής,
κύββα
κυμβάλιον,
κουτί
κουτρούλης,
κυβάω,
κυβεών, κυβείον, κυβευστήριον, κύβης, κυβευτής, κυβίζω,
ποτήρι, λέμβος, πήρα, ταγάρι, σάκκος.
(ούρος),
κούτρα,
κυτταρικός,
κυτταρίνη,
κύτταρο, κυττάριον,
κυτταρίτις,
κυτταρο-,
κυτταροειδής, κυτο- (α' συνθετικό λέξεων αντί κυτταρο-),
κυτόπλασμα (αντί κυτταρόπλασμα).
(μβ>ββ),
κύπη
(β>π),
κύπελλον, κυπελλίς, κύφος (β>φ), σκύφος, σκύφη, σκύθος
+
κύαθος [κύ-ω, κύ-τος
άτος (άω
=
ακόρεστος), τ>θ]
ποτήρι με το οποίο αντλούσαν οίνο από τον κρατήρα (άδειαζε
(φ>θ), σκύφωμα, σκύφειος, σκυφάριον, σκυφίον, σκυφίδιον,
αμέσως, δηλαδή ακόρεστο), βεντούζα, το κοίλο του χεριού.
κούπα
κυαθίς, κυάθιον, κυάθειον, κυαθίζω.
(υ>ου), γούβα
(άριστος,
στ>σσ,
λέμβων
και
(κ>γ), γκούβα
διότι
ήταν
ποτηριών),
(γ>γκ),
κατάλληλος
κυπάρισσος
για
κυπαρίσσινος,
κατασκευή
κυπαρισσών,
κυπαρίττινος, κυπαρίσσι.
κεύθω [κύστις, κύτος (όπως το πεύmς από το πυνθάνομαι), τ>θ, αόρ. β' κε-κύθω]- καλύπτω εντελώς, αποκρύπτω, περιέχω,
περιλαμβάνω. σκότος [σκιά> σκιατος
σκοτάζω,
σκοτεινιάζω,
σκοτεία,
σκοτία,
σκότος (α>ο)], σκοτάδι, σκοτάω,
>
σκοταίος,
σκοταριά,
σκοτασμός,
σκοτείνιασμα,
σκοτερός,
σκοτεινός,
σκότιος, σκοτεύω, συσκοτάζω, συσκοτασμός, συσκοτίζω, συσκοτόομαι,
συσκότισις,
σκοτίζω,
σκότωμα,
σκοτίτας,
σκοτοδινέω
σκοτοδίνη,
Σκωτία,
σκοτωμός, (δινέω),
σκοτοδινίασις,
σκοτομήνη
(μήνη),
σκοτεύω,
σκοτώνω,
σκοτοδινάω, σκοτοιβόρος
σκοτόμαινα,
σκοτέω,
σκοτίας, σκοτοδινία,
(βιβρώσκω),
σκοτομηνία,
σκότωσις,
σκότισις, σκοιός, σκούρος (ο>ου), σκουραίνω, σκοντάφτω
(άπτω,
π>φ),
σκοντάβω
σκουντουφλώ,
(π>β),
σκόνταμμα
σκουντουφλάω,
κευθήνες,
κίστη
[κεύθω
πίθος [κεύθος (ε>ι)]-
πισάκνα
κέθω
κέθος
>
>
κίσ-τη
(ε>ι,
πιθάκνη,
πιθακνίς,
φιδάκνη
σκοιός
(οι>αι)]-
Επειδή
ο
φιδακνίς, πιθάκνιον,
λύκυθος [λα (επιτατ.)
+
+
λίψ (ψ>ξ)
κρασοπότηρο, (αρύω),
(κ>χ),
=
σπονδή, δ' αυτού γίνονταν
κοτύλη,
κυλίκιον,
κυλίχνιον,
έκπωμα.
κυλικείον,
κυλικηγόρος
(αγορεύω),
κυλιχνίς,
κυλίσκιον,
λάγυνος στάμνα.
[λα
(επιτατ.)
+
κύ-τος
(κ>γ)]-
αφομοίωση του
ατυχής,
ή
το αριστερό μέρος,
απαίmος,
στραβός.
σκαιόθεν,
υγρών,
α, δηλαδή λαγύνι
>
λαγάνι
>
λαγήνι, α>η),
δυσοίωνος,
επιβλαβής, αριστερό χειρ ας, δυσκίνητος, άχαρος, ανεπιτήδειος, σκολιός,
αγγείο
λαγύνι, λάγηνος (μεταγεν., βλ. κύω, πιθανόν από
λαήνι, λαγένι (η>ε), λαγήνι, λαγήνα, λαήνα.
λοξός,
κυλίσκη,
κύλα, κυλάδες, κυλίδες, κυλοιδιάω (οιδάω).
αριστερός, ο κατά το αριστερό χέρι
πλάγιος,
θ>δ),
πιθίσκος,
κύτος, κύαθος]- αγγείο ελαίου,
αριστερά, δηλαδή προς δυσμάς. Εξ αυτών έχουμε τις σημασίες, δυσμάς,
πίθος
βορράν, είχε το αριστερό
δε πτηνά τα ΠΡOμηVΎOντα κακό, πάντοτε φαίνονταν προς τα
προς
>
(π>φ,
μυροθήκη. λυκύθιον, ληκυθίζω, ληκύθιος, ληκυθισμός.
του χέρι προς δυσμάς (όπου δύει ο ήλιος και σκοτεινιάζει), τα
ο
κιβώτιο.
πιθίτης, πιθοιγία (OίγVΥμι), πιθών, πιθώδης, πιθείας, πιθεών.
κυλίχνη
δυσμικός,
θ>σ)]-
πέθος (κ>π, βλ., πύελος)
>
πιθάρι,
(θ>σ),
κυλικήρυτος
οιωνοσκόπος έβλεπε πάντοτε προς
>
πιθάρι.
κύλιξ [κυ-έω
σκότος,
κευθμός,
κιστίδιον, κιστίς, κιστοειδής.
σπονδές]-
[σκιά,
κευθμών,
(πμ>μμ),
σκουντούφλα,
σκουντούφλης, σκουντουφλιάζω.
σκαιός
κευθάνω,
κεύθος.
σκαιότης,
ληνός [λάγηνος
>
λαηνός
>
ληνός]- κάδος, σκάφη, πατητήρι,
ποτίστρα, σορός, νεκροθήκη. ληνεύω, ληνίς.
ληναίος, Λήναια, ληναΤζω,
42 σκύτος [κύτος, κύστις, με πρόταξη του κύστος
σ
ή
κύστις
>
σκύτος με μετάθεση]- δέρμα, βύρσα, πετσί, δέρμα
>
κατεργασμένο, ο φαλλός από δέρμα.
σκυτάλη, σκυταλίας,
σγουρός
[γυρός,
σγουραίνω,
υ>ου]-
σγουρώνω,
κατσαρός,
βοστρυχωτός.
σγουροκέφαλος,
σγουρομάλλης,
σγουρόμαλλος, σγουρωτός, σγούρωμα, σγουρωτός,
σκυταλίζω, σκυταλισμός, σκύταλο, σκυταλόω, σκυτάλιον, σκυταλίς, σκυτάριον (λ>ρ), σκουτάριον (ο>ου), σκουτάρι, Σκούταρι,
Σκουτάρι,
σκυτίης,
σκυτείον,
σκυτίζω,
σκουτάριος, σκυτεύς,
σκύτινος,
σκύτευmς,
σκυτεία,
σκυτοτόμος,
σκυτοδεψέω,
σκυτεύω,
σκυτοτραγέω
αποσπούν το δέρμα από το κεφάλι των εχθρών τους. Εκτός και αν από το σκυθρός), Σκυθία, Σκυθίζω.
άσκαυλος,
+
σκύτος (υ>ο)]- ασκί, τουλούμι, η
ασκωλιάζω
(άλλο μαι,
άλ-μα,
όρχεις,
σβουρίζω,
ζούρλια,
σβούρισμα,
ζουρλαίνω,
ζουρλο-,
γρυπός [γυρτός> γρυτός (υρ>ρυ)
γρυπός (τ>π)]- ο έχων
>
μύτη κυρτωμένη, αέτιο, κεκυρτωμένος.
γρύπτω,
γρυπαίνω,
γρυπαίετος (αετός,
γρυπόομαι,
γρυπαλώπηξ,
οσχεός,
όσχις,
όσχεο,
γυπάριον,
γύπειος,
γύπινος,
γυπίας,
ρ), γύπη,
γύπωνες,
γυπάετος,
γύπας.
οα>ω)
ασκωλίζω, ασκωλιασμός, όσχη (α>ο, κ>χ)- ο θύλακας που τους
υ>ου] ,
γρυπάνιος, γρύπωmς, γρύψ, γύψ (αποβολή του
πηδώ επάνω σε ασκό στην γιορτή των Ασκωλίων, Ασκώλια, περιέχει
γ>β,
ζούρλα,
ζουρνάς (λ>ν, ξετρελαίνει τους χορευτές), ζουρνατζής.
αιετός),
κοιλιά, η γαστήρ. ασκί, ασκόω, άσκωμα, ασκίτης, ασκαύλης (αυλός),
[γυρίζω, (σβ>ζ),
(τρώγω),
σκυτόω, σκύτη, σκύτα, Σκύθης (από την συνήθειά τους να
ασκός [α (επιτατ.)
σβούρα ζουρλός
οσχέομα,
οσχέϊτης, οσχεο-.
κύκλος [κατά το ένα ήμισυ κυρτός (κύ-ω), κατά δε το άλλο κοίλος, δηλαδή κύ-κοιλος κυκλαμιά,
κύμα [βλ. κύω], κυμαίνω, κύμανσις, κυματισμός, κυμάς,
κυκλάς,
κυκλοτερώς,
κύκλιος,
Κυκλοβόρος
κυματοαγής (άγνυμι), κυματωγή,
κυκλόεις,
κυματόω, κυμάτωmς, κυαίνω.
κύκλος], κυκλάζω, κυκλαίνω,
κυκλεύω,
κύκλησις,
κυκλιάζω,
κυματηδόν, κυματόεις, κυματίας, κυματηρός, κυματίζομαι, κυματοπλήξ (πλήττω),
>
κυκλάμινο ς (έχει στρογγυλές βωλοειδής ρίζες), κυκλαμίς, κυκλέω,
κυκλιακός,
κυκλίσκος,
(βιβρώσκω κυκλόθι,
ή
κυκληδόν,
κυκλικός,
κυκλιάς,
κυκλισμός,
βόρβορος),
κυκλόθεν,
κυκλίζω,
κυκλοβορέω,
κύκλωθεν,
κυκλόσε,
κυκλοσοβέω (σοβέω), κυκλοτερής, κυκλότης, κυκλοφορία, κυκλοφορικός,
κόϊλος [βλ. κύ-ω (υ>ο), δηλαδή κό-ϊνος
κυκλφορητικός,
κυκλοφόρητος,
κόϊλος (ν>λ)]
κυκλοφοριακός, κύκλωμα, κυκλώνας, κυκλόω, κυκλώνω,
έχων κοιλότητα, ως επίθετο πλοίων, επί τάφρου, επί τόπου,
Κυκλάδες, κύκλωmς, κυκλωτός, κυκλώπιον (ωψ), Κύκλωψ,
βαθύς, σκεύος, κοιλότητα, το ένδοθεν. κώϊλος (ο>ω), κοίλος,
Κυκλώπειος, Κυκλωπία.
κοίλη,
κοιλαίνω,
κοίλωμα,
κοιλαίος,
κοιλία,
κοίλανσις,
κοιλιά,
κοιλότητα,
>
κοιλασία,
κοιλάς,
κοιλότης,
κοιλόω,
κοιλωπός (ωψ), κοιλοστομία, κοιλόφωνος.
κουκούλα [κυκλόω ο>ου)
κουκούλα
>
κουκουλιάζω, ογκόω [άγαν (α>ο) εκτείνω,
διαστέλλω,
+
κύ-ω, κύμα (υ>ο)]- εγείρω, ιδρύω,
παθ.,
φουσκώνω,
μετά το άγκυρα), ογκύλλομαι, ογκόομαι, ογκώδης, όγκωμα,
=
εξόγκωμα, εξόγκωσις, εξογκώνω, 'ΟΥκα (ογκόω
ιδρύω,
εγείρω, όνομα της Αθηνάς), αγκώνω (ο>α), άγκωμα.
κυρτός [κύω, κύστις (σ>ρ, όπως μίσΥουσαι κυρτούμαι,
εξογκωμένος, κύρτος,
κύρτη,
μιργώσαι)]
-
καμαρωτός. κύρτσος,
κυρταίνω,
κιούρτος,
κυρτεύς,
κυρτία, κυρτόω, κυρτώνω, κύρτωμα, κυρτότης, κυρτών,
κύρτων,
κύρτωσις,
επικάρmος (επί, υ>α, τ>σ)- πλάγιος,
ΣΧΗματίζων γωνία, εγκάρσιος (εν), εγκαρσίως. κυλλός [κυρ-τός
κυρ-λός
>
κυλλός (ρλ>λλ)]- κυρίως με
>
κεκαμμένα πόδια προς τα έξω, χωλός, έχων πόδια βλαμμένα. κυλλόω,
κύλλωμα,
κύλλωmς,
κυλλαίνω,
κύλλαρος,
κυλλόπους (πους), Κυλλήνη, κουλλαίνω (υ>ου).
γυρός
[κυρ-τός,
κ>γ]-
κυρτός,
στρογγυλός.
γύρος,
γυραλέος, γυργαθός (γάστρις, σ>θ), γυργαθώδης, γυρεύω,
γυρίζω, τριγυρίζω (τρις), τριγύρισμα, γύρεμα, γύρα, γύρεμα, γυριmά,
γύρισμα,
γύρω,
γυρτός,
γυροσκοπικός
γυρισμός, γυριστής, γυριστός, γυροφέρνω,
(σκοπέω),
γυροστάτης
γυροσκόπιον,
γυρνώ, (ίστημι),
γυρόμετρο,
γυροβολώ, γυροβολιά, γεροβολιά, γυροβόλι, γυροβόλημα,
γυρολόγος, γυρίνη, γυρίνος, γύρινος, γύριος, γυλιός (ρ>λ, περιστρέφεται σε κυκλικό σχήμα), γύλιος, γυλιαυχήν (αυχήν). γύρις
[γυρός,
γύρος,
από
την
κυκλική
κίνηση
των
μυλοπετρών]- το λεπτότατο του αλεύρου, η άχνη, η γύρη των ανθέων.
γύρη,
γυρίτης,
γυρόω, γύρωmς, γύρωμα.
γύρωθεν,
περιβάλλω)
(λου>ουλ)],
κουκουλίmος,
κουκλούα (υ>ου,
>
κουκούλι
κουκουλάς,
κουκουλώνω,
κουκλώνω,
κατσούλα (κ>τ>τσ).
υπερηφανεύομαι,
μεταφ., τιμώ, μεγαλύνω, aνυψώνω. όγκος (βλ. και το όγκος
κυρτωμένος,
( =
γυρόθεν, γυρόμαντις,
κουλούρα [κύκλος, υ>ου, με αποβολή του δευτέρου κουλούρι,
κουλουράς,
κ],
κουλουριάζω,
κούλουρη,
κουλούρισμα, κουλουριαστά, κουλουρτζής. κλώθω
[κύ-κλωθ-εν,
κύκλος]-
Μοιρών, ορίζω το πεπρωμένο. κλώmς,
κλώσμα,
κλωστήριον,
κλώσκω,
κλώστης,
κλώmμο,
νήθω,
κλωσμάτιον,
κλωστής,
κλωστή,
γνέθω,
επί
των
Κλώθες, Κλωθοί, Κλωθώ, κλωστός,
κλωστήρας,
κλω στή ρ, κλώστρον, κλώστρα,
κλωστοϋφαντουργία.
κύκνος [κύκλος, λ>ν, έχει λαιμό κυρτωμένο]- το πτηνό, αοιδός, ψάλτης (από τους μύθους για το επιθανάτιο άσμα του). κύκνειος, κυκνίτις, κυκνιάς, τσικνιάς (κ>τσ, τmτακισμός,
υ>ι)- ερωδιός. κρίκος
[γυρός
( =
στρογγυλός,
γυρίσματος μεταλλικής ράβδου), κρίκος (γ>κ,
κατασκευάζεται
δηλαδή γυρικός
>
δια
γρικός
>
διότι από το κυρτός παράγεται το γυρός)]
δακτύλιος,
δακτυλίδι,
κόσμημα
μύτης.
κρικέλλι,
κρικέλλιον,
κρίκελλος,
κρικηλασία (ελαύνω),
κρικόομαι,
κρίκωmς,
κρίκωμα,
κρικέλι,
της
κρικέλα,
κρικελοειδής,
κρικοειδής, κρικωτός.
κίρκος [Ο Όμηρος το αναφέρει ως είδος γερακιού. Κατόπιν όπως το κρίκος (ρι>ιρ), κύκλος, δακτύλιος, είδος λύκου. Το πτηνό αυτό φέρει κυρτό ράμφος και κυρτά νύχια], κιρκινέζι, κιρκόω, κίρκινος, κιρκήmα, κιρκηλασία (ελαύνω), κιρκαία, κέρκινος (ι>ε), Κίρκη [περιβαλλομένη από λύκους (βλ. κίρκος
= λύκος) και λέοντες].
43 κέρκος
[κίρκος, ι>ε]- η ουρά ζώων, το
(κυρτωμένο εν στήσει), λαβή. ουρά),
κερκοφόρος,
ανδρικό
μόριο
κερκοπίθηκος (φέρει κυρτή
κέρκωmς,
κερκώπη
(ωψ),
Κέρκωψ,
κυκάω
[κυκλέω
(βλ.
αγκώδης,
απάγκιος,
απάγκειος,
απάγκια,
απαγκειάζω, απαγκιάζω, απαγκιανέμι, αγκών, αγκωνισμός, αγκωνίζω,
αγκωνή,
άγκωμα,
αγκωνάρι,
αγκωνίζω,
αγκωνωτός, αγκώνιασμα.
κεκρωπία (ρκ>κρ), κεκρωπίζω, κεκρώπιος. κυκανάω,
αγκιστρώνω,
κύκνος),
κυκλικώς
άγκυρα
[αγκύλη,
λ>ρ],
αγκυρίζω,
αγκυροβολώ,
συγχύζομαι, πτοούμαι, φοβούμαι.
αγκυρώνω, αγκύρωmς, αγκυρωτός, αγκύριον.
κυκεία, κυκεών, κύκημα,
αγκυροβόλι,
αγκυροβολέω,
ανακατώνω]- μιγVΎω, ανακατώνω, ταράσσω, παθ., συγχέομαι,
αγκυρουχία,
αγκύρωμα,
κυκήθρα, κύκηθρον, κύκησις, κυκητής.
όγκος κόκκος [κυκλικός (υ>ο)
>
κοκλικός
>
κοκικός
κόκκος]- ο
>
της ροδιάς, του κυάμου, της πεύκης, του πρίνου (εκ των
[άγκος,
α>ο]-
μέρος της αιχμής του βέλους, τα
εκατέρωθεν, αγκιστρωτά άκρα.
όγκινος, ογκονίσκος, όγκιον,
ογκίον (βλ. όγκος στο ογκόω).
οποίων παρήγαγαν κόκκινο χρώμα), καταπότιον, κουκούτm, οι
όρχεις
(κοκκωτή),
κόκκαλο ς,
το
γυναικείο
μόριο,
η
κόκκινη
δρυς.
κοκκίζω, κοκκίς, κοκκολογώ, κοκκολογέω,
κόκκων, κοκκωτή, κοκκύαι και
κοκύαι
ζάγλη [ζα (επιτατ.)
κοκκίαmς,
κόκκωνας,
αγκύλος]- δρέπανο προς θερισμό.
οι πρόγονοι, οι
(=
σπόρον θέσαντες), κοκκιδιά, κοκκάρι, κορκάρι, κοκκενίλη,
κοκκιάζω,
+
ζάγκλον, ζαγανάς, ζαγανιάρης.
κοκκωτός,
κουκκίδα
(ο>ου), κουκκίζω, κουκουνάρα, κουκουνάρι.
κυλίνδω [αόρ. ε-κυλί-σθην, από το κυκλέ-ω με αποβολή του δευτέρου
κ,
ε>ι]-
κυλίω
κάτι,
περιπλανώμαι,
μεταφ.,
μηχανώμαι, παρασκευάζω, μεταδίδομαι, διαλαλούμαι.
κυλίω,
κυλινδέω, κύλινδρος, κυλινδρόω, κυλινδήθρα, κυλίνδησις,
κόκκινος
[βλ. κόκκος (πρίνου)], κοκκινίζω,
κοκκηρός,
κυλινδρωτός,
κοκκινάδα, κοκκυγέας, κοκκύΥινος, κοκκινάδι, κοκκυγόω,
καλινδέομαι
κοκκυμηλέα, κοκκύμηλον, κοκκινέλι, κοκκινιά, Κοκκινιά,
(αποβολή του
κοκκινίλα, κοκκινο-.
κατρακυλώ
κόκmνον
+
mYίov
κόσκινον
>
( =
κόσκινο)
(κσ>σκ)],
> KOKKOmvOV >
κοσκινεύω,
κύλισμα,
κυλιστός,
καλινδήθρα,
κυλίστρα,
καλίνδηmς,
αλινδέω
κ), αλίνδω, αλινδήθρα, αλίνδησις, κυλώ, (κατά
κατρακύλιμα, κόσκινο [κόκκος
κύλιmς, (υ>α),
+
λα,
επιτατ.,
κατρακύλισμα,
λ>ρ
),
κατρακύλα,
κατρακυλισιά,
κατρακύλι,
κατρακυλίζω.
κοσκινίζω,
κοσκινάω, κοσκινώ, κοσκίνιmς, κοσκίνισμα, κοσκινιστής, κοσκινιστός, κοσκινο-.
τυλίγω
[κυλίω
τυλιγαδιάζω,
+
(κ>τ)
άγω],
τυλιγάδιασμα,
τύλιγμα,
τυλιχτός,
τυλιγάδι,
περιτυλίγω,
περιτύλιγμα.
κοκκάλια,
κοκάλια,
κωκάλια
(ο>ω)
[κόκκαλος]-
είδος
κοχλία της ξηράς με όστρακο.
κόκαλον, κοκάλα, κοκαλάκι,
κοκάλας,
κοκαλιάζω,
κοκαλιένιος,
κοκάλιασμα,
κοκαλίζω,
ξεκοκαλίζω
κοκαλιάρης,
(ξε-),
κοκάλωμα,
κοκαλώνω.
κοχλίας κόχλος,
μέσα σε κοίλη πέτρα, από άλλη πέτρα στρογγυλή, η οποία συνέθλιβε τους σπόρους κυλιομένη επ' αυτών, βλ. καλινδέω
[κύκλος,
όστρακο,
αλέω [Από πάμπολλα ευρήματα αρχαιοτάτων χρόνων, αλλά ακόμη και σήμερα φαίνεται ότι η άλεση πραγματοποιούνταν
βίδα,
υ>ο,
κάθε
κοχλιώνω,
κ>χ]-
σαλιγκάρι
συνεστραμμένο κοχλιακός,
με
ελικοειδές
ελικοειδώς
κοχλιός,
πράγμα.
χοχλιός
(κ>χ),
κοχλιάριο, χουλιάρι, κοχλιίτιδα, κοχλιοειδής, κοχλιώδης, κοχλίωmς,
κοχλίς,
κοχλίον,
κοχλίδιον,
αλι-νδέω
(ι>ε)]-
αλεσμός,
άλεσις,
αλέθω,
συντρίβω,
άλησις (ε>η),
κοπανίζω.
άλεσμα,
-
καταλέω,
αλέτης,
αλετός,
αλητός, αλερτεύω, αλετρίβανος (τρίβω), αλετρίς, άλειαρ, αλετροπόδιον, αλήθω, άλευρον, αλευρίτης, αλευρόμαντις, αλευρότησις (σείθω, σ>τ).
κοχλιώρυχος
(ορύσσω).
αλοάω [αλέω, ε>ο]- αλωνίζω, πλήττω, περιάγω σε κύκλο όπως τα βόδια αλωνίζουν
κόγχος [κόχλος> κόχος
>
κόχ-χος (έχω)
>
κόγχος (χ>γ)]
κόγχη, κάθε πράγμα όμοιο με όστρακο, κογχύλι, το ανώτερο
το mτάρι.
αλοιάω,
αλόησις,
αλοητής, αλοητός, αλοιητήρ, αλωή (οη>ω), αλωά, αλωεύς, αλωόφυτος, αλάνα.
μέρος του κρανίου, το κοίλωμα του οφθαλμού, η επιγονατίδα. κόγχη, κογχύλιον, κογχύλι, κογχύλη, κογχίτης.
άλως (δασ.) [βλ. αλέω, αλοάω, αλω-ή, η δασεία μάλλον από το
κάλχη [κοχλίας, ο>α, χλ>λχ]- ο κοχλίας της πορφύρας, ο
κ]- αλώνι, ο δίσκος της σελήνης, του ηλίου, ασπίδας,
συνεσπειραμένο φίδι, καλιά πτηνού.
έλικας του κιονοκράνου. καλχαίνω, Κάλχας (μάντης, ο λόγος
ΑλωΤς,
του περιελισσόμενος, βλ. λοξίας, αγκύλος).
αλωαίος,
Αλωαίη,
αλωνία,
αλωΤτης,
άλων, Αλώα, Αλωάς,
αλώνιον,
άλωνα,
αλωεινός,
αλωνάκι,
αλώνι,
αλώϊος,
αλωνάρης,
αλωναριά, αλωναριάζομαι, αλωνάρικος, αλωνάς, αλώνεμα, γογγύλος [κογχύλη, κ>γ, χ>γ )]- στρογγυλός, κυκλοτερής. γόγγυλος,
γογγύλω,
γογγυλίζω,
γογγυλέω,
γογγυλίς,
αλωνεύομαι,
αλωνευτής,
αλωνεύω,
αλωνίζω,
αλώνισμα,
αλωνισμός, αλωνιά, αλωνισιά, ευαλωσία, Ευαλωσία.
γογγύλη, γογγυλώδης, γογγυλο-.
λεαίνω, αγκύλος [άγ-αν
+ κυ-έω, κύκλος
(με αποβολή του δευτέρου
κ), κοίλος (οι>υ]- κυρτωμένος, κυρτός, περιφερής, περί αετού, επί αγκυστροειδών
ή
αρπακτικών δακτύλων, μεταφ., περί
ύφους, σκολιό, περίπλοκο, πανούργος, σοφιστικός.
αγκύλη,
αγκυλέομαι,
αγκυλίς,
αγκυλητός,
αγκυλητόν,
αγκύλον,
αγκυλιστής, αγκυλο-, αγκυλόω, αγκύλωσις, αγκάλη (υ>α),
αγκάς, αγκή, αγκαλίζομαι, αγκάζομαι, άγκαθεν, άγκαλος, αγκαλίς,
αγκαλιδαγωγέω
(άγω),
αγκίλλα,
αγκοίνη (υ>οι,
λ>ν), άγκος (υ>ο), ευάγκεις (οι>ει), ευαγκής (ει>η), άγκιστρο (οι>ι),
αγκίστρι,
αγκιστρεία,
αγκιστρεύω,
αγκιστρόω,
λειαίνω
[βλ.
α-λέ-ω.
Οι
πέτρες
του
μύλου
λειαίνονται από την άλεση, τριβή]- ομαλός στην αφή, τρίβω, κοπανίζω, επί πεδινών τόπων, μεταβάλλω σε σκόνη (αλέω), κάνω αποτρίχωση.
λειο-, λειότης, λειουργός (έργον), λειόω,
λείος, λεία, λείανσις, λέανmς, λεαντήρ, λεάντειρα, λείαξ, λίαξ (ει>ι), λεάζω, λευρός (ε>ευ), λίς- λείο, μαλακό ύφασμα, ακέντητο, λιτί, λίτα, λισσσός (τσ>σσ), λίσσωμα (η από της
κορυφής προς τα κάτω λεία κατάβασις), λίσσωσις, λισσάς, λίσπος,
λίσφος,
λισπόπυγος
(πυγή),
λίστρον,
λίστριον,
λιστρόω, λιστραίνω, λιστρωτός, λισγάριον (γη, γα), λίσγος, λίμα, λιμάρισμα, λιμάρω.
44 λιανός [λεαίνω, λις, εκτός και αν από το λίγος λεπτός, κατακερματισμένος, λεπτομερής.
(λιγανός)]
Ιώ [ίω (υποτακ. του είμι). Η Ήρα την μετέβαλε σε αγελάδα
λιανεύω, λιανίζω,
και της ενέβαλε οίστρο, εξ αιτίας του οποίου έτρεχε (είμι)
λιανικά, λιάνισμα, λιάνωμα, λιανο-, λιώμα, λιώνω, λιώmμο.
συνεχώς]- θυγατέρα του Ινάχου, όνομα της σελήνης στο Άργος (πηγαίνει και έρχεται
λιτός [λις]- απλός, λείος, ολίγος,
ολιγοδάπανος.
ακέντητος, απέριττο ς, μικρός,
λιτο-,
λιτότης,
λιτότητα,
λιτά,
= είμι).
ίον (το δημιούργησε ο Δίας για
να δώσει στην Ιώ, τροφή αντάξιά της)- βιολέτα, μανουσάκι, ιωνία,
ιωνιά,
ιάζω,
ιάτος,
ίονθος (ανθός),
Ιόνιος (η Ιώ
κολύμπησε όλο το πέλαγος, δυτικά της Ηπείρου, το οποίο εξ
λιτοβόρος (βορά).
αυτής ονομάσθηκε έτm), Ιόνιον.
+
ολισθάνω [ο (ευφων.) τρέχω ευκόλως. ολίσθημα,
ολίσθηmς,
ολισθηρότης,
λίσσωμα (σ>θ)]- γλιστρώ, ρέω,
ολισθήεις, ολισθανός, ολισθηρός, ολισθός, όλισθος,
γλιστρώ
ολισθράζω,
(λ>γλ),
ολισθαίνω,
γλιστράω,
γλιστεράδα,
γλιστράδα, γλιστερός, γλίστρημα, γλιστρίδα, γλοιός (ι>οι).
ωλένη [όλισθος, ο>ω, βλ. λε-αίνω, είναι λεία και ολισθαίνει (εξαρθρώνεται)]- το κάτω μέρος του βραχίονα, ο πήχυς, όπως το αγκαλίς.
ωλένιος, ωλενίς, ωλενίτης, Ώλενος (κειμένη επί
της ωλένης
ή
κλιτύος όρους,
των κλιτύων της Ακροπόλεως. Η Κρέουσα καταδιώχτηκε από τον Ίωνα όταν
αποπειράθηκε να τον
δηλητηριάσει (ιός).
Επίσης ο Απόλλων καλούνταν και ιο-βόλος], Ιωνία (τουρκιστί Γιουνάν), Ίωνες, Ιωνοκάμπτης
Ιωνίζω,
Ιάζω,
(κάμπτω),
Ιωνικός,
Ιωνόκυσος
Ιωνίς,
(κυνέω),
Ιωνιάς,
Ίος,
Ιάς,
Ιάονες, Ιαονία, Ιάων, Ιακός, Ιαστί, Ιάστιος.
ωλενόκρανον (κρανίον),
ωλέκρανον, ωλεκρανίζω.
+ ιό-ν (μετοχ.
αιονάω [α (επιτατ.) περιχύνω,
μουσκεύω.
του είμι)
αιόνημα,
+ νάω]- υγραίνω,
αιόνησις,
καταιόνησις,
καταιονισμός, καταιονάω, καταιονίζω.
Ρίζα ιείμι [βλ. ίημι. Το ίημι κυρίως επί ζώων και αψύχων, ενώ το είμι επί της κίνησης των ανθρώπων (πορεύομαι), άνευ του γ (γ
ιά, βλ. ίημι). Υποτακ. ίω]εισέρχομαι, πηγαίνω εις
Ίων [υιός του Απόλλωνα και της Κρεούσης, την οποία αγάπησε ο θεός, όταν είδε αυτήν να συλλέγει άνθη (ίον;) επί
έρχομαι ή πηγαίνω, απέρχομαι, διέρχομαι. ίτω
... ,
εVΙK. προστ.)
(1'
ιώτα, γιώτα
βλ. είμι, υποτάκτ. ιώ, το γράμμα το δειΚVΎOν
-
κίνηση, πορεία, βλ. ίημι. Αποβάλλεται (συγκοπή) στάρι. Μεταβολές,
υ>ι (Μούσα
ρι>ρρ, τι>m, μεταβάλλεται σε ημίφωνο προ των α, ο, ου, κ.λπ. (θηρίον
θεριό), λι>λλ, ρι>ιρ, vι>ιν, Fι>ι, θι>ττ, τι>ττ, κι>σσ,
-
ας πάει, ας γίνει ό,τι θέλει. είσθα- Αιολ. και επικ. β' εVΙK. του
δι>ζ, γι>ζ, χι>σσ, Αναπτύσσεται
είμι. ιέναι- απαρέμφ. του είμι.
-
καπινός, πνίγω
πινίγω).
-
μεταξύ συμφώνων (καπνός
Προστίθεται, μέλας
Παρεμβάλλεται προς μήκυνση (κενός
ιός [είμι, ί-ω, ι-έναι, απέρχεται (είμι) από το τόξο για να
mτάρι
Μοίσα), ει>ι, ε>ι, αι>ι,
-
-
μέλαις.
-
κεινός). Προτάσσεται,
αύω-ιαύω.
εισέλθει (είμι) στον στόχο]- το βέλος, δηλητήριο (διότι άλειφαν τα
βέλη
μ'
αυτό),
νοσογόνος
παράγων
(εισέρχεται
στον
οργανισμό), σκωρία (ιδίως του mδήρου και του χαλκού, επειδή εισέρχεται στο μέταλλο;). ίωσις, ίωση, ιοχέαιρα (χέω
+ αίρω),
αιτέω [α (επιτατ.)
+ ίτω, ίτης, ίτηλος (η>ε)]- απαιτώ, επαιτώ,
ζητώ κάτι, ποθώ, λαμβάνω κάτι ως δεδομένο. αίτημα, αίτημι, αιτήσιος,
αίτησις,
αιτητής,
ιοβολέω, ιοβόλος, ιοβόρος (βιβρώσκω), ιοδόκος (δέχομαι),
αιτιάζομαι,
αιτίαμα,
ιοτόκος (τίκτω),
αιτιατική,
αιτιώδης,
ιοτυπής (τύπτω),
ανίωτος (αν),
ιαφέτης
(αφίημι), Ιόλη (κόρη του περίφημου τοξότη Ευρύτου).
αιτιολογισμός, επαιτέω,
ίτης [βλ. ίτω]- θρασύς, τολμηρός. ιταμότης, επανιτάω (επί (τ>κ),
Ικάριον,
+
επαιτιάζομαι,
ανά), επανιτέον, ίτηλος, Ίκαρος
παραιτέομαι,
Ικαρία,
παριτός, λαίτμα (λα, επιτατ. εξίτηλος,
εξιτηλία,
εξιτητός,
εξιτός,
παριτέον
+ ίτω)-
εξιτήριο ς, ανεξίτηλος,
(παρά),
παριτητέα,
απαιτώ,
παραίτηmς,
αιτιολογία, απαιτητικό ς,
επαιτία,
επαίτια,
αιτία,
αιτιατικός,
αιτίζω,
απαίτησις,
επαίτηmς,
επαίτιος,
αιτητός,
αιτίασις,
αιτιατός,
αιτώ,
επαίτης,
ιτητικός, ιτός, ιταμός,
αιτητικός,
αιτιάομαι,
επαιτεία,
επαιτικός,
επαιτοσύνη,
παραιτητής,
παραιτητός,
παραίτιος, απαραίτητος.
το βάθος της θαλάσσης, εξιτήρια,
εξιτητήρια,
ανεξίτητος,
ειmτήριος,
ειmτητέον, εισιτήρια, ειmτήριο, ειmτητήρια.
ζητέω [διά
+
αιτέω
διαιτέω
>
ζαιτέω (δι>ζ)
>
>
ζητέω
(αι>η)], ζητώ, επιζητώ, ζήτημα, ζήτηmς, ζητητής, ζήτρειον (τόπος όπου τιμωρούνταν δούλοι, καταζητούνταν), ζητιάνος, ζητιανιά, ζήτα ς, ζήτρα, ζήτεια, ζητεύω, ζήτης, ζητησιάρης,
είτα, είτεν [βλ. ίτω (ι>ει, εί-μι)]- ακολούθως, μετά από αυτά, έπειτα, επί ερωτήσεων, και λοιπόν;
και τότε
... ,
και
....
έπειτα (επί), έπειτεν.
ζητιά,
ζητιάνεμα,
συζήτησις,
ζήτουλας,
συζητήσιμος,
ζητουλιάρης,
συζητητής,
συζητώ,
συζητητικός,
αναζητώ, αναζήτηmς, αναζητητέος, καταζητέω, καταζητώ, καταζητούμενος, δίζημαι (διά), διζήμων, δίζησις, διζήτωρ.
έτι [ίτω, ι>ε, είτα
( =
ακολούθως)]- ακόμη, εισέτι.
εισέτι
(εις), προσέτι.
οίσω [είσομαι (ε>ο), μέλλ. του είμι]- μέλλ. του φέρω. οισώ (Δωρ.), οίσομαι, οιστός, οίmς, οισοφάγος, οισοφαγισμός,
ίεmς [ιέ-ναι]- πορεία. επάνεmς.
οιστικός,
οιστέος,
οιστώς,
ανοίσω
(ανά),
ανοιστέος,
ανοιστός, άνοισις, οιστράω (τρύω, υ>α, είτε διότι σπεύδω ιωρός [είμι (ρίζα ι-)
+
ώρα, ούρος]- φύλακας της πόλης (ο
σπεύδων να φυλάξει).
προς τρύση είτε διότι φέρω τρύπανο), οιστρηδόν,
οιστρήεις,
οίστρημα,
οίστρος, οιστρέω,
οιστρηλασία
(ελαύνω),
οιστρηλατέω, οίστρηmς, οιστροπλάνεια (πλάνης). Ιάρδανος
[είμι
(=
πηγαίνω,
έρχομαι,
ρίζα ι-)
+
άρδω]
ποταμός της Ηλείας. Ιάρδανης, Ιορδάνης (α>ο), Ιορδανία.
οίαξ [οίσω, οίmς του πηδαλίου,
το
( = φορά, δοιάκι,
διοίκησης.
οίη ξ
φορτισμένο ηλεκτρικώς άτομο, ιονίζω, ιονισμός, ιονόσφαιρα,
οιάκησις,
οιάκωσις,
ιοντίζω,
οιακονόμος,οιακοφόρος, ύαξ (οι>υ).
ιοντισμός,
ιοντοφορά,
ιοντοφόρησις,
+
πηδάλιο
ιών, ιού σα, ιόν [μετοχ. του είμι], Ιόλαος (οδηγός λαού), ιόν ιοντικός,
(α>η),
κίνηση)
το
οιάκιον,
οιάκισμα,
άγω (άξω )]- η λαβή της κυβέρνησης ή
οιακίζω,
οιακιστής,
οιακηδόν,
οιακονομέω,
ιόντωσις, κατιών, κατίωmς.
ύστερος [οίσω (οι>υ, βλ. ύαξ), δηλαδή αυτός που θα έλθει (διότι ευρίσκεται πίσω),
συγκρ.
άνευ θετικού]- ο κατόπιν
45 ο
ευρισκόμενος
ηλικίας, αξίας
ερχόμενος,
ή ποιότητας.
υστέρημα,
υστέρηmς,
οπίσω,
επί
χρόνου,
βαθμού,
ύστατος, υ στάτιο ς, υστερέω,
υστεριτικός,
υστερίζω,
ύστερα,
υστερο-, καθυστέρηmς, καθυστερημένος, υστέρα (αυτή που
ιάλλω [βλ. ιά εία, εια, ιός (πληθ. ιά), Ιώ, είμι (άπαντα επί
+
κινήσεως)
λαλώ
>
ιάλαλω
ιάλλω (βλ. ελελίζω, ιάλεμος,
>
ιαλία)]- πέμπω, ρίπτω, εκτείνω, εξαποστέλλω, φεύγω, τρέχω. ιαλτός, Ιάλμενος (επιθ. του Άρη), εφιάλλω (επί), φιάλλω.
θα φέρει την ζωή), υστέρη, υστεραλγής (άλγος), υστερικός, ύστερον,
υστερία,
υστερισμός,
υστερικισμός,
υστερινός,
στερνός, υστερνός, στερνοπαίδι, στερνοπούλι.
ιά [βλ. είμι (ρίζα ι-), προστακ. ί-θι, υποτακ. ί-ω. Το α προς ένταση της φωνής (βλ. ίημι, άγω). Ιά επιφώνημα προς προτροπή επί
μαχομένων,
ια-χή
κραυγή
αίολος
επί
μαχομένων
προσερχομένων, KΥVών, θηρατών, μέχρι και τώρα «γ-ιάα»]
ιυγμός,
ιύζω,
ιύκτης,
ίυγξ,
ιαυοί
(ευοί),
Ίακχος,
Ιακχάζω, Ιακχαίος, Ιακχείον, Ιάκχα, ιάκχιος, ιή (α>η), ιαί, ιού (α>ου), ιώ (ου>ω), ι13 (α>υ), ιάλεμος (λέγω), ιήλεμος, ιαλία,
ιαλεμίζω, ιαλεμέω, ιαλεμίστρια, Ιοκάστη (α>ο,
πάστη, π>κ).
(επιτατ.)
ταχέως,
+
ιάλλω
(μέλλ.
ευκίνητος,
στίλβων, ποικίλος, στικτός,
ιαλώ,
ορμητικός,
άστατος,
α>ο )]-
ο
απαστράπτων,
δόλιος, ευμετάβολος,
πανούργος, ολισθηρός. Αίολος, Αιολεύς, αιολάομαι, αιολίζω, αιολέω, αιόλησις,
αιολία, αιολο-, αιέλουρος (ο>ε, ουρά),
αίλουρος, αιλουροειδή.
βοή, ιωή, φωνή, κραυγή. ιάζω, ίαθος (θόος), ιαθενεί (θένω), ιακχέω (καχάζω), ιακχή, ιαχή, ιάχημα, ιάχω, ιυγοί (α>υ, ργ),
[α
κινούμενος
ιάπτω [είμι (ρίζα ι-)
+
άπτω]- πέμπω, ρίπτω, όπως το
κόπτεσθαι, βλάπτω, προσβάλλω κάποιον δια λόγων, ορμώ. Ιάπυξ (άγω, άξω, α>υ), Ιάπυγες, Ιήπυγες, Ιαπυγία, Ιαπετός (έπεμψε
σε
(π>β>μβ)-
πολλά
μέρη
απογόνους),
πους
τον
μετρικός
σκωπτικοί ποιητές (ιάπτω
προϊάπτω,
οποίο
ίαμβος
μεταχειρίσθηκαν
= προσβάλλω δια λόγων),
οι
υβριστικό
ποίημα, ιαμβείος, ιαμβικός, ιαμβίζω, ιαμβιάζω, ιαμβύλος.
ιήϊος [ιή ή ιή παιών
= κραυγή επικλήσεως προς Απόλλωνα,
βλ. ιά]- επίθετο του Απόλλωνα, θλιβερός, οικτρός, λυπηρός.
ίπτομαι
[ιάπτω]-
βλάπτω, πιέζω.
ίπος,
ιπόω,
ίπωσις,
ιπωτήριον, ίπνη, ιψ (ίψ-ομαι, μέλλ. του ίπτομαι)- σκώληξ καταστρέφων κέρατα και ξύλα. ιξ (ψ>ξ), ιξός, ιξόω, ιξεύω,
ιάομαι [ιήϊος (το ιή από το ιά), θεός της ιατρικής]- ιατρεύω, θεραπεύω.
ιαίνω, ιηδών, ίαμα, ίημα, ιαματουργέω (έργον),
ίαmς, ιάmμος, ιαmώνη, ιάσμη, ίασμος, γιασεμί, ιασμέλαιον,
ιξοβολέω, ιξοβόλος, ιξευτής, ιξοεργός, ιξευτήρ, ιξεύτρια, ιξοφόρος, ξόβεργα,
ιξία,
ιξύδης
ίκταρ (π>κ)-
(είδος,
αντί ιξώδης,
ω>υ),
ιξίνη,
με ένα κτύπημα, ευθέως, ταχέως,
Ιασώ, ιάτειρα, ιήτειρα, ιάτωρ, ιάτης, ιατήρ, ιητήρ, ιατρός,
αμέσως, ομού, εν τω άμα, επί τόπου, πλησίον, εγγύς, το αιδοίον
γιατρός, γιατρεύω, γιατρικό, ιατήριον, ιητήριον, ιατικός,
της γυναικός.
ιαματικός, ιατρεία,
ιατορία,
ιατρείη,
ιητορίη,
ιατρεύω,
ιατρική,
ιατρείον,
ιατός,
ιάτρευmς,
ιάτρευμα,
ιάτρεια,
ιάτραινα, ιατρίνη.
οίμος [είμι, ε>ο]- οδός, δρόμος, ατραπός, σειρά, έλασμα, λωρίδα, μέρος γης, χώρα, ο τρόπος, το μέλος.
οίμα, οίμημα,
οιμάω, οίμη, προοίμιον, προοιμιάζομαι, φροιμιάζομαι (βλ. ανία [αν (αρνητ.) στενοχώρια. ανίατος,
+ ιά-ομαι]-
θλίψη, πόνος, λύπη, ανησυχία,
ανιάζω, ανία μα, ανιαρό ς, ανιάω, ανιάομαι,
άνιος,
ανιατρεύω,
ανίατρος,
ανήνιος,
φρουρός),
Ινώ
αίθε, είθε (α>ε) [α (ευχητικό, προτρεπτικό, βλ. άλφα)
= ας γίνει]-
επί ευχής.
+ ίτω
προτρεπτικό, προστακτικό προς πορεία.
[ίναι,
απαρεμφ.
(και
+
+ αν),
(υποτακ. του είμι)]
ην (συνηρ. εάν), αν (η>α), κάν
αν), είπερ (περ), είτε (τε), αίτε, ή
και
Ισθμόθι,
είμι,
+
θλίψη.
ή
θαλάσσης,
πηγαίνω).
Ίσθμια, Ισθμιακός, Ισθμικός, Ισθμόθεν,
Ισθμώ,
Ισθμοί,
ί-ω (υποτακ. του
αγανακτήσεως, όταν περισπάται σημαίνει,
+
όϊς [ο (αθροιστικό) μαζί]-
είτε επί των αποτελεσμάτων αυτών]- επιφώνημα
θαυμασμού
της
Ισθμιάζω,
Ισθμιακά,
Ισθμιάς,
ηέ (ει>η)
αγωνία επί εκβάσεως ή εξελίξεως, καλών ή κακών
γεγονότων
θεά
= έρχο μαι ή
Ισθμιαστής.
διαζευκτικός και συγκριτικός σύνδεσμος, σημαίνει και άλλως. αί [α (επί θαυμασμού, αγανακτήσεως)
είμι]-
μεταξύ δύο θαλασσών (όχ; η διώρυγα όπως
εννοείται τώρα). υποθετικό μόριο. εάν (ει
προοιμιακός,
ισθμός [ίησθα, υποτακ. του είμι]- λαιμός, στενή διάβαση, λαιμός γης
+ ί-ω
του
προστάτιδα των ναυτιλο μένων ( είμι
άϊ και άϊντε και άντε (ίτω, ίτε)
αι, ει (α>ε) [α (στερ. επί απορίας)
προοιμιάζω,
ανάνιος,
ανιώδης, ευάνιος.
(τ>θ)
φροιμιαστέον,
προοιμιώδης, προοιμιαστικός, προοιμιαστέον.
το
οιοπολέω, Οιάτις,
πρόβατο. οίϊς,
όα,
Οιάται,
οισπώτης
(πάτος
είμι (ρίζα ι-), διότι πορεύονται όλα
όϊος, ώα
οιάτειος,
=
οιοφάγος,
(ο>ω), οίεος,
αφόδευμα),
οιοπόλος
ούγια
(πολέω),
(ω>ου),
οέα,
ωάς,
οιοχίτων,
οισύπη,
οίσπη,
οία,
οιωτός,
οίσυπος,
οισύπειος, οισυπηρός, οισύπις, Οίτη (όϊς).
αιαί, αιάζω, αίαγμα (άγω), αιαγμός, αιακτός, Αίας
(από τα παθήματά του),
αίασμα,
αινός- δεινός, φοβερός,
σκληρός, τρομερός, επαινός (επί), Ιανός (αινός
>
ιανός ή αι
ανός ή από το ιά)- θεός πολέμου και ειρήνης, Ιανουάριος.
οι, οιοί, οιοιοί [ο (σχετλιαστικό) ή
+ είμι (ρίζα ι- ),
επί αφίξεως
προσμονής κακού]- επιφώνημα άλγους, λύπης, οίκτου,
εκπλήξεως, όπως το αχ.
οίμοι(μοι), συνοίμιος, οιμωγμός
(άγω), οιμωγή, οίμωγμα, οιμώζω (γι>ζ), οίμωζε, συνοιμώζω, αίφνης
[αί
+
εξαίφνης,
οιμωκτί, οίμωξις, οιμωκτία, οιμωξία, οιμωκτός, οιμώσσω
αιφνιδίως, αιφνηδίς, αιφνηδόν, αιφνιδιάζω, αιφνιδιασμός,
φαίνω]-
εξαίφνης,
αιφνιδίως.
(ζ>σσ), οιμώξαρα (άρα), οϊμέ, οίτος, οιτόλινος, οίζω, όϊζω,
αιφνίδιος, αφνίδιος, άφνω, έξαφνα, εξάφνης,
εξαιφνίδιος,
εξαπίνης
ξαφνικός, (φ>π),
ξαφνιάζω,
δυσοίζω (δυσ-), οΤζιος, οϊζηρός, οιζυρός, οϊζής, οιζύς, οϊζύω,
εξαπίναιος,
οίω, οίη μα, οίηmς, οικτός (βλ. οίκτος), όϊομαι, οιηματίας,
εξαπιναίος, εξάπινα, απίνης. εία,
έϊα
[βλ.
είθε,
αι,
οιησι-, όϊω, οιώ, οίομαι.
ιά,
αί
(α>ε)]-
επιφώνημα
παρακελευσματικό, προτρεπτικό, εμπρός, έλα λοιπόν. έγια (<<έγια μόλα, έγια λέσσα» ).
ειάζω,
οίκτος [ο, οι (σχετλιαστικά)
+ έχω (ανέχω,
συμπάθεια, θρήνος, αντικείμενο οίκτου. οικτίρω,
οικτίρμων,
οικτίρρω,
ανεκτός)]- λύπη,
οικτίζω, οικτείρω,
οίκτισμα,
οικτοσύνη, οικτιρίζω, οικτρός, οικτρότης.
οικτισμός,
46 +
αλλοίμονο [αλλά
οίμοι], αλλοί, αλλοιά, αλίμονο, αλί,
=
θυάω [θύω περίοδο
αλιά, αλήμονο.
μαίνομαι]-
επί θηλέων χοίρων κατά την
της οχείας (ζευγαρώματος).
συς
[θ>σ,
αλλά και
ταχύτατος (θύω), όταν θηρεύεται]- κυρίως ο άγριος χοίρος, επί ιθύω
[ίθ-ι, προστακ.
του είμι]- πορεύομαι κατ'
ευθείαν,
σπεύδω, ορμώ προς τα εμπρός, προθυμοποιούμαι. ιθύς, ιθέως,
κάπρου, επί κατοικίδιου χοίρου, θαλάσmος ιχθύς, ύσΥη, συάς, σύαγρος (άγρα), συάγρειος,
συαγρεσία,
σύαινα,
σύαγχος
ιθύνω, ιθαγενής (γένος), ιθαγένεια, ιθαίνω, Ιθάκη, θιάκι,
(άγχω), συοβαύβαλος (βαυβαλίζω), συβαύβαλος, συάκιον,
ίθανα, ίθαρ, είθαρ, ιθαρός, Ιθάς, ιθείη, ιθή, ιθίτας, ίθμα,
σύειος,
Συοβοιωτοί
(Βοιωτός),
συφεός,
συφιών,
συφορβέω
ιθυπτίων
(πέτομαι),
(ίαμβος,
α>υ),
ιθυντήριος, ιθύτονος
ιθυκτίων
ίθυνσις,
ιθυμαχέω,
ιθύντατα,
ιθύρροπος
(τείνω),
(π>κ),
(ροπή),
ιθυτενής,
ίθυμβος
ιθυντής,
ιθυντήρ,
ιθυσκόλιος
ιθυτένια,
(σκολιός),
ιθύτης,
ιθυτμής
(τέμνω), ιθύτομος, ιθύφαλλος, ιθών, ιθυωρίη (ορώ).
= ισάζω,
ιτέη, ιτέα, ιτείη [ιθύω (θ>τ), ιθύνω κλάδοι της κάμπτονται
=
σουϊτιά (σου
κατευθύνω, οι
(διευθύνονται) εύκολα]-
ιτιά.
ιτιά,
ύδωρ, τουρκιστί, είναι υδρόφιλη), ιτέϊνος,
ιτεών, ίτυς, οίσος (ο, ευφων., τ>σ)- είδος ιτιάς. οισόκαρπον, οισύα, οίσυον, οιmοπλόκος.
ίχνος [ίθμα ιχνάομαι,
ίχμα,
ιχνεία,
ιχναίος,
ιχνεύμων,
ιχνηλάτης
(ελαύνω),
ιχνηλασία,
ίχνιον,
όρνιθος
-
όρνιχος]- το πέλμα
Ίχναι,
,
ίχνευσις,
ιχνηλατέω,
ίχνευμα,
ιχνευτής,
ιχνευτήρ,
ιχνηλάτησις,
ιχνοσκοπέω,
ιχνεύω,
ιχνηλατία,
ίχνιππος,
ανιχνεύω,
ανίχνευmς, ανιχνευτή ς, χνάρι, αχνάρι, αχναρίζω.
ίχ-νος
(ργ)
αποκαλύπτω, πέλαγος.
διότι
τα
ξεσκεπάζω,
ίχνη
φανερώνOΥV]-
ανοίγω,
εξέρχομαι
φανερώνω,
στο
ανοικτό
ανοίκτης, ανοιγεύς, ανοιγή, άνοιγμα, ανοικτήριον,
ανοικτός,
ανοιχτήρι,
ανοιχτός,
άνοιξις,
ανοίξια,
ανοιξία,
ανοιξιάζω, ανοιξιάτικο ς, ανοιχτά. ευθύς [ευ
+ ιθύς]- ίσος, είτε καθέτως είτε οριζοντίως, σαφής,
δίκαιος, ως επίρρ., ευθύς και ευθύ, εκ των οποίων το μεν πρώτο κυρίως επί χρόνου, το δε δεύτερο επί τόπου, κατ'
ευθείαν,
αμέσως,
ευθέως,
εύθηνα,
εν τω
άμα,
ευθήνη,
απλώς,
εύθυνος,
φυmκώς,
φανερώς.
εύθυνmς,
ευθύνω,
ευθυσμός, ευθυτενής (τείνω), ευθύτης, ευθυωρία
(ούριος
=
επιτυχής, ου>ω), ευθυωρεία, ευθυωρέω, ευθύωρος, ευθεία
(θηλ.
του
ευθύς),
κατευθύνω,
ευθειάζω,
κατευθυσμός,
κατευθυντηρία, διευθύντρια,
ευθειακός, κατευθύ,
κατεύθυνmς, διευθυντής,
ευθυογενής, κατευθυντήρ,
διευθύνω,
διευθυντήρ,
διευθυντήριον,
διεύθυνmς,
υπεύθυνος, υπευθυντηρία, ανεύθυνος.
επί βιαίας κινήσεως. θυνέω, θύνω, θύαμης, θύννος, θύννα, θυννίς, θυννίζω, αναθύω (ανά), θύελλα (αέλλα), θυελλήεις, θυελλώδης,
πλήσσω (ρίζα πληγ-)
στην
αφετηρία
+
των
ύσπληγξ
[θ-ύω,
αόρ.
άγω (άξ-ω) βλ. συς
δρομέων,
όριο,
-
συανία,
συοβοσία,
συο-,
συφόρβιον,
συηνέω,
συοβοσκός,
συοβόσιον
συοβόσκης,
συβώτης, συβωτέω, συβότης, Σύβοτα, συβάλλας (βάλλω), συβάς, σύβαξ, σύβρος, σύμβρος (β>μβ). υς [σ-υς, βλ. θυάω]- συς, χοίρος. ύαινα (φέρει σειρά τριχών επί των νώτων όπως ο χοίρος), υάγχη (άγχω), υηνεύς, υηνία,
υηνέω, υηνός, υϊκός, υϊσμός, υΤζω, υΤδιον, υο-, ύσκυ (σκώρ), υσπολέω (πολέω), Ύσπορος (πόρος), υστήρια, ύστριξ (θρίξ), υστριχίς, ύσκλος
(κάλος),
ύσχλος,
υσκλωτός,
υσπέλεθος
ανοησίες,
μωρολογώ.
υθλέω (σ>θ, λέω)- λέγω
ύθλημα, υθλομυθέω, ύθλος, υθλορρήμων, υθλομανούντες (μανία). θυμός παθών,
[θύ-ω, κυρίως επί των ισχυρών αισθημάτων και κατ'
επέκταση,
επί
της
ψυχής,
σκέψης,
νου
και
πνεύματος]- ψυχή, πνεύμα, ζωή, αίσθηση, σκέψη, ιδίως το καρδιά,
επί
έθ-υσ-α
+
υς]- το σχοινί
υσπλαγίς,
ύσπλαγξ,
του
αισθήματος
επι-θυμίας,
όρεξη,
διάθεση,
ιδιοσυγκρασία, θέληση, τόλμη, θάρρος, οργή, πόθος, η έδρα της νοήσεως, η καρδιά ως έδρα ηπιότερων αισθημάτων χαράς ή λύπης. θυμαίνω, θυμώνω, θυμαλγής (αλγέω), θυμάρμενος (άρω), θυμαρής, θυμαρέω, θυμωτικός, θυμικός, θυμοβαρής,
θυμο-, θυμοδακής (δάκνω), θυμοβορέω (βορά), θυμοβόρος, οξύθυμος,
θυμόεις,
θύμωμα,
θυμούμαι,
θυμολιπής (λείπω), θυμάμαι,
θυμόω,
ενθυμέομαι,
θύμωmς, ενθύμησις,
υπενθύμηmς, θύμηση. θέω [ί-θι, προστ. του είμι (ι>ε)]- τρέχω, επί πτηνών, επί
πλοίων,
επί
ακινήτων
αλλά εκτεταμένων πραγμάτων,
κυκλοτερούς πράγματος, επί δίσκου.
επί
θείω, θοός (ε>ο), θοόω,
θοάζω, θωάω (ο>ω), θώας, θώς, θωός, θόωσα, σέω (θ>σ), Άθων, Αθόως, Άθως, Άθωος [α (επιτατ.)
+ θοός (= οξύς)]- το
όρος στο ανατολικό πόδι της Χαλκιδικής, έχει οξεία κορυφή, έδικον [θέεσκον (θ>δ)
>
κτυπώ,
( = παρατατ. του θέω) > θέσκον > > δικείν]- αόρ. με σημασία, ρίπτω,
δίσκον (ε>ι) δικείν
δισκευτής,
θύω [ι-θύω]-σπεύδω εμπρός, φέρομαι ορμητικώς, μαίνομαι,
θυέλλειος,
συηνία,
συΤδιον,
(φέρβω),
στοιχείο των ισχυρών αισθημάτων και παθών, ισχύς, δύναμη, η
οίγω, ανοίγω (ανά), ανύγνυμι (οι>υ), ανυγνύω [ο (ευφων.)
+
συφός,
συβόmον,
(πέλεθος),
= ίχνος, θ>χ, όπως
υποδήματος.
συοφόρβιον,
(βόσκω),
συινος,
(απαρέμφ.),
δισκεύω,
δισκοβόλος,
δίσκος
δισκέω,
δισκοειδής,
(έδικον),
δίσκημα,
δισκόομαι,
δέσκον βάλλω,
δίσκευμα,
δισκοβολέω,
δίσκουρα
(ούρος),
δισκοφόρος, λίσκος (δ>λ). θωυσσω [θωός
( = τσακάλι + άσ-ω,
μέλλ. του άδω), από την
συνήθειά τους να υλακτούν κατά την VΎKτα]- υλακτώ, γαυγίζω, κράζω μεγαλοφώνως, βομβώ. θωϋσμός.
θύσανος (έ-θυσ-α, αόρ. του θύω, εκ των συνεχών κινήσεών
Ρίζα
του), θυσανηδόν, θυσανωτός, θυσανόεις, θυσάνουρος (ουρά),
ι
> ελ-
θυάζω, θυσσάς, θύσθλα, θύσαι, θυάς, θυιάς, Θυία, θυΤω, ελάω, ελαύνω [από το ιάλλω, μέλλ., ιαλώ
θυίω, Θυώνη, Θυωναίος.
>
ιλάω (αλ>λα)
>
ελάω (ι>ε). Στον Όμηρο αναφέρεται ιδίως επί κλοπιμαίων θώπτω [θύω
+ άπτω (υα>ω), δηλαδή
σπεύδω να περιποιηθώ
κάποιον]- κολακεύω, περιποιούμαι θωπευτικώς, χαϊδεύω, επί κυνών, σκώπτω. θωπεία, θώπευμα, θωπικός, θωπευτικός,
θώψ, θωτάζω (π>τ), τωθάζω (αντιμετάθεση). θύρσος
[έ-θυσ-α
(αόρ.
του
θύω)
>
θύσρος
θυρσοκόμος
θυρσοφόρος,θυρσόω.
(κομέω),
θυρσόπληξ
= φεύγω,
τρέχω)]- βάλλω σε κίνηση, απάγω, ιδίως ελαύνω ποίμνια, απελαύνω,
αποδιώκω,
καταπιέζω,
προσβάλλω,
βινέω,
προβαίνω, προχωρώ, κωπηλατώ, προξενώ, κάνω, κτυπώ κάτι πάνω σε άλλο, σφυρηλατώ μέταλλο, ορύσσω, σκάπτω, φυτεύω,
>
θύρσος
(σρ>ρσ)]- Βακχική ράβδος. θυρσάζω, θυρσάριον, θυρσαχθής (άχθος),
κτηνών, τα οποία πρέπει να ιάλλει ο κλέπτης (ιάλλω
(πλήττω),
παράγω.
ελασείω,
ελασίχθων ελατήρας,
ελατικός, έλατος,
ελασία,
(χθων), ελατή ρ,
έλασμα,
ελατός,
ελάτι,
έλαmς, ελασμός,
ελάτειρα,
ελατότης,
ελάmος,
ελατήριον,
ελάτη
ελάmππος,
ελαστρέω,
(ελαύνει
ελάτης,
ελατήριος,
εις
ύψος),
έλατο, Έλατος, Ελάτα, Ελάτεια, ελατάκι,
47 Ελαταριά, ελατένιος, ελατίmος, ελάτινος, ελατο-, Ελατού,
αλίζω,
Ελατοχώρι,
ηλιαστής.
ελατώδης,
ελατήϊς,
ελατρεύς,
ελαστικός,
αλίασμα,
αλιά,
αλιαία,
ηλιαία
(α>η),
ηλίασις,
ελαστικό, ελαστικότης, έλαστρο, ελάmμος, λάμα (έ-λασμα), λαμαρίνα,
λάστιχο,
εξελαύνω,
εξελασία,
εξέλασις,
ήλιθα [α (επιτατ.)
+ άλις]- ικανώς,
ηλίβατος [ειλέω
( =
εξελαστέος, εξελατέος, παρελαύνω, παρέλαmς, επελαύνω, επέλαmς, επελάω.
ελεός, ελεόν [Στον Όμηρο σημαίνει κρεατοκόπος (ελαύνει
=
πλήττει με την μάχαιρα τα κρέατα), από το ελάω (α>ε)] κρεατοκόπος, μαγειρική τράπεζα, είδος γλαυκός (ελάυνει επί των θηραμάτων της).
αρκούντως.
+
κρατώ μακράν, ει>η, ε>ι)
βατός]
απόκρημνος, υψηλός, βαθύς. ηλιβάτας, αλίβατος (η>α). όλος (δασ.) [αλής, α>ο]- ολόκληρος, ακέραιος, πλήρης σε όλα, το όλον.
όλως, ολόομαι,
ολικός, καθολικός (κατά),
όλωσις, ολο-, ολόκληρος (κλήρος), ολοκληρία, ολοκληρόω,
ερατύω, ερητύω [ελάτης
ολοκλήρωmς,
= αποδιώκων (λ>ρ)]-
αναστέλλω,
αναχαιτίζω, εμποδίζω.
ολοκλήρωμα,
ολοκληρωτικά,
ολοκληρώνω,
ολοκληρωτισμός,
ολοκληρωτής,
ολάκερος,
ολημερίς
(ημέρα), ολήμερα, ολομερίς, ολοήμερος, λημέρι, λημερεύω,
λημεριάζω, λημερεύω. εέλδομαι, έλδομαι [ε (από α επιτατ.)
+ ελ-άω + δίδωμι
(δό
mς)]- επιθυμώ σφόδρα, ποθώ. έλδωρ, εέλδωρ.
+
ηλικία (δασ.) [αλής, άλις, όλος (α>η)
( =
ίκω
φθάνω
μέχρι ... )]- χρόνος ζωής, όπως το ήβη, η ακμή, το άνθος της είλω, είλλω, ειλέω [ελάω (ε>ει ή του ταυτίζονται μ'
ι>ει). Όλες οι σημασίες
αυτές του ελάω.
Οι επιπλέον έννοιες,
ηλικίας, της ζωής, νεανική ορμή (βλ. ούλος), πάθος, αγνότητα, παρθενία, χρόνος, εποχή, γενεά, ΧΡOVΙKή περίοδος, ανάστημα,
εγκλείομαι, συγκεντρώνομαι και συστέλλομαι, προέρχονται
μέγεθος.
από το
ηλικιάζομαι, ηλικιούμαι, ηλικιώτης ηλικιώτις, ήλιξ, άλιξ,
αποτέλεσμα του ελαύνειν πoίμvια και προ παντός
κλοπιμαία]-
απείρΥω,
συνελαύνω,
εγκλείω,
καταιγίδος,
πλήττω,
παρακλίνω.
απείλω
κρατώ
μακράν,
περικλείω,
συστέλλομαι, συλλέγω,
(από),
διώκω,
συστρέφομαι,
περιφέρομαι,
απείλημα,
απειλή,
επί
στρέφω,
ηλίκος,
αλικεία,
ομήλικες πηλίκος
αλίγκιος (α, επιτατ.
+
(ομού), (επί),
ήλιξ
+
ομήλιξ,
συνομήλιξ,
πηλικότητα,
άγω
>
αλίκγιος
>
πηλίκον,
αλίγκιος,
κγ>κγ)- όμοιος, εναλίγκιος.
απειλητήρ,
απειλώ, εξειλέω (εκ), εξείλω, εξείληmς, εξούλης (ει>ου), ειλεός, ιλεός (βλ.
ήλικες,
ελάω), ειλεώδης, είλημα, ειληματικός,
+
ούλος [α (επιτατ.)
όλος, α>ο, ο>υ]- όλος, ολόκληρος,
αληθής, σωστός, μεταγ., σφοδρός, ζωηρός, ορμητικός.
είληmς, ειλητικός, ειλητός, ειλώ, ευείλητος, ειλός, είλαρ,
ούλως, ούλε
ίλαρ.
(θύω),
( = χαίρε,
ουλομελίη
ούλω,
υγίαινε), ουλοφυής, ουλέω, ουλόθητος
(μέλος),
ουλαμός
(αμός
ένας),
ουλαμηφόρος, ουλαμώνυμος (όνομα).
ευλή [εάλην (α>υ), αόρ. β' του είλω σκουλήκι.
ευλάζω, εύληρα,
( =
συστρέφομαι)]
αύληρα (ε>α, διότι τα ηνία
στρέφουν τα άλογα).
ουλή [ούλε
= υγίαινε]- πληγή επουλωμένη, θεραπευμένη και
καλυμμένη με δέρμα, σημείο από τραύμα.
ούλον, ουλόομαι,
ουλόω, ουλίτις, ουλίτιδα, ουλορραγία (ρήγVΥμι), επουλώνω,
ειλικρινής [ειλέ-ω (ε>ι)
+
κιρνάω
( =
αναμιγνύω, ιρ>ρι)]
επούλωσις.
άμικτος, καθαρός, απλός, απόλυτος. ειλικρίνεια, ειλικρινέω.
= είμαι υγιής, πλήρης (ου>ο) + βίος]- ευτυχής,
όλβιος [ούλω ειλαπινάζω [ειλέω ε>α)
+
πίναξ
( =
( = συνελαύνω εντός
μικρής περιφέρειας,
πινάκιο εδεσμάτων)]- συμποmάζω μετά
μακάριος, ευδαίμων, ευλογημένος.
όλβο ς, ολβία, ολβίζω,
ολβήεις, ολβιο-, ολβίως, ολβιόω, όλβιστος, Όλβια, Όλπια
(β>π), Άλπια (ο>α), Ολβαίοι, Ολβηνοί, Ολβιακοί, Ολβιακαί,
πολλών. ειλαπιναστής, ειλαπίνη.
Ολβία.
αέλλα [α (επιτατ.) ανεμοστρόβιλος.
+
είλλω (ρίζα ελ- )]- θυελλώδης άνεμος,
αελλάς, αελλαίος, αελλήεις, αελλοδρόμας,
είλη
=
[είλω
συνελαύνω,
συλλέγω]-
πλήθος,
ομάδα
ανθρώπων, ίλη ιππικού. ίλη (ει>ι), ίλα, ειλαρχέω, ειλάρχης, ειλαδόν, ιληδόν, ιλαδόν.
ομιληδόν,
+
μελέτι,
μιλιά,
ίλη]- πλήθος, όχλος.
ομίλημα,
ομιλητός, ομιλήτρια,
συστρέφομαι, στρέφω, ει>ι]- περιστρέφω,
στραβοκυττάζω,
ιλλαίνω,
ιλλίζω,
ιλλωπέω
(ωψ),
ιλλός,
ομιλητής,
ομιλία, όμιλλος,
μίλημα,
μιλητό,
μιλώ,
ομιλαδόν, ομιλητικός,
ιλλωπίζω,
μιλάω,
μιλιούνι,
είλλω (ει>ο )]- όλοι μαζί, όπως το
αθρόοι, κατά ομάδες. αολλήδην, αολλίζω. [από
+
είλλω
(ει>ε)]-
ειλύω
συνάγω,
εκκληmάζω.
mλλαίνω,
άγω (ήγαγον)]- ζάλη της κεφαλής,
αθρόος, εις ένα όλο αθροισμένο.
τυλίσσω,
ιλυσπάομαι,
=
περιβάλλω, περικαλύπτω,
λυγίζομαι.
είλυmς,
εξειλύω,
προκαλώ συστροφή), ειλύσπωμα,
ιλυσπάομαι, ιλύσπασις, ιλυσπαστικός, Ιλισσός (ιλυσπός, υ>ι, σπ>σσ), ειλυός, ειλυθμός, είλυμα, ειλυφάω, ειλυφάζω, ειλύς ιλιώδης
(βλ.
το
έδαφος),
Ιλισσός),
ιλύς, ελύω,
ιλύω, έλυμα,
ιλύωμα,
ιλυώδης,
έλυμος,
έλυτρον,
ανέλυτρος, ελυτρόω, έλος, ελονόμος (νέμομαι), Υέλη (το υ από α επιτατ.).
αλής (δασ.) [εάλην, εFάλην (στον Όμηρο) αόρ. β' του είλω,
F]-
+
[είλω, ίλλω]-
(επικαλύπτει
απέλλα, απελλαία, Απέλλαι, Απελλαίος, απέλλητος.
η δασεία από το
σίλλος,
ιλλάς,
ίλλωmς,
ιλιγγιάω, ίλιγξ, ειλιγγιάω, είλιγγος.
ειλυσπάομαι (σπάομαι
απελλάζω
ιλλώπτω,
ιλλάζω,
ιλλώδης,
λιποθυμία, ταραχή, ανεμοστρόβιλος, διατάραξη της κοιλιάς.
κατακρύπτω,
+
ίλλος,
μιλέτι (τουρκιστί),
μιλεούνι.
αολλής [α (αθροιστ.)
αλλοιθωρίζω.
ιλλίς,
mλλόω, mλλογράφος, ιλιοί, ιλιός, μιλλός.
ίλιγγος [ειλέω, ίλλω
όμιλος (δασ.) [ομ-ού ομιλέω,
=
ίλλω [είλλω συστρέφω,
αέλλομαι, αελλός, Αελλώ, αελλώδης.
άλις,
ελύω (δασ.) [όπως τα ειλύω, ελύω, για την δασεία βλ. αλής], όλμος (ε>ο), ολμίσκος, σόλος (η δασεία σε σ).
48 ελίσσω (δασ.) [Το πρώτο συνθετικό από το ελύω (ρίζα ελ-, βλ. είλω). Το δεύτερο όπως φαίνεται από τους χρονικούς
μίνθα, μίνθος [μείλον
μίλτα (ει>ι)
>
μίνθα (λ>ν, τ>θ)]
>
κόπρος. μινθόω.
τύπους, ελ-ίξω, είλ-ιξα, ελήλ-ιγμαι κ.ά., είναι από τα ίκω (βλ. ίκω, ίξις) και ε-ίκα (πρκμ. του ίημι). Το ίημι σημαίνει θέτω σε
έρχομαι [μέλλ. ελεύ-σομαι. Από το ελαύ-νω (α>ε). Μετοχή
κίνηση, όπως απαιτούν όλες οι σημασίες του ελίσσω, δηλαδή
αορ. ελ-θών
ελ-ίκ-σω
έρχομαι
ελίσσω (κσ>σσ)]- στρέφω πέριξ, ειλώ, κάμπτω,
>
κυλίω, περιστρέφω, περιάγω, περιελίσσω.
ειλίσσω,
έλιξ,
ερ-θών (λ>ρ)
>
σε
κάποιον
>
τόπο,
ερχ-ών (θ>χ)
έρχομαι
ή
έρχομαι]
>
πηγαίνω
πίσω,
υποστρέφω, φθάνω σε κάποιο μέρος, επί παντός κινήσεως.
έλιξις, περιέλιξις, περιελίσσω, ελικηδόν, ελίγδην, έλιγμα,
Ορχομενός (ε>ο), έλευσις, Ελευσίς, Ελευσίνα, Ελευσίνιος,
περιέλιγμα,
Ελευσίνιον, Ελευσίνια, απέλευσις, διέλευmς, προσέλευmς,
ελιγματώδης,
ελικοειδής,
ελιγμός,
ελίκη,
ελικίας, ελικός, ελικτήρ, ελικτός, ελίκων, ελικών, Ελικών, Ελικωνιάδες, Ελικώνιος, ελίκωψ (ωψ),
ελινότροπος,
ελίχρυσος,
ανελίσσω,
συνέλευmς, παρέλευmς.
ελικώπις, έλινος,
ανέλιξις,
ανείλιξις,
ανέλιγμα.
Ειλείθυια [ειλή-λουθα πρκμ. του έρχομαι)
+ ιθύνω>
ειλη
ιθυ-ια (η>ε)]- θεά η οποία βοηθούσε τις γυναίκες στον τοκετό.
ελελίζω
[εκτεταμένος
τύπος
του
στρατού, συστρέφομαι ή τρέμω.
ελίσσω,
σσ>ζ] -
επί
ελελίσφακος (σφακελίζω),
ελελίχθων (χθων), ελελίχθημα.
άμπελος [αμφί (φ>π) αμπελών,
+
αμπέλι,
ελύω (υ>ο)]- το κλήμα.
αμπελεών,
αμπέλεια,
αμπελίς,
αμπέλων,
αμπελίδα, αμπελο-, Αμπελάκια, Αμπελοχώρι.
άλυmς (δασ.) [ελύω, ειλύσσω, ε>α]- αλυσίδα, ως κόσμημα αλυσίδα,
ομαι, σ>θ), Ιλείθυια (ει>ι)
ηλυσίη, ήλυmς [ήλυθον, αόρ. του έρχομαι]- έλευmς, οδός
αμπελουργία (έργον), αμπελουργός, αμπελουργία, αμπελιά,
γυναικός.
Ελείθυια, Ειλήθυια, Ειλείθυιον, Ειλιονία, Ελευθώ (ελεύσ
αλυσίδετος,
αλυσίδιον,
αλυσείδιος,
αλωσίδωσις, αλυmδωτός, αλύσιον, αλυσιδόν.
πορεία.
Ηλύσιον,
επήλυmς,
έπηλυς,
επήλυτος,
επηλυτής,
προσήλυτος, προσήλυmς, προσηλύτευσις, προσηλυτισμός,
προσηλυτίζω, πρισηλύτηmς, προσηλυτιστής, πρσηλυτεύω, διήλυσις, σύνηλυς, συνηλυσίη, μέτηλυς.
έλεος [έλευ-mς, ελ-θών (μετ. του έρχομαι)]- οίκτος, έλεος, συμπάθεια, πράγμα άξιον οίκτου. ελεεινός,
ελεεινόν,
ελεεινότης,
ελεινός,
ελεάω,
ελεέω,
ελεητύς, Έλεος, ελεόν,
ελεεινώς,
ελεινώς,
ελεαίρω
(αίρω),
ελεεινά, ελεήμων,
ελεημοσύνη, ελέηmς, ελεητής, ελεεινολόγησις, ελεεινολογία,
= συλλέγω
οφέλλω [εFέλμεθα, παθ. πρκμ. του είλω
(ε>ο)]
συνάγω στο αυτό μέρος, αυξάνω, μεγαλώνω, υψώνω, επιτείνω, επισωρεύω,
σαρώνω.
οφελτρεύω, ωφελέω,
όφελμα,
ωφέλεια
ωφελώ,
(ώφελλον,
ωφέληmς,
όφελος,
παρατατ.
ανελέητος,
ανηλεή ς,
ανελεής,
νηλεής
(νη,
αρνητ.), νηλής, Νηλεύς.
οφελισμός,
του
ωφελήmμος,
ανελεήμων,
οφέλλω),
ωφελητικός,
ωφέλιμος, επωφελής, ωφέλημα, ωφεληματικός, ωφέλιμα, ωφελημισμός, ωφελημιστής, ωφελημιστικός, ωφελιμότητα, φελώ, φελάω.
έπω
( =
διώκω)
>
έλπω, ανησυχία για το μέλλοντα που πρόκειται να
>
έλθουν]-
ελπίζω,
υποθέτω.
ελπίζω, ελπίς, ελπίδα, Ελπίδα, έλπισμα, ελπιστός,
ελπωρή (επικ. απολπίζω,
μήλον, μάλον (Δωρ.), μείλον (Βοιωτ.) [είλω, είλη, ειλαδόν
+
έλπω [ελ-θών (μετοχή του έρχομαι ελέπω
ανησύχως
τύπος του ελπίς), απελπισία,
ελπίς,
του κτηνοτρόφου. Το μ προτάσσεται ή από το ομού ή από το
F
έπαλπνος
(εFάλην, βλ. αλής). Με την έννοια δε των καρπών των δένδρων
αελπτέω.
ελπινός
(επί),
απελπίζομαι,
νομίζω,
απελπίζω,
απελπισμένο ς,
[υπερθετικό του άλπνος (α
ελπνός]-
>
φοβούμαι,
απελπισμός,
απελπιστικός, άλπνιστος
(ει>η). Όλες οι σημασίες του είλω, σχετίζονται με τις εργασίες
περιμένω,
άελπτος
ήδιστος, (α,
φίλτατος,
στερ.),
= ευ +
γλυκύτατος,
αελπτία,
αελπτής,
(μήλο, κυδώνι, ροδάκινο), επειδή κατά πλήθος (είλη) στα δένδρα τους βρίσκονται]- πρόβατο, κατσίκα, επί αγελών, ο καρπός της μηλιάς, επί των μαστών κοριτmού, οι παριές, τα οιδήματα κάτω των οφθαλμών. μηλάγριον (άγριος), μηλάνθη (ανθός), μηλόνθη, μηλολάνθη, μηλολόνθη, μηλέα, μηλεία,
Μηλιάδες,
μήλειος,
μηλοσόα
(σόος),
μηλοσόη,
μηλίζω,
μηλοσσόος, μηλούχος (έχω), μηλάτης, μηλινο-, μήλοψ (οψ),
μήλωθρον, μηλών, μηλάτων, μήλινος, Μήλων (ο Ηρακλής, οι Μελιτείς προσέφεραν, θυσίαζαν σ' αυτόν μήλα), μηλώmος, μηλωτή,
μηλωτής,
μηλο-,
Μήλος,
Μήλιος,
Μηλίς,
μηλοφύλαξ, μαλός (η>α), μαλοφόρος, μαλοδροπήες (δρέπω), επιμήλιος, επιμηλίς, Επιμηλίδες, Επιμηλιάδες.
Αμάλθεια [α (επιτατ.)
+
μήλον (η>α)
= κατσίκα + θεός]-
η
κατσίκα της οποίας το γάλα θήλασε ο Ζεύς. Αμαλθείον. μαλλός [μήλον, μάλον μαλλί του προβάτου.
>
μαλ-νός
>
μαλλός (λν>λλ)]- το
μανδύας (λ>ν
+
δύω, ενδύομαι),
μανδύα, μανδυοειδής.
μηλόος
>
μλόος
>
σπανίως
έρημος.
ένας,
μόνος)]-
μονήρης,
έρημος,
ερήμην,
ερημάζω,
ερημαίος,
ρημοκκλήm, ερημοκκλήm.
ελαία, ελαίη, ελάα, εληά [ελεαίρω ελαίω
>
( = οικτείρω) >
ελαίρω
>
ελαία. Τα κλαδιά της μεταχειρίζονταν οι ικέτες, διότι
καλούνταν
μνόος
από
ελαιόδενδρο,
μνίον,
ο
τους
χρόνους
καρπός
της.
του
Ομήρου]-
ελαδάς,
η
ελάδιον,
εληά, έλαιον,
ελαιόλαδον, ελαιάζω, ελαΤζω, ελαιήεις, ελαιάεις, ελαιηρός, ελαιοδόχος, ελαιοφόρος, ελαϊκός, ελάϊνος, ελαΤνος, έλαιος, ελαιόω,
ελαΤς,
ελαϊστήριον,
ελαιών,
ελαιώνας,
ελαιοτριβείον,
λάδι,
ελαίωmς, λαδάδικο,
λαδόκονο (ακονίζω), λαδαριό, λαδάς, λαδού, λαδέμπορος, λαδομπογιά,
μνιόεις, μνιαρός, μνώα, μνωία.
( =
ημός
ρήμασμα, ρημάδι, ρημαδιό, αρμάδι, ρημαδιακός, ρημαχτής,
λαδερό,
μνιός,
ένος (λ>ν)]- μεθαύριο.
ερημώνω, ερήμωσις, ερημωτής, ρημάζω, ρήμαγμα (άγω),
και πώλων, το
μνούδιον,
>
ερημίτης, ερημοβατέω, ερημοδίκιον, ερημοσύνη, ερημόω,
(λ>ν)]- έριο, μαλλί απαλώτατο, η πρώτη εξάνθηση των αμνών λεπτότατο πτερό.
+
ερήμος [έρ-χομαι
ελαιός,
>
έλ-ος
πλάνος, εγκαταλελειμμένος, επί τόπων, μη έχων κάτι, άνευ,
ελαϊστήρ,
μνόος, μνούς (συνηρ.) [μήλον
>
ως αειθαλές δένδρον είχε φύλλωμα καθ' όλο το έτος. Ιερή
μαλλί, μάλλυκες, μάλωmς, μαλλωτός,
μαλλιαρός, μαλλόδετος,
ένος [έρχομαι, ελ-θών έναρ, επέναρ.
λαδικό,
λαδής,
λαδόξιδο,
λαδωτήρι, λαδωτής.
λαδιά,
λαδίλα,
λαδόχαρτο,
λαδολέμονο,
λάδωμα,
λαδώνω,
49 αλάομαι [ήλα-σα, αόρ. του ελαύνω (η>α), πρκμ. αλάλημαι του
ελαύνω
ελήλαμαι)]-
πλανιέμαι,
(
παραπλανιέμαι,
ναρκωτίνη,
ναρκωτισμός,
ναρκομανής,
ναρκομανία,
ναρκοληψία νάρκη,
περιφέρομαι, πλανώμαι μακρυά από κάποιον, χάνω ή είμαι
(αλιεία),
δίχως κάποιο πράγμα, βρίσκομαι σε απορία.
ναρκοθέτιδα, ναρκοθετώ, ναρκοσυλλέκτης.
του
αλάομαι
με
σημασία
ενεστ.,
αλάλημαι (πρκμ.
αλαλήμενος,
ναρκαλιευτικό,
(λαμβάνω),
νάρκα,
ναρκο-,
ναρκαλιεία
ναρκοθέτηmς,
αλαίνω,
αλαινής, αλάνης, αλάνι, αλανιάρης, αλανιαρίζω, αλανιάζω,
αλκυών [αλέξω, άλ-αλκε. Την Αλκυόνη και τον Κήυκο ο
αλάνα, αλάναρος, αλανιάρικο, αλαζών (αλήσ-ομαι, μέλλ. του
Ζεύς μετέβαλε σε όρνεα, τα οποία όρισε να ζουν χωριστά]
αλάομαι,
θαλάσmο
σ>ζ),
αλαζονεία,
αλαζόνευμα,
αλαζονεύομαι,
αλαζονίας, αλέομαι (α>ε), αλεύμαι (ο>υ), αλεύομαι, αλέ φύγε),
αλεύω,
εξαλεύομαι, αλητεύω,
αλεείνω,
άλη,
αλεωρή
αλήτης,
αλήτιμος,
(ορώ),
αλάτας,
αλητύς,
αλητεία,
αλείτης
(η>ει),
αλειτία, αλειτήριος, αλοίτης (ει>οι), αλοιτός, αλίτης (ει>ι), αλιτήριος,
αλιτηρός,
αλιταίνω,
αλιτημοσύνη,
αλίτημα,
αλιτήμερος (ημέρα), αλιτόμηνος (μην), ηλιτόμηνος (α>η),
αλιτημένος, αλιτηρός, αλιτήμων, αλιτηρώδης, αλιτόξενος, αλιτρέω,
(νους),
αλιτραίνω,
αλιτρός,
αλιτροσύνη,
Εναρέες
+
(εν
ιχθυοφάγο
αλιτρία,
αλιτρόνους
αλείτης, λ>ρ)-
συμμορία
ιερόσυλων. [αλά-ο μαι, είμαι
α>υ]-
είμαι
πλήρης
aνήσυχος
ανίας,
λόγω
αδημονώ,
λύπης,
είμαι
εκτός
εαυτού, δεν γνωρίζω τι να πράξω λόγω χαράς ή αγαλλίασης. αλυσθαίνω
αλυσθένεια,
(σθένος),
άλυmς,
αλυσταίνω,
αλύσκω,
αργής [ελ-άω, έρ-χομαι (ε>α)
φέρουν
στέατος, πάχους. αργηστής,
(αι>ι),
ηλιθιώνη,
ηλίθιος,
ηλιθιάζω,
ηλιθιότης,
ηλοσύνη
ηλιθιότητα,
(α>ο),
ηλιθιόω,
ηλιτοεργής
(θ>τ),
ηλιτόμηνος (μην), ηλιτόμηνις (μηνύω).
όνομα
αστραπή.
Λαμπρός,
αργήτης, αργείης, αργίας, αργή εις, αργάς, αργίκερος
(κέρας),
αργινεφής
Αλλά και ελ-ήλακα (πρκμ. του ελαύνω) (η>α, α>ε)]-
αποκρούω, βοηθώ,
+ έξω,
απομακρύνω,
μέλλ. του έχω
αποτρέπω,
υπερασπίζω, αλέγω, φροντίζω, προνοώ. αλεγύνω,
αλέκω, αλέγω (κ>γ),
αλέξημα, αλέξησις, αλεξήνωρ (ανήρ),
αλεξητήρ,
αλεξήτωρ,
αλεξητήριον,
αλεξιάρης
αλεξήτειρα, (αρά),
αλεξητήριος,
αλεξιβέλιμνος
(βέλος),
άλεξις, αλέξανδρος (ανήρ), Αλέξανδρος, αλεξίπτωτο (πίπτω), αλεξικέραυνον, αλεξίπυρος (πυρ), αλεξίνη, αλεξι-, επαλέξω, έπαλξις, επαλξίτης.
από
κάποιον.
ΑλαλκομενηΤς
(μένω),
Αλαλκομενεύς, Αλαλκομεναί, αλαλκομένιος, αλαλκτήριον.
[αλέξω,
αλέκω,
προφύλαξη,
άλ-αλκε]-
άλκαρ,
ισχύς,
υπεράσπιση,
αντίληψη, συμπλοκή, μάχη. αλκάς,
ανδρεία,
βοήθεια,
(αργεσ-νός,
ΣV>νν),
αργός,
Αργώ,
(φονεύω),
αργένναος,
Άργος,
άργεμον,
αργι-,
αργεννός
αργεστής,
Αργέστης,
εναργής, ενάργεια, ενάργημα, εναργότης. αργάς, αργής, αργόλας [ή από το αργυρό του χρώμα (αργής)
ή από το αργός
(=
βραδύς, νωθρός)]- είδος φιδιού.
[αργής]-
λευκό
χρώμα.
αργιλώδης,
άργιλλος,
αργιλλώδης, άργιλλα.
άργυρος
[αργός,
νομίσματα.
ο>υ]-
λευκό
αργύρια,
αργυρώνητος
μέταλλο,
αργύριον,
(ωνέομαι),
ασήμι,
αργυρόω,
αργυφής,
αργυρά
αργύρωμα,
αργύφεος,
αργύρεος,
αργυρολογέω.
άλλος [αλάλ-ημαι
άλκιμος,
αλκιμότης,
αλκτήρ, αλκτήριον, άναλκις.
>
αλαλ-
(μετοχή του αλάλημαι) σε
κάθε
τόπο.
αλλ-
>
>
άλλος, αλαλήμενος
δηλαδή ο περιφερόμενος είναι ξένος
Στον Όμηρο
σημαίνει
ξένος,
αλλοδαπός,
αλλότριος, παράδοξος, ασυνήθιστος]- άλλος, όπως το αλλοίος, τίθεται με αριθμητικά, οπότε πρέπει να ερμηνεύεται δια του έτι, ακόμη, επιπλέον (και άλλο), όπως το κάποιος, άλλου είδους.
αλλά, άλλως, άλλωστε, αλλού, εξάλλου, έξαλλος,
έξαλλα, άλλη, άλλο-, άλλοθεν, άλλοθα, αλλούθε, άλλοθι, αλλοιο-,
αλλοιώνω,
άλλο κα,
αλλοτεmνός, αλλότες,
αλλοιόω, άλλοτε,
αλλοτινά,
αλλιότικα,
αλλοίωμα,
άλλοσε,
αλλότητα, αλλιότεμα,
αλλοίωmς,
άλλην,
αλλοτινός,
αλλοτεύω, αλλιώς,
άλλοτες,
αλλιώτεμα,
αλλιωτεύω, αλλιώτικος.
θάρρος,
επικουρία,
αλκάζω, αλκαθείν, αλκαίος, αλκή εις,
αργίλιψ,
Αργειφόντης
αλλοίος,
άλαλκε [αόρ. β'του αλέξω]- το να απομακρύνει ή απωθεί κάτι
(λέπι),
αργείλοφος,
αργυρούς, αργυρίζομαι, αργυρισμός, αργυρίτης, αργυρίτις,
( = κρατώ ). > ήλακα > αλέκω
αλέξω [αλέ-ομαι, αλέ-ω
αλκαία,
το
αργικέραυνος,
άργιλος
ηλαίνω [αλαίνω (αλάομαι), α>η]- περιπλανώμαι, μωραίνω.
αλκή
συχνά
απαστράπτων, επί ζωηρής αστραπής, στίλβων, λευκός, επί
ηλάσκω, ηλασκάζω, ηλεός, ηλεόφρων, αλεός, ηλέματος,
ευψυχία,
απαστράπτω)]
ταχύποδος κυνός (Άργος). Μέχρι και σήμερα οι ταχύποδες ίπποι
αλαστορία, αλάστωρ.
κάποιος
( =
γα-νάω
ελάυνει απαστράπτουσα. Έτm ερμηνεύεται και η έννοια του
αλυσμός,
αλυκτάζω, άλυκτος, άλαστος (υ>α), αλασταίνω, αλαστέω,
αλεγίζω,
+
αλυσθμαίνω,
αλυσκάζω,
αλυσμώδης, αλύσσω, αλυστάζω, αλυστινόν, αλυκτοπέδη,
ήλιθα
αλκυόνειος,
(νέφος), αργινόεις, αργιόπους (πους), αργιπόδης, αργίπους,
περιφέρομαι, άλυς,
αλκυονίς,
ως επί το πλείστον, στο Όμηρο, επί ζωηρής αστραπής, η οποία
αργιλιπής αλύω
πτηνό.
αλκυονίδες, αλκυόνειον, Αλκυών.
εξαλέομαι,
αλήτις,
αλήτωρ,
(=
αλλαγή, αλλαγίη [άλλος αλλάγδην,
αλλάγιον,
+
άγω], αλλάσσω (γσ>σσ), αλλάξ,
αλλαγμός,
άλλαγμα,
αλλακτέον,
αλλακτικός, άλλαξις, αλλαχή (γ>χ), αλλαχόθεν, αλλαχού, αλλαχόθι,
αλλαγιάζω,
αλλάγιασμα,
αλλάγιο,
αλλάγι,
άλλα μα, αλλαγμένος, αλλάζω, αλλαΤζω, αλλαϊνός, αλλάκτης (ακτός), αλλαματίδι, αλλαξιά, αλλαξίμι, αλλαξιμιός, αλλαξο
αρκέω
[αλκή,
λ>ρ]-
αποκρούω,
αποσοβώ,
υπερασπίζω,
,
αλλαχτικά,
αλλαχτός,
αλλεργία
(έργον),
αλλεργικός,
(δάπος),
αλλοδαπή,
προφυλάγω, κατορθώνω, είμαι αρκούντως ισχυρός, επαρκής,
αλλόκοτος
επαρκώ, ικανοποιώ, ισχύω, διαμένω.
αλληγορέω (αγορεύω), αλληγορεία, αλληγορώ, αλληγόρημα,
αρκούντως, άρκεσις,
αρκέσιμος,
αρκετός,
αρκεόντως, αρκετά,
αρκεσίγυιος
άρκιος,
διαρκέω,
(κόπτω),
(γυίον),
άρκεσμα,
αλληγορικός,
διαρκώ,
διάρκεια,
αλληθορισμός, αλληθωριάζω, αλληθωρικός, ανταλλάσσω,
αλληγορητής,
διαρκής, επαρκέω, επαρκώ, επάρκεια, επάρκεσις, επαρκής,
αντάλλαγμα,
επάρκιος, επαρκούντως, επαρκώς.
μεταλλαγμένος, απαλλαγή,
ναρκάω [νη (αρνητ.)
γίνομαι
δυσκίνητος,
+
αρκέω (ηα>α) ή αν
ναρκώνομαι.
αλλοδαπός
+
αρκέω (ε>α)]
ναρκούμαι,
νάρκημα,
ναρκώδης, νάρκωmς, ναρκωτικός, ναρκωτικόν, ναρκώνω,
ανταλλαγή, παραλλάσσω,
απαλλακτικός,
αλληθωρώ,
αλληθωρίζω,
μεταλλάσσω,
μεταλλαγή,
παραλλαγή,
απαλλάσσω,
εναλλάσσω,
εναλλαγή,
εναλλακτικός, εναλλάξ, εναλλάκτης, ενάλλαξις.
50 αλλότριος [άλλος, ωσάv από συγκρ. αλλότερος]- αυτός που
πλήξει, προσβάλλει (ελάυνω, ελεύσομαι, μέλλ. του έρχομαι)
είναι από άλλον ή ο ανήκων σε άλλον, ξένος, παράδοξος,
τον εχθρό του. Ο ελαύνων επί ετέρου (αντιπάλου), δηλαδή
ανοίκειος.
αλλοτριότης, αλλοτρίωσις, άλλυδις (ο>υ, τ>θ),
εξαλλοτριόω, απαλλοτριώνω, απαλλοτρίωσις, αλτρουισμός.
ελευ
+
έτερον> ελεύτερον
Ελευθέριος)]κάποιο
αλληλίζω [άλλος κάτι
άλλο.
+ άλις ( = εις πλήθος),
υπάλληλος,
αλλεπαλληλία, αλληλούχοι,
επαλληλία,
αλλεπάλληλος,
παραλληλισμός, αλληλεγγυότητα,
επαλληλότης,
παράλληλος,
αλληλουχέω
αλλήλων,
α>η]- κείμαι μαζί με παραλληλία,
(έχω),
αλληλεγγύη
αλληλεγγυώμαι,
αλληλουχία,
(εΥΥύη),
αλληλέγγυος,
αλληλισμός,
ελεύθερον (τ>θ) (Λευ-τ-έρης
>
=
το αντίθετο του δούλου, απαλλαγμένο ς από
πράγμα,
ανεξάρτητος.
ελεύθαρος,
ελευθέρια,
ελευθερόω,
ελευθερώνω,
ελευθερωτής,
ελευθερία,
ελευθεριάζω ελευθέρωσις,
ξελευθερώνω,
απελευθέρωσις,
ελευθέριος, ελευθεριότης,
απελεύθερος,
ελευθέρωμα,
απελευθερώνω,
Ελευθέριος,
Λευτέρης,
λευτεριά, λευτερώνω.
αλληλο-,
αλληλ-, αλληλε-, αλληλοε-.
Ρίζα αλλάς [γεν. αλλΆVΤOς, από τα άλλος αλλάσσεται
το
λουκάνικο.
περιεχόμενο αλλάντιον,
των
+
ι-
ελ-
>
>
πελ-
εντός (ε>α), διότι
εντέρων
αλλαντοποιός,
κρέας]
πέλω [Στον Όμηρο η αρχική σημασία είναι η του διατελώ εν
αλλαντοποιία,
με
κινήσει (ελάω). Οι σημασίες, επαπειλώ, στρέφο μαι, επικρατώ,
αλλαντικό, αλλαντοειδής, αλλαντοπωλέω, αλλαντοπώλης.
επίκειμαι επί κάποιου και υπάρχω, ταυτίζονται με αυτές του είλω, η δε σημασία του κατάγομαι, σχετίζεται με την του
ηέλιος
[Στον Όμηρο
πάντοτε
έτm.
Η (δασυνόμενο και
περισπώμενο, σημαίνει βεβαίως, αληθώς)
+ ελεύ-σομαι
(μέλλ.
έρχομαι. Βλ. είλω, έρχομαι, ελαύνω. Fέλ-σαι, απαρέμφ. του είλω και πρκμ. ε-Fέλ-μεθα. Fελ-
>
πελ- (F>π), εκτός και αν το
του έρχο μαι, ε>ι, υ>ο). Τίποτε άλλο περισσότερο δεν έρχεται
π από το ε-πί]- διατελώ εν κινήσει, στρέφομαι, εγείρομαι,
και απέρχεται (το έρχομαι φέρει και τις δύο σημασίες) με τόση
επίκειμαι επί κάποιου, επαπειλώ, στρέφομαι γύρω από κάτι,
βεβαιότητα από ό,τι ο ήλιος]- ο ήλιος.
επικρατώ, υπάρχω, κατάγομαι.
αέλιος (το α είναι
βραχύ, άρα μάλλον επιτατ.), αβέλιος (επειδή δεν αναφέρεται
,
F
το β μάλλον παρεμβάλλεται στο αέλιος προς άρση της
δυνατόν,
επιπέλομαι,
εκπέλει
επιπολή,
επιτρέπεται, είναι
-
επιπολάζω,
επιπόλαιος,
επιπόλασις, επιπολασμός, επιπολεύω, Επιπολαί.
χασμωδίας), βαβέλιος (αναδιπλαmασμός;), βέλα (α-βέλιος). ήλιος (δασ.), άλιος (η>α) [Η χρήση του τύπου αυτού αρχίζει από τον Αισχύλο. Ο Όμηρος αναφέρει το Ήλιος (δασ.) ως κύριο όνομα, αλλά είναι αμφίβολο αν εννοεί τον ήλιο ή τον θεό αυτού. Πιθανόν από τα έ-ω (δασ., υποτακ. του ίημι, το οποίο σημαίνει εκπέμπω, εκτινάσσω, εννοείται φώς, ακτίνες) σομαι (βλ. ηέλιος) ηλίαmς,
εέλιος
>
ηλίωmς,
>
ήλιος (εε>η)], ηλιόομαι, ήλ,
ηλιακός,
ηλιαυγής (αυγή), ηλιάω,
+ ελεύ
αλιακός
ηλιο-,
(η>α),
ευήλιος,
ηλιακώς,
ευάλιος,
ευέλον
(η>ε), αφηλιώτης (από, π>φ), απηλιώτης, λιάζομαι, λιάζω, λιακάδα, λιακό, λιακό ς, λιακωιό, λιάσιμο, λιαστός, λιάστρα,
λιοβασίλεμα, ηλιοβασίλεμα, λιοβολιά (βάλλω), λιοβόλημα, λιόγερμα (γέρνω), λιόκαμα (καίω), λιοκαμένος, λιόκαυτος, λιοπύρι
(πυρ),
ηλιοστάmον
(ίστημι),
λιοστάσι,
λιόχαρος
(χαρά), λιόφωτος, ηλιοτρόπιον (τρέπω), λιοτρόπι.
ηλέκτωρ
[ηέλιος
ακτινοβολών.
+
(ελ>λε)
άγω
(α-κτός)]-
λάμπων,
ηλεκτροφαής
ηλεκτρισμός, ηλεκτρ-, ηλεκτρόδιον
(φάος),
ηλεκτρο-,
(οδός),
ηλεκτρώδης,
ηλεκτρίζω,
ηλεκτρολόγος,
ηλέκτριmς,
ηλεκτροπληξία
(πλήττω), ηλεκτροφόρος.
πολωσίμετρο, πολωσκόπος (σκοπέω), πολωτής, πολωτικός.
πόλις [γεν. πόλε-ος, από το πολέω
>
είλη (εε>ει> ε)]- το
το
μετά
θερμοκρασία)
την
μεταγ.,
μεσημβρία
κάθε
μέρος
της
ημέρας
της
ημέρας,
δειελιάω, δειελίη, δειελινός, δειλινός, δειλινόν,
Πολιάτης, Πολιάς, πολιατεύω,πολίζω, πολιστής, πολισμός, πολιήτωρ,
πολιήτης,
συμπολίτευσις,
πολίτευμα,
αλέα [α, επιτατ.
>
αέλη
>
αλέη (ελ>λε)
>
πολιτευτής,
πολιτικός,
πολίχνη
(υποκορ.),
εκπολιτίζω,
πτόλις
>
+
λ>ρ)]-
το
[Στον
Όμηρο
( =η
συναντάται
πολίχνιον,
Πολίχνη,
μέτρου),
πτολίαρχος,
πολιορκία, πολιορκητής.
πολύς, πολλή, πολύ [πόλις, έχει πολλούς κατοίκους, πολλός (Ιων., πολ-νός
>
πολλός, λν>λλ), παρομοίως το πολλή. Γεν.
-
πόλε-ος), βλ., πλέ-ον]- αντίθετο του
ολίγος, επί αριθμού, μεγέθους, δύναμης, επίτασης, σφοδρός,
δείελος,
πολλαχώς,
πολλοστός,
πολλαπλάmος
πολλάκις, πολλαχόσε,
πολλότης,
(πλείσ-τον,
πολλαπλαmασμός,
πολλάκι, πολλαχού,
πολλύνομαι,
ει>α),
πολύ-,
πολλαπλασιάζω,
πολλαπλασιότης,
πολλαπλασιόω,
πολλαπλασίωσις, πολλαπλήmος, πολλαπλόος, πολλαπλούς, πολλαπλώς, πουλύς.
πλέον, πλείον [συγκρ. του πολύς, πολέ-ος
>
πλέ-ον], πλείν,
πλεονάκις, πλειονάκις, πλειονότης, πλειότητα, πλεονότητα,
δορπέω, δορπήιον,
πλείων, πλέων, πλείον, πλεονάζω, πλεοναζόντως, πλεόναmς,
φαγητό,
πλεόνασμα, πλεοναχόθεν,
ελεύθερος
πολιτίζω,
πολεοδομία, πολεοδομική, πολεοδόμος, πολιορκέω (έρκος),
(μέγιστη
δορπηστός, δορποφόρος, Δορπία.
«ελεύθερον ήμαρ»
πολιτεία,
πολιτισμός,
πτολίεθρον, πτόλισμα, πτολιπόρθης (πέρθω), πτολίπορθος,
πολλαχόθι,
δείλπον
συμπολιτεία,
πολιτεύω,
το
εσπερινό
λαμβανόμενο κατά την δύση του ηλίου.
>
του
σπουδαίος.
αλέα]- θερμότητα, η
πατέομαι (αόρ. ε-πα-σάμην)
δόρπον (ει>ο,
(χάριν
πολλαχόθεν,
αλεός, αλέγη, επαλής.
δόρπον [δείλη
συμπολίτης,
πόλινδε,
σημαντικός,
ζέστη του ήλιου, αλεάζω, αλεαίνω, αλεαντικός, αλεεινός,
(α>ο)
πολίτης,
πολίτις,
πολλαχή,
δείλομαι,
κατοικώ)], ακρόπολις
πολισσούχος, πολιαρχέω, πολιάρχης, πολιαρχία, πολίαρχος,
ισχυρός,
θάλπος, η ζέστη του ηλίου. ειλέω, είλησις, εύειλος, δείλη (δα, επιτατ.)-
(=
(άκρη), πολιανόμος, πολιάοχος (έχω), πολιήοχος, πολιούχος,
εVΙK. πολέ-ος (πόλις
έλη (δασ.), είλη [βλ. ήλιος, εέλιος
πολεύμαι, πωλέομαι (ο>ω),
πόλος, πόληmς, πολικός, πολικότητα, πόλωmς, πολώνω,
Πολιχνίτος,
ήλεκτρον, ήλεκτρος, Ηλεκτριώνη, Ηλέκτρα,
ηλέκτρινος,
πολέω, πολεύω [πέλω, ε>ο]- περιφέρομαι, περιπλανώμαι, συχνάζω, κατοικώ, αροτριώ.
σε
δύο
φράσεις
ημέρα της ελευθερίας) και «ον ειώθαm
πλεονέκτης,
πλεονασμός, πλεοναχός,
πλεονεκτικός,
πλεοναστός,
πλεονεκτέω
πλεονέχτης,
(έχω),
πλεοναχή, πλεονεχτώ,
πλεονεξία,
πλεύν
(ο>υ), πλεύνος, πλεύνως, πληβείος (πληβήϊος, βάω, ει>η).
τω Διί υπέρ ελευθερίας ιστάναι κρατήρα, οι τους πολεμίους αΠOσάμεvOΙ» (σχολ.). Ζ.
528.
Τα προηγούμενα δείχνουν ότι
ελεύθερος είναι αυτός που μπορεί να απωθήσει τους εχθρούς του, προς αποφυγή υποδουλώσεως. Ο δυνάμενος να αποδιώξει,
πιό, πλιό [πλέον, αποβολή του λ, ε>ι]- περισσότερο, ακόμα. πλιά, πλιάτσικο, πλιατσικολογώ, πιά, πιότερο.
51 πλείστος
[υπερθ.
του
πολύς,
βλ.
πλείον],
πλειστάκις,
( = περιφέρομαι),
πώλος [πωλέομαι
περιφέρεται γύρω από
πλεισταχώς, πλειστήριος, πλειστηριάζω, πλειστηριασμός,
την μητέρα του]- πουλάρι, ζώο νεαρό, μικρό κορίτm, παρθένος
πλειστηρίζομαι,
κόρη.
πλειστοβολίνδα
(βάλλω),
πλειστοβολέω,
πλειστοβόλος, πλειστο-.
πωλάριον,
πωλευτής,
(δάμνημι), πίμπλημι πίπλημι
>
[πολύς,
πλείων
(ει>η),
με
αναδιπλαmασμό,
πίμπλημι, το μ χάριν ευφωνίας]- γεμίζω, ικανοποιώ,
χορταίνω, πληρώ κάποια θέση, κατέχω αξίωμα. πιμπλάνομαι,
πίμπλαμαι,
πίμπλια,
πλήμα,
πιμπλέω,
πλερωμή,
πληρότης,
πλερώνω,
πλημάω,
πλέριος,
πλέως,
πληροφορέω,
πληρούντως,
πλήν,
πληροφορώ,
πληρώ,
πλήρωμα,
πληρωμή,
πλειών,
εκπληρώνω,
πλέος,
εκπλήρωmς,
πληροφορία,
πωλεία,
πωλικός,
πωλοδάμνης,
(κομέω),
πουλάρι
λέγονταν
για
(ω>ου),
το
μικρό
πώλευmς, πώλευμα,
πωλίον,
πωλοδαμνέω
πωλοδαμαστής,
πωλοκόμος
πουλάρα,
(κατ'
της
πουλί
κότας),
πουλάκι,
αρχάς
πουλάδα,
πουλακίδα, πούλος, πουλολόγος, -πουλος (κατάληξη).
ενμπλήδην,
πληρόω (ροή, ρέω), πλρώνω, πλήρης, πλήρωσις, πληρωτής, πληρωτέον,
πωλάρι,
πωλευτικός,
πληροφόρηmς,
πλέκω [πέλας (ελ>λε) συστρέφω,
σχεδιάζω,
+ έξω,
μέλλ. του έχω]- πλέκω, στήφω,
επινοώ,
μηχανώμαι,
περιπτύσσομαι,
συνθέτω λέξεις. πλεξείω, πλέξις, πλέκος, πλεκόω, σπλεκόω, σπεκλόω
(αντιμετάθεση),
πλεκτανάομαι,
σπλέκωμα,
πλεκτανόομαι,
πλεκτός,
πλεκτάνη,
πλεκτάνιον,
συμπλέκω,
πλειοδοτώ (δίδω), πληοδοσία, πληοδοτικός, πλημοχόη (χέω),
συμπλοκή,
πλήμνη.
συμπλεκτικός, σύμπλεγμα, πλεκτή, πλέγμα (κ>γ), πλέγδην,
συμπλέκτης,
πλεγματεύομαι, πλήθος, πλείθος [πλήσω, μέλλ. του πίμπλημι, σ>θ]- μεγάλος αριθμός, πολλοί μαζί, όχλος.
πλήθα, πληθικώς, πληθύνω,
πληθύω, πληθυντικός, πληθυσμός, πληθύς, πλήθω, πλάθω,
πλεχτός,
πλεξίδα,
πλοκή
πλοκαμίσκος, πλόκιος,
πλεξούδα,
(ε>ο),
πλοκάμι,
πλόκος,
σύμπλεξις,
συμπλέκομαι,
πλεκτική,
πλοκάς,
πλόκαμος,
πλόκανον,
πλοκεύς,
δολοπλόκος,
πλοκός,
πλέξιμο, πλοκαμίς,
πλοκίζομαι,
πλακός
(ε,ο>α),
πληθώρη (όπως το ελπωρή εκ του έλπω), πληθωρέομαι,
εμπλέκομαι, εμπλοκή, μπλέκω, μπλέξιμο, μπελιάς (λε>ελ),
πληθωρισμός, πληθωριάω, πληθωρικός.
διαπλέκω, διαπλοκή, διαπλεκόμενος, διάπλεγμα.
πληρώ.
σπλά'1Υον [πέ-πλεχ-α (ε>α), ε-πλάκ-ην (κ>χ), πρκμ. και αόρ.
πλησίασμα, πλήσμα, πλήσμη, πλείμμα (σμ>μμ), πλησμονή,
β' του πλέκω, βλ. σπλεκόω]- σπλάΧVO, μάλιστα η καρδιά, οι
πλησμονικός, πλησμονώδης, άπληστος, απληστεία.
πνεύμονες, το ήπαρ, τα νεφρά.
πληστεύω
[πλήσω,
μέλλ.
του
πίμπλημι]-
σπλα'1Υίδιον, πλημμυρίς
+
[πλήσμη
άρω
πλησμαρίς
>
πλημμυρίς
>
(σμ>μμ, α>υ)]- η ύψωση των υδάτων της θαλάσσης, κύμα πλημμύρας, κατακλυσμός, πλεονασμός, πληθώρα. πλημμύρα, πλημμύρω, πλημμυρέω, πλημμυρίζω, πλήμυρα, πλημυρέω, πλημυρίς, πλήμμη, πλήμη.
πλούτος [πολύς> πλού-τος (ολ>λο), πλοίθος (ει>ου, θ>τ)] αντίθετο του πενία, αφθονία.
νεκροί στον κόσμο Πλουτώνειον,
πλουτίνδην,
Πλούτος (πάντοτε προστίθενται
του και ουδέποτε
Πλουτεύς,
πλουτέω,
αφαιρείται κανείς),
πλουτώνειος,
πλουτίζω,
πλουτίνδα,
πλουτισμός,
σπλα'1Υιέμαι, σπλα'1Υεύω,
σπλα'1Υίζομαι,
σπλα'1Υαλγία
(άλγος),
σπλα'1Υικός, σπλα'1Υισμός, σπλα'1ΥΟ-, σπλήν (αποβολή του Χ, α>η),
σπλήνα,
σπληνάριον,
σπληνιάω,
σπληνίδιον,
σπληνίζομαι, σπληνικός, σπληνίον, σπληνίσκος, σπληνίτις, σπληνόομαι, σπληνώδης, σπληνιάζω, σπληναλγία (άλγος), σπληνάντερο, σπλήνιασμα.
πέλτη [πλέκω, πλεκτή> πελκτή (λε>ελ)
πέλτη, ήταν
>
πλεκτή από κλώνους ιτιάς]- μικρή ελαφρά ασπίδα, κόσμημα ίππου.
πελτάζω,
πελτάριον,
πελταστής,
πελταστικός,
πέλτης, πελτοφόρος.
πλούταξ, πλευρόν [πλέγ-μα, δηλαδή, πλεγαρόν
πλούσιος, πλουmότητα, πλούτισμα.
>
πλεαρόν
>
πλευρόν
(α>υ), διότι πλέκω σημαίνει και συστρέφω (όπως είναι τα πέλας [πέλω
(=
= συχνάζω,
οι γείτονες).
πλάθω,
κατοικώ]- πλησίον, εγγύς, οι πέλας
πελαστάτω (υπερθ.), πελασείω, πελάζω,
πελάθω,
προσπελάζω,
προσπέλαmς,
επιπελάζω,
πληmαίτερος,
πλησίος,
πλησιαίτατος,
πλησίον,
πλατίον,
πλησιάζω,
πλησίαmς,
πληmασμός, πλατιασμός, πλησίασμα, πλατιάζω.
φιλέω [πίλ-ναμαι τρυφερότητα,
πωλέω
[πωλέομαι
(πέλω)]-
πούλησις,
πουλημένος,
πουλάω.
πωλητήρ,
πώλημα,
πώλης,
πωλώ,
πουλάω
πωλητής,
πωλήτρια,
πωλητήριον,
παντοπώλης
(πας), παντοπωλείον.
εμπολέω
[εν
συσσωρεύω, εμπόλημα,
+
πολεύμαι]-
πουλάω. έμπολος,
κερδίζω
εμπολαίος, εμπόληmς,
εμπορευόμενος,
εμπολεύς,
εμπολητός,
εμπολή,
απεμπολάω,
απεμπολή, απεμπόληmς, απεμπολητής.
πίλναμαι
[πέλω
προσέρχομαι, πίλος,
προσπελάζω,
πιλάδιον,
πιλητικός, πιλώδης, συμπιλέω,
(ε>ι),
πίλεος,
πίλινος, πιλοφόρος,
συμπίληmς,
συμπιλόω, συμπιλητής.
πλευριάς,
πλευρίον,
(=
προσεγγίζω), π>φ]- αγαπώ, φέρομαι με
ξενίζω,
ασπάζομαι,
επιδοκιμάζω,
φιλώ
στο
φίλημα, φιλία, φιλικός,
φιλιόω,
φίλτρον,
φιλόω,
φίλος,
(ανήρ),
φιλότης,
φιλητικός,
φιλιτός,
φιλο-,
φιλήτωρ,
φιλ-,
φιλιάζω,
φιλιαστής, φιλόσοφος, φιλοσοφία, φιλοσοφικός, φιλαράκι,
φιλαράκος,
φίλεμα,
φιλεύω,
φιλί,
φιλιά ζω,
φίλιασμα,
φιλικότης, φίλιωμα, φίλιασμα, φίλιωση, φιλιώνω, φιλίωmς, συμφιλίωσις, φιλάω, φιλώ, Φιλώτας, Φιλώτεια, Φιλότι.
ιλαρός (δασ.) [φ-ίλ-ος (το φ σε δασεία) ευμενής, αγαθός, πράος, ιλαρός. ιλέομαι,
ίλεως,
ιλεόομαι,
ιλαρόω, ίλασμα,
+
αρ-αρ-ίσκω]
ίλεος (α>ε), ίλαμα, ιλάομαι,
ιλαρεύομαι,
ιλασμός, ιλέωσις,
ιλαρία,
ιλαρότης,
εξιλέωmς,
εξιλεώνω,
ιλήκω, ίλημι, ιλαρά (κατ' ευφημισμόν, όπως το ευλογιά),
στρέφομαι,
προσεγγίζω.
πιλίδιον,
πιλητός, πιλωτός,
πελάζω]-
πλευριαίος,
στόμα, συνουmάζομαι (βλ. πελάζω). φιλάνωρ
(ω>ου),
πλευρά,
πλευρίτης, πλευριτικός, πλευρίτις, πλευρο-, πλεύρωμα.
πέλαmς,
πελάτης, πελάστης, πελατεία, πελατικός, πελάω, πλάτις,
πλατός,
πλευρά)],
εγγίζω,
πιλνάω, πίληmς,
πιλίον,
πιλίσκος,
πιλοφορέω,
συμπίλημα,
πιλέω,
πιλητής, πιλόω,
πιλοφορικός, συ μπιλητικό ς,
ιλαρικό ς, ιλάριος, Ιλαρίων, ιλάσκομαι, ιλαστήριος, ιλαστής,
εξιλαστήριος, ιλατεύω. περί [Ο Όμηρος το χρηmμοποιεί με ρήματα που σημαίνουν
ότι μάχεται ή ερίζει ή αμιλλάται κάποιος, για κάποιον δικό του, ο οποίος βρίσκεται μεταξύ αυτού και κάποιου εχθρού. Επίσης με λέξεις, που σημαίνουν φροντίδα, ανησυχία ή μέριμνα. Ή αναφέρεται σε πολεμιστή που στέκεται ή περιέρχεται γύρω από νεκρό
στρατιώτη,
για
να
τον
υπερασπίσει.
Από
τα
52 προηγούμενα πηγάζει η έννοια του πλησίον, διότι στέκεται ή
Κεφαλλήν, Κεφαλληνία, κεβλή (φ>β), κεβλήγονος, κεβλήνη,
περιφέρεται κανείς δίπλα σ'
κέβλος, κεβλήπυρις (πυρρός).
υπερασπίσει
με
αυτόν, τον οποίον πρέπει να
υπερβάλλοντα
ζήλο,
με
υπερβολική
προσπάθεια, μάλιστα, προ πάντων, λίαν, πάρα πολύ (όλες
κοττίς [κεφ-αλή
κεφ-
>
>
κοφ- (ε>ο)
κοπ- (φ>π)
>
έννοιες του περί). Αλλά και οι σημασίες, επί της αιτίας ή
(ε,ο>α). Κάπια
αφορμής, δια, εξ αιτίας, χάριν, ένεκα ή αυτή η του πέριξ
κεφαλή οι Βλαχόφωνοι (καπ-έλο). Δηλαδή κοπ-τίς
κάποιου, που σημαίνουν τον ακόλουθο, θεράποντα, εταίρο και
(πτ>ττ, όπως επτά
συγγενή, συνάδουν μ' αυτές οι οποίες προαναφέρθηκαν. Όλ'
αυτά δε πηγάζουν από το πέλω (λ>ρ). Επίσης ευθέως, από τα προαναφερθέντα, πηγάζουν και οι έννοιες, ολόγυρα, τριγύρω, επάνω, επί, πέριξ, επί του κινούντος αιτίου, επί του σκοπού, επί συγκριτικής υπεροχής, επί τόπου, κίνηση γύρω από κάποιον
τόπο, επί χρόνου (βλ. πέλας)], πέριξ, πέρ (βλ. περί)- επιτατικό, βεβαιωτικό,
ακριβώς,
σωστά,
παρά
(ε>α)-
πλησίον,
παραπλεύρως, ένεκα, πλήν, εκτός. υπέρ [α (επιτατ.) αυτές
του περί]-
+ περί. επί
επί στάσης,
ως επίρρ., πάρα πολύ, υπέρμετρα, υπερβολικώς. υπείρ, ουπέρ υπέρτατος,
ύπατος
(αντί
υπέρτατος)- ο ύψιστος, ανώτατος, άριστος, ο κατώτατος (υπέρ
= πάρα πολύ
και επί των άνω και επί των κάτω), επί χρόνου,
έσχατος, τελευταίος, υπατεία,
ανθυπατεία (αντί), υπ άτια,
υπατεύω, υπάτη, υπάτισσα, υπάτμενοι, πέρπερος (υ-περ
περ)-
κενόδοξος,
κοττίς
>
αντί κεφαλή ή παρεγκεφαλίδα.
καπελώνω, κάπος, κάπα (έχει κουκούλα για το κεφάλι), καπότα,
κόττα,
πρόκοττα,
κοτίς,
κόττη,
κοττάριον,
κόττικοι,
κώδεια (κοτίς, ο>ω, τ>δ)- η κεφαλή,
κοτσίδα, κότσος, υποκάμισον (υπό
+ κάπα,
(ο>ου),
πουκαμίσα,
πουκαμισάκι,
(κώδεια,
ω>ου,
κουβαράς,
δ>β),
κωδύα,
π>μ), πουκάμισο
καμίmος,
κουβαριά,
κουβάρι
κουβαριάζω,
περπερεύομαι,
περπερεία,
Ρίζα ι
> ελ- > πελ- > περ-
άνω,
όπως η περί, επί μέτρου, επί πλέον, επί παραβάσεως, εναντίον, υπέρτερος,
καπ
κάπια, καπέλο, καπελάδικο, καπελάς, καπελιά, καπέλωμα,
Όλες οι σημασίες του συνάδουν μ'
τόπου, υπεράνω,
κάποιου, ένεκα κάποιου, αντί κάποιου, εν ονόματι κάποιου,
υπέρα,
εττά)]-
-
>
«ένα κεφάλι σκόρδο», καπ λενε την
κουβάριασμα, κουβαριαστός, κουβαρίστρα, κόβαρος.
υπεράνω, χάριν κάποιου προσώπου ή πράγματος, εξ αιτίας
(ο>ου),
= σκόρδα,
+ υ
περπερότης,
περπερόγλωσσος, πέλωρ (ρ>λ)- μεγάλο και υπερφυές τέρας, πελωρίς, πελωριάς, πελώριος, πέλωρος, πέλωρον, τέλωρ (π>τ), τελώριος.
περάω [επί έρχομαι
+
ελάω
επελάω
>
(ε-πέρ-χομαι).
Από
πελάω
> τις
>
περάω (λ>ρ), βλ.
σημασίες
του
ελάω
=
προχωρώ, κωπηλατώ, πλήττω]- διαβαίνω, διαπερνώ, περνάω, περνώ, επί αιχμηρού όπλου, περνώ σε κάποιον τόπο ή από κάποιον τόπο, μεταφέρω μακριά δια θαλάσσης για να πουλήσω (βλ.
πωλέομαι),
πέρνημι.
πουλώ
περνάω,
ανθρώπους
περνώ,
ή
δούλους,
όπως
διαπερνώ, περατής,
το
περάτης,
πέραμα, πέρασις, πέρασμα, περαστικός, περατός, περητός, περάσιμος, περητήριον, διαπερνώ, διαπερατός, πέρα- πέραν,
περαιτέρω,
επί
περαίτερος,
χρόνου,
κατόπιν,
περαιτέρω,
μακρότερον,
περαίτερον,
επί
πέραν,
πλέον, πέρην,
περαιόθεν, πέραθεν, πέρηθεν, περαίας, περαίος, περαίτης, περαιόω,
Πειραιεύς,
Πειραεύς,
Πειραϊκός,
Πειραιάς,
Πειραιώτης, πειραιωτάκι, πειραιώτικος, Περαία" Πέραμα,
ύψος [υπέρ> ύπερος> ύπρος
>
ύπσος (ρ>σ)
>
ύψος],
υψηλός, υψηλο-, υψ-, υψήλωmς, ύψι, υψι-, ύψιστος, υψίων,
περαίωσις,
πέρατος,
περατικός,
απέραντο ς
(α,
αρνητ.),
απεραντοσύνη, πέρας, πεπερασμένον, περατόω, περατώνω,
υψόθεν, υψόθι, υψοί, υψο-, υψόσε, υψού, υψόω, υψώνω,
αποπερατώνω,
Υψώ, ύψωμα, ύψωσις, Υψηλάντης, υψηλότατος, Υψούς,
περαίνω,
Υψούντας, υψωματάκι, υψωμός, υψωτήρ, υψωτής, ψηλός,
συμπερασματικός, πειραϊκός, πείρα ρ- πέρας, άκρον, τα άκρα
αψηλός, ψηλά, ψηλα-, ψηλο-, ψήλωμα, ψηλώνω, ψηλωmά.
των σχοινιών, πέρνημι.
επί [οι σημασίες του σχεδόν ταυτίζονται μ' αυτές των περί,
περ και υπέρ (βλ. περί). Το ε μάλλον επιτατ. (α>ε), δηλαδή επερί> επί ή επέ
>
σημείο, υπεράνω, επί των εχόντων εξουσία, επάνω σε κάτι, το να είναι κάτι στην εξουσία κάποιου, επί αφορμής ή αιτίας, χάριν κάποιου ή κάποιου πράγματος, προς, κατά, εναντίον, όπως η πρόθεση εν ή εις, επί του σκοπού. έπι (αναστροφή), επάνω (άνω), επάνωθεν, επάνωθι, αιπύς [α (επιτατ.)
αιπός (ε>ι)
>
+ επί >
αιπύς (ο>υ)]- υψηλός απόκρημνο ς,
>
μεταφορ., παντελής, τέλειος, κοπιώδης, βαθύς, αίπος, αιπός, αιπύδμητος (δέμω), αιπυμήτης (μήτις), αιπύνωτος (νώτον), επίσης (ίσος).
= επί χρόνου,
επεί [επί
το κατόπιν, επί αιτιολογικών αιτιών]
αφού, ότε, εξ ου, αφ' ότου, επειδή, ενίοτε, επεξηγηματικώς.
επειδή (δη), επειδάν, επάν (αν), επήν (α>η).
> επανή > κεπανή (το κ προτάσσεται, όπως - καπάνη) > κεφανή (π>φ) > κεφαλή (ν>λ)]- το κεφάλι,
αντί της ζωής ή του βίου, αντί του προσώπου. κεφαλάδιον,
κεφαλαία,
κεφαλαιώδης,
κεφαλαίωμα,
κεφαλαλγέω κεφαλαρΥία
(άλγος), (λ>ρ),
κεφαληδόν,
κεφαλίζω,
κεφαλικός, κεφαλισμός,
κεφαλαιόω, κεφαλαίωmς,
συμπέρασμα,
πέρυσι [ε-πέρασ-α, αόρ. του περάω, α>υ], πέρσι, πέρυσιν, πέρυτι, περυmνός, περmνός, επέρυm, περσύας.
κεφαλήφι κεφαλίνη,
κέφαλος,
κεφάλαιον,
σάκκος
πηρόδετος,
κρεμάμενος
πηροφόρος,
στους
πηρώνυμος
ώμους. (όνομα),
περίδιον, άπηρος
(α,
στερ.), απήρινος, πηρίν, πηρίς.
+ πείραρ = πέρας,
άπειρος [α (στερ.)
άκρον]- άνευ πέρατος,
απέραντος, αχανής, χωρίς τέλος, η ξηρά. άπειρον,
απειρο-,
απειροστός,
απείρων, απειρία,
ήπειρος
(α>η),
ηπειρόω,
ηπειρώτης, ηπειρωτικός, Ήπειρος.
πειράω [περάω, ε>ει, βλ. πείραρ]- επιχειρώ, προσπαθώ, δοκιμάζω κάποιον, δοκιμάζω την τύχη μου, την εμπειρία στο κλέψιμο, λαμβάνω πείρα, κάνω απόπειρα κατά της τιμής πειράομαι, πείραμα,
πειρώμαι, πείραγμα,
πειραστικός, νπ>ππ),
πείρα,
πειρατικός,
πειρατής,
πείρη,
πειραχτήρι, απειρία,
πειρατεία,
πειράζω,
άππειρος
κεφαλαλγία, κεφάλας,
του
κεφαλίνος,
κεφαλιτιών,
κεφαλή), κεφάλιον,
κεφαλωτός,
πόρτις [περάω, πειράω
(αν,
στερ.,
πειρατήριον,
εμπειρία,
εμπειράομαι,
εμπειρικός, εμπείριος, έμπειρος, εμπερής.
(εν),
πειραστής,
πειρατεύω,
πειρατικός,
εμπειράζω
πείραmς,
πειρασμός,
κεφαλαιωτής,
κεφαλάς, (δοτική
πήρα [πείραρ (ει>η), κρέμεται από τα δύο άκρα σχοινιού] σακκίδιο,
συγκεφαλαιώ,
κεφαλάλγημα,
κεφαλαλγός,
κεφαλεύω, κεφαλίς,
περατωτικός,
γυναικός, επιτίθεμαι κατά γυναικός, προσπαθώ να πράξω κάτι.
κεφαλή [επάνω απήνη
περάτωmς,
συμπεραίνω,
επί (ε>ι)]- δηλώνει το είναι επάνω ή το να
επιστηρίζεται κάτι πάνω σε κάποια επιφάνεια ή σε κάποιο
αεπι-ός
αποπεράτωσις,
πειραίνω,
( = επιτίθεμαι κατά γυναικός),
νεαρή κόρη, δαμάλα. πόρταξ, πόρις, πορτιτρόφος.
ε>ο]
53 πείρω
[περάω,
ε>ει]-
σουβλίζω, διαβαίνω. πηρούνι
(ει>η),
διαπερνώ
δια
μέσου,
διατρυπώ,
πείρος, περόνη, περόνη μα, περόναμα,
πιρούνι
(ει>ι),
πιρουνιά,
πιρουνιάζω,
περονάω, περονητίς, περονίς, πόρπη [περ-όνη (ε>ο)
+ οπή]
περόνη, καρφίτσα με κρίκο ή θηλύκωμα, πορπάω, πορπόω,
λαχανικά.
πραmάζω,
πρασινόω,
πράσιον,
πρασινοειδής,
πρασίζω,
πραmνίζω,
πράσον,
πραmόω,
πρασινώδης,
πράmνος, πραmανός,
πρασοειδής,
πρασόεις,
πρασοκουρίς (κείρω), πρασόκουρον, πρασόχρους (χρόα), Πρασσαίος, πρασοφάγος.
πορπηδόν, πόρπαμα, πόρπαξ. Πρίαπος [πορίζω> πρί-ζω (βλ. Α-πρί-λιος, πραmά) πηρός [ε-πάρ-ην, αόρ. του πείρω (α>η)]- ο βλαμμένος σε κάποιο μέρος του σώματος, επί του νου. πάρος,
πηρότης,
απήρωτος,
πήρωmς,
άπηρος,
πηρόω,
απηρής,
πηρομελής, πήρος, πηρώδης,
πήρωμα,
ανάπηρος,
αναπηρία,
πιπράσκω [πι-πρά-σκω (αναδιπλαmασμός), από το περά-ω περα- >πρα-]- πουλώ, προδίδω, λαμβάνω χρήματα.
>
πράmς,
πρήσις (α>η), πράmμος, πρατεία, πρατός, πράτωρ, πρατίας, πράτης, μεταπράτης, πρατήρ, πρατήριον, πρίαμαι (περ-
> ΠΡΙ-,
>
ε>ι).
φύω (φ>π), δηλαδή Πρί-α-φος
>
+
α
Πρίαπος]- ο θεός
των κήπων και των αμπελώνων και καθόλου των αγρών, έχοντος δε μέγα γεννητικό όργανο ως σύμβολο της γεννητικής δύναμης
της
φύσης.
Πρίηπος,
Πριαπίζω,
Πριαπίσκος,
προ [πόρος, περάω, πορεύω (ορ>ρο)]- έμπροσθεν, εμπρός, ενώπιον, επί προτιμήσεως, επί αιτίας, δια, ένεκα, εκ, επί χρόνου, πρότερον. προς, προτί, ποτί, ποθ- (εν συνθέσει, όπως
ποθήκω)- όλα σημαίνουν κίνηση από κάποιον τόπο, στάση σε τόπο, κίνηση σε τόπο, εκ, από, εγγύς, εναντίον, ενώπιον, εκ μέρους,
= διαπερνώ),
πρίω [περ-άω, βλ. πρίαμαι]- πριονίζω (περάω αρπάζω κάτι με τα δόντια, δένω στερεώς.
πριόω, πριονίζω,
πρίων, πριονιστής, πριόνιον, πρισμός, πρίσις, πριόνισμα, πρίσμα,
πριονίδι,
πρισμάτιον,
πρίστης,
πριστός,
πριονιστός,
άπριστος,
απρίωτος,
κλεισμένα
δόντια,
απρίξ,
στενώς,
πριστήρ,
πρίωμα,
άπριγδα σφιχτά,
πριστήριον,
πρίζω
(α,
(σ>ζ),
επιτατ.)-
ισχυρώς,
με
σφοδρώς,
απρικδόπληκτος (πλήττω).
συνήθως
επί
χάριν κάποιου, υπέρ κάποιου,
προσήκον, πρέπον,
προσέτι, πρότερος, πρώτος, πρόταιρος, προτού, προτερασία,
προτερεία, προτερεύω, προτερίζω, προτέρημα, προτέρηmς, προτέρωθε,
προτέρως, προτέρωσε,
πρωτάρης, πρωτεύω,
πρωτύτερος, πρωτο-, πρωτείον, πρώτιστος, πρώην, πρωί,
πρωία,
πρώιμος,
πρωιμίζω,
πρώτα,
πρωθυπουργός,
πρόσσω, προθύστερος, πρών, πρόσω, πρωιότης, πρώιος,
πρωιζός,
πρωζός,
εμπρόσθιος,
εμπρός
(εν),
εμπροσθίδιος,
έμπροσθεν,
έμπροσθα,
εμπροσθινός,
μπροστά,
μπροστινός, πριν, πάρος (προς> πόρος> πάρος, ο>α)- πριν,
( =
πόρνη [βλ. περνώ, περάω, πέρνημι πώληση,
+
Πριαπισκωτός, Πριαπισμός, Πριαπώδης.
αναπηρόομαι.
πρε-
(επιτατ.)
αιχμαλώτων,
πάροιθε, πάροιθεν.
εξάγω κάτι προς
ε>ο),
ήσαν
συνήθως
πρώρη [προ
+
ορώ (οο>ω)]- το έμπροσθεν μέρος πλοίου.
αγορασμένες δούλες], πορνάς, πορνεία, πορνείον, πόρνευμα,
πλώρη (ρ>λ), πλωρίζω, πλώρα, πλωριός, πρώρα, πρωράζω,
πορνεύω,
πρώραθεν,
πορνικός,
πορνοβοσκός,
πορνοσύνη,
πόρνος,
πορνότριψ (δια-τρίβω), πορνογραφία, πορνογράφος.
πρωρατεύω,
πόρος [περάω, ε>ο]- μέσον προς διάβαση ποταμού, πέραμα,
πρύτανις
[προ,
πρώτ-ος
πορθμός, γέφυρα, δίοδος δια μέσου του δέρματος, επί παντός
κυβερνήτης,
αγωγού ή ανοίγματος του σώματος, οι ωοθήκες, τρόπος ή μέσα
πολιτικό, πρόεδρος.
προς κατόρθωση, εκτέλεση, πορεία, ταξείδι.
πρυτάνευμα,
πορεύω, πορεία,
πορείον, πόρευμα, πορεύς, πορεύmμος, απορία (α, στερ.),
άπορος,
απορέω,
απορώ,
αποράω,
πορίζω,
ευπορώ,
πορώδης,
πορσαίνω,
πρωρατικός,
διοικητής,
(ο,ω
>υ)
κύριος,
+
άνω]-
άρχων,
ηγεμόνας,
αρχηγός,
αξίωμα
πρυτανάρχης, πρυτανεία, πρυτανείον,
πρυτανεύς,
πρυτανεύω,
πρυτανικός,
πρυτανηίη.
πόρισμα,
πορισμός, ποριστέον, ποριστής, πόριμος, εύπορος, ευπορία, ευπόριστος,
πρωράτης,
πρωραχθής (άχθος), πρωρεύς, πρώρηθεν.
πορσύνω,
πρυμνός [βλ. προ, πριν πάρος
>
προ-μός
>
πρυμνός (ο>υ,
μ>μν)]- έσχατος, τελευταίος, το έσχατο μέρος κάποιου μέλους,
πορθμός (πορισμός, σ>θ), πορθμία, πορθμεία, πορθμεύω,
η ρίζα.
πορθμείον, πόρθευμα, πορθμευτής, πορθμίς, αμπρεύω (ανά
πρυμνήmος, πρυμνήτης, πρυμνητικός, πρυμνόθεν, πρυμνόν,
+
πρυμνούχος (έχω), πρυμνώρεια (όρος), πρύμα, πρυμάτσα,
πορεύω), έμπορος (εν), εμπορίζομαι, εμπορία, εμπορεία,
εμπορεύομαι,
εμπόριον,
εμπόρευμα,
εμπορικός,
μπορώ,
έπορον, πεπρωμένο (αναδιπλαmασμός). πόρδαλις βλάβη,
[πορ-εύω
καταστρέφω )]-
πάρδαλις
(ο>α),
παρδαλιδεύς,
παρδαλός,
+
δαλ-έομαι το
παρδαλέη,
πάρδαλος,
παρδάλιον,
θηρίο
παρδαλή,
παρδαλώδης,
λεόπαρδος
πρύμη,
πρυμίζω,
πρυμιός,
πρέμνον
(ο>ε),
πρεμνίζω,
πρεμνιάζω, πρέμνοθεν, πρέμνος, πρεμνώδης.
(δηλέομαι
γνωστό
πρύμνα, πρύμναδε, πρυμναίος, Πρυμνεύς, πρύμνη,
(λέων),
επιφέρω
πύλη [πόρος, ο>υ, ρ>λ], Πυλαγόρας (αγείρω), Πυλαγορέω,
λεοπάρδαλη.
Πυληγόρος,
παρδάλειος,
πυλαμάχος, πυλαίος, πυλαίτης, πυλάοχος (έχω), πυλούχος,
Πυλαία,
(άρω),
Πύλαι,
παρδαλωτός,
πυλάρτης
πυλωρέω, πυλώριον, πύλος, Πυλοιγενής, Πυληγενής, πύλιγξ (εγγύς, γεν.
πύλιγγος),
πυλαωρός
πυλαιμάχος,
λεοπάρδαλις,
λεοπάρδαλη.
πυλάτις,
πυλαϊκός,
πυλίς,
πυλίτης,
(ούρος),
πυλουρός,
Πύλος,
Πυλόθεν,
Πύλονδε, πυλόω, πύλωμα, πυλών.
πόρτα
[πόρος],
πορτάκι,
πόρτο,
πορτί,
+ πόρος,
πορτολάνος, Ίμβρος (εν, ε>ι, ν>μ
πορτιέρης,
π>β)- νήσος στην
είσοδο (πόρος) των Δαρδανελίων, πόρκης (ακή), πορκώδης, πόρκος (έχω, χ>κ), πορκεύς.
φύλαξ [πύλη (π>φ) φύλαξις,
φυλακεύς,
φυλακέω,
φυλάκιον,
Απρίλιος, Απρίλης [α (στερ.)
+
πορί-ζω
>
ΠΡΙ-, διότι
τελειώνουν οι προμήθειες, που υπήρχαν για τον χειμώνα], απριλιάτικος, απρίλινος, Απριλομάης.
πραmά [πορσαίνω πρασ-αίνω
(ο>α)]-
( = ετοιμάζω, τετράγωνο
τρέφω)
χώρισμα
όπου
φυτεύονται
φυλακίς,
άκων
( =
ακόντιο), γεν. φύλ-ακ-ος],
φύλαγμα,
φυλάκεια,
φυλακείον,
φυλακή,
φυλακίζω,
φυλακικός,
φυλακιστής,
φυλακίτης,
φυλάκισσα,
φύλακος, φυλακτήρ, φυλακτηρία, φυλακτήριον, φυλάκτης, φυλακτικό ς,
φυλάττω, φυλακώνω,
> προσαίνω (ορ>ρο)
+
φύλακας,
φυλάκισμα,
επιφυλακτικός,
φυλακτόν,
φυλάκωμα, φυλαχτάρι,
φυλάχτρα, φυλακτήρας.
επιφυλακή,
φυλάκτωρ,
φυλάγω,
φυλαχτής,
επιφυλάσσω,
φυλάξιμος, φυλάω, φυλαχτό,
φυλάσσω, Φυλακή, φυλαχτικός,
54 θύλακος, θύλαξ, θύλακας [φύλακος, φ>θ]- σάκκος, πήρα, ασκός για τροφές, θύλακας αυγών θΎVVOυ, σφαίρα. θυλακίζω,
θυλάκιον,
θυλακοειδής,
θυλακίς,
θυλακώεις,
θυλακίσκος,
θυλακώδης,
θυλακή,
κουτουριάρης,
κουτουρού,
κουτά,
κουτάβι,
κουταβάκι,
κούταβος, κουτορνίθι.
θυλακίτης, θυλακόομαι,
+
χοίρος [βλ. ΚΟΙ (κ>χ)
ροή, διότι συνεχώς φωνασκεί]
θυλακίτιδα,
γουρούνι, το γυναικείο αιδοίο. χοιράγρα (άγρα), χοίρειος,
θυλακώνω, θυλλίς, θυλλίδα, θύλωmς, θυλάκιο, ανθυλεύω
χοιρο-, χοιρεών, χοιροστάσιο (ίστημι), χοιριάω, χοιρόθλιψ,
θυλακίνη,
θυλακίνος,
θύλωση,
θυλακίτις,
χοιράς- πέτρες, χαμηλοί βράχοι, όμοιοι με χοίρο ή προς τα
(αν, ε>α).
νώτα χοίρου, χοιραδώδεις, χοιρίνη.
πέρθω
[μέλλ.
πέρσ-ομαι.
Ε-πέρασ-α
(αόρ.
του
περάω)
καταστρέφω,
ογκάομαι [ονοματοποιία από το γκαγκα ... του όνου. Τα ο
ερημώνω, αφανίζω, σφάζω, φονεύω, λαμβάνω ως λάφυρο.
από την θορυβώδη εισπνοή πρίν το γκάρισμα]- γκαρίζω, επί
περασ-
περσ-
>
πέρmς,
περθ-
>
περσέπολις,
Περσείος,
Περσο-,
πορθέω
(ε>ο),
πορθητής,
εκπορθώ,
περσέπτολις,
Περσείδης,
Περmστί,
(σ>θ)]-
Περσία,
Περσέας,
όνου. ογκηθμητικός, όγκηmς, όγκημα, ογκητικός, ογκητής,
Περσίς,
γκαρίζω, γκάρισμα, γκάϊντα, γκάϊδα, γάϊδαρος, γαϊδούρι,
Περσικών,
Περσηίς, Πέρσης, Περσίζω,
πορθητήριος,
πόρθημα,
Περσεύς,
Περmκός,
πόρθησις,
πορθεών,
πορθήτωρ,
πορθητικός,
εκπορθέω,
εκπορθώ, εκπόρθησις.
γαϊδουρινός, κόβαρος (ογ-κά-ομαι
κάππα, κόππα [βλ. κακκάζω], κοππατίας, κοππαφόρος. κ>σ, κ>τα, κτ>γδ. καππακισμός
+
άγω, όπως φαίνεται από
τους τύπους, πρ-άξω, επρ-άχθην, πρ-άξις, δηλαδή πρα-αγ-σω
>
πράσσω (γσ>σσ)]- κατορθώνω, εκτελώ, επιτελώ, επιτυγχάνω, συνουσίας,
διενεργώ,
σπουδάζω,
διαπράττω.
πράκτης,
πρακτήρ,
διαπραγματεύομαι,
πρήσσω
(α>η),
πρακτικός,
πραχτικός,
πρακτορεία,
πράκτορος, πρακτός,
πρακτόρεια,
πρακτύς,
πρήξις,
πρακτέος,
πρακτόρειον,
εισπράττω,
(κεφάλι
εισπράττω,
εισπράκτωρ, είσπραξις, εισπράκτορας, εισπράχτορας.
ξι, ξει, ξυ [από τα κ, γ, Χ Μεταβολές,
πραμάτεια, πραματευτάδικο, πραματευτής, πραγματεύομαι, διαπραγμάτευmς,
πραγμάτευμα,
πραγματευτής,
πραγματικός,
πραγμάτιον,
πραγματο-,
πράγματι
πραγματεία,
πραγματίας,
πραγματώνω,
πραγματικότης,
πραγμάτωmς, πραγματώδης,
καρέω (ερ>ρε)
κα
του είρω)
κάλημι, καλίομαι,
καλούμαι, καλώ, κάλεσις, κάλεσμα, καλεστής, καλεστός, εκκαλέω,
καλούμενος, προσκαλώ,
καλιστρέω, πρόσκλησις,
επικαλούμαι, προσκλητήριον,
ανακαλώ, ανάκληmς, ακάλεστος, κικλήσκω (κεκλήσομαι, μέλλ. του καλέω, ε>ι), καλεσμένος, κέλλικας [κέκληκα (πρκμ. του καλέω)
κέκληκας
>
κέλλικας (κλ>λλ)]- οι δημότες
>
(καλούνταν στην αγορά).
κήλημα,
κήληθρον,
κηνύω (λ>ν, ο>υ).
πλείω,
πλεύmς,
πλεύσιμον,
πλευστικός,
κηλεστής, κηληθμός, κήλητρον,
κήληmς,
κηλητής,
κηλήτειρα,
κηλητικός,
κελεύω
[καλέω,
α>ε]- παρακινώ,
πλώω, πλωάς, πλώουσα, πλωϊάδες, πλοΤζω, πλωιμολόγος,
παραγγέλνω,
διατάσσω, παροτρύνω.
πλώmμος,
πλώϊμος,
κέλευmς,
κελευσμοσύνη,
πλωτικός,
πλωτός,
πλώς,
πλωτήρας,
πλωτεύω,
πλοίον,
ευκηλήτειρα,
κηλόω,
Κηλήδονες,
πλευστός,
πλόος (βλ. πλέω), πλους, εύπλοια, πλοώδης, πλουδοκέω, πλωτή ρ,
πλοιαρίδιον,
κελευστικός, κελευστός,
ωθώ προς τα εμπρός, κέλευμα,
κελευσμός,
κελεύστωρ,
(ε>ο),
πλοηγώ (άγω), πλοήγησις, πλοηγία, πλοηγίς,
φωνασκούν), φωνή, βοή, κελωρύω, κελώριον.
κα-
κέλωρ-
υιός,
εγγονός
(παροτρύνονται
κέλλω [αόρ. έ-κελσ-α (κελήσ-ομαι
>
κέλευσμα, κελευστής,
κελευτιάω, κέλομαι
πλοιάριον, προιάρι (λ>ρ), πριάρι, πλοιαρχία, πλοίαρχος,
Ρίζα
> καερω >
μέλλ. κ-ληθήσομαι (ρηθήσομαι)]- λαλώ, φωνάζω, προσκαλώ,
πραγμάτων
πλόϊμος,
και επί της φωνής του
+ ερώ (μέλλ.
ονομάζω, κλείζω, κλέω, φημίζω, επαινώ.
κηλητήριος,
πλεύ στη ς,
ξιφίας)].
καλέω (ρ>λ). Πρκμ. κέκ-ληκα (εί-ρηκα),
>
πέλω]- πλέω, ταξιδεύω δια θαλάσσης, επιπλέω, μεταφ., επί των πλευστέον,
-
κηλέω [καλέω, α>η]- προσελκύω (ιδίως δια της μουmκής),
πλέω [έ-πλευ, παρατατ. του πέλω, πλό-μενος, μετοχ. του
πλεύmμος,
σ, από σκ (σκιφίας
καλέω [βλ. κα-κκάζω, η ρίζα ανθρώπου (βλ. καπυρός), κα
θέλγω, τέρπω, προσάγομαι.
πόλης.
+
= κ>τσ
καπήνη
πραγματισμός,
πραγματιστής, πραγματοποίηmς.
της
τσιτακισμός
-
ξ>σ, ξ>σκ, ξ>ψ, ψ>ξ.
καλείμενος, πράγμα [πέ-πραγ-α, πρκμ. του πράσσω], πρήγμα, πράμα, διαπραγματεύομαι,
= τι>κ,
τσεφάλι). Προτάσσεται, απήνη
-
μελετώ,
πράξις,
πρακτήριος, πρακτίμιος, πράκτιμος, πράκτωρ, πράχτορας, πρακτορείον,
α>ο)- όνος.
Μεταβολές, π>κ, κ>π, χ>κ, κ>χ, γ>κ, κ>γ, κι>σσ, ττ, φτυ>φκι,
πράσσω, πράττω [πέρα-ς> πρα-
επί
+ βάρος,
αλλά
και
κέλσ-ομαι, μέλλ. του
κέλομαι). Στον Όμηρο πάντοτε σημαίνει οδηγώ πλοίο στην κακκάζω, κακκαρίζω [από την φωνή των πτηνών (κότας, πέρδικας, κούκκου κ.ά.), δηλαδή κακακα ... μάμμα, πάππας).
>
κακκα- (βλ.
Τ ο γράμμα κάππα ήταν κάκκα και έγινε
ξηρά. Η διαδικασία αυτή μόνο δια συντονισμού των δυνάμεων πολλών ανδρών είναι κατορθωτή, ο δε συντονισμός μόνο δια παραγγελμάτων
(κέλομαι,
κάππα χάριν ευφωνίας (κ>π, βλ. ίππος, όκκον), όπως και το
Δηλαδή κέλομαι
>
κόππα (α>ο)], κακκαβίζω,
κακκάβη,
στην ξηρά, ελαύνω, ωθώ, προς τα εμπρός, ελλιμενίζομαι.
κάκκασμα,
κόκκυ
κακκάρισμα,
κακάβη,
(α>ο,
κακκαβίς,
α>υ),
κούκος,
κουκκουβάγια,
κελεύω),
>
μπορεί
να
επιτευχθεί.
κέλλω (λν>λλ)]- οδηγώ πλοίο
κόκκυξ,
κοκκύζω, κοκκίσδω, κοκκυσμός, κοκκυστής, κοκκοβόας (βοώ),
κέλ-νω
κουκουβάου,
κοκίτης
κέλης [βλ. κελεύω και κέλλω. Παροτρύνεται συνεχώς από τον αναβάτη του αλλά και δια καλέσματος προσέρχεται σ'
(επιφέρει έντονο βήχα), κικκαβάζω, κίκκος, κίκιρρος, κίκκα,
αυτόν]- ίππος κυνηγετικός, αγωνιστικός, πομπεύς, πολεμικός,
κικκαβάω,
δρομικός, πλοιάριο ταχύπλοο με μία μόνον κώπη, το γυναικείο
(κακαρός, κόττος
κικκός,
κ>π,
κικυμίς,
α>υ)-
(κοκ-τος,
κίκυμος,
μεγαλόφωνος,
κτ>ττ),
κότα,
κίκυβος,
κόκκορας,
κοτόπουλο,
καπυρός
κόκορας, κοτοπούλι,
κοτούλα, κοτουφάς, ΚΟΤΟ-, κόττυφος, κόσσυφος, κόψικος
μόριο.
κελητίζω,
κελήτιον,
(Κελέται
κοΤζω, κοΤ (επί χοίρων), σκούζω, σκούξιμο, σκουξιά.
+ Γαλ-λία, νΥ>γγ), Άγγλος.
κουτός
[κότ-τος,
ο>ου]-
κουτεντές,
ανόητος,
κουταίνω,
μωρός,
κουτιαίνω,
αφελής. κουτο-,
κελεός-
όρνεο
Κελτός,
Κελτικός (ήσαν ιππείς), Γαλάται [πιθανόν από το Κελτός
(κσ>ξ>ψ), κοτσύφι, κότσυφας, κόαξ, κοάζω, κόγξ, κοασμός,
κουταμάρα,
κελητιστής,
ταχύτατο, Κελεός, κήλον (ε>η), Κελτοί, Κέλται,
> Γαλάται, κ>γ,
ε>α)], Γαλλία, Γ άλλος, Αγγλία (άνω
55 κρι [κέλης> κλέ-ης (ελ>λε) κριθάρι ως τροφή των ίππων.
>
κλι- (ε>ι)
κρι (λ>ρ)]
>
κριθή, κριθάρι, κριθαρένιος,
κλήτωρ,
κλητή ρ,
προσκεκλημένος, έκκληmς,
κρίμνον, κριμνώδης.
έκκλητος,
εκκληmαστή,
κέλευθος [κελεύω> κέλευ-τος
κέλευθος (τ>θ)]- οδός,
>
ατραπός, δρόμος, οδοιπορία, εκστρατεία, βάδισμα. κλεύθω,
κελευθείω,
κελευθύντης,
κάποιου,
πηγαίνω
ακόλουθα,
με
+ κέλευθος
κάποιον.
ακολούθημα,
ακολουθητά,
εκκλητεύω,
κεκλημένος,
(εκ),
εκκληmάζω,
εκκλητής,
εκκλησιάρχης,
εκκλητικός,
εκκλησιαρχείον,
εκκληmασμός, εκκληmαστικός.
κληδών [ε-κλήθ-ην, αόρ. του καλέω (θ>δ)]- οιωνός, σημείο
κελευθιάω,
παραγγελτικό, φήμη, κλέος, είδηση, επίκληση, όνομα, κλήση.
(ε>ο, ευ>ου)]- έπομαι
ακολουθώ,
ακολουθάω,
επακόλουθα,
ακολουθητικός,
κλητική,
εκκλησία
κελεύθω,
κελευθοπόρος, ρηξικέλευθος (ρήγVΥμαι). ακολουθέω [α (αθροιστ.)
κλητός,
κλητικός,
Κλήδονας,
κληδόνιος,
κληδονιστής,
κλεηδών,
κληδόνισμα,
κληηδών,
κληδονισμός,
κλειδών,
κληδονίζω,
κλήδην, επικλήδην, επικλήν, επίκλη.
ακολούθηmς,
ακολουθία,
κλαίω [καλέω> κλαέω (αλ>λα)
ακόλουθον,
> κλαίω
(ε>ι). Ιδίως επί των
νεκρών αναφέρεται, όπως και τώρα ο θρηνών, κλαίων καλεί
άκλουθο, ακλούθι.
συνεχώς τον νεκρό δια του ονόματός του], κλάω, κλαυθμονή,
+
καλπάζω [κέλ-ης (ε>α) τρέχων σκιρτών,
πηδάω (η>α, δι>ζ)]- επι ιππου,
τρέχω πηδητικώς.
καλπασμός,
κάλπη,
καρπάλιμος (λ>ρ)- ταΊ!Jς, επίθετο των ποδιών, καρπαλίμως.
κλαύμα,
κλαυθμός,
κλάμα,
κλαυμονή,
κλαυθηρός,
κλαυθμυρίζω, κλαυθμύρισμα, κλαυθμυρισμός, κλαυθμών, κλαυmάω, κλαυσείω, κλαυστήρ, κλαυστός, κλαυτά, κλάψα (υσ>ψ), κλαψιάρης, κλαψιάρικος, κλαψιάρικο, κλαψιάρικα,
κάπρος
[καρπ-άλιμος >
καρπ-
καπρ-
>
(ρπ>πρ ),
είναι
κλάψιμο,
κλαψούρα,
κλαψουρίζω,
ταΊ!JταΤOς όταν θηρεύεται, «συς κάπρος» Όμηρ., ωσάν επιθ.
κλαψούρισμα,
προσδιορισμός]-
ανακλασμός, κλαψομουνίαση (μουνί).
ο
αγριόχοιρος,
είδος
ιχθύος.
κάπραινα,
ανακλαίω,
ανακλάω,
κλαουρίζω,
ανάκλαmς-
θρήνος,
+η
ρίζα κα
καπράω, καπρία, καπρίδιον, καπρίζω, καπριόδους (οδούς), κάπριος,
καπρο-,
καπρώζω,
καπρί,
κάπρα,
ακοή, ακουή [βλ. κακκάζω, α (επιτατ., ευφων.)
καπρονικός,
> κο> κου]-
καπρυλικός, καπρύλιο.
ο ακουόμενος ήχος, είδηση, λόγος, η αίσθηση της
ακοής, άκουσμα, προσοχή σε κάτι. (α>αι)
κραιπλός
>
σπεύδων.
>
ακούω, ακουάζομαι,
κραιπάλιμος
άκουmς, άκουσμα, ακουστήριον, ακουστός, ξακουστός (εκ),
κραιπνός (λ>ν)]- ταΊ!Jς, ορμητικός, οξύς,
υπακούω, υπακουή, υπακοή, υπάκουος, υπάκοος, υπήκοος
κραιπνός [καρπάλιμος> κραπάλιμος (αρ>ρα) κραιπνοβάτης
>
(βαίνω),
κραιπνοσύνη,
(α>η), υπήκοον, υπηκοότης, ανυπάκουος, ανήκοος, ανηκοΤα, ανηκουέω,
κραιπνόσυτος (σεύω, αόρ. σύτα).
ανηκουστέω,
ανηκουστία,
ανήκουστος,
ευηκοέω, ευηκοΤα, ευήκοος, ευήκοον.
μάκελλα [μία επιφάνεια. δόντια,
+
( =
κέλλω
ελαύνω )]- τσάπα με πλατιά
ακρόαμα [ακοή
μακέλλη, δίκελλα (δις)- σκαπάνη με δύο χηλές ή
δικέλλι,
μάκελον,
δικελλίτης,
μακελλείον,
μακελλάριος,
μάκελος,
μακελειό,
+ ροά,
ροή]- άκουσμα, μέλος, δράμα, ωδή.
μακελείον,
ακροάζομαι,
ακροάομαι,
μακελλειό,
ακροατήριον, επακροώμαι, αφουγκράζομαι (επί, α>ε, π>φ,
ακρόαmς,
ακροατής,
κ>γκ)- ακούω με προσοχή, ακούω κρυφά, αφουγκραστής.
μακελλεύω.
κέλαδος [κέλ-ης
+
κώδων
άδω, επι ηχων ορμητικών]- θόρυβος,
[α-κο-ή
+
άδω,
οα>ω]- κουδούνι.
κωδωνίζω,
όπως του ορμητικού ρέοντος ύδατος, μέγας θόρυβος, κραυγή,
κωδώνιον, κωδωνοκρούστης, κωδωνο-, κουδούνι (ω>ου),
ισχυρή και καθαρή φωνή, όπως η του μαντείου, βοή, ο ήχος
κουδουνίζω, κουδουνίστρα.
της μουmκής.
κελαδέω,
κελάδω,
κελάδημα,
κελαδίτης,
κώθων [κώδων (δ>θ), από το σχήμα του]- ποτήρι ΛαKωVΙKό
κελαδεινός, εγκέλαδος, κελάηδημα, κελάδισμα, κελάϊδισμα, κελαηδητό,
κελαηδισμός,
κελαηδιστά,
κελαηδιστής,
κελαηδώ, κελαϊδώ, κελαδητός, κελαϊδιστός, κελαδιστός.
στρατιωτικό, συμπόmο, πότος, ευωχία.
κωθωνίζω,
κωθώνιον,
κωθωνία, κωθωνίη,
κωθωνισμός,
κωθωνιστήριον,
κωθωνιστής, κωθωνο-, κωθώνι.
κελαρύζω [κέλ-ης
+
ρύζω]- μορμυρίζω, ηχώ, βοώ, βουίζω,
επί ρέοντος ύδατος, εκρέω, αναβλύζω ως ύδωρ.
κωτίλλω
κελάρισμα,
κώταλος, κήρυξ [βλ. καλέω (α>η, λ>ρ) κήρυκας,
κηρυγμός,
προκήρυξις,
+
(ου>ω)
κακολογώ,
διακήρυξις,
διακηρύσσω,
κουσκουσορεύω,
προκηρύττω,
ανακήρυξις,
κηρύκευμα, κηρυκεία,
κώταλις,
άγω (άξω, α>υ)]- κήρυκας.
+
κήρυξις,
προκηρύσσω,
ανακηρύσσω, κηρύκευmς,
[α-κου-ή
( =
τίλλω
φλυαρώ, αδολεσχώ, εξαπατώ, κολακεύω.
κελάρυξις, κελαρισμός.
κήρυγμα,
κηρύκειον,
κηρύκαινα,
κηρυκεύω,
κηρυκός,
κηρυκικός, κηρυκτέος, κηρυκώδης, κηρύλος (αλς,
αλός,
κουσελεύω
συκοφαντώ,
δυσαρεστώ)]
κωτίλος, κωτιλάς,
(τ>σ,
ι>ε)-
διαβάλλω,
κουσκούς,
κουσκουσουρεύω,
κουσκουσούρης,
κουσκουσουριά,
κουρκουρσουριά (σ>ρ), κουτσομπόλης (τ>τσ, βάλλω, βόλης
>
μπόλης), κουτσομπόλεμα, κουτσομπολεύω, κουτσομπολιό,
κουτσομπολιά,
κουτσομπόλα,
κουτσούβελο
(φλυαρεί και
ψεύδεται).
α>υ), κηρύσσω, κηρύττω, ακήρυκτος. άχος, ήχος (α>η), ηχή, αχά [ακοή, κ>χ]- επί συγκεχυμένου
κλέω,
κλείω
[κε-κλέ-αται,
ονομάζω, φημίζω, δοξάζω.
πρκμ.
του
καλέω]-
καλώ,
κλέος, κλεινός, κλεϊστός, κληίω
θορύβου πλήθους ανθρώπων, ο πάταγος της θαλάσσης, επί έναρθρων ήχων, ηχώ. ηχείον,
Κλεομένης (μένω), Κλεονίκη, Κλεοπάτρα (πατήρ), κρένω
κατηχητής,
(λ>ρ),
εξηχία, έξηχος, εξηχόω, άηχος.
κλασικός-
κλασσικός,
φημισμένος,
κλασικά,
κλαmκότης,
κλασσικά,
κλασmκότης,
σπουδαίος,
διαΧΡOVΙKός,
κλαmκίζω,
κλαmκισμός,
κλήσις
[έ-κλησ-α,
πρόσκληmς,
αόρ.
καταγγελία, επίκλησις,
ηχητής,
κατηχώ,
κλασmκίζω,
κλασmκισμός,
ακή [α (στερ.)
+
ηχέτης,
κατηχητικόν,
ήχησις,
εξηχέω,
κατήχηmς,
εξήχηmς,
ακοή, ηχή, αχά]- mγή, ησυχία, σιωπή.
ακέων, ακά, ακήν, άκασκα, ακασκαίος, ακεύω (ακή, εκτός
κλαmκιστής, κλασσικιστής.
πρόσκληση,
αχέτας,
ηχώ, αχώ, ηχώδης, ηχήεις, ηχέεις,
(ε>η), κλήω, κληίζω, κλήζω, κλειτός, Κλειώ, Κλέω, Κλέων,
του
καλέω]-
και αν εκ του ακή
= αιχμή)-
φρουρώ, φυλάγω, Ακευσώ, ήκα
το
κάλεσμα,
κατηγορία,
καταδίωξη,
επίκληση.
(έφερε
F,
κλητέος,
κλήτευmς,
κλητεύω,
v>F)-
ησύχως, ήρεμα, mγανά, ελαφρώς, ολίγο, επί όψεως,
Fήκα, πιθανόν εκ νη στερητ., δηλαδή να ήταν VΉKα,
56 λείως,
ευαρέστως,
ήκιστα,
ήκιστος,
ηκαίος,
ηκαλέος,
ήκαλος, ακαλός.
καναχής,
καναχώδης,
καναχέω,
καναχίζω,
καναχός,
καναχισμός.
Λάκων [λα (επιτατ.)
+
ακέων
( = mωπηλώς)]-
λιγομίλητος,
βλ.
= γνωρίζων), Λακεδαιμονιάζω, Λακεδαιμόνιος.
κοναβέω, κοναβίζω, κοναβηδόν.
όχλος [άχος (α>ο)
+ λαός]-
πλήθος λαού σε κίνηση, άτακτο
+ αύω (υ>β), για το ν
κόναβος [βλ. κα-κκάζω (ρίζα κα-, κο-)
βραχυλόγος. Λακωνισμός, Λακωνική, Λακεδαίμων (δαίμων
καναχή]- κρότος, πάταγος, κτύπος, κλαγγή, θόρυβος.
κανάσσω [καναχή
> κανάχιω >
κανάσσω (χι>σσ)]- καταπίνω
πλήθος, ο θόρυβος πλήθους. ενοχλώ, ενοχλητικός, ενόχληmς,
με θόρυβο, όπως όταν κάνει κάποιος γαργάρα.
ενοχλημένος, οχλέω, όχλημα, οχληρία, οχληρότης, οχληρός,
υπόνομος,
οχλητικός, οχλικός, οχλοκοπέω, οχλο-, οχλοκρατία, οχλάζω,
κνάσσω
οχλαγωγία (άγω), οχλίζω.
ουρλιάζω, κνυζηθμός, κνύζημα, κνύζομαι, κνύζω, κνυζάω,
κάναλος,
κανάλιον,
κνύσσω (α>υ)
>
>
κνυζάομαι
κνυζάομαι
,
κανάλης
(κανάσσω
>
σσ>ζ)- ομιλώ γοερώς,
κνυ.
ήκιστος
= ολίγο,
(δασ.) [βλ. ήκα
η δασεία εκ του
ήκιστος στο ακή]- ελάχιστος, ουδόλως, ουδαμώς.
F,
βλ.
ήσσων (ήκ
κόμπος [κόναβος
σον> ήσσων, κσ>σσ)-
μικρότερος, κατώτερος, ησσάομαι,
θόρυβος,
ηττάομαι,
ήττημα,
έπαινος.
ήσσα,
ήττα,
ηττηματικός,
ησσόνως,
κόνβος
>
κρότος,
κομπάζω,
κόμπος (νβ>μπ)]-
>
καύχηmς,
χτύπος,
κομπορρημοσύνη,
κομπασμός,
σπανίως
κομπάσματα,
κομπός,
κομπαστής, κομπέω, κομπηγός (αντί κομπηγορός, αγορεύω),
ηττώμαι, ηττημένος.
κομπηρός, κομπισμός, κομπολακέω (λακέω), κομπολογέω, ακέομαι [ακέων (ακή). Η ηρεμία, ησυχία κατά και μετά την
κομπολογία, κομπορρήμων (ρήμα), κομπόω, καμπάνα (ο>α),
θεραπεία και η ανακούφιση (άκος), αποτελεί ένδειξη επιτυχίας
κουμπούρι
της προσπάθειας θεραπείας]- θεραπεύω, καταπαύω, διορθώνω,
κομβακεύομαι, κόμβη.
επισκευάζω, βρίσκω φάρμακο.
ακέω, ακείον,
ακεστής,
(βροτός),
ακεστήρ,
ακεστορίς,
ακεστήριον,
ακεστός,
ακεσφόρος,
ακέσιος,
ακεσώδυνος
ακέmμος,
άκεσμα,
ακεστορία,
ακεστρίς,
ακέστωρ,
άκεστρον,
ακεσφορία,
ανηκής,
ανήκεστος,
(οδύνη),
νήκεστος, ανάκεστος, ανακές, ανακής, ευάκεστος, ευακής.
κλύω [κο-ώ
>
νόσος (α>ο )]- ασθένεια, αρρώστια, θλίψη, αθλιότητα,
δυστυχία,
νόσος
του
νου,
πληγή,
όλεθρος.
+
λύω, δηλαδή, κολύω
κοπίς,
κοπίζω,
νοσάζομαι,
κλύω (παραδίδω την
>
λύθι)]-
ακούω
κάποιον,
παρατηρώ,
εννοώ,
ακροώμαι,
προσέχω, ακούω, καλούμαι. κλυτός, κλύμενος, κλυτο-.
+
κόπτω [βλ. κα-κκάζω, κό-ναβος
+ άκος > νηακος > νάσος
νόσος, νούσος (ο>ου) [νη (αρνητ.)
κομπο-,
ακοή και τον νου μου σε κάποιον), προστ. κλύθι (του λύω,
πτά-σσω. (κ>σ)
κουμπουριά,
ακασμένα,
ακαστόφρων (φρην), άκος, ακή, ακεσμός, ακεσία, άκεmς,
ακεσίμβροτος
(ο>ου),
κτυπώ,
παίω, πήω, πατά-σσω
>
Δηλαδή πλήττω, πατάσσω με θόρυβο]- πλήττω,
φονεύω
ζώο
δια πελέκεως ή
σφύρας,
αποκόπτω,
κατακόβω, κτυπώ ίππο, σφυρηλατώ, κρούω, λιανίζω, σείω με ορμή, καταπονώ, κουράζω.
αποκόπτω, αποκοπή, εκκόπτω,
νοσερός, νοσακερός, νοσηρός, νόσανσις, νόσησις, νόσευμα,
κατακόπτω, κατάκοπος, κόσσω (πτ>σσ), κόσσος, κοσσίζω,
νοσεύομαι, νοσώ, νοσέω, νοσηλεύω (άρω, ρ>λ), νοσηλεία,
κόσσα, κοσίζω, κοmά, κόβω (π>β), κοφτά (π>φ), κοφτός,
νοσηλία,
κοφτερός,
κοφτή,
κοπτερός,
κοπτήρας,
νοσήλιος,
νοσήλια,
νοσηλός,
νόσημα,
νοσίζω,
νοσοκόμος (κομέω), νοσοκομέω, νοσοκομείον, νοσοτροφία.
κοφτήριο,
κόφτης,
κοπτήριον,
κόφτρα,
κοπίδι,
κόφτω,
κοπίδα,
κοψιά, κόψις, κόψιμο, ΚΟψΟ-, κότσαλο (π>τ),
εύχομαι [ευ λαμβάνει
+ άκος ( = θεραπεία
κάποιος
κάτι),
αλλά και μέσο με το οποίο
κ>χ]-
επιθυμώ,
τελώ
ευχή,
κοτσανιάζω,
κοτσονάτος,
κοτσανάτος,
κόψη,
κοτσάνι,
κοπίς,
κοπίζω,
κοπτάριον κοπτέον, κοπτή, κόπτον, κοπτός, κοπεύς, ΚΟΠΙ-,
προσεύχομαι, κάνω ευχή, τάξιμο, ικετεύω να μου δώσουν οι
κοπιάτης,
θεοί.
διακόπτω, διακοπή, διακόπτης, ανακόπτω, ανακοπή, κόπια,
Από
την
έννοια
του
υπισχvoύμαι να
πράξω
κάτι,
προκύπτουν έννοιες όπως αυτές οι των αυχέω, μεγαλοφώνως υπισχνούμαι, καυχώμαι, μεγαλαυχώ, κομπορρημονώ. ευχετάομαι,
ευχέτης,
ευχητήριος, προσευχητάρι,
ευκτάζομαι, ευκτός,
εύχος,
ευχίτες,
αυχέω
υπερηφανεύομαι,
(ε>α,
κοπάδιον,
κοπάδι,
κοπιάρισμα, κοπιάρω.
κόπος
[κε-κοπώς,
μετοχ.
πρκμ.
ευχωλή,
ευχωλιμαίος,
προσεύχομαι,
προσευχή,
χτύπος, ταλαιπωρία, κόπωmς.
του
κόπτω]-
κτύπημα,
κοπιάω, κοπόομαι, κοπόω,
ευκή,
ευχετήριος,
ευχετικός,
κόπωσις, κοπηρός, κοπιαρός (άρω), κοπιώδης, κοπώδης,
ευκτήριος,
ευκτικός,
κοπιαστικός, κοπάζω, κόπασις, κόπιασμα, κοπία, κοπιάζω,
κομπάζω,
κόπια, κόπων, κομμάρα (πμ>μμ).
βλ.
εύχομαι)-
αύχησις,
αύχη,
καυχόμαι,
αυχή,
αυχήεις,
αύχημα,
κόσσαβος [κόσσος το
καυχάομαι, καυχώμαι [βλ. κακκάζω (ρίζα κα-), κα-
>
κόπαιον,
ευχή,
αυχητής αυχηματίας, μεγαλαυχώ.
κααχά-ομαι
κοπάριον,
ευκτέον,
απεύχομαι,
ευκταίος,
κοπάς,
καυχάομαι
(α>υ),
βλ.
μεγαλοφώνως, κομπάζω, μεγαλορρημονώ.
αυχέω]-
+ αχά> ομιλώ
καυχάς, καύχημα,
τελευταίο
+ βαίνω]-
παιχνίδι κατά το οποίο έριχναν
κρασί του ποτηριού,
ηχηρώς, κάποια μεταλλική λεκάνη.
έτm ώστε να πλήττει κότταβος, κοτταβείον,
κοτταβίζω, κοττάβιον, κοτταβίς, κοτταβικός, κοττάβιmς, κοτταβισμός, κόττανον, κοττάνη, αποκοτταβίζειν.
καύχη, καυχήμων, καύχηmς, καυχητιάω, καυχητής, καύαξ, κουτσός [έ-κοψ-α, αόρ. του κόπτω ο>ου, ψ> πσ
καύηξ, κήυξ, κηύξ, κήξ, καυής.
χωλός. κοέω, κοώ [α-κο-ή]- ακούω, παρατηρώ, νοώ. ευρυκόας,
-κοων
(ηλέματος)-
ηλίθιος,
μάταιος,
ανώφελος,
κακούργος,
(ως
δεύτερο
ανόητος, το
κόβαλος
Κόβαλοι,
κοάλεμος
[άλιος
β από την δασεία)]-
πανούργος,
ευρυκόωσα,
συνθετικό),
κόβαλα,
(δασ.)
=
αναίσχυντος, κοβαλεία,
κουτσά,
κουτσο-,
κούτσα,
κουτσονούρης
(ουρά),
κουτσονόρισσα,
κουτσομπός,
κούτσουρο, κουτσάβλω,
κουτσό,
κουτσουνούρα,
κουτσουρεύω,
κουτσούρα,
τσ (π>τ)]
κουτσαίνω, κουτσονόρα,
κουτσούρεμα,
κουτσουρεμένος,
κούτσαβλος,
>
κούτσαυλος,
κουτσάβλα, κούτσαμα,
κουτσαμάρα, κουτσάφτης (αφτί).
κοβαλεύω, κοβαλίκευμα, κόβειρος.
κοπανίζω
[κόπ-τω
+
άνω],
κοπανισμός,
κοπάνισμα,
+ αχή, το ν παρεμβάλλεται προς άρση
κοπανιστήριο, κοπανιστός, κόπανον, κόπανος, υποκόπανος,
της χασμωδίας]- οξύς ήχος, ιδίως η κλαγγή μετάλλου, επί ήχου
κοπάνα, κοπανώ, κοπάνημα, κοπανιστήρι, κοπετός- μέγας
καναχή [βλ. κα-κκάζω αυλού ή φόρμιγγος.
καναχηδόν,
καναχηδά,
καναχηδής,
57 θρήνος
με
στηθοκτυπήματα,
κωκυτός
(ο>ω,
π>κ,
α>υ),
Κωκυτός, κώκυμα, κωκύω.
κόπρος [κόπ-τω
+
σκεπαρνιά,
σκερπάνι
(μετάθεση),
σκεπαρνίζω,
σκεπαρνισμός, σκεπαρνηδόν, σκεπάρι, σκεπάρνισμα.
ρέω, ρο-ή. Των αιγών, προβάτων κ. ά.
κάμπτω [κόπτω (ο>α, π>μπ), λυγίζω από καταπόνηση]
αποπάτημα
κυρτώνω, παρακάμπτω, περικάμπτω ακρωτήριο, στρέφομαι
κτηνών και ανθρώπων, κοπριά, ιδίως η χρηmμοποιούμενη στην
οπίσω, καταβάλλω (κόπτω), ταπεινώνω, υποκύπτω, κουράζω
είναι κατακομμένη γεωργία.
σε
τεμάχια (κακαράντζα)]-
κοπριά, ΚΟΠΡΟ-, κόπρανα, κόπρειος, κοπρεύω,
(κόπτω,
κόπος).
κοπρίζω, κοπρεών, κοπρών, κόπρωmς, κόπριmς, κόπρισμα,
παρακαμπτήριος,
κοπριών, κοπρίτης.
καμπεσίγυιος κάμπιμος,
σκύβαλον
σκόπαρος
[το
κόπρος,
σ
περίττωμα,
σκυβαλίζω,
(ο>ου,
σκούπα
σκόπρος
>
σκύβαλον
>
σκουπίδι.
>
(ρ>λ)]-
καμπτρίον,
σκουπιδάς,
( = επικεκομμένη) >
ποπάς
πόα (ποFίη)]- κάθε χόρτο που χρηmμεύει ως
>
άνθρωπο
ποασμός,
προς
ποάστρια,
ποηφάγος,
ποήεις,
αποθήκευση).
ποάστριον, ποηφόρος,
ποάζω,
ποηφαγέω,
ποάριον, ποηφαγία,
ποεmτρόφος,
ποεσίχρους
(χρους), ποηλογέω (συλ-λέγω), ποάεις, ποιανθής.
+
ποιμήν [γεν. ποι-μένος, ποί-η ποιμαίνω,
ποιμάν,
μένω, διότι οδηγεί και
ποίμανσις,
ποιμάνω Ρ
ποιμαντήρ,
ποιμασία,
πομενάρχης,
ποιμνήιος,
ποίμνιος,
(ανήρ),
ποιμανόριον,
ποιμαντικός, ποιμενικός,
ποιμαντορικός,
ποιμένιον,
ποιμένιος,
ποιμνιάρχης, ποιμνίαρχος, ποίμνιον,
ποίμνη, ποίμνηθεν, ποιμνίτης, πώη (οι>ω). [κέ-κομμαι,
πρκμ.
του κόπτω (κόπ-μα
κόμμα,
>
αποσπώμενο κομμάτι, μικρό μέρος περιόδου, άχυρο, τύπωση, κόμμα πολιτικό, χάραγμα νομίσματος, νόμισμα.
κομματίας,
κομματικός, κομμός, Κομμαγηνή (γη, διότι από τον β' αιώνα
π.χ. αποτέλεσε ξεχωριστό βασίλειο), κομμάτα, κομματάρα, κομματάρχισσα,
κομμάτιασμα,
κομματιαστά,
κομματικά,
κομματικός,
κομμάτι,
κομματιάζω,
κομματιαστός,
κομματίζω,
κομματισμός,
κόμμωmς,
κομμωτήριον, κομμωτής, κομμώτρια, κομμωτικός.
αναίσθητος,
ηλίθιος.
βωβός,
κωφώ, υπόκωφος,
ασθενής
στην
όραση,
βλάξ,
κωφάω, κώφωσις, κωφεία,
κωφότης, κωφεύω, κώφευmς, κωφέω, κώφηmς, κωφητέος, κωφίας,
κωφόω,
κουφαίνω,
κουφός,
κουφαμάρα,
κουφαηδόνι,
κουφίζω,
κουφάηδονο,
κούφισμα,
κουφο-,
κουφότητα, κούφταλο (τάλας), χούφταλο(κ>χ), κοθώ (φ>θ) βλάβη,
κόθουρος
(ουρά),
φούχταλο
+
κάψουλα,
καμψάριος,
έρως),
ανάκαμψις,
ανακαμπτήριον,
καμπυλιάζω,
καμπυλόω,
καμπύλοχος
καμπύλος,
καμπυλόομαι (όχημα),
καμάρα
(μπ>μ, αίρω), καμαρόω, καμάρωμα, καμαρικός, καμαρωτός, καμάριον,
καμαροειδής,
καμαρούλα,
καμαρώδης,
γνάμπτω και
καμαρώνω,
κνάμπτω- ποιητικοί τύποι του
κάμπτω, γναμπτός.
κύπτω [βλ. κόπτω (ο>υ), κάμπτω (α>υ)]- κλίνω προς τα κάμπτομαι από φορτίο, επί ζώων, είμαι κυρτωμένος προς τα εμπρός.
κυπτάζω, κυπόω,
κύβδα (πτ>βδ, ε-πτ-ά
ανακυπόω, κυττάζω (πτ>ττ),
έβδομος), σκύφτω (π>φ),
-
σκύβω
(π>β), σκύψιμο, σκυφτά, κύβη (κύβ-δα)- κεφαλή, κύμβη (β>μβ), κύβηβος (βαίνω), Κύβηβος (θεράπων της Κυβέλης σε έξταση
ή
μενόμενος
με
κεκαμμένη
κεφαλή),
Κηβηβάω,
ΚυβαΤζω, κυβήνη, κυβιστάω (ίστημι)- πηδώ επί κεφαλής, (έχω),
κύβηλις
(πέλεκης,
βαρύ
μαχαίρι προς
(χούφταλο,
με
αντιμετάθεση).
διαχωρισμό
κρεάτων, είχε κυρτωμένη κόψη), κυβηλίζω, κυβηλικός. Κύβελον, Κύβελα [όρος της Φρυγίας. Μπορεί να προέρχεται από τα κύβη, κύπτω, κυφός ή κύβελα. Εξ αυτού ονομάστηκε η Κυβέλη,
διότι
Κυβεληγενής,
καλούνταν Κυβήβη,
Κυβεληγενής],
Κυβήλη,
Κυβέλη,
Κυβελίς,
Κυβηλίς,
Κυβηλιστής. κυφός [κέ-κυφα, πρκμ. του κύπτω]- κυρτωμένος, κύπτων,
καμπούρης, κεκλιμένος προς τα εμπρός.
κωφός [κόπτω, ο>ω, π>φ]- ανίσχυρος, υπόκωφος, αθόρυβος, άλαλος,
κάψα,
καμψικίζω,
κάμψις
καμπύλλω,
καμπυλωτός,
καμπουριάζω,
κάνω τούμπα, κυβίστηmς, κυβίστημα, κυβιστήρ, κύμβαχος
πμ>μμ)]- κόψιμο, το δια του κτυπήματος αποχωριζόμενο ή
κομματάρχης,
+
ανακαμπή,
καμπτήρ,
καμψίπους (πους),
κάμψα,
καμψίον,
(ανά
ανακάμπτω,
κάμπιος,
καμπτηρία,
καμπούρα,
καμψάκης,
(γOΥVός),
κάμπια,
εμπρός, σκύβω, σκύφτω, κατεβάζω το κεφάλι από ντροπή,
φροντίζει το κοπάδι να παραμένει επί της ποίης]- βοσκός.
κόμμα
ανακάμψερως
κάμπη,
καμψίουρος (ουρά),
(π>τ),
σκουπιδαριό,
καμπή,
καμπούρης,
καμψός,
καμπύλη,
πόπα
τον
κάμψις,
κάμπτρα,
τροφή κτηνών (κόπτεται από το ζώο κατά την βοσκή, αλλά και από
καμπτροποιός,
παράκαμψις,
καμπεσίγουνος
καμπουλίρ,
καμτσίκι
σκουπίζω, σκούπισμα, σκουπο-,
πόα, ποίη, ποία [κόπτω, κοπάς
>
κάμπος,
σκυβαλίτης,
σκουπιδο-.
(κ>π)
(γυίον),
σκυβάλισμα,
σκυβαλισμός,
(υ>ου),
σκουπίδι, σκουπιδιάρης,
κόπρος
π>β)
υπόλοιπο,
σκυβαλικός,
ασκυβάλιστος,
+
προτάσσεται
σκύβαρος
>
παρακάμπτω, καμπαλέος,
κυφότης,
κύφων,
κυφαγωγέω
(νώτον),
κυφών,
(άγω),
κυφαγωγός,
κυφόομαι,
κύφος, κύφωμα,
κυφωνισμός, κυφαλέος,
κεκυφότως,
υβός
κύφωσις, κυφόνωτος
(φ>β)-
κυρτός,
καμπούρης, ύβος, υβάζω, υβάλης, ύβωμα, ύβωmς. κυβερνάω
[κύβ-η
+
άρ-χω
(α>ε)
+
νους ή ναύς,
βλ.
κάρανος]- επί πλοίου, άρματος ή ίππων, είμαι κυβερνήτης, οδηγώ,
άρχω.
κυβερνήτης,
κυβερνισμός, κυβερνήmα,
κυβέρνησις,
κυβερνήτις,
κυβερνητήρ, κυβερνήτειρα,
ακυβερνησία.
σκάπτω
[το
σ προτάσσεται
προς
καλλιέργεια,
+
κόπτω
(ο>α)]-
σκαλίζω, κοιλαίνω.
κυπρίνος [ενώ είναι σε οριζόντια θέση, κύπ-τει την ρίν-α
σκαπανητής, σκαπανεύς, σκαπάνη, σκαπανέας, σκάπετος,
όταν βόσκει στην λάσπη του βυθού]- είδος ιχθύος λιμναίου και
κάπετος, σκαφετός (π>φ), σκαφητός, σκαπτήρ, σκάπτειρα,
ποταμίmου, γριβάδι. κυπρινοειδές.
σκάπτω
ανοίγω
τάφο,
σκαπτός, σκάψις, σκάψιμο, σκάφτω, σκαφτιάς, σκαφιάς, σκαφεύς, σκαφέας, σκαφτικά, σκαφτός, σκάφαλος, σκάφευσις,
σκαφείον, σκαφεύω,
σκαφείδιον, σκαφή,
σκάφος, σκάφη,
σκαφευτής,
ανασκαφή,
σκάφευς,
ανασκάπτω,
σκαφιά, σκαφίς, σκαφίδιον, σκαφίδι, σκάφιον, σκαφίτης,
γαμψός
[κάμπτω,
καμψός
(πτ>πσ>ψ)
>
γαμψός (κ>γ)]
καμπύλος, κεκαμμένος, επί αρπακτικών ορνέων. γαμψόω,
γαμψωλή,
γαμψώνυξ
(όνυξ),
γαμψότης,
γαμψώνυχος,
γαμφηλαί (ψ>φ), γαμφαί.
σκαφιόκουρος (κουρά), σκαφίδα, σκαφιδιάζω, σκαφιδώνω, σκαφοειδής,
σκάμμα
(έσκαπταν προς
(πμ>μμ),
ανεύρεση
των
σκαμματίζω, ριζών
της),
σκαμμωνία σκαμμώνιον,
σκαμμωνίτης, σκέπαρνον (α>ε, άρω), σκέπαρνος, σκεπάρνι,
σκαμβός
[κάμπτω,
κεκαμμένος, στρευλός. (πους),
σκαμβότης,
π>β,
το
σ
προτάσσεται]-
στραβός,
σκαμβάλυξ, σκαμβάς, σκαμβόπους σκαμβόω,
σκάμβωσις,
σκαμβώδης,
58 ασκαμβεύτως, σκεβρός (α>ε), σκέβρωμα, σκευρώνω, χαβός
(πους),
(Κ>χ), χαμός (μβ>μ), χαίος, χαίον.
κορδώνω, κόρδωμα, κορδωτός.
σκανδάληθρον [σκαμβός (μβ >νδ, ο>α)
+ λάθρα
(α>η)]- το
ραβδάκι ή ξυλαράκι (κεκαμμένο) της παγίδας, στο τίθεται το
δόλωμα.
σκανδάλα,
σκανδάλη,
οποίο
σκανδαλίζω,
κορωνός,
σκορπίζω [σκορακίζω
σκορπάω, σκρόπισμα,
σκανδαλοθήρας,
σκανδαλοθηρία, σκανδαλοθηρώ, σκανδαλώδης.
σκιμβάζω
[σκαμβός,
σκιμβασμός,
σκιμπόδιον,
σκάμνον,
σκίμπους
σκαμνί,
σκορπώ,
σκιμβός,
(πους),
σκαμπό,
στέλνω κάποιον στους κόρακες, σκορκίζω
>
σκόρπιος,
σκορπιστής,
σκαμνάκι,
κιμβάζω,
κίμβιξ.
σκρόπιος
σκορπιστός,
κολουάν [κόραξ (ρ>λ)]- θορυβείν.
κολοιός, καλιακούδα,
κεραυνός [ονοματοποιία, από τον ήχο του κράα .. + αύω
καραυνός (ρα>αρ)
>
(α>ε )]- ο κεραυνός, όπλο του Διός. κήπος, κάπος [σ-κάπ-τω, σ-καπά-νη], κηπεύω, κήπειος,
κεραυνίας,
κεραύνιον,
κηπαίος, κηπευτός, κήπευσις, κηπεία, κήπευμα, κηπευτής,
κεραυνοβόλος,
κηπεύς,
κεραυνοσκοπία,
κηπωρός,
(ορ>ρο),
σκορποχώρι,
κολεκεία, κολακεύω, κολακίς, κολακικός, κολακευτικός.
βοώ, ανάβω φωτιά> κρααυός
(ούρο ς),
σκορπίζω (κ>π)]
>
σκορπισμός, σκόρπισμα,
κολοιώδης, κολωάω, κολωός, κολοιή, κόλαξ, κολακευτής,
οκιμβάζω (ο, ευφωνικό), κιμβεία, κιμβικεία, κιμβεύομαι,
κηπουρός
γαυριάω),
διασκο ρπίζω, διασκο ρπισμός.
α>ι]- χωλαίνω, οκλάζω.
σκάμνος,
(κορωνιάω
απομακρύνω, διαχέω, διασκορπίζω.
σκανταλιά,
σκανταλίζω,
(=
αποπέμπω με περιφρόνηση)
σκανδαλόω, σκάνδαλον, σκάνδαλος, σκαντάλι, σκανδαλιά,
σκανδαλιάρης,
κορδώνομαι
κηπουρεύω,
κηπουρική, κηπευτικός, κηπευτική.
Κεραυνός, κεραύνειος,
κεραύνιος,
κεραυνοβολώ, κεραυνούχος
=
> κεραυνός
κεραυνίτης,
κεραυνοσκοπείον,
(έχω),
κατακεραυνώνω,
κεραυνόω, κεραύνωmς, κεραυνώνω, κεραυνο-, Κεραύνια,
κεραυνοπληξία (πλήττω), κεραυνόπληκτος. σκώπτω [σκάπτω (α>ω), μεταφορ. όπως και τώρα, τmγκλώ, κεντρίζω, ερεθίζω, τmμπώ]- περιπαίζω, εμπαίζω, περιγελώ
κροταλίζω [ονοματοποιία, από τα κρα-, κρο- (βλ. κεραυνός)
κάποιον, αστειζομαι με κάποιον, πειράζω, λέγω αστεία, είμαι
+
αστείος.
επί
σκωπτηλός,
σκωπτικός,
σκώπτρια,
σκώμμα (πμ>μμ),
σκώψις,
επισκώπτω,
σκωπτόλης,
σκωπταλέος,
επίσκωμμα,
σκώπτης,
σκωμματικός,
επισκωμματίζω,
επισκωμματικώς, επισκώπτης, επίσκωψις.
οξέως
ήχο
δια
επικροτώ,
άγω (γι>ζ), βλ. κα-κκάζω, εκ
της φωνής του κόρακα]- κρώζω, επί του κόρακα.
κορτείν
των
= οξύφωνος]
λίζω, γι>ζ) κυρίως
κροτάλων.
κροτάλισμα,
από
κροταίνω,
(ορ>ρο),
κρόταλον,
κροταλίας,
επικρότησις,
συγκρότημα,
+
>
παραγομένου
κρούση
ότι ο ήχος παράγονταν από την πλήξη του. Όπως το κροτώ, κροταλισμός,
κράζω [ονοματοποιία, κρα
λιγύς (λιγι-ω
ήχου
αντικειμένων, επί ξηρών ήχων. Και για τον κεραυνό νόμιζαν ποιώ
Ρίζα κα> κρα-
+
τα- (βλ. τύπτω)
συγκροτώ, κρότος,
κρούταλα
κροταλιά,
κροτέω,
κροτησμός,
(ο>ου),
κροτώ,
συγκρότησις, κροτητός,
κροτίς,
κροτίδα,
κράξιμο
κρότημα, κρότηmς, κροτίζω, κροτικός, κροαίνω, κρούω,
(άξω), κραξιά, κράχτης, κράκτης, κράξ, κράκα, κρακίδες,
κρούμα, κρούσμα, κρουματικός, κρουματοποιός, κρούπεζα
κρέξ (α>ε), κράκτρια, κρακτικός, κρόασμα (α>ο), κλάζω
(πέζα),
(ρ>λ), κλαγγή (άγαγον), κλαγγάζω, κλαγγαίνω, κλαγγέω,
κρουστός,
κρούπαλα,
κρουπεζόομαι,
κρουστικός,
κρουσμός,
κρουmμετρέω,
κρούσις, συγκρούω,
κλαγγηδόν, κλαγκτός, κλαγερός, κίχλα (κέκλα-ΥΥα, ε>ι, κ>χ),
σύγκρουσις,
κίχλη, τσίχλα (κ>τσ, τmτακισμός), κρώζω (α>ω), κρωγμός,
κρουσταίνω, κρουστώνω, κρουm-, αντικρούω, αντίκρουσις,
κρώγμα, κλώζω (ρ>λ), κλωγμός, κλωσμός, κλώσσω, κλώσα,
καρκαίρω (κρο-
κλωσάω,
κλωσώ,
κλώσημα,
κλωmάζω,
κρίκω, τρίζω (κ>τ), τριγμός.
> κρα- > καρ-).
κρατύνω, καρτύνω (ρα>αρ) [κατ' αρχάς αναφέρονταν επί
της
+ αυγάζω ( = παρατηρώ,
τσούγκρισμα,
κλωσόπουλο,
κλωσοπούλι, κλώσος, κρίζω (α>ι), κριγή, κριδδέμεν (γδ>δδ),
κραυγάζω [κρά-ζω
τσουγκρίζω,
σύγκρουμα,
σκληρότητας
(Οδ.
393).
Κρατύνω
δε
και
σκληρύνω
σημαίνει, βλ. καρχαρόδους, κρατέρωμα, κραναός. Τα σκληρά ατενίζω). Όταν
αντικείμενα κροτα-λίζουν (βλ. κροταλίζω) όταν τύπτονται ή
βόσκουν τα σμήνοι των κοράκων, κάποιοι περαμένουν επί των
τύπτουν. Τα σκληρά σώματα είναι αλύγιστα, αλύγιστο δε
δένδρων, παρατηρούντες και κραυγάζοντες, όταν διακρίνουν
αποκαλούμε τον αντέχοντα, τον ισχυρό, τον σκληρό, τον
κίνδυνο.
δυνατό.
Αναλόγως οι σκύλοι υλακτούν όταν αισθανθούν
κίνδυνο]-
επί κοράκων κρώζω,
ανθρώπων,
εκπέμπω
Κραυγασίδης,
δυνατή
κραυγή,
επί σκύλων, υλακτώ,
επί
κραυγή.
κραυγάνομαι,
κραυγασμός,
κραυγαστής,
κραύγασος, κραυγίας, κραυγός.
Επίσης
διοικώ, κυβερνώ, κατέχω. καρτερός,
κόραξ [βλ. κράζω> κράξω> καράξω το
κοράκι,
η
>
κόραξ (α>ο)]- η
σαρκοβόρος κορώνη, κάθε πράγμα
ακούμε
τον
ήχο
του
σπασίματος
+ τα
(α>υ), τα κρατύνω και καρτύνω]- σκληρύνω, ενισχύω, κρατέω,
κάρτα,
κάργια,
κρα-τς
σκληρού πράγματος. Από την ρίζα κρα- (βλ. κροταλίζω)
κρατερός,
καρταίπους
κρατέω, κράτος, κάρτος, κρατώ, καρτερέω,
(πους),
καρτερώ,
κραταίπους,
ευκρατώς,
καρτεραίχμης
(αιχμή), κρατεραίχμης, καρτέρημα, καρτέρησις, καρτερία, καρτέρι,
καρτερητός,
καρτεροβρόντης,
καρτερο-,
αγκιστροειδές ή οξύ, όπως το ράμφος του κόρακα, λύκος
καρτερότης, καρτερόω, κάρτιστος, κράτιστος, κραταίβιος,
θύρας,
κρατηmβίας, κραταιός, κραταίωμα, κραταίωσις, κράτημα,
το
ράμφος
βασανιστηρίου.
αλέκτορος,
κορακίας,
κορακεύς,
κοράκεως,
κοράκιον,
κόρακας,
κοράκι,
κορακίσκος,
είδος
ιχθύος,
είδος
κορακεύομαι, κοράττω (κτ>ττ), κόρακος,
κορακιστί,
κορακίνος,
κάργια
κορακόομαι,
κοράκινος,
(κ>γ),
γκάργκα,
κοραξός,
κοραξοί,
κόραφος, σκορακίζω, σκορακισμός, κορακιάζω, κορακίδες, κορακίστικα,
κορακιστικά,
κορακιωτός,
κορακιδίδες,
κορακο-, κορακωτός, κορακοειδής.
κραταί,
κρατέρωμα,
κράτησις,
κρατηm-,
κρατήτωρ, κρατιστεύω, κρατιστίνδην, κρατύς, κρατυντήρ, κρατισμός.
πανκράτης πανίσχυρος.
[πας,
πάν
(ν>γ)
+
κρατέω]-
παντοδύναμος,
πανγκρατευτής, πανγκρατιστής, πανγκάτιον,
πανγκρατησία, πανγκρατιάζω, πανγκράτιστος, πανγκράζω,
κορώνη [κόρ-αξ]- κουρούνα, θαλάσmα κορώνη, κόραξ, ΤΟ άκρο του τόξου, η κυρτή πρύμνη του πλοίου.
κρατώ,
παντοκράτωρ.
κορωνιάω,
κορωνίζω, κορωνιδεύς, κορώνης, κορωνιστής, κορώνισμα, κορωνίης, κορώνιος, κορωνίς, κορωνοβόλος, κορωνόπους
πέτρα [καρτύνω (κ>π,
ρτ>τρ )]-
= σκληρύνω,
βράχος,
κάρτα> κέρτα (α>ε)
πέτρα.
πετραίος,
>
πέτρα
πετραίον,
πετράκης, πετρηδόν, πετρήεις, πετρήρης (άρω), πετρίδιον,
59 πέτρινος,
πέτριον,
πετρο-,
πέτρος,
πετρόω,
πετρώδης,
πετρώεις, πέτρωμα, πετρών, πετρέλαιον.
καρκίνος [καρ-τύνω επιδέσμου.
καρκίνωμα, καρκινάς, καρκινευτής, κάρκαρον,
καρκινικός,
κραναός [κρατύνω]- πετρώδης, τραχύς, ανώμαλος, επί του οστράκου της χελώνας,
επί ξύλου,
αυστηρός, κεντητικός.
καρκινισμός,
καρκινοβατώ,
καρκίνωπας,
κράνινος, κράνειος, κρανέϊνος, κράνεον, κράνο, κρανίον,
καρίδα,
κρανί,
(κ>γ).
κράνος,
κρανοποιέω,
κρανοποιός,
καρκινοβασία,
καρκινογόνος,
καρκινομάτωmς,
κραναήπεδον, κράνεια, κρανέα, κρανιά, κράνον, κρανειά, κράνα,
+ κινώ]- ο κάβουρας, διαβρωτικό έλκος,
καρκίνωμα, λαβίδα, πυράγρα, ζυγώματα, είδος πέδιλων, είδος καρκινοβάτης,
καρκινοειδής,
καρκινώνομαι,
καρκινώδης,
καρκίνωψ
(ωψ),
καρκίνωσις, κόρα (α>ο), κοριάζω,
καριδόω,
κουρίς (α>ου),
κωρίς
(ου>ω),
καρίς, γαρίδα
κρανουργός (έργον), κρανουργία.
Κρήτη [κράτ-ος (α>η), ισχυρή ναυτική δύναμη κατά την σκληρός [κραναός, ρ>λ, α>η, το σ προτίθεται]- τραχύς, σκληρός, αυστηρός, δύσκολος, άκαμπτος, επί ήχου, τραχύς, βαρύς,
βαθύς,
δυσάρεστος,
κρατερός,
επί γεύσεως και οσμής,
πνηγηρός.
σκληραγωγία,
σκλήμα,
σκληρία,
σκληρόγεως
(γη),
σκλήρωσις,
σκλήρυσμα,
σκληραίνω,
σκλήρισμα,
σκληραγωγέω
σκληρότης,
σκληρο-,
σκλήρος,
εποχή],
Κρής,
Κρήσσα
(άγω),
πώρος [καρ-τύνω κώρος
Κρήσιος,
= σκληρύνω,
σκληρύνω,
σπηλαίου,
πορώδης σύσταση
ουροδόχο
κύστη.
σκληρίτις,
σκληρυντικός, αποσκλήρυνσις, αποσκληρυντικό.
πωροκήλη, πωρόω,
κραίνω [μέλλ. κρανέω, από το κρα-τύνω, κραναός]- άρχω,
βλ. καρ-ίς, κωρ-ίς, δηλαδή
πώρος (κ>π)]- είδος μαρμάρου, σταλακτίτης εντός
>
σκλήρυνmς,
σκληρίτιδα,
(Κρήτισσα),
Κρητικός, Κρηταγενής, Κρητάρχης, Κρητίζω, Κρητισμός.
τραχύς,
σκληρίαmς,
σκλήρωμα,
αρχαία
επί των
πωρίαmς,
πωρολυτικός πωρώδης,
(λύω),
οστών,
λίθος στην
πώρινος,
πωροειδής,
πωρόμφαλος
(ομφαλός),
πώρωμα,
πώρωσις,
πωρώνω,
πωρωμένος, πουρί (ω>ου), πουριάζω.
εξουmάζω, διοικώ, κυβερνώ, εκτελώ, εκπληρώνω, τελευτάω. κράντωρ,
κράντης,
κραντήρ,
κράντειρα,
κραντήριος,
κρείων, κρέων, Κρέων, κριτήρες (ε>ι), κριταί.
καρχαρόδους, δηκτικός,
κρίνω [κραίνω, αι>ι, όλες οι σημασίες του, αναφέρονται σε ενέργειες
κυβερνητών]-
χωρίζω,
καρχαρόδων
ξεχωρίζω,
αποχωρίζω,
επί
επικρίσεως
κέρχνος,
κοράκιον (KεΡΧVασμός,
καταδικάζω.
κορακιάζω.
κριτήρ,
κριματίζω,
(βλ.
κραναός).
καρχαλέος,
κερχάω, κερχναλέος, κερχνασμός, κέρχνη, κερχνηΤς, κεχρίς,
παραχωρώ, θεωρώ, προτιμώ, προκρίνω, ερωτώ, κατηγορώ,
κρίσις,
καρ-καρ-όδους
καρχαρίας, κάρχαι, καρχαρέος, καρκαρίς, κέρχνω (α>ε),
εκλέγω, εκφέρω κρίση, απόφαση περί ερίδων, δι' αποφάσεως
κρίμα,
[καρ-τύνω,
(κ>χ, οδούς, δόντι)]- ο έχων σκληρά δόντια, καθόλου, οξύς,
κερχνόω,
κερχνώδης,
κερχνωτός,
κέρχνωμα,
ε>ο)- νόσος προβάτων από
δίψα,
κριματιστής, κριτήριον, κριτής, κριτικός, κριτίς, κριτός, Κρίτων, άκριτος, ακρισία, προκρίνω, πρόκριmς, πρόκριμα, προκριματικός, διάκριmς,
κατακρίνω,
διακριτικός,
κατάκρισις,
αδιάκριτός,
διακρίνω,
διακριδά,
διακριδόν,
κάρφος [καρ-τύνω
+ φύω (υ>ο)]- κάθε είδος ξύλου ή
λεπτού
καλαμιού, μικρού και ξηρού, ιδίως των mτηρών, στον πληθ., ώριμος.
κάρφω,
καρφύνω,
καρφόω,
καρφαλέος,
εκκρίνω, έκκριμα, έκκριmς, έκκριτος, εκκριτικός, εγκρίνω
καρφαμάτιον (αμάω), κάρφη, καρφηρός, καρφίον, καρφί,
(εν),
καρφώνω, καρφίτσα, καρφίτης, καρφολογέω (συλ-λέγω),
έγκριmς,
ανακρίνω,
ανάκριmς,
ανακριτικός,
ανακριτής, ανακριτήρ.
καρφολογία, κάρφωμα, σκάριφον- κάρφος, μολυβδοκόνδυλο, σχέδιο, σκάριφος, σκαριφάομαι, σκαρίφημα, σκαριφισμός,
ακρίς [α (αρνητ.)
+
κρίνω
( =
ξεχωρίζω, διακρίνω), κρι τός
σκαριφηθμός.
(τ>δ), γεν. α-κρίδος, διότι δεν διακρίνεται εύκολα επειδή έχει το ίδιο χρώμα με τα φυτά]- η ακρίδα.
ακρίδα, ακρίδαρος,
ακριδούλα, ακριδώδης, ακριδο-.
κράμβος [κάρφος αρ>ρα (βλ. καρτύνω), φ>β>μβ]- ξηρός, επί ήχου
όπως
το
καπυρός,
ηχηρός,
νόσος
των
σταφυλιών.
κραμβαλέος, κραμβαλίζω, κράμβαλα, κράμβη, κραμβείον, Κριμαία
[κρίμα
(κρίνω),
διότι
εξ
αυτής
κρίνονταν
η
κραμβίδιον, κραμβήεις, κραμβίς, κραμπολάχανο.
πρόσβαση και το εμπόριο προς την Ρωσία]- χερσόνησος της Ρωσίας στον Εύξεινο Πόντο. Κριμαϊκός.
ραφανίς καρτύνω)
=
κρίνος [κρίνω κραίνω, δηλαδή
[κάρφω,
ξεχωρίζω, εκλέγω, εκλεκτός ή από το
συστέλλω)]-
βασιλεύς των λουλουδιών]- διακοσμητικό
ραφανηδόν,
μυρωδάτο φυτό. κρίνο, κρινοειδής, κρινώνας, κρινωνία.
κράμβη
>
καρφανίς
>
κραφανίς (βλ.
ραφανίς, ωσάν συνεσταλμένη κράμβη (κάρφω
>
ραπάνι.
ραφανέλαιον,
ραφανίδιον,
ραφανώδης,
ραφάνινος,
ραφάνη,
ραφανιδόω,
ραφανίτις,
=
ράφανος,
ραφανιδώδης,
ραφάνουρος
(ουρά),
ράφυς, ράπυς (φ>π), ράπα, ράπη, ραπάνι, ράπανο, ρεπάνι,
Κρίσα [κρίmς, εκεί γίνονταν κρίση των ζητούντων χρησμό, πριν φθάσουν στους Δελφούς]- πόλη της Φωκίδος. Κρισαίος.
αποραφανίδωσις (από, η εις τον πρωκτό εισαγωγή ραφανίδος, «αύτη
γαρ
ώριστο
Αριστοφ. Πλουτ. κρύος
[κρα-τύνω
=
(α>υ)
σκληρύνω,
επί
του
κρυόεις, κρυερός, κρυόομαι, κρυώνω,
>
σκερ- (α>ε)
στεγνώνω,
κρυαίνω,
σκελετεύω,
κρυμοπαγία
(πάγος),
Σχολ.
εις
σκέλλω [καρ-τύνω, καρ-χαλ-έος (βλ. χέρσος, ξηρός), καρσκαρ-
κρυμαίνω, κρυμαλέος, κρυμός, κρυμώσσω, κρύα, κρυάδα, κρυγαίνω,
τοις μοιχοίς πένησιV»,
πάγου
(κρυμός), της πήξης του ύδατος εκ ψύχους, βλ. κρυσταίνομαι] παγετώδες ψύχος.
δίκη
168.
κρυοπάγημα,
παθ.,
>
είμαι κάτισχνος.
σκελετός,
>
σκέλ- (ρ>λ)]- ξηραίνω, καταξηραίνω, σκελετεία,
σκελετία, σκελετώδης,
σκελετίζω, σκελιφρός
κρυοπαγώ, κρυωτήριον, κρυογονική, κρυογόνο, κρυογόνος,
(φέρω), σκελεφρός, σκλήμα, σκληφρός, ασκελής (α, επιτατ.),
κρυολόγημα, κρυολογώ (συλ-λέγω), κρυο-, κρυσταίνομαι
ασκελές, ασκελοποιός.
(ίστημι)- πήγνημι εκ ψύχους, παγώνω, κρύσταλλος (ιστάνω,
νλ>λλ),
κρυσταλλίζω,
κρουσταλλένιος, κρυσταλλένιος, κρυστάλλωmς,
κρυσταλλόομαι,
κρυσταλλώδης, κρούσταλο,
κρυσταλλο-,
κρυσταλλίτης,
κρυστάλλινος, κρυσταλλοειδής,
+ σκέλ-λω (σκελ- > σκλε- > σκλη-, + βίος (β>π) ή ποιέω]- Θεσσαλός ηγεμώνας, διάσημος ως
Ασκληπιός [α (στερ.) ε>η)
ιατρός. Ασκληπιάδης, Ασκληπιείον, Ασκληπίεια.
κρυσταλλότητα, κρυστάλλωμα,
κρυσταλλωτικός, κροντήρι (κρυον-τήρι), κροντήρα.
εσχάρα [σκέλ-λω (κ>χ, ε>α, λ>ρ), το ε ευφωνικό ή από α επιτατ.]-
εστία,
μέσον
προς
παραγωγή
πυρός,
ξύλο,
60 προσάναμμα,
δαδί,
μεταγ.,
κάθε
βάση
επί
της
οποίας
στηρίζεται κάτι, όπως το βωμός, κακάδι επί έλκους, μαγειρικό εργαλείο, τα χείλη των γυναικείων αιδοίων. εσχαρεύς,
εσχάριον,
σκάρωμα,
σκάρα,
εσχαρίτης,
σκαρίον,
εσχαρόω,
εσχάρη, σχάρα,
σκαρί,
σκαρώνω,
εσχάρωμα,
εσχάρωmς,
εσχαρωτικός, έσχαρος.
κλάω [κλα-δεύω]- θραύω, αποκόπτω, τσακίζω, σπάζω, ιδίως κλαδεύω
άμπελο,
μεταβάλλω διεύθυνση (σε τόπους όπου
φυσούν σταθερής διεύθυνσης άνεμοι, τα δένδρα γέρνουν προς την
διεύθυνση
κεκλασμένος
των
ανέμων),
(μετοχ.
πρκμ.
εξασθενώ,
του
ματαιώνω.
κλάω )-
τεθλασμένος,
κεκαμμένος, κεκλασμένως, κλών, κλώνος, κλωνάρι, κλώναξ, κόνις, σκόνη [σ-κέλ-λω σκόνη,
τέφρα,
>
στάχτη.
κελ-
κολ- (ε>ο)
>
κονέω,
κόνιον,
κονιάω,
κονίαmς,
κονίαμα,
κόνιος,
κονίζω,
σκονίζω,
σκονάκι,
σκόνισμα,
ξεσκόνισμα, κονιώ,
ξεσκονηστήρι,
κόνιmς,
κονιορτώδης,
κουρνιαχτός
κουρνιαχτισμένος, κονιαστής,
(ξε-),
ξεσκονόπανο, κονιορτόω,
ο>ου,
μετάθεση),
(σάλος),
κόνιδα,
κονιάτης,
ξεσκονίζω
(κονιορτός,
κονίς,
κονιάζω,
κονίστρα,
(όρνυμι),
κονίσαλος
κονιατός,
κονία,
ξεσκονίστρα,
κονιορτός
κον- (λ>ν)]
>
κονισαλέος,
κονίδα,
κονιδιάζω,
κλωνίδης,
κλωνοκοπέω,
κλαράκι,
κλάρες,
κλωνοφυέω,
κλαρώνω,
κλαρί,
κλάρα,
κλάσις,
κλάσμα,
κλασαυχενεύομαι (αυχήν), κλάση, κλαστάζω, κλασματίζω, κλαστήριον, κλάστης, κλαστός, κλαμβός (βαίνω), κλήμα (α>η),
κληματηδόν,
κληματίς,
κληματικός,
κληματίτις,
κλημάτινος,
κληματόομαι,
κλημάτιον,
Κλήμα,
κληματίδα,
κληματσίδα, κληματο-, κληματαριά, ανακλάω, ανάκλαmς, ανακλαστικός,
ανάκλαστος,
αντανακλώ,
αντανάκλαmς,
αντανακλαστικός.
κονιδιάρης, κονίδιον.
κάλον χέρσος [καρ-χαλ-έος, KέΡ-ΧVω (Κ>χ), κάρ-φω, καρ-τύνω] ξηρά
γη,
ξηρός,
ακαλλιέργητος, χερσόνησος, χερσεύω,
στερεός,
άτεκνος,
επί
γης,
στείρος.
χερρόνησος,
τραχύς, χέρρος
χέρmνος,
χερσαίος,
χερσόω, χερσάδα, Χέρσο, χέρσωμα,
[κλάω
καλάπους
(λα>αλ),
(πους),
κλών]-
καλαπόδι,
ξύλο.
κάλα,
καλαπόδιον,
κάλιον,
καλιά,
καλιή,
άγονος,
καλιάς, καλιός, σκαλωτής, σκαλωσιά, σκαλμός, σκαρμός
(ρσ>ρρ),
(λ>ρ), σκάλα, σκάλωμα, σκάλωmς, καλάυροψ (ρέπω, Fρέπω,
χερσεία, χερσώνω,
ξεχερσώνω (ξε-), χέρσωσις, σχερός (μετάθεση), Σχερία.
ροπή)- ράβδος βουκολική, «έστι δε ξύλον κατά το έτερον μέρος POπΉv έχον,
ο έστι βlψoς»,
καλαφατίζω,
καλαφάτης (πατάσσω, π>φ),
καλαφάτισμα,
κήλων
(α>η),
κηλώνειον,
κηλωνεύω, κηλωστά, κηλωτά.
ξερός [χέρσος> χσερός ή σχερός (βλ. σχερός), με μετάθεση
>
ξερός (χσ, σχ, σκ
ξηράθεν,
ξηρή,
ξηραλοιφία,
ξ, όπως ισχύς
>
ξηρά,
ξήρανσις,
ξέρα,
-
ιξύς)], ξηρός (ε>η),
ξηραλοιφέω
(αλοίφω),
αποξήρανσις, ξήρωmς, ξηρασμός,
ξηρασία, ξεραΤλα, ξήριον, ξηράφιον, ξηρίον, ξηρο-, ξερο-, ψηρός (ξ>ψ), ξηρίγγιος (ίΥΥιος πικρός [ε-πί
+
καρ-,
+
χαλέως, δηλαδή ε-πί
= έΥΥυος), ξήΡΙγΥος. >
πικαρός
>
+
μακ-ρύς, με αποβολή του λ]- κάθε μακρύ
οιάκιο, καμάκι. (κσ>σσ),
καμακίας, καμάκινος, καμάκι, καμάσσω
κάμα,
κάμακας,
καμακάς,
πικρός]- οξύς,
οκλάζω
[ο
+
(ευφων.)
κεκλασμένος]-
κλίνω
τα
κλάδος περιορίζω,
ελαττώνω.
όκλασμα,
προσώπων, τραχύς, δυσμενής.
οκλαδιστί, οκλάδις, οκλαδόν, οκλαδίας.
πικραντικός, πικράς, πικρασμός, πικρία, πικρίδιος (είδος), πικρίς,
πικραμός,
ΠΙΚΡΟ-,
πικριάρης,
πικρόω,
πικρίλα,
πικράδα,
πικρότης,
πίκραμα, πικρότητα,
πικρόχολος (χολή).
πραυνομαι,
βλ.
καταπίπτω,
χαλαρώνω,
όκλασις,
(δι>ζ),
γονατίζω,
μυτερός, διαπεραστικός, δριμύς στις αισθήσεις, επί γεύσεως, πίκρα, πικρά ζω, πικραίνω,
κοπάζω,
κλάω,
γόνατα,
οξύς, δριμύς, πικρός, επί πραγμάτων, σκληρός, μισητός, επί
πικρίζω,
καμακιστής,
καμακιάζω, καμακίζω, καμακώνω, καμακίδιον.
βλ. καρ-χαρόδους, σ-κληρός, καρ καρ-ός
κάμαξ [κάλ-ον
ξύλο, υποστήριγμα κλάδων αμπέλου, το κοντάρι δόρατος,
οκλαδία, οκλαδιάω,
οκλαστί,
οκλάξ,
κώλον [κλών, λω>ωλ]- μέρος του σώματος, το σκέλος, επί των χεριών και των ποδιών, των άκρων, επί φυτών, κλάδος, τα μεταξύ των γονάτων διαστήματα των καλαμιών, μέλος κάθε πράγματος, κώλον περιόδου, μέρος στροφής.
κωλοτομέω,
κωλοτομώ, κωλαγρέτης (άγρα), κωλαγρετέω, κωλακρετέω
καρδία, καρδιά, καρδίη, κραδία (αρ>ρα) [κάρτος (τ>δ), ως έδρα του θυμού, θυμός δε σημαίνει ισχύς, δύναμη, θάρρος,
(γ>κ),
κωλάριον,
κωλέα,
κωλή,
κωλεός,
κωλήν,
κώληψ
(άπτω).
τόλμη, θέληση, μένος, δηλαδή κάρτος. «πάτασσε δε θυμός εκάστου» λέει ο Όμηρος, δηλαδή η καρδιά εκάστου πάλλονταν
κολάζω [κλάω, οκλάζω
κολάζω (μετάθεση)]- κολοβώνω,
περικόπτω,
παθών, επιθυμιών, η κλίση, ο πόθος, ο νους, εντεριώνη, η
μετριάζω,
καρδιά του
ξύλου,
κολαστήρ, κολαστής, κολάστειρα, κολάστρια, κολαστήριος,
καρδιαλγία
(άλγος),
το
στόμα της γαστρός.
καρδιακός,
κλαδεύω,
>
δυνατά]- ως έδρα της ζωής, των αισθημάτων, του θυμού, των
περιορίζω,
διορθώνω.
καρδιάω,
κολαστικός,
καρδιάτης, Καρδιανοί, καρδιόω, εγκαρδιώνω, εγκάρδιος,
εκκολάπτω,
καρδιωγμός
κόλαφος, κολαφίζω, κολάφισμα.
(άγω),
καρδιαλγέω,
καρδιαλγής,
καρδίωξις
(άγω),
καρδιώσσω,
αναχαιτίζω,
κολασμός,
κολάπτω
(άπτω),
εκκόλαψις,
τιμωρώ,
κόλαmς,
κολαπτήρ,
κόλασμα,
κολαπτήρας,
εκκολαπτήριον,
κολαπτός,
καρδιαίος, καρδι-, καρδο-, καρδιο-, κάρζα (δι>ζ), κόρζα (α>ο), κορζία.
κολούω [κολω-μένους, μετοχ. του κολάζω, ω>ου]- κολάζω, κολοβώνω.
κραδαίνω [βλ. καρδία, κραδ-ία. Το όργανο του σώματος το
κολουραίος,
κόλος, κόλουmς,
κόλουρος
(ουρά),
κόλουσμα,
κολουστός,
κολούρωσις, κολόχειρ
οποίο πάλλεται συνεχώς και αδιαλείπτως]- πάλλω, σείω, κινώ,
(χείρ),
μεταφ., συνταράζω, παθ.
παχέος εντέρου, κολικός, κολίτιδα, κολίτις, κολο-, δύσκολος
τρέμω.
κράδη- τα διασειόμενα
κόλον- τροφή, φαγητό φορβή (κόπτονται), μέρος του
ακρότατα μέρη των κλάδων, κυρίως των συκιών, καθόλου
(δυσ- ),
δυσκολαίνω,
συκή, κλάδος, συκής, είδος ερυσίβη ς των δένδρων,
(ο>ω),
εύκολος,
κραδάω,
δυσκολία,
ευκολία,
δυσκολεύω,
Εύκολος,
ανάκωλος
κουλός
(ο>ου),
κραδασμός, κράδανσις, κραδαλός, κραδεύω, κραδησίτης,
κουλαμάρα, κουλαίνω, κουλοχέρης, σκόλυθρον (ου>υ, έχει
κραδηφορία, κραδίας, κράδος, κραδο-, ακράδαντος, κλάδος
κολοβά πόδια)- σκαμνί, σκολύπτω, σκόλοφρον.
(κράδη, ρ>λ), κλαδών, κλαδεών, κλαδί, κλαδίσκος, κλαδάκι, κλαδάω, κλαδόω, κλαδεύω, κλαδαρός, κλαδεία, κλάδευmς, κλάδευμα,
κλάδεμα,
κλαδευτήριον,
κλαδευτήρι,
κλήθρα
κολοβός [κόλο-ς περιορισμένος,
(κλαδαρός, α>η, δ>θ, θράυεται εύκολα), σκλήθρος, σκλήθρα,
κολοβανθής,
σκλέθρος
κολοβούρος
(η>ε),
κληθρώδης.
σκλήθρο,
σκίληθρο,
κλήθρι,
κλήθρον,
( =
επί
κολοβός)
δένδρων,
κολοβή, (ουρά),
κολοβώδης, κολόβωσις.
+
κολόβιον, κολοβόω,
φύω (φ>β)]- κομμένος,
ατελής.
κολοβοανθής,
κολοβο-,
κολοβότης,
κολοβώνω,
κολόβωμα,
61
κοντός
[κολούω
κολτός
>
κοντός
>
(λ>ν)],
κόνταξ,
σκλάβος [σκάλ-μη
κονταρούδια,
κοντεύω,
αιχμάλωτος
πο λέ μου ,
κονδυλένιος,
σκλαβώνω,
σκλαβάκι,
κοντινά,
κοντινός,
κόντημα,
κονδύλι
(τ>δ),
κοντένω,
κοντύλι,
κονδυλικός, κονδύλιον, κονδυλο-, κονδυλοφόρος.
κωλύω
=
[κο λάζω
περιορίζω,
αναχαιτίζω,
το
= ξίφος,
διάγων
κόντεμα,
υπό
(
κοντάκιον, κόντιλος, κοντο-, κοντά, κονταίνω, κοντακιανός,
ξίφος,
βλ.
+
αλ>λα)
β άω
δωριάλωτος,
ανδράποδο, σκλαβιά,
(
= β αίνω) ,
αιχμάλωτος]-
δούλος.
ο ο
σκλάβωμα,
σκλαβωμένος,
σκλαβο-,
σκλαβόπουλο,σκλάβα, σκλαβοπούλα.
ο>ω ,
α>υ]
κλίνω
[κλάω
(α>ι),
εμποδίζω, σταματώ, απαγορεύω , δεν αψ11νω, δεν επιτρέπω ,
κεκαμμένος), κλά-ομαι
παρ ακωλύω, εγείρω εμπόδια.
κώλησις, κώλημα, κωλύμη,
( =
Kε-Kλα-σμΈVO ς
τεθλασμένος,
μεταβάλλω διεύθυνση , δι αθλώ μαι),
(=
κλά-σις
( = ποικίλη
κω λησι-, κωλύτης, κω λυτήρ, κω λυτός, κώ λο ς (εμπο δίζει την
κλίνει,
να
έξοδο των περιττω μάτων), κού λα (ω>ου)- φρούριο , πύργος,
προς ... , στηρίζω, κατακλίνω, κλίνω ονό ματα και ρήματα.
σκοπιά,
κλισία, ανάκλιντρον, κλισιάδες, δικλίδες (δις), κλισίηθ εν,
κουλάς,
κουλές ,
σκώλο ν,
σκωλιόομαι,
σκώλο ς,
σκαλώνω (ω>α), σκάλωμα.
στροφή , λύγισμα φωνή ς)]-
υποχωρήσει,
ερείδω,
ακκουμβώ,
κάνω κάτι να στρέφω
κάτι
κλισίνδε, κλίσιον, κλισίον, κλίσις, κλισμός, κλιτικό ς, κλίτο ς, κλιτός,
σκόλοψ [κωλύω, ω>ο , υ>ο
ή
+
κάλον (α>ο)
άπτω, άψις
(α>ο)]- πάσσαλοι προς οχύρωση ή χαρακώματα (κωλύω),
κλιτύς,
εκκλίτης,
κλιτύα,
έκκλιτος,
εκκλίνω,
κλίνη,
εκκλινής,
κλινήρης,
έκκλισις,
κλινο-,
κλιν ά ς,
κλιντήρ, κλινοβατία.
άκανθα, κάθε τι που απολήγει σε οξύ, παλούκι όπου έμπηγαν τα
κεφάλια
των
εχθρών.
σκολοπίζω,
ανασκολοπισμός,
σκολοπισμός,
(λπ>λλ),
σκόλλις,
σκολλύς,
ανασκολοπίζω,
σκολοπεύς,
σκο λλυφόρο ς,
σκόλλυς
σκωλοβατίζω,
κλίμα
[κλί-νω]- η κλίσις ή
από τον ισημερινό προς τους πόλους, μέ ρο ς της γης ή ζώνη , κλίση , διάθεση , πτώση.
σκουλαρίκιον (ο>ου), σχολαρίκιον , σκουλαρίκι.
κλιμακίζω , σκο λιός [κε-κλα-σμένος (κλάω)
>
κλα-
κλο-
>
= τεθλασμένος, κεκαμμένος
κλίμα ξ (άγω, άξω), κλιμακηδό ν,
κλιμακισμός,
σκολιάζω, σκολιοδρομώ, σκολιαίνομαι, σκολίωμα,
σκολιωπός
σκλοίος,
σκολιο-, σκόλιον, (ωψ),
σκολίωσις,
κλον έω,
κλονίζω
[ βλ.
κλίνω , κλάω (α>ο )
ορμώ
κλονώδης,
κλονισμός,
κλονιούμαι,
κλονιστικός,
σκολοπενδρώδης,
ανώμαλος,
σκολοπακίδες,
ακανόνιστος,
σκολιά
σκαληνός
ατραπός,
περιττός
αριθ μός, σκαληνία, σκαληνόομ αι, σκαληνής, ασκαληρές.
[ σκο λιός
(ο>ω)
+
άγω
(άξω,
α>η ),
κινείται
=
ματαιώνω ,
(κραδ αίνω), σύγχυση , τρέπω σε φυγή , συνταράζω , ενο χλώ,
σκολοπ ένδρα,
σκώ λη ξ
κλιμακτηρίζομαι,
μεταβάλλω διεύθυνση]- διώκω, ε μβ άλλω σε αταξία, ταραχή
σκολιώνω, σκολοβράω ( φέ ρω, φ> β), σκολόπαξ (πήγVΥμι), (ο> α)-
κλιμακτήρ,
κλίμακα.
κολ- (λο>ολ)]- αντίθετο του ευθύς, στραβός,
>
λοξός, κυρτός, ελικο ειδής, διεστραμμένος, άδικος. σκολιόομαι,
κατωφέρεια εδάφους, προς
κάποια διεύθυνση , κυ ρίως η υπο τιθε μένη κατωφέρεια τη ς γης
αγρίως, πλήττομαι από κύματα.
κλόνησις,
κλόνισις,
κλονιέμαι,
συγκλονίζομαι,
κλόνος,
κλονικός,
συγκλονιστικός,
κλονώ
κλύδων [κραδ- αίνω (ρ>λ, α>υ), βλ. κλονέω
( =
πλήττο μαι
σκολιοειδώς]- σκουλήκι, μεταφ. , κόλακας, όπως το κολόκυμα.
από κύματα, ο>υ )]- κύμα, κύμανση , θό ρυβος, θαλασσοταραχή .
σκωληκίασις,
σκωλήκωσις,
κλυδωνίζομαι,
σκωληκίζω,
σκωλύπτομαι
σκου λήκι,
σκωληκόομαι,
σκούληκας,
(άπτω,
σκωληκιάζω,
α>υ),
σκωληκο-,
σκουληκαντέ ρα
( άντερο),
κλύσμα,
κλυ στή ρ,
κλύστρο,
σκου ληκιάζω, σκουλήκιασμα, σκου ληκο-.
κλυδ άζομαι,
κλυστήρας,
σύγκλυς,
συγκλυδάζομαι,
σκάλλω [σκαλ-ηνό (ανώμαλο) καθίστ αται το έδαφος μετά το
κλυδώνιον,
κλυδώνισμα,
κλυδωνισμός, κλυδασμό ς, κλύ δ ιο ς, κλύ ζω (δι>ζ), κλυσμός, κλυσαντλία,
κλυστήρι,
συγκλύζομαι,
κατακλύζω,
σύγκλυδος,
κατάκλυσις,
κατάκλυσμα,
κατακλυσμός, κατάκλυστον, κατάκλυστρον.
σκάλισμα το δε σκουλήκι σκάβει αναζητόν και αναδιφόν (σκάλλω)]- ανακινώ, σκάπτω , αναζητώ , αναδιφώ. σκά λευμα,
σκαλευτής,
σκαλιδ εύ ω, σκαλίζω ,
σκαλεύω, σκάλμη,
σκαλιστός,
σκαλεύς,
σκαλαθύρω
σκάλισμα,
κλάρος, κλήρος (α>η ) [κλά-ω
11 ξυλάκια
+ άρο ς, ήσαν λίθοι ή
όστρακα
(κλ άσμ ατα), αλλά και το λαμβ ανόμενο δια κλή ρου ,
σκάλισις,
σκαλισμός,
κλάσμα μέρους συνήθως τυγχάνει]-
σκαλιστήρι,
σκαλιστής,
απονεμόμενο , η δια κλήρου απονο μή γης στους πο λίτες, μέρος
σκαλίς,
σκαλίδα,
σκαλεία,
σκά λευσις,
(αθύρω),
σκαλάθυρμα,
γη ς, αγροκήπιο , κτήμα.
λαχνός, το δια κλήρου
κλήραρχο ς,
κληρικός,
κληρίον,
σκαλαθυρμάτιον, σκαλαθαρβία (τύρβη ), σκάλαυθρον (αύω),
κληροδοτώ (δίδω), κληρο δοσία, κληροδοτέω, κληροδότης,
σπάλαυθρον
κληροδότημα,
άσκαλος,
(κ>π),
σπάλαθρον,
ασκάλευτος,
σκάλευθρον,
άσκαλτος,
ασκαλίζω,
ασκάλιστος,
σκάλοψ,
σπάλα ξ (κ>π), ασπάλαξ, σφάλαξ (π>φ), σκάλωψ, σκλαλοπία.
κληίω,
α>η>ει]-
κλείω
αποφράζω,
[κλ άω
= ματαιώνω, βλ. κωλύω,
ε μποδίζω,
κλειδώνω,
περιορίζω,
περικλείω.
κληΤς,
κλε ιδίον,
κλειδάκι,
κλε ιδ αρά ς,
κλε ιδ άριθμος,
Κλειδί,
κλε ίς,
κλε ιδο -,
αποκλείω,
κλείσις,
κλήσις,
κλε ιδάς,
κλειδαριά,
κλείδωμα,
κλειδώνω,
κλε ίδωσις, κλειδωτάρι, κλειδωτήρι, κλειδωτό ς, κληδουχέω (έχω),
κλειδουχέω,
κλειδούχος ,
κλείστρον,
κλείθρον,
κληρονομία,
κληροπαλλής
κληρουχία, κλήω,
κληρονομ έω
κληρονομιά,
κληρωτί,
(πάλλω),
κληρουχέω
κληρούχος, κληρωτρίς,
(νέ μω),
κληρονόμημα,
κληρονομώ,
κλήρωμα, κληρωτίς,
κληρονομικό ς,
(έχω),
κληρούχημα,
κλήρωσις,
κληρωτής,
κληρωτίδα,
κληρώνω,
αποκληρώνω, αποκλήρωσις, κληροδόχος (δέχομαι), κληρο-, κλήρα,
κληρικισμός,
κληροκρατία,
επίκληρος,
άκληρος,
κληρικοποιώ.
κλέπτω [ αό ρ. ε-κλά-πην, από το κλά-ω (α>ε) κτήσις (σ>τ)
]-
κλέ βω.
+
πάσις
=
κλέπτης, κλεπτήρ, κλεπία, κλέπος,
κλή"ίθρον, κλήθρον, κλειθρία, κλε ιδόω, κλήδος, κλεισούρα
κλεπίζομαι, κλεπταποδ όχος (αποδέχομαι),
(ούρος), κλειστός, κλη"ίστό ς , κλε ισώρια (ό ρος), περικλείω,
κλε φτά,
κλε ιτορίς (όριον), κλειτορίδα, κλε ιτοριάζω, κλειός, κλοιόω
κλέ φτικος, κλεφτο-, κλέ φτρα, κλέ φτω, κλεψιά (πτ, φτ >ψ),
(ε> ο), κλοίστρον, κλώστρον (οι>ω), κλωβός (βίος), κλωβίον,
κλεψία,
κλουβί,
κλεψιμαίικος,
κλούβα,
κλουβάω,
κλουβιάζω,
κλουβιαίνω,
κλούβιασμα, κλούβιος, κλουβιώνη.
κλε φτάτα,
κλεψι-,
κλε μμένος,
κλε φτιά,
κλέψιμο,
κλέβω
(π>β),
κλεμματικός,
υποκλοπή, κλοπή (ε>ο),
κολεός [κλείω, κλοιό ς (λο>ολ)]- θΊ1κη ξίφους, θήκη καρδι άς, υδρία. κουλεόν (ο>ου), κολεόν, κο λεόπτερος (πτερόν).
κλοπός,
κλοπεύς,
κλέ φτης (π>φ),
κλεφτουριά,
κλεψίμι, κλέ βδην,
κλέ φτικα,
κλεψύδρα κλέμμα
κλε μματιστής,
(ύδω ρ), (πμ> μμ),
υποκλέπτω,
κλοπαίος, κλοπιμαίος, κλοπ ε ίον,
κλοπεύ ω,
κλοπεία,
κλοτοπ εύω
(π>τ,
62 οπεύω),
κλώψ
(ο>ω),
κλωπεύω,
κλωπάομαι,
κλωπεία,
κλωπτικός.
καρόω [κάρα]- βυθίζω σε βαθύ ύπνο, ναρκώνω, επί όνου. κάρος, κάρωσις, καρώδης, καρωτικός, καρώνω, κακαρώνω
(αναδιπλαmασμός), κακάρωμα. καρ,
κάρα
[καρ-τύνω,
=
κάρ-τος
σκληρότητα
(κρανίο,
αρ>ρα)]- το κεφάλι, επί κορυφών βουνών, επί λιμένος το έσχατο άκρο, η κορυφή πράγματος, ως περίφραση δηλώνει τον άνθρωπο.
καραδοκέω (δοκέω), καραδοκία, καρηβαριάω
(βαρέω),
καρηβαρέω,
καρηβαρία,
καραιβαράω,
καρηβάρεια,
καριβαρίη,
καρανιστρήρ,
καρηβάρησις,
καρανιστής, ανάκαρ (ανά), κάρανος, καρανόω, καρατομέω,
καρατόμηmς,
καράτομος,
καρατόμος,
καρηβοάν
(βοώ),
κάρηνον, καρηφόρος (φέρω), καρπαζιά (πα-ίω, πατάσσω> παmά
παζιά,
>
σ>ζ),
καρπάζωμα,
καρπαζώνω,
καρπαζοεισπράκτορας, Καραιός, καράκαλλον (κάλλαιον), κάραννος (άνω).
κρας [καρ
>
κρας (αρ>ρα, βλ. κρανίον), γεν. κρατ-ός (κρατ κράτα, κρήθεν (α>η), κραίρα, κράββατος
+ βας
[κρατ-ός (γεν. του κρας)
(μετοχ. του βαίνω)
>
κράτ-βα
τος> κράββατος (τβ>ββ)], κραββάτιον, κράβατος, κρεβάτι κρεβάτα,
κρεβατίνα,
κρεβατινιάζω,
κρεβατο-,
κρεβατώνω, κρεβατωμένος, κρέβατος, κρεβατολιά (ελιά).
+
κρόμυον [κρα-ς (α>ο) κρόμμαον
>
> κρομυ-μαον >
κρόμμυον (α>υ)], κρομμύδι, κρεμμύδι (ο>ε),
κρομμύδιον, κρομμυο-, κρομμυόεις, Κρομμυούσα.
+
κάλαθος [κάρα (ρ>λ)
Έφεραν επί κεφαλής
τίθημι, προστ.
οι Δήμητρα,
>
καραοδίτες
καρωδίτες
>
+ βαίνω (μετοχ. βας), εκτός και αν εκ των + φύω (φ>β)]- κάνθαρος κερασφόρος, καλούμενος
κάραβος [κάρα κέρας (ε>α) και
κεράμβυξ,
καραβαία, καράβι,
οστρακόδερμο
καραβοειδής,
καραβέλα,
ακανθωτό,
καράμβιος
καραβιά,
καράβολας, καραβόπανο,
καραβώδης,
καραβο-,
καραβιδο-,
πλοίο,
(β>μβ),
καράβι.
καράβιον,
καραβοκύρης,
καραβίmος,
καρδάλη
(β>δ),
καραβίς,
σκάραβος,
σκαραβαίος, σκαραβιίδες, σκοροβαίος (α>ο), καράμβας
(=
πoιμεVΙKή ράβδος, πιθανόν από την συνήθεια των βοσκών, οι οποίοι
την
τοποθετούν
οριζοντίως
επί
του
τραχήλου,
κρεμώντες επ' αυτής τα χέρια. Το σύνολο ομοιάζει με κάραβο,
βλ. κάραβος, καράμβιος). [σκάραβος,
α>ο,
β>π]-
ακανθοφόρος
ιχθύς,
ακανθώδες φυτό, σκορπιός, πολεμική μηχανή προς εκτόξευση βελών,
αστερισμός.
σκορπιαίνομαι,
σκορπίος,
σκορπιανός,
σκόρπαινα,
σκόρπειος,
σκορπιο-,
σκορπιό εις,
σκορπιόομαι, σκορπίουρος (ουρά), σκορπίτης, σκορπιώδης, σκορπιοειδής, σκορπίων.
β'αορ.
Γη, Ρέα,
οδίτης
του τραχήλου.
σκορπιός
μύω (κλεισμένο μέσα στη γη)]- το
κρεμμύδι. κρόμμυον [μα-στάζω (βλ. μά-μμα)
+
[κάρα
καρωτίδες (αντιμετάθεση)]- οι δύο μεγάλες αρτηρίες
>
καραβίδα,
ύνω )]- η κεφαλή.
(α>ε),
καρωτίδες (αο>ω)
θου, θω.
Τύχη κ.
ά ..
κυρίσσω
[κάρα
(α>υ)
+
>
κυρίσσω
επιτίθεμαι δια της κεφαλής ή
ίκω
κυρίκ-σω
δια των
>
Κατασκευάζονταν από πολλά υλικά και ό'"jJ μόνον από καλάμι,
(κσ>σσ)]- κτυπώ,
όπως τώρα], καλάθιον, καλάθι, καλαθίσκος, καλαθηφόρος,
κεράτων ως κριός ή ταύρος, μεταφ., επί πτωμάτων πλεόντων
καλαθοειδής, καλαθόω, καλάθωσις.
τριτώ [κράς, γεν. κρατός> κρετώ (α>ε) τριτώ (ε>ι)]- η κεφαλή (Αιόλ., Κρητ.).
>
τρετώ (κ>τ)
>
Τριτώ, Τριτογένεια
(γΕVVώ)- ονόματα της Αθηνάς, διότι γεννήθηκε από το κεφάλι
και πληττομένων κατά της ακτής. επικυρίσσω.
+
κυρηβασία [κάρη-τος (γεν. του κάρα, α>υ)
βαίνω (βήσ
ομαι, η>α)]- η δια των κεράτων μάχη. κυρήβαmς, κυρηβάζω, κύρηβος, κυρηβάτης, κυρήβια.
του Διός.
καλύπτω [κάρ-α (η κεφαλή και το άνω μέρος πραγμάτων, κρόκος [κρας
(τ>κ),
είναι
>
κρατός (γεν.)
βολβοειδές
φυτό
κροτός (α>ο)
> (βλ.
>
κρό-μυον)]-
σαφράVΙ, ο κρόκος του αυγού (από το χρώμα).
κρόκος
το
φυτό
κροκήιος,
ρ>λ)
+
άπτω (α>υ)]- σκεπάζω (θέτω κάτι επάνω), κρύβω,
επισκιάζω, περιβάλλω. καλυμμάτιον,
κάλυμμα (πμ>μμ), κάλυνμα (μ>ν),
καλυμμαύχιον
(αυχήν),
καλυμμαύχι,
κρόκεος, κροκίας, κροκινίζω, κροκίζω, κρόκινος, κροκόεις,
καλυμμαύκι, καμηλαύχιον (αναγραματισμός), καμελαύχιον,
κροκοειδής, κροκόω, κροκάδι, κροκάλη (αλς, βλ. κρας),
καμπυλαύχι,
κροκαλίτης, κροκαλοπαγής (πήyvυμι), κροκάτος, κροκέϊνη,
καλυπτήριον,
κροκέτα,
(κάλυψε
κροκετίνη,
κρόκινος,
κροκόρριζα,
κροκοσμία,
τον
κροκωτός, κροκός, κορκός (ΡΟ>Ορ), κροκόδειλος (δείρω,
αποκαλύπτω,
ρ>λ, από το χρώμα του δέρματός του, ιδίως της κοιλιάς),
προκαλύπτω,
κροκοδειλίτης,
κάλτιος,
κροκοδειλέα,
κροκοδείλον,
κροκοδείλιον,
κροκοδειλιάς, κροκοδείλινος, κορκόδειλος (ρο>ορ).
κρόταφος [κράτα (κρας, α>ο)
+ άπτω
βιβλίου.
(αφή)]- το πλάγιο του
κροταφιαίος, κροταφίζω, κροτάφιος, κροταφίς,
κόρτη, ρο>ορ
κροταφίτης,
>
κόρση
(κρόταφος
>
κρότη
>
κόρση, τ>σ), κόρρη (ρσ>σσ), κόρρα, κορσέα,
κορσεία.
κάρυον
[κάρα
καρυατίζω,
α>υ)]-
καρυέλαιον,
καρύδι.
καρύα,
καρύϊνος,
καρυηρός,
καρυάριον, καρυΤτης,
καρύχροος (χρως), καρύων, καρυωτός, καρυήματα, κάρουα, καρύδιον, καρύδωmς,
λεπτοκαρυά,
καρύδι,
καρυδιά,
καρυδόλαδο,
λεφτόκαρα,
καρυδόω, καρυηδόν,
καρούλι,
καρέλι,
καρυδώνω, λεπτοκάρυα,
καρουλιάζω,
κορόμηλο (α>ο), κορομηλιά, Κορομηλιά.
κραιπάλη [κράς (α>αι)
+ πάλη]- κεφαλαλγία από πολυποσία,
ναυτία, τάση προς εμετό. κραιπαλίζω, κραιπαλάω.
καλύπτρα, καλυπτός,
Οδυσσέα),
επικαλύπτω,
αποκάλυψις, προκάλυψις,
καλύβη
(π>β),
καλυπτρίζω,
κάλυψις,
ανακαλύπτω, προκάλυμμα,
καλύβα,
Καλυψώ
επικάλυψις, ανακάλυψις, κάλτσα
καλυβίτης,
(π>τ),
κάλυβος,
καλυβίς, καλύβωμα, καλυμβωμα, καλυβώνω.
μετώπου, τα μηλίγγια, η πλευρά όρους, το όπισθεν μέρος κροταφιστής,
καλυπτήρ, καλυπτής,
πέπλος [κεκάλ-υπτο, υπερσυν. του καλύπτω> κέκαλ-ος κέκλος
πέπλος
>
(κ>π)]-
κάλυμμα,
mνδών,
καλύπτρα, μεγάλη εσθής γυναικεία, το περιτόναιο. πεπλο-,
πέπλωμα,
πάπλωμα
(ε>α),
>
πάπλωμα, πεπλίς,
παπλωματάς,
παπλωματού, παπλωματοποιός.
κάλυξ [καλύπτω (π>κ)
>
κάλυπ-ς
>
κάλυκ-ς
>
κάλυξ]
κάλυμμα, σκέπασμα, περικάρπιο, η θήκη σπόρων των φυτών, η κάλυξ του άνθους, κοσμήματα γυναικεία. καλυκίζειν,
καλύκων,
καλυκώπις
κάλυξις, καλύκιον, (ωψ),
καλυκωπός,
κάλυκας.
κέλυφος [καλύπτω α>ε, π>φ]- το περίβλημα καρπών, ο φλοιός, θήκη, όστρακο, το κοίλο του οφθαλμού. κελύφιον,
κελυφανώδης,
κελύφι,
κλύφι,
κελύφανον, κελυφοειδής,
63 κλιβανάριος [κελυφ-
κελφ-
>
κλεβ- (ελ>λε, π>β)
>
>
κλιβ
Ζάκρος [ζα (επιτατ.)
+ άκρος]- χωριό
κράσπεδον [ά-κρος
+
στην Κρήτη.
(ε>ι)]- θωρακοφόρος, κηλίβανα, κηλάμινα.
κάλπη
[καλύπτω]-
αγγείο
στο
οποίο
τοποθετούσαν την
τέφρα του νεκρού, ψηφοδόχος, όνομα αστερισμού.
κάλπις,
πέδον, ο>α]- άκρα, περιθώριο, το
ακρότατο μέρος πραγμάτων, ιδίως υφάσματος ή ενδύματος, στρατοπέδου, επί οδού. κρασπεδόομαι.
κάλπος, κάλπιος, κάλπης, κάλπισσα, καλπιά, καλπονοθεύω,
καλπονοθεία, καλπονόθευσις, καλπουζάνης, καλπουζανιά, καλπουζάνικος, καλπουζάνος, καλπάκι, καράφα (λ>ρ, π>φ), καραφάκι.
+
[ά-κρη
πέζα
(ε>ι,
ζ>δι>δ)]-
(κ>χ)]-
χελώνα,
λύρα (διότι
από
κέλυφος χελώνας
κρεμάννυμι αναρτώμαι,
[ά-κρα
(α>ε)
αιωρούμαι,
+
μένω
οκλάζω.
Λύρας,
κρέμασμα,
κρεμασμός,
κρεμασμένος,
κρεμάδα,
κρεμάζω,
κρεμανταλάς
(τάλας),
το
κυρτό
στήθος
ή
στέρνο.
χελύκλονος
(βλ.
κλονώδης), χέλυμνα, χελύνιον, χέλυον, χελυοσσός (σείω), χέλυδρος (ύδωρ), χελώνη (υ>ω), χελώνα, χελωνία, χελωνίτις, χελωνιάς, χελώνιον, χελωνίς, χελωνός, χέλυσμα.
εμύς (μετά ή άνευ δασείας) [ίσως εκ του χέλυς, η δασεία εκ του Χ, δηλαδή χέλυς
+ ύδ-ατος
έλυς
>
ένυς (λ>ν)
>
κρεμάθρα,
κρεμάμενος,
με
(ν>μ) διότι η γεν. είναι εμύδος]- χελώνα γλυκών
κρεμασιά,
κρεμαστάρι
κρήμνημι
(ε>η),
κρεμαστή,
κρεμαστήρ,
(ίστημι),
κρημνίζω,
μετέωρος,
κρεμάς,
κρεμαστός,
κρεμάθα,
κρεμάλα,
κρεμασίδι,
κρέμαmς,
κρεμαστήρ,
κρεμνάω,
κρήμνηmς,
κρημνισμός,
κρημνός, γκρεμός, γκρεμίζω, κρηθμός. ακριβής [άκρις κάθε
κρύπτω (λ>ρ)]- καλύπτω,
+
βάς (α>η, μετοχ. του βαίνω )]- πιστός σε
λεπτομέρεια,
γλίσχρος,
>
κρεμάστρα,
απαγχονίζω,
είμαι
έμυς (ν>μ) ή εκ των
>
υδάτων. κρύπτω [καλύπτω> κλύπτω
(ε>α)]-
απαγχονίζομαι,
κατασκεύασε ο Ερμής την πρώτη λύρα), ο αστερισμό ς της
εν
εφοδιάζω
κρηπιδαίον, κρηπίδωμα, κρηπίς, κρησφύγετον
(φυγή).
χέλυς [βλ. καρ-χαλ-έος (α>ε), χέρ-σος (ρ>λ), κάλ-υξ, κέλ υφος
κρηπιδόω υποδήματα.
προσεκτικός,
ακριβός, λιτός.
ακριβαστής,
λεπτομερής,
ακριβός,
ακρίβεια,
ακριβί,
φειδωλός,
ακριβό ω,
ακριβεύω,
ακριβώς,
ακρίβωμα,
σκεπάζω, κρύβω στη γη, καλύπτω με χώμα, θάβω. κρυπτάζω,
ακρίβωmς, ακριβά, ακριβ-, ακριβο-, ακριβαίνω, ακριβίζω,
κρυπτάδιος,
ακριβωτικός, ακριβούτmκος, ακριβώνω.
κρυπτεία,
κρυπτός,
κρυπτεύω,
κρυπτίνδα,
κρυφτό (π>φ), κρυφακούω, κρυφο-, κρυφτούλι, κρύφιος, κρυφίως, κρυφά, κρυφάδις, κρύφα, κρυφανδόν, κρυφηδόν, κρυφαίος,
κρύφασος,
κρυφή,
κρυφιαστής,
κρύφιμος,
κρυφίνους (νους), κρυφόνους, κρύφος, κρυφιότης, κρύφω,
κρύφτω,
κρύφ-,
κεκρύφαλος
(αναδιπλασιασμός),
κρίψις
(πσ>ψ), κρύψιμο, απόκρυψις, κρυψι-, κρυψώνας, κρυψώνα,
κρυψούλι,
κρυψιά,
κρυβιτσάνος,
κρυψάνα,
κρυβαστός,
κρυβάζω
κρυβή,
(φ>β),
κρύβδα,
κρύβω, κρύβδην,
κρύβηλος, κρυβήτης, κρυβήmα.
μακρός [άκρος μόσχος, οχλέυς
πολεμιστών
υψηλότατος, το μ προτίθεται (όσχος
-
και βαθύς, μακρός κατά τόπο, χρόνο, μήκος, εκτεταμένος, μέγας, πολύς, διαρκών, υπέρ το δέον μακρός, οχληρός, μακράν. μακράν, μακρυά, κακρύνω, μάκρων, μάκρωmς, μακιστήρ, μακραίνω, μακρένω, μακρα-,
μάκρεμα, μακρη-,
μακριά,
μακρινάρι, μακρυνάρι, Μακρινή, Μακρίνιος, Μακρινίτσα, μακρύς,
(επί
=
μοχλεύς)]- καθ' ύψος, στον Όμηρο, υψηλός
μακρινός, μακρυνός, Μακρινού, μακριός, μακρο-, μακρυ-,
κόλπος [καλύπτω (α>ο), κάλπη]- από την ζώνη μέχρι τον λαιμό
-
έχρηζε
καλύψεως),
η
κοιλιά,
το
Μακρυχώρι,
MaKpύmO,
Μακρυνόρος
(όρος),
Μακρυπλάγιο, μάκος, μάκιστος, μάκων, μάξιμος (κσ>ξ), Μάξιμος, μάξι, μάξιμουμ.
κοίλωμα της μήτρας, η πτυχή που σχηματίζει χαλαρή εσθής, κόλπος θαλάσσης, κοιλάδα.
κολπίας, κολπίζω, κολπίτης,
κολπόω, κόλπωμα, κόλπωmς, κόρφος (λ>ρ, π>φ).
μήκος [μακρός, μάκος, α>η], μηκίζω, μηκικός, μήκιστος, μηκόθεν,
μηκοποιέω,
μηκυντικός,
άκρον, άκρα, άκρη [α (επι τατ.) ή
ύψιστο
σημείο,
άκρα
γης,
+ κράς,
βλ. κάρα]- το έσχατο
ακρωτήριο,
φρούριο, ακρόπολη, τέλος, το χέρι, το πόδι. ακραής
(άημι),
ακραχολέω
ακραίος,
(χολέω),
ακραχολία,
άκρια, ακρία, ακρο-, ακρότητα,
ακραξόνιον
κορυφή
όρους,
άκρος, άκροθεν, (άξων),
ακράχολος,
ακρόθι,
ακροκώλιον
(κώλον),
ακρώτης,
ακρώρια (ώρα), ακρωτήριον (τηρέω;), ακρωτηριάζω (τείρω, ει>η),
ακρωτηρίαmς,
ακρωτηριασμός,
μήκυνmς,
μηκυσμός,
μηκωνικός,
μηκώνιον,
μήκων
μηκυντέον,
(φέρει
μηκωνίς,
μακρό
μηκωνίτης,
μηκωνοειδής, μύκης (μάκος, α>υ, μηκύνεται ταχέως κατά το
στέλεχος)-
μανιτάρι,
μύκητας,
μυκητίαmς,
μυκήτωσις,
μυκητο-.
ακρέμων,
άκρις, ακρίδιον, ακρίζω, ακρότης,
ακρωνάριον,
στέλεχος),
μηκότης,
μηκύνω,
ακρωτηριώδης,
ακρωμίς (ώμος), ακρωμία, ίκρια (α>ι), ικρία, ικρίωμα.
άχρι, άχρις [άκρις, κ>χ]- ολοσχερώς, παντελώς, επί χρόνου και τόπου, μέχρι, επί μέτρου ή βαθμού, επί διαστήματος.
μάκαρ
[μακ-ρός
ανθρώπων,
επί
+
άρω
νεκρών.
μακαριότης,
(αρ-αρ-ίσκω )]-
μακαρίζω,
μακαριστός,
επί
θεών,
μακάριος,
μακαρίτης,
επί
μακάρι, μαρκάς
(αντιμετάθεση), αμύκαρις (α, επιτατ., α>υ), μακκοάω (κοέω), Μακκώ, μάκκορ (κόσσω).
μακεδνός, μηκεδανός (α>η) [μακ-ρός, μήκ-ος
+
ετός (ρημ.
επίθ. του ίημι, τ>δ)]- μακρός, υψηλός [πιθανόν να σήμαινε τον διαμένοντα (έδος) ή πορευόμενο (ετός) σε υψηλούς ή μακράν
κραστήριον [ά-κρα
+ ίστημι]- πόδι
κλίνης.
κειμένους
τόπους].
Μακεδόνισσα, όκρις [άκρις, άκρος, α>ο]- άκρις, τραχύτης, επί σπασμένου
οστού (έχοντος πολλά άκρα).
οκριόεις, οκριάομαι, οκρίβας
Μακεδονία,
Μακεδών,
Μακεδονίς,
Μακεττία,
Μακέτης,
Μακεδονίτις,
Μακεδονίζω,
Μακέτις,
Μακεδονίτικος,
Μακεδονισμός,
μακεδονήσιον, μακεδονήm.
(βαίνω). μέχρις, μέχρι [μακρύς (α>ε, κ>χ)]- έως, δεδομένου κάποιου κροσσαί [ά-κρο-ς
οι
άκρες
ή
οι
+
στάς (μετοχ. αορ. του ίστημι, στ>σσ)]-
εξέχοντες
λίθοι
των
πύργων.
κροσσωτός, κρόσσιον, κρόσσι, κροσσόπλεγμα.
κροσσοί,
σημείου, επί χρόνου, τόπου, μέτρου, βαθμού, ως σύνδεσμος, εφ' όσον, εν όσω.
64 μάσσων [συγκρ. του μακρός (μάκ-σων, κσ>σσ)], μάσσον, μασσότερον, μακρότερος, μάστα. Υμηττός [α (επιτατ., α>υ)
+
μήκος> Υμηκ-τός
>
Υμηττός
(κτ>ττ), είναι μακρόστενο όρος]- όρος της Αττικής.
μέγιστα,
μαγίστωρ,
μεγαλώνω,
μεγάλος, μεγάλως, μέγιστος,
Μάγιστρος,
μεγαίρω
(αίρω),
μεγαλειότατος,
μεγαλειοτάτη,
μεγάλωμα,
μεγαλύτερος,
μεγεθυντήρας, μεγιστάνας,
μεγαλύνω, μεγαλείον,
μεγαλειότητα,
μεγάλυνσις,
μέγεθος,
μεγεθυντικός, Μεγίστη,
μέγα,
μεγαλαίνω,
μεγέθυνmς,
μεγεθόω,
μεγιστότης
μεγεθύνω,
(ίστημι),
μέγιστον,
μεγιστάνος, μεγίστατος, μεγιστεύω, μέγαρον (άρω, αίρω), Μέγαρα, Μεγαρικός, Μεγαρίτης, Μέγαρο, μέγαρα, μάγαρα,
Μεγάρχης,
μαγαρίζω,
μαγάρα,
μαγαριmά,
μαγάρισμα,
μαγαρισμένος.
του
κεράτιον,
κεράτιmς,
κερατοβάτης,
μέγας],
μέζων (γι>ζ)
>
μειζονάκις,
μείζων (ε>ει),
>
μειζονότης,
μειζόνως,
μειζότερος, μέζων, μέσσον (ζ>σσ), μέσδων.
= επιστάτης,
μάστορης [μα(γί)στωρ
κερατιστής,
κεροβάτης,
κερατία,
κεράτινος,
κερατίτις,
κερατο-,
κερανώ,
κεραλκής
(αλκή),
κερόεις,
κεροίαξ
(οίαξ),
κερόκωπος
(κώπη),
κεροπλάστης, κερόστρωτος, κεροτυπέω, κερουλκός (έλκω), κερουλκίς,
κερουτία,
κερουτιάω,
κερουτιασμός,
κόρνο
(ε>ο), κορνέτα, κόρνα, κορνάρω.
κελέοντες [κεραία, ρ>λ, α>ε]- οι δοκοί του όρθιου ιστού των αρχαίων,
μεταξύ
των
οποίων
τείνονταν
το
ύφασμα,
τα
καταπεπηγότα ή ορθά ξύλα.
+
κοράλλιον, κουράλλιον, κοράλιον [κέρας (ε>ο) άλιμος
κοράλιμος
>
κοράλμιος
>
άλιος,
κοράλλιος (λμ>λλ), εκτός
>
και αν εκ του κορμός]- το κοράλλι, ιδίως το ερυθρό. κοράλλι, κοράλι,
κοραλλιοπλάστης,
κοραλλιογενής,
κοραλλένιος,
μαστρολογώ,
μαστόρισσα,
διδάσκαλος]- μάστορας, μάστορας,
μαστορικός,
= υπακούω), μαστροπεία,
μαστροπός (οπιπεύω
μαγκάλι [μέγ-ας (ε>α)
κοραλιο-.
σκιρός [κέρας, ε>ι]- σκληρός.
+ κήλεος (η>α)],
μόλις)]- λίαν, άγαν, πάνυ, σφόδρα. μάλιστα,
μαλερός,
άπειρος,
>
κιβώτιο
σκιραφώδης,
αφή,
οι
των κύβων,
σκιραφείον,
σκιρίτης,
κύβοι μεταφ.,
σκιρία,
ερίπτοντο απάτη,
εκ
δόλος,
σκιραφευτής, Σκίρος, Σκίρων,
Σκιρίται.
κριός [κέρας> κερεός
κρεός
>
>
κριός (ε>ι)]- κριάρι, επί
αγνωμοσύνης (διότι ο κριός κερατίζει τους θρέψαντες αυτόν), μαγγάλι.
κριός πολιορκητικός, αστερισμό ς του κριού, μέγα θαλάσmο
μάλα (γ>λ, όπως μόγις
κριόστασις (ίστημι), κριοφάγος, κριοφόρος, κριόω,
κρίδιον, κριανός, κριώδης, κρίωμα.
μάλλιον (συγκρ.), μάλλον
μαλερά,
μύριος (α>υ, λ>ρ)
ατελεύτητος,
μύριοι,
μυριάδες,
σπέρχω κέρχω
μήκος, διότι σχηματίζουν γραμμή μακρά
+
[κέρας
( =
χέω
εξορμώ, ξεχύνομαι,
κινούμαι με ορμή και οργισμένος όπως το κριάρι)
>
πέρχω (κ>π)
βιάζομαι,
+
το
(άπτω,
σκιρρός (σκιρ-νός, ρν>ρρ),
σκιρόομαι,
μαστρολόι, μαστροπεύω.
Μυρμιδόνες (μέδω, ε>ι). μύρμηξ [μύρ-ιος
σκιραίνω,
σκίραφος
κεράτου)-
κήτος.
μάλα [μέγας> μέγα> μάγα (ε>α)
σκίρρος,
σκίρον,
μαστορεία, μαστόρικα, μαστοριά, μαστόρεμα, μαστορεύω,
αναρίθμητος,
κεράτειος,
κερατίνη,
κερεαλκής, κερέϊνος, κέρνα, κεροβόας (βοώ), κερόδετος,
σκίρος,
έμπειρος σε κάποια τέχνη, επιστάτης, επιδέξιος.
(υπερθ.),
κεράτια,
κερατίνας,
κωράλιον, κωραλλεύς, κοραλλένιος, κοραλένιος, κοραλλιο-,
μείζων [μέγας> μεγιων συγκρ.
ξυλοκέρατο,
κερατίς,
κεροειδής,
μέγας [μήκος, η>ε, κ>γ]- όπως το μακρός, μεγάλος, υψηλός, ισχυρός, δυνατός, σπουδαίος.
ξυλοκερατέα, κερατίζω,
είμαι
δηλαδή
κερχέω
>
>
σπέρχω]- κινούμαι με ορμή, σπεύδω,
>
βιαστικός
και
οργισμένος.
σπέργδην,
σπερχνός, σπερχυλλάδην, ασπερχές (α, επιτατ.).
όταν πορεύονται και είναι αναρίθμητοι], μυρμήκι, μύρμος, μύρμιξ,
μυρμηκιά,
μυρμηγκολόγος,
μέρμηγκας,
μερμηγκολόγος,
μερμήγκι,
μυρμήγκι,
Μυρμήγκι,
μυρμηγκιά,
κέραμος [καρ-τύνω
( = σκληρύνω, διότι σκληρύνεται δια , α>ε) + άμα-θος]- χώμα ή πηλός
θερμότητας, βλ. κέρας
μυρμηγκιάζω, μυρμήγκιασμα, μυρμηδίζω, μυρμηκολόγος,
χρήσιμος στον κεραμέα, κάθε πράγ μα κατασκευασμένο από
μυρμηδών,
τέτοιο χώμα ή πηλό, πήλινο αγγείο οίνου, σταμνί, κεραμίδι,
μυρμήκειος,
μυρμηκώεις,
μυρμηκο-,
μυρμηκίας,
ειρκτή, φυλακή.
κέραμα, κεραμήϊος, κεράμειος, κεραμεούς,
κεραμαίος, κεραμεία, κεραμουργός (έργον), κεραμουργία,
μάργος
[μάλα
(λ>ρ)
άπληστος, αισχρός.
+
άγω]-
εμμανής,
μαινόμενος,
μαργάω, μαργαίνω, μαργήεις, μάργης,
κεραμεικός, κεραμικός, Κεραμεικός, κεραμείον, κεράμιος, κεραμευτής,
κεραμεύς, κεραμίδι,
κεραμευτικός,
κεραμίδιον,
μαργοσύνη, μαργότης, λαίμαργος (λαι επιτατ.), λαιμαργέω,
κεραμίς,
λαιμαργία, λαιμαργότης.
κεραμών, κεράμωσις, κεραμίδωμα, κεραμωτός, Κεραμωτή,
κεραμίτις,
κεραμιδάς,
> κερ-
κεραμική,
κέρας [βλ. κάρτος (α>ε), εκ της σκληρότητας]- το κέρατο, κατά το πλείστον του βοδιού, ως σύμβολο ισχύος (κάρτος),
κεραμώδης,
Κεράμεια,
Κέραμος,
Κεραμειές,
κεραμιδαρειό,
κεραμιδής,
κεραμίτης,
κεράμιον,
κεραμύλλιον,
κεραμιδάδικο,
κεραμιδένιος,
Κεράμιο,
(τήκω),
κεραμίδα,
κεραμευτής,
κεραμιδαριό,
κεραμιδόω,
κεραμοτήξ
Κεραμιδάς,
κεραμείον,
Ρίζα κα> καρ-
κεραμόω,
κεραμεύω,
μαργής, μαργίτεια, Μαργίτης, μαργιτομανία, μαργόομαι,
κεραμίδωσις,
κεραμίτιδα,
Κεραμούτmο,
Κεραμίτσα, κεραμοποιός,
κεραμοπώλης.
κέρας ως ύλη, εκ κέρατος, επί των οδόντων του ελέφαντα, κέρας ως σάλπιγγα, ποτήρι από κέρατο, βραχίωνας ή κλάδος
κεράω [κέραμος, η ανάμειξη του οίνου με νερό γίνονταν
θαλάσσης ή ποταμού, κέρας στρατεύματος ή στόλου, κεραία
εντός
πλοίου,
αναμιγνύω,
ύψωμα.
κεραία,
κεράδιον,
κεράεις,
κεραός,
κρατήρα,
ο
οποίος
κυρίως
οίνο
κατ'
αρχάς
με νερό,
ήταν
συγκιρνώ
κερά-μειος] ή
ψυχραίνω
κερατάριον, κεραΤτης, κεράμβυξ, κεραταία, κερα-, κεραΤς,
αναμιγνύων,
μιγνύω,
κεράμβηλον (βάλλω), κερατάς, κεραξόος (ξύω), κερατοξόος,
συσκευάζω,
κανονίζω.
κεραοξόος, κέραξ, κερούχος (έχω), κεραούχος, κερουχίς,
κερασία, κέρασμα, κεραίω, κεραίνω, κεράννυμι, κερατήρ,
κεράστης,
κεραστής,
κερατηφόρος,
κεραταύλης
κεραστίς,
κερασφορέω,
κεράτωmς,
(αυλός),
κερατάρχης,
κεραύλης,
κερασφόρος, κεραταρχία,
κεραυλία,
κερατέα,
κεραστός,
κερνοφορέω,
συνενώνω,
συνάπτω
κέρα μαι, κερνώ,
κερνοφόρος,
κίκραμαι (κέκραμαι, πρκμ.
κεράς,
κερνάω, κιρνάω
(επί
μετάλλων), κεραστικός,
κέρνος, (ε>ι),
του KεράVVΥμι,
κερνάς,
συγκιρνώ,
ε>ι),
κικράω,
65 κράσις
(έ-κρησ-α,
αόρ.
του
κεράννυμι)-
συνένωση
δύο
κόρθυς [κόρυς, γεν. κόρυθος> κόρθος
κόρθυς (ο>υ)]
>
πραγμάτων, η θερμοκρασία του αέρα, συνδυασμός, κρατήρ,
κόρυς, σωρός, δεμάτι θερισμένου σίτου.
κρητήρ, κρατηρίζω, κρ ατή ριον, κρατηρίσκος, κράμα (βλ.
κορθύλη, κορθίλη, κορθύλος, κόρθυλος, κόρθιλος, κόρυθος,
κί-κραμ-αι),
κρασί
κρασάκι,
κρασάς,
κρασοπούλι,
+
(οίνος
νερό),
κρασάτος,
κράσος,
κρασο-,
κρασάδικο,
κρασωτός,
συγκερασμός,
κρασίλα,
συγκεραστός,
συγκέρασμα, συγκεράννυμι, εύκρατος, ευκράς, ευκρασία,
κορύθιον,
κορυθάϊξ
κορυθαλία,
κορυθάλεια,
(θ>δ),
κορυδός,
(αισσω),
κορθύνω, κορθύω,
κορυθαίολος
κορυθάλη,
κορυδαλλός,
(αιόλλω),
κορυθαλίς,
κορυδών,
κόρυδος
κορυδαλλή,
κορυδαλλίς, κορύδαλος, κάρυδοι.
ευκράτιον, ευκράτως, ευκράτωσις.
κορδύλη καρύκη
φαγητό
[κε-κέρακα,
Λυδικό
καρυκεία,
πρκμ.
από
του
αίμα
κεράννυμι
και
καρύκευμα,
(ε>α,
ηδύσματα.
α>υ)]-
καρυκεύω,
καρυκευτής,
καρυκευτός,
Ρίζα κα> καρ-
κορυττίλος
(πτ>ττ),
λ>ν),
κορυνάω,
γροθιά,
γόρτος (κ>γ)
πυγμή
γρότος (ορ>ρο)
>
(ομοιάζει
γροθοκοπώ,
γροθοκοπάνισμα,
κορύνηmς,
κορυνητής,
[κόρ-υς
(ρ>λ)
+
βάω,
κορυνοφόρος,
βαίνω.
με
κεφαλή),
την
γρονθοκοπώ,
>
γρόθος
αρχηγός, κύριος, δεσπότης.
+
άνω]- κυβερνήτης,
κοιρανέω,
κοιρανία,
κοιρανίδης, κοιράνειος, κοιρανήος.
κόνδυλος. γροθίζω,
τύραννος [κοίρανος, κοιράν( ι )νος (κ>τ, οι>υ), κατ' αρχάς επί
γρονθοκόπημα,
θεού, επί του Διός. Από τον Αρχίλοχο και μετά, πάντες οι
γροθοκόπημα,
γρόνθος,
Κατά
κολυμβητής, κολυμβητήρ, κολυμβίς, κόλυμβος, κολυμπάω.
κοίρανος [κάρτος, κάρα, κόρυς (ο>οι)
>
κεφαλόδεσμος.
ωσάν να βαίνει μόνο η κεφαλή], κολυμβήθρα, κολύμβησις,
άρχων, (τ>θ)]-
κεφαλής,
κορύττολος,
κορίττολος (Ησύχ).
γροθιά,
τ>δ]- κορύνη, ρόπαλο, τύλη, της
κολύμβηση, του σώματος όντος εντός του ύδατος, φαίνεται
κόρυς [κάρα, α>ο, α>υ]- η κεφαλή, περικεφαλαία, κράνος.
γρόθος [κορύτη
τύλη,
κάλυμμα
κορύδυλις, κορδύλος, σκορδύλη, κορύνη (αποβολή του δ,
κολυμβάω
> κορ-
κορύσσω, κορυστής, κορυστός, κορύτη, κορύπτω (άπτω, κορυπτίλος,
+
[κόρ-υς
όγκωμα,
κορυνθεύς, κορυνώδης, κορυνόεις.
καρύκινος, καρυκάζειν.
α>υ),
οίδημα,
γρονθίζω, γρόνθων- τα πρώτα μαθήματα του αυλού, μάλλον
λαμβάνοντες απόλυτη εξουσία]- απόλυτος άρχων, δεσπότης,
εκ της κεφαλαιώδους (βλ. κόρυς
κάθε
-
γρόθος) σπουδαιότητός των.
μέλος
της
οικογένειάς
του,
όπως
το
τυραννικός.
τυραννείον, τυραννεύω, τυρανέω, τυραννησείω, τυραννία,
σκορδινάομαι [κόρ-υς
( = κεφαλή) + δίνος,
= ζάλη]-
δίνη
επί
τυραννίς, τυραννιάω, τυραννίζω, τυραννικος, τυρανόομαι,
ανθρώπων ή κτηνών εγερθέντων εκ του ύπνου, χασμώμαι,
τύραννα,
τανύομαι, ζαλίζομαι, αγωνιώ προς εμετό.
τυραννάω, τυράΥνια, τυράΥνΙΟ, τύραΥνος.
κορυφή [κόρυ-ς
+ φύω, φυή > φή, εκτός και αν από το
φαίνω
(ρίζα φα- )]- το ανώτατο άκρο, το ανώτατο σημείο όρους, η
τυράννια,
επικύρωση,
επικύρωmς,
εξουσία.
κυριακός,
κορύφαινα,
κορυφάς,
κορυφαστήρ,
κορυφήνδε,
κορυφιστής,
αποκορύφωμα,
κορυφιστήρ,
κορυφόω,
κορύφωmς,
αποκορύφωσις,
κορφιάτης,
κορφιάτικο,
Κορφοβούνι,
Κορφιώτισσα,
κορφολάτης
κορυφολόγημα,
κορφολόγος,
κυριακή,
κυριολεκτικός, ακύρωmς,
κορφολόγημα,
κορφολογώ,
βεβαιότητα. κυρίως,
κυριαρχέω,
κυριολοΥία,
ακυρώνω,
Κυριακός,
επικυρώνω,
κυριάζω,
κυριαρχία,
κυριακάτικος,
κυρόω,
κυριλέ,
Κυριάκος,
κυριεύω,
κυριάρχησις,
κύρ,
κυρούλα,
έγκυρος
(εν),
κυρώνω,
κυρός,
άκυρος,
κύρης,
κυρά,
κυριότης,
κυριότητα,
εγκυρότης,
επικυρόω,
επικυρώνω, επικύρωσις, επικυρωμένος.
κύρω, κυρέω [συγκερασμός των κύριος, κάρα, κυρίσσω, επικυρώνω]-
κολοφών [κορυφή, ρ>λ, υ>ο]- ύψος, κορυφή, το ύψιστο το
τέλος.
κολοφώνας,
Κολοφών,
κολοφώνιος,
κολώνη
+
[κόρ-υς
κορυφή
άνω,
λόγου.
α>ω]- ύψωμα, κολωνός,
λόφος,
βουνό,
Κολωνός,
κολωνία,
κόρυμβος,
φ>β>μβ]
κολώνια, κολόνα, κολονάτος.
κόρυμβος
[κορυφή
κόρυφος
>
>
συντυγχάνω,
συναντώ,
επιτυγχάνω,
συναντώ
τυχαίως, περιπίπτω, παραχωρούμαι σε κάποιον, κτώμαι κάτι,
συμβαίνω, γίνομαι, αποβαίνω, αναφέρομαι σε κάτι. κύρημα,
κολοφώνιον, κολοφωνίτης, κολοφωνέλαια.
τύμβος,
κύριος,
Κορυτσά,
Κοριτσά.
σημείο,
τυραννώ,
κυρίευσις, κυριολεκτώ (λέγω), κυριολεκτέω, κυριολεξία,
κορύφωμα,
κορφοβούνι,
(ελαύνω),
ασφάλεια,
κυρία,
κορυφώνω,
κορφή, κορφάδα, κορυφάδα, κορφέας, κορφίας, Κορφές,
τυραννισμένος,
κύρος [κοίρανος, οι>υ]- υψίστη εξουσία, δύναμη, αξίωμα, ισχύς,
κορωνίδα, το εκλεκτότατο, το άριστο πάντων, υψίστη δύναμη, κορυφαία, κορυφαίος, κορυφαίον, κορυφαγενής,
τυραννίδα,
επικύρω,
εγκύρω,
εγκύρησις,
κύρμα,
εγκυρσεύω,
συγκυρία, συγκυριακός.
Ρίζα κα-
> και
και [εκ της επιμονής (συνέχειας) του κα-κκαρίσματος των
κορυφή, ανώτατο σημείο, τέλος, κορυφή βουνού, κορύμβη, ο
πτηνών αλλά και εκ της επιμονής του βήχα (κακακα ... ). Για το
βότρυς
ι, βλ. ίημι (ρίζα ι- )]- σύνδεσμος συμπλεκτικός, έτι, προσέτι,
του
άνθους
κορυμβίας,
κορυμβοφόρος,
μβ>μπ), τελετές
καρπού
κύρβη
επί
του
του
καρούλα,
(ο>υ),
κισσού.
κορυμβώδης,
κορυμβόομαι,
καρούμπα,
κρωβύλη,
ή
κορυμβήθρα,
καρούμπαλο
κρώβυλος
κυρβασία,
όρους
Διδύμου)-
κορυμβάς,
κορυμβοειδής, (ο>α, υ>ου,
(ορ>ρο,
Κορύβας ιερέας
ου>ω),
(τελούσαν της
Κορυβαντισμός, Κύρβας (ο>υ), κόρδαξ (Κορύβας> κόρβαξ κόρδαξ, β>δ, εκτός και αν εκ του σ-κορδ-ινάομαι)- είδος
χορού,
κορδακίζω,
σκορδάζειν, κολαβρίζω
κορδακικός,
σκορδαμυκτεί (Κορύβας,
ρ>λ,
κορδακισμός,
(μέ-μυκα, υ>α)-
πρκμ.
= ένας),
κι
καμμία (καν
+
μία, νμ>μμ), κάποιος (ποίος), κιόλας (όλος), κάποτε (ποτέ), κάπως (πως), κάπου (που), κάτι (τι).
Ρέας,
ενθουmασμός, κορυβαντείον, Κορυβαντιάω, Κορυβαντίζω,
>
ακόμη, προς αύξηση ή ελάττωση της δυνάμεως της λέξης. (προ φωνήεντος), καν (αν), κανείς (εις
τε [και, κ>τ (όπως κείνος
-
τείνος), αι>ε]- διακρίνεται από το
και διότι δηλώνει χαλαρότερη σύνδεση. τέως (ως), έως (δασ.) (τέως, το τ σε δασεία).
σκόρδαξ, του
χορεύω κάποιον
μύω), άγριο
γα [και, κ>γ]- ενισχύει και επιτείνει, εξασκεί δύναμη προς εξύψωση αντιθέσεως ή αντιπαραβολής. γάρ (άρα), γε (α>ε).
θρακικό χορό, κολαβρεύομαι, κόλαβρος.
κε, κεν, κα, αν (κ-αν) [εκ των και, τε]- τυχόν, ίσως.
66 +
άμα, αμά (δασ.) [και
εμού, εμά
>
καμά
αμά (το κ σε
>
δασεία), βλ. κώμη. Δηλαδή και δικά μου, διότι σημαίνει και εξ ίσου με
... ,
προ σκυνητή ριον,
Επί
διεκδικήσεως
ταυτοχρόνως
(άμα =
περισσότεροι.
Επί
λείας,
συγχρόνως,
όταν
σπεύδουν
ταυτοχρόνως)
διεκδικήσεως τροφής ή
δύο
ή
θηράματος (με
κόλλοψ,
αμέσως (βιασύνη για κορεσμό της πείνας), συγχρόνως, μαζί με ταυτοχρόνως,
από
κοινού.
αμάδις,
αντάμα
(αντί),
κολλεψός
κολλέγιον,
κολλοπόω,
κολλήγας
κόλλημα,
κολλώ,
κόλλαβος,
(άγω),
κολλήγιον,
κόλληmς,
κολλητής,
κολλύρα,
κολλυρίζω,
κολλυρίτης,
κολλυρίς,
κόλλυβος, κόλλυβα, κολλυβιστής, κολλύριον, κολλούριον, κολληγόνος.
>
μέταλλα,
κολλητός, κολλίζω, κόλλιξ, κολλίκιος, κολλομελέω (μέλος),
κολλητήρι,
αάμαδις
κονράω
>
συνάπτω
συγκολλητικός,
(έψω),
κολλήεις,
αξαμώνω (εκ, ε>α)- αντιπαραβάλλω, αξάμωτα, αξάμωτος,
>
κοινάρω
>
κολλώ,
συγκόλλησις,
ανταμώνω, αντάμωμα, αντάμωmς, ανταμωτά, ανταμωτός,
άμυδις (ψιλούμενο, πιθανόν εξ α επιτατ.
άρω
(νρ>λλ)]-
σφυρηλατώ μαζί, συναρμόζω, αρμόζω, προσαρμόζω.
cum ( = άμα) παρέμεινε σαφέστερο, δηλαδή και + εμά > καμά > καμ > cum (α>υ). Επίσης con (α>ο, μ>ν) = συν (κ>σ, α>υ) = κοιν-ός (αι>οι, μ>ν)]- ομού, μαζί με κάποιον,
κολλάω
>
συγκολλώ,
=
+
κολλάω [βλ. άμα, κοιν-ός (αρ>ρα)
κάποιον μαζί, από κοινού, βλ. ήμισυς και κώμη). Στο Λατινικό
... ,
προσκυνήτρια,
μαζί με κάποιον, οι οποίες μάλλον ήσαν οι αρχικές
σημασίες.
ξυν (κ>ξ)
προσκυνητής,
προσκυνήτρα.
κολλητήρας,
κολλητσίδα,
κολλώδης,
κολλο-,
άμυδις,
α>υ- επί το αυτό, άμα, ομού, συν, ξυν.
κόμμι [κοινός> κοινμα
>
κόμμι (νμ>μμ)]- κολλώδης ουσία.
κομμι-, γόμα (κ>γ), γκόμα.
Υμήν [άμα, αμά (α>υ, α>η), διότι φέρει ομού
νύφη και
γαμπρό]- ο θεός του γάμου, όπως το υμέναιος.
υμέναιος,
κόμβος [βλ.
+
άμα, κοιν-ός
βαίνω> κόνβος
(νβ>μβ)]- κόμπος, δεσμός, κομπόδεμα.
υμεναϊκός, υμεναιόω, υμενήιος, Υμήναος.
>
κόμβος
κομβόω, κόμβωμα,
κόμβωσις, κομβωτής, κόμπος (β>π), κουμπώνω, κόμπωσις,
=
υμνέω [υμέναιος
γαμήλιο άσμα]- εξυμνώ, εγκωμιάζω.
κουμπί,
κομπιάζω,
κομπλάρω,
κόμπλεξ,
κομπλεξάρω,
ανυμνώ, εξυμνώ, εξύμνησις, υμναγόρας (αγορεύω), υμνη-,
κομπλεξικός, κομπόδεμα, κομποδένω, κομπολόϊ, κομπωτός,
υμνήσιος,
ύμνηmς,
κουμπάρος, κουμπαριάζω, κουμπαριά, κουμπάρα.
υμνητικός,
υμνητός,υμνητρίς,
υμνητήρ,
υμνητήριος, υμνήτωρ,
υμνητής,
υμνο-,
ύμνος,
υμνωδέω (άδω), υμνωδία, υμνωδός, υμνώ. κώμη [βλ. άμα (επανεμφάνιση του κ, α>ω), όλοι μαζί σ' ένα
μέρος, τόπο]- χωριό ατείχιστο, συνοικία ή διαμέρισμα πόλης. κωμηδόν,
κωμήτης,
κωμητικός,
+
κόνδυλος [κοιν-ός δακτύλου,
κωμήτις,
κλείδωση,
αρθρώσεως.
τύλος, τ>δ]- ο προέχων αρμός του γροθιά,
μπουνιά,
ο
αρμός
κάθε
κονδυλίζω, κονδύλιον, κονδύλι, κονδυλισμός,
κονδυλόομαι, κονδύλωμα.
κωμήτωρ,
κωμίδιον, κωμύδριον (υποκορ.), κωμόπολις, κωμάρχης.
κύων [γεν. κυν-ός, από τα κοιν-ός (οι>υ), συν, ξυν, διότι από κοινού θηρεύει με τον κυν-ηγό άνθρωπο, αλλά και συνοικεί
κώμος [κώμη, κατ'
αρχάς γίνονταν στα χωριά]- φαιδρά
μαζί του]- ιδίως επί θηρευτικών σκύλων, το κύναστρο, ο
πανήγυρις μετά μουmκής και χορού, διασκέδαση γλέντι, ο
σείριος.
όμιλος των ευθυμούντων διερχόμενος εν πομπή τους δρόμους,
κυνίσκος,
όμιλος, η ωδή που ψάλλεται σ' αυτές τις πομπές.
κυνικός,
(ω>ο),
κώμαξ,
κωμασία,
κωμάσδω,
κωμάζω
κωμαστήριον,
κυνίας, κυνέη, κύνειος, κύνειρα (είρω), κυνισμός,
κυνίδιον, Κυνικός,
κυνίσκη,
κυνηδόν,
Κυνόσαργες
κυνιστί,
(αργέω),
κυνίζω,
κυνοραίστης
(ραίνω), κυνόσουρα (ουρά), κυνοσουρίς, κυνόροδον (ρόδον),
κωμαστής, κωμαστικός, κωμάστωρ, κωμοπλήξ (πλήττω),
κυνηλασία
κωμωδέω
κυνοσόος (σείω), κυνοσφαγής, κυνούχος (έχω), κυνοφόντις
(άδω),
κωμώδημα,
κωμωδία,
κωμωδικός,
(φονεύω),
κωμωδο-, κωμωδός.
(ελαύνω), κύντερος,
κυνιδεύς, κυνώ,
έκκυνος
κύνικλος
(εκ),
[κυν-ός
εκκυνέω,
+
ικν-έομαι
(ν>λ), διότι τον προφταίνει ο κύων]- το κουνέλι, κόνικλος κουμούλι [βλ. άμα, κώμη]- σωρός. (αντιμετάθεση), κουλουμώνω,
κούλουμο, κουμιάζω,
κούμουλο, κουλούμι
κουμουλώνω, κούμος,
κουλουμιάζω,
κουμάm,
κούμουλος,
(υ>ο), κούνικλος, κουνέλι (ελαύνω), κουνέλα, κυνώπις (οψ), κυνωτός (ωτός, γεν. κυνηγώ,
του ους), κυνηγέω (άγω),
κυνηγητέω,
κυνηγεσία,
κυναγέω,
κυνηγέmον,
κυνήγι,
κυναγός, κυνηγός, κυνηγία, κυνήγιον, κυνηγητικός.
κούμουλους.
ξυνός [βλ. άμα, ξυν]- κοινός, δημόmος, καθολικός. ξυνωνία,
ξυνωνικός,
ξυνάω,
ξυνόω,
ξυνάν,
ξυνήια,
ξυνωρίς,
ξυνεών,
ξυνηδοτήρ,
ξυνών,
σκύλος
ξυνήων,
(κυνηγά).
ξυνοτράχηλος,
[κυνέη
(ν>λ)]-
το
δέρμα
ζώου,
δορά
λέοντος
σκυλόω, σκυλαδέψης (δέφω, δέψω), σκυλοδέψης,
σκυλοδεψώ.
ξυνύφανmς, ξυνόφρων (φρην), ξύνηβος (ήβη). σκύλα ξ [κυν-ός (γεν. του κύων), ν>λ, βλ. σκύλος]- σκυλάκι, κοινός
[βλ.
άμα]-
συνήθης.
κοινόν,
κοινόω,
κοινισμός,
κοινόβιος,
ανήκων σε πολλούς ομού, κοινώς,
κοινάν,
κοίνωμα,
κοινοβούλιον,
κοινών,
κοινωνικός,
κοινωμάτιον,
κοινοβουλευτικός,
δημόmος, κοινείον,
κοινοβουλία,
το νεογνό του κυνός, και επί άλλων ζώων. Σκύλλα [Σκύν-λα> Σκύλλα
(νλ>λλ)],
σκυλακεία,
σκύλλω,
σκυλακεύς,
σκύλσις,
σκυλακεύω,
σκυλμός,
σκυλακηδόν,
σκυλακίτις, σκύλιον, σκυλόψαρο, σκύλλος, σκύλος, σκυλί,
κοινο-, κοινότης, κοινότητα, κοινωνέω (άνω), συνκοινωνώ,
σκύλα,
συνκοινωνία,
κοινωνώ,
κοινωνιτικός,
κοινωνικός,
σκυλάδικο,
σκυλάκι,
κοινώνημα,
κοινώνηmς,
σκυλίmος,
κοινωφιλία,
επικοινωνώ,
σκύμνος (μετάθεση)]- νεογνό σκυμνεύω,
επικοινωνία, ακοινώνητος.
σκύλμα,
σκυλίστικος,
σκυμνίον,
σκυλιάζω,
σκυλο-,
ζώου,
σκύμνος
σκύλιασμα, [σκύν-μος
>
σκυμναγωγέω (άγω),
σκυμνοτοκέω,
σκυνίζει-
λακτίζει
(Ησύχ.), έτm φέρονται τα μικρά τετράποδα (μοσχάρια, αίγες, κοννέω, κοννώ [βλ. άμα, κοινός κόννος [κοιν-ός
+ νοώ]- γνωρίζω.
+ νέω ( = επισωρεύω)]-
γενειάδα, σκόλλυς,
πρόβατα). άμιλλα
(δασ.)
υπερισχύσεως,
είδος μικρού κοσμήματος.
περί
[άμ-α
+
υπεροχής,
ελαύνω,
ε-ίλλω]-
συμπλοκή.
αγώνας
αμιλλάομαι,
αμίλλημα, αμιλλητήρ, αμιλλητέον, αμιλλητήριος, ώμιλλα
κυνέω
[βλ.
ασπάζομαι, προσκυνώ,
άμα, κοιν-ός (οι>υ), ξυν (ξ>κ), κοινωνέω]
φιλώ.
κυνητίνδα,
προσκύνηmς,
προσκυνέω,
προσκύνισμα,
προσκύνημα, προσκυνητάρι,
(α, επιτατ., αα>ω).
67 ομός (δασ.) ενωμένος.
[άμα,
αμά,
α>ο]- ο
αυτός, όμοιος, κοινός,
ομού, ομή, ομά, ύμοι (ο>υ), όμα, ομάς, όμαδος,
+ ομαλύνω>
αμβλύνω [α (επιτατ.)
αομαλύνω
αμαλύνω>
>
ομαδεύω, ομάδα, ομαδικός, ομο-, ομ-, ομαλή, ομώς, όμως
αμλύνω
(σύνδεσμος εκ του ομός), μα (ο-μά), ομαρής (άρω), ομαρτέω,
μ, ρ, όπως μεσημερία
ομαρτή,
από κάτι, ελαττώνω, αφαιρώ την δύναμη κάποιου.
ομαρτηδόν,
όμηρος-
εγγύηση
περί διατηρήσεως
αμβλύνω (το β παρεμβάλλεται μεταξύ των μ, λ και
>
μεσημβρία)]- αφαιρώ το οξύ μέρος
-
αμβλύς,
ενότητος, ενέχυρο, ομηρεία, ομήρευμα, ομηρεύω, ομηρέω,
αμβλυόω, αμβλυγώνιος, αμβλυντήρ, αμβλυτής, αμβλυωπέω
ομήρης, ομηρέτης, Όμηρος- ο μέγιστος επικός ποιητής της
(ωψ),
Ιλιάδας και της Οδύσσειας, εγγυητής της Ελληνικής γλώσσας,
αμβλυωπός,
Ομήρειον,
αμβλυωγμός, αμβλυωσμός.
Ομήρειος,
Ομηρικός,
Ομηρίζω,
Ομηρίδδω,
αμβλυωπής,
αμβλωπής,
αμβλώψ,
αμβλωπός,
αμβλωπία,
αμβλυώσσω,
αμβλώσκω,
Ομηρίδης, Ομηριστής, Ομηροπάτης (πατέω).
+ ίσος (ο>υ )]-
ήμισυς (δασ.) [άμα (α>η) όμοιος [βλ. ομός]- ο αυτός, κοινός, ισόπαλος, ίδιος.
ομοίος,
ύμοιος (ο>υ), ομοιο-, ομοιότης, ομοιόω, ομοιώ, ομοίωμα,
ομοιάζω,
εξομοιώνω,
εξομοίωσις,
μισός. ημι-, μισός,
μισο-, ημίονος (όνος), μωλάριον [ημι-ονάριον> η-μωνάριον
(ιο>ω)
μωλάριον (ν>λ)], μουλάρι, μούλα, μουλαρώνω.
>
παρομοιάζω,
παρομοίωσις, ανομοιότης, ανομοίωσις, ανόμοιο ς, ανομοιο-.
μίσγω [ή-μισ-υς
+
άγω]- μιγVΎω, αναμιγνύω, ανακατώνω,
συνάπτω, φέρω σε συνάφεια, συμπλέκομαι, μάχομαι, πιάνομαι,
+
ώμος [α (επιτατ., ευφωνικό)
ομός (αο>ω)]- το από της
κλείδας μέχρι του βραχίονα μέρος και η κεφαλή του βραχίονα (ομός
=
ενωμένος),
πράγματος. ωμιαία,
το υπό
την κεφαλή ή
κορυφή κάθε
ωμοπλάτη, ωμαδίς, ωμαδών, ωμαχθής (άχθος),
ωμίας,
ωμίασις,
ωμίδιος,
επωμίδιος,
επωμίς,
επί σαρκικής μίξεως, συνουmάζομαι. μίγμα,
μίγδα,
σμιγάδι,
σύμμιγμα,
ωμοφορέω, ωμοφόριον, ωμοφόρος, ωμοχάραξ.
σύμμιγμα.
+
άμα (α>ε )]- συχνοί, πυκνοί
θαμάκις, θαμέως, θαμά, θαμινάκις,
θαμίζω, θαμιστικός- νέα λέξη σχηματισθείσα από το θαμίζω προς δήλωση γραμματικής έννοιας, «θαμιστικά ρήματα» σημαίνοντα
ότι
η
επανειλημμένως
διάθεση
ύπαρξη,
του
π.χ.
ρήματος
= τα
λαμβάνει
ριπτάζω
συχνά,
επανειλημμένως ρίπτω, θαμινός, θαμειός, θάμιξ, θαμυρίζω, Θάμυρις, θαμυρός, θαμών, θαμώνας.
+ ρο-ή
ομαλός (δασ.) [ομός ισόρροπος,
μεταφ.,
ομαλίζω,
ομαλής,
λείος.
ή
μαλακός
άρω (ρ>λ)]- επίπεδος, ίmος,
ομαλώς,
ομαλότητα,
+
[ο-μαλ-ός στην
αφή
ομαλότης,
ομάλυνmς,
άπ-τω ή
μη,
ομαλόω, ομαλύνω,
άτολμος,
δειλός,
(Π>Κ)]πράος,
επί
πραγμάτων
ήσυχος,
μαλακιζόμενος,
ασθενής, αδύνατος, χαλαρός, ασθενικός.
τρυφερός,
επί
μουmκής,
μαλακία, μαλάκια,
μαλάκεια, μαλακίζομαι, μαλάκιον, μαλακισμός, μαλακότης, μαλακότητα,
(παρεμβολή
μαλακιστήρι,
του
μαλακώνω,
θ),
μαλακομπούκωμα,
μαλθακίζομαι,
μαλακτήρ,
μαλκόν,
μαλθακός
μαλθαίνω,
μαλακόω,
μαλκιώτατον,
μαλάκα,
μαλακά, μαλάκας, μαλακωmά, αμαλός (α, επιτατ.), αμαλώς,
αμαλόω, αμαλδύνω (δύω). μαλάσσω
[μαλακός
>
μαλάκιω
μαλάσσω
>
(κι>σσ)]
μαλακύνω, μάλαγμα (κ>γ), αμάλγαμα (α, επιτατ., μετάθεση),
μαλαγή,
μαλαγανιά, (σσ>ζ),
(πους),
μάλαξις,
μαλακαίπους,
μαλάκωμα,
μαλαγανεύω,
αμάλαγος,
αμαλαγιάζω, μαλαματώνω,
μαλάχιον, μάλβαξ
αμαλαγιά,
(=
ψυχή,
-
βοτάνη
με
μαλάζω
αμαλαγάδα, μαλαματικά,
μαλακτική
δύναμη,
μαλάχη).
ηλίθιος.
βλακίζω,
μοιχάω νοθεύω,
σμιγός,
συμμίγδην,
[βλ.
συμμίγνυμι
συμμιγή,
μίσΥω, μίγω,
μιγάς,
μοιχάζω, μοιχαλία,
(συν),
σύμμικτος,
σύμμιξις,
συμμιγής,
μείξη (ει>οι, γ>χ)]-
παραμορφώνω.
μοιχεύω,
μοιχάλιος,
μοιχεύω,
μοιχάγρια
μοιχαλίς,
μοιχάς,
(άγρα),
μοιχεία,
μοιχειακός, μοιχειανός, μοιχευτής, μοιχευτός, μοιχεύτρια, μοιχή, μοιχαίος, μοιχίδιος, μοιχικός, μοίχιος, μοιχίς, μοιχο-, μοιχός, μοιχώδης.
ο ευρισκόμενος στο μέσον, το μεσαίο σημείο, το κεντρικό
μέρος πράγματος, μέτριος, το μεταξύ διάστημα, δια μέσου, ανάμεσα.
ανάμεσα,
μεσαίος,
μέσαβον (βους),
μεσάτιον,
μεσάζω, μεσαι-, μεσαίχμιον (αιχμή), μεσαμέριον (ημέρα), μεσημέρι,
μεσαμβρίη,
μέσα,
μεσακάρης,
μεσημβρία
μεσάραιον
(βλ.
αμβλύνω),
(αραιός),
μεσάρι, μεσίτης, μεσε-,
μεσεντέριον,
μεmτεία, μεσίτωmς,
μεσασμός, μέσσατος, μέσατος, μεσαύλης, μέταυλος, μεσ-, μέση,
μεσηγύ,
μεσσηγύ,
μεσηγύς
(γυίον),
μεσήεις,
μεσηρεύω, μεσήρης, μέσης, μεσήτιος, μεmδιόομαι (ίδιος), μεσίδιος,
μεσιτεύω,
μεσωτήρ,
μεσόγειος,
μεσόγατος,
μεσογαία, άμεσος, αμέσως, μεσότης, μεσεύω. μισθός
[μεmτεία
συμφωνημένο
μιστεία
>
ποσό
μεταξύ
(ε>ι)
δύο
>
μισθός
πλευρών],
(τ>θ),
το
μισθαρνέω
(άρνυμαι), μισθάρνης, μισθαρνία, μισθάρνισσα, μίσθαρνος, μισθοφόρος, μιστός,
μισθό ω,
μιστώνω,
>
βλακός (γεν. του βλάξ),
βλακεία,
βλακο-,
βλακεύω,
βλακώδης,
μίσθωμα,
απόμισθος,
μίσθωmς,
απομισθόω,
μισθωτής,
απομίσθωμα,
ακμισθώνω.
μετά [μέσος, σ>τ]- εν μέσω, μεταξύ, από κοινού με κάποιον, εν σχέσει προς κάποιον, μαζί με κάποιον, με την βοήθεια κάποιου, μερικές φορές σημαίνει αιτία, επί κινήσεως, κατ'
ευθείαν
στο
μέσο,
κοινωνία,
μετοχή,
χρονική,
το
κατόπιν,
διάλειμμα
όπισθεν,
κατάστασης, σχεδίου.
βλώσκω]- μαλθακός, νωθρός στο σώμα και στην
μωρός,
βλάκας,
αμαλαγή,
(ευνή),
μαλαγάνα,
μαλαγρώνω,
μαλαματένιος,
βλάξ [μαλακός> βαλακός (μ>β) βλ. μολείν
μαλακευνέω
μαλαγάνας,
μαλάγρα,
μάλαμα, μαλάχη-
μεμιγμένως,
μίσθιος, μισθωτός, μισθοδοτέω, μισθοδοσία, μισθοδότης,
μαλακώνω, καταπραυνω, επί της κατεργασίας των δερμάτων. μαλακόπους,
σμιγάρι,
μεσημέριον,
ελαφρός, ήπιος, επί κακής σημασίας, υποχωρών, ενδοτικός, αμελής,
μίξ,
μέσος, μέσσος [ή-μισ-υς (ι>ε), ο μεταξύ δύο μισών μερών]
εξομαλύνω, εξομάλυνσις, μαλώνω, μάλωμα.
υποκειμένων
μίγα,
(ι>ει), μειγνύω, μείκτης, μεικτός, μείξη, μίξη, μειξο-, σμίγω,
(οιδέω), ωμοκλείς (κλεις), ωμοκοτύλη, ωμοκυδιάω, ωμο-,
θαμέες [δα (επιτατ., δ>θ)
μίγδην,
μεμιγμένος, ανάμικτος, ανάμιξις, αναμίξ, αναμιγνύω, μείγμα
επωμίδα, επωμίζομαι, ωμίζομαι, ώμιον, ωμιστής, ωμοίδης
(ωσάν εκ του θαμύς).
μισγάγκεια (άγκος),
μισγόλας (λαός), μισγοδίη (οδός), μίγω, μιγνύω, μίγνυμι,
(ξυν,
συν),
με
το
συν,
εν
τοπικό
συνθέσει
ή
εναντίον,
σημαίνει
χρονικό,
διαδοχή
μεταβολή
τόπου,
μέτωπον (ωψ), μετωπικός, μεταξύ
(με-τά),
μολονότι
(με
+
όλον
+
ότι),
μολοντούτο.
βλακισμός,
ζαβλακώνω
(ζα,
πεδά [μετά, μ>π, τ>δ]- μετά.
επιτατ. ή δι-ά, δι>ζ), ζαβλάκωμα, ζαβλακομάρα, βεβρός (εξ
(άγρα), πεδαλευόμενοι
αναδιπλαmασμού, λ>ρ), βεμβρός (β>μβ).
Ησύχ.), πεδάμαρος
( =
( =
πεδαίρω (αίρω), πεδάγρετος
μεταμελόμενοι, μεταδιωκόμενοι,
μετήορος, μετέωρος), πεδαωριστής
68 (αείρω),
πεδάρmος,
πεδαρτάω,
πεδέρχομαι,
πεδέχω,
πεδαυγάζω.
άψις (δασ.) [άψω, μέλλ. του άπτω]- ψαύmς, μεταφ., άψη φρενών,
διατάραξη
φρενών,
παραφροσύνη.
έξαψις,
εξάπτομαι, εξάπτω.
=
μίτος [μετά
εν μέσω (ε>ι), ανά μέσον αυτού τίθεται το
υφάδι]- η κλωστή του στημονιού, το νήμα της μοίρας ή τύχης,
μάψ
+
[μη
άψις]-
μάταια,
ανώφελα,
«στα
χαμένα»,
χορδή λύρας, στην Ορφική γλώσσα, σπέρμα, σπόρος (φέρων
απερίσκεπτα, ανόητα.
μετά την ζωή).
μαψιλόγος, μαψιτόκος, μαψίφωνος, μαψυλάκας (υλακτώ),
μιτόλινον (λινός), μιτόω, μιτόομαι, μιτώνω,
μιτάριον, βιτάρια (μ>β), μιταρική, μιτουργία (έργον).
μαψαύραι (αύρα), μαψίδιος (είδος),
μαψωτός, μάπας.
μίτρα [μίτος, μιτ( α)ρ(ική)]- ζώνη φορουμένη περί την οσφύν,
αψίς (δασ.) [άψις]- άμμα, συναφή, κόμβος, καμπύλα τεμάχια
διάζωμα παλαιστή, χειρουργικός επίδεσμος, ταινία δεσμού
ξύλου, τέσσερα εκ των οποίων αποτελούν τον κύκλο του
κόμης, είδος σαρικιού, κάλυμμα κεφαλής ιερέως του Ηρακλή
τροχού, αυτό ο τροχός, κάθε κύκλος ή δίσκος, θόλος.
στην Κω, επιδιδυμίς.
άψος,
μιτρόω,
μιτροφορέω,
μιτρόδετος,
αψιδοειδής,
αψιδόομαι,
αψίδωμα,
αψίδα,
αψιδωτός,
αψίδιον, αψίκορος (κόρος), αψι-, άψε, αψά δα, αψά, άψα,
μιτρηδόν.
ψίδι (α-ψίδι-ον), ψιδιάζω, ψίδιασμα. μέτρον [μετά
+ ρέω,
ρο-ή, διότι σημαίνει και εν σχέσει προς
κάποιον, από κοινού με κάποιον, βλ. μέσος, μέσα, μετά]- αυτό με το οποίο ή προς το οποίο μετρείται κάτι, μέτρο ή κανών,
αναλογία,
συμμετρία.
συμμετρικότης, μετροποιέω,
συμμετρία
μετρέω,
μετρηδόν,
διαμέτρημα,
μετρώ,
(συν),
συμμετρικός,
επιμετρώ,
επιμέτρησις,
μέτρησις, μετρητικός, διάμετρος,
υπέρμετρος,
καταμέτρησις,
άμετρος,
απαλός (δασ.) [άπ-τω
+ άρω
(ρ>λ), αρεστός στην αφή, διότι
τα άρω, αραρίσκω και αρέσκω σημαίνουν επί το ευχάριστο]
μαλακός στην
αφή
τρυφερός,
ήσυχος,
νεαρός, ακμαίος, ευτραφής, πλούmος. απαλότης,
απαλόχροος,
γλυκύς,
μαλθακός,
απαλύνω, απαλυντής,
απαλόχρους (χροιά),
απαλόχρως,
απαλοτρεφής, απαλυσμός.
αμέτρητος.
ψαύω [άπτω, άψο-μια (μέσος μέλλ. του άπτω) μέτριος [μέτρον]- μέτριος, υποφερτός, αρκετός, ανάλογος, αρμόδιος.
μετρίως,
μετριοφροσύνη,
μετριότης,
μετριόω,
μετριόφρων
μετριασμός,
(φρην),
μετρίωσις,
ψαόω (μετάθεση)
>
>
αψόω
>
ψαύω (α>υ )]- εγγίζω, εφάπτομαι, ελαφρώς
εγγίζω, ψηλαφώ, φθάνω, επιδρώ.
ψαύσμα, ψαύmς, ψαυστός,
άψαυστος, αψαυστί, αψαυστία, ψαυστός.
μετρίαmς, μετρίασμα, μετριάζω. Σαπφώ [άπ-τω (το σ σε δασεία, βλ. σοφία, σάβανον) Ρίζα κα-
> και>
απ-
φωνή]- η ποιήτρια.
+
Σαφφώ (πφ>φφ), Ψαπφώ (βλ. ψαύω),
Σαπφώος, Σαπφικός.
άπτω (δασ.) [άμ-α (μ>π)]- προσαρμόζω, προσδένω κάτι σε κάτι
άλλο,
συνάπτω,
πιάνω,
προσάπτομαι, προσκολλώμαι
περί
πυρός,
άπτομαι
σε κάποιον, κρατώ κάποιον,
εγγίζω, επιχειρώ κάτι, εφορμώ, επιτίθεμαι, λαμβάνω κάποια
ψάχνω [έ-ψαυκ-α, πρκμ. του ψαύω (κ>χ)]- ζητώ, γυρεύω, εξετάζω.
ψάξιμο,
ψαχούλεμα,
ψαχουλεύω,
πασπατεύω
(ψα>πσα>πασ), πασπάτεμα, πασπατευτός.
αίσθηση, απολαύω, φθάνω, καταλαμβάνω, γίνομαι κάτοχος, ανάπτω, καίω, όταν το πυρ άπτεται εύφλεκτης ύλης, ανάπτω πυρ, μαγειρεύω.
αναπτήρ, νάφθα
απτό ς, άπτρα, άπτριον, απτικός, ανάπτω,
αναπτήρας,
(ανάπτω,
αναφτήρας
π>φ,
τ>θ),
(π>φ),
αναφτός,
ανάβω
άφτω,
(π>β),
ανήφθω,
ανάφτω, ανά βγω, ανάφτης, άναφτος, μάρπτω (μάλ-α, λ>ρ), μάρπτις.
+
που
άπτω >ά-φτ-ω, δηλαδή δεν άπτεται καλά]- η
κρέμεται
από
φθαρμένο
ύφασμα.
ξεφτίδι,
ξεφτίζω, ξεφτώ,
επάφημα,
άπτω (π>φ, τ>δ, βλ. νάφθα)]- είδος
Ήφαιστος (δασ.) [αφή Ηφαίστειος,
Ηφαιστίτις,
Ηφαιστότευχος Ηφαίστεια,
( = φωτιά,
α>η)
+ αιστός (αισθω, θ>τ)
θεός του πυρός, άρχων κάθε τέχνης, αντί πυρ. (τίκτω),
Ηφαιστόπονος
Ηφαιστοτευχής,
ηφαίστειον,
(πονέω),
Ηφαιστοτυκές,
ηφαιστειακός,
ηφαίστειος,
Ηφαιστίωνας, ηφαιστειο-.
αφάω (δασ.) [άπ-τω, π>φ]- ψαύω, άπτομαι. αμφαφάω (αμφί),
+
θηλάζουν ( άπτουν τον μαστό). άφτρα.
= κεκαυμένος]-
ξέφτι [ξεκλωστή
άφθα [α (επιτατ.)
εξανθήματος ή έλκους στο στόμα, μάλιστα σε παιδιά που
εισαφάσσω (εις),
επάφηmς, Έπαφος,
αφή, επαφή,
εισάφασμα,
ευαφής,
επαφάω,
ευάφεια,
ευαφίη,
ευάφιον.
σοφία, σοφίη [άπτω (α>ο, π>φ), το σ από την δασεία, βλ. Ήφαιστος, σαφής. Άξιον προσοχής τυγχάνει το γεγονός ότι οι Έλληνες σοφία εννοούσαν την ενασχόληση με απτά, δηλαδή συγκεκριμένα πράγματα, κυρίως δε τις τέχΥες και τις επιστήμες
άμμα (δασ.) [άπ-τω, άπ-μα
>
άμμα (πμ>μμ), άμμαι παθ.
πρκμ. του άπτω]- κάθε τι που είναι δεμένο ή έγινε για δέmμο, κόμβος, βρόγχος, θηλιά, σχοινί ή ταινία, κρίκος αλυσίδας. άναμμα, προσάναμμα, αμματίζω, αμμάτηmς, αμμάτισμα.
και όχι
με ιδέες,
θεωρίες και
μυστικισμούς,
όπως
τώρα
κατάντησε να σημαίνει.]- τέχνη, εμπειρία, ευφυια, δεξιότητα, εμπειρία σε κάποια τέχνη, γνώση των επιστημών, μάθηση,
παιδεία.
φιλοσοφία, φιλοσοφέω, φιλόσοφος, σοφίζω, σοφίς,
σόφισις, σοφισμός, σόφισμα, σοφιστεία, σοφιστής, σοφός, σοφόω, σαφής, σάφα, σαφώς, σαφανής, σαφηνής, σαφηνέω,
σάβανον [άπτω (π>β), το σ εκ της δασείας, βλ. σοφία]νεκροσέντονο.
σαβάνωμα,
σαβανώνω,
σαβανωτής,
σαφέω, σαφινίζω, αποσαφινίζω, σαφήνεια, σαφήτωρ σύφος (α>υ), Σίσυφος (αναδιπλαmασμός του σύφος), σέσυφος.
σαβανώτρα.
σάπων [άπ-τω, το σ εκ της δασείας, βλ. σοφία, διότι άπτει συνάπτω σύναψις, (ξυν).
[συν
+
συνάπτης,
άπτω],
συναφή,
συναπτικός,
συνάφεια,
συναπτήριος,
συναπτός, ξυναφίη
συνεχώς το προς καθαρισμό σώμα]- το σαπούνι. σαπωναρικός,
σάπωνας,
σαπουνίζω,
σαπουνάδα,
σαπούνισμα.
σαπωνίτης,
σαπωνο-,
σαπουνάδικο,
σαπώνιον, σαπούνι, σαπουνάς,
69 βάπτω [άπτω, το β εκ της δασείας]- βάφω, βουτώ, βάφω χάλυβα, βυθίζω στο ύδωρ. βάπτησις,
βαπτισμός,
βαπτιστής, βάπτης, βαπτίζω,
βάπτισμα,
βαπτηστήριον,
(λεύκιω,
κι>σσ)-
βλέπω,
παρατηρώ,
ατενίζω,
κυττάζω,
λευστός.
βαπτός,
εμβάπτω, εμβάπτισις, βαμμένος (βέ-βαμμαι πρκμ. του βάπτω, πμ>μμ), βάμμα, βαμμάτιον, έμβαμμα, βάφω (π>φ), βαφή,
βαφείον, βάψις (βάψω, μέλλ. του βάπτω, πσ>ψ), βάψιμο.
γλαυκός, γλαύκος [βλ. λευκός> λαυκός (ε>α)
γλαυκός
>
(λ>γλ)]- απαστράπτων, αργυρόχρωμος, λάμπων, κυανόφαιος, κυανοπράmνος.
γλαυκινίδιον,
γλαυκίδιον,
γλαυκίζω,
γλαύκινος, γλαυκίσκος, γλαύσσω, γλαυκότης, γλαυκώπις
+
βάμβαξ [βάμμα (μμ>μβ) βάφονταν]- το βαμβάκι.
άξω (μέλλ.
βαμβάκι,
του άγω),
βαμβακο-,
διότι
(ωψ), γλαύξ, γλαύκωμα, γλαυκόομαι, γλαύκωσις.
βαμβακάς,
βαμβακωτή, βαμβάκινος, Βαμβακιές, Βαμβακιά, βαμβακιά,
Βαμβακόφυτο, βαμπάκι (β>π), βαμπακάς, μπαμπάκι.
γλυκύς [κατά το πλείστον, ακόμη και στον Όμηρο, σήμαινε ευχάριστος, ευφρόσυνος, ο προκαλών χαρά, ο προσφιλής. Το λευκό σε αντίθεση προς το μαύρο ήταν σημείο χαράς
λευκόν
(
των π, β, φ]- κυρίως εσχάρα επί της οποίας τοποθετούσαν
= ημέρα χαράς, λευκή ημέρα = τυχερή ημέρα, λευκή ψήφος = αθωωτική ψήφος), βλ. λύκη. Επεκτάθηκε και επί της
δαδιά ή άλλα ξύλα για φωτισμό, λαμπάδα.
γεύσεως
λαμπτήρ [λα (επιτατ.)
λαμπρότης,
+
άπτω
εκλαμπρότης,
( = ανάπτω),
λαμπρύνω,
το μ προτίθεται
λάμπω, λαμπρός, λαμπάς,
λαμπάδα,
ήμαρ
διότι
ευχαρίστηση.
τα
σακχαρώδη
Βλ.
λευκός,
λαμπετάω, λάμπη, λαμπίας, λαμπηδών, Λάμπος, Λάμπρος,
ευφρόσυνος,
λάμπος, λαμπυρίς, λαμπυρίζω, λάμψις, λάμψη, λαμπηδόνα,
ύδατος, καλό, πόmμο.
λαμπηδούσα,
γλυκύτατος,
Λαμπηδούσα,
λαμπίζω,
λαμπικαρίζω,
αγαπητός,
εδέσματα
προκαλούν
γλ( α)υκός]-
προσφιλής,
ηδύς
ευχάριστος,
στη
γεύση,
επί
γλυκίων, γλύκιστος, γλυκύτερος,
γλύσσων
(κσ>σσ),
γλυκάζω,
γλυκαίνω,
λαμπικάρισμα, λαμπικαριστός, λαμπικάρω, λαμπικαρίζω,
γλυκαίος, γλύκανmς, γλυκαντικός, γλυκασμός, γλύκασμα,
λαμπίκος,
γλυκερός, γλύκειος, γλυκίζω, γλυκο-, γλυκίνας, γλύκιος,
Λαμπινή,
λαμπρεύω,
Λαμπινού,
Λαμπρή,
λαμπρινός,
λαμπιόνι,
λαμπρίτης,
λαμπο-,
λαμπρίτσα,
γλυκισμός,
γλυκό εις,
γλύκων,
λαμπαδιάζω,
αγλευκής, αδευκής [α (αρνητ,)
λαμπατέρ,
γλόμπος
(λ>γλ,
α>ο),
άλμπα
Γλυκώνειος,
γλύκυσμα,
γλεύκος
+
γλυκύτης,
(υ>ευ),
γλεύκη,
γ-λευκής (λ>δ)]- πικρός,
σκληρός.
(λα>αλ)- αυγή.
+ λάμπω
Όλυμπος [ο (από α, επιτατ.) Ολυμπία,
Γλύκων,
γλυκυσίδη,
λαμπρότητα, λάμψη, Λάμψακος, λάμψιμο, λαμπρο-, λάμπα,
Ολύμπια,
Ολυμπιάς,
λαμβάνω [λα (επιτατ.)
(α>υ, από τα χιόvια)],
Ολυμπείον,
Ολυμπίεια,
+ άπ-τω
(π>β, λαβή, λήπ-της, β>μβ).
Όλοι οι ΧΡOVΙKoί τύποι συνάδουν με αυτούς του άπτω (αφ-, αψ -μμα)]- πιάνω, καταλαμβάνω, κατέχω, επέρχομαι ως εχθρός,
Ολύμπιος, Ολυμπάς, Ολυμπιάδα, ολυμπιάδα, ολυμπιακός,
,
ολυμπιονίκης, Ολυμπιακός.
ευρίσκω, αντιλαμβάνομαι δια των αισθήσεων, αποκτώ.
λύκη [βλ. λάμπω, δηλαδή λα
+ άπ-τω >
λαπ-
>
λυπ- (α>υ)
>
λυκ- (π>κ, βλ. λύκος, οπή)]- λέξη ριζική που σημαίνει φως, φωτισμό.
λυκαυγές (αυγή), λυκαυγής, λυκαυγή, λυκόφως,
αμφιλύκη, Λυκαίος, Λύκειον, Λύκαια, Λυκαβηττός (βαίνω, βλ. βητ-αρμός), Λυκούργος (έργον), λυκειάρχης, Λυκόρραχη, Λυκόστομο, λυκόστομο, Λυκότραφος.
λύχνος [λύκη (κ>χ) (νέω), λυχνάρι. (ίστημι),
λυχνάρι,
λυχνεύς,
λυχναπτέω,
+ νέω]-
λυχναψία,
φως που μπορεί να μεταφερθεί (έχω),
λυχνίτης,
λυχνοκαυτία,
λυχνοστάτης
λυχνάπτης
(άπτω),
λυχναύγημα
(αυγή),
λυχνείον, λυχνεύω, λυχνία, λυχνίας, λυχνίς, λυχνοκαυτέω,
λύχνον, λύγδος (ργ)- λευκό μάρμαρο, λυγδίνεος, λύγδινος. λύγη [λύκη, κ>γ, βλ. λύγδος]- σκιόφος, λυκόφως. ηλύγη (α, επιτατ.,
α>η)-
ηλυγαίος, λυγαίος,
σκιά,
σκότος,
επηλυγάζω, λυγίζομαι,
θηλαστικού
με πολύ
ήλυξ,
επηλύγαιος,
λύγξ
(άγω,
καλή
ηλυγάζω, επήλυξ,
άξω)-
όραση
λάβαρον
(αίρω),
λαβίς,
λαβώνω,
λάβωμα,
λαβωμός,
λαβιδόω,
λαβωματιά,
υπολαμβάνω,
υπόληψις,
καταλαμβάνω
αναλαμβάνω
ανάληψις,
εκλαμβάνω,
περίληψις,
διαλαμβάνω,
προληπτικός,
συλλαβίζω,
συλλήβδην,
λαβωμένος, κατάληψις, περιλαμβάνω,
προλαμβάνω,
συλλαμβάνω
(συν),
λαβή,
λαβίδιον,
πρόληψις,
σύλληψις,
αντιλαμβάνω,
συλλαβή,
αντιλαμβάνομαι,
αντίληψις, απολαμβάνω, προσλαμβάνω, πρόσληψις, λήπτης
λυχνούχος
λυχναίος,
λαβαίνω,
(βλ.
ηλυγίζω,
επηλυγισμός,
είδος σαρκοφάγου γλαύξ),
Λυγκεύς,
(α>η),
ληπτικός,
ληπτός,
αντιληπτός,
παραλήπτης,
παραλαμβάνω, παράληψις, λήψις, ληψοδοσία, δοσοληψία.
λήμμα [εί-λημμαι (βμ>μμ), πρκμ. του λαμβάνω]- κάθε τι το λαμβανόμενο, εισόδημα, κάθε τι που λαμβάνεται ως δεδομένο. λημματίζομαι,
λημματικός,
λημματισμός,
Λήμνος
[ήσαν
ληστές, καθ' Όμηρο Σίντιες], Λήμνιος.
λάφυρα [λαβ-αίνω (β>φ) λεία.
+
αίρω, άρ-mς (α>υ)]- πολεμική
λαφυραγωγέω
(άγω),
λαφυραγωγία,
λαφυραγώγημα,λαφυρεύω, λαφυροπωλείον, λαφυροπωλέω, λαφυροπώλης, λαφυροπωλία.
Λυγκέας.
αλφάνω λυκάβας [κατά τον Ησύχ. «εκ του λυγαίως (λυγαίος) βαίνειν,
ειλφάνω
[είληφα
>
(πρκμ.
αλφάνω
του
(ει>α)]-
λαμβάνω) ευρίσκω,
>
ειληφάνω
κομίζω,
>
κτώμαι.
ο έστι σκοτεινώς, λεληθότως γαρ ο χρόνος διέρχεται». Κατ'
αλφηστήρ, αλφηστής, αλφηστικός, αλφή, άλφημα, αλφέω,
άλλους εκ του λύκη, η οδός του φωτός, ο δρόμος του ηλίου]
αλφάζω, αλφηστεύω, αλφεσίβοιος (βους), εξάλφω.
το έτος.
λάπτω [λα (επιτατ.) λευκός [λύκη (υ>ευ, όπως πεύmς εκ του πυνθάνομαι)] φωτεινός, λαμπρός, καθαρός, σαφής, ευκρινής, διαυγής, επί φωνής,
άσπρος,
ωραίος,
λεύκη.
λεύκη,
λευκάς,
λεύκα,
λευκών, Λεύκα, Λευκάκια, Λευκάδα, Λεύκες, Λευκών ας, λευκαίνω,
λεύκανmς,
λευκο-,
λευκόω,
λεύκωμα,
λευκωσίνη, λεύκωσις,
λευκώνας,
(κ>χ,
λευχειμονέω
είμα),
λεύκωνες,
λευχείμων,
άπτω]- πίνω ύδωρ δια της γλώσσας,
συνεχώς την γλώσσα τους σ' αυτό), πίνω απλήστως, πίνω, ροφώ.
λάπτης,
λαπτικός,
λάψις,
λοπάς
(α>ο),
λοπάδα,
λοπαδεύω.
λευκ-,
λευκαντής, λευκαστής, λευκάντρα, λευκαντικός, Λευκίμη, Λευκοθέα, Λευκόχωμα,
+
επί λύκων και κυνών (δεν αντλούν το νερό αλλά εμβαπτίζουν
λεύσσω
λαφύσσω [λάπ-τω (π>φ)
>
+ άγVΥμι (μέλλ.
άξω)
>
λαπάξω
>
λαφάξω
λαφύσσω (α>υ, ξ>σσ), διότι σημαίνει και σπαράσσων
καταβροχθίζω]-
καταβροχθίζω,
σπαράσσω,
καταπίνω,
αναρροφώ, λάπτω, επί του πυρός, καταναλίσκω, αφανίζω,
70 κατακαίω.
λαφύστιος, λάφυγμα (έ-αγμαι, πρκμ. του άγνυμι,
α>υ), λαφυγμός, λάφυξις.
ραφίς,
ραφιδευτής,
ραφτός,
ράφτω,
ραφιδεύω,
ραφίδα,
ραφτάδικο,
ραφίδι,
ραφτική,
ραφίδωμα,
ραφιδώνω,
ράφια, ραφία, ράψις, ράψιμο, ραψωδία (ωδή), ραψωδός, λάζομαι
[λαμβάνω,
λαμβάνω,
δράττομαι,
β>ζ
(όπως
αρπάζω.
επιβαρέω
επιζαρέω )]-
-
λάζυμαι (ο>υ),
λάσδομαι
ραψωδικός,
(π>κ).
πτηνού,
Φαίνεται
δε
η
λυπ- (α>υ,
>
προέλευση
lup-
και
US, Λατ.)
απ'
όλες
>
τις
δοθείσες σημασίες της λέξης]- ο λύκος, είδος
είδος ιχθύος,
είδος
αραχνών, κάθε
αγκιστροειδές
αράφω
>
αράω
ευχαριστώ
λυκαινίς,
λύκαινα,
λυκάων,
λυκάνθρωπος, λυκέη, λυκείη, λύκειο ς, λυκηδόν, λυκηθμός, λυκόθηρ,
λυκώδης,
λυκόπουλο,
λυκοειδής,
λυκορραίστης
λυκοθήρας,
(ραίω),
λύκωμα,
>
( =
ευ)
+
ράπ-τω, ραφ-ή
>
άρω, με αποβολή του φ προς γενίκευση, βλ.
( = ράπτω).
Η υπό
ή φυmκό ήχο δεν προέρχεται]- συνάπτω, συναρμόζω, κτίζω, εξαρτίζω
θηλιάς.
λυκόω,
(συν),
ραφιδογράφος,
άρα. Η βαmκή έννοιά του σημαίνει συνάπτω
κρέατος, λυκιδεύς,
συρράπτω
(π>β),
των γραμματικών νομιζόμενη ρίζα αρ- από κανέναν ανθρώπινο
πράγμα, χαλινός με ακίδες, μάνταλος ή κόραξ θύρας, η λαβίδα είδος
ράβω
άρω, αραρίσκω (αναδιπλ.) [α
λύκος [βλ. λάπ-τω, λάψις, λήψις, λήπτης, διότι λαμβάνει ζώα εκ της αγέλης, δηλαδή λαπμεταφορικώς
ραψώδημα,
σύρραψις,
ραπιδογράφος.
(ζ>σδ), αναλάζομαι.
λυκ-
ραψωδέω,
συρραφή,
για
πλεύση,
ταιριάζω,
κάποιον.
+
συναναρίσκω (συν
προσαρμόζω,
αραρότως,
αρέσκω,
αραρώς,
αρηρώς,
ανά), άρμα, άρμενα, αρμενίζω, αρμή,
αρμενάκι, ερίηρος (ερι-, α>η), τριήρης (τρις), τριηριτεύω, τριηρίτης,
τριηρονόμος,
τριηροποιός,
τριηραρχέω,
Λυκόχια (έχω), λυκοφωλιά, Λυκόφρων (φρήν), λυκοφιλία,
τριηραρχία, τριηράρχης, τριήραρχος, τριηραύλης (αυλός),
Λυκομήδης (μήδος).
αμφήρης (αμφί), αμφηρικός, επήρης (επί), ευήρεια, ευήρης.
άρα, ρα, αρ- (προ συμφώνου) [βλ. άρω, η σύνδεση των
λαγχάνω [εκ των λάχος, λάχη, λάχεmς φαίνεται ρίζα λαχ-, λακ- (λάξις), δηλαδή εκ της λαπ-, λαβ- του λαμβάνω (βλ.
προηγουμένων
λύκος). Η παρουσία του γ πιθανόν εκ τύπου γλαχάνω
σημαίνει άμεση μετάβαση από ένα πράγ μα σε άλλο, τότε,
>
(συνάπτω)
ευθύς,
αίφνης,
με
τα
ενίοτε
επόμενα
ιδού!,
(συναρμόζω)]
λαγχάνω]- λαμβάνω δια κλήρου ή από τύχη ή από θεούς,
αμέσως,
τυγχάνω, λαμβάνω κλήρο, λαμβάνω. Λάχεmς, λάχεmς, λάχη,
δηλώνει κάποια δύναμη συμπερασματική σε ερωτήσεις, αν και
έπειτα,
ακολούθως,
λάχηmς, λάχος, λαχμός, λαΥΥός, λάξις, λήξις (α>η), λαχαίνω,
δεν είναι ερωτηματικό, εκφράζει την ανησυχία αυτού που
λαχείον,
ερωτά, όπως το ήτοι.
λαχειοπώλης,
λαχεμός,
λαχίδα,
( = λαχνός,
Λάχητας, λαχνίζω, λόγχη
λαχίδι,
Λάχης,
α>ο).
= αληθώς + άρα
ήρα, άρα (περισπώμενο) [η (περισπώμενο) κώπη [εξάπτω
( = δένω κάτι σε κάτι, κρατώ με τα > ξώπη > κώπη]- κάθε είδος λαβής,
δηλαδή ε-ξωάπ-τω
ήαρα
ήρα
>
άρα
>
(η>α)]-
ερωτηματικό
υποδηλώνει μέριμνα ή ανυπομονησία του ερωτούντος, στους
=
ποιητές πολύ όμοιο με το άρα. Επίσης ήρα
κωπεύς, κωπευστής, κωπεύω, κωπέω, κωπεών, κωπηλάτης
(διότι άρω σημαίνει και ευχαριστώ κάποιον).
(ελαύνω),
άραγες,
κωπηλατεύω,
κωπήρης
που
κώπης,
ξίφους, κλειδιού, πυρσού, καθόλου το ίδιο το κουπί. κώπαιον, κωπηλασία,
μόριο
χέρια),
>
(άρω),
ήρανος,
κωπήεις, κωπητήρ, κωπίον, κωπώ, κουπί (ω>ου), κουπάς,
Αμφιάραος( αμφί),
κουπαστή, κουπιά, κουπιώτης, κουπολάτης (ελαύνω).
οιωνομάντης.
χούφτα [κουπί, κώπη (κ>χ, π>φ)]- η παλάμη του χεριού, το
επίηρα,
χάριν, ένεκα άραγε (γε),
επιήρανος,
Αμφιάρεως-
Θηβαίος
επίηρος,
ήρωας
και
αρμόζω (δασ.) [η δασεία από α (ά-μα) που δηλώνει ένωση
+
χουφτιά, χουφτιάζω, χούφτιασμα,
άρμε-νος (ε>ο, μετοχ, αορ. β' του αραρίσκω)]- συναρμόζω,
χούφτωμα, χουφτώνω, φούχτα (αντιμετάθεση), φουχτώνω,
συνενώνω, επί ξυλουργού, μέσ. συγκολλώ, επί γάμου, δένω
φουχτιά, φούχτωμα, φουχτιάζω.
σφιχτά, τακτοποιώ, κυβερνώ.
χερούλι του σπαθιού.
αρμή,
+
δάπτω [δα (επιτατ.) ροκανίζω,
κατατρώγω,
άπτω, βλ. λάπτω]- καταβροχθίζω, επί
πυρός,
επί
δόρατος,
σχίζω,
διασχίζω. δάπτης, δάπτρια, δαρδάπτω (εκτεταμένος τύπος του δάπτω), δείπνον (α>ε>ει), δειπνέω, δειπνεύω, δειπνίζω, δείπνηστος, δειπνητικός,
δειπνητήριον, δειπνίτις,
δειπνητής,
δείπνος,
δειπνηστήριον,
απόδειπνος,
αποδειπνέω,
αποδειπνίδιος, απόδειπνον.
δαπανάω αναλίσκω,
[δάπ-τω φθείρω,
δαπάνημα,
+
άνω
( =
εξαφανίζω.
δαπανηρία,
δάπανος,
τελεσφορώ)]-
ξοδεύω,
δαπάνηmς,
δαπάνη,
δαπανηρός,
δαψιλής
(δάψω, μέλλ. του δάπτω)- άφθονος, πολύς, αχανής, μέγας, εκτεταμένος, δαπανηρός,
άσωτος,
δαψίλεια,
δ αψιλεύο μαι,
επιδαψιλεύο μαι.
[άπτω
( =
κα-
> και>
συνάπτω),
>
αρ-
το
ρ προς δήλωση
μηχανώμαι,
αραδιάζω, συγκολλώ. ραπτική,
σχεδιάζω,
συναρμολογώ,
ροής,
συνείρω,
ράπτης, ράπτις, ραπτός, ράπτρια, ραπτικά, ραπτικός,
αρμοί,
αρμοδιο-, αρμονία,
( = πρέπει),
αρμόζει
αρμαλιά,
αρμογή,
αρμοζόντως, Αρμονίδης,
αρμόττω, αρμόδιος,
αρμός,
αρμολογέω,
αρμονικός,
αρμόνιος,
εναρμόνιος, εναρμονίζω, αρμονιώδης, άρμοσις, άρμοσμα, αρμοστέον,
αρμοστήρ,
άρμοστρα,
αρμόστωρ,
συναρμολογώ,
αρμοστής, αρμοστικός,
αρμόσυνος,
συναρμογή,
αρμοστός,
αρμώ,
συναρμόζω,
συναρμολόγηmς,
ανάρμοστος,
ορμάζω (αντιμετάθεση), ορμαστός, ορμαστή. ερέτης [άρω (α>ε)
+ έτης,
η κωπηλασία απαιτεί συντονισμό
(αρμονία) και άρmους κωπηλάτες]- κωπηλάτης. ερετική,
ερετμόν,
ερετμίον,
ερέσσω,
ερετικός,
ερεταίνω,
ερεσία,
ειρεσία (ε>ει), επήρετμος (επί, α>η), ευήρετμος, υπηρέτης
(υπό)- κυρίως ο υπό άλλον ερέτη κωπηλάτης, ο υπηρετών σε πλοίο, βοηθός, θεραπεύων, διάκονος, σκευοφόρος οπλίτης, εξυπηρέτηmς, υπηρετία,
εξυπηρετώ,
υπηρετέω,
υπηρέτημα,
υπηρεσία, υπηρέτις,
υπηρέτρια.
άπτης, ρ-αφή, ρ-άμμα, ρ-άψις]- συνάπτω, συρράπτω, ράβω,
ραπτάδικο,
αρμολόγος,
υπηρέσιον,
απ-
συνέχειας. Όλοι οι τύποι του συνάδουν με αυτούς του άπτω (ρ μεταφ.
αρμοδιότης,
υπηρέτησις, Ρίζα
ράπτω
άρμη,
ραπίδα,
ράμμα
(πμ>μμ), ραμμένος, ραφή (π>φ), ραφείον, ραφιδεύς, ραφεύς,
Ήρη,
Ήρα
(δασ.)
[ερί-ηρος
=
πιστός,
κατ'
Όμηρον.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της Ήρας ήταν η συζυγική πίστη προς τον Δία, βλ. άρω, αρμόζω, το οποίο αρμόζω αναφέρεται και επί γάμου (αρ-
>
ηρ-). Ίσως δε και εκ του πρκμ. του άρω,
με σημασία ενεστώτα, άρηρα> ρήρα
> Ήρα
(η δασεία εκ του
ρ). Εάν έτm έχει το πράγμα τότε εξ αυτού και το λείριον (ρ>λ, η>ει), το ιερό άνθος της Ήρας, διότι αποφεύγεται η επανάληψη
71 του Ρ σε δύο περίπτωση
συνεχόμενες συλλαβές, οπότε στην πρώτη
απεβλήθη,
στη
δε
δεύτερη
μετεβλήθη
σε
λ]
στημονιού.
καίρωμα, καιρωστρίς, καιρωστίς, καιροσέων,
καιρόω, καιροσπάθητος.
άνασσα των θεών, σύζυγος του Διός. Ηραίος, Ηραίον, Ηραία, λείριον (βλ. Ήρα).
+
κερκίς [είρω, έρ-mς βλ. καίρος
παίω (Π>Κ)
>
κερ-πίς
>
κερκίς]- στον όρθιο ιστό των αρχαίων η ράβδος με την οποία Ηρακλής [κατά του παλαιούς εκ του «όπ δια την Ήρα κλέος
κτυπούσαν (παίω) τα νήματα του υφαδιού και το ύφασμα
έσχε», παρ' όλο που η μυθολογία εξιστορεί το αντίθετο αφού,
καθίστατο πυκνό, κάθε λεπτή, μακρυά και ευθεία ράβδος,
ως τέκνο του Διός μετ' άλλης γυναικός, προσπάθησε να τον
πάσσαλος ή περόνη, μετρητική ράβδος, σφηνοειδής διαίρεση
φονεύσει. Ο Ηρακλής παρέμεινε ξακουστός (κλέος) από την
των
τακτοποίηση (βλ. αρ-μόζω, α>η, βλ. Ήρα) και λύση δύσκολων
κέρκισις, κερκιστική, κρέκω (ερ>ρε), κρεκτός, κρεκάδια, κρόκη
προβλημάτων
(άθλοι
Ηράκλειος,
Ηρακλήειος,
Ηράκλειον,
Ηράκλεια,
Ηρακλειτίζω,
αυτού)],
Ηρακλέης,
Ηρακλείως,
Ηρακλεία,
Ηρακλείτειος,
Ηρακλειτιστής,
Ηρακλειώτης,
Ηρακλείδαι,
Ηρακλήιος,
Ηρακλειωτικός,
Ηρακλειωνίται,
Ηρακληίς,
Ηρακλίσκος,
καθισμάτων
(δασ.)
[βλ.
Ήρα,
Ηρακλής
+
φίλος,
α>ο],
Ηροφίλη, Ηρόδοτος (δίδω), Ηρόστρατος, Ηρόδικος (δίκη), Ηρόδωρος, Ηρόφαντος (φαίνω), Ηροφών (φάος), Ηρόπυθος (πυνθάνομαι), Ηρώ, Ήρων, Ηρώδης, Ηρώνδας. μάρη [άρω (το μ προτάσσεται, όπως όσχος
αραρίσκει τα έργα του ανθρώπου αλλά και αποτελείται από πολλά οστά συναρμοσμένα αρίστως]- το χέρι.
ευμαρότης,
ευμάρεια, ευμαρής, ευμαρέως, ευμαρίζω. αρραβών [άρ-ω
+ λαβών (ρλ>ρρ)]-
προκαταβαλλόμενη από μνηστεία.
χρηματική προκαταβολή
αρραβώνας,
αρρεβωνιάζω,
αρραβωνιαστικός,
αρραβώνα,
αρραβώνιασμα,
αρραβώνιαστος,
ραχνιά,
αραχναίος,
εριουργείον,
κροκύδιον,
κροκύφαντος,
εριουργός (έργον),
εριουργής,
(έχω),
εριουργία,
εριοφόρος,
εριόφυλλος,
εριώδης, ειρεσιώνη, εύειρος, ευερία, εύερος.
γέρρον [βλ. είρω, δηλαδή γ-έρ-τον
>
γέρρον (ρτ>ρρ)]- κάθε
τι πλεκτό από λεπτές ράβδους, επιμήκης ασπίδα, το πλεκτό γέρρα, γερράδια, γερροχελώνη.
ούλος [είριον, ει>ου, ρ>λ]- εριώδης, εριούχος, επί μάλλινων υφασμάτων, ταπήτων, σγουρό μαλλί, επί ανθέων, προβάτων, συστραμμένος,
θερισμένου,
ίουλος.
σκολιός,
ουλότης,
στραβός,
δεμάτι
ουλοποίησις,
σίτου
ουλόκερως
(κέρας), ούλοι, ουλοφόρος, Ιουλώ (το ι εκ του ί-κω, ικνέομαι,
η φέρουσα τα δεμάτια σίτου, βλ. ούλος, η Δήμητρα), ίουλος, ιουλίς, ιουλόπεζος (πέζα), ιουλίζω, Ίουλος, Ιούλιος, Ιούλης, Ιουλία, Ιουλιανός, Ιούνιος (λ>ν), Ιούνης, ιουνιανός.
αραχνάομαι,
αράχνιον,
που
+
καταπραυνω, ευαρεστώ. αρεσκειά,
αραχνίδιον, αραχνιδισμός, αραχνίτσα, αράχνινος, αραχνο-.
αρεστός, αρεmά,
αρεζούμενος, ευαρέστημα,
είρω [άρω (α>ει), αόρ. έρ-σα]- συνάπτω, πλέκω, αρμαθιάζω,
την
το
εύνοια
επανορθώνω κάτι
πράγμα,
ικανοποιώ,
κάποιου,
ευχαριστώ,
άρεσκος, αρέσκεια, αρέσκευμα, αρεσκεύομαι,
αρεσκόντως,
αραχνιαστός,
( = εξομοιώνω)]-
συμβιβάζω
ανακτώ
αραχνιάζω,
αραχνιασμένος,
είσκω
έπραξα,
αραχνιάω, αραχνιώδης, αραχνοειδή ς, Αραχναίο, αραχνένιος,
αραχνιά,
εριόστομα,
εριούχος
αρέσκω [άρ-ω
άχνη (επί του ιστού)], αράχνη,
αραχναίη,
κροκύς,
κροκυδισμός,
είριον, έριον, είρος [είρω]- μαλλί, επί των νεφελών, του
άτοπο
+
κερκίζω,
αρραβωνίmα,
αρρεβωνίσια, Αρραβωνίτσα, αρραβωνοχάρτι. άραχνος, αράχνης [άρ-ω
κροκισμός,
λεύκης.
ιστού της αράχνης, του γενείου της πίνης.
καθόλου,
τον αγοραστή, καπάρο, ασφάλεια,
αρραβωνίζω,
αρραβωνιάζω,
είδος
σώμα αμάξης, σκόλοψ, μακρύ ξύλο, γερροχελώνη, αιδοίον. μόσχος), διότι
-
κρόκα,
κροκυδολογέω,
εριουργικός,
Ηρόφιλος
θέατρο,
κρόκης, κερκίδα, κερκιδικός.
έριο,
Ηρακλέϊσκος.
(ε>ο),
κροκυδίζω,
στο
αρέζω,
αρεστή ρ, αρεσειά,
αρέζομαι,
ευαρεστήριος,
αρέσμιον, άρεση,
αρέκεια,
αρεσούμενος,
ευάρεσκος,
ευαρεστέω,
ευαρέστηmς,
ευαρεστία,
ευαρεστικός, ευάρεστος, ευαρεστώ, Ευάρεστος.
δένω, περιδένω. είρερος, έρmς, ανείρω, σειρά, σειρή, σηρά (ει>η), σειράδην, σειράδιον, σειραίος, σειραφόρος, σειράω,
σειρίς,
σειροειδής,
σειρωτός,
σειρομάστιξ
Σειρήν
(η
(μάστιξ),
δεσμεύουσα),
σείρωmς,
Σειρηδών
(άδω),
Άρης [γεν. Άρε-ος, Άρε-ως και Άρη-ος, βλ. άρω, διότι όλες οι σημασίες του άρω σχετίζονται με την προετοιμασία και την τακτική του πολέμου. Βαmκό στοιχείο του πολέμου είναι η
Σειρήνιος, σειρικό, σειριά, σειρήνα, τmρίζω (σ>τσ, ει>ι),
σύναψη, τοποθέτηση των μαχητών κατά ορθό τρόπο (άρ-mον).
τmρίδα, τσίριγμα, ειρμός (μετά ή άνευ δασείας, με αποβολή
Εκτός και αν εκ του αείρω (βλ. αείρω, ρίζα ερ-), δηλαδή να
του σ ή μετατροπή του σε δασεία), ειρμολόγιον.
προέρχεται από α (επιτατ.)
+ ερ- >
αερ-
>
αρε- (ερ>ρε)
> Άρε
ος, διότι αείρω σημαίνει νικώ, διεγείρω, παροξύνομαι]- ο θεός σείριος [σειρά, αστέρι το οποίο δύει μαζί με τον ήλιο (σειρωτός), από
12
Αυγούστου μέχρι
12
Σεπτεμβρίου, κατά
την εποχή της μεγίστης θερμότητας]- όνομα του KΥVάσΤΡOυ, θερμός, κατακαίων.
σειραίνω, σειρέω, σειρίασις, σειριάω,
του πολέμου, φιλοπόλεμο μένος, πόλεμος, μάχη, διαφωνία, έριδα, σφαγή, φόνος, ο πλανήτης Άρης.
Άρευς, Άρειος,
Άρεος, Αρεοπαγίτης (πήyvυμι), Αρήϊος, Αρηι-, Αρειμανής,
αρειμάνιος,
αρειομανίτης,
αρειομανιότης,
αρειανίζω,
Αρειανός, Αρειθύσανος (θύσανος), Αρειοβάτης, αρείφατος
σείρινος, σειριόεις, σειρόω.
(φένω, πέ-φαται).
ρινός, ρινόν [είρω, ειρμός> ρειμός (ειρ>ρει)
>
ριμός (ει>ι)
>
ρινός (μ>ν)]- δέρμα ζώου ή ανθρώπου, ασπίδα από βοδινό δέρμα, οι ιμάντες των πυκτών.
ρινάριον, ρινοδέψης (δέψω),
ρινοτόμος, ρινοτόρος (το ρέω), ρίνη (από δέρμα ιχθύος το
μάρναμαι [βλ. Άρης, το μ προτάσσεται (όσχος
Λατ.
M-ars =
Άρης και πολεμικό εμβατήριο
χειρίζομαι, επί όπλων, ω>α)
-
μόσχος),
νωμάω
( =
μ-άρ-ναμαι]- μάχομαι, πολεμώ,
οποίο χρησίμευε στην επίξεση ξύλων και μαρμάρων)- λίμα,
ερίζω,
είδος ιχθύος, ρίνα, ρινάω, ρινέω, ρίνημα, ρινίδι, ρινητής,
καθιερωμένος στον Άρη, ήταν δε ο πρώτος μήνας του έτους),
ρινίον, ρίνισμα, ρινόβατος (βάτος), ρίνος, ρινίζω, ρίνιmς,
Μάρτης, μάρς, μωλέω (α>ω, ρ>λ)- μάχομαι, μωλίω, μώλο ς,
ρινιστής.
μώλεια, εύμωλος.
καίρος
[
«το διάπλεγμα, ο ουκ εά τους στήμονας συγχέεσθαι»,
δηλαδή ου-κ
+ είρω>
κείρω
>
καίρος (ε>α)]-
κοινώς μιτάρι,
τα λεπτά σχοινιά των αντίων όπου δένονται τα άκρα του
φιλονικώ.
>
+
Μάρνας,
μάρνη,
Μάρτιος
(μήνας
αρείων [άρω, Άρειος]- συγκρ. του αγαθός, διότι η πρώτη ιδέα του
αγαθού ή
της αρετής ήταν η
γενναιότητα στον πόλεμο.
της ανδρείας, η
αρετή, ερετή (α>ε), αρεταλόγος,
72 αρεταλογία,
αρετηφόρος,
αρετόομαι,
ενάρετος,
ινάρετος
(ε>ι).
αρκυωρέω
(ούρος),
αρκυωρίς,
αρκύστατος
(ίστημι),
αρκύστατα, αρκυστασία, αρκάνη.
έρις [Άρης (α>ε), αδελφή και σύντροφος του Άρεως, συχνά με κάποια έννοια
ανταγωνισμού και άμιλλας]-
φιλονικία,
ηλακάτη [ήρα-ρον (αόρ. του άρω)
+
πόκος> ηραπόκη
διένεξη, μάλωμα, επί πολέμου, μάχης, λογομαχία, φιλονικία.
ηλαπόκη (ρ>λ)
ηλακάκη (Π>Κ, ο>α)
ερίζω (έριδ-ος, γεν. του έρις, ερίδιω, δι>ζ), ερισία, εριδαίνω,
ρόκα,
εριδάντης, εριστής, εριδμαίνω (μαίνομαι), ερεθίζω (δ>θ),
αλακάτα (η>α), ηλάκατον, ηλάκατα, ηλακατήνες.
>
όπως το
άτρακτος, καλαμοκάνι,
>
ηλακάτη (κ>τ)]
>
βέλος.
ηλακάτα,
ερέθω, ερέθισμα, ερεθισμός, ερεθιστής, αμφήριστος (αμφί,
ε>η), ερισμός, έρισμα, εριστός, εριστικός, δήρις (δα, επιτατ., αε>η)-
μάχη,
συμπλοκή,
(φένω,
πέ-φαται),
ερι-
δηριάομαι,
(αχώριστο
δηριάω,
μόριο
δηρίφατος
προτιθέμενο
των
λέξεων προς επίταση της εννοίας των), ερί.
σάρξ [άρ-ω, άρτιος (τ>κ), για το σ βλ. σειρά. Οι σάρκες συνδέουν,
συνέχουν και συναρμόζουν
σάρκα.
σαρκίδιον,
σαρκίον,
σαρκίτις,
σαρκίζω,
σαρκοβρώς
αρείων, άριστος από άποψη καταγωγής και κοινωνικής θέσης,
ενσάρκωmς,
ο
σαρκωμάτωmς, σύρξ (α>υ).
ευγενέστατος,
αρχηγός,
άρχων,
γενναίος,
σαρκικός,
σαρκοβόρος
όπως το αγαθός στο οποίο χρηmμεύει ως υπερθ. μαζί με το εξοχότατος,
την πλέον
σαρκάω, σάρκα, σαρκάζω, σαρκασμός, σαρκήρης,
σαρκώδης, άριστος [αρετή (ε>ι), βλ. αρεστός]- ο εξέχων στο είδος του,
(άρω)
αρμοσμένη κατασκευή της φύσης, το σώμα των ζώων]- η
(βιβρώσκω),
(βορά),
σαρκόω,
σαρκίδιον,
σάρκινος,
σαρκοφάγος,
σάρκωμα,
σάρκωσις,
σαρκώνω,
ενσαρκώνω,
υπερέχων ηθικώς, ωφελιμώτατος, χρηmμότατος (βλ. αρ-έσκω), υπέροχος, κάλλιστος.
=
άριστα, αριστεία, αριστεύς, ώριστος
(
ο άριστος, οα>ω), αριστο-, αριστώδιν (ωδίς), αριστεύω,
αρίστευμα,
αριστευτής,
αριστοκράτη ς,
αριστευτικός,
αριστοκρατικό ς,
Αρισταίος,
αριστοκρατεία,
αρι
κάλλος [αραρώς (μετ. πρκμ. του αραρίσκω) (ρ>λ)
=
κάλλος (το κ εκ της εκ
>
μετατράπηκε
δε
σε
ξ
(έμπροσθεν
>
αρρώς> άλλος
από, αιτιολογικό, δεν φωνήεντος)
λόγω
της
κακοφωνίας του. Δηλαδή κάλλος είναι το προερχόμενο (εκ) εξ
(αχώριστο προθεματικό μόριο ενισχύον την ιδέα των λέξεων,
αρίστης
όπως το ερι- ).
ωραιότητα, ευπρέπεια.
συναρμογής
(αραρίσκω )]-
ευμορφία,
καλλονή,
καλλονή, καλλι-, καλλιάζω, καλλίας,
Καλλιόπη (οψ), καλλιόω, καλλοσύνη, καλλύνω, καλλυντής,
+
αριστερός [άριστ-ος
=
αίρω (ρίζα ερ-)
απομακρύνω, οι
κάλλυντρον,
κάλλυσμα,
κακοί οιωνοί έρχονταν εξ αριστερών, βλ. σκαιός]- δυσοίωνος,
κάλλιστος,
καλλιώτερος,
αριστερός.
καλλίγονος, καλλιγραφία, καλλιγράφος, καλλιδίνης (δίνη),
αριστερεύω,
αριστερά,
αριστερίζω,
αριστερόχειρ,
αριστερισμός,
αριστερόφιν,
αριστεροστάτης
(ίστημι), αροστερότητα, αριστερότης, αριστεριστής.
+ -τρον
άρθρον [άρ-ω έναρθρος,
άρθρωσις,
αρθριτικός,
(εμβάλλω), αρτύς(θ>τ),
συνάρθρωσις,
αρθρικός,
αρθμός,
αρθρεμβολέω, αρτύνω,
(έπος),
(κατάληξη, τ>θ)]- άρθρο ή μέλος του
σώματος, το άρθρο στη γραμματική.
αρθρόω, αρθρώδης, αρθρωδία,
αρθμεύω,
αρτυσία,
αρθρίτις,
αρθρέμβολα
αρθρεμβόληmς,
αρτύω,
άναρθρος,
αρτυτός,
καλλίδιφρος
άρτυμα,
(έθειρα),
καλλιέπεια καλλιέργια,
(ερώ),
καλλιέργημα,
(ίουλος),
καλλίστευμα
καλός,
καλο-,
(ήθος),
καλοκαγαθία
(Αιολ.),
καλοτύπος
καλλιοινία
(ίστημι),
καλοείμων
(και
αγαθός),
(τύπτω),
καλλίων,
καλλιγένεια,
καλλιεργώ,
καλλίουλος
(οίνος),
καλλιστεύω,
(είμαι),
καλοήθεια
καλοκάγαθος,
καλόφρων
(φρην),
κάλος
καλώς,
κάλλαϊς (λας)- πολύτιμος λίθος έχων χρώμα κυμαινόμενο μεταξύ κυανού και πρασίνου, κάλαϊς (κάλλαϊς), καλλάϊνος, γαλιiϊζω
γαλαζόπερτα, άρτος [αρτύω (υ>ο), διότι απαιτεί πολύωρη προπαρασκευή,
καλλιέθειρος
καλλιεργέω Καλλιστώ,
(ωψ),
καλλίνικος,
καλλιεπής, καλλιεπέομαι,
καλάϊνος,
αρτύνας, αρτυτήρ, εξαρτύω, εξάρτυmς,
(δίφρος),
καλλωπίζω
(κάλαϊς,
κ>γ),
γαλαζώνω,
γαλαζίζω,
γαλάζιος,
γαλαζοαίματος,
γαλανός,
γαλανάδα, γαλάνης, γαλάνω, γαλάνι.
εκτός και αν εκ του άρτιος, ως πλήρης τροφή]- το ψωμί. αρτόπτης (οπτάω), αρτοπωλέω, αρτοπώλης, αρτοπωλείον, αρτοπώλιον, αρτοπωλία, αρτόπωλις, αρτοκόπος,αρτόκρεας.
καλάνδαι [καλ-ός σελήνη.
+
( =
ανδαίω
καλανδολόΥιΟ,
ανάπτω)]- νουμηνία, νέα
καλαντάρι,
καλένδες
(α>ε),
κάλαντα, κόλυντα (α>ο, α>υ).
άρτιος [άρ-ω, αρ( ε )τή, άριστος]- πλήρης, τέλειος στο είδος του, αρμόδιος, ακριβώς προσαρμοζόμενος, τελείως αυξημένος, υγιής, όπως το έτοιμος, επί αριθμών τέλειος. αρτιάζω, απαρτί,
αρτιασμός, απαρτίως,
καταρτισμένος,
αρτίωmς, απαρτίζω,
αρτιάκις,
αρτίως, άρτι,
απαρτισμός, κατάρτιmς,
αρτιότης,
απαρτία, καταρτίζω,
αρτίζω,
αρτεμία,
άρχω [άρ-ω
+ άγω>
αράγω
άργω> άρχω (γ>χ). Άπαντες
>
οι χρονικοί τύποι του συνάδουν με αυτούς του άγω, βλ. άρ ιστος]-
είμαι
πρώτος,
αρχίζω,
οδηγώ,
κυβερνώ,
κυριαρχώ, επικρατώ, υπερισχύω, δεσπόζω.
διοικώ,
αρχή, αρχείον,
αρχεύω, αρχίδιον, αρχικός, αρχηγός, αρχηγέτης, αρχηγείον,
αρτεμέω, αρτεμής, αρτέομαι, άρταμος, αρταμέω, άρmος
αρχιτέκτων,
(τ>σ), ανάρσιος, αρτιμελής (μέλος), αρτι-.
αρχός,
αρχιτεκτονική,
άρχων,
αρχιτεκτονέω,
άρχοντας,
αρχοντεύω,
αρχο-,
αρχι-,
αρχονταρείον,
αρχοντερίκι, αρχοντιάω, αρχοντικό ς, Αρχοντικοί, αρχώνης
αριθμός [άρ-ω (ε>ι, τ>θ).
Το
+ τέμνω (αόρ.
ετμ-ήθην)
>
αρετμός> αριθμός
τέμνω φαίνεται εκ των αρίθμημα (τμήμα),
αριθμητής (τμητής)
κ.
ά.,
διότι η
αρίθμηση
απαιτεί
τον
διαχωρισμό σε μονάδες, το κατά το δυνατόν ίσες. Βλ. άρα
=
(ωνέομαι), αρχέτης, αρχέτας, εύαρκτος
αρχαία,
(χ>κ),
εύαρχος,
αρχαικος,
αρχαιολόγος,
άργμα, Αρχόντω, αρχοντιά, αρχαίο ς,
αρχιiϊζω,
αρχαίως,
αρχαιο-,
αρχε-, αρχινίζω, αρχίζω, αρχινώ,
αρχεύω,
Αρχιμήδης
κάποιο πλήθος.]- απλός αριθμός, ποσότητα, διάσημα, έκταση,
υπάρχω,
ύπαρξις,
αρίθμηση, αριθμητική, στίχος.
υπαρκτέον, ύπαργμα, ύπαρ, επάρχω, επαρχία, επαρχιακός,
αριθμητική,
αριθμέω, αριθμώ, αρίθμημα, αριθμητικός,
αριθμητό ς,
ανάριθμος, αναρίθμητος, νήριθμος (νη, αρνητ.), νήριτος
υπαρκτός,
Αρχύτας,
αρχινάω,
μετάβαση από ένα πράγμα σε άλλο, όπως όταν αριθμεί κανείς
αριθμητής,
(μήδος),
αρχαίον,
αρχαιολογία, όρχαμος
υπαρκτικός,
(α>ο),
υπαρκτικώς,
επάρχιος, επάρχισσα, επαρχιώτης, έπαρχος, επαρχότης.
(= όρχος [άρ-ω (α>ο)
νήριθμος).
+
έχω]- σειρά κλημάτων ή καρποφόρων
δένδρων. όρχατος,ορχηδόν.
( =
( =
άρκυς [άρ-ω
+
παίω
κτώμαι, πάmς
=
κτήση, Π>κ, α>υ)]- δίχτυ θηρευτή, δίχτυ
εσθίω) ή πά-ομαι
γυναικείας κόμης, γυναικείος κεκρύφαλος.
λαμβάνω,
άρκυον, άρκυλον,
ορχηστός [όρχ-ος (οι χορευτές σε σειρά)
άδω, θ>τ, άσ-ις
= ωδή), ήσμ-αι,
χορός, η όρχηση.
+ ήσθ-ην
(αόρ. του
πρκμ. του άδω (ορχηθμός)]- ο
ορχηθμός, όρχησις, ορχέομαι, ορχηστύς,
73 όρχημα,
ορχηστήρ,
ορχηστής,
ορχηστήριον,
έργον [βλ. έρδω]- έργο, εργασία, επι εργων ή πράξεων
ορχήστρα,
ορχήστρια, ορχηστίς.
πολεμικών
(βλ.
Άρης),
επί
αγρών
καλλιεργημένων,
επί
γυναικείας εργασίας, η ύφανση, πράξη, ενέργεια, όπως το άλφα [άρ-ω, αραρίσκω, αρ-χίζω (τον λόγο)
+
φα- (ρίζα του
πράγμα ή
χρήμα,
το
αποτέλεσμα εργασίας.
εργάζομαι,
φημί). Το πρώτο φώνημα κάθε ανθρώπου ανά την υφήλιο όταν
απεργάζομαι, επεξεργάζομαι, επεξεργασία, κατεργάζομαι,
εξέρχεται από την μήτρα της μητέρας του, το οποίο προφέρεται
κατεργασία,
χωρίς καμμιά προσπάθεια. Άρ-φα
>
εργασία, διεργασία, έργασις, εργαστής, εργαστήρ, εργάτης,
γράμμα
προς
της
αλφαβήτου.
αα ... -
θαυμασμού,
συγκινήσεων,
άλφα (ρ>λ)]- το πρώτο έκφραση
ποικίλων
χαράς,
θλίψης,
εκπλήξεως,
απελπισίας, απογοητεύσεως, υποψίας, επιβραβεύσεως, τέλους
κατεργάρης,
κατεργαριά,
κατεργασμένος,
εργαλείον, έργανα, εργάνη, οργάνη (ε>ο), οργάζω, οργάω, οργασμός,
εργάτις,
εργασείω,
εργαστήριον,
εργοστάσιον
(ίστημι), έργαστρα, εργατικά, εργατίνης, έργμα, εργοδότης,
αναμονής, με διαφορετική προσωδία σε κάθε περίπτωση, γι'
εργοδοσία, εργολήπτης (λαμβάνω), εργολάβος, εργολαβία,
αυτό δασυνόμενο ή ψιλούμενο ή περισπώμενο. Μεταβάλλεται
λεωργός
σε
Πανουργιάς,
όλα
τ'
άλλα
φωνήεντα
κι
όλα
τ'
άλλα
φωνήεντα
(λα,
επιτατ.,
μεταβάλλονται σ' αυτό. Αφομοιώνει όλα τ' άλλα φωνήεντα,
αργαλειός,
Ραούλης
αργαλεύω, αργαλίστρα.
Ράλης,
-
Μετατρέπει επομένων
σε
α
δεκαέξι τα
δεκάξι,
-
φωνήεντα
συλλαβών,
πάνορμος
των
άεργος
προηγουμένων
πάναρμος,
-
-
βδέλλα
αβδέλλα, ψηλός
-
κεφάλι κακός
-
αμάχη,
αψηλός. Αθροιστικό, ψιλούμενο ή
-
άπας, δελφός
νη- [ανα- (αρνητ.), α-ναπροθεματικό μόριο.
>
+ άνις,
να-
>
α>υ).
μηδαμός, μηδείς (εις μηδενικός,
=
μηδαμόθι,
μηδαμοί,
μηδαμόσε,
ένας), μηδεμία, μηδέν, μηδενικόν,
μηδενισμός,
μηδαμού,
μηδαμώς,
όρχις [γεν. όρχε-ος, στην γυμναστική (γυμνοί) των νέων φαίνονται σαν να χορεύουν (ορχέ-ονται, ορχέομαι). Εάν όμως εκ του ότι κρέμονται (χαρακτηριστικώς), τότε εκ του αείρω
+
ά-γε-σκον (παρατατ. του άγω,
γ>χ)]- αρχίδι. ορχίδιον, αρχίδι (ο>α), αρχίδια, αρχιδόσακος, ορχιπέδη, ορχίτις,
ορχιπεδάω,
ορχοτομέω,
ορχιπεδίζω,
ορχοτομία,
ορχίπεδον
ορχεοτομία,
έργον],
ενεργία,
αργομέτωπος,
άνεργος,
αργοπορία,
αργός, αργέω,
(πέδον),
+ ρέζω (ε>α)]- προσορμίζομαι,
αράζω [α (στερ.) αραξιά,
αραχτός,
ράδα,
αραξοβόλι αρόδο
(βάλλω),
(α>ο),
ελλιμενίζω.
άραμα,
αρόδου,
άρασμα,
ράξιμο,
ραχάτι,
ραχατεύω, ραχάτεμα, ραχατλής.
όργανον [έργον, OργΆVΗ]- εργαλείο, αισθητήριο ή μέσο με το οποίο αντιλαμβάνεται κάποιος, μουmκό όργανο, χειρουργικό εργαλείο, το προς κατεργασία υλικό, όπως το έργο. οργανίζω,
οργανικός,
διοργανώνω,
όργανος,
οργανοπήκτωρ οργανιστής,
διοργάνωmς,
οργανοποιία,
οργανοποιός,
(πήγVΥμι), οργάνιστρον,
οργανόω,
οργάνωmς, οργανισμός,
οργανίστας,
οργανωτικός,
οργανώτρια,
οργανωτής, οργανώνω, οργανο-.
ορχεκτομή
(απερισκεψίας),
+ ρέκτης (ρέζω) > δαρέκτης > δρέκτης
δρήστης [δα (επιτατ.)
ράος [βλ. ά-ρα, ρα, άρ-τι (αρ>ρα) φέροντα την έννοια του ανυπομονησίας
αργολογία,
άραγμα,
> της
+
αεργία [α (στερητ,) αργότης,
(εκτέμνω), ορχεκτομία, ορχεο-, όρχης, ορχι-, ορχίτιδα.
αμέσως,
οποίος
ο ργεωνικό ς, όργια,
οργιάω, οργιάζω, οργιασμός, οργιαστής, οργαστήριον.
μηδέτερος
(έτερος), μήπως (πως), μήπω, μήποτε, μήτε, μπάς (μήπως).
(ρίζα ερ-, Ορ-, βλ. α-ορ-τη)
αργάλεια,
= θυmάζω]- πολίτης εκλεγόμενος ο
οργεών [βλ. έρδω
νη- (α>η)]- αρνητικό
μη (ν>μ)- αρνητ. μόριο που φανερώνει
μηδαμόθε,
παν), (ε>α),
αργώ, αργία, αργίς, αργέλοφος.
βούληση και σκέψη, μά (η>α), μηδέ (δε), μηδαμή, μηδαμά, μηδαμινός,
εργαλειό,
όφειλε κατά καιρούς να τελεί θυσίες.
άπονος,
-
άκακος, αν-, ανα -(αρνητικά μόρια), άνευ (ευ), άνευθε
(θε), άνευθεν, άνις, εύνις (ε, ευφων.
αργαλειό,
(πας,
αργάζω
αδελφός. Μεγεθυντικό,
-
κεφάλα, δαδί -δάδα. Στερητικό, πόνος
-
-
-
αργαλιός,
πανούργος
πανούργημα,
και
ενάριος
ανάριος. Προθεματικό, ευφωVΙKό, επιτατικό, μάχη
δασυνόμενο, πάς
αργός.
-
α>ε),
πανουργία,
της
προχειρότητας (ραδιουργέω)]- εύκολος, έτοιμος να κάνει ή να
δρήκτης (ε>η)
δραστικός
δρήστης (κ>σ)]- εργάτης, εργαζόμενος.
>
(η>α),
δραστήριος,
δρηστήρ,
δράστας,
δραστοσύνη, δρηστοσύνη, δράmς, δρασείω, δρησμοσύνη, δράνος, δράμα, δράω, δραστέος, δράστειρα, δραστηριότης.
πράξει κάτι, πρόθυμος, υποχρεωτικός, απερίσκεπτος, αμελής, αδιάφορος, ήσυχος. ράϊος, ρήιος (α>η), ρηίδιος (είδος), ραία, ρήδιος,
ράδιος,
ρηϊδίως,
ριiϊζω,
ρηΤζω,
ραδιέστερος,
έρα [εργά-ζομαι, διότι αναφέρεται κυρίως επί γεωργίας, δηλαδή έργα> έρα]- γη.
έραζε,
έριθος (έθω),
εριθεία,
ρήιστος, ράστος, ράϊστος, ρηίστη, ράων, ρήιον, ραότερος,
εριθεύομαι,
ράον,
νεκροί, ένερθε, ένερθα, νέρθε, νέρθεν, ενερόχρως (χροιά),
(α>ε),
ρηίτερος, ρεία,
ρηίτατα,
ρα,
ρήτερος,
ραδιώτερος,
ράστα,
ραδίως,
ρηίτατος,
ρέα
ραδιώτατος,
ήριον
(ε>η)-
τάφος,
τύμβος,
ένεροι
(εν)-
οι
ενέρτερος.
ραστώνευmς, ραστώνη, ρηστώνη, ραστωνεύω, ραστωνέω, ραδιουργία (έργον), ραδιουργέω, ραδιούργημα, ραδιουργός, ραδιούργος,
ραδιουργικώς,
ράθυμος
(θυμός),
ραθύμως,
ραθυμία, ραθυμέω.
έργνυμι, είργω, έργω [μέλλ. έρξω, αόρ. έρξα, οι ίδιοι μ'
αυτούς του έρδω. Φαίνεται ότι η αρχική σημασία τους ήταν η του «εμποδίζω πνά από του να πράξη π», απολ. Θέογν. (είργου
= παύσε,
εγκλείειν. Από την σημασία δε του έρδω Ρέα, Ρεία [ράος (ρέα, ρεία)
= έτοιμος,
εύκολος. Ήταν θεά
θεομηνίες
και
έδρεπαν τους καρπούς, αντιθέτως απ' ότι της καλλιεργημένης
εμποδίζω
κάποιον,
γης].
εγκλείω, συγκλείω, απείργω, κωλύω. ειργμός,
+
άγω (γ>δ)]
πράττω, εκτελώ έργα, θυmάζω, η σημασία του κακοποιώ
= τελώ θυσία,
μάλλον
η αρχική έννοια ήταν η του αποτρέπω (εμποδίζω) δια θυmών
της άγριας φύσης από την οποία εύκολα και έτοιμα (ράος)
έρδω [πρκμ. έ-ορ-γα, εκ των άρ-ω (α>ο>ε)
686
στάσου) είτε δια του κωλύειν είτε δια του
κάθε
κακό
είτε
ειργμοφύλαξ,
προερχόμενο
εγκλείων είργω
είτε
από
του
αποκλείων
θεούς]
αυτόν,
εέργω (εFέργω, επί;), όλα
τα
επόμενα, η δασεία μόνο στους Αττικούς, ίσως από το
[δασυνόμενο
και
F],
είργνυμι, ειργμός, έρκος, ερκείος, ερκίον, ερκάνη, ερκίτης,
μάλλον σχετίζεται με το έρις (γεν. έριδ-ος).
έρκτωρ (έρξω,
ερκοθηρικός (θήρα), ερκόπεζα, ερκούρος (ούρος), ορκούρος
μέλλ.
δι>ζ),
(ε>ο),
του
έρδω),
ερκτός,
ρέζω
(ερ>ρε,
ρέκτειρα, ρέκτης, ρέκτορες, ρεκτήρες, ρεκτήριος.
ρεκτήρ,
ορκάνη,
ειρκτοφυλακέω, ευερκής.
ερκτή,
ειρκτή,
κάθειρξις
ειρκτέον,
(κατά),
ειρκτοφύλαξ,
όρκμος,
ευέρκεια,
74 όρκος
[έρκος,
ορκικός,
ε>ο],
όρκιον,
ορκίζω,
ορκιοτόμος,
ορκίζομαι,
ορκαπάτης,
ορκιοτομέω,
ορκιατομέω,
ά.) το
της ρίζας
F
το εκ του φουφου ... προερχόμενο,
KaF-,
μετατράπηκε σε β (Κάβηροι), σε ι (καίω), σε υ (καύmς), σε φ
ορκιοφόρος, ορκισμός, ορκιστής, ορκόδεσμος, ορκοπατέω,
(καυτός), σε γ (κάγ-κανος), σε δ (κάδ-ος), σε μ (κάμ-ινος, σε
ορκοσκοπικόν, ορκόω, ορκοσφάλτης, όρκωμα, ορκωμοσία
π (καπ-νός, σε
(όμνυμι), ορκωμοτέω, ορκωμοτήριον, ορκωμότης, ορκωτής,
την
ορκωτός, ορκώμοτος, ορκωμοτικός.
Καβειριάζομαι,
τέχνη
Χ (κάχ-ρυς)]- υιοί του Ηφαίστου κατέχοντες
(είρω)
της
κατεργασίας
Καβείριον,
των
μετάλλων.
Καβειρίδες,
Καβειρώ,
Καβειραίος, Καβειρίας, καβουρδίζω (ει>ου), καβουρντίζω, Ρίζα κα-
καβουρμάς,
> KaF-
Κάδμιλος,
καίω [η αρχική σημασία είναι, ανάβω φωτιά, βλ. Κάβηροι. Το
άναμμα της φωτιάς,
με
τα δεδομένα της εποχή
συνεχές
φύσημα,
ενώ
ο
καπνός
προκαλεί
βήχα
(κακα ... ). Δηλαδή κά-ω (Αττ.), αόρ. έ-κα-ον, μέλλ. καύ-σω
(KaF-
(β>δ),
>καυ-, εκ του φυσήματος, φου-φου, Κάβ-ροι)]- ανάβω
κέδρος [βλ. Κάβειροι, Κάδωλοι, κάδος (α>ε)]- το γνωστό
κεδρόω,
κεδρών,
κεδρωτός,
κατάλληλος προς καύση.
καταστρέφω,
επί
μεγάλου ψύχους (τα αποτελέσματα του κρυοπαγήματος και του
κάγκανα,
εγκαύματος είναι παρόμοια).
κέχρος (α>ε), κεχρί.
καυματηρός, καυσαλίς,
καύσις, καύμα, καυματώδης,
καυματίας,
καυματίζω,
καυσαλώνης
καύmμος,
καύmμον,
καυστήρ,
καυτή ρ,
(αλώνι),
καύσος,
καυστηριάζω,
κάχρις
κεδροχαρής,
+
καγκαίνω, καχρυδίας,
(y>i),
κεδρίτης.
κάλον (λ>ν)]- κατάξηρος, κάγκω,
κάγκαμον,
καχρύδια,
καχρύω,
καυματόομαι,
καύσηmς,
καυσόομαι,
κεδρί,
κεδρία, κέδρον, κεδρίς, κέδρινος, κεδρίνεος, κεδρέλαιον,
ερωτικού
ψήνω,
καδμεία,
δένδρο, το ξύλο του οποίου καίγονταν προς ευωδία.
κάγκανος [βλ. Κάβειροι, καγ-
καυτηριάζω,
Κάδμιλοι,
καδίσκος,
καδδίζω (δίδω), κάδαλοι, κάβος, κάβαισος, κάδδιχος.
φωτιά, θέτω στη φωτιά, επί του ηλίου, επί του πυρετού, επί πάθους,
Κάδωλοι,
(καμινεύονταν),
του
πρωτόγονου ανθρώπου, όπως και τώρα σε ανάλογη περίπτωση, απαιτεί
Κάδουλοι κάδος
καυσία,
καύστειρα,
καυτηριάζω,
καύστης,
κήλεος,
κήλειος
[έ-κη-α
(κατάληξη)]- καυστικός,
(αόρ.
του
ξηρός, κηλός.
καίω)
+
κηλός,
εύκηλος,
-λεος
κέλως (η>ε), καλδάριον (θάλλω, θ>δ)- θερμαντήριο αγγείο,
καυστικός, καυστός, καύστρα, καυσώδης, καίγω, καύσωμα,
λέβητας.
καύσων,
καυαλέος,
εγκαύματος ή εκ της ξηρότητας (κήλεος)]- οίδημα, όγκωμα,
καυθμός, κάω, καούρα, καφτός, κάφτρα, κάμα, καμάδα,
σπάmμο, κάλος, κηλήτης, κηλόομαι, κηλοτόμος, κηλοτομία,
Καύκασος
κορώνω (κέλως, ε>ο, λ>ρ)- θερμαίνω μέχρι πυρακτώσεως,
καύσωνας,
καυτήριον,
(ηφαιστειογενές
όρος
καύστης,
με
πολλές
θερμοπηγές),
Καυκάmος, καΤλα, καήλα, καημένος, καημός.
καλδάρα,
καρδάρα
(λ>ρ),
κήλη,
κάλη
[εξ
ερεθίζω, εξοργίζω, γεμίζω καπνό από φωτιά, κόρωμα.
κάψα [καύmς, υσ>ψ], καψαλίδα, καψάθρα, καψαλήθρα,
καψαθρός,
καψάλα,
καψαλίζω,
καψαλισιά,
καψάλισμα,
καψαλιστός, καψερός, κάψη, καψιά, καψικό ς, καψιματιά, κάψιμο,
κάψιωνας,
καψούλι,
καψούρα,
καψούρης,
κάψωμα, κάψωνας, καψωνίζω, καψώνω. καύκαλο [καύ-mς χελώνας
και
+ κάρα (ρ>λ)]-
γενικά
των
το κρανίο, το όστρακο της
οστρακόδερμων.
καυκάλα,
καύκα, καυκιά, καυκαλία, καυκάλιον, καυκαλίς.
κάμινος [κά-ω, κάμα, εκτός και αν το δεύτερο συνθετικό
καμινώ,
καμίνι, καμιναία, καμινεία, καμινεύς,
καμινεύω,
καμινάδα,
καμίνευμα,
καμιναίος, καμινάρης,
καμίνιασμα,
Κάβειροι
καμίνιον,
καμινίτης,
καμινάς,
καμινέτο,
καμίνευmς,
καμινευτήρας,
[κάμ(ι)vος,
επί
του
αναφέρει
έργου
του
χαλκέως
συχνά ο Όμηρος.
ή
του
Επί υψηλών
θερμοκραmών απο-κάμνει ο εργαζόμενος.]- κατασκευάζω κάτι με κόπο, επί του έργου του mδηρουργού ή του χαλκιά, δια κόπου αποκτώ κάτι, εργάζομαι, καλλιεργώ με κόπο, κοπιάζω, καταβάλλομαι στη μάχη, ηττώμαι, είμαι ασθενής ή άρρωστος, πάσχω, θλίβομαι, στενοχωρούμαι. (έργον), ακάμας,
καματόω,
κάματος, καματουρΥία
καματώδης,
ακάματος,
ακαμής,
καματηρός,
ακμής,
Κύπρος
>
(α>υ,
Κύπριος,
κελέβης [κε-ίον (παρατατ. του καίω, α>ε) αγγείο, θερμοποτίς.
β>π)],
Κυπρίδιος,
+ λέβης]-
ποτήρι,
κελέβειον, κλίβανος (ε>ι), κλιβανίτης,
κρίβανοι (λ>ρ), κρίβανον, κριβανεύς, κριβάνη, κριβάνης,
κραύρα [καύρος κτηνών,
καύρα
>
μελισσών.
>
κραύρα (ρωτακισμός)]- πυρετός
κραυράω,
κραυρόομαι,
κραύρος,
+
είμι ή ίημι
κραυρότης. κομίζω [έ-καμ-ον (αόρ. β' του κάμνω, α>ο)
του είμι ή ίημι κάμνω
Κάβρος
Κυπριακός,
(ρίζα ι-), διότι όλοι οι χρονικοί τύποι του, φανερώνουν αυτούς
καμινευτικός, καμινιάζω, καμινιά, Καμίνια, Καμινίκια.
mδηρουργού το
>
κυπρίζω,
κριβανικός, κριβανωτός, κριβανοειδής.
είναι εκ του μένω (ε>ι), διότι συγκρατεί την θερμότητα] καμινευτής,
καίω,
κυπριάζω,
Κυπρισμός, κύπρινος, Κύπρις, Κύπριδα, Κυπρογενής.
καυκαλιά, καυκαλιάζω, καυκάλισμα, καυκί, καύκι, καύκη,
καμίνι, κλίβανος.
Κύπρος [από αρχαιοτάτων χρόνων παράγονταν εκεί χαλκός, βλ.
=
σπεύδω, κάνω, ετοιμάζω (βλ. έτοιμος),
δέχομαι (βλ. είκω), φροντίζω, βοηθώ, η δε κομιδή εκ του ίτω (τ>δ)]-
φροντίζω, επιμελούμαι, περιποιούμαι, δέχομαι, φέρω,
μεταφέρω,
βαστάζω,
εισφέρω,
εισάγω,
οδηγώ,
συνοδεύω,
ανακτώμαι, προφυλάγω εκ της λήθης, χορηγώ, προσφέρω, παρέχω.
κομιδή, συγκομιδή, κομιστή, κομιστήρ, κομιστής,
κομιστικός,
κομιστός,
κομίστρια,
κόμιστρον,
κόμιστρο,
κομέω, -κομος, ακομιστίη, ακομιστία, συΥγομή (κ>γ).
καματηδόν,
ακμητεί,
ακμητί,
κομμός [κομ-έω
καμωμένος, καμώνομαι, καμωτός, καματερός, καματάρης,
κομμωτίζω,
καματάρισσα,
κομψότης, κόμψευμα.
κομψός
την
κόσμιση.
κομμός]- φροντίδα
κομμώτρια, κομμωτήριον, κόμμωmς, κόμμωμα, κομμωτής,
καματερεύω,
ή
>
κάμω, κάμωμα, καμωματάρης, καμωματάς, καμωματού, καμάτεμα,
ιματισμό
κομιμός
για
καματάρικος,
τον
+ ιμ-ατιον >
άκμητος, άκμων, ακμόθετον, ακμόνιον, αμόνι, (ακμόνιον),
(κομμ-τος,
κομμεύω,
μτ>πτ>πσ>ψ),
κομμώ,
κομψεία,
Καματερό, καματεύω, μεροκάματο, μεροκαματιάρης, κάνω (μ>ν).
κομάω [κομέω
= φροντίζω,
περιποιούμαι]- αφήνω την κόμη
μακρά (απαιτεί περιποίηση), μεταφ. γαυριώ, υπερηφανεύομαι,
Κάβηροι
[βλ.
σπουδαιότητας
καίω, της
ρίζα
χρήσης
KaF-
(F>β)
της καύσης
+
είρω.
(πυρός),
Εκ της για
την
ικανοποίηση ανθρωπίνων αναγκών και εκ της ποικιλίας αυτών (διατροφή, τέχνη, φωτισμός, θέρμανση, θεραπεία, εξαγνισμό κ.
επί ίππων, κυματίζω, επί δένδρων και φυτών. κόμαιθος (αίθω), κομαίθα, κομήτης, κομήτις.
κόμη, κόμης,
75 κοσμέω [κομίσω (μέλλ. του κομίζω) κοσμέω]-
τακτοποιώ,
στρατό,
ετοιμάζω,
διατίθεμαι, διοικώ,
κοσμίω (μετάθεm)
>
κυβερνώ,
διευθύνω,
>
παρατάσσω
κοσμώ,
ενδύω,
λάσκω [αόρ. έ-λα-κον, εκ των λά-λη
κοσμώ, κόσμος, κοσμαγωγός (άγω),
διαλαλώ,
κοσμαγός,
κόσμηmς,
λασκάζω,
διακόσμησις,
κοσμητήρ,
(χ>κ) ή α-κο
κράζω, φωνάζω, επί ανθρώπων, κραυγάζω, φωνάζω, θορυβώ,
καλλωπίζω, καλλύνω. κόσμημα,
+ ήχ-ος
ή]- επί πραγμάτων που ηχούν όταν κρούονται, επί ζώων, διαρρηγνύομαι, λακεδών,
σκάνω.
λακέω,
λακερολογία,
ληκέω
λακερός,
(α>η),
λακέρυζα,
κοσμητής, διακοσμητής, κοσμήτωρ, κοσμητία, κοσμήτειρα,
λακερύζω, λακέτας, λάκος, ληκητής, ληκίνδα, κελάρυζα
κοσμητεύω, κο σμητήριον, κόσμητρον, κοσμίζω, κοσμικός,
(λακέρυζα, αντιμετάθεση), λακιρντί, λακριντί (ιρ>ρι), λαπίζω
κόσμιος,
(κ>π, ε>ι), λαπιστής, λαπικτής, λάπισμα, λαπίθης, Λαπίθαι.
κοσμο-,
κοσμιότης,
κοσμάκης, Κοσμάς,
κοσμογονία,
κοσμαίος,
κοσμηματο-, κοσμήτης, κοσμητικός,
κοσμήτορας, Κόσμιο.
ολολύζω
[αλαλάζω,
α>ο,
α>υ]-
εκπέμπω λιγυρή
φωνή,
κράζω μεγαλοφώνως, ο Όμηρος το αναφέρει επί γυναικών που καπνός
[βλ.
Κάβειροι,
καπνιάω, καπνείω, (δέχομαι),
καίω],
καπναύγης
καπνίζω, καπνιά,
καπνοδοχείον,
(αυγάζω),
επικαλούνται
κάπνη, καπνοδόχη
ευχαριστιών,
καπνούχος
καπνηρός,
καπνηλός,
καπνικός,
κάπνισμα,
καπνιστήριον,
(έχω),
καπνίας,
κάπνιος,
καπνωδία,
κάπνιmς,
κάπυς,
καπύω,
τους
θεούς
σε
επί
λύπης.
σπανίως
περίπτωση
δεήσεων
ολολύττω,
ή
ολολυγαίος,
ολολυγή, ολόλυγμα, ολολυγμός, ολολυγών, όλολοι, όλολυς,
ελελίζω (α>ε)- εγείρω την πολεμική κραυγή ελελεύ, κραυγάζω ισχυρώς, ελελεύ.
κάπυρος, καπυρίζω, κάπος, κάφος (π>φ). λάβδα, λάμβδα (β>μβ) [λά-λη κούφος [καπ-νός, καπυρός, κάφος (α>ου)]- ελαφρός, κενός, ευκίνητος, μάταιος, φανταmώδης, ολίγος, μικρός.
κούφως,
κούφα, κουφίζω, ανακουφίζομαι, ανακούφιmς, κούφισμα,
+ βάδην>
βδα
, διότι πορεύει,
εκφέρει, οδηγεί τον λόγο. Αλλά και εκ του πατέω, πάτος, δηλαδή λά-πατος
έβδομος)]-
το
>
λάπτα
γράμμα
λάβδα
> της
(
πτ>βδ, όπως επτά
αλφαβήτου.
-
λαβδακίζω,
κουφισμός, κουφιστικός, κουφιστήρ, κουφότης, κούφιος,
λαβδακισμός,
κουφαίνω,
Μεταβολές, λ>ρ, ρ>λ, λ>ν, ν>λ, λ>λλ, δ>λ, λ>δ, γ>λ, νλ>λλ,
κουφάλα,
κούφωμα,
κουφιο-,
κουφωτός,
κοφινιά,
κόφινος,
κοφινώνω,
κούφα,
κουφο-,
κόφα,
κοφίνιασμα,
σκούφος,
κουφότητα,
κοφινάς,
κοφινιάζω,
σκουφάδικο,
κοφίνι,
κοφινέλο,
σκουφάκι,
λάβδωμα,
λ>υ (απελθων
απευθών). Αποβάλλεται, γάλα
-
άα, άλλο
-
λάας [όπως και τώρα λέγεται λαλάρι η πέτρα του γιαλού η από
λα-
πίσω από το κύμα. Εκτός και αν
-
την λαλιά του πληττομένου
αρχαίγονου
είδους
πολέμου)
από πέτρα (κατ'
πολεμιστή,
διότι
εξοχήν
μάλιστα
αναφέρεται επί λίθων που έριχναν οι πολεμιστές]- λίθος, πέτρα.
λάλη, λαλιά [το λά-βδα, λά-μβδα (βλ. λάβδα) υγρό (βλ.
λάος
λας (συνηρ.), λαιαί, λέας (α>ε), λάλλαι (λαλαλαι), (α>ο),
γλώσσα), κατ' εξοχήν γλωσσόφωνο, προφέρεται εύκολα μετά
λαοξουργέω
τα μα, πα και ντα από το νήπιο. Όποιος λησμονεί τους στίχους
λαοτόμος,
κάποιου
λατομία,
βολεύεται
-
άο.
οποία λαλεί συρόμενη μπρος
τραγουδιού,
λαμβδοειδής.
σκουφάς,
σκουφάτος, σκουφί, σκούφια, σκουφώνω.
Ρίζα
λαβδοειδής,
αμέσως
δια
του
λαλαλά,
λαινόχειρ
+
(ξέω
λαοτομείον, λατόμος,
(χειρ),
έργον),
λαοτέκτων
(τινάσσω),
λατομητός,
λατόμημα,
λατόμιον,
λατομίς,
(τέκτων),
λαοτίνακτος
λατυπέω
(τυπόω),
λατύπη,
τραλαλά. Ολισθηρώς εξέρχεται εκ του στόματος και άνευ
λατύπος, λάϊνος, λαΤνεος, λαοξόος (ξέω), λαξεύω, λάξευμα,
τριβής εισέρχεται στο ους. Επομένως είναι φυmκό να δηλώνει
λάξεμα,
τα της φωνής (γλώσσας)]- ομιλία, λόγος, φήμη, συζήτηmς,
λαξευτός, λαξεύτρια.
αδολεσχία, διάλεκτος, τρόπος ομιλίας, προφορά. (άγω),
λαλάγημα,
λαλαγή,
λαλαγητής,
λάξευσις,
λαξευτήρι,
λαξευτής,
λαξευτικός,
λαλαγέω
λαλάζω,
λάλαξ,
λεύω [λάας, α>ε, α>υ]- λιθοβολώ, φονεύω δια λίθων.
λαλέω, λαλάρι, λαλώ, λάληθρος, λαλητά, λάλημα, λάληmς,
λεύmμος,
λευσμός,
λαλητρίς, λαλόεις, λάλος, λαλιός, αλαλάζω- εγείρω πολεμική
βάλλω), λεώδης.
λευστήρ,
λευστός,
λήβολος
λεύς, (α>η,
κραυγή, κραυγάζω, ηχώ ισχυρώς, αλαλητός, αλαλά, αλαλή, αλάλαγμα (άγω), αλαλαγμός, αλαλαγή, αλαλητός, αλαλητύς,
Ενυάλιος [εν
+
αλαλή
>
εναλάλιος
εναάλιος
>
>
ενυάλιος
(α>υ )]- επώνυμο του Άρη, πολεμικός, φOVΙKός. υλακτέω [αλαλή
>
αλη
γαβγίζω.
υλακάω,
υλακόμωρος
(ούρος),
>
υλ- (α>υ)
υλακή, υλακτητής,
+
λάσπη [λατύπη >λάτπη
υλακισμός,
υλακόεις,
υλάκτης,
υλακτιάω,
υλακτικός, υλάκτωρ, υλακώδης, υλάσκω, υλάω.
λήρημα,
παραλήρημα,
λήρηmς,
λάσπη (τ>σ)], λασπο-, λασπώνω,
αυλή (λ>ρ )]- οδός στενή, μεταξύ τοίχου της
οικίας και της αυλής, στενή ρύμη, διάδρομος, οχετός προς καθαρισμό,
απόπατος.
λαυροστάτης
(ίστημι)-
μέσοι
του
χορού (σαν να βρίσκονται σε στενωπό), Λαύρειον (εκ των στοών των μεταλλείων), λαύρον, λαβύρινθος [λάβρα> λαβάρ ινθος
λάρος [λάλος, λ>ρ]- ο γλάρος.
+
λαύρα [λάς άκτ-ωρ (άγω, άξω)]
>
λάσπωμα, λασπώδης.
(-νθος,
κατάληξη)
ληρωδία
πολύπλοκων διόδων και κλιμάκων.
λήρος,
πολλές
λαβύρινθος
οικοδόμημα
(ωδή),
με
>
ληρέω (α>η), ληραίνω,
αίθουσες
που
(α>υ )]-
μεγάλο
συγκοινωνούν
δια
ανεληρίζω( ανά, α>ε), ανελήρισμα, γλάρος (λ>γλ). λαός [λάλος> λα(λ)ός, βλ. λάας, λεύς, λάλη]- στρατιώτες, λάρυγξ [λάλ-η (λ>ρ)
+
άγαγον (αόρ. του άγω, α>υ, γεν.
στρατός,
άνθρωποι,
πλήθος,
η
φυλή,
επί
ανθρώπων
λάρυγγος), διότι άγει την φωνή δια του αέρος των πνευμόνων,
συναθροισμένων (λαλούντων), όλοι οι καλούμενοι με το ίδιο
παλλομένου
όνομα.
υπό
των
φωνητικών
χορδών]-
ο
λάρυγγας.
λάρυγγας, λαρυγγάς, λαρυΥΥιάω, λαρυγγίζω, λαρυγγισμός, λαρυγγικός,
λαρύγγιον,
λαρύγγι,
λαρύνω,
λάσαγγες
(ρ>σ),
λόξυγγας,
λόξυγκας,
λύζω,
λύγξ
λύγδην,
(α>η),
λεώς
λαώδης,
λαρύζω,
λεωφόρος,
λαοφόρος,
λόξυγγας,
Λεωνίδιον,
Λεωσθένης
λυγκαίνω,
Λεωχάρης,
λαϊκός,
εκλαϊκεύω,
εκλιiϊκευmς,
λαρυγγός, (λ-αρ-υγξ)-
λυγγάνω,
ληός
λαοσσοούσα,
λυγκάζω, λυγκιάζω, λυγμός, λυγμώδης, λυγγώδης.
λαϊκώς,
λέϊτος,
(α>ε),
λαο-,
Λαέρτης
(βλ.
λεωφορείον, (σθένος),
λιiϊζω,
λαοσσόος
αίρω),
(σείω),
λεώβατος,
Λεωνίδας
(οίδα),
Λεωτυχίδης
(τύχη),
λαϊκόω,
λαϊκά,
λαϊκεύω,
λαϊκισμός, λαϊκίζω, λαϊκότητα,
λειτουργέω
(έργον),
λειτούργημα,
λειτουργησία, λειτουργία, λειτουργός, λειτουργικός, λήιτον,
76 ληίτης, λήτη, λητουργέω, ληιτουργέω, λήταρχος, λήτειρα,
λητήρ, Λαιστρυγόνες (λαός
+ τρυγάω)- ήσαν ανθρωποφάγοι.
λέσχη [βλ. λέγω, αόρ. έ-λεξ-α> λεξ-
λεκσ-
>
λεσκ-
>
>
λεσχ
(κ>χ)]- τόπος όπου συνέρχονται για να συνομιλήσουν, προ πάντων οι αργόσχολοι και οι επαίτες, μετέπειτα, κάθε δημόmα
λίθος [λάς, λε-ύς, λέ-ω (ε>ι)
+ ίτης
= πηγαίνω,
(εκ του είμι
στοά
ή
δίοδος
που
χρησίμευε
για
συνάντηση
πολιτών,
έρχομαι), οι στον πόλεμο απερχόμενες και επερχόμενες πέτρες,
κενολογία, αδολεσχία η οποία γίνονταν στις λέσχες. έλλεσχος
δηλαδή λε-ιτος
(εν),
>
λίτος
λίθος (τ>θ)]- λιθάρι, μάλιστα αυτούς
>
περιλεσχήνευτος,
αγορητών, πέτρα της κύστης.
λεσχηνευτής, λεσχηνεύω, λεσχηνόριος (ούρο ς), λεσχηρεύω,
λιθάζω, λιθοβολώ, λίθαξ,
λεσχηνεία,
λεσχαίνω,
λεσχάζω,
λιθώδης, λιθασμός, λιθοβολία, λιθοβολισμός, λιθάρι, λιθάω,
λεσχαίος,
προλεσχηνεύομαι,
που έριχναν οι πολεμιστές, δίσκος λίθινος, βωμός, το βήμα των
λέσχη μα,
λεσχηνίτης,
λέσχης.
λιθεία, λιθιάω, λίθεος, λίθειος, λίθινος, λιθίζω, λιθόω, λιθο-, λιθοτομία,
λιθοτόμος,
λιθοτομείον,
λιθουλκός
(έλκω),
λίθωσις, απολίθωσις, απολιθωμένο ς, λιθίασις, λιθάνθραξ.
έλεγος
[εε ... ,
θρηνητικό,
θρηνητικό
+
επιφώνημα
θρηνολογία.
ελεγαίνω,
λέγω]-
άσμα
ελεγείον,
ελεγεία,
+ λέγω + άγω (γ>χ)]-
ανακρίνω,
ελεγείο ς, ελεγειακός.
λοέω, λουέω, λούω [λά-λλαι (α>ο), διότι λούζονται συνεχώς από τα κύματα και πάντοτε είναι καθαρές]- πλύνω, λούζω το σώμα,
λούζω.
λούστης,
λούζω,
λουτήρ
λουτιάω,
λούμα,
λουνόν,
λουτηρίσκος,
λούτριον,
λούσις,
λουτήριον,
απόλουμα,
λούmμο,
λουτηρίδιον,
απόλουτρον,
λουτρίς,
ελέγχω [ε (εξ α επιτατ., α>ε)
ερωτώ, επιπλήττω, ατιμάζω, κατηγορώ, φέρω προς απόδειξη, αναιρώ,
απορρίπτω,
ελεγκτέον,
αποδεικνύω,
ελεγκτή ρ,
VΙKώ,
ελεγκτής,
λοετρόν, λουτρόν, λουτρών, λύμη (ο>υ), λύμα, λυμαίνομαι,
ελεγμός,
ελεγχόμενος,
ανελέγχω,
απολυμαίνομαι, απολύμανσις, επίλουτρον, λύθρον, λύθρος,
ανεξέλεγκτος, επανέλεγχος.
καταβάλλω.
ελεγκτικός, ανέλεγκτος,
έλεγξις, εξελέγχω,
λυθρώδης.
λόγος [λέγω, ε>ο]- διήγηση, ιστορία, αγόρευση, αρχή, το γλουτός [λούω (λ>γλ), αυτός που χρειάζεται λούmμο. Στα
λογικό,
η
σκέψη,
ιδέα,
γνώμη,
προσδοκία,
ζώα η μητέρα με την γλώσσα της εκπλύνει τους γλουτούς των
δικαίωμα,
μικρών της]- ο πρωκτός, τα οπίσθια, πυγή. γλούτια.
προσήκουσα σχέση, συμμετρία, αναλογία.
θεωρία,
λογισμός,
λογαριασμός,
δικαιολογία, λογοδοσία,
η
λογάω, λόγω,
λογο-, λογείον, λογεύς, λογεύω, λογία, λόγιμος, ελλόγιμος
+
γλώσσα [το γ προτάσσεται (βλ. γλουτός)
λοέσσα (μετοχ.
(εν), έλλογος, ελλογέω, ελλογάω, ελλογίμως, ελλογιμότητα,
αορ. του λούω, οε>ω), διότι πάντοτε λουσμένη, κάθυγρη και
ελλογιμότατος,
καθαρή τυγχάνει]- η γλώσσα, η γλώσσα που ομιλεί κάποιος,
λογιάτης, επίλογος, επιλογή, λωγέω (ο>ω), λώγη, λογικός,
ξένη ή απαρχαιωμένη ή άχρηστη λέξη η οποία χρειάζεται
λογικεύομαι,
ερμηνεία.
υπόλογος,
γλωσσαλγός
(άλγος),
γλώσσημα,
γλωσσίς,
λογικότης,
λογαριαστής,
γλωσσοκομείον (κομέω), γλωσσός, γλωσσάς, γλωσσώδης,
λογαδικός,
γλωσσάκι,
γλωσσιάζω,
γλωσσάριον,
γλωσσίδα,
γλωσσάρι,
γλωσσίδι,
γλωσσεύω,
γλωσσικά, γλωσσικός,
γλωσσίτης, γλωσσο-, γλωσσωτός.
πλύνω [επί
+ λύμα>
επλύμα
πέ-πλυμ-αι)]- πλένω. πλύντρον,
πλύμα,
πλυντήρ,
πλύμα> πλύνω (μ>ν, πρκμ.
πλένω (βλ. πλυνεύς,
πλυντήριον,
πλυντήρια,
>
πλυντρίς,
λοέω,
πλύντης,
πλύνιον,
α,ο>ε),
πλύσμα,
πλύτης,
πλυνός,
πλυντικός,
πλύντρια,
πλυντήριος,
πλύστρα,
πλύσιμα,
πλυστικά, πλύσιμον, πλύσις, πλυτός, απόπλυμα.
Ρίζα
λα-
λογίζω,
λογιστικός,
λογίδιον,
λογιότης,
λογίζομαι,
υπολογισμός,
λογιστής, λογαίος,
λόγιος,
λογαριάζω, λογαριασμός,
λογάς,
λογάδην,
λογίδριον,
λογάριον,
αναλογία, αναλογικός, λογοδοσία, ομολογώ (ομού, ομός),
ομολογία,
εξομολογούμαι,
ξομολογάω,
ξομολογώ,
διαλογισμός,
καταλογίζω,
παραλογισμός,
πρόλογος,
εξομολόγηmς,
εξομολογητής,
διάλογος,
διαλογίζομαι,
κατάλογος,
παραλογίζομαι,
προλογίζω,
λόγισις,
λογισμός,
λογιστεία, λογιστεύω, λογιστήριον.
λιγύς
[λέγω,
καλλίφωνος.
ε>ι]-
ευκρινής,
συριστικός,
οξύς,
εύηχος,
λιγυρός, λιγούρα, λιγυ-, λιγυρίζω, λιγύτης,
λίγω, λίγα, λιγαίνω, λιγάντηρ, λίγγω (άγω), λίγξ. λοιδορέω
> λε- >ρε-
λόγιον,
υπολογίζω,
γλωττίς, γλωττισμός, γλώττισμα, γλωττίζω, γλωττηματίζω, Γλώσσα,
ελλογίζω,
[λέγω, λόγος, λόγι-ος
+
δέρω
>
λογιδερω
>
λοιδορέω (ε>ο), δέρνω δια λόγων]- υβρίζω, προπηλακίζω, λέγω, λέω [λά-λη, λα-λέω σημασίας
του
ομιλώ,
>
λέω
εκφέρω
>
λέγω (α>ε). Εκτός της
λόγο,
έχουμε
τις
εξής:
κακολογώ κάποιον.
λοιδόρημα, λοιδόρησις, λοιδορησμός,
λοιδορία, λοίδορος, λοιδορητικός,
συναθροίζω (συλ-λέγω), εκλέγω, απαριθμώ και επαναλαμβάνω (όλες δια του δια-λόγου και του δια-λογισμού, συλ-λογισμού
λέκτρον [βλ. λέγω
=
θέλω να πλαγιάσω, αόρ. έ-λεκτ-ο]
επιτελούνται). Επίσης τα προαναφερόμενα συμβαίνουν όταν
ανάκλιντρο, κλίνη, στρωμνή, συζυγική κλίνη, φωλιά πτηνού,
καταλύει (στρατοπεδεύει) στράτευμα, μετά την μάχη. Μετά
κατ' Ησύχ. κοίτη, γάμος, μίξη, συνουσία.
λέκτριος, λέχος,
από όλα αυτά,
λεχαίνω
(ποίη),
αποκοιμηθεί,
θέλει και πρέπει κανείς να πλαγιάσει και να γι'
αυτό
το
λέγω,
στην
περίπτωση
αυτή,
(γ>χ),
γηλεχής
(γη),
λεχεποίη
λεχαίος,
λεχήρης, λέχοσδε, λεχώ, λεχωίς, λεχούσα λεχώνα, λεχώιος,
=
περισσότερο σημαίνει θέλω να πλαγιάσω, βάζω στην κλίνη και
λέχριος (λέχος
αποκοιμίζω, παρά κοιμούμαι ή πλαγιάζω]- ομιλώ, συλλέγω,
λέχρις, λεχρίτης, λέγος, λεγαίνω, λαγνεύω (ε>α), άλοχος (α,
θέλω να πλαγιάσω, καταλύω, στρατοπεδεύω, μαζεύω.
προσθετικό,
λέγμα,
συλλέγω, συλλογή, συλλεκτικός, προλέγω, εκλέγω, εκλογή, διαλέγω,
διαλογή,
διάλογος,
διαλεκτικός,
ε>ο),
ανάκλιντρον)- πλάγιος, εγκάρmος, λοξός, λεχούδι,
λεχωνιά,
λεχουσιά,
λεχώος,
άλεκτρος.
διαλεκτός,
λεξι-,
λοξός [λέχ-ριος ε>ο, χ>ξ]- πλαγίως, κεκαμμένος, πλάγιος,
ανάλεξις,
ελλειψοειδής, επί βλεμμάτων υπόπτων, ασαφής, αμφίβολος.
ανάλεκτα, λεκτός, λέκτης, εκλεκτός, εκλεκτικός, διάλεκτος,
Λοξίας, Λοξώ, λόξις, λοξότης, λοξο-, λοξόω, λόξωσις, λόξα,
διαλεκτικός,
λοξάδα,
διαλεχτός, λεξικόν,
λεγάμενος, λεξικός,
λέξις,
λεξούλα,
διαλεκτική,
λεξείδιον, λέξη,
λέκτωρ,
λεξείω,
διάλεξις, λέκτορας,
λεκτικά,
λοξαρθρία
(άρθρο),
λόξας,
λόξεμα,
λεκτικός, επίλεκτος, ανάλεκτος, αναλεκτήριον, αναλέκτης,
λοξεύω, λοξίας, λοξοειδής,
αναλεκτέον.
λοξός, πλάγιος, πους μετρικός, δοχμόομαι, δοχμός.
λόξευσις,
δόχμιος (λοξός, λέχρις, λ>δ)
77 λοχεύω [λεχώ, ε>ο]- γεννώ, τίκτω, κείμαι, είμαι λεχώνα, είμαι κατακεκλιμένος.
λοχία, λόχευμα, λοχεία, λοχεύτρα,
ιρίτις,
ιρίτιδα,
ιριδοειδής,
ιριδώδης,
ιριδωτός,
ιριδίτις,
ιριδίτιδα, ιριδίζω, ιριδισμός.
λόχιος, επιλόχιος, λόχια, λόχος.
ρήmς [ει-ρήσ-ομαι, μέλλ. του είρω]- λόγος, ομιλία, γνώμη,
= κείμαι,
λοχάω [λοχεύω
παραφυλάω, παραμένω. (άγω),
υπολοχαγός,
λόχησις,
λοχίζω,
είμαι κατακεκλιμένος]- ενεδρεύω,
λοχάζομαι, λοχέος, λόχος, λοχαγός
λοχάδην,
λοχισμός,
λοχαίος,
λοχίτης,
λόχιος,
λοχίας,
λοχείος,
επιλοχίας,
απόφαση, ψήφισμα, ρήτρα, διήγημα, μύθος, ρητό ή χωρίο συγγραφέως, ύφος, ρητέος,
ρητή ρ,
ρητορική,
ρήτρα,
ελλοχάω (εν), ελλοχεύω, ελλόχησις, ελλοχητής, ελλοχίζω.
ρητορικός,
ρητρεύω,
άρρητος,
λόχμη
[λοχάω]-
φωλιάζουν
δάσος
από
άγρια θηρία.
πυκνούς
λόχμιος,
θάμνους,
λοχμαίος,
όπου
λοχμόομαι,
λόγγος (άγω, 'ΊΥ>γγ), Λογγά, Λογγάδες, Λογγάστρα, λογγιά,
τρόπος του
ρήτωρ,
ρημάτιον,
(πας,
ρηματικός,
ρητός,
παρρησιάζομαι,
αρρητουργία
επίρρητος,
ρήμων,
ρητέον, ρήτορας,
ρητορισμός,
παν),
αρρητο-,
επιρρητέον,
ρήσκω,
ρητορεύω,
ρητορικότητα,
παρρησία
αρρησία,
επίρρησις,
λέγειν.
ρητορεία,
(έργον),
απόρρητο ς,
επίρρημα,
ρήμα,
επιρρηματικός,
αρρήμων.
λογγιάζω, λογγίmος, Λογγίτσι, Λογγός, Λόγγος.
+
γήρυς [το γ προτάσσεται αλέκτωρ,
αλεκτρυόν
+
[α (αθροιστικό)
λέκτης, λέχος,
είρω (ει>η)]- φωνή, λαλιά,
ομιλία. γαρύω, γηρύω, γηρυγόνη (γόνος), γήρημα.
λέκτρον. Ή από το ότι λαλεί πολύ (λέκτης) ή από το ότι πολύ συνουmάζεται
(λέκτρον)]-
αλεκτόρειος,
αλεκτοριδεύς,
ο
πετεινός,
ανήρ,
αλεκτόριν,
σύζυγος.
αλεκτόριον,
αράομαι,
κάποιον.
είρω [μέλλ. ε-ρέ-ω, πρκμ. εί-ρη-ται, υπερσυν. εί-ρη-το, ρή mς, ρη-τήρ, ρη-τώ Κ.ά .. Φαίνεται ρίζα ρη- (ρα-), η οποία μόνον με την λα- δύναται να σχετιστεί (βλ. λα-λιά, λά-λη, με λ>ρ )]λέγω, ομιλώ, αναγγέλλω, ενεργώ ώστε να λεχθεί κάτι για μένα, δηλαδή ερωτώ. ερέω και ερώ (μέλλ.), είρηκα (πρκμ.), ειρέω, είρην,
ανείρομαι,
ιρέας
(ε>ι),
επείρομαι,
ιρένες,
ίρανες,
επανείρομαι,
φρονών, άλλα δε λέγων, κρυψίνους. ειρωνεύομαι,
ειρωνικός,
είροψ
είρων-
ο
(όψ),
άλλα
ειρωνευτικός,
ειρωνίζω,
Ίρος
αρά,
+ νούς (επί παραγώγων ειρη-νο-),
ειρηνικος,
ειρήνευmς,
ειρηνοποιός,
δηλαδή
ειρηνεύω,
Ειρήνη, ειρηνέω,
Ρένα, ειρηνο-,
ειρηνιστής.
ερεείνω
(ερεF είνω,
μέλλ.
του
ρήmς
(ε>α)]
είρω,
πιθανόν να
αρή, Αρά,
έφερε
F
αράω,
αρειά,
αρειή,
αρειάω,
επαράmμος,
καταράομαι,
καταρώμαι,
καταριέμαι,
καταρέομαι,
καταράmμος,
κατάρασις,
κατάρατος,
επικατάρατος,
καταραμένος, καταριούμαι, περιφρόνηση,
κατάρα,
επήρεια (αρειά,
προπηλακισμός,
α>η)- ύβρις,
επηρεάζω,
επηρεασμός,
επηρεαστής, επηρεαστικός.
μάρτυς [μα (βεβαιωτικό)
+ ρητ-ός,
ρήτωρ (γεν. μάρτυρος)]
ο δίδων ομολογία, κατάθεση, ο βασανισθείς. μάρτυρος,
μαρτυρέω,
μαρτύρομαι,
διαμαρτυρικό,
μαρτύρημα,
μαρτυρώ,
διαμαρτύρομαι,
μαρτυράω, διαμαρτυρία,
διαμαρτυρόμενος,
διαμαρτυρώ,
αμαρτύριτος, αμάρτυρος, καταμαρτυρώ.
λάτρον [ρήτρα> ράτρα> λάτρον (ρ>λ)]- πληρωμή, μισθός (πρέπει
να
λάτρευμα,
[ερέ-ω,
ερέω,
επάρατος,
μαρτυρία,
η δια νοημόνων και δικαίων λόγων διευθέτηση διαφορών], ειρηνοποίηmς,
+
επαράομαι,
μαρτύριον,
Ειρηναίος,
(επιτατ.)
μεν
ειρωνευτής, ειρωνία,
όνομα ζητιάνου. ειρήνη [είρω, είρη
[α
κάτι δι' ευχής, τάζω, συνήθως επί κακής σημασίας, καταριέμαι
αλεκτρυονίς, αλεκτορίς, άλεκτα.
είρη,
αρέομαι
προσεύχομαι, παρακαλώ, εύχομαι κάτι για κάποιον, καθιερώνω
συμφωνηθεί
εκ
λατρευτής,
των
προτέρων).
λατρεύς,
λατρεία,
λατρευτός,
λατρεύω,
λάτριος, λάτρις, λάτρης, λάτρα.
επειδή τυγχάνει ασυναίρετο) και ίσως εξ αυτού το
Ρίζα μα-
υ (ερε-υ-νώ) οπότε το δεύτερο συνθετικό είναι το φαίνω (αι>ει), δηλαδή ερωτώ για να φανερωθεί κάτι.]- ερωτώ για κάποιον, ερωτώ να μάθω κάτι, εξετάζω, λέγω, ομιλώ. (ε>ο),
είρομαι,
ερεσχηλέω
(χηλεύω)-
ομιλώ
έρομαι
επιπόλαια,
αστειολογώ, ερευνάω, έρευνα, ερευνάς, ερευνητέον, ερευνώ, ερευνητή ρ,
ερευνητικός,
ερευνήτρια,
ερευνήmμος,
μάμμα [μα, η πρώτη συλλαβή του νηπίου μετά την εκφορά του α, η οποία αρχίζει με κλειστά χείλη. Μαμαμα ...
μητέρα του, η οποία και το ταίζει, φυmκώς συνδέεται το μα με την μα-μά, τον μα-ζόν, το μαμ
ερευνητικά, ερευνητικότης, διερευνώ, διερεύνηmς.
= μαμμά
(γι' αυτό τα δύο μ). Επειδή δε βρίσκεται συνεχώς με την
( = τροφή,
θέλω να φάω), μαι
μά-ω, μα-ίνεται δε όταν πεινάει. Κατόπιν όταν κορεσθεί μα όαρος [ο (αθροιστικό)
+
ερέ-ω (ε>α, ε>ο )]- φιλική, οικεία,
πλήρης αγάπης ερωτική συνομιλία, άσμα, ωδάριον.
όαρ,
οαρίζω, οαρισμός, οάρισμα, οαριστής, οαριστύς. ερωτάω [είρω, ερέω, ερώ
+
ωτός (γεν. του ους), δηλαδή
λέγω για να ακούσω], ειρωτάω, ερωτώ, ερώτημα, ερώτηmς, ερωτηματίζω,
αρωτάω
ερωτηματικόν,
ρωτώ,
(ε>α),
αρώτημα,
ρωτάω,
ρώτημα,
ερωτηματικός, διερωτώμαι,
επερώτησις.
ξέρω [εξ
+
ίεται
εξετάζει) τα πάντα γύρω του διότι έχει έμφυτη την
(=
τάση προς μά-θηση], μάμμη, μαμμία, μα μαία, μάννα (μ>ν), μαμά, μα, μήτερ (α>η), μάτηρ, μήτειρα, μήτηρ, μήτρως,
μαμή, μαία, μαμμάν μάκω,
μητρυιή,
(β>μπ),
μητριός,
μαννίτσα,
μάτρα,
μαμμή,
μήτρη,
μήτριος,
( =
ζητείν άρτον), μαμάκα, μαμακώ,
μητρυιά,
(μ>β),
βάβω,
μητριά,
μητράριον,
Μαία,
Μαιάς,
μανούλι,
μανίτσα,
μανούλα,
μητέρα,
ματράζω,
μητριάς,
βάβα
μητρ-,
μητρίδιος,
μπάμπω
μητριάζω,
μητρίζω,
μητρικός,
μητρίς,
μητρογαμέω, μητρογαμία, μητρο-, μητρυιά ζω, μητρυιώδης, ερώ (είρω), δηλαδή γνωρίζω επειδή ρώτησα κι
έμαθα]- γνωρίζω, πληροφορούμαι. ξερόλας.
μητρωάζω,
μητρώος,
μητρώον,
μητρώζω,
μητρώιος,
μήτρων,
μάτρων,
μητρωακός, Μητρώον,
μητρωσμός, μαιάς, μαιεία, μαίευμα, μαιεύομαι, μαίευσις, μαιευτικός,
Ίρις [είρω, ερέ-ω, ε>ι]- ο άγγελος των θεών, ουράνιο τόξο,
μητρώα,
μαίευτρα,
μαιεύτρια,
μαιήιος,
μαιήτωρ,
μαίωσις, μαιωτικός, μαίωτρα, μαιόομαι.
κάθε φωτεινός κύκλος γύρω από λαμπρό σώμα, το διάφραγμα οπτικών οργάνων, το κυκλικό μπροστινό τμήμα του βολβού του ματιού, είδος φυτού.
ιρίνεος, ίρινος, ίριδα, ιριδο-, ιριδ-,
μα [μόριο, επί ισχυρής διαμαρτυρίας (βλ. μάμμα) και όρκων (η μάμμα θεωρείται σεβαστό, ιερό πρόσωπο)]- αληθώς, όντως,
78 πράγματι, βεβαίως, επί διαμαρτυρίας και όρκων.
μαν, μην,
μεν (α>η>ε).
μένος [μανία, μήνις,
α,η>ε]- μανία, δύναμη, ισχύς, βία,
πνεύμα, πόθος, νους, ορμή, φρόνημα.
μενεαίνω, μέναυλον
(αυλός), μεναύλιον, μενοινάω, μενοινή, μανοινώω (επικ.), βρυν [ονοματοποιία εκ του μπου ... , μπουρρ .. των νηπίων] ζητώ νερό, επί παιδιών.
βρύλλω (βρυν-λω
βρύλλω, νλ>λλ),
>
βρύλλον, βρύον, βρυόομαι, βρύζω, βρόχω (έχω), βρόγχος (ν>γ)- η
τραχεία αρτηρία,
βρογχία,
βρόγχια,
ρούφημα, κατάποση,
βρογχωτήρ,
βροχθίζω,
ευμένεια, Ευμενεία, ευμενέτης, ευμενέω, ευμενής, ευμένια,
Ευμενίδες, ευμενικός, ευμενέτειρα, ευμενίζομαι.
ρουφιξιά.
καταβροχθίζω,
=
βρόχθος, βρογχοκήλη, βρόχος (βρόχθος
δυσμενέω, δυσμενής, δυσμενίδης, δυσμεναίνω, δυσμένεια,
λαιμός)- σχοινί
+
μέμφομαι [μέν-ος (ν>μ) κατηγορώ,
καταλογίζω,
φημί (ρίζα φα-, α>ο )]- ψέγω,
βρίσκω
σφάλμα,
προς απαγχόνιση, θηλιά, βρόχιος, βροχίς, βροχωτός, βρόχι,
μεμπτός
βροχίζω, βροχιάζω, βρόχιασμα, βροχίδα, βρόχιmς, φρύνη
ίνμομφος (εν, ε>ι), ινμεμφής, επίμεμπτος.
(φ>π),
μέμψις
(πσ >ψ),
παραπονούμαι.
μομφή
(ε>ο),
μόμφος,
(β>φ, είδος βατράχου της ξηράς, όνομα εταιρών), φρύνος, φρύνιον, Φρύνιχος, Φρυνίχειος, Φρυνώνδας, Φρυνώνδειος, φρυνοειδής.
μένω
[μένος]- παραμένω σταθερός (βλ.
μένος), αντέχω,
διαρκώ, παραμένω, περιμένω κάτι, ποθώ να μίμνω
μάω [βλ. μάμμα]- θερμώς επιθυμώ, ποθώ (να φάω, μαμ),
(αναδιπλ.),
μιμνάζω,
χρονοτριβώ.
... ,
Μέμνων-
σταθερός,
=
αποφαmστικός, όνομα του όνου, μεναίχμης (αιχμή
μάχη),
σπεύδω, έχω διάθεση ή κλίση να κάνω κάτι, έχω σκοπό ... ,
μένανδρος
επιζητώ κάτι, εποφθαλμιώ. επιμαίομαι, μαίομαι (βλ. μάσσω),
Μενέλαος (λαός), Μενεσθεύς (σθένος), μενετέον, μενετικός,
(ανήρ),
μώμαι (συνηρ.), μώmς, μέμαα (πρκμ. του μάω με σημασία
μενετός,
ενεστ.), μέμονα, μαιμάω, μαιμώσσω, ματίζω, αυτοματίζω,
Μενεκράτης,
αυτόματα,
αυτομάτως,
αυτοματισμός, μαστεύω,
αυτοματική,
αυτοματιστής,
ματέω,
μαστήρ,
αυτοματικός,
αυτόματος,
μάστειρα,
αυτοματοποιώ,
μάσμα,
μαστροπός,
μαστροπικός,
μενοεικής
(εικός,
Μέντωρ,
μενέγχης
έοικα),
(έΥχος),
Μενέδημος
αμενητί,
μενε-,
(δήμος),
αναμένω,
επιμένω,
διαμένω, υπομένω, προσμένω, παραμένω, Μινύαι (ε>ι, οι παραμένοντες), Μίνως, Μινώταυρος.
μάστευmς,
μαστευτής, μαστήριος, μαστροπεύω (οπέυω), μαστροπεία, μαστροπείον,
Μένανδρος,
μαστροπίς,
μαστροπώδης, μάστρυς, ματρυλείον, ματρύλειον, ματρύλη, ματρύλα.
+
μεμβράνα [μέν-ω (ν>μ) λ>ρ),
βλαισός
διότι συστρέφονταν σε
συνεστραμμένος,
(
λεπτό
κατεργασμένο
δέρμα το οποίο μεταχειρίζονταν αντί χάρτου.
μεμβράδιον,
μεμβραδοπώλης,
μεμβράς
ρολό]-
(εκ της λεπτότητας),
βεμβράς
(μ>β), μεμβραφύα (αφύη), βεμβραφύη.
+
μήχος [μά-ω (α>η)
άκος
( =
θεραπεία, επισκευή, κ>χ)]
μέσον, τρόπος θεραπείας, θεραπεία.
μήχαρ, μηχανάω (νοέω,
μετοχ. μηχα-νοω-ντας)- επινοώ, τεχνάζομαι, κατασκευάζω δια τέχνης, κατασκευάζω, οικοδομώ, μηχανεύομαι, μηχάνευσις, μηχανή,
μηχανά,
μηχανητικός, μηχανο-,
μηχάνημα,
μηχανητός,
μηχάνωμα,
μηχανισμός,
μηχάνηmς,
μηχανίη,
μηχανικός,
μηχανίτις,
μηχάνι,
μηχανικά,
μηχανάκι,
Μηχανιώνα,
μηχανητής,
μηχανολογία,
μηχανολόγος,
μηχανοστάmον (ίστημι), μηχανορραφία.
μονόω [μένω, ε>ο]- μένω μόνος, απομονώνω. μονάδα,
μονή,
[μήχος,
η>α,
ργ,
επιμονή,
μονιός,
μονάς, μόνη, μεμονωμένος,
μεμονωμένως, μόνωmς, μονώνω, απομονώνω, απομόνωmς,
μονωτήρας, μονωτής, μονωτικός, μονωδός (άδω), μονωδία, υπομονή,
υπομονετικός,
μοναδισμός, Μονή,
μοναδικός,
μοναδικότητα,
μοναδιστές, μονάζω, μονα-, μονήρης, μονή,
μονιά,
μονιάζω,
μονιάς,
μονίμη,
μόνιμος,
μονιμοποίηmς, μονιμότητα, μονισμός, μονο-, μόνο, μονάχα, μοναχά,
Μάγνης
επίμονος,
γνώριζαν
οι
κάτοικοι
της
μοναχός,
μοναστικός,
μονάχος,
μονάφτις
μοναστήρι,
(αφτί),
μούνος
μοναστής,
(ο>ου),
μουναδόν,
Μαγνησίας τις θεραπευτικές (μήχος) ιδιότητες πολλών φυτών
μουνάξ, μουνο-, Μουνυχία (έχω), Μουνιχιών, Μουνιχίαζε,
του Πηλίου (όπως ο Χείρων)]- ο κάτοικος της Μαγνησίας.
Μουνιχίαθεν, Μουνιχίασι, μώνος (ου >ω), μώνυξ (όνυξ),
Μαγνησία, Μάγνησσα, Μαγνητικός, Μαγνήτις, μαγνήτης
άμοτος [α (επιτατ.)
(Μαγνήτις
ακορέστως, μανιωδώς, αγρίως.
λίθος),
μαγνητίζω,
μαγνητικός,
μαγνήτιmς,
+
μόνος, μένος,
με αποβολή του ν]
μαγνητισμός, μαγνητο-, μαγνητίτης, μαγνήmο, μαγνησία, μαγνησιακός.
μιμνήσκω [μένω, μίμνω, μιμνάζω, δηλαδή το θέμα παρα μένει
εντός
του
= προσπορίζω (εκλέγω) κάτι για κάποιον (αι>ι) + σκύλλω = σπαράζω (κ>τ)]- κόβω σε τεμάχια,
επιμελούμαι,
δεν
στον Όμηρο πάντοτε επί της τομής του κρέατος.
μνημάφιον,
μιστύλλω
μίστυλλον,
[μαί-ομαι
μιστυλάομαι,
διαμιστύλλω,
μιστύλασα,
μίτυλος,
μύτιλος
(αντιμετάθεση εκ του μίτυλος).
μνήμα,
>
μαινάω (μ>ν)
>
μαινάς
>
μαινάς,
(όπως
ανάμνηmς,
μνημάτιον,
μναμείον,
μνηματίτης,
μνήμενος,
μνήμη,
μνημοθέmον,
μνημονείον,
μνημόνειος,
μνημόνειον,
μνημόνευμα,
μνημόνευσις,
μνημονευτός,
μνημοσύνη,
μνημονεύω,
μνημόσυνον,
μαίνομαι εξ οργής, επί του πυρός, επιφέρω βλάβη. μαινόλις
υπενθυμίζω,
(δέχομαι),
μνησικακία,
(ανήρ),
μνημάδιον,
μνημείον,
μνάστις, μνεία.
μαίνανδρος
ενθυμούμαι,
αναμιμνήσκω,
μνημοδόχος
μαίνομαι]- είμαι μανιώδης, επί πολεμικής μανίας ή ορμής, μαιναδογενής,
διαρκεί]-
λησμονώ.
μνάμα,
μνημονευτικός,
μαίνομαι [βλ. μάμμα, μαιμάω
νου,
μνησίκακος,
μνήμων, μνηm-,
μνημονικός, μνησικακέω,
μνή σκο μαι,
μνήστις,
το
φαινόλις εκ του φαίνω), μαινόλης, μαινόλιος, μαινοποιέω,
μνάομαι,
μνώμαι
(συνηρ.)
[στην
Ιλιάδα
όπως
το
μιμνήσκομαι, στρέφω την προσοχή ή την διΆVOιά μου προς
σμώνη (αι>ω).
κάτι, στην Οδυσσ., ζητώ να κερδίσω την αγάπη κάποιας μανία έμπνευση,
[μαίνομαι,
αι>α]-
μανιώδες
παραφροσύνη,
πάθος.
μανιάς,
μανιακός, μάνα,
μάνιασμα,
Μανιάκι,
μηνίαμα,
(έργον),
μανιώδης,
μάνητα,
μανιάτικος,
μήνιμα,
μανιάω,
μανικός,
= το γυναικείο αιδοίο),
μανικώδης, μανιόκηπος (κήπος μανιουργέω
ενθουmασμός,
μανιάζω,
μάνιωμα, Μάνη,
μηνιαστής,
μανιώνω,
μάνις,
μηνιάω,
μήνις
μηνίω,
μηνιθμός, μηνίτης, δυσμήνιτος (δυσ-), δύσμηνις.
μανιο-
μανίζω,
γυναίκας,
ζητώ
κάποια
για
γυναίκα,
μετά
τον
Όμηρο,
προσπαθώ να κερδίσω, να καταλάβω, να επιτύχω εύνοια ή αξίωμα κ.λπ., βλ. μένω (μενάομαι μάω,
εκ
της
σημασίας
μνάομαι), μένος, μαίνομαι, του
μάνη,
μνήστευmς, μνηστευτικός, μνηστεύω, μναστεύω, μνηστή, μνηστήριος,
μνηστύς, μνήστωρ.
μνηστής,
μνήστειρα,
μναστήρ,
(α>η),
μνηστήρ,
μνηστεία,
επιθυμώ],
μνάστειρα,
μηνίζω,
μνάστις,
>
αυτών
μνήστρια,
μνήστευμα, μνήστρον,
79 μίμησις [μιμνήσκω, με αποβολή του ν, διότι εξ αναμνήσεως
αμειψιρρυσμέω,
(μνήμης) λαμβάνει χώρα η μίμηση]- μίμηση, η δια τέχνης
(ει>οι),
παράσταση,
εικόνα,
αμοιβάζω,
μιμαυλέω,
μιμέομαι,
ομοίωμα.
μιμάς,
μιμηλάζω,
μίμαυλος
μιμηλός,
(αυλός),
μιμηλότης,
αμειπτήριον
αμοιβάδιος,
αμοιβηδόν,
αμοιβηδίς,
μίμημα, μιμητής, μιμητικός, μιμητέος, μιμητός, μιμωδός
αμοιβάδα,
αμοιβαδο-, αμοιβάδωmς.
μιμία,
μιμικός,
μιμο-,
μίμος,
μιμώ,
αμειπτικός, αμοιβάς,
αμοιβή
αμοιβαδίς,
αμοιβαίως,
αμοιβαία,
άμοιψις, αμοιβαιότης, αμοιβαιότητα, αμοιβός, αμοιβαδόν,
(άδω),
μιμήτωρ,
(β>π),
αμοιβαίος,
αμοιβάδες,
αμοιβαδισμός,
αμοιβαδικός,
μιμολόγημα, μαϊμού, μαϊμούνι, μαϊμουδίζω. αμφί, αμφίς [βλ. αμείβω> αμειβί> αμβί> αμφί (β>φ )]- κατ' μινύς [μένω (ε>ι), μίμνω, δηλαδή παραμένων στην αρχική κατάσταση
στην
οποία ήταν
μικρός]-
μικρός.
μίνυνθα,
αμφότερα τα μέρη, εκατέρωθεν, μετά γενικής δηλώνει αιτία όπως το ένεκα, ένεκα κάποιου, χάριν κάποιου, περί κάποιου, εν
μινύθηmς, μινυανθής (άνθος), μινυθέω, μινύθω, μινύθημα,
συνθέσει, πέριξ, εκατέρωθεν, από την έννοια των δύο πλευρών
μινυθώδης, μινυνθαδία, μινυνθάδιος, μινυνθώδης, μινυός,
ή
μινυρίζω, μινύρισμα, μινυρισμός, μινυρίστρια, μινύρομαι,
χωριστά.
μινυρός,
μινυώριος
(ώρα),
σμίνθος,
σμίνθα,
Σμινθεύς,
[μίνυς
(μένω)
μείνων
>
μειονεκτέω
μείων]-
>
μικρότερος,
μειόω, μείωσις, μειο-, μειον-,
(έχω),
μειονέκτης,
μειουρίζω,
αμφοτέρως,
μείουρος,
μειόφρων
αμπυκάζω,
(φρήν),
μείστος,
αμπυκτήρ,
μνοάς
(φ>π),
άμβικος,
δίχα,
αμπέχω
(έχω),
>
μνα (οα>α) γι' αυτό περισπάται]
μονάδα βάρους και χρήματος.
άμβιξ,
άμβυξ,
αμφιάς,
+
ομφαλός [αμφί (α>ο)
( = αλώνι,
άλως
δίσκος, διότι πέριξ
αυτού υπάρχει άλως]- ο ομφαλός, κύρτωμα ή κόσμημα στο λίθος αψίδας ή θόλου.
>
αμπί
χωρίς,
αμφοτεράκις,
μέσον της ασπίδας, το κέντρο ή κεντρικό σημείο, ο κεντρικός
μείωμα, μειωτικός, μειωτός, αμείωτος. μνα [μονάς
διαιρέσεως, αμφοτέρη,
αμφής.
μειονεκτώ,
μειονεκτικός, μειονεξία, μειόνως, μειώνω, μειότης, μειουρία (ουρά),
αμφοτερίζω,
έννοια της αμφότερος,
περιαμπέτιξ, αμπισχνούμαι (αμπίσχω), αμπισχούμαι, άμπυξ,
ελάσσων, συγκρ. του μικρός. μείον,
η
άμφω,
αμπίσχω (ίσχω), αμπεχόνη, αμπεχόνιον, αμπέχονον, αμπέτιξ,
σμινύη, σμινύδιον, σμίς. μείον
μερών πηγάζει
μνααίος, μναιαιος, μναίος,
ομφαλωτός,
ομφάλιος, ο μφαλικό ς, ομφαλό εις,
ομφαλιστήρ,
αφάλι,
αφαλός,
αφαλο-,
αφαλώνω.
μνάϊος, μναδάριον, μνέα, μναιείος, μνασίον.
εις, μία, εν (δασ.) [εκ του μένω (βλ. μονάς), αόρ. έ-μει-να, μήνη [εκ του μεί-ων (ει>η) διότι μειώνεται]- η σελήνη. Μήνη, Μήνιον, μην (ήταν σεληνιακός), μειν, μεις, μαν, μης, μήνας, μηνιαίος, μηνίσκος, μηναίος, μηνιάτικο, έμμηνα (εν), έμμηνος,
εμμηνοστασία
(ίστημι),
εμμηνο-,
καταμήνιος,
μηνοειδής, μηνολογέω, μηνολόγιον, μηνο-. μικρός [μίνυς
κυρίως κατά ποσότητος.
+
το
άκρος
μήκος,
μικρύνω,
σμίκρυνσις,
μινακρός
>
κατά
>
σμικρύνω (βλ.
μικρυσμός,
μικρότης,
μικκός
μικκύλος,
μικκότρωγος,
όγκο,
(κρ>κκ),
μικρός]
επί
σμικρός,
(όνομα),
μικκίδομαι,
μίκας,
>
ολίγος,
σμίνθος),
μικρώνυμος
μικρο-,
μικκιχίδομαι,
μικίζομαι,
σμικρίζω,
σμικρίνης, σμικρο-, σμικρότης.
αμύνω [α (επιτατ.)
+
μονή (μένω, επιμένω, κρατώ, ο>υ)]
ανταποδίδω, αποτίνω, τιμωρώ. Αμύντας,
άμυνα, αμυνάθω, αμυνητί,
αμυντήρ,
αμυντής,
αμύντειρα,
αμυντήριος, αμυντικός, αμύντωρ, μύνη, μύνομαι.
+
αμείνων [α (επιτατ.) ικανώτερος,
ισχυρότερος,
γενναιότερος.
άμεινον, Αμεινίας.
αμενής [α (αρνητ.) αφανιζόμενος
+
ταχέως,
μένω, μένος]- ελαφρώς κινούμενος, παρερχόμενος,
άστατος,
ασθενής,
παρέρχομαι, δηλαδή δεν παρα-μένω στον ίδιο τόπο αλλάζω, διαδέχομαι, εναλλάσσομαι (αμφί), «θρώσκων αμείβεται» εναλλάξ πηδά. Α, αρνητ.
+
μίμνω
>
αμείμνω (ι>ει)
>
=
αμείβω
αλλάζω, ανταλλάζω, μεταβάλλω, αλλάζω τον τόπο,
δηλαδή διέρχομαι, διαβαίνω, απέρχομαι, αλλοιώνω, διαδέχομαι άλλον, αποκρίνομαι, επί διαλόγου, ανταποδίδω, υπερβαίνω, υπερτερώ, λαμβάνω ως αντάλλαγμα, ανταλλάσσω κάτι με κάτι αμεύομαι (αντί αμείβομαι), αμεύσιμος, αμευσίπορος,
αμευσιεπής αμειψίχροος
(έπος), (χροιά),
ία [αντί μία, θηλ. του εις], ίο ς, ιότης, οίος ευφων.),
οιόβατος,
οιόβιος,
( =
μοναχός, ο
οιοβουκόλος,
οιόγαμος,
οιογέννεια, οιόζωνος, οιόθεν, οιόθι, οιόκερος (κέρας), οιωνός (οίος, όπως κοινός
-
κοινωνός, διότι τα περισσότερα όρνεα
ζούν μοναχικά)- σαρκοφάγο όρνεο, καθόλου πτηνό, πτηνό μαντικό,
σημείο,
προ μήνυση,
ως
επίθετο,
πτεροφόρος,
οιωνοπολέω
(πολέω),
οιωνιστής,
οιωνοσκόπος,
οιωνοσκοπείον, οιωνοσκόπημα, οιωνοσκοπία, οιωνο-.
έκαστος (δασ.) [σημαίνει καθείς, καθένας (κατά δηλαδή εν-ός
>
+
κατά
όπως το ανδρακάς
(
έκαστος]- καθένας, καθείς,
+ εις, εν-ός),
= κατά
άνδρας)
>
αντί του εκάτερος.
εκαστάκις, εκάστοτε, εκάστοθεν, εκασταχόθεν, εκασταχή, εκασταχού, εκασταχοί, εκασταχόσε, εκάστοθι, εκασταχόθι, εκάτερος,
εκατεράκις,
εκατερέω,
εκατερίς,
εκατέρωθεν,
εξ (δασ.), έξι [από το πενταδικό σύστημα αριθμήσεως μετά το πέντε, το έξι λέγονταν ένα και πέντε, το επτά δύο και πέντε (όπως στο δεκαδικό έν-δεκα) κ.λπ .. Η πεντάδα περιελάμβανε
αμείβω [στον Όμηρο σημαίνει αλλάζω τόπο, απέρχομαι,
άλλο.
=
ένα, ουδείς (ουδέ), μηδείς
εκάτερθεν, εκατέρωθι, εκατέρως, εκατέρωσε.
αδύνατος. αμενηνόω.
(μ>β)]-
= μονάδες.
(μηδέ), καθείς (κατά), καθένας, κάθε, ενιαίος, ενίζω, ενόω,
ένκατος
μένω, μένος (ε>ει)]- καλλίτερος,
ευρωστότερος,
μέρος του ζαριού που έχει ένα στίγμα]- ως αριθμητικό, εις τις κάποιος, ένα (πληθ.)
πτερωτός, οιωνίζομαι, οιωνισμός, οιώνισμα, οιωνιστήριον,
απωθώ, αποκρούω προσβολές, επιθέσεις, βοηθώ, υπερασπίζω, Αμυνίας,
εν, (γεν. ενός,
>
μενός). Αλλά και μονάς (μένω) είναι το εν, η μία, το ένα, το
ενώνω, ένωσις, ενωτικός, ένωμα, ενωμένος.
μινκρός
μέγεθος,
μί-μνω, μένω> μένς> ενς (το μ σε δασεία)
Αμευσίας, Αμειψίας,
αμειβώ,
άμειψις
αμειψιρρυσμία
(βσ>ψ), (ρυσμός),
άπαντα το δάκτυλα του χεριού, δηλαδή εξ επάς> εκάς (π>κ) (έκδραχμος)], εξείκοντα,
>
έκς
εξάς, εξήντα,
εξηκονταετής,
>
εξαχή,
εξαχώς,
εξηκοντάς,
εξηκονταέτης,
εξέτης, εκκαίδεκα (εξ, εκ
αμόθεν.
αμού,
εξήκοντα,
εξάδα,
εξηκοντούτης
(έτος),
εξηκοσταίος,
εξηκοστός,
+ και + δέκα).
αμός (δασ.) [βλ. εις, μία, εν, εν-ός κάποιος.
= εν + πας > ενπάς >
εξ (προ δε των δ, κ και π γίνεται εκ
αμή, αμοί,
>
αμός (ε>α, ν>μ)]- ένας,
αμοιγέποι (γε
+
ποι),
αμώς,
80 μανθάνω [αόρ. έ-μα-θον, μά-θον, βλ. μάμμα, μάω, ματίζω, ματεύω, δηλαδή
+
μά-ω
τί-θη-μι (μά-θη-mς). Άπαντες οι
χρονικοί τύποι του μανθάνω συνάδουν μ' αυτούς του τίθημι.
μηνύω
[μάντις,
δεικνύω,
α>η]- αποκαλύπτω μυστικά, φανερώνω,
αναγγέλλω,
καταγγέλλω.
μήνυμα,
μήνυmς,
μήνυτρον, μηνυτήρ, μηνύτωρ, καταμηνύω, διαμηνύω.
Ότι δηλαδή ζητώ να θέσω μέσα στον νου μου κάτι που μ'
ενδιαφέρει]-
μαθαίνω, ιδίως κατόπιν έρευνας και εξέτασης,
βεβαιώνω κάτι
... , αισθάνομαι, παρατηρώ, καταλαμβάνω.
ομώνω,
μαθαίνω, μάθηmς,
μάθημα, μαθητεύω, μαθητής, μάθος, μάθη, μαθηματικά, μαθηματικός, μαθητιάω,
μαθησείοντες,
μαθητικός,
μαθητεία,
μαθητός,
+
όμνυμι, ομνύω [ο (εξ α, επιτατ.)
στον αόρ. έχω μάθει, εννοώ, γνωρίζω, αποκτώ συνήθεια του να
ενόρκως.
ομόω,
μηνύω]- ορκίζομαι,
αντόμνυμι
ανωμοτία,
(αντί),
ενώμοτος,
αντωμοσία,
αμώνω
(ο>α),
διωμοσία, επωμοσία, επωμότης, επώμοτος.
καθητέος,
μαθήτρια,
μαθητρίς,
αμαθής.
μήνιγξ [γεν. μήνιγγος, μην-ύω
+ άγω
(άγαγον), διότι άγει τα
μηνύματα (οπτικά και ακουστικά)]- η λεπτή μεμβράνη, υμένας,
μύθος
[μάθος,
απόφθεγμα,
α>υ]-
συμβουλή,
διαταγή,
γνώμη,
παραγγελία,
ομιλία,
διήγημα,
μυθολόγημα, απόφαση, σκοπός, σχέδιο.
λόγος, ιστορία,
μυθέομαι, μυθέω,
επί του υμένα του οφθαλμού, το τύμπανο του ωτός, ο υμένας του
εγκεφάλου.
μηνίγγιον,
μηνιγγοφύλαξ,
μήνιγγα,
μηνιγγίτις, μηνιγγίτιδα, μηνιγγισμός, μηνιγγίωμα, μηνιγγο-,
μηνιγγιτισμός, μηλίγγι (ν>λ), μελίγγι, μήλιγκας.
μύθευμα, μύθα, μύθαρ, μυθαρεύομαι, μυθάριον, μυθεύω,
μύθημα, μυθήτρια, μυθητήρ, μυθιάζομαι, παραμυθιάζομαι, παραμύθι,
παραμυθολογία,
μυθίσδω,
μυθιστορία,
μυθογράφος,
μυθίδιον,
μυθιστορικός,
μυθολογέω,
μυθολογία,
μυθίζω,
μυθιστόρημα,
μυθολογεύω,
μυθολογητέον,
μυθικός,
μυθολόγημα,
μυθολογικός,
μυθολόγος,
προς γραφή.
υμένιον,
μήτις [μήτηρ, μάθος (θ>τ, α>η)]- σοφία, σύνεση, ευφυία, μήστωρ,
μητιέτα,
μητιέτης,
μητίομαι,
μηδέω (τ>δ), μήδομαι, μήδος, μέδω (η>ε), Μέδουσα, μέδων, μέδιμνος, μόδιος (ε>ο), μοδισμός, μήδευμα, Μηδεmκάστη
(κέ-κασμαι,
βλ.
καίνυμαι),
Επιμηθίας,
επιμήδομαι,
επιμηθής,
(δ>θ),
επιμηθικώς,
επιμηθέομαι,
προμήθεια,
προμηθίη,
Προμήθειος,
προμήθευμα,
προμηθεύομαι,
προμήθευmς,
Προμηθεύς, προμηθέομαι,
Επιμηθεύς
προμηθευτικός,
προμηθής,
προμαθής,
προμάθεια,
προμηθία.
μααεισα
>
+
άεισ-ε (αόρ. του
μούσα (ααει>ου>ω),
>
διότι περί της
( =
Μούσας αναφέρει ο Όμηρος το αείδω «Μήνιν άειδε, θεά
Μούσα)>>]- θεά της ωδής, της μουmκής, της ποιήσεως, της ορχήσεως,
του
δράματος
(άπαντα
μουmκοχορευτικώς
τελούνταν από τους Έλληνες) και των καλών τεχνών, ως προσηγορικό,
μουmκή,
άσμα,
καθόλου,
προσήκον, το πρέπον, ευπρέπεια.
ει
του
υμενοειδής,
υμενόομαι,
+
μαζός [μά-ω
>
( =
σαόω
μασ-
διατηρώ εν ζωή, ζωή, ζάω, ζω),
δηλαδή η μά-μμα δι' αυτού ζει το τέκνο της αλλά και το τέκνο
συνεχώς αποζητά (μά-ω) τον μαζό]- ο μαστός, κυρίως επί του γυναικείου μασθός,
μαστού, μαστός,
σπανίως
επί
μαστάρι,
ζώων,
όπως
μαστόδετον,
το
βουνό.
μαστόδεσμος,
μαστοεκτομή, μαστεκτομή, μαστεκτομία, μαστο-, μαστίτις, μαστίτιδα,
μαστικός,
μαστοειδίτις,
μαστοειδίτιδα,
μαστόπτωσις, μαστοπτωσία, βούμαστος (βου-), Αμαζών (α, στερ., διότι απέκοπταν τον δεξιό μαστό, προς χρήση τόξου), μεστός (α>ε)- πλήρης, πεπληρωμένος, γεμάτος,
μεστότης,
μεστόω, μέστωμα, μεστώνω, μεστώ.
Μούσα [βλ. μάμμα, μά-θη-mς, μύ-θος αείδω)
υμενικός,
Ρίζα μα-
σύμβουλος, πρώτη γυναίκα του Διός, μητέρα της Αθηνάς. μητιάω,
μην-ύω, βλ. μήνιγξ]- λεπτό δέρμα,
υμενώδης, υμενόπτερος, υμενόστρακος.
μυθομέριμνος, μυθόομαι, μυθοποιώ, μυθο-, μυθώδης.
μήτιμα,
+
υμήν [α (επιτατ., α>υ)
μεμβράνη, περικάλυμμα του σπόρου των φυτών, μεμβράνη
αείδω),
Μώα,
αρμοδιότητα,
το
Μώσα, Μοίσα (το ι εκ του
Μουσίον,
μουσική,
μουmκο-,
μου σίζω,
μουmκός,
μουσίσδω,
μουσίκτας,
μουσίδδω μουσιόω,
μασταρύζω (άζω, α>υ), μαστίχινος,
λαιμάσσω μύσταξ
μαστίχα,
(λαι,
μαστιχάω, μαστιχάτον,
μασουλώ,
επιτατ.),
(α>υ),
(σδ>δδ),
μουσόομαι,
μύμα
λαιμάω,
μουστάκι,
μαστίχη,
(μά-ση-μα,
λαιμώσσω,
α>υ),
λαιμά ζω,
μυστάκιον,
Μυστάκων,
=
έρχομαι), διότι
μουστακαλής, μουστάκα.
Μουσαγέτης
(ηγέτης), Μουσηγέτης, Μούσαρχος, Μούσειος, Μουσαίος,
μουσηγετέω,
μασάομαι [βλ. μαζός, μασ-τός, μά-μμα, μαμ]- τρώγω, μασώ. μαστάζω, μάσταξ, μάσημα, μάσηmς, μασητήρ, μαστικός,
Μάϊος [μά-μμα, μάμ, μα-ζός
+
ιός (είμι
κατά τον μήνα αυτόν έρχονται οι πρώτες τροφές εκ της γης], Μάης, μαγιάτικος, μαγιόξυλο.
μουσουργός (έργον), μουσο-, μουσίωμα, μουσίωσις.
μυστίλη [μαστάζω (α>υ), μεστός]- τεμάχιο άρτου κοιλόμενο Μάγος [μά-ω, μήχος, μα-νθάνω, μά-θος
+ άγω ή γόης]-
ο εκ
της Μηδικής φυλής των μάγων, ο εκ των ιερέων και σοφών ανδρών των Περσών,
οι
οποίοι ερμήνευαν όνειρα,
πλάνος, απατεώνας, μαγικός.
σαν κουτάλι, με το οποίο έτρωγαν τους ζωμούς. μυστιλάομαι, μύστρον, μυστρίον, μυστρί.
γόης,
μαγέτας, μάγευμα, μαγευτής,
[μαστάζω,
μυττωτεύω
μαγεύω, μαγευτικός, μαγικός, μαγεία, μάγισσα, μαγοφονία,
μυττωτεύματα,
μάγαδις
ματτύη.
(άδω),
μαγγανεύω,
μαγαδίζω,
μάγγανον,
μαγάζω,
μαγγάνευμα,
μαγγανεία
(γάνος),
αληθώς), μάω, μαίν-ομαι (έδιναν
+ άγω> μαίαγμαι > μαίογμαι > μαίομαι
(φαίνεται εκ των πρκμ.
μέμ-αγμαι, αόρ.
χρησμούς σε κατάσταση θείας μανίας ή εμπνεύσεως), μανθ
μάγις),
(βλ.
άνω (θ>τ)]- ο πΡολέΥων, προφητεύων, προφήτης, προμηνύων.
χειρίζομαι,
μαντεία,
(απομάσσω).
μαντείον,
μαντείο ς,
μάντευμα,
μαντεύομαι,
δηλαδή
μαντευτής, μαντευτικός, μαντευτός, μαντεύω, μαντιάρχης,
μαζίσκη,
μαντικός,
μάκτης,
μαντώδης, Μαντίνεια.
μαντιπολέω μαντώος,
(πολέω), μάντης,
λειανίζω. μυσσωτός,
μάσσω [βλ. επι-μαίομαι, μέλλ. επι-μάσσω, το οποίο μαίομαι είναι εκ των μάω, μαίω
( =
στ>ττ] μυττωτός,
μαγγανευτήριον,
μαγγανευτής, μαγγανευτικός, μαγγανεύτρια, μαγγανικός.
μάντις [βλ. μα, μαν
α>υ,
μυσσοτεύματα,
μαντοσύνη, μαντική,
μαντό συνο ς, μάντισσα,
μά-κτω
ψηλαφώ,
α-κτός)
εργάζομαι,
έμ-αξα,
μά-κτης,
μάσσω
(κτ>σσ)]
κατεργάζομαι,
σπογγίζω
>
μάζα (γι>ζ), μαζάω, μάττω (σσ>ττ), μαζεινός,
μάγμα, μασάζ,
μαγμός, μάκτρα,
μάγκιψ, απόμαγμα,
μαγείον,
εκμαγείον,
απομάσσω,
μαγίς,
μάκτρον, μαίσων, μαζί, μαζεύω, μαζώνω, μάζεμα, μάζωμα, μαζικός, μαζικοποίηmς, μαζοποίηmς, μαζοποιώ, μάζωξη, μαζώχτρα, μαζωχτά, μαζωχτός, μάξη, μαξούλι, μάγειρος
81 (είρω),
μαγείρεμα,
μαγειρευτός, μαγειρική,
μαγειρείον,
μαγερευτός, μαγειρικός,
μαγειρεύω,
μαγερεύω,
μαγείρεμα,
μαγειριά,
μαγειρίτσα,
μαγεριά,
μάγερας,
μαγερειό,
μαγέρικο, σμύχω (α>υ, γ>χ)- κουφοβράζω.
+
αμύγδαλον [α (επιτατ.)
ξημεροβραδιάζομαι, μεροδουλεύω, μερομάματο
(κάματος),
μαγ-μός (α>υ)
+
τάλ-ας (τ>δ),
το δένδρον αμυγδαλέα.
σημερινός, σήμερις.
αμυγδαλή, αμυγδαλέα, αμυγδαλίς,
αμυγδαλοειδής, αμυγδαλάδα,
αμυγδαλάτος, αμυγδαλές, αμυγδαλικός,
αμυγδαλένιος,
αμυγδαλεώνας,
αμυγδαλίδα, αμυγδαλίνη,
αμυγδαλιά,
αμυγδαλίδες,
αμυγδαλίτις,
αμυγδάλινος,
αμυγδαλίτιδα,
μύγδαλος, αμύγδαλο, αμυγδαλο-, αμύγδαλο ς, αμυγδάλωμα, αμυγδαλωτός, αμυγδαλώνας, αμυγδαλός.
καθαρισμό, σαπούνι, αλοιφή καθαρτική, πηλός. σμέω
(α>ε),
σμήκτης (γ>κ),
σμήλω,
σμήλη,
σμηκτρίς,
μήλη,
σμήχω (γ>χ),
σμήξις,
μήλωmς,
σμάω,
μηλωτρίς,
μηλόω, μηλωτίς.
τη ημέρα (δοτ.)]- σήμερα,
ομόργνυμι σπογγίζω,
τα οποία μόνον δι'
επιπόνου καθαρισμού
+
(στιλβώσεως) επιτυγχάνεται, δηλαδή μάλ-α (λ>ρ)
+
μα-)
( =
αίρω
λάμψεως
μαρμαρυγή
καθαρίζω)]-
μετάλλου.
λάμπω,
(άγω,
μαρμαρίζω,
α>υ),
μαρμάρειος,
μαρμαρύσσω
(γτ
>σσ),
+ μορόεις +
βαίνω)- σκοτεινός, αμορβής, αμορβές, μάρμαρος, μάρμαρον, μαρμαράριος (άρω), μαρμάρινος, μαρμαρίτις, μαρμαρόεις, μαρμαρόω,
μαρμαρώπις,
μαρμαρωμένος,
(ωψ),
μαρμαρώδης,
μαρμαρωπός,
μέλας
μαργαριτάρι,
+
γάλα (λ>ρ )]- το μαργαριτάρι.
μαργαρίτις,
μαργαριτοειδής,
μαργαρίς,
μαργαρογονία,
μαργαριτάριον,
μάργαρον,
[η-μέρ-α
μεταφ.
,
λυπηρός,
άγω)]-
όμοργμα,
( =
άνω
περαίνω,
τελειώνω,
μέλανος), στερούμενος φωτός (Ομηρ.)] σκυθρωπός,
επί
του
θανάτου,
κακός,
μελαίνω, μελάνω, μελανός, μελανο-, μελάνωμα, μέλασμα,
μέλαθρον (μαύρο
( =
από τον καπνό
μελαν-, προ των κ, γ , χ), της εστίας),
μελαθρόω,
(οψ),
μελαψός,
μελαχρινός
(χροιά),
μελανία,
μελανιά, μελανίζω, μελάνιον, μελάνι, μελανότης, μέλανmς, μελανοδοχείον, μελαντηρία.
+
άγω]- σκοτεινός,
ζοφερός, επί της νυκτός (βλ. ομόργνυμι).
αμορβός (λ>ρ,
αμολγός [α (επιτατ.)
+
μέλ-ας (ε>ο)
βαίνω ή γ>β), αμορβής, αμορβές, μούργος (ο>ου), μούργι, μουργίζει. μορύσσω [α-μολ-γός, α-μορ-βός
+ άγω (γτ>σσ, φαίνεται στα
μεμορ-υγμένα, μορ-ύξαις, α>υ )]- μολύνω.
Μόρυχος (γ>χ),
μόρον
μουριά,
(<<συκάμινον
το
μέλαν»),
μορέα,
μούρο,
Μουριές, Μουριά.
μολύνω [α-μολ-γός, μελάνω> μολύνω (ε>ο, α>υ)]- λερώνω,
σμάραγδος
[μαρ-μαίρω,
μάρμαρος
χρώματος.
σμαράγδινος,
(σμ>μμ), μόλυνmς, μολυσμός, μολυσματώδης, μολυντήρι, μολυσματικός, μολεύω, μόλεμα, αμόλυντος, αμόλευτος.
μείρομαι [βλ. ανταγωνισμός)
+
άγδην,
ευρίσκεται
κυρίως εντός μαρμαρυγιακών σχιστόλιθων]- πολύτιμος λίθος σμαράγδειος,
σμαράγδιον,
σμαραγδίζω,
σμαραγδίτης,
σμαράγδι,
σμαραγδώδης.
+
ερίζω).
[μάρ-μαρ-ος, σμιρίς
(α>ι),
σμυρίγλι,
α>υ]-
σκόνη
σμυριδόπανο,
σκληρής
πέτρας.
σμύριδα,
σμύρη,
σμυριδόπετρα,
σμυριδόσκονη,
μά-μμα,
+
μα-ζός (επί τροφής)
μαέρ-ομαι
έρις
μείρομαι (αε>ει), μερίζω
>
Επί σαρκοφάγων όταν επιπίπτOΥV στο
(=
( = μα
θήραμα
πεινασμένα, αλλά και επί ανθρώπων για το ποσόν και το ποιόν της μερίδος κάθε γεύματος. Το μεριάω (μα-
+ εριάω = ερίζω)
σημαίνει κακώς έχω, ενοχλούμαι (στο μοίρασμα της τροφής) και μάρις
= μέτρο
υγρών (επί του γάλακτος, όταν τα νεογνά
πεπρωμένου, συμμερίζομαι, συμμετέχω, τυγχάνω. μάρις,
μερίς
μερίζω,
(ει>ι),
μερικεύω,
μερόπειος,
μεριά,
μερίδιον,
μέροψ μερίδα,
μερισμός,
μαιριάω,
μέρος,
(οψ),
μεροπήιος,
μερδικό,
μερτικό,
μερικός,
μεροπεύς, μερίκευσις,
μεροληπτώ (λαμβάνω), μεροληψία, μεροληπτικός, μεράδι, μεραρχία,
ήμαρ [βλ. μαρ-μαίρω, το η εξ α, προς έκφραση χαράς, διότι καθαίρεται η ατμόσφαιρα εκ του σκότους]- ημέρα.
άμαρ,
μερίτης, (άγω),
[ο
Όμηρος
μέραρχος,
μεριστικός,
χρηmμοποιεί
και
το
ήμαρ
(ψιλούμενο) και το ημέρα (δασυνόμενο). Πιθανόν η δασεία εκ
μέρεια,
επιμεριστικός,
διεμερίζω,
καταμερισμός,
ηματίη, ημάτιος, επημάτιος.
(δασ.)
>
είναι πολλά)]- μοιράζω, διαιρώ, χωρίζω αξιώνομαι, επί του
σμυριδόχαρτο.
ημέρα
+
(ρ>λ)
μελασμός, μελάνωσις, μελαγ-
μάργαρος,
μαργαρώδης, μαργαρίδης.
σμυριγλάς,
+
(α>ο)
ομοργάζω,
πάσσω, ατιμάζω, επί κρεάτων, μισοψήνω. μόλυσμα, μόλυμμα
μαργαρίτης [μαρ-μαίρω
σμυρίτης,
μαρ-μαίρω
μόργνυμι,
δυσμενής. μελάντερος (συγκρ.), μείλας (επικ.), μέλαν, μελαν
μαρμάρωσις,
μαρμαρωτός.
σμύρις
+
(ευφων.)
καταναλίσκω, γεν.
αμαρύσσω (α, επιτατ,), μαραυγέω (αυγή), μαραυγία, μορόεις (α>ο), Μάρων, Μαρώνεια, αμορβαίος (α, αρνητ.
πρασίνου
σάμερον, τήμερον,
απομόργνυμι, απόμαρξις.
αστράπτω,
μαρμαρυγώδης, Μαίρα- Νηρηίς, όνομα του Σειρίου αστέρος,
μαρμαρόομαι,
μερόνυχτο,
σμάω
ακτινοβολώ, επί φωνής τρέμοντος ή παλλομένου, κυρίως επί της
[ο
απομάσσω.
μελαμψός
(μάω,
μεροδούλι,
(μήνας),
μελαιναίος, μελαινάς, μελαινίς, μελαμ- (προ των β, π, φ, ψ),
μαρμαίρω [ο Όμηρος το αναφέρει μόνον επί της λάμψεως των μετάλλων,
μερομήνια
σκοτεινός, μαύρος, ζοφερός, ο στερούμενος φωτός, σκιερός,
σμήγμα, σμήμα [μαγμός, α>η]- κάθε τι που χρηmμεύει προς σμώχω (α>ω),
μεροδουλευτής,
μύγδαλα, αμυγδαλάς,
αμυγδαλέλι,
Αμυγδαλεώνας,
μυγδαλιά,
αμυγδαλόεις, αμυγδαλάκι,
Αμυγδαλέα,
μέρα,
μεροδούλης,
σήμερον [ημέρα, όπως το τήτες προς το έτος, κατά Ε. Κοφινιώτη,
αμυγδάλα,
(ί-ημι),
μεροφάϊ, ημερίδα.
διότι ταλαιπωρεί η εξαγωγή του από το κέλυφος]- αμυγδαλή, αμυγδαλίτης,
ιμέρα
μεροδουλιάζω,
μορία
μοραγούντες,
συμμερίζομαι,
μεριστής,
επιμερισμός,
διαμέρισμα,
(ε>ο),
μόρα,
μόριον,
καταμερίζω,
Μόριος,
μορτή,
συμμορία,
μεριστός, μεριτεύομαι,
αμέρεια
συμμορίτης,
μοραγίοντες (α,
στερ.),
σύμμορος,
συμμοριάω, συμμοριάρχης.
του σ του σήμερον ή εκ του ην (αόρ. του ίημι)], ημέρη, αμέρα, ημεράλωψ
(ωψ),
ημεραυγής
(αυγή),
ημερεύω, ημέρευmς,
διημερεύω, διημέρευmς,
ημεράρχης, ημερίmος,
μέριμνα σκέπτομαι.
[μείρομαι,
μερί-ς
μέριμνα,
+
μνά-ομαι]-
μερίμνημα,
φροντίζω,
μεριμνηματικός,
ημερία, ημερίδιον, ισημερία (ίσος), ισημερινός, ημερινός,
μεριμνήτης, μεριμνητικός, μεριμνο-, μέρμηρα (ποιητ. θηλ.
ημέριος, ημερόβιος, ημερο-, ξημέρωμα (ξε-), ξημερώνω,
του μέριμνα), μερμηρίζω, μερμέριος, μέρμερος, μερμαίρω.
82 μοιράω
[μείρομαι,
ει>οι]-
διανέμω,
λαμβάνω
μερίδιο,
λαμβάνω κάτι ως τύχη ή κλήρο μου, μέσ. αποσπώ, τήκομαι.
μοιράζω,
διαμοιράζω,
μοιράδιος,
μοιραίος,
μοιράρχης,
μοιραmά,
μοίραmς,
μοιράφιον,
μοιρίδιος,
μοιρικός,
ωδή, άσμα, ήχος, μελωδία, μουmκή, ο τόνος ή η μελωδία
μοιραγέτης,
μουmκού οργάνου (διότι εκ συναρμογής μερών συνίστανται).
μοιράς,
μοιρηγέτης,
μοίριος,
μοιρογραφείσθαι, μοιρο-,
μοίρα,
μοιρίς,
μοιροφόρητος,
μέλος [μέρος, ρ>λ]- μέλος του σώματος, κάθε άτομο ομάδος,
παθ.
μοιρασέα,
μελογραφέω,
μοιριαίος,
μελοκοπέω,
μελογραφία,
μελογράφος,
μελοκόπος,
μελοποιέω,
μελοθεσία, μελοποιητής,
μοιρογνωμόνιον,
μελοποιία, μελοποιός, μελοποίηmς, μελοτυπέω, μελουργός
μορίδιος (οι>ο),
(έργον), μέλπω (έπος), μέλπηθρον, μελπήτωρ, Μελπομένη,
μόρmμος, μόριμος, μοράζω, μορόεις, μόρος, μορτός, μορέω.
μελπωδός
(ωδή),
μελύδριον,
μελίζω,
διαμελίζω,
διαμελισμός, μελίσδω, μέλιγμα, μέλισμα, μέλδω, αμέλδω,
( =
μαραίνω [μείρομαι θάνατος,
νεκρός,
ο>α)]-
ξηραίνομαι, αποθνήσκω. μάραμα, μάρα,
μαραζώνω,
σβήνω,
εκλείπω,
όλεθρος,
φθείρομαι,
μάρανσις, μαρασμός, μαραντικός,
μαρασμώδης,
μαράγγιασμα,
( =
τήκομαι, ει>α), μόρος
μαραγκιάζω
(άγω),
μαράγκισμα,
μαραζιάρης,
μαραγγιάζω,
μαράζι,
μελίαμβοι,
μαραζιάρικος,
μαραζλής,
μολπή
[μέλπω,
μάραθον,
μάλαθρον
(ρ>λ),
μολπήτις.
Μαραθιάς,
Μάραθος,
Μαραθών,
αμάραντος,
αμαρία,
μαραθρίτης,
μαραθο-,
αμάρα
αμαράντινος,
Αμάριος,
Αμάριον,
βροτός [μορτός
>
μροτός (ορ>ρο)
βροτήmος, άμβροτος
βροτο-, (αν,
αμαρεύω,
Αμαρούmον,
βροτός (μ>β, βλ. βλάξ,
βρότειος, βροτόομαι, βρότος,
βροτόεις,
ν>μ),
>
βροτόω,
αμβροσία,
άβροτος,
Αμβροσία,
αβρότη,
αμβρόσιος,
αμβροσι-, Αμβροσίαι, αμβροτόπωλος (πώλος), αβροτάζω (α, επιτατ.)-
αποτυγχάνω,
αμαρτάνω,
αβρόταξις,
ειμαρμένη (δασ.) [είμαρται, παθ. πρκμ. απρόσ. του μείρομαι υπό
της
μοίρας,
(γ>δ)]- αφαιρώ κάτι από
το δρέπω, αφαιρώ την λάμψη, αμαυρώνω, αμέργω.
αμείρω
(Πίνδαρος),
αρμέγω
αμέργω
(δ>γ),
αμέλγω
(ρ>λ),
(αντιμετάθεση εκ του αμέργω), άρμεγμα, αμολγαίος (ε>ο), αμολγεύς,
αμολγή,
αμόλγιον,
μολγός,
μόργος,
αμορβός
(γ>β), αμορβαίος, αμορβεύς, αμορβάς, αμορβεύω, μούργος, αμοργεύς,
άμοργις,
αμόργη,
άμοργμα,
αμοργός,
μούργα,
μοργεύω.
έχουσα
+
άδην
πολλούς
>
μολαδσία
βοσκούς
>
μολοσσία (α>ο,
(κοπάδια)]-
Αρχαία
Ήπειρος. Μολοσσός, Μολοσσίς, Μολοσσικός, Μολοσοί.
μέλι [μείρομαι, μερί-ζω (ρ>λ), α-μέλ-γω, διότι επιμερίζεται (μέλι
+ άγω,
μείραξ [μείρομαι
άξω, διότι άγεται για να συμμετέχει
στα κοινά]- κορίτm, νεανίδα, επί αρρένων, επί ανδρών ή νέων, γυναικώδης,
κίναιδος.
μειρακεύομαι, μειρακίσκη,
μειράκιον,
μειρακίζομαι, μειρακίσκος,
μειρακίδιον,
μειρακικός,
μειρακιόομαι,
μειρακιώδης,
μειρακιωδία,
μειρακοειδής, μειρακύλλιον.
ιμείρω (δασ.) [ί-ημι σε
κάτι]-
+
μείρ-ομαι, δηλαδή έχω τάση προς
επιθυμώ σφοδρώς, ποθώ.
ιμέρρω,
ιμείρομαι, ιμερόομαι (συvουmάζομαι με άνδρα, βλ. μείραξ), ιμεράμπυξ
ιμεροδερκής
(δέρκομαι),
(άμπυξ),
ιμερόγυιος
ιμεροθαλής
(θάλλω),
(νους), ιμερτός, ιμερώδης, ομείρομαι (ο Ίμερα,
όρχηση.
μολπηδόν,
στις κυψελίδες και α-μέλ-γεται από την κηρήθρα], μέλισσα
το γραφτό.
ιμερόεις,
και
δηλαδή
μείμαρται (αναδιπλ., το μ σε δασεία)]- το πεπρωμένο η μοίρα,
συμμετοχή
άσμα
μολπάστρια,
+ μερ-ίς + άγω
αμέρδω [α (επιτατ.)
Μολοσσία [μολ-γός
ορισμένο
ύμνος,
κάποιον, αποστερώ κάτι από κάποιον, ζημιώνω κάποιον, όπως
δσ>σσ), είναι πεπρωμένο,
ωδή,
μολπαστής,
αβροτέω,
αβροτήμων, αβροτίνη.
( =
ε>ο]-
μολπαίος,
(α,
Μαρούσι.
βλίττω, βλώσκω )]- θνητός.
(βρέμω),
μελεϊστί.
Μαραθέα,
αμάρη,
μελίβρομος
μαραζιάζω, μολπάζω,
αμαρήιον,
(βοώ),
(κομπέω), μελικός, μελικτής, μελίσκιον, μελιστής, μελιστί,
μαράζωμα, μάραθος (μαραίνεται αμέσως μετά την κοπή του),
στερητ.),
μελιβόας
μελίγδουπος, μελίγηρυς (γάρυς), μελίγλωσσος, μελίκομπος
Ιμέριος,
Ίμερος,
μεράκι,
=
(γυίον), ιμερόνους
ομού), Ιμέρα,
μερακλής,
μερακλού,
μερακλίδικος, μεράκλωμα, μερακλώνω, μερακώνω.
μηρός [μείρομαι (ει>η), εξ αυτού οι περισσότερες μερίδες κρέατος]- το μηρί, το κωλομέρι.
μηρί, μήρα, μηριά, μήρια,
μηρώα, μηριαίος, μηραλγία (άλγος), μηρικός. μηρυκάζω [μέρο-ς (ε>η, ο>υ)
+
χάζομαι
δόσ-ις
>
μέλιδσα
>
μέλισσα, δσ>σσ, βλ. Μολοσσός),
μελίζωρος (σσ>ζ, ούρο ς), μελικηρίς,
μελίκηρον,
μελικήριον (κηρός),
μελίκρητον
μελίλωτον
(λωτός),
μελιλώτινος,
μελιούχος,
μελίπαις,
μελίπηκτος
μελισσάριον,
μελίσσειος,
μελισσήεις,
μελισσο-,
μελιτηρός,
μελίτιον,
μελιτίτης,
μελιτόεις,
μελίτταινα,
μελίκταινα,
(κράμα),
μελίμηλον, (πήγνυμι),
μελισσηδόν,
μελίτεια,
μελίτειον,
μελίτινος,
μελιτο-,
μέλινον,
μελισσαίος,
μελισσεύς,
μελισσών, μελίτιν,
μελίκηρα,
μελίκρατον,
μελιτισμός,
μελιτόομαι,
μελιττο-,
μελιττών,
μέλιττα, μελίτωμα,
μελίτωσις, μελιχρός (χρους), μελίχρως, μελάτος, μελένιος, μελίγκρα (εκρέω).
βλίττω [μέλιττα (μελίττω) μολείν
-
>
βλώσκω, μαλακός
μλίττω
-
βλίττω (μ>β, όπως τα
>
βλάξ)]- τρυγώ μέλι.
βλίζω
(ττ>ζ), βλιστηρίς, βλιμάομαι, βλιμάζω, βλίμαmς, βλιτάς. βλώσκω [μέλλ. μολ-ούμαι, αόρ. β' έ-μολ-ον (βλ. βλίττω),
από το μέλ-ισσα (ε>ο)
>
μολώσκω
>
μλώσκω
>
βλώσκω, διότι
υπάγει και έρχεται συνεχώς στην κυψέλη]- υπάγω ή έρχομαι.
( =
βλώmς,
οπισθοχωρώ,
χ>κ), διότι επαναφέρεται εκ του στομάχου μέρος προς αναμάσηση]- αναμασσώ.
+
μελιάδης (είδος), μελιήδης, μελαδής, μελίεφθος (έψω), μελι-,
της τροφής
μηρυκάομαι, μηρυκισμός,
βλωθρός,
μολίσκω,
μολών,
αμόλημα, αμολητός, αμολημένος, μόλα
Μολίων,
(<<8
αμολάω,
για μόλα»), μόλος
(όπου έρχονται ή απ' όπου φεύγουν τα πλοία), μολοβρός
(βορά),
μολόβριον,
μολοβρίτης,
μολοβριοτρόφος,
μωλέω
μηρυκασμός, μηρυκαστικός, μηρυκαστικόν, μηρυκαστικά,
(ο>ω), μωλίω, μώλος, μώλωψ (ωψ), μώλωπας, μωλωπάδες,
μαρκιούμαι, (η>α).
μωλωπίζω,
μωλωπικός,
μωλωπισμός,
μωλώπωmς,
μωλωπόω.
μηρύομαι
[μέρος
( =
σειρά,
αράδα),
ανά
μέρος
αλληλοδιαδόχως, ε>η, ο>υ]- συστέλλω, σωρεύω, ανασύρω (βλ.
μόλυβδος [μολ-ούμαι (βλ. βλώσκω)
+
ύπτιος
[ =
προς τα
μηρυκάζω), ενυφαίνω το υφάδι στο στημόνι, τυλίγω κλωστή.
κάτω, διότι τίθεται στο κάτω μέρος του δικτύου για να υπάγει
μήρυμα, μήρινθος, μήριγξ, μέρμις, μήρυγμα (άγω).
(βλώσκω) στον βυθό], μολύπτιος επτά
-
>
μόλυβδος (πτ>βδ, όπως
έβδομος)]- το γνωστό μέταλλο. μολυβδίς, μολύβδαινα,
83 μολυβδικός, μολύβδεος, μιλύβδινος, μολυβδιάω, μολύβδιον, μολυβδόομαι,
μολυβίς,
μολύβδωσις, μολυβούς,
μολύβδωμα,
μολυβρός,
μολυβδωτός,
μόλιβος (υ>ι),
μολίβι,
μαδάω
[βλ.
μα-ζός,
μα( σ)δός,
μαστός,
διότι
και
υγρό
περιέχει και μαλακός είναι και άτριχος τυγχάνει. Επίσης πριν ξεμαδίσουμε κάτι, το εμβαπτίζουμε σε θερμό ύδωρ]- είμαι
μολιβούς, μολιβόομαι, μολιβουργός (έργον), μολυβδουργός,
υγρός
μολίβδαινα, μολίβιον.
φαλακρός.
και
μαλακός,
επί
τριχών
μαδάω,
εκπίπτω,
είμαι
μαδαρός, μαδαγένειος (γένειον), μαδιγένειος,
μαδαίος, μαδάλλω, μάδιmς, μάδηmς, μαδίζω, μαδιστήριον,
+
μείλιγμα [μείρομαι (ρ>λ)
άγω]- προσφορά τροφών, ό,τι
χρηmμεύει προς καταπράυνση, τεμάχια κρεάτων, προσφορές
προς νεκρούς, καταπραϋντικο μείλιχος,
μελίσσω
(ει>ε<,
ασμα.
μείλιξις,
μειλίχιος,
μάδος, μήδος (α>η, μαλακά και άτριχα)- τα ανδρικά γεVVΗΤΙKά μόρια, η ουροδόχος κύστη.
μειλίσσω,
μειλιχία,
μείλια,
μανός [μαδάω, μαδός> μαδνός
μειλικτήριος, μειλικτικός, μειλικτός, μείλικτρα, μείλιχος,
μανώς,
μειλιχιείον, μειλιχο-.
μανό ω,
μανοσπορέω,
μανός]- χαλαρός, αραιός.
>
μανόσπορος,
μανούρι,
αμανίτης
μανότης,
(α,
μανόφυλλος,
επιτατ.),
αμανίτας,
αμανιτάριον, μανιτάρι.
σμίλη [μείρομαι, μερίζω, μερίς (ει>ι, ρ>λ), διότι τεμαχίζει, κόβει]- μαχαίρι προς γλυφή ή κλάδεμα, χαρακτικό εργαλείο, μαχαίρι χειρουργού, υποδηματοποιού, αμπελουργού. σμιλεύω,
σμιλίον,
σμίλευμα,
σμιλιωτός,
σμιλεία,
σμιλοειδής,
σμίλευσις,
σμίλα,
σμιλευτός,
σμιλάριον,
σμίλαξ,
( =
μαντήλιον [μαδός
υγρός)
μαδνός
>
μανδός (δ>τ)
>
+
αίρω (αι>η, ρ>λ), διότι απάγει την υγρασία]- μαντήλι, πετσέτα, προσόψι.
μαντήλι,
μαντίλι (αι>ι),
μαντίλα,
μαντιλούσα,
μαντιλώνω, μαντιλωτός, μανδήλιον.
σμιλάκινος, σμίλος, μίλος, σμιλακία, σμιρίς, σμίριδα.
μυδάω [μαδάω α>υ]- είμαι υγρός, στάζω, είμαι υγρός εκ μέλω
[μείρομαι,
αντικείμενο
μέριμνα,
φροντίδας
ενδιαφέρομαι.
ή
μερ-μαίρ-ω
σκέψης,
(ρ>λ)]-
φροντίζω
είμαι
για κάποιον,
μέμβλομαι [μέμβλεται, μέμβλετο, παθ. πρκμ.
σήψης,
επί
μυδαλόεις,
πτώματος. μυδόεις,
μύδηmς,
μυδαίνω,
μύδιον,
μύδος,
μυδαλέος
μυδών,
,
μυδρίασις,
μυδριαστικός, μυδρίνη, μουλιάζω (υ>ου, δ>λ), μούλιασμα.
και υπερσυν. του μέλω, αντί των μεμέληται, μεμέλητο (βλ. βλώσκω)],
μέλλω-
σκέπτομαι
αργοπορώ, βραδύνω. (άγω,
άξω),
μέλεος,
μελεδαίνω,
μέλληmς,
αμέλημα,
πράξω
μελέτη,
μελέδημα,
μελλητής,
αμελητής,
επιμελητεία,
να
μελετάω,
μεληδών,
αμελής,
επιμελούμαι,
Επιμελητήριον,
κάτι,
σκοπεύω,
μέλημα,
μεληδώνη,
αμέλεια,
επιμέλεια,
επιμελητής,
μέλλαξ αμελέω,
επιμελής,
επιμελήτρια,
επιμελώς.
αμάω [βλ. μά- μμα, μά-σσω, μά-ζα, α επιτατ.]- θερίζω σίτο μέρος (όπως τα θερισμένα στάχυα). άμη, αμητήρ, αμητήριον,
άμητις, αμίας (είναι αδηφάγος), Λάμια (λα, επιτατ.), λάμια, λαμνί, λαμνίδες, Αμάσεια (πλήρης μύλων), Αμισός, αμάλη, αμαλλεύω,
περιημεκτέω (περι
αμύω
(α>υ),
ημύω
(α>η),
επιμύω,
+ ημύω = πίπτω, καταστρέφομαι, περί του + έχω, συνέχω - συν-εκτικός)- πονώ,
τρωθέντος θανασίμως
αγανακτώ, δυσφορώ,
αμνός (αμα-νός, βλ.
άρνα)- το αρνί,
αμνίον, αμνίς.
άμαθος [αμάω
(=
κατακόβω, συνάγω στο ίδιο μέρος, διότι
είναι κατακεκομμένη αμώδες έδαφος,
εκ λίθων και συναγμένη
άμμος.
αμαθύνω,
αμαθίτις,
σωρηδόν] αμαθώδης,
ημαθόεις (α>η), Ημαθία, Ημαθίων, άμμος (άμαθος> άμθος> άμμος
θερμοκρασία
σκλήρυνση
(=
εμβαπτίζεται
αμέσως
σε
ύδωρ
προς
βαφή)]- όγκος πυρακτωμένος, κυρίως mδήρου,
μετάλλου ακόμη και μη πυρακτωμένου, όγκος (χρυσού) εκ του πακτωλού, διάπυροι λίθοι ή τεμάχια μετάλλου θερμαίνονταν
ύδωρ,
καθόλου
με τα οποία
λίθος.
μυδράλιον,
μυδραλιοβόλο, μυδροβόληmς, μυδροβολώ.
(βαmκή τροφή), τέμνω, κατακόβω, θερίζω, συνάγω στο ίδιο
άμαλλα,
μύδρος [μυδάω, μυδρίαmς, ο σίδηρος αφού θερμανθεί σε υψηλή
(μθ>μμ),
αμώδης,
αμμο-,
Άμμων,
αμμωνάλη,
αμμούδα,
Αμμωνίς,
αμμωνία,
αμμουδιά,
Αμμωνιάς,
αμμωνίτιδα,
Αμμουδιά,
Αμμωνιακόν,
αμμωνιούχος
(έχω),
μουντάρω
[μύδρος,
ο>ου,
δ>τ,
για
μαντήλιον]- χιμώ, πέφτω πάνω σε κάτι.
το
ν,
βλ.
μανός,
μουντάρισμα (βλ.
μυδράλιον). μεθύω [μαδάω, α>ε, δ>θ, α>υ]- είμαι ποτισμένος, διάβροχος, πλήρης κάποιου υγρού, είμαι μεθυσμένος, επί έρωτος, τρυφής. μεθύσκω, μεθώ, μέθυ, μεθυδότης, μεθυδώτης, μεθυμναίος
(ύμνος),
μεθύμνιον,
(πλήττω),
μεθυπίδαξ,
μεθυστής,
μεθυπλανής,
μέθυσος,
μεθύστακας,
μέθυσμα,
μεθυσφαλέω,
μεθυτρόφος,
μεθύσης,
μεθυστικός, μέθη,
μεθυπλήξ
μεθυσμένος, μεθύστρια,
μεθοκοπώ
(κοπέω),
μεθοκόπημα, μεθοκόπι, μεθοκόπος.
ικμάς [εκ (ε>ι)
+
μαδ-άω (γεν. ικ-μάδ-ος)]- νοτίς, υγρασία,
υγρότητα.
ίκμαρ,
ικμαλέος,
ικμώδης,
ικμαίνω,
ικμάζω
ικμαδώδης,
(δι>ζ),
ικμασία,
ικμαίος,
ίκμη,
ίκμιος,
ικμόβωλον (βώλος).
αμμώνιον, αμμωνιακός, άμμος (δασ., α, αθροιστικό). ιχώρ [ικμάς
( = λίαν) + μά-σταξ, μασάομαι, μα-σώ, απαιτεί πολύ μάσημα (α>ο )]- άψητος, άγουρος, άπεπτος, αχώνευτος, τραχύς, ωμός [ω
πρόωρος.
ωμηστής, ωμοφάγος, ωμοτοκέω (τίκτω), ένωμος,
όμφαξ (ω>ο, φαγείν)- άγουρο σταφύλι, αγουρίδα, μικρή στην ηλικία κόρη, επί των μαστών αυτής, όμφακες βλέπω στρυφVώς, αυστηρώς, ομφακινός,
με δυσαρέσκεια,
ομφακίας,
ομφακίζω,
= βλέπω
>
ικάς
ομφάκιον,
ομφακίτης,
δηλητήριο των φιδιών.
με μέλι,
άχωρας
(κασίδα), αχώρας, άχορας. ιχθύς [ικμάς, ιχ-ώρ ιχθυρηρός, ιχθυΤα,
μειδιώ.
άχωρ (ι>α)- έλκος στο δέρμα της
κεφαλής, ρέει δε εξ αυτού ιχώρ όμοιο
+
δύω (δ>θ)]- ψάρι.
ιχθύα, ιχθυάω,
ιχθυάζομαι, ιχθυοβόλος, ιχθυβολεύς, ιχθυήματα, ιχθυϊκός,
μειδιάω, μειδάω [βλ. μά-μμα, μα-σώ χαμογελώ,
ιχώρ (κ>χ, α>ω)]- ο αιθέριος χυμός ο
χυμών, επί φθαρμένων και ρυπαρών χυμών, πύον, ύλη, το
ομφακηρός (άρω),
ομφακός, ομφακίς.
σημαίνοντα το στόμα
>
ρέων στις φλέβες των θεών, το υδατώδες μέρος των ζωικών
+
διάω
μειδιώ,
( =
μα-
>
με-
>
φυσώ δια μέσου
μείδος,
μειδίασμα, μειδίαmς, μειδιασμός.
>
μείδημα,
μει-
, ... )]-
μειδίαμα,
(μέδω),
ιχθυόεις,
ιχθυόκεντρον ιχθύκεντρον, ιχθυμέδων
ιχθυόκολλα,
ιχθυουλκός
(έλκω),
ιχθυ-,
ιχθύωσις, ιχθυόλη, ιχθυοπωλείον.
ομιχέω,
ομίχω
[ικμάς,
εκκρίσεων», δηλαδή ικμάς
«επί
>
ιχμάς
παντός
>
είδους
χυμών
ή
μιχέω (μετάθεση), το ο
ευφων.]- ουρώ, κατουρώ. μιχείν, όμιχμα.
84 Ρίζα μα- >μυ-
μύρω [μύ-ω
+ ρέω> ρω, ρέω εκ των έσω]- ρέω, στάζω, Ί!Νω
δάκρυα, κλαίω. μύω [βλ. μά-μμα (α>υ), με κλειστό το στόμα (χείλη) και
μυρόω,
πάλση των φωνητικών χορδών, παράγεται ο ήχος μου ... , όπως
(ρσ>σσ),
το μοσχάρι βοά (μουεί).
σμύρνα,
Εκ του μου..
η μυ- (μυκάομαι,
μυκάω)]- είμαι κλειστός, κλείω, επί των οφθαλμών, επί του στόματος
ή
πραΥVOμαι
οιουδήποτε
(μμ ... ,
απορίας).
επί
ανοίγματος,
δηλώσεως
μεταφ.,
ησυχάζω,
κατανοήσεως,
λύσεως
μύρτος,
μύρωμα,
μυρσίνη,
μυρρίνη
μυρτιά, μύρτον, μύρρα, μερσίνη (βλ. σμέρνα), σμυρνιάζω,
σμυρνοφόρος,
σμυρνηφόρος,
σμύρνινος, σμύρνισις, σμυρνο-, Σμύρνα, Σμύρνη, Ζμύρνα, σμυρναίος,
σμυρνείον,
μυρουδιά,
μυρωδιά,
μυρωδάτος,
Μυρωδάτο, Μύρωνας.
μύκος, μυκός, μύmς, μύρκος, μύδος, μυναρός,
μυδρίασις, μύαξ, μύουρος (άρω), μύδι, μυνδός, μυζητής,
μύρον, μυρεψός (έψω), μυρίζω, μυρώνω,
σμυρίζω,
μύλη [μύ-ω
+ λάς ( = πέτρα,
α>η), διότι εντός της οπής της
μυζουρίς (ουρά), μουνί (υ>ου), μουνάρα, μούναρος, μουνάκι,
άνω πέτρας ρίχνονταν ο σίτος και εκ των έσω (μύω) προς τα
μούνος, γλυφομούνι, μουνόψειρα, σμυός, σμοιός (υ>ο>οι),
έξω έρεε το αλεύρι]- μύλος.
σμοίος, μοιός, μυσιάζω (άζω), άμυστις, αμυστί, αμυστίζω,
άμυλος (α, επιτατ.), άμυλον, μυλαίος, μυλακρίς, μυλαβρίς,
αμυστήν,
μυλαγρίς, μύλακρον (άκρον), μυλεύς, μυλήκορον (κόρος),
μοιμύλλω
(αναδιπλ.),
μοιμυάω,
μυάω,
μυζάω,
μύλος, μύλαξ, μυλιάω, μυλών,
μυλήφατος (φένω, πέ-φα-μαι),
μυζέω.
μυλιαίος,
μυλίας, μυλικός,
μύλινος, μυλίτης, μύλλω (λν>λλ)- συνάγω τα χείλη μεταξύ βυζάνω βύζαμα,
[μυζάω,
μ>β],
βυζανιάρικο,
βυζάχτρα,
βυζαίνω,
βύζαγμα,
βύζασμα,
βυζάρα,
βυζαρού,
βυζάστρα,
βύζουνας,
βυζούνι,
βυζί,
βυζαχτής,
βυζούδι,
βυζοσκάμπηλο.
( = κεκλεισμένος,
θολός.
μουντώνω,
σκοτεινός), υ>ου, δ>τ]μουνταίνω,
μουντάδα,
μουντζούρα, μουντζούρης, μουντζουρώνω, μουντζούρωμα. μυέω [μύω, εντός κλειστού χώρου λαμβάνει χώρα η μύηση, ο δε μύστης έπρεπε να κρατάει μυστικά τα όσα γνώρισε δια της μυήσεως.
ΔιαΧΡOVΙKή
τυγχάνει η δια μυήσεως απόκτησης
γνώσης, σε αντίθεση με την νοοτροπία των επιστημOVΙKής
φύσης
ερευνητών,
οι
οποίοι
σπεύδουν να
ανακοινώσουν
πάραυτα τα πορίσματα των γνώσεων και ανακαλύψεών τους. «Διονύσιος τύραννος εκάλει τας των μυών (ποντικών) οπάς ή φωλεάς μυστήρια» (μυς τηρείν), Αθήναιος,
εισάγω στα
98 D]-
μυστήρια, κατηχώ, διδάσκω, παιδεύω. μύηmς, μυητής, μυών, μύστης, μυστήριον, μυστήριο, μεμυημένος (αναδιπλ.), μυώ, άμυστος,
αμύητος,
μυσταγωγία,
μυσταγωγέω
μυσταγωγικός,
(άγω),
μυσταγώγημα,
μυσταγωγός,
μυστάρχης,
μυστηριάζω, μυστηριακός, μυστηρικός, μυστικός, μυστικό, μυστηριώδης, μυστηριωδία, μυστηριώτις, μυστικοτρόπως,
μυστιπολεία
(πολέω),
μυστιπόλευτος,
μυστιπολεύω,
μυστιπόλος, μύστις, μυστο-.
μύωψ [βλ. μύω αλογόμυγα.
+ ωψ]-
μη ορών μακράν, ο μικρός δάκτυλος,
μυωπάζω,
( =
μυλλαίνω,
μυλλίζω,
μυλοκόπι (κόπτω),
μυλοκόπος, μύλοικον (οίκος), μυλόδους (οδούς), μυλοειδής, μυλόεις, μυλοεργάτης, μυλο-, μυλουργός (έργον), μυλώδης, (θραύω),
μυλωνικός,
μυλωθρέω,
Μύλοι,
μυλώνιον,
μυλωθρικός,
μυλόπετρα,
μυλωνού,
μυλωθρός
μυλωθρίς,
Μυλοπόταμος,
μύλωθρον,
Μυλοποταμός,
Μυλότοπος.
μουλώνω
[μύλλω]-
σωπαίνω
από
φόβο
και
κρύβομαι.
μουλωχτά, μουλώχνω, μουλωχτός.
μυχός [μέ-μυκ-α (κ>χ), πρκμ. του μύω]- το ενδότατο μέρος, το βάθος, ο γυναικωνίτης, κόλπος εκτεινόμενος βαθέως στην ξηρά.
μύχιος, μυχή, μύχατος, μυχαίτατος, μυχάλμη (αλς),
μυχέστατος, μυχηβόρος (βορά), μυχόθεν, μυχοί, μυχοίτατος, μυχόνδε, (ερώ),
μυχόνοος,
μύχουρος
μυχόπεδον,
(ουρά),
μυχοπόντιος,
μυχώδης,
μυχορήμων
μυχώτατος,
μουχρός
(ο>ου), μούχρωμα, μουχρώνω.
Μυκήναι [βλ. μυχός εντός
ισχυρού
+
τείχους
άνω (α>η), διότι ήσαν κεκλεισμένες και
σε
ύψωμα
(άνω)],
Μυκήνη,
Μυκηναίος, Μυκηνίς, Μυκήνηθεν.
Μυτιλήνη [μύ-ω
+
τίλλω, διότι και εντός μυχού κόλπου
θαλασσίου ευρίσκεται και κομμένη από διώρυγα ετύγχανε],
μύωπας,
μυωπία,
μυωπικός,
μυωτικός (π>τ), μύωσις (τ>σ).
μυελός [μύ-ω
μυλλάω,
μύλλος,
μυλωνάρχης,
μουντός [μυνδός σκοτεινός,
τους, συνουmάζομαι μετά γυναικός, μυλλάς, μύλλον, μυλλός,
Μυτιληνιοί, Μυτιληνιός, Μυτιληνιά, Μυτιληναίος.
μύκλος
[μέ-μυκ-α
(βλ.
μυχός),
κυρίως
επί
γυναικών
(εννοείται επιθυμούντων εντός του κόλπου αυτών το ανδρικό
είμαι κλειστός)
+
άρω, αραρίσκω (α>ε,
μόριο )]-
ακόλαστος,
θηλυπρεπούς
ανδρός,
αισχρός,
ασελγής,
επί γυναικών,
μεταφ.,
ζωηρός,
πλήρης
ρ>λ)]- μεδούλι, ο εγκέφαλος, η εντεριώνη, καρδιά των φυτών,
σφριγών, υβριστικός, αυθάδης.
επί τροφής δυναμωτικής, κρέας τρυφερό.
(η
μυαλός, μυαλό,
μυελόω, μυαλόω, μυαλωμένος, μυελ-, μυελίνη, μυελικός,
μυ-
εκ
της
μα-),
επί
οργασμού,
μύχλος (Κ>χ), μύκλα, μάχλος
μαχλάς,
μαχλάω,
μάχλης,
μαχλίς,
μαχλικός, μαχλοσύνη, μαχλότης.
μυελίτιδα, μυέλωμα, μυελο-, μυελώδης, μυέλινος. μύς [μύ-ω]- το ποντίκι (εντός τρυπών), μύς του σώματος
μαυλίζω [μύ-ω
+
αυλίζω]- μαστροπεύω.
μαυλία, μαύλις,
(εντός του δέρματος), είδος μυδιού (εντός του οστράκου). μυών, μυ ιών, μυαλγία (άλγος), μυώδης, μύωμα, μυώνας,
μαυλιστής, μαυλιστήριον, μαυλώ, μαύλισμα.
μυγαλή (γα
μυία, μύα [μύ-ω, μυ-ζέω> μυζία
>
μυία, διότι απομυζά δια
της προβοσκίδας. Εκτός και αν εκ των μύ-σος
+
( = ακαθαρσία)
ί-ημι, είμι, δηλαδή ότι επιπίπτει επί των ακαθαρmών]-
μύγα.
η
=
γη)- αρουραίος, μύϊνος, μυΤσκη, μυ-, μυο-,
μυόχοδον (χοδιτεύω), μυόχοδος, μυωνία, σμύς, σμώδιξ (θίξ ομαι, μέλλ. του θΙΥΥάνω
μυΤνδα, μυίαγρος (άγρα), μυΤδιον, μυιϊκός, μύϊνος,
μυιοειδής, μυιαστήρι,
μυιοθήρας, μυιόβιον
μυιοκέφαλον,
μυιοφόρον,
μυιοσόβη
μυιώδης,
μύγα,
(σοβέω), μυγάκι,
=
κτυπώ, θ>δ)- οίδημα, μώλωπας,
σμώδιγξ, σμώγω, σμόω. μωλύω [μυς (υ>ω)
+ λύω]-
επί κρέατος μαραίνομαι, λιώνω.
μώλυmς, μωλύνομαι, μώλυς, μωλυτός, μωλυτής.
μυγιάζομαι, μυγιαστήρι, μυγο-. μωρός μύρος [μύ-ω χέλι.
+ ρέω,
ρο-ή, διαβιεί εντός θαλάμης]- θαλάσmο
μύραινα, σμύρνα, σμέρνα (α>ε, η μυ- εκ της μα-),
σμύραινα, σμύρος.
[μωλύω
(λ>ρ),
διότι
κυρίως
σημαίνει
νωθρός,
άτονος]- νωθρός, άτονος, επί των νεύρων, ανόητος, άφρων. μωραίνω,
μώρανmς,
μωρεύω, μωρία,
μωρο-,
μωρόομαι,
μώρος, μωρότης, μώρωmς, μωρό, μωράκι, μουρλός (ω>ου),
85 μουρλαίνω, μούρλα, μούρλια, μωρέ, βρέ (μ>β, βλ. βλώσκω),
Βοιωταρχέω,
μπρέ.
Βοιωτιουργής Βοιωτιακά,
μυκάομαι [μέ-μυκα, πρκμ. του μύω, βλ. μύω]- μυκώμαι, μουγκρίζω, κυρίως επί μόσχου, λέοντος, επί πραγμάτων, επί βροντής.
Βοιωτίς,
Βοιωτάζω,
Βοιωτός, Εύβοια
Βοιωτίδιον,
Βοιώτιος,
(ευ),
Βοιωτικός,
Ευβοεύς,
Ευβοϊκός,
Ευβοεικός, Ευβόμος, ΕυβοΤτης, Ευβόϊς, Ευβοίϊς, Ευβοϊκός, ευβοΤδες.
μυκώμαι (αο>ω), μυγμός (κ>γ), μυχμός (κ>χ),
μυκηθμός,
μύκημα,
μυκητίας,
μυκή,
μυκητικός,
μυχθισμός,
μύκηmς, μυκάμων,
μυκήτωρ,
μυχθώδης,
μυκτηρίζω,
μυχθίζω,
(υ>ου),
μυκτήρ,
μουχτερό
μυκτηρισμός,
μυκήμων,
μύκομαι,
σμυκτήρ,
μωκάομαι
(υ>ω),
μωκός, μύζω (γι>ζ), μύτις (κ>τ), μύτη, μυτάρα, μυτίζω, μυτιά,
μυταράς,
μούγκρισμα,
μουγκρίζω
μουγκανίζω,
(κρίζω),
μουγκρητό,
μουγκανητό,
μουθουνίζω,
μουσούδι, μουσούδα, μουσίτσα.
μύξα
[μυκτήρ,
κτ>κσ>ξ],
μυξιάρικο,
μύσσομαι
μυσακτέον,
μυξάζω,
(ξ>σσ),
μυσαρία,
μυσάττομαι,
Ρίζα μα-
γη
>
γαία [βλ. μά-μμα, μαμμή, μανίτσα. Ο Όμηρος εννοεί την τροφό. Το όνομα αποδίδονταν και στην Δήμητρα, την γη μητέρα (Γή-μητρα
>
Δήμητρα, γ>δ), από την οποία τα πάντα
γεννιούνται και τρέφονται. Ότι το πάλαι ποτέ η γη λέγονταν μαία φαίνεται από το Μαίανδρος, δηλαδή μαία
+
τορνόω
( = >
κυκλοτερώς διαγράφω, ότι άγεται κυκλοτερώς επί της γης) μυξάριον,
μυξίνος,
μύξων, μύξος, μυξώδης, μυξωτήρες, μυξητήρ, μυξιάρης,
(οψ),
Βοιωταρχία, (έργον),
μύσος,
μυσαρός,
μυσαχθής,
μυσάζω,
μυσαρότης,
μυσαχνή,
μύσαγμα,
μυσαρωπός
μυσερός,
μυσός,
άμυσχος.
μαιαντoρvoς> μαίαντρος όχ; μόνον) αία
>
μαίανδρος (τ>δ). Το Ομηρικό (και
από τίποτε άλλο δεν μπορεί να προέρχεται,
παρά μόνον από το μαία, το δε γαία εκ του αία, με το γ προτασσόμενο χάριν ευφωνίας και προς άρση χασμωδιών. Το γ από κανέναν φυmκό ή
ανθρώπινο ήχο δεν παράγεται σε
αντίθεση με το μ (βλ. μάμμα). Ότι δεν υφίσταται ρίζα γα φαίνεται σε κάθε λεξικό. Ελάχ;στες λέξεις που αρχίζουν από γ
μυμαρίζω
[μύ-ζω
στις οποίες κυρίως είναι προτασσόμενο. Οι υπόλοιπες ανήκουν
=
(
προς
δήλωση
δυσαρέσκειας,
μουρμουρίζω, γογγύζω), με αναδιπλ., υ>α]- γελοιάζω.
στις ρίζες χα-, κα-, βα- και ερ-. Επίσης βλ. εγώ, γεν. εμούς
μύμαρ,
(μ>γ). Τα αία, γα, γη, γέα, δα (γ>δ), δη, ζα (δ>ζ), γις, γεω- και
αμύμων (α, στερ.), μώμος, μωμάομαι, μωμεύω, άμωμος,
γαιο- σημαίνουν γη, χώρα, γεωργούμενο έδαφος, χώμα, την
άμωμον, μώμαρ, μουρμουρίζω, μουρμούρα, μουρμούρης,
μάννα γη η οποία γεννά και θρέφει, την μαία των πάντων]- γα,
μουρμούρισμα,
γη, γέα, δα, δη, ζα, για, γεω-, γαιο-, γαιόω, γαιών, γέγειος
θηλυκό
μορμύρω,
τέρας
εκφοβίζουν
δια
τα
του
οποίου
παιδιά,
μορμολύκειον
μορμυρίζω, οι
καθόλου
(λύκη),
Μορμώ-
τροφοί
συνήθιζαν
φόβητρο,
μορμολυκείον
φοβερό να
μορμολύκειο,
μορμολύττομαι,
μορμορωπός (οψ), μορμύσσομαι, μορμωτός.
(αναδιπλ.),
γείος,
γηγενέτης,
γαιηγενής,
γηγενής,
γάϊος,
γήϊνος, γήτης, γεηρός, γεϊκός, γηίτης, Γαία, Γίγας (υιός της
Γαίας,
αναδιπλ.),
γιγαντία,
Γιγάντειος,
γιγαντικός,
Γιγαντικός,
γιγαντολέτης
Γιγαντιάω,
(όλλυμι),
γιγαντο-,
γιγαντώδης, γαιήοχος (έχω), γαιάοχος, γεάοχος, Γαιήιος,
μυ, μω (το γράμμα) [βλ. μά-μμα (α>υ), μύ-ω (υ>ω), μώ-μος, μυ λαλείν του
= εκπέμπει
ήχου
ανθρώπου
Μεταβολές μπτ>φτ,
φωνή μόλις ακουστή, επίσης ως μίμηση που
κλαίει
με
λυγμούς
(μυμύ)].
μ>ν, β>μ, μ>β, νβ>μβ, νμ>μμ, νφ>μφ, μφ>φφ,
βμ>μμ,
μτ>ντ,
μ>π.
KαωμΈVOς. Προστίθεται όσχος
Αποβάλλεται
-
μόσχος, ρίφα
-
-
σμικρός, μύς
-
γεωγραφικός,
γεωδαισία
γεωμετρικός,
γεωμορία
γεωργία,
ρίμφα, λαβή
γεωργώδης,
-
σμυς.
γεωργικός,
γειοτομία, Γήδειρα,
-
βυζάνω, μεμβράς
βεμβράς, μέλι
-
-
βλώσκω,
-
βλίττω), το ζώο
που κατ' εξοχήν μΟυΥγανίζει, μυκάται, γεν. βοός]ταύρος, αγελάδα, μετ. επί πάσης μητρός.
το βόδι,
βουκόληmς,
γαμετρία, γεωπονέω
γεωργός,
Γεωργία,
γητομέω,
γεώργημα,
Γιωργία,
γηφαγέω,
γεωργήσιμος,
γεωτραγία
γηφάγος,
(τρώγω),
γήχυτον
(χέω),
Γαδειρίτης,
Γαδειρεύς,
Γαδειραίος,
Γάδαρα,
Γαδαρίς, Γαδαρεύς, Γαδαρηνός, γάκινος (κινώ), γαρότας (αρόω),
εύγειος,
γειοκόμος
(κομέω),
γειομόρος
γημόρος, γείωmς, γειώνω, γειωμένος, έγγυος (εν
(μέρος),
+ γα,
α>υ).
βοο-, βοόω, βώδιον
(οο>ω), βοΤδιον, βοιδάριον, βοίδιον, βουκόλος (πολέω, Π>Κ), βουκολικός,
γεωμετρία, γεωμορέω,
γήδιον, γαεών, γειόθεν, γαίηθεν, γήθεν, Γάδειρα (δειράς),
βους [βλ. μύω, μυκάομαι (μ>β, βλ. μολούμαι μυζώ
(δαίω), (μέρος),
(πονέω), γεωπόνος, γειοπόνος, γεωπονία, γεωργέω (έργον),
καμωμένος
λαμβάνω. Προ του μ προτίθενται τα α, ο και σ, μέλγω αμέλγω, μικρός
γαιηφάγος, γεώδης, γεωγραφέω, γεωγραφία, γεωγράφος,
βουκαίος,
βούκος,
βοίδης,
γείτων [γη, γέ-α
+ έτης
(ε>ι)]- γείτονας.
γείταινα, γειτνία,
γειτονία, γειτονιά, γείτονας, γειτνιάζω, γειτνιάω, γειτονικός,
βοάριος, βουστροφηδόν (στρέφω), βοϊκός, βοϊστί, βοαρμία
γειτνιακός,
(άρω), βουφόνια (φονεύω), βοώδης, βόαυλος (αυλή), βοών,
γειτόνησις, γειτονιάω, γειτοσύνη, γειτόσυνος, γείσον (τ>σ),
βοώπις (ωψ), βοωτέω, βοειακός, βοώτης, βούπαλις (πάλη),
γειmποδίζω (πους), γειmπόδισμα, γεισόποδες, γεισηπόδισμα
βουλυτός
(σε
(πρώρα),
(λύω), βόειος,
βοεικός, βοεύς,
βούπαις
βουχανδής
(παις),
βούπρωρος
(χανδάνω),
βουλιμία
(λιμός), βούβαλις, βούβαλος, βουβάλι, βουβάλα, βούρδουλας (βου-δερ-λας,
δέρω,
μετάθεση
του
ρ,
ε>ο>ου),
διέπλευσε
αυτόν
η
lώ),
Βοσπόρειος,
Βοσπόριος,
Βοσπορανός, Βοσπορηνός, Βοσπορείον, βοηγενής, βοηγία (άγω),
βοηδόν,
βοηοδρομέω,
Βοηδρόμια,
Βοηδρομιών,
βοηδρομίη, βοηδρόμος.
φώκη [βους (β>φ) θαλάσmος Φώκαια,
βους]-
+
η
Φωκαιεύς,
επιγραφή),
οψ (γεν. οπός, Π>Κ), διότι λέγεται και φώκαινα,
Φωκαεύς,
φώκος,
Φωκαιίς,
φωκίς,
Φωκάρχης,
Φωκίς, Φωκεύς, Φωκικός, Φωκίδα.
Βοιωτία [ονομάσθηκε έτm από τα βοσκοτόπια που είχε για βόσκηση βοών (βλ. βοί-διον)
+
γειτονέω,
γείσωμα,
γείσωmς,
γειτόνημα,
κατάγειος,
καταγής, κατώγαιος, κατώγι, κατώι, ανώγαιον, ανώγεως, ανώγι, ανώι, Ανώγεια, Ανώγειο.
ουδαίος (δ>τ)], Βοιωτάρχης,
+
γαλέη [γη, γα
λεία, λη-ίς, διότι από την γη λαμβάνει την
τροφή (αρουραίους)]- η γάτα. γαλεός, γαλεώτης, γαλεοειδής, γαλεάγρα (άγρα), γαλιδεύς, γάτα, κάτα (γ>κ), γάττα.
γέφυρα [γέ-α
φώκια.
γεισόω,
γειτονεύω,
επίβοιον,
βουδιά, βουζιά (δι>ζ), βουνιά, σβουνιά, Βόσπορος (πόρος, διότι
γειτνίασις,
+
φέρω, φορά (ο>υ)]- φραγμός δια χώματος,
πρόχωμα, έδαφος μεταξύ αντιμαχομένων, γέφυρα επί ποταμού. γεφυρόω,
γεφυρώνω,
γεφύριον,
γεφυρο-,
γεφύρωmς,
γεφυρωτής, γεφύρι, γιοφύρι, Γέφυρα, Γεφύρια, Γεφυρούδι,
γεφυριστές, προγεφύρωμα, βέφυρα (γ>β), βλέφυρα (β>βλ). γύψος [γη, γα (α>υ) είδος
ασβέστου.
+ άψω (μέλλ.
γυψόω,
του άπτω )]- η κιμωλία γη,
γύψωmς,
γυψώνω,
γυψωτής,
86 γυψάς,
γύψινος,
γυψοσανίδα,
γυψοκονία
(κόνις),
γυψοκονίαμα, γυψόσκονη, γυψοποιία.
γάμμα, γέμμα [γαμ-έω, γάμ-μα,
γέν-ος
γέν-μα
>
>
γέμμα
(νμ>μμ), δηλαδή το γράμμα που δηλώνει τα του γαμείν και γεννάν, βλ. γαία]. Αναπτύσσεται μεταξύ φωνηέντων, άουρος
Πέργαμος [υ-πέρ
+ γα,
πόλη της Μ. Ασίας.
γη
+ -μος]-
η ακρόπολη της Τροίας,
Περγαμία, Περγαμηνή, περγαμηνός,
άγουρος, πράγμα
Περγαμηνός.
αρχεύω
καλόερος, φαγί
αρχεύγω.
-
Αποβάλλεται,
πράμα. Μεταβολές, γ>ζ, γ>κ,
-
καλόγερος
φαί, προ του μ, σφιγμένος
-
γ>λ, γ>β, γ>δ,
F>y,
δ>γ, κν>γν, νν>γν, κδ>γδ, κβ>γβ, ργ>ρκ, βγ>βκ, υγ>υκ, πύργος
[βλ.
πυργηρέομαι, πυργίτης,
Πέργαμος,
ε>ο>υ],
πυργήρης
(άρω),
πυργόω,
πύργωμα,
πυργίδιον,
πυργηδόν,
πυργίον,
πυργίσκος,
πύργωσις,
πυργωτός,
μπούρκος (π>μπ, υ>ου), μπούρκλο, μπουρκλώνομαι.
= λίαν + γάϊος (γ αία) > γάγιος > γύγιος (α>υ)]- ο
Ωγύγιος [ω ανήκων
στον
αρχαιοτάτους
Ώγυγο,
βαmλέα
της
χρόνους,
καθόλου,
Αττικής
κατά
παμπάλαιος,
τους
πανάρχαιος,
προαιώνιος. Ωγυγία, Ώγυγος.
=
γαμέω
μαμέω, θα καταστήσω κάποιο
θηλυκό μαμά, αόρ. εγημάμην (ε-μημάμην, μάμμην)]- λαμβάνω γυναίκα, νυμφεύομαι, επί σαρκικής μίξης, γαμάω, επί γυναικός παντρεύομαι.
γδούπος.
αία
γαία,
-
γαμμάτιον,
νοώ
γνώναι,
-
γαμματίσκος
Y>k -
δούπος
(υποκοριστικά
του
γάμμα), γαμμοειδής, γαμματοειδής, γαμμακισμός (αδυναμία προφοράς του γ), γαμματίζω- κάμπτομαι. δίγαμμα
[εκ του σχήματος των δύο γάμμα καθ' ύψος.
(F)
Από την «Πυρσός» εγκυκλ. διαβάζουμε: «Το
F
φθόγγος κατ'
εξοχήν ασθενής ως προς την ιΊρθρωmν και την φυσιολογικήν ήτοι φωνητικήν παραγωγήν του, ήρχισεν εξ αρχαίων χρόνων να ενωρίς, δια τούτο και το Ιωνικό
(όταν το Ιωνικό αλφάβητο εισήχθη
στην Λέσβο,
Κόρινθο,
Κρήτη, Βοιωτία, Φωκίδα, Λοκρίδα, Ήλιδα κ ά., χώρες οι οποίες δεν απέβαλον το δίγαμμα, εξ ίσου νωρίς προς τους Ίωνας και
γαμήλιος, Γαμηλιών, γαμησείω, γαμητέον, γαμίζω, γαμικός,
γράμματα, τα οποία παρίστων φθόγγους συγγενείς προς τον δια
παρεμβάλλεται
γάμος, μεταξύ
μεσημβρία),
γαμβρός των
μ
γαμπρός,
γαμέτης,
F
αλφάβητο εστερείτο αυτού του γράμματος. Για τον λόγον αυτόν
Απικούς) εχρειάσθη να χρησιμοποιηθούν προς παράστασίν του
γαμο-,
γαμετή,
του ... Οι Ίωνες απώλεσαν το
γαμήλευμα,
γάμιος,
γαμάω,
Προτάσσεται,
τείνει εν τη Ελληνική εις την πλήρη αποβολή και αποmώπησίν
γαμέω [βλ. μάμμα και γαία, δηλαδή μαία> αία> γαία (μ>γ), ενεστ. και μέλλ.
ργ.
-
σφιμένος,
-
(αντί
και
ρ,
γαμερός,
όπως
μεσημερία
β
-
του
F
γραφόμενον φθόγγον. Εις τούτο (καθώς και εις την
εκάστοτε μεταβαλλομένη προφορά του
F)
οφείλεται
το ότι
γαμπριάτικος,
ευρίσκομεν τον φθόγγον τούτον γραφόμενον πότε μεν δια των ο,
γαμπρίκειος, γαμπριλίκι, γαμπρίmος, γαμπρολογώ, γαμετο-,
υ, ου, πότε δε δια των β και φ κατά τόπον ... Ο Άγγλος κριτικός
γαμώ,
και φιλόλογος
γαμήm,
γαμπρίζω,
το
γαμιόλης,
γαμιόλα,
γαμημένος,
γαμόνη,
γαμόντη, γαμηστερός, γαμώτο, γαμήκουλας, γαμησιάτικα.
γόνος [το αποτέλεσμα του γάμου, γαμείν, α>ο, μ>ν]- τέκνο, κάθε παραγωγή, γένος, το πέος.
γούνος
(ο>ου),
Bentleu απέδειξε 3354 φοράς».
Ομήρω ...
την ύπαρξη του
παρα τω
F
γενειάς [γένος, συμπίπτει η πρωτοεμφάνησή της με την αρχή
γονεία,
της ικανότητας του γαμείν και γεννάν], γενειάδα, γένεια,
γονεύω, γονεύς, γονάω, γαλόω (ν>λ), γάλων, γονή, γονίας,
γένειον, γενειάτης, γενειοφόρος, γενειάω, γενειάζω, γένυς,
γονικός, γόνιμος, γανά, βανά (γ>β), βανήκες, γονιμοποιώ,
γενείαmς,
γονιμοποίηmς, γονιμότης, γονιμώδης, γονόεις, γονοποιώ,
γνάθος (γενειάτης
γονοποιός, γονός, γονόρροια (ρέω).
mαγών,
γένυς,
γνάθων,
γυνή [γεν. γυναικός, ίκω
= έρχομαι,
αυτή που θα φέρει γόνο
(ο>υ), βλ. γανά (α>υ,η)]- γυναίκα, σύζυγος, η θηλυκή, η σύντροφος.
γυναικάριον,
γυναικίας,
γυναίκα,
γυναικιστί,
γυναικο-,
γυναικείος,
γύννις,
γυναικηρός
γυναικίζω,
γυναικωνίτις,
>
επί
στενού
γναθώνιος,
γουνάτος,
γενειαστήρ,
γενάτης γούνα
γουναρικό,
>
γενειήτης,
γνάτης
πορθμού, (γένυς,
γουνιό,
>
γενειόλης,
γνάθος, τ>θ)- η
γναθμός, ε>ο>ου),
γούνωμα,
γναθόω, γουναράς,
γουναραίοι,
γουνάριοι, γουνέμπορος.
(άρω),
γυναίκιmς,
γύναιος,
γενειάσκω,
γυναικών,
γόος [κυρίως επί νεκρών. Νομίζουμε ότι εκ του γόνος κατάγεται
διότι
επί
τέκνων
περισσότερο και εντονότερα.
γυναικόομαι, γυναικωτός.
ονοματοποιίας,
όπως
τα
θανόντων
θρηνεί
κανείς
Εκτός και αν πρόκειται περί
βο-ώ,
κό-μπος,
ά-χος]-
θρήνος,
ακτός (άγω),
κλαυθμός, στεναγμός, κραυγή, πένθος, ολολυγμός, κυρίως επί
αυτό που φέρει η γυνή, το θηλυκό], γαλαθηνός (γάλατ-ος, γεν.
νεκρών. γοηρός, γοερός, γοήμων, γοεδνός, γέγωνα (πρκμ. με
( =
γάλα [γεν. γάλακτος, γανά
γυνή, ν>λ)
+
του γάλα, τ>θ)- ο βυζαίνων, γαλακτίας, γαλαξίας, γαλαξαίος, γαλαξήεις,
γαλάξια,
γαλακτίζω,
Γαλαξιών,
απογαλακτίζω,
γαλάκτινος,
γαλακτίς,
γαλακτίτης,
γαλακτιάω,
απογαλακτισμός,
γαλακτικός,
γαλατσίδα,
γαλάκτιον,
γαλακτο-,
γαλάκτωmς, γαλακτώδης, γαλακτοειδής, γλάξ. γένος
[γόνος,
γανά,
α>ε]-
καταγωγή,
τέκνο, απόγονος, τάξη, είδος.
γενεά,
(άνω
=
περαίνω),
οικογένεια,
γενεά, γενέθλη, γενέθλιος,
γεννάδας,
γενναίος,
γενναιο-,
γενναιότης, γέννημα, γεννηματικός, γεννήτειρα, γεννήτρια, γεννητής,
γεννητικός,
γεννοδότειρα
(δίδω),
γεννητός,
γενούστης,
γενεαλογέω, γενεαλόγημα,
γεννήτωρ,
γενάρχης,
γενετήσιος,
γεννικός,
γενεαλογία,
γενετήρ, γενέτωρ,
γενή, γενητός, γενικός, γενικώς, γενέτειρα, γενετή, ευγένεια, ευγενία,
ευγενικός,
ευγενικότης,
ευγενής,
ευγένειος,
ευγενέτης, ευγενίζω, εξευγενίζω, ευγένιος, ευγενίς, γνήmος (γεvήmος), γνηmότης, γνησιότητα, ίγνητες (ί-ημι), γείνομαι
(ε>ει), γίγνομαι (γιγένομαι, αναδιπλ.), γίνομαι (αποβολή του γ), ίνις (γ-ίν-ομαι)- υιός, θυγατέρα, σκύμνος.
ενεστ.,
διακηρύττω, γεγωνοκώμη
ο>ω)-
διαλαλώ, (κώμη),
κράζω,
φωνάζω
γεγώνηmς, γογγύζω
δυνατά,
γεγωνίσκω,
(γογογο-,
ο>υ),
ψάλλω, γεγωνός,
γόγγυσις,
γογγυσμός, γογγυστής, γόγγυσος.
γόης [γό-ος]- κυρίως ο θρηνών, ο κραυγάζων, γΟΥΥύζων,
γένεθλον, γενεθλίωμα, γένεσις, γένησις, γενέτης, γενέmος, γεννάω
σημασία
μάγος (εκ των γοερών φωνών με τις οποίες ψάλλονταν οι μαγικές
επωδοί),
απατεώνας.
πλάνος,
επωδός,
θαυματοποιός,
ψεύτης,
γοητεία, γοήτευμα, γοήρευmς, γοητευτικός,
γοητικός, γοητεύτρια, γοητεύω, γοητής, γοατάς, γοητρίς, γόησσα, γοητευτής, γοητευτικά, γόητρον, γητεύω (οη>η), γητεία, γηθεία (τ>θ), γηθιά, γήτεμα, γητευτής, γητεύτρια.
γύα, γύης [γη, γα, α>υ]- καμπυλωμένο ξύλο του αρότρου στο οποίο αρμόζει το υνί, μέτρο γης, πληθ. χωράφια.
γούνα
(υ>ου), γούνων, γουνός, γουνί, γόνυ, γόνατο, γουνάζομαι, γουνόομαι,
γούνασμα,
γονατιά,
γνύπετος (πίπτω), πρόχνω (προ
+
γονατίζω, γόνυ> γνυ,
γονατισμός,
y>i),
γνύξ,
ιγνύα, γυίον- το μέλος τα πόδια, τα χέρια, γύης, το όλο σώμα, γυιόω, γυιός.
87 γυμνός [γυ-ίον
μένω, μένω με τα μέλη του σώματος
+
δάμος, δήμος [βλ. Δηώ]- διαμέρισμα γης, γη, χώρα, πλήθος,
ακάλυπτα], γυμνόω, γυμνάζω, γυμνάς, γυμνασία, γυμνώνω,
υποδιαίρεση
γυμνάmον,
δημαγωγέω, δημαγωγός, δημάρατος (αράομαι), δημαρχέω,
γυμνασιάρχης,
γυμνασιαρχία,
γυμνασίαρχος,
φυλών,
λαός.
(σδ>δδ),
δημαρχία,
δήμαρχος,
γυμναστήριον, γυμναστικός, γυμνής, Γυμνήmαι, γυμνητεία,
(αγορεύω),
δημιεύω,
γυμνητεύω,
δημιουργέω,
γύμναmς,
γύμνασμα,
γυμναστική,
γυμνήτης,
γυμνάδδομαι
γυμνητία,
γυμνήτις,
γυμνικός,
δημαγωγία
δήμευσις,
δημεύω,
δήμιος,
δημιουργία,
(άγω,
δημηγόρος
δημιουργός
δημιούργημα,
άγαγον),
(έργον),
δημιουργικός,
δημιωστί, δημο-, δημοκρατία, δημοκρατίζω, δημοκράτης,
γυμνητεύω, γυμνο-, γύμνωσις.
δημοκρατικός, δημόομαι, Δημοσθένης, δημόσιος, δημοσία,
εγγυάω [εν
γυ-ίον, νΥ>γγ]- δίνω ή εγχειρίζω κάτι ως
+
ενέγχειρο, πιστώνω, αρραβωνίζω, είμαι υπεύθυνος. εγγύησις,
εγγυητής,
εγγυώμενος,
εγγυητός,
εγγύη,
εγγυαλίζω,
είρω, άρω, ρ>λ]- το ένα εκ των δύο μερών
+
δημοσιεύω,
δημοmογραφία, δημόω,
δημοmόω,
δημότης,
δημώδης,
δημωφελής
εγγυιόω, έγγυος, εχέγγυος (έχω).
γύαλον [γυ-ίον
δημοmά,
δήμωμα,
(ωφέλεια),
δημοmογράφος,
δημοτικός,
δημούχος
δημοτεύομαι,
δημοφιλής,
(έχω),
δημοτολόγιον,
δημοκόπος
(κοπίζω),
Δάμων, Δαμοκλής (κλέος).
του θώρακος (το μεν έμπροσθεν το δε όπισθεν «περόναις συνήπτον προς άλληλα»), το κοίλο, κοίλωμα αγγείου. γυάλη
γυαλός,
πίδαξ [ε-πί πιδακίτις,
( = ποτήρι).
+
δα
γη)
( =
πιδακόεις,
+
άγω, άξω]- πηγή.
πιδακώδης,
πιδάω,
πίδακας,
πιδύω
(α>υ),
πιδήεις, πιδυλίς, πιδακόεσσα.
γωνία [γουνί (γύης, υ,ου>ω)]- γωνία, ο αγκώνας. γωνιαίος,
γωνιώδης,
γωνιασμός,
γωνίδιον,
γωνιάζω, γωνιόομαι,
έδαφος [ε (ευφων.) πράγματος,
mαγών [σείω, σίω σαγονιού.
γύης (υ>ο]- το σαγόνι, το οστό του
+
σαγόνι, σαγονού, σαγονιά, σιαγόνιον, mαγονίτης,
υαγών (ουα>ω)]- το γένειο.
+
=γη)
(
το
δάπεδο,
συγγράμματος.
τόπος,
άπτω (αφή), αυτό που
+
θεμέλιο, η
γη,
το
βάση κάθε
πρωτότυπο
μέρος
εδάφιον, εδαφίζω, εδαφιαίος, κατεδαφίζω,
κατεδάφισις,
υπέδαφος,
προσεδαφίζω,
προσεδάφιmς,
ανεδαφικός, έδεθλον (ε>α, φ>θ), εδέθλιον.
συαγών (ι>α>υ), υαγών. πώγων [υ-πό
δα
+
άπτεται της γης]- ο πυθμένας, το
γωνίωσις, γωνιωτός, άγωνος, παράγωνος.
πωγωνιαίος,
πωγωνίας, πωγωνιάτης, πωγώνιον, πωγωνίτης, πωγωνο-,
ούδας [έδαφος, ε>ο>ου]- η επιφάνεια της γης, το έδαφος, το πάτωμα δωματίου και οικιών. ουδέος, οδός, ουδός, οδο-.
πωγωνώδης, πιγούνι (ε-πί), πιγουνάτος, πιγουνιά, πηγούνι
ωβά [ουδαίος
(α>η), πηγουνάτος, πηγουνιά.
( =
χθόνιος), ούδας, ου>ω, δ>β, βλ. δήμος]
υποδιαίρεση των τριών μεγάλων πρώτων φυλών στη Σπάρτη. λαγώς,
λαγωός,
λαγός
[λα
(επιτατ.)
γυίον,
+
εκ
αναλογικώς υπερμεγέθους οπισθίου ποδιού του,
το
χαρακτηριστικώς
ο
κάμπτεται
σε
οξεία
γωνία]-
του
λαγός.
λαγωειδής, λαγωοειδής, λαγωνικό, λαγωνίκα, λαγω-, λαγο-,
λαγιδεύς,
λάγνης
καταφερής
στα
(λαγώς
λαγωνός
>
αφροδίmα)-
λάγνης,
>
ακόλαστος,
πόρνος,
ωβάζω, ωβάτης, ωγή (β>γ), ουαί
είναι
λάγνος,
τόπος [έδαφος> δάφος αιδοίο,
χωρίο
διαμέρισμα, συζήτηση,
λαγγεύω
τοπαρχία,
λαγγεύω
στο
λαγγάζω),
λάγκεμα
φυλαί, αποβολή του β).
(γ>κ),
>
τάπος (δ>τ, φ>π)
τόπος (α>ο)]
>
μέρος, χώρα, τοποθεσία, θέση, μέρος του σώματος, γυναικείο
λαγνεύω, λάγνευμα, λαγνεία, λάγνα, λάγγεμα (γαμώ, α>ε),
(βλ.
(=
οποίο
συγγραφέως
τοπική
(βλ.
διαίρεση,
περίσταση,
ευκαιρία.
τόπαρχος,
έδαφος),
επαρχία,
τοπικός,
κοιμητήριο,
υπόθεση
προς
τοπάρχης,
τοπάρχησις,
τοπίτης,
τοποτηρέω,
λαγκεύω, λαγών (βλ. λαγώς)- ο λαγός, το κοίλωμα κάτω από
τοποτηρητής, άτοπος, ατόπως, ατοπεύω, ατόπημα, τοπάζω,
τα πλευρά, λαγγόνι (του λαγού μεγάλο), κάθε κοιλότητα.
τοπέω, ουτοπία (ου), ουτοπικός, ουτοπιστής, ουτοπιστικός, τοπιάτικος,
λαγαρός [λαγών
+
άρω]- χαλαρός, εξασθενισμένος, χαύνος,
τοπικισμός,
τοπογραφία,
τοπικιστής,
τοπογραφικός,
τοπίο,
τοπογράφος,
ΤΟΠΙΟ-,
τοποθετώ,
κοίλος, βαθουλός, ισχνός, επί των λαγόνων ζώου, υποχωρών, ο
τοποθεσία, τοποθέτηmς, τοπωνύμιον (όνομα), τοπωνυμία,
καθαρός, ο διαυγής (υποχωρούντων των στερεών σωματιδίων
τοπωνυμικός,
ή ξένων ουmών), ανόθευτος, λαγαρά, λαγαρίζω, λαγάρισμα,
εντοπιότης,
λαγάρωμα, λαγαριστής, λαγανίζω.
εντοπιστικός.
λαγγάζω
[λαγ-αρός
+
άγω]-
υποχωρώ.
λαγγανόομαι,
τοπολογία,
εντόπιος,
εντόπισις,
εντοπίζω,
εντοπισμός,
Δαρδάνιος [βλ. Δαναός (Δηώ), Δαναοί
ντόπιος,
εντοπιστής,
γηγενείς), με
( =
λαγγέω, λαγγαρεύω, λαγγεύω (βλ. λαγγεύω στο λαγαρός),
έκταση (όπως το δαρδάπτω εκ του δάπτω). Άπαντες οι Αρχαίοι
λαγγόνι,
λογγάζω
Έλληνες
λαγκάδα
(γ>κ),
Λαγκδαίικα,
(α>ο),
λάγανον,
λαγάνα,
λαγγάδα,
λαγγάδι,
λαγκάδι,
Λάγκα,
Λαγκάδα,
λαγκαδάκι,
Λαγκαδάκια,
Λαγκαδάς,
= υποχωρών,
στο
κοίλος]- λυγαριά,
έδος (δασ.)
[σέδας
δλ>λλ)
λυγέα,
(Σεδ-λοί), Ελλοί (δασ.)
λυγίζω,
λύγινος,
λυγισμός,
λύγισμα,
λυγιστής, λυγιστικός, λυγιστός, λυγόδεσμος, λυγοπλόκος, λυγόω,
λυγισμένος,
λυγώ
λυγάω,
της
καταγωγής
λυγαριά,
λυγεράδα,
Λυγερής, λυγερός, λύγημα, λυγιά, Λυγιά, λυγιέμαι, λυγόνα.
= κάθισμα,
Δήμητρα,
Δηώος,
Δημητριάς, Δημητριάδα,
Δανάη-
ΔηωΤνη,
Δημήτηρ (μήτηρ),
Δημήτριος,
Δημητριακός,
Δημήτριον,
Δημήτρια,
Δημητριών,
δημητριακά,
δημητριακός,
δημητριάτικο,
όνομα
της
Δανάϊδες, Δαναός.
ξηράς,
Δαναοί-
ο
=
καθέδρας, Ησύχ.,
σέλλα (σέδ-λα,
εφίππιον και εξ αυτού το σελλάριος. Σελλοί
=
οι κάτοικοι της Δωδώνης, φύλακες
του μαντείου του Διός, αναγκασμένοι νε διάγουν βίο τραχύ και ασκητικό, «ανιπτόποδες, χαμαιεύναι (επί της γης κοιμώμενοι)>> τους αποκαλεί ο Όμηρος. Ο δε Σοφοκλής «των ορείων και χαμαικοιτών». Κατά τον Ησύχ. «Έλλα (δασ.)
Δηώ [βλ. γαία, γη, δα, δη]- Δήμητρα.
των]-
Δαρδανία, Δάρδανος, Δαρδάνειος,
Δαρδανίς, Δαρδανίδης, Δαρδανίωνες, Δάρνακες (Δάρδανες,
δένδρο ή θάμνος όμοιος με ιτιά, στρέβλη, καλιάγρα, πιεστήριο. λυγηρός,
γηγενές
με μετάθεση), Ντάρνακες, Νταρνάκας.
Λαγκάδια, λαγκαδιά, λαγκαδίζω, Λαγκαδίκια. λύγος [λαγών (α>υ), λαγαρός
επέμεναν
κάτοικος της Δαρδανίας.
γηγενείς,
Δανάϊδαι,
Διός
ιερόν
Δωδώνης»,
βλ.ελλός.
Επίσης
=
καθέδρα και
ελλά
(δασ.)
=
καθέδρα, Λάκ.. Από τα παραπάνω φαίνεται ότι η δασεία προέρχεται από το σ, δηλαδή ες
+έδα-φος> σέδας
>
+
δα (γη)
>
σέδα
>
έδος ή ες
έδος]- έδρα, θρόνος, κάθισμα, οικητήριο,
έδρασμα, μάλιστα των θεών, επί ναών, άγαλμα και ο τόπος στον οποίο ιδρύεται, θεμέλιο, βάση, βάθρο.
σέδας, σέλλα,
σελλάριος, Σελλοί, Ελλοί, ελλά, Έλλη, Ελλήσποντος, έδρα,
88 έδρασμα,
έδρη,
εδράζω,
καθέδρα
εδραίος,
εδραίωmς,
(κατά),
εδρήεις,
έδρανον,
έδραι,
αφεδρών
εδραιόομαι,
εδριάω,
έδριον,
εδωλιάζω, έδωλον, εδρο-, ελλός
( =
(από),
εδραιώνω,
εδρίτης,
ησυχαστικός,
Ησύχιος,
εφησυχάζω
(επί),
εφησυχασμός,
άσυχος (α, επιτατ.), ασυχία, άσυχα, άσυχον, ησύχη, ήσυχα.
εδώλιον,
το νεογνό της ελάφου,
+
Αχαιός [α (επιτατ,)
γαία
διότι δέχθηκαν εισβολή
(y>iJ,
διότι κρύπτεται, λουφάζει επί του εδάφους), Ελλάς (Σελλοί,
Ιώνων και κυρίως Δωριέων, δηλαδή Αχαιός
Ελλοί), Έλλην, Έλλάδα, Έλληνας, Ελλην-.
χώρα της ΠελOπoVVΉσOυ.
=
γηγενής]- η
Αχαϊα, Αχαϊστί, χάϊος, χαός,
χάσιος (τα τελευταία σημαίνουν γνήmος, αληθής, αγαθός). Σειληνός [βλ. έδος, Σελλοί (ε>ει), διότι διέθετε προφητική δύναμη]- ο αχώριστος σύντροφος του Βάκχου, πατέρας των Σατύρων. Σειληνώδης, Σειληνικός.
Αχελώος [α (επιτατ.)
+
γέ-α (γ>Ί)
+
λούω (ου>ω)]- όνομα
διαφόρων ποταμών, μεταγ. σημαίνει πάντα ποταμό ή εν γένει το ύδωρ. Αχελώιος, Αχελωίδες.
ιδρύω (δασ.) [έδρα, ε>ι]- κάνω ή βάζω κάποιον να καθίσει, εγκαθιστώ κάποιον ίδρυμαι,
ίδρυμα,
εγκαθιδρύω (εν
σε
κάποια θέση,
ίδρυσις,
τοποθετώ
ασφαλώς.
ιδρυτής,
ιδρύτρια,
ιδρυτικός,
+ κατά).
χαμαί, χάμω [βλ. Αχαιός, Αχελώος, εκ του γη, γα (γ>χ)] κατά
γης,
κάτω.
χαμάνδις,
χαμ-,
χαμερπής
έφεδρος [επί πλησίον,
+
έδρα]- καθισμένος σε κάτι, ο καθισμένος
παρακαθήμενος
τοποθετημένος σε εφέδρα,
και
παραφυλάττων,
εφεδρεία προς
εφεδράζω,
βοήθεια ή
εφέδρανον,
διάδοχος,
χαμογελώ,
χαμογέλιο,
εφεδρεία,
εφεδρεύω, εφεδρικός, εφεδρήσσω, εφεδριάω, εφεδρίζω.
(έρπω),
χαμάζε,
χαμηλώς,
χαμερπώς,
χαμάθεν, χαμίτις,
χαμαι-, χαμόθεν,
χαμέρπεια,
χαμηλο-,
χαμήλωμα, χαμηλούτmκος, χαμήλωmς, χαμηλώνω, χαμο-,
ανακούφιση.
εφεδράω,
χαμάδις, χαμηλός,
χαμόγελο,
χαμούρα,
χαμογελαστός,
χαμπηλός,
χαμογέλασμα,
κάμηλος
(χ>κ,
διότι
χαμηλώνει για να φορτωθεί), καμήλα, γκαμήλα, καμηλάτης, καμήλειος, καμηλίζω, καμηλο-, καμηλιέρης, καμηλιέρικος, καμηλώδης, χάνι (μ>ν)- πανδοχείο όπου ξάπλωναν χάμω,
θράω [έδρα> εδ- (δασ.)
θ, διότι το θ είναι το δασύ των
>
χαλί
(ν>λ),
χθαμαλός
(χαμηλός,
το
θ
παρεμβάλλεται),
θράνος, θράνοι, θρανεύω, θρανίον,
χθαμαλότης, χθαμαλόω, χθαμαλο-, χθών (χθα-μαλός)- η γη,
θρανίδιον, θρανίτης, θράνυξ, θρήνυς (α>η), θρόνος (α>ο),
χθόνιος, χθονήρης, χθονο-, καταχθόνιος, θάμνος (βλ. χ-θαμ
θρονίζομαι,
αλός,
οδοντόφωνων]- καθίζω.
θρονόομαι,
ενθρονίζομαι,
ενθρόνιmς,
θρονισμός, θρόνωσις, θρόνιον, θρονίς, θρονιστής, θρωσμός
χθών),
θαμνάς,
θαμνίτης,
θάμνα,
θαμνοειδής,
θαμνώδης.
(ο>ω), εκθρόνησις, εκθρονίζω. χώρος [γη σέλμα [βλ. έδος, σέδας, σέλ-λα, δ>λ (δάφνη
-
λάφVΗ). Στον
+ όρος> γηόρος > χώρος (γ>χ,
βλ. Αχαιός, χαμαί,
χθών, ηο>ω)]- τόπος, χωρισμένο μέρος εδάφους (έχων όρια),
Όμηρο ευσσελμος, εύσελμος σημαίνει ο έχων καλά σέλματα,
μέρος, αγρός, χώρα, γη, περιουσία, κτήμα, εξοχή.
ζυγά
χώρα,
ή
καθέδρας,
καλά
θρανία
για
τους
κωπηλάτες]
χωράφιον,
χω ρέω,
καθίσματα κωπηλάτη, κατάστρωμα, καθέδρα, θρόνος, κάθε τι
χω ρητός,
κατασκευασμένο από ξύλο, τεμάχια ξύλων προς οικοδομή.
χωριατοσύνη,
χωρίτης, χωρίζω,
καταχώρησις,
καταχωρισμένος,
εύσελμος,
ευσσελμος,
σέλπιδες (μ>π), σέλα,
σελάδικο, σελώνω,
σελάς,
σελμίς,
σελμός,
σέλωμα, σελωτός, σελίς
χωρίον,
χώρημα,
χωρικός,
χώρη,
χώρηmς,
χωρητικός,
χωρηκότης,
χωριατιά,
χωριστής, χωρισμός,
καταχωρίζω, χωρίς,
χώρι,
χωρώ, χωράω, χωραϊτης, χωρατά, χωρατατζής, χωρατεύω,
σανίδα, τα καθίσματα των κωπηλατών, μεταφ. φύλλο παπύρου,
χωρατό,
η σελίδα βιβλίου, σελίδωμα, σελίδιον, σελιδώνω, σελίδα,
χωριάτικος,
χωράφι,
σελιδο-, σελίδωmς, σόλα (ε>ο), σολιάζω, σολόδερμα.
χώρισμα, Χωριστή, χωριστά, χωρο-, συγχωρώ, συγχωρνώ, συχωρώ,
σανίς [σελίς ε>α, λ>ν]- σανίδα, θύρα, σανίδι, ξύλινο ικρίωμα ή πάτωμα, κατάστρωμα πλοίου, ξύλινη πινακίδα.
σανίδα,
χωρητικότης,
χωριατο-,
συχωρνώ,
χωριό,
χωριανός,
χωριάτης,
χωριουδάκι,
συχωράω,
χωριmά,
συχωρνάω,
συγχώριο,
συγχωριανός, συγχωριτός, συγχωριτικός, γωρητός (χώρη
=
θέση, χ>γ)- η φαρέτρα, θήκη τόξου.
σανίδι, σανιδόω, σανίδωμα, σανιδάς, σανιδο-, σανιδώνω,
Ρίζα μα-
σανίδωσις, σανιδωτός.
σάμβαλον [σαν-ίς
+ βάλλω>
σάνβαλον
>
σάμβαλον (ν>μ)]
σανδάλι. σάνδαλον (β>δ), σανδάλι, σανδαλο-, σαντάλι (δ>τ).
γα-
>
>
κατά
κατά [χα-μαί (χ>κ), γα (γ>κ)]- προς τα κάτω, επάνω σε κάτι, εντός,
μέσα,
εις,
κίνηση
προς
κάποιο
σημείο,
εναντίον
κάποιου, ως προς κάτι, περί κάποιου, εν σχέσει, διανεμητικώς, mμός [σέλμα, σελίς, σανίς, ε>ι]- ο έχων την μύτη mμή, πλατιά, πλατύς, μεταφ. κεκλιμένος προς τα άνω, καλυμμένος προς τα άνω, κοίλος, είδος επιδέσμου. mμόω,
mμώνω,
σίμωμα,
Σίμος, mμο-, mμότης,
ασίμωτος,
ασίμωτα,
επίmμος,
επιmμόω.
προς δήλωση διευθύνσεως, προς κάποιο αντικείμενο ή σκοπό, επί
αριθμών μη ακριβώς οριζομένων, σχεδόν, περίπου, επί
χρόνου, διαρκούντος κάποιου γεγονότος. κάτω, εκατόν (δασ., ε εξ
α αθροιστικού),
βαθέων
υδάτων)-
κητόομαι,
έζομαι (δασ.) [έδος> έδι-ομαι εαυτό μου.
>
έζομαι (δι>ζ)]- καθίζω τον
καθέζομαι (κατά), έσις (είσα, αόρ. ενεργητικός
του έζομαι)- κάθισμα,
ήμαι (είμαι πρκμ. του έζομαι, ει>η)
κάθομαι,
μένω
παραφυλάω,
κρυμμένος,
είμαι
ιδρυμένος,
κήτος (α>η, νομίζονταν θηρίο
μέγα
κήτη μα,
θαλάσmο
κητο-,
θηρίο,
κητώδης,
κητία,
κητώεις,
των
κητεία, κήτειος,
κητώος. καίνυμαι
[πρκμ.
κέ-κασ-μαι
(τ>σ),
εκ
του κατά κάτω,
δηλαδή έχω τον άλλον υπό κάτω, Δωρ. πρκμ. κέ-καδ-μαι
κείμαι, κάθημαι (κατά), κάθησμα, ίζω (ε>ι), καθίζω, ιζάνω,
(τ>δ)]- υπερτερώ, υπερέχω.
ισδάνω (ζ>σδ), καθιζάνω, ίζημα, καθίζηmς, ίσμα (δ>σ),
ενεστ.), κάζομαι (κέ-καδ-μαι, κάδι-ομαι
κάθισμα, κτίζω (κατά), κτίσις, κτίσμα, κτιστύς, κτίστωρ,
Καίσαρ (κέ-κασ-μια, καί-νυμαι)- το οικογενειακό όνομα του
Κτίσματα,
Γαιου
Κτιστάδες,
κτιστικά,
κτιστός,
χτίζω
(κ>χ),
Ιουλίου
Καισαριανοί,
χτίριο, κτίριο.
Καίσαρος, Καισαρεύω,
κέκασμαι (πρκμ. με σημασία
>
κάζο μαι, δι>ζ),
Καισάρειος,
Καισάριον,
Καίσαρας,
καισαρικός,
Καισάριο, Καισάριος, καισαρισμός, Καισάρεια, Καισαριά,
ήσυχος [είσ-α (ει>η, πρκμ. ήρεμος,
ακίνητος,
του έζομαι)
mωπηλός, πράος.
+
άχος (α>υ)]
ησυχαίος,
ησύχιος,
ησύχως, ήσυχον, ησυχόομαι, ησυχάζω, ησυχιότης, ησυχία, ησύχιμος, ησυχίδας, ησυχασμός, ησυχαστής, ησυχαστήριον,
Καισαρειά,
Καισαρεύς,
Καίσαρης,
Καίσαρι,
Καισαρία,
Καισαριανά, Καισαριανή, Καισαρίων, καισαρίκη.
89 Κασσιόπη [βλ. καίνυμαι, κασ-, καζ- (ζ>σσ)
+ οψ (γεν.
οπός),
δηλαδή η υπερέχουσα στη φωνή]- σύζυγος του Κηφέως και μητέρα της Ανδρομέδας, αστερισμός. Κασσία,
Κασσιανή,
Κάσmος,
σφυριού, ο ιχθύς κεστρεύς (σφύραινα), κεστρεύς, κεστρεύω, κεστρίνος, κεστρινίσκος.
Κασσιέπεια (έπος),
Κασmανός,
Κασσοτίς,
κίσσα [κέστρα, ε>ι, κενό],
χάζω
[βλ.
καίνυμαι,
κάζ-ομαι
αναγκάζω κάποιον να κάποιον από κάτι.
(Κ>χ),
αποχωρίσει
αόρ.
από
κέ-καδ-ον]
κάπου,
+
κίττα
(σσ>ττ),
κισσαβίζω,
κισσάω,
κισσητός,
κιτταβίζω, κιττάω, κίττηmς, κισσώδης.
αποστερώ
αγχάζω (αναχάζω), χάζομαι, Κασσάνδρα
[χάζομαι (χ>κ, ζ>σσ, βλ. Κασmόπη)
στ>σσ, πτηνό αδηφάγο. Η κέστρα
λέγονταν και νήστις διότι το στομάχι της βρίσκονταν πάντα
Κασσωπία (ωψ), Κασσωπαίοι, Κασσωπάς.
άνδρας, διότι δεν
κείω (βλ. κείω στο κεάζω), κέω [γαία, γείος (γ>κ), γεί-ωmς, γεί-νομαι,
γει-οτόμος,
γεί-των,
γε-ωργός.
Το
-μαι
είναι
δέχθηκε τον έρωτα του Απόλλωνος]- κόρη του Πριάμου,
κατάληξη (κείμαι), βλ. κάτω, κατά]- κείτομαι, κατάκειμαι, περί
χερσόνησος της Χαλκιδικής, Κασσάνδρεια, Κασσανδρηνό,
κοιμωμένων, περί απρακτούντων, επί φονευθέντων, επί τόπων,
Κάσσανδρος.
ευρίσκομαι, ξαπλώνω, πλαγιάζω, κοιμάμαι, κείτομαι ασθενής, είμαι θαμμένος.
κύδος (περισπώμενο) [βλ. καίνυμαι, κάδδόξα,
φήμη,
Θουκυδίδης
μάλιστα (θου,
στον
πόλεμο.
προστακ.
αορ.
κυδ- (α>υ )]-
>
κείτομαι,
κείμαι, κατάκειμαι, κέμα, κεμμάς, κεμάς,
κοιμίζω
(ε>ο),
κοιμάω,
κοιμήθρα,
κοίμηmς,
κοιμάμαι,
κειμήλιον,
κυδαίνω,
κυδάνω,
κοιμισμός,
τίθημι),
κυδιάω,
κειμήλιο ς, κώμα (οι>ω), κωματώδης, κωμαίνω, κωμόομαι,
του
κοιμητήριον,
κοιμώμαι,
κυδρόομαι, κύδρος, κυδάλιμος, κύδιστος, κύδιμος, κυδήεις,
κύμινον (οι>υ, επιφέρει βαρυκαρία), κοίτη (ε>ο), κοιτάζω
κυδνός,
κοιμίζω, πλαγιάζω, κοιμάμαι.
Κύδων,
Κυδώνιος,
Κυδωνίαι,
Κυδωνίτης,
Κυδωνία,
κυδωνιά,
Κυδωνιάτης,
κηδωνία,
κυδώνι,
(=
Με την έννοια του βλέπω,
προσέχω και παρατηρώ όχι μόνον καμμία σχέση δεν μπορεί να αναγνωριστεί αλλά μάλιστα ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει. Οι
κυδωνιάω.
ετυμολόγοι παράγουν τις έννοιες του βλέπω εκ του κοίτη
= υποχωρώ,
όνειδος, ύβρις. (δι>ζ),
φυλάκιο και εννοούν βεβαίως ότι από εκεί κυττάζει ο σκοπός.
κυδάσσω, κυδάζω, σκυδμαίνω, σκύζομαι
Πουθενά όμως δεν αναφέρεται η λέξη κοίτη με την έννοια του
σκύδμαινος,
βλ. χάζω, καδ-
σκυθρός
(δ>θ),
>
σκυθρωπάζω
(οψ),
σκυθρωπασμός, σκυθρωπότης, σκυθρωπός, σκυσμός (δ>σ).
φυλακίου. Νομίζουμε να ετυμολογίσουν
ότι η αδυναμία κάποιων γραμματικών
το
ρήμα κυττάζω,
μεταβολή αυτή (κυττάζω κήδω, κηδαίνω [κε-καδ-ήσω, μέλλ. του χάζω (χάζομαι),
>
ερευνώ, βλέπω με προσοχή (κυπτάζω επτά
σκεδάω,
σκεδαστής,
σπιδνός,
κεδαίω,
σπιδής
(κ>π),
σκέδαmς,
διασκέδασις,
διασκίνδημι,
ασπιδής
σπίζω,
κέδματα,
σκεδασμός,
διασκεδάζω,
σκίνδημι (ε>ι),
σπιδόεις,
κεδάννυμι,
σκεδάζω,
σκεδαστός,
mασκεδαστικός, κίνδαμαι,
(α>ε),
(α,
σπιθαμή
σκίνδαμαι,
κυττάζω, πτ>ττ, όπως
-
εττά). Επομένως τα κοίταγμα, κοίταμα, κοιτάζω και
-
κοιτάω,
με
κύτταγμα,
την έννοια του κύτταμα,
κοιτάομαι,
βλέπω,
κυττάζω
κοιτάζομαι,
πρέπει να γράφονται
και
κυττάω,
κοιτάριον,
κοιταίος,
κοιτασία,
κοιτίδιον,
σπιδόθεν,
κοιτίς, κοίτος, κοιτών, κοιτώνιον, κοιτωνίσκος, κοιτωνίτης,
σπιθαμιαίος,
κοιτωνο-, κοίτασμα (μεταλλευμάτων), κοιτάστρια, κοιτίδα,
ευφων),
(δ>θ),
Το κυττάζω εκ του
κυπτάζω προέρχεται που σημαίνει κύπτω και περιεργάζομαι,
κυδοιμός,
κεδάω
τους εξώθησε στην
κοιτάζω).
α>η]- ενεργώ, ταράζω, ενοχλώ, θλίβω. κυδοιμέω (α>υ, οίμοι), σκεδάννυμι,
=
κυδ-(α>υ)]
κύδος [χάζομαι
κοιτολοΥία,
σπιθαμώδης.
κοιτώνας,
κοιτωνίτης,
κώας
(κώ-μα,
στρώνονται κάτω)- δέρμα προβάτου, κώς (συνηρ.), κώδιον, σχίζω [κεδάω
(=
θραύω εις δύο, διασπώ), κ>;(, ε>ι, σχίδιω
σχίζω (δι>ζ)]- διαχωρίζω, διατέμνω. σχίδιον,
σχίδα,
σχισμένος,
σχίσμα,
σχιστόλιθος,
>
σχίζα, σχίδαξ, σχίmς,
σχισμή,
διασχίζω,
δυσχιδής
(δυσ- ),
σχιστός, δυσχιδές,
δίσχιστος, ξεσχίζω (ξε-), ξεσχισμένος, σχίmμο, σχισμάδα, σχισματικός, σχιζοφρενής,
σχισμός,
σχίστωσις,
σχιζοφρένια,
σχιζο-,
σχιζοφρενία,
σχιζοφρενικός, σχιζο-,
σκίζω,
σκίζα, σχελίς (δ>λ), σκελίδα, σχελίδιον, τσίτα (σχ>τσ, δ>τ,
κώδιξ (εκ δέρματος), κώδικας, κοσκυλμάτια (ω>ο, σκύλλω). εκεί [βλ. είμι (ρίζα ε-) επί χρόνου
=
τότε.
+ κεί-ω]-
σ' εκείνο το μέρος, σπανίως
εκείθεν, κείθεν, εκείθι, κείθι, εκεί σε,
κείσε, εκείνος, κείνος, κήνος (ει>η), εκείνη, εκεινώς, κείνως, εκείνινος, επέκεινα (επί), τήνος (κ>τ), τηνώ, τηνεί, τηνώθεν, τηνόθι, τηνίκα, τανίκα (η>α), τηνικάδε, τηνικαύτα, τήμος (ν>μ), τάμος, τάμον, ήμος, άμος.
σχίδη), τσέτουλα. κάς [βλ. κώας, κατά, κάτω, δια δερμάτων κάλυπταν τις σκόροδον
[σχελίδιον
(κεδάω),
ε>ο,
σκόροδον
(αφομοίωση)],
σκόρδο,
σκόρδιον,
σκορδοδάλμη
(άλμη),
λ>ρ,
σκόριδον
>
σκόρδον,
σκορδίζω,
σκορόδιον,
σκοροδο-,
σκοροδών,σκοροδόω.
ανοίγω
σχαδών,
σκάζω,
οίδημα,
σχάσις,
σκάω,
εμποδίζω,
σχάmμο,
σκάνω,
παραδίδω,
σχάσμα,
σκάmμο,
παραμελώ.
σχασμός,
σκάσις,
σχαστηρία,
ακασιαρχείο,
σκασίλα, σκασιματιά, σκασμός, σκαστός.
σχίνος
[σχίζω,
σχάζω]- σκίνος,
(σχίζεται ο φλοιός του δένδρου). σχινίς,
σχινοτρώκτης,
σκιλλοκρόμμυδον,
σκίνος,
σκιλλάριον,
μαστιχόδενδρο
σχίνειος, σχίνινος, σχινίζω, σκίλλα
(σχίν-λα,
σκιλλιτικός,
νλ>λλ),
σκιλλητικός,
>
κεάδω
κόβω, συντρίβω, κοπανίζω.
casa),
που σημαίνει
καλύβα, οικία, οίκηση. Πάνω δε σε δέρματα (κώας) κάθονταν μέσα στην καλύβα ή στον οίκο. Εξ αυτού τα κάσας, κασάς,
( = τάπητας
ή δορά για κάθισμα, εφίππιο). Δηλαδή και
τα άνω και τα κάτω της οικίας ήσαν από δέρματα]- το δέρμα. κάσα, κάσας, κασάς, κασής, κάσον, κάσσα
( = πόρνη,
εταίρα
και τώρα λέγεται σπιτωμένη και το πορνείο οίκος ανοχής), κασσαβάς (βάω, βινέω)- πόρνη, κασαλβάζω, κασαλβαδικός, κασάλβιον, κασαύρα (κατάληξη -υρος), κασαυράς, κάσσυμα
(σύμα
μαστιχιά,
σκίλλινος, σκιλλώδης.
κεάζω [κεδάω
νομαδικοί λαοί). Εξ αυτού το κάσα (Λατ.
κασής
σχάζω [σχίζω (ι>α), βλ. χάζω]- σχίζω, αφήνω ελεύθερον, λύω,
πρόχειρες καλύβες, ιδίως οι κτηνοτρόφοι (όπως τώρα οι
=
σώμα)- το πέλμα υποδήματος από σκληρό δέρμα,
κάττυμα (σσ>ττ), κασσύω, καττύω, κάττυμα, συΥκαττύω, συΥκάττυσις, συΥκαττυστής.
κασίΥνητος [κάσ-α εκτός και
αν εκ
+ ίyvητες ( = γνήmος),
του κατ-ά (τ>σ)]-
από τον ίδιο οίκο,
αδελφός,
εξάδελφος,
αδελφικός. καmΥνήτη, κασΙΥνητικός, κάσις, κάmος.
>
κεάδιω
>
κεάζω (δι>ζ)]- σχίζω,
καίατα, καιάδας, κεάδας, κώος
κάστανον
(συνηρ.), κείω (εα>ει), κέαρνον, κεάσματα (δ>τ), καιετάεις,
περιβάλλεται
καιέτας, καιετός, κέστρα (κεάσσω, μέλλ. του κεάζω)- είδος
καστανεών,
[κας (κας,
+
τάλας δέρμα)
κάστανος,
(λ>ν), από
καστανάς,
βλ.
δύσ-τανον,
ακνθώδες Καστανάς,
διότι
περίβλημα] καστανέα,
90 Καστανέα, Καστανέαι, Καστανέας, Καστανερή, Καστάνια, Καστανίτσα,
καστανιά,
Καστάνιανη,
Καστανιές,
Καστανιά,
πει, πι [βλ. πάππας (παπαπα ... ), πα (α>ε)
+ ι-
(ρίζα των ί-ημι
Καστανιανά,
και είμι), επί της ροής του παπαπα ... του νηπίου. Ότι δηλαδή
καστανο-,
ήλθε η προφορά του π στο στόμα του παιδιού, ως δείγμα
Καστανιώτισσα,
καστανός, Καστανούσα, καστανωτά, Καστανών.
προόδου του λέγειν.
Κατ'
εξοχήν χαρμόσυνη τυγχάνει η
προφορά του ρ, λόγω της ανΤΙKειμεVΙKής δυσκολίας της. Ας μη οσπίτιον (δασ.) [βλ. κας, κώας, κάσα οσπίδιον (το κ σε δασεία, α>ο, ε>ι) οικία,
πτωχείον.
σπιτίmος,
σπίτι,
σπίτωμα,
>
+ πεδίον> κασπέδιον >
οσπίτιον (δ>τ)]- πτωχική
σπιτάκι,
σπιταρόνα,
σπιτώνω,
σπιτο-,
σπιτικός,
σπιτωμένη,
[γεν.
περίττωμα,
σκατός,
σ-κατ-ός,
αποπάτημα.
εκ
σκωρία,
του
κάτ-ω]-
σκουριά,
κόπρος,
σκουριάζω,
π>κ, κ>π,
π>φ, φ>π, μ>π, π>μ, π>β, τα>π, π>γ, ντ>μπ, πμ>μμ, πτ>ττ, πτ>βδ,
πδ>βδ, προ
δασυνόμενης λέξης γίνεται
προστίθεται το τα (πόλις
ξεσπιτώνω. σκώρ
ξεχνάμε ότι μερικοί λαοί αγνοούν την προφορά του ρ]- το ψιλό χειλόφωνο και άφωνο σύμφωνο. Μεταβολές
ψι
[προέρχεται
εκ
φ.
Στο
π
πτόλις).
-
των
πσ,
φσ,
φθ,
βσ,
υσ,
χθ,
σπ].
Μεταβολές ψ>σ, ψ>ξ, φ>ψ, σ>ψ, σσ>ψ.
σκούριασμα, σκατό, σκαταιμία (αίμα), σκατένιος, σκατής, σκατίλα, σκατ-, σκάτωμα, σκατά, κουράδι (σ-κώρ, ω>ου),
κουράδα, κουραδάς, κουραδάρης, κουραδιάζω.
+
θόρυβος, ργ). Λέγεται το «μού
'ρχεται να κάνω πατ» , επί
άχος
συγκεχυμένος
(=
+ κάνω, όπως κακκρύπτω αντί του
ισχυρής
αποπατώ.
συχνότητας (βαρέων, υγρών), όπως της βροντής, σωμάτων που
κακκάω [κατά (βλ. σκώρ) κατακρύπτω
+
πάταγος [ονοματοποιία, εκ των ήχων παα ... (βλ. πα-ίω) ταα ... (βλ. ου-τά-ω, τύ-πτω, α>υ)
(ΤΚ>ΚΚ)]-
κακκά,
κάκκη,
πίπτουν
κακαράντζα.
πίεσης]στο νερό
(γσ>σσ),
Ρίζα πα-
Επί ή
πάταξις,
δυνατών
επί πιπτόντων
παταγέω,
παταγμός,
ήχων
παταγή,
μεν
αλλά
δένδρων.
πατάγημα,
χαμηλής πατάσσω
παταγητικός,
παταγώδης, πατακτικός, πατάκτρια,
μπάτσα (π>μπ), μπατmά, μπατσίζω, μπάτσισμα, μπατσισιά, πάππας [βλ. μάμμα, μετά την εκφορά του α και του μα, από
μπάτσος.
το νήπιο, ακολουθεί η προφορά του πα, η οποία προαπαιτεί πίεση
του
αέρα
ταυτόχρονη
εντός
πίεση
(μεγαλύτερη
των
της
στοματικής
χειλιών
δεξιότητα).
Ώστε
πριν
το
κοιλότητας,
το
άνοιγμά
πάππας
είναι
με
τους
εκ
του
παφλάζω [ονοματοποιία, παφ τραυλίζω.
=
πομφολύζω,
ονομάζουσι
ο
πομφολυγηρός,
πατέρας.
πάππα,
λέξις
των
ψελλιζόντων
πα, παπάς, παππίας,
παππώδης,
Παππαίος,
πάπας,
παππασμός,
παππίδιον,
παππίζω,
παππώος,
άππα,
παππωνυμών
νηπίων»]-
πάππος, παπούς,
παπίαινα,
πομφολυγέω,
πομφολυγόω,
πομφολυγοπάφλασμα,
πομφός,
πέμφιξ,
πεμφίς,
πεμφιγώδης.
παππάζω,
παππικός,
(όνομα),
λαλώ, λα-λήσ-ω, σ>ζ]- επί
πάφλασμα, παφλασμός, πομφόλυξ (α>ο, φ>μφ),
παπαπα ... , όπως το μάμμα εκ του μαμαμα ... , «παππάζουσι πάππα,
+
των κυμάτων της θαλάσσης, φυσώ θορυβωδώς, κομπάζω,
παππο-,
παππωνυμικός,
παίω, πήω (α>η) [βλ. πά-ταγος]- κτυπώ, τύπτω, κρούω, συγκρούομαι.
εμπαίω, έμπαιος, έμπαισμα, επεισπαίω (επί
+
πατήρ, πατάρ, πετέρας, πατερίζω, πάτρα, πατριά, πατρίς,
εις), παραπαίω, Παιών, Παιάν [εκ του παίω. Η ποικιλία των
πατρίδα, πατρικός, πατρώος, πάτριος, πατριώτης, πάτωρ,
εννοιών
Πάτρα, πάτρια, πατριαρχείον, πατριαρχεύω, πατριάρχης,
συμβαίνοντα στην και περί την μάχη του πολέμου, όπου
πατριαρχία, πατριαρχικός,
πατάσσουν και πατάσσονται οι εμπλεκόμενοι.
Πατρικάτα,
Πατρίκι,
Πατρίδα, πατριδο-,
πατρίκιος,
πατρικό,
Πατρικά,
πατρινέικος,
της
λέξης
αυτής
ερμηνεύεται
μόνο
από
τα
(Α) ο ιατρός
των θεών, θεραπεύει τους τρωθέντες (παίω) Άδη και Άρη πά
Πατρινός, πατριός, πατριωτικός, πατριωτισμός, πατρότης,
σσων φάρμακα. Είναι ο Απόλλων. (Β) «Ιήιε ή ιώ
πατρότητα, πατρώϊος, οπάτριος (ο, αθροιστικό), όπατρος,
Παιάν», κράζουν αυτοί που χρειάζονται βοήθεια. Ο ιατρός,
(ίασις)
σωτήρας και λυτρωτής Παιάν. (Γ) Χορικό άσμα, ύμνος ή ωδή
ομοπάτριος, ομόπατρος.
προς τον Απόλλωνα ως ευχαριστία για την λύτρωση από κακό. άττα
[βλ.
νεωτέρου
πάππα,
άππα
άττα
>
προς πρεσβύτερο.
(π>τ)]-
τάττα,
άπφα
προσφώνηση
(Δ) Άσμα θριάμβου μετά την νίκη (κυρίως στον Απόλλωνα).
(άππα, π>φ ),
(Ε) Κάθε άσμα για την έναρξη επιχειρήσεων, ως οιωνός
απφάριον, απφίδιον, απφίον, άπφιον, απφύς, τέττα (α>ε),
επιτυχίας. ],
τάτα, τσάτσα, τσίτσης, αταβισμός (βίος).
παιανικός, παιανο-,
πενθερός
[πατήρ, γεν. πατέρος
>
πεθερός (α>ε, τ>θ)
>
παιανίαι,
Παιανιεύς,
παιανίζω,
παιάνις,
Παι ήων,
παιανισμός,
παιανισταί,
παιανίτης,
Παιώνιος,
παιωνία,
παιωνείον,
Παιωνιάς,
παιωνίζω,
Παιωνικός,
παιωνισμός,
αναπαίω,
συγγενής εξ αγχιστείας.
πημονή, πημαίνω, πημαντέον, πημοσύνη, πήμων, απήμων,
πενθεριδούς, πεθερός,
πενθέριοι,
πενθερο-,
συμπέθερος,
πεθερά,
συμπεθέρα,
πεθερικός, συμπεθεριό,
απήμαντος,
απημονία,
αναπαιστρίς,
Παίονες,
πενθερός (θ>νθ)]- ο πατέρας του συζύγου ή της συζύγου, πενθερά, πενθεριδεύς, πενθερίδης,
ανάπαιστος,
παιωνίς,
απημοσύνη,
παις [γεν. παιδός, παί-ω
>
φράτρα (ρωτακισμός)]
λαός συγγενής εκ του αυτού γενάρχη καταγόμενος. φράτηρ,
φρατορία,
φρατριασμός,
φρατρία,
φρατρίζω,
φρατριάζω,
φρατρικός,
φράτρη,
φρατριακός,
φράτωρ,
φράτριος,
Αττική
[άττα, της,
διότι
δηλαδή
Αττικό ς,
Ατθίς (τ>θ), Ατmκή.
Αττικουργής
(έργον),
+
βαίνω (μετοχ. βας
βος
>
>
δος
,
(παίω), εκτός εάν το δεύτερο συνθετικό είναι εκ του γόος
(=
δούλος.
παιδεία, παιδεύω, παιδιά, παιδνός, παίζω (δι >ζ), παίδευμα,
παιδαγωγός
(άγω),
παιδαγωγικός,
παιδαγωγία, διαπαιδαγωγώ,
οι
διαπαιδαγώγησις, παιδάκι, παιδαρέλι, παιδαράς, παίδαρος, παιδαριώδης, παίδεμα, παιδεμός, παιδωμή, παιδεραστής,
θεωρούσαν αττική
αυτήν
Αττικεύομαι, Αττικίζω, Αττίκισις, Αττικισμός, Αττικιστής, Αττικίων,
εν),
(πρεσβυτέρα)],
παλαιότατη ατταϊκή
>
+
κλαυθμός, γ>δ)]- υιός, τέκνο, θυγατέρα, νεανίας, κορίτm,
παιδαγωγείον,
κάτοικοί
(επί
β>δ), διότι πέφτει συνεχώς όταν βαδίζει (βαίνω) και κτυπά
παίσδω,
φρατριεύς, φατρία, φατριάρχης.
επενπάω
πήμα,
οπάων (ο, αθροιστ.).
συμπεθεριάζω, συμπεθεριά. φράτρα [πάτρα> φάτρα (π>φ)
αναπαιστήρ,
Αττικωνικός,
παίδεψη, παιδιακίζω, παιδιακός, παιδιαρίζω, παιδιάρισμα, παιδιάτικος,
παιδικισμός,
εμπαίζω,
παραπαιδεία,
παιδικότης,
παιδο-,
παραπαίδι,
προπαίδευmς, προπαιδεύω, προπαιδευτικός.
παιδίσκη,
προπαίδεια,
91 παίγμα [παις, παιδ-ός, δ>γ], παιγνίδι, παιγμός, παίγνιον, παιγνιδιάρης,
παιγνιδίζω,
παιγνιώδης,
παιχνίδιον
(y>i),
(σφεδανός =ισχυρός, διότι είναι ξύλο ανθεκτικό), σφεντάμι, σπένδαμνον, Σφενδάμι.
παιχνίδι, παιχνιδιάρης, εμπαιγμός, παίσμα (δ>σ), παίστρια. σφήν [βλ. σφεν-δόνη, διότι πατάσσεται]- σφήνα. παύω [βλ. πα-ιών> παόω σταματώ,
αναπαύω,
παυσωλή,
>
παύω (ο>υ)]- φέρω σε πέρας,
απέχω.
παύρος,
παυστήρ,
Παυσανίας,
παύλα,
αναπαύω,
παύmς,
αναπαυτικός, αναπεύω (α>ε), ανάπαψη (υσ>ψ), αναπάψιμο, καταπαύω,
κατάπαυσις,
Σφηνωτό.
ανάπαυmς,
αναπαύσιμος, αναπαυστήριον, αναπαυτήριος, αναπαυτικά, αναπάψωμα,
καταπαύmμος,
καταπαυστικός.
όπου κάποιος την εκσφενδονίζει και ο βαλλόμενος την πιάνει] κοινώς τόπι για παιχνίδι, κάθε είδος σφαίρας, ως γεωμετρικό
[α (αρνητ.,
+
α>η)
παίω (αι>ι)]- πράος, ήμερος,
μαλακός, ευμενής. ηπιάω, ηπιότης, ηπιόω, ηπεδανός (ι>ε). ηπάομαι
[α
+ αιρέω ( = δράττομαι, πιάνω).
σφαίρα [βλ. σφε-νδόνη (πήω)
Ο Όμηρος την αναφέρει μόνον ως προς το παιχνίδι δι' αυτής,
στερεό, ήπιος
σφήνα,
σφηνόω, σφήνωmς, σφηνώνω, σφήνωμα, σφήνιον, σφηνο-,
(ευφων.,
+
α>η)
παιών]-
επιδιορθώνω,
η γη,
κοίλη
σφαίρισις,
σφαιριστήριον,
σφαιροποιώ,
σφαίρος,
αχινός,
βλήμα.
σφαιρεύς,
σφαιριστής,
σφαίρωμα,
σφαιρόω,
σφαιρών,
σφαίρωσις,
σφαιρωτήρ, σφαιρωτής, σφαιρωτό ς, σφαιρίδιον, σφαιρικός, σφαιρικότητα,
επισκευάζω. ηπήσασθαι (α>η).
σφαίρα,
σφαιρηδόν, σφαιρίζω, σφαιρινός, σφαιροειδής, σφαίρισμα,
σφαιρο-,
σφαιρικότης,
αντισφαίριmς,
αντισφαιρίζω, αντισφαιριστής. πράος [ήπιος> ηπιαρός
>
πιαρός
παρός
>
>
πράος (αρ>ρα)]
ήπιος, μαλακός, γλυκύς, ευγενής στους τρόπους. πραυς
(ο>υ),
πραότης,
πραϋσμός,
πράως,
πραϋ-,
πραυνω,
καταπραυνω,
πραόνως,
πρηυνω
(α>η),
καταπραϋντικός,
σφυρόν [σφαίρα, α>υ]- το κότm, μεταφ. το κατώτατο μέρος
ή άκρο, οι πρόποδες όρους.
σφυρόομαι, σφυράς, σπυράς
(φ>π), σπυρίς, σφυρί ς, σφυρά.
καταπράϋνσις.
πάσσω [μέλλ. πάσ-ω, εκ του πατ-άσσω (τ>σ)]- επιπάσσω, επιπάσσω άλας, διακοσμώ, κεντώ. πασπάλη,
πάσμα, παστός, πάσκος,
πασσαλευτός, παστέος, παστοποιός, παστώνω,
σφύρα [βλ. σφε-νδόνη σφύρα
(α>υ )]-
παπαί [παίω]- επιφώνημα οδύνης ή εκπλήξεως. παπαπαπαί, παπαιάξ, πόποι (α>ο), πάπαξ, βαβαί (π>β), βαβαιάξ, μπά,
αίρω, άρ-mς
εργαλείο
>
σφεάρα
γεωργικό
σφάρα
>
με
το
συντρίβOΥV τους βόλους της γης, ο ιχθύς σφυρίδα. σφυρίδα,
πάστωμα, παστουρμάς.
+
σφυρί,
σφύραινα,
σφυρήλατος
σφυρηλάτηmς,
σφυρηλατέω,
σφυροκοπέω
(κόπτω),
(ελαύνω),
>
οποίο σφυρί,
σφυρηλασία,
σφυρηλατώ,
σφυρηλάτης,
σφυροκοπώ,
σφυροκόπος,
σφυροκόπημα, σφυρωτός, σφυρόω.
πωρητύς (αι>ω), πωρός.
πτίσσω [πατάσσω> πτάσσω έποψ [γεν. έποπος, ονοματοποιία εκ της φωνής αυτού]- ο
τσαλαπετεινός. παπαγάλος,
πούπος,
πάππας
πουπούτης,
(άσχετο
με
το
ποπίζω,
πάππας
ποποποί,
=
πέρδομαι,
πέρδηmς,
πτισσάνη, πτισμός,
πτίσις, πίτυρον (τι>ιτ), πιτυρίδα, πίτυρο, πίτερο.
+
άβδης [α (επιτατ.)
μαστίγιο. [ονοματοποιία],
πτίσσω (α>ι)]- κοπανίζω
πατέρας),
ποππυλιάζω, πόπυσμα, ποππυσμός, ποππυστής. πορδή
>
mτηρά προς αποφλοίωση, εκλεπίζω.
πράδηmς
αβδής,
πτίσσω, πτ>βδ (επτά
Αβδηρίτης
έβδομος)]-
-
(θεωρούνταν
ηλίθιοι
και
ευήθεις), Άβδηρα, αβδηριτικός, αβδηριτίζω, αβδηριτικά.
(ερ>ρα), προδίλη, πεπραδίλη, πούφκα, πούφκατζης. πτήσσω
Πάν [λόγω των πάμπολλων χαρακτηριστικών του και των
[πατάσσω
συμπτύσσομαι,
πτώσσω
πτάσσω
>
ζαρώνω
από
(α>ω),
πτήσσω
(α>η)]
συστέλλομαι.
πτάζω
>
φόβο,
ανάλογων μύθων, καθίσταται δύσκολη η απόδοση ετύμου. (Α)
(σσ>ζ),
πτωσκάζω,
πτάξ,
πτακάδις,
Εάν εκ του πανικού τον οποίον ενέσπειρε στους ορεσίβιους, δι'
πτακισμός, πτακωρέω, πτώξ, πτήξις, πτωκάς, πτεκάς, πτόα
ήχων του ανέμου και των χειμάρρων, μερικές δε φορές τελείως
(α>ο), πτοία, πτοίη, πτοαλέος, πτοέω, πτόησις, πτοίησις,
απροσδόκητα, τότε εκ του παίω (πατάσσω). (Β) Εάν από την
πτυρμός
σχέση του με τις Νύμφες των υδάτων, ένεκα της οποίας
πτώχεια, πτώχευmς, πτωχευτικός, πτωχικός, πτωχοκομείον
κατέστη θεότητα των ρεόντων υδάτων, ίσως εκ του παγά
(κομέω),
>
πανά
>
> παά
πανός (γεν. του Παν). Μπάνιτσα στη Μακεδονία
λέγονται χωριά παραποτάμια. Πάνω από την πηγή του Ιορδάνη
(ο>υ),
πτύρομαι,
πτωχο-,
φτωχαίνω,
φτωχός
φτωχεύω,
πτωχός, (π>φ),
πτωχεία,
πτωχεύω,
φτωχαδάκι,
φτώχεια,
φτωχικός,
φτωχο-,
φτώχεση,
φτωχούλης, φτωχούτmκος.
ποταμού υπάρχει σπήλαιο αφιερωμένο, κατά την αρχαιότητα, στον Πάνα, το Πάνειον (Μπανίγιας Αραβιστί). (Γ) Εάν εκ του
ξιπάζω
[ξε- (επιτατ.,
+
ε>ι)
πτάζω
ερωτικού πάθους προς τις Νύμφες, τότε εκ του πάσχω (πρκμ.
κάποιον, περηφανεύομαι, αλαζονεύομαι.
πέ-πον-θα, ο>α). (Δ) Εάν εκ του ότι ήταν θεός των σπηλαίων,
ξιπαστήρι, ξιπασμένος.
>
πάζω]-
τρομάζω
ξιπασιά, ξίπασμα,
τότε εκ του σ-πέος (ρίζα σ-πά-ω). (Ε) Εάν εκ του ότι ήταν θεός των βουνών τότε εκ του ε-πάν-ω (επάνωθεν
=
στην ορεινή). Η
εκ του πας (παν) εκδοχή πάσχει αναλόγως μ' Παγγαίου (παν
(ρίζα παγγαί-ον,
,
+ γαία),
το οποίο προέρχεται από τα πήγ-νυμι
πάγ-ος, λόγω των μαρμάρων του)
δηλαδή
αυτήν του
πεπηγμένη
γη
+ γαία>
(μάρμαρο)],
Παγ
Πανικός,
Πανίσκος, Πάνιον, Πάνιος, πανισμός, πανικός, Πανιασταί,
πτύσσω [πτώσσω, πτάζω, α,ω>υ]- διπλώνω, συγκαλύπτομαι, σκεπάζομαι. πτυκτός,
πτύγμα,
πτύξις,
πτυχιούχος
(έχω),
πτυχωσιγενής,
πτυκτίον,
πτύχιον,
πτύξ,
πτύχιος,
πτυχώνω,
αναπτύσσω,
πτυχή,
πτυχώδης,
πτύχωmς,
πτύγξ, πτυχίον,
πτυχωτός,
ανάπτυκτος,
ανάπτυξις,
αναπτυχή, αν άπτυχος, ανάπτυγμα, αναπτυκτός.
Πανιάς, Πάνειον, Πανεάς, Μπάνιτσα.
πταίρω, σφενδόνη, σφενδόνα [το σ προτάσσεται
η>ε)
+
δονέω
σφενδικίζω,
(
+ παίω,
πή-ω (π>φ,
=τινάζω, δ>νδ)], σφενδονάω, σφενδονίζω,
σφενδονώ,
σφεντόνα
(δ>τ),
σφοδρότης,
σφοδρύνω,
πταρνίζομαι,
φταιρνίζομαι,
πταρτικός, φτάρνισμα, φτέρνισμα, φτερνίζομαι.
εκσφενδονίζω,
εκσφενδόνιmς, εκσφενδονιστής, σφεδανός (ο>α), σφοδρός (ε>ο),
πτάρνυμαι,
φταρνίζομαι [ονοματοποιία], πταρμός, πταρμική, πταρμικός,
σφόδρα,
σφένδαμος
πατέομαι [πατάσσω. Όταν ομάδα πεινασμένων ανθρώπων αλλά
και
ζώων
επιπέσει
επί
τροφής,
τα
μέλη
της
αλληλοπατάσσονται ώστε να προλάβουν καλό και αρκετό
92 μερίδιο (πά-μα). Επί κυνηγών το άριστο μέρος του θηράματος είναι
τα
εντόσθια
=
(πατέομαι
εσθίω
κάτι
μαλακό).
Ο
πέντε,
πέμπε
(ν>μ,
τ>π)
[Στον Όμηρο
το
πεμπάζομαι
σημαίνει αριθμώ επί των πέντε δακτύλων, δηλαδή το πέντε εκ
δικαιούμενος (αποκτών) το περισσότερο λέγεται πάτ-ωρ, η
του πάντα (α>ε)
κτήση του δε πάσ-ις (τ>σ). Όταν δε τα λαμβάνει όλα τότε
σύστημα αριθμήσεως το έξι λέγονταν ένα και πέντε (βλ. έξι)
λέγεται
πάσ-τας,
και
(αποκτά)
τα πά( ν )τ-α
δηλαδή
κύριος
( πας,
από κάτι, εσθίω, γεύομαι τροφή. παίω,
πατάνη,
παστήρια,
φατνιακός,
φατνίον,
φατνωτός,
φατνιίτιδα,
(πάομαι).
Τότε
πά-εται
γεν. παντός)] - εσθίω μαλακό μέρος πάστα, πάστη, παστοποιός,
πάθνη
(τ>θ),
φάτνωμα,
παχνί
φάτνη
φατνώνω,
(πάθνη,
θ>χ),
(π>φ),
ούτω
καθ'
πεντάδα,
πεντάκις,
πεντ-,
>
πατ-
πένταχα,
πενταδικό
πεντηκο-, (έτος),
πεντάς,
πενταετής,
(πλείστος),
πενταχή,
πενταχώς,
πενταχού, πεντεκαι- (και), πεντήκοντα, πενήντα, πενηντάδα,
παχνιάζω,
πενηνταράκι,
πτα-
>
Στο
πενταπλήσιος
πενταχά,
πενηντάρης,
πενηντάρικο, πεμπάζω,
πατ-έομαι
πεντα-,
πενταετηρίς
πεντακόmοι,
πενταπλάmος,
πεμπταίος,
( = κατόπιν) +
εξής],
πενταδικός,
χειρός.
φάτνωσις,
πάχνιασμα, παχνίζω, πάχνιασμα. επιβδά [επί
τα δάκτυλα της
>
βδα
πενηντάρι,
πενηνταριά,
αναπεμπάζω, πεμπάς, πεμπαστή,
πέμπτος,
πέμπτη,
Πέμπτος,
πεμπώβολον
(οβολός), πενθ-.
(πτ>βδ, βλ. άβδης)]- η μετά την εορτή μέρα (όλες οι εορτές κτάομαι [πάομαι
περιλαμβάνουν φαγοπότι).
>
πτάομαι (πόλις
-
πτόλις)
>
κτάομαι
(π>κ), βλ. πατέομαι. Άπαντες οι χρονικοί τύποι των πάομαι και έφαγον [φάγον (Ομηρ.), αόρ. β' του εσθίω. Εκ του πα-τέομαι
+ άγω> παάγω > πάγω> φάγω (π>φ, ενεστ.
=
(φάγω
βιβρώσκω,
βλ. παχνί
φάτνη), άνευ
-
καταβροχθίζω,
καταναλώνω,
καταδαπανώ)], φαγείν, φάγαινα, φαγέδαινα, φαγεδαινικός, φαγεδαινόομαι, πολυφαγία, (σωρός),
φαγείον,
φαγητόν,
φαγάς,
φαγίον,
φάγων,
φαγήmα,
φάγος,
φάγηmς,
(άδην),
αδηφαγία,
αδηφαγέω,
φαγάνα,
φαγανός,
φαγεδαινισμός,
φάγουσα,
φάγωμα,
φαγί,
φαΤ,
φάγον,
φάγημα,
φαγέσωρος
φάΥιλος,
αδηφάγος
φαγάδικο,
φαγάδικος,
φαγεδαίνωσις,
φαγωμάρα,
φαγωμός,
φαγο-,
φαγώνομαι,
κτάομαι συνάδουν]- αποκτώ, λαμβάνω, κερδίζω, πορίζομαι. κτήμα (κέ-κτημ-αι, πρκμ.
κτώμαι
(αο>ω),
του κτάομαι),
κτέανον
(α>ε),
κτήτωρ,
κτεατίζω,
κτήσις,
κτερίσματα,
κτέρας, κτέρεα, κτερίζω, κτερέϊζω, κτεριστής, κτεάτειρα, αποκτώ,
αποκτάω,
απόκτηmς,
απόκτημα,
κατακτάω,
κατακτώ, κατάκτηmς, κατακτητής, κατακτητικός, κτήνος, κτήνειος,
κτηνηδόν,
κτηνιατρείον,
κτηνίτης,
κτηνο-,
κτηνικός,
κτηνόομαι,
κτηνίατρος,
κτηνώδης,
κτηνωδία,
κτηm-, κτήmος, κτήσιππος, (ίππος), κτητός, αποκτηνώνω, αποκτήνωmς, χτήμα (Κ>χ), χτήνος.
φαγώσιμα, φαγώmμος, φάγρος (αδηφάγος ιχθύς), φαΥγρί, φάγωρος, φαγρώριος, φηγός (α>η)- είδος δρυός που φέρει εδώδιμο βάλανο.
πόσος, κόσος (π>κ) [βλ. πατέομαι, πάομαι, πάmς, πόmς, δηλαδή το ποσόν της κτήσης, το μέγεθός της, πόσος την ποσότητα, πόσον ισχυρός]- πόσος κατά την ποσότητα, επί
βάλανος [Στον Όμηρο μόνο ο καρπός της δρυός. Εκ του έφαγον, φηγός, φαγανός
αριθμού,
αξίας,
αποστάσεως,
βαθμού,
χρόνου,
μεγέθους,
βάλανος (γ>λ,
ισχύος. ποσότης, ποσόν, ποσόω, πόστο ς, ποσταίος, ποσάκις,
όπως μόγις- μόλις)]- το βελανίδι, το βαλαVΗφόρO δένδρο, το
ποσαχώς, ποσώς, ποσίνδα, ποσό, ποσοστιαίος, ποσοστόν,
άκρο του ανδρικού αιδοίου και εξ αυτού το mδερένιο καρφί
ποσότητα, ποσοτικός.
ασφαλείας
θυρός.
βαλάνιον,
βαλανοφάγος,
βαλάνινος,
βάγανος (φ>β)
>
βελανίδι
βαλανίδιον,
βαλανόω,
>
( α>ε ),
βαλανίτης,
βαλανωτός,
βαλανίζω, βαλανώδης,
βαλανοδόκη
(δέχομαι),
βαλανάγρα (άγρα), βαλανιδιά, βελανιδιά.
οπόσος (δασ.) [ο (αναφορική αντωνυμία αντί του ος) πόσος]-
+
συσχετικό του πόσος, σχεδόν όπως το όσος, επί
αριθμού, επί ποσότητας, τόσος όσος, αντί πόσου, αντί ποιάς τιμής. οποσταίος, οπόστος, οπόραι (σ>ρ), οποσάκις, οπό σε.
φάρυγξ
[γεν.
φάρυγι
(πάντοτε
φάρυγγος, εκ των φάγ-ημα
+
στον
Όμηρο),
μεταγ.
άγω (γ>λ>ρ, α>υ, το γγ εκ του
ποίος [πόσος, γεν. πόmος
> ποίος] - ποίος στο
άγαγον)]- ο λαιμός εξωτερικώς και εσωτερικώς, το λωyΆVΙo ή
ερώτηση ισοδύναμο του έκαστος, ενίοτε
η λαμυρίς.
ποδαπός.
φάρυγγες, φαρύγγεθρον, φαρύγεθρον, φάρος,
φαρυΥγίζω, φαρυγίνδην, ασφάραγος.
είδος, ποιός, σε
αντί του πόσος,
ποιόω, ποιός, ποιότητα, ποιότης, κοίος (π>κ),
ποιώ δες,
ποίον,
που
(ποίος,
ο
οποίος,
οιο>ου),
ποιόν,
ποιοτικός, ποιοτικώς, οίος (δασ., το π σε δασεία), οποίος (ο, πάομαι [βλ. πατέομαι]- λαμβάνω, κτώμαι. πάmς, πάστας, πάμα,
πάμμα,
παμωχέω,
παμούχος
πάτωρ,
(έχω),
έμπασις(εν),
παμώχος,
παμουχέω,
έππασις (μπ>ππ),
παός-
ο
εξ
αγχιστείας
συγγενής,
πηός
(α>η),
πηοσύνη, παώτης, παζάρι (σ>ζ, άρος), παζάρεμα, παζαρλίκι, παζαρευτής,
παζαρεύω,
παζαρίτης,
παζαριώτης,
παζαρίmος. πας
ποι [πόσος, ποί-ος]- προς ποιό μέρος, για ποιό σκοπό, επί πόσο, έως πότε.
που, πω, πόσε, πώποκα (οι>ω), πώποτε,
πόθι, ποταπός (από), ποδαπός, πούθε, πουθενά, όποι (δασ., βλ.
οπόσος),
οππόθι
(επικ.),
οπόθι,
όκοι
(π>κ),
οπόθεν,
οππόθεν, όπω, όπου, όκου, όπη.
[γεν.
παντός,
βλ.
πατέομαι]-
όλος,
σύμπας,
ποιέω
[βλ.
ποιόω, ποίος, ποι]- επί δημιουργιών κυρίως
οποιοσδήποτε, επί του καθόλου, επί του καθενός, έκαστος.
καλλιτεχνικών,
πάντη, παντοίος, πάντοθεν, παντοδαπός, πάντοτε, πάντα,
ποίηmς,
πανταχού, πάντως, πανίς (γεν. πανίδος, είδος), πανίδα, πάνυ,
ποιητικός,
πάγχυ (νχ?γχ), όπνιος (ο, ευφων.)- πλούmος, πολύς μέγας,
ποιητάρης,
Ποιητική,
ποιητίσκος,
αυξημένος,
προσποιούμαι,
προσποίημα,
προσποίηmς,
άπας
απανταχόθι, απανταχόσε,
+ ποτέ).
έπαmς,
παστός, παστάς, παστόω, παστάδα, πόmς (α>ο), πότνια,
ποτάζω,
αναφορική αντωνυμία)- οποίου είδους ή ποιότητας, οπποίος (επικ.), οκοίος (π>κ), όποιος, οποισδήποτε (δη
(δασ.,
απανταχή, απανταχοί,
α,
αθροιστικό), απανταχού,
σύμπας,
σύμπαν,
απαντάπασι, απανταχόθεν, συμπάντως,
δημιουργώ, κάνω, κατασκευάζω.
ποιητής,
ποιητός,
ποιήτρια,
ποιημάτιον,
ποιώ,
ποίημα,
ποιητικεύομαι,
ποιηματάκι,
ποιητάκος, προσποιέω, προσποιητός,
προσποιητικός, εκποιέω, εκποίηmς, εκποίητος, παραποιέω, παραποιώ, παραποίηmς, εισποίησις, εισποιητός, εισποιέω.
συμπαντικός.
πότερος, κότερος (π>κ) [ποίος Έμπουσα [εν «παλλάς
+
μαρφάς
Εμπουσαίος.
πας> Έμπασα> Έμπουσα (α>ου), διότι αλλάσσει»]-
φάντασμα
δαιμονιώδες.
άνευ ερωτήσεως, ως το
+ έτερος]-
άτερος.
ποτέρως, οπότερος (δασ., βλ.
ποιός εκ των δύο,
ποτέρωθεν, ποτέρωθι,
οποίος), οππότερος (επικ.),
οποτέρωθε, οποτέρωθι, οκότερος.
93 πώς (περισπώμενο)
[εκ του ποίος (οιο>ω )]- κατά ποιόν
ουδενία,
ουδένεια,
τρόπο. πη (το ο εξ α, βλ. πόσος, α>η), κως (π>κ), κη, πηνίκα,
εξουδενόω,
τηνίκα (π>τ), ηνίκα (το π σε δασεία), όπως (βλ. οποίος),
εξουδενωτής,
όππως (επικ.), όπυς, όπωρ, όπωτ (σε επιγραφή), όκως.
εξουθένησις,
εξουθενέω
+
[ο (ευφων.)
πότε, ποτέ
οποτέ
>
>
οπτέ
οψέ
>
ουδετερο-,
εξουδενίζω,
εξουδένωmς,
(δ>θ),
ουδετερώθι,
ουδετερότης,
εξουδενέω, εξουδένωμα,
εξουθενίζω,
εξουθενητικός,
ουδετέρωσις,
οψέ
ουδενίζω,
εξουδενισμός,
εξουθένημα,
ουδέτερος
ουδετέρωθεν,
ουδόλως
(έτερος),
ουδετερόνιον,
(όλως),
ουθείς
(δ>θ),
(πτ>πσ>ψ)]- μετά μακρόν χρόνον, αργά, προς την εσπέραν.
ουθέν, ουθένια, ουθενής, ουθέτερος, ούπω (πω), ούκω (π>κ),
όψι (ε>ι),
ούπως, ούκως.
ψες,
εψές,
οψαρότης
(αρόω),
οψία,
οψημέρα
(ημέρα), όψιος, οψιαίρετος, όψιμος, οψι-, οψιότης, οψίχα,
εκ, εξ (προ φωνήεντος), εγ (προ των β, δ, γ, λ, μ) [εκ του από
οψίτερον, οψίζω, οψισμός, ψιμάρι, ψιμάδι, ψιμάρνι (αρνί),
>
ψεσινός, εψεσινός.
απ
ακ (π>κ)
>
εκ (α>ε). Οι σημασίες των από και εκ
>
σχεδόν ταυτίζονται]- από, έξω από κάτι, σε σύνθεση επικρατεί τόσος [πόσος, κόσος, κ>τ]- αντωνυμία συσχετική δεικτική
η έννοια της μετακινήσεως ή μεταβάσεως,
,
έξω από, μακράν,
ανταποδιδομένη στην αναφορική όσος και στην ερωτηματική
εκφράζει το εντελώς, παντελώς, όλως, άρδην (όπως το από).
πόσος, επί μεγέθους, όγκου, αποστάσεως ή ποσότητας, τόσον
έξω (όπως το είσω εκ της εις), έξωθεν, εξεί,
μέγας, τόσον πολύς, επί χρόνου.
εξωτερικός, εξωτέρω, εξωτικός, εκτός (όπως το εντός εκ της
τόσσσον,
τοσάκις,
τοσηδί,
τοσούτο ς,
τοσα-,
τόσσος (επικ.), τόσον,
τοσόσδε,
τοσσούτος,
τοσοσδί,
εν), εχθός (τ>θ), έκτο σε, έκτοσθε, έκτοτε, εκτότης, εχθοί,
τοσσάκι,
έξωmς (ώmς),
τοσσόσδε,
τοσουτοσί,
εξώτατος,
εξωστατέω
τοσσάκις, τοσσσηνός, τοσσίχος.
έξωσμα,
εξώστης,
εξωστάριον,
εξώστρα,
ίστημι), ξωτικός, ξωθιά (τ>θ), ξουθιά, ξω- (έ
(
ξω), ξε- (ξ-, προ φωνήεντος), ξανά (ανά), αξ- (αντί της εξ, όσος (δας.) [πόσος, το π σε δασεία]- συσχετικό αναφορικό του
τόσος,
επί
μεγέθους,
ποσότητας,
διαστήματος,
δήλωση αορίστου διαστήματος ή ποσού.
ε>α).
προς
όσοσπερ (περ),
οσονούν, οσονών, όσσος (επικ.), οσσάτριος, οσάκις, οσσάκις,
εχθές
[εκτός,
εχθός,
ο>ε],
χθές,
εχθιζινός,
εχθεσινός,
χθεmνός, χθιζός, χθιζά, χθισδός, χθιζινός, εξέτι.
οσαυταχώς, οσαχή.
έχθος [εκτός, εχθός]- έχθρα, μίσος. πότε
[πόσος, πόσο,
σ>τ,
ο>ε]-
επί
αγνώστου χρονικού
εχθραίνω,
έχθρη,
εχθαρτέος,
διαστήματος, εν αναφορά προς το παρελθόν ή το μέλλον, σε
έχθρασμα,
εχθρεύω,
κάποιο χρόνο, προς δήλωση ένθερμης προσδοκίας, επί τέλους,
εχθοδόπος
(τόπος,
επιτατικώς επί ερωτήσεως, επιτατικό του αεί.
απεχθάνομαι,
πότα, πόκα
(τ>κ), κότε (π>κ), ποτέ, κοτέ, ποκά, οπότε (δασ., βλ. οποίος),
εχθρία,
εχθρός,
τ>δ),
απέχθεια,
έχθω, εχθέω, έχθρα,
εχθραΤζω,
εχθραντέος,
έχθιστος,
εχθοδοπέω,
απεχθήμων,
εχθίων,
απέχθομαι,
απεχθή ς,
απέχθημα,
απεχθημοσύνη.
οππότε (επικ.), οκότε, οππόκα, οπόταν, τοτέ (π>τ), τότε,
έσχατος [εκ> έξατος
τόκα.
απέχων, από
[το
α
(μα, να
νη)
-
βεβαιωτικό,
απαντητικό
στις
ερωτήσεις ποι, πόθεν, όποι, ποίος, πότε, πώς, όπου (ρίζα πο-),
>
τελευταίος,
υπερβολικός.
έσχατος, ξ>σχ]- κατώτατος, ο πολύ
βαθύτατος,
εσχατάω,
ο
εσχατιά,
ύψιστος
εσχατιώτης,
βαθμός, εσχατεύω,
εσχατιή, εσχατίζω, εσχατο-, εσχατόεις, εσχατόων.
δηλαδή πό-θεν; απάντηση α-πό, βλ. οπίσω]- από τινος, επί κινήσεως
από
τόπο,
επί
αποστάσεως,
χωρισμού,
επί
ξένος, ξείνος [εκ, εξ
+ εινί,
εν (εντός), δηλαδή δέχομαι εντός
καταμετρήσεως ή καθορισμού αποστάσεως, πόρρω, μακράν,
της οικίας, του τόπου μου, τον από ξένο τόπο ερχόμενο]- κάθε
μετά μεριστικής σημασίας, επί μεταβολής από κάτι σε κάτι, επί
πολίτης ξένης πόλεως, με τον οποίον έχει κάποιος συνθήκη
χρόνου,
(φιλο )ξενίας γι' αυτόν και τους απογόνους του, βεβαιωμένη δια
επί
γενέσεως,
αρχής,
(ο>α>αι), άπιος, άπωθεν,
αιτίας.
αποτάτω,
απύ
(ο>υ),
απωτέρω,
απαί
απώτερος,
της
ανταλλαγής δώρων και επικλήσεως του ξένιου Διός,
άψ, αψόρρος (ρέω), άψορρος, άπω (ο>ω), αυ (περισπώμενο,
Αμφότερα δε τα μέλη λέγονται ξένοι και η σχέση αυτή ήταν
από
κληρονομική.
απύ
>
αυ)- οπίσω, προς τα οπίσω, πάλι, εκ νέου,
>
προσέτι, ακόμα, αφού (από
+
ος, γεν. ου, π>φ προ δασείας),
Επί
παντός
ξένου
ανθρώπου
κάτι, αγνοών, αλλότριος, ασυνήθης, παράδοξος.
αφότε, αφότου.
(άγω),
+ οίmς (
οπίσω, οπίσσω [από (α>ο) πορεία).
Το
(δηλαδή
παρελθόντος)
από
επί
τόπου
=φορά, ΟΙ>Ι), ίεmς
σημαίνει
σημαίνει
αρχή,
οπίσω,
(=
επί γενέσεως
ενώ
επί
χρόνου
ξεναΥία,
ξενηλασία
ξεναγός,
(ελαύνω),
ξενιζόμενος,
ξεναγισμός,
ξενία,
ξενιάω,
ξενίη,
ξενίζω,
ξενικός,
ξενιτειά,
ξενιτεύω,
ξενιτεύομαι,
(δέχομαι),
ξενοδοχέω,
ξενοδόκος,
ύστερα, κατόπιν, του λοιπού.
ξεινοδόκος,
ξένωmς,
ξενιτεμένος,
ξενο-,
κατόπιν,
μέλλον) ό,τι
εξόπιν,
ακριβώς και το
ανόπιν (ανά), εισόπιν (εις), όπισθεν,
όπισθα,
οπισθέναρ
ή
ξενάγησις
ξενάλια,
Ξένιος,
ξεινίη,
ξενηίη,
ξεινικός,
ξένιος,
ξείνιος, ξείνια, ξένια, ξένιmς, ξενισμός, ξενιστής, ξενιτεία,
οπίσω]- επί τόπου σημαίνει προς τα οπίσω, όπισθεν, επί χρόνου
σημαίνει μετά (δηλαδή στο
εισοπίσω,
πλάνητα
πρόσφυγα, μισθωτός, ξένος προς κάποιο πράγμα, μη γνωρίζων
ξενιτιά,
ξενοδοκέω
ξενοδόχος,
ξενοδοχείον,
ξενάκι,
ξενιτεμός,
Ξενοφάνης
(φαίνω),
ξενίτεμα, αποξένωmς,
(θέναρ), οπίσθιος, οπισθίδιος, οπισθο-, ξοπίσω (εκ), πίσω,
αποξενώνω, ξένως, Ξενοφών (φωνέω), Ξενοφώντας, εύξενος,
πίσου, πισω-, πισινός, πιmνά, πισο-.
εύξεινος,
άξενος,
αφιλόξενο ς, ου [βλ. από> απύ
>
αυ (α>ο)
= οπίσω,
πάλι, εκ νέου, δηλαδή
ότι δεν είναι αρεστό ή ορθό ή χρήmμο αυτό που έγινε ή προέκυψε]- αρνητικό μόριο, με απόλυτη και αντικειμενική σημασία σε σχέση με το μη, το οποίο μη δηλώνει απόρριψη και στάση υποκειμενική.
της
χασμωδίας
),
ουκ (το ου προ φωνήεντος, προς άρση
ούκουν,
ούκων,
ουκούν,
ουχ
(προ
φιλόξενος,
παράξενος,
φιλοξενώ,
παραξενεύομαι,
φιλοξενία, παραξενιά,
πρόξενος, προξενεύω, προξένηmς, προ ξενία, προξενητής, πρόξεινος, προξενείον, προξενιά, προξενήτρια, προξενιό. νέκυς [ων (ο>υ)]-
+
σώμα
νεκυάμβατος
εκ (εκτός ζωής) νεκρό,
στον
(αναβαίνω),
>
ων-έκ-ος
πληθ.
>
νέκος
τα πνεύματα.
νεκυαγωγός,
>
νέκυς νεκάς,
νεκυηγός
(άγω),
δαΣΥVOμένOυ φωνήεντος), ουχί, όχι, ουαί (αι), ουά, οά, ουδέ
νεκυηδόν, νεκυηπόλος (πολέω), νέκυια, νεκυϊσμός, νεκυο-,
(δε),
νέκυρ,
ουδαμός
ουδαμινότης,
(αμός),
ουδαμόθεν,
ουδαμή,
ουδαμά,
ουδαμόθι,
ουδεπώποτε (πώποτε), ουδείς (εις
=
ουδαμού,
ουδαμινός, ουδαμοί,
ένας), ουδεμία, ουδέν,
δεν (ου-δέν), ουδέποτε (ποτέ), ουδέκοτε (π>κ), ουδενάκις,
νεκύmα,
(νεκυρός),
νεκρ-,
Νεκύσιος, νεκρο-,
νεκυώριον
νεκρόω,
(ώρα),
νεκρώδης,
νεκρός
νέκρωμα,
νεκρών, νεκρώσιμος, νέκρωσις, νεκρωτικός, νεκροψία (οψ), νέκρα, νεκρικός, νεκρίλα, νεκρώνω.
94 υπό [από, α>υ]- δηλώνει αιτία ή το ενεργούν αίτιο, επί τόπου σημαίνει
το
πράγμα κάτω
από
το
οποίο
έρχεται κάτι ή
εξέρχεται, επί της μουmκής συνοδείας, προς δήλωση του
κοτέω
( =
[πάθος
μίσος),
α>ο, π>κ,
θ>τ,
βλ.
κότινος]- φυλάω πάθος κατά κάποιου, οργίζομαι.
ποθέω,
κοταίνω,
κοτάω, κοτώ, κοτόεις, κότος.
προσώπου υπό την δύναμη, εξουσία ή επίδραση του οποίου γίνεται κάτι, προς δήλωση υποταγής ή εξαρτήσεως, προς
φένω [πέν-θος, π>φ, πόνος (φόνος)]- φονεύω.
φατός (απέ
δήλωση κινήσεως προς κάτι και κάτω από αυτό, επί χρόνου,
φατο, αόρ. β' του φένω)-φονευμένος, φόναξ (ε>ο), φονεύς,
μόλις μετά ... , ως επίρρ. υποκάτω, οπίσω, ανεπαισθήτως, σε
φονιάς,
σύνθεση σημαίνει υποκάτω, το σε μικρό βαθμό υπάρχων ή
φόλυς (ν>λ), φόλα- προς θανάτωση κυρίως κυνών, πεφναίος
φονεύω,
φονή,
φόνος,
φόντης,
φόνιος,
φονικός,
= ένα),
(έ-πεφVOν, αόρ. του φένω), φόνισσα, φονικό, φοίνιος (ο>οι)
ύπτιος, υπτιότης, υπτιάζω, υπτιάω, υπτίασις, υπτιασμός,
φονικός, αιμοχαρής, αιμοβόρος, όμοιος με αίμα, πρόσφατος
υπτίασμα, υπτιόω.
(προς
γινόμενο, ολίγον τι. υπά (ο>α), υπαί, ύπαιθα, υφέν (εν
+ φατός )-
ο πριν από λίγο σφαγείς, νωπός, φοινός (βλ.
φοίνιος)- κόκκινος σαν αίμα,
ύπνος [υπό
+
νους], υπναλέος, υπν-, υπνηλία, υπνηλός,
υπνηρός,
υπνητικός,
υπνίδιος,
υπνόω,
υπνώδης,
υπνωδία,
υπνίζω,
υπνικός, Ύπνος,
υπνώσσω,
υπνωτικός,
αιμοχαρής,
φόνος,
φοινήεις,
φοινιγμός, φοινικιστής, Φοινίσσω, Φοίνιξ, Φοινίκη, φοινίκι, φοινικιά,
φοινικίζω,
φοινικικός,
φοινικοειδής,
Φοινικούντας, Φοινικούς, φοινικώνας, Φοινίκι.
υπνωτικόν, υπνώω, υπνάκος, υπναλγία (άλγος), υπνάλη, υπναράς,
υπναρού,
υπνωτήριον, υπνωτιστής, ξύπνιος,
υπνιάρης,
υπνωτίζω, υπνωτιστικός,
ξύπνημα,
υπνώνω,
υπνώτησις, έξυπνος,
ξυπνητούρια,
ύπνωσις,
οίνος [στον Όμηρο Fοίνος, εκ του φοινός]- κρασί. οίνα, οιν-,
υπνωτισμός,
οινο-, οίναρα, οινάρεος, οιναρίζω, οινάριον, οιναρίς, οινάς,
εξυπνάδα,
ξυπνητήρι,
εξυπνώ,
οίνη,
οινηγία
(άγω),
οινηρός,
οινιάς,
οινίδιον,
οινίζω,
ξυπνητός,
οινικός, οίνινος, οινίσκος, οινιστήρια, Οινόη, οινοχόος (χέω,
ξύπνος, ξυπνώ, ξυπνάω, ξυπνός, κνώσσω (υ-πνώσσω, π>κ)
χοή), οινοχόη, οινοχοεύω, οινοχοέω, οινοχόη μα, οινοχόευσις,
κοιμάμαι.
οινόω, οινών, οίνωmς, οινώνης (ωνέομαι), οίνοψ (ωψ), οινός,
οινόφλυξ (φλύω), οινοφλυγέω, οινοφλυγία, οινόφλυκτος.
+
πάσχω [παίω, πήω, πα-τάσσω, η ρίζα πα-
έχω (σχειν,
απαρέμφ. του έχω)]- δέχομαι έξωθεν πλήγμα ή εντύπωση, υποφέρω, κακοπαθαίνω, τιμωρούμαι, είμαι ευαίσθητος. πείmς
ποινή
[φόνος,
φοινός,
φ>π]-
χρηματική
ικανοποίηση
χυθέντος αίματος, αμοιβή για κάποιο πράγμα, απολύτρωση,
(πείσ-ομαι, μέλλ. του πάσχω, βλ. πείθω)- πάθος, πασχητιάω,
άφεση (διότι το πληρωμένο πρόστιμο από τον φονιά στους
πασχίζω, πασκίζω (χ>κ), πασχητιασμός.
συγγενείς
του
φονευθέντος,
απάλλασσε
διωγμό), ως θεότητα της εκδικήσεως. πάθος
[έ-παθ-ον,
αόρ.
συμβαίνει σε κάποιον,
του πάσχω,
δυστύχημα,
σχ>θ]-
έρωτας,
κάθε
τι που
αγάπη,
μίσος,
ποιναίος,
ποινάζω,
ποινηλασία
ποινηλάτης, ποινήλατος,
αυτόν
(ελαύνω),
ποίνημα,
από
ποινηλατέω,
ποινητήρ,
ποινήτειρα,
αλλοίωση ποιότητας.
πάθημα, παθαίνω, πάθηmς, πάθη,
ποινήτις,
παθικός,
παθεινός,
παθηματικός,
παθητός,
ευφων.), αποινί (α, στερ.), αποινόδορπος (δόρπος).
παθερός,
παθητικότης,
παθιάζω,
παθητικός,
παθικεύομαι,
παθο-,
παθιασμένος, παθός, απάθεια, απαθής, απάθητος, άπαθος, απάθιαστος, απάθιαστα, εμπάθεια, εμπαθής.
πύθω
ποινοποιός,
( =
[πάθος
κάθε
ποινήτωρ, ποινάτωρ,
ποινουργός
(έργον),
άποινα
αλλοίωση της ποιότητας,
(α,
της ουσίας
κάποιου πράγματος), α>υ]- σαπίζω, επιφέρω σήψη. πυθεδών, Πυθώ (διότι σάπισε εκεί ο Δράκων Πύθων τον οποίο σκότωσε
ήπαρ (δασ.) [η
( =
όπου)
+
πάθ-ος (γεν. ή-πατ-ος, θ>τ), η
ο Απόλλων), Πύθων, Πυθών, Πύθιος, Πυθώος, Πυθωνικός,
έδρα των παθών]- το συκώτι. ηπατικός, ηπατίτις, ηπατίτιδα,
Πυθαεύς,
Πυθαίος,
ηπατο-, ηπάτωμα, ηπάτωmς, ηπατ-, ηπαραδένη, ηπατίζω,
Πυθικός,
Πυθείον,
ηπαταλγία (άλγος).
Πυθωνάδε, Πυθώθεν, Πυθωνόθεν, Πυθόκραντος (κραίνω), Πυθοχρήστης
λαικαστής [λαι (επιτατ.) φύση, π>κ)]- πόρνος.
+ πασχητιάω ( = επιζητώ
λαικάστρια,
λαικάζω,
Πυθαύλης Πυθόθεν,
(χράω),
(αυλός), Πυθοί,
Πυθίας,
Πυθοίδε,
Πυθόχρηστος,
Πυθία,
Πυθώδε,
Πυθιόνικος,
μίξη παρά
Πυθόνικος, Πυθονίκης, Πύθιον, Πύθια, Ποίτιος (υ>οι, θ>τ),
λαικαλέος,
πυθιάζω, πύον, πύο ς, πυοειδής, πυώδης, πυόω, πυοποιός, πυουλκός (έλκω),
ληκάω (αι>η), λήκημα, ληκώ.
πύωσις,
πύηmς,
πύο,
πυαιμία
(αίμα),
εμπυάζω, έμπυον, εμπύη, εμπύηmς, εμπύασμα, εμπύημα, πένθος [πέ-πoVΘ-α, πρκμ. του πάσχω, ο>ε]- θλίψη, λύπη, δυστύχημα,
πένθος.
πένθημα,
πενθέω,
πενθώ,
πένθεια,
εμπυΤσκω,
εμπυϊκός,
εμπυηματικός,
έμπυος,
εμπυητικός,
όμπυασμα (ε>ο).
πένθιμος, Πενθέας.
πείθω [πείσομαι, μέλ. του πάσχω αλλά και του πείθω (σ>θ). πόθος [πέ-πο(ν)θ-α, πρκμ. του πάσχω, βλ. πάθος (α>ο)] σφοδρή
επιθυμία,
ερωτική
επιθυμία.
ποθέω,
ποθεινός,
Βλ. πείmς
( = πάθος)
αλλά τα σύνθετα εκ πειm- (πεισί-νους)
δηλώνουν ενέργεια του πείθειν κάποιον. Δηλαδή από την
ποθώ,
σημασία του πάσχω που σημαίνει δέχομαι εντύπωση από έξω,
ποθερός, ποθητός, ποθο-, κότινος [πόθος (π>κ, θ>τ), ήταν
παράγεται το πείθω]- πείθω, καταπείθω, αλλά συνήθως με ήπιο
περιπόθητος,
ποθή,
πόθημα,
πόθηmς,
ποθιάρης,
στους
τρόπο, πείθω κάποιον με απατηλά λόγια, παρορμώ, παθ.
ολυμπιακούς αγώνες, κοτινάς, κοτινηφόρος, κοτινοτράγος
πιστεύω, εμπιστεύομαι, καταπείθομαι, προσελκύομαι προς τη
(τρώγω), κοτσίνι.
γνώμη κάποιου.
ποθητός]-
το
στεφάνι
εξ
αγριελιάς
των
νικητών
(ανήρ),
πόνος
[πέ-πον-θα,
δυστυχία, κόπος, πόνημα,
πρκμ.
εργασία.
πονηρός,
του
πάσχω]-
άλγος,
πονέω, πονάω, πονώ,
πονηρία,
πονηράδα,
πείθομαι, Πειθώ, πειθανάγκη, πειθάνωρ
πειθαρχέω,
πειθάρχησις,
πόνος,
πείθαρχος,
απείθαρχος,
πονο-,
πεποίθηmς
(ε>ο),
πονήρεμα,
πεισίνους,
πείσα
πεισίβροτος,
(θ>σ),
πεισματάρης,
πεισματάρικος,
συμπόνια,
πεισματώδης,
πεισμάτωμα,
συμπονώ,
παραπονιάρης,
συμπόνεση,
εκπόνηση, διάκονος
συμπονετικός,
παράπονο, (π>κ),
εκπονώ,
παραπονούμαι,
διακόνισσα,
διακονέω,
πειθαρχικός,
πειθήνιος
(ηνία),
Πείσανδρος
(ανήρ),
Πεισίστρατος,
πονήρευμα, πονηρευτά, πονηρεύω, πονήρια, πονηριά, πόνια, εκπόνηmς,
πειθαρχία,
πειθήμων,
πειm-,
πείσμα,
πεισματικά,
πεισματικός,
πείσμωμα,
πεισματώνω,
πεισμώνω, πείσμονας, πειστήριον, πειστικός, πειστικότητα, πίσυνος (ει>ι).
διακόνησις, διακόνημα, διακονία, διακονικός, κονητής. πιθανός [έ-πιθ-ον, αόρ. του πείθω]- αυτός που τείνει προς
την πειθώ ή κατάπειση, πειστικός, ο έχων την δύναμη να
95 πείθει, καταπειστικός, επί λογικών επιχειρημάτων, ελκυστικός, πιστευτός,
εύπιστος,
υπήκοος,
επιτατ.),
πιθανεύομαι,
απίθανος.
απίθανος
πιθανολογέω,
πίσσα [πίτυς (εξ αυτής λαμβάνονταν)
πιθήκειος,
πιθηκιδεύς,
πισσώδης,
πιθήκιον, πιθηκίς, πιθηκισμός,
πιθηκώδης,
πιττωτός,
πιθηκοειδής, πιθηκο-, πίθηξ.
πίστις,
έχω
πεποίθηση,
πίστωmς,
πιστευτικός, πιστότης,
πιστός,
παραδέχομαι
απιστέω,
πισσουργία
πισσώνω,
πισσωτός,
πιττάκιον
(έργον),
πισσόω,
πιττόω,
πίττωmς,
=
(όπως πεύκη
πινακίδα
ως
πίπτω [κατ' αναδιπλαmασμό εκ της πετ- (πέτομαι, πετάω
=
αληθές.
ρίχνω κάτι κάτω, ό,τι πετάει κάποτε πέφτει), πέπτ-ηκα, πρκμ. του πέτομαι, ε>ι]- πίπτω κάτω, πέφτω, πίπτω στη μάχη, επί
πίστευμα,
πίστωμα,
πίστευmς,
πιστευτός,
αξιόπιστος,
πιστοσύνη,
ανέμου, κοπάζω, αποτυγχάνω, εμπίπτω, εφορμώ, υπάγομαι
πιστοποίηmς,
πιστοποιώ,
σε ....
πιστόω, πιστοποιέω,
άπιστος,
(κωνάω),
πισσωτής,
γραφής), πιττακοφόρος, Πιττακός, Πιττάκειος.
πιστεύω [ε-πείσθ-ην, αόρ. του πείθω (ει>ι, θ>τ)]- έχω πίστη,
εμπιστεύομαι,
πίσσα
πισσηρός, πισσίζω, πίσmνος, πίττινος, πισσίτης, πισσο-, πισσοκώνητος
πιθηκίζομαι,
>
πιθανολόγημα,
πιθανώς,
πίθηκος,
πίτ-σα
(τσ>σσ)], πίττα (σσ>ττ), πισσ-, πισσήεις, πισσήρης (άρω),
πιθανολογία, πιθανολόγος, πιθανότης, πιθανουργός (έργον), πιθανωτέρως,
>
(α,
εμπιστεύομαι,
έμπιστος,
πέφτω (π>φ), πίτνω (βλ. πετάννυμι), πτώmς, πτώμα,
εμπιστοσύνη,
περίπτωσις, περίπτωμα, πτωματίζω, πτωματίς, πτωτικός,
μπιστικός, πιστώνω, πιστωτήριον, πιστωτής, πιστωτικός,
πέσημα (έ-πεσ-ον, αόρ. του πίπτω), πέσιμο, πεmό, πεmματιά,
πιστικός.
πέσος,
πεσιμισμός,
προσπίπτω,
Ρίζα
πα-
πετ-
>
παρεμπιπτόντως, προπετής,
πέτομαι, πέταμαι [πατ-άσσω (α>ε), ο ήχος των πτερών όταν αρχίζει το πέταγμα, «κτυπά τα φτερά του», ωσάν να πατάσσεται
πεσιμιστής,
εκπίπτω,
πεmμιστικός,
καταπίπτω,
περιπίπτω,
προπέτεια,
επιπίπτω,
εμπίπτω, παρεμπίπτω,
περιπέτεια,
προπετεύομαι,
περιπετής,
προπετεύω,
πότμος
(πίπτω, ρίζα πετ-, ε>ο)- ό,τι πίπτει σε κάποιον, ο κλήρος, η μοίρα, η τύχη κάποιου, η Μοίρα.
ο αέρας]- πετάω, επί πάσης ταχείας κινήσεως, ορμώ, τρέχω. πετάω,
πετώ,
πεταυρίζω,
πεταχτάρι,
πέταυρον,
πετηνός, προπέτομαι, αορ.
του
πέταμαι,
πτανός, πτητικός,
πέταγμα
πετάσιμος,
προπετάομαι,
α>η),
πτήμα,
(άγω),
πεταχτός,
πέταμα,
πετεινός,
πτήmς
πτήν,
πτητικότης, πτηνο-,
(πτας,
πτηνόν,
μετοχ.
πέτομαι), ποτέομαι, εκποτάομαι, ποτανός, πότη μα, ποτή, πωτάομαι (ο>ω), πωτήεις, πώτημα.
+
-
πέσσω )]- παίζω τους πεσσούς,
πεσσός, πεσσεία,
πεσσευτήριον, πεσσευτής, πεσσευτικός, πεσmκός, πεσσο-.
πτηνός,
απτήν (α, στερ.),
ίπταμαι (ί-ημι), ιπτάμενος, ποτάομαι (ποιητ. θαμιστικό του
πτερόν [πτ-ήmς
πεσσεύω [πεπτε-ώς, μετοχ. πρκμ. του πίπτω (πτ >σσ, όπως πέπτω
εμπίς [εν
+ πεσ-ούμαι,
μέλλ. του πίπτω, ε>ι]- είδος εντόμου
που εκμυζά αίμα, μεγαλύτερο από το κουνούπι (εμπίπτει επί ζώων και ανθρώπων). τmμπώ [εκ (κ>τσ, τmτακισμός)
+ εμπίς
(ε>ι)], τσίμπημα, τmμπιά, τmμπίδα, τσιμπίδι, τmμπολογώ
(λέγω είρω (ει>ε)]- φτερό.
πτερόω, πτερύγιον
= συλλέγω), τσίμπος, τmμπούρι.
(άγω, α>υ), πτέρυξ, πτερόεις, πτερύσσομαι (άσσω, α>υ),
σβέσις [σ (προτασσόμενο ή εξ ες)
+
έ-πεσ-ον (αόρ. του
πτέρωμα, πτέρωσις, πτερίδιος, πτέρινος, πτερουγίζω, φτερό
πίπτω, π>β)]- σβήmμο (<<έπεσε η φωπά»).
σβέννυμι, σβενύω,
(π>φ), φτερούγα, φτεριάζω, φτέριασμα, φτέρινος, φτερό-, φτερουγίζω, φτέρωμα,
φτερουγώ,
φτερώνω,
φτερούγισμα,
φτερωτός,
πτερύγισμα,
πτερωτός,
περίπτερον,
περίπτερος, περιπτεράς, πτέρις- τα φύλλα της μοιάζουν με φτερά, πτερίς, φτέρα, φτέρη, πτελέα (έχει φύλα εύπτωτα που πέφτουν σαν πτερά),
φτελιά, φτεληά, πτίλον (ε>ι, ρ>λ),
πτιλο-, πτιλόομαι, πτίλο ς, πτίλωmς, πτιλώσσω, πτιλωτός, πτίλωμα.
πετάννυμι [πέταμαι]- απλώνω, ανοίγω, εκτείνω. πέτασμα,
παραπέτασμα,
πέτασος,
πετάζω,
πέταλο ς-
πλατύς
(απλωμένος), πεπταμένος, πεταλώνω, πεταλόω, πετάλωμα, πέταλον,
πεταλίζω,
πεταλάς,
πεταλωτής,
πεταλισμός,
πετάλι, πεταλίδα, πεταλίδια, πεταλο-, πέτηλον, πέτηλος,
πετηλώδης, πέταχνον,
πεταλούδα, πέτακνον,
πεταλουδίζω,
πάταχνον,
πεταλουδίτσα,
πάτελλα,
πίτνω
(ε>ι),
πίτνημι, πίττα (ΤV>ΤΤ), πίτα, πίτσα, πιτάκωμα, πιτακώνω.
πίτυλος [πέτο-μαι, ε>ι, ο>υ]- το έρρυθμο πλατάγημα των κουπιών, ο ήχο του ύδατος όταν αυτό πλήσσεται, κάθε ταχέως επαναλαμβανόμενος ήχος ή κίνηση, ήχος κτυπήματος στήθους θρηνoΎVΤOς, επί βίαιων και παράφορων κινήσεων. πιτυλεύω,
πιτmλίζω,
πιτmλιά,
πιτσίλισμα,
πιτυλίζω, πιτmλάδα,
πιτmλιστός, πιτσούνι (κτυπά τα φτερά του για ενδυνάμωση), πιτσούνα, πιτσουνόπουλο, πιτmρίκος, πιτmρίκα.
πίτυς
[πετάννυμι,
πίτ-νω
=
απλώνω,
εκτείνω,
εκ
της
πιτνάς, πιτύδιον, πιτύινος, πιτυΤνη,
πιτυΤς, πιτυοκάμπτης, πιτυκάμπτης, πιτυόεις, Πιτυούσσαι, πιτυοκάμπη (κάμπια), πιτυοτρόφος, πιτύστεπτος (στέφω), πιτυώδης, πιτυών, πίτυκας, πιτύκι.
σβεστήριος,
σβένω,
σβεστός,
σβεσθείς,
σβέση,
σβεννύμενος, σβήνω (ε>η), σβήσιμο, σβησμένος, σβηστήρα, σβηστήρας,
σβηστήρι,
άσβεστος,
ασβεσταριό, ασβέστη,
σβήστρα,
ασβέστη ς,
ασβεσταριά,
ασβέστι,
σβηστός,
Ασβεστάδες,
άσβηστος,
ασβεστάδικο,
ασβεσταριάζω,
ασβέστιον,
ασβεστάς,
ασβεστο-,
ασβεστώνω,
ασβέστωσις, Ασβεστοχώρι, ασβέστωμα.
πταίω [πί-πτω]- προσκόπτω, εμποδίζω, αποτυγχάνω, κάνω κάποιον
να
πέσει.
πταίσμα,
πταιστός,
πταισμάτιον,
πταισματοδικείον, πταισματοδίκης, φταίω (π>φ), φταίξιμο, φταίσμα, φταίχτης.
πτύω
[πί-πτω,
πτώ-mς]-
φτύνω,
εκβράζω,
εκβάλλω.
πτύσμα, πυτίζω (τυ>υτ), πτυαλίζομαι, πτύελο, πτυαλίνη, πτυελίνη, πτυελοδοχείο (δέχομαι), επιπτύω, πτυάς, φθύζω (π>φ, τ>θ), επιφθύζω, ψύττω (πτ>ψ), φτύνω (π>φ), φτύμα, φτώ, φτυσιά, φτύσιμο, φτυστήρι, φτυστός, πτύον, πτέον,
πτυάριον,
φτυάρι,
φκυάρι
(κ>τ),
φκιάρι,
φτυαρίζω,
φκυαρίζω, φτυαριά. άπιον [α (επιτατ.)
+
πί-ΤVω, πί-πτω (ρίζα πετ-)
>
άπετον
>
άπεον> άπιον (ε>ι), διότι πέφτουν σωρηδόν όταν οριμάσουν] το απίδι.
απίδιον (πιτ-
>
πιδ-, τ>δ), απίδι, άπιος, απιδέα,
απιδιά, απιδωτός, απίτης.
εκτάσεως των δασών της, όπως το πεύκη εκ του πυκνός]- η πιτυά, είδος πεύκης.
σβεστήρ,
πέπτω, πέσσω (πτ>σσ) [πεπτ-εώς, μετοχ. πρκμ. του πίπτω, βλ.
πεσσός,
τα ώριμα φρούτα πέφτουν
από
το
δένδρο]
ωριμάζω, μαλακώνω, μεταβάλλω δια της θερμότητας (με τη ζέστη
του
καλοκαιριού
ωριμάζουν
τα
φρούτα),
πεπαίνω,
μαγειρεύω, οπτάω, ψήνω, φέρω σε κατάσταση ζυμώσεως, θεραπεύω.
πέττω (σσ>ττ), πέψις (πτ>πσ>ψ), πέπων, πεπόνι,
πεπαίνω,
πεπειρότης,
πέπειρος,
πεπανός,
πεπασμός,
96 πέπανσις,
πέμμα
(πμ>μμ),
πόπανον
(ε>ο),
πεπτήριος,
πεπτικός.
Παγασήιος,
ΠαγασηΤς,
παγόω,
παγο-,
παγάω,
πηγός,
πήΥυλις, πήγανον, απήγανον, πηγανώδης, πηγάς, πηγετός,
πηγεσίμαλλος (μαλλός), Παγγαίον (γαία, εκ των μαρμάρων), πιστάκη [πέσσω (ε>ι), ψήνονται]- η φιστικιά. βιστάκιον
(π>β),
πιστακέλαιον,
φιστάκιον
φιστίκι,
(π>φ),
φιστικιά,
πιστάκιον,
ψιττάκιον
φιστικής,
(π>ψ),
παγάνα,
παγανιά,
παγανίζω,
πεπεράτος,
πεπερίζω,
το δένδρο πιπεριά.
πεπερίτης,
πεπερο-,
(γι>ζ),
πακτόω [πάξω, μέλλ. του πήyvυμι, γ>κ]- στερεώνω, κλείνω, ασφαλίζω, φράζω, δένω.
= μαγειρεύω]-
πήζω
ψιττακός,
ψιττάκη, βίττακος, mττάκη (ψ>σ), σίττας, σίττη.
πεπέρι [πέπ-τω
εμπήγω,
πάγουρος, παγούριον, πάγρα.
πεπεριά,
πιπέρι
πακτώνω,
πήξιμον,
πάκτωmς, πάκτων, παξ, πήξις,
πακτός,
πηκτός,
πακτά,
πηκτή,
(ε>ι),
πηκτικός, πηκτίς, πηχτός (κ>χ), παχύς, πάσσων (χσ>σσ),
πιπεριά, πίπερι, πιπεράτος, Πιπεριές, πιπερίζω, πιπέρισμα,
πάχος, παχαίνω, πάχεμα, παχιός, παχουλός, παχτώνω, παχυ
πιπερίτσα, Πιπερίτσα, πιπερώδης, πιπέρωμα, πιπερώνω.
,
παξιμάδι
(μάζα),
παξιμάδα,
παξιμαδιάζω,
παξαμίτης,
παξιμαδάς, Παξοί, παξαμάς, παξαμάδιον, παξαμίς. ιπνός [πέπτω ΠΙΠVός
(ε>ι)
( = μαγειρεύω, ψήνω), > ΙΠVός]- μαγειρείο,
λαμπτήρας, κοπρών.
πεπαίνω
πεΠVός
>
>
πήχυς [ε-πήχ-θην, αόρ. του πήyvυμι)]- βραχίονας, η λαβή του
φούρνος,
τόξου όπου ενώνονται τα δύο κέρατα, επί του ζυγού, ως μέτρο
ίπνιος, ιπνίτης, ιπνοκαής, ιπνοπλάθος,
αποστάσεως (από το άκρο του αγκώνα μέχρι το άκρο του
κλίβανος,
μικρού δακτύλου). πηχίζω, πηχναίος, πήχνιος, πηχύνομαι.
ιπνών, ιπνεύω.
οπτάω [ο (ευφων., ή εξ α επιτατ.) επτάω
+
πέ-πτω ή πεπτάω
>
οπτάω (ε>ο)]- ψήνω δια ξηράς θερμότητας, ψήνω
>
άρτο, σκληρύνω (επί πλίνθων), βασανίζω. οπτανός,οπταλέος,
πήσσω, πήττω
[πήyvυμι
πήγ-σω
>
πήσσω (γσ>σσ)]
>
πήγνυμι. πάσσαλος (η>α, ρίζα παγ-), πάσσαξ, πασσαλευτός, πασσαλεύω, πάσσαλερ.
οπτάνειον, οπτανείον, όπτησις, οπτητός, οπτός, οπτήτειρα,
ανόπτησις,
όψον
(πτ>πσ>ψ)-
έδεσμα,
τροφή,
κρέας,
+
φάσηλος [πήσ-σω (π>φ, ρίζα παγ-)
ειλύω (ει>η), διότι
καρύκευμα, ιχθύς, πολυτελή εδέσματα, ανοψία (α, αρνητ.),
περιελίσσεται επί πασσάλων, όπως και τώρα οι καλλιεργητές
άνοψις, οψάομαι, οψάριον, ψάρι, οψαράς, ψαράς, Ψαρά,
του εμπήγουν γύρω από την ρίζα του καλάμια]- φασουλιά.
ψαρα-, Ψαράδες, ψαράδικος, ψάρεμα, ψαρευτική, ψαρεύω,
φασηλοειδής,
ψαριά,
φασόλια,
ψαριέρα,
ψαρικό ς,
ψαρίλα,
ψαρίmος,
ψαρο-,
ψαροπούλα, ψαροπούλι, ψαρόπουλο, οψάρτυμα (άρτυμα), οψαρτυσία, οψητήρ, οψαρτυτής, οψαρτύω, όψημα, οψο-,
οψών,
οψωνέω
ψουνίζω,
(ωνέομαι),
ψώνισμα,
ψωνίζω,
ψωνιστήρι,
ψώνια,
οψωνιάζω,
ψωνιστής,
ψουνιστής,
ψωνίστρα.
έψω (δασ.) [π-έψω, μέλλ. του πέσσω, το π σε δασεία]- βράζω (επί κρέατος), χωνεύω (επί μετάλλων), καθαρίζω δια του πυρός, μεταφ. περιθάλπω. εψάνδρα
(ανήρ),
εψηματώδης, εψητικός,
εψόω, εψέω, εψάω, εψαλέος,
εψάνη,
έψησις,
ψήνω,
εψανός,
εψητήρ,
ψένω,
έψεμα,
έψημα,
εψητήριον,
εψητής,
ψησταριά,
ψήστης,
ψησιά,
ψηστιέρα, ψηστικά, ψητάρης, ψητάς, ψητός, ψάνα, ψανός.
οπώρα [οπτ-άω
+
ώρα, ώριμος, με αποβολή του τ (για τον
λόγον αυτόν δεν τρέπεται το π σε φ, προ της δασείας του ώρα)]- το μέρος του έτους από τα μέσα Ιουλίου μέχρι και μέρος του Σεπτεμβρίου, όταν ωριμάζουν οι καρποί, ο ίδιος ο
φασήολος
φασόλι,
(φασήλοος,
φασολιά,
λο>ολ),
φασολάδα,
φασίολος, φασολάκια,
φασουλιά, φασούλι, φασουλάκια, φασουλής.
=
σπάγκος [πάγη
βρόΥχος]- λεπτό και πολύ γερό σχοινί,
τmγκούνης. σπαγκιά σπαγκοραμμένος.
μπαγλαρώνω [πάγ-η
+
αλάργα]- συλλαμβάνω κάποιον και
τον φυλακίζω, ξυλοκοπώ. μπαγλάρωμα.
+ πήγνυμι
οπός [ο (ευφων.)
(ρίζα παγ- )
>
οπαγός
>
οπαός
>
οπός]- γαλακτώδες υγρό, μάλιστα της συκιάς προς πήξη του γάλακτος. (ο>υ),
οπιάς, οπίζω,
πυετία,
πύαρ,
όπισμα, οπισμός, οπόεις, πυός
απιπόω
(επί,
ε>α),
πυτία,
πυτιά,
πυτιάζω, πυτιογόνος, όπιον, οπιακός, οπιομανής, οπιομανία, οπιούχος (έχω), οποθεραπία.
άπαξ (δασ.) [α
(=
άμα)
+ πάξ (πακτόω)]-
μία φορά, μόνο μία
φορά, άπαξ δια παντός.
καρπός, η θερινή ακμή, άνθος της νεότητας, όπως το ώρα
(δασ.).
οπωρεύς,
οπωρινός,
οπωριαίος,
οπωρισμός,
οπώριμος,
οπωρικός,
οπωροφόρος,
οπωρίζω,
επηγκενίδες [ε (ευφων.)
+
πήγ-μα
+
κενεών]- οι μακρές
σανίδες που προσαρμόζονται στις πλευρές του πλοίου.
οπωροπρατέω (πιπράσκω), οπωρώνη (ωνέομαι), οπωρώνας, οπωροβασιλίς.
πίαρ
[ό-πι-ον,
ο-πί-ας,
ο-πί-ζω]-
πάχος,
παXJ-ά
ουσία,
αφρόγαλα, ο πηκτός οπός κάποιων δένδρων, μεταφ. το άκρον οπυίω, οπύω [οπ-τάω (για το τ βλ. οπώρα) δηλαδή
είμαι
ώριμος
παντρεύομαι, βινώ.
προς
οπυιόλαι
+
υιόω, υιώ,
τεΚVOΠOίηση]-
νυμφεύομαι,
( = γεγαμηκότες,
Ησύχ.), οίφω
άωτον κάθε πράγματος, το εκλεκτότατο, το άριστο μέρος. πιαίνω,
πίαλος,
(ο>οι, π>φ), οιφόλης, οιφόλις, φίλοιφος (φιλέω), μιξοιφία
πιήεις,
(μίγνυμι).
φιαρύνω.
Ρίζα πήΥνυμι [πή-ω
πα-
+ άγω,
>
άγω κάτι δια κτυπημάτων, όπως όταν
εμπήγουμε πάσσαλο]- εμπήγω, στερεώνω, συναρμόζω, κτίζω, κατασκευάζω,
επί
υγρών,
πιμελής,
Πιερείη [πίειρα
παγ-
παγώνω,
σκληρύνομαι, πήζω, μεταφ. ορίζω, διορίζω.
στερεοποιούμαι, πήγμα, πάγη,
πιαλέος,
πίανmς, πιαντικός,
πιαντήριος,
πιαρός, πίασμα, πιασμός, πίον, πίος, πιότης, πίων, πίειρα, πιμελώδης,
= παXJ-ά,
χώρα).
Πιερία,
Πιερίη,
πιερικός,
διαπίμελος,
φιαρός
(π>φ),
ει>ι]- χώρα στη Θεσσαλία (εύφορη
Πιερίηθεν,
Πιερικός,
Περραιβία
Πιερίδες,
(ραιβός),
Πηρείη
Πιέρια,
(ιε>η),
Πήλιον (ρ>λ)- όρος της Θεσσαλίας (έως και τώρα έχει εύφορο έδαφος), Πηλιορείτης, Πηλιάς, Πηλεύς, Πηλεγών (άγω), Πηλίδης, Πηνειός (λ>ν).
πάγιος, παγιόω, παγίδα, παγίδευμα, παΥίδωμα, παγιδεύω, παγίωσις,
πάγος,
παγώνω,
παγερός,
παγετός,
παγαρχία,
πάγαρχος, συμπαγής, Παγασαί, Παγασίτης, Παγασιτικός,
πάγκρεας [παγ-όω (παχ-ύς) διαπίμελος
( = παXJ-ά)]-
+
κρέας, διότι είναι σάρκα
αδένας κοντά στην πρώτη έκφυση του
97 εντέρου.
παγκρεατικός,
παγκρεατίνη,
παγκρεατίτις,
παλαιό ω,
παλαιικός,
παλιακός,
παλιός
(αι>ι),
παλιο-,
πάλιωμα, παλιώνω, μπάμπαλο (πας, παν, π>μπ), μπαμπαλής,
παγκρεατο-, παγκρεόνη.
πέλμα (παλέω, α>ε), πελματίζω, πελματώδης, σφέλας (π>φ), πήνισμα [πήγνυμι, πήγνισμα> πήνισμα, με αποβολή του γ, διότι συναρμόζεται και πακτώνεται το υφάδι δια του στήμονα] ύφασμα, πανί.
πηνοειδής,
πάλιν, πάλι- οπίσω, προς τα οπίσω, εκ νέου, παλιν-, έμπαλιν, παλιγ-, παλιμ-, παλιρ-.
πήνος, πάννος (πάνινος), πηνίτις, πανί, πάνα,
πηνίον,
πανίον,
πήνη,
πηνάομαι,
πηνίζομαι,
πανίσδομαι, πηνέλοψ (οψ), Πηνελόπη, Πηνελόπεια, πανό,
πολιό ς [παλαιός, α>ο, αι>ι]- συνηθέστατα επί της κόμης, υπόλευκος, ψαρός, υπόλευκος, ασπρόμαυρος, φαιός, μεταφ., σεβάσμιος, όπως το λευκός, λαμπρός, καθαρός, γαλήνιος.
πανιάζω, πανικά, πανικό, πανιατής, πανιάρα.
πολιότης, πολιά, πολιά ζω, πολιαίνομαι, πολιοειδής, πολιο-,
+
φάκελος [πακ-τόω (π>φ) φάκελλος,
φακελόω,
είλω]- δέσμη, δεσμίδα, δεμάτι.
φακελώνω,
φακιόλιον,
φάκελο,
φακέλωμα, φακελώδης, φακίολος, φάκα (παγ-ίς). πάπυρος [πακ-τόω
+ άρω> πάκαρος > πάπυρος (κ>π,
α>υ )]-
είδος παρυδάτιου φυτού, από τον εξωτερικό φλοιό του οποίου παρήγαγαν χαρτί, δια συγκολλήσεως και συμπιέσεως των τεμαχίων του.
παπυρεών, παπύρινος, παπύριον, παπύρι,
παπυρώδης, παπυρο-.
πυκνός
[πακ-τόω,
α>υ]-
συμπυκνωμένος,
στερεός,
συμπαγής, ισχυρός, ευφυής, έξυπνος. πυκινός, πυκνώς, πύκα, πνύξ
(πυκνός,
μετάθεση),
πυκνίτης,
πυκνότης,
πυκνάδα, πυκνόω, πύκνωμα, πύκνωση, πυκνο-, πυκνώνω, πυκνωτής, πυκνωτικός, πευκάλιμος(
= εφυής, όπως το πεύmς
εκ του πυνθάνομαι).
=
τους γλουτούς]-
πυγαίος,
πυγαλγίας
πυγίδιον,
πυγίζω,
καλύπτω πυκνώς, διότι καλύπτεται
ο πρωκτός, (άλγος),
οι γλουτοί,
πυξ,
πύγισμα,
τα οπίσθια.
πύγαργος
πυγολαμπίς
(αργός), (λάμπω),
πυγοσκελίς, πυγόριζα.
γροθιά, μέτρο μήκους, από τον αγκώνα μέχρι την αρχή των
δακτύλων.
πυγμαίος,
πυγμικός,
πυγμομαχία,
πυγμαχία,
πυγμάχος,
πυκτέω,
πυγμαχέω,
πυκταλεύω
(αλεύω),
πυκταλίζω, πύκτυς, πυκτίζω, πυκτικός, πύξ, πυξός, πυξάρι ξύλο),
πυξεών,
πυξίζω,
πύξινος,
πυξίον,
πυξίς,
πυγών, πυγονιαίος, πυγούσιος.
πεύκη [πυκνός, πύκα πυκνά, δηλαδή πύκα
πυνθάνομαι πευκάεις, πευκεδνής, πευκών,
-
>
πεύmς,
πευκήεις,
πολιώδης,
Φόρκης-
φορκός (π>φ,
παριστάνονταν ως γέρος,
πελός,
πελλός
φαιόχρωμος, πελίωmς,
(λν>λλ)
[παλαιός, πολιός,
μολυβδόχρωμος πελιαίνομαι,
πελιτνός,
πελίδνη,
πελίωmς,
πελίδνωσις,
πέληος,
πελιδναίος,
πελιδνότης,
α,ο>ε]-
πελιδνός,
πελειός,
πελίωμα,
φαιός,
πελιαί, πελιόομαι, πελιός,
πελιδνόομαι,
πελειώδης,
πελιότης,
πελλαιχνός,
πελλαιχρός,
πελλάς,
Πελοπόννησος, πελαργός (αργός πελειάς, πέρκα,
πελειοτρόφος, πέρκη,
>
πέρκος,
περκνός
περκάς,
πρέκος (ερ>ρε)
(οψ),
πέλανος, πέλεια,
πελειοθρέμμων,
περκάζω,
περκαίνω, πρόξ (πέρκος
Πέλοψ
= λευκός),
>
(λ>ρ),
πέρκωμα,
πρόκος (ε>ο)
>
πρόξ). [πελός,
ε>ι,
λ>ν]-
μετάλλων (ορειχάλκου),
ακαθαρσία,
μεταφ.,
επί
επί
του
της
σκουριάς
αρχαϊκού ύφους.
πινάω, πεινώντα (ε>ει), πινωδία (όζω), πινώδης, πιναρός, πιναρόομαι, πινόομαι, πινάριον, απινής, ευπίνεια, ευπινής.
σπίλος [πελός, ε>ι, βλ. πίνος]- ρύπος, κηλίδα, στίγμα, λέρα. σπιλόω, σπιλάζω, σπίλωμα, άσπιλος, σπίλωσις, σπιλώνω,
πυγμή [πυκνός (κ>γ), διότι συμπυκνώνονται τα δάκτυλα]
(σκληρό
πολίωmς,
λευκός,
Φορκίδες, Φόρκος, Φόρκυν, φορκίς, μπάλιος (ο>α).
πίνος
πυγή [πυκάζω (κ>γ) από
πολιόομαι,
λ>ρ)- πολιός,
πελίδνωμα, πελίδνη, πελεός, πάμπελος (πας, παν), πελλαιός,
πυκνά, πυκαείς, πυκάζω, πυκασμός, πυκνάζω, πυκνάκις, πύκνη,
πολίωμα,
( =
πυκνώς), διότι τα δάση της είναι βλ.
πίτυς],
πευκόδασος,
πευκία,
Πεύκη,
πεύκινος,
Πεύκες,
-
λευγαλέος,
πεύκος,
εχεπευκής, πευκεδανός,
περιπευκής,
κελαινός [πελός, πελεός, π>κ]- ιδίως ως επίθετο του αίματος, μέλας, σκοτεινού χρώματος, μαύρος. κελαινεφής, κελαινιάω, κελαινο-,
πεύκο,
πευκέδανος, πευκόδενδρο,
Πεύκαι,
Πεύκο,
Πευκοχώριον, Πευκόφυτο, Πεύκος, Πεύκοι, πευκο-.
πέκω [πακ-τόω (α>ε), πήγνημι
( =
κελαινόομαι,
κελαινότης,
κελαινώπας
(ωψ),
κελαινώψ, λεκές (αντιμετάθεση), λεκιάζω, λέκιασμα, κηλίς (ε>η, ιδίως επί αίματος, κηλίδα, σπίλος, ρύπος, μολυσμός, επί συμφοράς,
πεύκη (όπως τα λυγρός
κ.ά.),
σπιλωτός.
επί
κηλίδωσις,
άναγνου
ανθρώπου),
κηλιδόω,
κηλίδωμα,
κηλιδωτός,
κηλιδώνω,
κηλίδα,
κηλιδώδης,
άλικος (α, επιτατ. πάλλω [πάλιν
+ λεκές, ε>ι). ( =
προς τα οπίσω, εκ νέου, σημαίνει τον
παλμό, την πάταξη και την αγωνία)
>
πάλν-νω
>
πάλλω
(λν>λλ), παλίν-τονον (τόξο), παλ-τός (ο παλλόμενος στον αέρα). Ο παλ-αιστής κινείται μπρος
-
πίσω, προτάσσων την
παλ-άμη του]- κραδαίνω, σείω το δόρυ πριν το ρίψω κατά του
συναρμόζω), η αρχική
εΊfjρoύ (και επί των άλλων όπλων, όπως η ασπίδα), χορεύω παιδί στα χέρια, σείω τους κλήρους εντός περικεφαλαίας,
σημασία του ήταν περί του χτενίσματος της κόμης]- κτενίζω,
ορμώ, κτυπώ, κτυπώ
ξαίνω, κείρω, κουρεύω (σχετίζεται με την περιποίηση της
αγωνιώ, τινάσσομαι, τρέμω.
κόμης).
πεκτέω, πεκτήρ, πέκος, πέκκος (κτ>κκ), πέσκος
εκπαλής, εκπάλησις, βαλαντώνω (π>β, πάλλω
(κτ>σκ),
πόκος
βαλάντωμα, βαλαντωμένος, πήληξ (α>η, εκ της νεύσεως,
(ε>ο),
ποκάς,
ποκάζω,
ποκίζω,
Πόκιος,
ποκοειδής, ποκόομαι, ποκάρι.
Ρίζα
πα-
> παλ-
+ λαι (επιτατ., επί το
πολύ, για πολύ χρόνο), δηλαδή το παταΊfjέν επί πολύ καιρό,
= γέρων, ο
επί
της καρδιάς,
αναπηδώ,
πάλλομαι, εκπάλλω, επαλέω,
=
αγωνιώ),
παλμού του λόφου), πηλήκιον.
πάλαι [πα-ίω, πή-ω (ρίζα πα-, πατάσσω) παλαιός
δυνατά,
φέρων τα σημάδια του χρόνου, ο αρχαίος]
παλμός
[πάλλω],
πελματίας,
πάλος,
πάλσις, πάλλα, μπάλα, πάλμα, Μπάλα, Παλλάς,
Παλλαντιάς,
Παλλάδιον,
παλτό ς, πάλθος, παλμικός, παλμογράφος, κάλλαιον (π>κ),
παλούκι (παλ-τός
+
ακίς,
α>ου), παλουκώνω, παλουκιά,
παλούκωμα.
προ πολλού χρόνου, πρότερον, πρωτύτερα, αλλά και μόλις πριν, όπως το άρτι (βλ. παλέω). παλαιός, παλαός, παλαίωμα, παλαι-,
παλαίωσις,
παλέω
(αι>ε)-
παλαιόω,
φθείρομαι,
παλαιο-,
παληός,
καταστρέφομαι,
(αι>η),
παλαιότης,
παλήω, αγωνίζομαι
πάλαιμι, προσπαθώ,
παλαίω, παλεύω.
παλαίβω
[βλ.
παλαισμός,
πάλλω]πάαισμα,
98 παλαιστής,
παλαστής,
παλαίβων,
παλαίων,
παλαιμονέω
(μένω), πάλη, πάλαιμα, παλαίστρα, παλεύω, πάλεμα.
+ άμη ( = πτύον)]-
παλάμη [βλ. πάλλω
της χειρός, το χέρι ως
χρηmμεύον σε έργα βίας, έργο χεριού,
επινόημα, σχέδιο,
πολεμέω,
πολεμώ,
πολέμιος,
πολεμιστής,
πολεμόω,
πολεμαρχέω,
πολεμάρχης,
πολεμησείω,
πολεμήιος,
πτόλεμος
(πόλις
πολέμαρχος,
πτόλις),
-
πολεμάρχειος,
πολεμαρχία,
πολεμαρχικός,
πολεμήτωρ,
πολεμία,
πολεμηστήριος, πολεμιστρίς, πολεμο-.
μέθοδος. Παλαμήδης (επινοητικός), παλαστή, παλαμναίος, παλαμίζω,
απαλάμη,
παλαμιά,
παλαμιαίος,
πλήσσω, πλήττω, πλήγνυμι [πάλλω, πάλ-η
παλαμικός,
>
παλαμοειδής.
πλάγω
+ άγω> παλάγω
ε-πλάγ-ην αόρ. του πλήσσω (α>η), επέ-πλ-ηγον
>
(αόρ. β')]- κτυπώ, πατάσσω, επί νομίσματος, κόβω, εκπλήττω,
πέλα, πέλλη
[πάλλω (α>ε),
από
το πελλοράφος
( =
ο
συρράπτων δέρματα) φαίνεται ότι κατ' αρχάς τα δοχεία του
φέρω
σε
παραφροσύνη.
πλήξις,
πλήγανον,
Συμπληγάδες,
γάλακτος ήσαν ασκοί (τουλούμια, «τουλουμίσιο τυρί» μέχρι
αποπληξία,
πληκτέον,
προσφάτως παράγονταν), ο δε ασκός πλήρης υγρού πάλλεται
πληκτίζομαι,
συνεχώς όταν μεταφέρεται]- αγγείο γάλακτος.
πληκτισμός, πληκτρίζομαι, πλάκτρον, πλήκτωρ, πληγιάζω,
πελλοράφος,
πλήγμα,
πληγάς,
Πληγάδες,
πληκτήρ,
διαπληκτίζομαι,
πληγή,
πληγμός,
πλήκτρον,
πλήκτης,
διαπληκτισμός, πληκτικός,
πλήγιασμα, πλήγωμα, πληγωμός, πληγωματιά, πληγώνω,
πελίκα, πελίχνη, πελλίς, πελλαντήρ.
εκπλήσσω, έκπληξις, εκπληκτικός, έκπληκτος, εκπλήγδην, σφάλλω [πάλω, πάλη (π>φ>σφ), όλες οι σημασίες του έχουν να κάνουν με τα τεκτενόμενα στην πάλη.
Η πτώση του
αντιπάλου συχνά επιτυγχάνεται με την παρεμβολή του ποδιού του επιτιθέμενου,
στο
πόδι του
αντιπάλου
εκπλαγής, έκπαγλος (αναγραμματισμός εκ του έκπλαγος), εκπαγλέομαι, εκπλήττομαι, καταπλήσσομαι, κατάπληκτος,
καταπληκτικός, κατάπληξις.
(σφάλλω) και πλάγιος [βλ. πλήσσω, πληγή (ρίζα πλαγ-), διότι το μέρος
ταυτόχρονη ώθησή του. Επίσης το δέmμο (σφαλλός) των ποδιών του αντιπάλου με τα πόδια του ενεργούντος, αυξάνει
αυτό
τις πιθανότητες τελικής πτώσης]- παρεμβάλλω το πόδι μου,
επιτυχέστερα, μάλιστα δε επί στρατιωτική έννοιας αναφέρεται
καταρρίπτω κάποιον,
η
ανατρέπω, VΙKώ,
βλάπτω,
απατώμαι.
του
λέξη
στρατεύματος
αυτή]-
πλάγιος,
πλήττεται πλαγίως,
λοξώς,
Σφάλμα, σφάλτης, σφαλμάω, σφάλομαι, σφαλλός, σφαλίζω,
κατωφερής,
σφαλερός,
Ασφάλιος,
πλαγιότης,
πλαγιάζω,
ασφαλής, ασφαλίζω, ασφάλισις, ασφάλισμα, ασφαλιστός,
πλαγίωσις,
πλάϊ,
ασφαλτίας,
Πλαγιάρι, πλαγιαστήρας, πλαγιαστός.
ασφάλεια
(α,
στερ.),
ασφαλτίτης,
Ασφάλειος,
σφαλνώ,
σφαλώ,
σφαλάω,
ευκολότερα
κεκλιμένος, πλάγιος λόγος, πλαγιασμός,
πλαγιά,
πλάγι,
επί
και
εδάφους,
απατηλός, πλαγι-,
δειλός.
πλαγιόω,
πλαγιάδα,
Πλαγιά,
σφαλιστός, σφαλιχτός, σφάλισμα, σφάλαγκας.
=
άσφαλτος [ασφαλτίας (σφάλλω)
ο μη υποχωρών, διότι
επιπλέει στην επιφάνεια κάποιων υδάτων (νεκρά θάλασσα)], ασφαλτόπισσα,
πισσάσφαλτος,
ασφαλτοφόρος,
ασφαλτόω,
άσφαλτον,
ασφαλτώνω,
ασφάλτιον, ασφαλτώδης,
πλάζω [πέ-πληγ-ον, αόρ. του πλήττω (ρίζα πλαγ-)
> πλάζω
>
πλάγ-ιω
(γι>ζ)]- κτυπώ, πλήττω, απωθώ, απομακρύνω από την
οδό, παραπλανώ, πλανώμαι, φέρομαι στο κύμα, κατακλύζω, πλημμυρίζω.
αμπλακείν
(ανά),
αμπλακιά,
αμπλάκημα,
αμπλακίσκω, πλαγκτός, πλαγκτοσύνη, πλαγκτήρ, πλαγκτόν,
ασφάλτωσις.
πλαγκτονικός, πλαντάζω (γ>ν), πλάνταγμα. φηλητεύω [σ-φάλλω φηλήτης,
φηλητής,
(=
απατώμαι), α>η]- απατώ, εξαπατώ.
ψήλος,
φηλόω,
ψήληξ, φηληκίζω, ασύφηλος (α, επιτατ.
φήλωμα,
φήλωmς,
+ συν).
πλανάω
[πεζογραφικός τύπος του πλάζω, γ>ν], πλανώ,
πλάνη μα,
πλάνη,
πλάνης,
πλάνησις,
παραπλάνηmς,
παραπλανώ, παραπλανιτικός, περιπλάνηmς, περιπλανώμαι, φάλαγξ [πάλη (π>φ)
+
άγαγον (αόρ.
β'
του άγω), γεν.
αποπλανώ, αποπλάνησις, πλανεύω, πλανητεύω, πλανήτης,
φάλαγγος]- γραμμή ή παράταξη μάχης, το κύριο σώμα, οι
πλάνος,
βαρέως
οπλισμένοι,
πλανευτής, πλανεύτρα, πλανευτός, πλανητάριο.
τεμάχιο
ξύλου,
στρατόπεδο,
το
οστό
μεταξύ
στρογγυλό δύο
κυλινδρικό
αρμών,
φαλαγγηδόν,
φαλαγγόω,
φαλάγγωμα,
φαλάγγωσις,
φαλάγγιον,
σφαλάγγι,
πλανύττω,
πλανάομαι,
πλάνεμα,
πλανερός,
φαλάγγιο.
φαλαγγίτης, σφαλαγγουδιά,
πλάσσω [πλήσσω, πλάζω (ζ>σσ) ανατρέφω,
σφαλαγγουνιά.
= παραπλανώ, βλ.
πλάσμα]
σχηματίζω, πλάθω, επί πηλού, κεριού, διαπλάσσω, μορφώνω, επινοώ.
πλάσμα
εικόνα,
-
είδωλο,
ομοίωμα,
πλαστό, κίβδηλο (πλάζω), όπως το χαρακτήρας, επί μουmκής πάλλαξ, εφήβου.
πάλλας
[πάλλω]- νεανίας,
μόλις νεώτερος του
παλλακίς, παλλακεία, παλλακεύομαι, παλλακή,
παλλακία,
παλλακίνος,
παλλάκιον,
παλλάκισμα,
[πρκμ.
πε-πάλ-αγμαι,
εκ των πάλλω
+
άγω]
ραντίζω, φύρω, μολύνω, μιαίνω, διασκορπίζομαι, εξάγω κλήρο εκ περικεφαλαίας (βλ. πάλλω). παλύνω, πάλημα, πάλη, παλή, παλαχή, παιπάλημα (αναδιπλ.), παιπάλη, παιπαλώδης. άλλομαι (δασ.) [πάλλομαι, το π σε δασεία]- πηδώ, αναπηδώ, τινάσσομαι, σκιρτώ, πάλλομαι. αλτηρία,
άλμα,
έξαλμα,
έξαλσις,
άλτης,
άλmς,
αλματίας,
εξαλμός,
νόθος,
επί
πλάmμο,
αλτήρες,
εξάλλομαι,
εφάλλομαι
(επί),
αλτικός, έξαλλος, έφαλmς,
προσποιήσεως,
πλασμός,
πλασμένος,
πλασματώδης,
παλλακισμός, παλλακός, πάλληξ. παλάσσω
φωνής
πλασματικός,
πλάmς,
πλαστικός,
πλαστάρι,
πλασματίας, πλάστης,
πλαστός,
πλάστειρα,
πλαστεύω,
πλασταριά,
πλαγγών,
πλαστελίνη,
πλαστήρι, πλαστική, πλαστικότης, πλαστουργέω (έργον), επίπλαστος,
πρόπλασμα,
διαπλάττω,
διάπλαmς,
κατάπλασμα, πλάθω (σσ>θ), πλασταρεύω, πλάστιγξ (γεν. πλάστιγγος, άγω, άγαγον), πλάστιγγα, πλαστίγγιον. ξομπλιάζω [εξ κεντήματα,
+ όμ-οιος + πλάσμα ( = ομοίωμα)]-
κεντώ,
κουτσομπολεύω.
διακοσμώ, ξόμπλι,
μεταφ.,
ξόμπλιασμα,
σχεδιάζω
κακολογώ, ξομπλιαστός,
ξομπλιάστρα.
εφιάλτης, ηπιάλτης (ε>η), εφιαλτία, εφιάλτιον, εφαλτήριον,
ανεφάλλομαι, σάλτο (το σ εκ της δασείας), σαλταδόρος, σάλτος,
σαλτάρισμα,
σαλτάρω,
σαλτέρνω,
σαλτιμπάγκος
απλόος (δασ.) [α (αθροιστ., σημαίνον ένωση, ομοιότητα) μεμιγμένος,
(μπάγκος).
+
πλάσσω (α>ο )]- απλούς, ένας μόνος, φυmκός, όχι μικτός, μη απλόϊζομαι,
γεVΙKός.
απλότης,
απλοϊκεύομαι,
απλούς,
απλοϊκό ς,
απλόη,
απλοΤς,
απλο-,
απλώς,
+-
απλούστερος, απλότατος, απλούστατο ς, απλός, απλοσύνη,
μος, κατάληξη]- σείω, κινώ, κάνω κάτι να τρέμει, αγωνίζομαι,
απλόω, απλώνω, άπλωμα, απλωστί, απλωτικός, απλοποιώ,
πελεμίζω [βλ. πάλλω, παλίντονον, παλτός, σ-φάλλω, α>ε κινώ κάποιον από την θέση του.
πόλεμος (ε>ο), πολεμίζω,
ξαπλώνω (εκ, εξ), ξάπλα, ξαπλωμός, ξάπλωμα, ξαπλώστρα,
99 ξαπλωτός,
ξαπλωταριά,
εφάπλωμα,
πάπλωμα,
ξαπλωταριό,
εφαπλόω
παπλωματάς,
(επί),
παπλωματάδικο,
παπλωματοποιία.
πλαταγή,
πηλός (α>η)]οίνου.
πηλός,
πήλινος,
πήλωσις,
βόρβορος,
πηλο-,
πήλυξ
(ο
>
ιλύς,
πηλόομαι,
πηλός
παλσός (λα>αλ)
όταν
πηλώεις,
αποξηρανθεί),
πηλακίζω, προπηλακίζω, προπηλάκισις, προπηλακισμός. πολτός [βλ. πηλός, πλαστός> παλτός ζωμός,
έψημα.
πλίνθος
[πήλινος
πολτός (α>ο)]-
>
πολτάριον,
πλίν-τος
>
πλινθεία,
πλινθευτής,
πλινθεύω,
πέλαγος [βλ. πλάζω, ρίζα πλαγτου Πόντος.
πελαγίζω,
παλαγ-
>
πελαγόω,
πελαγίτις,
πελαγ- (α>ε )]-
>
πελάγιος,
πελαγόσδε,
πελάγισμα,
πελαγαίος,
πελαγο-,
πελαγίmος, πέλαγο, Πέλαγος, πελάγωμα, πελαγώνω.
Ρίζα πα-
πλίνθευμα,
πλινθηδόν,
πλαταγώ,
πολτοποιέομαι,
πλίνθος (τ>θ)]-
>
πλινθείον,
πλατάγισμα,
πέλαγος, επί παντός μεγάλου όγκου ή ποσού, θεός συνώνυμος
πολτοποιώ, πολτοποίηmς, πολτώδης.
πλιθάρι.
( α>υ ),
πλαταγισμός,
πλατάγημα.
πελαγισμός,
πυκνός
πλατυγίζω
πλαταγώνιον,
λάσπη, υποστάθμη πηλώδης,
σκάζει
>
άγω, πλατ-αγή]- πλήττω δύο επίπεδα
πλαταγίζω,
πλαταγών,
πηλός [πλάσσω, πλαστός> πλασός
+
πλατάσσω [πλατύς
σώματα, τα συγκρούω μεταξύ τους. πλαταγέω, πλαταγωνίζω,
πλίθος,
πλίνθευmς,
πλινθιακός,
πλίνθινος,
σπάω
[εκ
των
πα-ίω,
ελαφρότερες πλήξεις. ενέργεια (σείω)]-
σπα-
>
πήω,
πατάσσω
(σπαθάω),
για
Το σ δηλώνει προσπάθεια πριν την
σύρω,
τραβώ,
σπαράσσω,
μαδώ,
μυζώ,
πλινθίον, πλινθίς, πλινθο-, πλινθόομαι, πλινθυφής (υφαίνω),
αποσπώ, έλκω το ξίφος, εξάγω κλήρο εκ περικεφαλαίας,
πλινθωτός,
αρπάζω.
πλιθί,
πλιθάρι,
πλίθα,
πλίθος,
πλίθινος,
σπασμός, σπάσμα, σπα, σπάδαξ (δάκνω), σπαδίζω,
σπαδονίζω (δονώ), σπαδονισμός, σπάδων, σπαδών, σπαθάω,
πλιθαρένιος, πλίνθωμα.
σπάθη μα,
πλαδάω [πλάσσω, πλάτ-τω (τ>δ)]- είμαι πλαδαρός, χαλαρός,
= υγρανθείς,
σπαθιά,
πλαδαρότης,
σπαθο-,
χαύνος, μεταφ., αδρανής, κατ' Ησύχ., πεπλαδικός σεσηπώς,
πλαδόεις,
πλάδωσις,
πλάδος,
πλαδαρός,
πλαδασμός,
πλαδάρωμα,
πλάδη,
πλάβα
(δ>β),
σπάθησις,
Σπαθαραίοι,
σπάθη,
Σπαθάρης,
σπαθίζω,
σπαθί,
Σπαθάρι,
σπαθισμός,
σπαθωτός,
σπάθα,
σπαθάδες,
σπαθάριος,
σπαθάτος,
σπαθιστήρας,
σπάζω,
σπαθιστής,
σπάνω,
σπάσακας,
σπαζοκεφαλιά, σπασίκλας, σπάσιμο, σπάσμα, σπασμένος, σπασμολυτικός (λύω), σπαστικός, συσπάω (συν), σύσπαmς,
πλαδαρόομαι, πλαδώδης, πλαδδιάω (δτ>δδ).
σπατίζω, αποσπώ, απόσπασις, αποσπασμένος, απόσπασμα, πλάξ [πλήξ-ω (η>α) μέλλ. του πλήττω]- κάθε πλατύ πράγμα, επίπεδο.
πλακερός,
πλάκινος,
πλακίς,
πλακουντάριον,
πλακόεις,
Πλάκος,
πλακόομαι,
υποπλάκιος,
πλακουντάριος,
πλακουντικός,
πλακούντιον,
πλακουντοειδής,
πλακουντώδης,
πλακούς, υπόπλακος,
πλακουντηρός,
αποσπάω,
σπάταλος
σπατάλημα,
(αλίσκομαι),
σπαταλώ,
σπατουλαριστός,
σπαταλάω,
σπάτουλα,
σπατουλάρω,
σπατάλη,
σπατουλάρισμα,
διασπαθίζω,
διασπαθάω,
διασπάθηmς.
πλακουντίσκος, πλακώα,
πλακώδης,
ασπίς [α (αρνητ.)
+ σπάθη
(δ>θ, διότι η γεν. είναι ασπίδ-ος,
πλάκα, Πλάκα, Πλακάδες, πλακάκι, πλακάς, πλακατζής,
α>ι), αποκρούει τα πλήγματα της σπάθης]- ασπίδα, φαρμακερό
πλακατζίδικος, πλακέ, πλακέτα, πλακί, πλακίδα, πλακίδιον,
φίδι
πλακοειδής, πλακο-, πλακούντας, πλακουτσώνω, πλάκωμα,
ασπιδίσκος,
πλακώνω, πλακωmά, Πλακωτή, πλακωτός, πλακωτό.
υπερασπίζω, υπεράσπισις, υπερασπιστής, ανυπεράσπιστο ς,
της
Αιγύπτου.
ασπιδηφόρος
ασπιδιώτης,
ασπιδίτης,
(φέρω), ασπιδο-,
ασπίδιον, ασπίζω,
ασπιστήρ, ασπιστής, ασπίστωρ.
πλανίζω [από το πλάξ, όπως το πλανάω από το πλάζω] εξομαλύνω το ξύλο με την πλάνη (το κάνω επίπεδο), ροκανίζω.
σποδέω [σπάω, σπαδίζω, α>ο]- κοπανίζω, τρίβω, βινέω,
πλανιάρω (άρω), πλανάρω, πλάνη, πλάνια, πλανιάρισμα,
κατατρώγω.
πλάνιασμα, πλανίδι, πλάνισμα.
(λαι, επιτατ.), ψόλος (σπ>ψ), ψολόεις, άσβολος( α, επιτατ.,
σποδιά, σπόδιο ς, σποδός, σποδίζω, λαισποδίας
π>β)- KαΠVΙά, ασβόλη, ασβολαίνω, ασβόλησις, ασβολόεις, πλατύς [πλάξ, πλακόεις (πλακύς
>
πλατύς, κ>τ)]- επίπεδος,
ασβολόω, ασβολώδης.
επ' ανθρώπου μεγαλόσωμος (Πλάτων), ισχυρός, μέγας, οδός,
δρόμος, αλμυρός (μάλλον εκ των παστών τα οποία κατά πλάκες πάστωναν). πλάτος,
πλαταμών, πλάτη, πλατειάζω, πλατεία,
πλατύνω,
πλατανιστής,
Πλάταια,
πλατανιστάς,
πλαταμώδης,
πλατανίστινον,
σπαργάω [σπάω
+ οργάω]-
είμαι πλήρης μέχρι διαρρήξεως,
ώριμος, σφριγώ. σπάργωσις, σπαργέω, σπαργώ, σπαργή.
πλατάνιον, πλατάνιστος,
σφριγάω
[σπαργάω
>
σφαργάω
(π>φ)
>
σφριγάω
πλατανιστούς, πλατανιστόεις, πλάτανος, πλατανών, πλάταξ,
(αρ>ρα>ρι)]- είμαι πλήρης σφρίγους, είμαι γεμάτος ζωτικών
πλάτας, πλατείον, πλάτιξ, πλατίστακος, πλατόομαι, πλατυ-,
χυμών, σπαργώ, ακμάζω. σφρίγος, σφριγώδης.
πλάτυσμα,
πλατυσμάτιον,
πλατυσμός,
πλάτυνmς,
πλάτυμμα, πλαταίνω, Πλαταμώνας, Πλατανάκι, πλατάνα, Πλατανάκια, Πλατανιά,
Πλατάνη, Πλατανιάς,
πλατάνι,
Πλατάνια,
Πλατανιώτισσα,
Πλατάνι, Πλάτανος,
Πλαταριά, πλατέα, Πλατεία, πλατειασμός, πλάτεμα, πλατιά,
Πλάτων, Πλάτωνας, πλατωνίζω, πλατωνικός, πλατωνισμός, πλατωσιά, πλάθανον (τ>θ), Πλαθάνη, πλαθάνη, πλαθανίτης, πλητίς, πλήτρον, πλήθριον.
πλέθρον [πλατύς
= οδός,
σφαραγέομαι [σπαργάω, π>φ]- σπαργώ, σφριγώ, σίζω μετά βρασμού,
εκβάλλω
συριγμό.
σφαραγίζω,
σφάραγος,
ασφαραγέω, ασφάραγος, ασπάραγος, σπαράγγι, ασφαραγιά, ασπαραγιά, σπαραγγιά, ασφαραγωνία, ασπαραγωνία.
δρόμος (α>ε, τ>θ)]- μέτρο μήκους
και επιφανείας. πλεθριαίος, πλεθρίζω, πλέθριον, πλέθρισμα. πλαίmον [πλατύς, πλάτος, α>αι, τ>σ]- σχήμα ή πράγμα τετράπλευρο, επίμηκες. πλαισίωμα, πλαιmώνω, πλαισίωσις, πλαιmωτός.
σφυδάω [σπαργάω (π>φ, α>υ, γ>δ, με αποβολή του ρ]- είμαι πλήρης σφρίγους.
σπόγγος
[σπαργάω,
α>ο,
ργ>γγ]-
σφουγγάρι.
σπογγία,
σφογγάρι (π>φ), σφουγγάρι, σφόγγος, σπογγίζω, σπόγγισμα, σπογγαλιεία, σπογγίνη, σπογγο-, σπογγώδης, σφουγγαράς,
σφουγγαρίζω, σφουγγαρίστρα, σφουγγαράδικο, σφουγγίζω, σφούγισμα, σπόγγισμα, σομφός (σφόγγος
>
σοφό- γγος
>
σομφός, το μ προτίθεται στα π, β, φ)- σπογγώδης, πορώδης, σομφότης, σομφώδης.
100 σπαράσσω διασχίζω, σπάραξις,
+
[σπάω
ενοχλώ,
ράσσω]-
επιτίθεμαι,
σπαραγμός,
ξεσκίζω,
κο μματιάζω,
προσβάλω.
σπαραγματώδης,
σπάραγμα, σπαραγμώδης,
σπαράκτης,
σπάργανον,
σπάργανα,
σπαργάνιον,
σπαργανιώτης,
σπαργανόω,
σπαργάνωμα,
σπαράζω,
σπαραχτικός,
σπαργανόομαι,
σπάργω,
σπαργανίζω,
σπερματόομαι,
σπερματίτις,
σπερμίνη,
σπερματίνη,
σμαραγή,
σμαράσσω,
σμαραγίζω,
μαράσσω,
σμάργνα,
σμερδαλέος
Σμάραγος,
(α>ε,
γ>δ),
ένσπερος,
σποργαί,
σποραδικότης, σποριάρης,
σπορευτός,
(συλ-λέγω),
σπορήτης,
σπόριμος,
Σποράδες,
σπορείον,
σποριάς,
σπόρι,
σπόριασμα,
σποραδικός,
σποριά,
σποριάζω,
σποριασμένος, σπορικό,
σπόριμος, σπόριον, σπορίτης, σπορο-, διασπορά, ένσπορος, σποράδην, κορέω (σ-πορεύς
σμερδαλεότης, σμερδνός, σμέρδος.
ενσπερμάτωmς,
σπόρος [σπέρνω, ε>ο], σπορά, σποράζω, σποράς, σπορεύς, σπορευτή,
σμαραγέω [βλ. σφαραγέομαι, π, β, φ >μ]- κροτώ, παταγώ,
σπερματικός, σπερμάτωmς,
εκσπερματώνω, εκσπερμάτωmς.
σπορολογέομαι βουίζω.
σπερματίας, σπερματο-,
σπερμείον, σπερμείος, σπερμόομαι, σπερματιστής, σπερμα-,
σπαρακτικός, σπαραξικάρδιος, ασπάλαθος (α, επιτατ., ρ>λ, σ>θ)- θάμνος ακανθώδης.
σπερματούχος,
σπερμάτιον,
πορέω
>
κο ρέω, π>κ)- σπείρω,
>
όσπριον (ο, ευφων.), όσπρεον, οσπριώδης, οσπριο-, σπυρί
σπαρτός [σπαράσσω, σπαράσσεται προς κατασκευή ινών οι οποίες
πλέκονται
σε
σχοινιά]-
σχοινιών ή καλωδίων.
θάμνος
προς
παρασκευή
(ο>υ),
σπυράκι,
σπυριάζω,
σπυριάρης,
σπύριασμα,
σπυρωτός.
σπαρτί, σπάρτον, σπάρτη, σπαρτίνη,
σπείραμα, σπείρασις, σπερηδόν, σπείρος, σπείρον, σπειρόω,
σπρουθός (ο>ου)
σπιράλ, σπειρωτός, σπειρο-, σπείρωμα, σπειροειδής.
λάγνος
σπεύδω)
σποροθός
>
>
στρουθός (π>τ)]- σπουργίτης, όρνιθα, ο
>
άνθρωπος,
στρουθίας, σκαρί ς, ασκαρίς [σπάρτον (π>κ), ισχνή και μακρά ίνα]
+ θέω ( = τρέχω,
στρουθός [σπόρος
σπαρτινός, σπαρτίον, σπαρτόδετος, σπαρτο-, σπείρα (α>ει),
αισχρός.
στρουθίζω,
στρουθάριον,
στρούθειον,
στρουθίον,
στρουθίων,
στρουθοκάμηλος, στρουθο-, στρουθωτός, στρουθώδης.
σκουλήκι των εντέρων. ασκαριώδης. σπουργίτης σκύρος [σπαρ-άσσω, π>κ, α>υ]- τα κατά την λάξευση του λίθου εκπίπτοντα τεμάχια, λατύπη.
[σπόρος
+
άγω, βλ.
[σπαράσσω (α>αι), και κατά
τον
έτm φέρεται το σπαραγμό
του]-
συλληφθέν σπαρταράω,
σφαδάζω, τρέμω, αγρυπνώ, τινάσσομαι, κατ' Ησύχ., σκορπίζω,
άλλο μαι. ασπαίρω (α, επιτατ., ευφων.), σπαρταρώ (τάρ-βος τρόμος),
σπαρταράω,
( =
σπόνδυλος, σφόνδυλος (π>φ) [σπάω
+
νωτιαίο μυελό προς βρώση, α>ο) σπαίρω
σπουργίτη,
σκυρόομαι, Σκύρος (έχει
πετρώδες έδαφος), Σκύριος.
θήραμα πριν
στρουθός],
σπουργιτάκι.
σπαρταρίζω,
=
σπαρτάρισμα,
άρθρο
της σπονδυλικής
σπονδυλωτός,
σπόνδυλος), σπονδυλίτιδα,
ασφόδελος
σπονδυλο-,
(φέρει
σπονδύλη,
σφοντύλι
σφοντυλιά,
ασφοδέλινος,
σπαρταριστός, ψαίρω (σπ>ψ).
στήλης.
σφονδύλι,
μυζώ, εξάγω τον
τύλος (τ>δ>νδ)]- το κάθε (έχει
σφονδύλιος,
οπή
όπως
ο
σπονδυλικός,
σπονδυλίτις,
σπονδυλώδης,
σπονδύλωmς,
βολβούς),
σπερδούκλα,
σφερδούκλι,
ασφοδελώδης,
σπερδούκλι, σπερδουκλιά,
σπέρδουκλας.
σκαίρω [σπαίρω, π>κ]- πηδώ, σκιρτώ, χορεύω.
σκαρίζω, σκέλος [σκαίρω, αι>ε, ρ>λ]- ένα των κάτω άκρων, από τον
σπαρίζω, σκαρθμός, σκαρισμός, σκάρος, σκαρία, σκιρτάω (αι>ι),
σκίρτησις,
σκίρτημα,
σκιρτασμός,
σπάρος, σκαρίτις, σκάρτης, σκάρτος (σκάρτης
σκιρτητής,
σύνδεσμο
=
υποστηρίγματα μηχανής, τα μέρη περιόδου, καθόλου το μέρος.
κούφιος,
του ισχίου
προς τα κάτω,
τα πλάγια ξύλα ή
ευκίνητος), σκαρτάω, σκαρτάρισμα, σκαρφαλώνω (βαίνω,
σκέλι, σκελεαγής (άγvυμι), σκελέαι, περισκελίδα, σκελίζω,
β>φ,
ασκαρής,
υποσκελίζω,
σκυράω
σκελύδριον,
σκελίσκος,
διασκελισμός,
σκελοτύρβης
ν>λ),
άσκαρθμος,
σκαρφάλωμα, ασκάριστος,
σκαρφαλωτός,
ασκαρίζω,
άσκαρος,
(α>υ), σκύρον, άσκυρον, άσκυλτος (ρ>λ).
υποσκελισμός,
υποσκέλισμα, σκελιστής, (τύρβη),
σκέλισμα, διασκελίζω,
σκελλός
(λν>λλ),
ασκελής.
σκαρδαμύσσω [σκαρ-ίζω (επιτατ.) τους
+
μύmς
( = κλείνω
οφθαλμούς,
( =
βλεφαρίζω
σκαρδαμυκτέω,
πάλλομαι, αναπηδώ)
+
δα σπανίζω [σπάω, σπάνω, σπάσμα]- είμαι ολίγος, ολιγοστός,
τους οφθαλμούς)]- ανοιγοκλείνω πυκνώς.
σκαρδαμυκτής,
καρδαμύσσω, σκαρδαμυκτικός,
ασκαρδαμυκτέω (α, στερ.), ασκαρδάμυκτος, ασκαρδαμυκτί.
έχω
έλλειψη,
ανάγκη,
λιγοστεύω.
σπάνιος,
σπανισμός,
σπάνις, σπανιότης, σπανιστός, σπανός, σπανίως, σπαρνός, σπαρίλα, πενία (α>ε), πένομαι, πενόομαι, πένης, πένητας, πενίη, πενιχρός (χρείος), πενέστης, πενεστεία, πενητεύω,
ασπαλιεύομαι [α (ευφων.)
αλιεύομαι]-
αλιεύω,
+
σπάω, ασπαίρω (οι ιχθύες)
ψαρεύω.
ασπαλία,
+
άσπαλος,
ασπαλιευτής, ασπαλιευτικός, ασπαλιυτική.
( =
ψάρ [ψαίρω ψαρών)]-
το
ψαρομαχία,
ψαρός
ωδικό
(όμοιος
πτηνό. προς
ψαρόνι,
ψάρα,
ψάρος,
ψαρόνι,
έχων
στίγματα, φαιός), ψαρομάλλης. σπείρω [αόρ. ε-σπάρ-ην, πρκμ. έ-σπαρ-μαι, εκ των σπάω,
σπαρ-άσσω, σπαρ-τός, σπαίρω
( =
διασκορπίζω,
αι >ει)]
σπέρνω, ρίχνω σπόρο, σπείρω τέκνα, διασκορπίζω ως σπόρο. σπαρτός, σπάρmμο, Σπάρτη (ήταν διεσπαρμένη σε μικρά χωριά),
Σπαρτιάτης,
Σπαρτιάτισσα,
Σπαρτιήτης,
σπαρτιατικός,
Σπαρτιατικός,
Σπάρτακος,
Σπαρτιά,
Σπαρτοχώρι, διασπείρω, ενσπείρω, σπέρνω, σπερματίζω, σπέρμα, σπέραδος, σπερμαίνω, σπερματία, σπερματισμός,
πρόσοδος,
άφνος,
αφνειός,
αφνύω,
αφνεός, ευηφενής (α>η), όμπνη (αν, αρνητ.
>
πάλλω, τινάσσομαι, όπως το σμήνος των
ψαρόνι,
ηπανάω (η εξ α αθροιστ.), άφενος (α, στερ., π>φ)- πλούτος, περιουσία, άμπνη
>
όμπνη,
ευδαιμονία, ομπνιόχειρ, πειναλέος,
ν>μ,
όμπνιος, πείνα
α>ο)-
ο
προς
ομπνηρός,
(πενία,
ε>ει),
πεινητικός,
αφνήμων,
+ πενία>
άνπενη
διατροφή
σίτος,
ομπνιακός, πείνη,
πεινάλας,
Όμπνια,
πεινέω, πεινάλα,
πεινάω, πεινώ,
πεινασμένος.
πέμπω [πέν-ομαι, πεν-ίη πατέω)
>
πέν-βω
>
πένπω
+ >
βαίνω (βω, υποτάκ., β>π, βλ.
πέμπω (ν>μ), διότι λόγω πενίας
(ανέχειας) αποστέλλονταν (αλλά και αντιθέτως προσέρχονταν) πρέσβεις ή κήρυκες, αλλά και μετανάστες, προς άλλους τόπους ή προς γείτονες ή άρχοντες άλλων χωρών. Αναφέρεται κυρίως επί πρέσβεων
και κηρύκων]-
στέλλω,
επί πρέσβεων και
κηρύκων, μεταφέρω, παραγγέλλω, οδηγώ, συνοδεύω. πέμψις, πεμπτός,
πομπή
διαπομπεύω,
(ε>ο),
πομπεύω,
διαπόμπευmς,
πομπέω,
πομπεύς,
παραπέμπω,
πομπός,
πομπαίος,
101 πομπεία,
πομπείον,
πομπίλος,
πόμπεμα,
πόμπευmς,
πόμπιασμα, πομπιάζω, πομπώδης, πόμπιμος, πομπευτής. σπένδω [σπαν-ίζω (α>ε)
+
ψαλιδάκι,
ψαλιδιά,
ψαλιδίζω,
ψαλίδισμα,
ψαλιδιστός,
ψαλιδώνω, ψαλίδωσις.
θύω (θ>δ)]- κάνω σπονδή, Ί!Jνω
σπέλιον, σπέλλιον [σπαλίς
=
τοξοειδής, α>ε]- κόσμημα του
λίγο (σπανίζω) οίνο, ως προσφορά στους θεούς, συνθηκολογώ.
βραχίονα ή της κνήμης, βραχιόλι, ψέλιο.
σπονδή (ε>ο), σπονδείον, σπονδείος, άσπονδος, ομόσπονδος
ψέλλιον, ψελιοφόρος, ψελιόω, ψάλιον.
ψέλιον (σπ>ψ),
(ομός, ομού), ομοσπονδία, συνομοσπονδία, σπείσις (σπείσω,
μέλλ. του σπένδω), άσπειστος, παρασπονδώ, παρασπονδία, παρασπόνδηση, παράσπονδος.
ψάω
[σπάω,
ψολόεις, σπέος [σπάω, εξ αποσπασμένων λίθων (λας), α>ε]- σπηλιά. σπείος,
σπήλαιον
σπηλαιοειδής,
(λας),
σπηλιά
σπηλαιώδης,
(ε>η),
σπηλάδιον,
σπηλαΤτης,
σπηλαιώτης,
τρίβω,
διαλύομαι
παλίνψηστος
(πάλιν,
σε
α>η)-
εκ
νέου
ξυσμένος,
περγαμηνή, ψαθάλλω (θαμιστικό του ψάω), ψέω (α>ε), ψίξ (ε>ι), ψιχίον, ψιχίσασθαι, ψιχιώδης, ψιχολογέω (συλ-λέγω), ψίχουλο, ψαίω
+ λάς]-
βράχος στον οποίο προσκρούουν
σκόνη,
ψόθος (α>ο), ψόλος,
ψίχα,
ψιττίον
(χτ>ττ),
ψίζω,
ψίω,
(θρύπτεται όταν παλαιώσει), ψίεθος, ψιαθίζομαι,
σπήλυγξ, σπηλυγγώδης. σπιλάς [σπάω (α>ι)
σπ>ψ]-
εξαφανίζομαι, αποσπογγίζω, ομαλύνω.
(α>αι),
ψαίμα,
ψαίνυσμα,
ψίαθος
ψιχάρπαξ,
ψαινύθιος,
ψαίστωρ,
ψαιστός.
τα κύματα, κοίλος βράχος. σπίλος, σπιλώδης. ψώω [ψάω, ψαόω
+
σπινθήρ [σπαν-ίζω (α>ι)
θά-ομαι, θέα (α,ε>η), διότι και
ομαλύνω.
ψώω (αο>ω)]- ψάω, τρίβω, αλέθω,
>
ψώχω, ψώχος, ψωμός- τεμάχιο άρτου, τροφής,
μικροί φαίνονται και για λίγο ΧΡOVΙKό διάστημα διαΡKOΎV]
βούκα, ψωμίζω, ψώμηξ, ψωμίον, ψωμί, ψωμίς, ψώμισμα,
σπίθα.
σπινθηρίζω, σπινθεύω, σπινθήρα, σπινθηροβολώ,
ψωμισμός,
σπίθα,
σπιθηρίζω,
ψωθίον, ψωκτός, ψωμάδικο, ψωμάκι, ψωμάς, ψωμώνω,
σπιθήρισμα,
σπιθοβολώ,
σπιθίζω,
ψωμο-,
ψαμμήν,
ψαμματίζω,
ψάμμητον,
ψάθεα.
σπινθηρ-.
ψόα
+
ψέφος [σπάω (σπ>ψ, βλ. σπέος, ψάω) αποσπάστηκε το φως]- σκότος.
φάω, δηλαδή ότι
ψεφαρός, ψεφαίος, ψέφας,
[ψάω
κάνω
( =
κάτι
λείο),
επιδερμίδα]- οι μυώνες της οσφύος. οσφύς (ο, ευφων.
> οψόα >
α>ο,
φέρει
απαλή
ψόϊτης, ψύα (ο>υ),
οσπόα (ψ>σπ)
>
οσφύς (π>φ, ο>υ)
η μέση, οσφυαλγής (άλγος), οσφυαλγία, οσφύδιον, οσφυήξ
ψεφαυγής (αυγή), ψεφηνός, ψέφω, αψεφής.
(άyvυμι, α>η), οσφυΤτις, οσφύϊτιδα, οσφυϊκός, οσφυοπαγής
σφάζω [σπάω
( =
+
έλκω το ξίφος, π>φ)
άyvυμι (γι>ζ)]
(πήyvυμι), οσφυοστάτης (ίστημι), οσφυοϊερός (ιερόν οστούν).
σφάζω, τελώ θυσία, φονεύω, επί παντός φόνου δια μαχαίρας ή ξίφους.
σφαξ,
σφάγιον,
σφαγίς,
σφαγή,
σφάξιμο,
σφαχτάρι,
σφαγείον,
σφάττω,
σφαγιάζω,
σφάγμα,
σφάκτης,
σφάδδω,
σφαγεύς,
σφαχτός,
σφαγιασμός,
σφαγιαστής,
απόξεσμα, μικρό
ψήκτρα, ψηκτρίζω, ψηκτρίον, ψήκτρια, ψηκτρίς, ψακτήρ, ψέκασμα,
ψαχνόν [σφαχτός, σφ>ψ]- κρέας σφάγιου δίχως οστά και
ψαινίσσω,
ψαικάζω, ψαινίζω,
ψακάζω, ψαινύρω,
ψηχάλα,
ψεκαστός,
ψηχάλισμα,
ψιάς,
ψάχαλο,
ψιχαλίζω (ε>ι), ψεκαστήρας.
λίπος. ξεψαχνίζω (ξε-), ξεψάχνισμα.
>
άγμα (άyvυμι)]-
ψηγματίζω, ψηγμάτιον, ψηκεδών, ψήχω,
ψήξις, ψακάς, ψεκάς (α>ε), ψεκάζω, ψεκάδιον, ψεκασμός,
σφαγιάτικα, σφαγιό, σφαγέας, σφαγάρι, σφαγειό.
φάσΥανον [σφάζω, σφαγή (σφα-
+
ψήγμα [ψάω (α>η) τεμάχιο, μόριο.
φασ-, βλ. φασκομηλιά]
ψήφος [ψάω
( =
+
τρίβω, ομαλύνω)
λιασμένο και στρογγυλεμένο
ξίφος, άορ, κάποιο φυτό. φασΥάνιον, φασΥανίς, φασΥάνω.
αφή (άπτω)]- λιθάρι
εκ της τριβής, χαλίκι, μ' αυτά
ψήφιζαν, η απόφαση της εκκλησίας του δήμου, ο τόπος όπου σφαδάζω
[σφάζω,
περιγράφουν
τις
σφαγή
κινήσεις
(γ>δ),
οι
σφαζόμενου
σημασίες ζώου]-
σπασμωδικά, κτυπώ τα πόδια μου, αντιστέκομαι.
του
κινούμαι
σφαδασμός,
σφαδαστικός.
]- τινάσσομαι, κτυπώ ορμητικά,
κτυπώ τακτικώς, επί του σφυγμού των αρτηριών, επείγω,
σπεύδω, ορμώ. σφυγμοειδής,
σφύσδω,
σφυγμή,
σφυγμολόγος,
ασφυγμία,
ασφυκτικά,
σφυγμός,
σφυγμο-,
σφυγμικός,
σφύξις,
ασφυκτικό ς,
ασφυξία,
ασφυχτικός,
ασφυκτικότητα, ασφυκτιώ, ασφυξιογόνος.
ψηφόω,
ψήφισις,
[σπάω, σφα-δάζω
+
νεκρώνομαι,
πελιδ-νός (π>κ, δι>ζ) ή
ξηραίνομαι,
έχω
σφακέλωμα,
σπασμούς.
σφακελισμός,
σφάκελος,
σφακελισμένος,
σφάκος (εξ αυτού θερμαντικό
σφάκα, σφακιά, φασκομηλιά (σφαφασκόμηλο,
Φασκομηλιά,
ελελίσφακος
(ελελίζω;),
>
σφακελώδης,
αφέψημα),
φασ-, βλ. φάσγανον),
φάσκος,
ψηφείον, ψηφίζω, ψήφινος, ψηφίς,
ψηφισμός,
ψηφοφορέω,
συμψηφισμός,
ψηφοφορίον,
ψήφισμα,
ψηφοφόρος,
ψηφοφορία, ψήφα, ψηφώ, ψηφί, ψηφιδωτό, ψηφιδωτός,
ψηφίτης,
ψηφο-,
ψηφολέκτης
(λέγω),
καταψηφίζω, καταψήφιmς, υπερψηφίζω, εψία (δασ., το ε εξ α αθροιστικού, α>ι), εψιάομαι, άψηφος, αψηφοφόρητος.
αψήφιστος [οι λέξεις της ομάδας αυτής έχουν δύο σημασίες. Από το ψηφίζω σημαίνουν δεν ψήφισα (διότι το α είναι στερητ.) και από το ψέφω
(=
φοβούμαι, ε>η) δεν φοβούμαι],
αψηφιmάρης, αψήφιστα, αψήφιστος, αψηφώ.
κελαινός (αι>ι), «μελάνιασε από το κρύο»]- πάσχω γάγγραινα, ξεπαγιάζω,
ψηφίδα,
ψηφιστός,
σφύζω [σφαδ-άζω, α>υ, δι>ζ
σφακελίζω
γίνονταν η ψηφοφορία.
σφάΥνος
αλησφακιάς,
(κ>γ),
ελελίσφακον,
ψαφαρός [ψάω ψαθυρός
(φ>θ,
ψαθυρόομαι, ψαθάκι,
φάρω
(=
α>υ),
ψάθεα,
ψαθί,
φέρω)]- εύθρυπτος.
ψαδυρός
(θ>δ),
ψαθύρωσις,
ψάθινος,
ψαθο-,
ψαφαρόν, ψαθύριον,
ψαθυρωτής, ψαθωτός,
ψάθα,
ψαθώνω,
ψάθωμα.
ψώρα [ψώω (ροή) κνησμό
ελελισφακίτης.
+
(
=τρίβω)
+
(φαγούρα)]-
ρέω, ροή,
διότι προκαλεί συνεχή
νόσημα επιδερμίδας,
φαγούρα.
ψωρός, ψωραλέος, ψωράω, ψωριάζω, ψωρίαmς, ψώρωmς, σπαλίς [σπάω]- ψαλίδι, είδος οικοδομήματος με ψαλιδοειδή στέγη εκ πλακών, τοξοειδής καμάρα. ψαλισμός,
ψαλιδισμός,
ψαλίδιον,
ψαλιδοειδής,
ψαλίς (σπ>ψ), ψαλίδι,
ψαλιδόω, ψαλιδωτός,
ψαλίζω,
ψαλίδωμα,
ψαλιστός,
ψαλίδα,
ψωία, ψώα, ψώζα, ψώριασμα, ψωρικός, ψωρίλας, ψωρίλος, ψωρίτης,
ψωροειδής,
ψωρο-,
ψωλή
(η
ψώρα προκαλεί
εκδορές, ρ>λ)- το ανδρικό μόριο εντεταμένο και έχον την βάλανον αποκεκαλυμμένη, περιτετμημένος, ψωλός, ψωλαράς, ψωλοκοπανώ.
102 ψύλλος
[ψώρα
(ρλ>λλ),
το
ψώρ-λος
>
δήγμα
του
ψύρλος
>
(τσίμπημα)
(ω>υ)
>
προκαλεί
ψύλλος
απo~ειρώνται να αποσπάσουν την έτοιμη λεία δια ρά-βδων,
κνησμό
δηλωνονται με τις λέξεις τις προερχόμενες από την ρίζα ρα-ο
(φαγούρα)], ψύλλα, ψύλλειον, ψυλλερίς, ψυλλίζω, ψύλλιον,
Η ρίζα ρα- προέρχεται σαρκοβόρων,
ψυλλίον, ψυλλο-, ψυλλώδης.
τον
κατασπαράξεως ψάμαθος [ψά-ω
+
άμαθος]- άμμος παραλίας.
ψαμαθών,
ψαμαθίς, ψιμύθιον (α>ι, α>υ), ψιμίθιον, ψίμυθος, ψιμύθι, ψιμυθίωσις,
ψιμμύθιον,
ψαμμίτης,
ψάμμα,
ψάμμος
ψαμμωτός,
(άμμος),
ψαμμίαmς,
ψαμμίας, ψαμμιακός,
επαπειλούνται
από
οποίον
της από
το
β-ρυ-χηθμό
εKβάλλOΥV κατά
λείας
τους.
Προ
επίδοξους κλέφτες,
(α>υ)
των
ώρα
της
την
παντός
δε
αλλά και
όταν
από
τα
υπόλοιπα μέλη της αγέλης τους. Διότι αδιαπραγμάτευτο τυγχάνει το ένστικτο του βιβ-ρώ
= φαγητό,
σκειν (β-ρώ-mς
ρα-ω> ρω), παρά το πρωτόκολλο
ψαμμιασικός, ψαμμίτης, ψαμμιτικός, ψαμμοβιίδες (βίος),
που ορίζει την προτεραιότητα περί αυτού, το οποίο δια της βίας
ψαμμόβιος, ψαμμο-, ψαμμώδης.
περισσότερο τηρείται παρά δια της υποταγής, συνοδευόμενο
ψάλλω [σπάω, ψάω
ψάν-ω
>
ψάλλω (λν>λλ, ψέλνω )]-
μετά ψαλ- (ν>λ)
>
αποσπώ,
>
ψάλ-νω
παίζω δια των δακτύλων έγχορδο όργανο, άδω. ψαλμός,
ψάλμα,
ψαλμωδία
>
μαδώ, εγγίζω ισχυρώς,
(άδω),
ψάλτης,
ψαλτήρι, ψαλάσσω,
ψ~λαγμα, ψέλνω (α>ε), ψαλμουδία, ψαλμωδός, ψαλμωδώ, ψαλmμο,
ψαλτικός,
ψηλάφημα,
ψαλτός,
ψηλάφησις,
ψηλαφ~ΤΙKός, ψηλαφινδα,
ψηλαφάω
ψηλαφητός, ψηλαφώδης,
(α>η,
ψηλαφητής,
ψηλαφία,
ψελλός
αφή),
ψηλαφητί,
ψηλαφίζω,
(ψέλνω,
λν>λλ)-
ο
σφαλλόμενος στην προφορά των λέξεων, άναρθρος, σκοτεινός, αδιανόητος,
ψελλίζω,
ψέλλισμα,
ψελλισμός,
ψελλιστής,
ψελλότης, Ψαρά (νησί του Αιγαίου άδενδρο, λ>ρ), Ψύρα (α>υ), ψυρίς, ψύρος, ψόρος (υ>ο).
ψήληξ [ψάλ-λω
(=
ακ-ίς (α>η)]- αλεκτρύων
(κόκορας) άνευ λοφίου. ψηνός (βλ. ψάλλω)- αραιός, μαδαρός, γυμνός,
ψανός,
ψεδνός
=
(δανός
τσουρουφλισμένος),
ψεδνόομαι, ψεδνότης, ψεδνο-, ψαιδρός (α>αι).
ψιλός [ψάλ-λω άτριχος,
( = μαδώ,
στρατιώτης
οπλισμένος,
πεζός
λόγος,
οργανική μουmκή, απλός, μόνος, επί άφωνων γραμμάτων. ψιλέθειρον (έθειρα), ψίλωθρον, ψιλόω, ψιλίζομαι, ψιλόομαι, ψίλωμα,
ψίλωσις,
αποψιλώνω,
ψιλωτικός,
αποψίλωmς,
ψιλά,
ψιλήτης, ψιλάδα,
ψιλώνω,
ψιλή,
ψιλικά,
ψιλικατζής, ψιλικατζίδικο, ψιλικό, ψιλο-, ψιλωτής. ψόφος [βλ. ψά-λλω (α>ο)
+ βο-ώ (β>φ )]-
επί κενού
ήχου ή
άναρθρος ήχος (βλ.
θορύβου.
ψοφέω,
ψόφαξ,
ψόφημα, ψόφησις, ψοφοδεής (δέος), ψοφοδέεια, ψοφώδης, ψοθάλλω, ψόθος.
ψιθυρίζω
[ψαί-ρω
( =
ψιθυρίζω,
αι>ι)
+
τυρεύω
( =
αναμιγνύω μετά δόλου και πανουργίας, τ>θ)]- χαμηλοφώνως ψίθος, ψιθυριστά, ψιθυριστός, ψιθυριστής.
+
ψέγω [ψέ-λλω, ψι-θυρίζω, ψε- λλίζω χεράκι»]-
κατακρίνω,
υβρίζω,
άγω, «του τα έψαλα
μέμφομαι.
ψεκτέον,
(ε>ο), ψογερός, ψογέω, ψογίζω, ψόγιος.
βρυχάομαι [Εντυπωmακή τυγχάνει η ποικιλία των σημασιών ρα- [ρά-σσω, ρα-ίω, ρή-γVΥμι (α>η), ρα-βάσσω, φ-ρά-σσω, ρά συνάπτονται
ά.].
αρμονικά
Ωστόσο στο
τα
ποικίλα
στημόνι
της
αυτά
υφάδια
εμπειρίας
του
πρωτογόνου ανθρώπου κυνηγού, απέναντι στα θηρία τα οποία
σπα-ρά-σσOΥV την λεία τους. Το πώς φέρονται τα θηρία κατά την σύλληψη του θύματός τους (ρά-γα, ρα-ίω, ρά-σσω), κατόπιν το πώς σπα-ρά-σσOΥV το συλληφθέν ζώο
τα
άγρια
θηρία,
εκφωνούν
συνεχώς
ένα
συνεχόμενο
βρρραγγγ ... (βρυχώνται). Το
ρήμα
το
οποίο
δηλώνει
τα
περισσότερα
από
τα
συμβαίνοντα κατά την προαναφερόμενη διαδικασία είναι το ρήyvυμι, αφού σημαίνει διαρρηγνύω, σπάζω, συντρίβω, σχίζω, κόβω,
καταστρέφω,
εγείρω,
διεγείρω,
κραυγάζω,
κτυπώ
κάποιον και τον ρίχνω κάτω, ξεφωνίζω και ποδοκρούω, όπως και τώρα κάνει κανείς προκειμένου να εκδιώξει
άγριους
σκύλους. ο
πρωτόγονος
άνθρωπος,
θηρευτής
αλλά
και
κλέφτης της λείας των θηρίων, να μιμούνταν τον βρυχηθμό τους, για να τα αποδιώξει (αν μη και εκ της παλαιότατης συγγένειας μετ' αυτών, φυmκώς εκφέροντας τον βρυχηθμόν αυτόν).
μπορεί να εξηγηθεί η διαπίστωση των γραμματικών ότι «το Ρ εν αρχή λέξεως είχε ΠΡOφOΡΆV τοσούτον ισχυρΆV, ώστε ηδύνατο να καταστήσει το βραχύ φωνήεν της προηγουμένης λέξεως θέσει μακρόν».
Εάν
η
προαναφερθείσα
εκδοχή
φαντάζει
ως
παρατραβηγμένη, αυτό συμβαίνει διότι αγνοεί κανείς ή ξεΧVά εύκολα ότι οι άνθρωποι έζησαν, χιλιάδες επί χιλιάδων χρόνια άγρια
ζώα,
μεταξύ
άλλων
άγριων
θηρίων.
Δεδομένο
αναμφισβήτητο από πάμπολλα αρχαιολογικά ευρήματα ανά την υφήλιο. Όπως και νά 'χει το
πράγμα, αυτό που φαίνεται ξεκάθαρα
είναι ότι η λέξη αυτή (ρήγVΥμι), αλλά και πολλές άλλες, σέρνει κυριολεκτικώς πίσω της ολόκληρη ιστορία, γι'
βρέμω
αυτό και η
(υπήρχαν
στα
μέρη
των
Ελλήνων
κατά
την
αρχαιότητα), μουγκρίζω, επί ταύρου, επί αγρίων θηρίων, επί της
κραυγής
κυμάτων.
των βρύξ,
υποβρύχιον,
ρυάγχετος,
βρύχιος, (γ>β),
βρουχιέμαι,
λάβρως,
επί
του
βρυχηθμός,
βρούχισμα,
τρίζω
υπόβρυχος, ρυάχετος,
(ο>ου),
βρύκω-
τα
των
βρυχηδόν,
περιβρύχιος,
βρούχημα
λαίμαργα,
βρυχηθμού
βρυχή,
υποβρύχιος,
υποβρυχιακός,
ρύβδην
βρουχητός,
θορύβου,
πληγωμένων,
βρύχημα,
βράγχος
και εννοιών των λέξεων οι οποίες προέρχονται από την ρίζα κ.
και
βρουχητό,
τρώγω
δόντια,
μετά
βρύχω,
υποβρύχω, βρύγμα, βρυγμός, βρυχετός, βρύγδην.
Ρίζα ρα-
β-ρά-ζω
Τα ζώα αυτά όταν
αντιληφθούν απειλή απώλειας της τροφής τους, όπως ακριβώς
βρυχητής,
ψεκτός, ψέκτης, ψεκτικός, ψεκτός, ψεγάδι, ψέγος, ψόγος
βδος,
και
μεγάλη ποικιλία των σημαmών της]- κυρίως επί λεόντων
λέγω λοιδορίες, όπως το ψαίρω. ψίθυρ, ψιθύρισμα, ψίθυρος,
ένα
βρυχηθμών
Μπορεί να παρατηρήσει κανείς, τα προαναφερόμενα σε ζώα
ως
ψε-λλός, ε>ο), θόρυβος, επί ισχυρού χτύπου, επί μουmκών οργάνων,
συνεχών
Εκ του βρυχηθμού δε των σαρκοβόρων βρρρυγγγ ... πιθανόν
α>ι)]- γη ή χώρα άδενδρος, γυμνός,
ελαφρώς
υποκρούσεως
(σκύλους, γάτες) ακόμα και οικόmτα.
Πιθανόν
+
μαδώ, α>η)
μουmκής
επιδείξεων μασελών.
[ρή-yvυμι (α>η), β-ρύ-κω (α>υ», β-ρό-χω
(α>ο), β-ρώ-mς (ρα-ω> ρω)] αλλά και το πώς οι άνθρωποι
κρυολόγημα βραγχάω, βραγχώδης,
[βλ.
βρυχ-άομαι
λαιμού. βραγχία,
(βραγ-)
βράγχη, βραγχίασις,
βραχνάδα,
βράχνα,
+
αχέω]-
βραγχαλέος,
βραΧVάδα, βραγχιάω,
βράγχιον, σβραχνός,
βραγχνός, βραχνερός,
βραχνιάζω, βράχνιασμα, βραχνο-, σπάραχνο (β>π). βράζω [βράγ-χος αρκούδα, βράζω.
>
βράγιω
>
βράζω (γι>ζ)]- γρυλίζω σαν
ράζω, ρόζω (α>ο), ρύζω (α>υ), ρυζέω,
αράζω (α, ευφων.), αρράζω (βρ>ρρ). ρύγχος [β-ράγχος, βράζω, ρύζω]- η ρίς, η μούρη, κυρίως επί χοίρων, ράμφος.
ρυγχάζω, ρυγχαίνω, ρύγχαινα, ρυγχιάζω,
103 ρυγχόο μαι, ρογκιάω (υ>ο), ρογχαλίζω, ρέγκω (α>ε), ρέγχω,
ορμητικός,
βίαιος,
ρέγκος, ρόγχος, ρογχασμός, ρέγξις, ρωχμός (ο>ω), ροχαλίζω,
ορμητικός,
σπεύδων,
ροχαλητό,
σφοδρός
ροχάλισμα,
ρουχαρίζω,
ροχάλα,
ρόχαλο,
και
λαβρύσσω,
ροχαλιάρης.
σφοδρός,
υπέρογκος,
βιαστικός,
βίαιος
ανθρώπων, λαίμαργος,
λέγειν.
λαβράζω,
λαβρόομαι,
λάβραξ,
λαβράκιον,
στο
λαυρεύομαι,
επί
άπληστος,
λαβράκι,
λαβρεία, λαβροστομία, λαβρότης, λαβροσύνη, λαυρόσυτος ερρυγγάνω
[ε
ευφων.)
ρέγχω,
+
ρόγχος
(ο>υ,
ρύγχος,
(σεύω), λάβρυς, λαβρώνιος.
γΧ>ΥΥ)]- ρεύγομαι, ρεύομαι, επί της θαλάσσης θραυομένης σε αφρούς
επί
της
ερυγμαίνω,
ξηράς,
ερυγήτωρ,
μουγκρίζω. ερυγμός,
ερυγή,
ερύγμηλος,
έρυγμα,
ερεύγομαι,
ρήγνυμι [βλ. βρυχάομαι], εκρήγνυμαι, έκρηξις, ρήγνυμαι, διαρρήγνυμι,
διάρηξις,
ερευγμός, έρευξις, έρευγμα, ρεύγομαι, ρεύομαι, ορυμαγδός
ρηγματίας,
ρηγμίς,
[ερύγμηλος
διαρρήκτης,
ρηκτός,
ορυμαγτός
ορύγμηλος (ε>ο)
> >
ορυμγηλός (μετάθεση)
>
>
ορυμαγδός (τ>δ)]- θόρυβος, βοή, επί ίππων,
(γσ>σσ),
απόρρηγμα, ραγάδα,
ρηκτικός,
ρηξήνωρ,
(κέλευθος),
ρηγμίν,
διαρρηγνύω,
ρακτός,
ρήξις,
ρηξινορίη, Ρηξήνωρ,
ρηξίφρων
(φρην),
ρήσσων
άρηξις, αρήγω, αρηγοσύνη, αρηγών, αρωγή (ρίζα
ο πάταγος και η
ρα-, α>ω), αρωγός, αρωγοναύτης, ράσσω (γι>σσ), αράσσω
ροχθέω, ρόθος, ροθέω, ροθιάζω, ροθιάς,
(α, επιτατ.), ρακτήριος, ράκτρια, ράγδην, ράγα, ραγή, ραγάς,
ρόχθος [β-ρυχ-άομαι, ε-ρυγ-γάνω (υ βοή των κυμάτων.
ρήκτης,
ρηξι-, ρηξηνορία (ανήρ), ρηξικέλευθος
κυνών, επί χειμάρρων.
ρήγμα,
ρηγμός,
>0)]-
ροθίζω, ρόθιος, ρόθιον, ροθιότης, ρώθων (ο>ω), ρωθώνιον,
ραγάνι,
ρωθωνίζω,
ρηγάτον,
ρουθούνι,
ρώθωνας,
ρουθουνίζω,
αρθούνι,
ραγδαίος,
ραγδαιότης,
ρηγάδικος,
ραγόεις,
ρηγάτικος,
ρήξ,
ρήγαινα,
ρήγας, ρήγισσα,
ρηγόπουλο, ρηγοπούλα
ρουθούνισμα, ρωθωνισμός.
ραβάσσω [ρήγ-νυμι (γ>β)]- ράσσω, αράσσω, κάνω κρότο, ροιβδέω [β-ρόγ-χος, ρόγ-χος, ο>οι, γ>β]- ροφώ με θόρυβο, κάνω ώστε να εκρεύσει, εξορμήσει, όπως το ροιζέω. ροιβδηδόν, ροιζέω,
ροίβδησις,
ροιζαίος,
ροίβδος,
ροιζήεις,
ροίζος
ροιζηδά,
(βδ>ζ),
ροιζηδόν,
μάλιστα ορχούμενος ή δια του ποδιού κρούω τον ρυθμό.
ροίβδην,
αρραβάσσω
(α,
ροιζόω,
ξεφάντωμα),
αραβέω,
ροίζημα,
αραγμός (β>γ), ρέκασμα,
ροίζηmς, ροιζήτωρ, ροιζώδης.
ευφων.),
αρράβαξ,
άραβος,
αράγδην,
ρεκασμός,
ραβαΤσι
άραδος
ρεκάζω (α-ραγ-μός,
αρβαλώ
γλέντι,
( =
(β>δ),
αραδέω, α>ε, γ>κ),
(άραβος),
αρβάλημα,
αρβαλητό, αρβολητό, αρβάλι, αρβαλίζω, αρβάλα, αραβίδα. ωρύομαι [ω
(
=λίαν)
β-ρυ-χάομαι, ρό-θιος (ο>υ), ε-ρυ
+
ΥΥάνω]- ουρλιάζω, κυρίως επί λύκων και κυνών, επί αγρίων ανθρώπων είτε πενθούντων είτε χαιρόντων.
ωρυγή, ωρυδόν,
ραξ, ρωξ (α>ω, όπως πταξ
ωρυθμός, ωρυτός, ωρύωμα, ουρλιάζω (ω>ου), ούρλιασμα,
κόκκος,
ουρλιαχτό.
ραγάδα,
σκελίδα σκόρδου, ραγίζω,
ραγοειδής, βρόμος [βρυ-χάομαι (υ>ο), μεταφ., ωσάν να βρυχώνται τα στοιχεία της φύσης]- κάθε μεγάλη ταραχή, ισχυρός κρότος, όπως η βοή του πυρός, ο πάταγος της βροντής, της τρικυμίας, οργή,
μανία,
επί
ηφαιστείου.
βρομέω,
βρέμω,
βράχω,
πτωξ) [γεν. ραγός, ΡωΥός, εκ
-
του ρήγνυμι (διαρηγVΎεται στο πατητήρι)]- ρώγα σταφυλιού, ριiϊζω,
είδος αράχνης. ράγισμα,
ραγοειδίτιδα,
ραγολογία,
ραγολογώ,
ρώγα,
ράϊσμα,
ραγολόγημα ραγικός,
(συλ-λέγω),
ραγίον,
ραγοειδής, ράματα (ράγματα), ρόζος (ράγ-ιος γι>ζ),
ροζιάζω,
ριζιάρης,
ράγα,
ραγισματιά, ραγώδης,
ρόζος, α>ο,
>
ροζιάρικος,
ρόζιασμα,
ροζιασμένος.
βρόμιος, βρομιάζομαι, βρομιάς, βροντή, βροντάω, βροντώ, βρονταίος,
βροντείον,
βροντηδόν,
βρόντημα,
Βροντή,
ροιά, ρόα, ροιή, ρωδιά (γ>δ) [ρωξ, γεν. ΡωΥός> ΡωΥιά>
βρόντηγμα, βροντημός, βροντητά, βροντηχτά, βροντηχτός,
ρωδιά (γ>δ)
Βροντισμένη,
ροϊδιά, ροϊδέα, ρώδι, ρόϊδο, ροΤδιον, ρόδι.
Βροντού,
βροντησμός,
βροντο-, Βροντομάς,
βροντώδης,
εμβρόντητος,
βρόντος,
>
ροδιά> ροιά]- ο καρπός της ροδιάς, η ρωδιά.
εμβρόντησις,
εμβροντησία, βρωμάομαι (ο>ω)- γκαρίζω, ογκώμαι, βρωμέω,
όρυζα [ο (ευφων.)+ ράξ(γεν. ραγ-ός, α>υ»
όΡυΥια> όρυζα
(γι>ζ), ομοιάζει εντελώς με τους κόκκους του ροδιού όταν
βρωμήεις, βρώμησις, βρωμήτωρ, βρωμητής.
αυτοί είναι άγουροι]- ρύζι. ορυζών, ορυζώνας, ορυζο-, ρύζι, βρώσις
[βλ.
βρυχάομαι,
βρύκω]-
φαγητό,
σήψη
(εξ
Ρύζια, ρυζο-.
αλλοιωμένης τροφής, διότι οι πρωτόγονοι ήσαν αναγκασμένοι να
διατηρούν
επί
πολύ
χρόνο
την
τροφή),
σκωρίαση.
σιδέα [ροϊδέα
>
σίδειος,
βρωτόν, βρωτύς, βρώμος, βρώμα- τροφή, φαγητό, πληγή
Σιδούντιος, mδιοειδής.
καρκινώδης,
βιβρώσκω
(αναδιπλ.),
βρωματικός,
σίβδα,
mδέα (ρ>σ, οι>ι)]- ρωδιά, ρόδι.
βρωσείω, βρώmμος, βρωτέος, βρωτήρ, βρωτικός, βρωτός,
ράκος
[ρήγνυμι,
ξεσχισμένο βρώμος, βρόμος [βλ. βρώmς]- δυσωδία, ιδίως των ζώων την
βρωμέω,
εποχή
της
βρωμώ,
βρομασιά,
οχείας.
βρομάω,
βρομερός,
βρομιάρικος,
βρωματώδης, βρομώ,
βρομερότητα,
βρομίζω,
βρόμικός,
βρόμα,
σιδιωτόν,
Σιδούς,
σίδη, Σιδόεις,
βρώμη,
βρόμος (ω>ο), βόρμος (ρο>ορ).
κατά
σίδιον,
βρωμώδης, βρομησιά,
βρομιά,
βρομιάρης,
βρόμιο ς,
βρόμισμα,
βρομισμένος, βρομο-, βρομούσα, βρομύλος.
ρακώδης,
ρακόω,
ρακάμφιος ρακέτα,
μέλλ.
ρούχο.
ράκωμα,
(άμφιον),
βράκος,
ρήξω,
ράκινος,
αόρ.
ράκωσις,
ρακένδυτος
βράκα,
ε-ράγ-ην
ράκιον,
ρακίς,
ρακοδύτης
(ενδύω),
βρακάκι,
(γ>κ)] ρακόεις, (δύω),
ρακενδύτης,
βρακάς,
βρακού,
βρακάτος, βρακί βρακο-, βρακώνω, βρακωτός, ξεβρακώνω (ξε-),
ξεβρακωμένος,
ρούχον,
ρουχαλάκι,
ξεβράκωτος,
ρουχικό,
ρούχο
ρουχισμός,
(α>ου,
y>i),
ρουχολόι,
ράσο
(κ>σ), ρασοφόρος.
βάραθρον [βορά (ο>α)
+
ανήρ (γεν. ανδρός, θ>δ)]- άνοιγμα,
χάσμα βαθύ, ιδίως στην Αθήνα στο οποίο κατέρριπταν τους εις θάνατον καταδικασθέντες, γυναικείο κόσμημα.
όλεθρος,
απώλεια, καταστροφή,
βέρεθρον (α>ε), ζέρεθρον (β>ζ), βέθρον,
ρυκάνη [ράκος, α>υ, ξεσκίζει το ξύλο]- ροκάνι.
ρυκανίζω,
ρυκάνησις, ρουκανίζω, ροκανίζω (υ>ο), ροκάνι, ροκάνισμα, ρουκάνι, ροκανίδι, ρουκάνισμα, ροκάνα, ρουκάνα.
βάραθρος, βαραθρώδης, βαραθρόω.
λάκος, λάβρος [λα (επιτατ.) τροφής, βλ.
+
βρό-μος, αλλά και με την σημασία της
βρόμος και βρώmς]- επί φυmκών δυνάμεων,
λακίς
[ράκος,
ρ>λ]-
ράκος,
σχίσμα.
λακδόω,
λακίζω, λάκισμα, λακιστός, λάκκος, λακκίζω, λακόπιον, λέκος (α>ε), λεκάνη, λεκάριον, λέκιθος.
104
ρωγμή, ρωγμή.
ρωγμός,
ρωγή
[ρωξ, γεν.
ρωγός]-
χαραγματιά,
ρωγαλέος, διερρωγός, ρωγάς, ρωγματιά, ρωχμός
(γ>χ), ρωχμή.
ραιβός [ράμφος, α>αι, φ>β]- καμπύλος, κυρτός. ραιβόκρανον
(κρανίον),
ραιβοσκελής,
ερείκω
+
[ε (ευφων.)
ρήξις, η>ει]- διατέμνω, διασχίζω,
χωρίζω, συντρίβω, κοπανίζω.
ραιβότης,
ραιβό ω, ραιβηδόν, ραιβοειδής, άρβηλος (α, ευφων.), αρβέλι, ραιβοποδία
ραιβοσκελία,
(πους),
ραιβόποδος,
ραιβότητα,
ραιβοχειρία,
ραβάνι.
ερειγμός, έρειξις, ερεικτός,
ερείκη, ερίκη (ει>ι), αρείκι (ε>α), ρείκι, έρεγμα, έριγμα,
λαίβα [ραιβός, ρ>λ]- ασπίδα.
λαίφα (β>φ), λαίον (λαίβον),
ερίγμη, ερικτός, ερικίς, ερικτή, ερέχθω (Κ>χ), ανέρεικτος,
λαισήιον, λαιός (η λαίβα εφέρετο διά της αριστεράς χειρός)
ενήρεικτος, ενηρίκτω, λίγδα (έ-ρεγ-μα, ρ>λ, ε>ι), λιγδεύω,
αριστερός, λαιφός.
λίγδην, λίζω (γι>ζ). ραδινός [ράβδος> ραβδινός ραχία,
ρηχίη
(α>η) [ρήγVΥμι, ράσσω, ρηγ μίν (γ>χ)]- η
ρηγVΥOμένη επί της ακτής θάλασσα, μάλιστα η πλημμυρούσα,
(ραβδινός,
ο κρότος των κυμάτων ρηyvυOμένων κατά της ακτής, επί
ράδιξ, ραδαμεί
θορύβου όχλου, πετρώδης αιγιαλός, ράχις.
ραδόνιο.
άκανθα κοινώς ραχοκόκκαλο, ράχετρον, ραχίτης,
ραχίς,
ραχιαίος,
ραχίτις,
ραχάδην, ραχίζω,
ραχίτιδα,
ράχις- ράχη ή
ραχάς,
ραχετίζω,
ραχιστής,
ραχιστός,
ραχιώδης,
ραχός,
ρηχός,
ραδινός]- λεπτός, επιμήκης,
>
λεπτοφυής, απαλό ς, λεπτοκαμωμένος, ευκίνητος. μετάθεση),
ραδαλέος,
( = βλασταίνει,
ράδαμνος,
Ησύχ.), ράδιο, ραδι-, ραδιο-,
ρίζα [Αιολ. βρίσδα. Ή εκ του ραδι-νός
>
ραζι- (δ>ζ)
+ ζα ( = γη) >
(αντιμετάθεση) ή εκ των ρέω
βραδινός
ραδαμνώδης,
ρέζα
>
ρίζα
ρίζα (ε>ι),
>
ραχώδης, ρηχιάδης, Ράχες, ραχεοτομία, ραχιοτομία, Ράχη,
διότι ρέει προς την γη]- ρίζα, θεμέλιο, το πράγμα από το οποίο
ραχιαλγία
φύεται κάτι, γένος, οικογένεια.
( άλγος),
ραχιο-,
ραχιτικός,
ραχιτισμός,
ραχο-,
βρίσδα,
ριζάγρα (άγρα),
Ραχούλα, Ραχώνι, Ραχώνα, ραχετρίζω, ρακίζω, ρακκίζω,
ριζείον, ρίζιον, ριζίον, ριζίς, ριζηδόν, ρίζηθεν, ριζημαίος,
ρακχίζω, ρακία, ρακετρίζω.
ριζίας,
ριζικός,
ριζο-,
ριζόω,
ρίζωμα,
ριζώδης,
ρίζωσις,
ροζωτής, ροζωτός, ριζό, Ρίζα, ριζά, Ριζά, ριζαλγία ραίω
[βλ.
βρυχάομαι,
σκορπίζω, καταστρέφω.
ρίζα
ρα-]-
ραιστάζω,
θραύω,
συντρίβω,
ραιστήρ, ραιστήριος,
ραιστηροκοπία (κόπτω), ραιστότυπος (τύπτω),
αραιός (α,
ριζάρι,
Ριζάρι,
ριζικάρι,
ριζάριο,
ριζικό,
Ρίζες,
ριζίτης,
Ρίζια,
ριζίτιδα,
ριζιά,
Ριζό,
(άλγος),
ριζικά ρης,
ριζοαπαστικός,
ριζώνω, Ρίζωμα, ραδίκι (ι>α, ζ>δ, έχει ισχυρή ρίζα).
επιτατ., διότι θραύεται εύκολα), αραιά, αραιότης, αραιόω, αραιώνω,
αραίωμα,
αραίωσις,
εξαραίωmς,
ορείχαλκος
(α>ο, αι>ει)- κράμα χαλκού, ορίχαλκος (ει>ι), ορειχάλκινος.
ραδανός
[ραδινός,
ευδιάσειστος.
ραδαλέος
(λ>ν)]-
τρυφερός,
απαλό ς,
ραδάνη, ροδάνη (α>ο), ρόδαμνος, ορόδαμνος
(ο, ευφων.), ρόδον, ροδέα, ροδή, ροδάριον, ρόδεος, ρόδειος,
ραίνω [ραίω
=
σκορπίζω]- ραντίζω, επί υγρών, στερεών,
επιπάσσω, διασκορπίζω. ραντισμός,
ρανίδα,
ραντίζω, ρανίζω, ρανίς, ραντήρ,
ράντισμα,
ράντιmς,
ραντός,
ράσμα,
ροδεών ροδίζω, ρόδινος, ροδίτης, ροδίτις, ροδο-, ροδωνία, ροδουντία, ροδωπός (ωψ), ροδωτός, ροδόσταμον, ροδαλός, ροδοκόκκινος,
ροδαριά,
Ροδόπη,
ρόδισμα,
Ροδωπός,
ροδόκανθα
ράνα, ράνη, ραντιmά, ρανάω, ραντιστήρας, ραντιστήριον,
Ροδόπολη,
ροζακί
ραντιστικός, ραντιστός, ράντιστρο, ραντουρίζω, ραθαίνω
ροδάκινον (άπιον, π>κ), ροδακινιά, ροδακινέα.
(άκανθα),
(ροδιακί,
δι>ζ),
(ντ>θ), ραθαμίζω, ραθάσσω, ραθαγέω, ραθάμιγξ, ευρώς (ευ ρα-ός
ευρώς, αο>ω)- μούχλα, σηπεδών, φθορά, ευρώεις,
>
ευρωτιάω, ευρωτίασις.
ρου σίζω [ροδίζω, ο>ου, δ>σ]- είμαι κοκκινωπός. ρουmώδης,
ρούσα,
+
ράβδος [βλ. βρυχάομαι, ρίζα ρα-, ρα-ίω, ρα-ιστάζω άσσω
>
ραβδί,
ράπατ-ος
καλάμι
αξιώματος, γραμμή,
>
ράβδος (πτ>βδ, όπως επτά
για
προς
ψάρεμα,
ξύλο
σωφρovισμό,
στίχος.
ραβδίον,
ακοντίου,
πoιμεVΙKή
ραβδί,
πατ
Ρούσιοι,
ρουσόξανθος,
Ρώσος
ρουσαίος,
(ου>ω),
ρούσιος,
ρούς,
ρούσος,
Ρωσίδα,
ρωσο-,
ρούmκος, Ρωσία, ρωσικός.
έβδομος)]
-
ως
σημείο
ρήγος
[ραδ-ανός,
ράβδος,
ταινία,
εφάπλωμα
(ήσαν
ραβδία,
Ρουσάτοι,
ραβδεύομαι,
α>η, εξ
δ>γ]-
απαλών,
σκεπάσματα,
κάλυμμα,
υφασμάτων).
ρηγεύς
(βάφονταν), ρεγιστή ς (η>ε), ρεγεύς, ρέγμα, ρέζω (γι>ζ).
ραβδηφόρος, ραβδοφόρος, ραβδίζω, ράβδινος, ράβδισμα, ραβδισμός, ράβδιδα, ραβδονομέω, ραβδονόμος, ραβδόομαι, ραβδουχέω
(έχω),
ραβδουχία,
ραβδούχος,
ράβδωμα,
+ ροδαλός ( = ροδοκόκκινος),
ερυθρός [ε (ευφων.) λ>ρ]-
κόκκινος.
ενέρυθρος,
ράβδωσις, ραβδωτός, ραβδο-, ραβδιά, ραβδάκι, ραβδιστήρι,
ερυθαίνω,
ερυθραίος,
Ραβδούχα,
ερύθρημα,
ερύθημα,
ρίγα
(α>ι,
β>γ),
ρέγουλα
(α>ε),
ρεγουλάρω,
ρεγουλάρισμα.
ερυθρότης,
ερυθρανός, ερυθρίας,
ο>υ, δ>θ,
ερυθραίνω,
ερυθραυγής
ερυθρίαmς,
(αυγή),
ερυθριάω,
ερυθρίνος, ερυθίνος, ερύθριον, ερυθρόδανος, ερυθροδανόω, ερυθρόνιον,ερυθίβη,
ραπίς [ράβ-δος
>
ράπτος (βλ. ράβδος)
ραπίδος (τ>δ), γεν.
>
του ραπίς]- ράβδος, είδος υποδήματος.
ραπίζω, ραπισμός,
ράπισμα, ραπιδοποιός.
ερυσιβόω,
ερεύθω,
ερυσίβη
ερευθόω
(ε>ευ,
ερευθαλέος,
ερευθήεις,
(θ>σ), όπως
ερευθέδανος,
ανερευθής,
ερυσιβάω,
ερεύθημα,
ερύmβος,
-
πυνθάνομαι
πεύmς),
ερευθέβω,
ερευθής,
ερευθιάω,
έρευθος,
ενερεύθομαι.
+
λαίλαψ [λαι (επιτατ.)
ραπίς
>
λαίραψ
>
λαίλαψ (ρ>λ)]
θύελλα, ανεμοστρόβιλος, καταιγίδα (ραπίζει το πρόσωπο δι'
ύδατος
ή
φερομένων
υλών).
λαιλαπίζω,
λαιλαπώδης,
λαίλαπα.
ερείδω [ε (εξ α επιτατ.) άλλο,
επακκουμβώ,
πιέζω
ισχυρώς,
αγωνίζομαι. ράμφος [ρή-γVΥμι, ράβ-δος, ραπ-ίς, το μ προτάσσεται στα β, π (β,π>φ), διότι τύπτει, ραπίζει, σχίζει, κόβει και κραυγάζει (ρήγVΥμι)]ραμφίς,
το
ράμφος.
ραμψός,
ραμφάζομαι,
υποστηρίζω,
επιτίθεμαι,
επωθώ,
αντερείδω,
αντηρίς
αντέρεισις,
ενέχω,
μάχομαι, (ε>η),
αντέρεισμα,
αντερειστικός.
ράμφιον, είδος
φράσσω, φράγνυμι [βλ. ρήγVΥμι, βράζω, βρυχάομαι, βρύγ μα (β>φ, υ>α), διότι δια του βρυχηθμού τα σαρκοβόρα έθεταν
Ραμνούς, Ραμνούmος, Ραμνουσία, Ραμνουσίς, Ραμνουmάς,
φραγμό, έναντι των ανθρώπων ή άλλων ζώων προς κατοχή της
Ραμνούντα, Ράμνα.
λείας
θάμνου,
ραμφώδης,
έρεισις,
αντηρείδιον,
στηρίζω κάτι πάνω σ'
Ραμνή,
ακανθώδους
ραμφηστής,
ραμφή,
στηρίζομαι,
έρεισμα,
αντηρίδα,
+ ρίζα (ι>ει)]-
εμπήγω ισχυρώς,
ραμνοδοκέντρια
ράμνος-
(κέντρον),
τους]-
εμποδίζω,
δεσμεύω,
κλείω,
αποφράττω,
105 περιφράττω, προστατεύω, φραγμός,
φράκτης,
φραγμίτης,
φρακτός,
φρακάρω,
ασφαλίζω.
φραγή,
φρακάρισμα,
περίφραξις, σφραγίζω,
φράττω,
σφραγιδο-,
διάφραξις, σφράγισμα,
σφράγιmς,
ρυθμίζω,
ρυθμιστής,
ρυθμιστικός,
ρυθμο-,
ρίμα
(υ>ι),
ριμάδα, ριμάριο, ριμάρω, ριμάτα.
(σσ>ζ),
περιφράττω,
απόφραξις,
σφραγίδα,
φράγμα, φραγμόω,
φράζω
φραχτή,
διαφραγματίτις,
σφραγίς,
σφραγιστήρ,
φράχτης,
φρακτή,
αποφράττω,
διαφραγματικός,
φραγμών,
φράξιμον,
+ ρέω,
ευρύς [ευ
ρύ-mς, θηλ. ευ-ρε-ία, ευ-ρέ-α, γεν. ευ-ρέ
διάφραγμα,
ος]- πλατύς, εκτεταμένος, μέγας, ιδίως επί του ουρανού, της
διαφράττω,
θαλάσσης και της γης, φθάνων σε μεγάλη απόσταση.
σφραγιστής,
σφραγιστήριο,
ευρύτης, ευρύτητα,
ευρυ-,
εύρος, Ευρυτανία (τανύω), Ευρυτάν,
Ευρυτάνας, ευρύνω, διεύρυνσις, διευρύνω.
σφραγιστικός, σφραγιστός.
+ ρέω
έρρω [εν Ρίζα ρα-
ρε-
>
(νρ>ρρ, εω>ω)]- πορεύομαι αργά, ως χωλός,
χάνομαι, απόλλυμαι, καταστρέφομαι.
( =
έρρε
κρημνίσου,
προστακτ. του έρρω).
ρέω [Το βρυχάομαι (ρίζα ρα-, α>ε) ο Όμηρος το αναφέρει επί του ήχου των κυμάτων αλλά και επί ρέοντος ύδατος όπως
= γογγύζω
στα ρυάκια. Λέγει κελα-ρύ-ζει, ρύ-ζω, ρυ-ζέω
(βλ.
ρεύω, ρέβω [ρέω, ρεύ-mς, έρρω]- καταρρέω, εξαντλούμαι, καταπονώ. ρέψι (έ-ρεψ-α, αόρ. του ρεύω).
βρυχάομαι), όπως του ρέοντος ύδατος ο ήχος ρερε ... , ρυρυ ... (
=
ροχθέω
παφλάζω). Βλ. ρήγνυμι, βρόχω, ροιβδέω, ρόχθος,
= κίνηση
βράζω, ροιζέω, ροίζος
ρεύματος, άπαντα ανήκοντα
στη ρίζα ρα-]- επί υδάτων πηγών, ποταμών, τρέχω, χύνομαι, επί ανθρώπων, χιονιού, επί βελών (ροίζος) επί αέρος, όπως το πίπτω
επί
τριχών
του
σώματος,
καταρρέω,
διαρρέω,
απόλλυμαι, ρέπω προς κάτι, επί πλοίου «κάνω νεΡά», σπανίως χύνω, εκχέω. ευρρείος,
εκρέω, διαρρέω, καταρρέω, ευρεής, ευρρεής,
συρρέω,
εισρέω,
απορρέω,
επιρρέω,
ερέω και
εράω (ε, ευφων, απαντώνται μόνο σε σύνθετα), ρείω (ε>ει), ρείθρον,
ρέεθρον,
ρείτης
(μόνο
ως
β'
συνθετικό,
βαθυρρείτης), ρέος, ρέον.
ρευματίζομαι,
ρευματικός,
ρευμάτιον,
ρευματισμός, κατάρρευmς, ρευματόω, ρεύσις, ρευσταλέος,
ρευστικός,
ρευστός,
ρευματισμοί,
ρευματαλγία
ρευματο-,
ρευστότης,
(άλγος), ρεύω,
έκρευσις,
ρέβω,
ρέμα,
ρεματιά, απόρρευσις, Ρεματιά. ροή [ρέω, ε>ο]- ρόος, ρους, ρόα, ροί α, ροητόκος, ροάς,
ροείδιον,
ροώδης,
ροικος,
ρόϊσκος,
ροΤζω,
διαρροή,
ροοστάτης (ίστημι), ρονιά, εκροή, έκροος, συρροή, Εύρος, εύρους,
εύροος,
διάρροια,
ευροέω,
απορροή,
εύρροια,
απόρροια,
εύρροος,
καταρροή,
απόρροος,
επιρροή,
επίρροια, ρογός (άγω, διότι εκεί συρρέει ο σίτος)- αποθήκη σίτου.
[συρρέω,
= άστατος, ρ>λ, υ>φ]- το πλήθος.
υ>ου]-
στραγγίζω,
διυλίζω,
ορός [ο (ευφων.)
+
ροή]- το υδατώδες μέρος του γάλακτος
ορροποτέω ούρον,
(πίνω),
κάτουρον ούρησις,
ουράνη,
ορρόω, (κάτω),
ουρητήρ,
ουρητρίς,
ΟΡΟ-,
ουρός
κατούρημα, ουρήθρα,
ουροδόχη
(ο>ου), κατουρώ,
ουρηρός,
ούρημα, ου ρέω,
ουρησείω,
(δέχομαι),
ουροδόχος,
ουροδοχείον, ουροδόκη, ουραχός (άγω, γ>χ), ούριος, ουρία, ουρητηρο-,
ουρηθρο-,
ουρικός,
ουρο-,
ουρολογία,
ουρολόγος, Ορόντης. ρύσις [ροή (ο>υ), ρεύmς]- ρεύmς, ροή, ρεύμα.
ρύηmς,
ρυάς, ρυάδες, ρυαδικός, ρύαξ, ρυάκιον, ρυάκι, ρυακώδης, έκρυmς, ρυΤσκομαι, ρύμα, ρυδόν, ρύδην, ρύημα, ρυηφενής (άφενος), ρυηφενία, ρυτός, ρυτόν, ρυώδης, ρυσίς, ρυάχετος, ρυmώνας,
κάτηρυς
(κατά,
α>η),
ρυάδα,
αρυάκι,
Ρυάκι,
Ρυάκια.
σούφρωμα, σουφρώνω, σουφρωτός.
δάκρυον δάκρυ,
+
[δα (επιτατ.)
δάκρυ μα,
εκρέω,
δακρυόεις,
έ-κρυ-mς]-
δακρύω,
το
δάκρυ.
δακρύζω,
δάκριο
(ε>ι), δακρυ-, δάκρυα, δάκρυσμα.
όπως ανερός
+
ρέω (το δ αναπτύσσεται προ του ρ,
ανδρός)]- ρέω ισχυρώς.
-
λάτραψ (δ>τ), λάταξ,
λαταγείον, λαταγέω. ροφώ [ρεύmς
,
ε>ο, υ>φ]- ρουφάω.
ροφέω, ρυφέω (ο>υ),
ροφάνω, ρόφημα, ρόφησις, ροφητός, ρόμμα (φμ>μμ), ρόμος,
ρυφάνω, ρύφημα, ρουφάω, ρουφώ, ρούφηγμα, ρουφιξιά. ρίς [ρέω (αέρας και μύξα), ε>ι]- μύτη, ρουθούνι, αγωγός, οχετός.
ρίν, ρινάω, ρινέω, ριναυλέω (αυλέω), ρινέγχυτος
(εγχύω), ρινεγχυτέω, ρινηλασία (ελαύνω), ρινηλατεύω, ρινορινοβόλος,
ρινόκερος
ρινοκολούρος,
ρίον,
(κέρας),
ρινοπύλη,
ρινοκόλουρος,
ρινόmμος
(mμός),
ρινόλεθρος, Ρίο, έρρινον (εν), ένρινον.
κράνα (η>α),
κρηναίος, κρηνιάς, κρηνίς, κρηνίδιον, κρηνίτις, Κρηνίδες, κρήνηθεν,
κρήνηνδε,
κρηνοφύλαξ, κρουναίος,
κρηνουχέω
κρουνός κρουνία,
(ρους),
(έχω),
κρηνούχος,
κρούνωμα,
κρουνείον,
κρουνίτης,
κρουνηδόν,
κρουνίζω,
κρουνίσιος, κρούνισμα, κρουνισμός. ρητίνη
[ρέω,
ρητινίζω,
ε>η,
ρέουσα
ρητινίτης,
εκ
ρητινόω,
του
πεύκου]-
ρητινωτός,
ρετσίνα.
ρητινώδης,
ρετσίνα, ρετσινιά.
αφρός
[απ-ό
αφρηλόγος,
αφρίτις,
+
ροή
αφρώδης,
επαφράω,
(π>φ)],
αφρολόγος,
αφρόομαι,
έπαφρος,
=
Αφροδίσια,
αφρέω,
αφρηστής,
αφρύη,
Αφρογένεια
Αφροδίτη (δίδω, δίδυμα Αφροδίmος,
αφριάω,
αφριστής,
αφύη,
(γεννώ),
αφρίζω,
αφρισμός,
επαφρίζω, αφρογενής,
όρχεις, εκ του σχετικού μύθου), αφροδιmάζω,
αφροδισιασμός,
αφροδισιακός, Αφροδιmάς, αφροδιmαστικός, επαφρόδιτος,
Ευρώτας [ευ
+
επαφροδισία, ξαφρίζω (εξ), ξάφρισμα, ξαφριστήρι.
ρόος (οο>ω)]- ποταμός της Λακωνίας.
Ηριδανός [η (εξ α ευφων.)
+
ρέ-ω (ε>ι)
+
δηναιός
(
αρχαίος, η>α)]- διάσημος ποταμός στους παλαιούς μύθους της Αττικής.
ρυσμός,
μεθώ,
σουρωτήρι, σουρωτός, σούρα, σούρωμα, σούφρα,
κρήνη [ε-κρέω, ε>η]- κρουνός, βρύση, πηγή.
(<<τυρόγαλον»), του αίματος, το υγρό μέρος της πίσσας. ορρός,
ουρώ,
σουρώνω ζαρώνω.
λαδρέω [λα (επιτατ.)
ρεύμα [ρεύσομαι, μέλλ. του ρέω, όπως το πεύmς εκ του πυνθάνομαι],
λεφούm [ρεύmς, ρευστός
ρύμη
[ρύη,
ρυθμός
(σ>θ)
[ρύmς]-
κάθε
ομαλώς
ρυθμιτικός, ρυθμικός, ρυθμέω,
του ρέω,
στενή οδός, στενωπός. ρυμοτομέω,
επαναλαμβανόμενη κίνηση.
αόρ.
βλ.
ρώομαι]-
δύναμη,
ορμή
σώματος σε κίνηση ή φορά, η ορμή των πτερύγων, έφοδος, ρυμοτομία,
ρεγεών (ρέω), ρεγιών.
ρυμηδόν, ρύμινα, ρυμίσκη, ρυμίς, ρυμάρχης,
ρούγα
(υ>ου,
άγω),
106 ρώομαι [ρέω, ρόος, ρους, οο>ω]- κινούμαι με ταχύτητα ή
ορμή,
ορμώ,
τινάσσομαι,
πολεμιστών.
ερωέω
(ε,
πηδώ,
εφορμώ,
ευφωv.),
ερωή,
μάλιστα ρώμα,
επί
ρόβολος (π>β), ρο βόλισμα, ροβολιστά, ροβολώ, ροβόλημα, ανερείπομαι (ανά, α>ε, ε>ει).
ρώμη,
ρώννυμι, ρωμαλέος, ρωμαλεόομαι, ρωμαλεότης, έρρωμαι
ρώψ [ροπή, ο>ω]- ιμαντώδη φυτα εχοντα επιμήκεις και
(πρκμ. του ρώVVΥμι με σημασία ενεστωτ.)- προβάλλω ισχύ,
εύκαμπτους ράβδους.
έρρωσο (προστακ. του έρρωμαι)- έχε υγεία, χαίρε, ερρώμενος,
ρωπεύω,
έρραος, έρρωος, ερρωός, ρέμω, Ρώμος, Ρωμύλος, Ρώμη,
ρωπίον,
Ρωμαίικο,
ρωποπερπερήθρα (πέρπερος).
ρωμαίικος,
ρωμαϊκός,
Ρωμαίος,
ρωμαϊστής,
ρωπήεις,
ρωπάς,
ρώπος,
ρωπείον,
ρώπαξ,
ρωπίζω,
ρουπάκι
ρωπικός,
ρωπογραφία,
(ω>ου ), ρωπικόν,
ρωπογράφος,
Ρωμανός, Ρωμιά, Ρωμιός, ρωμιοσύνη, Ρέμος, Ρουμανία, Ρουμάνος,
Ρούμελη,
Ρουμελιώτης,
ρουμελιώτικος,
ρουμάνικος, Ρο μανία, ρώmς, ρωρός, ράρος, ρωσκομένως,
ρωστήρ, ρωστήριον, ρωστικός, ρως, ρώσταξ.
ρέμβω [ρέπω, β>μβ (λαβή
-
λαμβάνω), βλ. ρίπτω και ρέπω,
διότι σημαίνουν ρίπτομαι εδώ και κει, κλίνω προς το ένα ή το άλλο
μέρος]-
είμαι
άστατος,
περιφέρομαι,
στρέφομαι ολόγυρα (ρόμβος). ήρως (δασ.) [α (αθροιστ.) ηρωασταί, ηρώσσα,
ηρώον, ηρώνη,
+
ρώ-ομαι]- ήρωας, ηρωϊκός,
ηρώειον, ηρωίνη,
ηρώος, ηρωΤς,
ηροϊσταί, ηρωίδα, ρόλος (η-ρο-ϊκός
>
ρέμβος, ρεμβάς, ρεμβασμός, ρεμβώδης, ρέπης, ρεμπάτεμα,
ηρώϊος,
ηρωίζω,
ριμπάτεμα,
ηρωισσα,
ηροικος,
ρεμπεσκές, ρεμπέτας, ρεμπέτης, ρεμπέτικος, ρέμπομαι.
ρεμπατεύω,
λέμβος
[ρέμβος,
λεμβαρχείον,
λέων [γεν. λέοντος (ρέοντος, ρ> λ, ρέω), διότι αναπτύσσει μεγάλη ταχύτητα όταν εφορμά στο θύμα του, βλ. ρώομαι κινούμαι με ταχύτητα ή ορμή]- το λιοντάρι. λιν,
λεοντάρι,
λεοντέη,
λεοντάριον,
λεοντή,
λεοντιδεύς,
λεοντούχος
λεοντίαmς,
(έχω),
λεονταρής,
(άγχω),
ρομβηδόν,
πετώ
>
ρέπετω
ρομβητής,
ρομβητός,
γλαμώδης,
ροδάνι,
ροδανίζω,
ραδανίζω,
ροδάνισμα,
ροδέλα,
τρέπω [ρέπω, το τ πιθανόν εκ του δάω, δα-ήμων, δή-ω ή δα επιτατ.]-
στρέφω ή
διευθύνω προς κάτι,
στρέφομαι προς
κάποια διεύθυνση, βλέπω προ κάτι, τρέπω σε φυγή, VΙKώ
ρίπτω
>
ρομβέω,
(ο>υ), ρυμβέω, ρυμβίον, ρυμβονάω, ρυμβών, ρομφεύς, ρόδα
κατατροπώνω, αποτρέπω.
+
[ρέ-ω
πλοίο. λεμβο-,
Λεοντάρι,
γλημώδης, γλάμων, γλάμυξος (άγω, α>υ). ρίπτω
από
λεμβίτης,
ρομβόω, ρομβίον, ρομπινές, ρουμπινές, ρουμπώνω, ρύμβος
λημίον, λημαλέος,
γλαμυρός,
συρόμενη
λεοντιάω,
ρότορ (δ>τα).
γλαμυξιάω,
βάρκα
λεμβαρχώ,
ρόμβος [ρέμβω, ε>ο]- τροχίσκος, μαγικός τροχός, κίνηση
(β>δ),
λήμη, γλήμη [ρέω, ρ>λ, ε>η]- τσίμπλα.
ρ>λ]-
λέμβαρχος,
περιστροφική.
Λεοντίνοι, Λεοντίτο, λεοντώδης, λεοντοειδής, λεο-.
λημάω,
ρέμπελος,
λεμβούχος (έχω), λεμβώνας.
λεονταρίσιος, λεονταρισμός, λεονταρο-, λεοντίδες, λεοντικά,
γλαμάω,
ρεμπελιό,
=
λιοντάρι (ε>ι),
λεοντάγχωνος
λεόντειος,
ρεμπελεύω,
ρο-λόγος> ρόλος)- η
συμμετοχή σε έργο (κυρίως θεατρικό).
λις,
περιπλανώμαι,
ρεμβάζω, ρέμβομαι, ρέμβη,
(ε>ι)]-
ρίπτω,
ατρεψία,
άτρεπτος,
εντρέπω, εντρέπομαι, ντρέπομαι,
ατρεπτότης,
αποτρέπω,
μετατρέπω,
εξακοντίζω, κινούμαι ανήσυχα, ρίπτω έξω, αποβάλλω από την
εκτρέπω, προτρέπω, τρεπτός, ανατρέπω, τρεπτικός, τρέψις,
οικία ή την χώρα, ρίπτω από τον εαυτό μου, ριψοκινδυνεύω,
ευτράπελος,
ρίπτω
αταρπός (ρα>αρ), ατραπιτός, ατραπίζω.
τον
εαυτό
ριπτάριον,
μου
εδώ
ριπταστής,
και
κει.
ριπτασμός,
ριπτέω,
ριπτός,
ριπτάζω,
ρίψις,
ευτραπελία,
ευτραπελεύομαι,
ατραπός,
ρίψιμο,
ριψασπία (ασπίς), ρίψασπις, ριψο-, ριφή (π>φ), ριψ-, ρίμμα
τρόπος
(πμ>μμ), ριμμός, ριμφαλέος (φ>μφ), ριπή, ρίπημα, ριπίς,
πράττειν,
ριπιστήρ, ριπίδιον, ριπίζω, ρίπισις, ρίπισμα, ευ ρίπιστο ς,
προσηκόντως, μέθοδος συλλογισμού. τροπή, τρόπα, τροπαία,
εύριπος (βλ. ρίπτω
= ρίπτω
τον εαυτό μου εδώ και κει, εκ της
[τρέπω, ε>ο]διατελείν,
τρόπαιον,
διεύθυνση, κατά
τροπαίος,
την
αποτρόπαιο ς,
τρόπος του
φέρεσθαι,
συνήθεια,
αρμοδίως,
αποτροπή,
τροπώνω,
μεταβολής του ρου του ύδατός του), ευριπώδης, ευριπίδης
κατατροπώνω,
(όνομα κύβου, ρίπτεται), ΡΙψ, ρίπος, ρίχνω (Π>Κ>χ), ριχτός,
τροπαιουχία,
ριξιά, ρίξιμο, ριξιμιός.
τροπαλισμός, τροπηλίς, τροπαλίς, τροπέω, τρωπάω (ο>ω),
τροπαιούχος
τροπαιοφορία,
(έχω),
τροπαιούχημα,
τροπαιοφόρος,
τροπαλίζω,
τροπίας, τρόπις, τρόπηξ, τροπιδείον, τροπίζω, τροπικός, γρίπος
[ρίπτω]-
περίπλοκο.
δίχτυ
γρίφος
ψαράδων,
(π>φ),
μεταφ.
γριπεύς,
κάθε
γρίπων,
τι
το
γριπίζω,
γριπεύω, γριπηίς, γρίπισμα, γριφεύω, γριφώδης.
τροπολογία, τροπολογέω, τροπάριον, τροπόω, τροπωτήρ, ανατροπή,
εκτροπή,
προτροπή,
εντροπή,
ντροπή,
ντροπιάζω, ντροπιασμένος, ατροπία, εντροπία, ντροπαλός, ντροπαλά, εντρόπιο, ντρόπιασμα, εντροπαλός, άτροπος.
ερείπω
[αόρ.
καταβάλλω,
β'
η-ρίπ-ην,
εκ
κατακρημνίζω,
του
ρίπτω]-
καταπίπτω,
καταρρίπτω,
καταστρέφω.
τραβώ
[τρέπω,
ερείπιον, ερείπιος, ερειπόω, εριπόω, ερειπιών, ερείπωmς,
προσελκύω,
έρειψις, ερειψίλαος (λαός), ερείψιμος, ερίπνη, ερίπνα.
τραβηγμένος,
ε>α,
π>β,
υποφέρω,
βλ.
ατραπός]-
απομακρύνω.
τραβηξιά,
τραβηχτός,
έλκω
σέρνω,
τράβηγμα, τραβηκτικός,
τραβηχτικός, παρατραβώ, παρατραβηγμένος, τραβηκτική, ρύπος
[το
ρίπτω
εκ
του
ρέω,
ροή
(ο>υ)
ακαθαρσία, το χαμερπές, κερί για σφράγισμα.
ρύπανσις,
ρύπαξ,
ρυπαίνομαι,
προέρχεται]
ρυπαρεύομαι,
ρυπαρότης,
ρυπαρία, ρυπαρώδης, ρυπαρός, ρύπασμα, ρυπέω, ρυπάω, ρυπόω,
ρυπόεις,
ρυπήμων,
ρύπον,
ρύπτειρα,
ρυπτικός,
ρύπτω, ρύπωmς, ρυπωτός, ρίψις, ρύμμα (πμ>μμ).
ρέπω
[ρίπτω,
ριπ-τάζω
=
τραβιέμαι.
ρυπά, ρυπαίνω,
στρέφομαι δεξιά ή
άτρακτος [α (επιτάτ.) άξονας.
+ τρέπω,
ε>α, π>κ]- βέλος, ηλακάτη,
ατρεκής, ατρέκαια, ατρεκότης, ατρεκηΤη, ατρεκίη,
ατρεκεία, Ατρέκεια, ατρεκέω, δρούγα (άτρακτος, τ>δ, α>ου, κ>γ), δρούγκα, αδράχτι, αδραχτάκι, αδραχτάς, αδραχτερή,
αριστερά.
αδραχτεριά, αδράχτης, αδράκτι, αδραχτιά.
Αναφέρεται στην κίνηση της πλάστιγγας]- κυρίως επί της πλάστιγγας όταν κατεβαίνει, κλίνω προς τα κάτω, γέρνω, κλίνω
στρέφω [τρέπω, π>φ, το σ προτάσσεται], στρέμμα (πμ>μμ),
προς το ένα μέρος ή προς το άλλο, υπερισχύω, επικρατώ (επί
στρεμματικός,
της μιας εκ των αντιμαχομένων πλευρών).
στρεπτέον,
στρεπτή ρ,
συστρέφω
(συν),
ροπικός,
ροπτίον,
αμφιρρεπής,
ρόπτρον,
ρόπαλον,
ρέψις, ροπή (ε>ο),
αντίρροπος,
ροπάλη,
ροπαλίζω,
αμφίρροπος,
ροπαλικός,
ροπαλισμός, ροπάλωσις, ρομφαία (π>φ>μφ), ρομφαιοφόρος,
στρεφεδινέω
στρεπτός, στρεπτο-, στρέπταιγλος (αίγλη),
(δίνη),
στρεπτίνδα,
στρεπτή,
στρεπτόλυτον (λύω),
διαστρέφω,
στρέφος,
στρέφανον,
στριφογυρίζω
(ε>ι),
στριφογυρνώ, στριφογύρισμα, στριφτάρι, στριφτάλι (ρ>λ),
107 στριφώνι,
στέφω [στρέφω, με αποβολή του ρ, συνάδουν οι ΧΡOVΙKoί
στρέψις, στρεψο-, στρεψαίος, στρεψαύχην (αυχήν), στρεψι-,
τύποι των δύο ρημάτων]- περιθέτω, μεσ. βάζω κάτι γύρο στο
στρίβω,
στρίμματα,
κεφάλι μου, περιβάλλω, περικυκλώνω, στεφανώνω, συστρέφω.
στρίμωμα,
στεφάνη, στεφανηδόν, στεφανη-, στεφανιαίος, στεφανίας,
στριφτός,
στρίφω,
στρίφωμα,
στρίψιμο,
Στρίμμα,
στριμμένος
στρίμωγμα
στριμώνω,
στριφώνω,
(άγω),
(βμ>μμ),
στριμωγμένος,
στριμωξιά,
στριμωξίδι,
στριμώχνω,
διεστραμμένος, διαστρεμμένος, διάστρεμμα, αστραφής.
στεφανίζω,
στεφανικός,
στέφανος, στροφή [στρέφω, ε>ο]- στροφεύς, στροφάδην, στροφαί,
συστροφή,
στροφαίος,
στροφαλίζω,
διαστροφή,
στροφάλιγξ, στρόφαλος, στροφάς, Στροφάδες, στροφείον,
στεφανούχος
στεφανώδης,
στεπτός,
Στεφανιάδα,
στροφίς,
στρόφιον,
στρόφις,
στροφο-,
στροφικός,
στροφόομαι,
στεφάνι,
στεφανίς,
στροφωτός,
στρωφάω.
στεφανόω,
στεφανώνω,
στεφανωματικός,
στεφάνωσις,
στεφανωτικός,
στεφανωτρίς,
στέφος,
στεφοδότης, στεφηπλόκος, στεφηφόρος, στεφίτης, στέψις,
άγαγον),
στρόφιλας,
(έχω),
στεφάνωμα,
στεφανωτής,
στρόφος, στροφέω, στρόφωμα, στρόφιγξ, στρόφιγγα (άγω, στροφιγγωτός,
στεφάνιον,
στεφανίσκος, στεφανίτης, στεφανίτις, στεφανίων, στεφανο-,
άστεπτος,
(φμ>μμ),
αστεφής,
Στέφανος,
Στεφάνι,
Στεφάνη,
στεμματηφόρος,
Στεφανιά,
Στεφανινά,
στεμματίας,
στέμμα
στεμμάτιον,
στεμματοφόρος, στεμματόω.
στρεβλός
[στρέφω,
φ>β]-
στραβός,
διεστραμμένος, ανάποδος, πανούργος. στρεβλότης,
στρεβλόω,
συνεστραμμένος,
ρω [το γράμμα, βλ. βρυχάομαι, ρίζα ρα-, το γράμμα που
στρέβλη, στρεβλώνω,
δηλώνει την ρήξη και την ροή, ρέω> ρω]. Μεταβολές, ρ>βρ,
στρέβλωσις,
στρεβλωτήριος,
στο μέσον λέξης το ειρ γίνεται ερρ ή ιρρ (εγείρω
στρεβλωτής, στρεβλωτήριον, στρέβλευμα, στρόβιλος (ε>ο),
φθείρω
στροβάζω,
στροβάνικος,
στροβελός,
σ>ρ. Διπλαmάζεται α) μετά από πρόθεση λήγουσα σε φωνήεν
στροβιλίζω, στροβιλισμός, στροβιλιά, στροβιλο-, στροβεύς,
(απορρίπτω), β) μετά από α στερητ. (άρρωστος), γ) σε αύξηση
στροβέω,
ρήματος (έρριψα), δ) σε σύνθεση όταν προηγείται αυτού βραχύ
στρομβέω,
στροβανίσκος,
εγέρρω,
-
φθέρρω), ρσ>σσ, ρα>αρ, ρο>ορ, λ>ρ, ρ>λ, ριω>ρρω,
-
στροιβάω,
στροιβός,
στρόβηmς,
στροβητός, στροβιλέα, στροβιλέω, στροβιλεών, στροβίλη,
φωνήεν (βαθύρροος), αλλά και άρωστος, καλλίροος, έριψε.
στροβίλινος, στροβιλίτης, στροβιλός, στροβιλόω, στροβός, στρόμβος, στρομβείον, στρόμβη, στρομβόω, στρομβηδόν, στρομπίδα,
στρόμπος,
στραμπουλίζω,
στραμπουλάω,
στραμπούληγμα,
(στρομβόω,
ποταμός
της
σαόω [Οι βοσκοί για να διευθύνουν ή για να συγκεντρώσουν
Μακεδονίας (στρίβει δυτικά μόλις εξέρχεται από τα στενά του
το κοπάδι τους φωνασκούν το επιφώνημα σσαα ... σσα ... (ζα,
Ρούπελ,
Στρυμών
τώρα
έχει
τεχνητή
ο>υ)-
Ρίζα σα-
κοίτη),
Στρυμονικόν,
στρυμονικός, Στρυμονοχώρι, Στρυμονίας, Στρυμόνας.
σσ>ζ), εντονώτερα δε όταν εμφανισθούν σαρκοβόρα (λύκοι). Σα είναι το ουδέτερο πληθυντ. του επιθέτου σως
( =
σώος,
ακέραιος, ο μη βλαφθείς). Και τώρα τα ζώα λέγονται ζα. Όλες στραβαλός,
οι σημασίες του σα-όω έχουν απόλυτη σχέση με την ασφάλεια
στραβαλοκόμας (κόμη), στραβεύς, στραβίζω, στραβισμός,
στραβός
του κοπαδιού. Πιθανώς το πάλαι ποτέ οι φωνασκίες σσαα ... να
Στράβων,
στραβίζω,
[στρεβλός,
ε>α]-
στραβότης,
στραβο-,
αστράβωτα,
στραβηλός,
στραβά,
στραβωμάρα,
αστράβωτος,
αστραβαλίζω,
στραβάδα,
στραβάδι,
απευθύνονταν
στραβώνω,
άστραβος,
απόκλεψη του συλληφθέντος υπ' αυτών θηράματος. Σχετικό
αστραβυστήρ,
τυγχάνει το σου-σου, προς αποσόβηση πτηνών (ξιού-ξιού),
αστραβής,
αστραβεύω,
αστράβη,
αστράβηλος
(α,
επι τατ.), στράβηλος.
επίσης
τα
προς
σίττα,
σαρκοβόρα
ψίττα
και
προς
εκδίωξή
ψύττα,
τους,
επιφωνήματα
για
προς
παρακίνηση ποιμνίου προς βοσκή ή προς αποδίωξη αυτού.] σώζω από θάνατο, διατηρώ ζώντα, διαφυλάττω, διατηρώ κάτι
στραγγός
στραγγός
[στρέφω
(ε>α,
άγω
>
φγ>γγ)]-
διεστραμμένος, στραγγάλη,
+
στρεφαγός
συνεστραμμένος,
πολύπλοκος, στραγγαλίζω,
στραγγαλιώδης,
στρεφγός
>
ανώμαλος, στραγγαλάω,
ασφαλές, τηρώ, ενθυμούμαι (οι βοσκοί έπρεπε να θυμούνται
σκολιός,
όλα τα ζώα τους πολύ καλά, ώστε το βράδυ όταν τα μάντρωναν
αναιδής.
να παρατηρήσουν εάν έλλειπε κάποιο, δίχως να τα μετρήσουν.
στραγγαλίς,
κατσώνω
(κατά),
στραγγεύομαι, στραγγείον, στραγγίζω, στραγγίς, στραγγείο,
σωσάνιον
(άνω),
στραγγιάς,
σώσμα,
στραγγουρία στρεύγομαι
στραγγαλωτή,
σώω (σαό-ω, αο>ω), σώζω, σωννύω, σόω, σάωμι, σώνω,
στράγξ,
στράγγιmς,
στραγγαλόομαι,
>
(ουρέω),
(στρεφ-άγομαι
στραγγουριάω,
>
στρεάγομαι
>
στρεύγομαι, α>υ), στρευγεδών.
σωστός,
+
>
στρογγύλος
σωτήρ,
Σωτηριάνικα,
συμπυκνωμένος,
Σώσος,
στρογγύλω,
στρογγυλός,
στρόγγυλμα,
γλαφυρός,
επιμελημένος.
στρογγυλεύω, στρογγυλότης,
στρογγύλωσις,
σόος,
σώσανδρος,
σωσίπολις,
σωστικός,
Σωσίας,
σώσις, σωσίας,
στρογγυλόω, στρογγύλωμα,
στρογγυλάδα, στρογγύλεμα,
σωτηρίς,
σωτηριολογία,
Σωσώ,
ασωτεμός,
Σωκράτης,
ασώτευσις,
Σωτηριασταί,
Σωτηρίου,
άσωτος,
ασώτεψη,
Σωτηρίτσα,
άσωτα,
ασώτεμα,
ασωτεύω,
ασωτία,
ασωτεία, άσωστος, ανέσωτος, σώφρων (φρην), σωφρονέω,
σωφρονιστής, σωφρόνιmς,
Στρογγύλη, στρογγυλούστικος, στρογγυλο-.
σαώτης,
σωτήριος, σώτρον, Σώτηρα, Σωτήρι, Σωτήρια, Σώταινα,
(βγ>γγ, ρ>λ)]- στρογγυλός, κυκλοτερής, σφαιρικός, συμπαγής, στρογγυλαίνω,
σώστρα,
σώος, (ανήρ),
σωστά, Σώστης, διασώστης, Σώστι, σωστικός, σώτειρα,
γύρος> στροβγύρος
ΤOΡVευμένOς,
σως,
σωσίβιον (βίος), σωσίβιος, σωm-, σώσιμο, σωσμός, σωμός, σαωτήρ,
στρογγύλος [στρόβος
σάος,
σωmάνηρα
σωφρόνημα, σωφροσύνη,
σωφρονίζω,
σωφρονιστήρ,
σωφρονισμός, σωκέω
(ακ-μή),
σώκος, Σωζόπετρα. τολύπη [στρέφω, τρέπω, τροπή> τορπή (ρο>ορ) τολύπη (ρ>λ, α>υ), δηλαδή αυτό που πρόκειται
>
τοραπή
>
να στραφεί
σου-σου, ξιού-ξιού [βλ. σαόω], σοβέω (βέ-ομαι)- αποδιώκω
προς νήση]- κατεργασμένο μαλλί σχηματισμένο σε όγκο και
πτηνά,
έτοιμο για κλώmμο, κοινώς τουλούπα, όγκος σφαιροειδής,
ταράσσομαι
είδος
κολοκυθιού.
τουλούπα
τολυπεύω-
παρασκευάζω
ντουλάπι
(τολυπεύω
τολυπευτικός,
τούφα
τολύπη,
>
εκτινάσσω,
σφοδρώς,
βαδίζω
με
τολύπευμα,
υπερηφάνως,
μεταφ.
μηχανώμαι,
σόβησις, σόβητρον, Σόβος, σοβώ.
τούπα
>
αποσοβώ.
κινώ
(ο,υ>ου),
μηχανώμαι)(το λύπη
εξελαύνω,
ορμητικώς
τρόπο
αποσοβώ,
ή
βιαίως,
πομπώδη,
βαίνω
αποσόβησις,
σόβη,
εξαπάτηση, τούφα,
π>φ),
σίττα, ψίττα, ψύττα [βλ. σαόω].
τουφωτός.
σοβαρός [σοβέω]- ο αποδιώκων πτηνά, ορμητικός, ταχύς, βίαιος,
αλαζονευόμενος,
πομπώδης,
μεγαλοπρεπής,
108 υπερήφανος. σοβαρεύομαι, σοβαρητικός, σοβαρότης, σοβάς,
ζωγράφημα, ζωγραφιά,
σοΤς, σοβαροφάνεια, σοβαροφανής.
(αρκέω), ζωάρκεια, ζώαρχος, ζωδάριον, ζωδιακός, ζώδιον, ζωάριον,
Σύβαρις
=
[σοβαρός
αλαζονευόμενος, πομπώδης,
ο>υ]
ζωηρός,
ζωο-,
αβρότητα
ζωντανεύω,
κατοίκων
της.
Συβαρίτης,
Συβαρίζω,
ζωηδόν,
ζωηφόρος (φέρω),
ζωθάλμιος
(θάλλω), ζωθαλπής, ζωθήκη, ζωϊκός, αιζάεν (αι), αιζηνεκές,
πόλη στην Μεγάλη Ελλάδα, διάσημη για την φιληδονία και των
ζωφράφος, ζωγραφίζω, ζωαρκής
ζως,
ζωός,
ζωντανός,
ζωντάνια,
ζωντάνεμα,
ζωντίμι,
ζωντάνευμα,
ζωντόβολο,
ζωντοβόλι,
ζωντο-, ζωτικός, ζωύφιο, ζούδι, ζουδιάρης, ζωώδης, ζωόω,
συβαρισμός, Συβαριασμός, Συβαριτικός, Συβάρειος.
ζωπυρέω (πυρ), ζωπύρωσις, αναζωπύρωσις, αναζωπυρώνω, συβριάζω [σοβαρός, βλ. Σύβαρις]- σοβαρεύομαι, τρυφάω, Ησύχ..
συμβριάζω
(β>μβ),
συβριακός,
συμβριακόν,
ζώmμος,
ζωπύρηmς,
ζούζουλο,
ζιζάνιο,
ζώπυρον,
ζιζανεύω,
αναζωπυρέω,
ζιζάνεμα,
(ζωηρός)- άκρατος οίνος, μεταγ. το
συμβριασμός.
εύζωος,
ζιζανιο-,
ζωρός
αντίθετο, κεκραμένος,
εύζωρος. ζώννυμι [σωVVΎω, σ>ζ, βλ. σαόω. Οι ζώνες κάλυπταν την χώρα και τα γεννητικά όργανα στρατιωτών και
ζήτα [βλ. ζάω, ζήτω (ω>α) το γράμμα που δηλώνει τα της
πυγμάχων (ευαίσθητα)]- ζώνομαι και ετοιμάζομαι για μάχη ή
ζωής]. Μεταβολές, σσ>ζ, δ>ζ, ττ>ζ, σ>ζ, σδ>ζ, γι>ζ, δι>ζ, β>ζ,
εργασία.
ζα-
κοιλιακή
ζώνομαι,
ζωνάρι,
ζώνη,
ζώσμα,
διάζωμα,
ζώμα,
ζωναίος,
ζωνίτης,
ζωνάριον,
ζωστήρ,
ζώστης, ζωστός, ζώστρα,
ζωσμένος, ζωναράς, Ζωναράς,
ζουνάρι, Ζώνη, Ζωνιανά,
ζωνικός,
ζωνίτιδα,
ζωνοειδής,
( = δια,
δι>ζ).
σείω [σαόω
ζωστήριος,
σα-ί-ω
>
σαίω
>
σάω
>
+ ίημι ( = θέτω σε κίνηση, ρίζα ι- ) >
σα-
>
σείω (α>ε), δηλώνει ζωική κίνηση]- επί
ανθρώπου που χορεύει, ανακινώ, ταράζω, θορυβώ, κατηγορώ
ζωνο-, ζώσιμο, ζω στάρι, ζωστή, ζωστήρι, ζωστικό, εύζωνος,
ψευδώς,
ευζωνος, ευζωνάκι, εύζωστος.
διάσειmς, σεισάχθεια (άχθος), σεισίχθων (χθων), σεισματίας,
κραδαίνομαι,
σεισμός, Σάμος [σά-ος, διότι σώζονταν σ'
αυτά ναυτικοί κατόπιν
ναυαγίων]- όνομα πολλών EλληVΙKών νηmών. Σαμιακός,
Σαμοθράκη,
Σάμη, Σαμία,
Σαμόθραξ,
ΣαμοθρηΤκιος,
(ει>ου),
πάσχω
σεισοπυγίς σείστρο,
(πυγή),
σείστρος,
σεισμό.
σείσμα,
σείστης,
σείσων,
σείσις,
σειστός,
σειεύς,
σούστα
σουσουράδα,
σεισμολόγος, σεισμολογία, σεισμικότης, σείσιμον, σείσμα, σεισμικός, σεισμο-, σειώ, mmλιγμός (ει>ι), σισιλισμός.
Σαμόθρακας, Σαμοθράκειος, Σύμη (α>υ).
σήθω, σάω [σείω, α>η]- κοσκινίζω. σάκος [σα-όω
+
ακή, σώζει από αιχμηρά όπλα]- η μεγάλη
σηστός, σήστρον,
σήττα (στ>ττ), σήτα, σησάμη (αμάω, κοσκινίζεται), σουσάμι,
ασπίδα, μεταφ. προστασία, υπεράσπιση. σακός- μάνδρα ζώων,
σησάμι,
ιερός περίβολος, ιερόν, ναισκος, οικία, τάφος, κοιμητήριο,
σησαμούς,
σουσαμιά,
σησαμίς,
σησαμόεις,
σησαμή,
σήσαμον,
σησαμούντιος,
βάρος στην πλάστιγγα, σηκός (α>η), σηκάζω, σηκηκόρος
σητάνιος,
σατάνιος,
mλίγνιον,
σεμίδαλις,
σηκοφύλαξ,
ηθέω, ήθω, ήθημα, ήθιmς, διήθηmς, διηθέω, διήθισις.
σηκύλη,
σήκωμα,
σάκωμα,
(ει>ι),
σάαμον,
σητάνειος,
(κορέω), σηκοκόρος, σηκίς, σηκίτης, σηκολόεις (όλλυμι), σηκώδης,
mνίον
σήσις,
σιμιγδάλι,
mνιάζω,
ηθητήρ
mνίασμα,
(σ-ήθω),
ηθμός,
σηκωτήρι, σηκόω.
σαίνω
( = προστασία), σακός ( = οικία) > σόκος (α>ο) (ο>οι) > οίκος, Fοίκος σε αρχαία επιγραφή]- οικία,
οίκος [σάκος
>
σοίκος
κατοικία,
οίκημα,
τρώγλη,
τρύπα,
δωμάτιο,
σπήλαιο,
θάλαμος,
ναός,
περιουσία,
ιερό,
οικογένεια.
φωλιά, οίκαδις,
[βλ.
σείω,
σα-ι-νω
σαίνω]-
>
σείω
την
ουρά,
κολακεύω, θωπεύω, περιποιούμαι, χαιρετίζω, προσπαθώ να αποφύγω,
εξαπατώ,
σαικωνίζω,
παραπλανώ.
σαινολόγος,
σαικωνέω
(κωνάω),
(ουρά),
σαννίον,
σαίνουρος
σαννιόπληκτος, σαννυρίζω, σάννας, αίνω (δασ. από το σ).
οίκαδε, οίκονδε, οικία, ΟΙΚΟ-, οικάριον, οικειακός, οικειο-, οικείος,
οικειότης,
οικείω,
οικείωμα,
αβρός (δασ.) [σαίνω (ρίζα σα-)
οικειωματικός,
οικείωσις, εξοικείωmς, οικειοτέον, οικειωτικός, οικετεία,
+
φέρω (φ>β)
σαφρός
>
>
αβρός (το σ σε δασεία), ο περπατών, κινούμενος με κομψό
οικετεύω, οικέτης, οικετία, οικετίδιον, οικετιεύς, οικετικός,
τρόπο, ευλύγιστος, τρυφερός. Εκτός και αν εκ του αήρ, βαβήρ
οικετίς,
>
οικεύς,
οικέω,
οικηακός,
οικειούμενος,
οικηϊεόμενος, οικήιος, οικηιότης, οικηιόω, οικείως, οίκημα, οικηματικός, οικητήρ,
οικημένα,
οικητήριον,
>
αβρός (το β σε δασεία), διότι και τώρα αποκαλούμε
οίκηmς,
οικήτειρα,
αβρίσδομαι, αβρο-, αβροσύνη, αβρόπηνος (πήνη), αβρόmτος
οικητής,
οικητικός,
(mriov).
οικήmμος, οικητήριος,
αβήρ
τον τοιούτον «αεράτο»], αβρύνω, αβρίζομαι, άβρα, αβρά,
οικητός, οικήτωρ, οικιακός, οικιάτας, οικιάτης, οικίδδειν, οικίδιον, οικίδιος, οικιήτης, οικίον, οίκιmς, οικισκάριον,
οικίσκη, οικίσκος, οικισμός, οικίζω, οικιστικός,
οικιτιεύς,
οικοδόμος,
οίκοθεν,
οικοδόμησις,
οικονομείον
(νέμω),
οικονόμισσα, οικόπεδον,
ΟΙΚΟ-,
οικοδομώ
οικοδομή,
οικονομέω,
οικονόμος,
οικοπεδικός
[βλ. με
αβρός,
σαβρός
ακόλαστο
σαύλος
>
τρόπο,
όπως
βακχεύοντες, επί γαυριώντος ίππου.
οι
(β>υ,
ρ>λ)]-
εταίρες
και
ο οι
σαύλωμα, σαυλόομαι,
σαυλοπρωκτιάω (πρωκτός), σαύνα (λ>ν), σαυρός
(
= αβρός,
Ησύχ.).
(πέδον), σίτος [σείω, ει>ι, κατά το λίχνισμα σείεται συνεχώς, βλ.
οικούριος, οικουρός, οικουρότης, οιχώρος (οικουρός, κ>χ,
mYίov, σήθω, αλλά και τα στάχυα σείονται από τον άνεμο]- το
οικουμένη (οικο-
οικουμένη, ενοικιάζω, νοικιάζω,
ο>υ),
ομ-ού
+ εν = ένα>
οικουμενικός,
ενοικίασις, νοίκι,
+
οικουρία,
σαύλος περπατών
οικουρικός,
ου>ω),
(ούρο ς),
(δομή),
οικοδομικός,
οικονομία,
οικονομημένως, οικουρέω
οικιστή ρ, οικιστής,
ενοίκιον,
νοικοκύρης,
οικοομένη
ενοικίζω,
ενοικιοστάσιον
ανοικίζω
>
ενοίκησις,
(ανά),
(ίστημι), ανοίκιmς,
mτάρι, το κριθάρι, φορβή, χόρτο, άρτος, τροφή.
mτίον, mτοβολών (βάλλω), mτοδόκη (δέχομαι), σιτοδοσία, mτοδεία (δέω), σιτοδάπης (δάπτω), Σιτώ, mτών, σιτώνης
ανοικισμός, συνοικέω, συνοικία, συνοικείωσις, συνοικεσία,
(ωνέομαι),
συνοικέσιον, σύνοικος, συνοικιστήρ, συνοικίδιον.
Σιταγροί, Σίταινα, Σιταράς, σιταρένιος, Σιταριά,
mτώνας, ζάω [βλ. σαόω, σάω, σ>ζ]- ζω.
σιτάρι,
mταγέρτης (αγείρω), σιταγωγία, mταία, σιτανίας, σιτηρός,
mτωνία,
Σιτοχώρι,
στάρι,
mτώ,
σταρένιος,
Λασίθιον
(λα,
σταράς,
σίτα,
mTapo-,
επιτατ.,
τ>θ),
ζώω, ζω, ζήτω (προστακ.
Λασήθιον, ζειά (σ>ζ, ι>ει)- είδος mτηρού, ζείδωρος (δώρον),
του ζω), ζωή, ζωά, ζόη, άζωτον (α, στερητ.), ζώον, ζώγρος
ζίτο (Μακ.), mτίζω, mτεία, σίτευσις, σιτευτής, mτευτός,
(άγρα),
mτεύω, σιτέω, σιτηρέmον, σίτηmς, mπύη (τα>π), σίπυνδος,
ζωαγρία,
ζωγρείον,
ζωγρεύω,
ζωγρέω,
ζωγρίας,
Ζαγρεύς,
ζώγριον,
ζώγρια,
ζω άγρια,
ζωγρεύς, ζωγρεία,
ζωγρία,
ζώγρημα,
ζωγραφέω
(γράφω),
ζωγραφείον,
mπύηθεν, παρασιτέω, παρασίτειον, παραmτεύω, παραmτία, παράσιτος, παραmτικός, παράmτον.
109 + έχω>
στάχυς (ε>α, ο>υ)]- στάχυ
απάδιον (Τ>Π), στένω, σταδιάζω, σταδιαίος, σταδιασμός,
σίτου, καθόλου, τέκνο, βλαστός. σταχυοτομέω, σταχυολογέω
σταδιεύς, στάνη, σταδιεύω, σταδιοδρόμος, σταδιοδρομία,
(συλ-λέγω),
στήνω
στάχυς [σίτος
mτέχος
σταχυολογώ,
>
σταχολογώ,
σταχολόγημα,
(στήναι,
απαρέμφ.
του
ίστημι),
στητός,
στήσιμο,
σταχυηρός, στάΊ), σταχυάζω, στάχωμα, σταχώνω, σταχώ,
στήσιος, στήmς, στησι-, στανύω, στανιό, σταινίον, στήκω
στάχωσις, σταχωτής.
(έ-στηκα,
πρκμ.
του
ίστημι),
στέκομαι,
στέκα,
στέκω,
στεκούμενος.
νηστεύω νήστης,
[νη
+
(αρνητ.)
νήτρειρα,
mτεύω]-
απέχω
άνηστυ,
νηστεία,
νήστις,
από
τροφή.
νήστεια,
ίστημι),
μεθίστημι σταθεύω [σίτος, στά-ρι
+ θέρω
(ρ>υ)]- διαθερμαίνω, ψήνω,
παριστάνω, παράστασις, ανίσταμαι,
εξαναγκάζονταν
της
προηγούμενης
χρονιάς
και
να ψήνουν αγίνωτο στάρι για να μπορεί να
[σίτος,
βλ.
αναστατώνω,
( =
τροφή,
τ>κ)
προς
έμετο,
ναυτία]-
τάση
ευκόλως
ευχαριστούμενος, mκχάζομαι,
σίχαμα,
+
χο-ή, ο
δύσκολος,
κατά το φαγητό, βδελυρός. mαίνω,
σύσταmς,
διότι
mKxaffia
mχαινόμενος,
δύστροπος,
μη
μάλιστα
σικχασία, σικχαίνω, σίκχος,
σικχαντός,
mχαμερός,
ασκαίνομαι,
mχαδερός,
άmκχος,
σιχαδιάρης,
mχαδιάρικος, mχαίνομαι, mχαμάρα, σιχασιά, σιχαμός.
συσταίνω, συστήνω,
συστάδα, σύστημα,
ζέμα, ζεματίζω, ζεματώ,
συστατικός, συστηματική,
συστηματικός, συστηματικότης.
+
στύγος [ίστημι, ρίζα στα-
άγος (α>υ )]- μίσος, αποστροφή,
αντιπάθεια, απέχθεια, κατήφεια, βδέλυγμα.
στυγέω, στυγνός,
στυγερός, Στύξ, στύγημα, στυγητός, Στύγιος, στυγνάζω, στύγναmς, στυγνότης,στυγνία, στυγνόω.
>
στά-τη
>
σάτη
>
σάθη (τ>φ)]- το ανδρικό αιδοίο. σάθων.
είμαι πλήρης από κάτι, αναδίδω,
... ,
βάζω κάτι να βράζει, εξατμίζω.
συστάς, σύστασις,
σάθη [ίστημι, στητός (στύση), ρίζα στα-
ζείω, ζέω [σείω, σ>ζ, βλ. ζάω]- βράζω, επί ύδατος, επί της θαλάσσης, βράζω από
προΤστημι,
συνίστημι, συνίσταμαι, συνισταμένη, συνιστώ, συνιστώσα,
σημαίνει
mκχασμός,
επαναστατώ,
σίκαλις, σίκαλη, σίκερα, Σιθωνία
mτοβολώνας
συστάτης,
[σίτος
αναστατήρ, επανάσταmς,
προϊστάμενος, υπερίσταμαι, διίστημι, διιστάνω, διίσταμαι,
(τ>κ),
(τ>θ), Σικάγο (άγω, η μεγαλύτερη mταγορά του κόσμου). mκχός
ανάστατος, επανίστημι,
επαναστάτις,
(ανά),
αναστάτωσις,
από
mτανίας
αρχαιότητος], Σικελία,
ανίστημι
ανάστασις,
αναστατήρια,
επαναστάτης,
Σικανία
παρίστημι, παραστάτης,
παραστάς),
ανασταίνω,
αναστατόω,
καθεστωτικός,
εξιστάνω, παραστάς,
( =
παστάς
αναστάτης,
αλεστεί. στάθευσις, στεθευτός.
καθεστώς,
εξίστημι,
παρίσταμαι,
τελείωνε
στάρι
ίστημι], καθεστός (εστός, μετοχ. πρκμ.
καθεστώτα,
(μετά),
τηγανίζω, οπτώ, καψαλίζω. Κατά την εποχή πριν τον θερισμό το
+
καθίστημι [κατά του
νηστευτής, νηστίmμος, νήστιδα, νηστικάδα, νηστικός.
επίσταμαι
+
[επί
ίσταμαι],
επισταδόν,
επιστασία,
ζεματάω, ζέννυμι, ζέmς, ζεστός, Ζέα, ζεστότης, Ζετραία,
επίσταmς, επιστατεία, επιστατεύω, επιστατέω, επιστατήρ,
αιζηός (αι, ε>η),
Επιστατήριος, επιστάτης, επιστατικός, επιστάτις, επιστήμη,
ζηλαίος,
ζώρος (εω>ω),
ζηλευτής,
ζηλωτής,
αντιζηλεία,
αντίζηλος,
ζήλος (ε>η, ρέω, ρ>λ), ζηλεύω,
ζηλοσύνη,
ζηλόω,
ζήλη,
ζηλημοσύνη,
ζηλέω,
επίστημα,
επιστημάτιον,
επιστημονικός,
επιστημονίζω,
επιστημονικώς,
επιστημόω,
επίστημος,
επιστητό ς,
ζηλοτυπέω (τύπτω), ζηλήμων, ζηλότυπος, ζηλοτυπία, ζήλια,
επιστητέον, επιστημοσύνη, επιστήμων, επιστήμον, εφίστημι
ζήλωμα, ζήλωmς, ζηλωτός.
(π>φ), εφιστάνω, εφιστώ.
ζωμεύω
[ζέω,
εω>ω]-
βράζων
μεταβάλλω
σε
ζωμό.
σκήπτω [ίστημι, ρίζα στα-
+
άπτω
>
στααπτω
>
σκήπτω
ζώμευμα, ζωμός, δωμός (ζ>δ), ζωμήρυσις (αρύω), ζωμίδιον,
(τ>κ, αα>η)]- υποστηρίζω, υπερείδω, πιέζω κάτι πάνω σε άλλο,
ζουμί, ζουμιάζω, ζουμερός, ζουμάτος, ζούπημα, ζουπίζω,
παθ.
ζουπώ, ζούπισμα, ζουπιστός.
υποστήριξη,
στηρίζομαι,
ακκουμπώ
αναφέρω
σε
προς
κάποιον,
προσποιούμαι νόσο, πίπτω βαρέως, ζύθος
[ζέω,
προζύμιον,
ζωμός,
ω>υ]-
ζυμίτης,
ζυμήεις,
μπύρα.
ζυτηρία,
ένζυμος,
ζυμίζω,
ζύμη, ζυμόω,
προβάλλω
δικαιολογία,
προς
αναφέρω
ή
ενσκήπτω, ενσκίμπτω,
επισκήπτω, εξακοντίζω κατά κάποιου, εκτοξεύω.
ενσκήπτω,
επισκήπτω,
τύπος
επίσκηψις,
ενσκίμπτω
(λυρικός
του
ζυμώνω, ζύμωμα, ζήμωσις, ζυμωτός, ζυμάρι, ζυμαρικόν,
ενσκήπτω), σκίπων, σκίμπων, σκίπτω, σκιμαλίζω (εριδάνω,
ζυμαρώνω, ζύμαση, ζυμο-, ζυμωταριά, ζυμωτήρι, ζυμωτής,
π>μ, ε>α, ρ>λ), σκίνδαρος (δαλός, λ>ρ), σκήπτομαι, σκήψις,
ζυμωτικός, ζυμώτρα, ζυμώτρια.
σκηπτός, σκηρίπτω, σκήπτρον, σκάπτον, σκήπτον, σκάπος, σκηπίων,
ζουζούνι
[ονοματοποιία],
ζουζουνίζω,
ζουζούνισμα,
ζούζουρας, ζουζουρίζω, ζιζινίζω, ζιζίνισμα. Ρίζα σα-
>
-
σκηπτουχία
(έχω),
σκηπτούχος,
στάmς [ίστημι, ρίζα στα-]- στάση, τοποθέτηση, ζύγισμα,
στα-
σώμα στρατιωτικό,
ίστημι (δασ.) [σαόω, με παρεμβολή του τ (πόλις αμός
σκηπήνιον,
σκήπων.
-
ατμός), εξ αναδιπλαmασμού, δηλαδή σί-στα-μι
πτόλις,
> ίστημι
συμμορία,
φατρία,
πολιτική
διχόνοια, διαίρεση, διαφορά, απόφαση, ψήφισμα. σταmασμός,
σταmαστής,
σταmώτης,
εξέγερση, σταmάζω,
σταmώδης,
(το σ σε δασεία, α>η). Εκτός και αν το ι εκ του ίημι (ρίζα Ι-).
σταmαστικός, στάmμος, στασιοκοπέω (κόπτω), σταmωρός
Διότι
(ούρο ς),
επί
σωτηρίας,
διατηρήσεως
και
διαφυλάξεως
σταmωτεία,
αναφέρονται οι περισσότερες σημασίες του ίστημι. Ότι η ρίζα
στατηριαίος,
είναι σα-
στησίχορος,
>
στα-, φαίνεται εκ των έ-στα-σαν (αόρ.), στάς
(μετοχ.), στα-σώ (μέλλ.), έ-στα-κα (πρκμ.) κ.ά.]- εμποδίζω, αναχαιτίζω, μένω σταθερός, υψώνομαι, παρατάσσω, βάζω να σταθεί, στήνω, τοποθετώ, εγείρω, διεγείρω, ανακινώ, θέτω,
στατέον,
στατίζω,
στατός,
στασάνη,
στάτευσις,
στήσιος,
έκστασις,
στατήρ,
Επιστάmος, εκστατικός,
εκσταmάζο μαι. οστέον [ο, (αθροιστικό)
+ ίστημι,
ρίζα στα- (α>ε), διότι ομού
τακτοποιώ, ευρίσκομαι, θέτω στην
ίστανται στον σκελετό]- οστό, κόκκαλο, ο πυρήνας καρπού.
πλάστιγγ α, ζυγίζω. αντανίστημι (άντην, η>α), ιστάνω, ιστάω,
οστούν, οστό, οστεύν, οστάγρα (άγρα), όστινος, οστέϊνος,
ίσταμαι, ιστάμενος, ιστός, ιστο-, ιστίον, ιστιο-, ιστουργία
οστεοκόπος (κόπωση), οστεουλκός (έλκω), οστέωmς, οστία,
(έργον),
στάδιο ς,
οστακός, αστακός (ο>α), οστίτης, οστεο-, οστο-, εισώστης
παρασταδόν, ανασταδόν, ευσταθύς, ευστάθεια, ευσταθέω,
(εις, ο>ω), όστρειον, όστριον, οστρείδιον, στρείδι, όστρακον,
εϋσταθής,
οστρακίζω,
διορίζω, ορίζω, ιδρύω,
ιστεών,
ιστών,
ευσταθίη,
στάδην,
στάδα,
σταδαίος,
συστάδα,
σταδία,
στάδιον,
εξοστρακίζω,
οστρακισμός,
εξοστρακισμός,
110 οστρακεύς,
οστρακηρός,
οστρακίας,
οστρακίνδα,
στηρίζω [ί-στη-μι
ρέζω (ε>ι)]- υποστηρίζω, στερεώνω,
+
οστράκινος, οστρακίς, οστρακόω, οστρύα, όστρυς, ουστριά
τοποθετώ, ενδυναμώνω, θεμελιώνω, εμπήγομαι, επί νόσων,
(ο>ου),
καταλήγω,
οστρυά,
αστραγαλόω,
αστραγάλη
αστραγαλίζω,
(κ>γ),
αστράγαλοι,
αστραγαλίνος,
αστραγάλιmς,
αστραγαλίτης, άστρις, αστρίζω, άστριχος, στραγάλι. άρτιος> στααρτός
+
= τάξεις
στρατός (αρ>ρα). Ο Ησύχ. διασώζει το σταρτοί πλήθους],
σταρτοί,
στρατάω,
σταρτός
>
στρατεία,
σταματώ,
υποστηρίζω,
ησυχάζω.
στήριγμα,
υποστηρικτής,
στη ριγμό ς,
στήριγξ, στηρικτής, στήριξις, αστάρι (α, επιτατ.), στερεός (α>ε),
στρατός [ίστημι, ρίζα στα-
απολήγω,
υποστήριγμα,
στερεώνω,
στερεώδης,
στερέωμα,
στερεοποίησις,
>
στερεωτικός, στερεωτής, στέρνον, στερνώδης, στερνίτης,
του
στερνίζομαι, ενστερνίζομαι, στερνόμαντης, στερρός (ρν>νν),
εκστρατεία,
στερρόομαι,
στερρότης,
στεριά,
στεριανός,
στέριος,
εκστρατεύω, στράτειος, στράτευμα, στράτευmς, στρατεύω,
στέριωμα, στεριωμένος, στεριώνω, στερεμνιόομαι (μένω),
στρατηγέω (άγω), στρατηγός, στραταγός, στροταγός (α>ο),
στερέμνιος,
στρατηλασία (ελαύνω), στρατηλάτης, στρατιά, στράτιος,
στεριφότης, στερίφωμα, στέρφινος, στερφνινός.
στερεμνιότης,
στέριφος,
στεριφόομαι,
στρατιώτης, στρατόπεδον, στρατόω, στράτωρ, στρατώνας.
στέργω [στηρ-ίζω (η>ε) στορέννυμι
[ίστημι,
ρίζα στα-
καταστρώνω,
στρώνω
το
εξομαλύνω,
πραυνω,
(α>ο )]-
ξαπλώνω,
αρκούμαι,
συναινώ,
εύχομαι,
παρακαλώ.
διασπείρω,
Στέργιος,
στρέγω
(ερ>ρε),
στρέχω
καταστρώνω
στορεύς,
στρωματίζω,
δρόμο,
στρώμα,
στρωμνή,
στρωμίδι,
στρώσις,
στρωτός,
στρωτή ρ, στρώτης, οδοστρωτήρ, οδοστρωτήρας.
κάστωρ [κατά
+
= εξαπλώνω,
καλύπτω
με κάτι (το ζώο αυτό κάνει την είσοδο της φωλιάς του κάτω από
το
νερό)]-
κάστορας.
Καστοριά,
καστόριον,
Κάστορας,
καστορίζω,
καστόρι,
Καστόρειο,
καστόρινος, καστόριος, καταστορέννυμι, καστορνύσα. στήμων
[ί-στημ-ι]-
αστήρ [α (επιτατ.)
στημόνι.
στημόνι,
στημονίζομαι,
στημονάριον,
στημονιάζω,
αστερίας,
αστερίζω,
αστερίτης, αστρολόγημα,
άστριον, αστρόβλητος, αστρώος,
στύσις,
στύμα,
στυτικός,
στυλόω,
στύλος,
στυλώνω,
από
αστραπεύς, αστράφτω,
αστραπηβολέω,
τείρεα [αστήρ, γεν. ασ-τέρ-ος (τέρας), ε>ει]- τα άστρα, οι τείρος,
στυλίς,
στύλωμα,
μετέωρο,
το
πυνθάνομαι)]
τέρας-σημείο θαύμα,
επί
σπάνιο,
παντός
ασύνηθες
φαινομένου
ή
γεγονότος στα οποία οι άνθρωποι πίστευαν ότι διέβλεπαν τον θείο δάκτυλο και προέβλεπαν το μέλλον, παν το θεωρούμενο ως
μέγα,
γέννημα
τερατώδες,
τερατεύω,
τερατολογώ,
πεύmς
(άπτω),
αστράπτω,
αστραπηλάτης (ελαύνω).
τερατούργημα
το
αστρικό ς, αστρονόμο ς,
αστραίος, αστράρχης,
αστραπή
αστραποβολώ,
(λα επιτατ., α>ο). (όπω
αστεροσκοπέω,
αστρονομία,
αστραπηδών,
τεράζω,
[στύω
αστερίσκος,
άστρον,
αστροβλής,
αστρικό ς,
Στύλια, Στυλιανός, στιλό, Στύλος, στηλώνω (α>η), λοστός
στεύμαι
(οψ),
αστρολογία,
αστεριαίος,
αστέριος,
αστερώδης,
αστερωπός
αστερισμοί.
στύω [ίστημι, ρίζα στα- (α>υ )]- κάνω κάτι να σηκωθεί, επί στυλοβάτης,
αστερικός,
αστερόεις,
αστερωτός,
φαινόμενο, πέους.
=ο
στημόνιον,
στάμνα, σταμνί, σταμνάριον, σταμνίον.
στυλίτης,
στερ-εός (γεν. α-στέρ-ος), στερέωμα
+
ουρανός]- αστέρι, φλόγα, φως, πυρ, αερόλιθος, επί έξοχων
αστραπιαίο ς,
στημορραγέω (ρήyvυμι), στήμα, σταμίν, σταμίς, στάμνος,
του
στρέξιμο,
στέρξιμο, στοργή (ε>ο), στοργικός, στοργικότης.
απαστράπτω,
στημονίας,
στέργηθρον,
(γ>χ),
ανθρώπων, είδος μαλακίου, είδος ωδικού πτηνού.
στορ-έννυμι (η κατά προ του στ- αποβάλλει
την δεύτερη συλλαβή), καταστορέννυμι
Καστορίδες,
άγω]- αγαπώ, δείχνω στοργή,
+
στρώνω,
στό ρνυ μι, στρώννυμι (ορ>ρο>ρω),
στορεστής,
στρωματεύς,
κρεββάτι,
καταρρίπτω,
εκτείνομαι μέχρι κάπου. στρώνω,
άρω
+
τέρας
τερατεία,
(έργον),
φοβερό,
τέρασμα,
τερατολόγημα,
τεράστιος,
Τειρεσίας, τεράτευμα,
τερατολογία,
τερατώδης,
τερατεύομαι,
τεράτισμα, τερθρεία, τέρθρευμα, τερθρεύομαι, τερθρεύς.
προσποιούμαι ωσάν να ήθελα ... , υπόσχομαι ή απειλώ ότι θα ... ( βλ. σκήπτω στεύτο,
l'
=
προσποιούμαι νόσο), ψεύτης (στεύται,
ενικ. ενεστωτ. του στεύμαι, στ> σπ> ψ), ψεύστης,
σταματώ [στάμ-εν. απαρέμφ. του ίστημι], στάμα, Σταμάτα, σταμάτημα, σταματημό ς, Σταματινό, στάμενα.
ψεύσμα, ψεύδος (τ>δ), ψεύδω, ψευδαλέος, ψευδής, ψευδο-, ψεύδομαι, ψευδ-, ψευτιά, ψεύτικος, ψευτίζω, ψεύτισμα, ψεύτικος,
ψέμα,
ψεματούρης,
ψυδρός,
ψύθος
(δ>θ),
ψύδραξ.
του ίστημι (η>ε, ν>λ), μέλλ. διευθετώ,
παρατάσσω, ευπρεπίζω, ετοιμάζω, καταρτίζω, παρασκευάζω,
σταθηρός, (α>ε)],
στέλλω [στήναι, απαρέμφ.
στελώ, αόρ. έστειλα]- στήνω (στήναι), τοποθετώ,
σταθερός
σταθερότης,
[ί-στα-μαι,
στατ-ικός (τ>θ)
στρθερόω,
σταθερώνω,
εξοπλίζω, εκστρατεύω (εκ της σημασίας του παρασκευάζω
άρω
πλοίο ή στρατό, προέκυψε η σημασία του αποστέλλω σε
στήθος,
πόλεμο ή εκστρατεία και καθόλου του αποστέλλω, πέμπω),
+
στηθάγχη (άγχω), στηθαίον, στηθάρι, στηθούρι, στηθάτος,
θάπτω,
στήθι,
συμπυκνώνω,
στήθια,
στηθικός,
στηθο-,
αστήθι,
επιστήθιος,
επιστη θίζο μαι.
πέμπω,
στέλνω,
εκκινώ,
αποστέλλω,
αναχαιτίζω,
στάλσιμο,
επιχειρώ,
αναστέλλω,
αποστέλλω,
συνάγω,
απομακρύνομαι.
διαστέλλω,
συστέλλω,
συσταλτικός, συνεσταλμένος, στέλεχος (έχω), στελλάνδρα
σταθμός, στάθμη, (έχω),
σταθμών
[σταθερός],
στάθμησις,
σταθμόω,
σταθμίζω,
σταθμώδης,
σταθμάω,
σταθμεύω,
σταθμιστής,
σταθμούχος
στάθμωμα,
σταθμάρχης,
σταθμαρχείον, ευσταθμία, ευστάθμως.
(ανήρ),
στελεόν,
στειλαίος, στηλίτευmς,
στήλη,
στειλλειόν, στάλα,
στηλίτευμα,
στηλιτευμένος,
στειλιάρι,
στάλλα,
στηλιτεύω,
στηλοβάτης,
στειλιαρώνω
στηλίδιον, σταλίτις,
στηλοκόπας
στηλίς, στηλίτης, (κόπτω),
στηλύδριον, στήλωμα, στήλωmς, στάλιξ, σταλίς, στάλσις, σταυρός [ί-στα-μαι ή
ξύλο
μακρύ,
σταυροπήγιον,
σταύρωσις,
ο
+
αίρω, άρ-mς (α>υ )]- όρθιος πάσσαλος
σταυρός.
σταυρόω,
σταυρωτής,
σταυροπαγής σταυρώνω,
εσταυρωμένος,
(πήyvυμι), σταύρωμα,
λάσταυρος
(λα,
σταλτέον, σταλτικός, αναστέλλω,
ανασταλτικός, σταλίκι,
σταλία, ξεροστάλιασμα, σταλίδωμα, σταλιδώνω, σταλίζω, σταλίκωμα,
σταλικώνω,
στάλισμα,
σταλίστρα,
στάλος,
Στάλος, στάλπη, στάρπη (λ>ρ).
επι τατ.), Σταύρος.
στόλος [στέλλω, ε>ο]- παρασκευή, ετοιμασία, οδοιπορία, στάβλος
[ί-στα-μαι+
βάλλω],
σταβλάρχης,
σταβλισμός, σταβλίτης, σταβλισμένος, Στάβλοι.
σταβλίζω,
ταξείδι, οπλισμός, εξοπλισμός, στρατιά, παράρτημα, έκφυμα, έμβολο, το έμβολο πλοίου.
στολάς, σπολάς (Τ>Π), στολίσκος,
111 στολμός,
στολίς, στολή,
στολίζομαι,
στολίζω,
στολισμός,
σπολά,
στόλισις,
στολίδι,
στολιδόομαι,
στόλισμα,
εχομένως, ίχαρ (ε>ι), εχειογνώμων (γνώμων), συγχίς (συν), συκχάς (γ>κ), σύκχοι (Ησύχ.).
στολίστρια, στολαρχία, στολαρχίδα, στόλαρχος, αποστολή, διαστολή, συστολή, αναστολή, Στόλοι, Στόλος, ευσταλίς, ευστάλεια, ευσταλίη, ακροστόλιον.
στέαρ [ί-στη-μι, η>ε]- πάχος σκληρό, πάχος, ξύγκι, φύραμα από
αλεύρι.
(κήλη),
στείαρ (ε>ει),
στεατόομαι,
σταίς,
στεατώδης,
στεάζω,
στεατοκήλη
στεάτωμα,
στεάτωmς,
[ί-στη-μι
(η>ε),
το
γ
ισχύς,
ίσχαιμος
ίσχαιμο,
ισχίον,
ισχάνω, ισχανάω, ισχύω,
(αίμα),
ισχιακός,
ισχαιμία,
ισχαδικός,
ισχαιμικός,
ισχιάζω,
ισχιάς,
ισχιορρωγός (ρωξ), ισχομένω, ισχουρία (ούρον), ισχύρισις, ισχυρίζομαι,
ισχειριείω,
ισχυρικός,
ισχυρι-,
ισχυρός,
ισχυρότης, ισχυρόω, ισχυροποιώ, ισχυτήριος, ιξύς (σχ>ξ), ιξυόθεν, αντιξοέω, αντίξοος.
στεαρίνη, στεατικός, στεάτινος, στεατο-.
στέγω
ίσχω [βλ. έχω]- όπως το έχω. ίσχυmς,
παρεμβάλλεται]-
στεγάζω,
ισχανός [ισχάνω, ο εξ ισχύος πιεσμένος]- συμπιεσμένος,
αποκλείω, αποκρούω, απωθώ, ανέχω, βαστάζω, υποστηρίζω,
ζουλιγμένος.
καλύπτω, συγκρύπτω, συγκρατώ ύδωρ, κρατώ, περιέχω, χωρώ,
ισχαδώνης (ωνέομαι), ισχνό ω, ισχναίνω, ισχαίνω, ισχναλέος,
περιλαμβάνω.
ισχαλέος, ισχνεύσαι, ισχαλεύσαι, ισχαλωμέναι, ισχνασμός,
(νόμος),
στεγάζω, στεγάνη, στηγανέω, στεγανόμιον
στεγανόμος,
στεγανόπους
(πους),
στεγανός,
στεγανότης, στεγανόω, στεγάνωμα, στεγάνωσις, στέγαρχος, στεγάσιμος,
στέγασμα,
στεγαστός,
στεγαστρίς,
στέγαmς,
στεγαστήρ,
στέγαστρον,
ίσχνανmς,
ισχνός,
ισχνασία,
ισχάς,
ισχάδιον,
ισχνίδες,
ισχαδοφάγος,
ισχνοεπέω
(έπος),
ισχνο-,
ισχνότης, ασχαλάω (α, επιτατ., ν>λ).
στεγαστής,
στέγη,
οχέω [θαμιστικό του έχω, ε>ο]- κρατώ, κατέχω, υποστηρίζω,
στεγνός,
στεγνότης, στεγνόω, στέγνωmς, στέγος, στεκτικός (γ>κ).
φέρω,
υπομένω,
εξακολουθώ,
ιππεύω,
πλέω,
οχούμαι.
οχούμαι, οχμή, οχάνη, όχανον, όχος, οχεύς, όχμα, οχμάζω, στοά [ίστημι, ρίζα στα- (α>ο), στέγω (ε>ο )]- στεγασμένος
οχμός, όχμος, εύοχος, οχετηγία (άγω), όχετλον, όχημα, οχή,
τόπος με κίονες, υπόστεγο, περίπατος, αποθήκη τροφίμων,
όχημα, οχηματίζω, όχηmς, οκχέω (όκωχα, πρκμ. του έχω)
μάλιστα σίτου, μακρά στέγη ή παράπηγμα στεγασμένο προς
οχέω,
υπεράσπιση πολιορκούντων, η Ποικίλη στοά όπου ο Ζήνων ο
αρνητ.), ανακωχή, ανακώχηmς, ανοκωχεύω (α>ο), ανοκωχή,
Κιτιεύς και οι διάδοχοί του δίδασκαν (Στωικοί).
-ουχος, νωχελής (νη, αρνητ., ηο>ω)- δυσκίνητος, νωθρός,
στώδιον,
στώμιξ,
στωϊκός,
στοιά,
στωικεύομαι,
Στώαξ,
+
ίκω
στηίκω
>
όκχος,
κωχεύω,
κωχεύς,
ανακωχέω
(mια-,
χαύνος, βραδύς, νωχέλεια, νωχέλια, νωχελεύομαι, νωχελίζω, νωχαλίζω.
στωικότης, στωικότητα, στωικισμός. στείχω [ί-στη-μι
όκχη,
>
σχέθω
στείχω (η>ε, κ>χ)]
[έ-σχεθ-ον,
αόρ.
του έχω]- έχω.
σχεδία (θ>δ),
πορεύομαι με τάξη, κατά σειρά, βαδίζω, περπατώ, βαίνω ή
σχεδιάζω,
πηγαίνω, επί κινήσεως προς κάτι.
σχεδιαστικώς, σχεδικός, σχεδιουργός (έργον), σχεδιογραφία,
στιχάς,
στίχος,
(άραρίσκω),
στιχαοιδός
στιχίζω,
στιχάομαι (ει>ι), στίξ,
(αοιδός).
στίχινος,
στιχηδόν,
στιχισμός,
σχεδιάς,
στιχήρης
σχεδιογραφώ,
στιχιστής,
σχεδογραφέω,
στιχουργός (έργον), στιχοποιός, στιχάκι, στιχάρι, στιχηρά,
σχεδουργός,
στιχο-,
σκέτς,
στιχούργημα,
στιχουργική,
στιχουργικός,
στιχουργώ, στοίχος (ε>ο), στοιχάς, στοιχειακός, στοιχείον,
σχεδίη,
σχεδίασμα,
σχεδιόγραμμα,
σχέδη,
σχεδογραφία,
σχεδογράφος,
σχετικός
(δ>τ),
σχεδιασμός,
σχεδάριον,
σχέδιον,
σκίτσο
(χ>κ),
σχετέος,
σχέδος,
σχεδίασμα, σκιτσογράφος,
σχετήριον,
άσχετος,
ακατάσχετος, σχέσις, επίσχεmς, σκέτος (χ>κ), άσκετος.
στοίχισις, στοιχειόω, στοιχειώδης, στοιχείωμα, στοιχείωσις,
στοιχειωτής,
στοιχέω,
στοιχηδόν,
στοίχημα,
στοιχίζω,
στοιχηματίζω, στοιχιαίος, στοιχο-, στοιχώ δη ς, στοι Ρίζα σα-
>
έξω (δασ.) [μέλλ. του έχω, ρίζα σχη-
>
σέσχω (αναδιπλασ.)
>
έξω (το σ σε δασεία, σχ>ξ)], έξις, εξείδιον, εκτικός (ξ>κσ>κτ),
σχη-
καχεξία (κακός, Κ>χ), καχεκτικός, χτικιάρης (κακε-χτικός), χτικιάζω, χτίκιασμα, χτικιάρικος, χτικιό, εξής, εξείης, εξάν,
έχω [Στον Όμηρο οι έννοιες του έχω ταυτίζονται σχεδόν μ'
αυτές του ίστημι, δηλαδή, ίσταμαι όρθιος, αποκρούω, κωλύω,
καθεξής (κατά), εφεξής (επί), ευεκτέω, ευ έκτη ς, ευεκτία, ευεξία, ευεκτικός, εύεκτος.
εμποδίζω, στερεώνω, προφυλάγω, mιτέXω, διευθύνω, κυβερνώ, κρατώ, ευρίσκομαι, είμαι, σταματώ.
+ έξω
αέξω [α (επιτατ.)
(μέλλ. του έχω )]- αυξάνω, ευρύνω,
Επίσης και μετά τον Όμηρο, η πλειονότητα των ρηματικών
τρέφω, προάγω, ισχυροποιώ, υψώνω, δοξάζω. αεξίβιος (βίος),
τύπων έχουν ρίζα σχη-, σχε- (σχήσω, έσχησα, έσχον, σχες,
αεξίγυιος (γυίον), αεξίκακος, αεξίνοος, αεξίτοκος, αναέξω,
σχοίησαν, σχω κ.λπ.). Από την ρίζα στα- (ίστημι)
αύξω [αέξω
σκη- (τ>κ)
> σχη-
(κ>χ)
>
στη-
>
> σχε-, η καταγωγή του έχω.
Επειδή δε το ίστημι εκ του σαόω προέρχεται, έχουμε τις εξής σημασίες του έχω
εκ του σαόω:
προφυλάγω,
>
αάξω (ε>α)
αύξιμος, αυξίς.
αποκρούω,
κατέχω, επιτηρώ, κατοικώ, κρατώ μακράν, εμποδίζω, είμαι,
εχυρός [έχω
+
άρω (α>υ)]-
άγω, σταματώ, διατηρώ, διευθύνω, κυβερνώ, διατηρώ, φέρω,
ασφαλής, φρούριον.
ίσταμαι όρθιος.
ενεχυριάζω,
Εκ του αορ.
προέκυψε το έχω (ίσχω, ε>ι)]γιγνώσκω, εννοώ, αποκρούω,
κολύω,
προφυλάσσω
κάτι,
γνωρίζω,
με
αποβολή
του σ,
κρατώ, επιτηρώ, κατοικώ,
συνεπάγομαι,
εμποδίζω, είμαι
έσχον,
φέρω, προξενώ,
στερεώνω,
ικανός,
κατέχω
βρίσκο μαι
σε
κάτι,
εξαρτώμαι,
ανήκω
σε
κάποιον,
mιτέXω, σταματώ, κατέχομαι, κυβερνώ, διευθύνω, διατηρώ, καταλαμβάνω.
εχάνη, εχέγγυος (έΥΥυος), έχης, εχέτης, εχε-,
εχέθυμος, εχέμυθος, εχενηίς (ναύς, νηίς), εχεπάμων (πάομαι),
εχεπευκής (πεύκη), εχέπωλος (πώλος), εχέστονος (στόνος), εχέτλης
(τάλας,
απαιτεί
δυνατό
εχετλεύω, εχέτλιον, εχεσαμία (σάμα
σφίξιμο),
= σώμα),
ενεχυρασίη,
ενεχύρασμα,
ενεχυρασμός,
(ε>ο), οχυρίαι, οχυρότης, οχυρώνω,
οχύρωμα,
οχύρωmς,
κατοχυρώνω, κατοχύρωσις, κατοχυρόω.
κάποια
ίσταμαι όρθιος, εξέχω, προσκολλώμαι σε κάτι, κρατούμαι, ακολουθώ,
στερεός, διαρκής, δυνατός,
εχυρότης, εχυρόω, εχύρωμα, ενέχυρον,
ενεχυραστός, ενεχυριάζω, ενεχυριασμός, ενεχύριος, οχυρός
κατάσταση, απέχω από κάτι, λαμβάνω μέρος σε κάτι, είμαι, αφοmώνομαι,
αύξω (α>υ)], αύξημα, αύξη,
>
αύξησις, Αυξησία, Αυξώ, αυξητής, αυξητικός, αυξι-, αυξο-,
εχετλήεις,
έχμα, εχμάζω,
χίλιοι [σχειν (απαρέμφ. του έχω)
>
χείλιοι
>
+ λίmι > σxείλιmι > σχείλιοι
χίλιοι (ει>ι), κατ' αρχάς δήλωνε αόριστο και πολύ
μεγάλο αριθμό], χιλιάς, χιλι-, χιλιο-, χιλιάδα, χιλίωρος (ώρα), κιλό (χ>κ).
σχήμα [βλ. έχω, ρίζα σχη-]- η μορφή, σώμα, το φαινόμενο, έκφανση,
πομπή,
οπλισμός,
χαρακτήρας,
προσχηματίζω,
αξίωμα,
τάξη,
γεωμετρικό
προσχηματισμός,
ιματισμός, σχήμα.
περιβολή, πρόσχημα,
προσχηματικός,
112 σχηματίζω,
σχηματισμός,
σχηματοποιώ,
Σχηματάρι, σχηματικός, σχηματο-,
σχηματοποιία,
άσχημος, ασχημονέω,
σχοίνος [σχειν (απαρέμφ. του έχω, ε>ο)
ασχημονώ, ασχήμων, ασχημοσύνη, ασχημάτιστος, ασχήμια,
γης ή κλήρος.
ασχημο-,
σχοίνισμα,
ανασχηματίζω,
ανασχηματισμός,
+ ις
(γεν. ιν-ός), ο
έχων ίνες]- βούρλο, πλέγμα από σχοινί, πλέγμα κλίνης, μέτρο σχοινί, σχοινιά, σχοίνινος, σχοινίς, σχοινίον,
σχοινοτενής
(τείνω),
σχοινάς,
σχοινιάζω,
ανασχηματισμένος, εύσχημος, ευσχημάτιστος, ευσχημονέω,
σχοίνιασμα, σχοινοειδής, σχοινούς, σχοινόεις, σχοινοβάτης,
ευσχημόνημα, ευσχημονίζω, ευσχημονισμός, ευσχημοσύνη,
σχοινο-, σκοινί, σκοινάδικο, σκοινάκι, σκοινάς, σκοινιένιος,
ευσχήμων, εύσχημον.
σκοινιάζω, σκοίνιασμα, σκοινοβάτης, σκοινο-.
+
αίσχος [αι (επιφώνημα αγανακτήσεως, θλίψεως)
σχειν
ασκέω [α (επιτατ.)
+
σχη-ματίζω (χ>κ, η>ε), υφίσταται
(απαρέμφ. του έχω )]- αισχύνη, ατιμία, δυσμορφία, ασχήμια.
ταύτιση
αισχόω,
αισχρότης,
ακατέργαστο υλικό (δίνω σχήμα), ενδύω, στολίζω, κοσμώ,
αισχρουργία (έργον), αισχήμων, αισχρήμων, αισχρολογία,
παρασκευάζω, σέβομαι, λατρεύω, εξασκώ, γυμνάζω, παιδεύω
αισχύνη, αισχυνομένη, αισχύνω, καταισχύνω, αισχύνω μα,
(σχολή),
αισχυντήρ,
άσκηmς, ασκηθής, ασκεθής, άσκημα, ασκήτωρ, ασκητής,
αισχρός,
αισχίων,
αισχυντηλία,
αίσχιστος,
αισχυντηρία,
αισχυντηλός,
αισχυντικός, αισχυντός, αναίσχυντος.
σχεδόν
[σχέθω,
θ>δ,
βλ.
των
σημαmών των δύο
σκληραγωγούμαι,
κοπιάζω,
σχεδιάζω]-
πλησίον,
εγγύς,
προσπαθώ.
σκευάζω [α-σκέ-ω, σκε-> σκευ- (πυνθάνομαι
παρασκευάζω,
ολίγου,
προμηθεύω, ενδύω, στολίζω.
μάλιστα,
κατεργάζομαι
άσκη,
ασκητός, ασκεί α, εξασκώ, εξάσκηmς, εξασκημένος, σκήτη.
πληmέστατα, επί συγγένειας, επί χρόνου, βαθμού, μόλις προ εντελώς,
ρημάτων]-
ίσως.
σχέδιο ς,
σχεδόθεν,
σχεδισμός, σχέδην, σχεδίην, σχεδύνη.
ετοιμάζω,
μαγειρεύω,
-
πεύmς)]
χορηγώ,
παρέχω,
σκεύος, σκευαγωγέω (άγω),
σκευαγώγημα, σκευαγωγός, σκευάριον, σκευή, σκευασία,
σκεύασμα, σκευαστής, σκευαστός, σκευοπλαστία (πλάσσω), σχέτλιος [έχω (σχε-ίν) ακατάβλητος,
άξιος
+
τάλας]- καρτερικός, ανένδοτος,
συμπαθείας,
σκληρός,
απάνθρωπο ς,
παράτολμος, τλήμων, άθλιος, δυστυχής, ελεεινός.
σχετλιάζω,
σχετλιασμός, σχετλιαστικός.
σκευόω, σκευόφιον (υποκορ.), σκευωρός (ούρο ς), σκευωρία,
σκευώρημα, σκευωρέομαι, σκευωρώ, σκευοφύλαξ, σκευο-, παρασκευάζω, Παρασκευή,
απέχω [από του
έχω),
+ έχω],
αποχή (ε>ο), αφεκτικός (βλ. έξω, μέλλ.
αφεκτέον,
ανέχω
(ανά),
ανέχομαι,
ανεκτικός,
+
κακός),
έχω,
σχη- ),
ανέκτης, ανοχή, ανεκτός, ανεξίκακος (βλ. έξις ανεξικακία,
ανεξικακέω,
ανασχετικός, επισχετέον,
ανάσχεmς
ανασχετός,
επέχω,
επισχετικός,
επισχεσία,
(βλ. επεχής,
επίσχεmς,
απίσχω,
επεκτικός,
εφεκτικός, εφεκτός, έφεξις, αντέχω, αντοχή, ανθεκτικός, ανθεκτέον,
αντίσχω,
προσέχω,
προσεχής,
συνεχισμός,
συνέχεια,
παρασκεύασμα,
παρασκευαστής,
παρασκευϊάτικος,
συσκευαστής,
παρασκευαστικός,
συσκευάζω,
συσκευή,
συσκευασία,
προ συσκευάζω,
προ συσκευασμένος, διασκευαστής, διασκευάζω, διασκευή, ανασκευάζω,
ανασκεύασις,
ανασκευαστής,
ανασκευαστικός, ανασκευή, κατασκευάζω, κατασκεύασμα, κατασκευαστής, κατασκευή,
κατασκευαστικός,
κατασκευασμένος,
κατασκευαστός,
προκατασκευασμένος,
προκατασκευάζω, προκατασκευή.
προσεχόντως,
προσέχεια, προσοχή, προσεκτικός, προσέκτης, προσεκτέον,
συνέχω,
παρασκευή,
παρασκευαστήριον,
συνεχής,
συνεχίζω,
έπω (δασ.) [αόρ. εσπ-όμην, προστακτ. σποίο, η ρίζα φαίνεται να είναι σπ-, με αναδιπλαmασμό δε, σεσπ-
εσπ- (το σ σε
>
συνεκτικός, συνοχή, σύνοχος, συνοχεύς, συνεχώς, συχνός,
δασεία). Όλες οι έννοιες του έπω ταυτίζονται σχεδόν με αυτές
συχνώς, συχνάκις, συχνάζω, συχνά, σύχνασμα, συχν-, συχνο
του σκευάζω και ουδεμία λέξη εκ σπ- αρχομένη σχετίζεται με
,
συχνότης, κατέχω, κατοχή, κατοχικός, κατόχιον, κάτοχος,
τις σημασίες του έπω. Άρα εκ του σκευάζω με κ>π φαίνεται η
καθέκτης, ακάθεκτος, ακαθεκτέομαι, ακαθεξία, διακατέχω,
προέλευση του έπω,
διακατοχή, διακάτοχος.
(εσπέσθω, έσπωνται, εσποίμην, εσπέσθαι, εσπόμενος, άπαντες
δηλαδή σκ-
>
ρηματικοί τύποι του έπω στον Όμηρο) μετέχω [μετά
+
έχω], μετοχή (ε>ο), μέτοχος, μετοχεύς,
κάτι, ασχολούμαι, μέσ.
μέθεξις (βλ. έξω, μέλλ. του έχω), συμμετέχω, συμμετοχή,
προσεγγίζω,
συμμετοχικός, παρέχω,
υπερέχω,
παροχή,
υπεροχή,
παροχέομαι,
σπ-
>
σεσπ-
>
εσπ
> έπ-ω]- καταγίνομαι
με
ακολουθώ, υπακούω, υποτάσσομαι,
παρακολουθώ,
εννοώ,
ακολουθώ
έπομαι,
συνέπομαι,
υπέροχος,
υπεροχέω,
επακολουθώ,
περοχεύομαι,
παροχεύς,
επητικός, επωπίς (οψ), Επωπίς.
συμφωνώ.
με
κάτι,
επέτης,
πάροχος, παρεκτικός, παρεκτέον, εξέχω, έξοχος, εξόχως, έξοχα,
εξοχότης,
εισοχή,
ενέχω,
ενοχοποιός,
εξοχή, ένοχος,
προεξέχω, ενοχή,
ενεχόμενος,
προεξοχή,
ενοχοποιέω,
ενέχομαι,
εισέχω,
ενοχοποιώ,
συνένοχος,
συνενοχή,
προέχω, προύχοντας.
όπλον (δασ.) [έπω, ε>ο]- εργαλείο, πολεμικό όπλο, ασπίδα. οπλή,
οπλάριον,
οπλέω, πράττω κάτι πρόχειρα, παραμελώ,
οπλίζομαι,
οπλότερος,
αδιαφορώ (ώστε εξηγούνται και τα της σχόλης και τα της
αφοπλιστικός, παροπλίζω,
(δάφνη
-
λάφνη)]-
αναπαύομαι,
δεν
εργάζομαι, ευκαιρώ, χρονοτριβώ, βραδυπορώ, καταγίνομαι, αφοmώνομαι σε κάτι, συχνάζω σε διδασκαλία, έχω δάσκαλο, αφοmώνομαι στη μάθηση, διδάσκω, ασχολούμαι με κάτι, επί θέσεως,
είμαι
κενή.
σχολαίος,
σχολάρχης,
σχόλαmς,
σχολαστής,
σχολαστικός,
σχόλιον, Σχολάρι,
σχολιάζω,
σχολιανός,
σχολείον,
σχολιαστής,
σχολαρχείον,
σχολαστικότης,
εξοπλισμός,
σχολνώ, σκόλασμα,
σκόλη, σκολιανά, σκολιανός, σκολείο.
Οπλόσμιος,
αφοπλίζω
υπεροπλίζω, παροπλισμός,
(από),
Οπλοσπία, αφοπλισμό ς,
υπεροπλισμός, παροπλισμένος,
υπεροπλία, ένοπλος,
ενοπλίζω, ενόπλιος, άοπλος. ανήνοθε [επικός πρκμ. ωσάν εξ ενεστ. ανέθω. Εκ του ανέχω (χ>θ)]- αναβλύζω, ανέρχομαι. ενήνοθε (α>ε).
σχολάριος,
σχολαστήριον, σχολή,
σχολικός,
σχολαστικίζω,
σχολάω,
σχολιαρούδι,
σχολαιότης,
σχολασμός,
οπλοσκοπέω,
οπλότατος,
σχολής),
δ>λ
εξοπλίζω,
οπλίτις, Οπλήτες, οπλιτικός, οπλιτική, οπλοδεξιά, όπλο μαι,
σχολιάζω [σχεδιάζω ε>ο,
οπλίζω,
εξοπλισμένος, οπλή εις, όπλισις, οπλισμός, όπλισμα, οπλίτης,
σχολαίως,
σχολύδριον,
σχολαστικισμός, σχολείο, σκολάω,
σχόλη, σκολνώ,
εντύω [Οι σημασίες του ταυτίζονται με αυτές του σκευάζω και οπλίζω (έντεα), άπαντα εκ της ρίζας του έχω σχη-, δηλαδή σ-κευ-άζω
>
κευ-
>
κυ-
>
τυ- (κ>τ), προτασσόμενης της εν]
οπλίζω, παρασκευάζω, ετοιμάζω, ευπρεπίζω, κοσμώ, παραινώ, αναγκάζω. εντύνω, έντυος, έντεα.
113 Ρίζα
Ρίζα σάρς
m
mγή [ονοματοποιία. Ακόμα και τώρα η εκφορά του σσ ... ,
aml ...
(το ι άφωνο), απευθύνεται προς συνάνθρωπο μας είτε
αλς (δασ.) [ΣΙ
σαλ-
όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες η ρίζα είναι
Λατ.), σάλασσα, Δωρ., σαλάσσω και σαλεύομαι
(sals-us,
για να mωπήσει είτε για να γυρίσει να μας δεί, αλλά και για να
= κυμαίνομαι,
ακινητοποιηθεί (επί κυνηγών, βλ. σίγυνος). Διότι το
αφουγκραστεί τον ήχο του κύματος, όταν αυτό τελειώνει στην
aml ...
και
= κυματισμός.
σαλεία
διαπεραστικότητα διαθέτει αλλά και ελάχιστη ένταση ήχου
παραλία
απαιτεί,
σααρσσ ... (ρ>λ). Πρόκειται περί ονοματοποιίας
ώστε
να
μη
αντιληφθούν
εύκολα
τον
ήχο
οι
μετακινώντας
τα
Δεν έχει κανείς παρά να
χαλίκια.
Ένα
περιοδικό
η δασεία από
παρακείμενοι. Μάλλον ήταν m-ή και προς άρση της χασμωδίας
το σ]- η θάλασσα, το αλάτι.
έγινε mγή με παρεμβολή του γ]- mωπή. mγάζω, mγάω, σίγα,
αλία, αλίη,
mγαλέος, mγηρός, mγαλός, mγηλός, σίγος, σίγνον, σιγο-,
αλιεύω, αλίζω, αλιηγής (άγνυμι, α>η), αλιήρης (ερέσσω),
αλι-
mγά, mγαλά, mγαλιά, σιγανά, mγανεμιά, mγανεύω, σιγανο-,
αλιήτωρ,
mγανός, mγαστήρας, mγώ.
Αλικαρνασσεύς,
αλιδύω (δύω), αλιβδύω (Αιολ.),
αλίευμα, αλιεύς, αλιευτής, αλιευιικός,
,
αλιηχής
(ηχώ),
αλικός,
Αλικαρνασσός
αλικότης,
(Καρία),
αλικώδης,
άλιμος,
αλιμυρήεις (μύρω), αλμυρής, αλμυρός, αλμύρα, αλμυρίζω, σίγυνος [mγανός (α>υ), ήταν θηρευτική και αθόρυβα έπρεπε
αλμυρία,
αλμυρίς,
να ρίπτεται]- θηρευτική λόγχη, λόγχη, δόρυ. mγύνης, σιβύνη
αρμύρα,
(γ>β), mβύνης, ζιβύνη (σ>ζ).
αρμυρίχη,
συβήνη, συβίνη [εντός της mγά ο αυλός, βλ. mβύνη, δηλαδή θήκη αυλού, τοξοθήκη, ναυτικός χιτών. σίζω [βλ.
mγή,
mmm ... > maa ...
(σσ>ζ)]- εκφέρω ήχο συριστικό.
(βλ.πάππας)
>
σίζω
mγμός (m-αγμός, άγω)
σύριγμα, το σίζειν (εξ αυτού το γράμμα σίγμα), σισμός, επισίζω, επίmγμα, επίσιστον. σίδηρος [βλ. σί-ζω
+ δηρός ( = επί
πολύ καιρό, ανθεκτικό ς
όταν βάφονταν)]- το μέταλλο (διότι σίζει κατά την βαφή, κατά την
οποία
εμβαπτίζεται
πυρωμένος
εντός
ύδατος
προς
σκλήρυνση), σίδαρος (η>α), mδηρεία, mδήρεος, σιδηρεύς, mδηρεύω,
mδηρήεις,
mδηρίζω,
Σίδηρα,
σιδηρικό,
mδηρικός,
mδήριον,
mδηρίτης,
σιδηρο-,
σιδηρόω,
mδηρώδης, mδήρωμα, σιδήρωσις, σιδηρωτός, σιδηρώνω, σίδερο
(η>ε),
σιδεράδικο,
σιδεράκι,
mδεράς,
Σιδεράς,
mδερένιος, Σίδερη, mδεριά, mδερικό, σιδερίτης, σιδερο-, mδεροστιά,
mδέρωμα,
mδερώνω,
mδερώστρα,
mδερωτήριο, σιδερωτής, mδερωτός, mδερωμένος.
κασσίτερος [κατά
+ σίδηρος>
κατασίδηρος
>
κόσμηση
και
κατά
της
σκουριάς]-
κατσίδερος το
>
μέταλλο.
Κασσιτερίδες, κασmτέρινος, κασσιτερόω, κασmτερουργός (έργον),
κασσιτεροποιός,
επικασσιτέρωσις,
επικασmτερώνω.
mωπάω [βλ. m-γή
+ όψ (γεν.
mωπητικός,
οπός, ο>ω)]- mωπώ.
σωπάω,
mωπητήριον,
( =
ασώπαστος, Ασωπός, Ασωπία, σίπτα
ασωπασία, mώπα, Ησύχ.),
τmμουδιά (σ>τσ).
σίαλον [σίγα
+ ρέω, ροή> σίγαρον > σίαλον (ρ>λ), διότι ρέει σίελον (α>ε),
σαλιάζω,
mάλισμα,
σάλιακας,
mαλισμός, mαλαντλία,
σάλιαγκος,
σαλιαρίστρα,
αλουργός,
αμφίαλος
αλουργία,
αλουργίς,
(ρήγνυμι),
αλίρραντος
αλουργιαίος,
αλουργο-
,
(ραίνω),
(αμφί),
αλουργής
αλουργίδιον,
αλουργοϋφής
(φύω),
άλυκος, αλυκάτος, αλυκεία, αλυκίς, αλυκότης, αλώνητος
(ωνέομαι), έξαλος (εξ). άλμη
(δασ.)
αλματύραι,
[αλς]-
αλμάω,
θαλάσmο ύδωρ, άλμευmς,
άρμη,
αλμευτής,
αλμυρότητα.
άλμια,
αλμο-,
αλμίζω, αλμαία, αλμώδης, άρμη, αρμ-ο ύφαλος
[υπό
+
αλς,
π>φ],
ύφαλμος,
υφάλμυρος, υφαλώδης, υφάλως, υφαλουφαλοκρηπίς, υφαλοκρηπίδα, παραλία,
παραλιακός,
υφαλμυρίζω,
ύφαλα, υφαλ-
,
,
πάραλος (παρά), παράλιος,
Παράλιος,
Πάραλος,
παραλίη,
Φάρσαλα (π>φ).
σαλπάρω [βλ. αλς
+ περάω]-
σηκώνω άγκυρα και αποπλέω.
αλάτι (δασ.) [βλ. αλς], αλαταριά, αλαταποθήκη, αλατάς, αλατ-
,
αλατένιος,
αλατερή,
αλατερό,
αλατερός,
αλατιά,
αλατισιά, αλατιέρα, αλατίζω, αλατικό, αλάτινος, αλάτισμα, αλατισμένος, αλατιστός, αλάτιστος, ανάλατος, αλατίστρα, αλατο-,
Αλατόπετρα,
αλατούχος
(έχω),
αλατουργείον
αλατωρυχείον
Σαλαμίν [βλ. αλς (σαλ- ) θαλάσmα
περιοχή
(έργον),
(ορύσσω),
αλατουργός, αλατωρυχία,
σαλιάρα,
σαλιάρης,
σαλιάρωμα,
mαλίζω,
mάλωμα,
σίαλος,
σάλιαγκας
σαλιαρίζω, σάλιασμα,
mελίζω, (άγω),
σαλιάρικος, σαλιγκάρι,
σαλίγκαρος, σάλιωμα, σαλιώνω, σιαλικός, σιαλίτης.
+ μιν-
μέχρι
ύς
την
(
= μικρός),
απέναντι
έχουσα μικρή
ξηρά],
Σαλαμίς,
Σαλαμίνα, Σαλαμίνιος, Σαλαμινιάς.
Σαρδώ
mωπηλά]- σάλιο, μύξα. mελογόνος,
αλίς,
αλίπληκτος
αλίρηκτος
(ραίω),
(εξ), άλιος,
αλατωρύχος, σάλτσα (βλ. αλς), σαλάτα.
mωπώ, σωπαίνω, mωπαίνω, mώπηmς, σιωπή, mωπηρός, mωπηλός,
(ρόθος),
αλουργικός,
(ξαίνω),
σαλπαρισμα.
κασσίτερος (τσ>σσ, δ>τ), διότι χύνονταν επάνω στον σίδηρο προς
(έργον),
αλίξαντος
αλιπλήξ,
αλιρραίστης
αλιρρόθιος
αρμυρίζω,
ξαλμυρίζω
αλίπλαγκτος (πλάζομαι),
αλίπλακτος,
αλιρραγής,
αλμυρώδης,
αρμυρός,
αρμυρώνω,
σαλαμούρα,
αλίπαστος (πάσσω), (πλήσσω),
αλμυρότης,
αρμυρίδια,
αρμυρο-,
ξαλμυρισμένος, myaYή (ι>υ, γ>β, α>υ), εκτός εάν εκ του σοβέω (ο>υ, ε>η)]
αλμυρο-,
αρμυράδα,
[βλ.
αλς
λιμνοθάλασσες)],
+
(σαρ- )
άδην
Σαρδινία,
Σαρδώνη,
(έχει
πολλές
Σαρδονία,
Σαρδώνιος, Σαρδώος.
θάλασσα [βλ. αλ-ς (σάλ-, σ>θ) κυματίζω,
κινούμαι
ορμητικά],
+
=
αισσω, άσσω (συνηρ.)
θαλασσαίος,
θαλασσερός,
θαλασσαίγλη (αίγλη), θαλασσεύς, θαλασσία, θαλασσίγονος (γεννώ), θαλασσίζω, θαλασσόω,
θαλάσmος,
θαλασσώδης,
θαλασσίτης, θαλασσο-
θαλάσσωmς,
θάλαττα
,
(σσ>ττ),
θαλασσάδα, θαλασσίδα, θαλασσ-, θαλασσένιος, θαλασσής, σίγμα [βλ.mγμός]- το γράμμα.
Αποβάλλεται, Μούσα
-
θαλασσίνη, θαλασσώνω.
Μώα. Προτάσσεται, προ δασυνομένης λέξεως, προ των μ, τ, θ, κ και φ. Αφομοιώνεται, προ των λ, μ, και ν (χρίσμα
-
χρίμμα).
σάλος
[βλ.
αλς]-
ανοικτή
θάλασσα,
κάθε
ασταθής και
Μεταβολές, σ>ρ, Ρσ, θ>σ>σσ, τ>σ, σ>τ, δσ>σσ, κιω>σσω,
παλμική κίνηση, επί σεισμού, ταραχή, κλύδων, επί πλοίων,
χιω>σσω, τι>σσ, ρσ>ρρ, σμ>μμ, μσ>μμ, σ>δ, πτ>σσ.
δυσάρεστη κατάσταση, ανησυχία.
σαλαγέω (άγω), σαλαγή,
σαλαΤζω, σαλαϊσμός, σαλαΤς, σαλαγώ, σαλαγάω, σάλαγος, σαλάκων
( ακίς,
δηλαδή
ο
προκαλών
δυσαρέσκεια
εκ
114 δηγμάτων),
σαλακωνεία,
διασαλακωνίζω,
σαλακωνίζω
σαλάσσω,
σαλακωνεύομαι,
σάλαξ,
σάλεμα,
σαλεία,
σάλευμα, σάλευmς, σαλευτός, σαλεύω, σαλέω, σάλη, σάλα,
σαλία, σαλαΥιάζω (αγιάζω
=
ηρεμώ, ησυχάζω), σαλόομαι,
ταραχοποιός,
ταραχώδης,
ταργανόομαι,
ταρταρίζω-
(διαβιεί
ψυχρούς
σε
τούρτουρας,
ταργαίνω,
τρέμω
από
τόπους),
τουρτούρισμα,
τάργανον,
ψύχος,
τάρανδος
τουρτουρίζω
τουρτουριάρης,
(α>ου),
τούρτουρο,
σαλού σα (κινείται συνεχώς), σαλώος, σαλύγη (άγω), σάλυξ,
ταρναρίζω, ταρναριστός, τραντάζω (αρ>ρα), τράνταγμα,
Σόλων (τα νομοθετικά του μέτρα επέφεραν σάλο, ταραχή),
τρανταγμός,
Σόλωνας, σουλάτσο (σαλεύω, α>ου), σολάτσο, σουλατσάρω,
τεταραγμένον ρουν), Ταραντίνος, Ταραντινίζω, Ταραντίνον.
τράντασμα,
τρανταχτός,
Τάρας
(έχων
σολατσάρω, σουλατσάρισμα, σολατσάρισμα.
τρηχής, τραχύς [τέ-τρηχ-α, πρκμ. του ταράσσω]- ανώμαλος,
+ πιν- ύσκω (
επί βραχωδών χωρών, δασύς, επί φωνής, επί μάχης και αγώνος,
κραυγή) ή άγω, γεν. σάλ- πιν- γος
επί φυmκών δυνάμεων, αγροίκος, άγριος. τρηχέως, τραχέως,
σάλπιγξ [σάλ-ος (παλμική κίνηση των χειλιών)
= καθοδηγώ) +
γόος
( =
(νΥ>γγ)]- σάλπιγγα, πολεμικό όργανο με το οποίο δίνονταν
Τραχίς- αρχαία πόλη της Θεσσαλίας (εκ της τραχύτητας της
προστάγματα
επιφανείας της πέριξ χώρας), τραχόομαι, τράχουρος (ουρά),
σάλπισμα,
και
το
είδος
σαλπιγγωτός,
σαλπικτάς,
σημείο
της
κομήτη.
μεταφ.
σαλπίγγιον,
σαλπιγκτής
σαλπιχτής,
μάχης,
(άγω,
α-
σαλπίζω,
βροντή,
σαλπιγγο-
κτός),
,
σαλπικτής,
σάλπισμα,
σαλπιστικός,
τραχυ-,
τραχυντικός,
τρήχυσμα,
τραχύνω,
τραχυσμός,
τραχωματικός,
τραχύνομαι,
τράχυσμα,
τραχύτης,
τραχώδης,
τραχαίνω,
Τράχων,
Τραχωνίτις,
τράχωμα
τραχών,
τραχύτητα και τα μετρητά της προίκας, εκ του ασημένιου
σαλπιγγίτις, σαλπιγγίτιδα.
νο μίσματος (τραχύ).
άτσαλος [α (επιτατ.)
+ σάλος (σ>τσ) = ασταθής κίνηση (διότι
επί της ακοσμίας των κινήσεων κυρίως αναφέρεται), οι δε
θράσσω [ταράσσω> τράσσω
γραμματικοί εκ του ατάσθαλος ετυμολογούν]- ο κινούμενος με
ανησυχώ, καταστρέφω, αφανίζω.
άκοσμο τρόπο, ο έχων κακή εμφάνιση, ακατάστατος, ασταθής,
(θράξαι, απαρέμφ. του θράσσω)- ήσαν ενοχλητικοί, άγριοι και
ακανόνιστος,
άξεστοι, Θράκας, θρήϊξ, θρηξ, θράσσα, Θράκη, θρασκίας,
ακάθαρτος,
ατσαλόγλωσσος,
ατημέλητος.
ατσαλιά,
ατσαλόγλωσσος,
ατσαλόστομος,
ατσαλοσύνη, ατσαλεύω, άτσαλα, άτζαλος (σ>ζ), άσσαλος (τσ>σσ),
τσαλαβουτώ,
τσαλαβούτας,
ορθώς,
αγροίκος,
σολοικισμός,
+
σολοικιστής,
Θρακιώτης,
Θράξ
Θρακιώτισσα,
θρακιώτικος.
ταρβέω [ταρ-άσσω
κατάληξη -ικος]- ο λαλών μη
χωριάτης,
Θρακικός,
θράττω (σσ>ττ),
τσαλαβούτημα,
τσαλαπατώ, τσαλαπάτημα, τσαλακώνω (γωνία, γ>κ).
σόλοικος [σάλο-ς (α>ο)
θρακίας,
θράσσω (τ>θ)]- ενοχλώ,
>
άξεστος.
σολοικίζω,
σολοικοειδής,
σολοικοφανής,
ταρβαλέος,
+
βέ-ομαι]- φοβούμαι, τρομάζω, τρέμω.
τάρβος,
τάρβη,
ταρβοσύνη,
ταρβόσυνος,
ταρβύζω, ταρμύσσω (μύζω). τυρβάζω
+
[ταρ-άσσω (α>υ)
βάmς (βαίνω)]-
ταράσσω,
ανακινώ, ασχολούμαι, φροντίζω, διασκεδάζω, ευθυμώ. τύρβα,
σορδισμός (λ>ρ, είδος).
τύρβη,
+ βάω (=
Σλάβος [σάλος (αλ>λα)
βαίνω), επέφεραν μεγάλη
σύρβη
(τ>σ),
συρβηνεύς,
σύρβα,
τυρβασία,
τύρβασμα, τυρβασμός, τυρβαστής.
ταραχή με τον ερχομό τους]- ο ανήκων στη σλαβική φυλή. Σλάβα, σλαβίζω, σλαβικός, σλάβικος, σλαβισμός, Σλάβοι, σλαβο-
+
Σάτυρος [ζα (επιτατ., ζ>σ) Βάκχου
, Σλαβονία, πανσλαβισμός.
(τυρβαστής),
τυρ-βάζω]- σύντροφος του
λάγνος,
ασελγής.
σατυριακή,
σατυρίαmς, σατυριάζω, Σατυρίδιον, Σατυρίζω, Σατυρικός, ζάλη
[σάλος,
σ>ζ)]-
εξέγερση
της
θάλασσας,
τρικυμία,
σατύριον,
Σατυρίσκος,
σατυρισμός,
Σατυρογράφος,
πεντοζάλης
ζαλιάρικο,
Σατυρώδης, σατύρωμα, σάτιρα (α>ι, ρίζα ταρ-), σατιρίζω,
OλιγόΠVOO (α, στερ.) ή
σατιρικός, σατιρισμός, σατιριστής, σατιρογράφος, Τίτυρος
ζαλίζω,
(πέντε),
ζάλισμα,
ΠOλύΠVOO
(α,
ζαλιά ρης,
ζάλο,
επιτατ.),
αζαλές
άζαλος
ζαλιάρικος,
(α,
στερ.),
ζαντός
(λ>ν)
τρελλός, σαλός, σαλότης, ζαρώνω (ζάλη, λ>ρ)- ρυτιδώνομαι,
[Σάτυρος
>
Σατυρόφηρ
Τάτυρος
αθύρω [α (επιτατ.) [σάλος, ζάλη,
διότι κινείται πάνω κάτω από τον
βηματισμό του φέροντος]αχνάρι ποδιού.
(σ>τ)
ταραγμένος]-
(σ>θ,
θολερός,
α>ο),
διότι
πλήρης
θολερός
ιλύος,
,
+
τυρ-βάζω (τ>θ)]- διασκεδάζω, παίζω,
τυρέω, τυρεύω, τυρόω [τυρ-βάζω]- πηγνύω γάλα και κάνω
θόλωμα,
θόλωσις,
θολούρα,
θολαίνω,
θολερά,
θολιάζω,
Θολοποτάμιον,
θολά,
πυκνός,
τυρίνη, τυρίον, τυρί, τυρίσκος, τυρο-, τυρόεις, τυρολειχός
θολερός, θολάδα,
θολόρεμα,
Θολός, θολωτικός, ολερός (θ-ο λερός), ολός, όλυντος, όλπις, λερός
(ο-λερός),
λέρωμα,
λερώνω,
λερωμένος, λέρα.
ανακατώνω,
+ άγω (βλ.
θράσσω )]-
ταράσσω
τον
νου,
συνταράσσω, βάζω σε σύγχυση, σε ταραχή (επί στρατού, θορυβώ, κινώ, εγείρω, θόρυβος πλήθους ανθρώπων. ταράττω, συνταράσσω, διαταράσσω, διαταραχή, τάραγμα, τάραμα,
ταραγμός,
ταράζω
(λείχω), τυρός, τυροκομείον (κομέω), τυροκομία, τυροκόμος, τυρώδης,
τυριέρα,
τύρωμα, τυρωτός, τυρώνυμος
Τύρναβος,
βουτυράδικο,
βούτυρον
βουτυτάτος,
(όνομα),
(βους),
βουτυρένιος,
τυράς,
βουτυράς, βουτυρίλα,
βουτυρο-.
τρέμω [ταρβέω
>
τραβέω (αρ>ρα)
>
τρέμω (α>ε, β>μ)]
τρέμω, μάλιστα εκ φόβου, σείομαι, τρέμω ή φοβούμαι να
ταράσσω [βλ. αλς, σάλ- ος (σ>τ, λ>ρ) ταράζω,
τυρεία, τύρευμα, τύρευmς,
τυρευτής, τυρευτήρ, τυρεψός (έψω), τυριάνθινος, τυρίδιον,
θολόω, θολώνω,
θολύνω,
διαταράσσω,
εξ
και
σημαίνει
λασπώδης,
θολερότης, θολερώδης, θολώδης, θολο-
ολώδης,
ή
τυρί (η διαδικασία απαιτεί ανακάτωμα), συγχέω, συνταράζω,
ταραγμένος λόγω πάθους ή μανίας, συγκεχυμένος.
όλπη,
(α>ι)
άδω, ψάλλω. άθυρmς, άθυρμα, αθυρεύομαι.
όπως το τυρβάζω και κυκάω. [σάλος
Τίτυρος
>
θηρίο),
φορτίο από ξύλα ή φρύγανα,
ζαλίγκα, ζαλίκα, ζαλίκι, ζαλικώνω, ζάλο,
ζαλοπατώ, ζαλώνω. θολός
θηρ
αναδιπλαmασμού εκ της τυρ-]- Σάτυρος.
ζάρωμα, ζαρωματιά, ζαρωμάδα, ζάρα. ζαλία
(φηρ
Σατυριαστής,
ζαλάδα. ζαλάδα, ζαλάω, ζαλαίνω, ζαλοεις, ζαλοειδής, ζάλο ς,
(γι>ζ),
ταράκτης,
ταρακτικός,
συνταρακτικός, ταρακτός, τάρακτρον, ταράκτωρ, ταραξίας, ταραξι-, τάραξις, τάραξη, ταραξιάρικος, ταραχή, τάραχος,
πράξω κάτι, τρομάζω.
τρεμάμενος, τρεμολάμπω, τρέμολο,
τρεμο-, τρεμούλα, τρεμούλιασμα, τρέμουλο, τρεμουλιάζω, τρεμουλιάρης, τρεμουλιαστός, ατρέμας, ατρέμα, ατρεμία,
ατρεμής, τετρεμαίνω (αναδιπλαmασμός). τρομάζω
[τρέμω,
τρομαλεόφωνος,
ε>ο],
τρομερός,
τρομαίνω,
τρομέω,
τρομαλέος,
τρομητός,
τρομώδης, τρόμαγμα, τρομαχτικός, τρομάρα,
τρόμος,
Τρομάρας,
115 Ρίζα ταF-
τρομο-, άτρομος, ατρόμητος.
δρεμόνι [τρέμω, τ>δ]- κόσκινο.
δρεμονίζω, δριμόνι (ε>ι),
τύπτω [βλ. δάω. Εκ του ήχου του τύπτειν, βλ. α-τά-ομαι, ου τά-ω, τα-ύρος, τά-μνω, πα-τά-σσω. Λέγεται: «τον έκανε τόπ-ι
δρο μόνι (ε>ο).
στο ξύλο», ταπ-
+ τανύω]- η γλωσσίδα του ζυγού.
τρυτάνη [τρο-μώδης (ο>υ)
τοπ-
>
>
τυπ- (α>ο>υ). Η ρίζα αναφέρεται ως
ταF- διότι αναλόγως του παραγομένου ήχου έχουμε τις ταμ-, ταφ-, τακ-, ταβ-, ταυ-, ταν-, τυπ-, τεκ- (α>ε), τικ- (ε>ι), βλ.
τρυτανεύω, τρυτανίζω.
καίω]- κτυπώ, πλήσσω, επί βαλλομένων πραγμάτων (βελών, Άρτεμις [ατρέμας, τρ>ρτ]- η θεά της θήρας.
Άρταμις,
ακοντίων), επί οξείας θλίψεως. τυπόω,
Αρταμίτιος, Αρταμίτιον, Αρτεμίσιον, Αρτεμίmος.
τύπωμα,
τυπίς,
τύπτομαι, τύπος, τυπώνω,
τυπάς,
τυπετός,
τυπή,
τυπίας,
τυπικός, τύψις, τύπανον, τύμπανον, τυμπανιαίος, τυμπανίας,
ηρέμας [ατρέμας
αρέμας (η αποβολή του τ έγινε μάλλον
>
προς άρση του ηχητικού συνειρμού μετά του τρέμω, τρόμος)
>
τυμπανίζω,
διατυμπανίζω,
τυμπανισμός,
τυμπανικός,
τυμπανιστής,
τυμπανο-,
βραδέως.
ηρέμα, ήρεμος, ηρεμάζω, ηρεμαίος, ηρεμαιότης,
τουμπανίζω, τύμμα (μπ>μμ), τύμμης, τυμνία, τυπικάρης,
ηρεμέω,
αρεμέω,
τυπικαριό, τυπικό, τυπικότης, τυπο-, τυπωτής, τυπωτικός,
ηρέμησις,
ηρεμόω,
ηρεμί,
ηρέμησις,
ηρεμία,
ηρεμιστικός,
ηρεμίζω,
ηρεμιστικό,
τουμπανιάζω,
Τυδεύς (πλήκτης), Τυδηίς, Τυδέϊδης, Τυδείδης, Τυνδάρεως (δ>νδ),
ηρεμώ, ηρέμως.
τούμπανο,
τύμπανο ς,
ηρέμας (α>η)]- όπως το ατρέμας, ήσυχα, ελαφρώς, ολίγον τι,
ηρεμότης,
τυμπάνωσις,
τυμπάνισμα,
τυμπανίτιδα,
Τυνδαρίδης,
Τυνδάρειος,
Τυνδαρίς,
άτυπος,
ατύπωτος, ατύπωτα.
θρέομαι
[ταράσσω,
βλ.
θράσσω
(α>ε)]-
κράζω
μεγαλοφώνως, ξεφωνίζω, κυρίως επί γυναικών. θρήνος (α>η),
εντυπώνω
εντύπωμα,
θρηνητήριος, θρηνητής, θρηνητικός, θρηνήτρια, θρηνήτωρ,
εντύπωmς,
θρηνολοΥία,
αποτύπωmς,
θρηνεύω,
θρήνημα,
θρηνωδέω
θρηνητέος,
(άδω),
θρηνωδία,
θρηνώδημα,
θρηνωδώ, θρηνητό, θρόος (ε>ο), θρόηmς, θροέω, θρόϊζω,
+
[εν
θρηνητήρ,
θρηνέω,
τυπώνω],
έντυπον,
εντυπωσιάζω, εντυπωτικός,
έντυπος,
εντυπωmακός, εντυπωτισμός,
αποτύπωμα,
εντυπάς,
εντυπόω, αποτυπώνω,
απότυπος,
αποτυπωτής,
διατυπώνω, διατύπωσις, πρότυπος, πρότυπο, πρωτότυπον,
θρόϊσμα, θρύω (ο>υ), θρυλέω (λέγω), θρύλημα, θρυλλέω,
ανατυπώνω, ανατύπωmς, ανατύπωμα, ανατυπώ, ανάτυπον,
θρυλητός,
παράτυπος,
θρυλλητής,
θρύλιγμα,
θρύλλιγμα,
θρυλιγμός,
+
θρίαμβος [θρέ-ομαι (ε>ι)
παρατυπία,
παρατυπώ,
παρατύπωμα,
παρατυπώνω, εκτυπώνω, εκτύπωmς.
θρυλισμός, θρυλίζω, θρυλλίζω, θρύλος. ίαμβος]- ύμνος στον Βάκχο.
στάμπα
[βλ.
τύπτω,
θριαμβεία, θριαμβεύω, θριαμβικός, θριαμβίς, θριαμβευτός,
σταμπάρισμα,
θριαμβευτής, θριαμβευτικός.
στούμπος (α>ου),
το
σ
σταμπάρω,
προτίθεται]-
αποτύπωμα.
σταμπάτος,
σταμπωτός,
στουμπίζω,
στου μπανίζω,
στουμπώνω,
στου μπάνισμα, στούμπημα.
θόρυβος [θρόος (θρέομαι) (ο>υ)
+
>
θροο-
θορο- (ρο>ορ)
>
>
θορυ
βο-ή]- ταραχή, βοή πλήθους, επικρότηση, παράπονα,
γογγυσμός.
θορυβάζομαι,
θορυβοποιέω,
θορυβέω,
θορυβοποιός,
θορυβητικός,
θορυβώδης,
θορυβητό,
θορύβησις, θορυβώ.
>
τρα-
>
τρε- (α>ε)
>
τρει- (ε>ει)
>
με την τρίαινα δεν καμάκωνε κάτι, αλλά
τάραζε την θάλασσα και προξενούσε σεισμούς. Είχε δε τρεις αιχμές διότι ο αριθμός ήταν ιερός από αρχαιοτάτων χρόνων. Το δε -αινα (τρί-αινα) εκ του αινός
= δεινός,
λοβών του (βλ. θρίναξ) ή εκ του τέλειος (ιερός), δηλαδή τέλειος
τλείος
>
τριαγμοί,
τριάς,
αντηχώ,
πατάσσω.
κτύπημα,
κτύπος,
(κ>χ),
χτυπητός,
χτύπος,
χτυπώ,
χτυπητά,
χτυποκάρδι,
τρείος
>
+
(λ>ρ)] ,
τρία,
τρείος,
τριαδίζω,
(υ>ο, π>β)]- θόρυβος, ισχυρός οτοτύζω (αναδιπλαmασμός),
ότοβος [ο (αθροιστ.)
οτοβώ, οτοτοί, εποτοτύζω.
τριαδικός,
γδούπος [κτύπος, κτ>γδ (οκτώ
όγδοος), υ>ου]- βαρύς
-
υπόκωφος ήχος. γδουπέω, δουπέω, δούπος.
τριάρι,
δέκα), τριακαίδεκα, τριαγμός (άγω),
τριάδα,
+ τύπτω
κρότος, όπως η βοή της μάχης.
φοβερός, τρομερός
(βλ. τριαινόω). Εκτός και αν εκ του θρίον (θ>τ), εκ των τριών
τρεισκαίδεκα (και
κροτώ,
κτυπητής, κτυπώδης, κτυπία, κτυπώ, κτυπητός, χτύπημα
στυπάζω (κ>σ), στυφάν (π>φ).
τρεις [ταράσσω, ταρα-
τρι-. Ο Ποσειδώνας
κτυπέω [τύπτω, το κ εκ των α-κο-ή, κό-ναβος, κό-μπος] παταγώ,
τριάζω,
ουτάω [το ου εξ ω, επιφωνήματος που εκφράζει άλγος
+ ρίζα
τα- (βλ. τύπτω)]- πλήττω, τιτρώσκω, τραυματίζω, όπως το
τριάσσω, τρίαινα (βλ. τρεις), τριαινοειδής, τριαινοκράτωρ,
βάλλω.
τριαινούχος (έχω), τριαινοφόρος, τριαινόω- κινώ, διακινώ,
ωτειλήθεν, οτειλόομαι (ου>ο).
ούτηmς,
ουτήτειρα,
ουτάζω,
ωτειλή
(α>ει),
ανατρέπω, καταρρίπτω, σκάπτω δια δικέλλας, τριαινωτήρ, τριαινάτηρ,
τριακάς,
τριακάσιοι,
τριακόσιοι,
τριάκοντα,
τριηκάς,
τριακοντάς,
τριακάτιοι,
τριακονθήμερος,
τρις,
τριακοντα-,
τριάξ, τριάκις,
τριακοντάς,
ταύρος [βλ. τύπτω,
F>u, πλήττει δια των κεράτων]-
ταυρελάτης
(ελαύνω),
(λίσσομαι),
(βοώ), ταυρο-, ταυρώ, ταυρώδης, ταυρωπός (ωψ).
(κύμα),
τρικυμιώδης,
ταυριάω,
ταυρείναι,
ταυρηδόν,
τρικυμία
ταυριανός,
ταυρέλαφος,
τριακοστός, τριακώς, τριάντος, τριάντα, τρι-, τρίλλιστος
τρίλιστος,
αρσεVΙKό
βόδι, γυναικείο αιδοίο. ταυρεία, ταυράω, ταυραία, ταύρειος, ταυρίδιον,
ταυρεών, ταυροβόας
τριτοειδής, τρισ-, τρισσός, τριττός, τριπλόος (πλείων, πλέον, ε>ο), τριπλούς, τριπλή, τριπλόη, τριπλόω, τριταίος, τρίτος, Τρίτος, τριττύα, τριττύς, Τρίτων, Τριτωνιάς, Τριτώνιος,
σαύνιον,
σαυνίον
[ου-τάω,
ταύ-ρος
(σ>τ)]-
ακόντιο,
το
ανδρικό μόριο. σαυνιάζω, σαύσαξ (άγω, άξω).
Τριτωνίς, τρίτωmς, τριτώνω, τρίχα, τριχή, τριχώς, τριχ-,
τάβλα, τάβλη [βλ. τύπτω (π>β), εκ του ήχου των πιπτώντων
τριάρα, τρίτη, Τρίτη.
επ'
θρίναξ [τρις (τ>θ) εργαλείο
με
Θρινακίη Τρινακρία.
το
(φέρει
+
ακίς, με παρεμβολή του ν]- τρίκρανο
οποίο τρεις
ανακάτωναν άκρες,
τον
σίτο.
ακρωτήρια)-
θρινάκη, η
αυτής κύβων]- άβαξ, τάβλι.
τάβλι, ταβλίζω, ταβλίν,
τάβλιν, ταβλίον, ταβλιστήριον, ταβλιστής, ταβλοπαρόχιον (παρέχω), ταβλοπάροχος, ταβλωτά, ταβλώματα.
Σικελία, τσαπίζω
[βλ.
τύπτω,
τσαπιά, τσάπισμα.
ρίζα ταπ-
(τ>τσ)],
τσάπα,
τσαπί,
116
άτη [α (επιτατ.)
+ ρίζα τα-
(α>η, βλ. τύπτω, ου-τά-ω, δηλαδή
τύλη [τάλας, α>υ, προκύπτει από ταλαιπωρία]- ρόζος, κάλος,
πλήγμα θεόθεν)]- σύγχυση φρενών, ταραγμένη κατάσταση της
τυλωμένο μέρος του σώματος, μάλιστα ο ώμος αχθοφόρου,
ψυχής
και
απερίσκεπτη
αποστελλομένης θρασύτητας,
υπό
ορμή
των
απερίσκεπτη
καταστροφή.
προερχομένη
θεών,
προς
ενοχή
ή
εκ
πλάνης,
τιμωρία
αμαρτία,
ενόχου όλεθρος,
αποβολή του τ)- βλάπτω, τυφλώνω το μυαλό, απαραβίαστος,
παρεμβάλλεται
προς
αάβακτος
άρση
της
αάατος (α,
(αάατος,
το
χασμωδίας)-
β
αβλαβής,
αγατάομαι (αάω, με παρεμβολή του γ, εκτός και αν εκ των άγαν
+
τύλος, τυλαίνω, τυλάριον, τυλείον,
(υφαίνω), τυλώδης, τύλωμα, τύλων, τύλωmς, τυλωτός.
Άτη (θεά της βλάβης), ατάομαι, ατηρός, ατέω
(α>ε), ατηρία, άνατος (αν, αρνητ), αάω και άω (ατά-ο μαι, με
στερητ.)-
σάγμα, προσκέφαλο.
τύλιον, τυλόεις, τυλοειδής, τυλοτάπης, τυλόω, τυλαφάντης
έτνος [έτλην, αόρ. του τλάω, λ>ν, εκ της ταλαιπωρίας του συνεχούς ανακατώματος για να μη κολλήσει στον πάτο της χύτρας]- πυκνός ζωμός με όσπρια, είδος πολτού ή χυλού οσπρίων.
ετνήρυmς (ρέω),
ετνοδόνος (δονέω),
ετνηρός,
ετνίτης.
ατάομαι)- βλάπτομαι, αυάτη (γ>υ)- η άτη (Αιολ.),
Ενυώ (εν
+ άω,
αάω, α>υ)- πολεμική θεά, σύντροφος του Άρη,
αθλητής,
δηλώνει ισχυρή αντίθεση, αυτάρ (αατάρ, α επιτατ., α>υ).
αθληφόρος, άθλον,
ατύζομαι
[ατάομαι,
θορυβούμαι,
πτοούμαι.
α>υ]-
ταράζομαι,
ατύζω,
εκπλήσσομαι,
ατύζηλος,
ατασθαλία
+
άθληmς [α (επιτατ.)
άταρ (ατάομαι)- σύνδεσμος, αλλά, δη, δε, όμως, εν τούτοις,
άθλημα,
τλάω (τ>θ, α>η)], αθλέω, αθλεύω,
αθλητήρ,
αθλιόπαις
άθλος,
=
αεθλεύω (αέ
(παις),
αθλοσύνη,
αθλητικός, άθλιος,
αθλήτρια,
αθλιότης,
αθλοφορέω,
αθλο-,
αθλοφορικός,
αεί), αέθλευμα, αεθλέω, αέθλιον, αέθλιος,
αεθλητήρ, αεθλητής, άεθλον, αεθλοσύνη, εσθλός (εσ-μί
=
(θάλλω), ατάσθαλος, ατασθάλω, ατασθαλέω, απατάω (από),
είμαι)- αγαθός, καλός στο είδος του, τυχερός, αίmος, ευοίωνος,
απατώμαι,
απατεύω,
απατεών,
εσθλότης, εσθλο-.
απατηλώς,
απάτημα,
απατήμων,
απάτηmς,
απατητής,
εξαπάτης,
απάτη,
απατητικός,
εξαπάτημα,
απατηλός,
απατήνωρ
εξαπατώ,
εξαπάτηmς,
(ανήρ),
εξαπατάω, εξαπατητήρ,
+
ότλος [ο (εξ α, επιτατ.)
τλάω]- πάθημα.
οτλεύω, οτλέω,
ότλημα, οτλήμων.
εξαπατητής, εξαπατητικός, εξαπατύλλω.
+
αταλός [α (στερητ.)
+
μάτην [εμ (Αιολ. και Δωρ. αντί της εν)
άτη, με αποβολή
του ε]- ματαίως, ασκόπως, απερισκέπτως, αλόγως, ψευδώς. ματαίως,
ματάω,
ματάζω,
ματαιο-,
ματαιόω,
ματιiϊζω,
ματαιόομαι,
ματαιάζω,
ματιiϊσσω,
νεανικός, εύθυμος.
τάλας]- τρυφερός, λεπτός, απαλός,
αταλόφρων (φρην), ατάλλω, άταλμα,
ατιτάλλω (αναδιπλασιασμός), ατιτάλλας.
μάταιος,
ματαίω μα,
ματαίωmς, μάταν, μάτη, ματαιώνω, μάταια.
Τάρταρος [τάλας (λ>ρ), αναδιπλαmασμός]- άβυσσος, Άδης. ταρτάρειος,
Ταρταρίζω,
ταρταρική,
Ταρταρίτης,
ταρταρούχος (έχω), Ταρταρόω, Ταρταρώδης, ταρτάρωσις.
τάλας [α-τά-ομαι (ν>λ)]-
( =
υποφέρων,
ταλαίμοχθος,
τάλαινα,
ταλαιπαθής,
άτλας
Ατλαγενής,
(α>ε),
υποφέρω, πάσχω)
πάσχων,
άθλιος,
Ταλαός, (α,
Ατλαντικό ς,
(πωρός,
πωρητύς),
τά-νας
Tαλιiϊδης,
στερητ.), Ατλαντίς,
Τελαμών, τελαμονίζω,
>
ελεεινός.
τάλας ταλα-,
άντλον [αν-ω
+ τλάω,
διότι έπρεπε να αντλείται]- το ρυπαρό
Ταλαϊονίδης,
νερό στο κύτος πλοίου, το εντός κοίλο του πλοίου όπου «ύδωρ
Άτλαντας,
συρρέει το τε άνωθεν και το εκ των αρμονιών», καθόλου το
τελαμών
θαλάσmο νερό, η θάλασσα, καδίσκος προς άντληση, σωρός
Άτλας, Ατλάντειος,
τελαμωνίδιον,
ταλαιπωρέω,
>
ταλαίπωρος
ταλαιπώρημα,
σίτου ο οποίος δεν λικμήθηκε. αντλίον,
αντλητήρ,
αντλέω, αντλία, άντλημα,
αντλητήριος,
αντλιά,
εξαντλώ,
ταλαιπώρησις, ταλαιπωρία, ταλαιπωρίζω, ταλαιπωρισμός,
εξαντλούμαι, εξάντληmς, εξάντλημα, εξαντλητικός, αγκλώ
ταλαίφρων (φρην), ταλανίζω, ταλαντεύω (αντί), ταλανταίος,
(ν>γ, τ>κ), αγκλί, αγκλιά, αγΥλιά (γ>κ), αγλιά, αγκλίζω,
ταλαντιαίος, ταλαντάω, ταλαντεία, τάλαντον, ταλαντόομαι,
άγκλιμα,
ταλέντο,
αγκλιώ, αγκλούπα, αγκλούπι.
ταλαντούχος
(έχω),
ταλάντωmς,
ατάλαντος,
άγκλισμα,
αγκλισμός,
αγκλιστήρι,
αγκλίστρα,
αταλάντευτο ς, ταλαός, ταλαπείριος (πείρα), τάλαρος (άρος), ταλάριον,
ταλαρίσκος,
ταλάσιος,
ταλιέρι,
ταλαmουργέω
ταλασία,
(έργον),
ταλάσειος,
ταλασιουργικός,
τηρέω
[τάλας, α>η, λ>ρ]- επιτηρώ, φροντίζω, προσέχω,
φυλάγω, αγρυπνώ (άπαντα προκαλούν ταλαιπωρία).
τήρημα,
ταλασιουργός, ταλασίφρων (φρην), ταλάσσης, ταλάφρων,
τηρήμων,
ταλαυρινός
δύστηνος,
τηρήτρια, τηρός, τήρων, Τήρεια, τήραγμα, τηράζω, τηράω,
Τάνταλος,
τηρώ, διατηρώ, διατήρηmς, διατηρητικός, διατηρήσιμος,
δυστηνία,
(αρείων,
α>υ),
Τάνταλος
αναδιπλαmασμός),
(βλ.
δύστανος
τάλας,
Ταντάλεος,
(δυσ-),
τάν-ταν-ος
Τανταλικός,
>
Τανταλίδης,
Τανταλίς, τανταλεία, τανταλεύω, τανταλίζω, τανταλόομαι.
τήρηmς,
διατηρητέος,
παρατηρώ,
και καθέλκυση των ιστίων ή της κεραίας. καλωδιώνω,
καλώδιον,
κάτι.
παρατηρητήριον,
καλωδίτες,
ανέχομαι,
τλάθυμος,
τλήμων,
υπομένω,
καρτερώ,
τλαιπαθής,
τλήθυμος,
τολμώ να
τλασίφρων
τλημόνως,
τύρσις [τήρηmς, εκ του τάλας (α>υ )]- ο επί του τείχους
(φρην),
τύρρις
(ρσ>σσ),
τυρρίδιον,
Τροία [τηρέω ήταν
Τληπόλεμος.
Τρωαδεύς,
καλώς
>
τρέω
>
οχυρωμένη Τρωάς,
Τροία (ε>ο>οι), κειμένη επί λόφου, (τύρmς)],
Τρωιάς,
Τροίη,
Τρωικός,
Τρωίς, Τρώς, Τρωοφθόρος, Τροιζήν (ζην τάλας,
α>ο],
τολμάω,
τόλμα,
τύρσος,
Τυρρηνικουργής (έργον).
τληm-, τλήmς, τλητικός, ατλητέω, άτλητος, τλητός, τλατός,
[βλ.
τύρρος,
Τυρσηνός, Τυρρηνός, Τυρρηνίζω, Τυρρηνολέτης (όλλυμι),
τλημοσύνη,
τληπάθεια, ταληπαθέω, τληπάθημα, τληπαθής, τληπάθηmς,
τόλμη
παρατηρητικότης,
πύργος, τειχισμένη πόλη, οχυρωμένη οικία, πύργος, έπαλξη,
[τάλας]-
τλάμων,
παρατηρέω,
απαρατήρητος, προτηρέω, προστηρέω.
προμαχών.
πράξω
παρατήρηmς,
τηρητικός,
καλωδίωσις,
καλωστρόφος,
καλωδιακός.
τλάω
τηρητής,
παρατήρημα, παρατηρησμός, παρατηρητέον, παρατηρητής, παρατηρητικός,
κάλος, κάλως [τάλας, τα>κ]- καραβόσκοινο προς ανέλκυση,
τηρητέον,
τολμήεις,
Τρώα
Τρώιος,
= ζάω,
(οι>ω), Τρωός,
βρίσκονταν
επί λόφου), Τροιζήνιος, Τροιζηνίς.
τόλμημα, τολμώ, τολμηρία, τολμηρός, τόλμησις, τολμητέον, τολμητής,
τολμητίας,
τολμητικός,
τολμικός,
τολμήτωρ, τόλμιλλος (ίλλω), αποτολμώ.
τολμητός,
τάφρος [βλ. τύπτω, ρίζα ταF- (π>φ), κατασκευάζονταν με aξίνες οι οποίες χτυπούν το έδαφος]- χαντάκι, όρυγμα. τράφος
117 (μετάθεση),
τάφρευmς,
ταφρεύω,
ταφρωρύχος
(ορύσσω),
ωθέω [ουτάω (ου>ω, τ>θ, α>ε), σ-θε-νόω]- ωθώ προς τα
τάφος, ταφείος, ταφεύς, ταφέω, ταφεών, ταφή, ταφήιος,
οπίσω, αναγκάζω σε υποχώρηση κατά την μάχη (θε-ίνω), ωθώ,
τάφιος, επιτάφιος, ταφοειδής, θάπος (τ>θ), θάπτω (αόρ. ε
σκουντώ, σπρώχνω, απομακρύνω, εκδιώκω, εξορίζω, απωθώ
τάφ-ην),
θαφτήρι,
δια της βίας, ανοίγω δρόμο για τον εαυτό μου. ωθώ, ώθηmς,
θάφτης, νεκροθάφτης, νεκροθάπτης, θαφτικά, θαφτιάρης,
ωθίζω, ωθισμός, ώmς (έ-ωσ-α, αόρ. του ωθέω, θ>σ), ωσμός,
θαπτικά.
ωστέον, ώστης, ωστικός, ωστίζομαι, ωστιούμαι, ωστισμός,
τάφρη,
ταφρείη,
τάφρευμα,
ταφροειδής,
θάβω
ταφρώδης,
(π>β),
θάφτω,
θάψιμο,
θαφή,
ωστός,
τύμβος [τάφος> τάβος (φ>β) λαβή
-
>
τύβος (α>υ)
>
τύμβος (β>μβ,
λαμβάνω )]- ο τόπος όπου θάβονταν το σώμα νεκρού
και το χώμα το οποίο συσωρεύονταν επ'
λίθος.
τυμβάς,
τύμβιος,
τυμβεία,
επιτύμβιος,
(ορύσσω),
τύμβευμα,
τυμβολέτης
τυμβωρυχέω,
αυτού, επιτάφιος
τυμβέω, τυμβήρης,
(όλλυμι),
τυμβωρυχία,
ωστήρας,
διωστήρας,
έπωσις,
συνωστίζομαι,
συνωστισμός, προωθώ,
υσσός (ώmς
ωσ-σός
>
>
επωστρίς,
πρόωσις,
άνωσις,
υσσός, ω>υ)- ακόντιο, ένοmς (εν,
ω>ο)- σείmς, τιναγμός, κλόνηση, ενοσι-, έννοmς, εννοm-, Εννοσίδας.
τυμβωρύχος
τυμβοχοέω
ώσμωmς [ωσμός (ωθέω
(χοή),
=
ανοίγω δρόμο για τον εαυτό
τυμβοχόη, τυμβούχος (έχω), τυμβονόμος, τύμος, τούμπα,
μου)]- φαινόμενο κατά το οποίο γίνεται διείσδυση δύο υγρών
Τούμπα, τουμπάρω, τουμπέρνω.
διαφορετικής
πυκνότητας,
διαφράγματος.
( = τιτρώσκω,
δύω [ου-τάω
πλήττω, βάλλω,
τ>δ, α>υ), βλ.
δια
ωσμωτικός,
μέσου
ωσμο-,
ημιδιαπερατού όσμωσις
(ω>ο),
οσμωτικός.
τύ-πτω (τ>δ), διότι εισέρχεται το βαλλόμενο όπλο στο σώμα (αναφέρεται και επί παθημάτων)]- βυθίζω, βουτώ, φθάνω ή πηγαίνω μέσα σε ... , εισέρχομαι, επί όπλων (ξίφους), βυθίζομαι στο
σώμα,
επί
του
ηλίου,
βαmλεύω,
επί ιματισμού
οθνείος [ωθέω
>
ωθένειος
ωθνείος
>
οθνείος (ω>ο, βλ.
>
όσμωmς)]- ξένος, παράδοξος. οθνιότυμβος, όθιζα, οθέτης.
και
οπλισμού, εισέρχομαι σε ... , ενδύομαι, επί παθημάτων και παθών, επέρχομαι. δύνω, δύομαι, εισδύω, εισδύνω, είσδυmς,
+ προ +
σπρώχνω [σ
ωθώ (θ>;(, όρνιθος
όρνιχος)]- ωθώ.
-
σμπρώχνω (π>μπ), σμπρωξιά, σπρωχτός, σπρωξίδι.
δύσις, δύτης, δυτικός, δυτικά, Δυτικό, δυσμικός, δυσμή, δυσμάς,
δυθμή (σ>θ),
ενδύω,
ενδύνω,
ένδυσις,
ενδυτήρ,
+
θώραξ [ω-θώ
ράσσω (μέλλ.
ράξ-ω), διότι απωθεί τα
ενδυτός, ένδυμα, ντύνω (ε-νδύνω, νδ>ντ), ντύμα, ντυμένος,
πλήγματα των όπλων]-
ντύσιμο,
θωράκιον, θωρακίζω, θωρακισμός, θωρηκτής, θωρήσσω,
ντυτός,
καταδύω,
καταδύνω,
κατάδυσις,
καταδύτης, καταδυτικός, εκδύω, εκδύνω, έκδυμα, εκδύmα,
έκδυσις,
εκδεδυμένος,
γδύνω
(ε-κδύνω,
κ>γ),
γδύmμο,
γδυτός, γδύματα, γδυμνός, κάνδυς (πας, παν, π>κ)- μανδύας
θωρακικός, θωρακίτης,
δυστυχία.
( =
δυερός, δύη, δύα, δυηπαθής, δύϊος, οδύνη (ο εξ α
επιτατ.),
οδυνάω,
οδυνήφατος
οδυνηρός,
(φένω),
οδυναρός,
οδυνηφόρος,
οδύνημα,
οδυνοσπάς
(σπάω),
οδυνώδης.
προστατεύει
δυσ- [δύσ-ω, μέλλ. του δύω, βλ. δυάω]- προθεματικό μόριο έχον την έννοια της δυσκολίας, δυστυχίας, πολλές φορές καταντά σχεδόν όπως το αν στερητικό.
+
θωρακο-,
θωρακείον,
θωρηκοφόρος,
θύραθεν, θυρεός,
εισέρχομαι), δ>θ
οικία,
θυράγματα
δωμάτιο,
(άγμα),
θύραθι,
θυράζω,
θυραίος,
ή
θώρηξ,
θώραξ (ω>υ), διότι
μάνδρα, θύρδα,
θύραm,
θύρετρα,
θύριον,
θυρόω,
θυρωρός
(ούρος),
(κόπτω),
θύρωμα,
θυρέϊσκος,
θυρεο-,
θυροειδικός,
αυλή]-
θύραζε,
πόρτα. θύρασθε,
θυραυλέω, θυραυλία,
θυρεόω,
θυρωρείον,
οδύρομαι [ο (αθροιστ.)
( =
θύρα [δύ-ω
επί παθημάτων και παθών)]- βυθίζω σε
θώρακας,
θώρηξις, θωράκιmς, θωρηκτό, θωρακωτός.
χειριδωτός, κανδύταλις, κανδυτάλη. δυάω [δύω
θώρακας.
θυρίς,
θυροκοπέω
θυρίδαι,
Θύριον,
θυρο-,
θυροειδίνη,
θυρίδα,
θυροειδής,
θυροειδισμός,
θυροειδίτις, θυροειδο-, παράθυρο, παραθύρι, παραθυράκι, παραθυρεοειδεκτομή,
παραθυροειδής,
παραθυρόφυλλο,
εκπαραθυρώνω, εκπαραθύρωmς.
δυσ- (σ>ρ, όπως
μίσΥουσα
έθω [πρκμ.
εί-ωθ-α και έ-ωθ-α (κείται αντί ενεστώτος),
μιργώσα), βλ. δύ-ω, δυ-άω, οδυ(νη)ρός]- θρηνώ, κλαίω, πενθώ.
υπερσυντ. ει-ώθ-ειν. Τα ει- και ε- είναι εκ του ειμί, δηλαδή ωθ
όδυρμα, οδυρμός, οδύρτης, οδυρτικός, οδυρτός, οδύσσομαι
ώ
(ρσ>σσ)- χολώνομαι, οργίζομαι, μισώ, μέμφομαι, Οδυσσεύς (ως
μισούμενος
από
κάποιους
θεούς
και
ανθρώπους),
Οδύσσεια, Οδυσσαϊκός, Οδυσσεία, Οδύσσειος, Οδυσσήιος,
Οδυσεύς, Οδυσσειακός, Ολυσσεύς (δ>λ). δνόφος [δύνω (π>φ)]-
+ οψ (γεν.
ζόφος,
σκότος,
εντός
μου
>
συνηθίζω,
έχω
συνηθίσει]-
>
δνόπος
δνοφόεις,
> δνόφος
είμαι
είωθα, έωθα,
έθιμον, έθιμα, έθισμα, εθισμός, εθιστός, ειωθότως, εθάς,
αήθης (α, στερητ.), αηθίζομαι, αήθεια,
δυνοπος
μαυράδα.
=
έθος, εθήμων, εθημοσύνη, εθίζω, ειθίζω, εθικός, έθιμος,
αηθέω,
οπός)
(ειμί)
συνηθισμένος, συνηθίζω, έχω την συνήθεια.
έθνος,
εθνάρχης,
αηθίη, αηθέσσω,
εθναρχία,
εθνικός,
εθνίτης,
ομοεθνία, ομοεθνής, εθνικότης.
δνόφεως,
δνοφερός, δνοφόομαι, δνοφώδης, γνόφος (δ>γ ), γνοφερός,
ήθος
γνοφόω, γνοφώδης, ζόφος (δ>ζ), ζόφωσις, ζόφωμα, ζοφόω,
συνήθεια,
ζόφεος, ζοφερός, ζοφερότης, ζόφιος, ζοφο-.
ηθικεύομαι, ηθικολογώ, ηθικολογία, ηθικολόγος, ηθικότης,
[έθω,
ηθοποιέω,
θείνω
[ου-τά-ω, τ>θ,
α>ε>ει]- τύπτω, πλήσσω, φονεύω.
θέναρ, ενθεναρίζω, υποθέναρ, οπισθέναρ (οπίσω). σθένος
[θεν-είν,
απαρέμφ.
του
θείνω]-
ισχύς,
ευήθης,
ε>η]-
έθιμο,
συνήθης
διαμονή,
χαρακτήρας,
επί
ηθοποιία,
ηθοποιός,
ενδιαίτημα,
τρόπων.
ηθάς,
ευήθεια, ήθεϊ, ήτορ (θ>τ),
ηθείος,
συνηθίζω,
έθος,
ηθικός, ηθαίος,
συνήθεια,
συνήθειο, συνήθης, συνήθως.
δύναμη,
νόθος [αν (αρνητ.)
+ έθω >
ανεθω
>
νεθω
>
νόθος (ε>ο)]- ο
σωματική ρώμη, κράτος, δύναμη στρατιωτική, στράτευμα, σε
μη γνήmος,
περίφραση όπως το βία, μένος.
νοθεία, νοθεύω, νόθευmς, νοθευτής, νοθο-, μόθων (ν>μ),
σθενο-,
σθενόω,
σθένω,
ασθενέω,
ασθενικός,
ασθενώ,
ασθένωσις,
Στεντορόφωνος, Ευρυσθένης.
σθεναρός, σθένεια, σθένιος,
ασθενής
ασθενικά, Στέντωρ
Σθένελος
(α,
στερητ.),
ασθένεια,
ασθενικότης,
ασθενο-,
(θ>τ),
Στεντόρειος,
(ελαύνω),
ευρυσθένης,
ο μη εκ νομίμου γ άμου, πλαστός, κίβδηλος.
μόθαξ, μοθωνία. διαιτάω [δια
+
έθω, εθάς
>
διαεθάω
>
διαιτάω (ε>ι, θ>τ)]
τρέφω κατά ορισμένο τρόπο, επιβάλλω δίαιτα, διάγω κατά κάποιον τρόπο, είμαι κριτής ή διαιτητής, κρίνω κάποιον, ορίζω,
118 αποφασίζω, διευθύνω, κυβερνώ, διαλλάσσω, συμφιλιώνω, ζω,
στίβωmς, στιπτός (β>π), στίφος (β>φ), στιφρός (στιβαρός>
διαμένω.
στιβρός
δίαιτα,
διαίτημα,
ενδιαίτημα,
διαίτηmς,
>
στιβάνι,
διαιτητήριον, διαιτητής, διαιτησία, διαιτητικός.
στιφρός), στιφράω, στιφρότης, στιβάδα, στιβανός, Στίβος,
στοιβάς
(ει>οι),
στοιβασία,
στοιβάζω,
στοιβασμός, στοιβάσιμος, στοιβαστής, στοιβή, στοιβηδόν,
+
θάνατος [ου-τά-ω (τ>θ) θείν-ω
(ει>α)
θανατηφορία,
θανατόω,
θανατήσιος,
( =
άτος
φονεύω],
βλαφθείς, βλ. άν-ατος),
θανάmμος,
θανατάω,
θανατιάω,
θανατηφόρος,
θανατηγός
θανατικός,
θανατόεις,
(άγω),
στοιβοειδής,
στοίβα,
στοίβαγμα,
στειβάδα,
στοίβασμα,
στοιβαστός, στοιβαχτός, στοιβιάζω, στέμβω (ει>ι, β>μβ), στεμβάζω.
θανατο-,
θανατούσια, θανατώδης, θανάτωσις, θανατάς, θανατερός,
στέμφυλον
[στείβω,
στέμβω
(β>φ )]-
όγκος
ελαιών
ή
θανατηρός, θανατικό, θανατισμός, θανάτωμα, θανατώνω,
σταφυλιών από τον οποίο εξήχθη δια πιέσεως το λάδι ή ο
θανή,
οίνος.
αθάνατος,
αθανασία,
Αθανασία,
Αθανάσιος,
στεμφυλίς, στεμφυλίτις, στεμφυλίτης, στεμφυλίας,
σταφυλίς
Θανάσης.
(ε>α),
σταφιδευταίος,
θνήσκω, θνάσκω [μέλλ. θαν-ούμαι, αόρ. έ-θαν-ον, εκ του
(άγρα),
σταφυλή,
σταφίς,
σταφιδευτός,
σταφυληκόμος
ασταφίς,
σταφιδόω,
(κομέω),
σταφίδα,
σταφυλάγρα
σταφυλη-,
σταφυλίζω,
θάνατος]- αποθνήσκω, εKπvέω, χάνομαι, πεθαίνω, απόλλυμαι,
σταφύλινος, σταφυλίνος, σταφύλιον, σταφύλι, σταφυλίτης,
καταστρέφομαι.
σταφυλο-, σταφύλωμα, σταφυλαία.
θνήσκω),
αποθνήσκω, τεθνεός (τέΘVΗKα, πρκμ. του
τεθνηκός,
τεθνηκυία,
τεθνηεώσα,
θνησείδιος,
θνητός,
στείνω [θείνω (θ>τ), ω-θέ-ω, στείβω, στέμβω, άπαντα εκ του
θνητότης, θνητόφρων (φρονώ), θνασίμι, θνηm-, θνηmμότης,
ουτάω, με αρχική σημασία την του πιέζομαι, είμαι πλήρης,
θρασίμι (ν>ρ), χρασίμι (θ>χ).
υποφέρω,
θνησίδιος,
θνησιμαίος,
θνηξιμαίον,
θνητο-,
(στέμβω
στενοχωρώ, πεθαίνω [α-πέθαν-ε, αόρ. του αποθνήσκω], πεθαμενατζής,
υποφέρω.
κακώς
στενεύω, στείνος,
μεταχειρίζομαι,
συμπυκνώνω,
πάσχω)]
συστέλλω,
στειναύχην (αυχήν),
γέμω,
στεινωπός (ωψ),
στενωπή, στενώπαρχος, στενωπείον, στένω, στενός, στενο-,
πεθαμός, απεθαμός, πεθαμένος, αποθαμένος.
στενάζω (άγω, γι>ζ), στέναγμα, στεναγμός, στεναγμώδης, κτείνω [αόρ. έκ-ταν-ον (ταν-, εκ του θάν-ατος, θ>τ), το κ εκ
στενακτικός,
στενακτός,
στενυγρή, στενώδης, στένωμα, στένωσις, στενάκι, στενεύω,
κτίννυμι,
κτόνος
(ε>ο),
-
άρκος),
κτάντης, κτάς, κατακτείνω, καίνω (όπως άρκτος
+
ικτίνος [είμι (ρίζαι ι-) πτηνού, είδος λύκου.
κτείνω (ει>ι)]- είδος αρπακτικού κτάς, μετοχ. αορ. του
( = κιτρινάδα,
κτείνω), ικτίδιος, κτίδεος, κτίς, ικτέα, ίκτερος
κάποιο πτηνό, εκ του ικτίς, έχει λαιμό χρώματος κιτρινόφαιου), ικτερόομαι,
ικτεριάω,
ατσίδα (α,
+
ευφων.
ικτερικός,
ικτερώδης,
ικτερίας,
ι-κτίς, κτ>τσ)- το κουνάβι,
ατσίδι,
ατσίδας.
(ε>ο),
+
κτάς (μετοχ. του κτείνω), ήταν
απαγορευμένη η χρήση του στους ανθρώπους ως παρέχοντος αθανασία]-
το
ποτό
νεκταρίτης,
των
θεών.
νεκταριώδης,
νεκτάρεος,
νεκτάριον,
νεκταρώδης,
νεκταρο-,
Νεκτάριος, νεκταρίνι.
στυφελίζω [βλ. τύπ-τω (π>φ)
+
( =
ελάω, είλω
μεταχειρίζομαι.
στυφελιγμός, γεύσεως, στυφόεις,
συστέλλω,
τραχύς,
στυφνότης,
στυπτηριώδης, στυππείον,
στύππινος,
στυπείον,
στουπόχαρτο, στούπωμα,
στύφω
στυφός,
στυφής
στυ φνό ς,
στυμνός,
στυπτηρία,
έρια,
στυφότης,
στυφίζω,
(φμ>μμ),
(φ>π),
στύψις,
στουπέτm,
(ΠΤ>ΠΠ), στύππη, στυππέϊνος,
στουπί,
στυπόχαρτο,
στουπώνω,
επί
κατηφής,
στυφάδα,
στύμμα
στυπτικός
στυφλώδης,
συμμαζεύω,
(κόπτω),
στυφτικός,
στυφνά,
στύψη,
στυφλός,
αυστηρός,
στυφοκόπος
στυφούτσικος, Στύψη,
στυφελός,
στύφω-
είμαι
στουππί,
στουπιάζω,
στύπος,
στουπωτήρι,
στυπόγλυφος,
στουπωτός,
(φ>β), στύψιμο, Στυμφαλίδα (φ>μφ, στύφω
=
στύβω
ξεραίνομαι)
λίμνη στην Αρκαδία έχουσα άστατη στάθμη, Στυμφαλία, Στύμφαλος, Στυμφαλίς, Στυμφάλιος, Στυμφήλιος.
στείβω
[βλ.
τύπτω,
ρίζα
ταπ-,
ταβ-
καταπατώ, τσαλαπατώ, επί ίππων, στειβεύς,
στειβία,
στίβος
στιβαρός,
(α>ε>ει)]-
απολύτ., πατώ,
(ει>ι),
στιβαρότης,
στιβόω,
πατώ, βαδίζω.
στιβαδεύω,
στιβαρόχειρ,
στιβαρόω,
στιβάς, στιβεία, στιβεύς, στιβευτής, στιβεύω, στιβέω, στίβη,
στιβήεις,
στιβίη,
στιβιάω,
στοναχή,
στονάχησις,
στίβα,
στιβίζομαι,
στιβάλι,
είμαι πλήρης (βλ.
πσλιτείαν, άστυ δε το τείχσς» Ευστ., «ότι ικόμεσθα πστέ πόλιν αιπύ τε τείχσς, περί άστυ κατά ρωπήϊα κείμεθα» Όμηρ. (ξ
473).
Εάν έτm έχει το πράγμα τότε μάλλον εκ του ίστημι (ρίζα στα-, α>υ, α>ε), δηλαδή ότι ισχυρώς (α, επιτατ.) ίσταται στους αστυνομία,
έδρα ανθρώπων, πόλη. αστυνομικός,
αστυ-,
αστύτριψ
αστυνόμος,
(τρίβω,
διατρίβω),
αστυπολέω (πολέω), αστυπολία, αστυπόλος, αστύοχος (έχω), άστυρον (υποκορ.), αστύθεμις (θεμίζω), αστείο ς, αστέϊζομαι, αστειολογία,
αστειασμός,
αστειότης,
αστικός,
αστίτης,
αστός, μικροαστός, αστόξενος. Ρίζα ταF -
>
ταν-
τανύω [βλ. τύπτω, ταvv ... , ο ήχος της χορδής του τόξου αμέσως μετά την εκτόξευση του βέλους. Όλες οι σημασίες του τανύω έχουν σχέση με την ρίψη βέλους δια του τόξου]- τανίζω, εκτείνω, τεντώνω το τόξο, σύρω την χορδή, σκοπεύω, θέτω σε σφοδρή κίνηση, επιτείνω.
τανύζω, ταντανύζω (αναδιπλ.),
τανά, τάνυ, ταυς, τάνυμαι, τάνυmς,
τανιέμαι, τανίζω, τανυσμός,
αποτάδην, ταναός, ταώς (τανύει την ουρά του),
παών (ταώς, τ>π), παγώνι (παώνι
>
παγώνι), παγόνι, τιτανόω
(αναδιπλ.), τέτανος, τετάνωθρον, Τιτάν, τιτάνας, Τιτάνη, Τιτάνια, τιτανικός, τιτάνιος, τιτάνιον, Τιτάνιος, τιτανιούχος (έχω), τιτανο-, τιτανούχος, τιτανώδης, τιτάνωσις, Τανάγρα (αγρός, άγρα), επηετανός (επί
+ αέ,
τεταμένως
(α>αι),
(ν>μ),
ταινία
α>η), επητανός (συνηρ.),
ταινιάζω,
ταινίαmς,
ταινιόω, ταινίδιον, ταινιοειδής, ταινίον, ταινιώδης, τιταίνω,
Ταίναρος, ταναήκις (ακίς,
στιβάδιον, στίβω, στιβαδοκοιτέω (κοίτη), στιβαδοποιέομαι,
στιβάζω,
(αχέω),
άστυ [γεν. ά-στε-ος, εκ του στέ-νω
πλήττω,
διώκω, συστέλλομαι)]- κτυπώ κάτι ισχυρώς και διασείω αυτό, κακώς
στοναχέω
στείνω), το α, επιτατ .. Αλλά: «σι παλαισί φασι πόλιν μεν την
κινδύνους]νέκταρ [νη, νε (αρνητ.)
(α>υ),
στοναχίζω, στόναχος, στονόεις.
( = κουνάβι,
ίκτις
στενυγρός
στεναχωρώ (χώρος), Στενή, Στενιές, Στενήμαχος, Στενό, στόνος
καινίς, κονή (αι>ο), κόνη, κατακονά.
στενόω,
στεναχίζω,
αποκτείνω,
κταίνω,
στενότης,
(γ>χ),
του εκ (εκ-θανατώνω)]- φονεύω, σφάζω, θυmάζω, αποκτείνω. κτέννω,
στένος,
στεναχέω
στενάχω,
α>η),
τανείαι, ταλάωρ (ν>λ),
τσιτώνω (τιταίνω, τ>τσ), τσίτωμα, τmτωτός, τσίτα.
ηνία (δασ.) [τανύω, ταινία (αι>η), η δασεία εκ του τ] χαλινός, λουρί δερμάτινο, ιδίως των σανδαλιών. (έχω),
ηνιοχέω,
ανίοχος (η>α).
ηνιοχεύω,
ηνίοχος,
ανήνιος
(αν,
ηνιοχεία αρνητ.),
119 τείνω [τανύω, ταινία, αι>ει]- τεντώνω δυνατά, τείνω στο έπακρο,
εκτείνομαι,
προσφέρω,
σκοπεύω,
διευθύνω
προς
κάποιο σημείο, απλώνω, τοποθετώ κατά μήκος, προτείνω,
δυναστευτικός,
δυναστεύω,
δυνάστης,
δυναστικός,
δυνάστωρ, δυνατέω, δυνάτης, δυνατός, δυνατόν, δυνηρός, δυνοτός, δυναμωμένος, αδύνατος, αδυναμία.
αγωνίζομαι, μάχομαι, προσπαθώ, αναφέρομαι, ανήκω σε κάτι. τεινισμός, τεινεσμώδης, τεινοδοκίδας (δοκίς), τέναγος (ει>ι, άγω,
όπου
εκτείνονται
τεναγίτις,
τα
τεναγόομαι,
αγόμενα
τεντώνω,
ύδατα),
τέντωμα,
τεναγίζω,
τεντώνομαι,
τεντωτός, τέντα, τένων, τένοντας, τενοντο-, τενοντώδης,
έτος [Δωρ. και Αιολ., Fέτος (όπως και τώρα, φέτος). Εκ των βη- (έ-βη-ν, αόρ. του βαίνω)
+
βήτος> βέτος (η>ε) έτος, Λατ.
το-νόω
vetus],
( =
εκτείνω), δηλαδή
έτειος (τεί-νω), ετήσιος
(ει>η), ετήρ, ετησίαι, ευετηρία, ευετία (ει>ι), νέωτα (νέος,
τενοντίτις, τενοντίτιδα, ατενής (α, επιτατ.), ατενώς, ατενίζω,
οε>ω), φέτος, φετινός, εφέτος, εφετινός, πρητήν (προ, οε>η),
προτείνω, εντείνω, διατείνω, εκτείνω, επιτείνω, ανατείνω,
τήτες (το έτος, οε>η)- τούτο το έτος, τητινός, σήτες (τ>σ),
= προσφέρω,
παρατείνω, τη (τείνω
ει>η)- λάβε, έχε, τεταγών
σάτες (η>α).
(τη, η>α, με αναδιπλ.)- πιάσας, λαβών, Τιτυός (τεταγών, ε>ι, α>υ).
δάν [ταν-ύω, τ>δ]- επί μακρόν χρόνον, προ πολλού. (α>η),
τάmς [ε-τάθ-ην, αόρ. του τείνω, θ>σ]- τέντωμα, ένταση, δύναμη.
έκτασις,
υπερταmκός,
επέκτασις,
ανάτασις,
ένταmς,
πρότασις,
δοάν
(α>ο),
δηναίος,
δηναιός,
δηρός
δήν
(ν>λ>ρ),
δηρόβιος, δηθάκις, δηθά, δηθύνω.
υπέρταmς,
παράταmς,
διάτασις,
Ρίζα ταF -
> ταν- > τελ-
υπότασις, υποτασικός.
= εξαπλώνω, μακρύνω (στο = τέλος), τείνω την χορδή του τόξου μου για να πετύχω σκοπό μου, στόχο μου (τέλος = σκοπός, εκπλήρωση,
τέλος [τανύω, τείνω, εκτείνω τόνος [τανύω, α>ο]- αυτό με το οποίο τείνεται κάτι ή αυτό
που μπορεί να τεντωθεί, σχοινί, δεσμός, ταινία, επί ζώων τα
έπακρο τον
νεύρα, οι τένοντες, ένταση, τέντωμα, ύψωση της φωνής, το
δασμός, η διαμοίραση λείας, διανομή μετά το πέρας του
ύψος της φωνής, ο τόνος λέξεως ή συλλαβής, η αρμονία στη
κυνηγιού). Δηλαδή η ρίζα ταν-
μουmκή, ένταση δυνάμεως, πνευματική ή διανοητική τάση και
τέλος]- ο επιτευχθής σκοπός, εκπλήρωση, εκτέλεση (βλ. ου-τά
τάση ή
η
>
τελ- (ν>λ)
>
ενέργεια,
μεταφ., η
ακολουθεί
ω), εντέλεια, τελειότητα, πέρας, αρχή, αξίωμα, φόρος, δασμός,
κάποιος.
τοναίος, τον άριον, τονέω, τονή, τονιαίος, τονίζω,
υπούργημα, έργο, στον πληθ., προσφορές ή ιερές τελετές
τονικός,
τόνιος,
τονιστέον,
διεύθυνση που
τεν- (α>ε)
>
τονοειδής,
τονόω,
τονώδης,
οφειλόμενες στους θεούς, ο γάμος, όπως το τελευτή, θάνατος,
τόνωmς, εκτόνωmς, τονωτικός, στόνυξ (ακίς, α>υ), τονώνω,
η κυρία υπόθεση, το βραβείο στους αγώνες.
τονισμός,
εκτέλεmς, τέλειος, τέλεος, τελειώνω, τελάρχης, τελέαρχος,
τονικότητα,
τονο-,
περιτόναιο ς,
περιτόναιον,
περιτονία, περίτονος, περιτόνιον.
δονέω
=
[τανύω
θέτω σε κίνηση, τόνος, τ>δ]- τινάζω,
παρασύρω, επί ήχου, διεγείρω.
τελεαρχία,
τελέεις,
τελείωμα,
τελείωmς,
τελειο-,
τελειωτής,
τελειότης,
Τελέοντες,
τελεσιάζω,
τελεσίας,
τελέω, εκτελώ,
τελειόω,
τελείω,
τελειωτικός,
τελεσίδρομος,
τελεο-,
τελέmος,
δόναξ, δούναξ (ο>ου), δώναξ
τελεmουργέω
(ου>ω), δονακεύς, δονακίτις, δονακεύομαι, δονακογλύφος,
τελεmουργός,
τελέσκω,
δονακόεις, δονακο-, δονακώδης, δονακών, δόνημα, δονητός,
αποτελειώνω,
αποτελείωμα,
δονώ,
τελεστήριον, τελεστής, εκτελεστής, τελεστικός, τελέστρια,
δονίζω,
δόνακας,
δονάκιο,
δονισμός,
δονητής,
δονητικά, δονητικός, Δονούσα, Δενούσα (ο>ε).
τελέστωρ,
(έργον),
τελεσφορέω,
τελεσφόρος,
τινάσσω [τανύω ετιν-άχθην,
= θέτω
μέλλ.
σε κίνηση, τείνω (ει>ι)
τιν-άξω)]-
σείω,
πάλλεται, επί πτερύγων πτηνών.
τινάζω,
+ άγω
(αόρ.
τελεmούργημα,
επιτελώ,
τελεmουργία,
τέλεσμα,
αποτέλεσμα,
τελεσμός,
τελεσφόρηmς,
επιτελείο,
τελεσσι-, τελεσφορία,
επιτελάρχης,
τέλμα,
τελματιαίος, τελματόομαι, τελματώδης, τελμίς, τέλσον.
κάνω κάτι να
τινάζω (σσ>ζ), τινάκτωρ,
τιναγμός, τινάκτρια, τινάχτης, ξετινάζω (ξε-), ξετίναγμα,
τελετή [τελέω], τελετάρχης, τελεταρχία, τελεταρχέομαι, τελετουργός, τελετουργία.
τmνώ (τ>τσ), τσινιά, τσινιάρης, τσίνισμα, τσίνουρο (ουρά).
τελευτή [τελειόω, ει>ε, ο>υ]- εκτέλεmς, τέλος, θάνατος. Αθήναι [α (επιτατ.)
+ τανύω,
= εκτεταμένος,
ταναός
συνίστατο εκ πολλών μερών (οικισμών) (τ>θ)
>
>
Ατάναι
>
Αθήναι (α>η), βλ. Σπάρτη]- η πόλη Αθήνα.
Αθήναζε,
Αθήνηθεν,
Αθήνοθεν,
επειδή
τελευταίος, τελευτάω, τελέως, τελεωτικός, τελήεις, τέλθος,
Αθάναι
τελικός, τελίσκω, τετελεσμένος (αναδιπλ.), τέλλω, ανατέλλω
Αθάναι,
Αθήνηmν,
Αθήναια,
(ανά),
ανατολή
ανατόλιος,
(ε>ο),
αντόλιος,
αντολή,
αντολίη,
Ανατολή,
ανατολικά,
Ανατολική,
Αθήνη, Αθάνα, Αθηναία, Αθαναίη, Αθανάα, Παναθήναια
ανατολίτικος, εντέλλομαι, εντολή, εντολέας, εντεταλμένος,
(πας,
εντολο-, ντελάλης, ντελαλίζω, ντελαλώ, τελάλης, τελάλισμα.
Αθηναγόρας
αθηναϊκός,
(αγορεύω),
αθηναίικος,
Αθηνιώτης,
Αθηνάϊς,
Παναθηναϊκός,
Αθηνιώτισσα,
αθηνο-,
Αθηνάϊδα,
Αθηνόδωρος,
παντελής
[πας,
παν
Παmτελής, παστείλη,
( = θέτω
σε σφοδρή κίνηση)
+ χε-ύω,
Ί!J-νω
=
ευτελής,
υ>φ,
ε>ι),
+
τέλος],
ευτελής, ξεφτιλίζω,
τεύτλον (ευτελής, ενδοαντήχηση),
(ε>ι), ταχίστως, τάχιστα,
τευτλόεις,
ταχίων, τάχος,
ταχυ-, ταχύνω,
επιταχύνω, επιτάχυνσις, ταχύτης, ταχεία, τάκα-τάκα (χ>κ), ατάκα
(α,
επιτατ.),
αττάκα,
τάχυνσις,
ταΊ)ά,
θάσσων
ταΊ)νή,
(τάχ-σων,
τ>θ,
Τεύτλουσα,
παντελώς,
ευτέλεια,
εξορμώ], τάχα, ταχέως, ταχεωστί, ταΊ)νά, ταχίνας, ταΊ)νός
ταχογράφος,
ανατολίτης,
Αθήναιος,
Αθηνοκλής (κλέος). ταχύς [τα-νύω
Ανατόλιος,
ανατολικός,
ΑθηναΤζω, Αθήναιον, Αθηναίος, Αθηνιάω, Αθηνά, Αθηναίη, παν),
Ανατολικό,
Ανατολία,
ξεφτίλα,
εντελέχεια
Παντελής,
ξεφτίλας (εξ
+
ξεφτιλισμένος,
σεύτλον (τ>σ), τευτλίς, (εν
+
τελέω
+
έχω),
ενδελέχεια (τ>δ), ενδελεχής, εντελώς, εντέλεια, διατελώ.
τάχος, χσ>σσ),
θάττων (σσ>ττ).
τελώνης [τέλος τελωνήτης,
+ ωνέομαι],
τελωνία,
τελωνεία, τελωνείον, τελωνέω,
τελωνιάς,
τελωνικός,
τελώνιον,
τελωνιακός, εκτελωνίζω, εκτελωνιστής, εκτελωνισμός. δύναμις δύναμη]αξίωμα, δύναμαι,
[τανύω, ισΊ!Jς,
τανά
ρώμη,
ικανότητα,
τέχνη,
δυναμικός,
δυνάμωμα,
(τ>δ,
δυναμόω,
α>υ),
ένταmς,
ποσότητα (τανά λογική,
δυναμο-,
=
μεγ άλων),
ρητορική,
φάρμακο.
δυναμοστός,
δύναmς,
τάvυmς
επί
δυναστεία
δυναμώνω, (ίστημι),
τήλε [τέλος, τελέω, ε>η]- μακράν, πόρρω. τήλιστος,
τηλία,
τηλόθεν, τηλόθι,
τηλ-, τηλε-,
τηλοί, τηλο-, τηλόσε,
τηλοτάτω, τυλού, τηλύγετος (άγω, α>υ, αυτόν που γέννησε
κανείς
τελευταίο),
τήλωθεν,
τηλώθεν,
τηλωπός
(ωψ),
120 τηλώπις, άτερ (α, επιτατ., λ>ρ), άτερθε.
δρόμου, τρέξιμο, το μήκος του σταδίου, τόπος κατάλληλος προς τρέξιμο, οδός, δρόμος.
τέρμα [τέλος, λ>ρ]- τέλος, άκρο, όριο, αποτέλεσμα, τέλος χρόνου, υψίστη ηγεμονία.
τερμάζω, τερματίζω, τερματόω,
τερματισμός,
τερμιεύς,
τερμιόεις,
τερμοδρομέω,
τερμόνιος,
τέρμων,
ατέρμωνας,
τέρθρον,
τέρμιος,
τέρμις,
τέρμωνας,
ατέρμων,
τέρθριος,
τέρθρος,
τερθρηδών,
τερθρωτήρ, τόρμα (ε>ο), τόρμη, τρενάρω (τερμάρω, ερ>ρε, μ>ν), τρενάρισμα.
τέφρα
+
[τέρ-μα
φω-τιά
(ρφ>φρ )]- στάχτη.
(ρίζα φα-)
τέρφα
>
τέφρα
>
τεφραίος, τεφράς, τεφρή εις, τεφρίζω,
καταδρομεύς,
δρομαίος,
δρομίας,
δρόμαξ,
δρομάρης,
δρομείς,
δρόμων,
δρομικός,
δρόμημα, δρομερός,
δρομάς,
δρομάω,
δράμημα,
δρομί,
δρομαίως,
δρομικός,
δρασμός [έ-δραμ-ον, αόρ. δραπέτευση,
φυγή.
δρασκελώ,
δρασκέλισμα,
του τρέχω, μ>σμ]- απόδραση,
δρασκάζω,
δρασκελιά,
δρασκελιmά,
δρασκελίζω, δρασκέλωμα,
δρήστις (α>η), διδράσκω, δρηστήρ, Αδράστεια (α, αρνητ.), άδραστος,
άδρηστος,
αποδιδράσκω,
τεφρός, τεφρώδης, τέφρωσις, αποτέφρωmς, αποτεφρώνω.
δραπέτευmς, δραπετεύω, δραπετεία, δραπετίνδα.
( =
κο-έω
παρατηρώ )]- βλέπω
δραπέτης
δόλιχος [δρό-μος
>
δρο-
>
(μ>π),
απόδραmς,
αναπόδραστος,
+
δρομο-,
δρομώ, δρομάω, δρομώνιον, δρομολογώ, δρομολόγιον.
τεφρόω, τέφρινος, τεφρίας, τέφριον, τεφρίτης, τεφροειδής,
δέρκομαι [τέρ-μα (τ>δ)
δρομεύς, δρομάδην,
δραπέτις,
δορ- (ρο>ορ)
>
δραπέτευμα,
+ ίκω
δολ- (ρ>λ)
καθαρά, διακρίνω, κυρίως επί οξείας οράσεως (βλέπουσα μέχρι
(κ>χ)]- μακρύς δρόμος στη σταδιοδρομία, είδος επιμήκους
το τέρμα), είμαι οξυδερκής, επί φωτός, απαστράπτω, λάμπω.
οσπρίου.
δέδορκα (πρκμ. του δέρκομαι με σημασία ενεστωτ., ε>ο),
δολιχήρης,
δέργμα (κ>γ),
δολιχόσχιος (όσχος), δολιχόσκιος (χ>κ).
μεγάλους
δέρξις,
δορκάς (δέ-δορκα)- ελαφοειδές με
οφθαλμούς,
ζορκάς
(δ>ζ),
ζαρκάδι
οξυδερκής, οξυδέρκεια, δενδίλλω (δερ-
>
δενδίλλω,
οφθαλμούς
λ>ν,
ε>ι)-
στρέφω
τους
δελ-
δολιχο-,
δολιχοκέφαλος,
δολιχόεις,
δολιχός,
(ο>α),
>
δριμύς [έ-δραμ-ον, αόρ. του τρέχω, α>ι]- διαπεραστικός,
ταχέως,
οξύς, καυστικός, ερεθιστικός, επί καπνού, θερμός, αυστηρός,
δελ-δέλω
>
δολιχαίων, δολιχ-, δολιχεύω, δολιχήπους (πους),
εμβλέπω, ρίχνω ματιές.
πικρός, άγριος. δριμύσσω, δριμύτης, δριμυ-, δριμύλος.
δράκων [έ-δρακον, αόρ. του δέρκομαι]- όφις τρικέφαλος
= ας γίνει = εμπρός, έλα λοιπόν) + τέλος (τ>θ),
εθέλω [το ε εκ του είμι (ρίζα ε-, υποτακτ. ί-ω, ί-τω
(έχων έξι οφθαλμούς και άρα βλέπων πολύ καλά), θαλάσmος
ό,τι θέλει, ας υπάγει, ε-ια
ιχθύς,
δηλαδή να θέλει κανείς να πορεύεται προς το τέλος, τον σκοπό,
κηρύκειον
σημαία
(έχον
(διακρίνεται
όφιν περιελιγμΈVOν;),
από
μακρυά).
στρατιωτική
δράκαινα,
δράκος,
δρακαινίς, δράκαυλος (αυλίζω), δρακόντειος, δρακοντίαmς, δρακόντιον,
δρακοντίς,
του
ποθούμενου]-
θέλω,
θέλω
επιμόνως,
=
σκοπός) ή
δράκισσα,
σχεδίου, όμοιο του μέλλω εκ του οποίου και η δια του θέλω περίφραση του μέλλοντος στην νεωτέρα EλληVΙKή γλώσσα
( = οράω),
δράκινος,
εκπλήρωση
δρακόνι, δράκοντας, δρακοντικός, δρακούλα, δράκουλας, δρακούλης, δράω
δρακοντο-,
την
περιεχομένης και της έννοιας σκοπού (τέλος
( = όραμα),
δρώ, δράσις
δρώψ
(ωψ), δρώπτω, δρωπάζω.
[θέλω κάμνει (λ>ν), θα].
= θα
κάνω, και εξ αυτού τα θελά, θαλά, θενά
θέλω, εθέλων, θέλων, εθελημός, εθελοντής,
εθελοντήρ, εθελοντίς, εθελούmος, θεληματικός, εθελητός,
τρέχω [τέρ-μα> τρε- (ερ>ρε) κάπου,
γ>χ)],
τρεχάματα,
τρέξιμο,
+ άγω ( = διευθύνω κάτι προς
τρεχάλα,
τρεχάμενος,
τρεχαντήρι,
τρεχούμενος,
τρεχάτος,
τράχω,
τρεχε-,
εθελήμων, εθελο-, σέλω (θ>σ), θέλημα, θέλησις, θελήμων, θέλεος, θελητής, θελητός, θεληματαίνω, θελημός, θελοντής, θέλγω (άγω), θέλγημα, θέλγμα, θέλγητρον, θέλκταρ (άγω,
έδραμον (αόρ. β' του τρέχω), δέδρομα (πρκμ. του τρέχω),
ακτός),
δραμούμαι και δράμομαι (μέλλ. του τρέχω).
θελκτύς, θελκτήρ, θέλκτωρ, θέλξις, θελξι-.
τροχός
[τρέχω,
τροχαιο-,
ε>ο],
τροχαίος,
τροχάδην,
τροχάζω,
τροχαϊσμός,
τροχαία,
τροχαικος, τροχαλείον,
τροχάλειον, τροχαλία, τροχαλίζομαι, τροχαλός, τροχαντήρ,
θέλκτρον,
θ ελκτήριον,
ασέλγεια [α (επιτατ.) μετά
θρασύτητος
θελκτικός,
+ θέλγω (θ>σ,
βία,
λαγνεία,
θελκτήριος,
βλ. σέλω)]- ακολασία, η
αισχρότητα.
ασελγής,
ασελγαίνω, ασελΥισμός, ασελγομανέω, ασελγόκερος (κέρας).
τροχάς, τρόχασμα, τροχαστικός, τροχάω, τροχέος, τροχερός,
τροχή,
τροχηλασία
τροχήλατος,
εκτροχιασμός, τροχιλώδης,
(ελαύνω),
τροχιά, τροχίας, τροχίζω, τροχιός,
τροχηλατέω, τροχίασμα,
τροχιλία, τρόχις,
τροχηλάτης,
τείρω [ου-τά-ω, τάλ-ας (α>ει, λ>ρ), θείνω (θ>τ, ν>ρ), ω-θέ-ω
εκτροχιάζομαι,
(θ>τ), σ-τεί-βω, σ-τεί-νω]- τρίβω ή θλίβω ισχυρώς, κατατρύχω,
τροχίλος,
τροχίσκιον,
τρόχιον, τροχίσκος,
ταλαιπωρώ, βασανίζω, καταπονώ, εξαντλώ, πιέζω, ενοχλώ. τείρων,
ατειρής
(α,
στερητ.),
τερέω
(ει>ι)-
διατρυπώ,
τρόχμαλος, τροχο-, τροχόεις, τροχώδης, τρόχωσις, τροχιο-,
διαπερνώ,
τροχωτός, τροχαδόν.
τερηδονίζομαι, τέρην- ο εκ τριβής λιανθείς, μαλακός, λεπτός,
τορνεύω,
τερέτριον,
τέρετρον,
τερηδών,
τρυφερός, τετίημαι (εξ αναδιπλαmασμού του τείρω, ει>ι και τρέω [έ-τρε-σα, αόρ. του τρέχω]- τρέπομαι σε φυγή, φεύγω, φοβούμαι
κάποιον,
δειλιάζω.
τρείω,
τρεσάς,
τρέστης,
αποβολή του ρ)- είμαι θλιμμένος, ταλαιπωρημένος, τετιηώς, τέρεινος,
τεραμότης,
τρέσας, τρήρων, πολυτρήρων, άτρεστος (α, στερ.), ατρεής,
τερύσσω,
τερύσκομαι,
ατρεύς, Ατρεύς, Ατρείδης, Ατρέϊδης, Ατρείδας.
(τ>θ, ε>α), θαιροδύτης (δύω).
τρελός
[τρέω, τρήρων
( =
τρέμων,
δειλός, πτοούμενος
τεράμων, τέρχνης,
φωνή.
(κομέω), τρελο-, Τρέλλος, Τρέλλων, τρελός.
τόρμος,
τόρευμα, τορεύω,
τορεύς, τορός,
τορευτής,
[ο
(εξ
α
στερητ.)
παρότρυνση]-
παραθαρρύνω,
επισπεύδω,
+
τρέω
(ε>ο>υ),
παροτρύνω,
κεντώ,
παρορμώ.
οι
δειλοί
(ακίς,
α>υ,
κ>γ),
τορευτός,
τόρος,
το ρυνητό ς, τορύνη, τόρευσις, οτρύνω
τέρυς,
(ερ>ρε),
θαιρός
τορέω [τερέω, ε>ο]- τρυπώ, τορνεύω, διακυρήσσω με οξεία
ευκόλως), ρ>λ], τρελαίνω, τρέλα, τρελάδικο, τρελοκομείο
χρειάζονται
τερενοποιός,
τρέχνος
τορύνω,
στόρθη,
στόρθυγξ
στουρνάρι
(ο>ου),
τορεία,
στορύνη,
τορητός,
τορυνάω,
παρακινώ,
Στουρναραίικα, Στουρνάρας, τόρνος, τορνόομαι, τερνευτός,
οτραλέος,
τορονευτός,
οτρηρός, οτρυντήρ, οτρυντής, ότρυνσις, παροτρύνω (παρά), παρότρυνσις.
δρόμος [δέ-δρομ-α, πρκμ. του τρέχω, βλ. έδραμον]- αγώνας
τορνεύω,
τορνεύματα, τορνευτής.
τόρνευmς,
τορνεία,
τόρνευμα,
121 ήτρον [α (επιτατ., α>η) υπογάστριο, η
+ τέρην ( = μαλακός,
τρυφερός)]- το
εντεριώνη καλάμου, επί αγγείου, η κοιλιά
τρανής [το ρέω
τορνής
>
τρονής (ορ>ρο)
>
τρανής (ο>α)]
διατρυπών, διαπερών, καθαρός, διαυγής, σαφής.
αυτού. ητριαίος.
τράνωμα,
ήτριον [α (επιτατ.,
+
α>η)
( =
τερέω
διατρυπώ), διότι
διαπερνάται συνεχώς υπό της κρόκης (υφάδι)]- το στημόνι,
τρανός,
τράνευσις,
τρανο-,
τρανώνω,
τρανότης,
διατρανώνω,
τρανόω,
τρανωτικός,
τρανεύω,
τράνεμα,
τρανάδα,
λεπτό ύφασμα διαφανές (το διαπερνά η όραση), μεταφ. φύλλα στρηνής
εκ παπύρου. επήτριμος (επί).
[τρανής,
α>η]-
ισχυρός,
δυσάρεστος, επί ήχων, οξύς. τρώω
[τείρω,
βλάπτω, τιτραίνω,
οξύς
και
τρυπώ,
τραυματίζω,
πληγώνω,
στρηνύζω (άζω, α>υ), στρηνόφωνος, στρίξ (α>ι), στριγγίζω,
τιτρώσκω
(αναδιπλ.),
τετραίνω,
στρίγλος,
τρώσις,
τρωσμός,
τρωτέον,
στριγκός.
τερέω]-
συνουmάζω.
δυνατός,
στρηνιάω, στρήνος, στρηνός,
τιτρωσμός,
στρίγκλα,
στρίγλα,
στριγκλιά,
στριγκλίζω,
τρωτήριον, τρωτός, τρωύμα, τρώμα, έκτρωmς, εκτρωσμός,
τραύμα,
τραυματίας,
τραυματιάω,
τραυματίζω,
τραυματικός, τραυμάτιον, τραυματισμός, τραυματολογία, τραυματολόγος,
τραπητής
+
(τι-τρα-ίνω
πατώ,
α>η),
+ τείρω
φθείρω [ε-πί (π>φ) φονεύω,
ατιμάζω.
φθαρτικός,
(τ>θ)]- καταστρέφω, διαφθείρω,
φθαίρω
φθορά
(α>ο),
(ει>αι),
φθορεύς,
φθάρmς, φθορία,
φθαρτός,
φθοριμαίος,
φθόριος, φθορο-, φθόρος, φθορώδης, φθορίαmς, διαφθείρω,
τραπητός, τραπέω.
διαφθορά, διεφθαρμένος, αδιάφθορος, αφθορία, φθείρων,
τρύω
[τρώω,
ταλαιπωρώ,
φθείρω,
καταπονώ.
κατατρύχομαι, τρύχωσις,
ω>υ]-
τρύχω
τρυχηρός,
στρύχνος,
καταστρέφω, (άγω,
τρύχινος,
κατατρίβω, τρύχομαι,
y>i), τρυχίον,
τρύχος,
στρύχνον, τρύος, τρύσκω, τρυηλίς,
φθήρων (ει>η), φθείρ, φθειρίαmς, φθειριάω, φθερm- (επί
καταστροφής),
ψείρα
ψειραλοιφή,
(φθ>ψ),
ψείρας,
ψειρής,
ψειριάζω, ψειριάρης,
ψείριασμα, ψειριάρικος,
ψειρίζω, ξεψειρίζω (ξε-), ψειρο-.
τρύμα, τρυμαλιά, τρυμαλίτις, τρυμάτιον, τρύμη, τρύπα (ο
τρυπάνιον,
φθίω, φθίνω, φθινάω [φθείρω, ει>ι, με αποβολή του ρ-]
τρυπανισμός, τρυπανοειδής, τρύπανον, τρυφάλια (φάλος),
ελαττώνομαι, παρέρχομαι, χάνομαι, μαραίνομαι, απόλλυμαι,
τρυφάλη, τρυπανούχος (έχω), τρυπανώδης, τρυπάω, τρύπη,
καταστρέφω, φονεύω.
τρύπημα, τρυπημάτιον,
φθιτόω, φθίmς, φθιτός, φθιmκός, φθιmάω, άφθιτος, Φθία,
πή,
η>α),
τρυπάνη,
τρυπανία,
τρυπανίζω,
τρύπησις, τρυπητέον,
τρυπητήρ,
φθίδιος, φθινάς, φθίνασμα, φθινύθω,
τρυπητής, τρυπητός, τρυσάνωρ (ανήρ), τρυσίβιος (βίος),
Φθίος, Φθιώτης, Φθιώτις, Φθιώτιδα, φθιm-, φθινόπωρο
τρύmς,
(οπώρα),
διάτρυσις, τρούπα, τρυπανιά,
Τρύπες, τρυπηmά,
φθινοπωρινός,
φθινοπωριάτικος,
φθίνουσα,
τρυπησόνι, Τρυπητή, τρυπητήρι, τρυπί, τρύπιος, τρυπίτσα,
ψινάζω (φθ>ψ, βλ. ψείρα), ψίνομαι, ψινάς, ψίσις, ψίναθος
τρυπούλα, τρυπο-, τρύπωμα, τρυπώνω, τρούλλος (υ>ου),
(φθείρει τα δένδρα).
τρουλλωτός, τρουλλόομαι, τρούλλιον, τρούλλα.
φθόνος τρήμα
[τι-τραίνω,
τρημάτιον,
αι>η]-
τρηματόεις,
οπή,
άνοιγμα.
τρηματώδης,
τρηματίζω,
τρήμη,
τρήmς,
[φθορά,
φθίνω]-
φθόνος,
μάλιστα
δε
λύπη
για
αλλότρια αγαθά, ζηλοτυπία, άρνηση, αποποίηση εκ φθόνου ή δυσμένειας. φθονερία, φθονερός, φθονέω, φθονώ, φθόνησις, φθονητέον, φθονητικός, φθονητός, φθονερός, φτόνος (θ>τ),
τρητός, διάτρητος.
φτονώ, φτονάω, άφθονος (α, στερητ.), αφθόνως, αφθόνητος,
αντραίος,
αφθονία, άφθονα, αφθόνητα, αφθονώ, φθηνός (ά-φθονος, εκ
αντριάς, αντροειδής, αντρώδης, αντροδίαιτος (διαιτάομαι),
του φθόνος, φθίνω, φθείρω, ει>η), φθήνια, φθηνο-, φθηναίνω,
άντροθε, αντροφυής (φύω), αντροχαρής (χαίρω).
φτηνεύω (θ>τ), φτήνια, φτηνο-, φτηνός.
άντρον [εν (ε>α)
τράγος
[Η
+ τρύω,
εκ
του
τρύπα (υ>ο)]- σπήλαιο.
τρώγω
εκδοχή
καταδεικνύει
την
τρίβω [τείρω
προχειρότητα και την αφελή αντιμετώπιση των ετυμολογικών
τρίβω,
ζητημάτων, από μέρους των γραμματικών του παρελθόντος,
καταστρέφω,
τερ- (ει>ι)
>
αλωνίζω,
>
τρε- (ερ>ρε)
κοπανίζω,
συμπιέζω,
ζυμώνω,
> τρι-
(ε>ι)
συνθλίβω,
ασχολούμαι
πολύ.
+ βάω] φθείρω,
τριβακός,
ωσάν εκ μυριάδων ζώων μόνον ο τράγος να τρώει ή έστω να
Τριβαλλοί (ολλύω, όλλυμι, κατέτριβαν, κατέστρεφαν τους
τρώει
όμορους), Τριβαλλικός, Τριβαλλο-, τρίβαξ, τριβάς, τριβεύς,
με κάποιον ιδιαίτερο
τρόπο
(ξέχωρα που
τυγχάνει
ράθυμος στη βοσκή). Η αλήθεια είναι ότι για να γεννήσουν οι
τριβέλι,
κατσίκες όσο το δυνατόν κατά την αυτήν εποχή, οι βοσκοί
τριβέλισμα,
τρίβος,
κρατούν τους τράγους κλεισμένους εντός μαντριδίου. Τον
τριβωνικός,
τριβώνιον,
κατάλληλο δε καιρό άγουν (τρ-άγος) αυτούς προς τις κατσίκες
(β>π>πσ>ψ), τρίψις, τρίμμα (βμ>μμ), τριμμένος, τριμμός,
=
προς βάτευση (τρ-άγος, τρ-ύω συνουmάζω, Ησυχ., τρύ-ω
+
( =
συνουmάζω). Τρώζω
άγω> τρυάγιω
>
τρώζω, υα>ω,
γι>ζ)]- το αρσενικό της κατσίκας,. τράγαινα, τραγί, τραγάω, τράγειος,
τρώζω,
τραγέλαφος (ίαμβος),
Επιτρ άγιο ς,
(έλαφος),
τραγίζω,
τράγεος,
τραγικεύομαι,
τραγικός,
τραγωδέω,
τριβωνιώδης,
τριβωνεύομαι,
τριβωνο-,
τρίψιμο
τετριμμένος (αναδιπλ.), τριμματολογέω, διατρίβω (τρίβω ασχολούμαι
πολύ),
διατριβή,
κατατρίβω,
=
κατατριβή,
κατάτριψις, τριψ-, τριπτός (β>π), τριφτός (π>φ), τρίφτης,
επιτραγίας,
θρίψ (τ>θ), θριπο-, θριπ-, θριπώδης, τερέβινθος (τρίβω, ρίζα τερ-)-
τραγικώδης,
τράγινος, τράγιος, τραγίσκος, τραγο-, τραγωδία (άδω, ωδή), τραγωδάριον,
τριβικός, τριβελίζω,
τρίβων, τριβωνάριος,
τραγίαμβος
επίτραγοι, τραγηφόρος,
τριβέλα, τριβή, τριβήδιον,
τραγώδημα,
φυτό
όμοιο
το
λινάρι προς κατασκευή ορμιάς,
(ερ>ρε), τερμινθίς, τρεμιθιά, τρέμιθος.
τραγώδης,
τραγωδητός, τραγωδικός, τραγωδο-, τραγωδός, τραγούδι,
με
τmκουδιά, τερεβίνθινος, τέρμινθος, τερμίνθιος, τρεμεντίνα
θλίβω [τρίβω
=
συμπιέζω, συνθλίβω (τ>θ, ρ>λ)]- πιέζω,
τmμπώ, ενοχλώ, λυπώ, συμπιέζομαι, στενοχωρώ, καταπιέζω.
τραγούδημα, τραγουδιστός, τραγούδισμα, τραγουδοποιός.
θλιβερός, θλίβη, θλιβίας, θλιβώδης, θλιπτικός (β>π), θλίψις θ ρίον [τείρω (τ>θ).
Το
( = τρίβω) >
φύλλο
χρηmμοποιούσαν
της ως
τίρον (ει>ι)
συκιάς
ξέστρο
>
μέχρι
τρίον (ιρ>ρι) και
καθαρισμού
>
θρίον
προσφάτως σκευών
ή
το
προς
(πσ>ψ),
θλιμμός
(βμ>μμ),
τεθλιμμένος
(αναδιπλ.),
συντεθλιμμένος, συνθλίβω, σύνθλιψις, κατάθλιψις, φλίβω (θ>φ), φλίψις, φλιά, φλιοβατέω.
λείανση και στίλβωση, λόγω της τραχείας επιφάνειάς του] φύλλο συκιάς, καθόλου, φύλλο.
θριάζω, θρίδαξ, θριδακίνη,
θλάω [θλίβω, ι>α]- συντρίβω, σπάω, τσακίζω.
θροία (ει>οι), θροιοπώλειον (πωλάω), θρύον (οι>υ), θρύσις,
θλάmς,
θλάσμα,
θρύσκα, θριαστής, θριδακηΤς, θριδακινίς, θρινία.
θλαστικός,
θλάσπι,
διάθλασις,
θλασπίδιον, θλαστός,
θλάσπις,
θλάττω,
θλαδίας, θλάστης,
τεθλασμένη
122 (αναδιπλ.),
φλάω
(θ>φ),
φλάσμα,
φλαστός,
φλαδιάζω,
στεργίς
( =
[στερέω
καθαρισμού
θραυσμός, θραυστός, εύθραυστος, θρυλίσσω (α>υ).
στλεγγίς (ελ> λε), στλέγγισμα.
+
θρύπτω [θραύω τεμάχια, άσωτα,
εξασθενώ,
(πσ>ψ),
παθ.,
θρυμματίς,
εκνευρίζομαι,
ακκίζομαι,
ωραΙζομαι. θρύψιχος,
θρυψινογόνος,
(ρ>λ),
άγω]-
ξύστρα
στρεγΥίς
(ερ>ρε),
(π>β),
θρουβαλιάζω,
φλαύρος [φλάω
+ αύρα.
Και τώρα λέμε «κοπανιστός σi:ρας»
περί κούφιων λόγων]- μικρός, ελαφρός, μηδαμινός, ανάξιος,
θρύψις
εύκολος, ευτελής, ελεεινός, κακός, ταπεινός το γένος, άθλιος,
(πμ>μμ),
αμέριμνος, αδιάφορος, άσχημος, ατημέλητος, αλλά και απλός,
θρυμμάτισμα,
ανεπιτήδευτος. φλαυρίζω, φλαυρότης, φλαυρουργός (έργον),
θρύμμα
θρύπτακον,
ζω
καυχώμαι,
διαθρύπτω,
(όλλυμι),
θρυμμάτιmς,
θρυμματισμός, θρυπτικός,
θρούβαλο
εκθηλύνομαι,
αλαζονεύομαι,
αποθρύπτω,
θρυαλλίς
θρυμματίζω,
θρούψαλο,
στελγίς
άπτω, α>υ]- συντρίβω, θραύω σε μικρά
ακολασταίνω,
κομπάζω,
δέρματος.
+
απογυμνώνω)
φλάζω, έσφλαmς, εσφλάω, θραύω (λ>ρ), θραύσμα, θραύμα,
θρώmς, θρύψαλο,
θρυψίνη,
θρυψινογόνο,
θρουβαλίζω,
θρουψαλιάζω,
θρουβάλιασμα, θρουλίζω, δρύπτω (θ>δ), δρυφάζω (π>φ), δρυμάζω, δρύψελα, δρυπίς.
φαύλος
(ρ>λ),
φαυλίζω,
φαυλότης,
φαύλιος,
φαυλία,
φαυλιστής, φαυλουργός, φαύρος.
τερετίζω [τείρω
( = ενοχλώ,
ει>ε), τορ-έω
( = διακηρύττω
με
οξεία και διαπεραστική φωνή, ο>ε), εκτός και αν πρόκειται περί
θρίαι [θραύω (α>ι), μάντευαν δια ψήφων (θραυσμάτων)] Παρνασίδες νύμφες, τροφοί του Απόλλωνα.
θριάζω, θρίαmς,
ονοματοποιίας]-
χελιδονιού.
μιμούμαι
τον
τερετισμό
τέττιγος
ή
τερέτισμα, τερετισμός, τσιρίζω (τ>τσ, ε>ι),
τσίριγμα, τmρίδα.
θριαστής, Θριούς, Θρία, Θρεία, Θριώ, Θριάmος, θριάσιον.
τέττιξ [ή εκ του τερετίζω τρυφή
[βλ.
θρύπτω,
θ>τ,
ασέλγεια, ακολασία, έπαρση. τρυφητιάω,
π>φ]-
αβρότητα,
λεπτότητα,
τρυφαλίς, τρύφαξ, τρυφηλός,
τρυφάω,
τρυφερεύομαι,
τρυφώ,
τρυφεραίνομαι, τρυφερός, τρύφημα, εντρυφώ, εντρύφημα, εντρύφηmς,
τρυφητής,
τρυφεράδα,
τρυφερίτσα,
τρυφερότης.
>
τερτίζω
τέττιξ (ρτ>ττ) ή εξ
>
ονοματοποιίας εκ του τετετε ... + άγω]- το τζιτζίκι.
τεττίγιον,
τεττιγο-, τεττιγώδης, τιτίζω, τιτίς, τιττυβίζω, τιτυριστής, τιτύρινος, τιτίβισμα, τιτιβισμός, τσηβδός, τσηβδίζω. τρύζω [τερ-ετίζω, τορέω
τορ-
>
τρο-
>
>
τρυ- (ο>υ )]- επί
ανθρώπων, πολυφωνώ, πολυλογώ, ασήμως λαλώ, γογγύζω.
στίλβω [τρίβω> τίρβω (ρι>ιρ)
τίλβω (ρ>λ)
>
>
στίλβω, δια
της τριβής στιλβώνεται κάτι (ιδίως τα μέταλλα), το σ δηλώνει σείση (σείω)]- λάμπω, στιλβώνω,
στίλβη,
ακτινοβολώ, απαστράπτω, γυαλίζω. στιλβηδών,
στίλβος,
στίλβων,
στιλβωτής, στίλβωmς, στίλψις, στίλβωμα, στιλβωτήριον, στιλβωτής, στιλβωτικός, στίλπων, στιλπνωτής, στίλπνωσις,
τρυλίζω, τρυγών, τρυγόνι, τρυσμός, τρώζειν (υ>ω), θραγμός (τ>θ,
υ>α),
τραυλός
(υ>αυ),
τραυλίζω,
τραυλισμός,
τραυλότης, τραυλόω, τραύλωmς.
τονθορίζω
[ονοματοποιία
εκ
του
τοτοτο...
(τ>θ)],
τονθολυγέω (λόγος, ο>υ), τονθορυστής, ατταγάς (τατατα ... , βλ. τέττιξ)- η πέρδικα, ταγηνάρ.
στιλπνωτικός.
κατατρίβω
>
φυτοφάγων
τρύγω
ζώων,
τρώγω
επί δε
(υ>ω),
των
διότι
τρώγμα,
τρωγάλια,
τρώγω
=
καρπούς και τα τοιαύτα ωμά (τραγήματα τρώω,
αναφέρεται
ανθρώπων
επί
όσπρια,
ξηροί καρποί)],
τραγάλια,
στραγάλιον,
στραγάλια, τράγω, τρώξ, τρώκτης, τρωκτικός, τρωκτός, τρωκτικόν, τρωτότης (κ>τ), τρώγλη, τρωγλοδύτης (δύω), τρωγλοδυτέω,
τρωγλωτός,
τραγαλίζω,
τραγηματίζω,
τραγανός, τράγημα, επιτράγημα, επιτραγηματίζω. στέρφος [τέρεινος
( =
μαλακός, λεπτός)
+
αφή ή υφή]
στερφόω, στρεφόω, στέρφωmς, στρέφωσις, τέρφος, έρφος.
στειρόομαι, στερεύω,
=
εξαντλώ]- άγονος.
στείρωσις, στειρότης,
στείρα, στειρεύω,
αποστείρωσις,
στειρώνω,
τάμνω [βλ. τύπτω, δια πλήξεως επέρχεται τμήση (πέλεκυς, σπάθη,
μάχαιρα)]-
ορκίζομαι,
ταμιεία,
στέρομαι,
στέρησις, στερεμός,
αποστειρώνω,
στειρωτικός,
στειρώ,
εξαντλώ,
ει>ι,
βλ.
στείρος]
στερητέος,
στερητικός,
στερίσκω,
στέρεμα,
στείρευμα,
στέρεψη,
«έκοψε
πολύ
χρήμα
ταμίευmς,
σήμερα»),
ταμιευτήριον,
εκταμίευmς.
τέμνω [τάμνω, α>ε]- διαχωρίζω, κόβω, τάμνω.
τέμνουσα,
τετμημένη
(αναδιπλ.),
τεμαχίζω,
τεμαχί,
τεμάχιον,
τεμαχισμός,
τεμαχιστός,
τεμαχίτης,
τέμαχος,
διατέμνω,
τέμω, ανατέμνω, τέμενος
αφιερωμένο
σε
θεό),
τεμενίτης,
τεμενουρός,
( =
μέρος γης αποχωρισμένο και
τεμενίζω,
τεμενικός,
τεμενουργός τεμενούχος
(έργον),
(έχω),
τεμένιος, τεμενωρός
τέμπη,
τέμπλον,
(τ>σ, διότι κόπτονται επ' αυτής τρόφιμα)- η τράπεζα.
τομή [τέμνω, ε>ο]- κορμός, στέλεχος δένδρου, διαίρεση, κόψιμο, εκτομή, κλάδεμα, εγκοπή, άκρο. τόμιον,
τρίχες, μαδώ πτηνά, λυπώ, δυσαρεστώ, παίζω κιθάρα.
τίλμα,
τίλαι, τιλμός, τίλος, τίλσις, τιλάω, τίλημα, τίλων, τιλτός.
τομέας,
τομίς, τομο-, τομός, τόμος, τομαρένιος,
φιλοτομαριστής, άτομον
(α,
ατομικισμός,
τλ>λτ]-
το
ταμίευμα,
τομαίος, τομάριον,
τομάω, το μείον, τομεύς, τομεύω, τομία, τομίας, τομικός,
τίλλω [σ-τερέω, σ-τείρος, τείρω (ει>ι, ρ>λ)]- μαδώ, αποσπώ
[τιλτός,
χιλιόμετρα»),
ταμειακός, ταμείον, ταμεσίχρως
αποστερώ, αποστέρηmς,
στείρευση, στέρεψις.
τίτλος
ακρωτηριάζω,
τόσα
Τέμπη, Τέμπεα, Τεμπείτης, Τεμπικός, Τεμπώδης, σεμέλη
αποστερώ, αρπάζω, απογυμνώνω. στέρημα,
τραυματίζω, (<<έκοψε
ταμιουχέω, ταμιόω, αποταμιεύω, αποταμίευσις, εκταμιεύω,
(ούρο ς),
=
λέγεται
ταμιείδιον,
στρεφεύω (ερ>ρε) στερφογίδα.
[τείρω
διανύω
(χρως), ταμία, ταμιακός, ταμίας (σε περιπτώσεις μεγάλης κατανάλωσης
τεμένισμα,
στερώ
κόβω,
χωρίζω,
διασχίζω, φέρω εις πέρας.
στειροσύνη, στέριφος, στεριφεύομαι, στέρφος, στερφεύω,
στερέω,
ταμ-
>
ταμιευτικός, ταμιεύτρια, ταμιεύω, ταμίη, ταμιούχος (έχω),
δέρμα, δορά, βύρσα, άγονος (βλ. στείρος). στρέφος (ερ >ρε),
στείρος [τείρω
Ρίζα ταF -
, τρύω =
τρώγω [αόρ. β' έ-τραγον, Δωρ. τράγω, εκ του τείρω
πτυχίο
περγαμηνής δέρμα μαδημένο).
έχον
επίγραμμα
(επί
τιτλόω, τιτλάρια, τιτλο-,
τιτλούχος (έχω), τιτλοφορώ, τιτλοφόρος.
τομάρι,
φιλοτομαρισμός,
στερητ.),
ατομικά,
ατομικιστής,
Τόμαρος,
τομαρισμός,
Τόμουροι,
τομαριστής,
τομίδιον,
ατομίκευσις,
ατομιστικά,
τομικός, ατομικεύω,
ατομικιστικός,
ατομικός, ατομικότης, ατομισμός, ατομιστής, ατομιστικός, ατομο-,
άτομος,
ατομότητα,
εκτομή,
εκτομίας,
διατομή,
κατατομή, εντομή, επίτομον, νήδυμος (νη, αρνητ., τ>δ, ο>υ) μη διακοπτόμενος, νηδύμιος.
123 τεύκτωρ, τεύξις, επίτευξις, συνέντευξις, έντευξις, εντεύχω, τμήγω [ε-τμή-θην (αόρ. του τάμνω)
τμήω
>
τμήγω]
τέμνω, κόβω, σχίζω, παθ., μεταφ., διασκορπίζομαι.
τμήμα,
>
τμάμα, τμήγας, τμήδην, τμημάτιον, τμηματώδης, τμήξις, τμησίχρους τμητός,
(χρως),
τμητέον, τμητήρ,
τμητο-,
τμηματάρχης,
τμήτης,
τμητικός,
Τμώλος,
Τμώλιος,
εντευκτέον, εντευκτικός, εντευξίδιον, έντευγμα. τύκος [βλ. τεύχω, ρίζα τυκ-]- σφύρα λατόμων, πολεμικό πέλεκυς, λιθοξοϊκό mδήριο. (τ>δ,
υ>ου),
αντιμετάθεση -KΑVΗ
Τμωλίτης.
τυκάνη, τυτάνη (κ>τ), δουκάνη
θρουνάκη
>
(δ>θ,
παρεμβολή
του
Ρ
και
-νάκη), τύκη, τυκίζω, τυκίον, τύκισμα,
τυκτός, τιτύσκομαι (αναδιπλ.), λατύσσω (λα, επιτατ., κσ>σσ), τίτανος [με αναδιπλαmασμο του τάμνω
(μ>ν), διότι εκ
τσιουκάνι (τ>τσ, υ>ιου), τmουκανίζω, τσουκάνι, τσοκάνι,
πελεκομένων ή ξυομένων μαρμάρων γίνονταν]- λευκή γη,
τσουκανίζω, τσουκάνισμα, τύχος
πιθανώς γύψος. τιτανόχριστος (χρίω), τιτανωτός.
αποβολή του κ)- γουδί, αγγείο κοτάβου, θυείδιον, θυέστης,
Τύχιος, θυεία (τ>θ,
(Pi),
θυεστός, τσεκούρι (τεύχω, τύκος =πέλεκυς, το ε εκ του α της
δαμία [τάμνω (τ>δ), ταμέν τιμωρία,
πρόστιμο.
ζημιάρης,
ζημιάρικος,
αποχωρισθέν]- βλάβη, ποινή,
=
ζαμία
(δ>ζ),
ζημία
ζημιώνω,
(α>η),
ζημιωτής,
ζημιόω,
ατζαμής
(α,
τακ-),
τσεκουριά,
τσάκιση,
τσεκουρώνω,
τσάκισμα,
τσακιστή,
τσακίζω,
τσακίδια,
τσακιστός,
τσακίστρα,
τσάκνο.
επιτατ., ζ>τζ), ατζαμίδικος, ατζαμιλίκι, ατζαμοσύνη. τίκτω [βλ. τεύχω]- ο παρατατ. του ενεργ. τίκτε, έτικτε κείται στόμα [τομή (επί του προσώπου), τέμνει τον λόγο (βλ. μέροψ)]- το στόμα, ιδίως ως όργανο της γλώσσας, στόμιο, το πρόσθιο μέρος, το μέτωπο, η άκρα, το χείλος, η κορυφή των πύργων.
στομακάκη
στομαλγία,
(κακός),
στοματικός,
στομαλγέω
στοματο-,
(άλγος),
στομ-,
στόμιον,
στομίζομαι, στομήρης, στόμις, στομώδης, στομίς, στομο-, στομόω,
στομώνω,
στομφασμός,
στομφάζω
στομφαστής,
στομφός,
στόμωμα,
άστομος,
στωμύλος
στω μύλλο μαι,
στόμφαξ,
στομφαστικός,
στόμωmς, (ο>ω),
στόμφος,
στομωτής,
στωμύλλω,
στωμύληθρος,
αποστομώνω,
(φημί),
στομωτός,
στωμυλεύομαι,
στωμυλία,
αποστόμωσις,
στώμυλμα,
αποστομωτικός,
πάντοτε επί του πατρός, αλλά στους Αττ. ο ενεστ. και παρατατ. επί
των θηλυκών ζώων, γεννώ, επί καρπών, φέρω, παράγω, μεταφ. παράγω, προξενώ, φέρω. τεκνόω,
τεκνίδιον,
τεκνογόνος,
τικτικός, τέξις, τέκνον, τέκος,
τεκνίον,
τεκνοδότης,
τεκνογονέω,
τεκνο-,
τεκνογονία,
τεκνορραίστης
(ραίω),
τεκνουργέω (έργον), τεκνόεις, τεκνού ς, τέκνωμα, τέκνωmς,
άτεξ (α, στερητ.), άτεκνος. τόκος [βλ. τεύχω, τέκος, ε>ο]- το τίκτειν, τοκετός, γέννα επί γυναικών, το τέκνο, υιός, μεταφ., το κέρδος που επιφέρουν τα δανεισθέντα χρήματα, επί των καρπών και γεννημάτων της γης.
αποστομωμένος.
= οι γονείς,
είναι σε χρήση και περί της μητρός, οι τέκτονες
επιτόκιον, επιτοκία, επιτοκίδιος, επίτοκος, τοκαρίδιον,
τοκάριον, τοκάς, τοκήεσσα, τοκίζω, τοκισμός, τοκιστής,
+
στόμαχος [στόμα
αυτόν
οι
άγω
τροφές],
(y>i),
από το στόμα άγονται σ'
στομάχι,
στο μάχη,
στομαχιάζω,
στομαχικός, στομαχέω, στομαχόπονος.
τιμή [τέμ-νω (ε>ι), απο-τί-ω τμήμα (τίμ-ημα) από κάτι προς ανωτέρους μου ή θεούς]- εκτίμηση, πρόστιμο, αποζημίωση, σεβασμός,
τιμωρία,
ποινή,
εκδίκηση.
τιμαίος,
Τίμαιος,
τιμαλφέω (αλφάνω), τιμαλφής, τιμάοχος (έχω), τιμούχος, τιμουχέω,
τιμαρχία,
τιμάω,
τιμάω Ρ
(ούρο ς),
τιμάορος,
τιμήορος, τιμή εις, τίμημα, τιμηρύω (ερύω), τιμής (τιμήεις), τιμήσιος, τίμηmς, τιμητεία, τιμητέος, τιμητεύω, τιμητής, τιμητικός,
(έλκω),
τιμητός,
τιμο-,
(ούρο ς),
τιμώ,
τιμωρέω
τιμωρητέον,
τιμιο-,
,
τιμιότης,
τίμος,
Τίμων,
τιμώρημα,
τιμωρητήρ,
τίμιος,
τιμιουλκέω
Τιμώνιον,
τιμωρησείω,
τιμωρητής,
τιμωρία
τιμώρησις,
τιμωρητικός,
τίω,
αποτίω, απότιmς, τίνω, τίνυμαι, τίmς, Τισιφόνη (φονεύω), εκτιμώ,
εκτίμησις,
διατιμημένος, ανατιμώ,
εκτιμάω,
υπερτιμώ, ανατίμησις,
διατιμώ,
υπερτίμηmς,
διατίμηmς,
υπερτιμημένος,
ανατιμημένος,
προ εκτιμώ,
προεκτίμησις.
Ρίζα ταF-
> τακ-
τοκίστρια,
τοκογλυφέω,
τοκογλύφος,
τοκογλυφία,
τοκοληψία (λαμβάνω), τοκοπράκτωρ (πράσσω), τοκοφορέω, τοκόω, άτοκος, έντοκος.
θυγάτηρ [τέ-τογ-μαι, αόρ. του τίκτω (τ>θ, ο>υ )]- θυγατέρα, κόρη,
μεταγ.
υπηρέτρια,
θυγατριδή,
θεράπαινα,
θυγατριδεύς,
δούλη.
θυγατέρα,
θυγατριδούς,
θυγατρίζω,
θυγάτριον, θυγατρίς, θυγατρο-, θυγατρικός.
τέκτων
[βλ.
τεύχω,
ε-τεκ-όμην,
αόρ.
του
τίκτω]-
τεχνίτης, ιδίως ξυλουργός, κτίστης, ναυπηγός. τεκταίνομαι,
τεκταινόμενα,
κάθε
τέκταινα,
τεκτόναρχος,
τεκτονείον,
τεκτόνευmς, τεκτονεύω, τεκτόνηmς, τεκτονία, τεκτονικός, τεκτοσύνη.
τέχνη
[βλ.
τεύχω,
ε-τέχ-θην,
πανουργία, δολερό μέσον. τεχνασμός,
τεχναστός,
τεχνήτης,
τεχνητικός,
αόρ.
του
τίκτω]-
τέχνη,
τεχνάζω, τεχνάομαι, τέχνασμα, τεχνήεις,
τέχνημα,
τεχνητός,
τεχνήμων,
τεχνήτωρ,
τεχνικός,
τεχνίον, τεχνιτεία, τεχνίτευμα, τεχνιτεύω, τεχνίτης, τεχνίτις, τεχνο-,
τεχνολογέω,
τεχνολογία,
(έργον),
τεχνόω,
τεχνύδριον,
τεχνοσύνη,
τεχνουργέω
τεχνύφιον,
έντεχνος,
καλλιτέχνης, καλλιτέχνημα, καλλιτεχνία, καλλιτεχνικός.
τεύχω [οι αόρ. τε-τυκ-είν, τε-τύκ-οντο και τε-τυκ-οίμεθα δείχνουν ρίζα τυκ-, η οποία προκύπτει εκ της τακ- (α>υ), η οποία μεταπίπτει σε τεκ- (τέκτων, α>ε), τικ- (τίκτω, ε>ι), τοκ
τείχος [βλ. χαράκωμα.
τεύχω, τεχ-
>
τειχ- (ε>ει)]- το της πόλεως,
τειχεσιπλήκτης
(πλήσσω),
τειχέω,
τειχήεις,
(τόκος, ε>ο), τεχ- (τέχνη, Κ>Χ), τυκ- (τυκτόν), τυγ- (τυγ-χάνω,
τειχήρης (άρω, α>η), τειχίζω, τειχιόεις, τειχίον, τείχιmς,
κ>γ), τεχ-
τείχισμα, τειχισμάτιον, τειχισμός, τειχιστής,
τύκτω.
>
Εκ
ξυλουργών, τεχνικής
τευχ- (τεύχω, όπως πεύmς εκ του πυνθάνομαι), βλ. των
κτυπημάτων
οικοδόμων,
εργασίας,
των
τεχ-νιτών,
mδηρουργών κ.
μάλιστα
επί
ά.]-
υλικών
λιθοξόων,
παράγω
δια
πραγμάτων,
κατασκευάζω, οικοδομώ, εργάζομαι, επί φυmκών φαινομένων, γεγονότων,
παράγω,
επιφέρω,
προξενώ,
καθιστώ,
κάνω.
τεύχος, τευχεσφόρος, τευχέω, τευχήεις, τεύχη μα, τευχήρης (άρω),
τεύγμα
(ργ),
επίτευγμα,
τευχηστήρ,
τευχήτωρ,
τευχοπλάστης, τευχοφόρος, τευκτήρ, τευκτικός, τευκτός,
τειχοδομέω,
τειχοδομία, τειχο-, τειχύδριον, τείχωμα, τειχιά, Τείχιο.
τοίχος [τείχος, ει>οι]- ο τοίχος οικίας ή αυλής, τα πλάγια του πλοίου. τοιχάριον, τοίχαρχος, τοιχάς, τοιχέπαλξις, τοιχίδιον, τοιχίζω, τοίχισμα,
εντοιχίζω, ΤΟΙΧΟ-,
τοιχωρυχία,
εντοιχισμένος, τοιχωρύχος
τοιχοκολλώ,
στοιχειώνω- θυmάζω ζωντανό
εντοιχισμός,
(ορύσσω),
τοιχίον,
τοιχωρύχημα,
τοιχοκόλληmς,
τοίχωμα,
ζώο (μέχρι και πρόσφατα,
124 συνήθως κόκορα) στα θεμέλια κτίσματος (τοίχου), στοιχειό, στοιχειωμένο ς, στοίχειωμα.
στάζω [αόρ. εσ-τάγ-ην (στάγ-ιω, γι>ζ), εκ του ήχου τάκ
>
ταγ της σταγόνας που πέφτει, βλ. τεύχω]- στάζω, επί ωρίμου τυγχάνω [βλ. τεύχω, τεύξομαι, μέλλ. του τεύχω και του
καρπού, πέφτω.
σταγετός,
στάγμα,
σταγονίας,
σταγών,
τυγΧCNω, ετύχ-θην αόρ. του τεύχω, ετύχ-ησα αόρ. του τυγχάνω,
στάγμα, σταγμοδόχη, σταγόνα, σταγονιαίος, σταγονίδιον,
τέτευχα πρκμ. του τεύχω και του τυγχάνω, τέ-τυγ-μαι πρκμ.
σταγονο-, στακτός, στακτή, στακτικός, στάγδην, στάξις,
του τεύχω. Μάλλον πρόκειται για συγχώνευση των ριζών τυγ
στάξ,
(τέ-τυγ-μαι) και τυχ- (ε-τύχ-θην)
τυγχ-]- επιτυγχάνω κτυπών
απεσταγμένος, απόσταγμα, στάκτη (το καταστάλαγμα της
(βλ. τύκος) δια όπλου ή λίθου, ευρίσκω, συναντώ (κατ' αρχάς
φωτιάς), στάχτη, σταχτάδα, σταχτερός, σταχτής, σταχτιάζω,
>
στάξιμο,
αποστάζω,
απόσταξις,
αποσταγμένος,
τον στόχο και κατόπιν γενικώς κάποιον ή κάτι), συναντώ κατά
σταχτιέρα,
τύχη (λέμε «έπεσα πάνω του»), έχω την τύχη ή μοίρα.
τύχη,
(βλ. στάζω, εσ-τάγ-ην)- ψίχουλο, κάτι το ελάχιστο.
τυχάδιον,
τούχα
τυχάζομαι,
Τυχαίον,
τυχαίος,
τυχείον,
(υ>ου), τυχεία, τυχηρός, τυχερός, τυχικός, τυχιμαίος, τυχόν, τυχόντως,
Τύχων,
τυχαίνω,
τυχάρπαστος,
Τυχερό,
σταχτοδοχείο,
σταλαγμός
[στάζω,
(αντιμετάθεση)],
στακτοδοχείο,
στάγμα
στάλαγμα,
σταχτο-,
σταγμα-λός
>
σταλαγμός
>
σταλαγμιαίος,
τάγυρι
σταλαγμίας,
τυχοδιώκτης, τυχόντας, επιτυχαίνω, επιτυγχάνω, επιτυχία,
σταλάγμιον, σταλάζω (γι>ζ), σταλάσσω (ζ>σσ ή γσ>σσ),
επιτυχημένος, πετυχαίνω, πετυχημένος.
σταλαηδόνες, σταλακτικός, σταλακτός, σταλακτίς, σταλάω,
στάλυξ (α>υ), σταλακτίτης, στάλα, σταλαγμίτης, στάλαμα, στόχος
[βλ.
στοχανδόν,
τυγΧCNω,
στοχάς,
ρίζα
τυχ-
στόχαmς,
στοχαστικός,
στοχαστής,
(υ>ο)],
στοχάζομαι,
στόχασμα,
στοχασμός,
στοχαmά,
στόχαστρον,
αστόχαστος.
σταλαματιά,
σταλαγματιά,
σταλαξιά,
σταλαχτός,
σταλαχτίτης,
σταλιά,
σταλαμίδα,
σταλίδα,
ξεροσταλιάζω, ξεροστάλιασμα, Κασταλία (κα-
στάμα,
= κατά,
προ
των στ- και σχ- )- κρήνη Μουσών στον Παρνασσό.
τόξον [τεύξ-ομαι μέλλ. του τυγΧCNω, υ>ο]- το όπλο, δοξάρι,
τήκω [στάζω, σ-τακ-τός (α>η), όταν τήκεται ο πάγος ή το
καμάρα, κάθε πράγμα που έχει σχήμα τοξοειδές, πληθ., τόξο
χιόνι στάζουν σταγόνες νερού]- λιώνω, διαλύομαι, φθείρομαι,
και
βέλη.
τοξάζομαι,
τοξαλκής
(αλκή),
τοξαλκέτης,
φθίνω,
επί
χιονιού,
μετάλλων,
διασκορπίζω.
τακερός,
τοξαρέα, τοξάριον, τόξαρχος, τοξασμός, τοξεία, τοξελκής
τακερόχρως
(έλκω), τοξουλκία, τοξεύς, τόξευmς, εκτόξευσις, εκτοξεύω,
τηκαδών, τηκόλιθος, τηκτικός, τηκτός, τήξις, τηξι-.
τοξεύτειρα,
τοξευτή ρ,
τοξευτής,
τοξευτικός,
τοξήρης (αραρίσκω),
τοξικός (τα βέλη
δηλητήριο),
τοξο-,
τοξάτο,
το ξίτη ς,
τοξαιμία
τοξίνη,
(αίμα),
τοξινικός,
τοξότης,
εμβαπτίζονταν σε τόξευμα,
τοξικο-,
τοξινίασις,
τακερόω,
τηκεδανός,
τηκαδονικός,
τοξεύω,
τοξότις,
τοξιναιμία,
τοξίνωσις,
(χρως),
τιξικότης, τοξίκωσις,
Τοξότες, Τοξότης, τοξωτός.
τηγάνιον [τήκω, κ>γ]- τηγάνι.
τηγάνι, ταγηνίας (α>η),
ταγηνίζω, ταγήνιmς, Ταγηνισταί, ταγηνιστός, ταγηνίτης, ταγηνο-,
τηγανίζω,
τηγανισμός,
τηγανιστός,
τηγανίτης,
τηγάνισμα, τήγανον, τηγανίτα, τηγανητός, τηγανιά, τάκων,
τακών,
ταγγίζω,
ταγκίζω,
ταγγιάζω,
τσαγγιάζω
(τ>τσ),
ταγκιάζω, ταγγάδα, τσαγγάδα, τσαγγίλα, ταγγίλα, τάγγιmς, τάσσω [αόρ. ε-τάχ-θην, εκ των τεύχω, τυγΧCNω (υ>α), τάχ
σω> τάσσω (χσ>σσ)]- βάζω σε τάξη, τακτοποιώ, παρατάσσω σε
τάξη
μάχης,
τοποθετώ,
βάζω,
διορίζω,
διατάσσω, κατατάσσω, ορίζω, επιβάλλω. τάκται,
τακτέον,
ταχτικός,
τάκτης,
ταχτοποίηση,
τακτισμός,
τακτικός, τακτική,
Τακτικούπολη,
ατάκτημα,
ταχτική,
άτακτος,
υποτάσσω,
ταχτοποιώ, τακτικότης,
ατακτέω,
ανυπότακτος,
τσάγγισμα,
ταγγίς,
ταγκός,
τσαγγός,
ταγγή,
παραγγέλνω,
τακτοποιώ (χ>κ),
τακτός,
τάγγισμα, τάγγη.
ατακτώ,
διατάσσω,
παρατάσσω, κατατάσσω, εντάσσω, προτάσσω, επιτάσσω,
τέγγω [τήκω (η>ε, κ>γ)
+ άγω]-
μαλακώνω, βάφω, κηλιδώνω. στερητ.)-
ο
μη
γινόμενος
υγραίνω, βρέχω, υγροποιώ,
τέγξις, τεγκτός, άτεγκτος (α, μαλακός
όταν
αμάλακτος, σκληρόκαρδος, τίφος (τέγ-γω ε>ι, γ>β
βραχεί, τέγ-ος
>
μεταφ., τίβος,
>
τίφος, β>φ)- έλος, κάθυγρος τόπος, τίφη, τίφιος,
>
τιφώδης.
επιτακτήρ, επιτάκτης, επιτακτικός, επίτακτος, επιτάκτωρ,
επιτάξ.
τευθίς [τέγ-γω (α>υ)
τάξις
[τάξω, μέλλ.
(υποκορ.),
του τάσσω]- τάξη.
ταξείδιον,
ταξιδεύω,
τάξη, ταξίδιον
ταξιδευτής,
ταξειδεύω,
+
ήδος, άδος
>
τεγαδος
>
τεαδος
τευδίς
>
τευθίς (δ>θ)]- είδος μαλακίου (τέγγω) όπως η σουπιά,
>
κοινώς
καλαμάρι,
ευάρεστο
(ήδος)
έδεσμα.
τευθίδιον,
τευθιδώδης, τεύθος, τευθίς.
ταξίδι, ταξιδιάρης, ταξιδιάρικος, ταξιδιώτης, ταξιδιωτικός, ταξεώτης, ταξι-,
ταξιαρχέω,
ταξιώτης,
(αναδιπλ.),
ταξιάρχης,
τάξιμο,
τίτας,
ταξιαρχία,
ταξινόμησις,
τίτης,
τιτήνη,
ταξίαρχος,
ταξιόομαι,
επίταξις,
τιτάξ
παράταξις,
κατάταξις, ένταξις, πρόταξις, διάταξις. ταγός
[τέ-ταγ-μαι, πρκμ.
του τάσσω]-
κυβερνών, ηγεμών, κυβερνήτης. ταγής,
υποταγή,
επιταγή,
καταταγμένος, τάγης,
τάγμα,
συντεταγμένος,
σύνταγμα, συνταγμένος,
άρχων, διατάζων, διατεταγμένος, παρατεταγμένος,
προτεταγμένος, συνταγή,
προσταγή,
συνταγματάρχης,
ταγματάρχης,
ταγματικός,
ταγούχος (έχω), τεταγμένος, ταγμένος, ταμένος, τάμα, τάζω (τάγ-ιω, γι>ζ).
άτομα]- παρέχω τροφή.
ταγαρτζίκα,
στιγματιφόρος,
στιγματίας,
στιγματίζω, στιγματοφόρος, στιγμή, στιγμιαίος, στιγμικώς, στικτός,
στίξις,
στιγματικός,
στιγμάτωσις,
στιγμιο-,
κατάστικτος.
ασκαλώπας [α (επιτατ.) (τ>κ)
+
+
στί-ζω, στι-> στα- (ι>α)
λώπη]- κατάστικτη σαύρα.
ταγιστήριον,
Ταγαράδες,
ταγάριον,
τάγιστρο,
ταγήνι, ταγίνι, τιiϊζω, τάισμα, ταή, τιiϊνι.
ταγάρι,
ταγιντζής,
>
σκα
ασκάλαβος (ω>α, π>β),
ασκάλαφος (β>φ). θιγγάνω [αόρ. έ-θιγ-ον (θίγω), βλ. τεύχω, τίκτω (τ>θ, κ>γ)] ζυμώνω,
σχηματίζω,
εγγίζω,
κρατώ,
ΠΙCNω
με
επιχειρώ, λαμβCNω μέρος σε κάτι, φθCNω, κτυπώ.
ταγίζω [ταγός, ταγή, απαιτεί τάξη όταν πρόκειται για πολλά τάγισμα,
κηλιδώνω), ε>ι], στιγεύς, στιγμάρχης,
(φέρω),
στιγμός, στίγων, στίζω (γι>ζ), στικτέον, στικτόπους (πους),
διαταγή,
επιτεταγμένος,
εντεταγμένος,
( =
ταγεία, ταγεύω, ταγέω,
υποταγμένος,
επίταγμα,
στίγμα [τέγ-γω στιγματιφορέω
θίγω,
θίγμα,
θίξις,
θιγμο-,
άθικτος,
αθιγής,
το
χέρι,
θίγημα, εύθικτος,
ευθιξία, ευθικτέω, Αθίγγανος (α, αρνητ., ο μη θέλων να προσεγγίσει
κάποιον,
χριστιανική
Παυλικιανοί), τσιγγάνος.
αίρεση,
Μελχισεδεκίται,
125 τέθηπα [πρκμ.
με σημασία ενεστωτ. που σημαίνει μένω
σημασίες του τί-θη-μι δηλώνουν ενέργειες ταγού, αρχηγού (θε
έκθαμβος, θαυμάζω, εκπλήσσομαι (πλήττομαι), αόρ. έ-ταφ-ον,
ού). Εκ του τάσσσω (ρίζα ταχ-
μετοχ. ταφ-ών, μεταβ. ενεργ. πρκμ. τέ-θαφ-α. Η ρίζα φαίνεται
(τ>θ)]- συνεδρία, βουλή, έδρα αξιώματος, κάθισμα, μεταγ.
τα-, ταF- (βλ. τύπτω). Το φ (ταφ-ών) μάλλον δηλώνει την ρίζα
απόπατος, όπως το έδρα.
φα- (βλ. φαίνω, φημί), επί των φανερωμένων υπό του φωτός ή
θαάσσω, θάκησις, θάκημα, θακείον, θοάζω (θαάσσω, α>ο,
>
τακ-, χ>κ) λοιπόν το θάκος
θακεύω, θακέω, θάσσω (κσ>σσ),
του λόγου, ότι δηλαδή πλήττεται η όραση ή η ακοή από ισχυρό
σσ>ζ), θώκος (αα>ω), θόωκος, καθέκλα [κα-
και απρόσμενο ερέθισμα, ώστε τα θαύμα, θάμβος, θάομαι κ.λπ.
καβαίνω
όχ; μόνον στην όραση να αναφέρονται αλλά και στην ακοή.
καρέκλα (Λατ.), καρεκλάς, καρεκλο-.
Έκθαμβος
σημαίνει
εκπλήσσομαι, θάμβος
μένω
[τέ-θαφ-α,
θαμβός,
έκπληκτος έκθαμβος.
θαφ-
θαμβέω,
(πλήττω)]-
τάφος-
θαβ- (φ>β)
>
έκθαμβος,
έκπληξη,
θάμβ-
θαμβαίνω,
( = κατά,
(β>μβ)],
θαμβαλέος,
τίθημι [βλ. θά-κος, με αναδιπλ. (α>η)]- θέτω, τοποθετώ, βάζω,
καταθέτω,
εμπνέω,
προ θέτω,
αναθέτω,
θάμβημα, θάμβησις, θαμβήτειρα, θαμβητός, θάπαν (β>π)
όπως
νομοθετώ. τέθμιος (ι>ε), τεθμός, τεθμοφύλαξ.
Θήβη,
Θήβαι,
ΘηβαΤς,
ταφών,
έταφον,
διαθέτω,
υποθέτω, εκθέτω, καθιστώ, προξενώ, παρασκευάζω, ετοιμάζω,
φόβον,
Ησυχ.,
όπως
καρέκλα, καθεκλο-,
θαυμάζω,
θάμβος,
>
= καταβαίνω) + θάκ-ος (α>ε)]- η
το
ποιώ,
διευθετώ,
τακτοποιώ,
κυβερνώ,
ορίζω,
τέθαφα.
θαμπώνω [βλ. τέθηπα, θάμβος (β>π)]- συσκοτίζω την όραση κάποιου
με
κάποιον.
έντονο
φως,
θολώνω,
εκπλήσσω,
ξαφνιάζω
θαμπά, θαμπάδα, θαμπερός, θαμπιά, θαμπίζω,
θαμπο-, θάμπος, θαμπός, θάμπωμα, θαμπωτικός.
θαύμα [βλ. τέθηπα, ρίζα ταφθαυμάmο
πράγμα,
θαυματοποιού.
>
τάφ-μα
θαυμασμός,
θώμα
(αυ>ω),
>
θαύμα (τ>θ, φ>υ )](α>ω),
τέχνασμα θαυμάζω,
θαυμαίνω, θαύμακτρον (άγω, ακτός), θαυμαλέος, Θαύμας, θαυμασία, θαυμάmος, θαυμασμός, θαυματός, θαυμαστός, θαυμαστόω,
θαυμάστωmς,
θαυμαστότης,
θαυμασιότης,
θαυματίζομαι, θαυματοποιός, θαυματοποιία, θάμα, θαμάζω, θάμαγμα,
Θαυμακό,
θαμαχτός,
θαμασμός,
θαυματουργώ
θαυμαστικόν, (έργον),
εκπλήσσομαι, μεταγ. βλέπω ατενώς, θεώμαι, θάμαι (αο>α), θαέομαι, θηέομαι (α>η), θάημα, θακτός, θηητός, θατήρ, θηητήρ, θατύς, θηηκτήρ.
θέαμα, το μέρος απ' όπου θεάται κάποιος, εδώλιο στο θέατρο.
θεαματίζομαι, θεητής, θεατύς,
θεαρίς,
θεαρός,
θεαματισμός, θεάριον,
θεατέος,
θεάμων,
θέαμα,
θέατρον,
θεήμων,
θέημα,
θέητρον,
θεατός,
θεατρίζω,
θεατρώνης (ωνέομαι), θεώμαι.
κατηφής [κατά (α>η)
+ θέ-α > θη-
(ε>η)
>
φη- (θ>φ )]- έχων
του οφθαλμούς στραμμένους προς τα κάτω από ντροπή ή λύπη, τεθλιμμένος, άθυμος, σκοτεινός, μαύρος, (εκτός και αν εκ του φά-εα
=
όμματα, α>η).
κατήφεια,
γεVΙKή
+ ευ),
τεθέν
επιβεβαίωση, θέτω
διευθέτηmς, ανάθεσις, ανάθεμα,
ανάθημα,
επίθεσις,
επιθετικός,
επιθετικότης,
επιθετικά,
θετικός,
θετικά,
πρόσθετος,
πρόσθεmς,
πρόσθεση,
επιπροσθέτως, πρόσθετος, προσθετικός, υπόθεmς, έκθεmς, αθετώ, αθέτηmς, αθέτημα, αθετητής, άθετος, αδιάθετος, αδιαθεσία, αδιάθετα, αδιαθετώ, αντίθεσις, αντιπαράθεσις, υπέρθεσις,
ανυπερθέτως,
απίθωμα,
απιθώστρα,
ένθετος, παρένθεσις,
απιθώτρα,
αποθώνω,
συνθετικός,
σύνθεmς,
συνθέτης, συνθετισμός. περισσός [περί
+
τίθημι
>
περιτιθός
>
περιτθός
>
περισσός
(τθ>ττ>σσ)]- ο υπερβαίνων τον συνήθη αριθμό ή μέγεθος, υπερβάλλων, μέγας, έκτακτος, έξοχος, λαμπρός, παράδοξος, θαυμαστός,
ανωφελής,
άχρηστος, υπερβολικός,
περιττός, περισσάκις,
περισσεία,
ο περιττός
περίσσευμαι,
περίσσευσις, περισσεύω, περισσο-, περίσσωμα, περίττωμα, περρίσωmς. θεσμός [θέmς]- όπως το θέμις, το τεθέν και ορισμένο και
εθιζόμενο, νόμος διάταξη, κυρίως επί των αρχαίων νόμων, κανών, παράγγελμα, θησαυρός.
προθεσμία, προθεσμεύω,
εκπρόθεσμος, εκπρόθεσμα, εκπροθέσμως, θέσμιος, θεσμο-,
θέσμια,
θερμοφόρια,
θεσμοφοριάζουσες,
θεσμοφόριον,
θεσμοθετώ, θεσμοθέτησις.
θεώμαι, επί της διανοίας, σκέπτομαι, εξετάζω φιλοσοφικώς,
άλς (ρίζα σαλ-), το πάλαι ποτέ ήταν
Θεσσαλός,
Θεσσαλιώτιδα,
(αο>ω )]- βλέπω προς κάτι, παρατηρώ,
+
Θεσσαλία [θέσ-ις θάλασσα],
κατσουφιάρης, κατσούφιασμα.
+ ορέω
κατάσταση,
καταβίβαση,
κατηφέω, κατηφιάω,
κατηφίη, κατηφών, κατσούφης, κατσουφιά, κατσουφιάζω,
θεωρέω [θέα
κατάθεση,
αρχή,
υπόθεση, διάθεση, ανάθεση, έκθεση, πρόθεση, ένθεση.
αριθμός.
θέα [θά-ομαι, α>ε]- θεωρία, όψη, κύτταγμα, το θεωρούμενο
θεατής,
τακτοποίηση,
άποψη,
θαμαστός,
θαυματουργός,
θαυματουργικός, θαυματούργημα, θάομαι (υ>ο)- θαυμάζω,
θεάομαι,
ζήτημα,
(σ>τ), διευθετώ (δια
έκπληξη,
θωύμα
θέmς [θήσω (η>ε), μέλλ. του τίθημι, τί-θεσ-κον, παρατατ.] τοποθέτηση,
Θεσσαλίζω,
Θεσσαλίς,
Θεσσαλικός,
Θετταλός,
Θετταλικός,
Θεσσαλονίκη (νίκη), Θεσσαλινικιός, Θεσπρωτία (πρώτος), θεσπρωτικό, Θεσπρωτός, θεσιθήρας (θηρεύω), θεmθηρία.
κρίνω για κάποιον από κάποιον άλλον, κάνω θεωρία, είμαι θεωρός ή πρεσβευτής, πέμπομαι για να ρωτήσω το μαντείο.
θέτης [θέτω]- ο τεθείς, ο δίδων όνομα, επίθετος, ο καταθέτων
θεωρείον, θεώρημα, θεωρηματικός, θεωρήμων, θεώρηmς,
παρακαταθήκη ή εγγύηση, ο θετός πατέρας παιδιού. επίθετος,
θεωρητικός, θεωρία, θεωρικός, θεωρικά, θεώριος, θεώριον,
επίθετον,
θεωρίς,
θετικισμός,
θεωρός,
θεαρός,
θεωρητής,
θεώρητρα,
θωράω
(εω>ω), θωρώ, θώρημα, θώρι, θωριά, θωριάζω, θωριακός,
θετικός,
θετός,
θετικά,
θετόν,
θετικιστής,
Θέτις,
θετικιστικός,
Θετίδειον, θετικότης,
θετικός, θετικώς.
θώριασμα, ξεθωριάζω (ξε-), ξεθώριασμα, ξεθωριασμένος, ενθρείν (= φυλάττειν, Ησύχ., εν), αθρέω (α, επιτατ. + θωρέω > θρέω)- βλέπω με προσοχή, προσβλέπω, παρατηρώ, διακρίνω, θεώμαι, θεωρώ δια του νου, εξετάζω, σκέπτομαι,
αθρείω,
αθρήματα, αθρητέον, αθρητικός.
Ρίζα ταF -
>
θε-
τα ζητήματα και τί-θε-νται στη θέ-ση τους, βλ. τάξις (τάκ-mς), ταΊfJς,
θάσσων)
μέλλ.
του
τίθημι,
γεν.
θητός]-
εργάτης
θήττα,
θητική, θητεύω, θητεία, Θησείον,
Θήσειον,
θητικός,
Θησεία,
ή
θήσσα,
Θησεύς (έθεσε
Θήσεια,
Θησείδαι,
Θησιότριψ (δια-τρίβω).
δε σημαίνει και έδρα, κάθισμα). Στα συνέδρια τακ-τοποιούνται ταγός,
[θήσ-ω,
νόμους),
θάκος [στον Όμηρο σημαίνει συνέδριο, βουλή (συνειρμικά
τάσσω,
θής
δουλοπάροικος, έσχατη τάξη πολιτών στην Αθήνα.
τα προβλήματα.
Όλες
οι
τημελέω [τί-θη-μι (θ>τ) επιβλέπω.
τημέλεια,
τημελούχημα ατημέλια, ατημελώς.
(έχω),
ατημελέω,
+
μέλω]- επιμελούμαι, φροντίζω,
τη μέλη,
τημελής,
τημελούχηmς, ατημελής,
τημελούχος,
ατημέλητος,
τημελώς, τημελία, ατημελία,
126 θέμις [θε-σμός, τί-θη-μι (η>ε)]- όπως το θεσμός, δίκαιο, νόμος, αξίωση, η θεά του νόμου, η δικαιοσύνη. Θέμιδα,
θεμίζω,
Θεμιστοκλής
θεμιτεύω,
(κλέος),
Θέμις,
θεμιστεύω,
θεμισκόπος,
θεμιστώ,
θέμιστα,
θεμίστιος,
άσημος
[α
άναρθρος, ασήμων,
θεμιστοπόλος
(πολέω),
αθέμιτος, αθέμιστος, θεμερός, θεμερή.
σήμα,
σημείον]-
άνευ
κάποιου
άργυρος), επί θυmών, χρησμών, ο μηδέν ακατάληπτος, ο
μη καταλείπων κάποιο
σημείο ή ίχνος, δυσδιάκριτος, ασαφής, επί ήχου και φωνών,
θεμιστός,
θεμιτώδης,
( =
παρέχων σημείον,
θέμιστας, θεμιστεία, θεμιστείος, θεμίστευμα, θεμιστοσύνη,
θεμιτός,
+
(αρνητ.)
σημείου, ασήμι
ακατάληπτος,
αδιάκριτος,
ασημότης,
μικρός,
ασήμαντος,
αφανής.
ασημαντότητα,
ασημείωτος, ασημογράφος, ασήμι, ασημώνω, ασημοποιία, διάσημος, διάσημα, διασημαίνω, διασημότης, παράσημον,
θέμα [θέ-τω]- το τεθέν, το κείμενο, παρακαταθήκη, άθλον,
παράσημος, παρασημείωmς, παρασημασία, παρασημείον,
ζήτημα προς συζήτηση, πρωτότυπη λέξη, η ρίζα, ωροσκόπιο,
παρασημαίνομαι, σύσσημον (συν), συσσημαίνω, σουσούμι
στρατιωτική
δύναμη.
θεματισμός,
θεματείται,
θεματίτης,
θεματοποιώ,
ανάθεμα,
πρόθεμα,
προθεματικός,
αναθεματίζω,
αναθεματισμένος,
θεματίζω,
θεματογραφέω,
έκθεμα,
αναθεματώ,
παράθεμα,
θεματικός,
θεματογραφία,
φυmοyvωμία,
υπερθεματίζω,
κυρί, τυφλός
-
γνώρισμα,
ρ>λ, ει>ι)]- το
θεμέλιο, το κατώτατο μέρος, ο πυθμένας, η έδρα, το βάθρο.
τάπητς
κυφλός.
-
Καππακισμός,
(F>u)].
Εκπίπτει χάριν ευφωνίας,
πυκτίον. Αφομοιώθηκε προς β, γ, δ, κ, π, φ, μ και
-
αντιθέτως, νυκτί
+ έρει-σμα (ερείδω,
διακριτικό
ταύ [το γράμμα, βλ. τύπτω, ρίζα ταFτυρί
πτυκτίον
υπερθεματισμός, υπερθεματιστής.
θεμέλιον [τί-θη-μι, θέμ-α
κάθε
επίθεμα,
αναθεματισμός,
υπέρθεμα,
(σύσσυμον)-
παρατσούκλι, το σημάδι, σουσουμιάζω.
νυττί, έστε
-
-
έττε. Αποβάλλεται προ του σ,
τάπης. Μεταβολές, σσ>ττ, θ>τ, τσ>σσ, κ>τ, τ>κ,
-
ΤΙ,τυ>τσ,σ, τ>θ, τ>π.
θεμείλια, θεμέλια, θεμέλιος, θεμελιούχος (έχω), θεμελιόω, θεμελιώνω, θεμελίωmς, θεμελίωμα, θεμελιωτής, θέλυμνα, θεμελιωτικός,
θεμελιακός,
θέμελο,
θεμελιώδης,
Θέμελο,
θήτα
[τί-θη-μι,
θέτω,
βλ. τύπτω, θένω, θείνω
υπόθημα,
ανάθημα, αναθηματικός, επίθημα,
επιθηματουργία
επιθηματικός,
σύνθημα,
(έργον),
επιθηματόω,
συνθηματιαίος,
Μεταβολές,
θήκη [έ-θηκα, αόρ. τύμβος,
θηκοποιός,
προθήκη,
θηκαίος,
διαθήκη,
θήγη
(κ>γ),
υποθήκη,
υποθήκευmς,
υποθηκοφυλακείον,
γράμμα
=
διευθετώ,
θάνατος (ταν-), θυεία, θίγω. φθ>φτ, χθ>χτ, ρθ>ρτ,
νθ>θθ, δ>θ, θ>τ. Ρίζα υ-
θηκοφόρος,
υποθηκιμαίος,
για
συνθηματίζω,
του τίθημι]- κιβώτιο, κίστη, μνήμα,
θηκάρι.
= πλήττω,
θ>σ, θι>σσ, θ>φ, θ>χ,
συνθηματικός, συνθημάτιον.
τάφος,
πρόκειται
κυβερνώ, νομοθετώ). Η εκ του τ καταγωγή του είναι εμφανής,
αναθεμελίωmς, αναθεμελιωτής, αναθεμελιώνω, θέμεθλα. θήμα [τί-θη-μι]- θήκη.
θήσω,
διανοητικής και θυμικής φύσεως (θάκος, τίθημι
υποθηκάριος,
υποθηκεύω,
παρακαταθήκη,
συνθήκη,
θηκίον,
υποθηκο-,
προσθήκη,
συνθηκάριος,
ενθήκη,
συνθηκίζω,
ύω [μέλλ. ύσω, αόρ. ύσα, πρκμ. ύσμαι, η ρίζα φαίνεται υ-ο Το υ εκ των α και ο προέρχεται (σάρξ κοινός
( =
ξυνός). Άω
-
-
σύρξ, στόμα
-
στύμα,
χορταίνω, πληρούμαι), μέλλ. άσω
(ύσω του ύω, α>υ), απαρέμφ. αορ. άσαι. Μάλλον το ύω εκ του άω προέρχεται
με
α>υ.
Ακόμα και τώρα,
μόλις κάποιος
διψασμένος πιεί νερό, μετά από μεγάλη δίψα, αμέσως εκφωνεί ένα μακρύ ααά, βλ. άρδω. Ο πρωτόγονος άνθρωπος ήταν
συνθηκογράφος, συνθηκολογία, συνθηκολογώ, συνθηκο-.
συχνά διψασμένος διότι δεν είχε ακόμα ανακαλύψει σκεύη θημωνιά
[τί-θημ-ι
+
ομού (ο>ω,
μ>ν)]- σωρός,
θωμός.
προς αποθήκευση ή μεταφορά νερού. Η βροχή ήταν για την
θημονοθετέω, θημών, θημωνιάζω, θημώνιασμα, θεμωνιά
δίψα του θείο δώρο]- βρέχω, πέμπω βροχή, πέφτω σαν βροχή.
(η>ε), θεμωνιάζω, θωμός (θου, προστακ. αορ. του τίθημι,
ύσις, ύσμα, εφύω (επί, π>φ), Υ άδες- αστερισμό ς ο οποίος
ου>ω),
όταν
θωμεύω,
απαρέμφ.
του
θώμιγξ,
τίθημι,
θώμιξ,
ει>ι)-
θίς (γεν.
σωρός,
θινός,
αμμώδης
θείναι,
ακτή
της
θάλασσας, θίνα.
ανέτειλλε
μαζί
με τον ήλιο προμήνυε
βροχή, Ύης
(επίθετο του Διός, θεού της βροχής), Υεύς, Ύη, αφύσσω (από
+ ύσω,
μέλλ. του ύω)- απαρύομαι, απαντλώ, αφύστα, άφυσσα,
αφυσμός, αφύω.
θησαυρός [θήσ-ω (μέλλ. του τίθημι) θησαυρίζω,
θησαύρισμα,
θησαυροφυλάκιον,
+
κατάληξη -αυρος],
θησαυρισμός,
θησαυροφύλαξ,
θησαυριστής,
θησαυριστικός,
θησαυριστός.
υέτιος,
σήμα [θήμα, θ>σ, βλ. θήκη]- τύμβος, τάφος, σωρός πετρών, πράγμα, σημείον εξ ουρανού ΠΡOμηVΎOν ή παραΥΥέλον κάτι, λόφος
χώματος,
σήμα επί τάφου.
σάμα
(η>α),
+ ετός (ίημι) = πεμπτός]-
υακίζω
ανοίξεως,
δείγμα από το οποίο δύναται να γνωρίσει κάποιος πρόσωπο ή οιωνός,
υετός [ύ-ω
βροχή, μάλιστα ραγδαία.
υέτησις, υετώτατος, υετιώτατος, υετώδης, υετίζω, υετόεις, (ε>α,
εποχής
τ>κ),
των
υάκινθος
βροχών),
(ανθός,
φυτό
Υάκινθος,
της
Υακίνθια,
υακινθίζω, υακίνθινος, Υ ακίνθιος. υγρός [ύ-ω, υα- (Υ ά-δες)
+ ρο-ή
(ρέω)
υαρός
>
>
υγαρός
>
υγρός, βλ. υρτήρ, ύρχα (άνευ γ)]- ρευστός, πλήρης υγρασίας,
σημαίνω, σημαίνομαι, σημαία, σημάδιον, σημάδι, σημάτιον,
υγρότητα,
σημαλέος, σήμανmς, σημασία, σημαντέος, σεσημασμένος,
μαλακός, ευκόλως υποχωρών, εύκαμπτος, ευκίνητος, χαλαρός,
υγρασία, επί
της θαλάσσης,
επί ευκοιλιότητας,
σημαδεύω, σημάδι, σημάδεμα, σημαδεμένος, σημαδευτής,
αδύνατος, επί αποθνήσκοντος, πλαδαρός, μαλθακός, απαλός,
σημαδευτός, σημαδιακός, σημαδούρα, σημαιο-, σημαντήρ,
ραδινός, τρυφερός, ενδοτικός, ήπιος, πολυτελής, πολυδάπανος,
σημαντίρι,
σημαντική,
σημαντικότης, σημασιολογία, σημειο-, σημείωmς,
παρασημαντική,
σήμαντρον, σηματο-,
σημείωμα, σημειωτέος,
σημειωτός, σημειώ,
σημαντικός,
Σήμαντρον,
σηματωρός
Σήμαντρα,
(ούρος),
σημειωματάριον, σημειωτής,
σημαντήριον,
σημείον, σημειώνω,
σημειωτικός,
ση μάντω ρ,
ογρός
(υ>ο),
ύγρανmς,
υγρηδών,
υγρο-,
οβρός
(γ>β),
υγραντικός,
υγρότης,
υγρά,
υγρασία,
υγρουσία
υγράζω, ύγρασμα,
(α>ου),
υγρύνω,
υγρώσσω, υγρώπις (ωψ), ύγρωμα, υρτάνη (αποβολή του γ), υρτήρ, ύρχα.
σημαντρίς,
σημήιον, σημάον, σημεία, επίσημος, επίσημον, επισήμανmς, επισημαίνω.
φιλήδονος. υγραίνω,
όμβρος
[βλ.
οβρός
(υγρός)
>
όμβρος
(β>μβ)]-
καταιγίδα, καθόλου, το ύδωρ ως στοιχείο, θύελλα. ομβρήεις,
ομβρηρός,
ομβρηγενής,
όμβρησις,
ομβρηλός,
ομβρία,
όμβρημα,
ομβρίζω,
βροχή,
ομβρέω, ομβρήρης,
ανομβρία,
127 ομβριμαίος,
όμβριος,
(βλύmς),
ομβρισία,
ομβροβλύτηmς,
Όμβριος,
ομβροβλυσία
ομβροβλυτέω,
ομβρο-,
ομβρολυτέω (λύω), ομβρώδης, Ομβριακή, ομπρουλιά (β>π),
ύλη [εκ του υγ-ρός (γ>λ, όπως μόγις όπως
δάφνη
μόλις), υδ-ρηλός (δ>λ,
-
= υδρόβιο φίδι ο = ποταμός στην Λυδία, υλίζω
Επίσης
λεγόμενος ύδρος (δρ>λλ), Ύλλος
= στραγγίζω,
ομβρέλλα, ομβρελλο-, ομπρέλα, ομπρελάς, ομπρελο-.
λάφVΗ).
-
ύλλος
δηλαδή αφαιρώ το υγρό. Ύλη δε σημαίνει τόπο
κατάφυτο, δάσος όπου υπάρχει υγρασία]- δάσος, δρυμός,
+
ύαλος [ύ-ω
άρω (αραρίσκω, ρ>λ), αρμοσμένη σαν ύδωρ,
κομμένα ξύλα, καύmμη ύλη, το υλικό από το οποίο γίνεται
ομοιάζουσα με ύδωρ]- γυαλί. υάλεος, υάλη, υαλίζω, υάλινος,
κάτι,
υάλιον, υαλίτις, υαλο-, υαλόεις, υαλώδης, υάλωμα, υαλούς,
υλάζομαι,
υλαγωγία
ύελος, υελέος, υελέψης (έψω), υελίζω, υέλινος, υελίτης,
υλητόμος,
υλοτόμος,
γυαλί,
γυάλα,
γυάλινος,
γυαλάδα,
γυαλο-,
γυαλιά,
γυαλένιος,
γυαλάκιας,
γυάλισμα,
γυαλικό,
γυαλιστερός,
το
υλικό
υλήεις,
ύδωρ [γεν. ύ-δα-τος, όπως σκώρ στο
επί
της
γης
-
+ δα = γη),
σκατός, (ύ-ω
(ποταμών
και
πηγών)
κυρίως
αναφέρεται], ούδωρ (βοιωτ.), ούθαρ (δ>θ), Ύδατα, υδαλέος, υδατώδης,
υδαλεώδης,
υδαρότης, υδαρώδης, υδατηγός
υδαρεύομαι,
υδαρής,
υδαρός,
υδασιστεγής (στέγη), υδαταίνομαι,
(άγω), υδατηρός, υδατικός, υδάτινος, υδάτιον,
υδατίς, υδατισμός, υδατο-, υδατόεις, υδατόω, υδάτωσις, υδερικός (α>ε), υδεροειδής, υδερόομαι, ύδερος, υδερώδης, ύδος
(α,ε>ο), υδογενής,
υδατοστεγής,
υδατο-,
υδατώνω,
υδατώδης, υδατικός, υδατόπτωσις.
υδραγωγείον (άγω,
άγαγον), υδραγωγέω, υδραγωγία, υδραγώγιον, υδραγωγός,
ύδρη,
υδραγόνος,
υδραίνω,
υδραλέτης
(αλέω),
υδραλής, υδράλμη (άλμη), υδρανός, υδράργυρος, υδράρπαξ (αρπάζω),
υδράστινα,
υδράυλης
(αυλέω),
ύδραυλις, υδρεία, υδρείον, ένυδρος,
υδραύληmς,
ενυδρείον, ύδρευμα,
υδρεύς, ύδρευmς, υδρευτής, υδρευτικός, υδρηγός (άγω), υδρηλός, υδρημερία (μέρος), υδρηρόν, υδρηρός, υδρηχόος (χέω, χοή), υδροχόος, Υδροχόος, υδρία, υδρίας, υδριαφόρος, υδρίον,
υδρίσκη,
υδρο-,
ποίημα,
καθίζημα.
υλατόμος
υλοτομία,
(τέμνω),
υλοτομικός,
υληκοίτης
υλήτης,
(κοίτη),
(έργον),
υληωρός
ύλημα,
υληνόμος,
υλουργός,
(ούρο ς),
υλουργέω,
υλουρός,
υλισμός,
υλιστής, υλιστήρ, υληστήριον, υλιστός, υλοβαρέω, υλο-,
υλότης,
υλώδης,
διυλίζω
(δια),
διύλιmς,
διύλισμα,
διυλιστήρι, διυλιστήριον, διυλιστήριος, διυλιστής, αφυλίζω (από), αφυλισμός, υλίζω, ύλλος, Ύλλος, ζουλίζω (διυλίζω, δι>ζ, υ>ου), ζούλισμα, ζουλώ, ζουλάω, ζούληγμα, ζούλημα, ζούλα. ξύλον [εξ
+ ύλη],
ξύλοχος (έχω), ξυλάβιον (αντί ξυλολάβιον,
λαμβάνω, η πυράγρα των χαλκέων), ξυλάριον, ξυλεία, ξυλεύς, ξυλεύω, ξυλή, ξυληβόρος (βορά), ξυλήριον, ξυληγέω (άγω), ξυληγός, ξυλήφιον, ξυλίζομαι, ξυλικός, ξύλινος, ξυλισμός,
υδρεύω [ύδωρ> υδρ-]- παρέχω ύδωρ. ύδρα,
για
υλασία,
υλοτομέω,
υληουργός
υλουργία,
διότι
υπόθεση
(άγω),
υλοτόμιον, υλάεις, υλαίος, υλάρχιος, υλάστρια, υλειώτης, υληγενής, υλονόμος,
γυαλιστήρι, γυλόχαρτο.
στοιχείο,
υδρότης,
υδρώδης,
ύδρευμα,
ξυλιστήρ, ξυλίτης, ξυλο-, ξυλοειδής, ξυλοκοπέω (κόπτω), ξυλοκόπος,
ξυλοκοπία,
ξυλούργημα, ξυλοχίζομαι (ωνέομαι),
ξυλουργέω
ξυλουργής, (έχω),
ξυλόω,
ξύλωmς,
(έργον),
ξυλουργία, ξυλώδης,
Ξυλαγανή,
ξυλουργός, ξυλουργικός,
ξυλών,
ξυλάγγουρο,
ξυλωνία ξυλάδικο,
ξυλάκι, ξυλ-, ξυλεύομαι, ξυλένιος, ξύλημα, ξυλία, ξυλιάζω, ξύλιασμα,
ξύλισμα,
ξυλίζω,
ξυλική,
Ξυλικοί,
ξυλίνη,
ξυλίτης, ξύλο, ξυλωmά. υ, ύψιλον [βλ. ύω]. Αποβάλλεται, αυτός
-
ατός. Μεταβολές,
υδρών, ύδρωψ (ωψ), υδρωπίαmς, υδρωπιάω, υδρωπικός,
υ>ου, οι>υ, υ>οι, ο>υ, υ>ο, α>υ, υ>ω, υ- εις μίμηση ανθρώπου
υδρωπισμός, υδρωπιώδης,
οσφραινομένου ευωχία.
μεθυδρίας (μετά), Μεθύδριον,
υδρογόνον.
Ρίζα φαύσσωπος [ύδωρ
>
ύδτωπος
+ ωψ
(καθαριστικό προσώπου)
ύσσωπος
>
(δτ>ττ>σσ)]-
υδατωπος
>
αρωματικό
φυτό.
υσσωπίτης, ύσσωπον.
εστία του πυρός τακτικά. Φουφού λέγεται ακόμα και τώρα η
δρόσος [υ-δρότης, τ>σ]- δροmά, ύδωρ, επί άλλων υγρών ή ποτών, τα νεογνά των ζώων.
δροmνός, δροσερός, δρόmμος,
δροσίζω, δροσόομαι, δροσουλίτες.
δροσίζω.
Άαρ,
διατηρώ κάτι δροσερό και
Άρ,
εστία του πυρός και το μαγκάλι. Μόλις δε ανάψει η φωτιά, φωτίζει (φά-ει) και φα-νερώνει τα γύρω της αντικείμενα. Γύρω από το φώ-ς της φω-τιάς αρχίζουν να ακούγονται οι φω-νές των
άρδω [βλ. ύω, εκ του υδρεύω (υ>α, δρ>ρδ)]- ποτίζω, ποτίζω κτήνη, γη, περιποιούμαι κάτι, ανθηρό,
φάος [φάFος, ο πρωτόγονος άνθρωπος για να ανάψει φωτιά, αλλά και για να την διατηρήσει, έπρεπε να φυσά προς την
αρδεύω,
άρδα,
αρδάλια,
ανθρώπων,
προηγηθείσης
για
την
ημέρας,
περιγραφή
=
φά-σκω
των
συμβάντων
βεβαιώ,
της
ισχυρίζομαι,
προσποιούμαι (διότι η γλώσσα τους ήταν φτωχή και έπρεπε και δια προσποιήσεων να παραστήσουν κάποια συμβάντα). Η ρίζα φα-
(φάmς
=
καταγγελία,
λόγος και εμφάνιση)
έχει την
άρδαλος, αρδαλόω, αρδάνιον, αρδεία, Άρδας, αρδεύσιμος,
σημασία του φέρω στο φως, φανερώνω, φανερώνω δια του
άρδευσις,
αρδευτής,
Αρέθουσα
(αρδεύουσα,
λόγου, καθιστώ γνωστό (βλ. φαίνω και φημί). Για τον λόγο
αρδευτός,
δ>θ,
αρδηθμός,
μετάθεση),
αρδμός,
αρέθω,
αδρεύω,
έρση (α>ε, δ>σ)- δροmά, νέο και τρυφερό ζώο, ερσαίος, ερσήεις, έρσω.
αυτόν οι τύποι του παθητικού παρακειμένου του φημί και του
φαίνω είναι ακριβώς ίδιοι. Το φαίνω συνδυάζει τα δύο ρήματα φάω και φημί, περιέχων και τις δύο έννοιες, αφού σημαίνει φέρω στο φως, δεικνύω, φανερώνω, παρέχω φως, εκθέτω (επί
οργάω [άρδω (α>ο, δ>γ), ογρός (γρ>ργ)]- εξοιδαίνομαι εξ
διανοημάτων), καταγγέλλω κάποιον, προδίδω, λέγω. Το φαύω
υγρασίας, είμαι πλήρης υγρών, επί εδάφους, καλώς αρδεύομαι
(φάFω) παραπέμπει κατ' ευθείαν στη φουφού, το φύσημα για
και είμαι έτοιμος προς παραγωγή καρπού, επί δένδρων, επί
το άναμμα της φωτιάς]- φως (αο>ω).
ανδρών
όπως
συνουσία,
το
είμαι
οργάζω.
σφριγάω, πρόθυμος,
οργάζω,
έχω
σφοδρή
έτοιμος,
αργάζω
επιθυμία
επείγομαι,
(ο>α),
οργάς,
προς
όπως
το
οργασμός,
ανοργασμικός, οργή- φυmκή τάση ή διάθεση και ορμή, η κράση
ή
αισθήματα, όργημα,
ιδιοσυγκρασία,
διάθεση,
καρδιά,
οργή,
οργητής,
πάθος,
οργαίνω,
ήθος,
θυμός,
οργιάω,
χαρακτήρας,
πανικός, οργίζω,
φόβος, οργίλος,
οργιλότης, οργιλώδης, παροργίζω, παροργισμός, εξοργίζω, εξοργισμός, εξοργιστικός.
φως [βλ. φάος, αο>ω], φάεος, φόως (α>ο), φάηκες οφθαλμοί),
φάω,
φαύω
(βλ.
φάος),
φαύmς,
( =
φαύσκω,
διαφαύσκω, φαυστήριος, φαύζω, φαύσιγξ, φαέθω, Φαέθων, φαεθοντίς,
φαεθοντιάς,
φαεννός,
φαεινός,
φαάντερος,
φαεσίμβροτος (βροτός), φακός (άγω, γ>κ), φαικάς, φαικός, Φαίαξ,
Φαίηξ,
Φαιακικός,
διάφαυσις, Ανάφαιος (ανά).
παmφαής
(πας),
Παmφάη,
128 φάλκη
+
[φά-ος
λείπω
(Π>Κ)]-
η
νυχτερίδα.
φάλκης
καμπυλωμένο ξύλο προς ναυπηγία (στο εσωτερικό του πλοίου,
Αποφάνιος,
απόφανmς,
αποφαντικός,
αποφαντικώς,
αποφαντός, απόφαmς, αποφίσκω (α>ι).
είναι σκοτεινό), εμφαλκόω, φολκός (α>ο)- αλλήθωρος.
+
φέναξ [φάν-ταmς (α>ε) δι φάω
+
[δια
φάω]- ζητώ, ερευνώ.
διφώ,
αναδιφάω,
πλάνος.
άγω, άξω]- απατεώνας, ψεύτης,
φενακίζω, φενακισμός, φενάκη, πηνίκη (φ>π, ε>η),
πηνικίζω.
αναδίφηmς, mαφάδην, διαφάδαν, περιφαής.
φαιός [φάος, α>αι]- επί του χρώματος του λυκαυΥούς ή
παιφάσσω
[παίφασ-μαι
λυκόφωτος, σκοτεινόχρωμος, τεφρόχρωμος, μουντός, σκούρος.
παιφάσσουσα
=
(αναδιπλ.),
λάμπουσα,
πρκμ.
του
απαστράπτουσα]-
φαίνω,
τινάσσομαι,
φαιότης, φαιο-, φήνη (αι>η), φίνις (αι>ι), φινάλε, Φινλανδία
φέρομαι ορμητικώς, εφορμώ αγρίως τήδε κακείσε, κινώ, σείω
(χώρα σκοτεινή), Φιλανδία, φινίρω, φις (όπου καταλήγει το
βιαίως.
καλώδιο).
σύμφασις,
φάσις-
καταγγελία,
φάσιμος,
φαmστόμουτρο, φακός
[το όσπριο φακή, εκ του φαιός (από το σκούρο
χρώμα, της αλλά και του ζωμού της όταν μαγειρεύεται) φαιϊκός
φαικός
>
φάκινος,
>
φακός]- η φακή, κηλίδα στο δέρμα. φακή,
>
φάκιον,
φακοειδής,
φακώδης,
φακο-,
φάκοψις
(οψ), φάκωσις, φακωτός, φακίδα, φακιmάρης, φακιδιάρα, φακέα.
φάος]- φέρω στο φως, δεικνύω, φανερώνω,
αποκαλύπτω, επί ήχου, κάνω κάτι φανερό στα ώτα, κάνω κάτι να ηχήσει καθαρώς, ευκρινώς, σαφηνίζω, καταγγέλλω κάποιον, προδίδω, φωτίζω, φέγγω. φανείος,
φανάριον,
φαείνω, φανότης, φανός, φανή,
Φανάριον,
φανο-,
φανίνδα,
φαινίς,
φαινόλις, Φάνος, φαινόλης, φαιλόνης (αντιμετάθεση εκ του
φαινόλης), φελόνη (α>ε), φελόνιον, φαιλόνιον, φαινομένως, (οψ),
φανερόω,
Φαίνων,
φανερώνω,
φανειρός,
φανερός,
φανέρωmς,
φανερότης,
φανητία,
φανητίας,
φανητιασμός, φανητιάω, φανάω, φανατικός, φανατισμός,
φανατίζω,
φανειά,
φανίζομαι,
φανέρωμα,
φανιστής,
φαντασία,
Φανερωμένη,
φάνσις,
φαντασμένος,
φανερωτής,
φαίνομαι,
φαντασιάζω,
φαντάζω,
φαντασιαστής,
φανταmαστικός, φαντασιο-, φαντασιόπληκτος, φανταmόω, φάνταmς,
φαντασιώδης,
φαντασμάτιον,
φαντασίωmς,
φαντασμός,
φάντασμα,
φανταστής,
φανταστικός,
φασκέλωμα, φασματο-,
επιφάνια,
φαίνω], Επιφάνιος, επιφάνεια, επιφανής,
επίφανος,
καταφανής,
καταφάνεια,
κατάφασις,
περίφασις,
επίφαmς,
καταφαίνω,
καταφαντάζω,
περιφαίνομαι,
περίφαντος, διάφανος,
επιφαντικώς,
καταφαντός,
περιφάνεια,
διαφαίνω,
περιφανής,
διαφάνεια,
διαφανής,
διάφαmς, προφαίνω, προφανερόω, πρόφανmς,
πρόφαντος, πρόφατος.
εμφαίνω [εν εμφανία,
+
εμφάνησις,
εμφανιστικός,
εμφανίσκω,
εμφανισμός,
εμφανίσιμος,
εμφαντικός,
παρεμφάνω, παρέμφασις, παρεμφατικός, απαρέμφατον (α,
στερητ.,
διότι
εμφατικός,
δεν
παρεμφαίνει
εκφαίνω,
εκφανόω,
εκφανής,
έκφανmς,
πρόσωπο), εκφάνδην,
εκφαντικός,
έμφασις, εκφανίζω,
εκφαντορία,
εκφαντορικός, έκφαντος, εκφάντωρ, έκφασις. υπερφαίνομαι [υπέρ υπερηφάνεια,
+ φαίνομαι],
υπερφανής, υπερήφανος,
υπερηφανεύομαι,
υπερηφανεύω,
περήφανος, υπέρφαmς.
αφανίζω [α (στερητ.) αφάνισις,
+ φαίνω],
αφανισμός,
αφανιστός,
αφαντικά,
αναφαίνω,
αμφαίνω
ανάφανσις,
φατσάδα,
φάσμα,
φασματικός,
άγω),
φυσίγγη,
φυσιγγόομαι,
Φάρος
[φάος],
φάρος,
φαλός,
φάριο,
φαρικός,
λαιφός
φάλος,
φαλύνω,
φαλιός,
(λαι,
φαλαρός,
φάλαρος, φαληριάω, φαλίς, φάλαρα, φαλίσκομαι, Φάληρον, Φαληριώτης, φαληρικός, Φάλαρα.
φαλλός [φαίνω, φάν-ταmς εφέρετο
μετά
φαν-λός
>
λαμπάδων]-
φαλλός (νλ>λλ),
>
ομοίωμα
ανδρικού
αιδοίου,
περιφερόμενο εν πομπή κατά τα Βακχικά όργια.
φαλληφορία,
φαλληφορέω,
φαλάγγωμα (άγω),
φαλλό),
φάλλη,
φαλαινο-,
φαλλωδοί
φαλλήν,
(άδω).
Φαλής,
φάλαινα (τα αρσεVΙKά φέρουν
φαλλικός,
φαλλίτιδα,
φαλλοκρατία,
φαλλοκράτης, φαλλωδυνία (ωδίνη).
+
φαλάκρα [φαλός κεφαλή.
άκρα]- άδενδρη άκρα όρους, άτριχη
φαλακρότης, φαλακρόομαι, φαλακράω, φαλακρός,
φαλακρώνω, φαράκλα
φαλάκρωμα,
(αντιμετάθεση),
φαλακρο-,
φαλαντίας,
φαλάκρωσις,
φαλαρίς,
Φάλαρις,
φαλαρισμός, καράφλα (κάρα), καράφλας, φάλανθος.
+
φαίνω> VΎVφη
>
νύμφη (ν> μ, α>η), οι
πρωτοφαινόμενες (των εντόμων) και η γυναίκα την ημέρα του
γάμου εμφανίζονταν για πρώτη φορά]- νύφη, η χρυσαλλίδα των καμπών,
θεά των δασών και των υδάτων.
νύμφα,
νυμφαία, νύμφαιον, Νύμφη, νυμφαίος, νυμφάς, νυμφείος, νυμφ-,
νύμφευμα,
νυμφεύτρια, νυμφίδιο ς,
νύμφευσις,
νυμφεύω,
νυμφικός,
νυμφευτήριος,
νυμφιάω,
νυμφίος,
νυμφευτής,
νυμφίδες,
νυμφίς,
νυμφίδιον,
νυμφο-,
νυμφών,
αμφανδόν,
νυμφίτιδα,
νυμφοειδής,
νύφη,
νυφιάτικος,
νυφικός, νυφικό, νυφίτσα, νυφο-, νυφούλα.
φαίδιμος [φά-ω
+
ιδείν (απαρέμφ. του είδω )]- φωτεινός,
λαμπρός, ένδοξος, ευκλεής. φαίδρα,
Φαίδρα,
φαιδρότης, φαίδρυσμα,
Φαίδιμος, φαιδιμότης, φαιδρός,
φαιδρο-,
φαιδρυντής, φαιδρωπός
φαιδρό ω,
φαιδρόομαι,
φαιδρύντρια, (ωψ),
φαιδρύνω,
φαιδρυντής,
Φαίδρος,
δάφνη [δα (επιτατ.) μαντικής (φαίνω
=
Δάφνη,
δαφναίος,
(ερέφω),
δαφνη-,
+ φαίνω,
ιερή του Απόλλωνος, θεού της
φανερώνω, δια χρησμών)]- το δένδρο. δαφνέλαιον,
δαφνιακός,
δαφνήεις,
δάφνιος,
δαφνηρεφής
δάφνινος,
δαφνίς,
δαφνίτης, δαφνο-, δάφνος, δαφνώδης, δαφνών, δαφνωτός,
αφανεί, αφάνεια, αφάνερος, αφανιστήριος,
άφαντος, (ν>μ),
νυμφίτης,
Φαίδων, Φαιδώνδας, Φαιδρίας.
υπερηφανημένος, υπερηφάνια, περηφάνια, περηφανεύομαι,
αφανής,
φάτσα,
ωθώ προς τα εμπρός),
νυμφαία, νυός, νημφαίον, Νυμφαίον, νυμφαλίδες, Νύμφες,
φαίνω], εμφάνεια, εμφανής, εμφάνερος,
εμφανίζω,
εμφανιστής,
κατηγορία, φαmστικός,
φύσιγγα, φυσίγγι.
νύμφη [νυν
+
=
φάσσαξ,
+
(α>υ
ίχνος,
φασίστας,
φασίμετρο,
(κέλλω
φάσκελο,
φύmγξ
φανταστός, φάντης, φαντός.
επιφαίνω [επί
φαmκός,
φασκελώνω
επιτατικ.),
φαίνω [βλ.
φαίνοψ
φατσάρω,
εμφάνιση,
φασισμός,
αφαντόω, αναφανδά,
αναφαδόν,
λάφνη (δ>λ ή λα επιτατ.).
αφανιστής, αφάντωσις, αναφανδόν,
αναφανερόω,
αναφαντάζω, αμφαντύς, αποφαίνω, αποφανής, αποφανόω,
φοίβος [βλ. φάος, φάFoς (α>ο>οι, το β εκ του βάω )]- λαμπρός, διαυγής, καθαρός, αγνός.
F
ή εκ του
Φοίβος, φοιβάζω,
φοιβαίνω, φοιβάς, φοίβασμα, φοιβαστήριος, φοιβαστικός, φοιβάστρια,
φοιβάω,
Φοίβειος,
Φοίβη,
φοιβητεύω,
129 φοιβητής,
φοιβητός,
φοιβολάλος,
φοιβήτρια,
φοιβήτωρ,
φοιβο-.
Φωτάδα,
φωτάω,
φωταψία
(άπτω,
άψις),
Φωτεινή,
Φωτεινό, φωτεινότης, φωτερός, φωτιά, φώτηmς, φώτισμα,
φωτιστικός, εστία (δασ.) [φαίνω, φά(ν)mς
φασ-
>
>
φεσ- (α>ε)
εσ- (το
>
φ σε δασεία)]- το μέρος του εσωτερικού της οικίας όπου άναβε
φωτο-, παραφωτίδα, εμφωτίζω,
διαφωτισμός,
διαφώτηmς,
διαφωτίζω,
διαφωτιστής,
διάφωτος,
αναφωτίς.
το πυρ, κατοικία, οικογενειακός κύκλος, οικογένεια, βωμός. εστίαμα,
εστίασις,
εστιούχος, Ιστιαία,
εστιάτωρ,
εστιατήριον, Εστία,
εστιώτις,
Εστιάς,
εστιάζω,
εστιάω,
εστιατόριον,
εστιουχέω ιστία
Εστιάδες,
Εστιαιώτις,
(έχω),
(ε>ι),
Ιστίη,
εστιάχος,
Εστιαιώτιδα,
φώγω [φω-ς
+ άγω]- φρύγω, ξηραίνω στη φωτιά ή στον ήλιο.
φώζω (γι>ζ), φωγνύω, φωκτός (ακτός), αποφώζω.
έστιος,
εστιακός,
έστωρ, έστορας, αφέστιος (επί), επίστιος, ανέστιος.
φιτίλι
[φά-ος
+
(α>ι)
( =
τίλλω
μαδώ,
φθείρεται)], ξεφιτιλίζω (ξε-), ξεφτιλίζω
( =
φθείρω,
διότι
βγάζω το φιτίλι,
βλ. εξευτελίζω).
+
εσπέρα (δασ.) [βλ. εσ-τία εσπεραίος,
Εσπερία,
εσπερινός,
εσπέριος,
εσπερίτις,
έσπερος,
πέρας]- βράδυ, προς δυσμάς.
εσπερίζω,
εσπερίηθεν,
εσπερικός,
εσπερίς,
εσπέρισμα,
εσπερίτης,
αποσπερίτης,
εσπέρας,
φωλεός [φως κατοικία
+ λεαίνω = εξαλείφω
ζώου,
διδασκαλείο.
μετριάζω]- οπή, σπήλαιο,
φώλευμα,
φωλιά,
φωλέα,
εσπερίδα,
φωλάζω, φωλιάζω, εμφωλεύω, φωλάς, φώλευσις, φωλεία,
εσπεριδοειδή, σπερνός, σπερινός, καλησπέρα, καλησπερίζω,
φωλέω, φωλεύω, φωλητήρ, φωλητήριον, φωλίον, φωλίς,
καλησπερούδια, χοροεσπερίς, χοροεσπερίδα.
πρόσφωλο,
φώλι,
προσφώλι,
φώλιασμα,
φωλίτσα,
αποφώλιος, απόφωλος.
έννυμι (δασ.) [μέλλ. έσ-ω, αόρ. έσ-σα (έσ-νυμι Σv>νν), αμφί-εσ-ις, β-έσ-τιος τία
= ένδυση,
= ιμάτιο,
= ενδύματα,
έσ-τα
γ-έσ-τα
έVVΥμι,
>
= στολή,
γ-εσ
Ρίζα φα-
> οπ-
βλ. εσ-τία, δηλαδή αυτό το
=
όπωπα [πρκμ. β' του οράω. Το φως το προερχόμενο από την
ενδύω κάποιον (στα πλαίmα της φιλοξενίας έντυναν τον
εστία του πυρός απαιτεί τακτικό φύσημα επί της εστίας (βλ.
φιλοξενούμενο με καθαρά ρούχα)]- ενδύω κάποιον, μεσ. και
φάος), ουφουφου (το πρώτο ου εκ της εισπνοής)
παθ., ενδύομαι, φορώ, σκεπάζομαι.
ούπουπα
οποίο φαίνεται επί του σώματος (ένδυμα). Αλλά και εσ-τιάω
εννύω, είνυμι (ε>ει),
εινύω, καταέννυμι, καταεινύω, εφέννυμι (επί), αμφιέννυμι
(φ>π)
όπωπα
>
(ου>ο,ω).
>
ούφουφα
Δηλαδή
>
κατόπιν
φυσημάτων άναβε η φωτιά η οποία φώτιζε τον χώρο και τότε
(αμφί), αμφιεσμός, αμφίεmς, αμφίεσμα, αμφιάζω, άμφια,
άρχιζε να ορά ο άνθρωπος (διότι δεν διέθεται άλλο μέσον προς
εανός, ευέανος.
φωτισμό), αλλά και να ομιλεί (βλ.
φάος). Εκ της κοινής
καταγωγής των φαίνω και φημί (βλ. φάος), άξιον προσοχής είμα (δασ.) [είμαι, παθ. πρκμ. του έVVΥμι]- ένδυμα. (ει>ι),
ιμάτιον,
ιματιδάριον,
ιματιεύομαι,
ιματίδιον,
ιματισμός,
ιματίζω,
ιματηγός
ιματιο-,
ίμα
τυγχάνει το γεγονός ότι και εκ του φημί έχουμε τα έπ-ος και οψ
(άγω),
(γεν. οπ-ός). Η οπ- δηλαδή δηλώνει και την όραση και την
ευειματέω,
ομιλία. Μάλιστα το οψ φέρει
(γεν. Fοπός) το οποίο εκ του φ
F
(φύσημα) προέρχεται]- περιβλέπω, περισκοπώ, βλέπω ατενώς,
ευείματος, ευειμονέω, ευείμων.
ενεδρεύω,
+ άγω>
φέγγος [πέ-φαγ-κα και πέ-φην-α, πρκμ. του φαίνω
όραση,
παραμονεύω, οφθαλμός,
παραφυλάω.
οπωπεύω,
οπωπή-
οπωπητήρ,
όψη,
θέα,
οπιπεύω,
φέγγος (α>ε)]- φως, λάμψη, το φως της
οπιπευτήρ, οπίπης, παρθενοπίπης, παιδοπίπης, πυρροπίπης
σελήνης, ερχομός στον κόσμο, ημέρα, φως λαμπάδων ή πυρός,
(πυρ), οψ (γεν. οπ-ός), ωψ (γεν. ωπ-ός, οπ-ωπ-α), ωψά, όψις,
το
οψείω, εισωπός, αδυσώπητος (α, στερητ.
φαγάγω> φάγγος φως
των
οφθαλμών,
υπερηφάνεια. φεγγάρι,
>
φέγγω,
φεγγίτης,
δόξα,
φεγγώδης,
φεγγοβολέω,
φεγγαράδα,
φεγγαράκι,
φεγγαριάζομαι,
φεγγάριασμα,
φεγγαρίmος,
ευφροσύνη,
φεγγαρο-,
χαρά,
φεγγαίος,
φεγγάριον,
φεγγοβολώ,
φεγγο-,
φεγγαρένιος,
Φεγγάρι,
φεγγαριάτικος,
φεγγερός,
τέρψη,
σπινθήρας από
φεγγρίζω,
φεγγρίζω,
= πτύω,
καιόμενα ξύλα ή κάρβουνα,
δυσ-
+
ωψ)
έκφραση του προσώπου του ή να ερυθριάσει, αναίσχυντος,
ανεξιλέωτος.
φεγγαρίζω,
φέγγρισμα, φέγγρισμα, φεγγριστός, φεγγαλικά, βεγγαλικά
(φ>β), φέξη (γγ>ξ), φέξιμο, φέψαλος (ψύ-τω
+
αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον κάνει να μεταβάλλει την
υ>α)
φεψαλόομαι,
ωπάζομαι Ευρώπη
[ωψ, γεν.
(ευρύς),
ωπ-ός]-
βλέπω.
Ευρωπία,
μέτωπον
Ευρωπαίος,
(μετά),
Ευρωπεύς,
Ευρωπός, στενωπός (στενός), ενώπιος (εν), ενώπιον, ενωπή, ενωπαδίως, νώψ (νη, αρνητ., ηω>ω).
φέψελος, φεψάλυξ. όπις [όπ-ωπα]- οφθαλμός, η θεία εκδίκηση ή τιμωρία, επί της φλέγω [σημαίνει και εκλάμπω, εκ του φαίνω, μέλλ. φαν-ώ φαν-
>
φεν-
φελ- (ν>λ)
>
+
άγω> φελάγω
(α>ε)]- εκβάλλω φλόγα, καίω.
>
φλάγω
>
>
φλέγω
φλεγιάω, φλεγέθω, φλέγμα,
φλεγμαίνω, φλέγμανσις, φλεγμονή, φλεγμασία, φλεγματίας, φλεγματιαίος,
φλεγματικός,
φλεγματώδης,
παραβιάσεως των θείων νόμων, η πρόνοια και ευμένεια των θεών,
σεβασμός
οπιπτεύω περιέργεια,
φλογίζομαι, φλογίζω, φλογίς, φλόγισμα, φλογμός, φλογόω,
παραφυλάω.
φλόγωμα, φλογιστός,
φλογίτης,
φλογο-,
[όπωπα,
οπιπεύω]-
περιβλέπω,
βλέπω
ατενώς,
ενεδρεύω,
προσοχή
στα
παπταίνω
(ι>α),
περισκοπώ
παπταλάομαι,
με
παραμονεύω, οπτάνομαι,
φλογίδιον,
οπτάζομαι, οπταίνω, οπτάνω, οπτίλος, οπτίς, οπτή ρ, οπτέον,
Φλογητά,
φλογώνω,
οπτεύω, οπτήρια, οπτίζομαι, οπτικός, οπταλίαmς, οπτίκιον, οπτασία, οπταmάζομαι, οπτασιασμός, οπταmαστής, οπτική, ΟΠΤΙΚΟ-, ΟΠΤΟ-, ενδίοπτος (εν
(φέρω),
θεούς,
φλόγιστρον,
φλογωπός (ωψ).
φώσκω
προς
αρνητ., α>η).
φλόγεος, φλογερός, φλογώδης, φλογετός, φλογία, φλογιάω, φλογίστρα,
φόβου
φλεγμός,
φλέγος, φλεγύας, φλεγυράς, φλόξ (ε>ο), φλόγα, φλόγινος,
φλόγωσις,
μετά
πράγματα και αφοσίωση, ζήλος. οπιδνός, οπίζομαι, ήνοψ (αν,
[φω-ς]-
φέγγω,
φωσφορέω,
χαράζω.
φωσφορία,
φωστήρ,
φωσφόριον,
φωσφόρια
+
δια), όβδη (οπτός, πτ>βδ,
όπως επτά - έβδομος).
φωσφόρος,
φώσφορος, φώψ, υποφώσκω.
εποπτεύω [επί
+
οπτεύω], εποπτεία, επόπτης, επιόπτης,
επίοπτος, επωπάω (ιο>ω, ωψ), Επωπετής, επωπεύς, επωπή,
φωτίζω
[φώσκω,
φωτισμός, φωταγώγησις,
σ>τ] ,
φωτεινός,
φώτισμα,
φωτιστής,
φωταγωγός,
φωταγωγικός,
φωταγώγιον,
φώτα,
επόπτευσις, εποπτήρ, εποπτικός, επόπτις, έποπτος, επόπτια,
φωταγωγία,
έποπτρον, έποψις, εποψία, επόψιμος, επόψιος, κατοπτεύω,
φωταγωγώ,
κατόπτευσις,
κατοπτεία,
κατοπτευτήριος,
κατοπτήρ,
130 κατοπτήριος,
κατόπτομαι,
κατοπτίλλομαι,
κάτοπτος,
κατοπτρίζω, κατοπτρικός, κάτοπτρις, κάτοπτρον, κάτοψις, κατόψιος,
έσοπτρον,
είσοπτρον,
ένοπτρος,
υποπτίλος,
υποψιάζομαι, (κακός,
ύποπτος,
υποψιασμένος,
Κ>χ),
υποψία,
αποψία
καχυποψία,
σκόπιμα,
σκοπιωρός
(ούρο ς),
σκοπιωρέομαι,
ενοπτρίζω,
ενόπτριmς, ένοπτρον, υποπτεύω, υπόπτευσις, υποπτρευτής, υποπτίων,
σκόπιμος, Σκόπας.
υποψιαστικώς,
(υ>α),
καχύποπτος
προοπτικός,
προοπτέον,
ανασκοπέω [ανά περισκοπέω,
+
σκοπέω], ανασκόπηmς, ανασκοπώ,
περισκοπή,
κατασκοπεύω,
περισκόπηmς,
κατασκοπέω,
κατασκοπευτήριον,
περισκόπιον, κατασκόπευσις,
κατασκοπή,
κατασκόπηmς,
προοπτεύω, προόπτης, πρόοπτος, προοπτική, προοπτικότης,
κατασκοπία,
κατασκοπικός,
προνώπια.
κατάσκοπος,
προσκοπέω,
προσκοπή,
προσκόπιον,
πρόσκοπος,
επισκοπεύω,
πρόσωπον [προς
+ ωψ
(γεν. ωπός)], ποσωπίς, προσωπείον,
προσωπίδα, προσώπη, πρόσοψις, προσωπικός, πρόσωπος, πρόσωπο,
προσωπόεσσα,
προσωπούττα
(οε>ου,
εκπροσώπησις,
αντιπροσωπεύω,
εκπρόσωπος,
αντιπρόσωπος,
αντιπροσώπευσις,
αντιπροσωπεία,
αντιπροσωπευτικός,
υπεροψία
(οψ),
υπέροψις, υπερόψομαι, υπερόπτης, υπεροπτικός, σύνοψις,
συνοψίζω,
συνοψιασμός,
συνοψίζομαι,
αυτόπτης
συνόψιmς,
(αυτός),
+
[καθαρός
αύτοπτος,
οπτεύω,
ο>ε],
καθρεπτίζω,
(φ>υ), καθρεύτισμα, καθευτρισμός, καθευτριστός.
+
(πτ>σσ, όπως πέπτω όσσω,
όττις
-
τε (δε>τε
όμμα
+
σκόπελος [βλ. σκοπός
αίρω (ρίζα ερ-, ρ>λ)]- υψηλός
βράχος ή κορυφή, ακρωτήριο, λίθος προεξέχων της θαλάσσης, βράχος.
σκοπελισμός,
σκοπελώδης,
σκοπελισταί,
σκοπελοδρόμος,
σκοπελοειδής,
Σκόπελος,
Σκοπελίτης,
σκοπελίτικος.
σκέπτομαι [εκ, εξ (βλ. σκοπός)
=
δύο)
όπ-τε
>
(όπ-μα,
>
όσσε
όσσομαι,
πμ>μμ),
του
νου,
εξετάζω,
σκεπτέος,
κρίνω,
σκεπτήριον,
σκέφτομαι
(π>φ),
οφθαλμών,
πέσσω)]- οι δύο οφθαλμοί.
(σσ>ττ),
επισκόπηmς, επισκοπικός, ενδοσκόπιον, περισκοπεύω.
+
οπτεύω (ο>ε)]- βλέπω
ολόγυρα, παρατηρώ με προσοχή, κατασκοπεύω, παρατηρώ δια
καθρέφτης (π>φ), καθρεφτάδικο, καθρεφτίζω, καθρευτάς
όσσε [οψ, γεν. οπ-ός
επισκοπέω,
επισκοπάτον, επισκοπή, επισκοπείον, επισκοπία, επίσκοπος,
συνοψισμός,
αυτοπτεύω,
αυτοψία, περίοπτος, περιοπτέος.
καθρέπτης
κατασκοπίς, προσκόπησις,
σσ>ττ),
εκπροσωπεύω, εκπροσωπέω, εκπροσωπώ, εκπροσώπευmς, εκπροσωπευτικός,
κατασκόπιον,
η
νομίζω,
προνοώ.
σκεπτοσύνη,
σκεφτικός,
γλαύξ),
σκώψ
σκέμμα
διασκέπτομαι,
διάσκεψις,
διασκεπτικός,
επισκέπτομαι,
σκεπτικός,
σκέψις,
(εκ
σκεπτικός,
των
μεγάλων
(πμ>μμ),
διασκεπτήριος,
σκεμμός,
διασκεπτικόν,
επίσκεψις,
επισκεπτήριον,
Επίσκεψις.
ομμάτιον,
ομματόω, ομμάτειος, μάτι (ο-μμάτι, ομ-μάτι, το ορθόν είναι
οπή [οψ (γεν. οπ-ός), είτε εκ της φωνής που εξέρχεται δια της
'μμάτι), 'μμάτι, ματιά, Μάτι, ματιάζω, μάτισμα, ματιmά,
οπής του στόματος, είτε εκ του οφθαλμού ο οποίος είναι η οπή
ματόλαδο, ματο-, ματιασμένος.
δια της οποίας εισέρχεται το οπτικό ερέθισμα]- τρύπα. οπαίος, μετόπη
οφθαλμός [όπ-ις (π>φ) οφθαλμία,
+ θάλαμος]- το
οφθαλμίας,
ενοφθαλμίζομαι,
'μμάτι. οφθαλμηδόν,
οφθαλμιάω,
οφθαλμίτης,
φθαλμίζω
>
φταρμίζω,
θ>τ,
λ>ρ)-
μεθόπιον,
οφθαλμορύχος
ματιάζω,
βασκάνω,
φτάρισμα, φταρμός.
όφις [όπ-η
όθομαι,
βέ-ομαι (γεν., όφεως)
οφίτης,
οφιόεσσα,
οφιοειδής,
οφίων,
οφιόνεος,
βλέμμα), οθόνιον, οθόνειον.
φιδίσιος, φιδο-, φιδωτός.
έκομεν
όπεας,
όπ-βεως
>
όκκος
φίδι,
όφεως
>
όφιος, οφιακός,
οφίουρος
οφιόδειρος,
οφιούχος
φιδένιος,
Ρίζα φα-
>
(έχω),
Φιδάκια,
(ουρά),
οφιώδης, οφείδιον,
φιδιασμένος,
φυ-
τυφλόν, Ησύχ., α, στερητ.),
θεωρήσαμεν, Ησύχ.), κόρας
(=
ο οφθαλμός.
όφιος,
οφίαmς,
οφιο-,
οφίδιον,
( =
όπα,
πρώτη συλλαβή (οφ-) είναι θέση
οφιήτης,
οθεύω, οθέω, όθη, οθόνη (λεπτό ύφασμα το οποίο διαπερνά το
όκταλος [οπτήρ, π>κ, η>α, ρ>λ]-
οπή εις,
μακρά (οπβ-, οφ-). φωλιάζει σε οπές]- φίδι. οφιούσσα,
όθμα [οψ, γεν. οπ-ός (π>φ>θ, οφ-θαλμός)]- όμμα.
+ βίος,
και όφεος. Στον Όμηρο η οφιδεύω,
(κτ>κκ), όκκαλος, άκαρον
οπαίον,
οφθαλμίζομαι,
οφθαλμο-,
(ορύσσω), εποφθαλμιώ, εποφθάλμιος, φταρμίζω (οφθαλμίζω
>
(μετά),
οπήτιον, οπητίδιον, οπήτρια.
(=
οφθαλμοί, Ησύχ).
φύω
[φαίνω,
φά-ος,
δηλαδή
φέρω
στο
φως,
φυτρώνω
(εξέρχομαι από την γη στο φως), σχετικά από τον Ησύχ, πρέπω [προ (το σημαίνον σε σύνθεση πρωτείο) ός)
>
προ-οπ-ω
>
+ οψ (γεν.
οπ
πρέπω (ο>ε), διότι στον Όμηρο σημαίνει
φωτεύει (α>υ)]-
= γεννά, φύτιος = ήλιος, φυτεύει = γεννά, φά-ος > φύω κάνω
να
φυτρώσει,
παράγω,
αναδίδω,
γεννώ,
μόνον φαίνομαι εναργώς, διακρίνομαι μεταξύ πολλών, εξέχω
βλασταίνω, φυτρώνω, φύομαι, γεννώμαι.
και
των
πεφύκω (πέφυκα, πρκμ. του φύω, με σημασία ενεστωτ.), φυά,
διακεκριμένων πραγμάτων και ενεργειών]- διακρίνομαι μεταξύ
φυάς, παραφυάς, παραφυάδα, αφύη (α, επιτατ.)- η σαρδέλα,
κατόπιν
επεκτάθηκε
η
έννοια
επί
πάντων
φύη, φυίη, φυίω,
πολλών, διαπρέπω, εξέχω, επί ήχων, οσμής, αρμόζω, ομοιάζω.
φύκος (πε-φύκω, από αυτό κατασκεύαζαν ερυθρό χρώμα, το
πρέπον,
οποίο οι Ελληνίδες μεταχειρίζονταν ως κοκκινάδι, εξ αυτού δε
πρεπόντως,
πρεπούμενος,
πρεπτός,
άπρεπος,
πρεπώδης,
απρέπεια,
άπρεπα,
πρέπει, διαπρέπω,
διαπρεπής.
και το φκιασίδι κ.
λπ.),
φύκι,
φυκάριον,
φύκη ς,
φυκιά,
φυκόεις, φυκίον, φύκιος, φυκιο-, φυκίς, φυκίτις, φυκιώδης, φυκο-, φυκόω, φυκώδης, φύκωμα.
σκοπός [εκ, έξ, έξω
=
πέραν, εκτός (ξ>σκ)
+
οπεύω
>
φρουρός,
φυκιασίδι [βλ. φύκος], φκιασίδι (αποβολή του υ), φκιάνω,
επόπτης, περιβλέπων, μάλιστα στον πόλεμο, αυτό στο οποίο
φκιάχνω, φκιαmδώνω, φκιαχτός, φκιαστικά, φτιάνω (κ>τ),
προσηλώνει κανείς τον οφθαλμό του, σημάδι, ο σημαδεύων
φτιαγμένος,
τον στόχο, μεταφ., σκοπός, αντικείμενο της ενέργειας, τέλος,
φτιαmδού, φτιασίδωμα, φτιασιδώνω, φτιάσιμο, φτιαστός,
βλέψη,
φτιαχτικά, φτιαστικά, φτιαχτός.
σκοπεύω
>
επιθυμία
σκοπάρχης, σκοπέω,
σκοπός]-
παρατηρών,
επιτεύξεως
σκοπιάω,
σκοπεύς,
ο
ενέργειας
σκοπάω,
σκόπευσις,
φύλακας,
ή
σκοπιάζω,
σκοπευτήριον,
πράγματος. σκοπεύω, σκοπευτής,
σκοπή, σκόπησις, σκοπητέον, σκοπιά, σκοπιήτης, σκοπικόν,
φτιάχνω,
φτιάξιμο,
φτιάσιμο,
φτιασίδι,
131 φύμα [φύω]- φυτό.
φυτόν, φυτό, φυματίας,
φυματόομαι,
φυματώδης,
φυματολογία,
φυματολόγος,
φυμάτιον,
φυματίωσις,
φυταλιά
φυματικός,
(άλις),
φυταλίζω,
φυτάλιος, φυτάλιμος, φυταγωγέω, φυτάριον, φυτά ς, φυτεία,
φύτευμα,
φωτεύω
φυτευτικός,
(βλ.
φυτευτός,
φύω),
φύτευσις,
φυτεύω,
φυτηκομία, φυτηκόμος, φυτικός, φύτιος, φυτο-,
φυτουργός
(έργον),
φυτευτής,
φυτηκομέω
φύτρα,
(κομέω),
φλόος,
φλούδιον,
φλουδερός,
φλούδα,
φλουδωτός,
ξεφλουδισμένος,
φλοίδα,
φλοίδι,
ξεφλουδίζω
φολίς
(φλόος,
φλουδάτος,
(ξε-),
λο>ολ),
ξεφλούδισμα, φολίδα,
φολιδώδης,
φολιδωτός,
φόλλιξ,
φολλικώδης,
εξώφλοιον
(έξω), τσόφλι (ξ>κσ>τσ, κ>τ, ω>ο), τσέφλι (ο>ε).
φύτλη, φύτλον,
φυτρόομαι,
φυτών,
άλφιτον [α (στερητ.)
+ φλοιός>
άφλοιτον> άφλιτον (οι>ι)
φύτωρ, φυτώριον, κατάφυτος, φιτύω (το φύω εκ του φαί-νω,
άλφιτον
αι>ι),
χονδροαλεσμένο κριθάρι, κάθε είδος αλεύρου, ο άρτος.
φίτυς, φίτυ,
φουντώνω
φίτης,
(υ>ου),
φιτυστός,
φούντα,
φουντωτός, φως (φύω
φιτρός, υπερφίαλος,
φούντωμα,
=
φως
>
Φουντωτό,
άνθρωπος, θνητός, βροτός,
άνδρας, γενναίος, ήρωας), πολφός (πολ-ύ
φόλα
(μπάλωμα υποδήματος, βλ. φόλα στο φένω), φολιδόομαι,
+ φύω,
υ>ο)- φιδές,
(φλ>λφ),
άνευ
φλοιού]-
ξεφλουδισμένο
> ή
άλφι,
αλφιτεία, αλφιτεύς, αλφιτεύω, Αλφιτώ, αλφός, αλφώδης, αλφινία,
αλφιτείον,
αλφιτηρός,
αλφιτήριον,
αλφιτικός,
αλφιτο-, άλβος (φ>β), αλβάτοι, αλβάτος, αλβάριος.
μακαρόνια.
Άλπεις φυλή
+
[φύ-ω
λαός,
α>η]-
όπως
το
φύλο,
άθροισμα
[άλβος,
ανθρώπων εκ φύσεως διακρινομένων από τους άλλους, δια
έτος.
συγγένειας και κοινής καταγωγής,
διαίρεση
αλπινικός,
φυλάζω,
φυλάρχης,
φυλαρχέω,
φύλαρχος,
στον στρατό. φυλαρχία,
εκ
του
αλφός
(φ,β>π)]-
η
μεγαλύτερη
οροσειρά της Ευρώπης, λευκή εκ του χιονιού καθ' όλον το άλπειος,
Αλπίδες,
Αλπίδαι,
αλπινισμός,
αλπινοβάτης,
Αλβανός
(άλβος,
ανοιχτόχρωμη
φύλιος, φυλοβαmλεύς, φύλοπις (οψ), φυλοκρινέω (κρίνω),
Αλβιών, Αλβιώνα, αλβιόνειος, αλβινισμός, άλμπα (β>μπ),
φυλοκρίνηmς,
Παμφυλία
αλμπινισμός, αλμπίνος, αλβίνος, αλπακάς (β>π), αλπάκα,
φυλετικότης,
φυλογένεια,
φυλογένεσις,
φύλο,
φυλογενετικός,
αλβανικός,
φυλή),
Αλβανία,
φύλον,
αλβανικά,
αλπινία,
αλπινιστής,
Φυλάσιος, Φυλή, φυλετεύω, φυλέτης, φυλετικός, φυλέτις, (πας, παν, ν>μ),
αλβανίζω,
αλπικός,
αλπινίστας,
αλβανόπουλο,
αλπακά, αλπάγκα, αλπαγάς, αλμπαγάς.
φυλογονία, φυλογόνος, φυλογονικός.
φλύω φύλλον [φΎV-αι,
απαρέμφ.
(νλ>λλ)]- το φύλλο.
του φύω, φΎV-λOν
>
φύλλον
φυλλάζω, φυλλ-, φυλλάριον, φυλλάς,
φυλλείον, φυλλιάω, φυλλίζω, ξεφυλλίζω (ξε-), ξεφύλλισμα, φυλλικός, φυλλίνης, φύλλινος, φύλλιον, φυλλίς, φύλλιmς, φυλλίτης,
φυλλο-,
φύλλωμα,
φυλλόω,
φυλλώδης,
Φύλλα,
φυλλαράκι,
φυλλιάζω,
φυλλώδιο,
φυλλωmά,
φυλλάδιον,
φυλλάδα,
φύλλιασμα,
φέλλιασμα,
Φύλλο,
φυλλωτός, Πάμφυλλα (πας, παν, ν>μ).
φύσις
[φύσω,
μέλλ.
του
φύω]-
ανάστημα, το φύλο, γένος.
φλύαξ,
φύση,
όπως
το
φυή,
φυσείδιον, φυσι-, φυσίκευμα,
φυσίωσις, φύσει, φυmκή, φυσιοδίφης (διφάω), πρόσφυσις, αφύmκος. φυάω
>
>
υφάω (μετάθεση)]
υφαίνω, μηχανώμαι, εφευρίσκω, δημιουργώ, παρασκευάζω, κατασκευάζω, συγγράφω.
ύφα, υφάδιον, υφάζω, υφανάω,
ύφανmς, υφαντέον, υφάντης, υφαντικός, υφαντο-, υφαντός, υφαντουργός (έργον), υφαντουργείον, υφαντόω, υφάντρα, ύφασμα,
υφασμάτιον,
υφαστρίς,
υφαντήριον,
υφασμάτινος, υφασματο-, υφή, ύφος.
φλέω [φύ-ω
=
(ρέω),
υπερχειλίζω,
αναβράζω,
φλυαρώ), αδολεσχώ.
φλυαρώ,
φλυάρημα,
φλυ,
φλυαρία,
φλυαρο-, φλύαρος, φλυαρώδης, φλυάσσω, φλυδάω (ύδωρ), φλυδαρός,
φλύος,
φλύκταινα
φλυζάκιον
(ακταίνω),
(δι>ζ),
φλύζω,
φλυκταινίδιον,
φλυηρέω, φλυκταινίς,
φλυκταινοειδής, φλυκταινόομαι, φλυκτίς, φλύσις, φλιδάω
(φλέω, ε>ι), φλίω, φλιδή.
+ ροή,
ρύ-mς
>
φυρύω
>
φρύω
>
βρύω (φ>β)]
ιδίως επί φυτών, είμαι πλήρης, κατάμεστος, είμαι πλήρης μέχρι διαρρήξεως,
αναβλύζω,
αυξάνομαι
αφθόνως,
πλουσίως.
βρυάζω, βρυάκτης (άγω, ακτός), βρυασμός, βρύσις, βρύτεα, βρύτια, βρύτος, βρύτον.
+
λέγω
επί υγρών, αναδίδω, εκχύνω, αναφυσώ.
επιβλύζω, επιβλύξ, επιβλυγμός, επιβλυσμός. βρέφος [βρύω (βλ. φλέω) τέκνον, επί ζώων.
γεμίζω, συλ-λέγω)
>
φυλέγω
έμβρυον [εν
φλέψ (γεν.
εμβρυϊκός,
μετοχ.
(φλέει
φλεβοτομία,
φλέβα
φλεβοτομέω,
φλεβός, βάς,
αίματος),
φλεβοτομική,
φλέβα,
φλεβίτσα, φλεβίτις, φλεβί, φλεβίmος, φλέως.
(ρίζα του φημί) μωρολογώ.
>
φλυαρώ), δηλαδή φλε-
φλεαναφάω
>
+
ανά
+
φα
φληναφάω (εα>η)]- φλυαρώ,
φλεδονεύομαι,
φλεδονεία,
φλέδων,
φληδάω, φλανύσσω (ε>α), φλήνος, φληνύω, εκφλαίνω.
[φλέω, ε>ο>οι]-
βρεφόω,
φλέω.
φλοιός-
+
βρύω, βλ.
εμβρυουλκία
βρέφος],
(έλκω),
εμβρυούχος
εμβρύειον, εμβρυο-,
εμβρυουλκός,
εμβρυακός,
εμβρυώδης,
εμβρύωμα,
(έχω),
βρέχω [βλύω, βρύω
+
άγω (α>ε, γ>χ)]- υγραίνω (μάλιστα
την επιφάνεια), διαβρέχω, παθ., υγραίνομαι, λούζομαι, πέμπω
φληνάφημα, φληναφία, φλήναφος, φληναφέω, (δονέω),
βρεφο-,
εμβρυωρός (ούρο ς).
βροχή.
( =
βρέφιον,
φλεβοτμής,
φλεβοτόμος, φλεβικός, φλέβιον, φλεβο-, φλεβώδης, φλεβ-,
φληναφάω [φλέω
βρεφικός,
>
φλυαρώ, ευκαρπώ, πολυκαρπώ. α>ο)-
φύω (υ>ο), βλ. έμβρυον]- το
(κομέω), βρεφοκομείον, βρεφοκόμος.
( =
έμβρυος,
βαίνω,
+
εντός της κοιλίας, το έμβρυο, κατόπιν, το νεωστί γεννηθέν
φλέγω)]- γέμω, είμαι πλήρης εξ αφθονίας, είμαι κατάμεστος, του
βλύζω, αναβλύζω,
ανάβλυσις, βλύσμα, βλύmς, βλυσταίνω, βλύσσω, επιβλύω,
βρεφύλλιον, βρεφώδης, βρεφωδώς, βρεφόομαι, βρεφοκομώ
φλέγω> φλέω (με αποβολή του γ προς διάκριση από το
φλοίω
(οι>υ)]-
βλύω [βρύω (ρ>λ), βλ. φλύω (φ>β)]- αναβλύζω, αναπηδώ,
υφαίνω, υφάω [φύω, φυάς
φλεδονέω
φλοίω
φλυαρέω
βρύω [φύ-ω
φυmκεύομαι, φυσικός, φύσιμος, φυσιο-, φυσιόω, φυσίωμα,
υφασία,
[φλέω,
κατακλύζω δια λόγων (φλέω
φλοιός ωού, η
βρέξις, βρέξιμο, βρεγμένος, βρέγμα (αποστεώνεται
βραδύτερα των άλλων μερών του κρανίου), βρέχμα, βρεχμός, βρεγματικός, βροχίς,
βρεμένος,
βροχάδα,
βροχαρίζω,
βρέξη,
βροχάρης,
βρόχειος,
βροχή
(ε>ο),
βροχετός,
βροχερός,
βροχερότης,
βροχαριά,
βροχο-,
βρόχινος,
εκχέω,
καταρρέω,
Βροχίτσα, βροχούλα, βροχούρα. φύρω
[φύ-ω
+
ρέω,
ρω
( =
χύνω,
φλούδα των δένδρων, η ύλη της αράχνη ς με την οποία πλέκει
μεταβάλλομαι, φθείρομαι)]- αναμιγνύω κάτι ξηρό
τον ιστό της (ως αναβλύζουσα εκ του σώματός της), φλούδα
ουσία,
καρπών.
καταστροφής,
φλοιόω, φλοισμός, φλοιώτις, φλοΤζομαι, φλούς,
ως
επί
το
πλείστον
μιάσματος,
με
την
αναμιγνύω,
έννοια συγχέω,
της
με υγρή φθοράς,
ανακατώνω,
132 μολύνω δια κακών
λέξεων, κακολογώ,
υβρίζω.
φυράω,
συνεταιρέω,
φυράδην,
φύραμα,
φυράτης,
φύρμα,
συνεταίρος, συνεταιράκι, συνεταιρισμός, συνεταιριστικός.
φύρδην,
φύρασις,
συνεταιρίζω,
συνεταίρα,
συνέταιρος,
φυρμός, φύρmμος, φύρτης, φύρσις, φυρτός, φύρα, φυραίνω, φυρο-, φυρός.
έτερος (δασ.) [έταρος (α>ε), διότι δηλώνει τον έναν εκ των δύο (εταίρων), τον έναν κατόπιν του άλλου, τον έναν πλησίον Ρίζα φα-
φη-
>
του άλλου, ο άλλος, ο δεύτερος], άτερος (ε>α), ετεροίωσις, ετέρωmς, ετεροίος, ετεροιόω, ετερότης, ετερο-, ετεραλκής
φημί [βλ. φάος και φαίνω, η φα- φαίνεται στα φα-μέν, φα σίν,
φα-μί,
έ-φα-ν,
φά-ναι,
φα-τός,
έ-φα-σκον
(α>η)]
(έλκω),
ετέρωθεν,
ετέρωθι,
ετέρως,
ετέρωσε,
ετερ-,
ετεροειδής, ετερειδής, ετερήρης (άρω), ετέρωτα, ετερούας.
διακηρύττω, κάνω γνωστό, φανερώνω, λέγω, διαβεβαιώνω, ισχυρίζομαι, νομίζω, στοχάζομαι, πιστεύω, υποθέτω.
φημίζω,
φωνή [φημί, απαρέμφ. φάν-αι (α>ω), όπως το φώσκω εκ του
φήμα, φήμη, φήμις, φουμίζω (α>ου), φουμιά, φούμισμα,
φαίνω, φάος], φωνασκέω (ασκέω),
φουμιστός,
φωνέω,
φούμαρα,
διαφημιστής, επίφημι,
Φήμιος,
διαφημιστικός, επιφήμισμα,
διαφημίζω,
διαφήμιmς,
επιφημίζω,
επιφημητήρ,
επιφημισμός,
ευφημίζω,
ευφημητικός, ευφημία, Ευφημία, Ευφήμιος, ευφημισμός, ευφημιστής,
ευφημιστικός,
εύφημος,
επευφημία,
επευφημέω, επευφημίζομαι, επευφήμηmς, επευφημισμός.
φώνημα,
φωνητικός,
φωνητός,
φωναγωγός,
[έ-φασκ-ον,
παρατατ.
του φημί]-
φημί.
φωνακλάς,
προσφωνηματικός,
Φάmος
(ποταμός
φωναχτός,
παράφωνος,
ξεφωνημένος,
διαφωνώ,
διαφωνία, διάφωνος, εμφωνέω (εν), έμφωνος, προσφωνώ, προσφωνέω,
Φάmς,
φωναχτά,
παραφωνία,
ξεφωνητό,
φατέον,
(αναδιπλ.),
φωνάρα,
παραφωνάζω, (εξ),
συμφατικός, φάτιmς, φάτις, φάτης, φατίζω, Φάτις, φατειός, πιφαύσκω
φωνητής, φώνασμα,
εκφωνώ, εκφώνησις, εκφώνημα, εκφωνητής, εκφωνητικός,
παραφωνώ,
φάmς,
φώνηmς,
φώνος, φώναγμα (άγω),
φωνητική, φωνητικός, φωνήεν, φωνήεντα, φωνο-, άφωνος,
ξεφωνίζω φάσκω
φωνασκία, φωνασκός,
επιφώνημα,
προσφωνή,
προσφωνήεις,
προσφωνημάτιον,
θορυβώδης), Φαmανός (εκ του Φάmου), φασιανός, φασκάς
προσφώνησις,
(είδος πάπιας που φωνάζει συνεχώς τα μικρά της), βασκάς
αναφώνημα, αναφώνηmς, αναφωνητικώς.
προ σφωνητικό ς,
προσφώνημα, προσφωνήσιμος,
αναφωνώ,
αναφωνέω,
(φ>β), πρόφασις, προφασίζομαι, πρόφανmς, προφαmστικός, προφαmστέον,
πρόφατος,
προφατεύω,
προφάτης,
φράζω [φημί, φάmς
προφήτης, πρόφημι, προφημίζω, προφητάζω, προφητεία,
φράζω
προφητείον,
προφήτευμα,
προφήτευσις,
(m>ζ)]-
>
φάρις (σ>ρ)
δείχνω,
υποδεικνύω,
φράmω (αρ>ρα)
>
δηλώνω,
>
εξηγούμαι,
προφητεύω,
φανερώνω, εκφράζομαι, συμβουλεύω, σκέπτομαι, σχεδιάζω,
προφητίζω, προφητικός, προφήτις, προφητο-, προφήτωρ,
επινοώ, υποθέτω, νομίζω, πιστεύω, φαντάζομαι, παρατηρώ,
άφατος.
φυλάγω.
φραδάζω, φραδατήρ, φραδή, φραδής, φράδμων,
φραδμοσύνη,
φαφλατάς [βλ. φημί, ρίζα φα-, δηλαδή φα-φα-λατάς (λέγω )]πολυλογάς.
φαφλατάδικος,
φαφλατάρισμα,
φαφλατάρω,
φαφλατίζω, φαφλατιά.
φράστωρ,
φραστέον,
φράσις,
φρασεολογικός,
[φάσκω,
φ>β]-
ονειδίζω,
ψέγω,
κακολογώ,
συκοφαντώ, αιτιώμαι, μέμφομαι, φθονώ, μαγεύω δια κακών λέξεων
ή
κακού
φραστήρ,
αποφράδα,
εκφράζω,
φραστικός,
φρασεολογία,
έκφρασις,
εκφραστικός,
εκφραστικώς, εκφραστικά, εκφραστικότης, ανέκφραστος,
περιφράζομαι, βασκάνω
φράστης,
αποφράς,
οφθαλμού.
βασκοσύνη,
περιφραδής,
περίφρασις,
περιφραστικός,
περιφραστικά, ευφράδεια, ευφραδής, ευφραδίη, εύφραστος,
Ραδάμανθυς (φ-ράδμων)- ένας από τους τρεις κριτές του Άδη.
βασκανιά,
βασκάνιον, βάσκανος.
φρην [φράζω
(=
σκέπτομαι, επινοώ, συμβουλεύω, πιστεύω),
φρασί και φρεσί δοτ. πληθ. του φρην (έ-φρασ-α, αόρ. του βάσανος
[φάmς,
φάσκω (φ>β),
βλ.
βασκάνω,
διότι δια
πολλών ερωτήσεων γίνεται η ανάκριση]- επίμονη ανάκριση,
φράζω),
γεν.
φρενός
(α>ε>η)]-
αίσθηση,
νους,
καρδιά,
συνείδηση, τα περί την καρδιά μέρη, το στήθος (ως έδρα των
κόπος βασανιστικός, η Λυδία λίθος η προς δοκιμή του χρυσού.
διανοητικών δυνάμεων, της αντιλήψεως, του σκέπτεσθαι, των
βασανίζω,
παθών, το διάφραγμα).
βασανεύω,
βασανισμός,
βασανιστήριον,
βασανιστήριο ς, βασανιστής, αβασάνιστος.
φρενητίασις, φρενιτιάω,
φθέγγομαι [φάτις (φάσκω) φατηγαγόμην> φτηγγόμην
>
+ ηγαγόμην
(αόρ. β' του άγω)
>
φθέγγομαι (τ>θ, η>ε)]- εκπέμπω
φθόγγο, φωνή, ομιλώ δυνατά και καθαρά, επί της ανθρώπινης
φρενόω, φρανίζω, φρενήρης (άρω),
φρένηmς,
φρενίτις,
φρενιτικός,
φρενωτήριον,
φρενο-,
φρεναριστός,
φρενίτιδα,
φρένωmς,
φρεναδόρος,
φρένες,
φρενάρω,
φρενιτίζω,
φρενιτισμός,
φρενάρισμα,
φρενιάζω,
φρένιασμα,
φρενικός, εξωφρενικός.
φωνής, επί ζώων, επί αψύχων, ονομάζω, καλώ κατ' όνομα,
επαινώ, υμνώ, εξυμνώ μεγαλοφώνως.
φθεΥκτός, φθεγκτικός,
φθέγμα,
φθογγάζομαι,
φθέγξις,
φθόγγος,
φθογγέω
φθογγήεις,
(ε>ο),
φθογγής,
φθογγήντος,
φθογγή,
φθογγάριον,
άφθογγος.
φρονέω [φρην, γεν. φρενός (ε>ο)]- έχω συνείδηση, αίσθηση, βουλεύομαι, φρόνημα,
σκέπτομαι,
φρονηματισμός, φρονιμεύομαι,
>
φέταρος (α>ε)
>
( =
λόγος, κρίση)
+
έταρος (το φ σε δασεία)
>
έταρος (δασ.) [φάσκω, φάτις φαταρος
άρω
>
εταίρος
εννοώ,
φρονηματίας,
έχω
φρονιμότης, φρόνιμος,
φρονιμίτης,
φρονώ,
φρόντισις,
φρόντισμα,
σώας
φρονηματιάω,
φρόνηmς,
φρόνις,
φρένας.
φρονιμάδα,
φρόνος,
φρονιματίζω,
φροντιστικός,
τας
φρονηματίζομαι, φρονιμεύω,
φροντίς,
φροντιστέον,
φροντίδα,
φροντιστήριον,
(α>αι), δηλαδή ο κρινόμενος ως αρμόζων προς κάποιον, βλ.
φροντιστής,
εστία]- ακόλουθος αρχηγού, σύντροφος στα όπλα, μαθητής ή
περιφρόνησις, περιφρονητής, περιφρονητικός, παραφρονώ,
ομιλητής,
ανηκόντων στην ίδια πολιτική
μερίδα,
παράφρων,
ετάρη,
παραφρόνιμος, έμφρων, εμφρονέω, εμφρονώδης, εκφρονέω,
εταίρος,
εταίρα,
εταιρεύομαι,
εταιρία,
εταιρέω,
εταιρεία,
εταίρηmς,
εταιρικός,
εταιρίζω,
εταιρείος,
εκφροσύνη,
έκφρων,
εταιρισμός,
ευφρονίων,
ευφρόνως,
εταιριστής, εταιροσύνη, εταιρόσυνος, εταιρικόν, εταιρικός,
καταφρονώ,
εταίριος, εταιρίτης, ταιριάζω, ταίρι, ταίριασμα, ταιριαστός,
καταφρονηματίζω,
ταιριαχτός,
καταφρονητικός,
ταιριασμένος,
προσεταιρεύο μαι,
παράταιρος,
προσεταιρισμός,
προσεταιρίζομαι, προσεταιριστός,
παραφρονέω,
περιφρονέω,
σπανίως επί εραστών, σωματοφύλακας, σύντροφος.
επί των
παραφροσύνη,
περιφρονώ,
ευφρονέω, ευφροσύνη,
ευφρόνη,
ευφρονίδης,
ευφρόσυνος,
καταφρονέω,
καταφρόνηmς, καταφρόνια,
παραφρόνηmς,
εύφρων,
καταφρόνημα,
καταφρονητής, καταφρονεμένος,
καταφρόνεση, καταφρονετός, καταφρόνιο, καταφρονητικά, καταφρονητικός.
133 +
εμπάζομαι [εν Ρίζα φα-
επ-
>
είπα, είπον [αόρ. του υποτιθεμένου έπω. Εκ του φημί (όπως το όπωπα εκ του φαίνω, φάος), έφην και έφαν (αόρ. του φημί)
>
έπαν (φ>π)
>
έπος, απείπον, ευέπεια, ευεπίη, ευεπής, απύω
(ε>α, ο>υ), ηπύη (α>η), ηπύω, ηπύτα, Ηπυτίδης, άσπετος (α,
στερητ.)- άφατος, ανεκλάλητος, Ευριπίδης (ευρ-ύς
+
+ έπος, ε>ι
είδος, ιδείν), Ευριπιδικώς, Ευριπίδιον, επητής, επήτεια,
επητύς,
ανηπύω
συνεπώς,
(ανά),
ενέπω,
ανήπυστος,
εννέπω,
ενίπτω
συνέπεια, (ε>ι),
συνεπής,
ενιπή,
ενίσσω
(πτ>σσ), υπενίσσομαι, ενίσπω (έvισπoν, αόρ. β' του ενέπω).
πυνθάνομαι [ή-πυσ-α, αόρ. του ηπύω (είπα) (σ>θ),
ε-πυθ-όμην,
αόρ.
και
πυσ-
>
πέ-πυσ-μαι,
>
πρκμ.
πυθ του
μαθαίνω είτε εξ ακοής είτε ερωτών, ακούω κάποια νεώτερη αγγελία. πεύθομαι (πεύσομαι, μέλλ. του πυνθάνομαι), πύσμα, πυσματικός, πυστέον, πύστις, πυστός, νήπυστος (νη), πεύθη, πεύmς, πευστέον, πεύστης, πευστικός, πευθήν, άπευστος,
( αγορεύω),
Πυθαγόρειος,
Πυθαγορίζω,
Πυθαγορισμός, Πυθαγορίδες.
του
σπεύδω
σπεύδω
να
λάβω
(σ>δ), τα
μόλις
μέτρα
δηλαδή
μου]-
πληροφορήθηκα
βιάζομαι,
σπευστικός,
σπουδαίος,
σπουδή
σπουδαιότης,
εσπευσμένος,
σπουδαιο-,
σπούδαγμα
(άγω),
(ε>ο),
σπουδάζω,
σπουδαστής,
σπούδασμα,
σπουδαστικός,
σπουδαστός,
σπουδαγμένος,
σπουδαστήριον,
σπουδαχτικός.
σεύω [σπεύδω, με αποβολή των π και δ. Κατά την αύξηση το
=
έσπευ(δ)α (σπ>σσ)]- θέτω σε ταχεία κίνηση, διώκω, ελαύνω, κυνηγώ, θηρεύω, ρίπτω, εξακοντίζω. σεύα, σεύμα, σύδην.
ομφή (π>φ>μφ)- φωνή θεού, γλυκιά και μελωδική φωνή, ομφαίος, όσσα (βλ. όσσε, όπ-τα> όσσα, πτ>σσ)- φωνή, φήμη, ήχος, προφητεία, όττα (σσ>ττ), οττεία, οττεύομαι, Καλλιόπη
(καλλι-)- η πρώτη των Μουσών, η έχουσα καλή φωνή, επί της Ηχούς, ενοπή, ενοπέω.
+
[βα-βάζω τον
>
ταράσσω,
περίγυρο],
κοάζουν
βάθραχος
ομαδικώς
(τ>θ),
βότραχος,
βρόταχος (μετάθεση), βράταχος, βρούχετος, βύθρακας.
+
Βάκχος [καθ' Ησύχ. βα-βάκ-της, κραύγασος
βάζω, Βάκις]- ο Διόνυσος. Βακχάς,
Βακχείος,
χεύω, βλ.
βακχεύω, Βάκχη, βακχευτής,
Βάκχευμα,
Βακχεύς,
Βάκχευmς,
βαμβαίνω [βαβάζω, β>μβ]- τραυλίζω, ψελλίζω, βατταρίζω. βαμβακύζω,
βαβαλίζω,
βαμβακεύτρια, βούβαμα,
βαβαλύζω,
βάμβακος,
βουβαμός,
βουβός
βαβά,
βαμβακεία,
(α>ου),
βουβαμάρα,
βουβόσκυλο,
βούβα,
βουβάδα,
βουβαίνω.
βάρβαρος [βαβαλίζω
βαβαρίζω
>
>
βαρβαρίζω]- ξένος προς
τα EλληVΙKά ήθη και κυρίως προς την γλώσσα, ξένος, μετά τα βανδαλισμών που διέπραξαν).
βαρβαρίζω,
βαρβαρόω,
αι>ι,
βάρβιτος
(βαίνω,
βαρβαρισμός,
πολύχορδο
μουmκό
όργανο. Οι Έλληνες απέφευγαν τις πολλές χορδές). βόρβορος [βάρβαρος, α>ο]- ακαθαρσία, βρωμερή λάσπη. βορβορίζω, βορβορο-, βορβορώδης, βορβορόω, βορβορόπη (οπή), βορβόρωmς.
βήξ [βά-βαξ, α>η], βήχας, βήσσω (βήχ-σω, χσ>σσ), βηχία,
λαπίζω [λα (επιτατ.)
βυκάνη [βά-βαξ, γεν. βά-βακ-ος, α>υ]- σάλπιγγα.
+ έπος]-
συρίζω, κομπάζω, μεγαλαυχώ,
>
βοάω]- φωνάζω
δυνατά, κραυγάζω, κροτώ, βροντώ, επαινώ.
βόησις, βοή,
>
βοβάζω (α>ο)
βάζω [βλ. φημί, ρίζα φα-
>
>
βακ-
βουή,
βουητό, βοητό,
(β>μβ),
βομβέω,
βομβύκια,
βουητό ς, βούζω,
βόμβυξ,
βομβύλη,
βόμβηmς,
βομβυλιάζω,
βουερός,
βομβώ,
βόμβος
βομβητής,
βομβυλιός,
βόμβα
(ονοματοποιία, εκ του μπάμ), βομβαρδίζω, βομβαρδισμός, μπόμπα,
μπουμπουνητό,
μπουμπούνισμα,
μπου μπουνίζω.
+
ρέω (διπλασιασμός του Ρ
βοή, κυρίως όταν επιπίπτει επί δένδρων]- βόρειος άνεμος.
βα- (φ>β)
επιτατ.),
βοάζω
κατά την σύνθεση), εκ της ψυχρότητάς του παράγει ισχυρή
+
βάζω (γι>ζ)]- ομιλώ, λέγω.
αβάζος (α,
>
βοητός, βόαμα, βόημα, βουίζω, βόϊζω, βούισμα, βόισμα,
βορέας, Βορεύς, Βορράς [βο-ή Ρίζα φα-
βυκάνω,
βυκανισμός, βύκτης, ιβυκάνη, ιβύκη, ιβυκτήρ, ίβυξ, ιβύω.
βομβαρδιστής,
αλαζονεύο μαι.
>
βάτραχος ταράζοντας
βοάω [βαβάζω
οψ [γεν. οπ-ός, εκ του έπος (ε>ο)βλ. είπα]- φωνή, λόγος.
βα-αγ-ιω
βάγταλος
>
βηχικός, βηχίον, βηχώδης, αντιβηχικό.
σ διπλαmάζεται, όπως έσσευα, εσσεύετο, δηλαδή έσσευα
στερητ.),
τάλας
επιταχύνω,
αγωνίζομαι για κάτι, είμαι πρόθυμος, θέτω σε κίνηση, ζητώ προθύμως.
+
βάζω)
περmκά, κτηνώδης, αμαθής, αγροίκος (λόγω των πρωτοφανών
σπεύδω [πεύσ-ομαι, μέλλ. του πυνθΆVOμαι, σ-πεύσομαι μεσ. μέλλ.
[βάγ-μα (βλ.
Βακχευτής, Βακχεύτωρ, Βακχιάς, Βάκχων.
πυνθάνομαι]- ακούω ή μαθαίνω, μαθαίνω κάτι από κάποιον,
Πυθαγόρας
βάτταλος
βάτταλος (γτ>ττ)]- τραυλός, τmβδός. βατταρίζω.
είπα (ε>ει)]- φημί, λέγω, αποτείνω τον λόγο
προς κάποιον, αναφέρω, λέγω κάτι για κάποιον, διατάζω, προτείνω.
βάζο μαι (βλ. βάζω), ν>μ, β>π]- ακούω με
προσοχή, φροντίζω, προσέχω (τον λαλούντα). έμπαιος.
άγω, άξω, ακτός
>
βόρειος,
βοράς,
βάγμα, άβαζος (α,
Βορέης,
(αναδιπλ.),
Βορεασμός,
βαβάζω
βάβαξ,
βαβάκτης, βάβακος, βαυζω (άζω, α>υ), βαύ, βάϊ, βαυσδω,
Βορεάδαι,
Βορεινό,
βορεινός,
βοριάς,
βορράς, βορίζω, βορικό ς, βορόσκεπο (σκεπή), Βορεάδης, Βορής,
Βορεάς,
Βορεήτις,
Βορειάς,
Βορεώτις,
Βορηιάς,
Βορηιάς,
Βορηίς,
Βορυσθένης
(σθένος), Βορυσθενίτης, Βορισθενέϊτης, Βορραίος.
αβακέω (α, στερητ., γ>κ), αβακέως, αβακήμων, αβακηνός,
αβακής, ,άβαξ (λογιστική πλάκα, πλάκα γραφής, φέρουσα μεν λόγο
αλλά
μένουσα
άλαλος),
άβακας,
άβακες,
Βάκις
προφήτης, Βακίζω, βάξις, βάκοα, αβάκα (α, προσθετικό), διαβάζω, διάβασμα, διαβασμένος. βαυβάω [βάζω, δηλαδή βαβαβάω αποκοιμίζω, αποκοιμώμαι. βαυκαλάω,
βαυκάλιμα,
βαυκός, βαβάλι.
βοηθών,
+
θέω
βοηθέω, βωθέω
( =
σπεύδω)]- επικουρία, προστασία,
βοηθώ, (οη>ω),
βοήθημα, βωστρέω
βοηθός, (όπως
βοηθόος, καλέω
-
καλιστρέω ).
>
βααβάω
>
βαυβάω]
βαυ βαλίζω, βαυκαλίζω (καλέω), βαυκίζω,
βοήθεια [βοή θεραπεία.
βαυκαλάν,
βαύκισμα,
βορβορύζω
[ονοματοποιία,
από
το
γουργούρισμα,
της
κοιλιάς (γ>β)]- έχω γουργούρισμα στην κοιλιά. βορβορυγμός, βορβορυγή,
γουργουρίζω,
(γ>κ), κορκορυγή.
γουργούρισμα,
κορκορυγέω
134 εκών (δασ.) [α-βακέω
βακέω
>
ακέω (το β σε δασεία)
>
>
αέρα]-
ο
μικρός
κυματισμός
της
θαλάσσης,
φρικίαmς,
εκών (α>ε), ο έχων τους δικούς του λόγους, για τους δικούς
ανατρίχιασμα, τρεμούλα, τρεμούλιασμα εκ φόβου, μάλιστα
του λόγους]- εκουσίως,
θρησκευτικού σεβασμού, φόβος, παγετός, δριμύ ψύχος.
εκούσιος,
εκουσίως,
θεληματικώς, επίτηδες, προθύμως.
εκουσιάζομαι,
εκουσιασμός,
έκητι,
φρικάζω,
φρικαλέος,
φρικιασμός,
φρίκια,
φρίξ,
Φρικίας,
έκατι, ένεκα (εις, γεν. εν-ός), ένεκεν, είνεκα, είνεκεν, ένεκε,
φρικιάω, φρικνός, φρικόομαι, φρίκος, φρικτός, φρικωδία,
έννεκα, ούνεκα, ούνεκεν, αέκων (α, στερητ.), άκων (συνηρ.),
φρικώδης,
αεκούσιος, ακούmος, αεκαζόμενος, αεκαστί, αέκητι, εέκητι,
φρικιάζω,
ακουσιότης,
φριχτός, φριζάρω (σσ>ζ), φριζάρισμα, Φρίξος(;).
ακουσία,
ακουσίως,
ακουmάζομαι,
έκαλος,
φριξός,
φρίσσω
φρίκιασμα,
(κσ>σσ),
φρικιαστικός,
φρικαλεότης,
φρικιώ,
φρικιό,
έκηλος, εκηλία, εύκηλος, ευκαλία, ευκηλία.
( =
δριμύ ψύχος), κ>γ]- ψύχος, παγετός,
τρεμούλα εκ ψύχους.
ριγέω, ριγόω, ριγαλέος, ριγεδανός,
ρίγος [φ-ρίκ-η Ρίζα φου-
φυσ-
>
ριγόλεθρον (όλεθρος), ριγηλός, ρίγιον, ρίγιστος, ριγώδης, φυσάω [εκ του ήχου του φυσήματος, βλ. φάος και όπωπα] φυσώ ν' ανάψω ή να σβήσω φωτιά, φυσώ μουmκό όργανο,
φουσκώνω, φουγού
επαίρομαι.
(β>γ),
φυσώ,
φούμος,
φουφού,
φούμο,
φουβού
φουμάρω,
ρίγωσις,
ριγώ,
ρικνήεις,
ρικνός,
ρικνόομαι,
ρικνότης,
ρίκνωmς, ρικνώδης, ΡΙΥνός.
(φ>β),
φουμάδα,
Ρεία, Ρέα [ριγέω
( = ανατριχιάζω
εκ φόβου)
ριέα
>
>
ρέα
>
φουμαρόλι,
ρεία, εκ του φόβου,για την σωτηρία των τέκνων της, από την
φουμέρνω, φύσα, φυσερό, φυσαλέος, φυσαλλίς, φυσαλλίδα,
κατάποση αυτών υπό του Κρόνου]- θυγατέρα του Ουρανού και
φύσαλος,
φυσάριον,
της Γαίας, σύζυγος του Κρόνου.
(ελαύνω),
φύσημα,
φυ σητή ρ,
φυσητήριον,
φυσητής,
φυσητικός,
φυσητός,
φυ σήτω ρ,
φυσίασμα,
φυmασμός,
φυσιάω,
φυσώδης,
φουμαδόρος,
φύσωmς,
φουμάρισμα,
φουμαρόλη,
φυσασμός,
φυσημάτιον,
φυσιόω,
φυσίφρων
φυσέω,
φυσηλάτης
φύσηmς,
φυσητέον,
(φρην),
φύσκων, φυσκών, φυσο-, φυσοειδής,
φουσκάλα,
φουσκαλιάζω,
φουσκιάζω,
φουσκίζω,
φούσκωση,
φουσκάλιασμα,
φούσκισμα,
φουσκώνω,
φουσουρώ,
φουφούλα,
φυσίωσις,
(υ>ι),
λις
>
φρυγάνισμα, φρυκτός,
φισκάρω,
( = φύσα>
+
(επί
υβριστής
ή
ίππων),
χρεμετίζω
και
ανυπότακτος,
φρύαγμα,
φρυακτής,
φρυάττω,
φρυάσσω,
φρυγανιέρα,
(ούρο ς),
φρυγανιά,
φρυκτοί,
φρυκτώρηmς,
φρυκτά,
φρυκτώρημα,
φυ
φρυκτωρία, φρυκτώριον, φρυκτωρός, φρύξις, ΦρυΥία (εκ
φύσ
της κατεργασίας των μετάλλων δια της θερμότητας, ήταν
άγω),
πλούmα σε παραγωγή μετάλλων), Φρυξ, φρύγιος, φρυγίζω,
φρυσάω
>
>
φρυάγ-σω (γσ>σσ)]- φυσώ δια των μυκτήρων
γαύρος,
φρυκτωρέω
φρύγω,
φρυκτεύω,
φρυγιστί.
φρυάσσομαι [φυσάω (για το Ρ βλ. φράζω) ισχυρώς
φρυγανίζομαι, φρυγανισμός, φρυγανιστήρ,
φρύγετρον, φρυγεύς, φρυγίτις, φρυΥία, φρυγίνδα, φρύγιον, φρυγείον,
φόλλις, υ>ο, σλ>λλ), ποιφύσσω (αναδιπλ.
+ άγω>
ψύχους (φρίκη). φρυγμός,
ποίφυγμα, ποιφύγδην.
φρυάω
άγανος (α>υ )]- ξηροί θάμνοι, κλάδοι,
φούσκωμα, φουσουρίζω,
επιφώνημα δυσαρέσκειας και αηδίας, φόλλις
+
φουσκαλίδα,
φουσκο-,
φουσκωτός, φίσκα
φύσκη,
φυσόομαι, φούσκα,
φρύγανον [φρ-ίκη
ξύλα, τσάκνα, χρήmμα προς καύση για την αποφυγή του
ανορθώνομαι,
αλαζών.
φρυαγματίας, φρουμάζω
είμαι
φρυαγμός,
φρυάζω, (υ>ου),
φρύαγμα,
φρούμασμα,
φριμάσσομαι (υ>ι), φριμαγμός.
πυρ [φυσ-ώ
>
φυρ- (σ>ρ)
> πυρ (φ>π),
διότι άνευ φυσήματος
ούτε ανάβει ούτε διατηρείται φωτιά]- φωτιά πυρσών, δάδων, φρυγάνων,
του
κεραυνού,
της
θυσίας,
νεκρική
πυρά,
η
θερμότητα του πυρετού, θέρμη. πυρή, πυρά, πυράγρα (άγρα),
πυραγρέτης,
πυραγροφόρος,
πυράζω,
πυραιθής
(αίθω),
πυραιθοί, πυραίθω, πυράκανθα (άκανθα), πυρακτέω (άγω, ακτός),
πυρακτόω,
πυρακτώνω,
πυράκτωσις,
πυραμούς
(αντί πυραμόεις), πυραμιδικός, πυραμιδόομαι, πυράμινος,
σύριγξ [βλ. φυσάω, φυτου φ)
>
+ ρέγκος (= ισχυρή
σφυ- (σφυρίζω)
>
συ- (αποβολή
αναπνοή ή εκπνοή, ε>ι). Η σύριγγα
πυραμίς, πυραμίδα, πυραυγέω (αυγή), πυραυγίζω, πύραυνος (αύω),
πυραύστης,
ή αυλός του Πανός απαιτεί, εξ όλων των πνευστών μουmκών
πυροβάτης,
οργάνων, την μεγαλύτερη ποσότητα αέρος κατά το φύσημα επ'
πύρδανον,
αυτής, επομένως και βαθύτερη εισπνοή (ρέγκος). Συρίζω
=
αποδοκιμάζω στο θέατρο υποκριτή (όπως και τώρα συμβαίνει
πυρέσσω,
πυράφλεκτος
πυροβατώ,
(άφλεκτος),
πυρδαής
πύρεθρον,
πυρείον,
πυρεταίνω,
πυρέτιον,
πυρβατέω,
(δαίω),
πυρ-,
πύρδαλον,
πυρετός
πυρετοφόρος,
(ετός),
πυρέττω,
πυρετώδης.
δια σφυ-ριγμάτων)]- αυλός, αυλός του Πανός, το στόμιο του αυλού, δορατοθήκη, μεταγ., οποιοσδήποτε σωλήνας, συριγμός
πυρεύω [πυρ], πυρεύς, πυρευτής, πυρευτικός, πυρήιον,
ως αποδοκιμασία στο θέατρο, οπή στο κέντρο του τροχού, το
πυρήνεμος (άνεμος), πυρητόκος (τίκτω), πυρία, πυριάζω,
κοίλο μέρος στρόφιγγας θύρας, οι πόροι ή τα τρήματα των
πυριάλωτος
πνευμόνων, συριγγοειδές από στη μα, υπόγεια δίοδος, υπόνομος,
πυριατήριον,
όρυγμα, υπόγειο, στεγασμένη στοά ή διάδρομος.
πύριος, πυρίπαις (παις), πυρίτης, πυρκαϊά (καίω), πυρκόος
συρίγγιον,
συριγγίς,
συριγκτής,
συριγγόω,
συρικτής,
συρίγγωμα,
συριστής,
σύριγμα,
σύριγγα,
(αλίσκομαι), πυριατός,
πυρίαμα, πυριάω,
πυρίαmς,
πυρι-,
πυριάτης,
πύρινος,
πυρίον,
συρίγγωσις,
(κοέω), πυρο-, πυρό εις, πυρόω, πυρώνω, πυρπολέω (πολέω),
συριγμός,
πυρπόλημα, πυρπόλος, πυρπολώ, πυρπολητής, πυρσαίνω,
σύριγξις, συρίζω, σύρισμα, συριστική, συρίσδω, συρίττω,
πυρσεία,
σφύριγμα, σφυρίζω, σφυρώ, σφυράω, σφυριξιά, σφυριχτός,
πυρσοβολέω,
σφυρίχτρα.
πυρσώδης,
πυρσευτής,
πυρσεύω,
πυρσοβόλος, πυρσωπός
πυρσίζω,
πυρσο-,
(οψ),
πυρσίτης,
πυρσός,
πυρσώπης,
πυρσόω,
πυρσοφόρος,
πυρώδης, πύρωμα, πυρωνία (ωνέομαι), πυρώπης, πυρωπός,
σωλήν
[σύρ-ιγξ,
σωληνεύομαι, σωλήνιον,
ρ>λ]-
σωληνίζω,
σωληνίσκος,
σωληνόομαι, σωλήνας,
υ>ω,
σωληνωτός,
σουλήνας,
διασωληνώνω,
σωλήνας.
σωληνάριον,
σωληνισμός, σωληνιστής,
σωληνίδιον, σωληνοδοχείον,
σωληνοειδής,
σουληνάρι,
σουλήνα,
διασωλήνωmς,
σωληνάρι, σωληνώνω,
πύρωσις,
εκπύρωσις,
πυροβόλο ς,
πυροβολητής,
πυροβολώ,
πυροβολαρχεία,
πυρρός [πύρινος> πυΡVός φυρ- (σ>ρ)
>
πυρωτικός,
πυροβολικό, πυροστιά
πυροβολισμός,
(ίστημι),
πυροφάνι
(φαίνω).
ερυθροκίτρινος,
>
πυρωτής,
διασωληνομένος,
Σωληνάριον. φρίκη [φυσάω> φυσ-
πυρώτερος,
πυρωτός, πυρίκαυστος (καύmς), πυροβολείον, πυροβόλον,
φρυ- (υρ>ρυ)
+ ίκω ( =
έρχομαι), βλέποντας την θάλασσα να φρικιάζει περιμένουμε
>
πυρρόχρωμος,
πυρρός (ΡV>ΡΡ)]- φλογωπός, ξανθός,
ερυθρός.
πύρρα,
πυρράζω, πυρράκης, πυρρίας, πυραλλίς, πυραλίς, πυρριάω, Πύρρος,
Πυρρικός,
πύρριχος,
πύρριος,
πυρρίχη,
135 ( =
πυρριχιακός, πυρριχίζω, πυρίχιος, πυρρίχιmς, πυρριχισμός,
πρήθμα
πυρριχιστής, πυρριχιστικός,
πρημαίνω,
πύρριχος,
πυρριχο-,
πυρρο-,
κεφαλή πολύποδα, φαίνεται σαν φουσκωμένη), πρήmς,
[πυρ,
θυμιάματος,
διότι
η
τα
έκαιγαν]-
στρογγυλή
το
κεφαλή
κουκούτm,
μήλης.
κόκκος
πυρηνολυσία
(λύω),
πρηστικός,
πρηστήρ,
πρηστηριώδης,
πρήζω
(σ>ζ),
πρήξιμο,
πίμπρημι (αναδιπλ., π>μπ), εμπιπράω (εν), εμπίμπρημι.
πυρηνοειδής,
πυρηνώδης, πυρηνοσμίλη, πυρήνα, πυρήνας, πυρηνέλαιο,
πυρηνικός,
πρησμονή,
πρηστήριος,
πρηστηροκράτωρ, πυρήν
πρήσμα,
πρηστηριάζω,
πυρρόομαι, πυρρότης, πυρρούλας, πυρρούρας.
πυρηνο-,
Πυρηναία
(ο
πνέω [φυσάω, φυ-
>
φυέω
>
φυνέω
>
φVέω
πνέω (φ>π)]
>
φυσώ επί ανέμου και αύρας, επί των αυλητών και των αυλών, εκπέμπω οσμή, επί ζώων, αναπνέω, αναπνέω δυνατά ή βαθιά,
πυρήνας των Ευρωπαϊκών οροσειρών), πυρηναϊκός.
ασθμαίνω, καθόλου, αναπνέω, ζω (πνεύμα), μέγα πνειν
= ξανθός),
πυρός [πυρ, εκ του χρώματος (πυρρός
αλλά και
μεγάλα φρονεί, υπερηφανεύεσθαι.
πνείω
=
(ε>ει), πνεύσις
(πνεύσομαι, μέλλ. του πνέω, όπως πεύmς εκ του πυνθάνομαι),
φρύγονταν]- το στάρι. πύρινος, πυρναίος, πύρνον.
πνεύμα, πνευματίας, πνευματιάω, πνευματίζω, πνευματικός,
( =
καπυρός [κα-
πυρ]-
ξηρός,
καπυρίζω,
ο
κατά, όπως κάπετον αντί κατάπεσον)
ξηραίνων.
καππυρίζω
καπυρόομαι,
(καταπυρίζω
κατπυρίζω
>
+
καπυριστής,
>
καππυρίζω, τπ>ππ)- ανάβω. πύανος [πύραυνο ς, με αποβολή των Ρ και υ]- ολόπυρος. πούανος (υ>ου, κουκιά ψημένα, Ησύχ), πυάνιον, πυάνιος, Πυανέψια (έψω)
εορτή προς τιμή του Απόλλωνος κατά την
-
ποία έτρωγαν έδεσμα από κουκιά ή
όσπρια,
Πυανεψιόν,
Πυανόψια, Πυανοψιών.
πυρακτωμένος σε νερό) έχει χρώμα βαθύ κυανό έως μελανό. Δηλαδή ο εκ πυρακτώσεως τελεσθείς (άνω
+
πύανος
=
άνω
πύρανος
>
>
πύανος
κυανέω,
κυανίζω,
κυανίτις,
=
κυάνεος, κυαν-, κυανο-,
κυανούς,
(εκ
κυάμιον,
κυανίτης,
του
κυαμευτός,
φλεμόνι
χρώματός
κυαμεύω,
κυανίωmς, του,
ν>μ),
κυαμιαίος,
πνευμονικός, πνευστιάω,
πνευμόνιον,
πνευστικός,
(ν>λ),
περιπνευμονία, πνευμονίς,
πνέμα,
αναπνέω,
πνέω με σημασία ενεστωτ.), πεπνυμένος, ποιπνύω, ποιπνυός.
πινυτός [πνεύμα> πενεύμα σώφρων,
πινεύμα (ε>ι)
>
συνετός.
πίνυμι,
πινυτός, βλ.
>
πινύσκω,
πινυτή,
( =
ευσεβής,
πινυτής, πινυτότης, πινυτόφρων (φρην), πίος όmος). ψύχω [φυσάω ψυγείο)
+ υγρός>
ψύχω
>
φυσυγρω
φσύΥω
>
ψύγω (φσ>ψ,
>
το φύσημα επί υγρού αντικειμένου
(y>i),
προκαλεί ψύξη]- πνέω, φυσώ, κάνω κάτι ψυχρό ή δροσερό, δροσίζω, ξηραίνω.
κυαμεία,
κυαμία,
ψυχεινός,
κυαμιστός, κυαμίτις, κυαμοβόλος, κυαμόβολος,
πλεύμων
πνοή (ε>ο), αναπνοή, πνοιά, πνόα, πέπνυμαι (παθ. πρκμ. του
στεγνώνω,
κυάμινος,
πνευματώδης,
πνεύμων, πνευμονία,
πνευμονώδης,
ψυχραίνω,
κυαμίζω,
(π>φ),
πνευμονίας,
κυανός,
(έχω), κύαμος
πλεμόνι,
πνευματόω,
πνευματωτικός,
κυανόλη,
κυανώπις (οψ), κυανωπός, κυάνωσις, κυανικός, κυανιούχος κυάνιον,
πνευματο-,
πνευμάτωmς,
τελειώνω). Εκ
κύανος (π>κ), βλ.
>
ολόπυρος]- έχων χρώμα κυανό.
Κυάνεαι,
Πνευματίται,
πέπνυμαι]-
κύανος [ο βαμμένος χάλυβας (προς σκλήρυνση εμβαπτίζεται
των πυρ
πνευματικωτέρως, πνευμάτιον, πνευμάτιος, πνευματισμός,
ψυχείον,
κάνω
κάτι
να
ψυχάζω, ψυχίζομαι,
παγώσει,
βασανίζω,
ψυχασμός, ψυχινός,
ψυχαστής,
ψύχος,
ψύχρα,
ψυχραίνω, ψύχρανσις, ψυχραντικός, ψυχρασία, ψύχρευμα,
ψυχρεύομαι,
,
ψυχρήλατος
(ελαύνω),
ψυχρία,
ψυχρίζω,
ψυχριτήριον, ψυχριστός, ψυχρο-, ψυχρός, ψυχρότης, ψύξις,
κυαμο-, κυαμών.
ψύξη, ψυχρ-, ψυχρούλα, ψυγείον, ψύγω, ψυγεύς, ψύγμα, πορφύρεος [πυρ (υ>ο)
+ φύρω ( = ανακατώνω)]-
πορφυρός,
χρώμα ερυθρό προς το μελανό, επί της ίριδος, μεταφ., επί του θανάτου, επί του αίματος, επί ιματίων, επί του κύματος της
θαλάσσης,
έχων χρώμα,
βυσmνί ή
μελιτζανί.
πορφύρα,
πορφυραίος, πορφυρ-, πορφυρείον, πορφύρειος, πορφυρεύς, πορφυρευτής,
πορφυρευτικός,
πορφυρεύω,
πορφυρέω,
ψυγμός,
ψυγειακός,
ψυκτηρίας,
ψυκτήρ,
ψυκτιρίδιος,
ψυκτήριος, ψυκτήριον, αναψυκτήριον, ψυκτικός, ψύκτρα,
ψυκτήρας,
ψυκτικότης,
κατάψυξις,
καταψύκτης,
( = πνέω )]-
πνοή, μάλιστα ως
κατεψυγμένος.
ψυχή [βλ. πνέω, πνεύμα, ψύχω
πορφυρίζω, πορφύριον, πορφύριος, πορφυρίς, πορφυρίτης,
σημείο ζωής, το πνεύμα, η έδρα του θυμού, σαρκική επιθυμία,
πορφυριών, πορφυρο-, πορφυρόεις, πόρφυρος, πορφυρούς,
όρεξη,
πορφυρόω, πορφυρώματα.
ψυχαγωγέω,
ψυχαγώγημα,
ψυχαγώγιον,
ψυχαγωγός,
πρίνος [πύρινος> πρίνος, με αποβολή του υ]- η αειθαλής δρυς, εκ των κόκκων της γίνεται ερυθρά βαφή.
πρινίδιον,
πρίνινος, πρινόκαρπος, πρινώδης, πρινών, πουρνάρι (υ>ου), Πουρνάρι, Πουρναριά, πρινάρι, πρινένιος, Πρίνος, πιρνάρι
(ρι>ιρ), πριοβόλος (βάλλω)-
ατσαλένιο
αντικείμενο
με το
πεταλούδα.
ψυχαπάτης,
Ψυχή
-
ψυχέμπορος,
ερωμένη
ψυχαίος,
ψυχάριον,
ψυχεμπορικός,
η
ψυχαγωγία,
του
ψυχαλγής
ψυχάρπαξ, ψυχήιος,
Έρωτα,
ψυχαγωγικός,
(άλγος),
ψυχαστής,
ψυχίδιον,
ψυχικός,
ψύχιον, ψυχο-, ψυχόω, ψυχώνω, εμψυχώνω, εμψύχωσις, εμψυχωτής,
ψύχωmς,
ψυχαρούδα,
ψυχισμός,
ψυχώτρια, ψυχιστής,
ψυχάρι, ψυχώδης,
ψυχάκιας, ψυχωμένος,
οποίο χτυπούν τις στουρναρόπετρες για να βγάλουν σπίθες,
ψυχωτής, ψυχολόγος, ψυχολογία, ψυχίατρος, ψυχιατρείον,
πριοβόλο.
ψυχούλα.
Ρίζα φα-
μπαρούτι [πυρίτης, π>μπ, υ>α]- η πυρίτιδα, εκρηκτική ύλη. μπαρούτη,
μπαρουτιάζω,
μπαρουτίλα,
μπαρουτο-,
μπουρλότο (υ>ου), μπουρλοτιέρης. φούρνος
[πύρινος,
Φουρνή,
π>φ,
φουρνάκι,
φουρνιά,
υ>ου],
φουρναριό,
φουρνίζω,
Φουρνά,
φουρνάρης,
φουρνέλο,
φούρνισμα,
Φουρνές,
φουρνιστός,
Φούρνοι, φουρνάτανο, φουρναρόξυλο. πρήθω [βλ. φυσάω και πυρ. Το ρήμα αυτό συνενώνει τις
=
φύσημα> πυράηmς
Fa,
εκ του ήχου του αέρα (φ>F>υ>β)]- ο
αέρας ο εγγύτερος στη γη, καθ' Όμηρον ο αέρας ο από της γης
μέχρι των νεφών τόπος, ομίχλη, νέφος, ο υπαίθριος χώρος στα λουτρά.
άησις, αήτη, αήτης, άητος, αήσυρος, ζαής (δια,
δι>ζ), άημι- πνέω δυνατά, φυσώ, κοιμάμαι, άω- πνέω, φυσώ, κοιμάμαι, ημί (α>η)- λέγω.
έννοιες του φυσάω και καίω, αόρ. έ-πρησ-α, δηλαδή πυρ άηmς (άω, άημι)
Fη
αήρ, αFήρ, αυήρ, βαβήρ, αβήρ [όπως φαίνεται η ρίζα είναι FαFa> αFα, αF,
φουρνιάρης,
>
>
πρήmς
(σ>θ)]- φυσώ, φουσκώνω, εκφυσώ, πυρπολώ, καίω.
>
+
πρήθω
πρηδών,
αετός, αιετός, αιβετός (Ησύχ.), αιFετός (Ομηρ.) [βλ. αήρ ετός (ρημ. επίθ. του ίημι
= εξακοντίζω,
+
πέφτω προς τα κάτω).
Το όρνιο αυτό πετά φερόμενο από ανοδικά ρεύματα αέρος και
136 επιπίπτει (ετός) σαν βολίδα επί των θηραμάτων του]- αετός ως
σημαίνει την οπή από την οποία εKφυσOΎV το νερό, το στάδιο
όνομα γένους ολοκλήρου, ιχθύς σελαχώδης, αέτωμα οικιών και
(βλ. δίαυλος), είδος οστρακόδερμου το οποίο καλείται και
ναών, ως σημαία στους Πέρσες και Ρωμαίους.
σωλήνας.
αιητός, αϊτός,
αυλωδός (άδω), αυλαFυδός (Αιολ. αντί αυλωδός),
αέτειος, αετιδεύς, αετίτης, αετόλιθος, αετόδρομος, αετώδης,
αυλέω, αύλημα, αύλησις, αυλητής, αυλητικός, αυλήτρια,
αέτωμα, αέτωσις, αετάκι, αετίνα, Αέτιος, αέτιος, αετίmος,
αυλητρίδιον,
αετίτιδα,
αυλωτός,
αυλωδία,
διαυλωνία,
διαυλωνίζω,
Αετίωνας,
αετο-,
Αετόπετρα,
αετόπουλο,
αετούκλας,
αετωμάτιον,
Αετόλοφος,
Αετοράχη,
αετομάνα,
Αετός,
αετώνω,
αετούδι,
αητός,
αητομάνα,
αυλίσκος,
αυλο-,
αυλωδικός,
αυλωνιάζω,
εξαέρωσις,
εξαερίζω,
αερίοικος
(οίκος),
εξαερισμός,
αέριος,
αερονηχής (νήχομαι),
αέροψ,
αεραγωγός,
αγέρι,
αγέρας,
αερικόν,
εναέριος,
αέρινος,
αερίτις,
αυλών,
αυλωνίσκος,
αυλάκι,
αυλακιά,
ώλαξ
(αυ>ω),
+
αυλακιάζω, αυλάκιασμα, δίαυλος (δις αέρας [βλ. αήρ, η>ε], αερήιον, Αερία, αερίδες, αερίζω,
διαύλιον,
αυλωδώ,
ευλός
(α>ε), αυλώπις (ωψ), αυλωνίζω, αυλωνοειδής, αύλαξ (άγω, άξω),
αητονύχι, αητονύχης, αητοφωλιά, αϊτοφωλιά.
αυλητρίς,
ώλξ, αυλός
αυλακίζω,
=
στάδιο)
διπλό στάδιο, μεταφ., υποχώρηση, επιστροφή, στενή οδός, τα στενά, διαυλοδρομέω, διαυλοδρόμος, διαυλοδρομία.
αερο-,
αερώδης,
αέρωσις,
καυλός [καθ' Όμηρ. το άκρο του ξυστού (κονταρόξυλου), το
αεράκι,
αγερικά,
οποίο εισέρχεται στο κοίλο μέρος της επιδορατίδος. Το κοίλο
αερικάτος,
αερόω, αγεράκι,
αγερικό,
και KωVΙKό σωληνοειδές αυτό άκρο ο Όμηρ. το ονομάζει αυλό,
αερικό, αγερικός, αερικός, αγέρινα, αέρινα, αγεροδρομώ,
δηλαδή καυλός είναι το εισερχόμενο στον αυλό. Το κ είτε εκ
αγεροδέρνομαι, αγερο-, αγερωπός (ωψ), αερωπός, αγέροχος
του επί, δηλαδή επαυλός
(έχω), αγέρωχα, αγερώχως, αγερωχεύω, αγερωχία, αεράτα,
ακίς
αεράτος, Αέρηδες, αέρι, αερ-, αερινάδα, αερινίζω, Αέρινο,
βλαστός φυτού, το στέλεχος αυτού, επί διαφόρων σωληνοειδών
αγερικάτα,
αέριον,
αερικάτα,
αεριο-,
αεριστήρ,
αγερικάτος,
αερισμός,
εξαεριστήρ,
αέρισμα,
αεριστής,
αγέρισμα,
αερίmμος,
αεριστικός,
αεριτζής,
>
ακαυλός
Αέροπος, αερού, αερούδι, αγερούδι, ευάερος.
καυλίσκος,
ηεροδίνη
α>η],
(δίνη),
ηέρος,
ηερέθομαι,
ηερόεις,
ηερόθεν,
ηέριος,
ηερο-,
ηεροειδής,
ηέροψ
(οψ),
>
καυλός (Π>Κ) είτε εκ του
μερών στο σώμα των ζώων, το αλιευτικό καλάμι, κάποιο καυλίζω,
[αήρ,
παυλός
>
καυλός]- το άκρο του κονταρόξυλου, ο
λαχανοειδές, πόσθη.
αεριτζίδικος, αεριώδης, αεριώνω, αεροειδής, Αερόπη (οψ),
ηήρ
>
καυλείον, καυλέω, καυληδόν, καυλίας,
καυλικός,
καυλίνης,
καυλοειδής,
καυλώνω,
καύλα,
καυλιάρης,
καυλιάρα,
καύλινος,
καυλο-,
καυλί,
καυλώδης,
καυλίον, καυλωτός,
καυλωμένος,
καβλής
(υ>β),
κωβηλίνη, χαυλιόδους (κ>χ, οδούς
καύλωμα,
κωβήλη
(α>ω),
= δόντι), χαυλιόδοντας.
ηέροπος, ηεροφοίτης (φοιτάω), ηερόφοιτος. άνεμος [άημι
ήρι [ηέριος ηριγένεια,
=
σκοτεινός, ομιχλώδης τόπος]- πρωί, ενωρίς.
ηριγενής,
ηριγέρων,
+
ηρισάλπιγξ, άριστον (η>α πρόγευμα,
αριστάω,
ηριπόλη
(πολέω),
εσθίω, θ>τ)- πρωινό φαγητό,
αριστήριον,
αριστητής,
αριστίζω,
ανεμίδιος,
>
άνημι
>
ανεμίζομαι,
άνεμος (η>ε)], ανεμιά, απανεμιά,
εξανεμίζομαι,
ανέμιος,
ανεμο-,
ανεμόω, ανεμώδης, ανεμώκης (ωκής), ανεμώλιος, ανεμώνη, ανεμόεις, ηνεμόεις, ηνεμο-, ηνέμιον, ανεμωνίς, ανεμώτας, Ανεμώτις,
ανεμ-,
ανεμία,
ανεμίδι,
ανεμική,
ανεμικός,
ανεμίσακας, ανεμίσκος, ανέμισμα, ανεμισμός, ανεμίστακας,
αριστοποιέω.
ανεμιστήρας, ανεμιστήρι, ανεμιστής, Ανεμοδούρι (δέρνω), αιθήρ [βλ. αήρ και αετός,
F>e]-
το ανώτατο και καθαρότατο
ανεμοδούρα, ανεμοδούρι, Ανεμότια, Ανεμορράχη, ανεμούρι,
στρώμα του αέρος, ο ουρανός, το γλαυκό στερέωμα, κλίμα,
ανεμουρίζομαι, νηνεμία (νη), νηνεμέω, νήνεμος, νηνεμίας,
χώρα. αιθέριος, αιθεριώδης, αιθερώδης, αίθρη, αιθρηγενής,
νηνεμοποιός, ανηνεμία, ανήνεμος.
αιθρήεις,
αίθριος,
αιθριάω,
αιθρινός,
αιθρωπός
(ωψ),
αιθριαστικός,
αιθρέω,
αιθρία,
αιθριώδης,
ύπαιθρος,
αιθρίδιον,
αίθρη,
αίθρος,
ύπαιθρον,
αιθρίαmς,
αιθριάζω, αιθροτόκος,
υπαίθριος,
αιθρίασμα,
Αίθρα,
αιθρινός,
ιαύω
[βλ.
αήρ,
αυ-ήρ,
άω
(άFω)
κοιμάμαι,
το
ι ή
προτάσσεται ή εξ αναδιπλ.]- κοιμάμαι, διέρχομαι την νύχτα, όπως το παύω. ίαυος.
αιθριο-, αιθριότης, αίχτρια (θ>χ), αιχτρίασμα.
εύδω (δασ.) [ι-άυω (βλ. αήρ, ρίζα αύρη, αύρα [βλ. αήρ, αυήρ
>
αύρη]- αέρας σε κίνηση, πνοή
F αF άβω > F αάβω >
αύβω (το
F
FaFa) +
αέρος, κυρίως δροσερή πνοή, ο δροσερός αέρας της πρωίας.
β>δ)]- κοιμάμαι, πλαγιάζω.
αυροφόρητος, Αύρα.
καθευδητέον,
ενεύδω,
φέρομαι στον
αέρα χωρίς να κινώ
+
Βραυρών [βρι
αύρα, διότι εκεί φυσά συχνά δυνατός
βάω (βε-βώς)
σε δασεία, α>υ)
>
>
εύδω (ε>α,
καθεύδω (κατά, τ>θ), κατεύδω,
ενευδιάω- επί του πτηνού κίρκου, τα φτερά μου
(ωσάν
κοιμώμενος).
αέρας]- αρχαίο ς δήμος της Αττικής. Βραυρώνα, Βραυρώνια. αΤω [βλ. αήρ, αυλή [βλ. αύρη (ρ>λ), είναι ανοιχτή και αναπεπταμένη στον αέρα]- κάθε αυλή, χρησίμευε και ως μάντρα για τα κτήνη, ο
Όμηρ. αFίσθω,
περίβολος της αυλής, η βαmλική αυλή.
άσθμα,
αυλαία, αυλείτης,
Αυλιάδες, αυλίδιον, αυλίειον, αυλίζομαι, αυλικός, αύλιον,
aF -ήρ + ί-ημι ( = πέμπω,
εκπέμπω)
αιω]- εκπνέω, αποπνέω, παραδίδω το πνεύμα.
άσμα
aF- +
ασθμάζω,
ισθ-μός
=
ασθμαίνω,
>
αFίω
>
αΤσθω (στον
λαιμός)- εκπνέω, ξεψυχώ,
ασθματικός,
ασθματώδης,
( = άσθμα).
προαύλιον, αύλιος, αύλις, αύλισις, αυλισμός, καταυλισμός, αυλιστέον,
Αυλωνιάς, αυλάρχης,
αυλιστήριον,
αυλωνίζω,
αυλιστρίς,
αυλωνίσκος,
αυλαρχείον,
αυλίτης,
Αυλές,
αυλαρχικός,
αυλήτης,
αυλωνοειδής,
Αυλέμων,
Αυλίς,
ατμός [αισθω, άσθμα> αθμός αναθυμίαση.
>
ατμός (θ>τ)]- ατμός, αχνός,
ατμή, ατμιάω, ατμιδόομαι, ατμιδούχος (έχω),
ατμιδώδης, ατμίζω, ατμίς, ατμιστός, ατμοειδής, ατμώδης,
αυλίζω, αυλικά, Αύλιος, Αυλιώται, Αυλιώτες, αυλόγυρο ς,
εξατμίζω, εξατμισμός, αϋτμή (ατμή, αFτμή,
αυλο-, Αυλών, Αυλώνα, Αυλωνάριο, εναυλίζω, εναύλιος,
ζωή, ατμός, αϋτμήν.
αναύλισμα,
προσαύλειος,
εναυλιστήριος,
επαυλίζομαι,
έναυλον,
έπαυλις,
επαύλια,
αύω [βλ. αήρ, αυ-ήρ, άνευ φυσήματος (αέρος) δεν ανάβει καύmμη ύλη. Γράφεται και δασυνόμενο και περί της δασείας βλ. εύδω]- ανάπτω, ανάπτω πυρ.
μουmκό
όργανο,
>
κάθε
αναπνοή,
εναύλειον,
επαύλιον,
επαυλία, επαυλισμός, επαύλισμα, έπαυλος.
αυλός [βλ. αήρ, αυήρ
F>u)-
εναύω, έναυmς, έναυσμα,
αυρός> αυλός (ρ>λ)]- κάθε πνευστό
εύω (α>ε)- φλογίζω καψαλίζω, εφεύω (επί), αφεύω (από),
κοίλο,
εύστρα,
οπή,
η
θηλιά
στην
οποία
προσαρμόζεται η περόνη της χλαίνης, επί των κητωδών ιχθύων
αυονή,
αύος-ξηρός, αυόκωλος
μαραμένος,
(κώλον),
αποξηραμένος,
Αύαmς,
αυασμός,
αυότης, αυαντή,
137 αυσταλέος,
αϋσταλέος,
αύανσις,
αυαλέος,
αυαίνω,
= mωπώ, το εν-έω (εν) = = ομιλώ πολύ για
αινέω [κατά το άνεω (αν, στερητ.)
αυστηρός- ο καθιστών την γλώσσα ξηρά και τραχεία, τραχύς,
ομιλώ> αενέω (α, επιτατ)
δριμύς, πικρός,
κάποιον, τον επαινώ. Φαίνεται μάλιστα διαπλοκή (όσμωση)
στρυφνός,
αυστηρία,
αυστηρότης,
αυχμέω,
αυχμάω,
δύσκολος,
αυστηρά,
αυχμηρός,
χαλεπός,
αυχμή
αυστηρώς,
(έχω),
αυχμήεις,
αινέω (ε>ι)
>
αυχμός,
μετά του άνεω (α>αι) διότι σημαίνει και αποκλίνω, αρνούμαι
αυχμώδης,
ευγενικώς, αποποιούμαι]- ομιλώ για κάποιον, επαινώ, εξυμνώ,
αυχμαλέος.
επιδοκιμάζω, επιτρέπω, συνιστώ, δίνω γνώμη, παραινώ, όπως το αγαπάω, δέχομαι, υπισΧVOύμαι ή κάνω ευχή, αλλά και
βαύνος [βλ. αήρ, βαβήρ
βαβά-νος
>
βαάνος
>
βαύνος
>
(α>υ), βλ. αύω]- κλίβανος, κάμινος. βαύνη, βαυνός.
αποκλίνω, αρνούμαι ευγενικώς, αποποιούμαι. αινείω, αίνησις, αίνεσις, παραίνεmς, παραινώ, αινίζομαι, αινίζω, αινέτης, αινητός, αίνημι, αινετός, αίνη, αίνος, αινοποιέω, επαινώ,
βάναυσος
[βαίν-ω (αι>ι)
+
αύω (έν-αυσ-ις)]- κυρίως ο
επαίνημι, αιπαινίω, έπαινος, παινεύω, παίνεμα, παινεμός,
εργαζόμενος δια του πυρός, μηχανικός, τέχνη βάναυσος
πενεσιά (αι>ε), πενεmάρης, παινετικός, παινετός, παινάδι,
μηχανική
παινέδι, παίνια, παινώ, αναίνομαι (αν, αρνητ.), ποταίνιος
εργασία,
πρόστυχη,
ταπεινή
τέχνη.
βαναυσέω,
βαναυσία, βαναυσώδης, βαναυmκός, βαναυσουργία (έργον),
(ποτί), ποταινός.
βαναυσουργός.
αινίσσομαι
+
[αίνος
ικ-νέομαι
(ίκ-ω)
αιν-ίκ-ιομαι
>
>
αυγή]- το φως του ηλίου και κατά πληθ.
αινίσσομαι (κι>σσ). Το ικνέομαι (ίκω) φαίνεται στα αίν-ιγμα
οι ακτίνες του, τα χαράγματα, κάθε λαμπρό φως, επί του πυρός,
(ίγμαι, πρκμ.), αιν-ικτήρ (ίκται, πρκμ.) και αιν-ίξομαι (ίξομαι,
αυγή [αύω επί
των
>
αυή
>
οφθαλμών,
κάθε
αύγασμα,
απαύγασμα,
αυγήτειρα,
αυγοειδής,
αίγλη,
λαμπηδώνα.
αυγασμός, αύγος,
αυγέω,
αυγωπός
(οψ),
αυγάζω,
μέλλ.)]- ομιλώ σκοτεινώς, αινιγματωδώς, υπαινίσσομαι κάτι,
αυγή εις,
υπονοώ.
αίνιγμα, αινιγματίας, αινιγματικώς, αινιγματώδης,
Αυγερινός,
αινιγματιστής,
Αυγείας, Αύγουστος, Αυγούστα, Αυγουσταίον, αυγού στιο ς,
αινιγματώδης,
αυγουστέλα,
αινικτός, υπαινίσσομαι, υπαινιγμός.
αυγουστιανός,
αυγουστιάσματα,
αυγουστιάτης, αυγουστιάτικος, αυγοστίνες, αυγουστιανός,
αινιγματοειδώς, αινιγμός,
αινικτήρ,
είνατος [αινέω, αινητός
αινιγματούμαι,
αινικτήριος,
αινικτής,
είνατος (α>ε, η>α), ήταν ιερός
>
Αυγουστίνος, Αυγείον, Αυγενική, αυγερινός, Αυγή, αυγίζω,
αριθμός (βλ. εννέα), όπως το επτά εκ του σεπτός]- ένατος.
αυγινά, αυγίτης, αυγίτσα, αυγούλα.
ένατος (ει>ε), ενενήντα,
αύως [αύω, αυγή]- το γλυκοχάραμα, η αυγή, τα χαράγματα,
ενενήκοντα (αντί ενεήκοντα),
ενενηκοντούτης
(έτος),
ενενηντάρης,
ενενηκοστός,
εναταίος,
ενατεύομαι, εινάκις, ενάκις, εννήκοντα (αντί ενενήκοντα),
το φως της ημέρας, η πρωία, η ανατολή, ημέρα (επειδή οι
εννέα (εν
Έλληνες υπολόγιζαν τις ημέρες κατά πρωίες). αώς (Δωρ.),
Όμηρο, επειδή είναι τριπλάmος του τρία, ενναετηρίς (ετήρ),
Αώς, αβώρ (βλ. αύω, αήρ, F>β), αβώ, αFώρ, άα, αώθεν,
ενναετής
αώιος, άας (γεν. του άα)- αύριο, μεθαύριο, έως (δασ., α>ε,
εννήμαρ (ήμαρ), εννήρης (βλ. ερέτης, αμφήρης), εννία (ε>ι),
+
αινέω
(έτος),
περί της δασείας βλ. αύω), Εωσφόρος (φέρω, ο Αυγερινός,
εννιακόmα,
Αφροδίτη, το εωθινό αστέρι), Αωσφόρος (ε>α), εώϊος, εώος,
εννεακαιδεκάτη),
εωθινός, εωθινόν, εωθινά, εωθινή, έωθεν, ηώς (αώς, α>η),
εννιάδα, εννιάρι.
Ηώς,
ηώθεν,
ηοίος,
ηώος,
ηώκοιτος
(κοίτη),
εννέα)- ιερός αριθμός στον
>
ενναέτηρος,
εννιακοmοστός,
( =
αυδή [αύω φωνή,
= αύριο
εναινέω
εννέωρος
εννάκις,
ενακόσιοι,
(ώρα),
εννεα-,
ενακηδεκάτη
ενακοσιοστός,
εννιά,
(αντί
εννια-,
έωλος,
εωλίζομαι, εωλοκρασία (κράmς). αύριον [αύως, βλ. άα (α>υ), άας
>
(λέγεται και τώρα:
«αύριο, να φέξει η μέρα και βλέπουμε»)], αυριανός, αυρίζω,
λαλιά,
φωνάζω), αϋτή
λόγος, φήμη,
>
αυδή (τ>δ)]- ανθρώπινη
χρησμός,
άσμα.
αυδάζομαι,
αυδάω, αυδήεις, άναυδος, αναυδής, αναυδία, αναύδητος, απαυδάω, απαύδησις.
αυρινός, μεθαύριον (μετά), μεθαυριανός.
ους [γεν. ωτ-ός, εκ του αϋτ-ή (αυ>ω), το αυτί-ον (αϋτ-ή), αύς αίθω [αύω, ρίζα
aF-,
φλέγομαι, αναλάμπω. (οψ),
α>αι,
ανάβω πυρ, καίω, καίομαι,
F>e]-
Αίθη, αιθήεις, αιθής, αίθινος, Αιθίοψ
Αιθιοπίς, Αιθιοπεύς,
Αιθιόπιος, Αιθιοπία,
αιθόλιξ,
=
ους]-
ωτίς,
(κατ'
μπούφος
μετοχή
αιθουσαίος, αιθυκτήρ,
του
Αίθουσα, αιθάλη,
αίθω,
εκτεθειμένη
αιθύσσω
(αισσω,
αιθάλειος,
αιθαλόεις,
αιθαλοκομπία
αιθάλωσις,
αιθαλώδης,
στον
ήλιο),
άσσω,
α>υ),
αιθαλίδες,
(κομπάζω),
ούας
(αντί
ους),
ουάτιον,
ου ατό εις,
ωτο-,
ωτιαφόρος,
(πτηνά
με
ωτός- γλαύξ
μεγάλα
αυτιά),
(κουκουβάγια) και ωταλγέω
(άλγος),
ωταλγία, άωτος- χωρίς αυτιά, ωτώεις, Ώτος, επωτίδες.
αιθαλίων,
αίθαλος,
αιθαλωτός, υπαίθω,
αυτί.
(υ>φ), αφτάκι, αυταράς, ωτάριον, ωταρός, ωτικός, ωτίον,
αίθος, αιθός, αίθοψ, αίθων, αίθυγμα (άγω, α>υ), αίθουσα αρχάς
το
ουατοκοίτης (κοίτη), αύς (γεν. αυτός)- αυτί, αυτιάζομαι, αφτί
αιθαλόω,
αίmς (θ>σ),
= εκπνέω,
αΤω [βλ. αιω εισέρχεται
στο
αυτί
αποπνέω (εκπέμπω), δια του αέρος το
άκουσμα]-
κυρίως
ακούω,
ίδος (αι>ι, θ>δ)- ισχυρή θερμότητα, ιδρώτας, ιδίω, ίδισις,
αντιλαμβάνομαι δια των οφθαλμών, επίσης δια της ακοής,
ιδάλιμος.
βλέπω, προσέχω τον νου, υπακούω.
αϊτας
( =ο
ερώμενος, ο
ακούων, υπακούων), επαΤω, επάω, επαΤων, ηίων (α>η), ηιών,
άζω [βλ. αύω, αβήρ αθρόως, κράζω,
>
άβ-ιω
στενάζω,
>
άζω (βι>ζ)]- πνέω, εκπνέω
αποξηραίνω.
άζα,
άζη,
αζάνω,
ηών, αιών, αών, ηιόεις, Ηίονες (ηιών
= ακτή
της θάλασσας,
έχει συχνά θόρυβο)- επίνειο στην Αργολίδα.
αζαίνω, αζαλέος, αζείρω, αζόκροτος (κροτέω), άζωπες (ωψ), αάζω
(α,
επιτατ.),
αιάζω
(α>αι),
αζωλή,
αζαγιά,
αζίνα,
αζοπηγή.
αισθάνομαι [εκτεταμένος τύπος του αιω αντιλαμβάνομαι], αισθητής,
αύω
[βλ.
αήρ,
φωνάζω,
αισθητός,
αισθητήριον,
αίσθομαι,
αιστάνομαι
χουγιάζω, ηχώ. αναύω, αναυω, αϋτή, αϋτέω, αυονή, ιωή (το
αισθηματίας, αισθηματικά, αισθηματικός, αισθηματικότης,
+
βοώ,
ακούω, βλέπω,
(θ>τ), αίστημα, αισθαντικός, αισθαντικότης, αισθηματάκι,
>
αύ-ω]-
αισθητικός,
=
αίσθηmς,
κράζω,
ι προτάσσεται
αυ-ήρ
αίσθημα,
αϋτή, αυ>ω)- κάθε ισχυρός ήχος ή κραυγή ή
βοή ανδρών, επί ανέμου, η γλώσσα λαού, πνοή, άνεω (αν, στερητ.
+ αύω>
ενmωπή.
αναύω> ανεύω (α>ε)
>
άνεω)- άνευ κραυγής,
αισθηματώδης, αισθητική, αναίσθητος,
αισθηmακός,
αισθητικότης, αναισθησία,
αισθηmο-,
αισθητιστής, παραίσθηmς,
διαίσθηmς, προαισθάνομαι, προαίσθηmς.
αισθητικά, αισθητότης, διαισθάνομαι,
138 αείδω [αήρ, ρίζα
aF -
(βλ. άημι, άω
= φυσώ,
= ηχώ) +
αύω
χαριεντότης,
χαριέντως, χαρίσιος,
χάρισμα,
χαριεργός,
μέλλ.
χαριστέον, χαριστήριος, χαρίστια, χαριστικός, χαριστίων,
(είδω, οίδα) πώς να διαμορφώσω την φωνή μου προς εκτέλεση
χάριτερ,
χαρητήmα,
χαριτία,
άσματος]- άδω, ψάλλω, διηγούμαι ψάλλων, επαινώ, αλλά και
χαριτόεις,
χαριτόω,
χαριτώνω,
κάθε είδος φωνής ενήχου, επί αλέκτορος, χελιδονιού, γλαυκός,
χαρτώπης
(ωψ),
βατράχου κ.λπ., επί άλλων ήχων.
χαρμοσύνη,
αειδός,
αοιδή
(βλ.
οίδω),
άδω (συνηρ.), επάδω,
αοιδιάω,
αοιδικός,
αοίδιμος,
χάρμα,
χαριτομένος,
χαρμονή, χαρο-,
χαροπός
ευχαριστιμένος,
(οψ),
χαροπότης,
χάροψ,
αοιδοτόκος,
(ωψ), χάρωψ, χαρτός, Χαράλαμπος (λάμπω), χάρη, Χάρια,
(αοι>ω),
ωδός,
ωδάριον, άmς (άσω,
Χαρίλαος
άσμα, ασματίζω, ασματοκάμπτης
χαρούδια,
ωδοποιός, ωδική, ωδείον,
μέλλ. του αείδω, δ>σ),
ωδικός,
επωδός,
παρωδία,
(κάμπτω), επάστης, επαστέον, αίσακος [άmς (α>αι)
+
ίκω
(ι>α), κλάδος μύρτου ή δάφνης μεταδιδόμενος από ενός σε
(λαός),
Χάριτες,
χαρούμενος,
χαροκοπιά,
Χαρώνιος,
(όνομα),
χαρμονικός,
αοιδοθέτης, αοιδομάχος, αοιδοπόλος (πολέω), αοιδοσύνη, ωδή
Χάρων,
χαριστείον,
χαριτώνυμος
χαρμο-,
ευχαρίστιmς,
χάρων,
χαριτο-,
χάρμη,
χαρμόσυνος,
ευχαριστώ,
χαρισμός,
χαρίνος,
χάρις,
του είδω) και α-είδομαι (είδομαι). Δηλαδή γνωρίζω
χάριν,
χαρίζομαι,
είδω, (βλ. αβηδόν). Το είδω φαίνεται στα α-είσομαι (είσομαι
Χαρονίται,
Χάρμα,
χαροκόπι
χαροκόπος,
χαρωπός
Χαρμίδης, (κόπτω),
Χαροπό,
χαροκοπείο,
χαροκοπίστρα,
Χαροκόπος,
χαροκοπώ,χαροκοπάω.
έτερο ως πρόσκληση για εκτέλεση άσματος], ύδω (α>υ), υδέω,
+ χάρμη ( = η
Αχαρνείς [α (επιτατ.)
ύδης, ύδη, υδείω.
χαρά του πολέμου, μ>ν),
ήσαν φιλοπόλεμοι], Αχαρναί, Αχαρνές. αηδών
[αείδω, ει>η]- το
αηδόνι.
αηδόνι,
αηδονιδεύς, χελιδών [χαρά, χαρί-εις
αηδόνιος, αδών (συνηρ.), αηδώ, αηδονίς, αηδονάκι, αβηδών
+
άδω (α>ε, ρ>λ), χαρακτηριστικό
(βλ. αείδω, αFηδών), Αηδόνα, αηδονάτος, αηδονέλι, αηδονιά,
το κελάϊδισμά της ωσάν εκ χαράς προερχόμενο]- το χελιδόνι.
Αηδόνια,
χελιδόνι, χελιδόνειος, χελιδόνεος, χελιδονίας, χελιδονιδεύς,
αηδονίδες,
αηδονισμός,
αηδονήσιος,
αηδονιστικός,
αηδόνισμα,
αηδονούδα,
αηδονο-,
Αηδονοχώρι,
αηδονούδι.
χελιδονίσματα,
χελιδόνιον,
χελιδόνιος,
χελιδονίς, χελιδόνισμα.
μολοσσός [μάλα δσ>σσ)]-
χελιδονίζω,
+
άδω
μαλ-αδ-σός
>
στην προσωδία πους
συλλαβών.
μολοσσίαμβος
εκ
>
τριών
(ίαμβος),
μολοσσός (α>ο, μακρών
χράω [χάρις
= εύνοια,
ευμένεια (αρ>ρα)]- χορηγώ ό,τι είναι
(μάλα)
αναγκαίο, δίνω χρησμό, διακηρύττω, λέγω, προμηνύω ή οδηγώ
μολοσσοσπόνδειος
δια χρησμού, μεσ., συμβουλεύομαι θεό ή μαντείο, ερωτώ θεό ή
(σπονδείος).
μαντείο, επί των ζητούντων κάτι από τον μεγ άλο βαmλέα, παρέχω κάτι, εφοδιάζω κάποιον με κάτι.
=
χράομαι, χρώμαι
Άδωνι]
(συνηρ.)- αποθετικό, εκ της σημασίας του συμβουλεύομαι
Αδωναία,
μαντείο ή κάνω χρήση αυτού, προκύπτει η κοινή σημασία του
Αδώνειος, Αδωνιακός, Αδωνιάς, Αδωνιασμός, Αδωνιασταί,
μεταχειρίζομαι, θέτω σε ενέργεια κάποια δύναμη της ψυχής
Άδωνις
[άδω,
Αδώνια
ο
θρήνος
ευνοούμενος της Αφροδίτης.
για
Αδώνια,
τον
Άδων,
μου, κάποιο αίσθημα ή πάθος, κατάσταση ψυχής και τα όμοια,
Αδώνιος.
εξασκώ, δοκιμάζω, υποφέρω, χρέομαι (α>ε), κέχρημαι- πρκμ. αυχήν [αύ-ω, αυ-δή (εντός αυτού οι φωνητικές χορδές, αλλά
+
και εξ αυτού εξέρχεται η φωνή) αυτού
εκχέεται η
αυχένας
γης,
φωνή)]-
οίαξ.
ο
χέω (γεν. αυ-χέ-νος, εξ
λαιμός,
αυχενίζω,
σημασία
=
ενεστωτ.
έχω
χρεία
τινός,
επιθυμώ,
ως
σβέρκος,
δίνω χρησμό, χρη (α>η)- δίνω χρησμό, ενίοτε, είναι δυνατόν ή
αυχένιος,
πιθανόν, η μοίρα, το πεπρωμένο, ανάγκη, χραισμέω, κίχρημι
τράχηλος, αυχένιον,
με
επιτεταμένος ενεστωτ., έχω σε χρήση, έχω, κατέχω, χρέω
(αναδιπλ.),
αυχενιστήρ, αυχένας, αυχενικός.
χρέος,
φι, φει [βλ. φάος, το γράμμα που δηλώνει το φύσημα, το φως και τη φωνή]. Μεταβολές π>φ, φ>π, β>φ, φ>β, φμ>μμ, φι>πτ, πτ>φτ, φ>θ, θ>φ. Τα αυ και ευ προ των κ, π, τ, ε, Ψ και ξ γίνονται αφ και εφ.
κιχράω.
χρείος,
χρέως,
χρήος
[χράω,
χρέομαι]-
οφειλή,
αναγκαία εργασία, υπόθεση, δουλειά, σχεδόν όπως το χρήμα,
=
κατά χρέος έργο.
καθώς είναι πρέπον, καλό, καθήκον, σκοπός,
χρεαγωγός, χρεάρπαξ (αρπάζω), χρεία, χρείη, χρηία,
χρειάζομαι, χρειαζόμενα, χρειαζούμενα, χρειασίδι, χρειγιά, χρειακός,
Ρίζα χα-
χρείμενος,
χρειοκόλαξ,
χρειόω,
χρειώ,
χρεώ,
χρειώδης, χρειωδώς, χρεο-, χρεω-, χρεωστέω, χρεωστώ,
χαίρω
[αόρ.
ε-χά-ρησα,
πρκμ.
κε-χά-ρηκα,
ρήσο μαι, χα-ρά, χά-ρις. Η ρίζα φαίνεται χαχαείρω
>
χαίρω, μέλλ.
πρκμ.
κεχά-ρηκα
χαχα .. νίζω,
μέλλ.
χα
+ είρω ( = λέγω) >
χαρήσομαι (του είρω, ει-ρήσο μαι),
(εί-ρηκα).
χα-μογελώ.
Από
Η
τον
ήχο
ακουστική
του
διαπλοκή
γέλιου των
ουρανισκόφωνων (κ, γ, χ) στο γέλιο των είναι χαρακτηριστική. Ακούγεται ως κακα ... ιδίως από ώριμους άνδρες (κα-χάζω γελώ ηχηρής, επ'
=
ανδρών). Επί το πλείστον ακούγεται ως
κχεκχε ... , ΚΧΙΚχι ... , κχακχα ... ή Kαγ'Ί)Cαγχ ... (καγχάζω)]- είμαι, πλήρης
χαράς,
κατέχομαι
από
χαρά,
ευφραίνομαι,
είμαι
ευχαριστημένος, ήδομαι. χαίρε, χαίρετε, χαιρετώ, χαιρετίζω, χαιρέτισμα, χαίραθλος (άθλος), χαιρεκακία, χαιρεκακέω, επιχαιρεκακέω, επιχαιρεκακία, χαιρέκακος, επιχαιρέκακος, χαιρηδόν, Χαιρημόνιος,χαιρηmφονέω (φονεύω), χαιροσύνη, Χαιρεθιανά, χαιρετάω, χαιρέτημα, χαιρέτισμα, χαιρετισμός, χαιρετιστήριος,
αποχαιρετισμός,
χαιρετούρα,
χαίρομαι,
Χαιρώνεια, α (δασ.) [εκ του χαχα ... , το Χ σε δασεία]- προς έκφραση γέλιου. χαρά
[χαίρω],
χαριεντής,
χρεώνω,
χρέωmς,
(ίστημι),
χρήζω,
χαράΥγελος,
Χαρά,
χαριέντισμα,
χαρίεις,
χαρι-,
χαριεντισμός,
χρεωστικός,
χρηίσκομαι,
χρεοστάσιον
χρηίζω,
χρήμη,
χρημοσύνη, αχρείαστος, αχρειεύω, αχρείος, άχρειος, αχρειο
,
αχρειώνομαι, αχρείωσις, εξαχρείωσις, αχρειότης, αχρήιος,
χρήμα,
χρηματίας,
χρηματισμός,
χρηματίζω,
χρηματικός,
χρηματιστήριον,
χρημάτιmς, χρηματιστής,
χρηματιστικός, χρηματίτης, χρηματο-, χρήσις, χρησείδιον, χρηmμεύω,
χρήσιμος,
χρηmμότης,
χρηm-,
χρησιμο-,
αχρησία, αχρησίμευτος.
χρηστός [ρημ.
επίθ.
του χράομαι]- χρήmμος, ωφέλιμος,
καλός, υγιεινός, αποτελεσματικός, αγαθός, ικανός, ανδρείος, γενναίος, τίμιος, αξιόπιστος, ευπατρίδης, επί θεών, αγαθός, εύνους,
ευμενής,
σημασίας ισχυρός
όπως στο
ελεήμων, το
σώμα,
ευήθης, ικανός
οικτίρμων, ανόητος, προς
ενίοτε μωρός,
επί επί
συνουσία.
κακής ανδρός,
χρηστώς,
χρηστέον, χρηστεύομαι, χρήστης, χρηστήρ, χρηστηριάζω, χρηστήριον, χρηστο-,
χαριεντίζομαι,
χρεώστης,
χρήσδω,
χρηστήριος,
χρήστωρ,
αχρήστευmς,
χρηστηριώδης,
άχρηστος,
αχρηστία,
χρηστικός,
αχρηστεύω,
αχρήστωmς,
χρησμός,
άχρηστα, χρησμο-,
χρησμωδέω (άδω), χρησμωδία, χρησμωδικός, χρησμοσύνη,
139 +
χρησμωδός, κρήγυος (χ>κ
άγω, α>υ)- ωφέλιμος, αγαθός,
καλός.
ατσάλι, σκληρυμένος σίδηρος.
χάλυβας (χάλυβος, γεν. του
χάλυψ, π>β), χαλυβδικός, χαλυβικός, χαλυβηίς, χαλύβδινος, χαλυβδώνω,
χρεμετίζω
[εκ
του
χρε-ία
ανάγκη,
έλλειψη,
φυmκή
χαλύβδωσις,
χαλύβωσις,
χαλυβο-,
χαλυβουργείο (έργον), χαλυβουργία.
ανάγκη, διότι ο ίππος χρεμετίζει όταν αντιληφθεί θηλυκό του είδους του, εξ ου και οι σχετικές έννοιες επ' ανδρών (λάγνος,
χαλκός [χαλεπός> χαλπός
χαλκός (π>κ), βλ. χάλυψ (για
>
ασελγής) ή όταν αντιλαμβάνεται την παρουσία του ιδιοκτήτη
τους ίδιους λόγους)]- το μέταλλο χρώματος ερυθρού.
του, ο οποίος θα του ικανοποιήσει την ανάγκη της διατροφής
χαλκεία, χαλκείον, χάλκειος, χαλκήιος, χαλκεο-, χάλκεος,
και του ποτίσματος. Ο ήχος του χρεμετίσματος δεν φαίνεται να
χάλκευμα, χαλκεύς, χαλκευτήριον, χαλκευτικός, χαλκευτός,
συνάδει
χαλκεών,
με
τον
ήχο
χρε-,
ώστε
να
πρόκειται
περί
χαλκή,
χαλκηδόνιον,
χαλκηδών,
χαλκ-,
χαλκήεις,
ονοματοποιίας, όπως γνωμοδοτούν οι γραμματικοί]- επί ίππων
χαλκήιον, χαλκήλατος (ελαύνω), χαλκήρης (άρω), χαλκίαν,
χλιμιντρώ,
χαλκιδεύς,
Χαλκιδική,
Χαλκιδαϊκός,
Χαλκιδικιώτης,
μεταφ.,
χρεμέτισμα,
επί
λάγνων
χρεμετισμός,
και
ασελγών
ανδρών.
χρεμετιστικός,
χρεμίζω,
χλιμιντρίζω (ρ>λ, ε>ι), χλιμιντρώ, χλιμίντρισμα.
Χαλκιδιακός,
Χαλκιδίζω,
Χαλκιδιώτης,
Χαλκηδών,
χάλκινος, χαλκίδιον, χαλκιδίτις, χαλκίζω, χαλκίναος (ναός), χαλκίνδα, χαλκίον, χαλκισμός, χαλκι-, χαλκο-, χαλκόπτης
χρέμπτομαι [ονοματοποιία]- βήχω για να εκβάλλω φλέγμα. χρέμμα,
χρέμψις,
αποχρέμπτομαι,
απόχρεμψις,
(έψω),
χαλκωρυχείον
χαλκόω,
χαλκούς,
χαλκώματα,
αποχρεμπτικό, χαρμπόλα (ρε>αρ), χαρμπολιάρης.
(ορύσσω),
χαλκουργείον
χαλκώνητος
χάλκευσις,
(ωνέομαι),
Χάλκη,
(έργον), χάλκωμα,
Χαλκιάδες,
χαλκιάς,
Χαλκιάς.
καχάζω, καγχάζω, καγχλάζω, καγχαλάω [βλ. χαίρω]- γελώ ηχηρώς
(επ'
κιχλισμός
ανδρών).
(επί
χαχανίζω,
γυναικών),
καχανίζω,
καχασμός,
χαίνω [στον Όμηρο μόνο στον αόρ. χανών και πρκμ. κε
κάγχαλος,
χηνώς. Ο ήχος του χασμουρητού (χασμώμαι, χασμουριέμαι),
καγχαλίζομαι,
ακούγεται ξεκάθαρα ως ένα μακρό χχααα ... Σε καμμιά δε άλλη
κάγχασις, καγχαστής, καγχάς, καγχασμός.
περίπτωση δεν ανοίγει ο άνθρωπος το στόμα του (χαίνω, χαλάω, χαλαίνω [χαίρω, χαρά (ρ>λ), η χαρά και το γέλιο
χάσκω) περισσότερο απ' ότι
στο χασμουρητό. Επί πλέον η
χαλαρώνουν κάθε προηγηθείσα ένταση είτε σωματική είτε
κατ' εξοχήν έκφραση της χα-ράς είναι το γέλιο (χασκο-γελώ),
ΨUΧOΠVευμαΤΙKή]-
απολύω,
το οποίο δι' ανοικτού στόματος εκφράζεται. Ούτως ή άλλως η
παραβλέπω, αφήνω, υποχωρώ, συγχωρώ, καταβιβάζω, διαλύω.
ρίζα είναι χα-]- ιδίως σημαίνει ανοίγω το στόμα πολύ, χάσκω
χαλαρώνω,
εκ κοπώσεως ή εξ ανίας ή εξ ελλείψεως προσοχής, σπανιότερα,
χάλασις,
χαλαρώνω,
χαλαρός,
χάλασμα,
ξετεντώνω,
χαλαρά,
λύω,
χαλαρότης,
χαλάρωσις,
χαλασμός,
χαλαστήρια,
χαλασμάτιον,
ομιλώ με χάσκον στόμα. χανών, χάσκω, χασκάζω, χάσκαξ,
χαλαστής, χαλώ, χαλνώ, χαλνάω, χαλαστικός, χαλαστόν,
χάσκας,
Χαλαστραίος, Χαλάστρα, χαλάβρα, χαλαβρώνω, χάρβαλο,
χασμώμαι, χασματίας, χασματικός, χασμέομαι, χασμάομαι,
χαλάλι,
χάσμη,
χαλαλίζω,
Χάλαρα,
Χαλάνδρι,
Χαλανδρίτσα,
χασκογελώ,
χάσμημα,
χασκογελάω,
χάσμηmς,
χάσμα,
χασμός,
χασμάομαι,
χασμωδέω
(ωδή),
χαλαράδα, χαλαρωτικός, χαλασμένος, χαλαστής, χαλάστρα,
χασμώδης, χασμωδία, χασμωδιώδης, χασμάδα, χασμάτια,
χάλαρο, χαλία, χάλια,
χασματίας,
(χαλαρός),
χλάδω
αγχαλάω (ανά, ν>γ), χάλι, χλαρός
( άδω )-
χαίρο μαι
μεγαλοφώνως, ψοφέω,
χασμούρημα,
χασμουρητό,
χασμουριάρης,
χασμουριέμαι.
κέχλαδα (αναδιπλ.), κέχλαδον. χανδόν [έ-χαν-ον, αόρ, του χαίνω και χάσκω]- με ανοικτό χάλαζα [χαλ-άω
+ αισσω,
χαλαζαίος,
χαλαζάω,
χαλαζήεις,
χαλαζιάζω,
άσσω (σσ>ζ)]- το χαλάζι. χαλάζι,
χαλαζεπής
(έπος),
χαλάζιον,
χαλαζηδόν,
χαλάζιο ς,
χαλαζο-,
στόμα, απλήστως, αθρόως.
χανδός, χανδοπότης, χανδάνω
(όπως το χωρώ, μεταφ., είμαι δεκτικός, δηλαδή ανοικτός, είμαι ικανός),
χαντάκι,
Χάνδαξ,
Χάνδακας,
χαντάκωμα,
χαλαζόομαι, χαλάζωμα, χαλάζωσις, χαλαζιώδης, χαλαζίας,
χαντακώνω, χάδην, χάδαν, χάννη (νδ>νν), χάννος, χάνος,
χαλάζιο, Χαλαζόνι, χαλαζόπληκτος, χαλαζόπτωσις.
χανύω, χανύσσω, αχανής, χάνδρα, χάντρα (φέρει διαμπερή οπή).
χατέω [χα-ρά
+ δέω ( = ζητώ,
δ>τ)]- ποθώ, επιθυμώ θερμώς,
θέλω κάτι, χρειάζομαι. χατίζω, χατεύω, χάτις, χατίρι, χητίζω
χήν, χάν, χήνα [κέ-χηνα, πρκμ. του χαίνω και χάσκω, εκ του χάσκοντος ράμφους της όταν φωνασκεί], χηνάριον, χήνειος,
(α>η), χητεία, χήτος, χήτις, χητοσύνη.
χήνεος,
χαλεπός [χαίρω, χα-ρά
+ λείπω (ει>ι),
δηλαδή ο αφαιρών την
χαρά]- λυπηρός, δύσκολος, βαρύς, φοβερός, ισχυρός, οργίλος, τραχύς,
ιδιότροπος.
χαλεπώς,
χαλεπαίνω,
χηνέλωψ
(ωψ),
λαχαίνω [λα (επιτατ.) κεχλάδ-ιω
χήνημα,
χηνύστρα, χηνυστεύω, χηνυστράομαι, χηνώδης, χηνώ.
Ησύχ.
>
χηνέρως,
χαλεπήρης,
χαλεπότης,χαλεπτύς,χαλέπτω.
καχλάζω [κέχλαδα (βλ. χλάδω)
χηναλώπης,
χηνιδεύς, χηνιδής, χηνίζω, χηνίον, χήνιος, χηνίσκος, χηνο-,
>
καχλάζω
«λαχαίνειν
χαίνων»
ή
από
το
+
χαίνω]- ορύσσω, σκάπτω, κατά
αφ' ου και
...
σκάψιμο
το μεγάλως
αυτών προς
ανάπτυξη.
φερόμενο επί τους
λαχανεύομαι, λαχανεύς, λαχανηρός, λαχανήτης, λαχανίτης,
των κυμάτων, παταγώ, ψοφώ, επί του βράζοντος ύδατος, επί
λαχανιά,
μεγάλης
λαχανισμός, λαχανο-, λαχανώδης.
ευγλωττίας.
κάχλασμα,
καχλασμός,
κάχληξ,
λαχανίδιον,
λαχανάριον,
περί
(ε>α, δι>ζ)]- κατά τον Ησύχ., ιδίως περί του κύματος όταν κάχληκας (βότσαλα) ψοφεί και ηχεί, επί
λάχανον,
το λάχανον,
(λαχαίνω)
λαχανίζομαι,
λαχανεία, λαχανικό ς,
λαχάνευμα, λαχάνιον,
κοχλάζω( α>ο), κόχλαξ, κοχλακώδης, κόχλασμα, κάχηκες, καχληκοσωροί,
κοχλάδι,
κοχλίδι,
κοχλακίζω,
κοχλακώ,
χάος [χαίνω, χα-νών]- η πρώτη του κόσμου κατάσταση, τον περί ημάς χώρο, την έκταση του αέρος, την ατμόσφαιρα, την
κοχλασμός, χοχλίδι (Κ>χ), χοχλάδι.
υποχθόνια άβυσσο, το άπειρο σκότος, κάθε μεγάλο και αχανές χάλιξ [βλ.καχλάζω, χλάζω
χλα-
>
>
χαλ-]- χαλίκι, λιθαράκι.
χάσμα.
χαόω, χαώδης,
χάνω, χάνομαι, χαμένος, χαμός,
χαλίκωμα, χαλικώδης, χαλίκι, Χαλίκι, χαλικολόγος (συλ
χάσιμο, χάση, χασομέρι (ημέρα), χασομεράω, χασομέρης,
λέγω), χαλικώνω, χαλίκωσις, χαλικωτός, χαλικο-, χαλικώ.
χασομερώ, χασούρα, χασοφεγγαριά, χασο-.
χάλυψ [χαλεπός> χαλοπός
>
χάλυψ (ο>υ), απαιτεί επίπονη
(χαλεπή) κατεργασία για να εξαχθεί από το μετάλλευμα]-
χαύνος
[χαίνω,
χάος> χαόος
>
χαύνος (ο>υ)]- κυρίως
χάσκων και εξ αυτού επί της συστάσεως πορώδης, σπογγώδης,
140 χαλαρός, μεταφ. ανούmος, κενός, μάταιος. χαύναξ, χαυνιάζω,
χηλή [χείλος, ει>η, εκ του δισχιδούς των χειλέων]- η οπλή
χαυνο-, χαυνότης, χαυνόω, χαύνωμα, χαύνωσις, χαυνωτικός,
του ίππου, επί βοών, τα νύχια του καρκίνου, επί των νυχιών
χαυνών, αχαμνός, αχαμνά, αχαμνάδα, αχάμνια, αχάμνισμα,
των πτηνών,
αχαμναίνω, αχαμνεύω, αχαμνίζω, αχαμνούλης, αχαμνο-.
σκάmμο φτερνών. χηλόω,
χεία, χείη [χαί-νω, α>ε]- οπή, μάλιστα φιδιών, φωλιά.
οχέα
όνομα πολλών δισχιδών εργαλείων, ραγάδα, δίχηλος (δις), τρίχαλος (τρις), διχάλα,
χήλωμα,
χήλαργος
(αργός
=ταχύς),
χηλοειδής,
χηληφόρος, χηλόποδα, χηλίον, χήλωμα, χηλευτής- ράφτης
(ο, ευφων., ει>ι), οχέη, χηραμός (ει>η), χηραμίς, χηράμβη,
(ράβει δύο άκρα μεταξύ τους), χήλευμα, χήλευσις, χηλευτός,
χηραμοδύτης (δύω), χήραψ, χηραμόθεν, χηραμύς, χηραμών,
χηλεύω, χηλώτιον, χηλός, χήλινος, χηλάξ.
χηλαμός, χήμη, χηβάδα, αχηβάδα (βάδος), χήμωσις. τράχηλος [κάρα κηρός [χηρ-αμός
=
οπή, φέρει οπές (κηρήθρα), χ>κ]- κερί.
κηρί, κηρίνη, κήρινθος, κήρινος, κηρίον, κηριόομαι, κηριο-, κηρίτις,
κηριώδης,
κηρίωμα,
κηρίων,
κηρο-,
κηρόομαι,
μαζί)
>
λαιμός, το μεσαίο μέρος του ιστού. τραχήλια,
κηρέλαιον,
τραχηλιαστής,
κηρηθροστάτης
(χρους),
(ίστημι),
κηρήθρα
κηρικός,
(αθρόως,
Κήρινθος,
α>η),
κηρίτης,
κράχηλος (αρ>ρα)
>
τράχηλος (κ>τ),
>
δηλαδή ο συνδέων την κεφαλή με το σώμα (βλ. χηλευτής)]- ο
κηράνθεμον, κηραχάτης (αχάτης), κηραψία (άπτω, άψις), κηρόχρως
+ χηλόω (κεχήλωμαι πόδας = δένω τα πόδια
κάρ-χηλος
τραχηλιάζω,
τραχηλάγχω (άγχω),
τραχηλιάω,
τραχηλιαίος,
τραχήλιον,
τραχηλισμός,
τραχηλίζω,
τραχηλιστήρ, τραχιλιώδης, σκληροτράχηλος, τραχηλιώτης,
κηροπήγιον (πήyvυμι), κερί (η>ε), κερένιος, κερύθρα, Κερί,
τραχηλάς,
κέρινος, κερίτης.
τραχηλοειδής,
τραχηλοκοπία
(κόπτω),
τραχηλώδης,
τραχηλόσιμος
τραχήλης,
(mμός),
τραχήλιον,
τραχηλιά, τραχηλίζω, τραχηλικός, τραχηλίτις, τραχηλο-. γαστήρ [χάσκω (χ>γ), βλ. χανδάνω (μέλλ. χείσ-ομαι, ει>α) χωρώ,
είμαι
υπογάστριο,
δεκτικός το
γαστερόχειρ
γαστρίδιον,
(δέχεται
στομάχι
(χειρ),
ως
τις
τροφές)]-
επιζητόν
γαστρόχειρ,
γαστρίζω,
κοιλιά,
τροφή,
η
γάστρα,
γαστρι-,
= Ρίζα χα-
το
γάνυμαι [βλ. χαίρω (χ>γ), ρίζα χα-
γαστραία,
γαστρίον,
γα-
>
μήτρα. γάστρις,
>
> γα- >
γάομαι
> γάνομαι
γάνυμαι (ο>υ)]- χαίρομαι για κάτι, αγάλλομαι, λαμπρύνομαι,
γαστρισμός, γαστρο-, γαστροειδής, γαστρώδης, γαστροιίς,
φαιδρύνομαι.
γάστρων, γαστέρα, γαστερό, γαστρερό, γαστρα-, γαστρ-,
γάνυσμα, γανώδης, γάνωμα, γάνωσις, γανωτός, γανώνω,
γαστρικισμός, γαστρικός, γαστρίνη, γκαστρώνω, γκάστρι,
γανωματάς, γανωματής, γανωτής, γανωτζής, γάνα, Γαναδιό,
γκαστριά,
γανάρα,
γκάστρωμα,
γκαστρωμένος,
γλάστρα
(γ>γλ),
γανύ σκο μαι, γανάεις, γανάω, γάνος, γανόω,
γανιά,
γανίλα,
γάνος κάπτω [χάσκω> χάκω
> χάπω (κ>π) > κάπτω (χ>κ) >
(π>φ)]- χάφτω, καταπίνω.
χάφτω
ευyΑVΉς
>
Γανυμήδης
αγάλλω [α (επιτατ.) μεγαλύνω,
κηφήνιον, κηφηνώδης, κηφηναρειό, κηφηναριό, κηφηνο-,
χαίρομαι,
τέρπομαι
κήφος, χάφτω, χάφτας, χάφτης, χάφτισσα, χάβω (π>β),
αγαλλίαmς,
χαψιά, χαψί, χαμψί, κάπηλος (κάπη εξαπατών,
μικρέμπορος, δόλιος,
καπηλευτής,
καπηλικός,
(τριβέω ),
καπητόν,
+ ήλ-θον)- ιδίως έμπορος
λιανοπωλητής,
καπηλείον,
καπηλεία,
καπηλευτικός,
καπηλίς,
καπηλικός,
καπηλοδύτης καπαλίζω,
(δύω),
γάνος
για
αγάλ-νω (ν>λ)
>
παθ.,
κάτι.
καυχώμαι,
αγαλλίαμα,
αγαλλιασμός,
αγαλλιάομαι,
αγαλματίας,
αγαλμάτιον,
αγαλματο-,
καπήλευμα,
αγαλματώνω, αγλαός, αγλαϊα, αγλαϊζω, αγλάϊσις, Αγλαϊα,
καπηλεύω,
αγλάϊσμα,
αγλαϊσμός,
αγαλματόω,
αγλαϊστός,
κιβδήλευμα,
κεπ-φόω
(ε>ι,
κιβδηλία,
κίβδης,
π>β)
+
δήλος]
χαμερπής,
απατηλός.
κιβδηλεία,
κιβδηλεύω,
κιβδηλιάω.
γαίω
[γ ά-νος
γαυρόω (γάνος
+
αγλαυρός,
έπαρση
= >
(α>αι)]-
γαυριάω,
επαίρομαι.
γανορόω, ροή> γαορόω
ροή (ρ>λ), γεν. χεί-λε-ος (ρέ-ω),
>
γαυρόω, ο>υ),
γαυριάω, γαύρη ξ, γαυρίαμα, γαύρος, γαυρότης, γαύρωμα,
γελάω [γάν-ος γελάω]- γελώ. περιγελώμαι, γελασίνος,
χείλος [χάσκω, χεί-α
αγλαο-,
Άγλαυρος, γληνός, γλάδω (άδω).
αγαυός (α, επιτατ.), γάβρος (γαύρος
αχρείος,
αγαλμο-,
καπηλειό,
φημί, ρίζα φα-, α>ο)- εξαπατώ, κεπφώδης, κέπφος,
νόθος,
αγαλλιάομαι,
αγαλλιάω,
αγαλματίτης,
κέπφωσις.
[κάπ-ηλος,
αγάλλω
μεταπράτης,
ίππων, κυπειρίζω, κυπειρίς, κύπειρος, κύπαιρος, κεπφόω
κίβδηλος
>
ευφραίνομαι,
άγαλμα,
καπηλοτριβέω
καπαλευτή ς,
+
τιμώ,
αγαλλιάζομαι,
καπουλειό, κύπειρον (α>υ, η>ει)- φυτό χρηmμεύον ως τροφή
νοθευμένος,
+
ευαγής)- λαμπρός,
επιφανής, ευάγητος.
(λν>λλ)]-
ζωοτροφών,
>
κάπη- φάτνη, καπάνη, καπαίος,
καπανικός, κάμμα (πμ>μμ), κάψις, κάμμαρος, κηφήν (α>η,
+
Γανόχωρα,
ευ αγνής (γα>αγ)
>
π>φ, τρώει εντός της κυψέλης μη εργαζόμενος), κηφήνας,
(α>ε
Γάνος,
(μέδω), αγανός (α, στερητ.), αγανεύω, αγάνιδα, ευαγής (ευ
Γλάστρα.
=
χαρά, γαν-
>
=
άφθονος, υ>β).
γάλ- (ν> λ)
>
γελ- (α>ε)
>
γελώ, καταγελώ, περιγελώ, περιγέλαστος, γελανής,
γέλασις,
γελανόω, γελάσκω,
γελαστικός,
γελαστός,
γελοιασμός,
γελοιαστής,
γελασείω,
γελάmμος,
γέλασμα,
γελαστής,
γελόω,
γελοιάζω,
γελαστύς, γελοιάω,
γέλοιος,
γελοίος,
δηλαδή αυτό από το οποίο ρέουν προς τα έξω, τα εκ του
γελοιότης, γέλιο, γελοιώδης, γελοιωδώς, γέλως, γελωτο-,
στόματος (χεία) εξερχόμενα (κυρίως λόγια, «άλλα λένε τα χείλη
γέλωτας, γελώων ( οι>ω ).
σου ... »). Εκτός και αν το -λός έχει σχέση με το λέγω (λό-γος)] το χείλι, μεταφ. επί πραγμάτων, η άκρη, το ράμφος πτηνών, το χείλος
κρατήρα,
επί
ποταμών,
λιμνών.
χειλο-,
χειλόω,
χείλωμα, χειλαράς, χειλάς, χείλι, χειλεο-, αχείλι, χειλικός, χειλίνος, χειλίτις, χειλού σα, χείλωνας.
χλευάζω [γελοιάζω
χελύνη [χείλος, ει>ε, ο>υ]- χείλος. χέλλος
(λν>λλ),
χελλών,
γλεντώ χελύνιον, χελυνοίδης χελλύσσομαι,
>
χλευάζω (γ>χ,
χλεύαξ, χλευασία, χλεύασμα,
[γελάω
>
γελάτω
γλέντι,
>
γλάτω
γλεντζές,
>
γλεντώ
γλεντοκοπώ
(α>ε)](κόπτω),
γλεντοκόπι, γλεντοκόπημα.
χελών,
χελύσσομαι, χελύσσω, χελύτις, χελύσκιον, έγχελυς (εν, ιχθύς με μακρύ ράμφος), εγχέλειον, εγχέλης, εγχελυών, εγχελυωπός (οψ), χέλι.
γλεοιάζω (ελ>λε)
χλευασμός, χλευαστής, χλευαστικός, χλεύη, χλεύμενος.
διασκεδάζω. (οίδημα),
>
οι>υ)]- περιγελώ, εμπαίζω.
αγάομαι, άγαμαι [α (επιτατ.) αγάνομαι
>
+
γάν-ος, γαν-άω, δηλαδή
αγάομαι, ώστε να εξηγούνται τα αγά(ν)ασθε,
αγά(ν)ασθαι, ηγά(ν)ασθε, αγάσσομαι (νσ>σσ)]- θαυμάζω (εκ της λαμπρότητάς του κάποιον), εκπλήττομαι, τιμώ, χαίρομαι, ήδομαι, επί κακής σημασίας (εκ φθόνου ή ζηλοτυπίας, εκτός
141 και αν το
αρχικό α στις περιπτώσεις αυτές έχει σημασία
αρνητική),
φθονώ
αγαίομαι,
αγαίος,
κάποιον,
οργίζομαι,
αγαλίζομαι,
είμαι
ζηλότυπος.
αγαλλιάζω,
αγάλιος,
καρπός [χειρ +άπτω, άψις
χεραπτός
>
χαρπτός (ε>α)
>
καρπός (χ>κ)]- ο αρμός του πήχεως με το χέρι.
καρπίζω
>
καρπωτός,
( = απελευθερώνω δούλο).
αγάζομαι, αγιστής, άγος, άγιος, αγής, εναγής, αγείτης, άγη θαυμασμός, έκπληξη, φόβος, φρίκη, θάμβος, φθόνος, κακία, μίσος, αγητός, αγατός, αγαστός.
αγαθός [αγάσσομαι, μέλλ. του άγαμαι, σσ>θ]- θαυμαστός, εξαίρετος, καλός, ήπιος, ευγενής, ανδρείος.
αγαθώς, αγαθ-,
αγαθίζομαι, αγαθικός, αγαθο-, αγαθότης, αγαθόω, αγαθύνω, αγάθωμα,
αγαθοσύνη,
αγαθεύω,
Αγάθη,
αγασός
(θ>σ),
αγαθιάρης,
αγαθά,
αγαθόν,
Αγάθεια,
Αγαθόπολις,
αγαθούλης, Αγάθων.
γηθέω
[γά-νυμαι
(α>η)
χαίρομαι
κάνοντας
κάτι.
θέω]-
+
γήθος,
χαίρομαι,
αγάλλομαι,
γηθοσύνη,
γηθαλέος,
γηθόσυνος, γήθω, γάσσα (θ>σσ).
γαλήνη [γάνος γανωμένη,
εξ
γΑVΉνη
> ου
>
λέγεται
γαληναίη,
γαληνής,
γαληνός,
γαλήνη (ν>λ), φαίνεται σαν και
είδος
αργυρό χρω μου
γαληναίος,
γαληνιάζω,
γαλήνεια,
γαλάνεια,
γαληνιάω,
γαληνίζω,
γαληνισμός, γαληνότης, Γάλλος (γάλ-νος, λν>λλ)- ποταμός της Φρυγίας και εξ αυτού ιερέας της Κυβέλης (ευνούχος), αγαληνός (α, επι τατ.), αγάλι, αγάλια, γάλι, γάλια, αγαλιάζω, αγαλινά,
γαλινά,
αγαλιανός,
γλάρα,
γλαριάζω,
γλαρός,
γλάρωμα, γλαρώνω.
>
χερ-
δια των χειρών κυρίως εκφράζεται, απανταχού στην υφήλιο αλλά και στα πιθηκοειδή: χειροκροτήματα, ανατάσεις χειρών, παλαμών,
αγκαλιάσματα και
παντός είδους χειρονομίες, χειρονόμος (νέμω)
=
ορχηστής.
Χαιρετίζουμε πάντως κυρίως δια των χειρών]- το χέρι είτε ως κλεισμένη είτε ως ανοικτή και αναπεπταμένη παλάμη, επί εχθρικής σημασίας, λαμβάνω κάτι στα χέρια
=
αναλαμβάνω,
επιχειρώ, επί παντός εργαλείου ομοίου προς χέρι. επιχειρώ, επιχείρηmς,
επίχειρα,
επιχείρημα,
επιχειρηματίας,
επιχειρηματικός, επιχειρηματικότης, επίχειρο, διαχείρηmς,
διαχειρηστής, διαχειρίζομαι, διαχειρηστικά, διαχειριστικός, πρόχειρος, προχειρότης, προχειρο-, προχειρίζω, πρόχειρο, προχείριmς,
προχειρόομαι,
χειροτονία
(ανάταση
προχειροτονέω,
χειρός,
τείνω),
χειροτονώ,
χειροτονητή ς,
χειρότονος, χειροτονητός, χειροτονητώς, χειρο-, εγχειρίζω (εν),
εγχειρέω,
εγχείρημα,
εγχειρηματικός,
εγχείρηmς,
εγχειρητής, εγχειρητικός, εγχειρία, εγχειρίδιο ς, εγχείριον, εγχειριστής, εγχειρο-,
κεχείρωμαι,
πρκμ.
εγχειρίδιον, εκεχειρία (ε, ευφων.
του
χειρόομαι
=
ημερώνω)-
+
διακοπή
εχθροπραξιών, ανακωχή, άνεση, αργία, ανάπαυλα, χείρω μα, χειρ-,
χειράς,
χειραψία
(άπτω,
άψις),
χειριάω,
χειρίς,
χειρίζω, χείρισμα, χειρισμός, χειριστεύω, χειράγρα (άγρά), χειράφετος
(αφήνω),
χειρίδιον,
χείριξις,
υποχείριος,
χειρουργέω (έργον), χειρουργία, χειρουργός, Χείρων (ήταν
χειρουργός, επιδέξιος), χειρώναξ (άγω, άξω), χειρωνάκτης, χειρωνακτικός, χειρωναξία, Χειρώνιος, Χειρωνίς, χεριάρης (άρω), χερέα, χεριά, χερνής, χερνήτης, χερνήτωρ, χερνιβείον
(νίβω), χέρνιβον, χέρνιμμα (βμ>μμ), χερνίπτομαι, χέρνιπτον, χέρνιψ, χερο-, χερύδιον.
χειρόω
[βλ.
χαστούκι [χειρ
χειρ (επί εχθρικής σημασίας)]-
χείρων,
ψάχνω,
ζητώ,
αναζητώ.
τύπτω> χερτύπι
+
>
χαρτούπι (ε>α, υ>ου)
>
χράω [χειρόω
>
χρόω
χράω (ο>α)]- επιπίπτω, επιτίθεμαι,
>
ενσκήπτω μετά βλάβης, έχω διάθεση να πράξω. επιχράω. δυσχερής [δυσπιάσει
με
τα
ενοχλητικός,
χέρι]- αυτός που δύσκολα μπορεί να
+
χέρια
του
λυπηρός,
κάποιος,
δύσκολος,
χραίνω [χειρ> χεραίνω χρίω, μιαίνω.
δυσκολοκυβέρνητος,
εχθρικό.
δυσχεραίνω,
χρίμπτω,
χειρείων,
>
χραίνω]- εγγίζω ελαφρώς, αλείφω,
χρίω (αι>ι), χρίμα, χρίσμα, χρίπτω (άπτω),
χριmάζω,
χρίσιμος,
χρίσις,
χριστέον,
χριστός,
Χριστιανός, χρίζω, κρέμα (χ>κ), χρώννυμι (αι>ω), χρόϊζω, συγχρόϊζω,
σύγχροος,
συγχρώζομαι, χρώζω,
χρωΤζω,
χρωστήρ,
συγχρώζω,
συγχρώτα,
χρωματικός,
(αι>οι),
χρόα,
χροιά,
χρωμάτινος,
χρωματίζω,
συγχρωματίζομαι,
σύγχρωτα,
χροιέω
χρως,
συγχρωτίζομαι,
χρωματίζω, χρώμα,
χρωμάτιον,
χρω στή ρ,
χρώσις,
χρωματεύω, χρωματισμός,
χρωτίδιον,
χρωτίζω,
ωχρός, ώχρος [ω (επιφώνημα άλγους, έκπληξης, φόβου)
φέρω στην
χειρότερος,
χειρίστως,
χείριστος, χειριστότερος (αντί χειρότερος), χερήων.
+
χρως, χρόα]- μάλιστα το ωχρό χρώμα εκ φόβου, χλωμός, λευκοκίτρινος, ωχραίνω,
ασπροπράmνος,
ωχράω,
ωχριάω,
πραmνοκίτρινος.
ώχρωμα,
ώχρα,
ωχρότης,
ωχρο-,
ωχραντικός, ωχρία, ωχρίας, ωχρίαmς, ωχροειδής.
χλόος,
χλούς
(συνηρ.)
[ω-χρός,
ρ>λ]-
χρώμα
πραmνοκίτρινο ή υποπράmνο, χλωρίαση, ωχρότητα.
χλόη,
χλοάζω, χλοαίνομαι, χλοανθώ, χλοανός, χλοάω, χλοερός, χλοερο-, χλοερώπις (οψ), χλοη-, χλοιόομαι, χλοο-, χλοώδης,
χλωρός,
χλωράζω,
χλωραίνομαι,
χλωράς,
χλώρασμα,
χλωρότης, χλωράω, χλωραύχην (αυχήν), χλωρεύς, χλωρηίς,
χλωρίαmς, χλωριάω, χλωρίζω, χλωρίς, χλωρίτις, χλωρίων, χλωροειδής, χλωράδα, χλωρο-, χλώρωμα, χλωρίδα, χλοΤζω, χλόισμα,
χλομός,
χλουρασία,
χλομάδα,
χλώριον,
χλομιάζω,
χλωρίασις,
χλόμιασμα,
χλωρίνη,
χλωρικός,
χλωριούχος (έχω), χλούνης (κλέφτης ευναζόμενος στην χλόη, επίθετο αγριόχοιρου), χλούνειος, χλουνάζω, χλουνός (χρυσός, έχει χρώμα κίτρινο), φλωρίον (χλωρός, χ>φ, χρυσό νόμισμα), φλώρος, φλώρι, φλουρί.
χρυσός
[ω-χρός,
χρυσίον,
ο>υ,
χρουσίον
βλ.
(υ>ου),
χλουνός]χρουσούς,
χρυσάφι,
μάλαμα.
χρυσούς,
χρυσ-,
χρυσάορος (άορ), χρυσάωρ, χρυσάφιον (υποκορ.), χρυσάφι, χρύσαφος,
χρύσιος,
χρυσή εις,
Χρύσης,
Χρυσηίς,
χρυσήλατος (ελαύνω), χρυσήνιος (ηνία), χρυσήρης (άρω), χρυmαίος, χρυmασμός, χρυσίδιον, χρυσιδάριον, χρυσίζω, χρύmνος, χρυσο-, χρυσώπις (ορύσσω),
χρυσιο-, χρυσών, (ωψ),
Χρύσιππος χρυσωνέω χρυσώψ,
χρυσωρύχος,
Χρυσόστομος,
εξουσία μου, KαταVΙKώ, κυριεύω, υποτάσσω, VΙKώ, καταβάλλω. χειρούμαι,
ρ>λ]-
χροτική, άχραντος (α, στερητ.), αχράαντος.
χειρ, χέρα, χέρι [εκ του χαίρ-ω, α>ε. Το αίσθημα της χαράς
αλληλοκτυπήματα
ει>α,
χαστούκι (ρ>σ, Π>Κ)], χαστουκιά, χαστουκίζω.
χρωματο-,
Ρίζα χα-
χειραψίες,
[χειρ,
δυσχέρεια, δυσχείρωμα, δυσχέρανσις.
μολυβδούχου γης (ασημόχρωμα)]- ηρεμία θαλάσσης, ανέμων. γαληναία,
χαλεύω
χαλευτής, χαλεύτρα.
χρύσωmς,
(ίππος),
χρυσίς,
(ωνέομαι), χρυσωπός,
χρυσοχόος χρυσωτής,
χρυσίτης,
χρυσώνητος, χρυσωρυχίον, (χέω),χρυσώνω,
χρυσωτός,
Κροίσος
(χ>κ, υ>οι, βαmλιάς της Λυδίας, γνωστός για τους αμύθητους θησαυρούς του).
χόλος [χλόος, λο>ολ, εκ του χρώματος (υποπράmνο)]- χολή, μεταφ., πικρή διάθεση προς κάποιον, οργή, οργή με μίσος, άγριος θυμός, πικρία. χολαίος,
χολή, χολαγωγός, χολάω, χιλαίνω,
χόλαπτος (άπτω), χολέρα,
χολεριάω,
χολερικός,
142 χολερώδης, χολέω, χολόομαι, χοληγός (άγω), χοληδόχος,
βλάπτει τα
χολημεσία (εμώ), χολημετέω, χολικός, χόλιον, χόλιος, χολο-,
σίνηπυς, σίναπι, mνηπέλαιον, σιναπίζω, σινάπινος, σινάπιον,
χολόεις, χολοι-, χολώομαι, χολωτός, χώομαι (χ-ολ-ώομαι),
mνάπισμα,
χολωμένος, μελαγχολικός (μέλας, μέλαν, ν>γ), μελαγχολάω,
mναρός, mνάς, σίνδις, σίνδρων, σινέομαι, σίνις, επισινής,
μελαγχολία, μελαγχολικά, μελαγχολώ.
επισίνιος, επισίνομαι, σινόδους (οδούς mνότης,
χολάς [χλόος, χόλος, εκ του χρώματός τους και εκ του χρώματος
των
κοπράνων
που
περιέχουν
(υποπράmνο)]
έντερο. χόλιξ, χολίκιον, χολλάς, χορδή (λ>ρ χορδή
λύρας ή
χόρδευμα.
κιθάρας,
αλλαντικό,
+
άδω)- έντερο,
λουκάνικο,
όπως
το
χορδάριο, χορδαψός (άψις, άπτω), χόρδευμα,
ζώα όταν το mναπισμός,
σινόω,
Σιντική,
τρώνε
ώριμο),
σιναπιστέον,
σίντης, Σίντιες,
mνωτικός,
Σίμων
σίναπυ,
mνάπυξ,
=
mναπίδι,
δόντι), σινόδων,
σίντωρ,
(ν> μ),
σίνηπι,
σίνων, Σίνδος,
σιμωνία,
ασινής
αρνητ.), ασινότης, mληπορδέω (ν>λ, mνάμωρος
(α,
= αισχρός),
mληπορδία, τmλημπουρδώ, τσιληπορδώ, τmλημπούρδημα, τσιλημπούρδισμα.
σίλφη [σίν-ομαι, ν>λ, βλ. mληπ-ορδέω
σίλπη
>
>
σίλφη
χορδεύω, χορδο-, χορδοτόνος (τείνω), χορδότονον, κόρδα
(π>φ)]- βρομούσα, σκόρος, βιβλιοφάγο σκουλήκι.
(χ>κ),
mλφιόεις, σιλφιόω, σιλφιωτός, σίλλυβος (λφ>λλ), σίλυβον.
κουρδίζω,
κουρντίζω,
κόρδωμα,
κορδώνω,
σίλφιον,
κορδωτός, κουρντιστήρι.
σιφλόω [σίν-ομαι (ν>λ) αιρέω (δασ.) [χείρ
> χειρέω >
ειρέω (το Χ σε δασεία)
αιρέω
>
(λφ>φλ)]-
τυφλώνω,
(ε>α), βλ. καίριος]- λαμβάνω με το χέρι, δράττομαι, αρπάζω,
κολοβώνω, βλάπτω.
λαμβάνω κάτι στα χέρια (είναι άξιον
κενός,
απορίας το ότι οι
+
φά-ος (α>ο)
ακρωτηριάζω,
>
mλφόω
αφανίζω,
>
σιφλόω
σακατεύω,
σιφλός- χωλός, μύωπας, πηρός, σακάτης,
κοίλος, κούφιος,
άπληστος,
πλεονέκτης, πειναλέος,
γραμματικοί δεν πρόσεξαν την ολοφάνερη και κραυγαλέα
τmφούτης, τmφούτης(τ>τσ), mφνός(λ>ν), σίλφος, σίλφωμα,
σχέση μεταξύ των χειρ και αιρέω), λαμβάνω κάποιον από το
mφνεύς, mφνύω, Σίφνιος (κατ' Ήσύχ. ακάθαρτος), Σίφνος,
χέρι, κυριεύω (βλ. χειρόω), εξουmάζω, υπερισχύω, φονεύω,
mφνιάζω,
συλλαμβάνω, πιάνω, αιχμαλωτίζω, εξαπατώ, παγιδεύω και επί
τυφλός,
καλής σημασίας, πείθω, ελκύω προς το μέρος μου, καθόλου,
τσιμπλιάρης, τσιμπλιάζω, τσίμπλιασμα, τmμπλιάρικος.
κερδίζω,
αποκτώ,
τυγχάνω
κάποιον,
αποδεικνύω
ένοχο, καταδικάζω κάποιον με δίκη.
σίπαλος (φ>π)- μύωπας, κοντόφθαλμος, σχεδόν τσίμπλα
υποψήφιο
καταλαμβάνομαι,
σκέπτεσθαι,
χειρός),
φιλοσοφική
σχέδιο,
αρχή,
σκοπός,
αίρεση,
τρόπος
σχολή,
του
πρόταση,
του
αιρέω,
αποκτούμαι, καταδικάζομαι.
αιρετίζω,
αιρετικίζω,
αιρετικός,
αιρετέος,
αιρησιτείχης
(αυτός),
αυθαιρετώ,
αυθαιρεσία,
αιρέτις,
καθαιρέω
[κατά
εξαίρεmς,
εξαιρετός,
εξαιρετικώς, αφαιρέω,
+
εξαιρέω,
αφαίρετος,
άλωσις,
συλλαμβάνομαι,
σημασίας, ως
κερδίζομαι,
δΙKαVΙKός
αλώσιμος,
άλιος,
όρος,
άλιον,
αλιόω,
ευάλωτος, ευαλούστερος, ανάλωτος (αν στερητ.), αναλόω,
αυθαίρετος
αναλώνω,
ανάλωμα,
συναιρέω,
συναίρεmς,
αναλωτής,
καταναλίσκω,
αιρέω],
καθαίρεmς,
εξαιρέmμος,
καθαιρέτης,
ανήλωμα,
ανάλωσις,
κατανάλωσις,
αναλώmμος,
καταναλωτικός,
αφαιρετέος,
χαρ- (ε>α), βλ. χειρόω]- ο
εξαίρημα,
Χάρος, Χάροντας, Χαρώνειος, Χαρωνίται, Χάρυβδις (άπτω,
αφαίρεσις,
πτ>βδ, επτά
-
έβδομος), Χαρυβδίζω, Χαρυβδηδόν, Χάρυβδη.
αφαιρετό ς,
αφαιρεματικός,
χαλινός [αλίσκομαι (εκ του αιρέω, βλ. Χάρων)]- χαλινάρι.
αφαιρεμένος, αφηρημένος (αι>η), αφηρημάδα, αφηρημένα,
χαλινάρι, χαλιναγωγέω, χαλινόω, χαλιναγωγώ, χαλινώνω,
αφαιρούμαι,
χαλίνωmς, χαλινωτήρια.
μεθαίρω
προαιρετικός,
αναιρώ,
αναιρετικός,
αφαίρεμα,
>
Χάρος, ως όνομα του λέοντος, ο πορθμός της Στυγός, θάνατος.
(από),
αφαιρέτις,
Χάρων [βλ. αιρέω, χειρ> χερ-
εξαιρετέος,
εξαιρετικός,
αφαιρώ
αναφαίρετος,
VΙKιέμαι,
καλής
καταναλωτής,καταναλώνω.
εξαίρετος,
αφαιρέτης,
επί
αιρετισμός,
εξαιρώ,
εξαιρετικά,
τmμπλής,
(τείχος),
συναιρετικός, συνηρημένος (αι>η).
καθαιρετός,
λαμβάνομαι,
κατορθώνομαι,
αιρεmάρχης, αιρέmμος, αιρεmομάχος, αιρεmώτης, αιρετός, αιρετιστής,
τσίμπλης,
αλίσκομαι (δασ.) [έλεσκε (αόρ. β' του αιρέω), ε>α, ε>ι]
παθ.
της
π>μπ),
κάποιον
αίρεmς- κατάληψις,
εκλογή (πιθανόν το πάλαι ποτέ να γίνονταν δείχνοντας τον δια
(σ>τσ,
(μετά),
προαιρέω,
αναίρεμα,
αναιρετήριος,
προαίρεmς,
αναίρεmς,
αναιρέτις,
αναιρέτης, αναιρεταίον,
αναίρετος (αν, αρνητ.).
αρπάζω (δασ.)
[
αιρέω (αι>α)
+
πάmς (σι>ζ), βλ. πάομαι],
αρπακτί (άγω, άξω), αρπάγδην, αρπακτά, άρπαξ, αρπαγεύς,
+ μίνθος ( = κόπρος),
έλμινς (δασ.) [ελ-ώ (μέλλ. του αιρέω)
αρπάγη,
αρπαγμένος,
αρπαγή,
αρπακτήρ,
αρπάγιον,
άρπαγμα,
αρπαγμός,
αρπάκτειρα,
αρπαλέος,
αρπαλίζω,
γεν. έλ-μινθος]- σκουλήκι των εντέρων ή σπόγγων (έχει μεγάλο
άρπασμα, αρπεδών, αρπεδόνη, αρπεδονίζω, άρπη, Άρπυιαι
μήκος).
(α>υ
ελμινθιάω,
εμιγγοβότανο,
έλμις,
ελμίνθιον,
λεβίθα
ελμινθοβότανον,
(ελ>λε,
μ>β),
+ ί-ημι),
αρπυίας, άρπυς.
λεβίθρα,
λεβιθόχορτο, έλωρ (ελώ), ελώριον, ελώριος.
ληϊστός
[αλίσκομαι
λαϊστός (κ>τ) καίριος [στον Όμηρο πάντοτε επί τόπου, ο στον προσήκοντα
λεία.
>
>
λαισκομαι (αλ>λα)
λαϊσκός
>
>
ληϊστός (α>η)]- ληστευθείς, αποκτημένος από
ληίς, λαΤς, λαία, ληίζομαι, λήζομαι, ληίζω, ληιάνειρα
τόπο και ειδικώς επί μελών του σώματος τα οποία είναι
(ανήρ), ληίδιος, ληιάς, ληίει, ληισμαδία, ληισμός, ληιστήρ,
επικίνδυνα, εάν χτυπηθούν να πεθάνει ο πληχθείς (ο καιρός
λη στή ρ,
ουδέποτε στον Όμηρο). Εκ του αιρέω (το οποίο εκ του χειρ,
ληστεύω,
χ>κ) ή εκ του εξαιρέω ξαίριος
>
( = καταστρέφω,
αφανίζω)
>
εξαίριος
>
καίριος. Από τον Ηρόδοτο και εξής και επί χρόνου,
ληιστής,
ληστής,
ληστήριον,
ληστός,
ληστρικός,
ληιστύς,
ληστικός,
ληστεία,
λήσταρχος,
ΛαΤς, ΛαΤδα, Λάϊος, λεία, λεηλατεύω (ελαύνω), λεηλάτησις, λεηλασία.
έγκαιρος, κατάλληλος, το κύριο μέρος πράγματος, διαρκών επί κάποιον χρόνο], προσήκοντα
καιρίως-
θανατηφόρος,
θανασίμως,
στον
καιρό, αρμοδίως, καιρός, καιρικός, καίριμος,
καιριολεκτέω,
καιριότης,
καιρο-,
επίκαιρος,
επίκαιρα,
έγκαιρος(εν).
σίνομαι [ελώ, μέλλ. του αιρέω αρπάζω) σελώ (η δασεία σε σ)
>
( =
καταστρέφω, φονεύω,
σέλομαι
>
σίνομαι (ε>ι, λ>ν)]
Ελένη (δασ.) [ελώ, μέλλ. του αιρέω]- η καταστρεπτική, ως κύριο
όνομα.
έλανδρος (ανήρ),
Ελενοφόντης
(φονεύω),
(αναλίσκεται),
ελένιον, ελετός.
οφείλω πρόκειται
[αφείλον (αόρ. να
μου
ελέναυς (ναύς),
ελέπολις,
του αφαιρέω),
αφαιρεθεί
το
χρέος]-
βλάπτω, ζημιώνω, καταστρέφω, αρπάζω. σινάμωρος (μόρος),
υποχρεωμένος να δώσω, υπόκειμαι.
mναμωρέω,
οφειλέω,
mναμώρευμα,
σιναμωρία,
mνάπι
(άπτω,
οφειλή,
οφείλημα,
Ελένια,
ελένη,
α>ο,
ελάνη
δηλαδή
χρεωστώ,
ότι
είμαι
αφέλλω, οφειλέσιον,
ο φειλόντω ς,
οφειλομένως,
143 οφειλέτης, όφλημα, όφληmς, οφλητής, οφλισκάνω, οφλός,
γραμματιστικός, γραμματο-, γραμμή, γραμμικός, γραμμο-,
εξοφλώ,
γραμμώδης, γραμματιζούμενος.
εξόφλησις,
εξοφλητήριον,
ξοφλάω,
ξοφλώ,
ξοφλημένος. γραπίς [γράφω, φ>π]- το χο ρός [χαρά, χειρ, χέρα (ε>ο), δια των χειρών εκφράζεται και αρθρώνεται ο χορός κυρίως, χορεύει δε κάποιος δια των χειρών και
καθισμένος],
χοραύλης
(αυλός),
χοραγός
χοραγείον,
χορηγός,
χορηγείον,
χορηγέτης,
χορήγημα,
χορηγώ,
χορηγητήρ,
χορηγία,
χορήγιον, χορηγίς, χόρευμα,
χορεία,
χόρευmς,
(άγω),
χορηγικός,
χορευτικός,
γραπτός, γραπτέον,
γραπτή ρ, γραπτύς, γραψείω, γραψαίος, γραψίμι, γράψιμο.
γρύ [ονοματοποιία, εκ της φωνής του χοίρου, αλλά βλ. και
χορηγέω,
χορειάρχης, χορείον, χορείος,
χορευτής,
αποβληθέν δέρμα των φιδιών
(φέρει σχέδια ωσάν να είναι γραμμένο).
γρο-μφάς (ο>υ), ουδέ γρυ
= ούτε συλλαβή,
ασήμαντο πράγμα],
γρύζω (άζω)- λέγω γρυ, γρυκτός (άγω, ακτός), γρύλος
( =
χορεύτρια,
χοίρος), γρύλλος, γρυλλίων, γρυλίζω, γρυλισμός, γρυλλίζω,
χορεύω, χορήτις, χορίτις, χορίαμβος (ίαμβος), χοριαμβικός,
γρυσμός, γρούνα, γρούνι, γουρούνι, γουρουνάς, γρουνάς,
χορικός, χόριος, χορο-, χοροι-.
γουρουνιά,
γρουνιά,
γουρουνοχαρά,
ΡίζαχραF-
γουρουνίσιος,
γρυμέα,
(δέχομαι), γρυτο-,
γρύτη,
άγρυκτος,
γουρουνο-,
γρυτάριον,
γρυτοδόκη
γκρίνια, γκρινιάζω, γρίνια,
γρινιάζω, γκρινιάρης. χραύω, χράω [ονοματοποιία, εκ του ήχου του ξυσίματος χράφ,
γράτς,
χρατς,
χραβ]-
επιξύω,
πληγώνω
ελαφρώς.
εγχραύω (εν), επιχράω.
γλάφω [γράφω, ρ>λ]- ξύνω, ανασκάπτω, κοιλαίνω. γλαφυρία, (α>υ),
χαράσσω
+
[χράω
ακή,
ακ-μή
χραάκ-ιω
>
>
χαράσσω
γλαφυρός,
γλύφανος,
γλυφίς,
γλύμμα
γλαφυρότης,
γλυφείον, (φμ>μμ),
γλάφυ,
γλαφυρότητα,
γλυφεύς,
γλυπτή ρ,
γλυφή, γλύπης,
γλύφω
γλυφικός, γλυπτικός,
(ρα>αρ, κι>σσ)]- κάνω κάτι οξύ, ακονίζω, χαράσσω δια λίμας,
γλυπτός, γλυφάρι, γλυφανίζω, γλυπτική, γλυπτο-, γλύφανο,
μεταφ., όπως το θίγω, οξύνω, αυλακίζω, διασχίζω, επιγράφω,
γλυφίτης, γλύφτης.
εγχαράσσω.
χαράττω,
χάραξις,
χάραξ,
χαραξίποντος, γράω, γραίνω [βλ. χράω, εκ του ήχου του μασήματος, βλ.
χαραγή (κ>γ), χάραγμα, χαράματα, χαράγματα, χαρακίας,
χαρακίζω,
χαράκιον,
χαρακο-,
χαρακισμός,
χαρακώνω,
χαρακίτης,
χαρακώματα,
χαρακόω, χαρακτήρ,
τρώγω]- τρώγω, ροκανίζω. (ρω>ωρ>ουρ),
κράστις
γούλη,
γουλιά,
χαρακτηρίζω, χαρακτηρικός, χαρακτήριον, χαρακτήρισμα,
γούλα
χαρακτηριστικός,
κραστίζομαι, κραστήριον.
χαρακτηρισμός,
χαράκτης,
χαρακτός,
(ρ>λ),
γρώνος (αω>ω), γρώνη, γούρνα
γράστις,
(γ>κ),
κράτις,
γουλιάρης,
γρασίδι,
γουλόζος,
χαράκωσις, χαραυγή (αυγή), Χαραυγή.
γάγγραινα [γραίνω, ολικός αναδιπλαmασμός γρατσουνίζω
[βλ.
χράω],
γρατσουνώ,
γκρατσουνίζω,
γάργραινα (ρα>αρ)
>
>
γράγραινα
>
γάγγραινα (ργ>γγ)]- πληγή ή απόστημα
γρατσούνισμα, γρατσουνιά, τσουγκρανίζω (αντιμετάθεση),
διαβρωτικό (γράω), φέρον σήψη και καταλήγον σε νέκρωση.
τσουγκράνα, τσουγκρανιά, τσουγκράνισμα, τζουγγρανίζω.
γαγγραινικός, γαγγραινόομαι, γαγγραίνωσις, γαγγραινώδης,
γάγγλιον (ρ>λ), γαγγλιώδης, γαγγλιοειδής. χαράδρη
[χράω,
+
χαράσσω
υδρηλός]-
χείμαρρος,
η
σχηματιζόμενη χαράδρα υπό των κατερχομένων υδάτων στα
γάγγαμον [γράω
+ άγω>
γραάγαμον
πλευρά του όρους, η κοίτη τέτοιου χειμάρρου, τεχνικός οχετός.
γάγγαμον
χαράδρα, χάραδρος, χαραδραίος, χαράδρειον, χαραδρεών,
οστρακοειδών, το επίπλοον.
χαραδρήεις,
(έλκω).
χαράδριον,
χαραδριός,
χαραδρόομαι,
(ργ>γγ)]-
μικρό
>
στρογγυλό
γάργαμον (ρα>αρ) δίχτυ
προς
>
άγρα
γαγγαμευτής, γαγγαμουλκός
χάραδρος, χαραδρώδης, χαράδρωμα, Χάραδρος.
κράω [γράω, βλ. κράστις]- γράω, εσθίω. γαργαλίζω [χράω γαργαρίζω (ργ)
>
>
χρα-χρα-ίζω
>
χαρχαρίζω (ρα>αρ)
>
κρεάγρα
(αγρέω),
γαργαλίζω (ρ>λ)]- ερεθίζω δυσάρεστα.
κράδιον,
κρεαδοσία,
γάργαλος, γαργάλισμα, γαργαλισμός, γαργάλη.
κρεηδόκος,
κρεάγρευτος,
κρέας (α>ε),
κρεαγρίς,
κρεαδοτέω,
κρεάδιον,
κρεοδοτέω,
κρεα-,
κρειαδόκος, κρείον, κρειο-, κρέϊσκος, κρεο-,
κρεουργός (έργον), κρεω-, κρεώδης.
γράφω [βλ. χραύω, χράφ
>
γράφ-ω]- ξύνω, τζουγγρανίζω,
παριστάνω δια γραμμών, διαγράφω, σχεδιάζω,
ζωγραφίζω,
χρόνος [χαράσσω, γράω (γ>χ), το παλαιό «φέρει τα σημάδια
καταγράφω, θεωρώ, γράφω επιστολή, προγράφω, προορίζω,
του χρόνου» (χαράσσω), είναι καταφαγωμένο (γράω)]- χρόνος,
καταγγέλλω κάποιον, παθ., εγκαλούμαι,
πολύς καιρός, χρονική περίοδος, ηλικία, εποχή, μέρος του
αγρίφη
(α,
ευφων.,
α>ι),
μεσ., καταγγέλλω.
γραφείδιον,
γραφειοειδής,
έτους, ο χρόνος ρήματος.
χρονάρχης, χρονιαίος, χρονίζω,
γραφείον, γραφικά, γραφεύς, γραφή, γραφίδιον, γραφικός,
χρονικός,
γραφικότης,
συγχρονισμός, συγχρονίζω, σύγχρονος, χρονιστός, χρονο-,
γραφιάς,
γραφιοειδής,
εγγράφω
(εν),
γραφίς, εγγραφή,
εγγεγραμμένος,
επιγράφω,
επιγεγραμμένος,
επιγραφόμενος,
(VΓ>γγ),
αγγρίζω,
γράφος,
αγγρισμός,
γραφοειδής,
έγγραφος,
επιγραφή,
γρόφω
το έδαος), γρομφίς, σκρόφα (γ>κ). [γέ-γραμμαι,
πρκμ.
του
γράφω,
φμ>μμ]-
ό,τι
φθόγγος ή ήχος στη μουmκή, τόνος, μικρό βάρος, διάταγμα, βιβλίο, πραγματεία, γράμματα γραμματειδιοποιός,
( =
παιδεία).
γραμματείδιον, γραμματείον,
γραμμάριον, γραμματίδιον, γραμματεύς,
γραμματεύω, γραμματιφόρος, γραμματικός, γραμματίζω, γραμματικεύομαι,
χρονισμός,
Κρόνος [ο παλαιότερος θεός, βλ. χρόνος (ρκ), εκτός και αν εκ του κραίνω]- υιός του Ουρανού και της Γης. Κρόνιο ς,
Κρονίδης,
Κρονίδαρ,
Κρονικός
Κρόνια,
Κρόνιππος,
Κρονίων, Κρονο-.
γράφεται, το γραμμένο, έναρθρος ήχος, στοιχείο, επιγραφή,
γραμματεία,
χρονιότης,
χρονουλκέω (έλκω), χρονουργός (έργον), χρονοδιακόπτης.
αγγράφω
αγγρία,
(α>ο), γρόππατα (μ>π), γρομφάς (φ>μφ, γουρούνα, σκαλίζει
γράμμα
χρόνιος,
επέγγραφος,
αναγράφω,
αγγριστής,
έγγραφον,
χρονιόομαι,
γραμμάτιον,
γραμματιστής,
γήρας [χραύω, χαράσσω, γράφω, γράω (βλ. χρόνος, Κρόνος)
>
γρα-
>
γαρ- (ρα>αρ)
ρυτίδων]- τα γηρατειά. γηρατιά,
γήρανmς,
>
γήρ-ας (α>η), βλ. γρα-πίς
= πλήρης
γηραιός, γηραλέος, γήραμα, γάρος, γηραός,
γηράς,
γηράσκω,
γηράω,
γηρείον, γηρο-, γηροκόμος (κομέω), γηροκομείον, γηρατειά, γηροκομεύω, γηροκόμηmς, γήρος, γεραιός (η>ε), γεραιο-, γεραίτερος, γεραίτατος,
γεραρός,
γεραλαίος,
γεράνδρυον
144 (δρυς), γεραός, γεράματα, γερόντειος, γεροντεύω, γεροντία,
ξιδερός, ξιδιάζω, ξιδόλαδο, ξινίζω, ξινήθρα, ξινίλα, ξίνισμα,
γεροντίας, γεροντιάω, γεροντίζω, γεροντικός, γεροντάματα,
ξινό, ξινο-, Ξινονέρι, ξινός, ξινούτσικος, ξινοφέρνω.
γερόντιον, γεροντο-, γερουσία, γερουmακός, γερουmαστής,
γερούmος, γέρων, γέρος, γέροντας, γερνώ, γερνάω, γεράζω,
ωκύς [α (επιτατ.)
γερατειά, γέρικα, γεροντισμός, γέρικος, γεροντο-, γραύς,
ωξύς (αο>ω)
γρηύς,
οξύς.
γραία, γρεύς,
γριά,
γιαγιά, γεγές, γέρνω,
γέρμα,
γέρmμο, γερμένος, γερτός, γερτά.
+
οξύς
( =
ταΊ!Jς, ευκίνητος)
αοξύς
>
>
ωκύς (ξ>κ)]- ταΊ!Jς, ορμητικός, ταχυκίνητος,
>
ωκύτερος,
ωκύτατος,
ώκιστα,
ωκίων,
ώκιστος,
ωκέως, ωκαλέος, ώκα, ωκύτης, ωκήεις, ωκυ-, ωκύνω, ωκίς, ώκιμον, ώκινον, ωκυεπής (έπος), άκατος (α, επιτατ., αω>α,
Ρίζα χσα-
>
ακ-
υ>α), ακάτιον.
ξαίνω [ονοματοποιία εκ του ήχου του ξυσίματος χσα- (χς>ξ), μέλλ.
ξα-νώ,
παθ.
αόρ.
ε-ξά-νθην]-
λαναρίζω, καθαρίζω, κατεργάζομαι.
ξαίνω,
Ωκεανός [ωκέ-ος (γεν.
ξάμμα (ξάσμα, σμ>μμ),
από την γη και επιστρέφοντα στον εαυτό του], ωκεάνιος, Ωκεανηιάς,
ξάστης,
Ωκεανίτις, Ωκεανόνδε, Ωκεανίς.
ξεστός,
αλς (λ>ν), διότι ο
Όμηρος τον θεωρούσε μέγα ποταμό ρέοντα κυκλοτερώς γύρω
ξανάω, ξαντό, ξάνησις, ξέmς (α>ε), ξέσμα, ξεσμή, ξεστήρ, ξεστικός,
+
του ωκύς)
ξέω, κτενίζω,
ξεστουργία
(έργον),
ξέστριξ,
Ωκεάνης,
Ωκεανίνη,
ωκεάνιος,
ωκεανισμός,
ξέστρον, ξέω, ξιφάρι (ε>ι), ξηνός (α>η)- ο κορμός δένδρου, διότι αποφλοιώνεται, επίξηνον, ξόανον (ε>ο), ξοανηφόρος,
άγνυμι [μέλλ. άξω, αόρ. έαξα, απαρέμφ. άξαι. Από το αξ-ίνη
ξοάνιον, ξόος, ξοανουργία, ξοανο-, ξαγγλίζω (γλίντζα, VΓ>γγ).
(οξύς), διότι η βαmκή του έννοια είναι η του κλάω, αποκόπτω (αξίνη). Και το κλάω και το άΓVυμι σημαίνουν και διαθλώμαι,
ξύω [ξαίνω, α>υ]- ξέω, κάνω κάτι λείο, κνάπτω ύφασμα μετά την ύφανσή του, σκαλίζω, χαράζω.
ξυόεις, ξύσις, ξύmλος,
θραύω, τσακίζω, αόρ. β' εάγην (κ>γ). Η ύπαρξη
ξύσμα, ξυσμάτιον, ξυσματώδης, ξυσμή, ξυσμός, ξυστάρχης,
παίω, πήω
ξυστήρ, ξυστήριος, ξύστης, ξυστιδωτός, ξυστικός, ξυστίς,
αντικειμένου)
ξυστοβόλος,
ξυστόν,
ξυστός,
τσακίζω, συντρίβω, είμαι τεθλασμένος.
ξυστρωτός,
ξύστωρ,
ξύνω,
ξυστο-, ξυmά,
ξύστρα,
ξύστρον,
ξυmματιά,
ξύmμο,
(Fεάγην,
F
Αιολ., καυάξαις αντί κατFάξαις) πιθανόν να προήλθε εκ του
= πατάσσω, >
πάξω
δηλαδή πηάξω
( = πλήττω
δια οξέως
Fάξω (βλ. γακτός)]- κλάω, θραύω,
>
αγμός, άγανος, γακτός (βλ. άΓVΥμι,
αγή,
F>y),
αγά,
άγμα,
ααγής (α, στερητ.),
ξυσμάρα, ξυσούρα, ξυστά, ξυστρί, ξυστρίζω, ξύστρισμα,
άακτος, άγανο, κατάγνυμι, κάταγμα, ακτέα
ξυστήρι.
τσακίζεται εύκολα, χοντραλεσμένο mτάρι το οποίο είναι ωσάν
( = κουφοξυλιά,
τσακισμένο), ακτή (συνηρ. του ακτέα, βλ. ακτή στην επόμενη ξυρέω ξυραίος, ξυρίας,
+
[ξύ-ω ξυρίς,
ξυρίζω.
ξυρήκης,
ξυριάω,
ξυραφίζω,
ρέω]-
ξυρήσιμος,
ξύριον,
ξυρο-,
ξυρόν,
ξυράω,
ξυράφιον ξυρός,
ξύρω,
ξύριmς,
ξυρίζω,
παράγραφο ).
ξυρησμός,
(υποκορ.),
ξύρισμα,
ακτή [ο Όμηρος την χαρακτηρίζει τραχεία (τραΊ!Jς, επί
ξούρα (υ>ου),
ξουράφι,
ανωμάλου λίθου), υψηλή και απόκρημνη. Ο ίδιος αναφέρει το
ξουραφίζω, ξούρισμα, ξουριστικός.
οξύς επί λίθων. Επομένως εννοεί απόκρημνο άκρο γης προ της θαλάσσης, αλλά και υψηλό. Κατόπιν γενικεύθηκε η έννοια επί
κτεις [ξέω, ξ>χσ>κτ]- χτένι, τσουγγράνα. κτενισμός,
κτενιστής,
κτενιαίος,
κτένιο,
κτηδών
(ε>η),
κτενιοειδής,
κτενίζω, κτένιον,
πάσης ακτής (παραλίας). Άρα εκ του οξύς> οξή
κτένονας,
(κσ>κτ)
κτένισμα,
κτένι,
κτενιστής,
>
κυρίως
χτενάκι, χτένι, χτενίδι, χτένισμα, χτενιστής, χτενιστικός,
θάλασσα,
χτενο-.
χερσόνησος.
το
κρημνώδης
[α (επιτατ.)
+
ξέω (ε>ι)]- εργαλείο για σκάψιμο γης.
άκτιος,
μέρος,
ακρωτήριο, (ούρο ς),
ακτίτη,
άκρα
παραλία
ακτάζω,
ακταιωρέω
αξίνα
οκτή
όπου θραύονται τα κύματα (βλ. ακτή στο άΓVΥμι)]- παραλία,
κτενιστικός, κτενίτης, κτενοειδής, κτενωτός, κτενο-, χτένα,
άξινα, αξινάρα, αξιναράς, ξιναράς, αξινάρι, ξινάρι, αξιναριά,
>
ακτή (ο>α) ή εκ του άγνυμι (βλ.ά-ακτος, δηλαδή γης
εισδύουσα
απόκρημνη
ακταίνω,
ακτωρέω,
και
ακταινόω,
ακταίος,
ακταίωρος,
άκτιον, Άκτια, Ακτή,
στη
υψηλή,
ακτωρός,
αχτή,
ακταιωρός,
Ακταία, Ακταίο, ακταιωρώ, ακτωρώ, ακταιωρία.
ξιναριά, αξιναρίζω, ξιναρίζω, αξινάρισμα, αξινίτσα, αξινο-, αξινογύρι,
αξινορύγι
(αντιμετάθ.),
αξίνη,
αξινάριον,
αξινίδιον, αξινο-.
ακτίς [εκ του οξύς
( = ταΊ!Jς,
για την τροπή βλ. ακτή), διότι
το οξύς αναφέρεται στον Όμηρο και επί του φωτός (οξύς
οξύς [ο (ευφων. ή εξ α επιτατ.)
+ ξύ-ω,
=
λαμπρός)]- ακτίνα ηλίου, φωτός, λαμπρότητα, η ακτίνα του διότι δια της ξύσεως
τροχού.
ακτινηδόν,
ακτινο-,
ακτίνα,
καθίσταται κάτι οξύ]- οξύς, μυτερός, κοφτερός, σουβλερός, επί
ακτινοειδής,
όπλων, επί λίθου, επί ήχου, σφοδρός, βίαιος, διαπεραστικός,
ακτινίδες,
καυστικός, επί της όψεως, λαμπρός, επί μουmκών τόνων, επί
ακτινισμός,
γεύσεως, δριμύς, ξινός, επί οσμής, μεταφ., ταΊ!Jς, πλήρης
ακτινολόγος, ακτινογραφία, ακτινολογικός.
ακτινόεις,
ακτινίζω,
ακτινωτός,
ακτινικός,
ακτινούλα,
ακτίδα
ακτινώδης,
ακτιν-,
ακτίνιον, (ν>δ),
ακτινένιος,
ακτινίσκος,
αχτίδα,
αχτινο-,
ορμητικού πάθους, ευκίνητος. οξύα, οξύη, οξυά, οξέα (εκ της πυκνότητας των δασών της,
ανέρχεται γρήγορα σε ύψος,
ξίφος [οξ-ύς
+ ίφι ( = ισχυρώς,
κραταιός)]- το ξίφος, ξιφίας,
λαμβάνουσα οξύ σχήμα)- το δένδρο οξυά, ο ξύϊνο ς, οξέϊνος,
είδος
οξέϊνο, οξυ-, οξυκοΤα (ακοή), οξυηκοΤα, οξύμωρος (μωρός),
ξιφηφορέω, ξιφηφόρος, ξιφίδιον, ξιφίζω, ξιφίνδα, ξιφίον,
οξυντήρ, οξύνω, παροξύνω, παρόξυνmς, οξυόεις, οξυρεγμία
ξιφίος,
ξιφιστήρ,
ξιφιστής,
(ερευγμός),
ξιφιστύς, ξιφο-, ξιφουλκία (έλκω), ξιφουλκός,
ξιφουργός
οξύρρις
(ρις),
οξύρριν,
οξυρροπία
(ρέπω),
φυτού. ξίφιος,
οξύρροπος, οξύρρυγχος (ρύγχος), οξύτης, οξύτητα, οξυτικός,
(έργον),
οξύτονος (τόνος), παροξύτονος, οξυωπής (ωψ), οξεία, οξίνα
ξιφομάχος.
(ει>ι),
φοξός
(επί,
π>φ),
φοξότης,
φοξίνος,
φοξίχειλος
(χείλος), φοξόχειλος. όξος [οξύς
=
σκίφος
(ξ>σκ),
ξίφισμα,
ξιφύδριον,
ξιφισμός,
ξιφασκία
ακωκή [αναδιπλ. του ωκύς
ξινός]- ξίδι, οίνος αδύνατος, ελαφρός, επί
ανθρώπου, δύστροπος, δριμύς.
οξαλίς, οξάλειος, οξάλμη
=
το
σκιφίας,
ξίφη,
(ασκέω),
( = οξύς)]-
ξιφήρης,
ξιφομαχία,
αιχμή, άκρα.
άκων
(
ακόντιο, ο Όμηρος το αποκαλεί εύξεστον και οξύ),
ακόντιον,
ακοντί,
ακόντισμα,
ακοντίας,
ακοντισμός,
ακοντίζω,
ακοντηστήρ,
ακόντηmς,
ακοντηστήρια,
(άλμη), οξείδιον, οξίδιον, οξερίας, οξηλίς, οξηρός, οξίζω,
ακοντιστικός,
οξίνης,
ακοντιστύς, ακοντο-, ακόντως, ακή, ευήκης, ακίς, ακίδα,
όξινος,
οξίς,
οξο-,
ξίδι,
ξιδάς,
Ξιδάς,
ξιδάτος,
εξακοντίζω,
εξακοντισμός,
ακοντιστής,
άκαινα, άκαν, άκανθα, αγκάθι, αγκαθιά, ακαίη, αντακαίος
145 (αντί),
ακανθεών,
ακανθίας,
ακανθίζω,
ακάνθινος,
ακανθίων, άκανθος, άκανος, ακανίζω, άκαρνα, ακάχμενος,
πελεκάνος,
πελεκίνος,
πελεκινοειδές,
πελεκοειδής,
Πελεκάνος, πέλεκας, Πέλεκας.
ακέστρα, ακεστρίς, ακέστρια, άκνηστις, ακονάω, ακονώ, ακόνη,
ακόνησις,
ακόνισμα,
ακόνι,
ακονητί,
ανακονητί,
ακονίζω, αακίδωτος, αμφήκης (αμφί).
κεντέω
[α-κ-ίς
μαχαιρώνω, έ"jJς [ακίς, α>ε, κ>χ]- η οχιά. ε"jJεύς,
εχείδιον,
ε"jJδνώδης,
ε"jJΟλέκτης
οχιά (ε>ο), όχεντρα, έ"jJδνα,
ε"jJδνήεις,
εχίειον,
έχιον,
(συλ-λέγω),
ε"jJδναίΟς,
Εχίναι,
εχίνος,
εντός]- κεντώ, κεντάω, αναγκάζω να
+
προχωρήσει, επί μελισσών και σφηκών, κεντρίζω, πληγώνω,
ε"jJδνΟειδής,
Εχινάδες,
εχίνη,
εχιναίος,
εχινώδης,
ε"jJνέες,
εχίνες, χήρ (α-κή)- σκαντζόχοιρος.
βινέω, κάνω κεντήματα σε ύφασμα.
κεντώ,
κεντάω, κεντεύω, κεντρίζω, κέντημα, κέντηmς, κέντισμα, κεντισμένος, κεντητήριον, κεντητής, κεντητικός, κεντητός,
( =
κεντημένος, κεντόω, κέντρον
οξύ άκρο, κεντρί, το μη
περιστρεφόμενο σκέλος του διαβήτη, το οποίο φέρει κέντρο, οξύ άκρο και εξ αυτού το κέντρο του κύκλου και παντός πράγματος, το κέντρο των μελισσών, πόσθη, η αιχμή του
κώνωψ [α-κω-κή, ά-κων
+
είτε εκ του ωψ (διότι φέρει κεντρί
( =
στο πρόσωπο) είτε εκ του οψ-έ κατά το σούρουπο, ωψ-ικότητα
αργά, διότι εμφανίζονται
= «βράδιον ίκοντα» Ησύχ)]- το
κουνούπι. κωνωπείον, κωνωπεών, κωνώπιον, κωνωποειδής, κωνωπώδης,
κωνωποσφράντης
(οσφραίνομαι),
κουνούπι,
Κουνοπιά, κουνουπιέρα.
δόρατος,
μεταφ.,
κεντρηνεκής κέντριον,
[α-κω-κή,
κεντρίς,
κεντρο-,
επικεντρωμένος, κεντρωτός,
ά-κων,
απολήγει
σε
οξύ
άκρο]
κεντρομόλος
γεωμετρικό
στερεό
περικεφαλαίας.
εκ
σχήμα,
των
κώνων
βέμβιξ,
κωνάριον,
η
κωνάω,
πίτυος,
κορυφή
κώνησις,
το της
περιστρέφω,
τα
συμπτώματα
= περιδινώ
της
ως κώνο,
δηλητηριάσεως),
κωνειάζομαι, κουκουνάρα (αναδιπλ.), κουκουνάρι.
κέντουκλο,
(βλ.
κεντράδι,
βλώσκω),
δόρατος.
κόνταξ
κοντοφόρος,
(ακή),
κόντωmς,
έτι), ακόμη (ακμήν),
ακόμα, ακμαστικός, ακμηνός, άκμηνος.
>
κοντοβολέω, κονταράτος,
κεστός
[κέ(ν)σαι,
απαρέμφ.
ζωστήρας.
του
κέστρος,
κεντέω]-
κεντητός,
κέστρον,
κεστρίτης,
( =ο
Κένταυρος [κέντ-ωρ αυρος
(κατάληξη),
ήσαν
κεντών, «κέντορες ίππων» Ιλ.) βουκόλοι
έφιπποι.
Επειδή
+-
όμως
σημαίνει και παιδεραστής αλλά και τα αιδοία ίσως εκ του
κάκτος]- το ακανθώδες φυτό
και ο καρπός αυτού. κακτώδης, κακτοειδής.
Όσσα [οξύς> όκ-σα
κοντάκιον, κοντωτός,
ακμάζω, ακμάω,
παρακμάζω, παρακμή, ακμαστής, ακμαίος, ακμήν (αιτιατική
ακ-ακ-τος
κεντριδώνω,
Κεντροχώρι,
κοντός [κεντέω, ε>ο]- κοντάρι, κοντάρι με άγκιστρο, το ξύλο του
κεστρο-, κέστρωmς, κεστρωτός.
>
κεντήτρα,
κεντρύλλιον, κέντρωμα, κέντρωνας, κεντρώος, κεντρωτός.
πράγματος, το άνθος, το ζενίθ, επί της ανθρώπινης ηλικίας, ο
κάκτος [ακ-ίς
κεντρίδα,
κεντρώνω,
κεντημένος,
= ακόμη,
κεντώνιον,
κεντήστρα,
κοντοπαίκτης.
ακμή [ακ-κωκή, ακ-ίς, ακ-ή]- οξύ σημείο, το κοφτερό μέρος
του ακμή, εν χρήσει ως επίρρ.
κέντρωmς,
κεντηmά,
μαχαιριού, άκρα, το ύψιστο ή σπουδαιότερο σημείο κάθε κάλλιστος χρόνος, η κατάλληλη στιγμή.
κέντρων, κεντωνάριον,
κωνίας,
κωνικός, κωνίον, κώνιον, κωνίς, κωνίτις, κωνοειδής, κωνο-,
κώνειον (το δηλητήριο, εκ του κωνάω
κεντρίτης,
επικέντρωmς,
κεντίστρα, κεντητήρι, κεντιτική, κεντιστός, κεντιά, κεντίδι, κεντούκλα,
παρασκευαζόμενη
κεντρίνης,
κεντρισμός,
κεντρώδης, κεντών,
κεντρήεις,
κεντρικός,
επικεντρώνω,
κεντηματιά,
η
η
κεντρίσκος,
κέντωρ,
κουκουνάρα, ο εδώδιμος σπόρος του πεύκου, το δένδρο πίτυς, πίσσα
παρόρμηση),
επί ίππων),
κεντρόω,
Κεντρί,
κώνος
παρακίνηση,
(ήνεγκον,
>
όσσα (κσ>σσ), έχει οξεία κορυφή]- το
>
ακχος> έΥχος (α>ε, κχ>γχ)]- δόρυ,
( =
κεντέω
βινέω) να προέρχεται]- φυλή κατοικούσα μεταξύ
Πηλίου και Όσσης, παιδεραστής (εκ της κτηνώδους σαρκικής διαθέσεως αυτών), τά αιδοία.
Κενταύρειος, Κενταυρίδης,
Κανταυρικός,
κενταύρειον,
Κενταυρο-,
κενταύριον,
κενταυρίς.
όρος στη Θεσσαλία. αιχμή [ακμή, α>αι, κ>χ]- το άκρο του δόρατος ή λόγχης, οξύ έγχος [άκ-ων +έχω ακόντιο.
άκρο,
λόγχη,
φιλοπόλεμο (άλωσις),
αγανακτέω [άγαν
+
ακ-ίς, γεν. ακίδος> ακδός
>
ακτός, δ>τ,
δόρυ,
πόλεμος,
πνεύμα. αιχμαλωσία,
αιχμαλωτίζω,
μάχη,
αιχμάεις,
επί
λοιμικής νόσου,
αιχμάζω,
αιχμαλώτευμα,
αιχμαλωτικός,
αιχμαλωτίς,
αιχμάλωτος
αιχμαλωτεύω, αιχμαλώτησις,
βλ. ά-ακτος, ακτή (άyvυμι), διότι κυρίως σημαίνει αισθάνομαι
αιχμαλωτιστής, αιχμή εις, αιχμητά, αιχμητήρ, αιχμητήριος,
σφοδρό
αιχμητής, αιχμο-, αχαΤνης (διετής έλαφος, λόγω των εις οξύ
ερεθισμό]-
αγανάκτησις
-
οργίζομαι,
κυρίως
δυσαρεστούμαι,
πόνος
και
φυmκός
ανιώμαι. ερεθισμός,
αποληγόντων κεράτων της).
δυσθυμία, ανία, αγανακτητός, αγανάκτισμα, αγανακτητικός, αγανακτικός, αγανακτικώς, αγανακτισμένος, αγανάχτηση, αγανάχτισμα,
αγανακτισμός,
αγαναχτισμός,
αγανακτώ,
αγαναχτώ, αγαναχτίζω, αγαναχτώ.
αίμα (δασ.) [αιχμή> αίχμα
>
χαίμα (μετάθεση)
>
αίμα (το Χ
σε δασεία, βλ. γαίμα, χ>γ), διότι από αιχμηρό αντικείμενο διαρρηγνύεται το δέρμα και εξέρχεται το αίμα, βλ. αιμασία]- το αίμα, επί παντός ομοιάζοντος με αίμα, αιματοχυσία, συγγένεια
πέλεκυς [περί (έφερε δύο αιχμές)
+
ακίς
> περακις > πέλεκυς
εξ αίματος. αιμασία (ο Όμηρος, Οδ. Ω
224, 229,
αναφέρει ότι
(ρ>λ, α>ε). Οι τύποι πελεκκάω, πέλεκκον και ημιπέλεκκον
δι ' αυτής περιέφραζαν τα περιβόλια, όπως ακόμη και τώρα
μάλλον δεν εγράφησαν με δύο κ χάριν του μέτρου, όπως
γίνεται
θεωρούν κάποιοι γραμματικοί, αλλά διότι παρήχθησαν εκ του
ερμηνεύουν την λέξη ως τοίχο εκ ξηρών λίθων. Όπως και να
ακωκή> ακκή]- αξίνα αμφίστομη (περί) για δενδροτομία, ως
έχει το πράγμα και τ'
πολεμικό όπλο.
εκδορές
πελεκητής,
πελεκάς, πελεκάω, πελέκημα, πελέκηmς, πελεκητός,
πελεκήτωρ,
πελεκηφόρος,
δι'
αγκαθωτών
και
κλαδιών
επί
ξερολιθιάς.
Άλλοι
αγκάθια και οι πέτρες προκαλούν
αιμορραγίες),
αιμαmολογέω
(συλ-λέγω),
αιμαmώδης, αιμακορίαι (KOρέVVΥμι), αιμακουρίαι, αιμάσσω
πελεκυφόρος, πελεκίζω, πελέκιον, πελεκισμός, πελεκούδι,
(άγω,
πελεκο-, πελεκυνάριον, πέλεκκον (βλ. πέλεκυς), πελεκκάω,
αιμακτικός, αιμαλέος, αιμαλωπίς, αιμάλωψ, αίμαξις, αιμάς,
γσ>σσ),
αφαιμάσω
ημιπέλεκκον, πελέκι, πελεκούδα, πέλυξ, πελύκιον, πελεκάν
αιμαγωγός,
(παρυδάτιο πτηνό περιλαμβάνον όπως φαίνεται δύο είδη, τον
αιματηφόρος, αιματία,
αιματιαίος,
έχοντα πλατύ, πελεκοειδές ράμφος και τον κοινό πελεκάνο),
αιμάτινος,
αιματίτης,
αιματάω, αιμάτιον,
(από),
αφαίμαξις,
αιματεκχυσία
(εκχύω),
αιμακτός, αιματηρός,
αιματικόν, αιματικός, αιματο-,
αιματόεις,
αιματόω, αιματώδης, αιματωπός (ωψ), αιματώψ, αιμηρός,
146 αίμνιον,
αιμο-,
αιμόρροια
(ρέω),
αιμορροΤς,
αιμορρόϊδα,
αμύσσω
[α
+
(επιτατ.)
νύσσω
(ν>μ)]-
τσΟυΥγρανίζω,
αιμορραΤδα, αιμόω, γαίμα (βλ. αίμα, ργ), αιματάκι, αιμάκι,
KατασΊjζω, σπαράσσω, τραυματίζω.
αιματάρης,
αμύσσω), άμυξις, αμυχή, αμυχηδόν, αμιχαίος, αμηχίς, αμυχί,
αιματάρικος,
αιματίσιος,
αιμάτωμα,
αιματηρότης,
μάτωμα,
αιματίνη,
αιματώνω,
ματώνω,
αμυχμός,
αμυχώδης,
αμύξ (αμύξω, μέλλ. του
άμυγμα,
αμυγμός,
μύγματα,
αμυκάλαι,
αμυκαλαί,
Αμύκλαι,
Αίμονες, Αιμονίδης, Αιμονίαι, Αιμονιές, Αιμόνιον, αιμωδέω,
αμυκλαΤζω,
αιμώδης,
Αμυκλαίος, Αμυκλαεύς, αμυκτέον, αμυκτικός, ανήμυκτος
αιμωδία,
αιμωπός
(ωψ),
αιμωδιασμός,
μουδιάζω
αιμωδιάω,
(αι-μωδιάω),
μου διάστρα,
ματοκόβω,
ματοκυλίζω,
ματοκύλισμα,
αιματοκύλισμα,
μάντακας
αιμώνιος,
μούδιασμα,
αμυκάλη,
(αν, στερητ.).
αιματοκυλίζω, (το
τmμπούρι),
μάχαιρα [α-μυχ-ή (υ>α)
+ αιρ-έω ( = φονεύω,
διότι δι' αυτής
αυθαίμων (αυτός), αναίμων, άναιμος, αναιμωτί, αναιμακτί,
έσφαζαν οι πολεμιστές τα θύματά τους στον πόλεμο )]- μαχαίρι.
αναιμότης, αναιμία, αναιμικός.
μαχαιρίδιον,
μαχαίριον,
μαχαιρίς,
μαχαίρι,
μαχαιριωτός,
μαχαιρωτός, μαχαιρο-, μαχαιράκι, μαχαίρα, μαχαιράδικο,
μοτός [αί-μα, αιμο-
αι-μοστάς (ίστημι) μοστός
>
λινό ξαντό προς θεραπεία τραυμάτων.
μοτός]
>
μοτοφύλαξ, μοτόω,
Μαχαιράδο,
Μαχαιράς,
μαχαιράς,
μαχαιριά,
μαχαιρίδι,
Μαχαιροί, μαχαίρωμα, μαχαιρώνω.
μότωμα, μότωσις, μοτάριον, έμμοτος (εν).
μάχη [βλ. μάχ-αιρα]- αγώνας, μάχη, πεδίο μάχης, έριδα, μιαρός [αίμα> αιμηρός
αιμαρός
>
>
ιμαρός (αι>ι)
μιαρός
>
φιλονικία,
λoγoμαΊjα.
μαχατάρ,
μαχάω,
Μαχάων,
(μετάθεση)]- κηλιδωμένος με αίμα, λερωμένος, μολυσμένος,
μαχεούμενος,
ακάθαρτος, βδελυρός, στυγερός, εναγής, αχρείος.
μαχισμός, μαχητής, μαχητικός, μαχητός, διαμάχη, μαχικός,
μιαιβαδία
(βάδος),
μιαιβιόω
(βιόω),
μιαίνω,
μιαιγαμία,
μιαι-,
μάχιμος,
μαχειόμενος,
μαχιμώδης,
μαχετέον,
μαχισμός,
μαχήμων,
μάχομαι,
μάχηνδε,
μαχομένως,
μίανσις, μιαντήριον, μιάντης, μιαντικός, μιαντός, μιαρία,
μαχοποιός, μάχιμα, μαχιμότης, μαχώνω. μόθος (α>ο, ρθ),
μιαρο-, μιαρότης, μιαρουργία (έργον), μιαροσύνη, μίασμα,
μυθίτης (ο>υ), μυθιήτης, μύθαρχος.
μιασμός, μιάστωρ, μίαχος, αμίαντος, Λάμια (λα, επιτατ., μυθώδες τέρας τρεφόμενο
με ανθρώπινες σάρκες), λάμια,
Ρίζα χσα> ακ-
> κερ-
λάμνα, λάμνη.
μίλτος [μιαντός κόκκινη
βαφή,
ερυσίβη.
μίντος> μίλτος (ν>λ)]- ερυθρά γη, ορυκτή
>
ερυθρός
( =
μιλτόω
μόλυβδος,
σχοινί
μεμιλτωμένο,
χρίω δια μίλτου, δια μεμιλτωμένου
>
κείρω [ακ-ωκή, ακ-ίς
+ αείρω,
ακ-αείρω
κείρω. Άπαντες οι χρονικοί τύποι των
δύο
>
ακείρω
ρημάτων
>
συνάδoυv]-
αίρω (ρίζα ερ-, μέλλ. κ-ερ-ώ)
αποκόπτω,
αποτέμνω,
κουρεύω,
ξυρίζω, κόβω την κόμη, την αφήνω κοντή, δρέπομαι, ερημώνω
σχοινιού έφερναν στην εκκλησία τους περιφερόμενους στην
χώρα,
αγορά πολίτες),
καταστρέφω, αφανίζω, σπαράττω, τρώγω απλήστως.
κέρρω
μίλτινος, μιλτίτης, μιλτο-, μιλτώδης, μιλτωρυχία (ορύσσω),
(Αιολ.),
κείρις,
μιλτωτός, Μιλτιάδης.
κεκαρμένος
μιλτείον,
μίλτειος,
μιλτηλιφής
(αλείφω),
ιδίως
αποκόπτω
κειράς,
mτηρά
κείρα,
(κέκαρμαι,
και
κάρπιμα
κειροκόμης
πρκμ.
του
(κόμη),
κείρω),
ακειροκόμης,
ακερσοκόμης (ε-κερσάμην, αόρ. του κείρω), κάρ μισέω [με-μίασμαι (πρκμ. του μιαίνω)
μισέω]-
μισώ,
θέλω.
αποστρέφομαι,
>
εχθρεύομαι,
μιασ-
μισ-
>
αποκρούω,
>
δεν
μισ-, μισέρως (έρως), μίσηθρον, μίση μα, μισητής,
μισητίζω,
μισητικός,
μισητικώς,
μισητός,
μισητή,
μισήνερως (έρως), μισητία, μίσητρον, μισο-, μισώδης.
αποκεκομένη,
νόμισμα,
εκ του
λεπτό,
κέ-καρ-μαι),
μικρά
κατακερματίζω, κερματισμός,
κέρμα-
κερματοδότης,
ακέραιος
εμπορεύματα,
κερμάτιον,
+ ακίς,
άγ-νυμι
+ έχω>
λααγχη
>
λάγχη
καρμοδότης,
στερητ.),
ακεραιόομαι, ακεραιοσύνη, ακέριος, καρίω
λόγχη [λα (επιτατ.)
κόμη μικρό
κερματίζω,
κερματόομαι, (α,
( =
τεμάχιο,
κατακερματισμός,
κερματιστής,
δένδρα,
ακεραιότης,
( =
αποκτείνω,
εκ του κέ-καρ-μαι), καριόω.
λόγχη (α>ο )]- επιδορατίδα, η αιχμή, δόρυ, ακόντιο, σώμα
>
λογχοφόρων. λογχεύω,
λογχάζω, λογχήρης
λογχαίος, (άρω),
λογχάσθη,
λογχάριον,
λογχήνυκτος
(νύσσω),
Κήρ [κέ-καρ-μαι, πρκμ. του κείρω, α>η]- θεά του θανάτου ή ολέθρου,
θάνατος,
λογχηφόρος, λογχίας, λογχίδιον, λόγχιμος, λόγχιον, λογχίς,
κηραμύντης
λογχίτης, λογχο-, λογχόω, λαγκία (ρκ), λαγκέολα, αγκεία
κηρεσιφόρος,
(λ-αγκεία).
επικήριος,
καταστροφή,
(αμύνω),
κηραφίς
βλ.
Κηρεσmφόρητος,
κηρίφατος
(φένω,
καρίω.
(άπτω,
κηραίνω,
αφή),
κηρέmος,
κηρόομαι, πέ-φαμαι),
επίκηρος, κηροτρόφος,
κηρουλκός (έλκω). γλωχίν [λα (επιτατ., λ>γλ) αιχ-ίν
>
+
ακίς, αιχ-μη (βλ. έχις)
>
γ-λα
γλωΊjν (ααι >ω )]- κάθε προέχουσα αιχμή ή ακωκή,
κέρδος [κερ-ώ (μέλλ. του κείρω)
μύτη, το άκρο του λουριού του ζυγού, ακωκή βέλους. γλωχίς,
επιθυμία,
γλώξ.
τεχνάσματα, (συνηρ.),
θήγω [θ από σ, εκ της σείσεως (σείω) μη
>
θ-άγ-ω
>
θήγω
παροτρύνω, διεγείρω.
(α>η)]-
+ ακ-ίς,
ακονίζω,
άγ-νυμι, αιχ
οξύνω,
μεταφ.,
θηγός, θηγαίνω, θηγαλέος, θηγάνη,
νάκσω
νάξω
>
διαπείρω. νηγμή,
+ >
ακ-ίς, άγ-νυμι (μέλλ. νύξω)
>
εν-άκ-σω
>
νύξω (α>υ)]- κεντώ, ωθώ, σπρώχνω, κτυπώ,
νύγμα, νύχμα, νύγδην, νυγμός, νύγω, νύξις, νύξη,
νύσσος,
νύσος,
νυγματώδης,
νυκχάζω,
όνυξ
(ο,
ευφων.), ονυχίζω, ονυχιστήρ, ονυχέα, ονυχαίος, ονυχιμαίος, ονύχινος,
ονύχιον,
ονυχισμός,
ονυχιστήριον,
ονυχίτης,
ονυχώδης, ονυχοειδής, ονυχόω, νύχι, νυχάκι, νυχάτος, νυχιά,
νυχιάζω, νυστέρι, νυστεριά.
του
απάτες.
κέρδους, κερδαλέη
κερδαίνω,
+ δόσ-ις πληθ.,
(δίδω)]- ωφέλεια, πανούργα,
( =
αλεπού),
κερδαλέος,
δόλια
κερδαλή
κερδαλεότης,
κερδαλεόφρων (φρην), κερδαντέον, κερδαντήρ, κερδαντός,
κερδάριον, κερδητικός, κερδία, κερδέα, κερδεία, κερδίζω, κερδίων, κερδο-, κερδοσύνη, κερδύφιον, κερδώ, κερδώος, κερδεύω.
θηγανίτης, θηγάνεος, θήγις.
νύσσω [εν
αγάπη
Κάρ [ή εκ του κε-καρ-μένη (μετοχή πρκμ. του κείρω) την κεφαλή έχοντες ή εκ του Κηρ «Καρίναι
θΡΗVωδOί μουσικαί,
( = αι
θάνατος, βλ. καρίω) διότι τους νεκρούς τω
θρήνω
παραπέμπουσαι προς τας ταφάς και τα κήδη (μοιρολογήτρες),
παρελαμβάνοντο δε από Καρίας γυναίκας» Ησύχ.. Αλλά και «ως
μισθοφόροι
εχρησιμοποιούντο
κατά
τας
μάχας
εν
απογνώσει πραγμάτων όπως μη απολεσθώmν (Κηρ) οι εκ των πολιτών στρατιώται»]- κάτοικος της Καρίας.
Καρία, Κάρες,
Κάειρα, Καρίνη, Καρίζω, καρικοεργής, Καρικός, Καρικόν, Καρικά,
καριμοίρους
(μοίρα,
βλ.
Καρ),
καρμοίρης,
147 κάσμορος
(ρ>σ),
Κάριος,
καρβάζω
(βάζω),
καρβαΤζω,
καρβανίζω, κάρβανος, καρβάτιναι (βάδος). χηρόω [Κηρ, κ>χ]- ερημώνω, καθιστώ γυναίκα χήρα, έρημη ανδρός, στερώ, αποστερώ, αφήνω, εγκαταλείπω. χήρος,
χηράζω,
χηρόω,
χήρανδρος,
κορμάλι, κορμαράς, κορμιάζω, κορμαστό, κορμάρα, κορμο
, κορμοστασιά
χήρα, χήρη,
χηρανεία,
χηρεία,
(ίστημι).
καλάμη [εκε-κάρμην, υπερσυν. του κείρω, δηλαδή κάρμη κάλμη (ρ>λ)
>
(καλ-άμη)
προέρχεται
χήρειος, χήρευμα, χήρευmς, χηρεύω, χηρικός, χηροσύνη,
στάχυος,
κυρίως
χηροτροφείον,
καλαμάγρωστις
χηράμβη,
χήρωmς,
χηρωσταί,
χηρεία,
χηριός, κέρευmς (χ>κ, η>ε).
καλαμαία,
κάρμα [κέ-καρμαι, πρκμ. του κείρω]- κούρεμα, γλεύκος.
( =η
γαργαρεών
σταφυλή στο στόμα, κ>γ), κάρθρα, καρτός,
από
του
το
αμάω]-
σίτου,
το
στέλεχος
λινοκαλάμη,
(άγρωστις),
Καλαμαιών,
καλαμαράς,
>
καλάμη (βλ. καρπός), εκτός και αν το -αμη
καλαμαίος,
καλαμαίον,
καλαμάομαι,
καλαμαριά,
του
κάλαμος.
καλαμάριον,
Καλαμαριά,
καλαμαριέρα,
καλαμένιος, Καλάμαι, Καλάμες, Καλαμάτα, καλαματιανός,
κάρνος, καρός, κάρνη, ακαρής (α, στερητ., επί κόμης πολύ
Καλάμι,
μικρής ώστε να μη μπορεί να καρεί, βραχύς, μικρός, ελάχιστος,
καλάμινος, καλάμισμα, καλάμιστρο, καλαμιώνας, καλαμο-,
σχεδόν, στιγμή, επί χρόνου), ακαρεί, ακαριαίος, ακαριαίως,
Κάλαμος,
ακαριαία, άκαρι, ακάριον, ακαρή, ακαρίαmς.
Καλαμωτό,
καλαμιά,
Καλαμιά,
Καλαμών,
καλαμίδι,
καλαμώνω,
καλαμωτός,
καλαμίζω,
καλαμωτή,
καλαμαύλης
Καλαμωτή,
(αυλός),
καλαμεύς,
καλαμευτής, καλαμεών, καλαμηδών, καλαμη-, καλαμητρίς,
( =
καλάμια, καλαμίζω, καλαμίνθη, καλάμινθος, Καλαμίνθιος,
αποκτώ)]- καρπός, παραγωγή, κέρδος, όφελος, αποτέλεσμα, η
καλαμίς, καλαμίσκος, καλαμίτης, καλαμίτις, καλαμοειδής,
παρθενία.
καλαμόεις,
καρπός
[κέ-καρ-μαι
κέρπευμα,
καρπίζω,
(πρκμ.
καρπαία,
καρπεία,
καρπεύω,
κάρπη,
καρπούμαι,
καρπο-,
του κείρω)
καρπόω,
+
πά-ομαι
επικαρπεία, καρπήσιον,
καρπησία,
καρπίον,
καρπισμός,
καρπώδης,
κάρπωμα,
κάρπιμος,
καρπώνω,
καρπείον,
καρπώσιμος, καρπώνης (ωνέομαι), κάρπωσις,
καρπωτός,
κάλαμος,
καλαμόω,
καλαμών,
καλαμώδης,
καλέμι, καλεμίζω, σάλμα (καλάμη> κάλμα> σάλμα, κ>σ) άχυρο, κομμένα χόρτα, σανός (λ>ν). κανών [καλ-άμη (λ>ν), όπως φαίνεται και εκ των κάνεον, KΆVΗς, κάννα, κάναστρον κ.λπ., άπαντα εκ καλάμων]- το
καρφεία (π>φ), καρφισμός.
καλάμι στο οποίο περιτυλίσσεται το υφάδι, σαγίτα, η κερκίς, κορέω
[κείρω,
μέλλ.
καθαρίζω, ερημώνω, κόρημα, κόρος
κερώ
(ε>ο)]-
εξυβρίζω.
σαρώνω,
κεκορημένος,
καθαίρω, κόρηθρον,
( = σάρωθρο), κορεία.
κάθε ευθεία ράβδος, χαράκι, ρήγα, στη μουmκή, το μονόχορδο,
= κύριες
στη χρονολογία κανόνες χρονικοί
εποχές, μέτρο του
πηδήματος, κάθε τι που χρηmμεύει προς διακανονισμό ή καθορισμό άλλων πραγμάτων, μέτρο, υπόδειγμα.
κουρά [κείρω, μέλλ. κερώ, ε>ο>ου, βλ. κορέω]- κούρεμα,
κάναβος
(άπτω, π>β)- ξύλινος σκελετός περί τον οποίον οι καλλιτέχνες
κουρείον,
έπλαθαν το πρόπλασμα δια πηλού ή κεριού (βλ. κάνναβις, η
κούρευμα, κουρεύς, κουρευτής, κουρευτικός, κουρεύτρια,
οποία εξ άλλης ρίζας), κάνναβος, καμβάς (ν> μ), κανάβινος,
κουρεύω,
κουρίζομαι,
κανάβιον, καννάβιον, καναδόκα (δέχομαι), κάννα, κάννη,
κούρισμα,
κάνα, κάναθρον, κάνναθρον, κάναστρον, κάνιστρον, κάνεον,
τομή,
βόστρυχος
αποκοπείς.
κουρεώτις,
κουρικός,
κουρεακός,
κουρήσιμος,
κούριμος,
κουρίξ,
κουρίας, κουρίς,
κουρουπώνω, κωρία (ου>ω), κώριον, κούρεμα, κουρεμένος,
κάνειον,
κούρημα, κούρισμα, κορσεύς, κόρσης, κορσόω, κορσωτήρ,
κανατιά,
κορσωτεύς,
κανηφορία, κανηφόρος, κανηφορικός, κανίσκιον, καννωτός,
κορσωτός,
κουρέλι,
κουρέλα,
κουρελαρία,
κάνης,
κανήτιον,
κανητοποιός,
κουρελάς, κουρελής, κουρελού, κουρελιάζω, κουρελιάρης,
κανοναρχέω,
κουρελιάρικος, κουρέλιασμα, κουρελο-, σκόρος.
κανονίας,
κανονίζω,
κανόνιον,
κανονίς,
άχυρον
[α
αχύριος,
(επιτατ.)
αχυρίτις,
+
κουρά
αχυρμιά,
(κ>)(,
αχύρμιος,
ου>υ)],
αχύρινος,
αχυρμός,
αχυρο-,
κανονο-,
κανάτα,
κανόναρχος,
κανόνισμα,
κανονάρχης,
κανονικάριος, κανονισμός,
Κάνωβος
(ωψ,
κανάτι,
κανηφορέω,
κανοναρχώ,
κανονικός,
κάνυστρον,
κανατάς,
καννητοποιός,
κανονική,
κανονιστής,
π>β),
Κάνωπος,
κανωπικόν, κάνωπον, κανί, κανίσκι, κανισκάς, κανισκεύω,
αχυρόομαι, άχυρος, αχυρός, αχυρώδης, αχυρών, αχυρώνας,
κανίστρι,
αχύρωmς, αχούρι, αχυράνθρωπος.
κανόνας, κανόνι, κανονιά, κανονίδα, κανονίδι, κανονιέρης,
κανονίζω κόρος [στον Όμηρο (πάντοτε κούρος) σημαίνει τον νεανία
αλλά και το έμβρυο, το οποίο η μητέρα φέρει στη κοιλιά. Το έμβρυο,
το
βρέφος και ο νεαρός ή νεαρή
είναι
κανονάκι, (κανόνι),
κανονιστήρας,
κανονικά,
κανονιστής,
(ν>λ),
κανοναρχίζω,
κανονικότης, κανονιστικός,
κανονιο-, κάνουλα,
διακανονίζω, διακανονισμός, διακανονιστικός.
άτριχα,
τουλάχιστον στην περιοχή των γεννητικών οργάνων, δηλαδή
καλονάρχης
κάνναβις [κάννα
+ παίω
(π>β), χτυπιούνται οι κάλαμοί της
φαίνονται ωσάν κεκαρμένα, κουρεμένα. Άρα κούρος σημαίνει
προς εξαγωγή των σπόρων, βλ. κάναβος, κάνναβος (κανών), το
τον κεκαρμένο στο σώμα, βλ. κορέω, κάρμα]- παιδί, βρέφος,
οποίο εξ άλλης ρίζας]- το καννάβι. καννάβι, κανναβόκοκκος,
έμβρυο, νεαροί στρατιώτες, θεράποντες κατά τις θυσίες και
κανναβούρι,
εορτές, υιός, όπως το
καννάβινος,
κούρη, κόρειος, Κόρη
μόσχος, κλωνάρι, βλαστός.
( =η
κόρη,
Περσεφόνη), Κόρεια, Κόρειον,
κανναβάτσο, κανναβός,
κανναβάτσα,
κανναβένιος,
κανναβέλαιο,
κανναβιδιά,
κανναβόπανο.
Κόρα, Κούρη, κορίδιον, κορίζομαι, κορικός, κοριοειδής, κόριον, κορίσκη, κορίσκος, κόροιφος (οιφάω), κοροκόσμιον, κοροπλάθος,
κοράmον,
κορασίδιον,
κοραmώδης,
κορεύομαι, κόρευμα, κορεία, διακορεύομαι, διακόρευmς, κορασίδα,
κοράσι,
κοριτσόπουλο, (υποκορ.),
κορασιά,
κοριτσάκι,
κούρητες,
κορίτm,
κώρος
κούρος,
κοριτσίστικος,
(ο>ου>ω), Κουρητικός,
κωραλίσκος
κανθαρίς [καν-ών
+ θερί-ζω,
ε>α]- κάνθαρος επιβλαβής στα
mτηρά, η κανθαρίς του εκδορίου, είδος ιχθύος. κάνθαρος,
κανθάρεως,
κανθαρίτης,
κανθάριον,
κανθαρώλεθρος,
σκαθάρι, σκάθαρος, κατσαρίδα (θ>τ>τσ), κατσαριδοκτόνο (κτείνω).
Κουρήτις,
κουρογονία,
χόρτος [κείρω, μέλλ. κερ-ώ, κ>)(, ε>ο (βλ. κορσόω, κορέω )]-
κουροσύνη, κουρόσυνος, κουρότερος, κουροτοκέω, κουρο-,
τόπος περιφραγμένος, αλλά πάντοτε με την σημασία του τόπου
κουρώδης, Κωρύκιον (άγω, άξω, α>υ), Κωρύκιος, Κωρυκίς.
προς βοσκή ή τροφή, το μέρος της αυλής όπου στάβλιζαν τα
Κουρητισμός,
κουρίδιος,
κουρίζω,
κούριος,
βόδια, τροφή, μάλιστα βοδιών, ίππων κ.λπ., επί πάσης τροφής, κορμός [κερώ (μέλ. του κείρω, ε>ο, βλ. κόρος, κουρά, διότι
το
χορτάρι.
χορτάρι,
χορταγωγία,
χορταίος,
χορτάζω,
χορταιοβάμων
χορταίνω,
αποκόπτονται οι κλάδοι του]- ο κορμός δένδρου, σώματος.
χορτασμένος,
κορμάζω, κορμηδόν, κορμίον, κορμί, κορμάκι, κορμαλάς,
χορταιοβάμος, χορτάριον, χορταmά, χόρτασμα, χορτασμός,
(βαίνω),
148 χορταστικός, χορτικός, ΧΟΡΤΟ-, χόρτον, χόρτο, χορτώδης,
χείμη [χεί-ω]- η χημία.
χημία (ει>η), χημεία, χειμευτής,
χορταράκι, χορταρένιος, χόρτινος, χορταριά, χορταριάζω,
χημευτικά, χημευτής, χημείον, χημειο-, χημικός, χημικο-,
χορταριαστός, χορταρικό, χορταρο-, χορταρώδης, χόρταmς,
χημιοσύνθεmς, χυμεία (Ί!Jνω), χυμευτής, χυμευτικός.
χορτάτος, Χορτερό, Χορτοκόπι (κόπτω), σύγχορτος (συν).
γεύω [χεύω, μέλλ. του χέω (χ>γ), διότι διαχέεται η τροφή χάρτης [χόρτος, ο>α]- φύλλο χαρτιού κατασκευασμένου εκ
στο στόμα και δίνει την αίσθηση της γεύσης της]- παρέχω
των διαφόρων στρωμάτων του παπύρου, κάθε φύλλο, κάθε
γεύση, μεσ., δοκιμάζω, αισθάνομαι, εσθίω.
λεπτή
γευθμός,
πλάκα.
χαρτήmον,
χαρτιάτικα,
χαρτοθέmον, χαρτ-,
χαρτάριον, χαρτο-,
χαρτένιος,
χαρτάριος,
χαρτίδιον,
χάρτα,
χαρτόνι,
χαρτηρία,
χαρτίον,
χαρταετός,
χαρτούρα,
χάρτη,
χαρτοθήκη,
χαρταποθήκη,
χάρτωμα,
επακόλουθο
του
κορεστικώς,
κόρου).
χορτασμός,
κορέννυμι,
κορεστικός,
ύβρις
κορέσκω,
κορεστός,
γευστός,
γιόμα.
= ρίπτομαι
χιών [χέω (ε>ι)
κόρος [κερώ (μέλλ. του κείρω, ε>ο), βλ. χόρτος, χορταίνω χορταmά,
γεύμα, γεύmς,
γευστικός,
γευματίζω, γεματίζω, γιοματίζω (ε>ι, υ>ο), γέψη, γέμα,
χιόνι. πλησμονή,
γεύ στη ς,
χαρτί,
χαρτικά, χαρτικός, χάρτινος, χαρτώνω, χαρτωσιά.
(χ>κ)]-
γευστήριον,
(ως
κο ρέω,
κορέσματα,
και επισωρεύομαι, τήκομαι]- το
χιόνεος, χιονίζω, χιονικός, χιόνιον, χιόνι, εκχιονίζω,
εκχιονισμός, χιονόομαι, Χιονάτο,
εκχιονιστικός, χιονώδης,
χιονάτος,
χιονισμός,
χιονωπός
χιονιένιος,
(ωψ), χιόνινος,
χιονο-,
χιονόεις,
Χιόνα,
Χιονάτα,
χιονιά,
χιονιάς,
χιονίδα, χιόνισμα, χιονιστής, χιονίστρα, Χιονοχώρι.
κορεσμένος, κεκορεσμένος, κορεσμός, ακόρεστος, γάργαρα
( = πλήθος,
σωρός, αφθονία, κ>γ, ο>α), γαργαίρω, Κόρινθος
χειμών [χείω, χιών]- χειμώνας, καιρός χειμερινός, ψυχρός
(διάσημη για την πολυτέλεια και ασωτία), Κορινθιάζομαι,
και θυελλώδης, θύελλα χειμερινή, θύελλα, καταιγίδα, τρικυμία.
Κορίνθιος,
χείμα, χειμαδεύω, χειμαδίζω, χειμαδιό, χειμάδιον, χειμάζω,
Κορινθιακός,
Κορινθιουργής
(έργον),
κόρις
(απομυζά αίμα), κοριός, κρότων (ορ>ρο), κροτών, κρότωνας,
διαχειμάζω,
κροτώνη,
χείμαρρος
κολόκυμα
κολοσσός (κορέσκω
(ρ>λ),
=
κορεστός
>
κολεστός
άγαλμα),
κολοσσικός,
κολοσυρτός,
κολοσυρτέω,
=
ύβρις, δηλαδή
βαρύνομαι, κόρος
>
κολοσσός, ε>ο, στ>σσ, γιγαντιαίο
κολοσσιαίος,
κολοσσο-,
κολοττός,
κολοσσαίος, Κολοσσαίον, Κολοσσαί, Κολοσσηνός.
κόλον [κόρος, κορέω (ρ>λ)
= χορταίνω,
χόρ-τος (χ>κ, ρ>λ)]
χειμαίνω, (ρέω),
χειμασκέω
(ασκέω), χιμετλιάω,
χειμερία,
χειμερίζω,
κολοκύνθη,
κολοκύντη,
κολοκυθάκι,
κολοκυνθίς,
κολοκύθας,
χειματικός,
χειμάω,
χειμέτλη,
χειμετλιάω,
χειμέρας,
χειμέριος,
χείμερος,
χειμερινός,
χειμιέω, χειμοθνής (θνήσκω), χειμο-, χειμωνο-, χειμωνιά, χειμωνόπουλο.
κολοκύνθα,
χείμαστρον,
χιμέθλη,
χειμώνας,
τ>θ>νθ),
χείμαρος, Χειμάρρα,
χειμέω, χειμέθλη (τάλας, τ>θ), χιμέτλη, χίμετλον, χείμετλον,
τροφή, φαγητό, φορβή, μέρος του παχέος εντέρου (πάντοτε (κύτος,
(άμυνα),
χειμαρρώδης,
Χιμάρα (ει>ι), χειμαρρικός, Χείμαρρος, χειμάς, χειμασία,
κορεσμένου).
κολόκυνθος
χειμάμυνα
χειμάρροος,
χειμώνιασμα,
ξεχειμωνιάζω
(ξε-),
ξεχειμαδιό,
κολοκυνθιάς,
κολοκυθένιος,
κολοκύθι,
Κίμωλος [χειμών (χ>κ, ει>ι), είχε ορυκτά ψυγεία]- νησί του
κολοκύθα, κολοκυθιά, Κολοκυθιά, κολόκυθος, κολοκυθο-,
Αιγαίου.
κολοκυνθίδα, κολοκυνθικά, κολοκυνθίνη, κολοκυνθοειδής,
Κίμμεροι, Κιμμερίς, Κιμμερικός, κιμμερικόν, κιμβερικόν
Κολοκυνθού,
(μ>β), Κίμων (ψυχρός), Κιμώνιος.
κολοκυνθυλίνη,
κωλικός
κωλικόπονος, κωλικεύομαι, κώρυκος πήρα ζωοτροφών, πυγ μάχων,
λ>ρ
σάκκος πλήρης
+
άγω,
α>υ),
(ο>ω),
κώλικας,
άμμου
προς
κωρύκιον,
εξάσκηση κωρυκίς,
χέω [επί στερεών σε μορφή κόκκων, χωμάτων, άμμου και
στερεών Ί!Jνω, σκορπίζω, όπως το χώννυμι, ρίχνω, ρίχνω χώμα και σχηματίζω λόφο ή σωρό, αφήνω να πέσει κατά γης, τήκω, υγροποιούμαι, επί υγρών, αφήνω να ρεύσει, Ί!Jνω, επισωρεύω. χείω (ε>ει), χιμώ (ει>ι), χεύμα (έ-χευ-α, αόρ. του χέω, όπως
πεύmς εκ του πννθάνω), χέζω (χείσ-θαι, απαρέμφ. του χέω, σ>ζ), χεσάς, χεσείω, χεζητιών, χεζάς, χέζας, χεζού, χέmμο, χέστης, χεστέας, χέστρα, χεσιφονέω, χόδανος (ε>ο, σ>δ), χοδιτεύω, χόδος, συνχέω. χύνω [κέ-χυ-κα, πρκμ. του χέω]- χέω. χυτικός,
χύμα, χύμευmς,
χύσιμο,
χυτρεούς,
χυτή ρ,
χυτρεύς,
χύτρα, χυτρεψός
χυτός, (έψω),
χυτρίδιον, χυτρίζω, χυτρίνδα, χύτρινος, χυτρίνος, χυτρίον, χυτρίς,
χυτρισμός,
χυτρίτις,
χυτρόγαυλος
(γαυλός),
κυθρόγαυλος (χ>κ, τ>θ), χυτροειδής, χυτρο-, χυτλόω (λούω), χύτλον, χυτλάζω, χύδην, χυτά, χυδαΤζω, χυδαίος, χυδαιότης, χυδαϊσμός,
χυδαιόω,
χυδαίωmς,
χυδαιολογία,
χυδαιότροπος, χυδαϊστί, χυδανός, χυλός, χυλάριον, χυλίζω, ξεχυλίζω (ξε-), χύλισμα, χυλισμός, χυλο-, χυλόω, χυλώνω, χυλώδης, χύλωσις, χύλωμα, σύνχυmς, συνχύζω, συχύζω, σύχυση.
Κίμμερος,
χεδροπά [χεί-μα
( = χειμερινός
καιρός, ει>ε)
+ δρέπω
(διότι
( = χονδρικώς, κεχυμένος) > > χονδρός]-κατά το πλείστον
χυδερός> χονδερός (υ>ο, δ>νδ) επί
χονδρού
άλατος,
επί
των
αλεύρων,
μεταγ.,
επί
υπέρβαρου ανθρώπου, επί ογκώδους πράγματος.
του
χόνδρος
(ουmαστικό)- χονδρό σφαιροειδές τεμάχιο κάποιου πράγματος, κόκκος, σπυρί, σβώλος, χονδροαλεσμένο mτάρι, πλυγούρι, οστό μαλακό, τραγανό, χονδράκανθος, χονδρεύω, χονδριάω, χόνδρινος,
χονδρίς,
χονδρικώς,
χονδρίτις,
χονδρικός,
χονδροειδής,
Χόνδρος,
χονδρο-,
χονδρώδης,
χονδρέμπορος,
χονδρίνη,
χοντρός,
χοντράδα,
χοντράδι,
χοντραίνω, χοντρένω, χοντρέλα, χοντρεμπόριο, χοντρικώς, χοντρο-, χόντρος, χοντροσύνη, χοντρουλός, χοντρούλης.
χυμίζω, χυμίον, χυμώδης, χυμοειδής, χυμός, χυμόω, χυμώ, χύτρειος,
(μέρος),
κυρίως για τον καιρό του χειμώνα αποθηκεύονται)]- όσπρια.
χονδρός [επίθ., εκ του Ί!Jδην
mτηρών, κατά την έκχυσή τους ακούγεται ο ήχος χχ ... ]- επί
χύτης,
Κιμμέριοι
χεδροπώδης, χέδροψ, χέδρωψ, χίδρον (ε>ι), χιδρίας.
Ρίζα χυ-
χυτραίος,
(γη),
( = δερμάτινος σάκος ή
κωρυκώδης, κωρυκομαχία.
χύσις,
Κιμωλία
κοχυδέω [αναδιπλ. εκ του Ί!Jδην]- εκρέω αφθόνως, ρέω. κόχος, κόχυ, κοχώνη.
χόω
[χέω
(ε>ο ),
Ί!Jνω
(υ>ο )] -
χέω
στο
ίδιο
μέρος,
συσσωρεύω, επί χώματος, αποφράττω δια χώματος, μάλιστα επί λιμένων καλύπτω δια χώματος. (χους,
ου>ω),
χωννύω,
χους (γεν. χοός), χώννυμι
χώνω,
παραχώνω,
χώμα,
χωματίζομαι, χωμάτινος, χωμάτιον, χωματο-, Χωματάδα, χωματένιος, χωματιάζω, χωμάτιδα, χωματίζω, χωματώνω, επιχωματώνω,
επιχωμάτωσις,
χωματίλα,
χωματένιος,
χωματισμός, χωματουργία (έργον), χωματουργικός, χοώδης, χοϊκός, ΧΟΟ-, χοΤδιον, χως, χώσις, χώσμα, χωστέον, χωστός, χωστρίς.
149 χοή [χέω, ε>ο]- χύmς, χύmμο, σπονδή, ενίοτε λαμβάνεται επί όλης της θυσίας η οποία προσφέρεται υπέρ των νεκρών, καθόλου, ρεύμα, ροές, νάματα.
χοήρης, χοηφόρος, χόανος
(άvω), χοανεύω, χοάνη, χωνεύω (οα>ω), χωνεία, χωνείον, χώνευμα, χωνίον,
χώνευmς, χωνί,
χωνευτήριον,
χουνί,
χωνευτής,
χωνοειδής,
χώνον,
χωνευτός, χωνευτικός,
χωνευτήρι, χωνεύτρα.
χοίνιξ [χέω, χο-ή
+ ινέω
= αδειάζω,
(ε>ι)
δηλαδή χύνω εντός
αυτού κάτι προς μέτρηση και κατόπιν το αδειάζω]- μέτρο χωρητικότητας ξηρών, είδος ΠOδOKΆVΗς εκ της ομοιότητας του σχήματος.
χοινικαίος, χοινίκιον, χοινικίς, χοινικομέτρης,
σοινίκι (χ>σ).
κενεός, κενός, κεινός [χέω (χ>κ), χείω,
διότι χύθηκε το
περιεχόμενο και άδειασε το περιέχον αυτό, χε-νός άδειος, άκαρπος, στερημένος, μάταιος. κεναγγέω,
κεναγγικός,
κένανδρος,
κεναυχής
κενεόφρων
(φρην),
κεναγγία, (αυχή),
κενεών,
κενός]
>
κεναγγής (άγγος),
κεναγγίη,
κενανδρία,
κενεαυχής,
κενέωmς,
κενε-,
κενήριον
κεν-,
(ήριον),
κενο-, κενότης, κενόω, κένωμα, κενώς, κενώσιμος, κένωσις, διάκενον, κενωτέον, κενωτικός, κενώνω, επικενής, κήνυγμα (κεινός,
ει>η
φάvτασμα,
+
άγω,
είδωλο,
α>υ)-
το κενό
κηνύσσομαι,
του σώματος,
ινάω
(κε-ινός)-
σκιά,
αδειάζω,
ινέω, ίνηmς, ινηθμός.
χαίτη [χυτός, χυτή, χεί-ω (ει>αι)]- επί της χαίτης των ίππων, μακρά κόμη κεχυμένη και λυτή, η του λέοντος. χαίτωμα,
χαιτήεις,
χαιτοπώγωνας
(πώγων),
χαιτήεις,
χαιτοπώγων,
χαιτόσπαιρμον (σπέρμα). κισσός [χέω> χε-στός (ίστημι)
χιστός (ε>ι)
>
>
κισσός (χ>κ,
βλ. κενός, στ>σσ), δύο είδη, αναρριχόμενο και έρπον], κισσ-, κίσσαρος,
Κισσεύς,
κισσήρης,
κίσσινος,
κισσήεις, κισσίον,
κισσηρεφής
Κίσσιος,
(ερέφω),
κισσο-,
κισσόω,
κισσύβιον, κισσών, κισσώδης, κίσσωmς, κισσωτός.
οχεύω [ο (ευφων.) συνουmάζομαι. οχευτή,
οχευτικός,
διοχέτευσις, οχετεία,
+ χεύω (μέλλ.
του χέω, σπέρμα)]- βατεύω,
οχεία, οχείον, όχευμα, όχευσις, οχευτής, οχευτός, οχετός,
παροχετεύω,
οχέτευμα,
οχετεύω,
παροχέτευmς,
παροχέτευμα,
διοχετεύω,
οχεταγωγέω,
οχετηγός,
οχετηγέω,
οχετηγία, οχέτιον.
όχθη [εχέθην (αόρ. του χέω)
>
εχέθη
>
έχθη
>
όχθη (ε>ο)]
όχθη ποταμού, κάθε ύψωμα, λόφος ή πρόχωμα φυmκό ή τεχνητό. οχθηρός, όχθος, οχθοφύλαξ, οχθώδης. χι, χει [βλ. χαίρω, χέω, χράω, ξαίνω]. (λαίνα-χλαίνα). Μεταβολές, κ, γ
+
Τίθεται προ του λ
δασυνόμενο φωνήεν
= Χ,
κτ>χτ, χσ>ξ, χ>γ, θ>χ, χ>θ, χ>κ. χιαστός (έχων το σχήμα του
i), χίασμα,
χιασμός, χιαστέον, χουχουλίζω (ονοματοποιία).
150 α,
αβρόσιτος,
56, 58, 138 21
108 108 82 82
αγανάχτισμα,
αγγουρίλα,
αγαναχτισμός,
αγγούριον,
7 00,7,137
αβρότη,82
αάατος,116
αβροτίνη,
αάβακτος,
άβροτος,82
145 145 αγαναχτώ, 145 αγανεύω, 140 αγάνιδα, 140 άγανο, 144 αγανός, 140 άγανος, 144 αγάομαι, 140
ααγής,
αβρύνω,1Ο8
αγαπάζω,8
άγδην,6
ΟΟδα,21
Άβυδος,
αγαπατός,8
αγείρω,7
=δείν,21
αβυσσαλέος,
αγαπάω,
αγείτης,
αάζω,137
άβυσσος,
ά,
αβροσύνη,
αFήρ,135
αβροτάζω,
αFώρ,137
αβρόταξις,
=, 73
αβροτέω,82
αά,
αβροτήμων,
116 144
82 82
13 14
14
αγάπη,
8
33 33 άγγουρος, 33 αγγράφω, 143 αγγρία, 143 αγγρίζω, 143 αγγρισμός, 143 αγγριστής, 143 αγγών,6
141 6
αγελάδα,
8
αβώ,137
αγάπη μα,
αβώρ,137
αγαπήνωρ,8
αγελαδόν,6
Άαρ,127
αγά,
αγάπησις,8
αγελάζομαι,
άας,
αγάζομαι,
αγαπησμός,
8 αγαπητικιά, 8 αγαπητικός, 8 αγαπητός, 8 αγαπητρίς, 8
αγελαίος,
αγαπητώς,8
αγεληδά,6
άγαρρις,7
αγεληδόν,
αγασός,
αγέλη μα,
αακίδωτος, άακτος,
145
144
137
ΟΟτος,22
141 141 Αγάθεια, 141 αγαθεύω, 141 Αγάθη, 141 αγαθιάρης, 141 αγαθίζομαι, 141 αγαθικός, 141 αγαθο-, 141 αγαθόν, 141 Αγαθόπολις, 141 αγαθός, 141 αγαθοσύνη, 141 αγαθότης, 141 αγαθούλης, 141 αγαθά,
13, 15
αβάζος,133 άβαζος,133 αβάκα,133 άβακας,
141
αγαθ-,
αάω,116 άβα,
144
133 133
αγελαδο-,6
8
αγελάς,6 αγέλασμα,6 αγέλη,
αβγαλήθρα,
αγαθόω,141
άβγαλτος,
αγαθύνω,
141 αγαστός, 141 αγατάομαι, 116 αγατός, 141 αγαυός, 140 αγγαρεία, 6 αγγάρεμα, 6 αγγάρευμα, 6 αγγαρευτής, 6 αγγαρεύω, 6 αγγαρικά, 6
αγάθωμα,
αγγαρικό,6
άβακες,
αβακέω,133 αβακέως,
133 133 αβακηνός, 133 αβακήμων,
αβακής,133
άβαξ,
133
αβασάνιστος,
132
13 13
αγέλι,
6 6 6
6
αγελίζω,6 αγελλάριος,
6 6 αγεράκι, 136 αγέρας, 136 αγέραστος, 27 αγέρι, 136 αγερικά, 136 αγερικάτα, 136 αγερικάτος, 136 αγερικό, 136 αγερικός, 136 αγέρινα, 136 αγέρισμα, 136 αγέομαι,
13 αβγατίζω, 13 αβγάτιση, 13 αβγάτισμα, 13 αβγατιστής, 13 αβγατιστός, 13 αβγάτιστος, 13
141 141 Αγάθων, 141 αγαθώς, 141 αγαίομαι, 141 αγαίος, 141 αγαληνός, 141 αγάλια, 141 αγαλιάζω, 141 αγαλιανός, 141 αγαλίζομαι, 141 αγαλινά, 141
αβγατώ,13
αγάλως,141
αγγελία,
αβγό,
αγαλλιάζομαι,
αγγελική,
αγέρρω,7
Αγγελική,
άγερσις,
αβγάτα,
13
αβγατένω,
13 αβγατερός, 13 αβγατιά,13 αβγατίδι,
17
Άβδηρα,
91
Αβδηρίτης,
91
αβδηριτίζω,91 αβδηριτικά,
91 αβδηριτικός, 91 αβδής, 91 άβδης, 91
140 αγαλλιάζω, 141 αγαλλίαμα, 140 αγαλλιάομαι, 140 αγαλλίασις, 140 αγαλλιασμός, 140 αγαλλιάω, 140
άγγαρος,6 αγγειο-,6
αγγειό,6 αγγείο,
6
6 αγελάριος, 6
6 6
αγγείον,
αγερμός,7
αγγειοπάθεια,
6
αγγειοπλάστης,
αγερο-,136
6 αγγειοπλαστική, 6
αγεροδέρνομαι,
αγγειώνω,6
αγέρομαι,
αγγείωσις,
αγερούδι,
136 136
7 136 αγέροχος, 136
6
6
6 6 αγγελικός, 6 αγγελιότης, 6 αγγελιοφόρος, αγγελιώτης,
αγεροδρομώ,
αγερωπός,
6
αγέρωχα,
136 136
αγερωχεύομαι,
αβέλιος,50
άγαλμα,
140
6 άγγελος, 6 Άγγελος, 6
αβερτή,29
αγαλματίας, αγαλμάτων,
αγγέλω,6 αγγέριος,6
αγέχορος,6
αβλεπής,38
140 140 αγαλματίτης, 140 αγαλματο-, 140 αγαλματόω, 140
αγγελούδι,
αβηδών,138
27 136 αγερωχέω, 27 αγερωχία, 27, 136 αγέρωχος, 27 αγερώχως, 136
αβλεπί,
αγαλματώνω,140
άγγιασμα,7
άγημα,
αβλέπτημα,
αγαλμο-,
άγγιγμα,
αγήνωρ,12
άβλεπτος,
άγαμαι,
αγγίζω,
αγής,
αβήρ,135
αβίωτος,
16
38
38 38 αβλεπτώ, 38 αβλεψία, 38 αβλής, 16 αβολέω,16 αβολητύς,
16 αβολήτωρ, 16 αβρά, 108 άβρα, 108 αβρίζομαι, 108 αβρίσδομαι, 108 αβρο-, 108 αβρόπηνος, 108 αβρός, 108
αγάλλω,140
άγαν,
140 140
11
αγανακτέω,
145 αγανάκτησις, 145 αγανακτητικός, 145 αγανακτητός, 145 αγανακτικός, 145 αγανακτικώς, 145 αγανάκτισμα, 145 αγανακτισμένος, 145 αγανακτισμός, 145 αγανακτώ, 145 αγανάχτηση, 145 αγαναχτίζω, 145
6
7
αγέρτης,7
άγγελμα,
αγερωχεύω,
6
άγγιαγμα,7
αγή,6,144
αγγιάξιμο,
άγη,
7
7 7
6, 141 6 6, 141
άγγικτος,7
Αγησίλαος,
άγγισμα,
7 7
αγητός,
αγγιχτός,7
αγίζω,6
άγγιχτος,
άγιος,
άγγιχτα,
αγιάζω,
7
6, 141 6
αγγλιά,116
αγιότης,
Αγγλία,
54 54 αγγορο-., 33
αγιόω,6
Άγγλος,
αγισμός,6
άγγος,6
αγιστεύω,6
αγγουράκι, αγγούρι,
33
33 αγγουριά, 33
6
141 6
αγιστεία,6 αγιστής,
αγιώδης,
141 6
αγιωδώς,6
151 αγιώνυ μας,
αγλαός,
140 140 Άγλαυρος, 140 αγλευκής, 69
άγραυλος,6
άγχι,7
αγλαυρός,
αγρείος,6
αγχίαλος,7
αγρελιά,
αγχιβλώς,7
αγρεμών,7
αγχίμολος,
άγληνος,37
άγρευμα,
άγχιμος,7
άγκαθεν,43
αγλιά,
αγρέω,7
αγχίνοια,
αγκάθι,
αγλίδα,
άγρη,7
αγχίνωψ,7
6
αγίως,6 αγιωσύνη,6 αγιωτικός,
6 αγκάζομαι, 43 144 αγκαθιά, 144 αγκάλη, 43 αγκαλιδαγωγέω,
116 16
αγλίη,37
7 7
αγρηνόν,
αγλιθάριον,
αγχίξαι,
7 6
αγριεύω,
16
7
7
άγχιov,7
αγλίθιον,
16 16 αγλίτια, 16 άγμα, 144 αγμός, 144 αγνεία, 6 άγνευμα, 6
αγριηνός,7
αγχιστεία,
αγλίς,
αγρικησία,7
αγχιστεύς,
αγνευτήριον,6
43 αγκιστρεύω, 43 αγκίστρι, 43 άγκιστρο, 43 αγκιστρόω, 43 αγκιστρώνω, 43 αγκλί, 116 αγκλιά, 116 αγκλίζω, 116 άγκλιμα, 116 άγκλισμα, 116 αγκλισμός, 116 αγκλιστήρι, 116 αγκλίστρα, 116
άγνευτος,
αγκλιώ,116
αγορά,
αγκλούπα,
αγοραίος,
αγκαλίζομαι,
43
43
αγκαλίς,43 άγκαλος,43 αγκάς,
43
αγκεία,146
αγκή,43 αγκίλλα,
43
αγκιστρεία,
αγκλούπι,
116 116
αγρίκητα,
1Ο
7
αγχιστήρ,7
αγρικιέμαι,
αγχιστίνδην,
7
αγρίκιστος,7
αγχιστινός,
αγρικός,7
άγχιστος,7
αγρικώ,
αγχίων,
αγρίλι,
αγχόθεν,
7 7
αγριμαίος,7
άγνεφος,
αγρίμι,
αγριο-,7
αγνίζω,
άγριος,
αγχovίζω,7 αγχovιμαίoς,
6
άγνισμα,6
Αγρίσκα,
αγνιστήριov,6
αγρίτης,6
αγχovιστής,
αγνιστής,6
αγρίφη,
άγχος,
αγνίτης,6
143 αγριωπός, 7 αγ ροδοσία, 7
αγνός,
αγροικερός,7
αγχού,7
Αγνίτας,6
6
αγχότερος,
αγροικεύομαι, αγροίκημα,
6 7 7
αγορανόμος,
7
7
αγχώμαλος,
αγροίκηση,
7 αγροικησία, 7
άγχων,7
αγροίκητα,7
αγωγαίος,6
αγροίκητος,7
αγωγείov,6
αγροικιά,7
αγωγεύς,6
άγω,
αγορασία,
αγοραφοβία,
άγκος,43
αγοράω,7
αγροικία,
αγορεύω,
αγροικιάζομαι,
αγκυλέομαι, αγκύλη,
43
43
αγκυλητόν,43 αγκυλητός, αγκυλίς,
43
43
αγκυλιστής, αγκυλο-,
43
43
αγκύλον,43 αγκύλος,
43 43 αγκύλωσις, 43 άγκυρα, 43 αγκυρίζω, 43 αγκύριον, 43 αγκυλόω,
αγκυροβολέω,
7 αγορητής, 7 αγορητύς, 7 αγόρι, 33 αγορίνα, 33
άγχουρος,7
αγροικηρός,7
αγκοίνη,43
7
7
άγχω,7
7
αγκλώ,116
7
7
7
αγχοτάζω,7
άγνωστος, άγομαι,
αγροικιέμαι,
7
αγώγι,
6 6
αγωγιάτης,
7
αγροικίζομαι,
7
6
αγωγικά,6 αγώγιμος,
7
7
6
αγωγή,
7
αγροίκος,
6
άγροικος,7
αγωγιμότης,
αγΡOΙKOΣΎVΗ,
αγώγιov,6
Αγορίτες,
7 αγροικότονov, 7
αγορίτικος,
αγροικώ,7
αγώι,
αγορίστικος,
33
33 33 αγορίτσα, 33 Αγορίτσα, 33
7
αγχόvιoς,7
6
άγνυμι,144
11
7
7
7 7 αγχόθι, 7 αγχόνη, 7
6
αγνεών,6
6
7 7 αγχιστεύω, 7
αγρίκητος,7
αγνεύω,6
10, 40
7
6
6 αγών, 6
αγροιώτης,6 αγρολήπτης,
αγωγός,
6
αγορόπουλο,33
αγρότερος,7
αγοροφέρνω,
αγρότης,
αγωνιάζω,6
αγoρoμάvα,
33
αγρός,
7
Αγωναλείς,
6 6 αγωνάρχης, 6 αγωνία, 6
αγοριτσίστικος,
αγωνάριov,
6
Αγροτέρα,7
33 33
6
43 αγκυροβόλι, 43 αγκυροβολώ, 43 αγκυρουχία, 43 αγκύρωμα, 43 αγκυρώνω, 43
αγόρω,33
άγρυκτος,
Αγόρω,33
αγρώσσω,7
αγωνιάω,6
αγός,6
αγυιά,
αγωνιεύω,6
άγος,
αγυιαίος,6
αγωνίζομαι,
αγυιάτης,6
αγώνιος,6
αγουράδα,33
Αγυιεύς,6
αγώνισμα,
αγκύρωσις,43
αγουρήθρα,
άγυρις,7
αγωνισμός,
αγκυρωτός,
αγούρι,
άγυρμα,7
αγωνιστής,
αγυρμός,7
αγωνιστικός,
αγυρτάζω,7
αγωνο,6
αγυρτεία,
άγωνος,
αγκωνωτός,43
33 33 αγουρίδα, 33 αγουρίδης, 33 αγουρίδι, 33 αγουριδιάζω, 33 αγουρίλα, 33 αγουρίτης, 33 αγουρίτσα, 33 αγουρίτσης, 33 αγουρίτσος, 33
αγυρισμός,
αγουριά,
43
αγκώδης,43 άγκωμα,
42, 43 43 αγκωνάρι, 43 αγκωνή, 43 αγκώνιασμα, 43 αγκωνίζω, 43 αγκωνισμός, 43 αγκών,
αγκώνω,42
6, 141 άγουρα, 33 33
143
6
7
7
άγχαζε,
7
αγχάζω,89 άγχασδε,
αγλάϊJ:,ω,140
άγουρος,
άγχαυρος,7
αγλάϊσις,
αγουροσύνη,33
αγχείος,7
αγουρωπός,
αγχέμαχος, αγχέπαλος,
αγραίος,7 αγ ραυλίζομαι,
139
7
αγχήρης,
6
αγχι-,7
7
7 7
6
6, 87 17
αδαμάντιος,
αγυρτός,7
6
6
αδαμάντινος,
7
αγχαλάω,
7
αγωνιστήριος,
αγύρτης,
αγουρο-,33
άγρα,
6 6
αγυρτήρ,7
αγούρμαστος,33
33
6
αδαής,
αγλάω,140
33
6
αγυρτεύω,7
Αγλάω,140
140 αγλάϊσμα, 140 αγλαϊσμός, 140 αγλαϊστός, 140 αγλαο-, 140
αγωνιάτης,
17 17 Αδαμάντιος, 17 αδαμαντίς, 17 αδαμαvτo-, 17 αδάμας, 17 αδαμαστί, 17 αδάμαστος, 17 αδαμάστωρ, 17 αδάματος, 17 αδαμνής,17 άδαμνος,17 άδαμος,17
152 αδεής,
αδιάφορος,
αείδω,138
αερούδι,
αδειάζω,
31 21, 22 αδμενίς, 17
αειδός,
αδινός,
αεικέλιος,
αέροψ,136
αδειανά,
αδμής,17
αεικές,
αερόω,136
αερσίπους,
20, 21
αδέητος,21
20, 21 21 αδειανάδα, 21 αδειανός, 21 άδεαιση,21
αδμολίη,20
19 19 αεικής, 19 αεικία, 19 αεικίζω, 19
άδεαισμα,
21 αδεαιστής, 21 αδεαιτός, 21 αδειάτος, 21
αδμολώ,20
αεικώς,19
αδόκητος,
αείρω,27
αδειής,20
αδολεσχικός,21
άδμητος,17 αδμολή,20
20
αερού,
138
αδολέσχημα,21
αεκαζόμενος,
αδολεσχία,
αεκαστί,
136 136
αερσίνοος,
27
αερσιπέτης,27 αερσιπότης,
27 27 αερώδης, 136 αερωπός, 136 αέρωσις, 136 αετάκι, 136
αδείμαVCος,
αδόλεσχος,21
134 134 αέκητι, 134 αεκούσως, 134
αδείματος,
αδολεσχώ,21
αέκων,134
αέτη,26
άδειμος,20
άδομαι,
22
αέλιος,50
αετιδεύς,
άδειος,
αδοξέω,20
αέλλα,47
αετίνα,136
αδεισία,20
άδος,
αελλαίος,47
αέτως,136
αδεισίθεος,
αδoΣΎVΗ,22 άδραγμα, 23
αελλάς,47
Αέτως,136
αδράζω,23
αελλοδρόμας,
αδράκτι,
αέλλομαι,
20 20
20, 21
20 αδελιφήρ, 23 αδελφάΚΙ, 23 αδελφάτο, 23 αδελφεά, 23 αδελφεή,23 αδελφειός,
23 αδελφεός, 23 αδελφή, 23 αδελφία,23 αδελφιδέος,
23 αδελφιδεύς, 23 αδελφιδή, 23 αδελφίδιov, 23 αδελφιδός, 23 αδελφιδούς, 23 αδελφίζω, 23 αδελφικός, 23 αδέλφιξις, 23 αδέλφιον, 23
21
21, 22
αελλήεις,47
106
αετίσως,
αεραγωγός, αεράκι,
αετώνω,136
αδρεύω,127
αέξω,111
αδρέω,21
αερ-,136
Αελλώ,
47
47 47 47
αελλός,
άδρησις,21
13 6
136 136 αετίτιδα, 136 Αετίωνας, 136 αετο-, 136 αετόδρομος, 136 αετόλιθος, 136 Αετόλοφος, 136 αετομάνα, 136 Αετόπετρα, 136 αετόπουλο, 136 Αετοράχη, 136 αετός, 135 Αετός, 136 αετούδι, 136 αετούκλας, 136 αετώδης, 136 αέτωμα, 136 αετωμάτων, 136
120 άδραστος, 120 αδράχνω, 23 αδραχτά, 23 αδραχτάΚl, 106 αδραχτάς, 106 αδραχτερή, 106 αδραχτεριά, 106 αδράχτης, 106 αδράχτι, 106 αδραχτιά, 106 αδραχτικός, 23 αδρεναλίνη, 21
Αδράστεια,
αέτεως,136
αελλώδης,47 αελπτέω,48 αελπτής,48 αελπτία,
48
άελπτος,48 αέναος,
10 111 αεξίγυιος, 111 αεξίκακος, 111 αεξίνοος, 111 αεξίτοκος, 111 αεξίβιος,
αετίτης,
αδροσύνη,21
136 136 αέρας, 136 αεράτα, 136 αεράτος, 136 αεργία, 73 Αέρηδες, 136
αδενάση,6
αδρότης,
αερήων,136
αζαλές,114
αδενίσκος,
6 αδενισμός, 6 αδενίτιδα, 6
αδρότητα,
αέρι,
άζαλος,114
αδενίτις,6
αδρύνω,21
αδενο-,
αδυναμία,
αδελφο-,23
άδρηστος,
αδελφός,
αδρίζω,21
23
120
αδελφoΣΎVΗ,23
αδρομερής,
αδελφότης,
αδρόομαι,
αδελφούλα, αδένας,
23 23
6
αδρός,
21 21
21 21 21
αδευκής,69
Αδώνεως,138
αδέω,21
Αδώνια,138
αδέων,21
Αδωνιακός,
136 Αερία, 136 αερίδες, 136 αερίζω, 136 αερικάτα, 136 αερικάτος, 136 αερικό, 136 αερικόν, 136 αερικός, 136 αέρινα, 136 αερινάδα, 136 αερινίζω, 136 Αέρινο, 136 αέρινος, 136
αδημονέω,21
Αδωνιάς,
αερω-,136
6
αδένωμα,
6
αδρόω,21 άδρυνσις,21
αδύνατος,
119 119
αδένωσις,6
αδυσώπητος,
αδερφάΚΙ,
άδω,
23 αδερφή, 23 αδερφός, 23 αδερφούλα, 23
129
138
αδών,138 Άδων,138 Αδωναία,
138
αδημoσύvη,21
138 138 Αδωνιασμός, 138 Αδωνιασταί, 138
αδήμων,21
Αδώνως,138
αέρως,136
αδήν,
Άδωνις,
αερίσιμος,
αδημονία,
21
6
138
άδην,21
αέ,26
αδηνής,17
αέθλευμα,
άδης,
αεθλεύω,
19
αδηφαγέω,
92 92 αδηφάγος, 21, 92 αδιάβλητος, 16 αδιαθεσία, 125 αδιάθετα, 125 αδιάθετος, 125 αδιαθετώ, 125 αδιάκριτός, 59 αδιάφθορος, 121 αδαιφορία, 31 αδηφαγία,
116 116 αεθλέω, 116 αεθλητήρ, 116 αεθλητής, 116 αέθλιον, 116 αέθλιος, 116 άεθλον, 116 αεθλoΣΎVΗ, 116 αεί, 26 αειδής, 19 αειδία, 19 αείδιος,26
αερίοικος,
136
αέρων,136
136 136 αερισμός, 136 αεριστήρ, 136 αεριστής, 136 αεριστικός, 136 αεριτζής, 136 αεριτζίδικος, 136 αερίτις, 136 αεριώδης, 136 αεριώνω, 136 αέρισμα,
αερο-,136 αεροειδής,
136 136 136
αερονηχής, Αερόπη,
αέτωσις,
136
άζα,137 αζαγιά,137 αζαίνω, αζαλέος,
137 137
αζάνω,137 αζείρω,
137
άζη,137 αζίνα,
137
αζόγυρος,7 αζόκροτος, άζομαι,
137
6
αζοπηγή,
137
αζωλή,137 άζωπες,137 άζωτον,
108 22 αηδία, 22 αηδιάζω, 22 αηδίασμα, 22 αηδαισμός, 22 αηδαιστικός, 22 Αηδόνα, 138 αηδονάκι, 138 αηδονάτος, 138 αηδονέλι, 138 αηδονήσως, 138 αηδόνι, 138 αηδονιά, 138 Αηδόνια, 138 αηδονίδες, 138 αηδονιδεύς, 138 αηδόνως, 138 αηδονίς, 138 αηδόνισμα, 138 αηδονισμός, 138 αηδονιστικός, 138 αηδής,
153 αιγειρίτης,
αιθάλωσις,
138 αηδονούδι, 138 Αηδονοχώρι, 138
αθιγής,124
αίγειρος,
αιθαλωτός,
άθικτος,
αιγειροφόρος,
αθλεύω,116
αιγειρών,
αηδώ,138
αθλέω,116
αίγεος,35
αηδών,
άθλημα,
116 116 αθλητή ρ, 116 αθλητής, 116 αθλητικός, 116 αθλήτρια, 116 αθληφόρος, 116 αθλιόπαις, 116 άθλιος, 116 αθλιότης, 116 αθλο-, 116 άθλον, 116 άθλος, 116 αθλoΣΎVΗ, 116 αθλοφορέω, 116 αθλοφορικός, 116
αίγες,
αήθεια,
άθλησις,
αιγή,35
Αίθη,137
αιγι-,35
αιθήεις,
αηδονο,
Αθίγγανος,
138
αηδονούδα,
138 117 αηθέσσω, 117 αηθέω,117 αήθης,
117
αηθίζομαι,
117
αηθίη,117 άημι,135
αηνής,26 αήρ,
135 άησις, 135 αήσυρος, 135 αήτη,135 αήτης,
135
αητομάνα,
136 αητονύχης, 136 αητονύχι, 136
124
124
27 27
αιγιαλός,
αιθήρ,
35 35
αιγίζω,35 αιγίλιψ,35 αίγιλος,35 αιγίλωψ,35 αιγιοβάτης, αιγίοχος, Αιγίπαν, αιγίς,
35
35 35
αίθος,137
αιγ λάεις,
35
αίθουσα,
αιγλάζω,35
Αίθουσα,
αιγλάς,35 αίγλη,
άητος,
αθρέω,125
αιγλήεις,
αθρήματα,
αιγλήτης,35
άηχος,
136
55
αθαλάμευτος,
23
Αθάνα,119 Αθανάα,
119 119 Αθαναίη, 119 αθανασία, 118 Αθανασία, 118 Αθανάσιος, 118 αθάνατος, 118 Αθάναι,
125 αθρητέον, 125 αθρητικός, 125 αθρόα, 21 αθροίζω, 21 άθροισις, 21 άθροισμα, 22 αθροισματικός,
137 137 αιθουσαίος, 137 αίθοψ,137
35
Αίθρα,
35
αιγληφόρος, αιγλοβολέω, αιγλοφανής,
αίθρη,136
35 35 35
αιθρηγενής,
136 136 αιθρία, 136 αιθριάζω, 136 αιθρίασις, 136 αιθρίασμα, 136 αιθριαστικός, 136 αιθριάω, 136 αιθρίδιον, 136 αιθρινός, 136 αιθρήεις,
αιγοκερεύς,
35 35 35
αιγόκερως,
22
Αίγυπτος,
αΊδαλος,19
22
ΑΊδας,19
22 αθροιστικά, 22 αθρόος, 21
αιδέομαι,
αθέμιστος,
αθροότης,21
αίδεσις,20
αίθρως,136
αθέμιτος,
αθρός,21
αιδεστός,
αιθρώτης,
αθάρα,24 αθάρη,24
126 126
αθροιστής,
136
αιθρέω,136
αιγο-,35
αθροισμός,21 αθροιστήρας,
αιθός,137
35
αθρείω,
αητοφωλιά,
13 7 136 αιθής, 137 αίθινος, 13 7 Αιθιοπεύς, 137 Αιθιοπία, 137 Αιθιόπως, 137 Αιθιοπίς, 137 Αιθίοψ, 137 αιθόλιξ, 13 7
αιγιάζω,35
Αθόως,46
135
136 136 αιθερώδης, 136 αιθεριώδης,
35
αιγιάλιος,
αίθε,45 αιθέρως,
27
αητός,136
125
27
137 137
20 20
αιδέσιμος,
αιδεσιμότατος,
20
20
136 136
αθερίζω,25
αθυρεύομαι,
αθερίνη,25
άθυρμα,
αθέριστος,
24 αθέτημα, 125 αθέτησις, 125 αθετητής, 125 άθετος, 125 αθετώ, 125 Αθηνά, 119 Αθηναγόρας, 119 Αθήναζε, 119 Αθήναι, 119 Αθηναία, 119 Αθήναια, 119 ΑθηναΊδα, 119 Aθηναiζω, 119 Αθηναίη, 119 αθηναίικος, 119 αθηναϊκός, 119 Αθήναιον, 119 Αθηναίος, 119 Αθήναιος, 119 ΑθηναΊς, 119
άθυρσις,
Αθήνη,119
αιακτός,45
αιετός,
Αθήνηθεν,
119 Αθήνησιν, 119 Αθηνιάω, 119 Αθηνιώτης, 119 Αθηνιώτισσα, 119 αθηνο-, 119 Αθηνόδωρος, 119 Αθήνοθεν, 119 Αθηνοκλής, 119 αθήρ, 24
αιανής,26
αιζάεν,1Ο8
αικχούντα,
αιανώς,26
αiζηλoς,
19 αιζηνεκές, 108
αίλινος,
45 αιβετός, 13 5 αιγ-, 35 αίγαγρος, 35 Αιγαίον, 35 Αιγαίος, 35 Αιγαίων, 35
αιζηός,1Ο9
αίλουρος,
αιητός,136
αίμα,
αιθάλεως,
αιμαγωγός,
αθήρη,24
αιγανέη,35
αιθαλοκομπία,
αθηρηλοιγός,
αιγδην,35
αίθαλος,
24 αθηρόβρωτος, 24 αθήρωμα, 24
114
114 114
αΊδηλος,19
αιθρω-,136
αιδημοσύνη, αιδήμων,
20
20
αθύρω,114
αΊδης,
αθώητος,18
ΑΊδης,19
Άθων,46
Άιδης,19
αθώος,
αιδήσιμος,
18
αιθριώδης,
αίθρος,136 αιθροτόκος,
136 136 αίθυγμα, 137 αιθυκτήρ, 137 αιθύσσω, 137 αιθρωπός,
19
20
Άθωος,46
αϊδιάζω,26
αίθω,137
αθωότης,
18 αθωότητα, 18
αΊδιος,26
αίθων,137
αϊδιότης,
αίι,
αθωόω,18
αιδοία,
αίιν,26
Άθως,
26 20
26
αιδοίη,20
αικέλιος,
18 αθώωσις, 18 αι, 45 αί, 45 αι, 26 άϊ, 45 αιFετός, 135 αίαγμα, 45
αιδοιο-,20
αϊκή,35
αιδοίον,
20
αικής,
αιδοίος,20
αϊκής,
αιαγμός,45
αιέλουρος,45
αιάζω,
αιέν,26
αιαί,
αιές,26
46
αθωώνω,
Αίας,
45, 137 45
45
αίασμα,
αιγέη,35 αίγειος,35
αϊδρείη,
19 19 Αϊδωνεύς, 19 αιδώς, 20 αιεί, 26 άϊδρις,
19
19 19 αικία, 19 αικίζω, 19 αίκισμα, 19 αικίσματα, 19 αικισμός, 19 αικιστικός, 19 αικίστρια, 19 αϊκτός,35
135
13 7 αιθάλη, 137 αιθαλίδες, 137 αιθαλίων, 137 αιθαλόεις, 13 7 137 13 7 αιθαλόω, 137 αιθαλώδης, 137
άϊκτος,35
19
17
αιλουροειδή,
45
45
145 145
αιμάκι,146 αιμακορίαι,
145 145 αιμακτικός, 145 αιμακτός, 145 αιμαλέος, 145 αιμαλωπίς, 145 αιμακουρίαι,
αιμάλωψ,145
154 αίμαξις,
αινικτήρ,
αισυμνητήρ,
αινικτήρως,
19 19 αισχήμων, 112 αίσχιστος, 112 αισχίων, 112 αίσχος, 112 αισχόω, 112 αισχρήμων, 112 αισχρολογία, 112 αισχρός, 112 αισχρότης, 112 αισχρουργία, 112 αισχύνη, 112 αισχυνoΜΈVΗ, 112 αισχυντηλία, 112 αισχυντηλός, 112 αισχυντήρ, 112 αισχυντη ρία, 112 αισχυVΤΙKός, 112 αισχυντός, 112 αισχύνω, 112 αισχύνω μα, 112 αϊτας, 137
αιών,
αιμάς,
αισυ μνήτις,
αιωνίζω,26
αιονάω,44
αίτε,45
ακάθεκτος,
αιόνημα,44
αιτέω,44
ακαθεξία,
αιόνησις,
αίτημα,
44 αίτημι, 44 αιτήσιος, 44 αίτησις, 44
ακαίη,144
αιπύδμητος,
αιτητής,44
ακάμας,74
αιπυμήτης,
αιτητικός,
ακάματος,
145 145 αιμασία, 145 αιμασωλογέω,145 αιμασιώδης,
145 145 αιματάκι, 146 αιματάρης, 146 αιματάρικος, 146 αιματάω, 145 αιματεκχυσία, 145 αιματηρός, 145 αιματηρότης, 146 αιματηφόρος, 145 αιματία, 145 αιματιαίος, 145 αιματικόν, 145 αιματικός, 145 αιματίνη, 146 αιμάτινος, 145 αιμάτιον, 145 αιματίσως, 146 αιματίτης, 145 αιματο-, 145 αιματόεις, 145 αιματοκυλίζω, 146 αιματοκύλισμα, 146 αιματόω, 145 αιματώδης, 145 αιμάτωμα, 146 αιματώνω, 146 αιματωπός, 145 αιματώψ, 145 αιμηρός, 145 αιμάσσω,
αίμνων,146
137 137 αινικτής, 137 αινικτός, 137 αινίσσομαι, 137 αινοποιέω, 137 αινός,45 αίνος,
137
άϊντε,45 αίνυμαι,
11
αίνω,1Ο8 αίξ,35 άϊξ,35 αιξωνεύομαι, αιολάομαι,
19
45
Αιολεύς,45 αιολέω,45 αιόλησις, αιολία,
45
45
αιολίζω,45 αιολο-,45 αίολος,45 Αίολος,
45
44 αιπαινίω, 137 αιπός,52 αίπος,52
52 52
αιτητός,44
αιπύς,52
αιτία,
αίρα,
27
αιτιάζομαι,
αιρεσιάρχης,
αιτίαμα,44
αιμύλος,17
142 αιρέσιμος, 142 αιρεσωμάχος, 142 αίρεσις, 142 αιρεσιώτης, 142 αιρετέος, 142 αιρετίζω, 142 αιρετικίζω, 142 αιρετικός, 142 αιρέτις, 142 αιρετισμός, 142 αιρετιστής, 142 αιρετός, 142 αιρέω, 142 αιρηλασία, 27 αιρησιτείχης, 142
αιμωδέω,
αιρικός,27
αιμο-,
146 146 Αιμονίαι, 146 Αιμονίδης, 146 Αιμονιές, 146 Αιμόνιον, 146 αιμορράϊδα, 146 αιμόρροια, 146 αιμορρόϊδα, 146 αιμορρόϊς, 146 Αίμονες,
αιμόω,146
αιμυλία,
17 αιμύλιος, 17 αιμυλο-., 17
αιμώδης, αιμωδία,
146 146 146
αίρινος,27 αιρόπινος,
αιμωδιασμός,
αίρω,
αιμωδιάω,
αίσα,19
146 146
αίμων,17 αιμώνως, αιμωπός,
27
27
Αίσα,19
146 146
αίσακος,
138
αισάλων,35
αινείω,137
άϊσθω,136
αίνεσις,
αισιμία,
αινέτης, αινετός,
13 7 137 13 7
αίσιμος,
19 19
αισιομήτης,
19 19 19
αινέω,137
αισιόομαι,
αίνη,137
αισιοποιώ,
αίνημι,137
αίσιος,
αίνησις,
137 αινητός, 13 7 αίνιγμα, 137
αίσσον,7
αινιγματίας,
137 137 αινιγματιστής, 137 αινιγματοειδώς, 137 αινιγματούμαι, 137 αινιγματώδης, 137 αινιγμός, 137 αινίζομαι, 137
αϊστοσύνη,
αινιγματικώς,
αϊστόω,
αινίζω,137
αισυμνητεία,
19
αισσω,35 άϊστος,
19 19
19
αιστωρ,19 αιστωσις,
19
αϊστωτή ριος, αισυητήρ,
19
αισυλοεργός, αισυμνάω,
19 19
19 19
αιώρημα,
29 29 αιωρητός, 29 αιωρία, 29 ακά, 55 αιώρησις,
ακαδέω,12 Ακαδημαϊκόν,35 Ακαδημαϊκός, Ακαδημεία,
35
35
Ακαδημεικός,35 Ακαδημία,
35
Ακαδημιακός,35 Ακάδημος,
35 27 ακάθαρτος, 27 ακαθαρσία,
ακαθεκτέομαι,
112 112 112
54
74 74
ακαμής,
άκαν,144 άκανθα,
44
144 145 ακανθίας, 145 ακανθίζω, 145 ακάνθινος, 145 ακανθίων, 145 άκανθος, 145 ακανίζω, 145 άκανος, 145 ακαρεί, 147 ακαρή, 147 ακαρής, 147 άκαρι, 147 ακαριαία, 147 ακαριαίος, 147 ακαριαίως, 147 ακαρίασις, 147 ακανθεών,
44 44 αιτιατική, 44 αιτιατικός, 44 αιτιατός, 44 αιτίασις,
αιτίζω,44
44
αιτιολογισμός,
44
αιτιώδης,
44 136
αϊτοφωλιά,
αιτώ,
αιωρέω,29
ακαλός,56
αιτιάομαι,
αϊτός,
26 26 αιωνόβιος, 26 αιώρα, 29 αιωνιότης,
ακάλεστος,
44
αιτιολογία,
αιώνιος,
άκαινα,144
44
αιπύνωτος,52
26, 137
136
44
αιφνηδίς,
45 45 αίφνης, 45 αιφνιδιάζω, 45 αιφνιδιασμός, 45 αιφνίδιος, 45 αιφνιδίως, 45 αιχμάεις, 145 αιχμάζω, 145 αιχμαλωσία, 145 αιχμαλώτευμα, 145 αιχμαλωτεύω, 145 αιχμαλώτησις, 145 αιχμαλωτίζω, 145 αιχμαλωτικός, 145 αιχμαλωτίς, 145 αιχμαλωτιστής, 145 αιχμάλωτος, 145 αιχμή, 145 αιχμή εις, 145 αιχμητά, 145 αιχμητήρ, 145 αιχμητήριος, 145 αιχμητής, 145 αιχμο-, 145 αίχτρια, 136 αιχτρίασμα, 136 αιφνηδόν,
ακάρων,147 άκαρνα,145 άκαρον,130
ακασιαρχείο,89 άκασκα,55 ακασκαίος,
55
ακασμένα,56 ακαστόφρων, ακάτιον,
144 144 ακαχίζω, 12 ακάχμενος, 145 άκατος,
ακείov,56 ακειροκόμης,
ακέομαι,
146
56
ακεραιόομαι, ακέραιος,
146
146
ακεραιοσύνη, ακεραιότης,
146 146
ακέρως,146 ακερσοκόμης,
ακεσία,
146
56
ακεσίμβροτος,
αίψα,35
ακέσιμος,56
αιψηρός,35
ακέσιος,56
άϊω,
άκεσις,56
136, 137
56 111
ακατάσχετος,
56
155 άκεσμα,56
ακοντισμός,
144 144 ακοντιστικός, 144 ακοντιστύς, 144 ακοντο-, 144 ακόντως, 144 ακονώ, 145 ακόρεστος, 148 άκος, 56 ακουάζομαι, 55
ακρότητα,
αλαλάζω,
ακεσμός,56
ακοντιστής,
ακρωμία,
αλαλή,75
ακουή,55
ακρώτης,63
ακεστήρ,56 ακεστήριον,
56
ακεστής,
56 ακεστορία, 56 ακεστορίς,56 ακεστός,
56 ακέστρα, 145 ακέστρια, 145 ακεστρίς, 56, 145 άκεστρον, 56
ακουσία,
63 63
ακρωμίς,63 ακρωνάριον,
αλάλημαι,
63
αλαλητός,75
ακρωτηριάζω,
αλαλητύς,75
ακρωτηρίασις,
άλαλκε,49
63 63 ακρωτηριασμός, 63 ακρωτήριον, 63 ακρωτηριώδης, 63
ακέστωρ,56
ακουσιάζομαι,
ακεσφορία,
56 ακεσφόρος, 56
ακούσως,
ακουσώτης,134
144 144 ακταίνω, 144
ακεσώδυνος,56
άκουσις,55
Ακταίο,144
Ακευσώ,55
ακουσίως,
ακταίος,
ακεύω,55
άκουσμα,
ακταιωρέω,
ακέω,56
ακουστήριον,55
ακέων,55
ακουστός,
ακή,
ακούω,
55, 56, 144
ακήν, 55
άκρα,
ακήρυκτος,
55
ακίδα,
144 ακίς, 144 άκληρος, 61 ακλούθι, 55
134 55 55
55 63
ακράδαντος,
60
αλαπάζω,15
αKραξόVΙoν, ακραχολία,
ακτηρίς,6
αλασταίνω,
Άκτια,144
αλαστέω,49
ακτίδα,
144 ακτιν-, 144 ακτίνα, 144
αλαστορία,49
ακτινένως,
αλατ-,
ακμή,
ακριβά,
άκρη,
63 ακρία, 63 άκρια, 63 63
ακριβαίνω,
63 63 ακρίβεια, 63 ακριβεύω, 63 ακριβής, 63 ακριβί, 63 ακριβίζω, 63 ακριβαστής,
ακριβο-,63
ακμόθετον,74
ακριβός,
ακμόνιον,74
ακριβούτσικος,
άκμων,
ακριβόω,63
145
63 63
ακρίβωμα,
αλάπαθα,
144 ακτινηδόν, 144 ακτινίδες, 144 ακτινίζω, 144 ακτινικός, 144 ακτίνων, 144 ακτινίσκος, 144 ακτινισμός, 144 ακτινο-, 144 ακτινογραφία, 144 ακτινοειδής, 144 ακτινόεις, 144 ακτινολογικός, 144 ακτινολόγος, 144 ακτινούλα, 144 ακτινώδης, 144 ακτινωτός, 144
ακολουθέω,55
63 63 ακριβώς, 63 ακρίβωσις, 63 ακριβωτικός, 63 ακρίδα, 59
ακολούθημα,
55 ακολούθησις, 55 ακολουθητά, 55 ακολουθητικός, 55 ακολουθία, 55 ακόλουθον, 55 ακολουθώ, 55 ακόμα, 145 ακόμη, 145
ακρίδαρος,59
ακτίτη,144
ακρίδιον,
63 ακριδο-., 59 ακριδούλα, 59 ακριδώδης, 59
ακτός,6
ακρίζω,63
ακτωρώ,144
ακρίς,59
ακυβερνησία,
άκρις,63
άκυρος,
ακομιστία,74
άκριτος,
ακομιστίη,74
ακρο-,63
ακονάω,145
ακροάζομαι,
ακόνη,
ακρόαμα,
ακριβώνω,
55
ακοινώνητος, ακόλουθα,
66
55
ακολουθάω,55
145 ακόνησις, 145 ακονητί, 145 ακόνι, 145 ακονίζω, 145 ακόνισμα, 145 ακόντησις, 144 ακοντηστήρ, 144 ακοντηστήρια, 144 ακοντί, 144 ακοντίας, 144 ακοντίζω, 144 ακόντων, 144 ακόντισμα, 144
15
144 Ακτή, 144
ακριβ-,63
ακοή,
αλαπαδνός,
ακτή,
63
ακμάω,145
άκνηστις,
αλαός,33
ακραίος,
ακρέμων,63
74
49 49 AλαλKOΜΕVΗ'ίς, 49 αλαλKOΜΈVΙoς, 49 αλαλκτήριον, 49 αλάνα, 43, 49 αλάναρος, 49 αλάνης, 43, 49 αλάνι, 43, 49 αλανιάζω, 49 αλανιάρης, 43, 49 αλανιαρίζω, 49 αλανιάρικο, 49 αλάομαι, 49 Αλαλκομενεύς,
αλαπαδνοσύνη,
145 ακμαίος, 145 ακμαστής, 145 ακμαστικός, 145
67
144 144 ακταιωρός, 144 ακταίωρος, 144 ακταιωρώ, 144 ακτέα, 144 ακταιωρία,
Αλαλκομεναί,
ακτέον,6
ακμάζω,
ακμισθώνω,
144
49
ακραής,63
άκλουθο,55
άκμητος,74
Ακταία,
ακταινόω,
134
63 63 ακράχολος, 63
145 ακμήν, 145 ακμηνός, 145 άκμηνος., 145 ακμής, 74 ακμητεί, 74 ακμητί, 74
134
49
αλαλήμενος,
ακρώρια,63
ακτάζω,144
134
75
ακρισία,
άκτιον,144 άκτιος,144 ακτίς,144
άκτωρ,6 ακτωρέω,144 ακτωρός,
144
57 65 ακυρώνω, 65 ακύρωσις, 65 ακωκή, 144 άκων, 134, 144 αλαζονεία, 49 αλαζόνευμα, 49 αλαζονεύομαι, 49
59 59
55 55 ακροάομαι, 55 ακρόασις, 55 ακροατήριον, 55 ακροατής, 55
15 49
άλαστος,49 αλάστωρ,49
113
αλαταποθήκη, αλαταριά,
αλατάς,113 αλάτας,49 αλατέvιoς,
113 113 αλατερό, 113 αλατερός, 113 αλάτι, 113 αλατιά, 113 αλατιέρα, 113 αλατίζω, 113 αλατικό, 113 αλάτινος, 113 αλατισιά, 113 αλάτισμα, 113 αλατισμένος, 113 αλατιστός, 113 αλάτιστος, 113 αλατίστρα, 113 αλατο-, 113 Αλατόπετρα, 113 αλατουργείον, 113 αλατουργός, 113 αλατούχος, 113 αλατωρυχείον, 113 αλατωρυχία, 113 αλατωρύχος, 113 αλάφι, 32 αλαφιάζω, 32 αλάφιασμα, 32 αλαφιασμένος, 32 αλαφίνα, 32 αλατερή,
αλαφρο-,32
αλαζovίας,49
αλαφρός,
αλαζών,
αλαφρούτσικος,32
32
άκροθεν, 63
Αλβανία,
ακρόθι,
αλαινής,49
αλβανίζω,
63
ακροκώλιον, άκρον,
63
αλαίνω,49 αλακάτα,
63
ακρόπολις, άκρος,
16
αλαλά,
50
ακρότης,63
72
75
αλαλαγή,
63
ακροστόλιον,
111
113
113
49 αλάθεια, 40 αλάθητος, 40
ακροβολίζομαι,
15
75 75 αλαλαγμός, 75 αλάλαγμα,
αλαφρύς,32
131 131 αλβανικά, 131 αλβανικός, 131 αλβανόπουλο, 131 Αλβανός, 131 αλβάριος, 131 αλβάτοι, 131
156 αλβάτος,
131 131 αλβίνος, 131 αλβώνεως, 131 Αλβιών, 131 Αλβιώνα, 131
αλεξίνη,49
αλβινισμός,
αλεξίπτωτο,
αλησφακιάς,
10 1
49 49 αλιτηρός, 49 αλιτηρώδης, 49 αλιτήριος,
αλέξω,49 αλέομαι,
αλήτις,49
αλιτόμηvoς,49
άλβος,131
αλεός,
αλητός,43
αλιτόξενος,
αλγείη,36
αλεπ-,38
αλητύς,
αλιτραίνω,
αλγεινός,
αλεξίπυρος, άλεξις,49
49 49, 50
αλητεία,
αλιτήμων,
49 αλητεύω, 49 αλήτης, 49 αλήτιμος, 49
49 49
αλίτης,49
49
49 49
αλέπα,38
αλήτωρ,49
αλιτρέω,49
αλγεσι-,36
αλέπακας,
αληφαίος,37
αλιτρία,
αλγεσίδωρος,36
αλεπάκι,
αληφείον,
αλιτρόνους,
αλγέω,36
αλέπαρος,38
αλθαίνω,28
αλγή,36
αλεπίτσα,
άλθεξις,28
36
38 38 38
37
αλεπο-,38
αλθεστήρια,
άλγη μα,
αλεπός,
αλθεύς,
38
αλκάζω,49
28
αλκαθείν,
28
49
αλγηρός,36
Αλεπόσπιτα,38
αλθήεις,28
αλκαία,49
άλγησις,36
αλεπού,
αλθήσκω,28
αλκαίος,49
άλγος,
αλεπούδα,38
άλθος,28
άλκαρ,49
αλεπουδάκι,
αλι-,
113 αλί, 46 αλιά, 46, 47 αλία, 113 αλιαία, 47
αλκάς,49
αλδήσκω,28
38 αλεπουδέρα, 38 αλεπούδι, 38 αλεπουδιά, 38 αλεπουδιάρης, 38
άλδομαι,
36
αλγυvcήρ,36 αλγύνω,36 αλδαίνω,28 αλδήεις,28
38
αλκή,
49
αλκήεις,49 άλκιμος,
49
αλκιμότης,49
αλέπουδος,38
αλιακός,50
αλκτήρ,49
49 αλέα, 50
αλεπoύvα,38
αλίασμα,
αλκτήριον,
αλεάζω,50
άλεσις,
αλεαίνω,50
άλεσμα,
47 αλίβατος, 47 αλιβδύω, 113 αλίγκιος, 47
αλεΑVCΙKός,
αλεσμός,43
αλιδύω,113
αλεγεινός,
αλετήρ,28
αλιευιικός,
αλέγη,50
αλέτης,43
αλίευμα,
αλεγίζω,49
αλετός,43
αλεγύνω,49
αλετράκι,
αλέγω,49
αλετράρης,
28
αλέ,
αλερτεύω,
50 36
43
43 43
άλειαρ,43
28 28 αλετράς, 28 αλετράφτι, 28 αλέτρεμα, 28
άλειμμα,
αλετρευτής,28
αλεεινός,
50
αλεείνω,49
37
αλείπαστος,36
αλετρεύω,
αλειπτέον,37
αλέτρι,
αλειπτήριον,37
αλετριά,28
αλειπτός,37
αλετρίβανος,
άλειπτος,36
αλετρίζω,
αλειτήριος,
28
28 43
28
49
αλιτρός,49 αλιτροσύνη,49
αλγηδών,
36 36
49
49 49 αλκυόνειος, 49 αλκυονίδες, 49 αλκυονίς, 49 αλκυών, 49 Αλκυών, 49 αλλf1, 49 αλκυόνειον,
113 113 αλιεύς, 113 αλιευτής, 113 αλιεύω, 113 αλίζω, 47, 113 αλίη, 113 αλιηγής, 113 αλιήρης, 113 αλιήτωρ, 113 αλιηχής, 113
αλλάγδην,49 αλλαγή, αλλάγι,
49 49
αλλαγιάζω,
49 49
αλλάγιασμα, αλλαγίη,49 αλλάγιο,49 αλλάγιον,
49 49
Αλικαρνασσεύς,
άλλαγμα,
Αλικαρνασσός,
αλλαγμένος,
113 113
49 49 49
αλικεία,47
αλλαγμός,
αλετρίς,43
αλικός,
αλλάζω,
αλείτης,49
αλέτρισμα,28
άλικος,
αλλαiζω,49
αλειτία,
αλετρο-,28
αλειφατίτης,37
28 αλετροπόδιον, 43
αλειφάω,37
αλέτρωμα,28
113 97 αλικότης, 113 αλικώδης, 113 αλίμονο, 46 άλιμος, 113 αλιμυρήεις, 113
αλείφω,
αλεύμαι,
49 αλεύομαι, 49 αλευρίτης, 43
αλινδέω,43
αλλαματίδι,
αλινδήθρα,
αλλαvcΙKό,50
αλεκτόρειος,77
αλευρόμαvcις,43
άλιξ,47
αλεκτοριδεύς,
άλευρον,
αλίξαvcος,
άλειφα,
49
49 37
άλετρο,28
άλειφαρ,37
αλετρόδεμα,
37
άλειψις,37 άλεκτα,
77 77
αλίνδησις,
43
43 43
αλλαϊνός,49 αλλακτέον,49 αλλάκτης,49 αλλακτικός,49 άλλαμα,49
αλΛΆVCιoν,
49
50
αλΛΑVCoειδής,
113
50
αλλαvcoπoιία,50
αλεκτόριν,
αλευρότησις,
άλων,142
αλΛΑVCoπoιός,
αλεκτόριον,
αλεύω,49
άλιος,
αλΛΑVCoπωλέω,
αλέω,43
αλώω,142
50 50 αλΛΑVCoπώλης, 50
αλεωρή,49
αλίπαστος,
αλλάξ,49
άλη,49
αλίπλαγκτος,
αλλαξιά,
αλλαχού,
77 77 αλεκτορίς, 77 άλεκτρος, 76 αλεκτρυόν, 77 αλεκτρυovίς, 77 αλέκτωρ, 77
43
50, 113, 142
αλέξησις,49
40 αληθείδιν, 40 αληθείδιον, 40 αλήθευσις, 40 αληθεύω, 40 αληθής, 40 αληθίζομαι, 40 αληθινός, 40
αλεξήτειρα,49
αληθοσύνη,40
113 113 αλίπλακτος, 113 αλίπληκτος, 113 αλιπλήξ, 113 αλίρηκτος, 113 αλιρραγής, 113 αλιρραίστης, 113 αλίρραvcος, 113 αλιρρόθιος, 113 αλίς, 113
αλεξητήρ,
αληθότης,
άλις,47
αλήθεια,
αλέκω,49 αλέξανδρος,49 Αλέξανδρος,
49
αλέξημα,49 αλεξήνωρ,
49
αλλαξίμι,
49 49
αλλαξιμιός,49 άλλαξις,49 αλλαξο-,49 αλλάς,
50
αλλάσσω,49 αλλαχή,49 αλλαχόθεν,49 αλλαχόθι,
αλεξητήριον,49
αλήθω,43
αλίσκομαι,
49 49 αλλαχτικά, 49
αλεξητήριος,49
αληθώς,
αλιταίνω,
αλλαχτός,49
αλεξήτωρ,
αλήμονο,46
αλιτάνα,28
αλλεπαλληλία,
αλεξι-,49
αλής,47
αλίτημα,49
αλλεπάλληλος,
αλεξιάρης,49
άλησις,43
αλιτημένoς,
αλλεργία,
αλεξιβέλιμνος,49
αλησμονιά,
αλιτήμερος,
αλλεργικός,
αλεξικέραυνον,
αλησμονώ,
49
49
49
40
40
40 40
142 49
49 49 αλιτημoΣΎVΗ, 49
άλλη,
49
49 49
50 50
157 αλληγορεία,
αλμίζω,113
αλτικός,
αλληγορέω,
αλμο-,
113 άλμπα, 69, 131 αλμπαγάς, 131 αλμπινισμός, 131 αλμπίνος, 131 αλμύρα, 113 αλμυρής, 113 αλμυρία, 113 αλμυρίζω, 113 αλμυρίς, 113 αλμυρο-, 113 αλμυρός, 113 αλμώδης, 113
αλτρουισμός,
αλοάω,43
αλυσθμαίνω,49
43 43 αλωνισμός, 43
αλυσίδα,
αλωόφυτος,43
49 49 αλληγόρημα, 49 αλληγορητής, 49 αλληγορία, 7 αλληγορικός, 7, 49 αλληγορώ, 49 αλληθορισμός, 49 αλληθωριάζω, 49 αλληθωρίζω, 49 αλληθωρικός, 49 αλληθωρώ, 49 αλληλ-,50 αλληλε-,50 αλληλεγγύη,
50 50
αλληλέγγυος,
αλληλεγγυότητα, αλληλεγγυώμαι, αλληλίζω,
50 50
αλληλισμός, αλληλο-,50 αλληλοε-.,
50
αλληλουχέω, αλληλουχία, αλληλούχοι, αλλήλων,
50 50 50
50
άλλην,49 αλλιότεμα, αλλιώς,
49
αλόη,
50 50
15
αλοηδάριον,
15
αλόησις,43 αλοητής,43 αλοητός,
43 αλοιάω, 43 αλοιητήρ, 43 άλοιμμα, 37 αλοιμμός, 37
αλωνάρικος,43
98
50 αλυκάτος, 113 αλυκεία, 113 αλυκίς, 113
αλωνάς,43
άλυκος,113
αλωνεύω,43
αλυκότης,
αλώνητος,
άλυς,
49
αλυσείδιος,
αλώνιov,43
αλυσθαίνω,
αλωνισιά,
48 49 αλυσθένεια, 49 48
αλωπεκάω,
48 αλυσίδιov, 48 αλυσιδόν, 48 αλυσιδωτός, 48
αλωπέκειος,
38 38 αλωπεκία, 38 αλωπεκίας, 38 αλωπεκίασις, 38 αλωπεκίζω, 38 αλωπεκίς, 38 αλωπεκισμός, 38 αλωπεκή,
άλυσις,
αλύσκω,49 αλυσμός,49
αλυσιτέλεια,
αλυσμώδης,
38
αλωπεκέη,38
αλύσιov,48
αλοιφή,
16
αλώνισμα,
αλυσίδετος,
αλοιτός,49 άλος,
113 43 αλωνιά, 43 αλωνία, 43 αλωνίζω, 43 αλώνι,
49
αλοίτης,49
αλώπηξ,38 αλωπός,38
49
49
αλουπός,38
αλύσσω,49
αλωπού,38
αλλιώτεμα,
αλουπού,38
αλυστάζω,
49 αλυσταίνω, 49 αλυστινόν, 49
άλως,
αλυταρχέω,37
άλωσις,
αλυταρχία,
αμά,
49 αλλιωτεύω, 49 αλλιώτικος, 49
αλουργής,
αλλοίος,49
113 αλουργία, 113 αλουργιαίος, 113 αλουργίδιον, 113 αλουργικός, 113 αλουργίς, 113 αλουργο-, 113 αλουργός, 113 αλουργοϋφής, 113 άλοχος, 76 αλπαγάς, 131 αλπάγκα, 131 αλπακά, 131
αλλοιόω,49
αλπάκα,131
αλφηστεύω,
αλλοίωμα,
άλλο-,49 αλλοδαπή,
49 αλλοδαπός, 49 άλλοθα, 49 άλλοθεν, 49 άλλοθι, 49 αλλοί, 46 αλλοιά, 46 αλλοίμονο, 46 αλλοιο-,49
αλύτης,
43
αλωσίδωσις,
48 142 142
αλώσιμος,
37
άμα,
37
66 66
αλύω,49
αμάδις,66
άλφα,
Αμαζών,80
73
αλφάζω,69
αμαθής,
αλφάνω,69
αμαθίτις,
αλφεσίβοιος,69
άμαθος,
αλφέω,69
αμαθύνω,83
αλφή,69
αμαθώδης,
άλφημα,69
αμαλαγάδα,
80 83 83 83 67
αμαλαγή,67
69
49 αλλοιώνω, 49 αλλοίωσις, 49
άλπεως,131
αλφηστήρ,69
αμαλαγιά,
Άλπεις,
αλφηστής,69
αμαλαγιάζω,
Άλπια,47
αλφηστικός,69
αμάλαγος,
άλλοκα,49
Αλπίδαι,
άλφι,
131
67
67 67 αμάλγαμα, 67 αμαλδύνω, 67
αλλότητα,49
131 131 αλπικός, 131 αλπινία, 131 αλπινικός, 131 αλπινισμός, 131 αλπινίστας, 131 αλπινιστής, 131 αλπινοβάτης, 131 άλπvιστoς, 48 αλς, 113
αλλοτινά,
49 αλλοτινός, 49 αλλότριος, 50
αλσαίος,28
131 131 αλφιτεία, 131 αλφιτείον, 131 αλφιτεύς, 131 αλφιτεύω, 131 αλφιτήριον, 131 αλφιτηρός, 131 αλφιτικός, 131 αλφιτο-, 131 άλφιτον, 131 Αλφιτώ, 131
αλσίνη,28
αλφός,131
άλσις,
αλφώδης,
αλλοτριότης,50
αλσκίδες,28
Αλώα,
αλλοτρίωσις,
αλσοκομέω,
28 αλσοκομική, 28
Αλωαίη,43
αμαξεία,
αλωαίος,43
αμάξι,
αλλούθε,
αλσοκόμος,28
Αλωάς,43
αμαξιαίος,
άλλυδις,50
αλσοποιία,
αλωεινός,43
αμαξιτός,
άλλως,
49 49 άλμα, 28, 98 αλμαία, 113 αλματίας, 98 αλματύραι, 113
άλσος,
αλωεύς,43
αμαξόθεν,6
άλλωστε,
αλσύλλιov,
αλωή,43
άμαρ,81
αλσώδης,28
αλώϊος,43
αμάρα,
άλσωμα,28
ΑλωΊς,43
αμαράντινος,
αλτάνα,
αλωιτης,43
αμάραντος,
άλων,43
αμαρεύω,82
αλμάω,113
αλτανιάζω,
άλωνα,
αμάρη,
άλμευσις,
113 αλμευτής, 113 άλμη, 113
Άλτη,
αλτήρες,
43 αλωνάκι, 43 αλωνάρης, 43
αλτηρία,
αλωναριά,43
Αμάριον,82
άλμια,113
άλτης,
αλωναριάζομαι,
αλλόκοτος,
49
άλλομαι, άλλος,
98 49
άλλοσε,49 άλλοτε,
49
αλλότες,49 άλλοτες,49 αλλοτεσινός, αλλοτεύω,
αλλού,
49
49
50
49 49
Αλπίδες,
28, 98
28
28 28
28
αλτανεύω,
28 28
28 98 98 98
43
αλωνευτής,43
αλυκτοπέδη,49 άλυκτος,
43
αλωνεύομαι,
113 αλυκτάζω, 49
48, 49 37 αλυσιτελής, 37 αλυσκάζω, 49
37
αλώνεμα,
αλφινία,
αμάλη,83 Αμάλθεια,
άμαλλα,83 αμαλλεύω,
αμαλόω,67 αμαλώς,67 αμανιτάριov, αμανίτας, άμαξα,
6 6
6 6 6
82 82 82
82
αμαρήιον,82 αμαρία,
43
83
83 83
6
αμαξαία,
43
83
αμαλός,67
αμανίτης,
131
48 48
Αμαλθείον,
82
Αμάριος,82
158 Αμαρούσιον,
82 77 αμάρτυρος, 77 αμαρύσσω, 81 Αμάσεια, 83 αμαυρίσκω, 34 αμαυρός, 34
αμεύομαι,
79 79 αμευσιεπής, 79 αμεύσιμος, 79 αμευσίπορος, 79
αμολγεύς,82
αμυγδαλιά,
αμαρτύριτος,
Αμευσίας,
αμολγή,82
αμυγδαλίδα,
αμέων,25
αμόλημα,82
αμή,
αμολημένος,
αμαυρόω,34
άμη,83
αμάυρωμα,
αμητήρ,83
αμαύρωσις,
34 34
79
αμόλγιον,82
81 81 αμυγδαλίδες, 81
αμολγός,81
αμυγδαλικός,81
αμόλευτος,
αμολητός,
83
αμολυσιά,
38 38
άμητις,83
άμβικος,79
αμηχίς,146
αμόνι,
άμβιξ,79
αμίαντος,
αμορβαίος,
αμβλίσκω,
146
άμιλλα,
74
22
αμορβές,81 αμορβεύς,
66
66 αμίλλημα, 66 αμιλλητέον, 66 αμιλλητήρ, 66 αμιλλητήριος, 66
αμορβεύω,
αμβλυτής,67 αμβλυωγμός,67
67
αμβλυνιήρ,67
81, 82
αμορβάς,82
αμιδρόομαι,
16
αμβλόω,16 αμβλυγώνιος,
αμολυτός,
αμίας,83
16
82
αμόλυvιoς,81
αμητήριον,
αμιλλάομαι,
81 81 αμυγδαλίς, 81 αμυγδαλίτης, 81 αμυγδαλίτιδα, 81 αμυγδαλίτις, 81 αμυγδαλο-, 81 αμύγδαλο, 81 αμυγδαλοειδής, 81 αμυγδαλόεις, 81 αμύγδαλον, 81 αμυγδαλός, 81 αμύγδαλος, 81 αμυγδάλινος,
82
αμάω,83
αμβλισκάνω,
αμυγδαλίνη,
81
82 82
αμορβής,81
αμυγδάλωμα,81
αμορβός,
81, 82 αμοργεύς, 82
αμυγδαλώνας,81
αμόργη,82
άμυγμα,146
αμίν,25
άμοργις,82
αμυγμός,
Αμισός,
83 αμιχαίος, 146
άμοργμα,82
άμμα,68
αμός,79
αμμάτησις,
68 αμματίζω, 68 αμμάτισμα, 68
άμος,89
άμμε,25
αμόω,11
άμβλωμα,16
άμμες,25
Αμπελάκια,
αμβλωπής,
67 αμβλωπία, 67 αμβλωπός, 67 άμβλωσις, 16 αμβλώσκω, 16,67
αμμέων,25
αμπέλεια,
αμβλώψ,67
αμμούδα,
αμβλύνω,
67
αμβλυόω,67 αμβλύς,
67
αμβλυωπέω, αμβλυωπής, αμβλυωπός,
67 67 67
αμβλυωσμός,67 αμβλυώσσω,
67 αμβλωθρίδιον, 16
αμβροσι-,
82 82 Αμβροσίαι, 82 αμβρόσιος, 82 αμβροσία,
αμβροτόπωλος, άμβροτος, άμβυξ, αμέ,
82
82
79
25
αμειβώ,79 αμείβω,
79 Αμεινίας, 79
79
άμμιν,25 αμμο-,83
αμπελιά,48
άμμος,
αμπελίδα,
25
83
83 αμμουδιά, 83 Αμμουδιά, 83 Άμμων, 83 αμμωνάλη, 83 αμμωνία, 83 AμμωνιαKόv, 83 αμμωνιακός, 83 Αμμωνιάς, 83 αμμώνιον, 83 αμμωνιούχος, 83 Αμμωνίς,83
146 22 αμυδρός, 22 αμυδρότης, 22 αμύδρωσις, 22 αμύητος, 84 αμυκαλαί, 146 αμυκάλαι, 146 αμυκάλη, 146 αμύκαρις, 63 Αμυκλαεύς, 146 Αμύκλαι, 146 αμυκλα"ίζω, 146 Αμυκλαίος, 146 αμυκτέον, 146 αμυκτικός, 146 άμυλον, 84
άμοτος,78
48 48 αμπελεών, 48 αμπέλι, 48
άμμι,
48
αμπελίς,48 αμπελο-,48 άμπελος,
48
αμπελουργία, αμπελουργός, Αμπελοχώρι,
48 48 48
άμυλος,84 αμύμων,85 άμυνα,
79
αμπελών,48
αμυνάθω,79
αμπέλων,
48 79 αμπεχόνη, 79 αμπεχόνιον, 79 αμπέχονον, 79
αμυνητί,
αμπέτιξ,
Αμυνίας,79
79
Αμύνιας,79 αμύνιειρα,
79
αμυνιήρ,79
άμεινον,79
αμμωνίτιδα,
αμπέχω,79
αμυνιήριος,
αμείνων,79
αμνίον,83
αμπί,
αμυνιής,79
αμειπτήριον,
αμνίς,83
αμπισχvoύμαι,
αμυνιικός,
αμειπτικός,
αμνός,
83 αμόθεν, 79 αμοί, 79 αμοιβάδα, 79 αμοιβάδες, 79 αμοιβαδικός, 79 αμοιβάδιος, 79 αμοιβαδίς, 79 αμοιβαδισμός, 79 αμοιβαδο-, 79 αμοιβαδόν, 79 αμοιβάδωσις, 79 αμοιβάζω, 79 αμοιβαία, 79 αμοιβαίος, 79 αμοιβαιότης, 79 αμοιβαιότητα, 79 αμοιβαίως, 79
αμπισχούμαι,
αμύνιωρ,79
79 79
αμείρω,82 Αμειψίας,
79
αμειψιρρυσμέω, αμειψιρρυσμία, άμειψις,79 αμειψίχροος,
79
αμείωτος, αμέλγω,
79 82
αμέλδω,82 αμέλεια,
83
αμελέω,83 αμέλημα,
83 αμελής, 83 αμελητής, 83 αμενηνόω, 79 αμενής, 79 αμενητί, 78 αμέρα, 81
79 79
83
79 79 79
79
79
αμπίσχω,79
αμύνω,79
αμπλακείν,
98 αμπλάκημα, 98 αμπλακιά, 98 αμπλακίσκω, 98 αμπολή, 16 αμπόλι, 16
αμύξ,146
αμπρεύω,53
άμυστις,84
αμπυκάζω,
άμυσχος,85
αμπυκτήρ, άμπυξ,
79 79
146
αμύσσω,146
αμυστήν, 84 αμυστί,
84
αμυστίζω,
84
146
αμυχηδόν,
146 146 αμυχμός, 146 αμυχώδης, 146
αμπωτίζω,7
αμυχί,
7
αμυγδάλα,
άμυξις,
αμυχή,
79
άμπωτις,
81
αμυδρήεις,
αμοργός,82
αμού,
αμυγδαλωτός,
81
αμυγδαλάδα,81
αμύω,83
αμυγδαλάκι,
αμφαίνω,
αμοιβάς,79
αμυγδαλάτος,
128 128 αμφαντύς, 128
αμέργω,82
αμοιβή,
αμυγδαλέα,
αμφαφάω,68
αμέρδω,82
αμοιβηδίς,
79
81
αμυγδαλάς,81
αμφανδόν,
81 81
79 αμοιβηδόν, 79
Αμυγδαλέα,81
αμφήκης,
αμυγδαλέλι,
αμφήρης,70
αμές,25
αμοιβός,79
αμυγδαλέvιoς,81
αμφηρικός,
άμεσος,
67 αμέσως, 67
αμοιγέποι,
αμυγδαλές,
αμφήριστος,72
άμοιψις,79
αμυγδαλεώνας,
αμέτρητος,
αμολάω,
Αμυγδαλεώνας,
άμετρος,
αμολγαίος,82
αμέρεια,
81
68 68
79
38, 82
αμυγδαλή,
81 81
81
81 81
αμφής,
145
79 79 άμφια, 129 αμφί,
70
159 αμφιάζω,
129 113 Αμφιάραος, 70 Αμφιάρεως, 70
αναζήτησις,
αμφίαλος,
αναζητητέος,
Άνακος,6
αναζητώ,
Ανακοτελέσται,
αναζωπυρέω,
ανακουφίζομαι,
αμφιάς,79
αναζωπυρώνω,
ανακούφισις,
αμφιβληστροειδής, αμφίβληστρον,
16 αμφιέννυμι, 129 αμφίεσις, 129 αμφίεσμα, 129 αμφιεσμός, 129 αμφικάς,20 αμφιλύκη,
69 30 αμφιρρεπής, 106 αμφίρροπος, 106 αμφιρεφής,
αμφίς,79 αμφίσβαινα,
13 αμφισβασίη, 13 αμφισβατέω, 13 αμφισβησίη, 13 αμφισβήτημα, 13 αμφισβήτησις 13 αμφισβητώ, 13 αμφιφέρομαι, 31 αμφιφορίτης, 31 αμφορείδιον, 31 αμφορεύς, 31 αμφοριαφορέω, 31 αμφορικός, 31 αμφορίσκος, 31 αμφορίτης, 31 αμφοτεράκις, 79 αμφοτέρη, 79 αμφοτερίζω, 79 αμφότερος, 79 αμφοτέρως, 79 άμφω,79 αμώδης,83 άμωμον,
44
108 108 αναζωπύρωσις, 108 ανάθεμα, 125, 126 αναθεματίζω, 126 αναθεματισμένος, 126 αναθεματισμός, 126 αναθεματώ, 126 αναθεμελιώνω, 126 αναθεμελίωσις, 126 αναθεμελιωτής, 126 ανάθεσις, 125 αναθηλέω, 23, 24 ανάθημα, 125, 126 αναθηματικός, 126 αναθυμίασις, 18 αναθυμιάω, 18 αναθύω,46 αναίδεια, αναιδής,
20 20
αναιμακτί,
146 αναιμία, 146 αναιμικός, 146 άναιμος, 146 αναιμότης, 146 αναίμων, 146 αναιμωτί, 146 αναίνομαι, 137 αναίρεμα, 142 αναίρεσις, 142 αναιρεταίον, 142 αναιρετήρως, 142 αναιρέτης, 142 αναιρετικός, 142 αναιρέτις, 142 αναίρετος, 142 αναιρώ, 142
άνακος,6
αναπαυτήριος,91 αναπαυτικά,
59 59 ανακριτή ρ, 59 ανακριτής, 59 ανακριτικός, 59 ανακτορία, 6 ανακτόριος, 6 ανάκτορον, 6 ανάκρισις,
ανάκωλος, ανακώς,6
αναπτήρας,
ανακωχέω,
111 ανακώχησις, 111 αναλάζομαι, 70 αναλαμβάνω, 69 ανάλατος, 113 αναλδαίνω, 28
ανάπτυγμα,
αναλδής,28
ανάπτυχος,91
αναλδήσκω,
αναλειφίη,37
ανάπωτις,7
ανάλειφος,37
άναρθρος,
αναλειψία,
37 ανάλεκτα, 76 αναλεκτέον, 76 αναλεκτήριον, 76 αναλέκτης, 76 ανάλεκτος, 76 ανάλεξις, 76 ανάληψις, 69
αναρίθμητος,
αναλθής,28
ανασιλλάομαι,
ανάλθητος,
ανασιλλοκομάω,
28
αναλυτικός,
37 37 37
ανάλυτος, αναλύω,
ανάλωμα,142 αναλώνω,
Ανάκια,
αναμίξ,67
Αναγυρούς,
Ανάκιον,6
ανάμιξις,
ανακλαίω,
55 ανάκλασις, 55, 60 ανακλασμός, 55 ανακλαστικός, 60 ανάκλαστος, 60
άναμμα,
ανακλάω,55,60
αναπαιστήρ,
ανάκλησις,
54 ανάκλιντρον, 61 ανακονητί, 145 ανακοπή, 56 ανακόπτω, 56
ανάπαιστος,
ανακός,6
αναπαυστήριον,
αναδοιδυκίζω,21 αναδόμησις αναδομώ,
22
αναέξω,111
22
6
29
29 27 27
ανασύρτολις,
αναλύτης,37
ανακής,56
7 αναδασμός, 18 ανάδευσις, 21 αναδευτήρας, 21 αναδευτής, 21 αναδεύω, 21 ανάδικος, 20 αναδιφάω, 128 αναδίφησις, 128
αναρτώ,
ανάσυρμα,30
37 37 αναλυτά, 37 αναλυτής, 37 ανάλυσις,
ανάγυρις,7
56 55 ανακηρύσσω, 55
ανάρτησις,
άναντι,
αναλύσιμος,
Ανάκειον,6
ανακήρυξις,
αναρτημένως,29
ανάvιoς,45
Ανάκεια,
αναλυμός,37
7 αναγκαστικός, 7 αναγκαστικώς, 7 ανάγκη, 7 αναγράφω, 143 Αναγυράσιος, 7 αναγύρι, 7
ανάκεστος,
αναρτάω,29
67 68 ανάμνησις, 78
αναγκαίος,
Άνακες,6
70
72
27 27 ανασκάπτω, 57 ανασκαφή, 57 ανασκευάζω, 112 ανασκεύασις, 112 ανασκευαστής, 112 ανασκευαστικός, 112 ανασκευή, 112 ανασκολοπίζω, 61 ανασκολοπισμός, 61 ανασκοπέω, 130 ανασκόπησις, 130 ανασκοπώ, 130 άνασσα, 6 ανάσσω, 6 ανασταδόν, 109 ανασταίνω, 109 ανασταλτικός, 110 ανάστασις, 109 αναστατήρ, 109 αναστατήρια, 109 αναστάτης, 109 ανάστατος, 109 αναστατόω, 109 αναστατώνω, 109 αναστάτωσις, 109 αναστέλλω, 110 αναστολή, 111
142 142 ανάλωσις, 142 αναλωτής, 142 ανάλωτος, 142 αναμένω, 78 ανάμεσα, 67 αναμιγνύω, 67 ανάμικτος, 67 αναμιμνήσκω, 78
ανακές,56
ανάρσιος,
ανάσιλος,
αναλώσιμος,
6
ανάρμοστος,
ανάσιλλος,
ανάκαρ,62
7
72
ανάριθμος,72
αναλογία,
αναγκαίη,7 αναγκαστικά,
7
72
άναλκις,49
131 ανάβλυσις, 131 αναβρασμός, 32 ανάβω, 68 αναγκάζω, 7
αναβλύζω,
68
αναπωτικός,
ανάλυμα,37
ανάβγω,68
αναπτυχή,91
ανάλειπτος,37
αναλόω,142
73 11
120
68 91 αναπτυκτός, 91 ανάπτυκτος, 91 ανάπτυξις, 91 αναπτύσσω, 91
ανάπτω,
28
19 19 αναίσχυντος, 112 ανακαίνησις, 39 ανακαινίζω, 39 ανακαλύπτω, 62 ανακάλυψις, 62 ανακαλώ, 54 ανακαμπή, 57 ανακαμπτήριον, 57 ανακάμπτω, 57 ανακάμψερως, 57 ανάκαμψις, 57
ανά,
αναπνέω,
53
53 135 135
αναπτήρ,68
αναισίμωμα,
ανα,
ανάπηρος,
αναπόδραστος,
αναισιμόω,
αν-,73
53
αναπηρόομαι,
αναπνοή,
αμώνω,80
45, 65
91 91 αναπάψιμο, 91 αναπάψωμα, 91 αναπεμπάζω, 92 αναπηρία,
57 60
αναίρω,27
αν,
αναπαύω,
αναπεύω,91
ανάκτωρ,6 ανακυπόω,
91 91
αναπαυτικός, ανάπαψη,
ανακρίνω,
αμών,25 αμώς,79
6 75
75
76 αναλογικός, 76
άμωμος,
85 85
16
44 44
άναξ,
12
30 30 ανάσχεσις, 112 ανασχετικός, 112 ανασχετός, 112 ανασχηματίζω, 112 ανασύρω,
6
90 90 αναπαιστρίς, 90 αναπαίω,90 αναπαύσιμος, ανάπαυσις,
ανασχηματισμένος,
91
ανασχηματισμός,
91 91
ανάτασις,
119
112 112
160 ανατείνω,
119 119 ανατέμνω, 122
ανδρηλατέω,
ανατέλλω,
ανδρηλάτης,
ανατιμημένος,
ανδριάς,
123 ανατίμησις, 123 ανατιμώ, 123 ανατολή, 119 Ανατολή, 119 Ανατολία, 119 ανατολικά, 119 Ανατολική, 119 Ανατολικό, 119 ανατολικός, 119 ανατόλως, 119 Ανατόλως,119 ανατολίτης,
119 ανατολίτικος, 119 άνατος,116 ανατρέπω,
106 106 ανάτυπον, 115 ανατυπώ, 115 ανατύπωμα, 115 ανατυπώνω, 115 ανατύπωσις 115 αναυδής, 137 αναύδητος, 137 αναυδία, 137 άναυδος, 137 αναύλισμα, 136 ανατροπή,
ανδριάντας, ανδρίζω,
12 12 12
12 12
Ανδρίτσαινα,
12 12
Ανδριώτης, ανδρο-,
12
Ανδροκλής,
12 ανδροκτασία, 12 ανδρoκτόvoς, 12 Ανδρομάχη, 12 Ανδρομέδα, 12 Ανδρόνικος, 12 Άνδρος, 12 ανδροσάθων, 12 ανδρύvoμαι, 12 ανδρών, 12 ανδρώος, 12 ανέβγαλτος, 13 ανέγγιχτα, 7 ανέγγιχτος, 7 ανεγείρω, 27 ανέγερσις, 27 ανεδαφικός, 87 ανείδεος, 19 ανείλιξις, 48 ανείρομαι, 77 ανείρω,71 ανέκαθεν,
11
ανεμοδούρα,
136 136 Ανεμοδούρι, 136 ανεμόεις, 136 Α νεμορράχη, 136 άνεμος, 136 Ανεμότια, 136 ανεμούρι, 136 ανεμουρίζομαι, 136
ανήνεμος,
ανεμοδούρι,
αVΉVΙoς,
ανεμόω,136
ανήρης,12
ανεμώδης,
136 ανεμώκης, 136 ανεμώλιος, 136 ανεμώνη, 136 ανεμωνίς, 136 ανεμώτας, 136 Ανεμώτις, 136 ανεξέλεγκτος, 76 ανεξημέρωτος, 27 ανεξικακέω, 112 ανεξικακία, 112 ανεξίτηλος, 44 ανεξίτητος, 44 άνεργος, 73 ανέρεικτος, 104 ανερείπομαι, 106 ανερέπτομαι, 29 ανερευθής, 104
ανηροσία,28
ανερύω,30
ανθεκτέον,
ανεσία,
ανθεκτικός,
36 36
αναύω,137
ανεκάς,
άνεσις,
αναυω,137
ανέκτης,
ανέστως,
αναφαδόν,
128 αναφαίνω, 128 Ανάφαως, 127 αναφαίρετος, 142 αναφανδά, 128 αναφανδόν, 128 αναφανερόω, 128 ανάφανσις, 128 αναφαντάζω, 128 αναφέρω, 31 αναφορά, 31 αναφορέας, 31 αναφορείο, 31 αναφορεύς, 31 αναφορέω, 31 αναφορικός, 31 αναφορικότητα, 31 ανάφορov, 31 αναφορός, 31 αναφτήρας,68 ανάφτης,68 αναφτός,68 άναφτος,68 ανάφτω,
68
11 112 ανεκτικός, 112 ανεκτός, 112 ανέκφραστος,
ανέσωτος,
132
ανέλεγκτος,
76 76 ανελεήμων, 48 ανελέγχω,
129 107
136 45, 118 αvήvoθε, 112 ανήνυστος, 11 ανήνυτος, 11 ανήπυστος, 133 ανηπύω,133
ανήρ,
12
ανηρεφής,30
ανήροτος,
28 36
ανησιδώρα,
άνηστυ,1Ο9 ανήφθω,68 ανηφόρα,
31
ανηφορέυω,
31 31 ανηφόρια, 31 ανηφορίζω, 31 ανηφορίτης, 31 ανήφορο, 31 ανήφορος, 31 ανηφοριά,
ανηφορώ,31 ανθ-,
12
άνθεινος,
24
άνθειov,24 άνθειος,24
112 112 ανθεμίζομαι, 24 ανθέμιov, 24 ανθεμίς,24
ανετέov,36
ανθεμόεις,
ανετικός,
36 άνετος, 36 άνευ, 73
άνθεμov,
24 24
ανθεμόρρυτος, ανθεμούς,
ανευάζω,25
ανθερεών,24
ανελεής,48
άνευθε,73
ανθερίκη,
ανελέητος,
48 ανεληρίζω, 75 ανελήρισμα, 75 ανέλιγμα, 48 ανέλιξις, 48 ανελίσσω, 48
άνευθεν,73
ανθέρικος,
ανέχω,112
ανθέω,24
ανελκτός,30
ανεψιαδής,
10 ανεψιάδης, 10 ανεψιαδούς, 10 ανεψιός, 10 ανεψιότης, 10
ανθεών, 24
άνεω,137
ανθίζω,24
άνη,11
άνθιμος,24
ανήγατος,
10 ανήκεστος, 56 ανηκής, 56
ανθινός,24
ανηκοαι,55
ανθο-,24
ανήκοος,55
ανθολογώ,
ανηκουέω,55
άνθος,
άνελκτος,30 ανελκύσιμος,30 ανέλκυσις,
30
ανελκυστήρας,
30 ανελκυστήριος, 30 ανελκυστής, 30 ανελκυστικός, 30 ανελκυστός, 30 ανέλκυστος, 30 ανελκύω, 30
ανεύθυνος,
24 24
ανθέριξ,24
46
ανεφάλλομαι,
98
Ανθεστήρια,24
άνεφος,40
Ανθεστηριών,
ανέχομαι,
Ανθεσφόρια,24
112
άνθη,
24
ανθήλη,24 άνθη μα,
άνθινος, άνθισμα,
24
24 24
ανέλκω,30 ανεμ-,136
ανηκουστέω,55
ανθρακεία,
αναφωνητικώς,132
ανέμη,
ανηκουστία,
ανθρακεύω,
αναφωνώ,
ανεμιά,136 ανεμία,136
55 ανήκουστος, 55 ανήκω, 34, 36
ανεμίδι,
ανηλεής,48
ανθρακίζω,
ανήλειπτος,37
ανθρακόω,
αναφωτίς,
132 129
αναψυκτήρων,135
ανέλυτρος,
47
9
ανδραγαθία,
136 ανεμίδιος, 136 ανεμίζομαι, 136 ανεμική, 136 ανεμικός, 136
ανδρακάς,
ανέμως,136
ανδάνω,22 άνδηρov,22 ανδρ-,
12
12 12 ανδρακεύς, 24 ανδραποδίζω, 12 ανδράποδον, 12 ανδραποδωνία, 12 άνδρας, 12 Ανδρέας, 12 ανδρεία, 12 ανδρείκελον, 12 ανδρείος, 12
ανεμίσακας,
136 ανεμίσκος, 136 ανέμισμα, 136 ανεμισμός, 136 ανεμίστακας, 136 ανεμιστήρας, 136 ανεμιστήρι, 136 ανεμιστής, 136 ανεμο-,136
ανηλειψία,
37 36 ανηλιφής, 37 ανήλιφος, 37 ανήλωμα, 142 ανήμερα, 27 ανημέρευτος, 27 ανήμερος, 27 ανημερότητα, 27 ανημέρως, 27 ανημέρωτος, 27 ανήμυκτος, 146 ανηνεμία, 136 ανήλιΠDς,
24
ανθηδών,24
132 αναφώνημα, 132 αναφώνησις, 132
αναφωνέω,
24
24
24
24
ανθρακιά,
24 24 24
ανθρακιάω,24
24 24 ανθράκωσις, 24 άνθραξ, 24 ανθρωπ-,12
ανθρωπάριον,
12 12 ανθρώπειος, 12 ανθρωπήϊος, 12 Aνθρωπιαvoί, 12 ανθρωπιάω, 12 ανθρωπίζω, 12 ανθρώπινος, 12 ανθρωπισμός, 12 ανθρωπο-, 12 ανθρωπέη,
161 ανθρω1illρραίστης,
12
άντα,
αντιπρόσωπος,
12
130
αξι-,6
12 ανθρωJώτης, 12 ανθρωJώτητα, 12
ανιαείρω,
ανιίΡΡΟ1illς,
ανιαίος,
ανιισφαιρίζω,91
αξιάδα,6
ανιισφαίρισις,
αξιάζω,6
ανθυλεύω,54
αντακαίος,
ανθυπατεία,
άνθρω1illς,
27 12
ανιαίρω,27
106 91 91
αξία,
6
ανιισφαιριστής,
αξίζω,
ανιαλλαγή,49
ανιίσχω,
αξίνα,
ανθώ,
ανιάλλαγμα,
ανιλέω,116
ανθών,
ανιαλλάσσω,
άντλημα,
52
24 24 45
144
49 49 ανιανάκλασις, 60
112
άνταξ,12
116 116 ανιλητήριος, 116 ανιλιά, 116 ανιλία, 116 ανιλίov, 116 άντλov, 116
αvuxτρεύω,45
ανιάρα,
αντολή,119
ανίατρος,
ανιαριάζω,
ανία,
ανιάζω,45
ανιανακλαστικός,
ανίαμα,
ανιανακλώ,
45 ανιάομαι, 45 αvuxρός,45
60 άντανδρος, 12 ανιανίστημι, 109
ανίατος,
45 45
36
aνιμάω,35 ανίμησις,35 άνιος,45 ανίοχος,
118
aνιπτό1illυς, άνιπτος,
1Ο
27
ανιάω,12
10
άνις,73
άντε,
ανίσταμαι,
109 ανίστημι, 109 ανίχνευσις, 46 aνιχνευτής, 46 aνιχνεύω, 46
ανιερείδω,
ανιώδης,45
45
104 ανιέρεισις, 104 ανιέρεισμα, 104 ανιερειστικός, 104
ανόητος, άνοια,
11 11
ανοιγεύς,
αξιόω,6 αξίωμα,
6
αξιωματικός, άξων,
6
αοιδιάω,
αοιδικός,
ανιήδην,
8, 121 8, 121 άντροθε, 121 άντρον, 8, 121 ανιρούκλα, 12 ανιΡOφUής, 8, 121
ανιήεις,
ανιροχαρής,8,121
12 12 12
ανιρώδης,
ανιηρείδιov,
12, 104
8, 121
άντυγα,7
138 13 8 αοίδιμος, 138 αοιδοθέτης, 138 αοιδομάχος, 138 αοιδοπόλος, 138 αοιδοσύνη, 138 αοιδοτόκος, 138 αολλήδην,47
ανιήρης,12
άντυξ,
ανοιγή,46
ανιηρίδα,
ανιωμοσία,
αολλίζω,47
άνοιγμα,
46 ανοίγω, 46 ανοίη, 11 ανοίκισις, 10 8 ανοικισμός, 108 ανοικιήριov, 46 ανοίκιης, 46 ανοικιός, 46
ανιηρίς,
ανύγνυμι,
άοπλος,
ανοιξία,46
αντιβηχικό,
46
άντησις, ανιί,
ανιιάζω,
άνοιξις,
46
ανοιστέος, ανοιστός,
12
12 ανιιάω, 12
άνοισις,44
44 44
ανοίσω,44 ανοιχιά,
46 ανοιχιήρι, 46 ανοιχιός, 46 ανοκωχεύω, 111 ανοκωχή, 111 ανομβρία, 126 ανομοιο-., 67
ανυγνύω,46
133 Avτίγovoς, 12 ανιιζηλεία, 109 ανιίζηλος, 109 αντίθεσις, 125 ανιικρίζω, 12 ανιικρινός, 12 ανιίκρισμα, 12 ανιΙKρισμέvOς, 12 ανιικριστά, 12 ανιικριστής, 12 ανιικριστός, 12 ανιίκρουσις, 58
ανύτω,11
απαγόρευσις,
ανύω,11
απαγχονίζω,
άνω,
11
άνωγα,6 ανώγαιov, Ανώγειο,
ανόμοιος,67 ανομοιότης,
ανιιλαμβάνομαι,
ανώι,
ανιιλαμβάνω,
ανωμοτία,
11
ανόπιν,93 ανόπιησις,
96
ανοργασμικός,
ανορέα,12 ανόρεος, άνους, ανοχή,
12 11 112
ανοψία,96 άνοψις,96
127
29 29
αορτή ρ,
άορτρα,29 άπα,
7
απαγινέω,6 απαγκειάζω, απάγκια,
43
απαγκιάζω,
43 43
απαγκιανέμι, απάγκιος,43
απάγχω,7 απάδιον, απάθεια,
ανώγι,
απαθή ς,
85 85
80 11 άνωσις, 117 ανωφερής, 31 ανωφέρια, 31 ανώφλι, 31 ανωφορέω, 31 ανώφορος, 31 ανώνυμος,
αξ-,93
94 94 απάθητος, 94 απάθιαστα, 94 απάθιαστος, 94 άπαθος,94 απαί,
93
απαίνυμαι,
93
23
11
απαίρω,27 απαίτησις,
44 44
απαιτητικός, απαιτώ,
αξάδερφος,
109
απαείρω,27
ανώγεως,85
άξενος,
43
απάγκειος,43
απαγχονισμός,7
85 85 85
12 ανιίκρυ, 12 άντικρυς, 12
άνοος,
αορτή,
7 7 απαγχόνισις, 7
ανιικρύ,
69 69 ανιιληπτός, 69 ανιίληψις, 69 ανιιξοέω, 111 ανιίξοος, 111 ανιίov, 12 αντιπαράθεσις, 125 αντιπροσωπεία, 130 αντιπροσώπευσις, 130 αντιπροσωπευτικός, 130 αντιπροσωπεύω, 130
άορος,29 αορτέω,29
Ανώγεια,
67
άορνος,28
55
99 ανυπερθέτως, 125 ανυπότακτος, 124 ανυJώφoρoς, 31 ανυσιεργός, 11 ανυσίεργος, 11 ανύσιμος, 11 άνυσις, 11 άνυσμα, 11 ανυστικός, 11 ανυστός, 11 ανυτικός, 11
ανιικρούω,58
ανομοίωσις,67
112
άορ,29
ανυπεράσπιστος,
12
ανιιάς,
46
80 46
ανυπάκουος,
ανιιάνειρα,
46
ανοιξιάτικο ς,
αολλής,47
7
ανυμνώ,66
12 12
ανιία,
ανοίξια,46 ανοιξιάζω,
104 12, 104 12
6
άξovας,6
ανιροειδής,
άντην,
11
8, 121 12 άντρακλας, 12 άντρας, 12 Avτρέας, 12 ανιρεία, 12 ανιριάς, 8, 121 Avτριώτης, 12 ανιράκι,
ανιροδίαιτος,
άντη,12
11
ανιραίος,
άντερο,
ανιέω,12
ανοηταίνω,
ανιοχή,112
ανιεριά,26
άνοδος,
15 11
119 119 άντομαι, 12 ανιόμνυμι, 80 αντόλως,
αοιδή,138
άννηθov,24 ανοησία,
αντολίη,
ανιρο-,8
26 ανιέχω, 112
ανοητία,
60
27 ανιαρσία, 27 άνταρσις, 27 ανιαρτεύω, 27 ανιάρτης, 27 ανιάρτικο, 27 ανιαρτικός, 27 ανιάρτισσα, 27
ανιάω,45 ανίημι,
ανιλητήρ,
6 144 άξινα, 144 αξινάρα, 144 αξιναράς, 144 αξινάρι, 144 αξιναριά, 144 αξιναρίζω, 144 αξινάρων, 144 αξινάρισμα, 144 αξίνη, 144 αξινίδων, 144 αξινίτσα, 144 αξινο-, 144 αξινο-., 144 αξινογύρι, 144 αξινορύγι, 144 αξιόπιστος, 95 άξιος, 6
44 6
απακιέov,
απακιός,6
162 απαλάμη,98
απελλάζω,47
απλότης,
απολυέμαι,
απαλειπτέον,37
Απέλλαι,
47 απελλαία, 47 Απελλαίος, 47 απέλλητος, 47
απλούς,
απόλυμα,37
απλόω,98
απολυσώνας,
Απέλλων,38
άπλωμα,
απολυταρχία,
απελπίζομαι,
απλώνω,98
απολυταρχικός,37
απελπίζω,
απλώς,
απολυτήριον,
απαλείφω,37 απάλειψις,37 απαλλαγή,
49
απαλλακτικός,
49 απαλλάσσω, 49 απαλλοτριώνω, 50 απαλλοτρίωσις, 50 απαλός,68 απαλότης,
68
απαλοτρεφής,68 απαλόχροος,68 απαλόχρους,68 απαλόχρως,68 απαλυντής,
68 68 απαλυσμός, 68 απανεμιά, 136 απαντάπασι, 92 απανταχή, 92 απανταχόθεν, 92 απανταχόθι, 92 απανταχοί, 92 απανταχόσε, 92 απανταχού, 92 απάντησις 12 απαντί, 12 απαντώ, 12 άπαξ, 96 απαλύνω,
απάορος,27
απλούστατος,
απολυσιά,
98 98
απλούστερος,
48 48 απελπισία, 48 απελπισμένος, 48 απελπισμός, 48 απελπιστικός, 48 απεμπολάω, 51 απεμπολή, 51 απεμπόλησις, 51 απεμπολητής, 51 απέναντι, 12 απέραντος, 52 απεραντοσύνη, 52 απεργάζομαι, 73 απεσταγμένος, 124
98
98 απλωστί, 98 απλωτικός, 98 από, 93 αποαίνυμαι, 11 απόβρασμα, 32 απογαλακτίζω,
απεχθημοσύνη,93
93
86
απογαλακτισμός,86 αποδεικτικός, απόδειξις,
άποινα,
93
37
37 37 απόλυτος, 37 απολυτότης, 37 απολυτότητα, 37 απολυτρώνω, 37 απολύτρωσις, 37 απολυτρωτής, 37 απολυτός,
αποθώνω,125
133 56 απεχθάνομαι, 93 απέχθεια, 93 απέχθημα, 93 απεύχομαι,
37 37
απολυτισμός,
απεχθής,
άπευστος,
37
απολυτικός,37
απεχθήμων,93
απεστώ,25
37
απόλυσις,37
20 20 αποδειπνέω, 70 απoδειΠVΊΔιoς, 70 απόδειπνον, 70 απόδειπνος, 70 αποδιδράσκω, 120 απόδρασις, 120 αποθαμένος, 118 αποθεώνω, 20 αποθέωσις, 20 αποθεωτικός, 20 αποθνήσκω, 118 αποθρύπτω, 122
απέχθομαι,
απαραίτητος,
98 98
94 94
απολυτρωτικός,37 απολύω,37 απολωλός,38 απολωπίζω,
38 80 απόμαρξις, 81 απομάσσω, 80 απόμισθος, 67 απομισθόω, 67 απομίσθωμα, 67 απομονώνω, 78 απομόνωσις, 78 απομόργνυμι, 81 αποξενώνω, 93 αποξένωσις, 93 απόμαγμα,
απέχω,112
αποινί,
απαρατήρητος,116
απήγαvoν,96
αποινόδορπος,
απηλιώτης,50
αποκαθηλώνω,
αποπατέω,
απήμων,90
94 16 αποκαθήλωσις, 16 αποκαλύπτω, 62 αποκάλυψις, 62 αποκληρώνω, 61
αποξήρανσις,60
απαρέμφατον,
απήνεια,
αποκλήρωσις,61
αποπεράτωσις,
αποκοπή,
αποπλάνησις,
44 128
απαρτί,
15 15 αποπάτησις, 15 απόπατος, 15
72 απαρτία, 72 απαρτίζω, 72 απαρτισμός, 72 απαρτίως, 72 άπας, 92 απαστράπτω, 110
απήμαvτoς,90
απηνής,36
56 αποκόπτω, 56
απατάω,116
απήορος,27
αποκορύφωμα,
65
αποπληξία,
απατεύω,
116 116 απάτη, 116 απατηλός, 116 απατηλώς, 116 απάτημα, 116 απατήμων, 116 απατήνωρ, 116 απάτησις, 116 απατητής, 116 απατητικός, 116 απατώμαι, 116 απαύγασμα, 137
απηρής,53
αποκορύφωσις,65
απόπλυμα,
απατεών,
απήρινος,52
αποκοτταβίζειν,
απoραφΑVΊΔωσις,
άπηρος,
απόκρυψις,
απαυδάω,137
απινής,97
απαύδησις,
απημovία,90 απημοσύνη,90
36
απήνη,13
52, 53
αποπάτημα,
αποπερατώνω,52
αποπλανώ,
56
αποκτάω,92
απορέω,53
απιδέα,95
αποκτείνω,
απορία,
118 απόκτημα, 92 αποκτηνώνω, 92 αποκτήνωσις, 92 απόκτησις, 92
95 απιδιά, 95
98 98 76
άπορος,
53 53
απόρρευσις,
απίνης,45
69 22 απόλαυσις, 22 απόλαυσμα, 22 απολαυστικός, 22
απαυράω,33
άπιον,
απολαύω,22
105 105 απόρρηγμα, 103 απόρρητος, 77 απορροή, 105 απόρροια, 105 απόρροος, 105 απορφανίζω, 28 απορώ, 53 αποσαφινίζω, 68
απεθαμός,
118 απείθαρχος, 94 απειλή, 47
άπιος,
απείλημα,47 απειλητήρ,
137
απίδιον,95 απιδωτός,
95
απίθανος,95
αποκτώ,92
απίθωμα,
απολαμβάνω,
125 απιθώστρα, 125 απιθώτρα, 125
95 93, 95
απόλαυση,
απορρέω,
απολιθωμένος,76
αποσκλήρυνσις,
απιπόω,96
απολίθωσις,
απoσκληρυvτιKό,59
απιστέω,95
Απολλοδώρειος,38
αποσόβησις,
άπιστος,
Απολλόδωρος,38
αποσοβώ,
95
απίσχω,112
απόλλυμι,
απειλώ,47
απίτης,95
απόλλω,38
απείλω,47
απληστεία,
απείπον,
άπληστος,
47
Απόλλων,
51 51
76
38 38
αποσπάω,99
απλο-,98
Απολλώνειον,38
αποσπερίτης,
απειρο-,52
απλόη,98
Απολλωνία,
αποσπώ,99
άπειρον,
απλoiζoμαι,
απειρία,
άπειρος,
52 52
απειροστός,
52
απλοϊκός,
98
απείρων,52
απλοΊς,98
απελεύθερος,
50 απελευθερώνω, 50 απελευθέρωσις, 50
απλόος,
απέλευσις,48
απλoΣΎVΗ,
απέλλα,47
απλός,
98
Απολλωνιακός, Απολλωνιάς,38 Απολλώνιον,38
98
98
98 απλότατος, 98
Απολλώνιος,
38
Απολλωνίσκος, Απολλωνο-., απολπίζω,
48
38
129
απόσταγμα,
38
Απολλωνίεια,38
98
απλοποιώ,
Απολλώνια,38
98
απλοϊκεύομαι,
38
38
59
107 107 απόσπασις, 99 απόσπασμα, 99 αποσπασμένος, 99
Απολλώνεια,38
133 52
59
αποράω,53
63
απήρωτος,53 απίδι,
52 98
124 124 αποστάζω, 124 απόσταξις, 124 αποστειρώνω, 122 αποστείρωσις, 122 αποστέλλω, 110 αποστέρησις, 122 αποστερώ, 122 αποσταγμένος,
163 αποστολή,
απτήν,
111
αράχνη ς,
95
αργίς,73
71 71
123 αποστομώνω, 123 αποστόμιοσις, 123 αποστομιοτικός, 123 αποτάδην, 118 αποταμίευσις, 122 αποταμιεύω, 122
απτικός,68
αραχνιά,
άπτομαι,
αραχνιάζω,
απύ,93
αραχvιδισμός,71
αποτάτω,93
απύω,133
αράχνινος,
αποτελείωμα,
άπω,
αράχνιον,
αποστομιομένος,
119 αποτελειώνω, 119 αποτέλεσμα, 119
68
αργόλας,49
απτός,68
αραχνιασμένος,71
Αργολίζω,6
άπτρα,68
αραχνιαστός,71
Αργολίς,6
άπτριον,68
αραχνιάω,71
αργολογία,
άπτω,
αραΧVΊΔιoν,
αργομέτωπος,
68
93
άπωθεν,93 απώλεια,
αποτεφρώνω,120
38 απώτερος, 93
αποτέφρωσις,
απωτέρω,93
απότισις,
αρ-,70
120 123 αποτίω, 123 αποτολμώ, 116 αποτρέπω, 106 αποτρόπαιος, 106 αποτροπή, 106 απότυπος, 115 αποτύπωμα, 115 αποτυπώνω, 115 αποτύπωσις 115 αποτυπωτής, 115
άργμα,72
71
Άρ,127
αρά,
77 Αρά, 77 άρα, 70
71
71 71 αραΧVΊτσα, 71 αραχνιώδης, 71 αραχνο-., 71 αραχνοειδής, 71 άραχνος, 71 αραχτός, 73 αράω, 77 αρβάλα,1Ο3 αρβάλημα,
73
73 αργός, 49, 73 Άργος, 49 αργότης,73 αργύρεος,
49
αργύρια,49 αργυρίζομαι, αργύριον,
49
49
αργυρισμός,
49 49 αργυρίτις, 49 αργυρολογέω, 49 άργυρος, 49 αργυρούς, 49 αργυρίτης,
άραβος,1Ο3
103 103 αρβάλι, 103 αρβαλίζω, 103
αραβοσίτι,
αρβαλώ,1Ο3
αργύρωμα,
αρβέλι,
104 άρβηλος, 104 αρβολητό, 103
αργυρώνητος,
απούρας,33
28 αραβοσιτιά, 28 αραβόσιτος, 28 αράγδην, 103 άραγε, 70
αρβύλα,33
αργώ,
απουρίζω,
άραγες,70
αρβυλάδικο,
άραγμα,
αρβυλάς,33
αράδα,
αρβύλη,33
απoυράμεvoς,33
33 απουσία, 25 απουσιάζω, 25 αποφαίνω, 128 αποφανής, 128 Αποφάνως, 128 αποφανόω, 128 απόφανσις, 128 αποφαντικός, 128 αποφαντικώς, 128 αποφαντός, 128 απόφασις, 128
αραβέω,1Ο3 αραβίδα,
103
αρβαλητό,
αραδέω,1Ο3
άρβυλο,33
αραδιά,28
αρβυλόπτερος,
Άρδας,127
αραδιάζω,
αργάζω,
αρδεία,
73 28
αραδάρης,28
αρβυλίς,33
αραδαριά,
αρβυλο-,33
28
33 73, 127
αποφόρησις,
31 31 απόφορος, 31 αποφράδα, 132 απόφραξις, 105 αποφράς, 132 αποφράττω, 105 αποφώζω, 129 αποφώλως, 129 απόφωλος, 129
αραδίζω,28
αποφόρητος,
αράδιση,28 αράδισμα,
αποφώρ,32
Αργώ,
127
αργάλεια,73
αρδεύσιμος,
αργαλειό,
άρδευσις,
αργαλέος,36
127 127 αρδευτής, 127 αρδευτός, 127
αργαλεότης,
αρδεύω,127
αργαλεύω,
αρδηθμός,
73 αργαλειός, 73
άρδην,
αρδιοθήρας,
αργαλίστρα,73
αρδμός,
αργάς,49
άρδω,127
αραδώνω,28
αργείης,49
αράδωτα,
αργείλοφος,
28 αραδωτός, 28 αράδωτος, 28 αράζω, 73, 102 αραιά, 104
127
αρέζομαι,
49
27
άρδις,27
άραδος,1Ο3
28
127
27
71
αρεζoύμεvoς,
Αργείος,6
αρέζω,71
Αργειφόντης,49
Αρέθουσα,
αργέλοφος,
αρέθω,127
αραιός,1Ο4
73 άργεμov, 49 αργένναος, 49
αραιότης,
αργεστής,49
Αρειανός,
αραιόω,1Ο4
Αργέστης,
αρειάω,77
αποχρεμπτικό,
αραίωμα,
αρειή,77
αραιώνω,
αργήεις,49
Aρειθύσαvoς,
αργής,
αρείκι,
102 αποψίλωσις, 102
104 104 αραίωσις, 104 άραμα, 73 αραμαθιά, 32 αραμαθιάζω, 32
αργέω,73
αποχρέμπτομαι,
άππα,90
αραξιά,73
άππειρος,52
αραξοβόλι,
αποχαιρετισμός,
αποχή,
138
112
απόχρεμψις,
139 139 139
αποψία,130
αποψιλώνω,
άπρεπα,
130 130 άπρεπος, 130 άπριγδα, 53 απρέπεια,
απρικδόπληκτος,
53
Απρίλης,53 απριλιάτικος, απρίλινος, Απρίλιος,
53
53 53
Απριλομάης,
53
απρίξ,53 άπριστος,53 απρίωτος,53 απροσδόκητος,
20
49
49
73 49 άρδα, 127 αρδάλια, 127 άρδαλος, 127 αρδαλόω, 127 αρδάνων, 127
33
αποφορά,31
128
49
αργυφής,49
36 73 αργαλέως, 36 αργαλίδιος, 36 αργαλιός, 73
αποφίσκω,
αργυρόω,49
αργύφεος,
28 αραδιακός, 28 αραδιάρικος, 28 αραδιαρός, 28 αράδιασμα, 28 αραδιαστά, 28 αραδιαστός, 28 αράδιαστος, 28
αποφέρω,31
73
αργοπορία,
104
73 αράομαι, 77 αραποσίτι, 28 αραποσιτιά, 28 αραρίσκω, 70 αραρότως, 70
71
127
αρειά,77 αρειανίζω,71
49
49
71
71
104
αργηστής,49
Αρειμανής,71
αργήτης,49
αρειμάνιος,71
αργι-,49
Αρειοβάτης,71
αργία,
αρεΙOΜΑVΙότης,
73 αργίας, 49
αρειoΜΑVΊτης,
αργΙKέραυvOς, αργίκερος,
49
Άρειος,
71 71
71
49
αρείφατος,
αργιλιπής,49
αρείων,71
αργίλιψ,49
αρέκεια,71
άργιλλα,
αρεμέω,
αραρώς,70
49 άργιλλος, 49
άρασμα,
αρέομαι,
71
115 77
αργιλλώδης,49
Αρεοπαγίτης,71
αράσσω,1Ο3
άργιλος,
Άρεος,71
αραχναίη,71
αργιλώδης,49
αρεσειά,71
Αραχναίο,
αργινεφής,49
άρεση,71
αργινόεις,
αρεσιά,71
73
71 αραχναίος, 71 αραχνάομαι, 71 αραχνένιος, 71 αράχνη, 71
49
49
αργιόπους,49
αρεσκειά,
αργιπόδης,49
αρέσκεια,
αργίπους,
49
71 71 αρέσκευμα, 71
164 αΡKάvη, 72 άρκειov,28
αρεσκεύομαι,
αρμενίζω,
70 70 άρμη, 70, 113 αρμογή, 70 αρμοδιο-, 70 αρμόδιος, 70 αρμοδιότης, 70 αρμόζει, 70 αρμοζόντως, 70
αροτικός,
αρμή,
αροτός,28
αρμόζω,70
αροτρίαμα,
αρκέω,49
αρμοί,
αροτρίασις,
αρετηφόρος,
άρκιος,
αρμολογέω,
αρετόομαι,
άρκος,28
71 71
αρεσκόντως, άρεσκος,71
άρκειος,28
αρέσκω,71
αρκεόντως,
αρέσμιον,
49 αρκεσίγυιος, 49
71
αρεσούμενος,71
αρκέσιμος,49
αρεστή ρ,
άρκεσις,49
αρεστός,
71 71
άρκεσμα,
49 49 αρκετός, 49
αρεταλσγία,72 αρεταλά"γος, αρετή,
αρκετά,
71
71 72 72
28, 49
Άρευς,71
αρκούδα,
αρή,
αρκουδάκι,
77
αρηγοσύνη,
αρκουδάπιδο,
103
αρμονία,
28 28 28
70 70
άροτρov,28
αρμονικός,
αρηγών,1Ο3
αρκούδι,
αρμovιώδης,
Αρηι-,71
αρκουδιά,
Αρήϊος,71
αρκουδιάζω,
αρήν,29
αρκουδιάρης,
103
αρηρώς,70
αροτρητής,28
αροτριώ,28
70 70
αρμόvιoς,70
άρηξις,
28 28 αροτρεύς, 28 αροτρευτήρ, 28 αροτρεύω, 28 αρότρευμα,
70
αρκουδάς,28
αροτρόπους, άρουρα,
70
αρμός,
28 28 αρκουδιάρικος, 28 αρκουδίζω, 28 αρκουδίσιος, 28 αρκούδισμα, 28 αρκουδιστά, 28
αροτραίος,
Aρμovίδης,
αρήγω,1Ο3
28 28
άροτος,28
28 28 αροτριασμός, 28 αρότριος, 28
70
αρμολόγος,
28
28
28
αρουραίος,
70 άρμοσις, 70 άρμοσμα, 70
αρουρείτης,
αρμοστέov,70
αρπαγεύς,
28 28
αρόω,28 αρπάγδην,
142 142 αρπαγή, 142 αρπάγη, 142 αρπάγιον, 142 άρπαγμα, 142 αρπαγμένος, 142 αρπαγμός, 142
αρμοστή ρ,
αρκουδώ,28
70 70 αρμοστικός, 70 αρμοστός, 70 άρμοστρα, 70 αρμόστωρ, 70 αρμόσυνος, 70
αρκούντως,
αρμόττω,70
αρπακτά,
αρμυράδα,
αρπάκτειρα,
28 28 άρκτος, 28 Αρκτούρος, 28 Αρκτοφύλαξ, 28 αρκτόχειρ, 28
113 αρ μυρίδια, 113 αρμυρίζω, 113 αρμυρίχη, 113 αρ μυρο-, 113 αρμυρός, 113 αρμυρώνω, 113
αρκτώος,28
αρμώ,70
αρπεδόνη,
αρι-,72
άρκυλον,
άρνα,
αριθμέω,72
άρκυον,
αρναγός,29
142 142 αρπεδονίζω, 142 αρπεδών, 142
αρίθμημα,
άρκυς,
αρνακίς,29
άρπεζα,29
αριθμητής,
αρκυστασία,
Άρης,
71
αρθμεύω,72 αρθμός, αρθούνι,
72 103
αρκουδοβότανο,28
αρθρέμβολα,
72 αρθρεμβολέω, 72 αρθρεμβόλησις, 72 αρθρικός, 72 αρθριτικός, 72 αρθρίτις, 72 άρθρον, 72 αρθρόω,72 αρθρώδης, αρθρωδία, άρθρωσις,
72 72 72
72 72 αριθμητική, 72 αριθμητός, 72 αριθμός, 72 αριθμώ,72 άριστα,
72
Αρισταίος,72
αρκούδος,28
49
αρκτεία,28 άρκτειος,
αρκτικός,
72 72 72
αρμοστής,
αρπάζω,142
29
72 αρκύστατα, 72 αρκύστατος, 72 αρκυωρέω, 72 αρκυωρίς, 72 αρμ-., 113 άρμα, 32, 70 αρμάδι, 48 αρμαθιά, 32
αρνέα,
142 142 αρπακτήρ, 142 αρπακτί, 142 αρπαλέος, 142 αρπαλίζω, 142 άρπαξ,142 άρπασμα,
άρπη,
29
αρνειοθοίνης,
29
αρνείov,29 αρνείος,29 άρνειος,29 αρνέομαι, αρνευτήρ,
28 29
142 142 αρπυίας, 142 άρπυς, 142 αρράβαξ, 103 αρραβάσσω, 103
Άρπυιαι,
αρραβών,71
αρνευτής,29
αρραβώνα,
αρνεύω,29
αρραβώνας,
αρμαθιάζω,32
αρνη'lς,29
αρραβωνιάζω,71
αρμακάς,32
αρνησι-,28
αρμακιάζω,32
αρνήσιμος,
αριστερισμός,72
αρμαλιά,70
άρνησις,
αρραβώνιαστος,
αριστεριστής,
άρματα,
αρνητέov,
αρραβωνίζω,71
αριστάω,
136 αριστεία, 72 αριστερά, 72 αριστερεύω, 72 αριστερίζω, 72
αριστερός,
72
32
αρμάτειος,32
72
71 71
αρραβώνιασμα,
71
αρραβωνιαστικός,71
28
28 28 αρνητικός, 28 αρνί, 29
71
αρραβωνίσια,
αριστερότης,72
αρματηλάτης,
αρνίov,29
71 71 αρραβωνοχάρτι, 71
αριστερόφιν,72
αρματηλατώ,
αρνίς,29
αρράζω,102
αριστερόχειρ,
αρματίζομαι,
αριστεροστάτης,
αρίστευμα,
72
72
αρματεύω,
32 32 32 32
αρνίσιος,
Αρραβωνίτσα,
αρρεβωνιάζω,71
29
αρματίτης,32
αρνο-,29
αρρεβωνίσια,
αριστεύς,72
αρματο-,32
αρνοκτασία,29
άρρεν,
αριστευτής,72
αρ ματολίκι,
αρνός,
αρρενιστέον,
αριστευτικός,72
αρματολός,32
αρνοφάγος,
αριστεύω,72
αρματοπηγός,32
άρνυμαι,
αριστήρων,
136 αριστητής, 136 αριστίζω, 136
αρματωλίκι,
αρνωδός,29
αριστο-,72
αρματωμένος,32
αρόδου,
αριστοκρατεία,72
αρματώνω,32
άρομα,28
αριστοκράτη ς,
αρματωσιά,
αροματοποιός,
72
72
32
32
29
αρνών,29
αρμάτωμα,
αρόδο,
32
32
73 73
αριστοκρατικός,72
αρμάτωσις,32
άρος,27
άριστον,
αρμάτωτος,32
αρόσιμος,
άρμεγμα,
άροσις,
136
αριστοποιέω,
άριστος,
72 αριστώδιν, 72 αριτριάω, 28
136
82
28 28 αρρενοβάτης, 28 αρρενογονέω, 28 αρρενοκοίτης, 28 αρρενόομαι, 28 αρρενοπίπης, 28 αρρενοποιέω, 28 αρρενοπώτης, 28 αρρενότης, 28 αρρενοβασία,
29
27
αρματωλός,32
28
αρρενόω,28
28
αρρενωπία,
28
αροστερότητα,
άρμενα,
αροτήρ,28
αρρήμων,77
αρότης,28
άρρην,
70 70
72
αρρενωπός,
28 28
αρμέγω,82 αρμενάκι,
71
28
28
165 αρρησία,
77
αρχεύω,72
ασελγαίνω,
άσκαυλος,
αρχή,
ασέλγεια,
ασκεθής,
ασκέρα,8
αρρωδέω,28
αρχηγός,
αρρωδίη,28
αρχι-,72
120 120 ασελγής, 120 ασελγισμός, 120 ασελγόκερος, 120 ασελγομανέω, 120
αρχίδι,
άση,22
αρχίδια,
ασήμαντος,
αρρητο-,77
άρρητος,
αρχηγείον, 72
77
αρρητουργία,
αρσενικός,
77
28
αρσενοκοίτης, άρση,
72
28
27
αρχηγέτης,
72 72
73 73 αρχίδιον, 72
άρσην,28
αρχιδόσακος,
άρσιος,72
αρχίζω,
αρσίJωυς,27 άρσις,
αρχιμανδρείο,
27
73
αρχινάω,72
ασήμων,126
αρχινίζω,
ασημώνω,
112 112 άσκησις, 112 ασκητής, 112 ασκητός, 112 ασκήτωρ, 112 ασκί, 42
ασθένεια,
ασκίτης,42
16 16
ασημοποιία, άσημος,
Αρχιμήδης,
ασημότης,
άρταμος,72
αρχινώ,72
αρτάνα,
αρχιτεκτονέω,
72
72
αρτεμέω,72
72 αρχιτεκτονική, 72 αρχιτέκτων, 72
αρτεμής,
αρχο-,72
αρτεμία,72
αρχονταρείον,
Άρτεμις,
άρχοντας,
72
72
αρχοντερίκι,
άρτημα,29
72 αρχοντεύω, 72 αρχοντιά, 72 αρχοντιάω, 72 Αρχοντικοί, 72 αρχοντικός, 72
αρτήρ,29
Αρχόντω,72
αρτηρία,
αρχός,
αρτέον,29
29
72
αρτησμός,29
Αρχύτας,
αρτητός,29
άρχω,
άρτι,
72
αρτι-.,72
αρτιάζω,72 αρτιάκις,
72 αρτιασμός, 72 αρτίζω,72 αρτιμελή ς, άρτιος,
72
72 72 άρχων, 72 αρχώνης, 72 άρω, 70 αρωγή, 103 αρωγοναύτης,
103
126 117 ασθενέω, 117 ασθενής, 117 ασθενικά, 117 ασθενικός, 117 ασθενικότης, 117 ασθενο-, 117
59 59 Ασκληπιείον, 59 Ασκληπιός, 59 ασκός, 42 Ασκληπίεια,
ασκόω,42 ασκυβάλιστος,57 άσκυλτος,
117
100 100 Ασκώλια, 42 ασκωλιάζω, 42 ασκωλιασμός, 42 ασκωλίζω, 42 άσκωμα, 42 άσμα, 136, 138 ασματίζω, 138
άσθμα,
136 ασθμάζω, 136 ασθμαίνω, 136 ασθματικός, 136 ασθματώδης, 136 Ασία, 22 Ασιαγενής, 22 Ασιανίζω, 22
άσκυρον,
Ασιανός,22
ασματοκάμπτης,
Ασιάς,22
ασμεvέω,22
Ασιάτης,22
ασμενίζω,
Ασιατικός,
ασμενισμός,
22
Ασιάτις,22
άρωμα,
άσιαχτος,
22
19
Ασίη,22 Ασιηγενής,
72 αΡΤOKόJως, 72 αρτόκρεας,72
αρωματώδης,28
άσιλλα,27
αρτόπιης,
αρωραίος,
ασίλος,27
138
22 22
άσμεvoς,22
Ασιατογενής,
28 28 αρωμάτισις, 28 αρωματισμός, 28 αρωματίτης, 28
αρτίωσις,
Ασκληπιάδης,
ασθένωσις,
αρωματικός,
αρτίως,72
άσκημα,
ασθενώ,117
αρωγός,1Ο3
28
126 126
126 126
αρωματίζω,
72
αρτιότης,72
111
ασκηθής,
ασημογράφος,
115 Αρταμίτιον, 115 Αρταμίτιος, 115
115 Αρτεμίσιον, 115 Αρτεμίσιος, 115 αρτέμων, 29 αρτέομαι, 72
άσκετος,
άσκη,112
126 126
126
Άρταμις,
72
59, 100
ασκελoJωιός,59
ασημείωτος,
αρχιμανδρίτης,
αρτάω,29
ασκελής,
ασκέω,112
αρταμέω,72
28
ασκελές,59
ασημαντότητα, ασήμι,
72 αρχικός, 72
126
ασκεία,
42 112 112
22
ασμένως,
22 14 ασπαίρω, 100 ασπάλαθος, 100 ασπάζομαι,
Ασιήτης,22
ασπάλαξ,61
Ασιήτις,22
ασπαλία,
άσικχος,
ασπαλιεύομαι,
100
αρτοπωλείον,72
αρώσιμος,
αρτοπωλέω,72
αρωτάω,77
ασίμωτος,88
αρτοπώλης,
72 72 αρτοπώλιον, 72 αρτόπωλις, 72 άρτος, 72 άρτυμα, 72 αρτύνας, 72
αρώτημα,
ασινής,
αρτοπωλία,
άς,36
ασινότης,
100 100 ασπαλιευτικός, 100 ασπαλιυτική, 100 άσπαλος, 100 ασπαραγιά, 99 ασπάραγος, 99
Ασβεστάδες,95
άσιος,22
ασπαραγωνία,99
ασβεστάδικο,95
Ασίς,22
Ασπασία,
ασβεσταριά,
άσις,22,
ασπάσιος,
αρτύνω,72
ασβεστάς,95
αρτύς,
ασβέστη,
72
72 72
28 28
ασίμωτα,
77
95
ασβεσταριάζω,
109
95
ασβεσταριό,95
ασπαλιευτής,
88
142 142
138 ασκαίνομαι, 109 ασκάλαβος, 124 ασκάλαφος, 124 ασκάλευτος, 61
άσπασμα,14 ασπασμός,
ασβεστο-,95
άσκαλος,61
14 14 ασπαστίς, 14 ασπαστύς, 14 άσπειστος, 10 1 ασπερχές, 64 άσπετος, 133
άσβεστος,
95
αρτυσία,
ασβέστης,95
ασκαληρές,61
αρτυτήρ,72
ασβέστι,
ασκαλίζω,
αρτυτός,
ασβέστιον,
72 αρτύω, 72 αρυάκι, 105 αρχαία, 72
14 14
95 95
61 61
ασκάλιστος,
ασπαστικός,
άσκαλτος,61
ασπιδής,89
ασκαλώπας,124
ασπιδηφόρος,
ασκαμβεύτως,58
ασπίδιον,
αρχαϊκός,72
95 ασβέστωμα, 95 ασβεστώνω, 95
ασκαρδαμυκτέω,
ασπιδίσκος,
αρχαιο-,72
ασβέστωσις,95
ασκαρδαμυκτί,
ασπιδίτης,
Ασβεστοχώρι,
αρχαiζω,72
αρχαιολογία, αρχαιολόγος,
95
72 72
άσβηστος,
95 99
ασβολαίνω,
αρχαίον,72
ασβόλη,99
αρχαίος,72
ασβόλησις,
αρχαίως,
ασβολόεις,
72
99 99
αρχε-,72
άσβολος,99
αρχείον,72
ασβολόω,99
αρχέτας,72
ασβολώδης,
αρχέτης,72
άσε,
36
99
100 100 ασκαρδάμυκτος, 100 ασκαρής, 100 άσκαρθμος, 100 ασκαρίζω, 100 ασκαρίς, 100 ασκάριστος, 100 ασκαριώδης, 100 άσκαρος, 100 ασκαύλης,42
99
99
99 99 ασπιδιώτης, 99 ασπιδο-,99 ασπίζω,99 άσπιλος, ασπίς,
97
99
ασπιστήρ,
99 99 ασπίστωρ, 99 άσ1illVδος, 10 1 ασπιστής,
166 άσσαλος,
114
άσσιον,7 άσσιστα,
7
ασσότατος,
7
ασσοτάτω,7 ασσοτέρω,7 αστακός,
109 110 ασταφίς, 118 αστειασμός, 118 αστεΊζομαι, 118 αστειολογία, 118 αστείος, 118 αστειότης, 118 άστεπιος, 107 αστεριαίος, 110 αστερίας, 110 αστερίζω, 110 αστερικός, 110 αστέριος, 110 αστερίσκος, 110 αστερίτης, 11 Ο αστερόεις, 110 αστεροσκοπέω, 110 αστερώδης, 110 αστερωπός, 110 αστερωτός, 110 αστεφής, 107 αστήθι, 110 αστήρ, 110 αστικός, 118 αστίτης, 118 άστομος, 123 αστόξενος, 118 αστός, 118 άστος, 19 αστόχαστος, 124 αστραβαλίζω, 107 αστραβεύω, 107 αστράβη, 107 αστράβηλος, 107 αστραβής, 107 άστραβος, 107 αστραβυστήρ, 107 αστράβωτα, 107 αστράβωτος, 107 αστραγάλη, 11 Ο αστραγαλίζω, 110 αστραγαλίνος, 11 Ο αστραγάλισις, 110 αστραγαλίτης, 11 Ο αστράγαλοι, 110 αστραγαλόω, 110 αστραίος, 110 αστραπεύς, 110 αστραπή, 110 αστραπηβολέω, 110 αστραπηδών, 110 αστάρι,
αστρώος,
110 118 άστυ, 118 αστύθεμις, 118 αστυνομία, 118 αστυνομικός, 118 αστυνόμος, 118 αστύοχος, 118 αστυπολέω, 118 αστυπολία, 118 αστυπόλος, 118 άστυρον, 118 αστύτριψ, 118 ασυλεί, 8 ασυλί, 8 ασυλία, 8
άσωστος,
ατμιδούχος,
αστυ-,
άσωτα,
ατμιδώδης,
άσυλος,8
ατάλαντος,
ασυνείδητος,
88 ασυχία, 88 άσυχον, 88 άσυχος, 88 ασφάλεια, 98 Ασφάλειος, 98 ασφαλής, 98 ασφαλίζω, 98 Ασφάλιος, 98 ασφάλισις, 98 ασφάλισμα, 98 ασφαλιστός, 98 ασφαλτίας, 98 ασφάλτιον, 98 ασφαλτίτης, 98 άσφαλτον, 98 ασφαλτόπισσα, άσφαλτος,
ασφαλτοφόρος, ασφαλτόω,
άτομος,
111
ασχημάτιστος,
112 112 ασχημο-, 112 ασχημονέω, 112 ασχημονώ, 112 άσχημος, 112 ασχημοσύνη, 112 ασχήμων, 112 ασχήμια,
ασώδης,22 ασώματος,
18
άσωμος,18 ασωπασία,
άτος,22 άτρακτος,
ατρεμής, ατρεμία,
άσφι,
άσχετος,
ατόπως,87
ατημελέω,
άσφε,26
ασχαλάω,111
87 87
ατρέμα,114
άτζαλος,
αστρωωβολώ,
άτοπος,
Άτη,116
ατέω,116
98 ασφάλτωσις, 98 ασφαραγέω, 99 ασφαραγιά, 99 ασφάραγος, 92, 99 ασφαραγωνία, 99
ασφόδελος,
ατόπημα,
άτη,116
123 120 άτερθε, 120 ατέρμων, 120 ατέρμωνας, 120 άτερος, 132
ασφαλτώνω,
ασφοδέλινος,
ατζαμής,
114 123
ατζαμίδικος, ατζαμιλίκι,
125 ατημελής, 125 ατημέλητος, 125 ατημελία, 125 ατημέλια, 125 ατημελώς, 125 ατηρία, 116 ατηρός,116
114 114 άτρεπτος, 106 ατρεπτότης, 106 άτρεστος, 120 ατρεύς,120 Ατρεύς,120
ατρεψία,
106 115 άτρομος, 115 ατροπία, 106 άτροπος, 106 άτσαλα, 114 ατσαλεύω, 114 ατσαλιά, 114 ατρόμητος,
Ατθίς,90 ατίθασος,
24 116 ατιτάλλω, 116 Ατλαγενής, 116 Άτλαντας, 116 Ατλάντειος, 116 Ατλαντικός, 116 Ατλαντίς, 116 ατιτάλλας,
ατσαλόγλωσσος, άτσαλος,
ατσαλόστομος,114
άτλας,116
ατσαλοσύνη,
Άτλας,
116 ατλητέω, 116 άτλητος, 116 ατμενία, 17 ατ ΜΈVΙoς, 17
ατσίδα,
άτμεvoς,17
ατταγάς,
ατμεύω,17
αττάκα,119
114
118 ατσίδας, 118 ατσίδι, 118 Ατσική,90 άττα,
90 122
ατμή,136
Αττικεύομαι,
ατμήν,17
Αττική,
Ασωπία,l13
ατμιάω,136
Ασωπός,l13
ατμιδόομαι,
90
Αττικίζω,90
136
114
114
ασώπαστος,
113 113
122
ατοπεύω,87
123 123 ατζαμοσύνη, 123
119
ασφαλτώδης,98
26
ατομότητα,
106 106 ατραπιτός, 106 ατραπός, 106 ατρεής, 120 Ατρείδας, 120 Ατρείδης, 120 Ατρέϊδης, 120 ατρέκαια, 106 ατρεκεία, 106 Ατρέκεια, 106 ατρεκέω, 106 ατρεκηιη, 106 ατρεκής, 106 ατρεκίη, 106 ατρεκότης, 106
άτερ,
98
122 122
ατραπίζω,
άτεξ,
αστραπιαίος,
110 11 Ο αστράπιω, 110 αστράρχης, 110 αστραφής, 107 αστράφτω, 110 αστρίζω, 110 αστρικός, 110 άστριον, 110 άστρις, 110 άστριχος, 110 αστροβλής, 110 αστρόβλητος, 110 αστρολόγημα, 110 αστρολογία, 110 άστρον, 110 αστρονομία, 110 αστρονόμος, 110
άτομον,
αταρπός,
ατενώς,119
98
ατμοειδής,
άταρ,116
ατενίζω,
100 100 ασφοδελώδης, 100 ασφυγ μία, 10 1 ασφυκτικά, 1Ο 1 ασφυκτικός, 10 1 ασφυκτικότητα, 1Ο 1 ασφυκτιώ, 10 1 ασφυξία, 10 1 ασφυξιογόνος, 10 1 ασφυχτικός, 10 1
αστραπηλάτης,110
116 116
ατενής,119
98
ατμιστός,
ατομο-,122
116 116
106 ατασθαλέω, 116 ατασθαλία, 116 ατάσθαλος, 116 ατασθάλω, 116 άτεγκτος, 124 ατειρής, 120 άτεκνος, 123
98
ατμίς,136
ατάομαι,
αταλάντευτος,
αταλός,116
άσυχα,
ατμίζω,136
αταλόφρων,
ατακτώ,124
άταλμα,116
98
136 136
136 136 ατμός, 136 ατμώδης, 136 άτοκος, 123 ατομικά, 122 ατομίκευσις, 122 ατομικεύω, 122 ατομικισμός, 122 ατομικιστής, 122 ατομικιστικός, 122 ατομικός, 122 ατομικότης, 122 ατομισμός, 122 ατομιστής, 122 ατομιστικά, 122 ατομιστικός, 122
ατάλλω,116
19
ασυρής,30 ασύφηλος,
107 107 ασωτεία, 107 ασώτεμα, 107 ασωτεμός, 107 ασώτευσις, 107 ασωτεύω, 107 ασώτεψη, 107 ασωτία, 107 άσωτος, 107 ατάκα, 119 ατακτέω, 124 ατάκτημα, 124 άτακτος, 124
Αττίκισις,
90
90
167 Αττικισμός,
αυθέντρια,
Αυξώ,111
αυχηματίας,
Αττικιστής,90
αυθωρεί,
αύξω,
αυχήν,138
Αττικίων,
αυθωρόν, 33
90
90
36 33
Αττικός,90
αυλαFυδός,
Αττικουργής,90
αυλαία,
AΤΤΙKωVΙKός,90 ατύζηλος,
116 116 άτυπος, 115 ατύπωτα, 115 ατύπωτος, 115 ατύζομαι,
136
136 αυλάκι, 136 αυλακιά, 136 αυλακιάζω, 136 αυλάκιασμα, 136 αυλακίζω, 136
111
αυόκωλος,
αύχησις,56
αυονή,
αυχητής,56
αύος,
αυχμαλέος,
136 136, 137 136
13 7
αυότης,136
αυχμόω,137
αύρα,
αυχμέω,137
Αύρα,
136 136
αυχμή,137
αύρη,136
αυχμήεις,
αυριανός,
αυχμηρός,
137
137 13 7
αύλαξ,136
αυρίζω,137
αυχμός,137
αυλαρχείον,
136 αυλάρχης, 136 αυλαρχικός, 136 αυλείτης, 136 Αυλέμων, 136 Αυλές, 136
αυρινός,
αυχμώδης,
αύρων,
αύω,
αυαντή,136
αυλέω,136
Αύασις,136
αυλή,
αυασμός,
αύλημα,136
ατυφία,18 άτυφος,18 αυ,93 αυαίνω,137 αυαλέος, αύανσις,
13 7 137
136
αυάτη,116 αυΥάζω,137 αύΥασμα,137 αυΥασμός,
137 137 Αυγείον, 137 Αυγενική, 137 αυΥερινός, 137 Αυγερινός, 137 Αυγείας,
αυΥέω,137 αυΥή,137 Αυγή,
137 αυΥήεις, 137 αυΥήτειρα, 13 7
136
αύληρα,
47 136 αυλητής, 136 αυλήτης, 136 αυλητικός, 136 αυλήτρια, 136 αυλητρίδων, 136 αυλητρίς, 136 Αυλιάδες, 136 αυλίδων, 136 αυλίεων, 136 αυλίζομαι, 136 αύλησις,
137 137
αυροφόρητος,
αφαίμαξις,
αύσιος,21
αφαιμάσω,
αυσταλέος,
αφαίρεμα,
αϋσταλέος,
αφαιρεματικός,
137 137 αυστηρά, 13 7 αυστηρία, 137 αυστηρός, 13 7 αυστηρότης, 137 αυστηρώς, 137 αυτ-,26
αυτανδρί,
12 12 12
αύτανδρος, αυτάντης,
αφαιρώ,142
αυταράς,
αφάλι,
αυτεί,
137
αυτεξούσιος,
αφανεί,
αυτιάζομαι,
αύλιον,136
αυτίκα,26
Αυγουσταίον,
137 137 αυΥουστιανός, 137 αυΥουστιάσματα, 137 αυΥουστιάτης, 137 αυΥουστιάτικος, 137 Αυγουστίνος, 137 αυΥουστέλα,
αυΥούστως,137 Αύγουστος,
137 αυΥωπός, 137 αυδάζομαι, 137 αυδάω,137 αυδή,137 αυδήεις,
αυήρ,135 αυθ-,26
αυθάδεια,
αύλιος,136
αυτίτης,26
Αύλως,136
αϋτμή,136
Αυλίς,136
αϋτμήν,136
αύλις,136
αυτο-,26
αύλισις,
αυτόθε,
αυλο-,136 αυλόγυρος,
136 136 αυλωδία, 136 αυλωδικός, 136 αυλωδός, 136 αυλός,
αυλωδώ,136 αυλών,
136 136 Αυλώνα, 136 Αυλωνάρω, 136 αυλωνιάζω, 136 Αυλωνιάς, 136 αυλωνίζω, 136 αυλωνίσκος, 136 αυλωνοειδής, 136 αυλώπις, 136 αυλωτός, 136 αύξη, 111 αύξημα, 111 Αυξησία, 111 αύξησις, 111 αυξητής, 111 αυξητικός, 111 αυξι-, 111 αύξιμος, 111 αυξίς, 111 αυξο-, 111 Αυλών,
137
22
αυθάδης,22 αυθαδία,22 αυθαδιάζομαι,
22 22 αυθαδίζομαι, 22 αυθάδισμα, 22 αυθαίμων, 146 αυθαιρεσία, 142 αυθαίρετος, 142 αυθαιρετώ, 142 αυθεντέω, 36 αυθέντη ς, 36 αυθεντία, 25, 36 αυθεντικός, 25, 36 αυθεντικότης, 25 αυθαδιάζω,
αφαλός,79 αφαλώνω,
26
αυΥινά,
137
25
αύτη,
αϋτή,137
αυΥούλα,
79
αφαλο-,79
26
αυλικός,
Αυγούστα,137
142 142 αφαίρεσις, 142 αφαιρετέος, 142 αφαιρέτης, 142 αφαιρέτις, 142 αφαιρετός, 142 αφαίρετος, 142 αφαιρέω, 142 αφαιρούμαι, 142 αφαιρεμένος,
αυλίζω,136
136 αυλίσκος, 136 αυλισμός, 136 αυλιστέον, 136 αυλιστήρων, 136 αυλιστρίς, 136 αυλίτης, 136 Αυλιώται, 136 Αυλιώτες, 136
145 145 142
αυτάρ,116
αυλικά,136
αυγοτάραχο,25
αύως,137
αύς,137
αυΥίζω,137
137 αυΥίτης, 137 αυΥίτσα, 13 7 αυγό, 17 αυΥοειδής, 137 αύΥος, 137 αυΥοστίνες, 137
136
137 136, 137
αϋτέω,137
136
56
137
26 26 αυτόματα, 78 αυτοματεί, 26 αυτομάτην, 26 αυτοματί, 26 αυτοματίζω, 78 αυτόθεν,
79 128 αφάνεια, 128 αφάνερος, 128 αφανής, 128 αφανίζω, 128 αφάνισις, 128 αφανισμός, 128 αφανιστήρως, 128 αφανιστής, 128 αφανιστός, 128 αφαντικά, 128 άφαντος, 128 αφαντόω, 128 αφάντωσις, 128 άφαρ,31
αυτοματική,78
άφαρος,28
αυτοματικός,
αφάρωτος,
78 αυτοματισμός, 78 αυτοματιστής, 78 αυτοματοποιώ, 78 αυτόματος, 26, 78 αυτομάτως, 26, 78 αυτοπτεύω, 130 αυτόπτης, 130 αύτοπτος, 130 αυτός, 26 αυτόσε, 26 αυτότης, 26 αυτού, 26
28 132
άφατος,
αφάω,68 αφεδρών,88 αφεκτέov,
112 112 αφέλεια, 32 αφελής, 32 αφεκτικός,
αφέλλω,142
αφελώς,32 άφενος,1Ο0 αφεντεύω,
αυτόφωρος,32
36 36 αφεντιά, 36 αφεντικό, 36 αφέντισσα, 36
αυτοψία,
αφεντογυναίκα,
αυτούθε,26 αυτόφωρο,
32
130
αφέντης,
αυτώ,26
αφεντόξυλο,
αυχένας,
13 8 138 αυχενικός, 13 8 αυχένων, 138 αυχένως, 138 αυχενιστήρ, 138
αφέντρα,36
αυχενίζω,
άφεσις,
αυχέω,56
αφετήρ,36
αυχή,56
αφετηρία,
αύχη,56
αφετήριος,
αυχήεις,56
αφέτης,36
αύχημα,56
αφετικός,
36
36
αφεσμός,36 αφέστως,
Αφέται,
129
36
αφετέov,36
36 36
36
36
168 άφετον,36
αφροδισιασμός,
άφετος,36
αφροδισιαστικός,
αφέτως,36
Αφροδίσιος,
αφεύω,136
Αφροδίτη,
αφηλιώτης,50
105 105 αφρολόγος, 105 αφρόομαι, 105 αφρός, 105
αφήνω,
αφή,
68
αφήκω,34
105 105
Αχίλλειος,
άψα,
Αχιλλείτης,
αψάδα,68
12 12 Αχιλλεύς, 12 Αχιλλήιος, 12
αψαυστί,
68 68 άψαυστος, 68 άψε, 68 αψαυστία,
αχλύνω,40 αχλυόεις,
68
40
αχλυόω,40
αψεφής,1Ο1
αφρύη,1Ο5
αχλύς,
αψηλός,52
αφρώδης,
αχλύω,40
αφήτωρ,36
105 αφτάκι, 137 αφτί, 137 άφτρα, 68
άφθα,
άφτω,68
36
αφηρημάδα,
142 αφηρημένα, 142 αφηρημένος, 142 68
άφυζα,14
άφθιτος,
121 άφθογγος, 132 άφθονα, 121 αφθόνητα, 121 αφθόνητος, 121 αφθονία, 121 άφθονος, 121
αφύη,
105, 130
άφυκτος,14 αφυλίζω,
127 αφυλισμός, 127 αφύσικος, 131 αφυσμός, 126 άφυσσα, 126 αφύστα, 126
αφθονώ,121 αφθόνως,
121 αφθορία, 121 αφιέρωμα, 35 αφιερώνω, 35 αφίημι, 36 αφικνέομαι, 34 αφιλόξενος, 93 άφιξις, 34 αφvειός, 100
40
αψηφισιάρης,
αX)lά,40
10 1 101 αψήφιστος, 10 1
άX)lα,40
άψηφος,1Ο1
αX)lάδα,
40 αX)lάρι, 46 αX)lαρίζω, 46 αX)lάσδημι, 12 αX)lέvιOς, 40
αψηφοφόρητος,
άX)lη,40
αψιδοειδής,
άX)lην,40
αψιδόομαι,
αχλυώδης,
αψήφιστα,
40
αψηφώ,1Ο1 αψι-,68
αψίδα,
68
αψίδιον,68
αΊ.Υιάζω, 40 αX)lίζω,40
68 68 αψίδωμα, 68 αψιδωτός, 68 αψίκορος, 68
αφύω,126
άχνισμα,
αψίς,68
άφωνος,
αχνιστός,
αχ,
132
αΊ.Υιά,40
40 40
άψις,68 αψόρρος,93
αX)lο-,40
12
άψορρος,93
αχά,55
αX)lός,
Αχαία,
12 Axafu, 88
άΊYVμαι,
αX)lώδης,40
άω,22,
Αχαίη,12
άχορας,83
αώθεν,137
αχαιvης,
άχος,
αώιος,137
145
40
άψος,68
12
12,55 147
116, 135
αφvεός,100
Αχαιός,88
αχούρι,
αών,137
αφvήμων,
Αχαϊστί,
αχράαντος,
Αώος,22
αφορεσμός,
88 αχαμνά, 140 αχαμνάδα, 140 αχαμναίνω, 140 αχαμνεύω, 140 αχάμνια, 140 αχαμνίζω, 140 αχάμνισμα, 140 αχαμνο-., 140 αχαμνός, 140 αχαμνούλης, 140
αφόρετος,
αχανής,139
αχρησία,
Αχαρναί,
αχρησίμευτος,
αφVΊΔιoς,
100 45
άφvoς,100 αφvύω,100 άφvω,45 αφοπλίζω,
112 αφοπλισμός, 112 αφοπλιστικός, 112 αφοράω,33 αφορεσμένος,
34 34 31
αφορέω,31 αφορία,
138 Αχαρνείς, 138 Αχαρνές, 138 αχείλι, 140 Αχελωίδες, 88 Αχελώιος, 88
31
αφορίζω,34
141 άχραντος, 141 αχρείαστος, 138 αχρειεύω, 138
Αώς,137
αχρεω-,138
Αωσφόρος,137
αχρείος,
αωτίζομαι,
άωρος,
13 8 138 138 138
αχρειώνομαι, αχρείωσις,
βαβάζω,133
αχρήως,138
άχρηστα,
24 24 άωτος, 137 βαβά, 133 βάβα, 77 άωτον,
άχρεως,138 αχρεώτης,
33
αώς,137
βαβαί,
138 138
91
βαβαιάξ,91 βάβακος,
138
133 133 βαβάλι, 133 βαβαλίζω, 133 βαβαλύζω, 133 βάβαξ, 133 βαβέλιος, 5Ο
αχρήστευσις,
βαβάκτης,
αφοριστέον,34
Αχελώος,88
αφοριστής,34
Αχερόντειος,
138 αχρηστεύω, 138 αχρηστία, 138 άχρηστος, 138 αχρήστωσις, 138 άχρι, 63
αφοριστικός,
Αχερόντιος,
άχρις,63
βαβήρ,135
αχτή,
βαβύκα,13
αφόρισμα,
34
αφορισμένος,
34 34
αφορισμός,
12 12 Αχερουσιάς, 12 Αχερούσιος, 12 αχερωίς, 12
34
αφορμάω,32 αφορμή,
32
αφορμίζομαι, άφορος,
32
31
αφοσιωμένος,
144 αχτίδα, 144 αχτινο-, 144
Αχέρων,12
αχυράνθρωπος,
βαβυκάς,13 βάβω,
147
77
βάγμα,133
αχέτας,55
αχύρινος,
αφοσιώνω,21
αχεύω,12
αχύρως,147
βάδην,
αφοσίωσις,
αχέω,12
αχυρίτις,
βάδησις,13
21
21
147 147 147
βαγός,6
13
αφότε,93
αχηβάδα,
αφότου,
αχήν,12
αχύρμως,147
βάδος,13
αχηνία,
αχυρμός,
βάζω,
αφού,
93 93
αφουγκράζομαι,
55
140
12
αχθεινός,
αφρέω,1Ο5
αχθέω,12
αφρηλόγος,
αχθηδόν,12
αφρηστής,
αχθήρης,12
105 105
147 147 άχυρον, 147 αχυρόομαι, 147 αχυρός, 147 άχυρος, 147 αχυρώδης, 147
αχηρής,12
αφουγκραστής,55
αχυρμιά,
αχώρας,83 άχωρας,83
βαθρόω,14
άψ,93
βαθυ-,
αψά,
βαθύνω,
αφριάω,1Ο5
αχθηρός,12
αφρίζω,1Ο5
αχθηφορέω,
αφρισμός,
αχθίζω,12
αχυρώνας,
άχθομαι,
αχύρωσις,
105 αφριστής, 10 5 αφρίτις, 105 Αφρογένεια, 105 αφρογενής, 105 Αφροδίσια, 10 5 αφροδισιακός, 105 Αφροδισιάς, 105
άχθος,
12
12
12
αχθοφορία,
12 αχθοφόρος, 12 Αχιλεύς, 12 Αχίλλειον, 12 Αχιλλέϊος, 12
13
13, 133 14 βαθμίς, 14 βαθμο-, 14 βαθ μολογία, 14 βαθμολογώ, 14 βαθμός, 14 βάθος, 14 βάθρα, 14 βάθραχος, 133 βαθρεία, 14 βαθρηδόν, 14 βάθρον, 14
αχυρο-,
12
βάδισμα,
αχυρών,147
αχώ,
55
άχωρ,83
68
147 147
βαθμίδα,
14 14
101
169 βαθύς,
βαμβαίνω,
βάϊ,
βαμβακάς,69
14 133 βαίνω, 12 βαιός, 15 βαίτη, 13
βασανιστήριος,
βατηρίς,
βασανιστής,
βάτης,13
βακτρεύω,6
βαμβακύζω,
βακτρο-,6
βαμβακωτή,69
132 132 βάσανος, 132 βασίζω, 13 βασικός, 13 βασικότης, 13 βασιλέας, 13 βασιλεία, 13 βασίλεια, 13 Βασιλειάδα, 13 Βασιλείδης, 13 Βασίλειος, 13 βασίλεμα, 13 βασιλεμός, 13
βάκτρον,
βάμβαξ,
βασιλές,13
βαυβάω,133
Βακχάς,133
βάμμα,
βασίλευμα,
βαμμάτιον,
βασιλεύς,
βαυκαλάν,
13 133 βαπόρι, 13
13 13 βασιλεύω, 13 Βασίλης, 13 Βασιλιανά, 13 βασιλιάς, 13 Βασιλικά, 13 Βασιλική, 13 Βασιλικό, 13 βασιλικός, 13 βασιλίνδα, 13 βασιλίς, 13 βασίλισσα, 13 βασιλο-, 13 βάσιμος, 13 βασιμότης, 13 βάσις, 13
βαυζω,133
Βακχείος,
βάπτης,69
βάσισμα,13
βάω,13
βάπτησις,
βάσκ' ίθι,
13 βασκανιά, 132
βγάζω,
βαμβακεία,
69 βαμβακιά, 69 Βαμβακιά, 69 Βαμβακιές, 69
βάκλον,6
βαμβάκινος,69
βάκοα,133
βακτηρεύω, βακτηρία,
βαμβακο-,69
6
βάμβακος,
6
βάκτρευμα,
133
Βαμβακόφυτο,
6
6 133
Βακχεύς,
133 133 βακχευτής, 133 Βακχευτής, 133 Βακχεύτωρ, 133 βακχεύω, 133 Βάκχευσις,
Βάκχη,133
133 133
69 69
βαναυσώδης,137
Βάκχων,133
βαvήKες,86
βαλανάγρα,92
βανούς,13
βαλανείον,
βάνω,
βαλανείτης,
βάξις,
16 16 βαλανεύς, 16 βαλανευτής, 16 βαλανευτικός, 16 βαλανεύω, 16 βαλανιδιά, 92 βαλανίδιον, 92 βαλανίζω, 92 βαλαVΙKός, 16 βαλάvιoν, 92 βαλάvισα, 16 βαλανίτης, 92
βαπτίζω,
92
βαλανοφάγος,92 βαλανόω,92 βαλάντιον,
16
16
βαλαντιοτόμος,
16 16 βαλαντοτομέω, 16 βαλάντωμα, 97 βαλαντωμένος, 97 βαλαντώνω, 97 βαλανώδης, 92 βαλανωτός, 92 βαλβίδα, 16 βαλβιδικός, 16 βαλβιδώδης, 16 βαλβίς, 16 βαλλάντιον, 16 βαλλητύς, 16 βαλλίζω, 16 βαλλισμός, 16 βαλλιστικός, 16 βαλλίστρα, 16 βαλλιστρίδα, 16 βάλλω, 16 βαλαντοειδής,
βαλός,13 βαλσάμι,
69
βαπτηστήριον,
βαλανοδόκη,92
βαλαντιητόμος,
69 133
69 βαμμένος, 69 βαμπακάς, 69 βανά, 86 βαναυσέω, 137 βαναυσία, 13 7 βαναυσικός, 137 βάναυσος, 13 7 βαναυσουργία, 137 βαναυσουργός, 137
Βάκχευμα,133
βάλανος,
133
βαμβάκι,
Βάκις,133
Βάκχος,
133
βαμβακεύτρια,
Βακίζω,133
Βακχιάς,
133
69
βαλσαμίνη, βάλσαμον, βάλσαμος,
16 βαλσαμώνω, 16
16
βάτος,
13 14
βάτραχος,
133 14 βάτταλος, 13, 133 βατταρίζω, 133 βατσινιά,
βαύ,133
βαυβαλίζω,
133
133 133 βαυκαλίζω, 133 βαυκάλιμα, 133 βαυκίζω, 133 βαύκισμα, 133 βαυκαλάω,
βαυκός,133 βαύνη,137 βαυνός,137 βαύνος,137 βαυσδω,133
βαφείον,
69 69 βάφω, 69 βάψιμο, 69 βάψις, 69 βαφή,
βγαίνω,
13 13
βγάλμα,
βαπτισμός,69
βασκάνω,
βαπτιστής,
βασκάς,132
13
βγαλμένος,
βαπτός,69
βάσκε,13
βάπτω,69
βασκοσύνη,132
13 13 βγάλσιμο, 13 βγαλτικός, 13
βάραθρον,
βάσκω,13
βγαλτό,13
βάραθρος,
βασμίς,
βγαλτός,13
69
103 103 βαραθρόω, 103 βαραθρώδης, 103 βαράω, 16 βαρβαρίζω, 133 βαρβαρισμός, 133 βάρβαρος, 133 βαρβαρόω, 133 βάρβιτος, 133 βάρεμα, 16 βαρεματιά, 16 βαρεμένος, 16,32 βαρεμός, 16 βαρεσιά, 16
14
βγαλσιά,
βασμός,14
βγάνω,
βάσσα,
βγάρμα,13
14
βασσάρα,
14
Βασσαρεύς,
βάρησις,32
14 Βασσαρέω, 14 βασσαρικός, 14 βασσάριον, 14 βασσαρίς, 14 Βάσσαρος, 14 βασταγάρα, 13 βασταγαργιά, 13 βασταγάρι, 13 βασταγαριά, 13 βασταγάρκα, 13 βάσταγας, 13 βασταγερός, 13
βαρίζω,
βασταγή,13
13
βγαρσιά,13 βγάρσιμο,
13
βγαρτός,13 βδομάδα,
14 13 βέβαιος, 13 βέβαια,
βεβαιότητα,
13
βεβαιόω,13 βεβαίω μα,
βάρις,32
βαστάγι,
13 13 βεβαίως, 13 βεβαίωσις, 13 βεβαιωτής, 13 βεβαιωτικός, 13 βεβαρημένος, 32 βέβηλος, 13
βάρκα,
βασταγιά,
βεβηλόω,13
βαρέω,32 βάρη μα,
16,32 16
32 βαρκάδα, 32 βαρκάρης, 32 βαρκούλα, 32 βάρος, 32 βαρσαμώνω, 16 βαρύδιον, 32
βαρύς, βαρώ,
16 16
βαλσαμόχορτο, βαλσαμών,
16
βατός,
βγάλλω,13
132 132
14 14
βάτον,14
βάσκανος,
32
βαρύνω,
16
βατόμουρο,
βασκάνων,132
69 69
βαρύνομαι,
βαλσαμόδενδρο,
14
βατομουριά,
βάπτισμα,
βαρύθω,32
16
βατιά,
13
32 32 16
13 13 βάσταγμα, 13 βαστάζος, 13 βαστάζω, 13 βασταίνω, 13 βαστάκτης, 13 βαστακτικός, 13 βαστάω, 13 βαστέρνα, 13 βάστηγμα, 13 βαστώ, 13 βαταλίζομαι, 13
βασανεύω,
βάταλος,13
βασανίζω,
βατεύω,
132 132 βασανισμός, 132 βασανιστήριον, 132
13
βατέω,13 βατήρ,13
βεβαιώνω,
βεβηλώνω,
13 13 βεβριθώς, 32 βεβρός, 32, 67 βεγγαλικά, 129 βεβήλωσις,
βέθρον,1Ο3 βείδεοι,
19 20 βείομαι, 16 βέλα, 50 βελανίδι, 92 βελανιδιά, 92 βελεηφόρος, 16 βέλεμνον, 16 βελεσσιχαρής, 16 βείκατι,
170 βελικός, βελίτης,
16 16
βελομαντία,
βολβίδιον,
βλητικόν,
βολβίνη,
19 19
16 16 βλητός, 16 βλήτρον, 16
17 17
βίηφι,
16 βελόνι, 16 βελovίς, 16 βέλος,
βλητέον,
βίδυοι, βίη,
16
βελόνη,
βελοποιός,
Βιδιαίοι,
βινέω,13
βλίζω,82
βινητιάω, βιο-,
16
βλιμάομαι,
16
βιομήχανος,
16
βλιμάζω,82
13
βελουλκός,
16 16 βελοφύλαξ, 16 βέλτερος, 14 βέλτιον, 14 βελτιόω, 14 βέλτιστος, 14 βελτίων, 14 βελτιώνω, 14 βελτιώσιμος, 14 βελτίωσις, 14 βελτιωτής, 14 βελτιωτικός, 14 βεμβράς, 78 βεμβραφύη, 78 βεμβρός, 32, 67 βένθος, 14 βέσμαι, 16 βέρεθρον, 103 Βερενίκη, 31
βιός,
βελοφόρος,
βίος,
βέφυρα,85
βλαβερός,
βηλά,13
βλάβη,
17
16 16
βλιτάς,82
βιοτεία,
16 βιοτεύω, 16 βιοτή, 16 βιότης, 16 βιοτικός, 16 βίοτος, 16 βιόω, 16 βιστάκιον, 96 βίσων,17
βολή,
βοεικός,85 βόειος,
βομβέω,133
βολίδα,
131
131
βλύω,131
βλωθρός,82 βλώσις,82
16
βλώσκω,82
16
βόαμα,133
16
βιώσκομαι, βιωτός,
16
βοάριος,85 βοαρμία,85
16 16
βολεών,16
16 16 βολίζω, 16 βολικός, 16 βολίς, 16 βολίταινα, 16 βολίτινος, 16 βόλιτον, 16 βόλλα, 14 βόλομαι, 14 βόλος, 16 βολοτυπής, 16 βόμβα, 133 βομβαρδίζω, 133 βομβαρδισμός, 133 βομβαρδιστής, 133
βλύσις,
βλυσταίνω,
16
βίωσις,
βόαυλος,85
16 βλάβος, 16 βλάκας, 67 βλακεία, 67 βλακεύω, 67
βοάω,133
βοεύς,85
βόμβησις,
βλακίζω,67
βοή,
βομβητής,
βλακισμός,
βοηγενής,
βήσσω,133
βλακο-,67
βήτα,
βλακώδης,
13
βλύζω,131
βλύσσω,131
96
βιώσιμος,
βηταρμός,
30 30 βλοσυρώπης, 30 βλοσυρώπις, 30 βλοσυρωπός, 30 βλοσυρότης,
βίττακος,
βιώνω,
13, 16 13 βηματίζω, 13 βηματισμός, 13 βήξ, 133 βήσσα, 14
βλοσυρός,
βλύσμα,131
βιώνη,16
βήμα,
βλίττω,82
βιτάρια,68 βιώ,
βήλος,
82 82 βλιστηρίς, 82 βλίμασις,
16 16 βολβίον, 16 βολβίτιον, 16 βολβιτίς, 16 βολβοειδής, 16 βολβός, 16 βολβοτίνη, 16 βολβώδης, 16 βόλεμα, 16 βολεμένος, 16 βολετός, 16 βολεύς, 16 βολεύω, 16 βόλεψη, 16
βοειακός,
67
85
133
βοηγία,
67
85
85
85
βοηδόν,85
13 βητάρμων, 13 βήχας, 133 βηχία, 133 βηχικός, 133 βηχίον, 133 βηχώδης, 133 βία, 17 βιάζω, 17 βίαιος, 17 βιαιότης, 17 βιαρκής, 17 βιασμός, 17 βιαστής, 17 βιαστός, 17 βιατάς, 17
βλάμμα,16
Βοηδρόμια,
βλάξ,67
βοηδρομίη,
βιάω,17
βλαστόω,16
βιβάζω,13
βλάσφημος,
βιβάσθω,13
βλάτταν,
βίβασις,
βλαπτικός, βλάπτω,
16
16
βλάσαμον,
16 βλασταίνω, 16 βλαστάνω, 16 βλαστάρι, 16 βλαστάριον, 16 βλαστείον, 16
85 85 Βοηδρομιών, 85 βοηδρόμος, 85 βοήθεια, 133
βορβορίζω,
βόημα,133
βοηοδρομέω, βόησις,
85
133
βοητό,133 βοητός,133
βοθρεύω,14 βόθρος,
133
133 133 βορβορόπη, 133 βόρβορος, 133 βορβορόω, 133 βορβορυγή, 133 βορβορυγμός, 133 βορβορύζω, 133 βορβορώδης, 133 βορβόρωσις, 133 βορβός, 16 Βορεάδαι, 133 Βορεάδης, 133 Βορεάς, 133 βορβορο-,
βλάψις,16
14 14 βοιδάριον, 85
βιβαστής,
βλεμεαίνω,38
βοίδης,85
βορέας,133
βιβάω,13
βλέμμα,
βοίδιον,85
Βορεασμός,
βίβημι,
13
βλέπος,38
βοΊδιον,85
Βορέης,133
βιβλάριον,
βλεπτικός,
βόίζω,133
Βορεήτις,
βιβλιακός,
βλέπω,
βοϊκός,85
Βορειάς,
13 13
17 17 βιβλιάριον, 17 βιβλίδιον, 17 βιβλικός, 17 βίβλινος, 17 βιβλιο-, 17 βιβλιοθηκάριος, βιβλιοθήκη, βιβλίον,
17
17
βιβλιοφόρος,
17
βιβλίς,
17 βίβλος, 17 βιβρώσκω, βίδεοι,
19 βίδεος, 19
103
βόθυνος,
16
38 38
38
βλεφαρίδα, βλεφαρίζω,
17
16
133
βοόω,85 βοράς,
βλάστη,
16 βλαστημός, 16 βλάστησις, 16 βλαστός, 16
βομβώ,
βοήθημα,
βλαστέω,16
16
βόμβυξ,133
βοηθέω,133
133 βοηθόος, 133 βοηθός, 133 βοηθώ, 133 βοηθών, 133
βλάστημα,
133 133 βόμβος, 133 βομβύκια, 133 βομβύλη, 133 βομβυλιάζω, 133 βομβυλώς, 133
38 38
133 133 Βορεινό, 133 βορεινός, 133
βόισμα,133
βοϊστί,
85
βλεφαρίς,38
Βοιωτάζω,
βλεφαρίτις,
Βοιωταρχέω,
βλέφαρον,
Βοιωτάρχης,85
38 38
βόρεως,133
85 85
Βορεύς,
133 133 Βορηιάς, 133 Βορεώτις,
βλέφυρα,85
Βοιωτία,
βλεψίας,38
Βοιωτιακά,
Βορηίς,133
βλέψις,
38 βλήδην, 16 βλήμα, 16 βλής, 16
Βοιωτίδιον,
Βορής,133
Βοιώτιος,
βοριάς,
βληστρίζω,
16 βληστρισμός, 16 βλήτειρα, 16
133
85 85 85 85
133
Βοιωτιουργής,85
βορίζω,133
Βοιωτίς,85
βορικός,
Βοιωτός,
Βορισθενέϊτης,
βολαίος,
85 16
βολβάριον,
133
βόρμος,1Ο3
16
βορόσκεπο,
133
133
171 Βορραίος,
βουλείον,
βουτσάς,
βραστερός,
βορράς,
βούλευμα,
βουτσέλα,
βραστήρ,32
133 133 Βορράς, 133 Βορυσθένης, 133 βόσις, 13 βοσκάς, 13 βοσκή, 13 βόσκησις, 13 βοσκός, 13 βόσκω, 13 BoσJωρανός, 85 BoσJωρείoν, 85 BoσJώρειoς, 85 BoσJωρηνός, 85 BoσJώριoς, 85 BόσJωρoς,85 βοστρυχίζω,
13 βοστρυχίς, 13 βόστρυχος, 13 βοστρυχόω, 13 βοστρυχυδόν, 13 βοτάμια,13 βοτανη-,13 βοτάνη,13 βοτανία,13 βοτανίζω,
13
βοτανισμός, βότανον,
13
14 14 βουλευτεία, 14 βουλευτήριον, βουλευτής,
14
βουτσινάδικο,
14
βουλεύω,14
βουτσινάς,
βουλή,
βουτυράδικο,
14
βούληγμα, βούλησις,
14 14 βούλιαγμα, 16 βουλιάζω, 16 βούλιγμα, 16 βουλιέμαι, 14 βουλιμία, 85 βουλιούμαι, 14 βούλισμα, 16 βουλοκέρι, 16 βούλομαι, 14 βουλυτός, 85 βούλωμα, 16 βουλώνω, 16 βουλωτήρι, 16 βουλωτής, 16 βουλωτός, 16 βούμαστος, 80 βουλητός,
βοτήρ,13
βουναλάκι,
βοτής,
βουνί,
15
βραστός,
32 133 Βραυρών, 136 Βραυρώνα, 136 Βραυρώνια, 136 βραχίονας, 32 βραχιόνιος, 32 βράταχος,
15
βραχιονιστήρας,32 βραχιονοτομία, βραχιοτομία, βραχίων,32 βράχνα,
βοωτέω,85 βοώτης,85
βραχυ-.,33
βραβεία,
βραχύνω,
βοώδης, βοών,
βραχνάδα,
85
85
βοώπις,85
33 βραβείον, 33 βραβεύς,33
33 33 βραχύτης, 33
βραβευτής,
βράχω,1Ο3
βραχύς,
33 33 βραγχαλέος, 102 βραγχάω, 102 βραβεύω,
βρέ,85 βρέγμα,
131
βρεγματικός,
131 131 131
βράγχη,1Ο2
βρεγμένος,
βοτόν,13
13 βουνιά, 85
βραγχία,
βρεμένος,
βότραχος,
133 βοτρυδόν, 13 βοτρύϊος, 13 βοτρυόεις, 13 βοτρυόομαι, 13
βουνίζω,13
βραγχίασις,
βρέμω,1Ο3
βοτρυοσταγής,
βουνοκορφή,
13
βοτρυοφόρος, βότρυς,
13 13
13
βότρυχος,
βούνις,
βουνίσιος, βουνίτης, βουνό,
13 13
13 13 13
βουνοκόρφι, βουνόν,
13
13 βοτρυώδης, 13 βότσαλο, 14 βου-, 13
βουνός,13
βούβα,133
βούπαις,85
βουβάδα,
133 βουβαίνω, 133 βουβάλα, 85 βουβάλι, 85 βούβαλις, 85 βούβαλος, 85 βούβαμα, 133 βουβαμάρα, 133 βουβαμός, 133 βουβός, 133 βoυβόσιruλo, 133 βουβών, 13 βουβωνιάω, 14 βουβώνιον, 14 βουβωνίσκος, 14 βουβωνοκύλη, 14 βουβωνόομαι, 14 βουβωνοφύλαξ, 14
βούπαλις,85
βουδιά,85
βουνοσειρά,
13 βουνόχαρος, 13 βουνώδης, 13
βούπρωρος, βούρδουλας, βούρτσα,
85 85
22
βουρτσάδικο,
βούκος,85 βούλα,
16
32 131 βρέξιμο, 131 βρέξις, 131 βρεφικός, 131 βρέφων,131 βρεφο-,
131
βρεφοκομείον,
βράδος,33
131 131 βρεφοκομώ, 131 βρεφόομαι, 131 βρέφος, 131
βραδυ-,33
βρεφόω,131
βράδυ,
βρεφύλλων,
33
βραδυνός,
βρεφοκόμος,
131 131 βρεφωδώς, 131
14 14 βουτακίζω, 14
βρακάς,1Ο3
βριερός,32
βουτάκιας,
βρακάτος,
βρίζω,
βουτακώ,14
βρακο-,1Ο3
βριθοσύνη,32
βούτας,
βράκος,1Ο3
βριθύς,32
βρακού,1Ο3
βρίθω,
βρακώνω,
103 βρακωτός, 103
βριμάζω,32
βρασερός,32
βρίμη,32
βρασίλα,
βρίμημα,32
βουστροφηδόν, βούτα,
85
14
βουτηγμένος,
133 βουητό, 133 βουητός, 133 βουίζω, 133 βούισμα, 133 βουκαίος, 85 βουκόλησις, 85 βουκολικός, 85 βουκόλος, 85
βρενθύνομαι,
βρέξη,
βουτακιάζω,
βους,85
βουή,
βουζιά,85
32 32
βρένθος,
βρεφώδης,
βούζω,133
133
βρένθειος,
33 βράδυνσις, 33 βραδύνω, 33 βραδύς, 33 βραδυσμός, 33 βραδύτης, 33 βραδύτητα, 33 βράζω, 32, 102 βράκα, 103 βρακάκι, 103
22 βουρτσάκι, 22 βουρτσάρω, 22 βουρτσιά, 22 βουρτσίζω, 22 βουρτσισιά, 22 βούρτσισμα, 22
14 βουτάω, 14 βούτη, 14 βούτηγ μα, 14
βουερός,
102 102 βραγχιάω, 102 βράγχιον, 102 βραγχνός, 102 βράγχος, 102 βραγχώδης, 102 βραδάκι, 33 βράδι, 33 βραδιά, 33 βραδιάζω, 33 βράδιασμα, 33 βραδιάτικός, 33 βραδινάτα, 33 βραδινός, 33, 104
13
32 32
102 102 βραχνερός, 102 βραχνιάζω, 102 βράχνιασμα, 102 βραχνο-, 102
βουχανδής,85
13
32
βράστης,32
114 114 βουτυρένιος, 114 βουτυρίλα, 114 βουτυρο-., 114 βούτυρον, 114 βουτυτάτος, 114 βουτώ, 14 βούφαρον, 28 βουφόνια, 85
βούλημα,14
32
βραστήρας,
βουτυράς,
16
βουναία,13
13
15 15 βουτσέλι, 15 βουτσί, 14
βούτημα,
14
βουτημένος, βούτημο,
14
14
14 βουτηχτά, 14 βουτηχτής, 14 βουτηχτός, 14 βουτήχτρα, 14 βουτιά, 14 βουτίνα, 14 βουτσάδικο, 15
βρακί,
103
βρέχμα,131 βρεχμός,
131 131
βρέχω,
βρι,
32
Βριάρεως,
32
βριαρός,32 βριαρότης,
32
βρίθος,32
103
32
βριμάομαι,
32
βρασίμετρο,32
βριμόομαι,
βράσιμο,
Βριμώ,32
32 βράσις, 32 βράσμα, 32
βρίμωσις, βριξιά,
βρίξιμο,32
32
33
βρισάρματος,32
32
βράσσω,32
32
32
βρασμόμετρο, βρασμώδης,
32
βρίνθος,32
βρασματίας,32 βρασμός,
32
βριάω,32
32
βρίσδα,
104
Βρισεύς,33
172 Βρισηίδα,
βροχετός,
βύζασμα,
βυζάστρα,
γάγγαμον,
βρόχθος,78
84 84 βυζαχτής, 84 βυζάχτρα, 84
γαγγαμευτής,
βροχή,
βρισίδι,
βρόχι,
βύζην,13
γάγγλων,
βρίσιμο,
βροχιάζω,
βυζί,
γαγγλιώδης,
33
131 131 βροχθίζω, 78
Βρισηίς,33 βρισιά,
33
βρισιάρης,
33
33 32 βρίσκω, 33
βρογχοκήλη,
78
78
βρογχωτήρ,
78
βύζω,13
βροχίς,
βυθάω,14 βυθίζω, βύθιος,
Γαδαρηνός,85
βρόχινος,
131
84
βυζοσκάμπηλο,
84
βυζούδι,
84 βύζουνας, 84 βυζoύvι, 84
14 14 βυθισμός, 14 βυθός, 14 βύθρακας, 133
Γαδαρεύς,85
βρομέω,1Ο3
78, 131 βρόχισις, 78 Βροχίτσα, 131 βροχο-, 131 βρόχος, 78 βροχούλα, 131 βροχούρα, 131
βυκάνη,133
Γαδειρεύς,
βρομησιά,
βρόχω,78
βυκανισμός,
βρομιά,
βροχωτός,
βρόμα,
103 βρομασιά, 103 βρομάω,1Ο3 βρομερός,
103
βρομερότητα,
103
103 103 βρομιάζομαι, 103 βρομιάρης, 103 βρομιάρικος, 103 βρομιάς, 103 βρομίζω, 103 βρόμικός, 103 βρόμιος, 103 βρόμισμα, 103 βρομισμένος, 103 βρομο-, 103
γαία,
βρυάκτης,
131 βρυασμός, 131 βρύγδην, 102 βρύγμα, 102 βρυγμός, 102
βυνέω,13
Γαία,
βύρσα,
γαιάοχος,
78
22
βυρσεύω,22
γαϊδούρι,
βυρσίνη,22
γαϊδουρινός,
βρύζω,78
βύρσινον,
γαιηγενής,
βρύκω,1Ο2
βύρσινος,
βρύλλον,
βυρσίς,22
Γαιήιος,85
βυρσοδεψείον,
22 βυρσοδεψέω, 22 βυρσοδέψης, 22 βυρσοδέψιον, 22
γαιήοχος,
βρυόομαι,
βυρσοπαγής,22
γάϊος,85
βρύσις,
βυρσοτενής,
γαιόω,85
78 78
βρύλλω,
78 78 78 131
22 22
22 22
γαίμα,
γαιο-,85
βυρσοτόνος,
βρύτια,131
βυρσόω,22
γαιών,
βρύτον,131
βυρσώδης,
γάκινος,85
βρύτος,131
βύσμα,
βρυχάομαι,
βύσον,13
βρυχετός,
βυσσοδομώ,
102 102
22
γαίω,140
85
γακτός,
13
γάλα,
14
144
86
γαλαζίζω,
72 72
βρυχή,1Ο2
βύσσωμα,13
γαλάζιος,
βρυχηδόν,
102 102 βρύχημα, 102 βρυχητής, 102 βρύχιος, 102
βύστρα,
γαλαζοαίματος,
βρυχηθμός,
βυτίνα,
βρύχω,1Ο2
βυτσοτόμος,
γαλακτίας,
βρύω,131
βύω,13
γαλακτιάω,
βρώμα,
13 15
γαλαζόπερτα,
βυτιοποιός, βυτίος,
βυτιοφόρο,
15 22
βωμολόχευμα,
βωμολοχεύομαι,
γαλάνω,72
βωθέω,133
βρωμέω,1Ο3
βώλορ,13
βρώμη,
βώλος,
βωλάζω,13 βώλαξ,13
103 βρωμήεις, 103 βρώμησις, 103 βρωμητής, 103 βρωμήτωρ, 103
Βώμιος,
13 14
βωμαίος,
βώμαξ,14 βώμιος,
14 14 14
βωμίς,
βωμισκάριον,
βρότος,82
βρωμώδης,
βωμίσκος,
βρωτήρ,1Ο3
103
βρωτόν,1Ο3 βρωτός,1Ο3 βρωτύς,1Ο3
14 14 βωμολοχέω, 14 βωμολοχία, 14 βωμολόχος, 14 βωμovίκης, 14 βωμός, 14 βωμόσπειρα, 14 βωνίτης,13
βύζαμα,
βωστρέω,
βυζανιάρικο, βυζάνω,
84
βυζάρα,84 βυζαρού,
84
84
14
14 βω μίστρια, 14
βύζαγ μα,
84 84
γαλαlJ:,ω,72
86 86 γαλακτίζω, 86 γαλακτικός, 86 γαλάκτινος, 86 γαλάκτιον, 86 γαλακτίς, 86 γαλακτίτης, 86 γαλακτο-, 86 γαλακτοειδής, 86 γαλακτώδης, 86 γαλάκτωσις, 86 γαλανάδα, 72 γαλάνεια, 141 γαλάνης, 72 γαλάνι, 72 γαλανός, 72
103 βρωματικός, 103 βρωματώδης, 103
103 βρωσείω, 103 βρώσιμος, 103 βρώσις, 103 βρωτέος, 103
72 72
72 86
γαλαθηνός,
βώδιον,85
103
βρωμάομαι,
βρωτικός,
γαλαζώνω,
15
15
βρωμώ,1Ο3
133 βρούχημα, 102 βρουχητό, 102 βρουχητός, 102 βρουχιέμαι, 102 βρούχισμα, 102 βροχάδα, 131 βροχάρης, 131 βροχαριά, 131 βροχαρίζω, 131 βρόχεως, 131 βροχερός, 131 βροχερότης, 131
85 85 146
γαιηφάγος,
βρύτεα,131
βρώμος,1Ο3
16
54 85
γαίηθεν,85
βροτός,82
βρουβός,
85 54 54
γάϊδαρος,
βρύον,
βρούχετος,
85 85
βυρσεύς,22
βρύξ,1Ο2
βροτόω,82
85 85 Γαδειρίτης, 85 γαεών,85
βρομύλος,
82 βροτόομαι, 82
85
Γ αδειραίος,
βύκτης,133
βρομούσα,
βροτόεις,
Γάδειρα,
βρυάζω,131
βρυν,
βροτο-,82
133
Γαδαρίς,85
βυκάνω,133
βρόμος,1Ο3
103 103 βρομώ, 103 βρονταίος, 103 βροντάω, 103 βροντείον, 103 βροντή, 103 Βροντή, 103 βρόντηγμα, 103 βροντηδόν, 103 βρόντημα, 103 βροντημός, 103 βροντησμός, 103 βροντητά, 103 βροντηχιά, 103 βροντηχιός, 103 Bρovτισμένη, 103 βροντο-, 103 Βροντομάς, 103 βρόντος, 103 Βροντού, 103 βροντώ, 103 βροντώδης, 103 βρόταχος, 133 βρότειος, 82 βροτήσιος, 82
143 143
γαγγλωειδής,
βρόχιος,78
βροχίζω,78
βρόγχια,78
γαγγαμουλκός,
143 143 γάγγραινα, 143 γαγγραινικός, 143 γαγγραινόομαι, 143 γαγγραινώδης, 143 γαγγραίνωσις, 143 Γάδαρα, 85
78 βρόχιασμα, 78 βροχίδα, 78
βρογχία,78
βρόγχος,
78
143
143
133 13
γαλαξαίος, γαλαξήεις,
86 86
γαλάξια,86 γαλαξίας,
86 86 Γαλάται, 54 γαλατσίδα, 86 γαλεάγρα, 85 Γαλαξιών,
βωτιάνειρα,
γαλέη,85
βώτωρ,13
γαλεοειδής,
γα,
γαλεός,85
65, 85 γάβρος, 140
γαλεώτης,
85
85
173 γαληναία,
141 141 γαληναίος, 141 γαλήνεια, 141 γαλήνη, 141 γαληνής, 141 γαληνιάζω, 141 γαληνιάω, 141 γαληνίζω, 141 γαληνισμός, 141 γαληνός, 141 γαληνότης, 141 γάλι, 141 γάλια, 141 γαλιδεύς, 85 γαλινά, 141 Γαλλία, 54 Γάλλος, 54, 141
γανίλα,140
γέγωνα,
γαληναίη,
γάνος,
γεγώνησις,
γαλόω,86 γάλων,
86 γαμάω, 86 γαμβρός, 86 γαμετή,86 γαμέτης,
86
γαμετο-,86
γαμετρία,
85
γαμέω,86 γαμήκουλας,
86 γαμήλευμα, 86 γαμήλιος, 86 Γαμηλιών, 86 γαμημένος, 86 γαμησείω, 86 γαμήσι, 86 γαμησιάτικα, 86 γαμηστερός, 86 γαμητέον, 86 γαμίζω,86 γαμικός,86 γαμιόλα,86 γαμιόλης,
86
γάμιος,86 γάμμα,
86
γαμμακισμός,
86
γαμματίζω,
86 86 γαμματίσκος, 86 γαμματοειδής, 86 γαμμοειδής, 86 γαμμάτιον,
140 Γάνος, 140
γελώων,140
86
Γανόχωρα,140
86 γεγωνίσκω, 86 γεγωνοκώμη, 86
γανόω,140
γεγωνός,86
γάνυμαι,
γεηρός,85
140 Γανυμήδης, 140 γανύσκομαι, 140 γάνυσμα, 140 γανώδης, 140 γάνωμα, 140 γανωματάς, 140 γανωματής, 140 γανώνω, 140 γάνωσις, 140 γανωτζής, 140 γανωτής, 140 γανωτός, 140
γέμα,148
γεματίζω,
γεϊκός,85
148 26 γεμίζω, 26 γέμισμα, 26 γεμιστός, 26
γείνομαι,
γέμμα,86
86
γεμάτος,
γειόθεν,85
γέμος,26
γειοκόμος,
85 γειομόρος, 85 γειοπόνος, 85
γέμω,26
γείος,85
γενεαλόγημα,
γειοτομία,
85
86
γενεαλογέω, γενεαλογία, γενέθλη,86
γάρ,65
85 γεισιποδίζω, 85 γεισιπόδισμα, 85 γείσον, 85 γεισόποδες, 85
γαργαίρω,
γεισόω,85
γενειάδα,
γείσωμα,
γενειάζω,
148 γαργάλη, 143 γαργαλίζω, 143 γαργάλισμα, 143 γαργαλισμός, 143 γάργαλος, 143 γάργαρα, 148 γαργαρεών, 147 γαρίδα, 59 γάρος, 143
γεισηπόδισμα,
γενάρχης,
85 γείσωσις, 85 γείταινα, 85 γειτνία,85 γειτνιάζω,
γαρύω,77
85 85 γειτνίασις, 85 γειτνιάω, 85 γείτονας, 85 γειτονεύω, 85 γειτονέω, 85
γάσσα,
γειτόνημα,85
γαρότας,85
141 γαστέρα, 140 γαστερό, 140 γαστερόχειρ,
140 140 γαστρ-, 140 γαστρα-, 140 γάστρα, 140 γαστραία, 140 γαστρερό, 140 γαστρι-, 140 γαστρίδων, 140 γαστρίζω, 140 γαστρικισμός, 140 γαστρικός, 140 γαστρίνη, 140 γαστρίον, 140 γάστρις, 140 γαστρισμός, 140 γαστρο-, 140 γαστροειδής, 140 γαστροιίς, 140 γαστρόχειρ, 140 γαστρώδης, 140 γάστρων, 140 γάτα, 85 γαστήρ,
γεΙΤVΙΑKός,
γειτόνησις,
85 85 γειτονία, 85 γειτoVΙΆΩ, 85 γεΙΤOVΙKός, 85 γειτoΣΎVΗ, 85 γειτόσυvoς, 85 γείτων, 85 γειωμένος, 85 γειώνω, 85 γειτovιά,
γενέθλιος, γένεθλον, γένεια,86
86 86 γενειάς, 86 γενείασις, 86 γενειάσκω, 86 γενειαστήρ, 86 γενειάτης, 86 γενειάω,86 γενειήτης, γενειόλης,
γενειοφόρος,
86 γένεσις, 86 γενέτειρα, 86 γενετή, 86 γενετή ρ, 86 γενέτης,86 γενετήσιος,
6
γελαδινός,
86
γενέτωρ,86 γενή,86 γένησις,86 γενητός,86 γενικώς,
6
86 86 γεννάδας, 86 γενναιο-, 86 γενναίος, 86 γενναιότης, 86 γεννάω, 86 γέννημα, 86
140 140 γαυριάω, 140 γαύρος, 140 γαυρότης, 140
6 6 γελανής, 140 γελανόω, 140 γελασείω, 140 γελάσιμος, 140 γελασίνος, 140 γέλασις, 140 γελάσκω, 140 γέλασμα, 140 γελαστής, 140 γελαστικός, 140 γελαστός, 140 γελαστύς, 140 γελάω, 140 γελγιδόομαι, 16 γελγίς, 16
γαυρόω,140
γέλω,140
γεραω-,
γαμψόω,57
γαύρωμα,140
γελοιάζω,
γδέρνω,
22 γδουπέω, 115 γδούπος, 115 γδύματα, 117 γδυμνός, 117 γδύνω, 117 γδύσιμο, 117 γδυτός, 117 γέα, 85
140 140 γελοιαστής, 140 γελοιάω, 140 γελοίος, 140
γεραώς,143
γαμψωλή,57
γελοιασμός,
γεραίρω,
γέλοως,140
γεράκι,
γεάοχος,85
γέλως,140
γανάω,140
γέγειος,85
γέλωτας,
γανιά,140
γεγές,
γελωτο-,
γαμο-,86
γαμόνη,86 γαμόντη,86 γάμος,
86
γαμπριάτικος, γαμπρίζω,
86
86
γαμπρίκειος, γαμπριλίκι,
86 86
γαμπρίσιος,86
γάττα,85
γαμπρολογώ,
γαύρηξ,
86
γαμπρός,
86 γαμφαί, 57 γαμφηλαί, 57 γαμψός, 57 γαμψότης, 57
γαυρίαμα,
γαμψώνυξ,
57 γαμψώνυχος, 57 γαμώ, 86 γαμώτο, 86 γανά,86 γάνα,
140
Γαναδώ,140 γανάεις, γανάρα,
140 140
144
γελαδίσιος,
γελοώτης,
140 140
γελοιωδώς, γελόω,140 γελώ,
140 140 140
86
γενέσιος,
γενικός,
γελάδι,
86 86
γένειον,86
γελάδα,
γελαδάρης,
86 86 86
γενεθλίωμα,
γείωσις,85
6
86 86 86
γεννηματικός,
86 86 γεννητής, 86 γεννητικός, 86 γεννητός, 86 γεννήτρια, 86 γεννήτωρ, 86 γΕVVΙKός, 86 γεννοδότειρα, 86 γένος, 86 γενούστης, 86 γεννήτειρα,
γένυς,86 γεράζω,
144 143 27
γεραίτατος, γεραίτερος,
γέρακας,
143 143
35 35 γερακίνα, 35 γεραλαίος, 143 γεράματα, 144 γεράνδρυον, 143 Γεράνεια, 27 γεράνι, 27 Γεράνι, 27
174 Γεράνια,
27 27 γεράvιoν, 27
γεωγραφικός,
γιατρός,
γερανίας,
γεωγράφος,
Γιγάντειος,
γερανοβωτία,
γεώδης,
γεωδαισία,
27 γερανογέφυρα, 27 γερανός, 27 γέρανος, 27 γεραός,144 γεραρός,
γέρας,
143
27
γεράσιμος,
27 γερασφόρος, 27 γερατειά, 144 γέρικα, 144 γέρικος, 144 γέρμα, 144 γερμένος, 144 γερνάω, 144 γερνώ, 144 γέρνω, 144 γεροβολιά, 42 γεροντάματα, 144 γέροντας, 144 γερόντειος, 144 γεροντεύω, 144 γεροντία, 144 γεροντίας, 144 γεροντιάω, 144 γεροντίζω, 144 γεροντικός, 144 γερόντων, 144 γεροντισμός, 144 γεροντο-, 144 γεροξούρας, 33 γερός, 8 γέρος, 144 γεροσύνη, 8 γερουσία, 144 γερουσιακός, 144 γερουσιαστής, 144 γερούσιος, 144 γερoφκιαγμέvoς, 8 γερoφτιαγμέvoς, 8 γερoφτιασμέvoς, 8
85 85 85
85
γεωμετρία,
85 γεωμετρικός, 85 γεωμορέω, 85 γεωμορία, 85 γεω1WVέω, 85 γεωJWVία, 85 γεωπόνος, 85 γεωργέω, 85 γεώργημα, 85 γεωργήσιμος, 85 γεωργία, 85 Γεωργία, 85 γεωργικός, 85 γεωργός, 85 γεωργώδης, 85 γεωτραγία, 85 γη, 85 γηγενέτης, 85 γηγενής, 85
γλαυκινίδιον,
45
γλαύκινος,
85
γιγαντία,
γλαυκίσκος,69
Γιγαντιάω,
γλαυκόομαι,
85 85 γιγαντικός, 85 ΓιγαVΤΙKός, 85 γιγαντο-, 85 γιγαντολέτης,
85 85
γιγαντώδης, Γίγας,
γλαύξ,69
85
γιγγλυμοειδής,39
γλαύσσω,69
γιγγλυμόομαι,
γλάφυ,143
γιγγλυμός,
39
γλαφυρία,
39 39
γιγγλυμωτός,
143 143 γλαφυρότης, 143 γλαφυρότητα, 143
γίγνομαι,
γλάφω,143
γίγγλυμος,
γλαφυρός,
γιγγλυμώδης,39
Γήδειρα,85 γήδιον,85
γιόμηση,26
141
69 69 γλαυκότης, 69 γλαύκωμα, 69 γλαυκώπις, 69 γλαύκωσις, 69 γλαυκός,
39 86 γιγνώσκω, 11 γίδα, 35 γίνομαι, 86 γιόμα, 26, 148 γιοματάρι, 26 γιοματίζω, 148 γιομάτος, 26
γηθαλέος,
γιομίζω,
26 26
γλείφτρα,
37 37 γλειψιάρης, 37 γλείφω,
γλειψιματίας,37 γλείψιμο,
37
γλεντοκόπημα,
140 140 γλεντοκοπώ, 140 γλεντώ, 140 γλεντοκόπι,
γηθεία,86
γιομόζω,
γήθεν,85
γιόμωση,26
γλεύκη,
γηθέω,
γιορτάζω,
γλέφαρο,38
141
γήθος,
141
γηθοσύνη, γηθόσυνος, γήθω,
γλέΊWJ,38
29 γιορτάσι, 29 γιορτή, 29
γηθιά,86
141 141
γιορτιάτικος, γιορτινός,
69
γλήγορα,
27
γλήμη,1Ο6
29
γλημώδης,
106
γλήν,37
29
γιορτολόγημα,
141
29
γλήνη,37
γήϊνος,85
γιορτολόγι,
γηίτης,85
γιός,35
γλία,37
γηλεχής,
76
γιοφύρι,
85 85 γιώτα, 44 γκάϊδα, 54 γκάϊντα, 54 γκαμήλα, 88
γλίνα,
γημόρος,85
Γιωργία,
γ λινερός,
γκάργκα,58
γλίντσα,
γκαρίζω,
γλιντσιάζω,37
γηραώς,143 γηραλέος,
143
γήραμα,143 γήρανσις,
143 γηραός, 143 γηράς, 143 γήρας, 143 γηράσκω, 143 γηρατειά, 143 γηρατιά, 143
29
γληνός,
140
37 37
γλίνη,37 γλινιάζω,37 γλινιάρης,
37
γλινό,37
37
143 143 γηροκόμησις, 143 γηροκόμος, 143 γήρος, 143 γηΡυΥόνη, 77 γήρυς, 77
54 γκάρισμα, 54 γκάστρι, 140 γκαστριά, 140 γκάστρωμα, 140 γκαστρωμένος, 140 γκαστρώνω, 140 γκλίνα, 37 γκόμα, 66 γκούβα, 41 γκρατσουνίζω, 143 γκρεμίζω, 63 γκρεμός, 63 γκρίνια, 143 γκρινιάζω, 143 γκρινιάρης, 143
γηρύω,77
γλάδω,140
γητεία,
86 γήτεμα, 86 γητευτής, 86 γητεύτρια, 86 γητεύω, 86
γλαμάω,1Ο6
γήτης,85
γλάμων,1Ο6
γητομέω,85
γλάξ,86
γηφαγέω,85
γλάρα,141
γηφάγος,85
γλαριάζω,
38 38 γλιτώνω, 38 γλίχομαι, 37 γλοιά, 37 γλοία, 37
γεφυρόω,85
γήχυτον,85
γλαρός,
γλοιάς,37
γεφυρώνω,
για,
γέρρα,71 γερράδια, γέρρον,
71 71
γερροχελώνη,
71
γέρσιμο,
144 144 γερτός, 144 γέρων, 144 γευθμός, 148 γεύμα, 148 γευματίζω, 148 γεύσις, 148 γευστήρων, 148 γεύστης, 148 γευστικός, 148 γευστός, 148 γεύω, 148 γέφυρα, 85 Γέφυρα, 85 γεφύρι, 85 Γεφύρια, 85 γεφύριov, 85 γεφυριστές, 85
γηράω,143
γερτά,
γηρείον,
γεφυρο-,85
Γεφυρούδι,
85
85 γεφύρωσις, 85 γεφυρωτής, 85 γέψη, 148 γεω-,85
γεωγραφέω, γεωγραφία,
85 85
69
69
143
γήρημα,77 γηρο-,
143
γηροκομείον,
γηροκομεύω,
85
γιαγιά,
144 γιαλός, 35 γιασεμί, 45 γιατί, 21 γιατρεύω, 45 γιατρικό, 45
γ λιντσιάρικος,
37
γλίντσιασμα,37 γ λιστεράδα,
44 44 γλιστράδα, 44 γλιστράω, 44 γλίστρημα, 44 γλιστρίδα, 44 γλιστερός,
γλισχραίνομαι,
37
γλίσχρασμα,37 γλισχρεύομαι,
γλαμυξιάω,
37 37 γλίσχρος, 37 γλισχρότης, 37 γλίτζιασμα, 37 γλίτσα, 37 γλιτσιάζω, 37 γ λιτσιάρικος, 37
γλάμυξος,
γλίτσιασμα,37
106 106 γλαμυρός, 106 γλαμώδης, 106
141 141 γλάρος, 75 γλάρωμα, 141 γλαρώνω, 141 γλάστρα, 140 Γλάστρα, 140 γλαυκίδιov, 69 γλαυκίζω,69
γλισχρία,
γλίτωμα,
γλιτωμός,
γλοιόομαι,
37
γλοιοποιέομαι, γλοιός,
37, 44 γλοιώδης, 37 γλοίωμα, 37 γλοιώνω,37 γλοίωσις,
37
37
175 γλόμπος,
γλωχίν,
69
146 146
γοητευτικός,
γoύvων,86
γοητεύτρια,
γουργουρίζω,
86 86
γλούτια,76
γλωχίς,
γλουτός,
γναθμός,86
γοητεύω,
γλυκάζω,69
γνάθος,
γοητής,86
γούρνα,
γλυκαίνω,
69 γλυκαίος, 69 γλύκανσις 69 γλυκαντικός, 69 γλύκασμα, 69 γλυκασμός, 69
γναθόω,86
γοητικός,
γουρουνάς,
γνάθων,
γοητρίς,86
γλύκειος,69 γλυκερός,
76
86 86
γναθώνιος,
86
69 γλυκίζω, 69 γ λυκίνας, 69
86
γομόω,26
143 143 γουρουνιά, 143 γουρουνίσως, 143 γουρουνο-, 143 γουρουνοχαρά, 143 γραία, 144 γραίνω, 143 γράμμα, 143
γόμωσις,
γραμμάρων,143
γονατιά,
γραμματεία,
γραμματεύς,
γόητρον,
γνάμπτω,57 γνάπτω,39
γομαριά,26
γνάπτωρ,39
γομοθυρίδα,
γναφάλιον,
γόμος,
39 γνάφαλλον, 39 γναφείον, 39 γναφεύς, 39
γόμα,
26
26
γλύκιστος,69
γνάφος,39
γλυκίων,69
γνάφω,39
26 86 γονατίζω, 86 γονατισμός, 86 γόνατο, 86
γλυκο-,69
γνάψις,39
γονάω,86
γλυκόεις,69
γνέθω,
39 39 γνέσιμο, 39 γνήσιος, 86 γνησιότης, 86 γνησιότητα, 86 γνοιάζομαι, 11 γνοφερός, 117 γνόφος, 117
γονεία,86
γλυκύς,
γνέμα,
γονεύς,
γνοφόω,117
γονιμότης,
γνοφώδης,
γονιμώδης,
γλύκιος,69 γλυκισμός,
γναφεύω,39
69
69
γλυκυσίδη,69 γλύκυσμα,
69 γλυκύτατος, 69 γλυκύτερος, 69 γλυκύτης, 69 γλύκων,69 Γλύκων,69 Γλυκώνειος, γλύμμα,
69
143
117
γραμματιζούμενος, γραμματίζω,
γραμματικεύομαι,
γονικός,
γραμματικός,
86
γονιμοποίησις, γονιμοποιώ, γόνιμος,
86
γονοποιός, γονοποιώ,
γλώξ,146 γλώσσα,
γοατάς,86
γόρτυξ,28
γογγύζω,
γούβα,
γογγυλέω,
γουδί,
76 Γλώσσα, 76 γλωσσάκι, 76
86 43 γογγύλη, 43 γογγυλίζω, 43 γογγυλίς, 43 γογγυλο-., 43 γογγύλος, 43 γόγγυλος, 43
γλωσσαλγός,76 γλωσσάρι,
76
γλωσσάριον,
76 76 γλωσσεύω, 76 γλώσσημα, 76 γλωσσιάζω, 76 γλωσσίδα, 76 γλωσσίδι, 76 γλωσσικά, 76 γλωσσικός, 76 γλωσσίς, 76 γλωσσίτης, 76 γλωσσάς,
γογγύλω,43 γογγυλώδης,
43 86 γογγυσμός, 86 γόγγυσος, 86 γογγυστής, 86 γόγγυσις,
γοεδνός,86
γλωσσο-,76
γοερός,
γλωσσοκομείον,
76
γλωσσός,76 γλωσσώδης,
γλωττηματίζω,
76 76 γλώττισμα, 76 γλωττισμός, 76 γλωττίς,
γοήμων,86 γοήρευσις,
76
γλωσσωτός,76 γλωττίζω,
86
76
86 86
86 86 γονόρροια, 86
11 γνωματεύω, 11 γνωμάτωμα, 11 γνώμη, 11 γνωμηδόν, 11 γνωμικό, 11 γνωμικός, 11 γνωμοσύνη, 11 γνώμων, 11 γνωρίζω, 11 γνωριμία, 11 γνώριμος, 11 γνωριμότης, 11 γνώρισμα, 11 γνωρισμός, 11 γνώσις, 11 γνωστή ρ, 11 γνωστός, 11 γνωτός, 11
143 γλύφανο, 143 γλύφανος, 143 γλυφάρι, 143 γλυφείον, 143 γλυφεύς, 143 γλυφή, 143 γλυφικός, 143 γλυφίς, 143 γλυφίτης, 143 γλυφομούνι, 84 γλύφτης, 143 γλύφω, 143
86
86
γραπίς,
γραπτέον,
γόνυ, γόος,
Γοργάδες,
27 34 Γοργόνα, 34 Γοργόνειον, 34 Γοργόνειος, 34 γοργόνες, 27 Γόργειος,
Γοργόνη,34 γοργόομαι, γοργός,
27 27, 34
γοργότης,27 Γοργοτομία,
34
Γοργώ,34 γοργωπός,
34
41 15
γουδοχέρι,
15 143 γούλη, 143 γουλιά, 143 γουλιάρης, 143 γουλόζος, 143 γουμάρι, 26 γουμαριάζω, 26 γούνα, 86 γουνάζομαι, 86 γουναραίοι, 86 γουναράς, 86 γουναρικό, 86 γουνάριοι, 86 γούλα,
γουνάτος,
86
γοηρός,86
γουνέμπορος,86
γόης,
γουνί,
86
γόησσα,
86 γοητεία, 86 γοήτευμα, 86 γοητευτής, 86 γοητευτικά, 86
γραμμώδης,143
γόνος,
γούνασμα,86
86
143 143 γραμμάτιον, 143 γραμματιστής, 143 γραμματιστικός, 143 γραμματιφόρος, 143 γραμματο-, 143 γραμμή, 143 γραμμικός, 143 γραμμο-, 143
γονός,86
86 86 86
86
γουνιό,86 γουνόομαι,
86
143 143 γραπτήρ, 143 γραπτός, 143 γραπτύς, 143 γρασίδι, 143 γράστις, 143 γρατσουνιά, 143 γρατσουνίζω, 143 γρατσούνισμα, 143 γρατσουνώ, 143 γραύς, 144 γραφείδων, 143 γραφεωειδής, 143 γραφείον, 143 γραφεύς, 143 γραφή, 143 γραφιάς, 143 γραφίδων, 143 γραφικά, 143 γραφικός, 143 γραφικότης, 143 γραφιοειδής, 143 γραφίς, 143 γραφοειδής, 143 γράφος, 143 γράφω, 143 γραψαίος, 143 γραψείω, 143 γραψίμι, 143 γράψιμο, 143 γράω,143 γρεύς,144
γρήγορα,
27 27 Γρηγόρης, 27 γρηγόρησις, 27 Γρηγόριος, 27 γρήγορος, 27 γρηγορέω,
γρήγορσις,27
γουνός,86
γρηύς,144
γούνος,86
γριά,
γούνωμα,
γρίνια,
86
143
143
γovίας,86
γονόεις,86
γλυφανίζω,
143 143 γραμματεύω, 143 γραμματίδων, 143
86
γνώμα,
γλύσσων,69
γραμματείον,
γονή,
γνύξ,86 γνωμάτευσις,
γραμματειδωποώς,143
86
γλυπτήρ,
11
143 143
γραμματείδων,
γονεύω,86
γλύπης,143
143 γλυπτική, 143 γλυπτικός, 143 γλυπτο-, 143 γλυπτός, 143
143
γουρούνι,
86 66 γομάρι, 26
γναμπτός,57
133 133
γουργούρισμα,
86
144 143
176 γρινιάζω,
γυλιαυχήν,
γριπεύς,
γυλιός,
143 106 γριπεύω, 106 γριπηίς, 106 γριπίζω, 106 γρίπισμα, 106 γρίπος, 106 γρίπων, 106 γριφεύω, 106 γρίφος, 106 γριφώδης, 106 γροθιά, 65
65
δαιδάλλω,
γυρόθεν,42
δαίδαλμα,
γυροστάτης,42
17 17 δαιδαλο-., 17 δαιδαλόεις, 17 δαίδαλος, 17 δαιδαλόω, 17 δαiζω, 18 δαίμονας, 17 δαιμονάω, 17 Δαιμονία, 17
γυροφέρνω,
δαιμovιάζoμαι,
γυρολόγος,
γυλόχαρτο,
127 γυμνάδδομαι, 87 γυμνάζω, 87
γυρόμαντις,42
γυμνάς,87
γύρος,
42
γυρόμετρο,42 γυρός,42
42
γυροσκοπικός,
87
γυμνασιάρχης,
γροθοκοπάνισμα,65
γυροβολώ,42
γύλιος,42
γυμνασία,
γροθίζω,65 γροθοκόπημα,
42
42
87 γυμνασιαρχία, 87 γυμνασίαρχος, 87 γυμνάσιον, 87 γύμνασις, 87 γύμνασμα, 87 γυμναστήριον, 87 γυμναστική, 87 γυμναστικός, 87 γυμνής, 87 Γυμνήσιαι, 87 γυμνητεία, 87 γυμνητεύω, 87
γυροσκόπιον,
42 42
42
17 17
γυρόω,42
δαιμονιακός,
γυρτός,
δαιμovιάρχης,17
γύρω,
δαιμovιάω,
42 42
17
γύρωθεν,42
δαιμovίζoμαι,
γύρωμα,
δαιμονικός,
γυμνήτης,87
35 35 γυφτιά, 35 γύφτισσα, 35 γύφτος, 35
γυμνητία,
87 87 γυμνικός, 87
γύψ,42
γυμνήτις,
γυψάς,
γρόνθων,65
γυμνο-,87
γυψοκονία,
γρόππατα,
143 γρούνα, 143 γρουνάς, 143 γρούνι, 143 γρουνιά, 143
γυμνός,
γυψοκονίαμα,
γρόφω,143
γυναικάριον,
γυψόω,85
17 17 δαιμονιο-, 17 δαιμόνιον, 17 δαιμόνιος, 17 δαιμονιότητα, 17 δαιμονιούχος, 17 δαιμovίς, 17 δαιμονισμένος, 17 δαιμονισμός, 17 δαιμονιώδης, 17 δαιμovίως, 17 δαιμονο-, 17 δαίμων, 17 δαίνυμι, 18 δαινύω, 18 δάϊος, 17, 18 Δαίρα, 17
γρύ,
γυναικείος,
γυψώνω,
δαίρω,22
γύψωσις,
δαΊς,
γροθοκοπώ,65 γρόθος,
65
γροικιέμαι,
7
γροικώ,7 γρομφάς,
143 143 γρονθίζω, 65 γρομφίς,
γρονθοκόπημα, γρονθοκοπώ, γρόνθος,
65
65
65
42
γύρωσις,42 γυφτάκι,
γυφταριό,
86 86
γύψινος,
87
86
γυμνόω,87
γυψοποιία,
γυμνώνω,
γύψος,
γύμνωσις,
γυψοσανίδα,
γυναίκα,
γυψόσκovη,
87 87 86
85 86 86
γρυπαίετος,
86 86 γυναικηρός, 86 γυναικίας, 86 γυναικίζω, 86 γυναίκισις, 86 γυναικιστί, 86 γυναικο-, 86 γυναικόομαι, 86 γυναικών, 86 γυναικωνίτις, 86 γυναικωτός, 86
γρυπαίνω,
γύναιος,86
85 85 γυψωτής, 85 γωνία, 87 γωνιάζω, 87 γωνιαίος, 87 γωνιασμός, 87 γωνίδιον, 87 γωνιόομαι, 87 γωνιώδης, 87 γωνίωσις, 87 γωνιωτός, 87
γυνή,
143 γρύζω, 143 γρυκτός, 143 γρυλίζω, 143 γρυλισμός, 143 γρυλλίζω, 143 γρυλλίων, 143 γρύλλος, 143 γρύλος, 143 γρυμέα,143
42 42 γρυπαλώπηξ, 42 γρυπάνιος, 42 γρωώομαι, 42
86
86
18
δαιταλάομαι, δαιταλεύς,
δαιταλουργία, δαίτη,
δαίτηθεν,
18 18 δαιτρεύω, 18 δαιτρός, 18 δαιτρεία,
δαιτροσύνη,
18 18 18
δαιτυμονεύω,
γωρητός,88
δαιτυμών,
δα,
δαιφρων, 17
γυπάετος,42
δαγκάνα,
γρωώς,42
γυπάριον,
δαγKαvάρα,27
δακέθυμος,
γρύπιω,42
γύπας,
δαγKαvάρι,
δακετόν,27
γρύπωσις,
42 143 γρυτάρων, 143 γρύτη, 143 γρυτο-, 143 γρυτοδόκη, 143
γύπειος,42
γρυσμός,
γύπη,42 γυπίας,42
27 δαγκανιάρης, 27 δαγκάνω, 27 δαγκασιά, 27
γύπινος,42
δαγκάω,27
δάκνω,
γύπωνες,42
δάγκωμα,
γύρα,
δαγκωνιά,
γρύψ,42
γυραλέος,42
42
42
γυάλα,
127 127 γυαλάκιας, 127 γυαλένως, 127 γυαλάδα,
δακνηρός,27 δακνιστήρ,
27 27 δάκος, 27 δακρυ-, 105 δάκρυ, 105 δάκρυα, 105 δακρύζω, 105 δάκρυμα, 105 δακρυόεις, 105 δάκρυον, 105 δάκρυσμα, 105
δακτυλιαίος,
Δάειρα,
δακτυλίδι,
42
γύρεμα,
42 γυρεύω, 42 γύρη, 42 γυρίζω, 42 γυρίνη,42 γυρίνος,
γυαλί,
γύρινος,42
42
γυαλο-,127
42 γύρισμα, 42 γυρισμός, 42 γυριστής, 42 γυριστός, 42
γύαλον,87
γυρίτης,42
δαι,
γυαλός,87
γυρνώ,
δαιδάλεος,
γύης,86
γυροβόλημα,
γυιός,86
γυροβόλι,
γυιόω,86
δακνάζω,27
δάδωσις,18
42
γυάλη,87
127 γυαλιά, 127 γυαλικό, 127 γυάλινος, 127 γυάλισμα, 127 γυαλιστερός, 127 γυαλιστήρι, 127
27
γυρισιά,
γυργαθώδης,
86
18
γύρις,42
γυργαθός,
γρώνος,
γύα,
δαίω,
27
γύριος,42
γρώνη,143
143
17,85
27 27 δαγκώνω, 27 δαγκωσιά, 27 δαγκωτά, 27 δαγκωτός, 27 δάδα, 18 δαδί, 18 δαδίν, 18 δαδίς, 18 δαδόομαι, 18 δαδουχέω, 18 δαδούχος, 18
42
δακρύω,1Ο5 δάκτλος,20 δακτυλήθρα,
17
δαήμων,17
42 42
42 γυροβολιά, 42
17
δακτυλίδιον,
20 20 δακτυλικός, 20 δακτύλιος, 20 δακτυλιώτης,20
17
δακτυλο-,
17
δαιδαλεύομαι, δαιδαλεύτρια, δαιδάλεως,
20
20
δακτυλίζω,
δαήρ,17 δαητός,
20
δακτύληθρον,20
17
δαημοσύνη,
18
18
γύννις,86
86
18
18
17
17 17
20
δακτυλωτος, δαλερός, δαλός,
18
18
20
177 Δαμαίος,17
δαρτός,
δαμάλα,
δαρχνά,
17
δαμάλη,17
δάς,
δαμαλήβοτος,
17
δαμάλης,17
18
δασεία,
40
δασκάλαινα,
δαμαληφάγος, δαμάλι,
22 23
17
δασκαλίκι, δάσκαλος,
17
δαμαλίδα,
17 17 17
δειλαίνω,
δελέασμα,
δείλαιος,
δελεασμός,
20 20 δειλαιότης, 20 δείλακρος, 20 δείλαρ, 18 δείλη, 50 δειλία, 20 δείλια, 20 δειλιάζω, 20 δείλιασμα, 20 δειλιάω,20
18 18 δελεαστικός, 18 δέλετρον, 18 δέλος, 18 δέλτα, 23 δελτακισμός, 23 δελτάριον, 23 δελτίον, 23 δελτιώνω, 23 δελτίωσις, 23
δειλινόν,
δελτογράφος,23
17 δαμαλίζω, 17 δάμαλις, 17 δαμαλίσκος, 17 δαμαλισμός, 17 δαμαλιστής, 17 δαμαλίτΊδα, 17
δάσκιος,40
δάμαλος,17
δάσος,
δαμαvcήρ,
δασυ-,40
δειλός,
δασύλλιον,
40 Δασύλλιος, 40 δάσυμα, 40 δασύνω, 40 δασύς, 40 δασυσμός, 40 δασύτης, 40 δατέομαι, 18 δατήριος, 18 δατητής, 18 δαυλός, 18,40 δαφναίος, 128 δαφνέλαων, 128
δείμα,
δαφνη-,128
δειπνέω,70
δαμάω,17
δάφνη,
δειπνηστήριον,
23 23 Δελφίνιος, 23 δελφινίς, 23 δελφινίσκος, 23 δελφινοειδής, 23
δαμείω,17
Δάφνη,
δείπνηστος,
δελφίς,23
δάσμα, δασμός,
δασοκόμος, δασοπόνος,
δάμαρ,17 δαμασι-,
17 Δαμασία, 17
δαμασικόνδυλος,17 δαμάσιππος,
18
18
δασο-,40
17
δαμασίμβροτος,
18
δασμολογώ,
17
17
δάμασις,17 δαμασίφρων,
17 17 δαμασμός, 17 δαμαστή ρ, 17 δαμαστήριον, 17 δαμαστής, 17 δαμάτειρα, 17 δαμασίφως,
40 40
40
δαμία,123
128 128 δαφνήεις, 128
δαμνάω,17
δαφνηρεφής,
50 5Ο
δειλινός,
δελτοειδής,
δειλιώ,20
δελτόομαι,
δείλομαι,
δέλτος,23
50
δελτωτός,23
20 20
δειμαίνω,
23 23
δελφακίνη,
23 23 23
δελφάκιον,
20
δείμος,20
δελφάκιος,
δείνα,
δελφακόομαι,
20
δεινάζω,20 δεινοπάθεια,
20
δεινός,
Δελφικός,
19
20 δεινότης, 20
δελφίν,23
δεινόω,20
δελφίνι,
δείνωσις,
δελφινίζω,
δελφινάριον,
20
δείξις,20
Δελφίνιον,
δείος,20 δειπνεύω,
70
Δάμων,
128 δαφνίτης, 128 δαφνο-, 128
Δαν,
δάφνος,128
δειράς,22
δεμάτιον,
δαφνώδης,
128 128 δαφνωτός, 128 δαχτυλίδι, 20 δάχτυλο, 20 δαψίλεια, 70 δαψιλεύομαι, 70 δαψιλής, 70
δειρή,22
δέμνιον,22
δαφνών,
δείρω,
δεμνιοτήρης,
δάω,17
δεκάδα,
δε,
δεκαδούχος,20
δάμνημι,
17 δαμνήτης, 17 δάμνιππος, 17 Δαμοκλής, 87 δάμος,87
87 21 δάν, 119 Δανάη, 87 ΔαναΊδαι, 87 ΔαναΊδες,87 Δαναοί,
87 Δαναός, 87 δανείζω, 18 δάνειο, 18 δάνεισμα, 18 δανεισμός, 18 δανειστής, 18 δανίζω, 18 δάνος, 18 δαπανάω, 70 δαπάνη, 70 δαπάνη μα, 70
δάφνως,128 δαφνίς,
13, 17, 19 δεά, 20 δεδίσκομαι, 20 δεδίσομαι, 20 δέδορκα, 120 δέδρομα, 120
22
δεισι-,20
20
Δελφοί, Δελφός,
19 19
δελφύς,23 δέμα,
22 22 δεμάτι, 22 δέμας,
δεματικόν,
22 22
δεν,
120
δενδράς,23 δένδρειον,
20
δεKαγovία,
20
20
δεκάζω,
23 23 δενδρεών, 23 δενδρήεις, 23 δενδριάζω, 23 δενδρικός, 23 δένδρινος, 23 δενδρίτης, 23 δένδρεον,
δέημα,21
20 20 δεκάμνως, 20 δεκανα'ία, 20 δεκανεύς, 20 δεKαvίκι, 20
δαπανηρία,70
δέησις,
δεκανός,20
δένδρον,
δαπανηρός,
δεί,
δεκάπαλαι,
δένδρωμα,
δεκαρχία,
δενδρών,23
δαπάνησις,
70 70
21
21
δείγμα,
20
δάπανος,70
δειγματίζω,
δάπεδον,
δειγματοληψία,
20
δεκάκις,
δεκάς,
22
93
δενδίλλω,
20
δείχτω,20 δέκα,
Δελφίς,19
δέμω,22
δεισιδαίμων, δείχνω,
23
23
70 70 δειπνητήριον, 70 δειπνητής, 70 δειπνητικός, 70 δειπνίζω, 70 δειπνίτις, 70 δείπνον, 70 δείπνος, 70 δειραίος, 22
128 δαφνιακός, 128 δάφνινος, 128
23
δέλφαξ,23
20 20
δενδροκόμος, δενδροκοπέω,
23 23
δένδρωσις,
20
23 23
δεκαταίος,
δάπτρια,70 δάπτω,70
δειελίη,50
δεκατηλόγος,
δεξαμενή,
Δαρδάνειος,
δειελινός,
δεκατιστής,
δεξαμενόπλοιο,
δάπης, δάπις,
15 15
δάπτης,70
87 Δαρδανία, 87 Δαρδανίδης, 87 Δαρδάνιος, 87
5Ο
20 δεκάτευμα, 20
δενδρώτις,
δεκατευτής,20
δέvvoς,20
23 23
20 δειγματολόγιον, 20 δειδίσκομαι, 20 δειδίσσομαι, 20 δειελιάω, 50
15
δεννάζω,20
δεκατέω,20
Δενούσα,
δεκάτη,
δένω,
20 20 20
δείελος,50
δέκατος,
δείκαλον,
δεξιάδης,
δέκομαι,
δεξίμι,
δαρθάνω,32
20 20 δείKελov, 20 δείκνυμι, 20 δεικνύω, 20 δείκτης, 20 δεικτικός, 20
δεκατόω,20
δεικανάω,
Δάρνακες,87
δειλαηρίων,20
δέλεαρ,
Δαρδανίς,87 Δαρδαvίωνες,87 Δάρδανος, δαρδάπιω,
87 70
20
20 δεκτή ρ, 20 δέκτης, 20 δεκτικός, 20 δέκτωρ,20 δελέαμα,18
18
119
22
δεξιά,
20
20
20 20 δέξιμο, 20 δεξιόομαι, 20 δεξιός, 20 δεξιοσύνη, 20 δεξιοτέχνης, 20 δεξιοτεχνία, 20
20
178 δεξιούμαι,
20
δευτεριάζω,
δημιουργία,
διαιρέω,27
δευτερίας,
δημιουργικός,
διαίρω,27
δεξύς,20
21 21 δευτέριος, 21 δευτερο-, 21 δεύτερος, 21 δευτέρωμα, 21 δευτέρωσις, 21
δέομαι,
δευτερωτής,21
δέξΊς,20 δεξίωμα,
20
δεξιώνομαι, δεξίωσις,
20
20
δεξός,20
δέον,
21
δευτήρ,21
21
δέοντα,
21 δεόντως, 21 δέος, 20
δεύω,21
δέπας,21
δέψω,
δέφω,
20 21 δέω, 21, 22 δη, 17,85 δήγμα, 27
δέπαστρον,21 δέραιον,22 δέρας,
21
δέχομαι,
22
δέργμα,120
δηγμός,27
δέρκομαι,
δηθά,119
120
δέρμα,
δηθάΚΊς,
22 δέρξις, 120 δέρος,22
119 17 δήθεν, 17
δερπάνι,
δηθύνω,119
δήθε,
23
87 87 δημιουργός, 87 δημιωστί, 87 δημο-,87 δημοκόπος,
87 87 δημοκρατία, 87 δημοκρατίζω, 87 δημοκρατικός, 87 δημόομαι, 87 δήμος, 87 Δημοσθένης, 87 δημοσιά, 87 δημοσία, 87 δημοσιεύω, 87 δημοσιογραφία, 87 δημοσιογράφος, 87 δημόσιος, 87 δημοσιόω, 87 δημοτεύομαι, 87 δημότης, 87 δημοτικός, 87 δημοτολόγιον, 87 δημούχος, 87 δημοφιλής, 87 δημοκράτης,
δέΡΡΊς,22
δήκτης,27
δερτά,22
δηκτικός,
δέρτρον,22
δηλαδή,
δέρω,22
δηλαίνω,18
δες,
19 δέσις, 22
δηλατωρέω,
δέσμα,22
δηλήμων,18
δήμωμα,
δεσμάτιον,
δήλησις,
δημωφελής,
δεσμευτικός,
δηλητήρ,18
δήν,119
δεσμεύω,
δηλητηριάζω,
δηναιός,
δηλητηρίασις,
δηναίος,
δήλημα,
22 22 22
δεσμέω,22 δέσμη,
22
δεσμίδιον,
22
δέσμιον, 22 δέσμιος,
22
δεσμίς,22 δεσμο-,22 δεσμός,
22
δεσμόω,22 δέσμωμα,
22
δεσμωτήριον,
22
δεσμώτης,
22 δεσπόζω, 22 δέσποινα, 22 δεσπόσιος, 22 δέσποσμα, 22 δεσποστός, 22 δεσπoΣΎVΗ,22 δεσπόσυvoς,22 δεσποτεία,
22 22 δεσποτέω, 22 δεσπότης, 22 δεσποτικός, 22 δεσπότειρα,
δέστρον,22 δετέον,22 δετής, δέτης,
22 22
δέτΊς,22 δετός,
22 21 δεύομαι, 21 δεύρε, 13 δευρί, 13 δεύρο, 13 δεύμα,
Δεύς,21 δεύσιμος, δευτάτιος, δεύτατος, δεύτε,
21 21 21
13
δευτέρα, δεύτερα,
27 18
21 21
18
18
18 18 δηλητηριαστής, 18 δηλητήριον, 18 δηλητήριος, 18 δηλητηριώδης, 18 Δήλια, 19 δηλιακός, 19 Δήλιον, 19 δήλιος, 19 Δήλιος, 19 δηλοποίησις, 19 δήλος, 18 Δήλος, 18
δήνεα,17 δήνος,
17
δήξΊς,27 δηριάομαι,
δήΡΊς,72 δηρίφατος, δηρόβιος,
19
δήλωσις,
18 δηλωτικός, 19 δημαγωγέω, 87 δημαγωγία, 87 δημαγωγός, 87 δημάρατος, 87 δημαρχέω, 87 δημαρχία, 87 δήμαρχος, 87 δήμευσις, 87 δημεύω, 87 δημηγόρος, 87 Δημήτηρ, 87 Δήμητρα, 87 Δημήτρια, 87 Δημητριάδα, 87 δημητριακά, 87 δημητριακός, 87 Δημητριακός, 87 Δημητριάς, 87 δημητριάτικο, 87 Δημήτριον, 87 Δημήτριος, 87 Δημητριών, 87 δημιεύω,87
δευτερεία,
δημιουργέω,
87 87 87
δημιούργημα,
δίακτος,6 διακυβεύω,
41 69
διαλαμβάνω,
Δηώ,
διαλέγω,
87
76
δήω,17
διαλεκτική,
Δηωιvη,87
διαλεκτικός,
δια,
18
72 119
118 117 διαίτημα, 118 διαιτησία, 118 διαίτησις, 118 διαιτητήριον, 118 διαιτητής, 118 διαιτητικός, 118 διακανονίζω, 147 διακανονισμός, 147 διακανονιστικός, 147 διακατέχω, 112 διακατοχή, 112 διακάτοχος, 112 διάκενον, 149 διακήρυξΊς, 55 διακηρύσσω, 55 διακινδυνεύω, 39 διακονέω, 94 διακόνημα, 94 διακόνησις, 94 διακονία, 94 διακονικός, 94 διακόνισσα, 94 διάκονος, 94 διακοπή, 56 διακόπτης, 56 διακόπτω, 56 διακορεύομαι, 147 διακόρευσις, 147 διακόσμησις, 75 διακοσμητής, 75 διακριδά, 59 διακριδόν, 59 διακρίνω, 59 διάκρισις, 59 διακριτικός, 59 διαιτάω,
δηρός,119
Δηώος,87
δηλώσιμος,
72
δηριάω,72
δι-,21
δηλώνω,
87
119 119
δήλωμα,18
δήμιος,
δευτερεύω,21
87 87
δηλόω,18
δευτεραίος,
21 21
δημόω,87 δημώδης,
18
δίαιτα,
21
διαβάζω,
133 16 διάβασμα, 133 διαβασμένος, 133 διαβατήριον, 13 διαβάτης, 13 διαβήτης, 13 διαβητικός, 13 διαβολάκι, 16 διαβολή, 16 διαβολιά, 16 διαβόλια, 16 διαβολικός, 16 διαβολο, 16 διάβολος, 16 διαδικώς, 21 διάζωμα, 108 διαθήκη, 126 διάθλασις, 121 διαθρύπτω, 122 διαί, 21 διαβάλλω,
διαίνω,21 διαίρεση,
27 27 διαιρέτης, 27 διαιρετικός, 27 διαιρετός, 27 διαιρετότης, 27 διαιρετώς, 27 διαίρεσις,
76 76 διαλεκτός, 76 διάλεκτος, 76 διάλεξΊς, 76 διαλεχτός, 76 διαλογή, 76 διαλογίζομαι, 76 διαλογισμός, 76 διάλογος, 76 διάλυμα, 38 διαλύνω,38 διάλυσις,
38
διαλυστήρα,
38 38 διαλυστής, 38 διαλύτες, 38 διαλύτης, 38 διαλυτικός, 38 διαλυτός, 38 διαλυτότης, 38 διαλύω, 38 διαλυστήρι,
διαλώ,38 διαμαντένιος, διαμάντι,
17
17
διαμαντικό,
17 17 διαμαρτυρία, 77 διαμαρτυρικό, 77 διαμαρτύρομαι, 77 διαμαντο-.,
διαμαρτυρόμενος, διαμαρτυρώ,
77 διαμάχη, 146 διαμελίζω, 82
77
179 δuφελισμός,
διαστροφή,
διαχειμάζω,
δuφένω,78
διασχίζω,
διαχείρησις,
δuφέρισμα,
διασωληνομένος,
82
81 διαμέτρημα, 68 διάμετρος, 68 διαμηνύω, 80 διαμιστύλλω, 78 διαμοιράζω, 82 διαVΤΙKός, 21 διάνυσις, 11 διάνυσμα, 11 διανύτω, 11 διανύω, 11 διαολο-, 16 διάολος, 16 διαπαιδαγώγησις, διαπαιδαγωγώ,
90
90
διαπερατός,
52 52 διαπίμελος, 96 διάπλασις, 98 διαπλάττω, 98 διάπλεγμα, 51 διαπερνώ,
διαπλεκόμενος, διαπλέκω,
51
διαπληκτίζομαι, διαπληκτισμός, διαπλοκή,
51 98 98
51
διαπόμπευσις, διαπομπεύω,
100 100
διαπραγματεύομαι, διαπραγμάτευσις,
54 54
δωπρεπής,
130 δωπρέπω, 130 διάρηξις, 103 διάρκεια, 49 διαρκέω,49 διαρκής,
49 49 διαρρέω, 105 διαρκώ,
διαρρήγνυμι,
103 διαρρηγνύω, 103 διαρρήκτης, 103 διαρροή, 10 5 διάρροια, 10 5 Δίας, 21 διασαλακωνίζω, 114 διάσεισις, 10 8 διάσημα, 126 δωσημαίνω, 126 διάσημος, 126 δωσημότης, 126 διασκεδάζω, 89 διασκέδασις, 89 διασκελίζω, 100 διασκελισμός, 100 δωσκεπτήρως, 130 δωσκεπτικόν, 130 δωσκεπτικός, 130 δωσκέπτομαι, 130 διασκευάζω, 112 διασκευαστής, 112 διασκευή, 112 διάσκεψις, 130 διασκίνδημι, 89 διασκορπίζω, 58 διασκορπισμός, 58 διασπαθάω, 99 διασπάθησις, 99 διασπαθίζω, 99 διασπείρω, 100 διασπορά, 100 διαστέλλω, 110 διαστολή, 111 διάστρεμμα, 107 διαστρεμμένος, 107 διαστρέφω, 106
107 89
134 διασωληνώνω, 134 διασωλήνωσις, 134 διασώστης, 107 διαταγή, 124 διάταξις, 124 διαταράσσω, 114 διαταραχή, 114 διάτασις, 119 διατάσσω, 124 διατείνω, 119 διατελώ, 119 διατέμνω, 122 διατεταγμένος, 124 διατηρήσιμος, 116 διατήρησις, 116 διατηρητέος, 116 διατηρητικός, 116 διατηρώ, 116 διατί, 21 διατιμημένος, 123 διατίμησις, 123 διατιμώ, 123 διατομή, 122 διατρανώνω, 121 διάτρητος, 121 διατριβή, 121 διατρίβω, 121 διάτρυσις, 121 διατυμπανίζω, 115 διατυπώνω, 115 διατύπωσις, 115 διαύλων, 136 διαυλοδρομέω, 136 διαυλοδρομία, 136 διαυλοδρόμος, 136 διαυλωνία, 136 διαυλωνίζω, 136 διαφάδαν, 128 διαφαίνω, 128 διαφάνεω, 128 διαφανής, 128 διάφανος, 128 διάφασις, 128 διάφαυσις, 127 διαφαύσκω, 127 διαφεντεύω, 36 διαφέρω, 31 διαφημίζω, 132 διαφήμισις, 132 διαφημιστής, 132 διαφημιστικός, 132 διαφθείρω, 121 διαφθορά, 121 διαφορά, 31 διαφόρημα, 31 διαφόρησις, 31 διαφορία, 31 διαφορικός, 31 διάφορος, 31 διαφορότης, 31 διαφόρως, 31 διάφραγμα, 105 διαφραγματικός, 105 διαφραγματίτις, 105 διάφραξις, 105 διαφράττω, 105 διαφωνία, 132 διάφωνος, 132 διαφωνώ, 132 διαφώτησις, 129 διαφωτίζω, 129 διαφωτισμός, 129 διαφωτιστής, 129 διάφωτος, 129
148 141 διαχειρηστής, 141 διαχειρηστικά, 141 διαχειρίζομαι, 141 διαχειριστικός, 141 δίγαμμα, 86 δίδαγμα, 17 διδακτορία, 17 διδακτορικός, 17 δίδακτρα, 17 διδάκτωρ, 17 δίδαξις, 17 διδασκαλείον, 17 διδασκαλία, 17 διδασκάλισσα, 17 διδάσκαλος, 17 διδάσκω, 17 διδαχή, 17
δίιξις,34
διδάχvω,17
δικαίωμα,
διδαχτικός, διδόω,
20 20 δικαίωσις, 20
120
δικαιωτήριον,
20 20 δΙKαVΙKός, 20 δικασπόλος, 20 δικαστήριον, 20 δικαστής, 20 δικαιωτής,
18 δίδωμι, 18 48
διελκυστίνδα, δίεμαι,
δικαιόω,20 δικαιώνω,
δίδω,
διέλευσις,
109 109 διίστημι, 109 δικάζω, 20 δικαία, 20 δικαιοδοσία, 20 δικαιολογία, 20 δικαιολογώ, 20 δικαιοπραγώ, 20 δικαιοπραξία, 20 δίκαιος, 20 δικαιοστάσιον, 20 δικαιοσύνη, 20 δικαιόσυνος, 20 δικαιούμαι, 20 δικαιούχος, 20 διιστάνω,
17
18
διδράσκω,
Διιπετής,21 διίσταμαι,
30
20
διεμερίζω,
81 73 διερεύνησις, 77 διερευνώ, 77 διερμηνεύς, 32 διερμηνεύω, 32 διερός, 20, 21 διερρωγός, 104 διερωτώμαι, 77 διές, 19
δικείν,46
διεργασία,
δίκελλα,55
διεστραμμένος,
107 125 διευθετώ, 125 διεύθυνσις, 46 διευθυντή ρ, 46 διευθυντήριον, 46 διευθυντής, 46 διευθύντρια, 46 διευθύνω, 46 διεύρυνσις, 10 5 διευρύνω, 105 διεφερόντως, 31 διεφθαρμένος, 121 δίζημαι, 44
δίκησις,20
διευθέτησις,
δικίδιον,
διζήμων,44
δινεύω,22
δίζησις,44
δινέω,22
διζήτωρ,44
δινήεις,22
διζυγής,21
δίνησις,22
διζυγία,
δινητός,22
δικέλλι,
55
δικελλίτης, δίκη,
δικηγορέω,
20 20 δικηγορικώς, 20 δικηγόρος, 20 δικηγορώ, 20 δικηγορία,
21
δίκιο,
20
20
δικλίδες,
61
δικογ ραφία,
20 20 δικονομικός, 20 δικός, 19 δικοτυλήδονα, 7 δικοτυλήδονος, 7 δικότυλος, 7 δικονομία,
δινάζω,22 δίνευμα,
22
δίνος,22
δίζω,21
δινόω,22
διηθέω,1Ο8
δίνω,
διήθησις,
108 διήθισις, 108 διήλυσις, 48 διημέρευσις, 81 διημερεύω, 81 διηνεκές, 36 διηνεκέως, 36 διηνεκής, 36 διηνεκώς, 36 διθυραμβέω, 38 διθυραμβικός, 38
δινώδης,22
διθυραμβιστής,38
δίος,21
διθυραμβο-,
Δίος,
διικνέομαι,
34
22
δινωτός,22 διορατικός,
33
διοράω,33 διοργανώνω,
73
διορίζω,
34 διόρισις, 34 διορισμένος, διορισμός, διοριστός,
38
38
34 34 34
21
Διόσδοτος, Διοσημία,
38
διθυραμβώδης,
18,22
δινών,
38
Διθυραμβογενής,
20
δικογραφικώς,
δίζυξ,21
διθύραμβος,
55
20
21 21
Διοσκόρειον, Διόσκοροι,
21 21
180 Διοσκούρειον,21
δίψιος,21
δοκόω,20
δοριάλωτος,
Διόσκουροι,
διψολογώ,21
δοκώ,
δορίκτητος,
διψομανία,
διουρίζω,
21
20
δόκωσις,20
δορίς,22
διψός,21
δολερός,
δορκάς,
δωχετεύω,149
δίψος,21
δολερότητα,
δίπλα,
διψοσύνη,
34
δωχέτευσις,
149
21
21
20 20 διωκτικός, 20 διώκω, 20 διωμοσία, 80 διώξιμο, 20 δίωξις, 20 διώρυγα, 29
18 δολιεύομαι, 18 δολίευσις, 18 δολίζω, 18 δόλιος, 18 δολιότης, 18 δολιόω, 18 δολιχ-, 120 δολιχαίων, 120 δολιχεύω, 120 δολιχήπους, 120 δολιχήρης, 120 δολιχο-, 120 δολιχόεις, 120
διώρυξ,29
δολιχοκέφαλος,
21
διπλάζω,21
διψώ,
διπλασιάζω,
διψώδης,21
διπλάσιος,
διώ,
διπλή,
21 21
21
19
δίω,20
21
διπλόη,21
διωγμός,
διπλόος,21
διώκτης,
διπλός,
21
διπλόω,21 δίπλωμα,
21
διπλω ματιά, διπλώνω, δίπτυχος, δις, Δις,
21
21 21
21 21
διωστή ρας,
δίσκευμα, δισκευτής,
διώχνω,
46 46
18
117
δούναξ,119
δόμα,
δουπέω,115
δολιχόσχιος,
δισκέω,46
δμητός,17
δολόεις,
δίσκημα,46
δμωή,17
δολοπλόκος,
δισκοβολέω,
δμωιάς,17
δόλος,
δμώιος,17
δολοφονία,
δμωίς,
δολοφόνος,
δμως,17
δολόω,
δνοφερός,
δόλωμα,
18 18
δισσός,21
δογματίας,20 δογματίζω,
δονακεύομαι,
δισσαχή,21 δισσαχού,21
δίσχιστος, διττός,
89
20 δογματική, 20 δογματικός, 20 δογματιστής, 20
120 120 51
δισσογονέω,21
δισσάρχης,21
120
18
22 δόμος, 22 δόνακας, 119
δισσάκις,21
δορπηστός,
18
117 δνόφεως, 117 δνοφόεις, 117 δνοφόομαι, 117 δνόφος, 117 δνοφώδης, 117 δοάν, 119 δόγμα, 20
δισκοφόρος,46
δορπήιον,
δόλωσις,18
δολιχόσκιος,
δμητήρ,17
δίσκουρα,46
δορπέω,50
120 120
δισκεύω,46
17
δορόω,22
18 18 δολώνω, 18
δολιχός,
δμήσις,17
46 δισκοβόλος, 46 δισκοειδής, 46 δισκόομαι, 46 δίσκος, 46
120
δορός,22
50 50 Δορπία, 50 δόρπον, 50 δορποφόρος, 50 δόρυ, 23 δορυάλωτος, 23 δορυξόος, 23 δορυσσόητος, 23 δορυσσός, 23 δορυφορέω, 23 δορυφόρημα, 23 δορυφορία, 23 δορυφορικός, 23 δορυφόρος, 23 δόσις, 18 δοσοληψία, 69 δότειρα, 18 δοτή ρ, 18 δοτική, 18 δοτικός, 18 δοτός, 18 δουκάνη, 123 δoύvαι, 18
δόλιχος,
20
18
δομάω,22
δούπος,115
δομή,
δούρας,23
22
δόμησις,
δούρειος,
23
δουρι-,23 δούριος,23
119
δοχείον,
δονακογλύφος,119
δόχμη,20
δονακόεις,
δόχμιος,76
δοιή,21
119 δονακώδης, 119 δονακών, 119
διφάω,128
δοιοί,
21
δόναξ,119
δοχός,20
διφθέρα,
δοιός,21
δονέω,119
δράγδην,23
δοιώ,21
δόνημα,
119 δονητής, 119 δονητικά, 119 δονητικός, 119 δονητός, 119
δράγμα,
δοκάω,20
δovίζω,119
δραγμός,23
δοκεύω,20
δovισμός,
δράκαινα,
διχαίω,21
δοκέω,20
Δονούσα,
διχάλα,
δοκή,20
δόνιι,
δόκημι,
δονώ,
διυλίζω,
127 διύλισις, 127 διύλισμα, 127 διυλιστήρι, 127 διυλιστήρων, 127 διυλιστήρως, 127 διυλιστής, 127 21 διφθερίας, 21 διφθέριον, 21 διφθερίς, 21 διφθερόομαι, διφώ,
δοιδυκοποιός, δοιδυκοφόβα,
21 21
δοίδυξ,21
δόκανα,
20
δοκάνη,20
21
δόκανος,20 δοκάρι,
128
δίχα,21 διχάζω,
δοιάζω,21
21 140
διχάς,21
20
20
δίχασις,21
δόκησις,20
διχασμός,
δοκίδα,
21
διχάω,21
20
δοκιμάζω,
δονακεύς,
δοχαίος,20
119 δονάκιο, 119 δονακίτις, 119 δονακο-, 119
21
119 119
27 119 δόξα, 20 δοξάζω, 20 δοξάριον, 20 δοξασία, 20 δόξασμα, 20
διψερός,21
20 20 δοκίμασμα, 20 δοκιμαστή ρ, 20 δοκιμαστήρας, 20 δοκιμαστήριον, 20 δοκιμαστής, 20 δοκιμαστικός, 20 δοκιμείον, 20 δοκιμή, 20 δοκίμι, 20 δοκίμιον, 20 δόκιμος, 20
διψηρός,21
δοκιμότης,20
δορήιος,23
διψητικός,
δοκιμόω,20
δορι-.,23
δοκός,
δοριαλωσία,
δίχηλος,
140
διχο-.,21 διχονοέω,21 διχόνοια, δίψα,
21
21
δίψακος,21 διψαλέος,
21
διψαλέω,21 διψάς,
21
διψασμένος, διψάω,
21
21
διψίλα,21
21
δοκιμασία,
20
23 23
δοξασμένος,
20 20 δοξαστικός, 20 δοξαστός, 20 δοξαστής,
δόξις,20 δοξο-,20 δοξόω,20 δορά,
22
δορατίζομαι, δορατισμός,
23 23
20
δοχεύς,20 δοχή,20 δοχμή,20
δοχμόομαι, δοχμός,
76
76
23
δραγματεύω, δραγμεύω,
23
23
δραγμή,23 δραγμίς,23
120 120 δράκαυλος, 120 δράκινος, 120 δράκισσα, 120 δρακόνι, 120 δράκοντας, 120 δρακόντεως, 120 δρακοντίασις, 120 δρακοντικός, 120 δρακόντων, 120 δρακοντίς, 120 δρακοντο-, 120 δράκος, 120 δρακούλα, 120 δράκουλας, 120 δρακούλης, 120 δράκων, 120 δράμα, 73 δρακαινίς,
δράμημα,120 δράμομαι,
23
120 120
δραμούμαι,
181 δράνος,73
δρόσος,
δράξ,
23 δραξιά, 23
δροσουλίτες,
δΡούΥα,1Ο6
δύο,
δραπετεία,
120 δραπέτευμα, 120 δραπέτευσις, 120 δραπετεύω, 120 δραπέτης, 120 δραπετίνδα, 120 δραπέτις, 120
δΡούΥκα, 106 δροφή,22
δύομαι,
δρύακες,23
δύσις,
Δρυάς,23
δυσκολαίνω, δυσκολεύω,
εγγεγραμμένος,
δρασείω,73
δρυιτης,23
δράσις,
73, 120 δρασκάζω, 120 δρασκελιά, 120 δρασκελίζω, 120 δρασκελισιά, 120 δρασκέλισμα, 120 δρασκελώ, 120
δρυμάζω,
60 60 δυσκολία, 60 δύσκολος, 60 δυσμάς, 117 δυσμεναίνω, 78 δυσμένεια, 78 δυσμενέω, 78 δυσμενής, 78 δυσμενίδης, 78
εγ,93
δρυωης,23
δυσμή,117
εγγυάω,87
δύσμηνις,
εγγύη,87
δρασκέλωμα,120
δρυόεις,23
δρασμός,
δρυοκολάπτης,
120 δράσσομαι, 23 δράστας, 73 δράστειρα, 73 δραστέος, 73 δραστήριος, 73
δυνοτός,
127 127
δρυϊνών,23
122
δρυμίς,23 δρυμός,
23
23
δρυμοτομέω, δρυμώδης, δρυμών,
23
23
23
δρυοκόλαψ, δρυοκόλυψ,
14 14 εβδομεύομαι, 14 εβδομήκοντα, 14 εβδομήντα, 14 έβδομος, 14 εβδόματος,
21 117
δυσ,117
δρύϊνος,23
δρυμόvιoς,
εβδομάς,
119
δύνω,117
23
23 23 23
117
78 δυσμήνιτος, 78 δυσμικός, 117
εγγίζω,
έγγιστος,7 εγγίων,
7
εγγραφή,
143 143 έγγραφος, 143 εγγράφω, 143 εγγυαλίζω, 87 έγγραφον,
εγγύησις,
δυσοίζω,45
87 87 εγγυητός, 87
δύσταvoς,
εγγύθεν,7
δυστηνία,
εγγύθι,
εγγυητής,
δραστoΣΎVΗ,
δρυπίς,122
δρατός,22
δρύππα,
δραχμή,
δρύπτω,122
116 116 δύστηνος, 116 δυσχείρωμα, 141 δυσχεραίνω, 141 δυσχέρανσις, 141 δυσχέρεια, 141 δυσχερής, 141 δυσχιδές, 89
δρυς,
δυσχιδής,89
εγγύτης,7
δύσχιμος,
εγγυώμενος,
δρώπαξ,23
26 δυσώδης, 27 δυσωδία, 27 δύτης, 117 δυτικά, 117 Δυτικό, 117 δυτικός, 117 δύω, 21, 117 δω, 19 δώμα, 22 δωμάτιον, 22
δραστηριότης, δραστικός,
δρυοπαγής, δρύοχος,23 δρύοψ,23
73
73 73
23 δράω, 73, 120 δρεμόνι, 115 δρεμονίζω, 115 δρεπάνη,23 δρεπάνι,
23 23
δρέπανον,
δρέπτω,23 δρέπω,
23
δρυπεπής,23 δρύπεψ,23
23
23
δρυφάζω,
122 δρύφακτος, 23 δρυφακτόω, 23 δρυφάκτωμα, 23 δρυφάσσω, 23 δρύψελα, 122 δρυψογέρων, 23
7
εγγυιόω,87 έγγυος, εγγύς,
85, 87
7
εγγύτατα,
7 7
εγγύτατος,
εγγυτάτω,7 εγγυτέρω,7
87
εγείρω,
27 έγερμα, 27 εγέρσιμος, έγερσις,
27
27
εγερτήριον, εγερτί,
27
27
δρησμοσύνη,
73 73, 120 δρήστης, 73 δρήστις, 120 δρηστοσύνη, 73
δρώ,120
δρηστήρ,
δρωπάζω,120
δρώπτω,120
δωμητήρ,22
εγκαίνια,
δρίλος,22
δρώψ,120
δωμός,1Ο9
εγκαινιάζω,
δριμόνι,
115 δριμυ-, 120 δριμύλος, 120 δριμύς, 120 δριμύσσω, 120 δριμύτης, 120
δύα,117
δώναξ,119
εγκαινιασμός,
δρίος,23
δύη,117
δρομάδην,
δυηπαθής,
120 δρομαίος, 120 δρομαίως, 120 δρόμαξ, 120 δρομάρης, 120 δρομάς,120 δρομάω,120 δρομείς,
120 δρομερός, 120 δρομεύς, 120 δρόμημα, 120 δρομί,120 δρομίας,
120 120 120
δρομικός, δρομο-,
δρομολόγων, δρομολογώ,
δρο μόνι, δρόμος,
120 120
115 120
δρομώ,120 δρόμων,
120 127 δροσίζω, 127 δρόσιμος, 127 δροσινός, 127 δροσόομαι, 127 δροσερός,
δρωπακίζω,
δυαδικός,
23
21
δυάζω,21 δυάω,117 δυερός,
εγερτικός,
117
έγια,45 εγκαθιδρύω,
δωρεά,
18 18 δωρέομαι, 18 δωρέω, 18 δωρύττομαι, 18 δωσείω,18
117
δωσι-,
18
δυθμή,117
δωσίδικος,
δυϊκός,
δωτήρ,18
21
δυϊκώς,21
δωτίνη,
δύϊος,
δώτις,
117 δύναμαι, 119 δυναμικός, 119 δύναμις, 119 δυναμο-, 119 δυναμοστός, 119 δυναμόω, 119 δυνάμωμα, 119 δυναμωμένος, 119 δυναμώνω, 119 δύνασις, 119 δυναστεία, 119 δυναστευτικός, 119 δυναστεύω, 119 δυνάστης, 119 δυναστικός, 119 δυνάστωρ, 119 δυνατέω, 119 δυνάτης, 119 δυνατόν, 119 δυνατός, 119 δυνηρός, 119
18
18 18
δώτωρ,18 ε,
26
εάν,
45
εανός,
129 17 εαρίζω, 17 εαρινός, 17 εαρίτης, 17 εαρο-, 17 εάρτερος, 17 εατέος, 15 εαυτής, 26 εαυτός, 26 εαυτότης, 26 εαυτού, 26 έαρ,
έγνοια,
εβδομάκις,
6 11
εγρήγορα,
27
εγρηγόρησις,
27 27 εγρήγορσις, 27 εγρηγορτί, 27 εγρηγόρως, 27 εγρηγορότως,
εγρήσσω,27 έγρω,27
14
εβδομαδικός, εβδομαίος,
39 39 εγκαινίζω, 39 εγκαίνισμα, 39 εγκαινισμός, 39 έγκαιρος, 142 εγκάρδιος, 60 εγκαρδιώνω, 60 εγκάρσιος, 42 εγκαρσίως, 42 εγκέλαδος, 55 εγκρίνω, 59 έγκρισις, 59 εγκυμονώ, 41 εγκυμοσύνη, 41 έγκυος, 41 εγκύρησις, 65 έγκυρος, 65 εγκυρότης, 65 εγκυρσεύω, 65 Εγνατία,
15
εβδομάδα,
88
39
εγκύρω,65
εαυτώ,26 εάω,
27
εγερτός,27
δωρεάν,
δυασμός,21
143
7
14 14
14
εγχειρέω,
141 141
εγχείρημα,
εγχειρηματικός,
141
182 εγχείρησις,
εθελο-,
εγχειρητής,
εθελοντήρ,
141 141 εγχειρητικός, 141 εγχειρία, 141 εγχειρίδων, 141 εγχειρίδως, 141 εγχειρίζω, 141 εγχείρων, 141 εγχειριστής, 141 εγχειρο-, 141 εγχέλεων, 140 εγχέλης, 140 έ'αελυς, 140 εγχελυών, 140 εγχελυωπός, 140 έ'αος, 145 εγχραύω, 143 εγώ, 25
120
είκελος,
είπερ,45
εικόνα,
είπον,
εθέλω,120
19 19 εικονίζω, 19 εικόνιον, 19 εικόνισμα, 19 εικονισμός, 19
εθέλων,120
εικονοκλάστης,
έθεν,26
εικονοστάσιον,
120 εθελοντής, 120 εθελοντίς, 120 εθελούσιος, 120
εθημoΣΎVΗ,
117
εικός,
133
ειργμός,73 ειργμοφύλαξ,73 είργνυμι,
73
είργω,73
19 19
είρερος,71 ειρεσία,
70
ειρεσιώνη,
19
71
εθήμων,117
εικοσα-,20
ειρέω,77
εθίζω,
είρη,77
εικοσάρα,
είρηκα,77
87 έδαφος, 87 εδέθλιον, 87
117 117 έθιμα, 117 έθιμον, 117 έθιμος, 117 έθισμα, 117 εθισμός, 117 εθιστός, 117 εθνάρχης, 117 εθναρχία, 117 εθνικός, 117 εθνικότης, 117 εθνίτης, 117 έθνος, 117 έθος, 117
εικοσάδα,
εθικός,
ειλαπινάζω,47
είριον,
έδεθλον,87
έθω,117
ειλαπιναστής,
ειρκτέον,73
ει,
εγών,25 εδανός,22 εδαφιαίος,
87
εδαφίζω,87 εδάφιον,
έδεσμα,
20 20 εικοσάρι, 20 εικοσαριά, 20 εικοσάρικο, 20 είκοσι, 20 εικόσορος, 20 εικοστός, 20 εικοτολογία, 19 εικότως, 19
είρην,77 Ειρηναίος,
77 77 77
ειρήνευσις, ειρηνεύω,
ειρηνέω,77 ειρήνη,
εικτέον,35
77 77 ειρηνικος, 77 ειρηνιστής, 77
είκω,
ειρηνο-,77
19,35 19
Ειρήνη,
εικών,
ειρηνοποίησις,
ειλαδόν,47
ειρηνοποιός,
47
77 77
71
ειλαπίνη,47
ειρκτή,
εία,
είλαρ,47
ειρκτοφυλακέω,
εδεστής,27
ειάζω,45
ειλαρχέω,
ειρκτοφύλαξ,
εδεστός,27
είαρ,
εδητύς,27
ειαρινός,
έδικον,46
είβιμος,36
εδικός,
είβω,36
27
εδεσματοθήκη,
27
26, 45 45
εδνόω,22
είδαρ,27
εδνωτή,22
ειδέχθεια,
47 ειλάρχης, 47 Ειλείθυια, 48 Ειλείθυιον, 48 ειλεός, 47 ειλέω, 47, 50 ειλεώδης, 47 είλη, 47, 50 Ειλήθυια, 48
εδνωτής,
ειδεχθής,
είλημα,47
είρων,
έδος,87
είδη μα,
έδρα,
ειδημOVΙKώς,
19
17 17
έδνιος,22
ειδαίνο μαι,
έδνον,
ειδάλιμος,
22
22
19 19
19 19 19
73
ειρμολόγιον, ειρμός,
71 77
είρομαι,
είρος,71 είροψ,77 ειρύομαι,
29
ειρύω,29 είρω,
71, 77 77
ειληματικός,
ειρωνεύομαι,
είλησις,
ειρωνευτής,
έδω,26
19 ειδημόνως, 19 ειδήμων, 19 είδησις, 19 ειδητικός, 19 ειδοί, 19 ειδομαλίδης, 19 ειδοποιέω, 19 ειδοποιία, 19 ειδοποιός, 19 είδος, 19 ειδοφορέω, 19 ειδοφόρος, 19 ειδυιών, 19 ειδύλλιον, 19 ειδύλλομαι, 19 ειδύλος, 19
εδωδή,27
ειδυών,19
ειλυσπάομαι,
ειδώ,
ειλύσπωμα,47
87
εδράζω, έδραι,
88 88
εδραιόομαι,
88
εδραίος,
88 88 εδραίωσις, 88 έδραμον, 120 έδρανον, 88 εδραιώνω,
έδρασμα,88 έδρη,88 εδρήεις,88 εδριάω,88 έδριον,88 εδρίτης,88 εδρο-,88
εδώδιμος,
27
19 19
εδωδός,27
είδω,
εδωλιάζω,
ειδωλείον,
εδώλιον,
ειδωλικός,
47 47, 50
ειλητικός,47 ειλητός,
47 47 είλιγγος, 47 ειλικρίνεια, 47 ειλιγγιάω,
77 77 ειρωνευτικός, 77 ειρωνία, 77 ειρωνίζω, 77 ειρωVΙKός, 77 ειρωτάω,77
ειλικρινέω,47
εις,
ειλικρινής,
εισαεί,
Ειλιονία,
εισακτέον,
47 48
26, 79 26
εισακτέος,
είλλω,47
εισανορούω,
ειλός,47
εισάντα,12
68 68 εισδύνω, 117 είσδυσις, 117 εισδύω, 117 εισεάω, 15 εισέτι, 44 εισέχω, 112 εισαφάσσω,
ειλυός,47 ειλύς,47 είλυσις,47
ειλυφάζω,
47
47
εισήκω,36
ειλύω,47
είσθα,44
19 ειδωλολαρεία, 19 ειδωλολάτρης, 19 είδωλον, 19
ειλώ,47
εισίημι,
είλω,47
Εισίοδος,
είθαρ,46
ειμαρμένη,
εέλδωρ,47
είθε,
ειμί,
εέργω,73
ειθίζω,
έζομαι,88
εικάζω,
έδωλον,88 εέ,26 εείο,26 εέκητι,
134 εέλδομαι, 47
45
εικάς,20
117
έθειρα,23 εθειράζω,
ειδωλόθυτον,
117 19 εικαθείν, 35
εή,26 εθάς,
19 19
23
είμα,129
είμαι,
25
είνατος,
36 34 εισιτήρια, 44 εισιτήριο, 44 εισιτήριος, 44 εισιτητέον, 44 εισιτητήρια, 44 εισκω,19
13 7 13 7
εικάσδω,19
είνεκα,134
εικασία,
είνεκεν,
19
82
25 είμι, 44 είναι, 25 εινάκις,
13, 134 129
εισοδεύω,
15 15 εισόδιος, 15 είσοδος, 15 εισοδιάζω,
εθείρω,23
είκασμα,19
είνυμι,
εθελημός,
εικασμός,
εινύω,129
εισοπίσω,
είο,26
είσοπτρον,
είπα,
έϊσος,
120 εθελήμων, 120 εθελητός, 120
19 εικαστικός, 19 εικαστός, 19
28
εισάφασμα,
47
είλυμα,47
ειλυφάω,47
88 88
6 6
ειλίσσω,48
ειλυθμός,
73 71
133
εισόπιν,93
19
93 130
73
183 εισοχή,
έκδικος,20
εκπαλής,97
έκιοτε,93
εισJωιέω,92
έκδυμα,
εκπάλησις,
εκιότης,93
εισJωίησις,
εκδύνω,117
εκπάλλω,97
εκδύσια,
117 έκδυσις, 117 εκδύω, 117 εκεί, 89 εκείθεν, 89 εκείθι, 89 εκείνη, 89 εκείνινος, 89 εκείνος, 89
εκπαραθυρώνω,
εκεινώς,89
εκπληρώνω,
εκείσε,89
εκπλήρωσις,
112
92 εισJωιητός, 92 εΙσJφάKωρας,54 εΙσJφάκιωρ,
54 είσJφαξις, 54 εΙσJφάττω, 54 εΙσJφάχωρας, 54 εισρέω, 105 εισφέρω, 31 εισφορά, 31 εισφορέω, 31 εισφορία, 31
117
εισφρέω,31
εκεχειρία,
είσω,26
εκηβολέω,
εισωπός,
εισώστης, είτα, είτε,
129 109
50 εκπίπτω, 95 εκπλαγής, 98 εκπλήγδην, 98 εκπληκιικός, 98
έκητι,
έκθαμβος,
117
Εκάεργος,35 έκαθεν,35
εκκαλέω,54
εκ,
117
93
εκαβόλος,35 Εκαδήμεια,35 Εκάδημος,
Εκάλειος, Εκάλη,
35
35
εκκίνησις,
εKJωιέω,92 εKJωίησις,
92 92 εKJωλιτίζω, 50 εκπόνηση, 94 εκπόνησις, 94 εκπονώ, 94
εκκινώ,
35
εκπόρθησις,
εκκλησία,
Εκαλήσια,
εκκλησιάζω,
55
έκαλος,134
εκκλησιαρχείον,55
εκάς,35
εκκλησιάρχης,
εκαστάκις, εκαστάτω, εκασταχή,
79 35 79
εκασταχόθεν,
55 εκκλησιασμός, 55 εκκλησιαστή,55 εκκλησιαστικός,
79 εκασταχόθι, 79 εκασταχοί, 79 εκασταχόσε, 79 εκασταχού, 79 εκαστέρω, 35 εκάστοθεν, 79 εκάστοθι, 79 έκαστος, 79 εκάστοτε, 79
έκκλησις,
εκαστωτέρω,35
εκκολαπτήριον,
Εκάταιον,35
εκκολάπτω,
Εκαταίος,
εκκόλαψις,
Εκάτειον,
εκκόπτω,56
35 35 εκατεράκις, 79 εκατερέω, 79 εκάτερθεν, 79 εκατερίς, 79 εκάτερος, 79 εκατέρωθεν, 79 εκατέρωθι, 79 εκατέρως, 79 εκατέρωσε, 79 Εκάτη, 35 εκατηβελέτης,35 εκατηβόλος,35 έκατι,134
εκατόν,
88
έκατος,35 εκβιβασμός,
13 εκδεδυμένος, 117 έκδεια, 21 εκδικάζω, 20 εκδικαστής, 20 εκδίκημα, 20 εκδίκησις, 20 εκδικητής, 20 εκδικητικός, 20 εκδικία,20
54
εKJωρθώ,54
39 55
Εκαλήνη,35
35
εKJωρθέω,54
39
55
55
εκκλητεύω,55 εκκλητής,55
120 120
έκτρωσις,
εκφορέω,31
51 51 εκπλήσσω, 98 εκπλήττομαι, 98
έκθεμα,
εκτροχιασμός,
εκπρόθεσμα,
98
εKJωίητoς,
125 126 έκθεσις, 125 εκθήλυνσις, 24 εκθρόνησις, 88 εκθρονίζω, 88 εκκαίδεκα, 79
ειωθότως,
εκτροχιάζομαι,
εKJωτάoμαι,
έκπληξις,
134
106 106
εκιροπή,
121 121 εκιυπώνω, 115 εκιύπωσις, 115 εκφαίνω, 128 εκφάνδην, 128 εκφανής, 128 εκφανίζω, 128 εκφανόω, 128 έκφανσις, 128 εκφαντικός, 128 εκφαντορία, 128 εκφαντορικός, 128 έκφαντος, 128 εκφάντωρ, 128 έκφασις, 128 εκφέρω, 31 εκφεύξιμος, 14 έκφευξις, 14 εκφλαίνω, 131 εκφορά, 31
έκπληκιος,98
έκηλος,134
είωθα,
117 117
εκπέλει,
141 35 εκηβολία, 35 εκηβόλος, 16,35
είτεν,44
εκιρέπω,
εκπαραθύρωσις,
εκηλία,134
44 45
97
95 125 εκπρόθεσμος, 125 εκπροθέσμως, 125 εκπροσώπευσις, 130 εκπροσωπευτικός, 130 εκπροσωπεύω, 130 εκπροσωπέω, 130 εκπροσώπησις, 130 εκπρόσωπος, 130 εκπροσωπώ, 130 εκπύρωσις, 134 έκρευσις, 10 5 εκρέω, 105 εκρήγνυμαι, 103 έκρηξις, 103 εκροή, 105
εκτρωσμός,
εκφόρημα,
31 31 εκφορικός, 31 εκφόριον, 31 εκφόρησις,
έκφορος,31 εκφράζω,
132 132 εκφραστικά, 132 εκφραστικός, 132 εκφραστικότης, 132 εκφραστικώς, 132 έκφρασις,
εκφρέω,31 εκφρονέω,
έκροος,1Ο5
132 132 έκφρων, 132 έκφυξις, 14
εκκλίνω,61
έκρυσις,
εκφώνημα,132
έκκλισις,
εκσπερματώνω,
εκκλητικός,
55 έκκλητος, 55 εκκλινής, 61
10 5
εκφροσύνη,
100 εκσπερμάτωσις, 100 εκστασιάζομαι, 109 έκστασις, 109 εκστατικός, 109 εκστρατεία, 110 εκστρατεύω, 110 εκσφενδονίζω, 91 εκσφενδόνισις, 91 εκσφενδονιστής, 91 εκταμίευσις, 122 εκταμιεύω, 122 έκιασις, 119 εκιείνω, 119 εκιέλεσις, 119 εκιελεστής, 119
εκφώνησις,
εκιελώ,119
ελαιήεις,
εκτελωνίζω,
119 εκτελωνισμός, 119 εκτελωνιστής, 119 εκτικός, 111 εκτιμάω, 123 εκτίμηmς, 123 εκτιμώ, 123
ελαιηρός,
εκτομή,122
ελαιός,48
εκτομίας,
ελαιοτριβείον,
εκούσως,
122 119 εκτόξευσις, 124 εκτοξεύω, 124
έλαιος,48
εκιόνωσις,
εκουσίως,
εκιός,93
ελαiς,48
έκιοσε,93
ελαϊστήρ,
έκιοσθε,93
ελαϊστήριον,
61 εκκλίτης, 61 έκκλιτος, 61 60
60 60
έκκριμα,
59 59 έκκρισις, 59 εκκριτικός, 59 έκκριτος, 59 εκκρίνω,
εκκυνέω,66 έκκυνος,66 εκλαικευσις,
75 69 εκλαμπρότης, 69 εκλέγω, 76 εκλείπω, 36 έκλειψις, 36 εκλεκτικός, 76 εκλεκιός, 76 εκλιπαρώ, 36 εκλογή, 76 εκμαγείον, 80 εκλαμβάνω,
έκομεν,130
εκουσιάζομαι, εκουσιασμός,
134 134
134 134 εκπαγλέομαι, 98 έκπαγλος, 98
132 132 εκφωνητικός, 132 εκφωνώ, 132 εKΧWνίζω, 148 εκχωνισμός, 148 εκχωνιστικός, 148 εκών, 134 ελάα, 48 εκφωνητής,
ελαδάς,48 ελάδιον,48 ελαία,
48
ελαιάεις,
48
ελαιάζω,48 ελαiζω,48 ελαίη,48
ελαϊκός,
48 48 48
ελαινος,48 ελάϊνος,48 ελαιοδόχος, ελαιόλαδον, έλαιον,
48 48
48
ελαιοφόρος,
48 48
ελαιόω,48
48 48
184 ελαιών,
ελαφίς,32
ελαιώνας,
ελαφίσιος,
48 48 ελαίωσις, 48 έλανδρος, 142 ελάνη, 142
ελευθεριάζω,
50 50 Ελευθέριος, 50 ελευθεριότης, 50 ελεύθερος, 50 ελευθερόω, 50 ελευθέρωμα, 50 ελευθερώνω, 50 ελευθέρωσις, 50 ελευθερωτής, 50
Έλλάδα,88
ελευθέριος,
Ελλάς,
Ελευθώ,48
Έλληνας,
Ελευσίνα,
48 Ελευσίνια, 48 Ελευσίνιον, 48 Ελευσίνιος, 48 Ελευσίς, 48 έλευσις, 48 έλη, 50
Ελλήσποντος,
ελαχός,40
ελίγδην,48
ελλογίζω,
ελαχύς,
έλιγμα,
ελλόγιμος,
32
ελαφο-,32 έλαφος,
32
ελαφράδα,
ελασείω,46
32 ελαφραίνω, 32
ελασία,
ελαφρία,32
46 47
ελάσιμος,
ελαφρίζω,
ελάσιος,46
ελαφρός,
ελάσιππος, έλασις,
46
ελαφρούτσικος,
46
ελασίχθων, έλασμα,
32 32 ελαφρότης, 32
46
ελαφρόω,32 ελαφρύς,
46
ελασμός,46 ελασσόνως,
32
40
32 ελάφρωμα, 32 ελαφρώνω, 32
88
έλλειμμα,
36
ελλειπτικός,
36 έλλειψις, 36 έλλεσχος, 76 Έλλη, 87 Έλλην, 88 Ελλην-.,88
88
87 37 ελλιμένιος, 37 ελλιμένισις, 37 ελλιμενιστής, 37 ελλιμενίζω,
ελασσόω,40
ελάφρωσις,32
ελάσσων,
40 ελαστικό, 47 ελαστικός, 47 ελαστικότης, 47 ελαστρέω, 46
ελαχιστάκις,
έλαστρο,47
έλδομαι,
Ελάτα,46
έλδωρ,47
ελίκη,48
ελατάκι,
46 Ελαταριά, 47
ελεαίρω,48
ελικηδόν,
ελεάω,48
ελικίας,48
Ελάτεαι,46
ελεγαίνω,
76 ελεγεία, 76 ελεγεαικός, 76 ελεγείον, 76 ελεγείος, 76 ελεγκτέον, 76 ελεγκτή ρ, 76 ελεγκτής, 76 ελεγκτικός, 76 ελεγμός, 76
ελικοειδής,
48 Ελικώνιος, 48 ελικώπις, 48
έλμινθα,32
έλεγξις,76
ελίκωψ,48
ελμινθιάω,
ελάτειρα,
46 ελατέvιoς, 47 ελάτη, 46 ελατήϊς,47 ελατή ρ,
46 ελατήρας, 46 ελατήριον, 46 ελατήριος, 46 ελάτης, 46 ελάτι, 46 ελατικός, 46 ελάτινος, 47 ελατίσιος, 47
ελάχιστος,
40 40
40
ελάω,46
48
ελιγματώδης, ελιγμός,
47
Ελλοί,
48
ελλοχεύω,
ελλόχησις,
77 77 ελλοχητής, 77 ελλοχίζω, 77
48 48
έλμιθα,32 ελμινθία,
32
ελμινθίασις,
ελινύες,8
32 32, 142 ελμινθίδαι, 32 ελμίνθιον, 32, 142 ελμινθoβόταvoν, 32, 142
ελινύω,8
ελμινθώδης,32
έλιξ,
έλμινς,
ελινότροπος,
έλατο,
46 ελατός, 46 έλατος, 46 Έλατος, 46 ελατότης, 46 Ελατού, 47 Ελατοχώρι, 47
ελεεινολόγησις,
ελατρεύς,47
ελεημοσύνη,
έλαττον,40
ελεήμων,
ελαττονάκις,
40 40 ελαττονόομαι, 40 ελαττονότης, 40 ελαττούμαι, 40 ελάττωμα, 40 ελαττωματικός, 40
ελέησις,48
ελκήεις,30
ελαττονέω,
ελεητής,
48
ελκηθμός,
ελεητύς,48
έλκηθρον,
Ελείθυια,
έλκημα,30
ελάττων,40 ελαττώνω,
ελελισφακίτης,
48
ελλός,88
ελικτός,48
ελαΤο-,47
ελεεινολογία,
76
ελλοχάω,77
Ελικωνιάδες,
48
48
48
έλιξις,48
32, 142 32, 142 ελμονθο-., 32 έλξη, 30 έλμις,
ελεεινόν,
48 48 ελεεινότης, 48 ελεεινώς, 48
ελίσσω,48
ελεεινός,
ελίχρυσος,
ελεέω,48
ελκεσι-,30
ελονόμος,47
ελκέω,30
έλος,
ελκηδόν,30
ελπίδα,
48
48
48
48
ελκαίνω,30
ελξίνη,30
έλKαvOν,
έλξις,
30
30 30
30
47 48 Ελπίδα, 48 ελπίζω, 48 ελπίς,48 έλπισμα,48
ελεινός,48
ελκητήρ,30
ελπιστός,
ελεινώς,48
ελκοποιέω,
έλπω,48
ελελεύ,75
έλκος,
ελελίζω,
ελκόω,30
έλυμα,47
ελκτικός,
έλυμος,47
48, 75
ελαφηβόλος,32
10 1 ελελίσφακον, 101 ελελίσφακος, 48, 10 1 ελελίχθημα, 48 ελελίχθων, 48 ελέναυς, 142 ελένη, 142 Ελένη, 142 Ελένια, 142
ελάφι,
32 ελαφίαι, 32
ελένων,142
ελαφίδα,32
ελεόν,
30
48
ελπωρή,48
30 30
ελκτός,30
έλυτρον,
ελκύδριον,
30 ελκυθμός, 30 έλκυσις, 30
ελυτρόω,47
έλκυσμα,30
ελώριον,
ελκυσμός,
30 ελκυστάζω, 30 ελκυστήρ, 30 ελκυστικός, 30 ελκυστίνδα, 30
ελώριος,
47, 48 ελεός, 47 έλεος, 48 Έλεος, 48 ελέπολις, 142 ελετός, 142
ελκυστός,30
εμβάζω,
ελκωματικός,30
έμβαρος,32
ελεύθαρος,50
έλκωσις,30
έμβασις,13
ελάφιον,32
ελευθερία,
ελκωτικός,
έμβασμα,
ελάφιος,32
ελευθέρια,
ελατώδης,47 ελαύνω,
46
ελάφειος,32 ελαφή,32 ελαφηβολιών,32
ελαφίδαι,
32
ελαφίδες,32 ελαφίδιον,32 ελαφικόν,32 ελαφίνα,
32 ελαφίνης, 32
Ελενοφόντης,
5Ο 5Ο
142
76 76
76 87
ελικτήρ,48
ελίκων,
ελέγχω,
ελλογιμότατος,
ελικός,48
Ελικών,
76
76 76
έλλογος,
έλινος,48
ελεγχόμενος,
ελλογέω,76
ελλογίμως,
48
ελικών,48
έλεγος,76
ελλογάω,76
ελλογιμότητα,
48
76 ελεεινά, 48
40 ελάττωσις, 40 ελαττωτικός, 40
48
36
ελλείπω,
ελκύω,
30 30 ελκώδης, 30 έλκωμα, 30 έλκω,
ελλά,
87
30
47
ελύω,47 έλωρ,142
142 142
εμά,25 εμαυτής,25 εμαυτού,25 εμβαδόν,
13 13 εμβάλλω, 16 έμβαμμα, 69 εμβάπτισις, 69 εμβάπτω,69
13
εμβατήριον,
13
185 εμβέλεια,
εμπεδόω,
16 16
έμβλημα,
εμβολάδιον,
εμφανιστικός,
ενδιαφέρον,
εμπεδώνω,
εμφαντικός,
ενδίοπτος,
15 15
128 128
31 129
εμπεδώς,15
έμφασις,
εμπέδως,15
εμφατικός,
ένδοθεν,
εμβολεύς,
16 εμβολή, 16 εμβολιζω, 16
εμπέδωσις,
εμπειράζω,52
128 128 εμφρονέω, 132 εμφρονώδης, 132
ένδιος,21
εμβολάς,16
εμπειράομαι,
έμφρων,132
ενδοί,
εμβολιμαίος,
16 16 εμβόλιον, 16 εμβόλισμα, 16 έμβολον, 16 έμβολος, 16 εμβροντησία, 103 εμβρόντησις, 103 εμβρόντητος, 103 εμβρυακός, 131 εμβρύεων, 131 εμβρυϊκός, 131
εμπειρία,
εμφωλεύω,
εμβόλιμος,
εμπειρικός,
εμφωνέω,132
26 ένδοι, 26 ένδον, 26
έμφωνος,
ενδοσκόπων,
εμπίμπρημι,
13 2 129 εμψυχώνω, 135 εμψύχωσις, 135 εμψυχωτής, 135
ενδόσθια,
εμφωτίζω,
εμπιπράω,
εμώς,25
ένδυμα,
εμωυτού,25
ενδύνω,117
εν,
ενδυτήρ,117
εμβρυο-,131
εμπιστοσύνη,
έμβρυον,
εμπλέκομαι,
26, 79 79 εναγής, 141 έναγχος, 7 εναέρως, 136
ένδυσις,
ένα,
51 εμποδίζω, 15 εμπόδιον, 15 εμπόδιος, 15
εναίρω,27
ενεάζω,1Ο
εναίσιμος,
ενεγκείν,
εναίσιος,
ένεικα,36
εμποδισμός,
ενάκις,137
16
131 131
έμβρυος,
15 52
52 52 εμπείριος, 52 έμπειρος, 52 εμπερής, 52 εμπήγω,96
εμπίπτω,
13 5 135
95
εμπίς,95 εμπιστεύομαι, έμπιστος,
95 95 51
εμπλοκή,
εμβρυουλκία,
131 εμβρυουλκός, 131 εμβρυούχος, 131 εμβρυώδης, 131 εμβρύωμα, 131 εμβρυωρός, 131 εμέ,25
εμποδιστής,
25
εμιγγοβότανο,
142
εμίν,25 εμίνη,25
79
εμμηvo-,79
έμμηνος,
79
εμμηνοστασία,
79
25
έμμορφος,
34 146
έμμοτος,
εμοί,
25
έμορφα,
34 εμορφάδα, 34 εμορφαίνω, 34 εμορφιά, 34 εμορφίζω, 34 έμορφος, 34
133 94 εμπαθής, 94 εμπαιγμός, 91 εμπαίζω, 90 έμπαιος, 90, 133 έμπαισμα, 90 εμπάθεια,
εμπαίω,90 έμπαλιν,97 έμπαση,
13
έμπασις,92 εμπεδής,
15 εμπεδο-, 15 έμπεδο, 15 Εμπεδοκλής, έμπεδον, έμπεδος,
15 15
15
25 13, 134
ένεκε,134
137 137
ένεκεν,
13, 134 36 ενενήκοντα, 137
εμπορεία,
εναντίος,
10 10 ενεόφρων, 10
εμπόρευμα,
ενάντιος,
ενέπω,133
έναντα,
53 53 εμπορεύομαι, 53 εμπορία, 53 εμπορίζομαι, 53 εμπορικός, 53 εμπόριον, 53 έμπορος, 53 Έμπουσα, 92 Εμπουσαίος., 92 εμπρός, 53 έμπροσθα, 53 έμπροσθεν, 53 εμπροσθίδιος, 53 εμπροσθινός, 53 εμπρόσθιος, 53 εμπυάζω,94 εμπύασμα,
94
εμπύη,94
49
ενενηκοντούτης, ενενηκοστός, ενενήντα,
137 137
10
ενεοστασία,
12 12
12 12 εναντιότης, 12 εναντίωμα, 12 εναντίως, 12
ενεότης,
ενεργία,
73
ενερεύθομαι, ένερθα,
ένερθε,73
έναρα,
ενερόχρως,
27
104
73
έναρ,48
Εναρέες,49
73 73 ενέρυθρος, 104 ενεσία, 36 ενέσιμος, 36 ένεσις, 36
ενάρετος,
ενετή,36
ενάργεια,
49 ενάργημα, 49 εναργής, 49 εναργότης,49
έναρθρος,
137
137
72 72
ενέρτερος,
ενετήρ,36
εναρίζω,27
ενετήρια,
εναρμονίζω,
ενετός,36
70 εναρμόvιoς, 70 εναταίος, 137 ενατεύομαι, 137 ένατος, 137 εναύλεων, 136 εναυλίζω, 136 εναύλως, 136 εναυλιστήρως, 136 έναυλον, 136 εναυσιαίος, 26 έναυσις, 136 έναυσμα, 136
36
ενευδιάω,
136
ενεύδω,136
ενεχθήσομαι,
εμφαλκόω,128
ένδαις,
36 112 ενεχόμενος, 112 ενεχυρασίη, 111 ενεχύρασμα, 111 ενεχυρασμός, 111 ενεχυραστός, 111 ενεχυριάζω, 111 ενεχυριασμός, 111 ενεχύριος, 111 ενέχυρον, 111 ενέχω, 112
εμφάνεια,
ενδαίω,
ενεώς,1Ο
94 94
εμπύησις,
13
ένειμι,
εναντιόομαι,
εμπυηματικός,
εμπάζομαι,
137
36
έμπολος,51
εμού, έμπα,
ένδω,26
ενεός,
εμπύημα,
25
117 117
ενδύω,
εναλίγκιος,
51
εμός,25 εμούς,25
117
εναλλάσσω,
εμπόλημα,
εμεωυτού,
117
ενενηντάρης,
εμπολή,
εμέν,25
εμεύς,25
ενδύκιος,20
ενάλλαξις,49
εμείως,25
εμεύ,25
ενδυκής,20
51 εμπόλησις, 51 εμπολητός, 51
εμπολέω,51
25 25
130
ένεμα,
εμείω,25
εμένα,
26
ενδυκέως,20
ένεκα,
ενακοσωστός,
26
47 εναλλαγή, 49 εναλλάκτη ς, 49 εναλλακτικός, 49 εναλλάξ, 49
εμείο,25
έμμι,
15
εμποδών,
εμέθεν,25
έμμηνα,
ενακόσωι,
εμποδοστατέω,
ενδοθίδιος,
ενδυτός,
19 19
ενακηδεκάτη,
15 15
15 εμπολαίος, 51 εμπολεύς, 51
εμέο,
95
129
26 26
ένδοθι,
94 εμπυητικός, 94 εμπυϊκός, 94 εμπυισκω, 94 έμπυον, 94 έμπυος,94 εμύς,63 εμφαίνω,
128
128 εμφάνερος, 128 εμφανής, 128 εμφάνησις, 128 εμφανία, 128 εμφανίζω, 128 εμφανίσιμος, 128 εμφανίσκω, 128 εμφανισμός, 128 εμφανιστής, 128
εναύω,136
18 18 ενδεής, 21 ένδεια, 21
ενέχομαι,
ένζυμος,
ενδείκνυμι,
ενηής,36
ενδείκτης,
ενήνοθε,
20 20 ένδειξις, 20 ενδελέχεια, 119 ενδελεχής, 119 ενδιαίτημα, 118 ενδιαφέρομαι, 31
109
ενηείη,36
112 36 ενήρεικτος, 104 ενηρίκτω, 104 ένθα, 26 ενθάδε, 26 ενήνοχα,
186 ενθαδί,
ενοπτρίζω,
ενιρόπιο,
ενόπτρισις,
106 122 εντρύφησις, 122 εντρυφώ, 122 εντύνω, 112
εξαλμός,98
ενθάδιος,
εντρύφημα,
έξαλος,
έντυος,112
εξάμβλωμα,
26 26 26
ενθήκη,126
130 130 ένοπτρον, 130 ένοπτρος, 130 ένος, 34, 48 ενοσι-, 117 ένοσις, 117
ενθουσιάζω,
ενοφθαλμίζομαι,
ένθεν,
ενθεναρίζω,
117 26 ένθετος, 125 ενθένδε,
20 ενθουσιασμός, 20 ενθρείν, 125 ενθρovίζoμαι, 88 ενθρόνισις, 88 ενθυμέομαι, 46 ενθύμησις, 46 έvι, 25 ενιαίος, 79
ενοχή,
56 56 ενοχλητικός, 56 ενοχλώ, 56 ενοχοποιέω, 112 ενοχοποιός, 112 ενοχοποιώ, 112 ένοχος, 112 ενόχλησις,
ενιαύτιος,
ενόω,79
26
ενιαυτίζομαι,
112
ενοχλημένος,
ενιάκις,25 ενιαύσιος,
ένρινον,
26
26 26
ενσαρκώνω,
ενυδρείον,
ενσάρκωσις,
ένυδρος,
ενιαχή,25 ενιαχού,
ενσπερμάτωσις,
ενιαυτοφανής,26 ενιαυτοφορέω,
26
25
115 115 έντυπος, 115 εντυπόω, 115 εντύπωμα, 115 εντυπώνω, 115 εντυπωσιάζω, 115 εντυπωσιακός, 115 εντύπωσις, 115 εντυπωτικός, 115 εντυπωτισμός, 115 εντύω, 112 έντυπov,
Evυάλιoς,75
105
72 72 ενσκήπτω, 109 ενσκίμπτω, 109 ενσπείρω, 100
ενιαυτός,
εντυπάς,
130
127 127
100
79
ενίσσω,
ενιάυθα,26
ένωσις,
ενιαυθοί, ένιεα,
ενναέτης,8
26 112 ενιείνω, 119 εντέλεια, 119 εντελέχεια, 119 εντέλλομαι, 119 εντελώς, 119
ενναίω,8
ένιερov,26
εννάκις,
137 εννεα-, 137 εννέα, 137
εντεταγμένος,
έννεκα,134
ενιεύθεν,
51
ενναετήρ,8 ενναετηρίς,
137 ενναέτηρος, 137 ενναετής, 137
εντεταλμένος, έντευΥμα,
123 26 εντευκτέον, 123 εντευκτικός, 123 εντευξίδων, 123 έντευξις, 123 εντεύχω, 123 έντεχνος, 123 εvτί, 25
εννέπω,133
εννεσία,
36 εννέωρος, 137 εννήκοντα, 13 7 εννήμαρ, 137 εννήρης, 137 εννια-, 137 εννιά, 137 εννία, 137 εννιάδα, 13 7 εννιακόσια, 13 7
ένιοθεν,26 εντοιχίζω,
εντοιχισμός,
137
εννιάρι,
13 7 11 εννοσι-, 117 Εvvοσίδας, 117 έννοσις, 117 εννοώ, 11 έννοια,
έννυμι,129 εννύω,129
ενοίκησις,
108 ενοικιάζω, 108 ενοικίασις, 10 8 ενοικίζω, 108 ενοίκιov, 108 ενοικιοστάσιον, ενοπέω,133 ενοπή,
133 112 ενόπλιος, 112 ένοπλος, 112 ενοπλίζω,
123
εντοιχισμένος,
εννιακοσωστός,
123 123
έντοκος,
123 εντολέας, 119 εντολή, 119 εντολο-, 119 εντομή, 122 ενιοπίζω, 87 ενιόπιος, 87 ενιοπιότης, 87 ενιόπισις, 87 ενιοπισμός, 87 ενιοπιστής, 87 ενιοπιστικός, 87 ενιός,26 ένιοσθι,
108
80
79 129
ενωπή,129 ενώπων,129 ενώπως,129
ενωρίς,
79
εξαδέλφη,
23 23
εξάδελφος,
εξαδελφοσύνη,23
124 119
26 26
ενιόσθια,
ενιρέπομαι,
106 ενιρέπω, 106 ενιροπαλός, 106 ενιροπή, 106 ενιροπία, 106
12
36
εξάντλημα,
116 116 εξαντλητικός, 116 εξαντλούμαι, 116 εξαντλώ, 116 εξαπατάω,
εξαπολύω,
ενωπαδίως,
ενίσπω,133
11 Ο 18 ενσωμάτωσις, 18 ένταξις, 124 ένιασις, 119 εντάσσω, 124
ενώνω,
ενσωματώνω,
ενμπλήδην,
εξανίημι,
εξαπόλυση,
ενστερvίζoμαι,
ενλιμνίζω,37
εξανθρωπίζω,
εξάδα,
έvιoι,
133
24 24 εξάνθησις, 24 εξανθίζω, 24 εξάνθηση,
εξαπολνώ,38
ενωνή,11
ενίπτω,133
εξάνθημα,
εξάγιον,6
ενώμοτος,
ενιπή,133
7 136
εξαγινέω,6
100
ένσπορος,1Ο0
25
εξανεμίζομαι,
33 79 ενωτικός, 79 εξ, 79, 93
ένσπερος,
ενίοτε,
εξαναγκασμός,
εξαπάτημα,
ενίημι,
ενίοκα,25
16 16 εξάμβλωσις, 16 εξάν, 111 εξαναγκάζω, 7
116 116 εξαπάτης, 116 εξαπάτησις, 116 εξαπατητήρ, 116 εξαπατητής, 116 εξαπατητικός, 116 εξαπατύλλω, 116 εξαπατώ, 116 εξάπινα, 45 εξαπιναίος, 45 εξαπίναιος, 45 εξαπίνης, 45
ένωμος,83
ενίζω,79
36 25
εξαμβλόω,
εξανύω,11
79
ενωμένος,
εξάλφω,69
εξάντλησις,
Evυώ,116 ένωμα,
113
έξαλσις,98
εξαερίζω,
136 136 εξαεριστήρ, 136 εξαέρωσις, 136 εξαιρέσιμος, 142 εξαίρεσις, 142 εξαιρετέος, 142 εξαιρετικά, 142 εξαιρετικός, 142 εξαιρετικώς, 142 εξαιρετός, 142 εξαίρετος, 142 εξαιρέω, 142 εξαίρημα, 142 εξαιρώ, 142 εξαίρω, 27 εξαίσιος, 19 εξαίφνης, 45 εξαιφvίδιoς, 45 εξακοντίζω, 144 εξακοντισμός, 144 εξακτέov, 6 εξαερισμός,
εξακτική,6 εξαλείπτης,
38 37 εξάπτομαι, 68 εξάπτω, 68 εξαραίωσις, 104 έξαρμα, 27 εξαρνέομαι, 28 εξάρνησις, 28 εξαρνητικός, 28 έξαρνος,28 έξαρσις,
27
εξαρτάω,29 εξαρτηδόν,
29 29 εξάρτησις, 29 εξάρτια, 29 εξάρτυσις, 72 εξάρτημα,
εξαρτύω,72 εξάς,79 εξασκημένος,
112 112 112
εξάσκησις, εξασκώ,
έξαστις,25 εξατμίζω,
136 136
εξατμισμός, έξαφνα,
45
εξάφvης,45 εξαχή,79
37
εξαχρείωσις,
εξάλειπτρον,37
εξαχώς,79
εξαλείφω,
37 37 εξαλέομαι, 49 εξαλεύομαι, 49 έξαλλα, 49 εξάλλομαι, 98 έξαλλος, 49, 98 εξαλλοτριόω, 50 εξάλλου, 49
έξαψις,
εξάλειψις,
εξεγείρω,
έξαλμα,98
εξειλύω,47
68 27 εξέγερσις, 27 εξεί,93 εξείδιον, εξείης,
111 111
εξείκοντα,79 εξειλέω,47 εξείλησις,
47
138
187 εξείλω,47
εξοπλισμένος,
112 112 εξοργίζω, 127 εξοργισμός, 127 εξοργιστικός, 127 εξόρυξις, 29 εξορύσσω, 29 εξοστρακίζω, 109 εξοστρακισμός, 109 εξουδενέω, 93 εξουδενίζω, 93 εξουδενισμός, 93 εξουδενόω, 93 εξουδένωμα, 93 εξουδένωσις, 93 εξουδενωτής, 93 εξουθενέω, 93 εξουθένημα, 93 εξουθένησις, 93 εξουθενητικός, 93 εξουθενίζω, 93
εορτή,
εξελασία,47
εξοπλισμός,
εόρτιος,29
εξούλης,47
επαιτιάζομαι,
44 44 επαίτιος, 44 επαιτοσύνη, 44
επαύρησις,33
εξουσία,
επαιτικός,
επαφάω,68
επάϊω,137
επαφή,
επάϊων,137
επάφημα,
εξέλασις,47 εξελαστέος,47 εξελατέος,
47
εξελαύνω,47 εξελΕγχω,
76 εξεπίτηδες, 26 εξερύκω,30 εξερύω,30 εξετάζω,
26 26 εξετασμός, 26 εξεταστής, 26 εξέτης, 79 εξέτι, 93 εξευγενίζω, 86 εξέχω, 112 εξήκοντα, 79 εξέτασις,
εξηκονταετής, εξηκονταέτης, εξηκοντάς,
79 79
79
εξηκοντούτης,
79 εξηκοσταίος, 79 εξηκοστός, 79 εξηλώ,16 εξημερωμένος,
27
εξημερώνω,
27 εξημέρωσις, 27 εξήντα, 79 εξής, 111 εξηχέω,55 εξήχησις, εξηχία,
55
55
έξηχος,55 εξηχόω,55 έξι,
79
εξιδανίκευσις,
19
εξικvoύμαι,
34 51 εξιλεώνω, 51 εξιλΕωσις, 51 έξις, 111 εξιστάνω, 109 εξίστημι, 109 εξιστόρησις, 19 εξιστορώ, 19 εξιτηλiα, 44 εξίτηλος, 44 εξιτήρια, 44 εξιτήριος, 44 εξιτητήρια, 44 εξιτητός, 44 εξιλαστή ριος,
25
εξουσιάζω,
25 εξουσιάρχης, 25 εξουσίαρχος, 25 εξουσιαστής, 25 εξουσιαστικός, 25 εξούσιος, 25 εξόφλησις, 143 εξοφλητήρων, 143 εξοφλώ, 143 έξοχα, 112 εξοχή, 112 έξοχος, 112 εξοχότης, 112 εξόχως, 112 εξύμνησις, 66 εξυμνώ, 66 εξυπηρέτησις, 70 εξυπηρετώ, 70 εξυπνάδα, 94 έξυπνος, 94
29
εός,26 εούσα,
επαρχιώτης,
72 72 επαρχότης, 72 έπαρχος,
29
επάρχω,72
25
επάδω,138
έπασις,92
επαιγδην,
επαστέον,
35 επαίνημι, 137
138 138 επαυλία, 136 επαύλια, 136 επαυλίζομαι, 136 επαύλιον, 136 έπαυλις, 136 επαύλισμα, 136 επαυλισμός, 136 έπαυλος, 136 επάστης,
επαινός,45 έπαινος,
137 137 επαίρομαι, 27 επαινώ,
επαίρω,27 επαιτεία,
44
επαιτέω,44 επαίτης,
44 44 44 44
επαίτησις,
επαυράω,33
επαιτία,
επαύρεσις,
επαίτια,
33
επαυρέω,33
επάφεσις,
36 36
επαφετέον,
68
επαλήθευσις,
68 68 επαφίεμαι, 36 επαφίημι, 36 Έπαφος, 68 επαφράω, 105 επαφρίζω, 105 επαφροδισία, 105 επαφρόδιτος, 105 έπαφρος, 105 επάχθεια, 12 επαχθέω, 12 επαχθής, 12 επαχθίζομαι, 12 επάχθομαι, 12
επαληθεύω,
επάω,137
επακόλουθα, επακροώμαι,
55 55
επακτέον,6 επακτή ρ,
6
επακτικός, επακτός,
6
6
επακτρεύς,6 επακτρίς,6 έπακτρον,6 επαλείφω, επάλειψις,
37 37
επαλΕξω,49 επαλΕω,97
40 40
επαλής,50
επάφησις,
επέγγραφος,
επαλληλότης,
εξυπολύω,38
έπαλξις,
επεί,
50 50
επειγμένως, επειγόντως,
έξω,
έξωθεν,
έπαλπνος,48
επειγωλή,6
επάν,52
επειδάν,52
επανάστασις,
επειδή,
93,111 93 εξωραiζω, 33 εξωραϊσμός, 33 εξωραϊστικός, 33 εξώρας, 33 εξωριάζω, 33 έξωσις,
εξοδάω,15
εξωτέρω,93
εξοδεία,
15 εξοδεύω, 15 εξοδία, 15 εξοδιάζω, 15 εξόδιος, 15 έξοδος, 15
εξωτικός,
εξοικείωσις,
εοικώς,
εξολόθρευσις,
εοίο,26
93
εξώτατος,
93 93
εξωτερικός,
93
εξώφλοιον,
131 132
109 επαναστάτης, 109 επαναστάτις, 109 επαναστατώ, 109 επανείρομαι, 77 επανέλεγχος, 76 επάνεσις, 44 επανίστημι, 109 επανιτέον, 44 επάνω, 52 επάνωθεν,52
143
52
49 επαλξίτης, 49
42 εξσΥκώνω, 42 εξόγκωσις, 42
112
Εορτών,
72
72
επάρχισσα,72
εορτολόγιο,
εξυπόλυτος,38
εξόγκωμα,
εξοπλίζω,
έορτις,29
επαλληλία,
έξωρος,33
εξόπιν,93
επάρχιος,
εξυπνώ,94
εξιτός,44
108 38 εξολοθρευτής, 38 εξολοθρεύω, 38 εξομάλυνσις, 67 εξομαλύνω, 67 εξομοιώνω, 67 εξομοίωσις, 67 εξομολόγησις, 76 εξομολσΥητής, 76 εξομολσΥούμαι, 76
επαρχιακός,
29
6 6
επείγω,6
52
επείρομαι,
77
επειρύω,30 επείσακτος,
6
επεισοδιάζω,
15 15 επεισόδιον, 15 επεισόδιος, 15 επεισοδιόω, 15 επείσοδος, 15 επεισπαίω, 90 έπειτα, 44 επεισοδιακός,
εξωφρενικός,
επάνωθι,
έο,26
επαράομαι,
77 77 επάρατος, 77 επαρίται, 27 επάριτοι, 27 επάρκεια, 49
έπειτεν,44
επαράσιμος,
επέκεινα,
έον,117
επάρκεσις,49
επελάω,47
εορτάζω,
29 εορταίος, 29
επαρκέω,49
επέναρ,48
επαρκής,
επεvπάω,90
εορτάσιμος,
επάρκιος,49
επεξεργάζομαι,
επαρκούντως,49
επεξεργασία,
επαρκώ,
επέοικε,
επαρκώς,
επέραστος,30
έοικα,
19
εοικότως,
εάν,
19 19
25, 26
29 εορτάσιος, 29 εόρτασις, 29 εόρτασμα, 29 εορτασμός, 29 εορταστής, 29 εορταστικός, 29
52
49
49 49 έπαρμα, 27 έπαρσις, 27 επαρχία, 72
89 119 επεκτικός, 112 επέλασις, 47 επελαύνω, 47 επέκτασις,
επέρυσι,
73 73
19 52
επερύω,30 επερώτησις,
77
188 επέτης,
112
επίθεσις,
Επιμηθίας,
Επιστάσιος,
επιθετικά,
επιμηθικώς,
επίστασις,
επήλυξ,69
125 125 επιθετικός, 125 επιθετικότης, 125 επίθετον, 125 επίθετος, 125 επίθημα, 126 επιθηματικός, 126 επιθηματουργία, 126 επίκαιρα, 142 επίκαιρος, 142 επικαλούμαι, 54 επικαλύπτω, 62 επικάλυψις, 62 επικαρπεία, 147
έπηλυς,48
επικάρσιος,42
επήλυσις,
48 επηλυτής, 48 επήλυτος, 48 επη μάτιος, 81 επήν, 52
επικασσιτερώνω,
επήορος,27
επικεντρώνω,
επηρεάζω,
77 77 επηρεαστής, 77 επηρεαστικός, 77 επήρεια, 77 επήρετμος, 70
επικέντρωσις,
επηρεασμός,
επικήρως,
επίκλη,55
144 129 επίοπτος, 129 επίουρος, 33 επίπεδον, 15 επίπεδος, 15 επιπεδόω, 15 επιπέδωσις, 15 επιπελάζω, 51 επιπέλομαι, 50 επιπίπτω, 95 επίπλαστος, 98 επιπολάζω, 50 Επιπολαί, 50 επιπόλαιος, 50 επιπόλασις, 50 επιπολασμός, 50 επιπολεύω, 50
επήρης,70
επικλήδην,55
επιπολή,50
επηρμένος,
επικλήν,55
επιπροσθέτως,
επίκληρος,
επιπτύω,95
επευφημέω,
132 επευφήμησις, 132 επευφημία, 13 2 επευφημίζομαι, 132 επευφημισμός, 132 επεχής, 112 επέχω, 112 επήβολος, 16 επηγKΕVΊΔες, 96 επηεταvός, 118 επηλυγάζω, 69 επηλύγαιος, 69 επηλυγισμός, 69
επικασσιτέρωσις, επικατάρατος, επικενής,
77
149
επικεντρωμένος,
145 145 145
146 146 επικίνδυνος, 39 επίκηρος,
επικινδυνότης,39
27 επητανός, 118 επήτεια, 133 επητής, 133 επητικός, 112 επήτριμος, 121 επητύς, 133 επί, 52 επιβάτης, 13 επιβατός, 13
επιβλήσκομαι,
61 επίκλησις, 55 επικοινωνία, 66 επικοινωνώ, 66 Επικούρειος, 33 επικουρέω, 33 επικούρημα, 33 επικούρησις, 33 επικουρία, 33 επικουρίζω, 33 επικουρικός, 33 επικούριος, 33 επίκουρος, 33 Επίκουρος, 33 επικρότησις, 58 επικροτώ, 58 επικυρίσσω, 62 επικυρόω, 65
επιβλητέον,
επικύρω,65
επιβδά,92 επιβήτωρ,
13
επιβιβασμός,
13 16
επιβλαβής, επιβλή,
16
επιβλήδην,
16 16 επίβλησις, 16 επιβλής,
16 16 επιβ λητικός, 16 επίβ λητος, 16 επιβλυγμός, 131 επιβλύζω, 131 επιβλύξ, 131 επιβλυσμός, 131 επιβλύω, 131 επίβοιον, 85 επιγεγραμμένος, επιγραφή, επιγράφω,
επιδεικνύς,
20 επιδεινώνω, 20 επιδείνωσις, 20 επίδειξις, 20 επιείκεια, 19 επιείκελος, 19 επιεικεύο μαι, 19 επιεικής, 19 επιεικτός, 35 επιζάφελος, 16 επιζητώ, 44 επίηρα, 70 επιήραvoς, 70 επίηρος,70
126
65 65 επικύρωσις, 65 επίλεκτος, 76 επιλήσμων, 40 επιλογή, 76 επίλογος, 76 επιλοχίας, 77 επιλόχιος, 77 επιμαίομαι, 78 επιμέλεια, 83 επιμελής, 83 επιμελητεία, 83 Επιμελητήριον, 83 επιμελητής, 83 επιμελήτρια, 83 επιμελούμαι, 83 επιμελώς, 83 επίμεμπτος, 78 επιμένω, 78 επιμερισμός, 81 επιμεριστικός, 81 επιμέτρησις, 68 επιμετρώ, 68 επιμήδομαι, 80 επιμηθέομαι, 80 Επιμηθεύς, 80 επιμηθής, 80 επικυρώνω,
143 143
143
επιδαψιλεύομαι,
επίθεμα,
επικυρωμένος,
143
επιγραφόμενος,
113 113
70
80 80 Επιμηλιάδες, 48 Επιμηλίδες, 48 επιμήλιος, 48 επιμηλίς, 48 επιμονή, 78 επίμονος, 78 επιμύω,83 επινώς,9 επίξηνον,
επώπτης,
επιρρέω,
125
10 5 77
επίρρημα,
επιρρηματικός,
77 77 επιρρητέον, 77 επίρρητος, 77 επιρροή, 10 5 επίρροια, 10 5 επισημαίνω, 126 επισήμανσις, 126 επίσημον, 126 επίσημος, 126 επίσης, 52 επίσιγμα, 113 επισίζω, 113 επίσιμος, 88 επισιμόω, 88 επισινής, 142 επισίνως, 142 επισίνομαι, 142 επίσιστον, 113 επισκεπτήρων, 130 επισκέπτομαι, 130 επίσκεψις, 130 Επίσκεψις, 130 επισκήπτω, 109 επίσκηψις, 109 επισκιάζω, 40 επισκοπάτον, 130 επισκοπείον, 130 επισκοπεύω, 130 επισκοπέω, 130 επισκοπή, 130 επισκόπησις, 130 επισκοπία, 130 επισκοπικός, 130 επίσκοπος, 130 επίρρησις,
επίσκωμμα,58 επισκωμματίζω,58 επισκωμματικώς,58 επισκώπτης,
58
επισκώπτω,58 επίσκωψις,58 επισταδόν, επίσταμαι, επιστασία,
109 109 109
109 109 επιστατεία, 109 επιστατεύω, 109 επιστατέω, 109 επιστατήρ, 109 Επιστατήριος, 109 επιστάτης, 109 επιστατικός, 109 επιστάτις, 109 επιστηθίζομαι, 110 επιστήθιος, 110 επίστημα, 109 επιστήμη, 109 επιστήμον, 109 επιστημovίζω, 109 επιστημOVΙKός, 109 επιστημOVΙKώς, 109 επίστημος, 109 επιστημοσύνη, 109 επιστημόω, 109 επιστήμων, 109 επιστητέον, 109 επιστητός, 109 επίστως, 129 επισχεσία, 112 επίσχεσις, 111, 112 επισχετέον, 112 επισχετικός, 112 επισώ ρευσις, 31 επισωρεύω, 31 επιταγή, 124 επίταγμα, 124 επιτακτήρ, 124 επιτάκτης, 124 επιτακτικός, 124 επίτακτος, 124 επιτάκτωρ, 124 επιτάξ, 124 επίταξις, 124 επιτάσσω, 124 επιτάφιος, 117 επιτάχυνσις, 119 επιταχύνω, 119 επιτείνω, 119 επιτελάρχης, 119 επιτελείο, 119 επιτελώ, 119 επιτεταγμένος, 124 επίτευγμα, 123 επίτευξις, 123 επιτηδειόομαι, 26 επιτήδειος, 26 επιτηδειότης, 26 επιτήδεος, 26 επιτηδές, 26 επίτηδες, 26 επιτήδευμα, 26 επιτήδευσις, 26 επιτηδευτός, 26 επιτηδεύω, 26 επιτηδέως, 26 επιτοκία, 123 επιτοκίδως, 123 επιτόκων, 123 επίτοκος, 123 επίτομον, 122 επιτράγημα, 122 επιτραγηματίζω, 122 επιτραγίας, 121 Επιτράγως, 121 επίτραγοι, 121 επιτυγχάνω, 124 επιτύμβιος, 117 επιτυχαίνω, 124 επιτυχημένος, 124 επιτυχία, 124
189 επιφαίνω,
128 128 επιφανής, 128 επιφάνω, 128 Επιφάνως, 128 επίφανος, 128 επιφαντικώς, 128 επίφασις, 128 επιφερό μεvoς, 31 επιφέρω, 31 επιφημητήρ, 132 επίφημι, 13 2 επιφημίζω, 132 επιφήμισμα, 132 επιφημισμός, 132 επιφθύζω, 95
επωμότης,
επιφάνεω,
επώμοτος,
επιφορά,31
ερανίζω,27
επιφυλακή,
ερείδω,1Ο4
ερί,
ερείκη,
έριγμα,
επωπάω,129
104 ερεικτός, 104
Επωπετής,
ερείκω,1Ο4
εριδαίνω,
επωπεύς,
έρειξις,
104 ερείπιον, 106 ερείπιος, 106 ερειπιών, 106 ερειπόω, 106
εριδάντης,
ερείπω,1Ο6
έριθος,73
ερείπωσις,
106 104 έρεισμα, 104 ερειψίλαος, 106 ερείψιμος, 106 έρειψις, 106 Ερεμβοί, 30 ερεμναίος, 30
ερίκη,1Ο4
έρεισις,
ερικίς,
129 129
επωπή,129
επωπίς,112 Επωπίς,112 έπωσις,
117 επωστρίς, 117 επωτίδες, 13 7 επωφελής, 48 έρα,73 έραμαι,
30
ερανάριος,
27
ερανάρχης,27 ερανικός,
53
80 80
27
72 104
ερίγμη,1Ο4
72 72 εριδμαίνω, 72 ερίηρος,70 εριθεία,
73
εριθεύομαι,
104 104 ερικτός, 104 ερικτή,
ερινάζω,1Ο ερινάς,
10
ερινασμός,
εράνιov,27
ερεμνός,30
ερινεόν,
επιφυλάσσω,
εράνισις,
27 ερανιστής, 27 εραννός, 30 έρανος, 27
ερέπτομαι,
ερινεός,
ερέσσω,70
ερινόν,
έρασις,30
ερεσχηλέω,
ερινός,
εράσμιος,
ερεταίνω,
εραστεύω,
ερετή,71
10 10 Ερινύς, 11 ερινύω, 11
εραστής,
ερέτης,
Ερινώδης,
30 30 30
ερετικός,
έριov,71
ερατός,30
ερετμόν,70
ερατύω,47
έρευγμα,
Ερατώ,
ερευγμός,
εΡΎαστήρ,
ερεύθω,1Ο4
εράω,
30, 105 73
φΥάζομαι,
φΥαλειό,73 φΥαλείov,
73 73 εΡΎάνη, 73 εΡΎασείω, 73 εΡΎασία, 73 έΡΎανα,
129
επόψως,129
71 11 εριούνιος, 11 εριουΡΎείον, 71 εριουΡΎής, 71 εριουΡΎία, 71 εριουΡΎικός, 71 εριουΡΎός, 71 εριούχος, 71 εριοφόρος, 71 εριόφυλλος, 71 ερίπνη,1Ο6 εριπόω,1Ο6 έρις,
έρευνα,
72 72 έρισμα, 72
εΡΎαστής,
73 έΡΎαστρα, 73
ερευνάς,
ερισμός,72
εΡΎάτης,73
ερευνήσιμος,
73
εΡΎαστήριον,
73
εΡΎατικά,
έΡΎνυμι, 73 εΡΎοδοσία, 73 εΡΎοδότης,
επόψιμος,
11
71
εριούνης,
έΡΎασις,73
ερατώπις,30
10
εριόστομα,
103 103 ερεύγομαι, 103 ερευθαλέος, 104 ερευθέβω, 104 ερευθέδαvoς, 104 ερευθήεις, 104 ερεύθημα, 104 ερευθής, 104 ερευθιάω, 104 έρευθος, 104 ερευθόω, 104
30
έΡΎμα,73
εποψία,129
70 70
ερετμίov,
εJωυράνιOς,
έJωψ,91
70
ερατίζω,30
εΡΎάτις,73
130 130
77 70
ερατεινός,
εJωύλωσις,47
εποφθαλμιώ,
ερίνεως,1Ο
έριο,
εJωυλώνω,47
εποφθάλμως,
ερινεώδης,
ερεσία,70
ερετική,70
3Ο
10 10
ερέπτω,30
εραστός,30
73 εΡΎατίνης, 73
28
29
10 10
εριναστός,
επιφυλακτικός,
53 53 επιφώνημα, 132 επιχαιρεκακέω, 138 επιχαιρεκακία, 138 επιχαιρέκακος, 138 επίχειρα, 141 επιχείρημα, 141 επιχειρηματίας, 141 επιχειρηματικός, 141 επιχειρηματικότης, 141 επιχείρησις, 141 επίχειρο, 141 επιχειρώ, 141 επιχράω, 141, 143 επιχωματώνω, 148 επιχωμάτωσις, 148 έJωμαι, 112 εποπτεία, 129 επόπτευσις, 129 εποπτεύω, 129 εποπτήρ, 129 επόπτης, 129 επόπτια, 129 εποπτικός, 129 επόπτις, 129 έποπτος, 129 έποπτρον, 129 έJωΡOV, 53 έπος, 133 εJωτoτύζω, 115
73 εΡΎολαβία, 73 εΡΎολάβος, 73 εΡΎολήπτης, 73
73
ερισία,
77 77 ερευνάω, 77
εριστής,72
77 ερευνητέov, 77 ερευνητή ρ, 77 ερευνητικά, 77 ερευνητικός, 77 ερευνητικότης, 77 ερευνήτρια, 77 ερευνώ, 77 έρευξις, 103
εριστικός,
ερέφω,30
έρκος,
ερέχθω,1Ο4
ερκούρος,
ερέψιμος,
ερκτή,
72
εριστός,72 εριώδης,71
εΡKάvη, 73 ερκείος,73 ερκίov,73 ερκίτης,73 ερκοθηρικός, ερκόπεζα,
73
73
73 73
έππασις,92
έΡΎον,73 εΡΎοστάσιov,
έρεψις,30
ερκτός,73
επιά,14
έΡΎω,73
ερέω,
έρκτωρ,73
επιαετής,14
έρδω,73
ερημάζω,48
έρμα,
επιάϊ,
ερεβεννός,
3Ο ερεβοδιφάω, 30 ερεβόθεν, 30 Έρεβος, 30 Ερεβοφοίτης, 30 ερεβώδης, 30 ερεβώπις, 3 Ο
ερημαίος,48
ερμάζω,32
ερήμην,
έρεγμα,1Ο4
έρημος,
ερεείνω,77
ερημοσύνη,
ερεθίζω,
72 ερέθισμα, 72 ερεθισμός, 72 ερεθιστής, 72
ερημόω,48
ερμασμός,
ερημώνω,
48 ερήμωσις, 48 ερημωτής, 48
έρμασσις,32
ερέθω,72
ερητύω,47
ερμαφροδισία,
ερι-,72
ερμαφρόδιτος,
έποψις,
129
14
επιάκιν,14 επιάκις,14 επιάς,14 επιέτης, έπω,
14
112
επωάζω,
17 επώασις, 17 επω βελία, 16 επωδός, 138 επωμίδα, 67 επωμίδιος,67 επωμίζομαι,
67
επωμίς,67 επω μοσία,
80
ερειγμός,
104
73
30
77, 105
73
32
48 48
ερμαiζω,32
ερημίτης,
έρμαιον,
ερημοβατέω,
48 ερημοδίκιον, 48 ερημοκκλήσι, 48
Ερμαίος,32
ερήμος,48
Ερμάριον,
32
έρμαξ,32 ερμάριov,
32 32
έρμασις,32
48 48
έρμασμα,32
32
ερματίζω,32 ερματίτης,32
32 32
190 Ερμαφρόδιτος,
32
Ερμάων,32 Ερμέας,32 Ερμείας,
32
Ερμείov,32 ερμεών,32 ερμηνεία,
32 ερμήνευμα, 32 ερμηνεύς, 32 ερμήνευσις, 32 ερμηνεύω, 32 Ερμής, 32 ερμητικός, 32
ερυθρίασις,
104 104 ερυθρίνος, 104 ερύθριον, 104 ερυθρόδανος, 104 ερυθροδανόω, 104 ερυθρόvιov, 104 ερυθρός, 104 ερυθρότης, 104 ερυκανάω, 30
εσθλός,116
έσχατος,
ερυθριάω,
εσθλότης,
εσχατόων,
ερυκάνω,30
εσμοτόκος,
ερυκτήρες,30
εσμοφύλαξ,
29 29
Ερμίδιον,32
ερυμνόνωτος,29
ερμίν,32
ερυμνός,29
ερμίς,32
ερυμνότης,
ερμο-.,32
ερυμνόω,29
έρvoς,29
ερύομαι,
ερόεις,30
ερυσάρματες,29
έρομαι,
ερυσι-,30
30
ερπετόεις, ερπετόν,
30 30
ερπηδών,30 ερπήν,30 ερπηνώδης, έρπης,
29
29
ερυσιβάω,
ερπετόδηκτος,
30
104 104 ερύσιβος, 104 ερυσιβόω, 104 ερυσίθριξ, 30 ερυσινη'lς, 29 ερυσίπτολις, 30 ερυσίβη,
έρυσις,29
30
ερπηστήρ,
30
ερυσίχθων,
30
ερπηστής,30
ερυσμός,29
ερπηστικός,30
έρυσος,29
ερπτόν,
ερυστός,29
30
ερπύζω,30
ερυτήρ,29
έρπυλλα,
ερύω,29
30
ερπύλλινος,
30 ερπύλλιov, 30 ερπυλλίς, 30
έρφος,24,122
έρπυλλος,30
ερώ,77
έρπυσις,30
ερωέω,1Ο6
ερπυστάζω,
ερωή,1Ο6
ερπυστήρ, έρπω,
30 30
έρχομαι,
48
έρψις,30
έρως, Έρως,
30
εσία,
εσώτατος,
34
έσις,34
30 30
έρραος,1Ο6
Ερωτάριον,
έρρε,
105 105 ερρυγγάνω, 103 έρρω, 105 έρρωμαι, 106 ερρώμενος, 106
Ερωτας,30
έρρινον,
έρωτας,
ερρωός,1Ο6
ερωτηματίζω,
30
30
ερωτάω,77
ερώτημα,
30 30
25
26 132 εταιρεία, 132 εταιρείος, 13 2 εταιρεύομαι, 132 εταιρέω, 132 εταίρησις, 132 εταιρία, 132 εταιρίζω, 132 εταιρικόν, 132 εταιρικός, 132 εταίρως, 132 εταιρισμός, 132 εταιριστής, 132 εταιρίτης, 132 εταίρος, 132 εταιροσύνη, 132 εταιρόσυνος, 132 εταίρα,
ετάρη,132 έταρος,132
έτασις,26 ετασμός,26 έταφον,125
ετεή,26 έτειος,
119
ετεόν,26 ετεός,26 ετερ-,
132
ετεραλκής,
132 13 2 ετερήρης, 132 ετερο-, 132 ετεροειδής, 132 ετεροίος, 13 2 ετερειδής,
ετεροώω,132 ετεροίωσις,
132 132 ετερότης, 132 ετερούας, 13 2 ετέρωθεν, 132 ετέρωθι, 132 ετέρως, 132 ετέρωσε, 132 ετέρωσις, 132 ετέρωτα, 132 ετήρ, 119 έτερος,
77 ερωτηματικόν, 77 ερωτηματικός, 77 ερώτησις, 77 ερωτιδεύς, 3 Ο
εστωυχέω,
εστώ,25
ετησίαι,
Ερωτίδια,30
έστωρ,129
ετήσιος,
έρσην,28
ερωτικός,
εσύ,
έρσις,
ερωτίλος,
έρρωος,1Ο6 έρρωσο,1Ο6 ερσαίος,
127 127 ερσήεις, 127 έρση,
71
30 30
έρσω,127
ερώτιov,30
έρτις,27
ερωτίς,30
ερυγή,1Ο3
ερωτόληπτος,
ερυγήτωρ,
103
129 129 εστιώτις, 129 έστορας, 129 εστωύχος,
έτης,26
119 119 ετητυμία, 26
25
εσφλάω,122
ετήτυμος,26
εσχάρα,
59 εσχαρεύς, 60
έτι,
εσχάρη,60
ετνήρυσις,
44
ετνηρός,
εσθέω,26
60 60 εσχαρωτικός, 60
έσθημα,26
εσχατάω,93
116 116 ετνίτης, 116 ετvoδόνoς, 116 έΤVoς, 116 ετοιμάζω, 34 ετοιμασία, 34 ετοιμαστής, 34 έτοιμος, 34 ετοιμότης, 34
έσθην,26
εσχατεύω, εσχατιά,
ετός,34
έσθησις,26
93 93 εσχατίζω, 93
ετοίμως,34
εσθής,26 εσθήτα,
εσχατιή,93
ετυμηγορέω,
ερωτώ,
30
εσχάριov,
77
60 60
έρυγμα,1Ο3
ες,
ερυγμαίνω,
εσαεί,
ερύγμηλος,
εσάνια,
εσχαρόω,60
εσάς,
εσχάρωμα,
103 103 ερυγμός, 103 ερυθαίνω, 104 ερύθημα, 104 ερυθίβη, 104 ερυθίνος, 104 ερυθραίνω, 104 ερυθραίος, 104 ερυθρανός, 104 ερυθραυγής, 104 ερύθρημα, 104 ερυθρίας, 104
26
εσωτέρω,26 ετάζω,
25 34
εσμός,
έστως,129
77
26 26
εσώτερος,
εσκεμμένως, εσμί,
26
εσωτάτω,26
έσκε,25
εστιάω,129
ερυμνάομαι,
77
έσωθεν,
ερωτεύομαι,
έρυμα,
ερμητισμός,
έρος,30
έσω,
έσθω,26
ερωτευμένος,
ερύκω,30
93 93
έσθος,26
34 34 έσοπτρον, 130 εσπέρα, 129 εσπεραίος, 129 εσπέρας, 129 Εσπερία, 129 εσπερίδα, 129 εσπεριδοειδή, 129 εσπερίζω, 129 εσπερίηθεν, 129 εσπερικός, 129 εσπερινός, 129 εσπέρως, 129 εσπερίς, 129 εσπέρισμα, 129 εσπερίτης, 129 εσπερίτις, 129 έσπερος, 129 εσπευσμένος, 133 εσσί, 25 εσσία, 25 εσταυρωμένος, 110 εστί, 25 έστι, 25 εστία, 129 Εστία, 129 Εστιάδες, 129 εστιάζω, 129 Εστιαιώτιδα, 129 Εστιαιώτις, 129 εστιακός, 129 εστίαμα, 129 Εστιάς, 129 εστίασις, 129 εστιατήρων, 129 εστιατόρων, 129 εστιάτωρ, 129 εστιάχος, 129
ερμητικότης,32
32
116
εσχαρίτης,
26
έσχαρος,60
26 12 25
εσθάς,26
26
εσθητοπράτης, εσθίω,
26 116
εσθλο-.,
εσχάρωσις,
26
εσχατιώτης,
93
εσχατο-,93
εσχατόεις,
93
έτος,
119
26 26 ετυμολογέω, 26 ετυμολογία, 26 ετυμηγορία,
191 ετυμολόγος,
ευδία,
26
ευθύς,
ευθυσμός,
ευθύτης,46
9 9 ευνουχικός, 9 ευνούχιov, 9
ετυμώVΙoς,
ευδινός,21
ευθυωρεία,46
ευνουχισμός,
ευ,
εύδιον,21
ευθυωρέω,
ευνουχοειδής,
έτυμος,
ευδίαιος,
26
ετυμότης,
21
ευνουχίας,
21 Ευδιάναξ, 21 ευδιανός, 21
έτυμον,26
26 26
25
εύ-,25
εύδιος,
ευά,25
εύδματος,
ευαγής,
140 ευάγητος, 140
εύδμητος,
ευάγκεις,43
21 22 22
46
46 ευθυτενής, 46
46
ευνουχίζω,
ευθυωρία,46
ευνούχος,
ευθύωρος,
ευνουχώδης,
46
9 9
9 9
ευιάζω,25
εύξεινος,
εύδω,136
ευιακός,25
εύξενος,
ευέανος,
ευιάς,25
ευοί,
Ευίος,25
εύοχος,
εύιος,25
ευπίνεια,
ευάζω,25
129 ευειδές, 19 ευειδής, 19 εύεικτος, 35
ευαί,
ευείλητος,47
ευκή,
εύειλος,50
ευκηλήτειρα,54
ευπορία,
ευειματέω,
ευκηλία,
ευπόριστος,
εύειρος,71
134 εύκηλος,74, 134 ευκολία, 60 εύκολος, 60 Εύκολος, 60
ευεκτέω,
111 ευέκτης, 111 ευεκτία, 111 ευεκτικός, 111 εύεκτος, 111
ευκράς,65
ευρεσι-,33
ευκρασία,
65 ευκράτιov, 65 εύκρατος, 65
ευρεσιεπής,
ευκρατώς,58
ευρεσίτεΧVoς,
ευέλον,50
ευκράτως,
ευρέτης,33
ευεξία,
111 ευέπεια, 133 ευεπής, 133
ευκράτωσις,65
ευρετικός,
ευκτάζομαι,
ευρέτις,33
ευκταίος,
ευρετός,33
ευάνωρ,12
ευεπίη,133
ευκτέov,
εύρετρον,
ευάρεσκος,
ευερία,
ευαγκής,43 ευάερος,
136
25
ευαίων,26 ευάκεστος,
56
ευακής,56 ευάλιος,50 ευαλούστερος,
142
ευαλωσία,
43 Ευαλωσία, 43 ευάλωτος, 142 ευάν,25 ευάvιoς,45 ευανορία,
12 12
ευαντέω,
ευάντης,12 ευάντητος, ευάντυξ,
12
7
71 ευαρεστέω, 71 ευαρέστημα, 71 ευαρεστή ριος, 71 ευαρέστησις, 71 ευαρεστία, 71 ευαρεστικός, 71 ευάρεστος, 71 Ευάρεστος, 71 ευαρεστώ, 71
129 ευείματος, 129 ευειμονέω, 129 ευείμων, 129
71
134
65
53 53
εύπορος,
53 ευπορώ, 53 ευρεής, 105 εύρεμα,33
εύρεσις,
33
33
ευρεσιτεχνία,
33 33
33
ευμαρίζω,
ευροέω,1Ο5
ευμαρότης,
εύροος,
ευλάζω,47
56
ευεστώ,25
ευλή,47
ευετηρία,
εύληρα,47
ευάστειρα,
ευπινής,97
ευμαρής,71
ευκτός,
εύερος,
ευλός,136
ευμάρεια,
71
ευμαρέως,71
ευήκης,144
71 71 Ευμενεία, 78 ευμένεια, 78 ευμενέτειρα, 78 ευμενέτης, 78
ευαστήρ,25
ευηκοέω,55
ευμενέω,78
ευαστής,25
ευηKolα,55
ευμενής,
ευαστικός,
ευήκοον,
55 ευήκοος, 55 ευήλιος, 50 ευηνορία, 12 ευήvυτoς, 11 ευήνωρ, 12
ευμένια,78
ευήρεια,70
ευνάζω,8
ευήρετμος,70
ευναής,1Ο
ευήρης,70
ευναιετάω,
ευάς,25
111 97
33 33 εύρημα, 33 ευριπίδης, 106 Ευριπίδης, 133 Ευριπιδικώς, 133 Ευριπίδων, 133 ευρίπιστος, 106 εύριπος, 106 ευριπώδης, 106 ευρίσκω, 33
ευκτικός,56
ευασμός,25
56
56 56 ευκτήριος, 56
ευερκής,
73 73 71
25
εύπλοια,54
56
ευέρκεια,
119 ευετία, 119 ευζωνάκι, 108 εύζωνος, 108 ευζωνος, 108 εύζωος, 108 εύζωρος, 108 εύζωστος, 108 ευήθεια, 117 ευήθης, 117
εύαρχος,72
ευκαλία,
93 93
εύρηκα,
46 ευθειακός, 46 ευθέως, 46 εύθηνα, 46
ευνάστειρα,
Ευβόμος,85
ευθηνέω,23
ευνατήριον,
εύγε,
ευθήνη,46
ευνάτωρ,9
εύγειος,85
ευθηνία,
ευνάω,9
ευγένεια,
ευθηνός,23
ευνάων,1Ο
105 105 Εύρος, 105 εύρους, 105 ευρρεής, 10 5 ευρρείος, 10 5 εύρροια, 105 εύρροος, 10 5 ευρυ-, 105 ευρυκόας, 56 ευρυκόωσα, 56 ευρύνω, 105 ευρύς, 105 ευρυσθένης, 117 Ευρυσθένης, 117 Ευρυτάν, 105 Ευρυτάνας, 105 Ευρυτανία, 105 ευρύτης, 10 5 ευρύτητα, 105 ευρώεις, 104 Ευρωπαίος, 129 Ευρωπεύς, 129 Ευρώπη, 129 Ε υρωπία, 129 Ευρωπός, 129
ευθικτέω,
124 εύθικτος, 124 ευθιξία, 124 εύθοινος, 24 εύθραυστος, 122
ευνέτης,9
ευρώς,1Ο4
ευνέτις,9
Ευρώτας,
ευνή,
ευρωτίασις,
ευνητήρ,9
ευς,25
εύθυνος,46
ευνήτης,9
εύσα,
εύθυνσις,
ευνήτωρ,9
ευσέβεια,
ευθύνω,46
εύνια,9
ευσεβέω,14
ευθυογενής,46
εύνις,
ευσεβής,
εύας,25 εύασμα,25
ευάφεια,
25
25 68
ευαφής,68 ευαφίη,68 ευάφιov,68 Ευβοεικός,
85 Ευβοεύς, 85 Εύβοια, 85 ευβοΊδες, 85 ΕυβοιΊς,85
ευηφενής,
Ευβοϊκός,
ευθεία,
85
ΕυβοΊς,85 Ευβοιτης,
85
16
25
86 ευγένειος, 86 ευγενέτης, 86 ευγενής, 86 ευγενία,86 ευγενίζω,
86 ευγενικός, 86 ευγενικότης, 86 ευγέvιoς, 86 ευγενίς,86
Ευμενίδες,
23
46
78 78 78
ευΜΕVΊΖoμαι, ευΜΕVΙKός,
εύμωλος,71 ευνάεις,
10
8
ευναίος,9 ευνάσιμος,
46
ευθειάζω,
ευβολέω,16 εύβολος,
100
78
9 9
ευναστήρ,9 ευνάτειρα,
9
ευνατήρ,9
9
εύνημα,
9
9, 73
9
εύρος,
105 104 ευρωτιάω, 104 25 14 14
192 εύσελμος,88
εφεδράω,88
εχεσαμία,
εφεδρεία,
88 εφεδρεύω, 88 εφεδρήσσω, 88 εφεδριάω, 88 εφεδρίζω, 88 εφεδρικός, 88 έφεδρος, 88 εφεκτικός, 112 εφεκτός, 112
111 111 εχέτης, 111 εχετλεύω, 111 εχέτλης, 111 εχέτλιον, 111 έχης, 111 εχθαρτέος, 93 εχθές, 93 εχθεσινός, 93
έωθεν,137
ευσσελμος,88
εχέστονος,
εωθινά,
εφέλκω,30
εχθέω,93
εώος,137
εφέννυμι,
εχθιζινός,
έως,
36 Εφέσια, 36 εφέσιμος, 36 έφεσις, 36 εφέται, 36 εφέτης, 36 εφετικός, 36 εφετίνδα, 36 εφετινός, 119
93 έχθιστος, 93 εχθίων, 93 εχθοδοπέω, 93 εχθοδόπος, 93 εχθοί, 93 εχθός, 93 έχθος, 93 έχθρα, 93 εχθραiζω, 93 εχθραίνω, 93 εχθραντέος, 93 έχθρασμα, 93
εφετμή,36
εχθρεύω,93
ζάγκλον,
εφετός,36
έχθρη,93
ζάγλη,43
εφέτος,
εχθρία,93
Ζαγρεύς,
εφεύρεμα,33
εχθρός,
ζαής,
εφεύρεσις,
έχθω,93
ζάθεος,20
εφευρέτης,
έχιδνα,
Ζάκρος,
εφoλKόv,30
145 εχιδναίος, 145 εχιδνήεις, 145 εχιδνοειδής, 145 εχιδνώδης, 145 εχίεων, 145 εχιεύς, 145 Εχινάδες, 145 Εχίναι, 145 εχιναίος, 145 εχινέες, 145 εχίνες, 145 εχίνη, 145 εχίνος, 145 εχινώδης, 145 εχωλέκτης, 145 έχων, 145 έχις, 145 έχμα, 111 εχμάζω, 111 εχoμέvως, 111 εχυρός, 111 εχυρότης, 111
εφολκός,30
εχυρόω,l11
ζανεκέως,36
εφόρασις,
33 εφορατικός, 33
εχύρω μα,
ζανεκώς,36
εφοράω,33
εψαλέος,96
ζαρκάδι,
εφορεία,
εψάνδρα,
ζάρωμα,
ευστάθεια,
109 ευσταθέω, 109 εϋσταθής, 109 ευσταθίη, 109 ευσταθ μία, 110 ευστάθμως, 110 ευσταθύς, 109 ευστάλεια, 111 ευσταλίη, 111 ευσταλίς, 111 εύστρα,136
ευσχημάτιστος,
112
129 εφεξής, 111 έφεξις, 112
εύσχημον,
εφεσία,36
ευσχημονέω,
Εφεσία,
112 112 ευσχημόνημα, 112 ευσχημovίζω, 112 ευσχημovισμός, 112 εύσχημος, 112 ευσχημοσύνη, 112 ευσχήμων, 112 ευτέλεια, 119 ευτελής, 119 ευτραπελεύομαι, 106 ευτραπελία, 106 ευτράπελος, 106 ευφημητικός, 13 2 ευφημία, 13 2 Ευφημία, 132 ευφημίζω, 132
119
Ευφήμως,132
33 33 εφεύρημα, 33 εφευρίσκω, 33
ευφημισμός,
εφεύω,136
ευφημιστής,
εφησυχάζω,
132 132 ευφημιστικός, 132 εύφημος, 13 2 ευφράδεια, 132 ευφραδής, 132 ευφραδίη, 132 εύφραστος, 132 ευφρονέω, 132 ευφρόνη, 132 ευφρονίδης, 132 ευφρονίων, 132 ευφρόνως, 132 ευφροσύνη, 132 ευφρόσυνος, 132 εύφρων,132 ευχαριστιμένος,
138 138 ευχαριστώ, 138 ευχετάομαι, 56 ευχετήριος, 56 ευχέτης, 56 ευχετικός, 56 ευχή, 56 ευχητήριος, 56 ευχίτες, 56 εύχομαι, 56 ευχαρίστισις,
88 εφησυχασμός, 88 εφιάλλω,45 εφιάλτης,
98 98 εφιάλτιον, 98 εφίδρωσις, 34 εφίημι, 36 εφιστάνω, 109 εφίστημι, 109 εφιστώ, 109 εφοδεία, 15 εφοδιάζω, 15 εφόδιον, 15 εφόδιος, 15 έφοδος, 15 εφόλκιον, 30 εφιαλτία,
εφολκίς,30
33
εφορειακός,
33
εφορείον,33
εύχος,56
εφορευτικός,
ευχωλή,56
εφορεύω,
ευχωλιμαίος,
56
εύω,136
ευωδέω,27 ευώδης,
27 ευωδία, 27 ευωδιάζω, 27 ευωδίζομαι, 27 έφαγον, 92 εφάλλομαι, 98 έφαλσις,98 εφαλτήριον,
98
εφαπλόω,99 εφάπλω μα,
99
εφέδρα,88 εφεδράζω,
88
εφέδρανον,88
έχω,
93
111
εών,25
65,137
Εωσφόρος,
ζα-,
108
ζαβάλλειν,
εψάνη,96
ζαβλάκωμα, ζαβολιά,
εψάω,96
16
ζαβός,
14 43
ζαγανάς,
ζαγανιάρης,
63 114 ζαλαίνω, 114 ζαλάδα,
ζαλάω,114 ζάλη,
114 114 ζαλιάρης, 114 ζαλιάρικο, 114 ζαλιάρικος, 114 ζαλίγκα, 114 ζαλίζω, 114 ζαλίκα, 114 ζαλίκι, 114 ζαλικώνω, 114 ζάλισμα, 114 ζάλο, 114 ζαλοειδής, 114 ζαλοεις, 114 ζαλοπατώ, 114 ζαλία,
ζάλος,114 ζαλώνω, ζαμία,
114 123
Ζαν,21
114
ζάω,1Ο8
εφύω,126
εψηματώδης,
εχάνη,
111 εχε-, 111 εχέγγυος, 87, 111 εχέθυμος, 111 εχείδων, 145 εχειογνώμων, 111 εχέμυθος, 111 εχενηίς, 111 εχεπάμων, 111
έψησις,96
ζεματάω,
εψητήρ,96
ζεματίζω,
εχεπευκής,97,111
έψω,96
εχέπωλος,
έωθα,
111
ζειά,
93
109 108
εψέω,96
ζείδωρος,
έψημα,96
ζείω,1Ο9
96
96
ζεματώ, ζέννυμι,
εψητικός,
ζένω,27
έψιλον,
25
εψόω,96
117
109 109 109 109
ζέρεθρον,
101
108
ζέμα,1Ο9
εψητής,96
εψιάομαι,
108
135
Ζέα,
96 93
101
43
43
εψές,
εψία,
16 16
ζαβολιάρικος,
έψεμα,
96
67 67
ζαβολιάρης,
33 εφορία, 33 εφοριακός, 33 εφορικός, 33 έφορος, 33
εψητήριον,
16
ζαβλακομάρα,
120 114 ζαρωμάδα, 114 ζαρωματιά, 114 ζαρώνω, 114
96
εψεσινός,
137
ζα,21,85
ζάρα,
111
εψανός,96
33
137 137 εωθινόν, 137 εωθινός, 137 εώϊος, 137 εωλίζομαι, 137 εωλοκρασία, 137 έωλος, 137 εωθινή,
103 109 ζεστός, 109 ζεστότης, 109 Ζετραία, 109 ζευγάρι, 21 ζέσις,
193 ζευγάριον,
Ζμύρνα,
ζευγαρώνω,
ζόη,1Ο8
ζύμαση,1Ο9
ζωντανός,
ζορκάς,
ζύμη,
ζωντίμι,
ζούδι,
ζυμήεις,
21 21 ζευγαρωτός, 21 ζευγάς, 21 ζευγίζω,21 ζευγίτης,
21 21
ζεύγλιJ,
ζεύγλη,21 ζεύγμα,
21 21
ζυμαρώνω,
84
120 108 ζουδιάρης, 108 ζούζουλο, 108 ζουζούνι, 109 ζουζουνίζω, 109 ζουζούνισμα, 109 ζούζουρας, 109 ζουζουρίζω, 109 ζούλα, 127 ζουλάω, 127 ζούληγμα, 127 ζούλημα, 127 ζουλίζω, 127 ζούλισμα, 127 ζουλώ, 127 ζουμάτος, 109 ζουμερός, 109 ζουμί, 109 ζουμιάζω, 109 ζουνάρι, 108 ζούπημα, 109 ζουπίζω, 109 ζούπισμα, 109 ζουπιστός, 109 ζουπώ, 109 ζούρλα, 42 ζουρλαίνω, 42 ζούρλια, 42
109
109 109
ζωντοβόλι, ζωντόβολο,
109
ζυμο-,1Ο9
ζωο-,
ζυμόω,1Ο9
ζώον,
ζύμωμα,
ζωός,
ζυμώνω,
ζωόω,1Ο8
ζουρνατζής,
ζήλωμα,1Ο9
ζόφεος,
ζωγρέω,1Ο8
ζευγvύων, ζεύγος,
21
21
ζεύκτειρα,
21 21
ζευκτή ρ,
ζεύκτης,21 ζεύξιμον,
21
ζεύξις,
21 21
Ζεύς,
ΨΙΥω,27 ζέω,
109
ζηλαίος,
109 ζηλευτής, 109 ζηλεύω, 109 ζηλέω,1Ο9 ζήλη,1Ο9 ζηλημoΣΎVΗ,
109 ζηλήμων, 109 ζήλια, 109 ζήλος, 109 ζηλοσύνη, 109 ζηλοτυπέω, 109 ζηλοτυπία, 109 ζηλότυJως, 109
ζήλωσις,
109 ζηλωτής, 109 ζηλωτός, 109 ζημία, 123 ζημιάρης, 123 ζημιάρικος, 123
ζουρλο-,42 ζουρλός,
42 42
ζουρνάς,
42 117 ζοφερός, 117 ζοφερότης, 117 ζόφιος, 117 ζοφο-., 117 ζόφος, 117
ζωντο-,1Ο8
ζυμίτης,
ζηλόω,1Ο9
ζευγvύω,21
108 108 108
ζυμίζω,1Ο9
109 109 ζυμωταριά, 109 ζυμωτήρι, 109 ζυμωτής, 109 ζυμωτικός, 109 ζυμωτός, 109 ζυμώτρα, 109 ζυμώτρια, 109 ζυτηρία, 109 ζω, 108 ζωά, 108 ζωαγ ρία, 10 8 ζωάγ ρια, 10 8 ζωάριον, 108 ζωάρκεια, 10 8 ζωαρκής, 108 ζώαρχος, 108 ζωγραφείον, 108 ζωγραφέω, 108 ζωγράφημα, 108 ζωγραφιά, 108 ζωγραφίζω, 108 ζωγρεία, 108 ζωγρείον, 108 ζωγρεύς, 108 ζωγρεύω, 108
ζεύγvυμι,
ζωντάνια,
ζώγρημα,
108
ζωγρία,1Ο8 ζώγρια,1Ο8 ζωγρίας, ζώγριον,
108 108
ζοφόω,117
ζώγρος,1Ο8
ζόφωμα,
ζωδάριον,
108 108 108
ζωπυρέω,
108 108 ζώπυρον, 108 ζωπύρωσις, 108 ζωρίαι, 29 ζωπύρησις,
ζωρός,1Ο8 ζώρος,109 ζως,1Ο8 ζώσιμο,
108 108
ζώσιμος,
ζώσμα,1Ο8 ζωσμένος,
108 108 108
ζωστάρι, ζωστή,
ζωστήρ,1Ο8 ζωστήρι,
108 108 ζώστης, 108 ζωστικό, 108 ζωστήριος,
ζωστός,1Ο8 ζώστρα,1Ο8 ζωτικός,
108 108 ζωφράφος, 108 ζωύφιο,
ζώω,1Ο8 ζωώδης,
108 25, 26 ή, 45 ήβα, 15 ηβαίος, 15 η,
ηβάσκω,15 ηβάω,
108 ζωδιακός, 108 ζώδιον, 108 ζωή, 108
15 15 Ήβη, 15 ηβηδόν, 15 ηβητήρ, 15
ζυγαριά,
ζωηδόν,1Ο8
ηβητήριον,
21 Ζηνόβιος, 21 Ζήνων, 21 ζήτα, 108
ζυγάς,21
ζωηρός,
ηβήτης,
ζήτας,44
ζυγιά,21
ζωθήκη,1Ο8
ζήτεια,
ζυγιάζω,
ζωϊκός,1Ο8
ζημώω,123 ζημιώνω,
117 ζόφωσις, 117
ζημιωτής,
ζυγάδην,21
ζήμωσις,
ζυγάρι,
Ζην,
123 123 109
21
Ζηνοβία,
ζύγαστρον,21 ζυγέω,21 ζύγι,
44
ζητεύω,44 ζητέω,44 ζήτημα,
44
ζήτης,44 ζητησιάρης, ζήτησις, ζητητής,
21 21
44
44 44
21
21 ζυγιαστής, 21 ζυγίδα, 21 ζυγίζω, 21 ζύγισις, 21 ζύγισμα, 21 ζυγιστής, 21 ζυγιστικά, 21
ζήτρειον,
ηγεμονικός,
21
ζωνο-,1Ο8
ήδος,22
ζύγωσις,21
ζωνοειδής,
ηδοσύνη,22
ζυγο-,21 ζυγόν,
ζητώ,
44
44 ζήτω, 108 ζιβύνη, 113 ζιζάνεμα, 108 ζιζανεύω, 108 ζιζανιο-, 10 8 ζιζάνιο, 108 ζιζινίζω, 109 ζιζίνισμα, 109 ζίτο, 108
ηγεμονέω,6 ηγεμονία,
ζυγίτις,21
ζήτρα,44
109
109 ζωμίδιον, 109 ζωμός, 109 ζωναίος, 108 ζωναράς, 108 Ζωναράς, 108 ζωνάρι, 108 ζωνάριον, 108 ζώνη, 108 Ζώνη, 108 Ζωνιανά, 108 ζωνικός, 108 ζωνίτης, 108 ζωνίτιδα, 108 ζώννυμι, 108
ζυγίτης,21
44
108
ζώμευμα,
15 15 η βητικός, 15 ηβήτωρ, 15 ηβυλλιάω, 15 ήγε, 26 ηγεμόνευμα, 6 ηγεμονεύω, 6
ζωμήρυσις,
ζητιάνεμα,
ζητουλιάρης,
ζώμα,
ήβη,
ζωμεύω,1Ο9
ζητιά,44
44 ζητιανιά, 44 ζήτουλας, 44
108 ζωηφόρος, 108 ζωθάλμιος, 108 ζωθαλπής, 108
108 108
21 ζυγός, 21 ζυγούρι, 21 ζυγόω,21 ζυγωθρίζω,21 ζύγωθρον,21 ζύγωμα,
21
ζυγωματικός, ζυγώνω,
21
ζυγωτής,21 ζύθος,
109 ζυμάρι, 109 ζυμαρικόν,
109
108 ζώνομαι, 108 ζωντάνεμα, 108 ζωντάνευμα, 108 ζωντανεύω, 108
6
ηγεμόσυνα,
6 6
ηγεμών,
6 6 6 6
ηγέομαι, ηγεσία, ηγέτης,
ηγηλάζω,6 ήγησις,6 ηγητήρ,6 ηγητής,6 ηγήτωρ,
6
ήδε,26 ήδομαι,
22 22 ηδονικός, 22 ηδονή,
ηδύς,
22
ήδυσμα,22 ηέ,45 ήε,25
194 ηέλιος,50
ηλίασις,
ημέριος,81
ήπιος,
ηέρως,136
47, 50 47 ηλιαυΥής, 50
ημερινός,
ηλιαστής,
ημερίς,27
ηπιότης,
ηερο-,136
ηλιάω,50
ημερίσιος,
ηπιόω,91
ηεροδίνη,
ηλιβάτας,47
ηεροειδής,
ηλίβατος,
ηερέθομαι,
27, 136
136 136 ηερόεις, 136 ηερόθεν, 136 ηέροπος, 136 ηέρος,136 ηεροφοίτης, ηερόφοιτος,
136 136
ηλιθιόω,49 ηλιθιώνη,
ηήρ,136
ήλικες,47
ηθαίος,
ηλικία,
117 ηθάς, 117 ήθεϊ, 117 ηθείος, 117
81 ημερο-, 27, 81 ημερόβιος, 81 ημερόπιτης, 27 ήμερος, 27 ημερότης, 27
47 ήλιθα, 47, 49 ηλιθιάζω, 49 ηλίθιος, 49 ηλιθιότης, 49 ηλιθιότητα, 49
ηέροψ,136
49
47
ηλικιάζομαι,
Ηράκλεια,
Ηρακλείδαι,
ήλιξ,47
ημίονος,
117 ηθικολσΥία, 117 ηθικολόγος, 117 ηθικολσΥώ, 117 ηθικός, 117 ηθικότης, 117 ήθισις, 108 ηθμός, 108 ηθΟ1ωιέω, 117 ηθΟ1ωιία, 117 ηθΟ1ωιός, 117 ήθος, 117
ηλιο-,50
ημιπέλεκκον,
ήθω,1Ο8
ηλιοστάσιον, ηλιοτρόπιον,
50 50
ήρ,17
ημι-,67
ηθικεύομαι,
50
133
ημέων, 25
ηθητήρ,1Ο8
50
Ηπυτίδης, ηπύω,133
ήρα,
ημίν,25
ήλιος,
ηπύτα,133
Ήρα,
ηλίκος,47
ηλιόομαι,
ηπύη,133
27 ημερωμός, 27 ημερώνω, 27 ημέρωσις, 27 ημερωτής, 27 ημέτερος, 25
ήθημα,
50
91
ημέρωμα,
ηθέω,1Ο8
ηλιοβασίλεμα,
91
ημερόω,27
47 ηλικιούμαι, 47 ηλικιώτης, 47 ηλικιώτις, 47
108
ηπιάω,91
81
ημί,
27, 70 70 Ηραία, 71 Ηραίον, 71 Ηραίος,71 Ηρακλέης,
71 71 Ηράκλειον, 71 Ηράκλειος, 71
135
ήμισυς,
71
Ηρακλεία,71
Ηρακλεισκος,71
67 145
Ηρακλείτειος,
71
Ηρακλειτίζω,71
67
ήμος,89
Ηρακλειτιστής,71
ημoσύvη,34
Ηρακλειωνίται,
ημύω,83
Ηρακλείως,
ημών,
Ηρακλειώτης,
25
71 71
ηλίσκος,16
ήμων,34
Ηρακλειωτικός,
ηλίτης,
ην,
Ηρακλήειος,71
16
25,45
ηλιτοεργής,49
ήνεγκα,36
Ηρακλήιος,71
ηλιτόμηνις,
49 ηλιτόμηνος, 49
ήνεγκον,36
Ηρακληίς,
ήνεικα,36
Ηρακλής,
ήλιψ,36
ηνεκής,36
Ηρακλίσκος,71
ηλίωσις,50
ηνέμων,136
ήρανος,70
ηώεις,137
ηλοκόπος,
ηνεμο-,136
ηρέμα,
Ηίονες,
ηλοπαγής,
ηνεμόεις,
ηρεμάζω,
71 71
ηιών,137
ήλος,
ηίων,137
ηλoσύvη,49
ηvί,
ήκα,
ηλότυπος,
ηνία,
115 115 ηρεμαίος, 115 ηρεμαιότης, 115 ηρέμας, 115
137
55
16 16
71
71
136
ηνέχθην,36
16 16 16
25 118
ηκαίος,56
ηλουργός,
ηνίδε,25
ηρεμέω,115
ηκαλέος,56
ηλόω,16
ηνίκα,93
ηρέμησις,
ήκαλος,56
ηλυγάζω,69
ηvιoχεία,
ηρεμί,
ήκιστα,
ηλυγαίος,
115 115 ηρεμία, 115 ηρεμίζω, 115 ηρεμιστικό, 115 ηρεμιστικός, 115 ήρεμος, 115 ηρεμότης, 115 ηρεμόω, 115 ηρεμώ, 115 ηρέμως, 115
ήλυξ,69
118 ηvιoχεύω, 118 ηvιoχέω, 118 ηνίοχος, 118 ήνις, 11
ηλαίνω,49
ηλυσίη,48
ηνορέη,12
ηλακάτα,
Ηλύσιον,48
ήνοψ,129
ήλυσις,48
ήνυστρον,
ήλωσις,16
ήξις,34
ηλακατήνες,
ηλωτός,16
ηοίος,
ηλάκατον,
ήμα,34
ηπανάω,1Ο0
Ήρη,70
Ημαθία,
ηπάομαι,
ήρι,136
ηλέκτρινος,50
83 Ημαθίων, 83 ημαθόεις, 83 ήμαι, 88 ήμαρ, 81 ημάς, 25
ηπατίζω,94
Ήριλλος,17
ηλέκτρισις,
50 ηλεκτρισμός, 50 Ηλεκτριώνη, 50 ηλεκτρο-, 50 ηλεκτρόδιον, 50 ηλεκτρολόγος, 50 ήλεκτρον, 50 ηλεκτροπληξία, 50
ήμας,25
ηπατικός,
Ήριννα,
ημάτιος,81
94 ηπατίτιδα, 94 ηπατίτις, 94
ημέας,25
ηπατο-,94
ηριπόλη,
ηπάτωμα,
ηρισάλπιγξ,
ήλεκτρος,50
ημέρα,
ηλεκτροφαής,
ημεράλωψ,
ηπειρόω,52
71 71 ηροϊκός, 106 ηροϊσταί, 106
ημεράρχης,
ηπειρώτης,
52 52 ηπερόπευμα, 30
Ηρόπυθος,71
ηπειρωτικός,
Ηρόστρατος,
ηπεροπεύς,30
Ηροφίλη,
ηπεροπευτής,
Ηρόφιλος,
56
69
ήκιστος,56
ηλύγη,69
ήκω,34
ηλυγίζω,69
ήλ,
50
ηλάκατα, ηλακάτη,
72 72 72 72 72
ηλασκάζω,49 ηλάσκω,49 ηλεκτρ-,50 Ηλέκτρα,
50 50
ηλεκτρίζω,
50 ηλεκτροφόρος, 50 ηλεκτρώδης, 50 ηλέκτωρ,50 ηλέματος,
49
ηλεός,49 ηλεόφρων,
49 47 ηλιακός, 50 ηλιαία,
ηλιακώς,50
ηματίη,81
ημεδαπός,
25
ημέες,25 ημείς,
25
ημείων,25
81
81 81 ημεραυγής, 81 ημέρευσις, 81 ημερεύω, 81 ημέρη, 81 ημερία, 81 ημερίδα, 81 ημερίδης, 27 ημερίδιον, 81
ήπαρ,
11
137 91
ηριγένεια,
94
ηπαραδένη,
94
ηπατ-,94
ηπαταλγία,
94
94 ηπάτωσις, 94 ηπεδανός, 91 ήπειρος, 52 Ήπειρος, 52
30 ηπεροπεύω, 30 ηπεροπηίς, 30 ηπήσασθαι, 91 ηπιάλτης, 98
136 136 ηριγέρων, 136 Ηριδανός, 105 ηριγενής,
η ρινός,
17 17
ήριον,73
136 136
Ηρόδικος,71 Ηρόδοτος,
Ηρόδωρος,
71
Hρόφαvτoς,71
71 71
Ηροφών,71 Ηρώ,
71 106 ηρωασταί, 106 ήρωας,
195 Ηρώδης, ηρώειον, ηρωίδα,
71 106 106
ηχή,55
θάλπημι,
ηχήεις,55
θαλπιάω,23
θάλψις,23
118 118 θανατόεις, 118 θάνατος, 118 θανατούσια, 118 θανατόω, 118 θανατώδης, 118 θανάτωμα, 118 θανατώνω, 118 θανάτωσις, 118 θανή, 118 θάομαι, 125 θάπαν, 125 θάπος, 117 θαπτικά, 117 θάπτω, 117 θαραπεύω, 23
θαμά,67
θαρέω,25
θάμα,
θαρραλέος,
ήχησις,55
θαλπvός,23
ηρωίζω,1Ο6
ηχητής,55
θάλπος,
ηρωϊκός,
ήχος,
θάλπω,
ηρωίνη,
ηχώ,
106 106
θανατισμός,
23
θανατο-,
23 23 θαλπωρή, 23 θαλπωρός, 23
55 55
ηρώϊος,1Ο6
ηχώδης,55
ηρωΊς,1Ο6
ηώθεν,137
θαλυκρέομαι,
ηρώϊσσα,
ηώκοιτος,
θαλυκρός,
106
137
ηών,137
θαλύνω,23
ηώος,137
θαλύπτω,23
ηώς,
Θαλύσια,
ηρώος,1Ο6
137 Ηώς, 137 θα, 120
ήρως,1Ο6
θαάσσω,125
θαλύσσω,23
ηρώσσα,1Ο6
θάβω,
θαλύω,23
Ήρων,
71
Ηρώνδας,
71
ηρώνη,1Ο6 ηρώον,
106
23
23
23 23 θαλύσιος, 23 θαλυσίας,
ήσθημα,22
117 θαέομαι, 125
ησιεπής,34
θάημα,125
Ησίοδος,
34 Ησιόνη, 34 ησκιάδα, 40
θαιροδύτης,
ησκιάζω,40
120
125
25
θάρρος,
θακεύω,125
125 θαμάζω, 125 θάμαι, 125
ησκιερός,
θακέω,125
θαμάκις,67
θαρσεύω,25
ήσκιος,
θάκημα,125
θαμασμός,
125 θάκος, 125 θακτός, 125 θαλά, 120
125 125 θαμβαίνω, 125 θαμβαλέος, 125
θάρσησις,
θάκησις,
θαμαχτός,
θάρσος,25
θαμβέω,125
θαρσύς,25
θαλάμαξ,23
θάμβημα,
125 θάμβησις, 125 θαμβήτειρα, 125 θαμβητός, 125 θαμβός, 125 θάμβος, 125
Θαρσώ,25
θαμέες,67
θαύμα,
θαμειός,67
θαυμάζω,
θαιρός,
40 40
ήσκιωμα,40 ησκιώνω,40 ησκιωτικός,
40
ήσσα,56 ησσάομαι,
56
ησσόνως,56
θαλάμευμα,
23 θαλαμεύτρια, 23 θαλαμεύω, 23 θαλάμη, 23 θαλαμηγός, 23 θαλαμηπόλος, 23 θαλάμιος, 23
ηστικός,22 ηστός,22 ήσυχα,
88
ησυχάζω,
88
ησυχαίος,88 ησυχασμός,
θάμαγμα,
120 θακείον, 125
88
ησυχαστήριον,
θαλαμίς,23
θαμέως,67
ησυχαστής,
θαλαμίτης,
23 θάλαμος, 23 θαλασσ-, 113 θάλασσα, 113 θαλασσάδα, 113 θαλασσαίγλη, 113 θαλασσαίος, 113 θαλασσέvιoς, 113 θαλασσερός, 113 θαλασσεύς, 113 θαλασσής, 113 θαλασσία, 113 θαλασσίγονος, 113 θαλασσίδα, 113 θαλασσίζω, 113 θαλασσίνη, 113 θαλάσσιος, 113 θαλασσίτης, 113 θαλασσο-, 113 θαλασσόω, 113 θαλασσώδης, 113 θαλασσώνω, 113 θαλάσσωσις, 113 θάλαττα, 113
θαμίζω,67
θάλεα,23
θαμυρός,67
θαλέθω,23
θαμών,67
88 88 ησυχαστικός, 88 ησύχη,88 ησυχία,
88
ησυχίδας,88 ησύχιμος,
88
ησύχιος,88 Ησύχιος,
88 ησυχιότης, 88 ήσυχον,88 ησυχόομαι,
88 88 ησύχως, 88 ήτα, 25 ήτορ, 117 ητρωίος, 121 ήσυχος,
ήτρων,121 ήτρον,121
ήττα,
56
ηττάομαι,
56
ήττημα,56 ηττηματικός,
56 56 ηττώμαι, 56 Ηφαίστεια, 68 ηφαιστειακός, 68 ηφαιστειο-., 68 ηφαίστειον, 68 ηφαίστειος, 68 Ηφαίστειος, 68 Ηφαιστίτις, 68 ηττημένος,
Θάλεια,
θαλερόμματος,
23
θαλερώπις,
θαμινός,67 θάμιξ,67
67
θάμνα,88
88
θαμνοειδής, θάμνος,
23
θαλέω,23
23
θαρσαλέος,
θάσσω,125
θάσσων,119 θατήρ,
θατύς,125
125 125 θαυμαίνω, 125 Θαυμακό, 125 θαύμακτρον, 125 θαυμαλέος, 125 θαυμασία,
125 125 θαυμασιότης, 125 θαυμασμός, 125 θαυμαστικόν, 125 θαυμαστός, 125 θαυμαστότης, 125 θαυμαστόω, 125 θαυμάστωσις, 125 θαυματίζομαι, 125 θαυματοποιία, 125 θαυματοποιός, 125 θαυματός, 125 θαυματούργημα, 125 θαυματουργικός, 125 θαυματουργός, 125 θαυματουργώ, 125
88
88
θαμνώδης,
88 125 θαμπάδα, 125 θαμπερός, 125 θαμπιά, 125 θαμπίζω, 125 θαμπά,
θαμπο-,125 θαμπός,
125 125 θάμπωμα, 125 θαμπώνω, 125 θαμπωτικός, 125 θαμυρίζω, 67 θάμπος,
θάμυρις,67
67 118 θανάσιμος, 118 θανατάς, 118 θανατάω, 118 θανατερός, 118 Θανάσης,
θαφή,117 θαφτήρι,
117 117 θαφτιάρης, 117 θαφτικά, 117 θάφτω, 117 θάψιμο, 117 θάφτης,
θάω,24 θεά, θέα,
20 125
θαλία,23
θανατηγός,118
θέαινα,
Ήφαιστος,
θαλιάζω,23
θανατηρός,
θέαμα,
θάλλινος,
Ηφαιστότευχος,
θαλλός,
Ηφαιστοτυκές,
θάλλω,
68 68 68
23 23 23
ηχέεις,55
θάλος,23
ηχείον,
θαλπεινός,
55
ηχέτης,55
23
θαλπείω,23
125
θάττων,119
Θαλής,
Ηφαιστοτευχής,
25
θαρσύνω,25
Ηφαιστόπονος,68
68
25
θάρσυνος,
Ηφαιστίωνας,68
23
25
θαυμάσιος,
θαμνάς,88 θαμνίτης,
θαρρώνω,25
Θαύμας,125
θαμιστικός,
θαμώνας,
23
θαλερός,
θαμινάκις,67
25
118 θανατήσιος, 118 θανατηφορία, 118 θανατηφόρος, 118 θανατιάω, 118 θανατικό, 118 θανατικός, 118
θεάζω,20
20 125
θεαματίζομαι, θεαματισμός, θεάμων,125 θεάομαι,
125
θεάρων,125 θεαρίς,
125
125 125
196 θεαρός,
125 125 θεατής, 125 θεατός, 125 θεατρίζω, 125 θέατρον, 125 θεατρώνης, 125 θεατύς, 125
θέμελο,
126 126 θεμερή, 126 θεμερός, 126 Θέμιδα, 126
θερμάστρα,
θεατέος,
Θέμελο,
θερμαστρίς,
θεμίζω,126
θερμοκρασία,
θέμις,
θερμολή,24
θέημα,125
θεμισκόπος,
θεήμων,125
θέμιστα,
126 126 θεμιστεία, 126 θεμιστείος, 126 θεμίστευμα, 126 θεμιστεύω, 126 θεμίστιος, 126 Θεμιστοκλής, 126 θεμιστοπόλος, 126 θεμιστός, 126 θεμιστοσύνη, 126 θεμιστώ, 126 θεμιτεύω, 126 θεμιτός, 126 θεμιτώδης, 126 θεμωνιά, 126 θεμωνιάζω, 126 θενά, 120
θερμός,
θεητής,125
θέμιστας,
θέρμος,24
θέναρ,117
θέσις,
θέητρον,
125
θεθίς,24 θεία,
24 θειάφι, 20 θειαφίζω,
20
θειϊκός,20 θεϊκός,
20
θείνω,117 θείον,
20 θείος, 20, 24 θειούχος, 20 θειόω,20 θείω,46 θειώνω,20 θελά,
120
θέλγημα,
120 θέλγητρον, 120
θεοείκελος,
θέλγω,
θεός,
θεληματαίνω, θεληματικός,
120 120
θελημός,
120 θελήμων, 120 θέλησις, 120 θελητής, 120 θελητός, 120 θελιά, 24 θέλκταρ, 120 θελκτήρ, 120 θελκτήρων, 120 θελκτήρως, 120 θελκτικός, 120 θέλκτρον, 120 θελκτύς, 120 θέλκτωρ, 120 θελξι-., 120 θέλξις, 120 θελοντής, 120 θέλυμνα, 126 θέλω, 120
20
20
126 126 θεματικός, 126 θεματισμός, 126 θεματίτης, 126 θεματίζω,
θεματογραφέω,
126 126 126
θερμοφόρια,
24 125
θέρμω,24 θερόεις,24
24 24 θερσιεπής, 25 Θερσίτης, 25 θερσίχθων, 24
Θήβη,
125 146 θηγαλέος, 146 θηγάνεος, 146 θηγάνη, 146 θηγανίτης, 146 θήγη, 126 θήγις, 146 θηγαίνω,
θέρσος,25 θερτήρια,
24
θέρω,24 θέρωτρα,31 θεσιθήρας, θεσιθηρία,
125 125
θηγός,146 θήγω,146
125
θέσκελος,
θηέομαι,
θέσμια,
θηηκτήρ,
20 125
125 125
θηητήρ,125
125
θηητός,
θεσμοθέτησις,
θεραμένης,
25 23 θεραπαινίς, 23 θεραπεία, 23 θεράπευμα, 23
θεσμοθετώ,
θεράπαινα,
θεσμός,
θεράπευσις,23
θεσπιέπεια,
125 126 θήκη, 126 θηκίον, 126 θηκοποώς, 126 θηκοφόρος, 126 θηλάζω, 24 θηλαίος, 24
θεραπευτή ρ,
23 23 θεραπευτικός, 23 θεραπεύω, 23
θεσπίζω,
θηλαλγία,24
θεραπευτής,
θέσπιος,20
θηλαμινός,
θέσπις,20
θηλαμών,24
θεράΠVΗ,23
θεσπιστής,20
θηλαστικά,
θεραπνίς,
Θεσπρωτία,
θηλάστρια,24
θεσπρωτικό,
θήλαστρον,
θεράπων,
23 23
θέραψ,23 θερεία,24 θέρειος,24 θερείω,24 θέρετρον,
125
θεσμοφοριάζουσες, θεσμοφόρων,
125
θεσπέσιος,
20 20 20
θέσπισμα,
20
125 125 Θεσπρωτός, 125 Θεσσαλία, 125 Θεσσαλίζω, 125 Θεσσαλικός, 125 Θεσσαλινικώς, 125 Θεσσαλίς, 125 Θεσσαλιώτιδα, 125 Θεσσαλονίκη, 125 Θεσσαλός, 125 θέσσασθαι, 20 θεστός,20 θεσφατίζω,
24 24 θερμαντήρ, 24 θερμαντήριος,
θεύς,20
θερμασία,
θέω,46
θεμελώω,126
θερμάζω,24
θεμελιώδης,
θερμαίνω,
θεμελίωμα,
θέρμανσις,
24 24 θεριστή ρ, 24 θεριστής, 24 θεριστός, 24 θερισμός,
θεριώνω,25 θέρμα,24
24 24 θερμαστίον, 24
θέσφατος,
θεώμαι,
θηκαίος,
125 125
20 20 θέτης, 125 Θετίδεων, 125 θετικά, 125 θετικισμός, 125 θετικιστής, 125 θετικιστικός, 125 θετικός, 125 θετικότης, 125 θετικώς, 125 Θέτις, 125 θετόν, 125 θετός, 125 Θετταλικός, 125 Θετταλός, 125 θέτω, 125
θέρισμα,
126 126 θεμελιώνω, 126 θεμελίωσις, 126 θεμελιωτής, 126 θεμελιωτικός, 126
24
θερμοτραγέω,
θεόω,20
126 θεμείλια, 126 θεμέλια, 126 θεμελιακός, 126 θεμέλων, 126 θεμέλως, 126 θεμελωύχος, 126
θέμεθλα,
θερμότης,
θεσμο-,
θέρισις,24
θεματείται,
Θηβάϊς,125
24 24
24
θέσμως,125
θεματοποιώ,
126
θέρος,
24
θερμοπώλιον,
θεούδια,
θεματογραφία,
θέμα,
θέρομαι,
125 125 θεώρηmς, 125 θεωρητής, 125 θεωρητικός, 125 θεώρητρα, 125 θεωρία, 125 θεωρικά, 125 θεωρικός, 125 θεώριον, 125 θεώριος, 125 θεωρίς, 125 θεωρός, 125 Θήβαι, 125
θεουδής,20
20
125
θεωρηματικός, θεωρήμων,
θερμοπύλαι,
24 θερήγαvoν, 24 θέρηγνον, 24 θεριακλής, 25 θεριακλίκι, 25 θεριακώνω, 25 θέριεμα, 25 θεριεύω, 25 θερίζω, 24 θερίνεος, 24 θερινός, 24 θεριό, 25
θέλων,120
θεώρημα,
24
θέρμιον,24
126
125
θεωρέω,125
24
θέρμινος,
126 Θέμις, 126
θέλγμα,120
120 θέλεος, 120 θέλημα, 120
θέρμη,
θεωρείον,
24 24
125
θηλασμός,
24 24 24 24
θήλεα,
24 θήλεια, 24 θηλέω,23 θηλή, θηλιά,
24 24
θηλοειδής,
24
θηλονή,24 θηλυδρίας,
24 24 θηλυκός, 24 θηλυκοτάρι, 24 θηλυκότητα, 24 θηλύκωμα, 24 θηλυκώνω, 24 θηλυκωτήρι, 24 θηλωφέπεια, 24 θήλυς, 24 θηλύκι,
θήλυσμα,24 θηλύτης,
24 24
θηλύτητα, θηλώ,24 θήλωμα,
24
θήμα,126 θημονοθετέω, θημωνιά,
126 126 θημώνιασμα, 126 θημωνιάζω, θήvιoν,24 θήρ,25
125
126
θημών,126
θήρα,
24, 25
197 θηραγρέτης,
25 25 θήραρχος, 25
θλιπτικός,
121 121 θνασίμι, 118
θουρήεις,
θήραμα,
θλίψις,
θούρης,25
θρήνυς,88
θούρητα,25
θρηνωδέω,
θηρατήρ,25
θνάσκω,118
θούριος,
θρηνώδη μα,
θηρατής,25
θνηξιμαίον,
θούρις,25
θηράτωρ,25
θνησείδιος,
θηράφιον,
θνησι-,
25 θήρευμα, 25 θήρευσις, 25 θηρευτής, 25 θηρητήρ,25 θηριάζομαι,
25 θηριακός, 25 θηριάλωσις, 25 θηριο-,25
θηρίον,
25 25
θηριότης,
θοίνα,24 θοινάζω,24
θηριώδης,
θοίναμα,
θηριωδία,
24
θοίναρχος,
θηρο-,25 θής,
24
θοιναρμόστρια,
125
θησαυρίζω,
126 θησαύρισμα, 126 θησαυρισμός, 126 θησαυριστής, 126 θησαυριστικός, 126 θησαυριστός, 126 θησαυρός, 126 θησαυροφυλάκων, 126 θησαυροφύλαξ, 126
θρησκευτής,21
θράκα,
θρησκευτικά,
122 24 Θράκας, 114 Θράκη, 114 θρακία, 24 θρακίας, 114 Θρακικός, 114 Θρακιώτης, 114 θρακιώτικος, 114 Θρακιώτισσα, 114
θριγκόω,22
θρασύνω,
θριγκώδης,
θρασύς,
θρίγκωμα,
θράνυξ,
θοινίζω,24
Θράξ,114
θολά,
114 114 θολαίνω, 114 θολερά, 114 θολερός, 114 θολερότης, 114 θολερώδης, 114
θρασίμι,
θολάδα,
θρασκίας,
Θήσεων,125
θολία,23
θρασύτης,25
Θησεύς,
θολιάζω,
Θήσεια,125 Θησείδαι,
125 125
Θησείον,
125
88
25 25
θολός,
122 122 θραυσμός, 122 θραυστός, 122 θραύω, 122
Θολός,
θράω,88
θρίξ,22
Θρεία,122
θρίον,
θρέμμα,
Θριούς,
θρασύτητα,
114
25
θολικός,23
θράττω,114
θήσσα,
125 126 θητεία, 125 θητεύω, 125
θολο-,
θραύμα,
θήτα,
θολοειδής,
θητική,125 θητικός,
125 θήττα, 125 θιάκι, 46 θιασεία, 21
θολόω,114
θρεμματικός,
θιασεύω,21
θολύνω,114
θρεμμάτιον,
θιασιώτης,21
θολώδης,
θίασος,
θόλωμα,
θίγημα,124 θίγμα,124
Θρία,
22 22 θριδαKτjίς, 121 θριδακίνη, 121 θριδακινίς, 121 θρίδαξ, 121 θρινάκη, 115 Θρινακίη, 115 θρίναξ, 115 θρινία, 121
Θησώτριψ,125
21 θιγγάνω, 124
θρήσκος,
θράσσω,114
θράνος,88
θοινήτωρ,
Θησεία,125
θρησκεύω,21
118 114 θράσος, 25 θράσσα, 114
θρακώνω,24
88 88 θρανίτης, 88 θράνοι, 88
24 24
21 21
θρησκευτικός,
21 122 θριάζω, 121, 122 θρίαι, 122 θριαμβεία, 115 θριαμβευτής, 115 θριαμβευτικός, 115 θριαμβευτός, 115 θριαμβεύω, 115 θριαμβικός, 115 θριαμβίς, 115 θρίαμβος, 115 θριάσων, 122 Θριάσιος, 122 θρίασις, 122 θριαστής, 121, 122 θριγγίον, 22 θριγκίον, 22 θριγκός, 22
θρανίον,
θοίνη,24 θοίνημα,
θραγμός,
θόωκος,125
θρανίδιον,
θοινάω,24
115
θόωσα,46
θούρος,25
θρανεύω,88
24 θοινατήρ, 24 θοινάτωρ, 24
θρήνος,
115 115 θρηνωδία, 115 θρηνωδώ, 115 θρηξ, 114 θρησκεία, 21 θρήσκευμα, 21
25
θουριών,25
118 θνησίδιος, 118 θνησιμαίος, 118 θνησιμότης, 118 θνήσκω, 118 θνητο-, 118 θνητός, 118 θνητότης, 118 θνητόφρων, 118 θοάζω, 46, 125
θηριόω,25
25 25
118 118
25
114
θραύσμα,
23
Θολοποτάμιον, θολόρεμα,
114
114
114 114 θόλος, 23 θολούρα, 114
114 114 θολώνω, 114 θόλωσις, 114 θολωτικός, 114 θολωτός, 23
23
23 23 θρέομαι, 115 θρέπτα, 23 θρεπτάριον, 23 θρέπτειρα, 23
121 122 θριπ-, 121 θριπο-, 121 θριπώδης, 121 θρίψ,121 Θριώ,122
θροέω,115
θρεπτήρ,23
θρόησις,
θρεπτήρια,
θροία,
θοός,46
θρεπτός,23
115 121 θρoiζω, 115
θοόω,46
θρέπτρα,23
θροιοπώλεων,
θίνος,20
θοραίος,25
θρεφτάρι,
θρόϊσμα,
θίξις,
θιγμο-,
124 θίγω, 124 θίνα, 126
23
θορή,25
θρέφω,
θιός,20
θορικός,25
θρέψα,23
115 θρομβείον, 23 θρομβίον, 23
θίς,
θορίσκομαι,
124
23
23
θρεψήνωρ,
θρομβοειδής,
121 θλάσις, 121 θλάσμα, 121
θοριώδης,25
θρέψιμο,
θρομβόομαι,
θόρνυμαι,
θρεψίνη,23
θρόμβος,
θοροποιός,
θρεψίππας,23
θρομβώδης,
θλάσπι,121
θορός,25
θρέψις,
θρόμβωσις,
θλασπίδων,
θορυβάζομαι,
θλάσπις,
θορυβέω,
23 θρήϊξ, 114 θρηνεύω, 115 θρηνέω,115
θρovίς,
θρήνημα,
θρovισμός,
126
θλαδίας,
121 121 θλάστης, 121 θλαστικός, 121 θλαστός, 121 θλάττω,121 θλάω,121 θλιβερός,
121 121 θλιβίας, 121 θλίβω, 121 θλιβώδης, 121 θλιμμός, 121 θλίβη,
25
25 25
115 115 θορύβησις, 115 θορυβητικός, 115 θορυβητό, 115 θορυβοποιέω, 115 θορυβοποιός, 115 θόρυβος, 115 θορυβώ, 115 θορυβώδης, 115 Θουκυδίδης, 89 θουραίος, 25 θουράω,25
23 23
115 θρηνητέος, 115 θρηνητήρ, 115 θρηνητήριος, 115 θρηνητής, 115 θρηνητικός, 115 θρηνητό, 115 θρηνήτρια, 115 θρηνήτωρ, 115 θρηνολογία, 115
121
23 23
23
23 23 θρovίζoμαι, 88 θρόνιον,88
88
88 88 θρονόομαι, 88 θρόνος, 88 θρόνωσις, 88 θρόος, 115 θρovιστής,
θρουβαλιάζω,
122 122 θρουβαλίζω, 122 θρούβαλο, 122 θρουβάλιασμα,
198 θρουλίζω,
θυιάς,46
θύννα,
θύϊνος,
18 θυίον, 18 θυισκη, 18 θυισκος, 18
θυννίζω,46
θωέω,18
θυννίς,46
θωή,18
θύννος,
θώκος,
θΡυλέω,115 θρύλημα, 115
θυίω,46
θυοδόκος,
θυιω,46
θυόεις,
θώμιγξ,126
θΡυλητός,
115 θρύλημα, 115, 122 θΡυλιγμός, 115 θΡυλίζω, 115 θΡυλισμός, 115 θρυλίσσω, 122 θΡυλλέω, 115 θΡυλλητής, 115 θΡύλλιγμα, 115 θΡυλλίζω, 115 θρύλος, 115 θρύμμα, 122 θρυμματίζω, 122 θρυμματίς, 122 θρυμμάτισις, 122 θρυμμάτισμα, 122 θρυμματισμός, 122 θρύον, 121 θρύπτακον, 122 θρυπτικός, 122 θρύπτω, 122 θρύσις, 121 θρύσκα, 121 θρύψαλο, 122 θρυψίνη, 122 θρυψινογόνο, 122 θρυψινογόνος, 122 θρύψις, 122 θρύψιχος, 122
θύλακας,
54 θυλακή, 54 θυλακίζω, 54
θύον,
θώμιξ,
θυοσκέω,18
θωός,46
θυλακίνη,54
θυοσκόος,
θωπεία,
θυλακίνος,54
18 θυοσκό1illς, 18
θυλάκιο,
θΡύω,115 θρώσις,122
θυμαμοργός,
θρώσκω,25
θυμαρέω,46
θρωσμός,88
θυμαρής,46
θύα,
θυμάρι,
122 123
θρουνάκη,
θρουψαλιάζω,
122
θρούψαλο,
122 122
θρυαλλίς,
θωάω,46
46
46
θύνω,46
θύος,
125
θώμα,125 θωμεύω,126
18
18 18 18
126
θωμός,126
46 46
θώπευμα,
θυόω,18
θωπευτικός,
θυλάκιον,
θύρα,
θωπικός,46
θυλακίς,54
θυράγματα,
θυλακίσκος,54
θύραζε,
θυλακίτης,
θυράζω,117
54 54
54 θυλακίτιδα, 54 θυλακίτις, 54 θυλακοειδής, 54 θυλακόομαι, 54 θύλακος, 54 θυλακώδης, 54 θυλακώεις, 54 θυλακώνω, 54 θύλαξ, 54 θυλέομαι, 18 θύλημα, 18
117 117
θώπτω,46 θώρακας,
117
117 117 θωρακίζω, 117 θωρακικός, 117 θωράκιον, 117 θωράκισις, 117 θωρακισμός, 117 θωρακίτης, 117 θωρακο-, 117 θωρακωτός, 117 θώραξ, 117 θωράω, 125 θωρηκοφόρος, 117 θωρηκτής, 117 θωρηκτό, 117 θωρακείον,
θύραθεν,
θύλωσις,54
117 117 θυραίος, 117 θύρασθε, 117 θύρασι, 117 θυραυλέω, 117 θυραυλία, 117 θύρδα, 117 θυρεισκος, 117 θυρεο-, 117 θυρεός, 117 θύρετρα, 117 θυρίδα, 117 θυρίδαι, 117 θύριον, 117
θύμα,
Θύριον,117
θώρηξις,
θυρίς,
θωρήσσω,
θυλλίδα,54 θυλλίς,54 θύλωση,54
18
θυμαίνω,46
θύραθι,
θυμαλγής,46
117 θυρο-, 117
θυμάλωψ,18
θυροειδής,
θυμάμαι,
θυροειδικός,
θώρημα,125
θώρηξ,117
117 117 θώρι, 125 θωριά, 125 θωριάζω, 125 θωριακός, 125 θώριασμα, 125 θωρώ, 125
θυάζω,46
θυμάρμενος,46
117 117 θυροειδίνη, 117 θυροειδισμός, 117 θυροειδίτις, 117 θυροειδο-, 11 7 θυροκοπέω, 117
θύαμης,46
θυμέλη,
θυρόω,117
θωύμα,125
θυάρπαξ,
θυμελικοί,
18 θυμελικόν, 18 θυμελικός, 18 θύμηση, 46 θυμίαμα, 18 θυμίασις, 18 θυμίασμα, 18 θυμιατήριον, 18 θυμιατίζω, 18 θυμιατόν, 18
θυρσάζω,46
θωϋσμός,46
θυρσάριον,
θωυσσω,46
θυμιάω,18
18
18
θυάς,46 θυάω,46 θυγατέρα,
123 θυγάτηρ, 123 θυγατριδή, 123 θυγατριδούς, 123 θυγατρίζω, 123 θυγατρικός, 123 θυγάτρων, 123 θυγατρίς, 123 θυγατρο-, 123 θυεία, 123 θυείδων, 123 θύελλα, 46 θυέλλειος, 46 θυελλήεις, 46 θυελλώδης, 46 Θυέστης, 123 θυεστός, 123 θυήεις, 18
46
18 18
θυμίημα,
18 θυμικός, 46 θυμιτεύω, 18 θυμίτης, 18
θύημα,
18
θυρσοκόμος,46
ία,
θυρσόπληξ,46
ιάζω,
θύρσος,
Ιάζω,44
θώψ,46
46
θυρσοφόρος,
46
79 44, 45
ιαθενεί,
45
θυρσόω,46
ίαθος,45
θύρωμα,
117 117 θυρωρός, 117 θύσαι, 46
ιαί,
θυρωρείον,
ιαίνω,
θυσανηδόν,46
Ιακχάζω,45
θυσανόεις,
Ιακχαίος,
45 45
Ιακός,44 Ιάκχα,45
θύσθλα,18,46
Ίακχος,
θυσία,
ιαλεμέω,45
46 46
θυμόεις,46
46
θύμος,
18
θυσιάζω,
18
θυσιαστήριον, θυσιαστής,
46 18
18
Ιακχείον,
45 45
ιακχή,45 ιάκχιος,45
45
ιαλεμίζω,
18 18
θυσίασμα,
18
θυμοξάλμη, θυμός,
18
ιά,45
θυμοδακής,
θυμοβορέω,
θύμον,
θυήλημα,
46 θυρσαχθής, 46 θύρσιον, 18
θυμοβόρος,46
θυμοβαρής,46
θυμολιπής,
θυηλή,
θωτάζω,46
ιακχέω,45
θυμο-,46
θυηκός,18
18
θώς,46
46 θύσανος, 46 θυσάνουρος, 46 θυσανωτός, 46 θυσείω, 18
θυηκόος,18 θυηλέομαι,
18
45
ιαλεμίστρια,
18
ιαλία,
45
θύσις,
18 θύσκη, 18
ιάλλω,45
18
θυμούμαι, θυμόω,46
θυσσάς,46
ιαλτός,45
θυμώδης,
18 46 θυμώνω, 46
θύω,
18,46 46 Θυώνη, 46
ίαμα,
θύμωμα,
Θυωναίος,
ιαματικός,
θύμωσις,46
θυωρός,18
ιαμβείος,
θυμωτικός,
θωάζω,18
45 ιαμβιάζω, 45
θώας,46
ιαμβίζω,45
θυνέω,46
46
46
45
ιάλεμος,45
θυη1illλέω,
18 θυη1illλία, 18 θυηJώλιoν, 18 θυηJώλoς, 18 θυήτης, 18 θυητός, 18 Θυία, 18,46
46
Ιάλμενος,
45
45 45
ιαματουργέω,
45
199 ιαμβικός,
ίδε,
ίαμβος,
ιδέα,
45 45
ιδρωτίλα,
19 19
ιδρωτο-.,
ιαμβύλος,45
ιδεάζω,
Ιανός,
ιδεαλισμός,
45
Ιανουάριος, ιάομαι,
45
45
Ιάονες,44 Iαovία,44 Ιαπετός,
45
ιάπτω,45 Ιάπυγες,
45
Ιαπυγία,45 Ιάπυξ,45 Ιάρδανης,
44 44
Ιάρδανος, ιαρέα,
35
ιαρεύς,35 Ιάς,44 ιάσιμος, ίασις,
45
45
ιασιώνη,45 ιασμέλαιον,
45
ιάσμη,45 ίασμος,45 Ιαστί,
44
Ιάστιος,44 Ιασώ,45 ιάτειρα,45 ιατήρ,45 ιατήριον,
45
ιάτης,45 ιατικός,45 ιατορία,
45
19 ιδεαλιστής, 19 ιδεαλιστικός, 19 ιδεατός, 19 ιδεο-, 19 ιδεολογία, 19 ιδεολογικός, 19 ιδεολόγος, 19 ιδέρως, 19 ιδεώδης, 19 ίδη, 19 Ίδη, 19 ίδημα, 19 ιδήρατος, 19 ιδιαζόντως, 19 ιδιάζω, 19 ιδιαίτερος, 19 ιδιαιτέρως, 19 ιδίασις, 19 ιδιασμός, 19 ιδιαστικός, 19 ιδικός, 19 ιδιο-, 19 ιδιόομαι, 19 ίδιος, 19 ιδιότης, 19 ιδιότητα, 19 ιδιοτροπία, 19 ιδιότροπος, 19 ίδισις, 137
ιατός,45
ιδίω,137
ιάτος,44
ιδιώδες,
ιάτραινα,
ιδίωμα,
ιατρεία,
ιδιω ματικός,
45 45
ιδρωτοποιώ,
19
19 19
ωύω,136
19 19 ιδίωσις, 19 ιδιωτεία, 19 ιδιωτεύω, 19 ιδιώτης, 19 ιδιωτίζω, 19 ιδιωτικός, 19 ιδιώτις, 19 ιδιωτισμός, 19 ιδμοσύνη, 19 ίδον, 19 ιδού, 19 ίδρις, 19
ιαφέτης,44
ίδρο,34
ιαχή,
ιδροκόπημα,
ιάτρεια,45 ιατρείη,45 ιατρείον,
45 ιάτρευμα, 45 ιάτρευσις,45 ιατρεύω, ιατρική,
45 45
ιατρίνη,45 ιατρός,
45
ιάτωρ,45 ιαυοί, ίαυος,
45 136
45
ιδίως,
34
ιθύρροπος,
34 34 34
ιδυία,
46 46
ιθύτης,46
ιδύλευμα, ιερά,
ιθυτενής, ιθυτένια,
19 ιδυίοι, 19 ιέναι,
ιθυτμής,46
19
ιθύτομος,46
44 35
ιθύτονος,
46 46
ιεράζω,35
ιθύφαλλος,
ιεράκειος,
ιθύω,46
ιερακία,
ιθυωρίη,46
35 35 ιερακιδεύς, 35 ιερακίζω, 35 ιεράκιον, 35 ιερακίτης, 35 ιερακόμματος, ιέραξ,
46
ιθύς,46
ιθών,46 ικανός,
34 34 ικανότητα, 34 ικανότης,
35
ικανόω,34 ικάνω,34
35
ιεράομαι,
ικανώς,
35 ιεράρχης, 35 ιερατεία, 35 ιερατεύω, 35
Ίκαρος,
ιερεία,35
ίκελος,
Ικαρία,
34 44
Ικάριον,44
35 35 ιερεύς, 35
44 19 ικελόω, 19 ικεσία, 35 ικεσιάζω, 35
ιερεύω,35
ικεσιασμός,35
ιερήιον,35
ικέσιος,35
ιερία,35
ικετεία,
ιερίζω,35
ικέτευμα,35
ιερισμός,
ικέτευσις,
ιερίτις,
ικετεύω,
ιέρεια,
ιερείον,
35 35
ιερόδουλος,
35 35 ιερομηνία, 35 ιεροποιός, 35 ιερός, 35 ιερουργέω, 35 ιεροφάντης, 35 ιεροθετέω,
35
35 35 ικετηρία, 35 ικετήριος, 35 ικέτης, 35 ικετώσυνα, 35 ικμαδώδης, 83 ικμάζω,83 ικμαίνω,83
ιερόω,35
ικμαίος,83
ιέρωμα,35
ικμαλέος,
ιερωσύνη,
35 ίεσις, 34, 44 ιζάνω, 88 ίζημα, 88
ίκμαρ,83
ίζω,88
ίκμιος,83
ιηδών,45
ΙKμόβωλov,
ιήϊος,45
ικμώδης,83
ιήλεμος,45
ικνέομαι,
ίημα,45
ικνευμέvoς,34
ίημι,
ικρία,
34
83
ικμάς,83 ικμασία,
83
ίκμη,83
83
34
63
Ιήπυγες,45
ικρίωμα,
ιήτειρα,45
ικταίος,35 ίκταρ,45
63
ιάχημα,45
ιδροκόπι,
34 34 ιδροκοπώ, 34 ίδρος, 34 ιδροτοποιός, 34
ιητήρ,45
ιάχω,45
ιδροκοπιά,
ιητήριον,
ιδρόω,34
ιθαίνω,46
118 118 ικτερόομαι, 118 ίκτερος, 118 ικτερώδης, 118
Ιθάκη,
Ιάων,44 ιβανάω,13 ιβάνη,13 ιβανιρίς, ίβδης,
13
ίδρυμα,
13
ιβυκάνη,
133
ιβύκη,133 ιβυκτήρ,
ίβυξ,
133
133
ιβύω,133
ίγδις,
15
ίγδισμα, ίγνητες, ίδα,
15 86
19
Ιδαίος,
19
ιδάλιμος,
137 ιδανίκευσις, 19 ιδανικεύω, 19 ιδανικός, 19 ιδανικώς, 19 ιδανισμός, 19 ιδανός, 19 ιδέ, 19
45
ιητορίη,45 ιθαγένεια, ιθαγενής,
ικτέα,
ικτερίας,
46 46
46
ικτήρ,35
ίθανα,46
ικτήριος,
ίθαρ,46
ίκτης,35
ιθαρός,46
ικτίδιος,
Ιθάς,46
ικτίνος,
ιθείη,46
ίκτιος,35
ιθέως,46
ίκτις,
ιδρώα,34
ιθή,46
ικτορεύω,35
ίδρωα,34
ιθίτας,46
ίκτωρ,35
ιδρώδης,34
ίθμα,
ίκω,34
ιδρώεις,34
ιθυκτίων,46
ίλα,47
ίδρωμα,
34 ιδρώνω, 34
ιθυμαχέω,
ιλαδόν,47
ίθυνσις,46
ίλαμα,
ιδρώς,34
ιθύνιατα,
ιλάομαι,
ίδρωσις,
ιθυνιήρ,46
ιδρωτάρι,
ιθυνιήριος,
88 ίδρυμαι, 88 ίδρυσις, 88 ιδρυτής, 88 ιδρυτικός, 88 ιδρύτρια, 88 ιδρύω, 88
34 34 ίδρωτας, 34 ιδρωτήριον, 34 ιδρωτικός, 34
46 46 46
35
118 118
118
51 51
ίλαρ,47
46
ιλαρά,
51
ιθυνιής,46
ιλαρεύομαι,
ιθύνω,
ιλαρία,51
46
ιθυπτίων,46
ιλαρικός,
51
51
200 ιλάριος,51
ιμείρομαι,
Ιλαρίων,
51 ιλαρός, 51 ιλαρότης, 51
ιμείρω,82
82
44 ιοντισμός, 44 ιοντοφορά, 44
ιλαρόω,51
Ίμερα,82
ιοντοφόρησις,
ιλάσκομαι,
82
ιμέρα,81 Ιμέρα,
ιμεράμπυξ,
51
ίλασμα,51
Ιμέριος,
ιλασμός,
ιμερόγυιος,
51
ιοντίζω,44
Ιππώνα,
ιοντικός,
Ιππώνακτας,35 ιππωνία,35 ίπταμαι,
44
ιόντωσις,
82
82
35
95
ιπτάμενος,
44 Ιορδάνης, 44 Ιορδανία, 44 ιός, 44
ίπτομαι,
ίπωσις,45 ιπωτήριον,
ίος,79
ιρέα,
Ίος,
ιρέας,77
48 51 ιλεόομαι, 51
82 ιμεροδερκής, 82 ιμερόεις, 82 ιμεροθαλής, 82 ιμερόνους, 82 ιμερόομαι, 82 Ίμερος, 82
ιλεός,47
ιμέρρω,82
ίλεος,51
ιμερτός,82
Ιούλης,
ίλεως,
ιμερώδης,
Ιουλία,
ιλαστή ριος,
51
ιλαστής,51 ιλατεύω,51 Ιλείθυια,
ιλέομαι,
51
82
44
35
ίρεια,
ιοτόκος,44
ιρένες,77
ιοτυπής,44
ιρεύς,35
ιού,
ιρήιον,35 ιριδ-,77
ιμητός,35
Ιουλιανός,
ίλη,
ιμovία,35
ιουλίζω,71
ιληδόν,47
ιν,26
Ιούλιος,
ιλήκω,51
ιναία,17
ιουλίς,
ίλημι,
35
ίρηξ,35
71 71
ιλέωσις,51
47
71
ίριδα,
77 77 ιριδισμός, 77 ιριδίτιδα, 77 ιριδίτις, 77 ιριδίζω,
71 71
ινάρετος,72
ιουλόπεζος,
ιλιγγιάω,47
ινάσσω,17
ίουλος,71
ιριδο-,77
ίλιγγος,
ινάω,
Ίουλος,
ιριδοειδής,
51 47
149
ίλιγξ,47
ινδάλλομαι,
ιλιοί,
ίνδαλμα,
47
19
71
71
Ιουλώ,71 Ιούνης,
19
45
ίρανες,77
ιότης,79
45
95
45
ιριδώδης, ιριδωτός,
71
77 77 77
ιλιός,47
ινδαλματίζομαι,
ιουνιανός,
Ιλισσός,47
ινδαλματικός,
ιούσα,
ιλιώδης,47
ινδαλμός,
ιλλάζω,47
ίνδιξ,20
ιπvεύω,96
ιρίτιδα,77
ιλλαίνω,47
Ινδολέτης,
17 17 ινέω, 149 ίνη, 17 ινηθμός, 149 ίνησις, 149 ινίον, 17
ίπvη,45
ιρίτις,77
Ινδός,
ίπvιoς,96
ιρός,35
ιπvίτης,96
Ίρος,
ΙΠVOKαής,
96 ιπvoπλάθoς, 96
ιρωσύνη,35
ιπvός,96
ισά,
ιπvών,96
ισάζομαι,
Ιλλυριός,
ίνις,86
ίπος,45
ισάζω,
ίλλω,47
ινμεμφής,
ιπόω,45
ισαίομαι,
ιλλώδης,47
ίνμομφος,
ιππ-,35
ισαίος,
ιλλωπέω,47
ινοειδής,
ιππάζομαι,
ιλλωπίζω,47
ινόω,17
ιππαΊς,35
ιλλώπιω,47
ίνυξ,
ιππαιχμία,
ίλλωσις,47
Ινώ,
ιλύς,
ινώδης,
ιλλάς,47 ιλλίζω,47 ιλλίς,47 ιλλός,47 ίλλος,47 Ιλλυρία,
37 37
19 19
44
Ίρις,
ις,
77
77
17 19 19
19
ιλυσπάομαι,47
ιξ,45
ίππαρχος,
19 19 ισαίτατος, 19 ισαίτερος, 19 ισάκις, 19 ισαμέριος, 19 ισάξιος, 6 ισαστικός, 19
ιλύσπασις,
ιξευτήρ,45
ιππασία,
ισαχώς,19
ιξευτής,45
ιππεία,
ισδάνω,88
ιξεύτρια,
Ίππειο,35
ισεννύω,19
ιξεύω,45
Ιππείς,
ισηγορία,
ιλύωμα,47
ιξία,
ίππερος,35
ισήλιξ,
ισημερία,
47 47
ιλυσπαστικός,
47
ιλύω,47 ιλυώδης,
47
78 78 17
ιρίνεος,77 ίρινος,77
44
ιοχέαιρα,
19
71
17 45
ιππάκη,35
17
45
45
35 35 35
35
ίμα,129
ιξίνη,45
ιππεύς,
ίξις,34
ίππευσις,
ιμανήθρη,35
ιξοβολέω,
ιμαντ-,35
ιξοβόλος,
35
ιμάντας,
ιππίας,35
ιξύδης,45
Ιππίας,
Ισθμιάς,45
ιξυόθεν,
ιππίδες,35
ιξοεργός, ιξός,
ιμαντο-,35
ιμάντω μα,
45 45 45
35 35 ιππεύω, 35 ιππηΊς,35 ιππηλάτης,
35 35
ιππημολγοί,
45
ιξοφόρος,
Ιππής,
45
ιξόω,45
111
35
Ισθμιαστής,
45 45 Ισθμόθεν, 45 Ισθμόθι, 45 Ισθμοί, 45 ισθμός, 45
ιξύς,
ιμάς,35
ιοβολέω,44
ιππο-,35
ιοβόλος,
44
ιπποκομία,
ιμάσθλη,35
ιοβόρος,44
ιπποκόμος,
ιμάσσω,35
ιοδόκος,44
35 35 Ιπποκράτης, 35
ιμάστα,
Ιοκάστη,
ιπποκρατισμός,35
Ισθμώ,45
Ιόλαος,
Ιπποκρήνη,
ίσια,
35
35
ιματηγός,
129 ιματιδάρων, 129 ιματίδιον, 129 ιματιεύομαι, 129 ιματίζω, 129 ιματω-, 129 ιμάτων,129 ιματισμός,
129
Ιππικό,
35
ιση μερινός,
ιμάντωσις,35 ιμάσθης,
111
45 44 Ιόλη, 44 ιόν, 44 ίον, 44 ίονθος,44 ιονίζω,
44
Ιόνιον,44 Ιόνιος,
44
ιμάω,35
ιονισμός,
Ίμβρος,
ιονόσφαιρα,
53
19
19
19, 81 81 ισημέριος, 19 ίσημι, 19 ισήρης, 19 Ίσθμια, 45 Ισθμιακά, 45 Ισθμιακός, 45
35 ιμάvτινoς, 35 ιμάvτιoν, 35 35
35
ίππαιχμος,35
ιμαίος,35
ιμαντάριον,
35
44 44
Ι σθ μικός,
35
35
19
ιππόλη,35
ισιάζω,
Ιππολύτη,
ίσιος,
35 Ιππόλυτος, 35 ιπποποδία, 35 ίππος, 35 ιπποσύνη, 35 ιππότης, 35 ιπποτισμός, 35 ιπποφορβείο, 35
19 19 ισιώνω, 19 ίσκιος, 40 ίσκιωμα, 40 ισκιώνω, 40 ίσκω,19 ίσμα,88 ίσος,
19
201 ισόω,19
ιτέϊνος,46
Ιωνόκυσος,
ίσταμαι,
109 ιστάμενος, 109
ιτεών,46
ιωρός,44
κάθαρτρον,27
ίτηλος,44
ίωση,
καθάρυλλος,
ιστάνω,1Ο9
ίτης,44
ίωσις,
ιστάω,
109 109 ίστημι, 93, 109 ιστία, 129 Ιστιαία, 129 Ιστίη, 129 ιστιο-, 109 ιστίον, 109 ιστο-, 109
ιτητικός,
ιστεών,
ιτιά,
ιστορέω,19
ιύζω,45
καβάλλης,
ιστόρημα,
19 ιστορία, 19 ιστορικός, 19 ιστόριον, 19 ιστοριώδης, 19 ιστός, 109 ιστουΡΎία, 109 ιστών, 109
ιύκτης,45
καβαλλικεύω,
ίφι,
καβαλλίνα,
καθεστώς,
Ιφικράτης,
16 καβαλλίνος, 16 κάβαλο, 16 καβαλώ, 16 κάββαλε, 16
ίχαρ,
καββάς,13
καθετότητα,36
καββασία,
καθευδητέον,
ίστωρ,19
ιχθύα,83
ισχαδικός,
ιχθυάζομαι,
ισχάδιον,
ιχθυάω,83
111 111 ισχαδοφάγος, 111 ισχαδώνης, 111 ισχαιμία, 111 ισχαιμικός, 111 ίσχαιμο, 111 ίσχαιμος, 111 ισχαίνω, 111 ισχαλέος, 111 ισχαλεύσαι, 111 ισχαλωμέναι, 111 ισχανάω, 111 ισχανός, 111 ισχάνω, 111 ισχάς, 111 ισχειριείω, 111 ισχιάζω, 111 ισχιακός, 111 ισχιάς, 111 ισχίον, 111 ισχιορρωγός, 111 ισχναίνω, 111 ισχναλέος, 111 ίσχναvσις, 111 ισχνασία, 111 ισχνασμός, 111 ισχνεύσαι, 111 ισχνίδες, 111 ισχνο-, 111 ισχνοεπέω, 111 ισχνός, 111 ισχνότης, 111 ισχνόω, 111 ισχομένω, 111 ισχουρία, 111 ισχυρι-, 111 ισχυρίζομαι, 111 ισχυρικός, 111 ισχύρισις, 111 ισχυροποιώ, 111 ισχυρός, 111 ισχυρότης, 111 ισχυρόω, 111 ισχύς, 111 ίσχυσις, 111 ισχυτή ριος, 111 ισχύω, 111 ίσχω, 111 ιταμός, 44 ιταμότης, 44
ιώτα,
44
κ,
46
44 44 44
κάθε,
κα,
καβαλίκεμα,
ίτω,44
καβαλικευτός,
ιυ,45
καβαλικεύω,
ιυγμός,45
καβαλίνα,
ίυγξ,45
KαβαλλαΡΙKόv,
ιυγοί,
καβαλλάριος,
Ιφιάνασσα,
17 17
ιφιγένητος, Ιφιγένια,
17 17
111
ιχθυ-,83
88 88 κάθειρξις, 73 καθείς, 79 καθέκλα, 125 καθεκλο-" 125 καθέκτης, 112 καθένας, 79 καθεξής, 111
65 16 16 16
16 16 16
κάθεσις,36
16
καθεστός,
16
109 109 καθεστώτα, 109 καθεστωτικός, 109 καθετή, 36 κάθετος, 36
13 κάββλημα, 16 Καβειριάζομαι,
83
Κάβηροι,
ιχθυβολεύς,
27
79
καθέζομαι,
ίτυς,46
17
27
καθέδρα,
8
ιτός,44
45
καθαρτήριος,
44
καθεύδω,
136
136
καθευτρισμός,
74
καθευτριστός,
74
130 130
καβλής,136
καθήκον,
καβούκι,
41 κάβουρας, 41 καβούρι, 41
καθηκοντολογία,
83 ιχθυμέδων, 83 ιχθυοβόλος, 83 ιχθυόεις, 83 ιχθυόKεvτρoν, 83 ιχθυόκολλα, 83
καγκαίνω,74
καθήλωσις,
κάγκαμον,
κάθημαι,
κάγκανα,
κάθησμα,88
ιχθυόλη,83
ιχθυήματα,
83 83
ιχθυαι,83 ιχθυϊκός,
83
ιχθύKεvτΡOν,
ιχθυοπωλείον,
83
καθητέος,
καθιερώ,35
καγκελοειδώς,39
καθιερώνω,
καγκελώνω,
καθιέρωσις,
39 καγκελωτός, 39 καΥχάζω,
139 139 καΥχαλίζομαι, 139 κάΥχαλος, 139 καΥχαλάω,
83
ιχθύωσις,
83
ίχμα,
46 Ίχναι, 46
καΥχάς,139
ιχναίος,46
κάΥχασις,
ιχνάομαι,
καΥχασμός,
ιχνεύμων,
139 139 καΥχαστής, 139 καΥχλάζω, 139 Καδμείος, 35
ίχνευσις,
Καδμειώνη,35
ιχνεία,
46
46
ίχνευμα,46
46 46 ιχνευτήρ, 46 ιχνευτής, 46 ιχνεύω, 46 ιχνηλασία, 46 ιχνηλατέω, 46 ιχνηλάτης, 46 ιχνηλάτησις, 46 ιχνηλατία, 46
Καδμήϊος, Κάδμιλος,
35 35
Κάδμος,35 κάδος,
21
Κάειρα,146
κάζομαι,
ιών,
88 74 καημένος, 74 καημός, 74 καθαίρεσις, 142 καθαιρέτης, 142 καθαιρετός, 142 καθαιρέω, 142 καθαίρω, 27 καθάρειος, 27 καθαρειότης, 27 καθαρειότητα, 27 καθαρεύουσα, 27
Ίων,
καθαρευουσιάνος,
ίχvιoν,46
ίΧVΙΠπoς, ίχνος, 46
46
ιχνοσκοπέω, ιχώρ,
46
83
ιψ,45
ιώ,45 Ιώ,44 ιωή,137
44 44 Ίωνες, 44 ιωνιά, 44 ιωνία, 44 Ιωνία, 44 Ιωνιάς,44 Ιωνίζω,44
ιτέα,46
Ιωνικός,
ιτέη,46
Ιωνίς,44
ιτείη,46
Ιωνοκάμπτης,
44 44
καήλα,
80
35 35 καθιζάνω, 88 καθίζησις, 88 καθίζω, 88 κάθισμα, 88 καθίστημι, 109 καθοδηγέω, 15 κάθοδος, 15 καθολικός, 47 καθρέπτης, 130 καθρεπτίζω, 130 καθρευτάς, 130 καθρεύτισμα, 130 καθρεφτάδικο, 130 καθρέφτης, 130 καθρεφτίζω, 130 καθυστερημένος, 45 καθυστέρησις, 45 και, 65 καιάδας, 89 καίατα, 89 καίγω,74 καιετάεις,
89
καιέτας,89 καιετός,89 καΊλα,
74
καίνησις,39 καινίζω,39 καινίς,
118
καινισμός, καινιστής, καινός,
27
39 39
39
καινότης,39
καθαρεύω,
καινοτομία,
καθαρίζω,
καινοτόμος,
27 27 καθάριος, 27 καθαριότης, 27 κάθαρμα, 27 καθαρός, 27 καθάρσιο, 27 καθάρσιος, 27 καθαρτήρ, 27
16
88
κάγκελλος,39
κάγκω,74
36
36
καθήκω,36
καγκελλάριος,39
ιχθυρηρός, ιχθύς,
καθηκόντως,
74 74
ιχθυουλκός,
83 83
36
39 39 καινουΡΎής, 39 καινούΡΎιος, 39 καινόω,39 καίνυμαι,
88
καίνω,118 καινώς,39 καίνωσις,39
202 καιρικός, καίριμος,
142 142
καιρωλεκτέω,142
KάΚUνσις,
12
κακύνω,12 κακώς,
καλαντάρι,
72 60 καλαπόδιον, 60 καλάπους, 60
καλλύνω,72
καλαπόδι,
κάλλυσμα,
καλάυροψ,60
καλοείμων,
καλαφάτης,
καλοήθεια,
κάλος,
72 72
καλλωπίζω,
καίρως,142
12 κάκωσις, 12
καιρώτης,
142 καιρίως, 142 καιρο-, 142 καιρός, 142
κακώτερος,
καίρος,71
κάλα,60
60 καλαφατίζω, 60 καλαφάτισμα, 60 καλδάρα, 74
καιροσέων,71
καλαθηφόρος,62
καλδάριον,74
καιροσπάθητος,71
καλάθι,
καλειδοσκόπιον,
καιρόω,71
καλάθιον,
καίρωμα,71
καλαθίσκος,62
καλέμι,
καιρωστίς,71
καλαθοειδής,
καλεμίζω,
καιρωστρίς,71
κάλαθος,
Καίσαρ,
88 Καίσαρας, 88 Καισαρειά, 88 Καισάρεια, 88
καλαθόω,62
κάλεσις,54
καλάθωσις,
κάλεσμα,
Καισάρειος,88
καλαμάγρωστις,
καλεστός,54
72 72, 74, 116 καλοτύπος, 72 καλούμαι, 54 καλούμενος, 54 καλόφρων, 72 καλπάζω, 55 καλπάκι, 63 καλπασμός, 55 κάλπη, 55,63 κάλπης, 63 καλπιά, 63
Καισαρεύς,
Καλάμαι,
καλέω,54
κάλπιος,63
κάλη,
74 κάλημι, 54
κάλπις,63
καλησπέρα,
129 καλησπερίζω, 129 καλησπερούδια, 129 καλιά, 60 καλιακούδα, 58
καλπονοθεία,
καλιάς,60
καλπουζανιά,
12
κακωτής,12 κακωτικός, κακώτρια,
12 12
62 62
KαλείμενOς,
62
62 62
κάλαϊς,
καλεστής,
Καισάριον,88
147 147 καλαμαία, 147 καλαμαίον, 147 καλαμαίος, 147 Καλαμαιών, 147 καλαμάομαι, 147 καλαμαράς, 147 καλαμαριά, 147 Καλαμαριά, 147 καλαμαριέρα, 147 καλαμάριον, 147 Καλαμάτα, 147 καλαματιανός, 147
Καισάριος,
καλαμαύλης,147
88 Καισαρεύω, 88 Καίσαρης, 88 Καίσαρι, 88 Καισαριά,88 Καισαρία,88 Καισαριανά,88 Καισαριανή,
88 Καισαριανοί, 88 καισαρίκη, 88 καισαρικός, 88 Καισάριο,88
88 καισαρισμός, 88 Καισαρίων, 88 καίω, 74
Καλάμες,
καλιός,60
καλυβίς,62
καλιστρέω,
54 καλλάϊνος, 72 κάλλαιον, 97
καλυβίτης,
κάλλαϊς,72
καλυβώνω,
καλλι-,72
κάλυκας,
κακεστώ,25
καλαμηδών,147
καλλιάζω,
κακεύω,12
καλαμητρίς,
καλλίας,
καλάμη,
147
Καλάμι,
147 147 Καλαμιά, 147 καλάμια, 147 καλαμίδι, 147 καλαμίζω, 147 καλαμίνθη, 147 καλαμιά,
Καλαμίνθως,147 καλάμινθος,
κακτοειδής,
147 147 καλαμίς, 147 καλαμίσκος, 147 καλάμισμα, 147 καλάμιστρο, 147 καλαμίτης, 147 καλαμίτις, 147 καλαμιώνας, 147 καλαμο-, 147 καλαμοειδής, 147 καλαμόεις, 147 κάλαμος, 147 Κάλαμος, 147 καλαμόω, 147 καλαμώδης, 147 καλαμών, 147 Καλαμών, 147 καλαμώνω, 147 καλαμωτή, 147 Καλαμωτή, 147 Καλαμωτό, 147 καλαμωτός, 147 καλάνδαι, 72
κάκτος,
καλανδολόγιο,72
54 κακκάρισμα, 54 κάκκασμα, 54 κακκάω,90 κάκκη,90 κακόν,
12
κακοποίησις
12 κακοποιός, 12 κακοποιώ, 12 κακός, 12 κακότης, 12 κακρύνω,63
145 145 κακτώδης, 145
καλπουζάνης,
καλαμεύς,
καλαμη-,
κακκαρίζω,
κάλπος,63
καλαμένως,147
καλαμεών,147
κακκάζω,54
63 63 καλπονοθεύω, 63 καλπονόθευσις,
κάλτιος,62
90 62 κακαρώνω, 62
12 κακισμός, 12 κακιστεύω, 12 κάκιστος, 12 κακίστρα, 12 κάκιωμα, 12 κακίων, 12 κακιώνω, 12 κακκά, 90 κακκάβη, 54 κακκαβίζω, 54 κακκαβίς, 54
63
καλινδήθρα,
κακάρωμα,
κακιότερος,
κάλπισσα,
καλινδέομαι,
κακαράντζα,
12 12 κάκητα, 12 κακία, 12 κάκια, 12 κακίζω, 12
54
54
καλιή,60
κακάβη,54
κακήν,
19
54
63 63 καλπουζάνικος, 63 καλπουζάνος, 63
147 147 καλαμευτής, 147
κάκη,
καλός,
43 43 καλίνδησις, 43 καλίομαι, 54 κάλιον, 60
147 147
καλάμινος,
κάλαντα,
72
72
Kάλov,60
54
καλεσμένος,
72 72
καλοκάγαθος,
147 147 καλένδες, 72
καλάϊνος,72
72
καλο-,72
72 72 καλλιγένεια, 72 καλλίγονος, 72 καλλιγραφία, 72 καλλιγράφος, 72 καλλιδίνης, 72 καλλίδιφρος, 72 καλλιέθειρος, 72 καλλιέπεια, 72 καλλιεπέομαι, 72 καλλιεπής, 72 καλλιεργέω, 72 καλλιέργημα, 72 καλλιέργια, 72 καλλιεργώ, 72
κάλτσα,
62 62 καλύβη, 62 καλύβα,
62
κάλυβος,62 καλύβωμα,62
62 62 καλυκίζειν, 62 καλύκιον, 62 καλύκων, 62 καλυκώπις, 62 καλυκωπός,62 καλυμβωμα,62 κάλυμμα,
62
καλυμμάτιον,
62 62 καλυμμαύχι, 62 καλυμμαύχιον, 62 καλυμμαύκι,
Kάλυvμα,62 κάλυξ,
62
κάλυξις,62 καλυπτήρ,
62
καλυπτήριον,
KαλλίVΙKoς,72
καλυπτής,62
καλλιοινία,
καλυπτός,62
Καλλιόπη,
72 72, 133
καλλίουλος,72 καλλιόω,72 καλλίστευμα,
72 72 κάλλιστος, 72 Καλλιστώ, 72 καλλιτέχνημα, 72, 123 καλλιτέχνης, 123 καλλιτεχνία, 123 καλλιτεχνικός, 123 καλλιστεύω,
καλλίων,72 καλλιώτερος,72 καλλονή, κάλλος,
72 72
KαλλoΣΎVΗ,
72 72 κάλλυντρον, 72 καλλυντής,
62
καλύπτρα,
62 62 καλύπτω, 62 κάλυψις, 62 Καλυψώ, 62 καλχαίνω, 43 Κάλχας, 43 καλυπτρίζω,
κάλχη,43 καλώ,
54
καλωδιακός,
116 116 καλωδίτες, 116 καλωδιώνω, 116 καλωδίωσις, 116 καλώς, 72 κάλως, 116 καλωστρόφος, 116 κάμα, 60, 74 καλώδιον,
203 καμάδα,
κάμνω,74
κανδήλαυρος,
καμπαλέος,57
κανδήλη,
κανονιστήρας,
κάμακας,60
καμπάνα,
καμάκι,
καμπεσίγουνος,
19 19 Kάvδυς, 117 κανδυτάλη, 117 κανδύταλις, 117 κάνειον, 147 κανείς, 65 κάνεον, 147 κάνης, 147 κανήτιον, 147 κανητοποώς, 147
κανονισμός,
καμακάς,60
κανηφορέω,147
κανωπικόν,
κανηφορία,
147 κανηφορικός, 147 κανηφόρος, 147 κανθάρεως,7, 147 κανθάρων, 147 κανθαρίς, 147 κανθαρίτης, 7, 147 κάνθαρος, 147 κανθαρώλεθρος, 147 κανθήλια, 7 κανθήλιος, 7 Kaveml,7
κάνωπον,
καπανικός,
74
60
καμακιάζω,
56 57 57
καμπεσίγυιος,
60
καμακίας,60
καμπή,
καμακίδιov,
60 καμακίζω, 60 καμάκινος, 60 καμακιστής, 60 καμακώνω, 60 κάμαξ, 60 καμάρα, 57 καμαρικός, 57 καμάριov, 57 καμαροειδής, 57 καμαρούλα, 57
κάμπη,
καμαρόω,57
κάμπτρα,57
καμαρώδης,
57 57 καμαρώνω, 57 καμαρωτός, 57
καμπτρίον,
καμάρωμα,
καμπτροποιός,
καμάσσω,60
καμπύλη,
καματάρης,
καμπυλιάζω,
74
57 57 κάμπια, 57 κάμπιμος,57 κάμπιος,57 κάμπος,
57
καμπουλίρ,
57 καμπούρα, 57 καμπούρης, 57 καμπουριάζω, 57 καμπτήρ,57 καμπτηρία,
κάμπτω,
57 57 57
57
καμπυλαύχl,
62
57 57
καματάρικος,74
καμπύλλω,57
κανθίς,7
καματάρισσα,
καμπυλόομαl,
κανθός,
καμπύλος,
κανθώδης,7
καματεύω,74
57 57 καμπύλοχος, 57 καμπυλόω, 57 καμπυλωτός, 57 καμτσίκι, 57
καματηδόν,
74
κάμψα,57
καματηρός,74
καμψάκης,
καμάτεμα,
74
74
καματερεύω,74 Καματερό,
74 καματερός, 74
καματουΡΎία,74
57 καμψάριος, 57 καμψικίζω, 57
καματόω,74
καμψίον,57
καματώδης,74
καμψίουρος,
καμβάς,
καμψίπους,
κάματος,
74
147
καμελαύχιov, καμήλα,
62
κάμψις,
57 57
57
καμψός,57
88
καμηλάτης,
88 62 καμήλειος, 88 καμηλιέρης, 88 καμηλιέρικος, 88 καμηλίζω, 88
κάμω,
καμηλαύχιον,
κάμωμα,
καμηλο-,88
καμώνομαΙ,
κάμηλος,
καμωτός,
88
καμηλώδης,
74 74
καμωματάρης,74 καμωματάς,74 καμωματού, καμωμένος,
74 74 74
74
88 καμινάδα, 74 καμιναία, 74
καν,
καμιναίος,74
κανάβινος,
καμινάρης,
κανάβων,
65
Kάv,45 κάνα,
147
74 74 καμινέτο, 74
147 147 κάναβος, 147 καναδόκα, 147 κάναθρον, 147
καμίνευμα,74
κανάλης,56
καμινεύς,74
κανάλιov,
καμίνευσις,
Kάvαλoς,56
74
καμινάς,
καμινεία,
74
56
καμινευτήρας,74
κανάσσω,56
καμινευτής,
κάναστρον,
74 74
καμινιά,74
147 147 κανατάς, 147 κανάτΙ, 147 κανατιά, 147
Καμίνια,
καναχέω,56
καμινευτικός, καμινεύω,74 καμίνι,
74 74
κανάτα,
καμινιάζω,74
καναχή,
καμίνιασμα,74
καναχηδά,
Καμινίκια,74
καναχηδής,
56
καμινώ,74
56 56 καναχηδόν, 56 καναχής, 56 καναχίζω, 56 καναχισμός, 56
καμίσιος,52
καναχός,56
κάμμα,140
καναχώδης,56
Kαμίvιov,74 καμινίτης,74 κάμινος,
74
κάμμαρος,
καμμία,
65
140
κανδηλανάπτης, κανδηλάπτης,
19
19
7
Kάvθων,7 κανί,
147
κανισκάς,
147 147 κανίσκΙ, 147 κανίσκων, 147 κανίστρl, 147 κάνιστρον, 147 κάννα, 147 κανναβάτσα, 147 κανναβάτσο, 147 κανναβέλαιο, 147 κανναβένως, 147 καννάβΙ, 147 κανναβιδιά, 147 καννάβινος, 147 καννάβων, 147 κάνναβις, 147 κανναβόκοκκος, 147 κανναβόπανο, 147 κανναβός, 147 κάνναβος, 147 κανναβούρΙ, 147 κάνναθρον, 147 κάννη, 147 καννητοποώς, 147 καννωτός, 147 κανονάκΙ, 147 κανοναρχέω, 147 κανονάρχης, 147 κανοναρχίζω, 147 κανόναρχος, 147 κανοναρχώ, 147 κανόνας, 147 κανόνΙ, 147 κανονιά, 147 κανονίας, 147 κανονίδα, 147 κανονίδι, 147 κανονιέρης, 147 κανονίζω, 147 κανονικά, 147 κανονικάρως, 147 κανονική, 147 κανονικός, 147 κανονικότης, 147 κανονω-, 147 κανόνων, 147 κανονίς, 147 κανόνισμα, 147 κανισκεύω,
147 147 κανονιστής, 147 κανονιστικός, 147 κανονο-, 147 κάνουλα, 147 KαvταυΡΙKός, 145 κάνυστρον, 147 κάνω, 74 Κάνωβος,147 κανών,
147
147 147 Κάνωπος, 147 καούρα, 74 κάπα, 52 καπαίος, 140 καπάκι, 41 καπάκωμα, 41 καπακώνω, 41 καπαλευτής, 140 καπαλίζω, 140 καπάναξ,13 καπάνη,
13, 140 140 καπελάδικο, 52 καπελάς, 52 καπελιά, 52 καπέλο, 52 καπέλωμα, 52 καπελώνω, 52 κάπετος,57 κάπη,140 καπηλεία,
140 140 καπηλείον, 140 καπήλευμα, 140 καπηλευτής, 140 καπηλευτικός, 140 καπηλεύω, 140 καπηλικός, 140 καπηλίς, 140 καπηλοδύτης, 140 κάπηλος, 140 καπηλοτριβέω, 140 καπητόν, 140 κάπια, 52 καπναύγης, 75 καπηλεώ,
καπνείω,75
KάΠVΗ, 75 Kαπvηλός,75 KαΠVΗρός,
75 75 καπνίας, 75 καπνιάω, 75 καπνίζω, 75 καπνικός, 75 καπνιά,
κάπνιος,75 κάπνισις,
75 75
κάπνισμα,
καπνιστήριον, καπνοδοχείov,
75 75
καπνοδόχη,75 καπνός,
75
καπνούχος,75 καπνωδία,
75
κάπος,52,75 καπότα,
52 65 65
κάποτε, κάπου,
καπουλεώ,
κάππα,
140
54
καππακισμός,54 καππυρίζω, κάπρα,
55
κάπραινα,
55
καπράω,55
135
204 καπρί,
καρδιαλγής,
κάρφη,
καρπάζωμα,
62 καρπαζώνω, 62 καρπαία, 147
καρφηρός,
καπρίζω,55
60 60 Καρδιανοί, 60 καρδιάτης, 60
καρπαζοεισπράκτορας,62
καρδιαλγία,
καπριόδους,55
καρδιάω,60
καρπάλιμος,55
καρφισμός,
κάπριος,55
καρδίη,60
καρπαλίμως,
55 καρπεία, 147 καρπείον, 147 καρπεύω, 147 κάρπη, 147 καρπησία, 147 καρπήσιον, 147 καρπίζω, 141, 147 κάρπιμος, 147 καρπίον, 147 καρπισμός, 147 καρπο-, 147 καρπός, 141, 147 καρπούμαι, 147
καρφίτης,
καρπόω,147
καρχαρόδους,
καρπώδης,147
καρχαρόδων,
κάρπωμα,
καρώδης,62
55
καπρία,55 καπρίδιον,
55
καρδιο-,60
καπρο-,55
καπρονικός, κάπρος,
55
καρδιόω,60 καρδιωγμός,60
55
καπρυλικός,55
καρδίωξις,
καπρύλιο,55
καρδιώσσω,
καπρώζω,55
καρδο-,60
κάπτω,140
καρέκλα,
καπυρίζω,
75, 135 καπυριστής, 135 καπυρόομαι, 135 καπυρός, 54, 135 κάπυρος, 75 κάπυς, 75 καπύω,75 κάπως,
65
καρ,62 κάρ,
146
60 60
125 καρεκλάς, 125 καρεκλο-., 125 καρέλι, 62 Κάρες, 146 κάρζα, 60 καρηβάρεια, 62 καρηβαρέω, 62 καρηβάρησις, 62 καρηβαρία, 62 καρηβαριάω, 62
καρπώνης,
καρφί,
59 59
59
καρφίov,59
147 147
147 59 καρφίτσα, 59 καρφολογέω, 59 καρφολογία, 59 κάρφος, 59 καρφόω,59 Kαρφύvω,59 κάρφω,59 κάρφωμα, καρφώνω, κάρχαι,
59 59
59
καρχαλέος,59 καρχαρέος,
59 59
καρχαρίας,
59 59
καρώνω,62
Κάρ,146
Kαρηβoάv,62
καρπώνω,147
κάρωσις,
κάρα,
Kάρηvoν,62
καρπώσιμος,
147 κάρπωσις, 147 καρπωτός, 141, 147 κάρτα, 58
καρωτίδες,
καρταίπους,58
κασαλβαδικός,
καρτεραίχμης,58
κασαλβάζω,
62
καραβαία,
καρηφόρος,62
62 62
καραβέλα,
κάρθρα,
62 62 καρωτικός, 62 κάς,89
62 καραβιά, 62 καραβίδα, 62
147 146 καριβαρίη, 62 καρίδα, 59
καραβιδο-,62
καριδόω,59
καρτερέω,58
κασάλβιον,
καράβιov,
Καρίζω,146
καρτέρημα,
κασάς,89
καράβι,
Καρία,
62
καραβίς,62
Καρικά,146
καραβίσιος,
62
καρικοεργής,
καραβο-,62
Καρικόν,
καραβοειδής,
Καρικός,
146
146 146
58 καρτέρησις, 58 καρτερητός, 58 καρτέρι, 58 καρτερία, 58 καρτερο-, 58
62 καραβοκύρης, 62
καριμοίρους,
καράβολας,62
Καρίνη,146
καρτεροβρόντης,
καραβόπανο,
Κάριος,147
καρτερός,
κάραβος,
62
62
καραβώδης, καραδοκέω,
62 20, 62
146
κάσα,
89
κάσας,
89
κασαύρα,89 κασαυράς, κασιγνήτη,
58
89
κασιγνητικός, κασίγνητος,
καρώω,146
καρίς,59
καρτερόω,58
κάσις,89
καρίω,
κάσιος,
καρτερώ,
κάσμορος,
καρκαίρω,58
κάρτιστος,
κάσov,
καραδοκώ,
καρκαρίς,
καρτός,
59 59
58 58 147
89 89
89
καραδοκία,62
20 62
89
κασής,89
58 καρτερότης, 58
146
147
89 κάσσα, 89
καραιβαράω,
κάρκαρov,
κάρτος,58
κασσαβάς,89
Καραιός,62
καρκινάς,59
καρτύνω,58
Κασσάνδρα,
καράκαλλον,62
καρκινευτής,59
καρύα,62
Κασσάνδρεια,
καράμβας,
καρκινικός,
καρυάριον,
καρκινισμός,
καρυατίζω,
καρανόω,62
59 59 καρκινοβασία, 59 καρκινοβάτης, 59 καρκινοβατώ, 59 καρκινογόνος, 59 καρκινοειδής, 59
καρατομέω,
καρκινομάτωσις,
καράμβιος,
62 62
καρανιστής,62 καρανιστρήρ,
62
κάραvvος,62 κάρανος,
62 62 62
καρύδι,
62 62 καρύδιον, 62 κάρυδοι, 65 καρυδιά,
59
καρυδώνω,
καρατόμος,62
καρκινώδης,
59 καρκίνωμα, 59 καρκινώνομαι, 59 καρκίνωπας, 59 καρκίνωσις, 59 καρκίνωψ, 59 κάρμα, 147 καρμοδότης, 146 καρμοίρης, 146 κάρνη, 147 κάρνος, 147 καρός, 147 κάρος, 62 κάρουα, 62 καρούλα, 65 καρούλι, 62 καρουλιάζω, 62 καρούμπα, 65 καρούμπαλο, 65
καρύδωσις,
καρόω,62
καρφαμάτιov,
63 63 καράφλα, 128 καράφλας, 128 καρβάζω, 147 καρβάίζω, 147 καρβανίζω, 147 κάρβανος, 147 καρβάτιναι, 147 καραφάκι,
κάΡΎια,58 καρδάλη,62 καρδαμύσσω, καρδάρα,
100
74
καρδι-,60 καρδιά, καρδία,
60 60
καρδιαίος, καρδιακός,
60 60
καρδιαλγέω,60
καρπαζιά,
62
Κασσιέπεια,
καρυδόω,62
59
καράφα,
Κασσιανός,89
καρυδόλαδο,62
καρκίνος,
καράτομος,62
89 89 Κασσανδρηνό, 89 Κάσσανδρος, 89 Κασσία, 89 Κασσιανή, 89
62 62
καρατόμησις,
62 62 καρυέλαιov, 62 καρυήματα, 62 καρυηρός, 62 καρύϊνος,62 καρυιτης,
62
καρυκάζειν,
65
89 89 Κάσσιος, 89 Κασσιτερίδες, 113 κασσιτέρινος, 113 κασσιτεροποιός, 113 κασσίτερος, 113 κασσιτερουΡΎός, 113 κασσιτερόω, 113 Κασσοτίς, 89 Κασσιόπη,
κάσσυμα,89
καρυκεία,65
κασσύω,89
καρύκευμα,
Κασσωπαίοι,
65 καρυκευτής, 65 καρυκευτός, 65 καρυκεύω, 65 καρύκη,65 καρύκινος, κάρυον,
65
62
καρύχροος,62 καρύων,
62
καρυωτός,62 καρφαλέος,59 καρφεία,
147
89
89 89
59
89 89 Κασσωπία, 89 Κασταλία, 124 καστανάς, 89 Καστανάς, 89 καστανέα, 89 Καστανέα, 90 Καστανέαι, 90 Καστανέας, 90 Καστανερή, 90 καστανεών, 89 καστανιά, 90 Κασσωπάς,
205 Καστανιά,
90 90
Καστάνια,
κατακρίνω,
κατασκοπεύω,
κατηρεφίς,30
κατάκρισις,
κατασκοπέω,
κάτηρυς,
59 59 κατακτάω, 92 κατακτείνω, 118
Καστανιανά,
90 KαστάνιΑVΗ, 90 Καστανιές, 90
κατάκτης,6
Καστανίτσα,90
κατάκτησις,
κάστανος,89
92 92 κατακτητικός, 92 κατάκτρια, 6 κατακτώ, 92 καταλαμβάνω, 69
Καστανούσα,
90 90 καστανωτά, 90 Κάστορας, 110 Καστόρειο, 110 καστόρι, 110 Καστοριά, 110 Καστορίδες, 110 καστορίζω, 11 Ο καστόρινος, 110 καστόριον, 11 Ο καστόριος, 110 KασΤOΡVύσα, 110 κάστωρ, 110 κατά, 88
καταλέω,43
Καστανών,
κατάληψις,
κάτα,85
καταμερίζω,
Καστανιώτισσα,
90
καστανο-,90
κάστανον, καστανός,
89 90
καταβάλλω,
69 76 κατάλογος, 76 κατάλυμα, 38 καταλογίζω,
καταλυματίας,38 καταλυμός,38 κατάλυσις,
38 38 καταλύτης, 38 καταλυτικός, 38 καταλύτρια, 38 καταλύω, 38 καταλυτής,
καταλώ,38 καταμαρτυρώ,
16
καταβάς,13 καταβεβλημένος, καταβιβασμός, καταβολή,
16
13
16
καταβροχθίζω,
78 85 καταγελώ, 140 καταγής, 85 κάταγμα, 144 κατάγνυμι, 144 καταδικάζω, 20 καταδίκη, 20 κατάδικος, 20 καταδρομεύς, 120 καταδύνω, 117 κατάδυσις, 117 καταδύτης, 117 καταδυτικός, 117 καταδύω, 117 καταεινύω, 129 καταέννυμι, 129 κατάγειος,
καταζητέω,44 καταζητούμενος, καταζητώ, καταιγίδα,
35 35
35
καταιονάω,
44 44 Kαταιovίζω, 44 καταιονισμός, 44 καταίσιμος, 19 καταισιμόω, 19 καταίσιος, 19 καταισχύνω, 112 κατάκειμαι, 89 καταιόνησις,
κατακεραυνώνω,
58 146 κατακερματισμός, 146 κατακλύζω, 61 κατάκλυσις, 61 κατάκλυσμα, 61 κατακλυσμός, 61 κατακερματίζω,
κατάκλυστον,61 κατάκλυστρον,61 κατακονά,
118 κατάκοπος, 56 κατακόπτω,56
καταφρόνημα,132
καταφρονηματίζω,
καταπαύω,
καταφρόνησις,
91 καταπίπτω, 95 κατάπλασμα, 98 καταπληκτικός,
98 98 κατάπληξις, 98 καταπλήσσομαι, 98 καταπράϋνσις, 91 καταπραϋντικός, 91 κατάπληκτος,
κατάρα,
77
77 77 καταράσιμος, 77 κατάρασις, 77 κατάρατος, 77 καταρέομαι, 77 καταριέμαι, 77 καταριούμαι, 77 κατάρρευσις, 105 καταρρέω, 105 καταρροή, 105 καταρτίζω, 72 κατάρτισις, 72 καταρτισμένος, 72 καταρώμαι, 77 κατασκευάζω, 112 κατασκεύασμα, 112 κατασκευασμένος, 112 κατασκευαστής, 112 κατασκευαστικός, 112 κατασκευαστός, 112 κατασκευή, 112 κατασκήνωσις, 41 κατάσκιος, 40 κατασκόπευσις, 130 κατασκοπευτήριον, 130 καταράομαι,
121
καταφρονέω,132
καταπαυστικός,91
καταραμένος,
καταιγιδοφόρος, καταιγίς,
77 81 καταμερισμός, 81 καταμέτρησις, 68 καταμήνιος, 79 καταμηνύω, 80 καταναγκασμός, 7 καταναλίσκω, 142 καταναλώνω, 142 κατανάλωσις, 142 καταναλωτής, 142 καταναλωτικός, 142 καταπαύσιμος, 91 κατάπαυσις, 91
καταπραυνω,91
44
44
κατάθλιψις,
κατακτητής,
130 130 κατασκοπή, 130 κατασκόπησις, 130 κατασκοπία, 130 κατασκοπικός, 130 κατασκόπων, 130 κατασκοπίς, 130 κατάσκοπος, 130 κατάστικτος, 124 καταστορέννυμι, 110 καταταγμένος, 124 κατάταξις, 124 κατατάσσω, 124 κατατομή, 122 κατατριβή, 121 κατατρίβω, 121 κατάτριψις, 121 κατατροπώνω, 106 κατατρύχομαι, 121 καταυλισμός, 136 καταφαίνω, 128 καταφάνεια, 128 καταφανής, 128 καταφαντάζω, 128 καταφαντός, 128 κατάφασις, 128 καταφέρεια, 31 καταφερής, 31 καταφέρω, 31 καταφορά, 31 καταφορέω, 31 καταφορία, 31 καταφορικός, 31 καταφρονεμένος, 132 καταφρόνεση, 132 καταφρονετός, 132
132 132 καταφρονητής, 132 καταφρονητικά, 132 καταφρονητικός, 132 καταφρόνια, 132 καταφρόνιο, 132 καταφρονώ, 132 κατάφυτος, 131 καταχθόνιος, 88 καταχνιά, 40 καταχώρησις, 88 καταχωρίζω, 88 καταχωρισμένος, 88 καταψηφίζω, 10 1 καταψήφισις, 10 1 καταψύκτης, 135 κατάψυξις, 135 κατεδαφίζω, 87 κατεδάφισις, 87 Kατέναvτι, 12 κατεργάζομαι, 73 κατεργάρης, 73 κατεργαριά, 73 κατεργασία, 73 κατεργασμένος, 73 κατεύδω, 136 κατευθύ,46 κατεύθυνσις, κατευθυντήρ,
46 46
105 125 κατηφέω, 125 κατηφής, 125 κατηφιάω, 125 κατηφίη, 125 κατηφοριά, 31 κατηφορικός, 31 κατήφορος, 31 κατηφών, 125 κατήχησις, 55 κατηχητής, 55 κατήφεια,
κατηχητικόν,55 κατηχώ, κάτι,
55
65
κατιών,
44 44 κατόπιν, 93 κατοπτεία, 129 κατόπτευσις, 129 κατίωσις,
κατοπτευτήρως,
129 129 κατοπτήρ, 129 κατοπτήρως, 130 κατοπτίλλομαι, 130 κατόπτομαι, 130 κάτοπτος, 130 κατοπτρίζω, 130 κατοπτρικός, 130 κάτοπτρις, 130 κάτοπτρον, 130 κατούρημα, 105 κάτουρον, 105 κατουρώ, 105 κατοχή, 112 κατοχικός, 112 κατόχιον, 112 κάτοχος, 112 κατοχυρόω, 111 κατοχυρώνω, 111 κατοχύρωσις, 111 κατόψως, 130 κάτοψις, 130 κατρακύλα, 43 κατρακύλι, 43 κατρακυλίζω, 43 κατρακύλιμα, 43 κατρακυλισιά, 43 κατρακύλισμα, 43 κατρακυλώ, 43 κατσαρίδα, 147 κατσαριδοκτόνο, 147 κατσούλα, 42 κατσούφης, 125 κατσουφιά, 125 κατσουφιάζω, 125 κατσουφιάρης, 125 κατσούφιασμα, 125 κατσώνω, 107 κάττυμα, 89 κατοπτεύω,
καττύω,89 κάτω,
88
κατώγαιος,
85 85 κατώι, 85 κατώφλι, 31 καυαλέος, 74 κατώγι,
καύαξ,56
κατευθυντηρία,46
καύηξ,56
κατευθύνω,
46 κατευθυσμός, 46 κατευνάζω, 9 κατέχω, 112 κατεψυγμένος, 135 κατηγορία, 7
καυής,56
κατήκω,36
καυκαλιάζω,74
καυθμός,74 καύκα,
74
καυκάλα,
74 74 καυκαλία, 74 καυκαλιά,
206 καυκάλιov,74
καχασμός,
139 12 καχέκτημα, 12 καχέκτης, 12 καχεκτικός, 12, 111 καχελκής, 12 καχεξία, 12, 111 κάχηκες, 139 καχλάζω, 139
κείω,
καυκαλίς,
καχεκτέω,
κεκαρμένος,
74
καυκάλισμα,
74
καύκαλο,
74 74 Καύκασος, 74 καύκη, 74 καυκί, 74 καύκι, 74 καυκιά, 74 καύλα, 136 καυλείον, 136 Καυκάσιος,
κελύφανov,
89
κέκασμαι,
146
κελύφι,
88
62
κελυφανώδης,
κεκλασμένος,60
κελύφιον,
κεκλασμένως,
60 κεκλημένος, 55 κεκορεσμένος, 148 κεκορημένος, 147 κεκρύφαλος, 63
κελυφοειδής,
κάχλασμα,139
κεκρωπία,43
κέλως,74
καχλασμός,139
κεκρωπίζω,
κέμα,89
καχληκοσωροί,
139
43
62
62
κέλυφος,
62 62
62
κέλωρ,54 κελώριov,
54
κελωρύω,54
κεκρώπιος,43
κεμάς,89
καυλέω,136
κάχληξ,139
κεκυφότως,57
κεμμάς,89
καυληδόν,
κάχρις,74
κελαδεινός,
κεν,
καχρύδια,
κελαδέω,55
κεν-,
καυλιάρα,
74 καχρυδίας, 74
κελάδημα,
καχρύω,74
55 55 κελάδισμα, 55 κελαδιστός, 55 κελαδίτης, 55
κεναπέω,149
καυλιάρης,
κελαδητός,
κεναπής,149
κέλαδος,55
κενανδρία,
καυλί,
136
136
136 136 καυλίας, 136 καυλίζω, 136 καυλικός, 136 καυλίνης, 136 καύλινος, 136 καυλίον, 136 καυλίσκος, 136 καυλο-,136 καυλοειδής,
136 136 καυλώδης, 136 καύλωμα, 136 καυλωμένος, 136 καυλώνω, 136 καυλωτός, 136 καύμα, 74 καυματηρός, 74 καυματίας, 74 καυλός,
καυματίζω,74
καχύποπτος, καχυποψία,
130 130
κάψα,
57, 74 καψάθρα, 74
κελάδω,55 κελάηδημα,
καψαλήθρα,
74 καψαλίδα, 74 καψαλίζω, 74 καψαλισιά, 74 καψάλισμα, 74 καψαλιστός, 74 καψερός, 74 κάψη, 74
κελαηδητό,
καψιά,74
κελαινεφής,
καψικός,74
κελαινιάω,
κενόω,149
καψιματιά,
κελαινο-,97
κάψιμο,
74
55 55 κελαηδισμός, 55 κελαηδιστά, 55 κελαηδιστής,55 κελαηδώ,
55
κελάϊδισμα, κελαϊδιστός,
97 97
κελαινόομαι,
74
καύσησις, καυσία,
κάψωνας,74
κελαρύζω,
12 74
KαυσαλώVΗς,
74
κελάρυζα,
καψωνίζω,74
καύσιμος,
καψώνω,
κελέβειov,74
74
74
κάω,74
κελέβης,
κε,65
KελέOVΤες,
καύστειρα,
κεάζω,89
74 64 κελεός, 54 Κελεός, 54
καυστήρ,
κέαρνov,
κελευθείω,55
καυσόομαι, καύσος,
74
κεάδας,
74 74 74
89 89
καυστηριάζω,74
κεάσματα,89
κελευθιάω,
καύστης,74
κεβλή,
κελευθοπόρος,55
καυστικός,
52
55
κεβλήγονος,52
κέλευθος,
καυστός,74
KεβλΉVΗ,52
κελευθύντης,
καύστρα,
κεβλήπυρις,52
κελεύθω,55
καυσώδης,74
κέβλος,52
κέλευμα,54
καύσωμα,
74 καύσων, 74 καύσωνας, 74 καυτήρ, 74 καυτηριάζω, 74
κεδαίω,89
74
74
κεδάννυμι,
55 55
κέλευσις,54
89
κέλευσμα,
54 54
κεδάω,89
κελευσμός,
κέδματα,89
KελευσμOΣΎVΗ,
κεδνός,21
κελευστής,
καυτήριov,74
κεδρί,
κελευστικός,54
καυχάομαι,
κείθεν,89
κελευστός,
56 καύχη, 56 καύχημα, 56 καυχήμων, 56 καύχησις, 56 καυχητής, 56
κείθι,
89 κείμαι, 89
κελεύστωρ,
κειμήλιον,
κελεύω,
καυχητιάω,56
κείνως,89
54 54 κελητίζω, 54 κελήτιov, 54 κελητιστής, 54
καυχώμαι,
κείρα,146
κέλλικας,54
κειράς,
κέλλω,54
56
καυχάς,
καφάσι,
56
41
74
κείρις,
καφτός,
κειροκόμης, κείρω,146
καχάζω,139
κείσε,89
καχανίζω,
κείτομαι,
139
89
54 54 54
κέλης,
146 146
κάφος,75
74 κάφτρα, 74
κελευτιάω,
89 κειμήλιος, 89 κεινός, 149 κείνος, 89
54
κέλομαι,
146
54 54 Κελτικός, 54 Κελτοί, 54 Κέλται,
Κελτός,54
145 145 Κενταυρίδης, 145 κενταύριον, 145 κενταυρίς, 145 Κενταυρο-, 145 Κένταυρος, 145 κεντάω, 145 κεντεύω, 145 κεντέω, 145 κέντημα, 145 κεντηματιά, 145 κεντημένος, 145 κεντησιά, 145 κέντησις, 145 κεντήστρα, 145 κεντητήρι, 145 κεντητήρων, 145 κεντητής, 145 κεντητικός, 145 κεντητός, 145 κεντήτρα, 145 κεντιά, 145 κεντίδι, 145 κέντισμα, 145 κεντισμένος, 145 κεντιστός, 145 κεντίστρα, 145 κεντιτική, 145 κεντούκλα, 145 κέντουκλο, 145 κεντόω, 145 κεντράδι, 145 κεντρήεις, 145 κεντρηνεκής, 145 Κεντρί, 145 κεντρίδα, 145 κεντριδώνω, 145 κεντρίζω, 145 κεντρικός, 145 κεντρίνης, 145 κέντριον, 145 κεντρίς, 145 κεντρίσκος, 145 Κενταύρειος,
κελαρισμός,55
καύσιμον,74
74
κενταύρειον,
97
97 97 κελαινώπας, 97 κελαινώψ, 97 κελάρισμα, 55 75 55 κελάρυξις, 55
καύσις
74 74
55 55
κελαϊδώ,55
κελαινότης,
καυσαλίς,
κεναπικός,
74
κελαινός,
καύρος,
κεναπίη,149
καψάλα,
74 κάψουλα, 57 καψούλι, 74 καψούρα, 74 καψούρης, 74 κάψωμα, 74
καυματώδης,74
κεναπία,149
καψαθρός,74
κάψιωνας,
74
65 149
149 149 κένανδρος, 149 κεναυχής, 149 κενε-, 149 κενεαυχής, 149 κενεός, 149 κενεόφρων, 149 κενεών, 149 κενήρων, 149 κενο-, 149 κενός, 149 κενότης, 149
κάψις,140
καυματόομαι,
55
54
207 κεντρισμός,
κεραμίς,64
Κεραυνός,
κεντρίτης,
κεραμίτης,
κεραυνοσκοπείον,
145 145 κεντρο-, 145 κεντρομόλος, 145 κέντρον, 145 Κεντροχώρι, 145 κεντρόω, 145 κεντρύλλιον, 145 κεντρώδης, 145 κέντρωμα, 145 κέντρων, 145 κέντρωνας, 145 κεντρώνω, 145 κεντρώος, 145 κέντρωσις, 145 κεντρωτός, 145 κεντώ, 145 κεντών, 145 κεντωνάρων, 145 κεντώνων, 145
64 κεραμίτιδα, 64 κεραμίτις, 64 Κεραμίτσα, 64 κεραμοποιός, 64 κεραμοπώλης, 64 κέραμος, 64 Κέραμος, 64 κεραμοτήξ, 64 κεραμουΡΎία, 64 κεραμουΡΎός, 64 Κεραμούτσιο, 64
κερουλκός,64
58 58
κερουτία,
κερουτιασμός,
κεραυνούχος,58
κερουτιάω,
58 58 κεραύνωσις, 58
64 64 κερουχίς, 64 κερούχος, 64 κέρπευμα, 147
κεράω,64
κέρρω,146
Κέρβερος,
κερύθρα,
κεραυνόω,
κεραυνώνω,
κέντωρ,145
64 Κεραμωτή, 64 κεραμωτός, 64 Kεράvvυμι, 64
κένωμα,149
κερανώ,64
30 κερδαίνω, 146 κερδαλέη, 146 κερδαλέος, 146 κερδαλεότης, 146 κερδαλεόφρων, 146 κερδαντέον, 146 κερδαντήρ, 146 κερδαντός, 146 κερδάριον, 146 κερδέα, 146 κερδεία, 146 κερδεύω, 146 κερδητικός, 146
κενώνω,
149 κενώς, 149 κενώσιμος, 149 κένωσις, 149 κενωτέον, 149 κενωτικός, 149
κέραξ,64
κερδία,146
κεστρεύς,
κερδίζω,
κεστρεύω,
κεράς,
146 κερδίων, 146 κερδο-, 146 κέρδος, 146 κερδοσύνη, 146
κέπφος,140
κέρας,
κερδύφων,146
κεπφόω,140 κεπφώδης, κέπφωσις,
140 140
κερα-,64
κεραμόω,64 κεραμύλλιον,
64 64
κεραμώδης,
κεραμών, 64 κεράμωσις,
κεραξόος,
64
κεραοξόος,64 κεραός,64 κεραούχος,64
64 64 κερασία, 64 κέρασμα, 64 κεραστής, 64 κεράστης, 64 κεραστικός, 64
κερκίζω,71
κερατάς,
κεραταύλης,64
κερκίς,71
κεράμβηλον,64
κερατέα,
κέρκισις,
κεράμβυξ,64
64 κεράτειος, 64
κεραμεία,
64 Κεράμεια, 64
κερατήρ,64
κερκοπίθηκος,43
Κεραμειές,64
κερατία,64
κερκοφόρος,
κεραμεικός,
κεράτια,64
κερκώπη,43
κερατίζω,
κέρκωσις,43
64
κερασφορέω,
κεραις,64
κερασφόρος,
κεραιτης,
κεραταία,
64
64 κερατάριον, 64
κεραίω,64 κεραλκής,
64 64
64
64
κερατηφόρος,
64 Κεραμεικός, 64 κεραμείον, 64 κεράμειος, 64 κεραμεούς,64
κέρκινος,42
64
71
κερκιστική,
64
64 64 κερατίνη, 64 κεράτινος, 64 κεράτιον, 64 κερατίνας,
κέρκος,
71
43 43
Κέρκωψ,43 κέρμα,
146
κεράτωσις,
κέρνος,64
κεράτισις,
κεραμήϊος,
64 κερατιστής, 64 κερατίτις, 64
κεραμίδα,
κερατο-,64
κεραμεύω,
64
64 64 64
64 64 κεραμιδαριό, 64 κεραμιδάς, 64 Κεραμιδάς, 64 κεραμιδένιος, 64 κεραμιδής, 64 κεραμίδι, 64 κεραμίδιον, 64 κεραμιδόω, 64 κεραμίδωμα, 64 κεραμίδωσις, 64 κεραμική, 64 κεραμικός, 64 Κεράμιο,64 κεράμιον, κεράμιος,
64 64
64 64 64
κεραύλης,64
κερνοφορέω,
κεραυλία,
κερνοφόρος,
64 κεραύνειος, 58 Κεραύνια, 58 κεραυνίας,58 κεραύνιον, κεραύνιος,
58 58
κερνώ,
64 64
89 89
κεστρινίσκος, κεστρίνος,
41
κευθμός,41 κευθμών,41 κεύθος,41 κεύθω,41 κεφαλάδιον,
52 52 κεφάλαιον, 52 κεφαλαιόω, 52 κεφαλαιώδης, 52 κεφαλαίωμα, 52 κεφαλαίωσις, 52 κεφαλαιωτής, 52 κεφαλαλγέω, 52 κεφαλάλγημα, 52 κεφαλαλγία, 52 κεφαλαλγός, 52 κεφαλαΡΎία, 52 κεφαλάς, 52 κεφάλας, 52 κεφαλαία,
κεροβάτης,
64 κεροβόας, 64 κερόδετος, 64 κεροειδής, 64 κερόεις,64
κεραυνο-,58
κεροίαξ,64
κεραυνοβόλος,
κερόκωπος,
52
κεφαληδόν, κεφαλήφι,
52 52
κεφαλίζω,52 κεφαλικός,
52
κεφαλίνη,52 κεφαλίνος,52 κεφάλιον,52 κεφαλισμός,52 κεφαλιτιών,52 Κεφαλλήν,
64
κεραυνίτης,58
58 κεραυνοβολώ, 58 κεραυνόπληκτος, 58 κεραυνοπληξία, 58 κεραυνός, 58
κέστρα,89
κεφαλίς,52
κερατοξόος,
κεραμευτικός,
59 59 KεΡΧVωτός, 59 κεστός, 145 KέΡΧVωμα,
κεφαλή,
κερατοβάτης,
κερατίς,64
KεΡΧVώδης,
κεφαλεύω,52
κεραμιδαρειό,
κεραμευτής,64
Kέρχvω,59
κερμάτων,
κεραμιδάδικο,
64
59
Kερχvόω,59
κερματίζω,
146 146 κερματισμός, 146 κερματιστής, 146 κερματοδότης, 146 κερματόομαι, 146 κέρνα, 64 κερνάς, 64 κερνάω, 64
κεραμεύς,
KέρΧVoς,
κευθήνες,
κεραταρχία,
κεραστός,
64
κεραίνω,64
KέρΧVΗ, 59 Kερχvηlς, 59
κευθάνω,41
64 κεραμαίος, 64
κεραία,
59 59
κερένως,
146
κέραμαι,
κεραστίς,64
KεΡΧVασμός,
κερέϊνος,
κερδώος,
κερατάρχης,64
κεράεις,64
KεΡΧVαλέOς,
κερεαλκής,64
κερδώ,146
κέραμα,64
64
140
κερχάω,59
89 89 κεστρίτης, 145 κεστρο-, 145 κέστρον, 145 κέστρος, 145 κέστρωσις, 145 κεστρωτός, 145
64 140 κέρευσις, 147 κερί, 140 Κερί, 140 κέρινος, 140 κερίτης, 140 κερκίδα, 71 κερκιδικός, 71
κεράδιον,
64
κεραυνοσκοπία,58
64
52 52 κέφαλος, 52 κεφαλωτός, 52 κέχλαδα, 139 κέχλαδον, 139 κέχρημαι, 138 κεχρί, 74 Κεφαλληνία,
κεροπλάστης,64
κεχρίς,59
κερόστρωτος,
κέχρος,
64 κεροτυπέω, 64 κερουλκίς, 64
74
κη,93
Κηβηβάω,57
208 κηδαίνω,89
κηραχάτης,
κίβησις,41
κιναίδιον,
κήδαρ,21
κηραψία,
κίβισις,41
κιναίδισμα,
κηδεία,
21
κήδειος,21 κηδεμονεύς,21 κηδεμονεύω,
21
κηδεμών,
140 140 κηρέλαων, 140 κηρέσως, 146 κηρεσιφόρος, 146 Κηρεσσιφόρητος,
21 κηδεστής, 21 κηδεστία, 21 κήδευμα, 21 κηδεύω, 21 κήδομαι, 21
κηρήθρα,
κήδος,21
Κήρινθος,
κίβος,41 κιβούρι,
146
140
κηρηθροστάτης,
140
κηρί,140 κηρικός,
140
κηρίνη,140 κήρινθος,
41 41 κιβωτίδιο, 41 κιβώτιον, 41 κιβωτός, 41 Κιβωτός, 41 κιγκλίδα, 39 κιγκλίδωμα, 39 κιγκλιδώνω, 39 κιγκλιδωτός, 39 κιγκλίς, 39 κιβώριον,
39 39 κίναιδος, 39 κιναιδώδης, 39 κιναχύρα, 39 κινάω,39 κίνδαμαι,
89 39
κίνδαξ,
κίνδυν,39 κινδύνευμα, κινδυνεύω,
κήλημα,54
140 140 κήρινος, 140 κηριο-, 140 κηρίον, 140 κηριόομαι, 140 κηρίτης, 140 κηρίτις, 140 κηρίφατος, 146 κηριώδης, 140 κηρίωμα, 140 κηρίων, 140 κηρο-, 140 κηρόομαι, 140, 146
κήλησις,54
κηροπήγων,140
κιθαριστύς,39
κίνυγμα,
κηλήτειρα,
54 κηλητήριος, 54
κηρός,
κίθαρος,39
κίνυμαι,
κηροτρόφος,
κινύσσομαι,
κηρουλκός,
κιθαρωδός,
κινώ,
54 κήλητρον, 54 κηλίβανα, 63 κηλίδα, 97
146 146 κηρόχρως, 140 κήρυγμα, 55 κηρυγμός, 55 κηρύκαινα, 55 κήρυκας, 55
κιθαρωδία,
κηλητής,54
κηλιδόω,97
κηρυκεία,55
κίκκος,54
κηλιδώδης,
97 κηλίδωμα, 97 κηλιδώνω, 97 κηλίδωσις, 97 κηλιδωτός, 97
κηρύκειον,
55 κηρύκευμα, 55 κηρύκευσις, 55
κικλήσκω,
κικράω,64
κιρκήσια,42
κηρυκεύω,55
κίκυβος,54
κιρκινέζι,
κηρυκικός,55
κικυμίς,54
κίρκινος,42
κηλίς,97
κηρυκός,55
κίκυμος,54
κίρκος,
κήλov,54
κηρυκτέος,
κίκυς,39
κιρκόω,42
κηλόομαι,74
κηρυκώδης,55
κικύω,39
κιρνάω,64
κηλός,74
κηρύλος,55
κίκω,39
κισσ-,
κηλοτομία,74
κήρυξ,
κίλλαι,
κίσσα,
κηλώνειον,
55 κήρυξις, 55 κηρύσσω, 55 κηρύττω, 55 κητεία, 88
κηλωνεύω,
κήτειος,88
κίλλουρος,39
κηλωστά,
κήδω,89 κηδωλός,21 κηδωνία,
89 κηλάμινα, 63 κήλεος,74 κηλεστής,
54
κηλέω,54 κήλη,
74
Κηλήδονες,
54
κηληθμός,54 κήληθρον,
54
κηλήτης,74 κηλητικός,
κηλοτόμος,74 κηλόω,54 κήλων,60
60 60 60
140
55
39 39 39
κίνδυνος, κινέομαι,
κίγκλος,39
κινέω,39
κιθάρα,
κίνηθρον,
39 κιθαρίζω, 39 κίθαρις,39 κιθάρισις,
39 39 κιθαρισμός, 39 κιθάρισμα,
κιθαριστή ριος,
39 39 κιθαρίστρια, 39 κιθαριστρίς, 39 κιθαριστής,
κίκιρρος, κίκκα,
39 39 54
39 39 κίνησις, 39 κινητήρ, 39 κινητής, 39 κινητιάω, 39 κινητικός, 39 κινητός, 39 κίνητρον, 39 κίνημα,
κινούρης,39
39 39 39
39 κιόλας, 65 κιovίς,39
54
κικκαβάζω,
κιονίσκος,
κικκαβάω,
κιονίτης,
54 54
κικκός,54
κίκραμαι,
39
κινδυνευτής,39
39 39
κιονο-,39
κιούρτος,
54 64
39
42
κιρκαία,42 Κίρκη,
42 42
42
149 89
κιλλακτήρ,39
κισσαβίζω,89
κίλλης,39
κίσσαρος,
κιλλίβας,39
κισσάω,89
κιλλός,
Κισσεύς,
κήτη μα,
κιλό,
κηλωτά,60
κητία,
κιμβάζω,58
149 149 κισσηρεφής, 149 κισσήρης, 149
κήνυΥμα,
κητο-,88
κιμβεία,
κισσητός,89
149 149
88 88
κηνύσσομαι,
κητόομαι,
κηνύω,54
κήτος,
κήξ,56
κητώδης,
κηπαίος,58
39
149
111 58
148 κιμβεύομαι, 58 κιμβικεία, 58
κίσσινος,
κητώεις,88
κίμβιξ,58
κισσο-,
κηπεία,58
κητώος,88
κιμμερικόν,
κισσός,
κήπειος,58
κηύξ,56
κήπευμα,
58 κηπεύς, 58 κήπευσις, 58 κηπευτής, 58 κηπευτική, 58 κηπευτικός, 58 κηπευτός, 58 κηπεύω, 58 κήπος, 58
κήυξ,56
140 140 κηφήνας, 140 κηφήνων, 140 κηφηνο-, 140 κηφηνώδης, 140
148 Κιμμερικός, 148 Κιμμέρωι, 148 Κιμμερίς, 148 Κίμμεροι, 148 Κίμμερος, 148 Κιμωλία, 148 Κίμωλος, 148 Κίμων, 148 Κιμώνως, 148
κήφος,140
κιναδεύς,39
κιστοειδής,
κηπουρεύω,58
κι,
κίναδος,39
κίττα,89
κηπουρική,
κίββα,
κιναθίζω,
κιτταβίζω,
κηπουρός,
κιβδηλεία,
κινάθισμα,
κιττάω,89
58 58
κηπωρός,58 Κήρ,146 κηραίνω,
146
κηραμύντης, κηράνθεμον, κηραφίς,
146
146 140
88
88 88
κηφήν,140 κηφηναρεώ, κηφηναρώ,
65 41
140 κιβδήλευμα, 140 κιβδηλεύω, 140 κιβδηλία, 140 κιβδηλιάω, 140 κίβδηλος, 140 κίβδης,140
κιμβερικόν,
κισσήεις,
39 39 κιναθισμός, 39 κιναιδεία, 39 κιναιδεύομαι, 39 κιναιδία, 39 κιναιδιαίος, 39 κιναιδίζομαι, 39
κισσίον,
149 149
Κίσσως,149
149 149
κισσόω,149 κισσύβιον,
149 89, 149 κισσών, 149 κίσσωσις, 149 κισσωτός, 149 κίστη, 41 κιστίδιον, 41 κισσώδης,
κιστίς,41
κίττησις,
41 89
89
κιχάνω,38 κίχησις,39 κίχλα,58 κίχλη,
58
κιχλισμός,
139
209 κιχράω,138
κλαψιάρικος,
κίχρημι,
κλάψιμο,
138
55
55
κίω,39
κλαψομουνίαση,
κίων,
κλαψούρα,
55
κλέω,55
κλητικός,
Κλέω,55
κλητός,
Κλέων,
κλήτωρ,55
55
κλήδην,55
κλαγγαίνω,58
55 κλαψουρίζω, 55 κλαψούρισμα, 55
κληδονίζω,55
κλιβανίτης,74
κλαγγέω,58
κλάω,55,60
κληδόνιος,55
κλίβανος,
κλαγγή,
κλέβδην,61
κληδόνισμα,
κλίμα,
κλαγγηδόν,58
κλέβω,
κληδονισμός,55
κλίμακα,
κλαγερός,
κλεηδών,55
κληδονιστής,55
κλιμακηδόν,
κλειδάκι,
κλήδος,61
κλιμακίζω,
39
κλι:ηγά1,ω,58
58
58 κλαγκτός, 58 κλαδάκι, 60
61
Κλήδονας,
κλήω,
55 55
55
55
55, 61
κλιβανάριος,
74
61 61
κληδών,55
61 61 κλιμακισμός, 61 κλιμακτήρ, 61
κλήζω,55
κλιμακτηρίζομαι,
κληηδών,55
κλίμαξ,61
κλήθρα,
κλινάς,61
κλαδαρός,60
61 κλειδαράς, 61 κλειδαριά, 61
κλαδάω,60
κλειδάριθ μος,
κλαδεία,
60 κλάδεμα, 60
κλειδάς,61 Κλειδί,
κλάδευμα,60
κλειδίον, 61
κλήθρι,
κλάδευσις,
κλειδο-,61
κλήθρον,60,61
κλινήρης,
κληθρώδης,
κλινο-,61
60 κλαδευτήρι, 60 κλαδευτήριον,
κληδουχέω,61
61
61
κλειδουχέω,
60 60
κλίνη,
60
61 61
κληίζω,55
κλινοβατία,
κλειδόω,61
κλήϊθρον,
κλιντήρ,61
κλαδεών,60
κλείδωμα,
κληΊς,61
κλαδί,
κλειδών,55
κληϊστός,
κλειδώνω,
κληίω,55,61
κλισιάδες,
κλείδωσις,
κλήμα,
60 Κλήμα, 60
κλισίηθεν,
κληματαριά,
κλισίον,61
κλαδεύω,
κλειδούχος,
61 61
60
60
60
κλαδίσκος,
61
κλίνω,
61
κλαμβός,60 κλαουρίζω,55
κλειός,61
60 κληματηδόν, 60 κληματίδα, 60 κληματικός, 60 κλημάτινος, 60 κλημάτιον, 60
κλάρα,
κλείς,61
κληματίς,60
κλίτος,
κλαράκι,
κλείσις,61
κληματίτις,
κλιτύα,61
κλεισούρα,
61 κλειστός, 61 κλεϊστός, 55 κλείστρον, 61
κληματο-,
κλεισώρια,61
κλήραρχος,
κλόνησις,
κλειτοριάζω,
61 κλειτορίδα, 61 κλειτορίς, 61
κληρικισμός,
Kλovιέμαι,
κλειτός,55
κληρίον,61
Κλειώ,
κληρο-,61
60
κλαδόω,60 κλαδών,60 κλάζω,58 κλαίω,
55 κλάμα, 55
60 60 κλάρες, 60 κλαρί, 60 κλάρος,61 κλαρώνω,60 κλασαυχενεύομαι,
60
κλάση,
60 κλασικά, 55 κλασικίζω, 55 κλασικισμός, 55 κλασικιστής, 55 κλασικός, 55 κλασικότης, 55 κλάσις, 60 κλάσμα, 60 κλασματίζω, 60 κλασσικά, 55 κλασσικίζω, 55 κλασσικιστής, κλασσικός,
κλεμμένος,
55
κλασσικότης,
61
55
κλαστά1,ω,
61 Κλεομένης, 55 Κλεονίκη, 55 Κλεοπάτρα, 55 κλέος, 55 κλεπία, 61 κλεπίζομαι, 61
κλίσιον,61 κλίσις,
61
κλισμός,61 κλιτικός, κλιτός,
61 61 61
κλιτύς,61 κλοιόω,61
κληματσίδα,
κλοίστρον,
60 60
61
κλονέω,61
61
61 61 κληροδότημα, 61 κληροδότης, 61 κληροδοτώ, 61 κληροδόχος, 61 κληροκρατία, 61 κληροδοτέω,
κλεμματιστής,
55
60 60
κληροδοσία,
κλεμματικός,61
κλασσικισμός,55
κλισίνδε,
61 61 κληρικοποιώ, 61 κληρικός, 61
55 κλείω, 55, 61 κλέμμα, 61
61 61 61
κληματόομαι, κλήρα,
61 61 κλονίζω, 61 κλονικός, 61 κλονιούμαι, 61 κλόνισις, 61 κλονισμός, 61 κλονιστικός, 61 κλόνος,61 κλονώ,61 κλονώδης,
61 61 61
κλοπαίος, κλοπεία,
κληρονομέω,61
κλοπείον,61
κληρονόμημα,
61 κληρονομιά, 61 κληρονομία, 61 κληρονομικός, 61 κληρονομώ, 61
κλοπεύς,61 κλοπεύω,61 κλοπή,
61
60 κλαστήριον, 60
κλέπος,61
κλάστης,60
κλεπτήρ,61
κληροπαλλής,61
κλοτοπεύω,
κλαστός,60
κλέπτης,
κλήρος,
κλούβα,
κλαυθηρός,55
κλέπτω,
κλαυθμονή,
κλεύθω,55
κλεπταποδόχος,
55 κλαυθμός, 55 κλαυθμυρίζω, 55
κλεφτά,
κλαυθμών,
55
κλαύμα,55 κλαυμονή,
55
61 61 61
κλεφτάτα,
κλαυθμύρισμα,55 κλαυθμυρισμός,
61
55
61 κλέφτης, 61 κλεφτιά, 61 κλέφτικα, 61 κλέφτικος, 61 κλεφτο-,61
61
κλισία,61
61
61 61 κλειδωτάρι, 61 κλειδωτήρι, 61 κλειδωτός, 61 κλειθρία, 61 κλείθρον, 61 κλεινός, 55
κλάδος,
60
61
63
61
κλοπιμαίος,
61
κλοπός,61
61
61
κληρουχέω,61
κλουβάω,61
κληρούχημα,
61 κληρουχία, 61 κληρούχος, 61 κλήρωμα, 61 κληρώνω, 61 κλήρωσις, 61 κληρωτής, 61 κληρωτί, 61 κληρωτίδα, 61 κληρωτίς, 61
κλουβί,
61
κλουβιάζω,
61
κλουβιαίνω,61 κλούβιασμα, κλούβιος,
61
61
κλουβιώνη,61 κλυδά1,ομαι, κλυδασμός,
61 61
κλαυσείω,55
κλεφτουριά,
κλαυσιάω,55
κλέφτρα,
κλαυστήρ,
κλέφτω,61
κληρωτρίς,61
κλυδωνίζομαι,
κλεψι-,61
κλήσις,
κλυδώνιον,
κλεψιά,
κλητέος,55
55 κλαυστός, 55 κλαυτά, 55 κλάψα, 55 κλαψιάρης, 55 κλαψιάρικα, 55 κλαψιάρικο, 55
κλεψία,
61
61
61 61
κλεψιμαίικος, κλεψίμι,
61
κλεψύδρα,
61
61
κλύδιος,61 κλύδων,61
κλήτευσις,
61 61 κλυδώνισμα, 61 κλυδωνισμός, 61
κλητεύω,
κλύζω,61
55, 61 55 55
κλητήρ,55
κλύμενος,
κλητική,
κλυσαντλία,
55
56 61
61
210 κλύσμα,
κνημιαίος,
κογχύλι,
κλυσμός,61
κνημίδα,
κογχύλιον,
κλυστήρ,61
κνημίς,39
κλυστήρας,
κνημοδέτης,
κλυστήρι,
κνημός,39
κόθουρος,
κλύστρο,61
κνημόω,39
κοθώ,57
κλυΤο-.,56
κνηmάω,39
κοι,
κλυτός,
κνήσις,39
Koiζω,54
κλύφι,
61
61 61
56 62
39 39
κοιτών,
43
89 89 κοιτώνιον, 89 κοιτώνας,
43
κοέω,56
39
κόθορνος,
28 57
κοιτωνίσκος,
42
κοκάλας,43
89 89 κοιτωνο-, 89 κοκάλα, 43 κοκαλάκι, 43 κοιτωνίτης,
54
κνήσμα,39
κοιλαίνω,
κλύω,56
κνησμός,
κοιλαίος,42
κοκάλια,43
κλωβίον,61
κνηστήρ,39
κοίλανσις,42
κοκαλιάζω,
κλωβός,
κνηστιάω,
κοιλάς,42
κοκαλιάρης,
39
κλωγμός,58
κνηστικός,39
κοιλασία,
43 43 κοκάλιασμα, 43
κλώζω,
κνηστίς,39
κοίλη,
KOKαλιέvιoς,43
61
39
κνήστρον,39
42 42 κοιλιά, 42 κοιλία, 42 κοίλος, 42
κνήφη,39
κόϊλος,42
κοκαλώνω,
κλών,60
κνιδάω,39
κοιλοστομία,
κνίδη,39
κοιλότης,
κοκκάλια,43
κλωνάρι,
κνίδωσις,
42 42 κοιλότητα, 42
κοκίτης,
κλώναξ,60
κοιλόφωνος,42
κοκκάρι,
κοιλόω,42
κοκκενίλη,
κοκκηρός,43
58
Κλώθες,42
κνήστις,39
Κλωθοί,
42 Κλωθώ, 42 κλώθω, 42
κνηστός,39
60 60
κλωνίδης,
κλωνοκοπέω, κλώνος,
39
κνίζω,39 κνιπότης,
60
40
κοκαλίζω,
43
κόκαλον,43 κοκάλωμα,
54
κόκκαλος,43
43 43
κνίς,39
κοίλωμα,
κλωνοφυέω,60
κνίσα,
κοιλωπός,42
κοκκιάζω,
κλωπάομαι,
κνισαλέος,
κοιμάμαι,
κοκκίασις,
60
κλωπεία,
62
40 40
43 43
42 89
43 43
κνισάω,40
κοιμάω,89
κοκκιδιά,43
κλωπεύω,62
κνίση,40
κοιμήθρα,
κοκκίζω,43
κλωπnκός,
κνισήεις,
κοίμησις,
62 62
40 κνισηρός, 40 κνίσμα, 39
κλώσα,
58 κλωσάω, 58 κλώσημα, 58
89 89
κοκκινάδα,
κνισμός,39 κνισοκόλαξ,
κλώσιμο,
κνισολειχός,
κλώσις,
κνισός,40
κοινισμός,
κλώσκω,42
κνίσος,40
κοινο-,66
κλώσμα,
κνισόω,40
κοινόβιος,
κνίσσα,
κοινοβουλευτικός,
42
κλωσμάτιον,
42
κοκκινάδι,
89 κοιμισμός, 89 κοιμώμαι, 89
κλωmάζω,58
42 42
43 43 κοκκινέλι, 43 κοκκινιά, 43 Κοκκινιά, 43 κοκκινίζω, 43 κοκκινίλα, 43
κοιμητήριον,
40 40
40
κοινάν,66 κοινείον,
66 66
κοκκινο-.,43
κόκκινος,
66 66
43
κοκκίς,43
κλωσμός,58
κνισσάω,40
κοινοβουλία,
κλωσοπούλι,
58 κλωσόπουλο, 58
κνίφος,40
κοινοβούλιον,
κοκκοβόας,54
κνίψ,40
κοινόν,
κνυ,
κοινός,
κοκκολογώ,
κλώσσω,58
κνύζα,39
κλωστή,
κνυζάομαι,
66 66 κοινότης, 66 κοινότητα, 66
κοκκολογέω,
κλώσος,58
κνυζάω,56
κοινόω,66
κόκκυ,
κλωστήρας,42
κνυζηθμός,56
κοίνωμα,66
κλωστήριον,
κνύζημα,
56 κνύζομαι, 56
κοινωμάτιον,
κνυζόω,39
κοινωνέω,
42 κλωστή ρ, 42
κλωστής, κλώστης,
42
42 42
κλωστός,42
56
κλώστρα,
42
κνύμα,39
42 κλώστρον, 42, 61 κλωσώ, 58
κνύω,39
κλώψ,62
κνώδαλον,
39
κνωδακίζω, κνωδάκιον,
39 39 39
κνώδαξ,39
κνάμπτω,57
κνώδων,39
κνάπτω,39
κνώσσω,94
κνάφαλλov,
κοινών,
κνύζω,56
κλωστοϋφαντουργία,
κναδάλλω,
56
39
κνώψ,40
κναφαλώδης,39
κοάζω,
κναφείον,
κοάλεμος,56
39
54
κναφεύς,39
κόαξ,54
κναφήιον,
κοασμός,
39
κνάω,39
54 κόβαλα, 56 κοβαλεία, 56 κοβαλεύω, 56
κνεφάζω,40
κοβαλίκευμα,
κνάφος,39 κνάψις,39
66 66
κοκκίσδω,
54 43 43
κόκκορας,54 κόκκος,
43 54 κοκκύαι, 43 66
κοκκυγέας,43 κοκκύγινος,43
66
66 κοινώνημα, 66 κοινώνησις, 66 κοινωνικός, 66 κοινωνιτικός, 66 κοινωνώ, 66 κοινώς, 66 κοινωφιλία, 66 κοίος, 92 κοιράνειος, 65 κοιρανέω, 65 KOΙΡαvήoς, 65 κοιρανία, 65 κοιρανίδης, 65 κοίρανος, 65 κοιτάζομαι, 89 κοιτάζω, 89 κοιταίος, 89 κοιτάομαι, 89 κοιτάριον, 89
κοκκυγόω,
43
κοκκύζω,54 κοκκυμηλέα, KOκκύμηλov, κόκκυξ,
43 43
54
κοκκυσμός, κοκκυστής, κόκκων,
54 54
43
κόκκωνας,43 κοκκωτή,43 κοκκωτός,43 κόκορας,
54 43
κοκύαι,
κολαβρεύομαι, κολαβρίζω,
65
65
κόλαβρος,65 κολάζω,
60
κολακευτής,
κνέφαλλον,
κόβαλος,56
κοιτασία,89
58 58 κολακεύω, 58 κολακικός, 58
κνέφας,40
κόβαρος,
52, 54 κόβειρος, 56 κόβω, 56 κόγξ, 54 κόγχη, 43 κογχίτης, 43
κοίτασμα,
κολακίς,58
κόγχος,43
κοιτολογία,
κογχύλη,
κοίτος,89
κνεφαίος,
40 39
κνέφος,40 κνέωρον,39 κνή,39 κνηθιάω,39 κνήθω,39 κνημαίος, κνήμη,
39
39
Κόβαλοι,
56
56
43
89 89
κολακευτικός,
κοιτάστρια,
κόλαξ,
κοίτη,
89 κοιτίδα, 89 κοιτίδιον, 89
κολαπτήρ,
κοιτίς,89
κολάπτω,60
89
58 60
κολαπτήρας,60 κολαπτός, κόλασις,
60
60
κόλασμα,60
211 κολασμός,
60 60
κολάστειρα,
κολαστήρ,60 κολαστήριος,
60 60 κολαστικός, 60 κολάστρια, 60 κολαφίζω, 60 κολάφισμα, 60 κόλαφος, 60 κολαστής,
κολοκύνθα,
κόμη,
74 74 κομήτης, 74 κομήτις, 74
κονδυλίζω,
κολοκύνθη,
κόμης,
κονδυλικός,
κομιδή,74
κονδυλο-,61
κομίζω,
74 κομιστή, 74
κονδυλόομαι,
κομιστήρ,74
κονδυλοφόρος,
κομιστής,
κονδύλωμα,
148 148 κολοκυνθιάς, 148 κολοκυνθίδα, 148 κολοκυνθικά, 148 κολοκυνθίνη, 148 κολοκυνθίς, 148 κολοκυνθοειδής, 148 κολόκυνθος, 148 Κολοκυνθού, 148 κολοκυνθυλίνη, 148 κολοκύντη, 148 κόλον, 60, 148 κολόνα, 65 κολονάτος, 65
66 61 κονδύλιον, 61, 66 κονδυλισμός, 66
κόνδυλος,
74
κομιστικός,74
κονέω,60
κομιστός,74
Kovή,118
κομίστρια,
κόνη,118
κόλος,60
74 κόμιστρο, 74 κόμιστρον, 74 κόμμα, 57 κομμάρα, 56
Κολοσσαί,
148 Κολοσσαίον, 148 κολοσσαίος, 148 Κολοσσηνός, 148 κολοσσιαίος, 148 κολοσσικός, 148 κολοσσο-, 148 κολοσσός, 148 κολοσυρτέω, 148 κολοσυρτός, 148 κολοττός, 148 κολουάν, 58 κολουραίος, 60 κόλουρος, 60 κολούρωσις, 60 κόλουσις, 60 κόλουσμα, 60 κολουστός, 60
κομμάτα,57
κονίασις,
κομμός,
κονίς,60
κόλλιξ,66
κολούω,60
κομμώ,74
κόνις,60
κολλο-,66
κολοφών,
κόμμωμα,74
κονισαλέος,
κόμμωσις,
57, 74 κομμωτήριον, 57, 74 κομμωτής, 57, 74
κονίσαλος,
65 κολοφώνιος, 65 κολοφωνίτης, 65 κολόχειρ, 60
κομμωτίζω,74
KOvιώ,
κομμωτικός,
κοvvέω,66
κομμώτρια,
κόvvος,66
-κομος,74
κοvvώ,66
κολλύρα,66
κολπίας,63
κομπάζω,
κοντά,
κολλυρίζω,
66 κολλύριον, 66 κολλυρίς, 66 κολλυρίτης, 66 κολλώ, 66 κολλώδης, 66
κολπίζω,63
κομπάσματα,
κολο-,60
κολυμβάω,65
κολοβανθής,60
κολυμβήθρα,
κολεκεία,58 κολεόν,61 κολεόπτερος,
61
κολεός,
61 κολικός, 60 κολίτιδα, 60 κολίτις,60 κόλλαβος,
66 66 κολλέγιον, 66 κολλεψός, 66 κολλήγας, 66 κολλήγιον, 66 κολλάω,
κολληγόνος,66 κολλήεις,
66 κόλλημα, 66 κόλλησις, 66 κολλητήρας,
66 κολλητήρι, 66 κολλητής, 66 κολλητός, 66 κολλητσίδα, 66 κολλίζω,66 κολλίκιος,
66
κολλομελέω,
66 κολλοπόω, 66 κολλούριον, 66 κόλλοψ,66 κόλλυβα,
κόλλυβος,
κολοφωνέλαια,
65
κολοφώνιον,
66
κολλυβιστής,
65 Κολοφών, 65 κολοφώνας, 65
66
66
κονία,
κονίαμα,
57 57
57
κομματιάζω,
60
Kovιάζω,60
κομματάρχισσα, κομμάτι,
57
κομματίας,57 κομμάτιασμα,
57 57 κομματιαστός, 57 κομματίζω, 57 κομματικά, 57 κομματικός, 57 κομματισμός, 57 κομματιαστά,
60 60 κονιαστής, 60 KOvιάτης, 60 κονιατός, 60 KOVΙΆΩ, 60 KOvίδα, 60 κόνιδα, 60 κονιδιάζω, 60 κονιδιάρης, 60 KOvίδιoν, 60 Kovίζω,60 κόνικλος,
66
κόνιον,60 κονιορτός,
κομμι-,66
60 60 κονιορτώδης, 60
κόμμι,
κόνιος,60
κομμεύω,74
66 74
57 57, 74
56
κονιορτόω,
60 60
κόνισις,60 κονίστρα,
60
60
61
56 κομπασμός, 56 κομπαστής, 56
κονταίνω,
κολπόω,63
κομπέω,56
κόνταξ,61
κόλπωμα,
κομπηγός,
κονταράτος,
κολπίτης, κόλπος,
63 63
63 κόλπωσις, 63
56 κομπιάζω, 66 κομπισμός, 56 κομπλάρω, 66 κόμπλεξ, 66 κομπλεξάρω, 66 κομπλεξικός, 66
61
κοντακιανός, κοντάκιον,
61 61, 145
κονταρούδια, κόντεμα,
61
κολοβοανθής,60 κολοβός,
60 κολοβότης, 60 κολοβούρος, 60
κόλυμβος,65
κομπόδεμα,
61 61 κόντιλος, 61 κοντινά, 61 κοντινός, 61
κολυμπάω,
κομποδένω,
κοντο-,61
κολοβόω,60
κολωάω,58
κολοβώδης,
60 60 κολοβώνω, 60 κολόβωσις, 60
κολώνη,65
κολόβωμα,
κολωνία,
κολοιή,58
Κολωνός,
κολοιός,58
κολωός,58
κομπόω,56
κολοιώδης,58
κομαίθα,
κόμπωσις,
κολοκύθα,
κόμαιθος,74
60 60
κολόβιον,
κολοβο-,60
148 κολοκυθάκι, 148 κολοκύθας, 148 κολοκυθένως, 148 κολοκύθι, 148 κολοκυθιά, 148 Κολοκυθιά, 148 κολοκυθο-, 148 κολόκυθος, 148 κολόκυμα, 148
66 66 κομπολακέω, 56 κομπολογέω, 56 κομπολογία, 56 κομπολόϊ, 66 κομπορρήμων, 56 κομπός, 56 κόμπος, 56,66
65
κόλυντα,72
65
κολώνια,65 κολωνός,
65 65
74
κομπωτός,
κομάω,74 κομβακεύομαι, κόμβη,56
κομπο-,56
56
66 66
κοντεύω, κόντημα,
κοντοβολέω,
145 145 κοντός, 61, 145 κοντοφόρος, 145 KOvτύλι, 61 κόντωσις, 145 κοντωτός, 145 κοπάδι, 56 κοπάδιον, 56 κοπάζω, 56 κοντοπαίκτης,
κομψεία,74
κόπαιον,56
κόμψευμα,
κοπάνα,
74
56
κομψός,
74 κομψότης, 74
KOΠΆVΗμα, 56 κοπανίζω, 56
κομβόω,66
κοναβέω,56
KOΠΆVΙσμα,
κόμβωμα,66
κοναβηδόν,56
κοπανισμός,
κόμβωσις,
κοναβίζω,
κόμβος,
66
κομβωτής, κομέω,74
66 66
56
KoνδυΛΈVΙoς, κονδύλι,
61 61, 66
145 61
κοντένω,61
65 κολύμβησις, 65 κολυμβητήρ, 65 κολυμβητής, 65 κολυμβίς, 65
κολοβή,
61
66
κονητής,94
κομματάρα,57 κομματάρχης,
66
66
56 56 κοπανιστήρι, 56 κοπανιστήριο, 56 κοπανιστός, 56
212 κόπανον,
56 56 κοπανώ, 56 κοπάριov, 56
κορακοειδής,
κόπανος,
κορακόομαι,
κοπάς,56
κοραλένιος,
κόπασις,
κοράλι,
κοπετός,
κοραλιο-.,
κοπεύς,
κοραλλένιος,
58 58
κόρακος,58 κορακωτός,
56 56 56
κοπηρός,56
58 64
κοραλλιογενής, κοράλλιον,
κοπιάρισμα, κοπιαρός,
56
κοριτσάκι,
κορυμβώδης,
64
κόρυμβος,
147 147
κορκάρι,
64
65
κορυνοφόρος,
κορκορυγή,
κορυνώδης,
κορκός,62 κορμάζω,
κορύπτω,65
κοραξός,58
κορμάκι,
κόρυς,65
κορυφιστήρ,
58 58
133 133
κόρνοψ,12
κοπίδα, κοπίδι,
56 56 56
κοπίζω,56 κοπίς,
33, 130 κοράσι, 147 κορασιά, 147 κορασίδα, 147 κορασίδιον, 147 κοράσων, 147 κορασιώδης, 147 κοράττω,58
56
κοπιώδης,
κόραφος,58
56
κοπόομαι,56
κόρδα,
κόπος,
κορδακίζω,
56
κοπόω,56 κόππα,
142 65
κορδακικός,65 κορδακισμός,
54
κοππατίας,
54
κορδύλη,65
κόπρανα,
κορδύλος,65
κοπρεών,
57 57 κοπρίζω, 57 κόπρισις, 57 κόπρισμα, 57 κοπρίτης, 57 κοπριών, 57 κοπριά,
65
κόρδαξ,65
κοππαφόρος,54
57
58, 142 58 κορδώνω, 58, 142 κορδωτός, 58, 142 κορεία, 147 Κόρεια,147 Κόρεων,147 κόρειος,
κόπων,
147 148 κορέσκω, 148 κορέσματα, 148 κορεσμένος, 148 κορεσμός, 148 κορεστικός, 148 κορεστικώς, 148 κορεστός, 148 κόρευμα, 147 κορεύομαι, 147 κορέω, 100, 147, 148 κόρζα, 60 κορζία, 60 κόρη, 147 Κόρη, 147 κόρηθρον, 147
κόπωσις,
κόρημα,147
κοπρο-,57
κόπρος,
57
κοπρών,57 κόπρωσις, κοπτάριον,
57 56
κοπτέον,56 κοπτερός,56
65 65
κορκορυγέω,
κορδώνομαι,
κοπιάω,
65
κορυνητής,65 κορυνόεις,
κόρδωμα,
κοπιάτης,56
65
κορύνησις, κορυνθεύς,
43
κοπρεύω,57
56
κορύνη,
κοραξοί,
κόραξ,
64
κόρας,
κοπιαστικός,
65
65
κορκόδειλος,62
κόπρειος,57
κόπιασμα,56
65
κορυνάω,65
147 147
147 147 κορμαλάς, 147 κορμάλι, 147 κορμάρα, 147 κορμαράς, 147 κορμαστό, 147 κορμηδόν, 147 κορμί, 147 κορμιάζω, 147 κορμίον, 147 κορμο-, 147 κορμός, 147 κορμοστασιά, 147 κόρνα, 64 κορνάρω, 64 κορνέτα, 64 κόρνο, 64 Κορνοπίων, 12
κοπιάρω,
65 65
65 65 κορυπτίλος, 65
κοραλλιοπλάστης,
56 56
κορυμβοφόρος,
κορίττολος,
κοπία,
56
Κοριτσά,65
κοριτσόπουλο,
64
κοπι-,56
κοπιάζω,
κορυμβόομαι,
κοριτσίστικος,
64
64 κοραλλιο-, 64
κόπια,
148 147 κορίσκος, 147
κορυμβοειδής,
κορίσκη,
κορίτσι,
64
κοράλλι,
56 56
κόρις,
κορέννυμι,
κόροιφος,
147
κορύσσω,65 κορυστής, κορυστός,
65 65
κορύτη,65 Κορυτσά,
65 65 κορύττολος, 65 κορυφαγενής, 65 κορυφάδα, 65 κορυφαία, 65 κορύφαινα, 65 κορυφαίov, 65 κορυφαίος, 65 κορυττίλος,
κορυφάς,65 κορυφαστήρ, κορυφή,
65
65
κορυφήνδε,
65 65 κορυφιστής, 65
κοροκόσμων,147
κορυφολόγημα,
κορομηλιά,
62 Κορομηλιά, 62 κορόμηλο, 62 κοροπλάθος, 147 κόρος, 147, 148
κορυφόω,65
κόρρα,62
κορφέας,65
κορύφωμα,
65 65 κορύφωσις, 65 κορφάδα, 65 κορυφώνω,
κόρρη,62
Κορφές,
κορσέα,
62 κορσεία, 62 κορσεύς, 147
κορφή,
κόρση,62
κορφιάτικο,
κόρσης,
65
65 65
κορφίας,65 κορφιάτης,
65 65
Κορφιώτισσα,
65
κορυδαλλή,65
κορθύλη,65
κορυδαλλίς,65
65 65 Koρφoβoύvι, 65 κορφολάτης, 65 κορφολόγημα, 65 κορφολόγος, 65 κορφολογώ, 65 κόρφος, 63 κόρωμα, 74 κορώνη, 58 κορώνης, 58 κορωνιάω, 58 κορωνιδεύς, 58
κορακεύομαι,58
κορθύλος,65
κορυδαλλός,
κορωνίζω,58
κορακεύς,58
κόρθυλος,65
κορύδαλος,65
κορωνίης,
κοράκεως,
κορθύνω,65
κορυδός,65
κορώνιος,
κοπτή,56 κοπτήρας, κοπτήριον,
56 56
κόπτον,56 κοπτός,56 κόπτω,56 κοπώδης,56
56 56 κόρα, 59 Κόρα, 147 κόρακας, 58
58
147
KOρφOβOύvι,
κορσόω,147 κορσωτεύς,
147
κορσωτήρ,147 κορσωτός,
147
κορτείν,58 κορυβαντείον,
κορθίλη,65
65 65 Κορυβαντίζω, 65 Κορυβαντισμός, 65 Κορύβας, 65
κόρθιλος,
Κορυβαντιάω,
65
58 58 58
κόρθυς,65
κόρυδος,65
κορωνίς,
κορακιάζω,
κορθύω,65
κορύδυλις,
κορώνισμα,58
κορακίας,
κοριάζω,
κορυδών,65
κορωνιστής,58
κορυθάϊξ,65
κορωνοβόλος,58
κορακίνος,58
59 κορίδων, 147 κορίζομαι, 147 κορικός, 147
κοράκινος,58
Κορινθιάζομαι,
148 Κορινθιακός, 148 Κορίνθως, 148 Κορινθωυργής, 148 Κόρινθος, 148 κορωειδής, 147 κόρων, 147
κορυθάλη,65
κορώνω,
κορυθαλία,
κοσιά,
κορώς,148
κοράκι,
58 58, 59 58
κορακίδες,58 κορακιδίδες,
κοράκιov,
58
58, 59
κορακίσκος,58 κορακιστί,
58
κορακιστικά,58 κορακίστικα, κορακιωτός, κορακο-,58
58 58
65
κορυθαίολος,65
κορωνόπους,58
κορυθάλεια,
κορωνός,58
65
65
74 56
κορυθαλίς,65
κοσίζω,56
κορύθιον,
65 κόρυθος, 65 κορυμβάς, 65
κοσκινάω,
κορυμβήθρα,65
κοσκίνισις,43
κορυμβίας,
κοσκίνισμα,
65
43 43 κοσκινίζω, 43 κοσκινεύω,
43
213 κοσκινιστής,
43
κοτταβισμός,
κοσκινιστός,43
κότταβος,56
κουμπαριά,
κόσκινο,
κοττάνη,56
κουμπαριάζω,
κόττανον,
κουμπάρος,
κοσκινώ,43
56 κοττάριον, 52
κοσκυλμάτια,89
κόττη,52
κουμπούρι,
κοσμαγός,75
κόττικοι,
κοσμαγωγός,75
κοττίς,52
κοσμαίος,
75 κοσμάκης, 75 Κοσμάς, 75
κόττος,
κοσμέω,75
κοτυληδονώδεις,
κόσμημα,
κοτυληδών,
43
κοσκινο-.,43
κόσμησις,
κουμπί,
κοτύλη,
75
52
54
66
66
Κούρη,147
66
κοτυλήρυτος,
39 66 κουνέλι, 66 κούνημα, 39 κουνέλα,
7
7
κοτυλίζω,7
κοσμητεύω,
κοτυλίσκος,
Koυνάμεvoς,39 κουνάω,
7
κοσμήτειρα,75
75
7
κουνήτρα,39
7 7
147 147 κουρεώτις, 147 κούρη, 147 κουρεύω,
κουναβόσκυλο,39
7
κοτυλιαίος,
75
κουρεύτρια,
66 66
56 κουμπουριά, 56 κουμπώνω, 66 κούνα, 39 κουνάβι, 39
κόττυφος,54
75
κοσμηματο-,
κουμπάρα,
56
κούρημα,
147 147 κούρητες, 147 Κουρητικός, 147 Κουρήτις, 147 Κουρητισμός, 147 κουρίας, 147 κουρίδως, 147 κουρίζομαι, 147 κουρίζω, 147 κουρικός, 147 κούριμος, 147 κουρίξ, 147 κουρήσιμος,
κοσμητήρ,75
κοτυλοειδής,
κούνι,
κοσμητήριον,75
κότυλος,7
κούνια,
κούρως,147
κοσμητής,
75
κοτυλώδης,
κουνιέμαι,
κουρίς,
κοσμήτης,75
κοτύλων,7
κοσμητία,
κοτώ,94
κοσμητικός,
κουβαράς,
75 75 κοσμήτορας, 75 κόσμητρον, 75 κοσμήτωρ, 75
7
κουδουνίστρα,
39 κούνικλος, 66 κουνιστός, 39 κουνίστρα, 39 Κουνοπιά, 145 κουνούπι, 145 κουνουπιέρα, 145 κουνώ, 39 κούπα, 41 κουπάς, 70 κουπαστή, 70 κουπί, 70 κουπιά, 70 κουπιώτης, 70 κουπολάτης, 70
κουκκίδα,
κουρά,147
κοσμίζω,75
52 κουβάρι, 52 κουβαριά, 52 κουβαριάζω, 52 κουβάριασμα, 52
κοσμικός,
75 75 κόσμιος, 75 κοσμιότης, 75
κουβαριαστός,52
Κόσμιο,
κουβαρίστρα,
κοσμο-,75
κουδούνι,
κοσμογονία, κόσμος, κοσμώ,
κουβικούλιον, κουβούκλιον,
75
75 75
52 41 41
55
κουδουνίζω,
55 55
43
κόσος,92
κουκκίζω,43
κόσσα,56
κουκκουβάγια,
κόσσαβος,
κουκλώνω,
56
κούκος,
κόσσος,56
κουκουβάου,
33
κουράδα,
90
κουραδάρης,90 κουραδάς,90
54
κουκούλα,
54
κούρα,
54
42
κοσσίζω,56 κόσσυφος,
39 39
54
κουράδι,
90
κουραδιάζω,
42
κόσσω,56
κουκουλάς,42
κουράζω,
κότα,
κουκούλι,
κουράλλιον,
54
κοταίνω,94 κοτάω,94 κοτέ, κότε,
93 93
κότερος,92 κοτέω,94 κοτινάς,94 κοτινηφόρος, κότινος,
42
κουκουλιάζω,
94
42 κουκουλίσιος, 42 κουκουλώνω, 42 κουκουνάρα, 43, 145 κουκουνάρι, 43 κούλα, 61 κουλαίνω, 60 κουλαμάρα, 60 κουλάς,61
94
κοτινοτράγος,
94
κουλεόν,61
κοτίς,52
κουλές,
κοτο-,54
κουλλαίνω,
κοτόεις,94
κουλός,
κοτοπούλι,
54 κοτόπουλο, 54 κότος,94 κοτούλα,
56
κοτσανιάζω, κοτσίνι,
56
52 94
κοτσονάτος, κότσος,
56
56
κοτσίδα,
56
52
κότσυφας, κοτσύφι, κόττα,
κουλουμιάζω,
66
κουλουμώνω,
54
κοτσανάτος, κοτσάνι,
42 60 κουλούμι, 66 κούλουμο,66
κοτουφάς,54 κότσαλο,
61
54 54
52
κοτταβείον,
56 κοτταβίζω, 56 κοτταβικός, 56 κοττάβιον, 56 κοττάβισις, 56
66 42 κουλουράς, 42 κούλουρη, 42 κουλούρι, 42 κουλουριάζω, 42 κουλουριαστά, 42 κουλούρισμα, 42 κουλουρτζής, 42 κουλοχέρης, 60 κουμάσι, 66 κουμιάζω, 66 κουλούρα,
κούμος,66 κουμούλι,
66 κούμουλο, 66 κούμουλος, 66 κούμουλους, 66 κουμουλώνω, 66
90
33
64 33 κουράρισμα, 33 κουράρω, 33 κούραση, 33 κούρασις, 33 κούρασμα, 33 κουρασμένος, 33 κουραστάρι, 33 κουραστικά, 33 κουραστικός, 33 κουρατορεία, 33 κουρατορεύω, 33 κουράτωρ, 33 κουρατωρία, 33 κουρδίζω, 142 κουρεακός, 147 κουρείον, 147 κουρέλα, 147 κουρελαρία, 147 κουρελάς, 147 κουρελής, 147 κουρέλι, 147 κουρελιάζω, 147 κουρελιάρης, 147 κουρελιάρικος, 147 κουρέλιασμα, 147 κουρελο-, 147 κουρελού, 147 κούρεμα, 147 κουρεμένος, 147 κούρευμα, 147 κουρεύς, 147 κουρευτής, 147 κουρευτικός, 147 κουράντης,
59, 147 147
κούρισμα,
κουρκουρσουριά,
55 60
κουρνιαχτισμένος, κουρνιαχτός,
60 142 κουρντιστήρι, 142 κουρο-, 147 κουρογονία, 147 κούρος, 147 κουροσύνη, 147 κουρόσυνος, 147 κουρότερος, 147 κουροτοκέω, 147 κουρουπώνω, 147 κουρώδης, 147 κουσελεύω, 55 κουσκούς, 55 κουσκουσορεύω, 55 κουσκουσουρεύω, 55 κουσκουσούρης, 55 κουσκουσουριά, 55 κουτά, 54 κούτα, 41 κουταβάκι, 54 κουτάβι, 54 κούταβος, 54 κουταίνω, 54 κουτάκι, 41 κουτάλα, 7 κουτάλι, 7 κουταμάρα, 54 κούτελον, 41 κουτί, 41 κουτιαίνω, 54 κουρντίζω,
κουτο-,54
κουτορνίθι, κουτός,
54
54
κουτουριάρης, κουτουρού, κούτρα,
41
κουτρούλης, κουτσά, κούτσα,
54
54 41
56 56
κουτσάβλα,
56 56 κουτσάβλω, 56 κουτσαίνω, 56 κούτσαμα, 56 κούτσαβλος,
κουτσαμάρα,56 κούτσαυλος,
56
κουτσάφτης,56 κουτσο-,56
κουτσό,
56
κουτσομπόλα,
55
κουτσομπόλεμα,
55 55 55
κουτσομπολεύω, κουτσομπόλης,
214 κουτσομπολιά,
55 55 κουτσομπός, 56 κουτσονόρα, 56 κουτσονόρισσα, 56 κουτσονούρης, 56 κουτσός, 56 κουτσούβελο, 55 κουτσουνούρα, 56 κουτσούρα, 56 κουτσούρεμα, 56 κουτσουρεμένος, 56 κουτσουρεύω, 56 κούτσουρο, 56 κούφα, 75 κουφαηδόνι, 57 κουφάηδονο, 57 κουφαίνω, 57, 75 κουφάλα, 75 κουφαμάρα, 57 κουφίζω, 57, 75
κόχυ,
κουτσομπολιό,
κοχυδέω,
κράντωρ,
κουφιο-,75
κραδηφορία,
κούφιος,
κραδία,
148 148
κοχώνη,148
κόψη, κοψιά,
56 56
κρεβατο-,62
59
κράξ,58
κρεβατολιά,
κραξιά,
58 κράξιμο, 58
κρέβατος,62
κρας,62
κρεβατώνω,
κόψικος,54
κρασάδικο,
κόψιμο,
κρασάκι,
κρεβατωμένος,
κράβατος,62
65 65 κρασάς, 65 κρασάτος, 65 κρασίλα, 65 κράσις, 65
κραββάτιον,
κρασο-,65
κόψις,
56 56
κοψο-,56
κοώ,56
62 κράββατος, 62 κραδαίνω, 60 κραδαλός, 60 κράδανσις, 60 κραδασμός, 60
62 62 κρεηδόκος, 143 κρειαδόκος, 143 κρεω-, 143 κρείον, 143 κρέϊσκος, 143 κρείων,59 κρεκάδια,
κρασοπούλι, κράσος,
65
κρέμα,
63
κρασπεδόομαι,
κούφισμα,
κραδίας,60
κουφισμός,75
κράδιον,
κραταίπους,58
κουφιστήρ,
75 κουφιστικός, 75 κουφο-, 57,75 κουφός, 57 κούφος, 75 κουφότης, 75 κουφότητα, 57, 75 κούφταλο, 57 κούφωμα, 75
κραδο-,60
κραταίωμα,
κράδος,60
κραταίωσις,
κράζω,
κρατεραίχμης,58
κούφως,75
KραΙΠVOσύνη,
75 57,75
κραδεύω,60 κράδη,60 κραδησίτης,
60 60
60 143
58
71
κρεκτός,71 κρέκω,71
65
κράσπεδον,
63 κραστήριον, 63, 143 κραστίζομαι, 143 κράστις, 143 κρασωτός, 65 κράτα, 62 κραταί, 58 κραταίβιος, 58 κραταιός, 58
κραδάω,60
62
58 58
141
κρεμάδα,63 κρεμάζω,63 κρεμάθα,63 κρεμάθρα,
63 63 κρεμάμενος, 63 KρεΜΆVVΥμι, 63 κρεμανταλάς, 63 κρεμάς, 63 κρεμασιά, 63 κρεμασίδι, 63 κρέμασις, 63 κρέμασμα, 63 κρεμασμένος, 63 κρεμασμός, 63 κρεμαστάρι, 63 κρεμαστή, 63 κρεμάλα,
κραίνω,59
κρατερός,
κραιπαλάω,
62 κραιπάλη, 62 κραιπαλίζω, 62
κρατέρωμα,
Kραιπvoβάτης,55
κρατήρ,65
κρεμαστήρ,63
KραιΠVός,
κρατηρίζω,
κρεμαστός,
κραίρα,62
65 κρατήριον, 65 κρατηρίσκος, 65 κρατησι-, 58
75 κοφινέλο, 75 κοφίνι, 41, 75
κράκα,
κρατησιβίας,58
κρένω,55
κράτησις,
κρέξ,58
κράκτης,58
κρατήτωρ,58
κρεο-,
κοφινιά,75
κρακτικός,
κράτις,
κρεοδοτέω,
κοφινιάζω,
75 κοφίνιασμα, 75 κόφινος, 75 κοφινώνω, 75 κοφτά, 56 κοφτερός, 56 κοφτή, 56 κοφτήριο, 56 κόφτης, 56 κοφτός, 56 κόφτρα, 56
κράκτρια,
143 κρατισμός, 58 κρατιστεύω, 58
κράμβαλα,59
κρατιστίνδην,58
κρεώδης,
κραμβαλέος,
κράτιστος,
κραμβαλίζω,
κράτος,
κραμβείον,
κρατυντήρ,
κόφτω,56
κουφωτός, κόφα,
75
75
κοφινάς,
55 55
Kραιπvόσυτoς,55
58
κρακίδες,
κράμα,
58 58 58
65
κρατέω,58 κράτημα,
58
58
58
58 58
63 63 62
κρεμάστρα, κρεμμύδι,
κρεμνάω,63
143
κρεουργός,
143 143 κρέων, 59 Κρέων, 59 κρήγυος, 139 κρήθεν,62
59 κραμβίδιον, 59
κρατύς,58
κρηθμός,63
κραμβίς,59
κραυγάζω,
κράμβος,59
κραυγάνομαι,
κραμπολάχανο,59
Κραυγασίδης,
κοχλάδι,
κράνα,
κραυγασμός,58
κοχλάζω,
κραναήπεδον,
κραύγασος,58
59
κραμβήεις,
κρατώ,
κρήμνημι,
58
κόχλαξ,139 κόχλασμα,
139 139 κοχλιακός, 43 κοχλιάριο, 43 κοχλίας, 43 κοχλίδι, 139 κοχλίδιον, 43 κοχλιίτιδα, 43 κοχλιοειδής, 43
κρανέϊνος,59
58 58 κραύρα, 74 κραυράω, 74
κοχλασμός,
κράνειος,59
κραυρόομαι,
κράνεον,59
κραύρος,
κοχλίον,43
κρανοποιέω,
κοχλιός,
κρανοποιός,
43
κραυγίας,
κράω,143
κρανίον,
κρεα-,
59 κράνο, 59 κράνον, 59
κοχλιώδης,43
κρανουΡΎία,
κρεάγρευτος,
59 59
59
κοχλιώρυχος,43 κοχλίωσις,
κραντήρ,59
κόχλος,43
κραντήριος,
κόχος,148
κράντης,59
143 143
κρεάγρα,
59 κρανουΡΎός, 59 κράντειρα, 59
43
κραυγή,
κράνινος,59
κράνος,
43
κραυγαστής,58
κρανιά,
κοχλίς,43 κοχλιώνω,
58 58
74 74 κραυρότης, 74 κράχτης, 58
59 59
59
63 63 κρημνίζω, 63 κρημνισμός, 63 κρημνός, 63 κρηναίος, 10 5 κρήνη, 105 κρήνηθεν, 105 κρήνηνδε, 10 5 κρηνιάς, 10 5 Κρηνίδες, 10 5 κρηνίδιον, 105 κρηνίς, 105 κρηνίτις, 105 κρηνουχέω, 105 κρηνούχος, 105 κρηνοφύλαξ, 105 κρηπιδαίον, 63 κρηπιδόω, 63 κρηπίδωμα, 63 κρήμνησις,
58
59, 105 59 κραναός, 59 κρανέα, 59 κρανειά, 59 κράνεια, 59
κρανί,
143 143
κρεω-,
κρατύνω,58
139 139 κοχλακίζω, 139 κοχλακώ, 139 κοχλακώδης, 139
κράμβη,
59 59 59
58 58
143 143 κρεάδων, 143 κρεαδοσία, 143 κρεαδοτέω, 143 κρέας, 143 κρεαγρίς,
κρηπίς,63 Κρής,59 κρησάρα,
κρεβάτα,62
39 39 κρησερίτης, 39
κρεβάτι,
Κρήσιος,59
62
κρεβατίνα,
Κρήσσα,
62
κρεβατινιάζω,
κρησέρα,
62
59
κρησφύγετον,
63
215 Κρηταγεvής,
κροκαλίτης,
Κρητάρχης,
κροκαλοπαγής,
Κρήτη,
59 59
κροκάτος,
59
62 62
62
κροτησμός,58
κρυπτίνδα,
κροτητός,58
κρυπτός,
κροτίδα,
κρύπτω,
58
63 63 63
κρητήρ,65
κροκεινη,62
κροτίζω,58
κρυσταίνομαι,
Κρητίζω,59
κρόκεος,62
κροτικός,
κρυσταλλένιος,
Κρητικός,
κροκέτα,
κροτίς,58
59
62
Κρητισμός,59
κροκετίνη,62
κρότος,
κρι,
κρόκη,
κροτώ,
55
71
59 59 κρυσταλλίζω, 59 κρυστάλλινος, 59 κρυσταλλίτης, 59
58
58 58
κραινός,64
κροκήιος,
κροτών,148
κρυσταλλο-,59
κριβανεύς,
κρόκης,
κρότων,
κρυσταλλοειδής,
κρυσταλλότητα,
74
62 71
κροκίζω,62
148 κρότωνας, 148 κροτώνη, 148
KριβαvιKός,74
κροκινίζω,
κρούμα,58
κριβανοειδής,
κρόκινος,
κρουματικός,
κριβάνη,74
κροκίας,62
κριβάνης,
74
κρίβανοι,
74
κροκισμός,71
74
κρίβανον,74 κριβανωτός,
62 62
74
κριγή,58
κρουναίος,
κροκοδειλιάς,
κρουνείον,
62
κροκοδείλιον,
58
κριθάρι,
62 κροκοδειλίτης, 62 κροκοδείλον, 62 κροκόδειλος, 62 κροκοειδής, 62
κριθή,
κροκόεις,62
κρίδιov,64 κρίζω,58 κριθαρένιος,
55
55 55 κρικέλα, 42 κρικέλι, 42 κρικέλλι, 42 κρικέλλιov, 42
κροκόρριζα, κροκός, κρόκος,
κρύσταλλος,
62
62 62
59
59 59 κρυστάλλωμα, 59 κρυστάλλωσις, 59 κρυσταλλωτικός, 59
10 5 105 κρουνηδόν, 105 KΡOΥVΊΑ, 10 5 KΡOΥVΊΖω, 105 KΡOυvίσιOς, 10 5 KΡOύvισμα, 105 KΡOυvισμός, 105 KΡOυvίτης, 105 κρουνός, 105 KΡOύvωμα, 105 κρούπαλα, 58
κρύφ-,63 κρυφά, κρύφα,
63 63
κρυφάδις,
63 63
κρυφαίος,
κρυφακούω,
63 63 63
κρυφανδόν, κρύφασος, κρυφή,
63
κρυφηδόν,
κροκόω,62
κρουπεζόομαι,
κροκυδίζω,71
κρουσι-,58
κρικηλασία,42
κροκύδιον,71
κρουσιμετρέω,58
κρικοειδής,
κροκυδισμός,71
κρούσις,
κροκυδολογέω,
κρούσμα,
63 63 κρύφιμος, 63 κρυφίνους, 63 κρύφιος, 63 κρυφιότης, 63 κρυφίως, 63
κρουσμός,58
κρυφο-,63
κρίκελλος,42 κρικελοειδής,
κρικόομαι, κρίκος,
42
42 42
κρούπεζα,58
62
71
κροκύς,71
42
κρίκω,58 κρίκωμα,
κροκοσμία,
KΡOκύφαvτoς,
71
42
κροκωτός,
κρίκωσις,42
κρομμύδι,
κρικωτός,
κρομμύδιον,62
62 62
κρυφαιστής,
58
58 58
κρουσταίνω,58 κρουσταλλένιος,
κρυφόνους,
59
κρούσταλο,
κρυφτό,
κρουστικός,
κρυφτούλι,
Κριμαία,
59 59 κριματίζω, 59 κριματιστής, 59
κρομμυόεις,
Κριμαϊκός,
κρόμμυον,
κρούταλα,58
κρυψάνα,
κρούω,
κρυψι-,63
κρίμνov,55
Κρόνια,143
58 κρύα, 59 κρυάδα, 59
κριμνώδης,55
Κρονίδαρ,
143 Κρονίδης, 143 Κρονικός, 143 Κρόνιος, 143 Κρόνιππος, 143 Κρονίων, 143 Κρονο-, 143 Κρόνος, 143
κρυαίνω,59
κρυψούλι,
Kρovτήρα,59
κρυβήτης,
KΡOvτήρι,
κρυβιτσάνος,
κρίμα,
κρομμυο-,62
59
κρίνο,
59
κρινοειδής, κρίνος, κρίνω,
59
59 59
κρινώνας,59 κρινωνία., κριός,
59
64
κριόστασις,
64 κριοφάγος, 64 κριοφόρος, 64
62 62 Κρομμυούσα, 62
κρόμυον,62
Κρισαίος,59
59 κροσσαί, 63 κρόσσι, 63 κρόσσιov, 63 κροσσοί, 63
κρίσις,
κροσσόπλεγμα,63
κριόω,64 Κρίσα,
59
59 κριταί, 59 κριτή ρ, 59 κριτήρες, 59 κριτήριον, 59 κριτής, 59 κριτικός, 59
63
63 63 κρυψώνα, 63 κρυώνω, 59 κρυωτήριov,
63
κρύβδην,63
κρωβύλη,65
κρυβή,63
κρώβυλος,
κρύβηλος, KρυβήσUl,
65 58 κρωγμός, 58 κρώζω, 58 63
κταίνω,118
κροσσωτός, κροταίνω,
κρυμός,59
κτένι,
κρυμώσσω,59
κτενιαίος,
κρυο-,59
κτενίζω,
κρυογονική,
59 59 κρυογόνος, 59
κτένω,144
κρυογόνο,
κτενωειδής,
κρυόεις,59
κτένισμα,
κρυολόγημα,
κτενισμός,
κροταφίζω,
κριώδης,
κροτάφιος,
62 62
κρίωμα,64
κροταφίς,62
κροαίνω,58
κροταφιστής,
κρόασμα,58
κροταφίτης,
Κροίσος,
κρόταφος,
62 62 62
71 κροκάδι, 62
κροτέω,58
κροκάλη,62
κρότησις,
κρότημα,
58 58
κρύβω,
59
κρώγμα,
63 63 63
κτάομαι,
κρίψις,63
κρόκα,
κρύψιμο,
κτάντης,
κροταφαιίος,62
141
63
59 κρυερός, 59 κρυμαίνω, 59 κρυμαλέος, 59 κρυμοπαγία, 59
Κρίτων,
64
κρύφω,63
κρυγαίνω,
κριτός,59
59
63
κρύφτω,63
63
63 58 κροταλιά, 58 κροταλίας, 58 κροταλίζω, 58 κροτάλισμα, 58 κροταλισμός, 58 κρόταλον, 58
κριτίς,59
κρύβδα,
63
κρυψιά,63
κρυβάζω,63 κρυβαστός,
63
κρύφος,63
59 58 κρουστός, 58 κρουστώνω, 58
42
59 59
κρυσταλλώδης,
58
κρουματοποιός,58
κροκοδειλέα,62 κροκοδείλινος,62
κριδδέμεν,
κρυσταλλόομαι,
59 κρυολογώ, 59 κρυόομαι, 59 κρυοπάγημα, 59 κρυοπαγώ, 59 κρύος, 59 κρυπτάδιος, 63 κρυπτάζω, 63 κρυπτεία, 63 κρυπτεύω, 63
118 92
κτάς,118 κτεάτειρα,
92
κτείνω,118 κτεις,
144 144 144 144 144
κτένων,144
144 144 κτενιστής, 144 κτενιστικός, 144 κτενίτης, 144 κτέννω,118 κτενο-,
144
κτενοειδής,
144 144 κτενωτός, 144 κτέρας, 92 κτένονας,
216 κτ;έρεα,
κυανίωσις,
κυλικηγόρος,
κυανο-,
κυδωνιά,
κυλικήρυτος,
ΚΤ;ΗVΗδόν,92
135 135 κυανόλη, 135 κυανός, 135 κύανος, 135 κυανούς, 135 κυανώπις, 135 κυανωπός, 13 5 κυάνωσις, 135
κυδώνι,
κτ;ερεΊζω,
κυέω,41
43 43 κύλινδρος, 43 κυλινδρόω, 43 κυλινδρωτός, 43
ΚΤ;ΗVΙΑτρείoν,
92 κτ;ΗVΊΑτρoς, 92 κτ;ηvιKός, 92 κτ;ηvίτης, 92
κύαρ,41
κύημα,
κυλίνδω,43
κυβάζω,41
κυηρός,41
κύλιξ,
ΚυβαΊζω,57
κύησις,
κύλισις,
κύβας,41
κυητή ριος,
κτ;ηvo-,92
κυβάω,41
κυθρόγαυλος,
κύββα,41
κυισκομαι,
κύβδα,57
κυκανάω,43
κυβεία,
92 92 κτ;ερίζω, 92 κτ;ερίσματα,
92 92
κτ;εριστής,
κτηδών,144 κτ;ήμα,92 κτ;ήvειoς,
92
89 89 Κυδωνία, 89 Κυδωνίαι, 89
κυλίκιον, κυλινδέω,
Κυδωνιάτης,
89
κυδωνιάω,89 Κυδώνιος,
41 43
κυλινδήθρα, κυλίνδησις,
89 89
Κυδωνίτης,
41 41
41 43
κυλίσκη,41
41
κυκάω,43
κυβείον,41
κυκεία,43
κυλίχvη,41
κτ;ησι-,92
κύβελα,41
κυκεών,43
κυλίχvιoν,
κτ;ήσιος,
Κύβελα,
κυκήθρα,43
κυλιΧVΊς,
κύκηθρον,43
κυλίω,
κύκημα,
κυλλαίνω,
92
κτ;ήvoς,92 κτ;ηvώδης,
92 92
κτ;ηvωδία,
92
κτ;ήσιππος, κτ;ήσις,
41
57 57
Κυβέλη,
92
Κυβεληγενής,
92
57
148
κυλίσκιον,
41 43 κυλιστός, 43 κυλίστρα, 43
κτ;ηvόoμαι,
41 41
κύλισμα,
41
43
41 41
43 42
Κυβελίς,57
κύκησις,43
κτ;ήτωρ,92
Κύβελον,57
κυκητής,43
Κυλλήνη,
κτ;ίδεος,
κυβερνάω,
Κυκλάδες,
κυλλόJωυς,42
κτ;ητός,92
118
κτ;ίζω,88 κτ;ίvvuμι,
118
57
κύλλαρος,42
42
42
κυβερνήσια,57
κυκλάζω,42
κυλλός,
κυβέρνησις,
κυκλαίνω,
κυλλόω,42
57
42 κυκλαμιά, 42 κυκλάμινος, 42 κυκλαμίς, 42
κτ;ίριο,
88 118 κτ;ίσις, 88 κτ;ίσμα, 88
κυβερνήτειρα,57
κτ;ίς,
κυβερνητήρ,
κυβερνήτις,57
κυκλάς,42
Κτίσματα,
88 Κτιστάδες, 88 κτ;ιστικά, 88 κτ;ιστός, 88 κτ;ιστύς, 88 κτ;ίστωρ, 88 κτ;όνος, 118 κτ;υπέω, 115 κτ;ύπημα, 115 κτ;υπητής, 115 κτ;υπητός, 115 κτ;υπία, 115 κτ;ύJως, 115 κτ;υπώ, 115 κτ;υπώδης, 115 κτ;ώμαι, 92 κυάθειον, 41
κυβερνισμός,
κυκλεύω,42
κυαθίζω,41
κυβήνη,
κυάθιον,
41 41 κύαθος, 41
κύβης,41
κυαθίς,
κυβησία,
κυαίνω,42 κυαμεία,
42
κύλλωμα,
κυκληδόν,42
42 42 κυλοιδιάω, 41 κυλώ, 43 κύμα, 42 κυμαίνω, 42 κύμανσις, 42
κυβευστήριον,41
κύκλησις,42
κυμάς,42
κυβευτής,
κυκλιάζω,
κυματηδόν,
κυβεύω,
κυκλιακός,42
κυβερνήτης,
57 57 57
κύβεσις,41
κυκλέω,42
κύβευμα,
41
41 41
κύλλωσις,
42
κυκλικός,
42 42 κυματίας, 42 κυματίζομαι, 42 κυματισμός, 42
κύβηβος,57
κύκλιος,
κυματοαγής,42
Κύβηβος,57
κυκλίσκος,42
κυματόεις,
Κυβήλη,
57 κυβηλίζω, 57 κυβηλικός, 57
κυκλισμός,
42 κυκλοβορέω, 42
κυματοπλήξ,
κυκλόεις,42
κυματωγή,
Κυβηλίς,57
κυκλόθεν,42
κυμάτωσις,42
κυκλόθι,
κυμβαίον,41
κύκλος,
κυμβαλίζω,
κυβεών,41
κυκλιάς,42
κύβη,57
κυκλίζω,42
Κυβήβη,
57
κύβηλις,57 Κυβηλιστής,
57
κυματηρός,
42 42
42 42
42 42
κυματόω,42
42
41
κυκλόσε,42
κυμβάλιον,41
κυκλοσοβέω,
κυμβαλιστής,
κύβισις,41
42 42 κυκλοτερώς, 42 κυκλότης, 42
κυμβαλισμός,
κυκλοτερής,
κυβισμός,
κύμβη,57
κυκλοφορία,
κύμβης,41
135 κυαμίζω, 135 κυάμινος, 135
41 57 κυβίστημα, 57 κυβιστήρ, 57 κυβίστησις, 57 κύβος, 41 κυβούρι, 41
κυκλοφόρητος,42
κυβιστάω,
κυάμων,135
κυδάζω,89
κυαμιστός,
κυδαίνω,89
κυαμίτις,
κυδάλιμος,
57 41
κυβίζω,41
135 135
κυαμευτός,
κυαμεύω,135 κυαμία,135 κυαμιαίος,
42
κύμβαλον, κύμβαχος,
41 57
κυκλοφοριακός,
κυμβίον,41
κυκλοφορικός,
κύμβος,41
42 42
κυκλόω,42
κύμινον,
κυκλφορητικός,42
κυναγέω,66
κύκλωθεν,
κυναγός,66
κύκλωμα,
κυναλώπηξ,38
89
κυαμών,135
κυδήεις,89
42 42 κυκλώνας, 42 κυκλώνω, 42 Κυκλώπειος, 42 Κυκλωπία, 42 κυκλώπιον, 42 κύκλωσις, 42
κυαν-,135
κυδιάω,89
κυκλωτός,42
κυνηγέω,66
Κυάνεαι,
κύδιμος,
Κύκλωψ,
κυνηγητέω,
135 135
κυδάνω,89
κυαμο-,135
κυαμοβόλος, κυαμόβολος,
89
135 135
κυδάσσω,89
κύνειος,66 κύνειρα,66 κυνέω,66 κυνηγεσία,
66 66
κυνηγέσιον,
κύκνειος,
κυανέω,135
κυδνός,89
κυκνιάς,42
κυνήγι,
κυανίζω,
135 κυανικός, 135
κυδοιμέω,
κυκνίτις,
κυνηγία,66
κυάνων,135
κύδος,89
42 κύκνος, 42 κύλα, 41
κυανωύχος,
κυδρόομαι,
κυλάδες,41
κυνηγώ,
κυανίτης,
κύδρος,89
κυλίδες,41
κυνηδόν,66
Κύδων,
κυλικείον,
κυνηλασία,
κυανίτις,
135 135 13 5
89
κυδοιμός,89
89
89
42 42
κυνέη,66
89 κύδιστος, 89
κυάνεος,
135 135
κύδαρ,21
41 41
41
66 66
κυνηγητικός,
66
κυνήγιον, κυνηγός,
66 66 66 66
217 κυνητίνδα,
κυριαρχέω,
κωματώδης,
κύφωμα,
κώμη,
κυφών,
κωμηδόν,66
κυνόροδον,66
65 65 κυριαρχία, 65 κυρίευσις, 65 κυριεύω, 65 κυριλέ, 65 κυριολεκτέω, 65 κυριολεκτικός, 65 κυριολεκτώ, 65 κυριολεξία, 65 κυριολογία, 65 κύριος, 65 κυριότης, 65 κυριότητα, 65
κυφότης,57
κυριάρχησις,
κωβήλη,136
κωμωδέω,66
ΚυνόσαΡΎες,
κυρίσσω,62
κωβηλίνη,
κωμώδημα,
κυρίως,
65 κύρμα, 65 κυρός, 65 κύρος, 65 κυρούλα, 65
κώδεια,
κυρόω,65
κώδων,
66
κυνίας,66 κυνιδεύς, κυνίδιov,
66 66
κυνίζω,66 κύνικλος,
66 κυνικός, 66 Κυνικός, 66 κυνίσκη,66 κυνίσκος,
66 66 66
κυνισμός, κυνιστί,
κυνοραίστης,
66 66
κυνοσόος,66 κυνόσουρα,66 κυνοσουρίς,
66 66 κυνούχος, 66 κυνoφόvτις, 66 κυνοσφαγής,
57 57
κύφων,57
κωμήτης,66
κυφωνισμός,57
κωμητικός,
κύφωσις,
57 κυψέλη, 41 κυψέλιον, 41
κωμήτις,66
κυψελίς,41
κωμόομαι,
κύψελος,
κωμίδιον,
66 89 κωμοπλήξ, 66 κωμόπολις, 66 κώμος, 66 κωμύδριον, 66
41
κύω,41 κύων,
66
κώας,89
136
66 66 κωμωδικός, 66
52 κώδικας, 89 κώδιξ 89
κωμωδία,
κώδΙov,89
κωμωδός,
κωδύα,52
κωνάρων,145
κωμωδο-,66
κωδωνίζω,
κυνώ,66
κυρτεύς,42
κωδώνιov,
κυνώπις,66
κύρτη,42
κωδωνο-,55
κυνωτός,66
κυρτία,42
κωδωνοκρούστης,
κύος,41
κυρτός,
κώθων,55
κύουρα,41
κύρτος,42
κωθώνι,
κυοφορία,
41 κυοφορώ, 41 κύπαιρος, 140 κυπαρίσσι, 41
κυρτότης,
42 κυρτούμαι, 42
κωθωνία,
κυρτόω,42
κωνειάζομαι,
κωθωνίη,55
κύρτσος,42
κωθώνιov,55
κυπαρίσσινος,
41 κυπαρισσών, 41 κυπαρίττινος, 41 κυπειρίζω, 140 κυπειρίς, 140 κύπειρον, 140 κύπειρος, 140 κυπελλίς, 41 κύπελλον, 41
κύρτωμα,
κωθωνισμός,55
κυρτών,
κωθωνιστήριον,
55 55
145
κώνεων,145 κώνηmς,145
55
κωνίας,
145 145 κωνίον, 145 κώνιον, 145 κωνίς, 145 κωνίτις, 145 κωνο-, 145 κωνοειδής, 145 κώνος, 145 κωνωπείον, 145 κωνικός,
55 55
κωθωνίζω,55
42 42
66
κωνάω,145
55
κυρταίνω,
42
66
κωμήτωρ,66
κύντερος,66
42
89
66
55
κύρτων,42
κωθωνιστής,
κυρτώνω,
κωθωνο-,55
κωνωπεών,145
κώϊλος,42
κωνώπων,
κύρω,65
κωκάλια,43
κωνωποειδής,
κυρώνω,
κώκυμα,
κωνωποσφράντης,145
κύσθος,41
57 κωκυτός, 57 Κωκυτός, 57
κύπη,41
κυσιάω,41
κωκύω,57
κώος,
κυπόω,57
κυσολάκων,
κωλαγρετέω,
κώπαιov,70
κύρτωσις,
42 42
65 κυσαμένη, 41
41
55
145
κωνωπώδης,145 κώνωψ,145
89
Κύπριδα,74
κυσός,41
Κυπρίδιος,
κυστ-,41
60 κωλαγρέτης, 60 κωλακρετέω, 60 κωλάριov, 60 κωλέα, 60
κυστε,41
κωλεός,60
κωπεών,70
κύστιγξ,41
κωλή,60
κώπη,
57 κύπρινος, 74 Κύπριος, 74
κύστιov,41
κώλημα,61
κωπήεις,70
κύστις,
κωλήν,60
κωπηλασία,
κυστο-,41
κωλησι-,61
κωπηλατεύω,
Κύπρις,74
κύτινος,41
κώλησις,61
Κυπρισμός,74
κυτίov,41
κώληψ,60
Κυπρογενής,
κυτίς,41
κώλικας,
κυτο-,41
κωλικεύομαι,
κυπριάζω,74
κυσολέσχης,41
Κυπριακός,
κυσονίπτης,
74 74
κυπρίζω,74 κυπρινοειδές,
57
κυπρίνος,
Κύπρος,
74
74
41
41
κυπτάζω,57
κυτόπλασμα,
κύπτω,
κύτος,
57
41
κωπεύς,70 κωπευστής,
70
κωπεύω,70 κωπέω,70
70
70 70 κωπηλάτης, 70 κωπήρης, 70 κωπητήρ,70
148
κωλικόπονος, κωλικός,
41
148 148
κωπίον,70 κωπώ,70 κωράλιον,
148
64
κύρ,65
κυττάζω,57
κώλον,
κυρά,
κυτταρ-,41
κώλος,
Κύρβας,65
κυτταρικός,
κωλοτομέω,
κωρία,147
κυρβασία,
κυτταρίνη,
κωλοτομώ,
κώρων,147
65
41 41 κυττάριον, 41 κυτταρίτις, 41 κυτταρο-, 41 κύτταρο, 41
65
κύρβη,65 κυρηβάζω,
62 κυρηβασία, 62 κυρήβασις, 62 κυρηβάτης, 62 κυρήβια, 62
κυτταροειδής, κύτταρον,
41 41
κύρηβος,62
κύτταρος,
κύρημα,
κυτών,
κύρης,
κυτωρός,41
κυρία,
65 65 65
κυριακάτικος,
41
κυφαγωγέω,
κυριάζω,65
41
κυφαγωγός,
57 57
κωραλίσκος,
60 61
κωραλλεύς,
60 60
κωρίς,59
κωλυτήρ,61
κώρος,147
κωλύτης,61
κωρύκων,148
κωλυτός,61
Κωρύκων,147
κωλύω,
Κωρύκως,147
61 κώμα, 89 κωμάζω, 66
κωρυκίς,
κωμαίνω,89
κωρυκομαχία,
κώμαξ,66
κωρυκώδης,
κωμάρχης,66
κως,
κωμάσδω,66
κώταλις,55
148
Κωρυκίς,147
93
κυφαλέος,57
κωμασία,66
κυφόνωτος,57
κωμαστήριov,
κυριακός,
κυφόομαι,
κωμαστής,66
κωτίλλω,55
κωμαστικός,66
κωτίλος,55
κωμάστωρ,
κωφάω,57
65 Κυριακός, 65 Κυριάκος, 65
κυφός, κύφος,
57
57 41, 57
147 64
κωλύμη,61
κυριακή,65
65
145
66
κώταλος,55
66
κωτιλάς,55
148 148
218 κωφεία,
Λαγκάδια,
57
κώφευσις,57
λαγκαδίζω,
κωφεύω,
87 87
λαικάστρια, λαϊκίζω,
λαλάρι,
94
75
λαλέω,75
75
Λαγκαδίκια,87
λαϊκισμός,
κωφέω,57
Λαγκδαίικα,87
λαϊκός,
κώφησΊς,57
λάγκεμα,87
λαϊκότητα,
κωφητέος,57
λαγκέολα,
λαϊκώς,75
λάλησΊς,75
κωφίας,57
λαγκεύω,87
λαίλαπα,
λαλητά,
κωφός,
57 κωφότης, 57
λαγκία,146
λάγνα,
104 λαιλαπίζω, 104 λαιλαπώδης, 104
κωφόω,57
λαγνεία,
λαίλαψ,1Ο4
λαλιός,75
λαιμαργέω,
λάλλαι,75
57
146
λάλη,
75
75
λάληθρος,
75
λάλημα,
75
75 75
75 75 75
λαλητρίς, λαλιά,
κωχεύω,111
87 87 λάγνευμα, 87 λαγνεύω, 76, 87 λάγνης, 87 λάγνος, 87
λf1ας,75
λαγο-,87
64 λαιμαργία, 64 λαίμαργος, 64 λαιμαργότης, 64 λαιμητόμος, 35
λάβα,
λαγός,
87 λαγύνι, 41
λαιμίζω,35
λαμαρίνα,
λαιμοδακής,35
λαμβάνω,
λάγυνος,41
λαιμοπέδη,35
λάμβδα,
λαγχάνω,
λαιμόρυτος,
λαμβδοειδής,75
κωφώ,57 κώφωσις, κωχεύς,
57 111
15
λαβαίνω,
69 λάβαρον, 69 λάβδα, 75 λαβδακισμός,
75
70
λαγω-,87
λαιμός,
λαλόεΊς,75 λάλος, λαλώ, λάμα,
35
75 75 47 47 69 75
λάμια,
λαιμοτομέω,35
83, 146 83, 146 λάμνα, 146
λαιμοτόμος,
λάμνη,146
λαβίς,69
87 λαγωνικό, 87 λαγωοειδής, 87 λαγωός, 87
λαβράζω,
103 103 λαβράκιον, 103
λαγώς,87
λαβράκι,
λαδάδικο,
λάβραξ,1Ο3
λαδάς,
λαβρεία,
λαδέμπορος,
λαβδοειδής,75
λαγωειδής,
λάβδωμα,75
λαγών,
λαβή,
λαγωνίκα,
69
λαβίδων,
69
λαβιδόω,69
103 λαβρόομαι, 103 λάβρος, 103 λαβροστομία, 103 λαβροσύνη, 103 λαβρότης, 103
87
87
48
λαδαριό,48
λαιμότμητος,
48
λαδερό,
Λάμια,
35
35
λαινεος,75
λαμνί,
λάϊνος,75
λαμνίδες,
λαινόχειρ,75
λάμπα,
λαίον,1Ο4
λαμπάδα,
λαιός,1Ο4
λαμπαδιάζω,
Λάϊος,
λαμπάς,
λάίς,
48
35
142 142
83 83
69 69 69
69 λαμπατέρ, 69
Λάϊς,142
λαμπετάω,69
λαισήιον,
λάμπη,15,69
λάβρυς,1Ο3
48 λαδής, 48 λάδι, 48 λαδιά, 48 λαδικό, 48 λαδίλα, 48
104 λαισποδίας, 99
λαβρύσσω,
103 λαβρώνιος, 103 λαβύρινθος, 75 λάβωμα, 69 λαβωματιά, 38, 69 λαβωμένος, 38, 69
λαδόκονο,48
44 104 λαιφός, 104, 128 λαιψηρός, 35
λαδολέμονο,
λακδόω,1Ο3
λαμπικαρίζω,
ΛαKεδαιμovιάζω,56
λαμπικάρισμα,
λαβωμός,69
Λαιστρυγόνες,
λαδομπογιά, λαδόξιδο,
48 48
48
λακεδών,75 λακερολογία,
λάθα,40 λαθαργία,
λαγγανόομαι, λαγγαρεύω, λάγγεμα,
87 87
87 87
λαγγεύω,
40 λαθασμός, 40 λάθεμα, 40 λαθεύω, 40 λαθήβης,40 λάθησις,40
λαγγέω,87
λαθι-,40
λαγγόνι,
λάθος,
87
λάγδην,15
40 λάθρα, 40
λαγένι,
41 λαγήνα, 41 λαγήνι, 41
λαθραίος,
λάγηνος,41
λάθριος,40
λαγιδεύς,
λαθρο-,40
87 Λάγκα, 87 λαγκάδα, 87 Λαγκάδα, 87 λαγκαδάκι, 87
Λακεδαιμόνιος,
λαδρέω,
λαγγάδι,
λαγγάζω,87
λαμπηδών,
λαδόχαρτο,
λαγγάδα,87
87
Λαμπηδούσα,
λαίφα,
Λακεδαίμων,
38, 69 λαγάνα, 87 λαγανίζω, 87 λάγανον, 87 λαγαρά, 87 λαγαρίζω, 87 λαγάρισμα, 87 λαγαριστής, 87 λαγαρός, 87 λαγάρωμα, 87
λαβώνω,
40 λαθραιότης, 40 λάθρη,40
λαία,
λαιαί,
142 75
56 75
λακερός,
56
λαμπίζω,69
69 69 λαμπικαριστός, 69 λαμπικάρω, 69 λαμπίκος, 69 Λαμπινή,69
75 λακέρυζα, 75
Λαμπινού,
λακερύζω,75
λαμπο-,69
λακέτας,75
λάμπος,
λακέω,75
Λάμπος,
λακίζω,
103 75
λακιρντί,
λακίς,1Ο3 λάκισμα,
103 103 λακκίζω, 103 λάκκος, 103 λακόπιον, 103 λάκος, 75, 103 λακπατέω, 15 λακπάτητος, 15 λακριντί, 75 λακτίζω, 15 λακτικός, 15 λάΚΤΊς, 15 λάκτισμα, 15 λακτισμός, 15 λακτίσσω, 15 λακτιστής, 15 Λάκων, 56 Λακωνική, 56 Λακωνισμός, 56 λακιστός,
λαμπιόνι,
λαμπρο-,69 λαμπρός,
69 69 λαμπρότης, 69 λαμπρότητα, 69 λαμπρύνω, 69 Λάμπρος,
λαμπτήρ,69 λαμπυρίζω, λάμπω, λάμψη,
λάμΨΊς,69 λανάρα, 39 λαναρίζω, λανθάνω, λάξεμα,
Λαγκαδάκια,87
λαiζω,75
λαλάγημα,
Λαγκαδάς,
λαικάζω,94
75 λαλαγητής, 75
λαγκάδι,
λαικαλέος,
λαλάζω,75
75
69
69
λάμψιμο,69
λάξ,
λάλαξ,
69
Λάμψακος,
λαλαγή,
94 94
69 69
λαμπυρίς,
λαλαγέω,75
λαικαστής,
69 69
69 69 λαμπρεύω, 69 Λαμπρή, 69 λαμπρινός, 69 λαμπρίτης, 69 λαμπρίτσα, 69
λαίβα,1Ο4
75
69
69
λαμπίας,69
Λάϊδα,142
87 87 λαγκαδιά, 87
69
λαμπηδούσα,69
λαίτμα,
λαδού,48
48 105 λάδωμα, 48 λαδώνω, 48 λαδωτήρι, 48 λαδωτής, 48 Λαέρτης, 75 λάζομαι, 70 λάζυμαι, 70 λάζω, 15 λαήνα, 41 λαήνι, 41
λαμπηδόνα,
76
39 40
15
75 75 λάξευσΊς, 75 λαξευτήρι, 75 λαξευτής, 75 λάξευμα,
219 λαξευτικός,
75 75 λαξεύτρια, 75 λαξεύω, 75
Λασίθιον,
λαχανεύς,
λιJσίνoς,
λαχανηρός,
λειξιάρης,36
λάξις,70
λιJσιότης,
λιJo-,
λιJσιτός,
139 139 λαχανήτης, 139 λαχανιά, 139 λαχανίδων, 139 λαχανίζομαι, 139 λαχανικός, 139
λείξα,36
λαξευτός,
λιJσκάζω,75
λαχάνων,139
λειουργός,
λf1σκω,75
λαχανισμός,
139 λαχανίτης, 139 λαχανο-, 139 λάχανον, 139 λαχανώδης, 139 λιJχείoν, 70 λιJχειoπώλης, 70 λιJχεμός, 70 λf1χεσις, 70 Λάχεσις, 70
λειόω,43
λf1χη,70
λειρός,30
Λάχης,
λέϊτος,75
λf1ταξ,105
70 λf1χησις, 70
λιJτόμημα,
75 λιJτoμητός, 75 λιJτoμία, 75 λιJτόμιoν, 75 λιJτoμίς, 75 λιJτόμoς, 75 λf1τρα, 77 λf1τραψ, 10 5 λιJτρεία, 77 λf1τρευμα, 77 λιJτρεύς, 77 λιJτρευτής, 77 λιJτρευτός, 77 λιJτρεύω, 77
Λάχητας,70
λειτουργησία,
λιJχίδα,70
λειτουργία,
λf1τρης,77
λαώδης,75
λf1τριoς,
λεάζω,43
75
λιJoξόoς,
λιJoξoψyέω,
λιJσιo,39 λf1σιoς,39
λιJσιών,
75 75
λιJός,75 λf10ς,75
108 40
39 40 39
λf1σπη,
λιJoσσόoς,
λιJoσσooύσα,
75 75 λιJoτίνακτoς, 75 λιJoτoμείoν, 75 λιJoτόμoς, 75 λιJoφόρoς, 75 λf1Π1J, 15 λιJπάθη, 15 λf1Π1Jθoν, 15 λf1Π1Jθoς, 15 λιJΠlJΚΤΙKός, 15 λf1Π1Jξις, 15 λιJπάρα, 15 λιJΠlJρός, 15 λιJΠlJρότης, 15 λιJπάσσω, 15 λf1Π1JΤOν, 15 λf1πη, 15 λιJπίζω, 75, 133 λιJoτέκτων,
ΛαπίθαΊ,75 λιJπίθης,
15,75 15, 75 λιJσπώδης, 75 λf1σπωμα, 15,75 λιJσπώνω, 15,75 λf1σται, 40 λιJσπo-,
75
75
λιJπικτής,75 λf1πισμα,
75 λιJπιστής, 75 λf1πτης, 69 λιJΠΤΙKός, 69
λιJστάρνη,40 λf1σταυρoς,
110
λf1στιχo,
47 λιJταγείoν, 10 5 λιJταγέω, 10 5
λιJυρεύoμαι,
λf1ΡKoς,27
λιJυρόσυτoς,
λειριώδης,
3Ο
λείρον,30
λειχοπίναξ,37
λf1ΧVωσις, λf1χoς,70
λείχω,
39
37
37
λειψανδρέω,
λεβητάριον,37
36 36 λείψανδρος, 36 λείψανον, 36 λειψιφαής, 36 λειψός, 36 λειψοσέληνον, 36 λειψυδρέω, 36 λεκάνη, 103 λεκάριον, 103 λεκιάζω, 97 λέκιασμα, 97 λέκιθος, 103
λέβητας,
λέκος,1Ο3
λειψανδρία,
λεάντειρα,43 λεαντήρ,43 λέας,75 λεβήρις,38
λιJύρoν,75
λείριος,30
λειχήνωρ,37
λάω,33
103
36 30 λειριόεις, 30 λείριον, 30, 71 λείρινος,
λειχομύλη,
λέβης,37
27 λιJΡKαγωγός, 27 λιJρκίδιoν, 27
λειπώδην,
λf1χvoς,39
λιJύρα,75
Λαρισαίος,
36
36
λειχηνιάω,37
39
λf1ψις,69
Λαύρειον,75
λείπω,
λιJχvός,70
λέανσις,43
Λάρισα,
λειπιέον,
43
λειχήν,37
λιJΧVΊΖω, λιJΧVόγυιoς,
λεαίνω,43
λf1ρινoς,
43
λειχάζω,37
39 70
77 λιJτυπέω, 75 λιJτύπη, 75 λιJτύπoς, 75 λατύσσω, 123
3Ο 3Ο 27
43
λειότης,
λιJΧVΉεις,
λf1τρoν,
λιJρινός,
λείος,
λf1ΧVΗ,39
λιJρδί,30
λf1ριμνoς,30
λειο-,43
λειτουργέω,75
70
λf1τρις,77
Λάρεισα,27
36 36
λιJχμός,70
λf1πτω,69 λf1ρδoς,30
λείξουρος,
75 75 λειτουργικός, 75 λειτουργός, 75
λιJχίδι,
77
λειξουρία,
37
λεβητίζω,37
λέκτης,
λεβήτιον,
λεκτικά,
λιJφρία,32
λεγαίνω,76
76 76 λεκτικός, 76 λέκτορας, 76 λέκτριος, 76 λέκτρον, 76 λέκτωρ, 76
λιJρός,30
λιJφρo-,32
λεγάμενος,
λεμβαρχείον,
λf1ρoς,75
λιJφρός,32
λέγμα,
λέμβαρχος,
λιJρυγγάς,
75 75 λιJρύγγι, 75 λιJρυγγιάω, 75 λιJρυγγίζω, 75 λιJρυγγΙKός, 75 λιJρύγγιoν, 75 λιJρυγγισμός, 75
λιJφρύνω,
λf1ρυγγας,
λιJφρύς,32
76 λέγος, 76 λέγω, 76
λιJφρώνω,32
λεηλασία,
142 142 λεηλάτησις, 142 λεία, 43, 142 λειαίνω, 43 λείανσις, 43
λεμβο-,1Ο6
λf1φυγμα,70
λεηλατεύω,
λέμβος,
λιJρυγγός,75
λιJφυραγώγημα,69
λείαξ,43
λεμφο-,
λf1ρυγξ,
λιJφυραγωγία,
λειβάδιον,
λιJΡKOφOρέω,
λιJυρoστάτης,
75 103
λιJφίνα,
λεβητοστάσιον, λεβίθα,
λιJρνάκιoν,27
32 λιJφίσιoς, 32 λάφνη, 128
λf1ρναξ,
27
λf1ρναKα,27
27
75
λεβίθρα,
32
λf1φυρα,
70 69
λιJφυραγωγέω,
69 69
λιJρύζω,75
λιJφυρεύω,
λιJρύνω,75
λιJφυρoπωλείoν,
Λι:λς,75 λf1σαγγες,
75 27 λf1σδoμαι, 70 Λασήθιον, 108 λιJσθαίνω, 40 λf1σανα,
λf1σθη,40 λf1σθoν,40 λιJσι-,39 λιJσιδεύς,
40
37
142
λεβιθόχορτο,
λιJφυγμός,70 λf1φυξις,
37
142
142 76
36
106 106 λεμβαρχώ, 106 λεμβίτης, 106 106
λεμβούχος, λεμβώνας, λέμμα,38 λεμφα-, λέμφος,
15 15 15
λείβδην,36
λεμφώδης,
69 λιJφυρoπωλέω, 69 λιJφυρoπώλης, 69 λιJφυρoπωλία, 69 λιJφύσσω, 69
Λείβηθρα,
λέμφωμα,
λειμακώδης,
λέξη,
λιJφύστιoς,70
λείμαξ,37
λεξι-,76
λιJχαίνω,
λείμμα,
36
λεξικόν,
λαχανάριον,
λειμών,37
λεξικός,
69
70, 139 139 λαχανεία, 139 λαχάνευμα, 139 λαχανεύομαι, 139
36 λείβηθρον, 36 λείβω,36 λειμακίδες,
λειμωνιάς, λειμώVΙoς,
37 37
37 37
λειμωνίς,37
106 106
15 15 λέμφωσις, 15 λεξείδιον, 76 λεξείω,76
λέξις,
76
76
λεξoύλιJ, λεο-.,
76 76
76 106
220 λεοντάγχωνος,
λερός,
114 114 λερωμένος, 114 λερώνω, 114 λεσβία, 40 Λεσβιάζω, 40 λεσβιακός, 40 λεσβιασμός, 40
λέχριος,76
λημματισμός,
λεονταρής,
λέρωμα,
λέχρις,76
Λήμνιος,
106 106 λεοντάρι, 106 Λεοντάρι, 106 λεοντάριον, 106 λεονταρίσιος, 106 λεονταρισμός, 106 λεονταρο-, 106 λεοντέη, 106 λεόντειος, 106 λεοντή, 106 λεovτίασις, 106 λεovτιάω, 106 λεovτίδες, 106 λεοντιδεύς, 106 λεOVΤΙKά, 106 Λεοντίνοι, 106 Λεοντίτο, 106 λεοντοειδής, 106 λεοντούχος, 106 λεοντώδης, 106 λεοπάρδαλη, 53 λεοπάρδαλις, 53 λεόπαρδος, 53
λεχώιος,76 λεχωίς,76
ληναiζω,41
λεχώνα,
76 λεχωνιά, 76
ληναίος,41
Λεσβίζω,40
λεχώος,76
ληνίς,41
Λέσβιος,
λέω,
76
ληνός,
Λεσβίς,40
λεώβατος,75
λήνος,
Λέσβος,
λεώδης,75
ληξι-,8
40 39
λεχρίτης,
76
λεχώ,76
λεσχάζω,76
λέων,
λεσχαίνω,
Λεωνίδας,
λεσχαίος, λέσχη,
76 76
ληνεύω,41
ληξιαρχείον,
106 75
Λεωνίδιον,75 λεωργός,73
76
41 39
8 ληξίαρχος, 8 λήξις, 8,70
λεώς,75
λεσχηνευτής,
Λεωτυχίδης,75
ληπτικός,
λεωφορείον,
75 75 Λεωχάρης, 75
ληπτός,69
λεωφόρος,
ληραίνω,75
λήβολος,75
λήρημα,
λήγουσα,
λήρησις,75
λεπάζω,38
76 λεσχηνεύω, 76 λεσχηνίτης, 76 λεσχηνόριος, 76 λεσχηρεύω, 76 λέσχης, 76 λευγαλέος, 36
λέπανδρον,38
λευκ-,69
λήδα,40
λήρος,
λέπανθος,
λεύκα,
Λήδα,
ληρωδία,75
λέσχη μα,
69 69
λέπανος,38
Λεύκα,
λέπαργος,
Λευκάδα,
ληός,75
Λεωσθένης,
λήγω,
75
8
λήπτης,
69 69
ληρέω,75
75
ληρογηθής,
8 40 40
λήδρα,
8
ληξιαρχία,
76 λεσχηνεία, 76
38
69
69 λημνίσκος, 39 Λήμνος, 69 Λήναια, 41
30
75
λησίμβροτος,
40
λήζομαι,
λεπίζω,38
69 λευκαίνω, 69 Λευκάκια, 69 λεύκανσις, 69 λευκαντής, 69 λευκαντικός, 69 λευκάντρα, 69 λευκάς, 69 λευκαστής, 69 Λεύκες, 69 λεύκη, 69
λήθος,40
ληστήρ,142
λέπιον,38
Λευκίμη,69
ληθότης,40
ληστήρων,142
λεπίς,38
λευκο-,69
λήθω,40
λέπισμα,
38 λεπισμός, 38
Λευκοθέα,
λεπιστής,38
Λευκόχωμα,
λεπιστός,
38
λεπάς,38 λέπας,38 λεπαστή,38 λεπάστη,38 λέπαστρον, λέπι,
38
38
λεπίδιον,38 λεπιδόομαι, λεπιδωτός,
38 38
λευκός,
69
λήσις,40
ληθάνω,40
λησμονησιά,
λήθαργος,
λησμονητής,
40
ληθεδανός,40
λησμονιά,
ληθεδών,40
λησμονώ,
λήθη,
40
ληθηκέα,
40 40 λησμοσύνη, 40 λήσταρχος,
142 142 ληστεύω, 142
λήθιος,40 λήθομαι,
ληστεία,
40
ληστής,
ληιάνειρα,
142
142 142
ληστικός,
λήστις,40
142
ληίδως,142
ληστός,
λευκόω,69
ληίει,
ληστρικός,
λέπορις,38
λεύκωμα,
ληίζομαι,
λέπος,38
λευκών,
ληίζω,
38
69
λεπράς,38
69 69 λευκώνας, 69 Λευκώνας, 69
λεπράω,38
λεύκωνες,69
λεπριάω,38
λευκωσίνη,
λεπρόομαι,
λεύκωσις,69
λέπρα,
38
λεπρός,
38
69
λευρός,43
38
λεπρότης,38 λεπρύνομαι,
λεύς,75
38
λεύσιμος,
75
142
142 142 ληίς, 142 ληισμαδία, 142 ληισμός, 142 ληιστήρ, 142 ληιστής, 142 ληϊστός, 142 ληιστύς, 142
142 142 λήταρχος, 76 λήτειρα, 76 λήτη, 76 λητήρ,76 λητουργέω, λήψις,
ληψοδοσία, λιάζω,
50
λιακό,
λήιτον,75
λεπτά,
69 50
λιάζομαι, λιακάδα,
λευσμός,75
50
50
λεύσσω,69
ληιτουργέω,
λεπτακινός,38
λευστήρ,75
ληκάω,94
λιακωιό,50
λεπιαλέος,
λευστός,
ληκέω,75
λιανεύω,
λήκημα,
λιανίζω,
38 38
76
λεπτομέρια,38
69, 75 Λευτέρης, 50 λευτεριά, 50 λευτερώνω, 50 λευχειμονέω, 69 λευχείμων, 69
λεπτόπηνος,
λεύω,75
8 41 ληκύθιος, 41
λεπτηκής,38 λεπτο-,38 λεπτοκαρυά, λεπτομερής,
λεπτός,
62 38 38
ληκίνδα,75 ληκτικός,
λιανο-,44
ληκυθίζω,
λιανός,
ληκυθισμός,
λεφτά,
ληκώ,94
λεπτόω,38
λεφτόκαρα,62
λημαλέος,
λέπτυνσις,
38 λεπτύνω, 38 λεπτυσμός, 38 λεπυριόω, 38 λέπυρον, 38
λεχαίνω,76
λημάω,1Ο6
λεχαίος,76
λημερεύω,47
λεχεποίη,
λημέρι,
λεπυρός,38
λέχοσδε,76
λημίον,1Ο6
λεπύχανον,38
λεχούδι,
λήμμα,
λέπω,38 λέρα,
114
76
47
λημεριάζω,
λέχος,
λήμη,
76
76 λεχούσα, 76 λεχουσιά, 76
41
106
λεχήρης,76
44 44 λιάσιμο, 50 λιαστός, 50 λιάστρα, 50 λίβα, 36 λιβάδα, 36 Λιβαδάκι, 36 Λιβαδάρι, 36 Λιβαδερό, 36 λιβαδερός, 36 λιάνωμα,
λεφούσι,
10 5 38
λιακός,50
44 44 λιανικά, 44 λιάνισμα, 44
94 ληκητής, 75
λεπτότης,
38 38
76
69
ληίτης,76
λέπρωσις,38
40 40
λήσμων,40
40 40
ληθίδιος,
ληιάς,
69
142
47
106
λιβάδες,36
69
λημματίζομαι,
λιβάδι,
λημματικός,
Λιβάδι,
69 69
36 36
221 Λιβαδιά,36
λιζόν,40
λιμνόβιος,
36 λιβάδιον, 36 λιβαδίσιος, 36
λίζω,1Ο4
λιμoθvής,
λιπολυτικός,37
λιβάζω,36
λιθάνθραξ,
λιβάνι,
λίθαξ,76
37 36 λιμοκτονέω, 36 λιμοκτόνησις, 36 λιμοκτονία, 36 λιμός, 36 λιμόψωρος, 36
λιπολυσία,
Λιβάδια,
λιμπάνω,36
λιπυρία,36
λιθάω,76
λιμπίζομαι,
λις,
λιθεία,
λιμπιστός,
λίς,43
λίθειος,76
λιμώδης,
λισγάριον,
λίζων,36 λιθάζω,76
37
76
λίπος,
37
λιποτάκτης,
36 36
λιποταξία, λιπόω,37
λιβανιά,37
λιθάρι,
λιβανίζω,
37 λιβάνισμα, 37 λιβανιστήρι, 37 λιβανόομαι, 37 λίβανος, 37
λιθασμός,
λίθεος,76
λιμώσσω,36
λίσγος,43
λιβανόω,37
λιθίασις,
λιν,
λίσκος,46
λιβανωτίζω,37
λιθιάω,76
λιναγρέτης,
λιβανωτός,
λιθίζω,76
λινάρι,
37
76 76
76
76
λιβανωτρίς,37
λίθινος,
λιβάς,36
λιθο-,76
λίβας,
λιθοβολία,
37
λίβηθρον,
76 76
λιθοβολισμός,
36
λιβoζέφuρoς,37
λιθοβολώ,
λιβόνοτος,
λίθος,
37
λίβος,36
76
76
λιθοτομείον,
λιβρός,36 Λιβύη,
37 37 Λίβυς, 37 λίγα, 76 Λιβυκός,
106
43
λισπόπυγος,
λισσσός,43
λίνειος,
λίσσομαι,
λινόπτης,
λιθώδης,
λινός,
λίσσωσις,43 λιστός,36
17 17
λιθόω,76
36
λίσσωμα,43
17
λιστραίνω,
λινεύω,17
λίστριον,
λινο-,
λίστρον,
λίνον,
17 17
43 43 43
λιστρόω,43 λιστρωτός,
17
43
λίσφος,43
17
λίθωσις,76
λινουλκός,
λιγάντηρ,
λικμαίος,
λινούς,
17
λιτά, λίτα,
17
44 43
λίγγω,76
λικμάς,39
λινούχος,
λιτάζομαι,
λίγδα,
37, 104 λιγδερός, 37 λιγδεύω, 104
λικμάω,39
λινωδία,
λιταίνω,36
λίκμησις,
λιξεύω,36
λιτανεία,
λίξης,36
λιτανεύω,
λίγδην,1Ο4
λικμητήριον,
λιξιάρης,
λιγδής,
λικμητηρίς,
λιοβασίλεμα,
λικμητήρ,
39 39
17 17
λιγδιάζω,
λιγδιάρης,
λικμός,39
50 λιοβόλημα, 50 λιοβολιά, 50 λιόγερμα, 50 λιοκαμένος, 50
λικνίζω,
39 39 λικνιτής, 39 λίκνον, 39 λίμα, 36, 43 λιμαγχέω, 36
λιόκαυτος,50
λικνιστής,
λιovιάρι,
λιμαγχία,36
λιόχαρος,
λιμαγχικός,36
λίπα,
λιμαγχονέω,
λιπάζη,37
λίγδης,37 λιγδιά,
37
37 37 λίγδιασμα, 37 λίγδωμα, 37 λιγδώνω, 37 λιγεύω,36 λιγνάδα,
36 λίγνευμα, 36 λιγνεύω, 36 λιγνίτης, 39 λιγνόεις, 39 λιγνός, 36 λιγνούτσικος,
λιμάζω,
36
36
36
106 50 λιοστάσι, 5Ο λιοτρόπι, 50 λιοπύρι,
λιόφωτος,50
50
37
λιπάζω,37
36
λιμαίνω,36
λιπαίνω,
λιμαλέος,36
λιπανδρία,
λίγξ,76
λιμάρης,
37 36 λίπανσις, 37 λιπανιικός, 37
λίγος,
λιγνύς,39 λιγνώδης,
39
λιμάνι,
37 36
36
36 36
λιτανός,36
39 39 λικμητής, 39 λικμητός, 39 λικμήτωρ, 39
37
λιταργίζω,
36 36 λίταργος, 36 λιτασμός, 36 λιτή, 36 λιτή ρ, 36 λιτήσιος, 36 λιτί, 43 λιταργισμός,
λιτο-,44 λιτοβόρος,
44 36 λιτός, 36, 44 λιτότης, 44 λιτότητα, 44 λιτουργός, 36 Λιτυέρσης, 36 λιφαιμέω, 36 λίφαιμος, 36 λιφερνέω, 36 λίτομαι,
λιμάρισμα,
λιπαρέω,36
λιχάζω,37
36 λιγοστός, 36 λιγουδιάρης, 36 λιγουλάκι, 36 λιγούλι, 36 λιγούρα, 36, 76 λιγουρευτός, 36 λιγουρέυω, 36 λιγούρης, 36 λιγουριάζω, 36 λιγούριασμα, 36
λιμάρω,
λιπαρής,
λιχανός,
λιμεvιKόν,37
λιπασμός,
λιχνεία,37
λιγυ-,76
λιμενίτης,
λιπάω,37
λίχνευμα,
λιπερνής,
λιχνεύω,37
36
λιγοστεύω,
43 43 λίμασμα, 36 λιμασμένος, 36 λιμβεία, 36 λιμβίζομαι, 36
λιπαρία,
λιχμάζω,37
λίμβος,36
36, 37 36 λιπαρός, 37 λιπαρότης, 37
λιχήν,37
λιπαρνέω,
λιμβρός,36
λιπάς,37
λιχμάω,37
λιμεναρχείον,
λίπας,37
λιχμήρης,
λιμενάρχης,
λιπάση,37
λιχνάζω,37
λίπασμα,
λιχνάομαι,
λιμένας,
λιμήν,
λιγυρός,
λιμνάζω,
37 37
λιγύς,76
λιμναίος,
λιγύτης,76
λιμνασία,37
λίγω,76
λιμνεύομαι,
λιπο,36
λίμνευσις,
λιπο-,36
36
λιγωμάρα,
37
37 37
36 λιπερνίτης, 36 λιπεσήνωρ, 36 λιπίδια, 37
λίγωμα,
37
λιχάς,37
λιγυρίζω,
76 76
36
λιπάρησις,36
37 37
37 37 37 37
43
λισσάς,43
17
λινέλαιον, λινεύς,
39
106
λινάω,17
λιγαίνω,76
76
36
λίσπος,43
76 λιθοτομία, 76 λιθοτόμος, 76 λιθουλκός, 76 76
17
λίπτομαι,
17 λινάριον, 17 λινάτσα, 17
λίνεος,
76
36 36 36
37
λιχμαίνω,37 λιχμάς,37
37 37
37
λΙΧVΗστήρι,
39 39 λίχνισμα, 39 λιχνιστής, 39 λιχνίζω,
λιχνόγραυς,37
36 λιγωμένος, 36
λίμνη,
λιπόγληνος,
λιγωμός,36
λιμνία,
λιγώνω,
36
λιμνίζω,37
λιποκιβώτιον,37
λιχνώδης,37
λίγωση,36
λίμvιoς,37
λιποκύταρον,37
λιχουδεύομαι,
37
λιμνήτης,
37
37
36
λίχνος,
37
λιπόγυος,36
λιχνοτένθης,
λιπόζαγος,
λιχνότης,
36
37
37 36
222 λιχούδης, λιχουδιά,
36 36
λιχουδιάρης,
36
λίψ,
36, 37 λιψουρία, 36 λιώμα, 44 λιώνω, 44 λιώσιμο, 44 λόβιον, 38 λοβόομαι, 38 λοβός, 38 λσΥάδην, 76 λσΥαδικός, 76 λσΥαίος,76 λσΥαριάζω,
76 λσΥαριασμός, 76 λσΥαριαστής, 76 λσΥάριον, 76
λοιβάομαι,
λοστός,
110 38 λουβιά, 38
λύγδος,69
λοιβάσιον,
λουβί,
λυγέα,
λουβιάζω,38
Λυγερής,
λοιβίς,37
λουβιάρης,
λυγερός,
λοιγήεις,
λουβίδι,
37 37 37
λοιβείον, λοιβή,37
36
λοίγιος,36
38
λοιγίστρια,
36
λοιγός,36 λοιδορέω,
76 λοιδόρημα, 76 λοιδόρησις, 76 λοιδορησμός, 76 λοιδορητικός, 76 λοιδορία, 76 λοίδορος, 76 λοιμεύομαι, 36 λοίμη,36
87 87 87
λύγη,69
38
λουβουδία,
87
λυγεράδα,
38
λύγημα,87
λουέω,76
λυγηρός,87
λούρα,
29 λουράκι, 29 Λουρδάτα, 29
λυγιά,
λουρδιά,29
λυγίζομαι,
λούρδος,29 λουρί,
29
λουρίδα,
29
λουριδιάζω,
29 29 29
λουριδωτός, λουρίτσα,
Λυγιά,
87 87
λυγιέμαι,
87 69 λυγίζω, 87 λύγινος, 87 λύγισμα, 87 λυγισμένος, 87 λυγισμός, 87 λυγιστής, 87
λσΥάς,76
λοιμικός,
λουρώνω,29
λυγιστικός,87
λσΥάω,76
λοίμιος,36
λουρωτός,
λυγιστός,
Λσγγά,
λοιμός,
λούφα,
77
Λσγγάδες,
77
λσΥγάζω,87 Λσγγάστρα,
77
λσΥγιά,77 λσΥγιάζω, 77 λσΥγίσιος, Λσγγίτσι,
77 77
36
36
29
λοιμώδης,
λουφαδόρος,
λοίμωξη,
λουφάζω,
36 36 λοίμωξις, 36 λοιμώσσω, 36 λοιπάδα, 36 λοιπάζομαι, 36 λοιπάς,36
87
λυγκάζω,75
38 38
38
λυγκαίνω,
75
Λυγκέας,69
λουφάρισμα,
38 38 λουφατζής, 38 λουφαχτός, 38 λούφρα, 38 λούω, 76
Λυγκεύς,
λουφάρω,
λυγκιάζω,75 λυγμός,
69
75
λυγμώδης,75 λυγόδεσμος,
Λσγγός,77
λοίπισθος,
λόγγος,
λοl1ιογραφέω,36
λοφάω,38
λυγοπλόκος,
λοιπόν,
λοφείον,38
λύγος,
Λόγγος,
77 77
36
36 36
λσΥείον,76
λοιπός,
λσΥεύς,
λοισθήιος,
λυγόνα,
λόφη,38
λυγόω,87
λοφιά,
λυγ ρός,36
λσΥία,76 λσΥιάτης, λσΥίδιον,
λσΥεύω,76
76 76 λσΥίδριον, 76 λσΥίζομαι, 76
38
λοφίας,38
λυγώ,
λοφίζω,38
λύζω,75
λοίσθος,36
λοφιήτης,38
λύη,37
λοίσθων,36
λοφίον,
λυκάβας,69
λοιτεύειν,
λοφίς,38
Λυκαβηττός,
λοιτή,36
λόφνις,38
Λύκαια,
λόξα,
λοφόομαι,
36
38
87
87
36 λοίσθημα, 36 λοίσθιος, 36
76
87
87
87
69
λοφορρώξ,38
69 λύκαινα, 70 λυκαινίς, 70
λόφος,
λυκάνθρωπος,
λόξευσις,76
38 77 λοχάδην, 77 λοχάζομαι, 77
Λυκαίος,69
λοχαγός,
λοξεύω,
λοχαίος,77
λυκαυγής,
λοχάω,77
λυκάων,
λόγισις,76
76 λοξίας, 76 Λοξίας, 76
λσΥισμός,
76 λσΥιστεία, 76 λσΥιστεύω, 76 λσΥιστήριον, 76 λσΥιστής, 76 λσΥιστικός, 76
λόξις,76
λοχείος,77
69 70 λυκέη, 70 λυκειάρχης, 69
λοχέος,77
λυκείη,70
λόχευμα,
77 λοχεύτρα, 77
Λύκειον,
λοχεύω,77
λύκη,69
λοξόω,76
λόχησις,77
λυκηδόν,
λσΥο-,76
λόξυγγας,75
λοχία,
λυκηθμός,
λόξυγκας,
λόχια,77
λσΥίζω,76 λσΥικεύομαι,
76
λσΥικός,76 λσΥικότης,76 λόγιμος,
76 λόγιον, 76 λόγιος, 76 λσΥιότης,76
λσΥοδοσία, λόγος,
76
76
λοξάδα,
76
λοξαρθρία,
76
λόξας,
76 λόξεμα, 76
λοχεία,
λοξο-,76 λοξοειδής,
76
λοξός,
76 λοξότης, 76
38
77
λοχίτης,77 λοχμαίος,
λυκορραίστης,
λοπητός,38
λόχμη,
λόπια,38
λόχμιος,77
λοπίζω,38
λοχμόομαι,
λόπιμος,38
λόχος,
λοπίς,38
λύα,37
Λυκότραφος,69
λόπισμα,38
λυάζω,37
Λυκούργος,
λοπός,38
Λυαίος,37
λυκοφιλία,
λοχίζω,77
λοπάδα,
λόχιος,77
λόΥχων,146
λόρδα,
λοΥχίς,
146 λοΥχίτης, 146 λοΥχο-, 146
λορδαίνω,
λοΥχόω,146
76
λοέω,76 λοιβαίος,
37
69
λύκειος,70
λοπάω,38
λοχίας,
λόξωσις,76
λόγω,
λυκαυγή,69
λοπάς,69
75
146 λοΥχαίος, 146 λοΥχάρων, 146 λοΥχάσθη, 146 λοΥχεύω, 146 λόγχη, 70, 146 λοΥχήνυκτος, 146 λοΥχήρης, 146 λοΥχηφόρος, 146 λοΥχίας, 146 λοΥχίδων, 146 λόΥχιμος, 146
λοΥχάζω,
70
69
70 70 λυκιδεύς, 70 λυκοειδής, 70 λυκόθηρ, 70 λυκοθήρας, 70 Λυκομήδης, 70 λυκόπουλο, 70
77
Λοξώ,76
76
λυκαυγές,
69
λοπαδεύω,
69
77
λοχισμός,77
77
Λυκόρραχη,
77
λύκος,
77
70
λυκόστομο,69 Λυκόστομο,
77
70 69
69
λορδός,29
λυγάω,
λορδόω,29
λυγγάνω,75
69 70 Λυκόφρων, 70 λυκοφωλιά, 70 λυκόφως, 69 Λυκόχια, 70
λόρδωμα,
λυγγώδης,75
λυκόω,70
λύγδην,
λυκύθιον,
λυγαίος,69
29 29
29 λόρδων, 29 λόρδωση, 29 λόρδωσις, 29
λυγαριά,
87 87
75
41
λυγδίνεος,
λύκυθος,41
λύγδινος,
λυκώδης,70
69 69
223 λύκωμα,70
λυσσώδης,
λύμα,
λυσσώπις,
37
λωτάριον,
37 37
λυμαίνομαι,
λύται,
λυμαντήρ,
λύτειρα,37
λώτισμα,24
λυμαντήριος,38
λυτή ρ,
λωτός,
λυμαVΤΙKός,
λυτήριος,
38 38 38
μαγνητικός,
24
78 78 Μαγνήτις, 78 μαγνήτισις, 78 μαγνητισμός, 78 μαγνητίτης, 78
λωτεύω,24 λωτίζομαι,
37 37
24
24
λωτοφάγος,
37
Μαγνητικός,
24
λυμάντωρ,38
λυτικός,37
λώφαρ,38
μαγνητο-,78
λύμαρ,38
λυτός,
λωφάω,38
Μάγος,
λύμασις,38
λύτρον,37
λωφήιος,38
μαγoφovία,
λυμάχη,38
λυτρόω,37
λώφημα,
μαδαγένειος,
λυτρών,37
λώφησις,38
μαδαίος,83
λυτρώνω,
λώψ,38
μαδάλλω,83
μα,
25, 67, 77 μά, 73 μαγαδίζω, 80
μαδαρός,
λυμεών,38 λυμεωνεύομαι, λυμήτης,38
37 λύτρωσις, 37 λυτρωτής, 37
λύμφη,
λύτωρ,37
λύμη,
38
37
38 15
38
80 80 83
83 83 μάδησις, 83 μαδάω,
λύμφωμα,15
λυχναίος,69
μάγαδις,80
μαδιγένειος,
λύνω,
λυχναπτέω,
μαγάζω,80
μαδίζω,83
μαγάρα,
μάδισις,83
37
λυπά,36
λυχνάπτης,
λυπαλγής,
λυχνάρι,
37
69 69
69
λυπέω,37
λυχναύγημα,
λύπη,
λυχναψία,
37
69
λυπημένος,
69 λυχνείον, 69 λυχνεύς, 69
λυπηρός,
λυχνεύω,69
λύπη μα,
37 37 37
64
83
μάγαρα,64
μαδιστήριον,83
μαγαρίζω,
μάδος,83
64 μαγαρισιά, 64
μάζα,
μαγαρισμένος,
64
80
μαζάω,80
μαγγάλι,
μαζεινός,
μαγγανεία,
μάζεμα,
λυπητήριος,37
λυχνία,
λυπητικός,
λυχνίας,
μαγγανευτήριον,
80 80 μαζεύω, 80 μαζί, 80
λυπικός,37
λυΧVΊς,69
μαγγανευτής,
μαζικοποίησις,
λυπρόβιος,37
λυχνίτης,
λυπρόγεως,
λυχνοκαυτέω,
37
37
64 80 μαγγάνευμα, 80
69 69 69 69
λυπρός,37
λυχνοκαυτία,69
λυπρότης,
λύχνον,
37
69 69
λυπρόχορος,37
λύχνος,
λυπώ,
λυχνοστάτης,
λύρα,
37 30
69
80 80 μαγγανευτικός, 80 μαγγανεύτρια, 80 μαγγανεύω, 80 μαγγαVΙKός, 80 μάγγανον, 80 μαγεία, 80 μαγειρείον,
30 λύρισμα, 30 λυρισμός, 30
λώβα,
λυροπηγός,30
λωβεία,
λυσαλγής,
37 Λύσανδρος, 37
λωβεύω,38
λυσήνωρ,37
λωβήεις,38
Λυσίας,
37 λυσιγυία, 37
λώβημα,38
Λυσικράτης,
37 Λυσιμάχεια, 37 Λυσίμαχος, 37 λυσιμελής, 37 λύσιμο, 37 λύσιος, 37
λωβητήρ,38
λυσιπήμων,37
λωβόομαι,
Λύσιππος,
λωβός,38
λύσις,
λωβητής,38
81 81 μαγειρευτός, 81 μαγειρεύω, 81 μαγειριά, 81 μαγειρική, 81 μαγειρικός, 81 μαγειρίτσα, 81 μάγειρος, 80 μάγερας, 81 μαγερειό, 81 μαγερευτός, 81
λωβητός,38
μαγερεύω,81
λωβήτωρ,38
μαγεριά,
λωβιάζω,38
μαγέρικο,
λωβιάρης,
μαγέτας,80
λώβησις,38
37
38 38
λωβοτροφείον,38
37
Λυσιστράτη,
μαζός,80 μάζωμα,
μαζώνω,
μαγείρεμα,
λώβη,38
81 81
80 80 μαγευτικός, 80 μαγεύω, 80 μαγιάτικος, 80 μαγικός, 80 μαγιόξυλο, 80
μαθήτρια,
λωγάvιoν,38
λυσιτελώ,37
λώγη,
λύσσα,
37 Λύσσα, 37
λώδιξ,38
μαγίς,80
λωλαγγρίζω,38
μάγισσα,
λυσσαγμένος,37
λωλάδα,
38 38 λώλαμα, 38 λωλαμάρα, 38
Μάγιστρος,
μαιεία,
λυσσάζω,37
λωλαίνω,
μαγίστωρ,
μαίευμα,77
μαγκάλι,
μαιεύομαι,
λωλαμός,38
μαγκόυρα,
λωπεκδύτης,38
μαγκουριά,
λώπη,38
μαγκουροφόρος,
λωπίζω,38
μαγκουρώνω,
λυσσάω,37
λώπιον,38
μάγμα,
λυσσηδόν,37
λωπιστός,38
μαγμός,80
μαιμάω,78
λυσσήεις,37
λωποδυτέω,
Μάγνης,
μαϊμού,
λυσσήρης,37
λωποδύτης,
λυσσητήρ,37
λώπος,38
78 μαγνησία, 78 Μαγνησία, 78
λυσσιάρης,
37 37 λυσσικός, 37 λυσσομανώ, 37
λωρί,
μαγνησιακός,
λύσσιασμα,
λωρίζω,29
λυσσόω,37
λώτα,24
λυσσαίνω,37 λυσσαλέος,
37 λυσσάρικος, 37 λυσσάς,37 λύσσασμα,
37
λυσσασμένος,
37
λωγέω,76
76
38 38
29
λώρος,
29
μάθος,
80 77 Μαία, 77 μαία,
μαιάς,77 Μαιάς,77
80 64 64 64
μάγκιψ,80
77
77 77 μαιευτικός, 77 μαίευτρα, 77 μαιεύτρια, 77 μαίευσις,
33 33 33
80
78 78 Μάγνησσα, 78 μαγνήτης, 78 μαγνητίζω, 78 μαγνήσιο,
29
λωροτομέω,
μαθητρίς,
80 80
37 λυσιτέλεια, 37 λυσιτελής, 37
λώγασος,38
80
μαζοποιώ,80
μαθητός,80
λύω,
λυρικός,
38
μαζοποίησις,
μαγευτής,
λυρίζω,30
λωβάω,38
μαζίσκη,80
μάγευμα,
μαγείον,80
λωβάζω,38
80
80
80 80 μάζωξη, 80 μαζωχτά, 80 μαζωχτός, 80 μαζώχτρα, 80 Μάης, 80 μαθαίνω, 80 μάθη, 80 μάθημα, 80 μαθηματικά, 80 μαθηματικός, 80 μαθησείοντες, 80 μάθησις, 80 μαθητεία, 80 μαθητεύω, 80 μαθητής, 80 μαθητιάω, 80 μαθητικός, 80
λυχνούχος,69
37 38
μαζικός,
33
μαιήιος,77 μαιήτωρ,77
79
μαϊμουδίζω,
79 79 μαιμώσσω, 78 μαιναδογενής, 78 μαίναvδρoς, 78 μαϊμούνι,
μαινάς,78 μαινόλης,
78
224 μαινόλιος,
78 78 μαινΟ1ωιέω, 78 μαίομαι, 78 μαιόομαι, 77
μάκτρα,
μαίνομαι,
μάκτρον,
Μάϊος,80 Μαίρα,81
80 80
μαμακώ,77
μαντίλι,
μαμή,
μαντιλούσα,
83
μαλαγάνα,
77 μάμμα, 77 μαμμάν, 77 μαμμή, 77 μάμμη, 77
83 83 μαντιλωτός, 83 Μαντίνεια, 80 μαντιπολέω, 80
μαλαγάνας,
μαμμία,77
μάντις,80
μαν,
78, 79 μάνα, 78
μάντισσα,
μάκω,77 μάκων,63 μάλα,
64
μαντιλώνω,
μαίσων,80
67 67 μαλαγανεύω, 67 μαλαγανιά, 67
μαίωσις,77
μαλαγή,67
μανδάκης,
μαντοσύνη,
μαιωτικός,
μάλαγμα,
μάνδαλος,
μαντόσυvoς,
μαίωτρα,
μαλάγρα,
μαιριάω,81
77 77
μάκαρ,63
μαλαγρώνω,
μακάρι,
μαλάζω,
63
μακαρίζω,
63 63 μακαριότης, 63 μακαριστός, 63 μακαρίτης, 63 μακεδνός, 63 μαKεδovήσι, 63 μακάριος,
16 16 μανδήλιον, 83 μάνδρα, 16
67 67 67
μανδραγορίτης,
67 μάλαθρον, 82 μαλακά, 67 μαλάκα, 67 67 μαλάκεια, 67 μαλακευνέω,
μάξη,
67
μανθάνω,80
μαράγγιασμα,
μανία,
78
μαραγκιάζω,
μανιάζω,
μαράγκισμα,
μαλακόπους,67
μανιάς,78
μακελείον,55
μαλακός,
67 μαλακότης, 67 μαλακότητα, 67
μάνιασμα,
μαλακόω,67
μακελλείον,55
μαλακτήρ,67
μανικός,78
μακελλεύω,55
μαλακύνω,
μαλάκωμα,
μανιο-,78
Μακέτης,63
67 67 μαλακώνω, 67 μαλακωσιά, 67 μάλαμα, 67
μανικώδης,
μακέλλη,55
Μακέτις,63
μαλαματένιος,
μανιτάρι,
Μακεττία,
μαλαματικά,
μανίτσα,
μάKελov,
55
55
μάκελος,55
67 67
μαλακίζομαι,
67
μαλακισμός,
67 μαλακιστήρι, 67 μαλακομπούκωμα,
67
μαραγγιάζω,
78 Μανιάκι, 78 μανιακός, 78
μανιάτικος,
35 82 μαραζιάζω, 82 μαραζιάρης, 82 μαραζιάρικος, 82
μανιάω,78
μαραζλής,82
μανίζω,
μαράζωμα,
78 78 78 78
μάκκορ,63
μαλάχη,67
μακκούρα,33
μαλάχιον,67
Μακκώ,63
μάλβαξ,67
μάκος,63
μαλερά,
μακρα-,63
μαλερός,64
μανοσπορέω,
μάλη,
μανόσπορος,
63
μακράν,
24
63 μάκρεμα, 63
μαλθαίνω,
μακρένω,63
μαλθακός,
μαΚΡη-,63
μάλιστα,
μακριά,
83 77 μανιώδης, 78 μάνιωμα, 78 μανιώνω, 78 μάννα, 77 μαννίτσα, 77 μανοινώω, 78 μανός, 83 83 83
μανότης,
67
μαλθακίζομαι,
67
67 64
μαραθο-,82
μάραθον,
82 82 Μάραθος, 82 μαραθρίτης, 82 Μαραθών, 82 μαραίνω, 82 μάραμα, 82 μάρανσις, 82 μαραντικός, 82 μαρασμός, 82 μαρασμώδης, 82 μαράσσω, 100 μάραθος,
78
μακκοάω,63
μακραίνω,
82 82 Μαραθέα, 82 Μαραθιάς, 82 μαραζώνω,
μανιουργέω, μάνις,
μαράζι,
78 78
μανιόκηπος,
64
82 82 82 82
μάραγνα,
67 67 μαλαματώνω, 67 μάλαξις, 67 μαλάσσω, 67
63 μακιστήρ, 63 μάκιστος, 63
48
78 Μάνη, 78 μάνητα, 78
μαλάκια,
55
63 63 μαξούλι, 80 μάπας, 68 μάρα, 82 μάξιμουμ,
μάνη,
μαλακία,
μακελλειό,
80 63
Μάξιμος,
μανδυοειδής,
63 63 MαKεδOvίς, 63 Μακεδονισμός, 63 Μακεδόνισσα, 63 Μακεδονίτις, 63 Μακεδών, 63 μακελειό, 55
μακελλάριος,
μάξι,
67
μαKεδovήσιoν,
μάκελλα,55
80
μαντώος,80 μανώς,83
16 16
MαKεδOvίζω,
μαλάκιον,
16
80 80
16
μαντώδης,
μανδρεύω,
16 μανδύα, 48 μανδύας, 48
μαλάκας,
μαντρί,
μάνδρευμα, μανδρί,
μαλακαίπους,67
80
μάντος,35
μαραυγέω,81 μαραυγία,
83 μανούλα, 77 μανούλι, 77 μανούρι, 83
81 64 μαργαρίδης, 81 μαργαρίς, 81 μαργαριτάρι, 81 μαργαίνω,
μάλκη,39
μανόφυλλος,
63 Μακρινή, 63 Μακρίνιος, 63 Μακρινίτσα, 63 μακρινός, 63 Μακρινού, 63 μακριός, 63
μάλκιος,39
μανόω,83
μαργαριτάριον,
μαλκίω,39
μάντακας,
μαργαρίτης,
μακρο-,63
μαλλόδετος,
μακρός,
μάλλον,
63
μακρινάρι,
63
μαλκιώτατον, μαλλί,
48
μαλλιαρός,
μαλλός,48 μάλλυκες,
48 μαλλωτός, 48
63
μαλοδροπήες,
63
Μακρυνόρος, μακρυνός,
63
μάλον,48
63
μαλοφόρος,
63
μάλωμα,
Μακρύσιο,
63 Μακρυχώρι, 63
μαλώνω,
μάκρων,63
μαμά,
μάκρωσις,
μαμαία,
μάκτης,
80
63
48
μαλός,48
63
Μακρυπλάγιο, μακρύς,
48
64
μακρυ-,63
μακρυνάρι,
48
μάλλιον,64
μακρότερος,64 μακρυά,
67
μαλκόν,67
67 67
μάλωσις,48
77 77 μαμάκα, 77
48
83
146 μανταλάκι, 16 μάνταλο, 16 μαντάλωμα, 16 μανταλώνω, 16 μαντεία, 80 μαντείον, 80 μαντείος, 80 μάντευμα, 80 μαντεύομαι, 80 μαντευτής, 80 μαντευτικός, 80 μαντευτός, 80 μαντεύω, 80 μαντήλι, 83 μαντήλιον, 83 μάντης, 80 μαντιάρχης, 80 μαντική, 80 μαντικός, 80 μαντίλα, 83
μαργαρίτις,
81
81 81
μαργαριτοειδής,
81 81
μαργαρoγovία, μάργαρον, μάργαρος,
81 81
μαργαρώδης,
81
μαργάω,64 μαργήεις,
64
μαργής,64 μάργης,64 μαργίτεια, Μαργίτης,
64 64
μαργιτομανία,
64
μάργος,64 μαργοσύνη,64 μαργότης,
64 39 34
μαργώνω, μαρίδα,
μαρίλα,34 μαριλευτής,34
225 μαριλεύω,
35
μάτωμα,
μαστίτιδα,
ματώνω,
μαψωτός,68
μάρις,81
μαστίτις,
μαρκάς,63
μαστίω,35
146 146 μαυλία, 84 μαυλίζω, 84
μαψίφωνος,
μαρίλη,34
μάστιξ,
μαρκιούμαι,
μαστο-,80
μαύλις,84
μέγα,
μαστόδεσμος,
μαύλισμα,
μαστόδετον,
μαυλιστήριον,
34
82 μαρμαίρω, 81 μαρμαράριος, 81 μαρμάρειος, 81
80 80
μάρπτω,68
80 80 μαστοειδίτιδα, 80 μαστοειδίτις, 80 μαστοεκτομή, 80 μαστοπτωσία, 80 μαστόπτωσις, 80 μάστορας, 64 μαστορεία, 64 μαστόρεμα, 64 μαστορεύω, 64 μάστορης, 64 μαστοριά, 64 μαστόρικα, 64 μαστορικός, 64 μαστόρισσα, 64 μαστός, 80 μαστρολογώ, 64 μαστρολόι, 64 μαστροπεία, 64, 78 μαστροπείον, 78 μαστροπεύω, 64, 78 μαστροπικός, 78 μαστροπίς, 78 μαστροπός, 64, 78 μαστροπώδης, 78
μάρς,71
μάστρυς,78
μαρσίπειον,
μασχάλη,
μαρμαρίζω,81 μαρμάρινος,
81 μαρμαρίτις, 81 μαρμαρόεις, 81 μάρμαρον, 81 μαρμαρόομαι, 81 μάρμαρος, 81 μαρμαρόω, 81 μαρμαρυγή, 81 μαρμαρυγώδης,81 μαρμαρύσσω,81 μαρμαρώδης,
81
μαρμαρωμένος, μαρμαρώπις,
81
81
μαρμαρωJώς,81 μαρμάρωσις,
81 μαρμαρωτός, 81 μάρναμαι, 71 Μάρνας,71 μάρνη,71 Μαρούσι,
82
μάρπτις,68
29 μαρσίπιον, 29 μάρσιπος, 29 μαρσιποφόρος, μάρσιππος,
24 μασχαλίζω, 24 μασχαλίσματα,
29
29
μασχαλιστήρ, ματάζω,116
μαρσύπιον,29
μάταια,
μάρσυπος,29
ματαιάζω,
Μάρτης,
71 71 μαρτυράω, 77 μαρτυρέω, 77 μαρτύρημα, 77 μαρτυρία, 77 μαρτύριον, 77 μαρτύρομαι, 77 μάρτυρος, 77 μαρτυρώ, 77 μάρτυς, 77 Μάρων, 81 Μαρώνεια, 81 μασάζ, 80 Μάρτιος,
μάσθλη,35 μάσθλημα,
116 116 ματαiζω, 116 ματαιο-, 116 ματαιόομαι, 116 μάταιος, 116 ματαιόω, 116 ματαισσω, 116 ματαίω μα, 116 ματαιώνω, 116 ματαίως, 116 ματαίωσις, 116
μασσότερον,
μαυρίζω,
34 34 μαυρίλα, 34 Μαυρίλιο, 34 μαύρισμα, 34 Μαυριτανία, 34 Μαυρίκιο,
μαυρο-,34
μαύρος,
34
Μαυρούδα,34 μαυρόω,34 μαυρώνω,34 μαχαίρα, μάχαιρα,
146 146
μαχαιράδικο,
146 146 μαχαιράκι, 146 μαχαιράς, 146 Μαχαιράς, 146 μαχαίρι, 146 μαχαιριά, 146 μαχαιρίδι, 146 μαχαιρίδιον, 146 μαχαίρων, 146 μαχαιρίς, 146 μαχαιριωτός, 146 μαχαιρο-, 146 Μαχαιροί, 146 μαχαίρωμα, 146 μαχαιρώνω, 146 μαχαιρωτός, 146 μαχατάρ, 146 Μαχαιράδο,
μαχάω,146 Μαχάων,
146
μέζων,64
μάτηρ,77
130 130 ματιά, 130 ματιάζω, 130 130
ματίζω,
μαχλίς,84 μάχλος,
ματράζω,77 ματρύλα,
μαστήρ,
78
ματρυλείον,
μαστήριος,
ματρύλειον,
78 78 78
μέθεξις,
112 29
μέθυ,83
ματοκυλίζω,
μαστεύω,78
137
μεθαύρων,137
μαχλάω,84
ματοκόβω,146
146 ματοκύλισμα, 146 ματόλαδο, 130 μάτρα, 77
142
μεθαυρωνός,
109 15 μεθοδικός, 15 μέθοδος, 15 μεθοκόπημα, 83 μεθοκόπι, 83 μεθοκόπος, 83 μεθοκοπώ, 83 μεθόπων, 130
ματο-,,130
78 μαστίγιο, 35 μαστιγώνω, 35 μαστίζω, 35 μαστικός, 80
μέδων,80
μεθίημι,
μάστα,
80 μαστεκτομία, 80 μάστευσις, 78 μαστευτής, 78
μέδω,80
μέθη,
84 μαχλικός, 84
μαστεκτομή,
64 64 μέγιστα, 64 μεγιστάνας, 64 μεγιστεύω, 64 Μεγίστη, 64 μέγιστον, 64 μέγιστος, 64 μεγιστότης, 64 μέδιμνος, 80 Μέδουσα, 80 μεγεθύνω,
146 146 μαχητικός, 146 μαχητός, 146 μαχικός, 146 μάχιμα, 146 μάχιμος, 146 μαχιμότης, 146 μαχιμώδης, 146 μαχισμός, 146 μαχλάς, 84
μάσσων,64
64 μαστάρι, 80 μάστειρα, 78
μεγεθυντικός,
μαχητής,
116
64
μεγεθυντήρας,64
μάχηνδε,
78 ματισιά, 130 μάτισμα, 130
μάσσω,80
μεγέθυνσις,
ματέω,78 μάτη,116
μαχεώμενος,
μεγεθόω,64
ματάω,116
ματωσμένος,
64
μαυρίδα,34
64 56 μεγαλείον, 64 μεγαλειοτάτη, 64 μεγαλειότατος, 64 μεγαλειότητα, 64 μεγάλος, 64 μεγάλυνσις, 64 μεγαλύνω, 64 μεγαλύτερος, 64 μεγάλωμα, 64 μεγαλώνω, 64 μεγάλως, 64 μέγαρα, 64 Μέγαρα, 64 Μεγαρικός, 64 Μεγαρίτης, 64 Μέγαρο, 64 μέγαρον, 64 Μεγάρχης, 64 μέγας, 64 μέγεθος, 64 μεγαλαυχώ,
μεθεόρτιος,
Μάτι,
μάσσον,64
34
Μαυριά,34
μεγαλαίνω,
μαχήμων,146
μασθός,80
24
84
μάταν,116
μάτι,
μάσμα,78
μεγαίρω,64
84
μαυλώ,84 Μαυρέλι,
25, 67 64
μεθαίρω,
μασθλήτινος,35 μασκάλη,
με,
146 μαχεούμενος, 146 μαχετέον, 146 μάχη, 146
μάτην,
35
24 24
μάω,78
84
μαυλιστής,
68
μάχλης,
84
83 36
μεθίστημι, μεθοδεία,
μεθυδότης,
83 127 Μεθύδρων, 127 μεθυδώτης, 83 μεθυδρίας,
μαχλoΣΎVΗ,
84 84 μάχομαι, 146 μαχομένως, 146 μαχοποώς, 146
μεθυμναίος,83
μαχλότης,
μεθύμvιoν,
μαχώνω,146
μεθύσης,83
μάψ,68
μεθύσκω,
83 83 μεθυπλανής, 83 μεθυπλήξ, 83 μεθυπίδαξ,
μαψαύραι,
μάτρων,77
μαψίδιος,68
μεθυσμένος,
ματτύη,80
μαψιλόγος,
μέθυσος,
μάττω,80
μαψιτόκος,68
68 68
μέθυσμα,
83 83
ματρύλη,78
83
83
μεθύστακας,
83
226 μεθυστής,
μελιλώτινος,
μεμονωμένως,
μελαγ-,81
μελίμηλον,
μεμπτός,
μεθύστρια,83
μελαγχολάω,
μέλινον,82
μεθυσφαλέω,
μελαγχολία,
μελιούχος,
83 83
μεθυστικός,
μεθυτρόφος,
83 83
μεθύω,83 μεθώ,
83 67 μειγνύω, 67 μείγμα,
μειωτός,
79
142 142 μελαγχολικά, 142 μελαγχολικός, 142 μελαγχολώ, 142 μελαδής, 82 μέλαθρον, 81 μελαθρόω, 81 μελαιναίος, 81 μελαινάς, 81 μελαινίς, 81 μελαίνω, 81
82 82
82 82 μελίπηκτος, 82 μελίπαις,
μελίσδω,82 μελίσκιον,
μελαν-,81
82 82 μέλισσα, 82 μελισσαίος, 82 μελισσάριον, 82 μελίσσειος, 82 μελισσεύς, 82 μελισσηδόν, 82 μελισσήεις, 82 μελισσο-, 82
μείδος,83
μέλαν,81
μελίσσω,83
μειζονάκις,
64 μειζονότης, 64 μειζόνως, 64 μειζότερος, 64 μείζων, 64
μελάνι,
μελισσών,
μείκτης,67
μελανο-,81
μεικτός,
μελανοδοχείον,
μειδάω,83 μείδημα,
83 83 μειδίασις, 83 μειδίασμα, 83 μειδιασμός, 83 μειδίαμα,
μελαμ-,81
μειδιάω,83
μελαμψός,81
μειδιώ,
83
67
μείλας,81
μειλικτήριος,
83 83 μειλικτός, 83 μείλικτρα, 83 μείλιξις, 83 μειλiσσω, 83 μειλιχία, 83 μειλιχιείον, 83 μειλi χιος, 83 μειλιχο-., 83 μείλιχος, 83 μειλικτικός,
μερακλίδικος, μερακλού,
μεληδών,83 μεληδώνη,
μελοκόπος,82
μεριμνήτης,
μέλας,81 μέλασμα,81 μελασμός,
81 82 μελαχρινός, 81 μελαψός, 81 μελάτος,
μειον-,79
μέλεος,83
μείον,
μελετάω,
83 83 47
79 μειονέκτης, 79 μειονεκτικός, 79 μειονεκτώ, 79 μειονεξία, 79
μελέτη,
μειόνως,79
μελι-,82
μειότης,79
μέλι,
μειουρία,
μελιάδης,
82 82 μειρακίζομαι, 82 μειρακικός, 82 μειράκιον, 82 μειρακιόομαι, 82 μειρακίσκη, 82 μειρακίσκος, 82 μειρακιώδης, 82 μειρακιωδία, 82 μειρακοειδής, 82 μείραξ, 82 μείρομαι, 81 μεις, 79 μειρακίδιον,
μείστος,79
79 μειώνω, 79 μείωσις, 79 μειωτικός, 79
μένω,
82 82 μέλιττα, 82 μελίτταινα, 82 μελιττο-, 82 μελιττών, 82 μελίτωμα, 82 μελίτωσις, 82 μελιχρός, 82 μελίχρως, 82 μέλλαξ, 83 μέλλησις, 83 μελλητής, 83 μέλλω, 83 μελογραφέω, 82 μελογραφία, 82 μελογράφος, 82 μελοθεσία, 82 μελοκοπέω, 82
μειο-,79
μειρακεύομαι,
μελίτινος,
μελιτόομαι,
83 83 μελεϊστί, 82 μελένιος, 82
μειόω,79
78
Μέντωρ,
μελιτόεις,
81 μελάνωσις, 81
μελέδημα,
79 μειουρίζω, 79 μείουρος, 79 μειόφρων, 79
μένος,
μελίτιν,82
μελάνωμα,
μελεδαίνω,
μειονεκτέω,
μενοινή,78
μελιτο-,82
μείξη,
79
78 78 Μενέδημος, 78 Μενεκράτης, 78 Μενέλαος, 78 Μενεσθεύς, 78 μενετέον, 78 μενετικός, 78 μενετός, 78 μενοεικής, 78 μενοινάω, 78 μενέγχης,
μελάνω,81
81 81 μεΛΆVΤερoς, 81 μελαντηρία, 81
μέλδω,82
μείωμα,
81
μέλανσις,
μειν,79
μειξο-,67
μενεαίνω,
82 82 μελιστί, 82 μελίτεια, 82 μελίτειον, 82 μελιτηρός, 82
81
μείλον,48
67
μενε-,78
μελιστής,
μελανότης,
83
μέλισμα,
78 78 μέρα, 81 μεράδι, 81 μεράκι, 82 μερακλής, 82
μελανός,
μείλια,83 μείλιγμα,
81 μελανιά, 81 μελανία, 81 μελανίζω, 81 μελάνιον, 81
μελέτι,
μέλημα,
83
83
82
82 82 μελιβόας, 82 μελίβρομος, 82 μελίγγι, 80 μελίγδουπος, 82 μελίγηρυς, 82 μελίγκρα, 82 μελίγλωσσος, 82 μέλιγμα, 82 μελίεφθος, 82 μελίαμβοι,
82 μελίτιον, 82 μελιτισμός, 82 μελιτίτης, 82
82 82 μεράκλωμα, 82 μερακλώνω, 82 μερακώνω, 82 μεραρχία, 81 μέραρχος, 81 μερδικό, 81 μέρεια, 81 μεριά, 81 μερίδα, 81 μερίδιον, 81 μερίζω, 81 μερίκευσις, 81 μερικεύω, 81 μερικός, 81 μέριμνα, 81 μερίμνημα, 81 μεριμνηματικός,
82 82 μελοποιητής, 82 μελοποιία, 82 μελοποιός, 82 μέλος, 82 μελοτυπέω, 82 μελουργός, 82 μέλπηθρον, 82 μελπήτωρ, 82 μελοποίησις,
μερίτης,81 μερμαίρω,81
MελπoΜΈVΗ,82
μερ μέριος,
μέλπω,
μέρ μερος,
81 81 μέρμηγκας, 64 μερμήγκι, 64
82
μελύδριον,
81
81 μεριμνητικός, 81 μεριμνο-, 81 μερίς, 81 μερισμός, 81 μεριστής, 81 μεριστικός, 81 μεριστός, 81 μεριτεύομαι, 81
μελοποιέω,
μελπωδός,
78
78 μέμφομαι, 78 μέμψις, 78 μεν, 78 μεναίχμης, 78 μένανδρος, 78 Μένανδρος, 78 μεναύλιον, 78 μέναυλον, 78
82 82
μελίζω,82
μέλω,83
μερμηγκολόγος,64
μελίζωρος,
μέμαα,
μέρμηρα,
82 μελιήδης, 82 μελίκηρα, 82 μελικήριον, 82 μελικηρίς, 82 μελίκηρον, 82 μελίκομπος, 82 μελικός, 82 μελίκρατον, 82 μελίκρητον, 82 μελίκταινα, 82 μελικτής, 82
78
μέμβλομαι,
μεμβραδοπώλης, μεμβράνα,
78
81
μερμηρίζω,81
83 μεμβράδιον, 78
μέρμις,82
78
μεροδουλευτής,
μεμβράς,78
μεροδούλης,
μεμβραφύα,
μεροδούλι,
78 μεμιγμένος, 67 μεμιγμένως, 67 Μέμνων, 78 μέμονα, 78 μεμονωμένος, 78
81
μεροδουλεύω,81
81 81
μεροδουλιάζω,
81
μεροκαματιάρης, μεροκάματο,
74 μεροληπτικός, 81 μεροληπτώ, 81
74, 81
227 μεροληψία,
μετέχω,
81
μήκων,
112 29
μηνυτή ρ,
63
80 80
μερομάματο,81
μετεωρέω,
μηKωVΙKός,
μήνυτρον,
μερoμήvuι,81
μετεώρησις,29
μηKώvιoν,
μηνύτωρ,80
μερόνυχτο,
81 μερόπειος, 81 μεροπεύς, 81 μεροπήιος, 81 μέρος, 81 μεροφάϊ, 81
μετεωρία,
29 μετεωρίζω, 29 μετεωρισμός, 29
μηκωνίς,63
μετεωριστής,29
μηλάγριον,
μετεωρο-,
μηλάνθη,48
μήρα,82
μηλάτης,48
μηραλγία,
μέροψ,81
μετεωροφέναξ,
μηλάτων,48
μηρί,
μερσίνη,
μέτηλυς,48
μηλέα,
μερτικό,
μετήορος,
μηλεία,48
μήρια,82
μήλειος,
μηριαίος,
μέσαβον,67
29 μετόπη, 130 μετοχεύς, 112 μετοχή, 112 μέτοχος, 112
μεσάζω,67
μεσ-,67
μέσα,
μηκωνίτης,
μηνύω,
29
μήλη,
80
μήποτε,73
63
μηκωνοειδής,
29 μετέωρος, 29
84 81 μερώνω, 27
63 63
63
48
48 48
μήπω,73 μήπως,
73 82
82 μηριά, 82 82
μήριγξ,82
81
Μηλιάδες,
μήρινθος,
μετρέω,68
48 80 μήλιγκας, 80
μηρικός,82
μηλίγγι,
μεσαι-,67
μετρηδόν,68
μηλίζω,48
μήρυγμα,
μεσαίος,
μέτρησις,
μηλινο-,48
μηρυκάζω,
67
67
μεσασμός,
68 μετρητικός, 68 μετριάζω, 68 μετρίασις, 68 μετρίασμα, 68 μετριασμός, 68 μέτριος, 68 μετριότης, 68
μεσάτιον,
μετριοφροσύνη,
μεσαίχμιον,
67
μεσακάρης,67 μεσαμβρίη,67 μεσαμέριον, μεσάραιον, μεσάρι,
67 67
67 67 67
μήλινος, Μήλιος,
48 48
Μηλίς,48 μηλο-,48 μηλολάνθη,48 μηλολόνθη, μήλον,
68
48
μηρός,
82
82
82 82 μηρυκάομαι, 82 μηρυκασμός, 82 μηρυκαστικά, 82 μηρυKασΤΙKόv, 82 μηρυκαστικός, 82 μηρυκισμός, 82 μήρυμα,82
48
μηλόνθη,48
μηρύομαι,
Μήλος,
μηρώα,82
82
μέσατος,67
μετριόφρων,
μεσαύλης,
μετριόω,68
μηλοσόα,48
μης,
μετρίως,
μηλοσόη,48
μήστωρ,80
μηλοσσόος,
μήτε,
μηλούχος,
μήτειρα,
μεσήεις,67
68 μετρίωσις, 68 μέτρον, 68 μετροποιέω, 68 μετρώ, 68 μετωπικός, 67 μέτωπον, 67, 129
μεσημβρία,
67 μεσημέρι, 67 μεσημέριον, 67 μεσηρεύω, 67
μευ,25
μηλών,
μεσήρης,67
μη,
μέσης,
μηδαμά,
67
μεσε-,67
μεσεvτέριoν,
67
μεσεύω,67 μέση,
67
μεσηγύ,67 μεσηγύς,67
μευριδερός, μέχρι,
67 67
63 63
73
67 67 μεσιτεύω, 67 μεσίτης, 67 μεσίτωσις, 67 μεσογαία, 67 μεσόγατος, 67 μεσόγειος, 67 μέσος, 67 μεσότης, 67 μεσιτεία,
μετά,
67
μετακτέον,
6 μεταλλαγή, 49 μεταλλαγμένος, μεταλλάσσω, μεταξύ,
49
49
μήλωσις,81
μήτιμα,80
μηλωτή,
48 μηλωτής, 48
μητίομαι, μήτις,
80
80
81 78, 79
77
μηναίος,79 μήνας,
μητριάς,
μηδαμός,73
79 79 Μήνη, 79
μητριάζω,
μήνη,
μηδαμόσε,
μηνιαίος,
79 78 μηνιαστής, 78 μηνιάτικο, 79
μητρίζω,77
μηδαμού,
μηνίαμα,
μητρικός,
μηνιάω,78
μητρίς,77
μήνιγγα,
80 μηνίγγιον, 80
μητρο-,77
μηνιγγισμός,
μητρογαμία,
μηδέω,80
80 μηνιγγίτιδα, 80 μηνιγγίτις, 80 μηνιγγιτισμός, 80 μηνιγγίωμα, 80 μηνιγγο-, 80 μηνιγγοφύλαξ, 80
μήδομαι,
80 μήδος, 80, 83 μηκεδανός, 63
μήνιγξ,80
μητρωακός,
μηκίζω,63
μήνιμα,78
μηκικός,63
Μήνιον,
μήκιστος,
μήνις,
73 80
63
μηκόθεν,63 μηκοποιέω,
67
80 80
μητιέτης,
77 μητριά, 77
μήδευμα,
μεσωτήρ,67
μητιέτα,
48
μήτρη,
μηδέτερος,
80 80
μητιάω,80
μητράριον,
μεστώ,80 μεστώνω,
48
48
μην,
μεστόω,80 μέστωμα,
μήλωθρον,
μηδαμινός,
Μηδεσικάστη,
80
μηλόω,81
μητρ-,77
μεστότης,
μέσσον,64
μήλοψ,48
77 77 μητέρα, 77 μήτηρ, 77 μήτερ,
μηλωτρίς,
μέσσος,67
μεσσηγύ,67
μηλοφύλαξ,48
73
μηλωτίς,81
73
73 73 μηδαμώς, 73 μηδέ, 73 μηδείς, 73, 79 μηδεμία, 73 μηδέν, 73 μηδενικόν, 73 μηδενικός, 73 μηδενισμός, 73
μέσσατος,67
48 48
79
μηδαμή,73
73 μηδαμόθε, 73 μηδαμόθι, 73 μηδαμοί, 73
μεσίδιος,
48
μηλώσιος,
34
μέχρις,
μεσήτιος,67 μεσιδιόομαι,
68
63
80
77 77 μητρίδιος, 77
μητριός,
77 77
μήτριος,77
μητρογαμέω, μητρυιά,
77
μητρυιάζω,
77
μητρυιή,77 μητρυιώδης, μητρώα,
77
77
μητρωάζω,
77 77
μηνίζω,78
μητρώζω,77
μηνιθμός,
μητρώιος,
78
77 77
79 78 μηνίσκος, 79
77 77 μητρώον, 77 Μητρώον, 77 μητρώος, 77
μηνίτης,78
μήτρως,77
μηνίω,
μητρωσμός,
μήτρων,
μετωφάτης,53
μήκος,
μετατρέπω,
μηκότης,63
μηνο-.,79
μέταυλος,67
μήκυνσις,
μηνοειδής,
77 78 μηχανάκι, 78
μεταφέρω,
μηκυντέον,63
μηνολογέω,
μηχανάω,78
106
31 μεταφορά, 31 μεταφορέω, 31 μεταφορητός, 31
63 63
μηκυVΤΙKός, μηκύνω,
63
63 μηκυσμός, 63
78
79 79 μηνολόγιον, 79 μήνυμα, 80 μήνυσις, 80
μηχανά,
μηχανεύομαι, μηχάνευσις, μηχανή,
78
78 78
228 μηχάνημα,
μιλτίτης,
146 146 μίλτος, 146
μισητός,
μνημονεύω,
μηχάνηmς,
μιλτο-,
μίσητρον,
μνημονικός,
μιλτόω,146
μισθάρνης,67
μιλτώδης,
146 μιλτωρυχία, 146 μιλτωτός, 146 μιλύβδινος, 82 μιλώ, 47
μισθαρνία,
μιμάς,79
μισθοδοτέω,
μιμαυλέω,
79 79 μιμέομαι, 79 μιμηλάζω, 79 μιμηλός, 79 μιμηλότης, 79
μισθοδότης,
μίμαυλος,
μισθός,
μίμημα,79
μισθωτής,
μίμηmς,79
μισθωτός,
78 78 μηχανητής, 78 μηχανητικός, 78 μηχανητός, 78 μηχάνι, 78 μηχανίη,78 μηχανικά,
78 μηχανικός, 78 μηχανισμός, 78 μηχανίτΊς, 78 MηχΑVΙΏνα, 78 μηχανο-,78
μηχανολογία,
78 μηχανολόγος, 78 μηχανορραφία, 78 μηχανοστάσιον, 78 μηχάνωμα, 78
67
μισθόω,67
67
μίσθωmς,67
μνιαρός,48 μνιόεις,48
μιαρία,146
μιμώ,79
μιαρο-,
μιμωδός,79
μιμία,
79 79 78
μίμνω,78
24
μνηστήριος,78 μνηστής,
μνήστρια,
μνηστύς,78 μνήστωρ,78
μίνθος,48
μιτόω,68
μνώμαι,
μινθόω,48
μίτρα,
μογγία,
μιμο-,79
μιμολόγημα, μίμος,
79
79
48
78 78
μνήστρον,
μνίον,48
μισώδης,
78
μνήστις,78
146 μιταρική, 68 μιτάριον, 68 μιτόλινον, 68 μιτόομαι, 68 μίτος, 68 μιτουργία, 68
μίνθα,
146 μιαρότης, 146 μιαρουργία, 146 μίασμα, 146 μιασμός, 146 μιάστωρ, 146
67
μίσχος,
μιμήτωρ,79
μιαροσύνη,
78 78 μνησίκακος, 78 μνήσκομαι, 78 μνηστεία, 78 μνήστειρα, 78 μνήστευμα, 78 μνήστευmς, 78 μνηστευτικός, 78 μνηστεύω, 78 μνηστή, 78 μνηστή ρ, 78
μιμνήσκω,
μιμητός,79
146 μιαιβώω, 146 μιαιγαμία, 146 μιαίνω, 146 μίανσις, 146 μιαντήριον, 146 μιάντης, 146 μιαντικός, 146 μιαντός, 146 146 146
67 67 67
μισθοφόρος, μίσθωμα,
μνησικακέω, μνησικακία,
67
μισθοδοσία,
μνησι-,78
μιστώνω,67
79 79 μιμητικός, 79
μιαιβαδία,
μίσθιος,
67
67
μιμνάζω,78
μιμητής,
79 μιαι-, 146
μίσθαρνος,
μιμικός,
μιμητέος,
μήχος,78 μία,
67
μισθάρνισσα,
78 78 μνημοσύνη, 78 μνημόσυνον, 78 μνήμων, 78
67 67 μισο-, 67, 146 μισός, 67 μιστός, 67 μιστυλάομαι, 78 μιστύλασα, 78 μίστυλλov, 78 μιστύλλω, 78
μήχαρ,78
μιαρός,
146 146 μισθαρνέω, 67
μνιός,48 μνόος,
48
μνούδιον,
48
μνούς,48 μνώα,48 μνωία,48
μινυθέω,79
68 68 μιτροφορέω, 68
78 12 μογγός, 12 μογερός, 12 μογέω, 12
μινύθημα,
μιτρόω,68
μόγημα,12
μίτυλος,78
μόγις,
μιτώνω,68
μόγος,
Μινύαι,
μιτρηδόν,
78
μινυανθής,
79 79 79
μίαχος,146
μινύθηmς,
μίγα,67
μινύθω,79
μιγάς,
68
μιτρόδετος,
12 12
67
μινυθώδης,
μιχείν,83
μογοστοκία,
μίγδα,67
μίνυνθα,79
μνα,
μογοστόκος,
μίγδην,
67 67 μίγνυμι, 67
μινυνθαδία,
μνααίος,79
μόδιος,
μίγμα,
μινυνθάδιος,
μναδάριον,
μοδισμός,
μιγνύω,67 μίγω,67
79
79 79 μινυνθώδης, 79
79
80
μινυός,79
79 μναϊαίος, 79 μναιείος, 79
μόθος,146
μινυρίζω,
μναίος,79
μόθων,117
μνάϊος,79
μοθωνία,
79 μικκίδομαι, 79 μικκιχίδομαι, 79
79 μινύρισμα, 79 μινυρισμός, 79 μινυρίστρια, 79 μινύρομαι, 79
μνάμα,78
μοι,
μναμείον,
μοιμυάω,84
μνάομαι,
μοιμύλλω,
μικκός,79
μινυρός,79
μνασίον,79
μοιός,84
μινύς,79
μνάστειρα,
μοίρα,
μναστεύω,
μοιραγέτης,
μναστήρ,
μοιράδιος,
μίκας,79 μικίζομαι,
μικκότρωγος, μικκύλος,
79
79
μινυώριος,
79
μικρο-,79
Μίνως,
μικροαστός,
118 79 μικρότης, 79 μικρύνω, 79 μικρυσμός, 79
Μινώταυρος,
μικρός,
μίξ,67
μνέα,
μίξη,
μνεία,
μικρώνυμος,79
μισγάγκεια,
μιλάω,
78
67
μιξοιφία, μισ-,
96
67 μισγοδίη, 67 μισγόλας, 67 μισέρως,
μιλητό,47
μισέω,146
μιλιά,
μίσηθρον,
47
μιλιούνι,
47
μίσγω,67
146 146
μίσημα,146
μιλλός,47
μισήνερως,
μίλος,83
μισητή,
μιλτείον,
146 μίλτεως, 146 μιλτηλιφής, 146 Μιλτιάδης, 146 μίλτινος, 146
78 78 78
μνάστις,78
79 78 μνήμα, 78 μνημάδιον,
146
47 47 μιλέτι, 47 μίλημα, 47 μιλεούνι,
78
78 78
146 146 μισητής, 146 μισητία, 146 μισητίζω, 146 μισητικός, 146 μισητικώς, 146
78 μνημάτιον, 78 μνηματίτης, 78 μνημάφιον, 78 μνημείον, 78 μνήμεvoς, 78 μνήμη, 78 μνημοδόχος, 78 μνημοθέσιον, 78 μνημονείον, 78 μνημόνειον, 78 μνημόνειος, 78 μνημόνευμα, 78 μνημόνευmς, 78 μνημονευτικός, 78 μνημονευτός, 78
12 12
80 117
μόθαξ,
117
25 84
82
82 82 μοιράζω, 82 μοιραίος, 82 μοιράρχης, 82 μοιράς,82 μοιρασέα, μοιρασιά,
82 82
μoίραmς,82 μοιράφιον,
82
μοιράω,82 μοιρηγέτης,
82 82 μοιρίδιος, 82 μοιρικός, 82 μοιριαίος,
μοίριος,82 μοιρο-,82
μοιρογραφείσθαι, μοιροφόρητος, Μοίσα,
80
μοιχάγρια,
67
μοιχάζω,67
82
82
229 μοιχαίος,
67 67 μοιχάλιος, 67 μοιχαλίς, 67
μολυσματικός,
μοιχαλία,
μολυσματώδης,81
81
μόρφασμα,
34 34
μούναρος,
84
μορφασμός,
μουνί,
μολυσμός,81
μορφάω,34
Μουνιχίαζε,
μολών,82
Μορφεύς,
Μουνιχίαθεν,
μοιχάς,67
μομφή,
μορφή,
μοιχάω,67
μόμφος,78
μοιχεία,
μονα-,78
67
μοιχειακός,
78
μοναδικότητα,
34 34 μορφινίζω, 34 μορφινισμός, 34 μορφινομανής, 34 μορφινομανία, 34
μοναδισμός,
μορφοσκοπία,34
67 μoιχειαvός, 67 μοιχευτής, 67 μοιχευτός, 67 μοιχεύτρια, 67 μοιχεύω, 67
μονάδα,
μοιχή,67 μοιχίδιος, μοιχικός,
μοιχο-,67
μόλα,
67 67
82
μολγός,82 μόλεμα,
81 μολεύω, 81 μολίβδαινα, μολίβι,
83
83
μολίβιον,
83
μολιβόομαι,
83
μόλιβος,83
μόλις,
μοναδιστές,78
μορφύνω,34
μονάζω,
Μορφώ,34
μονάς,
μόρφωμα,
78 78
μόνιμος,
83
μονιμότητα,
12
μονιός,78
Μολίων,82
μονισμός,
μολόβριον,
μορφώνω,
34 34 μορφωτικός, 34 μορφώτρια, 34 μόρφωσις,
μοσκάτο,24 μοσκία,24 μοσκο-,24
μοσκοβολώ,24 μοσχαράκι,
24 24 μοσχάριον, 24 μοσχάτο, 24 μοσχάρι,
μοσχέη,24
82
μολοβριοτρόφος,
82
78
μόσχειος,
24 24 μόσχευσις, 24 μοσχεύω, 24 μόσχευμα,
78
μολίσκω,82
78
μοσχή,24
78
μονο-,78
μοσχηδόν,
μόνο,
μοσχίας,24
78
24
μολοβρίτης,
μονοδόλι,
μολοβρός,
μονόω,78
μοσχίτης,24
μονωδία,
μοσχο-,24
82 82 μολονότι, 67 μολοντούτο, 67 μόλος, 82 Μολοσοί, 82 Μολοσσία, 82 μολοσσίαμβος,
Μολοσσικός,
μόσχιος,24
18
78 μονωδός, 78 μονώνω, 78 μόνωσις, 78
μοσχοβόλημα,
78 78 μονωτικός, 78 μόρα, 81 μοραγίοντες, 81 μονωτής,
82
Μολοσσίς,
82 μολοσσός, 138 Μολοσσός, 82
24 24 μοσχοβόλος, 24 μοσχοβολώ, 24 μόσχος, 24 μοτάριον, 146 μοσχοβολιά,
μονωτήρας,
138
34
μόρφων,34
μοσχεία,24
μονιμοποίησις,
83
34
μορφωμένος,
μovίμη,78
μολιβουργός, μολιβούς,
78 78
78 μοναστής, 78 μοναστικός, 78 μονάφτις, 78 μοναχά, 78 μονάχα, 78 μοναχός, 78 μονάχος, 78 μονή, 78 Μονή, 78 μόνη, 78 μονήρης, 78 μονιά, 78 μονιάζω, 78 μονιάς, 78
μοιχίς,67
μοιχώδης,
78
μοναστήρι,
μοίχιος,67
μοιχός,
μορφίνη,
78
μοναδικός,
67 67
34
μοτός,146
μοτοφύλαξ,
84
78 78 Μουνιχίασι, 78 Μουνιχιών, 78 μουνο-,78
μούνος,
78, 84 84 μουντάδα, 84 μουνταίνω, 84 μουντάρισμα, 83 μουντάρω, 83 μουντζούρα, 84 μουντζούρης, 84 μουντζούρωμα, 84 μουντζουρώνω, 84 μουντός, 84 μουντώνω, 84 Moυvυχία, 78 μούργα, 82 μούργι, 81 μουργίζει, 81 μούργος, 81, 82 μουριά, 81 Μουριά, 81 Μουριές, 81 μούρλα, 85 μουρλαίνω, 85 μούρλια, 85 μουρλός, 84 μουρμούρα, 85 μουρμούρης, 85 μουρμουρίζω, 85 μουρμούρισμα, 85 μούρο, 81 Μούσα, 80 Μουσαγέτης, 80 Μουσαίος, 80 Μούσαρχος, 80 Μούσειος, 80 μουσηγετέω, 80 Μουσηγέτης, 80 μουσίδδω, 80 μουνόψειρα,
μουσίζω,80 μουσική,
80
μουσικο-,80
146
μουσικός,
80 80
μoραγoύvτες,81
μοτόω,146
μουσίκτας,
μοράζω,82
μότωμα,146
Μουσίον,80
μολπάζω,82
μοργεύω,82
μότωσις,
μουσιόω,80
μολπαίος,
μόργνυμι,
μου,
μολοσσοσπόνδειος,
82
μολπαστής,82 μολπάστρια,
82
μολπή,82 μολπηδόν,
138
81 μόργος, 82 μορέα, 81
μολπήτις,82
μορίδιος,
82
μόριμος,82
μολύβδαινα,
μόριον,
μολύβδεος,
Μόριος,81
82 82 μολυβδιάω, 82 μολυβδικός, 82 μολύβδιον, 82 μολυβδίς, 82 μολυβδόομαι, 83 μόλυβδος, 82 μολυβδουργός, 83
81
μορμολυκείον,85 μορμολύκειον,
85 μορμολύττομαι, 85 μορμορωπός, 85 μορμυρίζω,85 μορμύρω,85 μορμύσσομαι,
μολύβδωμα,83
Μορμώ,
μολύβδωσις,
μορμωτός,85
μολυβδωτός,
83 83
μορόεις,
81, 82
μόρον,81
μολυβούς,
μόρος,82
83 μολυβρός, 83 μόλυμμα, 81 μόλυνσις, 81 μολυντήρι, 81 μολύνω, 81 μόλυσμα, 81
μόρσιμος, μορτή,
85
85
μολυβίς,83
82
81
μορτός,82 μορύσσω,81 Μόρυχος,81 μορφάζω,
34
25
μουγγαίνω,
μορέω,82
82
146
12 μουγγαμάρα, 12 μουγγός, 12 μουγκανητό, 85 μOυγKΑVΊΖω, 85 μουγκρητό, 85 μουγκρίζω, 85 μούγκρισμα, 85 μουδιάζω, 146 μούδιασμα, 146 μουδιάστρα, 146 μουθουνίζω, 85 μούλα, 67 μουλάρι, 67 μουλαρώνω, 67 μουλιάζω, 83 μούλιασμα, 83
μουσίσδω,
80 85 μουσίωμα, 80 μουσίωσις, 80 μουσκάρι, 24 μούσκεμα, 24 μουσίτσα,
μουσκεύομαι,
24
μουσκεύω, μουσκίδι,
24 24
μουσο-,80
μουσόομαι,
μουλώνω,84
80 85 μουσούδι, 85 μουσουργός, 80 μουσχάρι, 24 μούχλα, 40 μούχλας, 40 μουχλιάζω, 40 μούχλιασμα, 40
μουλώχνω,
μουχός,40
μουλωχτά,
μουχρός,
84 84 μουλωχτός, 84 μουναδόν, 78 μουνάκι, 84 μουνάξ, 78 μουνάρα, 84
μουσούδα,
40, 84 40, 84 μουχρώνω, 40, 84 μουχιερό, 85 μούχρωμα,
μόχθημα,12 μοχθηρία,
12
230 μοχθηρόομαι, μοχθηρός,
12
μόχθηρος,
μπουρκλώνομαι, μπούρκος,
12 12
μπουρλοτιέρης,
μοχθίζω,12
μπουρλότο,
μοχθισμός,
μπουτίνα,
μόχθος,
12
135
135
14 33
μπράβο,
12
μόχλευσις,
86
86
μυθέω,80
μύλαξ,
μύθημα,
μυλεύς,
80
84 84 84
μυθητήρ,80
μύλη,
μυθήτρια,
80 μυθιάζομαι, 80 μυθίδιον, 80
μυλήκορον,
84 84 84
μυλήφατος, μυλιαίος,
12 μοχλευτής, 12 μοχλεύω, 12 μοχλίov, 12 μοχλίσκος, 12 μοχλός, 12
μπρατσαράς,32
μυθίζω,80
μυλίας,84
μπράτσο,
32 μπρατσόλι, 32
μυθιήτης,
μυλιάω,84
μυθικός,
μυλικός,84
μπρέ,85
μυθίσδω,80
μύλινος,84
μυθιστόρημα,
μυλίτης,84
μοχλόω,12
μυ,
μυ-,84
80 μυθιστορία, 80 μυθιστορικός, 80 μυθίτης, 146
μύα,
μυθο-,80
μυλλίζω,84
μυθογράφος,
μύλλov,84
μπροστά,
μπροστινός,
μπά,91 μπαγκέρης, μπάγκος,
53
7
53
85 84
μυαλγία,
7
μπαγλάρωμα,
84 84
96 μπαγλαρώνω, 96 μπάζω, 13 μπαίνω, 13 μπάλα, 97 Μπάλα, 97 μπαλάνια, 16 μπαλαρίνα, 16 μπαλέτο, 16
μυαλό,
μπάλιος,97
μύγδαλα,
μπάλλος,
μυγ δαλιά,
16
μπαλσαμώνω,
μυαλός,84 μυαλόω,84 μυαλωμένος,
84
μύαξ,84 μυάω,84 μύγα,
84 84
μυγάκι,
μυγαλή,84
81 81
146 80
80 μυθολογεύω, 80 μυθολογέω, 80 μυθολόγημα, 80 μυθολογητέον, 80 μυθολογικός, 80 μυθολόγος, 80 μυθομέριμνος, 80 μυθόομαι, 80 μυθοποιώ, 80 μύθος, 80 μυθώδης, 80
μυλλαίνω,
84
μυλλάς,84 μυλλάω,84
μυλλός,84 μύλλος,84 μύλλω,84 μυλο-,84 μυλόδους,
84 84
μυλοειδής,
μυλόεις,84 μυλοεργάτης, Μύλοι,
84
84
μύλοικον,
84 84
μυλοκόπι,
μύγδαλος,81
μυία,84
μυγιάζομαι,
84 μυγιαστήρι, 84 μύΥματα, 146
μυίαγρος,84
μυλόπετρα,
μυιαστήρι,
Μυλοποταμός,
μπαλώνω,
16 69 μπαμπαλής, 97 μπάμπαλο, 97 μπάμπω, 77 Μπάνιτσα, 91 μπαρκάρω, 32 μπάρκο, 32 μπαρούτη, 13 5 μπαρούτι, 135
μυγμός,85
μυιϊκός,84
μύλος,
μπαμπάκι,
μυγο-.,84
μυινδα,84
Μυλότοπος,
μυδαίνω,83
μύϊνος,84
μυλουργός,
μυδαλέος,
μυιόβιov,
μυλώδης,84
μυιοειδής,
μυλωθρέω,
μπαρουτιάζω,
μπάλωμα,
16
16
μπαλωματής, μπαλωματού,
16 16
135 μπαρουτίλα, 135 μπαρουτο-, 135 μπαρσαμώνω, 16
μυλοκόπος,84
84
μυΊδιον,84
83 83
Μυλοπόταμος,
μυδάω,83
84 84 μυιοθήρας, 84
μύδησις,83
μυΙOKέφαλov,
μύδι,
μυιοσόβη,
μυδαλόεις,
84 84
μύδιον,83
84 84 μυιοφόρον, 84
84 84 μυλωθρίς, 84 μύλωθρον, 84 μυλωθρός, 84
μυδόεις,83
μυισκη,84
μυλών,84
μύδος,
μυιώδης,84
μυλωνάρχης,
μυιών,
μυλωνικός,
84
83, 84
μυδραλιοβόλο,
83
84
μυλωθρικός,
84 84 μυλώνιov, 84 μυλωνού, 84
μυκάομαι,
μπάς,73
83 83, 84 μυδριαστικός, 83
μυκάμων,85
μυδρίασις,
μπάση,13
μυδρίνη,83
μυκηθμός,
μυμαρίζω,
μπασιά,
13 μπάσιμο, 13
μυδροβόλησις,
μύκημα,
μυναρός,84
μπασμός,13
μύδρος,
μπάστακας,
μυδών,83
84 Μυκηναίος, 84
13 13
μυδροβολώ,
83
83
83
85
μυκή,85
μύμαρ,85
85 85
μυκήμων,85
μυνδός,
Μυκήναι,
μύνη,
85
84 79 μύνομαι, 79 μύξα, 85
μυελ-,84
Μυκήνη,84
13 μπάτσα, 90 μπατσιά, 90 μπατσίζω, 90 μπατσισιά, 90 μπάτσισμα, 90 μπάτσος, 90
μυελικός,
84 μυελίνη, 84 μυέλινος, 84 μυελίτιδα, 84
Μυκήνηθεν,
μύκησις,85
μυξιάρης,
μυελο-,84
μύκητας,
μυξιάρικο,
μυελός,
μυκητίας,85
μυξίνος,85
μυελόω,84
μυκητίασις,
μύξος,
μπελιάς,51
μυελώδης,
μυκητικός,85
μυξώδης,
μπέρδεμα,
21 μπερδευτής, 21 μπερδεύω, 21 μπερδεψιά, 21
μυέλωμα,84
μυκητο-.,
μύξων,85
μυέω,84
μυκήτωρ,85
μυξωτήρες,85
μυζάω,84
μυκήτωσις,
μυο-,84
μυζέω,84
μύκλα,84
μύουρος,84
μπερδεψούρα,21
μυζητής,
μύκλος,
84 μύκομαι, 85 μυκός, 84 μύκος, 84
μυόχοδov,
μυκτήρ,85
μυρίζω,
μυκτηρίζω,
μύριοι,
μπατίκι,
μπιστικός,
95 μπλέκω, 51 μπλέξιμο, 51 μπόλι, 16 μπολιάζω, 16 μπόλιασμα, 16 μπόμπα, 133 μπορώ, 53 μπουμπουνητό,
133 μπουμπουνίζω, 133 μπουμπούνισμα, 133 μπούρκλο, 86
84 84
84
μυδράλιον,
μπαστούνι,
84
84 84
84 μυζουρίς, 84 μύζω,85 μύησις,
84 μυητής, 84 μύθα,80 μύθαρ,
80
μυθαρεύομαι, μυθάριον,
80
80 μύθαρχος, 146 μυθέομαι, 80 μύθευμα, 80 μυθεύω,80
84
μυξάζω,85
Μυκηνίς,84
μυξάριov,
μύκης,63
μυξητήρ,85
63 63
63 63
85 μυκτηρισμός, 85 μυκώμαι, 85 μυλαβρίς, 84 μυλαγρίς, 84
85 85 85
85 85
84
μυόχοδος,84 μύραινα,
84
μυρεψός,84
84 64
μύριος,64 μύρκος,84 μυρμήγκι,
μυλαίος,84
64 64 μυρμηγκιά, 64
μυλακρίς,
μυρμηγκιάζω,
μύλακρον,
84 84
Μυρμήγκι,
64 64
μυρμήγκιασμα,
231 μυρμηγκολόγος,64
μύστρον,
μωμάομαι,
μυρμηδίζω,
μυτάρα,
μώμαρ,85
ναρκαλιευτικό,
μωμεύω,85
ναρκάω,49
μώμος,
νάρκη,
64 μυρμηδών, 64 μυρμήκι, 64 μυρμηκιά, 64 μυρμηκίας, 64 μυρμηκο-, 64 μυρμηκολόγος, μυρμηKώεlς,
80 85 μυταράς, 85 μύτη, 85 μυτιά, 85 μυτίζω, 85 Μυτιληναίος,
64
Μυτιλήνη,
84
84
Μυτιληνιά,84
64
μύρμηξ,64
Μυτιληνιοί,
μύρμιξ,64
84 Μυτιληνιός, 84 μύτιλος, 78
μύρμος,64
μύτlς,85
μύρον,
μυττωτεύματα,
Μυρμιδόνες,
64
84
85
ναρκαλιεία,
49 49
49
μώνος,78
νάρκημα,
μώνυξ,78
ναρκο-,49
μωραίνω,
84 84 μώρανσlς, 84 μωρέ, 85
ναρκοθέτησις,
μωράκι,
ναρκοθέτιδα,49
μωρεύω,84
ναΡKoΜΑVΉς,49
μωρία,
μωρο,84
ναΡKoΜΑVΊΑ,49 ναρκοσυλλέκτης,
μωρό,
ναρκούμαι,
84
ναρκοθετώ,
49
49 49
ναρκοληψία,
μώρωσlς,84
μυρσίνη,
80 80 μυχαίτατος, 84 μυχάλμη, 84 μύχατος, 84 μυχέστατος, 84
Μώσα,
ναρκωτίνη,49
μυρτιά,
μυχή,84
μώσlς,78
ναρκωτισμός,
ν,
ναρός,9
μυχθίζω,85
18 να, 25
μυχθισμός,85
νάγμα,8
νασμός,9
μυχθώδης,85
ναέτειρα,8
νάσος,9
μύχιος,
ναετήρ,8
νάσσω,8
μύχλος,84
ναέτης,
8
ναστήρ,8
μυχμός,85
ναέτωρ,9
νάστης,8
Μύρωνας,84
μυχόθεν,
ναεύω,8
ναστία,8
μυρώνω,
μυχοί,
ναθμός,9
ναστόδερμα,
ναι,
ναστοκόπος,
μυρουδιά,
84
μυρόω,84 μύρρα,84 μυρρίνη,84
84 84 μύρτον, 84 μύρτος, 84 Μυρωδάτο,
84 84
μυρωδάτος, μυρωδιά, μύρωμα,
μυττωτεύω,
μωρόομαι,
μυττωτός,
μωρός,
μυχηβόρος,
μύρω,84
84 84 84
μύς,84
84
84
84
84
μυχοίτατος,
μύσαγμα,
85
84
49
49 ναρκώδης, 49 ναρκώνω, 49 νάρκωσις, 49 ναΡKωΤΙKόv, 49 ναρκωτικός, 49
μύρος,84
80
85
84
84
84
μώρος,84 μωρότης,
84
80
8
Ναϊακός,lΟ
ναστόλιθος,
μυχόνοος,
Ναϊάς,lΟ
ναστός,8
ναιδαμώς,8
ναστότης,8
ναΊδιον,8
ναστοφαγέω,
ναιετάω,8
ναστόχαρτο,
νάϊος,9
ναστώδης,8
μυσαρωπός,85
μύχουρος,84
ΝαΊς,lΟ
νάτειρα,
μυσάττομαι,
μυχώδης,84
ναισκος,8
νάτωρ,9
μυσαχθής,
μυχώτατος,
85
μυσαρία,85 μυσαρός,
85 85
8 8 8
μυχόνδε,
85 μυσαρότης, 85
μυσακτέον,
ναίτερα,8
ναυαγέω,9
μύω,84
ναίω,
ναυαγησμός,
μυσερός,85
μυώδης,
νάκη,8
μυσός,85
84 μύωμα, 84 μυών, 84 μυώνας, 84
μύσος,85
μυωνία,84 μυωπάζω,
84 μύωπας, 84 μυωπία, 84 μυωπικός, 84 μύωσις, 84 μυωτικός, 84 μύωψ, 84
νάκορος,8
ναυαρχία,
νάκος,8
ναυαρχίς,9
μω,85
ναματίζω,9
μυσιάζω,84 μύσις,
84
μύσσομαι,
85
μυσσοτεύματα, μυσσωτός,
80
80
μυσταγωγέω,
84 μυσταγώγημα, 84 μυσταγωγία, 84 μυσταγωγικός, 84 μυσταγωγός, 84 μυστάρχης, 84 μυστηριάζω, 84 μυστηριακός, 84 μυστηρικός, 84 μυστήριο, 84 μυστήριον, 84 μυστηριώδης, 84 μυστηριωδία, 84 μυστηριώτJς, 84 μύστης, 84 μυστικό, 84 μυστικός, 84 μυστικοτρόπως, 84 μυστιλάομαι, 80
Μώα,
νακοκλέψ,8
9 ναυάγιον, 9 ναυαγός, 9
νακόκλεψ,8
ναυαρχέω,9
νάKOλov,
ναυάρχης,9
8
8
νακοτάπης,
8
μωκός,85
67
μώλεια,
71 μωλέω, 71, 82 μωλίω, 71, 82 μώλος, 71, 82 μωλύvoμαι, 84
ναύαρχος,
9
ναυβατέω,9
νακύριον,8
ναυβάτης,9 ναύδετον,9
9
ναματιαίος,
9
ναματώδης,
ναυηγέτης,
9
ναυηγός,9
ναμάτιον,9
85
9
νακτός,8 νάμα,
ναυκέλιον,
9
9
ναύκλα,9
νάν,9
ναυκληρέω,
ναvίoν,8
ναυκλήρημα,
νάνος,
ναυκληρία,
8
νανούδι,
9
ναυκληρικός,
8
νανοφυής,
ναυκλήριον,
9 9 9
μώλυς,84 μώλυσlς,84
ναοποιός,8
μωλυτής,84
ναοπόλος,8
μωλυτός,84
ναός,
μωλύω,84
ναουργέω,8
ναύκραρος,9
μωλωπάδες,
82 μώλωπας, 82 μωλωπίζω, 82 μωλωπικός, 82 μωλωπισμός, 82
ναοφύλαξ,
ναυκρατέω,
μύσΤIς,84
μωλωπόω,82
νάπος,lΟ
μυστο-.,84
μωλώπωσlς,
ναπώδης,lΟ
μυστρί,
μώλωψ,82
ναραϊδο-,
μώμαι,
νάρκα,
μυσΤl1ωλεία,84 μυστιπόλευτος,84 μυσΤl1ωλεύω, μυστιπόλος,
84 84
80
μυστρίον,
80
78
82
8 8
ναύκληρος,
ναυκληρώσιμος, ναυκραρεία,
9 ναυκραρία, 9 ναυκράρια, 9 ναυκραρικός, 9
ναπαίος,lΟ
ναυκράτης,
νάπη,lΟ
ναυκρατία,
ναποίαι,
9 9 9
ναυκρατικός,
8
ναποός,8
49
9
9
8 νανώδης, 8 ναοδομία, 8 ναοκόρος, 8
μυστίλη,80
9
ναυαγία,
νακοδέψης,
80
μωκάομαι, μωλάριον,
8
8 8
8
μυσαχvf],85
84
49
νάς,9
84 84 μυχόπεδον, 84 μυχoΠΌVΤιoς, 84 μυχορήμων, 84 μυχός, 84
μυσάζω,85
49
Ναύκρατις,
Ναυκρατίτης,
10
9
9
9 9 ναυλολογέω, 9 ναύλον, 9 ναυκράτωρ,
9
232 ναύλος,
9
ναυλοχέω,9 ναυλοχία,9 ναυλόχιον, ναύλοχος,
9 9
ναυλόω,9 ναυλώνω,
ναυλώσιμον,
9
ναυμαχέω,9 ναυμάχημα,
9
ναυμάχης,9 ναυμαχησείω,
9
9
ναυμαχικός,
9
ναύμαχος,9 ναύος,8 Ναυπάκτιος, Ναύπακτος,
νεηνίης,1Ο
ναυτός,9
νέηξ,1Ο
ναύτρια,
νείαιρα,
9
νείατος,
ναύφρακτος,9
νειηγενής,
ναυφυλακέω,
νεικείω,35
10 10
11
νεικέσσιος, νεικέω,35
νεμεσίζομαι,
ναυών,9
νεικογεννέστης,35
νέμεσις,
νάφθα,
νείκος,35
8, 9 68
νέα,
Νείλος,
10 10 νειόθεν, 10 νείοθι, 10
10 10
νειοκόρος,
νεαλής,1Ο
Νάυπλιον,9
νεάν,1Ο
νεκρ-,93
νεανιεία,
νέκρα,
νεανίευμα,
νεκρικός,
10
νεακές,1Ο νεάκες,1Ο νεαλδής,1Ο
9
10 10 νεανιεύομαι, 10 νεανίζω, 10 νεανικέω, 10 νεανικός, 10 νεανικότης, 10 νεανιόομαι, 10 νεανιότης, 10 νεάνις, 10 νεανισκάριον, 10 νεανίσκευμα, 10 νεανισκο-, 10 νεανίσκος, 10 νεανισκύδριον, 1Ο
9
ναύποδες,9 ναυπόρος,9 ναύπορος,9 ναύπρηστις,
10
9
ναυρός,8 ναύς,9 ναυσηρός,9 ναύσθλov,9
νέμησις,1Ο
νέμω, νέο-,
νεόγovος,
93
νεόγυιος,
93
νεόδμητος, νεοεία,
νεκροθάπτης, νεκροθάφτης, νεκρός,
117 117
νεκροψία,
νεκρόω,93
νεολαία,
νεκρώδης,
νέομαι,
νεοχμόω,1Ο
νεάω,1Ο
ναύτης,
νέβραξ,1Ο
νεκυηδόν,93
νέβρειος,
νεκυηπόλος,
ναυτία,
Νεαπτόλεμος, νεαρο-,
10 νεαρός, 10 νεάσιμος, 10 νέασις,1Ο νεασμός,1Ο νεάτη,1Ο νεατός,1Ο νέατος,1Ο
9 9
ναυτιασμός,
νεβρίδιον,
ναυτικό,
νεβριδο-,
9 ναυτικός, 9
10 10
1Ο
νεβρίτης,
1Ο νεβρόομαι, 1Ο νεβρός, 10
9 9
9
ναυτιλοφθόρος, ναυτιόεις,
νεβρόω,1Ο νεβρώδης,
9 ναυτιώδης, 9 ναυτιωδώς, 9 ναυτοδίκαι, 9 ναυτοδικείο, 9 ναυτοδίκης, 9 ναυτολογέω, 9 ναυτολογία, 9 ναυτολογικός,
9
10
νεομηνία, νέον,
10
10
νεοπαγής,
10 10 νεόπτολις, 10 νεός, 9, 10 νέος, 10 νεόσσευσις, 10 νεοσσεύω, 10 νεοσσία, 10 νεόσσιov, 10 νεόπολις,
νεοσσίς,1Ο νεοσσο-,
10 10 10
νεοσσός, νεότης,
νεοττός,1Ο νεοχμέω,1Ο νεοχμός,1Ο νεόχμωσις,
93
νέποδες,1Ο νεποτισμός,
νέκυρ,93
νέπως,1Ο Νεράιδα,
93
νεκύσια,
Νεκύσιος,93
νεραϊδένιος,
νεκυώριov,
νέρθε,73
93
Νεμέα,
νερόν,1Ο Νέστος,
Νεμεάς,1Ο Νεμέασι,
νευμάτιov,
νεηλάτης,
Νεμεήτης,
νεήλατος, νεηλεχής, νεηλιφής,
10 10 10 10 10
νεηλύς,1Ο
10 10 10
νεμέθω,10 Νέμεια,
10 10
νέρθεν,73
10 νέμεα, 10 Νέμεα, 10
νεηλαίη,1Ο
νεηγενής,
10
10
νεραϊδάρης,
93
Νεμεαίος,
10
10
νεκυο-,93
10 10 νεύμαι, 9
νεη-,
9
93
10
9
νεόω,1Ο
νεκυϊσμός,
νέκυς,
10
νεβρισμός,
ναυτίλλομαι, ναυτίλος,
νεβρίς,
9
9
10
νέκυια,93
νεβρίζω,1Ο
ναυτιλάρχης, ναυτιλικός,
10
νεβρή,1Ο
9
ναυτιάω,9
ναυτιλία,
10 10
Νεάπολις,
νεοίη,1Ο νεοκράς,1Ο
93
ναυτεία,9
9
22
10 νεοειδής, 10 νεοκόρος,8
93
νεάπολις,
ναυσιασμός,
10 10
νεκρο-,93
νέαξ,1Ο
9
10
νεκρίλα,93
9 ναυσιώδης, 9 ναυσίωσις, 9 ναύσταθμον, 9 ναύσταθμος, 9 ναυστολέω, 9 ναυστόλημα, 9 ναυστόλησις, 9 ναυστολία, 9 ναύστολος, 9 ναυταρίδιov, 9
9
ναυσίασις,
10 10
νεοαλδής,
ναυσιπλοΊα,
ναυσία,
νεογνός,1Ο
νέμος,1Ο
ναυσιάω,9
ναυσι-,9
νεμητής,1Ο νεμητός,1Ο
93 νέκρωμα, 93 νεκρών, 93 νεκρώνω, 93 νεκρώσιμος, 93 νέκρωσις, 93 νεκρωτικός, 93 νέκταρ, 118 νεκτάρεος, 118 νεκταρίνι, 118 νεκτάριον, 118 Νεκτάριος, 118 νεκταρίτης, 118 νεκταριώδης, 118 νεκταρο-, 118 νεκταρώδης, 118 νεκυαγωγός, 93 νεκυάμβατος, 93 νεκυηγός, 93
ναυσθλόω,9
10 10 Νέμεσις, 10 νεμεσσάω, 1Ο νεμεσσητός, 10 νέμεσσις, 10 νεμέτωρ,1Ο
8
νειός,
νεάζω,
Ναυπλιώτης,
Νεμέσια,1Ο
35
νειο-,
9 ναυπήγιov, 9 ναυπηγός, 9 Ναυπλία, 9 Ναυπλιεύς, 9 Ναύπλιος,
10
ναύω,
10 νείος, 10 νείρα, 10 νειρή, 10 νειρός, 10 νεκάς, 93
ναυπηγικός,
10 10 νεμεσήμων, 10 νεμεσητέος, 10 νεμεσήτης, 1Ο νεμεσητικός, 10 νεμεσητός, 10
ναυφύλαξ,9
νεάγγελτος,
9
Νεμέσεια,
Νεμεσείον,
νειάτιος,
νε-,
9
νεμεσάω,10
10
9 ναύφθορος, 9 9
10
Νέμεος,1Ο
10
ναυφθορία,
νάω,9
ναυπηγήσιμος,
NεμεovίKαι,
νεηνίσκος,
νείδι,
Νέμειον,1Ο Νέμειος,1Ο
10
ναυφάγος,9
νάχω,9
ναυπηγής,9
νεήνις,
10
νειάμα,1Ο
9
νάφω,7
9 9
ναυπηγέω,9
ναυπηγία,
9 9 ναυτολογώ, 9 ναυτόπαιδον, 9
νεήμελκτος,
ναυτολόγος,
ναυτώνας,
9
ναυμαχία,
ναυτολόγιο,
10
Νεμειακός, Νεμειήτης,
10 10
νεύμα,
νευρ-,
10 νευρά, 10 νευράς, 10 νευρή,1Ο νευρία,1Ο
10
233 νευριάζω,
10
νευρίας,lΟ νευρίασμα,
10
νευριασμένος, νευριαστικός, νευρικόν,
10 10
10 10
νευρικός,
νευρικότητα,
10
νεύρινος,
10 νευρίνω μα, 10 νευρο-, 10 νευροειδής, 10 νεύρον, 10
νεώτατος,
10 10 νεωτερικός, 10 νεωτέρισμα, 10 νεωτερισμός, 10 νεωτεριστής, 10 νεωτερο-, 10 νεώτερος, 10 νη, 8
νηπιο-,
νεωτερίζω,
νηπιόεις,
νη-,73
νηπυτία,10
νηχείον,9
10 1Ο
νηχθήμερος,8
νηπιόλεκτα,
10
νήπιος,lΟ νηπιότης,
νιάμα,
7
νίζω,lΟ
10 10 νίβομαι, 10 νιάτα,
νήπτης,7 νήπυστος,
133
νικάδιον, νίκαθρον,
νηγάτεος,
νηπυτιεύομαι,
νηγμή,
νηπύτιος,
10 146
9
νήχω,9
10 10
νηπιώδης, νηπτικός,
νήχομαι,
10
1Ο
35 35
νικαίος,35 νίκαμα,
35 35
νήγρετος,27
νήρα,
νευρόω,lΟ
νήδυια,
νηρείτης,9
νικάτωρ,35
νευρώδης,
νηδύμιος,
Νηρεύς,
19
νικάριον,
27
10 νεύρωσις, 10 νευρωτικός, 10 νεύσις, 9, 10 νεύσομαι, 9 νευσούμαι, 9 νευστάζω, 10
122 νήδυμος, 122 νηδυπόρος, 19
10 Νηρηίς, 10 νήριθμος, 72
νικάω,
νηδύς,19
νηρίτης,9
νίκη,
νηέομαι,
Νήριτον,lΟ
νίκημα,
νήριτος,72
νίκημι,
νήησις,9
Νήριτος,lΟ
νίκησις,35
νευστήρ,9
νήθω,
νηρόν,lΟ
νικητήρια,
νήϊος,9
νηρός,9
νικητή ριος,
νευστός,9
ΝηΊς,lΟ
νησαίος,9
νεύω,
νήις,
νησεύομαι,
νευστικός,
10
10
9
νηέω,9
9
19
νέφαλος,40
νήιστος,lΟ
νησί,9
νεφέλη,
35
νικέω,35
35 35 35 35 35
νικήτωρ,35 Νικηφόρος,
9
35
Νικίας,
νηίτης,9
νησιάζω,9
40 νεφεληγερέτης, 40 νεφεληγερής, 40
νηϊτικός,9
νησιάρχης,
νήκεστος,56
νησιάς,9
νηκτήρ,9
νησίδιον,
νεφεληδόν,40
νήκτης,9
νησίζω,9
νεφελίζω,
νηκτικός,
40
νεφεληγερέτα,
35
νίκεστρον,
35 νικίειος, 35 Νικόδημος,
νησίον,9
35 35 Νικόλαος, 35 Νικολής, 35 Νικομήδης, 35
νηκτό,9
νησίς,9
νίκορ,35
νεφελο-,40
νηκτός,9
νήσις,9
νικόρτας,
νεφελοειδής,
40 νεφελώδης, 40 νεφέλωμα, 40 νεφελώνομαι, 40
νήκτωρ,9
νησίτης,9
νίκος,35
νηλεής,48
νησιώτης,
Νηλεύς,
νησιώτικος,
νεφέω,40
νηλίπεζος,
νεφέλιον,
40 40
νεφόκαμα, νεφόομαι, νέφος, νεφρί,
νήμα,
36
9
νηματίασις,
10
νημάτινος,
10
νεφριαίος,
νημάτιο,
10 10
νεφρίδιος,
9 9
9
νηματο-,9
νηματοειδής,
10
νεφρομήτραι, νεφρός,
νηλής,48
νηλίJωυς,36
40
νεφρο-,
48
νήλΙJως,36
40 40
νεφραμιά,
9
10
9
νηματουργείον, νηματουργία,
10
νεφρωμένος, νεφρώνας,
10
νηματουργικός, νηματουργός,
10
9
9 9
9
9
Νικόκλεια,
9
νικουργός,35
9
9 νησοειδής, 9 νησόομαι, 9 νήσος, 9 νήσσα, 9 νησσοειδής, 9 νηστεία, 109 νήστεια, 109 νηστευτής, 109 νηστεύω, 109 νήστης, 109 νήστιδα, 109 νηστικάδα, 109 νηστική, 9 νηστικός, 9, 109
νικώ,
νιφάς,40
νινί,
35 8
νινίον,8 νιο-,
10
νιόβγαλτος, νιότη,
νιόφερτος,
10 10 νιπτρίς, 10 νίπτρον, 10 νίπτω, 10 νίσσομαι, 9 νίφα, 40 νιφάδα, 40 νιφαργής, 40 νιπτήρ,
νηματώδης, νημάτωμα,
νηστίσιμος,
νεωλκός,9
9 9 νημφαίον, 128 νηνεμέω, 136 νηνεμία, 136 νηνεμίας, 136 νηνεμοποώς, 136 νήνεμος, 136
νήστις,1Ο9
νέφωσις,
νήτρον,9
νιώθω,
νέωμα,lΟ
νήξις,9
νήττα,9
νιώνω,11
νεών,9
νηογνώμονας,
νηττάριον,9
νιώσμα,
νήττιον,9
νόαρ,
νέω,9 νεωκόρος,
8
νεωλκέω,9 νεωλκία,9 νεώλκιον,9
νεώνητος,
1Ο
νηοκόρος,8
νεωJωιός,8
νηολογέω,9
νεωρέω,9
νηολόγησις,
νεωρής,lΟ νεώριον,
9
νεωριοφύλαξ,
9
νίφω,40
νήτρειρα,
νίψιμον,
109
9
11
νοαρέως,
11 11 11
νοέω,11
νήοχος,9
9
νηπίασις,
10
νέωσις,lΟ
νηπιαχεύω, νηπίαχος,
10
1Ο
νεώσσω,lΟ
νηπιάχω,lΟ
νεωστί,
νηπιέη,lΟ νηπιεύομαι,
10
νήφαλος,7 νηφαvτΙKός, νηφαvτός,7 νήφω,7 νήφων,7
10
νηχαλέος,9
7
40 1Ο
11
νοερός,
7 νηφαλέωσις, 7 νηφάλιμος, 7 νηφάλιος, 7 νηφαλιότης, 7 νηφαλισμός, 7
40
10 11
νηφαλεότης,
νηπιαχεύομαι,
νέωτα,
νητοφύλαξ,9
νηφαλεός,7
νεώς,8
10 10, 119
νιφτή ρας,
9
νηττοκτόνος,
9
νηπιάζω,lΟ
9
νιφοψυχής,
νητός,
νηός,9
νηπιάα,lΟ
νεώσοικος,
νητικός,9
νηOJωμπή,9
νεωρός,9
1Ο
νιφόεις,40
νοατός,
νηοψία,
νέωρος,lΟ
νιφοβολία,
νηστός,9
νηύς,9
νεωρίς,9
νεωρυχής,
9
109
10
10
νέφωμα,40
40
35
νόημα,
11 11 νοήμων, 11 νοήρης, 11 νόησις, 11 νοητικός, 11 νοητός, 11 νοθεία, 117 νόθευσις, 117 νοθευτής, 117 νοθεύω, 117 νόημι,
234 νοθο-,
117 117
νόσησις,56
νυκτέρευμα,
νοσίζω,56
νυκτερευτής,
νύχμα,
νοσταλγέω,9
8 8 νυκτερεύω, 8 νυκτερήσιος, 8 νυκτερία, 8 νυκτερίδα, 8 νυκτερινός, 8 νυκτέριος, 8
νομάδην,1Ο
νοσταλγία,
νυκτερίς,8
νωθεία,29
νομαδία,1Ο
νοσταλγικός,
νύκτερος,
νωθές,29
νομαδικός,
νοσταλγός,
νόθος,
νοιάζο μαι, νοίκι,
νοσοκομείον,
11
νοσοκομέω,
108
νοικιάζω,
108 108
νοσοκόμος,
νοικοκύρης,
νόσος,
νοϊκός,
νοσοτροφία,
11
νομάδειος,
10
10 1Ο
νομαδίτης,
56 56
9 9
νύκτιος,
9 νοσταλγώ, 9 νοστιμάδα, 9 νοστιμεύω, 9 νοστιμιά, 9 νοστιμίζω, 9 Νόστιμο, 9 νόστιμος, 9
νομάζω,1Ο νομαίος,1Ο νόμαιος,
11 νομάρχης, 11 νομαρχία, 11 νόμαρχος, 11 νομάς, 10 Νομάς, 11
νωθής,29
8
νύκτωρ,8
νώθουρος,
νυμφ-,128 νύμφα,128
νωθριάω,29
νυμφαία,
128 Νυμφαίον, 128
νωθρός,
νύμφαων,128
νώϊ,
νυμφαίος,
128 νυμφαλίδες, 128
νώκαρ,8
νυμφάς,128
νώμα,11
νοστόω,9
νυμφείος,
νωμάω,11
νοσώ,
Νύμφες,
νωμεύς,
128 νυμφευτής, 128 νυμφεύτρια, 128 νυμφεύω, 128 νύμφη, 128 Νύμφη, 128 νυμφιάω, 128 νυμφίδες, 128 νυμφίδων, 128 νυμφίδως, 128 νυμφικός, 128 νυμφίος, 128 νυμφίς, 128 νυμφίτης, 128 νυμφίτιδα, 128
νώμησις,11
νυμφο-,128
νωτάρης,11
νυκχάζω,
9
νοστιμούλικος, νόστος,
10
8
9
9
146
νόμευμα,1Ο
νοτέω,1Ο
128 128 νύμφευμα, 128 νύμφευσις, 128
νομεύς,
νοτιά,
νυμφευτήρως,
νομεισφορά,
11
νομειτεύεσθαι,
11
10
νομευτικός,
10
νομεύω,1Ο νομή,
10
νομήματα,
11
56
νοτερός,
10
10 νοτία, 10 Νότια, 10 νοτιαίος, 1Ο νοτιάς, 10
νόμια,11
νοτιάω,1Ο
νομίζω,
νοτίζω,
νομικός,
νοτινός,
11 10, 11 νόμιμος, 11 νόμιος,1Ο νομίουρος, νόμισις, νόμισμα,
10
11 11
νομισματικός,
11 11 νομισματο-, 11 νομιστέος, 11 νομιστεύομαι, 11 νομιστί, 11 νομιστός, 11 νομιτεύω, 11 νομο-, 11 νομοαίολος, 11 νομοθεσία, 11 νομοθετέω, 11 νομοθέτημα, 11 νομοθέτης, 11 νομοθετώ, 11 νομΟ1ωιός, 11 νομός, 10 νόμος, 10 νομώδης, 10 νομισμάτιον,
10 10 νότιος, 10 νοτίς, 10 νότισμα, 10 νότος, 10 νουθεσία, 11 νουθέτησις, 11 νουθετώ, 11 νουμηνία, 10 νουμηνιάζω, 10 νουμηνιαστής, 10 νoυμήvιoς, 10
νυξ,
νούμμος,11
νύξη,
νουνεχής,
νύξις,
νούς,
11
νούσος,56 νταής,
17
Νταρνάκας,
56 νοσεύομαι, 56 νοσέω,56
νυ,11
νοσηλεία,
56 νοσηλεύω, 56 νοσηλία, 56 νοσήλια, 56 νοσήλιος, 56
νύΥδην,
νοσηλός,56
νύκτα,
νόσημα,
νυκτέλιος,
νομώνης,1Ο νοός,
11
νοότης,
11
νοούμενον, νοσάζομαι, νοσακερός,
11 56 56
νόσανσις,56 νοσερός,56 νόσευμα,
56 νοσηρός, 56
146
νυΥμός,
146
νύΥω,146
8
νυκτέρεια,
8 8
νυμφών,
128
128
8
146
νωθρεία,
29 29
νωθρότης,
25
νωλεμές,
12
11
νώμη,11 νωμήσιμος,
νωμήτωρ,11 νώνυμνος,
11
νωπογραφία, νωπός, νωρίς,
νώροψ,33 νως,11
νωσάμενος, νώσις,
11
11
νωταγωγέω,
11 11
νωταγωγός, νωταίος,
11
νωτάκμων,
11
νώτειος,
11 11 νωτηγός, 11 νωτιαίος, 11 νωτίζω, 11 νώτιος, 11 νωτέυς,
νώτισμα,11 νωτοβατέω,
νύστα,
νώτov,
10
10
10 33
νωτοκοπέω,
νύσταγμα,
9
νωμητής,11
νύσσω,146
11 11
11
10 νυσταγμός, 10 νυστάζω, 10 νυσταλέος, 1Ο νύσταλος, 1Ο νύσταξις, 10 νυστέρι, 146 νυστεριά, 146 νύφη, 128 νυφιάτικος, 128 νυφικό, 128 νυφικός, 128 νυφίτσα, 128 νυφο-, 128 νυφούλα, 128
νωτόπληξ,
νύχα,8
ξαδέλφισσα,
νυχάκι,
146 νυχάτος, 146
ξάδελφος,
νυχεία,8
ξαδερφοσύνη,
νύχευμα,
νύΥμα,146 νυΥματώδης,
νυμφοειδής,
146 146 νυός, 128 νύσος, 146 νύσσος, 146
11
87 Ντάρνακες, 87 ντελάλης, 119 ντελαλίζω, 119 ντελαλώ, 119 ντόπιος, 87 ντουλάπι, 107 ντρέπομαι, 106 ντροπαλά, 106 ντροπαλός, 106 ντροπή, 106 ντροπιάζω, 106 ντρόπιασμα, 106 ντροπιασμένος, 106 ντύμα, 117 ντυμένος, 117 ντύνω, 117 ντύσιμο, 117 ντυτός, 117
νομωδός,11
νώε,25
29 29 νωθρεύομαι, 29
νοστιμούλης,
Νόμας,11 νομέας,
56 56 56
146 8 νύχτα, 8 νυχτερίδα, 8 νυχτερινός, 8 νω, 11,25 νωδός, 27 νύχος,
8
11 11 νωτοφορία, 11 νωτοφόρος, 11 νωτοφορέω,
νωτοφυλακέω,
11 111 νωχέλεια, 111 νωχελεύομαι, 111 νωχελής, 111 νωχέλια, 111 νωχελίζω, 111 νωχαλίζω,
νώψ,129
ξαγγλίζω,
144
ξαγγρίζω,7 ξάγι,
6
ξάδερφος,
23
23 23 23
ξάζω,6
νυχθημερόν,
8 146 νυχιά, 146 νυχιάζω, 146
ξαίνω,
νύχι,
ξακουστός,
νύχιος,8
ξάμμα,144
νυχίς,8
ξανά,
144
ξαλμυρίζω,
55 113
ξαλμυρισμένος,
93
113
235 ξανάω,144
ξενοδόχος,
ξάνησις,
ξένος,
ξηρά,
ξαπολνάω,38
ξεροστάλιασμα,
ξιδάς,
ξαπολύω,38
ξέρω,
Ξιδάς,
ξουθιά,93
ξάρτια,
ξεσηκωμός,
ξανθίζω,
93
ξόβεργα,
45 15 ξοδεμός, 15 ξόδευση, 15 ξοδεύω, 15 ξόδι, 15 ξοδιάζω, 15 ξόδιασμα, 15 ξοδιαστής, 15 ξομολογάω, 76 ξομολογώ, 76 ξόμπλι, 98 ξομπλιάζω, 98 ξόμπλιασμα, 98 ξομπλιαστός, 98 ξομπλιάστρα, 98 ξόος, 144 ξοπίσω, 93
144 24
60
ξηράθεν,60
93
Ξενοφάνης,
93 93 Ξενοφώντας, 93
ξηραλοιφέω,
Ξενοφών,
ξηραλοιφία,
ξανθόομαι,
ξένως,93
ξηρασία,
ξανθός,
ξένωσις,93
ξάνθιον,24 ξάνθισμα,
24 24
24
ξάνθωσις,
ξέρα,
ξαντό,
ξεραΊλα,
24 144
ξάπΛι:λ,98
98 98 ξαπλώνω, 98 ξαπλώστρα, 98 ξαπλωταριά, 99 ξαπλωταριό, 99 ξαπλωτός, 99 ξαπλωμός,
29
60 30 ξερατό, 30 ξερνάω, 30 ξερνώ, 30
ξερός,
ξηρο-,60
93
ξεινοδόκος,
93
ξείνος,93 ξεκινάω,
39
ξεκοκαλίζω,
43 ξελευθερώνω, 50 ξενάγησις, 93 ξεναγία,93 ξεναγισμός,
93
ξεναγός, ξενάκι,
93 93
ξενάλια,93 ξενηίη,93 ξενηΛι:λσία, ξενία, ξένια,
93
93 93
ξενιάω,93 ξενιζόμεvoς, ξενίζω,
93
93
ξενίη,93 ξενικός,
93 ξένιος, 93 Ξένιος, 93
110, 124 110, 124
77 8 8
144
ξεσκovηστήρι,
60 60 ξεσκόνισμα, 60 ξεσκονίστρα, 60 ξεσκονόπανο, 60 ξέσμα, 144 ξεσκονίζω,
ξεσμή,144 ξεσπιτώνω,
90
ξεστήρ,144 ξεστικός,
144 ξεστός, 144 ξεστουργία, 144 ξέστριξ, 144 ξέστρον, 144 ξεσχίζω, 89 ξεσχισμένος, 89 ξετίναγ μα, 119 ξετινάζω, 119 ξεφιτιλίζω, 129 ξεφλουδίζω, 131 ξεφλούδισμα, 131 ξεφλουδισμένος, 131 ξέφτι, 68 ξεφτίδι, 68 ξεφτίζω, 68 ξεφτίλα, 119 ξεφτίλας, 119 ξεφτιλίζω, 119, 129 ξεφτιλισμένος, 119 ξεφτώ, 68 ξεφυλλίζω, 131 ξεφύλλισμα, 131 ξεφωνημένος, 13 2 ξεφωνητό, 132 ξεφωνίζω, 132 ξεχάνω, 11 ξεχασιά, 11 ξεχασιάρης, 11 ξέχασμα,11
ξένισις,93
ξεχειμαδώ,
ξενισμός,
93 ξενιστής, 93 ξενιτειά, 93 ξενιτεία, 93 ξενίτεμα, 93
ξεχειμωνιάζω,
ξενιτεμένος,
ξεψαχνίζω,
ξεχερσώνω,
148 148 60
ξεχνάω, ξεχνώ,
11 11
ξεχυλίζω,
ξενο-,93
148 10 1 ξεψάχνισμα, 101 ξεψειρίζω, 121 ξέω, 144 ξήλωμα, 16 ξηλώνω, 16
ξενοδοκέω,
ξημεροβραδιάζομαι,
ξενοδόκος,
ξημέρωμα,
93 ξενιτεμός, 93 ξενιτεύομαι, 93 ξενιτεύω, 93 ξενιτιά, 93 93 93 ξενοδοχείον, 93 ξενοδοχέω, 93
ξημερώνω, ξηνός,
144
60
ξήρωσις,60
ξεροσταλιάζω,
ξέσις,
ξείνιος,93
ξηρός,
60
ξαφνιάζω,
ξεινίη,93
ξήριον,60
77
ξεσηκώνω,
45 ξαφνικός, 45 ξαφρίζω, 105 ξάφρισμα, 105 ξαφριστήρι, 105 ξεβοτανίζω, 13 ξεβοτάνισμα, 13 ξεβρακωμένος, 103 ξεβρακώνω, 103 ξεβράκωτος, 103 ξεθωριάζω, 125 ξεθώριασμα, 125 ξεθωριασμένος, 125 ξει, 54 ξείνια, 93
ξηρίον,60
ξερο-,60
ξάστης,144
ξεινικός,
60 60 ξηρασμός, 60 ξηράφιον, 60 ξηρή, 60 ξηρίγγιος, 60 ξήριγγος, 60
60
ξερόλας,
60 60
ξήρανσις,
ξέρασμα,
ξάπλωμα,
ξόδεμα,
81 81
81
ξι,
54
144 144 ξιδάτος, 144 ξ ιδερός, 144 ξίδι, 144 ξιδιάζω, 144 ξιδόλαδο, 144 ξιναράς, 144 ξινάρι, 144 ξιναριά, 144 ξιναρίζω, 144 ξινήθρα, 144 ξινίζω, 144 ξινίλα, 144 ξίνισμα, 144 ξινο-, 144 ξινό, 144 Ξινονέρι, 144 ξινός, 144 ξινούτσικος, 144 ξινοφέρνω, 144 ξιού-ξιού, 107 ξιπάζω,91 ξιπασιά, ξίπασμα,
91 91
ξουθός,24 ξούρα,
144 33 ξουράφι, 144 ξουραφίζω, 144 ξούρισμα, 144 ξουριστικός, 144 ξοφλάω, 143 ξοφλημένος, 143 ξοφλώ, 143 ξούρας,
ξυ,54 ξυλ-,
127
ξυλάβων,
127 127 ξυλάγγουρο, 127 ξυλάδικο, 127 ξυλάκι, 127 ξυλάρων, 127 ξυλεία, 127 ξυλένως, 127 ξυλεύομαι, 127 ξυλεύς, 127 Ξυλαγανή,
ξυλεύω,127
ξιπασμένος,
ξυλή,
ξιπαστήρι,
ξυληβόρος,
91 91
127 127 127 127
ξιπολάω,38
ξυληγέω,
ξιπολησιά,
ξυληγός,
ξιπόλητος,
ξύλημα,127
38 38 ξιφάρι, 144 ξιφασκία, 144 ξίφη, 144 ξιφήρης, 144 ξιφηφορέω, 144 ξιφηφόρος, 144 ξιφίδων, 144 ξιφίζω, 144 ξιφίνδα, 144 ξιφίον, 144 ξιφίος, 144 ξίφως, 144 ξίφισμα, 144 ξιφισμός, 144 ξιφιστήρ, 144 ξιφιστής, 144 ξιφιστύς, 144 ξιφο-, 144 ξιφομαχία, 144 ξιφομάχος, 144 ξίφος, 144 ξιφουλκία, 144 ξιφουλκός, 144 ξιφουργός, 144 ξιφύδρων, 144 ξοανηφόρος, 144 ξοάνων,144 ξοανο-, ξόανον,
144 144
ξοανουργία,
144
ξυλήρων, ξυλήφων,
127 127
ξυλία,127 ξυλιάζω,
127 127 ξυλίζομαι, 127 ξυλίζω, 127 ξυλική, 127 Ξυλικοί, 127 ξυλικός, 127 ξύλιασμα,
ξυλίνη,127 ξύλινος,
127 127 ξυλισμός, 127 ξυλιστήρ, 127 ξυλίτης, 127 ξυλο-, 127 ξύλο, 127 ξυλοειδής, 127 ξυλοκέρατο, 64 ξυλοκοπέω, 127 ξυλοκοπία, 127 ξυλοκόπος, 127 ξύλον, 127 ξυλουργέω, 127 ξυλούργημα, 127 ξυλουργής, 127 ξυλουργία, 127 ξυλουργικός, 127 ξυλουργός, 127 ξύλισμα,
236 ξυλοχίζομαι, ξύλοχος,
127
ξυστίς,
144 144
ξυστο-,
127
οδάξ,27
OζαΙVΙKός,
οδαξησμός,
οζαινίτης, όζη,
ξυλόω,127
ξυστοβόλος,
27 οδαξητικός, 27
ξυλώδης,
ξυστόν,
οδάξω,27
ξυνάω,66
144 144 ξυστός, 144 ξύστρα, 144 ξυστρί, 144 ξυστρίζω, 144 ξύστρισμα, 144 ξύστρον, 144 ξυστρωτός, 144
ξυνάωρ,27
ξύστωρ,144
ξυνεών,66
ξύω,
127
ξυλών,127 ξυλωνία,
127 ξυλωσιά, 127 ξύλωσις, 127 ξυνάν, 66 ξυναφίη,68
ξύνηβος,66 ξυνηδοτήρ,
όζολις,27 όζον,
οδεύσιμος,
15 15 οδεύω, 15 οδηγέτης, 15
οζόω,27
οδευτής,
όζω,
ξω-,93
οδηγέω,15
οζωτός,27
ξωθιά,
οδηγησία,
15 οδήγησις, 15 οδηγητήρ, 15 οδηγία, 15 οδηγός, 15 όδιας, 15 όδισμα, 15 οδίτης, 15 οδμάομαι, 27
όθεν,
οδμή,27
oθvιότυμβoς, όθομαι,
144
οά,93
ξυνοτράχηλος,66
όα,17,45
ξυνόφρων,
όαρ,
ξυνόω,66 ξύνω,
77
οαρίζω,77
ξυvύφαvσις,
66
οάρισμα,77
144
οαρισμός,
ξυνών,66
οαριστής,
ξυνωνία,66
οαριστύς,77
οδο-.,87
ξυνωVΙKός,
77 77
όζος,
όαρος,77
οδοιδοκέω,
ξυνωρίς,66
όασις,
οδοιδόκος,
ξυόεις,
οβάλ,
ξυπνάω,
όβδη,129
15 15 οδοιπόρος, 15 οδοντάγρα, 27
οβελίας,
οδονταγωγόν,
66
144 94 ξύπνημα, 94 ξυπνητήρι, 94 ξυπνητός, 94 ξυπνητούρια, ξύπνιος,
94
ξυπνός,94 ξύπνος, ξυπνώ,
28 17
16 οβελίζω, 16 οβελίσκος, 16 94
94 94
ξυπόλυτος,
38 144 ξυραφίζω, 144 ξυράφων, 144 ξυραίος,
27
Οζολίς,27
15
16 όδευμα, 15
ξυνός,66
66
27
Οζόλαι,
27
οδελός,
ξυvήων,66
66
οδάω,
οζαλέος,27
όδε,26
93 ξωτικός, 93 0,26
ξυvήια,
66
οδαξώδης,
27 27
οβελιστήριον,
16
οβελίτης,
16 16 οβολιαίος, 16 οβολίας, 16 οβολιμαίος, 16 οβολός, 16 οβελός,
οβολοστατέω, οβολοστάτης,
16 16
27 24 27
οζώδης,
24, 27 27
οζωδία,
26
οθέτης,
117
οθεύω,130 οθέω,130 όθη,130
όθι,
26
όθιζα,
117
όθμα,130
οθνείος,
117
117 130 οθόνειον, 130 οθόνη, 130 οθόνων,130 Όθρη,
27
30
οι,
οδονταλγέω,27
45 οία, 45
οδονταλγία,
27 27 oδoVΤΊΑσις, 27 oδoVΤΙΆω, 27 οδοντίζω, 27 οδοντο-., 27 οδοντόπονος, 27 οδοντοφυ'ία, 27 οδόντωσις, 27 οδός, 15,87 οδοστατέω, 15 οδοστάτης, 15 οδοστρωτήρ, 110 οδοστρωτήρας, 110 οδουρέω, 15 οδούς, 27
οιακηδόν,
οδοντάριαν,
οιάκησις,
οιδαίνω,19
44 44
οιακίζω,44 οιάκιον,44 οιάκισμα,
44 44 οιακονομέω, 44 οιακονόμος, 44 οιακοφόρος, 44 οιάκωσις, 44 οίαξ, 44 Οιάται, 45 οιάτειος, 45 οιακιστής,
ξυράω,144
όβριμος,
ξυρέω,144
οβρός,
ξυρήκης,
144 144 ξυρησμός, 144 ξυρίας, 144
σΥδοαίος,8
ξυρήσιμος,
σΥδόατος,8
ξυριάω,144
σΥδοώτερος,8
οδόω,15
ξυρίζω,
σΥδώκοντα,8
οδυναρός,
οδυνάω,117
οιδάνω,19
ξυρίς,
σΥδώντα, όγε,26
οδύνη,
'ΟΥκα,
117 117 οδυνηρός, 117 oδυvήφατoς, 117 οδυνηφόρος, 117 οδυνοσπάς, 117 οδυνώδης, 117
οιδέω,
ξύρισις,
οδύνη μα,
οίδημα,
όδυρμα,117
οιδίσκω,19
όγκινος,43
οδυρμός,
οιδματώδης,
σΥκίον,43 όγκιον,43
οδύρομαι,
οίδνον,
144
ξύρων,144
144 144 ξύρισμα, 144 ξυρο-, 144 ξυρόν, 144 ξυρός, 144 ξύρω,144 ξυσιά,
144 ξύσιλος, 144 ξυσιματιά, 144 ξύσιμο, 144 ξύσις, 144 ξύσμα, 144 ξυσμάρα, 144 ξυσμάτων, 144 ξυσματώδης, 144
32 126
σΥδοήκοντα,8 όγδοος,
8
8
42
σΥκάομαι,
54
σΥκηθμητικός, όγκημα,
54
54
όγκησις,54
σΥκητής,54 σΥκητικός,54
117
Οιάτις,45 οίγω,46 οίδα,
19
οιδαλέος,
19 19
οιδηματώδης, οίδησις,
Οιδιπόδειος, Οιδίπους,
σΥκώδης,42
ξυσμός,144
όγκωμα,
ξυσούρα,
144 ξυστά, 144 ξυστάρχης, 144
σΥμεύω,8
ξυστήρ,144
όγχvη,6
ξυστήρι,
οδαγμός,27
οδωδή,27
οιηματίας,
οδαγός,
οδώδης,27
οίηξ,44
οδών,
οιησι-,45
144 ξυστήρως, 144 ξύστης, 144 ξυστιδωτός, 144 ξυστικός, 144
όγκος,
42 42, 43
σΥκόω,42 σΥκύλλομαι,
42
42
σΥμός,8 ογρός,
οδαίος,
126
15 15
οδακτάζω, οδακτίζω,
27 27
27
οέα,45 όζαινα,
19
οιδοποιέω, οίδος,
19
18 19
19
οίεος,45 οϊζηρός,45 οϊζής,45 oiζιoς,45 οιζυρός,45 οιζύς,45 οϊζύω,45 οίζω,45 oiζω,45 οίη μα,
45
οίησις,45
27
19 19
οιδιποδισμός,
ξυσμή,144
σΥκόομαι,
19
19
117 117 οδύρτης, 117 οδυρτικός, 117 οδυρτός, 117 Οδυσεύς, 117 Οδυσσαϊκός, 117 Οδυσσεία, 117 Οδύσσεια, 117 Οδυσσειακός, 117 Οδύσσειας, 117 Οδυσσεύς, 117 Οδυσσήιος, 117 οδύσσομαι, 117
σΥκονίσκος,43
19
οίϊς,45
45
237 οίκαδε,
οικοπεδικός,
οινών,94
olω,45
οίκαδις,
οικόπεδον,
οινώνης,
οιωνίζομαι,
108 108 οικάριον, 108 οικειακός, 10 8 οικειο-, 10 8 οικείος, 10 8 οικειοτέον, 108 οικειότης, 10 8 οικειού μεvoς, 10 8 οικείω,1Ο8 οικείωμα,
108
οικός,
108 108
οιόβατος,
οικουμένη,
108 οικουμενικός, 108 οικουρία, 10 8 οικουρικός, 108 οικούριος, 10 8 οικουρός, 108 οικουρότης, 108 οικτείρω, 45
οιώνισμα,
79
οιόβιος,79
οιωνιστήριον,79
οιοβουκόλος,
οιωνοπολέω,
οιόθεν,79
οιωνοσκόπημα,
10 8 10 8 οικειωτικός, 10 8 οικετεία, 10 8 οικετεύω, 108 οικέτης, 10 8 οικετία, 10 8 οικετίδιον, 108 οικετιεύς, 108 οικετικός, 10 8 οικετίς, 108 οικεύς, 108
οικτίζω,45 οικτιρίζω,
45 οικτίρμων, 45 οικτίρρω, 45 οικτίρω, 45 οίκτισμα, 45 οικτισμός, 45
οιόκερος,
οικτός,45
όϊος,45
οίκτος,
οιοφάγος,
οικέω,1Ο8
οίμα,45
οίσις,44
οικηακός,
οιμάω,45
OισόKαρΠOV,
οϊμέ,
οίσομαι,
108
οικηϊεό μεvoς, οικήιος,
10 8
10 8 οικηιότης, 108 οικηιόω, 108 οίκημα, 108 οικηματικός, 108 οικημένα, 108 οικήσιμος, 108 οίκησις, 108 οικήτειρα, 10 8 οικητήρ, 108 οικητήριον, 108 οικητή ριος, 10 8 οικητής, 108 οικητικός, 108 οικητός, 108 οικήτωρ, 108 οικία, 108 οικιακός, 10 8 οικιάτας, 108 οικιάτης, 108 οικίδδειν, 108 οικίδιον, 108 οικίδιος, 108 οικίζω, 108 οικιήτης, 108 οικίον, 108 οίκισις, 10 8 οικισκάριον, 108 οικίσκη, 108 οικίσκος, 108 οικισμός, 108 οικιστικός, 10 8 οικιτιεύς, 108 ΟΙΚΟ-, 108 οικοδέσποινα, 22 οικοδεσπότης, 22 οικοδομή, 22, 108 οικοδόμημα, 22 οικοδόμησις, 108 οικοδομικός, 108 οικοδόμος, 108 οικοδομώ, 22, 108 οίκοθεν, 108 οίκον δε, 108 οικονομείον, 108 οικονομέω, 108 οικονομημένως, 108 οικονομία, 108 οικονόμισσα, 108 οικονόμος, 108
οίομαι,
όκκαλος,
58 130
όκκος,130
45
οκλαδία,60 οκλαδίας,
79, 92
οκλαδιάω,
60 60
οκλάδις,60
45 45
οκλαδιστί,
60 60
οκλαδόν,
οισιοπλόκος,
46
οκλάζω,60 οκλάξ,60 όκλασις,60
46
όκλασμα,60
44
οίμη,45
οίσος,46
οίμημα,
οισοφαγισμός,
οίμοι,
οισοφάγος,
45 45
26
οκιμβάζω,
οίος,
όϊς,45
45
όκα,
οιοπόλος,45
οικτρός,
45
οιωτός,45
79
οιοπολέω,
οιοχίτων,
οικτρότης,
79 79 οιωνοσκοπία, 79 οιωνοσκόπος, 79
45 45
οιομαι,
οκλαστί,
44
60
oκvαλέoς,39 oκvέω,39
44
οίμος,45
οίσπη,45
οκνηρία,
οιμωγή,
οισπώτης,45
οκνηρός,
οίμωγμα,45
οιστέος,44
oκvία,
οιμωγμός,
οιστευμα,34
όκvoς,39
οίμωζε,45
οϊστευτήρ,
oκvώδης,39
οιμώζω,
45 οιμωκτί, 45 οιμωκτία, 45
οϊστευτής,
οιμωκτός,45
οϊστοβρόχιον,
οιμώξαρα,45
οϊστοδόκη,34
όκου,92
οιμωξία,45
οιστός,
οκριάομαι,
οίμωξις,45
οϊστός,34
οκρίβας,63
οιμώσσω,45
οιστράω,44
οκριόεις,
οιν-,94
οιστρέω,44
όκρις,63
οίνα,94
οιστρηδόν, οιστρήεις,
όκταλος,
94 οιναρίζω, 94 οινάριον, 94
44 44 οιστρηλασία, 44 οιστρηλατέω, 44 οίστρημα, 44
οκτα-,8
οίναρα,94
οιναρίς,94
οίστρησις,44
οκτώ,
οινάς,94
οιστροπλάνεια,
οίνη,94
οίστρος,
45 45
οινάρεος,
οινηγία,
34 34
όκοι,
οϊστεύω,34 οιστικός,
92
οκοίος,92 οκότε,93
44 34
34, 44
44
οκότερος,
92 63
63
130
οκτάς,
8 8
οκτό,
οκτω-,8
8
Οκτώβριος,
8
οκχέω,111
44
οιστώς,44
όκχη,
οισύα,
όκχος,
οινιάς,94
οίσυον,46
οινίδιον,
οισύπειος,
94
39 39
39
οινηρός,94
94
46
111 111
όκως,93
45
ολαί,
38
οινίζω,94
οισύπη,45
οινικός,
94
οισυπηρός,
οίνινος,94
οισύπις,45
Ολβαίοι,
οινίσκος,
94 οινιστήρια, 94
οίσυπος,45
ολβήεις,47
οισώ,44
Ολβηνοί,
οινο-,94
οίσω,44
ολάκερος,
Οινόη,
Οίτη,
45
47
ολάω,33
47
οινοφλυγέω,
94 94 οινόφλυκτος, 94 οινόφλυξ, 94 οινοχόευσις, 94 οινοχοεύω, 94 οινοχοέω, 94 οινοχόη, 94 οινοχόη μα, 94 οινοχόος, 94
οιφόλης,96
47 47 Ολβία, 47 Όλβια, 47 Ολβιακαί, 47 Ολβιακοί, 47
οινοφλυγία,
οιφόλις,96
ολβίζω,47
οίφω,96
ολβιο-,47
Οιχαλία,
35 οιχέομαι, 35
όλβιος,
οιχμή,35
όλβιστος,
oιχvεύω,35
ολβίως,
oιχvέω,35
όλβος,47
οίχομαι,
ολέθρευσις,
oιχόμεvoς,35
ολέθριος,
οίνοψ,94
οιώ,45
όλεθρος,
οινόω,94
οίω,45
ολέκω,38
94
ολβία,
45
οινός,94
οιτόλινος,
οίνος,
οίτος,45
94
79
79
οιωνοσκοπείον,
οιοί,
οικτοσύνη,45
45
οιωνός,
οιόθι,
οικείωσις,
45
οιωνο-.,79
79 οιογέννεια, 79 οιόζωνος, 79
οικείως,
108
79
οιόγαμος,
79 45 οιοιοί, 45
οικειωματικός,
79 79 οιωνισμός, 79
οίνωσις,94
19 108
οίκος,
94
45
35
47
ολβιόω,47
47 47 38 38 38
238 ολεσήνωρ,38
ολομερίς,47
ολεσι-,38
ολοοίτροχος,
ολεσίθηρ,
ολόομαι,
38
38
47
ομβροβλυσία,
ομόσπονδος,
ομβροβλυτέω,
ομού,
127 127 ομβροβλύτησις, 127 ομβρολυτέω, 127 όμβρος, 126 ομβρώδης, 127 ομείρομαι, 82
ολέσκω,38
ολοός,38
ολετήρ,38
ολοόφρων,38
ολέτης,38
ολός,
ολήμερα,47
όλος,
ολημερίς,
ολότροχος,38
ομή,67
όλπη,
ομήλιξ,47
ολίγγη,36
114 47 όλπις, 114
ομήλικες,
Όλπια,
ολίγος,
Ολυμπάς,
Ομήρειον,
47
ολιγ-,36 ολιγαρχία,
36
36 36
ολίζων,36 ολικός,
47
ολίος,36 ολισθαίνω,
44 ολισθανός, 44 ολισθάνω, 44 ολισθήεις, 44 ολίσθημα, 44 ολισθηρός, 44 ολισθηρότης, 44 ολίσθησις, 44
47
67 67 Ομήρειος, 67 ομηρέτης, 67 ομήρευμα, 67 ομηρεύω,67 ομηρέω,67 ομήρης,67 Ομηρίδδω, Ομηρίδης,
67 67
ολυνθηφόρος,38
ολισθράζω,
Ολυνθιακός,
ομιλαδόν,47
ολκαδοπιττωτή,
Όλυνθος,
30
38
ολυνθοφόρος,
όμφαξ,83
ομίλημα,
ομφή,133
ολκαίον,30
ολώϊος,38
ολκαίος,30
όλως,
όμιλλος,47
ολκάς,30
όλωσις,47
όμιλος,
ολκείον,30
ομ-,67
ομιχέω,83
ολκεύς,30
ομά,67
ομίχλη,
ολκή,
όμα,67
ομιχλήεις,
30
ομφαλικός,
ομιληδόν,47
ολώδης,114
114 Ολυσσεύς, 117
83
ομφακός,83
ομιλέω,47
ολκαίη,30
ολκαία,
όλυvτoς,
100 100 oμπvιόχειρ, 100 ομπρέλα, 127 ομπρελάς, 127 ομπρελο-., 127 ομπρουλιά, 127 όμπυασμα, 94 ομφαίος, 133 ομφακηρός, 83 ομφακίας, 83 ομφακίζω, 83 ομφακινός, 83 ομφάκιον, 83
79 79 ομφαλιστήρ, 79 ομφαλόεις, 79 ομφαλός, 79 ομφαλωτός, 79
47 ομιλητής, 47 ομιλητικός, 47 ομιλήτρια, 47 ομιλία, 47
ολκάζω,30
38
OμΠVΙΑKός,
ομφακίτης,
ολύνθη,38
38
100
ομφακίς,83
όλισθος,44
όλυνθος,38
oμΠVΗρός,
Όμπvια,100
Ομηρικός,
ολισθός,44
44 ολκαδικός, 30 ολκάδιον, 30
όμπvη,100
Ομηρίζω,67
67 Ομηριστής, 67 Ομηροπάτης, 67 όμηρος, 67 Όμηρος, 67 όμικρον, 34
ολυνθάζω,38
ομόω,80
όμπvιoς,
ομηρεία,
69 Ολυμπείον, 69 Ολυμπία, 69 Ολύμπια, 69 ολυμπιάδα, 69 Ολυμπιάδα, 69 ολυμπιακός, 69 Ολυμπιακός, 69 Ολυμπιάς, 69 Ολυμπίεια, 69 ολυμπιονίκης, 69 Ολύμπιος, 69 Όλυμπος, 69
ολιγόω,36 ολιγωρία,
38, 114 47
101
67
ομφάλιος,
ομώνω,80 ομώς,67 όμως,
όμαδος,67
ομίχω,83
ομαλή,
όμμα,
ολκίον,30
67 ομαλής, 67
ολκός,
ομαλίζω,67
ομμάτων,
ομαλός,
67 67 ομαλότητα, 67
ομματόω,
ομαλότης,
όμνυμι,
ομαλόω,67
ομο-,67
ομάλυνσις,
67 ομαλύνω, 67 ομαλώς, 67
ομοεθνής,
67 25, 26 οναγός, 11 όναγρος, 11 όναρ, 11 ονάς, 11 ονεία, 11 όνειαρ, 11 ονειδείζω, 11 ονειδείη, 11 ονείδειος, 11 ονείδησις, 11 ονειδίζω, 11 ονείδισμα, 11 ονειδισμός, 11 όνειδος, 11 ονείον, 11 όνειος, 11 ονειράζομαι, 11
ομοεθνία,
ονειρατεύομαι,
ομαρής,67
ομοιο-,67
ονειρε μένος,
ομαρτέω,67
ομοίος,67
ονειρεύομαι,
ολόθρευσις,38
ομαρτή,67
όμοιος,
όνειρον,
ολοθρεύω,38
ομαρτηδόν,
ολοιός,38
ομάς,
ολοίτροχος,
ομβρέλλα,
ολόκληρος,
ομβρελλο-,
30
47
47 40
ολκήεις,30
ομάδα,
ολκήϊον,30
ομαδεύω,67
40 40 ομιχλώδης, 40
ολκή ρης,
ομαδικός,
όμιχμα,83
όλκιμος,
30 30
ολκιμότητα,
30
30
ολκότης,30 ολκωτήρας, όλλυμι,
30
38
ολλυνέομαι,
38
ολλύω,38 ολμίσκος, όλμος,
47
47
ολο-,47 ολοήμερος,
47
38 47 ολοκλήρωμα, 47 ολοκληρώνω, 47 ολοκλήρωσις, 47 ολοκληρωτής, 47 ολοκληρωτικά, 47 ολοκληρωτισμός, 47 όλολοι, 75 ολολυγαίος,75
ομιχλόομαι,
67 67
130
ομμάτεως,
67
67 127 127
ομβρέω,126 ομβρηγενής,
126 126 ομβρηλός, 126 όμβρημα, 126 ομβρήρης, 126 ομβρηρός, 126 όμβρησις, 126 ομβρία, 126 ομβρήεις,
ομνύω,
130 130 130
80 80
ομοιάζω,
117 117 67
67 67
ον,
ονείρειος,
11 11
11
ομοιότης,
ονειροπόλος,
ομοιόω,67
όνειρος,
ομοιώ,67
11 Όνειρος, 11
ομοίωμα,
67 76 ομολογώ, 76 ομοπάτριος, 90 ομόπατρος, 90 ομοργάζω, 81
ονειρωγ μός,
ομολογία,
ονείρωμα,
όμοργμα,81
ονηλάτης,
ομόργνυμι,
ονηρήεις,
81
ονέω,11 ονηγός,
11 11 11
OvησίKρηΤOς,
ολολυγών,75
126 ομβριμαίος, 127
34 34 ομορφαίνω, 34 ομορφιά, 34 ομορφίζω, 34
Ονήσανδρος,
ομορφάδα,
ολολύζω,
όμβρως,127
ομορφο-,34
ονητός,
όλολυς,
ονήτωρ,11
75
ολόλυγμα,75
Ομβριακή,127
ολολυγμός,
ομβρίζω,
75
75 75
Όμβρως,127
όμορφος,
ολολύττω,75
ομβρισία,
ομός,67
ολόμενος,38
ομβρο-,127
127
34
ομοσπονδία,
ονήσιμος, όνησις,
11 11
11
11
ονητικός,
11 11
ονθολόγος,
10 1
11
11 11 ονείρωξις, 11 ονειρώσσω, 11
όμορφα,
ολολυγή,
11
11
όνθος,26
26
239 0VUlill, 11 ονικός, 11 ονίνημι, 11 ονίνησις, 11 ovίς, 11 Ovίσημoς, 11 ονίσκος, 11 ονίσκω,11 ονοβατέω,
11 ονοειδής, 11 ονοθήλεια, 11 όνομα, 11 ονομάζω, 11 όνομαι, 11 ονομαίνω, 11
οξυόεις,
144 144 οξύρριν, 144 οξύρρις, 144 οξυρροπία, 144 οξύρροπος, 144 οξύΡΡυΥχος, 144 οξύς, 144 οξύτης, 144 οξύτητα, 144 οξυτικός, 144 οξύτονος, 144 οξυωπής, 144
Οπλόσμιος,
οπωρινός,
οξυρεγμία,
Οπλοσπία,
οπωρισμός,
οπόραι,
92 96 οποσάκις, 92
οραματιστής,
όον,17
οπός,
όρασις,
όπα,
130
112 112 οπλότατος, 112 οπλότερος, 112 όπvιoς,92 οπόεις,96 οπόθεν,
οπωροβασιλίς,
96 96 οπωροφόρος, 96 οπωρώνας, 96 οπωροπρατέω,
οπωρώνη,96
92
οποθεραπία,
96
οπόθι,
όπως,
93
όπωτ,93
92 όποι, 92 όποιος, 92
όραμα,
33
οραματίζομαι,
οποισδήποτε,
92
οραματισμός,
33
11 11 ονομασμός, 11 ονομαστής, 11 ονομαστί, 11 ονο μαστικός, 11 ονομαστός, 11 ονοματίζω, 11 όνος, 11 όνοσις, 11 ονοστός, 11
οπαδεύω,15
οπόσε,92
ορατής,
ονομασία,
οπάδησις,
15 οπαδητήρ, 15 οπαδός, 15
οπόσος,92
ορατικός,
οπάζω,15
οπόταν,
οπαίον,
οπότε,
ονοτάζω,11 ονοτός,
όπη,92
ονυχαίος,
146
όπεας,
οππόθεν,92
οργάνη,73
οπή,
οππόθι,
οργανίζω,
130 130
οππόκα,
οπήδησις,
οππότε,93
οπηδός,
οππότερος,
15 15 15
οπητίδων,
οπήτων,130
ονυχόω,146
οπιομανία,
ονυχώδης,
όπιον,
οπτανός,96
οργανώνω,
οπτάνω,129
οργάνωσις,
οπιάς,96 οπιδνός,
129 129
οξυηκόϊα,
οπτεύω,129 οπτήρ,
οργεών,73
όπις,
129
129
129
οπτασιαστής,
129 129 129
οπτάω,96
129 129 129
όπισθα,93
οπτήρια,
οργεωνικός,
όπισθεν,
όπτησις,96
οργή,
οπισθέναρ,
οπτήτειρα,
96 96 οπτίζομαι, 129 οπτική, 129 οπτίκων, 129 ΟΠΤΙΚΟ-, 129 οπτικός, 129 οπτίλος, 129 οπτίς, 129 ΟΠΤΟ-, 129 οπτός, 96 οπυιόλαι, 96
όργημα,127
οπισθίδιος,
οπτητός,
οργητής,
οπυίω,96
οργοτόμος,
όπυς,93
οργυά,
93
οπίσθιος,
93, 117 93 93
οπισθο-,93
93
οπλάριον,
112
οπλέω,112 οπλή,
112 112 Οπλήτες, 112 οπλίζομαι, 112 οπλίζω, 112 όπλισις, 112 όπλισμα, 112 οπλισμός, 112 οπλίτης, 112 οπλιτική, 112 οπλιτικός, 112 οπλίτις, 112 οπλοδεξιά, 112 όπλομαι, 112 όπλον, 112 οπλοσκοπέω, 112 οπλή εις,
144 46 οξύϊνος, 144 οξυκόϊα, 144 οξύμωρος, 144 οξυντήρ, 144 οξύνω, 144 οξύθυμος,
οργανόω,73
οπτέον,
οπίσω,
οξύη,144
όργανος,73
οπιπτεύω,
οπίσσω,93
οξυδερκής,
73 οργανοποιός, 73
οπίπης,129
οπισμός,96
120 120
73
οργανοποιία,
οπτασιασμός,
οπτασία,
οπτασιάζομαι,
96
οξίζω,
οξυδέρκεια,
οργανοπήκτωρ,
96 οπιπευτήρ, 129 οπιπεύω, 129
96 96
οξίδων,
οξύα,144
οπταίνω,
73 73 οργανωτής, 73 οργανωτικός, 73 οργανώτρια, 73 οργάς, 127 οργασμός, 73, 127 οργαστήριον, 73 οργάω, 73, 127
οπιομανής,
όπισμα,96
οξυά,144
οπτάζομαι,
οπίζω,96
130 96
οξηρός,144
144 144 οξίνα, 144 οξίνης, 144 όξινος, 144 οξίς, 144 οξο-, 144 όξος, 144 οξυ-, 144
92
οπίζομαι,
οπιακός,
οπιούχος,
144 οξαλίς, 144 οξάλμη, 144 οξέα, 144 οξεία, 144 οξείδων, 144 οξέϊνο, 144 οξέϊνος, 144 οξερίας, 144 οξηλίς, 144
93
129 129 οπταλέος, 96 οπταλίασις, 129 οπτανείον, 96 οπτάνειον, 96 οπτάνομαι, 129
οπήτρια,
130
73 73 οργανισμός, 73 οργανίστας, 73 οργανιστής, 73 οργάνιστρον, 73 οργανο-., 73 όργανον, 73 οργανικός,
όππως,93
146 146 ονύχινος, 146 ονύχιον, 146 ονυχισμός, 146 ονυχιστήρ, 146 ονυχιστήριον, 146 ονυχίτης, 146 ονυχοειδής, 146
11
28 73, 127 οργαίνω, 127 οΡ'Υάζω,
92
οπηδεύω,
ονυχιμαίος,
οξάλειος,
οράω,33 Όρβηλος,
οπποίος,92
ονυχίζω,
όνωρ,
92
οπόστος,92
οπάων,90
όπατρος,90
οπήεις,130
ονώ,11
33 33 ορατός, 33 ορατότης, 33 ορατότητα, 33 οραυΥέομαι, 33
93 93 οπότερος, 92 οποτέρωθε, 92 οποτέρωθι, 92 όπου, 92
130 οπαίος, 130 οπάτριος, 90
ονυχέα,146
146
οποσταίος,
33 33 33
ορατέον,33
ονομακλήδην,
11 όνυμα, 11 όνυξ, 146
96 96
όργια,
127
73
οργιάζω,
73 73 οργιαστής, 73 οργιάω, 73, 127 οργίζω, 127 οργίλος, 127 οργιλότης, 127 οργιλώδης, 127 οργιασμός,
οργός,29
29
29 οργυιά, 29
όπω,92 όπωπα,129
οργυιαίος,
οπωπεύω,
οργυιή,29
129
29
οπωπή,129
οργυιόομαι,
οπωπητήρ,129
όργωμα,
οπωρεύς,96
29 οργώνω, 29 ορδαλία, 28 ορδή, 28
οπωριαίος,
όρεγμα,29
όπωρ,93 οπώρα,
73
127
96 96
οπωρίζω,96
ορέγνυμι,
οπωρικός,
ορέγομαι,
96 οπώριμος, 96
ορέγω,29
29
29 29
240 ορειάρχης,
29
ορειάς,29 ορείαυλος,
29 29 ορειβάτης, 29 ορειβατικός, 29 ορείγανον, 29 ορείγανος, 29 ορειλεχής, 29 ορεινόμος, 29 ορειβασία,
ορίας,29
ορμίσκος,
Ορτυγία,
ορίγανον,
29 ορίζοντας, 34 οριζόντιος, 34 οριζοντιώνω, 34 οριζοντίωσις, 34 ορίζω, 34 ορίζων, 34
όρμισμα,
ορτύγιον,
ορμός,32
ορυγή,29
ορικός,29
όρμος,
όρυγμα,
ορικτίτης,
32 32 ορμιστέον, 32 ορμιστήρια, 32
28 28 ορτυγομήτρα, 28 ορτύκι, 28 ορτυγοκόπος,
32
ορμονικός,
ορμώ,
29
ορτυγοκοπία,
ορμοδοτήρ,32 ορμόνη,
όρτυξ,28
32
32 32
ορυγμία,
29 29
όρειος,29
ορίνω,28
ορναπέτιον,
όρυγξ,29
ορείς,33
οριο-,34
ορνεάζομαι,
όρυζα,
ορείτης,29
ορίσιμος,
ορνεακός,
ορυζο-,
ορείχαλκος,
34 όρισμα, 34 ορισμός, 34
ορειώδης,
οριστής,34
ορνεώδης,
ορειώτης,29
οριστικός,
ορνιά,
ορεκτέω,29
οριστός,34
ορεκτιάω,
ορίχαλκος,
ορειχάλκινος,
104 29, 104 29
ορεκτικός,
29 29
όρνεον,
29, 104
OΡKάvη,73
όρεξις,
ορκιατομέω,74
29
ορκίζομαι,
ορεογόνος, ορέομαι,
29
ορκίζω,
ορυζώνας,
103 29 ορυκτή, 29 ορυκτή ρ, 29 ορυκτής, 29 ορυκτός, 29 ορυμαγδός, 103 ορυκτέον,
28
10 28 ορνιθεία, 28 ορνιθεύομαι,
ορκαπάτης,
28 28 ορνιθεύω, 28 ορνιθιάζω, 28 ορνιθίας, 28 ορνιθευτής,
74
74
74
103 103
ορυζών,1Ο3
28
όρνιθα,
ορεκτός,29 ορεο-,29
28 28 28
ορνεός,1Ο
34
28 28
όρυξ,29 όρυξις,
29 29
ορύσσω,
ορκικός,74
ορνιθο-,28
29 ορέσβιος, 29 ορεσίβιος, 29 ορεσιβώτης, 29 ορεσικοίτης, 29 ορεσίκοιτος, 29 ορεσκεύω, 29 ορέσκιος, 29 ορεσκώος, 29 ορεσσιβάτης, 29 ορέστερος, 29 ορέστης, 29 ορεστιάς, 29
όρκιον,74
ορνιθόομαι,
ορκιοτομέω,74
ορνιθοτροφείον,
ορκιοτόμος,74
ορνιθώδης,
ορκιοφόρος,
ορνιθών,28
oρφάvευμα,
ορνιός,
ορφανεύω,
ορεύς,29
ορκόω,74
ορεύω,33
όρκωμα,
ορέω,33
ορκωμοσία,
ορεωκόμος,29
ορκωμοτέω,74
όρημι,
ορκωμοτήριον,
28
ορεοπωλώ,
33
74
ορκισμός,74 ορκιστής,
74
όρκμος,73 ορκόδεσμος,74 ορκοπατέω,74 όρκος,
74
ορκοσκοπικόν, 74 ορκοσφάλτης,74 ορκούρος,
73
74 74 74
ορυτύπος,29 ορυχείον,
28 28
ορυχή,
29
29
ορύχω,29
28
10 όρνις, 28 όρνυμαι, 28 όρνυμι, 28 ΟΡΟ-, 29, 105 ορόδαμνος, 104 οροθεσία, 34 οροθέσιο, 34 οροθετώ, 34 ορολογικός, 34 όρομαι, 28 Ορόντης, 105 ορός, 105 όρος, 29, 34
28 28
oρφαvία,28 ορφανίζω,
28 28 ορφανόομαι, 28 ορφανός, 28 oρφαvιστής,
ορφανοτροφείον, Ορφέας,30 Όρφειος,30
Ορφεύς,
30 30 ορφνά, 30 ορφναίος, 30 ορφνή, 30 Ορφικός,
ορητός,33
ορκωμότης,74
οροσημαίνω,34
Όρφvη,30
ορθάδιος,
ορκωμοτικός,74
οροσήμανσις,
oρφνήεις,30
Ορθάνης,29
ορκώμοτος,74
ορόσημο,
ορθεύω,29
ορκωτής,
ορούω,28
29 ορθίασις, 29 ορθίασμα, 29
74 ορκωτός, 74 ορμάζω, 32, 70 ορμαθίζω, 32 ορμάθιον, 32 ορμαθός, 32
ορθινός,29 όρθιος,
29
ορθηλός,29 Ορθία,29 ορθιάζω,
29
ορθο-,29
ορθοπεδική, ορθός,
29
οροφή,
34
30
οροφιαίος,
30 30 ορφνώδης, 30
3Ο
ορφυίς,30
οροφίας,30
όρχατος,72
οροφικός,30
ορχεκτομή,
ορόφινος,
ορχεκτομία,
ορμαίνω,32
όροφος,
ορχεο-,73
ορμαστή,32,70
οροφόω,30
ορχέομαι,
ορμάστηρα,
ορόω,33
ορχεοτομία,
32 ορμαστήριον, 32 ορμαστός, 32, 70
30 30
όρπηξ,28
όρμαστρα,32
ορθότης,
ορμάω,
ορρός,
32 32
73 73
72 73
ορχηδόν,72
ορθοσύνη,29
29
ορφνινός, ορφνός,
ΟΡΡΟ1ιοτέω, ορροπύγιον,
29
34
105 29
ορχηθμός, όρχημα,
72 73
όρχης,73
105
ορθόω,29
ορμειά,
ορθρεύω,29
ορ μενόεις,
ορθρία,29
ορμεύω,32
ορρωδέω,28
ορχηστήριον,
ορθρίζω,29
ορμή,
ορρωδέως,
ορχηστής,
όρθριος,29
ορμηδόν,32
ορρωδίη,28
όρμημα,
ορσάγγης,
ορθρισμός,
29
32
32 32
όρρος,29
όρχησις,
ορρόω,1Ο5
ορχηστήρ,
28 29
όρμησις,32
ορθρόλαλος,29
ορμητήριον,
όρθρος,
29 Όρθρος, 29
ορμητιαίος,
ορμητίας,32
ορσότης,29
ορχι-,73
όρθρωμα,29
ορμητικός,
ορσύδρα,
ορχίδιον,
ορθώνυμος,
ορμητός,32
ορτάζω,29
ορμιά,
ορταλίζω,
ορθώνω, ορθωσία,
29
29 29
32 32
32
32
ορσοί,
29
ορσός,29
29 28
ορταλίς,28
Ορθωσία,29
ορμιεύω,32
ορταλιχεύς,
Ορθώσιος,
ορμίζω,
ορτάλιχος,
32
ορμιηβόλος, όρμικας,32
32
73 73 ορχιπέδη, 73 ορχιπεδίζω, 73 ορχίπεδον, 73 ορχίτιδα, 73 ορχιπεδάω,
ορμιάω,32
29 όρθωσις, 29 ορθωτής, 29
73
73 ορχηστίς, 73 ορχηστός, 72 ορχήστρα, 73 ορχήστρια, 73 ορχηστύς, 72
ορθρογόη,29
ορσι-,29
72 73
28 28
ορτή,29
ορχίτις,73
ορτός,29
Ορχομενός,
48
28
241 όρχος,
οστρυά,
72
ορχοτομέω, ορχοτομία, ορώ,
73 73
οστρύα,
ουδέν,
110 110 110
ος,26
Ουρανίδης,
οσφράδιον,
οσφραίνομαι,
ουδέος,87
ουρανίσκος,
ουδέποτε,
Oυραvίωνες,28
όστρυς,
οσμητήριον,
27 27 όσφρανσις, 27 οσφραντήριον, 27 οσφραντήριος, 27 οσφραντικός, 27 οσφρασία, 27 οσφυαλγής, 10 1 οσφυαλγία, 10 1 οσφύδιον, 10 1 οσφυήξ, 101 οσφυϊκός, 10 1 οσφυιτιδα, 10 1 οσφυιτις, 10 1 οσφυοϊερός, 10 1 οσφυοπαγής, 10 1 οσφυοστάτης, 10 1 οσφύς, 101 οσχειτης, 42 όσχεο, 42
οσμογόνος,
οσχεο-.,42
93 93 ουθέτερος, 93 ουκ, 93
οσχέομα,
ουκούν,93
οσάκις,
93
οσαυταχώς,
93
οσαχή,93 όσδω,27 οσία,
21
οσιεύω,21 όσιος,
21
οσιότης,
21
οσιόω,21 οσίωμα,21 οσίωσις,21 οσιωτήρ,21 οσμάομαι, οσμή,
27
27
οσμή ρης, οσμηρός,
27 27
οσμηρότητα,
27
όσμησις,27
27 27 οσμόμετρο, 27
42
93 93 ουδετερόνιον, 93 ουδέτερος, 93 ουδετερότης, 93 ουδετέρωθεν, 93 ουδετερώθι, 93 ουδετέρωσις, 93 ουδόλως, 93 ουδός, 87
ουρανομήκης,
ουδετερο-,
ουρανός,
ούδωρ,127
ουρέω,
ούθαρ,
ουρήθρα,
127
ουθείς,93 ουθέν,93 ουθενής, ουθένια,
ούκουν,93
οσμώδης,
27 όσμωσις, 117 οσμωτικός, 117
όσχη,42
ούκω,93
οσονούν,93
όσχος,24
οσονών,93
οσχοφόρια,
όσος,
όταν,
ούκων,93
οσχοβόρος,
ουλαί,
38
ουλαμηφόρος,47
24
ουλαμός,
26
όσοσπερ,93
ότε,26
όσπερ,26
οτειλόομαι,
οσπίτιον,
ότι,
όσπρεον,
οτλεύω,
90 100 οσπριο-, 100 όσπριον, 100 οσπριώδη ς, 100
ούκως,93
24
47
ουλαμώνυμος,
115
26
ούλε,
47
47
ούλιος,38
116 ότλος, 116 ότοβος, 115
ουλίτιδα,
οσσάκις,93
οτοβώ,115
ουλόθητος,
οσσάτριος,
οτοτοί,
115 115 οτραλέος, 120 οτρηρός, 120 ότρυνσις, 120 οτρυντήρ, 120 οτρυντής, 120
ουλόθυμος,38
οτοτύζω,
ούλοι,
οτρύνω,120
ουλοόφρων,38
όττα,133
ουλοποίησις,
οττεία,133
ουλορραγία,
όσσε,
93
130
όσσομαι,
130
όσσος,93 όσσω,130
οστάγρα,
109 οστακός, 109 οστέϊνος, 109 οστεο-, 109 οστεοκόπος, 109 οστέον,1Ο9 οστεουλκός, οστεύν,1Ο9 οστέωσις,
109
οστία,
109 όστινος, 109 όστις, 26 οστίτης, 109
ουρεόφοιτος, ουρεσιβώτης, ουρεσίοικος, ουρεύς,28
33, 105 105 ουρηθρο-, 105 ούρημα, 105 ουρηρός, 105 ουρησείω, 105 ούρησις, 105 ουρητήρ, 105 ουρητηρο-, 105 ουρητρίς, 10 5 ουρία, 105 ουρίακος, 29 ουρίαχος, 29 ουρίζω, 28, 34 ουρικός, 10 5 ούριος, 28, 10 5 ουριοστάτης, 28 ουριότης, 28
130 ου, 26, 93 ουά, 93 ουαί, 87,93
ουλότης,71
ούας,137
ουλοχυτέομαι,
ουάτων,137
ουλόω,47 ούλω,47
ουσιόω,25
ούλως,47
ουσιώδης,
ουμίων,25
ουτάζω,115 ουτάω,115
ουατόεις,
ούγια,
38 47
71
ουλόκερως,71 ουλομελίη,47 oυλόμεvoς,38 ούλον,
47
ουλόομαι,
ούλος,
47
71 47 38, 47, 71
ουλοφόρος,71 ουλοφυής,47 ουλοχύται,
137
οστό,
47
ουλοβάται,
133
ουατοκοίτης,
137
45
38 38
οστούν,1Ο9
ουδαμά,93
ούνεκα,
οστρακεύς,
ουδαμή,93
ούνεκεν,
ούτησις,
ούνομα,11
ουτήτειρα,
110 οστρακηρός, 110 οστρακίας, 110 οστρακίζω, 109 οστρακίνδα, 11 Ο οστράκινος, 110 οστρακίς, 110 οστρακισμός, 109 όστρακον, 109 οστρακόω, 11 Ο οστρείδιον, 109 όστρειον, 109 όστριον, 109
28 28 28
ούρλιασμα,
ουλίτις,47
όττις,
οστο-,1Ο9
109
ούρειος,28
103 103 ουρλιαχιό, 103 ουρο-, 105 ουροδόκη, 105 ουροδοχείον, 105 ουροδόχη, 105 ουροδόχος, 105 ουρολογία, 105 ουρολόγος, 105 ούρον, 28, 105 ουρός, 29, 105 ούρος, 28, 33 ουρώ, 105 ους, 137 ούσα, 25 ουσία, 25 ουσιακός, 25 ουσιάρχης, 25 ουσιαστικά, 25 ουσιαστικόν, 25 ουσιαστικός, 25 ουσίδιον, 25 ουσιότης, 25
οττεύομαι,
109
28
105
ουρλιάζω,
οτλήμων,
145
ουραχός,
ουριόω,28
ότλημα,116
Όσσα,
ουρανούχος,
ουλή,
οτλέω,116
28
28 Ουρανός, 28
ουλέω,47
38, 47 ούλη μα, 38
όσσα,133
116
28
ουδεπώποτε,
οσχεός,42 όσχις,42
ουρανίς,28
93
οσμύλη,27
93
28 28 ουρανίζω, 28 ουράνιος, 28
93 ουδένεια, 93 ουδενία, 93 ουδενίζω, 93
όσφρα,27
33
Ουρανία,
93
ουδενάκις,
ουδαμινός,
93
13, 134 134
ουδαμινότης,
93 93 ουδαμόθι, 93 ουδαμοί, 93
ουπέρ,
ουδαμόθεν,
ούπω,93
ουδαμός,93
ουραγέω,28
ουδαμού,
ουραγία,
ούδας,
ουράγιον,
93 87 ουδέ, 93 ουδείς, 79, 93 ουδέκοτε, 93 ουδεμία, 93
52
ούπως,93 ουρά,
28
28 29 ουραγός, 28 ουραία, 29 ουραίος, 29 ουράνη, 105
25
115 115 ουτοπία, 87 ουτοπικός, 87 ουτοπιστής, 87 ουτοπιστικός, 87 ούτος, 26 ούτω, 26 ούτως, 26 ουτώσι, 26 ουχ, 93 ουχί, 93 -ουχος" 111
242 οφείδων,
όχευσις,
οψίχα,93
παθός,
οφειλέσιον,
οχευτή,
οψο-,96
πάθος,
όψον,
Παιάν,90
130 142 οφειλέτης, 143 οφειλέω, 142 οφειλή, 142 οφείλημα, 142 οφειλομένως, 142 οφειλόντως, 142 οφείλω, 142 οφελισμός, 48 όφελμα,48
149 149 οχευτής, 149 οχευτικός, 149 οχευτός, 149 οχεύω, 149 οχέω, 111 οχή, 111 όχημα, 111 οχηματίζω, 111 όχησις, 111 οχθάομαι, 12
όφελος,
οχθέω,12
οφέλλω,48
48
οφελτρεύω,
48 οφθαλμηδόν, 130 οφθαλμία, 130 οφθαλμίας, 130 οφθαλμιάω,130
οφθαλμίζομαι,
130 130 οφθαλμο, 130 οφθαλμορύχος, 130 οφθαλμός, 130 οφιακός, 130 οφίασις, 130 οφιδεύω, 130 οφθαλμίτης,
όχθη,
149
οχθηρός,
149 12 οχθίζω, 12 όχθος, 149 οχθοφύλαξ, 149 οχθώδης, 149 όχι, 93 οχιά, 145 οχλαγωγία, 56 όχθησις,
96
οψών,96
παιανίαι,
οψωνέω,96
Παιανιεύς,
οψωνιάζω, πα,
96
πάαισμα,
παιανισμός,
παγάνα,
παιανισταί,
96 παγανιά, 96 παγανίζω, 96 παγαρχία, 96 πάγαρχος, 96 Παγασαί, 96 Παγασήιος, 96 ΠαγασηΊς, 96 Παγασίτης, 96 Παγασιτικός, 96 παγάω,96 Παγγαίov, πάγεμα,
96
6
παγεμός,6 παγερός,
οχλεύς,
12
παγετός,
96 96
οχλέυω,12
πάγη,96
οχλέω,56
παγίδα,
οφιήτης,
όχλημα,
παγίδευμα,
96
96 96 παγίδωμα, 96 πάγιος, 96
οφω-,130
οχληρία,56
οφώδειρος,
130 130 οφώεσσα, 130 οφώνεος, 130
οχληρός,
οφωειδής,
οχληρότης, οχλίζω,56
παγίωσις,
όφως,130
οχλικός,56
παγκάρι,
οχλο-,56
παγκέρης,7
οχλοκοπέω,
56 οχλοκρατία, 56 όχλος, 56
πάγκος,
οφίτης,130
όχμα,111
παγκρεατίνη,
οφιώδης,
οφίουρος, οφωύσσα, οφωύχος, όφις,
130 130 130
130
παιάνις,90
97
παγά,7
οχλάζω,56
56
παγιδεύω,
56 56 οχλητικός, 56
παγιόω,96
96 7
7
πάγκρεας,
96
παγκρεατικός,
οχμάζω,111
97 97 παγκρεατίτις, 97
οφίων,130
οχμή,
οχμός,
παγκρεόνη,97
όφληmς,143
111 111 όχμος, 111
παγκρεατο-,97
όφλημα,143 οφλητής,
όχνη,6
παγόνι,
όχος,
πάγος,
130
143 οφλισκάνω, 143 οφλός, 143 οφορώ,33 όφρα,26 οφρυάζω,30 οφρυανασπασίδης,30 οφρυάω,30 oφρυγvώ,30
παγο-,96
111
οχούμαι,
111 οχυρίαι, 111 οχυρός, 111 οχυρότης, 111 οχύρωμα, 111 οχυρώνω, 111 οχύρωσις, 111 οψ, 129, 133 οψάομαι, 96
90 90 παιανίζω, 90 παιανικός,90
90
οφίδων,130
130
94 94
118 96
παγούριov, πάγουρος,
παιανίτης,
παιαvo-,90
παίγμα,
91
παιγμός,91 παιγνίδι,
91
παιγνιδιάρης,
91 91 παίγνιov, 91 παιγνιώδης, 91 παιδαγωγείov, 90 παιδαγωγία, 90 παιδαγωγικός, 90 παιδαγωγός, 90 παιδάκι, 90 παιδαράς, 90 παιδαρέλι, 90 παιδαριώδης, 90 παίδαρος, 90 παιδεία, 90 παίδεμα, 90 παιδεμός, 90 παιδεραστής, 90 παίδευμα, 90 παιδεύω, 90 παίδεψη, 90 παιδιά, 90 παιδιακίζω, 90 παιδιακός, 90 παιδιαρίζω, 90 παιδιάρισμα, 90 παιδιάτικος, 90 παιδικισμός, 90 παιδικότης, 90 παιδίσκη, 90 παιγνιδίζω,
παιδνός,90
96 96
παιδο-,90 παιδοπίπης,
παγόω,96
παιδωμή,
πάγρα,
παίζω,
96
90
πάγχυ,92
Παιήων,90
πάγω,
6
παινάδι,
παγώνι,
παινέδι,
137 137 παίνεμα, 137 παινεμός, 137 παινετικός, 137 παινετός, 137 παινεύω, 137
οχέη,140
οψείω,129
οχεία,
όψημα,
παθερός,94
παίρνω,
οχείον,
οψημέρα,93
πάθη,
παις,
οψητήρ,96
πάθημα,
οψι-,93
παθηματικός,94
παίσμα,
149 οχέτευμα, 149 οχετεύω, 149 οχετηγέω, 149 οχετηγία, 111, 149 οχετηγός, 149
όψι,
πάθησις,
παίστρια,
όψιος,93
παθιασμένος,
οχέτων,149
οψιότης,93
παθικεύομαι,
όχετλον,
όψις,
παθικός,94
παιωνείov,
οψισμός,93
πάθνη,92
παιωνία,
οψίτερον,
παθο-,94
30
οφρύη,30 Οφρύνιον,
30 30
οψαράς,96
οφρυόομαι,
οψάριον, 96
οφρύς,
οψαρότης,
30
οχάνη,111
93 96 οψαρτυσία, 96 οψαρτυτής, 96
όχανον,111
οψαρτύω,96
οχέα,
οψέ,
οφρύωμα,30 οχ,
οψάρτυμα,
12
140
149 149 όχεντρα, 145 οχεταγωγέω, οχετεία,
111 οχετός, 149 οχεύς, 111
149
93 96
93
94
παίνια,137 παινώ,
137
Παίovες,90 παιπάλη,98 παιπάλημα,
98 98
παιπαλώδης,
27
90
παίσδω,90
94
91 91
94 παθητικός, 94 παθητικότης, 94
παιφάσσω,
οψίζω,93
παθητός,94
παιχνιδιάρης,
όψιμος,
παθιάζω,94
παιΧVΊΔιov,
οψία,93 οψιαίρετος,
93
93
129 93
129
90
118 παγώνω, 96 παζάρεμα, 92 παζαρευτής, 92 παζαρεύω, 92 παζάρι, 92 παζαρίσιος, 92 παζαρίτης, 92 παζαριώτης, 92 παζαρλίκι, 92 παθαίνω, 94 παθεινός, 94
οφρύδιον,
90 90 90
94 94
παιΧVΊΔι,
παίω,
128
91
91 90, 92
Παιών,90
90 90 Παιωνιάς, 90
91
243 παιωνίζω,
90 90 ΠαιώVΙoς, 90
πάλλω,
ΠαιωVΙKός,
πάλμα,97
παιωνίς,90
παλμογράφος,
παιωvισμός,
παλμικός, παλμός,
90
πανιοίος,
97 97 97
πανιοπωλείον,
παραθυροειδής,
πανιοπώλης,
παραθυρόφυλλο,
51 51
πάνιοτε,
παραίνεσις,
πανιρειά,
παραινώ,
πάλος,97
πακτός,
παλούκι,
92 12 πανιρεύω, 12
παλουκιά,
πανιρολογήματα,
97 97 παλούκωμα, 97 παλουκώνω, 97
πακτόω,96 πάκτων,96 πακτώνω, πάκτωσις,
96 96
πανιρολογώ,
12
πάνιως,92 πάνυ,
παλιιι-,
παλτός,97
πανωλεθρία,
πάλαι,
παλύνω,98
πανωλέθριος,38
92
παλαίβω,97
πάμα,92
παλαιικός,
97 πάλαιμα, 98 πάλαιμι, 97
Παμβώτlς, παμουχέω,
38 πανώλης, 38
παλαιο-,97
παμούχος,
πανωλία,38
πάμμα,92
παρακαμπτήριος,
38
πανώλεθρος,
13
παρακάμπτω, παράκαμψις,
38
πανώλεια,38
παρακαταθήκη,
πανώλη,
παρακινδυνευμένος,
126 39 παρακινδυνεύω, 39 παρακμάζω, 145 παρακμή, 145 παρακτέον, 6
παλαιόω,97 παλαισμός,
παμωχέω,92
παξαμάς,96
παρακτικός,
παμώχος,92
παξαμίς,96
παραλαμβάνω,
Πάν,
παξαμίτης,
παραλήγουσα,
97 παλαιότης, 97 97 παλαιστής, 98 παλαίστρα, 98
πανωλικός,
38
παξ,96 παξαμάδιov,
παλαίω,97 παλαίωμα,
97 97 παλάμη, 98 Παλαμήδης, 98 παλαμιά, 98 παλαμιαίος, 98 παλαμίζω, 98 παλαμικός, 98 παλαμναίος, 98 παλαμοειδής, 98
Παναθήναια,
παλαίωσις,
Παναθηναϊκός,
96 παξιμάδα, 96 παξιμαδάς, 96 παξιμάδι, 96
πανβώτωρ,
παξιμαδιάζω,
παλαός,97
Πανεάς,91
παπαπαπαί,
παλάσσω,98
Πάνειον,91
παπάς,
παλαστής,
πανηγύρι,
98
παvγKάτιoν,58
παός,92
ΠΑVΓKρατησία,
παπαγάλος,
ΠΑVΓKρατιστής,
παπαιάξ,91
58 58
ΠΑVΓKράτιστoς,
πανήγυρις,
παλέω,97
πανί,
παλή,98
πανιάζω,
πάλη,
πανιάρα,
91
πάπαξ,91
πάπας,
7
98 παλεύω, 98
πάλη μα,
91
παπαί,
πάλεμα,
πάπλωμα,
7 7
91
90 90
παπίαινα,
7
πανηγυριώτης,
98
58 58
παvγKρατιάζω,58
πανηγυρίζω,
90 62, 99
παπλωματάδικο, παπλωματάς,
97
παπλωματοποιός,
Πανιάς,91
παπλωματού,
παληός,97
Πανιασταί,
παπόρι,
παλιν-,97
91 πανιατής, 97 πανίδα, 92 πανικά, 97 πανικό, 97 πανικός, 91 Πανικός, 91 πανίον, 97
πάλιν,
Πάνιον,91
παππίδιov,
Πάvιoς,91
παππίζω,90
πάλθος,97 πάλι,
97
παλιακός,
97
παλιγ-,97 παλιμ-,97
97
παλίνψηστος,
10 1
παλιο-,97
πανίς,92
παλιός,
πανίσδομαι,
97
99 62, 99
παπλωματοποιία,99
97 97
98
παλήω,97
96
96 πάομαι, 92
ΠΑVΓKρατευτής,
παραμυθολογία,80 παραξενεύομαι,
13
93 93 παράξενος, 93 παραπαιδεία, 90 παραπαίδι, 90 παραπαίω, 90 παραπέμπω, 100 παραπέτασμα, 95 παραπλάνησις, 98 παραπλανιτικός, 98 παραπλανώ, 98 παραποιέω, 92 παραποίησις, 92 παραποιώ, 92 παραξενιά,
πάππα,90 παππάζω,90 Παππαίος,
90 90, 91
παππασμός,90 παππίας,90
παππικός,
97
62
62
παπούς,90
πάππας,
6
69 8 παραλήπτης, 69 παραλήρημα, 75 παράληψις, 69 παραλία, 113 παραλιακός, 113 παραλίη, 113 παράλιος, 113 Παράλιος, 113 παραλλαγή, 49 παραλλάσσω, 49 παραλληλία, 50 παραλληλισμός, 50 παράλληλος, 50 παραλογίζομαι, 76 παραλογισμός, 76 πάραλος, 113 Πάραλος, 113 παραμένω, 78 παραμύθι, 80 παραμυθιάζομαι, 80
Παξοί,
παvγKράζω,58
παλαχή,98
παράκτης,6
96
91 πάνα, 97 119 119 13
57
57 57
92 92 πάμπελος, 97 Παμφυλία, 131 Πάμφυλλα, 131
παλαιός,
117 117
137 137 παραιτέομαι, 44 παραίτησις, 44 παραιτητής, 44 παραιτητός, 44 παραίτιος, 44
12
πάλσlς,97
97 97
117 117
παράθυρο,
πακτά,96
96
97
παραθύρι,
92
πανιοκράτωρ,58
90 90
παππο-,90
παλιρ-.,97
Πανίσκος,91
πάππος,
πάλιωμα,
97 παλιώνω, 97
πανισμός,
91 πανκράτης, 58
παππώδης,
παππωνυμικός,90
παραπσνιάρης,94
πάλλα,97
πάvvoς,97
παππωνυμών,90
παράπονο,
παvvυχίς,8
παππώος,90
παραπoνoύμαι,
πανό,
παπταίνω,
παρασημαίνομαι,
Παλλάδιον, παλλακεία,
97 98
παλλακεύομαι,
98
παλλακή,
98 98 παλλακίνος, 98 παλλάκιον, 98 παλλακίς, 98 παλλάκισμα, 98 παλλακία,
παλλακισμός,98 παλλακός,
98 97
Παλλανιιάς, πάλλαξ
98 Παλλάς, 97 πάλληξ 98 πάλλομαι, 97
97
πανούργημα,
73 πανουργία, 73 Πανουργιάς, 73 πανούργος, 73 πανσέληνος, 18 πανσλαβισμός, 114 πάνια, 92 πανιαχού, 92 παντελής, 119 Παντελής, 119 παντελώς, 119
90 90
129
παπταλάομαι,
97
παπύρινος,
97
παπύριον,97 παπυρο-.,
97 97 παπυρώδης, 97 παρά, 52 πάπυρος,
παραβρίσκομαι,
πανιοδαπός,92
33 87 παράθεμα, 126 παραθυράκι, 117
πάνιοθεν,92
παραθυρεοειδεκτομή,
πάνιη,92
94
126 126 παρασημασία, 126 παρασημείον, 126 παρασημείωσις, 126 παράσημον, 126 παράσημος, 126 παρασίτειον, 108 παρασιτεύω, 108 παρασιτέω, 108 παρασιτία, 108 παρασιτικός, 108 παράσιτον, 108 παράσιτος, 108 παρασκευάζω, 112 παρασημαντική,
129
παπυρεών,97 παπύρι,
94
παράγωνος,
117
244 παρασκεύασμα,
112
παρέμφασις,
128 128 125
παρασκευαστήριον,
παρεμφατικός,
παρασκευαστής,
παρένθεσις,
112 112
παρρησιάζομαι,
77
παρσένος,
πατίκωμα,
παρασκευασuκός,112
παρέχω,
112
παρασκευή,
112 Παρασκευή, 112
παρηγορία,7
παρωχημένος,
παρήιον,25
παρασκευϊάuκος,
112 παρασπόνδηση, 101 παρασπονδία, 10 1 παράσπονδος, 10 1 παρασπονδώ, 10 1 παρασταδΌV, 109 παραστάς, 109 παράσταcru:;, 109 παραστάτης, 109 παράταιρος, 132 παράταξις, 124 παράταcru:;, 119 παρατάσσω, 124 παρατείνω, 119 παρατεταγμένος, 124 παρατηρέω, 116 παρατήρημα, 116 παρατήρηcru:;, 116
παρηίς,25
πας, 92 micru:;,92
παρθενεία,
Πασιτελής,
παρθένεια,
Πασιφάη,127
πατούσα,
πασιφαής,
πατούχας,
παρατηρησμός,116
παρθενο-,24
πάστα,
παρατηρητέον,
παρθενοπίπης,24,129
παστάδα,
116 παρατηρητήριον, 116 παρατηρητής, 116 παρατηρηuκός, 116 παρατηρηuκότης,116 παρατηρώ,
116
παρατραβηγμένος,
106
παρατραβώ,
106 παρατυπία, 115 παράτυπος, 115 παρατυπώ, 115 παρατύπωμα, 115 παρατυπώνω, 115 παραφέρω, 31 παραφορά, 31 παράφορα, 31
24 24 παρθενείον, 24 παρθένειος, 24 παρθένευμα, 24 παρθένευcru:;, 24 παρθενεύω, 24 παρθενεών, 24 παρθενία, 24 παρθένια, 24 παρθενίας, 24 παρθενική, 24 παρθενικός, 24 παρθένιον, 24 παρθένιος, 24
119
127 94
πάσκος,91 πάσμα,91 πασπάλη,91 πασπάτεμα,
68 68 πασπατεύω, 68 πάσσαλερ, 96 πασσαλευτός, 91, 96 πασσαλεύω, 96 πάσσαλος, 96 πασπατευτός,
πάσσαξ,96
24
πάσσων,96
92
92 92, 109 πάστας, 92 παστείλη, 119 παστάς,
24
παρθενώδης,
24 24 Παρθενών, 24 παρθενωπός, 24 παρίσταμαι, 109 παριστάνω, 109 παρίστημι, 109 παρθενών,
παστέος,91 πάστη,92 παστήρια,
παριτέον,44
92 91, 92 παστός, 91, 92 παστουρμάς, 91
παριτητέα,
παστόω,92
44
παριτός,44
παστοποιός,
πάστωμα,
Παρνάσιος,
παστώνω,
9
91 91
Παρνασός,9
πασχηuασμός,
Πάρνηθα,9
πασχηΜω,
Παρνήθιος,
παράφορος,
Παρνησός,9
παταγέω,90
Παρνόπιος,
παταγή,90
31
πάσχω,
94 94
Πάρνης,9
31
12
παραφρονέω,132
πάρνοψ,
παραφρόνησις,
Πάρνων,9
παταγηuκός,
πάροιθε,53
παταγμός,90
πάροιθεν,
πάταγος,
παροίχηcru:;,
παταγώδης,
132 παραφρόνιμος, 132 παραφρονώ, 132 παραφροσύνη, 132 παράφρων, 132 παραφυάδα, 130 παραφυάς, 130 παραφωνάζω, 132 παραφωνία, 132 παράφωνος, 13 2 παραφωνώ, 132 παραφωτίδα, 129 παραχώνω, 148 παρδαλέη, 53
πατάγημα,90
12
παρδάλειος,53
53 35 παροίχομαι, 35 παρομοιάζω, 67 παρομοίωcru:;, 67 παρόξυνσις, 144 παροξύνω, 144 παροξύτονος, 144 παροπλίζω, 112 παροπλισμένος, 112 παροπλισμός, 112 παροργίζω, 127 παροργισμός, 127
παρδαλή,
παρόρμηcru:;,32
53
παρδαλιδεύς,53
παρορμηuκός,32
παρδάλιον,
παρορμηuκότης,32
53
πάρδαλις,53
παρορμώ,
παρδαλός,
πάρος,53
53
32
πάρδαλος,53
παρότρυνσις,
παρδαλώδης,53
παροτρύνω,
παρδαλωτός,
παρουσία,
παρειά,
53
παρέλαcru:;,47 παρέλευcru:;,
47 48
παρεμπιπτόντως, παρεμπίπτω,
25
95 παρεμφάνω, 128
25 112 παροχέτευμα, 149 παροχέτευσις, 149 παροχετεύω, 149 παροχεύς, 112 παροχή, 112 πάροχος, 112 παρρησία, 77 παροχέομαι,
112 παρεκτικός, 112 παρελαύνω,
120 120
παρουσιάζομαι,
25
παρεκτέον,
95
94
94
πασχίζω,
9
πατάκι,
πατο-,
15 15 15 15
πατόξυλο,
παραφορέω,31 παραφορότης,
πατίνι,
35
πάσσω,91
παρθενιστάριον,
παρθένος,
παuνάρω,15
πατόκορφα,
πασκίζω,
παρθενίς,24
15
παuκώνω,15
24 πάρσιμο, 27 παρωδία, 138
90
90 90
πάτος,
15
15 15 πατουχιά, 15 πατόψαρο, 15 πάτρα, 90 Πάτρα, 90 πατριά, 90 πάτρια, 90 πατριαρχείον,
90 90 πατριάρχης, 90 πατριαρχία, 90 πατριαρχικός, 90 πατρίδα, 90 Πατρίδα, 90 πατριδο-, 90 Πατρικά, 90 Πατρικάτα, 90 Πατρίκι, 90 πατρίκιος, 90 πατρικό, 90 πατρικός, 90 πατρινέικος, 90 Πατρινός, 90 πατριός, 90 πάτριος, 90 πατρίς, 90 πατριώτης, 90 πατριωuκός, 90 πατριωuσμός, 90 πατρότης, 90 πατρότητα, 90 πατρώϊος, 90 πατρώος, 90 πατώ, 15 πάτωμα, 15 πατωματάς, 15 πατώνω, 15 πάτωρ, 90, 92 πατωσιά, 15 παύλα, 91 πατριαρχεύω,
παύρος,91
15
πατακτικός,
Παυσανίας,
πατάκτρια,
παύcru:;,91
90 90
91
πατάνη,92
παυστήρ,91
πάταξις,
παυσωλή,91
90
πατάρ,90
παύω,
πατάρι,
παφλάζω,
15
πατάσσω,
91
90 90 παφλασμός, 90 παχαίνω, 96 πάχεμα, 96
90 πάταχvoν, 95 πατάω, 15 πάτελλα, 95 πατέομαι, 91 πατερίζω, 90 πατερό, 15 πάτερο, 15
πάφλασμα,
πατέω,15
παχvίζω,92
πατήθρα,
πάχος,
15 πατήκωμα, 15 πατηκώνω, 15 πάτημα, 15 πατημασιά, 15 πατήρ, 90 πατησιά, 15 πατητή, 15 πατητήρι, 15 πατητής, 15 πατητός, 15 πατιά, 15
παχιός,96 παχνί,
92
παΧVΙΆΖω,92 πάχνιασμα, 92
96
παχουλός, παχτώνω,
96 96
παχυ-,96
παχύς, πάω,
96
6
παών,118 παώτης,92 πεδά,67 πεδάγρετος,67 πεδαίρω,67 πεδαλευόμεvoι,
67
245 πεδάμαρος,
πει,
πεδάνεος,
πειθανάγκη,
67 15 πεδανός, 15 πεδάρσιος, 68 πεδαρτάω, 68 πεδαυΥάζω, 68 πεδάω, 15 πεδαωριστής, 67 πέδειλον, 15 πεδεινός, 15 πεδέρχομαι, 68
πεκτέω,97
πελιόομαι,
94 πειθάνωρ, 94 πειθαρχέω, 94 πειθάρχησις, 94 πειθαρχία, 94 πειθαρχικός, 94 πείθαρχος, 94 πειθήμων, 94 πειθήνιος, 94 πείθομαι, 94 Πειθώ, 94 πείθω, 94 πείνα, 100 πεινάλα, 100 πεινάλας, 100 πειναλέος, 100 πεινασμένος, 100 πεινάω, 100
πεκτήρ,97
πελιός,97
πέκω,97
πελιότης,
πέλα,
πελιτνός,
90
98
97
97 97
πελαγαίος,
99 99 πελάγιος, 99 πελαγίσιος, 99 πελάγισμα, 99 πελαγισμός, 99 πελαγίτις, 99 πελαγο-, 99 πέλαγο, 99 πέλαγος, 99 Πέλαγος, 99
πελίχvη,98
πελαγίζω,
πελίωμα,97
πελαγόσδε,99
πελλίς,98
πελαγόω,99
πελλοράφος,
πελάγωμα,
99 πελαγώνω, 99
πελλός,
πεινέω,100
πελάζω,51
πελματίας,
πείνη,1Ο0
πελάθω,51
πελματίζω,
πεδιάσιος,
15 15 πεδιεύς, 15 πεδίζω, 15 πεδιήρης, 15 πέδικλον, 15 πεδικλόω, 15 πεδίκλωμα, 15 πεδικλώνω, 15 πέδιλον, 15 πεδινός, 15 πεδιοβάμων, 15 πεδίον, 15 πεδιονόμος, 15 πεδιούχος, 15 πεδόεις, 15 πεδόθεν, 15 πέδοι, 15 πεδοκοίτης, 15 πέδον, 15 πέδονθε, 15 πεδόομαι, 15 πεδόσε, 15 πεδοσκαφής, 15 πεδουκλώνω, 15
πεινητικός,
100 100 πεινώντα, 97 πείρα, 52 πείραγ μα, 52 Πειραεύς, 52 πειράζω, 52 Πειραιάς, 52 Πειραιεύς, 52 πειραϊκός, 52 Πειραϊκός, 52
πέλαvoς,
πελματώδης,97
πεδιεινός,
πεινώ,
πελαργός,
ΠελoΠΌVVΗσoς,
πέλας,51
πελός,
πελάω,51
πελτοφόρος,51
πειραίνω,52
πέλεια,
πελύκων,
πειραιωτάκι,
πελειάς,97
πέδων,15
πειρατής,
πεδέχω,68 πέδη,
15
πέδησις,
15 πεδητής, 15 πεδήτης, 15 πεδιάδα, 15 πεδιαίος, 15 πεδιακός, 15 πεδιανόμος, πεδιάς,
15
πεδωρύχος, πεζά, πέζα,
15
15
15 15
πέζαρχος,
15 πέζεμα, 15 πέζευσις, 15 πεζεύω, 15 πεζή, 15 πεζικάριος, 15 πεζικόν, 15 πεζικός, 15 πεζο-, 15 πεζόβολον, 15 πεζοδρόμιον, 15 πεζολόγος, 15 πεζοναύτης, 15 πεζοπορία, 15 πεζός, 15 πεζότητα, 15 πεζοτράγουδο, 15 πεζούλα, 15 πεζούλι, 15 πεζώς, 15 πεθαίνω, 118 πεθαμενατζής, 118 πεθαμένος, 118 πεθαμός, 118 πεθερά, 90 πεθερικός, 90 πεθερός, 90
52 Πειραιώτης, 52 πειραιώτικος, 52 πείραμα, 52 πειράομαι, 52 πείραρ,52 πείρασις,
52 52
πειρασμός,
πειραστής,52 πειραστικός,
52
πειρατεία,
52 πειρατεύω, 52 πειρατήριον,52
52 πειρατικός, 52 πειραχτήρι, 52 πειράω,52 πείρη,52 πείρος,
53
πείρω,53 πειρώμαι, πείσα,
52
94
Πείσανδρος,
94
πεισι-,94
πεισίβροτος, πεισίνους,
94
94
πείσις,94 Πεισίστρατος, πείσμα,
94
94
πεισματάρης,
94 94 πεισματικά, 94 πεισματικός, 94 πεισματώδης, 94 πεισμάτωμα, 94 πεισματώνω, 94 πείσμονας, 94 πείσμωμα, 94 πεισμώνω, 94 πειστήριον, 94 πειστικός, 94 πειστικότητα, 94 πεισματάρικος,
πέκκος,97 πέκος,
97
πελίωσις, πελλαιός,
97 97 πελλαιχρός, 97 πελλαντήρ, 98 πελλαΙΧVός,
πελλάς,97 πέλλη,98 Πελλήνη,32
πέλμα,
97 97
πελασείω,
97
Πέλλα,32
98
97 97 97 97 97
97
Πέλοψ,97
51
πέλασις,51
πελτάζω,51
πελαστάτω,
πελτάριον,
51
πελατεία,
51 51 πελταστικός, 51
πελάτης,
πέλτη,51
πελάστης,51
πελταστής,
51 51 πελατικός, 51
πέλτης,51
97
πέλυξ,
πελειοθρέμμων,
97
πελειός,97
145
145
πέλω,50 πέλωρ,52
πελειοτρόφος,
97
πελειώδης,
97 πελεκάνος, 145 Πελεκάνος, 145 πελεκάς, 145 πέλεκας, 145 Πέλεκας, 145 πελεκάω, 145 πελέκημα, 145 πελέκησις, 145 πελεκητής, 145 πελεκητός, 145 πελεκήτωρ, 145 πελεκηφόρος, 145 πελέκι, 145 πελεκίζω, 145 πελεκινοειδές, 145 πελεκίνος, 145 πελέκων, 145 πελεκισμός, 145 πελεκκάω, 145 πελεκο-, 145 πελεκοειδής, 145 πελεκούδα, 145 πελεκούδι, 145 πελεκυνάριον, 145 πέλεκυς, 145 πελεκυφόρος, 145 πελεμίζω, 98
πελωριάς,52 πελώριος,
52
πελωρίς,52 πέλωρον,52 πέλωρος,52 πέμμα,96 πεμπάζω,92 πεμπάς,92 πεμπαστή,92 πέμπε,92 πεμπταίος,
92 92 πεμπτός, 100 πέμπτος, 92 Πέμπτος, 92 πέμπω, 100 πέμπτη,
πεμπώβoλov,16,92 πεμφιγώδης, πέμφιξ,
90
90
πεμφίς,90 πέμψις,
100 137
πενεσιά,
πενεσιάρης,
πελίδνη,97
137 100 πενέστης, 100 πενήντα, 92 πενηντάδα, 92 πενηνταράκι, 92 πενηντάρης, 92 πενηντάρι, 92 πενηνταριά, 92 πενηντάρικο, 92 πένης, 100 πένητας, 100 πενητεύω, 100
πελιδνόομαι,
πενθ-.,92
πελιδνός,
Πενθέας,94
πελεός,97 πέληος,97 πελιαί,
97
πελιαίνομαι, πελιδναίος,
97 97
97 97 πελιδνότης, 97 πελίδνωμα, 97 πελίδνωσις, 97 πελίκα, 98
πενεστεία,
πένθεια,94 πενθερά,
90
πενθεριδεύς, πενθερίδης,
90 90
246 πενθεριδούς, πενθέριοι,
90
πενθερο-,
πέραμα,
52 52 πέραν, 52 πέρας, 52 περάσιμος, 52 πέρασις, 52 πέρασμα, 52 περαστικός, 52 περατής, 52 περάτης, 52 Πέραμα,
90 90
πενθέω,94 πένθη μα,
94 94 πένθος, 94 πενθώ, 94 πενία, 100 πενίη, 100 πενιχρός, 100 πένομαι, 100 πενόομαι, 100 πένθιμος,
περατικός,52 περατός, πέρατος,
52 52
περατόω,52
πεντ-,92 πεντα-,92
περατώνω,
πεντάδα,
περάτωσις,
52 52 περατωτικός, 52
92
πενταδικός,
92
πενταετηρίς,92
περάω,52
πενταετής,
ΠεΡΎαμηνή,
92 πεντάκις, 92 πεντακόσιοι, 92 πενταπλάσιος, 92 πενταπλήσιος, 92 πεντάς, 92 πενταχά,92 πένταχα,92 πενταχή,92 πενταχού,
92 πενταχώς, 92 πέντε, 92 πεντεκαι-, 92 πεντηκο-, 92 πεντήκοντα, 92 πεντοζάλης, 114
πεΡΎαμηνός,86 ΠεΡΎαμηνός,
86 86 πέρδησις, 91 περδίκλωμα, 15 περδικλωμός, 15 περδικλώνω, 15 πέρδομαι, 91 πέρηθεν, 52 πέρην, 52 περητήριον, 52 περητός, 52 ΠέΡΎαμος,
περηφανεύομαι, περηφάνια, περήφανος,
πέος,
πέρθω,54
πεπαίνω,95
περί,
πεπανός,95
περιαγινέω,
96 95 πέπειρος, 95 πεπειρότης, 95 πεπασμός,
πεπεράτος,
128
128 128
51
6 περιακτέον, 6 περίακτος, 6 περιαμπέτιξ, 79 περιβάλλον, 16
πέπανσις,
πεπερασμένον,
86
ΠεΡΎαμία,
πεοίδης,7
7
86
52
περιβάλλω,
πέπτω,95
16 περιβολή, 16 περιβόλι, 16 περιβρύχιος, 102 περιγέλαστος, 140 περιγελώ, 140 περιγελώμαι, 140 περιδέραιον, 22 περιδίνησις, 22 περιδινώ, 22 περίδιον, 52 περιέλιγμα, 48 περιέλιξις, 48 περιελίσσω, 48 περιημεκτέω, 83 περιθάλπτω, 23 περίθαλψις, 23 περικλείω, 61 περιλαμβάνω, 69
πέπων,95 πέρ,52 πέρα,
περιλεσχήνευτος,
πεπέρι,
96
περιβαλλοντολογία,
96
πεπεριά,96 πεπερίζω, πεπερίτης,
96 96
πεπερο-,96
πεπλαδικός,
99
πεπλίς,62 πεπλο-,62 πέπλος,
62
πέπλωμα,62 πεπνυμένος,
πεποίθησις, πεπόνι,
135 94
95
πεπραδίλη,91 πεπρωμένο,
53 96 96
πεπτήριος, πεπιικός,
52
πέραθεν,52
16
περιπετής,
περπατώ,
περιπευκής,
περπερεία,
95 97 περιπίπτω, 95 περιπλάνησις, 98 περιπλανώμαι, 98 περιπνευμονία, 135 περιπόθητος, 94 περιπτεράς, 95 περίπτερον, 95 περίπτερος, 95 περίπτωμα, 95 περίπτωσις, 95 περισκελίδα, 100 περισκοπεύω, 130 περισκοπέω, 130 περισκοπή, 130 περισκόπησις, 130 περισκόπιον, 130 περισσάκις, 125 περισσεία, 125 περίσσευμαι, 125 περίσσευσις, 125 περισσεύω, 125 περισσο-, 125 περισσός, 125 περίσσωμα, 125 περιτόναιον, 119 περιτόναιος, 119 περιτovία, 119 περιτόvιoν, 119 περίτονος, 119 περιττός, 125 περίττωμα, 125 περιτύλιγμα, 43 περιτυλίγω, 43 περιφαής, 128 περιφαίνομαι, 128 περιφάνεια, 128 περιφανής, 128 περίφαντος, 128 περίφασις, 128 περιφόρημα, 31 περιφορητικός, 31 περιφόρητος, 31 περιφραδής, 132 περιφράζομαι, 132 περίφραξις, 10 5 περίφρασις, 132 περιφραστικά, 132 περιφραστικός, 132 περιφράττω, 105 περιφρονέω, 132 περιφρόνησις, 132 περιφρονητής, 132 περιφρονητικός, 132 περιφρονώ, 132 περιώσιος, 25 πέρκα, 97
15 52
περπερεύομαι, πέρπερος,
52 52 Περραιβία, 96 περρίσωσις, 125 περπερότης,
Περσέας,54 Περσείδης,54 Περσείος,
54
περσέπολις,54 περσέπτολις, Περσέφασσα, Περσεφόνη, Περσηίς,54 Πέρσης,54 πέρσι,
52 54
Περσία,
Περσίζω,54 Περσικός,
54 54 52
Περσικών, περσινός,
Περσίς,54 πέρσις,
54
Περσιστί,
54
Περσο-,54
περσύας, πέρυσι,
52 52
πέρυσιν,52 περυσινός,
52 πέσημα, 95 πεσιματιά,95 πεσιμισμός,
95 95 πεσιμιστικός, 95 πέσιμο, 95 πεσιμιστής,
πεσιό,95 πέσκος,97 πέσος,
95 95
πεσσεία,
πεσσευτήριον, πεσσευτής,
πεσσεύω,95 πεσσικός,95 πεσσο-.,95
πεσσός,
95
πέσσω,95 πέταγμα,
95
πετάζω,95 πέτακνον,95 πεταλάς,
95 95 πεταλίδα, 95 πετάλι,
πεταλίδια,95
περκαίνω,
πεταλίζω,
περκάς,
95
πεταλισμός,
97
πεταλο-,95
περίλειμμα,36
περκνός,97
πέταλον,
περιλείπομαι,
πέρκος,97
πέταλος,
πέρκωμα,97
πεταλούδα,
περνάω,
πεταλουδίζω,
περίληψις,
76
95 95 πεταλουδίτσα, 95
πέριξ,
περόναμα,53
πετάλωμα,
περονάω,53
πεταλώνω,
περαίος,52 περαιόω,52 περαίτερον,
52 περαίτερος, 52 περαιτέρω, 52 περαίτης, 52 περαίωσις, 52
69 περιλωπίζω, 38
95 95
περίνεως,9
περαιόθεν,52
95
πέρκη,97
36
52
περιοπτέος,
130 περίοπτος, 130 περιουσία, 25 περιούσιος, 25 περιπατητικός, 15 περίπατος, 15 περιπατώ, 15 περιπέτεια, 95
πεταλόω,95
περovίς,53
95 95 πεταλωτής, 95 πέταμα, 95 πέταμαι, 95 πετάννυμι, 95
περοχεύομαι,
πετάσιμος,95
περπάτημα,
πέτασμα,95
περόνη,
53
περόνη μα, περονητίς,
53 53
112 15 περπατησιά, 15
95
95
πεσσευτικός,95
περαίνω,
52
52
πέρυτι,
περαίας,52
52
31 31 31
Περσέφαττα,
52 πέρνημι, 52 περνώ, 52
Περαία,
54
Περσεύς,54
περκάζω,97
97
52
περπερόγλωσσος,52
πέτασος,
95
247 πεταυρίζω,
95 95 πέταχvoν, 95 πεταχιάρι, 95 πεταχιός, 95 πετάω, 95 πετεινός, 95 πετέρας, 90 πέτηλον, 95
πηγαίος,
πέταυρον,
πήγανον,96
πέτηλος,95
πηγιμαίος,
πετηλώδης,
πήξις,
7
πιθάκνη,41
πηoΣΎVΗ,92 πήρα, 52
πιθάκvιoν,
Πήγασος,
Πηρείη,96
πιθανεύομαι,
πηγεμός,
πηρίν,52
πιθανολογέω,
πηγανώδης, πηγάς,
96
96 7 6
πηγεσίμαλλος,
96
πηρόω,53
95 95 πιθανολόγημα, 95 πιθανολογία, 95 πιθανολόγος, 95 πιθανός, 94 πιθανότης, 95 πιθανώς, 95 πιθανωτέρως, 95 πιθάρι, 41
πηρώδης,53
πιθείας,41
πηρίς,52 πηρόδετος,52
πηγή,
πηρομελής,
7
πηρός,
7
53
53
πήρος,53
96 96 96
41 41
πιθακνίς,
πηγετός,96
πήγμα,
95
πιήεις,96
96
πηός,92
πετηνός,95
πήγνυμι,
πέτομαι,
95 πέτρα, 58 πετραίον, 58 πετραίος, 58 πετράκης, 58 πετρέλαιον, 59 πετρηδόν, 58 πετρήεις, 58 πετρήρης, 58 πετρίδιον, 58 πέτρινος, 59
πηγός,
πέτριον,59
πηδηθμός,
15 15 πήδησις, 15 πηδητής, 15 πήδινος, 15 πηδός, 15 πηδώ, 15 πήζω, 96 πηκτή, 96 πηκτικός, 96
πηχτός,
πετρο-,59
πήδημα,
πηχύνομαι,
πέττω,95
πηκτίς,96
πίανσις,96
πίκρα,
πετυχαίνω,
124 πετυχημένος, 124 πετώ, 95
πηκτός,
πιαντήριος,
πικράδα,
πιαντικός,
πικράζω,60
Πηλεγών,96
πιάνω,
Πηλεύς,96
πίαρ,
πίκραμα,
πευθήν,133
πηλήκιον,
17 96 πιαρός, 96
πικραίνω,
πεύθη,133 πεύθομαι,
133 πευκάεις, 97 Πεύκαι, 97 πευκάλιμος, 97 πευκεδανός, 97 πευκέδανος, 97 πευκεδνής, 97
πήληξ,97
πιάση,17
πικραντικός,
Πηλιάς,96
πιάσιμο,
πικράς,60
Πηλίδης,96
πιάσμα,
πηλίκον,
πίασμα,
Πεύκες,97
Πήλιον,96
πεύκη,97
Πηλιορείτης,
Πεύκη,97
πηλο-,99
πευκήεις,
97 πευκία, 97 πεύκινος, 97 πεύκο, 97 Πεύκο, 97
πηλόομαι,
πηλώεις,99
πίδαξ,87
πικρόω,60
πευΚο-.,97
πήλωσις,99
πιδάω,87
πιλάδιον,
πήμα,90
πιδήεις,87
πίλεος,51
πέτρος,
πηγoύvι,
87
87 87
πήρωμα,
πήγυλις,96
πηρώνυμος,
πηδά,
πήρωσις,53
15 15 15 15
πηδαλιουχία, πηδαλιούχος, πηδάω,
59 59 πέτρωμα, 59 πετρών, 59 πέτταρα, 21 πετρώεις,
21
96
πηλακίζω,
99
97
47
πηλίκος,47 πηλικότητα,
πηλός,
47
96
99
99 99
πιθήκειος,
95 95 πιθηκίζομαι, 95 πιθήκιον, 95 πιθηκιδεύς,
πηχίζω,96
πιθηκίς,95
πηΧVαίoς,
πιθηκισμός,
96
πιθηκοειδής,
96 96
πίθηκος,
πήχυς,96
πιθηκώδης,
πήω,90
πίθηξ,95
πι,
90 50
πιθίσκος,
πιά,
πιθίτης,41
πιάζω,17
πιθοιγία,
πιαίνω,96
πίθος,
πιαλέος,96
πιθώδης,41
πίαλος,96
πιθών,41
96 96
17 17 17, 96
41
41
60 60
60 60 πικραμός, 60
πικρασμός, πικρία,
πικριάρης, πικρίδιος,
πικρίς,60 πικρο-,60
πικρός,
60 60 πικρότητα, 60 πικρόχολος, 60 πικρότης,
51
πημαίνω,90
πιδυλίς,87
πιλέω,51
πημαντέον,
πιδύω,87
πίλησις,51
πημονή,90
πιέζω,
πιλητής,51
πημoΣΎVΗ,90 πήμων,90
πίειρα,96
πιλητικός,
Πιερείη,96
πιλητός,51
πηνάομαι,
Πευκόφυτο,
97 Πευκοχώριον, 97
17
Πιερία,96
πιλίδιον,
πευκών,97
Πηνειός,96
Πιέρια,96
πίλινος,51
πεύσις,133
Πηνελόπεια,
Πιερίδες,
πιλίον,51
πευστέον,
133 πεύστης, 133 πευστικός, 133 πεφναίος, 94 πέφτω, 95
Πηνελόπη,
Πιερίη,96
πιλίσκος,
Πιερίηθεν,
πίλναμαι,
πεφύκω,130
πηνίκη,
97 97 97
πηνέλοψ,97 πήνη,97
ΠΗVΊΖoμαι, πηνίκα,93
97
πη,93
128 πηνικίζω, 128 πηνίον, 97
πηγάδι,7
πήνισμα,97
πηγάδιον,7
πηνίτις,97
πηγάζω,
πηνοειδής,
πέψις,
95
7
πηγαιμός, πηγαίνω,
6 6
97
πήvoς,97 πήξιμον,
96
96
96 πιερικός, 96 Πιερικός, 96 πιέσιμος, 17 πίεσις, 17 πίεσμα, 17 πιεστή ρ, 17 πιεστήριον, 17 πιεστή ριος, 17 πιεστής, 17 πιεστός, 17 πίεστρον, 17
60
60 60 πικρίζω, 60 πικρίλα, 60
Πεύκοι,
90
60
60
πιάστρα,
87 87 πιγουνιά, 87 πίδακας, 87 πιδακίτις, 87 πιδακόεις, 87 πιδακόεσσα, 87 πιδακώδης, 87
95
41
πιασμός,96
17
95
95
πευκόδενδρο,97
97 πεύκος, 97 Πεύκος, 97
95
πιθηκο-,95
πιγούνι,
πήλυξ,99
97
πήττω,96
πιγουνάτος,
99
πηλώδης,
52
πήχvιoς,96
15
πήλινος,
πιθεών,41
53
πήσσω,96
15
πηδαλιουχέω,
πετρώδης,
53
πηγoΥVΙΆ,
πηδάλιον,
59
πευκόδασος,
πηρούνι,
πηγoυvάτoς,
πετρόω,59
πεττεράκοντα,
πηρότης,53
51
51
51 51
πιλνάω,51 πίλος,
51
πιλοφορέω,
51 51 51
πιλοφορικός, πιλοφόρος, πιλόω,51 πιλώδης,51 πιλωτός,51 πιμελής,96 πιμελώδης, πίμπλαμαι,
96 51
248 πιμπλάνομαι,
51
πισινός,
πιττόω,95
πλακάς,
πίττωσις,
πλακατζής,
πίσος,7
95 πιττωτός, 95 πιτύδιον, 95
πίσου,93
πιτυινη,95
πλακερός,
πισσ-,95
πιτύινος,
πλακέτα,
93
πιμπλέω,51
πισμός,7
πίμπλημι,
πισο-.,93
51
πίμπλια,51 πίμπρημι,
πίνα,
13 5
9
πινάκα,
πίσσα,
8
πισσάσφαλτος,
πίνακας,
πισσήεις,
98
πλακέ,
95
πλακί,
πιτυκάμπτης,
95
99 99
99
πλακίδα,
99 99 πλάκινος, 99
πίτυκας,95
8 πινακίδιον, 8 πινακικός, 8 πινάκιον, 8
πισσίζω,95
πιτυλίζω,
πίσσινος,95
πίτυλος,95
πλακοειδής,
πισσίτης,
πιτυόεις,
πλακόεις,
πινακίρ,8
πισσοκώνητος,
πινακηδόν, πινάκι,
8
8
πινακιαίος,
95
πινακίσκος, πινακο-,8
πινακοειδής, πινάκωσις, πινακωτή,
8
8 8
πίναξ,8
95
95
πισσόω,95 πισσώδης,
95 πισσώνω, 95 πισσωτής, 95 πισσωτός, 95 96
πιτυών,95
πιστοποίησις,
πίννα,9 πίννη,9 ΠΙVVΙKός,9
97
πίνος,97
πλαγγών,98 πλαγι-,98 πλάγι,
πίστωμα,95 πιστώνω,
πλαγιόω,98
πινυτής,
135 13 5 πινυτότης, 135 πινυτόφρων, 135 πίνω, 7
πιστόω,95
πινυτός,
πίστρα,
πινώδης,97
πίστωσις,
πινωδία,
πιστωτήριον,
135
97
πιό,50
96
πλάβα,99
πλαγιά,
95
πινυτή,135
πινύσκω,
132
7
98 98 Πλαγιά, 98 πλαγιάδα, 98 πλαγιάζω, 98 Πλαγιάρι, 98 πλαγιασμός, 98 πλαγιαστήρας, 98 πλαγιαστός, 98 πλάγιος, 98 πλαγιότης, 98
95 πιστός, 7, 95 πιστoΣΎVΗ, 95 πιστότης, 95
πιόμα,
πιωμένος,
πιστοποιώ,
πίνυμι,135
95
95
πιφαύσκω,
πίων,
7
πιστράκι,
17 95 95
πιστωτής,
πλαγίωσις, πλαγκτήρ,
95
πλαγκτόν,
95 95
98 98 98
7
πιστωτικός,
πλαγκτονικός,
πίον,96
πίσυγγος,6
πλαγκτός,
πίος,
96, 135 7 πιότερο, 50 πιότης, 96 πιπεράτος, 96 πιπέρι, 96 πίπερι, 96 πιπεριά, 96 Πιπεριές, 96 πιπερίζω, 96
πίσυvoς,94
πλαγκτοσύνη,
πιόσιμο,
πίσυρα,
πλαδαρόομαι,
21
πλανητεύω,98
πλαδάρωμα,99
πλανήτης,
πλαδασμός,
πλάνια,
πίτα,
πιτάκωμα,
95 95
πιτακώνω,
99 99
πλανιάρισμα, πλανιάρω,99
99
πιπερίτσα,
πίτνω,95
πλαδώδης,
Πιπερίτσα,
πίτσα,
πλάδωσις,
πιρνάρι,
13 5 53 πιρουνιά, 53 πιρουνιάζω, 53 πιρoύvι,
95
πίττα,
Πίσα,
πιττάκιον,
41
Πίση,7 πισινά,
Πιττακός,
95 95 95
πιττακοφόρος,
93
πλάξ,99
πλάθω,
πλάσιμο,
Πλαθάνη,99
95
Πιττάκειος,
πισάκνα,
πλάθανον,99
99 99
πλαθάνη,99
πίσα,7
7
πλαθανίτης,99
99 99 πλάνισμα, 99 πλάνος, 98 πλάνταγμα, 98 πλαντάζω, 98 πλανύττω, 98 πλανώ, 98
πλάζω,98
95
πίττινος,
95
95
πλανίδι,
πλανίζω,
πιτσιλιά,
πιτσoυvόπoυλo,
99
πλάνιασμα,99
99
πιτσιλάδα,
95 95 πιτσιλίζω, 95 πιτσίλισμα, 95 πιτσιλιστός, 95 πιτσιρίκα, 95 πιτσιρίκος, 95 πιτσούνα, 95 πιτσoύvι, 95
98
99
πλαδδιάω,
πλάδος,99
95
99
πλαδάω,99
πίτνημι,
95
98 99
99 99 πλακουντίσκος, 99 πλακουντοειδής, 99 πλακουντώδης, 99 πλακούς, 99 πλακουτσώνω, 99 πλάκτρον, 98 πλακώα, 99 πλακώδης, 99 πλάκωμα, 99 πλακώνω, 99 πλακωσιά, 99 Πλακωτή, 99 πλακωτό, 99 πλακωτός, 99 πλανάομαι, 98 πλανάρω, 99 πλανάω, 98 πλάνεμα, 98 πλανερός, 98 πλανευτής, 98 πλανευτός, 98 πλανεύτρα, 98 πλανεύω, 98 πλάνη, 98,99 πλάνη μα, 98 πλάνης, 98 πλάνησις, 98 πλανητάριο, 98 πλακούντιον,
πίσω,
93 95
99 99
99
πλαδαρότης,
πιπέρισμα,96
πίπτω,
πλακούντας,
πλαδαρός,
πλαδόεις,
53
πλακουντάριος,
πισω-,93
πλάδη,99
πιπράσκω,
πλακουντάριον,
πίσυρες,21
πιτνάς,95
πιπίσκω,7
98
98
πίτερο,91
96 96 πιπερώδης, 96 πιπέρωμα, 96 πιπερώνω, 96 πιπίζω, 7
Πλάκος,99
πλακουντικός,
πιτυώδης,
πινόομαι,
πινάω,97
99 99 πλακόομαι, 99 πλακός, 51
πλακουντηρός,99
πιτύστεπτος,
πιστάκιον,
πιστοποιέω,95
97
πιναρός,97
95 95 πιτυοτρόφος, 95 Πιτυούσσαι, 95 πιτυρίδα, 91 πίτυρο, 91 πιτυοκάμπτης,
πιστάκη,
πιννώδης,9
πιναρόομαι,
95
πίτυς,95
πιστακέλαιον,
πιννο-,9
97
πλαΚο-,99
πίτυρον,91
96 96 πίστευ μα, 95 πίστευσις, 95 πιστευτικός, 95 πιστευτός, 95 πιστεύω, 95 πιστικός, 95 πίστις, 95
πινάριον,
πλακίς,99
95 95
πιτυοκάμπη,
πισσουργία,
8 8
πλακίδιον,
95
πιτυλεύω,
πισσο-,95
πινακίς,8 πινακίσκιον,
πιτύκι,
99
99
95 πισσήρης, 95 πισσηρός, 95
8
99
πλακατζίδικος,
πιτυις,95
95
πινακάς,8
99
51, 98 πλάϊ, 98 πλαίσιον, 99 πλαισίωμα, 99 πλαισιώνω, 99 πλαισίωσις, 99 πλαισιωτός, 99 πλάκα, 99 Πλάκα, 99 Πλακάδες, 99 πλακάκι, 99
98 98 πλάσμα, 98 πλάσις,
πλασματίας,
98 98 πλασματώδης, 98 πλασμένος, 98 πλασματικός,
πλασμός,98 πλάσσω,98 πλασταρεύω, πλαστάρι,
98
98
249 πλασταριά,
98 98 πλαστελίνη, 98 πλαστεύω, 98 πλαστήρι, 98 πλάστης, 98 πλάστιγγα, 98
Πλάτωνας,
πλευρά,
πλάστειρα,
πλατωνίζω,
πλευριαίος,
πλαστίγγιον,98
πλεγματεύομαι,
πλάστιγξ,
πλεθριαίος,
99 99 πλατωνικός, 99 πλατωνισμός, 99 πλατωσιά, 99
51 πλευριάς, 51 πλευρίον, 51 πλευρίτης, 51 πλευριτικός, 51 πλευρίτις, 51
πλήρης,
πληρότης,
51
πληρούντως,
πλευρο-,51
99 πλεθρίζω, 99 πλέθριον, 99 πλέθρισμα, 99 πλέθρον, 99
πλευρόν,
πληρόω,51
πλείθος,51
πλευστέον,
πλείμμα,
πλεύστης,
πλέγμα,
51 51
πλείν,50
πληρώ,
πλεύσιμον,54
πλήρωμα,
πλεύσιμος,
πληρωμή,
51
πλευστικός,54
51 51 πλήρωσις, 51 πληρωτέον, 51 πληρωτής, 51 πλησιάζω, 51
54
54 54 54
πλευστός,
πλησιαίτατος,
πλεχτός,
πλησιαίτερος,
πλειονάκις,
50 50 πλειότητα, 5Ο πλειστάκις, 51 πλεισταχώς, 51 πλειστηριάζω, 51
πλέω,
πλειονότης,
πλέων,
99 πλαταίνω, 99
πλειστηριασμός,
πλαταμώδης,
99 πλαταμών, 99 Πλαταμώνας, 99 Πλατανάκι, 99 Πλατανάκια, 99
πλειστή ριος,
Πλατάνη,99
πλείστος,
Πλατανιά,
πλείω,
πλαταγών,
99
πλαταγωνίζω, πλαταγώνιον,
99 99
Πλάταια,
πλειοδοτώ,
πλεύρωμα,
πλεύσις,
51
51 51
πληροφορέω,
πλείον,50
πλαταγώ,99
51
πλειστη ρίζο μαι,
99 Πλατανιάς, 99 πλατάνιον, 99 πλατανιστάς, 99 πλατανιστής, 99 πλατανίστινον, 99 πλατανιστόεις, 99 πλατάνιστος, 99 πλατανιστούς, 99 Πλατανιώτισσα, 99 πλάτανος, 99 Πλάτανος, 99 πλατανών, 99 πλάταξ, 99 Πλαταριά, 99 πλάτας, 99 πλατάσσω, 99 πλατέα, 99 πλατεία, 99 Πλατεία, 99 πλατειάζω, 99 πλατειασμός, 99 πλατείον, 99 πλάτεμα, 99 πλάτη, 99 πλατιά, 99 πλατιάζω, 51 πλατιασμός, 51 πλάτιξ, 99
51 51
54 51
51 51 πλησιασμός, 51 πλησίον, 51 πλησίασμα,
πλέως,51 πληβείος,
50 98
Πληγάδες,
πλησίος,51
πλήγανον,98
πλήσμα,51
πληγάς,
πλήσμη,51
πληγή,
πλησμονή,
98 98
51
98 πλήγιασμα, 98 πλήγμα, 98
πλησμOVΙKός,
πλειστοβολίνδα,
πληγμός,98
πληστεύω,
πλειστοβόλος,
πλήγνυμι,
πλητίς,99
πλειστο-.,
πληγιάζω,
51
51
πλειστοβολέω,
51 51 51
πλήγωμα,
51
πλήσσω,98
98 98
51
πλήτρον,99
πληγωματιά,
πλήττω,
πλείων,50
98 πληγωμός, 98 πληγώνω, 98
πλέκος,51
πλήθα,51
πλιατσικολογώ,
πλεκόω,51
πληθικώς,
54
πλειών,51
πλεκτανάομαι,
51
πλεκτάνη,
51 πλεκτάνιον, 51 πλεκτανόομαι,
51
πλεκτή,
51 πλεκτική, 51 πλεκτός, 51 πλέκω, 51 πλεμόνι, 13 5 πλένω, 76
πλήθος,
πλιθάρι,
πληθυντικός,
πλιθί,
πληθύνω,
πλίθινος,
51 51 πληθύς, 51 πληθυσμός, 51 πλήθω,51
51
99
99 99 πλινθεία, 99 πλινθείον, 99 πλίθος,
πλίνθευσις,
51 51 πληθωρισμός, 51 πληκτέον, 98 πληκτήρ,98
πλινθίον,99
πλήκτης,
πλινθίς,99
πληθωριάω,
πληθωρικός,
πλινθευτής,
98
πληκτίζομαι,
πλινθο-,99
πληκτικός,
πλινθόομαι,
98 98
πλάτυμμα,
πλέος,51 πλέριος,
51 πλερωμή, 51 πλερώνω, 51 πλεύμων, 135 πλεύν, 50 πλεύνος, 50
πλήμυρα,51
πλοίον,
πλημυρέω,
πλοκάμι,
πληοδοσία,51
πλοκεύς,51
πλεύνως,50
πληοδοτικός,
πλοκίζομαι,
πλατόομαι,
99 99
πλατός,51 πλάτος,
99
πλατυ-,99
99 99 πλάτυνσις, 99 πλατύνω, 99 πλατύς, 99 πλάτυσμα, 99 πλατυσμάτιον, πλατυσμός, Πλάτων,
99
99
99
99
99
99 99 πλινθεύω, 99 πλινθηδόν, 99 πλινθιακός, 99 πλίνθινος, 99
πληθώρη,51
50
πληκτισμός,98
πλίνθος,
πληκτρίζομαι,
πλινθυφής,
πλήκτρον,
98
99
πλίνθωμα,99
98
πλινθωτός,
πλήμα,51
πλιό,50
πλημάω,51
πλοήγησις,
πλήμη,51
πλοηγία,
51
πλημμύρα,
πλημμυρέω,
πλημυρίς,
99
99
πλήκτωρ,98
πλήμμη,
50
πλίνθευμα,99
πληθωρέομαι,
πλεξίδα,
πλεονάζω,
πλιθαρένιος,
51 99
πλεξείω,51
πλεοναζόντως,
50
99
πλήθριον,
πληθύω,51
51 πλέξιμο, 51 πλέξις, 51 πλεξούδα, 51 πλέον, 50
πλιάτσικο, πλίθα,
51
98
πλιά,50
πλατυγίζω,
πλατίστακος,
51 51
πλησμονώδης,
51 51 πλημμυρίζω, 51 πλημμυρίς, 51 πλημμύρω, 51 πλήμνη, 51 πλημοχόη, 51
πλάτις,51
51 51
πλησίασις,
54 50
50 πλεονάκις, 50 πλεόνασις, 50 πλεόνασμα, 50 πλεονασμός, 50 πλεοναστός, 50 πλεοναχή, 50 πλεοναχόθεν, 50 πλεοναχός, 50 πλεονεκτέω, 50 πλεονεκτικός, 50 πλεονεξία, 50 πλεονέχτης, 50 πλεονεχτώ, 50 πλεονότητα, 50
πλατίον,51
25
51
51 51 πληροφόρησις, 51 πληροφορία, 51 πληροφορώ, 51
πλέγδην,51
98 πλαστική, 98 πλαστικός, 98 πλαστικότης, 98 πλαστός, 98 πλαστουργέω, 98 πλαταγέω, 99 πλαταγή, 99 πλατάγημα, 99 πλαταγίζω, 99 πλατάγισμα, 99 πλαταγισμός, 99
πληρεξούσιος,
51
99
54 54 πλοηγίς, 54 πλοηγώ, 54 πλοιαρίδιον, 54 πλοιάριον, 54 πλοιαρχία, 54 πλοίαρχος, 54 πλoiζω,54 πλόϊμος,54
54 51 πλοκαμίς, 51
51 51
πλήν,51
πλοκαμίσκος,
πλήξις,
πλόκανον,
98 51
51
51 51
250 πλάκιος,51
πνευμόνων, πνευμονίς,
ποεσιτρόφος,
ποίος,
ποεσίχρους,
ποιότης,
πλύνιον,76
135 135 πνευμονώδης, 135 πνεύμων, 135 πνεύσις, 135 πνευστιάω, 135 πνευστικός, 135 πνέω, 135 πνιγαλίων, 17 πνιγέας, 17 πνιγετός, 17 πνιγεύς, 17 πνιγηρός, 17 πνιγίζω, 17 πνιγίτις, 17 πνίγμα, 17 πνιγμονή, 17 πνιγμός, 17 πνιγόεις, 17 πνίγος, 17 πνίγω, 17 πνιγώδης, 17 πνικτήρ, 17 πνικτικός, 17 πνικτός, 17
πόδωμα,15
πλοκός,51
πλυνός,76
πνίξ,17
πλυντήρ,76
πνίξιμο,
πλάκος,51 πλάος,54 πλουδοκέω, πλους,
54
54
πλούσιος,
51
πλουσιότητα,
51
πλούταξ,
51 Πλουτεύς, 51 πλουτέω,51 πλουτίζω,
51 πλουτίνδα, 51 πλουτίνδην, 51 πλούτισμα, 51 πλουτισμός, 51 πλούτος, 51 Πλούτος, 51 Πλουτώνειον, 51 πλουτώνειος, 51
ποιός,92
57 57
ποήεις,57 ποηλογέω,
57 57 ποηφαγία, 57 ποηφάγος, 57 ποηφόρος, 57 ποηφαγέω,
ποιόω,92 ποιπνυός, ποιπνύω,
135 135
Ποίτιος,94
ποθ-,53
ποθεινός, ποθερός,
ποιφύΥδην,
94 94
134 134 ποιφύσσω, 134 ποιώ, 92 ποιώδες, 92 ποκά, 93 πόκα, 93 ποίφυγμα,
ποθέω,94 ποθή,94 πόθημα,
94
πόθησις,94 ποθητός, πόθι,
92 92 ποιότητα, 92 ποιοτικός, 92 ποιοτικώς, 92
94
ποκάζω,97
92
ποθιάρης,
ποκάρι,
94
97
ποθο-,94
ποκάς,97
πόθος,
94 94 ποι, 92 ποία, 57
ποκίζω,97
ποθώ,
Πόκιος,97
ποιανθής,57
πόκος,
ποιέω,92
πολεμάρχειος,
17 πνίξις, 17 πνίχτης, 17 πνιχτός, 17 πνόα, 135 πνοή, 135
ποίη,57
πολεμαρχέω,
πνοιά,135
ποιητάρης,
πλυντρίς,76
πνύξ,97
ποιητής,
πλύντρον,
πόα,
ποιητικεύομαι,
πλοώδης,54 πλρώνω,51 πλύμα,
76
πλυνεύς,76
πλυντήρια,
76 76
πλυντήριον,
πλυντήριος,76 πλύντης,
76 76 πλύντρια, 76 πλυντικός,
πλύνω,
76
ποίημα,
ποκόομαι,
92 92
ποιημάτιον, ποίησις,
92
ποιητάκος,
57
ποάστρια,
πλωάς,54
ποάστριον,
ποιμάν,57
ποάριον,57
πλύτης,
ποασμός,57
πλωϊάδες,
57 57 ποδάγρα, 15 ποδαγράω, 15
54
πλωιμολόγος,
54
πλώρα,53
ποδαπός,92
ποιμαντορικός,
πλώρη,
53 πλωρίζω, 53 πλωριός, 53
ποδάρι,
ποιμάνω ρ,
πλώς,54
πόδας,
ποδαρίλα,
15 15
πολεμία,98 πολεμίζω,
πολεμόω,98
ποδαλγής,
πολέμιος,
57 57
ποιμαντικός,
πολεμώ,
57
98
πολεοδομία,
50 50 πολεοδόμος, 50 πολεύμαι, 50
57 ποιμασία, 57 ποιμενικός, 57
πολεοδομική,
ποιμένιον,57
πολεύω,50
ποδείον,
πoιΜΈVΙoς,
πολέω,50
πλωτεύω,54
ποδένω,22
ποιμήν,
πλωτή ρ,
ποδεσιά,
ποίμνη,
πλώσιμος,
54
54 πλωτήρας, 54 πλωτικός, 54 πλωτός, 54 πλώω,54 πνείω,135 πνέμα,135 πνεύμα,
135
πνευματίας,
135 135 πνευματίζω, 135 πνευματικός, 135 πνευματιάω,
πνευματικωτέρως, πνευμάτων,
135
135 πνευμάτως, 135 πνευματισμός, 135 Πνευματίται, 135 πνευματο-, 135 πνευματόω, 135 πνευματώδης, 135 πνευμάτωσις, 135 πνευματωτικός, 135 πνευμονία, 135 πνευμονίας, 135 πνευμονικός, 135
15 15 22
57
πόλησις,50
57 57
πολιά,
97
ποδεών,15
ποίμνηθεν,
57
πολιάζω,97
ποδηγετώ,
ποιμνήιος,57
πολιαίνομαι,
ποδηγέω,
ποιμνιάρχης,
15 15 ποδήλατο, 15 πόδημα, 22 ποδηνεκής, 15 ποδήρης, 15 πόδι, 15 ποδιά, 15 ποδιαίος, 15 ποδίζω, 15 πόδιο, 15 ποδίς, 15 ποδίσκος, 15 ποδισμός, 15 ποδιστήρ, 15 ποδίστρα, 15 ποδο-, 15 ποδοβολητό, 15 ποδοβολώ, 15 ΠOδOKάvη, 15 ποδοκοπέω, 15 ποδοπατώ, 15 ποδώκυς,15
ποιμνίαρχος,
57 57
ποίμνιον,
57 57 ποιμνίτης, 57 ποίμνιος,
ποινάζω,94 ποιναίος,
94 94
ποινάτωρ, ποινή,
94
ποινηλασία,
94 94 ποινηλάτης, 94 ποινήλατος, 94 ποίνημα, 94 ποινήτειρα, 94 ποινητήρ, 94 ποινήτις, 94 ποινήτωρ, 94 ποινοποιός, 94 ποινουργός, 94 ποιόν, 92 ποίον, 92 ποινηλατέω,
98
98
ποιμαντήρ,
ποδαγρίζομαι,
15
πολεμήτωρ,
57
πλώουσα,54
15
πολεμηστήριος,
ποίμανσις,57
πλώϊμος,54
ποδαρικό,
92
98 98 πολεμιστής, 98 πολεμιστρίς, 98 πολεμο-., 98 πόλεμος, 98
ποιμανόριον,
15
98 98
πολεμησείω,
πλυτός,76
ποάζω,57
76 76
πολεμήιος,
92
92 ποιητικός, 92 ποιητίσκος, 92 ποιήτρια, 92 ποιμαίνω, 57
πλύστρα,
97
πολεμέω,98
92 92
Ποιητική,
πλύσιμα,76
97 97
98 98 πολεμάρχης, 98 πολεμαρχία, 98 πολεμαρχικός, 98 πολέμαρχος, 98
92
ποιηματάκι,
ποάεις,57
76
ποκοειδής,
97 50 πολιάοχος, 50 πολιαρχέω, 50 πολιάρχης, 50 πολιαρχία, 50 πολίαρχος, 50 Πολιάς, 50 πολιατεύω, 50 Πολιάτης, 50 πολιήοχος, 50 πολιήτης, 50 πολιήτωρ, 50 πολικός, 50 πολικότητα, 50 πολιανόμος,
πόλινδε,50 πολιο-,97 πολιοειδής,97 πολιόομαι,
97 50 πολιορκητής, 50 πολιορκία, 50 πολιορκέω,
πολιός,97
251 Jωλιότης,97
OOμπιμoς,
Jωλιoύχoς,
JωμOOς,100
OOρισμα,
OOλις,50
Jωμπώδης,
Jωρισμός,53
7 7 Ποσιδήιος, 7
Jωλισμός,50
Jωμφoλυγέω,
Jωριστέoν,
Ποσιδών,7
50
Jωλισσoύχoς,
50
OOρις,52
10 1
101 90 Jωμφoλυγηρός, 90
Ποσίδειος,
Ποσιδήιον,
53 53
Jωριστής,53
OOσιμo,7
JωΡKεύς,53
Jωσίνδα,
Jωλιστής,50
Jωμφoλυγoπάφλασμα,
Jωλιτεία,
50 Jωλίτευμα, 50 Jωλιτευτής, 50
Jωμφoλυγόω,
OOρκης,53
OOσις,
Jωμφoλύζω,
OOΡKoς,53
Jωσό,92
Jωμφόλυξ,90
JωΡKώδης,53
Jωσόν,92
Jωλιτεύω,50
Jωμφός,90
Jωρνάς,
OOσoς,92
Jωλίτης,50
1illVάω,94
53 Jωρνεία, 53
Jωλιτίζω,50
1illVέω,94
Jωρνείov,53
Jωσoστόν,92
JωλΙΤΙKός,
Jώvημα,
OOρνευμα,
Jωσότης,92
50
Jωλίτις,50
90 90
94 94
90
92 7, 92
Jωσoστιαίoς,
53
JωVηράδα,
Jωρνεύω,53
Jωσότητα,
JωVήρεμα,94
OOρνη,
JωσOΤΙKός,
Jωλίχνη,50
JωVήρευμα,
JωΡVΙKός,53
Πολίχνη,
50 JωλίΧVΙOV, 50 Πολιχνίτος, 50
JωVηρευτά,94
Jωρνoβoσκός,
JωVηρεύω,
Jωρνoγ ραφία,
JωVηριά,94
Jωρνoγράφoς,53
ποσωπίς,
Jωλίωμα,97
JωVηρία,94
Πορνοπίων,
Jωσώς,92
Jωλίωσις,97
JωVήρια,94
OOρνoς,53
Jωλλάκι,
JωVηρός,94
JωρνOσύνη,
Jώvια, 94 1illVO-, 94
Jωρνότριψ,
Jωλιτισμός,
50
50
Jωλλάκις,50 Jωλλι:17rλαmf1ζω,
50 Jωλλαπλασιασμός, 50 Jωλλαπλάσιoς, 50 Jωλλαπλασιότης,50 Jωλλαπλασιόω,
50 Jωλλαπλασίωσις, 50 Jωλλαπλήσιoς, 50 Jωλλαπλόoς, 50 Jωλλαπλoύς, 50 Jωλλαπλώς, 50 Jωλλαχή,50 Jωλλαχόθfλl,
50 50 50 50
Jωλλαχόσε, Jωλλαχoύ, Jωλλαχώς,
94
94
Jώvoς,94 JωVτάρχης,
15
JωVτιάς,
15 JωVτίζω, 15 JωVτίKαρoς,
OOτα,
130
93
Jωτάζω,92
53 53
ποταίνως, ποταινός,
OOρπαμα,53
Jωταμηγός,7
OOρπαξ,53
Jωταμηδών,7
Jωρπάω,53
Jωταμηίς,7
OOρπη,
Jωταμήρυτoς,
53
Jωταμίσκoς, Jωταμίτης,7
JωVτΙKός,
OOρτα,53
Jωταμoδιάρτης,
Ποντικός,
Jωρτάκι,
Jωταμός,7
15 15 JωVτίλoς, 15 Jώvτιoς, 15 Jώvτισμα, 15
Jωπίζω,91 OOJωι,
15
53
15
15 JωVτόω, 15 1illVώ,94 OOπανov,96
91
JωλΤOJωιώ,99
JωJωJωί,
Jωλτός,99
Jωππυλιάζω,
91
Jωλύ-,50
91 Jωππυσμός, 91 Jωππυστής, 91 OOπυσμα, 91
Jωλύρρηvoς,29
OOρδαλις,53
Jωλύς,50
Jωρδή,91
53
7
OOρταξ,52
Jωτανός,
JωΡτί,
Jωτάoμαι,
53
Jωτέ,93 OOτε,93
52
OOρτo,53
Ποτείδαια,
Jωρτoλάνoς,
53 πορφυρ-, 135 πορφύρα, 135 πορφυραίος, 135 πορφυρείον, 135 πορφύρεως, 135 πορφύρεος, 135 πορφυρεύς, 135 πορφυρευτής, 135 πορφυρευτικός, 135
Jωτέoμαι,
πορφυρεύω,135
Jωτής,
πορφυρέω,
135 πορφυρίζω, 135 πορφύρων, 135
OOτης,
7 95 OOτερoς, 92 Jωτέρωθfλl, 92 Jωτέρωθι, 92 Jωτέρως,92 Jωτή,95 OOτημα, Jωτήρ,
7, 95
7
Jωτηρία,7 Jωτήριoν,7
Jωτί,
7 7 53
Ποτιδαία,
7
Jωρείov,53
πορφύρως,135
Ποτιδάν,7
πολφός,
OOρευμα,53
πορφυρίς,
Ποτιδάς,7
Jωρεύς,53
πορφυρίτης,
Jωτίζω,7
Jωτός,7
Jωλωτής,50
Jωρθέω,54
JωλωΤΙKός,
Jωρθεών,54
135 135 πορφυριών, 135 πορφυρο-, 135 πορφυρόεις, 135 πόρφυρος, 135 πορφυρούς, 135
OOμα,7
OOρθημα,54
πορφυρόω,135
Jωμfλlάρχης,57
OOρθησις,54
πορφυρώματα,
Jωμπαίoς,
100 Jωμπεία, 101 Jω μπείov, 10 1 OOμπεμα, 101 Jωμπεύς, 100 00 μπευσις, 10 1 Jωμπευτής, 101
Jωρθητήριoς,
Jωρθμευτής,53
7 Ποσείδειος, 7 Ποσειδεών, 7
Jωμπεύω,100
Jωρθμεύω,53
Πoσειδώvιoς,
Jωμπέω,100
Jωρθμία,
Jωσθαλίσκoς,
Jωμπή,100
Jωρθμίς,53
OOσθη,
Jωμπιάζω,
101 OOμπιασμα, 101
Jωρθμός,53
Jωσθία,7
Jωυλάρα,51
Jωρίζω,53
OOσθων,7
Jωυλάρι,
Jωμπίλoς,101
OOριμoς,
Ποσιδάν,7
Jωυλάω,51
50
OOλωσις,50 JωλωσκόJως,
Jωρεύσιμoς,
53
Jωρεύω,53
50
50
OOρθευμα,
53
135
OOτισις,7 Jωτιστής,7 OOτμoς,95 OOτνια,92 Jωτό,7 OOτoς,7
Jωρώδης,53
Jωυ,92
Jωρθητής,54
Jωσάκις,92
πούανος,
JωρθηΤΙKός,54
Jωσαχώς,92
Jωύθε,92
Jωρθήτωρ,54
OOσε,92
Jωυθfλlά,92
Jωρθμεία,
Ποσείδαια,
JωυKαμίσα,
54
53 Jωρθμείov, 53
53
53
7
7
95 95
Jωλυφαγία,
Jωλωσίμετρo,
7
Jωταπός,92
OOρτις,52 Jωρτιτρόφoς,
15
Jώvτoς,
Jωρεία,
16
Jωρτιέρης,53
Ποντισμένο,
JωλΤOJωίησις,
Jωλώνω,50
7
Jωρσύνω,53
JωVτΙKOKάβαvO,
JωλΤOJωιέoμαι,
92 131
137 137
OOρoς,53
Jωτάμιoς,7
15 15
JωVτoOOρoς,
120
OOστoς,92
Jωρσαίνω,53
15
JωVτΙKO-,
50 Jωλλότης, 50 Jωλλύνoμαι, 50 OOλoς, 50 Jωλτάριov, 99
πολυτρήρων,
12
Jωσταίoς,92
JωρOOω,53
JωVτίκι,
Jωλλoστός,
Jωλύ,50
Jωσόω,92
53 53
Jωτάμι,
JωVτO-,
Jωλτώδης,99
92 92
Jωρπηδόν,53
Jωλλή,50
99 99
53
92
13 5
52 52
JωυKαμισάκι,
JωυKάμισo,52
7 7
Jωυλάδα,
51 51 Jωυλακίδα, 51 Jωυλάκι,
51
252 JωυλημένOς,
πρασόκουρον,
51
Jωύλησις,51
πράσον,
Jωυλί,51
πρασοφάγος,
Jωυλoλόγoς,
πρασόχρους,
51
53
53
πρήσμα,135
προϊάπτω,
πρησμονή,
προιάρι,
135 135 πρηστηριώδης, 135 πρηστηροκράτωρ, 135 πρηστικός, 135 πρητήν, 119
45 54 προίκα, 34 προίκειος, 35 προικιά, 35 προικίδιον, 35 προικίδιος, 35 προικίζω, 35 προικιμαίος, 35 προίκιος, 35
135
πρήσσω,54
53 53
πρηστήρ,
135
-Jωυλoς,51
Πρασσαίος,53
πρηστηριάζω,
Jωύλoς,51
πράσσω,54
πρηστήριος,
Jωυλύς,50
πρατεία,53
Jωύπoς,91
πρατήρ,53
JωυJωύτης,91
πρατήριον,
Jωυρί,
πράτης,
59
53
53
Jωυριάζω,59
πρατίας,53
πρηυνω,91
προικο-,35
πουρνάρι,
135 Πουρνάρι, 135 Πουρναριά, 135
πρατός,
53 πράττω, 54
πρίαμαι,
53 Πριαπίζω, 53
προικτης,
πράτωρ,53
Πριαπίσκος,53
προίξ,34
Jωυς,15
πραϋ-,91
Πριαπισκωτός,53
προιξ,
JωύφKα,91
πραυνω,91
Πριαπισμός,
προϊστάμενος,
JωύφKατζης,91
πραυς,91
Πρίαπος,53
Jφάγμα,54
πραϋσμός,
προικώος,
34
Jφαγμάτευμα,54
πράχτορας,54
πρίζω,53
Jφαγματεύoμαι,
πράως,91
Πρίηπος,53
109 109 προκάλυμμα, 62 προκαλύπτω, 62 προκάλυψις, 62 προκαταβολή, 16
Jφαγματευτής,
πρεγγευταί,
πριν,
προκατασκευάζω,
Jφαγματεία,
Jφάγματι,
πραχτικός,
54 54 54
πρειγεία,
54
πριάρι,
14
πρειγευσάντων,
JφαγμαΤΙKός,
πρεμνιάζω,
JφαγμαΤΙKότης,
πρεμνίζω,
14
53 53 πρέμνοθεν, 53 πρέμνον, 53 πρέμνος,53
53
πρέπει,
πρέπω,130
Jφακτήριoς,
πρεπώδης,
Jφάκτης,54 JφαΚΤΙKός,54 Jφακτίμιoς,54 Jφάκτιμoς,54 Jφακτoρεία,54 Jφακτόρεια,54 Jφακτoρείoν,54 Jφακτόρειoν,54 Jφάκτoρoς,54 Jφακτός,54 Jφακτύς,54 Jφάκτωρ,54 Jφάμα,
54
Jφαμάτεια,
130 14 πρεσβεία, 14 πρεσβείον, 14 πρεσβειόω, 14 πρέσβειρα, 14 πρέσβευ μα, 14 πρεσβεύς, 14 πρέσβευσις, 14 πρεσβευτής, 14 πρεσβευτικός, 14 πρεσβεύω, 14 πρεσβήιος, 14 πρεσβηίς, 14 πρέσβις, 14 πρέσβιστος, 14 πρεσβίττα, 14 πρέσβα,
54
54
55 55 προκηρύττω, 55 πρόκοττα, 52 πρόκριμα, 59 προκριματικός, 59 προκρίνω, 59 πρόκρισις, 59 προλαμβάνω, 69 προλέγω, 76 προκηρύσσω,
135
135 Πρίνος, 135 πρινώδης, 135 πρωβόλο,
135 135 πριovίδι, 53 πριονίζω, 53 πριόνιον, 53 πριόνισμα, 53 πριονιστής, 53 πριονιστός, 53 πριόω,53 πρισηλύτησις,
48
προλεσχηνεύομαι, προληπτικός, πρόληψις,
69 76 πρόλογος, 76 προλύται, 37 προμάθεια, 80 προλογίζω,
πρίσις,53
προμαθής,80
πρίσμα,
προμήθεια,
53
πρίω,53
80 80 προμηθέομαι, 80 προμήθευμα, 80 προμηθεύομαι, 80 Προμηθεύς, 80 προμήθευσις, 80 προμηθευτικός, 80
πρίωμα,53
προμηθής,80
πρίων,53
προμηθία,
πρισμάτιον,53 πρισμός,53 πριστήρ,53 πριστήριον,
53
πρίστης,53 πριστός,53
Προμήθειος,
πρέσβος,14
προαίρεσις,
Jφανές,12
πρέσβυς,14
προαιρετικός,
πρόξ,97
Jφανής,
πρεσβύτατος,
προαιρέω,
πρόξεινος,
Jφασιανός,53
14 πρεσβυτερείον, 14 πρεσβυτερεύω, 14 πρεσβυτέριον, 14 πρεσβύτερος, 14 πρεσβυτής, 14 πρεσβύτις, 14 πρεσβυτοδόκος, 14 πρήγμα, 54
Jφασίζω,53
πρηδών,135
προεκτίμησις,
Jφάσιμoς,53
πρήζω,
προεκτιμώ,
Jφασινίζω,
πρήθμα,135
Jφαματευτής,
54
11 Jφανίζω, 11 Jφάξις,54 Jφαόνως,91 Jφάoς,91 Jφαότης,91 Jφασιά,
53
Jφασ!άζω,
53
53
54
135
Jφασινoειδής,53
πρήθω,135
Jφάσινoς,53
πρημαίνω,
Jφασινόω,
53 Jφασινώδης, 53
πρηνεύω,11
Jφάσιoν,53
πρηνής,
πρηνηδόν,
135 11
Jφασιόω,53
11 πρηνίζω, 11
Jφάσις,53
πρηνισμός,
Jφασoειδής,
53
Jφασόεις,53 JφασOKOυρίς,
53
πρήξιμο,
11 135
προ,
προμηθίη,
53 142 142 142
προακτέον,6 προακτικός,
6
προβιβασμός, προγεφύρωμα,
13 85
προδίλη,91 προδότης,
18 18
123 123 προεξέχω, 112 προεξοχή, 112 προέχω, 112 προζύμιον, 109 πρόθεμα, 126 προθεματικός, 126 προθεσμεύω, 125 προθεσμία, 125 προθήκη, 126
πρήξις,54
προθήκω,36
πρήσις,
προθύστερος,53
53, 135
93 93 προξενεύω, 93 προξένησις, 93 προξενητής, 93 προξενήτρια, 93 προξενιά, 93 προξενία, 93 προξενιό, 93 πρόξενος, 93 προοιμιάζομαι, 45 προοιμιάζω, 45 προοιμιακός, 45 προοιμιαστέον, 45 προξενείον,
προαύλων,136
προδοσία,
76
69
80 80 προνώπια, 130
JφαματευτάδΙKO,
112
προκήρυξις,
πρίνος,
πρωβόλος,
Jφακτέoς,
προκατασκευή,
πρινόκαρπος,
πρεπόντως,
112
προκατασκευασμένος,
135 πρινένως, 135 πρινίδων, 135 πρίνινος, 135
πρινών,135
Jφάδησις,91 Jφακτήρ,54
53
130 πρέπον, 130 130 πρεπούμενος, 130 πρεπτός, 130
54
54
πρινάρι,
14
πρεμνώδης,
προιστημι,
Πριαπώδης,53
91 54
Jφαγματίας,54
54 54 Jφαγμάτιoν, 54 Jφαγματισμός, 54 Jφαγματιστής, 54 Jφαγματo-, 54 πραγμαΤOJωίησις, 54 Jφαγματώδης, 54 Jφαγματώνω, 54 Jφαγμάτωσις, 54
53
35 35
προοιμιαστικός,45 προοίμιον,
45
προοιμιώδης,45 προοπτέον,
130 130 προόπτης, 130 προοπτική, 130 προοπτικός, 130 προοπτεύω,
112
253 προοπτικότης,
πρόσληψις,
πρόοπτος,
προσμένω,
130 130 Jφoπαίδεια, 90 Jφoπαίδευσις, 90 JφOπαιδευτΙKός, 90 Jφoπαιδεύω, 90 Jφoπετάoμαι, 95 Jφoπέτεια,95 Jφoπετεύoμαι, Jφoπετεύω,
95
95
Jφoπετής,95 Jφoπέτoμαι,
95 99 Jφoπηλάκισις, 99 Jφoπηλακισμός, 99 Jφoπηλακίζω,
Jφόπλασμα,98
69 78
προσορμίζομαι,
32
προσοχή,
112 130 προσπελάζω, 51 προσπέλασις, 51 προσπίπτω, 95 προσποιέω, 92 προσποίημα, 92 προσποίησις, 92 προσποιητικός, 92 προσποιητός, 92 προσποιούμαι, 92
πρόσοψις,
προτρέπω,
106 106 πρότυπο, 115 πρότυπος, 115 προφαίνω, 128 προφανερόω, 128 πρόφανσις, 128, 132 πρόφαντος, 128 προφασίζομαι, 132 πρόφασις, 13 2 προφασιστέον, 132 προφασιστικός, 13 2
πρωιότης,53
προτροπή,
πρωκτός,
προφατεύω,132
πρώρηθεν,
προφάτης,
πρώτα,
132 πρόφατος, 128, 132 πρόφημι, 13 2 προφημίζω, 132
πρόσσω,53 προσταγή,
6
πρών,53 πρώρα,
53
πρωράζω,53 πρώραθεν,
53 53 πρωράτης, 53 πρωρατικός, 53 πρωραχθής, 53 πρωρεύς, 53 πρωρατεύω,
πρώρη,53
53
53
πρωτάρης,
προφητάζω,132
53 53 πρωτεύω, 53 πρώτιστος, 53
προφητεία,
πρωτο-,53
πρωτείον,
Jφoς,53
124 προστηρέω, 116
Jφoσακτέoν,6
προσυσκευάζω,
JφoσΆVαμμα,
68 προσαύλεως, 136
προσυσκευασμένος,
Jφoσδoκία,20
προσφερής,31
προφήτευμα,132
πρωτότυπov,
JφOσδOKώ,
προσφέρω,
προφήτευσις,
13 2 προφητεύω, 132 προφήτης, 132 προφητίζω, 132 προφητικός, 132 προφήτις, 132 προφητο-, 132
πρωτύτερος,
προφήτωρ,132
πταιστός,95
προχειρίζω,
πταίω,
προσφωνήεις,
141 προχείρισις, 141 προχειρο-, 141 πρόχειρο, 141 προχειρόομαι, 141 πρόχειρος, 141 προχειρότης, 141 προχειροτονέω, 141
προσφώνημα,132
πρόχvω,86
πταρμός,
προωθώ,
πταρvίζoμαι,
20
πρόσφατος,
112
προσεταιρεύομαι, προσεταιρισμός,
προσφυγόπουλο,
87 87 Jφoσεκτέoν, 112 Jφoσέκτης, 112 JφOσεΚΤΙKός, 112 Jφoσέλευσις, 48 Jφoσεδάφισις,
προσεταιριστός,
Jφoσέτι,
132 132 132
πρόσφυξ,
προφητείον,
94
31 προσφορά, 31 προσφορέω, 31 προσφόρημα, 31 πρόσφορος, 31 προσφυγιά, 14 προσφυγικός, 14 προσφύγιον, 14
Jφoσεδαφίζω,
112
14
14
πρόσφυσις,
44
Jφoσευχή,56 Jφoσευχητάρι,
56 Jφoσεύχoμαι, 56 Jφoσέχεια, 112 Jφoσεχής, 112 Jφoσεχόντως, 112 Jφoσέχω, 112
131 προσφώλι, 129 πρόσφωλο, 129 προσφωνέω,132 προσφωνή,
13 2 132
προσφωνηματικός,
132
13 2 132
117 117
πρώτος,
53 115 53
πτάζω,91 πταίρω,91 πταίσμα,
95
πταισμάτιον,
95
πταισματοδικείον, πταισματοδίκης,
95
πτακάδις,
91
πτακισμός,91 πτακωρέω,91 πτανός,
95
πτάξ,91 πταρμική,91 πταρμικός,91
91
προσφωνημάτων,132
πρόωσις,
JφOσήKω,
προσφωνήσιμος,
132 132 προσφωνητικός, 132 προσφωνώ, 132 πρόσχημα, 111 προσχηματίζω, 111 προσχηματικός, 111 προσχηματισμός, 111 πρόσω, 53 προσωπείον, 130 προσώπη, 130 προσωπίδα, 130 προσωπικός, 130 πρόσωπο, 130 προσωπόεσσα, 130 πρόσωπον, 130 πρόσωπος, 130
πρσηλυτεύω,
Jφoσήλυσις,
προσφώνησις,
πρύμα,
προσωπούττα,130
πρυμνούχος,53
πρόταιρος,
πρυμνώρεια,
πρυτανάρχης,
πτερόω,95
66 Jφoσκυνητάρι, 66
53 πρόταξις, 124 πρότασις, 119 προτάσσω, 124 προτείνω, 119 προτερασία, 53 προτερεία, 53 προτερεύω, 53 προτέρημα, 53 προτέρησις, 53 προτερίζω, 53 πρότερος, 53
15 15 πτερνιστής, 15 πτερνίστρια, 15 πτερνοβατέω, 15 πτερνοκοπέω, 15 πτερόεις, 95 πτερόν, 95 πτερουγίζω, 95
Jφoσκυνητήριoν,66
προτέρωθε,53
πρωθυπουργός,
Jφoσκυνητής,66
προτέρως,53
πρωί,
34, 36 48 Jφoσηλύτευσις, 48 Jφoσηλυτίζω, 48 Jφoσηλυτισμός, 48 Jφoσηλυτιστής, 48 Jφoσήλυτoς, 48 Jφoσηvές,36 JφOσηvεύoμαι,
36
Jφoσηvf]ς,36 πρόσθεση,
125 πρόσθεσις, 125 προσθετικός, 125 πρόσθετος, 125 προσθήκη, 126 Jφoσίημι, 36 Jφoσιτός, 36 Jφoσκαλώ, 54 Jφoσκεκλημένoς,55 Jφόσκλησις,
54, 55 Jφoσκλητήριoν, 54 προσκοπέω,130 προσκοπή,
130 130 προσκόπων, 130 πρόσκοπος, 130 Jφoσκυνέω, 66 προσκόπησις,
Jφoσκύνημα,66 Jφoσκύνησις,
Jφoσκυνήτρα,
66 66 66
προτεταγμένος,
Jφoσκύνισμα,
προτηρέω,
Jφoσκυνώ,
προτί,
66
Jφoσλαμβάνω,
69
53 53
προτού,
116
πτεκάς,91 πτελέα,
53
πρυμίζω,53
πτερίδιος,
πρυμιός,
πτέρινος,
πρύμνα,
53 53
95 95
πτέρις,95
πρύμναδε,53
πτέρνα,
πρυμναίος,
πτέρνη,
Πρυμνεύς,53
15 15 πτερνίζω, 15
πρύμνη,
πτερνισ μός,
53
53
πρυμνήσιος,
πτερνιστήρ,
53 53
πρυμνήτης,
πρυμνητικός,53 πρυμνόθεν,
53
πρυμνόv,53 πρυμνός,53
πρυτάνευμα,53 πρυτανεύς, πρυτανεύω,
53 53
πτερύγιον,
95 95 πτέρωμα, 95 πτερωτός, 95 πτέρυξ,
πτήμα,95
πρυτανηίη,53
πτήν,95
πρυτανικός,
πτηνο-,95
πρύτανις,
53
πτηνόν,
53
πρωζός,53 πρώην,
124
95
πτέον,95
53
53 53 πρυτανεία, 53 πρυτανείον, 53
προτέρωσε,53
Jφoσκυνήτρια,
πταρτικός,
48
53
πρυμάτσα, πρύμη,
πτάρνυμαι,
91 91 91
JφoσηKόντως,36
95
πτηνός,95 πτήξις,91
53 53
πτήσις,
95
53 πρωία, 53
πτήσσω,91
πρωιζός,53
πτητικότης,
πρωιμίζω,
πτιλο-,95
πρώιμος,
πτίλον,
πτητικός,
53 53
πρώιος,53
95 95
95
πτιλόομαι,
95
95 95
254 πιίλος,95
Πυανοψιών,
πιίλωμα,
πύαρ,
95
135
πυκνάδα,
πυράγρα,
97
134 134 πυραγροφόρος, 134
πυκνάζω,97
96
πυραγρέτης,
πιίλωσις,95
πυγαίος,
πυγαλγίας,
πύκνη,97
πυράζω,134
πυκνίτης,97
πυραιθής,
πυκνο-,97
πυραιθοί,
πιισμός,91
97 97 πύγαργος, 97 πυγή, 97 πυγίδιov, 97
πυκνάκις,
πιιλώσσω,95
πιισσάvη,91
πυγίζω,97
πυκνότης,
πιίσσω,91
πύγισμα,
πυκνόω,97
πιόα,91
πυγμαίος,
πύκνωμα,
πιιλωτός,95 πιίσις,91
πυκνός,
97
97 97
πιοία,91
97 97 πυγμαχέω, 97 πυγμαχία, 97 πυγμάχος, 97 πυγμή, 97
πιοίη,91
πυγμικός,97
πιοίησις,91
πυγμομαχία,
πιόλεμος,98
πυγολαμπίς,
πιολίαρχος,
50 50 πιολιπόρθης, 50 πιολίπορθος, 50
πυγovιαίoς,97
πυκιέω,97
πιολίεθρον,
πυγόριζα,
97 πυγοσκελίς, 97 πυγούσιος, 97
πυκιίζω,
πιόλις,50
πυγών,97
Πυλαγόρας,
πυέλιον,41
Πυλαγορέω,
πιοαλέος,91 πιοέω,91 πιόησις,91
πιόλισμα,
50
πιυαλίζομαι,
πυκνώς,97 πύκνωση,
97 97 πυκνωτικός, 97 πυκιαλεύω, 97 πυκιαλίζω, 97 πυκνωτής,
97 97
πυκιικός,
πυελίς,41
Πύλαι,
πύελος,
Πυλαία,
πιυάριον,95
πυελώδης,
πιυάς,
95 πιύγμα, 91 πιύγξ, 91
πυετία,
πιυελίνη,95
Πυθαγόρεως,
πιύελο,
91
53 53
πυλαιμάχος,
53 53 πυλαίτης, 53 πυλαμάχος, 53 πυλάοχος, 53 πυλαίος,
Πυθαγόρας,
95
53 53
πυλαϊκός,53
41
96
πύησις,94
πιυελοδοχείο,95 πιυκιίov,
41
97 97
πύκιυς,97
πιυαλίνη,95
95
97 97
πυκνώνω,
133 133 Πυθαγορίδες, 133 Πυθαγορίζω, 133 Πυθαγορισμός, 133
πυργίσκος,
πυλάτις,53
πυργίτης,
Πυθαεύς,94
πυλαωρός,
πιύξ,
Πυθαίος,94
πύλη,
πιύξις,91
Πυθαύλης,
Πυληγενής,
πιύov,95
πυθεδών,94
53 Πυληγόρος, 53
πιυρμός,91
Πυθείον,94
πύλιγξ,53
πιύρομαι,
Πυθία,
πυλίς,53
94
πυργίον,86
πυλάρτης,53
πιυκιός,91
91
134 134 πυραίθω, 134 πυράκανθα, 134 πυρακτέω, 134 πυρακτόω, 134 πυρακτώνω, 134 πυράκτωσις, 134 πυραλίς, 134 πυραλλίς, 134 πυραμίδα, 134 πυραμιδικός, 134 πυραμιδόομαι, 134 πυράμινος, 134 πυραμίς, 134 πυραμούς, 134 πυραυγέω, 134 πυραυγίζω, 134 πύραυνος, 134 πυραύστης, 134 πυράφλεκτος, 134 πυρβατέω, 134 πυργηδόν, 86 πυργηρέομαι, 86 πυργήρης, 86 πυργίδιον, 86
πύργος,
53
86 86 86
πυργόω,86
53
πύργωμα,86 πύργωσις,
πυλουρός,53
86 86 πυρδαής, 134 πύρδαλον, 134 πύρδανον, 134 πύρεθρον, 134 πυρείον, 134 πυρέσσω, 134 πυρέτων, 134 πυρετός, 134
πυλούχος,
πυρετοφόρος,
πιυχώνω,91
14 πυθμενέω, 14
πιυχωσιγενής,91
πυθΜΕVΊΖoμαι,
πύλωμα,
πιύχωσις,91
πυθμενικός,
πυλών,
πυρεύς,134
πιωκάς,91
14 14 πυθΜΈVΙoν, 14 πυθμενόθεν, 14 πυθμήν, 14
134 134 πυρετώδης, 134
πιώμα,95
Πυθόθεν,94
πυματηγόρος,
Πυθοί,
πύματον,13
91
94 94
πυργωτός,
πιύσμα,95
Πύθια,
πιύσσω,91
πυθιάζω,94
Πυλόθεν,53
πιυχή,91
Πυθίας,94
Πυλοιγενής,
πιυχίον,91
Πυθικός,
Πύλονδε,53
πιύχιον,91
Πύθιον,94
πιύχιος,91
ΠυθιόVΙKoς,
πιυχιούχος,
Πύθιος,
91
πιυχώδης,91
94
πύλος,
94
94
πυθμένας,
πιυχωτός,91 πιύω,95
πιωματίζω,
πυλίτης,53
95
Πυθοίδε,94
πιώξ,91
ΠυθόKραVΤOς,
πιώσις,95
Πυθovίκης,
πιωσκάζω,91
ΠυθόVΙKoς,
πιώσσω,91
Πυθοχρήστης,
πιωτικός,95
Πυθόχρηστος,
πιωχεία,
53
Πύλος,53
53
πυλόω,53
94
πιωματίς,95
53
πυρέττω,
53 53
πυλωρέω,53
πυρευτής,
πυλώριov,
πυρευτικός,
53
πύματα,13
134 134
πυρεύω,134
13
πυρή,
134
πυρήων,134
πύματος,13
πυρήν,
97
135 135 Πυρηναία, 135 πυρηναϊκός, 13 5 πυρήνας, 135
πυξεών,97
πυρηνέλαω,135
Πυθώ,94
πυξίζω,97
πυρήνεμος,
πύθω,94
πύξινος,
πυρηνικός,
πιώχευσις,91
Πυθώδε,94
πυξίον,97
πιωχευτικός,91
Πυθώθεν,94
πυξίς,97
πιωχεύω,91
Πυθών,94
πυξός,
πιωχικός,91
Πύθων,94
πύο,
Πυθωνάδε,
πύον,
πιωχός,91
94 94 Πυθωνόθεν, 94
πυοειδής,
ΠυθωVΙKός,
πυαιμία,
Πυθώος,94
πυός,96
πύκα,97
πύος,94
Πυανεψών,135
πυκαείς,97
πυουλκός,
πυάνων,135
πυκάζω,97
πυόω,94
πυάνως,135
πυκασμός,
πυρ,
πύανος,135
πυκινός,97
πυρ-,134
πυκνά,
πυρά,
πιώχεια,
91 91
πιωχο-,91
πιωχοκομείov,
91
94
Πυανέψul,
Πυανόψul,
135
135
97
94
πυξ,
94 94
97
πυνθάνομαι,
97
πύξ,97
94 94
πυξάρι,
97
97 94 94
94
πυοποιός,
134 134
94
133
πυρήνα,
134 135 πυρηνο-, 135 πυρηνοειδής, 135 πυρηνολυσία, 135 πυρηνοσμίλη, 13 5 πυρηνώδης, 135 πυρητόκος, 134 πυρι-,134
πυρία,134
πυριάζω,
94
134
πυριάλωτος,
134 134 πυρίασις, 134 πυριατήρων, 134 πυριάτης, 134 πυρίαμα,
255 πυρωτός,
134
πυριάω,134 πυρίκαυστος,
134 134, 135
πύρινος,
πυρίον,134 πύρως,134 πυρίπαις,
134 πυρίτης, 134 πυρίχως, 135 πυρκαϊά, 134 πυρκόος, 134 πυρναίος, 13 5 πύρνον, 135 πυρο-, 134 πυροβάτης, 134 πυροβατώ, 134
πυρώπης,
πωτάομαι,
πυρωπός,
πωτήεις,95
ραδίως,
πώτημα,
ραδιώτερος,
πωλέω,51
95 27 ρα, 70, 73 ραβαισι, 103 ραβάνι, 104 ραβάσσω, 103 ραβδάκι, 104 ραβδεύομαι, 104 ραβδηφόρος, 104 ραβδί, 104 ραβδιά, 104 ραβδία, 104 ράβδιδα, 104 ραβδίζω, 104 ράβδινος, 104 ραβδίον, 104 ράβδισμα, 104 ραβδισμός, 104 ραβδιστήρι, 104 ραβδο-, 104 ραβδονομέω, 104 ραβδονόμος, 104 ραβδόομαι, 104 ράβδος, 104 Ραβδούχα, 104 ραβδουχέω, 104 ραβδουχία, 104 ραβδούχος, 104 ραβδοφόρος, 104 ράβδωμα, 104 ράβδωσις, 104 ραβδωτός, 104 ράβω, 70 ράγα, 103 ραγάδα, 103 ραγάνι, 103
ραδιώτατος,
ρ,
πώλημα,51
ραγάς,1Ο3
ραίω,1Ο4
πώλης,51
ραγδαίος,
ρακάμφιος,
134 134 πύρωσις, 134 πυρώτερος, 134 πυρωτής, 134 πυρωτικός, 134 πυρωτός, 134 πύσμα,133 πυσματικός, πυστέον,
πύστις,133 πυστός,
πυτιά, πυτία,
133 96 96
πυτιάζω,96 πυτίζω,95
134 πυροβολείον, 134 πυροβολητής, 134 πυροβολικό, 134 πυροβολισμός, 134 πυροβόλον, 134 πυροβόλος, 134 πυροβολώ, 134 πυρόεις, 134 πυρός, 135 πυροστιά, 134 πυροφάνι, 134
πυτΙσΥόνος,
πυρόω,134
πώη,
πυρπολέω,
134 πυρπόλημα, 134 πυρπολητής, 134 πυρπόλος, 134 πυρπολώ, 134
πωλάρι,
πύρρα,134
πώλευσις,
πυρράζω,
134 πυρράκης, 134 πυρρίας, 134 πυρριάω, 134 Πυρρικός, 134
πωλευτής,
πύρρως,134
πωλητή ρ,
πυρρίχη,
πωλητήριον,
πυροβολαρχεία,
134
πυρριχωκός,
135 πυρριχίζω, 135 πυρρίχισις, 135 πυρριχισμός, 135 πυρριχιστής, 135 πυρριχιστικός, 135 πυρριχο-, 135 πύρριχος, 134, 135
133
133
πυώδης, πύωσις, πω,
96
94 94
92
πώγων,
87
πωγωνιαίος,87 πωγωνίας,87 πωγωνιάτης,
87 87 πωγωνίτης, 87 πωγώνιον,
πωγωνο-,87
πωγωνώδης,
87
57 51
πωλάριον, πωλεία,
51
51
πωλέομαι,
50
πώλευμα,51
51 51 πωλευτικός, 51
95
103 103
ραγδαιότης,
51
ράγδην,1Ο3
51
πωλητής,
ραγή,
51 πωλήτρια, 51
ραδιούργος,
73 73 104
ραδόνιο,
ράζω,1Ο2 ραθαγέω,
104 104 ραθάμιγξ, 104 ραθαμίζω, 104 ραθάσσω, 104 ραθαίνω,
ραθυμέω,73 ραθυμία, ράθυμος,
73 73
ραθύμως,73 ραία,73 ραιβηδόν,
104 104 ραιβόκρανον, 104 ραιβοποδία, 104 ραιβόποδος, 104 ραιβός, 104 ραιβοσκελής, 104 ραιβοσκελία, 104 ραιβότης, 104 ραιβότητα, 104 ραιβοχειρία, 104 ραιβοειδής,
ραιβόω,1Ο4 ραiζω, ραίνω,
73, 103 104
ράϊος,73 ράϊσμα,1Ο3 ραιστάζω,
104 104 ραιστήριος, 104 ραιστήρ,
ραιστηροκοπία, ραιστότυπος,
103 103 ρακένδυτος, 103 ρακέτα, 103 ρακετρίζω, 104
πωλίον,51
ραγίον,1Ο3
ρακίζω,1Ο4
ράγισμα,
ράκινος,
πώποτε,92
103 ραγισματιά, 103 ραγοειδής, 103 ραγοειδίτιδα, 103 ραγόεις, 103 ραγολόγημα, 103 ραγολογία, 103 ραγολογώ, 103 ραγώδης, 103 ράδα, 73 ραδαλέος, 104 Ραδάμανθυς, 132 ραδαμεί, 104 ράδαμνος, 104 ραδαμνώδης, 104
πωρητύς,91
ραδάνη,1Ο4
ράματα,1Ο3
πωρίασις,
59 59 πωροειδής, 59 πωροκήλη, 59 πωρολυτικός, 59 πωρόμφαλος, 59
ραδανίζω,
ραμμένος,
πώρινος,
ραδανός,
Ράμνα,1Ο4
πωρός,91
ράδιξ,1Ο4
πυρσόω,134
πώρος,
ραδιο-,
πυρσώδης,
πωρόω,59
ράδιο,
πωλοδαμνέω,
πυρροπίπης,
51 πωλοδάμνης, 51 πωλοκόμος, 51 πώλος, 51 πωλώ, 51 πώμα, 7,13
πυρρός,
πυρρο-,135
πυρρόομαι,
135 129
134
πωμάζω,13
Πύρρος,134
πωμαστέον,
πυρρότης,
πωμαστήριον,
135 πυρρούλας, 135 πυρρούρας, 135 πυρσαίνω, 134 πυρσεία, 134 πυρσευτής, 134 πυρσεύω, 134 πυρσίζω, 134 πυρσίτης, 134 πυρσο-,134
πυρσοβολέω, πυρσοβόλος, πυρσός,
134 134
134
πυρσοφόρος,
134
134 134
51
πωματίας, πωματίζω, πωμάτιον,
13 13
13 13 13
πώποκα,92
59
106 104 ραδι-, 104 ραδιέστερος, 73 ραδίκι, 104 ραδινός, 104 104 104
πωρώδης,59
ράδιος,73
πυρσωπός,134
πώρωμα,59
ραδιουργέω,
πυρώδης,
πωρωμένος,
πυρσώπης,
134 πύρωμα, 134 πυρωνία, 134 πυρώνω, 134
πωρώνω, πώρωσις, πώς,
93
59 59
59
73 73 ραδιουργία, 73 ραδιουργικώς, 73 ραδιουργός, 73 ραδιούργημα,
104
ραKεvδύτης,
πωλικός,51 πωλοδαμαστής,
104
ράϊστος,73
103 103 ραγικός, 103 ραγίζω,
73
73
ρακία,1Ο4
103
ράκιον,1Ο3 ρακίς,
103 104 ρακοδύτης, 103 ρακόεις, 103 ράκος, 103 ρακκίζω,
ρακόω,1Ο3 ρακτήριος,
103
ρακτός,1Ο3 ράκτρια,
103 104 ρακώδης, 103 ρακχίζω,
ράκωμα,1Ο3 ράκωσις,
103 70
Ραμνή,1Ο4 ραμνOδOKέvτρια, ράμνος,1Ο4 Ραμνούντα,
104 104 Ραμνουσία, 104 Ραμνουσιάς, 104 Ραμνούσιος, 104 Ραμνουσίς, 104 ραμφάζομαι, 104 Ραμνούς,
ραμφή,1Ο4 ραμφηστής, ράμφιον,
104 104
104
256 ραμφίς,
ραφίδα,70
ρεία,73
ρηγμίς,
ράμφος,
ραφιδεύς,
Ρεία,
73, 134 ρείθρον, 10 5 ρείκι, 104 ρείτης, 105 ρείω, 105 ρεκάζω, 103 ρέκασμα, 103 ρεκασμός, 103
ρηγμός,1Ο3
ρέκτειρα,73
ρηϊδίως,73
ρεκτήρ,73
ρηiζω,73
ρεκτήρες,
ρήιον,73
104 104 ραμφώδης, 104 ραμψός,1Ο4 ράνα,
104
70 ραφιδευτής, 70 ραφιδεύω, 70 ραφίδι, 70
ρανάω,1Ο4
ραφιδογράφος,
ράνη,1Ο4
ραφίδωμα,
ρανίδα,
104
ρανίζω,1Ο4 ρανίς,
104
ραντήρ,1Ο4 ραντίζω,
104 ραντισιά, 104 ράντισις, 104 ράντισμα, 104 ραντισμός, 104 ραντιστήρας, 104 ραντιστήριον, 104 ραντιστικός, 104 ραντιστός, 104 ράντιστρο, 104 ραντός, 104 ραντουρίζω, 104 ραξ, 103 ράξιμο,73 ράον,
73
ράος,73 ραότερος,
73
ράπα,
59 ραπάνι, 59
70
70 ραφιδώνω, 70 ραφίς, 70 ραφτάδικο, 70 ραφτική, 70 ραφτός, 70 ράφτω,70 ράφυς,59 ραχάδην,
104
ραχάς,1Ο4 ραχάτεμα,
73 ραχατεύω, 73 ραχάτι, 73 ραχατλής, 73 ραχεοτομία, 104 Ράχες, 104 ραχετίζω, 104 ραχετρίζω, 104 ράχετρον, 104 Ράχη, 104 ραχία, 104 ραχιαίος, 104 ραχιαλγία, 104 ραχίζω,1Ο4
ράπανο,59
ραχιο-,
ράπη,59
ραχιοτομία,
ραπίδα,70
ραχίς,
104
ραπιδογράφος,
ράχις,
ραπιδοποιός,
ραχιστής,
70 104
104
104 104
73 ρεκτήριος, 73 ρέκτης, 73 ρέκτορες, 73 ρέμα, 105 ρεματιά, 105 Ρεματιά, 105 ρεμβάζω, 106
103
ρήγνυμαι,
103 103 ρηγοπούλα, 103 ρηγόπουλο, 103 ρήγνυμι,
ρήγος,1Ο4 ρήδιος,73 ρηίδιος,73
ρήιος,73 ρηίστη,73 ρήιστος,73 ρηίτατα,73 ρηίτατος,
ρεμβάς,1Ο6
73 73 ρήκτης, 103 ρηκτικός, 103
ρεμβασμός,
106 106 ρέμβομαι, 106
ρηκτός,1Ο3
ρέμβη,
ρήμα,
ρέμβος,1Ο6
ρημάδι,
ρέμβω,1Ο6
ρημαδιακός,
ρεμβώδης, Ρέμος,
106
106
ρεμούλκα,
30 106 ρεμπατεύω, 106 ρεμπελεύω, 106 ρεμπελιό, 106 ρέμπελος, 106 ρεμπεσκές, 106 ρεμπέτας, 106 ρεμπέτης, 106 ρεμπέτικος, 106 ρέμπομαι, 106 ρεμπάτεμα,
ρηίτερος,
77
ρήμαγμα,
48 48
48 48 ρημάζω, 48 ρήμασμα, 48 ρηματικός, 77 ρημάτιον, 77 ρημαχτής, 48 ρημοκκλήσι, 48 ρημαδιό,
ρήμων,77 ρην,29
ρηvιKός,29
ραπιική,70
104 ραχιστός, 104 ραχίτης, 104 ραχίτιδα, 104 ραχιτικός, 104 ραχίτις, 104 ραχιτισμός, 104 ραχιώδης, 104 ραχνιά, 71
ραπιικός,70
ραχο-,1Ο4
ρέπης,1Ο6
ρηξινορίη,
ράπιις,70
ραχός,1Ο4
ρέπω,
Ραχούλα,
106 10 5 ρετσινιά, 10 5 ρεύγομαι, 103 ρεύμα, 105
ρήξις,
ραπιός,70
ρετσίνα,
ρηξίφρων,
ρευματαλγία,
105 ρευματίζομαι, 105 ρευματικός, 105 ρευμάτιον, 105 ρευματισμοί, 105 ρευματισμός, 105 ρευματο-, 105 ρευματόω, 105 ρεύομαι, 103 ρεύσις, 105 ρευσταλέος, 10 5 ρευστικός, 10 5 ρευστός, 105 ρευστότης, 105 ρεύω, 105 ρέψι, 105 ρέψις, 106 ρέω, 105 ρηγάδικος, 103 ρήγαινα, 103 ρήγας, 103 ρηγάτικος, 103 ρηγάτον, 103
ρηστώνη,73
ρηγεύς,1Ο4
ρηχίη,1Ο4
ρήγισσα,
ρηχός,
ραπίζω,
104 ραπίς, 104 ράπισμα, 104 ραπισμός, 104 ραπιάδικο, 70 ράπιης, 70 ραπιικά,70
ράρος,1Ο6
104 ραχώδης, 104 Ραχώνα, 104 Ραχώνι, 104 ράψιμο, 70
ράσμα,1Ο4
ράψις,70
ράσο,
ραψωδέω,70
ράπιρια,
70
ράπιω,70 ράπυς,
59
103
ρασοφόρος,
103
ραψώδημα,
ράστος,73
70 ραψωδία, 70 ραψωδικός, 70 ραψωδός, 70
ραστώνευσις,73
ράων,73
ράσσω,1Ο3 ράστα,
73
ραστωνεύω,
73 ραστωνέω, 73 ραστώνη, 73 ραφανέλαιον, 59 ραφάνη,59 ραφανηδόν, ραφανίδιον, ραφανιδόω,
59 59 59
ρέα,73 Ρέα,
73,134 105 ρεγεύς, 104 ρεγεών, 105 ρεγιστής, 104 ρέβω,
ρεγιών,1Ο5 ρέγκος,
103
ραφανιδώδης,59
ρέγκω,1Ο3
ραφάvινoς,59
ρέγμα,
ραφανίς,
ρέγξις,
59 ραφανίτις, 59 ράφανος,59 ραφάνουρος, ραφανώδης, ραφείον,
70
ραφεύς,70 ραφή,
70
59 59
104 103 ρέγομαι, 29 ρέγουλα, 104 ρεγουλάρισμα, ρεγουλάρω,
104 104
ρέγχω,
103 ρέεθρον, 10 5 ρέζω, 73, 104
ραφία,70
ρεθομαλίδης,
ράφια,
ρέθος,28
70
ρηνοφορεύς,
ρέμω,1Ο6
ρηξηνορία, ρηξήνωρ,
77 ρέον, 105 ρέος, 105 ρεπάνι, 59
103 103 ρηγματίας, 103 ρηγμίν,1Ο3
29
ρήξ,1Ο3
Ρένα,
ρήγμα,
28
ρήνιξ,29
Ρηξήνωρ, ρηξι-,
103 103 103
103
ρηξικέλευθος,
ρήσις,
55, 103
103
103 103
77
ρήσκω,77 ρήσσων,1Ο3 ρητέον,77 ρητέος,77 ρήτερος,73 ρητήρ,77 ρητίνη,
105 105 ρητινίτης, 10 5 ρητινόω, 105 ρητινώδης, 105 ρητινωτός, 10 5 ρήτορας, 77 ρητορεία, 77 ρητορεύω, 77 ρητορική, 77 ρητορικός, 77 ρητορικότητα, 77 ρητορισμός, 77 ρητός, 77 ρήτρα, 77 ρητινίζω,
ρητρεύω,77 ρήτωρ,
77
ρηχιάδης,
104
104 104 ριγαλέος, 134 ριγεδανός, 134 ρίγα,
257 ριγέω,134
ριμάδα,
ροβολώ,
ροιζήεις,
ριγηλός,
134 ρίγιον, 134 ρίγιστος, 134 ριγνός, 134 ριγόλεθρον, 134 ρίγος, 134
ριμάριο,
ρογκιάω,
ροίζημα,
ριγόω,134
ριμφαλέος,
ριγώ,
ρίν,
105 105 ριμάρω, 105 ριμάτα, 105 ρίμμα,1Ο6 ριμμός,1Ο6 ριμπάτεμα,
134
ριγώδης, ρίγωσις,
106 106
105 ρίνα, 71
134 134
ρινάριον,
106 103 ρογός, 105 ρογχαλίζω, 103 ρογχασμός, 103 ρόγχος, 103 ρόδα, 106 ροδακινέα, 104 ροδακινιά, 104 ροδάκινον, 104 ροδαλός, 104 ρόδαμνος, 104
103 103 ροίζησις, 103 ροιζήτωρ, 103 ροίζος, 103 ροιζόω,1Ο3 ρoiζω,105 ροιζώδης,
103 103 ροϊκός, 105 ροισκος, 105 ροκάνα, 103 ροκάνι, 103 ροκανίδι, 103 ροκανίζω, 103 ροκάνισμα, 103 ρολογάς, 33 ρολόγι, 33 ρολόι, 33 ρόλος, 106 Ρομανία, 106 ροιή,
Ρίζα αχ,
71 105 ρινάω, 71, 105 ρινεγχυτέω, 105 ρινέγχυτος, 10 5 ρινέω, 71, 105 ρίνη, 71 ρινηλιJσία, 105 ρινηλιJτεύω, 10 5 ρίνημα, 71
Ρίζα βα,
ρινητής,71
106 106 ροδάνισμα, 106 ροδαριά, 104 ροδάριον, 104 ροδέα, 104 ρόδειος, 104 ροδέλα, 106
Ρίζα
ρινίδι,
ρόδεος,1Ο4
ρομβέω,1Ο6
ροδεών,1Ο4
ρομβηδόν,
ροδή,
ρομβητής,
ριζά, Ριζά, ρίζα, Ρίζα,
ριναυλέω,
104 104 104 104
Ρίζα ι- (δασ.),
34
Ρίζα κα-,54 Ρίζα
λιJ-,75
Ρίζα αγ-,6
Ρίζα
12 12 δα-, 17 ε, 25
ρινίζω,
Ρίζα ερ-,27
ριvίoν,71
Ρίζα ι-,44 Ρίζα κα> κρα-,
71 71
ρίνισις,71
58
Ρίζα μα-,77
ρίνισμα,
71 71 ρινο-, 105 ρινόβατος, 71 ρινοβόλος, 10 5 ρινοδέψης, 71 ρινόκερος, 10 5 ρινιστής,
Ρίζα πα-,90 Ρίζα σα-,
107 Ρίζα σάρς, 113 Ρίζα σι-, 113 Ρίζα ταF-, 115 Ρίζα υ-, 126 Ρίζα χα-, 138 Ρίζα χσα-, 144 Ρίζα χυ-, 148 Ρίζα xpaF-, 143 ριζάγρα, 104 ριζαλγία, 104 ριζάρι, 104 Ριζάρι, 104 ριζάριο, 104 ριζείον, 104 Ρίζες, 104 ριζηδόν, 104 ρίζηθεv, 104 ριζη μαίος, 104 ριζιά, 104
ρινοκολούρος,
105 105 ρινόλεθρος, 10 5 ρινοπύλη, 105 ρινός, 71 ρινοκόλουρος,
ρίνος,71 ρινόσιμος, ρινοτό μος, ρινοτόρος,
10 5 71 71
ριξιά,
106 106 ρίξιμο, 106 Ρίο, 105 ρίον, 105 ριπή, 106 ρίπημα, 106 ριπίδιον, 106 ριπίζω, 106 ριπίς, 106 ρίπισις, 106 ρίπισμα, 106 ριπιστήρ, 106 ρίπος, 106 ριπτάζω, 106 ριπτάριον, 106 ριπτασμός, 106 ριπταστής, 106 ριξιμιός,
Ρίζια,1Ο4 ριζιάρης,
103 ριζίας, 104 ριζικάρης, 104 ριζικάρι, 104 ριζικό, 104 ριζικός, 104 ριζίον, 104 ρίζιον, 104 ριζίς, 104 ριζίτης, 104 ριζίτιδα, 104 ριζο-, 104 ριζό, 104
ριπτέω,1Ο6 ριπτός,
ριζόω,1Ο4
106 106 ρίς, 105 ρίχνω, 106 ριχτός, 106
ριζώδης,
ριψ,1Ο6
ρίζωμα,
ριψ-,
ρίπτω,
Ριζό,1Ο4 ριζοαπαστικός,
104 104 Ρίζωμα, 104 ριζώνω, 104 ρίζωσις, 104 ρικνήεις, 134 ρικνόομαι, 134 ρικνός, 134 ρικνότης, 134 ρικνώδης, 134 ρίκνωσις, 134 ρίμα, 105
104
106
ριψασπία, ρίψασπις,
106 106
ρίψιμο,1Ο6 ρίψις,
106 103, 105 ροάς, 105 ροβόλημα, 106 ρο βόλισμα, 106 ροβολιστά, 106 ρόβολος, 106 ρόα,
ροδάνη,1Ο4 ροδάνι,
ροδανίζω,
104 ρόδι, 103 ροδίζω, 104 ρόδινος, 104 ρόδισμα, 104 ροδίτης, 104 ροδίτις, 104 ροδο-, 104 ροδόκανθα, 104 ροδοκόκκινος, 104 ρόδον, 104 Ροδόπη, 104 Ροδόπολη, 104 ροδόσταμον, 104 ροδουντία, 104 ροδωνία, 104 ροδωπός, 104 Ροδωπός, 104 ροδωτός, 104 ροείδιον, 105 ροζακί, 104 ροζιάζω, 103 ροζιάρικος, 103 ρόζιασμα, 103 ροζιασμένος, 103 ρόζος, 103 ρόζω,1Ο2 ροζωτής, ροζωτός, ροή,
105 105
ροθέω,1Ο3 ροθιάζω, ροθιάς,
103 103
ροθίζω,1Ο3 ρόθιον,
103 103 ροθιότης, 103 ρόθος, 103 ροιά, 103 ροία, 105 ροιβδέω, 103 ροιβδηδόν, 103 ροίβδην, 103 ροίβδησις, 103 ροίβδος, 103 ροϊδέα, 103 ροϊδιά, 103 ροΊδιον, 103 ρόϊδο, 103 ροιζαίος, 103 ροιζέω, 103 ροιζηδά, 103 ροιζηδόν, 103 ρόθιος,
ρομβόω,1Ο6 ρόμμα,1Ο5 ρόμος,1Ο5 ρομπινές, ρομφαία,
106 106
ρομφαιοφόρος,
106 106 ρονιά, 105 ρόος, 105 ροοστάτης, 105 ροπάλη, 106 ροπαλίζω, 106 ροπαλικός, 106 ροπαλισμός, 106 ρόπαλον, 106 ροπάλωσις, 106 ροπή, 106 ροπικός, 106 ροπτίον, 106 ρόπτρον, 106 ρομφεύς,
ρότορ,1Ο6 ρούγα,
105 103 ρουθουνίζω, 103 ρουθούνισμα, 103 ΡOυKάvα, 103 ρουκάνι, 103 ρουκανίζω, 103 ρουκάνισμα, 103 Ρουμανία, 106 ρουμάνικος, 106 Ρουμάνος, 106 Ρούμελη, 106 Ρουμελιώτης, 106 ρουμελιώτικος, 106 ρουμπινές, 106 ρουμπώνω, 106 ρουπάκι, 106 ρους, 105 ρουθούνι,
104 104
ροητόκος,
106 106 ρομβητός, 106 ρομβίον, 106 ρόμβος, 106
ρούς,1Ο4 ρούσα,
104 104 Ρουσάτοι, 104 ρουσίζω, 104 ρούσικος, 104 Ρούσιοι, 104 ρούσιος, 104 ρουσιώδης, 104 ρουσόξανθος, 104 ρούσος, 104 ρουσαίος,
258 ρουφάω,
ρυμίσκη,
ρυτίς,28
Σαβάζιος,
ρούφηγμα,
ρύμμα,
ρύτισμα,28
σαβάζω,22
ρυμός,30
ρυτόν,
105 ρυμοτομία, 105 ρυμούλκα, 30 ρυμουλκέω, 30 ρυμούλκησις, 30
105 30, 105 ρύτρov, 30
Σαβάζω,14
ρυμοτομέω,
ρυτός,
σαβαί,
ρύτωρ,30
σαβάκτης,
ρυφάνω,1Ο5
σάβανον,
ρυμουλκιαδόρος,30
ρύφημα,
ρυμούλκιov,
ρυώδης,
105 105 ρουφιξιά, 10 5 ρουφώ, 105 ρουχαλάκι, 103 ρουχαρίζω, 103 ρουχικό, 103 ρουχισμός, 103 ρούχο, 103 ρουχολόι, 103 ρούχον,1Ο3 ροφάνω,1Ο5 ροφέω,1Ο5 ρόφημα,
105 ρόφησις, 105 ροφητός, 10 5 ροφώ, 105 ροχάλα, 103 ροχαλητό, 103 ροχαλιάρης, 103 ροχαλίζω, 103 ροχάλισμα, 103 ρόχαλο, 103
105 106
30 ρυμουλκό, 30 ρυμουλκώ, 30 ρύομαι, 30 ρυπά, 106 ρυπαίνομαι, 106 ρυπαίνω, 106 ρύπανσις, 106 ρύπαξ,1Ο6 ρυπαρεύομαι,
14
σαβακός,22
22 68 σαβάνωμα, 68 σαβανώνω, 68 σαβανωτής, 68 σαβανώτρα, 68 σαβαρίχη, 14 σαβαρίχις, 14 Σαβασμός, 14 Σάββατον, 14 σαββάτωσις, 14
ρυφέω,1Ο5
ρω,
14
105 105
107 103
ρώγα,
ρωγαλέος,
104 104 ρωγματιά, 104 ρωγμή, 104 ρωγμός, 104 ρώδι, 103 ρωγάς,
σαββώ,14 σαβοί,
14 14
ρωδιά,1Ο3
Σάβος,
ρυπαρία,
ρώθων,
103 103 ρωθωνίζω, 103 ρωθώνιον, 103 ρωθωνισμός, 103
σαβούρα,
ρυπαρός,
ρώθωνας,
σαβουριάζω,
106
ροχθέω,1Ο3
106 106 ρυπαρότης, 106 ρυπαρώδης, 106 ρύπασμα, 106
ρόχθος,
22, 31 22 σάβουρος, 22 σαβούρωμα, 31 σαβουρώνω, 22, 31
103
ρυπάω,1Ο6
ρώμα,1Ο6
σάβυττα,14
ροώδης,1Ο5
ρυπέω,1Ο6
Ρωμαίικο,
σάβυττος,
ρυάγχετος,
ρυπήμων,
ρύσημα,28
106 ρωμαίικος, 106 ρωμαϊκός, 106 Ρωμαίος, 106 ρωμαϊστής, 106 ρωμαλεόομαι, 106 ρωμαλέος, 106 ρωμαλεότης, 106 Ρωμανός, 106 ρώμη, 106 Ρώμη, 106 Ρωμιά, 106 Ρωμιός, 106 ρωμιοσύνη, 106 Ρώμος, 106 Ρωμύλος, 106 ρώννυμι, 106
ρυσία,
ρωξ,1Ο3
σάγος,8
102
ρυάδα,
105 105 ρυαδικός, 105 ρυάκι, 105 Ρυάκι, 105 Ρυάκια, 105 ρυάκιον, 105 ρυακώδης, 10 5 ρύαξ, 105 ρυάδες,
106 ρυπόεις, 106 ρύπov, 106 ρύπος, 106 ρυπόω,1Ο6 ρύπτειρα,
106 106
ρυπτικός,
ρύπτω,1Ο6 ρύπωσις, ρυπωτός,
106 106
σάγη,
14
8
σαγιάκι,
8 8
σαγιάς,
σαγίζω,8 σάγισμα,
8
σάγιστρov,
8
σαγίτα,35 σαγίτεμα,
35
σαγιτεύω,35 σάγμα,
8
ρυάς,1Ο5
ρυσά,
ρυάχετος,
102, 105 ρύβδην, 102 ρυγχάζω, 102 ρύγχαινα, 102 ρυγχαίνω, 102 ρυγχιάζω, 102 ρυγχόομαι, 103 ρύγχος, 102
ρυσαίνομαι,
ρυσιάζω,30
ρώπαξ,1Ο6
σάθραξ,22
ρύδην,1Ο5
ρυσίβωμος,30
ρωπάς,1Ο6
σαθρός,
ρυδόν,1Ο5
ρύσιov,30
ρωπείον,
σαθρότης,
ρυζέω,102
ρύσιος,
ρωπεύω,1Ο6
22 22 σαθρότητα, 22
ρύζι,
ρυσίπολις,30
ρωπήεις,
σαθρόω,22
ρυσίς,
ρωπίζω,1Ο6
σάθρωμα,22
ρωπικόν,
σάθρωσις,
ρύζω,1Ο2
105 ρύσις, 30, 105 ρυσιώνας, 10 5
ρύημα,1Ο5
ρυσμός,1Ο5
ρωπίον,1Ο6
ρύησις,
105 ρυηφενής, 105 ρυηφενία, 10 5
ρυσόκαρφος,
ρυθμέω,1Ο5
103 Ρύζια, 103 ρυζο-, 103
ρυθμίζω,
105 ρυθμικός, 105 ρυθμιστής, 105 ρυθ μιστικός, 10 5 ρυθ μιτικός, 10 5 ρυθμο-, 105 ρυισκομαι, 105 ρυκάνη, 103 ρυκάνησις, 103 ρυκανίζω, 103 ρύμα, 30, 105 ρυμάρχης, 105
28
ρυσαλέος,
28 28
ρυσάω,28 ρυσή,28
ρύσια,
30 30
ρώομαι,
30
28
σαγμάριov, σαγματίζω,
σαγματόω,8 σαγόνι,
σαγovού,87 σάθη,1Ο9
106 106 106 106
ρωπογραφία,
87 87
σαγονιά,
106
ρωπικός,
22
σάθων,1Ο9 σαικωνέω,
108 108 σαίνουρος, 108 σαικωνίζω,
106 106
ρυσός,28
ρωπογράφος,
ρυσότης,28
ρωποπερπερήθρα,
ρυσοχίτων,
ρώπος,1Ο6
σαίρω,30
ρωρός,1Ο6
σαιτα,35
ρως,1Ο6
σαιτεμα,35
Ρωσία,
σαϊτευτής,
28 ρυσσαίνομαι, 28 ρυσσαλέος, 28 ρύσσιλα, 28 ρυσσόομαι, 28 ρυσσός,28 ρύσταγμα,
30
8 8
104 Ρωσίδα, 104 ρωσικός, 104
106
σαίνω,1Ο8
35 35 35
σαϊτεύω, σαϊτιά,
ρώσις,1Ο6
σακελίζω,8
ρυστάζω,30
ρωσκoμέvως,
ρυστακτύς,30
ρωσο-,
ρυστήρ,30
Ρώσος,
ρύστης,
106
104 104
σακεύω,8 σακί,
8
σάκκος,8
ρώσταξ,1Ο6
σακός,1Ο8
ρυσώδης,28
ρωστήρ,1Ο6
σάκος,
ρύσωσις,28
ρωστήριov,
σακούλα,
ρυμβέω,1Ο6
ρύτειρα,
ρωστικός,
ρυμβίov,
106 ρυμβovάω, 106 ρύμβος, 106
ρυτήρ,30
ρωτάω,
8, 108 8 σακουλάκι, 8 σακουλές, 8
ρυτίδα,
ρώτημα,
σακουλεύομαι,
ρυτιδόω,28
ρωτώ,
σακούλι,
ρυμβών,1Ο6
ρυτιδώδης,
28 28 ρυτίδωσις, 28
ρωχμή,1Ο4
σακουλιάζω,
ρύμη,
ρυτίδωμα,
ρωχμός,
σακτήρ,
ρώψ,1Ο6
σακτός,8
ρυτίζω,28
σάαμov,1Ο8
σάκτρα,
105 ρύμινα, 105 ρυμίς, 105
30
30
28
106 106
77 77 77 103, 104
8 8 8
8
8
259 σάκτωρ,8
σάλτος,98
Σαπφώος,68
σατιρισμός,
σάκωμα,
σάλτσα,
σάπων,
σατιριστής,
8, 108
113
68
σακωτήρ,8
σαλύγη,114
σαπωναρικός,
σάλα,
23, 114 σαλάβη, 18 σαλαγάω, 113 σαλαγέω, 113
σάλυξ,114
σάπωνας,68
σαλώνι,
σαπώνιον,
σαλαγή,113
σαμάρι,
σάρα,
σαλαγιάζω,
23
68 68
σαλώος,114
σαπωνίτης,
σάμα,
126 8
σαπωνο-,68
σαμαρίχη,
σάραβος,14
18 113 Σαλαμίνα, 113 Σαλαμινιάς, 113 Σαλαμίνιος, 113 Σαλαμίς, 113 σαλαμούρα, 113
14 σαμαρώνω, 8 σάματι, 26 σάμβαλον, 88 Σάμη, 108 Σαμία, 108 Σαμιακός, 108 Σαμόθρακας, 108 Σαμοθράκειος, 108 Σαμοθράκη, 108 Σαμόθραξ, 108 Σαμοθρηικιος, 108 Σάμος, 108 σάμπως, 26 σαν, 26 σανδακουργείον, 26 σανδάλι, 88
σάλαξ,114 σαλάσσω, σαλάτα,
σανδαράκη,26
114 σάλαγος, 113 σαλαγώ, 113 σαλαiζω, 113 σαλαΊς,113 σαλαϊσμός,
113 113 σαλακωνεία, 114 σαλάκων,
σαλακωνεύομαι, σαλακωνίζω,
114 114
σαλάμβη, Σαλαμίν,
68
30
σάραγος,8 σαράκι,
31
σαρακιάζω,
31 31 σαράκιασμα, 31 σαράντα, 21 σαρακιάρης,
σαρανταποδαρούσα, σαραντάρης,
21 σαραντάρι, 21 σαρανταριά, 21 σαρανταρίζω, 21 σαραντάρικο, 21 σαραντίζω, 21 σαράντισμα, 21
21
114 114 σατιρογράφος, 114 σάττω, 8 σατυριάζω, 114 σατυριακή, 114 σατυρίασις, 114 Σατυριαστής, 114 Σατυρίδιον, 114 Σατυρίζω, 114 Σατυρικός, 114 σατύριον, 114 Σατυρίσκος, 114 σατυρισμός, 114 Σατυρογράφος, 114 Σάτυρος, 114 Σατυρώδης, 114 σατύρωμα, 114 σαυλόομαι, 108 σαυλοπρωκτιάω, 108 σαύλος,1Ο8 σαύλωμα,
108
σαύνα,1Ο8
σαράπους,30
σαυνιάζω,
σαρδάζω,30
σαύνιον,
σανδαλο-,88
σαρδάvιoς, Σαρδινία,
σαύρη,30
σάλεμα,
26 σανδαράκινος, 26
30 113 Σαρδovία, 113 σαρδόνιον, 30 σαρδόνιος, 30
σαύρα,
σάνδαλον,
σάλευμα,
σανδαράχη,26
Σαρδώ,113
σαυρωτήρ,
σάνδιξ,26
σαρδών,30
σαυρωτός,
Σαρδώνη,
113 113 Σαρδώος, 113 σάρισα, 30 σαρισοφόρος, 30 σάρκα, 72 σαρκάζω, 72 σαρκασμός, 72 σαρκάω, 72 σαρκήρης, 72 σαρκίδιον, 72
σαύσαξ,115
Σαρδώνιος,
σάφα,68
σαρκίζω,72
σαφώς,
σαρκικός,
σάχλα,
114 113
σαλεία,114
114 114 σάλευσις, 114 σαλευτός, 114 σαλεύω, 114
88
σανδαρακίζω,
σάνδυκες,
26
σάνδυξ,26
σαλέω,114
σανδών,26
σάλη,114
σανίδα,
σαλία,114 σάλιαγκος,
113 σαλιάζω, 113 σάλιακας, 113 σαλιάρης, 113 σαλιαρίζω, 113 σαλιάρικος, 113 σαλιαρίστρα, 113 σαλιάρωμα, 113 σάλιασμα, 113 σαλιγκάρι, 113 σαλίγκαρος, 113 σάλιωμα, 113 σαλιώνω, 113
88 σανιδάς, 88 σανίδι, 88 σανιδο-,88 σανιδόω,88 σανίδωμα,
88 88 σανίδωσις, 88 σανιδωτός, 88 σανιδώνω,
σανίς,88 σάννας,1Ο8
115 115 30
σαυρίτης,
30
σαυρός,1Ο8 σαύρος,30
72 σάρκινος, 72 σαρκίον, 72 σαρκίτις, 72
30 30
σαφανής,68 σαφέω,68 σαφήνεια,
68
σαφηνέω,68 σαφηνής, σαφής,
68
68
σαφήτωρ,68 σαφινίζω,
68
Σαφφώ,68
68 22
σαχλαμάρα,
σανός,
σαρκοβρώς,
σάλμα,30,147
147 σαντάλι, 88
72 72 σαρκοφάγος, 72
22 22 σαχλαμαρίζω, 22 σάχλας, 22 σαχλός, 22 σάωμι, 107
σαλόομαι,
σάξις,8
σαρκόω,72
σαωτήρ,1Ο7
σαλός,
σάος,1Ο7
σαρκώδης,
σαώτης,1Ο7
σαπίζω,
σάρκωμα,
114 114 σάλος, 113 σαλότης, 114 σαλούσα, 114 σαλπαρισμα, 113 σαλπάρω, 113 σαλπίγγιον, 114 σαλπιγγίτιδα, 114 σαλπιγγίτις, 114 σαλπιγγο-, 114 σαλπιγγωτός, 114 σαλπιγκτής, 114 σάλπιγξ, 114 σαλπίζω, 114 σαλπικτάς, 114 σαλπικτής, 114 σάλπισμα, 114 σαλπιστικός, 114 σαλπιχτής, 114 σαλταδόρος, 98 σαλτάρισμα, 98 σαλτάρω, 98 σαλτέρνω, 98 σαλτιμπάγκος, 98 σάλτο, 98
σΑVVΊoν,
108
σαννιόπληκτος, σαννυρίζω,
108
108
22 σαπίλα, 22 σάπιος, 22 σάπισμα, 22
σαχλαμάρας,
σαρκοβόρος,
72 72
σαρκωμάτωσις, σαρκώνω,
σβεννύμεvoς,95
72
σβέννυμι,
95
σβενύω,95
σαπουνάδα,
72 σάρκωσις, 72 σάρμα, 30 σάρμοι, 24
σαπουνάδικο,
σαρμός,30
σβέσις,
σάρξ,
σβεστήρ,95
σαπίτης,22
68 68 σαπουνάς, 68 σαπoύvι, 68 σαπουνίζω, 68 σαπούνισμα, 68 σαπρία, 22
72
σβένω, σβέση,
95 95
σβεσθείς,
95 95
σάρον,30
σβεστήριος,
σαρόω,30
σβεστός,
σάρωθρον,
95 σβήνω, 95 σβήσιμο, 95
σαπρίας,22
σάρωμα,
σβησμένος,
σαπριάω,22
σάρων,30
σαπρίζομαι,
22
σάρπος,31
30 30
σαρώνω,
22 22 σαπρότης, 22
30 30 σαρωτής, 30 σας, 25 σάσμα, 19 σατάvιoς, 108
σαπρόω,22
σάτες,119
σαπρίζω,22
σάρωσις,
σαπρο-,22
σαπρολογία, σαπρός,
σαπρύvoμαι, Σαπφικός, Σαπφώ,
68
68
22
σάτιρα,
114 114 σατιρικός, 114 σατιρίζω,
95
95 95 σβηστήρας, 95 σβηστήρι, 95 σβηστός, 95 σβήστρα, 95 σβόλος, 13 σβουνιά, 85 σβούρα, 42 σβουρίζω, 42 σβούρισμα, 42 σβραΧVός, 102 σβηστήρα,
260 σβώλος,
σεισμολογία,
13
σγουραίνω,
σγουροκέφαλος,42 σγουρομάλλης, σγουρόμαλλος,
108 108
σεισμολόγος,
42 42 42
σγουρός,
42 42 σγουρώνω, 42 σγουρωτός, 42 -σδε, 13 σε, 25, 26 Σεβάζιος, 14
σεισμός,
108 σεισοπυγίς, 10 8 σείστης, 108 σειστός, 10 8 σείστρο, 108 σείστρος, 10 8
σεντουκιά,
σημειωματάρων,126
20
σέο,25 σεπτάς,
σημειώνω,
126 126 σημειωτέος, 126 σημειωτής, 126 σημειωτικός, 126 σημειωτός, 126 σήμερον, 81 σημήιον, 126 σηπεδών, 22 σημείωσις,
14
Σεπτέμβριος,
14
σεπτεύω,14 σεπτήριον,
σείσων,1Ο8
14 14 σεπτός, 14 σέρνω, 30
σειώ,
σεσημασμένος,
σεβάζω,14
108 108 σεκούα, 8 σέλα, 88
σέσηλος,30
σείω,
σέβας,
σελαγέω,18
σέσυφος,68
σηπτικότης,
σελαγίζω,
18 18 σελαγισμός, 18 σελάδικο, 88
σεύα,133
σηπτίνη,
σελάγισμα,
σεύμα,133
σηπτός,22
σευτέρα,21
σήπω,22
σεύτλον,
σηρά,71
σελαiζω,18
σεύω,133
σήραγγα,
σέλαινα,18
σέω,46
σηράγγιov,31
σελάνα,
σήθω,1Ο8
σηραγγόομαι,
σελαναία,
σηκάζω,1Ο8
σηραγγώδης,
σηκηκόρος,
108 108 σηκίτης, 108 σηκοκόρος, 108 σηκολόεις, 108 σηκός, 108 σηκοφύλαξ, 108 σηκόω, 8, 108
σήραγξ,31
σηκίς,
σής,22
σγούρωμα,
14 σέβασις, 14 σέβασμα, 14 Σεβάσμαι, 14 σεβασμιάζω,
14 σεβασμιότητα, 14 σεβασμός, 14 σεβασμοσύνη, 14 Σεβαστεία, 14 Σεβαστείov, 14 σεβαστεύω, 14 σεβαστικός, 14 σεβαστοκράτωρ, 14 σεβαστός, 14 Σεβαστός, 14 σεβερός, 14 σέβησις, 14
σέσηρα,
σελάσκω,18 σέλασμα,18 σελασμός,
18
σελάσσομαι,
18
18
126
σηπετός,22 σήπιov,22
30
σεσηρότως,
18 18 σελάovτες, 18 σελάς, 88 σέλας, 18
σελάω,
σεπτικός,
30
119
σηπτικός,
22 22 22
31 31 31
σησαμή,1Ο8 σησάμη,1Ο8 σησάμι,
108 108 σησαμόεις, 108 σήσαμον, 108 σησαμίς,
σεβίζω,14
σεληναίη,
σηκύλη,1Ο8
σησαμoύvτιoς,
σέβισις,
σεληναίος,
σηκώδης,
σησαμούς,
Σειληνώδης,88
18 18 σελήνη, 18 σεληνήεις, 18 σεληνιάζω, 18 σεληvmKός, 18 σεληvmσμός, 18 σεληνιάω, 18 σεληνίζω, 18 σεληνίς, 18 σεληνο-, 18 σελίδα, 88 σελίδιov, 88
σειρά,
σελιδο-,88
14
σέβισμα,14 σεβιστός, σέβομαι,
14 14
σέβω,14 σεγκούνα, σέδας,
8
87
σέθεν,25 σειεύς,
108
Σειληνικός,
88
Σειληνός,88
71
σειράδην,71
σελίδωμα,
108 σήκωμα, 8, 108 σηκωμός, 8 σηκώνω, 8 σήκωση, 8 σηκωτήρι, 108 σηκωτός, 8 σήμα, 126 σημάδεμα, 126 σημαδεμένος, 126 σημαδευτής, 126 σημαδευτός, 126 σημαδεύω, 126 σημάδι, 126 σημαδιακός, 126
σειραίνω,71
88 σελιδώνω, 88 σελίδωσις, 88
σειραίος,
σελίς,88
σημαδούρα,
σειραφόρος,71
σέλλα,
σημαία,
σειράω,71
σελλάριος,
σειρέω,71
Σελλοί,
σειρή,71
σέλμα,
Σειρηδών,
σελμίς,88
σειράδιον,
71
71
87
126
126
σημαίνομαι,
σειρόω,71
88 σελώνω, 88 σελωτός, 88 σεμέλη, 122 σεμίδαλις, 108 σεμνείov, 14 σεμνο-, 14 σεμνός, 14 σεμνότης, 14 σεμνοτυφία, 14
126 126 σημαιο-, 126 σημαλέος, 126 σήμανσις, 126 σημαντέος, 126 σημαντήρ, 126 σημαντήρων, 126 σημαντική, 126 σημαντικός, 126 σημαντικότης, 126 σημαντίρι, 126 Σήμαντρα, 126 σημαντρίς, 126 σήμαντρον, 126 Σήμαντρον, 126 σημάντωρ, 126
σείρωσις,
σεμνόω,14
σημάον,126
σειρωτός,
σεμνύω,14
σημασία,
σέμνωμα,
σημασιολογία,
71 σειρήνα, 71 Σειρήνιος, 71 σειριά, 71 σειρίασις, 71 σειριάω,71 σειρικό,71 σείρινος,
71 σειριόεις, 71 σείριος,71 σειρίς,71 σειροειδής,
71 71
σειρο μάστιξ
71 71 σεισάχθεαι, 108 σείσιμov, 108 σείσις, 108 σεισίχθων, 108 σείσμα, 108 σεισματίας, 108 σεισμικός, 108 σεισμικότης, 108 σεισμο-, 108
87
σημάδων,126
σημαίνω,
87 88
σελμός,
88 88
σέλπιδες,
σέλω,120
σέλωμα,
σέμπαλα,
14 16
σενδούκη,20 σενδούκι,
20
σενδούκιov, σεντόνι,
20
26
σεντονιάζω,
26 σεντονόπανο, 26 σεντούκι, 20
126
126 126 σηματο-, 126 σηματωρός, 126 σημεία, 126 σημάτων,
σήσις,1Ο8 σηστός,1Ο8 σήστρov, σήτα,
108
108
σητάνειος,
108 108
σητάνιος, σητάω,22 σήτες,
119
σητόβρωτος, σήττα,
σήψ,22 σηψαιμία,
22 22 σηψίνη, 22 σήψις, 22 σθεναρός, 117 σθένεια, 117 Σθένελος, 117 σθέvιoς, 117 σθενο-, 117 σθένος, 117 σηψαιμικός,
σθενόω,117 σθένω,117 σmγόvιoν, σmγovίτης,
87 87
σmγών,87 σιάζω,
19
σmίνω,109 σmλαντλία,
113 113 σmλΙKός, 113 σιάλισμα, 113 σmλισμός, 113 σmλίτης, 113 σίαλον, 113 σίαλος, 18, 113 σmλόω, 18 σmλώδης, 18 σιάλω μα, 18, 113 σιάξιμο, 19 σmλίζω,
σmσκεδασΤΙKός,89 σιαφάδην,
σημείον,
σιάχνω,
128
19
σημειώ,126
σίβδα,1Ο3
σημείωμα,
Σίβυλλα,
126
22
108
σημεω-,126
126
108
108
21
261 Σιβυλλαίνω,21
Σιδόεις,
Σιβυλλιάω,21
Σιδoύvιιoς,
Σιβύλλιος,
Σιδούς,
21
103 103
103
σινάπων,
σίτευσις,
σινάπισμα,
σιτευτής,
142 142 σιναπισμός, 142 σιναπιστέον, 142 σίναπυ, 142 σινάπυξ, 142 σιναρός, 142 σινάς, 142 σίνδις, 142 σινδόνιον, 26 σινδovίτης, 26
Σιβυλλιστής,21
σιειδής,20
σιβύνη,
113 113 σιγά, 113 σίγα, 113 σιγάζω, 113 σιγαλά, 113 σιγαλέος, 113 σιγαλιά, 113 σιγαλόεις, 18 σιγαλός, 113
σιελίζω,
σιβύνης,
σιελογόνος,
σιγαλόω,18
σίκερα,1Ο9
σίνδρων,
σιγάλωμα,
18 σιγανά, 113 σιγανεμιά, 113 σιγανεύω, 113 σιγανο-, 113 σιγανός, 113 σιγαστήρας, 113 σιγάω, 113 σιγή, 113 σιγηλός, 113 σιγηρός, 113 σίγμα, 113 σίγvoν, 113 σιγο-, 113 σίγος, 113 σιγύνης, 113 σίγυνος, 113 σιγώ, 113 σίδαρος, 113 σιδέα, 103 σίδειος, 103 σιδεράδικο, 113 σιδεράκι, 113 σιδεράς, 113 σιδερένιος, 113 Σίδερη, 113 σιδεριά, 113 σιδερικό, 113 σιδερίτης, 113 σιδερο-, 113 σίδερο, 113 σιδεροστιά, 113 σιδέρωμα, 113 σιδερωμένος, 113 σιδερώνω, 113 σιδερώστρα, 113 σιδερωτήριο, 113 σιδερωτής, 113 σιδερωτός, 113
σικύα,
σινδών,
σίδη,1Ο3
σιμβλήιος,
Σίδηρα,
σίμβλιος,
σιδηρεία,
σιμβλοποιέω,
113 113 σιδή ρεος, 113 σιδη ρεύς, 113 σιδηρεύω, 113 σιδη ρήεις, 113 σιδηρίζω, 113 σιδηρικό, 113 σιδη ρικός, 113 σιδή ριον, 113 σιδηρίτης, 113 σιδηρο-, 113 σίδη ρος, 113 σιδηρόω, 113 σιδηρώδης, 113 σιδήρω μα, 113 σιδηρώνω,113 σιδή ρωσις,
113 σιδη ρωτός, 113 σιδιοειδής, 103 σίδιον, 103 σιδιωτόν, 103
113 113
σίελον,
113 σίζω, 113 Σιθωνία, 109 Σικάγο, 109 σίκαλη, 109 σίκαλις, 109 Σικανία, 109 Σικελία, 109
σινδovο-,26 Σίνδος,
142
σινδούς,26
8
142 26
σικυάζω,8
σινδώνη,26
σικύδιον,8
σινέομαι,
σικυηδόν,8
σινηπέλαων,
σικυήλατος,
108 108 σιτευτός, 108 σιτεύω, 108 σιτέω,1Ο8 σιτηρέσιov,
108 108 σίτησις, 108 σιτίζω, 108 σιτίov, 108 σιτοβολών, 108 σιτοδάπης, 108 σιτοδεία, 108 σιτοδόκη, 108 σιτοδοσία, 108 σίτος, 108 Σιτοχώρι, 108 σιτηρός,
σίττα,1Ο7
142 142
σιττάκη,96 σίττας,96
σικυός,8
142 σίνηπυς, 142 σινιάζω, 108 σινίασμα, 108
σίκυος,8
σιvίov,108
σιτών,1Ο8
σικυώδης,8
σίνις,
142
σιτώνας,
σικυών,
σινόδους,
σιτώνης,
σίνηπι,
8
σίκυον,8 σικυοπέπων,
8
8
σικυώνη,8 Σικυώνια,
8
σικχάζομαι,
109 109 σικχανιός, 109 σικχασία, 109 σικχασμός, 109 σικχαίνω,
σικχός,1Ο9 σίκχος,1Ο9 σιληπορδέω,
142 σιληπορδία, 142 σιλίγvιov, 108 σιλλαίνω, 47
142 σινόδων, 142 σίνομαι, 142 σινότης, 142 σινόω, 142 σίντης, 142 Σίντιες, 142 Σιντική, 142 σίντωρ, 142 σίνων, 142 σινωτικός, 142 σιόρ,20 σιούτος,
41 142 113
σίπαλος,
σίλλος,47
σίπτα,
σιλλόω,47
σιπύη,1Ο8
σίλλυβος,
σιπύηθεν,1Ο8
σιλό,
142
σίπυνδος,
31
108
142 σίλφη, 142 σιλφώεις, 142
σίραιov,24
σίλφων,142
σιροπιάζω,
σιλφώω,142
σιρόπιασμα,
σίλυβον,
σιλφιωτός,
142 142 σίλφωμα, 142 σίλφος,
σίμβη,34 σιμβλεύω,
34 34 34 34
σίμβλος,34 σιμιγδάλι,
108
σιμο-,88
σιμός,
88 Σίμος, 88 σιμότης, 88 σιμόω,88 σίμωμα,
88 Σίμων, 142 σιμωνία, 142 σιμώνω, 88 σιναμώρευμα,
142 σιναμωρέω, 142 σιναμωρία, 142 σινάμωρος, 142 σινάπι, 142 σίναπι, 142 σιναπίδι, 142 σιναπίζω, 142 σινάπινος, 142
σιρομάστης, σιρόπι,
σιτώ,1Ο8 Σιτώ,1Ο8
108 108 σιτωνία, 108 σιφλός, 142 σιφλόω,142 σιφνεύς,
142 142 Σίφνιος, 142 σιφνός, 142 Σίφνος, 142 σιφνιάζω,
σιφνύω,142
σιχαδερός,
109 109 σιχαδιάρικος, 109 σιχαίνομαι, 109 σίχαμα, 109 σιχαμάρα, 109 σιχαμερός, 109 σιχαμός, 109 σιχασιά, 109 σιωπαίνω, 113 σιωπάω, 113 σιωπή, 113 σιωπηλός, 113 σιωπηρός, 113 σιώπησις, 113 σιωπητήριον, 113 σιωπητικός, 113 σιωπώ, 113 σκάζω, 89 σκαθάρι, 147 σκάθαρος, 147 σκαθηρικός, 40 σιχαδιάρης,
σιός,20
σιλλογράφος,47
σίττη,96
31
24
24 24 σιροπιαστός, 24 σιρός, 31 σισιλιγμός, 108 σισιλισμός, 108 σισμός, 113 σίσυρα, 24 σισυρίvιov, 24 σίσυρνα, 24 σισύρvιov, 24 σίσυρνov, 24 σίσυρνος, 24 σισυρνοφόρος, 24 σισυρνώδης, 24 σισυροφόρος, 24 Σίσυφος, 68 σίτα, 108 σιταγέρτης, 108 Σιταγ ροί, 108 σιταγωγία, 108 σιταία, 108 Σίταινα, 108 σιτανίας, 108 Σιταράς, 108 σιταρένιος, 108 σιτάρι, 108 Σιταριά, 108 σιταρο-, 108 σιτεία, 108
σκάθηρος,40 σκαθήρω,40 σκαιοβατέω,
41 41
σκαιοβούλως, σκαιόθεν, σκαιός,
41
41
σκαιοσύνη,
41 41 σκαιουργέω, 41 σκαιουργία, 41 σκαιότης,
σκαίρω,1Ο0 σκάλα,
60
σκαλαθαρβία, σκαλάθυρμα,
61 61
σκαλαθυρμάτιον,61 σκαλαθύρω,
61
σκάλαυθρον,61 σκαλεία,
61
σκάλευθρov, σκάλευμα,
61 61
262 σκαλεύς,61
σκάραβος,
σκάλευσις,
σκαρδαμυκτέω,
62
σκεδάζω,
σκευή,
89
112 112
σκεδΆVVΥμι,
σκαλίδα,61
100 σκαρδαμυκτής, 100 σκαρδαμυκτικός, 100 σκαρδαμύσσω, 100 σκαρθμός, 100 σκαρί, 60 σκαρία, 100 σκαρίζω, 100
σκαλιδεύω,61
σκαρίον,60
σκελετεύα,59
σκαλίζω,
σκαρίς,1Ο0
σκελετεύω,
σκαρισμός,
100 σκαρίτις, 100 σκαριφάομαι, 59 σκαριφηθμός, 59 σκαρίφημα, 59 σκαριφισμός, 59 σκάριφον, 59 σκάριφος, 59 σκαρμός, 60 σκάρος, 100 σκαρτάρισμα, 100 σκαρτάω, 100 σκάρτης, 100 σκάρτος, 100 σκαρφάλωμα, 100 σκαρφαλώνω, 100 σκαρφαλωτός, 100 σκάρωμα, 60 σκαρώνω, 60 σκασίλα, 89 σκασιματιά, 89 σκάσιμο, 89 σκασμός, 89 σκαστός, 89
σκελετύα,59
σκεπαρνηδόν,57
σκήνυς,41
σκατ-,90
σκεπάρνι,
σκήνωμα,
61 σκαλευτής, 61 σκαλεύω, 61 σκαληνής, 61 σκαληνία, 61 σκαληνόομαι, σκαληνός,
61
61
61
σκαλίς,61 σκάλισις,
61 61 σκαλισμός, 61 σκαλιστήρι, 61 σκαλιστής, 61 σκαλιστός, 61 σκάλισμα,
σκάλλω,61 σκάλμη,61 σκαλμός,
60
σκάλοψ,61 σκάλωμα,
60, 61 σκαλώνω, 61 σκαλωσιά, 60 σκάλωσις, 60 σκαλωτής, 60 σκάλωψ,61 σκαμβάλυξ,57 σκαμβάς,57 σκαμβόπους,57 σκαμβός,57 σκαμβότης,
57
σκαμβόω,57 σκαμβώδης,
57 57
σκάμβωσις, σκάμμα,
89 89 σκεδαστής, 89 σκεδαστός, 89
σκευοπλαστύα,112
σκεδασμός,
σκεύος,
σκεδάω,89
σκευόω,112
σκελεαγής,
σκευρώνω,58
σκελέαι,
σκευωρέομαι,
100 100
σκελεφρός,59 σκέλι,
100 89 σκελίζω, 100 σκελίσκος, 100 σκέλισμα, 100 σκελιστής, 100
σκηνάω,41
σκελίδα,
σκηνεύομαι,
σκελιφρός,59
σκηνικεύομαι,
σκελλός,
σκηνικός,
59
σκελετίζω,
59 59 σκελετώδης, 59 σκελετός,
100
σκέλλω,59 σκέλος,
σκηνή,
41
σκήνημα,41 σκηνικά,
41 41
41 41
σκηνοβατέω,
41
σκηνογραφέω,41
σκελύδριον,
σκηνογραφία,
100 100
σκεπανός,40
41 41 σκηνοθεσία, 41 σκηνοθέτης, 41 σκηνοθετώ, 41 σκηνοπηγέω, 41
σκεπάρι,
σκηνούχος,41
σκέμμα,130 σκεμμός,
130 40
σκεπάζω,
σκέπανον,41
57
σκατό,
σκέπαρνος,57
57 57 σκαμμώνιον, 57 σκαμμωνίτης, 57 σκαμνάκι, 58 σκαμνί, 58
σκαταιμία, σκατένιος,
σκάμνον,58
σκάφαλος,57
σκέπασμα,
σκάμνος,58
σκαφέας,
σκεπασμός,
σκαμπό,
σκαφείδιον,
90 90 σκάτωμα, 90
41
σκηνέω,41
σκελοτύρβης,
σκαμμωνία,
σκατής,90
σκευώρημα,
σκηνίτης,
100
σκαμματίζω,
90 90
112 112 σκευοφύλαξ, 112 σκευόφιον,
112 112 σκευωρύα, 112 σκευωρός, 112 σκευωρώ, 112 σκεφτικός, 130 σκέφτομαι, 130 σκέψις, 130
σκατίλα,
90
σκευο-,
σκέδασις,
57 σκεπαρνιά, 57 σκεπαρνίζω, 57 σκεπάρνισμα, 57 σκεπαρνισμός, 57 σκέπαρνον, 57
σκατά,
57
89
σκέπας,41
σκηνογράφος,
41 41 σκηνωτής, 41 σκηΠΉVΙoν, 109 σκηπίων, 109 σκήπτομαι, 109 σκήπτον, 109 σκηπτός, 109 σκηπτουχία, 109 σκηπτούχος, 109 σκήπτρον, 109 σκήνωσις,
σκάφευς,57
40 40 σκεπαστά, 41 σκεπαστήρι, 41 σκεπαστής, 40 Σκεπαστό, 41 σκεπαστός, 41
σκανδαλιάρης,
58 58 σκανδαλοθήρας, 58 σκανδαλοθηρύα, 58 σκανδαλοθηρώ, 58 σκάνδαλον, 58 σκάνδαλος, 58
σκάφευσις,57
σκεπάστρα,40
σκανδαλίζω,
σκαφευτής,57
σκεπαστρήριον,41
σκαφεύω,57
σκέπαστρο,
σκαφή,
σκεπάω,40
109 112 σκήψις, 109 σκιά, 40 σκιαγραφέω, 40 σκιαγραφία, 40
σκεπεινός,
σκιαγράφος,40
σκανδαλόω,58
σκαφιάς,57
σκεπινός,
σκιαδεύς,
σκανδαλώδης,
σκαφίδα,57
σκεπόωσις,
σκιαδηφόρος,
58
57 57 57
σκανδάλα,58
σκαφείον,
σκανδάλη,
σκαφετός,57
58
σκανδάληθρον, σκανδαλιά,
58
58
σκαντάλι,
58 σκανταλιά, 58 σκανταλίζω, 58 σκάνω,89 σκαπανέας, σκαπανεύς,
58
57 57
σκαφεύς,
σκάφη,
57
57 57
σκαφητός,57
σκεπή,
σκαφιά,
σκέπη,
σκαφίδι,
57
57
σκαφιδιάζω,
57 57 σκαφιδώνω, 57 σκαφίδιον,
σκαφιόκουρος,57 σκάφιον,57
σκαΠΆVη,57
σκαφίς,57
σκαπανητής,57
σκαφίτης,
σκάπετος,
σκαφοειδής,
57
σκάπος,1Ο9
σκάφος,
σκάπτειρα,57
σκαφτιάς,
σκαπτήρ,57 σκάπτον,
109 σκαπτός, 57 σκάπτω, 57 σκάρα, 60 σκαραβαίος, 62 σκαραβιίδες,62
57 57
57 57 σκαφτικά, 57 σκαφτός, 57 σκάφτω, 57 σκάψιμο, 57 σκάψις,57 σκάω,
89
σκέβρωμα,
58
41
40
40 40
40 41 σκεπτέος, 130 σκεπτήριον, 130 σκεπτικός, 130 σκέπτομαι, 130 σκεπτοσύνη, 130 σκέπωσις, 41 σκερπάνι, 57 σκέτος, 111 σκέτς, 111 σκευαγωγέω, 112 σκευαγώγημα, 112 σκευαγωγός, 112 σκευάζω, 112 σκευάριον, 112 σκευασία, 112 σκεύασμα, 112 σκευαστής, 112 σκευαστός, 112
σκήπτω,1Ο9 σκήπων,1Ο9 σκηρίπτω, σκήτη,
σκιαγραφώ,
40
σκιάδειον,40
40
σκιαδοφόρος,
40 40
σκιάεις,40 σκιάζω,
40
σκιαθήρας,40 σκιαθίς,40 σκύαινα,
40
σκιακός,40 σκιαμαχέω, Σκιάποδες,
40 40
σκιαρός,40 σκιάς,
40
σκύασμα,
40 40
σκιασμός,
σκιατραφής,
40 40 σκιατραφίας, 40 σκιατροφέω, 40 σκιατροφία, 40 σκιατραφία,
263 σκιαυγέω,
σκλήθρο,60
40
σκιάω,40
σκλήθρος,60
σκιερός,
σκλήμα,59
σκίζα,
σκληραγωγέω,
40 89 σκίζω, 89
59 σκληραγωγία, 59 σκληραίνω, 59 σκληρία, 59 σκληρίασις, 59 σκλήρισμα, 59 σκληρίτιδα, 59 σκληρίτις, 59
σκιή,40 σκίληθρο, σκίλλα,
60
89
σκιλλάριον,89 σκιλλητικός,89 σκίλλινος,
89 89
σκιλλιτικός,
σκιλλοκρόμμυδον,
σκληρο-,59
89
σκληρόγεως,
σκιλλώδης,89
σκληρός,
σκιμαλίζω,
σκλήρος,59
109 58
σκιμβάζω,
59
59
σκληρότης,
σκοπελισταί,
130 130 σκοπελίτικος, 130 σκοπελοδρόμος, 130 σκοπελοειδής, 130 σκόπελος, 130 Σκόπελος, 130 σκοπελώδης, 130 σκοπεύς, 130 σκόπευσις, 130 σκοπευτήριον, 130 σκοπευτής, 130 σκοπεύω, 130
σκοτεινιάζω,
Σκοπελίτης,
σκοτείνιασμα,
σκοπέω,130
σκοτοδινέω,
σκοπή,130 σκόπησις,
59
59 σκλήρωσις, 59 σκληφρός, 59
130 130 σκοπιά, 130 σκοπιάζω, 130 σκοπιάω, 130 σκοπιήτης, 130 σκοπικόν, 130 σκόπιμα, 130 σκόπιμος, 130
σκλοίος,61
σκοπιωρέομαl,
σκνίπα,
σκοπιωρός,
σκιμβασμός,58
σκληροτράχηλος,
σκιμβός,58
σκλήρυνσις,
σκιμπόδιον,
58 σκίμπους, 58 σκίμπων, 109
σκληρυντικός,
σκίναξ,39
σκλήρωμα,
140
59 59 59
σκληρύνω,
σκλήρυσμα,59
σκοπητέον,
σκοτεινός,
41 41
41 41
σκοτερός,
σκοτεύω,41 σκοτέω,41 σκοτία,
41 41 σκοτίζω, 41 σκότιος, 41 σκότισις, 41 σκοτίτας, 41 σκοτίας,
σκοτοδινάω,
41 41 σκοτοδίνη, 41 σκοτοδινία, 41 σκοτοδινίασις, 41 σκοτοιβόρος, 41 σκοτόμαινα,41 σκοτομήνη,41 σκοτομηνία,41 σκότος,
σκνιπός,40
σκοπός,
41 41 σκοτωμός, 41 σκοτώνω, 41 σκότωσις, 41 σκούζω, 54 σκουλαρίΚΙ, 61
σκιόεις,40
σκνίφα,40
σκορακίζω,
σκουλαρίκιον,61
σκιόθηρον,
σκνιφός,40
σκίουρος,
σκνίφος,40
σκίνδαμαl,
89 σκίνδαρος, 109 σκίνδημl, 89 σκινίς,40 σκίνος,
40
σκνιπαίος,
89
σκιοειδής,
σκοποβολή,
40
130
130 16
σκίπτω,1Ο9
σκνίψ,40
130 58 σκορακισμός, 58 σκορδάζειν, 65 σκορδαμυκτεί, 65
σκίπων,1Ο9
σκοιός,41
σκόρδαξ,65
σκουληκιάζω,
Σκίρα,40
σκόλασμα,
σκορδίζω,
σκουλήκιασμα,
40 40
σκιραίνω, Σκιράς,
40
σκότωμα,
64
40
σκιραφείον,
64 σκιραφευτής, 64 σκίραφος, 64 σκιραφώδης, 64
112
89
σκουλήΚΙ,
σκορδινάομαl, σκόρδιον,
σκουντάω,
σκόρδο,
σκούντημα,
σκολιαίνομαl,
σκορδοδάλμη,
61
σκολιανά,
σκόρδον,
Σκιρίταl,
64 σκιρίτης, 64 σκίρον, 40, 64
σκολιο-,61
σκορόδιον,
Σκίρον,40
σκολιόομαl,
σκολιοδρομώ,
61
σκόλιον,61
61
61
σκιρός,64
σκολίωμα,61
σκίρος,64
σκολιώνω,
Σκίρος,
σκολιωπός,
89
61 61
σκουληκο-.,61
σκουντιά,
39 39 39
σκουντούφλα,
89
σκιρία,64
σκολιός,
65
89 89
σκορδύλη,65
64
61 61
σκολείο,
112 σκόλη, 112 σκολιάζω, 61
41 41 σκουντούφλης, 41 σκουντουφλιάζω, 41 σκουντουφλώ, 41 σκούντρα, 41 σκουντράω, 39, 41 σκουντρώ, 39, 41 σκουντώ, 39 σκουντουφλάω,
σκοροβαίος,
62 89 σκοροδο-, 89 σκόροδον, 89 σκοροδόω, 89 σκοροδών, 89 σκόρος, 147 σκόρπαινα, 62 σκορπάω, 58
σκουξιά,54
Σκιροφόρια,40
61 61 σκολίωσις, 61
σκιρρός,64
σκόλλις,61
σκορπιαίνομαl,
σκίρρος,64
σκολλύς,61
σκορπιανός,62
σκουπιδάς,57
σκιρτασμός,
100 100 σκίρτη μα, 100 σκίρτησις, 100 σκιρτητής, 100 Σκίρων, 64 σκίτσο, 111 σκιτσογράφος, 111 σκιφίας, 144 σκίφος, 144 σκιώδης, 40
σκολλυφόρος,
σκορπίζω,
σκουπίδΙ,
σκιρτάω,
σκολνώ,112
σκιωτός,40
σκόλοψ,61
σκλάβα,
σκόλυθρον,60
σκλαβάΚΙ,
σκολύπτω,
58 σκορπιστός, 58 σκορπίτης, 62
σκονάΚΙ,
σκορπιώδης,62
41 42 ΣκουτάρΙ, 42 ΣκούταρΙ, 42 σκουτάριον, 42
σκορπίων,62
σκουτάριος,42
64
61 61 σκλαβιά, 61 σκλαβο-,61 σκλαβοπούλα, σκλαβόπουλο, σκλάβος,
61 61
61 61
σκλάβωμα,
σκλαβωμένος, σκλαβώνω,
61 σκλαλοπία, 61 σκλέθρος, 60 σκλήθρα, 60
61
σκολοβράω,
σκούπα,
62
58
σκορπιοειδής,
61 61
61
54 57
σκουπιδαριό,
57
62
σκορπιόεις,62
σκουπίζω,
σκορπιόομαl,
σκούπισμα,
62
57 57
σκορπιός,
σκoλoπεvδρώδης,61
σκορπίος,62
σκουραίνω,
σκολοπεύς,
61 σκολοπίζω, 61
σκόρπιος,
σκουριά,
σκορπίουρος,
σκουριάζω,
σκολοπισμός,
σκόρπισμα,
σκούριασμα,
σκόλοφρον,
σκορπισμός,58
σκούρος,
σκορπιστής,
σκουτάρΙ,
60 60 σκόνη, 60 σκονίζω, 60 σκόνισμα, 60 σκοντάβω, 41 σκόνταμμα, 41 σκοντάφτω, 41 σκοπάρχης, 130 Σκόπας, 130 σκοπάω,130 σκοπελισμός,
130
σκουπο-,57
62 58 62 58
σκορποχώρΙ,
57
σκουπιδο-.,57
σκoλoπέvδρα,61
61 60
57
σκουπιδιάρης,
σκορπιο-,62
σκολοπακίδες, σκολόπαξ,
σκούξιμο,
σκόρπειος,62
61
90 90
σκουφάδικο,
σκοτάω,41 σκοτεία,
σκρόπιος,58
σκοτάδΙ,
58
41
90
75 75 σκουφάς, 75 σκουφάτος, 75 σκουφί, 75 σκούφια, 75 σκούφος, 75 σκουφώνω, 75
σκορπώ,
58 41
σκοτάζω,41 σκοταίος,
41 41 σκοτασμός, 41 σκοταριά,
41
61
σκούληκας,
σκολάω,112
112 σκολιανός, 112
σκιρόομαl,
σκουληκαντέρα,
σκουφάΚΙ,
264 σκρόπισμα,
σκυταλίας,42
σμαραγέω,
σκυταλίζω,
100 100 σμαραγίζω, 100
σμυρίγλι,
σκρόφα,
σμαραγή,
σμύριδα,
σμάραγνα,35
σμυριδόπετρα,
58 143 σκυβαλίζω, 57 σκυβαλικός, 57 σκυβάλισμα, 57 σκυβαλισμός, 57 σκυβαλίτης, 57 σκύβαλov, 57 σκύβω, 57
42 42
σκυτάλιον,
81 81
σμυριδόπανο,
σκύταλο,42
σμαράσσω,
81 81 σμυριδόσκονη, 81 σμυριδόχαρτο, 81
σκυταλόω,
σμυρίζω,84
σμάρι,
σκυδμαίνω,89
42 42 σκυτεία, 42 σκυτείov, 42 σκυτεύς, 42
σμάργνα,
σκυτάριov,
σκύζα,41
σκύτευσις,42
σμερδαλεότης,
σκυζάω,41
σκυτεύω,42
σκύζομαι,
89 Σκύθης, 42 Σκυθία, 42
σκύτη,42
Σκυθίζω,42
σκύτινος,
σκύθος,41
σκυτοδεψέω,
σκυθρός,89
σκύτος,
σκυθρωπάζω,
89 σκυθρωπασμός, 89 σκυθρωJώς, 89 σκυθρωJώτης, 89 σκύλα, 66 σκυλαδέψης, 66 σκυλάδικο, 66
σκυτοτόμος,
σκυλαίος,8
σκυφίov,41
σμηνοκόμος,
σκυλακεία,
σκύφος,41
σμήνος,
σκυφτά,
σμηνουργέω,
σκύδμαινος,89
66 σκυλακεύς, 66 σκυλακεύω, 66 σκυλακηδόν, 66 σκυλάκι, 66 σκυλακίτις, 66 σκύλαξ, 66
σκυταλίς,42 σκυταλισμός,
42
Σμάραγος,
100 100 100
σμύρις,81
34
σμαρίς,34
σμυρίτης,
σμάω,81
σμύρνα,
σμερδαλέος,
σκυτίζω,42
100 100 σμερδνός, 100 σμέρδος, 100 σμέρνα, 84
σκυτίης,42
σμέω,81
42
42
σμήκτης,81 σμηκτρίς,
σμυρνο-,84
81 81
42 σκυτοτραγέω, 42
σμήλη,81
σμυρνοφόρος,
σμήλω,81
σμύρος,84
σκυτόω,42
σμήμα,81
σμύς,84
σκυφάριov,
σμήναι,
σμύχω,81
σκύφειος,
σμηνεύω,34
σμώγω,84
σμηνηδόν,34
σμώδιγξ,84
41 41
σκύφη,41 σκυφίδιον,
34
σμηνιών,
41
57
σμηνουργός,34
σοβαρητικός,
σκύψιμο,
σμήξις,81
σοβαρός,
σμήχω,81
σοβαρότης,
σμιγάρι,
67 67 σμίγω, 67 σμικρίζω, 79 σμικρίνης, 79
σοβαροφάνεια,
σμιγός,
σοβαροφανής,
σμικρο-,79
σόβησις,
σκωλοβατίζω,61
σμικρός,79
σόβητρον,
σκώλov,61
σμικρότης,
Σόβος,1Ο7
σκώλος,61
σμίκρυνσις,
σοβώ,
σμικρύνω,
σοδειά,
41 57
σκωληκιάζω,
σκυλίσιος,
σκώμμα,
σκυλίστικος,
σκωμματικός,58
σμιλάκινος,
Σκύλλα,
σκωπταλέος,
σμίλαξ,83
σκυλλανίς,8
σκωπτηλός,
σμιλάριov,
σκύλλος,
σκώπτης,58
σκώληξ,
61
σκωλιόομαι,
61
61
σμίλα,
58 58 58
σμιλίov,83
σκυλμός,66
σκώπτρια,
σκυλο-,66
σκώπτω,
58
58 58
σμαραγδίζω,81 σμαράγδινος,
σμυκτήρ,85
σοροδαίμων, σοροεργός,
σμινύδιον,
σκύvιov,40
σμάvoς,34
σκυράω,1Ο0
σμαράγδειος,81
Σκύριος,
σμαράγδι,
σκυρόομαι,
100
σμίλος,83
41
81 81
79 79
σμίριδα,83 σμιρίς,
81, 83
σμίς,79 σμογερόν,
σμαράγδιον,81
σμυός,84
σκυσμός,89
σμαραγδίτης,
σμύραινα,
σκύτα,42
σμάραγδος,81
σμύρη,
σμαραγδώδης,81
σμυριγλάς,
42
81
79
σμινύη,79
σκύρος,1Ο0
σκυτάλη,
σολατσάρισμα,
σορδισμός,
114 114 σλαβικός, 114 σλάβικος, 114 σλαβισμός, 114 σλαβο-, 114 Σλάβοι, 114 Σλαβονία, 114 Σλάβος, 114
σμίνθος,79
σλαβίζω,
σκύρov,1Ο0
15 15 σοδιάστρα, 15 σοι, 25 σοινίκι, 149 σοΊς, 108 σόλα, 88
σόος,1Ο7
Σλάβα,
σκυλόω,66
100
σοδιάζω,
117 σμπρώΧVω, 117 σμυγερός, 12
Σμινθεύς,
66
107 15
σμπρωξιά,
σμίνθα,
σκώψις,58
σκυνίζει,
107 107
σομφώδης,99
83 83
σκώψ,130
σκυμνοτοκέω,66
σόβη,1Ο7
σμόω,84
σμιλοειδής,
8
Σκωτία,
66
108
σοβέω,1Ο7
σμοίος,84
σμιλιωτός,
σκώτι,
8 8 σκυλοχαρής, 8 σκυλόψαρο, 66
66 σκυμvίov, 66 σκύμνος, 66
108 108
σμοιός,84
90
σκωταριά,8
σκυλοφόρος,
σκυμνεύω,
107 108
114 114 σολάτσο, 114 σολιάζω, 88 σολόδερμα, 88 σολοικίζω, 114 σολοικισμός, 114 σολοικιστής, 114 σολοικοειδής, 114 σόλοικος, 114 σολοικοφανής, 114 σόλος, 47 Σόλων, 114 Σόλωνας, 114 σομφός, 99 σομφότης, 99
σκυλοφορία,
σκυμναγωγέω,
σοβάς,
108 108
σόδιασμα,
σκωρία,
σκωπτόλης,58
σκύλσις,66
83
σκώρ,90
σκωπτικός,
σοβαρεύομαι,
σοδεύω,15
83
83 83 σμίλευμα, 83 σμίλευσις, 83 σμιλευτός, 83 σμιλεύω, 83 σμίλη, 83
σκύλμα,66
σκύλος,
79 79 79
σμιλεία,
σκύλλω,66
8 66
17
σκύφωμα,
σκωλύπτομαι,
σκύλον,
σνίχι,
σμηνουργία,
σκύλιov,66
σκυλοδεψώ,
34 34
σκύφτω,57
σκωλήκωσις,61
66 66
σμώνη,78 σμώχω,81
8 σκυλευτής, 8 σκυλεύω, 8 σκυλί, 66 σκυλιάζω, 66 σκύλιασμα, 66
σκυλοδέψης,
34
34
σκύλευσις,
66
84
σμώδιξ,84
34
σκύλευμα,8
66 66 66
84
σμυρνιάζω,
61 σκωληκίασις, 61 σκωληκίζω, 61 σκωληκόομαι, 61
σκυλεία,8
σμυρvηφόρoς,
84 σμύρνινος, 84 σμύρνισις, 84
σμήγμα,
42
81 84 Σμύρνα, 84 σμυρναίος, 84 σμυρνείov, 84 Σμύρνη, 84
12
84
81 81
σολατσάρω,
114
σορέλλη,30 σορίδιον,
30
31 31 σοροπηγέω, 31 σοροπηγός, 31 σοροπήγων, 31
265 σορόπι,
Σπαθαραίοι,
Σπαρτιάτισσα,
σπέρνω,
24 σορόπιασμα, 24 σορόπληκως, 31 σορόπληξ, 31 σοροποιός, 31 σορός, 30 σος, 25 σοτάρω, 25 σου, 25 σούβλα, 16 σουβλάκι, 16 σουβλαμύτης, 16 σουβλατζής, 16 σουβλάω, 16 σούβλησμα, 16 σουβλί, 16 σουβλιά, 16 σουβλίζω, 16 σουβλιστός, 16 σουγιάς, 16 σουγλί, 16
Σπαθάρης,
Σπαρτιήτης,
σπερχνός,64
σουγλιά,16 σουγλίζω,
24
99 99 Σπαθάρι, 99 σπαθάριος, 99 σπαθάτος, 99
σοροπιάζω,
σουϊτιά,
σπαθάω,99 σπάθη,
99
σπάθημα, σπάθησις,
99 99
σπαθί,
99 99 σπαθίζω, 99 σπαθισμός, 99 σπαθιστήρας, 99 σπαθιστής, 99 σπαθιά,
σπάνω,99 σπαράγγι,
99 99 σπάραγμα, 100 σπαραγγιά,
σπαραγματώδης,
σοφίη,68
σπαργάω,99
σοφίς,68
σπαργέω,99
σόφισις,68
σπαργή,99
σόφισμα,
σπαργώ,
σοφισμός,
σπάργω,1Ο0
99
σπαγκιά,96 σπαγκοραμμένος, σπάγκος, σπάδαξ,
96 99
σπαδίζω,99 σπαδovίζω,
99
99 100 σπαρίλα, 100 σπαρνός, 100 σπάρος, 100 σπάρσιμο, 100 Σπάρτακος, 100 σπαρταράω, 100 σπαρταρίζω, 100 σπαρτάρισμα, 100 σπαρταριστός, 100 σπαρταρώ, 100 σπαρίζω,
σόω,1Ο7 σπα,
σπαραγμός,
σπάργωσις,
σοφόω,68
99 99
96
σπαδovισμός,
σπάρτη,1Ο0
σπαδών,99
Σπάρτη,
σπάδων,99
σπαρτί,
σπαζοκεφαλιά, σπάζω, σπάθα,
99 99
σπαθάδες,
99
99
133 10 1 σπηλαιοειδής, 10 1 σπήλαιον, 10 1 σπηλαιτης, 101 σπηλαιώδης, 10 1 σπηλαιώτης, 101 σπηλιά, 101 σπηλυγγώδης, 10 1 σπήλυγξ, 10 1 σπηλάδιον,
σπιδής,89
σπιθαμώδης,
σοφίζω,68
68 68 σοφιστεία, 68 σοφιστής, 68 σοφός, 68
133
σπευστικός,
σπατίζω,99
100 100 σπανιότης, 100 σπάνις, 100 σπανισμός, 100 σπανιστός, 100 σπανίως, 100 σπανός, 100
100 100 σπαραγμώδης, 100 σπαράζω, 100 σπαράκιης, 100 σπαρακιικός, 100 σπαραξικάρδιος, 100 σπάραξις, 100 σπαράσσω, 100 σπάραχνο, 102 σπαραχτικός, 100 σπάργανα, 100 σπαργανίζω, 100 σπαργάvιoν, 100 σπαργανιώτης, 100 σπάργανον, 100 σπαργανόομαι, 100 σπαργανόω, 100 σπαργάνωμα, 100
105 σούφρω μα, 10 5 σουφρώνω, 105 σουφρωτός, 10 5 σοφία, 68
σπεύδω,
σπάνιος,
61
σπαλίς,1Ο1
σούφρα,
σπέρχω,64
σπανίζω,
σπάλαυθρov,
σούτος,41
99
σπερχυλλάδην,64
σπιδνός,89
σπάλαξ,61
114 σουλατσάρω, 114 σουλάτσο, 114 σουλήνα, 134 σουληνάρι, 134 σουλήνας, 134 σούρα, 105 σούρσιμο, 30 σουρτάρι, 30 σούρτης, 30 σούρωμα, 105 σουρώνω, 105 σουρωτήρι, 105 σουρωτός, 105 σουσάμι, 108 σουσαμιά, 108 σου-σου, 107 σουσούμι, 126 σουσουμιάζω, 126 σουσουράδα, 108 σούστα, 108
99
100
99 σπαστικός, 99 σπαταλάω, 99 σπατάλη, 99 σπατάλη μα, 99 σπάταλος, 99 σπαταλώ, 99
σπάλαθρον,61
σουλατσάρισμα,
σπασμένος, σπασμός,
99
σπαίρω,1Ο0
16 46
σπάσμα,99 σπασμολυτικός,
σπαθο-,99
σπαθωτός,
100 100 σπαρτίνη, 100 σπαρτινός, 100 σπαρτίον, 100 σπαρτο-, 100 σπαρτόδετος, 100 σπάρτον, 100 σπαρτός, 100 Σπαρτοχώρι, 100 σπάσακας, 99 σπασίκλας, 99 σπάσιμο, 99
100 100 Σπαρτιά, 100 Σπαρτιάτης, 100 σπαρτιατικός, 100 Σπαρτιατικός, 100
σπάτουλα,
σπιδόθεν,
σπατουλαριστός, σπατουλάρω,
89 89
σπίζω,89 σπίθα,
101 89
σπιθαμή,
σπιθαμιαίος,
99
σπατουλάρισμα,
σπάω,
σπιδόεις,
99 99
99
89 89 σπιθηρίζω, 10 1 σπιθήρισμα, 101 σπιθίζω, 10 1 σπιθοβολώ, 10 1 σπιλάζω,97
99
σπεδίζω,
15 σπείος, 101 σπείρα, 100 σπείραμα, 100 σπείρασις, 100 σπειρο-, 100 σπειροειδής, 100 σπείρον, 100 σπείρος, 100 σπειρόω, 100 σπείρω, 100 σπείρωμα, 100 σπειρωτός, 100 σπείσις, 10 1
σπιλάς, σπίλος,
101 97, 10 1
σπιλόω,97 σπιλώδης,
σπέραδος,
10 1 97 σπιλώνω, 97 σπίλωσις, 97 σπιλωτός, 97 σπινθεύω, 10 1 σπινθήρ, 101 σπινθηρ-., 10 1 σπινθήρα, 101 σπινθηρίζω, 101 σπινθηροβολώ, 101 σπιράλ, 100 σπιτάκι, 90 σπιταρόνα, 90 σπίτι, 90 σπιτικός, 90 σπιτίσιος, 90
σπέργδην,
σπιτο-,90
σπεκλόω,51 σπέλιov,
10 1
σπένδαμνον,91 σπένδω,
101
σπέος,1Ο1
100 64 σπερδούκλα, 100 σπέρδουκλας, 100 σπερδούκλι, 100 σπερδουκλιά, 100 σπερηδόν, 100 σπερινός, 129 σπερμα-, 100 σπέρμα, 100 σπερμαίνω, 100 σπερματία, 100 σπερματίας, 100 σπερματίζω, 100 σπερματικός, 100 σπερματίνη, 100 σπερμάτιον, 100 σπερματισμός, 100 σπερματιστής, 100 σπερματίτις, 100 σπερματο-, 100 σπερματόομαι, 100 σπερματούχος, 100 σπερμάτωσις, 100 σπερμείον, 100 σπερμείος, 100 σπερμίνη, 100 σπερμόομαι, 100 σπερνός, 129
σπίλωμα,
σπίτωμα,
90 90 σπιτώνω, 90 σπιτωμένη,
σπλαχναλγία,51 σπλαχνεύω,
51 51 σπλαΧVΙΈμαι, 51 σπλαΧVΊΖoμαι, 51 σπλαχνικός, 51 σπλαχνισμός, 51 σπλαΧVΊΔιov,
σπλαχνο-,51 σπλάχνov,
51
σπλεκόω,51 σπλέκωμα,
51
σπλήν,51 σπλήνα,
51
σπληναλγία,
51 51 σπληνάριov, 51 σπληνιάζω, 51 σπλήνιασμα, 51 σπληνάvιερo,
σπληνιάω,51 σπληνίδιov,
51 51 σπληVΙKός, 51 σπληνίov, 51 σπληνίσκος, 51 σπληvίζoμαι,
266 σπληνίτις,
σπυρί,
51
σπληνόομαι,
σJωγγίζω,99 σJωγγίνη,99 σJώγγισμα,
99
σJωγγo-,99
σrώγγoς,99 σJωγγώδης,
99
σJωδέω,99 σJωδιά,
100
σπυριάζω,
51 σπληνώδης, 51 σJωγγαλιεία, 99 σJωγγία, 99
99
σJωδίζω,99 σJώδιoς,99 σJωδός,99 σJωλf1,
111 110 σJωνδείov, 10 1 σJωνδείoς, 10 1 σJωλf1ς,
σJωνδή,101 σJωνδύλη,
100 σJωνδυλΙKός, 100 σJωνδυλiτιδα, 100 σJωνδυλίτις, 100 σJωνδυλo-, 100 σJώνδυλoς, 100 σJωνδυλώδης, 100 σJωνδύλωσις, 100 σJωνδυλωτός, 100 σJωΡά, 100 ΣJωράδες, 100 σJωράδην, 100 σJωραδΙKός, 100 σJωραδΙKότης, 100
100 σπυριάρης, 100 σπύριασμα, 100 σπυρίς, 91 σπυρωτός, 100 σταβλf1ρχης, 110 σταβλίζω, 110 σταβλισμένος, 11 Ο σταβλισμός, 11 Ο σταβλίτης, 110 Στάβλοι, 110 στάβλος, 110 στάγδην, 124 σταγετός, 124 στάγμα, 124 σταγμοδόχη, 124 σταγόνα, 124 σταγονιαίος, 124 σταγονίας, 124 σταγονίδων, 124 σταγονο-, 124
100 σJωρευτός, 100 σJωρήτης, 100 σJώρι, 100 100 100 σJωΡιάς, 100 σJώριασμα, 100 σJωριασμένOς, 100 σJωΡΙKό,100 σJώριμoς,
100 100 σJωρίτης, 100 σJωΡO-, 100 σJώριOV,
σJωρoλoγέoμαι,
100
σJώρoς,100 σπούδαγμα,
133 133 σπουδάζω, 133 σπουδαω-, 133 σπουδαίος, 133 σπουδαώτης, 133 σπούδασμα, 133 σπουδαστήρων, 133 σπουδαστής, 133 σπουδαστικός, 133 σπουδαστός, 133 σπουδαχτικός, 133 σπουδή, 133 σJωυργιτάκι, 100 σJωυργίτη, 100 σJωυργίτης, 100 σJφωξίδι, 117 σJφώΧVω, 117 σJφωχτός, 117 σπυράκι, 100 σπουδαγμένος,
σταλαχτός,
124 124
σταλάω,124 σταλιά,
στάλσιμο,
σταθμεύω,
σJωρευτή,
σταλαχτίτης,
στάλπη,11Ο
σταθμάω,11Ο
σJωρεύς,100
Σταύρος,
σταδία,
109 109
σJωριάρης,
100 100
σJωρείov,
σταλάσσω,124
στάδην,1Ο9
στάδα,
σJωριάζω,
σJωργαί,
στατός,1Ο9
σταδαίος,
σταγών,124
σJωριά,100
σJωράς,100
124 124 σταλαματιά, 124 σταλαμίδα, 124 σταλαξιά, 124
στατίζω,
στάλαμα,
124 110 σταλίδα, 124 σταλίδωμα, 110 σταλιδώνω, 110 σταλίζω, 110 σταλίκι, 110 σταλίκωμα, 110 σταλικώνω, 110 σταλίς, 110 στάλισμα, 110 σταλίστρα, 110 σταλίτις, 110 στάλλα, 110 στάλος, 110 Στάλος, 110
109 σταδιάζω, 109 σταδιαίος, 109 σταδιασμός, 109 σταδιεύς, 109 σταδιεύω, 109 σταδιοδρομία, 109 σταδιοδρόμος, 109 στάδιov, 109 στάδιος, 109 στάζω, 124 σταθερός, 110 σταθερότης, 110 σταθερώνω, 110 στάθευσις, 109 σταθεύω, 109 σταθηρός, 110 σταθμαρχείov, 110 σταθμάρχης, 110
σJωράζω,100
σταλακτός,
στάθμη,
110 110
στάθμησις,11Ο σταθμίζω,
110 σταθμιστής, 110 σταθμός, 110 σταθμούχος, 110 σταθμόω, 110 σταθμώδης, 110 στάθμωμα, 110 σταθμών, 110 σταινίov, 109 σταίς, 111 στακτή, 124 στάκτη, 124 στακτικός, 124 στακτοδοχείο, 124 στακτός, 124 στάλα, 110, 124 στάλαγμα, 124 σταλαγματιά, 124 σταλαγμιαίος, 124 σταλαγμίας, 124 σταλάγμιον, 124 σταλαγμίτης, 124 σταλαγμός, 124 σταλάζω, 124 σταλαηδόνες, 124 σταλακτικός, 124 σταλακτίς, 124 σταλακτίτης, 124
σταλία,
110 110 σταλτέον, 110 σταλτικός, 110 στάλυξ, 124 στάμα, 110, 124 Σταμάτα, 110 σταμάτημα, 110 σταματημός, 11 Ο Σταματινό, 11 Ο σταματώ, 110 στάμενα, 110 στάλσις,
σταμίν,11Ο σταμίς, στάμνα,
110 110
σταμνάριov,
11 Ο 110 σταμνίov, 110 στάμνος, 110 στάμπα, 115 σταμπάρισμα, 115 σταμπάρω, 115 σταμπάτος, 115 σταμπωτός, 115 στάνη, 109 στανιό, 109 σταμνί,
109
σταυροπαγής, σταυροπήγιον, σταυρός,
110 110 σταυρόω, 110 σταύρωμα, 110 σταυρώνω, 110 σταύρωσις, 110 σταυρωτής, 110 σταφίδα, 118 σταφιδευταίος, 118 σταφιδευτός, 118 σταφιδόω, 118 σταφίς, 118 σταφυλf1γρα, 118 σταφυλαία, 118 σταφυλη-, 118 σταφυλή, 118 σταφυληκόμος,118 σταφύλι,
118 118 σταφυλίνος, 118 σταφύλινος, 118 σταφύλιον, 118 σταφυλίς, 118 σταφυλίτης, 118 σταφυλο-, 118 σταφύλωμα, 118 στάχι, 109 σταχολόγημα, 109 σταχολογώ, 109 σταχτάδα, 124 σταχτερός, 124 στάχτη, 124 σταχτής, 124 σταχτιάζω, 124 σταχτιέρα, 124 σταχτο-, 124 σταχτοδοχείο, 124 σταχυάζω, 109 σταχυηρός, 109 σταχυολογέω, 109 σταχυολογώ, 109 σταχυοτομέω, 109 σταφυλίζω,
στάχυς,1Ο9 σταχώ,1Ο9 στάχωμα,
109 109 στάχωσις, 109 σταχωτής, 109 σταχώνω,
στανύω,1Ο9
στεάζω,111
στάξ,
στέαρ,
124 στάξιμο, 124 στάξις, 124 σταράς, 108 σταρένιος, 108 στάρι, 108 στάρπη,11Ο σταρτοί,
110 109 στασιάζω, 109 στασιασμός, 109 στασιαστής, 109 στασιαστικός, 109 στάσιμος, 109 στασιοκοπέω, 109 στάσις, 109 στασιώδης, 109 στασιωρός, 109 στασιωτεία, 109 στασιώτης, 109 στατέον, 109 στάτευσις, 109 στασάνη,
στατήρ,1Ο9 στατηριαίος,
109
11 Ο 11 Ο
111 111 στεατικός, 111 στεάτινος, 111 στεατο-., 111 στεατοκήλη, 111 στεατόομαι, 111 στεατώδης, 111 στεάτωμα, 111 στεάτωσις, 111 στεγάζω, 111 στεγάνη, 111 στεγανόμιov, 111 στεγανόμος, 111 στεγανός, 111 στεγανότης, 111 στεγανόω, 111 στεγάνωμα, 111 στεγάνωσις, 111 στέγαρχος, 111 στεγάσιμος, 111 στέγασις, 111 στέγασμα, 111 στεγαστήρ, 111 στεαρίνη,
267 στεγαστής,
στενο-,
στεφαvη-,
στηρίζω,
στεγαστός,
Στενό,
στεφάνη,
στηρικτής,
111 111 στεγαστρίς, 111 στέγαστρον, 111 στέγη, 111 στεγνός, 111 στεγνότης, 111 στεγνόω, 111 στέγνωσις, 111 στέγος, 111 στέγω, 111 στεθευτός, 109 στείαρ, 111 στειβάδα, 118 στειβεύς, 118 στειβία, 118 στείβω, 118 στειλαίος, 110 στειλιάρι, 110 στειλιαρώνω, 11 Ο στειλλειόν, 110 στειναύχην, 118 στείνος, 118 στείνω,118 στεινωπός,
118 122 στείρευμα, 122 στείρευση, 122 στειρεύω, 122 στειρόομαι, 122 στείρος, 122 στειροσύνη, 122 στειρότης, 122 στειρώ, 122 στειρώνω, 122 στείρωσις, 122 στειρωτικός, 122 στείχω, 111 στέκα, 109 στέκομαι, 109 στεκούμενος, 109 στεκτικός, 111 στέκω, 109 στελγίς, 122 στελεόν, 110 στέλεχος, 110 στελλάνδρα, 110 στέλλω, 110 στέλνω, 110 στεμβάζω, 118 στείρα,
στέμβω,118 στέμμα,
107
στεμματηφόρος, στεμματίας, στεμμάτιον,
107
107 107
στεμματοφόρος,
107 107 στεμφυλίας, 118 στεμφυλίς, 118 στεμφυλίτης, 118 στεμφυλίτις, 118 στέμφυλον, 118 στέναγμα, 118 στεναγμός, 118 στεναγμώδης, 118 στενάζω, 118 στενάκι, 118 στενακτικός, 118 στενακτός, 118 στεναχέω, 118 στεναχίζω, 118 στενάχω, 118 στεναχωρώ, 118 στενεύω, 118 Στενή, 118 Στενήμαχος, 118 Στενιές, 118 στεμματόω,
118 118 στενός, 118 στένος, 118 στενότης, 118 στενόω,118 Στεντόρειος,
117
Στεντορόφωνος,
117
107 107 Στεφάνη, 107 στεφΑVΗδόν, 107 στεφάνι, 107 Στεφάνι, 107 Στεφανιά, 107 Στεφανιάδα, 107 στεφανιαίος, 107 στεφΑVΊΑς, 107 στεφΑVΊΖω, 107 στεφαvιKός, 107 Στεφανινά, 107 στεφάνιον, 107 στεφΑVΊς, 107 στεφαvίσκoς, 107 στεφαvίτης, 107 στεφαvίτις, 107 στεφΑVΊΩν, 107 στεφανο-, 107 στέφανος, 107 Στέφανος, 107 στεφανούχος, 107 στεφανόω, 107 στεφανώδης, 107 στεφάνωμα, 107
110 110 στήριξις, 110 στησι-, 109 στήσιμο, 109 στήσιος, 109 στήσις,1Ο9 στησίχορος,
στερεώδης,
107 107 στεφάνωσις, 107 στεφανωτής, 107 στεφανωτικός, 107 στεφανωτρίς, 107 στεφηπλόκος, 107 στεφηφόρος, 107 στεφίτης, 107 στεφοδότης, 107
109 109 στίβα, 118 στιβάδα, 118 στιβαδεύω, 118 στιβάδιον, 118 στιβαδοκοιτέω, 118 στιβαδοποιέομαι, 118 στιβάζω, 118 στιβάλι, 118 στιβάνι, 118 στιβανός, 118 στιβαρός, 118 στιβαρότης, 118 στιβαρόχειρ, 118 στιβαρόω, 118 στιβάς, 118 στιβεία, 118 στιβεύς, 118 στιβευτής, 118 στιβεύω, 118 στιβέω, 118 στίβη, 118 στιβήεις, 118 στιβιάω, 118 στιβίζομαι, 118 στιβίη, 118 στίβος, 118 Στίβος, 118
στερέωμα,
στέφος,1Ο7
στιβόω,118
στέφω,
στίβω,
Στέντωρ,
117 στενυγρή, 118 στενυγ ρός, 118 στένω, 109, 118 στενώδης, 118 στένωμα, 118 στενώπαρχος, 118 στενωπείον, 118 στενωπή, 118 στενωπός, 129 στένωσις, 118 στεπτός, 107 στέργηθρον, 110 Στέργιος, 110 στεργίς, 122 στέργω, 110 στέρεμα, 122 στερεμνιόομαι, 110 στερέμνιος, 110 στερεμνιότης, 11 Ο στερεμός, 122 στερεοποίησις, 11 Ο στερεός, 110 στερεύω, 122 στέρεψη, 122 στέρεψις, 122 στερέω,122
110 110 στερεώνω, 110 στερεωτής, 110 στερεωτικός, 110 στέρημα, 122 στέρησις, 122 στερητέος, 122 στερητικός, 122 στεριά, 110 στεριανός, 110 στέριος, 110 στερίσκω, 122 στεριφεύομαι, 122 στεριφόομαι, 110 στέριφος, 110, 122 στεριφότης, 110 στερίφωμα, 110 στέριωμα, 110 στεριωμένος, 110 στεριώνω, 110 στερvίζoμαι, 11 Ο στερνίτης, 11 Ο στερνόμαντης, 11 Ο στέρνον, 110 στερνοπαίδι, 45 στερνοπούλι, 45 στερνός, 45 στερνώδης, 110 στέρξιμο, 110 στέρομαι, 122 στερρόομαι, 110 στερρός, 110 στερρότης, 110 στερφεύω, 122 στέρφινος, 110 στερφvινός, 110 στερφογίδα, 122 στέρφος, 24, 122 στερφόω, 122 στέρφωσις, 122 στεύμαι, 110
στεφανωματικός, στεφανώνω,
107 στέψις, 107 στηγανέω, 111 στηθάγχη, 110 στηθαίον, 110 στηθάρι, 110 στηθάτος, 110 στήθι, 110 στήθια, 110 στηθικός, 110 στηθο-, 110 στήθος, 110 στηθούρι, 110 στήκω,1Ο9 στήλη,
110
στηλίδιον,
110 110 στηλίτευμα, 110 στηλιτευμένος, 110 στηλίτευσις, 11 Ο στηλιτεύω, 110 στηλίτης, 110 στηλοκόπας, 110 στηλύδριον, 110 στήλωμα, 110 στηλώνω, 110 στήλωσις, 110 στήμα, 110 στηλίς,
στημονάριον,I1Ο στη μόνι,
110
στημονιάζω,
110 11 Ο στημovίζoμαι, 110 στημόvιoν, 110 στημορραγέω, 110 στη μovίας,
στήμων,I1Ο στήνω,
109 110 στηριγμός, 110 στήριγξ, 110 στήριγμα,
στητός,
118 118 στιγεύς, 124 στίγμα, 124 στιγμάρχης, 124 στιγματίας, 124 στιγματίζω, 124 στιγματικός, 124 στιγματιφορέω, 124 στιγματιφόρος, 124 στιγματοφόρος, 124 στιγμάτωσις, 124 στιγμή, 124 στιγμιαίος, 124 στιγμικώς, 124 στιγμω-, 124 στιγμός, 124 στίγων, 124 στίζω, 124 στικτέον, 124 στικτόπους, 124 στικτός, 124 στίλβη, 122 στιλβηδών, 122 στίλβος, 122 στίλβω, 122 στίλβωμα, 122 στίλβων, 122 στιλβώνω, 122 στίλβωσις, 122 στιλβωτήρων, 122 στιλβωτής, 122 στιλβωτικός, 122 στιλό, 110 στίλπνωσις, 122 στιλπνωτής, 122 στιλπνωτικός, 122 στίλπων, 122 στίλψις, 122 στίξ, 111 στίβωσις,
268 στίξις,
στολίς,
στούπωμα,
στρέβλευμα,
στιπτός,
στόλισις,
στουπώνω,
στρέβλη,
124 118 στίφος, 118 στιφράω, 118 στιφρός, 118 στιφρότης, 118 στιχάκι, 111 στιχαοιδός, 111 στιχάομαι, 111 στιχάρι, 111 στιχάς, 111 στιχηδόν, 111 στιχηρά, 111 στιχήρης, 111 στιχίζω, 111 στίχινος, 111 στιχισμός, 111 στιχιστής, 111 στιχο-, 111 στιχοποιός, 111 στίχος, 111 στιχούΡΎημα, 111 στιχουΡΎΙκή, 111 στιχουΡΎικός, 111 στιχουΡΎός, 111 στιχουΡΎώ, 111 στλεγγίς, 122 στλέγγισμα, 122 στοά, 111 στοι, 111 στοιά, 111 στοίβα, 118 στοίβαγ μα, 118 στοιβάζω, 118 στοιβάς, 118 στοιβασία, 118 στοιβάσιμος, 118 στοίβασμα, 118 στοιβασμός, 118 στοιβαστής, 118 στοιβαστός, 118 στοιβαχτός, 118 στοιβή, 118 στοιβηδόν, 118 στοιβιάζω, 118 στοιβοειδής, 118 στοιχάς, 111 στοιχειακός, 111 στοιχεώ, 124 στοιχείον, 111 στοιχειόω, 111 στοιχειώδης, 111 στοιχείωμα, 111 στοίχειωμα, 124 στοιχειωμένος, 124 στοιχειώνω, 123 στοιχείωσις, 111 στοιχειωτής, 111 στοιχέω, 111 στοιχηδόν, 111 στοίχημα, 111 στοιχηματίζω, 111 στοιχιαίος, 111 στοιχίζω, 111 στοίχισις, 111 στοιχο-, 111 στοίχος, 111 στοιχώδης, 111 στολαρχία, 111 στολαρχίδα, 111 στόλαρχος, 111 στολάς,I1Ο στολή,
111 στολίδι, 111 στολιδόομαι,
111 111 111
στολίζομαι, στολίζω,
111 111 στολίσκος, 110 στόλισμα, 111 στολισμός, 111 στολίστρια, 111 στολμός, 111 Στόλοι, 111 στόλος, 110 Στόλος, 111
118 118 στουπωτήρι, 118 στουπωτός, 118 Στουρναραίικα,
σΤΟΡΎικός,
120 120 στουρνάρι, 120 στοχάζομαι, 124 στοχανδόν, 124 στοχάς, 124 στοχασιά, 124 στόχασις, 124 στόχασμα, 124 στοχασμός, 124 στοχαστής, 124 στοχαστικός, 124 στόχαστρον, 124 στόχος, 124 στραβά, 107 στραβάδα, 107 στραβάδι, 107 στραβαλοκόμας, 107 στραβαλός, 107 στραβεύς, 107 στραβηλός, 107 στράβηλος, 107 στραβίζω, 107 στραβισμός, 107 στραβο-, 107 στραβός, 107 στραβότης, 107 στραβωμάρα, 107 Στράβων, 107 στραβώνω, 107 στραγάλι, 110 στραγάλια, 122 στραγάλιον, 122 στραγγαλάω, 107 στραγγάλη, 107 στραγγαλίζω, 107 στραγγαλίς, 107 στραγγαλιώδης, 107 στραγγαλόομαι, 107 στραγγαλωτή, 107 στραγγείο, 107 στραγγείον, 107 στραγγεύομαι, 107 στραγγιάς, 107 στραγγίζω, 107 στραγγίς, 107 στράγγισις, 107 στραγγός, 107 στραγγουρία, 107 στραγγουριάω, 107
σΤΟΡΎικότης,
στράγξ,1Ο7
στομ-,123 στόμα,
123
στομακάκη,
123 στομαλγέω, 123 στομαλγία, 123 στοματικός, 123 στοματο-, 123 στομαχέω, 123 στομάχη, 123 στομάχι, 123 στομαχιάζω, 123 στομαχικός, 123 στομαχόπονος, 123 στόμαχος, 123 στομήρης, 123 στομίζομαι, 123 στόμων,123 στομίς, στόμις,
123 123
στομο-,123 στομόω,123
στομφάζω,
123 123 στομφασμός, 123 στομφαστής, 123 στομφαστικός, 123 στομφός, 123 στόμφος, 123 στομώδης, 123 στόμωμα, 123 στομώνω, 123 στόμωσις, 123 στομωτής, 123 στομωτός, 123 στοναχέω, 118 στοναχή, 118 στονάχησις, 118 στοναχίζω, 118 στόναχος, 118 στονόεις, 118 στόνος, 118 στόνυξ, 119 στόμφαξ,
σΤΟΡΎή,I1Ο
110 11 Ο στορέννυμι, 110 στορεστής, 110 στορεύς, 110 στόρθη, 120 στόρθυγξ, 120 στόρνυμι, 110 στορύνη, 120 στουμπανίζω, 115, 118 στουμπάνισμα, 115, 118 στουμπάω, 118 στούμπημα, 115, 118 στουμπίζω, 115, 118 στούμπισμα, 118 στουμπιστός, 118 στούμπος, 115, 118 στούμπωμα, 123 στουμπώνω, 115, 118, 123 στουπέτσι, 118 στουπί, 118 στουπιάζω, 118 στουπόχαρτο, 118 στουππί, 118
Στουρνάρας,
στραμπουλάω,
107 107 στραμπουλίζω, 107 στραταγός, 110 στρατάω, 110 στρατεία, 110 στράτειος, 110 στράτευμα, 110 στράτευσις, 110 στρατεύω, 110 στρατηγέω, 11 Ο στρατηγός, 110 στρατηλασία, 110 στρατηλάτης, 110 στρατιά, 110 στράτιος, 110 στρατιώτης, 110 στρατόπεδον, 110 στρατός, 110 στρατόω, 110 στρατώνας, 110 στράτωρ, 110 στραμπούληγμα,
107 107 στρεβλός, 107 στρεβλότης, 107 στρεβλόω, 107 στρεβλώνω, 107 στρέβλωσις, 107 στρεβλωτήριον, 107 στρεβλωτήριος, 107 στρεβλωτής, 107 στρεγγίς, 122 στρέγω,I1Ο στρείδι,
109 106
στρέμμα,
στρεμματικός, στρέξιμο,
106
110
στρέπταιγλος,
106 106 στρεπτή, 106 στρεπτήρ, 106 στρεπτίνδα, 106 στρεπτο-, 106 στρεπτόλυτον, 106 στρεπτός, 106 στρευγεδών, 107 στρεύγομαι, 107 στρέφαvoν, 106 στρεφεδινέω, 106 στρεφεύω, 122 στρέφος, 106, 122 στρεφόω, 122 στρέφω, 106 στρεπτέον,
στρέφωmς,122
στρέχω,I1Ο στρεψαίος,
107 107 στρεψι-, 107 στρέψις, 107 στρεψο-, 107 στρηνής, 121 στρηνιάω, 121 στρηνός, 121 στρήνος, 121 στρηνόφωνος, 121 στρηνύζω, 121 στρθερόω, 110 στρίβω, 107 στριγγίζω, 121 στρίγκλα, 121 στριγκλιά, 121 στριγκλίζω, 121 στριγκός, 121 στρίγλα, 121 στρίγλος, 121 Στρίμμα, 107 στρίμματα, 107 στριμμένος, 107 στρίμωγμα, 107 στριμωγμένος, 107 στρίμωμα, 107 στριμώνω, 107 στριμωξιά, 107 στριμωξίδι, 107 στριμώχνω, 107 στρίξ, 121 στριφογυρίζω, 106 στριφογύρισμα, 106 στριφογυρνώ, 106 στριφτάλι, 106 στριφτάρι, 106 στριφτός, 107 στρεψαύχην,
στρίφω,1Ο7 στρίφωμα,
107 107 στριφώνω, 107 στρίψιμο, 107 στροβάζω, 107 στριφώνι,
269 σΤΡOβάVΙKOς,
στροφο-,
στροβανίσκος,
στροφόομαι,
107 107 στροβελός, 107 στροβεύς, 107 στροβέω, 107 στρόβησις, 107 στροβητός, 107 στροβιλέα, 107 στροβιλέω, 107 στροβιλεών, 107 στροβίλη, 107 στροβιλιά, 107 στροβιλίζω, 107 στροβίλινος, 107 στροβιλισμός, 107 στροβιλίτης, 107 στροβιλο-, 107 στροβιλός, 107 στρόβιλος, 107 στροβιλόω, 107 στροβός, 107 σΤΡσΥγυλάδα, 107 σΤΡσΥγυλαίνω, 107 σΤΡσΥγύλεμα, 107 σΤΡσΥγυλεύω, 107 Στρογγύλη, 107 στρόγγυλμα, 107 σΤΡσΥγυλο-., 107 σΤΡσΥγυλός, 107 σΤΡσΥγύλος, 107 σΤΡσΥγυλότης, 107 σΤΡσΥγυλούστικος,
σΤΡσΥγυλόω,
107
107 στρόφος, 107 στρόφωμα, 107 στροφωτός, 107 Στρυμόνας, 107 Στρυμovίας, 107 ΣτρυμOVΙKόν, 107 στρυμOVΙKός, 107 Στρυμονοχώρι, 107 Στρυμών, 107 στρύχνον, 121 στρύχνος, 121 στρώμα, 110 στρωματεύς, 110 στρωματίζω, 110 στρωμίδι, 110 στρωμνή, 110 στρώννυμι, 110 στρώνω, 110 στρώσις, 110 στρωτή ρ, 110 στρώτης, 110 στρωτός, 110 στρωφάω, 107 στύβω, 118 στυγερός, 109 στυγέω,1Ο9 στύγημα,
107
107 σΤΡσΥγύλω, 107 σΤΡσΥγύλωμα, 107 σΤΡσΥγύλωσις, 107 στροιβάω, 107 στροιβός, 107 στρομβείον, 107 στρομβέω, 107 στρόμβη, 107 στρομβηδόν, 107 στρόμβος, 107 στρομβόω, 107 στρομπίδα, 107 στρόμπος, 107 στροταγός, 110 στρουθάριον, 100 στρούθειον, 100 στρουθίας, 100 στρουθίζω, 100 στρουθίον, 100 στρουθίων, 100 στρουθο-, 100 στρουθοκάμηλος, 100 στρουθός, 100 στρουθώδης, 100 στρουθωτός, 100 Στροφάδες, 107 στροφάδην, 107 στροφαί, 107 στροφαίος, 107 στροφάλιγξ, 107 στροφαλίζω, 107 στρόφαλος, 107 στροφάς, 107 στροφείον, 107 στροφέω, 107 στροφή, 107 στρόφιγγα, 107 στροφιγγωτός, 107 στρόφιγξ, 107 στροφικός, 107 στρόφιλας, 107 στρόφιον, 107 στροφίς, 107 στρόφις, 107
109 στυγητός, 109 Στύγιος, 109 στυγνάζω, 109 στύγνασις, 109 στυγνία, 109 στυγνός, 109 στυγνότης, 109 στυγνόω, 109
στυφίζω,
118 118 στυφλώδης, 118
σύγκλυδος,61
στυφλός,
συγκλύζομαι,
στυφvά,118
συγκόλλησις,
στυφvός,
118 στυφvότης, 118 στυφό εις, 118 στυφοκόπος, 118 στυφός, 118 στυφότης, 118 στυφούτσικος, 118 στυφτικός, 118 στύφω, 118 στύψη, 118 Στύψη, 118 στύψιμο, 118 στύψις, 118
συγκολλητικός,
στύω,11Ο
συγχρόίζω,
Στώαξ,111 στώδιον,
111
στωικεύομαι,
111 111 στωϊκός, 111 στωικότης, 111 στωικότητα, 111 στώμιξ, 111 στωμυλεύομαι, 123 στωμύληθρος, 123 στωμυλία, 123 στωμύλλομαι, 123 στωικισμός,
συγκολλώ,
66 74 συγκρότημα, 58 συγκρότησις, 58 συγκροτώ, 58 συγκομιδή,
σύγκρουμα,58 σύγκρουσις,
58
συγκρούω,58 συγκυρία,
65
συγκυριακός, συγχίς,
σύγχορτος,
148 141 συγχρονίζω, 143 συγχρονισμός, 143 σύγχρονος, 143 συγχρώζομαι, 141 συγχρωματίζομαι, συγχρώτα, σύγχρωτα,
συγχρωτίζομαι, συγχωριανός, συγχώριο,
88
88
συγχωριτικός,
σύδην,133
συ,
123
συγχωριτός,
σύειος,46
25
συάγρειος,46
σύζευξις,
συαγρεσία,46
συζητήσιμος,
σύαγρος,46
συζήτησις,
συαγών,87
Στυλιανός,
σύαινα,
21
44 44 συζητητής, 44 συζητητικός, 44 συζητώ, 44
46
110 στυλίτης, 110 στυλοβάτης, 11 Ο στύλος, 110 Στύλος, 110
συάκιον,46
συζυγέω,21
συανία,
συζυγής,
στυλόω,11Ο
Συβάρειος,
21 21 συζύγιος, 21 συζυγίτης, 21 σύζυγος, 21
στύλωμα,
Συβαριασμός,
συηνέω,46
46
συάς,46
συζυγία,
συβάλλας,46 σύβαξ,46
108 108 Συβαρίζω, 108 Σύβαρις, 108 συβαρισμός, 108 Συβαρίτης, 108 Συβαριτικός, 108
συηνία,
46
συΊδιον,46 συκάριον,8 συκάς,8 συκάσιος,8
συβάς,46
συκαστής,8
συβαύβαλος,46
συκέα,
συβήνη,l13
συκηγορία,
συβίνη,
113 συβόσιον, 46 Σύβοτα, 46
συκιά,8
συβότης,46
σύκον,
συβριάζω,
108 συβριακός, 108
συκορέω,8
στύπος,118
σύβρος,46
συκοφαντέω,
στυπόχαρτο,
συβωτέω,46
συκοφάντη μα,
στυππέϊνος,
συβώτης,46
συκοφάντης,
στυππείον,
συγγομή,74
συκοφαντία,
Στύξ,1Ο9 στυπάζω, στυπείον,
115 118
στυπόγλυφος,
118
118 118 118
8
συκο-,8
8
συκοτραγίδης,
συγκάττυσις,89
συκχάς,
στύππινος,118
συγκαττυστής,
σύκχοι,
στυπτηρία,
συγκαττύω,
118
89
89
συγκεράννυμι,
118 στύσις, 110 στυτικός, 110 στυφάδα, 118
65 65 συγκερασμός, 65 συγκεραστός, 65
συκών,8
στυπτικός,
συγκέρασμα,
συκωτάκι,
συγκεφαλαιώ,52
σύλα,8
στυφάν,115
συγκιρνώ,
συλάω,8
στυφελιγμός,
συγKλovίζOμαι,
64
61 συγKλovισΤΙKός, 61 συγκλυδάζομαι, 61
8 8
8
συκωταριά, συκώτι,
8
συλεύω,8 συλέω,8 σύλη,8
8
8
111 111 σύκωμα, 8
στυπτηριώδης,118
118 στυφελίζω, 118 στυφελός, 118
8
συκία,8
στύππη,118
141
141 141
στωμύλος,
σύαγχος,46
110 στυλώνω, 110 στύμα, 110 στύμμα, 118 στυμνός, 118 Στυμφαλία, 118 Στυμφαλίδα, 118 Στυμφάλιος, 118 Στυμφαλίς, 118 Στύμφαλος, 118 Στυμφήλιος, 118
65
111
στώμυλμα,123
στωμύλλω,123
Στύλια,11Ο στυλίς,
66 66
88 88 συγχωρνώ, 88 συγχωρώ, 88
στύγος,1Ο9
110
61
σύγκλυς,61
8
8
141
270 σύλημα,8
σύμπλεγμα,
συνειδητοποιώ,
συννεφόκαμα,
σύλησις,
συμπλέκομαι,
συνειδητός,
συνοιδάω,
συλήτειρα, συλητής,
51 51 συμπλέκτης, 51 συμπλεκτικός, 51 συμπλέκω, 51 σύμπλεξις, 51 Συμπληγάδες, 98 συμπλοκή, 51 συμπολιτεία, 50 συμπολίτευσις, 50 συμπολίτης, 50
8 8
8
συλήτωρ,8 συλλαβή,
69 69 συλλαμβάνω, 69 συλλέγω, 76 συλλεκτικός, 76 συλλήβδην, 69 σύλληψις, 69 συλλογή, 76 συλλυπητήρια, 37 σύλον, 8 σύμα, 18 συμβάλλω, 16 σύμβλημα, 16 συμβλής, 16 σύμβλησις, 16 συμβλητικός, 16 συμβλητός, 16 συμβολαιο-, 16 συμβόλαιον, 16 συμβόλαιος, 16 συμβολεύς, 16 συμβολέω, 16 συμβολή, 16 συμβόλησις, 16 συμβολικός, 16 συμβολιμαίος, 16 συμβολο-, 16 σύμβολον, 16 σύμβολος, 16 συμβριάζω, 108 συμβριαKόv, 108 συμβριασμός, 108 συλλαβίζω,
συμπόνεση,94 συμπονετικός, συμπόνια,
94 συμπονώ, 94 συμπόσιον, 7 σύμπους,15 σύμφασις,
128 συμφατικός, 132 συμφέρον, 31 συμφέροντα, 31 συμφεροντολόγος,
31 συμφερτικός, 31 συμφερτός, 31 συμφέρω, 31 συμφερώτερος, 31 συμφιλίωσις, 51 συμφοιτητής, 32 συμφορά, 31 συμφοράζω, 31 συμφοραίνω, 31 συμφορεύς, 31 συμφορέω, 31 συμφορηδόν, 31 συμφόρημα, 31 συμφόρησις, 31 συμψηφισμός, 101 συναγρεύω, 7
108
συμμερίζομαι,
συναγρίς,7
συμμετέχω,
συναείρω,
81 112 συμμετοχή, 112 συμμετοχικός, 112 συμμετρία, 68 συμμετρικός, 68 συμμετρικότης, 68 συμμίγδην, 67 συμμιγή, 67 συμμιγής, 67 σύμμιγμα, 67 συμμίγνυμι, 67 σύμμικτος, 67 σύμμιξις, 67 συμμορία, 81 συμμοριάρχης, 81 συμμοριάω, 81 συμμορίτης, 81 σύμμορος, 81 συμπαγής, 96 σύμπαν, 92 συμπαντικός, 92 συμπάντως, 92 σύμπας, 92 συμπεθέρα, 90 συμπεθεριά, 90 συμπεθεριάζω, 90 συμπεθεριό, 90 συμπέθερος, 90 συμπεραίνω, 52 συμπέρασμα, 52 συμπερασματικός, συμπιλέω,
51 συμπίλημα, 51 συμπίλησις, 51 συμπιλητής, 51 συμπιλητικός, 51 συμπιλόω, 51
31
συμφερόντως,
σύμβρος,46 Σύμη,
94
27 142 συναιρετικός, 142 συναιρέω, 142 συνακτέον, 6 συναίρεσις,
συνατηρ,6 συνατηριον, συνακτικός,
6
6
συνακτός,6 συναναρίσκω,
70
12 συναντή, 12 συνάντησις, 12 συναντιάζω, 12 συνάντομαι, 12 συναξάριον, 6 συναξαριστής, 6 συνάξιμος, 6 σύναξις, 6 συνάορος, 27 συναπάντημα, 12 συναπαντώ, 12 συναπτήριος, 68 συνάπτης, 68
70
συνάφεια, συναφή,
18 19
συνουσιάζομαι, συνουσιάζω,
25
25
συνουσιασμός,25 συνουσιαστής,25 συνούσιος,
25
συνουσίωσις,
25 25 συνοφρύωμα, 30 συνουσιώτης,
συνοφρυώνομαι, συνοφρύωσις,
30
30
συνοχεύς,
112 112 σύνοχος, 112 συνοχή,
συνοψιασμός,
συνχέω,148
σύνθεσις,
125 συνθέτης, 125 συνθετικός, 125 συνθετισμός, 125
συνχύζω,
συνθηκάρως,126
συο-,46
συνθήκη,
συοβαύβαλος,46
συνοψίζομαι,
124 124 συνταρακτικός, 114 συνταράσσω, 114 συντεθλιμμένος, 121 συντεταγμένος, 124
σύνχυσις,
148 148
συνωστίζομαι, συνωστισμός,
117 117
Συοβοιωτοί,
συνθηκογράφος,
46 46 συοβόσιον, 46
συνθηκολογία,
συοβόσκης,46
126 126 126
126
συοβοσία,
συοβοσκός, σύρβα,114
συνθηματίζω,
σύρβη,114
40
46 46
συοφόρβιον,
συνθηματιαίος,
σύννεφο,
συναρμολογώ,
70
101
25
συνήωρ,27
συννεφο-,40
συναρμολόγησις,
συνουσία,
συνταγμένος,
συνείδησις,
72 70 συναρμόζω, 70 συναρμογή,
συνομοσπονδία,
συνταγματάρχης,
συνδαιτυμών,
συνάρθρωσις,
45 47
48 27 συνη ρέφεια, 3 Ο συνηρεφέω, 30 συνηρεφής, 30 συνηρημένος, 142
σύνθημα,
68 68
συνομήλιξ,
συνήορος,
68 68 σύναψις, 68
συνάπτω,
συνοιμώζω,
συνηλυσίη,
126 126 συνθηματικός, 126 συνθημάτων, 126 συνθλίβω, 121 σύνθλιψις, 121 συνίημι, 36 συνίσταμαι, 109 συνισταμένη, 109 συνίστημι, 109 συνιστώ, 109 συνιστώσα, 109 συvκoινωνία, 66 συvκoινωνώ, 66 συννεφειά, 40 συννέφελος, 40 συννεφέω, 40 συννεφής, 40 συννεφιά, 40
συναπτός,
συνοίμιος,45
σύνηλυς,48
συνθηκολογώ,
συναπτικός,68
40 19 συνοίδησις, 19 συνοικείωσις, 108 συνοικεσία, 108 συνοικέσιον, 108 συνοικέω, 108 συνοικία, 108 συνοικίδιον, 108 συνοικιστήρ, 108 σύνοικος, 108
130 130 συνοψίζω, 130 σύνοψις, 130 συνόψισις, 130 συνοψισμός, 130 συνταγή, 124 σύνταγμα, 124
126 συνθηκίζω, 126 συνθηκο-., 126
συναντάω,
52
19 19 συνείσακτος, 6 συνεκτικός, 112 συνέλευσις, 48 συνενοχή, 112 συνένοχος, 112 συνέντευξις, 123 συνέπεια, 133 συνεπής, 133 συνέπομαι, 112 συνεπώς, 133 σύνεσις, 36 συνεσταλμένος, 110 συνεταίρα, 132 συνεταιράκι, 132 συνεταιρέω, 132 συνεταιρίζω, 132 συνεταιρισμός, 132 συνεταιριστικός, 132 συνεταίρος, 132 συνέταιρος, 132 συνετός, 36 συνέχεια, 112 συνεχής, 112 συνεχίζω, 112 συνεχισμός, 112 συνέχω, 112 συνεχώς, 112 συνηγορέω, 7 συνήγορος, 7 συνήθεια, 117 συνήθειο, 117 συνήθης, 117 συνηθίζω, 117 συνήθως, 117
συρβηνεύς,
114
σύρδην,30 σύριγγα,
134 134 συριγγίς, 134 συριγγόω, 134 συρίγγωμα, 134 συρίγγωσις, 134 συριγκτής, 134 σύριγμα, 134 συριγμός, 134 συρίγγιον,
σύριγξ,134 σύριγξις,
134 134 συρικτής, 134 συρίσδω, 134 σύρισμα, 134 συριστής, 134 συριστική, 134 συρίζω,
271 σφαλλός,98
σφίξη,
σύχνασμα,
σφάλλω,
σφίξιμο,
συρμαία,30
συχνο-,112
Σφάλμα,
συρμαiζω,
30 συρμαϊσμός, 30
συχνός,
σφαλμάω,98
σφίσιν,26
σφαλνώ,
σφιχτά,
συρμάς,30
συχνώς,112
98 σφάλομαι, 98
συρματίς,
συρίττω,
σύρμα,
συχνάκις,
134
30
112 112
112 συχνότης, 112
98 98
σφίσι,
17 17 26
συχύζω,148
σφάλτης,98
17 17 σφογγάρι, 99
συρματίτις,
σύχυση,148
σφαλώ,
σφόγγος,99
συρμή,
συχωράω,
88 συχωρνάω, 88 συχωρνώ, 88 συχωρώ, 88 σφαγάρι, 101 σφαγέας, 10 1 σφαγειό, 10 1 σφαγείον, 10 1 σφαγεύς, 10 1 σφαγή, 101 σφαγιάζω, 10 1 σφαγιασμός, 101 σφαγιαστής, 10 1 σφαγιάτικα, 10 1
σφαξ,1Ο1
σφαγιό,1Ο1
σφέλας,97
σφάγιον,
Σφενδάμι,
σφαγίς,
σφέvδαμoς,
30 30
30
συρμιστήρ, συρμός,
30
30
σύρνω,30 σύρξ,
72
συρράπτω,
70 70 σύρραψις, 70 συρρέω, 105 συρροή, 105 σύρσιμο, 30 συρτά, 30 συρτάρι, 30 συρτή, 30 σύρτη, 30 σύρτης, 30 συρτός, 30 συρφετός, 30 συρραφή,
σφιχτός,
98
σφάξιμο,
σφόδρα,
91 91
σφοδρός,
10 1
σφαραγέομαι,
σφοδρότης,91
σφαραγίζω,
σφοδρύνω,
σφάραγος,
σφονδύλι,
99 99 99
σφαχτάρι,
91 100 σφονδύλιος, 100 σφόνδυλος, 100 σφovτυλιά, 100
σφαχτός,
σφουγγαράδικο,
σφας,26
σφάττω,1Ο1
10 1 10 1
σφάγμα,1Ο1
σφενδικίζω,91
σφάγνος,
10 1 σφαδάζω, 10 1 σφαδασμός, 101 σφαδαστικός, 10 1
σφενδόνα,
σφάδδω,1Ο1
σφενδονώ,91
σφάζω,
101 σφαίρα, 91
σφεντάμι,
σφαιρεύς,91
σφερδούκλι,
99 99 σφουγγάρι, 99 σφουγγαρίζω, 99 σφουγγαρίστρα, 99 σφουγγίζω, 99 σφούγισμα, 99 σφραγίδα, 105 σφραγιδο-, 105 σφραγίζω, 105 σφραγίς, 105 σφράγισις, 105 σφράγισμα, 105 σφραγιστή ρ, 105 σφραγιστήριο, 105 σφραγιστής, 105 σφραγιστικός, 105 σφραγιστός, 105
σφαιρηδόν,
σφετερίζω,
σφριγάω,99
συσπάω,99
91 σφαιρίδιον, 91 σφαιρίζω, 91 σφαιρικός, 91 σφαιρικότης, 91 σφαιρικότητα, 91
συσσημαίνω,
126 126 συσσώρευσις, 31 συσσωρευτής, 31 συσσωρεύω, 31 συστάδα, 109 συσταίνω, 109 συσταλτικός, 110
σφαιρινός,91
σφήγκα,
σύσσημον,
σφαίρισις,
σφήκα,
σφαιροποιώ,91
σφηκίον,17
συστάς,1Ο9
σφαίρος,91
σφηκίσκος,
σύστασις,
σφαιρόω,91
σφηκισμός,
σφαίρωμα,91
σφηκός,17
σφαιρών,
σφηκοφωλιά,
σύρφος,30 σύρω,
30
συσκευάζω,
112 112 συσκευαστής, 112 συσκευασία,
σύσκηvoς,41 σύσκιος,
40
συσκοτάζω,
41
συσκοτασμός,
41
συσκοτίζω,
41 συσκότισις, 41 συσκοτόομαι, 41 σύσπασις, 99
109 συστάτης, 109 συστατικός, 109 συστέλλω, 110 σύστημα, 109 συστηματική, 109 συστηματικός, 109 συστηματικότης., 109 συστήνω, 109 συστολή, 111 συστρέφω, 106 συστροφή, 107
10 1 101
σφουγγαράς,
σφε,26
σφέας,26 σφεδανός, σφείων,26
σφαίρισμα,91 σφαιριστήριον, σφαιριστής,
91
91
91 91 91 91 91
σφενδονάω, σφενδόνη,
σφενδovίζω,91
σφεντόνα,
91
91
σφείς,26
91 91
100 26 σφετέρισις, 26 σφετερισμός, 26 σφετεριστής, 26 σφέτερος, 26 σφέων,26
σφαιροειδής,
91
17 17 Σφήκεια, 17 σφηκείον, 17 σφηκιά, 17
91 σφαίρωσις, 91
σφηκίδαι,
99
σφριγώδης,
99
σφυγμή,1Ο1 σφυγμικός,
101 101 σφυγμοειδής, 101 σφυγμολόγος, 101 σφυγμός, 101 σφυγμο-,
σφυδάω,99 σφύζω,
σφηκίας,17
σφαιρο-,91
σφρίγος,
101 101 σφυρά, 91 σφύρα, 91 σφύραινα, 91 σφύξις,
17 17 17
σφυράω,134
17
σφυρηλασία,
91
σφυρηλατέω,91
σφαιρωτήρ,91
17 σφηκώδης, 17
σφαιρωτής,
σφήκωμα,17
σφυρηλάτησις,
σφαιρωτός, σφάκα,
σφηκόω,
σφυράς,91
91 91
σφακελίζω,
σφήνωμα,
91 91 σφυρήλατος, 91 σφυρηλατώ, 91 σφυρί, 91 σφύριγμα, 134 σφυρίδα, 91 σφυρίζω, 134 σφυριξιά, 134
σφηνώνω,
σφυρίς,91
σφηκών,
17
σφήν,91
101 10 1
σφήνα,
91
σφήvιoν,91
σύφαρ,22
101 σφακελισμός, 101 σφάκελος, 10 1 σφακελώδης, 10 1 σφακέλωμα, 101 σφακιά, 101
συφεός,46
σφάκος,1Ο1
Σφηvωτό,91
σφυρίχτρα,
συφιών,46
σφάκτης,
σφήξ,17
σφυροκοπέω,91
συφορά,
σφαλάγγι,
σφι,
σφυροκόπημα,
σύσυρνα,24 σύφαξ,22
31
σφαKελισμέvOς,
σφυρηλάτης,
10 1 98
συφορβέω,46
σφαλαγγουδιά,
συφόρβιον,
σφαλαγγoΥVΙΆ,
46
συφός,46
σφάλαγκας,
σύφος,68
σφάλαξ,61
συχλιάζω,
40 συχλιαίνω, 40
σφαλάω,98
σύχλιος,40
σφαλίζω,
συχν-,
112 συχνά, 112 συχνάζω, 112
σφαλερός,
98
98 98 σφάλισμα, 98 σφαλιστός, 98 σφαλιχτός, 98
98 98
σφηνο-,91
σφηνόω,91
91 91 σφήνωσις, 91
26
σφίγγα,
σφυριχτός,
134 134
17 σφιγγία, 17 σφιγγίον, 17 σφίγγω, 17 σφιγκτήρ, 17 σφίγκτης, 17 σφιγκτός, 17 Σφίγξ, 17 σφίγξις, 17
σφυροκόπος,
σφιν,26
σφώι,
σφυροκοπώ, σφυρόν,
91 91 91
91
σφυρόομαι,
91
σφυρόω,91 σφυρώ,134
σφυρωτός,91 σφύσδω,1Ο1 σφω,25
25
272 σφώιν,25
σχίσμα,
σφων,25
σχισμάδα,
σώος,
σφών, 26
σχισματικός,
σωπάω,l13
115 115 ταβλοπαρόχιον, 115
σχαδών,89
σχισμένος,
σώρακος,31
ταβλοπάροχος,115
σχάζω,
89 σχάρα, 60 σχάσιμο, 89 σχάσις, 89
σχισμή,
σωρεία,
ταβλώματα,
σχάσμα,89
σχίστωσις,89
σώρευσις,
σχασμός,89
σχολαίος,
σωρευτός,
89 89 89
89
σχισμός,89 σχιστόλιθος, σχιστός,
89
σχέδη,
σχέδην,
σχολαρίκιον,61
σχεδάριον,
89 111
111 112 σχεδία, 111 σχεδιάζω, 111 σχεδιάς, 111 σχεδίασμα, 111 σχεδιασμός, 111 σχεδιαστικώς, 111 σχεδίη, 111 σχεδίην, 112 σχεδικός, 111 σχεδιόγραμμα, 111 σχεδιογ ραφία, 111 σχεδιογραφώ, 111 σχέδιον, 111 σχέδιος, 112 σχεδιουργός, 111 σχεδισμός, 112 σχεδογραφέω, 111 σχεδογ ραφία, 111 σχεδογ ράφος, 111 σχεδόθεν, 112 σχεδόν, 112 σχέδος, 111 σχεδουργός, 111 σχεδύνη, 112
σχολάριος,
σχελίς,89
112 112 σχολάρχης, 112 σχόλασις, 112 σχολασμός, 112 σχολαστήριον, 112 σχολαστής, 112 σχολαστικίζω, 112 σχολαστικισμός, 112 σχολαστικός, 112 σχολαστικότης, 112 σχολάω, 112 σχολείο, 112 σχολείον, 112 σχολή, 112 σχόλη, 112 σχολιάζω, 112 σχολιανός, 112 σχολιαρούδι, 112 σχολιαστής, 112 σχολικός, 112 σχόλιον, 112 σχολνώ, 112 σχολύδριον, 112 Σωζόπετρα, 107 σώζω, 107 σωθικά, 26
Σχερία.,
σωκέω,107
σχέθω,l11 σχελίδιον,
89
60
σχολαρχείον,
σχερός,60
σώκος,1Ο7
σχέσις
Σωκράτης,
111 σχετέος, 111 σχετήριον, 111 σχετικός, 111 σχετλιάζω, 112 σχετλιασμός, 112 σχετλιαστικός, 112 σχέτλιος, 112 σχήμα, 111 Σχηματάρι, 112 σχηματίζω, 112 σχηματικός, 112 σχηματισμός, 112 σχηματο-, 112 σχημαΤΟ1ωιία, 112 σχημαΤΟ1ωιώ, 112 σχίδα, 89 σχίδαξ, 89
107
σχιζοφρενής,
89 89 σχιζοφρένια, 89 σχιζοφρενικός, 89 σχίζω, 89 σχίνειος, 89 σχιζοφρενία,
89
σχινίς,89
σωματώνω,18
σχίνος,89 σχινοτρώκτης, σχίσιμο,
89
σχίσις,89
σωμάτωσις,
89
σωσάvιoν,
ταγεία,124
31 31 σωρεύω, 31 σωρηδόν, 31 σωριάζω, 31 σώριασμα, 31 σωριαστός, 31 σωριαχτός, 31 σωρός, 31 σως,1Ο7
107 107
σωσι-,1Ο7
σωσιάνηρα,
ταγεύω,124
107
σωσίας,
107 Σωσίας, 107 σωσίβιον, 107 σωσίβιος, 107 σώσιμο, 107 σωσίπολις, 107
18
σωμός,1Ο7 σωννύω,1Ο7 σώνω,
107
ταγέω,124 ταγηνάρ,
107 107 σωτηριολογία, 107 σωτήριος, 107 Σωτηρίου, 107 σωτηρίς, 107 Σωτηρίτσα, 107
122 124 ταγηνίας, 124 ταγηνίζω, 124 ταγήνισις, 124 Τ αγηνισταί, 124 ταγηνιστός, 124 ταγηνίτης, 124 ταγηνο-, 124 ταγής, 124 τάγης, 124 ταγίζω, 124 ταγίνι, 124 ταγιντζής, 124 τάγισμα, 124 ταγιστήρων, 124 τάγιστρο, 124 ταγκιάζω, 124 ταγκίζω, 124 ταγκός, 124 τάγμα, 124 ταγματάρχης, 124 ταγματικός, 124 ταγμένος, 124 ταγός, 124 ταγούχος, 124 τάγυρι, 124 τάζω, 124 ταή, 124
σώτρον,107
τάίζω,124
σώσις,1Ο7 σώσμα, σωσμός,
107 107
Σώσος,1Ο7 σωστά,
107
Σώστης,1Ο7 σωστικός,
107 107 σώστρα, 107 σωστός,
Σωσώ,1Ο7 Σώταινα,
107 107 σωτήρ, 107 Σώτηρα, 107 Σωτήρι, 107 Σωτήρια, 107 σώτειρα,
Σωτηριασταί,
σωματόω,18
σχιζο-,89
σώσανδρος,
115 115 Ταγαράδες, 124 ταγάρι, 124 ταγάριον, 124 ταγαρτζίκα, 124 ταγγάδα, 124 ταγγή, 124 τάγγη, 124 ταγγιάζω, 124 ταγγίζω, 124 ταγγίλα, 124 ταγγίς, 124 τάγγισις, 124 τάγγισμα, 124
ΣωτηρΙΆVΙKα,
σχίνινος,
89
ταβλιστής,
ταβλωτά,
σωληνάρι,
σχινίζω,89
σχίζα,
31 σωρείτης, 31 σωρείτις, 31
σωλήν,134
134 σωληνάρων, 134 Σωληνάρων, 134 σωλήνας, 134 σωληνεύομαι, 134 σωληνίδιον, 134 σωληνίζω, 134 σωλήνων, 134 σωληνίσκος, 134 σωληνισμός, 134 σωληνιστής, 134 σωληνοδοχείον, 134 σωληνοειδής, 134 σωληνόομαι, 134 σωληνώνω, 134 σωληνωτός, 134 σώμα, 18 σωματείον, 18 σωμάτειον, 18 σωματίδιον, 18 σωματίζω, 18 σωματικός, 18 σωμάτιον, 18 σωματοποίησις, 18 σωματοφύλακας, 18 σωματοφυλακή, 18
σχίδιον,89
113
σωρεός,31
89
112 σχολαιότης, 112 σχολαίως, 112 Σχολάρι, 112
σχαστηρία,
ταβλιστήριον,
107
σωπαίνω,
89
σωφρονέω,
107, 132 σωφρόνημα, 107, 132 Σωφρόνης, 132 σωφρονητικός, 132 σωφρονίζω, 107, 132 σωφρονικός, 132 σωφρονισείω, 132 σωφρόνισις, 107 σωφρόνισμα,132
σωφρονισμός,
107, 132 107, 132 σωφρονιστήριον, 132 σωφρονιστής, 107, 132 σωφρονιστικός, 132 σωφρονιστύς, 132 σωφροσύνη, 107, 132 σώφρων, 107, 132 σωφρονιστή ρ,
σώω,1Ο7 τάβλα,
115 115 τάβλι, 115 ταβλίζω, 115 ταβλίν, 115 τάβλιν, 115 ταβλίον, 115 τάβλη,
ταγήνι,
Ταίναρος,
118 124 ταινία, 118 ταινιάζω, 118 ταινίασις, 118 ταινίδιον, 118 ταινιοειδής, 118 ταιvίoν, 118 ταινιόω, 118 ταινιώδης, 118 ταίρι, 132 ταιριάζω, 132 ταίριασμα, 132 ταιριασμένος, 132 ταιριαστός, 132 ταιριαχτός, 132 τάισμα, 124 τάκα-τάκα, 119 τακερός, 124 τακερόχρως, 124 τακερόω, 124 τάκται, 124 τακτέον, 124 τάκτης, 124 τακτική, 124 τάϊνι,
273 τακτικός,
124 124 Τακτικούπολη, 124 τακτισμός, 124 τακτοποιώ, 124 τακτός, 124
τάν,25
ταραχή,
τακτικότης,
τανά,
ταραχοποιός,
τακών,124 τάκων,
124 ταλα-, 116 Tαλαiδης, 116 ταλαίμοχθος, 116 τάλαινα, 116 Tαλαϊovίδης, 116 ταλαιπαθής, 116 ταλαιπωρέω, 116 ταλαιπώρημα, 116 ταλαιπώρησις, 116 ταλαιπωρία, 116 ταλαιπωρίζω, 116 ταλαιπωρισμός, 116 ταλαίπωρος, 116 ταλαίφρων, 116 ταλανίζω, 116 ταλανταίος, 116 ταλαντάω, 116 ταλαντεία, 116 ταλαντεύω, 116 ταλαντιαίος, 116 τάλαντον, 116 ταλαντόομαι, 116 ταλαντούχος, 116 ταλάντωσις, 116 ταλαός,116 Ταλαός,116 ταλαπείριος,
116 116 ταλαρίσκος, 116 τάλαρος, 116 τάλας, 116 ταλάσειος, 116 ταλασία, 116 ταλάσιος, 116 ταλασιουργέω, 116 ταλασιουργικός, 116 ταλασιουργός, 116 ταλασίφρων, 116 ταλάσσης, 116 ταλαυρινός, 116 ταλάφρων, 116 ταλάριov,
ταλάωρ,118 ταλέντο,
116 ταληπαθέω, 116 ταλιέρι, 116 τάλις,24 τάμα,
124
ταμειακός,
122 122 ταμένος, 124 ταμεσίχρως, 122 ταμία, 122 ταμιακός, 122 ταμίας, 122 ταμιεία, 122 ταμιείδων, 122 ταμίευμα, 122 ταμίευmς, 122 ταμιευτήριον, 122 ταμιευτικός, 122 ταμιεύτρια, 122 ταμιεύω, 122 ταμείον,
ταμιούχος,
122 122
ταμιόω,122 τάμνω,122
τάμον,
89
τάμος,89
Τανάγρα,
ταυτάζω,26
114 114
ταρβοσύνη,
ταρβόσυvoς,
ταφέω,117
ταναός,118 τανείαι,
ταρβέω,114
τανιέμαι,
τάρβη,114
ταναήκις,
118 118
118 118 τανίζω, 118 ταvίKα, 89 τανταλεία, 116 Ταντάλεος, 116 τανταλεύω, 116 Τανταλίδης, 116 τανταλίζω, 116 Τανταλικός, 116 Τανταλίς, 116 τανταλόομαι, 116 Τάνταλος, 116 ταντανύζω, 118 τάνυ,118 τανύζω,
118 118 τάνυσις, 118 τανυσμός, 118 τανύω, 118 ταξειδεύω, 124 ταξείδων, 124 ταξεώτης, 124 τάξη, 124 ταξι-, 124 ταξιαρχέω, 124 ταξιάρχης, 124 ταξιαρχία, 124 ταξίαρχος, 124 ταξιδευτής, 124 ταξιδεύω, 124 ταξίδι, 124 ταξιδιάρης, 124 ταξιδιάρικος, 124 ταξίδων, 124 ταξιδιώτης, 124 ταξιδιωτικός, 124 τάξιμο, 124 ταξινόμησις, 124 ταξώομαι, 124 τάξις, 124 ταξιώτης, 124 ταπεινο-., 15 ταπεινός, 15 ταπεινότης, 15 ταπεινοφροσύνη, 15 ταπεινόω, 15 ταπεινώνω, 15 ταπείνωσις, 15 τάπης, 15 τάπητας, 15 τάραγμα, 114 ταραγμός, 114 ταράζω, 114 ταράκτης, 114 ταρακτικός, 114 ταρακτός, 114 τάρακτρov, 114 ταράκτωρ, 114 τάραμα, 114 Ταραντινίζω, 114 Ταραντίνov, 114 Ταραντίνος, 114 τάνυμαι,
τάραξ,25 τάραξη,114
114
ταραξιάρικος, ταραξίας,
114 τάραξις, 114 Τάρας, 114 ταράσσω, 114 ταράττω, 114
114
ταυτίζω,
26 26 ταυτισμός, 26 ταυτόσημος, 26 ταυτότης, 26 ταυτότητα, 26 ταφείος, 117 ταφεύς, 117
τάραχος,
114 ταραχώδης, 114 ταρβαλέος, 114
ταραξι-,
ταμίη,122 ταμιουχέω,
118
τάρβος,114
114 114 ταρβύζω, 114 ταργαίνω, 114 τάργανov, 114 ταργανόομαι, 114 ταριχεία, 25 ταρίχευσις, 25 ταριχευτής, 25 ταριχευτός, 25 ταριχεύω, 25 ταριχηγός, 25 ταριχηρός, 25 ταριχοπωλείov, 25 τάριχος,25 ταρμύσσω,
114 114 ταρναριστός, 114 ταρναρίζω, ταρρός,24 τάρρωμα,
24 24 ταρσαλγία, 24 ταρσανάς, 25 ταρσιαίος, 25 ταρσικός, 24 ταρσόομαι, 24 ταρσός, 24 ταρσοτομία, 24 τάρσωμα, 24 ταρτάρειος, 116 ταρταρίζω, 114 Ταρταρίζω, 116 ταρταρική, 116 Ταρταρίτης, 116 Τάρταρος, 116 ταρταρούγα, 25 ταρταρούχος, 116 Ταρταρόω, 116 Ταρταρώδης, 116 ταρτάρωσις, 116 ταρσαίος,
ταύτισις,
ταφεών,117 ταφή,
117 117 τάφιος, 117 ταφοειδής, 117 τάφος, 117, 125 ταφρείη, 117 τάφρευμα, 117 τάφρευσις, 117 ταφρεύω, 117 τάφρη, 117 ταφροειδής, 117 τάφρος, 116 ταφρώδης, 117 ταφρωρύχος, 117 ταφών, 125 τάχα, 119 ταχεία, 119 ταχέως, 119 ταχεωστί, 119 ταχιά, 119 ταχινά, 119 ταχίνας, 119 ταχινή, 119 ταχινός, 119 τάχιστα, 119 ταχίστως, 119 ταφήιος,
ταχίων,119 ταχογράφος,
τάρχανov, 25
119 119 ταχτική, 124 ταχτικός, 124 ταχτοποίηση, 124 ταχτοποιώ, 124 ταχυ-, 119 τάχυνσις, 119 ταχύνω, 119 ταχύς, 119 ταχύτης, 119 ταώς, 118 τε, 25, 65
τάρχη,25
τέγγω,124
ταρχύω,25
τεγκτός,
τάσις,
119 τάσσω, 124 τάττα, 90 ταύ, 126 ταυραία, 115
τέγξις,
ταυράω,115
τέθμιος,
ταυρεία,
τεθμός,
ταρφύς,23 ταρχάνιov,
25
115 ταυρείναι, 115 ταύρειος, 115 ταυρελάτης, 115 ταυρέλαφος, 115 ταυρεών, 115 ταυρηδόν, 115 ταυριανός, 115 ταυριάω, 115 ταυρίδιov, 115 ταυρο-, 115 ταυροβόας, 115 ταύρος, 115 ταυρώ,115 ταυρώδης, ταυρωπός,
115 115
τάχος,
124 124 τέθαφα, 125 τέθηπα,125 τεθλασμένη, τεθλιμμένος,
121 121
125 125
τεθμοφύλαξ,
125 118 τεθνηεώσα, 118 τεθνηκός, 118 τεθνηκυία, 118 τεθρηνιώδης, 26 τέθριππος, 21 τεθνεός,
τειν,25 τεινεσμώδης,
119 119 τεινοδοκίδας, 119 τείνω, 119 τείρεα, 110 Τειρεσίας, 110 τείρος, 110 τεινισμός,
ταUς,118
τείρω,120
ταύσιος,21
τείρων,120
274 τειχεσιπλήκτης,
123
τειχέω,
123 τειχήεις, 123 τειχήρης, 123 τειχιά, 123 τειχίζω, 123 Τείχω,123 τειχιόεις,
123 τειχίον, 123 τείχισις, 123 τείχισμα, 123 τειχισμάτων, τειχισμός, τειχιστής, τειχο-,
123 123 123
123
τειχοδομέω, τειχοδομία, τείχος,
123 123
123
τειχύδριον,
123 τείχωμα, 123 τεκνίδων, 123 τεκνίον, 123 τεκνο-, 123 τεκνογονέω, 123 τεκνογονία, 123 τεκνογόνος, 123 τεκνοδότης, 123 τεκνόεις, 123 τέκνον, 123 τεκνορραίστης, 123 τεκνουργέω, 123 τεκνούς, 123
τελεσιουργία, τελεσιουργός,
119 119
τέμω,122
τερμίνθως,
τέν,25
τερμινθίς,
τελέσκω,
119 119 τελεσμός, 119 τελεσσι-, 119 τελεστήριον, 119 τελεστής, 119 τελεστικός, 119 τελέστρια, 119 τελέστωρ, 119 τελεσφορέω, 119 τελεσφόρησις, 119 τελεσφορία, 119 τελεσφόρος, 119 τελεταρχέομαι, 119 τελετάρχης, 119 τελεταρχία, 119 τελετή, 119 τελετουργία, 119 τελετουργός, 119 τελευταίος, 119 τελευτάω, 119 τελευτή, 119
τεναγίζω,
τέλεσμα,
τεναγίτις,
τελέω,119 τελέως,119
τεοίο,25
τελεωτικός, τελήεις,
119
119
119 119 τεναγόομαι, 119 τέναγος, 119
τερμόνιος,
τενθεύω,26 τενθηδρών, τενθρήνη,
26
τένοντας,
119 τενοντίτιδα, 119 τενοντίτις, 119 τενοντο-, 119 τενοντώδης, 119 τέντα, 119 τέντωμα, 119 τεντώνομαι, 119 τεντώνω, 119 τεντωτός, 119
τερποτραμίς,
τένων,119
τέρυς,
τέξις,
τερύσκομαι,
123
τέορ,25 τεός,25
τεράζω,l1Ο
τέλμα,
τέραμνον,
τέκνωμα,
τελματιαίος,
τέκτων,123
119 119 τελωνέω, 119 τελώνης, 119 τελωνήτης, 119 τελωνία, 119 τελωνιακός, 119 τελωνιάς, 119 τελωνικός, 119
τελάλης,
τελώνων,119
τελάλισμα,
τέλωρ,52
119 119 τελαμovίζω, 116 τελαμών, 116 Τελαμών, 116 τελαμωνίδιον, 116 τελάρχης, 119 τελεαρχία, 119 τελέαρχος, 119 τελέεις, 119 τελειο-, 119 τέλειος, 119 τελειότης, 119 τελειόω, 119 τελείω, 119 τελείωμα, 119 τελειώνω, 119 τελείωσις, 119 τελειωτής, 119 τελειωτικός, 119 τελεο-, 119 Tελέovτες, 119 τέλεος, 119 τελεσιάζω, 119 τελεσίας, 119 τελεσίδρομος, 119 τελέσιος, 119 τελεσιουργέω, 119 τελεσιούργημα, 119
τελώριος,
52 τεμαχί, 122 τεμαχίζω, 122 τεμάχων, 122 τεμαχισμός, 122 τεμαχιστός, 122 τεμαχίτης, 122 τέμαχος, 122 τεμενίζω, 122 τεμενικός, 122 τεμένως, 122 τεμένισμα, 122 τεμενίτης, 122 τέμενος, 122 τεμενουργός, 122 τεμενουρός, 122 τεμενούχος, 122 τεμενωρός, 122 τέμνουσα, 122 τέμνω, 122 Τέμπεα, 122 Τεμπείτης, 122 τέμπη, 122 Τέμπη, 122 Τεμπικός, 122 τέμπλον, 122 Τεμπώδης, 122
23
τερπνότης,
τεκνόω,123
τελωνείον,
τερπνός,
120 120
τενθρήvιoν,26
τέλλω,119
τελωνεία,
τέρμωνας, τερνευτός,
τεού,25 τεούς,25
25 25 τεραμότης, 120 τεράμων, 120 τέρας, 110 τέρασμα, 110 τεράστιος, 110 τερατεία, 110 τεράτευμα, 110 τερατεύομαι, 110 τερατεύω, 110 τεράτισμα, 110 τερατολόγημα, 11 Ο τερατολογία, 110 τερατολογώ, 11 Ο τερατούργημα, 110 τερατώδης, 110 τερεβίνθινος, 121 τερέβινθος, 121 τέρεινος, 120 τερενοποώς, 120 τερετίζω, 122 τερέτισμα, 122 τερετισμός, 122 τερέτρων, 120 τέρετρον, 120 τέραμνος,
τερέω,120
τερηδονίζομαι,
120 120 τέρην, 120 τερθρεία, 110 τέρθρευμα, 110 τερθρεύομαι, 11 Ο τερθρεύς, 110 τερθρηδών, 120 τέρθρως, 120 τέρθρον, 120 τέρθρος, 120 τερθρωτήρ, 120 τέρμα, 120 τερμάζω, 120 τερματίζω, 120 τερματισμός, 120 τερματόω, 120 τερμιεύς, 120 τερηδών,
120
120
τέρμων,120
26
τένθης,26
τέος,25
τέλσον,119
120
τενθεία,26
119 τελίσκω, 119
119 τελματόομαι, 119 τελματώδης, 119 τελμίς, 119 τέλος, 119
τέρμις,
τερμοδρομέω,
τελικός,
123 τέκνωmς, 123 τέκος, 123 τέκταινα, 123 τεκταίνομαι, 123 τεκταινόμενα, 123 τεκτόναρχος, 123 τεκτονείον, 123 τεκτόνευσις, 123 τεκτονεύω, 123 τεκτόνησις, 123 τεκτονία, 123 τεκτονικός, 123 τεκτοσύνη, 123
τέρμως,120
τένδω,26
τέλθος,119
119
121 121 τέρμινθος, 121 τερμώεις, 120
τέρπω,
23 23
23
τερπωλέομαι,
23
τερπωλή,23 τερπωλός,
23
τερπών,23 τερσαίνω, τερσία,
24
24
τερσίτιδα,
24 24 120
τέρσομαι,
120 120 τέρφος,24, 122 τέρχνης, 120 τέρψις, 23 Τερψιχόρη, 23 τερψίχορος, 23 τέσσαρα, 21 τεσσαράκοντα, 21 τέσσερα, 21 τεταγμένος, 124 τεταγών, 119 τεταμένως, 118 τέτανος, 118 τετάνωθρον, 118 τεταρταiζω, 21 τεταρταίος, 21 τέταρτον, 21 τέταρτος, 21 τετελεσμένος, 119 τετίημαι, 120 τετιηώς, 120 τετμημένη, 122 τέτοιος, 26 τερύσσω,
τέτορα,21 τετράκις,
21 21 τετράς, 21 τέτρατος, 21 τετρεμαίνω, 114 τετριμμένος, 121 τέτταρα, 21 τετταράκοντα, 21 τέτταρες, 21 τεττίγων, 122 τεττιγο-, 122 τεττιγώδης, 122 τέττιξ, 122 τετρακτύς,
τεύγμα,123 τευθίδων,
124 124 τευθίς, 124 τεύθος, 124 τευκτικός, 123 τευκτός, 123 τεύκτωρ, 123 τεύξις, 123 τευθιδώδης,
τεύς,25 τευτάζω,26 τευτλίς,
119 119 τεύτλον, 119 Τεύτλουσα, 119 τευτλόεις,
275 τευχεσφόρος,
τηθύς,24
τιθεβώσσω,
τηισιος,21
24 24 τιθεύτρια, 24
τίποτε,
τευχέω,
τιθευτήρ,
τιποτένιος,
τηκαδών,124
τιθή,24
τίποτις,22
τηκεδανός,
τίθημι,
125 τιθηνεύω, 24
τίποτσι,
τιθηνέω,24
τιρ,22
τιθήνη,24
τις,
τιθήνημα,24
τίσις,
τιθήνησις,
Τισιφόνη,
τεύχω,123
124 τηκόλιθος, 124 τηκτικός, 124 τηκτός, 124 τήκω, 124 τηλ-, 119 τηλε-, 119
τέφρα,
123 123 τευχήεις, 123 τεύχημα, 123 τευχήρης, 123 τευχηστήρ, 123 τευχήτωρ, 123 τευχοπλάστης, 123 τεύχος, 123 τευχοφόρος, 123
τηκαδονικός,
124
22
τίποτες,22
22
τίπτε,22
22 123
τήλε,119
τιθηνός,24
τεφραίος,
τηλία,119
τιθός,24
123 118 τιτάν, 118 τιτάνας, 118
τεφράς,120
τήλις,24
τικτικός,
Τιτάνη,118
τεφρήεις,
120 τεφρίας, 120 τεφρίζω, 120 τέφρινος, 120
τήλιστος,
120 120
119
24
22
τιθηνητήρ,24
τίκτω,
123 123 122
τηλο-,119
τίλαι,
τηλόθεν,
τιλάω,122
τηλόθι,
τίλημα,122
τέφρων,120
τηλοί,
τίλλω,
τεφρίτης,
τηλόσε,119
τίλμα,122
τηλοτάτω,
119 119 τηλώθεν, 119 τήλωθεν, 119 τηλώπις, 120 τηλωπός, 119 τημέλεια, 125 τημελέω, 125
τιλμός,122
τηλύΥετος,
τίλος,
τημέλη,125
τιμαλφής,
120 τεφροειδής, 120 τεφρός, 120 τεφρόω,120 τεφρώδης, τέφρωσις,
120 120
τεφτέρι,
21 123 τεχνάομαι, 123 τέχνασμα, 123 τεχνασμός, 123 τεχναστός, 123 τέχνη, 123 τεχνήεις, 123 τέχνημα, 123 τεχνήμων, 123 τεχνήτης, 123 τεχνητικός, 123 τεχνητός, 123 τεχνήτωρ, 123 τεχνικός, 123 τεχνίον, 123 τεχνιτεία, 123 τεχνίτευμα, 123 τεχνιτεύω, 123 τεχνίτης, 123 τεχνίτις, 123 τεχνο-, 123 τεχνολογέω, 123 τεχνολογία, 123 τεχνοσύνη, 123 τεχνουργέω, 123 τεχνόω, 123 τεχνύδρων, 123 τεχνύφων, 123 τέως, 65 τζουγγρανίζω, 143 τη, 119 τηγανητός, 124 τηγάνι, 124 τηγανιά, 124 τηγανίζω, 124 τηγάνων, 124 τηγάνισμα, 124 τηγανισμός, 124 τηγανιστός, 124 τηγανίτα, 124 τηγανίτης, 124 τήγανον, 124 τεχνάζω,
119 119 119
τημελής, τημελία,
τημελούχημα,
125 τημελούχησις, 125 τημελούχος, 125 τημελώς, 125 τήμος,89 τηvίKα,
89, 93
τηνικάδε,89 τηνικαύτα,89 τηνόθι,
89
τηνώθεν,89 τηξι-.,
124 τήξις, 124 τήραγμα, 116 τηράζω, 116 τηράω, 116 Τήρεια, 116 τη ρέω, 116 τήρημα, 116 τηρήμων, 116 τήρησις, 116 τηρητέον, 116 τηρητής, 116 τη ρητικός, 116 τη ρήτρια, 116 τηρός, 116 τηρώ, 116 τήρων,116 τητάομαι, τήτες,
τήτη,21 τητινός,
119
τήτος,21 τηυσίως,21 τι,
22
τίζω,22 τιή,22 τίη,22
τηθαλλωδούς,
τιθασεία,
24
τήθη,24 τηθία,
24
τηθίβιος,
24
τηθίς,24 τήθος,
24
τήθυον,24
122 122 τιλτός, 122 τίλων, 122 τιμαίος, 123 τίλσις,
Τίμαως,123 τιμαλφέω,
123 123 τιμάορος, 123 τιμάοχος, 123 τιμαρχία, 123 τιμάω, 123 τιμάω ρ, 123 τιμή, 123 τιμήεις, 123 τίμημα, 123 τιμήορος, 123 τιμηρύω, 123 τιμής, 123 τιμήσως, 123 τίμησις, 123 τιμητεία, 123 τιμητέος, 123 τιμητεύω, 123 τιμητής, 123 τιμητικός, 123 τιμητός, 123 τιμω-, 123
24 τιθάσευμα, 24 τιθάσευσις, 24 τιθασευτής, 24 τιθασευτός, 24 τιθασεύτωρ, 24 τιθασεύω, 24 τιθασός,24
Τιτάνια,
118 118 τιτάνιον, 118 τιτάνιος, 118 Τιτάνιος, 118 τιτανιούχος, 118 τιτανο-, 118 τίτανος, 123 τιτανούχος, 118 τιτανόχριστος, 123 τιτανόω, 118 τιτανώδης, 118 τιτάνωσις, 118 τιτανωτός, 123 τιτάξ, 124 τίτας, 124 τιτανικός,
τιτήνη,124 τίτης,
124
τιτθεία,24 τίτθεν,24 τιτθεύτρια,
24
τιτθεύω,24 τίτθη,24 τιτθίζω,24 τιτθίον,24 τιτθισμός,24 τιτθολαβέω,
24
τιτθός,24 τιτίβισμα,
τιμωυλκέω,123
122 122 τιτίζω, 122 τιτίς, 122 τιτλάρια, 122 τιτλο-, 122 τίτλος, 122 τιτλούχος, 122 τιτλοφόρος, 122 τιτλοφορώ, 122
τιμο-,
τιτλόω,122
τίμως,123 τιμώτης,
τίμος,
123
123 123
τιμουχέω, τιμούχος, τιμώ,
123 123
Τίμων,
Τιμώνων,123 τιμωρέω,
123 123 τιμωρησείω, 123 τιμώρησις, 123 τιμωρητέον, 123 τιμωρητής, 123 τιμωρητικός, 123 τιμωρία, 123 τιναγμός, 119 τινάζω, 119 τινάκτρια, 119 τινάκτωρ, 119 τινάσσω, 119 τινάχτης, 119 τίνυμαι, 123
τίποτα,
22
121 121 τιτρωσμός, 121 τιττυβίζω, 122 Τιτυός, 119 τιτύρινος, 122 τιτυριστής, 122 Τίτυρος, 114 τιτύσκομαι, 123 τίφη, 124 τιτρώσκω,
τίφως,124 τίφος,
124 124 25, 123
τιφώδης,
τίω,
τίως,25 τλάθυμος, τλαιπαθής,
116 116
τλάμων,116 τλασίφρων,
116
τλατός,116 τλήθυμος,
116 116 τλημoΣΎVΗ, 116 τλημόνως,
τίνω,123
τιξικότης,
τιτιβ ισμός,
τιτραίνω,
123 123
τιμώρημα,
τιθάς,24
τηθελάς,
21
119
τηθαλλαδούς,24
24
125 125
122
τιταίνω,
124
τλήμων,116
276 τληπάθεια,
τολμηρία,
τοξευτής,
τόσος,
τληπάθημα,
τολμηρός,
τοξευτικός,
τοσόσδε,93
116 116 τληπαθής, 116 τληπάθησις, 116 Τληπόλεμος, 116 τλησι-, 116 τλήσις, 116 τλητικός, 116 τλητός, 116
τμηματάρχης,
116 116 τόλμησις, 116 τολμητέον, 116 τολμητής, 116 τολμητίας, 116 τολμητικός, 116 τολμητός, 116 τολμήτωρ, 116 τολμικός, 116 τόλμιλλος, 116 τολμώ, 116 τολύπευμα, 107 τολυπευτικός, 107 τολυπεύω, 107
τμημάτων,
τολύπη,1Ο7
τμάμα,123 τμήγας,
123
τμήγω,123 τμήδην,123 τμήμα,
123 123 123
τμηματώδης,123
τομαίος,
τμήξις,
τομαρένως,
123
τμησίχρους, τμητέον,
123
123
τμητήρ,123 τμήτης,
123 123 τμητο-, 123 τμητός, 123 Τμώλιος, 123 Τμωλίτης, 123 τμητικός,
122 122 τομάρι, 122 τομάριον, 122 τομαρισμός, 122 τομαριστής, 122 Τόμαρος, 122
124 124 τοξεύω, 124 τοξήρης, 124 τοξικο-, 124 τοξικός, 124 τοξίκωσις, 124 τοξιναιμία, 124 τοξίνη, 124 τοξ ινίασις, 124 τοξινικός, 124 τοξίνωσις, 124 τοξίτης, 124 τοξο-, 124 τόξον, 124 Τοξότες, 124 τοξότης, 124 Τοξότης, 124 τοξότις, 124 τοξουλκία, 124 τοξωτός, 124 τοπάζω,87 τοπάρχης,
87
93
τοσοσδί,
93 93 τοσουτοσί, 93 τοσσάκι, 93 τοσσάκις, 93 τοσσίχος, 93 τοσούτος,
τόσσος,93 τοσσόσδε,93 τοσσούτος,
93
τοσσσηνός,93 τόσσσον,93 τότε,
26, 93
τουλάχιστον,
40 107 τούμπα, 117 Τούμπα, 117 τουμπανιάζω, 115 του μπανίζω, 115 τούμπανο, 115 τουμπάρω, 117 τουμπέρνω, 117 τουλούπα,
τομάω,122
τοπάρχησις,87
τούνη,25
τομέας,
122 τομείον, 122 τομεύς, 122
τοπαρχία,
τούρτουρας,
Τμώλος,123
τομεύω,122
τοπιάτικος,87
το,
τομή,
τοπικισμός,
26
τοιγάρ,26
122 τομία, 122 τομίας, 122 τομίδων, 122 τομικός, 122 τόμων, 122 τομίς, 122
τοίνυν,26
τομο-,122
τοίος,26
τομός,
τοιόσδε,26
τόμος,
τόγε,26 τόδε,26 τόθεν,26 τόθι, τοι,
26 25, 26
τοιούτος,
26 123 τοίχαρχος, 123 τοιχάς, 123 τοιχέπαλξις, 123 τοιχίδων, 123 τοιχίζω, 123 τοιχίον, 123 τοίχισμα, 123 τοιχο-, 123 τοιχοκόλλησις, 123 τοιχοκολλώ, 123 τοίχος, 123 τοίχωμα, 123 τοιχωρύχημα, 123 τοιχωρυχία, 123 τοιχωρύχος, 123 τόκα, 93 τοκαρίδων, 123 τοκάρων, 123 τοκάς, 123 τοκήεσσα, 123 τοκίζω, 123 τοκισμός, 123 τοκιστής, 123 τοκίστρια, 123 τοκογλυφέω, 123 τοκογλυφία, 123 τοκογλύφος, 123 τοκοληψία, 123 τοκοπράκτωρ, 123 τόκος, 123 τοκοφορέω, 123 τοιχάρων,
τοκόω,123
τόλμα,
116 τολμάω, 116 τόλμη, 116 τολμήεις, 116 τόλμημα, 116
122 122
Τόμουροι,
122 119 τονάριον, 119 τονέω, 119 τοναίος,
τovή,119 τονθολυγέω,
122 122 τονθορυστής, 122 τovιαίoς, 119 τονίζω, 119 τονικός, 119 τονικότητα, 119 τόνιος, 119 τονισμός, 119 τονιστέον, 119 τονο-, 119 τονοειδής, 119 τόνος, 119 τονθορίζω,
87
τόπαρχος,87 τοπέω,87
τοπικιστής, τοπικός,
87
τοπιο-,87
τοπίο,
87
τοπίτης,87
τόφρα,26
ΤΟ1ωΥραφία,
τράβηγμα,
87 τοπογραφικός, 87 τοπογράφος, 87 τοποθεσία, 87 τοποθέτησις, 87 τοποθετώ, 87 τοπολογία, 87 τόπος, 87 τοποτηρέω, 87 τοποτηρητής, 87 τοπωνυμία, 87 τοπωνυμικός, 87 τοπωνύμιον, 87 τόρευμα, 120 τορεύς, 120 τόρευσις, 120 τορευτής, 120 τορευτός, 120 τορεύω, 120 τορέω,120 τορητός,
120
τόρμα,120
τονόω,119
τόρμη,120
τονώδης,
τόρμος,
119 τονώνω, 119 τόνωσις, 119 τονωτικός, 119 τοξάζομαι, 124 τοξαιμία, 124 τοξαλκέτης, 124 τοξαλκής, 124 τοξαρέα, 124 τοξάριον, 124 τόξαρχος, 124 τοξασμός, 124 τοξάτο, 124 τοξεία, 124 τοξελκής, 124 τόξευμα, 124 τοξεύς, 124 τόξευσις, 124 τοξεύτειρα, 124 τοξευτήρ, 124
87 87
114 114 τουρτουρίζω, 114 τουρτούρισμα, 114 τούρτουρο, 114 τούτο, 26 τούφα, 107 τουφωτός, 107 τούχα, 124 τουρτουριάρης,
120 120 τόρνευμα, 120 τορνεύματα, 120 τόρνευσις, 120 τορνευτής, 120 τορνεύω, 120 τορνόομαι, 120 τόρνος, 120 τορονευτός, 120 τορός, 120 τόρος, 120 τορυνάω, 120 τορνεία,
τορύνη,120 τορυνητός,
τοσάκις, τοσηδί, τόσον,
93 93 93
τραγάω,121 τράγεως,
121
τραγέλαφος,
121 121 τράγημα, 122 τραγηματίζω, 122 τραγηφόρος, 121 τραγί, 121 τραγίαμβος, 121 τραγίζω, 121 τραγικεύομαι, 121 τραγικός, 121 τραγικώδης, 121 τράγινος, 121 τράγεος,
τράγως,121 τραγίσκος,
121
τραγο-,
121 τράγος, 121 τραγούδημα, τραγούδι,
121
121
τραγούδισμα,
121 121 τραγουδοποιός, 121 τραγουδιστός, τράγω,122
120
τορύνω,120 τοσα-,93
106 106 τραβηκτική, 106 τραβηκτικός, 106 τραβηξιά, 106 τραβηχτικός, 106 τραβηχτός, 106 τραβιέμαι, 106 τραβώ, 106 τράγαινα, 121 τραγάλια, 122 τραγαλίζω, 122 τραγανός, 122 τραβηγμένος,
τραγωδάρων,
121 121 τραγώδημα, 121 τραγώδης, 121 τραγωδητός, 121 τραγωδία, 121 τραγωδέω,
277 τρήρων,120
τρικυμιώδης,
τρήσις,
τρίλιστος,
τραχηλόσιμος,
121 τρητός, 121 τρηχέως, 114
τραχηλώδης,
τρηχής,114
τριμματολογέω,
τρήχυσ~
τριμμένος,
τραγωδικός,
τραχηλοειδής,
τραγωδο-,
τραχηλοκοπία,
121 121 τραγωδός, 121 τρανάδα, 121 τράνεμα, 121 τράνευσις, 121 τρανεύω, 121 τρανής, 121 τρανο-, 121 τρανός, 121 τρανότης, 121 τρανόω,121
τρΆVΤαγ~
114, 121 114, 121 τραντάζω, 114, 121 τρΆVΤασμα, 114, 121 τρανταχτός, 114, 121 τράνωμα, 121 τρανώνω, 121 τρανωτικός, 121 τρανταγμός,
τράχηλος,
140
140 140 τραχιλιώδης, 140 τραχόομαι, 114 τράχουρος, 114 τραχυ-, 114 τραχύνομαι, 114 τραχυVΤΙKός, 114 τραχύνω, 114 τραχύς, 114 τράχυσ~ 114 τραχυσμός, 114 τραχύτης, 114 τράχω,120
τραχώδης, τράχωμα,
114 114
τραχωματικός,
τράπεδδα,21
τραχών,
τράπεζα,
Τράχων,114 τρείος,
τραπεζιτεύω,21
τρείω,120
τραπεζίτης,
τρέλα,
τραπεζιτικός,
τρελάδικο,
21 21 21
τραπεζο-.,
τραπεζόω,21 τραπέζω~ τραπέζωσις,
21 21
τράπεσδα,21 τραπέω,121 τραπητής, τραπητός,
121 121
τρασία,24 τραυλίζω,
122 122 τραυλός, 122 τραυλότης, 122 τραυλόω, 122 τραύλωσις, 122 τραύμα, 121 τραυματίας, 121 τραυματιάω, 121 τραυματίζω, 121 τραυματικός, 121 τραυμάτων, 121 τραυματισμός, 121 τραυματολογία, 121 τραυματολόγος, 121 τραφαλλίς, 23 τράφαλλος, 23 τραφερός, 23 τράφος, 23, 116 τραυλισμός,
τράφω,23 τραχαίνω, τραχανάς,
114 25
τραχηλάγχω,140 τραχηλάς,
140 140 τραχηλιά, 140 τραχήλια, 140 τραχηλιάζω, 140 τραχηλιαίος, 140 τραχηλιαστής, 140 τραχηλιάω, 140 τραχηλίζω, 140 τραχηλικός, 140 τραχήλων, 140 τραχηλισμός, 140 τραχηλιστήρ, 140 τραχηλίτις, 140 τραχηλιώτης, 140 τραχηλο, 140 τραχήλης,
Τραχωνίτις, τρεις,
114
114
21 21 τραπέζι, 21 τραπέζιον, 21 τραπεζιτεία, 21 τραπεζεύς,
140 140
114
115 115
τρεισκαίδεκα,
115
120
120 τρελαίνω, 120 Τρέλλος, 120 Τρέλλων, 120 τρελο-, 120 τρελοκομείο, 120 τρελός, 120 τρεμάμενος, 114 τρεμεντίνα, 121 τρεμιθιά, 121 τρέμιθος, 121 τρεμο-, 114 τρεμολάμπω, 114 τρέμολο, 114 τρεμούλα, 114 τρεμουλιάζω, 114 τρεμουλιάρης, 114 τρεμούλιασμα, 114 τρεμουλιαστός, 114 τρέμουλο, 114 τρέμω, 114 τρενάρισμα, 120 τρενάρω, 120 τρέξιμο, 120 τρεπτικός, 106 τρεπτός, 106 τρέπω, 106
τρι-,
τρία,
114
115 115
τριαγ μοί,
115 115 τριάδα, 115 τριαδίζω, 115 τριαδικός, 115 τριάζω, 115 τρίαινα, 115 τριαινάτηρ, 115 τριαινοειδής, 115 τριαινοκράτωρ, 115 τριαινοφόρος, 115 τριαινόω, 115 τριαινωτήρ, 115 τριακαίδεκα, 115 τριακάς, 115 τριακάσιοι, 115 τριακάτιοι, 115 τριάκις, 115 τριακονθήμερος, 115 τριακοντα-, 115 τριάκοντα, 115 τριακοντάς, 115 τριακόσιοι, 115 τριακοστός, 115 τριακώς, 115 τριάντα, 115 τριάντος, 115 τριάξ, 115 τριάρα, 115 τριάρι, 115 τριάς, 115 τριάσσω, 115 τριβακός, 121 Τριβαλλικός, 121 Τριβαλλο-, 121 Τριβαλλοί, 121 τρίβαξ, 121 τριβάς, 121 τριβέλα, 121 τριβέλι, 121 τριβέλισμα, 121 τριβεύς, 121 τριβή, 121 τριβήδιον, 121 τρίβος, 121 τρίβω, 121 τριαγ μός,
τρίβων,121
τρεσάς,120
τριβωνάρως,
τρέσας,
τριβωνεύομαι,
120 τρέστης, 120 τρέφομαι, 23 τρέφω, 23 τρεχάλα, 120 τρεχάματα, 120 τρεχάμενος, 120 τρεχαντήρι, 120 τρεχάτος, 120 τρεχε-, 120 τρέχνος, 120 τρεχούμενος, 120 τρέχω, 120 τρέψις, 106 τρέω,120 τρήμα,
121
τρηματίζω,
121 121 τρηματόεις, 121 τρηματώδης, 121 τρημάτων,
τρήμη,121
121 121 τριβωνικός, 121 τριβώνιον, 121 τριβωνιώδης, 121 τριβωνο-, 121 τριγμός, 58 τριγυρίζω, 42 τριγύρισ~ 42 τρίζω, 58 τριηκάς, 115 τριηραρχέω, 70 τριηράρχης, 70 τριηραρχία, 70 τριήραρχος, 70 τριηραύλης, 70 τριήρης, 70 τριηριτεύω, 70 τριηρίτης, 70 τριηρovόμος, 70 τριηροποιός, 70 τρικυμία, 115
115 115 τρίλλιστος, 115 τρίμμα, 121 121 τριμμός, 121 Τ ρινακρία, 115 τριπλή, 115 τριπλόη, 115 τριπλόος, 115 τριπλούς, 115 τριπλόω, 115 τριπτός, 121 τρισ-, 115 τρις, 115 τρισσός, 115 τριταίος, 115 τρίτη, 115 Τρίτη, 115 Τριτογένεια, 62 τριτοειδής, 115 τρίτος, 115 Τρίτος, 115 τριττός, 115 τριττύα, 115 τριττύς, 115 τριτώ,62 Τριτώ,62 Τρίτων,
115 115 Τ ριτώνιος, 115 Τ ριτωνίς, 115 τριτώνω, 115 τρίτωσις, 115 τρίφτης, 121 τριφτός, 121 τριχ-, 115 τρίχα, 115 τρίχακτον, 22 τρίχαλος, 140 τρίχαπτος, 22 τριχεύεσθαι, 22 τριχή, 115 τριχηλάβον, 22 Τ ριτωνιάς,
τριχίας,22 τριχίασις,
22
τριχιάω,22 τριχίδιον, τρίχινος,
22 22
τρίχιον,22 τριχίς,22 τριχισμός,
22 22 τριχοβρώς, 22 τριχοειδής, 22 τριχολάβιον, 22 τριχολαβίς, 22 τριχολάβον, 22 τριχολάβος, 22 τριχορρυεύω, 22 τριχοφάγος, 22 τριχίτις,
τριχόω,22 τριχώδης,
22 22 τριχώς, 115 τρίχωσις, 22 τριχωτός, 22 τριψ-, 121 τρίψιμο, 121 τρίψις, 121 Τροία, 116 Τροιζήν, 116 Τροιζήνιος, 116 Τ ροιζηνίς, 116 Τροίη, 116 τρόμαγμα, 114 τρίχωμα,
121
278 τρομάζω,
τροχαντήρ,
τρυπημάτων,
τρωτός,
τρομαίνω,
τροχάς,
τρυπησιά,
τρωτότης,
114 114 τρομαλέος, 114 τρομαλεόφωνος,
114
τρομάρα,
120 120 τρόχασμα, 120 τροχαστικός, 120
114 Τρομάρας, 114 τρομαχnκός, 114 τρομερός, 114
τροχάω,120
τρομέω,114
τροχηλασία,
τρομητός,
τροχηλατέω,
114 τρομο-, 115 τρόμος, 114 τρομώδης, 114
τροχέος,
120 120
τροχερός,
τροχή,120
τροχηλάτης, τροχήλατος,
120 120 120 120
τροχιά,
121 121 τρύπησις, 121 τρυπησόνι, 121 τρυπητέον, 121 Τρυπητή, 121 τρυπητήρ, 121 τρυπητήρι, 121 τρυπητής, 121 τρυπητός, 121 τρυπί, 121 τρύπως,121 τρυπίτσα,
106 106 τροπαιούχος, 106 τροπαιοφορία, 106 τροπαιοφόρος, 106 τροπαλίζω, 106 τροπαλίς, 106 τροπαλισμός, 106 τροπάριον, 106
120 τροχίας, 120 τροχίασμα, 120 τροχίζω, 120 τροχιλία, 120 τροχίλος, 120 τροχιλώδης, 120 τροχιο-, 120 τρόχιον, 120 τροχιός, 120 τρόχις, 120 τροχίσκιον, 120 τροχίσκος, 120 τρόχμαλος, 120
τροπέω,1Ο6
τροχο-,120
122 115 τρυιάνη, 115 τρυιανίζω, 115 τρυφάλη, 121 τρυφάλια, 121 τρυφαλίς, 122
τροπή,
τροχόεις,
τρύφαξ,122
τροχός,
τρυφάω,122
τρόπα,1Ο6 τροπαία,
106 106 τροπαίος, 106 τρόπαιον,
τροπαιούχημα, τροπαιουχία,
106 τροπηλίς, 106 τρόπηξ,1Ο6 τροπίας,
106 τροπιδείον, 106 τροπίζω, 106 τροπικός, 106 τρόπις, 106 ΤΡΟ1ιολσγέω, 106 τροπολσγία, 106 τρόπος, 106 τροπόω,106 τροπώνω,
106 106 τρούλλα, 121 τρούλλων, 121 τρουλλόομαι, 121 τρούλλος, 121 τρουλλωτός, 121 τρούπα, 121 τροφαλίς, 23 τροφεία, 23 τροφείον, 23 τροπωτήρ,
120 120 τροχώδης, 120 τρόχωσις, 120 τροχωτός, 120 τρύβλιον, 23 τρυγάω, 24 τρύγη,24 τρύγημα,
24
τρυγίζω,24 τρυγιός,24 τρυγοιπέω,
24 τρύγοιπος, 24 τρυγόνι, 122 τρύγος, 24 τρύγω,24 τρυγώδης, τρυγωδός,
24 24
τρύζω,
τρυηλίς,
122 121 τρυλίζω, 122
τροφίας,23 τροφικός,
23 23 τρόφιμος, 23 τροφιόομαι, 23 τροφιμαίος,
τροφίς,23 τροφοδότης, τροφό εις,
23
23 τροφός, 23 τροχάδην, 120 τροχαδόν, 120 τροχάζω, 120 τροχαία, 120 τροχαϊκός, 120 τροχαιο-, 120 τροχαίος, 120 τροχαϊσμός, 120 τροχαλείον, 120 τροχάλεων, 120 τροχαλία, 120 τροχαλίζομαι, 120 τροχαλός, 120
τρυφεράδα,
122
τρυφεραίνομαι,
122 122 τρυφερίτσα, 122 τρυφερός, 122 τρυφή, 122 τρυφηλός, 122 τρυφερεύομαι,
τρυφητής,
τροφή,
23
τρυιανεύω,
τρύφημα,122
24 24 τρυγητής, 24 τρυγητός, 24 τρυγίας, 24
τρυγών,122
τροφημότητα,
τρυσμός,
τρύγησις,
τροφεύω,23 τρόφημα,23
τρύσκω,121
τρυγήσιμος,
τροφεύς,23
23
121 121 τρυπούλα, 121 τρύπωμα, 121 τρυπώνω, 121 τρυσάνωρ, 121 τρυσίβως, 121 τρυπο-,
122 122 τρυφώ, 122 τρυχηρός, 121 τρύχινος, 121 τρυχίον, 121 τρύχομαι, 121 τρυφητιάω,
τρύχος,121
121
τσιλημπούρδημα,
142 142 τσιλημπουρδώ, 142 τσιληπορδώ, 142 τσιλώ,31 τσιμουδιά,
Τρωαδεύς,
τσίμπημα,
116 Τρωάς, 116 τρωγάλια, 122 τρώγλη, 122 τρωγλοδυτέω,122 τρωγλωτός,
121
τσιλάω,31
116
τρωγλοδύτης,
τρύπημα,
121, 122 124 τσαγγιάζω, 124 τσαγγίλα, 124 τσάγγισμα, 124 τσαγγός, 124 τσακίδια, 123 τσακίζω, 123 τσάκιση, 123 τσάκισμα, 123 τσακιστή, 123 τσακιστός, 123 τσακίστρα, 123 τσάκνο, 123 τσαλαβούτας, 114 τσαλαβούτημα, 114 τσαλαβουτώ, 114 τσαλακώνω, 114 τσαλαπάτημα, 114 τσαλαπατώ, 114 τσάπα, 115 τσαπί, 115 τσαπιά, 115 τσαπίζω, 115 τσάπισμα, 115 τσεκούρι, 123 τσεκουριά, 123 τσεκουρώνω, 123 τσέτουλα, 89 τσέφλι, 131 τσηβδίζω, 122 τσηβδός, 122 τσιγγάνος, 124 τσικνιάς, 42 τσικνίζω, 40 τσίκνισμα, 40 τσίκνωμα, 40 τσικνώνω, 40 τσίλα, 31 τσαγγάδα,
Τρώα,
τρυμαλιά,
τρύπη,121
τρώω,
τρύω,121
τρύμα,121
121 τρυμαλίτις, 121 τρυμάτιον, 121 τρύμη, 121 τρύξ, 24 τρυξώδης, 24 τρύος, 121 τρύπα, 121 τρυπάνη, 121 τρυπανιά, 121 τρυπανία, 121 τρυπανίζω, 121 τρυπάνιον, 121 τρυπανισμός, 121 τρυπανοειδής, 121 τρύπανον, 121 τρυπανούχος, 121 τρυπανώδης, 121 τρυπάω, 121 Τρύπες, 121
τρωύμα,121
τσιλημπούρδισμα,
τρύχω,121 τρύχωmς,
121 122
122 122
τρώγμα,122 τρώγω,
122 122
τρώζειν,
τρώζω,121 Τρωιάς,
116 116
113 95 τσιμπιά, 95 τσιμπίδα, 95 τσιμπίδι, 95 τσίμπλα, 142 τσιμπλής, 142 τσίμπλης, 142 τσιμπλιάζω, 142 τσιμπλιάρης, 142 τσιμπλιάρικος, 142 τσίμπλιασμα, 142 τσιμπολογώ, 95
Τρωικός,
τσίμπος,95
Τρώιος,116
τσιμπούρι,
Τρωίς,116
τσιμπούσι,
τρώκτης,
τσιμπώ,
τρωκτικόν,
τσινιά,
122 122 τρωκτικός, 122 τρωκτός, 122 τρώμα,121
τρώξ,122 Τρωοφθόρος,
116
τρωπάω,1Ο6 Τρώς,
116 121 τρωσμός, 121 τρωτέον, 121 τρωτήρων, 121 τρώσις,
95 7
95 119 τσινιάρης, 119 τσίνισμα, 119 τσίνουρο, 119 τσινώ, 119 τσωυκάνι, 123 τσωυκανίζω, 123 τσίριγμα, 71, 122 τσιρίδα, 71, 122 τσιρίζω, 71, 122 τσίρλα, 31 τσιρλίζω, 31
279 τσίρλισμα,
31 25 τσίτα, 89, 118 τσιτακισμός, 54 τσιτσί, 24 τσίτωμα, 118 τσιτώνω, 118 τσιτωτός, 118 τσιφούτης, 142 τσίχλα, 58 τσοκάνι, 123 τσouyκράνα, 143 τσouyκρανιά, 143 τσouyκρανίζω, 143 τσouyκράνισμα, 143 τσουγκρίζω, 58 τσούγκρισμα, 58 τσουκάλι, 7 τσουκάνι, 123 τσουκανίζω, 123 τσουκάνισμα, 123 τσουκνίδα, 39 τσουρουφλίζω, 25 τσουρούφλισμα, 25 τσόφλι, 131
τύμμης,115
τυριάνθινος,
τυμνία,
114 114 τυριέρα, 114 τυρίνη, 114 τυρίον, 114 τυρίσκος, 114 Τύρναβος, 114 τυρο-, 114 τυρόεις, 114 τυροκομείον, 114 τυροκομία, 114 τυροκόμος, 114 τυρολειχός, 114 τυρός, 114
τύχη,
τσίρος,
τυρίδιον,
τυχηρός,
τυρόω,114
υ,
τυ,25
τυπικάρης,
τύμος,
115 117
τυμπανιαίος,
115 115 τυμπανίζω, 115 τυμπανικός, 115 τυμπάνισμα, 115 τυμπανισμός, 115 τυμπανιστής, 115 τυμΠΑVΊτιδα, 115 τυμπανο-, 115 τύμπανον, 115 τύμπανος, 115 τυμπάνωσις, 115 Τυνδάρειος, 115 Τυνδάρεως, 115 Τυνδαρίδης, 115 Τυνδαρίς, 115 τυ μπανίας,
Τυρρηνίζω,
τυλαίνω,
116 τυλάριov, 116 τυλαφάντης, 116 τυλείov, 116 τύλη, 116 τυλιγάδι, 43 τυλιγαδιάζω, 43 τυλιγάδιασμα, 43 τύλιγμα, 43 τυλίγω, 43 τύλιov, 116 τυλιχιός, 43 τυλοειδής, 116 τυλόεις, 116 τύλος, 116 τυλοτάπης, 116 τυλού,119
τυλόω,116 τυλώδης,
116 116 τύλων, 116 τύλωσις, 116 τυλωτός, 116 τυμβάς, 117 τυμβεία, 117 τύμβευμα, 117 τύλωμα,
τυμβέω,117 τυμβήρης,
117 τύ μβιος, 11 7 τυμβολέτης, 117 τυμβovόμος, 117 τύμβος, 117 τυμβούχος, 117 τυμβοχοέω, 117 τυμβοχόη, 117 τυμβωρυχέω, 117 τυμβωρυχία, 117 τυμβωρύχος, 117 τύμμα,115
τώρα,
33
127
υάγχη,46
116
τύρσος,116
115 τυπάς, 115 τυπετός, 115
115
τωθάζω,46
υαγών,87 Υάδες,
126 46
υακίζω,126 Υακίνθια,
τυτάνη,123
126 126 υακίνθινος, 126 Υακίνθιος, 126 υάκινθος, 126 Υάκινθος, 126 υάλεος, 127 υάλη, 127 υαλίζω, 127 υάλινος, 127
τυτθός,24
υάλων,127
τυφαιμία,
18 τυφεδανός, 18
υαλο-,
τυπόω,115
τυφεδών,18
ύαλος,
τύπτομαι,
τύφη,
υαλούς,127
115
τυκίον,
τυκτός,123
Τύχων,124
τύψις,
τυπίας,
τύπανον,
124 124
τύχος,123
ύαινα,
τυκίζω,123
123 τύκισμα, 123 τύκος, 123
τυχόντως,
τυπή,115
τύνη,25
124
124
τυχόντας,
25, 116 τυρρίδιov, 116 τύρρις, 116 τύρρος, 116 Τυρσηνός, 25, 116 τύρσις, 116
τύκη,123
τυκάνη,123
τυχόν,
Τυρρηνός,
τύρφη,
124 Τυδείδης, 115 Τυδεωης, 115 Τυδεύς, 115 Τυδηίς, 115
Τύχως,123 τυχοδιώκτης,
Τυρρηνολέτης,116
115 τυπικαριό, 115 τυπικό, 115 τυπικός, 115 τυπικότης, 115 τυπίς, 115 τυπο-, 115 τύπος, 115
τυγχάνω,
124 124 τυχιμαίος, 124 τυχικός,
116
TυρρηVΙKOυργής,
124
115 τύπτω, 115 τύπωμα, 115 τυπώνω, 115 τυπωτής, 115 τυπωτικός, 115 τυράγνια, 65 τυράγvιo, 65 τύραγνος, 65 τυρανέω,65 τύραννα,
65 65 τυραννείov, 65 τυραννεύω, 65 τυραννησείω, 65 τυραννία, 65 τυράννια, 65 τυραννιάω, 65 τυραννίδα, 65 τυραννίζω, 65 τυραννικος, 65 τυραννίς, 65 τυραννισμένος, 65 τύραννος, 65 τυραννώ, 65 τυρανόομαι, 65 τυράς, 114 τυραννάω,
18
τυρφώδης,
18 18 114
τυρφώνας, τυρώδης,
18
τυφήρης,
127 127 127
υαλόεις,
υαλώδης,
18 τυφικός, 18 τύφλα, 18 τυφλάδα, 18 τυφλαμάρα,
υακινθίζω,
127 127
υάλωμα,
ύαξ,44 υβάζω,57
18
τύφλη,18 τυφλίνης,
18 18 τυφλίτης, 18 τυφλός, 18 τυφλότης, 18 τυφλίνος,
υβάλης,
57 16 υβδάλλω, 16 ύβος, 57 υβρίζω, 32 υββάλλω,
υβρικώς,32 ύβρις,
32
τυφλόω,18
υβρίσδω,32
τύφλωμα,18
ύβρισμα,32
τυφλώνω,
υβρισμός,
18 τύφλωσις, 18 τυφλώττω, 18 τυφογέρων,
32 32 υβριστής, 32 υβριστικός, 32 ύβριστις, 32
τυφoΜΑVΉς,
ύβριστος,32
τυφλώψ,18
18 18 τυφoΜΑVΊΑ, 18 τυφονοειδής, 18 τυφοπλαστέω, 18 τύφος, 18
υβριστήρ,
υβρίστρια,
57 ύβωσις, 57 υγεία, 8
τυφόω,18
υγείδιov,8
τύφω,18
υγιάζω,8
τυφώδης,18
υγίαινε,8
Τυφωεύς,
18 Τυφών, 18 TυφωVΙKός, 18 Tυφώvιoς, 18
υγιαίνω,
Τυφώς,18
Υγιάτης,8
τύφωσις,18
υγίεια,
τυχάδων,124
υγιεινός,
τυχάζομαι,
124 τυχαίνω, 124 Τυχαίον, 124 τυχαίος, 124 τυχάρπαστος, 124
υγιείς,
τυρεύω,114
τυχεία,124
υγιόω,8
τυρεψός,
τυχείον,
υγιώς,
τύρβα,114 τυρβάζω,
114 τυρβασία, 114 τύρβασμα, 114 τυρβασμός, 114 τυρβαστής, 114 τύρβη, 114 τυρεία, 114 τύρευ μα, 114 τύρευσις, 114 τυρευτήρ, 114 τυρευτής, 114 114
τυρέω,114 τυρί,
114
124 Τυχερό, 124 τυχερός, 124
32
ύβωμα,
8
υγίανσις,8 υγίασμα,8 υγιαστήριov,
8 8
8
υγιηρός,8 υγιής,
8
υγιοζυγία, υγιότης,8
8
υγίωσις, υγρά,
8 126
8
8
280 υΥράζω,126
υδρευτικός,
υΥραίνω,
υδρεύω,
127
υλάεις,
127 127
υμίν,25
υλάζομαι,
ύμμε,25
ύδρη,127
υλαίος,127
ύμμες,25
υδρηγός,
127 υδρηλός, 127 υδρημερία, 127 υδρηρόν, 127 υδρηρός, 127 υδρηχόος, 127 υδρία, 127 υδρίας, 127 υδριαφόρος, 127 υδρίον, 127 υδρίσκη, 127
υλακάω,
υμμέων,25
υλακή,
υμμί,
υΥρώσσω,126
υδρο-,127
υλακώδης,75
66 66 υμνητικός, 66
υδαλέος,
υδρογόνον,
127 υδρότης, 127 υδροχόος, 127 Υδροχόος, 127 υδρώδης, 127
υλάρχως,127
υμνητός,66
υλασία,127
υμνητρίς,
υλάσκω,75
υμνήτωρ,66
υλάστρια,
υμνο-,66
υδρών,127
υλάω,75
126 ύΥρανσις, 126 υΥραντικός, 126 υΥρασία, 126 ύΥρασμα, 126 υΥρηδών, 126 υΥΡΟ-, 126 υΥρός, 126 υΥρότης, 126 υΥρουσία, 126 υΥρύνω,126 ύΥρωμα,126 υΥρώπις,
126
127 υδαλεώδης, 127 υδαρεύομαι, 127 υδαρής, 127 υδαρός, 127 υδαρότης, 127 υδαρώδης, 127 υδασιστεγής, 127 Ύδατα, 127 υδαταίνομαι, 127 υδατηγός, 127 υδατηρός, 127 υδατικός, 127 υδάτινος, 127 υδάτων, 127 υδατίς,127 υδατισμός,
127
127
υδατόπτωσις, υδατοστεγής,
υδρωπίασις,
127 127
υδατόω,127 υδατώδης,
127 υδατώνω, 127 υδάτωσις, 127
127
75
υλακτέω,75
υμνη-,66
υλάκτης,
υμνήσιος,66
75
υλακτητής,
75
ύμνησις,
66
υλακτιάω,75
υμνητήρ,66
υλακτικός,75
υμνητήριος,
υλάκτωρ,75
υμνητής,
127 127
ύμνος, υμνώ,
υλειώτης,
127
υμνωδέω,66 υμνωδία, υμνωδός,
ύδρωψ,127
ύλημα,127
υμός,25
ύδω,138
υληνόμος,
127 υληουργός, 127 υληστήρων, 127 υλήτης, 127 υλητόμος, 127 υληωρός, 127
υμών,
υλίζω,127
υο-,46
υλισμός,
υπά,
υλιστήρ,
υπαί,
127 υελέος, 127 υελέψης, 127 γέλη,47
127 υέλινος, 127 υελίτης, 127 ύελος, 127 υέτησις, 126 υετίζω, 126 υέτως,126 υετιώτατος,
ύδη,138
υηνέω,46
ύδης,
υηνία,
υδνέω,
υηνός,46
46
Ύης,126
υθλέω,46 ύθλημα,
127 127 υλιστής, 127 υλιστός, 127 ύλλος, 127 Ύλλος, 127 υλο-, 127 υλοβαρέω, 127 υλονόμος, 127 υλότης, 127 υλοτομέω, 127 υλοτομία, 127 υλοτομικός, 127 υλοτόμιον, 127 υλοτόμος, 127 υλουργέω, 127 υλουργία, 127 υλουργός, 127 υλουρός, 127
ύμοι,
66 66
67
ύμοιος,67
υνί,
25
11
υvίov, ύνις,
11
11
ύννης,
11
υννίμαχος,
11
94 94
ύπαιθα,94 υπαίθριος, ύπαιθρον, ύπαιθρος,
136 136 136
υπαίθω,137 υπαινιγμός,
137 137
υπαινίσσομαι,
υπακοή,
55
υπάκοος,55 υπακουή,55 υπάκουος, υπακούω,
55 55
υπακτέov,6 υπακτικός, υπάλληλος,
6 50
υπανδρεύομαι,
υλώδης,127
127 υδραγωγείον, 127
υθλομυθέω,
46 υθλορρήμων, 46
υμάς,
ύπαρ,72
υμέ,25
ύπαργμα,
υδραγωγέω,127
ύθλος,46
υμέας,25
υπαρκτέον,
υδραγωγία,
υιδεύς,35
υμεδαπός,25
υδραγώγων,
υιδή,35
υμέες,25
υίδιον,35
υμείων,25
υΊδιον,46
υμεναϊκός,
υιδούς,35
υμέναιος,
127
υδραγόνος,
127 127 υδραγωγός, 127 υδραίνω, 127 υδραλέτης, 127 υδραλής, 127 υδράλμη, 127 υδρανός, 127 υδράργυρος, 127 υδράρπαξ, 127 υδράστινα, 127 υδράυλης, 127 υδραύλησις, 127 ύδραυλις, 127 υδρεία, 127 υδρείον, 127 ύδρευμα, 127 υδρεύς, 127 ύδρευσις, 127 υδρευτής, 127
υθλoμαvoύvτες,
46
25
υϊκός,46
66 66 υμεναιόω, 66 υμενήιος, 66 υμενικός, 80
72 72 υπαρκτικός, 72 υπαρκτικώς, 72 υπαρκτός, 72 ύπαρξις, 72 υπάρχω, 72 υπατεία, 52 υπατεύω, 52 υπάτη, 52
υιοθεσία,
35 35 υιόθετος, 35 υιοθετώ, 35 υιόομαι, 35 υιός, 35
υμένιον,80
υπάτια,52
υιοθέτησις,
υμενοειδής,
80 υμενόομαι, 80 υμενόπτερος, 80 υμενόστρακος, 80 υμενώδης, 80
υπάτισσα,
υιότης,35
υμές,25
υπείρ,52
υιόω,35
υμέτερος,
υϊσμός,46
υμέων,25
υπενίσσομαι,
υιωνός,35
υμήν,80
υπέρ,
υίωσις,35
Υμήναος,66
υπέρα,
Υμηττός,
υπερασπίζω,
υiζω,46 υιϊκός,35
υλαγωγία,
127
25
64
12
υπανδρία,
12 ύπανδρος, 12
ύδρα,
46
127
66
66 66
127 υλήεις, 127 υληκοίτης, 127
ύδωρ,
66
υμνέω,66
υληγενής,
υηνεύς,46
127
υμναγόρας,
75
υλακόμωρος,
127 υδρωπισμός, 127 υδρωπιώδης, 127
υδέω,138
υδογενής,
υλακόεις,
υδρωπικός,
127 υδεροειδής, 127 υδερόομαι, 127 ύδερος, 127 υδερώδης, 127
138 18 ύδνης, 19 ύδνov, 18
ύμμιν,25
ύλη,
υετόεις,
υδερικός,
25
υλακισμός,75
υδρωπιάω,127
126 126 υετός, 126 υετώδης, 126 υετώτατος, 126 Υεύς, 126 Ύη, 126
υδείω,138
75 75
υλατόμος,
υελίζω,
υδαΤο-,127 υδατόεις,
127
υπάτμενοι, ύπατος,
52 52
52
υπέδαφος, υπείκω,
87 35, 36
υπενθύμησις,
46 133
52 52 99
281 υπεράσπισις,
99 99
υπερασπιστής,
υΠVΙKός,94
υποτασικός,
119 119 υποτάσσω, 124 υποφέρω, 31 υποφορέω, 31 υποφώσκω, 129 υποχείρως, 141 υποψία, 130 υποψιάζομαι, 130 υποψιασμένος, 130 υποψιαστικώς, 130 υπτιάζω, 94 υπτίασις, 94
υφαντο-,
ύπνος,
υπότασις,
υφαντός,
υπτίασμα,94
υφέν,
υπτιασμός,
υφέσιμος,
υπερέπιω,29
94 Ύπνος, 94
υπερέχω,
υπνόω,94
112
υπερηφάνεω,
128
υπερηφανεύομαι,
128 υπερηφανεύω, 128 υπερηφανημένος, 128 υπερηφάνια, 128 υπερήφανος, 128 υπέρθεμα, 126 υπερθεματίζω, 126 υπερθεματισμός, 126 υπερθεματιστής, 126 υπέρθεσις, 125 υπερίσταμαι, 109 υπέρμετρος, 68 υπεροπλία, 112 υπεροπλίζω, 112 υπεροπλισμός, 112 υπερόπτης, 130 υπεροπτικός, 130 υπεροχέω, 112 υπεροχή, 112 υπέροχος, 112 υπεροψία, 130 υπέροψις, 130 υπερόψομαι, 130 υπερτασικός, 119 υπέρτασις, 119 υπέρτατος, 52 υπέρτερος, 52 υπερτιμημένος, 123 υπερτίμησις, 123 υπερτιμώ, 123 υπερφαίνομαι, 128 υπερφανής, 128 υπέρφασις, 128 υπερφέρεια, 31 υπερφερέτης, 31 υπερφερής, 31 υπερφέρω, 31 υπερφίαλος, 131 υπερψηφίζω, 10 1 υπερώη,25 υπερώιον, υπερώιος, υπερώον,
25 25 25
υπήκοον,55 υπήκοος,
55
υπηκοότης,
55 υπηρεσία, 70 υπηρέσιον, 70 υπηρετέω, 70
υπνώνω, ύπνωσις,
94 94
υπνώσσω,94 υπνωτήριον,
94 υπνώτησις, 94 υπνωτίζω, 94 υπνωΤΙKόv, 94 υπνωτικός, 94 υπνωτισμός, 94 υπνωτιστής, 94 υπνωτιστικός, 94
46
υποβάλλω,
υρτάνη,
υποβολή,
υρτήρ,126
υποβρυχιακός,
ύρχα,
υποβρύχιον,
υς,46
υποβρύχιος,
102 102 102
ύσδος,24
υψηλός,
υπόβρυχος,1Ο2
ύσις,
υψηλότατος,
υποβρύχω,
ύσκλος,46
102
126
υσκλωτός, ύσκυ,46
ύψι,
υποδηματο-,
ύσμα,
ύψιλον,
υποθέναρ,
υσμίνη,22
ύψιστος,
22 117 125
126
υψίων,52 υψο-,52
υποθήκευσις,
ύσπλαγξ,46
υψόθεν,52
ύσπληγξ,46
υψόθι,
υσσός,
υψοί,
126 υποθηκεύω, 126 υποθήκη, 126 υποθηκιμαίος, 126 υποθηκο-, 126 υποθηκοφυλακείον,
υποκάμισον,
126
υπνίζω,94
46 46
υσσωπίτης,
52 52 ύψος, 52
ύσσωπον,
υψόσε,52
117
ύσσωπος,
127 127 127
υψού,52
52 υποκλέπτω, 61 υποκλοπή, 61 υποκόπανος, 56 υπόκωφος, 57 υπολαμβάνω, 69 υπολανθάνω, 40 υπόλειμμα, 36
υστάτιος,45
Yψoύvτας,
ύστατος,
Υψούς,52
υστέρα,
υψόω,52
υπόλεΙπov,36
υστέρησις,
69 υπολιπής, 36 υπολογίζω, 76 υπολογισμός, 76 υπόλογος, 76 υπόλοιπον, 36 υπόλοιπος, 36 υπολοχαγός, 77
ύστερα,
45 45 45
υπομονή,
78 78
78
υποπλάκιος,
99
130 υποπτεύω, 130 υποπτίλος, 130 υποπτίων, 130 ύποπτος, 130 υποπτρευτής, 130 υποσκελίζω, 100 υποσκέλισμα, 100 υποσκελισμός, 100 υποστήριγμα, 110 υποστηρίζω, 110 υποστηρικτής, 110 υποταγή, 124 υποταγμένος, 124
52
Υψώ,52
υστεραλγής,45
ύψωμα,
υστερέω,45
υψωματάκι,
υστέρη,45
υψωμός,
45 45 υστερία, 45 υστερίζω, 45 υστερικισμός,
52 52
52 υψώνω, 52 ύψωσις, 52
υστέρημα,
υψωτήρ,52 υψωτής,
45
52
ύω,126
υστερικός,
φαάντερος,
υστερινός,
φάβα,
45 45 υστερισμός, 45 υστεριτικός, 45 υστερνός, 45
127
14
φαβοκτόνος,
14 14 φαγάδικο, 92 φαγάδικος, 92 φάγαινα, 92 φαγάνα, 92 φαβότυπος,
υστερο-,45
υπόπτευσις,
94 υπνιάρης, 94 υπνίδιος, 94
127 52
υσπλαγίς,
υπν-,94
υπνητικός,
52
υσπέλεθος,
υπόπλακος,99
υπνηρός,94
υψι-,52
46
υποθηκάρως,126
υπόθεσις,
52
υψήλωσις,52
υπόδημα,
22
52
52
υποδέω,22
υπομονετικός,
94
Υψηλάντης, υψηλο-,52
υπομένω,
υπνηλός,94
36
36
υψ-,52
126
70 70 υπη ρετία, 70 υπη ρέτις, 70 υπηρέτρια, 70
υπνηλία,
94
36,131 36 ύφος, 131
126
υπηρέτησις,
υπναρού,94
υφάω,131
υφίημι,
υπηρέτης,
94
131 131 υφασματο-, 131 υφαστρίς, 131 υφασμάτων,
υφή,
16 16
131
υφασμάτινος,
υπτιόω,94
ύστερος,
υπναράς,
ύφασμα,
υπό,
94
131 131
υφεσμός,36
94 94
131 131
υφασία,131
υπτιότης,
ύστερον,
υπνάλη,94
υφάντρα,
ύπτιος,
υπολύω,38
94 94 υπναλέος, 94
υφαντόω,
ύφεσις,
υπηρέτημα,70
υπναλγία,
υφαντουργός,
υπτιάω,94
υπόλυσις,38
υπνάκος,
94
υφαντουργείον,
υπνώω,94
υπόληψις,
46
υπευθυντηρία,
υπνωδία,94
υπολείπω,36
υπερώος,25 υπεύθυνος,
υπνώδης,94
131 131
45 44 υστήρια, 46 υστριχίς, 46
φαγανός,92 φαγάς,
92 92
ύσχλος,46
φαγγρί,
ύταvoν,18
φαγέδαινα,
ύφα,131
φαγεδαινικός,
υφάδων,131
φαγεδαινισμός,
92 92 φαγεδαινόομαι, 92 φαγεδαίνωσις, 92
υφάζω,131 υφαίνω,
ύφαλμος,
92
131 113
φαγείν,92
υφαλμυρίζω,
φαγείον,92
υφάλμυρος,
φαγέσωρος,
113 113
υφαλο-,113
φάγημα,92
υφαλοκρηπίδα,
113
ύφαλος,
φαγήσια,
92
113 υφαλώδης, 113
φάγησις,92
υφάλως,113
φαγί,
υφανάω,131
φάγιλος,92
υφαντήρων,
φαγίον,92
υφαντικός,
φαγο-,92
131 131
φαγητόν,
92
92
92
282 φάγον,92
φακισιάρης,
φάγος,92
φακο-,128
φανητιασμός,
φαρμακοτρίπτης,
φανητιάω,
φαρμακοψώλης,
φαγωμάρα,
φάκωσις,
128 128 φανίζομαι, 128 φανίνδα, 128 φανιστής, 128 φανο-, 128 φανός, 128
φαγωμός,
φακωτός,
Φάνος,128
φαρμακών,31
φανότης,
φαρμακώνω,
Φάλαρα,128
128 φάνσις, 128 φαντάζω, 128 φαντασία, 128 φαντασιάζω, 128 φαντασιαστής, 128 φαντασιαστικός, 128 φαντασιο-, 128 φαντασιόπληκτος, 128 φαντασιόω, 128 φάντασις, 128 φαντασιώδης, 128 φαντασίωσις, 128 φάντασμα, 128 φαντασμάτιον, 128 φαντασμένος, 128 φαντασμός, 128 φανταστής, 128 φανταστικός, 128 φανταστός, 128 φάντης, 128
φαλαρίς,
φαντός,128
φασιανός,
φάγουσα,
φακοειδής,
92
128 127, 128 φάκοψις, 128
φάγρος,92
φακός,
φαγρώριος, φάγωμα,
128
92
φακώδης,128
92 92 92
φάγων,92 φαγώνομαι,
92
φάγωρος,92 φαγώσιμα,
92 φαγώσιμος, 92 φαεθοντιάς, 127 φαεθοντίς, 127
128 128 φαλαγγηδόν, 98 φαλάγγιον, 98 φαλαγγίτης, 98 φαλαγγόω, 98 φαλάγγωμα, 98 φαλάγγωσις, 98 φάλαγξ,98
φαέθω,127
φαλαινο-,
Φαέθων,127
φαλάκρα,
φαεινός,
φαλακράω,128
127
128 128
φαείνω,128
φαλακρο-,
φαεννός,
φαλακρόομαι,
127
φάεος,127
128 128 φαλακρότης, 128 φαλάκρωμα, 128 φαλακρώνω, 128 φαλάκρωσις, 128 φάλανθος, 128 φαλαντίας, 128 φάλαρα, 128 φαλακρός,
φαεσίμβροτος,
127
φάηκες,127
φαι,
128
92
Φαιακικός,
127
Φαίαξ,127 φαίδιμος,
128 128 φαιδιμότης, 128 φαίδρα, 128 Φαίδιμος,
Φαίδρα,128
128 Φάλαρις, 128
Φαιδρίας,
128 φαιδρο-, 128 φαιδρόομαι, 128 φαιδρός, 128 Φαίδρος, 128 φαιδρότης, 128 φαιδρόω, 128 φαιδρυντής, 128 φαιδρύντρια, 128 φαιδρύνω, 128 φαίδρυσμα, 128 φαιδρωπός, 128
φαλαρισμός,
Φαίδων,128 Φαιδώνδας,
128
Φαίηξ,127 φαικάς,127 φαικός,127 φαιλόνης,
128 128 φαινίς, 128 φαινόλης, 128 φαινόλις, 128 φαίνομαι, 128 φαινομένως, 128 φαιλόνιον,
128 φακίδα, 128 φακιδιάρα,
128 φάκινος, 128 φακιόλιον, 97 φακίολος, 97 φάκιον,128
φάρω,31 φασγάvιoν,
10 1 10 1 φάσγανον, 10 1 φασγάνω, 101 φασηλοειδής, 96 φασγανίς,
φάσηλος,96 φασήολος,
φαραγγίτης,
φαραγγώδης,
Φάσως,132
φάρ,28
28
28 28 φαράγγωσις, 28 φάραγξ, 28 φαράκλα, 128
φάσις,
128, 132
Φάσις,132 φασισμός, φασίστας,
22 22
φασκάς,13
φάλκη,128
φαρδιά,
φάσκελο,
φάλκης,
φάρδος,
128
128
22 22
φαρδουλός,
φαλληφορέω,
128 φαλληφορία, 128 φαλλικός, 128 φαλλίτιδα, 128 φαλλοκράτης, 128 φαλλοκρατία, 128 φαλλός, 128 φαλλωδοί, 128 φαλλωδυνία, 128
φαρδύνω,
φαλός,128
φαρμακάω,
128 128 φανατίζω, 128 φανατικός, 128 φανατισμός, 128 128 φανείος, 128 φανειρός, 128 φανερός, 128 φανερότης, 128 φανερόω, 128 φανέρωμα, 128 Φανερωμένη, 128 φανερώνω, 128 φανέρωσις, 128 φανερωτής, 128
22 22 φαρδύς, 22 φαρέτρα, 31 φαρετριών, 31 φαρικός, 128 φάριο, 128
φάσκος,1Ο1 φάσκω,132 φάσμα,
128
φαρκάζω,31
φασματικός,
φαρκίς,28
φασματο-,
φαρμακάδα,
31 31 φαρμακεία, 31 φαρμακείον, 31 φαρμακερός, 31 φαρμάκευμα, 31 φαρμακεύς, 31 φαρμάκευσις, 31 φαρμακευτής, 31 φαρμακευτική, 31 φαρμακευτικός, 31 φαρμακεύω, 31 φαρμάκι, 31 φαρμακιάρης, 31 φαρμακίλα, 31 φαρμάκιον, 31 φαρμακίτης, 31
128 128 φασολάδα, 96 φασολάκια, 96 φασόλι, 96 φασολιά, 96 φασόλια, 96 φασουλάκια, 96 φασουλής, 96 φασούλι, 96 φασουλιά, 96 φάσσα,14 φάσσαξ,128 φασσοφόνος, φατεώς,132 φατέον,
132
φάτης,132
φατίζω,132 φάτις,132
φαρμακο-,31
Φάτις,132
φαρμακόεις,
φάτισις,
31
φαρμαKoμoύvα,31 φάρμακον,
31
φανή,128
φαρμακοποιός,
φανητία,
φαρμακός,
128 φανητίας, 128
128 128 φασκελώνω, 128 φασκομηλιά, 101 Φασκομηλιά, 101 φασκόμηλο, 101 φασκέλωμα,
φαλλήν,128
φανειά,
φακή,
92 92 φαρυγγίζω, 28, 92 φαρύγεθρον, 92 φαρυγίνδην, 28, 92 φάρυγξ, 28, 92 φάρυγγες,
φασιστόμουτρο,
φανάω,128
φακελώνω,
φαρύγγεθρον,
φαρδένω,22
φαλίσκομαι,
φάκελλος,
φακέλωμα,
113
φάρσος,28
φάρδεμα,
φακέα,128
97 97 97
Φάρσαλα,
φαρδαίνω,
Φανάρων,
φακελώδης,
28, 92, 128
Φάρος,128
φαλίς,128
φανάρων,
φακελόω,97
φάρος,
φαλώς,128
φαω-,128
97 φάκελο, 97 φάκελος, 97
φαρμάσσω,31
128 128 φασιστικός, 128
φαλύνω,128
97
31
φάρμαξις,31
φαράω,28
Φαίνων,128
φάκα,
φαρμάκωμα,
Φαλής,128
φάλος,128
φαώτης,128
31 31 31
φαρμακώδης,
φαράγγι,
φαίνω,
φαώς,128
φαρμάκτρια,
128 φάλαρος, 128 φαληριάω, 128 φαληρικός, 128 Φαληριώτης, 128 Φάληρον, 128
φαλαρός,
φαίνοψ,128
128
31
φαρμάκτης,31
96 132 φασικός, 128 φασίμετρο, 128 φάσιμος, 128 φασίολος, 96
φάος,127
128
φαρμακτήρ,
31 31
31
31
φαρμακοτρίβω,
31
132 92 φατνιακός, 92 φατνιίτιδα, 92 φατνίον, 92 φάτνωμα, 92 φάτνη,
14
128
283 φατνώνω,92
φελλόπους,
φάτνωσις,
92 φατνωτός, 92
φελλός,
φελλώδης, φελόνη,
φεύξιμος,
φατριάρχης,
32 128 φελόνων, 128 φελουριά, 32
φευξείω,14
φατός,94
φευκτικός,
φθογγήεις,
φευκτός,
φθογγήντος,
φάτσα,
φελούχα,30
φέψαλος,
128 128 φενακισμός, 128
129 φεψάλυξ, 129 φέψελος, 129 φηγός, 92 φηληκίζω, 98
φαύζω,127
φέναξ,128
φήληξ,98
φαυλία,122
φένω,94
φηλητεύω,
φαυλίζω,
122 φαύλως, 122 φαυλιστής, 122 φαύλος, 122 φαυλότης, 122 φαυλουργός, 122
φέξη,
129 φέξιμο, 129
φηλητής,98 φηλήτης,98
13 2 132 φθογγής, 132 φθόγγος, 132 φθονερία, 121 φθονερός, 121 φθονέω, 121 φθόνησις, 121 φθονητέον, 121 φθονητικός, 121 φθονητός, 121 φθόνος, 121 φθονώ, 121 φθορά, 121 φθορεύς, 121
φερ-,31
φηλιά,
φθορία,121
Φεραί,
φήλος,98
φθορίασις,
φηλόω,98
φθοριμαίος,
Φεραίος,31
φήλωμα,
φθόρως,121
φαύρος,122
φέραλγος,31
φήλωσις,98
φθορο-,
φαύσιγξ,
φέρασπις,31
φήμα,132
φθόρος,
φαύσις,127
φερβάμων,31
φήμη,
φαύσκω,127
φέρβω,31
φημί,
φερε-,31
φημίζω,132
φι,
Φήμως,132
φιάλη,
φατρία,
90
90 128 φατσάδα, 128 φατσάρω, 128 φάττα,14 φάττιον,
φελώ,
32
32
φεύξις,
48
φενάκη,
127
φαυστήρως,
127
31 31
Φέραι,
14
14
φεψαλόομαι,
φενακίζω,
14
14 14
129
98
24
98
121 121
121 121 φθορώδης, 121
132 132
φθύζω,95
138 7
φαύω,127
φερέγγυος,
φαφλατάδικος,
132 132 φαφλατάρω, 132 φαφλατάς, 132 φαφλατιά, 132 φαφλατίζω, 132
φερεγγυότης,
φήμις,132
φιαλίδιο,
φαφλατάρισμα,
φερεγλαγής,
φήνη,128
φιαλίτης,7
φήρ,25
φιάλλω,45
φηρoΜΑVΉς,25
φιαλόω,7
φθαίρω,121
φιαλώδης,7
φθάνω,
φιαλωτός,
φαψ,14
Φερές,31
φάω,
127 14 φεγγαίος, 129 φεγγαλικά, 129 φεγγαράδα, 129 φεγγαράκι, 129 φεγγαρένιος, 129 φεγγάρι, 129 Φεγγάρι, 129 φεγγαριάζομαι, 129 φεγγάριασμα, 129 φεγγαριάτικος, 129 φεγγαρίζω, 129 φεγγάρων, 129 φεγγαρίσως, 129 φεγγαρο-, 129 φεγγερός, 129 φεγγίτης, 129
Φέρες,31
φέβομαι,
φερετρεύομαι,
15 φθάρσις, 121 φθαρτικός, 121 φθαρτός, 121 φθάσιμο, 15 φθέγγομαι, 132 φθεγκτικός, 132 φθεγκτός, 13 2 φθέγμα,132
φιδιασμένος,
φθέγξις,
φιδίmος,
φεγγο-,129
φερτάζω,31
φθήρων,121
51 51 φιλεύω, 51
φέρτατος,
31 φέρτερος, 31 φερτίκια, 31 φερτός, 31
Φθία,121
φιλέω,51
φθίδως,121
φίλημα,
φθινάς,
φιλητικός,
φέρτρov,31
φθινάω,121
φέρω,
φθινοπωριάτικος,
φεγγοβολέω,
129
φέγγος,
129 φεγγρίζω, 129 φέγγρισμα, 129 φεγγριστός, 129 φέγγω, 129 φεγγώδης, 129 φει, 138 φειδαλφιτέω, 15 Φειδίας, 15 Φειδιππίδης, 15 φείδομαι, 15 φειδός, 15 φειδώ, 15 φειδωλή, 15 φειδωλία, 15 φειδωλός, 15 φείδων, 15 φεισμovή, 15
31
31 31 Φερεκράτης, 31 φέρενα, 31 Φερενίκη, 31 Φερεvτινάτα, 31
31
φερέτριος,
31 φερετρίτης, 31 φερετροφόρος, φέριστος, φέρμα, φερνή,
31
31 31
φερνίζω,31 φερvίov,31 φερνοφόρος, φέρνω,
31
31
Φερρέφαττα, φέρσα,
31
31
Φερσέφασσα,
31 31 31
Φερσέφαττα, Φερσεφόνη, φέρσιμο,
31
φερωνυμέομαι, φερωνυμία,
φελλεύς,32 Φελλεύς,32
φεύζω,14
φελλάτας,
32
φελλεύω,32 φέλλιασμα,
φέλλινος,
32
φευκταίος,
131
φευκτέον, φευκτιάω,
14 14 14
31
7
φιαρός,96 φιαρύνω,96 Φιδάκια,
130
φιδάκνη,41 φιδακνίς,
41 130
φιδένως, φίδι,
132 φθείρ, 121 φθειρίασις, 121 φθειριάω, 121 φθείρω, 121 φθείρων, 121 φθερσι-, 121 φθηναίνω, 121 φθήνια, 121 φθηνο-, 121 φθηνός, 121
130
φιλ-,51 Φιλανδία,
128
φιλάνωρ,51 φιλαράκι,
51 51
φιλαράκος, φιλάω,
φίλεμα,
51 51
φιλήτωρ,51 φιλί,
121
51 51
φιλία,
φθινοπωρινός,
121 121 φθίνουσα, 121 φθινύθω, 121 φθίνω, 121 Φθίος, 121 φθισι-, 121 φθισιάω, 121 φθισικός, 121 φθίσις, 121 φθιτός, 121
φιλιάζω,51
φθινόπωρο,
φίλιασμα,
φθιτόω,121
φιλο-,
φθίω,121
φίλοιφος,
Φθιώτης,
φιλονικία,
121 Φθιώτιδα, 121 Φθιώτις, 121 φθογγάζομαι, 132 φθογγάρων, 132 φθογγέω, 132 φθογγή,132
130
130 φιδο-, 130 φιδωτός, 130 φίκατι, 20
121 φθίνασμα, 121
31
31 φερώνυμο, 11 φερώνυμος, 31 φετινός, 119 φέτος, 119 φεύ, 14 φευγάλα, 14 φευγαλέος, 14 φεύγας, 14 φευγατίζω, 14 φευγάτισμα, 14 φευγάτος, 14 φευγιό, 14 φεύγυδρος, 14 φεύγω, 14
φελάω,48
31
7
51 51 φιλικός, 51 φιλικότης, 51 φιλιαστής,
φιλιόω,51 φιλιτός,51 φίλιωμα, φιλιώνω,
51 51
φίλιωση,51 φιλίωσις,
51
51
96 35 φιλόνικος, 35 φιλονικώ, 35 φιλοξενία, 93 φιλόξενος, 93 φιλοξενώ, 93 φίλος, 51
284 φιλοσοφέω,
φλεβοτομική,
φλούδων,
φοίβος,
φιλοσοφία,
φλεβοτόμος,
φλουδωτός,
Φοίβος,
φλουρί,
φοίνα,24
68 51, 68 φιλοσοφικός, 51 φιλόσοφος, 51, 68 φιλότης, 51 Φιλότι, 51 φιλοτομαρισμός, φιλοτομαριστής,
122 122
φιλόω,51 φίλτρον,
51 32 φιλυρέα, 32 φιλύρινος, 32 φιλύρα,
φιλύριον,32 φιλώ,
51
Φιλώτας,51 Φιλώτεια,
51
φιμόληπτος,
131 131 φλεβώδης, 131 φλεγέθω, 129 φλεγιάω, 129 φλέγμα, 129 φλεγμαίνω, 129 φλέγμανσις, 129 φλεγμασία, 129 φλεγματιαίος, 129 φλεγματίας, 129 φλεγματικός, 129 φλεγματώδης, 129 φλεγμονή, 129 φλεγμός, 129 φλέγος, 129 φλεγύας, 129 φλεγυράς, 129 φλέγω, 129 φλεδονεία, 131 φλεδονεύομαι, 131 φλεδονέω, 131
131 131 141
128 128
φλούς,131
φοινήεις,
φλυ,131
φοινιγμός,
φλύαξ,131
Φοινίκη,94
φλυαρέω,
φοινίκι,
131 φλυάρημα, 131 φλυαρία, 131 φλυαρο-, 131 φλύαρος, 131 φλυαρώ, 131 φλυαρώδης, 131 φλυάσσω, 131 φλυδαρός, 131
94 94
φλυδάω,131
94 94 φοινικιά, 94 φοινικίζω, 94 φοινικικός, 94 φοινικιστής, 94 φοινικοειδής, 94 ΦOινιKOύvιας, 94 Φοινικούς, 94 φοινικώνας, 94
φλυζάκιον,
Φοίνιξ,94
131
Φοινίκι,
φλύζω,131
Φοινίσσω,
φλυηρέω,
131 φλύκταινα, 131
φοινός,94
φλυκταινίδων,
φοιταλέος,
φλέω,131
131 φλυκταινίς, 131 φλυκταινοειδής, 131 φλυκταινόομαι, 131 φλυκτίς, 131
φιν,26
φλέως,131
φλύος,131
φοιτεία,
φινίρω,128
φληδάω,131
φλύσις,131
φοίτης,32
φληναφάω,
φλύω,131
φοίτησις,
φληναφέω,
φλώρι,
φοιτητέον,
129 129 φλογερός, 129 φλογετός, 129 Φλογητά, 129
141 φλωρίον, 141 φλώρος, 141 φοβάμαι, 14 φοβέομαι, 14 φοβέρα, 14 φοβερίζω, 14 φοβέρισμα, 14 φοβερισμός, 14 φοβεροειδής, 14 φοβερόμματος, 14 φοβερός, 14 φοβερόστροφα, 14 φοβερότης, 14 φοβερωπός, 14 φοβεσιστράτη, 14 φοβέστρατος, 14
φλογία,129
φοβέω,14
φόλλις,134
φλογιάω,
φόβημα,
φόλυς,94
φιμός,
17
17
φιμόω,17 φιμώδης,17 φίμωμα,
17 φιμώνω, 17 φίμωσις, 17 φίμωτρο, 17
φίνις,
φλέδων,131 φλεμόνι,
128
Φινλανδία,
128
Φίξ,17 φις,
128
φισκάρω,
134
135
131 131 φληνάφημα, 131 φλήναφος, 131 φλήνος,131
φιστάκιον,96
φληνύω,131
φιστικής,
φλιά,
φιστίκι,
φλίβω,121
96 96 φιστικιά, 96 φίτης, 131 φιτίλι, 129 φιτρός, 131 φίτυ, 131 φίτυς, 131 φιτυστός, 131 φιτύω,131 φκιάνω,130
φκιάρι,
95
φκιασίδι,
130
φκιασιδώνω,
130 φκιαστικά, 130 φκιάχνω, 130 φκιαχτός, 130 φκυάρι, 95 φκυαρίζω, 95 φλαδιάζω, 121
121
φλιδάω,131 φλιδή,131 φλωβατέω, φλίψις,
121
121
φλίω,131 φλόγα,
φλόγεος,
φλανύσσω,131
129 φλογίδων, 129 φλογίζομαι, 129 φλογίζω, 129 φλόγινος, 129 φλογίς, 129 φλόγισμα, 129 φλογιστός, 129 φλογίστρα, 129 φλόγιστρον, 129 φλογίτης, 129 φλογμός, 129
φλάσμα,
φλογο-,129
φλαστός,
φλογόω,129
φλάζω,122 φλαμούρι,
32 φλαμουριά, 32 Φλαμουριά,32
121 121 φλαυρίζω, 122 φλαύρος, 122 φλαυρότης, 122 φλαυρουργός, 122 φλάω,121 φλεβ-,
131 φλέβα, 131 φλεβί, 131 φλεβικός, 131 φλέβων,131 φλεβίσως,
131 131 φλεβίτσα, 131 φλεβο-, 131 φλεβοτμής, 131 φλεβοτομέω, 131 φλεβοτομία, 131 φλεβ ίτις,
φλογώδης,
129 φλόγωμα, 129 φλογώνω, 129 φλογωπός, 129 φλόγωσις, 129 φλοίδα, 131 φλοίδι, 131 φλόίζομαι, 131
14 φοβητέον, 14 φοβητικός, 14 φοβητός, 14 φόβητρον, 14 φοβητσιάρης,
94
φοιτάζω,31
32 32 φοιταλιώτης, 32 φοιτάς, 32 φοιταλιεύς,
φοιτάω,32
32
32 32 φοιτητή ρ, 32 φοιτητήριον,32 φοιτητής,
32 32
φοιτητικός,
φοιτίζω,32 φοίτος,32 φοιτώ,
32 94, 131 φολίδα, 131 φολιδόομαι, 131 φολιδώδης, 131 φολιδωτός, 131 φολίς, 131 φολκός, 128 φολλικώδης, 131 φόλλιξ, 131 φόλα,
φόναξ,94 φονεύς,94 φονεύω,
94
φovή,94
14 14
φονιάς,
94 94
φοβητσιάρικος,
φονικός,
φοβήτωρ,14
φόvιoς,94
φοβία,
14 φοβίζω, 14 φοβισμός, 14 φοβο-, 14 φόβος, 14 φοβούμαι, 14 φοιβάζω, 128 φοιβαίνω, 128
φόνος,
φοιβάς,128
φοράδην,31
φοίβασμα,
φοράω,
128
94
φόvιης,94 φοξ ίνος,
144 144
φοξ ίχειλος, φοξός,144 φοξότης,
144 144
φοξόχειλος, φορά,
31 31
128 φοιβαστικός, 128 φοιβάστρια, 128
φορβαδικός,
φοιβάω,128
φορβάς,31
φλοώω,131
Φοίβεως,
φορβασία,
φλοισμός,
Φοίβη,128
φορβεία,
φοιβητεύω,
φορβή,
φοιβητής,
φορβόν,31
131 φλοίω, 131 φλοιώτις, 131 φλόξ, 129 φλόος,131 φλούδα,
131
φλουδάτος, φλουδερός,
131 131
φοιβαστήρως,
128
128 129 φοιβητός, 129 φοιβήτρια, 129 φοιβήτωρ, 129 φοιβο-., 129 φοιβολάλος, 129
31
φορβαία,31 φορβαίος,
31
31 31 31
φορεία,
31 31 φόρεμα, 31 φορεσιά, 31 φόρετρον, 31 φορείον,
285 φορεύς,
φουρναρόξυλο,
φράττω,1Ο5
φρονηματισμός,
φράτωρ,90
φρόνησις,
φορηδόν,31
135 135 φουρνέλο, 135 Φουρνές, 135
φράτριος,
φουρνάτανο,
φραχτή,1Ο5
φρονιμάδα,
φόρησις,31
Φουρνή,135
φράχτης,
φορητός,
31 φόριγγες, 31
φουρνιά,
φρεάντλης,
φουρνιάρης,
φρέαρ,
φόριμος,31
φουρνίζω,
φρεάρροος,
31
φορεύω,31 φορέω,31
φορίνη,31 φορίνιον,
31
φορινόομαι,
31
Φόρκης,97 Φορκίδες,
97
φορκίς,97 Φόρκος,97 Φόρκυν,97 φόρμα,
31
φορμηδόν,31 φόρμιγξ,31 φορμίζω,31 φορμικτής, φορ μικτός,
31 31
φορμίον,31 φορμίς,31 φορμίσκιον,
31
φορμο-,31
φορμός,31 φορμύνιος,
31
φορο-,31
φορός,31 φόρος,
31
φόρταξ,31 φορτίζω,
31
φορτικεύομαι, φορτικός,
φορτικότης, φορτίον,
31
31 31
31
φορτίς,31 φορτισ μός,
31 φορτιώδης, 31 φορτόω,31 φόρτωμα,
31 φορτώνω, 31 φόρτωσις, 31 φορτωτήρας,
31
135
135 31,135 φούρνισμα, 31, 135 φουρνιστός, 13 5 Φούρνοι, 135 φούρνος, 13 5 φούσκα, 134 φουσκάλα, 134 φουσκαλιάζω, 134 φουσκάλιασμα, 134 φουσκαλίδα, 134 φουσκιάζω, 134 φουσκίζω, 134 φούσκισμα, 134 φουσκο-, 134 φούσκωμα, 134 φουσκώνω, 134 φούσκωση, 134 φουσκωτός, 134 φουσουρίζω, 134 φουσουρώ, 134 φουφού, 134 φουφούλα, 134 φούχτα, 70 φούχταλο, 57 φουχτιά, 70 φουχτιάζω, 70 φούχτωμα, 70 φουχτώνω, 70
31
φραδμοσύνη,
132 132 φράζω, 105, 132 φρακάρισμα, 105 φρακάρω, 105 φράδμων,
φουβού,134
φράκτης,
φουμαδόρος,
134 φούμαρα, 132 φουμάρισμα, 134 φουμαρόλη, 134 φουμαρόλι, 134 φουμάρω, 134 φουμέρνω, 134
φροντίδα,
φρεατορύκτης,
31
Φρεαττώ,31 Φρεατύς,31 Φρεατώ,31 φρεατώδης,
31
φρείαρ,31 φρεναδόρος,
φρενόω,132
φρακτή,1Ο5
φουμάδα,134
φρόνος,132
φρενο-,132
105 104 φραγμίτης, 105 φραγμός, 105 φραγμόω, 105 φραγμών, 104 φράγνυμι, 104 φραδάζω, 132 φραδατήρ, 132
φορώς,31 φουγού,134
31 31 φρεάτιον, 31 φρεάτιος, 31 φρεατίας,
φράγμα,
φραδής,132
φορώ,
φρεατιαίος,
φραγή,
φραδή,132
φορύσσω,31
31
31
φόως,127
φορτωτική,
φορύνω,31
10 5 31
31
φρεάτια,
10 5 φρακτός, 105 φρανίζω, 132 φράξιμον, 105 φρασεολογία,
φρενάρισμα,
φρένωσις,
132
φρενωτήριον,
132
φρέω,31
φρίκια,134
134 134 φρίκιασμα, 134 φρικιασμός, 134 φρικιαστικός, 134 φρικιάω, 134
Φρυγία,134
φρυγίζω, φρυγίνδα,
134 134
φρύγων,134 φρύγως,134
φρικιώ,134
φρυγιστί,
φρικνός,
φρυγίτις,
φρίξ,134 φριξός,134
φουρναρώ,135
φρυάσσω,134
φρικώ,134
φρατορία,
13 5 φουρνάρης, 135
134 134 φρυάζω, 134 φρυακτής, 134 φρυάσσομαι, 134 φρυαγμός,
φρυγία,134
134 134 φρικάζω, 134 φρικαλέος, 134 φρικαλεότης, 134 φρίκη, 134 φριζάρω,
φράτηρ,90
φουρνάκι,
φρυαγματίας,
Φρικίας,
132
φριζάρισμα,
φράστωρ,132
Φουρνά,135
33 33 φρούτσα, 22 φρύαγμα, 134 φρουρώ,
φρικιάζω,
φρην,
φούμισμα,
134 φρικόομαι, 134 φρίκος,134 φρικτός,
φρικώδης,
φράτρα,90
Φρίξος,134
φράτρη,90
φρίσσω,
φρατρία,90
φριχτός,
φρατριάζω,
φροιμιάζομαι,
φρατριακός,
φροιμιαστέον,
90 90 φρατριασμός, 90 φρατριεύς, 90 φρατρίζω, 90 φρατρικός, 90
φρουρός,
134 134 φρυγανιέρα, 134 φρυγανίζομαι, 134 φρυγάνισμα, 134 φρυγανισμός, 134 φρυγανιστήρ, 134 φρύγανον, 134 φρυγείον, 134 φρύγετρον, 134 φρυγεύς, 134
φουμίζω,
90
φρουρίς,33
φρυγανιά,
31
134 134 φρικωδία, 134 φριμαγμός, 134 φριμάσσομαι, 134
132 13 2 φουμιστός, 13 2 φούμο, 134 φούμος, 134 φούντωμα, 131 φουντώνω, 131 Φουντωτό, 131 φουντωτός, 131
132 132 φρόντισις, 132 φρόντισμα, 132 φροντιστέον, 132 φροντιστήρων, 132 φροντιστής, 132 φροντιστικός, 132 φρονώ, 132 φρούδος, 15 φρουμάζω, 134 φρούμασμα, 134 φρουρά, 33 φρουραρχείον, 33 φρούραρχος, 33 φρουρεύω, 33 φρούριον, 33 φροντίς,
φρυάττω,
φρεωρύχος,
132 φρασεολογικός, 132 φράσις, 132 φράσσω, 104 φραστέον, 132 φραστήρ, 132 φράστης, 132 φραστικός, 132
φουμιά,132
132 132
132 132 φρονιματίζω, 132 φρονιμεύομαι, 132 φρονιμεύω, 132 φρονιμίτης, 132 φρόνιμος, 132 φρονιμότης, 132 φρόνις, 132
132 132 φρεναριστός, 132 φρενάρω, 132 φρένες, 132 φρενήρης, 132 φρένησις, 132 φρενητίασις, 132 φρενιάζω, 132 φρένιασμα, 132 φρενικός, 132 φρενιτιάω, 132 φρενίτιδα, 132 φρενιτίζω, 132 φρενιτικός, 132 φρενίτις, 13 2 φρενιτισμός, 132
φορτωτής,
31 31 φορτωτικός, 31 φορυκτός, 31
φρονηματίζομαι,
90
134 134 45 45
134 134 φρυγμός, 134 φρύγω, 134 φρυδάς, 30 φρύδι, 30 φρυκτά, 134 φρυκτεύω, 134 φρυκτοί, 134 φρυκτός, 134 φρυκτωρέω, 134 φρυκτώρημα, 134 φρυκτώρησις, 134 φρυκτωρία, 134 φρυκτώρων, 134 φρυκτωρός, 134
φρονέω,132
φρύνη,78
φρόνημα,
132
φρύνιον, 78
φρονηματίας,
Φρυνίχειος,
132 φρονηματιάω, 132
Φρύνιχος,
78 78
286 φΡυνοειδής, φρύνος,
78
φτωχός,
φυλακώνω,
91
φτωχούλης,
78
Φρυνώνδας,
φύλαξ,
91
φυγαδευτήριον,
φυλάττω,53
φυγαδευτικός,
φυλαχτής,
14 14 φύξιος, 14 φυξίπολις, 14 φύξις, 14 φύρα, 132 φυράδην, 132 φυραίνω, 132 φύραμα, 132 φύρασις, 132 φυράτης, 132
φυλαχτικός,
φυράω,132
φτωχούτσικος, φυ,134
φύλαξις,
Φρυξ,134
φυά,130
φυλαρχέω,
φρύξις,134
φυάς,130
φυλάρχης,
φταίξιμο,
φυγ-,
φύγαδε,
φταίσμα,
95 φταίχτης, 95 φταίω, 95 φτάνω, 15 φτάρισμα, 130 φταρμίζω, 130 φταρμός, 130 φταΡVΊΖoμαι, 91 φτάρνισμα, 91 φτάσιμο, 15 φτασμένος, 15
φυγαδεία,
φτεληά,95
φύγδα,
φτελιά,
φυγή,
φτέρα,95 φτέρη,
95
φτεριάζω,
95 φτέριασμα, 95 φτέρινος, 95 φτέρνα, 15 φτεΡVΊΖoμαι, 91 φτέρνισμα, 91 φτερό, 95
91
14 14 φυγαδείον, 14 14 14
φυγαδεύω,
14 φυγαδίας, 14 φυγαδικός, 14 φυγάδις, 14 φυγαδοθήρας, φυγάς,
φυλάξιμος,
53
53
131 131 φυλαρχία, 131 φύλαρχος, 131 Φυλάσως, 131 φυλάσσω, 53
14
φταιρvίζoμαι,91
95
φύξιμος,14 φυξίνος,
78 Φρυνώνδειος, 78
95
53
53
14
14
φυγγάνω,14
14 14 φύγιμον, 14 φυγο-, 14 φύζα, 14 φυζακινός, 14 φυζαλέος, 14
53 53 φυλαχτό, 53 φυλάχτρα, 53 φυλάω, 53 φυλετεύω, 131 φυλέτης, 131 φυλετικός, 131 φυλετικότης, 131 φυλέτις, 131 φυλή, 131
132
φύρμα,132 φυρμός,132 φυρο-,132 φυρός,
132 132
φύρσιμος,
φύρσις,132 φύρτης,132 φυρτός,132 φύρω,131
φύλως,131
φύσα,
φυλλ-,131
φυσαλέος,
Φύλλα,131
φυσαλλίδα,
φυλλάδα,
φυζηλός,
φυλλάδων,
131 131
134
134 134 φυσαλλίς, 134 φύσαλος, 134
φυλλάζω,131
φυσάρων,134
φύη,130
φυλλαράκι,
φυσασμός,
φτερό-,95
φυίη,130
φυλλάριον,
φτερούγα,
φυίω,130
φτερουγίζω,
φυκάρων,
95 95 φτερούγισμα, 95 φτερουγώ, 95 φτέρωμα, 95 φτερώνω, 95 φτερωτός, 95 φτηνεύω, 121 φτήνια, 121 φτηνο-, 121 φτηνός, 121 φτιαγμένος, 130 φτιάνω, 130 φτιάξιμο, 130 φτιασίδι, 130 φτιασιδού, 130 φτιασίδωμα, 130 φτιασιδώνω, 130 φτιάσιμο, 130 φτιαστικά, 130 φτιαστός, 130 φτιάχνω, 130 φτιαχτικά, 130 φτιαχτός, 130
φύζηλος,
φύρδην,
Φυλή,131
φυζάνω,14
14 14
φύξιον,
φυλλάς,131
130
φύκως,130 φυκίς,
130 130 φυκιώδης, 130
φυλλίς,131
φυκίτις,
φύλλισις,
φυκο-,130
φυλλο-,131
φυκόεις,
Φύλλο,131
φύκος,
φύλλον,
φύκι,
φύλλιασμα,
130
φυκιά,130 φυκιασίδι,
130
φυκω-,130 φυκίον,130
130 130
φυλλώδης,
130
φύλακας,
131 131 φύλλωμα, 131 φυλλωσιά, 131 φυλλωτός, 131 φύλο, 131
φυλάκεια,
φυλοβασιλεύς,
φύκωμα,130
φύλαγμα,
53 53
φυλάγω,
φυλάζω,131
φυλακή,
53
Φυλακή,53
φτουρώ,
15 95 φτυαριά, 95 φτυαρίζω, 95 φτύμα, 95 φτύνω, 95 φτυσιά, 95 φτύσιμο, 95 φτυστήρι, 95 φτυστός, 95
φυλακίζω,
φτυάρι,
φυλακικός,
φτώ,95
φυλακτήρας,
φτωχαδάΚΙ,
91 φτωχαίνω, 91 φτώχεια, 91 φτώχεση,91 φτωχεύω,91 φτωχικός,
91
φτωχο-,91
131
φυκώδης,
φυλακέω,53
15
131 131
φυλλόω,131
φτόνος,
φτου ραίνω,
φυλλίτης,
φυκόω,130
φτονάω,121 φτονώ,121
φυλλείον,
131 131 φυλλιάω, 131 φυλλίζω, 131 φυλλικός, 131 φυλλίνης, 131 φύλλινος, 131 φύλλων, 131
φύκης,130
53 53 φυλακείον, 53 φυλακεύς, 53
121
131 131
53 53 φυλάκιον, 53 φυλακίς, 53 φυλάκισμα,53 φυλάκισσα,
53 53 53
φυλακιστής, φυλακίτης,
φύλακος,53 φυλακτήρ,
53
53 φυλακτηρία, 53 φυλακτήριον, 53 φυλάκτης, 53 φυλακτικός, 53 φυλακτόν, 53 φυλάκτωρ, 53 φυλάκωμα, 53
φυλλώδω,
134 134 φύσει, 131 φυσείδων, 131 φυσερό, 134 φυσάω,
φυσέω,134 φυσηλάτης,
134 134 φυσημάτων, 134 φύσησις, 134 φυσητέον, 134 φυσητήρ, 134 φυσητήρων, 134 φυσητής, 134 φυσητικός, 134 φυσητός, 134 φυσήτωρ, 134 φυσι-, 131 φυσίασμα, 134 φυσιασμός, 134 φύσημα,
φυσιάω,134 φύσιγγα, φυσίγγη, φυσίγγι,
128 128 128
131 φυλογένεια, 131 φυλογένεσις, 131 φυλογενετικός, 131 φυλογονία, 131 φυλογονικός, 131 φυλογόνος, 131 φυλοκρινέω, 131 φυλοκρίνησις, 131 φύλον, 131 φύμα, 131 φυματίας, 131 φυματικός, 131 φυμάτων, 131 φυματίωσις, 131 φυματολογία, 131 φυματολόγος, 131 φυματόομαι, 131 φυματώδης, 131
φυσιγγόομαι,
φυξ,14
φυσόομαι,
φύσιγξ,
φυσίκευμα, φυσική,
131 131 φύσιμος, 131 φυσικός,
φυσω-,131 φυσωδίφης,
131 131, 134 φύσις, 131 φυσίφρων, 134 φυσίωμα, 131 φυσίωσις, 131, 134 φυσώω,
φύσκη,134 φυσκών,134 φύσκων,134 φυσο-,134 φυσοειδής, φυσώ,
φυξήλιος,
φυσώδης,
φύξηλις,14 φυξίμηλα,
14
131 131
φυσικεύομαι,
φυξάνωρ,14
14
128
128
134 134
134
134 134 φυταγωγέω, 131 φύσωσις,
287 φυταλιά,
131
φώνημα,
Χαιρεθιανά,
χαλεπός,
φώνησις,
χαιρεκακέω,
χαλεπότης,
φυτάς,131
132 132 φωνητής, 132 φωνητική, 13 2 φωνητικός, 13 2 φωνητός, 13 2
φυτεία,
131 131 φύτευσις, 131 φυτευτής, 131 φυτευτικός, 131 φυτευτός, 131 φυτεύω, 131 φυτηκομέω, 131 φυτηκομία, 131 φυτηκόμος, 131 φυτικός, 131
φωνο-,132
φύτευμα,
φώνος,132
φύτως,131
φώριος,32
φύτλη,131
φώρος,32
φύτλον,
φώρτατος,
φυτο-,
φως,
φυταλίζω,131 φυτάλιμος,
131 131 131
φυτάλως, φυτάρων,
131 131 φυτό, 131 φυτόν, 131 φυτουργός, φύτρα,
φωρά,
32
φωρατικός,32 φωρατός,32 φωράω,32 φωριαμός,
32
φωριάω,32 φωρίδιος,
32
φώριov,32
32 127, 131
φώσκω,129 φωστήρ,129
131
φωσφορέω, φωσφορία,
131
φυτρόομαι, φυτών,
φώρ,32
131
φωσφόρια,
φωσφόρων,129
131
φύτωρ,131
φωσφόρος,
φυτώρων,
φώσφορος,
φύω,
129 129 129
131
φώτα,
130
129 129
139 139 χαλεπτύς, 139 χαλέπτω, 139 χαλεπώς, 139 χαλευτής, 141 χαλεύτρα, 141 χαλεύω,141
χαλί, χάλι,
88 139
χαλία,139 χάλια,
139 139 Χαλίκι, 139 χαλίκι,
χαλικο,139 χαλικολόγος, χαλικώδης,
χαλαζαίος,
139 139 χαλικώνω, 139 χαλίκωσις, 139 χαλικωτός, 139 χαλιναγωγέω, 142 χαλιναγωγώ, 142 χαλινάρι, 142 χαλινός, 142 χαλινόω, 142 χαλινώνω, 142 χαλίνωσις, 142 χαλινωτήρια, 142
χαλαζάω,
χάλιξ,139
χάλαζα,139
χαλίκωμα,
Φωτάδα,129
φώκαινα,85
φωταψία,
χαλάζω,139
Φωκάρχης,
φωτάω,129
χαλάζων,
Φωτεινή,
χαλάζως,
φωκίς,85
129 Φωτεινό, 129 φωτεινός, 129 φωτεινότης, 129 φωτερός, 129
Φωκίς,85
φωτεύω,131
χαλαζόπληκτος,
χαλκή,139
φώκος,85
φώτησις,
χαλαζόπτωσις,
Χάλκη,
φωταγώγησις,
Φωκαιεύς,85
129 φωταγωγία, 129 φωταγωγικός, 129 φωταγώγων, 129 φωταγωγός, 129 φωταγωγώ, 129
Φωκαιίς,85
φώγω,129
φώζω,129 Φωκαεύς,85 Φώκαια,85
Φωκεύς,
85
85
φώκη,85 Φωκίδα,
85
Φωκικός,85
φωκτός,129
129
129 φωτιά, 129 φωτίζω, 129 φώτισμα, 129 φωτισμός, 129 φωτιστής, 129 φωτιστικός, 129 φωτο-, 129
χαλκ-,139 χαλκεία,
139 139 χαλαζιώδης, 139 χαλαζο-, 139 Χαλαζόνι, 139 χαλαζόομαι, 139 139 139
χαλάζωμα,
φώλευσις,
φώψ,129
φωλεύω,
χάβω,
φωλάς,129 φωλέα,129 φωλεία,129 φωλεός,
129
φώλευμα,129
129 129
139 139 χάλκεως, 139 χαλκεο-, 139 χάλκεος, 139 χάλκευμα, 139 χαλκεύς, 139 χάλκευσις, 139 χαλκείον,
139 χαλάζωσις, 139 χαλαίνω, 139 χαλάλι, 139 χαλαλίζω, 139 Χαλάνδρι, 139 Χαλανδρίτσα, 139 χαλαρά, 139
φωλάζω,129
χαλκευτήρων, χαλκευτός,
χαλκεών,139
139
χαλκηδόνων,
139 139 Χαλκηδών, 139 χαλκήεις, 139 χαλκήιον, 139 χαλκήιος, 139 χαλκήλατος, 139 χαλκήρης, 139 χαλκηδών,
Χάλαρα,139
χαλκι-,139
χάδαν,139
χαλαράδα,
Χαλκιάδες,
φωλητήρ,
χάδεμα,
χάλαρο,139
129 φωλητήρων, 129 φώλι, 129 φωλιά, 129 φωλιάζω, 129 φώλιασμα, 129
21
χαδεύω,21
χαλαρός,
χάδην,139
χαλαρότης,
χάδι,
21
χαδιάρης,
φωλίς,129
21 21 χάζομαι, 89 χriζoμάρα, 21
φωλίτσα,
χriζός,21
φωλίον,129
129
χriζoλπyώ,
φωναγωγός,132
χάζω,89
φωνακλάς,
χαϊδεμένος,
φωνάρα,
χαϊδευτικος,
132 132
φωνασκέω,132
χαϊδεύω,
φωνασκία,
χάϊδι,
132
21
21
φωνασκός,132
χαϊδιάρης,
φωναχτά,
132 φωναχτός, 132
χαίνω,
φωνέω,132
χαίος,58
φωνή,
132 φωνήεν, 132 φωνήεντα, 132
21 21
21 139
χαίον,58 χάϊος,88 χαίραθλος, χαίρε,
138
138
139
139 139 χαλαρώνω, 139 χαλάρωσις, 139 χαλαρωτικός, 139 χάλασις, 139 χάλασμα, 139 χαλασμάτων, 139 χαλασμένος, 139 χαλασμός, 139 χαλαστήρια, 139 χαλαστής, 139 χαλαστικός, 139 χαλαστόν, 139 χαλάστρα, 139 Χαλάστρα, 139 Χαλαστραίος, 139 χαλάω, 139 χαλεπαίνω, 139 χαλεπήρης, 139
139 139 139
χαλκευτικός,
φωλέω,129
140
139
χαλικώ,139
139 139 χαλαζεπής, 139 χαλαζηδόν, 139 χαλαζήεις, 139 χαλάζι, 139 χαλαζιάζω, 139 χαλαζίας, 139
φωγνύω,129
129
138 138 χαιρεκακία, 138 χαιρέκακος, 138 χαιρετάω, 138 χαίρετε, 138 χαιρέτημα, 138 χαιρετίζω, 138 χαιρέτισμα, 138 χαιρετισμός, 138 χαιρετιστήριος, 138 χαιρετούρα, 138 χαιρετώ, 138 χαιρηδόν, 138 Χαιρημόνως, 138 χαιρησιφονέω, 138 χαίρομαι, 138 χαιροσύνη, 138 χαίρω, 138 Χαιρώνεια, 138 χαίτη, 149 χαιτήεις, 149 χαιτοπώγων, 149 χαιτοπώγωνας, 149 χαιτόσπαιρμον, 149 χαίτωμα, 149 χαλάβρα, 139 χαλαβρώνω, 139
139 139 χαλκιάς, 139 Χαλκιάς, 139 Χαλκιδαϊκός, 139 χαλκιδεύς, 139 Χαλκιδιακός, 139 Χαλκιδίζω, 139 Χαλκιδική, 139 Χαλκιδικιώτης, 139 χαλκίδων, 139 χαλκιδίτις, 139 Χαλκιδιώτης, 139 χαλκίζω, 139 χαλκίναος, 139 χαλκίνδα, 139 χάλκινος, 139 χαλκίον, 139 χαλκισμός, 139 χαλκίαν,
χαλκο-,139 χαλκόπτης, χαλκός,
139
139
288 χαλκουργείον, χαλκούς,
139
χαρά, Χαρά,
139
138 138
χαλκόω,139
χαράγγελος,
χάλκωμα,
χαραγή,
139 χαλκώματα, 139 χαλκώνητος, 139 χαλκωρυχείον, 139 χαλνάω,139 χαλνώ,
139 139 χαλυβδικός, 139 χαλύβδινος, 139 χαλυβδώνω, 139 χαλύβδωσις, 139 χαλυβηίς, 139 χαλυβικός, 139 χαλυβο-, 139 χαλυβουργείο, 139 χαλυβουργία, 139 χαλύβωσις, 139 χάλυβας,
138 143 χάραγμα, 143 χαράγματα, 143 χαράδρα, 143 χαραδραίος, 143 χαράδρεων, 143 χαραδρεών, 143 χαράδρη, 143 χαραδρήεις, 143 χαράδρων, 143 χαραδρώς, 143 χαραδρόομαι, 143 χάραδρος, 143 Χάραδρος, 143 χαραδρώδης, 143
χαμηλός,
88
χαμηλούτσικος,
88
χαμήλωμα,
88 χαμηλώνω, 88 χαμηλώς, 88 χαμήλωσις, 88 χαμίτις,88 χαμο-,88
χαμογέλασμα,
88 χαμογελαστός, 88 χαμογέλιο, 88 χαμόγελο, 88 χαμογελώ, 88 χαμόθεv,88 χαμός,
58, 139 88 χαμπηλός, 88 χαμψί, 140 χάμω, 88 χαμούρα,
χάν,139
143
143 χαρακτηρικός, 143 χαρακτήρων, 143 χαρακτήρισμα, 143 χαρακτηρισμός, 143 χαρακτηριστικός, 143 χαράκτης, 143 χαρακτός, 143 χαρακώματα, 143 χαρακώνω, 143 χαράκωσις, 143 Χαράλαμπος, 138 χαράματα, 143 χάραξ, 143 χαραξίποντος, 143 χάραξις, 143 χαράσσω, 143 χαράττω, 143 χαραυγή, 143 Χαραυγή, 143 χάρβαλο, 139 χάρη, 138 χαρητήσια, 138 χαρι-, 138 Χάρια,138 χαρίεις,
13 8 χαριεντής, 138 χαριεντίζομαι,
χανδάνω,
χαριέντισμα,
Χάνδαξ,
χανδόν,139 χανδοπότης,
139
χανδός,
139 χάνδρα, 139 χάνι, 88 χάννη,139 χάννος,
139 139 χάνος, 139 χαντάκι, 139 χάνομαι,
χαντάκωμα, χαντακώνω, χάντρα,
139 139
139
χανύσσω,139 χανύω,139 χάνω,
139
χανών,139
χαός,
88 χάος, 139 χαόω,139
χάσμη,139 χάσμημα, χάσμησις,
139 139
χασμός,139
χαροκόπι,
Χάνδακας,
139 139 139
139 139 χασμάδα, 139 χασμάομαι, 139 χασμάτια, 139 χασματίας, 139 χασματικός, 139 χασμέομαι, 139 χάσμα,
χαροκοπείο,
χαρακτηρίζω,
χαμηλο-,88
138 138 χαρμοσύνη, 138 χαρμόσυνος, 138 χαρμπόλα, 139 χαρμπολιάρης, 139 χαρμονικός,
χάσκω,
χαρακίζω,
χαρακτήρ,
88 χαμένος, 139 χαμέρπεια, 88 χαμερπής, 88 χαμερπώς, 88
χαρμονή,
139 139
χαρακίας,
χαμαί,
χαμάνδις,
138
χαρμο-,138
χασκογελώ,
χασμουρητό,
χαρακόω,143
88
Χαρμίδης,
139
χασκογελάω,
χασμούρημα,
χαμαι-,88
χαμάδις,88
χάρμη,138
χάσκας,
139
χαροκοπάω,138
χαμάθεν,88
139
χαμ-,88
χάσκαξ,139
138 13 8 χαριτομένος, 138 χαριτόω, 138 χαριτώνυμος, 138 χαριτώνω, 138 χάρμα, 138 Χάρμα, 138
χαράδρωμα,143
χαμάζε,88
χαλώ,
χασκάζω,
χαριτόεις,
χαρο-,138
143 143 χαράκων, 143 χαρακισμός, 143 χαρακίτης, 143 χαρακο-, 143
χάλυψ,139
χαριτο-,
138 138 χαριεντισμός, 138 χαριεντότης, 138 χαριέντως, 138 χαριεργός, 138 χαρίζομαι, 138 Χαρίλαος, 138 χάριν, 138 χαρίνος, 138 χάρις, 138 χαρίσιος, 138 χάρισμα, 138 χαρισμός, 138 χαριστείον, 138 χαριστέον, 138 χαριστήρως, 138 χαρίστια, 138 χαριστικός, 138 χαριστίων, 138 χάριτερ, 138 Χάριτες, 138 χαριτία, 138
138 138 χαροκοπιά, 138 χαροκοπίστρα, 138 χαροκόπος, 138 Χαροκόπος, 138 χαροκοπώ, 138 Χαρονίται, 138 Χάροντας, 142 Χαροπό,138
138 138 Χάρος, 142 χαρούδια, 138 χαρούμενος, 138 χαροπότης,
χάροψ,138 χάρτα,
148 148
χαρταετός,
χασο-.,139 χασομεράω,
139 139 χασομέρι, 139 χασομερώ, 139 χασούρα, 139 χασοφεγγαριά, 139 χαστούκι, 141 χαστουκιά, 141 χαστουκίζω, 141 χασομέρης,
χαροπός,
χαρτ-,
139 139 χασμουριάρης, 139 χασμουριέμαι, 139 χασμωδέω, 139 χασμώδης, 139 χασμωδία, 139 χασμωδιώδης, 139 χασμώμαι, 139
χατεύω,139 χατέω,139
148
χαρταποθήκη,
148
χαρτάρων,
χατίζω,139
148 χαρτάρως, 148 χαρτένιος, 148 χάρτη, 148 χαρτηρία, 148 χάρτης, 148 χαρτήσιον, 148 χαρτί, 148 χαρτιάτικα, 148 χαρτίδων, 148 χαρτικά, 148 χαρτικός, 148 χάρτινος, 148 χαρτίον, 148 χαρτο-, 148 χαρτοθέσων, 148 χαρτοθήκη, 148 χαρτόνι, 148 χαρτός, 138 χαρτούρα, 148 χάρτωμα, 148 χαρτώνω, 148 χαρτώπης, 138 χαρτωσιά, 148 Χάρυβδη, 142
χατίρι,
Χαρυβδηδόν,142
χέδροψ,148
Χαρυβδίζω,
142 Χάρυβδις, 142 χάρων, 138 Χάρων, 138, 142
χέδρωψ,148
Χαρώνεως,142
χεζού,
139
χάτις,139 χαυλώδοντας, χαυλώδους,
χαύναξ,
140 140 χαυνο-, 140 χαύνος, 139 χαυνότης, 140 χαυνιάζω,
χαυνόω,140 χαύνωμα,
χαυνώνες,39 χαύνωσις,
χάφτας,140 χάφτης,
140 140 χάφτω, 140 χαχανίζω, 139 χαψί, 140 χαψιά, 140 χαώδης, 139 χεδροπά, 148 χεδροπώδης, 148 χάφτισσα,
χεζάς, χέζας,
148 148
χεζητιών,
χάση,
χειλαράς,
χαρωπός,
139 139
χάσιμο,
χάσιος,88
140 140
χαυνωτικός,
χάρωψ,138
138 142 138
Χαρωνίται,
140
χαυνών,140
148 χέζω, 148 χει, 149 χεία, 140 χείη, 140
Χαρώνιος,
136 136
148
140 140 χειλεο-, 140 χειλάς,
289 χειρότονος,
χερσεύω,60
χηραμός,
140 χειλίνος, 140 χειλίτις, 140 χειλο-, 140 χείλος, 140 χειλούσα, 140
χειροτονώ,
χέρσινος,
χηραμύς,
χερσόω,60
χήραψ,140
χειρόω,141
χέρσωμα,60
χηρεία,
χειλόω,140
χείρωμα,
χερσώνω,
60 χέρσωσις, 60 χερύδων, 141
χήρεως,147
χείλι,
140
χειλικός,
χείλωμα, χείλωνας,
140 140
141 141 χειρούμαι, 141 χειρουργέω, 141 χειρουργία, 141 χειρουργός, 141 141 χείρων, 141 Χείρων, 141
60 60
Χέρσο,
χερσόνησος, χέρσος,
140 140
χηραμών,140 χήρανδρος,
60
147
χήρευμα,
147 147 147
χήρευσις,
χείμα,148
χειρωνάκτης,
χεσάς,148
χηρεύω,
χειμαδεύω,
148 χειμαδίζω, 148 χειμαδιό, 148 χειμάδιον, 148 χειμάζω, 148 χειμαίνω, 148 χειμάμυνα, 148 χείμαρος, 148 Χειμάρρα, 148 χειμαρρικός, 148 χειμάρροος, 148 χείμαρρος, 148 Χείμαρρος, 148 χειμαρρώδης, 148 χειμάς, 148 χειμασία, 148 χειμασκέω, 148 χείμαστρον, 148 χειματικός, 148
χειρωνακτικός,
χεσείω,
χήρη,147
χειρώναξ,
χέσιμο,
141 141
141 χειρωναξία, 141 Χειρώνως, 141 Χειρωνίς, 141
147 147
χηρανεία,
60
148 148
χηρικός,
147
χηρώς,147
χείω,148
148 χεστέας, 148 χέστης, 148 χέστρα, 148
χέλι,
χεύμα,148
χηρόω,147
χελιδόνεως,
138 13 8 χελιδόνι, 13 8 χελιδονίας, 13 8 χελιδονιδεύς, 138 χελιδονίζω, 138 χελιδόνων, 138 χελιδόνως, 138 χελιδονίς, 13 8 χελιδόνισμα, 13 8 χελιδονίσματα, 13 8 χελιδών, 138
χέω,
χήρωσις,
χελιδόνεος,
χηβάδα,
χηληφόρος,
χέλλος,140
χήλινος,
χθεσινός,
χειμέθλη,
χελλύσσομαι,
140 140 χηλίον, 140 χηλοειδής, 140 χηλόποδα, 140
χθές,93
χειμάω,148
148 χειμέρας, 148 χειμερία, 148 χειμερίζω, 148 χειμερινός, 148 χειμέρως, 148 χείμερος, 148 χειμέτλη, 148 χειμετλιάω, 148 χείμετλον, 148 χειμευτής, 148 χειμέω, 148
140
140
χελλών,140
χέλυδρος,
63
χελύκλονος,
χεσιφονέω,
147 147 139
χηρωσταί, χητεία,
χητίζω,139 χήτις,
139 139
χήτος,
χητοσύνη,
139 88 χθαμαλός, 88 χθαμαλότης, 88 χθαμαλόω, 88 χθαμαλο-,
χηλεύω,140
140
93
χθιζά,93 χθιζινός,
93
χθιζός,93
χηλός,140
χθισδός,93
χέλυμνα,63
χηλόω,140
χθovήρης,
χελύνη,140
χήλωμα,140
χθόνιος,
χελύvιoν,
χηλώτων,
χθονο-,88
χελυνοίδης,
χημεία,
63
63, 140 140 χέλυον, 63 χελυοσσός, 63
140 148
χθών,88 χι,
χημείον,
χίασμα,149
χείμη,148
χέλυσμα,63
χήμη,140
χειμιέω,
χελύσσομαι,
140 χελύσσω, 140 χελύτις, 140
χημία,148
χελών,140
χημωσύνθεσις,
χελ!nνα,
63 χελ!nνη, 63 χελωνία, 63 χελωνιάς, 63 χελ!nνιov, 63
χήμωσις,
χελωνίς,63
χήνεως,139
χελωνίτις,
χηνέλωψ,
χημικο-, χημικός,
χήνα,
148
140
139
χηναλώπης,
139 139 139
χελωνός,63
χήνεος,139
χέρα,
χηνέρως,
141 141
149 149 χιαστός, 149 χιδρίας, 148 χίδρον, 148 χιλαίνω, 141 χιλι-, 111 χιλιάδα, 111 χιλιάς, 111 χιλια-, 111 χίλιαι, 111 χιλίωρος, 111 χίμαιρα, 39 χιμαίριας, 39 χιμαιρίς, 39 Χιμάρα, 148 χιαστέον,
148 148
χηνάρων,
149
χιασμός,
χήν,139
63
88 88
χημεω-,148
χελύσκων,140
χέλυς,63
147
χηροτροφείον,
140 χηλαμός, 140 χηλάξ, 140 χήλαργος, 140 χήλευμα, 140 χήλευσις, 140 χηλευτής, 140 χηλευτός, 140 χηλή,
147
χηροσύνη,
148
148 χημευτής, 148 χημευτικά, 148
148 χειμο-, 148 χειμοθνής, 148 χειμών, 148 χειμώνας, 148 χειμωνιά, 148 χειμώνιασμα, 148 χειμωνο-, 148 χειμωνόπουλο, 148 χειρ, 141 χειρ-, 141 χειράγρα, 141 χειράς, 141 χειράφετος, 141 χειραψία, 141 χειρείων, 141 χειριάω, 141 χειρίδων, 141 χειρίζω, 141 χείριξις, 141 χειρίς, 141 χείρισμα, 141 χειρισμός, 141 χειριστεύω, 141 χείριστος, 141 χειριστότερος, 141 χειρίστως, 141 χειρο-, 141 χειρότερος, 141 χειροτονητής, 141 χειροτονητός, 141 χειροτονητώς, 141 χειροτονία, 141
χήρος,
139
χερέα,
χήνημα,139
χίμαρος,39
χερήων,141
χηνιδεύς,
χιμέθλη,
χεριάρης,
139 χηνιδής, 139 χηνίζω, 139 χηνίον, 139
χερνής,
χήνως,139
148 148 χιμετλιάω, 148 χίμετλον, 148 χιμώ, 148
χηνίσκος,
Χώνα,148
χέρι,
141 χεριά, 141 141 141 χερνήτης, 141 χερνήτωρ, 141 χερνιβείον, 141 χέρνιβον, 141 χέρνιμμα, 141 χερνίπτομαι, 141 χέρνιπτον, 141
χηνο-,
139
139
χηνυστεύω,
χιμέτλη,
Χωνάτα,148
139 χηνύστρα, 139 χηνυστράομαι, 139
ΧωνάΤο,148
χηνώ,139
χώνι,
χηνώδης,
139
χωνάτος,
148
χώνεος,148
148 148
χωνιά,
χέρνιψ,141
χήρ,
χερο-,
χήρα,
χωνίδα,148
χηράζω,147
χωνιένιος,
χηράμβη,
χωνίζω,148
141
χερρόνησος, χέρρος,60 χερσάδα, χερσαίος,
60 60
χερσεία,60
60
145 147
140, 147 χηραμίς, 140 χηραμοδύτης, 140 χηραμόθεν, 140
χωνιάς,148
χωνικός, χώνινος,
148
148 148
χώνων,148
147
290 χιόνισμα,
χλοώομαι,
χοιριάω,54
χόρευσις,
ΧWνισμός,
χλόισμα,
χοιρίνη,54
χορευτής,
148 148 ΧWνιστής, 148 ΧWνίστρα, 148 ΧWνo-, 148 ΧWνόεις, 148 ΧWνόoμαι, 148 Χωνοχώρι, 148 ΧWνώδης, 148 ΧWνωπός, 148 χιτών,40 χιτωνάριov,
40
Χιτώνη,40 χιτωνία,40 χιτωνίζω,
40 40
χιτώνιov,
χιτωνισκάριov, χιτωνίσκιov, χιτωνίσκος, χιών,
40
40 40
141 141 χλομάδα, 141 χλομιάζω, 141 χλόμιασμα, 141 χλομός, 141 χλοο-, 141 χλόος, 141 χλουνάζω, 141 χλούνεως, 141 χλούνης, 141 χλουνός, 141 χλουρασία, 141 χλούς, 141 χλοώδης, 141 χλωράδα, 141 χλωράζω, 141 χλωραίνομαι, 141 χλωράς,141 χλώρασμα,
148
χλωραύχην,
χλαίνα,
χλωράω,141
40 40
χλαινίζω,
χλωρεύς,
χλαινόω,40
χλωρηίς,
χλαίνωμα,40 χλαμύδα,
40 χλανίδιov, 40
χοιρόθλιψ, χοίρος,
54
54
χοιροστάσιο, χολαγωγός,
54 141
χολαίος,
141 141 142
χόλαπτος, χολάς,
χολάω,141 χολέρα,
141 141 χολερικός, 141 χολερώδης, 142 χολεριάω,
χολέω,142 χολή,
141
χοληγός,
142 142 χολημεσία, 142 χολημετέω, 142 χολίκιον, 142 χολικός, 142 χόλιξ, 142 χοληδόχος,
141 141
χλάδω,139
χοιρο-,54
141 141 χλωρίασις, 141 χλωριάω, 141 χλωρίδα, 141 χλωρίζω, 141 χλωρικός, 141 χλωρίνη, 141
χόλων,142 χόλως,142 χολο-,
χλανίσκιov,40
χλώρων,141
χλανίσκος,
χλωρωύχος,
142 142 χολοι-, 142 χολόομαι, 142 χόλος, 141 χολωμένος, 142
χλωρίς,
χονδράκανθος,
χλαvιδoπoιία,
40 χλαvιδoψyία, 40 χλανίς,40
40
χλαρός,139
χλεμερός,40 χλευάζω,
140
χλεύαξ,140 χλευασία,
140 140 χλευασμός, 140 χλευαστής, 140 χλευαστικός, 140 χλεύη, 140 χλεύμενος, 140 χλεύασμα,
141 141 χλωρίτις, 141 χλωρίων, 141 χλωρο-, 141 χλωροειδής, 141 χλωρός, 141 χλωρότης, 141 χλώρωμα, 141 ΧVάρι, 46 ΧVαύμα, 39 χvαυρός,39
χλιαίνω,40
χvαυσΤΙKός,39
χλίανσις,
40 χλιαρός, 40 χλιαρότης, 40
χvαύω,39
χλιαρώς,40
χvoάω,39
χλίασμα,
χvόη,39
40
χλιάω,40 χλιδανός,
χλιδάω,40 χλιδένομαι, χλιδή,
χvoάζω,39
39
χvoίη,39 χvόϊoς,39
40
χvόoς,39 χvoύδι,
40
χλίδημα,
χvαύων,39
χvoiζoμαι,
40
χολόεις,
40
χvoύς,
39 39
χλίδος,40
χvoώδης,39
χλίδων,40
χοανεύω,
χλίδωσις,
χοάνη,
40
149 149
χλιερός,40
χόανος,149
χλιμιντρίζω,
χόδανος,
139 χλιμίντρισμα, 139 χλιμιντρώ, 139
χονδρέμπορος, χονδρεύω,
148 148 χονδρικός, 148 χονδρικώς, 148 χονδρίνη, 148 χόνδρινος, 148 χονδρίς, 148 χονδρίτις, 148 χονδρο-, 148 χονδροειδής, 148 χονδρός, 148 χόνδρος, 148 Χόνδρος, 148 χονδρώδης, 148 χοντράδα, 148 χοντράδι, 148 χοντραίνω, 148 χοντρέλα, 148 χοντρεμπόρω, 148 χοντρένω, 148 χοντρικώς, 148 χοντρο-, 148 χοντρός, 148 χόντρος, 148 χοντροσύνη, 148 χοντρούλης, 148 χοντρουλός, 148 ΧΟΟ-, 148 χοραγείον, 143 χοραγός, 143 χοραύλης, 143 χονδριάω,
χλιόεις,40
148 148 χόδος, 148 χοή, 149
χλιός,40
χοήρης,149
χλίω,40
χοηφόρος,
χλιώδης,40
χόϊδων,148
χορδάρω,142
χλοάζω,
χοϊκός,
148
χορδαψός,
χλοαίνομαι,
141 χλοανθώ, 141 χλοανός, 141
χοινικαίος,
χόρδευμα,
χλοάω,141
χοινικομέτρης,
χλοερο-,
χοίνιξ,
141
141 χλοερός, 141 χλοερώπις, 141 χλοη-, 141 χλόη, 141 χλόίζω, 141
χοδιτεύω,
149
149 χοινίκων, 149 χοινικίς, 149 149 χοιράγρα, 54 χοιραδώδεις, χοιράς,54 χοίρειος,
54
χοιρεών,54
54
149
148 148
142 142 χορδεύω, 142 χορδο-, 142 χορδότονον, 142 χορδοτόνος, 142 χορεία, 143 χορειάρχης, 143 χορείον, 143 χορείος, 143 χόρευμα, 143
143 143 χορευτικός, 143 χορεύτρια, 143 χορεύω, 143 χορηγείον, 143 χορηγέτης, 143 χορηγέω, 143 χορήγημα, 143 χορηγητήρ, 143 χορηγία, 143 χορηγικός, 143 χορηγίς, 143 χορηγός, 143 χορηγώ, 143 χορήτις, 143 χοριαμβικός, 143 χορίαμβος, 143 χορικός, 143 χόριος, 143 χορίτις, 143 ΧΟΡΟ-, 143 χοροεσπερίδα, 129 χοροεσπερίς, 129 χοροι, 143 χορός, 143 χορταγωγία, 147 χορτάζω, 147 χορταίνω, 147 χορταιοβάμος, 147 χορταιοβάμων, 147 χορταίος, 147 χορταράκι, 148 χορταρένιος, 148 χορτάρι, 147 χορταριά, 148 χορταριάζω, 148 χορταριαστός, 148 χορταρικό, 148 χορταρο-" 148 χορταρώδης, 148 χορτασιά, 147 χόρτασις, 148 χόρτασμα, 147 χορτασμένος, 147 χορτασμός, 147 χορταστικός, 148 χορτάτος, 148 Χορτερό, 148 χορτικός, 148 χόρτινος, 148 ΧΟΡΤΟ-, 148 χόρτο, 148 Χορτοκόπι, 148 χόρτον, 148 χόρτος, 147 χορτώδης, 148 χουλιάρι, 43 χουνί, 149 χους, 148 χούφτα, 70 χούφταλο, 57 χουφτιά, 70 χουφτιάζω, 70 χούφτιασμα, 70 χούφτωμα, 70 χουφτώνω, 70 χουχουλίζω, 149 χοχλάδι, 139 χοχλίδι, 139 χοχλιός, 43 χόω,148 χοώδης,148 χραίνω,141 χραισμέω,
138 138 118
χράομαι,
χρασίμι,
291 χραύω,143
χρηστήρως,
138 138 χρήστης, 138 χρηστικός, 138 χρηστο-, 138 χρηστός, 138
χρυσωρύχος,
χυμώ,148
χράω,
χρηστηριώδης,
χρύσωσις,
χυμώδης,
χρώζω,141
148 148 χύσιμο, 148 χύσις, 148 χυτά, 148
χρήστωρ,138
χρω'ίζω,
χυτήρ,148
χρηστώς,
χρώμα,
138, 141, 143 χρεαγωγός, 138 χρεάρπαξ, 138 χρεία, 138 χρειάζομαι, 138 χρειαζόμενα, 138 χρειαζούμενα, 138 χρειακός, 138 χρειασίδι, 138 χρειγιά, 138 χρείη,138 χρείμενος,
138 χρεωκόλαξ, 138 χρείος, 138 χρεώω,138 χρειώ,138 χρειώδης,
138 138 χρεμετίζω, 139 χρεμέτισμα, 139 χρεμετισμός, 139 χρεμετιστικός, 139 χρεμίζω, 139 χρειωδώς,
χρέμμα,139 χρέμπτομαι,
139
χρέμψις,
139 χρεο-, 138 χρέομαι, 138 χρέος, 138 χρεοστάσων, χρεω-,
138 χρίζω, 141 χρίμα, 141 χρίμπτω, 141 χρίπτω, 141 χρισιάζω, 141 χρίσιμος, 141 χρίσις, 141 χρίσμα, 141 χριστέον, 141 Χριστιανός, 141 χριστός, 141 χρίω, 141 χρόα, 141 χροιά, 141 χροιέω, 141 χρόίζω, 141 χρονάρχης, 143 χρονιαίος, 143 χρονίζω, 143 χρονικός, 143 χρονώομαι, 143 χρονώτης, χρονισμός,
138
χρονιστός,
χρέω,138
χρονο-,
χρεώνω,
χρονοδιακόπτης.,
138 χρέως, 138 χρέωσις, 138 χρεωστέω, 138 χρεώστης, 138 χρεωστικός, 138 χρεωστώ, 138
χρόνος,
143 143
χροτική,
χρησιμεύω,
141 141 χρουσούς, 141 χρυσ-, 141 χρυσάορος, 141 χρυσάφι, 141 χρυσάφων, 141 χρύσαφος, 141 χρυσάωρ, 141 χρυσή εις, 141 Χρυσηίς, 141 χρυσήλατος, 141 χρυσήνως, 141 χρυσήρης, 141 Χρύσης, 141 χρυσιαίος, 141 χρυσιασμός, 141 χρυσιδάρων, 141 χρυσίδιον, 141 χρυσίζω, 141 χρύσινος, 141 χρυσω-, 141 χρυσίον, 141
χρησιμο-,
χρύσως,141
χρη,138
χρήζω,
138
χρηία,138
χρηίζω,138 χρηίσκομαι, χρήμα,
138
138
χρημάτισις,
138 χρηματισμός, 138 χρηματιστήρων, 138 χρηματιστής, 138 χρηματιστικός, 138 χρηματίτης, 138 χρηματο-, 138 χρήμη,138 χρημοσύνη,
13 8
χρήος,138 χρήσδω,138 χρησείδων,
138
χρησι-,138
138 138 χρήσιμος, 138 χρησιμότης, 138 χρήσις, 138 χρησμο-, 138 χρησμός, 138 χρησμοσύνη, 138 χρησμωδέω, 138 χρησμωδία, 138 χρησμωδικός, 138 χρησμωδός, 139 χρηστέον, 138 χρηστεύομαι, 138 χρηστήρ, 138 χρηστηριάζω, 138 χρηστήρων, 138
143
143
χρονουργός,
141 141 χρωματικός, 141 χρωμάτινος, 141 χρωμάτων, 141 χρωματισμός, 141 χρωματο-, 141 χρώννυμι, 141 χρως, 141 χρώσις, 141 χρωστήρ, 141 χρωτίδων, 141 χρωτίζω, 141 χτένα, 144 χτενάκι, 144 χτένι, 144 χτενίδι, 144 χτένισμα, 144 χτενιστής, 144 χτενιστικός, 144 χτενο-., 144 χτήμα, 92 χτήνος, 92 χτίζω, 88 χτικιάζω, 111 χτικιάρης, 111 χτικιάρικος, 111 χτίκιασμα, 111 χτικιό, 111 χτίριο, 88 χτύπημα, 115 χτυπητά, 115 χτυπητός, 115 χτυποκάρδι, 115 χτύπος, 115 χτυπώ, 115 χυδάίζω, 148 χυδαωλογία, 148 χυδαίος, 148 χυδαώτης, 148 χυδαώτροπος, 148 χρωματίζω,
143
χρονουλκέω,
141 141
χρωματεύω,
143 143 143
χρεώ,138
χρυσώψ,141
χρώμαι,138
χρόνως,143
138
141 141 χρυσωτής, 141 χρυσωτός, 141
χρουσίον,
χύνω,
χύτης,
148 148 χυτλάζω, 148 χύτλον, 148 χυτικός,
χυτλόω,148 χυτός,
148 148 χυτραίος, 148 χύτρεως, 148 χυτρεούς, 148 χυτρεύς, 148 χυτρεψός, 148 χυτρίδων, 148 χυτρίζω, 148 χυτρίνδα, 148 χυτρίνος, 148 χύτρινος, 148 χυτρίον, 148 χυτρίς, 148 χυτρισμός, 148 χυτρίτις, 148 χυτρο-, 148 χυτρόγαυλος, 148 χυτροειδής, 148 χώμα, 148 Χωματάδα, 148 χωματένιος, 148 χωματιάζω, 148 χωμάτιδα, 148 χωματίζομαι, 148 χωματίζω, 148 χωματίλα, 148 χωμάτινος, 148 χωμάτων, 148 χωματισμός, 148 χωματο-, 148 χωματουργία, 148 χωματουργικός, 148 χωματώνω, 148 χύτρα,
χωνεία,149 χωνείον,
χυδαώω,148
149 149 χώνευσις, 149 χωνευτήρι, 149
χυδαϊσμός,
148 148 χυδαίωσις, 148 χυδανός, 148 χύδην, 148 χυλάρων, 148 χυλίζω, 148 χύλισμα, 148 χυλισμός, 148 χυλο-, 148 χυλός, 148
χωνευτήρων,149
χυδαϊστί,
χωνευτής,
χυλόω,148
χώνον,149
χρυσίς,
χυλώδης, χύλωμα,
χώρα,
Χρυσόστομος,
148 148 χυλώνω, 148 χύλωσις, 148 χύμα, 148
χώνω,
χρυσίτης,
χρυσούς,
χυμεία,148
χωρατεύω,
χύμευσις,
χωρατό,
χυμευτής,
χωράφι,
Χρύσιππος,
141
141 141 χρυσο-, 141 χρυσός, 141 141 141 χρυσοχόος, 141 χρυσών, 141 χρυσωνέω, 141 χρυσώνητος, 141 χρυσώνω, 141 χρυσώπις, 141 χρυσωπός, 141 χρυσωρυχίον, 141
148 148 χυμευτικός, 148
χώνευμα,
149 149 χωνευτός, 149 χωνεύτρα, 149 χωνεύω, 149 χωνί, 149 χωνίον, 149 χώννυμι, 148 χωνευτικός,
χωννύω,148 χωνοειδής,
149
148 88 χωραιτης, 88 χωρατά, 88 χωρατατζής,
88 88
χυμίζω,148
88 88 χωράφιov, 88 χωράω, 88
χυμίον,
χωρέω,88
148
χυμοειδής, χυμός,
148
χυμόω,148
148
χώρη,
88
χωρηκότης, χώρημα,88
88
292 χώρησις,88
ψαλίδωμα,
101 10 1 ψαλίδωσις, 10 1 ψαλιδωτός, 10 1
ψαχούλεμα,
χωρητικός,
ψαλιδώνω,
ψαχουλεύω,
ψαλίζω,1Ο1
ψεγάδι,
ψάλιον,1Ο1
ψέγος,1Ο2
ψαλίς,1Ο1
ψέγω,
ψαλισμός,
10 1 ψαλιστός, 10 1 ψάλλω, 102
ψεδνο-,1Ο2
ψάλμα,1Ο2
ψεδνότης,
ψαλμός,
ψείρα,
χωρίτης,88
102 ψαλμουδία, 102 ψαλμωδία, 102 ψαλμωδός, 102 ψαλμωδώ, 102 ψάλσιμο, 102 ψαλτήρι, 102 ψάλτης, 102 ψαλτικός, 102 ψαλτός, 102 ψαμαθίς, 102 ψάμαθος, 102 ψαμαθών, 102
ψεκάς,1Ο1
ψήξις,
χωρο-,88
ψάμμα,1Ο2
ψέκασμα,
ψαμματίζω,
101 10 1 ψεκαστήρας, 10 1 ψεκαστός, 10 1 ψεκτέον, 102 ψέκτης, 102 ψεκτικός, 102 ψεκτός, 102
ψηρός,60
χώρος,
ψεκασμός,
ψησιά,
ψέλιον,1Ο1
ψητός,
88 χωρητικότης, 88 χω ρητός, 88 χώρι, 88 χωριανός, 88 χωριάτης, 88 χωριατιά, 88 χωριάτικος, 88 χωριατο-, 88 χωριατοσύνη, 88 χωρίζω, 88 χωρικός, 88 χωριό, 88 χωρίον, 88 χωριουδάκι, 88 χωρίς, 88 χωρισιά, 88 χώρισμα, 88 χωρισμός, 88 χωριστά, 88 Χωριστή, 88 χωριστής, 88
χωρώ,
88 88
χως,148 χώσις,
148
χώσμα,148 χωστέον,
148 148 χωστρίς, 148 ψαδυρός, 101 ψάθα, 101 ψαθάκι, 101 ψαθάλλω, 10 1 χωστός,
ψάθεα,1Ο1 ψαθί,
101 10 1 ψαθο-, 101 ψαθύριον, 101 ψαθυρόομαι, 10 1 ψαθυρός, 10 1 ψαθύρωσις, 10 1 ψαθυρωτής, 10 1 ψάθωμα, 101 ψαθώνω, 101 ψαθωτός, 10 1 ψαιδρός, 102 ψαικάζω, 10 1 ψάθινος,
ψαίμα,1Ο1 ψαινίζω,
10 1 10 1 ψαινύθιος, 10 1 ψαινύρω, 10 1 ψαίνυσμα, 10 1 ψαινίσσω,
10 1
ψαμμήν,1Ο1 ψάμμητον,
10 1 ψαμμιακός, 102 ψαμμίας, 102 ψαμμιασικός, 102 ψαμμίασις, 102 ψαμμίτης, 102 ψαμμιτικός, 102
68 68
ψηκτρίον, ψηκτρίς,
ψάω,1Ο1
ψηλα-,52
ψε,26
ψηλά,
102 102 ψηλάφησις, 102 ψηλαφητής, 102 ψηλαφητί, 102 ψηλαφητικός, 102 ψηλαφητός, 102 ψηλαφία, 102 ψηλαφίζω, 102 ψηλαφίνδα, 102 ψηλαφώδης, 102 ψηλάφημα,
102
ψεδνόομαι,
52
ψηλαφάω,
102
102
ψεδνός,1Ο2
102 121 ψειραλοιφή, 121 ψείρας, 121 ψειρής, 121 ψειριάζω, 121 ψειριάρης, 121 ψειριάρικος, 121 ψείριασμα, 121 ψειρίζω, 121 ψειρο-., 121 ψεκάδιον, 101 ψεκάζω, 101
ψελιοφόρος,
10 1
ψήληξ,1Ο2 ψηλο-,52 ψηλός,
52 52 ψηλώνω, 52 ψηλωσιά, 52 ψήλωμα,
ψηνός,1Ο2 ψήνω,
96 101 96
ψησταριά,
96 96 ψηστιέρα, 96 ψηστικά, 96 ψήστης,
ψητάρης,96 ψητάς,96
96
ψήφα,1Ο1
ψαμμο-,1Ο2
ψελιόω,1Ο1
ψηφείον,
ψαμμοβιίδες,
ψελλίζω,
102 ψέλλιον, 10 1 ψέλλισμα, 102 ψελλισμός, 102 ψελλιστής, 102 ψελλός, 102 ψελλότης, 102 ψέλνω, 102 ψέμα, 110 ψεματούρης, 110 ψένω, 96 ψες, 93 ψεσινός, 93 ψευδ-, 110 ψευδαλέος, 110 ψευδής, 110 ψευδο-, 110 ψεύδομαι, 110 ψεύδος, 110
ψηφί,
102 ψαμμόβιος, 102 ψάμμος, 102 ψαμμώδης, 102 ψαμμωτός, 102 ψάνα,96 ψανός,
96, 102 68
ψάξιμο,
Ψαπφώ,68 ψάρ,1Ο0 ψαρα-,96
Ψαρά,
96, 102 96 ψαράδικος, 96 ψαράς, 96 ψάρεμα, 96 ψαρευτική, 96 ψαρεύω, 96 ψάρι, 96 ψαριά, 96 Ψαράδες,
101 10 1
101 101 ψηφίδα, 101 ψηφιδωτό, 10 1 ψηφιδωτός, 10 1 ψηφίζω, 101 ψήφινος, 10 1 ψηφίς, 101 ψήφισις, 10 1 ψήφισμα, 101 ψηφισμός, 10 1 ψηφιστός, 101 ψηφίτης, 10 1 ψηφο-, 101 ψηφολέκτης, 10 1 ψήφος, 101 ψηφοφορέω, 10 1 ψηφοφορία, 10 1 ψηφοφορίον, 10 1 ψηφοφόρος, 10 1
ψεύδω,11Ο
ψηφόω,1Ο1
ψαριέρα,96
ψεύσμα,11Ο
ψηφώ,
ψαρικός,96
ψεύστης,
ψηχάλα,1Ο1
101
ψαίρω,1Ο0
ψαρίλα,
ψαιστός,
10 1 ψαίστωρ, 10 1
ψαρίσιος,
ψαίω,1Ο1
ψαρομάλλης,
ψακάζω,1Ο1
ψαρομαχία,
ψακάς,1Ο1
ψαρόνι,
ψακτήρ,
ψαροπούλα,
110 ψεύτης, 110 ψευτιά, 110 ψευτίζω, 110 ψεύτικος, 110 ψεύτισμα, 110 ψεφαίος, 10 1 ψεφαρός, 10 1
ψαροπούλι,
ψέφας,1Ο1
ψιδιάζω,68
ψεφαυγής,
ψίδιασμα,
ψεφηνός,
ψίεθος,
101 ψάλαγμα, 102 ψαλάσσω, 102 ψαλίδα, 101 ψαλιδάκι, 10 1 ψαλίδι, 101 ψαλιδιά, 10 1 ψαλιδίζω, 10 1 ψαλίδιον, 101 ψαλίδισμα, 10 1 ψαλιδισμός, 101 ψαλιδιστός, 10 1 ψαλιδοειδής, 10 1 ψαλιδόω, 101
96 96
ψαρο-,96
100 100
100
96 96 ψαρόπουλο, 96 ψαρός, 100
10 1 10 1
ψηχάλισμα, ψήχω, ψι,
90
ψιαθίζομαι,
101 ψιάς, 101 ψίδι, 68 68 101
ψέφος,1Ο1
ψίζω,1Ο1
ψαύσις,
68 ψαύσμα, 68
ψέφω,1Ο1
ψίθος,
ψέω,1Ο1
ψίθυρ,1Ο2
ψαυστός,68
ψήγμα,
ψιθυρίζω,
ψαύω,
ψηγματίζω,
ψαφαρόν, ψαφαρός,
101 10 1
ψάχαλο,1Ο1 ψαχνόν,1Ο1 ψάχνω,
68
101
101 ψηγμάτιον, 101 ψηκεδών, 10 1 ψήκτρα, 101 ψήκτρια, 101 ψηκτρίζω, 10 1
101
ψίαθος,
ψάρος,1Ο0
68
101
101
102
102 102 ψιθυριστά, 102 ψιθυριστής, 102 ψιθυριστός, 102 ψίθυρος, 102 ψιλά, 102 ψιθύρισμα,
293 ψιλάδα,1Ο2
ψύΥω,135
ψυχρία,135
ωδή,
ψύδραξ,11Ο
ψυχρίζω,135
ωδική,
ψιλή,
102 102 ψιλίζομαι, 102 ψιλικά, 102 ψιλικατζής, 102 ψιλικατζίδικο, 102
ψυδρός,11Ο
ψυχριστός,
ψιλήτης,
ψύθος,11Ο
ψυχριτήρων,
ωδίν,19
ψυκτήρ,135
ψυχρο-,135
ωδίνημα,
ψυκτήρας,
ψυχρός,
ωδινολύτης,
ψιλικό,1Ο2
ψυκτήρως,135
ψιλο-,1Ο2
ψυκτικός,
ψύκτρα,135
135 ψυχρότης, 135 ψυχρούλα, 135 ψύχω, 135 ψυχώδης, 135 ψυχωμένος, 135 ψυχώνω, 135 ψύχωσις, 135
ψύλλα,1Ο2
ψυχωτής,135
ωθισμός,
ψύλλειον,
102 ψυλλερίς, 102 ψυλλίζω, 102 ψυλλίον, 102 ψύλλιον, 102
ψυχώτρια,
ωθώ,
ψιλέθειρον,
ψιλόομαι, ψιλός,
102
102
102
ψιλόω,1Ο2 ψίλωθρον,
102
ψίλωμα,1Ο2 ψιλώνω,1Ο2 ψίλωσις,
102 ψιλωτής, 102 ψιλωτικός, 102 ψιμάδι, 93 ψιμάρι, 93 ψιμάρνι, 93 ψιμίθιον, 102 ψιμμύθιον, 102 ψιμύθι, 102 ψιμύθιον, 102 ψιμυθίωσις, 102 ψίμυθος, 102
135 ψυκτηρίας, 135 ψυκτήρων,135
13 5 ψυκτικότης, 135 ψυκτιρίδως, 135
135 135
135
138 138 ωδικός, 138
ωδίνω,
19
ωδοποώς,138 ωδός,138
ώεον,17 ωθέω,117 ώθησις,
117
ωθίζω,117
117
117
ψώα,
101 101 ψωθίον, 101 ψωία, 101
ωίζω,17
ψώζα,
ώιον,17
ψυλλο-,1Ο2
ψωκτός,1Ο1
Ωκεανηιάς,
ψύλλος,
102 102 ψύξη, 135 ψύξις, 135
ψωλαράς,
ψυλλώδης,
ψωλή,
Ψύρα,1Ο2
ψωμάδικο,
ψυρίς,
ψωμάκι,
ώκα,144 ωκαλέος,
ψύρος,1Ο2
ψωμάς,
ψύττα,1Ο7
ψώμηξ,1Ο1
144 144 Ωκεάνης, 144 Ωκεανίνη, 144 ωκεάνως, 144 Ωκεανίς, 144 ωκεανισμός, 144 Ωκεανίτις, 144 Ωκεανόνδε, 144 Ωκεανός, 144
ψωμί,
ωκέως,144
102
ψιν,26
ψύττω,95
ψινάζω,121
ψυχαγωγέω,
ψίναθος,
10 1
101
ψωλoKoπαvώ,101 ψωλός,1Ο1
101 101 101
101 101
ψωμίζω,
ωκήεις,144
ψυχαγώγημα,135
ψωμίον,1Ο1
ώκιμον,
ψυχαγωγία,
135 ψυχαγωγικός, 135 ψυχαγώγων, 135 ψυχαγωγός, 135
ψωμίς,
101 ψώμισμα, 101 ψωμισμός, 101
ώκινον,
ψωμο-,1Ο1
ώκιστος,
ψίττα,1Ο7
ψυχάζω,135
ψωμός,1Ο1
ωκίων,144
ψιττάκη,96
ψυχαίος,
ψωμώνω,
96 ψιττακός, 96 ψιττίον, 10 1 ψίχα, 101 ψιχαλίζω, 101 ψιχάρπαξ, 101 ψιχίον, 101 ψιχίσασθαι, 101 ψιχιώδης, 10 1 ψιχολογέω, 101 ψίχουλο, 10 1
ψυχάκιας,
101 96 ψωνίζω, 96 ψώνισμα, 96 ψωνιστήρι, 96 ψωνιστής, 96 ψωνίστρα, 96 ψώρα, 101 ψωραλέος, 10 1
ωκυ-,144
ψιττάκιον,
ψώνια,
ωκυεπής,
ψωράω,1Ο1
ωλέκρανον,
ψωριάζω,
ωλένη,
ψωρίασις,
ωλέvιoς,44
ψίω,1Ο1
ψυχεμπορικός,
ψόα,1Ο1
ψυχέμπορος,
121 ψινάς, 121 ψίνομαι, 121 ψίξ,1Ο1 ψίσις,
121
ψογερός,
102
135
135 135 ψυχαλγής, 135 ψυχαπάτης, 135 ψυχάρι, 135 ψυχάρων, 135 ψυχαρούδα,135
ψυχάρπαξ,135 ψυχασμός,
135 ψυχαστής, 135 ψυχεινός, 13 5 ψυχείον, 135
ψυχή,
135 135
135 135
144 144
ωκίς,144 ώκιστα,144
144
144
ωκύνω,144 ωκύς,144 ωκύτατος,
144 144
ωκύτερος,
ωκύτης,144
ώλαξ,136 ωλεκρανίζω,
44 44
10 1 10 1 ψώριασμα, 10 1 ψωρικός, 10 1 ψωρίλας, 101 ψωρίλος, 101 ψωρίτης, 101 ψωρο-, 101 ψωροειδής, 101 ψωρός, 101 ψώρωσις, 101
44
Ώλενος,44
ψώχος,1Ο1
ωμαχθής,67
ψώχω,1Ο1
ωμέγα,
ωλενίς,44 ωλενίτης,
44
ωλενόκρανον,
ψογέω,1Ο2
Ψυχή,
ψογίζω,1Ο2
ψυχήως,135
ψόγιος,
102 ψόγος, 102 ψοθάλλω, 102 ψόθος, 101, 102 ψοιτης, 101 ψολόεις,99, 101 ψόλος,99, 101
ψυχιατρείον,
ψύχων,135
ψώω,1Ο1
ωμηστής,83
ψόρος,1Ο2
ψυχισμός,
ω,
ωμιαία,
ψουνίζω,96
ψυχιστής,
ψουνιστής,
ψυχο-,135
96
135 ψυχίατρος, 135 ψυχίδιον, 135 ψυχίζομαι, 135 ψυχικός, 13 5 ψυχινός, 13 5 13 5 135
ψόφαξ,1Ο2
ψυχολογία,
ψοφέω,1Ο2
ψυχολόγος,
ψόφημα,1Ο2
ψύχος,
34 45
ώα,
ώλεσις,38 ώλξ,136 ωμαδίς,67 ωμαδών,67
34 67
ωμίας,67
ωαγωγός,
135 135
ωμίασις,67
17
ωαιαί,34
ωμίδιος,67
ωάριον,
ωμίζομαι,
17
67
ωάς,45
ώμιλλα,66
ψόφησις,
ωβά,
ώμιον,67
ψοφοδέεια,
ψυχόω,135
ωβάζω,87
ψυχρ-,135
ωβάτης,87
ψύχρα,
ωβεοκόπτης,
135
87
ωμιστής,67 ωμο-,67
17
ωμοίδης,67
135 ψύχρανσις, 135 ψυχραντικός, 13 5 ψυχρασία, 13 5
ώβεον,17
ωμοκλείς,67
ωγή,
ωμοκοτύλη,
Ωγύγιος,86
ωμοπλάτη,
ψuyεύς,135
ψύχρευμα,135
Ώγυγος,86
ωμός,
ψύΥμα,135
ψυχρεύομαι,
ωδάρων,138
ώμος,
ψuyμός,135
ψυχρήλατος,
ωδείον,
ωμοτοκέω,
ψύα,1Ο1 ψuyειαKός, ψuyείoν,
135 135
ψυχραίνω,
135 135
87
Ωγυγία,
44
ωλεσι-,38
135 ψυχούλα, 135
102 102 ψοφοδεής, 102 ψόφος, 102 ψοφώδης, 102
19
19
86
138
67
ωμοκυδιάω,67
67
83 67 83
294 ωμοφάγος,
83 67 ωμοφόριον, 67 ωμοφόρος, 67 ωμοχάραξ, 67 ων, 25 ώναιος, 11 ωνέομαι, 11
ώρες,
ωμοφορέω,
ωρεσιδότης,
ωροσκόπιον,
ωνή,11
ωριαίνω,33
ωρύωμα,
ώνημα,
11 ώνησις, 11 ωνητής, 11 ωνητός, 11
ωριαίος,
ως,
ωριάς,
ωσάν,
ωνήτωρ,11
ωριμάζω,
26 26 ωσία, 25 ώσις, 117
ώνια,
ωριμαία,
ωσμο-,117
33
ωροσκόπος,
33
33 33
ωτός,
137
Ώτος,137
ωρεύω,33
ωρτός,29
ωτώεις,137
ωρέω,33
ωρυγή,
ωφέλεια,
ώρη,33
ωρυδόν,1Ο3
ωφελέω,48
ωρυθμός,
ωφέλημα,
ώρημα,
33
103 103 103
ωρήσσω,33
ωρύομαι,
ωρηφόρος,
ωρυτός,1Ο3
48 48
ωφεληματικός,
ώστης,117
48 48 ωφελημιστής, 48 ωφελημιστικός, 48 ωφελήσιμος, 48 ωφέλησις, 48 ωφελητικός, 48 ωφέλιμα, 48 ωφέλιμος, 48 ωφελιμότητα, 48 ωφελώ, 48 ώχρα, 141 ωχραίνω, 141 ωχραντικός, 141
33 Ώραι, 33 ωραία, 33 Ωραία, 33
ωρίτης,33
ωστίζομαι, ωστικός,
ωχρία,
ωραιόομαι,
ωρογνωμονέω, ωρόμανιις,33
117 117 ωστιούμαι, 117 ωστισμός, 117 ωστός, 117 ωταλγέω, 137 ωταλγία, 137
ωχράω,141
Ωρίων,
ωρομέδων,
ωτάρων,137
ωχρός,
ωταρός,137
ώχρος,141
ωτειλή,115
ωχρότης,
ωτειλήθεν,
115 ωτιαφόρος, 137
ώχρωμα,141
ωτικός,137
ωψά,129
ωτίον,137
ωώδης,
33 33 ώριμος, 33 ωριμότης, 33 ωριόκαρπος,
129
ώσμωσις,
33
ωστήρας,
ώριος,
33 33
33
ωρολόγιον,
33
33
33 ωρονομείον, 33 ωρονομεύω, 33 ωρονομέω, 33 ωρονόμος, 33 ώρος, 28, 33, 34 ωροσκοπείον, 33 ωροσκοπέω, 33 ωροσκόπησις, 33
117 117 117
ωσμωτικός,
ώριον,33
ωρο-,33
ώρασιν,33 ωρείον,33
ωσμός,117
ωρίως,33
33 ωραιΟ1ιολέω, 33 ωραιοπώλης, 33 ωραίος, 33 ωραιότης, 33 ωράϊσμα, 33 ωραϊσμός, 33 ωραϊστής, 33 ώρασι, 33
103
26
ωσανεί,
ωρικός,33
ώρα,
ωρειάριος,
33 33
ωρίζω,33
11 ώvιoς, 11 ώνος, 11 ωοιοί, 34 ωόν, 17 ωπάζομαι,
33
ωτίς,137 ωτο-,137
ωφελημισμός,
141
ωχρίας,141 ωχρίασις,
141
ωχριάω,141 ωχρο-,
141
ωχροειδής,
141
141
ωψ,129
17
141